Professional Documents
Culture Documents
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Πηνελόπη Χατζηδηµητρίου
∆ιδακτορική διατριβή
Θεσσαλονίκη
2004
Για τη Μαίρη και το Νίκο,
–ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ …………………………………………………………………….1
–ΠΡΟΛΟΓΟΣ ………………………………………………………………………..5
1976)
1.2.3. «Γέρµα» (1982): από τον κοινωνικό χρόνο στον οργανικό χρόνο
2.2. Ο εκστατικός Άττις: Από το µύθο του Άττι στο θέατρο Άττις ………………….74
σωµατοποίησή του
συνέπειες
2.6.1. Γεωµετρώντας το άπειρο: επιρροές από την πρωτοπορία του 20ού αιώνα
2.7.3. Ο σκηνικός βίος του χορού: ο κύκλος του Ηρακλή – ένα παράδειγµα
θεάτρου ……………………………………………………………………………..222
Επίγονοι (2003)
επενέργεια …………………………………………………………………………275
–ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ………………………………………………………………...365
Μολονότι η διδακτορική αυτή διατριβή φέρει την υπογραφή µου, γνωρίζω καλά ότι
κάποιων ανθρώπων στους οποίους είµαι βαθύτατα ευγνώµων. Κατ’ αρχήν θα ήθελα
να εκφράσω τις ευχαριστίες µου προς τα µέλη της Συµβουλευτικής µου Επιτροπής.
Ελισάβετ Σακελλαρίδου για τη θεωρητική της οξυδέρκεια, την ηθική στήριξη και τη
του ίδιου του σκηνοθέτη, κ. Θεόδωρου Τερζόπουλου, σε µια συνεργασία που µετρά
περισσότερο από τέσσερα χρόνια και σµιλεύτηκε πάνω στις βάσεις της αµοιβαίας
εµπιστοσύνης και του σεβασµού. Ο κ. Τερζόπουλος είχε την ευγενή καλοσύνη όχι
µόνο να θέσει στη διάθεσή µου το προσωπικό του αρχείο, αλλά, εξίσου σηµαντικό,
µου έδωσε την ευκαιρία να «οσµιστώ» τη λειτουργία του ίδιου ως σκηνοθέτη και του
θεάτρου του µέσα στην καθηµερινότητά τους. Τον ευχαριστώ από καρδιάς, όπως θα
ήθελα να επεκτείνω τις ευχαριστίες µου και στους συνεργάτες του, Μαρία
Τερζοπούλου, Κωνσταντίνο Μπεθάνη και Johanna Weber, οι οποίοι µε ευγένεια και
θέρµη αγκάλιασαν την προσπάθειά µου. Επίσης, ευχαριστώ τους ηθοποιούς του Άττις
και ιδιαίτερα τον Τάσο ∆ήµα, τη Σοφία Μιχοπούλου, τη Σοφία Χιλλ και το Σάββα
Στρούµπο για την περισσότερο «σιωπηρή» αλλά ουσιαστική στήριξή τους, όπως και
και ∆ήµο Τσιγκάκο για τις συνεντεύξεις που µου παραχώρησαν. Για τον ίδιο λόγο
ευχαριστώ τους ηθοποιούς του Κ.Θ.Β.Ε. Λίνα Λαµπράκη και Γιάννη Ηλιόπουλο και
λειάνω σχετικά σηµεία της µελέτης. Τον ευχαριστώ θερµά. Ουσιαστική ήταν και η
συµβολή του χορογράφου και video artist Johannes Birringer, o οποίος µε την
εµπειρία της παγκόσµιας σύγχρονης σκηνής µού έθεσε καίρια ερωτήµατα και µε
ενθάρρυνε να βρω τις δικές µου απαντήσεις, όπως και η συµβολή του περφόρµερ και
γνώστης της µεθόδου του Γκροτόφσκι, συνεισέφερε µε τις σκέψεις του στους
προβληµατισµούς µου.
Είναι πολλοί ακόµη αυτοί που κρύβονται πίσω από την πραγµάτωση αυτής της
διατριβής. Τους ευχαριστώ όλους και ιδιαίτερα τις Άλια Κάτσικα, ∆άφνη
Μουστακλίδου και Χρυσάνθη Μιχλίζογλου για τη φιλία και την υποµονή τους, την
Αριστοτέλη Σοµπότη για τη βοήθειά του, το Μιχάλη Λυκούδη γιατί έκανε το τέλος
αρχή, όπως κι εκείνους που επαλήθευσαν τη ρήση του Ιβάν Κλίµα ότι «ζούµε επειδή
µας περιµένουν µερικές συναντήσεις που αξίζει να τις ζήσουµε». Πάνω απ’ όλα,
όµως, ευχαριστώ τους γονείς µου Μαίρη και Νίκο Χατζηδηµητρίου, οι οποίοι, πέραν
των άλλων, ανέλαβαν τη φιλολογική επιµέλεια της µελέτης. Σε αυτούς και σε όλη την
Μολονότι η διδακτορική αυτή διατριβή φέρει την υπογραφή µου, γνωρίζω καλά ότι
κάποιων ανθρώπων στους οποίους είµαι βαθύτατα ευγνώµων. Κατ’ αρχήν θα ήθελα
να εκφράσω τις ευχαριστίες µου προς τα µέλη της Συµβουλευτικής µου Επιτροπής.
Ελισάβετ Σακελλαρίδου για τη θεωρητική της οξυδέρκεια, την ηθική στήριξη και τη
του ίδιου του σκηνοθέτη, κ. Θεόδωρου Τερζόπουλου, σε µια συνεργασία που µετρά
περισσότερο από τέσσερα χρόνια και σµιλεύτηκε πάνω στις βάσεις της αµοιβαίας
εµπιστοσύνης και του σεβασµού. Ο κ. Τερζόπουλος είχε την ευγενή καλοσύνη όχι
µόνο να θέσει στη διάθεσή µου το προσωπικό του αρχείο, αλλά, εξίσου σηµαντικό,
µου έδωσε την ευκαιρία να «οσµιστώ» τη λειτουργία του ίδιου ως σκηνοθέτη και του
θεάτρου του µέσα στην καθηµερινότητά τους. Τον ευχαριστώ από καρδιάς, όπως θα
ήθελα να επεκτείνω τις ευχαριστίες µου και στους συνεργάτες του, Μαρία
θέρµη αγκάλιασαν την προσπάθειά µου. Επίσης, ευχαριστώ τους ηθοποιούς του Άττις
και ιδιαίτερα τον Τάσο ∆ήµα, τη Σοφία Μιχοπούλου, τη Σοφία Χιλλ και το Σάββα
Στρούµπο για την περισσότερο «σιωπηρή» αλλά ουσιαστική στήριξή τους, όπως και
και ∆ήµο Τσιγκάκο για τις συνεντεύξεις που µου παραχώρησαν. Για τον ίδιο λόγο
ευχαριστώ τους ηθοποιούς του Κ.Θ.Β.Ε. Λίνα Λαµπράκη και Γιάννη Ηλιόπουλο και
λειάνω σχετικά σηµεία της µελέτης. Τον ευχαριστώ θερµά. Ουσιαστική ήταν και η
συµβολή του χορογράφου και video artist Johannes Birringer, o οποίος µε την
εµπειρία της παγκόσµιας σύγχρονης σκηνής µού έθεσε καίρια ερωτήµατα και µε
ενθάρρυνε να βρω τις δικές µου απαντήσεις, όπως και η συµβολή του περφόρµερ και
γνώστης της µεθόδου του Γκροτόφσκι, συνεισέφερε µε τις σκέψεις του στους
προβληµατισµούς µου.
Είναι πολλοί ακόµη αυτοί που κρύβονται πίσω από την πραγµάτωση αυτής της
διατριβής. Τους ευχαριστώ όλους και ιδιαίτερα τις Άλια Κάτσικα, ∆άφνη
Μουστακλίδου και Χρυσάνθη Μιχλίζογλου για τη φιλία και την υποµονή τους, την
Αριστοτέλη Σοµπότη για τη βοήθειά του, το Μιχάλη Λυκούδη γιατί έκανε το τέλος
αρχή, όπως κι εκείνους που επαλήθευσαν τη ρήση του Ιβάν Κλίµα ότι «ζούµε επειδή
µας περιµένουν µερικές συναντήσεις που αξίζει να τις ζήσουµε». Πάνω απ’ όλα,
όµως, ευχαριστώ τους γονείς µου Μαίρη και Νίκο Χατζηδηµητρίου, οι οποίοι, πέραν
των άλλων, ανέλαβαν τη φιλολογική επιµέλεια της µελέτης. Σε αυτούς και σε όλη την
Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Jorge Luis Borges) και µεταφέρει ο Γιώργος Σεφέρης, τα ζώα
τρελή φασαρία, τα ζωγραφισµένα µε ένα πολύ λεπτό πινέλο από καµηλότριχα, εκείνα
που µόλις έσπασαν το κανάτι, εκείνα που από µακριά φαίνονται σαν µύγες κ.ά.
«εντοµολόγου» µολονότι ο ίδιος ο σκηνοθέτης θεωρεί την προσφορά του στο θέατρο
«τίποτα περισσότερο από την προσφορά ενός εντόµου» (Τερζόπουλος 2000: 48). ∆εν
έναν που «έσπασε το κανάτι» – όπως πολλοί, κυρίως στην Ελλάδα, αντιλαµβάνονται
ακόµα και σήµερα την αντισυµβατική προσέγγιση που επιχείρησε, ιδιαίτερα στο
τέχνη της προσωπικής του αντίληψης για τη ζωή ως ένα λαβύρινθο µέσα στον οποίο
ο άνθρωπος αναζητεί µια έξοδο (νόηµα), εποµένως ρέουσα και αενάως γενεσιουργό,
σταθερό και αµετάβλητο πυρήνα της θεατρικής του πράξης, γύρω από τον οποίο οι
θεατρικές του δηµιουργίες-παραστάσεις λειτουργούν σε µια σχέση ταυτόχρονα
καθώς και να µελετήσω τη θέση του στο ευρύτερο παγκόσµιο στερέωµα, όπως
άλλωστε η διεθνής και διαπολιτισµική του πράξη επιβάλλει. Από αυτή τη θεώρηση
δεν αποκλείσθηκε και η διερεύνηση της θέσης του στο ελληνικό θεατρικό τοπίο, όχι
όµως εξαντλητικά. Αυτό θα ξέφευγε από τους στόχους της µελέτης και θα µπορούσε
µελέτη. Κατά κύριο λόγο, αφορούν τη σκηνική µετα-γραφή της τραγωδίας, τη θέση
της µυλλερικής δραµατουργίας και σκέψης στο σύνολο της σκηνοθετικής εργασίας
πολιτικού και του ερωτικού, ενώ λόγος γίνεται και για την πρώτη απόπειρα σκηνικής
ύφος του Τερζόπουλου και της οµάδας του Άττις, όπως αυτά της µεθόδου, της
διαπολιτισµικής πράξης, του σώµατος, της όψης κ.ά. Σε κάθε περίπτωση, επιλεγµένες
περιοχών, όπως της ανθρωπολογίας, της ψυχανάλυσης, της ιατρικής και της
αναφορές. Με την επίγνωση ότι κάθε µια από αυτές τις σχέσεις ανάµεσα στη
θεατρική πράξη του Τερζόπουλου και την εκάστοτε γνωστική περιοχή ανοίγει ένα
ευρύ, πλούσιο και αύταρκες πεδίο έρευνας, που προσκαλεί σε περαιτέρω διερεύνηση,
Η κατανόηση, όµως, του έργου του από το 1986 µέχρι σήµερα, µε το οποίο ο
ελληνικού και του παγκόσµιου θεατρικού στερεώµατος, θα ήταν ελλιπής χωρίς την
αναφορά και αξιολόγηση της πρώτης – για κάποιους άγνωστης, για άλλους
περιόδου και συγκρίνοντάς τον µε τον Τερζόπουλο της δεύτερης περιόδου του Άττις
φτάνουµε, πέρα από τις εµφανείς διαφορές, σε µια σφαιρικότερη αντίληψη και
κατανόηση της ώριµης περιόδου του. Η ενότητα της πρώτης περιόδου αποτελεί
ουσιαστικά και το πρώτο κεφάλαιο της µελέτης και στόχο έχει να σκιαγραφήσει το
στόχος αυτής της ενότητας είναι να υποψιάσει τους αναγνώστες για την αλλαγή που
θα λάβει χώρα αργότερα. Με αυτό το σκεπτικό, στην ανάλυση των παραστάσεων του
τα στοιχεία που µαρτυρούν ότι αρχίζει να διερευνά και άλλα θεατρικά ιδιώµατα
πέραν του µπρεχτικού, ενώ γενικότερα στο κεφάλαιο έχουν ενσωµατωθεί σηµεία τα
οποία αποκαλύπτουν πώς ο Τερζόπουλος βλέπει και ερµηνεύει σήµερα τον «παλιό
του εαυτό».
Από τα πρώιµα ήδη στάδια αυτής της µελέτης κατέστη σαφές ότι η διαπραγµάτευση
αξιολόγησης του συνολικού έργου του Τερζόπουλου. Πέραν, όµως, αυτού, τον κοινό
επίκαιρη προβληµατική πάνω στο σώµα. Και δε θα µπορούσε να είναι αλλιώς καθ’
Είναι διά του σώµατος και της βιωµατικής αντί της αναλυτικής διεργασίας που ο
τραγωδία και θεωρεί την τραγική αγωνία ως πηγάζουσα από τα σπλάχνα (βλ.
Κεφάλαιο 3.4.). Μέσα από µια τέτοια οπτική και µε τη βοήθεια της µεθόδου του, ο
Τερζόπουλος συντάσσει ένα σκηνικό λόγο όπου την πρωτοκαθεδρία έχει το σώµα και
συγγενικές σχέσεις αυτής της µετα-γραφής µε το θέατρο του Αρτώ (Artaud) και του
Γκροτόφσκι (Grotowski), για παράδειγµα, για τους οποίους το σώµα µέσα από την
κοινωνικές. Το σώµα, δηλαδή, µετατοπίζεται πέραν και εκτός του κοινωνικού και
γίνεται ένα ουδέτερο (µη ιδεολογικό) σώµα (Auslander 1997: 105). Εισερχόµαστε
οργανική ή/και πολιτισµική οντότητα. Πρόκειται για ένα πεδίο έντονου θεωρητικού
προβληµατισµού, καθώς τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα σηµειώθηκε µια
ανατινάχθηκε στον αέρα, για πολλούς, είναι η «µυθολογία» του ενός παγκόσµιου
του πράξη, τη χρήση των τραγικών σκηνικών συµβάσεων, την αισθητική γλώσσα, τις
λίθος της συζήτησής µας είναι πάντοτε το σώµα. Αυτά τα παγκόσµια ουσιοκρατικά
σώµατα που ενοικούν στη σκηνή του Άττις φτάνουν να καθορίζουν και την όποια
τελική αξιολόγηση της συνεισφοράς του θεάτρου αυτού τη σήµερον ηµέρα. Ζήτηµα
που γίνεται ακόµα πιο σύνθετο µε τις µετα-γραφές της δραµατουργίας του Χάινερ
πια σκηνοθετικό λόγο. Εκπορεύεται και πάλι από τα σπλάχνα και «συνοµιλεί» µόνο
µε αυτά, κλείνοντας τα µάτια στην προοπτική µιας πραγµατικότητας έτσι όπως αυτή
αυξανόµενες υποσχέσεις των τεχνολογιών για όλο και πιο εξελιγµένες εκδοχές
«αποσωµατοποιηµένων» αµνηµόνων εαυτοτήτων και «αποσωµατοποιηµένων»
εµπειριών – οι οποίες έχουν υπεισέλθει ακόµα και στο χώρο της ιατρικής, π.χ. µε τη
υλικότητα του ανθρώπινου σώµατος. Και αυτό είναι ένα σηµείο που βεβαίως δε
Πέρα, όµως, από την παραπάνω περιγραφή του µεθοδολογικού σκεπτικού, θα πρέπει
των παραστάσεων έτσι όπως η τότε κριτική την αντικατοπτρίζει. Η χρήση αυτού του
µεθοδολογικού εργαλείου έγινε µε την επίγνωση ότι ενέχει για την ερευνήτρια
κινδύνους, «δεδοµένων των κοινωνικών µηχανισµών και των σχέσεων εξάρτησης και
αλλά της πρόθεσης του κριτικού» (Γραµµατάς 1984: 56). Για αυτό, όπως θα
υλικό για την πρώτη περίοδο δικαιολογεί επίσης την έµφαση που δίνεται στο
χρόνια 1983-1985 και στοχεύει στην ανίχνευση των λόγων της αποχής του
περιόδου του Άττις, να επισηµάνουµε ότι βασικές πηγές πληροφοριών για τις
συγκεντρώθηκαν από την παρακολούθηση προβών και παραστάσεων του Άττις, από
τη συµµετοχή µου ως βοηθός του Τερζόπουλου και αφηγήτρια στην παράσταση του
Προµηθέα ∆εσµώτη στις Σπέτσες τον Ιούλιο του 2001 και από τις συζητήσεις µου µε
συνεντεύξεων.
παράσταση Μάνα Κουράγιο κατά την πρώτη περίοδο, την πολύτιµη µαρτυρία της
του ΄70 µέχρι σήµερα, την Καλλιόπη Ταχτσόγλου και τη συµµετοχή της στο Άττις
στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, µέχρι και εκπροσώπους της νεότερης γενιάς,
όπως το ∆ήµο Τσιγκάκο µε το σύντοµο πέρασµά του από το Άττις και τον Ιερώνυµο
Καλετσάνο και την πιο ολοκληρωµένη πορεία του, ιδιαίτερα µέσα από τον κύκλο των
µεταφράσεις όλων των ξενόγλωσσων παραθεµάτων έχουν γίνει από την ίδια τη
γράφουσα, πέραν µίας, ενώ στην περίπτωση των πηγών που έχουν επίσηµα
γενέσεως µέχρι το τέλος της θεατρικής περιόδου 2002-2003. Πρόκειται για µια
συνιστά σήµερα την ελληνική θεατρική παράδοση όσο και µε την παγκόσµια
θεατρική παραγωγή και να συµµετάσχει έτσι στον επίκαιρο διάλογο των πολιτισµών,
τον επείσακτο και τον Παγκόσµιο πολιτισµό», για να δανειστούµε το λόγο του Σάββα
(1972-1976)
ποντιακής καταγωγής. Εκεί πέρασε τα πρώτα δώδεκα χρόνια της ζωής του ενώ
το 1965, στην τότε σχολή του σκηνοθέτη Κωστή Μιχαηλίδη, δίπλα στον οποίο
οποιαδήποτε προβολή. Μην ξεχνάτε ότι είµαστε στη δεκαετία του 1960
1
Σύµφωνα µε τα διασωθέντα προγράµµατα παραστάσεων στο αρχείο του Άττις, ο
Τερζόπουλος συµµετέχει µε το θίασο της Σµαρούλας Γιούλη στις παραστάσεις Μαρκησία του
Λιµανιού (1971) και Χίπισσα Ιωάννα (1970-71), και οι δύο σε σκηνοθεσία του Κωστή
Μιχαηλίδη.
2
Το 1953 η Βουγιουκλάκη πρωτοεµφανίζεται στο Ποντικάκι του Νίκου Τσιφόρου και
έπειτα καθιερώνεται και µεσουρανεί µε ταινίες όπως Το Ξύλο Βγήκε απ’ τον Παράδεισο σε
σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου (1960), Η Ψεύτρα (1963) σε σκηνοθεσία Γιάννη ∆αλιανίδη,
Χτυποκάρδια στο Θρανίο και Η Σωφερίνα (1964) του Σακελλάριου κ.λπ. Γενικότερα η δεκαετία
1960-1970 υπήρξε η χρυσή περίοδος του ελληνικού κινηµατογράφου και της κωµωδίας, µε
14
Μολονότι ο ίδιος ο Τερζόπουλος, ανασκοπώντας εκείνη την πρώτη περίοδο της
που συνέλεξε, παρά ταύτα διευκρινίζει ότι το πεπερασµένο τους τον οδήγησε
στο µεγάλο άλµα: Τη φυγή του στο Βερολίνο, µεσούσης της δικτατορίας.
Γνωρίζοντας τώρα εκείνο που τότε ήταν µόνο το άγνωστο µέλλον, εντυπωσιάζει
τελείως προσωπικό του θεατρικό δρόµο. Ο θεατρικός κόσµος που αφήνει πίσω
του είναι ένας κόσµος όπου έλαµπαν ονόµατα όπως της Ζωής Λάσκαρη,
ότι στο Βερολίνο τον οδήγησε η ανάγκη του να πειθαρχήσει το χαοτικό υλικό
15
τού δίνουν τα εργαλεία αυτά. Για τον ίδιο, «∆εν φτάνει µόνο η φαντασία και η
θέληση για την τέχνη της σκηνοθεσίας» (ό.π. 2000: 48-49), κατά τον ίδιο τρόπο
που «για τον σκηνοθέτη, περισσότερο και από τον ηθοποιό, χρειάζεται η
παιδεία. Ο σκηνοθέτης πρέπει να γνωρίζει από πού προέρχεται αυτό που κάνει»
οµώνυµο ρόλο, είναι η πρώτη παράσταση που βλέπει στο Μπερλίνερ Ανσάµπλ
και αυτή που τον βγάζει από τη µακαριότητα της άγνοιας: «Έπαθα σοκ.
Κατάλαβα ότι το θέαµα που έβλεπα ήταν Τέχνη, σε µια άλλη υψηλή κλίµακα
που δεν τη γνώριζα µέχρι τότε» (ό.π. 2000: 48). Είναι τότε που συνειδητοποιεί
άλλα, έπρεπε να µελετήσω πάρα πολύ» (ό.π. 2000: 48). Στο πλευρό του έχει ως
Συγχρόνως, στο Αρχείο της Ακαδηµίας Θεάτρου µελετά τις σκηνοθεσίες του
Μπρεχτ στο Μπερλίνερ Ανσάµπλ. Εκεί γίνεται και η γνωριµία του µε τον (τότε)
3
Η τότε διευθύντρια του Μπερλίνερ Ανσάµπλ, Ρουθ Μπεργκχάουζ, σε µια προσπάθεια
να απαλλάξει το ιστορικό θέατρο του Μπρεχτ από το µουσειακό και ακαδηµαϊκό χαρακτήρα
που είχε αποκτήσει, τοποθέτησε δραµατουργούς το Χάινερ Μύλλερ, όπως και τους Γκέοργκ
Ζάιντελ (Georg Seidel) και Κλάους Μίκελ (Klaus Mickel). Και οι τρεις αντιµετώπιζαν κριτικά
την κατάσταση στην τότε Ανατολική Γερµανία και αποκάλυπταν τις αδυναµίες της
σοσιαλιστικής κοινωνίας (Τεµπρίδη 1999: 61). Για τη σχέση του Μύλλερ µε το επίσηµο
σύστηµα της ανατολικογερµανικής πατρίδας του και τη γενικότερη σχέση του µε τη γερµανική
ιστορία, βλ. Λίλα Μαράκα (1999).
16
Την ίδια περίοδο θα γοητευθεί από το Μπαουχάουζ (Bauhaus) και «ιδιαίτερα
από τις προτάσεις του Όσκαρ Σλέµµερ για τη σωµατικότητα στο θέατρο και στο
χορό» (ό.π. 2000: 49), θα µελετήσει την τέχνη του µεσοπολέµου (Γκέοργκ
Γκρος (Georg Grosz) και Όττο Ντιξ (Otto Dix), θα επηρεαστεί από το ρωσικό
Εργαστήρι Θεσσαλονίκης και κάνει τις πρώτες του σκηνοθεσίες. Έχουν περάσει
δύο χρόνια από την πτώση της απριλιανής δικτατορίας (1974) και την
περιόδου στη νεοελληνική ιστορία όσο και το «µετά» στην ιστορία του
17
ελληνικού θεάτρου (Χατζηδηµητρίου 1994: 1). Όπως παρατηρεί ο Τόµας
εξωτερικό ήταν απείρως πιο πολλές από αυτές στην πατρίδα τους) και η
39)
4
Σε αυτό το σηµείο, ο Γκρέσλερ υπαινίσσεται καλλιτεχνικές περιπτώσεις όπως του Μ.
Βολανάκη ή της Μ. Μερκούρη, οι οποίοι προτίµησαν την αυτοεξορία στα χρόνια της χούντας
για να επιστρέψουν στην Ελλάδα µε την αποκατάσταση της δηµοκρατίας. Ο Βολανάκης, για
παράδειγµα, κατέφυγε στην Αγγλία όπου εργάστηκε ως βοηθός του Σερ Τάιρον Γκάθρι (Sir
Tyrone Guthrie) στο Ολντ Βικ (Old Vic), για να σκηνοθετήσει µετά αστέρες σαν τους Σον
Κόνερι (Sean Connery), Γκλέντα Τζάκσον (Glenda Jackson) κ.ά. (Gressler 1989: 109). Ανάλογη
είναι και η περίπτωση του Α. Βουτσινά, στον οποίο είχε απαγορευτεί η είσοδος στη χώρα.
5
Μέσα σε αυτό το νέο ρευστό κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, η Αθήνα ως το µοναδικό
και αµετάθετο κέντρο της Ελλάδας «εκ-κεντρώνεται». Η κάµψη του φαινοµένου της
εσωτερικής µετανάστευσης στην πρωτεύουσα, που ξεκινά στη δεκαετία του ΄60 και
ολοκληρώνεται στη δεκαετία του ΄80, συνοδεύεται από τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας
µιας ανάλογης πολιτιστικής αποκέντρωσης και ειδικότερα µιας γεωγραφικής διασποράς της
θεατρικής παραγωγής. Για παράδειγµα, ένας από τους καρπούς αυτού του πνεύµατος είναι η
ίδρυση της Θεσσαλικής Πνευµατικής Πορείας το 1975, µε κύριο τοµέα δράσης τη σκηνή του
Θεσσαλικού Θεάτρου. Οι συνθήκες θα ωριµάσουν και το 1983 έχουµε την ίδρυση των
∆ηµοτικών Περιφερειακών Θεάτρων, στα οποία εντάχθηκαν σχήµατα που ήδη λειτουργούσαν,
όπως στη Λάρισα το Θεσσαλικό Θέατρο, που προαναφέραµε, στα Γιάννενα ο Οργανισµός
Ηπειρωτικού Θεάτρου και στην Κρήτη η Εταιρεία Θεάτρου Κρήτης (Γραµµατάς, Τοµ. Α΄ 2002:
298). Στο επίπεδο της αποκέντρωσης της θεατρικής δραστηριότητας εντός της πρωτεύουσας, να
θυµηθούµε το Γιώργο Μιχαηλίδη, ο οποίος, αν και πρωτοεµφανίζεται τη δεκαετία του ΄60,
ξεκινάει την ουσιαστική του πορεία στο θέατρο στη δεκαετία του 1970 µε τις Τρωάδες του
Ευριπίδη. Πρόκειται για την εναρκτήρια παράσταση του Ανοιχτού Θεάτρου, που έχει ιδρύσει
(ό.π. Τοµ. Α΄ 2002: 283).
18
Ο Τερζόπουλος, λοιπόν, συγκαταλέγεται κι αυτός στο µεγάλο κύµα των
Ελλήνων που ζούσαν στο εξωτερικό την περίοδο της δικτατορίας και που µε
την πτώση της επιστρέφουν στη χώρα. Όπως σχολιάζει ο Γκρέσλερ, όταν
υπέροχη µορφή διασκέδασης για ένα νέο πριν φύγει για σπουδές στην
και να κοινωνήσει όλες του τις φρέσκες ιδέες και γνώσεις περί του Μπρεχτ και
της µεθόδου του. Το κλίµα στο ελληνικό θέατρο µοιάζει να είναι πρόσφορο για
κάτι τέτοιο. Όπως θυµάται η Ανέζα Παπαδοπούλου – η µόνη ηθοποιός που έχει
Οι εξελίξεις αντικατοπτρίζονται εκφραστικά και στο χώρο της τραγωδίας, όπου την
ίδια περίοδο παρατηρούνται αλλαγές, που σηµατοδοτούν µια ανανέωση της σκηνικής ανα-
παράστασης του τραγικού λόγου. Είναι αλήθεια ότι τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου
αναλαµβάνει ο Α. Μινωτής, ο οποίος και κρατάει το κύριο βάρος της επιδαύρειας τραγωδίας.
Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι το 1978 έχουµε τη συνεργασία του ∆. Ροντήρη µε το Εθνικό
Θέατρο στο ανέβασµα του σηµαδιακού έργου της ζωής του, της Ηλέκτρας. Την ίδια, όµως,
στιγµή ο Μιχαηλίδης διακηρύσσει ότι «[β]ρισκόµαστε στο µεταίχµιο», δίνοντας το στίγµα των
επικείµενων αλλαγών µετά τη δεκαετία του ΄60, όταν «η Σχολή του Εθνικού Θεάτρου έκλεισε
τον κύκλο της» (Μιχαηλίδης 1988: 510). Σκηνοθέτες που θα επιχειρήσουν να µεταφέρουν τον
τραγικό λόγο στο κοίλον (ή στο σανίδι) είναι ο Μ. Βολανάκης, ο Σπ. Ευαγγελάτος, ο Στ.
Ντουφεξής, ο Ν. Χαραλάµπους, ο Α. Βουτσινάς, αλλά και νεότεροι, είτε πιο πειραµατικοί στη
σκηνοθετική τους ανάγνωση (Γ. Χουβαρδάς, Γ. Μαργαρίτης, Ν. Περέλης, ο Θ. Τερζόπουλος)
είτε µε θεωρητική κατάρτιση (Ν. Χουρµουζιάδης) ή ακόµη γυναίκες σκηνοθέτες, όπως η Κ.
Αντωνιάδου, η ∆. Πανταζή και η Ε. Βασιλικιώτη, οι οποίες προτάσσουν τη δική τους
σκηνοθετική γραφή (Bakopoulou-Halls 1987: 285). Στο θέµα αυτό θα επανέλθουµε, όµως,
αργότερα όταν θα συζητήσουµε τη θέση του Τερζόπουλου στο ελληνικό θεατρικό τοπίο
(Κεφάλαιο 2.8.).
19
συνεργαστεί µε τον Τερζόπουλο και στις δύο σκηνοθετικές του περιόδους (µε
∆εν είναι τυχαίο, λοιπόν, που γενικότερα, όπως µας πληροφορεί ο Πέτρος
µεταξύ 1970-1974 λόγω της δικτατορίας και του περιοριστικού κλίµατος που
54-55).
20
Όπως θα δούµε, σε αυτή τη σκηνοθετική περίοδο, ο Τερζόπουλος φαίνεται να
συντάσσεται µε τους πρώτους, µολονότι, βέβαια, θα δράσει όταν ήδη πια αυτή η
σχήµατα της γερµανικής του παιδείας. Αυτό γίνεται φανερό και µόνο από τη
(1983). Φαίνεται έντονα και στα άρθρα-συνεντεύξεις της εποχής, στα οποία
γλώσσας τόσο για την ανάλυση του όρου όσο και της σκηνοθετικής του
άποψης:
21
γενική Μαρξιστική βάση και είναι ‘ανοιχτή’ και αποδοτική στο χώρο
αντίδρασή του στη γενικότερη άγνοια που διακατείχε τους Έλληνες σκηνοθέτες
και ηθοποιούς της εποχής ως προς τη σκηνική εφαρµογή της θεωρίας του
την άχρωµη, δηλαδή, εκφορά του λόγου – όπως και σε λάθη στις µεταφράσεις
του µπρεχτικού έργου. Από την άλλη πλευρά, µπροστά σε αυτή τη σύγχυση, το
Μάνας από την Κατίνα Παξινού στη Μάνα Κουράγιο, το 1971, σε σκηνοθεσία
Για να επανέλθουµε, όµως, στον Τερζόπουλο, ακόµα και προς το τέλος της
22
Βλέπω τον άνθρωπο µέσα από τη µαρξιστική φιλοσοφία (βαθιά
επηρεασµένος από τον Μαρξ και τον Μπρεχτ) στην κίνησή του, στη
θεάτρου Άττις, αυτή η έντονα πολιτική στάση και σκέψη του ίσως αποτελέσει
µια οικογένεια αριστερών, οι οποίοι µετά τον Εµφύλιο πόλεµο βρέθηκαν από τη
µεριά των ηττηµένων, και ότι ο ίδιος φέρει παιδικά βιώµατα και τραύµατα
τραυµατισµένη από τον Εµφύλιο πόλεµο και την πιο πρόσφατη δικτατορία.
ανάµεσα στην πρώτη νεανική περίοδο και τις περιόδους της ωριµότητας.
23
Grotowski) (1933-1999), µε την ενεργή συµµετοχή του στο σοσιαλιστικό
κίνηµα της Πολωνίας κατά τη δεκαετία του ΄50 (Kumiega 1987: 5-6). Ή
µπορεί να µην ενεπλάκη στην πολιτική, στην πρώτη, όµως, περίοδο της
καριέρας του εργάστηκε στο εµπορικό θέατρο, για να αφιερωθεί στην έρευνα
της έννοιας του «Άδειου Χώρου» (αυτή που τον έκανε γνωστό) µόλις το 1970,
Παρ’ όλα αυτά, δε θα πρέπει να ξεχνάµε ότι ακόµα και οι µεγάλοι καλλιτέχνες
από τον «αναρχικό» Βάαλ στα έργα της ωριµότητάς του. Ή στον Ευγένιο Ο’
αυτοβιογραφία και την ψυχανάλυση του Μεγάλου Ταξιδιού της Μέρας Μέσα στη
Νύχτα.
6
Όπως επισηµαίνει ο Γραµµατάς, αναλύοντας την περίπτωση του ελληνικού θεάτρου,
η αριστερή διανόηση και οι δηµιουργοί που είναι συνδεµένοι µε αυτή την πολιτική ιδεολογία
διαµορφώνουν ένα θέατρο που συνδυάζει την αισθητική και καλλιτεχνική αναζήτηση µε τις
κοινωνικές επιδιώξεις. Αυτού του είδους η «στρατευµένη» θεατρική δραστηριότητα
εντοπίζεται, κυρίως, στην περίοδο της γερµανικής κατοχής και της αντίστασης του ελληνικού
λαού. Το Λαϊκό Θέατρο του Βασίλη Ρώτα και το µεταγενέστερο σχήµα του Θεατρικό
Σπουδαστήριο, ο Θίασος των Ενωµένων Καλλιτεχνών, µετά την απελευθέρωση το 1945, το
Ρεαλιστικό Θέατρο το 1949, το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, που ιδρύθηκε το
1955, το θέατρο Πορεία (1961) του Αλ. ∆αµιανού, η ∆ωδεκάτη Αυλαία (1959-1963), η οποία, µε
24
Εφαρµόζοντας τη µέθοδο της ιστορικοποίησης στο έργο του Μπρεχτ Ψωµάδικο
Ελλάδα καθώς σε αυτήν εντοπίζει τις ίδιες αντιστοιχίες και τα ίδια προβλήµατα.
Με τον τρόπο αυτό, ο στόχος που κατά τον ίδιο επιτεύχθηκε ήταν ότι «Οι
κριτικές θέσεις του Ψωµάδικου όσον αφορά την κοινωνική εξαθλίωση της
ιδρυτές τους Λ. Καλλέργη, Β. Γκούφα, Χρ. Βαχλιώτη, Κ. Γιαννίση, συνέχισε την παράδοση των
θεάτρων της αριστεράς, αποτελούν τέτοιες περιπτώσεις. Όλοι αυτοί οι θίασοι συγκροτούν µια
συγκεκριµένη µαρξιστική άποψη για το θέατρο και την τέχνη γενικότερα, που αφήνει το ίχνος
της σε ολόκληρο το δεύτερο µισό του 20ού αιώνα (Γραµµατάς, Τοµ. Α΄ 2002: 288-97).
Ενταγµένη σε αυτό το πλαίσιο, η καθαρά αριστερή πολιτικοποιηµένη καλλιτεχνική
δραστηριότητα του Τερζόπουλου στην πρώτη σκηνοθετική του περίοδο όχι µόνο δε θα πρέπει
να παραξενέψει, αλλά τουναντίον µπορεί να ειδωθεί ως απόηχος της µαρξιστικής άποψης για
την αποστολή του θεάτρου, που από καιρό είχε υιοθετήσει µέρος του ελληνικού θεάτρου.
25
Η ίδια γραµµή σκηνοθεσίας θα ακολουθηθεί και στην επόµενη παράσταση του
αναζωογόνηση, την άνοδο και την κρίση (που είναι η αφετηρία του επόµενου
περάσουν δεκατρία χρόνια για να γράψει ο ίδιος στο άρθρο του «Πρωτοπορία ή
πρόταση όποτε και να γίνεται, προέρχεται από µια άλλη πηγή, που δεν
26
είναι η καρδιά της Ελλάδας [έµφαση δική µου]. Το αποτέλεσµα µπορεί
να είναι µια καλή, µέτρια, ή κακή αντιγραφή […]. (ό.π. 1990: 68)
φέρει κάτι νέο και ουσιαστικό στο ελληνικό αλλά και στο παγκόσµιο θεατρικό
τοπίο, πρέπει να επιστρέψει στις ρίζες και να αντλήσει από τη δική του
τον τρόπο, δηλαδή, προσέγγισης του θεατρικού του υλικού, το περιεχόµενο του
ότι ακόµα και σήµερα αναγνωρίζει και επισηµαίνει την πολυτιµότητα της
µαθητείας του στο Βερολίνο και τον καθοριστικό ρόλο που αυτή διαδραµάτισε
ιδιαίτερα στην αρχή της καριέρας του. Συγκρίνοντας, όµως, το τότε µε το τώρα,
διευκρινίζει ότι πια «δεν υπάρχει καµιά µεταφορά και καµιά αναφορά. Υπάρχει
ένας χώρος δράσης», στον οποίο η µνήµη και η παιδεία του λειτουργούν και
εκφράζονται αυθόρµητα µια και όλα έχουν περάσει «µέσα στην ύπαρξη και
στην καταγωγή του (από τον Πόντο, δηλαδή την Ανατολή), στις παιδικές
αναµνήσεις και στα βιώµατα του και την κατοπινή (δια)µόρφωσή του σε ένα
27
«κέντρο του κλασικισµού», όπως ήταν το Βερολίνο, για να καταλήξει εντέλει
στο ότι «απ’ αλλού έρχοµαι και αλλού πάω» (ό.π. 20-21/1/1996: 24). Σε
ότι η Ελλάδα δεν είναι µια καθαρά ευρωπαϊκή χώρα: «Είµαστε µια γέφυρα
Γραµµατάς εκφράζει την άποψη ότι η µηχανιστική διάκριση του γηγενούς από
κοινό. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι το θέατρο µπορεί να µελετηθεί µόνο στο
παράδοσης. Όλα αυτά ισχύουν και για το ελληνικό θέατρο των νεότερων
28
την αρχαία, η σκηνική ερµηνεία του αρχαίου δράµατος και οι τρόποι θεατρικής
(Γραµµατάς, Τοµ. Β΄ 2002: 289) και τους καλλιτέχνες καθ’ όλο τον 20ό αιώνα,
προσβλέπει στην αναζήτηση µιας εθνικής ταυτότητας, ένας µηχανισµός που δεν
πρότυπα της εξάρτησης τα ουτοπικά και ροµαντικά οράµατα της αντίστασης και
29
Κατ’ επέκταση, η υποδοχή και αφοµοίωση ξένων προτύπων στη θεατρική
απόδοσης του αρχαίου δράµατος, το οποίο ήδη από το 19ο αιώνα και τον
δηµοτικής, και το επακόλουθο της αναγκαιότητας επιλογής της µιας από τις δύο
Παρόµοια είναι και η θέση του Βάλτερ Πούχνερ, ο οποίος στο άρθρο του
νεοελληνικό θέατρο από την αρχή της εξέλιξής του (µε πρώτη έκφανση το
διαλογικό «κέντρων» από την Κύπρο στο 13ο ή στις αρχές του 14ου αιώνα)
ρωσικών και αµερικανικών επιρροών, όπως και αυτών από τον Τρίτο Κόσµο.
Για τον Πούχνερ, αυτή η µίµηση δεν αποτελεί µειονέκτηµα ούτε δηλοί
αδυναµία. Κι αυτό επειδή δεν πρόκειται για µια στείρα αποµίµηση αλλά για µια
7
Για περισσότερα σχετικά, όπως και για την εξέλιξη αυτής της σχέσης ελληνικότητας-
σκηνικής παρουσίασης της τραγωδίας µέχρι τις µέρες µας, βλ. Γραµµατάς, Τοµ. Α΄ και Β΄
(2002), και ιδιαίτερα ό.π. Τοµ. Β΄ (2002) 11-51, 287-341.
30
κοινωνική λειτουργικότητα στη νέα του πατρίδα, συνεισφέροντας έτσι στην
δούµε στην ανάλυση της δεύτερης περιόδου του Άττις, θα µετατοπίσει την πηγή
της έρευνάς του στην ελληνική παράδοση και πιο συγκεκριµένα στο ανατολικό
δράµα, θα εστιάσει στο υλικό της αρχαίας τραγωδίας. Το πώς τα δύο αυτά
31
1.2. ΠΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Η στροφή αυτή και η αλλαγή του Τερζόπουλου δε γίνεται ξαφνικά. Είναι µία
ζυµωτική διαδικασία, η οποία ξεκινά γύρω στο 1980 όταν θα βρεθεί στη θέση
του διευθυντή της δραµατικής σχολής του Κ.Θ.Β.Ε. και θα σκηνοθετεί στο
του µε Μρόζεκ (Mrozek), Σαρτρ (Sartre) και Λόρκα (Lorca). Πρόκειται για
ότι µέσα από το Κεκλεισµένων των Θυρών (1980) έφτασε στο Μύλλερ και µέσω
από το πολιτικό και η προσέγγιση του τραγικού λαµβάνει χώρα κατά την
Tο έργο του Μρόζεκ Ένα Ευτυχές Γεγονός αποτελεί την πρώτη παράσταση που
σκηνοθετεί ο Τερζόπουλος στο χώρο του Κ.Θ.Β.Ε., το 1978. Κι όµως, για τον
την πρόσληψη της παράστασης, η µοναδική κριτική που έχει γραφτεί ή έχει
32
διασωθεί στα αρχεία είναι εξυµνητική των σκηνοθετικών ικανοτήτων του
Τερζόπουλου:
26/11/1978)
Παρ’ όλες, όµως, τις δυσκολίες που η έρευνά µας συναντάει λόγω ελλιπών
συγκεκριµένης σκηνοθεσίας.
της στον πόλεµο και τη βία, τη σύγκρουση ανάµεσα στο παλιό και το νέο.
8
Πρόκειται για τους ηθοποιούς ∆ηµήτρη Βάγια, Νίκο Βρεττό, Κοσµά Ζαχάρωφ, Σοφία
Λάππου και Τάσο Περζικιανίδη. Επίσης, η Λίνα Λαµπράκη, από τις παλιές και έµπειρες
ηθοποιούς του Κ.Θ.Β.Ε. και πρωταγωνίστρια του Τερζόπουλου στη Μάνα Κουράγιο (1983),
τονίζει τον ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τρόπο µε τον οποίο ο Τερζόπουλος διεξήγαγε τις πρόβες του,
θεωρώντας ότι θα έπρεπε να είναι ανοιχτές για να τις παρακολουθήσουν όλοι οι ηθοποιοί του
Κ.Θ.Β.Ε. (προσωπική συνέντευξη 6/1/2004).
33
Είναι εµφανές ότι το έργο που σκηνοθετεί ο Τερζόπουλος δεν ξεφεύγει από τη
µπρεχτική γραµµή της κοινωνικής κριτικής. Αλλά και ο τρόπος που προσεγγίζει
σκηνοθεσία του από την ανταγωνιστική αντίθεση που λαµβάνει χώρα µέσα
γιο. Η προσέγγισή του δεν αποκλίνει καθόλου από αυτή που ακολούθησε στο
περιόδου του Άττις. Για τον ίδιο, το Ένα Ευτυχές Γεγονός κινήθηκε «στη
του Άττις, όπως το Κουαρτέτο, ο Κανών, η Λήθη κ.ά. Αυτή, όµως, θα µας
Κεφάλαιο 4.
34
1.2.2. «Κεκλεισµένων των Θυρών» (1980): όταν η µαρξιστική θεώρηση
µέρει – από τη µαρξιστική ιστορική θεώρηση. Στο έργο αυτό και στο
[…] ο Θεωρητικός Μαρξισµός […] έχει για βάση του τις κολλεκτιβικές
στους θεατές την «αντίφαση που υπάρχει στο έργο του Σαρτρ, ο οποίος ενώ από
τη µια προβάλλει έντονα τον υπαρξισµό, από την άλλη αποτίνει φόρο τιµής
κάτι ακόµα. Θεωρεί ότι µε τους τρεις χαρακτήρες του έργου, την Εστέλλα, την
Ινές και τον Γκαρσέν, «ο Σαρτρ κάνει ανατοµία στην ψυχή του ανθρώπου που
σχηµατικά τη διαιρεί σε τρία κοµµάτια και δίνει σ’ αυτά τις µορφές των τριών
35
χαρακτήρων του» (ό.π. πρόγραµµα Κεκλεισµένων των Θυρών). Έτσι, ο
σκηνοθέτης αντιστοιχεί την Εστέλλα στο φροϋδικό «Προεγώ», την Ινέζ στο
«Υπερεγώ» και το Γκαρσέν στο «Εγώ», ενώ χρήζει τον «κυνικό θαλαµηπόλο»
έρευνας των τριών χαρακτήρων» (ό.π.). Συγχρόνως, όµως, στο σκηνοθετικό του
του», και δείχνει ότι η Εστέλλα, η Ινέζ και ο Γκαρσέν, που ο καθένας από εµάς
κρύβουµε, «προχωρούν διαλεκτικά µέσα στη ροή του χρόνου – Πού πηγαίνουν;
µαρξιστική θεώρηση που υπερασπίζεται ήδη από το 1977. Αν, όµως, στο
στις µετά το 1986 δηµιουργίες του. Πρόκειται για ένα θέµα που θα µας
για παράδειγµα, έχει τις επιφυλάξεις του και µιλά για «ευφάνταστες»
36
σκηνοθετικές «ακροβασίες», που το ίδιο το κείµενο δε στηρίζει (1980), ενώ
άλλες κριτικές εξαίρουν αυτή τη θεώρηση του έργου «για την σκηνική
απεικόνιση τόσο της προσωπικής κόλασης των τριών προσώπων όσο και την
Στην πλειοψηφία της η κριτική µιλά για µια άρτια παράσταση µε τη δράση να
σκηνοθέτη για τον επιδέξιο και ισορροπηµένο χειρισµό των χαρακτήρων, που
είναι ότι η επιρροή της στη δηµιουργία του Τερζόπουλου της δεύτερης περιόδου
37
δεν είναι αµελητέα.9 Το ίδιο, και ίσως ακόµα περισσότερο, ισχύει και για τη
1.2.3. «Γέρµα» (1982): Από τον κοινωνικό χρόνο στον οργανικό χρόνο
ενδιαφέρον µετά το Μρόζεκ και το Σαρτρ στο Λόρκα και τη Γέρµα. Αυτό,
και της ανάλυσης-σύνθεσης τον βοηθάει «για µια καθολικώτερη έρευνα των
Στη Γέρµα, ο Τερζόπουλος δεν µένει µόνο σε αυτό. Προχωράει µαζί µε τους
9
Αυτό επισηµαίνει και η Παπαδοπούλου, η οποία στην εν λόγω παράσταση είχε το
ρόλο της Εστέλλα: «[…] το ίδιο το σκηνικό, ο τόπος που υπήρξαµε, είναι ένα χειρουργικό
τραπέζι, ένας χώρος όπου περνάς στην ανατοµία της ψυχής και των συµπεριφορών, και ο
χρόνος, εποµένως, αρχίζει να γίνεται εσωτερικός» (προσωπική συνέντευξη 1/2/2004).
38
πεπατηµένο ισπανικό τοπίο και να τονίσει τον οικουµενικό του χαρακτήρα, που
ωαρίου». Το άγονο σεντόνι της Γέρµας και του συζύγου της, στο οποίο
γονιµότητας, γέννας και ερωτικής πράξης, µε ωάριο µια µεγάλη µπάλα νήµατος.
Στη µέση είναι το άκαρπο ζευγάρι. Με τον τρόπο αυτό, εκτιµά ο Γιάννης
Βαρβέρης στην κριτική του, ο σκηνοθέτης τόνισε τον τραγικό χαρακτήρα της
Γέρµας, την ανύψωσε σε «συµπαντικό πρότυπο» (1982: 581˙ ό.π. 1985: 158).
Για άλλους, αυτό ακριβώς ήταν η αιτία να χαθούν οι ποιητικοί χυµοί του έργου,
Η Γέρµα χώρισε κοινό και κριτικούς στα δύο. Μια µερίδα καταδίκασε την
αναγνώρισαν σε αυτή µια νέα πρόταση πάνω στο κλασικό αυτό έργο.
τα νερά» (Βαρβέρης 1982: 581˙ ό.π. 1985: 158) και ότι «αποπειράθηκε να δει
39
βαθύτερα, στη ρίζα της προσωπικής κραυγής. Τόλµησε, αδιάφορο, αν πέτυχε ή
οιωνό της µετά το 1985 σκηνοθετικής του εξέλιξης και του τρόπου δουλειάς µε
το τραγικό είδος. Κι αυτό γιατί, πρώτον, χειρίζεται το υλικό της σαν τραγωδία
µε χορικά, διακρίνει, δηλαδή, στο έργο του Λόρκα τη δοµή της αρχαίας
ελληνικής τραγωδίας, και δίνει στο χαρακτήρα της Γέρµας µέγεθος τραγικής
ηρωίδας.10
Επίσης, έλκεται από το λαϊκό στοιχείο που διαποτίζει το έργο, την ισπανική
λαϊκή παράδοση, έτσι όπως αντικατοπτρίζεται στις αντιλήψεις της Γέρµας και
του περίγυρού της, στα τραγούδια, την εικονοποιΐα µε τις σκηνές αγροτικής
Είναι τότε που ξεκινάει αυτό που ονοµάζει «[το] µεγάλο ταξίδι στη χώρα της
10
Επηρεασµένος από τους αρχαίους τραγωδούς, ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα δίνει
στις γυναίκες του χωριού στη Γέρµα το ρόλο που κρατεί ο χορός στην αρχαία τραγωδία. Στη
δεύτερη πράξη, στη σκηνή όπου οι γυναίκες του χωριού µαζεύονται για να πλύνουν τα ρούχα
στο ποτάµι και σχολιάζουν τη Γέρµα και το δράµα της, κάποιες παίρνουν το µέρος του συζύγου
της Χουάν και άλλες υποστηρίζουν τη Γέρµα. Οι Πλύστρες, δηλαδή, λειτουργούν σαν ένας
χορός τραγωδίας που εκθέτει αντικρουόµενες αντιλήψεις για το γάµο, τη µητρότητα, τη
στειρότητα και την κοινωνία (“Yerma and the Greek Chorus” 11/11/2002).
Ενδιαφέρουσα, επίσης, είναι η άποψη της Χαράς Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου, η
οποία, αναζητώντας βακχικές στιγµές στο σύγχρονο δράµα, παραδέχεται ότι «δε µπορούµε να
µιλήσουµε για µια γνήσια βακχική κατάσταση στο νεότερο θέατρο […] αφού ο σύγχρονος
κόσµος έχει δοµηθεί πνευµατικά πάνω σε µια θρησκεία απολύτως αντιβακχική» (1998: 89).
Μπορούµε, όµως, σε έργα όπως αυτό της Γέρµας, να παρατηρήσουµε την εγγραφή της
διονυσιακής ατµόσφαιρας. Η Μπακονικόλα αναφέρεται στην τρίτη πράξη και τη σκηνή της
βακχικής τελετής ζευγαρώµατος πάνω στο βουνό, η οποία, όµως, θα οδηγήσει στο
στραγγαλισµό του Χούαν από τη Γέρµα, και, κατ’ επέκταση, στο «φόνο» κάθε ελπίδας για
τεκνοποιία. Ωστόσο, σκοτώνοντας το «γιο» της, η Γέρµα δεν αναπαράγει σε µια σύγχρονη
εκδοχή το δράµα της Αγαύης, για παράδειγµα, κι αυτό γιατί ο διονυσιασµός της Γέρµας είναι
ένας «διονυσιασµός της απελπισίας» (ό.π.1998: 95).
40
Μνήµης» (Τερζόπουλος 2000: 52), που τόσο θα χαρακτηρίσει το έργο της
δεύτερης σκηνοθετικής του περιόδου µε το Άττις. Λέει: «Στη Γέρµα του Λόρκα
στο χώρο της µνήµης πολύ περισσότερο […]» (ό.π. 6-7/1988: 92).
Ένα τρίτο σηµαντικό στοιχείο είναι ότι στη Γέρµα δουλεύει µε τρόπο ανάλογο
ο πυρήνας υλικού είναι «το άγονο»: «Πάντα υπάρχει ένας πυρήνας […]. Η
Γέρµα χωρίς την ερµηνεία της ίδιας της λέξης ‘γέρµα’, που ‘γέρµα’ σηµαίνει
στέρφα, άγονη. Λοιπόν, τι θα ήταν αυτή η άγονη; Αρχίζεις απ’ αυτό: Το άγονο»
κοινωνικής συµπεριφοράς της υπαρξιακής οντότητας», και έχει ήδη αγγίξει τον
σώµα. Κατά συνέπεια, η έµφαση δεν είναι στην ανάλυση των χαρακτήρων,
αλλά στις βασικές ύλες που πλάθουν το χαρακτήρα. Είναι φανερό ότι µε αυτό
41
τον τρόπο ο Τερζόπουλος έρχεται εγγύτερα στο σκηνοθετικό ύφος που θα
ανάµεσα στις παραστάσεις της περιόδου 1977-1983, µια και κρίνει ότι σε αυτήν
αρχίζει να αποβάλλει το µη χρήσιµο για τον ίδιο µέρος της µπρεχτικής µεθόδου
Η πρώτη σκηνοθετική περίοδος δεν κλείνει, όµως, µε το έργο του Λόρκα, αλλά
απόψεις του τον Τερζόπουλο, θα έχουµε την ευκαιρία όχι µόνο να δούµε πώς
µας αναφορικά µε τη θέση του Μπρεχτ στην πράξη του Τερζόπουλου εκείνη
την εποχή.
11
Η Παπαδοπούλου µάς δίνει και µια ακόµα πληροφορία σχετικά µε τον τρόπο µε τον
οποίο ο Τερζόπουλος κατάφερνε να διασαφηνίσει µαζί µε τους συνεργάτες του αυτές τις
βασικές ύλες κάθε χαρακτήρα. Εργαλείο του ήταν ο λόγος και οι συζητήσεις µε τους ηθοποιούς
του: «Για µας τροφή ήταν ο λόγος, µε την έννοια ότι φανέρωνε τοπία […] η έννοια πάντα ήταν
η τροφή, δεν ήταν οι χαρακτήρες. […] Εγώ, δηλαδή, όταν ανέβηκα την πρώτη φορά στη σκηνή
του Κρατικού ν’ αρχίσω την πρώτη πρόβα, ήµουνα ένα σώµα – εξέπληττε κι εµένα – έτοιµο να
αποδώσει αυτό µε το οποίο είχα τραφεί. […] Ο λόγος γινόταν ενέργεια» (Ανέζα Παπαδοπούλου,
προσωπική συνέντευξη 1/2/2004).
42
1.2.4. «Μάνα Κουράγιο» (1983): ο επίλογος της πρώτης περιόδου
χρόνια µετά, το 1983, τον οδηγεί στην άντληση του υλικού του από σύγχρονους
πολέµους, όπως αυτόν της Παλαιστίνης, και «την καθηµερινή βία και φθορά»,
προβάλλει «όλ[α] εκείν[α] τ[α] στοιχεί[α] της βίας και της φθοράς, όπως αυτές
γίνονται από ανάγκη για επιβίωση» (ό.π. 16/11/1982: 4). Κατακλύζει τη σκηνή
βίας, αλυσίδες, µαστίγια, βραχύκανα όπλα» (ό.π. 16/11/1982: 4), τους ντύνει µε
Μάνα Κουράγιο θυµίζουν Πανκ, µηχανόβιους ή ακόµα και φιγούρες από την
12
Η Μάνα Κουράγιο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από το Λέοπολντ Λίντµπεργκ
(Leopold Lindtberg) στο Zurich Schauspielhaus το 1941, για να ακολουθήσει ο Μπρεχτ µε τον
Έριχ Ένγκελ (Erich Engel) στις 11 Ιανουαρίου 1949, στο Deutsches Theater του Βερολίνου, µε
43
ταινία του Λουκίνο Βισκόντι (Luchino Visconti) Καταραµένοι (ό.π. 16/111982:
4). Με τον τρόπο αυτό ο Τερζόπουλος κάνει – για να αντλήσουµε από τη δική
του περιγραφή της σκηνοθεσίας του – «µια αναλυτική εισαγωγή στη βία όπως
και από την κόλασι των µεγαλουπόλεων» (ό.π. 16/11/1982: 4). Λέει:
Στη δική µας παράσταση προβάλλουµε πάρα πολύ τον καιρό και το
καταργούµε τον µύθο […]. Στην παράστασή µας, κοντά στα όπλα και τις
Επιπλέον και προκειµένου να γίνει ένα επιτιµητικό σχόλιο πάνω στην αρνητική
σκηνοθέτης, «κι έναν άξονα, µια ‘οµάδα εξόντωσης βίας’ που διατρέχει όλες τις
σχέσεις και τις διαποτίζει. Γι’ αυτό χρησιµοποιήσαµε και µεθόδους, όπως η
φορές από τις Βάκχες (1986) και µετά προκειµένου να επεξηγήσει τη µέθοδο
τη γυναίκα του Ελένε Βάιγκελ (Helene Weigel) στον πρωταγωνιστικό ρόλο (Μπρεχτ 1997:
220).
44
Η πλειοψηφία, όµως, των κριτικών της παράστασης υπήρξε αρνητική
οσιοµάρτυρα.
που ο Τερζόπουλος είχε συλλέξει από το 1977 – όταν είχε σκηνοθετήσει για
διακηρύσσει την πίστη του τόσο στη µαρξιστική ιδεολογία όσο και στο
45
ότι αυτό αντικατοπτρίζει προσωπική αλλαγή. Σε αυτό συνηγορεί και η µαρτυρία
άλλο», αλλά άντλησε και από άλλα είδη και σχολές θεάτρου (προσωπική
συνέντευξη 6/1/2004).
της δηµιουργίας του προτού στραφεί στους αρχαίους κλασικούς και σχηµατίσει,
δύο χρόνια αργότερα, την οµάδα του Άττις. Με την παραπάνω συζήτησή µας,
46
1.3. ΜΕΤΕΩΡΑ ΒΗΜΑΤΑ (1983 – 1985)
τους. Ο Τερζόπουλος ήταν µόνον ένας από τους τότε νέους σκηνοθέτες, όπως ο
κρατική σκηνή της χώρας ανοιχτή να φιλοξενήσει δείγµατα της δουλειάς τους
71). Με τη Μάνα Κουράγιο, όµως, κλείνει για τον Τερζόπουλο ο κύκλος των
σκηνοθεσιών του στο Κ.Θ.Β.Ε. Ήδη από τον Ιανουάριο του 1982, ο κρατικός
13
Όπως θυµάται ο Γιάννης Ηλιόπουλος, ηθοποιός του Κ.Θ.Β.Ε., ο οποίος συµµετείχε
στην παράσταση Μάνα Κουράγιο, σε σκηνοθεσία Θ. Τερζόπουλου, ο Τερζόπουλος ήδη κατά τα
χρόνια της θητείας του στο Κ.Θ.Β.Ε. διερευνούσε τις δυνατότητες σύστασης δικής του οµάδας
(προσωπική επαφή, Οκτώβριος 2003). Παρόµοια, η Λαµπράκη επισηµαίνει ότι ο Τερζόπουλος
φεύγει από το Κρατικό «επιτυχηµένος», προκειµένου να πραγµατοποιήσει το όραµά του
(προσωπική συνέντευξη 6/1/20004).
47
Έτσι κλείνει η πρώτη περίοδος της σκηνοθετικής πορείας του Τερζόπουλου, µια
περίοδος κατά την οποία προχώρησε στη σκηνοθεσία των παραπάνω έργων «µε
ίδιος εξοµολογείται, αλλά κι εµείς διαπιστώσαµε µέσα από την ανάλυσή µας. Ο
περίοδο, τόσο µέσα από τις αναφορές του σκηνοθέτη όσο και τις κριτικές, µια
48
ό.π. 1985: 158), οι «σπασµωδικές οµαδικές κινήσεις», οι «κραυγές», οι
λάβουµε υπόψη µας αυτό τον κοινό παρανοµαστή του µη ρεαλιστικού, που τους
ότι ο Τερζόπουλος δεν έχει ανεβάσει ποτέ κωµωδία σε όλη τη σκηνοθετική του
1996: 22)
Παρά ταύτα, και όπως η προηγηθείσα ανάλυσή µας καταδεικνύει, το έργο του
περίοδο που ξεκινά το 1986 µε το Άττις λόγω της αυστηρά µαρξιστικής του
θεώρησης και της µπρεχτικής µεθοδολογίας που τον χαρακτηρίζουν, αλλά και
Κατά τρόπο ανάλογο, όπως θα φανεί στην πορεία της ανάλυσής µας, τα µη
τραγικά κείµενα που σκηνοθετεί από το 1986 και µετά και τα οποία η
49
εξυπηρετούν άλλους σκοπούς και ανάγκες στη συνέχιση της έρευνάς του και
απέχει από την ενεργό θεατρική δράση, για να ακολουθήσει ένα ταξίδι
αρχαίο δράµα τον ωθούν ακόµα περισσότερο στο επόµενο βήµα του, την
τραγωδία: «Η τραγωδία µου ενέπνεε δέος και ήξερα ότι θα µε οδηγήσει σε µια
50
Όταν, λοιπόν, ο Τερζόπουλος αποφασίζει να επιστρέψει στην ενεργό
σκηνοθετική δράση το τοπίο µέσα του έχει ξεκαθαρίσει και οι στόχοι πλέον
της πρώτης του περιόδου για να προχωρήσει µε την αρχαία τραγωδία και να
µετατοπίσει την πηγή της έρευνάς του στην ελληνική παράδοση και πιο
δύο επίπεδα: του χρόνου (µε τους προγόνους και το µύθο) και στο δεύτερο
14
Μια τέτοιου είδους στροφή δε µοιάζει να εκπλήσσει ούτε τους παλιούς του
συνεργάτες, µε τη Λαµπράκη, για παράδειγµα, να τη θεωρεί αυτονόητη για ένα θεατράνθρωπο
που δεν επαναπαύεται αλλά αναζητά και την Παπαδοπούλου να λέει χαρακτηριστικά: «σαφώς
παραξενεύτηκα, αλλά όχι τόσο για να εκπλαγώ. Γιατί είχα συνηθίσει σε µια διαδροµή η οποία
σίγουρα θα έδινε κάποια στιγµή κάτι άλλο» (προσωπική συνέντευξη 1/2/20004). Η
Παπαδοπούλου µιλάει για µια πορεία, για «ένα κέντρο που έχει τα µερίδιά του και
αναπτύσσεται προς όλες τις πλευρές» (ό.π. προσωπική συνέντευξη 1/2/2004), τονίζοντας ότι δεν
υπάρχει καµιά αντίφαση ανάµεσα στις δύο περιόδους του σκηνοθέτη.
51
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ
της νέας του οµάδας, που ονοµάστηκε Άττις. Απόφοιτοι της ∆ραµατικής Σχολής
Κάρολου Κουν (Μιχοπούλου), και οι επτά είναι νέοι ηθοποιοί στα πρώτα
γύρω του νεαρό και κατ’ επέκταση εύπλαστο υλικό, που δε θα είχε προλάβει να
∆ίνω έµφαση στο εύπλαστο υλικό. Είναι σηµαντικό, δηλαδή, ότι αυτά
26/1/1985)
1
Η Σοφία Μιχοπούλου είναι, σύµφωνα µε το σύντοµο βιογραφικό της στο πρόγραµµα
των Βακχών, η πιο έµπειρη από τους ηθοποιούς του Άττις, µε τη συµµετοχή της προηγουµένως
σε πολλές παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης. Ο Τάσος ∆ήµας, µε προηγούµενη συµµετοχή σε
πολλές παραστάσεις και συνεργασία µε το «Θίασο Έρευνας» του ∆. Ποταµίτη, µπαίνει στην
οµάδα το 1990. Μαζί µε τη Μιχοπούλου είναι οι µόνοι από αυτή την πρώτη σύνθεση που έκτοτε
παραµένουν πιστοί και αποκλειστικοί συνεργάτες του Τερζόπουλου. Πέραν αυτών, οι ηθοποιοί
που συνεργάζονται µαζί του κατά περιόδους ανανεώνονται.
53
Στη φάση, λοιπόν, αυτή ο Τερζόπουλος αποφεύγει τη συνεργασία µε ώριµους,
γνωστό µε αυτό του σκηνοθέτη τους» (Bradby και Williams 1988: 2). Από τα
Θέατρο Τέχνης.
Η σταθερότητα του βασικού πυρήνα ηθοποιών του Άττις σαφώς συνέβαλε στην
πρόοδο της εργασίας τους και της έρευνάς τους. Είναι χαρακτηριστικά τα
Τερζόπουλο:
2
Είναι στο Κουαρτέτο το 1989 που θα επιχειρήσει για πρώτη φορά το αντίθετο µε την
Όλια Λαζαρίδου στο ρόλο της Μερτέιγ.
54
Η ιστορία του θεάτρου αποδεικνύει ότι τα µεγαλύτερα θέατρα
κρατιέται µακριά από το γενικό κανόνα και τον καθιερωµένο τρόπο λειτουργίας
3
Στον ελληνικό χώρο το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν «συνιστά πρότυπο για
κάθε µεταγενέστερη απόπειρα δηµιουργίας ‘θεάτρου τέχνης’, µε τρόπο που αρκετές από τις
πρωτοποριακές σκηνές που δραστηριοποιούνται στο ελληνικό θέατρο, κυρίως τη δεκαετία του
΄80 και µετά, προκύπτουν ως άµεσα ή έµµεσα προϊόντα εκείνου» (Γραµµατάς Τοµ. Α΄ 2002:
280). Αν η δεκαετία του ΄50 σφραγίζεται από προσπάθειες που έθεταν το θέατρο στην υπηρεσία
της αριστερής ιδεολογίας, τη δεκαετία του 1960 εµφανίζονται σχήµατα µε νέα αισθητικά και
καλλιτεχνικά κριτήρια και επιδιώξεις, όπως το θέατρο Εθνικού Κήπου του Ν. Χατζίσκου (1954),
το Κυκλικό Θέατρο του Λ. Τριβιζά (1961-63), η Νεοελληνική Σκηνή του Σπ. Ευαγγελάτου
(1962-1964), από την οποία θα προκύψει το Αµφιθέατρο, το Θέατρο Νέας Ιωνίας του Γ.
Μιχαηλίδη (Μάρτιος 1966-Απρίλιος 1967), ο οποίος θα ιδρύσει αργότερα το γνωστό µας
Ανοιχτό Θέατρο. Το 1971 συστήνεται το θέατρο Στοά του Θ. Παπαγεωργίου και της Λ.
Πρωτοψάλτη. Από τη δεκαετία του ΄80 και µετά, την περίοδο, δηλαδή, που ο Τερζόπουλος
συστήνει τη δική του οµάδα, ενδεικτικά µπορούµε να αναφέρουµε την ίδρυση της Σκηνής από
το Λ. Βογιατζή και µια οµάδα ηθοποιών, τη Θεατρική Εταιρία Πράξη µε το Θέατρο
Κεφαλληνίας (1987), τη δηµιουργία του Θέατρου του Νότου από τον Γ. Χουβαρδά (1991), τον
Μ. Μαρµαρινό µε την Εταιρία Θεάτρου ∆ιπλούς Έρως να πρωτοεµφανίζεται στο Θέατρο του
Νότου το 1984, και το 1997 να στεγάζεται στο Θησείο, το θέατρο Σηµείο του Ν. ∆ιαµαντή, το
Θεατρικό Οργανισµό Μορφές µε τους Καταλειφό, Μπαντή, Κέντρο, Οικονοµίδου, την ίδρυση
του Φάσµατος από τον Α. Αντύπα (1990), και στη Θεσσαλονίκη την Πειραµατική Σκηνή Τέχνης,
που λειτουργεί από το 1979 (ό.π. Τοµ. Α΄ 2002: 280-88). Σε αυτό το πλαίσιο της θεατρικής
δραστηριότητας στην Ελλάδα στην τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, η περίπτωση του
Τερζόπουλου και του θεάτρου του Άττις χαρακτηρίζεται από το Γραµµατά ως «εντελώς
ιδιάζουσα» (ό.π. Τοµ. Α΄ 2002: 286).
55
της οµάδας. Πιστεύω ότι αντιπροσωπεύουν µια νέα ποιότητα ηθοποιού.
πηγή), έτσι και ο ηθοποιός χαρακτηρίζεται από τη ροπή του προς τη δηµόσια
αναγνώριση. Για το Γκροτόφσκι, όµως, όπως και για τον Τερζόπουλο, «[τ]α
µεγάλα έργα είναι πάντα πηγές σύγκρουσης» κι αυτό γιατί «[ο] καλλιτέχνης
µιλάει τη γλώσσα της αλήθειας. Αυτή η αλήθεια είναι πάντα διαφορετική απ’
Μιλούµε, δηλαδή, για ένα θέατρο το οποίο δεν είναι «[…] ένα κοινωνικό κλειδί.
Τερζόπουλος (6-7/1988: 92). Ένα θέατρο που ακολουθεί τους δικούς του
δούµε λίγο παρακάτω, τους κανόνες της θεατρικής αγοράς στις δικές του
ανάγκες, ένα θέατρο χωρίς µόνιµο χώρο (αυτό θα γίνει το 1994) και σταθερό
Περιγράφει ο Τερζόπουλος:
56
[…] µε την οµάδα δεν είχα πρόγραµµα, υπήρχε το πρόγραµµα που
τέσσερις µήνες το χειµώνα! (το χειµώνα δεν κάθεται κανείς όταν έχει
ανάµεσα στους προσωπικούς ρυθµούς της οµάδας και τις απαιτήσεις του
αποτελεί απόρροια της πρόθεσης και διάθεσης του για έρευνα (κάτι που εκ
φύσεως καρπίζει εκτός συµβάσεων), αλλά από την άλλη, µοιάζει να είναι και
συνέπεια της συνολικής τότε στάσης του απέναντι στο ζήτηµα της τέχνης (όταν
πολιτισµού), όπως και της σχέσης ζωής και τέχνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε
και εκφράζει τις επιφυλάξεις του µπροστά στη διαπίστωση ότι κριτήριο της
ποιότητας της ζωής είναι η επιτυχία στην τέχνη (ό.π. 6-7/1988: 92)
57
Στη φάση αυτή, δηλαδή, ο Τερζόπουλος κρατάει τον εαυτό του και την οµάδα
του µέσα στην τέχνη και στη ζωή. Έτσι, θα φτάσει να δηλώνει το 2000 για το
έργο του:
Είναι µια κίνηση εσωτερικής ανάγκης, µιας δικής µου οριακής ανάγκης.
Είναι ένα προσωπικό θέατρο, θα έλεγα. Ιδιαίτερα προσωπικό και από κει
και πέρα, στην προσπάθειά µου να πάω βαθύτερα στη δοµή αυτού του
θεάτρου, ερευνώ βαθύτερα τις δοµές της δικής µου ύπαρξης [έµφαση δική
µου]. Το θέατρό µου αφορά ιδιαίτερους ηθοποιούς που έχουν τις ίδιες
Το θέατρο και η ζωή δεν είναι πλέον δύο ενότητες που συγκρούονται, αλλά
θεατρικής έρευνας της οµάδας και τις απαιτήσεις τόσο του εγχώριου θεατρικού
συστήµατος όσο και της ξένης θεατρικής αγοράς. Είναι µια ισορροπία ανάµεσα
στην τέχνη ως έκφραση και την ίδια ως προϊόν στην καλλιτεχνική αγορά. Ο
58
καρδιά του παγκόσµιου θεατρικού γίγνεσθαι. Αυτό µαρτυρούν οι συµµετοχές
ίδρυση από τον ίδιο του Ελληνικού Κέντρου ∆ραµατικής Τέχνης το 2003 ως
εκπλήξεις. Πρόκειται πλέον για χαρακτηριστικό γνώρισµα όχι µόνο της πράξης
του Έλληνα σκηνοθέτη αλλά της παγκόσµιας θεατρικής σκηνής. Το Άττις δεν
µε τις αντισυµβατικές και µη εµπορικές απαρχές της, έχει πια διαµορφώσει νέες
και πολύ εµπορικές συµµαχίες (Marranca 1984: 177). Από την άλλη, για το
59
182). Ο Μπίρινγκερ σε αυτό το σηµείο υπαινίσσεται αυτό που θεωρητικοί της
του πρώτου ενώ για το Φρέντερικ Τζέιµσον (Frederic Jameson), έχουµε σήµερα
περάσει στη µεταµοντέρνα φάση της απώλειας της κριτικής απόστασης µεταξύ
ουτοπικές προσδοκίες ήταν εφικτές χάρη στην ξεκάθαρη διάκριση µεταξύ του
συναισθήµατα και οι ψυχικές δοµές έχουν γίνει µέρος του οικονοµικού (Connor
1989: 27-64).
πρότυπο αισθητικής. Αλλά πρόκειται για την αισθητική και το γούστο του
εµπορικού συστήµατος της τέχνης, το οποίο ακόµα και η πιο προκλητική αντι-
4
Οι όροι µετανεωτερικό και µεταµοντέρνο, όπως και τα παράγωγά τους,
χρησιµοποιούνται εναλλάξ, χωρίς καµία διαφοροποίηση στη σηµασία τους.
60
να εξαφανίσει την αύρα και την αυτονοµία της τέχνης, τόσο πιο πολύ η αύρα
διευθυντών φεστιβάλ, των εµπόρων της τέχνης και των πελατών τους»
την αυτοσυντήρηση του και την οικονοµική του ευρωστία. Από τα παραπάνω
οικονοµικό, που σε µια πρώτη µατιά µοιάζει οξύµωρη, στην περίπτωση του
Για να επιστρέψουµε, όµως, στο δίπτυχο ζωή-τέχνη στη θεατρική πράξη του
αποτελεί «το πιο δυνατό κοµµάτι της ζωής» και η καλλιτεχνική διαδικασία να
ξεπερνά τα όρια της τέχνης και «να µεταβάλλεται σε εργαλείο για να κάνει πιο
5
Ο Αππινιανέζι χρησιµοποιεί τους δύο αυτούς όρους µε τη σηµασία που ο Βάλτερ
Μπέντζαµιν (Walter Benjamin) τούς έχει δώσει όταν στο δοκίµιό του «Το έργο τέχνης στην
εποχή της µηχανικής αναπαραγωγής» (1936) γράφει: «Είδα ότι το κύρος ή η αυτονοµία των
αυθεντικών έργων τέχνης απορρέει από το ότι δεν αναπαράγονται παρά µόνο ως αντίγραφα.
Αυτό τους δίνει µια µαγική αύρα, ένα χαρισµατικό φωτοστέφανο, το οποίο περιβάλλει τα
αυθεντικά αντικείµενα τέχνης γιατί είναι µοναδικά, αναντικατάστατα, εποµένως ανεκτίµητα»
(στον Appignanesi 1999: 18)
6
Και ο ίδιος ο Τερζόπουλος δεν υπεκφεύγει ως προς την ικανότητά του να κινείται
τόσο στο αµιγώς καλλιτεχνικό επίπεδο όσο και στο πλαίσιο της παγκόσµιας θεατρικής αγοράς,
χειριζόµενος επιδέξια τους όρους της: «Κοιτάξτε, στη δουλειά µου ως σκηνοθέτης επέλεξα αυτή
την πόρτα. Αυτό είµαι, το οποίο για άλλους είναι πολύ ακραίο. Βλέποντάς το σαν µια εικόνα,
βρίσκοµαι σε µια διαρκή κίνηση πραγµάτων – κάτι που για εδώ [στην Ελλάδα] είναι ακραίο.
Αυτό είναι το ένα κοµµάτι µου. Το άλλο είναι το κοµµάτι των συναντήσεών µου, των ταξιδιών
µου, των γνωριµιών µου. ∆ηλαδή, πολύ νωρίς γίναµε φίλοι µε τον Σουζούκι και πολύ νωρίς
ανταλλάξαµε απόψεις και στο θέατρο και στην οργάνωση. Και πολύ νωρίς αρχίσαµε αυτή την
ιστορία της θεατρικής Ολυµπιάδας µε τον Ισοζάκι και όλα αυτά που κάναµε µαζί. Πολλές φορές
πήγα µε τον Σουζούκι για να πείσω τον υπουργό Πολιτισµού της Ιαπωνίας να γίνει αυτό το
οποίο ήταν ένα κόστος τρισεκατοµµυρίων. Εγώ δεν κρύβω αυτή την πλευρά µου… ούτε
αρνούµαι ότι αυτή η πλευρά της δραστηριότητάς µου έχει να κάνει µε την πειθώ που διαθέτω
και πολύ λιγότερο µε τις δηµόσιες σχέσεις» (Τερζόπουλος 20/8/2000: 6).
61
ποιοτική της ζωή µας» (1/6/1998: 30). Άλλωστε, όπως θα δούµε σε άλλο
κεφάλαιο, ο σκηνοθέτης ισχυρίζεται ότι η µέθοδός του είναι πάνω απ’ όλα «ο
δρόµος προς την ανθρώπινη ευτυχία» γιατί οδηγεί τον εκάστοτε άνθρωπο
όρο των Μπράντµπυ και Ουίλλιαµς (Bradby και Williams 1988: 11). Πρόκειται
για σκηνοθέτες των οποίων η φήµη δεν απορρέει µόνο από την καθαρά
σκηνοθετική τους εργασία, αλλά και από την ικανότητα που τους χαρακτηρίζει
πυρήνα διανοητικών αξιών, αφοσιωµένο στην πρόοδο, που προτείνει µια νέα
εγκόσµια και λογική ηθική» (Kumiega 1987: 128). Και για τη σχέση του µε τον
ηθοποιό λέει:
πάνω του, ή µάλλον, συντελείται µέσα του. Τότε η κοινή µας ανάπτυξη
62
‘µοιρασµένης ή διπλής γέννησης’. Ο ηθοποιός ξαναγεννιέται – όχι
µονάχα σαν ηθοποιός, αλλά και σαν άνθρωπος- και µαζί του
ξαναγεννιέµαι και εγώ [έµφαση δική µου]. […] εκείνο που πετυχαίνουµε
Αρτώ είναι καταλυτική στη διαµόρφωση µιας πιο συνολικής θεώρησης του
θεάτρου και κατά συνέπεια του σκηνοθέτη και του ρόλου του. Το όραµα του για
για να την οδηγήσει σε ένα φοβερό συλλογικό εφιάλτη, από τον οποίο οι
εικόνα του σκηνοθέτη-γκουρού σε ένα θέατρο του ηθοποιού, µε την έννοια ότι
ο στόχος της οµάδας είναι η τέχνη εκείνου και η διερεύνηση των εκφραστικών
επιλογή των ηθοποιών που αποτέλεσαν το Άττις είναι η σχέση του ηθοποιού µε
µνήµης που καθένας/ καθεµιά έφερε (σηµειωτέον ότι όλοι τους ήταν ποντιακής
63
καταγωγής),7 η ψυχολογική, συναισθηµατική και σωµατική αντοχή και η
Αυτά τα κριτήρια αντανακλούν και τους άξονες πάνω στους οποίους κινήθηκε ο
απασχολήσουν διεξοδικά στην ανάλυση της µεθόδου και των θεωρητικών της
συνεπή δουλειά πάνω στο σώµα, αλλά και τον λόγο που βγαίνει µέσα από τη
αναφέρεται στο σώµα˙ αυτό είναι το σηµείο αναφοράς του. Κι αυτό γιατί
εξαρχής απορρίπτει αυτό που ονοµάζει «θέατρο διανοητικό» (ό.π. 2000: 88)
υπέρ ενός θεάτρου «αισθήσεων» (ό.π. 2000: 88). Απορρίπτει, δηλαδή, τον
κείµενο και, κατ’ επέκταση, περιορίζει τον ηθοποιό σε ένα εγκεφαλικό παίξιµο.
7
Η έµφαση στην κοινή καταγωγή όλων από τον Πόντο συσχετίζεται µε την άντληση
από το σκηνοθέτη στοιχείων από το ανατολικό σκέλος της ελληνικής παράδοσης, όπως και µε
τη σηµασία που δίνει στη σωµατική έκφραση όχι µόνο του ατοµικού, αλλά και του συλλογικού
ασυνείδητου. Πρόκειται για ζητήµατα που θα µας απασχολήσουν διεξοδικά στο κεφάλαιο για τη
µέθοδό του (Κεφάλαιο 2.3.).
64
Πως ορίζει, όµως, το σώµα; Ο Τερζόπουλος δεν εννοεί το σώµα ως «σύνθεση
εξωτερικών κινήσεων» (ό.π. 7/12/1988: 154). Μια τέτοιου είδους αντίληψη την
θεάτρου. Αντ’ αυτού, µιλάει για το «έσω σώµα» (ό.π. 7/12/1988: 154) ή το
των σωµατικών ορίων και εποµένως των ορίων της ύπαρξής του.
Κατά συνέπεια, δε ζητά από τους ηθοποιούς του «το λόγο, τον ήχο που αποδίδει
του αλλά η εικόνα της δοµής της λέξης, δηλαδή η εσωτερική της αιτία.
Ο Τερζόπουλος, λοιπόν, όχι µόνο δεν αποκόβει το λόγο από το σώµα, αλλά
αντίθετα, επικεντρώνεται στο σώµα ως τόπο γένεσης του λόγου, όπως ο Αρτώ
µιλάει για την «ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ του λόγου πιο πολύ» παρά για «τον ήδη
διαµορφωµένο λόγο» (1932: 124), για το λόγο που πηγάζει από τα σπλάχνα.
65
Περισσότερα, όµως, για το µείζονα ρόλο του σώµατος, του παραγόµενου από το
Τερζόπουλου όσο και στη σκηνοθετική του πράξη. Το υλικό µνήµης που κάθε
ηθοποιός φέρει είναι το δεύτερο στοιχείο στο οποίο ο σκηνοθέτης δίνει τόση
Υλικό µνήµης
[του] υλικού µνήµης» (ό.π. 6-7/1988: 93). Πρόκειται για µια αντίληψη η οποία
εξελίσσεται, ξεκινώντας, όπως είδαµε, µε τη Γέρµα το 1982, ενώ ήδη από την
(Rivkin και Ryan 1998: 119), και πιο συγκεκριµένα, στις καταπιεσµένες ή
απωθηµένες µνήµες της παιδικής ηλικίας. Και κάνει την αρχή µε τις δικές του:
από τον χώρο του ασυνείδητου – µε κάποιον τρόπο – µια µνήµη που
ήταν πέρα από σωσίβιο, πέρα από στήριγµα. Ήταν µια αναζωογόνηση
συνολική. Μια βιολογική ένεση. Γι’ αυτό και στο θέατρο ψάχνω χαµένα
66
πράγµατα, χαµένα κλειδιά […]. Κλειδιά που υπάρχουν στην παιδική,
∆ιαδικασία που από τη Γέρµα θα την προχωρήσει και στην πρώτη του
παράσταση µε το Άττις, τις Βάκχες (1986), διαδικασία που, όπως ήδη έχουµε
τοίχους που µας κρατούσανε βυθισµένους µέσα στον εαυτό µας και να φέρουµε
στην επιφάνεια εικόνες από το χώρο του ασύνειδου […]» (ό.π. 2000: 52). Το
µεγάλο εµπόδιο φυσικά σε αυτήν τη διαδικασία ήταν «το εγώ µας, που
προσπαθούσε να ριζώσει βαθιά µέσα µας για να πλάσει ‘τέλειο και αµετάβλητο
Θα πρέπει να διευκρινίσουµε εδώ ότι όταν ο σκηνοθέτης µιλάει για µνήµη δεν
περασµένου γεγονότος. Όπως, λοιπόν, ο λόγος για τον Τερζόπουλο είναι σαρξ,
έτσι και η µνήµη αποκόβεται από την ανάµνηση, τη νοητική ανάκληση ενός
67
έναν επιφανειακό ρεαλισµό. Η µνήµη γίνεται σαρξ. Όπως έχει επισηµάνει ο
Γκροτόφσκι:
Τι σηµαίνει βίωµα στο επάγγελµά µας; Σηµαίνει κάτι που ξεπηδά όχι
µας είν’ αυτό που δεν ξεχνά, τα µάτια µας που δεν ξεχνούν. Κείνο που
31).
οποία µπορεί να εκφραστεί µέσα από το σώµα συνολικά ή, για να είµαστε πιο
θεατρικό σώµα.
68
Αντοχή και εργατικότητα
οδηγούν στα άλλα δύο κριτήρια που ο Τερζόπουλος είχε θέσει για την επιλογή
των ηθοποιών του Άττις, την εργατικότητα και την αντοχή. Πρόκειται για
προγραµµατισµούς.
Η οµάδα µας δεν είναι περιπατητική σχολή, δεν είναι οµιλητική, κάνει
πάρα πολύ σκληρή δουλειά. […] Για µένα η αντοχή είναι το πρωταρχικό
69
Τα κριτήρια, βάσει των οποίων ο Τερζόπουλος επέλεξε τους ηθοποιούς που
όρους συνεργασίας µε τους ηθοποιούς. Απαιτεί, όµως, και κάτι ακόµα: «Να
Πρόκειται για τον ηθοποιό «[…] που αναλαµβάνει µια πράξη αυτο-διείσδυσης,
που αποκαλύπτει τον εαυτό του, και θυσιάζει το εσώτατο είναι του – το πλέον
επώδυνο, κείνο που δεν προορίζεται για τα µάτια του κόσµου – […]» (ό.π.
1968: 63). Προκειµένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο αυτό που απαιτείται από τον
ηθοποιό είναι µια συµφωνία µεταξύ της θεατρικής του πράξης και της
8
Στη µετάφραση του Για Ένα Φτωχό Θέατρο του Γκροτόφσκι στα ελληνικά, οι
Κονδύλης και Γαΐτη-Βορρέ προκρίνουν τον όρο «άγιος ηθοποιός» αντί του «ιερού ηθοποιού»
που προτιµήθηκε από εµάς.
9
Σαφώς η απαίτηση του Τερζόπουλου όχι µόνο περιγράφει µια βασική προϋπόθεση
συνεργασίας, που εκείνος θέτει, αλλά υπαινίσσεται και τη δυσκολία που υπάρχει στην
διατήρησή της. Πάντως ο ∆ήµας, από τους πιστούς συνεργάτες του Τερζόπουλου, συµµερίζεται
απόλυτα την αντίληψη αυτή όταν δηλώνει µε κατηγορηµατικό τρόπο: «Όταν είσαι κάθετος στην
τέχνη, δεν µπορεί παρά να είσαι κάθετος και στη ζωή. Γιατί δεν µπορεί να είσαι άλλος στη ζωή
και άλλος στην τέχνη» (Θεατρογραφίες: 63). Σε ένα πνεύµα πιο πρακτικό, ο Καλετσάνος ορίζει
ως βάση συνεργασίας ενός ηθοποιού µε τον Τερζόπουλο τη διαθεσιµότητα του πρώτου και την
επίγνωση ότι «πολλά πράγµατα ξεκινάνε από το σώµα, κυρίως από το σώµα, οπότε θέλει
σχεδόν και µια αυτοκυριαρχία αθλητή» (προσωπική συνέντευξη 10/1/2004). Ο ίδιος, όπως και η
Ταχτσόγλου επισηµαίνουν ότι οι περιορισµοί αυτοί δεν επιβάλλονται, αλλά περισσότερο
αναδεικνύονται ως λογική συνέχεια µιας πάρα πολύ εντατικής και κουραστικής διαδικασίας.
Έτσι, λειτουργούν περισσότερο ως ένας «άγραφος νόµος» (Τσιγκάκος, προσωπική συνέντευξη
30/1/2004).
70
Γενικότερα, δεν είναι λίγες οι φορές που ο Τερζόπουλος µέσα από συνεντεύξεις
και κείµενά του βάλλει κατά του σύγχρονου τεχνοκρατικού τρόπου ζωής,
στην καθηµερινή ζωή όσο και στην τέχνη του θεάτρου, κατηγορώντας την ότι
«πετάει περιττώµατα µέσα στον ιδιωτικό µας χώρο. Όλα πλέον κινούνται στο
σηµείο µε την «αριστερή» διανόηση, η οποία, ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας
του ΄70 και στις αρχές του΄80 κατηγόρησε τη σύγχρονη κουλτούρα των µέσων
της τέχνης στις µέρες µας έχει ως συνέπεια τον όλο και µεγαλύτερο περιορισµό
από τις επιλογές και τις απαιτήσεις των ίδιων των καταναλωτών της, που είναι
71
Οι παραπάνω προβληµατισµοί και οι επισηµάνσεις είναι που οδηγούν τον ίδιο
µε τους άλλους» (Τερζόπουλος 2000: 81). Στο ίδιο πνεύµα, ζητά από τους
σώµα και διάνοια να πετύχουν αυτό το είδος θεάτρου που ο Γκροτόφσκι ορίζει
«ιερού ηθοποιού».
Ακόµα και οι µαρτυρίες των ηθοποιών του Άττις αντανακλούν την ίδια
ποιοτικά πράγµατα ήταν πολύ έντονη. Ήµουν νέος χωρίς να ξέρω και
κάλυψης του κενού που υπάρχει ανάµεσα στη ζωή και το θάνατο. Αφού
µπήκα στην οµάδα, κατάλαβα ότι αυτή είναι η αγωνία µου και θέλησα
να ψάξω το γιατί. Είναι αυτό το γιατί που είναι και ανεξήγητο αλλά και
72
∆ιακρίνουµε και στα λόγια του ηθοποιού τις ίδιες υπαρξιακές-οντολογικές
τίποτα το διαφορετικό από εκείνο που ζητούν όσοι πιστεύουν στο βάθος
και την αλήθεια του θεάτρου, ο Κουν για παράδειγµα. Πίστη, αγάπη και
ανοιχτό πνεύµα […]. Να ανοίγεις και προς τα µέσα και προς τα έξω, να
Για να καταλήξει: «Νιώθω άνθρωπος, όχι ηθοποιός, το θέατρο που κάνω είναι
της φυσιογνωµίας που η οµάδα του πρέπει να έχει και εξ αρχής ξεκάθαρος ως
αµέσως.
10
Ανάλογου πνεύµατος είναι η κατάθεση της Ταχτσόγλου και του Τσιγκάκου,
µολονότι ο τελευταίος διαφοροποιείται επισηµαίνοντας ότι η αναζήτηση απάντησης σε τέτοιου
είδους πνευµατικές και οντολογικές αναζητήσεις υπερβαίνει τα όρια µιας θεατρικής οµάδας. Η
Παπαδοπούλου, πιο κατηγορηµατική, ευθέως δηλώνει: «Ο Τερζόπουλος µε αφορά – όχι την
τσέπη µου, όχι την καλλιτεχνική µου επιβεβαίωση – µε αφορά ως άτοµο» (προσωπική
συνέντευξη 1/2/2004).
73
2.2. Ο ΕΚΣΤΑΤΙΚΟΣ ΆΤΤΙΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΆΤΤΙ ΣΤΟ
ΘΕΑΤΡΟ «ΆΤΤΙΣ»
Ακόµα και το ασυνήθιστο όνοµα της οµάδας είναι δηλωτικό της ιδιαίτερης
φύσης της. Για τον Τερζόπουλο, «ο Άττις είναι ο ∆ιόνυσος του χειµώνα, είναι ο
∆ιόνυσος από τη Φρυγία. Από τον Πόντο. Την πατρίδα µου» (2000: 73-74).
Ήταν το 1985 στο πρώτο εργαστήριο που έκανε στους ∆ελφούς µε τους νέους
του ηθοποιούς όταν διαπίστωσε την κοινή ποντιακή τους καταγωγή. Αυτό σε
συνδυασµό µε το ότι τότε δούλευαν τις Βάκχες, όπου δεσπόζει η µορφή του
Η λατρεία του Άττι συνδεδεµένη µε αυτήν της Μεγάλης Μητέρας των Θεών,
της Κυβέλης, έφτασε στη ∆ύση από τη Φρυγία της Μικράς Ασίας. H Mater
Kubile, όπως ονοµαζόταν στη Φρυγία (Κερένυι 1968: 94) ήταν η µητέρα των
θεών, η Κυρία των ζώων, και το κύριο κέντρο λατρείας της βρισκόταν στην
προστατέψει την πόλη από βαρβαρικές επιδροµές. Μαζί της η Κυβέλη έφερε
και τη λατρεία του αχώριστου εραστή της ή γιου Άττι. Ο Κλαύδιος ήταν, όµως,
αυτός που ενέταξε τη φρυγική λατρεία του ιερού δέντρου και πιθανότατα τις
οργιαστικές τελετές του Άττι στην επίσηµη θρησκεία των Ρωµαίων. Η γιορτή
της Κυβέλης και του Άττι γινόταν στην εαρινή ισηµερία. Την πρώτη µέρα
έκοβαν ένα πεύκο και το µετέφεραν στο ιερό της Κυβέλης. Το τύλιγαν µε
74
µάλλινους επιδέσµους σαν να ήταν σώµα νεκρού και το στόλιζαν µε στεφάνια
από βιολέτες (το λουλούδι του Άττι). Πάνω εκεί έδεναν το οµοίωµα νέου
άνδρα, του Άττι. Μετά τη δεύτερη ηµέρα απλών εορτασµών µε τροµπέτες, ήταν
την τρίτη ηµέρα, στις 24 Μαρτίου, γνωστή και ως Ηµέρα του Αίµατος, που το
Επρόκειτο για τελετή θρήνου για το θάνατο του Άττι, µε τον ίδιο τρόπο που η
του και η φύση. Για τον ίδιο λόγο, οι µυούµενοι έκοβαν τα γεννητικά τους
όργανα και στην κορύφωση της θρησκευτικής τους έξαρσης τα πετούσαν πάνω
στο οµοίωµα της θεάς (ό.π. 1996: 420-21). Έτσι, οι ευνουχισµένοι γίνονταν
Όλες αυτές οι τελετές πηγάζουν από το φρυγικό µύθο του Άττι. Ο Άττις ήταν
επρόκειτο για το γιο της. Γεννήθηκε από την παρθένα Νανά – ένα άλλο όνοµα
της µικρασιατικής θεάς – όταν έκρυψε στον κόρφο της καρπό ροδιάς ή
αµυγδαλιάς. Οι εκδοχές για το θάνατο του Άττι είναι πολλές. Λίγο πολύ σε όλες
το βασικό µοτίβο είναι ότι η Μεγάλη Θεά µέσα στην ερωτική της παραφορά και
ζήλια τρέλανε µε τους ήχους µιας σύριγγας τον Άττι, ο οποίος ευνουχίστηκε
κάτω από µια κουκουναριά. Από το αίµα του βγήκαν οι βιολέτες. Ο ίδιος
11
Ο Αρχίγαλλος (Archigallus) ή Αρχιερέας [της Κυβέλης] έπαιρνε αίµα από τα χέρια
του και το παρουσίαζε σαν προσφορά. ∆εν ήταν όµως ο µόνος που έκανε αυτή τη θυσία
αίµατος. Κινητοποιηµένοι από την άγρια βαρβαρική µουσική των κυµβάλων, που έκρουαν, των
τύµπανων, που ηχούσαν υπόκωφα, των σαλπίγγων, που βούιζαν, των αυλών, που ούρλιαζαν, ο
κατώτερος κλήρος στροβιλίζονταν µέσα στο χορό του µε κεφάλια που ανεβοκατέβαιναν και
µαλλιά που κυµάτιζαν, ώσπου εκστασιασµένοι σε µια ενθουσιώδη φρενίτιδα και αναίσθητοι
στον πόνο, έκαναν τοµές στα σώµατά τους µε κοµµάτια αγγείων ή τα χάραζαν µε µαχαίρια για
να πιτσιλίσουν το βωµό και το ιερό δέντρο µε το αίµα τους που έτρεχε (Frazer 1996: 420).
75
µεταµορφώθηκε σε κουκουναριά (ό.π. 1996: 419) ή αναστήθηκε από την
Κυβέλη για να γίνει ο αιώνιος ακόλουθός της (Coupe 1997: 26). Σύµφωνα µε
του Άττι και παρακάλεσε τον ∆ία να του δώσει και πάλι ζωή. Το µόνο που
µπορούσε, όµως, να πράξει ο Ζευς ήταν να εγγυηθεί ότι το σώµα του Άττι δε θα
λιώσει, τα µαλλιά του θα µεγαλώνουν πάντα και το µικρό δάχτυλο του χεριού
κάποια µόνο στοιχεία από το µύθο και τη λατρεία του Άττι για να τα συσχετίσει
µε το θέατρό του και όχι το σύνολο του µύθου και της λατρείας του Άττι και της
Κυβέλης (όπως τον περιγράψαµε πιο πάνω) µε τις λεπτοµέρειές τους. Αξίζει να
τραγωδίας και του µύθου, η οµάδα του δε θα µπορούσε παρά να έχει όνοµα
του Άττι, του «χθόνιου ∆ιόνυσου», όπως τον ονοµάζει (ό.π. 5/6/1988).
Κατά δεύτερο λόγο, τόσο ο µύθος όσο και η λατρεία του Άττι, όπως την
76
οποίο, όπως θα δούµε, βρίσκεται στον πυρήνα της δουλειάς του θεάτρου Άττις.
«Το όνοµα Άττις εκµεταλλεύεται την ενέργεια από την παράδοση της
εκστατικής κατάληψης. Ο Άττις ήταν ένας από τους ετήσιους θεούς που
1996: 21).
Ο Άττις του µύθου, όπως και οι Galli, οι ιερείς της λατρείας του, φτάνουν σε
κατά πολύ από την αναγέννηση του Άττι) και το «εσωτερικό» επίπεδο (µε το
ονοµάζοντας την οµάδα του Άττις, ίσως να υπονοεί ότι θέλει οι ηθοποιοί του να
διάφορες παραλλαγές του µύθου είτε για το τελετουργικό της λατρείας του.
77
Σωµατικότητα που συµφωνεί µε την αισθητική και το ύφος του Τερζόπουλου.
Ιδιαίτερα η προαναφερθείσα περιγραφή του Κερένυι για την τύχη του νεκρού
µεταφορά του τρόπου που προσεγγίζει και δουλεύει ο ίδιος µε το σώµα του
ηθοποιού: «Κι εγώ µιλάω για το µικρό δαχτυλάκι. Το ελάχιστο σηµείο του
Πρόκειται για ένα θέατρο του ηθοποιού και της διερεύνησης των εκφραστικών
του µέσων, µε τον ηθοποιό, όµως, να τελεί υπό την καθοδήγηση ενός
επιδιώκει µε την οµάδα του να εκτελέσει όχι µόνο µια καλλιτεχνική αλλά και
µια πνευµατική αποστολή. Όπως επισηµάναµε στην εξέλιξη της συζήτησής µας,
Γκροτόφσκι ή στο όραµα του Αρτώ. Έχοντας συστήσει µια οµάδα µε ξεκάθαρο
78
2.3. Η ΜΕΘΟ∆ΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟ∆ΟΜΗΣΗΣ
διαθέτει για να (επι)κοινωνήσει µε τους θεατές. Κι όµως, το σώµα, όπως και κάθε
πολιτικό, επιστηµονικό και ιδεολογικό περιβάλλον µέσα στο οποίο αναδύεται και
«επιβάλλοντας εξ αρχής µια νέα µορφή κουλτούρας » (στο Ley 1999: 224). Έτσι, για
παράδειγµα, στο θέατρο Νο δεν υπάρχει µια ξεχωριστή µέθοδος εκπαίδευσης που να
Schechner) ονοµάζει “whole performance sequence” (στο Zarilli 1995: 71). Αυτή η
πρακτική εµπεριέχει και καθορίζεται από τις πολιτισµικές παραδοχές για το σώµα, το
νου και την ενέργεια του ηθοποιού, που κυριαρχούσαν στην Ιαπωνία. Αντίθετα, για
πολιτισµένη κοινωνία δεν είναι καλλιεργηµένη, µε την έννοια ότι έχει «διαµελίσει»
το ανθρώπινο σώµα και τo έχει αποξενώσει από τις φυσικές του εκφραστικές
σώµατος µε τον εαυτό του γιατί «παιδεία είναι το σώµα» (Suzuki 1995: 155).
περιβάλλον µέσα στο οποίο δρα, κατά τον ίδιο τρόπο που δε µπορούµε να
79
παραβλέψουµε το είδος της παράστασης για το οποίο προετοιµάζει τον ηθοποιό. Αν
συµµεριστούµε την άποψη του ανθρωπολόγου Τζον Μπλάκινγκ (John Blacking) ότι
ανάλογα µε το περιβάλλον και τις προσδοκίες-απαιτήσεις που αυτό έχει από τα µέλη
του/ σώµατα (Zarilli 1995: 72), τότε θα πρέπει ανάλογα να θεωρήσουµε ότι και η
υποκριτική αποτελεί µια πρακτική που εγχαράσσεται στο ανθρώπινο σώµα, µια
«τεχνολογία» µε τη σηµασία που δίνει στη λέξη ο Φουκώ (Foucault) (ό.π. 1995: 72).1
παραβλέψει τα παραπάνω.
Όταν στα µέσα του 1980, ο Τερζόπουλος αποφασίζει να διαµορφώσει τη δική του
δρόµο που χάραξαν εκείνοι που ασχολήθηκαν τόσο µε το γιατί όσο και µε το πώς του
το όραµα για ένα άλλο θέατρο όσο και µε την υλοποίηση του εκάστοτε οράµατος
(Brook 1999: ix-xii). Την εποχή που ο Τερζόπουλος ξεκινά, το θέατρο ήδη
διακρίνεται από µια αισθητική και ιδεολογική πολυφωνία, απόρροια των διαφόρων
και διαφορετικών στυλ, έτσι όπως αυτά διαµορφώθηκαν από τα µέσα του 19ου αιώνα
1
Στο ενδιαφέρον άρθρο της “Theatre and the civilizing process: an approach to the history of
acting”, η Ερίκα Φίσερ-Λίχτε (Erika Fischer-Lichte) επισηµαίνει ότι το ανθρώπινο σώµα είναι
αποτέλεσµα της αµφίδροµης σχέσης µεταξύ του οργανικού και του πολιτισµικού, της ατοµικής φύσης
και του πολιτισµικού περιβάλλοντος. Εποµένως, το σώµα, όπως όλα τα πολιτισµικά φαινόµενα, είναι
ιστορικά καθορισµένο και αντικατοπτρίζει την ιστορική διαδικασία του πολιτισµού, όπως και
συνεισφέρει σε αυτήν. Με αυτές τις βάσεις, η Φίσερ-Λίχτε διαµορφώνει µια θεωρία, που ανιχνεύει
πιθανές συσχετίσεις µεταξύ της υποκριτικής τέχνης και της εκπολιτιστικής διαδικασίας των
τελευταίων τριών αιώνων στην Ευρώπη. Έτσι, τα σύγχρονα ρεύµατα της θεατρικής πρωτοπορίας από
το ΄60 και µετά, κατά τη θεωρητικό, παρά την πολυφωνία τους, προχώρησαν συνολικά σε µια
επανερµηνεία της πολιτιστικής εξέλιξης, συγκλίνοντας στην επίθεσή τους στην έννοια του σώµατος,
όπως είχε διαµορφωθεί στο δυτικό θέατρο. Θέλησαν να «απελευθερώσουν» το σώµα από την πίεση
που η δυτική εκπολιτιστική διαδικασία τού έχει ασκήσει (π.χ. ο Ουίλσον το «απελευθέρωσε» από το
νόηµα, ακυρώνοντας την έννοια του σώµατος ως σηµείου). Βλ. Fischer-Lichte (1997) 25-40. Όπως θα
φανεί από την ανάλυση της τεχνικής του Τερζόπουλου, αντίστοιχα «απελευθερωτική» είναι και η
φιλοσοφία του Έλληνα σκηνοθέτη.
80
και στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Αποφασίζοντας µε τη σειρά του να διαµορφώσει
µια µέθοδο εκπαίδευσης του ηθοποιού για να (εξ)υπηρετήσει το είδος του θεάτρου
που εκείνος οραµατίζεται, και ιδιαίτερα τη σκηνική ανάγνωση της τραγωδίας στην
Στανισλάφσκι και ο Γιέρζι Γκροτόφσκι, οι οποίοι ανέπτυξαν τόσο θεωρητικά όσο και
έµπρακτα ένα προσωπικό θεατρικό σύστηµα. Όπως αυτοί, ακολουθεί ένα δρόµο
έρευνας µέσα από τις σκηνοθεσίες του και όχι απλά συσσώρευσης σκηνοθεσιών˙
όπως πρώτοι έκαναν οι Κοπώ (Copeau) και Ντεκρού (Decroux) για να ακολουθήσουν
περίοδο και την έρευνά του στην αρχαία τραγωδία µε τις Βάκχες του Ευριπίδη. Η
επιλογή των Βακχών δεν είναι τυχαία. Εκείνο, όµως, που τον έλκει δεν είναι τόσο το
έργο αυτό καθεαυτό όσο το πρωταρχικό υλικό µέσα από το οποίο γεννήθηκε η
τραγωδία αυτή και τα πρόσωπά της. ∆εν τον ενδιαφέρουν, λοιπόν, τόσο οι Βάκχες
είναι η ουσία της βακχείας, το πρωτογενές της υλικό: «Στη Βακχεία υπάρχει και η
81
έκφραση, υπάρχει και ο κώδικας. ∆ηλαδή, η κωδικοποίηση της µανίας
13/5/2001). Για τον Τερζόπουλο αυτό είναι πολύ σηµαντικό γιατί θεωρεί ότι «η
ενεργειακών, αλλά όχι µόνο. Σηµαίνει κοίταγµα προς το θεό.2 ∆ηλαδή, αυτό
Από τη µια, λοιπόν, ο Τερζόπουλος βρίσκει στη βακχεία «το βασικό υλικό µιας
µανικής κατάστασης» (ό.π. 6/7/2002: 20), που οδηγεί σε αυτόν τον υπερβατικό χώρο
αυτό το λόγο, επισηµαίνει ότι η αρχική του έρευνα στο ζήτηµα της βακχείας και της
έκστασης τον βοήθησε πολύ στη µετά τις Βάκχες έρευνά του στο χώρο της
τραγωδίας, γιατί «το µανικό στοιχείο […] υπάρχει και στο θρήνο [των Περσών], αλλά
2
Όταν ο Τερζόπουλος αναφέρεται στο θεό και το θείο – και το κάνει συχνά – δεν εννοεί το
θεό κάποιας συγκεκριµένης θρησκείας: «Αναφέροµαι διαρκώς σ’ αυτό που ξέρω και σ’ αυτό που δεν
ξέρω. Υπάρχει πάντα µέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία και την ανάγκη της υπέρβασης και κάτι που δεν το
υπερβαίνουµε ποτέ. ∆ηλαδή, οι αρχαίοι λάτρευαν τον άγνωστο θεό. Εγώ πιστεύω ότι όλη η διαδικασία
στη δουλειά µου είναι ότι ξέρω ένα και δεν ξέρω άλλα δέκα, και αυτό το δηλώνω. Εκεί αρχίζει ο
διάλογος µε το Θεό, η αναζήτηση της ερµηνείας, και αυτό δεν είναι απλό. Αυτό εννοώ˙ ότι κάτι το
κοιτάµε και κάτι δε µπορούµε, κι εκεί δηλώνουµε τη δυνατότητά µας: ότι είµαστε άνθρωποι, δεν
είµαστε θεοί. Κι εκεί πρέπει κανείς ακριβώς µέσα από αυτή τη διαπίστωση να βρει το θεό»
(προσωπική συνέντευξη 20/7/2002). Σαφώς, αποκαλύπτεται καθαρά το «θεολογικό» «µεταφυσικό»
ένδυµα µε το οποίο ο σκηνοθέτης περιβάλλει την αποστολή του ως δηµιουργού. Ακόµα, όµως, κι αν
κάποιοι στη σηµερινή µετανεωτερική εποχή έχουν σχετικές επιφυλάξεις, δε µπορούµε ούτε να
υποβιβάσουµε ούτε να αγνοήσουµε ότι αυτή η αντίληψη του Τερζόπουλου αποτελεί κινητήρια δύναµη
στην καλλιτεχνική του δηµιουργία.
82
υπάρχει και στον ηρωισµό του Προµηθέα και του Ηρακλή» (ό.π. προσωπική
Από την άλλη πλευρά, όταν ο Τερζόπουλος αναλύει τον όρο µανία και µιλάει για
«ανάπτυξη των ανθρώπινων αξόνων, των ενεργειακών» και για «διεύρυνση των
στο οποίο ένας µοχλός έχει απελευθερώσει κέντρα ρέουσας ενέργειας. Είναι
ένας ανοιχτός αγωγός στην ενέργεια που έρχεται από µέσα, απ’ έξω, από τους
πλανήτες, από παντού. Είναι, δηλαδή, ένα ερωτικό, διονυσιακό σώµα, στην
δυτικός άνθρωπος έχει πολλά απωθηµένα. Ο εγκέφαλος ελέγχει όλες τις πράξεις του,
2000: 88). Τάσσεται, δηλαδή, µε την αντι-λογοτεχνική παράδοση του 20ού αιώνα, η
83
οποία αµφισβητεί την ιερότητα και το αµετάβλητο του κειµένου για να υποστηρίξει
ότι το κείµενο µπορεί να υποστεί αλλαγές για χάρη ενός ολικού θεάτρου.3
3
Θεωρητικοί, όπως ο Μπρεχτ, ο Αρτώ, ο Γκροτόφσκι, τόνισαν τη σηµασία του µη λεκτικού
στο θέατρο. Κατά τον Π.Ν. Κάµπελλ (P.N. Cambell), η έµφαση στο µη-λεκτικό ίσως να οφείλεται
στον εκτοπισµό του συγγραφέα και την καθιέρωση του σκηνοθέτη ως του σηµαντικότερου στη
θεατρική ιεραρχία, αλλά και στην επιθυµία πολλών να ξεφύγει το θέατρο από την υποτιµηµένη θέση
που του δίνει η αντίληψη του δράµατος ως λογοτεχνικού είδους (Martin 1991: 27). Κάθε θεατρικό
κίνηµα που εµφανίζεται στον 20ό αιώνα και ενδεικτικά αναφέρουµε το ρεαλισµό, το συµβολισµό, τον
εξπρεσιονισµό, το σουρεαλισµό και το ντανταϊσµό, διαµορφώνεται µέσα από µια ιδεολογία, η οποία
επηρεάζει τη φωνή και το κείµενο. Αν ο ρεαλισµός ζητάει να ακουστεί πάνω στη σκηνή η γλώσσα της
καθηµερινότητας, άλλα κινήµατα αµφισβητούν την ίδια τη γλώσσα ως µέσο αυθεντικής επικοινωνίας.
Αυτή η διάθεση ξεκινά στα τέλη του 19ου αι. µε τους συµβολιστές. Έτσι, ο Μορίς Μαίτερλινκ (Maurice
Maeterlinck), προσπαθώντας να εισχωρήσει κάτω από την επιφάνεια της πραγµατικότητας, απέρριψε
το ρεαλισµό και έδωσε έµφαση στον ήχο της οµιλίας και όχι τόσο στο νόηµα που αυτή µεταφέρει.
Αυτή η έµφαση στο οπτικό παρά στο λεκτικό θα γίνει χαρακτηριστικό γνώρισµα του avant-garde
θεάτρου. Εδώ η φωνητική εκφορά είναι περισσότερο ένας πειραµατισµός. Αµφισβητώντας τη γλώσσα
ως µέσο αυθεντικής επικοινωνίας, τέτοιου είδους κινήµατα θέλουν να τη χρησιµοποιήσουν µε έναν
ασυνήθιστο τρόπο, για να εκφράσει αυτό που στην καθηµερινή της χρήση δεν αποκαλύπτει. Αυτό είναι
εµφανές και στον Αρτώ και το Θέατρο της Σκληρότητάς του, όπου αναζητείται µια µεταφυσική της
γλώσσας, η γλώσσα να αποκτήσει την υπόσταση που έχει στα όνειρα, µε στόχο να κατακλύζει τις
αισθήσεις του κοινού και όχι µόνο τη διάνοια. Από τη δεκαετία του 1970 και µέχρι σήµερα αυτές οι
ροπές ως προς τη γλώσσα φτάνουν στην κορύφωσή τους. Στο σύγχρονο µεταµοντέρνο θέατρο, ο λόγος
αποτυγχάνει να λειτουργήσει ως µέσο επικοινωνίας. Εδώ η γλώσσα δε χρησιµοποιείται για να
επικοινωνήσει νοήµατα ολοκληρωµένα. Οι λέξεις αποδεσµεύονται από την τυραννία του κειµένου και
γίνονται ήχοι, ψαλµωδίες, διαλογικά θραύσµατα µε στόχο να προκαλέσουν συνειρµικές αντιδράσεις
στους θεατές. Το κείµενο, δηλαδή, αποδοµείται. Ο Τζόζεφ Τσαϊκίν (Joseph Chaikin) και το Open
Theatre στη δεκαετία του ΄60 (π.χ. η παράστασή του The Serpent), ο Ρίτσαρντ Σέχνερ µε το
Performance Group (Dionysus in 69), ο Ρίτσαρντ Φόρµαν (Richard Foreman) µε το Ontological-
Hysteric Theatre και ο Ρόµπερτ Ουίλσον είναι ορισµένοι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι αυτού του
ρεύµατος (Martin 1991: 27-32, 119˙ Whitmore 1994: 71-85).
84
Το επόµενο βήµα για τον Τερζόπουλο, λοιπόν, είναι να διαµορφώσει µια τεχνική «για
παραφροσύνης, κυρίως λόγω φόβου ή καταπλήξεως, για να φτάσουµε και στη µανική
έκσταση, «το εξίστασθαι και οράν ή ακούειν θεία και υπεράνθρωπα πράγµατα»
(Liddell και Scott, Τοµ. II: 75). Όπως µας πληροφορεί η ΜακΝτόναλντ, ήδη στον
Όµηρο ο ∆ιόνυσος αποκαλείται Μαινόµενος, αυτός που τρελαίνει ή που ο ίδιος είναι
τρελός (Ιλιάδα 6.132), ενώ ο Πλάτωνας στο Φαίδρο θεωρεί ότι η µανία µπορεί να
είναι και καταστροφική και δηµιουργική, και διαχωρίζει µεταξύ θείας µανίας (που
είναι ωφέλιµη) και θνητής / ανθρώπινης µανίας (που συνήθως είναι καταστροφική).
Κατά τον Πλάτωνα, δηµιουργική είναι η µανία του φιλοσόφου, του καλλιτέχνη, η
µανία των Μουσών, η ερωτική µανία, η µανία του Απόλλωνα, του ∆ιόνυσου (της
Η ερµηνεία, όµως, που θα επιχειρήσει να δώσει κάποιος στη έννοια της έκστασης
που θα πρέπει να θυµόµαστε και αφορά και τη διαπολιτισµική θεατρική πρακτική του
Τερζόπουλου, όπως θα δούµε αργότερα στην ανάλυσή µας, είναι ότι δεν είναι µόνον
4
Βλ. ακόµη Henry G. Liddell και Robert Scott, Τοµ. ΙΙΙ 85.
85
ένας ο τύπος της έκστασης αλλά πολλοί, και αυτοί ποικίλλουν ανάλογα µε την εποχή,
από την αντίληψη της ενότητας σώµατος και ψυχής και άρα της αλληλεπίδρασης των
δύο παραµέτρων.5 Εποµένως, όταν µιλούµε για τεχνικές έκστασης, µιλούµε για
τεχνικές του σώµατος και του πνεύµατος ταυτόχρονα. Επιπλέον, όπως επισηµαίνει ο
Βασίλης Αδραχτάς, πρόκειται για τεχνικές και όχι για τεχνολογία: «Αυτό σηµαίνει ότι
στην άρνηση κατ’ αρχάς και στην υπέρβαση εν συνεχεία της δεδοµένης του
5
Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγµα της ολιστικής αντίληψης του ανθρώπου συναντάµε στις
πρακτικές του σαµανισµού, ο οποίος θα µας απασχολήσει ενδελεχώς πιο κάτω. Σε γενικές γραµµές,
στη σαµανιστική φιλοσοφία, ο οργανικός άνθρωπος δε διαχωρίζεται από το ψυχικό όν και δε νοείται η
θεώρηση του ανθρώπου χωρίς ψυχή ή ψυχές. Για το λόγο αυτό, στη σαµανιστική θεραπεία ενός
αρρώστου δε θεραπεύεται αυτόνοµα το σώµα, η ψυχή ή το πνεύµα. Ο σαµάνος θεραπευτής, δηλαδή,
δεν αντιµετωπίζει την ασθένεια ως οργανική δυσλειτουργία αλλά ως διατάραξη της ενιαίας/ ολικής
ύπαρξης ενός ζώντος ανθρώπου (Rogers 1982: 135-36).
86
Οι τεχνικές του πόνου
σε αυτό το γεγονός. Μολονότι η νευροανατοµική βάση για την υποδοχή του πόνου
διαµορφώνεται στην εµβρυακή φάση, ο πόνος, λόγω της διττής του υπόστασης, είναι
µαθαίνεται στην παιδική ηλικία και επηρεάζεται, µεταξύ άλλων, από παράγοντες
τη φύση του για αυτόν που τον βιώνει, τον υποµένει και τελικά τον ξεπερνά, ο πόνος
Στην περίπτωση των τεχνικών (έκστασης) του πόνου, πρόκειται για πόνο ηθεληµένο,
τη µετάβαση από τον κόσµο του παιδιού σε αυτόν του ενήλικα.7 Οι εντοµές στο
του πόνου είναι κάθε µορφή κόπωσης, στέρησης και αυτοβασανισµού: η νηστεία, η
6
Για τη διάκριση αυτή των τεχνικών εκστατικής υπέρβασης ακολουθήσαµε το µοντέλο που
προτείνει ο Αδραχτάς στη σχετική του µελέτη (9/10/2001).
7
Τέτοιες είναι και οι προκολοµβιανές τελετές του Γιουρουπαρί (Yurupary), που θα µας
απασχολήσουν σε ακόλουθο κεφάλαιο για την παράσταση ∆ιόνυσος. Γενικότερα, πρόκειται για
τελετουργίες οι οποίες σηµατοδοτούν το πέρασµα ενός ατόµου από µια κοινωνική ή θρησκευτική θέση
σε µια άλλη. Είναι σύνηθες πολλές από τις τελετές αυτές να συνδέονται µε τα βιολογικά στάδια της
ζωής (της γέννησης, της ωριµότητας, της αναπαραγωγής και του θανάτου). Ο πρωτότυπος όρος rite de
passage επινοήθηκε από το Γάλλο ανθρωπολόγο και λαογράφο Άρνολντ βαν Γκέννεν (Arnold van
Gennen), το 1909. Αυτός επεσήµανε τα κοινά δοµικά χαρακτηριστικά του αποχωρισµού, της
µετάβασης και της επανένταξης. Στο πρώτο στάδιο παριστάνεται συµβολικά η καθαίρεση του ατόµου
από τη µέχρι τότε θέση του στην κοινωνία ενώ το µεσαίο στάδιο της µετάβασης είναι ένα µεταιχµιακό
στάδιο κάπου ανάµεσα στο παρελθόν και στο µέλλον, που συχνά παροµοιάζεται µε το θάνατο ή την
ύπαρξη µέσα στη σκοτεινή µήτρα σε αναµονή µια αναγέννησης. Στο τελικό στάδιο, το υποκείµενο
επανακάµπτει και ενσωµατώνεται ξανά στην κοινωνία, έχοντας πλέον αναλάβει έναν καινούργιο
κοινωνικό ή θρησκευτικό ρόλο.
87
αγρυπνία, η αποµόνωση (µε την έννοια της στέρησης της φυσικής παρουσίας του
Όταν ο Τερζόπουλος έκανε τα εργαστήριά του στους ∆ελφούς για την επιλογή των
χιλιοµέτρων, την οποία πολύ λίγοι κατόρθωσαν να διανύσουν. Ήταν και αυτοί,
µεταξύ άλλων, που έγιναν µέλη του Άττις καθώς επέδειξαν σωµατική και ψυχική
αντοχή και αφέθηκαν να οδηγηθούν από το ίδιο το καταπονηµένο σώµα τους και τις
εκπαίδευσής του/της, καθώς πιστεύει ότι η ψυχική θωράκιση είναι αυτή που
καθορίζει τη σωµατική αντοχή στον πόνο (Stroumpos 2003: 16). Όπως µας
ηθοποιός δεν πρέπει να σταµατήσει, ακριβώς γιατί έχει φτάσει στο κρίσιµο σηµείο
της διεύρυνσης των ψυχικών και σωµατικών του/της ορίων. Μόνο αν υποµείνει και
συνεχίσει θα επιτύχει να βιώσει τη διαστολή των ορίων της ύπαρξής του (ό.π. 2003:
16).
Όταν µιλούµε για τεχνικές της κίνησης, µιλούµε κυρίως για το χορό και τις στάσεις
του σώµατος. O χορός µε τον επαναλαµβανόµενο έντονο ρυθµό του και τη µουσική
88
που συνήθως τον συνοδεύει, συναρπάζει τα συναισθήµατα και «δηµιουργεί το
αναγκαίο περιβάλλον απόσπασης από τη συνήθη αίσθηση του χώρου και του χρόνου»
χορός και το τύµπανο του σαµάνου ή η περιστροφή των µουσουλµάνων γύρω από την
κίνησης. Πρόκειται, στην πιο απλή τους µορφή, για παγωµένες στιγµές κίνησης
συνδυαζόµενες µε ειδικές ασκήσεις ελέγχου της αναπνοής, όπως στη γιόγκα. Πολλές
τέτοιες στάσεις είναι πολύ δύσκολες και αφύσικες οπότε γίνεται συνδυασµός των
τεχνικών της κίνησης, του πόνου και της αυτοσυγκέντρωσης (ό.π. 9/10/2001: 6).
∆εν είναι, λοιπόν, τυχαίο, που η διαδικασία της ψυχοσωµατικής και φωνητικής
διερεύνησης που ακολουθούν στην εκπαίδευσή τους οι ηθοποιοί του Άττις ξεκινά µε
τον κύκλο:
επίµονα οι πηγές της ενέργειας και της έκστασης. Ήταν µια πολύ επώδυνη κι
πηγές και προσπαθήσαµε να συναντήσουµε µέσα στην έρευνά µας ακόµα και
τη βαθύτερη µνήµη µας, την καταγωγή µας […]. (Τερζόπουλος 2000: 51)
8
Πρόκειται για το βωµό που βρίσκεται στο κέντρο του Μεγάλου Τεµένους στη Μέκκα.
Θεωρείται από τους µουσουλµάνους το πιο ιερό σηµείο στη γη. Κάθε µουσουλµάνος προσκυνητής
πρέπει να περπατήσει γύρω από την Κάαµπα (Ka′ bah ή Kaaba) επτά φορές. Στη διάρκεια αυτού του
τελετουργικού αγγίζει και φιλάει τη Κάαµπα ή, αλλιώς, Μεγάλη Πέτρα της Μέκκας.
89
Παρόµοια, ο σκηνοθέτης, αναζητώντας το «λόγο-πόνο», το λόγο που δονείται από το
ψυχικό και σωµατικό άλγος, βάζει τους ηθοποιούς του σε δύσκολες σωµατικές
Συνίστανται στην αλλοίωση της πνευµατικής διεργασίας. Στην πιο απλή τους µορφή,
«νοερά προσευχή» (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν µε»)10 κ.ά. (Αδραχτάς
9/10/2001: 5-6).
Αναλύοντας την κατάσταση του/της ηθοποιού του Άττις πάνω στη σκηνή, ο
9
Ντικρ (dhikr ή zikr) σηµαίνει στα αραβικά «θυµίζω στον εαυτό µου» ή «αναφέρω».
Πρόκειται για τελετουργική προσευχή ή λιτανεία των µουσουλµάνων µυστικιστών (Σούφι), µε σκοπό
να δοξάσουν το Θεό και να επιτύχουν πνευµατική τελείωση και ένωση µαζί του. Κάθε αδελφότητα
των Σούφι έχει το δικό της ντικρ, το οποίο επαναλαµβάνει δυνατά ή σιγανά, κατά µόνας ή οµαδικά,
συνοδεύοντας την προσευχή µε συγκεκριµένη στάση του σώµατος και µοτίβο αναπνοής (π.χ. “la ilaha
illa 'llah”, «δεν υπάρχει θεός αλλά Θεός»˙ “allahu akbar”, «ο Θεός είναι ο ύψιστος»˙ “al-hamdu li'llah”
«υµνείτε το Θεό»˙ “astaghfiru 'llah”, «ζητώ τη συγχώρεση του Θεού»).
10
Ο Αδραχτάς αναφέρεται στο κίνηµα του ησυχασµού, που αναπτύχθηκε στο Αγ. Όρος, το
ο
14 αιώνα µ.Χ.
90
τον/την ηθοποιό να διευρύνει τα εκφραστικά του/της µέσα και τους σωµατικούς
δυναµικής έκτασης σε σχέση µε το κέντρο του/ της ηθοποιού11 » (ό.π. 2003: 16). Ο/Η
ακόµα ενεργειακό τρίγωνο δηµιουργείται – πέραν από αυτό που σχηµατίζουν οι τρεις
ενεργειακές ζώνες– µε κορυφές τα µάτια του/της ηθοποιού, το σηµείο πίσω από τον
ερµηνευτή και να του παρέχει την αναγκαία ενέργεια για να δράσει επιτυχώς. Από τη
µεριά του ο/η ηθοποιός είναι σα να αφιερώνει την παράσταση στο Θεό (ό.π. 2003:
17).
Βλέπουµε, δηλαδή, πως και στην πρακτική του Άττις υπάρχει το κύριο
11
Ως «κέντρο» στη γλώσσα του Άττις εννοείται το τρίγωνο που περιλαµβάνει τις τρεις
βασικές ενεργειακές ζώνες. Όπως στη γιόγκα, αλλά περισσότερο βασισµένος στα διονυσιακά λαϊκά
δρώµενα, ο Τερζόπουλος πιστεύει στην ύπαρξη επτά ενεργειακών ζωνών στο σώµα. Στόχος του
ηθοποιού είναι η αρµονική ενεργοποίηση και των επτά ζωνών, προκειµένου να επιτύχει µια
ολοκληρωµένη ψυχικά και σωµατικά ερµηνεία. Ο/ Η ηθοποιός θα ξεκινήσει από την πρώτη ζώνη για
να φτάσει µέσα από τη διαδικασία δουλειάς στην έβδοµη ή θα δουλέψει ακολουθώντας την αντίθετη
πορεία. Συνοπτικά οι επτά ενεργειακές ζώνες είναι: 7η ζώνη: ο εγκέφαλος, 6η ζώνη: το πρόσωπο –
µάσκα, 5η ζώνη: το στήθος/ στέρνο, 4η ζώνη: το άνω διάφραγµα, 3η ζώνη: το κάτω διάφραγµα, 2η
ζώνη: η περιοχή των γεννητικών οργάνων, 1η ζώνη: ο πρωκτός/ η βάση της σπονδυλικής στήλης. Όταν
η λεκάνη ή πιο σωστά στην περίπτωση του Τερζόπουλου, το ενεργειακό τρίγωνο, που περιλαµβάνει
την 1η, τη 2η και την 3η ενεργειακή ζώνη, απελευθερωθεί, ο/η ηθοποιός οδηγείται σε νέους
εκφραστικούς κώδικες. (Stroumpos 2003: 12-14). Την ίδια έµφαση στο ενεργειακό τρίγωνο περιγράφει
κι ένας άλλος ηθοποιός του Άττις, ο ∆ήµας: «∆ουλεύουµε πάρα πολύ το τρίγωνο, το ερωτικό τρίγωνο,
που βρίσκεται και το διάφραγµα και προσπαθούµε όλα αυτά να τα πηγαίνουµε προς τα κάτω, προς τις
ερωτογενείς ζώνες και όχι προς τα πάνω (προς το στήθος)» (Θεατρογραφίες:67).
91
Τα παραπάνω, όµως, αποτελούν κι ένα εκφραστικό παράδειγµα που επιβεβαιώνει
αυτό που είχαµε επισηµάνει νωρίτερα στη συζήτησή µας, ότι το θέατρο του Άττις
εκτελέσουν όχι µόνο µια καλλιτεχνική αλλά και µια πνευµατική αποστολή,
Ο έρωτας και ο οργασµός που τον συνοδεύει ως εµπειρία πληρότητας και ρήξης µε το
Για αυτό κυριολεκτικά και µεταφορικά/ συµβολικά οι δύο αυτές έννοιες, έκσταση-
Θεού στο χριστιανισµό, η εκστατική φύση του έρωτα στην πλατωνική φιλοσοφία, το
«Κάµα Σούτρα» των Ινδών κ.ά. (Αδραχτάς 9/10/2001: 6). Οι τεχνικές του έρωτα δε
θέατρό του σε καθαρά συµβολικό επίπεδο. Υπό το πρίσµα της πιο πάνω περιγραφής
12
Στην ερώτηση µας κατά πόσο αυτό το «θεολογικό» περίβληµα µε το οποίο επενδύεται το
έργο του Άττις µπορεί να το ενστερνιστεί και, πολύ περισσότερο, να το βιώσει ο ηθοποιός της
σύγχρονης συνθήκης, όλοι οι ερωτηθέντες ηθοποιοί επισηµαίνουν ότι η υποβολή είναι µέρος της
φύσης της υποκριτικής τέχνης και δε συνδέεται µε τις ιδεολογικές, κοινωνικές, αισθητικές και
φιλοσοφικές συµβάσεις του εκάστοτε κοινωνικού περιβάλλοντος, στο οποίο ζει ο ηθοποιός. Έτσι, ο
Ιερώνυµος Καλετσάνος παρατηρεί ότι είναι θέµα «πίστης» του ηθοποιού να υποβληθεί από τις
µεταφορές, τα παραδείγµατα και τους συµβολισµούς του Τερζόπουλου (προσωπική συνέντευξη
10/1/2004). Με παρεµφερή τρόπο, ο ∆ήµος Τσιγκάκος αποδέχεται ότι η συστράτευση προς την
κατεύθυνση αυτή είναι δυνατή και καθορίζεται από την ιδιοσυγκρασία και τη διαθεσιµότητα του
ηθοποιού (προσωπική συνέντευξη 30/1/2004). Από την άλλη, η Καλλιόπη Ταχτσόγλου δε θυµάται
τέτοιες αναφορές την εποχή που ήταν στο Άττις (µιλούµε για τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του),
ενώ η Ανέζα Παπαδοπούλου τονίζει τη γενικότερη ικανότητα του Τερζόπουλου να ξεφεύγει από το
φιλολογίζοντα λόγο, που «αρχίζει και τελειώνει στη φιλολογία του» για να χρησιµοποιήσει ένα λόγο
που «φεύγει από τη λέξη και πάει πίσω και γίνεται κραδασµός» (προσωπική συνέντευξη 1/2/2004).
92
Τερζόπουλος περιγράφοντας το βακχευόµενο σώµα, όπως είδαµε στην αρχή του
κεφαλαίου αυτού, µιλάει για το «ερωτικό [έµφαση δική µου], διονυσιακό σώµα»
(Τερζόπουλος, 6/7/2002: 20), κατά τον ίδιο τρόπο που το ενεργειακό τρίγωνο στη
µέθοδο του Άττις αποκαλείται και ερωτικό τρίγωνο, όπως είδαµε προηγουµένως
(∆ήµας, Θεατρογραφίες: 67). Αλλά το θέµα του έρωτα, του ερωτικού σώµατος και της
εκστατικής φύσης του έρωτα θα µας απασχολήσει πιο αναλυτικά στο Κεφάλαιο 4.
Η πιο πάνω συζήτησή µας περί της έκστασης και των τεχνικών της θα µας βοηθήσει
συγκεκριµένα, τον τρόπο που προσέγγισε το βασικό για τη µέθοδό του ζήτηµα της
(βακχικής) µανίας.
του, µια µέθοδο, έχοντας ως αφετηρία ένα ιατρικό βιβλίο του 17ου αιώνα (εκδ.
Λειψίας) για τις µεθόδους θεραπείας των ασθενών στο Αµφιαράειο της Βοιωτίας: 13
άρχιζαν να περπατούν γυµνοί σ’ έναν κύκλο πάνω στο υγρό χώµα. Τη δεύτερη
πέµπτη έπρεπε να λυγίσουν τους αγκώνες, και σιγά σιγά προχωρώντας και
13
Επρόκειτο για ιερό του Αµφιαράου, τόπο λατρείας, µαντείο και θεραπευτήριο κοντά στον
Ωρωπό. Ο Αµφιάραος ήταν Αργείος ήρωας και ιατροµάντης (1270-1213 π.Χ. περίπου). Ήταν
απόγονος του ιατροµάντη Μελάµποδος, ο οποίος κατά τον Ηρόδοτο (Θ΄34), το ∆ιόδωρο (Α΄68, 4) και
τον Παυσανία (Β΄18, 4) θεράπευσε την υστερία. Για τα θεραπευτήρια στην αρχαιότητα, βλ. Ferguson
(1989) 88-102.
93
ενέργεια όπως στα αφρικανικά δρώµενα. Επί οκτώ ώρες κάνανε αυτή την
το αίµα τους. Το αίµα είναι το κρασί, το αίµα που κυκλοφορεί σ’ όλες τις
χορούς για να δείξει τη δύναµη της επανάληψης και αυτού που ονοµάζει
δράσης (climax). Οµάδες οκτώ έως και είκοσι πέντε ατόµων χόρευαν σε κύκλο, σε
φορά αντίθετη από αυτή του ρολογιού, για τέσσερις µέχρι οκτώ ώρες. Όλες τις φορές,
την αίσθηση του εαυτού, του χρόνου που κυλούσε και του περιβάλλοντος στο οποίο
βρίσκονταν. Αυτό που έµενε ήταν µια ασαφής αίσθηση της κίνησης σε κύκλο και της
παρουσίας άλλων σωµάτων. Ο Σέχνερ ονοµάζει αυτού του είδους την εµπειρία
δηλαδή οι παλµοί της καρδιάς και η πίεση µειώνονται, οι κόρες των µατιών
94
τάση για υπνηλία ή τάση για να βρεθεί σε κατάσταση έκστασης (Schechner 1985: 11-
12).14
Κατά τρόπο παρεµφερή, σε αυτήν την αρχαία µέθοδο θεραπείας στο θεραπευτήριο
του Αµφιαράειου, που ουσιαστικά συνδυάζει τις εκστατικές τεχνικές της κίνησης και
του πόνου, ο Τερζόπουλος ανακαλύπτει ένα νέο τρόπο χαλάρωσης: «Το σώµα γίνεται
Με τον τρόπο αυτό, ο Τερζόπουλος διαµορφώνει µια µέθοδο, η οποία βασίζεται στην
ώρες) – ακόµα και ολονύχτια για µια µακρά χρονική περίοδο˙ οι ηθοποιοί
κανονικούς βιολογικούς ρυθµούς του σώµατος του ηθοποιού (µέρα / δράση – νύχτα /
Συµβαίνει, δηλαδή, ό,τι περίπου περιγράψαµε στην ανάλυση των τεχνικών πόνου. Να
14
Η «απόλυτα χαµηλή ένταση» αντιδιαστέλλεται µε την «απόλυτα υψηλή ένταση» (“total
high intensity”), η οποία είναι εργοτροπική: οι παλµοί της καρδιάς και η πίεση αυξάνουν, οι κόρες των
µατιών µεγεθύνονται, το ηλεκτροεγκεφαλογράφηµα είναι αποσυγχρονισµένο. Ο οργανισµός οδηγείται
σε έξαρση και ανύψωση (Schechner 1985: 12).
95
µ’ αυτήν την έννοια την ενέργεια σ’ όλα τα σηµεία του κορµιού.15 Έτσι που
15
Η επιστηµονική φρασεολογία µε την οποία ο Τερζόπουλος επιχειρεί µερικές φορές να
περιγράψει τη µέθοδό του, δε θα πρέπει να εκπλήσσει. Αντανακλά το γενικότερο πέρασµα της
ειδίκευσης του ηθοποιού από τους ανθρώπους του θεάτρου στους επιστήµονες. Ο Τερζόπουλος
επιχειρεί να διαµορφώσει τη δική του µέθοδο σε µια εποχή που νέες θεωρίες έρχονται να
συµπληρώσουν µελέτες πάνω στο Στανισλάφσκι, το Μέγιερχολντ, το Γκροτόφσκι. Πρόκειται για
θεωρίες που αναπτύχθηκαν όχι από τους ίδιους τους ανθρώπους του θεάτρου, αλλά από εκπαιδευτές,
φυσιοθεραπευτές, γιατρούς, ειδικούς στη σχέση σώµατος-µυαλού, ειδικότητες, δηλαδή, που
προέρχονται από το χώρο της επιστήµης. Ο Μόσε Φελντενκράις (Moshe Feldenkrais) µε το
πρόγραµµά του Body/ Awareness, ο Φ.Μ. Αλεξάντερ (F.M. Alexander) και η οµώνυµη Τεχνική του, ο
Ρούντολφ Λαµπάν (Rudolf Laban) και η τεχνική του Laban Effort/Shape, αποτελούν παραδείγµατα
ειδικών των οποίων οι θεωρίες µελετούνται και ενσωµατώνονται στα προγράµµατα εκπαίδευσης του
ηθοποιού. Και οι τρεις επικεντρώνονται, µεταξύ άλλων, στο «νέο» άνθρωπο που κάνει την εµφάνισή
του στη δεκαετία του 1980. Πρόκειται για µια γενιά εγωιστική, µηχανοποιηµένη, υλιστική,
τεχνολογική, η οποία ουσιαστικά έχει χάσει την επαφή µε το σώµα, και πολύ περισσότερο τη σχέση
σώµατος, µυαλού και ενέργειας (Sullivan 1990: 87-107). Πρόκειται για διαπίστωση, που, όπως είδαµε,
παρακίνησε τον Ταντάσι Σουζούκι να διαµορφώσει τη µέθοδό του, αλλά διαποτίζει και τη σκέψη του
Τερζόπουλου. Πολύ χαρακτηριστική της σύγχρονης τάσης της επιστηµονικής έρευνας να µελετήσει
την τέχνη του ηθοποιού είναι η περίπτωση της εξειδικευµένης στην πειραµατική ψυχολογία και την
ψυχοφυσιολογία Σουζάννα Μπλοχ (Susanna Bloch) και των συνεργατών της. Ερεύνησαν τη
νευροφυσιολογία της συναισθηµατικής έκφρασης και διαµόρφωσαν ένα ψυχοφυσιολογικό σύστηµα
εκπαίδευσης του ηθοποιού στην έκφραση συναισθηµάτων, που συµπεριλαµβάνει χαρακτηριστικά
µοτίβα αναπνοής και ενεργοποίηση συγκεκριµένων οµάδων µυών του σώµατος και του προσώπου (βλ.
Bloch et al. 1995: 197-218).
Επιπρόσθετα, και καθώς το underground θέατρο του ΄60 και του ΄70 αποµακρύνεται από τις
συµβατικές αντιλήψεις περί υποκριτικής, οι ηθοποιοί άρχισαν να αναζητούν νέους τρόπους
προετοιµασίας και άσκησης. Είναι τότε που οι αρχαίες τέχνες του t’ai chi και του t’ai chuan
χρησιµοποιούνται για πρώτη φορά. Στα τέλη του ΄70 και τη δεκαετία του ΄80, έχουµε την άνθιση νέων
θεωριών για την κίνηση, που αντλούν από έννοιες όπως είναι η ολιστική, η ενέργεια, η υγεία, η
ανανέωση. Οι ηθοποιοί δανείζονται από τέτοιες αντιλήψεις σε µια προσπάθεια να εναρµονίσουν το
σώµα, το µυαλό, την υγεία, τη συνείδηση και το επίκεντρο της ενέργειας. Τέτοιο, για παράδειγµα, είναι
το reiki, ανατολίτικη θεραπευτική τέχνη ή η βιοενεργητική, η οποία έχει διπλό στόχο: τη θεραπεία και
την κατανόηση της προσωπικότητας ως συνδιασµό σώµατος και ενεργειακών διαδικασιών. Η βασική
θέση της βιοενέργειας είναι ότι το σώµα και το µυαλό λειτουργούν ταυτόσηµα, δηλαδή, ό,τι συµβαίνει
στο µυαλό, αντανακλάται και εκφράζεται και στο σώµα. Οι εκπαιδευτές στην κίνηση έχουν δανειστεί
από το πρόγραµµα της βιοενέργειας, όχι τόσο για τις θεραπευτικές του ικανότητες όσο επειδή οι
ασκήσεις του είναι σχεδιασµένες να ανακουφίζουν την ένταση και έχουν ολιστικό χαρακτήρα. Όπως
επισηµαίνει η Σάλιβαν (Sullivan), αυτές οι τεχνικές είναι πειραµατικές και µόνον ο χρόνος θα δείξει αν
είναι πράγµατι χρήσιµες για την τέχνη του ηθοποιού (Sullivan 1990: 104-5).
96
Είναι αυτό που τον κάνει να αποκαλέσει τη µέθοδο του «µέθοδο αυτονόµησης -
έχει εγκαταλείψει τον όρο αυτό. Το µεγαλύτερο εµπόδιο που πρέπει να υπερκεραστεί
έννοια του όρου. Για τον Τερζόπουλο, η επώδυνη διαδικασία που περιγράψαµε πιο
ασυνείδητου (ό.π. 2000: 52). Ο ηθοποιός, δηλαδή, παλινδροµεί στην παιδική του
το σώµα φτάνει να παλινδροµεί και στην «παιδική» ηλικία της ανθρωπότητας, στο
είδους µνήµες:
Όταν αυτονοµηθεί το χέρι, το δάχτυλο θα χορέψει τον δικό του χορό, της
16
Ο Τερζόπουλος πλέον προτιµά για τη µέθοδό του την ονοµασία «µέθοδος της
αποδόµησης». Μέσα στην αποδόµηση εµπεριέχεται η έννοια της βιοδυναµικής, της ολιστικής, δηλαδή,
αντίληψης του σώµατος και του λόγου: «Υπάρχει αυτή η φυσική και απόλυτη και πηγαία ενέργεια του
σώµατος, […], η οποία εξορύσσεται όπως τα µέταλλα, εκµαιεύεται, δουλεύεται, βγαίνει, και απ’ αυτή
την ενέργεια απορρέει ο λόγος. Είναι η δυναµική (βίο-), η δυναµική του σώµατος, η δυναµική της
ενέργειας, του βάθους, της ενέργειας των πηγών» (Τερζόπουλος, προσωπική συνέντευξη 2/5/2003).
17
Όµοια είναι η θέση του Γκροτόφσκι όταν µιλάει για αρχέτυπα και «συλλογικές
αναπαραστάσεις». Κατά τον ίδιο, το θέατρο πρέπει να αγγίξει τα «συλλογικά κοινωνικά
συµπλέγµατα», τον «πυρήνα του συλλογικού υποσυνείδητου» ή «υπερσυνείδητου», «να προσβάλλει
τους µύθους, που δεν είναι εφεύρεση του µυαλού, µα είναι κληρονοµηµένοι – για να µιλήσουµε έτσι –
µέσω του αίµατος, της θρησκείας, της πνευµατικής παράδοσης και του κλίµατος» (1968: 71).
97
πριν από εκατό χρόνια οι πρόγονοί µας, χωρίς να ντρέπονται, µε απόλυτη
Η µνήµη, λοιπόν, είναι αυτή που µας συνδέει µε το µύθο και, κατ’ επέκταση, µε το
υλικό της τραγωδίας. Πρόκειται για τη µνήµη του σώµατος, την ατοµική και τη
δραµατοποιήσει:
Το µοναδικό και ακριβέστατο εργαλείο που έχουµε για το µύθο είναι η µνήµη.
Σώµα και φωνή είναι ο κοινός τόπος της µνήµης, µε τον πιο δραστικό τρόπο,
µε την έννοια ότι υπάρχουν στο εδώ και το σήµερα. Η ανάγκη του µύθου δεν
του ηθοποιού σε µια κατάσταση αυθυπέρβασης και παλινδρόµησης στο ατοµικό και
18
Ενδιαφέρον έχει να παραθέσουµε πώς περιγράφουν οι ίδιοι οι ηθοποιοί την πρώτη εµπειρία
τους µε τη µέθοδο. Λέει, για παράδειγµα, η Παπαδοπούλου, αγγίζοντας το θέµα της ρήξης µε την
πραγµατικότητα και τη σηµασία της ατοµικής µνήµης: «Και όταν το δέχτηκα πάνω στο σώµα µου,
είπα ‘Τί είναι αυτό, Θεέ µου! ∆ε θα σταµατήσει ποτέ! Πάει, έφυγα τελείως. Πώς θα γυρίσω;’ […] Κι
έπειτα ανακάλυψα την οµορφιά αυτού του χρόνου, παρ’ ότι ήταν δύσκολος, πολύ δύσκολος χρόνος ο
χρόνος της αποδόµησης. […] Λένε: ‘Καλά, αν αγγίξουµε όλοι την ίδια λειτουργία, δε θα είµαστε όλοι
ίδιοι;’ Κι εκεί είναι το µαγικό, ότι κανένας δεν είναι ίδιος. […] Αγγίζουµε την ίδια λειτουργία, αλλά ο
καθένας είναι ένας τεράστιος χώρος δικών του πληροφοριών, δικών του χρωµάτων και ευαισθησιών»
(προσωπική συνέντευξη 1/2/2004). Στην ίδια γραµµή, η Ταχτσόγλου εξηγεί ότι η υπεραιµία και
υπερένταση που προκαλούνται µε τη µέθοδο, δηµιουργούν στο σώµα τεράστιες ποσότητες ενέργειας,
τις οποίες ο/η ηθοποιός εκµεταλλεύεται για εκφραστεί σωµατικά πάνω σε συγκεκριµένα θέµατα που
δίνει ο σκηνοθέτης. Η µνήµη και τα βιώµατα καθορίζουν την ποιότητα και το είδος της έκφρασης,
όπως καθορίζουν και το σωµατικό σηµείο µέσα από το οποίο θα απελευθερωθεί η ενέργεια. Η
Ταχτσόγλου τονίζει ακόµη ότι στην πρακτική εφαρµογή της µεθόδου της αποδόµησης δεν εµπλέκεται
το µεταφυσικό, αλλά µόνο το φυσικό (σωµατικό) (προσωπική συνέντευξη 31/1/2004).
98
του να στραφούν στα λαϊκά δρώµενα στη Βόρεια Ελλάδα, τα αναστενάρια, τα
της αρχαίας διονυσιακής λατρείας που διατηρούνται ακόµα και σήµερα στις λαϊκές
Τερζόπουλος:
πληροφορίες για την προσέγγιση των Βακχών, άφθονα στοιχεία µάς βοηθάνε
Ο Τερζόπουλος, όµως, αντλεί και από την ιστορική µνήµη της χώρας, ειδικά από τη
µεταπολεµική περίοδο, τον Eµφύλιο πόλεµο που ακολουθεί στην Ελλάδα το ∆εύτερο
Παγκόσµιο πόλεµο (1946-1949), και τη µετά τον Εµφύλιο περίοδο (τις δεκαετίες
1950 και 1960). Αντλεί και από τη δική του προσωπική µνήµη και το βίωµα αυτής
της ιστορικής περιόδου. Σε αυτές τις µνήµες ο Τερζόπουλος κατανοεί καλύτερα τους
που έχασαν τον αγώνα – όπως τις βίωσα στην παιδική µου ηλικία.
99
Τελετουργίες στο σκοτάδι µε κρασί, µε σωµατικά ξεσπάσµατα. Ο χαρακτήρας
τους τελετουργικός, βιωµατικός, ο λόγος της λήθης και η άναρθρη κραυγή για
κώδικες ολοκλήρωναν την εικόνα της λαϊκής διονυσιακής έξαρσης που µέσα
45)
και ανθρωπολόγος Βίκτορ Τέρνερ (Victor Turner) µε τις µελέτες του για την
θεωρητική σκέψη για τη σχέση ανθρωπολογίας και θεάτρου, στην οποία ο Γκράχαµ
19
Για µια λεπτοµερή παρουσίαση της σχέσης του θεάτρου µε τις κοινωνικές επιστήµες, και
ιδιαίτερα την ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία, βλ. Carlson (1996) 13-33.
100
ελληνική εκδοχή της ανθρωπολογικής προσέγγισης στο θεατρικό ρόλο και της
εφαρµογής της στο αρχαίο δράµα (Τοµ Α΄ 2002: 286˙ ό.π. Τοµ. Β΄ 2002: 49).
(virtuosic techniques), όπως αυτές των ακροβατών, και τις «εξω-καθηµερινές» (extra-
είναι «ζωντανό και παρόν» χωρίς να αναπαριστά τίποτα (Barba και Savarese 1995:
αποτελεί την κοινή συνιστώσα όλων των παραστάσεων και όλων των ηθοποιών
1996: 18-19). Πράγµατι, όπως θα δούµε και στη συζήτησή µας για το διαπολιτισµικό
χαρακτήρα της θεατρικής πράξης του Τερζόπουλου, αλλά και για το σώµα στο
δραστηριότητες του Σέχνερ, στον οποίο ήδη αναφερθήκαµε στην ανάλυσή µας των
τελετουργικό δράµα, τις σχέσεις µεταξύ ανθρώπινης και ζωικής συµπεριφοράς και τα
θρησκευτικά δρώµενα που επιβιώνουν στις πρωτόγονες κοινωνίες. Η πίστη του ότι το
101
αντίληψη της παράστασης ως διαδικασίας και όχι ως προϊόντος, στην απόρριψη του
που θα τους διαφοροποιούσαν από τους απλούς ανθρώπους. Περισσότερο, µέσα από
την προσωπική έκφραση, την ψυχανάλυση και την οµαδική θεραπεία, παροτρύνονταν
να ασκήσουν µια σαµανιστική επιρροή πάνω στους θεατές. ∆εν είναι τυχαίο που η
τελετή µύησης, κατά τρόπο ανάλογο µε αυτόν που ο Τερζόπουλος στο πρώτο του
Για να παραµείνουµε, όµως, στον Τερζόπουλο και τη συζήτηση της µεθόδου του, να
προσθέσουµε ότι, έχοντας διαµορφώσει ένα σύστηµα που θεµελιώνεται πάνω στις
χειριστεί και το τρίπτυχο φωνή-λόγος-κείµενο για να πάρει η µέθοδός του µια πιο
20
Επί του θέµατος, βλ. Martin (1991) 128-35. Αξίζει ακόµη να σταθούµε στον εν πολλοίς
αρνητικό τρόπο µε τον οποίο η φιλολογική πλευρά αντιλαµβάνεται αυτή την στροφή της θεατρικής
πρωτοπορίας στα δρώµενα. Σχολιάζοντας την επιστροφή του θεάτρου στα δρώµενα κατά τις
δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, ο Ράινερ Φρίντριχ (Rainer Friedrich) επισηµαίνει την επιρροή της
θεωρητικής σχολής του Κέιµπριτζ, η οποία παλινόρθωσε το τελετουργικό µοτίβο του σπαραγµένου και
αναγεννηµένου ∆ιόνυσου, µε τον Γκίλµπερτ Μάρρεϋ (Gilbert Murray) να επιχειρεί να ερµηνεύσει
κάθε τραγικό ήρωα ως µια θνητή εκδοχή του αποθνήσκοντος ∆ιονύσου. Ο Φρίντριχ ουσιαστικά
επικεντρώνεται σε αυτό το σηµείο για να ασκήσει µια καυστική κριτική του τρόπου µε τον οποίο
επιχειρήθηκε να επανεµφυτευτεί το διονυσιακό στην τραγωδία από την εποχή του Ροµαντισµού ως της
σηµερινή της µετανεωτερικότητας. Στόχος του είναι να αποκαλύψει τις παρερµηνείες σχετικά µε το
∆ιόνυσο και το διονυσιακό, οι οποίες πηγάζουν, κατά την άποψή του, από τη µετα-ροµαντική εµµονή
στο πρωτόγνωρο, το άγριο, το άλογο, το ενστικτώδες και το συλλογικό. Έτσι, βάλλει κατά του Νίτσε
(Nietzsche), ο οποίος, εντοπίζοντας τις απαρχές της τραγωδίας στα διονυσιακά δρώµενα, προχώρησε
σε µια γενικευµένη θεώρηση της τραγωδίας ως διονυσιακής έκφρασης τόσο σε αισθητικό όσο και
θεµατικό επίπεδο. Σε αυτή τη νιτσεϊκή ερµηνεία στηρίχθηκε η σχολή του Κέιµπριτζ για να επαναφέρει
το δρώµενο στην τραγωδία. Για περισσότερα, βλ. Friedrich (1996) 257-77 και Πατσαλίδης (1997) 152-
65.
102
ολοκληρωµένη µορφή. Πρόκειται για το άλλο σκέλος του συστήµατος του Άττις, που
σωµατοποίησή του
Μέσα από αυτή την πολύπλευρη έρευνα του υλικού της (βακχικής) µανίας, όπως την
προσεγγίσουν το κείµενο των Βακχών και το ζήτηµα της σκηνικής του µεταφοράς.
Είναι πολύ σηµαντικό ότι ο Τερζόπουλος κάνει εξαρχής µια διάκριση ανάµεσα στο
ελληνική. Εκείνο που διαπιστώνει είναι ότι η τραγωδία στο πρωτότυπο κείµενο
αποτελείται από ρυθµικές ενότητες (Τερζόπουλος 2000: 55), στοιχείο που χάνεται
παγίδα της ρεαλιστικής απόδοσης.21 Για τον ίδιο, ο ρυθµός, ο «πυρηνικός ρυθµός»
του λόγου, και δη του τραγικού (ό.π. 2000: 55), γίνεται µείζον ζήτηµα κι αυτό γιατί
21
Αξίζει να παραθέσουµε ολοκληρωµένη τη σκέψη του σκηνοθέτη για τη µετάφραση του
αρχαίου τραγικού λόγου: «Το αρχαίο κείµενο δεν συµπίπτει µε κάθε νέα µετάφραση του. Είναι
διαφορετικά έργα. ∆ουλεύοντας δέκα γραµµές του αρχαίου κειµένου είµαστε ήδη σε ρυθµό. Αυτόµατα
η σωµατικότητα είναι αλλιώτικη, λειτουργεί σε έρρυθµη κλίµακα. Το σώµα προεκτείνει τους άξονες
του, θέλει να αποκτήσει παράστηµα. Η ενέργεια πρέπει να βγει, ο ρυθµός πρέπει να πάρει τη µορφή
εκφραστικού κώδικα. Το ζήτηµα που τίθεται είναι: Μπορείς να παίξεις τραγωδία µε τη σωµατικότητα
του νέου κειµένου της µετάφρασης, που είναι τελικά η σωµατικότητα του ρεαλισµού; Στην τραγωδία
το σώµα λειτουργεί διαφορετικά – γίνεται αρχέτυπο. Το ίδιο το αρχαίο κείµενο σε οδηγεί ρυθµικά –
αρκεί να είσαι χαλαρός και έτοιµος – σε έναν κώδικα – αυθαίρετο ή όχι δεν ξέρω, που πάντως
αναβλύζει πηγαία» (Τερζόπουλος 17-18/6/2002: 2).
103
Ήδη έχουµε επισηµάνει την ολιστική αντίληψη του σκηνοθέτη περί σώµατος και
ήχου (αντίληψη που αντανακλάται στην έννοια της βιοδυναµικής που εµπεριέχεται
στη µέθοδο της αποδόµησης), όπως και τη θεώρησή του ότι «στον τραγικό λόγο κάθε
λέξη είναι ένα τραύµα, ένας θρόµβος αίµατος» (στον Stroumpos 2003: 9), άποψη που
τον οδηγεί στο λόγο-πόνο, το λόγο που πηγάζει από τις δύσκολες στάσεις του
σώµατος.
σκηνοθέτης βασίζεται τόσο στις δύσκολες στάσεις του σώµατος όσο και στην
ιδιαίτερη χρήση της αναπνοής. Γιατί για τον Τερζόπουλο, η τραγικότητα του λόγου
αναδύεται µέσα από την αναπνοή όταν η ποσότητα αέρα, που έχει εισπνεύσει ο/ η
ηθοποιός και που εκπνέει σε µια ελεγχόµενη σταδιακή πορεία από τον ψίθυρο στην
ανύψωση της έντασης της φωνής, εξαντλείται και ο/ η ηθοποιός οδηγείται σε ένα
ενεργειακό αδιέξοδο. Η τραγικότητα, δηλαδή, του λόγου είναι απόρροια όχι ενός
αποθέµατα αέρα στο κάτω διάφραγµα (3η ενεργειακή ζώνη) εξαντλούνται, αλλά αυτό
πρέπει να συνεχίσει να ηχεί, αντλώντας αέρα από τα πλευρά, από όλο το σώµα µέχρι
να εξαντλήσει όλες τις πιθανές πηγές και να εξαντληθεί για να ξεκινήσει και πάλι
(Stroumpos 2003: 9-10). Ή για να δανειστούµε από την περιγραφή του ∆ήµα: «Το
σώµα σου δεν µπορεί να είναι χαλαρό, αλλά θα πρέπει να βρίσκεται σε µια
104
επιστρατεύει ο Τερζόπουλος για να κοινωνήσει την άποψή του αυτή, είναι η φράση
«κάµατον τ’ ευκάµατον» από το χορικό των Βακχών (67), στην οποία ο ίδιος και οι
πέτρες των αρχαίων θεάτρων µας, λες και θέλουν να ξεκουραστούν. Εµείς,
προχώρησε σε αυτό που αποκαλεί «µελέτη των δοµών των ήχων» (“a study of the
Ποια η σχέση ανάµεσα στο λεκτικό και το µη λεκτικό θέατρο; Τι γίνεται όταν
χειρονοµία και ήχος γίνονται λέξη; Ποια είναι η ακριβής θέση της λέξης στη
22
Να θυµίσουµε εδώ ότι ο Πυρρίχιος χορός ή Πυρρίχη είναι αρχαίος χορός από ενόπλους που
µιµούνταν όλες τις αµυντικές και επιθετικές κινήσεις του µαχητή, όπως εικονίζεται πάνω στα αγγεία.
Τον χόρευε µε συνοδεία λύρας ή, πιο συνηθισµένα, αυλού άλλοτε ένα άτοµο, που πολεµούσε εναντίον
φανταστικού αντιπάλου, άλλοτε ένα ή περισσότερα ζευγάρια (Ελευθερουδάκης, Τοµ. Β: 141).
Αντίστοιχος χορός µε την ίδια ονοµασία υπάρχει και στον πολιτισµό των Ποντίων.
105
θεατρική έκφραση; Ως δόνηση; Έννοια; Μουσική; Υπάρχει κάποια απόδειξη
θαµµένη στη δοµή των ήχων ορισµένων αρχαίων γλωσσών; (ό.π. 1988: 110)
καθοµιλουµένη κ.ά.) και καταφεύγει σε αρχαίες «νεκρές» γλώσσες, µεταξύ αυτών και
τα αρχαία Ελληνικά:
[…] δόθηκε στους ηθοποιούς ένα απόσπασµα στα αρχαία ελληνικά. ∆εν ήταν
χωρισµένο σε στίχους, ούτε καν σε διακριτές λέξεις˙ ήταν απλά µια µακριά
23
« ελελεύ , ελελεύ, / υπό µ’ αυ σφάκελος και φρενοπληγείς» (Προµηθέας ∆εσµώτης 889).
106
Εντούτοις, σε αυτό το σηµείο συνάντησης, οι ερευνητικοί δρόµοι των δύο
του µε τις νεκρές γλώσσες τον οδηγεί στην επισήµανση ότι οι φθογγικοί συνδυασµοί
µιας γλώσσας αποκαλύπτουν τα συναισθήµατα και τα πάθη του λαού που την έπλασε
(ό.π.1988: 130). Για τον ίδιο, αυτές οι ανακαλύψεις για τη γλώσσα και πιο
συγκεκριµένα για τη δοµή των ήχων της έχουν και πρακτική εφαρµογή στο θέατρο.
Υποστηρίζει ότι µέσα από τη συγκεκριµένη µουσική της γλώσσας και το ρυθµό που
πειραµατισµούς και τις απόψεις του Μπρουκ. Για τον Τερζόπουλο, αυτό που
απουσιάζει από την άποψη αυτή του Άγγλου σκηνοθέτη είναι ο κρίσιµος παράγοντας
της ατοµικής και συλλογικής µνήµης που φέρει το σώµα του ηθοποιού. Εξηγεί:
[…] δε µπορεί να κουβαλήσει το σώµα στη δοµή του, στο γονίδιό του, ούτε το
οδηγήσεις σε µία κλίµακα. βαθιά – κι εκεί είναι η ρωγµή, αυτά που έκανα τα
του δώσεις κανένα κείµενο στο χέρι καµιάς γλώσσας που δεν ξέρει. Θα τον
αφήσεις εκείνη τη νύχτα, που έχει ανοίξει µέσα από την αποδόµηση, και θα
107
κουβαλούσε τον Πόντο, δεν κουβαλούσε τη γλώσσα των Αφρικανών, ούτε τη
2/5/2003)
Οι δύο σκηνοθέτες αποκλίνουν και σε ένα ακόµα σηµείο. Στην περίπτωση του
Μπρουκ, όλα αυτά που ανακαλύπτει σε γλώσσες νεκρές, όπως τα αρχαία Ελληνικά,
ότι δεν υπάρχουν σήµερα˙ ότι ο κόσµος των λέξεων σήµερα δεν έχει τον ίδιο
Για τον Τερζόπουλο η διαδροµή είναι άλλη. Επικεντρωµένος στο υλικό της αρχαίας
στον (αρχαίο) λόγο και σωµατοποίησης του ρυθµού στη σκηνική µεταφορά της
τον ίδιο τρόπο που ο Μπρουκ, µέσα από το θαυµασµό του για τα έργα του Σαίξπηρ
(Shakespeare), «αναγνωρίζει ότι οι λέξεις δεν είναι πάντα οι στεγνοί και άψυχοι
24
Για το Μπρουκ: «[…] µε το πέρασµα του χρόνου, οι λέξεις έχουν χάσει τη γεύση και την
ουσία τους µε αποτέλεσµα µια σταδιακή µείωση της συναισθηµατικής γκάµας, της συναισθηµατικής
ικανότητας, ακόµα και της συναισθηµατικής διανοητικής πύκνωσης του νοήµατος τόσο µέσα στον
ηθοποιό όσο και τη λέξη [έµφαση του συγγραφέα]» (στους. Bradby και Williams 1988: 157).
25
Με αυτή την πεποίθηση και έχοντας µαζί του µια πολυεθνική οµάδα ηθοποιών στο CIRT
(Centre International de Recherches Théâtrales) θα δηµιουργήσει την παράσταση Orghast.
Ξεκινώντας από το µύθο του Προµηθέα, ο ποιητής Τέντ Χαγκς (Ted Hughes) επινόησε µια γλώσσα
µουσικών φωνηµάτων, στα οποία προστέθηκαν αποσπάσµατα στα Αρχαία Ελληνικά και τα Αβέστα
(Bradby και Williams 1988: 159). Το Orghast κινείται στη γραµµή των προσπαθειών του Μπρουκ να
σχηµατίσει ένα παγκόσµιο θεατρικό ιδίωµα, που υπερνικά και λειτουργεί πέρα από πολιτισµικά,
γλωσσικά και κοινωνικά σχήµατα και όρια: «Κάθε πολιτισµός εκφράζει ένα διαφορετικό κοµµάτι του
εσωτερικού άτλαντα: η ολοκληρωµένη ανθρώπινη αλήθεια είναι παγκόσµια και το θέατρο είναι το
µέρος όπου το παζλ µπορεί να συντεθεί» (Brook 1988: 129).
108
µηχανισµοί που η καθηµερινή χρήση τόσο συχνά µοιάζει αποφασισµένη να τους
κάνει» (Bradby και Williams 1988: 157-58). Αυτό που ο Τερζόπουλος απορρίπτει,
ακολουθώντας την άποψη του Αρτώ, είναι την αντίληψη του θεατρικού κειµένου ως
λόγου» και το λόγο του ηθοποιού «να υπαγορεύεται από τις τυπωµένες λέξεις» (2000:
58). Παρακάµπτει έτσι τα σηµεία στίξης για να αναζητήσει αυτό που υπό-κειται του
λόγου: «µια θερµοκρασία […] και πάρα πολλές διακυµάνσεις των εσωτερικών ήχων»
(ό.π. 2000: 56). Με τον τρόπο αυτό το κείµενο γίνεται χάρτης σε ένα ταξίδι της
φαντασίας:
Όπως ένας χάρτης µπορεί να διαβαστεί µε πολλούς τρόπους και να γίνει αιτία
για πολλές τυχαίες συναντήσεις, έτσι και το κείµενο είναι ένα καθοδηγητικό
πλάνο που µας δίνει τη δυνατότητα να κινούµαστε µπρος και πίσω ανάµεσα
στη γεωγραφία των έσω και των έξω […] (ό.π. 2000: 58)
µπορεί να έχει µε τον φιλόλογο την ίδια σχέση που έχει ο θαλασσογράφος µε τον
στη δεκαετία του 1980, η µεγαλύτερη µερίδα του ελληνικού κοινού και των κριτικών
θεωρούσε ασεβή την ιδέα της αποδόµησης του κλασικού κειµένου. Αντίθετα µε αυτή
109
νοήµατα του κειµένου, αλλά λειτουργεί παραπληρωµατικά προς αυτά (Βαροπούλου
2000: 9, 12).
Ασφαλώς, δεν είναι λίγοι ακόµα και σήµερα αυτοί που εξακολουθούν να έχουν τις
το εγκυρότερο εργαλείο του, την παράσταση (1995: 13-15). ∆εν είναι, λοιπόν,
παράξενο ότι ακόµα και σήµερα µερίδα κριτικής και κοινού «κατηγορεί» τον
Τερζόπουλο για αυτή την «ασέβεια», θεωρώντας τον τρόπο που χειρίζεται το λόγο ως
της ∆ύσης για τον εγκεφαλικό και επιφανειακό ρεαλισµό του και να διαµορφώνει ένα
θέατρο των αισθήσεων στη γραµµή που χάραξε ο Αρτώ µε το Θέατρο της
Σκληρότητας, αλλά σε καµία περίπτωση δεν ενστερνίζεται και δεν πράττει σύµφωνα
µε τον αφορισµό των κλασικών έργων και του συγγραφέα από τον Αρτώ, που ήθελε
Αντίθετα, µέσα από τη µέθοδο της αποδόµησης και το στοιχείο της βιοδυναµικής,
που τη χαρακτηρίζει, «[…] αποκαθίσταται η πίστη στη φυσιολογική [µε την έννοια
καταγράψουν τον πόνο µε ένα µεικτό υλικό και εννοιολογικό τρόπο» (Sakellaridou
110
2003: 5).26 Γιατί στο θέατρο του Τερζόπουλου αποκαλύπτεται η σωµατικότητα του
λόγου, και δη του αρχαίου τραγικού κειµένου, και ο λόγος δεν περιγράφει απλώς σε
συµβολικό επίπεδο το σώµα και τον πόνο που αυτό βιώνει, αλλά γίνεται ο ίδιος
θεάτρου, που θέτει πρώτο στην ιεραρχία το κείµενο. Όπως θα δούµε, µέσα στη
26
Ορµώµενη από την τραγωδία του Φιλοκτήτη, η Έλαιν Σκέρρι (Elaine Scarry, 1985)
διατυπώνει την άποψη ότι ο πόνος αδυνατεί να εκφραστεί µέσω της γλώσσας, καθώς ουσιαστικά ο
πόνος καταστρέφει τη γλώσσα. Η Ελισάβετ Σακελλαρίδου επισηµαίνει ότι µια τέτοιου είδους
ανάγνωση του τραγικού κειµένου είναι επιφανειακή και µεροληπτική καθώς βασίζεται στη µεταγραφή
της τραγωδίας στην αγγλική. Προκειµένου να υπερψηφισθεί η άποψη ότι αιτία είναι η ίδια η φύση του
πόνου, εκείνο που δε λαµβάνεται υπόψη είναι η ακαµψία µιας γλώσσας ή η διστακτικότητα µιας
κουλτούρας να καταγράψει τον πόνο. Αντ’ αυτού, επισηµαίνει η Σακελλαρίδου υιοθετώντας τη θέση
του Τέρρι Ίγκλτον (Terry Eagleton), οι όποιες δυσκολίες προκύπτουν στη σκηνική µεταφορά των
τραγικών κειµένων δε σχετίζονται µε την ερµηνευτική του πόνου µέσα στο κείµενο αλλά µε τη
γενικότερη προβληµατική της σκηνικής αναπαράστασης του αρχαίου τραγικού λόγου (Sakellaridou
2003: 6-7).
Στο πλαίσιο της ανάλυσής µας για τη σωµατοποίηση του ρυθµού στο θέατρο του Τερζόπουλου,
ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη της Σκέρρι, η οποία, προκειµένου να αποδείξει την αδυναµία της
γλώσσας να αποδώσει το σωµατικό πόνο, σχολιάζει ότι «Ο Φιλοκτήτης προφέρει ένα χείµαρρο
εναλλασσόµενων θρήνων και κραυγών, που στο πρωτότυπο ελληνικό κείµενο αποδίδονται από µια
σειρά τυπικών λέξεων (κάποιες από αυτές είναι ακόµα και δωδεκασύλλαβες)» (Sakellaridou 2003: 7).
H Σκέρρι αναφέρεται στα επιφωνήµατα πόνου που συναντούµε στο Φιλοκτήτη, αλλά και σε όλες τις
τραγωδίες, όπως «αά», «παπαί», «απαπαί», «οίµοι», «αταταί», αυτά ακριβώς µέσα από τα οποία ο
Τερζόπουλος διερευνά τη σωµατικότητα της γλώσσας, καταδεικνύοντας ότι η γλώσσα µπορεί να
κοινωνήσει το σωµατικό πόνο και την οδύνη τόσο στο επίπεδο της σωµατικότητας όσο και της
διάνοιας. Για περισσότερα επί του παραπάνω ζητήµατος, όπως και µια επανεξέταση της θεωρίας της
Σκληρότητας του Αρτώ και της γλώσσας στην εποχή µας, όπου η σκληρότητα αποτελεί καθηµερινό
βίωµα και την τέχνη έχει σηµαδέψει η αισθητική της ωµής σκληρότητας (το λεγόµενο «στα µούτρα
σας θέατρο» (“in-yer-face theatre”) στη βρετανική σκηνή της δεκαετίας του 1990), βλ. Sakellaridou
(2003) και τα άρθρα των Ίαν Χέµπερτ (Ian Herbert), Νταν Ρεµπελλάτο (Dan Rebellato) και Άλεξ Σίρτζ
(Aleks Sierz) στο πρόγραµµα της παράστασης Τολµηρές Πολαρόιντ, του Mark Ravenhill, σε
σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου (2001).
111
2.4. ∆ΙΑΣΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ
Από την παραπάνω συζήτησή µας φάνηκε ότι για τον Τερζόπουλο το θέατρο – και
µπορεί να αποτελεί απλώς συµπλήρωµα της θεατρικής λογοτεχνίας αλλά πράξη κατά
την οποία η κίνηση, ο ήχος, η µουσική, το φως, όλα τα στοιχεία µιας παράστασης
µανία στον πυρήνα της προσέγγισής του, όπως και διαµορφώνει την κεντρική έννοια
της Ανατολής, και πιο πολύ στο Νο και στο Καµπούκι, αλλά και στα δρώµενα και
στις τελετές άλλων πολιτισµών (των ιθαγενών της Αυστραλίας και των Ινδιάνων).
Με τον τρόπο αυτό ο Τερζόπουλος γίνεται µέρος µιας ολόκληρης παράδοσης στο
επαναπροσδιορισµού της τέχνης του θεάτρου και του ηθοποιού. Από τις αρχές του
Ασία, ενσωµατώνοντας τα αποτελέσµατα των επισκέψεών τους στη µέθοδο και στις
112
παραστάσεις τους, ενώ τελευταία µια νεότερη γενιά όχι µόνο επισκέπτεται αλλά και
74). Κι αυτό γιατί ο Ασιάτης περφόρµερ έχει γίνει το πρότυπο του «ολοκληρωµένου
περφόρµερ» και όχι αυτού που «τεχνητά διαχωρίζει τις δεξιότητες της φωνής, του
σώµατος και του µυαλού» (Benedetti, στο Zarilli 1995: 76).27 Εν αρχή, λοιπόν, η
Πριν, όµως, στρέψουµε την ανάλυσή µας προς την κατεύθυνση αυτή, να
επισηµάνουµε ότι ο όρος «διαπολιτισµικό θέατρο» παρουσιάζει ακόµα και στις µέρες
µας µια δυσκαµψία στη χρήση του ακριβώς γιατί αυτό το νέο είδος, µε το οποίο έχουν
συνδεθεί ονόµατα όπως του Μπάρµπα, του Μπρουκ και της Μνουσκίν, δεν έχει
αποκτήσει τη δική του ταυτότητα. Κατά συνέπεια, καταλήγει ο Πατρίς Παβί (Patrice
Pavis), στο επίπεδο της κριτικής και της θεωρίας είναι µάλλον πρόωρο οποιοδήποτε
1996:1).
Πέραν, όµως, των πιο πάνω περιοριστικών δυσκολιών, πως µπορούµε να ορίσουµε το
27
Εύστοχα η Φίσερ-Λίχτε παρατηρεί ότι αυτή η στροφή του δυτικού θεάτρου, αλλά και της
τέχνης γενικότερα, στους ασιατικούς και αφρικανικούς πολιτισµούς είναι αµφίσηµη, καθώς από τη µία
εκφράζει την επιθυµία απόδρασης από το δυτικό πολιτισµό, αλλά ταυτόχρονα συµβάλλει στη
διατήρηση και εξέλιξη του (Fischer-Lichte 1997: 36).
113
εαυτό της στις σχέσεις της µε τον κόσµο28 και αποδεχόµενοι ότι όλα τα προθέµατα
που συνοδεύουν τη λέξη «πολιτισµικό» (δια-, ενδο-, πολύ-, υπερ- κ.λπ.) όχι µόνο
«διαπολιτισµικού» (ό.π. 1996: 2,8), πιο καίριο για τους σκοπούς της παρούσας
έννοια της ανταλλαγής και της αµφίδροµης επιρροής θεατρικών πρακτικών (ό.π.
ένα θέατρο που δηµιουργεί υβριδικές µορφές µέσα από τη λιγότερο ή περισσότερο
µπορεί να φτάσει σε τέτοιο βαθµό που οι αρχικές µορφές να µην είναι πια
Πάραυτα, η επικέντρωση του Παβί στο πρόθεµα «δια-», στη διαλεκτική, δηλαδή, και
28
Πιο αναλυτικά, κουλτούρα είναι το αποτέλεσµα της «φυσικής ατοµικής και κοινωνικής
συγκρότησης του υποκειµένου» σε συνδυασµό µε τις προϋπάρχουσες της φυσικής παρουσίας του
συλλογικές κοινωνικές εµπειρίες (Λυκούδης 2004: 127).
114
χρησιµοποιήσουµε για να διερευνήσουµε το ποιόν της συνάντησης του Τερζόπουλου
γνώµονα την ανταλλαγή, όπως το πρόθεµα «δια-» επιτάσσει, καθίσταται ακόµα πιο
αναγκαίος αν λάβουµε υπόψη µας την κριτική του Ρούστοµ Μπαρούχα (Rustom
Bharucha) εναντίον της άποψης του Σέχνερ για τη διαπολιτισµικότητα. Αν για τον
δρόµος δεν είναι στην πραγµατικότητα παρά ένα αδιέξοδο (στο Ley 1999: 282).
Παρόµοια ο Μπαρούχα αµφισβητεί την περίφηµη «κλεψύδρα» του Παβί. «Πού είναι,
λογοπαίγνιο µε αφορµή τον παρεµφερή τίτλο του βιβλίου του Γάλλου θεωρητικού,29
Έχοντας διασαφηνίσει τον όρο της «διαπολιτισµικότητας» στο θέατρο στο βαθµό
εκείνο που εξυπηρετείται και φωτίζεται η ανάλυση της σκηνοθετικής εργασίας του
επακόλουθο της αποποίησης από µέρους του του λογοκεντρισµού της θεατρικής
29
Βλ. Pavis (1992) 1-23.
115
2.4.1. Η διαπολιτισµική πράξη ως αισθητική αναζήτηση
Η επιρροή των θεατρικών παραδόσεων της Ανατολής είναι στο επίπεδο της θεατρικής
συµβολική, µεταφορική για το ανέβασµα των κλασικών κειµένων (στη δική της
Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Τερζόπουλος, αναφερόµενος στα αρχαία κλασικά τραγικά
κείµενα τονίζει ότι «[…] όταν είµαστε σε σύγχυση σχετικά µε τον τρόπο που πρέπει
να ανεβάσουµε µια αρχαία τραγωδία, τότε πρέπει να ανατρέξουµε στην έρευνα του
θεάτρου Νο και του απόλυτα εσωτερικού χρόνου», ακριβώς γιατί και το αρχαίο
(2000: 91). Παρόµοια ευεργετική στη διερεύνηση του ζητήµατος της αναβίωσης της
αρχαίας τραγωδίας θεωρεί τη µελέτη του θεάτρου άλλων πολιτισµών, στα οποία
στοιχεία τελετουργικά. Για τον Τερζόπουλο, το γεγονός ότι προέρχεται από την
Ελλάδα, τη χώρα που διχάζεται µεταξύ ∆ύσης και Ανατολής, διευκολύνει την
13/12/1997:13-14).
30
Bλ. Ariane Mnouchkine, “The Theatre is Oriental,” The Intercultural Performance Reader,
επιµ. Patrice Pavis. (1996) 93-98, και David Bradby και David Williams, “Ariane Mnouchkine,”
Director’s Theatre (1988) 84-111.
116
Σε ατοµικό, λοιπόν, επίπεδο ο Τερζόπουλος λειτουργεί ως bricoleur. Ιδιοποιείται,
δηλαδή, κάθε στοιχείο που του είναι χρήσιµο στην έρευνά του χωρίς να εµπλέκεται
τέτοιου είδους καλλιτεχνικές χειρονοµίες στην ευρύτερη πολιτισµική οµάδα από την
ήθος στις διαπολιτισµικές τους συνεργασίες (Pavis 1996: 41).31 Συζητώντας το πώς
σκηνοθέτη και του συλλογικού συµφέροντος ενός πολιτισµού, ο Σέχνερ προτείνει ένα
σχήµα δηµιουργίας και συνεργασίας, που βασίζεται σε τρία σηµεία: α) το επίπεδο της
βαθύτερης δοµής αντί της µίµησης (imitative level vs deep structural level) β) την
modern to modern) (ό.π. 1996: 41-50). Έχει ενδιαφέρον να δούµε πιο αναλυτικά αυτά
Κατ’ αρχάς, ο Τερζόπουλος δεν κινείται σε αυτό που ο Σέχνερ ονοµάζει «µιµητικό
επίπεδο» (imitative level), δε µιµείται, δηλαδή, στείρα τις τεχνικές του οποιουδήποτε
θεάτρου (οι ηθοποιοί, για παράδειγµα, δε φορούν ασιατικές µάσκες ή δεν κινούνται
όπως οι χορευτές του Κατακάλι). Αντίθετα, ο Τερζόπουλος κινείται στο «επίπεδο της
βαθύτερης δοµής» (deep structural level), αντλεί, δηλαδή, και διδάσκεται από τις
31
Για περισσότερα επί του θέµατος, βλ. Pavis (1996).
117
των παραστασιακών στοιχείων, την έννοια του ρόλου ως οτιδήποτε κάνει ένας
δοµής, αφοµοιώνοντάς τα στη δική του πρακτική, γίνεται εµφανές στην προετοιµασία
του ηθοποιού πριν την παράσταση. Ο ηθοποιός του Άττις πρέπει να βρίσκεται στο
θέατρο µερικές ώρες πριν την παράσταση για την προθέρµανση και το µακιγιάρισµα.
Ο Τερζόπουλος ζητά από τους ηθοποιούς του όταν µακιγιάρονται µόνοι τους ή και µε
ρόλο τους διασχίζοντας τον καθρέφτη, να αλλάζουν µάσκα για να µπουν στο χώρο
του δρώµενου (2000: 68). Παρόµοια πράττει ο Ινδός χορευτής του Κουτιγιάταµ
συγκεντρώνονται στη µάσκα τους για να µυηθούν στο ρόλο τους. Αυτή η πρακτική
διαφέρει από εκείνη που απαντάται συχνά στο δυτικό θέατρο, σύµφωνα µε την οποία
ο ηθοποιός συνήθως αρκεί να βρίσκεται στο θέατρο λίγη ώρα πριν την έναρξη της
παράστασης.
118
εγγυώνται µια µη ιµπεριαλιστική αλλά ισότιµη καλλιτεχνική συνεργασία µεταξύ των
πολιτισµών. Ο ένας όρος που τίθεται είναι η ανταλλαγή (barter) να είναι τέτοια ώστε
πρόσκληση πρέπει να προέρχεται από τους ντόπιους και να αφορά µια συγκεκριµένη
θεατρική πρόταση.32
προσκεκληµένος των Γερµανών (συµπαραγωγή του Άττις και του L.T.T.), το 1993, τη
ρωσική εκδοχή του Κουαρτέτου στη Μόσχα στο θέατρο Ταγκάνκα (συµπαραγωγή
Άττις, Ταγκάνκα και Θέατρο Α Μόσχας), την Αντιγόνη στο Teatro Olimpico di
Vicenza, µετά από πρόσκληση των Ιταλών (1994, συµπαραγωγή Άττις και Teatro
Olimpico di Vicenza), το ∆ιόνυσο στη Μπογκοτά της Κολοµβίας µετά από πρόταση
Κάθοδο σε συµπαραγωγή του τουρκικού φεστιβάλ και του Άττι την ίδια χρονιά, το
Πάσκα Ντεβάντις σε συµπαραγωγή του Άττις και του Teatro di Sardegna στη
Σαρδηνία (1999), το Άµλετ Μια Μαθητεία σε συµπαραγωγή του Άττις και του
Θεάτρου Α της Μόσχας (2001) και, τέλος, τις Βάκχες στο Ντίσελντορφ της
32
Θα µπορούσαµε να υποθέσουµε ότι η πρόσκληση από τον ιθαγενή πολιτισµό ενός ξένου
δηµιουργού αποτελεί έκφραση της επιθυµίας του «ιθαγενούς» να επιχειρήσει να συνεργαστεί µε το
«ξένο» της επιλογής του. Ακόµα, όµως, κι έτσι δε µπορούµε να αγνοήσουµε τον αντίλογο, έτσι όπως
διατυπώνεται από το Μπαρούχα, ιδίως σε σχέση µε την τουριστική εκµετάλλευση της ινδικής
παράδοσης από δυτικούς καλλιτέχνες, όπως ο Σέχνερ και ο Μπρουκ. Για το Μπαρούχα, οι
ασθενέστερες κοινωνίες δε µπορούν να διαπραγµατευθούν τη θέση τους µέσα στο νέο πλαίσιο της
παγκοσµιοποίησης, µε αποτέλεσµα απλώς να δέχονται και να αποδέχονται τους όρους που οι ισχυρές
χώρες θέτουν. Βλ. Πατσαλίδης (2000) 230.
119
Από τις εννέα αυτές διαπολιτισµικές συνεργασίες-παραστάσεις αξίζει να προσέξουµε
ότι οι πέντε είναι σχετικές µε την αρχαία τραγωδία και το µύθο, κάτι που σηµαίνει ότι
η θεατρική πράξη του Τερζόπουλου συµφωνεί και µε την τρίτη προϋπόθεση του
χορευτή του Κατακάλι, αλλά ένα σύγχρονο θεατράνθρωπο που θα είχε γνώση του
Παρόµοια, αν το δούµε από την πλευρά της εκάστοτε ξένης πολιτισµικής οµάδας που
σκηνοθέτη που όχι µόνο έχει µια µη συµβατική οπτική για την αρχαία τραγωδία και
τη διδασκαλία της, αλλά και έχει διερευνήσει και αντλήσει από τα ιθαγενή δρώµενα
του (ελληνικού) πολιτισµού από τον οποίο προέρχεται. Όσο για το γεγονός ότι οι
κατά τη γνώµη µας, δείχνει το ενδιαφέρον και την εκτίµηση της ξένης πολιτισµικής
οµάδας για το σύστηµα εργασίας του Άττις. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο
εφαλτήριο της διαπολιτισµικής του δράσης είναι αισθητικό. Παρ’ όλα αυτά, θα
πρέπει να παραδεχτούµε ότι ο βαθµός και η ποιότητα αυτής της συναλλαγής και
33
Τη σηµαντικότητα της χρονικής άνεσης για την προετοιµασία επισηµαίνει ο Καλετσάνος. Ο
ηθοποιός ορθά παρατηρεί ότι δε µπορούµε να παραβλέπουµε το γεγονός ότι το Άττις έχει ένα διπλό
χαρακτήρα, καθώς από τη µία είναι ένα θέατρο έρευνας από την άλλη, όµως, πρέπει να
αυτοσυντηρείται και να διασφαλίζει συνεχώς την οικονοµική του σταθερότητα (προσωπική
120
µας απασχολήσει και παρακάτω στο ίδιο κεφάλαιο. Προς το παρόν, προτιµητέο είναι
Τερζόπουλου.
θεώρηση:34
Σε όλα τα µήκη και τα πλάτη του πλανήτη µας, όταν γεννούν οι γυναίκες, π.χ.
µεταπλάθει την πρωταρχική ύλη µε τον δικό του τρόπο, µέσα από τα δικά του
πολιτισµικά στάδια και επιρροές… Αλλά αυτό δεν του στερεί τη δυνατότητα
να αναγνωρίσει, όταν βλέπει τις δικές µας Βάκχες, το δικό µου κρυµµένο
συνέντευξη 10/1/2004). Βλέπουµε, δηλαδή, πως το γεγονός ότι ο Τερζόπουλος λειτουργεί στην καρδιά
του παγκόσµιου θεατρικού συστήµατος µε τις διεθνείς περιοδείες και παραγωγές του, τροφοδοτεί µεν
τον ερευνητικό χαρακτήρα της θεατρικής του πράξης, περιορίζει δε, συχνά, αυτήν την ίδια την έρευνα.
Ακόµα, όµως, και σε τέτοιες περιπτώσεις, ο διαπολιτισµικός χαρακτήρας των συνεργασιών δε χάνεται,
απλώς εξασθενεί, τροφοδοτώντας, όµως, παράλληλα την πολυπολιτισµική πλευρά της θεατρικής
πράξης.
34
Ο όρος «ουµανισµός» και τα παράγωγά του δε χρησιµοποιούνται εδώ µε τη σηµασία που
είχαν κατά την Αναγέννηση, µε ουµανιστές τους µελετητές των literae humaniores. Το µόνο που
κρατά από τον αναγεννησιακό ουµανισµό η συγκεκριµένη χρήση του όρου στη συζήτησή µας είναι τον
ανθρωποκεντρικό και ανθρωπιστικό χαρακτήρα του.
121
Η ουµανιστική µατιά µε την οποία θεωρεί την ανθρώπινη ύπαρξη αντικατοπτρίζεται
στο ότι «απογυµνώνει» το σώµα του ηθοποιού από τα πολιτισµικά του σαρκία και το
πρόσωπό του από τα πολιτισµικά προσωπεία για να φτάσει στην απόλυτη έκθεση του
αργότερα στο ίδιο κεφάλαιο, θα αρκεστούµε εδώ στην επισήµανση ότι µε την τακτική
Για να παραµείνουµε, όµως, στην ουµανιστική αν και, κατά δική του οµολογία,
διαπολιτισµική ανταλλαγή απόψεων γιατί πιστεύει ότι µε τον τρόπο αυτό κάθε
της µονόπλευρης ανάπτυξης της τεχνολογίας, που αποσυνδέει τις αξίες από τη γνώση,
που εξισώνει το οικονοµικό όφελος και την ευτυχία, που ασεβεί απέναντι στη φύση
και οδηγεί στην κατάρρευση του κοινωνικού ιστού (Καρασµάνης 26/11/1995: 28).
«Όταν λέµε παγκοσµιοποίηση, εννοούµε την ανταλλαγή απόψεων και όχι την
αµερικανοποίηση της τέχνης. Πρέπει να δουλεύουµε πάνω στα στοιχεία της δικής µας
35
Για περισσότερα επί του θέµατος, βλ. Πατσαλίδη (1995) 189-90.
122
και εντάσσεται σε εκείνο το διαπολιτισµικό ρεύµα που, όπως τονίζει η Φίσερ-Λίχτε,
χαρακτηρίζει το θέατρο σήµερα και που σαν απώτερο στόχο έχει τη δηµιουργία µιας
µε σεβασµό στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε µιας. Μια τέτοιου είδους
µονοπώλιο.36
Η ιδέα, λοιπόν, που υποκινεί τη διαπολιτισµική πράξη του Τερζόπουλου είναι ότι
Ένας είναι ο πολιτισµός που φέρει το σώµα. Η ευωχία είναι ίδια σ’ όλους τους
σαν τους Γερµανούς, τους Γερµανούς σαν τους Έλληνες, τους Έλληνες σαν
36
Βλ. Fischer-Lichte (1996) 27-40.
37
Η διατύπωση αυτή του Τερζόπουλου, κατά την άποψή µας, δε θα πρέπει να ερµηνευτεί κατά
γράµµα. Είναι περισσότερο δηλωτική της θέρµης µε την οποία υποστηρίζει την παγκοσµιοποίηση υπό
τους όρους του αλληλοσεβασµού και της κατανόησης. Αξίζει, όµως, να προσέξουµε την έµφαση που
δίνει στη σωµατική ενέργεια. Ο σκηνοθέτης, δηλαδή, µοιάζει να επικεντρώνεται κυρίως στο θεατρικό
σώµα και στην «παγκοσµιότητα» του σε επίπεδο ψυχοφυσιολογίας. Σαφέστατα η άποψη αυτή
καθορίζεται από τη µέθοδο του Άττις και τις τεχνικές που εφαρµόζονται στο στάδιο της εκπαίδευσης
του ηθοποιού, όπως καθοριστική είναι και η «ουσιοκρατική» θεώρηση του θεατρικού σώµατος που
διακρίνει το σκηνοθέτη. Ο Τερζόπουλος αδιαφορεί για τις κυρίαρχες σήµερα συζητήσεις του σώµατος
123
βασικές και πρωταρχικές ανάγκες και αρχές. Όλοι είµαστε ίδιοι. […] Η µνήµη
η βαθιά είναι ίδια παντού. ∆ηλαδή, το δέντρο είναι ένα. Εκεί θέλω να πάω.
εύλογα θα στραφεί και σε άλλους πολιτισµούς για να εµπλουτίσει και να εξελίξει την
έρευνά του στο ζήτηµα της έκστασης, από τη στιγµή µάλιστα που, όπως έχουµε ήδη
εξηγήσει, η έκσταση – και πολύ περισσότερο η έκφρασή της – δεν είναι µία αλλά έχει
πολλούς τύπους, και µάλιστα ποικίλλει ανάλογα µε την εποχή, τον πολιτισµό, τη
θρησκεία κ.λπ. Αυτή η στροφή του σκηνοθέτη ενισχύεται και από το γεγονός ότι το
ως τόπου εγχάραξης των κοινωνικών και ιδεολογικών αφηγήσεων. Πρόκειται, όµως, για ένα θέµα που
θα µας απασχολήσει σε βάθος αργότερα (βλ. Κεφάλαιο 2.5).
124
ενδιαφέρον του µονοπωλεί ο µύθος. Αναπόφευκτα θα σκύψει και στη µυθολογία
[…] τα στοιχεία της δοµής είναι όµοια σε όλους τους λαούς και όσο
βρίσκουµε και τις κοινές ρίζες. Ένα είναι το δέντρο της παράδοσης, µε βαθιές
τις ρίζες. Με αυτήν την έννοια, βλέπουµε πολλές φορές την ίδια ακριβώς
έκφραση των βαθύτερων αγωνιών και αναγκών στην τέχνη της Αυστραλίας,
και ιστορίας (από την προκλασική Ελλάδα και τον προκολοµβιανό πολιτισµό, µέχρι
την Ελλάδα µετά τον Eµφύλιο ή τη ναζιστική Γερµανία). Ακριβώς όπως ο κορυφαίος
ανθρωπολόγος Σερ Τζέιµς Τζορτζ Φρέιζερ (Sir James George Frazer), «πιστεύει ότι
ανθρώπινη ορµή για µυθοπλασία είναι ουσιαστικά η ίδια» (Coupe 1997: 23).
Ο Φρέιζερ και η µελέτη του Ο Χρυσός Κλώνος (The Golden Bough, 1890-1915) πάνω
Τερζόπουλου και µε έναν ακόµα τρόπο. Ο Φρέιζερ προτείνει ένα σχήµα εξέλιξης της
125
Φρέιζερ εµπίπτει στην «ερµηνευτική σχολή ‘του µύθου και της τελετουργίας’» (‘myth
and ritual’ school of interpretation), ερµηνεύει, δηλαδή, τη µυθολογία µέσα από τις
τελετές από τις οποίες προέκυψε ή τις οποίες συνόδευε. O Φρέιζερ έλκεται κυρίως
από τις τελετές της βλάστησης και τους µύθους που αφορούν θεούς και θεές της
στην οµάδα του το όνοµα του Άττι, όπως επίσης ότι προσεγγίζει την τραγωδία,
δηλαδή το µύθο, µέσα από τις πρωτόγονες τελετές, έτσι όπως τις συναντάµε στην
αρχαία Ελλάδα και σε πιο σύγχρονες εκδοχές τους στη σηµερινή Ελλάδα (Βάκχες,
1986) ή στον προκολοµβιανό πολιτισµό και στις τελετές που έχουν διασωθεί στους
Τερζόπουλος, δηλαδή, επιστρέφει στο πρώτο στάδιο του σχήµατος που προτείνει ο
Φρέιζερ – αυτό της µαγείας – για να προσεγγίσει το µύθο και την τραγωδία.38
Όλα αυτά θα τον φέρουν στη Λατινική Αµερική, και δη στην Κολοµβία, την οποία
φεστιβάλ της Κολοµβίας µε τις παραστάσεις του, αλλά και οργανώνοντας σεµινάρια
38
Ο Σέχνερ ανατρέπει την υπόθεση των ανθρωπολόγων του Κέιµπριτζ, οι οποίοι βασισµένοι
στο Χρυσό Κλώνο του Φρέιζερ υποστήριξαν την καταγωγή της ελληνικής τραγωδίας από τα
πρωτόγονα δρώµενα. Αντιπροτείνει ότι η ιδέα της «προέλευσης» – που υποδηλώνει µια απαρχή –
προβάλλει το προϊόν και απαρνιέται την αρχή, οδηγώντας σε διαχωριστικές κρίσεις µεταξύ
πρωτόγονου και εκλεπτυσµένου, µε τον πρώτο χαρακτηρισµό να αποδίδεται στα δρώµενα και το
δεύτερο στην τραγωδία και το θέατρο γενικότερα. Κατά συνέπεια, απορρίπτει θεωρίες καταγωγής ως
άχρηστες για την κατανόηση του θεάτρου, και αντικαθιστά το διπολικό ζεύγος δρώµενο/ δράµα µε µια
σειρά δραστηριοτήτων σχετιζόµενων µε το θέατρο, όπως τα δρώµενα, το παιχνίδι, τα αθλήµατα, το
χορό και τη µουσική (Ley 1999: 182).
39
Η παρουσία του Τερζόπουλου και του Άττις στο διεθνές φεστιβάλ της Κολοµβίας στην
Μπογκοτά ξεκινά το 1992, όπου παρουσιάζουν τους Πέρσες. Ακολουθούν ο Προµηθέας ∆εσµώτης
(1996), το ρωσικό Κουαρτέτο και ο Ηρακλής (1998). Παράλληλα στη Μπογκοτά συνδιοργανώνει και
συµµετέχει στα εξής συµπόσια γύρω από τη θεωρία και την πρακτική του: «Το Μεσογειακό Θέατρο»
(1992), «Προµηθέας ∆εσµώτης» (1996), «Η Επικαιρότητα της Τραγωδίας» (1998), «Παρουσίαση της
126
επιλέξει τους εννέα Κολοµβιανούς ηθοποιούς που αποτέλεσαν τον πυρήνα της
παρακολουθήσει τις τελετές τους: «[…] στα όρια της δικής µου δυτικοθρεµµένης
αντοχής, άρχισα να εισχωρώ σ’ όλη αυτή τη διαδικασία του περάσµατος στον άλλο
χώρο, το λευκό του θανάτου» (ό.π. 13/12/1997: 35/13).41 Στους µύθους των Ινδιάνων
Οµάδας Άττις» (1998), «Μεγάλοι ∆ηµιουργοί: Θεόδωρος Τερζόπουλος» (1998), «Παρουσίαση των
Κολοµβιανών Ηθοποιών του Ταξιδιού του ∆ιόνυσου» (1998), «Η Γνώση του Σώµατος» (συνάντηση µε
τριάντα καθηγητές σχολών θεάτρου της Κολοµβίας) (1998). Η παρουσία του Τερζόπουλου και του
Άττις σ’ αυτή τη χώρα της Λατινικής Αµερικής συνεχίζεται ως σήµερα.
40
Θυµάται ο ίδιος: «∆ιηύθυνα το Εργαστήρι στην Μπογκοτά µε 40 νέους ηθοποιούς. Στην
οµάδα υπήρχαν τέσσερις Ινδιάνοι ηθοποιοί µε τους οποίους δούλευα κάποιες τεχνικές για το σώµα και
τη φωνή, αναζητώντας άλλες συχνότητες ήχων και ηχογόνες πηγές που διαθέτουν αυτοί οι αρχαίοι
λαοί. Ξαφνικά ένας νέος Ινδιάνος ηθοποιός µε το εκπληκτικό όνοµα Άριελ Σέλβα […] άρχισε να
βγάζει ήχους µιας συχνότητας που δεν µπορούσα να καταλάβω και το σώµα άρχισε να συµπεριφέρεται
και να διαµορφώνει εικόνες που δεν είχα ξαναδεί. Τρόµαξα. Για µένα που χρόνια παλεύω
προσπαθώντας να βγάλω από τους ηθοποιούς µου κάποια στοιχεία αδιατύπωτα από τα σκοτεινά τους
µέρη, ήταν µια µεγάλη ανακάλυψη. Αµέσως ήρθε στο µυαλό µου ο ∆ιόνυσος. Να το υλικό για την
τραγωδία» (Τερζόπουλος 13/12/1997: 35/13).
41
Για την καλύτερη κατανόηση των λόγων του Τερζόπουλου, υπενθυµίζουµε περιληπτικά το
ρόλο των σαµάνων. Στα θρησκευτικά συστήµατα της Β. Ασίας κυρίως, αλλά και των ερυθρόδερµων
της Β. Αµερικής, στη Νοτιοανατολική Ασία, την Ωκεανία, την Αφρική, ο σαµάνος («αυτός που ξέρει»)
λειτουργεί σαν θεραπευτής, ιερέας (επικοινωνεί µε τον κόσµο των πνευµάτων) και ψυχοποµπός.
Θεραπεύει την αρρώστια, οργανώνει και διευθύνει τις θυσίες και τις τελετές της κοινότητας, συνοδεύει
τις ψυχές των νεκρών στον άλλο κόσµο. Οι ιδιότητές του αυτές βασίζονται στην κατάσταση έκστασης
στην οποία περιέρχεται. Τότε επικοινωνεί µε τα πνεύµατα, και στην περίπτωση, για παράδειγµα ενός
αρρώστου, αποµακρύνει τα πνεύµατα που έχουν µπει στο άρρωστο σώµα, τα οποία και θεωρείται ότι
φταίνε για την αρρώστια. Ο σαµάνος περιέρχεται σε κατάσταση έκστασης µέσα από συγκεκριµένες
τελετές, κατά τις οποίες φοράει την κατάλληλη ενδυµασία, που µπορεί να υποδηλώνει αρκούδα, ελάφι,
πουλί. Το ίδιο ισχύει για το κάλυµµα του κεφαλιού (π.χ. φτερά πουλιών) και τα υποδήµατα (π.χ. νύχια
πουλιών, πατούσες αρκούδας). Κρατάει τύµπανο ενώ σε κάποιους λαούς µεταλλικό δίσκο, τον
«καθρέφτη του σαµάνου». Η τελετή-παράσταση του σαµάνου γίνεται παρουσία των πιστών πάντα
βράδυ, σε µια σκηνή σε σχήµα κώνου, γύρω από µια φωτιά που καίει. Ο σαµάνος είναι συγχρόνως
χορευτής, ηθοποιός, τραγουδιστής, µια ολόκληρη ορχήστρα. Το τραγούδι του είναι αυτοσχεδιαστικό,
αλλά συµπεριλαµβάνει συγκεκριµένες εικόνες, παροµοιώσεις, διάλογους και ρεφρέν. Ενώ χορεύει και
εξιστορεί, οι φλόγες αντικατοπτρίζονται στον καθρέφτη του, τα στολίδια του κουδουνίζουν, τα ρούχα
του ανεµίζουν, σκιές πέφτουν στον τοίχο, εξάπτοντας τη φαντασία και το αίσθηµα δέους. Για
περισσότερα για το σαµανισµό και τα σύνεργα των σαµάνων, βλ. Rogers (1982).
127
συναντά και πλανεύει τον άρχοντα µιας φυλής. Οι οµοιότητες µε τον αρχαιοελληνικό
µύθους, τις Βάκχες του Ευριπίδη σε µετάφραση στα Ισπανικά και τον προκολοµβιανό
µύθο, και µετά το χορικό των Βακχών «ίτε βάκχαι ίτε βάκχαι», η δράση να
κεντρίζεται από τον τρόπο που ένας άλλος αρχαίος πολιτισµός πλησιάζει και
Εκεί όλα είναι ερµηνευµένα µέσα από έµµονους ρυθµούς. Είναι πολύ απόλυτα
µου’ δωσε την ιδέα ότι το αρχαίο έργο έχει στατικότητα, δηλαδή η
έµµονα έρρυθµο. Όπως και στις πρώτες Βάκχες, ο σκηνοθέτης αφήνει διάχυτη τη
βακχεία να απλωθεί σε όλη τη σκηνή του ∆ιόνυσου και να κυριεύσει όλα τα θεατρικά
σώµατα. Κι αυτό είναι εύλογο από τη στιγµή που ο Τερζόπουλος στα σώµατα των
Από την άλλη, όµως, επιχειρεί και κάτι το οποίο δεν υπήρχε στις Βάκχες του 1986,
128
Αυτή τη φορά αναρωτήθηκα αρκετά ‘Τι είναι πέρα από τα πράγµατα;’ ‘Τι
είναι ο θάνατος; Τι είναι το τούνελ που περνάµε όλοι; Τι είναι το άσπρο φως
µετά το τούνελ που αυτοί [οι σαµάνοι] έχουν την τεχνική να το πλησιάσουν;
Μέσα από αυτά τα ερωτηµατικά και τους προβληµατισµούς θα ανοίξει ένας νέος
κύκλος έρευνας για τον Τερζόπουλο στο χώρο της τραγωδίας, που έχει να κάνει µε το
πέρασµα από τη ζωή στο θάνατο, όπως το βρίσκουµε στους µύθους της Περσεφόνης,
του Ηρακλή, στα Ελευσίνια Μυστήρια, στον Ορφέα, τη «Νέκυια» της Οδύσσειας και
αλλού. Πρόκειται, όπως θα δούµε σε άλλο κεφάλαιο (2.7.2.), για τον κύκλο της
Καθόδου και της µανίας του ηρωισµού, που συναντάµε στη µορφή του Ηρακλή.
Ήδη έχουµε επισηµάνει ότι διαµορφώνοντας αυτό το σύστηµα, που βασίζεται στην
µπορεί να συγκαταλεχθεί µεταξύ των σκηνοθετών που κινούνται στο χώρο της
θεάτρου και δρώµενων ξεπερνάει τα σύνορα και οδηγεί σε πολιτισµούς, όπως της
πολιτισµών πέραν της ∆ύσης, διερευνώντας τα δρώµενα πολιτισµών της Ασίας, της
129
παγκόσµιο θεατρικό στερέωµα, στην οποία έρχεται να προστεθεί ο Τερζόπουλος µε
Ήδη από το 1970, ο Πήτερ Μπρουκ έχει ιδρύσει στο Παρίσι το CIRT (Centre
ηθοποιούς και σκηνοθέτες από χώρες σαν τη Γαλλία, το Μάλι, τη Μεγάλη Βρετανία,
την Ιαπωνία, την Αµερική. Στόχος τους ήταν να διερευνήσουν σε ένα κλίµα
ενώνουν τους ανθρώπους ανά τον κόσµο, επιδιώκοντας ένα πραγµατικά ζωντανό
θέατρο διεθνούς χαρακτήρα» (Bradby και Williams 1988: 154). Ο Μπρουκ πιστεύει
ότι το θέατρο πρέπει να ανακτήσει τον τελετουργικό ρόλο που είχε στις απαρχές του,
αυτοσχεδιασµό βρίσκει µια αναλογία µε τα δρώµενα και του δίνει εξέχουσα θέση.
Επιπλέον, η έρευνά του τον οδηγεί µε τους ηθοποιούς του σε µέρη σαν την Αφρική,
το Ιράν και την Αµερική, ενώ το 1985, χρονιά που ο Τερζόπουλος αρχίζει τις
διεργασίες για τη σύσταση του Άττις και την προετοιµασία για τις Βάκχες, ο Μπρουκ
Ίσως, λοιπόν, δεν είναι τυχαίο ότι συζητώντας για την αφήγηση ως ρυθµικό
κάνει αναφορά σε µια άλλη παράσταση του Μπρουκ, τη Συνέλευση των Πουλιών
130
(The Conference of Birds, 1979), η οποία βασίστηκε σε αφρικανικά δρώµενα (2000:
61). Παρ’ όλα αυτά, κι όπως έχουµε τονίσει σε προηγούµενη συζήτησή µας για τη
ρυθµοποίηση του αρχαίου λόγου, οι απόψεις των δύο σκηνοθετών αποκλίνουν στο
Από την άλλη, την ίδια χρονιά (1979), ο παλιός συνεργάτης και µαθητής του
και σωµατικής συµπεριφοράς των ανθρώπων σε µια παράσταση» (στο Ley 1999:
232). Πρόκειται για συµπεριφορά η οποία – όπως ήδη έχουµε εξηγήσει – βασίζεται
σε αρχές διαφορετικές από αυτές που διέπουν την καθηµερινή µας ζωή και αφορά µια
χρήση του σώµατος πέραν της καθηµερινής, µια φυσιολογία στην οποία προσδίδεται
κουλτούρες και αναζητεί µια κοινή παγκόσµια ανθρώπινη κατάσταση (Barba και
Savarese 1995: 7).42 Με τον τρόπο αυτό, ο Μπάρµπα στοχεύει να γεφυρώσει «την
‘άβυσσο’ που είχε χωρίσει τον περφόρµερ του Κατακάλι από τον ‘Ευρωπαίο
συνάδελφό του’» και αφοσιώνεται «στην αφοµοίωση αυτών των ‘βασικών αρχών’
από το σώµα του ‘ατόµου’ και του ‘δυτικού ηθοποιού’» (Ley 1999: 230).
Επίσης, την εποχή που ο Τερζόπουλος προγραµµατίζει και αναζητεί τους βασικούς
42
Για µια ανάλυση του τρόπου µε τον οποίο ο Μπάρµπα απαλείφει τον όρο «πολιτισµικό» για
να προκρίνει το «υπερπολιτισµικό», βλ. Ley (1999) 233. Για µια αναλυτική περιγραφή του όρου του
υπερπολιτισµικού (transcultural), βλ. Pavis (1996) 6-7.
131
Αντικειµενικό ∆ράµα (Objective Drama Project) στο Πανεπιστήµιο της Καλιφόρνια-
Ίρβιν, ένα τριετές εργαστήριο (Νοέµβριος 1983 - Ιούνιος 1986), που σαν στόχο είχε
τραγούδια, ψαλµωδίες και µάντρα από το Μπαλί, γιαπωνέζικο καράτε και χάτα
Πηγών» (Theatre of Sources), που είχε απασχολήσει το Γκροτόφσκι µεταξύ 1978 και
1982 και στο οποίο µαζί µε µια οµάδα ειδικών από την Ιαπωνία, την Αϊτή, την Ινδία,
το Μπαλί και Ινδιάνους του Μεξικού µελέτησαν τις «τεχνικές των πηγών», όπως
ανακαλύψει ένα πλούσιο υλικό στον αρχαίο πολιτισµό των Κολοµβιανών, και πιο
συγκεκριµένα στα δρώµενα των ιθαγενών Ινδιάνων, υλικό το οποίο όχι µόνο
σηµαντικό, τον βοηθάει να εξελίξει την έρευνά του περί της βακχείας και να
εισχωρήσει ακόµα πιο βαθιά σε αυτό που αναζητεί, τη ρίζα των πολιτισµών και της
αναζήτησης των απαρχών του θεάτρου και µιας πρωτογενούς γλώσσας, όπως τη
43
Καθώς, απ’ όσο γνωρίζουµε, δεν υπάρχει µια δόκιµη µετάφρασή του όρου “ultracultural” στα
ελληνικά, η απόδοσή του εκ µέρους µας ως «ούλτρα-πολιτισµικό» έχει ως µόνο στόχο να διευκολύνει
την παρούσα συζήτηση.
132
συναντούµε στον Αρτώ (Pavis, στο Ley 1999: 285) – είναι που τον διαφοροποιεί και
ιθαγενών της περιοχής, παραβλέποντας τα χρόνια που ακολουθούν στην ιστορία της
Για τη Νταϊάνα Τέυλορ (Diana Taylor), µια τέτοιου χαρακτήρα καλλιτεχνική πράξη
χώρες της Λατινικής Αµερικής, διερωτάται για να εγείρει εντέλει ζητήµατα που
αφορούν όχι µόνο τη θεατρική γραφή αλλά και τη σκηνοθετική µετα- γραφή:
υπήρχε κάτι τέτοιο; Θα ήταν πιο αυθεντικοί αυτοί οι συγγραφείς και σχετικοί
έξω από την ιστορία, ή στο νεφέλωµα πριν την ιστορία, που υπονοούν όροι
από τη σύγκρουση ανάµεσα στην πληθώρα των ιθαγενών λαών αυτού που
στοιχεία µε τα οποία ασχολούµαστε σήµερα δεν είναι αυτά που υπήρχαν πριν
1991: 64-65)
133
Μολονότι η περίπτωση του Τερζόπουλου δεν αποτελεί συγγραφικό παράδειγµα, ο
παραπάνω συλλογισµός της Τέυλορ, µεταφερόµενος στο χώρο της σκηνοθεσίας, µας
προσκαλεί να τον ελέγξουµε στη σχέση του µε την πρακτική του Τερζόπουλου.
Στην περίπτωση του τελευταίου, µπορούµε να πούµε πως η αδιαφορία του για το
σηµερινό πρόσωπο της Λατινικής Αµερικής, έτσι όπως αυτό έχει διαµορφωθεί από τη
πολιτισµού, καθορίζεται από το σκοπό της έρευνάς του και τους άξονες των
αναζητήσεών του και όχι από κάποια ιµπεριαλιστική στάση σε αυτή τη συνάντηση
και συνεργασία των πολιτισµών. Ήδη στην αρχή της συζήτησής µας αξιολογήσαµε
ως δηλωτικό, ίσως, του τρόπου µε τον οποίο οι δύο πολιτισµοί συναντήθηκαν και
διδάχθηκαν από τον Τερζόπουλο, αντλώντας, δηλαδή, από την παράδοση και τους
κώδικες του πολιτισµού τους και εφαρµόζοντας τις ανακαλύψεις τους στην αρχαία
τραγωδία.
44
Αυτή είναι η απόδοση στα ελληνικά, που δίνει ο ίδιος ο Τερζόπουλος σε συνέντευξή του στην
Κατερίνα Αγγελιδάκη (6/7/2002), µε το Teo να αντιστοιχεί στο όνοµα «Θεόδωρος» και terrenus να
σηµαίνει «γήινος». Θα µπορούσαµε ακόµη να συσχετίσουµε την ονοµασία που δίνουν οι Κολοµβιανοί
στην οµάδα τους µε τη λέξη teocalli, που στη γλώσσα των Ατζέκων του 16ου αι. (γνωστή και ως
Nahuatl), σηµαίνει «ναός» και προέρχεται από το teotl «θεός» και calli «σπίτι», «οίκος» (“Teocalli”
http://www.etymonline.com/t3etym.htm 7/1/2004). Η δεύτερη ερµηνεία που προτείνουµε σαφώς δεν
αναιρεί την πρώτη («Γη του Θεόδωρου»), αλλά µας υποψιάζει για ένα πιο πλούσιο παιχνίδι σηµασιών,
για µια, θα λέγαµε, διαπολιτισµική συνεργασία σε σηµασιολογικό επίπεδο.
134
Πέρα, όµως, από αυτές τις επισηµάνσεις µας, γνωρίζουµε καλά, όπως ήδη
ιστορίας, στην οποία η διαπολιτισµικότητα δεν είναι απλώς ένα ζήτηµα αλλά µια
µεγάλη η απόσταση ανάµεσα στην άποψη του Σέχνερ ότι, όπως η ιστορία µαρτυρεί, ο
σύµφυτος µε το ανθρώπινο γένος (ό.π. 1999: 277) και την κριτική επισήµανση του
εκµετάλλευση άλλων πολιτισµών’» (ό.π. 1999: 280) και ότι «οι συνέπειες της
που – όπως αναφέραµε – µιλούν για επαγγελµατικό ήθος χωρίς να θίξουν το ζήτηµα
45
Την ίδια εποχή που η ιστορική avant-garde ανακάλυπτε στις θεατρικές παραδόσεις της Άπω
Ανατολής κώδικες ανανέωσης του δυτικού θεάτρου, αντίστοιχα το θέατρο στην Ιαπωνία και την Κίνα
έσκυβε στην παράδοση της ∆ύσης, και πιο συγκεκριµένα στο ρεαλισµό τόσο σε επίπεδο
δραµατουργίας (Ίψεν (Ibsen), Τσέχοφ κ.λπ.) όσο και σκηνοθεσίας (Στανισλάφσκι). H Φίσερ-Λίχτε
παρατηρεί ότι αυτές οι πολιτισµικές συνδιαλλαγές δεν εξυπηρετούσαν µόνο αισθητικούς αλλά και
κοινωνικοπολιτικούς σκοπούς. Έτσι, το γιαπωνέζικο shingeki (η γιαπωνέζικη εκδοχή του δυτικού
ρεαλιστικού δράµατος) στόχευε να εισάγει ένα νέο τρόπο ζωής, να δυτικοποιήσει τη γιαπωνέζικη
κοινωνία. Η περίπτωση, όµως, των χωρών του Τρίτου Κόσµου δεν είναι η ίδια καθώς οι
διαπολιτισµικές συναλλαγές ήταν αποτέλεσµα όχι επιλογής αλλά επιβολής λόγω της αποικιοκρατίας.
Και στην Ινδία και στην Αφρική, το δυτικό θέατρο εισήχθη ως ένα µοντέλο προς µίµηση και
λειτούργησε ως αποικιοκρατικό εργαλείο για τη χειραγώγηση της ιθαγενούς συνείδησης (βλ. Fischer-
Lichte 1997: 133-46).
135
της πολιτικής νοµιµότητας και των συνεπειών της διαπολιτισµικής τους δράσης στον
τον πολιτικό αντίκτυπο της πράξης του στις κουλτούρες µε τις οποίες συνεργάστηκε.
από τον οποίο προέρχεται και τον οποίο φέρει ο ίδιος σκηνοθέτης. Είναι τελικά ο
Τερζόπουλος ένας φορέας του πολιτισµού της ισχυρής ∆ύσης κατά τον ίδιο τρόπο
µήπως, ο Έλληνας καλλιτέχνης δεν είναι παρά ένας εκπρόσωπος µιας «µικρής», τη
Μήπως, δηλαδή, στην περίπτωση της διαπολιτισµικής πράξης του Τερζόπουλου και
της συνάντησής του µε πολιτισµούς σαν των Κολοµβιανών ή των Τούρκων, έχουµε
την ανταλλαγή µεταξύ «µικρών» πολιτισµών, κάτι που αυτόµατα αποδυναµώνει τις
χωρών, όπως είναι οι Γερµανοί ή οι Ρώσοι; Μήπως σε αυτές τις περιπτώσεις είµαστε
ισχυριστούµε ότι αυτή η παράµετρος της «µικρής» χώρας, την οποία ο Τερζόπουλος
φωτίζει τη διαπολιτισµική πρακτική του από µια άλλη γωνία, καθώς ως ένα βαθµό
136
θέλει τις µικρές χώρες να αδιαφορούν εν πολλοίς για τη µεταξύ τους ύπαρξη και
συνύπαρξη µια και «µόλις νιώσουν ότι έγιναν κάπως µεγαλύτερ[ες] (και όλ[ες] κατά
παραδεχτούµε ότι µια τέτοια ερµηνεία της διαπολιτισµικής πράξης του Τερζόπουλου
ούτε και να αποτελέσει άλλοθι όταν αυτό που στην ουσία δοκιµάζεται είναι ο
Έχοντας συζητήσει εκτενώς εκείνα τα σηµεία που η θέση µας (έτσι όπως αυτή
καθορίζεται από την πολιτισµική µας ταυτότητα) µάς επιτρέπει, πιστεύουµε ότι και
στην περίπτωση του Τερζόπουλου και επί του προκειµένου της παράστασης του
∆ιόνυσου, ιδιαίτερα πολύτιµος και γόνιµος θα ήταν και ο (αντι)λόγος των αυτόχθονων
της Κολοµβίας για να φωτιστεί ακόµα περισσότερο ο αντίκτυπος του ∆ιόνυσου στον
περισσότερο στο κεφαλαιώδες ζήτηµα του σώµατος στο θέατρο του Έλληνα
σκηνοθέτη. Όπως έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται η όποια συζήτηση περί του
χαρακτήρα της εργασίας του Τερζόπουλου και την ουµανιστική της επένδυση. Το
πώς, λοιπόν, διαµορφώνεται και αναδεικνύεται το θεατρικό σώµα στο θέατρό του
137
2.5. ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΥ
ιδιαιτεροτήτων. Πρόκειται, κατά τον ίδιο, για ένα σώµα απεκδυµένο των κοινωνικών
του σαρκίων, έτσι όπως το οραµατίστηκε ο Αρτώ, «να φλέγεται πάνω στον πάσσαλο,
σηµαίνοντας µέσα από τις φλόγες» (Αρτώ, στον Wiles 1980: 133) ή, θα µπορούσαµε
Παρόµοια, ο Τερζόπουλος διαµορφώνει για το θέατρο του έναν «ιερό» ηθοποιό (για
να δανειστούµε από την ορολογία του Γκροτόφσκι), ο οποίος µε την άψογη φυσική
και φωνητική του τεχνική και το αντινατουραλιστικό παίξιµο θα εκφράζει εικόνες του
ατοµικού και συλλογικού ασυνείδητου (Carlson 1984: 456), θα φτάνει, δηλαδή, στην
138
∆εν είναι παράδοξο, λοιπόν, που ο σκηνοθέτης αδιαφορεί για την όποια ακολουθία
µεταξύ του φύλου του/της ηθοποιού και του φύλου του ρόλου. Αρκεί – για να
παραµείνουµε στον κύκλο της βακχείας – να θυµηθούµε ότι στις Βάκχες του 1986, ο
ρόλος του Τειρεσία είχε αποδοθεί από τη Σοφία Μιχοπούλου, η οποία κρατούσε και
συµπεριλαµβανοµένου και αυτού της Αγαύης,46 ενώ στις Βάκχες του 2001, ο χορός
Η ευελιξία που ο σκηνοθέτης δείχνει στο συγκεκριµένο θέµα µπορούµε να πούµε ότι
της στη µεταφυσική. Κατά συνέπεια, ο/ η ηθοποιός ξεφεύγει από τα δεσµευτικά όρια
και τους κανόνες του ρεαλιστικού θεάτρου. Στο θέατρο του Τερζόπουλου, η
βαρύτητα πέφτει όχι «στον ηθοποιό ως χαρακτήρα, αλλά στο υλικό µέσα από το
θέατρο που οραµατιζόταν, διακήρυττε ότι «θα βάλει στη σκηνή γεγονότα, όχι
46
Θα µπορούσαµε να υποθέσουµε ότι η συγκεκριµένη επιλογή υπαγορεύθηκε από το ίδιο το
τυπικό των ιθαγενών µυητικών τελετών του Γιουρουπαρί, έτσι όπως αυτές εκτελούνται στη λεκάνη του
Αµαζονίου. Πρόκειται για τελετές ενηλικίωσης των νεαρών αγοριών κατά τις οποίες µυούνται στη
µυστική κοινωνία των ενήλικων ανδρών. Οι τελετές αυτές είναι απαγορευµένες στις γυναίκες καθώς
έχουν ως πρόσθετο στόχο να προστατεύσουν τους νεαρούς µυούµενους από τη θηλυκή αποπλάνηση.
Ακόµα, όµως, κι αν η αµιγώς ανδρική διανοµή στο ∆ιόνυσο αντιστοιχεί στην πρακτική των τελετών
αυτών, σηµαντικότερο είναι ότι συµφωνεί µε τη γενική πρακτική του Τερζόπουλου. Για τον ίδιο λόγο,
θα πρέπει να απορρίψουµε τον πιθανό ισχυρισµό ότι η επιλογή µιας αποκλειστικά ανδρικής διανοµής
στο ∆ιόνυσο σηµαίνει ότι ο Τερζόπουλος ξαφνικά επιλέγει να ακολουθήσει το πρότυπο της αρχαίας
τραγωδίας, όπου όλοι οι υποκριτές ήταν άνδρες. Κάτι τέτοιο δεν είναι συνεπές µε τη γενικότερη
πρακτική του.
139
Το θέατρο πρέπει να εξισωθεί µε τη ζωή – όχι µε µια ατοµική, προσωπική
Κατά τρόπο ανάλογο, ο Τερζόπουλος δηλώνει µιλώντας για το πώς προσεγγίζει την
τραγωδία «[...] πάω στις καταστάσεις και όχι στα πρόσωπα, στους χαρακτήρες,
διαπολιτισµική πράξη του σκηνοθέτη. Στο σηµείο αυτό η τρίτη και τελευταία, έως
εκδοχή των Βακχών, µια παράσταση καταστάλαγµα της όλης µακροχρόνιας έρευνάς
47
Όταν ο Τερζόπουλος διαχωρίζει µεταξύ καταστάσεων και χαρακτήρων, τασσόµενος υπέρ των
πρώτων, ουσιαστικά µιλάει για το πρωταρχικό υλικό µέσα από το οποίο αναδύεται το εκάστοτε
(δραµατικό) πρόσωπο και εκδηλώνει την αποστροφή του για µια ρεαλιστική ψυχολογική διερεύνηση
του χαρακτήρα, στη γραµµή του Στανισλάφσκι. ∆εν επιζητά την ανάδυση στην επιφάνεια και
αναπαράσταση του αντικειµενικού και περιγραφικού εξωτερικού κόσµου αλλά του εσωτερικού,
«[δ]ηλαδή του ανθρώπου θεωρούµενου µεταφυσικά» (Αρτώ 1938: 103). Αυτό επισηµαίνει και η
ηθοποιός Ταχτσόγλου όταν λέει: «Τελείως βουτιά στο ον κάναµε. ∆εν ήµασταν εµείς ούτε τ’ όνοµά
µας ούτε το φύλο ούτε η καταγωγή. Ήταν το ον. Αυτό προσπαθούσαµε, αυτό ερευνούσαµε»
(προσωπική συνέντευξη 31/1/2004).
140
Ο χαρακτήρας αυτής της παραγωγής είναι διαπολιτισµικός, καθώς ο Τερζόπουλος
είναι ένας από τους τέσσερις σκηνοθέτες διαφορετικών πολιτισµικών καταβολών που
συναντιούνται σε ένα χώρο σχεδιασµένο από τον Έλληνα καλλιτέχνη της διασποράς
Γιαπωνέζος Ταντάσι Σουζούκι), τους Επτά επί Θήβας (ο Ρώσος Βαλερί Φοκίν) και
την Αντιγόνη (η Γερµανίδα Άννα Μπαντόρα (Anna Badora). Πρόκειται για µία
ηθοποιούς κυρίως του γερµανικού θιάσου και όχι µόνο. Στην περίπτωσή του, ο
Τερζόπουλος χρησιµοποίησε για το χορό των Βακχών σπουδαστές της σχολής χορού
της Πίνα Μπάους (Pina Bausch) ενώ για ∆ιόνυσος επελέγη ο τουρκικής καταγωγής
Και οι δυο επιλογές ήταν κάθε άλλο παρά τυχαίες. Σύµφωνα µε το σκηνοθέτη, οι νέοι
ηθοποιοί, αυτοί, δηλαδή, που δεν έχουν παγιωθεί σε κάποιο είδος υποκριτικής, όπως
20/7/2002). Το πρώτο σκέλος αυτής της άποψης το έχουµε ήδη αναλύσει διεξοδικά
συζητώντας την επιλογή των πρώτων ηθοποιών που διαµόρφωσαν το Άττις, το 1986.
Όσο για το δεύτερο, ο ίδιος ο σκηνοθέτης επεξηγεί: «Γιατί αυτοί το φέρουν στο σώµα
τους. Είναι ανοιχτοί οργανισµοί, είναι και η παράδοσή τους, ότι έχει σχέση µε το φως
141
Ο Τερζόπουλος, λοιπόν, ξεχωρίζει, θέτοντας πολιτισµικά κριτήρια, κάποια θεατρικά
δηλαδή, σε βακχευόµενα σώµατα. Από όλες τις εθνικότητες µε τις οποίες έχει
δουλέψει, είναι στους Έλληνες, τους Τούρκους και τους Κολοµβιανούς στους
πάµε στον πυρήνα των πραγµάτων. Γι’ αυτό το λόγο και οι Έλληνες ηθοποιοί
τους Έλληνες και από τους Γερµανούς [αναφορά στις Βάκχες του 1986 και τις
Βάκχες του 2001]. ∆ηλαδή, είχανε κάτι, έναν µυστικισµό απίστευτο, τον οποίο
δεν τον έχω ξαναδεί πουθενά. Είχαν ένα ζήτηµα πολύ βαθύτερο από όλους
γιατί φαίνεται ότι η σχέση τους µε τη φύση είναι πολύ πιο απόλυτη, και µε τη
142
έτσι όπως παρουσιάστηκε πιο πάνω, αναφέρεται περισσότερο και είναι καθοριστική
για τη διαδικασία προετοιµασίας µιας παράστασης. Και, κατά την άποψή µας, εδώ
σκηνοθέτη και την πολιτισµική διαλεκτική, όπως αυτή λαµβάνει χώρα στο σώµα του
ηθοποιού είτε αυτός είναι Γερµανός, Κολοµβιανός, Ρώσος κ.ο.κ. Με τον τρόπο αυτό,
έχουµε ένα ακόµα παράδειγµα – πέραν αυτών του Γκροτόφσκι, του Μπάρµπα ή του
Ουίλσον – πολιτισµικής αφοµοίωσης µέσα από τη µελέτη και την εκµάθηση µιας
σώµα, καθώς σε αυτή την παράσταση µπορούµε, κατά τη γνώµη µας, να εντοπίσουµε
ανισορροπία δεν είναι τυχαία, αλλά αποκαλύπτει δύο καίρια σηµεία. Πρώτον,
µεγάλο βαθµό την ενέργεια και την εκφραστικότητά του. Κατά δεύτερο λόγο,
48
Παρόµοιες είναι οι επισηµάνσεις του Κρίστελ Βάιλερ (Christel Weiler), στο άρθρο του
“Japanese Traces in Robert Wilson’s Productions”, όπου πραγµατεύεται τον τρόπο µε τον οποίο το
σώµα του ηθοποιού στις παραστάσεις του Ουίλσον αφοµοιώνει πολιτισµικά τη γιαπωνέζική
υποκριτική τέχνη. Βλ. Weiler (1996) 105-13.
Στην περίπτωση, όµως, του Τερζόπουλου τουλάχιστον, θα πρέπει και πάλι να υπενθυµίσουµε
τον καταλυτικό παράγοντα της προετοιµασίας µιας παραστάσης, ο οποίος εν µέρει καθορίζει την
ποιότητα της εκφραστικής των ηθοποιών.
143
χρόνο του σώµατος του ηθοποιού, σπεύδουµε να επισηµάνουµε ότι αυτές οι
ουσιοκρατικός, µε την έννοια ότι πιστεύει και αναζητά εκείνον τον πυρήνα που
πολιτισµικών, κοινωνικών, φυσιολογικών κ.λπ. Μέσα από αυτή τη διά του θεατρικού
πολιτισµικό θέατρο.
του ενδύµατα για να το αναδείξει επί σκηνής σε σώµα αρχετυπικό και παγκόσµιο,
που φέρει την «καθαρότητα» ενός νεογνού49 ή καλύτερα, στην περίπτωση του
επιπλέον και στο ότι ο σκηνοθέτης στόχευσε στη διαµόρφωση ενός δικού του
Όπως ήδη έχουµε δει, ο Τερζόπουλος διαµόρφωσε ένα σύστηµα εκπαίδευσης του/ της
49
Ο παραλληλισµός του σώµατος στο θέατρο του Τερζόπουλου µε το νεογνικό σώµα δε θα
πρέπει να παραξενέψει τον αναγνώστη. Για τον σκηνοθέτη, η εµπειρία της γέννησης είναι ένα ακόµα
παράδειγµα «σκληρότητας». Να πώς την αντιλαµβάνεται ο ίδιος: «[…] όλοι οι άνθρωποι έρχονται
στον κόσµο ως αποβολές. ∆εν έρχονται κανονικά. ∆ηλαδή, ο άνθρωπος έρχεται σ’ αυτόν τον κόσµο
µέσα από την οδύνη, µέσα από τον πόνο, µέσα από τη βία. Η βία είναι αυτή που τον φέρνει στον
κόσµο. Σπρώχνεται, κατακερµατίζεται, χτυπιέται, δέρνεται. ∆εν έρχεται όπως ο θεός. Ο θεός έρχεται
κανονικά κι αυτή είναι η µεγάλη διαφορά από το θεό και τον άνθρωπο» (προσωπική συνέντευξη
20/7/2002).
144
ίδιος υποστηρίζει, αλλά και όπως µαρτυρεί και η συνεργασία του µε ξένους
αν και αναγνωρίζουν ότι στο σώµα του ηθοποιού εγχαράσσονται κοινωνικοί και
βασίζουν τη θεατρική τους πράξη στην πεποίθηση ότι κάτω από αυτό το κοινωνικό
επίστρωµα υπάρχει ένα ουσιοκρατικό σώµα. To ουσιοκρατικό σώµα κείται πέραν του
φύλου, του γένους, της φυλής, του όποιου κοινωνικού προσδιορισµού. Πρόκειται για
µια έννοια που παίρνει µεταφυσικές ακόµα και µυστικιστικές προεκτάσεις (Auslander
1997: 91-92)51, κατά τον ίδιο τρόπο που το θέατρο του Τερζόπουλου αναδεικνύεται
50
Εξηγεί ο ίδιος: «Καθώς στηρίζεται σ’ έναν εξωγλωσσικό κώδικα, µπορεί να εφαρµοστεί σε
ηθοποιούς από την Ιαπωνία µέχρι τη Γερµανία και από τη Βενεζουέλα µέχρι τη Ρωσία. Ακόµα και σε
ερασιτέχνες ηθοποιούς. ∆εν έχει να κάνει µε το θέατρο, είναι περισσότερο µια ανθρωπολογική
µελέτη.[…] Όταν δουλεύω µε ένα νέο άνθρωπο […] πρέπει να βρω ένα σύστηµα να τον χαλαρώσω µε
ασκήσεις που εξαντλούν και αποδοµούν το σώµα και τα άκρα και επιτρέπουν σε κάποιον να φτάσει σε
κατάσταση ευωχίας. Τότε το σώµα απαλλάσσεται από την κακή ενέργεια και φτάνει στο σηµείο µιας
λευκής ισορροπίας. Αυτό το σηµείο δεν επιτυγχάνεται εύκολα και πολλές φορές για να το προσεγγίσει
κανείς φτάνει σε extreme καταστάσεις, ακόµα και σε παραλήρηµα» (Τερζόπουλος 6/7/2002: 20).
51
Να διευκρινίσουµε ότι επισηµαίνοντας τις µεταφυσικές και µυστικιστικές προεκτάσεις του
ουσιοκρατικού σώµατος, ο Αουσλάντερ (Auslander) δράττεται της ευκαιρίας να ασκήσει την κριτική
του κατά της νεωτερικής θεωρίας του θεάτρου. Κατά τη γνώµη του, ενώ η τελευταία ευαγγελίζεται ότι
απελευθερώνει το σώµα, αµφισβητώντας συνεπώς όποια πολιτική ή κοινωνική ηγεµονία, στην ουσία
αποτυγχάνει ακριβώς γιατί πρώτον αδυνατεί να δει το σώµα ως ιδεολογικά διαµορφωµένο και
δεύτερον διότι απελευθερώνοντας το σώµα από την υλικότητά του, το σώµα πειθαρχείται εκ νέου είτε
από το δραµατικό κείµενο (όπως στην περίπτωση του Συστήµατος του Στανισλάφσκι) είτε από το
κείµενο της αρχέτυπης ψυχικής ορµής (όπως συµβαίνει µε το Γκροτόφσκι). Σε µια τέτοια θεώρηση του
«νεωτερικού σώµατος», ο Αουσλάντερ αντιδιαστέλλει το «µετανεωτερικό σώµα» ως έναν τόπο
κοινωνικών και ιδεολογικών διεργασιών και κωδικοποιήσεων, τις οποίες δε µπορεί απλά να υπερβεί.
Κατά συνέπεια, το σώµα στο µεταµοντέρνο θέατρο εκθέτει τον ιδεολογικό Λόγο από τον οποίο
εγγράφεται και περιγράφεται, και επαληθεύεται ως ένα ιστορικό και πολιτισµικό κατασκεύασµα. Κατά
τρόπο ανάλογο, η διαφορά µεταξύ του µετανεωτερικού καλλιτέχνη από το νεωτερικό δεν είναι
ιστορική αλλά επιστηµολογική. Ο µετανεωτερικός καλλιτέχνης επιδιώκει να αποκαλύψει τους
µηχανισµούς εγγραφής του σώµατος από το Λόγο, δουλεύοντας εκ των έσω, και δεν εργάζεται για την
άρση των ιδεολογικών κωδίκων. Βλ. Philip Auslander (1997) 89-97.
52
Το ζήτηµα των κοινών ψυχοβιολογικών χαρακτηριστικών όλων των ανθρώπων, που αποτελεί
τη βάση της ανθρωπολογικής αντίληψης του θεάτρου, απασχολεί και τη Μαρία Σεβτσόβα (Maria
Shevtsova). Αν για το Γκροτόφσκι, ο χτύπος της καρδιάς, τα µοτίβα αναπνοής, οι σωµατικοί ήχοι, οι
ρυθµοί κ.λπ. συνιστούν ένα παγκόσµιο ψυχοφυσιολογικό σύστηµα από το οποίο µπορεί να προκύψει
145
2.5.2. Το ιερογλυφικό σώµα
Μέχρι στιγµής στη συζήτησή µας είδαµε ότι στο θέατρο του Τερζόπουλου το
ιδεολογικούς όσο και για λόγους που άπτονται της τεχνικής, µε την έννοια ότι έτσι
του. Υπάρχει, όµως, κι ένα ακόµα σηµείο, το οποίο αφορά το αισθητικό σκέλος. Θα
µπορούσαµε να πούµε ότι ο σκηνοθέτης χειρίζεται το θεατρικό σώµα µέσα από µια
Ήδη το 1938, ο Αρτώ διακήρυττε ότι «[…] η σκηνή είναι ένας συγκεκριµένος
φυσικός χώρος που µας ζητάει να τον γεµίσουµε, να του δώσουµε να µιλήσει τη δική
του συγκεκριµένη γλώσσα» (Αρτώ 1938: 42). Μεταξύ άλλων, ο Αρτώ, και
του Μπαλί […]» (Wiles 1980: 125). Μιλούµε, δηλαδή, για τη µέσω του σώµατος
ανθρώπινα συναισθήµατα και εµπειρίες (από την ερωτική πράξη ως το φόνο), άµεσα
αναγνωρίσιµα (Αρτώ, στο Rose 1986: 8). Όπως επισηµαίνει o Τίµοθι Ουάιλς
(Timothy Wiles), ο Αρτώ έλκεται από την ιδέα των «ιερογλυφικών» σωµάτων κατά
ένα παγκόσµιο σύστηµα υποκριτικής υπερπολιτισµικού χαρακτήρα, κατά τον ίδιο τρόπο που ο
Μπάρµπα αναζητά την ανθρώπινη «ουσία» πέρα από τις αποδεκτούς κοινωνικοπολιτισµικούς
προσδιορισµούς, η θεωρητικός παρατηρεί ότι «αυτή η φυσικότητα, όπου οι ‘φυσικές’ σωµατικές
λειτουργίες ωθούνται στα άκρα για να δηµιουργήσουν ένα τέχνασµα που δε µοιάζει τεχνητό,
προϋποθέτει ότι η όποια µεσολάβηση συµβαίνει από µέρους του ηθοποιού, εκτυλίσσεται σε µια
καθαρή [pure] κατάσταση» (1993: 39). ∆ιαφορετικά ειπωµένο, όσο κι αν, για παράδειγµα, τα µοτίβα
αναπνοής είναι ελεγµένα και επεξεργασµένα από τον ηθοποιό και το σκηνοθέτη του, σύµφωνα µε αυτή
τη λογική «παραµένουν µέσα στην τροχιά του σώµατος» και δεν προκύπτουν από εξωτερική
146
τον ίδιο τρόπο που ο Έζρα Πάουντ (Ezra Pound) έλκεται από τα κινέζικα
συναισθηµάτων σε ένα συγκεκριµένο σηµείο [sign], το οποίο έχει χωρική έκταση και
είναι και µια ‘εικόνα’ αυτού το οποίο σηµαίνει [έµφαση δική µου]» (Wiles 1980:
129).53
Κατά παρόµοιο τρόπο, από τη στιγµή που στο τελετουργικό θέατρο του Τερζόπουλου
εκθέτοντας το γυµνό του σώµα επί σκηνής στερείται κατά πολύ των εργαλείων της
µεταµφίεσης του, εντούτοις, στη σκηνή του Τερζόπουλου ακυρώνεται ο κίνδυνος που
πάντα καραδοκεί για το επί σκηνής γυµνό, έτσι όπως τον επισηµαίνει ο ∆ηµήτρης
Τσατσούλης στη µελέτη του «Γυµνό: όριο και υπέρβαση της θεατρικής σύµβασης»:
147
Στο σηµείο αυτό υπάρχει ένα κενό µεταξύ του ‘δείχνει’ και του ‘δείχνεται’,
ένα lapsus που συµβολίζει το όριο και την υπέρβαση της θεατρικής σήµανσης:
χρόνο της θεατρικής δράσης και να ‘δείχνεται’ στο θεατή του ως να ανήκε σε
ένα εκεί και τότε, ταυτόχρονα ‘δείχνει’ στον τελευταίο όχι πλέον το
που παραπέµπει στην πραγµατικότητα του ίδιου του ηθοποιού και όχι του
Ο τελετουργικός χαρακτήρας του θεάτρου του Τερζόπουλου, στο πλαίσιο του οποίου
παραπέµπει στον Αρτώ ή στο Γκροτόφσκι, η ανάδειξη του σώµατος σε ένα και
µια διαλεκτικότητα και εναλλαξιµότητα µεταξύ του γυµνού και του ντυµένου» (ό.π.
1999: 122), µια και «Η συνύπαρξη γυµνού και ντυµένου ή, ακόµα καλύτερα, η
αντίθεση της ένδειας και της ευφορίας µε τη µεταφυσική έννοια της έλλειψης και
148
Από τα παραπάνω είναι ολοφάνερο ότι ο Τερζόπουλος αποµακρύνεται πλήρως από
τη φιλοσοφία και την πρακτική της πρώτης σκηνοθετικής του περιόδου, τότε που το
θεατρικό σώµα ήταν ένα ιδεολογικό σώµα µια και διαµορφωνόταν υπό το πρίσµα της
µπρεχτικής θεωρίας και της µαρξιστικής ερµηνείας του κόσµου και της θέσης του
Όσο, όµως, κι αν απέχει η σηµερινή του θεώρηση του θεατρικού σώµατος από αυτή
της πρώτης περιόδου, υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, ένα σηµείο σύγκλισης που αφορά την
συσσώρευση κοινωνικών ‘χειρονοµιών’ […] που δείχνουν την κοινωνική του σχέση
µε τους άλλους» (Wiles 1980: 78). Από την άλλη, µετά το 1986, όπως είδαµε, ο
Και στις δύο περιόδους, κριτήριο της δράσης του αποτελεί η εξυπηρέτηση των
στην Ανατολική Γερµανία κουβαλώντας στις αποσκευές του µνήµες και βιώµατα
σαφώς διαµορφωµένα από την αριστερή συνείδηση της οικογένειάς του και φυσικά
το µετά τον Εµφύλιο κλίµα που κυριαρχούσε στην Ελλάδα της εποχής εκείνης, θα
έκφρασης. Κι αυτό µολονότι πια στο γερµανικό θέατρο ο Μπρεχτ έχει πάψει να
149
κυριαρχεί στη θεωρητική ατζέντα54 και το Μπερλίνερ Ανσάµπλ, µετά το θάνατο της
Ελένε Βάιγκελ, δεν έχει την αίγλη του παρελθόντος ούτε την αντιστοίχου µεγέθους
O Τερζόπουλος ενστερνίζεται το Λόγο του κοµµουνισµού και του Μπρεχτ, την ίδια
γενική πειθαρχική δύναµη που διαποτίζει την κοινωνία σαν σύνολο και καθορίζει τη
ζωή σε ατοµικό επίπεδο, και ο Ζακ Ντεριντά (Jacques Derrida) διακηρύσσει ότι «Ο
Λόγος δεν εκφράζει µόνο αλήθεια, αλλά και εξουσία/ αυθεντία» (Rivkin και Ryan
54
Όπως µας πληροφορεί ο Κάρλσον (Carlson), από τα τέλη του ΄60 και κατά τη δεκαετία του
΄70, παράλληλα µε την επιρροή των Αρτώ, Μπέκετ (Beckett) και Ιονέσκο (Ionesco), η πλειοψηφία των
νέων Γερµανών δραµατουργών παρήγαγαν πολιτικό θέατρο. Αυτή η νέα γενιά, µε επικεφαλής τον
Φραντζ Ξαβιέ Κροτζ (Franz Xaver Kroetz), συνδύαζε το νατουραλισµό στην τεχνική µε την πολιτική/
κοινωνική θεώρηση, βαδίζοντας στα βήµατα που είχε χαράξει ο Πέτερ Χάντκε τόσο µε τα
Sprechstücke – µε πιο γνωστό το Βρίζοντας το Κοινό (1966) – όσο και µε άρθρα του, στα οποία
επιτίθεται στο «ειδυλλιακό όραµα» του Μπρεχτ, προτιµώντας το ρεαλισµό του Χόρβατ (Horvath)
(1984: 462-65).
Κατά παράδοξο, όµως, τρόπο, µετά το 1980 έχουµε την οικειοποίηση του Μπρεχτ από
κριτικές θεωρίες που υπηρετούν νέα κινήµατα κοινωνικο-πολιτισµικού ή πολιτικο-ιδεολογικού
χαρακτήρα. Τυπικό το παράδειγµα των θιασωτών του µεταµοντερνισµού, που θεωρούν τη µπρεχτική
κληρονοµιά ως ένα µη κλειστό σύστηµα, που διακρίνεται για την πολυσηµία και τη ρευστότητά του.
Χαρακτηριστικά, στο βιβλίο της Postmodern Brecht (1989), η Ελίζαµπεθ Ράιτ (Elizabeth Wright)
αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Μπρεχτ έναν από τους πρόδροµους του µεταµοντερνισµού και εντοπίζει
τις µεταλλάξεις που έχει υποστεί το µπρεχτικό αισθητικό µοντέλο από τη Γερµανίδα χορογράφο Πίνα
Μπάους και το συγγραφέα Χάινερ Μύλλερ (Σακελλαρίδου 1999: 114, 118˙ Sakellaridou 2002: 179-80,
190). Αντίστοιχα, όπως επισηµαίνει στα παραπάνω άρθρα της η Σακελλαρίδου, η µπρεχτική θεωρία
έχει συνεισφέρει σηµαντικά τόσο στη φεµινιστική θεωρία της αναπαράστασης όσο και στην πρακτική
του γυναικείου θεάτρου. Το ζήτηµα της επίδρασης της µπρεχτικής αισθητικής και θεωρίας στη
σύγχρονη σκηνή θα µας απασχολήσει ξανά στο Κεφάλαιο 3, όπου επικεντρωνόµαστε στο πολιτικό
στοιχείο στο σκηνοθετικό έργο του Τερζόπουλου.
55
Tην εποχή που ο Τερζόπουλος µαθητεύει στο Μπερλίνερ Ανσάµπλ, διευθύντρια
υπενθυµίζουµε ότι είναι η Ρουθ Μπέργκχάουζ, η οποία µε τις πειραµατικές της παραστάσεις
προσπάθησε να ξαναδώσει στο θίασο την παλιά του αίγλη. Οι πειραµατισµοί της, όµως, ξεσήκωσαν
πολλές αντιδράσεις. ∆ιάδοχός της στη διευθυντική θέση ήταν ο Μάνφρεντ Βέκβερτ το 1977, όταν πια
ο Τερζόπουλος έχει αποχωρήσει για να επιστρέψει στην Ελλάδα (Brockett 1995: 557). Για
περισσότερα για την πορεία του Μπερλίνερ Ανσάµπλ µετά το θάνατο του Μπρεχτ το 1956, βλ.
Τεµπρίδη (1999) 60-62.
150
Παράλληλα, τα ιστορικά γεγονότα της «Άνοιξης της Πράγας», µε την καταστολή της
από τη σοβιετική εισβολή, και των αναταραχών του «Μάη του ΄68» στο Παρίσι, οι
Καθίσταται σαφές ότι ο Τερζόπουλος δεν ακολουθεί το κριτικό ρεύµα της περιόδου
καθώς, όπως είδαµε, µέχρι και το 1983 λειτουργεί ως υποστηρικτής της µαρξιστικής
ένα νέο ιδεολογικό και θεατρικό σύστηµα. ∆ιαµορφώνει, λοιπόν, από τα µέσα της
δεκαετίας του 1980 ένα θέατρο της σκληρότητας στη γραµµή που χάραξε ο Αρτώ και
ο Γκροτόφσκι και αναζητεί στα (θεατρικά) σώµατα ένα Κέντρο, ασχέτως των λοιπών
ξεκάθαρα την παγκοσµιότητα του σώµατος την ίδια στιγµή που στις τέχνες το
είναι το κίνηµα της Body Art, το οποίο προστίθεται στο χώρο των παραστασιακών
τεχνών. Πρόκειται για έκφραση όπου ο/η καλλιτέχνης παριστάνοντας στην υπερβολή
τους τις ιδιαιτερότητες του φύλου, του γένους, της εθνικότητας ή άλλες
ιδιαιτερότητες του σώµατος/ εαυτού, ακόµα πιο επιθετικά τινάζει στον αέρα τους
56
Η Αµέλια Τζόουνς (Amelia Jones) αναφέρεται στη φεµινιστική έκφραση της body art.
Φυσικά, όµως, η body art δεν περιορίζεται στη φεµινιστική της εκδήλωση. Γενικότερα, οι όροι «body
art» και «performance art» αρχίζουν να κατοχυρώνονται τη δεκαετία του ΄70 για να περιγράψουν ένα
νέο αυτόνοµο ρεύµα, το οποίο τουλάχιστον στη Νέα Υόρκη και στην Καλιφόρνια προέκυψε από τις
εξελίξεις στις εικαστικές τέχνες (µε τα χάπενινγκς, τα περιβάλλοντα, την εννοιολογική τέχνη) και στο
151
Για τον Τερζόπουλο, όµως, η δηµιουργία πρωτίστως «[ε]ίναι µια κίνηση εσωτερικής
ανάγκης» (2000: 71), η οποία τον οδηγεί στην αναζήτηση ενός κέντρου, στη
µικρές αφηγήσεις. Αυτά την εποχή (αρχές του 1980) που ήδη κυριαρχεί στην
«δυσπιστία για τις υπερ-αφηγήσεις » (Lyotard, Kaye 1994: 18). Κατά τον ίδιο τρόπο
που από το νεωτερικό έργο «που αγωνιά να ορίσει τον εαυτό του, να ξεπεράσει το
έργο του πρόσφατου παρελθόντος σε µια προβολή προς το ‘θεµέλιο’/ ‘πηγή’, προς
την αποκάλυψη του δικών του µοναδικών όρων που το νοµιµοποιούν ως τέχνη»
(Kaye 1994: 2), περνάµε στο µετανεωτερικό στην τέχνη και την περφόρµανς.57
Την ίδια, λοιπόν, περίοδο, ο Τερζόπουλος κινείται σε µια κατεύθυνση αντίθετη προς
την κυρίαρχη, αναζητώντας εκείνο το ιδεολογικό σχήµα και το αισθητικό ύφος που
χορό (µε τις καινοτοµίες των Ανν Χάλπριν (Ann Halprin), Σιµόν Φόρτι (Simone Forti) και Υβόννε
Ράινερ (Yvonne Rainer). Ενδεικτικά να αναφέρουµε ότι ο Μπρους Νάουµαν (Bruce Nauman) ήταν
ένας από τους πρώτους body artists µε τις βιντεοσκοπήσεις µερών του σώµατός του και τις
ηχογραφήσεις των ήχων του, ενώ αξίζει να επισηµάνουµε εκείνο το είδος της body art που
χρησιµοποιούσε το σώµα µε ακραίο τρόπο ή το υπέβαλε σε πόνο και το εξέθετε στον κίνδυνο. Τα έργα
των Κρις Μπάρντεν (Chris Burden) και Βίτο Ακκόντσι (Vito Acconci) ξεχωρίζουν, µε τον πρώτο, για
παράδειγµα, να βάζει ένα φίλο του να τον πυροβολήσει στο χέρι (Shoot, 1971). Για περισσότερα, βλ.
Carlson (1996) 100-20˙ Goldberg (2001) 152-226˙ Auslander (1989) 89-97.
57
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, κάνουν την εµφάνισή τους καλλιτέχνες και θεατρικά
σχήµατα που εκδηλώνουν µια τέτοια τάση, όπως ενδεικτικά ο Πινγκ Τσόνγκ (Ping Chong) µε τη
θραυσµατική του αφήγηση, που ενώ περιέχει στοιχεία αφήγησης, δε στοχεύει στην εξιστόρηση µιας
ιστορίας, το Wooster Group, η Λώρι Άντερσον (Laurie Anderson) κ.ά.
58
∆ιασαφηνίζουµε προς αποφυγή σύγχυσης ότι ο όρος «λογοκεντρισµός» δε χρησιµοποιείται
εδώ µε την έννοια του βερµπαλισµού και της πρωτοκαθεδρίας του δραµατικού κειµένου στη σκηνική
152
χαρακτηρίσουµε, ουσιοκρατική θεώρηση του σώµατος, που αντικατοπτρίζεται και
στο θεατρικό του ιδίωµα. Από πολλούς η υιοθέτηση µιας τέτοιου είδους στρατηγικής
ανησυχίας για τις επιπτώσεις που έχει ο σηµερινός ψηφιακός πολιτισµός στο θέµα της
δει τα πράγµατα ως έχουν και αναβάλλει κάθε είδους αυθεντική αντίσταση (Causey
2002: 60-61). Ο Τερζόπουλος, όµως, κινείται µε την ίδια βαθιά πίστη που κάποτε
Χωρίς ένα στοιχείο σκληρότητας στη βάση κάθε θεάµατος, το θέατρο δεν
είναι βιώσιµο. Με τον εκφυλισµό που κυριαρχεί σήµερα, µόνο διαµέσου των
θεάτρου για το οποίο, υπό την απειλή µιας ολοκληρωτικής τεχνολογικής κυριαρχίας,
η πιθανότητα εξαφάνισής του δεν αποτελεί πια µόνο θέµα θεωρητικής µελέτης, αλλά
το ζωντανό φθαρτό πάσχον σώµα, το σώµα που σπαράζει και σπαράσσεται από τον
µετα-γραφή. Ο λογοκεντρισµός, µε τη σηµασία που ο Ντεριντά τού έχει δώσει, αφορά την παράδοση
της µεταφυσικής στη φιλοσοφία, η οποία θεωρεί αυταπόδεικτη την κυριαρχία του λόγου, µε την
αρχαία σηµασία της λέξης τόσο ως οµιλία όσο ως σηµασία/ λογική. Ο Αππινιανέζι επισηµαίνει ότι ο
λογοκεντρισµός επιθυµεί µια τελείως λογική αφήγηση, η οποία εγγυάται απόλυτα ότι η παρουσία του
κόσµου και η ουσία όλων όσων υπάρχουν σε αυτόν αναπαριστάται και µπορούµε να µιλούµε για αυτή
µε απόλυτη βεβαιότητα (Appignanesi 2002: 77-78). Στη δεκαετία, όµως, του ΄60, µειονοτικές οµάδες
άρχισαν να αµφισβητούν την όποια ερµηνεία της κοινωνίας, της τέχνης ή της γλώσσας µέσα από το
κυρίαρχο Κέντρο (είτε αυτό είναι ο Άνθρωπος, η Ευρώπη, η Αλήθεια, η λευκή µεσοαστική οικογένεια
κ.λπ.) Έτσι, εµφανίζεται ο όρος “ex-centric”, το «έκ-κεντρο» ως η µετατόπιση από το Κέντρο στην
περιφέρεια του Λόγου. Βλ.Taylor και Winquist (2001) 237.
153
πόνο και την αγωνία που η ίδια η θνητότητά του προκαλεί. Προκειµένου να επιτύχει
γυµνό χώρο. Είναι αυτή η γεωµετρία της όψης που θα µας απασχολήσει στην
154
2.6. Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΟΨΗΣ
2.6.1. Γεωµετρώντας το άπειρο: επιρροές από την πρωτοπορία του 20ού αιώνα
Αν σε εικαστικό επίπεδο, τις δυο πρώτες παραστάσεις του Άττις, τις Βάκχες και το
έπειτα θα υιοθετήσει ένα άλλο ύφος. Έτσι, στις παραστάσεις που θα ακολουθήσουν,
φορµαλισµό και στη γεωµετρία, που, παρά την αυστηρότητά της, αναδεικνύει µια
ποιητική αντίληψη του χώρου. Κύριος συνεργάτης του στον τοµέα αυτό είναι ο
Ήδη έχουµε επισηµάνει ότι το σώµα στο τελετουργικό θέατρο του Τερζόπουλου
µαζί του µέσα από µια αισθητική του γλυπτού για να αναδειχθεί σε σώµα
τρόπο αυτό, ο/η ηθοποιός αναδεικνύεται στο κεντρικό εκφραστικό στοιχείο του
σκηνικού χώρου.
154
Ο χώρος, όµως, στο θέατρο του Τερζόπουλου δεν είναι τελείως άδειος, µε την έννοια
του Πήτερ Μπρουκ, ο οποίος πρεσβεύει ότι «[η] απουσία σκηνογραφίας είναι
Στο θέατρο του Έλληνα σκηνοθέτη, ορισµένες γεωµετρικές φόρµες και το φως
Επί του παρόντος, αξίζει να θυµηθούµε ότι ο σκηνοθέτης συγκαταλέγει στις επιρροές
Η αφαίρεση ως απογύµνωση της σκηνής από οτιδήποτε περιττό για χάρη µιας
Μπαουχάουζ από συστάσεώς του το 1921˙ τέτοια συναντάµε και στο θέατρο του
1943) στη σκηνή του Μπαουχάουζ συµβάλλουν στη διαµόρφωση της προσωπικής
Rowland), µολονότι το θέατρο του Σλέµµερ δεν είναι θρησκευτικό, κάνει χρήση
Ανθρώπου. Πρόκειται για ένα θέατρο φορµαλιστικό, που εξερευνά τη σχέση του
155
χώρου µε την ανθρώπινη µορφή και ενσωµατώνει το γκροτέσκο και το κωµικό (1990:
168-71).
Από την άλλη, σε έναν από τους πρωτεργάτες της Ρωσικής Πρωτοπορίας, τον
ενός κόσµου πέρα από τον πραγµατικό, ενός «µη-αντικειµενικού κόσµου», όπως τον
διέπεται από τους δικούς του νόµους και στηρίζεται στη βασική φόρµα του
1999: 43).1
του µη αναπαραστατικού θεάτρου έτσι όπως αυτό διαµορφώθηκε στις αρχές του 20ού
«ξεπροβάλλει ένα σκοτεινό ταξίδι στα βάθη του εσωτερικού κόσµου του ατόµου/
1
Αρκεί να θυµηθούµε έργα του Μαλέβιτς, όπως το Μαύρο Τετράγωνο (περ. 1914-15), το
Κόκκινο Τετράγωνο (1915), το Μαύρο Κύκλο (1923), το Μαύρο Σταυρό (1923) ή το ∆υναµικό
Σουπρεµατισµό Νο 57 (1916) µε τη σύνθεση περισσότερων από ένα χρωµατιστών γεωµετρικών
στοιχείων.
156
αντικατασταθεί από τον κενό χώρο σε µια νέα σχέση µε τις λειτουργίες του νου.
Στους σουρεαλιστές, για παράδειγµα, η άδεια σκηνή γίνεται µια µεταφορά του
«άδειου µυαλού», «το οποίο, ακριβώς επειδή είναι ‘άδειο’ τόσο πιο πολύ
αναπαραστατικής αισθητικής, που ανέδειξαν στις αρχές του περασµένου αιώνα και
άλλοι καλλιτέχνες της νεωτερικότητας, όπως ο Άντολφ Άππια (Adolphe Appia) και ο
ζωγραφικό πνεύµα για µια γλυπτική αισθητική του θεατρικού χώρου. Υπηρετώντας
αυτή τη νέα αισθητική άποψη, θα αναδείξουν τη σηµασία του φωτισµού για την
Ο Άππια προβάλλει σαν πρωταρχικό στοιχείο στην τέχνη του θεάτρου τον
ηθοποιό και γι’ αυτό τον σκηνικό χώρο τον αντιλαµβάνεται σαν µια
2
Περισσότερα επί του θέµατος και της καθοριστικής επίδρασης της φροϋδικής θεωρίας στη
διαµόρφωση του θεάτρου του 20ού αιώνα, βλ. Σάββας Πατσαλίδης (2000) 281-94.
157
Τα παραπάνω σηµειώνει ο Φαίδων Πατρικαλάκης σε µια περιγραφή που θα
µπορούσε κάλλιστα να ισχύσει και για το θέατρο του Τερζόπουλου. Ας µην ξεχνάµε
ότι και ο Μέγιερχολντ, µια ακόµα αναφορά του Τερζόπουλου, µετά τη Ρωσική
κεκλιµένα επίπεδα κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό προβάλλεται µια αισθητική που αρνείται
χαρακτήρα του σκηνικού χώρου και τον ενσωµατώνουν στη δράση, µε την κίνηση
των ηθοποιών να συντονίζεται µε το σχήµα, τις διαστάσεις και τις κινήσεις του
σκηνικού. Οι πιο πάνω δηµιουργοί αποτελούν µέρος του γενικότερου ρεύµατος της
δεκαετίες του 20ού αιώνα. Τότε που είχαµε έναν εντυπωσιακό αριθµό συνεργασιών
ανανέωσης της θεατρικής όψης. Και είναι σε αυτό το σηµείο που µπορούµε να
διακρίνουµε τις επιρροές της ιστορικής πρωτοπορίας στον αισθητικό κώδικα του
Άττις.
158
Η αφαίρεση, όµως, ο φορµαλισµός και η γεωµετρία που διαµορφώνουν την αισθητική
του Άττις, θα µπορούσαµε να πούµε ότι προδίδουν ακόµη µια συγγενική σχέση, αυτή
Ιρλανδός συγγραφέας, όταν στις αρχές του 1930 έφτασε στο Παρίσι, ήρθε σε άµεση
επαφή µε την ιστορική πρωτοπορία και τις αναζητήσεις της, όπως τις περιγράψαµε
πιο πάνω. Η ίδια θα αφήσει το αποτύπωµά της στην οπτική αισθητική της µπεκετικής
συγγραφέα για τη σκηνική εικόνα φτάνει τόσο πολύ στα άκρα, ώστε ο Μπέκετ να
«γράφει πίνακες» (Garner 1994: 54). Το έργο είναι πια µια εικόνα, έτσι που, όπως
(Chabert),
πιθανές σχέσεις µεταξύ σώµατος και κίνησης, σώµατος και χώρου, σώµατος
3
Αν στο Περιµένοντας το Γκοντό, ο Μπέκετ αφήνει πολλά στη διακριτική θέληση του
σκηνογράφου, από το Τέλος του Παιχνιδιού (1957) και µετά, υιοθετεί ένα συγκεκριµένο εικαστικό
ύφος και αναλαµβάνει την επίβλεψη της εικαστικής σύνθεσης. Εδώ οι βασικές εικαστικές αρχές είναι η
γεωµετρική αυστηρότητα της γραµµής και του επιπέδου µε τον ταυτόχρονο διασκορπισµό
αντικειµένων, το γκρίζο φωτισµό και την αµορφία της γερµένης ανθρώπινης φιγούρας. Με κατοπινά
έργα σαν την Τελευταία Ταινία του Κραπ ή τις Ευτυχισµένες Μέρες, ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει ακόµα
περισσότερο την αισθητική εικόνα, ορίζοντας επακριβώς τη σύνθεση.
159
και αντικειµένων, σώµατος και φωτός, και σώµατος και λέξεων. (στο Garner
1994: 54-55)
∆εν είναι τυχαία, εποµένως, η στροφή του Τερζόπουλου στο Μπέκετ και τα
µονόπρακτα της τελευταίας περιόδου, όχι µόνο για το φιλοσοφικό περιεχόµενό τους
Αξίζει, προς το παρόν, να παραµείνουµε στο ζήτηµα της γεωµετρίας της όψης για να
Πέρα από τα παραπάνω θα ήταν ελλιπές αν ερµηνεύαµε την έντονη γεωµετρία που
διακρίνει την όψη του θεάτρου του Τερζόπουλου µόνο ως αυστηρή φορµαλιστική
ουσιοκρατική αντίληψη του σκηνοθέτη, που ήδη έχουµε θίξει, για να δούµε τώρα τον
160
Τα γεωµετρικά σχήµατα που βλέπουµε στο θέατρο του Τερζόπουλου δεν αποτελούν
µόνο ειδοποιά στοιχεία της εικαστικής γλώσσας ενός Μαλέβιτς ή ενός Σλέµµερ. Ο
επανειληµµένα στη µυθολογία και στα δρώµενα διαφόρων πολιτισµών. Πρόκειται για
οι σαµάνοι και οι ιερείς. Όπως µας πληροφορεί ο Ρότζερς (Rogers), αυτή η αντίληψη
και λειτουργία τους πιθανόν να έχει τις ρίζες της στην προσπάθεια των πρώτων
ανθρώπων να συλλάβουν τη σχέση τους µε το σύµπαν, όπως αυτό ορίζεται από τη γη,
τον ουρανό, τον ήλιο και τις υπερφυσικές δυνάµεις (Rogers 1982: 54-57).
κύκλος είναι το πιο διαδεδοµένο. Ο κύκλος που δεν έχει αρχή και τέλος, που δεν έχει
µαγικός κύκλος, µέσα στον οποίο στέκεται ο µάγος για να προστατευτεί από τις
σκοτεινές υπερφυσικές δυνάµεις,4 ή ο κύκλος της ορχήστρας στο αρχαίο δράµα, της
οποίας το σχήµα πιθανόν να έχει την προέλευσή του από το αλώνι (Χουρµουζιάδης
Αντίστοιχα, ο Τερζόπουλος δεν επιλέγει τον κυκλικό σκηνικό χώρο µόνο επειδή
θεωρείται ότι είναι το τυπικό σχήµα της τραγωδίας. Για τον ίδιο, ο κύκλος αποτελεί
4
Τέτοια σκηνή µε µαγικό κύκλο έχει καταγραφεί στο σελιλόιντ στην ταινία του Μάρτιν
Σκορτσέζε (Martin Scorsese), Ο Τελευταίος Πειρασµός (1988).
5
Για τον κύκλο και τις κυκλώσεις στους Έλληνες συγγραφείς της κλασικής εποχής, βλ. de
Romilly (1995) 134-54. Άξια ανάγνωσης είναι, επίσης, η µελέτη του Κλίφορντ Άσµπυ (Clifford
Ashby) “The Shape of the Orchestra: A History and Critique” (1999). Σε αυτήν επεξηγεί γιατί η
καθιερωµένη άποψη είναι ότι το σχήµα της αρχέγονης/ προγενέστερης ορχήστρας των θεάτρων ήταν
κυκλικό καθώς και τις αδυναµίες/ ασυνέπειες αυτής της άποψης. Η αρχαιολογική µελέτη του Κάρλο
Άντι (Carlo Anti), Teatri Graeci Arcaici da Minosse a Pericle, µας πληροφορεί ο Άσµπυ, ήρθε να
υποστηρίξει τη ρηξικέλευθη υπόθεση ότι το πρωταρχικό σχήµα της ορχήστρας ήταν τραπεζοειδές/
παραλληλόγραµµο, άποψη που στις µέρες µας κερδίζει έδαφος. Βλ. Ashby (1999) 24-41.
161
προϋπόθεση της τραγωδίας ακριβώς γιατί «κύκλος σηµαίνει προσδιορισµός της
13/5/2001).
Επιπρόσθετα, υιοθετώντας τον κύκλο ως την κατάλληλη φόρµα για τον προσδιορισµό
αλλιώς σπιράλ ή έλικας),6 που επίσης κατά καιρούς συναντούµε στις παραστάσεις
του (χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα της σπείρας πάνω στο σκηνικό δάπεδο,
Γι’ αυτό πάµε στο DNA, πάµε στον Έλικα τον ενεργειακό, που υπάρχει σε
όλους τους πολιτισµούς, και µάλιστα αντιλαµβανόµαστε τον κύκλο έτσι, αλλά
σοφός χώρος για την ανάπτυξη της ενέργειας και τη διαµόρφωση των
Ήδη από το 1987, τις απαρχές, δηλαδή, του Άττις, στη σκέψη του Τερζόπουλου
6
Όπως µας πληροφορεί ο Λιούνγκµαν (Liungman), η σπείρα που έχει τη φορά του ρολογιού
(clockwise spiral) είναι στενά συνδεδεµένη µε το νερό, τη δύναµη, την ανεξάρτητη κίνηση και την
προς τα έξω µετακίνηση των φυλών. Συγκριτικά µε τα άλλα βασικά σχήµατα, η σπείρα απαντάται
αργότερα, σε δίσκους της Κρήτης γύρω στο 2000 π.Χ. και στο Θιβέτ ως παλιό σύµβολο πιθανής
δύναµης (Liungman 1991: 168). Επίσης, η σπείρα ως σύµβολο χρησιµοποιείται σε σαµανιστικές
δραστηριότητες για να ενισχύσει την αποτελεσµατικότητά τους (Rogers 1982: 57).
162
[…] πιστεύω ότι η Τέχνη των ιθαγενών εδώ [στην Αυστραλία], η µυστική, η
κάπου, δε λέει ότι αυτό είναι ο κώδικας και εκεί σταµατάει, αλλά βρίσκεται σε
ονοµάζει – και την αέναη κίνησή του, εξαιτίας της οποίας συσχετίζεται µε τη ζωή, τη
Κάτι ανάλογο ισχύει και στην περίπτωση των τεµνόµενων διαγωνίων που
συναντούµε συχνά στη σκηνή του Άττις. Πρόκειται για µια γεωµετρική φόρµα-
σύµβολο που όχι µόνο χαρακτηρίζει αισθητικά το θέατρο του Τερζόπουλου, αλλά
αποτελεί τον άξονα πάνω στον οποίο πολύ συχνά δοµεί τις σκηνοθεσίες του και,
Όπως ερµηνεύει ο Ρότζερς, πολύ πιθανό η ανατοµική του ανθρώπου να είναι αυτή
που αποτέλεσε τη βάση για το συµβολικό σταυρό (Rogers 1982: 54-55). Καθώς ένας
άνθρωπος στέκεται σε οποιοδήποτε σηµείο στην επιφάνεια της γης, η νοητή γραµµή
που σχηµατίζει το βλέµµα του µπροστά µε τη νοητή προέκτασή του προς τα πίσω
163
συµβολικός σταυρός έγινε η βάση για τα τέσσερα σηµεία της πυξίδας, ενώ το
διαίρεση του ουρανού και του σύµπαντος. ∆εν είναι τυχαίο, λοιπόν, που στην
και συχνά ένα από τα εµβλήµατα του σαµάνου. Επιπλέον, θα µπορούσαµε να πούµε
ότι η κάθετη γραµµή του σταυρού συµβολίζει το πνευµατικό επίπεδο, την ανοδική
κίνηση προς το θείο, ενώ η οριζόντια ακτίνα, που τη διαπερνά, σηµαίνει το υλικό
Είναι αυτή η συµβολική διασταύρωση του πνεύµατος και της ύλης που ελκύει τον
χρησιµοποιείται στο θέατρο Νο και σηµαίνει, όπως µας εξηγούν οι Μπάρµπα και
Σαβαρέζε, την απόλυτη συµφωνία (hai) του πνεύµατος (ki, µε τη διττή έννοια του
πνεύµατος και της πνοής) µε το σώµα (Barba και Savarese 1991: 77).8
7
Λέει ο Τερζόπουλος σχετικά µε το «Κάι»: «Όταν εγώ κάνω το Χ [τις τεµνόµενες διαγώνιες],
το βλέπω αισθητικά […] για µένα είναι το ‘Κάι’, είναι το ασιατικό ‘Κάι’: Όταν συναντιούνται δύο
άξονες, έχουµε τη δύναµη. Αυτό είναι και ο σταυρός […]. ∆ηλαδή, πάντα είναι το ‘Κάι’» (προσωπική
συνέντευξη 10/3/2001).
8
Επίσης, ο Γκροτόφσκι, αναζητώντας στο σώµα το ενεργειακό κέντρο από το οποίο
πηγάζουν όλες οι τάσεις για αντίδραση (reactive impulses), το εντοπίζει στην περιοχή του σώµατος
που ονοµάζεται «σταυρός». Βρίσκεται στη βάση της σπονδυλικής στήλης συµπεριλαµβανοµένης της
κάτω κοιλιακής χώρας, την περιοχή που ο Πολωνός σκηνοθέτης αποκαλεί «οργανική βάση της
σωµατικής αντίδρασης». Όπως µας πληροφορεί η Τζένιφερ Κουµιέγκα (Jennifer Kumiega), o
«σταυρός» συνδέεται µε την κουνταλίνι γιόγκα (kundalini yoga), σύµφωνα µε την οποία εκεί υπάρχει
µια συγκέντρωση της ζωτικής ενέργειας της ζωής. Αναπαριστάται σαν ένα φίδι τυλιγµένο τρεισήµισι
φορές, το οποίο κοιµάται στη βάση της σπονδυλικής στήλης. Για το Γκροτόφσκι, όµως, η σπονδυλική
164
τεµνόµενες διαγώνιες είτε φωτιστικά (π.χ. στον Άµλετ: Μια Μαθητεία ή στην Κάθοδο,
«µε τις άλλοτε κάθετες και άλλοτε διαγώνιες δεσµίδες να τέµνουν τη σκηνή και να
(Πατσαλίδης 19/11/2000: 38)9 είτε στη σκηνική διάταξη των ηθοποιών. Εκφραστικό
το παράδειγµα των Βακχών (2001), µε το διαγώνιο άξονα των Βάκχων, των πιστών
του ∆ιόνυσου, να τέµνεται µε εκείνον του Πενθέα και των ακολούθων του, για να
φτάσουµε προοδευτικά στη διάρκεια του έργου στη διάλυση του άξονα της λογικής
και την ταύτισή του µε αυτόν του ενστίκτου µέσα από την ένωση των ∆ιόνυσου-
Πενθέα.10
Ο Τερζόπουλος, όµως, δεν αποκλείει από την αισθητική του παλέτα και το
τετράγωνο. Αν, όµως, για αυτόν ο κύκλος είναι ο «φυσικός» χώρος της τραγωδίας, το
Έτσι, µε το τετράγωνο φεύγουµε από το χώρο της τραγωδίας και της µεταφυσικής για
κύκλου και συγκεκριµένα στην Ελευθερία στη Βρέµη, το ελληνικό και το ρωσικό
Κουαρτέτο, τον Κανόνα και εν πολλοίς τη Λήθη. Πάνω στον ορθογώνιο χώρο µε τις
σκληρές γωνίες και τις απόλυτες πλευρές – µια φορµαλιστική εκδοχή του κλειστού
στήλη µπορεί να είναι το κέντρο κάθε ζωντανής έκφρασης, αλλά η κινητήρια ορµή πηγάζει από τα
σπλάχνα (Kumiega 1987: 119).
9
Αξίζει να σταθούµε στην ερµηνεία των τεµνόµενων διαγωνίων που δίνει ο Πατσαλίδης,
καθώς, σύµφωνα µε την άποψή του, οι τεµνόµενες γραµµές όχι µόνο ορίζουν αλλά και περιορίζουν τα
θεατρικά σώµατα. Ο εγκλωβισµός που ο Πατσαλίδης αντιλαµβάνεται µπορούµε να υποθέσουµε ότι
συνδέεται µε τη θεµατολογία της καθόδου του Ηρακλή στον Άδη και τον εγκλωβισµό του ήρωα εκεί.
10
∆εύτερο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγµα αυτής της χρήσης των τεµνόµενων διαγωνίων
συναντούµε στην παράσταση Αίας-Τρέλα (2004), στην οποία ωστόσο δε θα επικεντρωθούµε καθώς
ξεφεύγει των χρονολογικών ορίων εντός των οποίων η µελέτη µας κινείται.
165
άρρεν και το θήλυ για να συγκρουστούν, µε τον άντρα να «δίνει στη γυναίκα εκείνο
που αυτή δε θέλει να πάρει» και τη γυναίκα να «ζητάει από τον άντρα αυτό που
ενότητα (Κεφάλαιο 4). Για να συνοψίσουµε την παρούσα συζήτησή µας, να πούµε ότι
προέκταση της διερεύνησης της σωµατικής εκφραστικής, αυτή τη φορά στη σχέση
κώδικα των δρώµενων στους αρχαίους πολιτισµούς. Ο σκηνοθέτης αντλεί από την
µυστικιστική ιδεολογία που τη συνοδεύει. Είτε συµφωνεί κανείς είτε όχι µε αυτή την
γεγονός ότι αυτή η στάση του Τερζόπουλου είναι απόλυτα συνεπής µε τη γενικότερη
φυσιογνωµία της θεατρικής πράξης του, έτσι όπως την έχουµε περιγράψει µέχρι
στιγµής.
Με αυτές τις επισηµάνσεις καταλήγει η ανάλυσή µας για τη γεωµετρία της όψης.
τραγικού είδους στο θέατρο του Τερζόπουλου και ειδικότερα των κοθόρνων, της
µάσκας και του χορού, θα µας δοθεί η ευκαιρία να κατανοήσουµε καλύτερα τόσο την
αισθητική γλώσσα του Άττις όσο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σκηνικής
µεταγραφής της τραγωδίας από το σκηνοθέτη. Συγχρόνως, θα πάρουµε µια γεύση του
τρόπου µε τον οποίο δουλεύει ερευνητικά σε κάθε ενότητα δηµιουργίας, ενώ µέσα
166
από τον κύκλο του Ηρακλή θα συστηθούµε µε ένα ακόµα – πέραν της βακχείας –
συστατικό στοιχείο του Άττις, αυτό του θρήνου και του πένθους.
167
2.7. ΒΙΟ∆ΥΝΑΜΙΚΕΣ ΜΕΤΑΠΛΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΡΑΓΙΚΩΝ ΣΚΗΝΙΚΩΝ
ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Εστιάζοντας το ενδιαφέρον µας στη σχέση του Τερζόπουλου µε την τραγωδία, αξίζει
εντοπίσει. Μας είναι ήδη γνωστό ότι από το 1986 που σχηµατίζει την οµάδα του
ελληνική τραγωδία και να αναζητήσει τη δική του ανάγνωση του τραγικού λόγου.
βασική προϋπόθεση της τραγωδίας (προσωπική συνέντευξη 20/7/2002). Από κει και
(µέθοδος αποδόµησης), µιας τεχνικής, η οποία επιτρέπει στο σώµα του ηθοποιού να
θεµατικών κύκλων. Σε κάθε κύκλο, αυτό που διερευνάται είναι κάποια από τις
ουσιαστικά και τον τρόπο µε τον οποίο θα πρέπει να εξετάσουµε στην περίπτωσή του
ιδιαίτερο θεατρικό είδος, όπως ο χορός, η µάσκα, ο από µηχανής θεός, οι κόθορνοι,
169
το εκκύκληµα. Μια τέτοια, όµως, συζήτηση, αναφορικά µε το Άττις, µπορεί να
επικεντρωθεί µόνο στη µάσκα και το χορό ενώ σε µικρή κλίµακα λόγω περιορισµένης
χρήσης µπορεί να συµπεριλάβει και τους κοθόρνους. Πρόκειται για τις συµβάσεις
που ο σκηνοθέτης κρατάει, αφήνοντας τις υπόλοιπες εκτός του θεατρικού του
της µάσκας στο θέατρο του Τερζόπουλου αποκοµµένο από την όλη µέθοδο εργασίας
του σκηνοθέτη, αλλά ως συνιστώσα του συνόλου αυτής. Πριν, όµως, προχωρήσουµε
στα µείζονα θέµατα της µάσκας και του χορού και τις µεταπλάσεις στις οποίες
υπόκεινται µέσα από τη µέθοδο του Άττις, αξίζει να κάνουµε µια σύντοµη αναφορά
στη λειτουργία των κοθόρνων στις δυο εκδοχές της παράστασης των Περσών (1990,
1991).1
Περιγράφοντας τον ιµατισµό και τα εξαρτήµατα του χορού και των υποκριτών, ο
Όλιβερ Τάπλιν (Oliver Taplin) µάς πληροφορεί ότι το χαρακτηριστικό υπόδηµα στην
τραγωδία ήταν ο κόθορνος, µια µπότα που κάλυπτε τη γάµπα. Η διαδεδοµένη, λοιπόν,
1
Ιδιαίτερη χρήση των κοθόρνων έκανε και πάλι ο Τερζόπουλος το 2004 στην παράστασή του
Αίας-Τρέλα, παράσταση που δε συµπεριλαµβάνεται σε αυτές που αποτελούν το αντικείµενο της
µελέτης µας. Παρ’ όλα αυτά, θα µπορούσαµε να παρατηρήσουµε ότι σε αυτή την πολιτική ανάγνωση
της ιστορίας του Αίαντα, µε τις σαφείς µυλλερικές επιρροές, ο σκηνοθέτης δε χρησιµοποιεί τους
κοθόρνους τόσο ως βάθρα πτώσεως. ∆ιατάσσοντάς τους στο σχήµα τεµνοµένων διαγωνίων,
εκµεταλλεύεται το πέρασµα του ηθοποιού, που κάθε φορά ενσαρκώνει τον Αίαντα, από τον ένα
κόθορνο στον άλλο. Πρόκειται για διαδροµές που τις διαγράφει η µανία και η παραφροσύνη του.
Επιπλέον και σε συνδυασµό µε τα ιδιαίτερα κινησιολογικά µοτίβα, πυροδοτούνται συνειρµοί
φέρετρων, σκηνών εκστρατείας, αλλά και βάθρων πάνω στα οποία θα περίµενε κανείς να αντικρίσει
σώµατα ηρωικά, κάτι σαν αγάλµατα-επιτοµές ηρωισµού, και όχι σώµατα παράφρονα και εποµένως
αντι-ηρωικά.
170
τη διευκρίνιση ότι τέτοια ήταν τα υποδήµατα στο µεταγενέστερο αρχαίο ελληνικό
τους αίγλη, από την άλλη, όµως, κάνει την κατάρρευσή τους από το βάθρο της
εξουσίας και της ευδαιµονίας πιο θεαµατική. Όταν τα σώµατα των Περσών θα
καταφέρουν, δηλαδή, να απεγκλωβιστούν από το δίχτυ της µοίρας και της ιστορίας.
Είτε δέσµια των κοθόρνων τους είτε απελευθερωµένα από αυτούς θα είναι και θα
παραµένουν σώµατα παραδοµένα στο θρήνο του τέλους της ιστορικής και
προσωπικής αφήγησης:
στερέψει τα δάκρυά του και έχει µείνει ένα υπόλειµµα θρήνου. Ο απόλυτος
θρήνος, ο Πόνος, που ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε ο ίδιος, το Πένθος που
2
Ο Άσµπυ τοποθετεί την αλλαγή αυτή στο 2ο αιώνα π.Χ. Η µετατροπή των θεατρικών
σκηνών από ξύλινες σε πέτρινες, επέφερε αλλαγές στην κλίµακα, µε αποτέλεσµα να προκύψει η
ανάγκη της «µεγέθυνσης» του ηθοποιού µε τις πλατφόρµες-κοθόρνους, τα παραγεµισµένα ενδύµατα
και τα περίτεχνα χτενίσµατα (Ashby 1999: 18).
171
για να επέλθει η απόλυτη πτώση, η οριστική ‘απώλεια’ [έµφαση δική µου].
(Τερζόπουλος 16/11/1991)
καθοριστικό στοιχείο για τον Τερζόπουλο, που θα τον οδηγήσει αργότερα στην άλλη
απασχολήσει σε όλες τις εργασίες του (ήδη συζητήσαµε περί αυτού στο ∆ιόνυσο), θα
τον βοηθήσει στο ζήτηµα του χορού, για να φτάσει τελικά στην ακινησία των
ώστε να γίνει µέρος της αισθητικής και σωµατικής γλώσσας του Άττις. Αυτό που σε
περιγράφει ο Πατσαλίδης:
3
Αξίζει να σηµειώσουµε ότι πριν από την παράσταση των Περσών στο Künstlerhaus
Bethanien στο Βερολίνο (16-20 Οκτωβρίου 1991) ο Χάινερ Μύλλερ µε τη Σοφία Μιχοπούλου
παρουσίασαν ένα αναλόγιο του έργου του Η Απελευθέρωση του Προµηθέα, στο οποίο κυρίαρχα είναι
τα µοτίβα της αλαζονείας της εξουσίας, του σώµατος-δεσµώτη, της ακινησίας, της απελευθέρωσης,
της καθόδου και της κατάρρευσης. Βλέπουµε, δηλαδή, τα κοινά σηµεία που συνδέουν και
δικαιολογούν τη συνύπαρξη του µυλλερικού έργου µε τους Πέρσες. Από την άλλη, θα µπορούσαµε να
υποθέσουµε, καθώς η απουσία οπτικοακουστικού υλικού δε µας επιτρέπει να προβούµε σε πιο σίγουρα
συµπεράσµατα, ότι ο σκηνοθέτης µε αυτή τη διακειµενική παρουσίαση προχωρεί σε µια αντιπαράθεση
του άνω και του κάτω, του κόσµου των θεών και του κόσµου των θνητών, µε τους θεούς τελικά να
οδηγούνται στην αυτοκτονία και τους θνητούς Πέρσες να θρηνούν το προσωπικό και ιστορικό τους
τέλος.
172
προσφέρεται ως εύκολη λύση. Ο σκηνοθέτης εκείνος που όντως θέλει να
αναζητήσει πίσω από την ακινησία των σωµάτων την κίνηση και τη
Περιγράφει ο σκηνοθέτης:
Είναι η πιο στατική παράσταση που έχω κάνει […] ο ηθοποιός [θ]α εκφραστεί
εσωτερικά και µέσα από µικρά διαστήµατα και όχι από µεγάλες χειρονοµίες.
Ακόµα και στην επίκληση οι ηθοποιοί δεν χτυπιούνται πάνω στο χώµα, όπως
συνηθίζεται, αλλά θρηνούν όρθιοι, το σώµα τους δονείται διαρκώς και χάνει
την ισορροπία του. Η απώλεια της ισορροπίας οδηγεί στην πτώση του
σώµατος στο έδαφος και εκείνος που µένει όρθιος είναι το φάντασµα του
4
Η φόρµα και η δραµατική δράση στους Πέρσες είναι πολύ απλή µε την τελευταία
ουσιαστικά να απουσιάζει, µας λέει ο Ρ.Π. Ουίνινγκτον-Ίνγκραµ (R.P. Winnington-Ingram). Ο
διακεκριµένος ελληνιστής θεωρεί ότι η σκηνή της εµφάνισης του ∆αρείου από τον τάφο του αποτελεί
το πιο ιδιαίτερο στοιχείο αυτής της τραγωδίας. Αντίθετα, δεν προκρίνει την άποψη ότι η εισαγωγή του
«τερατώδους» µε αυτή τη σκηνή αποτελεί συνέπεια της διαπίστωσης από µέρους του Αισχύλου ότι δεν
υπάρχει δράση στο έργο. Κατά τον ίδιο, µε τη σκηνή αυτή να καταλαµβάνει το κύριο µέρος του
κειµένου αποκαλύπτεται η θρησκευτική σκέψη του ∆αρείου και µέσω αυτού η θρησκευτική σκέψη
του ίδιου του ποιητή. Βλ. R.P. Winnington-Ingram (1983) 1-15.
173
Ο Τερζόπουλος, δηλαδή, δηµιουργεί µια πολυρυθµική τελετή θρήνου επιτείνοντας
θρήνος οδηγείται σε κρεσέντο στο τέλος της παράστασης µε το θρήνο της κορυφαίας
του Χορού (Καλλιόπη Ταχτσόγλου). Από τεχνικής απόψεως αποτελεί ίσως το πιο
εύγλωττο παράδειγµα της σωµατοποίησης του ρυθµού του αρχαίου λόγου, ενώ αντλεί
σηµασία τόσο αυτοβιογραφική όσο και θεατρική: «Αν κάτι καθορίζει τις σκηνοθεσίες
µου, είναι µια απόλυτη, αυστηρή δοµή που γεννοβολάει κινήσεις αδρές,
παράστασης, όπως επίσης τίθενται στην υπηρεσία του σώµατος του ηθοποιού και της
είναι ο τρόπος µε τον οποίο διερευνάται στο Άττις η σχέση σώµατος και κίνησης,
σώµατος και χώρου, σώµατος και αντικειµένων, που ήδη τονίσαµε στο κεφάλαιο «Η
και η µάσκα.
174
2.7.2. Το πρόσωπο-µάσκα: κοιτάζοντας το άπειρο
γυµνό φυσικό πρόσωπο µε την εκφραστικότητα των εντάσεων των µυών του, που µε
Γκροτόφσκι:
την ίδια στιγµή που το κοινό παρακολουθεί – από τύπο σε τύπο, από
λιτό χρησιµοποιώντας µόνο το κορµί του και την τέχνη του. Η σύνθεση µιας
µανική παραφορά και τον οντολογικό τρόµο των σωµάτων. Τα µάτια τους
άπειρο της µανίας, της απελπισίας, της τρέλας, ατενίζουν το σκοτάδι της ανυπαρξίας.
175
των εντάσεων ενός θεατρικού προσώπου, για αυτό συχνά το αρχικά µακιγιαρισµένο
από την πορεία που διένυσε στη διάρκεια της παράστασης.5 Επίσης, ο Τερζόπουλος
την ιερότητα και τελετουργικότητα του θεατρικού δρωµένου, κατά τον τρόπο του
Καµπούκι, του Μπούτο ή του Κατακάλι.6 Έχει ενδιαφέρον για τη συζήτησή µας το
σχόλιο του Ρολάν Μπαρτ (Roland Barthes), ο οποίος υπογραµµίζει ότι η λευκότητα
δηλοί τη δυνατότητα για ένα θέατρο θανάτου, για ένα θέατρο που θα αναπαριστά την
παρούσα απουσία:
µακιγιάζ από πάστα ρυζιού του ινδικού Κατακάλι, η γιαπωνέζικη µάσκα του
5
Εύγλωττο τέτοιο παράδειγµα συναντούµε στους Πέρσες, όπου η σταδιακή κορύφωση του
θρήνου και του τρόµου των Περσών καθρεφτίζεται στα αρχικά άψογα βαµµένα πρόσωπα και τα
περιποιηµένα χτενίσµατά τους που θα καταλήξουν να είναι µουτζουρωµένα και ατηµέλητα.
6
Ο τρόπος µε τον οποίο ο Τερζόπουλος αφοµοιώνει και χρησιµοποιεί χωρίς να µιµείται
επιφανειακά στοιχεία χαρακτηριστικά των θεατρικών παραδόσεων άλλων πολιτισµών γίνεται εµφανής
και στο θέµα του µακιγιάζ και του προσώπου-µάσκας. Επανερχόµαστε, δηλαδή, στην επισήµανση που
έχουµε κάνει στο κεφάλαιο για τη διαπολιτισµική πράξη του σκηνοθέτη (Κεφάλαιο 2.4.1.), ότι
εργάζεται στο επίπεδο της βαθύτερης δοµής, αντλεί, δηλαδή από τις βαθύτερες αρχές που διέπουν
ξένες παραδόσεις.
176
Στη λίστα αυτή θα µπορούσαµε να προσθέσουµε και το µακιγιαρισµένο ηθοποιό του
Άττις, του θεάτρου που «[αν και] δε µπορεί να οριστεί ως θέατρο του θανάτου […]
Είναι αξιοσηµείωτο ότι από όλες τις τραγωδίες, ο Τερζόπουλος έχει χρησιµοποιήσει
µάσκα στις Βάκχες (1986, 1998, 2001). Πρόκειται για το περίφηµο κεφάλι του
νοµίζοντας ότι είναι το κεφάλι του λιονταριού που αυτή κατάφερε να σκοτώσει. Όχι
τυχαία, η µάσκα του Πενθέα, πρωτόγονη, ακατέργαστη, έχει αναφορές στα νεκρικά
προσωπεία που συναντούµε στους αρχαίους πολιτισµούς και τις νεκρικές τους
Στη σκηνή της αναγνώρισης ή «σκηνή της ψυχοθεραπείας» – όπως έχει ονοµαστεί,
επειδή ο Κάδµος θεραπεύει την κόρη του και την επαναφέρει στα λογικά της (Taplin
1988: 158) – 8 έχουµε µια από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες του θεάτρου Άττις. Η
[κ]ρατώντας το κεφάλι του γιου της Πενθέα και πιστεύοντας ότι είναι κεφάλι
περνώντας στην αλαλία. Σιγά σιγά η αλαλία απλώθηκε σε όλο το σώµα. ∆εν
7
Για τα νεκρικά προσωπεία, βλ. Geneviéne Allard και Pierre Leffort (1989).
8
Για περισσότερα για τη σκηνή της αναγνώρισης του Πενθέα από την Αγαύη, βλ. Oliver
Taplin (1988) 155-59.
177
τον ενεργειακό αγωγό. Και όλο το σώµα παλλόταν. Έβγαζε ήχους
Είναι η στιγµή που το πρόσωπο της Αγαύης γίνεται ολόιδιο µε το κεφάλι του Πενθέα.
Μάνα και νεκρός γιος φτιάχνουν µαζί µια µάσκα τρόµου µε δύο στόµατα ολάνοιχτα,
καθένα τους να βγάζει τη δική του άναρθρη κραυγή τρόµου. Η σύνθεση της
παιδοκτόνου µάνας που κρατεί ψηλά πάνω από το κεφάλι της τη µάσκα /κεφάλι του
γιου της, δεν είναι παρά µια σαφής ανατροπή της γέννας, έτσι όπως για παράδειγµα
απεικονίζεται από τους Ατζέκους στην αρχαία γήινη θεότητα της γονιµότητας και του
τελική του έξοδος από το διεσταλµένο κόλπο σηµαίνει τη γέννηση και τον ερχοµό
στη ζωή, η ανύψωση του κεφαλιού, η άνοδος στην περίπτωση του παιδιού-Πενθέα
σηµαίνει το θάνατο. Το διεσταλµένο αιδοίο, που σαν στόµα ανοίγει για να γεννήσει,
παράδειγµα, στον πίνακα του Φρανκίσκο ντε Γκόγια (Francisco de Goya) Ο Κρόνος
Καταβροχθίζει Ένα από τα Παιδιά του (1820-1823), που, όπως ο τίτλος υποδηλώνει,
εµπνέεται από µια άλλη περίφηµη µυθολογική παιδοκτονία, αυτή τη φορά από τον
πατέρα-Κρόνο.10
9
Πρόκειται για µια από τις γήινες θεότητες των Ατζέκων. Η λατρεία της περιελάµβανε
εξοµολογήσεις ερωτικών/ σεξουαλικών αµαρτιών και το όνοµα του µήνα που ήταν αφιερωµένος σ’
αυτήν και στις άλλες γήινες θεότητες, “ochpaniztli”, σήµαινε «σάρωµα» (clean sweep) (Larousse
World Mythology 472).
10
Ο πίνακας αυτός του Γκόγια ανήκει στη σειρά των «µαύρων πινάκων» που ζωγράφισε ο
καλλιτέχνης µεταξύ 1820-1823. Ο ζωγράφος κάλυψε του τοίχους του σπιτιού του µε τους «µαύρους
πίνακες» δίκην εξορκισµού των φαντασµάτων που τον κυνηγούσαν και στοίχειωναν τη φαντασία του,
αλλά και ως χειρονοµία απόλυτης άρνησης της λογικής. Βλ. Honour και Fleming (1991) 556-59.
178
Θα µπορούσαµε να πούµε ότι αυτή η σκηνή της αναγνώρισης από τις Βάκχες έρχεται,
χάρη στην ένταση και τη σοκαριστική της τραγικότητα, να προστεθεί σε µια σειρά
απεικονίσεων στην τέχνη άναρθρων κραυγών, που µέσα στην απέλπιδα αλαλία τους
φωνάζουν τον τρόµο τους. Η σκηνή της παραµάνας που κραυγάζει βουβά στην ταινία
του Σεργκέι Άιζενσταϊν Θωρηκτό Ποτέµκιν (1925)˙ το τρίπτυχο Three Studies for
Figures at the Base of a Crucifixion (1944) του Φράνσις Μπέικον (Francis Bacon)˙ η
άλαλη κραυγή της Μάνας Κουράγιο (Ελένε Βάιγκελ) από την οµώνυµη παράσταση
του Μπρεχτ (1949)˙ η Κραυγή του Έντβαρτ Μουνχ (Edvard Munch) (1893), «η
ατελείωτη κραυγή που διαπερνά τη Φύση», όπως ο ίδιος την περιγράφει (στο
Bischoff 1993: 53)˙ η Γκέρνικα του Πάµπλο Πικάσο (1937) µε το σφαγµένο άλογο,
τον πεσµένο στρατιώτη, τις µάνες µε τα σκοτωµένα µωρά τους που ουρλιάζουν˙ η
φτάσουµε στις µέρες µας, το γλυπτό της Νάνσι Φράιντ (Nancy Fried, 1988), που δίνει
µορφή στη γυναικεία εµπειρία του καρκίνου του µαστού, και η πρόσφατη εικόνα
σχετιζόµενη µε την πτώση των δίδυµων πύργων της Νέας Υόρκης, είναι κάποιες
και επιβεβαιώνουν τη σκέψη του Ζωρζ Μπατάιγ (Georges Bataille), έτσι όπως την
σιαγόνες δεν έχουν την ίδια λειτουργία και σηµαντικότητα που είχαν στις πρωτόγονες
κοινωνίες ή που πάντα έχουν στο ζωικό βασίλειο. Όµως, σε περιπτώσεις έντονης
σε ένα ζωώδη τρόπο απελευθέρωσης των ωθήσεων που δονούν βίαια το σώµα. Τότε,
179
η ανθρώπινη ζωή επικεντρώνεται ζωωδώς στο στόµα, παραβιάζοντας τις συµβάσεις
[…] η οργή κάνει τους ανθρώπους να σφίγγουν τα δόντια τους ενώ ο τρόµος
άτοµο ρίχνει πίσω το κεφάλι του ενώ όλο ένταση τεντώνει το λαιµό του µε
τέτοιο τρόπο που το στόµα γίνεται, όσο είναι δυνατό, προέκταση της
σπονδυλικής στήλης, µε άλλα λόγια, στη θέση που κανονικά έχει στην
Η δεύτερη φορά που ο Τερζόπουλος θα αναδείξει το στόµα και την άλαλη κραυγή
του τρόµου είναι στους Πέρσες. Ο τρόµος και ο πανικός που έχει παραλύσει την
στον εφιάλτη που είδε και διηγείται.11 Η σκηνή παίρνει διαστάσεις εξωπραγµατικές,
τεντωµένο στόµα της έναν τετράγωνο µεγεθυντικό φακό, υπερµεγεθύνοντάς το. Και
11
Για µια εθνο-ψυχαναλυτική προσέγγιση του ονείρου της Άτοσσας, βλ. Devereux (1976) 1-
23. Επίσης, η Θωµαδάκη µάς προσφέρει µια θεώρηση του ίδιου ονείρου µέσα από τη µέθοδο του
γενετικού δοµισµού, ο οποίος «αναζητεί την ‘οµολογία’ µεταξύ κοινωνικών δοµών και νοηµατικών ή
φανταστικών δοµών του έργου» (1996: 98).
180
ανοιχτό στόµα όταν υπερµεγεθύνεται στο Μήδειας Υλικό µε τη Ντεµίντοβα στο ρόλο
της Μήδειας.
Μετά τη µάσκα και τους κοθόρνους, ο χορός είναι η τρίτη σκηνική σύµβαση, η οποία
οργανικό µέρος του θεατρικού ιδιώµατος του Άττις. Για την εξυπηρέτηση των
Ηρακλή, στον οποίο εµπίπτουν οι παραστάσεις Ηρακλής του Χάινερ Μύλλερ (1997),
Κάθοδος (σύνθεση από τις τραγωδίες Ηρακλής Μαινόµενος του Ευριπίδη και
πάλι από τις τραγωδίες Ηρακλής Μαινόµενος του Ευριπίδη και Τραχίνιες του
παρακολούθηση της προόδου των σκηνικών αυτών µετα-γραφών και κατ’ επέκταση
του τρόπου µε τον οποίο ο Τερζόπουλος µεταποιεί εξελικτικά το χορό, έχει επιλεγεί
2.7.3. Ο σκηνικός βίος του χορού : ο κύκλος του Ηρακλή – ένα παράδειγµα
πρώτα απ’ όλα ξεκαθαρίζει τον πυρήνα του µύθου που θα τον απασχολήσει στον
κύκλο του Ηρακλή. Πρόκειται για τη µανία του ηρωισµού, τη µανία των άθλων, έτσι
όπως ενσαρκώνεται στο µυθολογικό πρόσωπο του Ηρακλή. Στο κείµενο του Μύλλερ
181
έχουµε την εφιαλτική πορεία του Ηρακλή προς τη Λερναία Ύδρα˙ στο πρόσωπό του
ήρωα, όµως, αντικατοπτρίζεται το πρόσωπο της Ύδρας κατά τον ίδιο τρόπο που το
δάσος του µύθου και το τέρας γίνονται ένα. Έχουµε, λοιπόν, τα ανδραγαθήµατα του
ενός φονικού αυτοµατισµού πέρα ακόµη κι από τις σκοπιµότητες ενός αγώνα
Χοντολίδης), που παραπέµπει σε λευκό κελί ή παγωµένο τράνζιτ, όπως σηµειώνει και
ο σκηνοθέτης στο σηµείωµά του για την παράσταση. Πρόκειται για το τοπίο εργασίας
του Ηρακλή, ένα τοπίο πολέµου, µανίας και θανάτου ταυτόχρονα. Σε αυτό το τοπίο,
όργανο ερµηνείας, αλλά και ως µέρος του σκηνικού, όπως και τη φωνή τους.
από το γερµανικό καµπαρέ τον άγριο σαρκασµό του και την κοινωνική και πολιτική
του σάτιρα για να τα ενσωµατώσει στην παράσταση. Ακόµα και τα αποσπάσµατα στα
αρχαία ελληνικά από τον Ηρακλή Μαινόµενο του Ευριπίδη, που προστίθενται
182
απαγγελίες ή ακόµα και στις παρωδίες διαφόρων έργων, που χαρακτήριζαν το
καµπαρέ.
Αυτό που ουσιαστικά επιχειρεί µε τον τρόπο αυτό ο σκηνοθέτης είναι να αναζητήσει
ίχνη του σατυρικού δράµατος.12 Η ερµηνεία των ηθοποιών διακρίνεται από µια
αίσθηση σαρκασµού και χιούµορ. Όπως εξηγεί ο σκηνοθέτης για την ερµηνεία των
ηθοποιών του:
και βρίσκονταν σε µια διαρκή ειρωνική εγρήγορση, µέσα από την οποία
66)
Ίχνη σατυρικού δράµατος θα συναντήσουµε σε όλες τις παραστάσεις του κύκλου του
παράδειγµα, οι ερµηνείες του Αγγελιοφόρου (Τάσος ∆ήµας) και του βασιλιά της
12
∆άνεια από το γερµανικό καµπαρέ είναι εµφανή και στην αµέσως επόµενη παράσταση του
Τερζόπουλου και της οµάδας του Άττις, το Χρήµα του Μπρεχτ. Να υπενθυµίσουµε ότι ο ίδιος ο
Μπρεχτ δέχτηκε την επιρροή του καµπαρέ. Όπως επισηµαίνει ο Χάρολντ Σέγκελ (Harold Segel): «Αν
δεν υπήρχε το παράδειγµα των [The Eleven] Executioners, είναι αµφίβολο αν θα έκαναν την εµφάνισή
τους τη συγκεκριµένη εποχή καινοτόµα έργα όπως η αντιπολεµική κωµωδία του Μπρεχτ Άντρας γι’
Άντρα (Mann ist Mann, 1926), µε τα στοιχεία καµπαρέ, µιούζικ-χωλ και τσίρκου, και βέβαια Η Όπερα
της Πεντάρας (1928)» (Segel 1987: 179).
13
Υπενθυµίζουµε ότι ο Κύκλωπας του Ευριπίδη είναι το µόνο ολοκληρωµένο σατυρικό
δράµα το οποίο σώζεται ενώ από τους Ιχνευτές του Σοφοκλή έχουµε µόνο αποσπάσµατα. Για την
Άλκηστη του Ευριπίδη οι µελετητές σηµειώνουν ότι αποµακρύνεται από τον τυπικό γκροτέσκο
χαρακτήρα του σατυρικού δράµατος, χωρίς, όµως, να µπορεί να χαρακτηριστεί «καθαρή» τραγωδία
(Halsall 14/6/2003). Ο Ηρακλής Μαινόµενος δεν εµπίπτει βέβαια ούτε στην κατηγορία του αµιγούς
σατυρικού έργου ούτε σε εκείνη της Άλκηστης. Παρά ταύτα, για λόγους τυπικούς, παραθέτουµε το
183
Για να επιστρέψουµε στη συζήτησή µας περί χορού, όταν ο Τερζόπουλος αναθέτει
και ερευνά το ρόλο και τη λειτουργία του τραγικού χορού. Ο Τερζόπουλος επιστρέφει
στο διθύραµβο, τις ωδές προς τιµή του ∆ιονύσου, από τις οποίες γεννήθηκε η αρχαία
τον πρώτο υποκριτή και ανοίγοντας διάλογο µεταξύ του χορού και του χαρακτήρα, 14
έτσι και ο Τερζόπουλος ξεκινά µε όλο το θίασο ως χορό. Από αυτόν, κατά περιόδους,
ηθοποιός για να ξαναµπεί αργότερα στο χορό και να αποσπασθεί κάποιος άλλος.
την προσωπική του/της κινητική και φωνητική αφήγηση, µέσα από τη γνωστή µας
αποσπάσµατα από την ευριπίδεια τραγωδία Ηρακλής Μαινόµενος όσο και τον
Ηρακλή 13, τη διασκευή από το Μύλλερ της σκηνής όπου ο Ηρακλής σκοτώνει τα
παιδιά και τη γυναίκα του, ο Τερζόπουλος επεκτείνεται στο ζήτηµα του χορού. Το
σχολιασµό του έργου από τον Τερζόπουλο, σχολιασµός που προσοµοιάζει µε αυτόν της Άλκηστης:
«Είναι ένα κείµενο χωρίς στέρεη δοµή. Ενώ στο ξεκίνηµά του αναγνωρίζεις µια δοµή που φέρνει στο
νου τον Αισχύλο, στη συνέχεια το πρότυπο του ήρωα αλλάζει. Εξελίσσεται σε ένα
υπερσυναισθηµατικό ήρωα. Στη συνέχεια µπορείς να πεις ότι το έργο πλησιάζει το χριστιανικό δράµα»
(Τερζόπουλος 22/8/2000: 25).
14
Για µια λεπτοµερή ιστορική εξέλιξη του διθυράµβου, βλ. Sir Arthur Pickard-Cambridge
(1962).
184
σκηνή («∆έκατη τρίτη εργασία του Ηρακλή ήταν η απελευθέρωση της Θήβας από
τους Θηβαίους» (Müller 1997: 77), δίνει την ευκαιρία στον Τερζόπουλο να
επεξεργαστεί περαιτέρω το ειρωνικό ύφος της παράστασης. Μόνο που στον εµβόλιµο
Ηρακλή 13, ο χορός αποτελείται όχι από ξέχωρα-αυτόνοµα µέλη, αλλά έχει µία
γραµµή όσο και στη σύγχρονη εκτέλεση των ίδιων κινησιολογικών µοτίβων.
Ήδη, λοιπόν, από την πρώτη κιόλας παράσταση του κύκλου του Ηρακλή, έχουν
στο θέµα του χορού. Όλα ξεκινούν από την ατοµικευµένη κινησιολογική, µιµική και
εκφραστικούς κώδικες του Άττις στις υπόλοιπες παραστάσεις του κύκλου αυτού.
Με την παράσταση της Καθόδου, µια σύνθεση από τις τραγωδίες Ηρακλής
Μαινόµενος του Ευριπίδη και Τραχίνιες του Σοφοκλή, ο Τερζόπουλος και η οµάδα
του προχωρούν να αναπτύξουν ακόµα περισσότερο το θέµα της µανίας του ηρωισµού
(του Ηρακλή). Μόνο που τώρα, το ζήτηµα αυτό αποκτά άλλες προεκτάσεις. Ο
και µέσα στη µανία των ανδραγαθηµάτων του, σκοτώνει τη γυναίκα και τα παιδιά
του. Στην Κάθοδο πια, συνειδητοποιεί την αποτρόπαια πράξη του, αναζητεί και
εκλιπαρεί για λύτρωση από τα βάσανά του. Επιθυµεί το θάνατο, την κάθοδό του
(εξού και ο τίτλος της παράστασης) στον κόσµο του Άδη ως τόπο εξαγνισµού. Ο
θεµατικός, λοιπόν, άξονας της µανίας του ηρωισµού επεκτείνεται στο πέρασµα από
185
τη ζωή στο θάνατο. Η ηρωική µανία συναντάει το ζήτηµα της «θανατηφορίας», που
αποτελεί αναπόσπαστη διάσταση του τραγικού ήρωα και της τραγωδίας γενικότερα.
Κατά συνέπεια, το λευκό που κυριαρχούσε στον Ηρακλή του Μύλλερ θα δώσει τη
θέση του στο µαύρο της Καθόδου. Σε αυτόν τον απέριττο µαύρο χώρο, µόνο λίγο
σιτάρι, ένα µουσικό όργανο (κρόταλα) και ένα παιδικό παπουτσάκι υπάρχουν. Λιτά
σκηνικά στοιχεία, που, όµως, αρκούν για να υποδηλώσουν τη σχέση αυτής της
παράστασης τόσο µε την ελληνική λαϊκή παράδοση, στην οποία ο πόνος και ο θρήνος
αποτελούν κυρίαρχο µοτίβο, όσο και τη διερεύνηση της οµάδας πάνω σε ανάλογα
Ηρακλή στην κάθοδό του στον Άδη ακολουθεί ένας διµελής χορός αντρών (Τάσος
αποτρόπαια εγκλήµατα. Έτσι ο θρήνος του χορού γίνεται και ο θρήνος του Ηρακλή.
Θρήνος που έχει διάχυτα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης, όπως το σιτάρι που
γλιστράει από το χέρι των ανδρών του χορού ως σπονδή στη γη και ο θρηνητικός
χορός του Τάσου ∆ήµα, σαφώς βασισµένος στο ζεϊµπέκικο χορό. Ακόµα και τα
κινησιακά την ‘λέξιν’ της τραγωδίας και την ‘όψιν’ των λαϊκών θρηνωδιών
πάνω στο θάνατο: Το αργόσυρτο ζεϊµπέκικο, που σβήνει ήδη στην απαρχή
186
του, ενέχει ταυτόχρονα τον οδυρµό του µοιρολογιού και την αρχέτυπη
Στην Κάθοδο, όµως, ο Τερζόπουλος συµπληρώνει την εργασία του διερευνώντας πώς
σε αυτό το πέρασµα από τον κοινωνικό χρόνο στον προθανάτιο χρόνο αλλάζουν οι
του Μύλλερ. Πρόκειται για αλλαγή η οποία καθορίζει απόλυτα και την ερµηνεία των
δύο ανδρών του χορού. Για µια ακόµη φορά, ο Τερζόπουλος δηµιουργεί µια ιερή
τελετή θρήνου, ένα τελετουργικό, στο οποίο τα σώµατα των ηθοποιών γίνονται
πάσχοντα σώµατα και όχι απλοί εκτελεστές ρόλων (ό.π. 8-9/5/1999: 15).
Κινούµενος προς αυτή την κατεύθυνση, την ίδια χρονιά, θα σκηνοθετήσει άλλες δύο
παραστάσεις πάνω στο ίδιο θέµα: τον Ηρακλή Μαινόµενο του Ευριπίδη, µια
ηθοποιούς, και την Ηρακλέους Κάθοδο, συµπαραγωγή του ίδιου φεστιβάλ και του
θεάτρου Άττις, µε Έλληνες ηθοποιούς του Άττις και Τούρκους.15 Στις δύο αυτές
παραγωγές ο σκηνοθέτης συνεχίζει την ανάπτυξη του θέµατος του πένθους και του
13/5/2001):
15
Αξίζει να σηµειώσουµε ότι οι παραστάσεις του Ηρακλή του Μύλλερ, του τουρκικού
Ηρακλή Μαινόµενου και της ελληνοτουρκικής Ηρακλέους Καθόδου παρουσιάστηκαν µε τη µορφή
τριλογίας στη Σιζουόκα της Ιαπωνίας, στο πλαίσιο της 2ης Θεατρικής Ολυµπιάδας (2nd Theatre
Olympics, Ιούνιος 1999).
187
Αυτονοµείται ο ίδιος ο [θεµατικός] άξονας και γίνεται επαναλαµβανόµενος,
έµµονος µέχρι που παγιδεύει και τα πρόσωπα µέσα στο ζήτηµά του. Τα
Εισχωρεί, λοιπόν, όλο και πιο βαθιά στο ζήτηµα του πένθους και του θρήνου,
Εµφανώς, ο σκηνοθέτης αντλεί και πάλι από τους λαϊκούς εκφραστικούς κώδικες των
επανάληψης. Έτσι, στον Ηρακλή Μαινόµενο, αυξάνει τα µέλη του χορού σε τέσσερα.
σώµατα, εγκλωβισµένα στον πόνο, στην απελπισία και στο θρήνο τους, σε µια
στατικότητα. Σε αυτό το σηµείο συµφωνεί µε το Μέγιερχολντ και την άποψή του περί
της στατικής φύσης της τραγωδίας, όπως αυτή διατυπώνεται µε αφορµή την
Η ανάγκη είναι για ένα στατικό θέατρο. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο, που
δράµατος όπου η Μοίρα και η θέση του ανθρώπου στο σύµπαν σχηµατίζουν
188
έναν τραγικό άξονα. Η τραγωδία, στην οποία δεν υπάρχει δράση στην
παρουσίαση της πλοκής και η οποία βασίζεται στο συσχετισµό της Μοίρας
και του Ανθρώπου, απαιτεί ένα στατικό θέατρο µε µια τεχνική που
Του τετραµελούς ανδρικού χορού άρχει η Τουρκάλα ερµηνεύτρια Αϊλά Αλγκάν (Ayla
Algan), η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης «συνοµιλεί» µε το θρήνο του
Ηρακλή και του χορού τραγουδώντας ένα τουρκικό µοιρολόι. Αναδεικνύεται έτσι σε
παράδοση των βαλκανικών χωρών, «µια µεσογειακή γυναίκα […] σαν µια φιγούρα
πολιτισµό της χώρας, όπως είναι η συνήθης τακτική του. Η Αλγκάν ως Γυναίκα
Κάθοδος.
Στην Ηρακλέους Κάθοδο, έχουµε µια εξέλιξη της σκηνοθεσίας της ελληνικής
Καθόδου. Ο διµελής ελληνικός ανδρικός χορός του πρώτου µέρους της παράστασης,
189
όµοιος µε αυτόν της ελληνικής Καθόδου (1999), στο δεύτερο µέρος θα γίνει
γεωµετρεί και πάλι την παράσταση, ενώ η ερµηνεία του εξαµελούς χορού διανθίζεται
εµπαίζει τον Ηρακλή και τον προκαλεί κατά τον ίδιο τρόπο που η µανία εµπαίζει τον
επεξεργαστεί και διασαφηνίσει το υλικό που ο Ηρακλής και ο µύθος του τού
προσφέρουν. 16 Αυτό αφορά φυσικά και το ρόλο του χορού, ο οποίος και αποτελεί το
κεντρικό αντικείµενο της συζήτησής µας στην παρούσα φάση. Έτσι, στον Ηρακλή
16
Τον Ιούλιο του 1999, την ίδια χρονιά δηλαδή µε τις παραστάσεις της Καθόδου, ο
Τερζόπουλος σκηνοθετεί στη Σαρδηνία το Πάσκα Ντεβάντις (Paska Devadis) του Μικελάντζελο Πίρα
(Michelangelo Pira). ∆είγµα της δραµατουργίας της Σαρδηνίας, πραγµατεύεται το θέµα µιας
αιµατηρής βεντέτας ανάµεσα σε δύο οικογένειες. Πρόκειται για παράσταση, η οποία εµπίπτει κι αυτή
στον κύκλο της Καθόδου γιατί, µολονότι το κεντρικό πρόσωπο δεν είναι ο Ηρακλής, η
πρωταγωνίστρια Πάσκα βαδίζει το δρόµο του µύθου, «όπου περπατούν ο Ορφέας, ο Ηρακλής, η
Άλκηστη» (Cossu 4/8/1999). Με το µεγαλοπρεπές, αργό και ελαφρύ βάδισµά της, η βασίλισσα Πάσκα
επιστρέφει σαν αιθέριο φάντασµα από τον κόσµο των νεκρών για να συναντήσει σε έναν κυκλικό
χώρο όπου κυριαρχεί το µαύρο, ένα χορό από «φιγούρες πετρωµένες από την οδύνη, την ευλάβεια, την
αυστηρότητα» (ό.π. 4/8/1999). Η βασίλισσα µε βραχνή φωνή «συζητά µε τους φίλους και εχθρούς του
χθες, µε τις σκιές του σήµερα» (ό.π. 4/8/1999), τα θύµατα της αιµατοβαµµένης βεντέτας. Πρόκειται για
«ένα χορό φωνών εξαναγκασµένο σε µια οδυνηρή θύµηση, εξαναγκασµένο να επαναλάβει το µίσος
της ανάµνησης» (Pau 3/8/1999). Στο Πάσκα Ντεβάντις, o Τερζόπουλος πραγµατεύεται εκείνα τα
θεµατικά και εκφραστικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον κύκλο του Ηρακλή. Συγχρόνως, προσδίδει
στο σαρδηνικό µύθο διαστάσεις τραγωδίας, αναδεικνύει την Πάσκα σε τραγική ηρωίδα και
δηµιουργεί, κατά τα πρότυπα της κλασικής τραγωδίας, ένα χορό, τον οποίο διακρίνει η στατικότητα, η
γεωµετρία της σκηνικής του διάταξης και η εκτέλεση κοινών κινησιολογικών µοτίβων, στοιχεία που
ήδη είχαν αρχίσει να διαφαίνονται στις προηγηθείσες παραστάσεις της Καθόδου, όπως και θα
κυριαρχήσουν στον Ηρακλή Μαινόµενο (2000).
190
Τερζόπουλος θα αντλήσει και πάλι από το διθύραµβο ξεκινώντας µε όλο το θίασο ως
χορό. Από κει θα αναδυθούν τα τραγικά πρόσωπα του Αµφιτρύωνα, της ∆ιηάνειρας,
της Λύσσας, της Ίριδας. Οι αρχικές τοποθετήσεις των µελών στο θεατρικό χώρο
βασίζονται στο µοτίβο του καθρέφτη-ειδώλου, που συναντήσαµε για πρώτη φορά
Στη διάρκεια της παράστασης, τα µέλη του χορού θα δηµιουργήσουν µια ποικιλία
από σχηµατισµούς, µε αναφορές στα σύµβολα της Μινωικής γραφής ή της Γραµµικής
παράσταση είχε την πρεµιέρα της. Το πλήρες κυκλικό σχήµα της ορχήστρας και η
διαγωνίων και µε την πλαϊνή – πέραν της µετωπικής – οπτική, καθώς για τον ίδιο
ενέχουν «τη λογική του αµφιθεάτρου» και «τη λογική της σφαίρας» (προσωπική
π..Χ.) και οι αναπαραστάσεις στη γλυπτική και την κεραµική της αρχαϊκής περιόδου
µε τους Κούρους και τις Κόρες και µε τις µορφές ανθρώπων και ζώων ως σύνολα
γεωµετρηµένων µερών (τέλη 7ου - αρχές 5ου αιώνα π.Χ.) αποδείχθηκαν πλούσια πηγή
ενσωµατώνει µοτίβα της θρηνητικής αλλά και της υµνητικής παράδοσης των χωρών
της βαλκανικής χερσονήσου, όπως ήδη είδαµε ότι είχε πράξει στις προηγούµενες
191
και γεωµετρηµένα πια κάθε κινησιολογική φράση, ο σκηνοθέτης στοχεύει να
δηµιουργήσει ένα θέαµα ικανό να αντέξει και να λειτουργήσει στο µέγεθος ενός
«ηραηραηρακλεις».17
Συχνά αποµονώνει µια κινησιολογική φράση από το «φυσικό της περιβάλλον», για να
γίνεται κυρίως στις παραστάσεις του ίδιου κύκλου, όπως µόλις είδαµε ότι συµβαίνει
στον κύκλο του Ηρακλή. Έτσι, τονίζεται περισσότερο ο ερευνητικός χαρακτήρας του
παράστασης, αλλά συνεχίζουν τη ζωή τους στις επόµενες παραστάσεις του ίδιου
κύκλου.
Η παραπάνω ερµηνεία επεξηγεί αυτήν την τακτική του Τερζόπουλου στο επίπεδο της
και την πρόσληψη του θεατή. Μιλούµε για το θεατή που έχει παρακολουθήσει µια
192
πρωτογενές της περιβάλλον για να την εµφυτεύσει σε µια νέα παράσταση, ο
κινήσεων, αλλά και τις σηµατοδοτήσεις που αυτό πυροδότησε µέσα στο πλαίσιο/
τη λειτουργία της και την ύπαρξή της εντός ενός θεµατικού και ερευνητικού κύκλου.
αφήγησης. Έτσι, ο Μισέλ Πικάρ (Michel Picard) επισηµαίνει ότι «η επανάληψη µόνη
µε την επανάληψη του έχει νόηµα το µοτίβο» (στο ∆ερµιτζάκη 2000: 314) ενώ ο
Τσατσούλης στην ανάλυση της τυπολογίας του Ζεράρ Ζενέτ (Gérard Genette) για
την αφήγηση και ειδικότερα για την περίπτωση της επαναληπτικής (répétitive)
διαφορές και, κυρίως, παραλλαγές ως προς την εστίαση που ακολουθείται» (1997:
477), δηµιουργώντας µια άλλη αλήθεια από την πρώτη προκύπτουσα (ό.π. 2000: 29).
Ακόµα, λοιπόν, και µέσα από αυτό το θεωρητικό πρίσµα που µας προσφέρει η θεωρία
της αφήγησης καταλήγουµε και πάλι στο συµπέρασµα ότι στο θέατρο του
οποίο κάθε φορά λαµβάνει χώρα. Για το θεατή, η παράσταση προσκαλεί µια
193
πιο πλούσια και δηµιουργική. Συγχρόνως, µε τον τρόπο αυτό τονίζεται ο
Η επανάληψη, όµως, δεν είναι µόνο κίνηση σκηνικά σηµαίνουσα, αλλά έχει και
κίνηση δεν είναι η ίδια. Ο Κίρκεγκορ (Kierkegaard) υποστηρίζει ότι είναι αδύνατη η
επισηµαίνει (στο Gilpin 1996: 123). Η επανάληψη, δηλαδή, είναι µια τεχνική που
επικεντρώνει την προσοχή στο ίδιο το γεγονός της εξαφάνισης, στην απούσα
παρουσία αυτού που εξαφανίστηκε (ό.π. 1996: 110). Συγχρόνως, όµως, όπως ο
ασθενούς για έλεγχο, έτσι και η επανάληψη στο θέατρο δηλοί µια επιθυµία από την
µπορεί να εκφράζει την επιθυµία για νέες µορφές έκφρασης, για το καινούργιο (ό.π.
1997: 111). Όταν ο Τερζόπουλος καταφεύγει στην επανάληψη στο θέατρό του, είτε
από παράσταση σε παράσταση είτε µέσα στην ίδια την παράσταση, µάλλον επιδιώκει
να γνωρίσει τόσο ο ίδιος ως καλλιτέχνης όσο και ο θεατής σε πιο µεγάλο βάθος αυτό
Μαινόµενου την επανάληψη των παιδικών φωνών και του φόνου των παιδιών από τον
194
Ηρακλή µέσα στη µανία του. Μόνο που στο συγκεκριµένο παράδειγµα, η επανάληψη
Πρόκειται, βέβαια, όπως παρατηρεί ο Μπάµπης ∆ερµιτζάκης, για µια ακραία θέση, η
οποία, όµως, κρύβει µια δόση αλήθειας όταν η επανάληψη είναι υπερβολική οπότε
διατρανώνεται, κατά την άποψή µας, είναι ότι ο σκηνοθέτης χρησιµοποιεί την τεχνική
της επανάληψης αναζητώντας την ανανέωση και το καινούργιο και όχι τη στείρα και
Για να επιστρέψουµε, όµως, στη γενικότερη συζήτησή µας για το χορό και να
Συγχρόνως, µε τον τρόπο αυτό δίνεται η δυνατότητα στο σκηνοθέτη και τους
και φωνητική παρτιτούρα, βασιζόµενοι πάντα στη µέθοδο της αποδόµησης και της
18
Οξεία είναι η κριτική της ποιητικής και κριτικής θεωρίας του Μπλουµ από το Γιώργο
Βελουδή, ο οποίος χαρακτηρίζει το δοκίµιο του πρώτου The Anxiety of Influence (1973)
«προκλητικό». Ο Μπλουµ υποστηρίζει ότι όλη η ιστορία της ροµαντικής ποίησης δεν είναι παρά
εικονογράφηση του οιδιπόδειου συµπλέγµατος σε «κοσµικό» λογοτεχνικό επίπεδο, µε το νεότερο
ποιητή-«έφηβο» να παλεύει υπό το «άγχος της επίδρασης» µε τον παλαιότερο ποιητή-«πατέρα»,
ώσπου να παντρευτεί τη Μούσα-µητέρα και να γράψει το νέο ποίηµα. Πρόκειται, βέβαια, για ένα
παράδειγµα παραχάραξης και παρεξηγήσεως της ψυχαναλυτικής θεωρίας, η οποία, παρατηρεί ο
Βελουδής, δε µπορεί να καταλογιστεί στον πρώτο διδάξαντα, το Φρόυντ (1994: 323, 327-28).
19
Σαφώς, οι παρατηρήσεις αυτές περί επαναληπτικότητας δεν αναιρούν αλλά έρχονται να
προστεθούν στην πρωταρχική επισήµανση που κάναµε στους Πέρσες ότι η επανάληψη του ρυθµού και
η εξέλιξη κάποιων σωµατικών και ακουστικών µοτίβων µέσα από την επανάληψη έχουν τις ρίζες τους
στην ανάλογη οργάνωση λαϊκών και τελετουργικών δρώµενων.
195
σωµατοποίησης του ρυθµού. Από παράσταση σε παράσταση ο σκηνοθέτης
διαµορφώνει όλο και πιο «οµοιογενείς» εκδοχές του χορού µε τη γεωµέτρηση της
µοτίβων. Παράλληλα, αυξάνεται σταδιακά ο αριθµός των µελών του χορού. Για να
αντλήσουµε από το παράδειγµα του κύκλου των παραστάσεων του Ηρακλή, από ένα
τα µέλη του χορού έγιναν δύο, από δύο τέσσερα, από τέσσερα έξι, και από έξι
εργασίας πάνω στο χορό δεν ακολουθείται σε κάθε παράσταση αρχαίου δράµατος.
Σίγουρα, όµως, ο σκηνοθέτης αντλεί επιλεκτικά κάθε φορά από τη δεξαµενή των
από την αποφυγή όποιας συµβατικής χορογραφίας και µουσικής επένδυσης των
χορικών, καθώς κάτι τέτοιο δε συνάδει µε τη µέθοδο της αποδόµησης και την
Τερζόπουλου για το χορό, διαµορφωµένη πάνω στις αρχές της µεθόδου της
ενισχύσει την άποψη, έτσι όπως εκφράζεται από τον Πωλ Μόναγκαν (Paul
Monaghan), ότι η σωµατική µέθοδος του Γκροτόφσκι, του Μπάρµπα και των
συνεχιστών τους µπορεί να δώσει λύσεις στο ζήτηµα του «σκηνικού βίου» του χορού.
Εκείνο που επιτυγχάνεται είναι αυτό που, για το Μόναγκαν, αποτελεί το ζητούµενο
196
στο χορό: να παρασύρει το θεατή πέρα από την καθηµερινή αντίληψη στο παράδοξο
«της βίωσης αυτού του ‘πέρα’ µέσα από την ένταση µιας ξεχωριστά ανθρώπινης
όπως ο Μπάρµπα την ορίζει ως σύνθεση των ρυθµών και των δυναµικών που
επιδρούν στους θεατές στο επίπεδο των αισθήσεων και της αισθητικής. Μια τέτοια
σκηνοθεσία Πήτερ Χωλ (Peter Hall), η έµφαση στη ρεαλιστική απόδοση του
των χορικών ως συνθέσεων µουσικής, χορού και ποίησης ενώ, αντίθετα, η σωµατική
προσδίδοντας τελικά στο χορό τον ξεχωριστό σκηνικό βίο που του πρέπει.
Από τη συνολική συζήτηση του χειρισµού των σκηνικών συµβάσεων της τραγωδίας
στη σκηνική µεταφορά της από το Άττις, γίνεται φανερό ότι ο Τερζόπουλος
ακριβώς αυτές είναι το επόµενο ερώτηµα που θα µας απασχολήσει, για να µας
197
οδηγήσει τελικά σε µια γενικότερη εξέταση των ελληνικών επιρροών στο θέατρο του
Τερζόπουλου και της θέσης του σκηνοθέτη στο ελληνικό θεατρικό στερέωµα.
198
2.8. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΤΟΠΙΟ
έχουµε εντοπίσει και σχολιάσει πολλές επιδράσεις από το ξένο θέατρο και τους
άνεση στη θεατρική τάξη πραγµάτων στα τέλη του 20ού και τις αρχές του 21ου αιώνα.
Παρά, όµως, την ξένη παιδεία που διαµόρφωσε το σκηνοθετικό του ιδίωµα και τη
διεθνή και διαπολιτισµική καριέρα του, ο Τερζόπουλος δεν παύει να είναι ένας
µελέτη του έργου του. Είναι αυτή η διαπίστωση που µας ωθεί στην εξέταση των
ελληνικές επιδράσεις στο έργο του. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι για τον
ίδιο − όπως πολλές φορές εκφράζει σε συζητήσεις του − στην Ελλάδα δεν υπήρξε
ταυτότητα, όπως έχει το θέατρο της Γερµανίας, της Ρωσίας ή της Αγγλίας
χώρες χάρη στη µεγάλη παράδοση, το υψηλό επίπεδο των σχολών θεάτρου, την πολύ
καλή εγκύκλια παιδεία και τις σηµαντικές αισθητικές κατευθύνσεις, τους µεγάλους
199
ηθοποιούς και µια µακρόχρονη πολιτιστική πολιτική, µε την επιπρόσθετη συµβολή
ενός µεγάλου κοινού (ό.π., Περίτεχνο 2000: 46). Στην περίπτωση του ελληνικού
Κάρολο Κουν, ηθοποιούς σαν την Κατίνα Παξινού, την Έλλη Λαµπέτη, το Μάνο
φτάνει για να δώσει το στίγµα του ελληνικού θεάτρου (ό.π., Περίτεχνο 2000: 46).
Πόση αλήθεια υπάρχει σε αυτήν την άποψη του Τερζόπουλου; Πράγµατι, κατά το 19ο
αιώνα ο σκηνοθέτης ήταν άγνωστος στο ελληνικό θέατρο µια και σε γενικές γραµµές
το ίδιο το θέατρο ήταν µια τέχνη άγνωστη στον τόπο, σε αντίθεση µε την Ευρώπη.
εντοπισµό της αρχής της ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου στο θέατρο της
Αναγέννησης στην Κρήτη και στη θεατρική κίνηση στα Επτάνησα το 17ο-18ο αιώνα,
Με το κίνηµα, όµως, του ευρωπαϊκού διαφωτισµού το 18ο αιώνα και τη διάδοση και
επίδρασή του στον ελληνισµό τόσο τον τουρκοκρατούµενο όσο και εκείνον της
αποκτήσει θέατρο και να κατακτήσει η θεατρική τέχνη την υψηλή θέση που κατείχε
στην Ευρώπη (1986: 11-12). Και πάλι, όµως, το θέατρο αρχικά καταφέρνει να
200
στεριώσει στον ελληνικό χώρο µόνο ως παιδαγωγικό µέσο, µε έµφαση στο
πατριωτικό και ηθικό στοιχείο (Γλυτζουρής 2001: 23). Εύλογα, λοιπόν, η Ελλάδα
στερείται της µεγάλης παράδοσης συγγραφέων, ηθοποιών, τεχνιτών της σκηνής, που
άλλες χώρες της Ευρώπης έχουν να επιδείξουν. Πολύ περισσότερο, αγνοεί τις
διεργασίες που έλαβαν χώρα από τα τέλη του 18ου µέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα
στην Ευρώπη, µέσα από τις οποίες αναδείχθηκε στο θέατρο ο σκηνοθέτης.1 Όπως
στην Ελλάδα
[…] διαµορφώνει την εικόνα µιας συνεχούς και επίµονης προσπάθειας, ενός
παράγοντας της θεατρικής τέχνης δίπλα στον συγγραφέα και τον ηθοποιό.
Αυτό επιτυγχάνεται στα τέλη του 1930 οπότε και ο σκηνοθέτης αποτελεί πλέον µια
καθιέρωσή του γίνεται στο πρόσωπο του Φώτου Πολίτη και του ∆ηµήτρη Ροντήρη
Σχετικά µε το αρχαίο δράµα και την αναβίωσή του, που µας ενδιαφέρουν άµεσα µια
και ο Τερζόπουλος στο µεγαλύτερο µέρος της εργασίας του ερευνά αυτό το ζήτηµα,
1
Βλ. Bradby και Williams, “The Rise of the Director”, Director’s Theatre (1988) 1-23.
201
καταθέτοντας τη δική του πρόταση, οι πρώτες παραστάσεις αρχαίου δράµατος
Οντέσσα, Ιάσιο, Κυδωνίες κ.λπ.) πριν ακόµα η Ελλάδα κερδίσει την ανεξαρτησία της
από τους Τούρκους µε την επανάσταση του 1821. Τα εγχειρήµατα αυτά, όπως και η
ίδρυση θεάτρου από τη Φιλική Εταιρεία, γίνονται στο πλαίσιο των ενεργειών για τη
διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας και την ανύψωση του εθνικού φρονήµατος εν
Στο ανεξάρτητο πλέον βασίλειο της Ελλάδας ουσιαστικός ήταν ο ρόλος της
1896-1905 µε την ίδρυση της «Εταιρείας υπέρ της διδασκαλίας των αρχαίων
Παράλληλα εκδηλώνεται ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στα θέατρα της Ευρώπης. Το
ελληνικό κοινό, µέσα από δηµοσιεύµατα στον ελληνικό Τύπο της εποχής, γνωρίζει
202
Théâtre Libre του Γάλλου Αντρέ Αντουάν (André Antoine), του γερµανικού Freie
Deutsches Theater, για το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας κ.λπ. Το ενδιαφέρον σε αυτά τα
πιστότητας στα σκηνικά και στα κοστούµια, της πειθαρχηµένης προετοιµασίας (ό.π.
2001: 53-60).
γερµανικές οδηγίες στις ανάγκες της σκηνής και του θιάσου του Βασιλικού.
(2001: 71)
σκηνικά, που εισάγονταν από το εξωτερικό» (ό.π. 2001: 71). Αν το Βασιλικό Θέατρο
αυλικού γερµανικού θεάτρου, την ίδια εποχή η Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου
Ευρώπης τύπου Αντουάν. Η πρώτη παράσταση της Νέας Σκηνής είναι η Άλκηστις.
να προσεγγίσει το αρχαίο θέατρο µέσα από τις ζωντανές παραδόσεις των Ελλήνων,
203
απορρίπτοντας την αρχαιολογική προσέγγιση των κλασικών (Bakopoulou-Halls
1987: 265).
διάλυση του θεάτρου της Νέας Σκηνής το 1905, επιβραδύνονται οι εξελίξεις στο θέµα
της αναβίωσης του αρχαίου δράµατος κι αυτό γιατί στη δεκαετία του 1920
υπόθεση της αναβίωσης. Είναι στο τέλος αυτής της δεκαετίας που το ενδιαφέρον
2001: 254). Το εγχείρηµα των ∆ελφικών Εορτών από το ζεύγος Σικελιανού µεταξύ
33). Παρά ταύτα, το σηµαντικό στοιχείο είναι ότι το ενδιαφέρον για τους κλασικούς
αυξάνει και το ζήτηµα της αναβίωσής τους γίνεται πρωτεύον. Τα επόµενα χρόνια, το
∆ηµήτρη Ροντήρη και το Θέατρο Τέχνης µε τον Κάρολο Κουν θα χαράξουν νέους
τους τη δική του πρόταση (Bakopoulou-Halls 1987: 268). Είναι στη µορφή του
επιρροή.
204
Ιδρύοντας γύρω στο 1942, το Θέατρο Τέχνης, ο Κουν οδηγεί τον Έλληνα σκηνοθέτη
στη µοντέρνα του περίοδο και εισάγει στο ελληνικό θέατρο το θεσµό των µικρών
πρωτοποριακών σκηνών (Γλυτζουρής 2001: 427). «Το θέατρό µας», γράφει ο Κουν,
«δε θα είχε λόγο ύπαρξης αν δε διέφερε απόλυτα απ’ τα υπάρχοντα θέατρα» (1987:
11) γιατί «Το θέατρο, όπως είναι, ενδιαφέρεται απλώς να τέρψει και να δηµιουργήσει
αυτό που λέγεται κοινά ‘εµπορικές επιτυχίες’» (ό.π.1987: 15). Ο Κουν οραµατίζεται
συνείδηση της µελέτης και της υπέρογκης εργασίας, τεχνικής και πνευµατικής […]»
(ό.π. 1987: 20). Αυτό αποτελεί και την πρώτη άρνηση του Κουν µια και πιστεύει ότι
«[…] βάση κάθε νέας δηµιουργίας είναι µία άρνηση» (ό.π.1987:15). Στο πρόσωπο
του, λοιπόν, ο Τερζόπουλος βρίσκει, όπως ήδη έχουµε επισηµάνει, εκτός από τα ξένα
δικό του θίασο, ένα θέατρο συνόλου, όπου η έµφαση είναι στην τέχνη του ηθοποιού
µε την πρωταρχική σηµασία της λέξης (ο ποιών ήθος) και η θεατρική δηµιουργία
Ο Κουν, όµως, αρνείται και τον καθιερωµένο τρόπο ανεβάσµατος της αρχαίας
τραγωδίας:
Ποια η ελληνική παράδοση της σχολής για την αρχαία τραγωδία; Απλούστατα
δεν είναι. ∆ιερωτώµαι γιατί κόπτονται όλοι για την ‘ελληνική παράδοση της
τραγωδίας’. Αυτή που υφίσταται σήµερα είναι φερµένη από την σχολή του
205
Ράινχαρτ,2 µια ροµαντική δηλαδή σχολή, ξεπερασµένη, που βασίζεται στην
παλιά γαλλική απαγγελία, και που δεν έχει καµιά σχέση µε το αρχαίο δράµα,
ένα θέατρο δηλαδή που δεν έχει καθόλου ροµαντισµό µέσα του, που έχει
διστάσω δηλαδή να πάω και στην αφρικανική και στην ασιατική ή οποιαδήποτε άλλη
τελετουργία, γιατί αυτές είναι που αποµένουν σήµερα στον κόσµο», λέει ο ίδιος (ό.π.
1987: 105).
την εµπλούτισε στο πέρασµα των αιώνων (ό.π. 1987: 94). Την ελληνική λαϊκή
2
Όπως επισηµαίνει ο Γραµµατάς, η προσέγγιση στην αρχαία τραγωδία και τη σκηνική
αναβίωσή της πραγµατοποιήθηκε σύµφωνα µε τα νεοκλασικιστικά πρότυπα του ευρωπαϊκού θεάτρου.
Παρόµοια, ο Φώτος Πολίτης υιοθετεί και µεταφέρει στην Ελλάδα τη σκηνοθετική προσέγγιση του
Μαξ Ράινχαρτ (Max Reinhardt) πάνω στο αρχαίο δράµα. Έκτοτε, η συστηµατική ενασχόληση µε το
πρόβληµα της σκηνικής µετα-γραφής της τραγωδίας συνδέεται µε το Εθνικό Θέατρο, που αρχίζει τις
παραστάσεις του το 1932. Ο Φώτος Πολίτης και ο ∆ηµήτρης Ροντήρης είναι εκφραστές της κυρίαρχης
εκδοχής του Εθνικού Θεάτρου για την απόδοση της αρχαίας τραγωδίας σύµφωνα µε τις αρχές του
γερµανικού ιδεαλισµού και της σκηνοθετικής πρακτικής του Ράινχαρτ (Τοµ. Β΄ 2002: 21-22, 33, 38).
Εντούτοις, δε µπορούµε παρά να παραθέσουµε και την αντίθετη άποψη, η οποία τονίζει ότι
παρά την υιοθέτηση ορισµένων ουσιωδών θέσεων του Ράινχαρτ, η παράδοση που διαµόρφωσαν ο Φ.
Πολίτης, ο ∆. Ροντήρης και οι συνεχιστές τους διαµορφώθηκε σε νέες αυτόνοµες βάσεις σύµφωνα µε
την ιθαγένεια και τις αντιλήψεις για την ελληνική δηµοτική παράδοση. Η άποψη αυτή συνοψίζεται στα
παρακάτω λόγια του Τάσου Λιγνάδη: «Μέσα από το ζωντανό ένστικτο της αδιαίρετης ελληνικής
γλώσσας, µέσα από την ιθαγένεια της φωνητικής και της κινησιογραφίας η υποστασιακή αρτηρία της
παράδοσης παρήγαγε φυσιολογικά µια υποκριτική αυτόχρηµα ελληνική που το τεκµήριο του αίµατος
είναι κάτι περισσότερο από εµφανές στην θεατρική πράξη και αποτελεί προνόµιο για οποιαδήποτε
σύγκριση στην διεθνή πρακτική του αρχαίου δράµατος» (1988: 54). Επίσης, ο Λιγνάδης εκφράζει την
άποψη ότι οι αναζητήσεις του Κουν οδήγησαν τελικά σε µια µορφολογία, η οποία συγκλίνει προς την
κατευθυντήρια γραµµή του Εθνικού Θεάτρου. Ο συγγραφέας, όµως, δεν προχωράει σε µια ευρύτερη
κατοχύρωση της θεώρησης αυτής.
206
Οι κινήσεις, οι στάσεις η κουβέντα, όλα είχαν νόηµα, προέρχονταν από µια
δίχως προσποίηση στη σάρκα, στους µυς και στα νεύρα. Πρωτόγονα
1987: 22)
Ο Γραµµατάς εντοπίζει την αφετηρία του ενδιαφέροντος των Ελλήνων λογίων και
καλλιτεχνών για το λαϊκό πολιτισµό, για την παραδοσιακή τέχνη και τη βυζαντινή
µουσική στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και τη συνέχιση αυτών των
αναζητήσεων στη δελφική ιδέα του ζεύγους Σικελιανού. Προς αυτή την κατεύθυνση
συµβάλλει και το έργο σχεδόν όλων των καλλιτεχνών του µεσοπολέµου, οι οποίοι
«ανακαλύπτουν», µεταξύ άλλων, την αξία του Θεόφιλου, του Μακρυγιάννη και του
Καραγκιόζη. Οι συνέπειες αυτής της τάσης είναι διακριτές στο ελληνικό θέατρο του
µεσοπολέµου (π.χ. Ερωφίλη από τον Κάρολο Κουν ή Καραγκιόζης ο Μέγας του Φ.
Πολίτη) και στις νέες απόπειρες σκηνικής ερµηνείας του αρχαίου δράµατος. Η
εκδοχή του Εθνικού Θεάτρου, όπως διαµορφώθηκε από τις αρχές του γερµανικού
ιδεαλισµού και της κατά Ράινχαρτ σκηνικής πράξης, σε συνδυασµό µε την ελληνική
ιδεαλιστική προσέγγιση των ∆ελφικών Γιορτών του Σικελιανού και το πνεύµα του
Φώτου Πολίτη και του ∆ηµήτρη Ροντήρη, απορρίπτονται από λόγιους και
καλλιτέχνες που τότε κάνουν τα πρώτα τους βήµατα και αισθητικά ανήκουν στη
γενιά του ΄30. Το αίτηµα που αυτοί θέτουν, αφορά το συγκερασµό της παράδοσης µε
τη νεωτερικότητα, την αξιοποίηση του λαϊκού πολιτισµού και της βυζαντινής τέχνης
207
στο θέατρο, έτσι όπως ήδη εκφράζεται στο εικαστικό έργο των Γ. Τσαρούχη, Σπ.
αναζητούµενους κρίκους της αδιάσπαστης αλυσίδας του ελληνισµού, που από τον 20ό
αιώνα ανάγεται στην αρχαιότητα» (Τοµ. Β΄ 2002: 28) και η ανάδειξή τους εκείνη την
εποχή πηγάζει από την ανάγκη ενδυνάµωσης της εθνικής και φυλετικής ταυτότητας
σύγχρονου προς το αρχαίο ελληνικό πνεύµα» (ό.π. Τοµ. Β΄ 2002: 28).4 Κορυφαίος
επίπεδο – το κέντρο βάρους στην τραγωδία από το λεκτικό/ εγκεφαλικό στο παρα-
λεκτικό, στην κίνηση, δηλαδή, και στη µιµική του ηθοποιού. Επανέφερε έτσι το
ζήτηµα της σκηνικής ερµηνείας της τραγωδίας στις απαρχές του θεάτρου, «στο
σήµερα στην ελληνική ή όποια άλλη παράδοση, αυτή η έµφαση στην οργανικότητα
του τραγικού γεγονότος και του προσώπου είναι που κάνουν τον Τερζόπουλο να
3
Βλ. Γραµµατάς, Τοµ. Β΄ (2002) 28-42.
4
Για το ζήτηµα της ελληνικότητας ως κατασκευασµένου ιδεολογήµατος, βλ. Κεφάλαιο 1.2.
208
Η επιρροή είναι από τον Κουν […] γιατί ο Κουν πρώτος αρχίζει να
Κουν ήταν από την Προύσα, ήταν Ανατολίτης. Έκανε σπουδές στη Ροβέρτειο
ήταν ανατολίτικες. […] Αυτό µε επηρέασε επειδή κι εγώ προέρχοµαι από τον
αφετηρία. Αυτό µε βοήθησε πάρα πολύ γιατί έβλεπα στο υπόλοιπο κοµµάτι
Κατά τον Τσατσούλη, ο Τερζόπουλος είναι εκείνος που κατάφερε να υλοποιήσει τις
ιδέες του Κουν µια και ο τελευταίος έζησε σε µία εποχή όχι «ανεκτική» και ανοιχτή
5
Γράφει ο Κουν για την επίδραση της Ανατολής στον ελληνικό πολιτισµό: «Οι περισσότεροι
από τους ηθοποιούς µας προέρχονται από τον απλό λαό, από το εσωτερικό της χώρας ή από τα νησιά.
Αυτοσχεδιάζουν µε τον τρόπο του λαού, όταν παρουσιάζουν τραγούδια ή κινούνται χορευτικά. Σ’ όλα
αυτά παίζει µεγάλο ρόλο η παράδοση που είναι ακόµα ζωντανή και συχνά οι ρίζες της φτάνουν στην
αρχαιότητα. Αυτή η παράδοση επέζησε περιόδων µε επιθέσεις και κατακτήσεις – για παράδειγµα οι
αιώνες της κατοχής από τους Τούρκους – και είναι και σήµερα αυθόρµητη. Βέβαια όλες µας οι
παραδόσεις δεν φτάνουν ως την αρχαιότητα. Υπήρξε και η επιρροή του Βυζαντίου και της Βενετίας.
Αυτό είναι πολύ σηµαντικό γιατί δεν υπήρχαν δυτικές επιρροές. Ο Γκαίτε και ο Χόφφµανσταλ για
παράδειγµα έµειναν για µας δίχως σηµασία. Βρισκόµαστε στο σταυροδρόµι ανάµεσα Ανατολής και
∆ύσης. Είναι επόµενο, λοιπόν, να είναι η ανατολική επίδραση στην αρχαία Ελλάδα ιδιαίτερα
σηµαντική» (1987: 96).
6
Η κραταιότητα της «σχολής» του Εθνικού Θεάτρου φτάνει µέχρι τις µέρες µας, καθώς στο
διάστηµα 1974-1980, τη διεύθυνση του θεάτρου αναλαµβάνει ο Αλέξης Μινωτής, ο οποίος συχνά
σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί, συνεχίζοντας τη σκηνοθετική παράδοση των Πολίτη και Ροντήρη.
Όπως παρατηρεί ο Γραµµατάς για το Μινωτή: «Η εµµονή του όµως στην παράδοση του κλασικού
ρεπερτορίου και η τάση του να ακολουθεί τα σκηνοθετικά πρότυπα των προκατόχων του, προκαλεί µια
αίσθηση επανάληψης και déjà vu στους θεατές και σε κάποιο βαθµό ευθύνεται για την µακροχρόνια
απουσία ανανέωσης του ύφους και είδους παραστάσεων που παρουσιάζει το Εθνικό» (Τοµ Α΄ 2002:
242).
209
ολοκληρωµένη πραγµάτωση των θεωριών του περί του αττικού δράµατος (Tsatsoulis
1999: 116).
Πέραν του Κουν, όµως, ο Τερζόπουλος δεν παύει να αποδίδει τιµές στην υποκριτική
που γνωρίζει τέλεια τα εκφραστικά της µέσα και έτσι έχει τον πλήρη έλεγχό τους στις
ερµηνείες της:
τον τρόπο που καταργεί την στίξη και προχωράει σε µια γλώσσα η οποία είναι
δεµένη απόλυτα µε τους πολυρυθµικούς χρόνους της φύσης, της χαράς, της
χρόνους, που βρίσκονται πολλές φορές πίσω από τη µαύρη γραµµή, µέσα
Ο Κουν, λοιπόν, η Παξινού, αλλά και ο Ροντήρης είναι οι τρεις Έλληνες καλλιτέχνες-
1981) για την έµφαση που έδωσε στο χορό και την προσπάθειά του να ενσωµατώσει
στην αρχαία τραγωδία στοιχεία από την ελληνική παράδοση (ό.π. προσωπική
συνέντευξη 20/7/2002). Πρόκειται κυρίως για στοιχεία της βυζαντινής περιόδου και
της σύγχρονης, έτσι όπως αυτά διασώζονται στους ύµνους της Ορθόδοξης εκκλησίας,
στον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής, στα δηµοτικά τραγούδια, στο θρήνο και το
210
Πέραν, όµως, αυτών των εξαιρέσεων, η αποµόνωση της µορφής και του έργου του
Κουν και η ανάδειξη του σε κύρια ελληνική επιρροή στο σκηνοθετικό ιδίωµα του
Τερζόπουλου καθώς και η συµφωνία των δύο ανδρών στα µείζονα σηµεία της
τελευταίος κρατά από τη «σχολή» του Εθνικού Θεάτρου πάνω στο θέµα. Πρόκειται
για αποστάσεις οι οποίες θα βρουν και τη χωρική τους µεταφορά το 1994 όταν ο
Για ένα σκηνοθέτη που για οκτώ χρόνια περιέφερε το θεατρικό όραµα της οµάδας
του «σε διαφορετικά τοπία του κόσµου» (Τερζόπουλος 2000: 72), χωρίς ο ίδιος να
έχει µια µόνιµη βάση γιατί κατά τα λεγόµενά του «[οι] λέξεις στεγάζω και
στεγάζοµαι είναι ξένες προς την ιδιοσυγκρασία µου» (ό.π. 2000: 71), η διαµόρφωση
Μεταξουργείο, όπου ο χρόνος µοιάζει να έχει σταµατήσει στη δεκαετία του ΄60. Λέει
ο ίδιος:
ξεκουράζει, ανθρώπινα και καλλιτεχνικά. Ένα παλιό σπίτι και η αυλή του
211
Όπως επισηµαίνει ο Πατσαλίδης, κανένας θεατρικός χώρος δεν είναι κενός
σηµασιών. Αντίθετα, «Όλα όσα εµπίπτουν στην έννοια ‘θεατρικός χώρος’ (εσωτερικά
και εξωτερικά) υπάρχουν για να εκπέµπουν τη δική τους ιδεολογική και αισθητική
ιστορία» (1995: 148). Ο αστικός χώρος, δηλαδή, για να δανειστούµε από τη σκέψη
του Ρολάν Μπαρτ, είναι ένα τεράστιο σηµαίνον «κείµενο» που εξυπηρετεί πρακτικές
συγκεκριµένη επιλογή της γεωγραφικής θέσης του θεάτρου Άττις γεννά ένα ολόκληρο
πλέγµα σηµάνσεων.
Μόλις δυο-τρία τετράγωνα µακριά από το επιβλητικό Εθνικό Θέατρο, το οποίο όπως
όλα σχεδόν τα εθνικά θέατρα ανά τον κόσµο δεσπόζει στην καρδιά του αστικού
τοπίου, στον κεντρικό δρόµο της οδού Αγ. Κωνσταντίνου, το Άττις βρίσκεται
«κρυµµένο» µέσα στις φτωχικές γειτονιές των µικροεµπόρων, των µεταναστών και
των ιερόδουλων. ∆ηµιουργείται έτσι ένα χωρικό παράδειγµα της αντιπαράθεσης δύο
αναβίωσης της αρχαίας τραγωδίας. Ας µην ξεχνάµε ότι µε την ανοίκεια ανάγνωση
όπως αυτή του Εθνικού.8 Επιπλέον, ο πολυφυλετικός χαρακτήρας της περιοχής όπου
7
Βλ. Σάββας Πατσαλίδης (1995) 137-57.
8
Το µέγεθος της αντιπαράθεσης δηλώνεται µε τον πιο εύγλωττο τρόπο στην αγόρευση της
Άννας Συνοδινού, της µεγάλης Ελληνίδας τραγωδού του Εθνικού Θεάτρου, η οποία ως βουλευτής το
1987 κατήγγειλε: «στέλνει [η τότε υπουργός πολιτισµού Μελίνα Μερκούρη] στο εξωτερικό τις
‘Βάκχες’ που γελοιοπούν το πλέον θαυµαστό πνευµατικό δράµα του Ευριπίδη. Τώρα έχει καταντήσει
ο Ευριπίδης να παίζεται στο λεβητοστάσιο του Εθνικού Θεάτρου και φίλοι της κυρίας Μερκούρη και
212
εδράζεται το Άττις εναρµονίζεται µε τη διαπολιτισµική πράξη του θεάτρου του
Τερζόπουλου, η οποία και πάλι λειτουργεί σε αντιπαράθεση προς την όποια αντίληψη
αρχαιοπρέπειας και «ελληνικότητας» που θα λέγαµε ότι διαπνέει την παράδοση του
του αρχαίου δράµατος. Το τέλος της θητείας του Μινωτή στο Εθνικό Θέατρο το
1980, αλλά και πιο πριν το γεγονός ότι το Εθνικό το 1974 έχασε το µονοπώλιο
χρήσης της Επιδαύρου, σηµατοδοτούν την απαρχή µιας καινούργιας εποχής στο
χώρο. Συγχρόνως, ο θεσµός των ∆Η.ΠΕ.ΘΕ. από το 1983 και µετά, δίνει την ευκαιρία
δράµατος από ξένους σκηνοθέτες (Π. Στάιν (P. Stein), Π. Μπρουκ, Π. Χωλλ, Μ.
Λάνγκχοφ (M. Langhoff), Λ. Ρονκόνι (L. Ronconi), Ρ. Στούρουα (R. Sturua) κ.λπ.)
κινούνται στο όριο της παράδοσης και του µοντερνισµού (Μ. Βολανάκης, Α.
ρήξεις και τοµές στην ερµηνεία του αρχαίου δράµατος. Αυτό που αξιοποιούν οι
πολιτικοί να λένε ότι σε παράφρονες εδόθη η παράσταση» (Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων
5/6/1987).
213
δεύτεροι είναι τις ποικίλες παραµέτρους της διαπολιτισµικότητας και της
του ολοκληρωµένη πρόταση στο ζήτηµα της σκηνικής µετα-γραφής της αρχαίας
θεατρικού γίγνεσθαι.
Η συνεισφορά του, όµως, δεν περιορίζεται µόνο στο χώρο της τραγωδίας και της
σκηνικής της παρουσίασης, αλλά εξαπλώνεται και στον ευαίσθητο χώρο της
9
Ο Γραµµατάς κάνει αναφορά, µεταξύ άλλων, στην Ιφιγένεια εν Ταύροις (1994), σε
διασκευή-σκηνοθεσία Γ. Χουβαρδά και συνεργασία µε το θέατρο La Mama της Νέας Υόρκης, στην
Αντιγόνη του Γ. Βογιατζή (1994), στη Μήδεια (1994) και στην Ηλέκτρα (1998) του Μ. Μαρµαρινού
και στις παραστάσεις του Τερζόπουλου.
10
Ο Τερζόπουλος έχει µέχρι σήµερα σκηνοθετήσει µόνο τρία νεοελληνικά έργα, τον Κανόνα
του Βασικεχαγιόγλου, Το Στεφάνι του Κοντραφούρη και τη Λήθη του ∆ηµητριάδη. Τα έργα αυτά δε
συγκροτούν έναν αυτόνοµο κύκλο νεοελληνικού έργου, καθώς µια τέτοιου είδους έρευνα δεν
αποτέλεσε ποτέ πρόθεση του Τερζόπουλου, σε αντίθεση µε άλλους Έλληνες καλλιτέχνες και θεατρικά
σχήµατα που αφιέρωσαν όλο ή µεγάλο µέρος της ενέργειάς τους στο σύγχρονο ελληνικό δράµα. Στο
σηµείο αυτό µπορούµε να θυµηθούµε τον Κουν, στο πρόσωπο του οποίου συγγραφείς, όπως οι Λ.
Αναγνωστάκη, ∆. Κεχαϊδης, Γ. Σεβαστίκογλου κ.ά., βρήκαν «τον ιδανικό σκηνοθέτη που θα τους
προβάλλει και θα τους καθιερώσει στη συνείδηση του θεατρικού κοινού» (Γραµµατάς, Τοµ. Α΄ 2002:
279). Όπως επισηµαίνει ο Γραµµατάς, µε τον τρόπο αυτό οριοθετήθηκαν οι αισθητικοί και ιδεολογικοί
άξονες του µεταπολεµικού ελληνικού θεάτρου, όπως και δόθηκε η δυνατότητα στους θεατρικούς
δηµιουργούς, µέσα από την επαφή τους µε τις εξελίξεις στο παγκόσµιο θέατρο, να διαµορφώσουν
σταδιακά µια συνείδηση, προϊόν σύζευξης του αυτόχθονου µε το ξενόφερτο (ό.π. Τοµ. Α΄ 2002: 279).
Αξίζει ακόµα ενδεικτικά να µνηµονεύσουµε τη Νεοελληνική Σκηνή του Σπ. Ευαγγελάτου (1962-64),
που παρουσίασε έργα από το κρητικό και το επτανησιακό θέατρο και το θέατρο του 19ου αιώνα, όπως
και το κατοπινό σχήµα του ίδιου, το Αµφιθέατρο, το οποίο στα χρόνια της λειτουργίας του έχει
ανεβάσει γνωστά και άγνωστα έργα από το νεοελληνικό ρεπερτόριο (Ερωφίλη του Γ. Χορτάτση,
Γουανάκος του Γ. Ψυχάρη κ.λπ.). Με παρόµοια συνέπεια, το θέατρο Στοά του Θ. Παπαγεωργίου και
της Λ. Πρωτοψάλτη δίνει προτεραιότητα στη νεοελληνική δραµατουργία, παρουσιάζοντας έργα, όπως
214
ενός νέου ύφους θεατρικής γραφής. Οι µεταµοντέρνες τάσεις που σποραδικά
20ού αιώνα, οφείλουν κατά πολύ την ανάπτυξή τους στη θεατρική πράξη, καθώς ξένοι
και του Π. Μπρουκ συστήνονται στην Ελλάδα (ό.π. Τόµ. Β΄ 2002: 319). Η
συνεισφορά του Τερζόπουλου προς την κατεύθυνση αυτή τόσο µέσα από την
παρουσίαση του µυλλερικού έργου στην Ελλάδα (θέµα που θα µας απασχολήσει
αναλυτικά στα Κεφάλαια 3 και 4) όσο και µε την πρόσκληση µεγάλων ξένων
στην καλλιέργεια νέων προοπτικών για την ανάπτυξη και αλλαγή προσανατολισµού
όχι µόνο της σκηνικής µετα-γραφής του τραγικού είδους, αλλά και της ελληνικής
Η συνεισφορά αυτή επιτείνεται αν αναλογιστούµε ότι και στις τρεις συνεργασίες του
προσάρµοσε τον Κανόνα για το θέατρο, και εµπνεόµενος, όπως σηµειώνει ο ίδιος,
από τη δουλειά των ηθοποιών του Άττις µε το λόγο, έτσι όπως την έχουµε γνωρίσει µε
το Κοίτα τους του Μ. Πόντικα, Χάσαµε τη Θεία, Στοπ του Γ. ∆ιαλεγµένου, Φυτά Εσωτερικού Χώρου
των Θάλεια Ασλανίδου - Μαρία Κονδύλη κ.ά.
215
τη σωµατοποίηση του ρυθµού, δηµιούργησε ορισµένα καινούργια φωνητικά
κοµµάτια, τα οποία ενσωµατώθηκαν στο κυρίως σώµα του κειµένου (1994: 3):
ΓΕΩΣ: Τά µατα
ΓΕΩΣ: Άτιµα
ΝΕΡΑ: Μάτια
ΓΕΩΣ: Αί µατα
Παρόµοια, στη Λήθη, ο Τερζόπουλος δεν άφησε το συγγραφέα της ∆ηµητριάδη έξω
αναγνωρίσει µέσα στα κείµενά του, να ανιχνεύσει τυχόν βιογραφικά και προσωπικά
στοιχεία του, να ανακαλύψει εντέλει «την αιτία της έκφρασής του» (Τερζόπουλος
11
Γενικότερα, ο ∆ηµητριάδης δε θεωρεί τον εαυτό του κλειδοκράτορα των ερµηνειών του
έργου του. Γράφει σχετικά ο Ντεριντά: «Η σκηνή είναι θεολογική καθόσον η δοµή της, ακολουθώντας
το σύνολο της παράδοσης, συµµορφώνεται µε τα ακόλουθα: ένας συγγραφέας-δηµιουργός ο οποίος
απών και από µακριά είναι εξοπλισµένος µε ένα κείµενο και εξακολουθεί να επιβλέπει, να συλλέγει
και να ρυθµίζει το χρόνο ή το νόηµα της αναπαράστασης, αφήνοντας το τελευταίο να τον
εκπροσωπήσει [έµφαση του συγγραφέα] ως προς το αποκαλούµενο περιεχόµενο των σκέψεών του, των
προθέσεών του, των ιδεών του» (Derrida 1978: 235). Ο ∆ηµητριάδης, όµως, αποποιείται το ρόλο του
«Μέγα Ερµηνευτή», του «Θεού-Κριτή», που αποκλείει την εγγενή διαφορά των σηµείων υπέρ µιας
έσχατης Αλήθειας, καθώς ο ίδιος ως ο ∆ηµιουργός είναι ένας «άλλος», ένας «ξένος» και το έργο του
τον «δέχεται ως νεκρόν» (∆ηµητριάδης 18/4/2002). Σηµειώνει στο πρόγραµµα της παράστασης,
περιγράφοντας το «θάνατο» του ιδίου ως συγγραφέα: «Με την Λήθη και τους άλλους τέσσερις
µονολόγους, έχει καταγραφεί µια περιοχή η οποία αρχίζει από κει που τελειώνει η ζωή και στην οποία
καλούµαι τώρα να επανέλθω˙ να επιστρέψω εν ζωή σ’ αυτό που θα έβρισκα µετά θάνατον, σ’ αυτό που
είναι µια θέση στον Άδη που περιγράφεται από την Ήττα, την Τέχνη, την Μετάνοια, τη Λήθη, και που
µε δέχεται ως νεκρόν. Άρα, στην θέση µου µπορεί να προσέλθει οποιοσδήποτε, αφού, τώρα, στην θέση
αυτήν βρίσκονται όλοι [έµφαση δική µου]» (ό.π. 18/4/2002). Ο συγγραφέας αφήνει να προσέλθει στη
θέση του «ένας άλλος, οποιοσδήποτε άλλος, αφού τώρα είµαι κι εγώ ένας άλλος» (ό.π. 18/4/2002),
216
διασαφηνίσει τους πυρήνες, τις «ύλες», όπως ο ίδιος προτιµά να λέει, των
συναισθηµατικών καταστάσεων.
συστηµατική εργασία πάνω στα νεοελληνικά θεατρικά έργα. Έτσι, σε αυτό καθεαυτό
Στεφάνι, προκάλεσαν τις αντιδράσεις κριτικών και θεατών γύρω από το ζήτηµα της
µορφής των κειµένων, της ελλειπτικής ποιητικής τους γλώσσας και κατ’ επέκταση
της δραµατικής τους ισχύος: «Άγνωστη ήρθες/ Κι ήρθε ο ζωντανός καιρός/ Ποθώ κι
όλο γύρω κοιτάζω/ Μην έρθει ο καιρός νεκρός/ Και για σένα σωπάσω», γράφει στον
υποκινούµενος από την πίστη του ότι «[…] από τη στιγµή που τελειώνει ένα κείµενο, αυτός που το
έγραψε δεν κατέχει τα κλειδιά της ερµηνείας του», και ότι «[…] ένα κείµενο πρέπει να είναι ανοιχτό
σε οποιαδήποτε, σε όλες τις ερµηνείες, σε όλες, όµως, και τις σκηνικές, και τις θεωρητικές και
νοηµατικές και ό,τι σηκώνει ένα κείµενο αν αντέχει στις ερµηνείες» (ό.π. προσωπική συνέντευξη
19/1/2004). Έτσι, ο Λόγος του συγγραφέα δίνει τη θέση του στο Λόγο του σκηνοθέτη.
Η ερµηνεία αυτή που επιχειρούµε – πάντα στο συγκεκριµένο πλαίσιο της συζήτησης της
σκηνικής µεταφοράς της Λήθης από τον Τερζόπουλο – δεν παραβλέπει ούτε, πολύ περισσότερο,
ακυρώνει την άποψη που θέλει τη σκέψη του ∆ηµητριάδη, έτσι όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στα
ποιητικά, θεατρικά και θεωρητικά έργα του, να µην ενδιαφέρεται να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο
φιλοσοφικό και αισθητικό χώρο. Την άποψη αυτή εκφράζει ο Βασίλης Παπαγεωργίου, επισηµαίνοντας
ότι ο ∆ηµητριάδης παρακάµπτει, ίσως και να υπερβαίνει τις διαµάχες της σύγχρονης φιλοσοφίας και
της κριτικής του λογοκεντρισµού, του ανθρωποκεντρισµού, του λόγου ως φορέα αλήθειας και
εγγυοδότη της παρουσίας και ταυτότητας: «Έτσι, ενώ για τον Blanchot, για τον Foucault, για τον
Derrida ο συγγραφέας µε το που γράφει χάνεται, για το ∆ηµητριάδη ‘γίνεται κάτι’, ‘ενσαρκώνει κάτι’.
Ενώ για τον ∆ηµητριάδη, ο συγγραφέας, που ταυτίζεται µε την Απόρρητη Αλήθεια και συγχρόνως
εκµηδενίζεται, οδηγεί τον διασκορπισµένο του εαυτό στην ενότητα της ουσίας του κόσµου, για τον
Blanchot η συγγραφική πράξη είναι η κατάφαση του διασκορπισµού, της διασποράς» (Παπαγεωργίου
1990: 28). Από την άλλη, όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο ∆ηµητριάδης (προσωπική συνέντευξη
19/1/2004), θα µπορούσαµε να συµπληρώσουµε ότι αυτή η αντίληψή του για την ένωση του
δηµιουργού µε την ουσία του κόσµου συντονίζεται µε ανάλογες πεποιθήσεις του Τερζόπουλου, έτσι
όπως τις έχουµε περιγράψει σε προηγούµενο κεφάλαιο. Περισσότερα για το θέµα αυτό, όπως και για
τις σκέψεις του ∆ηµητριάδη για τη συγγραφή, το χώρο του θεατρικού ποιητικού κειµένου, το
δηµιουργό-ποιητή θεάτρου και το ρόλο του στη σύγχρονη Ελλάδα, βλ. Παπαγεωργίου (1990)˙
γενικότερα για το ζήτηµα της «ιδιοκτησίας» του έργου, του «θανάτου» του συγγραφέα και της
διασποράς του νοήµατος, βλ. Πατσαλίδης (2000) 119-54. Εύστοχα ο Πατσαλίδης παρατηρεί ότι «ένα
αληθινά λογοτεχνικό έργο διαφοροποιείται από ένα µαθηµατικό ή ένα χηµικό εγχειρίδιο, γιατί όχι
µόνο επιτρέπει αλλά και ενθαρρύνει την εννοιολογική διασπορά των σηµείων του. Μας προσκαλεί να
το παρερµηνεύσουµε» (2000: 149).
217
Κανόνα ο Βασικεχαγιόγλου (1994: 7), χρησιµοποιώντας ένα λόγο που πράγµατι
[…] είναι κάποια ποιητικά κείµενα εντέλει, µέσα από τα οποία οι τρεις
Σε συζητήσεις όπως η παραπάνω, αυτό που, κατά τη γνώµη µας, διαφεύγει είναι το
εγχειρήµατα του σκηνοθέτη και της οµάδας του είναι πιο συνεπές να θεωρηθούν στο
εµβάθυνση και εξέλιξη της θεατρικής γλώσσας του Άττις. Υπό αυτό το πρίσµα,
12
Παρόµοια, για το Στεφάνι, ο Τσατσούλης, σε κριτική της παράστασης, επισηµαίνει ότι «η
ακουστικότητα του συγκεκριµένου κειµένου ελάχιστα ποιητικό το αποκάλυπτε, τόσο ώστε προτιµούσε
κανείς να αφήσει ‘πτερόεντα’ τα σηµαινόµενα προς χάριν και απόλαυση των σηµαινόντων» (5/2000:
819).
Παρά, όµως, τις όποιες ενστάσεις στο επίπεδο της σκηνικής τους αποτελεσµατικότητας, να
σηµειώσουµε ότι στο θεωρητικό επίπεδο η κριτική θεωρία καλωσορίζει έργα της πιο πρόσφατης
ελληνικής δραµατουργίας, µεταξύ αυτών και τον Κανόνα, ως τα πρώτα δείγµατα µιας γραφής, η οποία
αφήνει πίσω της την Ελλάδα της Αναγνωστάκη ή του Καµπανέλλη, τα οικογενειακά, δηλαδή, δράµατα
και τον ελληνοκεντρισµό της θεµατολογίας, για να αρχίσει να παίζει µε τα παγκόσµια ρεύµατα και τα
δάνεια της (Πατσαλίδης 1995:167˙ Γραµµατάς, Τοµ. Α΄ 2002: 214-15). Έτσι, ο Κανών, µέρος της
τριλογίας Μηχανηιάς, παρά τις µορφολογικές συγγένειές του µε την αρχαία τραγωδία, οδηγείται σε
µεταµοντέρνους χειρισµούς του τραγικού σύµφωνα µε το πρότυπο ενός Μύλλερ, υιοθετώντας µια
ιδιότυπη γλώσσα, κράµα αρχαιοελληνικών λέξεων και καθαρεύουσας (Γραµµατάς, Τοµ Β΄ 2002: 66).
218
«[α]κόµη και οι αποτυχίες γίνονται θέµα γόνιµης συζήτησης» (Πατσαλίδης
19/11/2000: 38).
ερευνήσει τους χρόνους του ονείρου και της µνήµης (Τερζόπουλος 2000: 65). Στο
Στεφάνι, εξίσου ποιητικό κείµενο, ορµώµενος από το χαρακτήρα της ηρωίδας που δε
∆ιερευνά µε τους ηθοποιούς του τη νοηµατική γλώσσα των κωφαλάλων για να την
υπάρχον ύφος του Άττις. Είναι αυτός ο ερευνητικός χαρακτήρας που καθορίζει και τη
θέση της νεοελληνικής δραµατουργίας στο συνολικό έργο του Άττις, χωρίς, όµως, να
καλλιτέχνης και να αποφύγει την καθήλωση στη στενή τοπική κλίµακα, που
επισηµαίνει ότι διακρίνει τον Έλληνα ηθοποιό και το ελληνικό θέατρο (Τερζόπουλος,
«Κρίση ηθοποιού, κρίση θεάτρου»: 1). Έτσι, αντισταθµίζει την έλλειψη στην Ελλάδα
τις «µεµονωµένες και µοναχικές» προσπάθειες του Κουν (ό.π. 1990: 68). Θα πρέπει,
219
και να κουβαλάς «τη βαριά κληρονοµιά των Ελλήνων» (προσωπική συνέντευξη
20/7/2002), τα αρχαία κείµενα, δηλαδή, τη σκέψη, τις παραδόσεις και την ιστορία
αυτού του λαού. Επίσης, θα πρέπει να τονισθεί ότι µολονότι η περίπτωση του
Τερζόπουλου και του θεάτρου του Άττις αποτελεί µέρος µιας συνολικότερης
αναδιάρθρωσης του ελληνικού θεάτρου από τη δεκαετία του 1980 και µετά, δε θα
πρέπει να ξεχνάµε την ιδιαιτερότητα της δηµιουργίας και της δράσης του, η οποία
σαφώς τον διαχωρίζει από τους υπόλοιπους δηµιουργούς της εποχής. Ο Έλληνας
της σκηνικής µετα-γραφής της αρχαίας τραγωδίας, διαµορφώνοντας ένα θέατρο που
ενδιαφέρον του Άττις. Εξίσου σηµαντικές είναι και οι εργασίες του πάνω στο
µυλλερικό υλικό. Αυτό θα είναι και το επόµενο θέµα της συζήτησης µας, το οποίο θα
κάνει ξανά επίκαιρο το ζήτηµα του πολιτικού στο σκηνοθετικό έργο του
Τερζόπουλου.
220
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Υλικό του Γερµανού Χάινερ Μύλλερ. Για ένα σκηνοθέτη ο οποίος έχει εξαρχής
δηλώσει ότι αφοσιώνεται στο υλικό της αρχαίας τραγωδίας και πράγµατι ξεκινάει,
επόµενο έργο δεν ανήκει στην αρχαία κλασική δραµατουργία. Η εντύπωση αυτή
επανέλθει µε νέα τραγωδία µόλις το 1990 (Πέρσες).1 Στο διάστηµα των τεσσάρων
περίπου χρόνων µεταξύ των Βακχών και των Περσών θα µεσολαβήσουν το Μήδειας
Υλικό του Χάινερ Μύλλερ (1988), η Ελευθερία στη Βρέµη του Ρ. Β. Φασµπίντερ
(1989) και το Κουαρτέτο του Μύλλερ και πάλι το 1989. Μια προσεκτικότερη µατιά
1
Παράλληλα µε τις νέες παραγωγές, µεταξύ 1996-2000, ο Τερζόπουλος και η οµάδα του
Άττις, θα συνεχίσουν να παρουσιάζουν τις Βάκχες σε διεθνή και εγχώρια φεστιβάλ, µε τελευταία
παράσταση το 1990, στο αρχαίο θέατρο του ∆ίου (για το «Ηµερολόγιο Παραστάσεων Θεάτρου Άττις»,
βλ. Τερζόπουλος (2000) 267-77). Για το Άττις, η παράσταση αποτελεί «ανεξάντλητο υλικό έρευνας»,
όπως τονίζει ο σκηνοθέτης (Τερζόπουλος 20/11/1986). Έτσι, µετά την πρώτη παρουσίαση στους
∆ελφούς και την περιοδεία το καλοκαίρι του 1986 στην Ισπανία, την Ιαπωνία και τη Θεσσαλονίκη, η
παράσταση ξαναδουλεύεται και εµπλουτίζεται ως προς τα χορικά, τη µουσική, την εκφορά του λόγου
κ.ά. Η σκηνοθετική εργασία του Τερζόπουλου, δηλαδή, καθορίζεται από τις ανάγκες έρευνας,
εµπλουτισµού και ανανέωσης των εκφραστικών µέσων των ηθοποιών του Άττις. Πρώτιστος στόχος
είναι η έρευνα στο υλικό της τραγωδίας και όχι απλά η βραχύβια δηµιουργία µιας αυτόνοµης
παράστασης µε το δικό της πεπερασµένο κύκλο ζωής.
222
1986
ΒΑΚΧΕΣ
1988-1989
ΜΗ∆ΕΙΑΣ ΥΛΙΚΟ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗ ΒΡΕΜΗ
ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ
1990 -1991
ΠΕΡΣΕΣ (2 εκδοχές)
1991-1994
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ
ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ
ΚΑΝΩΝ
1994-1995
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ∆ΕΣΜΩΤΗΣ
1996-1998
ΜΗ∆ΕΙΑΣ ΥΛΙΚΟ
ΗΡΑΚΛΗΣ
ΤΟ ΧΡΗΜΑ
223
1998-2000
∆ΙΟΝΥΣΟΣ
ΚΑΘΟ∆ΟΣ
ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ
ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ ΚΑΘΟ∆ΟΣ
1999
ΠΑΣΚΑ ΝΤΕΒΑΝΤΙΣ
ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ
2000-2001
ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ
ΑΜΛΕΤ ΜΙΑ ΜΑΘΗΤΕΙΑ
2001
ΒΑΚΧΕΣ
2002-2003
ΛΗΘΗ
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
2003
ΕΠΙΓΟΝΟΙ
Πίνακας 1
Βλέπουµε ότι τη δεύτερη εκδοχή των Περσών (1991) θα ακολουθήσει ένας κύκλος
από δύο µυλλερικά έργα – Απελευθέρωση του Προµηθέα, θεατρικό αναλόγιο (1991),
224
(1994). Την ίδια χρονιά ο Τερζόπουλος θα επανέλθει στην τραγωδία µε την Αντιγόνη
(1994) και τον Προµηθέα ∆εσµώτη (1995). Μεταξύ 1996-1998, θα ανοίξει ένας άλλος
κύκλος µυλλερικών έργων µε τη ρωσική εκδοχή του Μήδειας Υλικού (1996) και τον
από το 1998 ως το 2000, ο µεγάλος τραγικός κύκλος του Ηρακλή και της Καθόδου,
απαύγασµα της πολύχρονης έρευνας του Τερζόπουλου πάνω στη βακχεία και
γενικότερα στην εκφραστική του σώµατος και στο φορµαλισµό και όχι σαν άνοιγµα
απαρχή ενός νέου κύκλου εργασίας καθώς το πρωτότυπο αλλά θραυσµατικό πια
οπτική.
Βλέπουµε, λοιπόν, ότι µεταξύ 1986-2003, σε σύνολο είκοσι πέντε (25) έργων, τα
έντεκα (11) είναι τραγωδίες, µε τον υπόλοιπο αριθµό να απαρτίζεται κυρίως από έργα
Γιατί, όµως, αυτό το σχήµα δράσης; Ποιους σκοπούς µπορεί να εξυπηρετεί, τη στιγµή
που ο Τερζόπουλος αφοσιώνεται στην αρχαία τραγωδία; Ποια η σχέση ανάµεσα στην
225
τραγωδία και στα υπόλοιπα έργα για ένα σκηνοθέτη που έχει δηλώσει: «Πάντα
Μετά τις Βάκχες, ο Τερζόπουλος στρέφεται σε αυτόν που αποτέλεσε προσωπικός του
δάσκαλος και µύστης στην αρχαία µυθολογία και στους κλασικούς. Έχουµε ήδη
επισηµάνει τον κρίσιµο ρόλο που διαδραµάτισε ο Μύλλερ στη ζωή του Τερζόπουλου
τόσο για τον προαναφερθέντα λόγο όσο και για το διαφορετικό τρόπο θεώρησης των
πραγµάτων.2 ∆εν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ο σκηνοθέτης αµέσως µετά τις Βάκχες του
1986, στρέφεται σε µια σύγχρονη µεταγραφή του µύθου της Μήδειας, όπως τη
συναντάµε στο Μήδειας Υλικό του Χάινερ Μύλλερ. Κάνοντας κάτι τέτοιο, ο
στις απαιτήσεις της τραγωδίας, έτσι όπως από τις Βάκχες ήδη διαφαίνεται ότι την
προσεγγίζουν.
2
Λέει, χαρακτηριστικά, ο Τερζόπουλος: «Περισσότερο βοηθήθηκα από τον Μύλλερ παρά
από το Μπερλίνερ Ανσαµπλ, θα’ λεγα. Ο ίδιος, για µένα, ήταν ο δάσκαλος στο χώρο που ήθελα
πραγµατικά να γνωρίσω την µπρεχτική µέθοδο, τον τρόπο δουλειάς, τη θεωρία. Αυτός µου ανέτρεπε
όλα όσα πίστευα ή ήθελα, µε προστάτευε, σε εισαγωγικά, από αυτά που ήθελα να βιώσω στο
Μπερλίνερ Ανσάµπλ, να µάθω. Με λίγα λόγια, µε παρέσυρε, µε αποπροσανατόλισε, να µην πω µε
αποπλάνησε (γελάει) φιλοσοφικά και αισθητικά, αλλά και υπαρξιακά» (3/1994: 68).
226
Το Χάινερ Μύλλερ «τον απασχολεί η ‘µικροφυσική’ της σκληρότητας, στο στάδιο
που η βία µολύνει ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό […]» (Βαροπούλου 2001:19), κατά
τον ίδιο τρόπο που ο Τερζόπουλος ορίζει ως προϋπόθεση της εργασίας του τη βία:
[Οι άξονες] που είναι η προϋπόθεση της δουλειάς του Άττις, µε ό,τι
οντολογικά ακόµα και υπαρξιακά ζητήµατα – [είναι]: Η βία, αλλά δεν είναι
φανερή η βία, είναι κρυφή. Υπάρχει έντονη βία. Και υπάρχει ένα άλλο
ζήτηµα, το κοντρόλ της βίας, ο έλεγχος της βίας της σκηνικής. Το οποίο
Είναι φανερό ότι η βία3 διαποτίζει τον ιδεολογικό/ φιλοσοφικό ιστό της θεατρικής
πράξης, λειτουργεί καθοριστικά στη µέθοδο εκπαίδευσης των ηθοποιών, όπως την
έχουµε περιγράψει, και σφραγίζει τις παραστάσεις του Άττις. Όπως επισηµαίνει η
Βαροπούλου:
3
Η Τζάνετ Ρ. Μάλκιν (Jeanette R. Malkin) περιγράφει τη λεκτική βία ως ένα καθαρά
σύγχρονο φαινόµενο του µεταπολεµικού θεάτρου, όπου έχουµε «µια ξεχωριστή χρήση της γλώσσας ως
µορφής επιθετικότητας» (1992: 2). Πρόκειται για θεατρικά έργα, όπως Το Μάθηµα του Ιονέσκο
(Ionesco), το Πάρτυ Γενεθλίων του Πίντερ (Pinter), το Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ του Άλµπι
(Albee) κ.ά., τα οποία αναπαριστούν µια νέα σχέση ανάµεσα στη δραµατική γλώσσα και τη δραµατική
βία. Η Μάλκιν κάνει αναφορά σε ένα άρθρο µε τίτλο “Langages de l’ avant-garde”, το οποίο
δηµοσίευσε το 1956 ο Ζαν Βαννιέ (Jean Vannier). Μεταξύ των τριών τύπων δραµατικής γλώσσας, που
ο τελευταίος διακρίνει, αξίζει να µείνουµε στο δεύτερο µια και εµπλέκει τον Αρτώ, ο οποίος θα
διεισδύσει λίγο παρακάτω στη συζήτησή µας. Πρόκειται για τη γλώσσα η οποία δρα σωµατικά πάνω
στο κοινό, αναταράσσοντας την επικοινωνία του µε τον κόσµο, και συνδέεται µε την «ποιητική avant-
garde» της περιόδου του µεσοπολέµου, µε κύριο εκφραστή τον Αρτώ (ό.π. 1992: 3).
Παρόµοια, στο επίπεδο τόσο της δραµατουργίας όσο και της παράστασης, ο Γκάρνερ, όταν
επισηµαίνει ότι το πολιτικό θέατρο από τη δεκαετία του ΄60 και µετά γίνεται σωµατοκεντρικό,
ξεχωρίζει το πάσχον, βιασµένο σώµα ως εκείνο το είδος αναπαράστασης του σώµατος που έχει
κατακλύσει τη σκηνή. Το θέµα θα µας απασχολήσει και πάλι παρακάτω. Για περισσότερα, βλ. Garner
(1994) 159-85.
227
Με οδηγό την έννοια της βίας µπορεί ο θεατής να κινείται στις παραστάσεις
Ορθά η Βαροπούλου εντοπίζει τη σωµατική βία στις σκηνικές εικόνες και στα
στην άλλη, από χειρονοµία σε χειρονοµία, από ρυθµό σε ρυθµό, τις επιθετικές και
σκληρές δράσεις των ηθοποιών (ό.π. 2000: 9-10). Εξίσου ορθά προτείνει ότι η
σωµατική βία συµπληρώνεται από µια βία τελετουργική: «Το θέατρο του
2000: 51), και διαµορφώνει ένα θεατρικό ιδίωµα, το οποίο διαπνέεται από την
πεποίθηση του Αρτώ ότι όπως τα όνειρα έτσι και το θέατρο είναι αιµοχαρές και
απάνθρωπο (Αρτώ 1938: 104) και µπορεί να κάνει το θεατή να «αποδεσµεύσει µέσα
του τη µαγική ελευθερία του ονείρου, την οποία δε µπορεί να αναγνωρίσει παρά όταν
228
Για το Μύλλερ, όπως µας πληροφορεί ο Χανς Θίεν Λέµανν (Hans Thien Lehmann), η
σπουδαιότητα του Αρτώ είναι εκείνη της «ενόχλησης»: «Πώς µπορούσε κανείς, µετά
θέατρο;» (1997: 100).4 Ο Λέµανν παρατηρεί ότι, όπως τα κείµενα του Αρτώ έτσι και
τα έργα του Γερµανού συγγραφέα προκαλούν συνεχώς την κοινή αισθητική και τον
ίδιο το θεσµό του θεάτρου, καλούν για ένα θέατρο αντάξιό τους (ό.π. 1997: 100).5
∆εν είναι παράξενο, λοιπόν, που ο ίδιος ο Μύλλερ γράφοντας για το περιοδικό
οποίοι τον επηρέασαν τόσο στο ύφος της γραφής του όσο και στην προβληµατική
4
Αξίζει να παραθέσουµε το αφιερωµένο στον Αρτώ πεζό του Μύλλερ, για µια πιο συνολική
εικόνα της στάσης του απέναντί του:
Αρτώ, η γλώσσα του µαρτυρίου. Να γράφεις µε την εµπειρία ότι τα αριστουργήµατα είναι
συνένοχοι της εξουσίας. Η σκέψη στο τέλος του ∆ιαφωτισµού που άρχισε µε το θάνατο του
Θεού, είναι το φέρετρο που σαπίζει µε το πτώµα του, θαµµένο µέσα. Να ζεις έγκλειστος µέσα
σ’ αυτό το φέρετρο.
Η ΣΚΕΨΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΑΠΟΛΑΥΣΕΙΣ ΤΗΣ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΡΑΤΣΑΣ βάζει ο Μπρεχτ τον Γαλιλαίο να λέει πριν του δείξουν τα όργανα.
Η αστραπή που δίχασε τη συνείδηση του Αρτώ, ήταν η εµπειρία του Νίτσε, ότι θα µπορούσε
να είναι η έσχατη. Ο Αρτώ είναι το σοβαρό περιστατικό. Απέσπασε τη λογοτεχνία από την
αστυνοµία, το θέατρο από την ιατρική. Κάτω από τον ήλιο των βασανιστηρίων που φωτίζει
συγχρόνως όλες τις ηπείρους αυτού του πλανήτη, ανθίζουν τα κείµενά του. Αν διαβαστούν
πάνω στα ερείπια της Ευρώπης, θα γίνουν κλασικά. (Müller 2001: 164)
5
Για µια σύντοµη αναδροµή στους µεγάλους σταθµούς της παγκόσµιας παραστασιολογίας
των έργων του Μύλλερ από τη δεκαετία του 1980 και µετά, βλ. Lehmann (1997) 85-106.
229
Προσεγγίζει, όµως, ακόµα περισσότερο το όραµα του Αρτώ όταν ενσωµατώνει το
στοιχείο της σκληρότητας στον ποιητικό του λόγο. Στην εικονοπλαστική του γραφή,
όπως επισηµαίνει ο Καρλ Βέµπερ (Carl Weber), η εικόνα είναι ένα αγκάθι στο µάτι
αναγνωρίσουµε ότι «[η] πρώτη µορφή της ελπίδας είναι ο φόβος, η πρώτη εµφάνιση
Επιπλέον, ο Γερµανός συγγραφέας έχει αντλήσει πολλές φορές από την αρχαία
στην αρχαιότητα. Ήδη από τη δεκαετία του ΄50 αρχίζει η ενασχόλησή του µε το
µέχρι το τέλος της ζωή του. Όπως επεξηγεί η Βαροπούλου, ο Μύλλερ οικειοποιείται,
‘∆είτε το παράδειγµα του που εκκινεί από αιµάτινες οπές’, γράφεται [από το
6
Όπως µας πληροφορεί ο Τζόναθαν Καλµπ (Jonathan Kalb), πολλοί θεωρητικοί συνέδεσαν
το Μύλλερ µε τον Αρτώ. Έτσι, ο Ρίχαρντ Χέρτζινγκερ (Richard Herzinger), για παράδειγµα,
υποστήριξε ότι ο Γερµανός δραµατουργός χρησιµοποιεί τις έννοιες και τις ιδέες του Αρτώ
συσχετίζοντάς τις µε την ιστορία, ενώ ο Φρανκ Ράντατζ (Frank Raddatz) αντλεί από τη θεωρία του
Αρτώ για να περιγράψει το προβληµατισµένο υποκείµενο στη µυλλερική θεώρηση της ιστορίας. Ο
ίδιος, όµως, ο Μύλλερ προειδοποιεί ενάντια σε κάθε κατάχρηση της σχέσης του µε τον Αρτώ. Όπως
υπογραµµίζει ο Καλµπ, µολονότι οι συσχετισµοί µεταξύ των δύο ανδρών είναι σωστοί και σηµαντικοί,
δε θα πρέπει να παραβλέπουµε το παιγνιώδες πνεύµα µε το οποίο ο Μύλλερ οικειοποιήθηκε την
παράδοση του Αρτώ. Σύµφωνα µε το θεωρητικό, ο Γερµανός συγγραφέας δανείστηκε µόνο την
επιδερµίδα µιας αυθεντικής παθολογίας για να µας δελεάσει να εισέλθουµε στο µυλλερικό
λογοτεχνικό-ιστορικό κόσµο όπου µας παρουσιάζει τη δική του εκδοχή της σκληρότητας (1998: 120).
7
Για ολόκληρο το πεζό του Χάινερ Μύλλερ «Οιδίποδα Σχόλιο», βλ. Müller (2001) 102.
230
σηµείο όπου συντελείται το σχίσµα ανάµεσα στην καθαρή γνώση και τη
Οιδίποδας αποσύρεται στο χώρο της καθαρής γνώσης και θεωρίας. (ό.π. 1997:
14)
Για τον Τερζόπουλο, που στην τραγωδία διαµορφώνει – όπως είδαµε – ένα θέατρο
στα κείµενα του Μύλλερ « [ο] µύθος συνιστά έναν ‘τόπο’ όπου η καταστροφή
παίρνει το νόηµα κοσµογονίας και όπου το Εγώ χάνεται µέσα στο Αυτός και το
Αναφερόµενος στη σύγχυση που συχνά προκαλούν τα κείµενά του µεταξύ των
∆εν είναι το πρόβληµα στο κοινό που αρνείται να αποδεχθεί ότι το θέατρο
231
Έχοντας αποκηρύξει το νατουραλισµό, αλλά και στην προσπάθειά του να ξεφύγει
από το µπρεχτικό µοντέλο, διαµορφώνει µια νέα φόρµα γραφής, που ο ίδιος ονοµάζει
πλοκής και ψυχολογικής αιτιολόγησης. Έτσι, λοιπόν, ο Μύλλερ πολύ συχνά αντλεί
την πρώτη του ύλη από τη δεξαµενή των αρχαίων ελληνικών µύθων για να τη
ειδών, τα οποία µε τη σειρά τους περνούν από τη διαδικασία της µυθοποίησης: «Είναι
κοµµάτια που ξεπήδησαν από την έκρηξη του κόσµου και του Εγώ καθώς τα όρια
µεταξύ Ιστορίας και Μύθου, ουτοπίας και πραγµατικότητας, ιστορικού χρόνου και
χρόνου του Υποκειµένου εξαλείφονται» (Βαροπούλου 2001: 23). Γίνεται σαφές ότι
κατάλληλο.
Τερζόπουλος βρίσκει το υλικό που συµφιλιώνει την πρώτη µπρεχτική του περίοδο µε
την ακόλουθη της τραγωδίας και του Άττις. Μιλούµε για ένα συγγραφέα, από
πολλούς θεωρούµενο διάδοχο του Μπρεχτ,8 ο οποίος περισσότερο από κάθε άλλον
8
Σαφώς ο Μπρεχτ άσκησε καθοριστικότατη επιρροή στο Μύλλερ. Παρ’ όλα αυτά, ο Μύλλερ
στάθηκε κριτικός απέναντι του. Όπως µας πληροφορεί ο Βέµπερ ήδη από το 1979, αντιδιέστειλε τη
δική του θέση από αυτή του Μπρεχτ, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του «πατροκτόνο» (Weber 1984: 16),
ενώ το 1986, σε άρθρο του µε τον τίτλο «Να χρησιµοποιείς το Brecht χωρίς κριτική σηµαίνει ότι τον
προδίδεις» ‘To use Brecht without criticizing him is to betray him’, απορρίπτει «τη µετά θάνατο
232
κουβαλά την ιστορία, τα τραύµατα, τις εµµονές του γερµανικού έθνους, ή για να
Είµαι ένα προϊόν της ιστορίας. Μεγάλωσα µέσα στην ιστορία και αυτό είναι
αντιπροσωπεύει η γερµανική ιστορία είναι το ίδιο το βάθος και της δικής µου
Όπως επισηµαίνει η Σου Έλλεν-Κέηζ (Sue-Ellen Case), o Müller, στη διάρκεια της
µπρεχτικό πρότυπο πολιτικού θεάτρου, δηµιουργώντας καθ’ οδόν µια νέα µορφή
σύγχρονου πολιτικού έργου [έµφαση δική µου]» (Κέηζ 1987: 60). Είναι στα τελευταία
του έργα που ο Μύλλερ εγκαταλείπει το µπρεχτικό µοντέλο για να διαµορφώσει «µια
τη Μηχανή Άµλετ (1977). Ο Μύλλερ διαµορφώνει µια νέα φόρµα πολιτικού έργου,
[…] τώρα χρησιµοποιεί την αίσθηση του Μπέκετ ως προς τον υποκειµενικό
εαυτό και την αποσύνθεση, το θέατρο εικόνων των Ρίτσαρντ Φόρµαν και
Μποµπ Ουίλσον, καθώς και εικόνες σωµατικής καταπίεσης από τον Έντουρντ
απολίθωση του Μπρεχτ σε πατρική φιγούρα από τη σοσιαλιστική πολιτιστική πολιτική», για να
υποστηρίξει ότι από τη στιγµή που ο κόσµος αλλάζει, οι ιδέες του παρελθόντος πρέπει να υπόκεινται
σε «διαρκή επανάσταση» ( Müller,στους Fischlin και Fortier 2000: 209).
9
Ο ίδιος, όµως, ο Μύλλερ διαφοροποιεί τη θέση του από το Μπέκετ µε τον οποίο τον
συγκρίνουν συχνά στη ∆ύση, λέγοντας ότι «Τα πρόσωπα του Μπέκετ προέρχονται από το βίωµα ενός
233
Φαίνεται, λοιπόν, ότι στο έργο του Γερµανού συγγραφέα ο Τερζόπουλος βρίσκει ένα
πλούσιο υλικό που τον βοηθάει στην έρευνά του πάνω στο µύθο και την τραγωδία.
είδος πολιτικού θεάτρου, το οποίο δεν αναιρεί την ποιητική και οντολογική διάσταση
προσδιορίσει τόσο χρονολογικά όσο και υφολογικά το σύγχρονο πολιτικό θέατρο στις
ποικίλες εκφάνσεις του. Από το θάνατο του Μπρεχτ το 1956 και µετά, όχι µόνο το
πολιτικό θέατρο ως δραµατική παραγωγή και σκηνική πραγµάτωση έχει κινηθεί προς
αισθητικής και την αµφισβήτηση του δογµατισµού και της «παρουσίας» στη
τις φεµινίστριες και τους µη δυτικούς συγγραφείς, ανεβάσµατα έργων του Μπρεχτ,
που ανοίγουν διάλογο µε την ίδια τη µπρεχτική τεχνική κ.λπ. (Garner 1994: 160).
Στόχος µας, βέβαια, στο κεφάλαιο αυτό δεν είναι να εµπλακούµε σε τέτοιου είδους
κόσµου χωρίς Ιστορία, ενώ εγώ πάντα είχα, για βιογραφικούς και γεωγραφικούς λόγους, ενδιαφέρον
για την Ιστορία, ή ήµουν αναγκασµένος να ενδιαφερθώ γι’ αυτήν. Εδώ βλέπω τη µεγάλη διαφορά»
(στη Μαράκα 1999: 162-63).
10
Για περισσότερα σχετικά, όπως και για µια κατατοπιστική βιβλιογραφία για τα µετα-
µπρεχτικά ρεύµατα, βλ. Garner (1994) 159-60.
11
Σε αυτό το σηµείο υπαινισσόµαστε όλη τη συζήτηση γύρω από τη δυνατότητα ή όχι
πολιτικού θεάτρου και κριτικής σήµερα εξαιτίας της άρσης των διακρίσεων µεταξύ του πραγµατικού
και της αναπαράστασης, που χαρακτηρίζει τη µεταµοντέρνα κατάσταση. Θεωρητικοί όπως ο Λυοτάρ,
ο Τζέιµσον, ο Μπωντριγιάρ συνδέουν την πολιτισµική/ αισθητική περιοχή του µεταµοντερνισµού µε
την κοινωνικο-οικονοµική της µεταµοντερνικότητας, ταυτίζοντας εντέλει το κοινωνικό µε το
234
Τερζόπουλου κατά την περίοδο του Άττις για να µελετήσουµε τη λειτουργία του
και για αυτό το λόγο θα ασχοληθούµε αναλυτικά µε αυτή στο επόµενο υποκεφάλαιο
(3.1.2.). Στις περιπτώσεις, όµως, του Κουαρτέτου (1989, 1993), του Ηρακλής 2 ή Η
Ύδρα (1997) και του Μήδειας Υλικό µε την Άλα Ντεµίντοβα, το πολιτικό στοιχείο θα
επεξεργασίας στην οποία υπόκειται και της υποταγής του στον κυρίαρχο οντολογικό
παπούτσια (δετά και µε χοντρό, ψηλό τακούνι ως αναφορά στην Ανατολική Γερµανία
της δεκαετίας του ΄60, όπως σηµειώνει ο σκηνοθέτης (Τερζόπουλος 26/2/1997: 35),
ένα κόκκινο γαρύφαλλο (αναφορά στο πολιτικό πρόσωπο της Αριστεράς Νίκο
πολιτισµικό (βλ. Connor 1989). Όπως µας πληροφορεί ο Αουσλάντερ, η αποδόµηση ως η κυρίαρχη
αισθητική τακτική του µεταµοντερνισµού και η απολιτικότητα συχνά συσχετίζονται, µε την
απολιτικότητα να θεωρείται αιτία ή συνέπεια της αισθητικής της αποδόµησης (Auslander 1997: 58).
Για τον ίδιο, όµως, η µεταµοντέρνα συνθήκη δεν ακυρώνει τη δυνατότητα ανάδειξης ενός
µεταµοντέρνου, το ονοµάζει, πολιτικού θεάτρου. Για µια αναλυτική περιγραφή της έννοιας του
πολιτικού στο µεταµοντέρνο θέατρο, βλ. Auslander (1997) 58-72. Για µια κριτική της πρότασης του
Αουσλάντερ και γενικότερα του παράδοξου που υποκρύπτεται στην αποδόµηση που επιχειρεί το
µεταµοντέρνο θέατρο, καθώς η κίνηση απελευθέρωσής του από τις καθιερωµένες δοµές
αναπαράστασης γίνεται συγχρόνως κίνηση εγκλωβισµού του µέσα σε αυτές, βλ. Connor (1989) 132-
57.
12
Σχετικά µε το θέµα ο Τερζόπουλος σχολιάζει: «Στην ποίηση του Μύλλερ ενυπάρχει η
πολιτική διάσταση, ενυπάρχει και η µεταφυσική διάσταση, ενυπάρχει και η οντολογική διάσταση,
δηλαδή, αυτό καταρχάς είναι ένα έργο µε µια, κατά τη γνώµη µου, ποιητική µορφή˙ θα το έλεγα
ποιητικό θέατρο. Και µέσα ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο ενός ποιητικού θεάτρου σαφώς ενυπάρχει η
πολιτική διάσταση. Η πολιτική διάσταση που σαφώς ενυπάρχει, ενυπάρχει σε µένα µέσα […] [έµφαση
δική µου]. Από κει και πέρα ωστόσο, µε έναν πολύ ποιητικό τρόπο, ακολουθώντας όλος τους
αισθητικούς όρους του Άττις […] ό,τι είναι να αναβλύσει, αναβλύζει» (προσωπική συνέντευξη
2/5/2003).
235
σηµάδεψε τη µετά τον Εµφύλιο εποχή στην Ελλάδα) προβάλλουν µέσα στον
κατάλευκο σκηνικό χώρο˙ όπως και το πούρο, µια αναφορά µνήµης στο Γερµανό
ορµώµενος από ένα κείµενο που αποτελεί συγχρόνως ένα ειρωνικό σχόλιο πάνω στον
Καθώς ο Μύλλερ εκλαµβάνει την εργασία σαν ιστορία πολέµου και τον
τον εαυτό τους, τους άλλους. Το Εγώ χάνεται µέσα στο Αυτός και το Εµείς…
ανάµεσα στις διαδικασίες της προόδου και της καταστροφής, είναι µια από τις
Για να περάσουµε, όµως, στις περιπτώσεις του Κουαρτέτου και του Μήδειας Υλικού,
είναι γνωστό ότι στην περίπτωση της µυλλερικής δραµατουργίας, το δίπτυχο του
έρωτα και του θανάτου συµπληρώνεται από µια τρίτη, πολιτική διάσταση. Σύµφωνα,
για παράδειγµα, µε τις σκηνικές οδηγίες του Κουαρτέτου, ο χώρος στον οποίο θα
βρεθούν για πρώτη φορά οι δύο χαρακτήρες είναι ένα «[σ]αλόνι πριν από τη Γαλλική
(Βαροπούλου 1994: 107). Όπως επισηµαίνει ο Χανς Θίες Λέµανν, τόσο το Κουαρτέτο
όσο το Μήδειας Υλικό είναι «έργα που φαινοµενικά περιορίζονται στον εσώτερο
236
χώρο του ψυχολογικού πολέµου γυναίκας και άντρα» (Hans Thies Lehmann 1997:
17). Κι αυτό γιατί στο Μύλλερ, ο ιδιωτικός χώρος και η σεξουαλικότητα σχετίζονται
αποπλάνηση αποτελούν στο έργο του κατηγορίες τόσο της πολιτικής όσο και της
πολιτικό στοιχείο, ορίζοντας το εύρος του χωροχρόνου της δράσης και τονίζοντας
κείµενο του Λακλό και το κείµενο του Μύλλερ κλείνουν σε παρένθεση την
Ο Τερζόπουλος, όµως, επικεντρώνεται κυρίως στα δύο πρώτα µέρη του τρίπτυχου,
στον έρωτα και το θάνατο – όπως θα δούµε και στο σχετικό Κεφάλαιο 4 – µε το
237
συναντήσουµε στο Μήδειας Υλικό (1988), καθώς ο σκηνοθέτης εστιάζει στη σπουδή
Ανάλογα θα πράξει και στη ρωσική εκδοχή του Κουαρτέτου (1993), µε τη Ντεµίντοβα
ως Μερτέιγ και παρτενέρ της το Ντµίτρι Πεφτσόφ. Εδώ ο Τερζόπουλος αντλεί από τη
ρωσική ιστορία και την παράδοση των τσάρων, εµπνέεται από την ανατροπή του
τσαρικού καθεστώτος κατά τη Ρωσική Επανάσταση του 1917 και την εκτέλεση του
[…] ήταν η ιστορία µεταξύ δύο ευγενών λίγο πριν πάνε στην καρµανιόλα.
Ακολούθησα αυτήν την ιστορικότητα, µε την έννοια ότι εδώ είχα να κάνω µε
µια παράδοση, όπου υπήρχε ο τσάρος, υπήρχε αυτή η τάξη, και πραγµατικά
αυτοί βγάλανε κάτι από τη δική τους την παράδοση, το οποίο µ’ ενδιέφερε
πολύ, κάτι που δεν το’ χουµε εµείς, που είχαµε την Τουρκοκρατία.
13
Ο Καλµπ ξεχωρίζει δύο σκηνικές αναγνώσεις του Κουαρτέτου ως πολιτικές. Η µία σε
σκηνοθεσία του ίδιου του Μύλλερ στο Berliner Ensemble (1994) και η δεύτερη από το σκηνοθέτη
Μπερντ Πέσκε (Bernd Peschke) στο Theater im Palast (1989). Στην πρώτη εκδοχή, τη Μερτέιγ
ερµήνευσε η 84χρονη ηθοποιός Μάριαν Χοπ (Marianne Hope). Ο ρεαλισµός των προχωρηµένων
γηρατειών της µεγέθυνε το, για πολλούς, βασικό θέµα του έργου, την οργή ενός γηρασµένου θηλυκού,
που βλέπει ότι χάνει την οµορφιά της και είναι ανίκανο να τραβήξει την προσοχή του αρσενικού. Αυτό
σε συνδυασµό µε την προσθήκη υπηρετών, οι οποίοι εκτελούσαν τελετουργικά εγκλήµατα (µια σαφής
αναφορά στο Ζενέ (Genet), ώθησαν τους θεατές να αναλογιστούν ιστορικά τον ανταγωνισµό των
αριστοκρατών. Από την άλλη, η παράσταση του Πέσκε ήταν µια συνειδητή πρόκληση καθώς έλαβε
χώρα στο Theater im Palast, το οποίο βρίσκεται στον πάνω όροφο του Palast der Republik. Πρόκειται
για ένα τεράστιο κυβερνητικό οίκηµα, έµβληµα της κοµµουνιστικής άρχουσας τάξης, που προοριζόταν
να στεγάσει το ανώτατο εκλεκτορικό σώµα της Ανατολικής Γερµανίας. Επίσης, τη Μερτέιγ έπαιξε η
Βέρα Ελσλέγκελ (Vera Oelschlegel), διευθύντρια του θεάτρου και πρώην σύζυγος του αρχηγού του
κοµµουνιστικού κόµµατος του Βερολίνου. Βλ. Kalb (1998) 194-205.
238
Και πάλι, όµως, ο σκηνοθέτης θα «υποτάξει» τη σηµαίνουσα ιστορικότητα των
Όχθη Μήδειας Υλικό Τοπίο µε Αργοναύτες, ο Τερζόπουλος κόβει όλες τις αρτηρίες
που το συνδέουν και τροφοδοτούν το πολιτικό ζήτηµα για να µας παραδώσει µια
14
Κι αυτή η ελληνορωσική συνεργασία αποτελεί ένα εύγλωττο παράδειγµα της ταυτότητας
της διαπολιτισµικής πρακτικής του σκηνοθέτη, έτσι όπως την περιγράψαµε αναλυτικά στο σχετικό
Κεφάλαιο 2.4. Βλέπουµε και πάλι ότι στο προσωπικό καλλιτεχνικό επίπεδο, ο Τερζόπουλος λειτουργεί
ως bricoleur, οικειοποιούµενος όποιο ιθαγενές πολιτισµικό στοιχείο κρίνει πολύτιµο για την πρόοδο
της καλλιτεχνικής δηµιουργίας χωρίς να εµπλέκεται σε πολιτικούς προβληµατισµούς, µε την έννοια
του αντίκτυπου που µπορεί να έχουν τέτοιου είδους καλλιτεχνικές χειρονοµίες στην ευρύτερη
πολιτισµική οµάδα από την οποία αντλεί. Τουναντίον, µε αυτόν τον τρόπο, ο Τερζόπουλος επιχειρεί να
φέρει το καλλιτεχνικό αποτέλεσµα εγγύτερα στην πολιτισµική και ιστορική συνείδηση του ρωσικού
κοινού, βασιζόµενος στο επαγγελµατικό ήθος και την πίστη στη συνάντηση και ανταλλαγή των
πολιτισµών. Σε αυτό βρίσκει ένθερµη υποστηρίκτρια και συνεργάτισσα την ίδια τη Ντεµίντοβα, η
οποία µε τη σειρά της πιστεύει ότι «το µέλλον του θεάτρου είναι η ένωση των πολιτισµών, για να
µάθουµε έτσι να κατανοούµε καλύτερα ο ένας τον άλλο» (Ντεµίντοβα 13/3/1996).
∆εν είναι τυχαίο, λοιπόν, που το 1993 παρουσιάζονται σε µία παράσταση η ελληνική και η
ρωσική εκδοχή του Κουαρτέτου, στο πλαίσιο των ∆ηµητρίων της Θεσσαλονίκης. Θυµάται η
Ντεµίντοβα: «Στο πρώτο µέρος [παρουσιάσθηκε] το ελληνικό και στο δεύτερο το ρωσικό.
Αλησµόνητη θα µου µείνει η στιγµή όταν στη διάρκεια της παράστασης του ρωσικού Κουαρτέτου
εµφανίστηκαν στη σκηνή οι Έλληνες ηθοποιοί και ακούγονταν την ίδια στιγµή οι δύο γλώσσες. Αυτό
το πρωτοφανές παράδειγµα µπορεί να υπηρετήσει τη διεύρυνση των εκφραστικών ορίων του σύγχρονου
θεάτρου [έµφαση δική µου]» (στον Τερζόπουλο 2000: 40). Η ταυτόχρονη εξέλιξη των δύο σκηνών
µετουσιώνεται σε συµβολική χειρονοµία της γόνιµης συνάντησης των πολιτισµών, που υποκινείται
από το όραµα της δηµιουργίας µιας παγκόσµιας πολυφωνικής κουλτούρας, στην οποία θα
συµµετέχουν οι διάφοροι πολιτισµοί, διατηρώντας το δικαίωµα της διαφορετικότητας τους. Πρόκειται
για ένα σκηνικό αντικατοπτρισµό τόσο της πίστης του Τερζόπουλου στην αµοιβαία συνεργασία των
πολιτισµών όσο και των θέσεων θεωρητικών όπως η Φίσερ-Λίχτε, η Μαρράνκα κ.ά,, για τις οποίες
λόγος έγινε στο σχετικό κεφάλαιο της διαπολιτισµικότητας. Σε αυτήν, όµως, τη σκηνική µετα-γραφή
τονίζεται κυρίως ο πολυπολιτισµικός και πολυγλωσσικός χαρακτήρας ως µια από τις συνιστώσες της
διαπολιτισµικής πρακτικής του Τερζόπουλου. Αυτός ο χαρακτήρας δεν ακυρώνει, βεβαίως, τη
διαπολιτισµικότητα του σκηνοθέτη έτσι όπως λαµβάνει χώρα σε αυτό το σώµα του ηθοποιού, το οποίο
διδάσκεται και (εν)σωµατώνει τη µέθοδο του Άττις. Συγκεκριµένα αναφερόµαστε στις περιπτώσεις της
Ντεµίντοβα και του Πεφτσόφ, οι οποίοι βιώνουν και επεξεργάζονται την τεχνική της µεθόδου του
Τερζόπουλου στο διάλογό της µε τη ρωσική υποκριτική τέχνη.
15
Περισσότερα για το Μήδειας Υλικό µε τη Ντεµίντοβα, βλ. Κεφάλαιο 4. Η ίδια αντίληψη, θα
λέγαµε ότι διαπνέει και τη διακειµενική ανάγνωση του Μπρεχτ µε την παράσταση του Χρήµατος, το
1998. Κι εδώ ο Τερζόπουλος µεταφέρει πρωτίστως το ενδιαφέρον του από το πολιτικό στοιχείο στο
ποιητικό και το αισθητικό. Και είναι µε τον τρόπο αυτό που γίνονται νύξεις πολιτικές. Ο σκηνοθέτης
δεν αρνήθηκε ποτέ την πολιτική διάσταση που ενυπάρχει µέσα του ούτε και το Μπρεχτ, τον οποίο
θεωρεί «µέγα δηµιουργό-διασκευαστή», «µια αστείρευτη πηγή» για το σύγχρονο θέατρο
(Τερζόπουλος, στην Κώττη 27/1/1993), κρίνοντας ότι τα έργα του παραµένουν επίκαιρα. Παρ’ όλα
αυτά, οµολογεί ότι η στέρεη δοµή, ο ορθολογισµός και το παιδαγωγικό στοιχείο πλέον τον κουράζουν
(ό.π. 25/4/1993: xvi). Έτσι, στο Χρήµα προχώρησε σε µια σκηνική σύνθεση βασισµένη στο θεατρικό
239
Κάτι τέτοιο, όµως, δε συµβαίνει µε την προηγηθείσα σκηνική ανάγνωση του Μήδειας
Υλικού, τη δεύτερη παράσταση που ανέβασε ο σκηνοθέτης µε την οµάδα του Άττις το
συνάρτηση µε την εµµονή στο σώµα και στις εµπειρίες που βιώνει ως (πολιτική)
οντότητα, κάτι που αποτελεί καίριο γνώρισµα του µεταµπρεχτικού θεάτρου. Αυτές
είναι οι βάσεις που τίθενται στο Μήδειας Υλικό για να µεταφερθούν αργότερα στην
παραµείνουµε προς το παρόν στο Μήδειας Υλικό και τους άξονες που το διέπουν.
έργο Το Μικρό Μαχαγκόνυ, στο ποίηµα «Αναγνωστικό για τους Κατοίκους των Μεγαλουπόλεων» και
στα τραγούδια «Γιουκάλι», «Αλαµπάµα Σονγκ» και «Σουραµπάγια Τζόνυ», επικεντρώνοντας στο
θεµατικό άξονα του χρήµατος. Επιπλέον, άντλησε από τις τεχνικές του Άττις τόσο σε υποκριτικό
επίπεδο όσο και εικαστικό, µε την έµφαση στο κυκλικό σχήµα του νοµίσµατος, τόσο στην οριζόντια
όσο και στην κάθετη διάσταση του σκηνικού χώρου, προτείνοντας τη δική του εκδοχή ανανέωσης του
Μπρεχτ. Έτσι, το κοινωνικό gestus δίνει τη θέση του σε ένα αισθητικό gestus, ή, όπως σηµειώνει ο
Βαρβέρης σε κριτική του, «η τεχνική της πιο άκρας αποστασιοποίησης υποχωρεί για να δώσει µέρος
της θέσης της στο δηµιουργικό λυρισµό του σώµατος» (26/4/1998), χωρίς, όµως, να καταντάει µια
στείρα ναρκισσιστική σωµατική έκφραση.
240
3.1.2. Μήδειας Υλικό (Αθήνα, 1988): η τραγωδία του «έκ-κεντρου» σώµατος και
Στο Μήδειας Υλικό ο Τερζόπουλος εντοπίζει το ζήτηµα της αµνησίας στη σύγχρονη
εποχή:
ξεχνάει αυτά που έχει βιώσει, πολλές φορές άσχηµες εποχές, και θυµάται αυτά
που µαθαίνει από τις έξω πληροφορίες, από τον έξω κόσµο, σε µια
203)
παραχωρηθεί µέσα στο ανθρώπινο σώµα» (ό.π. 1993: 203). Είναι µέσα από αυτή τη
ρήξη που προκύπτει η ιδιαίτερη ανάγνωση του Μήδειας Υλικού από τον Τερζόπουλο
Αν για να γράψει το πρώτο µέρος του τρίπτυχου, Ρηµαγµένη Όχθη, ο Μύλλερ βάσισε
την εργασία του στην Έρηµη Χώρα του Τ.Σ. Έλιοτ (T.S. Eliot), ο Τερζόπουλος
δηµιουργεί στην παράσταση του Μήδειας Υλικού στην κυριολεξία µια Έρηµη Χώρα
241
(σκηνικά-κοστούµια: Γιώργος Πάτσας). Το βαλς “Γαλάζιος ∆ούναβης” που ηχεί στη
θεατρική αίθουσα πριν ανάψουν τα φώτα της σκηνής, υπόσχεται ένα τοπίο
ειδυλλιακό˙ προσδοκία που διαψεύδεται αµέσως µε την έναρξη της παράστασης όταν
τηλεόραση).
Πρόκειται για ένα ακατέργαστο τοπίο, όπου τα «πεταµένα» εκεί (θεατρικά) σώµατα
φανούν κοµµάτια γυµνής βρώµικης σάρκας, παλεύουν να αρθρώσουν την κραυγή του
τρόµου τους. Ανεπιτυχώς. Γιατί ο λόγος έχει κατακερµατιστεί, ο λόγος έχει γίνει
Και ακόµα περισσότερο, τα σώµατα αυτά, που παλεύουν να ζήσουν µέσα στα
χαλάσµατα του κορµιού τους, συγκλονίζονται από µια ενέργεια που εγκλωβισµένη
χαρακτηρίζει, στο Μήδειας Υλικό είναι η καµένη ενέργεια (ό.π. 1993: 209): «Ο λόγος
που έχει πυρετό κι είναι σπασµένος σε κοµµάτια, που είναι µια τρέλα, είναι ένα όριο
που λες θα εκτιναχτούν τα µυαλά αυτών που τα ερµηνεύουν» (ό.π. 1993: 210).
Σε αυτήν την έρηµη χώρα, τα πάντα έχουν χάσει την όποια ζωογόνα δύναµή τους:
242
Ο Ιάσων θηλάζει ένα µπαλόνι-µαστό που σκάει απάνω του καθώς πισοπατάει,
Μήδεια. Εικόνες σεξουαλικότητας και γονιµότητας και φθοράς από ένα νέο
κορίτσι που χτυπάει µια δέσµη στάχυα ανάµεσα στα πόδια της, ενώ η
ηλικιωµένη Μήδεια µόλις και δύναται να υψώσει το κεφάλι της από την
λάσπη. Νεότης και γήρας, και τα δύο στο τέρµα των πράξεων που από
Μήδειας, την ιστορία της χαµένης για πάντα Κολχίδας, που µπορεί να είναι το
µου, της οικογένειάς µου, η ουτοπία που χάθηκε για πάντα. Ο εµφύλιος.
(Τερζόπουλος 5/6/1988).
συγκρατηθούν από µνήµες, οι οποίες, όµως, έχοντας χάσει την ακέραιη υπόστασή
243
τους και µετατρεπόµενες σε θραύσµατα, µοιάζουν να διαφεύγουν των σωµάτων και
Από µια πλευρά, ο Τερζόπουλος χειρίζεται το δραµατικό υλικό του µυλλερικού έργου
µε τρόπο παρόµοιο µε αυτό των Βακχών, η παράσταση των οποίων είχε δώσει στο
δραµατουργικής θεώρησης, αλλά µια περιπέτεια σ’ ένα ταξίδι στο τοπίο της
µνήµης, µια αναζήτηση των χαµένων κλειδιών της ενότητας του σώµατος µε
τον λόγο, της λέξης ως φυσικής οντότητας […]» (στον Τερζόπουλο 2000: 35).
Ο σκηνοθέτης µένει πιστός στις αρχές που όρισε µε τις Βάκχες αντλώντας από την
προσωπική και την ιστορική µνήµη, ιδιαίτερα αυτή της µεταπολεµικής περιόδου, και
χρησιµοποιώντας το σώµα και τη φωνή ως τον κοινό τόπο της µνήµης, και κατ’
επέκταση του µύθου˙ προχωράει, όµως, ακόµα πιο πέρα, βάζοντας προσωπικές και
αµνησία, την τρέλα, για να δηµιουργήσει εντέλει µια νέα µορφή πολιτικού θεάτρου,
ανθρώπου γίνεται συλλογική τραγωδία, µια τραγωδία της ανθρωπότητας λόγω της
244
άρσης των διακρίσεων ανάµεσα στο θήλυ και το άρρεν, τη λογική και την τρέλα, τους
Υλικού).
Γενικότερα, στο θέατρο του Μύλλερ έχουµε την κατάρρευση του δηµιουργικού
και ελεγκτή της εαυτότητας και των πραγµάτων που την περιβάλλουν. Στο µυλλερικό
ιδεολογικός) που µε την υπερ-αφήγησή του συγκροτεί και συγκρατεί το κέντρο της
Τερζόπουλος όχι µόνο δεν παραβλέπει αλλά χρησιµοποιεί για να εξερευνήσει ένα
άλλο πεδίο θεατρικής έκφρασης, διαφορετικό από αυτό που οι Βάκχες και η βακχική
µανία τού είχαν προσφέρει. Έτσι, αν στην τραγωδία των Βακχών έχουµε την άρση
των όποιων προσδιορισµών του φύλου, του γένους, της κοινωνικής τάξης, της φυλής,
Μήδειας Υλικό η άρση της διαχωριστικής γραµµής µεταξύ άρρενος και θήλεος
επιτελείται όχι γιατί τα δύο συγχωνεύονται στο ένα παγκόσµιο και αρµονικό σώµα,
αλλά γιατί τους έχουν αποµυζήσει τους χυµούς που τροφοδοτούν το κέντρο της
ύπαρξής τους. Εδώ το σώµα είναι «έκ-κεντρο», αποξενωµένο από τον ίδιο του τον
245
εαυτό, «εκ-κενωµένο» σε έναν κόσµο κενό νοήµατος. Κατά τρόπο αντίστοιχο, η
γλώσσα δεν αρθρώνει µια υπερβατική συµβολική τάξη, αλλά λειτουργεί σαν
στρόβιλος σηµείων χωρίς αναφορά. Όπως οι µπεκετικοί χαρακτήρες – και αυτό είναι
ένα ζήτηµα που θα µας απασχολήσει στη συζήτησή µας για την παράσταση του
που διαφοροποιούν ριζικά την «εκ-κεντρότητα» του σώµατος στο Μήδειας Υλικό,
από την «εκ-κεντρότητα» στην οποία υπεισέρχεται το βακχευόµενο σώµα λόγω της
τραγωδίας και το αφήνει να καταρρεύσει και να διηγηθεί την ιστορία της «εκ-
κεντρότητάς» του. Το βακχευόµενο σώµα του ∆ιόνυσου των Βακχών ή του Ηρακλή
της Καθόδου, το οποίο µέσα στην ένθεη µανία του συνοµιλεί µε το άγνωστο και το
όταν ατενίζουν το άπειρο δε βλέπουν παρά µόνο το κενό σκότος, που επαληθεύει και
σκηνοθέτης δεν παύει να νοσταλγεί και να πενθεί για το χαµένο κέντρο, την υπερ-
αφήγηση ενός οντο-θεολογικού Λόγου. Και αυτό γίνεται εµφανές όταν προσδίδει στο
µυλλερικό κείµενο διαστάσεις τραγωδίας: «Και στο ‘Υλικό Μήδειας’ και στο
‘Κουαρτέτο’ του [Μύλλερ], είδα αυτή τη δυναµική της τραγωδίας πάνω στην
246
ευρωπαϊκό αστικό δράµα» (Τερζόπουλος 26/7/1990: 25). Η ρωγµή µεταξύ
κατάρρευσή του. Ο Τερζόπουλος µπορεί να στερεί τη µανία από το ένθεο ένδυµά της
(βακχική µανία) και να την παραδίδει ως κοινή τρέλα, αλλά προσδίδοντας στην τρέλα
τραγικότητα δεν την αποσυνδέει από την ιστορία της µεταφυσικής, καθώς ανακαλεί
µέσα από µια νοσταλγική µατιά τα µοτίβα της τελευταίας. Προσδίδοντας τραγικό
επικοινωνεί µε το υπερβατικό. Κατά πόσο, όµως, µέσα από αυτή την κίνηση «εκ-
επανέλθουµε στην κεντρική ανάλυση του πολιτικού στο έργο του Έλληνα
σκηνοθέτη.16
16
Μια άλλη σκηνική µετα-γραφή του κατακερµατισµένου µυλλερικού υποκειµένου
συναντούµε στην κοινή παράσταση του ελληνικού και του ρωσικού Κουαρτέτου. Η παράσταση µοιάζει
να κινείται προς µια «έκ-κεντρη» κατεύθυνση µε τη συνεχή εναλλαγή από τον άνδρα στη γυναίκα, από
το θύµα στο θύτη, από το νικητή στον ηττηµένο, από τη νεότητα στο γήρας, αυτή τη φορά
διπλασιασµένη λόγω της ταυτόχρονης δράσης του ρωσικού και του ελληνικού ζευγαριού. Έχουµε το
θριαµβικό κατακερµατισµό της εαυτότητας και των παραδοσιακών της σταθερών, που παρωδούνται
για να ακυρωθούν. Όπως επισηµαίνει ο Πατσαλίδης, αναφερόµενος σε ένα άλλο έργο του Μύλλερ, τη
Μηχανή Άµλετ, που, όµως, διέπεται από τους ίδιους νόµους µε το Κουαρτέτο: «Οι χαρακτήρες,
παγιδευµένοι ανάµεσα στις εποχές, ανεβαίνουν στη σκηνή ως οντότητες χωρίς νόµους, λογική ή θεό.
Μη-όντα που ανήκουν παντού και πουθενά. Τα βιώνουν όλα και βιώνονται απ’ όλα. Πλαγιοκοπηµένοι
από τη γλώσσα και τα σηµεία είναι (προ)γραµµένοι πέρα ως πέρα. Οµοιώµατα εικόνων, φαντάσµατα
που παίζουν ‘κρυφτούλι’ µε την ταυτότητά τους και µε τους θεατές» (1993: 135).
Βλέπουµε, λοιπόν, ότι παρουσιάζοντας σε ενιαία παράσταση τα δύο Κουαρτέτα και
τοποθετώντας το ένα µέσα στο άλλο, ο Τερζόπουλος επιτυγχάνει να αποδώσει ευρηµατικά την ουσία
του µυλλερικού κειµένου, µένοντας ταυτόχρονα συνεπής στην ιδεολογική του θεώρηση, έτσι όπως την
έχουµε περιγράψει, για τις δυνατότητες της διαπολιτισµικής θεατρικής πράξης σήµερα και τη συµβολή
της στο επίκαιρο ζήτηµα της παγκοσµιοποίησης. Βλ. υποσηµείωση 14 του υποκεφαλαίου 3.1.1.
247
3.2. Ο ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗ ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΗ
ΕΠΟΧΗ
Το ερώτηµα που προέκυψε ως συνέπεια των παραπάνω αφορά µια αρκετά κραταιή
πράγµατι έτσι; Και κατ’ αρχήν, τι συνιστά το µεταµοντέρνο θέατρο; Φαίνεται ότι µία
Ούτε στην Αµερική ούτε στην Ευρώπη το πειραµατικό θέατρο επηρέασε τις
µπορούµε να εντοπίσουµε στο θέατρο και την performance art µια ιστορική
προχώρησε στη δεκαετία του 1980 χωρίς να γνωρίζει τις αφηγήσεις της
πέρασµα του από το µοντερνισµό στο µεταµοντερνισµό στις αρχές του 1970
248
(Auslander 1997: 59). Από την άλλη, για το Νικ Κάι (Nick Kaye), από τη στιγµή που
δεν υπάρχει ένας «αυθεντικός» ή «γνήσιος» µεταµοντερνισµός γύρω από τον οποίο
θέατρο, αλλά πιο σωστά τί δεν είναι (Kaye 1994: 3-4). Κι αυτό καθώς ο
µεταµοντερνισµός ξεφεύγει των ορισµών που του έχουν αποδοθεί ακριβώς γιατί από
χαρακτηριζόµενος από µια ρευστότητα του γεγονότος, που δεν αναζητά την πηγή από
1994: 3). Κάτι αντίστοιχο µοιάζει να ισχύει και στην περίπτωση του θεάτρου του
χαρακτήρα του µεταµοντέρνου στο θέατρο, που όπως ήδη είπαµε, αρνείται την
Όποιος, όµως, κι αν είναι ο ορισµός που θα αποδοθεί στο µετανεωτερικό στην τέχνη
µιας «αποσπασµατικής ενότητας» (Kaye 1994: 6), το κολλάζ κ.ά. Μπορεί µε αυτό το
249
σκεπτικό το θέατρο που φέρει, αν όχι όλα, κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά να
κινδυνεύαµε να πέσουµε στην παγίδα που ελλοχεύει. Κατά τη γνώµη µας, η τέχνη
µεταµοντέρνου.
Kaye 1994: 18) – σηµείο που επισηµάναµε και στο κεφάλαιό µας για τη µέθοδο και
το σώµα στη σκηνή του Άττις – τότε το θέατρο του Τερζόπουλου αποµακρύνεται
από την τέχνη εκείνο το Κέντρο που είναι κοινό σε όλους τους ανθρώπους και
(Chin 1991: 83). Αντανακλάται ακόµη στα αρχετυπικά «ιερογλυφικά» σώµατα που
Ακόµα και στην περίπτωση των έργων του Μύλλερ, του συγγραφέα που, όπως
είπαµε, απορρίπτει τις συµβατικές τεχνικές της πλοκής, του χαρακτήρα, του διαλόγου
250
υπέρ ενός µοντάζ αντικρουόµενων στυλ, αποσπασµατικών εικόνων και λεκτικών
θραυσµάτων έτσι ώστε να αποδοθεί το τοπίο του σύγχρονου νου (Innes, στη
στην ουσία της δεν είναι µεταµοντέρνα ακριβώς γιατί, όπως επισηµάναµε, διαπνέεται
από µια νοσταλγία για τις απολεσθείσες αφηγήσεις που νοηµατοδοτούν την
Τερζόπουλου και των τραυµάτων του ελληνικού Εµφυλίου πολέµου και καταθέτει
µια πολιτική σκηνική πρόταση, η οποία στον πυρήνα της παραµένει ουσιοκρατική.
Οµολογεί σχετικά ο Ουίλσον: «Αυτό που περισσότερο µε ενδιαφέρει στη γραφή του
Χάινερ [Μύλλερ] – και είµαι σίγουρος ότι αυτό τον ενοχλεί– είναι το πώς ακούγεται»
να οδηγηθούµε «στην αφαίµαξη της πολιτικής σκέψης από τις εικόνες» (1991: 62).
και του αµερικανικού ασυνείδητου, όπως ο ίδιος ο Μύλλερ θεωρεί όταν λέει
251
Ευρώπη που να µην έχει βιώσει το Ολοκαύτωµα. Αυτό κάνει τη διαφορά στο
τότε, στην περίπτωση της συνεργασίας του Γερµανού συγγραφέα µε τον Έλληνα
Αναλύοντας τη συνεργασία των δύο ανδρών υπό αυτό το πρίσµα, θίγουµε ουσιαστικά
το θέµα της ιστορίας στο θέατρο του Τερζόπουλου και επιστρέφουµε και πάλι στο
ερώτηµα κατά πόσο το θέατρό του είναι µετανεωτερικό. Όπως αναλύει ο Κάι, το
όρους µε τους οποίους το έργο τέχνης ορίζεται ως τέτοιο. Αυτός ο χαρακτήρας του
µεταµοντέρνου σχετίζεται και επηρεάζει άµεσα τη σχέση του και τη στάση του
απέναντι στο παρελθόν και την ιστορία. Για το µεταµοντερνισµό, το παρελθόν είναι
ένα κατασκεύασµα αφηγήσεων, δεν είναι κάτι που βρίσκεται «εκεί έξω», καθώς η
ιστορική αφήγηση έχει τις ρίζες της σε αποδεκτές σύγχρονες αντιλήψεις. Συνεπώς, το
µετανεωτερικό αντλεί από το ιστορικό υλικό έχοντας χάσει την πίστη στην
νοµιµοποιούν αυτό που χαρακτήριζε το νεωτερικό: τη ρήξη και την υπέρβαση του
παρελθόντος.
252
Αντίθετος προς αυτή τη νοοτροπία, ο Τερζόπουλος δεν παύει µέσα από τις
οποίος συγκρούεται µε την παράδοση και το παρελθόν σε µια αναζήτηση του ορθού,
που τον αποµακρύνει ακόµα περισσότερο από το πνεύµα του µεταµοντερνισµού, έτσι
όπως αντιπροσωπεύεται, για παράδειγµα, από τον πάπα της Ποπ Αρτ Άντυ Γουόρχωλ
(Andy Warhol), ή, στα θεατρικά, από τον Ουίλσον.18 Η σχέση, δηλαδή, του
Τερζόπουλου µε τη (θεατρική) ιστορία και την παράδοση είναι σχέση ρήξης µέσα στο
πνεύµα των µοντερνιστών19 και όχι αµφισβήτησης και παρωδίας των µετα-
αφηγήσεων.
17
Βλ. το άρθρο που υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης και στο οποίο έχει δώσει τον εύγλωττο
τίτλο «Πρωτοπορία ή ρήξη µε το οµοιογενές σώµα» (1990).
18
Όπως διατείνεται η Κάθριν Άρενς (Katherine Arens), ο Ουίλσον συνεισέφερε στη
δηµιουργία ενός µύθου γύρω από το πρόσωπό του, αυτού του κοινωνικά περιθωριοποιηµένου εξαιτίας
ενός σοβαρού προβλήµατος στην οµιλία, που είχε. Αν και η ιστορία µπορεί να είναι πραγµατική στα
βασικά της γεγονότα, οι αναθεωρήσεις στις οποίες υποβάλλεται σε κάθε της αφήγηση από το Ουίλσον
«κάνουν το νόηµά της να µετατοπίζεται ελεύθερα µε έναν καθαρά µεταµοντέρνο τρόπο» (Arens, στη
Chatzidimitriou 1998: 10). Ο ίδιος ο Ουίλσον θα φτάσει το 1986 να δηλώσει, ανατρέποντας
σαρκαστικά το µύθο του: «Ήµουν σπαστικός, τυφλός και µουγκός µέχρι τα δεκαεπτά µου, και µε ένα
θαύµα έµαθα να µιλώ και να περπατώ – και αυτό δεν είναι αλήθεια!» (Wilson, στη Chatzidimitriou
1998: 10). Για περισσότερες λεπτοµέρειες, βλ. Katherine Arens (1990-91) 14-40.
19
Στο σηµείο αυτό δε θα πρέπει να µας διαφύγει βέβαια το γεγονός ότι µολονότι κινητήρια
δύναµη της ιστορικής πρωτοπορίας υπήρξε η αντίστασή της στην εµπορευµατοποίηση και
µαζικοποίηση του πολιτισµού, η ίδια µε την πάροδο του χρόνου υπέκυψε σε µια συµβίωση µε την
οικονοµία. Αναφορικά µε αυτή την αλλαγή, ο Πατσαλίδης σχολιάζει ότι «Αυτό που θα αντιληφθούν οι
πρωτεργάτες της πρωτοπορίας είναι ότι κανείς δεν µπορεί να απαλλαγεί από τους κοινωνικούς και
οικονοµικούς µηχανισµούς. Έτσι, προτού κλείσει καν η τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα οι σχέσεις
ανάµεσα στην υψηλή και τη λαϊκή τέχνη, ανάµεσα στο ατοµικό και το µαζικό, το ελιτίστικο και το
τουριστικό, την πρωτογενή παραγωγή και τη βιοµηχανία αναπαραγωγής θα γίνουν ολοένα και πιο
σύνθετες» (2000: 255). Το ίδιο θα συµβεί και µε την αντισυµβατική και «απελευθερωτική» «Γενιά του
΄60», µε την οποία κατά κάποιο τρόπο η ιστορική πρωτοπορία των αρχών του 20ού αιώνα κλείνει τον
κύκλο της. Για ακόµα µια φορά, το Σύστηµα αποδεικνύεται ισχυρότερο και ανθεκτικότερο κάθε
υπέρβασης, καθώς, όχι µε τη βία αλλά µέσα από την έντεχνη εµπορευµατοποίηση ή την
περιθωριοποίηση καταστέλλει κάθε (καλλιτεχνική) «αίρεση». Για περισσότερα για τη «Γενιά του
1960» και την ουτοπία της, βλ. Πατσαλίδης (2000) 57-76.
253
Αδυνατώντας να σβήσει το παρελθόν, το µεταµοντέρνο επιστρέφει σε αυτό όχι για να
υποσχεθεί ένα «νέο κλασικισµό», αλλά για να εκφράσει µια ειρωνική στάση απέναντι
στην πράξη της µνήµης (Kaye 1994: 20-21). Όπως λέει ο Ουµπέρτο Έκο (Uberto
αθωότητα» (στον Kaye 1994: 21). Στην παράσταση, όµως, του Μήδειας Υλικού, αλλά
αντιµετωπίζεται σαν µια τράπεζα από την οποία κανείς µπορεί να πάρει δάνεια για να
κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον και τις σηµάνσεις που αυτό πυροδοτεί, όπως, για
κλασικά κείµενα και την αρχαία κλασική κληρονοµιά ως προς τη θεµατολογία της.
ανακυκλώνει ιστορικά στυλ. Τα θέτει εκτός του περιβάλλοντος και του τόπου τους
pastiche. Με τον τρόπο αυτό η κληρονοµιά και η παράδοση γίνονται µια τράπεζα
πολιτισµικών αναφορών και το pastiche ένα µέσο αποκάλυψης των µηχανισµών της
αναπαράστασης που αµφισβητεί τις ιδέες της αυθεντικότητας και της γνησιότητας
στην τέχνη (Hutcheon 1989: 94). Πρόκειται για στοιχεία που, κατά τη γνώµη µας, δεν
254
εντοπίζονται ούτε στις θεατρικές δηµιουργίες του Τερζόπουλου ούτε στο ιδεολογικό
τους υπόβαθρο.
(ή µη) χαρακτήρα της θεατρικής τέχνης του Τερζόπουλου. Επόµενος σταθµός στην
ανάλυσή µας θα είναι η εξέταση του πολιτικού στοιχείου στην τραγωδία και ιδιαίτερα
και να επανεκτιµήσουµε ορισµένες από τις απόψεις που σχολιάσαµε στην παρούσα
υποενότητα.
255
3.3. ΜΕΤΑ-ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΤΡΑΓΩ∆ΙΑ
φιλτραρισµένη µέσα από τους εκφραστικούς και αισθητικούς κώδικες του Άττις,
επηρεάζει πολλές φορές και τον τρόπο που χειρίζεται ο σκηνοθέτης το τραγικό υλικό.
άµεσα πολιτική.
Έτσι, στην πρώτη εκδοχή των Περσών (1990), ο σκηνοθέτης κεντρίζεται από τις
ραγδαίες ιστορικές αλλαγές που σηµειώθηκαν στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισµού
στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου το Νοέµβριο
του 1989 και η ακόλουθη κατάρρευση της κοµµουνιστικής ηγεµονίας στις χώρες του
Ανατολικού µπλοκ, όπως και η εκτέλεση του δικτάτορα Τσαουσέσκου στη Ρουµανία
δεν αφήνουν αδιάφορο τον Τερζόπουλο.20 Επιλέγει την τραγωδία των Περσών για να
20
Ο Τερζόπουλος µοιάζει να εµπνέεται ιδιαίτερα από την ιστορική πορεία του Ρουµάνου
δικτάτορα, βρίσκοντας αντιστοιχίες ανάµεσα στην ύβρη και το µοιραίο τέλος της απολυταρχικής του
εξουσίας – το οποίο ταυτίστηκε µε το προσωπικό του τέλος – και την αλαζονική συµπεριφορά και
κατάρρευση της περσικής αυτοκρατορίας.
Με παρόµοιο τρόπο, το 2003, επιστρέφει στους Πέρσες, αυτή τη φορά σε µια παραγωγή του
Ιδρύµατος Μέγιερχολντ της Μόσχας. Η ιδιαιτερότητα της παράστασης είναι ότι τους ρόλους
ερµηνεύουν δεκαεπτά νέοι σκηνοθέτες-ηθοποιοί, οι οποίοι προέρχονται από τις δηµοκρατίες της
πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ο θρήνος, το κύριο ζήτηµα του έργου, ερµηνεύεται σε πολλές γλώσσες,
µεταξύ των οποίων στις διαλέκτους της Ταταρίας και του Ουζµπεκιστάν. Πρόκειται, όπως λέει ο
σκηνοθέτης, για το θρήνο «της χαµένης Σοβιετίας, της ηττηµένης Σοβιετικής Ένωσης» (5/10/2003).
Καθώς, όµως, η παράσταση αυτή δεν εµπίπτει στην περίοδο του Τερζόπουλου που εξετάζουµε, δε θα
σταθούµε περισσότερο σε αυτή.
256
ερευνήσει τον καταποντισµό µιας αυτοκρατορίας η οποία ξεπεράστηκε ιστορικά,
χωρίς, όµως, να φέρει το αισχύλειο έργο αποκλειστικά στο επίπεδο των πολιτικών
οντολογική. Το ερώτηµα που τον καθοδηγεί, έτσι όπως διατυπώνεται από τον ίδιο,
είναι: «Η απώλεια της εξουσίας πως εµφανίζεται στον εσωτερικό κόσµο του
ανάλυση των Περσών, διαµορφώνει µια τελετή θρήνου απόλυτης στατικότητας, όπου
Από την άλλη, στην Αντιγόνη (1994) και στον Ηρακλή Μαινόµενο (2000), η έµµεση
πολιτική διάσταση αποδίδεται µέσα από το χειρονοµιακό κώδικα του Άττις, ο οποίος
πρόσωπα του Κρέοντα και του Λύκου αντίστοιχα. Όπως στην παράσταση του
Χρήµατος έτσι κι εδώ, το κοινωνικό gestus δίνει τη θέση του σε ένα αισθητικό
του Λύκου ενώ η καχυποψία της και η τάση της να βλέπει παντού κινδύνους, που την
απειλούν, εκφράζεται µε τις κοφτές στροφές του άκαµπτου κεφαλιού και του
σώµατος προς όλες τις κατευθύνσεις, σε µια ερµηνεία που φέρει τα ίχνη του
σατυρικού δράµατος. Παρόµοια, αλλά χωρίς ίχνος σάτιρας, αποδίδεται σωµατικά και
φωνητικά η ακαµψία και η ύβρις της µοναρχικής εξουσίας του Κρεόντα (Πίνο Μίκολ
21
Βλ. Κεφάλαιο 2.7.1.
257
(Pino Micol) «σε τόνους χυδαία δικτατορικούς, γελοιωδώς απόµακρους» (Stefani
9/9/1994: 36).
Η Αντιγόνη, όµως, στη σκηνοθεσία του Τερζόπουλου δεν εµπίπτει στη µακρά
παράδοση των πολιτικών αναγνώσεων, που θέλουν την τραγική ηρωίδα να αποτελεί
επιτοµή αντίστασης κατά του Κράτους και τον Κρέοντα αντιπρόσωπο κάθε
διακατέχεται από µια µανία, η οποία αν και στοχεύει στην εξουσία, την υπερκερά
Αντιγόνη είναι δύο παθιασµένοι άνθρωποι που έχουν καταστρέψει τον εαυτό τους και
τους άλλους» (McDonald 2000: 26). Έτσι, η τραγωδία της Αντιγόνης και της
Ισµήνης, του Κρέοντα, του Αίµονα και της Ευρυδίκης παίρνει τη µορφή ταφικών
τελετών. Όλοι οι µελλοθάνατοι κινούνται σε µια νοητή κάθετη γραµµή, που από
µοιρολογήσει τον ίδιο της τον εαυτό ενώ σιγά σιγά εξαφανίζεται µέσα στο λευκό
22
Είναι γνωστό ότι η σοφόκλεια τραγωδία της Αντιγόνης έχει µια πλούσια παράδοση
πολιτικών αναγνώσεων. Ενδεικτικά αναφέρουµε ότι το έργο στην οµώνυµη διασκευή του Ζαν Ανουίγ
(Jean Anouilh, 1944) είχε γίνει σύµβολο της γαλλικής αντίστασης κατά την περίοδο της ναζιστικής
Κατοχής ενώ στην Ελλάδα στα χρόνια της δικτατορίας είχε απαγορευθεί το ανέβασµα της σοφόκλειας
Αντιγόνης. Πιο πρόσφατο παράδειγµα, αποτελούν οι τρεις µεταπλάσεις του µύθου της Αντιγόνης, το
1984, από τους Ιρλανδούς συγγραφείς Άινταν Καρλ Μάθιους (Aidan Carl Mathews), Τοµ Πώλιν (Tom
Paulin) και Μπρένταν Κένελλι (Brendan Kenelly), ως µεταφορά για την πολιτική κατάσταση στην Β.
Ιρλανδία (βλ. Wilmer 1998), όπως και το The Island του Άθολ Φούγκαρντ (Athol Fugard) από τη Ν.
Αφρική (1974). Από την Αφρική (Γκάνα) είναι και µια άλλη Αντιγόνη, του Κ. Μπραίθγουερ (K.
Braithwaire), µε τον τίτλο Odale’s Choice. Στο επίπεδο της σκηνοθεσίας, τυπικό παράδειγµα αποτελεί
η σκηνοθετική διασκευή της από τον Αντρέι Βάιντα (1989), όπου ο χορός µε τα κράνη ανθρακωρύχων
αντιπροσωπεύει τόσο την Αντιγόνη όσο και την «Αλληλεγγύη» του Λεχ Βαλέσα (Lech Walesa)
(McDonald 2000: 25-6˙ ό.π.1993: 13-35).
258
ΑΝ[ΤΙΓΟΝΗ] Τάφε µου, κρεβάτι νυφικό, σπίτι µου
Στο ίδιο σηµείο επί σκηνής, ο Κρέων θα θρηνήσει έναν έναν τους νεκρούς του,
Είναι σαφές πλέον ότι στη σκηνική ανάγνωση που προτείνει ο Τερζόπουλος το
259
οντολογικά, δηλαδή θες να πας έτσι, και η προβολή αυτού του γίγνεσθαι έχει
πολιτική µορφή, είναι πολιτική εικόνα [έµφαση δική µου]. Εδώ [στην Ελλάδα]
συνδέεται άµεσα µε την πολιτική επικαιρότητα της εποχής. Συσχετίζεται και µε την
πνευµατική συνθήκη και τις ανανεώσεις στις οποίες υπόκειται, έτσι όπως
εκφράζονται στην ιστορία των ιδεών του 5ου αιώνα. Η όποια, όµως, πολιτική ή
οντολογική σπουδή, καθώς «[…] οι Έλληνες τραγικοί είχαν ένα δικό τους τρόπο να
εισάγουν στα έργα τους την επικαιρότητα, όποια κι αν ήταν. Την έθεταν πάντοτε σε
έναν γενικό συλλογισµό καθολικής εµβέλειας [έµφαση δική µου]» (Romilly 1996: 12-
ζητήµατος.
θέση στο πολιτικό στοιχείο χωρίς, όµως, ποτέ αυτό να αποδεσµεύεται για να
επισκιάσει την οντολογική διάσταση της τραγωδίας. Εµπνεόµενος από το γεγονός ότι
η παράσταση θα παιζόταν στο παλιό εργοστάσιο της Ζίµενς στο Ντίσελντορφ της
από την περίοδο της ανάδυσης του ναζισµού. Οι Καταραµένοι (1969) του
260
κινηµατογραφιστή Λουκίνο Βισκόντι γίνονται και πάλι σηµείο αναφοράς του
Η Ζίµενς, όπως και η Κρουπ,23 ήταν πάντα στη συνείδηση των Γερµανών
ταυτισµένες µε την άρχουσα τάξη και την εξουσία. Εκεί, λοιπόν, στο κέντρο
της εξουσίας στήσαµε τη δικιά µας Θήβα, που δεν είναι άλλη από την ίδια τη
Και ποιοι είναι οι Θηβαίοι; Η οικογένεια Ζίµενς, αυτοί που στήριξαν ακόµα
Ντύνει από την κορυφή ως τα νύχια τον Πενθέα και τα πρόσωπα του παλατιού µε
Γιώργος Πάτσας). Ο θύρσος των Βακχών αντιπαλεύει τους µαύρους κυλίνδρους που
κρατούν οι άνθρωποι του παλατιού του Πενθέα και που ανάλογα µε τις διαστάσεις
23
Η γερµανική Κρουπ (Krupp) ήταν µια από τις παγκόσµια ισχυρότερες βιοµηχανίες
χαλυβουργίας και κατασκευής όπλων µέχρι το τέλος του ∆εύτερου Παγκοσµίου Πολέµου.
Συνεργάστηκε µε το Χίτλερ και τον βοήθησε στα κατακτητικά του σχέδια. Μετά το ∆εύτερο
Παγκόσµιο Πόλεµο, ο «βασιλιάς των κανονιών», όπως αποκαλούνταν ο διευθύνων τη βιοµηχανία
Αλφριέδος Κρουπ (Alfried Κrupp), καταδικάστηκε στη δίκη της Νυρεµβέργης για εγκλήµατα
πολέµου.
261
Για να συνοψίσουµε, µέχρι στιγµής έχουµε δει ότι στις σκηνικές µετα-γραφές της
Τερζόπουλου, και δη στην αρχαία τραγωδία, δεν παύει να είναι πρωτίστως µια
οντολογική και µεταφυσική σπουδή. Στο κέντρο της δεσπόζει το σώµα του ηθοποιού,
Οι Επίγονοι, όµως, η πιο πρόσφατη από τις παραστάσεις που θα µας απασχολήσουν
πολιτικού στην τραγωδία και γενικότερα στη θεατρική πρακτική του σκηνοθέτη.
Επίγονοι (2003)
Ο Τερζόπουλος δηµιουργεί τους Επιγόνους την άνοιξη του 2003, σε µία περίοδο που
πολέµου λόγω της αµερικανικής εισβολής στο Ιράκ. Όπως στην περίπτωση των
γεγονός, κάτι που τη φορτίζει µε επιπλέον σηµασίες και σε επίπεδο αισθητικό και
πολιτικό. Στους Επιγόνους ο σκηνοθέτης εισχωρεί στο ζήτηµα του πολέµου και του
262
παραλογισµού του µε ενδιάµεσο το τραγικό υλικό διασωθέντων αποσπασµάτων από
Πως, όµως, µπορεί ένας σκηνοθέτης να ανταπεξέλθει στην πρόκληση της επί σκηνής
αναπαράστασης του πολέµου στη σηµερινή εποχή, κατά την οποία η πολεµική
εικονοποιία και τα τεχνολογικά µέσα που την (ανα)παράγουν έχουν κατηγορηθεί από
πολλούς – για παράδειγµα, από τη Σούζαν Σοντάγκ (Susan Sontag) και το Ζαν
Μπωντριγιάρ –25 ότι διαµορφώνουν και προωθούν µια ηδονοβλεπτική και ηθικά
24
Πρόκειται για διασωθέντα θραύσµατα από τις χαµένες τραγωδίες του Αισχύλου Όπλων
Κρίσις, Σαλαµίνιαι, Μυρµιδόνες, Ξάντριαι, Φιλοκτήτης, Ιέρειαι, Τοξοτίδες, ∆ικτυουλκοί και Προµηθέας
∆εσµώτης.
25
Η Αµερικανίδα δοκιµιογράφος Σούζαν Σοντάγκ στο Περί Φωτογραφίας (1977) εξέφρασε
την άποψη ότι η συνεχής φωτογραφική έκθεση ενός γεγονότος ακυρώνει το πλαίσιο του πραγµατικού
µέσα στο οποίο κανονικά θα έπρεπε να λειτουργεί, µετατρέποντας το θεατή σε καταναλωτή εικόνων
(βλ. Sontag 1982: 359-60). Στο πρόσφατο βιβλίο της, όµως, Παρατηρώντας τον Πόνο των Άλλων
τροποποιεί ελαφρά τη θέση της, τονίζοντας ότι ο ανθρώπινος πόνος γίνεται θέαµα περισσότερο µέσω
της τηλεόρασης και όχι της φωτογραφίας εξαιτίας της συνεχούς ροής εικόνων, που οδηγούν στην
ηθική και αισθητική αναισθησία. Επίσης, επικρίνει την άποψη της εξαφάνισης της πραγµατικότητας σε
µια κοινωνία του θεάµατος, όπως ένθερµα την υποστήριξε ο Μπωντριγιάρ, θεωρώντας την εκδήλωση
µιας συντηρητικής, διανόησης, που ζει στην πλούσια πλευρά του κόσµου, όπου οι ειδήσεις έχουν
µετατραπεί σε διασκέδαση: «Να δηλώνεις πως η πραγµατικότητα έχει γίνει θέαµα είναι
αποσβολωτικός επαρχιωτισµός. […] Η αντίληψη αυτή θεωρεί πως όλοι είναι θεατές. Υπαινίσσεται,
διεστραµµένα, ανεύθυνα, πως δεν υπάρχει πραγµατικός πόνος στον κόσµο» (Sontag 2003: 115). Να
υπενθυµίσουµε, για παράδειγµα, την άποψη του Μπωντριγιάρ, έτσι όπως τη δηµοσίευσε σε άρθρα του
στη γαλλική εφηµερίδα Libération ότι ο πόλεµος του Περσικού Κόλπου το 1991 δεν έγινε ποτέ.
Σε αυτή τη θεωρητική διαµάχη θα µπορούσαµε να προσθέσουµε και την άποψη του
Τσατσούλη, ο οποίος µετατοπίζει το βάρος και κατ’ επέκταση την ευθύνη από την εικόνα στο θεατή
και τους κοινωνικούς µηχανισµούς που καθορίζουν την κατεστηµένη οπτική θέαση του πραγµατικού.
Υιοθετώντας τη θέση του Μπωντριγιάρ ότι η (φωτογραφική) εικόνα όχι µόνο αναπαράγει αλλά διαλύει
την πραγµατικότητα, εντάσσει το πρόβληµα της σύγχυσης µεταξύ του αναφέροντος και του
αντικειµένου αναφοράς στο ευρύτερο ζήτηµα της πρόσληψης της τέχνης «από ένα κοινό απαίδευτο και
άρα ανίκανο να συλλάβει µηνύµατα ή σηµασίες που δεν εµπίπτουν στα προκατασκευασµένα σχήµατα
αντίληψης που του έχουν επιβληθεί» από τους κοινωνικούς παράγοντες (2000: 50). Για τον
Τσατσούλη, η διαµορφωµένη αισθητική του µέσου θεατή λειτουργεί µόνο στο επίπεδο του
«συναισθάνεσθαι» και όχι του «αντιλαµβάνεσθαι» µε αποτέλεσµα το ευρύ κοινό να επιδιώκει να
προβάλει πάνω στη φωτογραφική εικόνα το βιωµατικό/συγκινησιακό στοιχείο που αναφέρεται µόνο
στη θεµατική της. Κάτι τέτοιο, όµως, έχει µοιραίες επιπτώσεις στην περίπτωση της φωτογραφίας λόγω
τις άµεσης σχέσης της µε την πραγµατικότητα. Ο Τσατσούλης, δηλαδή, µετατοπίζει το βάρος και κατ’
επέκταση την ευθύνη από την εικόνα στο θεατή και τους κοινωνικούς µηχανισµούς που υπαγορεύουν
τρόπους πρόσληψης του πραγµατικού. Βλ. Τσατσούλης (2000) 21-28, 40-54.
263
πρωτίστως είναι τηλεοπτικός θεατής πολεµικών επιχειρήσεων και µάλιστα πολέµων
που διαδραµατίζονται τόσο στο πραγµατικό όσο και στο εικονικό επίπεδο; Και τι
αυτά;
αναισθησία και εντέλει την αµνησία, προϋποθέτει ένα κοινό που αποτελείται από
συνοδεία επεξηγήσεων για τις πηγές τους, τα αίτια και τους ηθικούς τους
στα τοπία της αγωνίας και της οδύνης των άλλων, ο Πασχαλίδης εµµένει στην άποψη
µπροστά µας, έστω κι επί της οθόνης. Αν η θέαση του πάσχοντος σώµατος βρίσκεται
264
στον πυρήνα της ουµανιστικής παράδοσης και το θεµέλιο των κοινωνικών δεσµών
είναι η συµπόνια που νιώθουµε µπροστά στη δυστυχία του άλλου, τότε
ηρωποιεί, και που στα χέρια της πολιτικής ή άλλης εξουσίας χρησιµοποιείται για να
Είναι διά της θέασης του πάσχοντος σώµατος, του σώµατος στο οποίο έχει εγγραφεί
ο παραλογισµός του πολέµου και µε τη σειρά του έχει γίνει το ίδιο παράφρον, που ο
Τερζόπουλος επιχειρεί να αποδώσει θεατρικά το ζήτηµα του πολέµου και της ήττας,
µένοντας έτσι πιστός στην ουµανιστική θεώρηση τόσο της τέχνης όσο και της
αποµονώνει τον Ηρακλή, τον Προµηθέα, τον Αίαντα, τον Αχιλλέα, το Φιλοκτήτη και
26
Αξίζει να παραθέσουµε και την άποψη της Σκέρρι, η οποία φωτίζει το ζήτηµα από µια άλλη
πλευρά. Χρησιµοποιώντας το παράδειγµα του πολέµου του Κόλπου, η Αµερικανίδα θεωρητικός
προβαίνει σε κάποιες γενικότερες παρατηρήσεις για τη στάση της κοινωνίας των πολιτών απέναντι
στον πόλεµο. Τρία είναι τα αξιώµατα που διαµορφώνονται: είτε κυριαρχεί µια γενικότερη αδιαφορία
σε θέµατα και γεγονότα στρατιωτικής φύσεως, είτε η εκδήλωση ενδιαφέροντος δε συνοδεύεται από το
δικαίωµα παρέµβασης στα γεγονότα, είτε όταν υπάρχει αυτό το δικαίωµα, αυτός που το ασκεί δεν
εκτίθεται προσωπικά σε κίνδυνο. Επιπλέον, µε τον πόλεµο να έχει µετατραπεί σε θέαµα, κάθε
έκφραση και µορφή διαφωνίας καθίσταται αδύνατη. Σε έναν πόλεµο-θέαµα εξαφανίζονται τα σώµατα
του εχθρού, οι φωτογραφίες των σωµάτων, οποιεσδήποτε λεκτικές αφηγήσεις για αυτά ή
καταµετρήσεις τους: Το τρωτό ανθρώπινο σώµα, που µπορεί να τραυµατιστεί, αποσιωπάται για να
κάνει την επανεµφάνισή του µε κάποια άλλη µορφή. Για παράδειγµα, στον πόλεµο του Κόλπου, η ιδέα
του ευάλωτου άµαχου πληθυσµού αντικαταστάθηκε από την εικόνα ενός µονάρχη ή κηλίδων
πετρελαίου. Επιχειρώντας να προτείνει τρόπους επανάκτησης της δυνατότητας παρέµβασης, η Σκέρρι
επικεντρώνεται στην ανάγκη ερµηνείας και απογύµνωσης των εικόνων µε στόχο την αποκάλυψη των
µηχανισµών λειτουργίας του θεάµατος, όπως επιχείρησαν ο Αρτώ ή ο Μπρεχτ. Η συγγραφέας, όµως,
δεν κρύβει την απαισιοδοξία της για το µέλλον, καθώς αναγνωρίζει ότι ακόµα και αυτή η στρατηγική
µπορεί να αποδειχθεί αναποτελεσµατική. Βλ. Elaine Scarry (1993) 57-73.
265
µυθολογία, και καθένα µε τον τρόπο του έχει έρθει σε σύγκρουση µε το θεϊκό Λόγο.
πάσχον: ο ήρωας όχι ως νικηφόρος ηγέτης, αλλά ως πρόσωπο που ηττάται και
παράδοση του πολέµου στην αντιπολεµική απεκδύοντας τους χαρακτήρες του από το
λαµπρό ηρωικό τους περίβληµα για να αποκαλύψει ένα σώµα πληγωµένο, ένα σώµα
θύµα της εξουσίας. Αν η εξουσία είναι ο Αµερικανός πρόεδρος ή ο ∆ίας αυτό δεν έχει
σηµασία. Για τον Τερζόπουλο, «[η] εξουσία είναι πάντα εξουσία» (Τερζόπουλος
4/2003: 121). Έτσι, ο Ηρακλής είναι ο µαινόµενος φονιάς που σκοτώνει τη γυναίκα
και τα παιδιά του, ο Αχιλλέας θρηνεί το χαµό του επιστήθιου φίλου του Πάτροκλου
από τον Έκτορα, ο Αίας ταπεινώνεται που δεν του αποδόθηκαν τιµητικά τα όπλα του
Αχιλλέα και µαινόµενος σφάζει τα ζώα νοµίζοντάς τα για τους Έλληνες αρχηγούς, ο
παρηγοριά και συµπόνια για να κάνουν τον πόνο πιο υποφερτό (McDonald 1993:
103). Όπως για παράδειγµα, στον Ηρακλή Μαινόµενο, όπου ο Θησέας έρχεται να
προσφέρει στο συντετριµµένο Ηρακλή τη φιλία του και άσυλο στην Αθήνα, ή στο
µύθο του Προµηθέα, όπου ο Ηρακλής τον απελευθερώνει από τα δεσµά του,
από µια καινούρια αντίληψη της τιµής, µε τον Αίαντα, για παράδειγµα, να
266
συνειδητοποιεί το αποτρόπαιο της πράξης που διέπραξε µέσα στον παραλογισµό του
και να επιλέγει την αυτοκτονία, ή τον Ηρακλή να επικυρώνει το ηρωικό του ήθος µε
την αντοχή του να συνεχίσει τη ζωή του µέσα στις αδιάκοπες τύψεις (Ρούσσος 1993:
29).
Το αποσπασµατικό, όµως, τραγικό υλικό που ο Τερζόπουλος έχει στα χέρια του δεν
προσφέρει τέτοιες λύσεις, δεν επιτρέπει την αποκατάσταση της ατοµικής, κοινωνικής
και κοσµικής αρµονίας. Ο θρήνος και το πένθος του Αχιλλέα δε βρίσκουν παρηγοριά,
ο Ακταίων παραµένει θύτης και θύµα του παράφρονα εαυτού του, ο Αίας, δέσµιος
ενέργειας που το συγκλονίζει για να γίνει βακχευόµενο σώµα, εδώ εκλείπει. Από την
ένθεη µανία έχουµε πια περάσει στο ανυπόφορο σωµατικό και ψυχικό άλγος, το
όχι µόνο είναι απογυµνωµένα από τον ηρωισµό τους, όχι µόνο πάσχουν, αλλά είναι
«έκ-κεντρο» και «εκ-κενωµένο» σώµα, από την ένθεη µανία που συνοµιλεί µε το
υπερβατικό µέσω ενός υπερβατικού τραγικού λόγου µετατίθεται στην τρέλα που
267
συνδιαλέγεται µόνο µε τον εαυτό της27 µέσα από έναν κατακερµατισµένο λόγο.
Μετατοπίζεται από το οντολογικό στο πολιτικό, από την τραγωδία στο Μύλλερ, για
[…] έχουµε να κάνουµε µε ένα άλλο υλικό˙ έχουµε σπαράγµατα, χωρίς αρχή,
µέση και τέλος. Τα σπαράγµατα, όµως, τι σηµαίνουν; Είναι µια πάρα πολύ
σπαράγµατα. ∆ηλαδή, αρχίζουµε κάτι, µένει µετέωρο και ηµιτελές και µετά τι
θραύσµατος τού δίνει, και ανατρέποντας τη βασική ηρωική ιδιότητα των χαρακτήρων
(δεν είναι τυχαίο ότι τρεις από αυτούς, ο Φιλοκτήτης, ο Αίας και ο Αχιλλέας, είναι
ήρωες του οµηρικού έπους της Ιλιάδας) όχι µόνο εγκλωβίζει τους χαρακτήρες του σε
µια παράφρονα εµµονή, αλλά τους εγκλείει χωρικά σε έναν κύκλο διαγραµµένο και
27
Συζητώντας για την ένθεη µανία, η Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου τονίζει ότι στην τραγωδία
«η κρίση της τρέλας έχει πάντοτε ένα υπερβατικό θεµέλιο, ένα αίτιο που υφίσταται έξω από τον ήρωα,
και που τον ξεπερνά» (1998: 19). Εποµένως, «η παράκρουση του τραγικού ήρωα δεν είναι εικόνα του
µηδενός. Ο παραλογισµός του δεν εγγράφεται σ’ ένα παράλογο σύµπαν, αλλά σ’ έναν κόσµο προς τον
οποίο εκείνος έχει έρθει σε ρήξη, προβάλλοντας ενδεχοµένως άλλες αξίες και αιτήµατα» (ό.π. 1998:
19). Λόγω, όµως, της θραυσµατικής γραφής, τα πρόσωπα των Επιγόνων ξεφεύγουν της παραπάνω
περιγραφής, βιώνοντας µια µετέωρη ύπαρξη µέσα σε έναν κόσµο στερηµένο συνοχής και πνευµατικών
ερεισµάτων. Η τρέλα, δηλαδή, του Αίαντα, του Φιλοκτήτη και των λοιπών ηρώων στους Επιγόνους,
είναι η τρέλα που σφραγίζει το θέατρο του 20ού αιώνα, έτσι όπως οι δυο παγκόσµιοι πόλεµοι τη
διαµόρφωσαν µε την αποκάλυψη της ανεπάρκειας του πνευµατικού πολιτισµού και την αδυναµία
συντήρησης των αξιών του ευρωπαϊκού πνεύµατος: «Η κρίση της τρέλλας δεν είναι αποτέλεσµα µιας
άνισης αναµέτρησης του ατόµου µε το κακό, αλλά της ανατροπής ολόκληρου του κόσµου και της
εκµηδένισης όλων των αξιών του» (ό.π. 1998: 22).
268
παραγεµισµένο µε στρατιωτικά άρβυλα. Στην αρχή της παράστασης, τα άρβυλα
να ενεργήσουν στο όνοµα ενός ιδανικού. Στο τέλος, µε την ανατροπή και τον άναρχο
διασκορπισµό των αρβύλων, το τοπίο ηρωικού πολέµου έχει µετατραπεί σε ένα τοπίο
ορίζει και περιορίζει τα θεατρικά σώµατα και το χώρο της φυσικής και νοητικής
δράσης τους. Όποιος ξεφεύγει από τον κύκλο ολισθαίνει στην παραφροσύνη. Είναι οι
ίδιοι οι σύντροφοί του που θα τον επαναφέρουν στον κύκλο και στην ασφάλεια που ο
περιπέτειας του πολιτισµού και δη του ευρωπαϊκού, της πορείας της ευρωπαϊκής
Την Ευρώπη, την ωραία κόρη µε τα «µεγάλα µάτια» ή το «πλατύ πρόσωπο» (όπως
σηµαίνει το όνοµά της), είδε ο ∆ίας ενώ εκείνη µάζευε λουλούδια στην
που αποπλανήθηκε και βιάστηκε από το ∆ία, είναι πια µια γερασµένη γυναίκα που
περπατά χωλαίνοντας µέσα στα στρατιωτικά της άρβυλα. Στο παρακµασµένο σώµα
της κουβαλάει όλη την ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου, στην οποία κάποτε δόθηκε το
269
όνοµά της: «Είναι συγχρόνως η ‘µητέρα’ των περισσότερων πολέµων του 20ού αιώνα
και εκείνη που κουβαλάει στους ώµους της όλα τα θύµατα των πολέµων αυτών»
Μύλλερ. Όπως ο µυλλερικός Άµλετ στέκει µε την «πλάτη στραµµένη στα ερείπια της
Ευρώπης» (Müller 2001: 31), έτσι και η Ευρώπη των Επιγόνων, κρυµµένη µέσα στο
λευκό της τούλι, στέκει παρούσα-απούσα µάρτυρας της κατάληξης της ευρωπαϊκής
ιστορίας, µιας ιστορίας βίας, πολέµου και αιµατοχυσιών. Βυθισµένη στη σιωπή της
του άρρενος, αποκηρύσσουν την προσωπική τους σφαγή, το ρόλο του σεξουαλικού
αντικειµένου, το µητρικό τους ρόλο ως φορείς και δηµιουργοί ζωής σε έναν κόσµο
Εδώ Ηλέκτρα. Στην καρδιά του σκότους. Κάτω από τον ήλιο των
βασανιστηρίων. Προς τις µητροπόλεις του κόσµου. Στο όνοµα των θυµάτων.
Αδειάζω όλο το σπέρµα που δέχτηκα. Μετατρέπω το γάλα των µαστών µου
σε θανάσιµο δηλητήριο. Ανακαλώ τον κόσµο που γέννησα. Πνίγω τον κόσµο
που γέννησα, µέσα στα σκέλια µου. Τον θάβω µες στην ντροπή µου. (Müller
2001: 40)
270
Οι γυναίκες στα έργα του Μύλλερ διακηρύσσουν την επαναστατική τους πίστη και
εκπρόσωποι των δυνάµεων της αναρχίας και της επανάστασης γενικότερα (Wright
1989: 132-33). Αντίθετα, η Ευρώπη του Τερζόπουλου στέκεται πέρα από την
επαναστατικό λόγο. Κλεισµένη µέσα στο κουκούλι και στη σιωπή της, οδηγείται στο
θάνατο, που δεν είναι άλλος από το τέλος της ίδιας της ιστορίας. Σιωπηλή µέσα στο
τυλιγµένη µε λευκούς επιδέσµους, µέσα σε ένα βυθό ωκεάνιο, ενώ γύρω της «[ψ]άρια
χαλάσµατα και τεµάχια πτωµάτων περνούν» (Müller 2001: 39). Αν για το σκηνοθέτη
Μύλλερ, η παράσταση της Μηχανής Άµλετ κλείνει µε την εικόνα της πυρποληµένης
οµαδικά και ατοµικά ολοκαυτώµατα (Βαροπούλου 2001: 15-16), για τον Τερζόπουλο
η Ευρώπη είναι η γυναίκα που το σώµα της παρα-βιάστηκε από το Λόγο του ∆ία και
της Ιστορίας. Θα καταλήξει να είναι η Γηραιά Ευρώπη, θύµα και θύτης ταυτόχρονα,
η Ευρώπη που βυθισµένη πια µέσα στη λευκή σιωπή της δε θα αργήσει να πάρει τη
θέση της στο «Πανεπιστήµιο των νεκρών» της ιστορίας του ευρωπαϊκού πνεύµατος,
στην «Πινακοθήκη (Μπαλέτο) των νεκρών γυναικών» (Müller 2001: 34). ∆ιερωτάται
ο Τερζόπουλος:
271
µάχονταν, παλεύανε και µέσα από αυτή τη δηµιουργική σύγκρουση, είχανε
παράσταση τελειώνει µε τη σκηνή τρέλας του Αίαντα που µέσα στη µανία του
πιστεύει ότι κάθε αρβύλα είναι ένας εχθρός στον οποίο επιτίθεται για να τον
σκοτώσει. Θα καταλήξει να θρηνεί την αποτυχία του, την ήττα του προτού
εισχωρήσει στο πριν του θανάτου. Η πορεία προς το τέλος των (ιστορικών)
Υπό αυτό το πρίσµα, µε τους Επιγόνους ανατρέπεται η ένθεη µανία που µέχρι τώρα
θυµηθούµε την ιερή µανία της οιστρήλατης Ιούς, που, όπως η Ευρώπη, έπεσε θύµα
του έρωτα του ∆ία για αυτήν, ή την αλαζονεία του Προµηθέα και της πίστης του ότι
µάχεται δίκαια την αυθαιρεσία της εξουσίας του ∆ία στην παράσταση του Προµηθέα
όπως η µανία του ηρωισµού του Ηρακλή και η σωτηρία του από το «φίλο» Θησέα
στην παράσταση του Ηρακλή Μαινόµενου (2000), ή η επικύρωση του ηρωικού του
ήθους µέσα από τις τύψεις που τον βασανίζουν στις παραστάσεις της Καθόδου. Οι
Επίγονοι, αντίθετα, αναδεικνύονται σε ένα σκηνικό λόγο για το τέλος της ευρωπαϊκής
όπως το µετανεωτερικό πνεύµα έχουµε δει ότι την προτείνει.. Και πάλι, όπως στο
272
Μήδειας Υλικό, ο σκηνοθέτης στερεί το θεατρικό σώµα από κάθε ιδεολογικό και
φιλοσοφικό έρεισµα για να αναδείξει ένα σώµα που στέκει έντροµο µπροστά στην
τραγικότητα, ο σκηνοθέτης δεν την αποσυνδέει από την ιστορία της µεταφυσικής,
κατακερµατισµένο λόγο, από την ένθεη µανία στην τρέλα, από το βακχευόµενο σώµα
στο «έκ-κεντρο» σώµα και αναδεικνύοντας το πάσχον σώµα σε τόπο εγγραφής του
παραλογισµού του πολέµου, ο Τερζόπουλος όχι µόνο παραµένει συνεπής προς τον
µέθοδό του, αλλά συντονίζεται και µε τη σύγχρονη πρακτική του πολιτικού θεάτρου
και το σχεδόν έµµονο ενδιαφέρον της για το σώµα ως πολιτική οντότητα. Στη
επαναπροσδιορισµό του πολιτικού σύµφωνα µε τους όρους του σώµατος και προς την
αισθησιακή (µε την έννοια της αναφερόµενης ή προερχόµενης από τις αισθήσεις)
παρουσία του ατόµου (Garner 1994: 159-62) και στην εγγραφή της ιστορίας και της
273
Είναι αυτές οι διαπιστώσεις που µας οδηγούν στη συζήτηση του ρόλου του θεατή στο
στο θεατή. Πρόκειται για ένα θέµα, θα πρέπει να επισηµάνουµε, το οποίο αφορά όχι
274
3.4. ΘΕΑΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΟΝΤΟΣ ΣΩΜΑΤΟΣ: ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ
Είναι γεγονός ότι σκηνοθέτες του 20ού αιώνα όπως ο Γκροτόφσκι, o Μέγιερχολντ, o
ανάλυση. Ο Πατρίς Παβί θεωρεί ότι δεν προέκυψε µια θεωρητικοποίηση της
Παρόµοια είναι η θέση της Σούζαν Μπέννετ (Susan Bennett), η οποία µε τη σειρά της
κοινού, εν µέρει πιθανόν λόγω του εφήµερου χαρακτήρα του θεάτρου. Για
Drama (1960) και ο Μάρτιν Έσσλιν (Martin Esslin) στο An Anatomy of Drama
Μολονότι το ενδιαφέρον της θεωρίας µετατοπίζεται στο θεατή κατά τις δεκαετίες του
1970 και 1980 µε την ανάδυση της θεωρίας της περφόρµανς και της σηµειολογίας,
εντούτοις – σχολιάζει η Μπέννετ – το ενδιαφέρον τους για το κοινό δεν είναι αρκετά
ευρύ.28
28
Σχετικά βλ. Bennett (1990) 1-20.
275
Επιχειρώντας να ορίσει τις βάσεις κάθε θεωρητικής ανάλυσης του ρόλου του κοινού,
η ίδια στρέφεται κατ’ αρχάς στο έργο του Μπρεχτ, µε τη συνεισφορά του να
ασχολήθηκε µε την παραγωγή/ παράσταση και την πρόσληψη και συνέδεσε άρρηκτα
Εξίσου πολύτιµο υλικό η Μπέννετ αντλεί από τη θεωρία της πρόσληψης και τις
γνωστικής αντιστοίχησης, έτσι όπως αυτή µπορεί να λαµβάνει χώρα στο θεατή του
θεάτρου του Άττις, και εξοικειωµένοι πλέον µε τη µέθοδό του και τον τρόπο που
τέτοια ερµηνεία.
ενδιαφέρον του Βιεννέζου ψυχαναλυτή για την αντίδραση του κοινού στις συζητήσεις
του για τον Άµλετ και τον Οιδίποδα Τύραννο. Έτσι, ο Φρόυντ υποστήριξε ότι η
Οιδίποδα, φερ’ ειπείν, και η ακόλουθη ενοχή του µάς ωθούν να αναγνωρίσουµε τις
276
δικές µας απωθηµένες στο ασυνείδητο ενορµήσεις.29 Κατά τρόπο ανάλογο, ο
Βασισµένος σε αυτή τη θέση, ο Χόλλαντ πρεσβεύει ότι όλα τα έργα έχουν έναν
«κεντρικό πυρήνα φαντασίωσης» και ότι τις φαντασιώσεις αυτές ο αναγνώστης τις
δηµιούργηµα του ίδιου του αναγνώστη και όχι ως ιδιότητα του κειµένου. Έτσι, η
Μπέννετ, το θεωρητικό σύστηµα του Χόλλαντ δεν κατέχει εξέχουσα θέση στη θεωρία
αυτά θεατράνθρωπων όπως του Αρτώ, που οραµατίστηκε ένα θέατρο µε την
ποιότητα του ονείρου, του Γκροτόφσκι και τoυ Πήτερ Μπρουκ, οι οποίοι επιζητούν
29
Αξίζει να αναφέρουµε σε αυτό το σηµείο και τις ενστάσεις του Ζαν Πιέρ Βερνάν (Jean-
Pierre Vernant), ο οποίος απορρίπτει και στηλιτεύει την οικειοποίηση και, κατά τη γνώµη του,
παρερµηνεία του Οιδίποδα Τύραννου από το Φρόυντ γιατί, εν αντιθέσει µε την ιστορική ψυχολογία,
παραβλέπει το συγκεκριµένο ιστορικό, κοινωνικό και πνευµατικό πλαίσιο του 5ου αιώνα π.Χ. µέσα στο
οποίο η τραγωδία δηµιουργήθηκε. Παρόµοια αποποιείται κάθε ψυχαναλυτική ερµηνεία του τραγικού
υλικού και της ελληνικής µυθολογίας, όπως αυτή του Ντιντιέ Ανζιέ (Didier Anzieu) στα µέσα του
1960, σύµφωνα µε τον οποίο όλοι οι ελληνικοί µύθοι αναπαράγουν στις ποικίλες τους εκφάνσεις το
θέµα της αιµοµικτικής ένωσης µε τη µητέρα και της πατροκτονίας. Βλ. Vernant (1988) 89-116.
30
Η Μπέννετ τονίζει ότι οι θεωρίες του Χόλλαντ έχουν παραµελήσει τις κοινωνικές και
πολιτικές παραµέτρους, ενώ η Βέντυ Ντοϋτελµπάουµ (Wendy Deutelbaum) θεωρεί ότι το τρωτό
σηµείο τους είναι η ίδια η έννοια του θέµατος της ταυτότητας (identity theme), η οποία υπαινίσσεται
ότι η εαυτότητα είναι µια σταθερή και οµοιόµορφη οντότητα. Κατά τη Ντοϋντελµπάουµ, η εαυτότητα
είναι πολλαπλή, κάθε ταυτότητα, δηλαδή, αποτελείται από πολλούς ετερογενείς εαυτούς. Αν αυτοί οι
πολλαπλοί εαυτοί µάς τροµάζουν και απειλούν την ευρυθµία της καθηµερινής λειτουργίας της
συγκροτηµένης εαυτότητας, αντίθετα στο προστατευµένο περιβάλλον της ανάγνωσης/ παράστασης
αποτελούν πηγή ευχαρίστησης (Bennett 1990: 63).
277
να αγγίξουν το «εσωτερικό επίπεδο» του θεατή (Bennett 1990: 38-41).31 Ανάλογα, θα
Από την άλλη πλευρά, η επικέντρωση του Χόλλαντ στις αντιδράσεις του ασυνείδητου
νου ως µέρος της ατοµικής εµπειρίας της ανάγνωσης και η θεωρία της επίδρασης της
µορφής στον αναγνώστη και της αντίδρασης αυτού απέναντι στο έργο, έτσι όπως την
υποτάσσεται στην υπηρεσία του Υπερεγώ, ενώ παραβλέπεται κι ένα µεγάλο µέρος
της µοντέρνας λογοτεχνίας όπου η µορφή αµφισβητεί κριτικά την τάξη και ανατρέπει
31
Η συνεισφορά του Χόλλαντ στη θεωρία της πρόσληψης είναι, όπως είπαµε, η
υποκειµενική, ψυχαναλυτική του προσέγγιση στην πράξη της ανάγνωσης, η επικέντρωσή του, δηλαδή,
στις αντιδράσεις του ασυνείδητου νου ως µέρος της ατοµικής εµπειρίας της ανάγνωσης. Για τη
Μπέννετ είναι µάλλον παράδοξο το γεγονός ότι η θεωρία του Χόλλαντ αγνοήθηκε ακόµα και από
ψυχαναλυτικούς ερµηνευτές των θεατρικών κειµένων, µε το Ρόυ Χας (Roy Huss), για παράδειγµα, στο
βιβλίο του The Mindscapes of Art (1986), να επικεντρώνεται στο κείµενο και στο συγγραφέα, µολονότι
αναγνωρίζει το έργο του Χόλλαντ ως ορόσηµο στο χώρο. Αντίθετα, η Μπέννετ προκρίνει την ερµηνεία
του Κρίστιαν Μετζ (Christian Metz) στο “The Fiction Film and Its Spectator: A Metapsychological
Study” (1976), όπου ο Μετζ, βασισµένος στη θεωρία του Φρόυντ για τα όνειρα και την ονειροπόληση,
αποδεικνύει ότι η θεωρία του Χόλλαντ µπορεί κάλλιστα να εφαρµοστεί και στην περίπτωση της
θεατρικής επικοινωνίας.
278
Ανάλογη είναι και η στάση του Βόλφγκανγκ Ίζερ (Wolfgang Iser) επί του θέµατος. Ο
σηµείο µιας ψυχαναλυτικής ερµηνείας της πρόσληψης, ήτοι την περιοριστική έµφασή
φαντασιακό κείµενο», πρεσβεύει ο Ίζερ, «υπάρχει µέσω της επίδρασης, που είναι σε
όχι ως ιδέα, που είναι κατεξοχήν ενσωµατωµένη στο έργο και που εµφανίζεται µέσω
του έργου» (στον Βελουδή 1994: 244). Ο Ίζερ επισηµαίνει ότι οι µεµονωµένες
προτάσεις στο κείµενο όχι µόνο προλειαίνουν αυτό που θα ακολουθήσει, αλλά
χαρακτήρας του κειµένου είναι καθαρά διδακτικός και όχι αισθητικός/ λογοτεχνικός.
προσδοκίας του ανακαλεί αυτό που έχει διαβάσει, τοποθετηµένο πλέον σε ένα
ίδιου του κειµένου και της φαντασίας του αναγνώστη, που εντέλει διαµορφώνει το
φαντασιακό κείµενο. Αυτή η διαδικασία της αναµονής και της ανάκλησης δεν έχει
µια οµαλή ροή, αλλά λαµβάνει χώρα µέσω των «κενών σηµείων» του κείµενου, τα
αποτέλεσµα είναι ότι, από µια πλευρά, ο τρόπος µε τον οποίο ο αναγνώστης βιώνει το
κείµενο, αντικατοπτρίζει την προσωπικότητά του, από την άλλη, όµως, αυτή η ίδια η
279
προσωπικότητά του «παραβιάζεται» καθώς εκτίθεται σε εµπειρίες διαφορετικές από
Μέσα από αυτές τις οδούς, όµως, ο Ίζερ φτάνει να επανεξετάζει το ζήτηµα της
ταύτισης «ως τη διαδικασία απορρόφησης του ανοικείου» (Iser 142). Για τον ίδιο, ο
όρος «ταύτιση» αποτελεί απλώς µια περιγραφή και όχι την έσχατη ερµηνεία, είναι
µια στρατηγική του συγγραφέα για να θέλξει τον αναγνώστη. Ο Ίζερ θεωρεί ότι αυτή
η παρερµηνεία της «ταύτισης» απορρέει από την άρση της διαχωριστικής γραµµής
µεταξύ υποκειµένου και αντικειµένου, καθώς οι ιδέες που αποτελούν το βιβλίο είναι
οι ιδέες κάποιου άλλου, που, όµως, στην πορεία της ανάγνωσης γίνονται οι ιδέες του
τον αναγνώστη: «Σκεφτόµενος τις ιδέες κάποιου άλλου, η δική του ατοµικότητα
υποχωρεί προσωρινά καθώς υπερκαλύπτεται από αυτές τις ξένες σκέψεις, οι οποίες
γίνονται τώρα το θέµα στο οποίο η προσοχή του επικεντρώνεται» (Iser 1974: 144).
Εποµένως, η έννοια της ταύτισης δεν ευσταθεί και αυτό που συχνά αποκαλείται
των επιθυµιών µας ή καθορισµός αυτών. (ό.π. 1974: 145). ∆ιαφαίνεται από τα
παραπάνω η απόσταση που κρατεί ο Ίζερ από τη φροϋδική ερµηνεία της πρόσληψης
Ανάλογες αποστάσεις τηρεί και ένας δεύτερος εκπρόσωπος της «χολής της
Κωνσταντίας», ο Γιάους (Jauss), για τον οποίο η εµπειρία της ανάγνωσης µπορεί να
απελευθερώσει τον αναγνώστη από προκαταλήψεις και να τον οδηγήσει σε µια νέα
280
Ο ορίζοντας της προσδοκίας της λογοτεχνίας είναι άλλος από τον ορίζοντα
Τόσο, δηλαδή, η προσληπτική θεωρία του Ίζερ όσο του Γιάους δίνουν έµφαση στο
δυναµικό χαρακτήρα της πρόσληψης και στην ικανότητά της να επηρεάσει και να
ανανεώσει ατοµικές και κατ’ επέκταση κοινωνικές συµπεριφορές. Πρόκειται για ένα
καθώς πρεσβεύει µια συντηρητική φύση της λογοτεχνίας, την προσαρµογή και την
υποταγή της στην υπηρεσία του Υπερεγώ, του κοινωνικού, δηλαδή, status-quo.
πρόσληψης, του Χόλλαντ του Ίζερ και του Γιάους, πήραµε µια ιδέα για το πώς οι
του ρόλου του κοινού στο θέατρο και του ζητήµατος της συναισθηµατικής και
γνωστικής αντιστοίχισης, της ταύτισης κι εντέλει της κάθαρσης, που µας ενδιαφέρουν
άµεσα στο κεφάλαιο αυτό, ο Παβί ανατρέχει στους θεωρητικούς του θεάτρου, τον
Αριστοτέλη και το Μπρεχτ. Στα πρόσωπά τους διακρίνει εκείνους που ανήγαγαν τη
τέχνης. Ο Γάλλος θεωρητικός πιστεύει ότι το µοναδικό αν και δύσβατο µονοπάτι για
µια αισθητική της πρόσληψης είναι η διαδικασία της ταύτισης, µε την έννοια ότι ο
281
και ιδεολογικά. Στην πρώτη περίπτωση, τίθεται σε ισχύ η φροϋδική ερµηνεία της
και κανονική.
συζήτηση της πρόσληψης του θεατρικού φαινοµένου από το θεατή. Παρ’ όλα αυτά,
εισάγοντάς το στην ανάλυσή του θεάτρου του Τερζόπουλου, έχουµε επίγνωση ότι
εισχωρούµε σε µία προβληµατική γύρω από ένα θέµα για το οποίο ο ίδιος ο
Αριστοτέλης δεν αφιέρωσε παραπάνω από δέκα λέξεις, «δι’ ελέου και φόβου
περαίνουσα την των τοιούτων παθηµάτων κάθαρσιν».33 Από τη στιγµή, όµως, που η
32
Αξίζει να σταθούµε για λίγο στο θέµα της ευχαρίστησης που αντλεί ο θεατής από την
παράσταση. Αν, όπως είδαµε, σύµφωνα µε το Φρόυντ, η ευχαρίστηση είναι απόρροια της
συναισθηµατικής και γνωστικής αντιστοίχισης, ο Μπαρτ στη µελέτη του Η Απόλαυση του Κειµένου
(1975) κάνει λόγο για αυτή την ευχαρίστηση και διακρίνει δύο είδη κειµένων: το κείµενο της
ευχαρίστησης και το κείµενο της ευδαιµονίας. Το κείµενο της ευχαρίστησης είναι προϊόν µιας
κουλτούρας και δε στρέφεται εναντίον της. Προσφέρει ευφορία και συνδέεται µε ένα άνετο διάβασµα.
Αντίθετα, το κείµενο της ευδαιµονίας επιβάλλει µια κατάσταση απώλειας, αναταράσσει τις ιστορικές,
πολιτισµικές, ψυχολογικές σταθερές του αναγνώστη, αµφισβητεί τις αξίες του και τις προτιµήσεις του.
Η Μπέννετ αντιστοιχεί τα κείµενα της ευδαιµονίας στο θέατρο του Αρτώ και την έννοια του
«θανατηφόρου θεάτρου» (deadly theatre) που ο Μπρουκ επινόησε. Και οι δυο τόνισαν την επαφή µε
το θεατή-άτοµο και θέλησαν να διασαλέψουν την άνετη, επαναπαυµένη ευχαρίστηση του κοινού ως
οµάδα (Bennett 1990: 64).
∆ιαπραγµατευόµενη αυτή την έννοια της ευχαρίστησης, η Μπέννετ µνηµονεύει και την
Ύµπερσφελντ (Ubersfeld), η οποία, αντίστοιχα, µιλά για τον πολυσύνθετο χαρακτήρα της
ευχαρίστησης και ξεχωρίζει την ευχαρίστηση µιας απουσίας που επανακτάται και την ευχαρίστηση της
µελέτης µιας σκηνικής πραγµατικότητας, η οποία βιώνεται ως µια συγκροτηµένη δραστηριότητα, στην
οποία ο θεατής συµµετέχει. Για τη θεωρητικό, η πηγή της ευχαρίστησης βρίσκεται στη συµµετοχή του
θεατή στην ερµηνεία των πολλαπλών σηµείων. Πέρα, όµως, από την αµεσότητα του σηµείου, η
ευχαρίστηση σχετίζεται µε τη µνήµη και την κατανόηση. Όπως ο Γιάους έτσι και η Ύµπερσφελντ
αποδέχεται την ευχαρίστηση που προκύπτει από την ταύτιση µε τον ήρωα/ ηρωίδα, και επηρεασµένη
από το Φρόυντ, µιλά για την ευχαρίστηση που απορρέει από την υπέρβαση και την ηδονοβλεψία ή την
κάθαρση του κοινού. Βλ. Bennett (1990) 77-78.
33
Ο Αριστοτέλης στο όγδοο βιβλίο των Πολιτικών σηµειώνει ότι εξηγεί τον όρο κάθαρση στα
Περί Ποιητικής έργα του. Όµως, στο κείµενο της Ποιητικής που έχει διασωθεί βρίσκουµε µόνο τον
ορισµό που µόλις παραθέσαµε, χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις. Έτσι, το ζήτηµα του πώς ο φιλόσοφος
εννοούσε την κάθαρση µέσα στον ορισµό της τραγωδίας, έχει πάρει για την ερµηνεία της Ποιητικής
282
Ποιητική του Αριστοτέλη ξαναείδε το φως στη ∆υτική Ευρώπη το 1498 µε την πρώτη
δηµοσίευσή της σε λατινική µετάφραση από τον Τζόρτζιο Βάλλα (Giorgio Valla), οι
ερµηνείες που έχουν δοθεί και οι απόψεις που έχουν κατατεθεί είναι πάρα πολλές,
περιγράφει την επίδραση του δράµατος στους θεατές και ότι είναι οι θεατές αυτοί που
καθαίρονται µέσα από το έλεος και το φόβο. Από τί, όµως, εξαγνίζονται είναι ένα
θέµα στο οποίο κοινή συµφωνία δεν υπάρχει (Orgel 1995: 134).34
και γενικότερα για την ιστορία των αισθητικών θεωριών διαστάσεις µεγάλου προβλήµατος,
προσκαλώντας και προκαλώντας πληθώρα ερµηνειών (Παπανούτσος 1969: 260).
34
O Όργκελ εδώ υπαινίσσεται την αντίθετη άποψη του Τζέραλντ Ελς (Gerald Else), ο οποίος
υποστήριξε ότι το ζήτηµα της κάθαρσης διαφωτίζεται αν η κάθαρση αντιµετωπιστεί ως στοιχείο της
τραγικής δοµής και όχι ως δραµατικό αποτέλεσµα. Για µια κριτική της άποψης του Ελς, βλ. Charles
Segal (1996) 153-57.
Σχετικά µε την προβληµατική που το ζήτηµα της κάθαρσης γεννάει, ας αναφέρουµε
ενδεικτικά την άποψη του Σέγκαλ (Segal) ότι γενικότερα είναι άλλο να ερµηνεύεις την αρχαία
τραγωδία και άλλο την Ποιητική του Αριστοτέλη, αλλά στην περίπτωση της κάθαρσης η άποψη του
Αριστοτέλη για την τραγωδία αφορά και το παραστασιακό σκέλος των έργων. Έτσι ο Σέγκαλ
υποστηρίζει ότι αν θέλουµε να εφαρµόσουµε την αριστοτελική άποψη για την κάθαρση θα πρέπει να
την επεκτείνουµε και αυτό γιατί ο φιλόσοφος διαπραγµατεύτηκε την κάθαρση και γενικότερα την
τραγωδία συσχετίζοντάς την µε την εµπειρία του θεατή ως ατόµου. Αυτό είναι µάλλον απόρροια του
γεγονότος ότι στην εποχή του Αριστοτέλη η τραγωδία αναδεικνυόταν περισσότερο ως αύταρκες
γραπτό κείµενο. Tρία χαρακτηριστικά αποµακρύνουν τον Αριστοτέλη από το πλαίσιο της παράστασης:
α) η αδιαφορία για την τελετουργική της διάσταση, β) η δυσαρέσκεια για την τραγωδία ως θέαµα, και
γ) η θεώρηση της τραγωδίας ότι εκθέτει παγκόσµια θέµατα. Ο Σέγκαλ, όµως, τοποθετεί την κάθαρση
στο πλαίσιο της τελετουργίας µε την οποία τελειώνει η τραγωδία. Συνδέοντας την κάθαρση µε τη δοµή
της τραγωδίας ξεπερνά την Ποιητική, δίνοντας έµφαση στη συλλογική θεατρική εµπειρία. Ως
παράδειγµα, αναφέρεται στις σκηνές ταφής, οι οποίες επαναφέρουν την τάξη στην προηγούµενη
αναρχία, που ένας θάνατος και ιδιαίτερα η επαφή µε το πτώµα είχε επιφέρει. Για περισσότερα, βλ.
Segal (1996) 156-68.
Από την άλλη, o Π. Ε. Ίστερλινγκ (P. E. Easterling), σχολιάζοντας µε τη σειρά του την άποψη
του Σέγκαλ, επισηµαίνει ότι η επικέντρωση του Αριστοτέλη στο θεατή-άτοµο οφείλεται περισσότερο
στην έµφαση στην ηθική πλευρά της τραγωδίας, καθώς τα διασωθέντα έργα διαπραγµατεύονται
κυρίως προβλήµατα ηθικής επιλογής. Ένας δεύτερος λόγος αφορά τη γλώσσα και όχι την πλοκή, µια
και στα ίδια τα κείµενα οι συλλογικές αντιδράσεις αποδίδονται στο πρώτο ενικό πρόσωπο. Ο
Ίστερλινγκ τελειοποιεί τη θεωρία του Σέγκαλ αντικαθιστώντας την έννοια του τελετουργικού τέλους
µε το συλλογικό θρήνο και µε την ιδέα της παρακολούθησης. Τα τραγικά κείµενα, πρεσβεύει,
καθοδηγούν µε ποικίλους τρόπους τις συναισθηµατικές και διανοητικές αντιδράσεις του κοινού. Βλ.
Easterling (1996) 173-81.
Φυσικά, οι θεωρητικές «διαµάχες» δε σταµατούν εδώ. Έτσι, ο Ε. Π. Παπανούτσος εκφράζει
τη θέση ότι το ζήτηµα του τί εννοεί ο Αριστοτέλης µε την κάθαρση είναι πρωτίστως φιλολογικό. Έτσι,
προχωρεί στη διατύπωση ότι «η κάθαρση αναφέρεται όχι στην ψυχή του θεατή ή του τραγικού ήρωα,
αλλά στα ‘τοιαύτα παθήµατα’, δηλαδή είναι κάθαρση του ελέου, του φόβου και των οµοίων τους»
(1969: 262) κι αυτό γιατί η κάθαρση της ψυχής από αυτά τα ισχυρά συναισθήµατα είναι εντελώς
283
Το ζήτηµα, όµως, περιπλέκεται ακόµα περισσότερο όταν αποσπάται από τον
επιστηµονικό χώρο της ανάλυσης για να ενταχθεί στο λόγο θεατράνθρωπων όπως
λιγότερο εύκολο να αγνοήσουν την παραστατική της δύναµη […]. (1995: 154)
∆εν είναι παράξενο, λοιπόν, που, στο θέατρο της σκληρότητας του Αρτώ, δεσπόζει η
Ουάιλς, ο Γάλλος αιρετικός είναι επηρεασµένος από την αριστοτελική έννοια της
θεραπεύσει την κοινωνία από τα όποια ηθικά ή κοινωνικά αποστήµατα (ό.π. 1980:
134).
Υπό αυτό το πρίσµα της ενσωµάτωσης της έννοιας της κάθαρσης στη θεωρία του
θεάτρου του 20ού αιώνα, είναι ενδιαφέρον ότι στην περίπτωση του Τερζόπουλου και
της δικής του εκδοχής ενός θεάτρου σκληρότητας, και µάλιστα παρά τη µπρεχτική
του παιδεία και το παρελθόν, ο σκηνοθέτης αδιαφορεί για την όποια επίδραση στο
κοινό. Εστιάζει το ενδιαφέρον και την έρευνά του αποκλειστικά στους ηθοποιούς
του, οι οποίοι, µέσα από µια γκροτοφσκική via negativa, προχωρούν στην άρση των
αντίθετη προς την αριστοτελική ηθική, η οποία, σε αντίθεση µε τους Στωικούς, δε θεωρεί τα πάθη και
τις ηδονές αδυναµίες, αλλά αντίθετα χρήσιµα για την πραγµατοποίηση της αρετής και της ευδαιµονίας,
αρκεί να πειθαρχούνται. Για περισσότερα, βλ. Παπανούτσος (1969) 261-64.
284
όποιων ψυχικών και σωµατικών εµποδίων, διευρύνουν τις σωµατικές και ενεργειακές
ον, στο µηδέν, στο τίποτα’. ∆ηλαδή, φεύγει η κρούστα, φεύγουν όλα από το
ενσωµατώνει το στοιχείο της κάθαρσης του ηθοποιού στο λόγο του καθώς πρεσβεύει
την καθαρτική λειτουργία της µεθόδου του τόσο στο επίπεδο της φυσιολογίας όσο
βασικές σηµασίες της κάθαρσης την εποχή του Αριστοτέλη. Η πρωταρχική της
«εξαγνισµός» των ψυχών µέσα από τη µουσική και τις ψαλµωδίες. Στους
ουσιών από το σώµα, ενώ ο Πλάτωνας τής προσέδωσε διανοητικές και πνευµατικές
285
προεκτάσεις (Ford 1995: 110-11).35 Έτσι όπως έχουµε περιγράψει τη µέθοδο του
κάθαρση αφορά τόσο τις πιο «ευγενείς» εκδοχές της, του πνεύµατος, όσο και τις πιο
προαναφέραµε, στην περίπτωσή τους δεν ασχολείται άµεσα µε τις παραµέτρους της
επίδρασης/ επενέργειας και της κάθαρσης. Μολονότι αντλεί από τα δρώµενα και
του κοινού που χαρακτηρίζει τις πρωτόγονες τελετές της κοινότητας. Κατ’ επέκταση,
θεατή-ηθοποιού, δεν επιδιώκει την ολική του συµµετοχή, την ταύτιση της τέχνης µε
τη ζωή, όπως για παράδειγµα πρέσβευε το θέατρο του ΄60 (o Γκροτόφσκι, το Living
35
Βλ. ακόµη Liddel και Scott, Τοµ. ΙΙ 558. Ο Σέγκαλ θεωρεί ότι είναι πολύ πιθανό ο
Αριστοτέλης να επέλεξε συνειδητά τον όρο της κάθαρσης για τις πολλαπλές του σηµασίες, που
αφορούν τον ιατρικό καθαρισµό, τον τελετουργικό εξαγνισµό και την πνευµατική διαύγεια (Segal
1996: 155).
36
Αξίζει να δούµε τί έχουν να πουν επί του θέµατος της «ευωχίας» κάποιοι από τους
ηθοποιούς του Άττις. Για τον Καλετσάνο, ο ηθοποιός περιέρχεται σε µια κατάσταση «ευωχίας» καθώς
«αποτοξινώνεσαι και µεταφορικά και ουσιαστικά» (προσωπική συνέντευξη 10/1/2004). Στην ίδια
κατεύθυνση, η Παπαδοπούλου παρατηρεί ότι η «ευωχία» προκύπτει γιατί ο ηθοποιός βλέπει το σώµα
του να εκφράζεται ολόκληρο, εκπλήσσοντας το λογικό. Μια αίσθηση πληρότητας προκαλείται,
σύµφυτη µε την «ευωχία» (προσωπική συνέντευξη 1/2/2004). Κατά τον Τσιγκάκο, η κατάσταση της
«ευωχίας» και της πνευµατικής εξέλιξης του ηθοποιού µέσα από τη µέθοδο του Άττις είναι εφικτές ως
ένα βαθµό. Περισσότερο, το Άττις προετοιµάζει τους ηθοποιούς να κινηθούν – εφόσον το επιθυµούν οι
ίδιοι – προς µια τέτοια κατεύθυνση (προσωπική συνέντευξη 30/1/2004). Τέλος, η Ταχτσόγλου
προτιµάει να µιλάει για ένα «ταξίδι» του σώµατος του ηθοποιού, όπου «είναι σα να βυθίζεσαι µέσα
στο σώµα σου, στο αίµα σου, στα κόκαλα σου, να βλέπεις ότι δεν είναι καρπός, αλλά δακτυλάκια,
κοκαλάκια, να αισθάνεσαι το καθετί» (προσωπική συνέντευξη 31/1/2004). Για την ίδια, όµως, αυτό το
ταξίδι δεν εµπεριέχει «καµιά µεταφυσική» γιατί ο στόχος δεν είναι η έκσταση, όσο η «αναζήτηση», η
«έρευνα» (ό.π. προσωπική συνέντευξη 31/1/2004). Βλέπουµε, δηλαδή, ότι υπάρχει µια γενική βάση
συµφωνίας µεταξύ των ηθοποιών. Συγχρόνως, όµως, κάθε µαρτυρία φωτίζει διαφορετικά το ζήτηµα,
το οποίο µπορούµε να πιθανολογήσουµε ότι οφείλεται στην υποκειµενικότητα της βιώµατος.
286
τις ως «[…] τερτίπια, décoratif καταστάσεις» (προσωπική συνέντευξη 20/7/2002). 37
Βέβαια, αφορισµοί σαν τον παραπάνω δε µπορούν να ακυρώσουν την αξία σχετικών
του περιβαλλοντικού θεάτρου της δεκαετίας του ΄60. Άλλωστε και ο ίδιος ο
σκηνή του Άττις και κάνοντας µια διαφορετική πρόταση για το σκηνικό χώρο. Όπως
θα δούµε στη σχετική συζήτησή µας για την παράσταση αυτή (Κεφάλαιο 5),
πρόκειται για ένα εγχείρηµα που κάθε άλλο παρά «τερτίπι» ή «πυροτέχνηµα»
αποτελεί.
Για να επιστρέψουµε στο κεντρικό αντικείµενο της παρούσας συζήτησής µας, αξίζει
να προσθέσουµε ότι όχι µόνο ο Τερζόπουλος κατά κανόνα δεν ενδιαφέρεται για τη
διερεύνηση της σχέσης θεατή-ηθοποιού, αλλά έχει συχνά κατηγορηθεί ότι δηµιουργεί
ένα ελιτίστικο θέατρο. Ο ίδιος δε διστάζει να γίνει και πάλι αφοριστικός όταν η
Η υπόθεση της τέχνης ήταν πάντα και θα παραµείνει υπόθεση της µειοψηφίας.
κουλτούρας της ελίτ όχι µόνο υπάρχει αλλά και διαρκώς µεγαλώνει.
37
Ο Τερζόπουλος σαφώς αποµακρύνεται από τις ανησυχίες και τον προβληµατισµό περί της
σχέσης ζωής-τέχνης, που εξέφραζε στα µέσα του 1980, όπως είδαµε στο Κεφάλαιο 2. Βλ. τη
συνέντευξή του στον Κωνσταντίνο Θέµελη (1988).
287
Τι είναι, όµως, αυτό που καθιστά το θέατρο του Τερζόπουλου ελιτίστικο από τη
στιγµή που µέσα από µια αισθητική της σκληρότητας επιχειρεί να αγγίξει την
αδικαίωτη η πίστη του Αρτώ ότι ένα τέτοιο θέατρο θα απευθυνόταν και θα κέρδιζε τις
µάζες, και δη τον αµόρφωτο πληθυσµό, γιατί θα λειτουργούσε στο επίπεδο της
καταστάσεις;
Γκροτόφσκι, του Μπρουκ, του Καντόρ (Kantor) και άλλων σκηνοθετών που
στόχευαν στην ενεργοποίηση των «θεµάτων της ταυτότητας» (identity themes) των
παραδεχτούµε ότι είναι πιο πιθανό µια παράσταση να αποκαλύψει τα «θέµατα της
κοινού.
ελιτίστικου που συχνά αποδίδεται στο θέατρο του Άττις, θα µπορούσαµε να πούµε ότι
πρόκειται για έναν καθρέφτη σκληρό, που αποκαλύπτει µε τον πιο ειλικρινή και για
288
απωθήσει: τον πόνο της ανθρώπινης ύπαρξης, τη φθαρτότητα, τη «θανατηφορία» της,
έτσι όπως αντικατοπτρίζεται στο θρήνο, τον πόνο, το γήρας, το ερωτικό πάθος, την
προδοσία, την ενοχή, την τρέλα. Μιλούµε φυσικά για τις θεµατικές εµµονές του
σκηνοθέτη και του Άττις. Άλλωστε, ας µην ξεχνάµε ότι ο Τερζόπουλος έλκεται από
την τραγωδία, ακριβώς γιατί «[ο]ι Έλληνες δηµιούργησαν την τραγωδία τους για να
εκφράσουν την τραγική κατάσταση του ανθρώπου µέσα στο σύµπαν», για να
δανειστούµε από τη σκέψη του Ανρί Γκουγιέ (Henri Gouhier) (Gouhier 1991: 19). Θα
ελιτίστικου που έχει κυριαρχήσει στη (βρετανική) θεατρική σκηνή από τη δεκαετία
του ΄80 και µετά, θεωρώντας ότι ουσιαστικά πηγάζει από την υποτίµηση και
καταφρόνηση του κοινού. Ο Μπάρκερ καταγγέλλει τον ξεπεσµό της λέξης «ελίτ», η
οποία έχει καταντήσει να σηµαίνει όχι το εκλεκτό, αλλά αυτό που δεν είναι άµεσα και
38
Η Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου επισηµαίνει ότι «το θέατρο (ως γραφή, ως σκηνοθεσία,
υποκριτική κ.λπ.) δεν απευθύνεται σε κανενός είδους ελίτ θεατών, τουλάχιστον από πρόθεση» (1991:
14). Το εκλεκτικό πνεύµα ενός θεάτρου διαπιστώνεται εκ των υστέρων µετά την αναγνώριση της
σχέσης που αναπτύσσεται µεταξύ αυτού και του κοινού. Για τη θεωρητικό, οι περιπτώσεις που το
θέατρο δε συνυπάρχει µε το µέσο κοινό οφείλονται είτε στην καθήλωση του γούστου και της
καλλιέργειας των θεατών λόγω κοινωνικοπολιτικών συνθηκών είτε στο ότι καθετί νέο και ανορθόδοξο
στην τέχνη στην αρχή δεν τυγχάνει ευρείας αποδοχής και αναγνώρισης.
289
τη σύγχρονη βιοµηχανία της διασκέδασης, καθώς η ελιτίστικη έκφραση ενέχει την
ανατροπή, κατά τον ίδιο τρόπο που το ελιτίστικο θέατρο εισάγει τη σιωπή σε µια
κοινωνία που θεωρεί ότι πρέπει συνέχεια να γελά, σε µια εποχή που το γέλιο έχει
47). Αντ’ αυτού, επικεντρώνεται στις ανάγκες τις δικές του και της οµάδας του, στις
αγωνίες και τις αναζητήσεις τους τόσο τις αισθητικές/ καλλιτεχνικές όσο και τις
υπαρξιακές. Από κει και πέρα, σκηνοθέτης και ηθοποιοί προσδοκούν ότι ο θεατής θα
ενεργοποιηθεί «µέσω της καθαρής συγκίνησης – κάποτε και του σοκ – και της
Ο Τερζόπουλος µιλάει για την ενεργοποίηση των θεατών και όχι για το αποτέλεσµα
αυτής της ενεργοποίησης, για την όποια κάθαρση που ίσως µπορεί η συγκίνηση ή το
39
Να επισηµάνουµε ότι τόσο ο Μπάρκερ όσο ο Τερζόπουλος αποδέχονται τη «νοµιµότητα»
της διάκρισης υψηλής και λαϊκής τέχνης, προκρίνοντας την πρώτη ως την «πραγµατική», «αυθεντική»
τέχνη, ακόµα κι αν αυτή κατηγορείται για ελιτισµό. Όλα αυτά, βέβαια, στη σύγχρονη εποχή της
µετανεωτερικότητας, όπου τα όρια µεταξύ αυθεντικού-ψεύτικου, υψηλής-λαϊκής κουλτούρας,
προοδευτικού-συντηρητικού γίνονται δυσδιάκριτα. Προς αυτή την κατεύθυνση συµβάλλουν, µεταξύ
άλλων, οι τεχνικές του κολλάζ και της παρωδίας, καθώς µε τον τρόπο αυτό, όπως επισηµαίνει ο
Πατσαλίδης, διαµορφώνεται ένα ανοιχτό πεδίο, όπου όλα τα είδη της τέχνης συνυπάρχουν µέσα στο
ίδιο κοινωνικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο. Παρατηρείται, λοιπόν, µια τάση των καλλιτεχνών να αντλούν
υλικά και τεχνικές της λαϊκής, καταναλωτικής και καταναλώσιµης κουλτούρας ή να παρωδούν τις
αρχές και τις βάσεις της πρωτοπορίας (1995: 164-65). Κι όµως και σε αυτή τη συµπεριφορά ελλοχεύει
ο κίνδυνος του ελιτισµού. Η Λίντα Χάτσον (Linda Hutcheon), η οποία γενικότερα υποστηρίζει τη
µετανεωτερική παρωδία ως µέσο αποκάλυψης και κριτικής της ιστορίας και των µηχανισµών
αναπαράστασης, αναγνωρίζει την πιθανότητα µη αναγνώρισης των αναπαριστάµενων µορφών που
παρωδούνται. Καταλήγουµε, δηλαδή, σε µια νέα µορφή ελιτισµού, που µπορεί να χαρακτηρίσει τη
µετανεωτερική συνθήκη: «∆ε µπορούµε να αρνηθούµε ότι στη χρήση της παρωδίας σε κάθε τέχνη
υπάρχει µια πολύ πραγµατική απειλή ελιτισµού ή απουσίας πρόσβασης» (Hutcheon 1990: 105).
290
αναπόφευκτα και το τί ζητά από τους ηθοποιούς του: «Η λειτουργία του ηθοποιού»,
γράφει, «δεν είναι ούτε να τον παρατηρούν, ούτε να επιδεικνύεται, αντίθετα να ωθεί,
να υποκινεί τους άλλους» (ό.π. 2000: 67). Και αλλού: «[Ο ηθοποιός] Να παίζει ψυχρά
Αυτό στο οποίο στοχεύει είναι η ενεργοποίηση των συναισθηµάτων του κοινού έστω
και διά του σοκ. Ο Τερζόπουλος, έχοντας αφήσει πίσω του τη µπρεχτική
ζητούµενο, δηλαδή, της πρώτης του περιόδου,40 δεν καθησυχάζει το θεατή και τις
αγωνίες του, αντίθετα τον προ(σ)καλεί να δει κατάµατα τις πιο σκοτεινές πλευρές της
το µαγικό κουτί ώστε να βάλω τον κόσµο σε έναν προβληµατισµό που θα του
19/3/2000: 19ζ3)
40
Να θυµηθούµε σε αυτό το σηµείο την επισήµανσή µας περί της αποµάκρυνσης από τη
µπρεχτική αποστασιοποίηση όταν συζητήσαµε την παράσταση των Επιγόνων και την αναπαράσταση
του πάσχοντος παράφρονος σώµατος. Όπως επισηµάναµε τότε, υιοθετώντας την άποψη του Γκάρνερ,
η έµφαση στο σώµα ως οντότητα που βιώνει και εγχαράσσεται από το πολιτικό είναι ουσιαστικά αντι-
µπρεχτική.
291
Για τον Τερζόπουλο, η συναισθηµατική ενεργοποίηση στοχεύει, ει δυνατόν, στην
συζητώντας τη σχέση που αναπτύσσεται µεταξύ ηθοποιού και θεατή στο θέατρο του
Τερζόπουλου˙ την εντοπίζει στην από κοινού αναζήτηση του «ουσιώδους» της
ανθρώπινης ύπαρξης:
έξαρση και τον παροξυσµό, υιοθετώντας την αισθητική του αιφνίδιου και του
αποκαλυπτικού ισότιµη µε την αισθητική του τρόµου. Αλλά και ο θεατής, από
2000: 11)
πούµε πως βασίζεται στο ότι το θέατρο του Τερζόπουλου συναρπάζει τις αισθήσεις
άποψη της ΄Ελαιν Σκέρρι, ο Τζέιµς Έλκινς (James Elkins) τονίζει ότι
κριτική µου ικανότητα, εντέλει ακυρώνοντάς την όταν µπροστά µου βλέπω
292
Μολονότι ο Έλκινς εκφράζει την πιο πάνω άποψη αναφορικά µε τις εικαστικές
τέχνες, οι παρατηρήσεις του θα λέγαµε ότι έχουν ισχύ και στο χώρο του σωµατικού
∆εν είναι παράξενο, συνεπώς, που στο θέατρο του Τερζόπουλου, οι επί σκηνής
παραφροσύνη τους αποδυναµώνουν την ισχύ των νοητικών και γνωστικών µας
λειτουργιών, αφυπνίζουν τις αισθήσεις και διεγείρουν τα συναισθήµατά µας µέσω της
41
Ο όρος «κιναισθησία» (kinesthesia, propioception ή tactus intimus) ανήκει στην επιστήµη
της νευρολογίας και περιγράφει µια από τις θεµελιώδεις αισθήσεις του σώµατος, την εσωτερική µυϊκή
και οργανική αίσθηση/ συνείδηση του εαυτού που έχει το σώµα. Για παράδειγµα, χάρη στην
κιναισθησία ξέρουµε σε ποια θέση είναι τα πόδια µας χωρίς να τα βλέπουµε ή να τα αγγίζουµε. Για τον
Έλκινς, η κιναισθησία είναι η πλέον κατάλληλη γιατί εννοεί όχι σωµατικές κινήσεις, αλλά την αίσθηση
της κίνησης που έχει το σώµα. Κατά τον ίδιο τρόπο, λόγω της κιναισθησίας δε συµµετέχω ενεργά στην
παράσταση, αλλά «βιώνω» σωµατικά τα τεκταινόµενα επί σκηνής. Σε αυτό συµβάλλει και η γνωστική
και συναισθηµατική αντιστοίχιση, η ακούσια, δηλαδή, προβολή του εαυτού µας στον/ην ηθοποιό και η
συνακόλουθη συναισθηµατική ταύτισή µας µε αυτόν/ ην.
Αξίζει, βέβαια, σε αυτό το σηµείο, να παραθέσουµε και µια διαφοροποιηµένη άποψη
έτσι όπως την εκφράζει ο Τσατσούλης στη σηµειολογική ερµηνεία του θεατρικού γεγονότος και του
ρόλου του θεατή που προτείνει. Ο Τσατσούλης εξετάζει, µεταξύ άλλων, την κατηγορία εκείνων των
παραστάσεων, όπου οι κινησιολογικοί και µιµικοί κώδικες δεν υπακούουν σε κοινωνικές συµβάσεις,
µε αποτέλεσµα να µην είναι εύκολα αποκωδικοποιήσιµοι από τους θεατές. Τέτοιες περιπτώσεις
συναντάµε στο µοντέρνο χορό, σε παραστάσεις παντοµίµας, του ασιατικού θεάτρου κ.λπ.
∆ιαµορφώνεται µια µεταγλώσσα, όπου πέρα από την αναφορική, έχουµε και την ποιητική λειτουργία
της γλώσσας. Αυτό που εκπέµπεται είναι ένα αισθητικό µήνυµα, που απευθύνεται µόνο στις αισθήσεις
µας και όχι στα συναισθήµατα, «αφού το συναισθάνεσθαι αντιστοιχεί στη βιωµατική και όχι στην
ποιητική λειτουργία» (1999: 40). Ο Έλληνας θεωρητικός αναφέρεται σχετικά στην άποψη της
Ύµπερσφελντ η οποία µιλάει για µια µη λεξικοποιήσιµη σηµασία που συντελείται σε επίπεδο
αυθόρµητης κιναισθητικής. Σε αυτή την ερµηνεία έχουµε, δηλαδή, ένα σαφή και απόλυτο διαχωρισµό
µεταξύ των αισθήσεων και των συναισθηµάτων, ο οποίος δε συνυπολογίζει τον αλληλεπιδραστικό
χαρακτήρα των δύο, ενώ η συµβολή της κιναισθησίας δε θεωρείται ότι οδηγεί στη «βίωση» του
θεατρικού γεγονότος, όπως αντίθετα πρεσβεύει ο Έλκινς. ∆ε θα πρέπει, όµως, να παραβλέψουµε το
γεγονός ότι ο Έλκινς, όπως και εµείς στην ανάλυση του θεάτρου του Άττις, αναφερόµαστε στη
συγκεκριµένη και ιδιαίτερη περίπτωση της θέασης ενός σώµατος που βιώνει υπερβολικό πόνο, σε
αναπαραστάσεις που δε ξεφεύγουν των πολιτισµικών και κοινωνικών συµβάσεων.
Παρ’ όλα αυτά, ο Τσατσούλης σωστά επισηµαίνει ότι το θέµα χρήζει µεγαλύτερης προσοχής
και διερεύνησης. Για παράδειγµα, ο Παπανούτσος, συζητώντας τη θεωρία της ενσυναίσθησης
(πρόκειται για µια άλλη απόδοση στην ελληνική του γερµανικού einfühlung και του αγγλικού
293
∆ηµιουργώντας ένα θέατρο θρησκευτικό και τελετουργικό, ο Τερζόπουλος, όπως
είδαµε, προσδίδει στην τραγωδία µια προ-τραγική µορφή, εγγύτερη στις απαρχές του
θεάτρου, όπου οι θεατές δεν παρακολουθούν τόσο µια ιστορία όσο αναζητούν και
empathy) και την ψυχολογική εξήγηση που δίνει στα φαινόµενα της αισθητικής ζωής, παρατηρεί ότι,
λόγω της ενσυναίσθησης, τίποτα δεν ξεφεύγει από την ψυχολογική εµβίωση, από τα φυσικά φαινόµενα
µέχρι τα αισθητικά, συµπεριλαµβανοµένων των απλών χρωµάτων, των αφηρηµένων σχηµάτων, των
απλών αρµονικών σχέσεων των µουσικών τόνων κ.λπ. Για περισσότερα, βλ. Παπανούτσος (1969) 205-
34.
Σαφώς, λοιπόν, θα πρέπει να παραδεχτούµε, όπως άλλωστε έχουν πράξει και όλοι όσοι έχουν
ασχοληθεί µε το σχετικό θέµα, ότι το ζήτηµα ξεφεύγει της πλήρους κατανόησης και της οριστικής
ερµηνείας. Η παραδοχή αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι µε τον όρο της συναισθηµατικής και
γνωστικής αντιστοίχισης αγγίζουµε και άλλες γνωστικές περιοχές, όπως της κοινωνιολογίας και της
ψυχολογίας. Βλ. ενδεικτικά το άρθρο του Saul Scheidlinger “The concept of empathy in group
psychotherapy” ‘Η έννοια της συναισθηµατικής και γνωστικής αντιστοίχισης στην οµαδική
ψυχοθεραπεία’ (1982).
42
Σαφώς µια τέτοια αντίληψη βασίζεται στην πίστη ότι η καθαρά σωµατική γλώσσα είναι
ικανή να κοινωνήσει τις βαθύτερες ψυχικές εντάσεις. ∆ε θα µπορούσαµε, βέβαια, να παραβλέψουµε
και τον αντίλογο στο θεωρητικό επίπεδο. Κατά το Ντεριντά, η καθαρή έκθεση του εαυτού δεν είναι
εφικτή ούτε στο λεκτικό ούτε στο σωµατικό επίπεδο, ακριβώς γιατί η εαυτότητα δεν προηγείται της
γλώσσας αλλά «είναι εγχαραγµένη µέσα στη γλώσσα, αποτελεί µια ‘λειτουργία’ της γλώσσας, γίνεται
οµιλούν υποκείµενο µόνο βάζοντας το λόγο να συµβιβαστεί µε το σύστηµα των κανόνων της γλώσσας
ως ένα σύστηµα διαφορών [differences]» (Derrida, στον Auslander 1997: 34). Παρόµοια, η καθαρή
έκθεση του εαυτού δε µπορεί να επιτευχθεί µέσω του σώµατος γιατί το σώµα δεν αποτελεί µια
αδιαφοροποίητη οργανική παρουσία, αλλά είναι οργανωµένο λόγω των πολλαπλών οργάνων που το
αποτελούν και των διαφορετικών λειτουργιών τους (ό.π.1997: 35). Ανάλογη είναι η θέση της Σκέρρι, η
οποία αµφισβητεί την ικανότητα της γλώσσας να εκφράσει το σωµατικό πόνο, καθώς «ο σωµατικός
πόνος όχι µόνο αντιστέκεται στη γλώσσα, αλλά ενεργητικά την καταστρέφει, προκαλώντας µια άµεση
επιστροφή σε µια κατάσταση που προηγείται της γλώσσας, στους ήχους και τις κραυγές που βγάζει ο
άνθρωπος πριν την εκµάθηση της». Για περισσότερα, βλ. Elaine Scarry (1985).
Οδηγούµαστε έτσι στην κεντρική προβληµατική της εαυτότητας και της «παρουσίας» του
ηθοποιού στο θέατρο. Μπορεί σκηνοθέτες όπως ο Στανισλάφσκι, ο Γκροτόφσκι, ο Μπρεχτ να
προσέγγισαν το θέµα από διαφορετική καθένας τους οπτική, αλλά όλοι τους ξεκινούν από το αξίωµα
ότι η εαυτότητα του ηθοποιού αποτελεί την αυτόνοµη βάση της υποκριτικής. Ο Αουσλάντερ, όµως,
επισηµαίνει ότι αυτή η θεώρηση βασίζεται σε µεταφυσικούς όρους και ότι µια αποδοµητική κριτική
των θεωριών αυτών οδηγεί στη διαπίστωση ότι είναι περισσότερο µεταφορική µια τέτοια εξήγηση της
ερµηνείας του/της ηθοποιού ως αποκάλυψης του εαυτού µέσα από την παράσταση, γιατί περισσότερο
η εαυτότητα του/της παράγεται από την ίδια την παράσταση παρά στηρίζει την παράσταση. Βλ.
Auslander (1997) 28-38.
Από την άλλη, η Σαντάλ Πόντµπριάντ (Chantal Pontbriand) επισηµαίνει ότι όταν µιλούµε για
παράσταση, ουσιαστικά µιλούµε για «παρουσία» και διακρίνει δύο είδη «παρουσίας»: το κλασικό-
µοντέρνο θέατρο το οποίο «κατοχυρώνει την παρουσία του µέσα από την επανάληψη ή την ανα-
παράσταση, την εκδραµάτιση στο χρόνο και σε συγκεκριµένο χώρο αληθειών που είναι στην ουσία
πέραν χρόνου και τόπου» (Connor 1989: 140-41) και το µεταµοντέρνο θέατρο, το οποίο περισσότερο
παριστά παρά ανα-παριστά, εµµένοντας στο εδώ και το τώρα, τονίζοντας τον περιστασιακό χαρακτήρα
του, αυτό που ο Χένρι Σάυρ (Henry Sayre) αποκαλεί «αισθητική της απουσίας» (ό.π.1989: 141). Ο
Χέρµπερτ Μπλάου (Herbert Blau), όµως, σπεύδει να τονίσει το παράδοξο της επαλήθευσης της
παρουσίας διά της απουσίας. Αυτή η αισθητική της «απουσίας», που συνδέεται µε το µεταµοντέρνο
θέατρο, ξεκινάει συχνά όχι από κάποια δυσαρέσκεια για τη φόρµα, την ταυτότητα κ.λπ., αλλά σε µια
προσπάθεια να προστατευθεί το θέατρο από την εµπορευµατοποίησή του. Βλ. Connor (1989) 132-57.
294
βιώνουν µια εµπειρία.43 Άλλωστε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης εντοπίζει στο σώµα του
Είναι πιο σηµαντικό να νιώσεις, να βιώσεις τις ίδιες τις εντάσεις, τα ένστικτα.
Το κεφάλι µας λειτουργεί άριστα, το σώµα µας είναι νεκρό. Αν το σώµα δεν
(Terzopoulos 21/8/2001)
της ψυχής, φαίνεται, εντούτοις, ότι δε µπορεί να δεσµευθεί για το αν και κατά πόσο η
43
Κατά το Μόναγκαν, η «συγχρονικότητα», η πυκνότητα, δηλαδή, της ύφανσης των δράσεων
ανά πάσα στιγµή (µε δράσεις να ορίζονται, όπως προτείνει ο Μπάρµπα, όχι µόνο όσα λένε και κάνουν
οι ηθοποιοί, αλλά το σύνολο των στοιχείων µιας παράστασης, που απευθύνονται στους θεατές),
«δυσκολεύει» το θεατή. Πρόκειται, όµως, για µια «δυσκολία» η οποία τον εµποδίζει από την άµεση
και αυτόµατη ερµηνεία των όσων εξελίσσονται µπροστά στα µάτια του και µέσα στο µυαλό του. Η
«δυσκολία», δηλαδή, εντείνει την αίσθηση της «βίωσης µιας εµπειρίας», όπως την αποκαλεί ο
Μπάρµπα.
44
Ανάλογη έµφαση στη σωµατικότητα δίνει και η Μνουσκίν, θεωρώντας την µάλιστα εγγενές
στοιχείο της τραγωδίας. Συζητώντας για την παράσταση Οι Ατρείδες (Les Atrides, 1990-1992), η
σκηνοθέτης επισηµαίνει τη σωµατικότητα της αρχαίας ελληνικής σκέψης, σωµατικότητα που
µεταγράφεται στην τραγωδία, µε τους χαρακτήρες «να δείχνουν πάντα βιολογικά συµπτώµατα, να
µεταφράζουν µια βιολογική ενέργεια» (1999: 192). Είναι αυτή η σωµατική βία και ο πόνος του
σώµατος που υποφέρει, που, κατά τη γνώµη της, συνδέονται µε την αριστοτελική κάθαρση. Υπό αυτό
το πρίσµα, το θέατρο δεν είναι παρά «η τέχνη του ‘συµπτώµατος’» και ο ηθοποιός «είναι κάποιος που
ξέρει να δείχνει όλα τα συµπτώµατα των ασθενειών της ψυχής. Το καθήκον του είναι να τις υποφέρει
µέσα στο σώµα του και να τις δείχνει. Οι θεατές αναγνωρίζουν τα δικά τους πάθη εκεί. Προκειµένου
να βρει τα συµπτώµατα ο ηθοποιός αποδέχεται ότι έχει τον πυρετό. Η αγωνία των τραγικών
χαρακτήρων φτάνει µέχρι τα σπλάχνα τους˙ ο χορός στις Χοηφόρες είναι γεµάτος µίσος και κραυγές
εκδίκησης. Πρέπει να ξεκινήσεις να δουλεύεις σωµατικά και να κρατήσεις ως το τέλος. Να σπρώξεις
το εσωτερικό συναίσθηµα και την εξωτερική φόρµα ως τα άκρα. Τότε το συναίσθηµα θα γεννηθεί και
θα επέλθει η κάθαρση» (ό.π.1999: 2000). Για παρόµοιες σκέψεις της Μνουσκίν για το ρόλο του κοινού
και την κάθαρση, βλ. τη συνέντευξή της “Leaving Room for the Others” (1999) 218.
295
την κάθαρση, τον εξαγνισµό του πανουκλιασµένου προσωπικού και κοινωνικού
τοπίου του θεατή. Πολύ περισσότερο, καθώς ο σκηνοθέτης αδυνατεί να χειριστεί και
να ελέγξει το υλικό που κάθε θεατής χωριστά φέρει (σε αντίθεση µε το υλικό του
ηθοποιού το οποίο επεξεργάζεται µέσα από τη µέθοδό του).Ο Αρτώ πίστευε ότι «η
θεατρική πράξη υποχρεώνει [έµφαση δική µου] τους ανθρώπους να δουν τον εαυτό
τους όπως πραγµατικά είναι˙ βοηθά να πέσουν οι µάσκες, ξεσκεπάζει το ψέµα, την
περίπτωση του Τερζόπουλου, βάσει της σκέψης που τον διακρίνει, εκείνο που τον
αφορά και γνωρίζει ότι στη σηµερινή εποχή είναι εφικτό, είναι να µη συµβάλει σε
Σύµφωνα µε τον Πατσαλίδη, «[ο] Αριστοτέλης µίλησε για κάθαρση. Ο Artaud για
αναγκαιότητα˙ κάτι σαν λάβα µιας ηφαιστειακής έκρηξης, που µόλις επιτελεσθεί δε
αλλά µε το δύσκολο και το σκληρό. Θέατρο που αφήνει την ψυχολογία κατά
45
Ο Πατσαλίδης εντοπίζει την κοινωνική διάσταση του θεατρικού οράµατος του Αρτώ
διατυπώνοντας τη σκέψη ότι οι αφορισµοί του ελαύνονται κατά πολύ από την πίστη του στο κοινωνικό
εκτόπισµα του θεάτρου. Ο Αρτώ βλέπει ότι το θέατρο, όταν χρησιµοποιείται µε το υψηλότερο και
πλέον δύσκολο νόηµά του, έχει τη δύναµη να επηρεάσει την όψη και τη διαµόρφωση των πραγµάτων,
γι’ αυτό και επιµένει στη συγχρονικότητά του, στην αµεσότητα του διαλόγου σκηνής πλατείας (1995:
21, 90).
296
πρώτα πρώτα σαν µια δύναµη µε τεράστια ικανότητα να αλλάζει και να
µετατοπίζει τη φορά των πραγµάτων. Κάτι όπως η πανούκλα (του Αρτό), που
άκρα, την αταξία […] Που αφυπνίζει όλες τις συγκρούσεις που ενοικούν µέσα
µας ναρκωµένες, τις αποκατασταίνει µε όλες τους τις δυνάµεις [έµφαση δική
µεθόδου του και του τί επιτυγχάνεται στο προσωπικό επίπεδο των ηθοποιών, που
Το γεγονός, όµως, ότι ο ίδιος αποφεύγει να συµπεριλάβει στην περιγραφή και στην
αποστολή της θεατρικής του πρακτικής το στοιχείο της καθαρτικής επίδρασής της
αγγίξουµε το ζήτηµα αυτό και να του δώσουµε µια πιο ξεκάθαρη µορφή.
Συµφωνώντας µε την άποψη του Φορντ (Ford) ότι το θέµα της κάθαρσης αναδύεται
ψυχολογίας και της κοινωνικής αποστολής της τέχνης (1995: 110), θα πρέπει να
και να κλείσει το θέµα της ταύτισης και της κάθαρσης στο θέατρο του Τερζόπουλου,
297
Συζητώντας για το «ιερό θέατρο», το θέατρο που στοχεύει να κοινωνήσει τις
πάνω στη βάση της κοινής τους ανθρώπινης ταυτότητας. Το θεραπευτικό θέατρο του
κάθαρση, η οποία – αν κρίνουµε από την περιγραφή της στα Πολιτικά – έχει
εκπαιδευτικό χαρακτήρα: «µέσα από την κάθαρση, εκπαιδευόµαστε στη χρήση των
ιδανικού αριστοτελικού αγαθού και σοφού πολίτη» (House, στον Auslander 1997:
14). Από την άλλη πλευρά, η ψυχαναλυτική ερµηνεία της κάθαρσης δεν είναι
αναβιώσουµε και µε τον τρόπο αυτό να επιλύσουµε παλιές οδυνηρές εµπειρίες, που
είχαν µείνει άλυτες (Scheff, στον Auslander 1997: 14). Παρά τις διαφορές τους, ο
απώτερος στόχος και των δύο είναι να επανατοποθετήσουν τη ζωή σε πιο υγιείς
πνευµατικές βάσεις. Όµως, το Θέατρο της Σκληρότητας του Αρτώ, για παράδειγµα,
κινείται προς αυτή την κατεύθυνση µέσα από τον εξαγνισµό και όχι, όπως του
εκδοχές του «ιερού θεάτρου» βασίζονται στην πίστη σε µια κοινή παγκόσµια
γλώσσα, η οποία µε τη σειρά της προϋποθέτει µια κοινή σε όλους τους ανθρώπους
298
Αν αποδεχτούµε το παραπάνω σχήµα που προτείνει ο Αουσλάντερ, θα µπορούσαµε
κάθαρση. Ο Τερζόπουλος υιοθετεί το ρόλο του ψυχαναλυτή όταν πρεσβεύει ότι µέσα
από τη σκληρή και επίπονη διαδικασία του συστήµατός του, ο ηθοποιός φτάνει σε
τον Αρτώ, δεν υποστηρίζει ότι η κάθαρση του ηθοποιού προηγείται και προκαλεί την
αντίληψη που τονίζει ότι «Μας ενδιαφέρει ο θεατής που έχει γνήσιες πνευµατικές
ανάγκες, και ζητάει αληθινά, µες απ’ την ‘αναµέτρησή’ του µε την παράσταση, ν’
αναλύσει τον εαυτό του» (Γκροτόφσκι 1968: 68). Όπως οι ηθοποιοί του Γκροτόφσκι,
oι ηθοποιοί του Τερζόπουλου βιώνουν την κάθαρση, αλλά δεν τη µοιράζονται ούτε
Με αυτές τις σκέψεις περί της αποµάκρυνσης από τη µπρεχτική αποστασιοποίηση και
την έµφαση στη διανοητική λειτουργία υπέρ µιας συναισθηµατικής εµπλοκής και
κεντρικό θέµα είχε το ρόλο του πολιτικού στοιχείου στο θέατρο του Τερζόπουλου και
τις αλλαγές που λαµβάνουν χώρα στο θεατρικό σώµα. Πρόκειται για ένα θέµα το
46
Βλ. Auslander (1997) 26. Στο ίδιο σηµείο συγκλίνει και η θεωρητική τοποθέτηση του
Μπάρκερ. Θέτοντας τις αρχές του θεάτρου του, του Θεάτρου της Καταστροφής, γράφει: «Ένα νέο
θέατρο θα πιστέψει στη θέληση για γνώση. Όχι τη γνώση που προκύπτει από το γνωστό, αλλά από την
ατοµική θέληση για γνώση, η οποία εξάγεται από τη βίωση της αντίφασης µέσα στο θέατρο. Κάπου
µεταξύ γνώσης και άγνοιας, ο δραµατουργός εξερευνά την περιοχή. Το ταξίδι του χαρτογραφείται από
τους ηθοποιούς. Οι θεατές συµµετέχουν στην προσπάθεια να καταλάβουµε το ταξίδι, το οποίο γίνεται
και δικό τους ταξίδι. Συνεπώς, ό,τι επιτυγχάνεται, επιτυγχάνεται ατοµικά και όχι συλλογικά. ∆εν
υπάρχει καµία επίσηµη ερµηνεία» (Barker 1993: 46). Ο Μπάρκερ, δηλαδή, όπως και ο Τερζόπουλος,
αντιµετωπίζει τους θεατές όχι σαν µια οµοιογενή µάζα, αλλά ως αυτόνοµες µονάδες.
299
οποίο εξαρχής προκάλεσε το ενδιαφέρον µας λόγω τόσο της πολιτικής συνείδησης
και πρακτικής του σκηνοθέτη κατά την πρώτη περίοδο όσο και των µεταλλάξεων τις
συγκαλυµµένο στις περισσότερες σκηνοθεσίες του τόσο της αρχαίας τραγωδίας όσο
και των µυλλερικών κειµένων, ως µέρος του οντολογικού ερωτήµατος που καθορίζει
επαναπροσδιορισµό του πολιτικού, είναι και πάλι τα έργα του Μύλλερ που του
δίνουν την ευκαιρία να πραγµατευτεί το ζήτηµα του έρωτα. Αυτό είναι και το θέµα
300
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
µυλλερική δραµατουργία προσφέρει στο σκηνοθέτη ένα πρόσφορο και δυνατό υλικό
εκ πρώτης όψεως οποιαδήποτε συζήτηση για το ρόλο του ερωτικού στοιχείου στο
θέατρο του Τερζόπουλου, ενός θεάτρου, που, όπως έχουµε πει, κινείται στον
«προθάλαµο του θανάτου», είναι γεγονός ότι το ζήτηµα του έρωτα κατέχει
πάνω στο ερωτικό ζήτηµα, είναι εκείνες του Κουαρτέτου στην ελληνική και στη
ρωσική του εκδοχή (1989 και 1993 αντίστοιχα) και του Μήδειας Υλικού (1996) µε τη
Κοντραφούρη (2000) και τη Λήθη του ∆ηµήτρη ∆ηµητριάδη (2002), ενώ ερωτικά
ίχνη µπορούµε ακόµη να ανιχνεύσουµε στη διασκευή του σαιξπηρικού Άµλετ από το
Ρώσο Μπόρις Πάστερνακ, Άµλετ: Μια Μαθητεία (2000), αλλά και σε σκηνικές µετα-
Η εξέχουσα θέση που καταλαµβάνει ο έρωτας στο θέατρο του Τερζόπουλου αποτελεί
ένα σκηνικό αντικατοπτρισµό της σηµασίας του ερωτικού στο σύνολο της εµπειρίας
και της σκέψης του ανθρώπου. ∆εν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η λέξη «έρως» έχει µια
αδιάλειπτη χρήση σε όλες τις περιόδους της ελληνικής γλώσσας, ήδη από την εποχή
του Όµηρου. Ο οµηρικός «πόσιος» και «εδητύος» έρωτας, ο έρωτας για πόλεµο και
για θρήνο, η σαρκική του εκδοχή µε τον έρωτα και τον ίµερο, αλλά και ο
ευγενέστερος «έρος θεάς και γυναικός» στην Ιλιάδα θα δώσουν τη θέση τους στη
302
Θεογονία του Ησίοδου σε έναν έρωτα θεό, τον «κάλλιστο» όλων των αθάνατων θεών.
Παρόµοια, οι Ορφικοί απέδωσαν στον Έρωτα πρωταρχική θέση στη γένεση των
όντων, τοποθετώντας τον τρίτο στη σειρά µετά το Χάος και τη Γη. Ο έρως πλέον
έννοια της φιλότητας µε νόηµα παραπλήσιο µε αυτό του έρωτα και σε αντιδιαστολή
µε την πρώτη να συνάγει και να διατάσσει τον κόσµο σε ένα αρµονικό σύνολο και τη
Ο Πλάτωνας, όµως, είναι εκείνος που µελέτησε ενδελεχώς το φαινόµενο του έρωτα,
κοινωνικό, στο ψυχολογικό και στο εκπαιδευτικό. Στην πλατωνική σκέψη ο έρωτας
εφορµά από µια κατάσταση ένδειας προς µια κατάσταση πλήρωσης µια και το
επιλεγόµενο ερωτικό αντικείµενο είναι αυτό που δεν έχουµε αλλά ποθούµε να
αποκτήσουµε, είναι αυτό που δεν είµαστε και επιθυµούµε να γίνουµε. Ο έρως,
δηλαδή, διατελεί µεταξύ ατέλειας και τελειότητας και για αυτό το λόγο
κόσµο. Αποκαλύπτεται ωφέλιµος και για το σώµα και για την ψυχή καθώς αποσπά το
άτοµο από τα στενά όρια µιας ναρκισσιστικής ύπαρξης και µιας ατελούς
πραγµατικότητας για να το οδηγήσει στον κόσµο των ιδεών. Πέρα, όµως, από το
«πλατωνικός έρωτας» αναδεικνύεται σε έναν ιδανικό τύπο σχέσεως στο πλαίσιο της
πολιτικής κοινότητας.
303
Έκτοτε παρατηρείται µια αποδυνάµωση της έννοιας του έρωτα, καθώς στους
µετακλασικούς χρόνους της αρχαιότητας η έµφαση µετατίθεται από τον έρωτα στη
φιλία1 ενώ µε την είσοδο του Χριστιανισµού και το κήρυγµά του περί αγάπης η λέξη
ένωσις» (Κορναράκης 1964: 894).2 Αυτή ως βίωµα αποτελεί την ύψιστη και τελική
βαθµίδα του µυστικισµού και συναντάται όχι µόνο στο χριστιανισµό, αλλά και σε
όλες τις µεγάλες αρχαίες θρησκείες, όπως άλλωστε υπαινιχθήκαµε συζητώντας τις
τεχνικές εκστατικής υπέρβασης και ειδικότερα τις τεχνικές του έρωτα στο Κεφάλαιο
2.3.1.
Η εισαγωγή, όµως, από το Φρόυντ του καθοριστικού για την ψυχαναλυτική θεωρία
όρου της λίµπιντο ξαναφέρνει στο προσκήνιο την έννοια του έρωτα ως ορµή για
ζωή.3 Με τον όρο αυτό αποδίδεται η ενστικτώδης φυσιολογική ή/και ψυχική ενέργεια
την οποία ο Βιεννέζος πατέρας της ψυχανάλυσης συνέδεσε αρχικά µε την ορµή για
1
Τη φιλία προκρίνει ο Αριστοτέλης, για παράδειγµα, έναντι της δικαιοσύνης µολονότι,
βέβαια, στην κορυφή της συµπαντικής κατάστασης τοποθετεί την «εφετόν και ερώµενον» θεία ουσία,
η οποία σαν ένας τεράστιος ακίνητος µαγνήτης προκαλεί την κίνηση. Αυτή τη θεία ουσία αγαπούν όλα
τα όντα και προς αυτήν κινούνται – εξού και η κίνηση και η γένεση των πάντων.
2
Σύµφωνα µε το χριστιανικό δόγµα, ο τριαδικός Θεός είναι κινητικός και κοινωνικός στην
τρισυπόστατη διάστασή του: έχει µια αρχή, τον Πατέρα, που γεννάει τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο
Πνεύµα˙ δεν παρέχει απλώς αγάπη, αλλά «αγάπη εστί» και αγαπά πρωτίστως τον Υιό, αλλά και τον
πιστό. Πρόκειται για ένα Θεό «που κινείται και συνέχει την κτίση, [που] ενεργεί ερωτικά και
αγαπητικά. Η ενέργειά του είναι εκστατική, αναφορική και ερωτική. Και ο ίδιος ως εραστός και
αγαπητός, προκαλεί την (εκστατική) ερωτική κίνηση των όντων για την πραγµάτωση της κοινωνίας
προς το Θεό και τον πλησίον» (Ματσούκας 1981: 281).
3
Ο λόγος του Φρόυντ για τη λίµπιντο ως την ορµή προς γενετήσια ηδονή, η οποία
συσσωρευµένη διά της απωθήσεως σε δυναµικές ποσότητες λανθάνουσας ενέργειας και µέσα από τη
διαδικασία της εξιδανίκευσης παράγει πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπως είναι ο έρωτας προς το Θεό και
τις υπερβατικές ιδέες, η αγάπη για την πατρίδα ή τη δικαιοσύνη κ.λπ., έρχεται να ανατρέψει το
υπάρχον τοπίο και τη θεώρηση της εαυτότητας (ιδιαίτερα κατά την περίοδο του διαφωτισµού και
αργότερα του ρεαλισµού) ως αυτόνοµης ύπαρξης. Αντίθετα, η εαυτότητα παρουσιάζεται ως
«αδύναµος µεσολαβητής» και το φιλοσοφικό υποκείµενο «απροφύλακτο» (Πατσαλίδης 1997: 138),
αφού µεγάλο µέρος της συµπεριφοράς του καθορίζεται από παρορµήσεις πέραν κάθε εκλογικευµένης
ερµηνείας.
304
γενετήσια ηδονή, αλλά σε κατοπινές του µελέτες συσχέτισε µε τη συνολική
δίδυµο του Έρωτα και του Θανάτου, µε το Θάνατο να αποτελεί τη ροπή των όντων
προς την καταστροφή, την εντροπία, την ελάττωση και τη στατικότητα, και τον
Έρωτα να συνίσταται στην αντίθετη ροπή για ζωή, δηµιουργία, ένταση και αλλαγή
Αυτή η διαχρονική προβληµατική περί έρωτος, την οποία µόλις περιγράψαµε σε πολύ
αδρές γραµµές, στη σκηνική της µετα-γραφή από τον Τερζόπουλο κινείται κατά
τρόπο ανάλογο µεταξύ αυτών των δύο πόλων, του Έρωτα και του Θάνατου – αν
ηµεροµηνία λήξης. ∆εν έχει διάρκεια. Έπειτα από µια ερωτική ένταση αυτό
που αποµένει είναι κάποιες αισθήσεις, κάποιες µνήµες και συχνά η απελπισία.
απελπισία, την αίσθηση της απώλειας αλλά και την προσπάθεια µιας νέας
ότι µε τον έρωτα αγγίζουµε την αθανασία. Όµως το µετά είναι ο άνθρωπος…
305
Πράγµατι, στον ερωτικό κύκλο όλα περιστρέφονται γύρω από το δίπτυχο Έρωτας-
ζεύγος. Γενικότερα στην τέχνη υπάρχει µια σύνδεση του έρωτα µε το πεπερασµένο,
κάτι το οποίο έχουν διαισθανθεί ποιητές και δραµατουργοί, όπως ο Ρακίνας (Racine)
στη Φαίδρα, ο Σαίξπηρ στο Ρωµαίο και Ιουλιέτα ή ο Βάγκνερ (Wagner) στον
ξεχνάµε, βέβαια, και τους συγγραφείς των έργων που σκηνοθέτησε ο Τερζόπουλος.
παράδοξος λόγω του ζωογόνου και ανανεωτικού χαρακτήρα του έρωτα, εντούτοις, η
πεπερασµένου του ανθρώπινου όντος και τον έρωτα ως ένα παράδειγµα του δέους
µπροστά στο µεγαλειώδες µυστήριο της ζωής και συνεπώς κάθε ζώσας ύπαρξης
Έτσι, στο ελληνικό Κουαρτέτο, εστιάζει στον εσώτερο χώρο του ψυχολογικού
πολέµου των δύο φύλων. Στήνει µια χορογραφία άγριων θηρίων, εγκλωβίζοντας τους
4
Όπως ήδη έχουµε αναφέρει στο κεφάλαιο «Η γεωµετρία της όψης» (2.6.), για τη σκηνική
συνάντηση του άρρενος µε το θήλυ ο σκηνοθέτης δεν επιλέγει τον άρρηκτα συνδεδεµένο µε την
τραγωδία κύκλο, αλλά το ορθογώνιο. Το τετράγωνο ή το παραλληλόγραµµο συνιστούν το χώρο όπου
τοποθετούνται για να συγκρουστούν τα δύο φύλα. Πρόκειται για το χώρο όχι της τραγικής υπέρβασης,
αλλά της ιδιωτείας και του έρωτα. Το ελληνικό Κουαρτέτο µάς προσφέρει ένα εύγλωττο παράδειγµα
αυτής της χωρικής µεταφοράς.
Επίσης, στο ίδιο κεφάλαιο είχαµε επισηµάνει τις οµοιότητες που συνδέουν την αισθητική του
Άττις µε αυτή της µπεκετικής δραµατουργίας, ιδιαίτερα της τελευταίας περιόδου. Αξίζει, εποµένως, να
θυµηθούµε τώρα που αναλύουµε το Κουαρτέτο και τη λειτουργία του τετραγώνου σε αυτή την
παράσταση, τα χωρίς λόγια µονόπρακτα του Μπέκετ Quad I και Quad II, όπου τέσσερις παίκτες σε
306
Τερζόπουλος εύστοχα οριοθετεί το χώρο δράσης για να παγιδεύσει τους δύο
πρωταγωνιστές του. Κανείς από το ζεύγος δε µπορεί να ξεφύγει από αυτά τα όρια.
πραγµατικά τους συναισθήµατα ο ένας για τον άλλο, στη διασκευή του Μύλλερ, οι
παρουσία του άλλου, να πονέσουν για ό,τι µέχρι τώρα είχαν καταφέρει να
Κανένας τους δε µπορεί να ξεφύγει από τον άλλο ούτε από τον ίδιο του τον εαυτό. Το
µόνο που τους µένει είναι να µετατρέψουν το χώρο σε ένα τοπίο κατασπαραγµού, σε
µια αρένα.
ταβάνι. Απειλητικά εκκρεµές, µπορεί ανά πάσα στιγµή να πέσει και να τους
ένα τετράγωνο ακολουθούν καθένας τη διαδροµή του πάντα αποφεύγοντας το κέντρο. Τόσο στην
περίπτωση του Τερζόπουλου όσο του Μπέκετ, ο γεωµετρηµένος χώρος του τετραγώνου ορίζει αλλά
ταυτόχρονα περιορίζει τα θεατρικά σώµατα. Τα προστατεύει και συγχρόνως τα εγκλωβίζει.
307
των άγριων θηρίων» – για να δανειστούµε από τα λόγια του Βαλµόν (Άκης
όπου η Μερτέιγ (Όλια Λαζαρίδου) γλείφει σαν άγριο ζώο το Βαλµόν, το νεκρό
θήραµά της.
άντλησε από τη ρωσική ιστορία και ιδιαίτερα την τσαρική παράδοση. Βαρύτιµα
Μαρκήσιου ντε Σαντ (Marquis de Sade) ότι «δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να
υπερβολής» (στο Weber 1984: 104), καθορίζει τόσο τη µυλλερική γραφή όσο και τη
σκηνική µετα-γραφή.
Με τον τρόπο, όµως, αυτό ο σκηνοθέτης αποµακρύνεται από τον πολιτικό χαρακτήρα
µε τον οποίο ο συγγραφέας χρωµατίζει τον έρωτα. Όπως έχουµε επισηµάνει, στα
έργα του Μύλλερ, το ζεύγος του έρωτα και του θανάτου επανατοποθετείται σε ένα
πολιτικό πλαίσιο. Κάτι τέτοιο συµβαίνει στο Κουαρτέτο, το ίδιο συµβαίνει και στο
Μήδειας Υλικό.5 Ο Τερζόπουλος, όµως, επικεντρώνεται κυρίως στα δύο πρώτα µέρη
5
Βλ. Κεφάλαιο 3.1.1.
308
του τρίπτυχου – στον έρωτα και το θάνατο – µε το πολιτικό στοιχείο να λειτουργεί
µυλλερικά κείµενα στις σκηνικές τους µετα-γραφές από το Άττις είναι πρωτίστως
σπουδές πάνω στο ερωτικό ζήτηµα. Αν τόσο η ελληνική όσο και η ρωσική εκδοχή
Μήδειας Υλικό Τοπίο µε Αργοναύτες και κατ’ επέκταση το αποκόβει από το πολιτικό
περιβάλλον και τις σηµατοδοτήσεις του. Έτσι, το Μήδειας Υλικό γίνεται µια αµιγής
σπουδή πάνω στο θέµα της ερωτικής προδοσίας, σε µια σύνθεση του µυλλερικού
Ακολουθώντας µια µετωπική και κάθετη προς τους θεατές πορεία, η Μήδεια-
όλη τη διαδροµή που χαράζει νοητά ο πόνος της προδοσίας και η δίψα της εκδίκησης,
την απόσταση ανάµεσα στην προδοµένη ζωή και το λυτρωτικό θάνατο, ακόµα κι αν ο
6
Όπως επισηµαίνει ο Άλµπιν Λέσκυ (Albin Lesky), οι τραγωδίες του Ευριπίδη φωτίζουν την
ερωτική αγάπη από µια νέα σκοπιά. Ο Ευριπίδης επικεντρώνεται στην υποκειµενικότητα του ερωτικού
βιώµατος και του πάθους. Συναρπάζεται από την παθολογική αγάπη και γράφει τραγωδίες όπως είναι
η Μήδεια και η Φαίδρα. Ο ευριπίδειος, όµως, έρωτας δεν είναι µόνο καταστροφικός, δεν οδηγεί τον
άνθρωπο µόνο στο «σκοτάδι του σφάλµατος» (Lesky 1967: 154), αλλά µπορεί επίσης να ανυψώσει την
ανθρώπινη ψυχή µέσα από το ευγενές πάθος. Τέτοιο είναι το παράδειγµα της Άλκηστης. Η επίδραση
της διερεύνησης όλης της γκάµας του ερωτικού πάθους από τον τραγικό ποιητή αναµφισβήτητα έχει
ασκήσει ισχυρή επιρροή σε όλη τη µετέπειτα δραµατουργία. Έτσι, κατά το Λέσκυ, το γεγονός ότι στο
(σύγχρονο) δράµα η απουσία του ερωτικού µοτίβου είναι σπάνια οφείλεται κατά πολύ στον Ευριπίδη.
Βλ. Lesky (1967) 149, 154-55.
309
εγκαταλείπει το τετράγωνο. Η γεωµετρική σύνθεση των δύο τριγώνων, ενός µικρού
µαύρου και ενός µεγάλου λευκού, όπου το ένα εισχωρεί µέσα στο άλλο (σκηνικά:
Ερµόφιλος Χοντολίδης), παίζει και αυτή µε το µοτίβο της ζωής και του θανάτου,
τόσο µέσα από τη χρωµατική αντίθεση λευκού-µαύρου όσο και τη δυναµική διάσχιση
Μέσα από µια πλούσια εκφραστική του προσώπου και του σώµατος και µια
διδασκαλίας του Τερζόπουλου και του ύφους του Άττις,8 αποκαλύπτονται µπροστά
7
Και πάλι ο σκηνοθέτης δε θέλγεται από το πρόσωπο της Μήδειας, αλλά από το υλικό από το
οποίο διαµορφώνεται αυτός ο τραγικός χαρακτήρας, το υλικό της «αυτοκτονικής διάθεσης», όπως το
ονοµάζει ο ίδιος: «[…] τα όρια της σκληρότητας πού φτάνουνε, ή τα όρια της αυτοκαταστροφής, ο
αυτοκαταστροφικός θρήνος; Είναι η αυτοκτονική διάσταση. ∆ηλαδή, κανείς θέλει να σκοτωθεί για να
ηρεµήσει. Να φτάσει στην απόλυτη ακινησία. […] Αυτό είναι και ο έρωτας: Η ένταση, η τρέλα και
µετά η ακινησία. Αυτός είναι ο θάνατος, αυτή η ηρεµία […]» (προσωπική συνέντευξη 2/5/2003).
Πρόκειται για ένα θέµα το οποίο απασχόλησε για πρώτη φορά το σκηνοθέτη στην παράσταση
Ελευθερία στη Βρέµη (1989). Το φασµπιντερικό έργο (1971) βασίζεται στην πραγµατική ιστορία της
Γκέεσε Γκότφριντ, µιας θεωρούµενης τίµιας και θεοσεβούς γυναίκας στη Βρέµη, η οποία στις αρχές
του 19ου αιώνα αποκεφαλίστηκε δηµόσια για τη διάπραξη δεκαπέντε φόνων στο στενό της περιβάλλον,
µεταξύ αυτών του συζύγου και των παιδιών της. Σκηνοθετικά, το σηµαντικότερο στοιχείο είναι η
µεταφορά του τραγικού µεγέθους µε τις οντολογικές προεκτάσεις του σε ένα σύγχρονο έργο: «[…] µε
ενδιέφερε το να µετακινούµαι, δηλαδή να µεταφέρω όλη αυτή την ιδέα της τραγωδίας, όλα αυτά τα
υπαρξιακά, τα οντολογικά, όλα αυτά τα θέµατα, τη ρήξη µε το θεό, όλα αυτά να τα µεταφέρω στο
σύγχρονο θέατρο» (Τερζόπουλος, προσωπική συνέντευξη 2/5/2003). Τη συγγένειά του
φασµπιντερικού έργου µε την τραγωδία διακρίνει και ο Ζαν-Λουί Ουρντέν (Jean-Louis Hourdin) στο
άρθρο του “Le scandale du rideau rouge” στο περιοδικό Theatre/Public 52-53 (1983): «[…] έχει,
επιπλέον, µια όψη ‘ελληνικής τραγωδίας’. Αν στο Βόιτσεκ έχουµε ως υπότιτλο τη φράση ‘λαϊκό δράµα
µε µουσική’, εδώ θα µπορούσε να υπάρχει ο υπότιτλος ‘λαϊκή τραγωδία µε µουσική’ και οι µουσικοί
να παίζουν το ρόλο του χορού» (πρόγραµµα Ελευθερίας στη Βρέµη, σκηνοθεσία ∆. Οικονόµου (1995):
20). Στην περίπτωση του Τερζόπουλου, αυτή η µετάγγιση του τραγικού και οντολογικού στη σκηνική
µεταφορά έργων της σύγχρονης δραµατουργίας αποτελεί µια συνήθη τακτική του σκηνοθέτη.
8
Σε αυτό το σηµείο υπαινισσόµαστε µια ενδιαφέρουσα περιοχή διερεύνησης, η οποία, όµως,
σαφώς ξεπερνά τις δυνατότητες της παρούσας µελέτης. Αναφερόµαστε στη συνεργασία του
Τερζόπουλου µε τη Ντεµίντοβα ως τη συνάντηση δύο εν πολλοίς διαφορετικών θεατρικών
παραδόσεων. Σε παραστάσεις όπως το Μήδειας Υλικό, το Κουαρτέτο, τον Άµλετ: Μια Μαθητεία,
έχουµε το γόνιµο συγκερασµό της ρωσικής θεατρικής παράδοσης που φέρει η ηθοποιός µε την πίστη
στην αρµονία και καθαρότητα της γεωµετρίας και την τελετουργικότητα που συνιστούν την
προσωπική σφραγίδα του Τερζόπουλου. Επιχειρώντας µια πρώτη εκτίµηση, θα µπορούσαµε να πούµε
ότι παρά το µέγεθος και τη φήµη της Ντεµίντοβα, ο σκηνοθέτης δεν προχωρεί σε µια άνευ όρων
παράδοση, αλλά σταδιακά και οργανικά στη διάρκεια των συνεργασιών τής παραχωρεί το
προβάδισµα. Έτσι, στο Κουαρτέτο, η ηθοποιός και ο παρτενέρ της Πεφτσόφ υπακούουν στις βασικές
αρχές και τους εκφραστικούς κώδικες του θεάτρου σκληρότητας του Άττις, έχοντας περάσει από τη
διαδικασία εκπαίδευσης που η µέθοδος της αποδόµησης υπαγορεύει. Το ίδιο συµβαίνει στην επόµενη
συνεργασία τους, στο Μήδειας Υλικό, ενώ µια σαφής αλλαγή µοιάζει να λαµβάνει χώρα στον Άµλετ:
310
µας όλες οι ψυχικές αναµοχλεύσεις και οι συνειρµικοί στροβιλισµοί ενός ταραγµένου
νου, κυριευµένου από τον πόνο και την οργή της προδοσίας. Η φωνή του Ιάσονα,
εκείνη της Παραµάνας, οι πολλαπλές φωνές της ίδιας της Μήδειας είναι
παραµορφωµένες από έναν ψυχισµό που κινείται στους ρυθµούς της εκδίκησης. Όλα
διαδραµατίζονται µέσα στην αχλύ ενός εφιάλτη και µιας µνήµης που πονάει. Οι
φωνές των παιδιών της, η νεαρή Μήδεια, η ερωτευµένη µε τον Ιάσονα, ξεπηδούν από
µέσα της διαστρεβλωµένες˙ ακόµα και άηχα λόγια επιστρέφουν βασανιστικά για να
την κλονίσουν, αλλά και να ατσαλώσουν τη θέλησή της για το τέλος. Μέσα από
συγκρούσεων, η Μήδεια θα ξαναγίνει αυτό που ήταν στην Κολχίδα πριν γνωρίσει τον
Ιάσονα, «Μήδεια η βάρβαρη», «Αυτή που κατέχει τα δηλητήρια» (Müller 1997: 44,
37) και θα φτάσει να σκοτώσει τα παιδιά της ως θυσία στο θεό Ήλιο. ∆ιαφαίνεται,
δηλαδή, αυτό που αρχικά είχαµε επισηµάνει, ότι αποµονώνοντας το κεντρικό µέρος
εστιάσει στον καταστροφικό έρωτα. Ιδιαίτερα στην παράσταση του Μήδειας Υλικού
«Αντιλαµβανόµαστε τη θυσία των παιδιών της σαν τελετουργία και αυτή τελειώνει
µε την αποθέωση της Μήδειας και τα χέρια της τεντωµένα στην έκσταση για να
Μια Μαθητεία, όπου, όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, δεν την «καθόρισε», αλλά την
«παρακολούθησε» (Τερζόπουλος, προσωπική συνέντευξη 20/7/2002). Ο τροποποιηµένος τρόπος
εργασίας του σκηνοθέτη µε τη Ντεµίντοβα, οδηγεί σε παραστάσεις διαφορετικής ενέργειας και
αίσθησης, οι οποίες δεν προδίδουν το ήδη διαµορφωµένο ύφος του Άττις, αλλά τουναντίον το
εµπλουτίζουν. Μια, όµως, αναλυτική διερεύνηση του θέµατος αυτού θα απαιτούσε την
εµπεριστατωµένη εξέταση της συνολικής πορείας της Ντεµίντοβα, αλλά και τη µελέτη παραστάσεών
της, στις οποίες ο Τερζόπουλος είχε µόνο τη σκηνοθετική επίβλεψη (π.χ. η παράσταση Tristia, που
δόθηκε στο αρχαίο στάδιο των ∆ελφών τον Ιούλιο 2000), κάτι που, επαναλαµβάνουµε, ξεφεύγει των
στόχων αυτής της µελέτης.
311
Η εξασθένιση της πολιτικής διάστασης σε αυτές τις µετα-γραφές των µυλλερικών
έργων δε θα πρέπει να µας παραξενέψει. Είναι απόρροια του γεγονότος ότι ο έρωτας
ουσιοκρατικού σώµατος που, όπως έχουµε δει, τον διακρίνει, και στην περίπτωση του
ερωτικού σώµατος, δε γοητεύεται από την άποψη του Μπαρτ ότι κάθε κουλτούρα ή
γενιά «επινοεί» την ερωτική αγάπη έτσι που να εξυπηρετούνται οι ανάγκες της, ή
αδιαφορεί για τις απόψεις του Φουκώ ότι πολλές σύγχρονες αντιλήψεις για τον έρωτα
παγκόσµια διάσταση του έρωτα και κατ’ επέκταση του ερωτικού σώµατος, η οποία
του σεξουαλικού ενστίκτου, το οποίο, όπως η δίψα ή η πείνα, επιδιώκει τον κορεσµό.
Αντίθετα, στην περίπτωση του έρωτα έχουµε την ανάγκη της εαυτότητας για
9
Αυτό το σηµείο της αλληλεπίδρασης, µας πληροφορεί ο Έλλις, επισηµαίνει και ο Μωρίς
Μέρλο-Πόντυ (Maurice Merlau-Ponty) στη µελέτη του Phenomenology of Perception ‘Η
Φαινοµενολογία της Πρόσληψης’ ως υπεύθυνο για τον ερωτικό χαρακτήρα των συνειδητών όντων.
Βλ. Merlau-Ponty (1962) 154-73.
312
Πρόκειται για την αντίληψη του έρωτα ως ανάγκη της εαυτότητας για µεταµόρφωση
έτσι όπως τη συναντήσαµε στην πλατωνική σκέψη αλλά και στο φροϋδικό
ερµηνευτικό σύστηµα. Όταν, όµως, η ανάγκη αυτή δεν εκφράζεται και από τις δύο
που πρωτίστως έλκει τον Τερζόπουλο, αναφορικά πάντα µε τον έρωτα ως ανάγκη του
που δίνει ο Ρολάν Μπαρτ στη λέξη.11 Εντέλει, το ερωτευµένο υποκείµενο δε βγαίνει
από αυτή την εµπειρία ούτε νικητής ούτε ηττηµένο˙ είναι απλώς τραγικό (Μπαρτ
1977: 35).
Τις παραπάνω θέσεις έρχονται να επαληθεύσουν, κατά την άποψή µας, και τα
σκηνοθετικό έργο του Τερζόπουλου. Πρόκειται για κείµενα εκτός της µυλλερικής
10
Αντί του ζεύγους έρως-θάνατος, η Γουόλντµπυ εισάγει τον όρο «καταστροφή» και
«ερωτική καταστροφή» της εαυτότητας για να περιγράψει τόσο την παροδική σύγχυση που προκαλεί η
ερωτική ηδονή στην εαυτότητα στην καθηµερινή της λειτουργία όσο και τις µακροπρόθεσµες
επιπτώσεις που ο έρωτας έχει στην εαυτότητα, καθώς αυτή µεταµορφώνεται στο πλαίσιο µιας
µακρόχρονης σχέσης. Το πρόβληµα, κατά τη Γουόλντµπυ – κι εδώ η άποψή της συγκλίνει µε αυτή του
Έλλις – δεν έγκειται στην «καταστροφή» αυτή καθεαυτή, αλλά στο «µη αµφίδροµο» χαρακτήρα της
«καταστροφής», όπως αυτή λαµβάνει χώρα στις ετεροφυλικές σχέσεις. Για περισσότερα, βλ.
Catherine Waldby (1995) 266-77.
11
Συζητώντας στα Αποσπάσµατα του Ερωτικού Λόγου την απουσία του ερωτικού
αντικειµένου ως µορφή εγκατάλειψης, ο Μπαρτ αντιστοιχεί το «ανικανοποίητο» τόσο στο σχήµα της
«Παρουσίας», υπό την έννοια ότι το αντικείµενο είναι παρών ως πραγµατική υπόσταση, αλλά λείπει
στο επίπεδο της φαντασίας, όσο και στο σχήµα της αποστέρησης, την Απουσία. Βλ. Μπαρτ (1977) 27.
313
Έχουµε ήδη επισηµάνει τη σηµασία της συνεισφοράς του Τερζόπουλου στη
διεύρυνση των εκφραστικών µέσων της ελληνικής δραµατουργίας τόσο χάρη της
ιδιαίτερης σκηνοθετικής του γραφής όσο και της διαπολιτισµικής του δράσης. Όπως
επίσης έχουµε τονίσει ότι τα συγκεκριµένα εγχειρήµατα του σκηνοθέτη και της
οµάδας του θα πρέπει να θεωρηθούν στο πλαίσιο της έρευνας εργαστηρίου που
εκφραστικών κωδίκων και στοχεύουν σε µια εξέλιξη της θεατρικής γλώσσας του
Άττις.12 Πέραν, όµως, των παραπάνω, και τις τρεις παραστάσεις συνδέει θεµατικά ο
άξονας του έρωτα. Ειδικότερα, όπως και στην περίπτωση των µυλλερικών έργων,
Έτσι, στον Κανόνα ξεδιπλώνονται επί σκηνής όσα διαδραµατίζονται στη φαντασία
του µεσήλικα ποιητή Θέρσου (Τάσος ∆ήµας): µια παθιασµένη ερωτική σχέση µε τη
Νέρα (Ευρύκλεια Σωφρονιάδου) κι ένας φόνος που δε διαπράττεται από τον ίδιο
αλλά από το νεαρό alter ego του, το ζηλόφθονα εραστή της Νέρας, Γεώ (∆ηµήτρης
Σιακάρας). Στο Στεφάνι, πάλι, έχουµε την ιστορία µιας νέας γυναίκας (Κωνσταντίνα
από το κέντρο της, αναζητώντας τη διασκέδαση, τον έρωτα, την επιτυχία και την
απογοητεύσεών της για να επιστρέψει συντετριµµένη εκεί από όπου ξεκίνησε, σε µια
πορεία συµβολικού θανάτου. Είναι ξεκάθαρο ότι για το σκηνοθέτη ο έρωτας δεν
αποτελεί µόνο αποθέωση της ζωής, αλλά περισσότερο µια πρόβα θανάτου, στοιχείο
12
Βλ. Kεφάλαιο 2.8.
314
Σε αυτό το πλαίσιο κινούµενος, ο Τερζόπουλος για µια ακόµα φορά προσδίδει στον
τους µονολόγους Ήττα, Μνήµη, Τέχνη και Λήθη, αποτελεί το πιο εύγλωττο ίσως
παράδειγµα του µεγέθους που δίνεται σε αυτή τη σπουδή πάνω στη συνύπαρξη της
αρσενικής και θηλυκής ύπαρξης, που άρχισε πριν από αρκετά χρόνια µε το Κουαρτέτο
του Μύλλερ. Η επιτυχία αυτής της παράστασης έγκειται, όπως ορθά επισηµαίνει ο
επίκουρος πλέον, και όχι πρωτεργάτης, στην τέλεση ενός ‘θεάτρου εικόνας’»
(Τσατσούλης 9/11/2002).
µίσος, τη µοναξιά, τη ζήλια, το πάθος, τον έρωτα, και αναθέτει στους ηθοποιούς του
Τάσο ∆ήµα και Σοφία Χιλλ τη σκηνική τους πραγµάτωση. Με τα δύο πρόσωπα, έναν
άνδρα και µια γυναίκα, δηµιουργεί τις κατάλληλες θεατρικές συνθήκες για να
τελεσθεί µια ζύµωση, να επέλθει η σύγκρουση, που θα οδηγήσει στη ρήξη. Με τον
συνέντευξη 19/1/2004).
315
Έτσι, το ζήτηµα του έρωτα, που αποτελεί ουσιαστικό κοµµάτι του σκηνοθετικού
έργου του Τερζόπουλου, εξελίσσεται. Αυτή τη φορά, όµως, έχουµε τις δύο αυτές
σκηνικές υπάρξεις, την αρσενική και τη θηλυκή, «ως αντικατοπτρισµούς του ενός
Η εξαφάνιση. Αυτή είναι η δόξα µου. Και η δική σας. Κοιτάξτε την. Η δόξα
του σώµατος. Έτσι αρχίζω. Τώρα. Στο πουθενά. Όσο κρατήσει. Τίποτα δε
Είναι φανερό ότι στην παράσταση της Λήθης η σύγκρουση του άρρενος µε το θήλυ
και της αγωνίας που τη συνοδεύει. Κάτι που ο σκηνοθέτης είχε επιχειρήσει, λιγότερο
ή περισσότερο επιτυχηµένα, και στις προηγηθείσες παραστάσεις του Κανόνα και Του
Στεφανιού, όπως φυσικά και µε τις δυο εκδοχές του Κουαρτέτου και του Μήδειας
Υλικού.
Αν, όµως, αυτή είναι η γενική θέση του Τερζόπουλου για τον έρωτα και το ερωτικό
σώµα, το Στεφάνι ως κείµενο τού δίνει την ευκαιρία να δει τη λειτουργία του έρωτα
και µέσα σε ένα συγκεκριµένο κοινωνικό περιβάλλον. Κι αυτό γιατί εδώ, όπως
316
έχουµε προαναφέρει, έχουµε την ιστορία µιας νεαρής γυναίκας, η οποία γνωρίζει τον
Πόλη. (4)
Πρόκειται για µια πόλη που τη µαστίζει η ανεργία, η φτώχεια, η ανωνυµία και η
όντων. Εκεί η κοπέλα θα χάσει βίαια την παρθενία της από έναν άγνωστο άντρα, που
Η πόλη στο Στεφάνι δεν είναι µια «πλατωνική πολιτεία» – µε τον έρωτα να αποτελεί
έναν ιδεώδη σύνδεσµο µεταξύ των πολιτών και να χαρίζει «‘τη θρησκευτική
317
αντίθετο, στη γυναίκα του Στεφανιού η πόλη αποκαλύπτει το «ναρκισσιστικό» της
πρόσωπο, µε την έννοια που ο Κρίστοφερ Λας (Christopher Lasch) δίνει στη λέξη
στην εικόνα που έχουν οι άλλοι για αυτό. Έτσι, το «ναρκισσιστικό» άτοµο δεν
όντος, αλλά αναζητάει τη συνεχή επίδειξη και άρα επαλήθευση της υποτιθέµενης
υπεροχής και του άτρωτου της ύπαρξής του. Οδηγείται έτσι στην «ύβρη» της
έχει κρίσιµες συνέπειες και στον έρωτα, καθώς δεν επιτρέπει την αποκάλυψη του
Και πάλι, όµως, στη σκηνική µεταφορά, ο Τερζόπουλος θα προσεγγίσει αυτές τις
αλλά ως συστατικά της «ουσίας» του έρωτα, που απλώς επιδεινώνονται λιγότερο ή
13
Ο Λας επισηµαίνει ότι ο όρος «ναρκισσισµός» πρέπει να χρησιµοποιείται µε θεωρητική
ακρίβεια γιατί διαφορετικά γίνεται εύκολα µέρος µια ηθικολογικής ρητορικής, αλλά και γιατί η
πρακτική εξοµοίωσης του ναρκισσισµού µε καθετί εγωιστικό αντιστρατεύεται την ιστορία, που δείχνει
ότι από πάντα οι άνθρωποι ήταν εγωκεντρικοί και οι εθνικές οµάδες εγωπαθείς. Είναι ο κοινωνικός
παράγοντας που χάνεται όταν ο όρος «ναρκισσισµός» γίνει απλά µια µεταφορά της ανθρώπινης
κατάστασης, µια ακόµα υπαρξιακή ερµηνεία που αγνοεί την ψυχολογική διάσταση. Ο Λας υποστηρίζει
ότι η αύξηση σε κλινικό επίπεδο από το ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο µέχρι σήµερα των διαταραχών
προσωπικότητας, µεταξύ αυτών και της ναρκισσιστικής, ουσιαστικά είναι αντικατοπτρισµός των
αλλαγών στη σηµερινή κοινωνία και κουλτούρα. Πρόκειται για µια κοινωνία που την χαρακτηρίζει η
γραφειοκρατία, η αφθονία της εικόνας, οι θεραπευτικές ιδεολογίες, η λατρεία της κατανάλωσης κ.λπ.
Ο Αµερικανός θεωρητικός εντοπίζει, σε µια πιο ήπια µορφή βέβαια, στη σύγχρονη «απελευθερωµένη»
προσωπικότητα της εποχής µας τα χαρακτηριστικά του παθολογικά νάρκισσου µε τη γοητεία, την
ψευτο-επίγνωση της κατάστασής του, τον πανσεξουαλισµό, την υποχονδρία, την προστατευτική
ρηχότητα, την αποφυγή εξάρτησης, την ανικανότητα να πενθήσει, τον τρόµο για το γήρας και το
θάνατο (Lasch 1991: 31-51).
318
σύγχρονου πολιτισµού δηλώνεται µόνο υπαινικτικά µέσα από τις ογκώδεις λάµπες,
που τη συνιστούν, βρίσκει τη σκηνική του έκφραση στο φετιχιστικό αντικείµενο της
Η περίπτωση, δηλαδή, Του Στεφανιού, µας υπενθυµίζει ότι η κοινωνική διάσταση του
έρωτα δε απασχολεί τον Τερζόπουλο και δεν επηρεάζει τον τρόπο µε τον οποίο
έρωτας και το σεξ, στη σφαίρα του κοινωνικού φαίνεσθαι, δεν τον αφορά και κατ’
µέσα από το πρίσµα αναλυτικών συστηµάτων, όπως αυτό του Φουκώ, για
παράδειγµα.14 ∆εν είναι τυχαίο, εποµένως, που µέχρι σήµερα ο Τερζόπουλος δεν έχει
επικοινωνίας και της σεξουαλικότητας στη σηµερινή εποχή του κυβερνοχώρου ή του
AIDS.15 Έτσι, ο συµβολικός θάνατος της νεαρής γυναίκας στο Στεφάνι µετατίθεται
στη σφαίρα του οντολογικού και δεν προσεγγίζεται ως αποτέλεσµα της παγίδευσης
στοιχείο δε µπορεί παρά να ενυπάρχει και στις τραγωδίες του Τερζόπουλου, καθώς
14
Στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας, ο Φουκώ πρεσβεύει ότι ο δυτικός πολιτισµός
προχώρησε σε µια έκρηξη Λόγων πάνω στο σεξ, οι οποίοι παράγονται από µια ολόκληρη σειρά
µηχανισµών που λειτουργούν µέσα σε ποικίλους θεσµούς, όπως της οικονοµίας, της παιδαγωγικής, της
ιατρικής, της δικαιοσύνης. «Κι αυτοί οι Λόγοι πάνω στο σεξ», µάς υπενθυµίζει ο Γάλλος φιλόσοφος
και κοινωνιολόγος, «δεν πολλαπλασιάστηκαν έξω από την εξουσία ή εναντίον της, αλλά εκεί ακριβώς
που αυτή ασκείται και ως µέσο άσκησής της» (Φουκώ 1978: 45). Οι Λόγοι, λοιπόν, που αποκαλύπτουν
και κρίνουν, εντέλει δεν αντικρούουν την εξουσία, αλλά αποτελούν µέρος του ίδιου του ιστορικού
πλέγµατος.
15
Ενδεικτικά µπορούµε να θυµηθούµε το Closer του Πάτρικ Μάρµπερ (Patrick Marber) µε
την περιβόητη σκηνή της (ερωτικής) συνοµιλίας µέσω του διαδικτύου ή για την περίπτωση του AIDS,
τον Ουίλλιαµ Χόφµαν (William Hoffman) και το έργο του AS IS.
319
εκεί δε συναντούµε µόνο το βακχευόµενο σώµα, αλλά και αυτό που θα ονοµάζαµε
τραγικό ερωτικό σώµα. Έτσι, η (τραγική) θεώρηση του έρωτα και του ερωτικού
τραγικότητας του έρωτα και του τρόπου µε τον οποίο αυτή αποδίδεται σωµατικά στο
θέατρο του Τερζόπουλου διά της µεθόδου της αποδόµησης, είναι η Ιώ στον
Προµηθέα ∆εσµώτη, την οποία ερωτεύτηκε ο ∆ίας, προκαλώντας την οργή της Ήρας.
Μεταµορφωµένη από το θεό σε θηλυκό δαµάλι και κυνηγηµένη από την Ήρα, η
«οιστροδίνητος κόρη» θα γυρίσει όλο τον κόσµο για να καταλήξει στην Αίγυπτο και
να γεννήσει το γιο του ∆ία, Έπαφο. Για την Ανέζα Παπαδοπούλου, η οποία πρώτη
αργότερα η Σοφία Χιλλ), ο µύθος της Ιούς είναι ο «µύθος µιας παρθένας λεκάνης»
Η λεκάνη που πυρπολείται από τον θεό και κινητοποιεί το τρίγωνο της ζωής,
στρεφόµενο προς τον ουρανό φωτίζει µε το πυρ του πνεύµατος, της γνώσης
16
Ο οντολογικός και µεταφυσικός χρωµατισµός της περιγραφής της Ιούς από την
Παπαδοπούλου µάς υπενθυµίζει την παρατήρηση του Λέσκυ για τη φύση του έρωτα στην αισχύλεια
δραµατουργία. Σε αντίθεση µε τον Ευριπίδη, ο Αισχύλος δεν επικεντρώνεται στον ατοµικό έρωτα.
Αντίθετα, ο έρωτας αποτελεί µια απρόσωπη φυσική κοσµική δύναµη, που αποκαλύπτεται µέσω του
ανθρώπου και κατ’ ουσία δε διαφέρει από εκείνη την κοσµική δύναµη που συντηρεί τη ζωή (Lesky
1967: 70-71).
320
Έτσι αναλύει η Παπαδοπούλου τους σωµατικούς εκφραστικούς άξονες που σύµφωνα
Από την άλλη, η ιταλική παραγωγή της Αντιγόνης (1994) δίνει στον Τερζόπουλο την
ευκαιρία να επεξεργαστεί µια πιο ροµαντική εκδοχή του έρωτα µε την αυτοκτονία
του Αίµονα (Λουίτζι Σάραβο (Luigi Saravo) µετά το θάνατο της αγαπηµένης του
Αντιγόνης (Γκαλατέα Ράντζι (Galatea Ranzi). Και πάλι, όµως, όλα κινούνται γύρω
και την ενοχή, κουβαλά στην πλάτη του το αποθνήσκον ερωτικό σώµα του αυτόχειρα
γιου του, σε αντίθεση µε τις σκηνικές οδηγίες του έργου, που περιγράφουν τον
Αίµονα.17
Ερωτικά ψήγµατα και παραλλαγές του ερωτικού σώµατος συναντούµε, όµως, και σε
άλλες παραστάσεις, όπως στο Χρήµα του Μπρεχτ µε την εκπορνευµένη εκδοχή του
έρωτα στο πρόσωπο της Τζέννυ (Σοφία Χιλλ), ή στον Ηρακλή 2 ή η Ύδρα, όπου η
ερµηνεία της Σοφίας Χιλλ, βασισµένη στα µοτίβα της θηλυκής σαγήνης και της
ως πεδίου µάχης: «Η παλιά εξίσωση. Κάθε κόλπος όπου µε έναν κάποιο τρόπο είχε
17
Σαφώς η σκηνική ανάγνωση του ερωτικού ζεύγους της Αντιγόνης και του Αίµονα
καθορίζεται από τον τρόπο που ο ίδιος ο τραγικός ποιητής χειρίζεται το ζήτηµα του έρωτα. Όπως ο
Αισχύλος έτσι και ο Σοφοκλής δεν ενδιαφέρεται για τον έρωτα ως υποκειµενική εµπειρία. Έτσι,
µολονότι ο Αίµων παρεµβαίνει στα τεκταινόµενα οδηγούµενος από τον έρωτά του για την Αντιγόνη,
ποτέ δεν κατονοµάζει την αγάπη του, παρατηρεί ο Λέσκυ. Παρόµοια, όταν ο χορός αναφέρεται στον
έρωτα, µιλά για τον κοσµικό Έρωτα, που κυριαρχεί επί θνητών και αθανάτων σε όλο τον κόσµο
(Lesky 1967: 107).
321
καταλήξει, ήθελε κάποια στιγµή να γίνει ο τάφος του», γράφει ο Γερµανός
συγγραφέας στον Ηρακλή 2 ή η Ύδρα (Müller 2001: 157). Από την άλλη, ο Άµλετ:
Μια Μαθητεία,18 µε το ζεύγος Άµλετ- Οφηλίας µάς προσφέρει µια νέα ανάγνωση του
ερωτικού σώµατος µε την απόλυτη ταύτιση του άρρενος µε το θήλυ, αλλά και την
θεατρικό σώµα της Ντεµίντοβα. Πρόκειται για µια ανανεωµένη εκδοχή της σκηνικής
αναπαράστασης του ερωτικού (σώµατος) από το Άττις και ως τέτοια αξίζει µιας πιο
επισταµένης ανάλυσης.
Η διασκευή του Πάστερνακ µε τη µετακίνηση των σκηνών και την ανασύνθεση τους
δίνει µεγάλη έµφαση στο φάντασµα, στο θάνατο και στις δύο γυναίκες του έργου, τη
Γερτρούδη και την Οφηλία. Συγχρόνως, το ότι µια γυναίκα – είτε αυτή θα ήταν η
Οφηλία, µε την έννοια ότι οι συγκρούσεις διαδραµατίζονται µέσα στο ίδιο σώµα και
ρεαλιστικό τοπίο στο µη ρεαλιστικό εσωτερικό χώρο. Για τον Τερζόπουλο, έτσι όπως
τον έχουµε γνωρίσει µέσα από τις σκηνοθεσίες του της τραγωδίας και των λοιπών
18
Πρόκειται για µια ιστορικής σηµασίας συνεργασία, καθώς αποσπάσµατα της διασκευής του
Μπόρις Πάστερνακ είδαν το φως τη δεκαετία του 1990 και παραχωρήθηκαν στο Ίδρυµα Μέγιερχολντ,
το οποίο µε τη σειρά του παραχώρησε τα δικαιώµατα στην Άλα Ντεµίντοβα. Έτσι, το κείµενο
ξαναδουλεµένο από τον Τερζόπουλο µε τη βοήθεια της Ντεµίντοβα παρουσιάστηκε σε πρώτη
παγκόσµια παράσταση στο θέατρο Άττις, στην Αθήνα, δίνοντας την ευκαιρία σε σκηνοθέτη και
ηθοποιό να προχωρήσουν στην τρίτη και τελευταία µέχρι σήµερα συνεργασία τους, µε τη Ντεµίντοβα
στο ρόλο του Άµλετ. Να υπενθυµίσουµε για το έργο του Πάστερνακ ότι στα µέσα της δεκαετίας του
1930, ο Μέγιερχολντ ανέθεσε στο Ρώσο Νοµπελίστα να ετοιµάσει µια καινούργια µετάφραση-
διασκευή του Άµλετ για την πρωταγωνίστρια του θιάσου του, Ζινάιντα Ράικ. Για τα σκηνικά της
παράστασης ο Ρώσος σκηνοθέτης είχε συζητήσει µε τον Πάµπλο Πικάσο ενώ τη µουσική θα συνέθετε
ο Ντµίτρι Σοστακόβιτς. Οι ιστορικές, όµως, συνθήκες δεν επέτρεψαν την πραγµατοποίηση της
ενδιαφέρουσας αυτής καλλιτεχνικής ιδέας και συνεργασίας. Η σύλληψη και µυστηριώδης δολοφονία
του σκηνοθέτη και της ηθοποιού και συζύγου του Ζινάιντα Ράικ από το σταλινικό καθεστώς
σηµάδεψαν το άδοξο τέλος του θεατρικού εγχειρήµατος. Μαζί τους, µε παρέµβαση των ρωσικών
µυστικών υπηρεσιών της K.G.B., «χάθηκε» και το έργο.
322
έργων (αρκεί να θυµηθούµε το πρόσφατο στη συζήτησή µας παράδειγµα του Μήδειας
βοηθάει να φωτίσει τα σκοτεινά σηµεία του σαιξπηρικού υλικού. Το τοπίο του Άµλετ
σκηνή που η Ντεµίντοβα ενδύεται κατά το ήµισυ ένα βαρύτιµο πολύχρωµο κιµονό
και περνάει στο χέρι της κόκκινο γάντι για να σηµάνει τη Γερτρούδη, ενώ το
υπόλοιπο µισό σώµα και το γυµνό της χέρι υποδηλώνουν τον Άµλετ, µπορούµε να
µε ένα σαφή ερωτισµό, αλλά ως «απόλυτη ταύτιση µάνας και γιου σε ένα σώµα, το
πιο απόλυτο Οιδιπόδειο» (Τερζόπουλος 17/2/2001: 32). Πρόκειται για ένα στοιχείο
εκφραστική. Κάτι παρόµοιο διαφαίνεται και στη σκηνή του Άµλετ/ Οφηλίας, µε τη
Ντεµίντοβα να ενδύεται ένα λευκό κιµονό και να υιοθετεί τον εκφραστικό κώδικα της
κοριτσίστικης συστολής της Οφηλίας από τη µια πλευρά, ενώ ταυτόχρονα υποδύεται
τον Άµλετ. «Έχουµε την πιο απόλυτη επιθυµία […]» των δύο εραστών (ό.π.
λοιπόν, η ταύτιση του Άµλετ µε τη Γερτρούδη και µε την Οφηλία στο ίδιο το σώµα
19
Περί ενδοβολής και προβολής, βλ. Rivkin και Ryan (1998) 121.
323
ψυχανάλυσης που όχι µόνο δεν αντιφάσκουν αλλά εµπλουτίζουν τη σκηνοθετική
δηµιουργία.20
Με τη σκηνή της Γερτρούδης/ Άµλετ, όπως την περιγράψαµε πιο πάνω, ο Άµλετ του
Άµλετ ως Οιδίποδα, όπως και µε την ερµηνεία του επηρεασµένου από τον πατέρα της
το θέατρο του Τερζόπουλου και την εν λόγω παράσταση. Ο Τζόουνς βλέπει τον
Άµλετ σαν ένα µικρό Οιδίποδα, που, όµως, δεν καταφέρνει να σκοτώσει τον
επιθυµία του Άµλετ-γιου όταν σκοτώνει τον πατέρα του Άµλετ και παντρεύεται τη
µητέρα του Γερτρούδη. Όπως διατείνεται, όµως, η Ζακλίν Ρόουζ (Jacqueline Rose), η
διαφορά ανάµεσα στον Οιδίποδα και τον Άµλετ είναι ότι ο πρώτος πραγµατώνει τη
φαντασίωση του χωρίς να έχει επίγνωση της πράξης του ενώ στην περίπτωση του
20
Την ίδια µεταφορά από τον εξωτερικό κόσµο στον εσωτερικό κόσµο της ψυχής του Άµλετ
µπορούµε, κατά τη γνώµη µας, να εντοπίσουµε και στη σκηνή της συνάντησης του Άµλετ µε το
φάντασµα. Όταν το φάντασµα, µε το οποίο αναµετριέται ο Άµλετ, δεν είναι παρά ο όγκος της σκιάς
του στο βάθος της σκηνής, εύλογα ο Πατσαλίδης σε κριτική της παράστασης θα φτάσει να ερωτά:
«∆εν είµαστε βέβαιοι κατά πόσο αυτό είναι όντως ένα απλό φάντασµα (κάτι σαν όνειρο) ή τελικά µια
φανταστική προέκταση του εαυτού (εξού και ο διάχυτος φόβος) [έµφαση δική µου]. ΄Η µήπως τελικά
είναι κάτι άλλο, ας πούµε η ίδια η Ζωή (την οποία άλλωστε ο ίδιος ο Σέξπιρ είχε αποκαλέσει στο
‘Μάκβεθ’ ‘µια κινούµενη σκιά’); Ή µήπως είναι όλα αυτά και άλλα τόσα;» (10/6/2001: 30).
21
Ernst Jones, “The Oedipus complex as explanation of Hamlet’s mystery” ‘Το οιδιπόδειο
σύµπλεγµα ως εξήγηση του µυστηρίου του Άµλετ’ (1910) και Hamlet and Oedipus ‘Άµλετ και
Οιδίποδας’ (1949).
22
Σε αυτή την οιδιπόδεια ερµηνεία του Άµλετ, έτσι όπως την επεσήµανε ο Φρόυντ και την
εξέλιξε ο Τζόουνς, βασίστηκε και η κινηµατογραφική µεταφορά του Άµλετ (1948) από το Λώρενς
Ολίβιε (Laurence Olivier). Bλ. Jackson (2001) 220-21˙ R.S. White (2001) 287-89˙ Dawson (1995)
170-84.
324
Από την άλλη, όµως, πλευρά, το ότι µια γυναίκα παίζει τον Άµλετ δεν απορρέει από
έµφαση από τον Άµλετ ως χαρακτήρα στον Άµλετ ως υλικό. «Ο Άµλετ δεν έχει φύλο.
Είναι ύλη, είναι persona. Και η persona δεν έχει φύλο», επισηµαίνει ο σκηνοθέτης
τραγικά µε έναν τρόπο συνεπή προς την προσέγγιση της τραγωδίας και τη λειτουργία
του θεατρικού σώµατος ως αρχετυπικού στο θέατρο του Τερζόπουλου, πέραν των
23
Κατά τη Ρόουζ, η περιγραφή από το Φρόυντ του Άµλετ ως υστερικού εγείρει το ζήτηµα της
θηλυκότητας, αναταράσσοντας την οιδιπόδεια ανάγνωση του έργου. Η Ρόουζ µοιάζει να υπαινίσσεται
ότι η υποβόσκουσα επιθυµία του Άµλετ να µαχαιρώσει τη µητέρα του, επιθυµία που ο ίδιος απορρίπτει
(«µαχαιριές να της τις δώσει η γλώσσα µου, καµιά το χέρι» (Σαίξπηρ 1993: 113), υποδηλώνει την
επιθυµία του κοριτσιού να σκοτώσει τη µητέρα για να κερδίσει το αντικείµενο της επιθυµίας του, τον
πατέρα. Από την άλλη, όµως, ο Τζόουνς συζητώντας αυτή την επιθυµία του Άµλετ να σκοτώσει όχι
τον πατέρα του αλλά τη µητέρα του, προσκαλεί και πάλι µια οιδιπόδεια ανάγνωση καθώς η βίαιη
συµπεριφορά προς τη µητέρα είναι αποτέλεσµα της επιθυµίας του γιου Άµλετ για αυτήν, και η
σχεδιαζόµενη δολοφονία της µε µαχαίρια είναι µια συµβολική διείσδυση στο γυναικείο σώµα, µια
επιστροφή στη µήτρα. Bλ. Rose (1995) 112-14.
24
Ο ίδιος o Τερζόπουλος αναγνωρίζει ότι η προπαίδειά του στην τραγωδία διευκόλυνε την
παρθενική του επαφή µε το σαιξπηρικό υλικό και επισηµαίνει οµοιότητες µεταξύ των σαιξπηρικών
προσώπων και των ηρώων της αρχαίας τραγωδίας: «Προσπαθούν να πειθαρχήσουν τα µεγάλα πάθη,
τις µεγάλες συγκρούσεις, τον έρωτα, το θάνατο, τη ζήλια, τον πόνο, όπως και στην αρχαία τραγωδία»
(17/2/2001: 32). Συγχρόνως, αναγνωρίζει τις διαφορές τους στον τρόπο που αυτά τα πάθη συνδέονται
µε το θεό και τη µοίρα και τοποθετεί το Σαίξπηρ στο ενδιάµεσο µεταξύ τραγωδίας και σύγχρονου
δράµατος.
Το ζήτηµα, όµως, της σχέσης του Σαίξπηρ µε τη δραµατική θεωρία του Αριστοτέλη και τα
αρχαία κείµενα είναι περίπλοκο. Έτσι, για παράδειγµα, ο Ρόµπερτ Μιόλα (Robert Miola) ορίζει το
τρίπτυχο Ευριπίδης-Σενέκας-Σαίξπηρ, µε το Σενέκα να λειτουργεί ως ο ενδιάµεσος κληροδόχος,
κληρονόµος ο ίδιος της παράδοσης της αρχαίας τραγωδίας. Συνεπώς, κατά το Μιόλα, οι µελετητές της
επίδρασης του Σενέκα στις κατοπινές γενεές δε θα πρέπει να παραµελούν την καθοριστική παρουσία
των αρχαίων Ελλήνων τραγικών (1992: 9). Για παράδειγµα, εντοπίζοντας τα ίχνη του σενεκικού
µοτίβου εκδίκησης στον Άµλετ, παρατηρεί ότι το υπερφυσικό στον Αγαµέµνονα του Σενέκα απαλείφει
την ατοµικότητα των εκδικητών καθώς αυτοί αποτελούν µέρος ενός ευρύτερου ιστορικού σχεδίου, που
συµπεριλαµβάνει άλλα εγκλήµατα και γενεές. Κάτι ανάλογο συµβαίνει και στην αισχύλεια Ορέστεια
µε τα χορικά και το µοτίβο του διχτυού. Αντίθετα, στον Άµλετ, ο Σαίξπηρ, αφοµοιώνοντας στοιχεία της
σύγχρονής του εποχής, τονίζει την ατοµικότητα του εκδικητή, ο οποίος αποµονώνεται από την
ιστορική αναγκαιότητα και τον περιβάλλοντα κόσµο (ό.π. 1992: 35-36). Αυτή είναι και για το Μάικλ
Έβανς (Michael Ewans) η βασική διαφορά µεταξύ της ελισαβετιανής και της κλασικής τραγωδίας, ότι,
δηλαδή, το τελικό αποτέλεσµα βασίζεται περισσότερο στις επιλογές του πρωταγωνιστή λόγω του
ατοµικού του χαρακτήρα και δεν αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της κοινωνικής του θέσης και
κατάστασης (Ewans 1996: 456). Από κει και πέρα, ο Έβανς εντοπίζει οµοιότητες ως προς τη δοµή µε
την εισαγωγή του µιάσµατος και τη συνακόλουθη ανάγκη για εξαγνισµό, µε την κυριαρχία της µοίρας
325
Ο Άµλετ είναι πολύ κοντά στην αρχαία τραγωδία. Είναι απόγονος και νοµίζω
γέννηµα της Ηλέκτρας. Τα πρόσωπα στην τραγωδία δεν έχουν φύλο. Είναι
Βακχεία. ∆ε λέµε ο ευφυής, λέµε η Ευφυΐα. Μιλάµε πια για καταστάσεις, για
10/3/2001)
Κατά πόσο, όµως, υποπίπτουµε τόσο εµείς όσο και ο σκηνοθέτης σε αντίφαση
ένα και παγκόσµιο υπεράνω των όποιων διακρίσεων˙ πολύ περισσότερο όταν αυτός ο
και το αναπόφευκτο του τέλους. Για τον ίδιο, οι οµοιότητες αυτές οφείλονται στην κοινή πίστη των
Αθηναίων και των Ελισαβετιανών στο «θείο», όπως αποκαλεί τις έµψυχες δυνάµεις της φύσης (ό.π.
1996: 451).
Γενικότερα, όµως, όσον αφορά την επιρροή της αριστοτελικής Ποιητικής στη σαιξπηρική
δραµατουργία, οι απόψεις συγκλίνουν σε µια αρνητική απάντηση. Η Τίνα Κροντήρη, ωστόσο,
επισηµαίνει ότι αυτή η θέση βασίζεται κατά κανόνα «σε µια αντίληψη για την επιρροή που
προϋποθέτει άµεση επαφή µε την πηγή» (1999: 126) και χρησιµοποιώντας την έννοια της
διακειµενικότητας, επανεξετάζει το ζήτηµα, ιδιαίτερα ως προς τον τραγικό πρωταγωνιστή.
Επιπρόσθετα, παραθέτει διάφορους άµεσους ή έµµεσους πιθανούς τρόπους πρόσβασης του Σαίξπηρ
στις ιδέες του Αριστοτέλη και το ελληνικό δράµα, τονίζοντας ότι το ζήτηµα «δεν έγκειται στο αν ο
Σαίξπηρ είχε πρόσβαση στο Περί Ποιητικής του Αριστοτέλη ή στα αρχαία ελληνικά θεατρικά έργα,
ούτε στο αν κατείχε τις απαραίτητες γλώσσες για να τα διαβάσει. Είναι αρκετό ότι οι ιδέες αυτές και οι
πηγές ήταν γενικά διαθέσιµες» (1999: 155-56). Η Κροντήρη συµπεραίνει ότι είναι λάθος να µιλούµε
για µία και µοναδική επιρροή ή µίµηση ενός µεγάλου δασκάλου (π.χ. του Αριστοτέλη ή του Σενέκα),
όπως είναι λάθος να θεωρούµε συµπτωµατικές τις οµοιότητες του σαιξπηρικού έργου µε την
αριστοτελική θεωρία, για να καταλήξει ότι η αναβίωση του αριστοτελικού συστήµατος
αναπαράστασης, εποµένως το ζήτηµα της επιρροής εντοπίζεται στη µελέτη των ιστορικών συνθηκών,
µια και το αριστοτελικό σύστηµα εξυπηρετούσε την κοινωνική πτυχή των έργων. Για περισσότερα, βλ.
Τίνα Κροντήρη (1999) 135-59.
326
Τόσο η ψυχανάλυση όσο και ο Τερζόπουλος συνδέουν το σώµα µε την ψυχή
ανάλυση του έργου του και της µεθόδου του µάς έχει αποκαλύψει – το σώµα ως µια
µηχανή. Αντίθετος µε αυτή την καρτεσιανή θεώρηση του σώµατος ως Körper «ως
τεµάχιο που έχει το στάτους πράγµατος, χωρίς αναφορά στο βιωµένο κοµµάτι της
3/10/2004: 4-5), ο Τερζόπουλος εµµένει στην είσοδο του Leib στο Körper, εµµένει
στο ζωντανό σώµα, δεµένο µε τον κόσµο των εµπειριών, ένα σώµα βιωµένο, και όχι
µία «αυτο-ελεγχόµενη µηχανή, µία µηχανική κατασκευή» (ό.π. 1-3/10/2004: 4). Κατά
ψυχικής δοµής και ανάπτυξης δεν υιοθετεί τον κυρίαρχο στη δυτική σκέψη
διαχωρισµό νου και σώµατος, µε την ψυχή να συνδέεται µε τον πρώτο. Τόσο ο
Φρόυντ όσο και µεταγενέστεροι ψυχαναλυτές έστρεψαν την προσοχή τους και στο
ρόλο του σώµατος στην ψυχική ζωή (Grosz 1999: 267). Και όχι µόνο αυτό αλλά
θεωρεί τα δύο φύλα σε ένα µοντέλο [έµφαση δική µου], όπου η παρουσία ή η απουσία
του φαλλού καθορίζει την ψυχο-κοινωνική και σεξουαλική του θέση» (ό.π. 1999:
271). Επί του ίδιου θέµατος της παγκοσµιότητας της παραδοσιακής ψυχαναλυτικής
327
παγκοσµίως την ανάπτυξη µιας προσωπικότητας, η οποία φτάνει να συνιστά
τον εαυτό, να επηρεάζει τη φύση της διαµόρφωσης της ψυχικής δοµής και να
Στις παραπάνω οµολογίες για την παγκοσµιότητα και, εποµένως, τον ουσιοκρατικό
παραβλέψουµε και την έµµεση αµφισβήτηση αυτού του ίδιου του ουσιοκρατικού
µοντέλου για τον τρόπο µε τον οποίο ερµηνεύει την ψυχική ανάπτυξη της γυναίκας.25
Ανάλογη είναι η τοποθέτηση του Ντ. Κέτελ (D. Kettel), ο οποίος τονίζει ότι τα
και στη µυθολογία από το Ζαν Πιέρ Βερνάν.27 Πέραν, όµως, αυτών, αν
25
Μολονότι, όπως είδαµε, η Σοντορόου αποδέχεται τον ουσιοκρατικό χαρακτήρα της
ψυχαναλυτικής θεωρίας, αυτό γίνεται εν µέρει. Η θεωρητικός, εξελίσσοντας την άποψή της,
επισηµαίνει ότι πρέπει ευδιάκριτα να διακρίνουµε ανάµεσα «στο περιεχόµενο αυτής της περιγραφής
της ανάπτυξης, η οποία λαµβάνει χώρα σύµφωνα µε αυτές τις διεργασίες, και στη µορφή και τον τρόπο
λειτουργίας αυτής [operation]» (1978: 53). Υπαινίσσεται σε αυτό το σηµείο τις εξελίξεις και την
κριτική που ασκείται στη φροϋδική θεωρία από τη φεµινιστική σκέψη, για παράδειγµα, η οποία
αντιλαµβάνεται το φροϋδικό σχήµα ως προϊόν ενός συγκεκριµένου πατριαρχικού συστήµατος και
επανεξετάζει το σώµα πέρα από βιολογικά, ουσιοκρατικά και παγκόσµια µοντέλα και αξιώµατα.
26
Βλ. σχετικά Πατσαλίδης (1997) 143-44.
27
Για την απορριπτική θέση του Βερνάν, βλ. Κεφάλαιο 3.4. ∆εν παύουν, εντούτοις, να
υπάρχουν και οι εκ διαµέτρου αντίθετες απόψεις, οι οποίες θεωρούν τη σύνδεση της τραγωδίας µε την
ψυχανάλυση ωφέλιµη. Έτσι, για παράδειγµα, οι Τζον Ντρακάκις (John Drakakis) και Ναόµι Kον
Λίµπλερ (Naomi Conn Liebler) παρατηρούν ότι η φροϋδική ενασχόληση µε το τραγικό υποκείµενο και
τις εσωτερικές συγκρούσεις του πρωταγωνιστή συνεισέφεραν στο ζήτηµα του «χαρακτήρα» στην
τραγωδία, όπως και η φροϋδική επικέντρωση στο ρόλο της ενοχής ως εµπόδιο στην επιτυχία. (1998:
181). Ο Αντρέ Γκρην (André Green) στο άρθρο του “The Psychoanalytic Reading of Tragedy” θίγει
αυτό το ζήτηµα του δικαιώµατος σήµερα της ψυχανάλυσης να στρέφεται σε έργα του πολιτισµού
προκειµένου να βρίσκει αποδείξεις του επιστηµονικού της χαρακτήρα (1998: 196) και συµφωνεί ότι
328
επικεντρωθούµε σε αυτό καθεαυτό το ζήτηµά µας, θα µπορούσαµε να ισχυριστούµε
ψυχαναλυτικής θεωρίας σε συνδυασµό µε την έµφαση που δίνει στην ψυχή και στην
της – πάντα, υπενθυµίζουµε, στο επίπεδο της αναφοράς – στην παράσταση Άµλετ:
Μια Μαθητεία.
Παρά, όµως, τις όποιες πιθανές ενστάσεις και για να επανέλθουµε στο κεντρικό θέµα
του κεφαλαίου µας, να σηµειώσουµε ότι µέσα από αυτή τη σκηνική ερµηνεία του
ψυχαναλυτικές αναφορές.
Έτσι, ολοκληρώνεται η συζήτησή µας για τη θέση του ερωτικού ζητήµατος στο
σκηνοθετικό έργο του Τερζόπουλου, µια συζήτηση που αποκάλυψε ότι ο ερωτικός
άξονας διαπερνά όλες τις εργασίες του Τερζόπουλου, είτε πρόκειται για τις µετα-
κάτι τέτοιο είναι άτοπο. Το κεντρικό επιχείρηµα όσων απορρίπτουν αυτό το ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον
είναι ότι ο χώρος της ψυχανάλυσης είναι ο τόπος όπου η συναλλαγή αναλυτή και αναλυόµενου
ξεδιπλώνεται, προσφέροντας πρόσβαση στην εργασία του ασυνείδητου in statu nascendi, διά της οδού
των ελεύθερων συνειρµών. Κάτι το οποίο δε µπορεί να ισχύσει στην περίπτωση της ψυχαναλυτικής
ερµηνείας ενός έργου τέχνης, µια και ο αναλυόµενος, το έργο, δηλαδή, παραµένει βουβό. Παρ’ όλα
αυτά, ο Γκρην υπερασπίζεται του δικαιώµατος της ψυχαναλυτικής ερµηνείας ενός κειµένου,
βασιζόµενος στο ότι ένα ολόκληρο ρεύµα της κριτικής σήµερα µας υπενθυµίζει ότι κανείς δεν είναι
ελεύθερος κατηγοριών όταν έρχεται σε επαφή και επεξεργάζεται ένα κείµενο, µια και κάθε ερµηνεία
περιορίζει το έργο, υπό την έννοια ότι το τοποθετεί σε ένα συγκεκριµένο πλαίσιο, έτσι όπως η
εκάστοτε διανοητική προσέγγιση το διαµορφώνει. Αν, όµως, αυτό είναι µια αλήθεια, το βασικό
ερώτηµα για το Γκρην είναι άλλο: Ποιος «κακοµεταχειρίζεται» περισσότερο τα προϊόντα του
πολιτισµού, αυτός που αναζητά σε αυτά µια νέα οπτική, καθώς τα θεωρεί ικανά να παραγάγουν κάτι
τέτοιο, ή αυτός που απορρίπτει όποια ρηξικέλευθη ανάγνωση υπέρ ενός σχολιασµού που εκ του
ασφαλούς πατάει στα δεδοµένα της κοινής γνώσης; Εδώ έγκειται, κατά τον Γκρην και η αξία της
ψυχαναλυτικής ερµηνείας, στην ανανέωση της κριτικής (Green 1998: 196-98).
329
γραφές της µυλλερικής ή της νεοελληνικής δραµατουργίας είτε για την τραγωδία
αλλά και άλλα έργα. Σε ένα θέατρο που κινείται «στον προθάλαµο του θανάτου», ο
έρωτας δε µπορεί παρά να αποσπάται από το χώρο του κοινωνικού για να θεωρηθεί
συνειδητά όντα. ∆εν είναι παράδοξο, εποµένως, που στα έργα του ερωτικού κύκλου
την ίδια τη βίωση του έρωτα σε σώµα πάσχον, σε σώµα που φέρει το θάνατο.
ένα µεγάλο µέρος της ανάλυσής µας που αφορούσε τον καθοριστικό ρόλο της
δραµατουργίας και της σκέψης του Μύλλερ στη δηµιουργία του σκηνοθέτη. Στο
Σάµιουελ Μπέκετ.
330
`
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΝΕΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
Επίλογος
∆ίνοντας τον παραπάνω τίτλο στο τελευταίο µέρος της συζήτησής µας προφανώς
πέφτουµε σε µια αντίφαση. Πώς µπορεί ένας επίλογος να µιλά για το νέο; Πώς
µπορεί, δηλαδή, το τέλος να υπαινίσσεται µια αρχή; Το ερώτηµά µας δεν προσκαλεί
κοινότυπες αποκρίσεις του στυλ «κάθε τέλος κρύβει µια αρχή». Το ερωτηµατικό µας
εκπορεύεται ουσιαστικά από το ότι ο σκηνοθέτης που µας απασχόλησε στην παρούσα
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος κλείνει την προσωπική αναδροµή που κάνει στην καριέρα
του γράφοντας:
[…] Κάνω θέατρο για να µπορώ – και µακάρι να φτάσω στο σηµείο αυτό – να
µη λέω πολλά, να λέω λίγα. Κάνω θέατρο για τη σιωπή […]. Γι’ αυτό όταν
Αν, λοιπόν, αυτή είναι η µύχια επιθυµία του σκηνοθέτη της τραγωδίας και του
Μύλλερ, στην πιο προσωπική των δηλώσεών του, η πρόσφατη συνάντησή του µε τη
µπεκετική δηµιουργία δεν είναι τυχαία. Εννοούµε ότι για να φτάσει στην πολυπόθητη
σιωπή, στο σκηνοθέτη του Άττι αρµόζει να διατρέξει τις ρωγµές της µπεκετικής
γλώσσας. Το έργο που επιλέγει για αυτή τη δοκιµασία είναι το Νανούρισµα (2003).
332
5.1. Η είσοδος στο µπεκετικό σύµπαν
Για µια ακόµα φορά, όλα ξεκίνησαν από την τραγωδία, και δη το αισχύλειο υλικό. Ο
Γιώργος Χειµωνάς έχει αποκαλέσει τον τραγικό ήρωα «εραστή του πένθους». Κατά
Αυτός ο έρως του πένθους δεν είναι άλλος από την χαρισµατική, όσο και
επώδυνη οικείωση του ήρωα µε τον τρόµο της υπαρξιακής αποµόνωσης. […].
Είναι εκείνος, ο τραγικός ήρωας, ο οποίος θα µας µυήσει στον τρόµο και στο
(ό.π. 1995: 148) σφραγίζει, όπως έχουµε δει, και το θέατρο του Τερζόπουλου. Όλες
οι εργασίες του σκηνοθέτη ενέχουν ένα εσώτερο θρηνητικό στοιχείο, ακόµα κι εκεί
όπου ο θρήνος δεν είναι ορατός. Το ίδιο συµβαίνει µε το πένθος – όλα τα πρόσωπα
«θανατηφορική θλίψη»:
της γέννησής του γιατί είναι θανατηφορικό, γιατί πρόκειται να πεθάνει και
Το είδαµε στους Πέρσες του Αισχύλου, την τραγωδία που, κατά τον Κουν, είναι
333
«ένας θρήνος, σα µορφή» (1987: 78), το ξανασυναντήσαµε στον κύκλο των
του δραµατικού» (1995: 150). Μεταµορφώσεις που ακούνε στα ονόµατα Πένθος,
τραγωδία και τον τραγικό ήρωα, η Μελαγχολία σφραγίζει το δραµατικό ήρωα, είτε
Ντοστογιέφσκι είτε την έσχατη µορφή της παραµεληµένης µελαγχολίας του Κάφκα. Ο
ήρωας, όµως, της σύγχρονης περιόδου της λογοτεχνίας, κατά Χειµωνά, πλάθεται από
τα υλικά της Αγωνίας και προσπαθεί να αρθρώσει το ανείπωτο µέσα από έναν
απογυµνωµένο και ερηµωµένο λόγο (ό.π. 1995: 151). Κάπως έτσι, η µεγάλη
συγγραφέας.1
Θέλω να βρω µια σχέση ανάµεσα στον Αισχύλο και τον Μπέκετ. Πέρα από
εσωτερικό του ίλιγγο. Από αυτόν που έδωσε τη φωτιά, θέλω να πάω σε αυτή
1
Παρόµοια είναι και η άποψη του Γεωργουσόπουλου, ο οποίος πρεσβεύει ότι µπορούµε να
κατανοήσουµε το Μπέκετ µόνο µέσα από την άσκηση στον τραγικό λόγο, και δη του Αισχύλου, καθώς
«[η] τυραννική απουσία του θεού στον Μπέκετ τον καθιστά απολύτως τραγικό, αφού πλέον έχει
αποδράσει από το κουτί της Πανδώρας και η ελπίδα» (22/3/2004). Μπορεί, λοιπόν, στη µπεκετική
δραµατουργία ο θεός να απουσιάζει, αλλά δεν απουσιάζει η θεολογία.
334
που παλεύει τις λέξεις της µέσα στη στάχτη, δηλαδή στη Γουίνι, τον Μπέκετ,
10/10/1994)
Η στατικότητα και ο σηµαίνων ρόλος της στο θέατρο του Τερζόπουλου έχει µέχρι
τώρα εισχωρήσει αρκετές φορές στη συζήτησή µας. Από τα σώµατα-δεσµώτες του
θρήνου και του τρόµου τους στους Πέρσες (1990) και την εναγώνια ακινησία τους,
από την έσχατη ακινησία της τυλιγµένης στο λευκό της σάβανο Αντιγόνης (Αντιγόνη,
προχωρήσει στην απόλυτη στατικότητα του Προµηθέα και τον εσωτερικό ίλιγγο που
διακινεί όλο τον εσωτερικό του κόσµο. Όσοι τον περιβάλλουν επί σκηνής
αποτελούν τις προβολές των ενδόµυχων αγωνιών του, όπως τις οραµατίζεται.
(ό.π. 23/7/1995)
335
Αξιοποιώντας στο έπακρο τις εκφραστικές δυνατότητες που η µέθοδος της
Προµηθέας, έτσι όπως τον ενσαρκώνει ο Τάσος ∆ήµας, µετατρέπεται σε ένα σώµα
«κινούµενο εν τη ακινησία του». Κι αυτό χάρη στο «διάλογο που ποιείται µεταξύ του
σώµατος του ηθοποιού, ευρισκοµένου σε κατάσταση ‘έκστασης’ και του εδάφους της
γης […]» (Τσατσούλης 1999: 285). Μέσα από την τεχνική του Άττις, η δυναµική
απελευθερώνοντας το κάτω µέρος του σώµατος από τον κινούµενο άνω κορµό και
επεξεργαστεί αυτή την «ενεργητική» στατικότητα του Προµηθέα και µέσα από το
περιορισµένης έκφρασης του Προµηθέα και εκείνο της πλήρους και διάχυτης
Πέρα, όµως, από αυτή την κοινή σκηνική συνισταµένη της στατικότητας, ποια µπορεί
να είναι η δραµατουργική σχέση µεταξύ της τραγωδίας και του Μπέκετ; Κατά τον
Ουίλλιαµ Όλιβερ (William Oliver), αυτό που ο 20ός αιώνας ονόµασε «παράλογο» δε
διαφέρει από την αριστοτελική «άγνοια», την ανθρώπινη, δηλαδή, κατάσταση που εξ
ορισµού ισορροπεί ανάµεσα στη δύναµη και την αδυναµία, τη γνώση και την άγνοια,
αποδεχτούµε την πρόταση του Όλιβερ, θεµατικά το δράµα του παραλόγου είναι τόσο
336
[…] ως έννοια το παράλογο αγκαλιάζει αναγωγικά ολόκληρη την ανθρώπινη
ύπαρξη… ορίζει την κατάσταση του ανθρώπου, σήµερα, στο παρελθόν και
στο µέλλον. […] Κάθε συγγραφέας που επιχειρεί να ορίσει τη φύση του
Υπό ένα τέτοιο πρίσµα, η στροφή του Τερζόπουλου από τους τραγικούς στο Μπέκετ
θεµατική, υφολογική και αισθητική της µέχρι τώρα εργασίας του σκηνοθέτη,
Για να περάσει, όµως, από τη φωτιά του Προµηθέα στη µπεκετική Γυναίκα που
«παλεύει τις λέξεις της µέσα στη στάχτη» (Τερζόπουλος 10/10/1994), ο Τερζόπουλος
θα εγκαταλείψει την ένθεη µανία για την ψυχική διαταραχή, τον από τα έγκατα του
σώµατος αναδυόµενο και για αυτό τραγικό λόγο για τον ψίθυρο, που σβήνει µέσα στη
σιωπή, την οντολογική κραυγή και τον τρόµο του προσώπου-µάσκα για το
απρόσφορο χαµόγελο της άνοιας. Θα περάσει από την αισχύλεια στατικότητα, που
«αναπτύσσει κάποιους εσωτερικούς άξονες, κάνει ένα blow – up, µια εσωτερική
2
Παρόµοια είναι η θέση της Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου, η οποία επισηµαίνει ότι η
ελληνική λέξη «παράλογο» δεν αποτελεί νεολογισµό, καθώς ο Αριστοτέλης την χρησιµοποιεί για να
περιγράψει την τύχη. Αλλά και η λατινογενής της εκδοχή absurde έχει µια µακρόχρονη ιστορία,
συνδεδεµένη µε το δυτικό στοχασµό. Για παράδειγµα, ο Τερτυλλιανός και ο Ιερός Αυγουστίνος
εστίαζαν τη σχέση τους µε το θείο πάνω στο παράλογο, ο Κίρκεγκορ µιλούσε για το «παράδοξο της
πίστης», οι υπαρξιστές για την «παράλογη µοίρα» του ανθρώπου (Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου 1991:
142).
3
Ήδη στο Κεφάλαιο «Η Γεωµετρία της όψης» (2.6.), είχαµε επισηµάνει τις οµοιότητες της
αφαίρεσης, της γεωµετρίας και του φορµαλισµού της εικαστικής γλώσσας του Άττις µε τη µπεκετική
αισθητική ιδιαίτερα της τελευταίας περιόδου.
337
που έχει αφετηρία τον εγκλωβισµό και κατάληξη την εξαφάνιση του θεατρικού
σώµατος. Ο σκηνοθέτης γνωρίζει ότι η κραυγή δεν έχει λόγο ύπαρξης όταν δεν
υπάρχουν πια θεοί να την ακούσουν ή, τουλάχιστον, «ένα άλλο πλάσµα εκεί / πίσω
από το τζάµι/ µια ζωντανή ψυχή/ µια άλλη ζωντανή ψυχή», για να δανειστούµε από
Όπως κάποτε έπραξε µε το υλικό της αρχαίας τραγωδίας, έτσι και τώρα, ξεκινά να
ερµηνείες και τα καθιερωµένα µοντέλα. Όχι τυχαία, λοιπόν, αποδεσµεύεται από τις
φώτα που στην προηγηθείσα παράσταση της Λήθης (2002) είχαν δεσπόζοντα ρόλο ως
κάποια στιγµή, στη «σκηνή της ντίβας», θα χρησιµοποιηθούν δυο µικροί προβολείς
από τους ηθοποιούς που παρακολουθούν το δρώµενο. Αλλά και πάλι όλα είναι
κασετόφωνο και ο χειριστής του δίπλα να ανεβοκατεβάζει τον ήχο αρκούν. Από το
νόµους της κίνησής του. Απιστώντας προς το Μπέκετ παραµένει πιστός στο
µπεκετικό πνεύµα. Λέει ο ίδιος: «Αυτό που πάνω από όλα µε ενδιαφέρει στο κείµενο
του Μπέκετ είναι η σύνδεσή του µε το θάνατο. Θα’ λεγα, µάλιστα, πως το
338
Νανούρισµα είναι µ’ έναν πολύ µαλακό και διαλεκτικό τρόπο µια τελετή θανάτου»
πρόβα θανάτου δε µπορεί παρά να είναι µυσταγωγική. Έτσι, δεν ανατρέπει µόνο τις
Απορρίπτει τη σκηνή του Άττις και επιλέγει το µικρό σκοτεινό χώρο κάτω από τις
Ο θεατής ωστόσο είναι απολύτως παρών από την πρώτη στιγµή. Και το ξέρει.
Τον οδηγούν ένα ένα ή δύο τρεις µαζί, να καθίσουν. Αυτή η πράξη είναι η
αρχή της δράσης, παρ’ όλο που δεν ήταν σχεδιασµένη. (12/5/2003: 22)
απόσταση αναπνοής από το δρώµενο και ακόµα περισσότερο, ο θεατής γίνεται µέρος
Αίσθηση που ενισχύεται από τον ελάχιστο – το πολύ είκοσι – αριθµό των
4
Αν αυτή είναι η αίσθηση του Νανουρίσµατος, στην επόµενη εργασία του Τερζόπουλου, το
Τρίπτυχο (2004), δε συµβαίνει το ίδιο. Μολονότι το Νανούρισµα αποτελεί το πρώτο µέρος αυτής της
µπεκετικής τριλογίας, η οποία συµπληρώνεται κατά σειρά από το Οχάιο Ιµπροµπτού και τον
Αυτοσχεδιασµό του Τάσου ∆ήµα, το ίδιο το Νανούρισµα µεταβάλλεται˙ στις σηµατοδοτήσεις που
αυτόνοµο πυροδοτούσε, προστίθενται νέες, άµεσα συναρτηµένες µε τα επόµενα δύο µέρη του
τρίπτυχου. Αυτό αφορά και το ρόλο των λιγοστών θεατών, οι οποίοι πλέον «µένουν εκτός» του
δρώµενου, θεατές-παρατηρητές της κλειστής σχέσης σκηνοθέτη-ηθοποιών. Γίνονται, θα λέγαµε,
«ηδονοβλεψίες» µιας ιδιωτικής υπόθεσης που αφορά τον Τερζόπουλο/Αφηγητή/Ακροατή και τους
ηθοποιούς του (τη Γυναίκα, τους Αφηγητές και τον Άνδρα του Τάσου ∆ήµα). Έχει ενδιαφέρον να
339
θεάτρου απουσιάζει. Οι θεατές κάθονται σε στασίδια παλιάς εκκλησίας και ξύλινους
όµως, των στασιδιών ενέχει και άλλες προεκτάσεις, τις οποίες η Μαραγκού µε
οξυδέρκεια οσµίζεται:
εξαιρετική επιλογή ως προς τον όποιο κόπο µπορεί να καταβάλει ο θεατής και
Τους θεατές περιµένουν ήδη στις θέσεις τους ο σκηνοθέτης, καθισµένος σε µια
έννοια ότι αντικατοπτρίζει τη συνείδηση της αλλά ότι συντηρεί τη συνείδηση αυτή
340
(Lyons 1983: 39-40), απουσιάζει. Στη θέση της βρίσκεται ένα υφασµάτινο µαύρο
επικλινές κουτί µε µια εγκάρσια τοµή στην πάνω επιφάνειά του. Εκεί έγκλειστη
βρίσκεται η Γυναίκα. Από τη σχισµή αυτή ξεπροβάλει αρχικά µόνο το κεφάλι της για
να αποκαλυφθεί σταδιακά στη διάρκεια της παράστασης µεγάλο µέρος του σώµατός
της. Συγχρόνως, το, σύµφωνα µε τις σκηνικές οδηγίες, πηγαινέλα της Γυναίκας µέσα
και έξω από το φως, εφικτό χάρη στην προς τα εµπρός και πίσω κίνηση της
µήκος αυτής της τοµής, αποτέλεσµα ενός µηχανισµού κρυµµένου µέσα στο κουτί. Η
Μητέρας-Γης, του αιδοίου, του σώµατος που τίκτει, αλλά και του ενταφιασµού και
εντέλει του θανάτου, που το µαύρο χρώµα δεν παύει διαρκώς να σηµαίνει.
σε ένα λευκό ύφασµα εν είδει οµφάλιου λώρου ενώνεται πάντα µε ένα αφανές
κέντρο. Στην πορεία της διαδροµής της προς το θάνατο, το ύφασµα αυτό θα ντύσει το
γυµνό σώµα της, µεταµορφώνοντάς το σε µια αποµίµηση της οπερατικής ντίβας, που
µάλλον ονειρεύτηκε να ήταν παρά υπήρξε ποτέ, για να φτάσει να γίνει το σάβανό της.
Αν στο Μπέκετ η ένταση ανάµεσα στο φως και στο σκοτάδι αντικατοπτρίζει τη
θεµελιώδη αντίθεση ανάµεσα στην επιθυµία για το σκοτάδι και τη σιωπή, δηλαδή, το
θάνατο, και την εξίσου δυνατή ανάγκη της ύπαρξης να κρατηθεί στη ζωή,
επαληθευµένη µέσα στο φως και το λόγο (ό.π. 1983: 101-2), ο Τερζόπουλος
επιτυγχάνει να δώσει την ίδια διάσταση ακέραιη µέσα από το σκηνικό δίπολο της
341
µήτρας-τάφου.5 Με αυτό το παιχνίδι ανόδου-καθόδου, ανάδυσης-κατάδυσης,
άλλους χαρακτήρες του, όπως αυτόν της Γουίνι στις Ευτυχισµένες Μέρες, της
συγκεκριµένα µε τον κύκλο της Καθόδου, συνοµιλεί και µε τον άλλο αγαπηµένο του
τάφου, όπως το συναντάµε στον Ηρακλή 2 ή Η Ύδρα («Η παλιά εξίσωση. Κάθε
κόλπος όπου µε έναν κάποιο τρόπο είχε καταλήξει, ήθελε κάποια στιγµή να γίνει ο
τάφος του» (1997: 157), αλλά κι εκείνο της επιστροφής στη µήτρα, όπως το
βρίσκουµε στη Μηχανή Άµλετ («Η ΜΗΤΡΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ∆ΕΝ ΕΙΝΑΙ
[…] ανεβαίνω µια σκάλα που πάνω της είναι κρεµασµένη από σχοινί µια
ανοιγµένα […] Από πάνω µου τα τερατώδη σκέλια, ανοιχτά σαν ψαλίδι όπου
µετά από κάθε σκαλοπάτι όλο και εισχωρώ στα ενδότερα, το µαύρο θαµνώδες
Στο τέλος της παράστασης, η Γυναίκα θα καταδυθεί στο σκοτεινό κουτί για να
εξαφανιστεί σέρνοντας ξωπίσω της τον οµφάλιο λώρο: ο θάνατος ως επιστροφή στη
5
O Γκάρνερ προσφέρει µια ακόµα ερµηνεία αυτού του διαλόγου ανάµεσα στο φως και στο
σκοτάδι, που χαρακτηρίζει τη δραµατουργία του Μπέκετ, όταν επισηµαίνει ότι ο συγγραφέας
αναδεικνύει το φως σε αυτόνοµο οπτικό αντικείµενο επί σκηνής, όπως και µετατρέπει το σκοτάδι από
ένα συµβατικό µη-χώρο, ένα χώρο απουσίας όπου εξορίζονται στην ανωνυµία και στην αφάνεια η
πλατεία, τα παρασκήνια, οι θεατές, σε σκηνικό στοιχείο µε σηµαίνον οπτικό βάρος (Garner 1994: 66).
342
µήτρα. Πρόκειται για ένα φινάλε µε ψυχαναλυτικές νύξεις, έτσι όπως τις εξέφρασε ο
τυρόπιτα και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Πρόκειται για µια σαφή αναφορά στο έθιµο
του νεκρόδειπνου που ακολουθεί την ταφή του νεκρού στην ελληνική παράδοση.7 Με
θανάτου.
Ακόµα και η επιλογή του τίτλου της ελληνικής µετάφρασης, Νανούρισµα, αντί για το
σύνηθες Λίκνισµα, συνδέεται στενά µε το αντιθετικό ζεύγος της γέννησης και του
6
Για µια συνοπτική παρουσίαση της θεωρίας του Όττο Ρανκ και του τραύµατος της
γέννησης, βλ. Πατσαλίδης (1997) 150 και τη µελέτη του Phil Baker (1997), όπου διερευνάται η σχέση
του Μπέκετ και του έργου του µε την ψυχανάλυση.
Ο εντοπισµός από µέρους µας των ψυχαναλυτικών νύξεων στο Νανούρισµα και πιο
συγκεκριµένα αναφορών στη θεωρία του Όττο Ρανκ, δεν παραβλέπει, βέβαια, και τις µετά το Φρόυντ
εξελίξεις στην ψυχανάλυση είτε µιλούµε για τη θεωρία των αντικειµενοτρόπων σχέσεων (object
relations theory) είτε για το νεο-Φροϋδισµό του Λακάν (Lacan). Στην πρώτη περίπτωση έχουµε τη
µετατόπιση του ενδιαφέροντος από την οιδιπόδεια στην προ-οιδιπόδεια φάση και τον τρόπο µε τον
οποίο η προσωπικότητα διαµορφώνεται µέσα από τις σχέσεις µεταξύ του παιδιού και των
αντικειµένων, ιδιαίτερα µέσα από τη δυαδική συµβιωτική σχέση µε τη µητέρα. Πρόκειται για ένα
σηµείο στο οποίο εµµένουν και φεµινίστριες θεωρητικοί όπως, για παράδειγµα, η Λούς Ιριγκαρέυ
(Luce Irigaray) στην κριτική της εναντίον του Φρόυντ και του Λακάν. Η Ιριγκαρέυ πρεσβεύει ότι ο
δυτικός πολιτισµός οικοδοµήθηκε όχι πάνω στην πατροκτονία (όπως υποστηρίζει ο Φρόυντ), αλλά στη
µητροκτονία, µια και το ισχυρότερο πολιτισµικό ταµπού της πατριαρχικής κοινωνίας είναι η σχέση µε
τη µητέρα. Έτσι, η έµφαση στον Οιδίποδα και τον ευνουχισµό αποκρύπτει ουσιαστικά τη σηµασία της
κοπής του οµφάλιου λώρου που µας συνδέει µε τη µητέρα. Βλ. επί παραδείγµατι το δοκίµιό της “Le
Corps-à-corps avec la mère” (1997: 34-46) ή για µια κριτική της φροϋδικής και λακανικής
ψυχαναλυτικής θεωρίας, το “Misère de la psychanalyse” και τη συνέντευξή της µε τον τίτλο “Pouvoir
du discourse/ Subordination du féminin” (1997: 79-104, 119-32). Εντούτοις, πιστεύουµε ότι αυτές
τούτες οι οντολογικές ανησυχίες και η ουσιοκρατία του Τερζόπουλου, που τόσο έντονα έχουν
διαποτίσει την παράσταση του Νανουρίσµατος ως τελετή θανάτου και αναδεικνύουν τη Γυναίκα της
Μιχοπούλου σε µια µεταφορά της οντολογικής αγωνίας του ανθρώπινου όντος, θα αποδυνάµωναν
οποιαδήποτε συστηµατική και συνολική ανάγνωση του σκηνοθετικού εγχειρήµατος µέσα από τη
φεµινιστική ψυχαναλυτική σκοπιά.
7
Στη λαϊκή ορθόδοξη παράδοση, µετά την επιστροφή από το νεκροταφείο γίνονται ορισµένοι
καθαρµοί, όπως το πλύσιµο των χεριών, για να ακολουθήσει το νεκρόδειπνο. Το νεκρόδειπνο τόσο
στην αρχαιότητα όσο και κατά στους χριστιανικούς χρόνους έχει παραµυθητικό χαρακτήρα. Οι
συνδαιτυµόνες τρώγοντας και πίνοντας µαζί εκδηλώνουν οµαδικά τη συµπαράστασή τους στη
δυστυχία των συγγενών και τη διάθεση για τη λήθη του λυπηρού γεγονότος και τη συνέχιση της ζωής.
343
θανάτου πάνω στο οποίο είναι δοµηµένη όλη η παράσταση. Ο σκηνοθέτης,
συµµετέχοντας ενεργά στο δρώµενο, διαβάζει καθισµένος απέναντι από την ηθοποιό
το κείµενο,
σαράντα λεπτά, όσο κρατάει η παράσταση, φτάνει στο στάδιο του ανοϊκού
Και τότε το «νανούρισµα» του σκηνοθέτη είναι σα να οδηγεί τη Γυναίκα στον αιώνιο
ύπνο, όπως τα µοιρολόγια της λαϊκής παράδοσης, χωρίς όµως τις εξάρσεις που τα
Μέρες, το Όχι Εγώ τείνουν να αµφισβητήσουν την ανάγκη της ύπαρξης του ηθοποιού
ή ακόµα και του ίδιου του θεάτρου (1981: 134). Η συρρίκνωση του ηθοποιού στο
θέατρο του παραλόγου είναι ένα σηµείο στο οποίο επικεντρώνεται και ο Όλιβερ.
Γράφει:
επανάστασή τους δεν ήταν τελείως αποτελεσµατική. Όσο πιο απλοϊκός και
344
τολµηρός ο αλληγορικός τους εξπρεσιονισµός τόσο λιγότερο χώρο αφήνουν
ελλοχεύοντα κίνδυνο χάρη στην πολύτιµη εµπειρία που τόσα χρόνια διερεύνησης των
εκφραστικών µέσων του σώµατος τούς έχουν δώσει. Για άλλη µια φορά θριαµβεύει
θεατρικού σώµατος, που ο ίδιος ο σκηνοθέτης επέλεξε, δίνουν την ευκαιρία στον ίδιο
και στην ηθοποιό του να ερευνήσουν τις εκφραστικές δυνατότητες του προσώπου-
8
Παρ’ όλα αυτά, ο Όλιβερ εξαιρεί το Μπέκετ και το Ζενέ (Genet), εκτοξεύοντας τα βέλη του
στον Ιονέσκο.
9
Θα µπορούσαµε να πούµε ότι η παράσταση αυτή µοιάζει να αποτελεί για τους δύο
συντελεστές της, τον Τερζόπουλο και τη Μιχοπούλου, έναν αµοιβαίο φόρο τιµής στην πολύχρονη και
συνεπή συνεργασία τους. Κάτι ανάλογο έπραξε ο σκηνοθέτης και µε την άλλη καλλιτεχνική του
σύντροφο, τη Ντεµίντοβα, στον Άµλετ: Μια Μαθητεία. Στην παράσταση, η όλη δράση του Άµλετ και
αυτός ο χρόνος άχρονος του υποσυνείδητου, στον οποίο κινείται για να φτάσει στο θάνατο,
τοποθετήθηκε στο ρεαλιστικό πλαίσιο ενός µαθήµατος υποκριτικής, µε βασικό άξονα τις οδηγίες του
Άµλετ στους θεατρίνους. Παραδίδεται στα ρωσικά από τη Ντεµίντοβα σε ένα νέο ηθοποιό (Θανάσης
Γεωργίου), µε τη Σοφία Χιλλ να µεταφέρει από την πρώτη σειρά της πλατείας στα ελληνικά κάποια
από τα κοµµάτια της διδασκαλίας. Με τον τρόπο αυτό, ο Τερζόπουλος µετουσίωσε σε σκηνοθετικό
εύρηµα το αυτοβιογραφικό υλικό που του προσφέρει η ίδια η Ντεµίντοβα, διερευνώντας τη λεπτή
γραµµή που χωρίζει το θεατρική ψευδαίσθηση από την πραγµατικότητα, την τέχνη του ηθοποιού από
τη ζωή του ίδιου του ηθοποιού. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Ντεµίντοβα «είναι ολόκληρος ο ρωσικός
αιώνας» (Τερζόπουλος, προσωπική συνέντευξη 10/3/2001), µε την πορεία της να ταυτίζεται µε αυτή
της θεατρικής τέχνης του 20ού αιώνα – από το Στανισλάφσκι, το Μέγιερχολντ και τους συνεχιστές του,
στο Λιουµπίµοφ, για να φτάσει στον Τερζόπουλο, το Βασίλιεφ και τον Ουίλσον – µετατρέπουν το
ρόλο της στο masterclass που παραδίδει σε υπόµνηση στην ίδια την τέχνη του θεάτρου και τη
πρωτοπορία του 20ού αιώνα. Ανάλογη υπόµνηση, αυτή τη φορά στην εκφραστική παράδοση του
ιαπωνικού θεάτρου Νο, γίνεται µε τη χρήση στην παράσταση των δύο αυθεντικών γιαπωνέζικων
κιµονό, της Οφηλίας και της Γερτρούδης, και της µινιµαλιστικής χειρονοµιακής γλώσσας, που
υιοθετείται. Με όλες αυτές τις επεξεργασµένες και ενταγµένες στο ευρύτερο πλαίσιο της σκηνοθεσίας
αναφορές στους µεγάλους σταθµούς της τέχνης του θεάτρου – και υπό αυτό το πρίσµα θα µπορούσε
να εκτιµηθεί και η αποστασιοποιηµένη µπρεχτική λειτουργία της Χιλλ ως γέφυρας µεταξύ σκηνής και
πλατείας – ο Τερζόπουλος όχι µόνο στήνει ένα µάθηµα υποκριτικής, αλλά καταθέτει κι ένα φόρο τιµής
στους µεγάλους δασκάλους του θεάτρου, εκείνους που επηρέασαν και τον ίδιο ως σκηνοθέτη,
τιµώντας παράλληλα την ίδια την ηθοποιό. Σε αυτοβιογραφικό, δηλαδή, επίπεδο, η παράσταση
λειτουργεί ως επιστέγασµα της πολύχρονης συνεργασίας των Τερζόπουλου-Ντεµίντοβα, κατά τον ίδιο
τρόπο που θα µπορούσαµε να προσεγγίσουµε το δίδυµο Τερζόπουλος-Μιχοπούλου στο Νανούρισµα,
αλλά και τη θέση του Τερζόπουλου/Αφηγητή/Ακροατή στο Τρίπτυχο (βλ. υποσηµείωση 4 στο παρόν
υποκεφάλαιο).
345
µάσκας, κάτι που όπως ήδη έχουµε σχολιάσει, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της
εργασίας τους από το 1986 µε την παράσταση των Βακχών µέχρι σήµερα. Οδηγός
τους η πορεία αυτού του προσώπου-µάσκας από τη βρεφική ηλικία στο προχωρηµένο
ηλικιακά στάδιο της γεροντικής άνοιας. Και είναι σε αυτό το σηµείο που εντοπίζεται
µια ακόµη επιρροή από το χώρο της ψυχανάλυσης και της ψυχοπαθολογίας.
Υφέρπει µια έννοια παγίδευσης, κάτι ανάλογο µε την αρχαία τραγωδία, µόνο
που εδώ το άτοµο δεν έχει παγιδευτεί από τον θεό, αλλά από την ηλικία του,
το σώµα του και τα αδιέξοδα που η ηλικία και το σώµα προκαλούν. […]
απώτερο παρελθόν, την εικόνα της µητέρας που κουνιόταν και αυτή στην
αποσπασµατικότητα του λόγου που, όµως, δεν εκφέρεται από την ίδια, την απόσυρση
346
από το κοινωνικό περιβάλλον, την απραξία, τη λειτουργία της µνήµης και, στο τέλος,
το θάνατο.10
Η διερεύνηση από τον Τερζόπουλο του υλικού της ανοϊκής κατάστασης στο
τραγωδίας ως «ενέργεια [που] έχει µία διέξοδο, [που] είναι ο αγωγός µε το Θεό, […]
Μήδειας Υλικό, όσο και τη σκηνική της µετα-γραφή από τον Τερζόπουλο.11
10
Σύµφωνα µε το Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (∆ιαγνωστικό και
Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών ∆ιαταραχών), η άνοια ή dementia, όπως ονοµάζεται, ανήκει στα
οργανικά ψυχικά σύνδροµα. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η εξασθένηση της βραχείας ή µακράς
µνήµης. Η εξασθένηση της βραχείας µνήµης (το άτοµο αδυνατεί να µάθει νέες πληροφορίες) µπορεί να
υποδηλώνεται από την ανικανότητα να θυµάται τρία αντικείµενα µετά από πέντε λεπτά. Η εξασθένηση
της µακράς µνήµης (η αδυναµία ανάκλησης πληροφοριών που ήταν γνωστές στο παρελθόν)
υποδηλώνεται από την αδυναµία του πάσχοντος να θυµηθεί περασµένες προσωπικές πληροφορίες,
όπως τον τόπο γέννησης, το επάγγελµα, τι έγινε την προηγούµενη µέρα, ή στοιχεία κοινής γνώσης,
όπως παλιούς Προέδρους, γνωστές ηµεροµηνίες. Η πιο πάνω εξασθένηση της µνήµης συνοδεύεται από
αδυναµία αφαιρετικής σκέψης, ελλιπή κρίση, αφασία (διαταραχή της γλώσσας), απραξία (αδυναµία
εκτέλεσης κινητικών δραστηριοτήτων), αγνωσία (αδυναµία αναγνώρισης αντικείµενων) και
κατασκευαστική δυσκολία (ανικανότητα να αντιγράψει τρισδιάστατες µορφές, να τοποθετήσει σε
συγκεκριµένους σχηµατισµούς ράβδους κ.λ.π.). Ακόµη, παρατηρείται αλλαγή στην προσωπικότητα
και συµπεριφορά. Στην περίπτωση της οξείας άνοιας, το άτοµο είναι ανίκανο να εκτελέσει
καθηµερινές δραστηριότητες, π.χ. να φροντίσει για τη στοιχειώδη προσωπική του υγιεινή, και είναι ως
επί το πλείστον ακατάληπτο ή βουβό (1987: 103-7).
Ο πιο κοινός τύπος της άνοιας, το Alzheimer, εµφανίζεται συνήθως µετά την ηλικία των
εξήντα πέντε, αν και υπάρχουν περιπτώσεις που ξεκινά πριν τα σαράντα εννιά. Η έναρξη του είναι
επίβουλη και η εξέλιξη προοδευτική και φθίνουσα. Στα αρχικά στάδια, η εξασθένηση της µνήµης
µπορεί να είναι η µόνη εµφανής έκπτωση στις γνωστικές λειτουργίες. Μπορεί, επίσης, να σηµειωθεί
ανάπτυξη απάθειας, έλλειψη αυθορµητισµού, ήρεµη απόσυρση από κοινωνικές συνδιαλλαγές.
Συνήθως οι πάσχοντες είναι περιποιηµένοι και καλοντυµένοι και συµπεριφέρονται µε έναν κοινωνικά
αποδεκτό τρόπο. Προχωρώντας στο µεσαίο στάδιο της πάθησης, σηµειώνονται διάφορες γνωστικές
διαταραχές και η συµπεριφορά και η προσωπικότητα επηρεάζονται εµφανώς. Στο προχωρηµένο
στάδιο, το άτοµο µπορεί να είναι τελείως βουβό και απρόσεκτο, ανίκανο να φροντίσει τον εαυτό του.
Αυτό το στάδιο οδηγεί µοιραία στο θάνατο (ό.π. 1987: 119-21).
Τα ψυχαναλυτικά, όµως, ίχνη δεν είναι εµφανή µόνο στη σκηνική ανάγνωση του µπεκετικού
έργου, έτσι όπως την επιχειρεί ο Τερζόπουλος. Κατά το Μπέικερ, ενυπάρχουν και σε αυτό καθαυτό το
έργο του συγγραφέα, ενώ ο Αντρέ Γκρην διακρίνει τέτοια συµπτώµατα, αν και περιστασιακά, και στον
ίδιο το Μπέκετ (Baker 1997: 158-59).
11
Συζητώντας τις µεταµορφώσεις της τρέλας στο νεότερο δράµα, η Μπακονικόλα-
Γεωργοπούλου τονίζει ότι βασική προϋπόθεση της τρέλας στην τέχνη είναι «έστω και ένα
συρρικνωµένο σύστηµα αξιών που να ισχύει για µια τουλάχιστον ανθρώπινη συνείδηση» (1998: 27).
Στο θέατρο του παραλόγου, όµως, από τη στιγµή που εξ αρχής δεν υφίσταται µια πνευµατική
συγκρότηση του ατόµου, η κρίση τρέλας ως ακύρωση της συνοχής αυτής δεν ισχύει: «Στον ισόπεδο
347
Αυτές οι ψυχαναλυτικές αναφορές στο έργο του Τερζόπουλου δε θα πρέπει να µας
εκπλήσσουν, όπως άλλωστε έχουµε σηµειώσει και σε άλλο σηµείο της ανάλυσής µας
(βλ. Κεφάλαιο 4). Ήδη από νωρίς ο Τερζόπουλος αναγνώρισε το σηµαντικό ρόλο που
έπαιξαν οι επιστήµες της ψυχανάλυσης και της ψυχιατρικής στη διαµόρφωση της
τον Γουίλεµ Ράιχ (Wilhelm Reich),12 τον Έρικ Φροµµ (Eric Fromm)13 (Τερζόπουλος
γίνονται φανερά ήδη στο Κεκλεισµένων των Θυρών (1980), µε την αντιστοίχιση της
Εστέλλα στο φροϋδικό «Προεγώ», της Ινέζ στο «Υπερεγώ» και του Γκαρσέν στο
«Εγώ», ενυπάρχουν στη µέθοδό του και την έµφαση που δίνει στο ατοµικό και
συλλογικό ασυνείδητο και στον ορισµό της µανίας ως τη βασική προϋπόθεση της
όπου στήνει τον Ηρακλή 2 ή η Ύδρα του Müller, τις ακουστικές και οπτικές
κόσµο του θεάτρου του παραλόγου, ακόµη και η τρέλα χάνει τα χαρακτηριστικά της, και γίνεται
ατµόσφαιρα και µοίρα κοινή» (ό.π. 1998: 27).
12
Ο Βιεννέζος ψυχίατρος Γουίλεµ Ράιχ επικεντρώθηκε στη συνολική δοµή του χαρακτήρα
και όχι στα ατοµικά νευρωτικά συµπτώµατα. Σε σχέση µε τον Τερζόπουλο και τη µέθοδό του, η
επιρροή εντοπίζεται στην άποψη που εξέφρασε ο Ράιχ στη µελέτη του Character Analysis (1933) ότι η
δοµή του χαρακτήρα λειτουργεί σαν προστατευτική θωράκιση που δεν επιτρέπει στο άτοµο να
ανακαλύψει τις νευρώσεις του. Πρέσβευε ότι καταπιεσµένα συναισθήµατα εκδηλώνονται ως µυϊκή
ένταση και ότι αυτή η ψυχική και σωµατική θωράκιση µπορεί να ξεπεραστεί κάνοντας το άτοµο να
συνειδητοποιήσει αυτή την ένταση. Ο Reich εφάρµοσε αυτή τη θεραπεία σε ασθενείς που οι νευρώσεις
τους δε θεραπεύονταν µε πιο ορθόδοξες ψυχαναλυτικές τεχνικές. Επίσης, ο Ράιχ επιχείρησε να
συνθέσει την ψυχανάλυση µε το µαρξισµό, όπως αντίστοιχα ο Τερζόπουλος πρότεινε µια τέτοια
ανάγνωση στο Κεκλεισµένων των Θυρών.
13
Ο Αµερικανός ψυχαναλυτής και κοινωνικός φιλόσοφος Έρικ Φροµµ διερεύνησε την
αλληλεπίδραση µεταξύ ψυχολογίας και κοινωνίας. Εφαρµόζοντας τις ψυχαναλυτικές αρχές στις
«ασθένειες» του πολιτισµού, ο Φροµµ πίστευε ότι η ανθρωπότητα θα µπορούσε να διαµορφώσει µια
πιο υγιή ψυχολογικά κοινωνία. ∆εν επικεντρώθηκε, όπως ο Φρόυντ, µόνο στο άτοµο και τις
ασυνείδητες ενορµήσεις του, αλλά και στους κοινωνικούς παράγοντες της ανθρώπινης ψυχολογίας, για
να υποστηρίξει ότι η προσωπικότητα του ατόµου είναι προϊόν τόσο πολιτισµικό όσο και βιολογικό.
.
348
Άµλετ-Γερτρούδης, έτσι όπως διαδραµατίζεται στο ένα σώµα της Ντεµίντοβα, στον
Άµλετ: Μια Μαθητεία και – για να επανέλθουµε στο Μπέκετ – την ανοϊκή Γυναίκα
του Νανουρίσµατος και το απρόσφορο (αυτό που δεν ταιριάζει στην περίσταση)
νύξεις δεν είναι ευθείες και ακατέργαστες, αλλά φιλτραρισµένες µέσα από την
της περιόδου του Άττις. Και, κατά την άποψή µας, δεν αντιφάσκουν µε τη σύνολη
Από τη µια, λοιπόν, η «θανατηφορική θλίψη» µάς ώθησε να κάνουµε το άλµα µέσα
στο χρόνο και να περάσουµε από την τραγωδία, και δη τον Αισχύλο, στο Μπέκετ για
Τερζόπουλος και ο Μπέκετ, αλλά και την υποδόρια ύπαρξη των ψυχαναλυτικών
επιρροών και αναφορών στο έργο του πρώτου, οι οποίες, όπως εξηγήσαµε
µας, επαληθεύεται και εδραιώνεται η συγγενική σχέση των δύο καλλιτεχνών τόσο
στο εικαστικό όσο και στο δραµατουργικό και φιλοσοφικό επίπεδο. Εναπόκειται στο
349
βαρύτητα που έχει η επαφή του Τερζόπουλου µε τον άλλο σύγχρονο συγγραφέα, το
Μύλλερ.14
14
Ήδη σε υποσηµείωσή µας κάναµε αναφορά στην επόµενη σκηνοθεσία του, το Τρίπτυχο
(2004), όπου διερευνά περαιτέρω το µπεκετικό υλικό. Υπενθυµίζουµε, όµως, ότι αυτή η παράσταση
δε συµπεριλαµβάνεται στην παρούσα ανάλυση, καθώς ξεφεύγει από τα χρονολογικά όρια που εξ αρχής
είχαν τεθεί.
350
5.2. Συµπεράσµατα και προοπτικές
Πλησιάζοντας στο τέλος της µελέτης µας, αξίζει εν είδει επιλόγου να ανασκοπήσουµε
επισηµάνσεις.
Είναι αλήθεια ότι χαρακτηρίσαµε την πρώτη µπρεχτική περίοδο του σκηνοθέτη
ότι πρόκειται για µία περίοδο καλλιτεχνικής «εφηβείας», µε την έννοια της πιστής
µίµησης ενός µοντέλου και της παράλληλης, από ένα σηµείο και µετά, προσπάθειας
πρώτης περιόδου είναι ένας βαθύς γνώστης του Μπρεχτ, πράγµα σπάνιο για τα
θεατρικά δεδοµένα της Ελλάδας της εποχής εκείνης. Έτσι, παρά την όποια έκπληξη η
τον Τερζόπουλο του οντολογικού προβληµατισµού της κατοπινής περιόδου του Άττις
αυτής της πρώτης περιόδου για λόγους πέραν των προσωπικών του σκηνοθέτη.
Συγχρόνως, όµως, ο Τερζόπουλος ήδη από νωρίς δίνει την εντύπωση ενός ανήσυχου
διαγράφεται κατά τα χρόνια της θητείας του στο Κ.Θ.Β.Ε. είναι µια πορεία αποκοπής
από το µπρεχτικό ιδίωµα προς αναζήτηση µιας άλλης σκηνικής γλώσσας, που θα
αγγίζει τον οργανικό χρόνο της ύπαρξης, θα φωτίζει, δηλαδή, όχι την κοινωνική,
351
αλλά την οντολογική της διάσταση. Ο σκηνοθέτης, εποµένως, µετατοπίζεται αργά
αλλά σταθερά από το ιδεολογικό σώµα του µπρεχτικού gestus στο µη ιδεολογικό
ουδέτερο σώµα. Υπό αυτό το πρίσµα, η µεταστροφή του Τερζόπουλου µε την ίδρυση
στόχων.
καθορίστηκε από την απόφασή του να επικεντρωθεί στην αρχαία ελληνική τραγωδία
οι πιο πάνω στόχοι, ο Τερζόπουλος, ακολουθώντας πρότυπα κυρίως ξένα, αλλά και
του «δικού» µας Κουν, οικοδοµεί το Άττις πάνω σε αρχές αυστηρές, για να
υπηρετήσει µια αντισυµβατική θεατρική φιλοσοφία. Πρόκειται για ένα θέατρο του
ηθοποιού και της διερεύνησης των εκφραστικών του µέσων, µε τον ηθοποιό, όµως,
στα χνάρια ενός Γκροτόφσκι και ενός Αρτώ, οραµατίζεται πια και συγκροτεί ένα
προχωρήσει στον κεντρικό του στόχο, που είναι η διαµόρφωση ενός συστήµατος
γραφή της αρχαίας τραγωδίας. Πρόκειται για τη λεγόµενη µέθοδο της αποδόµησης.
352
δρώµενα, και µέσα από την εξαντλητική καταπόνηση, το σώµα ολόκληρο καθίσταται
ενεργειακό, ικανό να εκφραστεί µέσα από τα αποδοµηµένα µέλη του για να αρθρώσει
την ατοµική του µνήµη – εµπειρίες τραυµατικές που έχουν απωθηθεί στο
ασυνείδητο– και κατ’ επέκταση, να γίνει φορέας και εκφραστής της συλλογικής
και τις ηχογόνες πηγές του ηθοποιού και διερευνά τις δυνατότητες σωµατοποίησης
αλλά λειτουργεί παραπληρωµατικά προς αυτά. Σώµα και λόγος/ ήχος, λοιπόν,
τη µετα-ποίηση των σκηνικών συµβάσεων της τραγωδίας (πρωτίστως του χορού και
µέθοδό του ο ηθοποιός ψυχή τε και σώµατι µετέρχεται µιας ευωχίας. Όχι µόνο,
λοιπόν, ο σκηνοθέτης επιτίθεται ενάντια στο θεατρικό σώµα έτσι όπως το ρεαλιστικό
θέατρο το έχει (δια)µορφώσει, αλλά συγχρόνως αποκαθιστά τις χαµένες ιδιότητες του
353
Ταυτόχρονα, η αναζήτηση ενός µη ρεαλιστικού θεατρικού κώδικα και η διερεύνηση
του ζητήµατος της έκστασης οδηγούν τον Τερζόπουλο πέρα από τα ελληνικά σύνορα
ακόµη από την πεποίθησή του ότι η καλλιτεχνική συνεργασία µεταξύ των πολιτισµών
χώρα στο ίδιο το σώµα του ηθοποιού διαµέσου της διδασκαλίας της µεθόδου του
Άττις.
σκηνοθετική πράξη του Τερζόπουλου στο σύνολό της, η οποία αδιαφορεί για το
κοινωνικές και ιδεολογικές της αφηγήσεις προκειµένου να επιτύχει έναν «διά του
Λόγου έλεγχο», όπως λέει ο Φουκώ. Αν, στην περίπτωση των Επιγόνων ή του Αίας-
Τρέλα, ο σκηνοθέτης ενδιαφέρεται για τον τρόπο µε τον οποίο το σώµα βιώνει και
βιάζεται από την εκάστοτε εξουσία, και πάλι ο σκηνοθέτης κινείται στο επίπεδο της
του σώµατος επί σκηνής. Τα σώµατα που κατακλύζουν τη σκηνή του Άττις, µέσα από
354
ιερογλυφικά, αρχετυπικά σύµβολα του πάσχοντος όντος. Από την άλλη, ο σκηνικός
κόσµος στον οποίο τοποθετεί το ιερογλυφικό σώµα, είναι ένας χώρος που διέπεται
από γεωµετρία και φορµαλισµό, αποτέλεσµα της διερεύνησης της σχέσης σώµατος
και χώρου, µε τον τρόπο που όλη η πρωτοπορία του 20ού αιώνα επιχείρησε στην
την απέριττη και συνάµα ποιητική εικαστική γλώσσα του Άττις, αποκαλύπτοντας, στο
αισθητική γλώσσα του Μπέκετ. Γενικότερα, αποκαλύπτεται για µια ακόµα φορά ότι
στο σωµατοκεντρικό θέατρο του Τερζόπουλου όλα περιστρέφονται γύρω από αυτό το
Μέσα από τέτοιες οδούς, το Άττις έρχεται να τοποθετηθεί δυναµικά στο χάρτη του
ελληνικού και του παγκόσµιου θεάτρου, µε τη δική του ανάγνωση της τραγωδίας.
Πρόκειται για ένα θέατρο της σκληρότητας, που προτίθεται να ταράξει τα ήσυχα νερά
της σκηνικής µετα-γραφής της ελληνικής τραγωδίας καθώς µέσα από τη µέθοδό του
στην καθολική πραγµατικότητα, για να αντλήσουµε από τη σκέψη της ντε Ροµιγί για
το αρχαίο δράµα (de Romilly 1996: 66). Πρόκειται για µια αφήγηση της τραγικής
355
Οφείλουµε, βέβαια, να αναγνωρίσουµε ότι ο Τερζόπουλος κινείται σε µια
κατεύθυνση αντίθετη προς την κυρίαρχη, καθώς πρεσβεύει την παγκοσµιότητα του
σώµατος σε καιρούς που το ενδιαφέρον στις τέχνες εν πολλοίς εντοπίζεται στο σώµα/
στο ότι στην εικονική και ψηφιακή πραγµατικότητα και τον τρόπο που χειρίζεται το
πραγµατικό, που αµφισβητεί την αυθεντία του υποκειµένου και που (ανα)παράγει
Γνωρίζουµε ότι µια τέτοια καλλιτεχνική συνείδηση και κατ’ επέκταση δηµιουργία,
µετανεωτερικής συνθήκης, της κουλτούρας και του ήθους της, µε τις επιπτώσεις που
έχει στην εαυτότητα. Αντ’ αυτού, ο Τερζόπουλος εµµένει στο θνητό πάσχον σώµα, το
σώµα που σπαράζει και σπαράσσεται από τον πόνο και την αγωνία που η ίδια η
θνητότητά του ενέχει. Και κατά τη γνώµη µας, η συνεισφορά του είναι ακόµα και
Για τον Τερζόπουλο, λοιπόν, οι τραγικοί ποιητές είναι οι διάµεσοι ανάµεσα στους
ανθρώπους και την αλήθεια (2000: 71). Ως τέτοιους, όµως, δεν ξεχωρίζει µόνο τον
κρατά τον Τερζόπουλο πάντα κοντά στο πνεύµα του Αρτώ, συνεισφέρει στη
356
διαµόρφωση µιας φιλοσοφίας και αισθητικής της βίας, ωθεί τους ηθοποιούς του Άττις
σε µια περαιτέρω άσκηση σώµατος και διάνοιας προς αναζήτηση νέων εκφραστικών
κωδίκων.
Κατά τη γνώµη µας, όµως, η µυλλερική δραµατουργία παρακινεί τον Τερζόπουλο και
προς µια άλλη κατεύθυνση. Τα έργα του Μύλλερ ως αλληγορίες του πολιτικού
Τερζόπουλου και σε παραστάσεις όπως το Μήδειας Υλικό (1988) και τους Επιγόνους
(2003) ένα ανανεωµένο πολιτικό ιδίωµα. Πρόκειται για δείγµατα ενός (όπως το
µανία στην τρέλα, «εκ-κεντρώνει» την ανθρώπινη ύπαρξη για να την αφήσει να
καταρρεύσει και παράφρων να διηγηθεί το προσωπικό και ιστορικό τέλος. Είναι µια
καθώς δεν αποτελεί ενεργειακό δίαυλο που οδηγεί στο υπερβατικό. Η εν λόγω «εκ-
εγκλωβίζει το σώµα µέσα στον ίδιο του τον εαυτό και το κάνει να αυτοαναλώνεται.
Αυτή, όµως, η «έκ-κεντρη» χειρονοµία παίρνει µέγεθος τραγικό. Και είναι σε αυτό το
σηµείο που αποκαλύπτεται από µέρους του δηµιουργού µια νοσταλγία της
357
απολεσθείσας ύπαρξης ως αυτόνοµης δηµιουργικής οντότητας, η οποία επικοινωνεί
ευθέως µε το υπερβατικό. Και είναι εδώ που πιστεύουµε ότι ο Τερζόπουλος αποκλίνει
από πιθανούς χαρακτηρισµούς της τέχνης του ως µετανεωτερικής. Πρόκειται για µια
δηµιουργός/ διάνοια. Κατά τον ίδιο τρόπο, το θέατρό του έχει χαράξει µια πορεία
ρήξης µε την παράδοση αλλά και ανανέωσης και εξέλιξης της τέχνης. Μια τέτοια
πορεία κινείται µέσα στο νεωτερικό πνεύµα. ∆εν είναι παράδοξο, λοιπόν, που στην
αποκαλύπτεται, για µια ακόµα φορά, όπως και στην τραγωδία, είναι η τραγικότητα
της ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι, µολονότι ανιχνεύσαµε στο σύνολο του έργου του
το Άττις. Το γεγονός, όµως, ότι οι Επίγονοι αποτελούν ένα από τα πιο πρόσφατα
15
Πράγµατι, τον Ιούνιο του 2004, ο Τερζόπουλος παρουσίασε την παράσταση Αίας-Τρέλα,
στο αρχαίο στάδιο των ∆ελφών. Μολονότι οι χρονολογικοί περιορισµοί της µελέτης µας δε µας
επιτρέπουν να προχωρήσουµε σε µια αναλυτική θεώρηση της παράστασης, αξίζει να επισηµάνουµε
ότι, κατά τη γνώµη µας, αποτελεί ένα νέο δείγµα πολιτικού θεάτρου, στη γραµµή των Επιγόνων.
Πρόκειται για µια πολιτική ανάγνωση της ιστορίας του Αίαντα, η οποία έχει θραυσµατικό χαρακτήρα
και πραγµατεύεται το ζήτηµα της παραφροσύνης ενός ήρωα εν καιρώ πολέµου. Ο ταπεινωµένος Αίας
είναι «ήρωας παρωχηµένων χρόνων, η ώρα του έχει απέλθει», παρατηρεί η ΜακΝτόναλντ (McDonald
1993:105), καθώς «η βράβευση του Οδυσσέα µε την πανοπλία συµβολίζει την καινούργια µεταστροφή
της εξουσίας από το άτοµο που διαθέτει πολεµικές ικανότητες σε εκείνο που διαθέτει ικανότητες
πολιτικού» (ό.π. 1993:111). Εδώ, κατά τη γνώµη µας, επικεντρώνεται ο Τερζόπουλος, ο οποίος, όµως,
δε στοχεύει να αποκαλύψει µόνο το πάσχον σώµα, το σώµα που βιάζεται από τη βία και τον
παραλογισµό του πολέµου, αλλά περισσότερο επιδιώκει να καταθέσει ένα ειρωνικό σχόλιο για το ρόλο
της πολιτικής σε τέτοιες περιπτώσεις. Ο σκηνοθέτης ειρωνεύεται αυτή τη µετάβαση από το
στρατιωτικό ηρωικό βίο στον πολιτικό βίο, ο οποίος λειτουργεί σύµφωνα µε το σκεπτικό του
Λύσανδρου, πνευµατικού απόγονου του Οδυσσέα. Η αλήθεια δεν είναι πλέον καλύτερη από το ψέµα,
358
Αν, όµως, ο Τερζόπουλος οφείλει στο Γερµανό συγγραφέα την επανασύνδεσή του µε
το πολιτικό, στον ίδιο βρίσκει τις αφορµές για να επανεξετάσει ένα ακόµα κεντρικό
ζήτηµα της δηµιουργίας του, τον έρωτα. Αλλά και πάλι ο έρωτας προσεγγίζεται όχι
ως άµεσα συναρτούµενος από την εξουσία και την πολιτική συνθήκη – κατά τη
Πρόκειται για τον έρωτα ως ενσάρκωση της ανάγκης των συνειδητών όντων για
επικοινωνία και εξέλιξη στο υπαρξιακό επίπεδο. Ή, για να είµαστε πιο ακριβείς, ο
δίπολο Έρως-Θάνατος που διαπερνά όλες τις ερωτικές µετα-γραφές του Άττις και
οδηγεί στην ανάδειξη του ερωτικού όχι µόνο στη µυλλερική αλλά και στην αρχαία
και νεοελληνική δραµατουργία. Για το (ερωτικό) σώµα, ο έρωτας δεν είναι παρά ένα
Το 2003, στο πάνθεον των συγγραφέων που έχουν σφραγίσει µε το έργο τους το Άττις
έρχεται να προστεθεί και ο Μπέκετ. Κατά την άποψή µας, βρισκόµαστε στην απαρχή
µιας σχέσης που µπορεί να λάβει τις διαστάσεις και τη βαρύτητα που η τραγωδία και
του Νανουρίσµατος και του Τρίπτυχου όχι µόνο αποκαλύπτεται επί σκηνής η
αλλά καθετί αποτιµάται ανάλογα µε την ανάγκη. «Όπου δε φτάνει η λεοντή, ράψε αλεπουδοτόµαρα»,
λέει ο Λύσανδρος (στην ό.π. 1993: 105), σε αντίθεση µε τον Αχιλλέα (το ίνδαλµα του Αίαντα), που
πιστεύει ότι «Πιο µισητός και από τις πύλες του Άδη µού είναι ο άνθρωπος που άλλα κρύβει στην
καρδιά του και άλλα λέει» (στην ό.π. 1993: 105). Με το Αίας-Τρέλα, το πολιτικό ιδίωµα του
Τερζόπουλου ανανεώνεται, καθώς ισορροπεί ανάµεσα στην τραγικότητα και τη σαρκαστική ανατροπή
της, και για µια ακόµη φορά «συνοµιλεί» µε τη µυλλερική σκέψη και τη γραφή, και ιδιαίτερα µε το
κείµενο Αίας για Παράδειγµα (1994). Όπως ο Μύλλερ στο Αίας για Παράδειγµα, έτσι και ο
Τερζόπουλος «διερωτάται αν µπορεί να συλλάβει τη σύγχρονη πραγµατικότητα µε όρους τραγικούς
και να συντάξει την τραγωδία του καιρού του» (Βαροπούλου 2001: 21). Πριν, όµως, φτάσει σε τέτοιες
ειρωνικές ανατροπές, ο Τερζόπουλος, υπενθυµίζουµε, επέστρεψε στην τραγωδία των Περσών,
σκηνοθετώντας την το Νοέµβριο του 2003, σε µια παραγωγή του Ιδρύµατος Μέγερχολντ της Μόσχας,
µε ηθοποιούς-σκηνοθέτες από τα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
359
φιλοσοφική και αισθητική συγγένεια των δύο καλλιτεχνών αλλά ανοίγει κι ένας νέος
Τερζόπουλος στο µέλλον, ένας δρόµος δηµιουργίας που, όπως και µε την περίπτωση
Τις ηµέρες που γράφονταν αυτές οι καταληκτικές σελίδες για το θέατρο του
κατά τη διάρκεια της αφιερωµένης στο Σοφοκλή ΧΙΙ Συνάντησης Αρχαίου ∆ράµατος
στους ∆ελφούς:
Φτάνει πια! Σε λίγο, όπως πάµε, δεν θα υπάρχουν νέοι σκηνοθέτες που να
απασχολήσουν εδώ. Εκείνο, όµως, που µας αφορά στο σηµείο που βρισκόµαστε είναι
τα υπόγεια ρεύµατα που κινούνται κάτω από τα πράγµατι θυµωµένα λόγια του
σκηνοθέτη που, όπως είδαµε, επιθυµεί να φτάσει στη σιωπή. ∆ιαφαίνεται ένας
ατενίζει το µέλλον, όχι µόνο το προσωπικό του πια, αλλά και των επερχόµενων
360
γενεών, εντέλει το µέλλον του ίδιου του (ελληνικού) θεάτρου. Με άλλα λόγια, ο
Θεωρούµε ότι είναι προς τιµήν του σκηνοθέτη το γεγονός ότι τον τελευταίο καιρό
διευρύνει το ατοµικό του όραµα και την αποστολή του στρέφοντας την προσοχή του
στους νέους δηµιουργούς. Αυτή είναι και η κινητήρια δύναµη η οποία τον οδήγησε
στην εξαγγελία της ίδρυσης του Ελληνικού Κέντρου ∆ραµατικής Τέχνης, σε χώρο
ακριβώς απέναντι από το θέατρο Άττις. Πρόκειται για ένα κέντρο έρευνας µε διεθνή
ανάλογης δράσης καλλιτεχνικά εργαστήρια της Ιαπωνίας (όπως του Σουζούκι), της
Αµερικής (όπως του Ουίλσον), της Ρωσίας κ.λπ. Εκδηλώνεται η θέλησή του
στην καλλιέργεια και ανύψωση του επιπέδου της θεατρικής τέχνης στην Ελλάδα,
Εδώ έγκειται, κατά τη γνώµη µας, µέρος της µεγάλης προσφοράς του Τερζόπουλου.
ο Μπάρµπα, o Σουζούκι κ.ά., αλλά, πέρα και πάνω απ’ όλα, ο Τερζόπουλος αποτελεί
µια ιδιότυπη θεατρική περίπτωση σκηνοθέτη, που διαµόρφωσε τη δική του σκηνική
361
γλώσσα και χάραξε τη δική του πορεία στο εγχώριο και παγκόσµιο στερέωµα. Εδώ
και χρόνια, το Άττις αποτελεί µια οµάδα που καταφέρνει να ισορροπεί τις προσωπικές
της ανάγκες για έρευνα (που τη θέτουν στην περιφέρεια της τέχνης) µε τις απαιτήσεις
της παγκόσµιας θεατρικής αγοράς (που την τοποθετούν στην καρδιά του
συστήµατος). Όπως είπαµε, αυτό δεν είναι ιδιαίτερο γνώρισµα του Άττις µόνο, αλλά
κατά την άποψή µας, είναι ότι το Άττις µε συνέπεια, επιµονή και µακρόχρονη
προσπάθεια κατάφερε αυτό που είναι σπάνιο για τα ελληνικά τουλάχιστον (θεατρικά)
Ιδιαίτερα για εµάς τους Έλληνες έχει τεράστια σηµασία η συµµετοχή µας στο
διάλογο όχι µόνο γιατί εµπλέκεται, όπως είπαµε, άµεσα και η αρχαία
κέντρου/ περιφέρειας, µικρής και µεγάλης λογοτεχνίας […]. Γι’ αυτό και είναι
Με αυτές τις σκέψεις, ολοκληρώνεται ο επίλογος αυτής της διατριβής, που στόχο είχε
να προσφέρει µια συγκεντρωτική ανάγνωση του έργου του Τερζόπουλου και των
βασικών αξόνων που διέπουν τη δηµιουργία του. Πιστεύουµε ότι, ανεξαρτήτως πώς
θα κινηθεί στο µέλλον ο σκηνοθέτης, οι βασικές ιδεολογικές και αισθητικές ύλες που
362
συνθέτουν τον κεντρικό πυρήνα της τέχνης του είναι πια αποκρυσταλλωµένες. Από
λοιπόν, το πέρας της µελέτης αυτής να αποτελέσει την απαρχή µιας σειράς
συζητήσεων, γόνιµων ενστάσεων και επαναθεωρήσεων επί των ίδιων θεµάτων τόσο
από µέρους των µελετητών όσο και της µελλοντικής δηµιουργίας του ίδιου του
Θεόδωρου Τερζόπουλου.
363
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ∗
∗
Στη Βιβλιογραφία αναφέρονται οι πηγές που βοήθησαν την παρούσα µελέτη. Για τη
διευκόλυνση του αναγνώστη, στις ξενόγλωσσες πηγές συµπεριλαµβάνονται κι εκείνες οι
ελληνόγλωσσες, στις όποιες το όνοµα του συγγραφέα αναγράφεται µε λατινικούς χαρακτήρες. Επίσης,
λόγω των πολύτιµων πληροφοριών που µας προσέφεραν, χρησιµοποιήθηκαν στη µελέτη µας
ορισµένες – ευτυχώς ελάχιστες – πηγές οι οποίες αντλήθηκαν από το αρχείο του Θεόδωρου
Τερζόπουλου και έχουν ελλιπή βιβλιογραφικά στοιχεία, τα οποία δεν κατέστη δυνατό να εντοπίσουµε.
1. ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Α) ΒΙΝΤΕΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
Θέατρο Άττις. Βάκχες. Tου Ευριπίδη. Σκην. Θεόδωρος Τερζόπουλος. ∆ελφοί. 1986.
____. Μήδειας Υλικό. Του Χάινερ Μύλλερ. Σκην. Θεόδωρος Τερζόπουλος. Αθήνα.
1988.
____. Κουαρτέτο. Του Χάινερ Μύλλερ. Ηθοπ. Όλια Λαζαρίδου και Άκης
1994.
1995.
____. Ηρακλής. Του Χάινερ Μύλλερ. Σκην. Θεόδωρος Τερζόπουλος. Αθήνα. 1997.
1998.
____. Κάθοδος. Των Ευριπίδη και Σοφοκλή. Σκην. Θεόδωρος Τερζόπουλος. Αθήνα.
1999.
2000.
Επίδαυρος. 2000.
365
____, Θέατρο Taganka και Θέατρο Α Μόσχας. Κουαρτέτο. Tου Heiner Müller. Ηθοπ.
Μόσχα Ρωσίας.1993.
____ και Θέατρο Α Μόσχας. Μήδειας Υλικό. Του Heiner Müller. Ηθοπ. Άλα
____ και Θέατρο Α Μόσχας. Άµλετ: Μια Μαθητεία. Του Μπόρις Πάστερνακ. Σκην.
____ και Θέατρο Άττις. Ηρακλέους Κάθοδος. Των Ευριπίδη και Σοφοκλή. Σκην.
Γερµανίας. 1989.
Teatro di Sardegna και Θέατρο Άττις. Paska Devadis. Του Μικελάντζελο Πίρα. Σκην.
Teatro Olimpico di Vicenza και Θέατρο Άττις. Αντιγόνη. Του Σοφοκλή. Σκην.
366
Β) ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ
367
2. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
Α) ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ
∆ηµοτικό Περιφερειακό Θέατρο Βόλου. Ελευθερία στη Βρέµη. Του Ράινερ Βέρνερ
∆ιεθνές Ινστιτούτο Μεσογειακού Θεάτρου. Βία και Ειρήνη στο Μεσογειακό Θέατρο.
Ε.Π.Κε.∆., 1995.
____. Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο και Αρχαίο Ελληνικό ∆ράµα / Greek Artists and
____. Μια Σκηνή για τον ∆ιόνυσο: Θεατρικός Χώρος και Αρχαίο ∆ράµα. ∆ελφοί. 16
____. ∆ιεθνής Μουσική Συνάντηση: Μύθος, Μουσική και ∆ράµα. ∆ελφοί. 6-11
Ιουλίου 1999.
Θεσσαλονίκη. 1977.
368
Θεατρικός Οργανισµός Στιγµή. Η Τρελοβγενιώ. Της Ινές Κανιατί. Σκην. Γιάννης
____. Βάκχες (σπουδή πάνω στις Βάκχες). Του Ευριπίδη. Σκην. Θεόδωρος
Τερζόπουλος.
____. Κουαρτέτο. Του Χάινερ Μύλλερ. Ηθοπ. Όλια Λαζαρίδου και Άκης
1998.
Επιδαύρου. 2000.
____ και Θέατρο Α Μόσχας. Μήδειας Υλικό. Του Χάινερ Μύλλερ. Ηθοπ. Άλα
____. Άµλετ: Μια Μαθητεία. Του Boris Pasternak. Σκην. Θεόδωρος Τερζόπουλος.
____ και Θέατρο Ολύµπικο της Βιτσέντσα. Αντιγόνη. Του Σοφοκλή. Σκην.
369
____. Αντιγόνη. Του Σοφοκλή. Σκην. Θεόδωρος Τερζόπουλος. Φεστιβάλ Επιδαύρου
1995.
____, Θέατρο Taganka και Θέατρο Α Μόσχας. Κουαρτέτο. Tου Χάινερ Μύλλερ.
Θέατρο Εµπρός. Το Έργο για το Μωρό. Του Έντουαρντ Άλµπι. Σκην. Τάσος
Θέατρο Κεφαλληνίας. Πριν την Αναχώρηση. Του Τόµας Μπέρνχαρντ. Σκην. Στάθης
Θέατρο Πορεία. Οικόπεδα µε Θέα. Του Ντέιβιντ Μάµετ. Σκην. Στάθης Λιβαθινός.
2001-02.
Θέατρο του Νέου Κόσµου. Εδουάρδος Β΄. Του Κρίστοφερ Μάρλοου. Σκην. Βαγγέλης
Θεοδωρόπουλος. 2000.
Θίασος Σµαρούλας Γιούλη. Μαρκησία του Λιµανιού. Tου Νίκου Φώσκολου. Σκην.
____. Χίπισσα Ιωάννα. Των Κώστα Καραγιάννη και Νίκου Καµπάνη. Σκην. Κωστής
Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Ένα Ευτυχές Γεγονός. Του Σλάβοµιρ Μρόζεκ.
____. Κεκλεισµένων των Θυρών. Tου Ζαν Πωλ Σαρτρ. Σκην. Θεόδωρος Τερζόπουλος
Θεσσαλονίκη. 1979-80.
Θεσσαλονίκη 1981-82.
Θεσσαλονίκη.1982-83.
370
Β) ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ
____. Die Perser. Aischylos. Quartett. Heiner Müller. Berlin. Oct. 1991.
____. Persas. De Esquilo. Direçao Theodoros Terzopoulos .Sao Paulo. Março 1994.
Τερζόπουλος .1988.
371
3. ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ
Α) ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ
∆ηµητριάδης, ∆ηµήτρης. Η Λήθη και Άλλοι Τέσσερις Μονόλογοι. Αθήνα: Άγρα, 2000.
Αιγόκερως, 1988.
Φασµπίντερ, Ράινερ Βέρνερ. Ελευθερία στη Βρέµη. Μτφρ. Σωτηρία Ματζίρη. Αθήνα:
∆ωδώνη, 1990.
372
Β) ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ
Beckett, Samuel. Collected Shorter Plays of Samuel Beckett. London: Faber and
Faber, 1984.
Müller, Heiner. Hamletmachine and Other Texts for the Stage. Επιµ. και µτφρ. Carl
____. Heiner Müller: Μορφές από τον Ευριπίδη: Ρηµαγµένη Όχθη Μήδειας Υλικό
____. ∆ύστηνος Άγγελος: Επιλογή από Κείµενα για το Θέατρο, Ποιήµατα και Πεζά.
373
4. ΒΙΒΛΙΑ
Α) ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ
Αρτώ, Αντονέν. Το Θέατρο και το Είδωλό του. 1938. Μτφρ. Παύλος Μάτεσις. Αθήνα:
∆ωδώνη, 1992.
Γιατράς, ∆ιονύσιος. Το Αττικό Πλήρες ∆ράµα ως Μορφή Τέχνης. Αθήνα: Εστία, 1991.
Γκροτόφσκι, Γέρζι. Για Ένα Φτωχό Θέατρο. 1968. Μτφρ. Φώντας Κονδύλης, Μαίρη
Γραµµατάς, Θόδωρος. Το Ελληνικό Θέατρο στον 20ό Αιώνα: Πολιτισµικά Πρότυπα και
Κουν, Κάρολος. Κάνουµε Θέατρο για την Ψυχή µας. Αθήνα: Καστανιώτης, 1987.
374
Κουνέλλης, Γιάννης. Λιµναία Οδύσσεια: Κείµενα και Συνεντεύξεις 1966-1989. Μτφρ.
Σµίλη, 1991.
____. Θέµατα και Πρόσωπα του Σύγχρονου ∆ράµατος. Αθήνα: Πατάκη, 1998.
Αθήναι: Νίκας.
Κέδρος, 1981.
Παραµύθια από τον Αµαζόνιο. Μτφρ. Άννα Κόκκαλη. Αθήνα: Απόπειρα, 1995.
Αιγόκερως, 1984.
375
____. (Εν)τάσεις και (∆ια)στάσεις: Η Ελληνική Τραγωδία και η Θεωρία του Εικοστού
Studio P, 2000.
Ίκαρος,1992.
Φουκώ, Μισέλ. Ιστορία της Σεξουαλικότητας: Η ∆ίψα της Γνώσης. Μτφρ. Γκλόρυ
Β) ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ
Allard, Geneviève, και Pierre Leffort. Η Μάσκα. Μτφρ. Χριστίνα Ζήση. Αθήνα:
Χατζηνικολή, 1989.
376
Agehananda, Bharati, επιµ. The Realm of the Extra-Human: Agents and Audiences.
Artaud, Antonin. The Theatre and Its Double. Μτφρ. Mary Caroline Richards. New
Ashby, Clifford. Classical Greek Theatre: New Views of an Old Subject. Iowa City: U
of Iowa P, 1999.
Baker, Phil. Beckett and the Mythology of Psychoanalysis. New York: Macmillan,
1997.
Barker, Howard. Arguments for a Theatre. 2η εκδ. Manchester: Manchester UP, 1993.
Bataille, Georges. Visions of Excess: Selected Writings 1927-1939. Επιµ. και µτφρ.
Begam, Richard. Samuel Beckett and the End of Modernity. Stranford: Stranford UP,
1996.
Bentley, Eric, επιµ. The Theory of the Modern Stage. London: Penguin, 1990.
377
Birringer, Johannes. Theatre, Theory and Postmodernism. Bloomington: Indiana UP,
1991.
Bischoff, Ulrich. Edvard Munch 1863-1944. Μτφρ. Michael Hulse. Köln: Benedikt
Taschen, 1993.
Bogart, Travis, και William I. Oliver, επιµ. Modern Drama: Essays in Criticism. New
Bradby, David, και David. Williams. Director’s Theatre. London: Macmillan, 1988.
Brater, Enoch. Beyond Minimalism: Beckett’s Late Style in the Theater. New York:
Braun Edward, επιµ. Meyerhold on Theatre. Μτφρ. Edward Braun. London: Methuen,
1969.
Brecht, Bertolt. Brecht on Theatre. Επιµ. και µτφρ. John Willett. London: Methuen,
1997.
Bremmer, Jan, και Herman Roosenburg, επιµ.. A Cultural History of Gesture: From
Brockett, Oscar G. History of the Theatre. 7η εκδ. Boston: Allyn and Bacon, 1995.
Brook, Peter. The Shifting Point: Forty Years of Theatrical Exploration 1946-1987.
____. Η Ανοιχτή Πόρτα: Σκέψεις Πάνω στην Τέχνη και την Πρακτική του Θεάτρου
Carlson, Marvin. Theories of Theatre: A Historical and Critical Survey, from the
378
Connor, Steven. Samuel Beckett: Repetition, Theory and Text. Oxford: Basil
Blackwell, 1988.
Cuddon, J.A. The Penguin Dictionary of Literary Terms and Literary Theory. 1977.
Άστυ, 1996.
Derrida, Jacques. Writing and Difference. Μτφρ. Alan Bass. Chicago: Chicago UP,
1978.
Elkins, James. Pictures of the Body: Pain and Metamorphosis. Stanford, California:
Esslin, Martin. The Theatre of the Absurd. 1961. 3η εκδ. New York: 1983.
379
Ferguson, John. Among the Gods: An Archaeological Exploration of Ancient Greek
Fischer-Lichte, Erica. The Show and the Gaze of Theatre: A European Perspective.
Frazer, James. Ο Χρυσός Κλώνος: Μελέτη για τη Μαγεία και τη Θρησκεία. Τόµ. Β΄.
____. The Golden Bough: A Study in Magic and Religion. London: Penguin, 1996.
Friedman, Melvin J., επιµ. Samuel Beckett Now. Chicago: U of Chicago P, 1975.
Goldberg, Rose Lee. Performance Art: From Futurism to the Present. 1979. London:
1979.
1979.
Grotowski, Jerzy. Towards a Poor Theatre. 1968. London: Methuen -Eyre Methuen,
1975.
380
Honour, Hugh, και John Fleming. Ιστορία της Τέχνης. Μτφρ. Ανδρέας Παππάς.
Hunt, Albert, και Geoffrey Reeves. Peter Brook. Cambridge: Cambridge UP, 1979.
Irigaray, Luce. The Irigaray Reader. Επιµ. και µτφρ. Margaret Whitford. London:
Blackwell, 1997.
Jones, Amelia. Body Art: Performing the Subject. Minneapolis: Minnesota UP, 1998.
____, και Andrew Stephenson, επιµ. Performing the Body/Performing the Text.
Kalb, Jonathan. The Theatre of Heiner Müller. Cambridge: Cambridge UP, 1998.
Leacroft, Richard, και Helen Leacroft. Theatre and the Playhouse: An Illustrated
Survey of Theatre Building from Ancient Greece to the Present Day. London:
Methuen, 1984.
381
Lechte, John. Fifty Key Contemporary Thinkers: From Structuralism to
Leeming, David Adams. The World of Myth: An Anthology. New York: Oxford UP,
1992.
Lesky, Albin. Greek Tragedy. Μτφρ. H.A. Frankfort. 2η εκδ. London: Ernest Benn,
1967.
Liddel, Henry, και Robert Scott. Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης. Τόµ. ΙΙ και
Marranca, Bonnie. Theatre Writings. New York: Performing Arts Journal, 1984.
____, και Gautam Dasgupta. Interculturalism and Performance: Writings from PAJ.
Masacatsu, Gunji. The Kabuki Guide. Μτφρ. Christopher Holmes. Japan: Kodansha,
1987.
McDonald, Marianne. Αρχαίος Ήλιος, Νέο Φως: Το Αρχαίο Ελληνικό ∆ράµα στη
382
McMullan, Anna. Theatre on Trial: Samuel Beckett’s Later Drama. New York:
Routledge, 1993.
Müller, Heiner. Hamletmachine and Other Texts for the Stage. Επιµ. και µτφρ. Carl
Oren, Parker W., και Wolf R.Craig. Scene Design and Stage Lighting. USA: Harcourt
1996.
UP, 1996.
Riches, David, επιµ. The Anthropology of Violence. Oxford: Basil Blackwell, 1986.
Rivkin, Julie, και Michael Ryan, επιµ. Literary Theory: An Anthology. Massachusetts:
Blackwell, 1998.
383
Rogers, Spencer. The Shaman, his Symbols and his Healing Power. Springfield:
Thomas, 1982.
Rose, Mark. The Actor and his Double: Mime and Movement for the Theatre of
Rowland, Anne. Bauhaus Sourcebook: Bauhaus Style and its Worldwide Influence.
U Presses, 1995.
Russell Taylor, John. The Penguin Dictionary of the Theatre. 1966. Middlesex:
Penguin, 1968.
Scarry, Elaine. The Body in Pain: The Making and Unmaking of the World. New
Pennsylvania P, 1985.
Segel, Harold B. Turn of the Century Cabaret: Paris, Barcelona, Berlin, Munich,
Vienna, Cracow, Moscow, St. Petersburg, Zurich. New York: Columbia UP, 1987.
Simmens, Jeannot, και Kolja Kohlhoff. Kasimir Malevich: Life and Work. Μτφρ. Paul
Sontag, Susan. Παρατηρώντας τον Πόνο των Άλλων. Μτφρ. Σεραφείµ Βελέντζας.
Styan, J.L. Modern Drama in Theory and Practice: Symbolism, Surrealism and the
384
Taplin, Oliver. Η Αρχαία Ελληνική Τραγωδία σε Σκηνική Παρουσίαση. Mτφρ.
Wiles, Timothy. The Theater Event: Modern Theories of Performance. Chicago: The
U of Chicago P, 1980.
Zarrilli, Phillip B., επιµ. Acting (Re)Considered: Theories and Practices. London:
Routledge, 1996.
385
5. ΑΡΘΡΑ
Α) ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ
____. Εισαγωγή. Heiner Müller: Μορφές από τον Ευριπίδη: Ρηµαγµένη Όχθη –
Ηρακλής 13. Heiner Müller. Μτφρ. Ελένη Βαροπούλου. Αθήνα: Άγρα, 1997:
9-32.
____. Εισαγωγή. ∆ύστηνος Άγγελος: Επιλογή από Κείµενα για το Θέατρο, Ποιήµατα
και Πεζά. Heiner Müller. Επιµ. και µτφρ. Ελένη Βαροπούλου. Αθήνα: Άγρα,
2001: 11-28.
386
Βασιλειάδης, Παύλος. Σηµείωµα. Υπεριώδεις Χώροι: Χώροι Μνήµης. Κατάλογος
____. «Τέχνη και Ψύχωση.» Εντός Εκτός και Επί της Ψυχιατρικής 1. Επιµ. Θανάσης
Βουτσινάς, Ανδρέας. «Το Αρχαίο ∆ράµα.» Μτφρ. Θανάσης Θ. Νιάρχος. η λέξη 75-76
(Ιούλιος-Αύγουστος 1988).
(Ιούλιος-Σεπτέµβριος 1988).
387
Καψωµένος, Ερατοσθένης Γ. «Η Θεωρία του Αφηγηµατικού Λόγου του Gérard
Λιγνάδης, Τάσος. «Ο Λόρκα και οι Ρίζες: Μια Ποίηση που Έγινε Θέατρο.» Θέατρο
____. «Σύντοµο Οδοιπορικό στη Αναβίωση του Αρχαίου ∆ράµατος και στις
Μαράκα, Λίλα. «Το Κάτοπτρο της Ιστορίας: Η Λειτουργία της Γερµανικής Ιστορίας
388
Τιµητικό Αφιέρωµα στην Τζίνα Πολίτη. Θεσσαλονίκη: U Studio P, 1999: 161-
86.
Μάρκαρης, Πέτρος. «Ταύτιση και Παρεξήγηση: Ο Βίος του Μπρεχτ στην Ελλάδα.»
1987) : 101-8.
1988).
1989): 34-39.
389
____. «Υποσχέσεις και Αδιέξοδα.» Εισαγωγή. Hellenism and the U.S.: Constructions
____. «Εκστατικές Πράξεις.» Λαϊκό Θέατρο στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια:
____. «Εικονικό Σώµα και Ζωντανό Κορµί: Σκέψεις για την Εφαρµογή της
(Απρίλιος-Σεπτέµβριος1999): 114-22.
390
Σπάθης, ∆ηµήτρης. «Ο ∆ιαφωτισµός και το Νεοελληνικό Θέατρο.» Ο ∆ιαφωτισµός
9-68.
1999): 114-22.
46-49.
391
Αφηγηµατολογίας για την Ελληνική και Ξένη Πεζογραφία. Αθήνα: Ελληνικά
2000: 17-42.
1991): 102-3.
Β) ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ
392
Bloch, Suzanna, Pedro Orthus, και Guy Santibañez-H. “Effector Patterns of Basic
Routledge, 1995:197-218.
Giannachi και Mary Luckhurst. London: Faber & Faber, 1999: ix-xii.
(2002): 59-71.
Writing and Difference. Μτφρ. Alan Bass. Chicago: Chicago UP, 1978: 232-
50.
393
Drakakis, John, και Naomi Conn Liebler, επιµ. “Psychoanalysis and Tragedy.”
Dyne Mesa, Fernando. “Bogota 96.” Primer Acto (Μπογκοτά) (Μάρτιος – Μάιος
1996).
Easterling, P.E. “Weeping, Witnessing and the Tragic Audience: Response to Segal.”
Tragedy and the Tragic: Greek Theatre and Beyond. Επιµ. M.S. Silk. Oxford:
Eliade, Mircea, και Lawrence E. Sullivan. “Center of the World.” The Encyclopaedia
the Tragic: Greek Theatre and Beyond. Επιµ. M.S. Silk. Oxford: Clarendon P,
1996: 284-94.
Επιµ. Andrew Parker και Eve Kosofsky Sedgwick. London: Routledge, 1995:
109-32.
Friedrich, Rainer. “Everything to Do with Dionysus? Ritualism, the Dionysiac and the
Tragic.” Tragedy and the Tragic: Greek Theatre and Beyond. Επιµ. M.S. Silk.
394
Gabbard,Glen O. “Mood Disorders: Psychodynamic Etiology.” Comprehensive
Goldhill, Simon. “Collectivity and Otherness – The Authority of the Tragic Chorus:
Response to Gould.” Tragedy and the Tragic: Greek Theatre and Beyond.
Gould, John. “Tragedy and Collective Experience.” Tragedy and the Tragic: Greek
Theatre and Beyond. Επιµ. M.S. Silk. Oxford: Clarendon P, 1996: 217-43.
Grosz, Elizabeth. “Psychoanalysis and the Body.” Feminist Theory and the Body.
Επιµ. Janet Price και Magrit Shidrick. Endiburgh: Endiburgh UP, 1999: 267-
271.
History of North American Theatre: The United States, Canada and Mexico:
395
From Pre-Columbian Times to the Present. New York: Continuum, 1998: 15-
38.
Haug, Wolfgang. «Το ‘Φιλοσοφείν’ κατά τον Μπρεχτ και τον Γκράµσι.» Σύγχρονα
Holmberg, Arthur. “A Conversation with Robert Wilson and Heiner Müller.” Modern
Lehmann, Hans Thies. «Heiner Müller: Επίµετρο.» Μορφές από τον Ευριπίδη:
396
Ηρακλής 2 ή Η Ύδρα – Ηρακλής 13. Heiner Müller. Μτφρ. Ελένη
____. Πρόλογος. Κουαρτέτο. Heiner Müller. Μτφρ. Μαρία Αγγελίδου. Αθήνα: Άγρα,
1994: 9-17.
Lumley, Frederick. “A Spanish Tragedy: Federico Garcia Lorca.” New Trends in 20th
McDonald, Marianne. “The Madness that Makes Sane: Mania in Tadashi Suzuki’s
1996): 19-25.
Αθήνα.
Αθήνα.
____. Σηµείωµα. Πρόγραµµα Μήδειας Υλικού. Του Χάινερ Μύλλερ. Σκην. Θεόδωρος
Τερζόπουλος.
Mezzich, E. Juan, και Keh-Ming Lin. “Acute and Transient Psychotic Disorders and
397
Επιµ. H. Kaplan και B. Sadock. Waltimore: Williams & Wilkins, 1995:1049-
58.
Williams. Μτφρ. Eric Prenowitz και David Williams. New York Routledge,
1999: 186-94.
____. Συνέντευξη στη Béatrice Picon-Vallin. “Leaving Room for the Others.”
Williams. Μτφρ. Eric Prenowitz και David Williams. New York Routledge,
1999: 202-19.
Τερζόπουλου. Αθήνα.
Oliver, William Ι. “Between Absurdity and the Playwright.” Modern Drama: Essays
in Criticism. Επιµ. Travis Bogart και William I. Oliver. London: Oxford UP,
1965: 3-19.
Andrew Parker και Eve Kosofsky Sedgwick. London: Routledge, 1995: 133-
51.
Paschalidis, Gregory. “Images of War and the War of Images.” Cultures of Vision/
398
____. “Toward a Theory of Culture and Mise en Scène.” Theatre at the Crossroads of
∆ελφοί 24-28 Ιουνίου 1987, ∆ελφοί 7-12 Ιουλίου 1988. Πρακτικά Συµποσίου.
Rose, Jacqueline. “Hamlet – the Mona Lisa of Literature.” Shakespeare and Gender:
A History. Επιµ. Deborah Barker και Ivo Kamps. London: Verso, 1995: 104-
19.
Rouse, John. “Brecht and the Contradictory Actor.” Acting (Re)Considered: Theories
____. “Heiner Müller and the Politics of Memory.” Theatre Journal (March 1993):
65-74.
Scarry, Elaine. “Watching and Authorizing the Gulf War.” Media Spectacles. Επιµ.
399
Scheper-Hughes, Nancy. “Sacred Wounds: Making Sense of Violence.” Theatre and
Response to Friedrich.” Tragedy and the Tragic: Greek Theatre and Beyond.
Segal, Charles. “Catharsis, Audience and Closure in Greek Tragedy.” Tragedy and the
Tragic: Greek Theatre and Beyond. Επιµ. M.S. Silk. Oxford: Clarendon P,
1996: 149-72.
Sierz, Aleks. «Τα Κακά Παιδιά της ∆εκαετίας του΄90.» Τολµηρές Πολαρόιντ. Μτφρ.
Τερζόπουλου. Αθήνα.
Sontag, Susan. “The Image-World.” A Susan Sontag Reader. New York: Penguin,
1983: 349-67.
Writings from PAJ. Επιµ. Bonnie Marranca και Gautam Dasgupta. New York:
400
Terzopoulos, Theodoros. Σηµείωµα. Theatre Olympics: Crossing Millennia
Πρόγραµµα: 5.
“The PAJ Casebook: [Robert Wilson’s] Alcestis.” Performing Arts Journal 10 (1986-
87): 78-115.
the Present Day. Επιµ. Jan Bremmer και Herman Roosenburg. Cambridge:
Αρχαία Ελλάδα. Των Pierre-Jean Vernant και Pierre Vidal-Naquet. Τοµ. Α΄.
Επιµ. Elizabeth Grosz και Elspeth Probyn. London: Routledge, 1995: 266-77.
Texts for the Stage. Heiner Müller. Επιµ. Carl Weber. New York: Performing
Writings from PAJ.. Επιµ. Bonnie Marranca και Gautam Dasgupta. New York:
401
White, R.S. “Shakespeare Criticism in the Twentieth Century.” The Cambridge
402
6. ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟ∆ΙΚΑ
∆εκεµβρίου 2000.
1987): 18-97.
403
7. ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ∆ΡΙΩΝ ΚΑΙ ΜΗ ∆ΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
Α) ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ
____. ∆ιεθνής Συνάντηση Αρχαίου Ελληνικού ∆ράµατος. ∆ελφοί 8-12 Απριλίου 1984
____. ΙΙΙ και ΙV ∆ιεθνής Συνάντηση Αρχαίου Ελληνικού ∆ράµατος, ∆ελφοί 24-28
Ε.Π.Κε.∆.,1989.
404
Θωµαδάκη, Μαρίκα. «Ο Γενετικός ∆οµισµός και το Όνειρο. Με Αφορµή το Όνειρο
____. «Βάκχος και Λαϊκή Ψυχή.» Β΄ ∆ιεθνής Συνάντηση Λαϊκού Θεάτρου. Πρακτικά
2004.
Ελληνικού ∆ράµατος – ∆ελφοί 8-12 Απριλίου 1984, ∆ελφοί 4-25 Ιουνίου 1985.
Β) ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ
Monaghan, Paul. “No Face, Lots of Body: What Grotowski Has to Offer to the
405
Theatre, Royal Holloway, U of London, και Archive of Performances of
Wilmer, Steve. “Metaphors for Irish Rebellion and Social Change.” Theatre
211.
406
8. ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ∆ΙΑΤΡΙΒΕΣ
Α) ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΕΣ
Κ.Θ.Β.Ε. στο Αρχαίο ∆ράµα από το 1974 έως Σήµερα.» Ερευνητική εργασία.
Β) ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΕΣ
Manitakis, Evangelos. “Asian Martial Arts as a Training Tool for the Contemporary
9. ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ
Συνοδινού, Άννα. Εισήγηση. Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων. Ελλάδα. Βουλή των
407
10. ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
408
11. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΣΕ ΒΙΒΛΙΑ & ΠΕΡΙΟ∆ΙΚΑ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ
Α) ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΕΣ
Μύλλερ, Χάινερ. Συνέντευξη στο Γρηγόρη Ιωαννίδη. «Ο Χάινερ Μύλλερ Μιλάει στο
____. Συνέντευξη στο Ζακ Λέενχαρτ. « Έχουµε σαν Παράδοση τον Μονόλογο…»
____. Συνέντευξη στο Μάριο Πόντζι. «Οι Ελληνικοί Μύθοι Είναι Ζωντανοί Ανάµεσά
38.
____. Συνέντευξη στους Τζέννυ Ουρς και Χέλµουτ Κάραζεκ. «Η Γερµανία δεν
409
____. Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Θέµελη. «Θόδωρος Τερζόπουλος.» Περιοδικό
Αρχαίος Ήλιος Νέο Φως: Το Αρχαίο Ελληνικό ∆ράµα στη Σύγχρονη Σκηνή.
Β) ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΕΣ
Müller, Heiner. Συνέντευξη στον Carl Weber. “19 Answers by Heiner Müller: ‘I Am
Neither a Dope – Nor a Hope – Dealer’.” Hamletmachine and Other Texts for
the Stage. Του Heiner Müller. Επιµ.και µτφρ. Carl Weber. New York:
____. Συνέντευξη στον Jonathan Kalb. “Heiner Müller.” American Theatre (February
1990): 15-21.
410
12. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΕΡΙΟ∆ΙΚΟ ΤΥΠΟ
Α) ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΕΣ
1994: 32/4.
37.
____. Συνέντευξη στη Βένα Γεωργακοπούλου. «Τάσος ∆ήµας: Το Θέατρο Είναι σαν
____. Συνέντευξη στην Αφροδίτη Γραµµέλη. «Ο Αφηγητής του Ονείρου και του
Αθήνα.
Νοεµβρίου 2000: 5.
Λαζαρίδου, Όλια. Συνέντευξη στη Μαρία Μαραγκού. «Μια Στιγµή Αλήθειας Αξίζει
411
____. Συνέντευξη. «Μ’ αρέσουν οι Άντρες της ∆εκαετίας του ΄50.» Ένα: 96-97.
1996.
____. Συνέντευξη στην Κάτια Αρφαρά. «Στη Σκηνή Είµαι Ακόµα Μαθητευόµενη.»
____. Συνέντευξη στην Έλενα ∆. Χατζηιωάννου. «Το Θέατρο δεν Είναι Πλέον Μόνο
____. Συνέντευξη στην Κάτια Αρφαρά. «Άλα Ντεµίντοβα: Ο Άµλετ δεν Έχει Φύλο »
412
____. Συνέντευξη στο ∆ηµήτρη Τσακούµη. «Υπάρχουν Ηθοποιοί που Λένε Μόνο
Αθήνα: 38-40.
____. Συνέντευξη στη Λουκία Ρικάκη. «Γραµµές και Χρώµατα του Γιώργου Πάτσα.»
____. Συνέντευξη. «Με την Αρχιτεκτονική της Ουτοπίας.» Ντιζάιν 11/91: 62.
____. Συνέντευξη στους Γιώργο Πεφάνη και Ειρήνη Μουντράκη. «Ο Σκηνοθέτης του
14 Οκτωβρίου 1989.
413
Σουζούκι, Ταντάσι. Συνέντευξη στο Γιώργο Σαρηγιάννη. «Να Γίνει Ένωση
____. Συνέντευξη στη Σµάρω Γεωργιάδου. «Μια ∆ιαφορετική Άποψη του Ζαν Π.
____. Συνέντευξη στο Σπύρο Κουζινόπουλο. «Το ‘Κεκλεισµένων των Θυρών’ από
____. Συνέντευξη στην Έµυ Πανάγου. «Η Φιλοσοφία του Μαύρου στη ‘Γέρµα’ του
____. Συνέντευξη στο Χρ Καψάλη. «Η ‘Γέρµα’ Εκφράζει την ∆υναµική Πλευρά της
____. Συνέντευξη. «Το Μαρτύριο της Στερήσεως στη ‘Γέρµα’ του Φρεντ. Λόρκα.»
____. Συνέντευξη στο Νίκο Μπακόλα. «‘Μάνα Κουράγιο’: Η Άρνηση του Μπρεχτ
____. Συνέντευξη στη Βάνα Χαραλαµπίδου. «Ο Πόλεµος δεν Τελείωσε Ποτέ. Είναι
414
____. Συνέντευξη στη Μαρία Αγαθαγγελίδου. «Θόδωρος Τερζόπουλος: Αλλαγή στην
____. Συνέντευξη στο Γιώργο Σαρηγιάννη. «‘Εκτός των Τειχών’ Ένα µη Τουριστικό
____.Συνέντευξη στην Ελένη Πετάση. «Πέρα από τις Αισθητικές Φόρµες προς τις
1986.
____. Συνέντευξη στο Νίκο Μπακόλα. «Μια Νέα Πρόταση για την Τραγωδία.»
415
____. Συνέντευξη στην Πέγκυ Κουνενάκη. «Προωθείται Ένας Λαϊκισµός που Έχει
____. Συνέντευξη στο Γιώργο Σαρηγιάννη. «Το ∆άσος Ήταν το Θηρίο.» Τα Νέα 26
Τερζόπουλου. Αθήνα.
____. «Θεόδωρος Τερζόπουλος: Αναζητώ τον Ήχο του Σώµατος.» Ένα (18 Μαρτίου
1987).
____. Συνέντευξη στη Βένα Γεωργακοπούλου. «Να σας Γνωρίσουµε τον Άττι.»
416
____. Συνέντευξη. «‘Κουαρτέτο’ στο Μαγικό Θέατρο.» Επικαιρότητα 3 Οκτωβρίου
1989.
____. Συνέντευξη στο Νίκο Νικολάου. «Ζούµε την Εποχή της Αµνησίας.» Η Πρώτη
10 Οκτωβρίου 1989.
____. Συνέντευξη στη Μαρία Αδαµοπούλου. «Ήχοι από Ένα Κουαρτέτο.» Αυγή 22
Οκτωβρίου 1989.
____. Συνέντευξη στην Ελένη Πετάση. «Μια Τραγωδία σε Θέση Ακινησίας.» Σκην.
____. Συνέντευξη στην Πέγκυ Κουνενάκη. «Η Ελλάδα Μισεί τους Νέους, Μισεί την
____.Συνέντευξη στη Μάρω Νικολοπούλου. «Οι ‘Πέρσες’ του Αισχύλου Κάνουν τον
417
____.Συνέντευξη στην Ελένη Πετάση. «Νέο ‘Τοπίο ∆ηµιουργίας’ Τρία Λεπτά απ’
____. Συνέντευξη στο Θόδωρο Κρητικό. «Αναζητώ την Τέχνη Μέσα στη Ζωή.» Αντί
(Μάρτιος 1994).
____. Συνέντευξη στην Αγγελική Βασιλάκου. «Το Τραύµα που Βρίσκεται Κάτω από
____. Συνέντευξη στην Πέγκυ Κουνενάκη. «Αναζητώ την Τέχνη Μέσα στη Ζωή.»
Αυγούστου 1995.
____. Συνέντευξη στην Αντιγόνη Κάραλη. «Με το… Κόκκινο του Προµηθέα.»
1996.
418
____. Συνέντευξη στη Βένα Γεωργακοπούλου. «Εγώ Μαϊντανός Κοσµικός δεν Έγινα
____. Συνέντευξη. «Ο Θόδωρος και οι Άθλοι του Μίλερ.» Έθνος 7 ∆εκεµβρίου 1996.
____. Συνέντευξη στο Γιώργο Σαρηγιάννη. «Το ∆άσος Ήταν το Θηρίο.» Τα Νέα 26
____. Συνέντευξη στη Ντίνα Βασιλάκου. «Ένας ‘∆ιόνυσος’ µε… Ινδιάνους.» Έθνος
14 ∆εκεµβρίου 1997.
419
____. Συνέντευξη στην Έλενα ∆. Χατζηιωάννου. « Στον Άδη δεν Υπάρχει Πόνος.»
____. Συνέντευξη στη Μυρτώ Λοβέρδου. «Νέα ‘Κάθοδος’ για την Οµάδα Άττις.» Το
____. Συνέντευξη στην Πέγκυ Κουνενάκη. «Το Αιώνιο Παιχνίδι Έρωτα και
Ιανουαρίου 2000: 3.
Ιανουαρίου 2000.
420
____. Συνέντευξη στη Ματίνα Καλτάκη. «Θόδωρος Τερζόπουλος: Αυτό το Ζόµπι
(2000) : 46-48.
Κινείται στον Προθάλαµο του Θανάτου.» Αντί 734 (23 Μαρτίου 2001): 54-55.
____. Συνέντευξη στη Γιώτα Σωτηροπούλου. «Ο Άµλετ δεν Έχει Φύλο, Είναι Ύλη.»
421
____.Συνέντευξη στη Βένα Γεωργακοπούλου. «‘Μέσα από την Ολυµπιάδα
____. Συνέντευξη στη Βένα Γεωργακοπούλου. «Για Πράγµατα που Χάθηκαν και
422
____. Συνέντευξη στην Τέα Βασιλειάδου. «Η Επίδαυρος Είναι Τόπος Συνάντησης για
Μαΐου 2003.
Αθήνα.
423
____ και Άλλα Ντεµίντοβα. «Ανδρική Γεωµετρία σε Ρόλους Γυναικείους…»
Φεβρουαρίου 2001: 3.
Χουτ, Γιαν. Συνέντευξη στη Μαρία Ρηγούτσου. «Φτωχά Υλικά για µια Μεγαλοπρεπή
Β) ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΕΣ
Αυγούστου 2000.
____. Συνέντευξη στον Greg Vojtko. “Bacchae.” The San Diego Union 17 Οκτωβρίου
___. Συνέντευξη. “Terzopoulos: ‘Il Mio teatro E un Rito per Ritrovare Se Stessi’.” 21
Αυγούστου 2001.
424
13. ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
A) ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
425
Κιτσόπουλος, Γιώργος. «Ζαν Πωλ Σαρτρ: Κεκλεισµένων των Θυρών.» Κριτική
15 Ιανουαρίου 1980.
Γέρµα (1982)
Λιγνάδης, Τάσος. «Η Γέρµα και η Μανία της.» Κριτική Γέρµας. Σκην. Θεόδωρος
27 Ιουλίου 1982.
Μοσχοβάκης, Αντ. «‘Γέρµα’ από Άλλη Σκοπιά.» Κριτική Γέρµας. Σκην. Θεόδωρος
426
Νικολόπουλος, Νάσος. «∆ιερευνώντας το Θέατρο του Λόρκα.» Κριτική Γέρµας.
Σπανοπούλου, Ελένη. «Η Στέρφα ‘Γέρµα’ του ΚΘΒΕ στη Θεατρική Αθήνα.» Κριτική
∆εκεµβρίου 1982.
____. «’Η Μάνα Κουράγιο και τα Παιδιά της’.» Κριτική Μάνας Κουράγιο. Σκην.
427
Παγιατάκης, Σπύρος. «Μπ. Μπρεχτ: ‘Μάνα Κουράγιο’ από το ΚΘΒΕ.» Κριτική
Φεβρουαρίου 1983.
Βάκχες (1986)
Καγγελάρη, ∆ηώ. «Πεθαίνω σαν Γη.» Κριτική Μήδειας Υλικού. Σκην. Θεόδωρος
Ματζίρη, Σωτηρία. «Χάϊνερ Μύλλερ στην Ελλάδα.» Κριτική Μήδειας Υλικού. Σκην.
428
Πολενάκης, Λέανδρος. «Στην Κόψη του Ξυραφιού.» Κριτική Μήδειας Υλικού. Σκην.
____. «Ανθρώπινα Συντρίµµια και Απόβλητα (Β).» Κριτική Μήδειας Υλικού. Σκην.
Κουαρτέτο (1989)
429
Πολενάκης, Λέανδρος. «Η Στρατηγική της Αράχνης.» Κριτική Κουαρτέτου. Σκην.
Σεπτεµβρίου 1990.
«Οι ‘Πέρσες’ του Αισχύλου από τον Τερζόπουλο: Μια ∆ιαφορετική Θεατρική
430
Κουαρτέτο (1993)
Αντιγόνη (1994)
Βαροπούλου, Ελένη. «Μια Ιαπωνική και µια Ελληνοϊταλική Εκδοχή της Αρχαίας
Αυγούστου 1995.
28 Ιουλίου 1995.
Παγκουρέλης, Βάιος. «Πέρα από ... ∆εσµεύσεις.» Κριτική Προµηθέα ∆εσµώτη. Σκην.
431
Πολενάκης, Λέανδρος. «Το Κοµµάτι της Συµφιλίωσης.» Κριτική Προµηθέα ∆εσµώτη.
Το Χρήµα (1998)
Βαρβέρης, Γιάννης. «Απότιση Φόρου Τιµής στον Μπρεχτ.» Κριτική Χρήµατος. Σκην.
432
Λογοθέτης, Ηρακλής. «Το Χρήµα.» Κριτική Χρήµατος. Σκην. Θ. Τερζόπουλος.
Κάθοδος (1999)
Καλτάκη, Ματίνα. «Η ‘Κάθοδος’ του Ηρακλή στον Άδη.» Κριτική Καθόδου. Σκην.
Λοβέρδου, Μυρτώ. «Νέα ‘Κάθοδος’ για την Οµάδα ‘Άττις’.» Κριτική Καθόδου.
433
Το Στεφάνι (2000)
Τσατσούλης, ∆ηµήτρης. «Το Θέατρο στο Βιβλίο, το Έργο στη Σκηνή.» Κριτική Του
813-20.
434
Άµλετ: Μια Μαθητεία (2001)
2001: 35.
Καλτάκη, Ματίνα. «Μάθηµα Υποκριτικής από την Άλα Ντεµίντοβα.» Κριτική Άµλετ:
14.
Κατσουνάκη, Μαρίνα. «Η Άλλα και οι… Άλλοι.» Κριτική Άµλετ: Μια Μαθητεία.
435
Βάκχες (2001)
<http//:entertainment.flash.gr/theatre/generalarticle/2002/7/23id>
Λήθη (2002)
436
Το Νανούρισµα (2003)
Μαραγκού, Μαρία. «Τα Ασαφή Όρια µιας Φόρµας που Μετρά το Χρόνο.» Κριτική
Επίγονοι (2003)
Β) ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΕΣ
Βάκχες (1986)
Churnin, Nancy. “Greek Actors Use Body English in Active Version of Euripides.”
Οκτωβρίου 1987.
437
Harris, Samela. “The Bacchae.” Κριτική Βακχών. Σκην. Θεόδωρος Τερζόπουλος. The
Radic, Leonard. “Bold View of Ancient Drama.” Κριτική Βακχών. Σκην Θεόδωρος
Welsh, Anne Marie. “‘Bacchae’ Τakes Audience Back to the Wellspring.” Κριτική
1987: D-6.
Yates, D.A. “The Body of ‘Bacchae’ Translates.” Κριτική Βακχών. Σκην. Θεόδωρος
Πέρσες (1990,1991)
1994.
438
Kotschenreuther, Hellmut. “Heiner Muellr’s MEDEAMATERIAL by the Athenian
Κουαρτέτο (1989)
Αντιγόνη (1994)
Pullini, Giorgio. “I Grandi Miti della Memoria.” Κριτική Αντιγόνης. Σκην. Θεόδωρος
439
Cossu, Roberto. “Dall’ Ade alla Disamistade.” Κριτική Paska Devadis. Σκην.
Pau, Enrico. “La Tragedia di Paska.” Κριτική Paska Devadis. Σκην. Θεόδωρος
Βάκχες (2001)
440
14. ΛΟΙΠΑ ∆ΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
Α) ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ
1.
Αγοράκη, Τζούλη. «Ένα Ταξίδι στο Τοπίο της Μνήµης.» Η Βραδυνή 13 ∆εκεµβρίου
1997: 69.
Τερζόπουλου. Αθήνα.
Οκτωβρίου 1982.
441
Βαροπούλου, Ελένη. «Επίδαυρος: ‘Ξένοι’ Οιδίποδες: Μην Πυροβολείτε τον
Αθήνα..
2000.
1998.
Ιουνίου 1998.
2003: 7.
2001: 2.
Ιουλίου 1982: 4.
442
Ελ. Παπ. «Γέρµα.» Μεσηµβρινή 27 Ιουλίου 1982.
Ζέρβας, Νίκος. «Επίδαυρος: Η Σεβάσµια Πλήξη.» Minima artis 2 (Ιούνιος 1999): 28-
31.
Κάραλη, Μαλβίνα. «Το Μαχαίρι και ο Πύραυλος.» Γυναίκα (25 Μαΐου 1988).
∆εκεµβρίου 1978.
Μαΐου 1980.
443
Κουνενάκη, Πέγκυ. «Προωθείτε Ένας Λαϊκισµός που Έχει ‘Σαρώσει’ τα Πάντα.»
Φεβρουαρίου 1997.
Ιανουαρίου 1993.
«Μίλερ: Σκηνικό Ταξίδι από το Νου στο Ένστικτο.» Πρώτη 3 Οκτωβρίου 1989.
Μπλάτσου, Ιωάννα. «Λήθη: Ένας Άνδρας και µία Γυναίκα.» Αθηνόραµα (10-16
Μαΐου 2002.
1982.
444
«Μπρεχτ σε 8 Ταµπλώ.» Τα Νέα 22 Ιουνίου 1982.
Αθήνα.
∆εκεµβρίου 1982.
Πανάγου, Έµυ. «‘Μάνα Κουράγιο’ του Μπρεχτ: Ο Πόλεµος δεν Τελείωσε Ποτέ.»
Απριλίου 1982: 4.
____. «‘Γέρµα’: Άλλοι Φώναζαν Μπράβο, Άλλοι Έφυγαν απ’ τη Μέση.» Βραδυνή 26
Ιουλίου 1982.
1989.
20 Ιουνίου 1982.
21 Ιανουαρίου 1985.
445
____. «Οι Βιοδυναµικές ‘Βάκχες’ του Θόδωρου Τερζόπουλου.» Το Βήµα 15 Ιουνίου
1986.
Τερζόπουλου. Αθήνα.
Μαΐου 2002: 2.
Σπ., Ελένη. «Ένα Θεατρικό Πείραµα µε τη ‘Γέρµα’ του Λόρκα.» 19 Μαΐου 1982: 27.
Απριλίου 1982.
446
Τελλίδης, Χρήστος. «Ερωτηµατικά Γεννάει η Πορεία του Κ.Θ.Β.Ε.» Αυγή 9
Οκτωβρίου 1982.
«Το Μαρτύριο της Στερήσεως στη ‘Γέρµα’ του Φρεντ. Λόρκα.» Μακεδονία 17
Μαρτίου 1982.
Νοεµβρίου 1976.
«‘Το Ψωµάδικο’ του Μπρεχτ Κοντά στη Σύγχρονη Ελληνική Πραγµατικότητα.» Αυγή
26 Νοεµβρίου 1976.
Τσιλίρας, Ανδρέας. «Νέα Πνοή στο Αρχαίο Θέατρο: ‘Προµηθέας ∆εσµώτης’ από το
1997: 30.
447
____. « Μία Θεατρική Ολυµπιάδα Κόστους 23,5 Τρις ∆ρχ.» Τα Νέα 11 Ιουνίου 1999.
____. «Μία Θεατρική Ολυµπιάδα, Κόστους 23,5 Τρις. ∆ρχ.!» Τα Νέα 11 Ιουνίου
1999: 4.
____. «Θόδωρος Τερζόπουλος: Νέοι ∆ρόµοι στην Ίδια Μέθοδο.» Τα Νέα 17 Ιουλίου
2003.
Β) ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ
1990.
Diego.
1991.
448
Callow, Simon. « Πρίγκηπας Άµλετ, ο Βασιλιάς των Ρόλων.» Το Βήµα - Το άλλο
1998.
Fiore, Enrico. “E il Corpo Levò un Canto alla Pietà per L’uomo.” Il Mattino 22
Νοεµβρίου 1991.
Funke, Christoph. “Die Suche Nach Menschlichen Sein.” Der Morgen 23 Ιανουαρίου
1987.
Jacinto, Antón. “La Danza de Ramon Oller Redime un Unicio Abismal a Cargo de los
Ιουλίου 1986
Τερζόπουλου. Αθήνα.
449
Saville, Jonathan. “Sacrifice.” Los Angeles Times 18 Οκτωβρίου 1987.
Schumacher, Ernst. “Neue Sicht auf ein Antikes Stück.” Berliner Zeitung 23
Ιανουαρίου 1987.
Sol Astrid, Giraldo. “La Vida Con La Muerte Εn Los Ojos.” El Espectador 28
Απριλίου 1998.
Von Andreas Weitkamp. “Entsetzen Stecht auf den Gesichtern.” Münstersche Zeitung
14 Οκτωβρίου 1991.
Weiss, Hedy. “Greece: The Persians’ and the ‘Kanon’.” Chicago Sun Times 8 Μαΐου
1994.
450
12. ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ∆ΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
Α) ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΕΣ
<http://www.ionianet.gr/hst_civ/vogiatz.htm>
tovima.dolnet.gr/demo/owa/tobhma.>
____. «∆ελφοί: Πολιτιστικός ‘Οµφαλός της Γης’.» Το Βήµα-Το άλλο Βήµα 30 Μαΐου
<http://users.otenet.gr/~amorenotos/ISTORIA.htm>
<http://www.in.gr>
http://www.ionianet.gr/hst_civ/theatre.htm
<www.http//:flash.gr>
<http://flash.gr>
451
Β) ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΕΣ
<http://kirjastu.sci.fi/pasterna.htm>
Breen, Megan. “Play Analysis: A Note from the Dramaturge.” The Theatre School
<http://theatreschool.depaul.edu/perform/0001/s3guide00.htm>
overview/>
“Heathen Religions: Gods Who Die: Attis and the Great Mother Goddess, Cybele.”
Martin, Joe. “Heiner Müller’s Theatre of the Void.” 1 Απριλίου 2003 <http://www.
tutato.com/tuta.php?action=quartet>
guardian.co.uk /review/story/0,12084,1044997,00.html>
< http://www.pepages.com/hamlet/rus/h-pasternak-hamlet.htm>.
452
20 Σεπτεµβρίου 2002 <http://www.upt.edu.co/~chumanas/revistas/
revistas/rev21/valencia.htm>
/valeta.html>
“Yerma and Surrealism: The Influence of Dali and Freud.” The Theatre School Public
theatreschool.depaul.edu/perform/0001/s3guide00.htm>
“Yerma and the Greek Chorus.” The Theatre School Public Performances –Yerma
edu/perform/0001/s3guide00.htm>
y.html>
453
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Α. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΘΕΟ∆ΩΡΟΥ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΥ
459
Ο ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ γεννήθηκε στο Μακρύγυαλο Πιερίας. Σπούδασε
στη ∆ραµατική Σχολή του Κ. Μιχαηλίδη (1965-67) στην Αθήνα, µε δασκάλους τους
Γιώργο Σεβαστίκογλου, Λεωνίδα Τριβιζά και Κωστή Μιχαηλίδη, και στο Berliner
Από το 1981 έως το 1983, υπήρξε διευθυντής της ∆ραµατικής Σχολής του Κρατικού
θεατρική οµάδα Άττις. Από το 1990 είναι ιδρυτικό µέλος του ∆ιεθνούς Ινστιτούτου
Μεσογειακού Θεάτρου, στο οποίο συµµετέχουν είκοσι δύο χώρες της Μεσογείου.
Από το 1991 είναι Πρόεδρος του ∆ιεθνούς Ινστιτούτου Μεσογειακού Θεάτρου στην
Ελλάδα, όπου διοργανώνει σειρά εκδηλώσεων (∆ιεθνές Φεστιβάλ «Βία και Ειρήνη
συµπόσια κ.ά.). Από το 1993 είναι Πρόεδρος της ∆ιεθνούς Επιτροπής Θεατρικής
Σουζούκι, Νούρια Έσπερτ (Nuria Espert), Γιούρι Λιουµπίµοφ, Ρόµπερτ Ουίλσον κ.ά.
Το 1999 ήταν πρόεδρος της 2ης Θεατρικής Ολυµπιάδας, που πραγµατοποιήθηκε στη
Σιζούοκα της Ιαπωνίας, και το 2001 πρόεδρος της Θεατρικής Ολυµπιάδας που έγινε
460
∆ελφών, ως πρόεδρος κι εκπρόσωπος της ∆.Ε.Θ.Ο., για τη διαµόρφωση του
∆ελφούς.
Με την οµάδα του Άττις έχει πραγµατοποιήσει πολλές περιοδείες στην Ελλάδα και
στο εξωτερικό. Το Άττις µέσα σε δεκαεννέα χρόνια έχει δώσει µόνο στο εξωτερικό
συστηµατικά σε συµπόσια και εργαστήρια γύρω από τη θεωρία του και την πρακτική
του σε όλο τον κόσµο (Κολοµβία, Ινδία, Ρωσία, Γερµανία, Η.Π.Α. και αλλού). Το
Για τις σκηνοθεσίες του έχει τιµηθεί µε διακεκριµένα βραβεία, όπως το βραβείο
καλύτερης παράστασης για τις Βάκχες στα Φεστιβάλ της Μάλαγας και της Μέριδας
φεστιβάλ του Κεµπέκ (1990), το βραβείο καλύτερης παράστασης για τους Πέρσες
στα διεθνή φεστιβάλ του Καράκας (1992), Μονπελιέ (1992), Βαρκελώνης (1992) και
χρονιάς στη Βραζιλία και την Πορτογαλία, το 1993. Καλύτερη παράσταση για το
1994 στη Μόσχα κρίθηκε το ρωσικό Κουαρτέτο, ενώ η Αντιγόνη ήταν η καλύτερη
461
ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΆΤΤΙΣ»1
1
Τα στοιχεία της περιόδου 1985-2000 προέρχονται από το λεύκωµα του Θεόδωρου
Τερζόπουλου (2000), ενώ τα στοιχεία των χρόνων 2000-2003 αντλήθηκαν από τα προγράµµατα των
παραστάσεων αυτής της περιόδου.
462
Βάκχες- Ευριπίδης
463
Ελευθερία στη Βρέµη – Ράινερ Βέρνερ Φασµπίντερ
464
Μερτέιγ: Όλια Λαζαρίδου
Πέρσες - Αισχύλος
Νίκος Σαρόπουλος
Θεατρικό αναλόγιο
465
Κουαρτέτο – Χάινερ Μύλλερ
Αντιγόνη – Σοφοκλής
466
Αντιγόνη: Galatea Ranzi/ Gaia Aprea
Ιερώνυµος Καλετσάνος
467
Ήφαιστος/ Ερµής: Λάζαρος Ανδριώτης/ Λαέρτης Βασιλείου/
∆ήµος Τσιγκάκος
468
Το Χρήµα
∆ιόνυσος
Σύνθεση από τις Βάκχες του Ευριπίδη και τον ινδιάνικο µύθο του θεού Γιουρουπαρί
469
Α΄Αγγελιοφόρος: Nicolás Macario Alonso
Κάθοδος
∆ήµος Τσιγκάκος
470
Ηρακλέους Κάθοδος – Ευριπίδης- Σοφοκλής
471
Ονοράτο Σούκου: Luigi Tontoranelli
Μαντζώρος
Βάκχες – Ευριπίδης
472
∆ιόνυσος: Fatih Cevikoglu
Fabian Monasterios
Eva Müller
Sabastian Muskalla
Lisa Nielebock
Christian Onciu
Agnes Regula
Henning Sembritzki
Simon Solberg
Oliver Sproll
Katja Stockhausen
Jan Viethen
473
Παίζουν οι ηθοποιοί: Τάσος ∆ήµας, Σοφία Χιλλ
Επίγονοι – Αισχύλος
474
475