You are on page 1of 243

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ
ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΛΙΟΥΛΙΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΣ

ΚΥΡΙΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ ΣΤΗ


ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ
ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΦΟΙΤΗΤΗ


ΛΙΟΥΛΙΑ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

Επιβλέπων καθηγητής: Ι. Μ. Ακαμάτης

Τριμελής επιτροπή: Ι. Ακαμάτης


Ε. Βουτυράς
Σ. Πινγιάτογλου

Ημερομηνία έγκρισης: 30. 06. 2010

«Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Εργασίας από το Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας


του Α.Π.Θ. δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες
του συγγραφέα».

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010
Στους δικούς μου ανθρώπους…

... για την υπομονή και την στήριξη.


Η λατρεία του Ασκληπιού στη Μακεδονία
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ..................................................................................................................1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ....................................................................................................................4
ΜΕΡΟΣ Α ....................................................................................................................7
Ι. Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ...........................................8
01. Άγιος Παύλος Ν. Καλλικράτειας (αρχαία Αντιγόνεια;). ..............................10
02. Αιανή Κοζάνης .............................................................................................10
03. Αμφίπολη ......................................................................................................11
04. Άνω Απόστολοι Κιλκίς (αρχαία Μόρρυλος) ................................................16
05. Βεργίνα .........................................................................................................19
06. Βέροια ...........................................................................................................20
07. Δίον ...............................................................................................................23
08. Δίπορο Γρεβενών..........................................................................................32
09. Θάσος............................................................................................................33
10. Θεσσαλονίκη.................................................................................................37
11. Καλαμίτσα ν. Καβάλας (αρχαία Αντισάρα) .................................................41
12. Καλαμωτό ν. Θεσσαλονίκης (Αρχαία Καλίνδοια) .......................................44
13. Καλλιθέα ν. Χαλικιδικής ..............................................................................45
14. Κασσάνδρεια.................................................................................................48
15. Κοζάνη ..........................................................................................................48
16. Λευκάδια Νάουσας .......................................................................................49
17. Λευκόβρυση ν. Κοζάνης...............................................................................52
18. Όλυνθος ........................................................................................................53
19. Πέλλα ............................................................................................................55
20. Ν.Πέλλα (Colonia Pellensis).........................................................................55
21. Πλατανιά Βοΐου ν. Κοζάνης .........................................................................56
22. Ποτίδαια........................................................................................................57
23. Φίλιπποι ........................................................................................................57
24. Μακεδονία ....................................................................................................59
25. Η επιγραφή των θεωροδόκων από την Επίδαυρο.........................................60
ΜΕΡΟΣ Β ....................................................................................................................61
Ι. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΩΝ ...................................62
Ι.1. Θέση Ασκληπιείων .......................................................................................62
Ι.2. Αρχιτεκτονική διάρθρωση- εξοπλισμός .......................................................65
Ι.2.1.Τέμενος.......................................................................................................65
Ι.2.2. Ναός...........................................................................................................66
Ι.2.3. Εγκοιμητήριο.............................................................................................67
Ι.2.4. Κρήνες-πηγές.............................................................................................69
Ι.2.5. Λουτρά.......................................................................................................70
Ι.2.6. Εξέδρα .......................................................................................................72
Ι.2.7. Εγκαταστάσεις υγιεινής.............................................................................72
Ι.2.8. Θησαυροί...................................................................................................73
ΙΙ. ΛΑΤΡΕΙΑ................................................................................................................75
ΙΙ.1.1. Λατρευτικές - θεραπευτικές πρακτικές....................................................75
ΙΙ.1.2. Γιορτές......................................................................................................79
ΙΙ.1.3. Παιάνες.....................................................................................................81
ΙΙ.1.4. Ιδιωτική λατρεία.......................................................................................81
ΙΙ.2. Αναθήματα ..................................................................................................82
ΙΙ.3. Συλλατρεία Ασκληπιού με άλλους θεούς ...................................................84
ΙΙ.3.1. Ασκληπιός και Απόλλων..........................................................................84
ΙΙ.3.2. Ασκληπιός και Υγεία ...............................................................................85
ΙΙ.3.3. Ασκληπιός και Τελεσφόρος .....................................................................87
ΙΙ.3.4. Ασκληπιός και ανατολικές θεότητες........................................................88
ΙΙ.3.5. Ασκληπιός και Άμμων Δίας .....................................................................88
ΙΙ.3.6. Ασκληπιός και Δήμητρα ..........................................................................89
ΙΙ.3.7. Ασκληπιός και άλλες θεότητες ................................................................91
ΙΙΙ. ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ..................................................................................................92
ΙΙΙ.1.ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΓΑΛΜΑΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ...................93
ΙΙΙ.1.1. Ασκληπιός Este.......................................................................................93
ΙΙΙ.1.2. Ασκληπιός Giustini.................................................................................94
ΙΙΙ.1.3. Ασκληπιός τύπου Αθηνών-Macerata......................................................95
ΙΙΙ.1.4. Ασκληπιός του Ακράγαντα ή Ασκληπιός Doria Pamfili. .......................96
ΙΙΙ.1.5. Ασκληπιός τύπου Ελευσίνας ..................................................................96
ΙΙΙ.1.6. Άλλοι τύποι .............................................................................................97
ΙΙΙ.2. ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΥΓΕΙΑΣ ......................................................................98
ΙΙΙ.3. ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΕΛΕΣΦΟΡΟΥ ........................................................100
ΙV. ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΒΑΣΙΛΕΙΣ.................................................101
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ...........................................................................................................109
Νέα Ρόδα...........................................................................................................109
Πέλλα – Το ιερό του Δάρρωνα .........................................................................118
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ..................................................................................................131
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ
ΠΙΝΑΚΕΣ
ΧΑΡΤΗΣ
i

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αλλαμανή – Σουρή 1984 Αλλαμανή – Σουρή Β., «Απόλλωνι, Ασκληπιώι,


Υγιείαι», ΑΔ 39 (1984), Μέρος Α’, Μελέτες, Αθήνα
1990, 205 – 231.
Αλλαμανή 1988 Αλλαμανή Β., «Νομός Ημαθίας», ΑΔ 35 (1980),
Χρονικά Β², Αθήνα 1988 , 399-408.
Αλλαμανή Β., Αλλαμανή Β., «Επαρχία Νάουσας. Κοπανός. Αγρός
Καβαλλάρη», ΑΔ 47 (1992), Χρονικά Β², Αθήνα 1997,
452-454.
Αλλαμανή-Μισαηλίδου 1995 Αλλαμανή Β.-Μισαηλίδου Β., «Ανασκαφικές έρευνες
στην αρχαία Μίεζα», ΑΕΜΘ 6 (1992), Θεσσαλονίκη
1995, 203-214.
Αλλαμανή Β.-Μισαηλίδου Β., « Επαρχία Νάουσας. Κοπανός. Αγρός Καβαλλάρη»,
ΑΔ 48 (1993), Χρονικά Β², Αθήνα 1998, 369-371.
Αλλαμανή –Κουκουβού 1998 Αλλαμανή Β.–Κουκουβού Αγγ., «Μίεζα 1995:
ανασκαφικές έρευνες», ΑΕΜΘ 9 (1995), Θεσσαλονίκη
1998, 79-94.
Αλλαμανή –Κουκουβού 2000 Αλλαμανή Β.-Κουκουβού Αγγ., «Μίεζα. Ανασκαφικές
έρευνες», ΑΕΜΘ 12 (1998), Θεσσαλονίκη 2000, 371-
381.
Αλλαμανή-Σουρή 2000 Αλλαμανή – Σουρή Β., «Παραδόσεις –Περισυλλογές ,
Νομός Ημαθίας», ΑΔ 50 (1995), Χρονικά Β², Αθήνα
2000 , 582-583.
Αλλαμανή – Σουρή 2003 Αλλαμανή – Σουρή Β., «Παραδόσεις, Νομός
Ημαθίας», ΑΔ 52 (1997), Χρονικά Β², Αθήνα 2003,
746.
Αλλαμανή-Κουκουβού-Ψαρρά Αλλαμανή Β.-Κουκουβού Α.-Ψαρρά Ε., «Το κτιριακό
2004 συγκρότημα της Μίεζας: Ερμηνευτικές προσεγγίσεις
και προοπτικές της έρευνας», ΑΕΜΘ 16 (2002),
Θεσσαλονίκη 2004, 571-583.
ii

Αλλαμανή-Κουκουβού-Ψαρρά Αλλαμανή Β.-Κουκουβού Α.-Ψαρρά Ε., «Μίεζα, πόλη


2009 Ημαθίας» στον επετειακό τόμο «Το Αρχαιολογικό Έργο
στη Μακεδονία και Θράκη, 20 χρόνια», Θεσσαλονίκη
2009, 17-30.
Ανδρόνικος-Μακαρόνας- Ανδρόνικος Μ.-Μακαρόνας Χ.-Μουτσόπουλος Ν.-
Μουτσόπουλος-Μπακαλάκης 1961 Μπακαλάκης Γ., Το ανάκτορο της Βεργίνας, Αθήνα
1961.
Αρβανιτόπουλος Α. Αρβανιτόπουλος Α., «Ανέκδοτοι επιγραφαί και
πλαστικά μνημεία Τεγέας», ΑΕ 1906, Αθήνα 1906, 23-
66.
Βελένη 2002 Βελένη Π., Μακεδονικοί βωμοί, Αθήνα 2002.
Βερσάκης Φ. «Του Αθήνησιν Ασκληπιείου οικήματα», ΑΕ 1913, 52-
74.
Βοκοτοπούλου 1986 Βοκοτοπούλου I., «Η επιγραφή των Καλινδοίων»,
Αρχαία Μακεδονία IV (1983), Θεσσαλονίκη 1986, 87 –
114.
Βοκοτοπούλου 1989 Βοκοτοπούλου Ι., «Καλαμωτό Ζαγκλιβερίου», ΑΔ 38
(1983), Χρονικά Β², Αθήνα 1989, 271.
Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα 1993 Βοκοτοπούλου Ι. - Τσιγαρίδα Μπ., «Ανασκαφική
έρευνα στα Νέα Ρόδα Χαλκιδικής», ΑΕΜΘ 4 (1990),
Θεσσαλονίκη 1993, 455-468.
Βοκοτοπούλου 1995 Βοκοτοπούλου, Ι., «Νέα Ρόδα», ΑΔ 45 (1990),
Χρονικά, Β2, Αθήνα 1995, 321.
Βοκοτοπούλου – Τσιγαρίδα 1995 Βοκοτοπούλου Ι.– Τσιγαρίδα Ε.Μπ., «Ανασκαφική
έρευνα στα Ν. Ρόδα Χαλκιδικής», ΑΕΜΘ 6 (1992),
Θεσσαλονίκη 1995, 467-474.
Βοκοτοπούλου – Τσιγαρίδα 1997 Βοκοτοπούλου Ι.– Τσιγαρίδα Ε.Μπ., «Ανασκαφική
έρευνα στα Ν. Ρόδα Χαλκιδικής 1993», ΑΕΜΘ 7
(1993), Θεσσαλονίκη 1997, 445-454.
Βοκοτοπούλου – Τσιγαρίδα 1998α Βοκοτοπούλου, Ι. – Τσιγαρίδα, Ε. – Μπ., «Νέα Ρόδα»,
ΑΔ 48 (1993),Χρονικά, Β2, Αθήνα 1998, 350.
iii

Βοκοτοπούλου – Τσιγαρίδα 1998β Βοκοτοπούλου, Ι. – Τσιγαρίδα, Μπ. – Ε.,


«Ανασκαφική έρευνα στην “Ουρανίδων Πόλιν”»,
ΑΕΜΘ 8 (1994), Θεσσαλονίκη 1998, 289 – 294.
Βοκοτοπούλου – Τσιγαρίδα 1999 Βοκοτοπούλου Ι. – Τσιγαρίδα Ε. Μπ., «Νέα Ρόδα», ΑΔ
49 (1994), Χρονικά Β², Αθήνα 1999, 461.
Βοκοτοπούλου 2002 Βοκοτοπούλου Ι., «Η Χαλκιδική στους αρχαίους
χρόνους», Χαλκιδική, Ιερό Κοινόβιο Ευαγγελισμού της
Θεοτόκου, Αθήνα 2002, 35-105.
Βουβουλής Α., Ο Απόλλων στο μακεδονικό χώρο, (αδημοσίευτη
μεταπτυχιακή εργασία), Θεσσαλονίκη 2007.
Βουτυράς 1993 Βουτυράς Ε., «Η λατρεία του Ασκληπιού στην αρχαία
Μακεδονία», Αρχαία Μακεδονία V, τόμος 1, (1989),
Θεσσαλονίκη 1993, 251 – 265.
Βουτυράς 2000 Βουτυράς Ε., «Το ιερό του Διονύσου στην Άφυτη»,
Μύρτος. Μελέτες στη μνήμη της Ιουλίας Βοκοτοπούλου,
(επιμ. Π. Αδάμ – Βελένη), Θεσσαλονίκη 2000, 631-
640.
Γιούρη 1971 Λεβεντοπούλου – Γιούρη Ε., «Το ιερόν του Άμμωνος
Διός παρά την Άφυτιν», ΑΑΑ 3 (1971), 356-367.
Γιούρη 1976 Jiuri E., «Το εν Αφύτει ιερόν του Διονύσου και το
ιερόν του Άμμωνος Διός», Neue Forschunge in
Griechieshen Heiligtümern, Συμπόσιο στην Ολυμπία
10-12 Οκτωβρίου 1974, Tübingen 1976, 135-150.
Γούναρης Γ., Τα τείχη της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1982.
Γουναροπούλου – Χατζόπουλος Γουναροπούλου Λ.– Χατζόπουλος Μ.Β., Επιγραφές
1998 Κάτω Μακεδονίας. Τεύχος Α’. Επιγραφές Βέροιας,
Αθήνα 1998.
Δημητριάδης Β., Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της
Τουρκοκρατίας.1430-1912, Θεσσαλονίκη 1983.
Δήμιτσας 1988α Δήμιτσας Γ., Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και
μνημείοις σωζομένοις, Τόμος 1, Τεύχος Α’,
Θεσσαλονίκη 1988.
iv

Δήμιτσας 1988 Δήμιτσας Γ., Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και


μνημείοις σωζομένοις, Τόμος 1, Τεύχος Β’,
Θεσσαλονίκη 1988.
Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου 2006 Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου A., «Το Ασκληπιείο της
Πεπαρήθου», Το αρχαιολογικό έργο της Θεσσαλίας και
Στερεάς Ελλάδας (2003), Βόλος 2006, 263-281.
Δρούγου Σ., «Βεργίνα 1990-1997. Το ιερό της Μητέρας των Θεών»,
ΑΕΜΘ 10Α (1996), Θεσσαλονίκη 1997, 41-54.
Ζημίαι 1946 Αι Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των
στρατευμάτων Κατοχής, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας
και Θρησκευμάτων 1946.
Ιγνατιάδου 2004 Ιγνατιάδου Δ., Μακεδονική υαλουργία του 4ου αι.π.Χ.
Το άχρωμο γυαλί, Διδακτορική Διατριβή,
Θεσσαλονίκη 2004.
Ιγνατιάδου Δ., «Έρευνα για το χαλαστραίο νίτρο», ΑΕΜΘ 16 (2002),
Θεσσαλονίκη 2004, 241-248.
Ιντζεσίλογλου 1993 Ιντζεσίλογλου Μ., «Άγιοι Θεόδωροι», ΑΔ 43, (1988),
Χρονικά Β¹, Αθήνα 1993, 253-254.
Ιωάννου Μ.Χ., Αστυγραφία Θεσσαλονίκης, Εκδόσεις Νέα Πορεία,
Θεσσαλονίκη 1976. Α’ Έκδοση 1880.
Καββαδίας Π., «Επιγραφαί εξ Επιδαύρου», ΑΕ 1883, Αθήνα 1884,
197-238.
Κακριδής 1986 Κακριδής Ι., Ελληνική Μυθολογία, Τόμος 2, Οι Θεοί,
Αθήνα 1986.
Καλίνδοια 2008 Τα Καλίνδοια. Μια αρχαία πόλη στη Μακεδονία,
Κατάλογος Περιοδικής Έκθεσης, επιμ.Π. Αδάμ-
Βελένη, Θεσσαλονίκη 2008.
Καλλιπολίτης -Λαζαρίδης 1946 Καλλιπολίτης Β.-Λαζαρίδης Δ., Αρχαίαι επιγραφαί
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1946.
Κανατσούλης 1955 Κανατσούλης Δ., Μακεδονική προσωπογραφία. Από
του 148π.Χ. μέχρι των χρόνων του Μ. Κωνσταντίνου.
Θεσσαλονίκη 1955.
v

Καραμήτρου – Μεντεσίδη 1993 Καραμήτρου – Μεντεσίδη Γ., Κοζάνη, Πόλη


Ελιμιώτιδος. Αρχαιολογικός οδηγός, Θεσσαλονίκη
1993.
Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1999 Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ., Βόϊον-Νότια Ορεστίς.
Αρχαιολογική έρευνα και ιστορική τοπογραφία,
Θεσσαλονίκη 1999.
Καραμήτρου-Μεντεσίδη- Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ. - Μοσχάκης Κ. « Η
Μοσχάκης 2008 Ιατρική στην Αιανή και την Άνω Μακεδονία κατά την
αρχαιότητα», Η Ιατρική στο μεσογειακό χώρο,
Διεπιστημονικό Συνέδριο, Πανεπιστήμιο Κύπρου,
Λευκωσία 2008 (υπό εκτύπωση).
Καφταντζής 1967 Καφταντζής Γ.Β., Ιστορία της πόλεως Σερρών και της
περιφερείας της, Τόμος 1, Αθήνα 1967.
ΚΓΜΘ 1997 Κατάλογος Γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου
Θεσσαλονίκης Ι, επιμ. Γ. Δεσπίνης – Θ.Στεφανίδου -
Τιβερίου – Εμμ. Βουτυράς, Θεσσαλονίκη 1997.
ΚΓΜΘ 2003 Κατάλογος Γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου
Θεσσαλονίκης ΙΙ, επιμ. Γ. Δεσπίνης – Θ. Στεφανίδου -
Τιβερίου – Εμμ. Βουτυράς, Θεσσαλονίκη 2003.
Κουκουβού Α., « Επαρχία Νάόυσας. Κοπανός. Μπελοβίνα», ΑΔ 50
(1995), Χρονικά Β², Αθήνα 2000, 564-565.
Κουκουβού-Ψαρρά 2004 Κουκουβού Α.-Ψαρρά Ε., «Αρχαία Μίεζα. Η
ανασκαφική έρευνα σε μια σημαντική πόλη του
μακεδονικού βασιλείου», Πρακτικά Επιστημονικής
Διημερίδας, 7-8 Ιουνίου 2003 με τίτλο «Γνωριμία με τη
γη του Αλεξάνδρου: η περίπτωση του νομού Ημαθίας»,
Θεσσαλονίκη 2004, 237-254.
Κουκούλη- Χρυσανθάκη 1972 Κουκούλη- Χρυσανθάκη Χ., «Καλαμίτσα (αρχ.
Αντισάρα)», ΑΔ 25 (1970), Χρονικά Β², Αθήνα 1972,
397-398.
Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1975 Κουκούλη - Χρυσανθάκη Χ., «Νομός Καβάλας», ΑΔ
26 (1971), Χρονικά Β², Αθήνα 1975 , 413-416.
vi

Κουκούλη- Χρυσανθάκη 1980 Κουκούλη- Χρυσανθάκη Χ., «Οι αποικίες της Θάσου
στο Β. Αιγαίο. Νεώτερα ευρήματα.», Α’ Τοπικό
Συμπόσιο, Η Καβάλα και η περιοχή της, (1977),
Θεσσαλονίκη 1980, 309-325.
Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1987 Κουκούλη-Χρυσανθάκη Χ., «Οικόπεδο Ε. Βογιατζή.
Οικόπεδο Γ. Στίγγα», ΑΔ 34 (1979), Αθήνα 1987, 325-
326.
Κρεμμύδη-Σισιλιάνου 1996 Κρεμμύδη-Σισιλιάνου Σ., Η νομισματοκοπία της
ρωμαϊκής αποικίας του Δίου, Βιβλιοθήκη της
Ελληνικής νομισματικής Εταιρείας 4, Αθήνα 1996.
Λαζαρίδης 1958 Λαζαρίδης Δ., «Αμφίπολις», Έργον Αρχαιολογικής
Εταιρείας 1958 , Αθήνα 1959, 71-80.
Λαζαρίδης 1959 Λαζαρίδης Δ., «Αμφίπολις», Έργον Αρχαιολογικής
Εταιρείας 1959, Αθήνα 1960, 37-44.
Λαζαρίδης 1966 Λαζαρίδης Δ., «Αμφίπολις», Το Έργον της
Αρχαιολογικής Εταιρίας 1965, Αθήνα 1966, 28-43.
Λαζαρίδης 1968 Λαζαρίδης Δ., «Τυχαία ευρήματα», ΑΔ 21(1966),
Χρονικά Β2, Αθήνα 1968, 365.
Λαζαρίδης 1985 Λαζαρίδης Δ., «Αμφίπολη. Γυμνάσιο», Το Έργον της
Αρχαιολογικής Εταιρίας 1984, Αθήνα 1985, 21-25.
Λαμπρινουδάκης Β.Κ., «Ιερό Απόλλωνος Μαλεάτα Επιδαύρου», ΠΑΕ 1988,
21-29.
Λεβέντη 1999 Λεβέντη Ι., «Οι θεότητες του κύκλου του Ασκληπιού
ως κουροτρόφοι. Οι εικονογραφικές μαρτυρίες.»,
Αρχαιογνωσία, τόμος 10, τεύχος 1-2 (1999-2000), 87-
103.
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1987 Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ. « Ένα νέο ψηφιδωτό δάπεδο
της Πέλλας», Αμητός, Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή
Μανόλη Ανδρόνικο, Θεσσαλονίκη 1987, 455-469.
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1988 Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ., «Ανασκαφική έρευνα στη
περιοχή του καναλιού της Πέλλας», ΑΕΜΘ 1 (1987),
Θεσσαλονίκη 1988, 137-145.
vii

Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994 Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ., «Ανασκαφική έρευνα στην


περιοχή του καναλιού της Πέλλας κατά την περίοδο
1988-1991», ΑΕΜΘ 5 (1991), Θεσσαλονίκη 1994, 83-
95.
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1996 Ακαμάτη Μ., « Πέλλα. Περιοχή καναλιού», ΑΔ 46
(1991), Χρονικά Β², Αθήνα 1996, 295-296.
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1997 Λιλιμπάκη -Ακαμάτη Μ., «Κτιριακά συγκροτήματα
στη περιοχή του καναλιού της Πέλλας», ΑΕΜΘ 10Β
(1996), Θεσσαλονίκη 1997, 93-101.
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1998 Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ., «Ένα νέο κτιριακό
συγκρότημα στη περιοχή του καναλιού της Πέλλας»,
ΑΕΜΘ 9 (1995), Θεσσαλονίκη 1998, 105-116.
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 2000 Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ., Το ιερό της Μητέρας των
θεών και της Αφροδίτης στην Πέλλα, Θεσσαλονίκη
2000.
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 2000α Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ., «Θησαυρός από την περιοχή
του καναλιού της Πέλλας», Μύρτος, Μνήμη Ιουλίας
Βοκοτοπούλου, Θεσσαλονίκη 2000.
Λιλιμπάκη - Ακαμάτη - Στεφανή Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ. – Στεφανή Ε., «Ωναί εκ της
2003 Ημαθίας ΙΙ», ΑΕ 2003, Αθήνα 2003, 155-196.
Ανάτυπο.
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 2003α Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ., «Η λατρεία των θεών και τα
ιερά της Πέλλας», Πέλλα και η περιοχή της,
Θεσσαλονίκη 2003, 53-64, (επιμ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη
Μ-Ακαμάτης Ι.).
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 2003 Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ., «Πέλλα, η πρωτεύουσα των
αρχαίων Μακεδόνων. Η νεότερη ανασκαφική έρευνα»,
Γνωριμία με τη γη του Αλεξάνδρου: από τα προϊστορικά
μέχρι τα νεώτερα χρόνια: Ιστορία-Αρχαιολογία-Τέχνη
στο Νομό Πέλλας, Επιστημονική Διημερίδα (2002),
Θεσσαλονίκη 2003.
viii

Μακαρόνας 1937 Μακαρόνας Χ.Ι., «Εκ της Ελιμείας και της Εορδαίας.
Αρχαιολογική Συλλογή Κοζάνης», ΑΕ 1936,
Παράρτημα- Αρχαιολογικά Χρονικά, Αθήνα 1937, 2-
14.
Μακαρόνας 1953 Μακαρόνας Χ.Ι., «Χρονικά αρχαιολογικά»,
Μακεδονικά 2 (1941 – 1952), Θεσσαλονίκη 1953, 590
– 678.
Μάλαμα -Σαλονικιός 2004 «Οικιστικά κατάλοιπα από την αρχαία Αμφίπολη.
Σωστική ανασκαφή στο οικόπεδο Δ.Κυπριανίδη»,
ΑΕΜΘ 16 (2002), Θεσσαλονίκη 2004, 145-155.
Μαρκή Ε., Η νεκρόπολη της Θεσσαλονίκης στους υστερορωμαϊκούς
και παλαιοχριστιανικούς χρόνους, Αθήνα 2006.
Μητροπούλου 1984 Μητροπούλου Ε., Η τυπολογία της θεάς Υγείας με φίδι ,
Αθήνα 1984.
Μπακαλάκης 1936 Μπακαλάκης Γ., «Ανασκαφή εν Καλαμίτσα Καβάλας»,
ΠΑΕ 1935, Αθήνα 1936, 29-42.
Μπακαλάκης 1937 Μπακαλάκης Γ., «Ανασκαφή εν Καλαμίτσα Καβάλας»,
ΠΑΕ 1936, Αθήνα 1937, 74-81.
Μπέλλας Ι., Ιερά και λατρείες του Διός στην Μακεδονία,
(αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία), Θεσσαλονίκη
2007.
Μπίμπη-Παπασπυροπούλου Α., Μπίμπη-Παπασπυροπούλου Α., «Η εκστρατεία του
Μεγάλου Αλεξάνδρου και η συμβολή της στην
ανάπτυξη της αρχαίας ελληνικής ιατρικής», Αρχαία
Μακεδονία V (1989), Θεσσαλονίκη 1993, 1123-1129.
Μπόνιας 1999 Μπόνιας Ζ., «Θάσος. Αρχαία πόλη. Οικόπεδο Ι.
Τσούπρα», ΑΔ 49 (1994), Χρονικά Β², Αθήνα 1999,
587-589.
Νίγδελης 2006 Νίγδελης Π., « Ο σύλλογος των Ασκληπιαστών και το
βακχείον των Ασιανών (IG X 2,1,480)» στο έργο
Επιγραφικά Θεσσαλονίκεια. Συμβολή στην πολιτική και
κοινωνική ιστορία της αρχαίας Θεσσαλονίκης.
Θεσσαλονίκη 2006.
ix

Οικονομίδου 1967 Οικονομίδου Μ., «Νομίσματα εκ της ανασκαφής του


Δίου», ΑΔ 19 (1964), Χρονικά Β3, Αθήνα 1966, 348-
349.
Οικονόμος 1916 Οικονόμος Γ., Επιγραφαί Μακεδονίας, Αθήνα 1916.
Ορλάνδος 1967-68 Ορλάνδος Α., Η αρκαδική Αλίφειρα και τα μνημεία της,
Αθήνα 1967-68.
Ουλκέρογλου 2008 Ουλκέρογλου Τ., Το συγκρότημα των θερμών του
κεντρικού δρόμου του Δίου. Ανασκαφή 1997-2007,
(αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία), Θεσσαλονίκη
2008.
Παντελεήμων Καλπακίδης 2004 Μητροπολίτου Βεροίας και Ναούσης Παντελεήμονος
Καλπακίδη, Ιστορία και προσφορά Ιερού Ναού Αγίου
Αντωνίου, Πολιούχου Βεροίας, Βέροια 2004.
Παντερμαλής 1977 Παντερμαλής Δ. «Λατρείες και ιερά του Δίου
Πιερίας», Αρχαία Μακεδονία ΙΙ, (1973), Θεσσαλονίκη
1977, 331-342.
Παντερμαλής 1980 Παντερμαλής Δ., «Ανασκαφικαί έρευναι εις
Δίον.1973», ΑΔ 29, (1973-74), Χρ. Β³, Αθήνα 1980,
697-699.
Παντερμαλής 1981 Παντερμαλής Δ., «Inscriptions from Dion , Addenda et
Corrigenda» , Ancient Macedonian Studies in Honor of
Charles F. Edson, Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών ,
Θεσσαλονίκη 1981, 283-294.
Παντερμαλής 1982 Παντερμαλής Δ., «Δίον», Το Έργον της Αρχαιολογικής
Εταιρείας 1981, Αθήνα 1982, 28-30.
Παντερμαλής 1983α Παντερμαλής Δ., «Δίον», Το Έργον της Αρχαιολογικής
Εταιρείας 1982, Αθήνα 1983, 23-26.
Παντερμαλής 1983 Παντερμαλής Δ., Ανασκαφή Δίου», ΠΑΕ 1981, Αθήνα
1983, 62-66.
Παντερμαλής 1984 Παντερμαλής Δ., «Ανασκαφή Δίου», ΠΑΕ 1982,
Αθήνα 1984, 66-68.
Παντερμαλής 1985 Παντερμαλής Δ., «Δίον», Το Έργον της Αρχαιολογικής
Εταιρείας 1984, Αθήνα 1985, 33-37.
x

Παντερμαλής 1986 Παντερμαλής Δ., «Οι μεγάλες θέρμες του Δίου», Οι


αρχαιολόγοι μιλούν για την Πιερία, Θεσσαλονίκη 1986,
10-16.
Παντερμαλής 1988 Παντερμαλής Δ., «Αντίγραφα των αυτοκρατορικών
χρόνων στη Μακεδονία», στο XII Διεθνές Συνέδριο
Κλασικής Αρχαιολογίας, Τόμος Γ’, 1983, Αθήνα 1988,
213-216.
Παντερμαλής 1988α Παντερμαλής Δ., «Ανασκαφή Δίου», ΠΑΕ 1984,
Τεύχος Α’, Θεσσαλονίκη 1988, 71-74.
Παντερμαλής 1989 Παντερμαλής Δ., «Δίον», Αρχαιολογία 33 (1989), 29-
34.
Παντερμαλής 1994 Παντερμαλής Δ., «Ανασκαφή Δίου», ΑΕΜΘ 5 (1991),
Θεσσαλονίκη 1994, 137-144.
Παντερμαλής 1997 Παντερμαλής Δ., «Η ανασκαφή του Δίου κατά το 1993
και η χάλκινη διόπτρα», ΑΕΜΘ 7 (1993), Θεσσαλονίκη
1997, 195-199.
Παντερμαλής 1998 Παντερμαλής Δ., «Ανασκαφή Δίου 1995», ΑΕΜΘ
9(1995), Θεσσαλονίκη 1998, 167-172.
Παντερμαλής 1999 Παντερμαλής Δ., Δίον , η Ανακάλυψη, Αθήνα 1999.
Παντερμαλής 2000 Παντερμαλής Δ., «Δίον 1998. Εκατόμβες και Σωτήρια
2000», ΑΕΜΘ 12 (1998), Θεσσαλονίκη 2000, 291-298.
Παντερμαλής 2004 Παντερμαλής Δ., «Δίον 2002. Η αγορά και άλλα»,
ΑΕΜΘ 16 (2002), Θεσσαλονίκη 2004, 417-425.
Παντερμαλής 2006 Παντερμαλής Δ., «Οι ανασκαφές στο Δίον το 2004 και
τα ευρήματα της εποχής των φιλαλεξάνδρων
βασιλέων», ΑΕΜΘ 18 (2004), Θεσσαλονίκη 2006, 377-
382.
Παντερμαλής 2007 Παντερμαλής Δ., «Δίον 2005. Ανασκαφές, έργα
ανάδειξης και disjecta membra», ΑΕΜΘ 19 (2005),
Θεσσαλονίκη 2007, 373-379.
Παντερμαλής 2008 Παντερμαλής Δ., «Δίον 2006», ΑΕΜΘ 20 (2006),
Θεσσαλονίκη 2008, 567-575.
xi

Παπάγγελος 1993 Παπάγγελος Ι., «Ουρανοπόλεως τοπογραφικά», Αρχαία


Μακεδονία V (1989), Θεσσαλονίκη 1993, 1155-1187.
Παπαδοπούλου 1963 Παπαδοπούλου Φ., «Νομός Κιλκίς», ΑΔ 17 (1961-62),
Χρονικά Β’, Αθήνα 1963, 207-209.
Παπακωνσταντίνου 2009 Παπακωνσταντίνου Μ.-Φ., «Το Ασκληπιείο του
Δαφνούντος. Πρώτη παρουσίαση», 3ο Αρχαιολογικό
Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας 2006-2008,
Βόλος 2009, Πρόγραμμα και Περιλήψεις, 35-36.
Παπακωνσταντίνου-Διαμαντούρου Παπακωνσταντίνου - Διαμαντούρου Δ., Πέλλα Ι.
1971 Ιστορική επισκόπησις και μαρτυρίαι, Αθήνα 1971.
Παπαχατζής,Παυσανίου Παπαχατζής Ν., Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις,
Περιήγησις, Αρκαδικά Αχαϊκά και Αρκαδικά, Αθήνα 1980.
Πετράκος 1968 Πετράκος Β., Ο Ωρωπός και το ιερόν του Αμφιαράου,
Αθήνα 1968.
Πέτσας 1964 Πέτσας Φ., «Ωναί εκ της Ημαθίας», ΑΕ 1961, Αθήνα
1964, 1-57.
Πέτσας 1970 Πέτσας Φ., «Μουσείον Θεσσαλονίκης», ΑΔ 24 (1969),
Χρονικά Β², Αθήνα 1970, 291-294.
Πινγιάτογλου 2003 Πινγιάτογλου Σ., «Το ιερό της Δήμητρας στο Δίον.
Ανασκαφή 1998-2001, ΑΕΜΘ 15, 2001, Θεσσαλονίκη
2003, 355-362.
Πινγιάτογλου 2005 Πινγιάτογλου Σ. «Το ιερό της Δήμητρος στο Δίον.
2002-2003», ΑΕΜΘ 17 (2003), Θεσσαλονίκη 2005,
425-434.
Πινγιάτογλου 2008 Πινγιάτογλου Σ., «Δίον 2004-2006. Ανασκαφικές
έρευνες στο ιερό του Ασκληπιού και στην πόλη των
ελληνιστικών χρόνων», ΑΕΜΘ 20 (2006),
Θεσσαλονίκη 2008, 577-586.
Πινγιάτογλου 2009 Πινγιάτογλου Σ., «Δίον: τα ιερά της Δήμητρος και του
Ασκληπιού. Οι ανασκαφές των τελευταίων είκοσι
χρόνων». στον επετειακό τόμο «Το Αρχαιολογικό Έργο
στη Μακεδονία και Θράκη, 20 χρόνια», Θεσσαλονίκη
2009, 285-294.
xii

Πλάτων 1957 Πλάτων Ν., «Χρονικά. Η αρχαιολογική κίνησις εν


Κρήτη κατά το έτος 1957», Κρητικά Χρονικά ΙΑ’
(1957), Ηράκλειο 1957, 326-340.
Πλάτων 1958 Πλάτων Ν., «Χρονικά. Η αρχαιολογική κίνησις εν
Κρήτη κατά το έτος 1958», Κρητικά Χρονικά ΙΒ’
(1958), Ηράκλειο 1958, 459-483.
Πλάτων 1959 Πλάτων Ν., «Χρονικά. Η αρχαιολογική κίνησις εν
Κρήτη κατά το έτος 1959», Κρητικά Χρονικά ΙΓ’
(1959), Ηράκλειο 1959, 359-393.
Πουπάκη 2002 Πουπάκη Ε., «Λίθινα λουτήρια, περιρραντήρια και
κάρδοποι της κλασικής αρχαιότητος», Αρχαιογνωσία
11, τεύχος 1-2, (2001-2002), Αθήνα 2002, 273-306.
Πρωτονοτάριου- Δεϊλάκη 1963 Πρωτονοτάριου- Δεϊλάκη Ε., «Ανασκαφή Φενεού
1958, 1959, 1961», ΑΔ 17 (1961/62), Χρονικά Β’,
Αθήνα 1963, 57-61.
Πρωτονοτάριου- Δεϊλάκη 2001 Πρωτονοτάριου- Δεϊλάκη Ε., «Καταστροφές από
σεισμούς και πλημμύρες στην αρχαία Φενεό»,στο
Καλλίστευμα, Μελέτες προς τιμήν της Όλγας Τζάχου-
Αλεξανδρή, Αθήνα 2001, 433-438.
Ριζάκης-Τουράτσογλου 1985 Ριζάκης Θ.-Τουράτσογλου Ι., Επιγραφές Άνω Μα-
κεδονίας (Ελίμεια, Εορδαία, Νότια Λυγκηστίς, Ορεστίς),
Τόμος Α’, Αθήνα 1985.
Ρωμιοπούλου 1980 Ρωμιοπούλου Α., «Τυχαία ευρήματα 1974», ΑΔ 29
(1973-74), 687-691.
Ρωμιοπούλου 1985 Ρωμιοπούλου Α. «Ανασκαφικές εργασίες. Νομός
Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη», ΑΔ 33 (1978), Χρονικά,
Β ², Αθήνα 1985, 233-234.
Σαββοπούλου 1998 Σαββοπούλου Θ., Αρχαιολογική περιήγηση στο Νομό
Κιλκίς, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κιλκίς 1998.
Σαλωνίδης 1997 Σαλωνίδης Θ., « Ελληνιστικό κτίριο στην αρχαία
Θάσο», ΑΕΜΘ 7, (1993), Θεσσαλονίκη 1997, 573-584.
Σαμίου 1992 Σαμίου Χ., «Οικόπεδο Τρικούπη», ΑΔ 42 (1987),
Χρονικά Β², Αθήνα 1992, 438-439.
xiii

Σιαμπανόπουλος 1974 Σιαμπανόπουλος Κ., Αιανή, Θεσσαλονίκη 1974.


Σισμάνη-Αδρύμη 1996 Σισμάνη-Αδρύμη Β., «Ναός Ασκληπιού», ΑΔ 46
(1991), Χρονικά Β΄2, Αθήνα 1996, 209-210.
Σισμανίδης 1983 Σισμανίδης Κ., «Καλαμωτό Ζαγκλιβερίου», ΑΔ 38
(1983), Χρονικά Β’2, 271.
Στεφανή 2000 Στεφανή Ε., «Η ανασκαφή στο προθάλαμο του τάφου
της Κρίσεως στα Λευκάδια», ΑΕΜΘ 12(1998),
Θεσσαλονίκη 2000, 413-420.
Στεφανή 2003 Στεφανή Ε., «Επαρχία Βέροιας», ΑΔ 52 (1997),
Χρονικά Β2 , Αθήνα 2003, 728-730.
Στίκας 1978 Στίκας Ε.Γ ., «Αμφίπολις (χριστιανική)», Το Έργον της
Αρχαιολογικής Εταιρείας 1977, Αθήνα 1978, 38-46.
Στίκας 1980 Στίκας Ε.Γ., «Ανασκαφή βασιλικών Αμφιπόλεως»,
ΠΑΕ 1977, Αθήνα 1980, 46-53
Σωτηριάδης 1916 Σωτηριάδης 1916, «Επιγραφαί Θέρμου», ΑΔ 1 (1915),
Αθήνα 1916, 45-58.
Τζαναβάρη 2003 Τζαναβάρη Κ., «Λατρεία θεών και ηρώων στη
Θεσσαλονίκη», στο «Ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη»,
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης 2003, 237-252.
Τζιαφάλιας 1988 Τζιαφάλιας Α., «Ασκληπιείο Τρίκκης: μύθος ή
πραγματικότητα;», Τρικαλινά 8 (1988), Τρίκαλα 1988,
179-218.
Τζιαφάλιας Α., «Κραννών», ΑΔ 43 (1988), Χρονικά Β1, Αθήνα 1993,
280-281.
Τουράτσογλου 1975 Τουράτσογλου Ι., «Κοπανός», ΑΔ 26 (1971), Χρονικά
Β², Αθήνα 1975, 407-408.
Τουράτσογλου 1977 Τουράτσογλου Ι.Π., «Από την πολιτεία και την
κοινωνία της αρχαίας Βέροιας: επιγραφικές
σημειώσεις», Αρχαία Μακεδονία ΙΙ, (1973),
Θεσσαλονίκη 1977, 481-493.
Τουράτσογλου Ι., «Κοπανός Ναούσης», ΑΔ 24 (1969), Χρονικά Β²,
Αθήνα 1970, 328-329.
xiv

Τουράτσογλου Ι., «Κοπανός», ΑΔ 25 (1970), Χρονικά Β² , Αθήνα 1973,


387-388.
Τουράτσογλου Ι., «Κοπανός», ΑΔ 26 (1971), Χρονικά Β², Αθήνα 1975,
407-409.
Τσιβιλίκα 1982 Τσιβιλίκα Ε., «Λατρευτικό ανάγλυφο από την Τήνο»,
ΑΑΑ XV, Τεύχος 2 (1982), 255-260.
Τσιγαρίδα 1997 Τσιγαρίδα Μπ., «Ανασκαφική έρευνα στην περιοχή της
αρχαίας Σάνης – Ουρανούπολης 1990 – 1996», ΑΕΜΘ
10Α (1996), Θεσσαλονίκη 1997, 333 – 346.
Τσιγαρίδα 1998α Τσιγαρίδα Ε. – Μπ., «Ανασκαφική έρευνα στην
“Ουρανίδων Πόλιν”», ΑΑΑ XXIII – XXVIII (1990 –
1995), Αθήνα 1998, 47 – 55.
Τσιγαρίδα 1998β Τσιγαρίδα, Μπ., «Πρώτες ανασκαφικές μαρτυρίες για
την αρχαία Σάνη», Άνδρος και Χαλκιδική. Πρακτικά
Συμποσίου. Άνδρος 23 Αυγούστου 1997, (επιμ.
Μπάλκας, Ν. Αυγ.), Ανδριακά Χρονικά 29 (1998),
Άνδρος 1998, 79 – 92.
Τσιγαρίδα 1999 Τσιγαρίδα, Ε. – Μπ., «Στοιχεία για την λατρεία του
Ηλίου στην Ουρανίδων Πόλιν», Αρχαία Μακεδονία VI
(1996), τόμος 2, Θεσσαλονίκη 1999, 1235 – 1246.
Τσιγαρίδα 2001 Τσιγαρίδα, Ε., «Νέα Ρόδα», ΑΔ 51 (1996), Χρονικά, Β2,
Αθήνα 2001, 450 – 451.
Τσιγαρίδα-Βασιλείου 2005 Τσιγαρίδα Ε. Μπ. –Βασιλείου Σπ., «Καλλιθέα
Χαλκιδικής 2003. Ανασκαφική έρευνα στα οικόπεδα
145,146,147», ΑΕΜΘ 17 (2003), Θεσσαλονίκη 2005,
335-342.
Τσιγαρίδα-Βασιλείου 2007 Τσιγαρίδα Ε. Μπ. –Βασιλείου Σπ., «Ανασκαφικές και
άλλες εργασίες στο ιερό του Άμμωνα Δία στην
Καλλιθέα Χαλκιδικής», ΑΕΜΘ 19 (2005),
Θεσσαλονίκη 2007, 339-345.
xv

Τσιμπίδου- Αυλωνίτη Μ., «Δημόσια κτίρια. Ιερά. Το Σαραπείο.» Στο


«Θεσσαλονίκη. Από τα προϊστορικά μέχρι τα
χριστιανικά χρόνια», Οδηγός Έκθεσης, Αθήνα 1986,
26-33.
Τσώχος 2004 Τσώχος Χ., «Το ιερό των Αιγυπτίων θεών και η
λατρεία τους στους Φιλίππους μέσα από το επιγραφικό
υλικό», ΑΕΜΘ 16 (2002), Θεσσαλονίκη 2004, 83-94.
Υπουργείο Πολιτισμού 1987 Η στοά του αβάτου στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου.
Πρόταση συντήρησης και μερικής αποκατάστασης.
Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα 1987.
Χατζή 1970 Χατζή , «Κατάλογος νομισμάτων ανασκαφής Δίου»,
ΑΔ 24 (1969), Χρονικά Β2, Αθήνα 1970, 344-346.
Χατζηνικολάου 2007 Χατζηνικολάου Κ., Οι λατρείες των θεών και των
ηρώων στην Άνω Μακεδονία κατά την αρχαιότητα
(Ελίμεια, Εορδαία, Ορεστίδα, Λυγκηστίδα),
Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη
2007.
Χρυσοστόμου 1998 Χρυσοστόμου Π., «Ανασκαφή στη ρωμαϊκή και
βυζαντινή Πέλλα κατά το1995», ΑΕΜΘ 9 (1995),
Θεσσαλονίκη 1998, 117-136.
Χρυσοστόμου 2002 Χρυσοστόμου Π., «Συμβολές στην ιστορία της
ιατρικής στην αρχαία Μακεδονία», Ευλίμενη 3 (2002),
Ρέθυμνο 2002, 99-116.
Ψαρρά Ε., «Σωστική ανασκαφή στο Τσιφλίκι Νάουσας κατά το
2003», ΑΕΜΘ 17( 2003), Θεσσαλονίκη 2005, 539-551.
xvi

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Aleshire 1989 Aleshire S.,The Athenian Asklepieion, The people, their


dedications, and the inventories, Amsterdam 1989.
Aleshire 1991 Aleshire S. B., Asklepios at Athens: epigraphic and
prosopographic essays on the Athenian healing cults,
Amsterdam 1991.
Alexander 1963 Alexander J.A., Potidaea. It’s History and Remains,
Αθήνα 1963.
Amandry 1949 Amandry P, «Chronique de fouilles en 1948, BCH
73(1949), 532-533.
Armpis 1998 Armpis Ε.Α., “Building types found in the sanctuaries
of Asclepios in the Peloponnese and Attica: dining
halls”, Αρχαιογνωσία 9 (1995-96), Αθήνα 1998, 339-
351.
Baege 1913 Baege, W., De macedonum Sacris, Halle 1913.
Benedum 1986 Benedum C., “ Asklepios und Demeter, JdI 101 (1986),
137-157.
Bequignon Y., “Etudes Thessaliennes”, BCH LIX, 1935, 71-73, αρ. 4,
38-77.
Bergmann 1869 Bergmann R., “Über zwei griechische Reliefs und eine
griechische Inschrift von Thasos”, Hermes 3, (1869),
233-242.
Beschi 1969 Beschi L., «Il monumento di Telemachos , fondatore
dell’Asklepieion ateniese», ASAtene 45-46, 1967-1968,
381-436.
Blümen 2004 Blümen W., “Neue Inschriften aus Karien II: Mylasa
und Umgebung”, Epigraphica Anatolica 37 (2004),
Βόννη 2004, 1-42.
xvii

Brocas – Deflassieux 1999 Brocas – Deflassieux L., Αρχαία Βέροια. Μελέτη


τοπογραφίας. Βέροια 1999.
Bruneau 1970 Bruneau P., Recherches sur les cultes de Délos a l’
époque hellénistique et a l’ époque impériale, Παρίσι
1970.
Burkert 1993 Burkert, W., Αρχαία Ελληνική Θρησκεία. Αρχαϊκή και
Κλασσική Εποχή, (μτφ. Ν. Π. Μπεζαντάκος – Α.
Αβαγιανού), Αθήνα 1993.
Carbon 2005 Carbon J.-M., “Δάρρων and Δαίμων: a new
inscription from Mylasa”, Epigraphica Anatolica 38
(2005), Βόννη 2005, 1-6.
Clinton 1994 Clinton K., “The Epidauria and the Arrival of
Asclepius in Athens”, Ancient Greek Cult Practice
from the Epigraphical Evidence, Proceedings of the
Second International Seminar on Ancient Greek Cult
(1991), Στοκχόλμη 1994, 17-34.
Collart 1929 Collart P., “Le sanctuaire des dieux égyptiens a
Philippes”, BCH LIII (1929), 70-100.
Comella 2002 Comella A., I rilievi votive greci di periodo archaico e
classico. Diffusione, ideologia, committenza. Μπάρι
2002.
Croon 1967 Croon J.H., “ Hot springs and healing gods”,
Mnemosyne XX, 225-246.
Daux 1959 Daux G., “Chronique des fouilles en 1958. Crète.
Lissos”, BCH LXXXIII (1959), 753-754.
Daux 1963 Daux G., “Chronique des fouilles 1962. Thasos.
Sondages à l’interieur de la ville antique”, BCH
LXXXVII (1963), 846-858.
Dechamps-Cousin 1888 Dechamps G.-Cousin G., “Inscriptions du temple de
Zeus Panamaros”, BCH XII (1888), 249-273.
Delorme 1950 Delorme J., “Chronique des fouilles en 1949.Thasos”,
BCH LXXIV (1950), 333-364.
xviii

Dentzer J.-M., Le motif du banquet couché dans le proche-orient et le


monde grec du VIIe au IVe siècle avant J.-C., 1982.
Devambez 1944 Devambez P., “Sculptures Thasiennes”, BCH LXVI-
LXVII (1942-1943), Παρίσι 1944, 200-227.
Duchesne 1874 Duchesne M., Mémoire sur une mission au Mont
Athos, École française de Rome, Juin 1874.
Düll 1977 Düll S., Götterkulte Nordmakedoniens, Μόναχο 1977.
Dunand 1973 Dunand F., Le culte d’Isis dans le basin oriental de la
Méditerranée, II, Le culte d’Isis en Grèce, EPRO 26,
Leiden 1973, (Επιμ.E.J. Brill).
Edelstein-Edelstein 1945α Edelstein L.-Edelstein E., Asklepius I . Collection of the
Testimonies , Βαλτιμόρη 1945.
Edelstein-Edelstein 1945 Edelstein L.-Edelstein E., Asklepius ΙΙ. Interpretation
of the Testimonies , Βαλτιμόρη 1945.
Edson 1948 Edson C., “Macedonica III. Cults of Thessalonika”,
HThR 41, no.3 (1948), 153-204.
Eickstedt 2001 Eickstedt Κ-V, Το Ασκληπιείον του Πειραιώς, Αθήνα
2001, (Μτφ. Λεβέντη Ι.).
Errington 2007 Errington R.M., “The Importance of the Capture of
Amphipolis for the development of the Macedonian
city”, Αρχαία Μακεδονία VII (2002), Θεσσαλονίκη
2007, 275-282.
Feissel-Sève 1979 Feissel D.-Sève M., «La Chalcidique vue par Charles
Avezou», BCH 103 (1979), 229-320.
Forsen 1996 Forsen B., Griechische Gliederweihungen, Ελσίνκι
1996.
Gaebler 1935 Gaebler H., Die antiken Münzen Nord –
Griechenlands, Band III, Makedonia und Paionia,
Βερολίνο 1935.
Garland R. 1992 Garland R., Introducing new gods, 1992.
Gauthier-Hatzopoulos, La loi gymnasiarchique de Beroia, Μελετήματα 16,
Αθήνα 1993.
Ginouvès 1962 Ginouvès R., Balaneutikè, Παρίσι 1962.
xix

Ginouvès 1994 Ginouvès R., “L’eau dans les sanctuaires médicaux,


BCH Suppl. XXVIII, 1994, 237-246.
Giovannini 1977 Giovannini A., «Le statut des cités de Macédoine sous
les Antigonides», Αρχαία Μακεδονία ΙΙ (1973),
Θεσσαλονίκη 1977, 465-472.
Greenwalt 1986 Greenwalt W., “Macedonia’s Kings and the Political
Usefulness of the Medical Arts”, Αρχαία Μακεδονία IV
(1983), Θεσσαλονίκη 1986, 213 – 222.
Gregoire 1950 Gregoire H., Asklepios, Apollon Smintheus et Rudra,
Βρυξέλλες 1950.
Grimm 1988 Grimm G, “Alexander the False Prophet and his god
Asklepius Glykon”, Cyprus and the East
Mediterranean in the Iron Age, Proceedings of the
seventh British Museum Classical Colloquium (1988),
168-181.
Gruben 2000 Gruben G., Ιερά και ναοί των αρχαίων Ελλήνων,
Αθήνα 2000, (Μτφ. Ακτσελή Δ.).
Guarducci 1974 Guarducci M., Epigrafia Grecca, IIΙ, Ρώμη 1974.
Guarducci 1978 Guarducci Μ., Epigrafia Graeca IV.Epigrafi sacre
pagane e cristiane. Ρώμη 1978.
Habicht 1969 Habicht C., Die Inschriften des Asklepieions,
Altertümer von Pergamon, Band VIII 3, Βερολίνο
1969.
Hamiaux 1998 Hamiaux M., Les sculptures grecques. II. La période
hellénistique (IIIe- Ier siècles avant J.-C.). Musée du
Louvre, Παρίσι 1998.
Hatzopoulos-Loukopoulou 1989 Hatzopoulos M.B. – Loukopoulou L. Morrylos. Cité
de la Crestonie, Μελετήματα 7, Αθήνα 1989.
Hatzopoulos 1991 Hatzopoulos M.B., Actes de vente d’Amphipolis,
Μελετήματα 14, Αθήνα 1991
Hatzopoulos 1996 Hatzopoulos M.B., Macedonian Institutions under the
Kings, I, A Historical and Epigraphic Study,
Μελετήματα 22, Αθήνα 1996.
xx

Hatzopoulos 1996α Hatzopoulos M.B., Macedonian Institutions under the


Kings, II, Epigraphic Appendix, Μελετήματα 22,
Αθήνα 1996.
Herzog-Klaffenbach 1952 Herzog R.-Klaffenbach G., Asylieurkunden aus Kos,
Abhandlugen der Deutschen Akademie der
Wissenschaften zu Berlin, Βερολίνο 1952.
Heuzey- Daumet 1876 Heuzey L.-Daumet H., Mission archéologique de
Macédoine, Παρίσι 1876.
Holtzmann 1977 Holtzmann B., “Thasos, Sondage K. Galanis”, BCH
101 (1977), 692-695.
Hubbe1959 Hubbe R., “Decrees from the Precinct of Asklepios at
Athens”, Hesperia XXVIII (1959), 169-201.
Jameson 1994 Jameson Μ., “Theoxenia”, Ancient Greek Cult Practice
from the Epigraphical Evidence, Proceedings of the
Second International Seminar on Ancient Greek Cult
(1991), Στοκχόλμη 1994, 35-57.
Kalléris 1988 Kalléris J., Les anciens Macédoniens. Étude
linguistique et historique, Αθήνα 1988.
Kaminski 1991 Kaminski G., “Thesauros. Untersuchungen zum
antiken Opferstock”, JdI 106 (1991), 63-181.
Krug 1968 Krug A., Binden in der griechischen Kunst, Hösel
1968.
Krug 2003 Krug Α., Αρχαία Ιατρική. Επιστημονική και
θρησκευτική ιατρική στην αρχαιότητα, Αθήνα 2003.
(Μτφ. Μανακίδου Ε.-Σαρτζής Θ.)
Künzl 1983 Künzl E., Medizinische Instrumente aus
Sepulkralfunden der römischen Kaiserzeit, Βόννη
1983.
Lambrinoudakis 1994 Lambrinoudakis V., “L’eau médicale à Épidaure”,
BCH Suppl. XXVIII, 1994, 225-236.
Lapalus 1935 Lapalus E., “Sculptures de Philippes”, BCH LIX
(1935), 175-192.
xxi

Laumonier 1956 Laumonier A., Les figurines de terre cuite, EADelos


ΧΧΙΙΙ, Παρίσι 1956.
Launey 1944 Launey Μ., Le sanctuaire et le culte de Héraclès a
Thasos, Études Thasiennes I, Παρίσι 1944.
Lawton 1999 Lawton C., “Votive reliefs and popular religion in the
Athenian Agora: the case of Asklepios and Hygieia”,
Proceedings of the XVth International Congress of
Classical Archaeology (1998), Amsterdam 1999, 232-
234.
Lazaridis D., “Trois nouveaux contrats de vente a Amphipolis”,
BCH LXXXV, (1961), 426-434.
Lemerle 1935 Lemerle P., «Inscriptions latines et grecques de
Philippes» , BCH LIX (1935),126-164.
Leypold 2008 Leypold C., Bankettgebäude in griechischen
Heiligtümern, 2008.
LIMC II, Asklepios Holtzman Β., LIMC II, λ. Asklepios, Zürich –
München 1986, 863-897.
LIMC V, λ. Hygieia Croissant F., LIMC V , λ. Hygieia, Zürich – München
1990, 554-572.
LIMC VII, λ.Telesphoros Hilde Rühfel, LIMC VII, Telesphoros, Zürich –
München 1994, 870-878.
Martin R., “Un nouveau reglement de culte thasien”, BCH LXIV-
LXV (1940-41), 163-200.
Martin- Metzger 1992 Martin R.- Metzger H., Η θρησκεία των αρχαίων
Ελλήνων, 1976, (μτφ.: Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1992).
Melfi 2002 Melfi M., “Il complesso del Pythion-Asklepieion a
Paro”, Annuario di Scuola Archeologica di Atene
LXXX, 2002.
Melfi 2007 Milena Melfi, Il Santuario di Asclepio a Lebena,
Αθήνα 2007.
Mendel 1900 Mendel G., “Inscriptions de Thasos”, BCH XXIV
(1900), Παρίσι 1900, 263-284.
xxii

Mitropoulou 1975 Mitropoulou E., Libation scene with oinochoe in votive


reliefs, Αθήνα 1975.
Neudecker R., Die Pracht der Latrine: zum Wandel öffentlicher
Bedürfnisanstalten in der kaiserzeitlichen Stadt,
Μόναχο 1994.
Nigdelis P.M., “Oberpriester und Gymnasiarchen im Provinziallandtag
Makedoniens: Eine neue Ehreninschrift aus Beroia”,
Klio 77, 1995, 170-183.
Oliver J.H., The Sarapion monument and the paean of Sophocles,
Hesperia 5, 1936, 91-122.
Pakkanen 1996 Pakkanen P., Interpreting early Hellenistic religion,
Ελσίνκι 1996.
Papaoikonomou 1981 Papaoikonomou Y., “L’ enfant aux astragales”, BCH
CV (1981), Αθήνα 1981, 255-263.
Papaoikonomou 1982 Papaoikonomou Y., “Trois oursons Crétois”, BCH CVI
(1982), Αθήνα 1982, 419-426.
Papazoglou 1988 Papazoglou F., Les villes de Macédoine a l’époque
romaine, BCH Supplément XVI, Αθήνα 1988.
Parke 1979 Parke H.W., Τα Ελληνικά Μαντεία, Αθήνα 1979,
(Μτφ.Α. Βόσκος).
Peek 1972 Peek W., Neue Inschriften aus Epidauros, Βερολίνο
1972.
Petropoulou 1991 Petropoulou 1991, “Prothysis and Altar: a case study”,
L’espace sacrificial dans les civilizations
méditerranéennes de l’antiquité, Actes du Colloque
tenu à la Maison de l’Orient (1988), Παρίσι 1991, 25-
31.
Petsas 1978 Petsas F., Pella, Alexander the Great’s Capital,
Θεσσαλονίκη 1978.
Picard C., “ΑΓΟΣ ou ΑΓΓΟΣ. Note sur une inscription
thasienne”, BCH XXXVI (1912), 240-247.
Picard 1921 Picard Ch., “Fouilles de Thasos (1914-1921)”, BCH
XLV (1921), 86-173.
xxiii

Pilhofer 2000 Pilhofer P., Philippi, Katalog der Inschriften von


Philippi, Band II, 2000.
Pouilloux 1954 Pouilloux J., Recherches sur l’histoire et les cultes de
Thasos. De la foundation de la cite a 196 avant J.-C.,
Etudes Thasiennes III, Παρίσι 1954.
Poulsen 1951 Poulsen F., Catalogue of the ancient sculpture in the
Ny Carlsberg Glyptothek, Κοπεγχάγη 1951.
Riethmüller 1999 Riethmüller J., “Bothros and Tetrastyle: the Heroon of
Asclepius in Athens”, Ancient Greek Hero Cult,
Proceedings of the Fifth International Seminar on
Ancient Greek Cult (1995), Στοκχόλμη 1999, 123-143.
Riethmüller 2005 Riethmüller W.J., Asklepios. Heiligtümer und Kulte,
Band 1, Χαϊδελβέργη 2005.
Riethmüller 2005α Riethmüller W.J., Asklepios. Heiligtümer und Kulte,
Band 2, Χαϊδελβέργη 2005.
Robinson D.M., “Inscriptions from Macedonia, 1938”,
TransactAmPhilAss LXIX, (1938), 43-76.
Robinson 1946 Robinson D.M, Excavations at Olynthus, Part XII,
Domestic and Public Architecture , Βαλτιμόρη 1946.
Roebuck 1951 Roebuck C., The Asklepieion and Lerna , Corinth XIV,
1951.
Roux 1961 Roux G., L’architecture de l’ Argolide aux IVe et IIIe
siècles avant J.-C., Παρίσι 1961.
Salviat 1958 Salviat, F., “Une nouvelle loi thasienne : Institutions
judicaires et fêtes religieuses a la fin du IVe siecle av. J.
C.”, BCH 82 (1958), 193 – 267.
Salviat 1958α Salviat F., «Le problème topographique de l’
Asklépiéion thasien», BCH 78 (1958), 353-357.
Sokolowski 1955 Sokolowski F., Lois sacrées de l’Asie Mineure, Παρίσι
1955.
Sokolowski 1969 Sokolowski F., Lois sacrées de cités grecques, Παρίσι
1969.
xxiv

Solomonik 1975 Solomonik E., “Neues zum Asklepioskult in


Chersonessos”, Klio 57 (1975), 433-442.
Tafrali Ο., Topographie de Thessalonique, Παρίσι 1913.
Tataki 1998 Tataki Α., Macedonians abroad, Μελετήματα 26,
Αθήνα 1998.
Tomlinson R.A, “Ancient Macedonian Symposia”, Αρχαία Μακεδονία Ι,
(1968), Θεσσαλονίκη 1970, 308- 315.
Tomlinson 1969α Tomlinson R.A., “Perachora: the remains outside the
two sanctuaries”, BSA 64 (1969), 155-258.
Tomlinson 1969 Tomlinson R.A., «Two Buildings in Sanctuaries of
Asklepios», JHS 89 (1969), 106-117.
Tomlinson 1983 Tomlinson R.A., Epidauros, 1983.
Touchais 1986 Touchais G., “Iles de l’Egee. Thasos”, BCH 110²,
1986, 729-730.
Veligianni 1994 Veligianni Chr., « Lex sacra aus Amfipolis» ZPE 100
(1994), 391-405.
Vitti 1996 Vitti Μ., Η πολεοδομική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης.
Από την ίδρυσή της έως τον Γαλέριο, Αθήνα 1996.
Walbank 1993 Walbank, Ο ελληνιστικός κόσμος, Θεσσαλονίκη 1993.
Woodward, A. M., “Inscriptions from Beroea in Macedonia”, BSA XVIII
(1911 – 1912), Λονδίνο 1913, 133 – 165.
Yegul F., Baths and Bathing in Classical Antiquity, Η.Π.Α.
1992.
1

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Θέμα της συγκεκριμένης μεταπτυχιακής εργασίας αποτελεί η λατρεία του


Ασκληπιού στη Μακεδονία. Το χρονολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται είναι ευρύ
καθώς η πραγμάτευση του ζητήματος έχει σαν αφετηρία τις πρώτες χρονολογικά
βεβαιωμένες μαρτυρίες της λατρείας του Ασκληπιού στη περιοχή και καταλήγει στο
τέλος της εποχής της ύστερης αρχαιότητας οπότε ατονεί και παύει να υφίσταται η αρχαία
ελληνική θρησκεία. Το υλικό το οποίο μελετήθηκε προέρχεται αποκλειστικά από τον
γεωγραφικό χώρο της σύγχρονης Μακεδονίας που περιλαμβάνεται στην ελληνική
επικράτεια, συμπεριλαμβανομένης και της Θάσου.
Η εργασία χωρίζεται σε δύο επιμέρους τμήματα. Στο πρώτο παρουσιάζεται η
κατανομή των αρχαιολογικών ευρημάτων, κινητών και μη, που πιστοποιούν λατρεία του
συγκεκριμένου θεού στο χώρο της Μακεδονίας με έναν σύντομο σχολιασμό καθώς οι
πληροφορίες που προκύπτουν για πιο εξειδικευμένα ζητήματα σχολιάζονται σε
επιμέρους κεφάλαια. Ο διαχωρισμός των εξεταζόμενων περιοχών έγινε αλφαβητικά ενώ
στην εσωτερική διάρθρωση ακολουθήθηκε χρονολογική σειρά με αφετηρία από τα
πρωιμότερα στα οψιμότερα στοιχεία. Κρίθηκε σκόπιμο επίσης να συμπεριληφθούν στο
υπό εξέταση υλικό τα ανάγλυφα, τα αγάλματα, οι επιγραφές και οποιοδήποτε άλλο
αρχαιολογικό στοιχείο δηλώνει λατρεία Υγείας ως ασφαλή ένδειξη για την ίδια την
λατρεία του Ασκληπιού καθώς για την παρουσία της πρώτης απαραίτητη προϋπόθεση
είναι η ύπαρξη της δεύτερης.
Το δεύτερο μέρος ουσιαστικά αποτελεί σύνθεση όλων εκείνων των στοιχείων που
παρουσιάστηκαν στο πρώτο με βάση θεματική. Στο πρώτο κεφάλαιο λοιπόν γίνεται
προσπάθεια ανίχνευσης και προσέγγισης των επιμέρους οικοδομημάτων που
λειτουργούσαν στα ιερά του Ασκληπιού στη Μακεδονία. Εξαιτίας της
αποσπασματικότητας των σταθερών αρχιτεκτονικών καταλοίπων από τον εξεταζόμενο
χώρο παρατίθεται και σχολιάζεται κάθε πληροφορία που μπορεί να συνεισφέρει στη
γνώση μας για την αρχιτεκτονική μορφή των Ασκληπιείων, είτε αυτή προέρχεται από τα
ίδια τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, είτε από τα υπολείμματα του εξοπλισμού τους, είτε από
τις επιγραφές, τα νομίσματα και τα υπόλοιπα αρχαιολογικά ευρήματα.
Το δεύτερο κεφάλαιο πραγματεύεται θέματα λατρείας. Για την προσέγγιση και
αυτού του ζητήματος χρησιμοποιήθηκε η ίδια μεθοδολογία. Εξετάζονται οι λατρευτικές
2

και θεραπευτικές πρακτικές που λάμβαναν χώρα στα ιερά του Ασκληπιού και η
αντιστοίχησή τους στα αρχαιολογικά κατάλοιπα, κινητά και μη, μέσα από τις θυσίες, τις
γιορτές, τα τελετουργικά γεύματα και γενικότερα όλες εκείνες τις διαδικασίες που
μαρτυρούν θρησκευτική ή ιαματική πράξη. Πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη ότι στα ιερά
του Ασκληπιού η λατρεία και η ιατρική είναι δύο έννοιες που η μια ενυπάρχει στην άλλη
σε μια αμφίδρομη σχέση καθώς και οι δύο εμποτίζονται από την ίδια πίστη. Εξετάζεται
επίσης και η λατρεία του Ασκληπιού στους ιδιωτικούς χώρους οικιών, ως έκφανση της
ατομικής πίστης στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Ασφαλώς συμπεριλαμβάνεται και
σχολιασμός των αναθημάτων που προσφέρονταν στο θεό ως ένδειξη ευχαριστίας για την
διασφάλιση της πολυπόθητης υγείας ενώ στο τέλος του κεφαλαίου σχολιάζονται οι
περιπτώσεις συλλατρείας του Ασκληπιού με άλλους θεούς.
Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η εικονογραφία του θεού με βάση τα σωζόμενα
έργα τέχνης που προέρχονται από το χώρο της Μακεδονίας. Γίνεται μια προσπάθεια
κατάταξης των εικονογραφικών μοτίβων που αποδίδονται στα αγάλματα και τα
ανάγλυφα σε τύπους με βάση τις ήδη διαμορφωμένες κατηγορίες στη μέχρι τώρα
βιβλιογραφία. Συμπεριλήφθηκε επίσης η εικονογραφία της θεάς Υγείας και του
Τελεσφόρου, του συνοδού δαίμονα του Ασκληπιού.
Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζεται η σχέση των Μακεδόνων βασιλέων με την
λατρεία του Ασκληπιού. Το συγκεκριμένο ζήτημα έχει θιχθεί από τους μελετητές που
έχουν ασχοληθεί με την ιστορία και την αρχαιολογική έρευνα της Μακεδονίας, αποτελεί
ωστόσο ένα θέμα περίπλοκο το οποίο βρίσκεται έξω από τα όρια της παρούσας εργασίας.
Εδώ γίνεται προσπάθεια συγκέντρωσης των επιμέρους πληροφοριών και σύνδεσης όπου
είναι αυτό δυνατό με τα αρχαιολογικά δεδομένα.
Στο παράρτημα της εργασίας αυτής παρουσιάζονται δύο ιερά στα οποία είτε έχουν
βρεθεί ενδείξεις για λατρεία Ασκληπιού είτε έχει υποδηλωθεί στην βιβλιογραφία η
σύνδεσή τους με τον κατεξοχήν θεραπευτή θεό. Πρόκειται για το ιερό του (Απόλλωνα)-
Ήλιου που εντοπίστηκε στα Ν.Ρόδα Χαλκιδικής και για το ιερό του Δάρρωνα στη
Πέλλα. Και τα δύο αυτά ιερά παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον καθώς διαθέτουν
στοιχεία και ιδιομορφίες που είναι δυνατό να εξεταστούν μέσα από ένα νέο πρίσμα.
Από τη θέση αυτή θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στον επιβλέποντα
καθηγητή μου κ. Ι. Μ. Ακαμάτη για τις χρήσιμες επισημάνσεις και υποδείξεις του καθ’
όλη τη διάρκεια της συγγραφής της παρούσας εργασίας όπως επίσης και στα άλλα δύο
μέλη της εξεταστικής επιτροπής κ. Σ. Πινγιάτογλου για τις πολύτιμες βιβλιογραφικές
υποδείξεις και πληροφορίες της και κ. Ε. Βουτυρά για τις εύστοχες παρατηρήσεις του.
3

Επίσης, ευχαριστίες οφείλω στην Προϊσταμένη της Λ’ Ε.Π.Κ.Α. κ. Γ. Καραμήτρου –


Μεντεσίδη για την παραχώρηση φωτογραφίας και πληροφοριών σχετικά με το
αναθηματικό ανάγλυφο από το Δίπορο Γρεβενών, στον αρχαιολόγο της παραπάνω
εφορείας κ. Μοσχάκη Κωνσταντίνο, και τέλος, στην αρχαιολόγο της ΙΣΤ’ Ε.Π.Κ.Α. κ.Ε.
Τσιγαρίδα για την παραχώρηση πληροφοριών αναφορικά με το ιερό του Άμμωνος Διός
στη Καλλιθέα Χαλκιδικής. Επιπλέον, θερμές ευχαριστίες οφείλω στους φίλους και
συναδέλφους Μπέλλα Ιωάννη, Κουτσογιάννη Χάρη, Βουβουλή Αλέξανδρο,
Νατσικόπουλο Κωνσταντίνο και Αλέξανδρο Λαφτσίδη για τις ενδιαφέρουσες
συζητήσεις, την ηθική υποστήριξη και τις διευκολύνσεις που μου παρείχαν.
4

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο Ασκληπιός κατά την μυθολογία ήταν γιος της Κορωνίδας και του Απόλλωνα. Η
Κορωνίς ήταν κόρη του Φλεγύα, του μυθικού βασιλιά της Λακέρειας, μιας περιοχής της
Θεσσαλίας κοντά στην λίμνη Βοιβηίδα. Ο Απόλλων όταν είδε την κόρη να πλένει τα
πόδια της στη λίμνη, την πόθησε και την έκανε δική του. Η Κορωνίς δεν αποκάλυψε το
γεγονός στον πατέρα της διότι επρόκειτο να παντρευτεί τον Ίσχυ, τον γιο του Ελάτου
που βασίλευε στην Αρκαδία. Ο Απόλλων πληροφορήθηκε την είδηση του γάμου της
Κορωνίδας με τον Ίσχυ από ένα κοράκι το οποίο καταράστηκε για τις άσχημες ειδήσεις
και από άσπρο που ήταν μέχρι τότε το μετέτρεψε σε μαύρο. Έπειτα σκότωσε με τα βέλη
του τον μέλλοντα γαμπρό, ενώ υποχρέωσε την αδερφή του Άρτεμη να σκοτώσει την
Κορωνίδα και τις γυναίκες της ακολουθίας της. Όταν έκαιγε η φωτιά στην νεκρική πυρά
της, ο Απόλλων λυπήθηκε τον καρπό του, άρπαξε το αγέννητο παιδί από τις φλόγες και
το εμπιστεύτηκε στον Κένταυρο Χείρωνα. Το παιδί λοιπόν μεγάλωσε στο Πήλιο, κοντά
στον Κένταυρο ο οποίος του δίδαξε την ιατρική τέχνη. Ο Ασκληπιός απέκτησε τόσο
μεγάλη φήμη για τις θεραπευτικές του ιδιότητες, ώστε προσέρχονταν κόσμος από παντού
για να θεραπευθεί. Ωστόσο όμως, όταν κατόρθωσε να αναστήσει τον Ιππόλυτο, ο Δίας
για να διατηρήσει την ηθική τάξη, τον σκότωσε με τον κεραυνό του. Ο Απόλλων για να
εκδικηθεί τον χαμό του γιου του σκότωσε τους Κύκλωπες Βρόντη, Στερόπη και Άργη
που ήταν παιδιά του Δία˙ πλήρωσε όμως το τόλμημα αυτό με το να υπηρετήσει για έναν
χρόνο στα κοπάδια του βασιλιά των Φερών Αδμήτου 1 .
Κατά μια παραλλαγή του μύθου, όταν ο Φλεγύας έφτασε στην Επίδαυρο για να
σχεδιάσει από κοντά την κατάληψή της είχε μαζί του την Κορωνίδα η οποία έγκυος από
τον Απόλλωνα, γέννησε τον Ασκληπιό στην Επίδαυρο. Για να αποφύγει όμως τον έλεγχο
του πατέρα της εξέθεσε το νεογέννητο στο βουνό Μύρτιο. Ο Απόλλων για να μην χαθεί
το παιδί του, έστειλε μια γίδα από το κοπάδι που έβοσκε στην περιοχή για να το θηλάσει
και ένα σκυλί για να το φυλάει. Το βρέφος το βρήκε ένας βοσκός, ο Αρεσθάνας, ο οποίος
συνειδητοποίησε την θεϊκή καταγωγή του παιδιού από το φως που το περιέλαβε. Έκτοτε
ο Ασκληπιός δεν εγκατέλειψε την Επίδαυρο. 2
Το ζήτημα της προέλευσης του ονόματος του Ασκληπιού έχει αποτελέσει
αντικείμενο εξέτασης από την αρχαιότητα ακόμη με αποτέλεσμα να έχουν διατυπωθεί

1
Πίνδαρος, Γ’ Πυθιόνικος, 1-58.
2
Παυσανίας ΙΙ, 26, 3-5.
5

διάφορες απόψεις για το θέμα. Για το λόγο αυτό οι σύγχρονοι μελετητές δεν έχουν
καταλήξει σε κάποιο ομόφωνο συμπέρασμα ενώ οι πιο επιφυλακτικοί πιστεύουν ότι το
πρόβλημα δεν έχει ακόμη λυθεί όπως χαρακτηριστικά γράφουν οι Edelstein 3 . Το μόνο
σίγουρο είναι ότι η λέξη Ασκληπιός είναι σύνθετη με το δεύτερο συνθετικό να αποτελεί
η λέξη ήπιος 4 .
Οι δυσκολίες φαίνεται να προκύπτουν σχετικά με τον εντοπισμό του πρώτου
συνθετικού. Μια ερμηνεία είναι να προέρχεται το όνομα από τις λέξεις ασκείν και ήπιος
δίνοντας κατ’αυτόν τον τρόπο στο όνομα του Ασκληπιού την έννοια αυτού που ήπια
αφαιρεί τον πόνο από την ασθένεια 5 . Σε μια άλλη ετυμολογία αναγνωρίζεται το ρήμα
σκέλλω που δηλώνει το «κάνω κάτι σκληρό, τραχύ» συνδυαζόμενο με το στερητικό α και
τη λέξη ήπιος και σημαίνει αυτόν που με την ιατρική (με ήπιο τρόπο) δεν επιτρέπει την
ξήρανση δηλαδή την νέκρωση 6 . Σε μια άλλη παρόμοια ετυμολογία το όνομα Ασκληπιός
δηλώνει αυτόν που μετατρέπει τα σκληρά των ασθενειών σε ήπια στη βάση των
αντίθετων εννοιών ασκελή-ήπια 7 .
Ασφαλώς υπάρχει και μια ερμηνεία η οποία εκπορευόταν από την προσπάθεια των
Επιδαυρίων να συνδέσουν το όνομα του Ασκληπιού με την τοπική τους ιστορία· για το
λόγο αυτό ποτέ δεν έγινε αποδεκτή. Δήλωναν λοιπόν πως αρχικά το όνομα το θεού ήταν
Ήπιος· από την στιγμή όμως που θεράπευσε τον τύραννο της Επιδαύρου Άσκλη
μετατράπηκε σε Ασκληπιός 8 . Από όλες τις παραπάνω ετυμολογικές ερμηνείες καμιά
μέχρι σήμερα δεν έχει κριθεί ικανοποιητική γι’ αυτό άλλωστε και το ζήτημα της
προέλευσης του ονόματος του Ασκληπιού παραμένει ανοικτό θέμα προς συζήτηση.
Σχετικά με τη κοιτίδα της καταγωγής της λατρείας του Ασκληπιού δύο περιοχές
διεκδικούν τα πρωτεία. Η θεσσαλική Τρίκκη και η Επίδαυρος στη Πελοπόννησο. Για το
ζήτημα αυτό έχουν γραφτεί πολλά επιχειρήματα υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης. Η
ουσία του προβλήματος πάντως εντοπίζεται στη φύση των πληροφοριών που διαθέτουμε
για τα δύο αυτά ιερά. Έτσι λοιπόν ενώ οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ως τόπο καταγωγής
και κοιτίδα της λατρείας του τη Θεσσαλία, παρόλα αυτά οι περιορισμένες αρχαιολογικές
έρευνες στη περιοχή δεν έχουν αποκαλύψει πρώιμα κατάλοιπα της λατρείας του. Στις

3
Edelstein-Edelstein 1945, 81, υποσημ.18.
4
Edelstein-Edelstein 1945, 80.
5
Edelstein-Edelstein 1945, 81.
6
Edelstein-Edelstein 1945, 81 και Τσιβιλίκα 1982, 258. Η συγκεκριμένη ετυμολογία ίσως να
αντικατοπτρίζει την προσπάθεια του γιατρού να χειρίζεται με ήπιο τρόπο τις επίπονες καταστάσεις καθώς
πολλές φορές απαιτείται από την πλευρά του να πονέσει τον ασθενή με καυτηριασμούς ή τομές. Από την
στιγμή ωστόσο που όλα αυτά γίνονται προς βοήθεια του ασθενή ο γιατρός παρουσιάζεται ως πρόσωπο
ήπιο και στοργικό. Edelstein L.-Edelstein 1945, 81-82.
7
Edelstein L.-Edelstein 1945, 81.
8
Edelstein-Edelstein 1945, 80-81.
6

πηγές πάντως προβάλλεται κατά βάση η θεσσαλική καταγωγή του θεού. Στην Ιλιάδα
λοιπόν αναφέρεται ως ήρωας της Τρίκκης 9 ενώ στον τρίτο Πυθιόνικο του Πινδάρου ως
καταγόμενος από μια μικρή θεσσαλική πόλη, την Λακέρεια 10 . Ο Στράβων μας παραθέτει
την πληροφορία ότι στην Τρίκκη βρισκόταν το αρχαιότερο και πιο φημισμένο ιερό του
θεού 11 και ο Ηρώνδας στον δεύτερο Μιμίαμβό του αναφέρει πως η λατρεία του
Ασκληπιού στην Κω ήρθε από την πόλη αυτή 12 . Αντίθετα στην Επίδαυρο, για την οποία
οι αναφορές στις πηγές είναι πιο ύστερες, οι εκτεταμένες ανασκαφές έχουν δείξει ότι ο
θεός πρέπει να λατρευόταν στο χώρο σε πρώιμη εποχή 13 . Όπως πολύ σωστά επισημαίνει
ο Holtzman, δεχόμενος προφανώς την άποψη των Martin και Metzger σχετικά με την
καταγωγή του θεού από την Τρίκκη, «οι περιορισμένες έρευνες που μέχρι τώρα έχουν
διεξαχθεί στη περιοχή δεν επιτρέπουν την επιβεβαίωση της θεσσαλικής προέλευσης του
μύθου για την καταγωγή του Ασκληπιού» 14 .
Δυστυχώς οι αρχαίες πηγές στάθηκαν ιδιαίτερα φειδωλές στην παροχή
πληροφοριών για την ύπαρξη ιερών του Ασκληπιού αλλά και γενικότερα για την λατρεία
του συγκεκριμένου θεραπευτή θεού στη Μακεδονία. Στην ουσία, σε καμία αρχαία
γραπτή πηγή δεν αναφέρεται ιερό που να τοποθετείται στο μακεδονικό χώρο. Την
παντελή ωστόσο αποσιώπηση από πλευράς πηγών της λατρείας αυτής συμπληρώνει ένας
σχετικά ικανός αριθμός επιγραφών και άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων, γεγονός που
προβάλλει επιτακτική την ανάγκη εξέτασης των παραπάνω δεδομένων προκειμένου να
ανιχνεύσουμε την ύπαρξη της και την κατανομή των εκφάνσεών της στο χώρο και το
χρόνο.

9
O‰ d' e con Tr…kkhn kaˆ 'Iqèmhn klwmakÒessan,
o† t' œcon O„cal…hn pÒlin EÙrÚtou O„caliÁoj,
tîn aâq' ¹ge…sqhn 'Asklhpioà dÚo pa‹de
„htÁr' ¢gaqë Podale…rioj ºd Mac£wn.
Όμηρος, Ιλιάδα , Β, 229-732.
10
Πίνδαρος, Γ’ Πυθιόνικος, 8 κ.ε.
11
œsti d' ¹ m n Tr…kkh, Ópou tÕ ƒerÕn toà 'Asklhpioà tÕ ¢rcaiÒtaton kaˆ ™pifanšstaton, Ómoroj to‹j te
DÒloyin kaˆ to‹j perˆ t¾n P…ndon tÒpoij. Στράβων, Γεωγραφικά 9, 5, 17.
12
kçsklhpiÕj kîj Ãlqen ™nq£d' ™k Tr…kkhj. Ηρώνδας ΙΙ, 97.
13
Martin- Metzger 1992, 76-77 και 107-108.
14
LIMC II, Asklepios, 864. Martin-Metzger 1992, 75. Για το ζήτημα της ταύτισης των μέχρι τώρα
αποκαλυφθέντων αρχαιοτήτων στη πόλη των Τρικάλων με το ιερό του Ασκληπιού βλ. Τζιαφάλιας 1988,
179-218. Ο Τζιαφάλιας υποστηρίζει πως τα ελληνιστικά κτήρια και το λουτρό των ύστερων ρωμαϊκών
χρόνων που εντοπίστηκαν στα οικόπεδα Πυργιώτη, Ίτσιου και Ζαχαράκη στα Τρίκαλα αποτελούν τμήμα
του Ασκληπιείου της πόλης. Η εύρεση μάλιστα καταλοίπων που κατά τον Τζιαφάλια ανήκουν στον
μυκηναϊκό πυρήνα της αρχαίας Τρίκκης υποδεικνύουν την διαχρονική κατοίκηση και χρήση του χώρου
από τους προϊστορικούς ως και τους ιστορικούς χρόνους, θέτοντας κατ’αυτόν τον τρόπο σε νέα βάση την
συζήτηση σχετικά με την αρχαιότητα του Ασκληπιείου της Τρίκκης και κατ’επέκταση την καταγωγή της
λατρείας του Ασκληπιού. Τζιαφάλιας 1988, 201.
7

ΜΕΡΟΣ Α
8

Ι. Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Οι πρώτες βεβαιωμένες αρχαιολογικές μαρτυρίες για την ύπαρξη λατρείας του


Ασκληπιού στη Μακεδονία ανάγονται στο πρώτο μισό του 4ου αι.π.Χ. και προέρχονται
κατά βάση από τις αποικίες. Από το χώρο της Χαλκιδικής ωστόσο προέρχεται ένα
αναθηματικό ανάγλυφο το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 5ου αι.π.Χ. και παρουσιάζει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αποδίδεται η σκηνή μιας ίασης 15 . Το έργο απομακρύνθηκε
από την Θεσσαλονίκη το 1908 και σήμερα βρίσκεται στη Γλυπτοθήκη Ny Carlsberg στη
Κοπεγχάγη 16 .(Πιν.1α.).
Πρόκειται για μια ορθογώνια μαρμάρινη στήλη το κέντρο της οποίας
καταλαμβάνει ένα δέντρο. Μπροστά από αυτό εικονίζεται μια ανακεκλιμένη σε κλίνη
ανδρική μορφή με ιμάτιο που τυλίγει το κορμί από τη μέση και κάτω, να στηρίζεται στο
αριστερό της χέρι ενώ ταυτόχρονα σηκώνει το δεξί σε μια χειρονομία χαιρετισμού. Η
κίνηση αυτή προφανώς απευθύνεται στο φίδι το οποίο τυλίγεται γύρω από τα κλαδιά του
δένδρου που αποδίδεται στο κέντρο. Ο γενειοφόρος άνδρας μεταφέρεται από τέσσερις
ανδρικές μορφές από τις οποίες οι δύο στα δεξιά χειρονομούν έντονα προς τη πλευρά του
δένδρου. Η μια έχει σηκώσει το δεξί της χέρι κρατώντας ένα σφαιρικό αντικείμενο,
προφανώς πέτρα, και φαίνεται να σημαδεύει το φίδι, ενώ η δεύτερη μορφή απλά δείχνει
με το χέρι της το ερπετό. Στην αριστερή πλευρά της κεντρικής αυτής σκηνής αποδίδεται
ένας ακόμη άνδρας όρθιος να ετοιμάζεται να ρίξει με το δεξί του χέρι κάποιο
αντικείμενο.
Για την ερμηνεία της συγκεκριμένης παράστασης έχουν προταθεί διάφορες
απόψεις. Κατά τον Lippold πρόκειται για την σκηνή ενός ασθενή που μεταφέρεται σε
κάποιο ιερό όταν ξαφνικά ένα φίδι κάνει την εμφάνισή του 17 . Οι συνοδοί του
τρομοκρατημένοι παίρνουν πέτρες για να το φοβίσουν αλλά ο ασθενής
συνειδητοποιώντας την θεραπευτική δύναμη του φιδιού το χαιρετά ζωηρά. Ο Eitrem από
την άλλη θεωρεί ότι το φίδι αποτελεί την επιφάνεια του θεού και ότι οι άνδρες δεν

15
Comella 2002, 86.
16
Poulsen 1951, 173. Διαστάσεις αναγλύφου: ύψος:0.56μ., μήκος 0,72μ. Πολύ πιθανό το συγκεκριμένο
έργο να προέρχεται από την Άφυτι της Χαλκιδικής καθώς από την περιοχή αυτή αποκτήθηκε ακόμη ένα
ανάγλυφο του Μουσείου Ny Carlsberg της Κοπεγχάγης. Poulsen 1951, 175, αρ. 233b.
17
Poulsen 1951, 174.
9

σημαδεύουν το ερπετό προκειμένου να το απομακρύνουν αλλά αντίθετα απευθύνονται


στην ασθένεια την οποία με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να διώξουν 18 . Ο Nilsson
πιστεύει ότι το ανάγλυφο συνδυάζει δύο σκηνές. Αποτελεί ένδειξη ευγνωμοσύνης για
την ξαφνική θεραπεία ενός παράλυτου απλά και μόνο με τη θέαση του ιερού φιδιού του
Ασκληπιού. Οι τρομοκρατημένοι άνδρες αντιπροσωπεύουν την πρώτη σκηνή με το φόβο
που τους προκάλεσε η θέα του ερπετού ενώ η χειρονομία του ασθενή την δεύτερη φάση
κατά την οποία ο άνδρας αναγνωρίζει την ιδιότητα του φιδιού ύστερα από την ξαφνική
του ίαση 19 .
Ο Herzog δεν διαφοροποιείται αισθητά από την παραπάνω άποψη. Θεωρεί ότι
αποδίδεται η επιστροφή ενός ασθενή από το ιερό στο οποίο είχε προστρέξει για θεραπεία
όταν ξαφνικά, αναγνωρίζοντας στη παρουσία του φιδιού την επιφάνεια του Ασκληπιού,
θεραπεύεται από τη παράλυση 20 . Οι άνδρες τρομοκρατημένοι σκοπεύουν να
απομακρυνθούν ενώ κάποιοι από αυτούς ετοιμάζονται να επιτεθούν στο φίδι όταν
λαμβάνει χώρα η ίαση του ασθενή. Κατά τον Herzog η σκηνή αυτή βρίσκει την
αντιστοιχία της στις περιγραφές των ιάσεων όπως αυτές μας έχουν σωθεί από το
Ασκληπιείο της Επιδαύρου 21 . Την άποψη αυτή δέχεται και η Comella στη πρόσφατη
πραγμάτευση του έργου αυτού, διατηρώντας ωστόσο την επιφύλαξη που είχε εκφράσει ο
Lippold παλαιότερα ότι η θεραπευτική δύναμη του φιδιού είναι δυνατόν να πηγάζει από
το ίδιο ως αυθύπαρκτη θεϊκή οντότητα και να μην αποτελεί σαφή αναφορά και
παραπομπή στον Ασκληπιό ή κάποια άλλη θεραπευτική θεότητα του αρχαίου ελληνικού
λατρευτικού κύκλου 22 .
Το έργο αυτό προέρχεται προφανώς από κάποιο τοπικό εργαστήριο της βόρειας
Ελλάδας με σαφείς αναφορές στην αττική παράδοση και τέχνη και χρονολογείται από
όλους τους μελετητές στα τέλη του 5ου αι.π.Χ. 23 . Η σπουδαιότητα του μνημείου αυτού
μπορεί να αναγνωστεί σε πολλά επίπεδα. Το γεγονός ότι το έργο αυτό προέρχεται από τη
Μακεδονία καταδεικνύει πέρα από τις καλλιτεχνικές σχέσεις ανάμεσα στη βόρεια και
νότια Ελλάδα, την μεγάλη απήχηση που θα είχαν οι περιγραφές για θαυματουργές ιάσεις
στον αρχαίο ελληνικό κόσμο σε μια τόσο πρώιμη για την εξάπλωση και διάδοση της
λατρείας του Ασκληπιού εποχή, αν πράγματι η έμπνευση της καλλιτεχνικής αυτής
σύλληψης προέρχεται από την συγκεκριμένη λατρεία. Σε περίπτωση που το ανάγλυφο

18
Poulsen 1951, 174.
19
Poulsen 1951, 175.
20
Comella 2002, 86-87.
21
Comella 2002, 87.
22
Comella 2002, 87.
23
Poulsen 1951, 175. Comella 2002, 87.
10

αυτό συνδέεται άμεσα με τον Ασκληπιό και έχει σαφή αναφορά στο ιερό της Επιδαύρου
τότε προκύπτει ότι ήδη από τον 5ο αι.π.Χ. το τελευταίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην
εδραίωση της λατρείας του Ασκληπιού πανελλαδικά. Τέλος η περιοχή προέλευσης του
έργου -η Χαλκιδική με τις αποικίες της- ίσως αποτελεί δηλωτικό στοιχείο για την
ανίχνευση της πύλης εισαγωγής και της πορείας διείσδυσης της λατρείας στο μακεδονικό
χώρο.

01. Άγιος Παύλος Ν. Καλλικράτειας (αρχαία Αντιγόνεια;).

Από την Αντιγόνεια φαίνεται πως προέρχεται μια επιγραφή που χρονολογείται στο
α΄μισό του 3ου αι.π.Χ. 24 , χαραγμένη σε μια βάση αναθήματος που αναφέρει τον ιερέα του
Ασκληπιού Ευαλκίδη, o οποίος μετά τη λήξη της ιερατικής του θητείας ανέθεσε στο θεό
κάποιο ανάθημα 25 (Πιν.6α, αρ.κατ.07). Από τη διατύπωση ἱερητεύσας προκύπτει πως η
θητεία αυτή ήταν χρονικά περιορισμένη, προφανώς ετήσια 26 . Η επιγραφή, χαμένη
σήμερα, είναι γνωστή από τις σημειώσεις του Avezou, τις οποίες δημοσιεύσαν οι Feissel
και Sève 27 . Η Αντιγόνεια δεν έχει μέχρι τώρα εντοπιστεί ανασκαφικά. Από τα υπάρχοντα
ωστόσο στοιχεία προκύπτει πως πολύ πιθανόν να βρισκόταν στην περιοχή της σημερινής
Ν. Καλλικράτειας κοντά στον οικισμό του Αγίου Παύλου 28 .

02. Αιανή Κοζάνης

Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αιανής εκτίθεται ένα αναθηματικό ανάγλυφο


ρωμαϊκών χρόνων η ακριβής θέση εύρεσης του οποίου είναι άγνωστη· παρόλα αυτά
πρέπει να προέρχεται από την ευρύτερη περιοχή καθώς προέκυψε από παράδοση
κατοίκου της περιοχής 29 (Πιν.1β, αρ.κατ.38). Αποδίδεται με βεβαιότητα η Υγεία, η
μορφή της οποίας σώζεται μέχρι την αρχή των γοφών. Φορά ιωνικό χιτώνα και ιμάτιο
ενώ με το δεξί της χέρι κρατά ένα φίδι το οποίο στρεφόμενο προς τα αριστερά τείνει σε

24
Hatzopoulos 1996α , σελ. 95, αρ.81.
25
Βουτυράς 1993 , 259.
26
Για περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ιερείς αναθέτουν κάποιο ανάθημα μετά το τέλος της θητείας τους βλ.
Βουτυράς 2000, 637-638 και Βουτυράς 1993, 259.
27
Feissel-Sève 1979, 292 , αρ.16.
28
Papazoglou 1988, 420.
29
Σιαμπανόπουλος 1974, 192. Πρόκειται για παράδοση του κατοίκου Πάσχου Στάμου.
11

μια μεσόμφαλη φιάλη που κρατά με το άλλο της χέρι η θεά. Δίπλα της διακρίνεται μια
ανδρική κεφαλή που ανήκει κατά πάσα πιθανότητα στον Ασκληπιό 30 . Το γεγονός ότι η
δεύτερη αυτή μορφή αποδίδεται σε μεγαλύτερη κλίμακα από τη γυναικεία φαίνεται να
ενισχύει την υπόθεση αυτή. Αλλά και τα ίχνη ενός διαδήματος που με δυσκολία
διακρίνονται στο κεφάλι της ίσως να αποτελούν ένδειξη για την ύπαρξη στροφίου, ενός
αντικειμένου που συχνά συνοδεύει την εικονογραφία του Ασκληπιού 31 .

03. Αμφίπολη

Η λατρεία του Ασκληπιού στην Αμφίπολη φαίνεται πως ήταν ιδιαιτέρα σημαντική.
Από τη περιοχή έχει προκύψει το τμήμα μιας επιγραφής 32 χρονολογούμενο στο α΄ μισό
του 4ου αι.π.Χ. στο οποίο εκτός του ότι μαρτυρείται λατρεία του Ασκληπιού σε πρώιμους
χρόνους, ταυτόχρονα παρέχει στοιχεία για τις λατρευτικές πρακτικές (Πιν.2α, αρ.
κατ.01). Μολονότι σώζεται ιδιαίτερα αποσπασματικά προκύπτει ότι στην Αμφίπολη
υπήρχε συλλατρεία του Ασκληπιού με άλλους θεούς. Στο ιερό αυτό μάλιστα λάμβανε
χώρα η πρακτική της εγκοίμησης. Οι πιστοί έπρεπε να ακολουθήσουν ένα συγκεκριμένο
τυπικό προκειμένου να διασφαλιστεί η εγκυρότητα της λατρευτικής διαδικασίας 33 .
Από την Αμφίπολη επίσης έχουν προκύψει αρκετές επιγραφές αγοραπωλησιών
(ωνών) στις οποίες αναφέρονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία (οι συμπλεκόμενοι, οι
μάρτυρες, ο ιερέας του Ασκληπιού, ο επιστάτης, οι εγγυητές κλπ.) προκειμένου να
τοποθετηθούν σε μια χρονική ακολουθία αλλά και για να διασφαλιστεί η εγκυρότητα των
πράξεων 34 . Όλες χρονολογούνται στη πέμπτη δεκαετία του 4ου αι.π.Χ.( 357/6 π.Χ. με
350 π.Χ.). Στα έτη 357/6 π.Χ. τοποθετούνται δύο επιγραφές οι οποίες αναφέρουν ως
ιερέα του Ασκληπιού τον Τείσωνα και επιστάτη τον Σπάργη 35 (Πιν.2β,γ, αρ.κατ.02-03).

30
Μητροπούλου 1984, 22, αρ.27. Τα κεφάλια και των δύο μορφών είναι ιδιαίτερα καταστραμμένα για το
λόγο αυτό ο Σιαμπανόπουλος στη πρώτη δημοσίευση του αναγλύφου εξέλαβε και τις δύο μορφές ως
γυναικείες. Σιαμπανόπουλος 1974 , 192
31
Για το είδος αυτό του διαδήματος βλ. Krug 1968, 126-130, τύπος 12.
32
Το τμήμα της επιγραφής βρέθηκε τυχαία εντός του αγρού Ι.Κοχλιαρίδη το 1965 στη θέση «Μπεζεστένι».
Ακολούθησε δοκιμαστική ανασκαφή η οποία αποκάλυψε αρχιτεκτονικά κατάλοιπα βυζαντινών προφανώς
χρόνων. Λαζαρίδης 1966, 28.
33
Για εκτενή πραγμάτευση της επιγραφής βλ. Veligianni 1994, 391-405.
34
Εδώ παρατίθενται μόνο οι επιγραφές που αναφέρουν ρητά ιερέα του Ασκληπιού. Για εκτενή μελέτη
όλων των πράξεων αγοραπωλησιών που έχουν προκύψει από την Αμφίπολη βλ. Hatzopoulos 1991.
35
Η πρώτη είναι γνωστή μόνο από φωτογραφίες και έκτυπα του Edson ο οποίος την μελέτησε όταν ακόμη
βρισκόταν εντοιχισμένη στο φούρνο της οικίας του Α.Μπαρμπούτη στην Αμφίπολη. Με την εγκατάλειψη
και τη καταστροφή του σπιτιού στα ταραγμένα μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο χρόνια, η επιγραφή
χάθηκε. Χατζόπουλος 1991, 24-25, αρ.ΙΙΙ. Η δεύτερη βρέθηκε στις 5/11/1985 στα χαλάσματα της οικίας
12

Άλλες δύο χρονολογούνται περίπου στα χρόνια 356-352π.Χ. Και οι δύο παραδίδουν ως
επιστάτη της πόλης τον Σπάργη ενώ ως ιερέα, τον Άνδρωνα 36 η μια (Πιν. 2δ,
αρ.κατ.04), και τον Ευαίνετο η άλλη 37 (Πιν.3α, αρ.κατ.05). Η υστερότερη από τις
πράξεις αυτές χρονολογείται το 351-350π.Χ. και αναφέρει ως επιστάτη τον Αισχύλο και
ιερέα τον Ερμαγόρα 38 (αρ.κατ.06).
Για την αποδοχή της λατρείας από τους Αμφιπολίτες μαθαίνουμε επίσης και από
μια επιγραφή που βρέθηκε στο Ασκληπιείο της Κω η οποία αναφέρει την πόλη να
συμμετέχει στη πανελλήνια γιορτή προς τιμή του Ασκληπιού που οργανώθηκε για πρώτη
φορά το 242π.Χ ενώ ταυτόχρονα της παρέχεται και το δικαίωμα της ασυλίας 39 .
Η λατρεία του Ασκληπιού συνεχίζεται καθ’ όλη την διάρκεια των ελληνιστικών
χρόνων όπως προκύπτει από ένα αγαλμάτιο Ασκληπιού που εντοπίστηκε σε μια οικία η
οποία πρέπει να ανήκε σε μια αρχαία συνοικία της πόλης 40 . Πρόκειται για ένα κτήριο με
δύο αυλές διαφορετικής έκτασης, για το οποίο προκύπτει μια περίοδος χρήσης από τα
τέλη του 4ου αι.π.Χ. έως και τα χρόνια του Αυγούστου 41 . Ένα τμήμα του μόνο έχει
ανασκαφεί. Για την συνολική έκτασή του δεν γνωρίζουμε τίποτα καθώς κανένας
εξωτερικός τοίχος δεν έχει μέχρι στιγμής αποκαλυφθεί ενώ οι ως τώρα αποκαλυφθέντες
δείχνουν να συνεχίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις 42 .

του Συμεών Ταχτσόγλου στην Αμφίπολη. Σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο της Αμφίπολης με αριθμό
καταλόγου Λ 127 ύστερα από την παράδοσή της στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Χατζόπουλος 1991, 30,
αρ.IV.
36
Η επιγραφή μας σώζεται μόνο από ένα σχέδιο της Daphne Hereward η οποία την είχε δει το 1959 στην
οικία του Σ. Ασνιβουρίδη στην Αμφίπολη. Χατζόπουλος 1991, 31, V.
37
Πρώτη φορά την είδε το 1959 η Daphne Hereward στην οικία του Ν. Παρασκόνουλου στο χωριό
Μεσολακκιά (Κάτω Λακκοβίκια) κοντά στην Αμφίπολη. Χατζόπουλος 1991, 33, VΙ. Μεταφέρθηκε στο
Μουσείο της Καβάλας (αρ. κατ. Λ 333) όπου μελετήθηκε από τον Δ.Λαζαρίδη. Lazaridis D., “Trois
nouveaux contrats de vente a Amphipolis”, BCH LXXXV, (1961), 431-433, αρ. 3.
38
Βρέθηκε το 1862 σε έναν αγρό στο χωριό Λακκοβίκια (σημερινή Μεσσολακιά). Όταν την αναζήτησε ο
Perdrizet το 1899 είχε ήδη χαθεί. Έγινε γνωστή από τον καθηγητή του Γυμνασίου Σερρών Ι.Πανταζίδη ο
οποίος τη δημοσίευσε στο περιοδικό Φιλίστωρ σύμφωνα με ένα αντίγραφο που του παρέδωσε ο δάσκαλος
της Μεσολακκιάς Ν.Κουμπίδης. Χατζόπουλος 1991, 43, αρ. VIΙΙ όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία.
39
Herzog -Klaffenbach 1952 , 6.
40
Πρόκειται για την οικία που ανασκάφηκε στο οικ. Κυπριανίδη το οποίο βρίσκεται στη πλαγιά των
λόφων, βόρεια της αρχαίας ακρόπολης και σε επαφή σχεδόν με τον βόρειο εσωτερικό περίβολο του
τείχους. Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 147-148.
41
Η κεντρική αυλή περιγράφεται παρακάτω. Η μικρότερη βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του κτηρίου
και είναι λιθοστρωμένη. Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 148.
42
Οι διαφορετικές οικοδομικές φάσεις αντικατοπτρίζονται στις διαφορετικές τοιχοδομίες που παρουσιάζει
το κτήριο. Από την φάση του 4ου αι.π.Χ. είναι ορατή η επιμέλεια της κατασκευής με τους γωνιασμένους
ισομεγέθεις πωρόλιθους. Στον 3ο και 2ο αι.π.Χ. χρησιμοποιούνται πάλι πωρόλιθοι διαφορετικού αυτή τη
φορά μεγέθους σε προσεγμένη ωστόσο τοιχοποιία. Αντίθετα οι επεμβάσεις που παρατηρούνται κατά τους
ρωμαϊκούς χρόνους χαρακτηρίζονται από προχειρότητα καθώς διαμορφώνονται από αργολιθοδομή με την
παρεμβολή λάσπης ή ασβεστοκονιάματος. Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 148.
13

Κεντρική θέση στο κτήριο κατέχει μια μεγάλη ορθογώνια αυλή με ψηφιδωτό
δάπεδο και πηγάδι στη νότια πλευρά της 43 . (Πιν.4). Η πρόσβαση σε αυτή γινόταν μέσω
ενός φαρδύ λιθόστρωτου δρόμου από τα ανατολικά και ενός στενού διαδρόμου από τα
βόρεια 44 . Στην δυτική πλευρά αυτής της αυλής ανοίγεται ένα ευρύχωρο δωμάτιο τις
εσωτερικές πλευρές του οποίου περιτρέχει υπερυψωμένη ζώνη-δάπεδο πλάτους 1μ.
καμωμένο από αργούς λίθους ενώ το εσωτερικό του ήταν διακοσμημένο με ψηφιδωτό 45 .
Πρόκειται προφανώς για ένα χώρο προορισμένο για συμπόσια καθώς το πόδιο που
περιτρέχει τις πλευρές θα δεχόταν τις κλίνες· για το λόγο αυτό οι ανασκαφείς τον
ταυτίζουν με τον ανδρώνα της οικίας. Σε κάποια μεταγενέστερη φάση το δωμάτιο αυτό
χωρίστηκε σε τρεις άνισους χώρους, έναν επιμήκη ανατολικό και δυο μικρότερους στα
δυτικά με χαμηλά τοιχία-θρανία ύψους 0,20μ. 46 . Στον διάδρομο, εξωτερικά του
ανατολικού τοίχου του ανδρώνα βρέθηκε το αγαλμάτιο που αναφέρθηκε παραπάνω και
αποδίδει τον Ασκληπιό 47 . Πρόκειται για έναν μαρμάρινο κορμό ανδρικής μορφής
σωζόμενου ύψους 0,26μ., ελληνιστικών χρόνων, που φορά ιμάτιο και στηρίζεται σε
ραβδί το οποίο μολονότι δεν διατηρείται, υποδηλώνεται ωστόσο με την ιδιαίτερη
διαμόρφωση του ιματίου κάτω από την αριστερή μασχάλη. (Πιν.3β, αρ.κατ.48).
Από τον ευρύτερο χώρο της οικίας προέκυψαν αρκετά ευρήματα λατρευτικού
χαρακτήρα. Στο εσωτερικό του χώρου 5 που βρίσκεται στα ΝΔ της αυλής εντοπίστηκαν
λάκκοι στους οποίους δεν βρέθηκαν υπολείμματα πιθαριών, όπως θα ήταν αναμενόμενο,
αλλά ειδώλια γυναικείων μορφών 48 . Στο εσωτερικό του ανδρώνα και πιο συγκεκριμένα
στους χώρους 11 και 11α εντοπίστηκαν πήλινο ειδώλιο ένθρονης Κυβέλης, θραύσματα
ειδωλίων άλλων θεοτήτων, ένα πήλινο ομοίωμα βωμού, πολύμυξα λυχνάρια και αγνύθες

43
Το ψηφιδωτό σώζεται σε μια έκταση 4,80x5μ. και διακοσμείται με ψηφίδες λευκού ασβεστόλιθου
διαστάσεων περίπου 0,05-0,06μ. που διατάσσονται σε εννέα ζώνες πλάτους 0,60μ. Το υπόστρωμά του
είναι κατασκευασμένο από μικρούς αργούς λίθους που επικαλύπτονται από ερυθρό-ροδαλό κονίαμα. Το
πηγάδι είναι κατασκευασμένο από πωρόλιθο. Διατηρείται το πηγαδόστομό του και οι αυλακώσεις από τα
σκοινιά άντλησης του νερού. Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 148.
44
Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 148.
45
Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 150. Στο κέντρο του χώρου 8 αποκαλύφθηκε εστία διαμέτρου 0,50μ. Η
ανατολική είσοδος του χώρου είναι έκκεντρα τοποθετημένη όπως προκύπτει από τη κάτοψη ενώ εξαίρεται
και με τη παρουσία βαθμίδας.
46
Οι ανασκαφείς υποθέτουν πως ο ανδρώνας πρέπει να φιλοξενούσε -βάσει υπολογισμών- 12 κλίνες.
Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 150.
47
Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 152.
48
Προφανώς πρόκειται για τον πιθεώνα της οικίας από τον οποίο σε κάποια μεταγενέστερη φάση
απομακρύνθηκαν οι πίθοι και οι λάκκοι τους μετατράπηκαν σε αποθέτες. Από τον χώρο προέκυψαν επίσης
πολλές πήλινες και μολύβδινες αγνύθες, ένα πολύμυξο λυχνάρι και χάλκινα νομίσματα του 2ου και 1ου
αι.π.Χ. Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 152.
14

ενώ στο χώρο 15 που διαμορφώνεται στα βόρεια της αυλής και στα ανατολικά του
βόρειου διαδρόμου βρέθηκε μαρμάρινος βωμίσκος 49 .
Οι λατρευτικές πρακτικές που λάμβαναν χώρα στο κτήριο προκύπτουν και από την
εύρεση αρκετών καύσεων σε διάφορα σημεία τόσο στο εσωτερικό της αυλής όσο και στη
στοά που βρίσκεται στα νότιά της. Στο βορειοδυτικό τμήμα της αυλής λοιπόν
εντοπίστηκε εκτεταμένη καύση η οποία περιείχε κάρβουνα, καμένα κονιάματα ερυθρού
χρώματος, όστρακα και οστά ζώων. Αλλά και στο δυτικό τμήμα του χώρου 4 που
καταλαμβάνει την έκταση στα νότια της κεντρικής αυλής βρέθηκαν παρόμοιες καύσεις 50 .
Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι σε επαφή με τον νότιο τοίχο του παραπάνω χώρου
αποκαλύφθηκε μια κόγχη πρόχειρα κατασκευασμένη από όρθια τοποθετημένες κεράμους
στέγης. Μολονότι στο εσωτερικό της δεν βρέθηκαν αντικείμενα που να σχετίζονται με τη
λατρεία παρόλα αυτά συγκρίσεις με άλλα παράλληλα οδηγούν στη ταύτισή της με
λατρευτική που εξυπηρετούσε την οικιακή λατρεία 51 . Στο χώρο δίπλα από την κόγχη
αυτή αλλά σε επιφανειακό στρώμα εντοπίστηκε ακέφαλο μαρμάρινο άγαλμα όρθιας
γυναικείας μορφής το οποίο με βάση τα χαρακτηριστικά του αποδίδει την Άρτεμη 52 .
Από όλα τα παραπάνω ευρήματα διαφαίνεται ο έντονος λατρευτικός χαρακτήρας
του κτηρίου αυτού. Στο πλαίσιο αυτής της λατρείας εντάσσεται και η παρουσία
αγάλματος Ασκληπιού. Επιπλέον συνδέθηκε από τους ανασκαφείς η εύρεση εκτεταμένου
δικτύου αγωγών 53 που εκφεύγουν προς διάφορες κατευθύνσεις με όλες εκείνες τις
λατρευτικές και θεραπευτικές πρακτικές που συναντούμε στα ιερά του Ασκληπιού και

49
Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 150-151.
50
Στα νοτιοανατολικά του χώρου 3 εντοπίστηκε μια ακόμη καύση που περιείχε όστρεα και ένα ειδώλιο.
Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 151.
51
Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 151.
52
Η μορφή αποδίδεται κατ’ ενώπιον και διατηρεί την συμφυή ελλειψοειδή πλίνθο της. Το συνολικά
σωζόμενο ύψος της είναι 0,67μ. Φορά πέπλο αττικού τύπου με μακρύ απόπτυγμα που ζώνεται ψηλά κάτω
από το στήθος. Το ιμάτιό της κρέμεται από τους ώμους της χωρίς να καλύπτει το κορμό. Στα πόδια φέρει
υψηλά καττύματα. Η απόδοση ιμάντα διαγώνια στο στήθος της μορφής και η ύπαρξη οπής στη δεξιά
ωμοπλάτη για τη στερέωση προφανώς φαρέτρας συνηγορούν στη ταύτισή της με την Άρτεμη. Κατά τους
ανασκαφείς το έργο χρονολογείται στα ελληνιστικά χρόνια παραλλάσσοντας κάποιον αγαλματικό τύπο του
4ου αι.π.Χ. Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 151.
53
Σε ολόκληρο τον ανασκαμμένο χώρο αποκαλύφθηκαν τρεις κτιστοί και ένας πήλινος αγωγός. Από τους
κτιστούς ο ένας -προφανώς αποχετευτικός με επικάλυψη από πώρινες πλάκες- έχει την αφετηρία του στο
νότιο τοίχο του χώρου 4, συνεχίζει κάτω από την κεντρική αυλή και βαίνει παράλληλα με τον βόρειο
διάδρομο στα δυτικά του χώρου 15. Σώζεται σε μήκος 14,50μ. και από το εσωτερικό του προέκυψαν
νομίσματα του 3ου και 2ου αι.π.Χ. Ο δεύτερος ξεκινά από τον ανατολικό τοίχο της νότιας μικρότερης
αυλής και διασχίζει τους χώρους 3, 5, 10 και 14 με κατεύθυνση ΝΑ-ΒΔ. Το εσωτερικό του διαμορφώνεται
με ερυθρό κονίαμα που έχει λειανθεί. Ο τρίτος βρέθηκε σε υψηλότερο επίπεδο από τους άλλους και φέρει
επικάλυψη από πώρινες πλάκες και οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση. Διασχίζει διαγώνια τους χώρους 6
και 7 που βρίσκονται στα νοτιοανατολικά του ανασκαμμένου χώρου και καταλήγει στην νοτιοανατολική
γωνία της νότιας αυλής. Στο εσωτερικό της τελευταίας εντοπίστηκε πήλινος αγωγός μήκους 2μ. ο οποίος
λογικά πρέπει να συνδεόταν με τον κτιστό που περιγράφηκε πρώτος. Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 149-150.
15

έχουν σαν απαραίτητο στοιχείο τους το νερό 54 . Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα επομένως


ερμηνεύονται από τους ανασκαφείς ως μια οικία του 4ου αι.π.Χ. η οποία «στέγασε
μεταγενέστερα κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους τη λατρεία διαφόρων
θεοτήτων καλύπτοντας έτσι τις ανάγκες της οικιακής λατρείας» 55 .
Από την παλαιοχριστιανική βασιλική Δ της Αμφίπολης προέκυψε μια μαρμάρινη
γενειοφόρος κεφαλή ρωμαϊκών χρόνων, απότμημα προφανώς αγάλματος, που φέρει
στρόφιον, ένα διάδημα δηλαδή το οποίο συναντάται συχνά στην εικονογραφία του
Ασκληπιού αλλά και των ιερέων του 56 .(Πιν.5α, αρ.κατ.49). Εντοπίστηκε από τον Στίκα
ο οποίος ερμήνευσε το εύρημα ως κεφαλή Διονύσου 57 . Νεότεροι ωστόσο μελετητές 58
υποστήριξαν βάσει άλλων εικονογραφικών παραλλήλων ότι πρόκειται για κεφαλή
Ασκληπιού, γεγονός που υποδεικνύει πως η λατρεία του θεού εξακολούθησε να
υφίσταται και κατά την περίοδο αυτή.
Από την Αμφίπολη επίσης πρέπει να προέρχεται και ένα ανάγλυφο το οποίο στη
βιβλιογραφία έχει παρουσιαστεί ως αναθηματικό ανάγλυφο προς τον Ασκληπιό.
(Πιν.5β). Ο ακριβής χώρος εύρεσης του έργου είναι άγνωστος 59 . Αρχικά επισημάνθηκε
από τον Edson ο οποίος το εντόπισε στο υπόγειο του Α’ Γυμνασίου Αρρένων Σερρών 60 .
Το 1967 ο Καφταντζής στο έργο του «Ιστορία της πόλεως Σερρών» την παραθέτει στον
κατάλογο των επιγραφών χωρίς κανένα επιπλέον στοιχείο για την προέλευσή της 61 . Ο
Χατζόπουλος, δεχόμενος την ταύτιση του Καφταντζή ως αναθηματικού αναγλύφου προς
τον Ασκληπιό στο δίτομο έργο του «Macedonian Institutions under the kings”,
υποστηρίζει ότι πρέπει να προέρχεται από την Αμφίπολη κατ’ αναλογία και άλλων
αρχαιοτήτων που μεταφέρθηκαν στις Σέρρες 62 . Η αναφορά στην επιγραφή του
αναγλύφου του αξιώματος των πολεμάρχων, ενός θεσμού που κατά τον Χατζόπουλο
υπήρχε και στην Αμφίπολη -όπως ο ίδιος τον ανέγνωσε στον εφηβαρχικό νόμο που
προέρχεται από την περιοχή 63 - καθιστά πιθανή μια τέτοια προέλευση 64 .

54
Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 152.
55
Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, 153.
56
Για αυτόν τον τύπο του διαδήματος βλ. Krug 1968, 126-130, τύπος 12.
57
Στίκας 1978, 46 και Στίκας 1981, 52.
58
LIMC II, Asklepios, 882, αρ. 222, Riethmüller 2005α, 320, αρ. 13.
59
Hatzopoulos 1996α, σελ.86, αρ. 64. Καφταντζής 1967, 86-87 ,αρ.14
60
Hatzopoulos 1996α, σελ.86, αρ. 64. Σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Σερρών.
61
Καφταντζής 1967, 86-87, αρ.14.
62
Hatzopoulos 1996α, 86, αρ.64.
63
Hatzopoulos 1996α, 86, αρ.64. Πρόκειται για μια ενεπίγραφη στήλη που βρέθηκε στο Γυμνάσιο της
Αμφίπολης και χρονολογείται στο έτος 24/3π.Χ. Η επιγραφή μας παρέχει πολύ σημαντικές πληροφορίες
για την αγωγή των εφήβων, τα ήθη της εποχής, τα αξιώματα, την κοινωνική ζωή και την τοπογραφία της
πόλης. Λαζαρίδης 1985, 23-24. Παραμένει ακόμη αδημοσίευτη, ο Χατζόπουλος ωστόσο κατόρθωσε να
διαβάσει μέρος της επιγραφής από φωτογραφίες που έχουν δώσει στη δημοσιότητα οι ανασκαφείς.
Gauthier-Hatzopoulos, La loi gymnasiarchique de Beroia, Μελετήματα 16, Αθήνα 1993, 161-162.
16

Στο ανάγλυφο που χρονολογείται στο β’ μισό του 4ου αι.π.Χ. 65 αποδίδεται
ανακεκλιμένος γενειοφόρος άνδρας (Ασκληπιός;) κρατώντας φιάλη με το δεξί του χέρι
την οποία τείνει προς ένα ελισσόμενο φίδι. Μπροστά του εικονίζεται μια καθήμενη
γυναικεία μορφή (Υγεία;) ενώ πίσω της σε μικρότερη κλίμακα προσέρχονται ένας
ολόγυμνος νέος και ένας γενειοφόρος ιππέας με καυσία. Μεταξύ των δύο τελευταίων
διακρίνεται βωμός; 66 .
Η κατάταξη του έργου στα αναθηματικά ανάγλυφα στο τύπο του νεκροδείπνου και
η ταύτιση της ανακεκλιμένης μορφής με αυτής του Ασκληπιού είναι αρκετά δύσκολο να
επιβεβαιωθεί με βάση τις υπάρχουσες πληροφορίες. Στην επιγραφή δεν αναφέρεται ή
τουλάχιστον δεν διαβάζεται το όνομα του Ασκληπιού λόγω της μεγάλης φθοράς, γεγονός
που μας καθιστά ιδιαίτερα επιφυλακτικούς ως προς τις ταυτίσεις καθώς η εικονογραφία
που χρησιμοποιείται τόσο στα επιτύμβια όσο και στα αναθηματικά ανάγλυφα του τύπου
των νεκροδείπνων είναι σε πολλές περιπτώσεις κοινή 67 .

04. Άνω Απόστολοι Κιλκίς (αρχαία Μόρρυλος)

Από την Μόρρυλο 68 , (σημερινοί Άνω Απόστολοι του νομού Κιλκίς), έχουν
προκύψει αρκετά και σημαντικά στοιχεία που βοηθούν στη μελέτη της λατρείας του
Ασκληπιού. Στην περιοχή πρέπει να λειτουργούσε ένα σημαντικό ιερό του θεού όπως
προκύπτει από τρεις τουλάχιστον επιγραφές οι οποίες μαρτυρούν τη λατρεία του αλλά
και από έναν ικανοποιητικό αριθμό αγαλμάτων που προέρχονται από τον χώρο 69 .
Για αρκετά χρόνια η προέλευση ενός συνόλου θραυσμάτων έργων πλαστικής που
φυλάσσονταν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης παρέμενε άγνωστη. Οι

64
Το αξίωμα μαρτυρείται στη Θάσο όπου οι πολέμαρχοι ήταν πέντε. Στο συγκεκριμένο ανάγλυφο έχουμε
την αναφορά περισσοτέρων ονομάτων γεγονός που ώθησε τον Χατζόπουλο στην υπόθεση πως ίσως οι
πολέμαρχοι στην Αμφίπολη να ήταν δέκα. Επιπλέον, επειδή καμιά μεταφορά αρχαιοτήτων δεν έχει μέχρι
τώρα διαπιστωθεί από το νησί της Θάσου στην απέναντι ενδοχώρα καθιστά ιδιαίτερη πιθανή την υπόθεση
το ανάγλυφο να προέρχεται από την Αμφίπολη. Hatzopoulos 1996α , 86, αρ.64.
65
Hatzopoulos 1996α, 86, αρ.64.
66
Καφταντζής 1967, 86-87.
67
Για το μοτίβο των ανακεκλιμένων μορφών σε συμποσιακές σκηνές βλ. Dentzer J.-M., Le motif du
banquet couché dans le proche-orient et le monde grec du VIIe au IVe siècle avant J.-C., 1982.
68
Η πόλη της Μορρύλου κατέχει τη θέση του λόφου, στις υπώρειες του οποίου απλώνεται το χωριό των
Άνω Αποστόλων. Σαββοπούλου 1998, 93.
69
Η μεγάλη σημασία του ιερού του Ασκληπιού στην Μόρρυλο ίσως να οφειλόταν στη χρήση του
θεραπευτικού πηλού από την γειτονική λίμνη (σημερινή Πικρολίμνη), πρακτική που συνεχίζεται μέχρι
σήμερα. Σαββοπούλου 1998, 93. Οι θεραπευτικές ιδιότητες του πηλού οφείλονται στην παρουσία νίτρου,
μιας ουσίας που ήταν γνωστή ήδη από την αρχαιότητα και χρησιμοποιούνταν για θεραπευτικούς σκοπούς.
Ιγνατιάδου Δ., «Έρευνα για το χαλαστραίο νίτρο», ΑΕΜΘ 16 (2002), Θεσσαλονίκη 2004, 241-248, 243-
244.
17

Χατζόπουλος και Λουκοπούλου 70 ωστόσο στη μελέτη τους για την αρχαία Μόρρυλο
έδειξαν, ύστερα από έρευνα, πως το σύνολο που αναφέρθηκε προέρχεται από την
συγκεκριμένη περιοχή. Το πρωιμότερο από αυτά χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι.π.Χ.
Πρόκειται για μια κεφαλή που ανήκει σε άγαλμα μιάμιση φορά μεγαλύτερο από το
φυσικό και αποδίδει τον Ασκληπιό. (Πιν.21α, αρ.κατ.65). Τόσο οι παραπάνω μελετητές
όσο και ο Δεσπίνης κατέληξαν στη υπόθεση πως πρέπει να προέρχεται από το
71
λατρευτικό άγαλμα του ιερού . Σύμφωνα μάλιστα με τον τελευταίο το έργο πρέπει να
αποδοθεί σε αττικό γλύπτη 72 .
Στα τελευταία χρόνια του 3ου αι.π.Χ. χρονολογούνται δύο επιγραφές που ρητά
αναφέρουν πως οι στήλες έπρεπε να στηθούν στο επιφανέστερο σημείο του Ασκληπιείου
της πόλης 73 . Το περιεχόμενό τους είναι σχεδόν όμοιο. Στη πρώτη τιμάται ο Παράμονος
γιος του Σαμαγόρα διότι προσέφερε τόσο στη πόλη όσο και στο ιερό του Ασκληπιού μια
παραγωγική αγελάδα από την οποία προέκυψε ολόκληρη αγέλη 74 . (Πιν.21β, αρ.κατ.33).
Για να αποτελέσουν οι πράξεις παράδειγμα προς μίμηση για όλους τους Μορρυλίους, το
ψήφισμα ορίζει να στηθεί η στήλη που αναγράφει τις προσφερόμενες τιμές στον
«επιφανέστερο τόπο του Ασκληπιείου» 75 . Με την εύρεση της παραπάνω επιγραφής το
1961 στο χωριό των Άνω Αποστόλων διεξήχθη περιορισμένης έκτασης δοκιμαστική
ανασκαφή από την οποία προέκυψε: «α. υπόκαυστον ρωμαϊκού βαλανείου μετά των
συναφών χώρων των οποίων οι τοίχοι σώζονται εις ύψον 2 μέτρων και β. χώροι
αποθηκεύσεως τροφίμων και άλλοι, ακαθόριστοι επί του παρόντος» 76 .
Στη δεύτερη επιγραφή 77 με παρόμοιο περιεχόμενο τιμάται ο Αλκέτας ο οποίος
πέρα από τις μεγάλες υπηρεσίες που προσέφερε στην κοινότητα, έδωσε στους κατοίκους

70
Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 69-70. Οι δύο παραπάνω μελετητές θεώρησαν οτι οκτώ τουλάχιστον
ευρήματα έργων πλαστικής έχουν άμεση σχέση με τη λατρεία του Ασκληπιού και αποδίδουν μέλη της
οικογένειάς του. Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 75. Όπως έδειξε ωστόσο αργότερα ο Δεσπίνης στον
κατάλογο των γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης δύο περιπτώσεις πρέπει να
αποδεσμευτούν από τέτοιες συνδέσεις. Μια γυναικεία κεφαλή που ερμηνεύθηκε ως Υγεία από τους
Χατζόπουλο-Λουκοπούλου (Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 70, αρ.2 και σελ.75 ) πρέπει να αποδοθεί
κατά τον Δεσπίνη σε εικονιστική κεφαλή (ΚΓΜΘ 2003, 19-20, αρ.155). Ένα ακέφαλο γυναικείο άγαλμα
που συνδέθηκε επίσης από τους Χατζόπουλο-Λουκοπούλου (Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 72, αρ.5 και
σελ. 76) με την Υγεία αποδόθηκε από τον Δεσπίνη σε μια παραλλαγή του τύπου της Fortuna Bracio Nuovo
(ΚΓΜΘ 2003, 31-32, αρ.170).
71
. ΚΓΜΘ 2003, 18-19, αρ.154, (Αρ.Ευρ.Μ.Θεσ/νίκης:1018). Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 75.
72
ΚΓΜΘ 2003, 19.
73
Hatzopoulos 1996α, 69-70, αρ. 53 και 70-71, αρ. 54.
74
Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 26. Το γεγονός ότι το ανάθημα αφιερώνεται τόσο στο ιερό όσο και στη
πόλη υποδηλώνει πως κάτα πάσα πιθανότητα η λατρεία του Ασκληπιού αποτελούσε την επίσημη λατρεία
της πόλης.
75
Παπαδοπούλου 1963, 207 και Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 17-55.
76
Παπαδοπούλου 1961-1962, 207.
77
Η συγκεκριμένη επιγραφή είχε βρεθεί το 1933 στους Άνω Αποστόλους από όπου μεταφέρθηκε στο
Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Εκεί αντιγράφηκε, φωτογραφήθηκε και ελήφθη έκτυπό της από τον Edson
18

της πόλης και στο θεό επίσης από μια παραγωγική αγελάδα 78 . (αρ.κατ.34). Μολονότι
δεν αναφέρεται ρητά, όπως στη πρώτη περίπτωση, πρέπει να πρόκειται για προσφορά
που απευθυνόταν στο ιερό του Ασκληπιού.
Από το ίδιο ιερό πρέπει να προέρχονται και δύο αγαλμάτια που χρονολογούνται
στον 1ο αι.π.Χ. και αποδίδουν τον Ασκληπιό. Το πρώτο αποτελεί αντίγραφο του
αγαλματικού τύπου του Ασκληπιού Este και παρουσιάζει τον θεό να φορά ιμάτιο και να
στηρίζεται σε ραβδί που ακουμπά κάτω από την αριστερή μασχάλη ενώ το δεξί του χέρι
αγγίζει τον αντίστοιχο γοφό 79 (Πιν.21γ, αρ.κατ.66). Το δεύτερο ανήκει στον τύπο
Αθηνών-Macerata με τον Ασκληπιό να φορά πάλι ιμάτιο και να στηρίζεται με το ραβδί
του στο δεξί του χέρι 80 (Πιν.21δ, αρ.κατ.67). Στον 1ο αι.μ.Χ. χρονολογείται μια πλίνθος
αγάλματος στην οποία διατηρούνται τα δυο γυμνά άκρα πόδια ανδρικής μορφής.
Εκατέρωθεν των πελμάτων σώζονται το πίσω μέρος ενός φιδιού στα δεξιά και ένας
ομφαλός στα αριστερά (Πιν.21ε, αρ.κατ.68). Πρόκειται ασφαλώς για μια πλίνθο που
έφερε άγαλμα του Ασκληπιού 81 .
Το δεξί χέρι ενός γυναικείου αγάλματος που κρατά μεσόμφαλη φιάλη συνδέθηκε
από τους Χατζόπουλο-Λουκοπούλου ως τμήμα από άγαλμα που απέδιδε την Υγεία 82 .
Μολονότι συνηθίζεται στην εικονογραφία να αποδίδεται η Υγεία σπένδουσα παρόλα
αυτά μια τέτοια σύνδεση είναι εξαιρετικά τολμηρή λόγω της αποσπασματικότητας του
ευρήματος.
Η λατρεία του Ασκληπιού στην περιοχή μαρτυρείται και από μια αναθηματική
επιγραφή του τέλους του 1ου αι. μ.Χ 83 ή του α΄ μισού του 2ου αι.μ.Χ 84 στην οποία ο
Σωσίας ο γιος του Σωσίπολη από το Ίωρον αφιερώνει ένα ανάθημα στον Ασκληπιό, την
Υγεία αλλά και στους ίδιους τους κατοίκους της Μορρύλου 85 (Πιν.21στ, αρ.κατ.35).

πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε ανύποπτο χρόνο μεταφέρθηκε εκ νέου στο Μουσείο του Κιλκίς όπου
εντοπίστηκε ξανά το 1984. Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 41.
78
Η πόλη μάλιστα είναι υποχρεωμένη να τον τιμήσει κατασκευάζοντας ένα γραπτό πίνακα με τη μορφή
του που θα έπρεπε να στηθεί στο Ασκληπιείο της πόλης. Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 44.
79
ΚΓΜΘ 2003, 28, αρ.164. Πρόκειται για το άγαλμα με αρ. ευρ. Αρ.Ευρ.947+1165 του Μουσείου
Θεσσαλονίκης. LIMC V, λ. Hygieia, 887, αρ.326.
80
ΚΓΜΘ 2003, 29, αρ.165. Αρ.Ευρ.Μ.Θεσ/νίκης:1090.
81
ΚΓΜΘ 2003, 42-43, αρ.181. Αρ.Ευρ.Μ.Θεσ/νίκης:1158.
82
Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 76.
83
Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 65.
84
Βουτυράς 1993, 255.
85
Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 64-65 όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία. Εκτός από την
παραπάνω επιγραφή οι Χατζόπουλος και Λουκοπούλου παραθέτουν μία ακόμη η οποία σύμφωνα με τον
αριθμό καταλόγου πρέπει να βρέθηκε κατά την ανασκαφή του 1961 μαζί με τα υπόλοιπα σημαντικά
ευρήματα που μαρτυρούν την λατρεία του Ασκληπιού στο χώρο. Πρόκειται για μια αποσπασματικά
σωζόμενη αναθηματική επιγραφή που φέρει ονόματα συνοδευόμενα από την λέξη εὐχήν. Η έκφραση
αυτή συνήθως συνοδεύει αναθηματικά ανάγλυφα ή επιγραφές που σχετίζονται με την επιθυμία των πιστών
για την διασφάλιση της υγείας ή την θεραπεία τους. Αν πράγματι αποτελεί ανάθημα του Ασκληπιείου τότε
19

Και αυτή η επιγραφή βρέθηκε το 1933 κάτω από άγνωστες συνθήκες 86 . Το γεγονός ότι ο
αναθέτης δεν κατάγεται από την Μόρρυλο αλλά από το Ίωρον υποδεικνύει την ιδιαίτερη
φήμη που θα είχε αποκτήσει το ιερό ώστε να προσέρχονται σε αυτό άτομα από την
ευρύτερη περιοχή 87 .

05. Βεργίνα

Από το εσωτερικό της θόλου του ανακτόρου της Βεργίνας προέρχεται ένα θραύσμα
αναθηματικού κατά πάσα πιθανότητα αναγλύφου που αποδίδει την Υγεία καθήμενη σε
θάκο (κάθισμα σε σχήμα κύβου). (Πιν.7α, αρ.κατ.39). Η θεά αποδίδεται σε στάση τριών
τετάρτων φορώντας ψηλά ζωσμένο χιτώνα και ιμάτιο το οποίο καλύπτει τα κάτω άκρα
ενώ στα γόνατά της τυλίγεται ένα μεγάλων διαστάσεων φίδι. Το θραύσμα αυτό
δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά από τον Heuzey ο οποίος ωστόσο στο κείμενό του
αμφιταλαντεύεται ως προς την ταύτιση της μορφής με την Υγεία ή με την Ολυμπιάδα 88 .
Για την δεύτερη πρόταση στηρίχθηκε στην αναφορά του Πλουτάρχου ότι η σύλληψη του
Αλεξάνδρου από την Ολυμπιάδα πραγματοποιήθηκε μέσω ενός φιδιού 89 . Δεκαετίες
αργότερα η Μητροπούλου αναδημοσίευσε το μνημείο αυτό αλλά παρασυρμένη
προφανώς από λανθασμένη μετάφραση της αντίστοιχης καταχώρησης στο κατάλογο του
Μουσείου του Λούβρου το παρουσίασε ως προερχόμενο από τα Μέγαρα 90 . Για χρόνια
λοιπόν η προέλευση του θραύσματος αυτού εμφανιζόταν ως άλλη από την πραγματική
μέχρι το 1998 οπότε η Hamiaux δημοσιεύοντας τον κατάλογο των ελληνικών γλυπτών
του Μουσείου του Λούβρου της ελληνιστικής περιόδου απεκατέστησε την αλήθεια 91 .

η πρώιμη χρονολόγηση που προτείνεται για την επιγραφή (από τα μέσα του 4ου αι.π.Χ. κ.ε.) δείχνει την
σημαντική θέση που κατείχε η λατρεία του Ασκληπιού στη πόλη. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη και το
γεγονός ότι σε ένα από τα ονόματα αναγράφεται και το εθνικό Ληταῖος, μιας πόλης 30 χλμ. ΝΑ της
Μορρύλου τότε προκύπτει πως το ιερό έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και προβολής πέραν των ορίων της
πόλης σε σχετικά πρώιμη εποχή. Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 66-67. Τη σύνδεση της επιγραφής με τη
λατρεία του Ασκληπιού δεν αποκλείει και ο Βουτυράς. Βουτυράς 1993, 255, υπ. 20.
86
Η επιγραφή φέρει συνεχόμενο αριθμό εισαγωγής στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (1272) με
το τιμητικό ψήφισμα για τον Αλκέτα (1271) γεγονός που υποδεικνύει πως οι δύο επιγραφές πρέπει να
μεταφέρθηκαν και να εισήχθησαν μαζί από τους Άνω Αποστόλους στο Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 63.
87
Το Ίωρον δεν έχει εντοπιστεί ανασκαφικά. Οι Χατζόπουλος-Λουκοπούλου ωστόσο τοποθετούν την πόλη
μεταξύ των σημερινών χωριών του νομού Κιλκίς Κεντρικού και Παλατιανού, στις παρυφές του όρου
Δυσώρου, στο λόφο Τορτσέλι. Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 98.
88
Heuzey- Daumet 1876, 217.
89
Πλούταρχος, 2, 6. Heuzey- Daumet 1876, 217.
90
Μητροπούλου 1984, 42, αρ.236. Παρανόηση στη μετάφραση από τη γαλλική λέξη “megaron”.
91
Hamiaux 1998, 180-181, αρ. 199.
20

Παρά την παρανόηση σχετικά με την προέλευση του αναγλύφου και οι δύο
δημοσιεύσεις, της Μητροπούλου και της Hamiaux, συμφωνούν στο ότι στο θραύσμα
αυτό αποδίδεται η Υγεία. Η πρώτη μάλιστα παραθέτει και παράλληλα που ενισχύουν την
ταύτιση της μορφής με την Υγεία. Σχετικά με την χρονολόγηση η Μητροπούλου
προτείνει τα τέλη του 4ου αι.π.Χ 92 ενώ η Hamiaux το τοποθετεί γενικά στα ελληνιστικά
χρόνια σημειώνοντας ότι πρόκειται για «ανάγλυφο μέτριας ποιότητας και ότι η όψιμη,
δίχως αμφιβολία, χρονολόγησή του επιτρέπει να αναγνωρίσουμε σε αυτό την απεικόνιση
της Υγείας» 93 . Ο Holtzman στο LIMC ακολουθώντας προφανώς την Μητροπούλου
συγκαταλέγει το θραύσμα αυτό στον κατάλογο των απεικονίσεων της Υγείας
ενστερνιζόμενος την άποψη ότι πρόκειται για την κόρη του Ασκληπιού και όχι για την
Ολυμπιάδα 94 .
Το ανάγλυφο σώζεται αποσπασματικά γι’ αυτό και δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί αν
στην εικονογραφία του μνημείου συμπεριλαμβανόταν και ο Ασκληπιός. Παρόλα αυτά
όμως η εύρεση ενός αναθηματικού αναγλύφου που απεικονίζει την Υγεία στη θόλο του
ανακτόρου της Βεργίνας 95 αποδεικνύει την υψηλή θέση της λατρείας όχι μόνο στην
χρονική ακολουθία -αν πράγματι χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι.π.Χ.- αλλά και στην
πολιτική και κοινωνική ζωή των Μακεδόνων καθώς εντοπίστηκε σε ένα πολύ σημαντικό
δημόσιο οικοδόμημα το οποίο όπως προκύπτει από την αρχιτεκτονική του συγκέντρωνε
πολλές και διαφορετικές λειτουργίες. Με αφετηρία το εύρημα αυτό η πρόταση του
Tomlinson ότι στο ανάκτορο της Βεργίνας έχουμε ένα κτήριο του οποίου η βασική
λειτουργία ήταν η φιλοξενία συμποσίων, αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς συνδέει
αντικείμενα με λατρευτικές εκδηλώσεις 96 .

06. Βέροια

Στην Βέροια η λατρεία του Ασκληπιού πρέπει να κατείχε ιδιαίτερη θέση στο
σύνολο των λατρευόμενων θεοτήτων. Ικανός αριθμός επιγραφών, αναγλύφων και άλλων

92
Μητροπούλου, 1984, 42,αρ. 236 .
93
Hamiaux 1998, 180.
94
LIMC II, Asklepios, 557, αρ.12.
95
Ανδρόνικος-Μακαρόνας-Μουτσόπουλος-Μπακαλάκης 1961, 16-17.
96
Συγκεκριμένα ο Tomlinson γράφει: “I would suggest, therefore, that at Vergina we have a building
whose main function was to accommodate drinking parties; though whether these where the solemn rites of
a religious sanctuary, or the more unbridled revels of a Macedonian monarch, is perhaps a matter in which
it is more discreet to be silent”. Tomlinson R.A, “Ancient Macedonian Symposia”, Αρχαία Μακεδονία Ι
(1968), Θεσσαλονίκη 1970, 308- 315, 315.
21

κινητών ευρημάτων πιστοποιούν την παραπάνω διαπίστωση. Γνωρίζουμε ότι στη πόλη η
λατρεία του θεού ήταν σημαντική ήδη από το 248π.Χ οπότε και αναφέρεται σε μια
επιστολή του Δημητρίου Β’ η παραχώρηση, από τη πλευρά του βασιλέα, του προνομίου
της ατέλειας στους ιερείς του Ηρακλέους Κυναγίδα όπως ακριβώς ίσχυε και για τους
ιερείς του Ασκληπιού 97 . (Πιν.7β, αρ.κατ.09).
Από μια άλλη επιγραφή που τοποθετείται χρονολογικά στα ίδια περίπου χρόνια
(β’μισό 3ου αι.π.Χ.) πληροφορούμαστε πως η λατρεία του Ασκληπιού ήταν κοινή με του
Απόλλωνα και της Υγείας. (Πιν.7γ, αρ.κατ.10). Ταυτόχρονα παρέχει πολύ σημαντικές
πληροφορίες για την οικονομική διαχείριση του ιερού καθώς παραθέτει καταλόγους
(λόγους), στους οποίους καταγράφονται τα πολύτιμα σκεύη μαζί με την αξία τους που
αγοράστηκαν με τα έσοδα του ιερού 98 .
Σε μια άλλη επιγραφή του 131/30π.Χ. αναφέρεται η κατασκευή λίθινου
εγκοιμητηρίου και μιας εξέδρας μπροστά από αυτό, ανάθημα του Μαρσύα, γιου του
Δημητρίου προς τον Απόλλωνα, τον Ασκληπιό και την Υγεία 99 . (Πιν.7δ, αρ.κατ.11).
Στην ίδια περίπου εποχή (2ος π.Χ) χρονολογείται και ένα μαρμάρινο ακέφαλο αγαλμάτιο
Ασκληπιού, πολύ καλής ποιότητας, που παραδόθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της
πόλης 100 . (αρ.κατ.50)
Στα ρωμαϊκά χρόνια η λατρεία του θεραπευτή θεού είναι εξίσου σημαντική όπως
προκύπτει από διάφορα ευρήματα που ανήκουν στην εποχή αυτή. Μια επιγραφή του α’
μισού του 2ου αι.μ.Χ. κάνει λόγο για κάποιο πολύκρηνον, μια κρηναία δηλαδή κατασκευή
με πολλούς κρουνούς που θα τροφοδοτούσε με το απαραίτητο για την λειτουργία του

97
Γουναροπούλου-Χατζόπουλος 1998, 92, αρ.3. Αρχικά είχε επισημανθεί από τον Wace το 1911-12 στο
σπίτι ενός κρεοπώλη στη εβραϊκή συνοικία. Μετά από πολλές περιπέτειες μεταφέρθηκε το 1947 στο
Μουσείο της Βέροιας (Αρ.ευρ.Λ 209), Γουναροπούλου-Χατζόπουλος 1998, 91 όπου και η προγενέστερη
βιβλιογραφία.
98
Η επιγραφή (Αρ.ευρ. Μ.Β. Λ702) βρέθηκε εντοιχισμένη σε δεύτερη χρήση σε ένα τοίχο κτηρίου
ρωμαϊκών χρόνων στο οικόπεδο Ιακωβίδη (Ο.Τ. 211. Αλλαμανή-Σουρή 1988, 405). Για τη πλήρη
δημοσίευσή της βλ. Αλλαμανή-Σουρή 1990, 205-234. Από την συγκεκριμένη επιγραφή πληροφορούμαστε
πως ιερέας του Ασκληπιού ήταν ο Δημήτριος του Γλαυκίου. Σε συνδυασμό με μια απελευθερωτική
επιγραφή που βρέθηκε στη περιοχή του βόρειου τείχους και αναφέρει το όνομα του ιερέα Απολλωνίδη του
Γλαυκίου (Γουναροπούλου-Χατζόπουλος 1998, αρ. 45) προκύπτει ότι οι δύο αυτοί Βεροιαίοι ήταν αδέρφια
όπως επίσης και ο Ευβίοτος που αναφέρεται σε άλλη απελευθερωτική επιγραφή. Γουναροπούλου-
Χατζόπουλος 1998, αρ.46. Το πατρωνυμικό του τελευταίου προκύπτει από το όνομα του γιου του που
σώζεται σε μια επιστολή του Αντιγόνου Δώσωνος. Γουναροπούλου-Χατζόπουλος 1998, αρ.4. Κατά τους
Γουναροπούλου-Χατζόπουλο δεν είναι απίθανο και τα τρία αδέρφια να διετέλεσαν ιερείς του Ασκληπιού.
Γουναροπούλου-Χατζόπουλος 1998, 148, αρ.46.
99
Ο Wace την είδε το 1911-1912 στο προαύλιο του ναού του Αγίου Αντωνίου απ’ όπου και μεταφέρθηκε -
άγνωστο πότε- στο Παλαιό Γυμνάσιο θηλέων στην οδό Μητροπόλεως. Το 1969 ξαναβρέθηκε κατά τις
εργασίες ισοπέδωσης του υπογείου του κτηρίου. Σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βέροιας με
αρ.ευρ. Λ 290. Γουναροπούλου-Χατζόπουλος 1998, 123 , αρ.18 όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία.
100
Παραδόθηκε από τον Κ. Ξυνόπουλο και βρίσκεται στο Μουσείο της Βέροιας με αριθμό ευρετηρίου Λ
866. Αλλαμανή-Σουρή 2000, 582.
22

ιερού νερό 101 . (Πιν.8α, αρ.κατ.12). Ασφαλώς η ύπαρξη μιας κατασκευής τέτοιου
μεγέθους υποδηλώνει την χρήση της από ικανό αριθμό ανθρώπων που θα αποσκοπούσε
στην καλύτερη εξυπηρέτηση τους.
Ένα αναθηματικό ανάγλυφο που χρονολογείται στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια και
αποδίδει τον Ασκληπιό και την Υγεία υποδεικνύει τη συλλατρεία των δύο θεοτήτων 102 .
(Πιν.8β, αρ.κατ.40). Ο πρώτος εικονίζεται όρθιος σε κατ’ ενώπιον στάση φορώντας
ιμάτιο και στηριζόμενος σε ραβδί γύρω από το οποίο τυλίγεται το φίδι. Στο πλάι του
είναι ορατός ένας ομφαλός, σαφής παραπομπή στον πατέρα του Απόλλωνα. Δίπλα του
αποδίδεται η Υγεία, όρθια και αυτή φορώντας χιτώνα και ιμάτιο, να κρατά με το
αριστερό της χέρι φιάλη προς την οποία τείνει το κεφάλι ενός φιδιού που έρπει διαγώνια
στο στήθος της 103 .
Η εικονογραφία της Υγείας επιλέγεται και στη νομισματοκοπία της πόλης καθώς
σε νομίσματα που κόπηκαν το 242 μ.Χ. αποδίδεται η θεά καθήμενη σε θρόνο και
μπροστά της να ορθώνεται ένα φίδι 104 (Πιν.8γ, αρ.κατ.74).
Τέλος ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται μια επιγραφή που παραδόθηκε στο Μουσείο
της Βέροιας με παρόμοιο περιεχόμενο με τον κατάλογο του Ασκληπιείου της πόλης που
αναφέρθηκε παραπάνω.(αρ.κατ.13). Πρόκειται για μια αμφίγραφη λίθινη στήλη με
οριζόντια επίστεψη στη κύρια όψη της οποίας σώζονται 55 στίχοι και 40 στη πίσω
πλευρά 105 . Φέρει κείμενο διατεταγμένο σε στήλες και χρονολογείται από τον 2ο αι.π.Χ.
μέχρι τα όψιμα αυτοκρατορικά χρόνια. Δυστυχώς η συγκεκριμένη επιγραφή παραμένει
αδημοσίευτη.
Η θέση του Ασκληπιείου της Βέροιας δεν έχει με σαφήνεια εντοπιστεί. Η εύρεση
ωστόσο δύο επιγραφών που αναφέρονται στο ιερό της πόλης και γενικότερα στη λατρεία
του συγκεκριμένου θεού στα ανατολικά της πλατείας του Αγίου Αντωνίου 106 , στην οποία
τοποθετείται γενικά η αγορά της πόλης, σε συνδυασμό με την επιγραφή που υποδηλώνει
γειτνίαση του Ασκληπιείου με την αγορά ώθησε την Brocas-Deflacieux στη σκέψη ότι το
Ασκληπιείο είναι πιθανό να βρισκόταν στο ανατολικό τμήμα της πόλης και πιο

101
Ανακαλύφθηκε το 1996 κατά τις εργασίες του δήμου στην οδό Μητροπόλεως (Ο.Τ. 73) κάτω από το
υστερορωμαϊκό οδόστρωμα. Βρίσκεται στο Μουσείο Βεροίας με αρ. ευρετηρίου Λ 919. Γουναροπούλου-
Χατζόπουλος 1998, 141-144 , αρ.41..
102
Για την χρονολόγηση βλ. Μακαρόνας 1953, 629, αρ.68. Αρ.ευρ.Μ.Βεροίας 250.
103
Μητροπούλου 1984, 34
104
Brocas-Deflacieux 1999, 71.
105
Αλλαμανή-Σουρή 2003, 746.
106
Πρόκειται για την αναθηματική επιγραφή του Μαρσύα και την επιγραφή με τους καταλόγους των
αντικειμένων που αγοράστηκαν από τα έσοδα του Ασκληπιείου.
23

συγκεκριμένα στα οικοδομικά τετράγωνα στα οποία αποκαλύφθηκαν εκτεταμένα


συγκροτήματα λουτρών ιδιαίτερα επιμελημένης κατασκευής 107 . (Πιν.9).

07. Δίον

Η λατρεία του Ασκληπιού εκπροσωπείται στο Δίον με πολλά παραδείγματα,


γεγονός που υποδεικνύει την σημαντικότατη θέση που κατείχε σε όλες τις περιόδους η
λατρεία του θεραπευτή θεού στη πόλη. Το ιερό του εντοπίστηκε περίπου διακόσια μέτρα
ανατολικά του θεάτρου και περιλάμβανε ναό, πηγή και μια μακρά στοά στην οποία
ανήκαν μια βεσπασιανή και άλλοι βοηθητικοί χώροι 108 . (Πιν. 10).
Τα τελευταία χρόνια ανασκαφικές εργασίες στο ιερό αλλά και στα όριά του με το
ιερό της Δήμητρας έφεραν στο φως σημαντικά στοιχεία τόσο για την αρχιτεκτονική του
διάρθρωση στην πορεία της λειτουργίας του όσο και για την τοπογραφική του σχέση με
το παραπάνω ιερό. Δυστυχώς η κατάσταση διατήρησης των οικοδομικών λειψάνων είναι
πολύ αποσπασματική γεγονός που δυσχεραίνει σε μεγάλο βαθμό την αποσαφήνιση των
διαφόρων ζητημάτων που προκύπτουν τόσο σε θέματα λειτουργίας όσο και
χρονολόγησης.
Στα ελληνιστικά χρόνια κατασκευάζεται ο ναός από μεγάλους επεξεργασμένους
λίθους με προσανατολισμό Βορρά-Νότο 109 . Ο ναός αρχικά είχε τη μορφή ενός
μονόχωρου ιερού οίκου διαστάσεων 10.60μ x 7.80μ. Σε κάποια μεταγενέστερη φάση με
την παρεμβολή ενός τοίχου από μικρούς αργούς λίθους διαιρέθηκε σε δύο ανισομεγέθεις
χώρους, σε ένα βραχύ προθάλαμο δηλαδή και ένα σχετικά ευρύχωρο κυρίως ναό.
(Πιν.11α). Στοιχεία για την ανωδομή και την αρχιτεκτονική του διαμόρφωση δεν
διαθέτουμε. Τα νομίσματα ωστόσο των ρωμαϊκών χρόνων στα οποία αποδίδεται ο
Ασκληπιός μπροστά σε δίστυλο ναΐσκο ίσως να απηχούν την αρχική αρχιτεκτονική
διαμόρφωση της πρόσοψης του ναού 110 . (Πιν.11β, αρ.κατ.75-103).

107
Πρόκειται για τα Ο.Τ. 211-12,217, 219-20 στο κέντρο της πόλης. Στην επιγραφή που αναφέρει το
πολύκρηνον υπονοείται η γειτνίαση Ασκληπιείου και αγοράς σύμφωνα με τη πορεία των υδάτων. Στα
παραπάνω οικοδομικά τετράγωνα αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα αταύτιστων ελληνιστικών
οικοδομημάτων τα οποία τροποποιήθηκαν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους σε εκτεταμένο συγκρότημα
λουτρών. Brocas-Deflacieux 1999 , 72-73.
108
Πινγιάτογλου 2008, 578. Πινγιάτογλου 2009, 294.
109
Παντερμαλής 1977, 336. Οι διαστάσεις του οίκου αυτού είναι 10,60x7,80μ. Παντερμαλής 1980, 699.
Παντερμαλής 1999, 85.
110
Κρεμμύδη –Σισιλιάνου 1996, 91.
24

Από τον χώρο προέκυψαν αξιόλογα ευρήματα. Μια μικρή μαρμάρινη κεφαλή
Ασκληπιού ελληνιστικών χρόνων 111 , (Πιν11γ, αρ.κατ.51), το ομοίωμα ενός φιδιού από
μέταλλο 112 , (Πιν.11γ.), μία μικρή κεφαλή από αγαλμάτιο Τελεσφόρου 113 , (Πιν.11γ,
αρ.κατ.52), ένα μαρμάρινο θραύσμα δεξιού ποδιού με ιμάντες από το υπόδημα ενός
αγάλματος υπερφυσικού μεγέθους 114 και ο κορμός από ένα αγαλμάτιο Υγείας 115 .
(Πιν.11γ, αρ.κατ.53).
Το κατεξοχήν εύρημα που συνέβαλε καθοριστικά στην ταύτιση των
αρχιτεκτονικών καταλοίπων με το ιερό του Ασκληπιού ήταν τα θραύσματα μιας βάσης
από γκριζωπό μάρμαρο διακοσμημένης με κυμάτιο (αρ.κατ.14). Στην άνω επιφάνειά της
φέρει τόρμο για την ένθεση αγάλματος 116 ενώ στο μέτωπό της σώζονται αποσπασματικά
σε δύο στίχους τα γράμματα: ΑΣΚ/ΚΑΙ. Με βάση το σχήμα των γραμμάτων η επιγραφή
χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 4ου αι.π.Χ. 117 ή το αργότερο στις αρχές του 3ου
αι.π.Χ 118 και πολύ εύκολα μπορεί να συμπληρωθεί ως ΑΣΚ[ΛΗΠΙΩΙ] ΚΑΙ [ΥΓΕΙΑ] 119 ,
γεγονός που σε συνδυασμό με τα παραπάνω ευρήματα αποτελεί καθοριστικό στοιχείο
για την ταύτιση του χώρου με το ιερό του θεραπευτή θεού 120 .
Στα ελληνιστικά χρόνια πρέπει να ανήκουν και τα ερείπια ενός κτηρίου που
εντοπίστηκαν στα ανατολικά και βόρεια του ναού, κάτω από το επίπεδο θεμελίωσης ενός
κτηρίου των αυτοκρατορικών χρόνων 121 . Πρόκειται για δύο τοίχους κατασκευασμένους
από καλά αρμοσμένους αργούς λίθους και λάσπη. Ο ένας έχει κατεύθυνση Β-Ν και
σώζεται σε συνολικό μήκος 17μ. ενώ το πλάτος του είναι 0.60μ. Στο δυτικό του μέτωπο

111
Παντερμαλής 1983, 24. Παντερμαλής 1984 , 66.
112
Παντερμαλής 1983, 24. Παντερμαλής 1984, 66.
113
Παντερμαλής 1977, 336. Παντερμαλής 1980, 699.
114
Παντερμαλής 1977, 336. Παντερμαλής 1983, 24. Παντερμαλής 1984, 66.
115
Παντερμαλής 1977, 336-337. Παντερμαλής 1980, 699.
116
Αρχικά εντοπίστηκε μόνο η γωνία της βάσης με τρεις λειασμένες επιφάνειες και την αποσπασματικά
σωζόμενη επιγραφή. Κατά την ανασκαφική διαδικασία των επόμενων ημερών βρέθηκαν τμήματα του
κυματίου του κάτω μέρους και τμήματα της άνω επιφάνειας με ένα μεγάλο τόρμο μέσα στον οποίο
εφάρμοζε και ένα κομμάτι μολύβδου που εντοπίστηκε στο χώρο. Επρόκειτο ασφαλώς για το τόρμο στον
οποίο θα εφάρμοζε με την βοήθεια της μολυβδοχόησης η πλίνθος του αγάλματος. Παντερμαλής 1977, 337.
Παντερμαλής 1980, 699.
117
Βουτυράς 1993, 254.
118
Παντερμαλής 1977, 337.
119
Για την συμπλήρωση με το όνομα της Υγείας βλ. Βουτυράς 1993, 254.
120
Από το χώρο προέκυψαν επίσης ένα δακτυλιόλιθος με παράσταση Έρωτα που κρατά με το αριστερό
του χέρι λύρα και χρονολογείται στα μέσα του 5ου αι.π.Χ. καθώς και αρκετά νομίσματα ελληνιστικών και
ρωμαϊκών χρόνων. Παντερμαλής 1980, 699. Η εύρεση δακτυλιδιού στο εσωτερικό ενός ναού είναι
απόλυτα αναμενόμενη καθώς σύνηθες φαινόμενο αποτελούσε η ανάθεση κοσμημάτων σε ιερά. Από τους
καταλόγους των αναθημάτων του Ασκληπιείου της Αθήνας προκύπτει ότι σημαντικός αριθμός
κοσμημάτων αφιερωνόταν ως ένδειξη ευχαριστίας για τις διάφορες θεραπείες που προσέφερε ο θεός στους
πιστούς. Aleshire 1989, 44.
121
Πινγιάτογλου 2008, 577. Επίσης Πινγιάτογλου 2003, 355-362. Παντερμαλής 2004, 417-425.
Παντερμαλής 2006, 377-382. Παντερμαλής 2007, 373-379. Πινγιάτογλου 2005, 425-434. Παντερμαλής
1994, 137.
25

φέρει ανά 5 περίπου μέτρα τρεις προβολές εκ των οποίων οι δύο έχουν διαστάσεις
0.50x0.50μ. ενώ η βορειότερη 0.50x0.70μ. Ο δεύτερος τοίχος με κατεύθυνση Α-Δ
αποτελεί το βόρειο όριο του χώρου που ορίζει ο πρώτος. Έχει μήκος 1.80μ. και διαθέτει
μια προβολή διαστάσεων 0.25x0.50μ. στο βόρειο μέτωπό του 122 . Στα κινητά ευρήματα
που προέκυψαν από την ανασκαφή των τοίχων αυτών περιλαμβάνονται όστρακα αγγείων
και λύχνων, αποτμήματα μαρμάρινων γλυπτών -κατά βάση θραύσματα από πόδια- καθώς
και ένα χάλκινο νόμισμα 123 .
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ταυτίσουμε τη λειτουργία του κτηρίου αυτού καθώς
πολύ σημαντικά στοιχεία της κάτοψής του μας διαφεύγουν. Δε γνωρίζουμε για
παράδειγμα αν οι χώροι του ανοίγονταν στα δυτικά ή τα ανατολικά. Αν οι προβολές
ερμηνευτούν ως αντηρίδες τότε θα περιμένουμε το κτήριο να άνοιγε προς τα ανατολικά.
Αυτομάτως όμως ένας τέτοιος προσανατολισμός θα στερούσε την άμεση επικοινωνία
του με το ναό δημιουργώντας αμφιβολίες για το κατά πόσο ανήκε το κτήριο στο ιερό του
Ασκληπιού. Είναι περισσότερο πιθανό ωστόσο να πρόκειται για τον ανατολικό τοίχο
μιας στοάς και οι προβολές να λειτουργούσαν ως στηρίγματα για ξύλινα θρανία 124 . Όλα
αυτά ασφαλώς είναι ζητήματα ανοικτά στην έρευνα.
Σε μια επόμενη φάση που τοποθετείται στα αυτοκρατορικά χρόνια ανήκουν τρεις
λιθόπλινθοι οι οποίοι είχαν από παλαιότερα εντοπιστεί στα ανατολικά του ναού και
πλέον στα δυτικά των τοίχων της πρώτης φάσης 125 . Κατά την ανασκαφή του 2006
προέκυψε ότι οι λιθόπλινθοι αυτοί αποτελούν το ανώτερα σωζόμενο τμήμα δύο χώρων,
ενός βόρειου και ενός όμορου νοτιότερου οι οποίοι θεμελιώθηκαν από μικρούς αργούς
λίθους και ασβεστοκονίαμα πάνω στα ερείπια του κτηρίου της ελληνιστικής φάσης που
περιγράφηκε προηγουμένως. Ο πρώτος, εσωτερικών διαστάσεων 8.10μ.x7.50μ.,
διατηρείται ολόκληρος ενώ του νοτίου μόνο το δυτικό του σκέλος μήκους 8.50μ 126 . Από
τους χώρους αυτούς προέκυψαν διάφορα θραύσματα μαρμάρινων γλυπτών όπως το πίσω
μέρος ανδρικής κεφαλής με κοντούς βοστρύχους που φέρει ταινία, μαρμάρινο δάχτυλο
καθώς και το πόδι ενός οκλάζοντος αγοριού με τη συμφυή βάση του 127 . (Πιν.11δ). Το

122
Πινγιάτογλου 2008, 577. Υποσ. 5. Πινγιάτογλου 2009, 291.
123
Παντερμαλής 2006, 377.
124
Παρόμοια λύση εντοπίζεται στους ραχιαίους τοίχους της στοάς του ιερού του Δάρρωνα στη Πέλλα. Βλ.
αντίστοιχο κεφάλαιο στη παρούσα εργασία.
125
Η θεμελίωση στην οποία εδράζονται οι τρεις λιθόπλινθοι εντοπίστηκε σε βάθος 0.25μ. ψηλότερα από τα
οικοδομικά κατάλοιπα της ελληνιστικής φάσης. Παντερμαλής 2006, 377.
126
Πινγιάτογλου 2008, 577, υποσημ. 4. Ο βόρειος και δυτικός τοίχος του νότιου χώρου τέμνονται από
άλλους δύο τοίχους -ένας με κατεύθυνση Β-Ν και ένας Α-Δ- οι οποίοι ωστόσο λόγω της διαταραγμένης
στρωματογραφίας είναι ιδιαίτερα δύσκολο να διαπιστωθεί εάν ανήκουν σε μια προγενέστερη ή
μεταγενέστερη φάση. Πινγιάτογλου 2008, 577.
127
Πινγιάτογλου 2008, 577.
26

τελευταίο αποτελεί σημαντική ανακάλυψη διότι παρόμοιου τύπου αγαλμάτια


εντοπίζονται συχνά σε ιερά του Ασκληπιού και άλλων κουροτρόφων θεών 128 (Πιν.11ε).
Ως εύρημα επομένως συνδέει λειτουργικά τους ανασκαφέντες χώρους με το περιβάλλον
του ιερού.
Οι παραπάνω χώροι πρέπει να ανήκαν σε μια μεγάλη στοά μήκους περίπου 110 μ.
όπως συνάγεται από την εύρεση τμημάτων τοίχων προς τα βόρεια ίδιου πάχους και
κατασκευής σε συνέχεια του τοίχου με τις λιθοπλίνθους 129 . Δυστυχώς η ανθρώπινη
παρέμβαση και τα άφθονα νερά της περιοχής προκάλεσαν σοβαρές καταστροφές με
αποτέλεσμα την αδυναμία εύρεσης ολόκληρης της πορείας του. Τον τοίχο αυτόν ωστόσο
τον παρακολουθούμε μέχρι και τα νότια του ιερού της Δήμητρας όπου εντοπίστηκε
μεταγενέστερη εγκατάσταση βεσπασιανής και άλλοι βοηθητικοί χώροι. Πρόκειται για
τον δυτικό τοίχο του παραπάνω κτηρίου συνολικού μήκους 24μ. 130 που διαμορφώνεται
με 5 αντηρίδες ανά 5 μέτρα κατά μήκος του ανατολικού μετώπου του, ενώ σύγχρονα με
αυτόν πρέπει να θεωρηθούν το στρώμα καταστροφής της στέγης που εντοπίστηκε, η
ευθυντηρία και το υπόστρωμα του δαπέδου από μικρά χαλίκια 131 . Μολονότι τα
στρώματα παρουσιάζονται διαταραγμένα προτείνεται μια χρονολόγηση στους πρώιμους
αυτοκρατορικούς χρόνους 132 .
Για τα νότια τμήματα της δεν υπάρχει αμφιβολία ότι προορίζονταν για τις
λειτουργίες του Ασκληπιείου όπως προκύπτει από τα ευρήματά της. Μια από αυτές δεν
αποκλείεται να ήταν και η πρακτική της εγκοίμησης 133 . Αλλά και οι βόρειοι χώροι του
στωικού αυτού οικοδομήματος πρέπει να εξυπηρετούσαν τις καθημερινές ανάγκες του
ιερού. Φαίνεται πως ο τοίχος με τις αντηρίδες επαναχρησιμοποιήθηκε για την
οικοδόμηση μιας βεσπασιανής και ενός όμορου βορειότερου χώρου σε μια επόμενη
φάση.
Η βεσπασιανή 134 που εντοπίστηκε στο νοτιότερο σημείο του ανασκαφέντος χώρου,
στα βόρεια του ρέματος, ανήκει στο τύπο των ορθογώνιων βεσπασιανών της

128
Λεβέντη 1999, 87-103. Για παρόμοια αγάλματα μικρών κοριτσιών και αγοριών σε ιερά του Ασκληπιού
βλ. Λεβέντη 1999, 88. Σισμάνη-Αδρύμη 1996, 210. Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου 2006, 268-269.
Ιντζεσίλογλου 1993, 254. Πλάτων 1958, 466. Daux 1959, 753-754. Papaoikonomou 1982, 419-424, αρ. 1-
2. Papaoikonomou 1981, 259.
129
Πινγιάτογλου 2008, 578.
130
Πινγιάτογλου 2003, 358.
131
Πινγιάτογλου 2005, 426.
132
Πινγιάτογλου 2005, 426. Χαρακτηριστικό της διατάραξης είναι η συνύπαρξη νομισμάτων του 4ου
αι.π.Χ. με νομίσματα του 3ου αι.μ.Χ.
133
Πινγιάτογλου 2008, 578. Πινγιάτογλου 2009, 294.
134
Η νότια πλευρά του κτηρίου έχει πλήρως παρασυρθεί από το παρακείμενο ρυάκι. Πινγιάτογλου 2005,
429. Όλο το χώρο περιτρέχει συλλεκτήρια υπόνομος της οποίας οι διαστάσεις στη βόρεια πλευρά είναι
6.30μ., στα ανατολικά 5.90μ. ενώ της δυτικής 7μ. Το ρείθρο διατηρείται μόνο στη βόρεια και εν μέρει στη
27

τυπολογικής κατάταξης του Neudecker 135 . Η οικοδόμησή της πρέπει να


πραγματοποιήθηκε στο β’ μισό του 2ου αι.μ.Χ και η χρήση της να συνεχίστηκε ως και τον
3ο αι.μ.Χ. όπως προκύπτει κυρίως από τα νομίσματα που βρέθηκαν κατά την
ανασκαφή 136 . Η ύπαρξη τέτοιου είδους εγκατάστασης σε ένα τόσο πολυσύχναστο μέρος
όπως θα ήταν το Ασκληπιείο αλλά και γενικότερα η εκτός των τειχών περιοχή των ιερών,
θα πρέπει να θεωρείται μάλλον αναμενόμενη 137 . Μολονότι η καταστροφή είναι πολύ
μεγάλη, είναι ορατή η επιμέλεια της κατασκευής από το μέγεθος, τα καλοχτισμένα
θεμέλια και το ψηφιδωτό δάπεδο που διατηρήθηκε μόνο στη βορειοδυτική του γωνία. Το
τελευταίο κοσμείται με ένα πλαίσιο από λευκή και μαύρη ταινία και σε ένα επόμενο
επίπεδο μαύρα τρίγωνα ή ρόμβοι σε λευκό πεδίο 138 . Μολονότι κανένα έδρανο δεν έχει
διατηρηθεί, η χωρητικότητα της με βάση τις διαστάσεις της (7μ.x6.30μ.) υπολογίζεται σε
30 περίπου άτομα. Η πρόσβασή της θα γινόταν από τη νότια πλευρά είτε απευθείας είτε
μέσω ενός προθαλάμου 139 .
Με τη λειτουργία της βεσπασιανής πρέπει να συνδέεται και ένας κτιστός αγωγός
συνολικού μήκους 31.5μ. την πορεία του οποίου παρακολουθούμε ήδη από το ιερό του
Ασκληπιού χωρίς όμως να έχουν εντοπιστεί η αφετηρία και η κατάληξή του 140 .
Βρίσκεται σε παράλληλη πορεία με τα τμήματα των τοίχων της στοάς αλλά στα βόρεια
κάμπτεται απότομα προς τα ανατολικά και οδηγεί προς την βεσπασιανή. Το γεγονός ότι
παρουσιάζει κλίση από τα νότια προς τα βόρεια κάνει ιδιαίτερα πιθανή την υπόθεση να
παροχέτευε τα νερά από κάποια πηγή ή κρήνη -στοιχείο απαραίτητο σε κάθε

δυτική και νότια πλευρά. Όλοι οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από αργούς λίθους και ασβεστοκονίαμα.
Πινγιάτογλου 2005, 429, υποσημ.7.
135
R. Neudecker, Die Pracht der Latrine: zum Wandel öffentlicher Bedürfnisanstalten in der
kaiserzeitlichen Stadt, Μόναχο 1994, 154-155, Πίνακας 72.
136
Τα νομίσματα του στρώματος καταστροφής καλύπτουν μια χρονολογική απόσταση από το τέλος του 2ου
έως και το πρώτο μισό του 3ου αι. μ.Χ. Πινγιάτογλου 2005, 428, υποσημ.4. Στην ίδια φάση πρέπει να
ανήκει και η ευθυντηρία και το δάπεδο του όμορου βορειότερου μεσαίου χώρου διαστάσεων 6,60μ.x
6,20μ. όπως προκύπτει από το στρώμα καταστροφής της στέγης που εντοπίστηκε στο εσωτερικό του.
Αργότερα και σε μικρή χρονική απόσταση από την προηγούμενη φάση πρέπει να κατασκευάστηκε ο
βόρειος και ανατολικός τοίχος του βόρειου χώρου διαστάσεων 6.50μ.x4,10μ. από αργούς λίθους και
σπαράγματα επιγραφών οι οποίες διασώζουν ανδρικά ονόματα και τα πατρωνυμικά τους όπως Ασκλη[,
Καλλιστρα[, Αλεξάνδρου, Παυσανίου, Σωσιπόλεως κλπ. Κατά την ανασκαφέα πρόκειται για κατάλογο
ονομάτων που προφανώς προέρχεται από κάποιο ιερό της περιοχής. Πινγιάτογλου 2005, 428, υποσημ.3.
Από τα ευρήματα στο εσωτερικό τους προκύπτει ότι είχαν βοηθητικό ρόλο και ανήκαν προφανώς στο ιερό
της Δήμητρας καθώς από το εσωτερικό τους συνελέγησαν 5 μυλόπετρες, 2 ιγδία και αρκετά θραύσματα
οξυπύθμενων αμφορέων. Δεν αποκλείεται οι χώροι να χρησιμοποιούνταν για την επεξεργασία
δημητριακών και την αποθήκευσή τους. Πινγιάτογλου 2005, 426,428.
137
Πινγιάτογλου 2005, 429-430. Επίσης Πινγιάτογλου 2009, 290.
138
Πινγιάτογλου 2005, 428-429.
139
Πιθανή είναι και η πρόσβαση από τα ανατολικά, λύση η οποία θα είχε αποφευχθεί αν οι διπλανοί χώροι
άνοιγαν επίσης προς τα ανατολικά. Πινγιάτογλου 2005, 429.
140
Πινγιάτογλου 2005, 431.
28

Ασκληπιείο- και να τα οδηγούσε προς τη βεσπασιανή προκειμένου να επιτυγχάνεται ο


συνεχής καθαρισμός της 141 .
Από τον χώρο του ιερού προέρχεται και ένας σφόνδυλος κίονα σε δεύτερη χρήση ο
οποίος, εκλαμβανόμενος ως όρος λόγω ίσως του κυλινδρικού σχήματός του,
τοποθετήθηκε στη θέση που βρίσκεται σήμερα στα ΒΔ του ναού 142 . (Πιν.12α,
αρ.κατ.15). Φέρει αναθηματική επιγραφή σε πέντε στίχους σε λαξευμένο διάχωρο όπου
διαβάζονται με βεβαιότητα οι λέξεις ΑΣΚΛΗΠΙΩ ΣΩΤΗΡΙ 143 . (Πιν.12β). Το πιο λογικό
είναι να πρόκειται για τον σφόνδυλο ενός κίονα που επαναχρησιμοποιήθηκε ως βάση
αναθήματος όπως προκύπτει από έναν ορθογώνιο λαξευμένο τόρμο που διατηρείται στην
άνω επιφάνεια του.(Πιν.12γ). Άλλωστε πουθενά δεν έχει διαβαστεί στο μνημείο η λέξη
«όρος» για το λόγο αυτό είναι πιθανότερο να πρόκειται για την βάση ενός αναθήματος,
ίσως περιρραντηρίου.
Ένα τμήμα τοίχου, πάχους 1μ. περίπου, μεταξύ του κτιστού αγωγού και τμήματος
του δυτικού τοίχου της στοάς στα βόρεια του ναού θεωρήθηκε συνέχεια του λεγόμενου
δυτικού περιβόλου του ιερού της Δήμητρας 144 . Αυτομάτως δημιουργείται το ερώτημα
εάν ο παραπάνω περίβολος των αρχών των αυτοκρατορικών χρόνων αφορά και ορίζει
μόνο το ιερό της Δήμητρος ή συνεχιζόμενος στο ιερό του Ασκληπιού -όπως προκύπτει
από την εύρεση τμήματός του- συμπεριλαμβάνει και αυτό 145 . Είναι εξαιρετικά δύσκολο
να δοθεί απάντηση καθώς η περιοχή έχει ιδιαίτερα διαταραχθεί από την ανθρώπινη
επέμβαση και τα πηγαία νερά. Πάντως η στενή σχέση του ιερού του Ασκληπιού με αυτό
της Δήμητρας διαφαίνεται και από την εύρεση αγαλματίου Ασκληπιού στο ιερό της
Δήμητρας 146 .
Για τα ανατολικά όρια του ιερού διατυπώθηκε η υπόθεση πως ένας ευθύγραμμος
τοίχος μήκους μεγαλύτερου των 120μ. και πλάτους 3-3.60μ. που εντοπίστηκε στα
ανατολικά του ιερού σε μεγάλο βάθος αποτελεί τον παλιότερο περίβολο των ιερών του
Δίου. Ο τοίχος αυτός στα νότια (περιοχή Μύλος Στογιάννου) σχηματίζει πύργο και
141
Πινγιάτογλου 2005, 431.
142
Η θέση του μνημείου στο χώρο είναι παραπλανητική καθώς δεν πρέπει να βρέθηκε κατά χώρα αλλά
στον ευρύτερο χώρο του ιερού.
143
Πινγιάτογλου 2005, 430. Παρόμοιος σφόνδυλος έχει προκύψει και από το εσωτερικό του ναού.
144
Πινγιάτογλου 2005, 431-432.
145
Αν πρόκειται για συνέχεια του ίδιου τοίχου τότε αυτός πρέπει να έχει διαφορετική λειτουργία από
αυτήν του περιβόλου. Διότι ως περίβολος δεν είναι δυνατό να χωρίζει τον αγωγό από τις στοές που λογικά
ανήκουν στο ιερό του Ασκληπιού. Επίσης,, ένα τμήμα τοίχου πάχους 1μ. εντοπίστηκε στα ανατολικά της
νοητής πορείας του τοίχου της βεσπασιανής χωρίς όμως να αποκαλυφθεί ικανοποιητικά εξαιτίας των
άφθονων πηγαίων υδάτων της περιοχής. Είναι άγνωστο σε ποιο και τι είδους κτήριο ανήκει. Πινγιάτογλου
2005, 432.
146
Την πληροφορία οφείλω στην καθηγήτρια Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. και υπεύθυνη της ανασκαφής των
δύο αυτών ιερών κ. Σ. Πινγιάτογλου Το αγαλμάτιο αυτό είναι ακόμη αδημοσίευτο, εκτίθεται ωστόσο στο
υπόγειο του αρχαιολογικού Μουσείου του Δίου.
29

αλλάζει πορεία 147 . Κατά τις ανασκαφικές εργασίες μάλιστα προέκυψε από το χώρο και
μια μαρμάρινη κεφαλή, σχεδόν φυσικού μεγέθους, η οποία τυπολογικά θυμίζει κεφαλές
Ασκληπιού. (Πιν.12δ, αρ.κατ.54). Σύμφωνα με τον ανασκαφέα πρόκειται για πρωτότυπο
έργο του 4ου αι.π.Χ. το οποίο εξαιτίας κάποιων τεχνικών στοιχείων είναι εξίσου πιθανό
να προέρχεται τόσο από κάποιο άγαλμα όσο και από κάποιο έξεργο ανάγλυφο 148 .
Ασφαλώς το έργο δεν αποτελεί ένδειξη για τα τοπογραφικά όρια του ιερού καθώς
εντοπίστηκε σε δεύτερη προφανώς χρήση.
Η ιδιαίτερη θέση που κατείχε η λατρεία του Ασκληπιού στο Δίον πιστοποιείται και
από τη συχνή απεικόνιση της μορφής του θεού στη νομισματοκοπία της πόλης κατά τα
ρωμαϊκά χρόνια 149 . (Πιν.12ε, αρ.κατ.75-103). Δεν είναι τυχαίο ότι με τη δυναστεία των
Σεβήρων ο θεός εισάγεται στην εικονογραφία των νομισμάτων της πόλης (στον
οπισθότυπο) είτε όρθιος, να στηρίζεται στη βακτηρία του γύρω από την οποία
περιελίσσεται φίδι 150 , είτε να προβάλλεται μέσα σε δίστυλο ναΐσκο 151 . Παρόμοια
εικονογραφία παρουσιάζουν και τα νομίσματα του Δίου που αποτελούν κοπές της εποχής
του Ελαγάβαλου, Μαξιμίνου, Γορδιανού Γ’, Αλεξάνδρου Σεβήρου, Φιλίππου Α’,
Γαλιηνού 152 .
Η σύνδεση του Ασκληπιού με το νερό διαφαίνεται με μεγάλη ενάργεια στις
μεγάλες θέρμες του Δίου που κατασκευάστηκαν περίπου στο 200μ.Χ. στα νότια της
πόλης και αποτελούν ένα από τα πληρέστερα συγκροτήματα του είδους τους 153 .
Πρόκειται για ένα οικοδομικό σύνολο που αποτελούνταν από μια μεγάλη κεντρική αυλή,
μια βεσπασιανή και μια σειρά καταστημάτων και εργαστηρίων στα ανατολικά, ωδείο στα
βόρεια και τις κατεξοχήν λουτρικές εγκαταστάσεις στα δυτικά. (Πιν.13). Οι τελευταίες
χωρίζονταν λειτουργικά σε δύο πτέρυγες: την νότια που περιλάμβανε τον ψυχρό, χλιαρό
και θερμό οίκο και την βόρεια στην οποία αναπτύσσονταν χώροι που επικοινωνούσαν
μεταξύ τους μέσα από δίστυλα εν παραστάσι ανοίγματα 154 . Το βορειότερο σύνολο
δωματίων αποτελούνταν από μια κεντρική αίθουσα εκατέρωθεν της οποίας ανοίγονταν
δύο μικρότεροι τετράγωνοι σχεδόν χώροι 155 . Στο ανατολικότερο δωμάτιο βρέθηκαν και
συγκολλήθηκαν έξι τουλάχιστον γλυπτά σε μέγεθος 2/3 του φυσικού που αναπαριστούν

147
Παντερμαλής 1994, 137.
148
Παντερμαλής 1994, 137.
149
Κρεμμύδη-Σισιλιάνου 1996, 93.
150
Χατζή 1970, 346.
151
Οικονομίδου 1967, 349 και Gaebler 1935, 61, αρ.7.
152
Κρεμμύδη-Σισιλιάνου 1996, 93-94 και Πιν. 31.
153
Παντερμαλής 1989, 29-34. Παντερμαλής 1982, 29. Παντερμαλής 1983, 64. Παντερμαλής 1985, 33-34.
Παντερμαλής 1988, 213-216. Παντερμαλής 1986, 10-16. Παντερμαλής 1988α, 71- 72.
154
Παντερμαλής 1986, 11-14. Παντερμαλής 1989, 29, 31-34.
155
Παντερμαλής 1988, 213.
30

τον Ασκληπιό και την οικογένειά του καθώς και θραύσματα από άλλα αγάλματα τα
οποία ανήκαν στο ίδιο σύνολο 156 . Τα περισσότερα από αυτά πρέπει να ήταν στημένα
μέσα σε κόγχες στους τοίχους του δωματίου 157 . Στο δάπεδο του χώρου αυτού
εντοπίστηκαν και δύο ερμαϊκές στήλες καθώς και μια μαρμάρινη λεκάνη η οποία ήταν
τοποθετημένη στο κέντρο του σχεδόν τετράγωνου χώρου 158 .
Στο σύνταγμα αυτό που χρονολογείται στις αρχές του 3ου αι.μ.Χ.
αντιπροσωπεύονται όλα τα μέλη της οικογένειας του 159 . Από το άγαλμα του Ασκληπιού
βρέθηκε μόνο τμήμα της ράβδου γύρω από την οποία τυλιγόταν το φίδι και άλλα
θραύσματα που είχαν διασκορπιστεί στο γύρω χώρο 160 (Πιν.14α, αρ.κατ.55). Ένα
γυναικείο κεφάλι καλυμμένο με ιμάτιο αποδόθηκε στη σύζυγο του Ασκληπιού Ηπιόνη 161
(Πιν.14β) ενώ άλλα έξι αγάλματα που συνοδεύονταν με επιγραφές ταυτίστηκαν με τα
παιδιά του Ποδαλείριο 162 (Πιν.14γ), Μαχάονα 163 (Πιν.14δ), Πανάκεια 164 (Πιν.14ε),
165
Αίγλη (Πιν.15α), Ακεσώ 166 (Πιν.15β) και Υγεία 167 (Πιν.15γ, αρ.κατ.56). Κάποια
μαρμάρινα θραύσματα που βρέθηκαν στο χώρο δεν αποκλείεται να προέρχονται από
άγαλμα που απέδιδε την Ιασώ 168 ενώ σε μια βάση γλυπτού που αποδίδει ένα μικρό παιδί
σε καθιστή στάση, διαβάστηκε το όνομα του θεραπευτή-δαίμονα και συνοδού του

156
Παντερμαλής 1988, 213. Τα θραύσματα των αγαλμάτων προέκυψαν σταδιακά με ανασκαφικές εργασίες
στο χώρο που διενεργήθηκαν τα έτη 1976, 1981, 1984.
157
Παντερμαλής 1989, 34. Από την ανασκαφική εικόνα προκύπτει πως όλα τα αγάλματα κατέρρευσαν
ύστερα από ισχυρό σεισμό ο οποίος προκάλεσε και την καταστροφή του χώρου.
158
Παντερμαλής 1986, 15.
159
Ο ανασκαφέας υποθέτει την προέλευση των έργων αυτών από κάποιο νεοαττικό εργαστήριο και δεν
αποκλείει μάλιστα το γεγονός Αθηναίοι τεχνίτες να ήρθαν και να εργάστηκαν στην Μακεδονία.
Παντερμαλής 1988, 216.
160
Παντερμαλής 1985, 34. Παντερμαλής 1988, 215. Παντερμαλής 1988α, 72.
161
Παντερμαλής 1988, 216. Παντερμαλής 1989, 34.
162
Τμήμα του αγάλματος του Ποδαλείριου είχε εντοπιστεί ήδη από το 1917. Παντερμαλής 1985, 33.
Αποδίδεται ως γυμνός νέος που στηρίζεται σε ραβδί; και συνοδεύεται από ένα σκυλί. Παντερμαλής 1986,
15. Επίσης και Παντερμαλής 1988, 214. Παντερμαλής 1989, 34. Παντερμαλής 1988α, 71.
163
Σε παρόμοιο εικονογραφικό μοτίβο με τον Ποδαλείριο αποδίδεται και ο Μαχάονας. Παντερμαλής 1988,
214. Παντερμαλής 1989, 34.
164
Αποδίδεται όρθια σε άνετη στάση να στηρίζεται σε πεσσό τριγωνικής διατομής. Κατά τον Παντερμαλή
το τριγωνικό αυτό στήριγμα δεν είναι τυχαίο και πρέπει να παραπέμπει σε συγκεκριμένο χώρο αν
ερμηνευθεί για παράδειγμα ως βάθρο αναθήματος σε ιερό. Παντερμαλής 1988, 215.
165
Ενώ ο κορμός του αγάλματος της Αίγλης βρέθηκε στο εσωτερικό των θερμών η κεφαλή της
εντοπίστηκε εντοιχισμένη στο νότιο τείχος της πόλης τοποθετημένη στο σώμα άλλου γυναικείου
αγάλματος. Αποδίδεται σε όρθια μετωπική στάση φορώντας αχειρίδωτο χιτώνα και ιμάτιο. Παντερμαλής
1988, 214-15.
166
Παντερμαλής 1988, 215. Παντερμαλής 1989, 34. Παντερμαλής 1982, 29. Παντερμαλής 1983, 64.
167
Πρόκειται για το άγαλμα που εμφανίζει την μεγαλύτερη κινητικότητα και ανησυχία. Η ταύτισή του με
την Υγεία έγινε εφικτή με το φίδι που αποδίδεται στη πλάτη της και με το σπάραγμα της επιγραφής που
έφερε τα γράμματα ΓΕ ( [Υ]ΓΕ[ΙΑ] ). Παντερμαλής 1988, 215. Παντερμαλής 1989, 34.
168
Παντερμαλής 1988, 216. Παντερμαλής 1989, 34.
31

Ασκληπιού Τελεσφόρου 169 . Το σύνταγμα αυτό ουσιαστικά αποτελεί την πληρέστερη


απεικόνιση των Ασκληπιάδων 170 και ασφαλώς δεν είναι τυχαίος ο χώρος εύρεσής τους.
Από την οικία της υδραύλεως, στο εσωτερικό της πόλης, προέρχεται και ένα
αγαλμάτιο Ασκληπιού 171 το οποίο αποδίδει τον θεό στον αγαλματικό τύπο Giustini
συνοδευόμενο από ένα ποντίκι. (Πιν.15δ, αρ.κατ.57). Το εύρημα υποδεικνύει πως η
λατρεία του θεού δεν εξαντλούνταν στη δημόσια ζωή της πόλης αλλά επιπλέον
προσελάμβανε και έναν ιδιωτικό χαρακτήρα που συνδεόταν άμεσα με τις καθημερινές
δραστηριότητες των απλών πολιτών.
Από το Δίον επίσης προέρχεται ένα αγαλμάτιο Υγείας σε παραλλαγή του τύπου της
κόρης της Βιέννης το οποίο παραδόθηκε το 1974 ως τυχαίο εύρημα στην αρχαιολογική
υπηρεσία και εισήχθη στο Μουσείο του Δίου με αριθμό ευρετηρίου 298 172 (Πιν.15ε,
αρ.κατ.58). Το άγαλμα αυτό εντοπίστηκε σύμφωνα με τους ντόπιους στον αγρό
Κελεπούρη όπου το 1982 αποκαλύφθηκε συγκρότημα λουτρού. Δεν αποκλείεται
επομένως και το λουτρό αυτό να κοσμούνταν με αγάλματα των θεραπευτών θεών όπως
συμβαίνει και στις μεγάλες θέρμες του Δίου 173 . Το κεφάλι της μορφής βρέθηκε στο ιερό
του Ασκληπιού 174 .
To θραύσμα μιας επιγραφής με το όνομα του Ασκληπιού που βρέθηκε
εντοιχισμένο σε δεύτερη χρήση αποτελεί ακόμη μια μαρτυρία για τη λατρεία του στο
Δίον. (Πιν.15ζ, αρ.κατ.16). Πρόκειται για την αρχή μιας αναθηματικής επιγραφής στον
Ασκληπιό Σωτήρα η οποία επαναχρησιμοποιήθηκε στην επένδυση του δαπέδου σε μία
από τις δύο λεκάνες ενός μικρού λουτρικού κτηρίου που ανασκάφηκε στα δυτικά της
επισκοπικής βασιλικής 175 .

169
Παντερμαλής 1988, 215.
170
Επιπλέον εντοπίστηκε ένα θραύσμα βάσης η οποία σώζει το δεξί πόδι μιας μορφής που φορά σανδάλι
καθώς και το τέλος του ονόματος [ΑΡΤ]ΕΜΙΣ. Πιθανόν να συνδέεται με το πάνω μέρος ενός γυναικείου
κορμού με αχειρίδωτο χιτώνα που μπορεί να ανήκει σε άγαλμα Αρτέμιδος. Παντερμαλής 1988, 215.
Επίσης βρέθηκε τμήμα βωμού με κλαδιά δάφνης επάνω, εύρημα το οποίο θα μπορούσε να συνδυαστεί με
δύο θραύσματα ανδρικού κορμού με απολήξεις πλοκάμων στους ώμους. Κατά τον ανασκαφέα θα ήταν
δυνατό να ανήκει σε άγαλμα Απόλλωνα. Παντερμαλής 1988, 215, Παντερμαλής 1985, 33, Παντερμαλής
1988α, 71. Αναμενόμενη είναι η λατρεία του Ασκληπιού μαζί με τον Απόλλωνα, ως πατέρα και γιου αλλά
και της Αρτέμιδος ως αδερφής του Απόλλωνα. Η δεύτερη άλλωστε λατρευόταν και ως Σώτηρα καθώς είχε
προσλάβει και θεραπευτικές ιδιότητες. Beschi 1969, 421. Στο εσωτερικό βρέθηκαν ακόμη δύο ερμαϊκές
στήλες και ένα μαρμάρινο λουτήριο. Παντερμαλής 1989, 34.
171
Παντερμαλής 1998, 167.
172
Ρωμιοπούλου 1980, 691. Μητροπούλου 1984, 35, αρ.171.
173
Το λουτρό εντοπίστηκε το 1980 με δοκιμαστική τομή αλλά αποκαλύφθηκε το 1982 με ανασκαφικές
εργασίες κατά τις οποίες ερευνήθηκαν οι θερμαινόμενοι χώροι με το υπόκαυστο και τις κτιστές λεκάνες.
Από το χώρο μάλιστα του υποκαύστου προέκυψε σιδερένιο εργαλείο για τον καθαρισμό της αιθάλης.
Παντερμαλής 1984, 66.
174
Παντερμαλής 1999, 87.
175
Από την επιγραφή σώζονται τα γράμματα ΑΣΚΛΗΠΙΩ ΣΩ που μπορεί πολύ εύκολα να αποκατασταθεί
ως Ἀσκληπιῷ Σω[τήρι]. Και οι δύο λεκάνες ήταν στρωμένες με μαρμάρινες πλάκες σε δεύτερη χρήση. Στο
32

Μια χαμένη σήμερα επιγραφή που χρονολογείται στο α’ μισό του 2ου αι.μ.Χ.
δημοσιευμένη από τον Οικονόμο 176 με το κείμενο ενός παιάνα προς τιμήν του θεού
αποδεικνύει την ιδιαίτερη θέση που κατείχε η λατρεία του θεού στο Δίον. (αρ.κατ.17).
Βρέθηκε στο προαύλιο μιας οικίας στο διπλανό χωριό Καρίτσα θραυσμένη σε δύο
τεμάχια 177 .
Τέλος ένα αναθηματικό ανάγλυφο ρωμαϊκών χρόνων από το Δίον αποδίδει τον
Ασκληπιό να στηρίζεται σε βακτηρία γύρω από την οποία περιελίσσεται το φίδι ενώ με
το δεξί μοιάζει να κρατά φιάλη ή κάποιο άλλο αντικείμενο (αυγό;). (Πιν.15στ,
αρ.κατ.41). Δίπλα του παριστάνεται η Υγεία επίσης σε όρθια κατ’ ενώπιον στάση
φορώντας χιτώνα και ιμάτιο 178 . Δεν είναι γνωστός ο ακριβής χώρος εύρεσης του
συγκεκριμένου αναγλύφου παρά μόνο ότι προέρχεται από το Δίον όπως μας πληροφορεί
η Μητροπούλου 179 .

08. Δίπορο Γρεβενών

Από το χωριό Δίπορο του Νομού Γρεβενών προέρχεται ένα θραύσμα μαρμάρινου
αναθηματικού αναγλύφου προς τον Ασκληπιό το οποίο υποδεικνύει σαφέστατα λατρεία
του θεού στη περιοχή. (Πιν.16α, αρ.κατ.42). Εντοπίστηκε κατά τις εργασίες
διαπλάτυνσης του αγροτικού δρόμου στον προαύλιο χώρο του ναού του Αγίου
Νικολάου 180 . Από την μορφή του Ασκληπιού διατηρείται το τμήμα του σώματος από τη
μέση και κάτω. Αποδίδεται σε όρθια κατενώπιον στάση με το αριστερό πόδι σταθερό και
το δεξί λυγισμένο ελαφρά. Με το δεξί του χέρι κρατά αυγό προς το οποίο τείνει το
κεφάλι ενός φιδιού. Το τελευταίο εικονίζεται να περιελίσσεται γύρω από ένα κορμό

δάπεδο της λεκάνης με την επιγραφή βρέθηκε επίσης και ένα θραύσμα αναγλύφου με αποτυπώματα
πελμάτων. Παντερμαλής 2008, 570.
176
Οικονόμος 1916 , 8-11 , αρ.4. Για παρόμοιους παιάνες προς τιμήν του Ασκληπιού βλ. J.H.Oliver , The
Sarapion monument and the paean of Sophocles, Hesperia 5, 1936, 109-122, (91-122). Επίσης Edelstein-
Edelstein 1945α, αρ.592 και Edelstein-Edelstein 1945, 203. Guarducci 1978, 124-125.
177
Οικονόμος 1916, 8.
178
Μητροπούλου 1984, 22. Είναι κατασκευασμένο από λευκό μάρμαρο. Τα κεφάλια των μορφών είναι
κατεστραμμένα. Βλ. και LIMC V, λ. Hygieia , 567, αρ.215.
179
Η Μητροπούλου δίνει τις εξής διαστάσεις: 0,23x0,21x0,03x0,02. Πρόκειται για το ανάγλυφο με αρ.
ευρ. Μουσείου Θεσσαλονίκης 1079. Μητροπούλου 1984, 22, αρ. 26.
180
Καραμήτρου-Μεντεσίδη - Μοσχάκης 2008, υπό εκτύπωση. Το ανάγλυφο φέρει αρ.εισαγ. ΓΡΕΒ. 2392.
Θερμές ευχαριστίες οφείλω στην Προϊσταμένη της Κ’ΕΠΚΑ κ.Γ.Καραμήτρου-Μεντεσίδη για την διάθεση
του κειμένου της ανακοίνωσης της και της φωτογραφίας του αναγλύφου προτού τυπωθούν τα πρακτικά
του συνεδρίου.
33

δέντρου που βρίσκεται στα δεξιά του θεού 181 . Σε ένα δεύτερο επίπεδο διακρίνεται το
ραβδί με το οποίο στηρίζεται. Στο κάτω οριζόντιο πλαίσιο του αναγλύφου διαβάζεται με
σαφήνεια η επιγραφή ΑΣΚΛΗΠΙΩ ΕΥΧΗΝ. Το έργο χρονολογείται στον 2ο αι.μ.Χ.

09. Θάσος

Η λατρεία του Ασκληπιού στη Θάσο πρέπει να ήταν αρκετά σημαντική. Το


συμπέρασμα αυτό συνάγεται από έναν ικανό αριθμό επιγραφών και άλλων ευρημάτων
που πιστοποιούν το κύρος της στο νησί. Οι δύο πρωιμότερες επιγραφές που μαρτυρούν
λατρεία του Ασκληπιού στη πόλη χρονολογούνται στα τέλη του 4ου αι.π.Χ. Η πρώτη
περιέχει ένα πολύ σημαντικό κείμενο σχετικά με τις εορτές της πόλης στον θρησκευτικό
κύκλο του χρόνου 182 (Πιν.16β, αρ.κατ.18). Ανάμεσα σε αυτές αναφέρεται και η γιορτή
των μεγάλων Ασκληπιείων, απόδειξη ότι στην Θάσο η λατρεία του θεού ήταν ήδη από τα
τέλη του 4ου αι.π.Χ. ενσωματωμένη στο εορταστικό ημερολόγιο της πόλης 183 .
Στα ίδια χρόνια τοποθετείται και μια αναθηματική επιγραφή του Τιμαρχίδα του
γιου του Πυθίωνος προς τον Ασκληπιό 184 (Πιν. 17α, αρ.κατ.19). Το μνημείο που
χρονολογείται γύρω στο 320 π.Χ 185 βρέθηκε το 1864 από τον Miller μαζί με άλλες δύο
παρόμοιες επιγραφές. Η μια, χαραγμένη σε αποσπασματικά σωζόμενο αναθηματικό
βωμό 186 , μας πληροφορεί για την ανάθεση από πλευράς του Δηκικράτη μιας «χείρας»
και ενός «περιρραντηρίου» στον Ασκληπιό 187 (αρ.κατ.20) ενώ η άλλη που σώζεται
ιδιαίτερα αποσπασματικά, αναφέρει ως αποδέκτες του αναθήματος τον Απόλλωνα και
τον Ασκληπιό 188 (αρ.κατ.21). Και οι τρεις παραπάνω επιγραφές βρέθηκαν κατά την
διάρκεια μιας περιορισμένης ανασκαφής που διεξήγαγε ο Miller το 1864 σε μια περιοχή

181
Στην πρώτη παρουσίαση του αναγλύφου στο κοινό αναφέρεται ότι ο Ασκληπιός τείνει το δεξί του χέρι
στο φίδι κρατώντας φιάλη. Καραμήτρου-Μεντεσίδη - Μοσχάκης 2008, υπό εκτύπωση. Με μια
προσεκτικότερη εξέταση της φωτογραφίας προκύπτει και η δεύτερη ανάγνωση της εικονογραφίας που
παρατίθεται στο παρόν κείμενο.
182
Η επιγραφή ήταν χαραγμένη σε μαρμάρινο επαναχρησιμοποιημένο μέλος, το οποίο είχε προκύψει κατά
τις ανασκαφές του 1954 και αποτεθεί στο χώρο ανατολικά της αγοράς, χωρίς να γίνει αντιληπτή η ύπαρξη
της. Το κείμενο «αποκαλύφθηκε» τυχαία όταν το φως «χτυπώντας» το μνημείο δημιούργησε την
κατάλληλη φωτοσκίαση με αποτέλεσμα να γίνει ορατή η επιγραφή. Salviat 1958, 193-194.
183
Salviat 1958, 195 και 251-252.
184
IG XII, 8, 364. Δήμιτσας 1988, 875, αρ.1185.
185
Salviat 1958, 251.
186
Δήμιτσας 1988, 876.
187
Δήμιτσας 1988, 875, αρ.1186. IG XII, 8, 365.
188
Για την συγκεκριμένη επιγραφή έχουν προταθεί διάφορες αναγνώσεις. Κοινό στοιχείο ωστόσο σε όλες
είναι η ανάγνωση των ονομάτων του Απόλλωνα και του Ασκληπιού σε δοτική πτώση. Βλ. IG XII, 8, 367.
Επίσης Pouilloux 1954, 331-32, υποσημ.3.
34

στην οποία δυστυχώς αργότερα κτίστηκε ιδιωτική οικία με αποτέλεσμα να χαθούν όλα
τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα τα οποία είχαν εντοπιστεί αλλά και να περάσει στη λήθη ο
χώρος εύρεσης των επιγραφών εξαιτίας της απουσίας σαφών και συγκεκριμένων
πληροφοριών από πλευράς ανασκαφέα για την περιοχή στην οποία εντοπίστηκαν οι
αρχαιότητες 189 .
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι στη Θάσο υπήρχε ένα σημαντικό ιερό
αφιερωμένο στον Ασκληπιό τουλάχιστον από τα τέλη του 4ου αι.π.Χ. Αν και ο Miller
φάνηκε προς στιγμή πως βρέθηκε στα ίχνη του, παρόλα αυτά η ανακάλυψή του πέρασε
στην αφάνεια και η πάροδος του χρόνου συμπλήρωσε την εξαφάνιση των στοιχείων. Για
τη θέση του ιερού του Ασκληπιού ωστόσο σημαντικές πληροφορίες παρέχει μια
επιγραφή την οποία ο Salviat χρονολογεί στα χρόνια μετά το 290π.Χ. 190 (αρ.κατ.22). Το
κείμενό της αφορά την εκμίσθωση μιας έκτασης που αναφέρεται ως «κήπος του
Ηρακλέους». Από τα γραφόμενα προκύπτει ότι προφανώς το ιερό του Ηρακλή γειτνίαζε
με αυτό του Ασκληπιού καθώς ορίζονται με ακρίβεια οι ποινές που θα προέκυπταν αν τα
λύματα από την εκμισθωμένη έκταση δεν ρίπτονταν στο προβλεπόμενο μέρος. Για την
τήρηση των όρων του νόμου ορίζονταν ως επιτηρητές ο αγορανόμος της πόλης και ο
ιερέας του Ασκληπιού στον οποίο μάλιστα θα αποδιδόταν το ποσό του προστίμου σε
περίπτωση αμέλειας εφαρμογής των συμφωνηθέντων 191 .
Την άποψη της γειτνίασης των δύο ιερών δεν δέχτηκαν όλοι οι μελετητές της
τοπογραφίας της αρχαίας Θάσου. Ο Picard στηριζόμενος σε μια αναθηματική επιγραφή
στον Ασκληπιό από τον Αίλιο Παγκρατίδη που βρέθηκε στην οικία Α. Βαλμά, στα
ανατολικά της αγοράς (Πιν.16γ, αρ.κατ.23), πρότεινε πως το Ασκληπιείο πρέπει να
βρισκόταν κοντά στο Αρτεμίσιο και το Διονύσιο 192 . Ο Pouilloux υπέθεσε πως το ιερό

189
Salviat 1958α, 353. Δήμιτσας 1988, σελ. 876. Οι ανασκαφικές εργασίες του Miller διήρκησαν 5 ημέρες,
από τις 19 έως τις 23 Ιουλίου 1864. Η εύρεση ογκωδών αρχιτεκτονικών μελών σε συνδυασμό με την
ανακάλυψη των αναθηματικών επιγραφών στις 20 του μήνα τον οδήγησαν στην άποψη ότι εντόπισε ένα
μεγάλο ναό αφιερωμένο στον Ασκληπιό. Παρόλα αυτά όμως παρατήρησε την χρονολογική διαφορά
ανάμεσα στις επιγραφές και τα αρχιτεκτονικά μέλη που ανήκαν σε μεταγενέστερη εποχή. Salviat 1958α,
356.
190
IG XII, 8, 265. Salviat 1958, 251. Oι Edelstein χρονολογούν την επιγραφή στο 380π.Χ. Edelstein-
Edelstein 1945α,397, αρ.786 και Edelstein-Edelstein 1945, 249. Ο χώρος εύρεσης είναι αδιευκρίνιστος αν
και από τον Χρηστίδη αναφέρεται ότι προέρχεται από τα τείχη της αρχαίας πόλης της Θάσου. IG XII, 8,
265. Ο λίθος μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη οπότε και χάθηκε. Η επιγραφή ωστόσο μας είναι
γνωστή από ένα αντίγραφο του Χρηστίδη στο οποίο στηρίχθηκε αργότερα για την δημοσίευσή της ο
Bergmann. Bergmann 1869, 237.
191
Δήμιτσας 1988, 955.
192
Picard 1921, 104-105. Η επιγραφή χρονολογείται στα αυτοκρατορικά χρόνια και αποτελεί ανάθημα του
Αιλίου Παγκρατίδη στον Ασκληπιό που χαρακτηρίζεται ως επήκοος θεός. IG XII, 8, 366. Mendel 1900,
272, αρ. 15. Κάτω από την επιγραφή αποδίδεται σε χαμηλό ανάγλυφο η μορφή του Τελεσφόρου
αποδεικνύοντας την στενή σχέση του Ασκληπιού με τον κατώτερο αυτό δαίμονα. Από τη Θάσο έχει
προκύψει και άλλη απεικόνιση του Τελεσφόρου σε ανάγλυφο. Devambez 1944, 225-227.
35

ίσως να βρισκόταν στα ΒΑ της αγοράς και σε όχι μεγάλη απόσταση από την
παλαιοχριστιανική βασιλική 193 . Ο Launey από την άλλη πλευρά υποστήριξε ότι το ιερό
του Ασκληπιού πρέπει να τοποθετηθεί στα ΝΑ της πόλης, στη περιοχή του Μαχαλά, σε
κοντινή απόσταση από την πύλη του Ηρακλέους λόγω της αναφοράς της στην
επιγραφή 194 . Ο Salviat ωστόσο, αφού μελέτησε και ανέλυσε κάθε πληροφορία που
παρείχε ο Miller σχετικά με την τοπογραφία της χώρας της Θάσου κατά τον 19ο αι.,
παρουσίασε μια τρίτη πρόταση σύμφωνα με την οποία οι επιγραφές του Miller πρέπει να
βρέθηκαν στη περιοχή νότια ή νοτιοανατολικά της μεγάλης βασιλικής κοντά στο
Ηράκλειο· επομένως και το ιερό του Ασκληπιού πρέπει να αναζητηθεί γύρω από το χώρο
του Ηράκλειου και της αψίδας του Καρακάλλα 195 .
Από τις αρχαιολογικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες
σε οικόπεδα κοντά στη περιοχή της αψίδας του Καρακάλλα προέκυψαν ευρήματα τα
οποία επιβεβαιώνουν την πρόταση του Salviat. Στο οικόπεδο Τσούπρα 196 που βρίσκεται
μεταξύ του παραπάνω μνημείου και του αρχαίου ωδείου ανασκάφηκε το τμήμα ενός
κτηρίου το οποίο επεκτείνεται και στα όμορα οικόπεδα Στίγγα 197 , Γαλάνη 198 ,
Τρικούπη 199 και Βογιατζή 200 . Δυστυχώς η αποσπασματικότητα και ορισμένες φορές η
ασάφεια των αναφορών και ο κατακερματισμός των τοπογραφικών σχεδίων καθιστούν
ιδιαίτερα δύσκολη, σχεδόν αδύνατη, την συνολική θεώρηση των ανασκαφέντων
οικοπέδων και την παρεπόμενη μελέτη της κάτοψης του κτιρίου.
Το τμήμα του κτηρίου που ανασκάφηκε στο οικόπεδο Τσούπρα παρέχει μια
καλύτερη και περισσότερο σαφή εικόνα σχετικά με τη μορφή του.(Πιν.17β-γ). Η
πρόσβαση σε αυτό γινόταν από ένα κεντρικό πλακοστρωμένο δρόμο, κατά πάσα
πιθανότητα μέσω ενός προπύλου 201 . Στο εσωτερικό του διαμορφωνόταν μια περίστυλη
αυλή η οποία συνεχίζεται και στο όμορο οικόπεδο Γαλάνη 202 . Στα νότια αποκαλύφθηκαν
δύο δωμάτια αποθηκευτικού προφανώς χαρακτήρα και μια μικρή αυλή 203 . Το
σημαντικότερο ωστόσο όφελος από την ανασκαφή αυτού του οικοπέδου είναι τα

193
Κατά τον Pouilloux η ανάμειξη του ιερέα του Ασκληπιού δεν σχετίζεται με την γειτνίαση των ιερών
αλλά με το γεγονός ότι ο ιερέας της συγκεκριμένης θεότητας ήταν επιφορτισμένος με την διατήρηση και
διασφάλιση της δημόσιας καθαριότητας. Pouilloux 1954, σελ.333, υποσημ. 1.
194
Launey 1944, 158, υποσημ. 5.
195
Salviat 1958α, 356.
196
Μπόνιας 1999, 587-589. Σαλωνίδης 1997, 573-584.
197
Daux 1963, 846-848. Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1987, 326.
198
Holtzmann 1977, 692-695.
199
Σαμίου 1992, 438-439.
200
Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1987, 325 και Touchais 1986, 729.
201
Σαλωνίδης 1997, 577.
202
Σαλωνίδης 1997, 575.
203
Μπόνιας 1999, 587-88.
36

ευρήματά του. Εντοπίστηκαν τμήματα γλυπτών και πιο συγκεκριμένα δύο βραχίονες, ένα
πόδι και μια κεφαλή τα οποία κατά τον ανασκαφέα «δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν σε
κάποιο άγαλμα ή να συνθέσουν την εικόνα του, μπορούν επομένως να αποδοθούν μόνο
σαν μεμονωμένα αναθήματα σε κάποια θεότητα» 204 . Από το οικόπεδο επίσης προέκυψε
γυναικείο στήθος λαξευμένο σε μικρή πλάκα-βάση το οποίο ασφαλώς παραπέμπει στα
γνωστά αναθήματα του τύπου 205 . Να σημειωθεί επίσης ότι από το όμορο οικόπεδο
Βογιατζή έχουν προκύψει και δύο ημίεργα αγάλματα Ασκληπιού 206 . Με βάση όλα τα
παραπάνω ευρήματα και σε συνδυασμό με την διαπίστωση του Salviat ότι οι επιγραφές
που βρήκε ο Miller προέρχονται από τη περιοχή κοντά στην αψίδα του Καρακάλλα δεν
υπάρχουν πολλά περιθώρια αμφισβήτησης για την επιβεβαίωση της πρότασής του πως το
Ασκληπιείο της Θάσου βρισκόταν σε αυτό το χώρο 207 . Παρόλα αυτά το κτήριο αυτό στη
βιβλιογραφία χαρακτηρίζεται ως οικία 208 που άρχισε την λειτουργία του στα μέσα του
4ου αι.π.Χ. 209 ενώ από τα νομίσματα προκύπτει μια συνέχεια της χρήσης από τα μέσα του
4ου αι.π.Χ έως τον 1ο αι.π.Χ και από τον 3ο αι.μ.Χ. μέχρι τον 4ο αι.μ.Χ. 210 .
Μια ακόμη επιγραφή που με βάση τα γράμματα χρονολογείται στον 2ο αι.π.Χ
αλλά ο χώρος εύρεσης δυστυχώς δεν είναι γνωστός παρέχει χρήσιμα στοιχεία για την
λατρεία του θεού στη Θάσο. Διατηρείται το τέλος του ονόματος του θεραπευτή θεού σε
δοτική πτώση [ΑΣΚΛΗ]ΠΙΩΙ ενώ ακολουθεί έμμετρο κείμενο που περιλαμβάνει την
έκφραση «κατ’ ὄναρ» 211 , πληροφορία πολύ σημαντική καθώς το ανάθημα αποτελεί
ευχαριστήριο για την θεραπεία του πιστού που πραγματοποιήθηκε ύστερα από
όνειρο.(Πιν. 16δ, αρ.κατ.24).
Τέλος σε μια επιγραφή των αυτοκρατορικών χρόνων με κατάλογο ονομάτων
αρχόντων και ιερέων του νησιού αναφέρεται ως ιερέας ο ίδιος ο θεραπευτής θεός με το
πατρώνυμό του, δηλαδή ως Ἀσκληπιός Ἀπόλλωνος.(Πιν.16ε, αρ.κατ.25). Κατά πάσα

204
Σαλωνίδης 1997, 577.
205
Σαλωνίδης 1997, 577. Για τα αναθήματα του τύπου αυτού σε ιερά του Ασκληπιού και γενικότερα βλ.
Forsen 1996, 33-40.
206
Touchais 1986, 729
207
Ο ίδιος ο Salviat στο άρθρο του για το πρόβλημα σχετικά με την τοπογραφική αναζήτηση του
Ασκληπιείου της Θάσου είχε προβάλλει ως ενισχυτικό στοιχείο της πρότασης του το γεγονός ότι στη
περιοχή αυτή υπάρχουν ακόμη και σήμερα τρεχούμενα -σε σημείο παρεμπόδισης ακόμη και των
ανασκαφικών εργασιών (βλ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1987, 325)- νερά και πηγές, στοιχεία απαραίτητα για
κάθε ιερό του Ασκληπιού. Salviat 1958α, 356-357.
208
Σαλωνίδης 1997, 573.
209
Σαλωνίδης 1997, 580.
210
Σαλωνίδης 1997, 579.
211
Pouilloux 1954, 332.
37

πιθανότητα το συγκεκριμένο έτος λόγω λειψανδρίας δεν υπήρχε άτομο για να αναλάβει
τα ανώτερα αξιώματα της πόλης για το λόγο αυτό η θέση δόθηκε στον ίδιο τον θεό 212 .
Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι η λατρεία του Ασκληπιού πρέπει να ήταν
πολύ σημαντική καθώς το ιερό του κατείχε ιδιαίτερη θέση στη τοπογραφία της πόλης
ενώ η παρουσία μεγάλου αριθμού επιγραφών και αναθημάτων δηλώνει την μεγάλη
απήχηση και αποδοχή που θα είχε από τους κατοίκους της Θάσου. Η λατρεία του κατά
τον Salviat πρέπει να υπήρχε στο νησί από το πρώτο μισό του 4ου αι.π.Χ. μαζί με αυτή
του Απόλλωνα 213 , υπόθεση που επιβεβαιώνεται και από την αναθηματική επιγραφή προς
τον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό.

10. Θεσσαλονίκη

Στη Θεσσαλονίκη η λατρεία του Ασκληπιού εκπροσωπείται με αρκετά


παραδείγματα κυρίως κατά την ρωμαϊκή περίοδο. Για τα ελληνιστικά χρόνια δεν
υπάρχουν ασφαλή στοιχεία για την πιστοποίηση της λατρείας του. Η μόνη ίσως
περίπτωση που υποδεικνύει παρουσία της λατρείας του Ασκληπιού στη Θεσσαλονίκη
κατά τα χρόνια αυτά, με μεγάλη όμως επιφύλαξη, είναι αυτή ενός αναθηματικού
αναγλύφου του τελευταίου τρίτου του 4ου αι.π.Χ. προς πέντε τουλάχιστον θεούς που
βρέθηκε σε οικόπεδο της πόλης 214 . (Πιν.18α, αρ.κατ.43). Οι μόνες μορφές που
ταυτίζονται με βεβαιότητα είναι αυτές του Δία, της Αθηνάς και της Ήρας 215 . Δίπλα από
την Αθηνά ωστόσο αποδίδεται ένας γενειοφόρος άνδρας που φορά ιμάτιο και σανδάλια
ενώ στηρίζεται σε ραβδί που έχει τοποθετήσει κάτω από τη δεξιά μασχάλη 216 . Τα
εικονογραφικά αυτά χαρακτηριστικά παραπέμπουν κατά κύριο λόγο στον Ασκληπιό,
χωρίς ωστόσο να υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα 217 . Το γεγονός ότι μεταξύ των τριών
θεϊκών μορφών και των δύο γενειοφόρων δεν παρατηρείται ισοκεφαλία αλλά οι δύο
τελευταίοι αποδίδονται σε κατά τι μικρότερη κλίμακα δεν αποκλείει την υπόθεση να

212
Delorme 1950, 356.
213
Salviat 1968, 251.
214
Πρόκειται για το ανάγλυφο που βρέθηκε το 1925 κατά την εκσκαφή θεμελίων οικοδομής ιδιοκτησίας
Δεληγιάννη στην οδό Αμύντα 10 στη Θεσσαλονίκη, σε μικρή απόσταση από την εκκλησία του Αγίου
Νικολάου. Σήμερα στο Μουσείο Θεσ/νίκης με αρ.ευρ.923. ΚΓΜΘ 1997, 42-43, αρ.24.
215
ΚΓΜΘ 1997, 42.
216
ΚΓΜΘ 1997, 42.
217
ΚΓΜΘ 1997, 43-44, υποσημ. 9. Δεν αποκλείεται ωστόσο το φίδι ως διακριτικό σύμβολο του θεού να
αποδιδόταν γραπτά.
38

πρόκειται για ήρωες 218 . Είναι γνωστό άλλωστε ότι ο Ασκληπιός αρχικά λατρεύτηκε ως
ήρωας και όχι ως ισότιμο μέλος του δωδεκάθεου, γεγονός που μπορεί να ερμηνεύσει την
διαφορά κλίμακας στην απόδοση των μορφών 219 .
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω η κατάσταση είναι περισσότερο σαφής για την
περίοδο της ρωμαιοκρατίας. Τουλάχιστον τέσσερα ενεπίγραφα μνημεία που πιστοποιούν
την λατρεία του Ασκληπιού εντοπίστηκαν στα ανατολικά της πόλης. Το πρωιμότερο από
αυτά χρονολογείται στο έτος 3/4 μ.Χ. με βάση την αναγραφόμενη κατά Μακεδόνας
χρονολόγηση 220 . (αρ.κατ.26). Πρόκειται για ένα μαρμάρινο βάθρο με βαθύνσεις στην
άνω επιφάνειά του για την ένθεση δύο αγαλμάτων 221 . Στη πρόσθια όψη του η επιγραφή
αναφέρει ότι ο Κλέων ο γιος του Ηρακλείδη αναθέτει το βάθρο, μαζί με τα αγάλματα
που λογικά θα έφερε, στον Ασκληπιό και την Υγεία 222 . Η συγκεκριμένη αναθηματική
επιγραφή αποτελεί την πλέον ασφαλή μαρτυρία για τη ύπαρξη ιερού του Ασκληπιού.
Εντούτοις ο χώρος εύρεσης δεν είναι δυνατό να αποτελέσει τοπογραφική ένδειξη για την
θέση του Ασκληπιείου καθώς το βάθρο επαναχρησιμοποιήθηκε ως επιτύμβιο όπως
προκύπτει από την επιγραφή που χαράχθηκε στην πίσω όψη του 223 .
Ακόμη ένα μνημείο που συνδέεται με ταφικά συμφραζόμενα μαρτυρά την
σημαντική θέση που θα είχε η λατρεία του Ασκληπιού στη πόλη. Βρέθηκε το 1943
επαναχρησιμοποιημένο σε τάφους του εβραϊκού νεκροταφείου που βρισκόταν σε κοντινή
απόσταση από το ανατολικό τείχος 224 . (Πιν.18β, αρ.κατ.27). Πρόκειται για έναν ταφικό

218
ΚΓΜΘ 1997, 42-43.
219
ΚΓΜΘ 1997, 42, υπ. 7.
220
Η επιγραφή έγινε γνωστή από τον Βουτυρά ο οποίος αποδελτιώνοντας ένα «σώμα» της τοπικής
εφημερίδας «Αλήθεια» εντόπισε τη δημοσίευση του μνημείου από τον Π.Ν. Παπαγεωργίου στο φύλλο της
7ης Ιουλίου 1905. Την επιγραφή είχαν καταγράψει οι φίλοι του Παπαγεωργίου «Ι. και Ε.Μ» λίγες ημέρες
νωρίτερα κοντά στο «καταβαλλόμενο» ανατολικό τείχος της πόλης. Βουτυράς 1993, 256-57, υπ. 26-27.
221
Η Χατζηνικολάου υποθέτει πως οι βαθύνσεις στη πάνω πλευρά του βάθρου προορίζονταν για την
ένθεση των αγαλμάτων του Ασκληπιού και της Υγείας. Χατζηνικολάου 2007, 230.
222
Βουτυράς 1993, 256.
223
Στο απόγραφο των φίλων του Παπαγεωργίου δίνεται η εξής επιγραφή: Ἀσκλήπων ὁ φίλος / καὶ {ε} Μέμα
Εὐτύχῳ τῷ / ἀνδρὶ μνήμης χάριν. / Εὔτυχε χαῖρε. χαῖρε καὶ / σὺ τις ποτ’ εἶ. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός
ότι και στη δεύτερη αυτή επιγραφή αναφέρεται το θεοφόρο όνομα Ἀσκλήπων, που σχετίζεται άμεσα με
τον Ασκληπιό. Βουτυράς 1993, 256-257. Ασφαλώς η θέση εύρεσής του κοντά στο ανατολικό τείχος της
πόλης παραπέμπει αμέσως στο κοντινό νεκροταφείο από το οποίο άλλωστε πρέπει να μεταφέρθηκε για να
χρησιμοποιηθεί προφανώς για τρίτη φορά ως οικοδομικό υλικό για την ενίσχυση του τείχους. Για το
ανατολικό νεκροταφείο της πόλης βλ. Μαρκή Ε., Η νεκρόπολη της Θεσσαλονίκης στους υστερορωμαϊκούς
και παλαιοχριστιανικούς χρόνους, Αθήνα 2006, 56-57.
224
Πρόκειται για ένα από τα πολλά αρχαία μνημεία που προέκυψαν από την απομάκρυνση του εβραϊκού
νεκροταφείου που βρισκόταν στην περιοχή ανατολικά των κτηρίων του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου.
Την εκκαθάριση του νεκροταφείου διέταξαν οι Γερμανοί στις αρχές του 1943 προκειμένου να
εκμεταλλευθούν το αρχαίο υλικό ως οικοδομικό. Η αρχαιολογική υπηρεσία της τότε εποχής κατέβαλε
σκληρές προσπάθειες για την διάσωση των μνημείων και τη μεταφορά τους. Καλλιπολίτης-Λαζαρίδης
1946, 5.
39

βωμό 225 που χρονολογείται στο έτος 237/238μ.Χ, στην επιγραφή του οποίου αναφέρεται
θίασος Ασκληπιαστών, οργανωμένων δηλαδή οπαδών της λατρείας του θεού 226 . Όπως
μάλιστα προκύπτει από το κείμενο τα μέλη του συλλόγου αυτού μαζί με τα μέλη ενός
διονυσιακού συλλόγου της Θεσσαλονίκης ήταν υποχρεωμένα να τιμούν τον νεκρό της
επιγραφής με τελετές στη μνήμη του 227 . Ο Μέμνων, το τιμώμενο πρόσωπο, δεν
αποκλείεται να ανήκε και στους δύο παραπάνω θρησκευτικούς θιάσους, πολύ πιθανό με
την επαγγελματική του ιδιότητα καθώς μας παραδίδεται ως καλαμαύλις 228 . Ασφαλώς η
ύπαρξη ενός οργανωμένου συλλόγου θρησκευτών του Ασκληπιού προϋποθέτει πρώτα
την λειτουργία ενός καλά δομημένου -σε κάθε επίπεδο- αντίστοιχου ιερού.
Από το ανατολικό τμήμα της πόλης προέρχονται και δύο επιγραφές που
μνημονεύουν Ασκληπιάδα φυλή γεγονός που υποδεικνύει την κεντρική θέση της
λατρείας στη πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης 229 . Η πρώτη εντοπίστηκε από τον
Duchesne κατά την διάρκεια της παραμονής του στη Θεσσαλονίκη το1874 στο τμήμα
του τείχους που είχε κατεδαφιστεί στην πύλη Ρώμη η οποία τοποθετείται στα βόρεια του
Λευκού Πύργου και σε μικρή απόσταση από αυτόν 230 . (αρ.κατ.28). Η επιγραφή η οποία
σήμερα έχει χαθεί διατηρούσε μόνο τα γράμματα που ρητά υποδήλωναν την παρουσία
Ασκληπιάδος φυλής (ΦΥΛΗ Α[Σ]ΚΛΗΠΙΑ[Σ]). Δεδομένης της απουσίας εκτύπου ή
σχεδίου και των ελάχιστων στοιχείων που δίνει ο Duchesne δεν είναι δυνατή η
χρονολόγηση του μνημείου. Η δεύτερη επιγραφή που αναφέρει Ασκληπιάδα φυλή
προέρχεται επίσης από το ανατολικό τμήμα της πόλης και χρονολογείται στο πρώτο

225
Διατηρείται τμήμα του ορθογώνιου ορθοστάτη με την επιγραφή σε πίνακα καθώς και η επίστεψη που
κοσμείται με κυμάτιο και εγγεγραμμένο αέτωμα. Βελένη 2002, 165-166, αρ.86.
226
Για την ακριβή χρονολόγηση βλ. Νίγδελης 2006, 136.
227
Νίγδελης 2006, 142.
228
Πρόκειται για συνώνυμο του μοναύλου. Ο νεκρός επομένως ήταν ένας λαϊκός μουσικός ο οποίος πολύ
πιθανό να προσέφερε τις μουσικές του υπηρεσίες του στα συμπόσια που οργάνωναν οι θίασοι ή στις
λατρευτικές τους πρακτικές. Νίγδελης 2006, 145-146. Για παρόμοια επιγραφή με τιμές σε μέλη
θρησκευτικών συλλόγων βλ. τιμητική επιγραφή από την Ρόδο στο SEG XXXIII, 639.
229
IG X, 2, 183, 265. Ο Edson συνδέει την ύπαρξη μιας άλλης φυλής, της Αντιγονίδος, με τον Αντίγονο
Γονατά. Κατ’ επέκταση θεωρεί ότι και η δημιουργία των άλλων δύο φυλών που μαρτυρούνται στη πόλη,
της Διονυσιάδος και της Ασκληπιάδος, πρέπει να αναχθεί στα ίδια ή ίσως και στα προγενέστερα χρόνια
καθώς απηχούν την διαίρεση του πληθυσμού σε φυλές που εκ των πραγμάτων θα υπαγόρευσε ο
συνοικισμός της πόλης από τον Κάσσανδρο. Edson 1948, 160, υποσημ.4.
230
Ο Duchesne αναφέρει απλά ότι την διάβασε σε λίθo προερχόμενο από το κατεδαφισμένο τείχος της
πύλης Kalli-Koule(sic), Duchesne 1874, 16, αρ. 4 . Πρόκειται για τον πύργο Kanli-Kule («Πύργος του
αίματος») τον οποίο τόσο ο Ιωάννου (Ιωάννου Μ.Χ., Αστυγραφία Θεσσαλονίκης, Εκδόσεις Νέα Πορεία,
Θεσσαλονίκη 1976, 30. Α’ Έκδοση 1880) όσο και ο Tafrali (Tafrali O., Topographie de Thessalonique,
Παρίσι 1913, 95) και ο Edson (IG X, 2, 265) ταυτίζουν με την «Πύλη Ρώμη» ή «Ρώμα». Η κατεδάφιση
του τείχους, αποτελέσματα του οποίου είδε ο Duchesne το 1874, πρέπει να συνδέεται με τον Μιδάτ Πασά,
τον Τούρκο διοικητή της πόλης που ευθύνεται για την καταστροφή μεγάλου τμήματος των τειχών το 1873.
Γούναρης, Τα τείχη της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1982, 46. Γενικά για την τοπογραφία της πόλης κατά
την περίοδο αυτή βλ. Δημητριάδης Β., Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της
Τουρκοκρατίας.1430-1912, Θεσσαλονίκη 1983.
40

τρίτο του 3ου αι.μ.Χ. 231 . Πρόκειται για έναν τιμητικό βωμό προς τον Κλαύδιο Μένωνα
που έστησε η παραπάνω φυλή με έξοδα των παιδιών του ύστερα από ψήφισμα της
πόλης 232 (Πιν.18γ, αρ.κατ.29). Σαφείς τοπογραφικές ενδείξεις για την θέση του
Ασκληπιείου της Θεσσαλονίκης δεν υπάρχουν. Με αφετηρία ωστόσο τον τόπο εύρεσης
των δύο παραπάνω επιγραφών ο Βουτυράς υποθέτει την θέση του ιερού του θεού στο
ανατολικό τμήμα της πόλης 233 .
Από την γλυπτική παραγωγή της πόλης έχουν επίσης προκύψει αρκετά
παραδείγματα που πιστοποιούν την παρουσία της λατρείας του Ασκληπιού στη πόλη.
Ένας κορμός αγαλματίου Ασκληπιού του δευτέρου μισού του 2ου αι.μ.Χ που προέρχεται
σύμφωνα με το ευρετήριο του Μουσείου από την περιοχή Αλατζά Ιμαρέτ αποδίδει το
θεό στο γνωστό τύπο του Ασκληπιού Gioustini 234 (Πιν.18δ, αρ.κατ.59). Το 1931
βρέθηκε, σύμφωνα πάντα με το ευρετήριο του Μουσείου Θεσσαλονίκης, «έναντι του
Διοικητηρίου, εν τη οικία Ηλιοπούλου», ένα τμήμα ράβδου από κλαδί δέντρου γύρω από
το οποίο ελίσσεται φίδι 235 (Πιν.19α, αρ.κατ.60). Πρόκειται προφανώς για τμήμα
βακτηρίας από μαρμάρινο άγαλμα Ασκληπιού φυσικού μάλλον μεγέθους που
τοποθετείται χρονικά στα τέλη του 2ου ή στις αρχές του 3ου αι.μ.Χ 236 .
Στα παραπάνω έργα πρέπει να προστεθούν και οι αποδόσεις μορφών που
συνδέονται άμεσα με τη λατρεία του Ασκληπιού και οι οποίες τον συνοδεύουν συχνά.
Πρόκειται ασφαλώς για την Υγεία, αγαλμάτιο της οποίας βρέθηκε στο κέντρο της πόλης,
στην συμβολή των οδών Ολύμπου και Αγίας Σοφίας 237 (Πιν.19β, αρ.κατ.61). Ανήκει
στον τύπο της Υγείας Hope και αποδίδεται με το φίδι να ελίσσεται διαγώνια στον κορμό
της ενώ με το αριστερό χέρι κρατά πυξίδα· από τον Δεσπίνη χρονολογείται στον 2ο
αι.μ.Χ. 238 . Από το Οκτάγωνο του Γαλεριανού ανακτόρου που χρονολογείται στις αρχές
του 4ου αι.μ.Χ. προέρχεται ένα μαρμάρινο επίκρανο ψευδοπαραστάδας στο οποίο
αποδίδεται η Υγεία να κρατά με το δεξί της χέρι φίδι (Πιν.19γ, αρ.κατ.44). Το τελευταίο
προφανώς θα έτεινε προς το αριστερό χέρι της θεάς που θα κρατούσε φιάλη 239 .

231
IG X 2, 183.
232
Κανατσούλης 1955, 48, αρ.127.
233
Βουτυράς 1993, 257.
234
ΚΓΜΘ 2003, 68, αρ.203. Αρ.Ευρ.Μ.Θεσ/νίκης: 11482.
235
ΚΓΜΘ 2003, 68, αρ.204. Αρ.Ευρ.Μ.Θεσ/νίκης: 1223.
236
ΚΓΜΘ 2003, 68, αρ.204.
237
Ρωμιοπούλου 1985, 234.
238
ΚΓΜΘ 1997, 108- 109 , αρ.81. Αρ.Ευρ.Μ.Θεσ/νίκης:7502
239
ΚΓΜΘ 1997, 189-195, αρ. 142-147. Αρ.Ευρ.Μ.Θεσ/νίκης: 6690. Το επίκρανο αυτό αποτελεί ένα από
τα έξι παραδείγματα (τέσσερα ολόκληρα και δύο θραύσματα) επικράνων ψευδοπαραστάδων από το
ανάκτορο του Γαλερίου που αποδίδουν τον Κάβειρο , τον Διόσκουρο, τον Δία και την Τύχη.
41

Ένα μαρμάρινο αγαλμάτιο Τελεσφόρου το οποίο βρέθηκε «εις ανασκαπτόμενον


οικόπεδο επί της οδού Διοικητηρίου και Ελένης Σβορώνου» και χρονολογείται στον 2ο
μ.Χ. συμπληρώνει τον κύκλο των συλλατρευόμενων θεοτήτων και δαιμόνων που
συνοδεύουν τον Ασκληπιό 240 (Πιν.19δ, αρ.κατ.62). Κατά την Σμιτ-Δούνα 241 το
αγαλμάτιο αυτό είναι δυνατό να αποτελούσε ανάθημα στο Σαραπείο 242 το οποίο έχει
εντοπιστεί και ανασκαφεί στη συγκεκριμένη περιοχή.

11. Καλαμίτσα ν. Καβάλας (αρχαία Αντισάρα)

Στο ακρωτήριο της χερσονήσου «Καλαμίτσα» στο νομό Καβάλας έχουν


ανασκαφεί διάφορα οικοδομικά λείψανα που ανήκουν κατά βάση στον περίβολο αλλά
και σε κτήρια της αρχαίας Αντισάρας, μιας πόλης που αναφέρεται για πρώτη φορά στους
φορολογικούς πίνακες της Α’ Αθηναϊκής ηγεμονίας 243 . Στο εσωτερικό της εντοπίστηκαν
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα τα οποία σύμφωνα με την ανασκαφέα ανήκουν σε ένα ιερό του
Ασκληπιού 244 . Πρόκειται μάλιστα για την πρωιμότερη μαρτυρία της λατρείας του στην
Μακεδονία όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Βουτυράς 245 .
Ανασκαφική έρευνα για πρώτη φορά διεξήχθη τα έτη 1935-37 από τον
Μπακαλάκη στο νότιο περίβολο της πόλης 246 . Δυστυχώς με την βουλγαρική κατοχή και
την λεηλασία του Μουσείου κανένα από τα ευρήματα των ανασκαφών δεν διεσώθη 247 .

240
ΚΓΜΘ 2003, 55-56, αρ.194. Αρ.Ευρ.Μ.Θεσ/νίκης:1960.
241
ΚΓΜΘ 2003, 56.
242
Για το Σαραπείο της Θεσσαλονίκης βλ. Vitti 1996, 88-89 και 174, αρ.47. Τσιμπίδου-Αυλωνίτη Μ.,
«Δημόσια κτήρια. Ιερά. Το Σαραπείο.» Στο «Θεσσαλονίκη. Από τα προϊστορικά μέχρι τα χριστιανικά
χρόνια», Οδηγός Έκθεσης, Αθήνα 1986, 29-33. Τζαναβάρη 2003, 237-252.
243
Δεν πρόκειται για ανεξάρτητη φορολογούμενη πόλη αλλά ουσιαστικά αναφέρεται ως προσδιοριστική
της θέσης της Νεάπολης, της σημερινής Καβάλας, ως Νεάπολις παρ’ Ἀντισάραν στους φορολογικούς
καταλόγους της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας που χρονολογούνται στα έτη 450π.Χ. και εξής. IG Ι³, 265, και
Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1980, 314. Ο Μπακαλάκης καταλήγει στο συμπέρασμα πως η Αντισάρα πρέπει να
ήταν γνωστή από παλαιότερα ως πόλισμα ή θέση κοντά στην οποία κτίστηκε η Νεάπολη. Για το λόγο αυτό
η τελευταία, ως λιγότερη γνωστή, αναφέρεται πάντα σε σχέση με τη περισσότερο οικεία θέση της
Αντισάρας. Μπακαλάκης 1936, 41.
244
Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1972, 397 και 1980, 315.
245
Βουτυράς 1993, 253.
246
Μπακαλάκης 1936, 29-42 και 1937, 74-81.
247
Όπως αναφέρεται στην έκθεση του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας για τις καταστροφές των
αρχαιοτήτων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Μουσείο της Καβάλας λεηλατήθηκε και πολλές
αρχαιότητες φυγαδεύτηκαν ενώ άλλες πετάχτηκαν στη θάλασσα από Βούλγαρο αρχαιολόγο. Οι προθήκες
στις οποίες φυλάσσονταν τα ευρήματα από τις ανασκαφές στην Καλαμίτσα και άλλους αρχαιολογικούς
χώρους εξαφανίστηκαν επίσης. Ζημίαι 1946, 37.
42

Κατά τα έτη 1969-70 η Αρχαιολογική Υπηρεσία επανήλθε στο χώρο με αφορμή την
ανέγερση ενός μεγάλου ξενοδοχείου στην άκρη του ακρωτηρίου 248 .
Αρχικά ανασκάφηκαν τα κατάλοιπα που είχε ανασκάψει ο Μπακαλάκης τα οποία
ωστόσο εντοπίστηκαν σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης 249 . Πρόκειται για μια
τετράπλευρη προβολή του τείχους προς τα νότια η οποία αρχικά έδινε την εντύπωση
πύργου 250 . Εσωτερικά χωρίζεται σε ένα μεγάλο ανατολικό διαμέρισμα διαστάσεων
8x5,5μ. ενώ το δυτικό τμήμα καταλαμβάνουν δυο μικρότεροι χώροι διαστάσεων 5x5μ.
και 4x5μ. αντίστοιχα 251 . Εντός των δύο μεγαλύτερων χώρων αποκαλύφθηκαν δύο μικρές
τετράπλευρες κατασκευές από τμήματα γρανίτη οι οποίες όπως προκύπτει από τα
εκτεταμένα ίχνη καύσης που παρουσίαζαν τα υλικά δομής πρέπει να λειτουργούσαν ως
εστίες 252 . Κατά την Κουκούλη-Χρυσανθάκη που ανέσκαψε το χώρο αρκετά χρόνια
αργότερα, τα δωμάτια αυτά πρέπει να είχαν κατασκευαστεί στα τέλη του 6ου αι.π.Χ. και
να λειτουργούσαν ως λατρευτικοί οίκοι ενός ιερού 253 το οποίο ωστόσο λόγω της
πρωιμότητας των ευρημάτων καμία σχέση δεν θα είχε με την λατρεία του Ασκληπιού.
Από το εσωτερικό τους συνελέγησαν όστρακα του τέλους του 6ου και του 5ου αι.π.Χ.
πολύ καλής ποιότητας τόσο από τοπικά εργαστήρια όσο και από εισαγμένα αττικά 254 ενώ
η χρήση των χώρων αυτών βεβαιώνεται από τα ευρήματα και για τον 4ο αι.π.Χ. 255 . Σε
κάποια μεταγενέστερη φάση κατασκευάστηκε στα βόρεια και σε επαφή με το
συγκρότημα των δωματίων ένας ογκώδης εξωτερικός τοίχος προς ενίσχυση προφανώς
του περιβόλου στον οποίο συμβατικά του δόθηκε ο χαρακτηρισμός «πύργος» 256 .

248
Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1972, 397-398 και 1975, 413.
249
Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1980, 315.
250
Μπακαλάκης 1937, 76. Διαστ. 15x12μ. Ο Μπακαλάκης το ερμηνεύει ως «μια αρχική του περιβόλου
προς Ν. απόφυσις».
251
Στο μικρότερο από τους τρεις χώρους εντοπίστηκαν τοιχάρια κατασκευασμένα από λίθους και
θραύσματα κεράμων τα οποία πρέπει να ανήκαν σε ένα επιπόλαιας κατασκευής κτίσμα των ύστερων
ρωμαϊκών-παλαιοχριστιανικών χρόνων όπως προέκυψε από τα όστρακα που εντοπίστηκαν στην επίχωση
του χώρου. Μπακαλάκης 1937, 77.
252
Μπακαλάκης 1937, 77-78. Η εστία του μεγαλύτερου ανατολικού χώρου είχε διαστάσεις 1,5x1,22μ. Η
άνω επιφάνειά της βρέθηκε καλυμμένη με ένα στρώμα από συμπαγή λόγω υψηλών θερμοκρασιών πηλό
πάχους 7εκ., στο οποίο είχαν προστεθεί και άχυρα. Από το παραπάνω στρώμα προέκυψαν μικρά όστρακα
από αγγεία καθημερινής χρήσης, οστά ζώων, όστρεα. Η δεύτερη έχει σε μεγάλο βαθμό καταστραφεί από
την παρακείμενη νεότερη κατασκευή.
253
Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1972, 398 και 1980, 315-16.
254
Εντοπίστηκαν όστρακα από τοπικά εργαστήρια που διατηρούν την υπογεωμετρική παράδοση καθώς και
θραύσματα αγγείων καλών αττικών αγγειογράφων του α΄μισού του 5ου αι. π.Χ., του τέλους του 5ου αι.π.Χ.
και κυρίως του 4ου αι.π.Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1980,316.
255
Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1972, 398.
256
Ο Μπακαλάκης το χαρακτηρίζει ως «πύργο» εξαιτίας της συμπαγούς και ογκώδους τοιχοδομίας του.
Αποτελείται από ένα εξωτερικό τοίχο πλάτους 1μ. ο οποίος μάλιστα ενισχύθηκε με μεγάλους ογκόλιθους
στις πλευρές του ενώ μεταξύ αυτού και του βόρειου τοίχου των δωματίων παρατηρήθηκε εσωτερικό
γέμισμα για την συμπλήρωση του κενού. Από τον ευρύτερο χώρο προέκυψαν δύο θραύσματα από
μάρμαρο Θάσου τα οποία έφεραν πολύ καλή επεξεργασία. Πρόκειται για ένα απότμημα στήλης, κατά
43

Το 1969-70 η έρευνα επεκτάθηκε στα βόρεια του «πύργου» όπου σε επαφή με αυτό
εντοπίστηκαν δωμάτια τα οποία λειτουργούσαν προφανώς ως βοηθητικοί-αποθηκευτικοί
χώροι όπως προκύπτει από την ανεύρεση τριών τουλάχιστον πιθαριών τοποθετημένων
στο έδαφος 257 . Η οικοδόμηση του παραπάνω συγκροτήματος πρέπει να τοποθετηθεί στο
4ο αι.π.Χ. Στο εσωτερικό τους βρέθηκαν ερυθρόμορφα όστρακα των αρχών ακόμη του
4ου αι.π.Χ με εγχάρακτες αναθηματικές επιγραφές στον Ασκληπιό (ΑΣΚΛΗΠΙΟΙ,
ΘΕΟΙ), γεγονός που οδήγησε στην ταύτιση του οικοδομικού συνόλου με ιερό του
Ασκληπιού 258 . (Πιν.6β, αρ.κατ.08). Κατά την Κουκούλη-Χρυσανθάκη στον αρχικό
πυρήνα του ιερού που χρονολογείται ήδη από τον 6ο π.Χ και αποτελούνταν από τα
δωμάτια με τις εστίες που είχε ανασκάψει ο Μπακαλάκης προστέθηκε στις αρχές του 4ου
αι.π.Χ. το βόρειο συγκρότημα των βοηθητικών-αποθηκευτικών χώρων. Ενισχυτικό της
ταύτισης του όλου χώρου διαχρονικά με ιερό αποτελεί η εύρεση εντός της επίχωσης του
4ου αι.π.Χ. ενός χείλους ιωνικής κύλικας που χρονολογείται στα τέλη του 6ου π.Χ. αι. ή
στο α’ μισό του 5ου αι.π.Χ. και φέρει εγχάρακτη επιγραφή με το όνομα Ἐπιγέν[ης], ενός
κατά πάσα πιθανότητα αναθέτη 259 .
Κατά τις ανασκαφικές εργασίες του 1969 εντοπίστηκαν δυστυχώς μόνο τα
θεμέλια από τον αποκαλούμενο από τον Μπακαλάκη «πύργο» με αποτέλεσμα να μην
είναι δυνατός ο έλεγχος της σχέσης των κτισμάτων εκατέρωθεν αυτού 260 , αν δηλαδή τα
δύο συγκροτήματα, βόρειο και νότιο, εξακολούθησαν να λειτουργούν ταυτόχρονα ή εάν
με την ανέγερση του αποκαλούμενου «πύργου» καταργήθηκε πλήρως το νότιο όπως
υποστηρίζει ο Μπακαλάκης 261 .
Πάνω από την φάση του 4ου αι.π.Χ. εντοπίστηκαν ελάχιστα κτίσματα που από την
ευρεθείσα κεραμική χρονολογούνται στα όψιμα ελληνιστικά και πρώιμα ρωμαϊκά
χρόνια 262 γεγονός που υποδεικνύει πως ο χώρος συνέχισε να χρησιμοποιείται και σε
μεταγενέστερες εποχές.

πάσα πιθανότητα όρου, στο οποίο δυστυχώς δεν σώθηκε καμιά επιγραφή καθώς και ένα θραύσμα
αρχιτεκτονικού μέλους με αναθύρωση. Μπακαλάκης 1937, 79-80.
257
Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1972, 397, 1975, 413 και 1980, 315.
258
Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1972, 397 και Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1980, 316.
259
Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1972, 398 και Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1980, 316.
260
Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1972, 397.
261
Μπακαλάκης 1937, 79.
262
Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1972, 398, και 1980, 316.
44

12. Καλαμωτό ν. Θεσσαλονίκης (Αρχαία Καλίνδοια)

Από τα αρχαία Καλίνδοια προέρχεται μια πολύ σημαντική επιγραφή 263 η οποία
εκτός του ότι καταγράφει λατρεία του Ασκληπιού στη πόλη, παραδίδει σε κατάλογο τους
επώνυμους ιερείς του θεού μετά την προσάρτηση των Καλινδοίων και της ευρύτερης
περιοχής τους στο βασίλειο της Μακεδονίας. (Πιν.19ε, αρ.κατ.30). Η στήλη ωστόσο
που χρονολογείται στα έτη 334/33-304/3π.Χ., είναι ανάθημα στον Απόλλωνα καθώς
αποτελούσε την επίσημη λατρεία της πόλης και ως εκ τούτου πρέπει να είχε ανεγερθεί
στο ιερό του 264 . Όπως προκύπτει από την επιγραφή 265
, μετά την προσάρτηση της
περιοχής στο μακεδονικό βασίλειο το προνόμιο της επώνυμης ιερατείας δόθηκε στους
ιερείς του Ασκληπιού 266 οι οποίοι μάλιστα πρέπει να είχαν μακεδονική καταγωγή όπως
μαρτυρούν τα ονόματά τους 267 .
Ένα αδημοσίευτο μαρμάρινο θραύσμα αγάλματος, πιθανόν του 1ου αι.μ.Χ., που
παραδόθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης το 2002 και προέρχεται από τα
Καλίνδοια συνδέθηκε με κάποιο έργο πλαστικής που πρέπει να είχε σχέση με τον
Ασκληπιό. (Πιν.19στ, αρ.κατ.63). Σώζεται μονάχα ένα μικρό, κυλινδρικό τμήμα κορμού
δέντρου ή το κάτω μέρος στηρίγματος αγάλματος Ασκληπιού πάνω στο οποίο ελίσσεται
ένα μεγάλου μεγέθους φίδι με το κεφάλι του να στρέφεται προς τα πάνω. Όλες οι
επιφάνειες του γλυπτού όπως και η συμφυής τετράπλευρη βάση στην οποία στηρίζεται ο
κορμός είναι αδρά διαμορφωμένες εκτός από το φίδι το οποίο φέρει πολύ καλή
επεξεργασία. Μολονότι το ενδεχόμενο να πρόκειται για τμήμα ράβδου στην οποία θα
στηριζόταν ο Ασκληπιός είναι λιγότερο πιθανό λόγω του μεγάλου όγκου και του πάχους
του, παρόλα αυτά η παρουσία του φιδιού συνδέει άμεσα το εύρημα με τον θεραπευτή θεό
και τον κύκλο του 268 .

263
Η επιγραφή βρέθηκε σπασμένη σε δύο κομμάτια σε διαφορετική χρονική περίοδο η καθεμία. Το πρώτο
το 1982 και το δεύτερο το 1983. Σισμανίδης 1983, 271.
264
Βουτυράς 1993, 260.
265
Το περιεχόμενο της επιγραφής αποτέλεσε ξεχωριστή ανακοίνωση της Ι.Βοκοτοπούλου στο συνέδριο
της Αρχαίας Μακεδονίας. Βοκοτοπούλου 1986, 87-114. Βλ. επίσης Καλίνδοια 2008, 92-93, αρ. 01.
266
Βοκοτοπούλου 1986, 96.
267
Βοκοτοπούλου 1986, 114.
268
Καλίνδοια 2008, σελ.185, αρ.49.
45

13. Καλλιθέα ν.Χαλκιδικής

Από την περιοχή του ιερού του Άμμωνος Διός προέρχεται ένα θραύσμα βάσης
αναθήματος που φέρει την επιγραφή [‐‐‐]όδω[ρος‐‐‐] / [‐‐Ἀσκ]ληπιῶι[‐‐] και
χρονολογείται σύμφωνα με το σχήμα των γραμμάτων στα τέλη του 3ου ή στο πρώτο μισό
του 2ου αι.π.Χ. 269 . (Πιν.20α, αρ.κατ.31). Η επιγραφή αυτή δεν βρέθηκε κατά χώρα.
Επισημάνθηκε ωστόσο από τον Βουτυρά στην Ιερά Μονή Παντελεήμονος στο Άγιο
Όρος όπου φυλάσσεται. Όλες οι αρχαιότητες της Μονής προέρχονται από ένα μετόχι της
στη παραλία του σύγχρονου οικισμού της Καλλιθέας όπου βρίσκεται το ιερό του
Άμμωνος Διός και του Διονύσου 270 . Στο χώρο αυτό, που μέχρι το 1968 ανήκε στη Μονή
Παντελεήμονος, οι μοναχοί είχαν εντοπίσει αρκετές αρχαιότητες πολλές από τις οποίες
μετέφεραν στο Άγιο Όρος 271 .
Η επιγραφή αυτή είναι πολύ σημαντική διότι μας παρέχει ένα βεβαιωμένο
χρονολογικό όριο για την εισαγωγή της λατρείας του Ασκληπιού στο ιερό του Άμμωνος
Διός 272 . Η Άφυτις ωστόσο στην οποία ανήκε το ιερό του Άμμωνος Διός αναφέρεται και

269
Βουτυράς 1993, 258-259.
270
Βουτυράς 1993, 258. Το ιερό του Διονύσου βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το ναό του Άμμωνος
Διός. Σε αυτό εντοπίστηκε ένα σπήλαιο στο οποίο οδηγούνταν κανείς μέσω μιας κλίμακας λαξευμένης στο
φυσικό βράχο. Στο χώρο αυτό κατασκευάστηκε κατά τον 4ο αι.π.Χ κρηναίο οικοδόμημα προκειμένου να
επιτευχθεί η τροφοδότηση του ιερού του Άμμωνος Διός με νερό. Για το ιερό βλ. Βουτυράς 2000, 631-640.
Γιούρη 1976, 135. Γιούρη 1971, 361-366. Τσιγαρίδα, ενημερωτικό φυλλάδιο ιερού Άμμωνος Διός,
Διονύσου και Ασκληπιού.
271
Βουτυράς 1993, 258, υποσημ. 38.
272
Η εισαγωγή της λατρείας του Άμμωνα Δία στην Άφυτι πραγματοποιήθηκε προφανώς από τον
Λύσανδρο στα τέλη του 5ου ή στις αρχές του 4ου αι.π.Χ. Βουτυράς 2000, 632. Ο σωζόμενος ναός είναι
δωρικός περίπτερος με 6×11 κίονες και κατασκευάστηκε στο δεύτερο μισό του 4ου αι.π.Χ., κατά πάσα
πιθανότητα από τον Φίλιππο Β’ ή τον Αλέξανδρο Γ΄ όπως υποστηρίζει η Γιούρη. (Γιούρη 1976, 144 και
150). Στα ΝΑ του ναού βρέθηκε ο βωμός του ναού. Ουσιαστικά εντοπίστηκαν δύο βωμοί που ανήκουν σε
διαφορετικές φάσεις. Ο πρώτος, σύγχρονος μάλλον του ναού, ήταν στενός και επιμήκης και βρέθηκε
καλυμμένος με άμμο. Πάνω από αυτόν και στο κέντρο περίπου του μήκους του κατασκευάστηκε κατά τα
ρωμαϊκά χρόνια (1ος-2ος αι.μ.Χ.) βωμός, μικρότερων διαστάσεων, γύρω από τον οποίο βρέθηκαν ίχνη
τέφρας και οστά ζώων. Εκατέρωθεν του βωμού κατασκευάστηκαν κατά τα ρωμαϊκά χρόνια κτίσματα με
κερκίδες τα οποία ανάγονται στα ίδια χρόνια με τον μεταγενέστερο βωμό. Προφανώς η κατασκευή των
κτηρίων με τις βαθμίδες προορίζονταν για τους πιστούς που παρακολουθούσαν δρώμενα σχετιζόμενα με
την λατρεία του Άμμωνος Διός. Γιούρη 1971, 359-360. Την ίδια εποχή με τον ναό πρέπει να
κατασκευάστηκε και ένα στωικό κτήριο που εντοπίστηκε στα βόρεια και κατά τους ανασκαφείς θα
αποτελούσε το βόρειο όριο του ιερού. Αποτελείται από ένα συνεχόμενο βόρειο τοίχο ο οποίος ερευνήθηκε
σε μήκος 34μ. χωρίς όμως να βρεθεί το δυτικό πέρας του. Έχει θεμελιωθεί σε γκριζοκάστανη επίχωση από
αργούς λίθους χωρίς συνδετικό κονίαμα, σε βαθμιδωτή διάταξη, ακολουθώντας τη κλίση του εδάφους. Στο
εσωτερικό μέτωπο του εφάπτονται εγκάρσιοι τοίχοι δημιουργώντας μικρούς χώρους πλάτους 7,5-8μ. Τα
μέτωπα των τοίχων είναι κατασκευασμένα από λιθοπλίνθους, καλά δουλεμένους στις ορατές επιφάνειες
και ιδιαίτερα στις περιοχές των αρμών, που σχηματίζουν ανισοϋψείς δόμους. Ο χώρος ανάμεσα στα
μέτωπα περιείχε γέμισμα από μικρούς αργούς λίθους και λάσπη. Ανασκάφηκαν τουλάχιστον πέντε χώροι
οι οποίοι διέθεταν μεγάλα θυραία ανοίγματα, πλάτους 3,70μ., κατά μήκος του νότιου τοίχου του κτηρίου.
Ένα λίθινο πεσσόσχημο μέλος με συμφυές δωρικό επίκρανο που βρέθηκε στο κέντρο του εσωτερικού ενός
από τους χώρους συνδέθηκε από την ανασκαφέα με την στήριξη της στέγης. Το δάπεδο ήταν από
πατημένο χώμα ενώ από την επίχωση των δωματίων συνελέγη μεγάλη ποσότητα από θραύσματα
46

στο κατάλογο των θεωροδόκων της Επιδαύρου ο οποίος χρονολογείται το 360/59π.Χ. και
αν μη τι άλλο υποδεικνύει ότι η λατρεία του Ασκληπιού ήταν γνωστή στη περιοχή ήδη
από το δεύτερο τέταρτο του 4ου αι.π.Χ. 273 . Επομένως η συμμετοχή, έναν αιώνα μετά, της
πόλης της Κασσάνδρειας, στην οποία ανήκε η περιοχή της Αφύτιος, στη νέα πανελλήνια
γιορτή προς τιμή του Ασκληπιού που οργανώθηκε στη Κω το 242π.Χ. 274 ίσως πρέπει να
θεωρηθεί αναμενόμενη. Η προθυμία τους να πάρουν μέρος στη γιορτή αυτή πήγαζε
προφανώς από την αποδοχή της συγκεκριμένης λατρείας η οποία ήταν γνωστή ήδη από
τα μέσα του 4ου αι.π.Χ. στην Άφυτι και λογικά θα είχε εισαχθεί στο μεγάλο και
φημισμένο αυτό ιερό τουλάχιστον από το 242π.Χ. 275 .
Η λατρεία του Ασκληπιού στο ιερό του Άμμωνος Διός πιστοποιείται και για τους
ρωμαϊκούς χρόνους καθώς κατά τα χρόνια αυτά κατασκευάστηκε ένα βαλανείο από το
οποίο προέκυψαν σημαντικά ευρήματα άμεσα σχετιζόμενα με τον θεραπευτή θεό και τον
κύκλο του. Το λουτρό ανήκει στον «εν σειρά» τύπο με θερμό, μέσο και ψυχρό οίκο που
επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Η περίοδος χρήσης και λειτουργίας του ξεκινά από τα
μέσα του 2ου αι.μ.Χ. και παύει στα τέλη του 4ου αι.μ.Χ.
Ο θερμός και ο μέσος οίκος έχουν πλήρως ανασκαφεί. Ο πρώτος βρίσκεται στο
βόρειο τμήμα του κτιρίου, είναι μονόχωρος και στην ανατολική του πλευρά

μελαμβαφών αγγείων, κανθάρων, σκύφων και φιαλιδίων, αγγείων με διακόσμηση Δυτικής Κλιτύος καθώς
και αβαφών αμφορέων που καλύπτουν μια περίοδο από την όψιμη κλασσική έως και την πρώιμη
ελληνιστική εποχή. Η παρατακτική οργάνωση των χώρων και το γεγονός ότι το κτήριο ανοίγει προς τα
νότια και βρίσκεται σε παράλληλη σχέση με το ναό του Άμμωνα Δία υποδεικνύει τον βοηθητικό του ρόλο
στο ιερό. Το κτήριο ερμηνεύθηκε ως μια στοά με δημόσιο χαρακτήρα. Το γεγονός του κοινού
προσανατολισμού, της παρόμοιας κεράμωσης, της καλής ποιότητας κατασκευής και των ίδιων υλικών
οικοδομής με το ναό του Άμμωνος Διός οδηγεί στην πολύ βάσιμη υπόθεση ότι και τα δυο κτήρια ανήκουν
στο ίδιο οικοδομικό πρόγραμμα. Κατά τους ανασκαφείς η στοά καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε στις
αρχές του 3ου αι.π.Χ. όπως ακριβώς συνέβη και με τον ναό ο οποίος ωστόσο επιδιορθώθηκε και συνέχισε
να λειτουργεί. Τσιγαρίδα-Βασιλείου 2005, 336-337. Όσον αφορά την λειτουργία του χώρου, η εύρεση
κεραμικής σχετιζόμενης άμεσα με τροφοπαρασκευαστικές διαδικασίες παραπέμπει σε παράθεση
τελετουργικών γευμάτων καθώς όλα αυτά τα στοιχεία προβάλλονται στο πλαίσιο ενός ιερού χώρου.
Προφανώς η στοά αυτή εξυπηρετούσε γιορτές αφιερωμένες στον Άμμωνα Δία όπως γνωρίζουμε από τις
πηγές ότι λάμβαναν χώρα στο ιερό του Διός στο Δίον. (Ο Αλέξανδρος Γ’ π.χ. έστησε εκατοντάκλινη σκηνή
στο Δίον κατά τις μεγαλοπρεπείς θυσίες και τους αγώνες που τέλεσε προς τιμή του Δία και των Μουσών
μετά την επάνοδό του από την Θήβα. Διόδωρος 17,16, 3). Με δυσκολία ωστόσο θα μπορούσε κανείς να
ερμηνεύσει τους χώρους αυτούς ως «εστιατόρια» καθώς απουσιάζουν τα χαρακτηριστικά για τους χώρους
αυτούς πόδια περιμετρικά των τοίχων. Κατά τον Jameson όμως είναι περισσότερο πιθανή η ύπαρξη
προσωρινών κατασκευών παρά μόνιμων κτηρίων εκεί όπου συνηθίζονταν γιορτές με χαρακτηριστικό
στοιχείο την παράθεση γευμάτων όπως συμβαίνει στα Θεοξένια. Jameson 1994, 45-46. (να σημειωθεί ότι
γιορτές στον τύπο των Θεοξενίων μαρτυρούνται και για τον Δία όπως προκύπτει από δύο επιγραφές που
χρονολογούνται στα έτη 277/76π.Χ. και 272/1π.Χ. από την Αθήνα και αναφέρουν γιορτή, θυσία καθώς και
στρώση κλίνης και «κόσμησιν» τράπεζας προς τιμήν του Διός Σωτήρος και της Αθηνάς Σώτηρας. IG II²,
676, 14-16 και SEG XVI, 63). Επομένως η μορφή της στοάς αυτής δεν είναι αναγκαίο να αντιστοιχεί στην
ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική εικόνα των εστιατορίων όπως την γνωρίζουμε από τα μεγάλα ιερά του
ελληνικού χώρου.
273
IG IV 1², 94. Tataki 1998, 66.
274
Βουτυράς 1993, 258.
275
Βουτυράς 1993, 258-259.
47

διαμορφώνεται ημικυκλική κόγχη 276 . Το δάπεδο θερμαινόταν με υπόκαυστο που


στηριζόταν σε τετράγωνους πεσσίσκους ενώ οι τοίχοι με την παρεμβολή ορθογώνιων
αεραγωγών σωλήνων (tubuli) 277 . Στα δυτικά του αποκαλύφθηκε το στόμιο πυροδότησης
ενταγμένο σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο, το προπνιγείο, στο βόρειο τοίχο του οποίου
εντοπίστηκε κατώφλι που οδηγούσε σε αύλειο χώρο και σε κάποια βοηθητικά κτήρια
που εντοπίστηκαν βορειότερα 278 .
Ο μέσος οίκος αποτελούνταν από τρία ή τέσσερα επιμέρους τμήματα τα οποία
ήταν εφοδιασμένα με λουτήρες. Η στήριξη του δαπέδου γινόταν με τοξωτά στηρίγματα
ανάμεσα από τα οποία κυκλοφορούσε ο αέρας στο χώρο του υποκαύστου 279 . Για την
θέρμανση των τοίχων χρησιμοποιήθηκε κατά πάσα πιθανότητα -σύμφωνα πάντα με τα
ανασκαφικά δεδομένα- ένας μεικτός τρόπος από πήλινα πειόσχημα πλακίδια σε
συνδυασμό με πήλινους αεραγωγούς σωλήνες 280 .
Το νοτιότερο τμήμα του βαλανείου καταλάμβανε ο ψυχρός οίκος ο οποίος ήταν
στρωμένος με λίθινες και κατά τόπους μαρμάρινες πλάκες. Στην ανατολική πλευρά του
caldarium ανασκάφηκε μετρίου μεγέθους πισίνα με δάπεδο από πήλινες πλάκες, η
πρόσβαση στην οποία γινόταν με τη βοήθεια τριών αναβαθμών 281 . Ύπαρξη παρόμοιας
πισίνας ή λουτήρων με μαρμάρινη επένδυση υποθέτουν οι ανασκαφείς και για την
βόρεια πλευρά του ψυχρού οίκου στηριζόμενοι στα ανασκαφικά δεδομένα 282 .
Κατά την ανασκαφή του βαλανείου εντοπίστηκε θραύσμα δεξιού χεριού που
κρατά φίδι. Μεταξύ του αντίχειρα και του δείκτη διακρίνεται η τριγωνική απόληξη του
κεφαλιού του ερπετού 283 . Πρόκειται προφανώς για χέρι προερχόμενο από άγαλμα
Υγείας. Η θεά θα κρατούσε με το δεξί χέρι το φίδι το οποίο θα τυλιγόταν γύρω από τον
βραχίονά της ενώ με το αριστερό φιάλη προς την οποία θα έτεινε το φίδι. Ο
συγκεκριμένος τύπος απόδοσης της Υγείας ήταν πολύ διαδεδομένος και ασφαλώς

276
Στη κόγχη υπήρχε ατομική λεκάνη από παχύ υδραυλικό κονίαμα και ορθομαρμάρωση. Οι τοίχοι του
ήταν κατασκευασμένοι απο αργούς λίθους με συνδετικό κονίαμα, θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών από
παλαιότερα κτήρια σε δεύτερη χρήση και ζώνες οπτών πλίνθων για την ανωδομή. Τσιγαρίδα-Βασιλείου
2007, 340.
277
Τσιγαρίδα-Βασιλείου 2007, 340.
278
Τσιγαρίδα-Βασιλείου 2007, 341-342. Από τον βόρειο του λουτρού χώρο προέκυψαν ένας κλίβανος, ένα
τρίχωρο κτίσμα και λείψανα κτηρίων που σώζονται ιδιαίτερα αποσπασματικά. Για εκτενή πραγμάτευση
των ιδιαίτερα καταστραμμένων κτισμάτων βλ. Τσιγαρίδα-Βασιλείου 2007, 337-340.
279
Το δάπεδο αποτελούνταν από ένα παχύ συμπαγές στρώμα από θραύσματα κεράμων, οπτών πλίνθων και
άλλων πήλινων αντικειμένων αναμεμειγμένων με μεγάλη ποσότητα ασβεστοκονιάματος και μια
επιστρωμένη άνω επιφάνεια με λίθινες μεγάλες πλάκες. Τσιγαρίδα-Βασιλείου 2007, 341.
280
Τσιγαρίδα-Βασιλείου 2007, 341.
281
Η πλευρά της πισίνας προς τους αναβαθμούς πρέπει να διέθετε στηθαίο όπως προκύπτει από τα ίχνη του
που διατηρήθηκαν στο υπόστρωμα. Τσιγαρίδα-Βασιλείου 2007, 341.
282
Τσιγαρίδα-Βασιλείου 2007, 341.
283
Τις πληροφορίες οφείλω στην αρχαιολόγο της ΙΣΤ’ Ε.Π.Κ.Α. κ. Μ.Τσιγαρίδα.
48

συνδέεται άμεσα με το περιβάλλον στο οποίο βρέθηκε 284 . Επιπλέον από το εσωτερικό
του λουτρού προέκυψε αριθμός ιατρικών εργαλείων που υποδεικνύουν άσκηση της
ιατρικής τέχνης στο χώρο 285 . Κατά τα ρωμαϊκά χρόνια λοιπόν στο ιερό του Άμμωνος
Διός η λατρεία του Ασκληπιού και της Υγείας πρέπει να ήταν ιδιαίτερα σημαντική,
γεγονός που υποδεικνύει πως στο ιερό η παρουσία των θεραπευτών θεών αποτελούσε
συνέχεια της παράδοσης των ελληνιστικών χρόνων 286 .

14. Κασσάνδρεια

Η λατρεία του Ασκληπιού στη Κασσάνδρεια δεν πρέπει να ήταν άγνωστη στη πόλη
και την ευρύτερη περιοχή. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από μια επιγραφή που
βρέθηκε στο Ασκληπιείο της Κω και περιλαμβάνει την πόλη, μαζί με την Αμφίπολη και
τους Φιλίππους, στις γιορτές προς τιμήν του Ασκληπιού που οργανώθηκαν για πρώτη
φορά το 242π.Χ. στη Κω ενώ ταυτόχρονα προσφέρεται το δικαίωμα της ασυλίας 287 .
Επόμενο είναι πως η προθυμία των κατοίκων της Κασσάνδρειας να τιμήσουν τον θεό
προέκυπτε από την αποδοχή της λατρείας του στην ίδια την πόλη.

15. Κοζάνη

Ένα αδημοσίευτο αγαλμάτιο Υγείας που υπάρχει στην Αρχαιολογική Συλλογή


Κοζάνης αποτελεί ένδειξη ότι στη περιοχή πρέπει να υπήρχε λατρεία του Ασκληπιού και
της κόρης του 288 (Πιν.20β, αρ.κατ.64). Σώζεται ο κορμός ενός μαρμάρινου γυναικείου
αγάλματος στην δεξιά πλευρά του οποίου αποδίδεται ένα ελισσόμενο φίδι που προφανώς
θα συγκρατούνταν από το χέρι της μορφής. Δυστυχώς στον οδηγό του Μουσείου δεν
δίνονται περισσότερες πληροφορίες παρά μόνο ότι σύμφωνα με το ευρετήριο του έχει
χώρο προέλευσης την Κοζάνη.

284
Για τον συγκεκριμένο τύπο βλ. Μητροπούλου 1984.
285
Τσιγαρίδα-Βασιλείου 2007, 343.
286
Να σημειωθεί ότι στον ευρύτερο χώρο του ναού βρέθηκε ενεπίγραφη πλίνθος αγαλματίου αφιερωμένου
στον Απόλλωνα Καναστραίο που χρονολογείται στον 2ο αι.μ.Χ. Γιούρη 1971, 360-361. Η εύρεση ενός
τέτοιου αναθήματος είναι αναμενόμενη σε ένα ιερό που ο Ασκληπιός θα κατείχε μερίδιο στη λατρεία
καθώς σύνηθες ήταν το φαινόμενο συλλατρείας πατέρα-γιου.
287
Herzog-Klaffenbach 1952 , 6. Βλ. επίσης Giovannini 1977, 465-472 και Χατζόπουλος 1996α, 143-144.
288
Καραμήτρου- Μεντεσίδη 1993, 78, εικ. 43. Αρχαιολογική Συλλογή Κοζάνης, αρ. ευρ. 53.
49

16. Λευκάδια Νάουσας

Η λατρεία του Ασκληπιού στην περιοχή των Λευκαδίων πιστοποιείται από μια
επιγραφή στην οποία ως επώνυμος ιερέας της πόλης παραδίδεται ο ιερέας του
Ασκληπιού 289 . Πρόκειται για τμήμα μιας λίθινης πλάκας όπου παρατίθενται δέκα
290
συνολικά πράξεις αγοραπωλησίας οργανωμένες σε δύο «σελίδες» . (αρ.κατ.32).
Χρονολογείται στο β’ μισό του 3ου αι.π.Χ ή στο γ’ τέταρτο του 3ου αι. π.Χ. 291
. Στην
πρώτη σελίδα, που σώζεται σχεδόν ακέραιη, έχουν χαραχθεί τέσσερις πράξεις ενώ στη
δεύτερη έξι 292 . Μολονότι σε όλες τις ωνές της πρώτης σελίδας παραδίδονται τα ίδια
στοιχεία για την χρονολόγηση τους (μήνας, όνομα επιστάτη, ιερέα, ταγωνατών) γεγονός
που δηλώνει την ταυτόχρονη σύναψη των πράξεων 293 , παρόλα αυτά μόνο στην δεύτερη
ωνή αναφέρεται ρητά το όνομα της θεότητας που υπηρετεί ο ιερέας. Εφόσον λοιπόν
πρόκειται για τα ίδια άτομα τότε ασφαλώς σε όλες τις πράξεις επώνυμος ιερέας είναι
αυτός του Ασκληπιού 294 .
Η λατρεία του Ασκληπιού στη Μίεζα με την οποία ταυτίζονται τα σημαντικά
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που έχουν ανασκαφεί στη περιοχή 295 , πρέπει να ήταν αρκετά
σημαντική καθώς η ίδια η γεωμορφολογία και το φυσικό περιβάλλον της θα ευνοούσαν
την ανάπτυξη της λατρείας. Ο πλούσιος υδροφόρος ορίζοντας με τα πηγαία ύδατα που
αναβλύζουν στον ευρύτερο χώρο θα αποτελούσε έναν βασικό παράγοντα για την
διευκόλυνση της λειτουργίας του ιερού 296 . Επιπλέον η εξαιρετική βλάστηση που

289
Αποτελείται από δύο τμήματα που έχουν συγκολληθεί. Το πρώτο κομμάτι της επιγραφής (Αρχαιολογικό
Μουσείο Βέροιας Λ 1138α) βρέθηκε το 1955 από τον Πέτσα στα χώματα που είχαν εισδύσει από την
καταστραμμένη καμάρα στο εσωτερικό του προθαλάμου του τάφου της Κρίσεως στο χωριό Λευκάδια.
Πέτσας 1964, 1. Το δεύτερο (Αρχαιολογικό Μουσείο Βέροιας Λ 1138) εντοπίστηκε το 1998 από την
Στεφανή κατά τις εργασίες αναστήλωσης του μνημείου, στα ανώτερα στρώματα της επίχωσης στο βόρειο
τμήμα του προθαλάμου μαζί με επτά άλλα μικρότερα θραύσματα, τέσσερα από τα οποία συγκολλήθηκαν
στο αριστερό τμήμα της επιγραφής. Στεφανή 2000, 416-417 και Λιλιμπάκη-Ακαμάτη –Στεφανή 2003, 155,
υποσημ. 4. Για την πλήρη δημοσίευση της επιγραφής βλ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη – Στεφανή 2003,155-196.
290
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη –Στεφανή 2003, 159.
291
Ο Πέτσας χρονολογεί την επιγραφή στο β΄ μισό του 3ου αι.π.Χ. (Πέτσας 1964, 40) ενώ οι Λιλιμπάκη-
Ακαμάτη και Στεφανή προτείνουν μια πιο συγκεκριμένη χρονολόγηση στο γ΄ τέταρτο του 3ου αι.π.Χ.
(Λιλιμπάκη-Ακαμάτη –Στεφανή 2003, 161).
292
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη-Στεφανή 2003, 160. Στο κείμενο γίνεται σαφής αναφορά του αντικειμένου της
αγοραπωλησίας, των συμπλεκόμενων μελών, των αρχόντων, των τοπογραφικών ορίων των προς πώληση
εκτάσεων, των μαρτύρων, των βεβαιωτών και των τιμών προκειμένου να διασφαλιστεί η εγκυρότητα και η
πληρότητα της πράξης. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη –Στεφανή 2003, 163.
293
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη – Στεφανή 2003, 170.
294
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη – Στεφανή 2003, 163, υποσημ. 34.
295
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη-Στεφανή 2003, 195, υποσημ. 260 όπου και η παλιότερη βιβλιογραφία για το
ζήτημα της ταύτισης του χώρου με την αρχαία Μίεζα. Επίσης Αλλαμανή-Κουκουβού-Ψαρρά 2009, 18-19.
296
Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι στα ανατολικά του αποκαλυφθέντος οικοδομικού συγκροτήματος βρίσκεται
σήμερα το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου δίπλα από το οποίο υπάρχει θερμή πηγή με νερό που
θεωρείται ιαματικό-θαυματουργό. Για τη σχέση του Ασκληπιού με τι θερμές πηγές ιδιαίτερα κατά τους
50

καλύπτει τη περιοχή και τα μικρότερα ή μεγαλύτερα ποτάμια που τη διασχίζουν θα


δημιουργούσαν ένα ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη ενός «θεραπευτικού»
κέντρου 297 .
Ιερό του Ασκληπιού στη περιοχή των Λευκαδίων δεν έχει με βεβαιότητα
εντοπιστεί. Στη βιβλιογραφία ωστόσο συνδέθηκε, με πολλές επιφυλάξεις, ένα σύνθετο
οικοδομικό συγκρότημα που εντοπίστηκε, ύστερα από πολλά χρόνια ανασκαφών, στο
εσωτερικό της αρχαίας πόλης με την εξυπηρέτηση λειτουργιών που ενδεχομένως θα
είχαν σχέση με την λατρεία του Ασκληπιού 298 . Οι σταθερά επαναλαμβανόμενες
διαστάσεις, οι άξονες που συνδέουν τα επιμέρους κτήρια, τα διάφορα κατασκευαστικά
στοιχεία και τα ευρήματα υποδηλώνουν μια ενιαία αρχιτεκτονική σύλληψη και εκτέλεση
που τοποθετείται χρονολογικά στο δεύτερο μισό του 4ου αι.π.Χ. 299 . (Πιν. 20δ). Τα
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που μέχρι στιγμής έχουν αποκαλυφθεί περιλαμβάνουν έναν
μνημειώδη δρόμο πλάτους 7 μ. που ορίζεται από δυο παράλληλους αναλημματικούς
τοίχους 300 . Το δυτικό πέρας του δρόμου ήταν στεγασμένο ενώ το μέτωπο του νότιου
τοίχου του κοσμούνταν με ημικίονες δημιουργώντας μια ψευδοπρόσοψη. Μεταξύ των
ημικιόνων αποκαλύφθηκε πλίνθινο θρανίο επιχρισμένο με κονίαμα 301 . Μέσω ενός

ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους βλ. Croon 1967, 244-245. Γενικά για τις θερμές πηγές και την
σχέση τους με την ιατρική και τον Ασκληπιό βλ. Krug 2003, 170-171.
297
Από το λόφο Τσιφλίκι που βρίσκεται στα νότια του χωριού Λευκάδια της Νάουσας έχει προκύψει ένα
θραύσμα αναθηματικού αναγλύφου το οποίο βρέθηκε σε δεύτερη χρήση στην κοιμητηριακή βασιλική που
εντοπίστηκε στη περιοχή. Χρονολογείται στον 2ο αι.μ.Χ. και φέρει παράσταση ανδρικών γεννητικών
οργάνων και την επιγραφή: ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΚ/ΑΤΕΥΧΗΝ/ΖΟ/ΕΙΛΙ/Α. Πρόκειται για αφιέρωμα της Ζωιλίας
στον Ποσειδώνα ως επίκληση για γονιμότητα. Η παρουσία λατρείας του θεού αυτού στη περιοχή είναι
απόλυτα δικαιολογημένη καθώς στο χώρο υπάρχουν πηγές και ορμητικά ποτάμια τα οποία συνδέονται
άμεσα με τον Ποσειδώνα. Ψαρρά Ε., «Σωστική ανασκαφή στο Τσιφλίκι Νάουσας κατά το 2003», ΑΕΜΘ
17 ( 2003), Θεσσαλονίκη 2005, 545-546, (539-551).
298
Αλλαμανή-Κουκουβού-Ψαρρά 2004, 577 και Κουκουβού-Ψαρρά 2004, 244. Η Ιγνατιάδου στη
δημοσίευση των γυάλινων οφθαλμών των κλινών που βρέθηκαν στο χώρο αναφέρει το συγκρότημα ως
ιερό του Ασκληπιού. Ιγνατιάδου 2004, 270, αρ. 48, Πιν. 62α. Θερμές ευχαριστίες οφείλω στην αρχαιολόγο
της ΙΖ’ Ε.Π.Κ.Α. κ. Ειρήνη Ψαρρά που ανασκάπτει τα τελευταία χρόνια το μεγάλο αυτό οικοδομικό
συγκρότημα για τις χρήσιμες μεταξύ μας συζητήσεις σχετικά με τον ανασκάπτόμενο χώρο.
299
Αλλαμανή-Κουκουβού 2000, 380 και Αλλαμανή-Κουκουβού-Ψαρρά 2004, 578. Ο Τουράτσογλου το
χρονολογεί στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι.π.Χ. Τουράτσογλου 1975, 408. Για την καταστροφή ή την
εγκατάλειψη του συγκροτήματος ελάχιστες πληροφορίες δίνονται από τις ανασκαφείς κυρίως λόγω της
έλλειψης στοιχείων που οφείλεται στην εκ θεμελίων λιθολόγηση των κτηρίων. Από το στρώμα
καταστροφής ωστόσο του χώρου με τους ημικίονες προέκυψε μια χρονολόγηση στα τέλη του 4ου-αρχές 3ου
αι.π.Χ. Αλλαμανή-Κουκουβού-Ψαρρά 2004, 577.
300
Το πλάτος του δρόμου είναι 7μ. ενώ το μήκος του ξεπερνά τα 150μ. Αρχικά είχε υποτεθεί ότι πρόκειται
για στοά με την κιονοστοιχία της να εδράζεται στο νότιο τοίχο-υποθεμελίωση. Αλλαμανή-Μισαηλίδου
1995, 206,207. Όμως η εύρεση ενός κρηπιδώματος, κατά πάσα πιθανότητα βάθρου, στον ενδιάμεσο χώρο
των αναλημματικών τοίχων και η απουσία στρώματος καταστροφής κεράμων οδήγησε στο συμπέρασμα
πως πρόκειται για δρόμο. Αλλαμανή-Κουκουβού 1998, 85-86, 87.
301
Το τμήμα αυτό του μνημείου είχε αποκαλυφθεί κατά τις ανασκαφικές εργασίες του Τουράτσογλου τα
έτη 1968-1970. Τουράτσογλου Ι., «Κοπανός Ναούσης», ΑΔ 24 (1969), Χρονικά Β² , Αθήνα 1970, 328-329,
Τουράτσογλου Ι., «Κοπανός», ΑΔ 25 (1970), Χρονικά Β² , Αθήνα 1973, 387-388 και Τουράτσογλου Ι.,
«Κοπανός», ΑΔ 26 (1971), Χρονικά Β², Αθήνα 1975, 407-409. Παρόμοια διαμόρφωση, χωρίς όμως
ημικίονες, παρουσίαζε και ο βόρειος αναλημματικός τοίχος.
51

κεκλιμένου επιπέδου, στη συνέχεια του δρόμου προς τα δυτικά, επιτυγχανόταν η


πρόσβαση σε μια στοά με δωρική κιονοστοιχία στην οποία ανοίγονταν δωμάτια με
ψηφιδωτά δάπεδα 302 . Δυτικά των δωματίων αυτών διαμορφώνεται ένας ανοικτός χώρος
στα βόρεια και δυτικά του οποίου αποκαλύφθηκαν έντεκα δωμάτια σε διάταξη Γ με
έκκεντρη είσοδο που άνοιγαν ανά δύο σε έναν κοινό προθάλαμο 303 . (Πιν.20ε). Από το
εσωτερικό τους προέκυψαν δύο γυάλινοι οφθαλμοί που προέρχονται από την
διακόσμηση κλινών και συνδέουν άμεσα το κτήριο με την παράθεση συμποσίων 304 ·
υπολογίστηκε μάλιστα ότι σε κάθε δωμάτιο πρέπει να χωρούσαν επτά συμποσιακές
κλίνες 305 . Οι χώροι αυτοί ταυτίστηκαν από τις ανασκαφείς με κτήρια του τύπου των
«εστιατορίων» που συχνά συναντούμε σε ιερά του Ασκληπιού 306 . Επίσης στα νότια των
συμποσιακών χώρων αποκαλύφθηκαν στον αγρό Καβαλάρη, ιδιαίτερα καταστραμμένα
οικοδομικά λείψανα ενός επιμήκους κτηρίου με κατεύθυνση Β-Ν που δίνει την εντύπωση
στοάς 307 . Η εύρεση αυτών των εντυπωσιακών σε διαστάσεις χώρων σε συνδυασμό με
ένα ναόσχημο κτίριο 308 που εντοπίστηκε προσκολλημένο στα βόρεια του κεκλιμένου

302
Η στοά αυτή ανήκε σε ένα υπαίθριο χώρο-αυλή η οποία ήταν προσβάσιμη και από μια κλίμακα στα
νότια του νοτιοανατολικότερου ημικίονα. Αλλαμανή-Κουκουβού 2000, 376, 378 και Αλλαμανή-
Κουκουβού-Ψαρρά 2004, 572.
303
Διαστάσεις δωματίων: 4,80x4,80μ. Η βόρεια πλευρά διαθέτει 5 δωμάτια ενώ η δυτική έξι. Αλλαμανή-
Κουκουβού-Ψαρρά 2009, 24.
304
Ουσιαστικά αποτελούν τη μοναδική περίπτωση που τα στοιχεία αυτά εντοπίστηκαν στο κατεξοχήν
φυσικό τους περιβάλλον το οποίο δεν είναι άλλο από αυτό των συμποσίων. Ιγνατιάδου 2004, 270. Όσες
κλίνες μας έχουν σωθεί από την αρχαιότητα προέρχονται από ταφικά σύνολα όπου τοποθετούνταν ως
συνοδευτικά αγαπημένα αντικείμενα των νεκρών στον άλλο κόσμο. Η αρχική και κατεξοχήν χρήση των
επίπλων αυτών όμως ήταν προορισμένη ασφαλώς για τα συμπόσια και τα τελετουργικά γεύματα που
λάμβαναν χώρα στις διάφορες γιορτές.
305
Αλλαμανή-Κουκουβού-Ψαρρά 2004, 574 και Αλλαμανή-Κουκουβού-Ψαρρά 2009, 24-26.
306
Η αποκάλυψη αγωγών που μετέφεραν νερό από τα δυτικά υψώματα στα διάφορα σημεία του
συγκροτήματος υποδεικνύουν τις μεγάλες ανάγκες υδροδότησης που παρουσιάζει το όλο συγκρότημα και
τις παρεπόμενες δραστηριότητες που θα λάμβαναν χώρα σε αυτό. Αλλαμανή-Κουκουβού-Ψαρρά 2004,
576-577. Πίσω μάλιστα από τα δωμάτια της δυτικής στοάς ανασκάφηκε μια κρηναία κατασκευή στην
οποία κατέληγε αγωγός. Αλλαμανή-Κουκουβού-Ψαρρά 2009, 26, υποσ. 30.
307
Στα νοτιοανατολικά του εντοπίστηκαν άλλοι δύο ορθογώνιοι χώροι χωρίς ωστόσο να είναι δυνατή η
ερμηνεία της λειτουργίας τους. Το κτίσμα διατρέχει κάθετα ένας πήλινος αγωγός με κατεύθυνση Α-Δ ενώ
στα νότια του κτηρίου αποκαλύφθηκε κτιστός αγωγός με προσανατολισμό Β-Ν. Αλλαμανή-Μισαηλίδου
1995, 208. Αλλαμανή Β., « Επαρχία Νάουσας. Κοπανός. Αγρός Καβαλλάρη», ΑΔ 47 (1992), Χρονικά Β²,
Αθήνα 1997, 452 και 454. Αλλαμανή-Μισαηλίδου, « Επαρχία Νάόυσας. Κοπανός. Αγρός Καβαλλάρη»,
ΑΔ 48 (1993), Χρονικά Β², Αθήνα 1998, 369 και 371.
308
Το οικοδόμημα αυτό διαρθρώνεται από μια είσοδο στα ανατολικά με κεκλιμένο επίπεδο, ένα στενό
πρόδομο διαστάσεων 7,30x2μ. και έναν κυρίως χώρο το μήκος του οποίου φθάνει τα 16,20μ. χωρίς
ωστόσο να έχει αποκαλυφθεί το δυτικό πέρας του. Οι ανασκαφείς δεν αποκλείουν την ύπαρξη πρόστασης
δωρικών κιόνων στην είσοδο του κτηρίου. Αλλαμανή-Κουκουβού 1998, 86 και Αλλαμανή-Κουκουβού-
Ψαρρά 2004, 573. Κατά τις ανασκαφείς, τον λατρευτικό χαρακτήρα του χώρου υποδεικνύουν η εύρεση
μισής μαρμάρινης φιάλης, ενός αποθέτη στα ανατολικά της εισόδου με θραύσματα λίθων, κεράμων και
αγγείων, καθώς και ο εντοπισμός οστράκων που ανήκουν σε παναθηναϊκούς αμφορείς του 5ου και 4ου
αι.π.Χ. Τα τελευταία βρέθηκαν τόσο μέσα στον αποθέτη που αναφέρθηκε όσο και στο στρώμα
καταστροφής του χώρου των ημικιόνων. Αλλαμανή-Κουκουβού 1998, 87. Κουκουβού Α., « Επαρχία
Νάουσας. Κοπανός. Μπελοβίνα», ΑΔ 50 (1995), Χρονικά Β², Αθήνα 2000, 564-565 και Αλλαμανή-
Κουκουβού-Ψαρρά 2004, 573, 577-578. Δεδομένης της μεγάλης καταστροφής που έχουν υποστεί τα
οικοδομικά λείψανα και της αποσπασματικότητας των ευρημάτων είναι αρκετά επισφαλής η παραπάνω
52

επιπέδου του δρόμου οδήγησαν στην υπόθεση ότι ενδεχομένως το δυτικό συγκρότημα να
διέθετε επίσημο θρησκευτικό χαρακτήρα στο οποίο θα λάμβαναν χώρα οι τελετουργικές
δραστηριότητες της πόλης ενώ τα κατάλοιπα που βρέθηκαν ανατολικότερα ίσως να
εξυπηρετούσαν εμπορικές, κοινωνικές ή πολιτικές ανάγκες 309 . Εύλογο λοιπόν είναι το
ερώτημα το οποίο διατυπώθηκε από τις ανασκαφείς μήπως όλο αυτό το μνημειακό
συγκρότημα συνδέεται με μια επίσημη λατρεία όπως θα ήταν αυτή του Ασκληπιού από
τη στιγμή μάλιστα που ο ιερέας του συγκεκριμένου θεού ήταν ταυτόχρονα και ο
επώνυμος της πόλης 310 . Ασφαλώς πρόκειται απλά για μια πρόταση η οποία χωρίς
επιπλέον ευρήματα, κινητά και ακίνητα, παραμένει υποθετική.

17. Λευκόβρυση ν.Κοζάνης

Από την Λευκόβρυση Κοζάνης, (πρώην Ίσβορος), προέρχεται ένα θραύσμα


μαρμάρινου αναγλύφου το οποίο σύμφωνα με την επιγραφή που φέρει, αποτελεί
ανάθημα στον Ασκληπιό και την Υγεία 311 (Πιν.20γ, αρ.κατ.45). Δυστυχώς η διατήρηση
του είναι ιδιαίτερα αποσπασματική. Ουσιαστικά σώζεται μόνο η αριστερή άνω γωνία του
αναγλύφου. Διακρίνεται ωστόσο η κατενώπιον με ελαφριά κλίση προς τα αριστερά
κεφαλή γυναικείας μορφής που ταυτίζεται κατά πάσα πιθανότητα με την Υγεία 312 .
Μέρος της επιγραφής έχει χαραχθεί πάνω στο αριστερό οριζόντιο πλαίσιο της στήλης
ενώ η υπόλοιπη, στο ελεύθερο πεδίο που υπάρχει στα αριστερά της κεφαλής. Διαβάζεται
το αποσπασματικά σωζόμενο όνομα του Ασκληπιού σε αιτιατική και πλήρως της Υγείας
στην ίδια πτώση. Χρονολογείται στον 2ο αι.μ.Χ 313 .

άποψη ότι δηλαδή το οικοδόμημα αυτό διαθέτει κάποιο λατρευτικό χαρακτήρα. Το κτήριο φαίνεται να
συνδέεται οργανικά περισσότερο με το άνδηρο που διαμορφώνεται στα βόρεια του διαδρόμου με τους
ημικίονες παρά με το ανασκαφέν νότιο, καθώς πρόσβαση σε αυτό θα μπορούσε να έχει κανείς μόνο από τα
βόρεια. Μια διαφορετική πρόταση ερμηνείας θα ήταν το κτήριο αυτό να λειτουργούσε ως στεγασμένη
πρόσβαση-πρόπυλο από το βόρειο άνδηρο στο νότιο γεφυρώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις υψομετρικές
διαφορές που παρουσιάζει η τοποθεσία. Η λίθινη φιάλη θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε κάποιο
περιρραντήριο που συχνά τοποθετούνταν στην είσοδο ιερών, αγορών, δημοσίων κτηρίων προκειμένου να
καθαίρονται οι προσερχόμενοι στο χώρο. Πουπάκη 2002, 282.
309
Αλλαμανή-Κουκουβού-Ψαρρά 2009, 27.
310
Κουκουβού-Ψαρρά 2004, 243-245.
311
Παραδόθηκε από τον Ι. Γκουσγκούνη το 1934. Μακαρόνας 1937, 10-11, αρ.19, εικ.12. Σήμερα στην
Αρχαιολογική Συλλογή Κοζάνης με αρ.ευρ. 19. Βλ. επίσης Ριζάκης –Τουράτσογλου 1985, 24-25, αρ.8.
312
Χατζηνικολάου 2007, 509, αρ.175.
313
Χατζηνικολάου 2007, 225. Οι Ριζάκης-Τουράτσογλου δίνουν μια γενικότερη χρονολογία στον 1ο-2ο
αι.μ.Χ. Ριζάκης-Τουράτσογλου 1985, 25.
53

18. Όλυνθος

Από την Όλυνθο δεν έχουν προκύψει επιγραφικές μαρτυρίες που να παραδίδουν
ρητά την λατρεία του Ασκληπιού. Παρόλα αυτά όμως η εύρεση δύο έργων πλαστικής
στο εσωτερικό δύο οικιών που απέδιδαν τον θεό έφερε νέα στοιχεία για την λατρεία του
κυρίως σε σχέση με τον ιδιωτικό βίο των αρχαίων.
Το καλύτερα διατηρημένο βρέθηκε στην οικία Bvi7 ή συμβατικά οικία του
Ασκληπιού 314 . Πρόκειται για ένα ακέφαλο άγαλμα ανδρικής μορφής που στηρίζεται σε
βακτηρία γύρω από το οποίο τυλιγόταν το φίδι. Από το τελευταίο διατηρείται μόνο το
κεφάλι του που κοιτά προς τα πάνω γεγονός που το συνδέει άμεσα με τον Ασκληπιό.
(Πιν.22β, αρ.κατ.69). Είναι κατασκευασμένο από μάρμαρο, ένα υλικό το οποίο σπάνια
συναντάται στην Όλυνθο 315 .
Η οικία μέσα στην οποία βρέθηκε αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα
οικιακής αρχιτεκτονικής με ορισμένες ωστόσο ιδιαιτερότητες κυρίως όσον αφορά τον
προσανατολισμό και το μέγεθος του ανδρώνα 316 .(Πιν.22α). Η είσοδος
πραγματοποιούνταν από τα βόρεια μέσω ενός διαδρόμου, κατά το ήμισυ
πλακοστρωμένου 317 . Περιμετρικά των τριών από τις τέσσερις πλευρές μιας κεντρικής
αυλής 318 οργανώνονταν οι επιμέρους χώροι. Στον ανατολικό τομέα υπήρχαν κατά πάσα
πιθανότητα τα βοηθητικά δωμάτια, όπως η κουζίνα και οι χώροι υγιεινής, οι οποίοι στο
σύνολό τους διατηρούνται σε ιδιαίτερα αποσπασματική κατάσταση 319 . Στη δυτική
πλευρά η εικόνα είναι περισσότερο σαφής. Εκατέρωθεν ενός προθαλάμου (d) 320
ανοίγονται δύο από τα καλύτερα διατηρημένα δωμάτια. Το a, που σώζει τα επιτοίχια
κονιάματά του και λογικά λειτουργούσε ως χώρος καθημερινής διαβίωσης 321 και το f
που αποτελούσε τον ανδρώνα της οικίας. Το τελευταίο ήταν το επισημότερο του σπιτιού

314
Για εκτενή περιγραφή της οικίας στην οποία βρέθηκε το άγαλμα βλ. Robinson 1946, 125-130, 137-142.
315
Robinson 1946 , 130-13. ΚΓΜΘ 1997, 47-48, αρ. 29.
316
Ο ανδρώνας στις οικίες της Ολύνθου τοποθετείται κατά βάση στο βόρειο τμήμα του σπιτιού, έχει την
είσοδό του στα νότια, διαθέτει σχετικά μεγάλες διαστάσεις και τουλάχιστον μια πλευρά του βρίσκεται σε
επαφή με κάποιον δρόμο. Στην περίπτωση της οικίας Bvi7, ο ανδρών είναι τοποθετημένος στο εσωτερικό
του κτηρίου, έχει μικρές διαστάσεις και η είσοδός του βρίσκεται στα βόρεια. Robinson 1946, 126, υποσημ.
48.
317
Για την είσοδο (χώρος b) βλ. Robinson 1946, 126.
318
Η πλακοστρωμένη αυλή διέθετε στην βορειοδυτική γωνία της ένα λάκκο για τη συλλογή του νερού. Ο
κύριος όγκος των υδάτων της αυλής απομακρυνόταν μέσω ενός πήλινου αγωγού στη νότια πλευρά του
αιθρίου. Robinson 1946, 127. Για τον διάδρομο που αποκαλύφθηκε στα νότια της αυλής βλ. Robinson
1946, 142.
319
Για εκτενή περιγραφή του ανατολικού καταστραμμένου τμήματος βλ. Robinson 1946 , 141.
320
Για τον χώρο d και τα ευρήματά του βλ. Robinson 1946, 137-138.
321
Για τον χώρο a, την διακόσμηση και την λειτουργία του βλ. Robinson 1946, 138-140.
54

όπως προκύπτει από την ποιότητα της κατασκευής του 322 . Περιμετρικά των τοίχων του
323
αποκαλύφθηκε υπερυψωμένο δάπεδο-πόδιο πλάτους 0,90μ. για την τοποθέτηση των
κλινών, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στην έκκεντρη τοποθέτηση της εισόδου. Ο
κεντρικός χώρος ήταν στρωμένος όχι με ψηφιδωτό αλλά με επιδαπέδιο κονίαμα 324 . Όλοι
οι τοίχοι ήταν επιχρισμένοι με κονίαμα ερυθρού χρώματος 325 . Στην δυτική πλευρά της
εισόδου εντοπίστηκε το αγαλμάτιο του Ασκληπιού 326 το οποίο πρέπει να χρονολογηθεί
πριν την καταστροφή της Ολύνθου το 348π.Χ. 327 . Νότια του f αποκαλύφθηκε το δωμάτιο
j που άνοιγε στη πλακοστρωμένη αυλή και κατά τον ανασκαφέα ήταν ένας επίσης
σημαντικός χώρος 328 .
Σε μια άλλη οικία της Ολύνθου εντοπίστηκε μαρμάρινη πλίνθος η οποία διατηρεί
ίχνη από τα πέλματα του αγάλματος αλλά και από το φίδι που θα ελισσόταν προφανώς
γύρω από κάποιο ραβδί (αρ.κατ.70). Πρόκειται προφανώς για πλίνθο από αγαλμάτιο
Ασκληπιού. Βρέθηκε στην οικία Αiv7 η οποία μολονότι διαθέτει τις χαρακτηριστικές για
τις οικίες της Ολύνθου διαστάσεις παρόλα αυτά παρουσιάζει κάποιες οικοδομικές
ιδιαιτερότητες που ώθησαν τον Robinson να υποθέσει πως πρόκειται για δύο οικίες.
Πράγματι ένας επιμήκης τοίχος που διατρέχει το κτήριο στον άξονα Β-Ν στο κέντρο
ακριβώς του πλάτους του χωρίζει το κτήριο σε δύο ισομεγέθεις αυτόνομες μονάδες 329 .
Η πλίνθος βρέθηκε στη νοτιοδυτική γωνία του νοτιοδυτικού δωματίου l της οικίας
που από τον Robinson χαρακτηρίστηκε ως νομισματοκοπείο διότι στο βόρειο δωμάτιο,

322
Εσωτερικές διαστάσεις ανδρώνα: 3x2,65μ. Διαστάσεις κεντρικού χώρου χωρίς το πόδιο: 1,75x1,20μ. Ο
Robinson αναφέρει ότι στον νότιο και ανατολικό τοίχο του δωματίου διατηρήθηκαν τα ωμά πλιθιά πάνω
στο λίθινο κρηπίδωμα. Από το σχέδιο και τις φωτογραφίες ωστόσο φαίνεται ότι τα πλιθιά έχουν διατηρηθεί
στον βόρειο και τον νότιο τοίχο. Ίσως πρόκειται για λάθος εκ παραδρομής. Robinson 1946, 128.
323
Robinson 1946, 128.
324
Από την νοτιοανατολική γωνία του κεντρικού χώρου ξεκινούσε αύλακα που διέτρεχε διαγώνια το πόδιο
προκειμένου να παροχετεύονται τα νερά από το εσωτερικό του ανδρώνα προς τα έξω. Εξωτερικά κατέληγε
σε αβαθή κοιλότητα στην πλακοστρωμένη αυλή. Robinson 1946, 129.
325
Για το λόγο αυτό ο Robinson το χαρακτηρίζει ως «ερυθρό ανδρώνα». Robinson 1946, 128.
326
Robinson 1946, 130.
327
Κατά τον Δεσπίνη το αγαλμάτιο του Ασκληπιού αποτελεί παραλλαγή του αγαλματικού τύπου του
Ασκληπιού του Ακράγαντα ή Ασκληπιού Doria Pamfili το πρωτότυπο του οποίου χρονολογείται στη
δεκαετία 370/60 π.Χ. ΚΓΜΘ 1997, 48, αρ.29.
328
Για τον χώρο j βλ.Robinson 1946, 141.
329
Μια επιγραφή αγοραπωλησίας που βρέθηκε στην βορειοδυτική πλευρά της εισόδου α και αναφέρει ως
αγοραστή τον Μοιραγένη συνδέθηκε με την εξεταζόμενη οικία. Στην επιγραφή, της οποίας τα γράμματα
έχουν αποδοθεί γραπτά και όχι εγχάρακτα, ορίζεται ως τιμή πώλησης οι 2000 δραχμές. Για το κείμενο της
επιγραφής βλ. Robinson D.M., “Inscriptions from Macedonia, 1938”, TransactAmPhilAss LXIX, (1938),
56, αρ.9. Το ποσό αυτό είχε φανεί πολύ χαμηλό στον μελετητή λαμβάνοντας υπόψη του τις υψηλές τιμές
που παρουσίαζαν οι οικίες που βρίσκονταν κοντά στο δημόσιο κέντρο της πόλης όπου εντοπίστηκε και η
συγκεκριμένη. Ο ίδιος όμως υποστήριξε ότι το γεγονός δεν προκαλεί καμία εντύπωση αν συνδεθεί η τιμή
των 2000 δραχμών με την αγορά της μισής οικίας, υπόθεση που αντικατοπτρίζεται και στην αρχιτεκτονική
διαμόρφωση του κτηρίου. Πέρα δηλαδή από τον επιμήκη τοίχο που αναφέρθηκε, το οικοδόμημα διαθέτει
μια είσοδο από τα βόρεια και τρεις από τα νότια, το ανατολικό μισό βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από
το δυτικό ενώ η διαίρεση της παστάδας σε δύο ισομεγέθη σχεδόν τμήματα οδηγούν στη βάσιμη υπόθεση
πως πράγματι πρόκειται για δύο ξεχωριστά κτήρια. Robinson 1946, 72-74.
55

όπου και η είσοδος, εντοπίστηκε θησαυρός από 11 άπαιστα χάλκινα πέταλα 330 . Οι
περισσότεροι χώροι της δυτικής οικίας (a, b, h, i, m) παρουσιάζουν βιοτεχνικό
χαρακτήρα για το λόγο αυτό ερμηνεύθηκαν από τον ανασκαφέα ως εργαστήρια και
καταστήματα 331 .

19. Πέλλα

Οι επιγραφικές μαρτυρίες που μαρτυρούν λατρεία του Ασκληπιού στη Πέλλα είναι
ελάχιστες. Μια επιγραφή του 4ου αι.π.Χ. που φέρει αποσπασματικά το όνομά του
αποτελεί τη μόνη επιγραφική ένδειξη για τη λατρεία του. (Πιν.22γ, αρ.κατ.36).
Πρόκειται για βάση αναθήματος από γκρίζο μάρμαρο στο οποίο διατηρείται τόρμος για
την ένθεση αγάλματος. Στην όψη του μνημείου διαβάζεται αποσπασματικά το όνομα του
λατρευόμενου θεού, του αναθέτη και η φράση «ἐ]πὶ ἱερέως» η οποία θα υποδήλωνε τον
χρόνο ανάθεσης με την αναγραφή του ονόματος του επώνυμου ιερέως 332 . Ασφαλώς θα
μπορούσε να πρόκειται και για κάποιο θεοφόρο όνομα καθώς διατηρούνται μόνο τα
γράμματα ΑΣΚΛΗΠΙ. Παρόλα αυτά όμως η πρώτη περίπτωση μοιάζει περισσότερο
πιθανή 333 .
Μια ακόμη ένδειξη, έμμεση αυτή τη φορά, για τη λατρεία του Ασκληπιού αποτελεί
ένα ψήφισμα ασυλίας της Πέλλας για το Ασκληπιείο της Κω που τοποθετείται στα
χρόνια της βασιλείας του Αντιγόνου Γονατά 334 . Η παρεχόμενη ασυλία στο ιερό του
Ασκληπιού από μέρους της Πέλλας ασφαλώς προϋποθέτει την αποδοχή της λατρείας του
από την ίδια τη πόλη.

20. Ν.Πέλλα (Colonia Pellensis)

Για τη λατρεία του Ασκληπιού στην αποικία της Πέλλας 335 (Colonnia Pellensis)
λαμβάνουμε πληροφορίες από τον Λουκιανό στο έργο του Αλέξανδρος ή Ψευδόμαντις 336 .

330
Πέραν των 11 αυτών πετάλων βρέθηκαν άλλα δύο στην ΒΔ γωνία του ίδιου δωματίου και άλλο ένα στο
διπλανό χώρο b, ανεβάζοντας τον αριθμό τους σε 14. Robinson 1946, 76-77, υποσημ.71.
331
Robinson 1946, 72.
332
Petsas 1978, 60-61, αρ.1
333
Οι Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 65, υποσημ. 6 αποκαθιστούν την επιγραφή ως εξής: Ἀσκληπι[ῶι
καὶ Ὑγειαι] / Ἀναξίδοτος [ τοῦ δεῖνος] / ἐπὶ ἱερέως [ τοῦ δεῖνος]. Επίσης βλ. και SEG XXXIX, αρ. 619.
334
Herzog-Klaffenbach 1952 , 7.
335
Χρυσοστόμου 1998, 126-127.
56

Ο συγγραφέας διηγείται πως στα μέσα του 2ου αι.μ.Χ. ο Αλέξανδρος ο Αβωνοτειχίτης
αφού γνώρισε μια πλούσια και ωραία Μακεδόνισσα, ήρθε από την Βιθυνία μαζί με ένα
φίλο του χορογράφο, τον Κοκκονά, στη Πέλλα. Εκεί αγόρασε για λίγους οβολούς ένα
ήμερο φίδι το οποίο, αφού το έφερε στη πατρίδα του, το επεδείκνυε ως γιο του
Ασκληπιού -φορώντας του μάλιστα ανθρωπόμορφο πρόσωπο από ύφασμα- μέσα σε
ειδικά κατασκευασμένο οικίσκο στο ιερό που ίδρυσε για αυτό. Επιπλέον, ονόμασε τον
δράκοντα Γλύκωνα και τον παρουσίαζε ως «νέον» ή «Πελλαίον Ασκληπιόν». Ασφαλώς
επρόκειτο για έναν εξαπατητή ο οποίος προβλήθηκε ως θαυματοποιός και προφήτης του
Ασκληπιού αποκομίζοντας μέσα σε λίγα χρόνια μεγάλα πλούτη δίνοντας όχι μόνο
ιατρικούς χρησμούς αλλά απαντώντας και σε κάθε είδους άλλη αίτηση 337 . Ταυτόχρονα
οργάνωσε ένα κύκλο μυστηρίων με θεατρικές αναπαραστάσεις ελληνικών μύθων τους
οποίους είχε προσαρμόσει στις λατρευτικές ανάγκες της νέας θεότητας 338 . Το σημαντικό
στοιχείο στη διήγηση αυτή είναι το ότι ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να εξαπατήσει τόσο
κόσμο στηριζόμενος στη μεγάλη φήμη και διάδοση που είχε η λατρεία του Ασκληπιού
στην αποικία της Πέλλας. Με αφετηρία την διαπίστωση ότι η λατρεία του Ασκληπιού
κατείχε ιδιαίτερη θέση στη παλιά πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, την Πέλλα,
είναι λογικό να υποθέσουμε πως η λατρεία του συνεχίστηκε και στην αποικία.

21. Πλατανιά Βοΐου ν. Κοζάνης

Στα βορειοανατολικά της θέσης Ανάνα στη Πλατανιά Βοΐου (πρώην


Μπουμπούστι), σε ένα χαμηλό επίπεδο, εντοπίστηκαν και παραδόθηκαν ύστερα από
βαθιά άροση τα θραύσματα ενός μαρμάρινου αγαλματίου των ύστερων ελληνιστικών
χρόνων που αποδίδουν τον Ασκληπιό 339 . (Πιν.23α, αρ.κατ.71). Ο θεός εικονίζεται

336
Λουκιανός, Αλέξανδρος ή Ψευδόμαντις 6 κ.ε. `Hmšraj m n oân tinaj o‡koi œmeinen ™lp…zwn Óper
Ãn, ØpÕ tÁj f»mhj aÙt…ka m£la pampÒllouj tîn PaflagÒnwn sundrame‹sqai. ™peˆ d Øperepšplhsto
¢nqrèpwn ¹ pÒlij, ¡p£ntwn toÝj ™gkef£louj kaˆ t¦j kard…aj proexVrhmšnwn oÙd n ™oikÒtwn sitof£goij
¢ndr£sin, ¢ll¦ mÒnV tÍ morfÍ m¾ oÙcˆ prÒbata e nai diaferÒntwn, ™n o„k…skJ tinˆ ™pˆ kl…nhj
kaqezÒmenoj m£la qeoprepîj ™stalmšnoj ™l£mbanen e„j tÕn kÒlpon tÕn Pella‹on ™ke‹non 'AsklhpiÒn,
mšgistÒn te kaˆ k£lliston, æj œfhn, Ônta, kaˆ Ólon tù aØtoà trac»lJ perieil»saj kaˆ t¾n oÙr¦n œxw ¢fe…j–
polÝj d Ãn–™n tù prokolp…J prokecÚsqai aÙtoà kaˆ camaˆ tÕ mšroj ™pisÚresqai,mÒnhn t¾n kefal¾n
ØpÕ m£lhj œcwn kaˆ ¢pokrÚptwn, ¢necomšnou p£nta ™ke…nou, proÜfainen t¾n Ñqon…nhn kefal¾n
kat¦ q£teron toà pègwnoj, æj dÁqen ™ke…nou toà fainomšnou p£ntwj oâsan.
337
Γενικά για την περίπτωση του Αλέξανδρου του Αβωνοτειχίτη βλ. Parke 1979, 173-175.
338
Parke 1979, 174.
339
Τα θραύσματα παραδόθηκαν από τον Γ. Κοταΐδη το 1994. Ανήκει στην Αρχαιολογική Συλλογή
Κοζάνης με αρ.ευρ. ΒΕΚ 3300 αλλά φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανής. Καραμήτρου-
Μεντεσίδη 1999, 227.
57

όρθιος σε κατενώπιον άνετη στάση να στηρίζεται σε κιονίσκο και σε ένα ραβδί γύρω από
οποίο τυλίγεται φίδι. Κατά την Καραμήτρου-Μεντεσίδη 340 το συγκεκριμένο εύρημα
υποδεικνύει με βεβαιότητα την ύπαρξη ιερού στη περιοχή μολονότι δεν προέκυψε ως
αποτέλεσμα κάποιας ανασκαφής αλλά περιήλθε στην κατοχή της Αρχαιολογικής
Υπηρεσίας ύστερα από παράδοση.

22. Ποτίδαια

Ο Robinson 341 στη δημοσίευση της οικιακής αρχιτεκτονικής της Ολύνθου


συγκρίνει το αγαλμάτιο του Ασκληπιού που εντοπίστηκε στη οικία Bvi7 (οικία του
Ασκληπιού) με ένα παρόμοιο από τη Ποτίδαια (Πιν.23β, αρ.κατ.72). Δυστυχώς δεν
διαθέτουμε ακριβείς πληροφορίες για τον χώρο εύρεσης του συγκεκριμένου αγάλματος.
Από τον Μπακαλάκη πληροφορούμαστε πως φυλασσόταν στο Δημοτικό Σχολείο από το
οποίο κλάπηκε μαζί με άλλες αρχαιότητες από τους Γερμανούς στρατιώτες που
εγκαταστάθηκαν εκεί τον Απρίλιο του 1941 κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο 342 . Ο
Alexander δίνει φωτογραφίες που ο ίδιος είχε τραβήξει το 1938 από τα μετέπειτα
κλαπέντα ευρήματα. Ανάμεσα σε αυτά διακρίνεται και το τμήμα του αγαλματίου
Ασκληπιού που παραθέτει ο Robinson στην πραγμάτευση της οικιακής αρχιτεκτονικής
της Ολύνθου. Το παραπάνω εύρημα είναι πολύ σημαντικό καθώς χρονολογείται πριν από
την καταστροφή της Ποτίδαιας το 356π.Χ., γεγονός που υποδεικνύει πως η λατρεία του
Ασκληπιού στη πόλη ήταν γνωστή από το α΄μισό του 4ου αι.π.Χ.

23. Φίλιπποι

Η λατρεία του Ασκληπιού στους Φιλίππους είναι πολύ πιθανό να υπήρχε ήδη από
τα ελληνιστικά χρόνια όποτε και τοποθετείται χρονολογικά μια επιγραφή από το
Ασκληπιείο της Κω που παρέχει ασυλία στη πόλη 343 . Πρόκειται για την ίδια επιγραφή
που αναφέρθηκε παραπάνω και πιστοποιεί τη συμμετοχή της πόλης στη γιορτή των

340
Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1999, 227.
341
Το μόνο που αναφέρει ο Robinson είναι πως η λήψη της φωτογραφίας έγινε το 1938 από τον ίδιο και
δημοσιεύθηκε στο παρόντα τόμο ύστερα από άδεια του Εφόρου Κοτζιά και του επιμελητή Μακαρόνα.
Robinson 1946, 131.
342
Ζημίαι 1946, 16. Μακαρόνας 1953, 623, αρ.49. Alexander 1963, 7, εικ. 21.1.
343
Herzog-Klaffenbach 1952, 6.1.
58

Ασκληπιείων που οργανώθηκαν για πρώτη φορά το 242 π.Χ 344 . Είναι λογικό να
υποθέσουμε πως η συμμετοχή αυτή πήγαζε από την ίδια την αποδοχή της λατρείας στην
πόλη.
Στους ρωμαϊκούς χρόνους η λατρεία του πρέπει να ήταν το ίδιο έντονη όπως
πληροφορούμαστε από μια επιγραφή η οποία βρέθηκε στο εσωτερικό της
παλαιοχριστιανικής βασιλικής των Φιλίππων και χρονολογείται στα μέσα του 3ου
αι.μ.Χ. 345 (Πιν.23γ, αρ.κατ.37). Σε αυτήν τιμάται ο Κόιντος Φλάβιος Ερμαδίωνας από
τα μέλη του θρησκευτικού συλλόγου του Σάραπι για τις υπηρεσίες που προσέφερε στη
πόλη ως γυμνασίαρχος, ως αρχιερέας της ανατολικής αυτής λατρείας αλλά και ως
αγωνοθέτης των μεγάλων Ασκληπιείων 346 . Η συγκεκριμένη επιγραφή είναι ιδιαίτερα
σημαντική διότι συνδέει την λατρεία του Ασκληπιού με αυτή των ανατολικών θεοτήτων.
Στα χρόνια αυτά οι αιγυπτιακές θεότητες, που συνδέονται άμεσα με το νερό και τις
ιδιότητές του 347 , προσλαμβάνουν θεραπευτικό χαρακτήρα με αποτέλεσμα να
συμφύρονται με τη λατρεία του Ασκληπιού 348 . Ενδεικτικό αυτής της όσμωσης είναι η
εύρεση ενός πήλινου ειδωλίου Τελεσφόρου στο ιερό των Αιγυπτίων θεών στους
Φιλίππους 349 . (Πιν.23δ). Η παρουσία αυτού του δαίμονα-θεραπευτή και συνοδού του
Ασκληπιού στο συγκεκριμένο ιερό σε συνδυασμό με την παραπάνω πληροφορία, ότι
δηλαδή ο αρχιερέας του Σάραπι ήταν ταυτόχρονα και αγωνοθέτης των μεγάλων
Ασκληπιείων, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αμφιβολίας ότι στους Φιλίππους η λατρεία
των αιγυπτίων θεών και του Ασκληπιού ήταν κοινή τουλάχιστον κατά τη ρωμαϊκή
περίοδο 350 .
Το ιερό των αιγυπτίων θεών που ανασκάφηκε στους Φιλίππους αποτελείται από
πέντε χώρους παρατακτικά τοποθετημένους και έναν μεγάλο διάδρομο στα βόρεια όπου
προφανώς θα λάμβαναν χώρα οι συναθροίσεις των πιστών και τα τελετουργικά γεύματα
(Πιν.3γ). Όπως υποστηρίζει ο Dunand, στους τρεις από τους πέντε χώρους λατρεύονταν

344
Βουτυράς 1993, 258.
345
Η επιγραφή εντοπίστηκε στη βάση του ΝΑ πεσσού από τον οποίο μεγάλο τμήμα είχε καταρρεύσει.
Προφανώς είχε χρησιμοποιηθεί στη κατασκευή ως υλικό σε δεύτερη χρήση. Το κάτω τμήμα της έχει
πλήρως αποσπαστεί ενώ η δεξιά άνω γωνία έχει αποκρουστεί. Lemerle 1935, 141. Για την χρονολόγηση,
ό.π., 147. Επίσης βλ. Pilhofer 2000, 318-320, αρ. 311.
346
Lemerle 1935, 142. Ότι πρόκειται για τα μέλη των θρησκευτών του Σάραπι προκύπτει από μια δεύτερη
επιγραφή η οποία βρέθηκε στον ίδιο χώρο και σε μικρή απόσταση από την εξεταζόμενη. Σε αυτήν τιμάται
ο πατέρας του αγωνοθέτη των μεγάλων Ασκληπιείων από τους θρησκευτές της ανατολικής θεότητας η
οποία ονομάζεται ρητά.
347
Το ιερό των Αιγυπτίων θεών στους Φιλίππους διέτρεχε αγωγός από πηλοσωλήνες προκειμένου να
επιτυγχάνεται η συνεχής και τόσο απαραίτητη για τις λατρευτικές διαδικασίες παροχή νερού. Dunand
1973, 192.
348
Τσώχος 2004, 84-85.
349
Collart 1929, 89-90.
350
Dunand 1973, 195.
59

η Ίσιδα, ο Σάραπις και ο Αρποκράτης καθώς τα ονόματά τους έχουν διαβαστεί σε


αναθηματικές επιγραφές 351 . Για τους άλλους δύο χώρους ο ίδιος μελετητής πιστεύει πως
ο ένας πρέπει να ήταν αφιερωμένος στον Άνουβι ενώ ο πέμπτος στον Τελεσφόρο και τον
Ασκληπιό 352 δεδομένου του θεραπευτικού χαρακτήρα που διέθετε το συγκεκριμένο ιερό
όπως συνάγεται από τα ευρήματα του χώρου 353 .

24. Μακεδονία

Δύο αναθηματικά ανάγλυφα προς τον Ασκληπιό και την Υγεία που βρίσκονται
σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης και χρονολογούνται στο δεύτερο
μισό του 4ου αι.π.Χ. δεν παρέχουν σαφείς τοπογραφικές πληροφορίες καθώς είναι
άγνωστος ο τόπος προέλευσής τους. Παρόλα αυτά έχει προταθεί η άποψη ότι πολύ
πιθανό να προέρχονται από τον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας 354 . Το πρώτο που ανήκε
στη συλλογή Παπαηλιάκη 355 αποδίδει τον Ασκληπιό να σπένδει με το δεξί χέρι και την
Υγεία δίπλα του να κρατά οινοχόη 356 (Πιν.24α, αρ.κατ.46). Στην ταινία της επίστεψης
357
διαβάζεται η επιγραφή [ὁ δεῖνα] Ἀσκληπ[ιῶι.] . Το δεύτερο ανάγλυφο, η προέλευση
του οποίου είναι επίσης άγνωστη, χρονολογείται στο τελευταίο τρίτο του 4ου αι.π.Χ. και
πιθανότατα στη δεκαετία 330-320π.Χ. 358 (Πιν.24β, αρ.κατ.47). Αποδίδεται πάλι ο
Ασκληπιός γενειοφόρος με μακριά μαλλιά και στρόφιον στο κεφάλι, σε κατ’ ενώπιον
στάση, να ακουμπά στο ραβδί του το οποίο ωστόσο δεν διακρίνεται διότι προφανώς
αποδιδόταν γραπτά 359 . Γύρω από το ραβδί τυλίγεται φίδι, το κεφάλι του οποίου αγγίζει

351
Dunand 1973, 193-195.
352
Dunand 1973, 195.
353
Για το θεραπευτικό χαρακτήρα του ιερού βλ. Collart 1929, 89-94. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας γιατρός
από τους Φιλίππους, ο Q. Mofius Euhemerus, αφιέρωσε βωμό στην Ίσιδα Regina, τον αυτοκρατορικό οίκο
και την αποικία των Φιλίππων, γεγονός που συνδέει την λατρεία με το επάγγελμα του αναθέτη. Τσώχος
2004, 86-87.
354
ΚΓΜΘ 2003, 17.
355
Πέτσας 1970, 292. (Αρ.ευρ. Μ.Θ. 10425). Το έργο προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από κάποιο
αττικό εργαστήριο καθώς το μάρμαρο μοιάζει να είναι πεντελικό. Παρόλα αυτά όμως επιτύμβια και
αναθηματικά ανάγλυφα όμοια με τα αττικά, που δεν αποκλείεται μάλιστα να είχαν κατασκευαστεί στην
Αττική, έχουν βρεθεί στη Μακεδονία όπως και σε άλλες περιοχές εκτός Αττικής. Το συγκεκριμένο
ανάγλυφο λοιπόν δεν αποκλείεται να προέρχεται από τη Μακεδονία όπως και τα περισσότερα αντικείμενα
της συλλογής Παπαηλιάκη. ΚΓΜΘ 2003, 16-17.
356
Το ανάγλυφο κατά τον Βουτυρά πρέπει να χρονολογείται στο τρίτο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ., στα χρόνια
350-330π.Χ. ΚΓΜΘ 2003, 16.
357
ΚΓΜΘ 2003, 16, αρ.152.
358
Κατά το ευρετήριο του Μουσείου: «Τόπος προελεύσεως άγνωστος. Εκομίσθη υπό Μ. Ρίτσου,
αρχαιοπώλου. 1930». ΚΓΜΘ 1997, 39-40, αρ.22. Αρ.ευρ. Μ.Θεσσαλ.: 1208.
359
ΚΓΜΘ 1997, 39.
60

τα δάχτυλα του δεξιού χεριού του θεού ενώ δίπλα από τον Ασκληπιό στέκεται η Υγεία η
οποία απεικονίζεται σε μια χειρονομία ανακάλυψης 360 .

25. Η επιγραφή των θεωροδόκων από την Επίδαυρο

Από την Επίδαυρο έχει προκύψει μια πολύ σημαντική επιγραφή στην οποία
παρατίθενται τα ονόματα των θεωροδόκων που αναλάμβαναν την υποδοχή και φιλοξενία
των Επιδαυρίων θεωρών κατά την πορεία τους στον βορειοελλαδικό χώρο 361 . Στην
επιγραφή αυτή που χρονολογείται το 360/59 π.Χ. ως θεωροδόκος για όλη την Μακεδονία
παρουσιάζεται ο βασιλιάς Περδίκκας. Στον κατάλογο όμως αυτό συμπεριλαμβάνονται
και πολλές πόλεις της Μακεδονίας οι οποίες δεν ανήκαν στο μακεδονικό βασίλειο. Οι
πόλεις που αναφέρονται και ανήκουν σήμερα στο διοικητικό διαμέρισμα της
Μακεδονίας είναι η Μεθώνη, η Πύδνα, η Αινεία, η Δίκαια, η Ποτίδαια, τα Καλίνδοια, η
Όλυνθος, η Απολλωνία, η Αρέθουσα, η Άργιλος, η Αμφίπολη, η Βέργη, η Τράγιλος, τα
Στάγιρα, η Άκανθος, η Άφυτις, η Σκιώνη, η Μένδη, η Νεάπολις και η Θάσος. Δεν είναι
τυχαίο ότι από τις δεκαοκτώ πόλεις που αναφέρονται οι επτά έχουν δώσει στοιχεία για
λατρεία Ασκληπιού. Προφανώς και στις υπόλοιπες έντεκα η συγκεκριμένη λατρεία ήταν
παρούσα αλλά δυστυχώς δεν μας έχουν σωθεί στοιχεία που να το αποδεικνύουν.

360
ΚΓΜΘ 1997, 39-40.
361
IG IV, 1, 94. Pilhofer 2000, 809-812, αρ.752b.
61

ΜΕΡΟΣ Β
62

Ι. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΩΝ

Στη Μακεδονία, ο αριθμός των ιερών του Ασκληπιού που μέχρι τώρα έχουν
εντοπιστεί και ανασκαφεί με βεβαιότητα είναι ελάχιστος. Πολλοί λόγοι έχουν συντελέσει
στη αποσπασματικότητα του υλικού. Το γεγονός ότι τα ιερά του βρίσκονταν μέσα στις
πόλεις, πολλές από τις οποίες συνέχισαν να κατοικούνται διαχρονικά όπως η Βέροια, η
Θεσσαλονίκη, η Αμφίπολη οδήγησε στη πλήρη καταστροφή τους. Αλλά και στην
περίπτωση των πόλεων της αρχαιότητας που εγκαταλείφθηκαν -ξαφνικά ή σταδιακά- η
πρακτική της λιθολόγησης που ασκήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους μεταγενέστερους
στο πέρασμα των αιώνων αφάνισε όλα εκείνα τα στοιχεία που θα βοηθούσαν σήμερα στη
μελέτη. Ασφαλώς η αποσπασματικότητα του προς εξέταση αρχαιολογικού υλικού
οφείλεται και στην απουσία μεγάλων και συστηματικών αρχαιολογικών ανασκαφών στο
χώρο της Μακεδονίας. Παρόλα αυτά όμως με τον συνδυασμό των πληροφοριών που
παρέχουν τα ελάχιστα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, οι επιγραφές, τα έργα πλαστικής, τα
ανάγλυφα και τα κάθε είδους συνευρήματα είναι δυνατή μια γενική αποκατάσταση της
εικόνας των Ασκληπιείων στο χώρο της Μακεδονίας.

Ι.1. Θέση Ασκληπιείων

Από την παράθεση όλων εκείνων των στοιχείων στο παραπάνω κεφάλαιο που
πιστοποιούν λατρεία του Ασκληπιού στη Μακεδονία προκύπτουν διάφορα ερωτήματα
σχετικά με την τοπογραφική θέση και την αρχιτεκτονική διαμόρφωση των Ασκληπιείων.
Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα διερωτάται κανείς αν ο Ασκληπιός λατρευόταν σε ιερά
ενταγμένα μέσα στο πολεοδομικό ιστό των πόλεων, σε ιερά έξω από αυτές αλλά σε
κοντινή απόσταση, ή σε χώρους απομακρυσμένους από τα αστικά κέντρα. Ασφαλώς
πρόκειται για ερωτήματα εξαιρετικά δύσκολο να απαντηθούν με βάση τα υπάρχοντα
αποσπασματικά αρχαιολογικά δεδομένα· μεγάλη ωστόσο βοήθεια θα προσέφερε η
απάντηση σε ένα άλλο ζήτημα ως αφετηρία για τον προβληματισμό αυτό: Στη
Μακεδονία ιδρύονται ιερά εξαρχής αφιερωμένα στον Ασκληπιό ή η λατρεία του
εισάγεται σε ήδη υπάρχοντα ιερά θεοτήτων που είτε σχετίζονται με την καταγωγή του ή
με μυθολογικά επεισόδια, είτε παρουσιάζουν ομοιότητες με τις ιδιότητές του; Από την
γενική εικόνα που δίνουν τα μέχρι τώρα δεδομένα προκύπτει ότι μάλλον συμβαίνει το
63

δεύτερο 362 . Στην Αντισάρα η λατρεία του εισάγεται σε ένα ιερό που υφίσταται ήδη από
τον 6ο αι.π.Χ. και πιθανόν να ανήκε στον Απόλλωνα 363 . Η πρώιμη μαρτυρία της λατρείας
του στην επιγραφή της Αμφίπολης δείχνει ότι ο Ασκληπιός μοιραζόταν το ιερό του με
άλλους συντέμενους θεούς. Στη Βέροια λατρευόταν μαζί με τον Απόλλωνα και την
Υγεία ενώ στα Καλίνδοια η λατρεία του εισήχθη κατά πάσα πιθανότητα στο ιερό του
Απόλλωνα. Στην Άφυτι της Χαλκιδικής η λατρεία του εισάγεται στο ιερό του Άμμωνος
Διός και του Διονύσου ενώ στο Δίον 364 , το θρησκευτικό κέντρο των Μακεδόνων, το ιερό
του ιδρύεται σε κοντινή απόσταση από το ιερό της Δήμητρας. Σε μεταγενέστερα χρόνια
ο Ασκληπιός εισέρχεται και στο κύκλο των ανατολικών θεοτήτων όπως συμβαίνει στους
Φιλίππους και πιθανότατα και στη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά τα ιερά -
άλλα με περισσότερη άλλα με λιγότερη βεβαιότητα- είτε βρίσκονταν ενταγμένα στον
πολεοδομικό ιστό των πόλεων είτε κοντά σε αυτόν. Αλλά και στις περιπτώσεις που η
λατρεία του εξαντλείται αποκλειστικά στον κύκλο του όπως στη Μόρρυλο 365 , τη
Θεσσαλονίκη 366 , τη Θάσο, τα ιερά του τοποθετούνται στο εσωτερικό των πόλεων.
Επομένως, από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα ιερά του Ασκληπιού βρίσκονταν
κυρίως μέσα στις πόλεις ή τουλάχιστον πολύ κοντά σε αυτές γεγονός που πρέπει να
θεωρηθεί μάλλον αναμενόμενο 367 . Η εισαγωγή και η διάδοση της λατρείας του
πραγματοποιείται «σε έναν φαινομενικά σαφώς περιγραμμένο θρησκευτικό κόσμο» 368
καθώς παρουσιάζεται σε αρκετά ύστερη εποχή σε σχέση με τους θεούς του Ολύμπου οι
οποίοι ήδη λατρεύονται σε μεγάλους ναούς σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο 369 . Οι
πόλεις έχουν ήδη διαμορφωθεί ως εξελιγμένα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά
μορφώματα, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην ίδια την τοπογραφία και την
πολεοδομία. Όπως επισημαίνει η Krug, «με την άνθηση μεγάλων κρατών και αστικών

362
Παρόμοια διαπίστωση διατυπώνουν και οι Edelstein. Edelstein-Edelstein 1945, 191, υποσημ.1.
363
Βουτυράς 1993, 253.
364
Έχει υποστηριχθεί ότι στο Δίον τα ιερά ορίζονταν από έναν περίβολο ο οποίος ωστόσο βρισκόταν
σχεδόν σε επαφή με την πόλη. Παντερμαλής 1994, 137.
365
Οι δύο τιμητικές επιγραφές που βρέθηκαν στη περιοχή των Άνω Αποστόλων Κιλκίς (αρχαία
Μόρρυλος) αναφέρουν ρητά πως έπρεπε να στηθούν στον «επιφανέστερο τόπο του Ασκληπιείου».
366
Για τη Θεσσαλονίκη οι πληροφορίες είναι λιγότερο σαφείς. Ο Βουτυράς υποθέτει την θέση του
Ασκληπιείου στο ανατολικό τμήμα της πόλης εξαιτίας κάποιων επιγραφών που εντοπίστηκαν στην
ευρύτερη περιοχή. Βουτυράς 1993, 257. Από το εσωτερικό της πόλης ωστόσο και κυρίως από το κέντρο
έχουν προκύψει αρκετά παραδείγματα έργων πλαστικής που είναι δυνατό να υποδεικνύουν και μια δεύτερη
περίπτωση στην τοποθέτηση του ιερού. Δεν αποκλείεται πάντως τα ευρήματα αυτά να συνδέονται και με
το ιερό του Σάραπι και των ανατολικών θεοτήτων που βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή στο οποίο πολύ
πιθανόν να υπήρχε και συλλατρεία του Ασκληπιού και του κύκλου του. Βλ. ειδώλιο Τελεσφόρου από το
συγκεκριμένο ιερό, σελ. 41 της παρούσας εργασίας. Είναι γνωστή άλλωστε η συλλατρεία ανατολικών
θεοτήτων και Ασκληπιού.
367
Edelstein-Edelstein 1945, 233.
368
Krug 2003, 124.
369
Edelstein-Edelstein 1945, 191.
64

κοινωνιών η ασθένεια, ο τραυματισμός και ο θάνατος έγιναν τελικά ένα πολιτιστικό


πρόβλημα. Η αρρώστια δεν βιωνόταν πια μόνον ως προσωπική δυστυχία αλλά
εκδηλωνόταν εντονότερα μέσα από τον ταυτόχρονο και οφθαλμοφανή πόνο των
συμπολιτών» 370 . Ταυτόχρονα, στο τέλος της κλασικής και στην αυγή της ελληνιστικής
εποχής κατά την οποία η διάδοση της λατρείας του είναι ταχύτατη, ο άνθρωπος
προβάλλεται πιο έντονα ως μονάδα και ο Ασκληπιός μοιάζει να αφιερώνει σχεδόν
αποκλειστικά τις φροντίδες, τις υπηρεσίες και τα αισθήματά του στο μεμονωμένο
άτομο 371 . Ανήκει στις παρήγορες θεότητες γι’ αυτό παρουσιάζεται μειλίχιος,
καλοπροαίρετος και συμπαραστάτης των νοσούντων που καταφεύγουν σε αυτόν για να
κατευνάσουν τον πόνο τους 372 . Με την ύφεση του ορθολογισμού που χαρακτήριζε την
σοφιστική σκέψη του 5ου αι.π.Χ, οι άνθρωποι χάνουν την πίστη τους στις παραδοσιακές
λατρείες και στρέφονται περισσότερο στις μυστηριακές θρησκείες που υπόσχονταν
ατομική σωτηρία 373 . Όπως σημειώνει ο Walbank, «την άλογη και συναισθηματική τάση
για αποκαλυπτικές καταστάσεις μπορούμε να την διαπιστώσουμε και από την Επίδαυρο,
όπου η λατρεία του Ασκληπιού και οι θαυματουργές θεραπείες ασθενών προσκυνητών,
οι οποίοι πέρασαν μια νύκτα μέσα στο ιερό, αναφέρονται σε πολλά αφιερώματα και
επιγραφές που φθάνουν το κατακόρυφο στην ελληνιστική εποχή» 374 .
Παράλληλα η ιατρική αναδεικνύεται ως τέχνη και γίνεται προσπάθεια να
αποκτήσει επιστημονική βάση και θεωρητική κατάρτιση 375 . Σε αυτό το πλαίσιο, όσο
αυξάνονταν και εξειδικεύονταν οι ιατρικές γνώσεις, τόσο η ανάγκη των γιατρών και των
απλών ανθρώπων για αναζήτηση βοήθειας από τον θεό γινόταν εντονότερη 376 . Στη
Μακεδονία, όπως προκύπτει από τις πηγές και από τα αρχαιολογικά δεδομένα, η λατρεία
του Ασκληπιού γρήγορα έτυχε ιδιαίτερης μεταχείρισης από τους βασιλείς οι οποίοι
φρόντισαν για την προώθησή της, γεγονός που συνδέεται με το ενδιαφέρον τους για την
διασφάλιση της υγείας και την πρόνοιά τους για τους ασθενείς. Το θέμα επομένως της
φροντίδας των υπηκόων του βασιλείου αποτελούσε πρόβλημα και ζητούμενο
πρωταρχικής σημασίας για τους Μακεδόνες βασιλείς 377 .

370
Krug 2003, 123. Η ίδια μάλιστα σημειώνει πως ο χαρακτήρας του Ασκληπιού είναι αστικός, γεγονός
που αντικατοπτρίζεται και στην εικονογραφία του. Krug 2003, 129.
371
Krug 2003, 124.
372
Κακριδής 1986, 216-217.
373
Walbank 1993, 306.
374
Walbank 1993, 306.
375
Garland 1992, 134.
376
Krug 2003, 124.
377
Για τη σχέση Μακεδόνων βασιλέων και λατρείας Ασκληπιού βλ. αντίστοιχο κεφάλαιο.
65

Επιπλέον, οι ανάγκες τις οποίες κάλυπτε η λατρεία ήταν ιδιαίτερα απαιτητικές. Η


πρόσβαση στα ιερά θα έπρεπε να ήταν όσο το δυνατόν ευκολότερη και λιγότερο
κοπιαστική λόγω του μεγάλου αριθμού ασθενών που προσέρχονταν σε αυτά, γεγονός
που απαιτεί εγκαταστάσεις και διευκολύνσεις όπως απρόσκοπτη παροχή νερού, όχι μόνο
για τις θεραπευτικές πρακτικές αλλά και για τις λατρευτικές. Η εξυπηρέτηση των πιστών
θα προϋπέθετε την ύπαρξη κτηρίων διαφορετικών λειτουργιών. Άλλωστε στα ιερά του
Ασκληπιού δεν προσέρχονταν μόνο για να αναζητήσουν θεραπεία αλλά και για να
ευχηθούν για την διατήρηση της υγείας 378 . Πολύ σύντομα τα Ασκληπιεία έγιναν τόπος
προσέλευσης και συνάντησης πολλών ανθρώπων 379 . Ίσως για το λόγο αυτό τα ιερά του
Ασκληπιού του Μακεδονία να αποτέλεσαν προβεβλημένοι χώροι στους οποίους
στήνονταν σημαντικές επιγραφές για την πολιτική, την κοινωνική και οικονομική ζωή
των πόλεων αφού θα ήταν ορατές από μεγάλο αριθμό ατόμων 380 . Αναφέρεται άλλωστε
και στην τιμητική επιγραφή προς τον Παράμονο από τη Μόρρυλο: « να στηθεί (ενν. η
στήλη) στον επιφανέστατο τόπο του Ασκληπιείου ώστε να τη βλέπουν και οι υπόλοιποι
και να παραδειγματιστούν από την προσφορά».

Ι.2.Αρχιτεκτονική διάρθρωση- εξοπλισμός

Ι.2.1.Τέμενος

Κάθε ιερό στην αρχαιότητα ανεξαρτήτως σε ποια θεότητα ήταν αφιερωμένο


διέθετε συγκεκριμένα όρια μέσα στα οποία ήταν υποχρεωμένο να αναπτύσσεται
οικοδομικά. Προκειμένου να αποφευχθεί η πιθανότητα καταπάτησης της ιδιοκτησίας του
ιερού από τρίτους αλλά και το αντίστροφο -η καταπάτηση δηλαδή των όμορων
ιδιοκτησιών από την πλευρά του ιερού- ανεγείρονταν στην περιφέρεια των εκτάσεων

378
Edelstein-Edelstein 1945, 182-83.
379
Όπως χαρακτηριστικά γράφουν οι Edelstein-Edelstein στηριζόμενοι στον Τερτυλιανό, «όταν οι
άνθρωποι περνούσαν από τα Ασκληπιεία εισέρχονταν για να προσευχηθούν ή να παρακολουθήσουν τις
τελετές. Εδώ συναντούσαν άλλους ανθρώπους και ήταν δυνατό να τους βρουν αυτοί που ήθελαν να τους
συναντήσουν». Edelstein-Edelstein 1945, 233.
380
Από ιερά του Ασκληπιού έχουν προκύψει επιγραφές οι οποίες αναφέρουν πως έπρεπε να στηθούν εντός
του ιερού χώρου. Σε μια επιγραφή που προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από την Λάρισα ορίζεται το
τιμητικό ψήφισμα να αναγραφεί σε λίθινο κίονα και να ανατεθεί στο ιερό του Ασκληπιού. Bequignon Y.,
“Etudes Thessaliennes”, BCH LIX, 1935, 71-73, αρ. 4, 38-77. Επίσης σε άλλη τιμητική επιγραφή από την
Κραννώνα ορίζεται το ψήφισμα να αναγραφεί σε κίονα στο Ασκληπιείο της πόλης (IG, IX 2, 461) ενώ
στην Ερέτρια να στηθεί εντός του Ασκληπιείου το ψήφισμα που αναφέρεται στους συμμετέχοντες στη
γιορτή που ήταν αφιερωμένη στο θεό (Sokolowski 1969, 182, No 93).
66

λίθινα ορόσημα γνωστά ως όροι 381 . Σε πολλές περιπτώσεις κατασκευάζονταν τοιχία,


άλλοτε χαμηλότερα άλλοτε υψηλότερα, περιμετρικά του ιερού τα οποία περιέκλειαν τον
ναό και τα διάφορα βοηθητικά κτήρια 382 . Κάτι αντίστοιχο πρέπει να ίσχυε και για την
Μακεδονία όπως τουλάχιστον συμπεραίνουμε από την επιγραφή της Αμφίπολης στην
οποία ρητά αναφέρεται ότι στο ιερό, εκτός από τον Ασκληπιό, λατρεύονταν και άλλες
θεότητες 383 . Η χρήση του όρου «θεῶι ἐντεμενίωι» δηλώνει έναν σαφώς περιορισμένο
χώρο, ένα τέμενος, μέσα στο οποίο λάμβαναν χώρα διαφορετικές λατρευτικές πρακτικές
που απευθύνονταν σε διαφορετικές θεότητες. Ορίζονται μάλιστα και οι υποχρεώσεις
όποιου ήταν διατεθειμένος να θυσιάσει σε άλλον ἐντεμένιο θεό, πέρα δηλαδή από τον
Ασκληπιό.

1.2.2.Ναός

Οι πληροφορίες για την ίδια την ύπαρξη και τη μορφή των ναών του Ασκληπιού
που συναντούμε στη Μακεδονία είναι ιδιαίτερα αποσπασματικές. Παρόλα αυτά είναι
δυνατόν να τις αντλήσουμε από τα διάφορα αρχαιολογικά δεδομένα. Στο Δίον έχουμε τη
μοναδική περίπτωση ναού αφιερωμένου στον Ασκληπιό που έχει μέχρι τώρα ανασκαφεί
και με ασφάλεια ταυτιστεί. Ουσιαστικά έχουν αποκαλυφθεί τα θεμέλια τα οποία
υποδεικνύουν ένα πρόστυλο ναό. Από την κάτοψη προκύπτει ότι αρχικά ο ναός είχε τη
μορφή μονόχωρου οίκου ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα αντιπροσωπεύει την εικόνα της
ελληνιστικής φάσης του ναού. Σε κάποια μεταγενέστερη περίοδο προστέθηκε ένας
εγκάρσιος τοίχος στο εσωτερικό του μετατρέποντάς τον σε δίστυλο διθάλαμο όπως τον
γνωρίζουμε από τα νομίσματα των ρωμαϊκών χρόνων στα οποία το λατρευτικό άγαλμα
του Ασκληπιού προβάλλει μέσα από τη δίστυλη πρόσοψη του ναού. Ασφαλώς η
παρατήρηση αυτή δεν σημαίνει ότι η μετατροπή συντελέστηκε αποκλειστικά την περίοδο
αυτή.
Η παρουσία λατρευτικού αγάλματος προϋποθέτει ασφαλώς την ύπαρξη ναού. Η
εύρεση στη Μόρρυλο μιας μαρμάρινης κεφαλής Ασκληπιού σε διαστάσεις μεγαλύτερων

381
Στην Επίδαυρο το μεγάλο τέμενος δεν ήταν περιτειχισμένο αλλά περιβαλλόταν μόνο με όρους. Gruben
2000, 150.
382
Στη Δήλο το ιερό του Ασκληπιού περιβαλλόταν από περιτείχισμα που οριοθετούσε μια βραχώδη
περιοχή. Κάτι παρόμοι συνέβαινε και στο ιερό του Απόλλωνος Πυθίου στη Πάρο. Krug 2003, 155-156.
383
Και για την περίπτωση του ιερού του Ασκληπιού στο Δίον έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο επιμήκης
τοίχος που εντοπίστηκε με κατεύθυνση Βορρά-Νότο στα ανατολικά του ιερού πρέπει κατά τον ανασκαφέα
να ανήκει στον παλαιότερο περίβολο των ιερών της πόλης. Παντερμαλής 1994, 137.
67

του φυσικού οδήγησε τους μελετητές στην υπόθεση πως πρέπει να ανήκε στο λατρευτικό
άγαλμα. Όπως προκύπτει από τις επιγραφές που έχουν εντοπιστεί στο χώρο η φήμη του
συγκεκριμένου ιερού είχε απλωθεί και πέρα από τα όρια της πόλης του Μορρύλου.
Αναμενόμενο θα ήταν σε ένα ιερό με τέτοια απήχηση να υπήρχε και ο αντίστοιχος ναός
που θα στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα του θεού.
Η ύπαρξη ναού αφιερωμένου στον Ασκληπιό πρέπει να θεωρηθεί πολύ πιθανή και
για τα υπόλοιπα ιερά του θεού που υπήρχαν στη Μακεδονία και γνωρίζουμε από
επιγραφές ότι διέθεταν οργανωμένο χαρακτήρα με όλα τα απαραίτητα για την σωστή
λειτουργία τους κτήρια. Στην Αμφίπολη και στη Βέροια γνωρίζουμε από επιγραφές ότι
λειτουργούσε εγκοιμητήριο. Στη δεύτερη μάλιστα υπήρχε και κρήνη καθώς και εξέδρα.
Στη Θεσσαλονίκη η λατρεία ήταν τόσο δημοφιλής ώστε οι οπαδοί της να είναι
οργανωμένοι σε σύλλογο Ασκληπιαστών. Αναμενόμενο θα ήταν σε όλες τις παραπάνω
περιπτώσεις τον πυρήνα του ιερού να καταλαμβάνει ένας ναός όχι μόνο ως κέντρο
λατρευτικών πρακτικών αλλά και ως αφετηρία ευρύτερων δραστηριοτήτων 384 .
Το δείγμα των ναών που έχουν εντοπιστεί και ανασκαφεί στη Μακεδονία είναι
αρκετά μικρό και αποσπασματικό ώστε να προκύψουν συμπεράσματα ως προς τη μορφή
τους. Κρίνοντας ωστόσο από τις διαστάσεις του ναού στο Δίον που αποτελούσε το
θρησκευτικό κέντρο των Μακεδόνων φαίνεται πως και στην περίπτωση της λατρείας του
Ασκληπιού οι μνημειακοί ναοί εξέλιπαν από τον χώρο της Μακεδονίας. Η επιλογή αυτή
εντάσσεται προφανώς στη γενικότερη τάση που σημειώνεται από τον 4ο αι.π.Χ και εξής
για την κατασκευή μικρότερων κτισμάτων 385 . Επιπλέον γενικότερη παρατήρηση είναι ότι
οι ναοί στα ιερά του Ασκληπιού είναι συνήθως μικρών διαστάσεων, «στοιχείο
ουσιαστικό και παραδοσιακό των Ασκληπιείων» όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι
Martin-Metzger 386 .

Ι.2.3. Εγκοιμητήριο

Βασική μονάδα στο οικοδομικό σύνολο ενός Ασκληπιείου κατά την αρχαιότητα
αποτελούσε μια επιμήκης συνήθως στοά στην οποία λάμβανε χώρα η πρακτική της
εγκοίμησης. Για το λόγο αυτό ονομαζόταν εγκοιμητήριο ή άβατο καθώς πρόσβαση σε
αυτό είχαν μόνο όσοι αποζητούσαν θεραπεία και όχι ο κάθε επισκέπτης που

384
Από επιγραφές που βρέθηκαν στη Βέροια, την Αμφίπολη και τη Θάσο πληροφορούμαστε ή έστω
συμπεραίνουμε την ύπαρξη θησαυρού στα ιερά του θεού. Πολύ πιθανό αυτός ο απαραίτητος για την
λειτουργία του ιερού εξοπλισμός να φυλασσόταν στο εσωτερικό του ναού.
385
Gruben 2000, 151.
386
Martin- Metzger 1992, 92.
68

προσερχόταν στο ιερό. Απαραίτητη προϋπόθεση για να εισέλθει κανείς στον ιδιαίτερο
αυτό χώρο ήταν η τέλεση όλων των προβλεπόμενων από τους ιερούς νόμους
διαδικασιών. Υπάρχουν παραδείγματα στα οποία τα εγκοιμητήρια έφεραν δύο επάλληλες
κιονοστοιχίες ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν διώροφα 387 . Κτήρια που
λειτουργούσαν ως άβατα έχουν εντοπιστεί και ανασκαφεί στο ιερό του Ασκληπιού στην
Αθήνα 388 , στην Κόρινθο 389 , στην Επίδαυρο 390 , στην Γόρτυνα 391 , στη Λεβήνα 392 .
Εγκοιμητήρια μέχρι στιγμής δεν έχουν εντοπιστεί με βεβαιότητα στο χώρο της
Μακεδονίας. Την ύπαρξή τους όμως την πληροφορούμαστε από επιγραφές. Στον ιερό
νόμο του 4ου αι.π.Χ που βρέθηκε στην Αμφίπολη αναφέρεται η πρακτική της
εγκοίμησης, η πραγματοποίηση της οποίας προϋποθέτει ασφαλώς την ύπαρξη ανάλογου
κτιρίου. Αλλά και από την αναθηματική επιγραφή που χρονολογείται το 132/31π.Χ. από
τη Βέροια προκύπτει η ύπαρξη αβάτου 393 . Σε αυτήν μνημονεύεται ο Μαρσύας ο γιος του
Δημητρίου ο οποίος κατασκεύασε το εγκοιμητήριο λίθινο και την εξέδρα που βρισκόταν
μπροστά από αυτό με δικά του έξοδα. Η συντακτική θέση του επιθέτου λίθινος στην
επιγραφή (κατηγορούμενο του αντικειμένου στο «εγκοιμητήριον») προσδίδει μια μόνιμη
ιδιότητα στο ουσιαστικό. Προφανώς λοιπόν υπήρχε προγενέστερο κτήριο το οποίο ήταν
κατασκευασμένο από φθαρτά υλικά και ο Μαρσύας αποφάσισε να το αντικαταστήσει.
Επιπλέον η χρήση του ρήματος κατασκευάζω όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η
Guarducci 394 αναφέρεται, όπως και σε άλλες επιγραφές, με την έννοια της επιδιόρθωσης
και ανακατασκευής και όχι της εκ βάθρων θεμελίωσης ενός κτιρίου. Στην προκειμένη
ωστόσο περίπτωση η αντικατάσταση μιας ξύλινης κατασκευής δεν θα άφηνε ιδιαίτερα
ίχνη από το προγενέστερο κτίριο. Θα επρόκειτο επομένως για μια εκ θεμελίων ανέγερση.
Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρείται και στο Ασκληπιείο της Κω. Οι στοές που

387
Riethmüller 1999, 131.
388
Για το εγκοιμητήριο στο Ασκληπιείο της Αθήνας βλ. Riethmüller 1999, 129-131 με όλη την
προγενέστερη βιβλιογραφία.
389
Roebuck 1951, 42-46.
390
Tomlinson 1983, 67-68.
391
Παπαχατζής, Παυσανίου Περιήγησις, Αρκαδικά, 298-299.
392
Melfi 2007, 57-58.
393
Την επιγραφή είδε ο Wace το 1911 στο προαύλιο του ναού του Αγίου Αντωνίου της Βέροιας ο οποίος
είναι γνωστός για τα θαύματα και τις θεραπείες του, κυρίως όσον αφορά τα ψυχικά νοσήματα. Πλήθος
κόσμου συνέρρεε στις δύο πανηγύρεις που πραγματοποιούνταν στη μνήμη του, την 17η Ιανουαρίου και την
1η Αυγούστου. Εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι κατεξοχήν τρόπος αναζήτησης θεραπείας των πιστών από
τον Άγιο ήταν η εγκοίμησή τους στο εσωτερικό του ναού όχι μόνο το βράδυ την παραμονής της γιορτής
του αλλά και οποιαδήποτε άλλη ημέρα του χρόνου. Σε φωτογραφία της δεκαετίας του ’50 το εσωτερικό
του ναού είναι κατάμεστο από κόσμο που κοιμάται εκπληρώνοντας ο καθένας το τάμα του. (Πιν.24δ). Η
πρακτική της εγκοίμησης στο ναό του Αγίου Αντωνίου εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα σε
μικρότερο ωστόσο βαθμό. Μητροπολίτου Βεροίας και Ναούσης Παντελεήμονος Καλπακίδη, Ιστορία και
προσφορά Ιερού Ναού Αγίου Αντωνίου, Πολιούχου Βεροίας, Βέροια 2004, 51-56, εικ.108.
394
Guarducci 1974, 13-14.
69

περιστοίχιζαν το υψηλότερο άνδηρο στις τρεις πλευρές του και χρησίμευαν ως


εγκοιμητήρια ήταν αρχικά κατασκευασμένα απο ξύλινα υποστυλώματα και φράζονταν
με ξύλινα θωρακεία των οποίων η αντικατάστασή τους από λίθινα αρχιτεκτονικά
στοιχεία πραγματοποιήθηκε μόλις το 2ο αι.π.Χ. 395 .
Τα θεμέλια ενός κτηρίου μήκους τουλάχιστον 110 μ. που αποκαλύφθηκαν στο ιερό
του Ασκληπιού στο Δίον πρέπει να ανήκαν σε μια στοά η οποία κατά την ανασκαφέα θα
εξυπηρετούσε τις διάφορες λειτουργίες του συγκροτήματος 396 . Μια από αυτές πρέπει να
ήταν και η πρακτική της εγκοίμησης. Δυστυχώς η κατάσταση διατήρησης του κτηρίου
είναι τόσο αποσπασματική ώστε είναι αδύνατο να προχωρήσουμε σε πιο συγκεκριμένες
διαπιστώσεις.

Ι.2.4.Κρήνες-πηγές

Οι κρήνες αποτελούσαν βασικό στοιχείο κάθε Ασκληπιείου καθώς η παροχή


τρεχούμενου νερού ήταν απαραίτητη όχι μόνο για τις τελετουργικές-λατρευτικές πράξεις
αλλά και για τις θεραπευτικές πρακτικές που ασκούνταν στα ιερά. Ενδεικτικά
αναφέρουμε τη πηγή Λέρνα στο Ασκληπιείο της Κορίνθου 397 , την ενσωματωμένη πηγή
στο άβατο του Ασκληπιείου της Αθήνας 398 , τις κρήνες στο Ασκληπιείο της Κω 399 , την
πηγή στο ιερό του Ασκληπιού στη Λεβήνα 400 , τις δεξαμενές που συγκέντρωναν το νερό
στο ιερό του Απόλλωνα Πυθίου και του Ασκληπιού στη Πάρο 401 .
Από την αναθηματική επιγραφή του 2ου αι.μ.Χ από τη Βέροια πληροφορούμαστε
την ύπαρξη μιας κρήνης στο Ασκληπιείο της πόλης η οποία διέθετε πολλούς
κρουνούς 402 . Η παροχή μάλιστα του νερού πραγματοποιούνταν μέσω ενός κεντρικού

395
Krug 2003, 161.
396
Πινγιάτογλου 2008, 578.
397
Roebuck 1951, 85-110.
398
Η κατασκευή της στοάς συμπεριέλαβε ένα κυκλοτερές λάξευμα στο βράχο από το οποίο ανάβλυζε νερό,
στοιχείο απαραίτητο σε κάθε ιερό και ιδιαίτερα του Ασκληπιού καθώς η χρήση του νερού για την
διασφάλιση της υγιεινής του χώρου αλλά και για την εξυπηρέτηση των λατρευτικών πρακτικών κρινόταν
απαραίτητη. Η κρήνη αυτή μάλιστα διαμορφώθηκε ανάλογα λαμβάνοντας κυκλικό σχήμα· περιμετρικά της
τοποθετήθηκε ρείθρο για να εκρέουν τα νερά προς τα έξω και να τροφοδοτούν τις εγκαταστάσεις του
ιερού. Βερσάκης Φ. , «Του Αθήνησιν Ασκληπιείου οικήματα», ΑΕ 1913, 52-74, 56.
399
Krug 2003, 161.
400
Melfi 2007, 62-63.
401
Melfi 2002, 343.
402
Παρόμοια επιγραφή έχει προκύψει και από το Αμφιαράειο του Ωρωπού, ενός ιερού με έντονο
θεραπευτικό χαρακτήρα και μιας λατρείας με ιδιότητες που προσιδιάζουν στο χαρακτήρα της λατρείας του
70

υδαταγωγού συστήματος που ξεκινούσε από την αποκαλούμενη Ευιαστική πύλη και
διανεμόταν μέσω σωλήνων σε κρήνες στην αγορά και στο ιερό του Ασκληπιού 403 .
Την ύπαρξη κρήνης ή πηγής υποθέτουμε και για το ιερό του Ασκληπιού στο Δίον.
Η εύρεση ενός μεγάλου κτιστού αγωγού μήκους 31,5μ. που βαίνει παράλληλα με την
επιμήκη στοά του ιερού υποδεικνύει την ύπαρξη κάποιας υδροδοτικής εγκατάστασης στο
εσωτερικό του ιερού και πιο συγκεκριμένα στα βόρεια του ναού. Ο αγωγός θα
λειτουργούσε παροχετευτικά καθώς η κλίση του από νότο προς βορρά και η κάμψη του
προς τα ανατολικά θα οδηγούσε τα νερά στη παρακείμενη βεσπασιανή επιτυγχάνοντας
ταυτόχρονα τον καθαρισμό της.
Η παρουσία του νερού ήταν εξίσου έντονη και στο ιερό του Άμμωνος Διός στην
αρχαία Άφυτι. Τα άφθονα τρεχούμενα νερά των φυσικών πηγών αποτέλεσαν την αιτία
για την διατήρηση ενός ειδυλλιακού και ταυτόχρονα απόλυτα ευεργετικού για την υγεία
φυσικού περιβάλλοντος. Η κρήνη στο διπλανό ιερό του Διονύσου πολύ πιθανό να
εξυπηρετούσε και την λατρεία του Ασκληπιού ενώ ταυτόχρονα θα τροφοδοτούσε με
τρεχούμενο νερό το ιερό του Διός εξασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την παροχή
ανανεωμένου και καθαρού νερού 404 . Η κατασκευή επομένως του βαλανείου κατά τους
ρωμαϊκούς χρόνους είχε σαν δεδομένο την συνεχή και απαραίτητη για την λειτουργία
του λουτρού υδροδότηση.

Ι.2.5. Λουτρά

Τα λουτρά κατείχαν σημαντική θέση στα Ασκληπιεία ιδιαίτερα κατά τους


ρωμαϊκούς χρόνους. Στο Δίον, μολονότι μέσα στο κατεξοχήν ιερό του Ασκληπιού δεν
εντοπίστηκαν λουτρικές εγκαταστάσεις, παρόλα αυτά στις μεγάλες θέρμες της πόλης η
παρουσία του θεραπευτή θεού ήταν ιδιαίτερα έντονη 405 . Δεν είναι τυχαίο ότι εκεί
βρέθηκε το σύνταγμα με ολόκληρη την οικογένεια του Ασκληπιού. Επίσης, το άγαλμα
Υγείας που προέκυψε από παράδοση λέγεται ότι βρέθηκε στον αγρό Κελεπούρη, στα
νότια του ιερού του Ασκληπιού, όπου ανασκάφηκε συγκρότημα λουτρού 406 . Πολύ
πιθανό τα άφθονα νερά της περιοχής να χρησιμοποιούνταν και για θεραπευτικούς

Ασκληπιού. «…kaˆ t¾n ™n 'Amfiar£ou kr»nhn kateskeÚa/ken kaˆ tÁj toà Ûdatoj ¢gwgÁj kaˆ tîn
ØponÒm/ wn ™pimemšlhtai aÙtÒqi, ™painšsai Puqšan». IG II² , 338.
403
Γουναροπούλου-Χατζόπουλος 1998, 142-143.
404
Βλ. υποσημ. 270 της παρούσας εργασίας.
405
Krug 2003, 181.
406
Ρωμιοπούλου 1980, 691. Παντερμαλής 1984, 66.
71

σκοπούς αν κρίνουμε από τον μεγάλο αριθμό των λουτρικών εγκαταστάσεων που
λειτουργούσαν αλλά και την ιδιαίτερα έντονη λατρεία του Ασκληπιού στη πόλη 407 . Την
εποχή αυτή άλλωστε τα λουτρά διέθεταν πολλαπλούς ρόλους καθώς αποτελούσαν το
κατεξοχήν μέσο που διασφάλιζε την ατομική υγιεινή ενώ ταυτόχρονα κατείχαν κεντρική
θέση στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πνευματική ζωή της πόλης. Επιπλέον,
έχει διατυπωθεί η άποψη ότι πολύ πιθανό τα λουτρά να επιλέγονταν και ως χώροι
εκμάθησης ή άσκησης της ιατρικής τέχνης καθώς σε έναν αριθμό περιπτώσεων έχουν
βρεθεί στο εσωτερικό τους ιατρικά εργαλεία 408 . Από την πόλη του Δίου έχουν προκύψει
τέσσερα συγκροτήματα λουτρών 409 , συμπεριλαμβανομένων και των μεγάλων θερμών
που περιγράφηκαν στο αντίστοιχο κεφάλαιο, καθώς και πέντε τουλάχιστον κτήρια
βεσπασιανών 410 , απόδειξη για την μεγάλη παρουσία ανθρώπων αλλά και για την
προσπάθεια διασφάλισης της απαραίτητης καθαριότητας και υγιεινής σε μια
πολυσύχναστη πόλη.
Ο ιαματικός χαρακτήρας του ιερού του Άμμωνα Δία στην Άφυτι δεν είναι δυνατό
να αμφισβητηθεί ύστερα μάλιστα από την αποκάλυψη του συγκροτήματος του
βαλανείου. Σε αυτό συνηγορούν όχι μόνο η εύρεση ιατρικών εργαλείων αλλά επιπλέον
και ο εντοπισμός θραύσματος δεξιού χεριού από άγαλμα Υγείας. Πρόκειται για ένα
ακόμη παράλληλο, μαζί με τα δύο παραδείγματα από το Δίον, ύπαρξης λατρείας της
Υγείας σε χώρους λουτρού 411 .
Την ύπαρξη λουτρών υποθέτει και η Deflaciuex για την περίπτωση της Βέροιας.
Στο Ασκληπιείο της πόλης λοιπόν θεωρεί πως πρέπει να ανήκει ένα σύνολο λουτρικών
εγκαταστάσεων που αποκαλύφθηκε στα οικοδομικά τετράγωνα 211-213, 216-217, 219-

407
Βουτυράς 1993, 254.
408
Yegul F., Baths and Bathing in Classical Antiquity, Η.Π.Α. 1992, 355. Από το Δίον έχουν προκύψει
ιατρικά εργαλεία που υποδεικνύουν την μεγάλη ανάπτυξη της ιατρικής στην περιοχή. (Βλ. προθήκη με
ιατρικά εργαλεία στο υπόγειο του Αρχαιολογικού Μουσείου του Δίου). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση
της διόπτρας, ενός εξειδικευμένου ιατρικού εργαλείου που βρέθηκε στο τετράγωνο της υδραύλεως.
Παντερμαλής Δ., «Η ανασκαφή του Δίου κατά το 1993 και η χάλκινη διόπτρα», ΑΕΜΘ 7 (1993),
Θεσσαλονίκη 1997, 195-199. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι από τον ίδιο χώρο προέκυψε και το αγαλμάτιο του
Ασκληπιού Giustini. Μήπως η συγκεκριμένη οικία ανήκε σε κάποιον γιατρό ο οποίος λάτρευε στον
ιδιωτικό του χώρο τον κατεξοχήν προστάτη της τέχνης του; Οι Edelstein-Edelstein υποστηρίζουν ότι στις
οικίες των γιατρών υπήρχε ιδιωτική λατρεία του Ασκληπιού. Edelstein-Edelstein 1945, 184. Επίσης ένα
επιτύμβιο ανάγλυφο που βρέθηκε στο χωριό Καρίτσα, δίπλα από το Δίον, αναφέρει στο επίγραμμά του τον
Άπτο, ιατρό που προσέφερε τις υπηρεσίες στο Δίον. Παντερμαλής 1981, 291-292.
409
Πρόκειται για τις μεγάλες θέρμες δίπλα στη νότια είσοδο της πόλης, τις λεγόμενες θέρμες του forum
στην ΒΑ γωνία του αντίστοιχου συγκροτήματος, τις θέρμες του κεντρικού δρόμου στα ανατολικά του
μνημείου των ασπίδων και τις αποκαλούμενες θέρμες του ανατολικού δρόμου που βρίσκονται στα νότια
της έπαυλης του Διονύσου. Γενικά για τις λουτρικές εγκαταστάσεις από το εσωτερικό της πόλης του Δίου
βλ. Ουλκέρογλου Τ., Το συγκρότημα των θερμών του κεντρικού δρόμου του Δίου. Ανασκαφή 1997-2007,
αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, Θεσσαλονίκη 2008, 105-106.
410
Παντερμαλής 2000, 293.
411
Τσιγαρίδα-Βασιλείου 2007, 343 και ενημερωτικό έντυπο ιερού Άμμωνος Διός, Διονύσου και
Ασκληπιού.
72

220 και περιλάμβανε θερμό, μέσο και ψυχρό οίκο, δεξαμενές διαφόρων τύπων και
σχημάτων διακοσμημένες με ψηφιδωτά και αίθουσες μεγάλων διαστάσεων. Στους
χώρους αυτούς βρέθηκαν ιδιαίτερα επιμελημένης κατασκευής αρχιτεκτονικά στοιχεία
καθώς και αγάλματα και ανάγλυφα τα οποία υποδεικνύουν την ποιότητα της σύνθεσης
του οικοδομικού συνόλου 412 .
Υποψία παρουσίας λουτρών υπάρχει και για την περίπτωση της Μορρύλου.
Δυστυχώς αρχαιολογικές ανασκαφές στη πόλη της Μορρύλου δεν έχουν
πραγματοποιηθεί προκειμένου να ορισθεί με σαφήνεια το ιερό του Ασκληπιού το οποίο
όπως προκύπτει από τις επιγραφές ήταν ιδιαίτερα σημαντικό. Παρόλα αυτά όμως από
την μικρής έκτασης ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε στο χώρο εύρεσης του τιμητικού
ψηφίσματος προς τον Παράμονο, εντοπίστηκαν κατάλοιπα βαλανείου ρωμαϊκών χρόνων,
ένδειξη ότι το Ασκληπιείο πρέπει να αναζητηθεί στον ευρύτερο χώρο.

Ι.2.6. Εξέδρα

Από την αναθηματική επιγραφή του Μαρσύα ο οποίος κατασκεύασε λίθινο το


εγκοιμητήριο του ιερού του Ασκληπιού στη Βέροια πληροφορούμαστε για την ύπαρξη
εξέδρας που βρισκόταν μπροστά από την στοά. Η εξέδρα αυτή πρέπει να ήταν ένα
μικρών διαστάσεων κτίσμα και κατά πάσα πιθανότητα ημικυκλικού σχήματος με έδρανα
για την ανάπαυση των πιστών που προσέρχονταν στο ιερό. Πολλές φορές η εξέδρα
διακοσμούνταν με κόγχες που έφεραν αγάλματα 413 . Η ανάγκη κατασκευής εξέδρας
μπροστά από το εγκοιμητήριο ίσως να υπαγορεύθηκε από την μεγάλη προσέλευση
ασθενών οι οποίοι πριν την εγκοίμησή τους έπρεπε να αναμένουν στον ευρύτερο χώρο.

Ι.2.7. Εγκαταστάσεις υγιεινής

Ασφαλώς η εξασφάλιση της υγιεινής στα ιερά του Ασκληπιού ήταν ζητούμενο.
Είναι λογικό σε έναν χώρο με μεγάλη προσέλευση ανθρώπων πολλοί από τους οποίους
θα είχαν προβλήματα υγείας να λαμβάνονται όλες οι απαραίτητες προφυλάξεις. Άλλωστε
στα Ασκληπιεία δεν κυκλοφορούσαν μόνο άρρωστοι. Πολλοί υγιείς προσέτρεχαν στα

412
Brocas-Deflacieux 1999, 72.
413
Brocas-Deflacieux 1999, 72.
73

ιερά για να ευχηθούν για την υγεία τους 414 . Η διάθεση αυτή για την διατήρηση της
καθαριότητας διαφαίνεται πολύ έντονα στη περίπτωση του Δίου. Η βεσπασιανή που
αποκαλύφθηκε σε κοντινή απόσταση από το ναό του Ασκληπιού θεωρείται ότι
εξυπηρετούσε τις ανάγκες των ανθρώπων που προσέρχονταν στο ιερό. Στο κτήριο αυτό
θα υπήρχε συνεχής ροή νερού όπως προκύπτει από την εύρεση του κτιστού αγωγού στα
νοτιοδυτικά του που κατέληγε σε αυτό. Στην εξασφάλιση της υγιεινής θα αποσκοπούσαν
και τα τέσσερα κτήρια βεσπασιανών που λειτουργούσαν στο εσωτερικό της πόλης 415 .
Η προσπάθεια για συνεχή ροή καθαρού νερού διαφαίνεται το ίδιο έντονα στην
αναθηματική επιγραφή από τη Βέροια όπου διεξοδικά περιγράφονται οι επισκευές, η
αποκατάσταση και η βελτίωση του δικτύου υδροδότησης της πόλης. Δεν είναι τυχαίο ότι
το ιερό του Ασκληπιού «διεκδικεί» μερίδιο στην διάθεση του όγκου των υδάτων
ανάμεσα στις πιο σημαντικές εγκαταστάσεις για την οικονομική ζωή της πόλης. Είναι
απόλυτα λογικό σε μια πόλη που μέχρι σήμερα είναι γνωστή για τα άφθονα νερά της να
λαμβάνεται μέριμνα για το αγαθό που πέρα από πηγή ζωής αποτελούσε με την κινητήρια
δύναμή του και πηγή ενέργειας.
Επίσης, στο κτήριο της Αμφίπολης όπου βρέθηκε άγαλμα Ασκληπιού
αποκαλύφθηκε κατά τους ανασκαφείς «εκτεταμένο δίκτυο αγωγών» που εκφεύγουν προς
διάφορες κατευθύνσεις. Ένας κτιστός αγωγός χαρακτηρίστηκε ως αποχετευτικός ενώ το
πηγάδι που εντοπίστηκε στη νότια πλευρά της κεντρικής αυλής θα εξυπηρετούσε τις
ανάγκες του κτηρίου για παροχή νερού.

Ι.2.8. Θησαυροί

Όπως προκύπτει από τις επιγραφές η ύπαρξη θησαυρού στα ιερά του Ασκληπιού
στη Μακεδονία δεν ήταν άγνωστη 416 . Ο εξοπλισμός αυτού του είδους ήταν απαραίτητος
σε πολλά ιερά του αρχαίου ελληνικού κόσμου -όχι μόνο του Ασκληπιού- και μαρτυρείται
τόσο επιγραφικά όσο και αρχαιολογικά 417 . Πρόκειται είτε για λίθινες κτιστές
κατασκευές, συνήθως στο δάπεδο του σηκού, όπως συνέβαινε στο Ασκληπιείο της

414
Edelstein-Edelstein 1945, 182.
415
Παντερμαλής 2000, 292-293.
416
Για την λειτουργία των θησαυρών στη λατρεία βλ. Kaminski 1991, 121-133.
417
Όπως σημειώνει ο Martin οι θησαυροί συνήθως εντοπίζονται σε ιερά είτε του Ασκληπιού είτε άλλων
ηρώων ή θεοτήτων που διαθέτουν θεραπευτικές ή μυστηριακές ιδιότητες. Martin R., “Un nouveau
reglement de culte thasien”, BCH LXIV-LXV (1940-41), 163-200, 173.
74

Κω 418 , της Επιδαύρου 419 , της Λεβήνας 420 είτε για λίθινα κυλινδρικά ή ορθογωνισμένα
μνημεία το εσωτερικό των οποίων έφερε κοιλότητα για την εισαγωγή και φύλαξη των
χρηματικών προσφορών 421 .
Στο χώρο της Μακεδονίας η παρουσία θησαυρού βεβαιώνεται στο ιερό του
Ασκληπιού στη Βέροια από την επιγραφή που αναφέρει πως τα έσοδα του Ασκληπιείου
προέρχονταν από τα θυσιασθέντα ζώα και από τις προσφορές των πιστών σε χρήματα τα
οποία φυλάσσονταν σε θησαυρό 422 . Επίσης και στην περίπτωση της Αμφίπολης
συμπεραίνουμε την ύπαρξη θησαυρού από το γεγονός ότι στον ιερό νόμο που βρέθηκε
στη περιοχή ορίζεται ως προϋπόθεση για την είσοδο του πιστού στο ιερό η καταβολή
συγκεκριμένου χρηματικού ποσού 423 . Τέλος και στη Θάσο πρέπει να υπήρχε παρόμοιος
εξοπλισμός καθώς στην επιγραφή που ορίζει τις υποχρεώσεις του εκμισθωτή της
έκτασης που βρισκόταν κοντά στο ιερό του Ασκληπιού περιλαμβάνεται και η απόδοση
χρηματικού ποσού στον Ασκληπιό σε περίπτωση μη εφαρμογής των διατάξεων 424 .

418
Kaminski 1991, 133-139. Sokolowski 1969, αρ.155.
419
Από την Επίδαυρο μας σώζεται επιγραφή που αναφέρεται στην κατασκευή του θησαυρού στο
εσωτερικό του ναού του Ασκληπιού. IG IV², 102. Για την αποκατάσταση του εσωτερικού του ναού με τον
θησαυρό βλ. Roux G., L’architecture de l’ Argolide aux IVe et IIIe siecles avant J.-C., Παρίσι 1961, 118-
119.
420
Melfi 2007, 74-77.
421
Για την τυπολογία των θησαυρών βλ. Kaminski 1991, 72-79. Από την Κραννώνα προέρχεται
ενεπίγραφος θησαυρός του 3ου αι.π.Χ., ανάθημα στον Ασκληπιό (Α.Ε.Μ.Λ. 88/18). Έφερε κυκλική οπή
μέσα στην οποία κατέληγαν τα χρήματα από την μικρή σχισμή που θα διέθετε το πώμα που στερωνόταν
πάνω στο κυρίως σώμα του θησαυρού. Τζιαφάλιας Α., «Κραννών», ΑΔ 43 (1988), Χρονικά Β1, Αθήνα
1993, 280-281.
422
Αλλαμανή-Σουρή 1990, 211-212.
423
Η απόδοση της μιας δραχμής στο ιερό παραπέμπει στη πρακτική που εφαρμοζόταν και στο ιερό του
Αμφιαράου στον Ωρωπό στο οποίο οι προσερχόμενοι πιστοί έπρεπε να πληρώσουν για την είσοδό τους.
Τους δινόταν μάλιστα ως απόδειξη ένα μολύβδινο πλακίδιο εν είδει εισιτηρίου το οποίο έφερε τις
ανάγλυφες μορφές του Αμφιαράου και της Υγείας. Πετράκος 1968, 126, 132 και Πιν. 503 δ-ε.
424
Salviat 1958, 251.
75

ΙΙ. ΛΑΤΡΕΙΑ

ΙΙ.1.1. Λατρευτικές - θεραπευτικές πρακτικές

Για τις λατρευτικές πρακτικές που λάμβαναν χώρα στα ιερά του Ασκληπιού
αντλούμε πληροφορίες κατά βάση από τις επιγραφές που έχουν προκύψει από τις
αρχαιολογικές έρευνες, τις πηγές και τα ανασκαφικά δεδομένα. Ασφαλώς κεντρικό ρόλο
στη λατρεία κατείχαν οι θυσίες ζώων, πρακτική η οποία ασκούνταν σε κάθε ιερό του
ελληνικού χώρου. Με παρόμοιο τρόπο λειτουργούσαν και τα ιερά του Ασκληπιού στη
Μακεδονία όπως προκύπτει από τα ευρήματα.
Αρκετές πληροφορίες για τις λατρευτικές πρακτικές μας παρέχει ο ιερός νόμος που
βρέθηκε στην Αμφίπολη. Από την αποκατάσταση που πρότεινε η Βεληγιάννη προκύπτει
ότι δεν θα επιτρεπόταν σε κανέναν να θυσιάσει ή να κοιμηθεί στο άβατο εάν δεν
προσκόμιζε στους θεούς τις προβλεπόμενες από τον ιερό νόμο προσφορές (ἱερὰ τοῖς
θεοῖς). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι διατάξεις διαχωρίζονται ανάλογα με την

λατρευτική πράξη που επιθυμεί ο κάθε πιστός να ασκήσει. Κατ’ αρχήν, με την
προσέλευσή του ο εισερχόμενος στο ιερό έπρεπε να καταβάλει το ποσό της μιας δραχμής
και έπειτα να θυσιάσει οποιοδήποτε θύσιμο ζώο επιθυμούσε ή να προσφέρει οτιδήποτε
άλλο στους θεούς 425 . Η καταβολή του χρηματικού ποσού υπονοεί ασφαλώς και την
ύπαρξη θησαυρού, ως μια εξίσου σημαντική πηγή εσόδων για το ιερό ενώ στην ευχέρεια
που δίνεται στον καθένα να θυσιάσει ό, τι προαιρείται πρέπει μάλλον να αναγνωρίσουμε
την πρακτική της «προθύσεως» η οποία συνηθιζόταν στα ιερά του Ασκληπιού 426 . Αλλά

425
Από επιγραφή του τέλους του 5ου αι.π.Χ. από την Επίδαυρο ορίζεται το είδος των προσφορών για κάθε
εντεμένιο θεό του ιερού, δηλαδή τον Απόλλωνα, την Λητώ, την Αρτέμιδα και τον Ασκληπιό. IG IV, 914
και Sokolowski 1969, αρ. 60, σελ. 113-114.
426
Πρόκειται για μια πρακτική η οποία περιλάμβανε αρχικά την απόθεση αναίμακτων ή οποιωνδήποτε
άλλων προσφορών στην ιερή τράπεζα του ιερού οι οποίες είτε καίγονταν είτε απλά αφήνονταν ανέπαφες
στη τράπεζα. Jameson 1994, 37. Στη συνέχεια ο πιστός τελούσε την κατ’ εξοχήν πράξη θυσίας των
θυμάτων τα οποία έπρεπε να καούν ολοκληρωτικά, σαν ολοκαύτωμα. Οι προσφορές αυτές αναφέρονται
76

και η έκφραση «ἄλλο τι ἂν αὐτὸς βούληται» δίνει το περιθώριο να συμπεράνουμε πως οι


προσφορές προς τον θεό δεν ήταν μόνο ζώα για θυσία αλλά και πόπανα, γλυκίσματα,
ψωμάκια, φρούτα και γενικά οτιδήποτε άλλο εδώδιμο 427 .
Ο νόμος γίνεται περισσότερο σαφής στην περίπτωση που κάποιος προσερχόταν
στο ιερό για να κοιμηθεί στο άβατο. Τότε ήταν υποχρεωμένος να «καταθέσει» στον θεό
428
σκέλη και κωλέαις, τους μηρούς των θυσιασθέντων ζώων δηλαδή , και ταυτόχρονα να

ως ἄγευστοι, καθώς δεν έπρεπε να καταναλωθούν, αφού προέρχονταν από εξιλαστήριες-καθαρτήριες


θυσίες. Τα υπολείμματα μάλιστα των καύσεων αυτών δεν τα πετούσαν οπουδήποτε αλλά αντίθετα τα
απέθεταν σε λάκκους επειδή ακριβώς αποτελούσαν παράγωγα ιεροτελεστιών. Οι πρακτικές αυτές
πιστοποιούνται ανασκαφικά στο ιερό του Ασκληπιού στον αρχαίο Δαφνούντα που εντοπίστηκε στην
περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου στο νομό Φθιώτιδας τα έτη 2005-2007. Σύμφωνα με την ανασκαφέα,
από το χώρο του ιερού προέκυψε μια εσχάρα με ίχνη καύσης, ένας βωμός και επτά κυκλικοί λάκκοι
ορισμένοι από τους οποίους περιείχαν προϊόντα απόρριψης τελετουργικών πράξεων και θυσιών.
Παπακωνσταντίνου 2009, 35. (Αυτομάτως προκύπτει το ερώτημα μήπως οι εκτεταμένες καύσεις που
εντοπίστηκαν στην οικία της Αμφίπολης προέρχονται από παρόμοιες πρακτικές και επομένως να μην
αποτελούν κατά χώραν καύσεις αλλά αποθέσεις «αποσυρμένων» καταλοίπων εξιλαστήριων-καθαρτήριων
τελετών.). Ορισμένες φορές ένα μέρος των θυσίμων καιγόταν ενώ ένα άλλο έπρεπε να αποτεθεί στην
τράπεζα του θεού ως τραπέζωμα ή παρατιθέμενο ἱερό. Petropoulou 1991, 29-30, Riethmüller 1999, 140.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι σκοπός της προθύσεως ήταν ο εξαγνισμός του πιστού προκειμένου καθαρός
να προχωρήσει στην πρακτική της εγκοίμησης. Petropoulou 1991, 29-30. Η πρακτική της προθύσεως
συναντάται σε ιερούς νόμους προερχόμενους από διάφορα ιερά του Ασκληπιού. Αναφέρεται σε επιγραφή
του 4ου αι.π.Χ (Peek 1972, σελ.138-139, αρ. 336) από την Επίδαυρο στο τύπο ἐπὶ τα προθύσι καθώς και
στα κείμενα των ιαμάτων από το ίδιο ιερό με το ρήμα προεθύσατo (IG IV², 121-122,V). Σε μια άλλη
επιγραφή από το Ασκληπιείο του Πειραιά με την προστακτική προθύεσθαι ( IG II3, 4962). Επίσης σε ιερό
νόμο προερχόμενο από το Ασκληπιείο της Περγάμου ορίζονται με ακρίβεια οι προσφορές που έπρεπε να
δοθούν ως πρόθυση με την χρήση της προστακτικής προθυέσθω. Habicht 1969, αρ.161, σελ. 167-184. Για
την πρακτική αυτή βλ. Riethmüller 1999,140. Επίσης Eickstedt 2001, 11-13.
427
Edelstein-Edelstein 1945, 187. Jameson 1994, 37. Αλλαμανή-Σουρή 1990, 210. Eickstedt 2001, 11-13.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Αριστοφάνη στο έργο του «Πλούτος» για το είδος των προσφορών
που υπεξαιρούσε ο ιερέας του Ασκληπιού κατά την διάρκεια της νύχτας από τον βωμό και την ιερή
τράπεζα του ιερού. Αριστοφάνης, Πλούτος, 660-662, 676-678. Οι προσφορές αυτές συνήθως αφήνονταν
πάνω σε τράπεζες την ύπαρξη των οποίων γνωρίζουμε τόσο από τις πηγές (βλ.Αριστοφάνη παραπάνω) όσο
και από τις επιγραφικές μαρτυρίες και τα ανασκαφικά ευρήματα. Για περισσότερες πληροφορίες και
βιβλιογραφία σχετικά με τις τράπεζες βλ. παρακάτω σελ. 118 για την περίπτωση των Ν. Ρόδων.
Προφανώς παρόμοια τράπεζα θα υπήρχε και στο ιερό του Ασκληπιού στην Αμφίπολη αλλά ίσως και στη
Βέροια.
428
Από το τμήμα αυτό της επιγραφής προκύπτουν δύο παρατηρήσεις. Ενώ στο πρώτο μέρος οι γενικές
διατάξεις περιλαμβάνουν όλους τους εντεμένιους θεούς (θύειν τοῖς θεοῖς ἱερεῖα καὶ ἄλλο τι ἂν αὐτὸς
βούληται), στο τμήμα της επιγραφής που αναφέρεται στην εγκοίμηση ο αποδέκτης των θυσιών είναι ένας
(ὅς δ’ ἂμ μὴ παραθῆι ἱερὰς μοίρας τῶι θεῶι, διπλὰς ἀποτινέτω:). Δεν θα μπορούσε ασφαλώς να είναι
άλλος από τον Ασκληπιό, καθώς συνδέεται άμεσα με την πρακτική της εγκοίμησης. Μια δεύτερη
παρατήρηση αφορά τις προσφερόμενες θυσίες. Τα σκέλη, αν πράγματι η επιγραφή ανέφερε κάτι τέτοιο,
σχεδόν ταυτίζονται νοηματικά με τις κωλέαις. Ο όρος ωστόσο κωλέαις που σύμφωνα με το λεξικό Lidell-
Scott δηλώνει τον μηρό ζώου και κυρίως του χοίρου ίσως να χρησιμοποιείται προκειμένου να
διαφοροποιηθεί από τον γενικό όρο σκέλη που θα μπορούσαν να χαρακτηρίζουν τα αντίστοιχα μέλη
οποιωνδήποτε άλλων ζώων. Αν πράγματι ισχύει η σκέψη αυτή τότε έχουμε την πρώτη ένδειξη που
υποδηλώνει πως στην Μακεδονία εφαρμοζόταν η θυσία χοίρου στον Ασκληπιό όπως και σε άλλα
Ασκληπιεία του ελληνικού χώρου. Για τη συνήθεια να θυσιάζουν χοίρους βλ.Eickstedt 2001, 23. Σε
αναθηματικά ανάγλυφα εικονίζονται χοίροι ως προσφορά στον Ασκληπιό όπως στο ανάγλυφο από το
Ασκληπιείο της Αθήνας, LIMC ΙΙ, λ. Asclepius, αρ. 63. και στο ανάγλυφο από την βόρεια Πελοπόννησο,
LIMC ΙΙ, λ. Asclepius, αρ. 248. Αλλά και σε επιγραφή από το Ασκληπιείο της Περγάμου αναφέρεται θυσία
χοίρου στο πλαίσιο των θυσιών. Habicht 1969, αρ.161, σελ. 175-176.
77

πληρώσει στον ιερέα το ποσό που του είχε καθορίσει πριν την θυσία ο τελευταίος 429 . Αν
κάποιος δεν πρόσφερε στο θεό τα προκαθορισμένα μερίδια του θυσιασθέντος ζώου του
επιβαλλόταν η υποχρέωση να τα αποδώσει διπλά. Όσο για την περίπτωση που κάποιος
ήθελε να θυσιάσει σε άλλον εντεμένιο θεό, τότε όφειλε να τελέσει τα προβλεπόμενα και
για τον Ασκληπιό αποδίδοντας τα αυτά και στον βωμό του θεραπευτή θεού.
Όλα τα παραπάνω υποδεικνύουν τόσο την σημαντική θέση που κατείχε ο θεός στο
ιερό όσο και την πρόθεση από την πλευρά του ιερού να μην αφήσει κανένα περιθώριο
παρανόησης ή παράλειψης θρησκευτικών πράξεων που θα διατάρασσαν την ηθική τάξη
στο σύνολο των συλλατρευόμενων θεοτήτων. Για να διασφαλιστεί η εγκυρότητα της
λατρευτικής διαδικασίας έπρεπε ο προσερχόμενος στο ιερό να ακολουθεί πιστά όλες τις
σχετικές διατάξεις που αφορούσαν όλες ξεχωριστά τις ιερές πράξεις. Το κείμενο αυτής
της επιγραφής αποτελεί ακόμη ένα παράδειγμα ιερού νόμου όπως το γνωρίζουμε από
ανάλογες περιπτώσεις που έχουν βρεθεί και σε άλλα ιερά του Ασκληπιού στον ελληνικό
χώρο. Παρόμοιες διατάξεις έχουν προκύψει από το ιερό του Ασκληπιού στον Πειραιά 430 ,
την Επίδαυρο 431 , την Αττική 432 οι οποίες ορίζουν με σαφήνεια τις διαδικασίες που
έπρεπε να ακολουθηθούν.
Όλες οι παραπάνω πρακτικές σε μεγάλο βαθμό αποτελούν προπαρασκευαστικά
στάδια για την κατεξοχήν θεραπευτική πρακτική που είναι αυτή της εγκοίμησης.
Προκειμένου ωστόσο κάποιος να προχωρήσει σε αυτή τη διαδικασία έπρεπε πρώτα να
καθαρθεί και τελετουργικά μέσα από την καθαρτήρια δύναμη του νερού 433 . Για το λόγο
αυτό η παρουσία του νερού είναι ιδιαίτερα έντονη μέσα στα ιερά του Ασκληπιού με την
ύπαρξη κρηνών, πηγών και λουτρών. Για τα αρχιτεκτονικά αυτά σύνολα έγινε λόγος
παραπάνω. Σημαντικό ωστόσο είναι το γεγονός ότι το νερό δεν αποτελεί μόνο
καθαρτήριο μέσο αλλά και συστατικό στοιχείο μιας άλλης διαδικασίας που λάμβανε
χώρα στα ιερά του Ασκληπιού αναπόσπαστα συνδεδεμένη και σχεδόν απορροφημένη
από τις υπόλοιπες πρακτικές: της μαντείας. Η θεραπεία πραγματοποιούνταν μέσω των
ονείρων για το λόγο αυτό ο πιστός έπρεπε να προετοιμαστεί κατάλληλα προκειμένου να
429
Πρέπει να πρόκειται για το γέρας του ιερέα, το μερίδιό του δηλαδή από την θυσία και όχι για έσοδο του
ιερού. Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο ιερέας δεν πληρώνεται με μερίδιο από τα θυσιασθέντα ζώα,
αφού αυτά προφανώς καίγονταν ολοκληρωτικά, αλλά με καταβολή χρηματικού ποσού (ἀργύριον) το οποίο
για να μην δηλώνεται αριθμητικά πρέπει προφανώς να κυμαινόταν ανάλογα με τις απαιτήσεις της θυσίας.
Ανάλογος «χειρισμός» συναντάται και στον ιερό νόμο από τις Ερυθρές της Μ. Ασίας (Sokolowski 1955,
αρ.24) στον οποίο ο ιερέας αμείβεται τόσο με χρηματικό ποσό όσο και με μερίδιο από τα θυστά. Jameson
1994, 40.
430
Eickstedt 2001, 11-13, 26.
431
IG IV 1², 97. Για άλλο ιερό νόμο από το ίδιο ιερό βλ. Sokolowski 1969, σελ.113-114, αρ.60.
432
Sokolowski 1969, σελ.105-106, αρ.54
433
Για τον καθαρτήριο ρόλο του νερού στο ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο βλ.Lambrinoudakis 1994,
229-230.
78

δεχτεί την προοπτική αυτή 434 . Σε αυτήν την προετοιμασία βασικό ρόλο είχε το νερό την
ύπαρξη του οποίου διαπιστώνουμε τόσο έντονη στα ιερά του Ασκληπιού και στη
Μακεδονία.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι τα είδη των προσφορών που δίνονταν στα
ιερά του Ασκληπιού στη Μακεδονία εντάσσονται στις γενικότερες λατρευτικές
πρακτικές που συνηθίζονταν σε ολόκληρο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, γεγονός που
επιβεβαιώνεται και από την επιγραφή των εσόδων του Ασκληπιείου της Βέροιας. Στην
επιγραφή αυτή αναφέρεται ότι τα έσοδα του ιερού προέρχονται από τα θύσιμα και τον
θησαυρό. Πολύ σωστά η Αλλαμανή-Σουρή 435 υπέθεσε ότι τα θύσιμα δεν εξαντλούνταν
μόνο στα προς θυσία ζώα αλλά επιπλέον περιελάμβαναν και άλλου είδους προσφορές,
όπως αυτές εννοούνται στην επιγραφή της Αμφίπολης με την έκφραση «ἄλλο τι ἂν
αὐτὸς βούληται», τα οποία μαζί με τα έσοδα του θησαυρού αξιοποιούνταν και
προσμετρούνταν στην περιουσία του ιερού μεταποιούμενα από μια «ρευστή» σε μια
περισσότερο «σταθερή» και «στερεή» κατάσταση. Ουσιαστικά η επιγραφή της Βέροιας
μας οδηγεί ένα βήμα παρακάτω καθώς συνδέει τις θρησκευτικές πράξεις με την
οικονομική διαχείριση του ιερού. Ό, τι επομένως αποτελούσε προϋπόθεση για την
λατρευτική διαδικασία (καταβολή χρηματικού ποσού και προσφορών) στην Αμφίπολη,
στη Βέροια αποτελεί αιτία και αφορμή για την οικονομική ενίσχυση του ιερού. Παρόλα
αυτά όμως πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ότι δεν επρόκειτο για αναθήματα με τη
στενή έννοια του όρου αλλά για το αποτέλεσμα μιας σαφούς οικονομικής επένδυσης. Αν
επρόκειτο για μεταποίηση ήδη ανατεθέντων προσφορών θα έπρεπε στην επιγραφή της
Βέροιας να αναγράφονται και τα ονόματα των αναθετών όπως συμβαίνει στις επιγραφές
του είδους αυτού 436 . Να σημειωθεί επίσης ότι η πρακτική της μεταποίησης των εσόδων
του ιερού στη Βέροια συνεχίζεται μέχρι τα όψιμα αυτοκρατορικά χρόνια όπως προκύπτει
από μια επιγραφή με παρόμοιο περιεχόμενο που παραδόθηκε στο Αρχαιολογικό
Μουσείο της πόλης αλλά παραμένει αδημοσίευτη.

434
Κατά τους Martin-Metzger «ο Ασκληπιός έχει κληρονομήσει τις μαντικές και θεραπευτικές δυνάμεις
του από τον Απόλλωνα, του οποίου την θέση παίρνει συχνά, όπως στην Επίδαυρο». Martin- Metzger 1992,
83-84. Για το ίδιο ζήτημα βλ. επίσης Ginouvès 1994, 238 και Edelstein-Edelstein 1945, 104-105. Επίσης
Martin-Metzger 1992, 87 για την στενή σχέση ναού-εγκοιμητηρίου-δεξαμενής στο «νότιο» Ασκληπιείο της
Γόρτυνας τόσο σε τοπογραφικό όσο και σε λειτουργικό επίπεδο.
435
Αλλαμανή-Σουρή 1990, 210-211.
436
Πρόκειται για την πρακτική της καθαιρέσεως όπως μας είναι γνωστή από διάφορες επιγραφές από το
Ασκληπιείο της Αθήνας. Κατά την πρακτική αυτή συντασσόταν ένας κατάλογος των αναθημάτων που
επρόκειτο να απομακρυνθούν από το ιερό με σκοπό να εκποιηθούν και να κατασκευαστεί ένα νέο ανάθημα
από τα έσοδα όπου θα αναγράφονταν όλα τα ονόματα των αναθετών. Aleshire 1989, 104-105.
79

ΙΙ.1.2. Γιορτές

Δυστυχώς η αποσπασματικότητα των ευρημάτων και ο ελάχιστος αριθμός


Ασκληπιείων που μέχρι τώρα έχουν εντοπιστεί με βεβαιότητα στην Μακεδονία δεν
βοηθούν σε μεγάλο βαθμό στην αντιστοίχηση ανασκαφικών δεδομένων και
πληροφοριών που προκύπτουν από τις επιγραφές και τις πηγές αναφορικά με τις
λατρευτικές διαδικασίες. Συμπεραίνουμε επομένως την ύπαρξη βωμών, θυσιών,
τελετουργικών συμποσίων, εορτών από τις υπάρχουσες επιγραφές χωρίς ωστόσο να είναι
δυνατή πάντα η αρχαιολογική τους εξακρίβωση.
Συνηθισμένη πρέπει να ήταν η παράθεση τελετουργικών γευμάτων στο πλαίσιο
των εορτών που λάμβαναν χώρα προς τιμή του θεού. Στην Αθήνα για παράδειγμα
γνωρίζουμε την ύπαρξη τριών τουλάχιστον εορτών. Πρόκειται για τα Επιδαύρια, τα
Ασκληπιεία και τα Ηρώα. Οι δύο πρώτες περιελάμβαναν θυσία βοδιού, πομπή,
παννυχίδα 437 (νυκτερινή γιορτή) και τελετουργικά γεύματα που προσφέρονταν στο
εστιατόριο, το κτήριο στα δυτικά του ιερού του Ασκληπιού 438 . Στα Ηρώα ωστόσο, όπως
σημειώνει ο Riethmüller, ο Ασκληπιός λατρευόταν ως ήρωας για το λόγο αυτό το θύμα
δεν προσφερόταν στους πιστούς αλλά καιγόταν ολόκληρο ως «ολοκαύτησι» 439 . Στην

437
Όπως προκύπτει από τις πηγές και από τις επιγραφές οι νυκτερινές γιορτές πρέπει να ήταν
συνηθισμένες στη λατρεία του Ασκληπιού. Τιμητικές επιγραφές από το Ασκληπιείο της Αθήνας (για τα
αποκαταστημένα κείμενα των επιγραφών αυτών βλ. Hubbe 1959, αρ.6, 181-184, αρ.10, 188-194, αρ.11,
195-198, αρ.13, 200-201) ρητά αναφέρουν την τέλεση παννυχίδων σε όλη την διάρκεια του έτους οι οποίες
πρέπει να περιελάμβαναν και λαμπαδηδρομίες. Edelstein-Edelstein 1945, 198. Η πρακτική των νυκτερινών
εορτών βεβαιώνεται και από μια επιγραφή που προέκυψε από το εσωτερικό της «δεξαμενής του
Αντωνίνου» στο ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα στην Επίδαυρο και χρονολογείται με σιγουριά στο έτος
111μ.Χ. Πρόκειται για ένα πεσσίσκο με αναθηματική επιγραφή που αναφέρει την ύπαρξη ἱερᾶς νυκτὸς
ως κεντρικής εορτής. Κατά τον Λαμπρινουδάκη η πληροφορία που παρέχει η επιγραφή ενισχύει την άποψη
ότι κατά την ρωμαιοκρατία ενισχύθηκε το μυστικό στοιχείο στη λατρεία του Ασκληπιού. Λαμπρινουδάκης
Β.Κ., «Ιερό Απόλλωνος Μαλεάτα Επιδαύρου», ΠΑΕ 1988, 21-29, 28. Όπως προκύπτει από τις πηγές, την
νύκτα δεν λάμβαναν χώρα μόνο γιορτές αλλά και καθημερινές θρησκευτικές τελετές. Για το λόγο αυτό η
χρήση λύχνων ήταν πολύ σημαντική σε κάθε Ασκληπιείο. Edelstein-Edelstein 1945, 193-194.
Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές του Αίλειου Αριστείδη για το ιερό του Ασκληπιού στο Πέργαμο το
οποίο το βράδυ φωτιζόταν από ιερούς λύχνους. Αίλειος Αριστείδης, Ιεροί Λόγοι, 47, 11 και 47, 32. Ίσως με
αυτό τον τρόπο δικαιολογείται η εύρεση σημαντικού αριθμού λύχνων στα ιερά του Ασκληπιού. Στο
Ασκληπιείο της Φενεού για παράδειγμα βρέθηκαν «πλείστοι λύχνοι εκ πηλού» καθώς και «εις ευμεγέθης
τρίμυξος λύχνος». Πρωτονοτάριου- Δεϊλάκη 1963, 60. Στην οικία από την οποία προέκυψε το άγαλμα του
Ασκληπιού στην Αμφίπολη εντοπίστηκαν πολύμυξα λυχνάρια τα οποία ίσως να συνδέονται με τις τελετές
αυτές. Ασφαλώς περισσότερο πιθανή είναι η σύνδεση των λύχνων με την λατρεία της Κυβέλης η οποία
ούτως ή άλλως τεκμαίρεται από την εύρεση του ειδωλίου της ένθρονης Κυβέλης που βρέθηκε στο κτήριο.
438
Riethmüller 1999, 139. Για τα Επιδαύρια μάλιστα υποθέτει και την τέλεση Θεοξενίων, μιας γιορτής που
περιλάμβανε το στρώσιμο μιας τράπεζας και μιας κλίνης με προσφορές για τον θεό. Η πρακτική της
στρώσης κλίνης και τράπεζας άλλωστε μαρτυρείται και από επιγραφή από το Ασκληπιείο της Αθήνας.
Hubbe 1959, αρ.3, 10-13. Την τέλεση Θεοξενίων στο Ασκληπιείο της Αθήνας υποθέτει και ο Beschi 1969,
399. Για τα Θεοξένια βλ. Jameson 1994, 35-57. Για την γιορτή των Επιδαυρίων βλ. Clinton 1994, 17-34.
Για τα Ηρώα βλ. Riethmüller 1999, 138-140.
439
Riethmüller 1999, 139.
80

Επίδαυρο η παράθεση των γευμάτων κατά τις μεγάλες εορτές πρέπει να


πραγματοποιούνταν στο μεγάλο περίστυλο κτήριο που έχει πλέον ταυτιστεί με
εστιατόριο 440 . Η ύπαρξη παρόμοιων κτηρίων στα Ασκληπιεία της Δήλου 441 , της
Τροιζήνας 442 , της Κορίνθου 443 δεν αφήνει αμφιβολία ότι στη λατρεία του Ασκληπιού η
παράθεση τελετουργικών γευμάτων στο πλαίσιο των εορτών αποτελούσε βασικό
στοιχείο της λατρευτικής διαδικασίας.
Για το χώρο της Μακεδονίας η τέλεση εορτών μαρτυρείται με βεβαιότητα από τα
επιγραφικά ευρήματα των Φιλίππων και της Θάσου. Και στις δύο περιπτώσεις μάλιστα
αναφέρονται τα Μεγάλα Ασκληπιεία τα οποία προφανώς αποτελούσαν μια ιδιαίτερα
σημαντική γιορτή που δεν τελούνταν κάθε χρόνο, αν κρίνουμε από την επιλογή του
χαρακτηρισμού Μεγάλα 444 . Σημαντική βοήθεια επιπλέον προσφέρει η μαρτυρία του
Αρριανού ότι ο Αλέξανδρος Γ’, αφού θυσίασε προς τιμήν του Ασκληπιού στους Σόλους
της Κιλικίας, μετά οργάνωσε πομπή, λαμπαδηδρομία, καθώς και μουσικούς και
γυμνικούς αγώνες. Προφανώς ο Μακεδόνας στρατηλάτης έδειξε τον σεβασμό του προς
τον θεό με τον ίδιο τρόπο που γνώριζε και εφάρμοζε στην πατρίδα του.
Ίσως θα ήταν δυνατό να συμπεράνουμε την τέλεση εορτών και για την περίπτωση
της Θεσσαλονίκης από την επιγραφή στον ταφικό βωμό προς τιμήν του καλαμαύλη
Μέμνονα. Ο Νίγδελης υποθέτει ότι ο νεκρός προσέφερε με την ιδιότητα του μουσικού
τις υπηρεσίες του στους θρησκευτικούς συλλόγους των Ασκληπιαστών και των Ασιανών
είτε στο πλαίσιο των διασκεδάσεών τους είτε στις λατρευτικές τους ανάγκες 445 οι οποίες
προφανώς θα περιλάμβαναν και εορτές.
Την τέλεση εορτών στη Μακεδονία προς τιμή του Ασκληπιού θα μπορούσαμε να
συμπεράνουμε από την εύρεση χώρων που προορίζονταν για την παράθεση
τελετουργικών γευμάτων. Κτήρια αυτού του τύπου, γνωστά ως εστιατόρια, έχουν βρεθεί
στην Μίεζα και την Πέλλα. Η δεύτερη περίπτωση θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης
στο παράρτημα. Η πρώτη η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εστιατορίου δεν
συμπεριλήφθηκε στο αντίστοιχο κεφάλαιο της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης των
Ασκληπιείων, μολονότι οι ανασκαφείς του συγκροτήματος αυτού συνδέουν -με
επιφυλάξεις βέβαια- το χώρο με λατρευτικές πρακτικές σχετιζόμενες με την λατρεία του

440
Tomlinson 1969, 111. Στην Επίδαυρο δεν επιτρεπόταν η απομάκρυνση των θυσιασθέντων ζώων έξω
από τα όρια του ιερού. Krug 2003, 135.
441
IG XII, 144.
442
Armpis 1998, 342-344.
443
Roebuck 1951, 51-55.
444
Salviat 1958, 251 για την περίπτωση της Θάσου.
445
Νίγδελης 2006, 145-146.
81

Ασκληπιού, διότι με βάση τις υπάρχουσες πληροφορίες μια τέτοια σύνδεση είναι
ιδιαίτερα υποθετική. Δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι το κτήριο αυτό αποτελεί
τμήμα του Ασκληπιείου της πόλης στηριζόμενοι μόνο στα στοιχεία της κάτοψης από τη
στιγμή που απουσιάζουν οι επιγραφικές μαρτυρίες ή έστω άλλα ευρήματα δηλωτικά της
χρήσης του.
Η παρουσία ανδρώνα στο κτήριο της Αμφίπολης, κοντά στην είσοδο του οποίου
βρέθηκε το αγαλμάτιο του Ασκληπιού, καθιστά πολύ πιθανή την περίπτωση παράθεσης
τελετουργικών συμποσίων και σε αυτή την περίπτωση. Μολονότι δεν είμαστε σε θέση να
αναγνωρίσουμε την κύρια λατρευόμενη θεότητα παρόλα αυτά η εύρεση του αγάλματος
του Ασκληπιού αν μη τι άλλο υποδεικνύει την παρουσία της λατρείας του.
Κατά ανάλογο τρόπο θα πρέπει να υποθέσουμε την παράθεση γευμάτων τέτοιου
είδους και στην περίπτωση του ανδρώνα της οικίας Bvi7 της Ολύνθου καθώς τα
τελετουργικά συμπόσια πρέπει να συνηθίζονταν και στο πλαίσιο της ιδιωτικής λατρείας.
Η εύρεση άλλωστε αγαλματίου Ασκληπιού στην είσοδο του χώρου αφήνει τα περιθώρια
μιας τέτοιας σύνδεσης

ΙΙ.1.3. Παιάνες

Σημαντική επίσης είναι και η εύρεση επιγραφής με κείμενο παιάνα που βρέθηκε
στο χωριό Καρίτσα του ν. Πιερίας και προέρχεται από το Δίον. Η προσαρμογή ενός
ύμνου στις απαιτήσεις και τα δεδομένα μιας πόλης, του Δίου στη προκειμένη περίπτωση,
αποδεικνύει την ιδιαίτερα σημαντική θέση που κατείχε ο Ασκληπιός στο λατρευόμενο
κύκλο της πόλης αλλά και όλης της Μακεδονίας καθώς δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το
Δίον υπήρξε θρησκευτικό κέντρο και σημείο αναφοράς στις λατρευτικές εκδηλώσεις των
Μακεδόνων. Μολονότι η επιγραφή αποτελεί κατά πάσα πιθανότητα ρωμαϊκή «εκδοχή»
προγενέστερου παιάνα εντούτοις υποδεικνύει την συνέχεια μιας παράδοσης που έχει τις
ρίζες σε πολύ προγενέστερους χρόνους.

ΙΙ.1.4. Ιδιωτική λατρεία

Η λατρεία του Ασκληπιού δεν ήταν μόνο δημόσια. Σε δύο τουλάχιστον


περιπτώσεις από την Όλυνθο έχουμε στοιχεία για λατρεία σε ιδιωτικό χώρο. Η πλίνθος
αγάλματος που εντοπίστηκε στην οικία Αiv7 και η οποία διατηρεί τα πέλματα μορφής
82

και ίχνη από την ουρά ενός φιδιού υποδεικνύει με σχετική ασφάλεια την παρουσία
αγάλματος του Ασκληπιού ενώ το αγαλμάτιο του θεού που εντοπίστηκε σε επαφή με την
είσοδο του ανδρώνα της οικίας Bvi7 καταδεικνύει με σαφήνεια την σχέση των
συμποσιακών αυτών χώρων με τις τελετουργικές πρακτικές. Από την ίδια οικία άλλωστε
έχουν προκύψει λατρευτικού χαρακτήρα αντικείμενα που προφανώς εξυπηρετούσαν την
ιδιωτική λατρεία 446 .
Στοιχεία για τη λατρεία του στους ιδιωτικούς χώρους των οικιών έχουμε και από το
Δίον. Ένα αγαλμάτιο Ασκληπιού που βρέθηκε στην οικία της υδραύλεως υποδεικνύει
την ύπαρξη λατρείας στο εσωτερικό των οικιών και κατά την ρωμαϊκή εποχή. Σύμφωνα
με τους Edelstein, ο Ασκληπιός προσέλαβε την ιδιότητα του προστάτη της οικογένειας
και σταδιακά υποκατέστησε την λατρεία του Δία στον ιδιωτικό βίο καθώς σε αυτόν
προσέτρεχαν οι πιστοί για κάθε τι που τους απασχολούσε 447 . Σε μια επιγραφή μάλιστα
από την Μ. Ασία αναφέρονται ως ἐνοικίδιοι θεοί ο Ζευς Κτήσιος, η Τύχη και ο
Ασκληπιός 448 . Σε αυτό το πλαίσιο, της παροχής βοήθειας σε κάθε πτυχή της καθημερινής
ζωής δηλαδή, εντάσσεται και το γεγονός της ονοματοδοσίας πλοίων με αυτό του
Ασκληπιού 449 . Στη Θάσο έχουν προκύψει επιγραφές από το ιερό της Αλυκής στις οποίες
αναφέρονται πλοία με διάφορα ονόματα θεών, μεταξύ των οποίων και του Ασκληπιού 450 .
Ασφαλώς και τα θεοφόρα ονόματα ανθρώπων που εμπεριέχουν το όνομα του Ασκληπιού
αποτελούν σαφή ένδειξη για τον ιδιαίτερο ρόλο της λατρείας του στη καθημερινή ζωή
γεγονός που προκύπτει από πολλές επιγραφές από τη Μακεδονία που αναφέρουν
διάφορα ονόματα όπως Ασκληπιόδωρος, Ασκληπάς, Ασκληπιάδης, Ασκληπιοδώρα,
Ασκληπιόδοτος, Ασκληπιοδότη, Ασκληπίων, Ασκληπιακός 451 .

ΙΙ.2. Αναθήματα

Οι ευχαριστίες των πιστών προς τον Ασκληπιό για την θεραπεία τους εκφράζονταν
με διάφορους τρόπους. Συνηθισμένη πρακτική ήταν η ανάθεση αναγλύφων και έργων

446
Ενδεικτικά αναφέρουμε την εύρεση πήλινων ειδωλίων και θραυσμάτων πήλινου βωμού. Robinson
1946, 127, 141, 140. Κατά τον ανασκαφέα οι πιθανότητες να πρόκειται για κάποιο ιερό του θεού είναι
πολύ λίγες. Υποστηρίζει αντίθετα ότι το αγαλμάτιο πρέπει να αποτελεί στοιχείο της οικιακής λατρείας
συνδέοντας τον Ασκληπιό και το φίδι του με τον «οικουρό όφι» των αρχαίων. Robinson 1946, 131 υποσ.
69 και 70.
447
Edelstein- Edelstein, 1945, 104.
448
Dechamps-Cousin 1888, 269, αρ.54
449
Edelstein-Edelstein, 1945, 104, υποσημ. 13.
450
IG XII, 8, 582, 583, 584.
451
Χατζηνικολάου 2007, 235-236.
83

πλαστικής στο ιερό συνοδευόμενα με επιγραφές που δήλωναν την ταυτότητά τους και
την ευγνωμοσύνη τους προς τον θεό. Από τον χώρο της Μακεδονίας προέρχεται ένας
αριθμός αναγλύφων που είτε αποδίδουν τον Ασκληπιό μόνο είτε συνοδευόμενο από την
Υγεία ή άλλες συλλατρευόμενες θεότητες.
Η ανάθεση περίοπτων αγαλμάτων μικρού ή μεγαλύτερου μεγέθους δεν ήταν
άγνωστη στη Μακεδονία. Τα ευρήματα από το εσωτερικό του ναού στο Δίον δείχνουν
ότι ως αναθήματα προσφέρονταν και μικρού μεγέθους αγαλμάτια όπως προκύπτει από
την κεφαλή του Ασκληπιού, του Τελεσφόρου και ασφαλώς από τον κορμό του
αγαλματίου της Υγείας. Επίσης το μικρό χάλκινο φίδι είναι δυνατό να αποτελεί είτε
μέρος ενός ευρύτερου έργου χαλκοπλαστικής είτε ανεξάρτητο ανάθημα 452 . Δεν
αποκλείεται ασφαλώς ανάθημα να αποτελούσε και το δαχτυλίδι με τον δακτυλιόλιθο που
αποδίδει Έρωτα 453 .
Το εσωτερικό του ναού του Ασκληπιού στο Δίον δεν θα διέφερε πολύ στην όψη
από αυτό του Ασκληπιείου της Αθήνας όπως προσπάθησε να το αναπαραστήσει η
Aleshire με βάση τις επιγραφές που προέρχονται από το ιερό και καταγράφουν τα
αναθήματα με τη σειρά που ήταν τοποθετημένα στους τοίχους του ναού 454 (Πιν.25γ).
Υπάρχει επιπλέον και η μαρτυρία του Παυσανία πως στο ναό του Ασκληπιού στην
Τιτάνη τα αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας δεν ήταν ορατά εξαιτίας των πολλών
αναθημάτων 455 . Κάτι παρόμοιο θα ίσχυε και για το ναό του Ασκληπιού στη Βέροια. Η
σημαντικότατη επιγραφή με τους καταλόγους των σκευών που αγοράστηκαν από τα
έσοδα του ιερού αποτελεί την αφετηρία για να φανταστούμε τα αντικείμενα αυτά
τοποθετημένα στο εσωτερικό του ναού.
Δεν πρέπει επίσης να ήταν άγνωστη η συνήθεια να αναθέτουν στα ιερά του
Ασκληπιού αγαλματίδια μικρών παιδιών όπως γνωρίζουμε ότι συνέβαινε και σε άλλα
Ασκληπιεία 456 . Στο Δίον έχει βρεθεί θραύσμα που αποδίδει παιδί σε οκλάζουσα στάση 457

452
Το ίδιο πιθανό είναι να αποτελούσε ξεχωριστό ανάθημα όπως το μικρών διαστάσεων χρυσό φίδι που
βρέθηκε στο ναό του Ασκληπιού στη Λισσό της Κρήτης και έφερε επιγραφή ΑΣΚΛΑΣ. Πλάτων 1958,
466.
453
Συνηθισμένη ήταν η ανάθεση κοσμημάτων σε ιερά. Για αναθέσεις κοσμημάτων στο ιερό του
Ασκληπιού στην Αθήνα βλ. Aleshire 1989, 44.
454
Aleshire 1991, 41κ.ε.
455
fa…netai d toà ¢g£lmatoj prÒswpon mÒnon kaˆ ¥krai ce‹rej kaˆ pÒdej· citën g£r oƒ leukÕj ™reoàj
kaˆ ƒm£tion ™pibšblhtai. kaˆ `Uge…aj d' œsti kat¦ taÙtÕn ¥galma· oÙk ¨n oÙd toàto ‡doij ·vd…wj,
oÛtw perišcousin aÙtÕ kÒmai te gunaikîn a‰ ke…rontai tÍ qeù kaˆ ™sqÁtoj Babulwn…aj telamînej.
Παυσανίας 2, 11, 6. Από επιγραφή στο Ασκληπιείο της Ρόδου προκύπτει ότι η τοποθέτηση των
αναθημάτων διεπόταν από όρους και κανονισμούς προκειμένου να διασφαλίζεται η τάξη στο χώρο του
ιερού. Pakkanen 1996, 116, υποσημ. 196.
456
Βλ.σελ. 119-120 της παρούσας εργασίας.
457
Αγαλμάτιο σε παρόμοια στάση εντοπίστηκε στο ιερό του Ασκληπιού στη Λισσό της Κρήτης.
Papaoikonomou 1981, 259. Αρχικά ο Καββαδίας είχε ερμηνεύσει τα αγαλμάτια του είδους αυτού ως
84

ενώ στους Φιλίππους δυο αποτμήματα από παρόμοια αγάλματα θεωρήθηκαν από τον
Riethmüller ότι ανήκουν σε τέτοιου είδους αναθήματα 458 .
Στην Μακεδονία μαρτυρείται και η πρακτική της προσφοράς κάποιου αναθήματος
στο ιερό μετά τη λήξη της θητείας του ιερέα 459 . Η συνήθεια αυτή συναντάται στην
Αντιγόνεια όπως προκύπτει από την επιγραφή που αναφέρει: «Εὐαλκίδης Λυσιστράτου
ἱερητεύσας Ἀσκληπιῶι».
Τα ευρήματα από την πόλη της Θάσου αποδεικνύουν ότι στη βόρεια Ελλάδα
εφαρμόζονταν όλες οι πρακτικές με τις οποίες οι πιστοί έδειχναν την ευχαριστία για την
ίασή τους στον Ασκληπιό. Η εύρεση αναθηματικών μελών σε μάρμαρο και κυρίως η
απόδοση γυναικείου στήθους στο ίδιο υλικό αποτελούν ενδείξεις και αποδείξεις μιας
«κοινής γλώσσας» στις λατρευτικές πρακτικές καθώς παρόμοια ευρήματα έχουν
προκύψει από πολλά ιερά του Ασκληπιού όπως στην Αθήνα 460 , τον Πειραιά 461 , την
Κόρινθο 462 , την Πάρο 463 , την Επίδαυρο 464 , την Δήλο 465 .
Τέλος από τις δύο τιμητικές επιγραφές της Μορύλλου πληροφορούμαστε για την
ανάθεση ζωντανών αγελάδων οι οποίες ανήκαν στο ιερό και αποτελούσαν πρόσθετη
πηγή εσόδων καθώς κατά πάσα πιθανότητα γινόταν εκμετάλλευση της παραγωγής
τους 466 . Χαρακτηριστική είναι η αναφορά σε μια από τις δύο επιγραφές ότι από μια
αγελάδα προέκυψε ολόκληρη παραγωγική αγέλη.

ΙΙ.3. Συλλατρεία Ασκληπιού με άλλους θεούς

ΙΙ.3.1. Ασκληπιός και Απόλλων

Σύνηθες ήταν το φαινόμενο ο Ασκληπιός να λατρεύεται μαζί με τον Απόλλωνα στη


βάση της σχέσης πατέρα-γιου. Οι θεραπευτικές μάλιστα ιδιότητες που πρώτα κατείχε ο

απεικονίσεις του ἀρτιτόκου Ασκληπιού και των παιδιών του. Η άποψη αυτή ωστόσο δεν έγινε δεκτή από
τους νεότερους μελετητές οι οποίοι τα ερμήνευσαν ως αναθήματα λατρευτών για την προστασία των
παιδιών τους. Για συνολική βιβλιογραφία σχετικά με τις διάφορες απόψεις βλ. Λεβέντη 1999, 88, υποσημ.
4-6.
458
Riethmüller 2005α, 323, αρ. 28. Για περιγραφή των δύο αυτών έργων βλ. Lapalus 1935, 185-188 ο
οποίος υποστηρίζει ότι πρόκειται για Έρωτες.
459
Η προσφορά θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε. Στην Εύβοια για παράδειγμα οι ιερείς αφιερώνουν μια
κρήνη. IG XII 9, 57.
460
Forsen 1996, 31-54
461
Forsen 1996, 77-78.
462
Roebuck 1951, 114-119.
463
Melfi 2002, 348-349,
464
Forsen 1996, 83.
465
Bruneau 1970, 371, αρ.1.
466
Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 26.
85

Απόλλων φαίνεται πως απορροφήθηκαν από τον ίδιο τον Ασκληπιό με αποτέλεσμα να
προβάλλεται ως ο κατεξοχήν θεραπευτής θεός 467 . Σε πολλές περιπτώσεις η λατρεία του
Ασκληπιού εισήχθη σε ιερά όπου ήδη λατρευόταν ο Απόλλων με αποτέλεσμα συχνό να
είναι το φαινόμενο της συλλατρείας Απόλλωνα-Ασκληπιού 468 . Αυτό πιστοποιείται με
ασφάλεια από τις επιγραφικές μαρτυρίες που προέρχονται από την Βέροια και στις
οποίες αποδέκτης των αναθημάτων είναι αρχικά ο Απόλλων και στη συνέχεια ο
Ασκληπιός και η Υγεία. Κάτι παρόμοιο πρέπει να συνέβαινε και στα Καλίνδοια όπως
συνάγουμε από την επιγραφή που αναφέρει πως ο Αλέξανδρος μετά την προσάρτηση της
περιοχής των Καλινδοίων στη μακεδονική επικράτεια αντικατέστησε τους επώνυμους
ιερείς του Απόλλωνα με αυτούς του Ασκληπιού. Πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη ότι η
στήλη ήταν ανάθημα προς τον Απόλλωνα που ήταν η κύρια θεότητα της περιοχής και όχι
προς τον Ασκληπιό 469 . Άρα η ανάθεση θα έγινε στο ιερό του Απόλλωνα στο οποίο θα
εισήχθη και η λατρεία του Ασκληπιού 470 . Επίσης στις μεγάλες θέρμες του Δίου
βρέθηκαν δύο θραύσματα ανδρικού κορμού με απολήξεις πλοκάμων στους ώμους καθώς
και τμήμα βωμού με κλαδιά δάφνης επάνω. Κατά τον ανασκαφέα θα ήταν δυνατό τα
αποτμήματα να ανήκουν σε άγαλμα Απόλλωνα υποδηλώνοντας τη συλλατρεία πατέρα-
γιου.

ΙΙ.3.2.Ασκληπιός και Υγεία

Από τα μέχρι τώρα αρχαιολογικά δεδομένα προκύπτει ότι ο Ασκληπιός δεν


λατρεύτηκε εξαρχής αυτόνομα αλλά αντίθετα αποτέλεσε μέρος ενός ευρύτερου κύκλου
λατρευόμενων θεοτήτων. Στην Αμφίπολη για παράδειγμα μοιραζόταν το ιερό του με
άλλους συντέμενους θεούς τα ονόματα των οποίων ωστόσο δεν γνωρίζουμε. Αν τελικά
στο ανάγλυφο του νεκροδείπνου για το οποίο έχει προταθεί ότι προέρχεται από την
Αμφίπολη η γυναικεία μορφή που κάθεται απέναντι από τον ανακεκλιμένο Ασκληπιό
είναι η Υγεία τότε δεν αποκλείεται μια από τις εντεμένιες θεότητες να ήταν και η κόρη
του.
Η συλλατρεία του Ασκληπιού με την Υγεία είναι ασφαλώς το συχνότερο
φαινόμενο, γεγονός που μαρτυρείται από πολλές επιγραφές, ανάγλυφα και έργα

467
Edelstein 1945, 99. Επίσης Βουτυράς 1993, 253, υποσημ. 11.
468
Salviat 1958, 252.
469
Βουτυράς 1993, 260.
470
Βουτυράς 1993, 260.
86

πλαστικής. Από το χώρο της Μακεδονίας προέρχονται προφανώς, χωρίς όμως να είναι
γνωστές οι θέσεις προέλευσής τους, τα δύο ανάγλυφα που παλαιότερα ανήκαν σε
ιδιωτικές συλλογές και αποδίδουν τον Ασκληπιό και την Υγεία σε όρθια στάση
υποδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την συλλατρεία πατέρα και κόρης.
Στο ιερό του θεού στο Δίον η επιγραφή που βρέθηκε στο ναό του θα περιλάμβανε
και το όνομα της Υγείας όπως προκύπτει από τα επιγραφικά δεδομένα. Από το
εσωτερικό του ναού άλλωστε προέρχεται ο κορμός ενός αγαλματίου που την αποδίδει.
Από την πόλη του Δίου έχουν προκύψει επίσης ένα αγαλμάτιο Υγείας καθώς και ένα
ανάγλυφο με τον Ασκληπιό και με μια γυναικεία μορφή δίπλα του που πρέπει με μεγάλη
πιθανότητα να ταυτιστεί με την Υγεία. Στα παραδείγματα συλλατρείας πατέρα και κόρης
πρέπει να προστεθούν και το σύνταγμα της οικογένειας του Ασκληπιού το οποίο βρέθηκε
στις μεγάλες θέρμες της πόλης και ασφαλώς περιλάμβανε και το άγαλμα της θεάς όπως
επίσης και η περίπτωση του παιάνα προς τον θεό που ρητά αναφέρει και την λατρεία της
Υγείας.
Από την Βέροια επίσης έχουν προκύψει αρκετά μνημεία που δείχνουν την
συλλατρεία πατέρα και κόρης. Στην επιγραφή με τους καταλόγους των αναθημάτων
ρητά αναφέρεται το όνομα της Υγείας όπως και στην αναθηματική επιγραφή του
Μαρσύα που ανακατασκεύασε το εγκοιμητήριο και την εξέδρα. Επίσης από την ίδια
πόλη προέρχεται και ένα αναθηματικό ανάγλυφο το οποίο αποδίδει την Υγεία με φίδι και
τον Ασκληπιό στο τυπικό του εικονογραφικό τύπο.
Στην Θεσσαλονίκη μαρτυρείται συλλατρεία Ασκληπιού και Υγείας σε μια
αναθηματική επιγραφή του 3/4μ.Χ. χαραγμένη σε μια λίθινη βάση που θα έφερε τα
αγάλματα των δύο θεών. Από το κέντρο της πόλης επίσης έχει προκύψει ένα άγαλμα που
απεικονίζει την θεά και χρονολογείται στον 2ο αι.μ.Χ. ενώ η παράσταση της ίδιας θεάς
σε επίκρανο ψευδοπαραστάδας από το ανάκτορο του Γαλερίου υποδεικνύει ότι η λατρεία
της ήταν γνωστή και διαδεδομένη σε όλη την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας.
Στην Μόρρυλο η συλλατρεία πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη όπως προκύπτει από
την αναθηματική επιγραφή προς τον Ασκληπιό, την Υγεία και τους ίδιους τους
Μορρυλίους. Αλλά και το θραύσμα ενός έργου πλαστικής που αποδίδει το χέρι μιας
γυναικείας μορφής που κρατά μεσόμφαλη φιάλη και προέρχεται από την περιοχή θα
μπορούσε να αποτελεί απότμημα ενός αγάλματος Υγείας.
Από τη Δυτική Μακεδονία υπάρχουν τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις που μας
πληροφορούν για λατρεία Ασκληπιού και Υγείας. Το αναθηματικό ανάγλυφο από την
Αιανή Κοζάνης αποδίδει την Υγεία να κρατά μεσόμφαλη φιάλη στην οποία τείνει το
87

κεφάλι ενός φιδιού και δίπλα της σε ιδιαίτερα αποσπασματική κατάσταση διακρίνεται η
κεφαλή του Ασκληπιού. Στην αρχαιολογική Συλλογή Κοζάνης φυλάσσεται ένα
αγαλμάτιο Υγείας το οποίο υποδεικνύει την παρουσία λατρείας της στη περιοχή. Επίσης
από την αποσπασματικά σωζόμενη αναθηματική στήλη από την Λευκόβρυση Κοζάνης η
επιγραφή «στον Ασκληπιό και την Υγεία» συμβάλλει καταλυτικά στην ταύτιση του
γυναικείου προσώπου που διακρίνεται στην γωνία του αναγλύφου με αυτό της Υγείας.

ΙΙ.3.3. Ασκληπιός και Τελεσφόρος

Ο Ασκληπιός πολύ συχνά συνοδεύεται από μια παιδική μορφή, τον Τελεσφόρο, ως
προσωποποίηση της «ευχής» για ένα αίσιο τέλος στις δύσκολες καταστάσεις των
προβλημάτων υγείας 471 . Σε πολλά ιερά του Ασκληπιού έχουν βρεθεί αγαλμάτια, ειδώλια
ή ανάγλυφα που απεικονίζουν τον δαίμονα αυτό 472 . Από το εσωτερικό του ναού του
Ασκληπιού στο Δίον έχει προκύψει η κεφαλή ενός μαρμάρινου αγαλματίου Τελεσφόρου
που υποδεικνύει την ιδιαίτερη θέση του κατώτερου αυτού δαίμονα στη λατρεία του
θεού 473 . Στις μεγάλες θέρμες της ίδιας πόλης βρέθηκε μια βάση γλυπτού που αποδίδει
ένα μικρό παιδί σε καθιστή στάση και στο οποίο διαβάστηκε το όνομά του 474 . Επίσης
στο ιερό των Αιγυπτίων θεών στους Φιλίππους έχει βρεθεί ένα πήλινο ειδώλιο
Τελεσφόρου, γεγονός που αποτελεί ακόμη ένα στοιχείο για την σύνδεση της λατρείας
του Ασκληπιού με τις ανατολικές θεότητες. Στο πλαίσιο αυτής της σύνδεσης βασίζεται
και η υπόθεση ότι στο Σαραπείο της Θεσσαλονίκης υπήρχε και λατρεία Τελεσφόρου
καθώς από την ευρύτερη περιοχή του ιερού προέκυψε ένα μαρμάρινο αγαλμάτιο που
αποδίδει τον δαίμονα αυτό 475 . Η σύνδεση θεραπευτή θεού και Τελεσφόρου μαρτυρείται
επίσης και από μια στήλη από τη Θάσο με αναθηματική επιγραφή προς τον Ασκληπιό
στην οποία έχει χαραχθεί η μορφή του (Πιν.16γ).

471
LIMC VII, λ.Telesphoros, 870.
472
Krug 2003, 128 και LIMC VII, λ.Telesphoros, 870-878. Βλ. επίσης Düll 1977, 110, 254-255 για την
περίπτωση των Στόβων.
473
Παντερμαλής 1999, 85.
474
Παντερμαλής 1988, 215.
475
Από το Σαραπείο της Θεσσαλονίκης προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα ένα μαρμάρινο αγαλμάτιο
Τελεσφόρου όπως υποστήριξε η Σμιτ-Δούνα. ΚΓΜΘ 2003, 56.
88

ΙΙ.3.4. Ασκληπιός και ανατολικές θεότητες

Σύνηθες ήταν και το φαινόμενο, ιδιαίτερα στους ρωμαϊκούς χρόνους, η λατρεία του
Ασκληπιού να εισάγεται στα ιερά των ανατολικών θεοτήτων στα οποία κατά βάση
λατρευόταν η Ίσις, ο Σάραπις, ο Άνουβις κλπ. 476 . Το φαινόμενο αυτό που αρχίζει να
εκδηλώνεται ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια έχει ως αποτέλεσμα οι ανατολικές θεότητες
και ιδιαίτερα ο Σάραπις να αποκτούν θέση ισότιμη με αυτήν του Ασκληπιού 477 . Στον
κατάλογο με τις θεραπευτικού χαρακτήρα θεότητες στον οποίο ο ελληνικής καταγωγής
θεός είχε ήδη θέση, έρχονται να προστεθούν και αυτές που η προέλευσή τους ελκόταν
από την Αίγυπτο, την Ανατολή γενικά, ή την Καρχηδόνα 478 . Η σύνδεση των λατρειών
αυτών με το νερό σε συνδυασμό με τις θεραπευτικές ιδιότητες που είχαν προσλάβει
συνετέλεσαν στην ήπια και ομαλή εισαγωγή του Ασκληπιού και του κύκλου του στα
ιερά. Στην Μακεδονία, η περίπτωση των Φιλίππων αποτελεί ένα πολύ χαρακτηριστικό
παράδειγμα 479 . Απόδειξη της από κοινού λατρείας είναι η επιγραφή που εντοπίστηκε στη
παλαιοχριστιανική βασιλική των Φιλίππων στην οποία τιμάται ο Ερμαδίων από τους
θρησκευτές του Σάραπι ως αγωνοθέτης των Μεγάλων Ασκληπιείων καθώς και η εύρεση
ειδωλίου Τελεσφόρου στο ίδιο ιερό.

ΙΙ.3.5. Ασκληπιός και Άμμων Δίας

Η εισαγωγή της λατρείας του Ασκληπιού στο ιερό του Άμμωνα Δία στη Καλλιθέα
Χαλκιδικής πρέπει να έγινε σκόπιμα και ενσυνείδητα. Ο χώρος ήδη από προγενέστερες

476
Από το Σαραπείο της Δήλου έχουν προκύψει τουλάχιστον τρεις αναθηματικές επιγραφές (ID 2384,
2386, 2387) προς τον Ασκληπιό και άλλους σύμβωμους και σύνναους θεούς όπως την Υγεία, τον
Απόλλωνα, την Λητώ και την Αρτέμιδα Αγροτέρα. Παρόμοιες επιγραφές από το ίδιο νησί (ID 2224, 2248,
2261, 2264) βρέθηκαν και στο ιερό των συριακών θεοτήτων, ενδεικτικό της όσμωσης ανατολικών
θεοτήτων και Ασκληπιού. Bruneau 1970, 374-375.
477
Στην περίπτωση του Σάραπι μάλιστα ο συγκρητισμός δεν είναι μόνο θρησκευτικός αλλά και
εικονογραφικός καθώς συχνά συνδέεται με τον Δία, τον Ασκληπιό, τον Πλούτωνα, τον Όσιρι, τον Άπι, τον
Διόνυσο και σε μεταγενέστερη των ελληνιστικών χρόνων εποχή και με τον Ήλιο. Pakkanen 1996, 93 και
116.
478
Pakkanen 1996, 116.
479
Dunand 1973, 191-198.
89

εποχές θα διέθετε ιαματικό χαρακτήρα. Η παρατήρηση αυτή ενισχύεται και από το


γεγονός ότι το καλοκαίρι του 380π.Χ. ο Σπαρτιάτης Αγησίπολις κατέφυγε στο ιερό του
Διονύσου για ανάπαυση ύστερα από ηλίαση που έπαθε κατά τις επιχειρήσεις στη
Σιθωνία όπως μας πληροφορεί ο Ξενοφώντας 480 . Στην καθιέρωση του χαρακτήρα αυτού
θα συνέβαλε σίγουρα το εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον με το πλούσιο πράσινο και τα
νερά. Στο ήδη υπάρχον ιερό του Διονύσου και των Νυμφών η παρουσία του νερού ήταν
ιδιαίτερα έντονη. Δεν είναι τυχαίο ότι η εισαγωγή της λατρείας του Ασκληπιού πολλές
φορές γινόταν σε ιερά όπου πρώτα λατρεύονταν οι Νύμφες 481 ίσως εξαιτίας του κοινού
φυσικού περιβάλλοντος που απαιτούσαν και οι δύο θεότητες. Στην Αθήνα το ιερό του
Ασκληπιού ιδρύεται σε ελάχιστη απόσταση από μια αρχαιότερη ιερή πηγή των
Νυμφών 482 ενώ στη Λεβήνα φαίνεται πως στο χώρο εισαγωγής της λατρείας του
Ασκληπιού ταυτόχρονα υφίσταται και λατρεία του Ερμή, των Νυμφών και του Αχελώου
με θυσίες προς τιμήν τους 483 . Επίσης από επιγραφή προερχόμενη από την Κω που
χρονολογείται στον 4ο αι.π.Χ. πληροφορούμαστε πως στο ιερό του Ασκληπιού υπήρχε
λατρεία των Νυμφών 484 . Σε αυτό το πλαίσιο αλλά και στη σχέση του Άμμωνα Δία με το
νερό και την θεραπεία πρέπει να ενταχθεί και η εισαγωγή της λατρείας του Ασκληπιού
στο συγκεκριμένο ιερό καθώς ο συμφυρμός των ιδιοτήτων και των λατρευτικών
πρακτικών όλων των παραπάνω θεοτήτων θα αποτελούσε πρόσφορο έδαφος για μια
τέτοια συνύπαρξη.

ΙΙ.3.6. Ασκληπιός και Δήμητρα

Πολλοί μελετητές στηριζόμενοι τόσο στις πηγές όσο και στα αρχαιολογικά
δεδομένα έχουν ήδη επισημάνει την σχέση του Ασκληπιού και της Δήμητρας 485 . Σε
πολλές περιπτώσεις προκύπτει διασύνδεση των λατρειών των δύο θεοτήτων. Στο
Ελευσίνιο της Αθήνας φιλοξενήθηκε ο Ασκληπιός όταν εισήχθη η λατρεία του το
420π.Χ. από το λιμάνι της Ζέας του Πειραιά στην πόλη ενώ σε ανάμνηση της μύησης
του Ασκληπιού στα Ελευσίνια γιορτάζονταν τα Επιδαύρια κατά τα Μεγάλα

480
Ξενοφώντος Ελληνικά, 5, 3, 19.
481
Martin- Metzger 1992, 84.
482
Krug 2003, 150. Ginouvès 1994, 243.
483
Melfi 2007, 120. Γενικότερα για την λατρεία των παραπάνω θεοτήτων στη Κρήτη βλ. Melfi 2007, 120-
122.
484
Sokolowski 1969, 262, αρ. 152.
485
Benedum 1986, 137-157. Eickstedt 2001, 14-19. Πινγιάτογλου 2005, 430-431.
90

Μυστήρια 486 . Ένα σύνολο αναγλύφων που προέρχονται από το Ασκληπιείο της Αθήνας
υποδεικνύει την σχέση των δύο λατρειών 487 . Επιπλέον η εύρεση αναθηματικών
αναγλύφων σχετιζόμενων με τον Ασκληπιό και την Υγεία στην ευρύτερη περιοχή του
Ελευσινίου στη Αγορά των Αθηνών αποτελεί πολύ σημαντικό στοιχείο για τη
συλλατρεία του θεραπευτή θεού με τις Ελευσίνιες θεότητες όπως έδειξε η Lawton 488 .
Αλλά και στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου 489 , του Πειραιώς 490 , στον ιερό περίβολο της
Δήμητρας και της Κόρης στην Μεγαλόπολη της Αρκαδίας 491 , στην Τροιζήνα 492 , στο ιερό
της Ελευσινίας Δήμητρος του Ταϋγέτου 493 πιστοποιείται μια τέτοια διασύνδεση είτε από
τις πηγές είτε από επιγραφές.
Στο Δίον, το ιερό του Ασκληπιού γειτνιάζει με αυτό της Δήμητρας γεγονός που δεν
πρέπει να μας εκπλήσσει καθώς υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις στις οποίες τα δύο ιερά
βρίσκονται σε κοντινή απόσταση όπως στο Μύσαιο της Αχαΐας 494 , στην Ακρόπολη του
Φλιούντα 495 και την Ακρόπολη των Μεγάρων 496 . Στην περίπτωση του Δίου μάλιστα,
όπως προκύπτει από τα ανασκαφικά δεδομένα, κάποια χρονική στιγμή το πρώτο
εισχώρησε στις εκτάσεις του δεύτερου και χρησιμοποίησε τους χώρους του. Δεν είναι
τυχαίο ότι μαρμάρινο αγαλμάτιο που αποδίδει τον Ασκληπιό εντοπίστηκε σε χώρο του
ιερού της Δήμητρας 497 .
Η σχέση των δύο θεών ανιχνεύεται και στη Θάσο. Η επιγραφή που βρέθηκε στο
νησί και παραδίδει κατάλογο των εορτών της πόλης αναφέρει την εορτή των Μεγάλων
Ασκληπιείων μεταξύ δύο πολύ σημαντικών εορτών αφιερωμένων στη Δήμητρα καθώς
παρουσιάζεται να έπεται των Θεσμοφορίων και να προηγείται των Δημητρίων 498 . Κατά
τον Salviat είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ο Ασκληπιός επιλέχθηκε να

486
Για εκτενή πραγμάτευση του ζητήματος βλ. Clinton 1994, 17-34.
487
Πινγιάτογλου 2005, 430.
488
Lawton 1999, 232-234. Από την μελέτη μάλιστα των αναγλύφων προκύπτει ότι η λατρεία του
Ασκληπιού στην Αθήνα γρήγορα έτυχε ευρείας αποδοχής και ότι αρχικά προσέλκυσε το ενδιαφέρον των
ευκατάστατων και των υψηλής κοινωνικής στάθμης πολιτών. Το 4ο αι.π.Χ. τα αναθηματικά ανάγλυφα
προς τον Ασκληπιό και την Υγεία είχαν ευρεία διάδοση και αποτελούσαν προσφιλείς προσφορές τόσο από
άνδρες όσο και από γυναίκες που προέρχονταν από ένα επίσης ευρύ κοινωνικό και οικονομικό φάσμα.
Lawton 1999, 234.
489
Από επιγραφικές μαρτυρίες που προέρχονται από το Ασκληπιείο της Επιδαύρου προκύπτει λατρεία της
Δήμητρας Καρποφόρου. Καββαδίας Π., «Επιγραφαί εξ Επιδαύρου», ΑΕ 1883, Αθήνα 1884, 153, αρ.50,
155 αρ.55.
490
Eickstedt 2001, 14-15.
491
Παυσανίας VIIΙ, 31, 1.
492
IG IV, 692. Ξενότιμος Πολυκλέος/ Δάματρι Χθονίαι, Διὶ Ἀ[σκ]λαπιῶι.
493
Παυσανίας ΙΙΙ, 20, 5.
494
Παυσανίας VII, 27, 9-12.
495
Παυσανίας ΙΙ, 13, 5.
496
Παυσανίας Ι, 40, 6.
497
Βλ. υποσημ. 146 της παρούσας εργασίας.
498
Salviat 1958, 195.
91

λατρεύεται μεταξύ των παραπάνω εορτών παρουσιάζοντας ως παρατήρηση την σχέση


των δύο θεών όπως αυτή προβαλλόταν στη θρησκευτική ζωή των Αθηναίων 499 .

ΙΙ.3.7. Ασκληπιός και άλλες θεότητες

Τα λατρευτικά συμφραζόμενα από την οικία της Αμφίπολης είναι ιδιαίτερα έντονα
για να ερμηνευθούν στο πλαίσιο μιας ιδιωτικής λατρείας. Στην περίπτωση αυτή τα
στοιχεία παρουσιάζουν μια πιο ιδιαίτερη και πολύπλοκη κατάσταση. Οι κυκλικοί
αποθέτες, οι καύσεις, η τροποποίηση του ανδρώνα, τα ειδώλια, οι βωμίσκοι και ο
αριθμός των έργων πλαστικής φαίνεται να συνδέονται με μια περισσότερο οργανωμένη
λατρευτική διαδικασία. Επομένως κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για κάποιο ιερό
αφιερωμένο στη Κυβέλη όπως προκύπτει από τα ειδώλια που αναπαριστούν τη θεά. Τα
ευρήματα του ιερού αυτού παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες με αυτά του ιερού της
Κυβέλης που ανασκάφηκε στην Βεργίνα 500 αλλά και στη Πέλλα 501 . Σε αυτή τη λατρεία
προφανώς προστέθηκε και αυτή του Ασκληπιού αλλά και της Αρτέμιδος.

499
Salviat 1958, 252.
500
Για το ιερό στη Βεργίνα βλ. Δρούγου Σ. « Βεργίνα 1990-1997. Το ιερό της Μητέρας των Θεών»,
ΑΕΜΘ 10Α (1996), Θεσσαλονίκη 1997, 41-54.
501
Γενικά για τα ευρήματα από το ιερό της Μητέρας των Θεών και της Αφροδίτης στη Πέλλα βλ.
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 2000, 37-199.
92

ΙΙΙ. ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ

Οι αποδόσεις του Ασκληπιού, τόσο στα ανάγλυφα όσο και στα αγάλματα, δεν
διαφοροποιούνται στυλιστικά και εικονογραφικά από τα ήδη γνωστά παραδείγματα που
έχουν καταγραφεί στο σύνολο της καλλιτεχνικής παραγωγής του αρχαίου
ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι ο Ασκληπιός σε όλα τα παραδείγματα που
προέρχονται από τη Μακεδονία αποδίδεται όρθιος, σε άνετη στάση, φορώντας ιμάτιο το
οποίο τυλίγεται χαλαρά στο σώμα του και αφήνει γυμνό το άνω μέρος του κορμού του.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων στηρίζεται σε βακτηρία που ακουμπά σε μια από τις
δύο μασχάλες ενώ υπάρχει και η περίπτωση να στηρίζεται απλά σε ένα κοντό ραβδί.
Συχνά το ραβδί δεν είναι τίποτα άλλο από το χοντρό κλαδί ενός δέντρου όπως στη
περίπτωση του αγάλματος του Ασκληπιού από τις μεγάλες θέρμες του Δίου και στο
ανάγλυφο από το Δίπορο Γρεβενών. Σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις το φίδι τυλίγεται
γύρω από τον κορμό του δέντρου, όπως προκύπτει από τα παραδείγματα των
Καλινδοίων, της Θεσσαλονίκης και του Διπόρου 502 .
Τα προσωπογραφικά του χαρακτηριστικά τον θέλουν γενειοφόρο, με πυκνά μαλλιά
και μειλίχια έκφραση. Πολλές φορές φέρει στο κεφάλι του το στρόφιον, ένα διάδημα που
απαντάται πολύ συχνά στην εικονογραφία του, ιδιαίτερα κατά τα ρωμαϊκά χρόνια, και
αποτελεί κατά την Krug κατάλοιπο της ηρωικής λατρείας 503 . Στο ανάγλυφο που
παραδόθηκε από τον αρχαιοπώλη Ρίτσο (αρ.κατ. 47) και χρονολογείται στη δεκαετία
330-20π.Χ. ο θεός φέρει το διάδημα αυτό, όπως επίσης και στο ανάγλυφο από την
Αιανή. Ύπαρξη στροφίου παρατηρείται επιπλέον στην μαρμάρινη κεφαλή που βρέθηκε
στην Αμφίπολη αλλά και στην μικρών διαστάσεων κεφαλή από το εσωτερικό του ναού

502
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Krug στις πρώιμες παραστάσεις ο θεός στηρίζεται σε ένα κομψό
μπαστούνι όπως ένας απλός πολίτης στην Αγορά. (Η αμφιλεγόμενη μορφή με τη βακτηρία στο ανάγλυφο
από την Θεσσαλονίκη με τους πέντε θεούς αντιστοιχεί πλήρως στην παραπάνω παρατήρηση). Αργότερα το
κομψό μπαστούνι μετατρέπεται σε ένα χοντροκομμένο ραβδί με ρόζους χωρίς κανένα λειτουργικό ρόλο
αλλά περισσότερο συμβολικό καθώς γύρω από αυτό τυλίγεται το κατεξοχήν σύμβολο του θεού, το φίδι.
Krug 2003, 130.
503
Για το είδος του στροφίου που φέρει ο Ασκληπιός βλ Krug 1968, 46,τύπος 12 ΙΙ και της ίδιας, Krug
2003, 130. Ο Holtzmann στο αντίστοιχο για τον Ασκληπιό λήμμα στο LIMC το αναφέρει ως corona
tortilis. LIMC II, Asklepios , 866.
93

του Ασκληπιού στο Δίον 504 . Πολύ πιθανή είναι η ύπαρξη στροφίου και στο αναθηματικό
ανάγλυφο του Μουσείου Θεσσαλονίκης (αρ.κατ. 46) όπως τουλάχιστον μπορεί κανείς
να διακρίνει στη σχετικά φθαρμένη κεφαλή του Ασκληπιού.
Σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις, στο ανάγλυφο δηλαδή από την Βέροια και στην
πλίνθο του αγάλματος του θεού από το ιερό του στην Μόρρυλο αποδίδεται δίπλα από τη
μορφή του Ασκληπιού ένας ομφαλός, σαφής παραπομπή στο σύμβολο του πατέρα του
Απόλλωνα 505 . Με το παραπληρωματικό αυτό μοτίβο ωστόσο εικονίζεται και ο
Τελεσφόρος στο αγαλμάτιο που βρέθηκε κοντά στο Σαραπείο της Θεσσαλονίκης,
ένδειξη της μίξης των εικονογραφικών μοτίβων και απόδειξη της άρρηκτης σχέσης του
Ασκληπιού με τον κατώτερο αυτό συνοδό δαίμονα.
Μοναδικό παράδειγμα αποτελεί το αναθηματικό ανάγλυφο που ανήκε παλαιότερα
στην συλλογή Παπαηλιάκη και βρίσκεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο
Θεσσαλονίκης όπου ο Ασκληπιός αποδίδεται κρατώντας φιάλη. Το μοτίβο αυτό είναι
γνωστό από διάφορα αναθηματικά ανάγλυφα που έχουν προκύψει από ιερά του
Ασκληπιού. Ενδεικτικά αναφέρουμε τέσσερα παραδείγματα που προέρχονται από την
Αττική 506 και ένα από την Γόρτυνα της Κρήτης 507 στα οποία ο Ασκληπιός κρατά φιάλη ή
patera ως σαφή αναφορά στις λατρευτικές πρακτικές που λάμβαναν χώρα στα ιερά του.

ΙΙΙ.1.ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΓΑΛΜΑΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ

Στη Μακεδονία συναντούμε τους εξής αγαλματικούς τύπους του Ασκληπιού σε


αγάλματα και ανάγλυφα:

ΙΙΙ.1.1. Ασκληπιός Este

Πρόκειται για αντίγραφο ενός τύπου του 4ου αι.π.Χ. που συμβατικά ονομάζεται
Ασκληπιός Este 508 . Ο τύπος αυτός αποτελεί τον πιο συχνά απαντώμενο τύπο στη
περιοχή. Εκπροσωπείται από τουλάχιστον τρία παραδείγματα ενώ άλλες δύο περιπτώσεις

504
Η μικρή μαρμάρινη κεφαλή από το ναό του Ασκληπιού στο Δίον ομοιάζει κατά πολύ με μια κεφαλή
ειδωλίου από την Δήλο που χρονολογείται στον 2ο ή 1ο αι.π.Χ. Βλ. LIMC II, Asklepios, αρ.354 και
Laumonier 1956, 122 αρ. 307, πιν.34.
505
Krug 2003, 130 και LIMC II, Asklepios, 866.
506
Τα ανάγλυφα χρονολογούνται από το 415π.Χ. μέχρι και τα μέσα του 4ου αι.π.Χ. Για τα συγκεκριμένα
βλ. LIMC II, Asklepios, αρ. 82, 102-104.
507
Χρονολογείται στο 400π.Χ. περίπου. LIMC II, Asklepios, αρ. 57.
508
ΚΓΜΘ 2003, 29.
94

ανήκουν σε παραλλαγή του. Ο Ασκληπιός αποδίδεται όρθιος με έντονα λυγισμένο τον


γοφό να στηρίζεται σε ψηλό ραβδί που καταλήγει κάτω από την αριστερή μασχάλη ενώ
το δεξί του χέρι ακουμπά στο δεξί γοφό 509 . Φέρει ιμάτιο που καλύπτει τον αριστερό
βραχίονα ενώ στο ύψος του κορμού οι πτυχές του ενδύματος διατάσσονται διαγώνια
σχηματίζοντας στη συνέχεια ένα μακρύ τριγωνικό απόπτυγμα, η κορυφή του οποίου
καταλήγει στο αριστερό κεκαμμένο γόνατο 510 . Στον τύπο αυτό ανήκει το άγαλμα του
Ασκληπιού που προέρχεται από την Μόρρυλο και χρονολογείται στον 1ο αι.π.Χ.
(αρ.κατ.66), το άγαλμα του ίδιου θεού που είδε ο Robinson στην Ποτίδαια το 1938
(αρ.κατ.72), καθώς και το άγαλμα που εντοπίστηκε στην Πλατανιά της περιοχής Βοΐου
στο νομό Κοζάνης (αρ.κατ. 71).
Το άγαλμα του Ασκληπιού που βρέθηκε στο εσωτερικό της οικίας στην Αμφίπολη
ανήκει στον τύπο της Επιδαύρου ο οποίος αποτελεί παραλλαγή του τύπου Este.
Ουσιαστικά ο θεός αποδίδεται στην ίδια στάση με τον τύπο Este με την διαφορά ότι ο
αριστερός ώμος είναι ακάλυπτος ενώ η κοιλιακή χώρα αποκαλύπτεται σε μεγαλύτερο
βαθμό 511 .

ΙΙΙ.1.2. Ασκληπιός Giustini

Ο τύπος αυτός συναντάται επίσης συχνά στη εικονογραφία του θεού. Στην
Μακεδονία εκπροσωπείται από δύο παραδείγματα. Ο Ασκληπιός αποδίδεται όρθιος με
κεκαμμένο το δεξιό γόνατο να στηρίζεται σε ένα μακρύ ραβδί το οποίο προσαρμόζεται
κάτω από την δεξιά μασχάλη αφήνοντας το δεξί χέρι να κρέμεται. Το αριστερό ακουμπά
με τη γροθιά στο γοφό. Το ιμάτιο αφήνει ακάλυπτο τον δεξί ώμο και μέρος μόνο του
κορμού. Ο αριστερός ώμος καλύπτεται από το ένδυμα το οποίο κατεβαίνει κάθετα προς
τα κάτω. Η άκρη του ενδύματος διαμορφώνει έναν πλαστικό μαλακό όγκο από
οριζόντιες ημικυκλικές πτυχές καθώς ξεκινά από την δεξιά μασχάλη και καταλήγει στον
αριστερό αγκώνα 512 .
Για την χρονολόγηση του τύπου και την συσχέτισή του με κάποιο εργαστήριο
έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Ορισμένοι μελετητές ανάγουν το πρωτότυπο στον
5ο αι.π.Χ. ενώ άλλοι στον 4ο αι.π.Χ. Έχει διατυπωθεί μάλιστα η άποψη ότι ο τύπος αυτός

509
ΚΓΜΘ 2003, 28.
510
LIMC II, Asklepios, 886.
511
LIMC II, Asklepios, 888.
512
LIMC II, Asklepios, 879.
95

δεν αποτελεί κλασική δημιουργία αλλά ανήκει σε μια μεταγενέστερη κλασικιστική.


Ακόμη και για το εργαστήριο από το οποίο προήλθε υπάρχει διαφωνία καθώς ορισμένοι
το συσχετίζουν με κάποιο αττικό εργαστήριο ενώ άλλοι με βορειοπελοποννησιακό. Ο
Δεσπίνης δέχεται την άποψη ότι το πρωτότυπο έργο ανάγεται στα χρόνια 380/70 π.Χ. 513 .
Τα παραδείγματα που έχουν προκύψει από την Μακεδονία είναι ο κορμός που
εντοπίστηκε στην περιοχή Αλατζά Ιμαρέτ στη Θεσσαλονίκη (αρ.κατ.59) ο οποίος
αποτελεί αντίγραφο του τύπου και χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 2ου αι.μ.Χ. και το
αγαλμάτιο από την οικία της υδραύλεως στο Δίον (αρ.κατ.57). Το τελευταίο
παρουσιάζει και μια εικονογραφική ιδιαιτερότητα καθώς ο Ασκληπιός συνοδεύεται από
έναν αρουραίο ή ποντίκι, στοιχείο το οποίο είναι σπάνιο στην εικονογραφία του θεού. Το
μόνο παράλληλο προέρχεται από το Πέργαμο και πιο συγκεκριμένα από ένα νόμισμα του
Λεύκιου Βέρου το οποίο αποδίδει τον Ασκληπιό συνοδευόμενο από μια μικρή γυμνή
μορφή και ένα ποντίκι που ροκανίζει κάποιο αδιευκρίνιστο αντικείμενο (Πιν.25α). Κατά
τον Gregoire ίσως πρόκειται για μια «συνομιλία» ιδιωματικών χαρακτηριστικών και
συμβόλων ανάμεσα στον Ασκληπιό και τον Απόλλωνα Σμινθέα 514 . Από την περιοχή της
Μ. Ασίας έχει προκύψει επίσης ένα ιατρικό εργαλείο η λαβή του οποίου κοσμείται με
ένα ποντίκι στο ίδιο εικονογραφικό μοτίβο (Πιν.25β) με αυτό του αγαλματίου του Δίου
και του νομίσματος από το Πέργαμο. Κατά τον Künzl η επιλογή αυτή στην διακόσμηση
συνδέεται με τον Ασκληπιό και τον Απόλλωνα Σμινθέα και έχει την προέλευσή της από
το χώρο της δυτικής Μ. Ασίας 515 . Δεδομένης της σχέσης Ασκληπιού και ιατρικής, η
επιλογή του ποντικιού στη διακόσμηση ενός ιατρικού εργαλείου με βάση τα παραπάνω
παράλληλα δεν πρέπει να θεωρείται τυχαία ή ανερμήνευτη όπως επίσης και για την
περίπτωση του Δίου.

ΙΙΙ.1.3. Ασκληπιός τύπου Αθηνών-Macerata

Ο τύπος Αθηνών-Macerata παλαιότερα θεωρούνταν παραλλαγή του τύπου


Giustini 516 . Για το λόγο αυτό απουσιάζει αυτή η κατηγορία από το LIMC καθώς το
συγκεκριμένο άγαλμα θεωρούσαν ότι συγκαταλέγεται στα παραδείγματα του τύπου

513
Για συνολική βιβλιογραφία για το θέμα αυτό και για τις διαφορετικές απόψεις σχετικά με την
χρονολόγηση και την προέλευση του έργου βλ. ΚΓΜΘ 2003, αρ.203, σελ.68.
514
Gregoire 1950, 75-77.
515
Künzl 1983, 30 και 46, εικ.14.
516
ΚΓΜΘ 2003, 29, αρ.165 όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
96

Giustini. Είναι σχεδόν όμοιος με τον παραπάνω τύπο με τη διαφορά όμως ότι ο
αριστερός ώμος αφήνεται ακάλυπτος. Στον τύπο Αθηνών-Macerata ανήκει το άγαλμα
του 1ου αι.π.Χ. από την Μόρρυλο (αρ.κατ.67) 517 .

ΙΙΙ.1.4. Ασκληπιός του Ακράγαντα ή Ασκληπιός Doria Pamfili.

Στον τύπο αυτό ανήκει το άγαλμα του Ασκληπιού που βρέθηκε στην οικία Bvi7
στην Όλυνθο. Η μορφή αποδίδεται όρθια με στάσιμο το δεξί πόδι και άνετο το αριστερό
το οποίο κάμπτεται προς τα πίσω. Φέρει ιμάτιο που αφήνει ακάλυπτο το κορμό και τους
δύο ώμους. Η άκρη του ενδύματος διαμορφώνεται ως μια ενιαία μάζα με πτυχές που
ξεκινά από την αριστερή μασχάλη και καταλήγει στο δεξί γοφό δημιουργώντας ένα
ημικυκλικό σχήμα. Ο θεός στηρίζεται σε βακτηρία η οποία καταλήγει κάτω από την
αριστερή μασχάλη· γύρω από αυτήν θα τυλιγόταν το φίδι από το οποίο μόνο το κεφάλι
του διατηρείται στρεφόμενο προς τα πάνω. Το δεξί χέρι ακουμπά αναπαυτικά με όλη την
παλάμη στο δεξί γοφό 518 .
Κατά τον Δεσπίνη το αγαλμάτιο αποτελεί παραλλαγή του τύπου που είναι γνωστός
ως Ασκληπιός του Ακράγαντα ή Ασκληπιός Doria Pamfili του οποίου το πρωτότυπο
χρονολογείται από τους μελετητές στα χρόνια 370/60 π.Χ. και αποδίδεται σε
πελοποννήσιο καλλιτέχνη 519 . Ο Holtzmann 520 , όπως και ο Robinson 521 , συγκαταλέγουν
το έργο στον τύπο της Επιδαύρου, ο οποίος αποτελεί παραλλαγή του τύπου Este.

ΙΙΙ.1.5. Ασκληπιός τύπου Ελευσίνας

Ο Ασκληπιός αποδίδεται όρθιος με άνετο το δεξί του σκέλος και στηριζόμενος σε


βακτηρία γύρω από την οποία ελίσσεται φίδι. Το ραβδί του ακουμπά κάτω από την δεξιά
του μασχάλη. Φορά ιμάτιο που αφήνει ακάλυπτο το στήθος και το δεξί χέρι ενώ το
αριστερό στηρίζεται στη μέση. Ομοιάζει κατά πολύ με τον τύπο Giustini αλλά το ένδυμα
αποδίδεται πιο πλούσιο 522 . Στον τύπο αυτό εικονίζεται ο Ασκληπιός στο ανάγλυφο που

517
ΚΓΜΘ 2003, 29, αρ.165.
518
ΚΓΜΘ 1997, 47-48.
519
ΚΓΜΘ 1997, 48.
520
LIMC II, Asklepios, αρ. 377.
521
Robinson 1946, 132.
522
LIMC II, Asklepios, αρ. 382.
97

φυλάσσεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και του οποίου η


προέλευση είναι άγνωστη 523 (αρ.κατ.47).

ΙΙΙ.1.6. Άλλοι τύποι

Στον τύπο Ampurias θα μπορούσε να αποδοθεί η απεικόνιση του Ασκληπιού στο


ανάγλυφο από την Βέροια 524 (αρ.κατ.40). Ο θεός αποδίδεται με άνετο το δεξί σκέλος να
στηρίζεται σε βακτηρία που ακουμπά στη δεξιά μασχάλη ενώ το αριστερό χέρι,
λυγισμένο στον αγκώνα, αγγίζει τον αντίστοιχο. Φορά ιμάτιο που αφήνει ακάλυπτο τον
δεξί βραχίονα και το στήθος. Η άκρη του ενδύματος πέφτει κάθετα από τον αριστερό
ώμο και καταλήγει στο δεξιό ισχίο διαμορφώνοντας μια ενιαία παρυφή ημικυκλικού
σχήματος.
Στο ανάγλυφο από το Δίον το ιμάτιο αποδίδεται με παρόμοιο τρόπο με τον
παραπάνω τύπο, η στάση του σώματος ωστόσο είναι εντελώς διαφορετική και θα
μπορούσε να αποδοθεί στον τύπο της Τύνιδας 525 . Ο Ασκληπιός εικονίζεται με σταθερό
το δεξί και άνετο το αριστερό σκέλος να στηρίζεται σε κοντό ραβδί που κρατά με το
αριστερό χέρι.
Το ανάγλυφο από το Δίπορο του νομού Γρεβενών απεικονίζει έναν τύπο του
Ασκληπιού που παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τον τύπο Νέα Πάφος-Αλεξάνδρεια-
Τρεβήροι 526 . Ο θεός αποδίδεται με σταθερό το αριστερό και άνετο το δεξί σκέλος να
στηρίζεται στο κλαδί ενός κορμού που βρίσκεται στα δεξιά του. Γύρω από τον κορμό
τυλίγεται το φίδι, το κεφάλι του οποίου ακουμπά σε ένα αυγό που κρατά ο Ασκληπιός
στο δεξί του χέρι. Για τη παρουσία του αυγού στην εικονογραφία του θεού έχουν
διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Έχει υποστηριχθεί ότι το αυγό είναι απαραίτητο για τη
θρέψη του φιδιού καθώς σύμφωνα με τα γραφόμενα του Αριστοτέλη και του Πλίνιου στα
συγκεκριμένα ερπετά αρέσουν τα αυγά 527 . Επίσης η παρουσία του αυγού έχει ερμηνευθεί
ως συμβολική παράσταση ενός κόσμου που έχει ανάγκη την ιατρική 528 . Κατά τον Grimm
ωστόσο το εικονογραφικό μοτίβο του Ασκληπιού με το αυγό εμφανίζεται στη τέχνη κατά
το δεύτερο μισό του 2ου αι.μ.Χ. εποχή κατά την οποία ο Αλέξανδρος ο Αβωνοτειχίτης
523
Πρόκειται για το ανάγλυφο με αριθμό ευρετηρίου Μ. Θεσσαλονίκης 1208.
524
Για τον τύπο Ampurias βλ. LIMC II, Asklepios, 879.
525
Για τον τύπο της Τύνιδας βλ. LIMC II, Asklepios, 884-885.
526
Για το τύπο αυτό βλ. Grimm 1988, 168-181.
527
Grimm 1988, 170.
528
Η άποψη αυτή έχει προκύψει από μια αραβική εκδοχή των χαμένων σχολίων του Γαληνού πάνω στον
Ιπποκρατικό Όρκο. Grimm 1988, 170.
98

εγκαθιστά την λατρεία του «νέου Ασκληπιού» στην πόλη του «Αβώνου τείχους» όπου
αποκτά μεγάλη φήμη και απήχηση 529 . Συνέδεσε μάλιστα την εισαγωγή του αυγού στην
εικονογραφία με τον παραπάνω τυχοδιώκτη ο οποίος παρουσίασε στο κοινό την γέννηση
του Γλύκωνα -του νέου Ασκληπιού- με την μορφή φιδιού μέσα από ένα αυγό 530 . Το
γεγονός αυτό κατά τον μελετητή αποτέλεσε την αιτία για την εισαγωγή του στοιχείου του
αυγού στην εικονογραφία του Ασκληπιού απ’ όπου στη συνέχεια εξαπλώθηκε σε
ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο 531 . Αν ισχύει μια τέτοια ερμηνεία, τότε το
ανάγλυφο από το Δίπορο Γρεβενών πρέπει προφανώς να ενταχθεί στο πλαίσιο της
διάδοσης του νέου αυτού εικονογραφικού τύπου 532 .

ΙΙΙ.2. ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΥΓΕΙΑΣ

Η Υγεία ακολουθεί, κατά το πρότυπο του πατέρα της, τη γνωστή από ολόκληρο
τον ελληνορωμαϊκό κόσμο εικονογραφία της, όπως αντικατοπτρίζεται στα έργα
πλαστικής. Αποδίδεται σε νεανική ηλικία, όρθια 533 , φορώντας χιτώνα και ιμάτιο να
φέρει φίδι το οποίο συνήθως έρπει πάνω ή γύρω από τον κορμό και τον έναν βραχίονα
της και καταλήγει στην φιάλη που κρατά με το άλλο της χέρι 534 . Στο γενικό αυτό
εικονογραφικό μοτίβο περιλαμβάνονται το ανάγλυφο από την Βέροια 535 , από την Αιανή,
ο κορμός από το εσωτερικό του ναού στο Δίον όπως επίσης και το άγαλμα από τον αγρό
Κελεπούρη και από τις μεγάλες θέρμες της ίδιας πόλης. Στη Θεσσαλονίκη, δύο ακόμη
περιπτώσεις επαναλαμβάνουν τον ίδιο τύπο: το αγαλμάτιο που εντοπίστηκε στο κέντρο
της πόλης καθώς και η ανάγλυφη παράσταση της θεάς στο επίκρανο του Οκταγώνου του
Γαλερίου. Στην Κοζάνη εντοπίζεται παρόμοιο εικονογραφικό μοτίβο ενώ από το
θραύσμα που βρέθηκε στο βαλανείο του ιερού του Άμμωνος Διός στη Καλλιθέα και το
οποίο εικονίζει το δεξί χέρι μορφής που κρατά κεφάλι φιδιού συμπεραίνουμε μια

529
Grimm 1988, 170.
530
Grimm 1988, 169.
531
Grimm 1988, 169.
532
Δεν αποκλείεται στο ίδιο ιδεολογικό-λατρευτικό πλαίσιο να εντάσσεται η εύρεση αυγών σε ορισμένα
ιερά του Ασκληπιού. Στο ιερό του θεού στη Φενεό για παράδειγμα βρέθηκε αυγό στρουθοκαμήλου
(Πρωτονοτάριου- Δεϊλάκη 1963, 60, Πιν. 65 ε) ενώ στη Χερσόνησο του Ταύρου έχουν εντοπιστεί λίθινα
αυγά που θεωρούνται αναθηματικά. Solomonik 1975, 437-438.
533
Η μόνη περίπτωση στην οποία αποδίδεται καθήμενη είναι το θραύσμα του αναθηματικού αναγλύφου
από το εσωτερικό της θόλου του ανακτόρου της Βεργίνας.
534
Για το τύπο της Υγείας με φίδι και φιάλη βλ. Μητροπούλου 1984.
535
Στο ανάγλυφο από την Βέροια μάλιστα παρατηρείται το φαινόμενο να φέρουν φίδι και οι δύο μορφές,
δηλαδή και ο Ασκληπιός και η Υγεία.
99

παρόμοια παράσταση. Έχει υποστηριχθεί ότι και το μαρμάρινο θραύσμα χεριού με φιάλη
που προέκυψε από τους Άνω Αποστόλους Κιλκίς (αρχαία Μόρυλλος) πρέπει να
προέρχεται από άγαλμα Υγείας 536 . Από το ανάγλυφο με την αναθηματική επιγραφή
προς τον Ασκληπιό και την Υγεία που βρέθηκε στη Λευκόβρυση Κοζάνης και από το
οποίο διατηρείται μόνο μια γυναικεία κεφαλή μπορούμε να υποθέσουμε την ταύτισή της
με την κόρη του θεραπευτή θεού χωρίς ωστόσο να είναι δυνατή η αποκατάσταση της
στάσης της. Με τον ίδιο περίπου τρόπο υποθέτουμε πως και η μορφή που εικονίζεται
δίπλα από τον Ασκληπιό στο αναθηματικό ανάγλυφο από το Δίον πρέπει να ανήκει στην
Υγεία καθώς η ταύτισή της υποδηλώνεται από τη βεβαιωμένη παρουσία του πατέρα της
δίπλα της.
Στα δύο ανάγλυφα που ανήκαν παλαιότερα σε ιδιωτικές συλλογές και σήμερα
βρίσκονται στο Μουσείο της Θεσσαλονίκης αλλά προέρχονται κατά πάσα πιθανότητα
από την Μακεδονία αναγνωρίζουμε την Υγεία σε δύο ενδιαφέρουσες στάσεις. Στο
ανάγλυφο από την συλλογή Παπαηλιάκη η θεά εικονίζεται όρθια, κατ’ ενώπιον,
φορώντας χιτώνα και ιμάτιο να κρατά οινοχόη με το δεξί κατεβασμένο της χέρι. Το
μοτίβο αυτό συνηθίζεται στα αναθηματικά ανάγλυφα και συνδέεται με σκηνές σπονδών
στις οποίες συνήθως ο Ασκληπιός αποδίδεται κρατώντας φιάλη. Ενδεικτικά αναφέρουμε
τέσσερα αναθηματικά ανάγλυφα 537 προερχόμενα από αττικά εργαστήρια που
τοποθετούνται χρονικά στα τέλη του 5ου αι.π.Χ. και ένα από την Τεγέα 538 που προφανώς
ανήκει σε κάποιο μη αττικό εργαστήριο και χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου
αι.π.Χ. Και στα πέντε παραπάνω ανάγλυφα η Υγεία αποδίδεται όρθια, σε κατ’ ενώπιον ή
τριών τετάρτων στάση, με τριφυλόστομη συνήθως οινοχόη την οποία κρατά είτε με
κατεβασμένο το χέρι είτε τείνοντάς την προς την προτεινόμενη φιάλη.
Τέλος, στο ανάγλυφο που παραδόθηκε από τον αρχαιοπώλη Μ. Ρίτσο και
βρίσκεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης η Υγεία αποδίδεται σε
στάση ανακάλυψης όπως και σε ένα αναθηματικό ανάγλυφο από το Ασκληπιείο της
Αθήνας 539 . Η απεικόνιση της μορφής της Υγείας στα δύο έργα παρουσιάζει εξαιρετικές
ομοιότητες. Αν λοιπόν τα δύο παραπάνω ανάγλυφα -της συλλογής Παπαηλιάκη και του
αρχαιοπώλη Ρίτσου- προέρχονται από την Μακεδονία τότε προκύπτει το συμπέρασμα
ότι στον εξεταζόμενο χώρο οι εικονογραφικές επιλογές εντάσσονται στις γενικότερες

536
Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 76.
537
Για τα ανάγλυφα αυτά βλ. Mitropoulou 1975, αρ.κατ. 30, 32 και 34 και LIMC II, Asklepios, αρ.82.
538
Για το συγκεκριμένο ανάγλυφο βλ. Mitropoulou 1975, 55-56, αρ.κατ. 37.
539
LIMC II, Asklepios, αρ. 338.
100

προτιμήσεις των αναθετών όπως αυτές βεβαιώνονται και από τα υπόλοιπα ιερά του
Ασκληπιού στον ελληνικό χώρο.

ΙΙΙ.3. ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΕΛΕΣΦΟΡΟΥ

Η εικονογραφία του Τελεσφόρου δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις και


ποικιλία. Αποδίδεται ως μια ιστάμενη παιδική μορφή καλυπτόμενη εξ ολοκλήρου από το
ιμάτιο και φορώντας κουκούλα που σκεπάζει το κεφάλι 540 . Ενδιαφέρον παρουσιάζει το
αγαλμάτιο του Τελεσφόρου από τη Θεσσαλονίκη το οποίο εικονίζει τον δαίμονα αυτό με
γυμνά πόδια και εκατέρωθέν του έναν ομφαλό και ένα ζώο, κατά πάσα πιθανότητα
σκυλί. Για την επιλογή του ομφαλού ως παραπληρωματικού μοτίβου έγινε λόγος
παραπάνω. Η απεικόνιση του σκυλιού δεν προκαλεί έκπληξη καθώς ο ρόλος του στους
μύθους που αφορούν τον Ασκληπιό με τον οποίο συνδέεται άμεσα ο Τελεσφόρος είναι
σημαντικός 541 . Κατά την παράδοση, όταν η Κορωνίδα εξέθεσε το νεογέννητο Ασκληπιό
στο όρος Μύρτιο στη περιοχή της Επιδαύρου, ο Απόλλων, προκειμένου να σώσει τον
καρπό του, έστειλε μια γίδα για να το θηλάσει και ένα σκυλί για να το φυλάει έως ότου
το βρήκε ο βοσκός Αρεσθάνας 542 . Ίσως στην περίπτωση αυτή να έχουμε ένα δανεισμό
εικονογραφικών στοιχείων όχι μόνο σε σχέση με το μοτίβο του σκυλιού αλλά και με
αυτό του ομφαλού, χαρακτηριστικών που συνοδεύουν κατά βάση την εικονογραφία του
Ασκληπιού.

540
Krug 2003, 128. Γενικά για την εικονογραφία του Τελεσφόρου βλ. LIMC VII, λ.Telesphoros, 870-878.
541
Krug 2003, 130, υποσημ. 11.
542
Κακριδής 1986, 214.
101

ΙV. ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΒΑΣΙΛΕΙΣ

Έχει επισημανθεί από τον Greenwalt ότι οι βασιλείς της Μακεδονίας


ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την ανάπτυξη της ιατρικής εκδηλώνοντας με αυτόν τον
τρόπο την φροντίδα τους τόσο για τους υπηκόους τους όσο και για το στρατό 543 . Από τα
στοιχεία που μας παρέχουν οι αρχαίες πηγές προκύπτει ήδη από νωρίς σχέση των
Μακεδόνων βασιλέων με την ιατρική χωρίς ωστόσο να είμαστε απόλυτα βέβαιοι και για
την κατ’ επέκταση αποδοχή της λατρείας του κατεξοχήν ιατρού θεού, του Ασκληπιού 544 .
Η σχέση αυτή ξεκινά ήδη από τον 5ο αι.π.Χ., όταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περδίκκας
ο Β’ (454/440-413π.Χ.) καλεί στη βασιλική αυλή τον Ιπποκράτη, προκειμένου να τον
θεραπεύσει 545 . Ο πατέρας του Αριστοτέλη, ο Νικόμαχος, ο οποίος θεωρούνταν απόγονος
του Μαχάονα, του γιου του Ασκληπιού, ήταν προσωπικός γιατρός και φίλος του Αμύντα
Γ’ (393/2-370π.Χ.), του πατέρα του Φιλίππου Β’ 546 . Η πρώτη ωστόσο μαρτυρία που
συνδέει την βασιλική οικογένεια της Μακεδονίας με αυτή καθαυτή την λατρεία του
Ασκληπιού είναι η επιγραφή στην οποία ο Περδίκκας Γ’ εμφανίζεται στον πρώτο
κατάλογο των θεωροδόκων της Επιδαύρου που χρονολογείται στα χρόνια 360/59π.Χ. ως
θεωροδόκος για όλη τη Μακεδονία 547 . Το γεγονός αυτό υποδεικνύει πως στη περιοχή οι
βασιλείς και κατ’ επέκταση οι υπήκοοι γνώριζαν και είχαν αποδεχθεί ήδη την νέα
λατρεία. Ταυτόχρονα λαμβάνει ακόμη πιο επίσημο χαρακτήρα αφού τίθεται υπό
βασιλική εποπτεία 548 .
Από την εποχή του Φιλίππου Β’ και εξής, οι μαρτυρίες για την προώθηση της
λατρείας του Ασκληπιού από τους Μακεδόνες βασιλείς είναι περισσότερες. Ο Φίλιππος
Β’ υποστηρίζει την άσκηση της ιατρικής και κατ’ επέκταση την λατρεία του Ασκληπιού.
Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι από την στιγμή της κατάληψης της Αμφίπολης τοποθετεί

543
Greenwalt 1986, 217.
544
Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο Greenwalt στο τέλος του άρθρου του επισημαίνοντας την έλλειψη
μαρτυριών από τις πηγές για το βαθμό διασύνδεσης των Αργεαδών ή του Αλεξάνδρου με τον Ασκληπιό.
Greenwalt 1986, 222.
545
t¾n d sÚmpasan `Ell£da qerapeÚwn ™qaum£sqh, éste kaˆ ØpÕ Perd…kka toà MakedÒnwn basilšwj
fqisikoà nomisqšntoj paraklhqšnta dhmos…v prÕj aÙtÕn ™lqe‹n met' EÙrufîntoj, Öj kaq' ¹lik…an
presbÚteroj Ãn aÙtoà, kaˆ shmeièsasqai yucÁj e nai tÕ p£qoj. Ιπποκράτους Γένος και Βίος κατά
Σωρανόν, 5.
546
Διογένης Λαέρτιος, 5, 1. Σούδα λ. Νικόμαχος.
547
IG IV Ι², 94. Tataki 1998, 404.
548
Βουτυράς 1993, 261, Riethmüller 2005, 175.
102

ως επώνυμο ιερέα τον ιερέα του Ασκληπιού με αποτέλεσμα όλες οι πράξεις να


χρονολογούνται με βάση αυτόν.
Ο Φίλιππος ταυτόχρονα φιλοξενεί στην αυλή του τον γιατρό Μενεκράτη από τις
Συρακούσες, καλεί γιατρούς από τη Κω ενώ ως προσωπικό ιατρό χρησιμοποιεί τον
Φίλιππο τον Ακαρνάνα 549 . Όταν στην πολιορκία της Μεθώνης το 354π.Χ. έχασε το δεξί
του μάτι από βέλος καταπέλτη, ο Κριτόβουλος ανέλαβε την θεραπεία του ενώ σε άλλες
περιπτώσεις τραυματισμών χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες και άλλων γιατρών 550 . Από όλα
τα παραπάνω εύκολα δικαιολογείται το γεγονός ότι ως δάσκαλο του γιου του
Αλεξάνδρου τοποθετεί τον Αριστοτέλη από τα Στάγειρα ο οποίος ήταν γιος του ιατρού
Νικομάχου 551 .
Για τον Αλέξανδρο Γ’ οι μαρτυρίες είναι πιο σαφείς. Προκύπτει πως όχι μόνο
αποδεχόταν και σεβόταν την λατρεία του Ασκληπιού αλλά και ότι την ενίσχυε. Από την
στιγμή που προσαρτά στο μακεδονικό βασίλειο την περιοχή των Καλινδοίων προχωρά
σε μια ενέργεια που θυμίζει αντίστοιχη του πατέρα του (βλ. περίπτωση Αμφίπολης).
Αντικαθιστά δηλαδή στη πόλη των Καλινδοίων τον επώνυμο ιερέα του Απόλλωνα με
αυτόν του Ασκληπιού.
Ίσως δεν τυχαίο ότι σε περιοχές όπου μαρτυρείται λατρεία Ασκληπιού έχουμε
στοιχεία για παρουσία ή προσωπική ανάμειξη του Αλεξάνδρου ή του πατέρα του. Έχει
διατυπωθεί για παράδειγμα η άποψη ότι καθοριστικό ρόλο για την γρήγορη και μεγάλη
ανάπτυξη της Μίεζας, -με εμφανή τα αποτελέσματα στην οικοδομική δραστηριότητα και
εικόνα της πόλης-, πρέπει να έπαιξε πέρα από την τοπική αριστοκρατία και το γεγονός
της τρίχρονης παρουσίας του Αλεξάνδρου και ενός κύκλου μαθητών στη Σχολή του
Αριστοτέλους 552 . Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Μίεζα είναι από τις λίγες εκείνες
περιπτώσεις που με ασφάλεια γνωρίζουμε από επιγραφική μαρτυρία πως επώνυμος
ιερέας ήταν αυτός του Ασκληπιού.
Για το ιερό του Άμμωνα Δία στην Καλλιθέα Χαλκιδικής έχει διατυπωθεί η σκέψη
πως η μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα που τοποθετείται χρονολογικά στο δεύτερο
μισό του 4ου αι.π.Χ. πρέπει να αποδοθεί σε πρωτοβουλία του Φιλίππου Β’ ή του
Αλεξάνδρου Γ’ 553 . Με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα στο ιερό λατρευόταν και ο

549
Χρυσοστόμου 2002, 104.
550
Χρυσοστόμου 2002, 104.
551
Στις επιγραφές μάλιστα ο Νικόμαχος αναφέρεται ως Ασκληπιάδης, εξαιτίας της τέχνης που ασκούσε.
Και μόνο για αυτήν την αναφορά ο Baege αλλά και ο Riethmüller συγκαταλέγουν τα Στάγειρα ως πόλη
στην οποία μαρτυρείται λατρεία Ασκληπιού. Baege 1913, 111-112 και Riethmüller 2005, 324, αρ.30.
552
Αλλαμανή-Κουκουβού-Ψαρρά 2004, 578.
553
Γιούρη 1976, 150.
103

Ασκληπιός με βεβαιότητα από τα τέλη του 3ου αι.π.Χ. 554 Αυτομάτως προκύπτει το
ερώτημα μήπως η εισαγωγή της λατρείας του θεραπευτή θεού πραγματοποιήθηκε
νωρίτερα, από έναν από τους δύο βασιλείς που αναφέρθηκαν, δεδομένης της εύνοιας που
έδειχναν για την προώθησή της και ταυτόχρονα με το μεγαλόπνοο οικοδομικό
πρόγραμμα. Άλλωστε τόσο ο χαρακτήρας όσο και το ίδιο το φυσικό αλλά και
λατρευτικό περιβάλλον του συγκεκριμένου ιερού ταίριαζαν απόλυτα με την φύση της
λατρείας του Ασκληπιού 555 . Πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ότι η λατρεία του
θεραπευτή θεού είναι βεβαιωμένα γνωστή στην Άφυτι από το 360/59π.Χ οπότε και
αναφέρεται στην επιγραφή με τον κατάλογο των θεωροδόκων του ιερού της
Επιδαύρου 556 .
Από τον Αρριανό πληροφορούμαστε επίσης ότι ο Αλέξανδρος ο Γ’ τέλεσε στους
Σόλους της Κιλικίας θυσία προς τον Ασκληπιό και οργάνωσε μάλιστα πομπή στην οποία
μετείχε και ο ίδιος με όλο το στρατό του καθώς επίσης και λαμπαδηδρομία και
γυμνικούς και μουσικούς αγώνες 557 .
Ο ίδιος συγγραφέας ωστόσο αναφέρει πως ο Αλέξανδρος μετά τον θάνατο του
Ηφαιστίωνα διέταξε να καταστρέψουν το άγαλμα του Ασκληπιού στα Εκβάτανα,
επεισόδιο το οποίο θεωρεί ανεκδοτολογικό και ότι δεν ταίριαζε στην προσωπικότητα του
Αλεξάνδρου 558 . Ο Αρριανός παραδίδει, σε συνέχεια του παραπάνω επεισοδίου, ότι κατά
την επιστροφή του Αλεξάνδρου στην Βαβυλώνα τον συνάντησε μια πρεσβεία
Επιδαυρίων την οποία δέχθηκε ανταποκρινόμενος γενναιόδωρα στα αιτήματά της. Τους
παρέδωσε μάλιστα και κάποιο ανάθημα για τον Ασκληπιό καταθέτοντας ωστόσο το
παράπονό του ότι ανέμενε καλύτερη μεταχείριση από τον θεό στην περίπτωση του
επιστήθιου φίλου του Ηφαιστίωνα που τελικά δεν μπόρεσε να σώσει 559 . Ο Διόδωρος
παραδίδει το παραπάνω επεισόδιο με περισσότερες λεπτομέρειες αναφορικά με τις

554
Βουτυράς 1993, 258.
555
Ασφαλώς πρόκειται για μια υπόθεση εργασίας η οποία απουσία πηγών και αρχαιολογικών δεδομένων
δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί.
556
IG IV, Ι², 94.
557
Βουτυράς 1993, 261. «'Alšxandroj d ™n SÒloij qÚsaj te tù 'Asklhpiù kaˆ pompeÚsaj aÙtÒj te kaˆ ¹
strati¦ p©sa kaˆ lamp£da ™pitelšsaj kaˆ ¢gîna diaqeˆj gumnikÕn kaˆ mousikÕn Soleàsi m n
dhmokrate‹sqai œdwken»: Αρριανός, Αναβ., II 5,8. Baege 1913, 109.
558
«¥lloi dš, Óti kaˆ toà 'Asklhpioà tÕ ›doj ™n 'Ekbat£noij katask£yai ™kšleuse, barbarikÕn toàtÒ ge kaˆ
oÙdamÍ 'Alex£ndrJ prÒsforon, ¢ll¦ tÍ Xšrxou m©llÒn ti ¢tasqal…v tÍ ™j tÕ qe‹on kaˆ ta‹j pšdaij §j
lšgousin ™j tÕn `Ell»sponton kaqe‹nai Xšrxhn, timwroÚmenon dÁqen tÕn `Ell»sponton». Αρριανός, VII,
14, 5.
559
«¢ll¦ kaˆ ™ke‹no oÙ p£ntV œxw toà e„kÒtoj ¢nagegr£fqai moi doke‹, æj ™pˆ Babulînoj ½launen
'Alšxandroj, ™ntuce‹n aÙtù kat¦ t¾n ÐdÕn poll¦j presbe…aj ¢pÕ tÁj `Ell£doj, e nai d d¾ ™n toÚtoij
'Epidaur…wn pršsbeij kaˆ toÚtouj ïn te ™dšonto ™x 'Alex£ndrou tuce‹n kaˆ ¢n£qhma doànai aÙto‹j
'Alšxandron kom…zein tù 'Asklhpiù, ™peipÒnta Óti ka…per oÙk ™pieikîj kšcrhta… moi Ð 'AsklhpiÒj,
oÙ sèsaj moi tÕn ˜ta‹ron Óntina ‡son tÍ ™mautoà kefalÍ Ãgon». Αρριανός, Αναβ., VII 14, 6. Baege 1913,
109.
104

πρεσβείες που δέχτηκε ο Αλέξανδρος. Γράφει λοιπόν πως δέχτηκε σε ακρόαση και στη
συνέχεια ἐχρημάτισεν τις πρεσβείες που προέρχονταν από τα μεγάλα ιερά της εποχής με
βάση την φήμη τους και την σημαντικότητά τους με την εξής σειρά: των Ηλείων από το
ιερό του Δία στην Ολυμπία, του Άμμωνα στη Σίβα, του Απόλλωνα από τους Δελφούς,
του Απόλλωνα απο την Κόρινθο και τέλος του Ασκληπιού της Επιδαύρου 560 . Γίνεται
αντιληπτό από τη θέση στη σειρά προτεραιότητας που επεφύλασσε ο Αλέξανδρος για το
ιερό του Ασκληπιού της Επιδαύρου την μεγάλη φήμη και το κύρος που διέθετε το
συγκεκριμένο ιερό την εποχή αυτή αλλά και την ιδιαίτερη εκτίμηση και τον σεβασμό
που έχαιρε από την πλευρά του ίδιου του Αλεξάνδρου.
Ίσως η αποδοχή και ενίσχυση της λατρείας του Ασκληπιού από τον Αλέξανδρο Γ’
πήγαζε και από το μεγάλο ενδιαφέρον του Μακεδόνα στρατηλάτη για την ιατρική. Στη
κατεύθυνση αυτή πρέπει να είχε συμβάλλει σε υψηλό βαθμό και η φοίτησή του δίπλα
στον Αριστοτέλη ο οποίος πέρα από το ότι ήταν γιος του ιατρού Νικομάχου διέθετε
σημαντικές ιατρικές και φαρμακευτικές γνώσεις που φρόντισε να μεταδώσει και στο
μαθητή του 561 . Την εκστρατεία μάλιστα του Αλεξάνδρου στην Ανατολή ακολούθησαν
πολλοί ιατροί είτε ως προσωπικοί ιατροί του ίδιου είτε άλλων σημαινόντων επικεφαλών
του στρατού 562 . Αλλά και η υγειονομική υπηρεσία που συνέστησε -η βασιλική θεραπεία-
είχε σαν σκοπό την επίβλεψη και την θεραπεία των τραυματισμένων και αρρώστων
στρατιωτών 563 .
Από τον Παυσανία παραδίδεται πως σύμφωνα με τους ντόπιους κατοίκους της
Γόρτυνας ο Αλέξανδρος είχε αναθέσει στο ιερό του Ασκληπιού ένα θώρακα και ένα
δόρυ 564 . Από τις ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή έχουν προκύψει δύο Ασκληπιεία,
ένα στα ΝΔ του τείχους της πόλης και ένα στα ΒΑ. Από το πρώτο ανασκάφηκαν τα

560
«to‹j m n oân 'Hle…oij prètoij ™crhm£tisen, e ta 'Ammwnieàsi kaˆ Delfo‹j kaˆ Korinq…oij, œti d
'Epidaur…oij kaˆ to‹j ¥lloij, kat¦ t¾n dÒxan tîn ƒerîn prokr…nwn t¦j ™nteÚxeij. p£saij d ta‹j presbe…aij
filotimhqeˆj kecarismšnaj doànai t¦j ¢pokr…seij eÙarestoumšnaj ¢pšluse kat¦ tÕ dunatÒn». Διόδωρος,
XVII, 113,4.
561
Greenwalt 1986, 219 και Χρυσοστόμου 2002, 105-106.
562
Από την εκστρατεία του Αλεξάνδρου στην ανατολή φαίνεται πως προέκυψε σημαντική ιατρική και
φαρμακευτική γνώση η οποία αποτέλεσε τη βάση για περαιτέρω εξελίξεις στην ιατρική τέχνη της εποχής.
Για το θέμα αυτό βλ. Μπίμπη-Παπασπυροπούλου Α., «Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η
συμβολή της στην ανάπτυξη της αρχαίας ελληνικής ιατρικής», Αρχαία Μακεδονία V (1989), Θεσσαλονίκη
1993, 1123-1129.
563
Χρυσοστόμου 2002, 105-107.
564
«„Ònti d ¢pÕ toà potamoà tîn phgîn, prîta mšn se ™kdšxetai M£raqa cwr…on, met¦ d aÙtÕ GÒrtuj
kèmh t¦ ™p' ™moà, t¦ d œti ¢rcaiÒtera pÒlij. œsti d aÙtÒqi naÕj 'Asklhpioà l…qou Pentelhs…ou, kaˆ
aÙtÒj te oÙk œcwn pw gšneia kaˆ `Uge…aj ¥galma· SkÒpa d Ãn œrga. lšgousi d oƒ ™picèrioi kaˆ
t£de, æj 'Alšxandroj Ð Fil…ppou tÕn qèraka kaˆ dÒru ¢naqe…h tù'Asklhpiù· kaˆ ™j ™mš ge œti Ð qèrax
kaˆ toà dÒratoj Ãn ¹ a„cm»». Παυσανίας 8, 28,1.
105

θεμέλια ενός ναού, μιας στοάς (εγκοιμητήριο) και μιας λουτρικής εγκατάστασης. Κτήρια
με παρόμοια λειτουργία εντοπίστηκαν και στο δεύτερο συγκρότημα 565 .
Για τους βασιλείς της Μακεδονίας μετά τον Αλέξανδρο οι πληροφορίες είναι
σχεδόν ανύπαρκτες αναφορικά με την σχέση τους με τη λατρεία του Ασκληπιού. Για το
λόγο αυτό μόνο σκέψεις και εικασίες είναι δυνατόν να διατυπωθούν. Με τον συνοικισμό
της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο για παράδειγμα έχει συνδεθεί ένα ανάγλυφο που
βρέθηκε στο κέντρο της πόλης και απεικονίζει πέντε θεούς, ένας εκ των οποίων
παρουσιάζει εικονογραφικά χαρακτηριστικά που ταιριάζουν με αυτά του Ασκληπιού· για
το λόγο αυτό προτάθηκε η ταύτιση του με τον θεραπευτή θεό. Ο Βουτυράς προχώρησε
στη σκέψη ότι το συγκεκριμένο ανάγλυφο ίσως να σχετίζεται με τον συνοικισμό της
Θεσσαλονίκης και μάλιστα ότι είναι δυνατό να αποδίδει τους «πολιούχους» θεούς της
νέας πόλης ή τους τοπικούς θεούς ή ήρωες των πόλεων και των πολισμάτων που πήραν
μέρος στον συνοικισμό 566 . Αν πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο τότε η παρουσία του
Ασκληπιού στο ανάγλυφο υποδεικνύει τη μεγάλη σημασία της λατρείας του στη
κοινωνική και πολιτική ζωή της νεοϊδρυθείσας Θεσσαλονίκης. Άλλωστε από τη πόλη
προέρχονται δύο επιγραφές που ρητά αναφέρουν τη παρουσία Ασκληπιάδος φυλής,
γεγονός που υποδεικνύει τη σχέση της λατρείας του Ασκληπιού με την πολιτική και
διοικητική οργάνωση της Θεσσαλονίκης 567 .
Αν λάβουμε ως δεδομένη την πρόταση ότι οι Μακεδόνες βασιλείς ευνοούσαν, ο
καθένας με τον τρόπο του, την διάδοση της λατρείας του τότε δεν είναι δυνατό να αφεθεί
ασχολίαστο το γεγονός ότι σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις πόλεων που η ίδρυσή τους
565
Martin-Metzger 1992, 85-89 και Παπαχατζής, Παυσανίου Περιήγησις, Αρκαδικά, σελ. 298-299. Οι
Martin-Metzger υπέθεσαν πως το Ασκληπιείο της Γόρτυνας ίσως να είχε αποκτήσει ειδικότητα στην
θεραπεία πληγών στηριζόμενοι τόσο στην παραπάνω μαρτυρία όσο και στο γεγονός ότι από την περιοχή
του ιερού έχει προκύψει αποθέτης που περιείχε αποκλειστικά σιδερένιες αιχμές δοράτων και βελών σε
δέσμες και άλλα χάλκινα εξαρτήματα προερχόμενα προφανώς από αναθέσεις πιστών. Martin-Metzger
1992, 86.
566
ΚΓΜΘ 1997, 43.
567
Την ύπαρξη Ασκληπιάδος φυλής υπέθεσε ο Τουράτσογλου και για την Βέροια με αφορμή μια
αποσπασματικά σωζόμενη επιγραφή (Λ 264) που φέρει το γράμμα Α δίπλα από τη λέξη φυλή.
Τουράτσογλου 1977, 485. Ασφαλώς πρόκειται για το αρχικό γράμμα κάποιας φυλής της Βέροιας. Είναι
εξίσου πιθανό το Α να συνδέεται και με ονόματα άλλων φυλών όπως Αρηίς, Αφροδισιάς , Αρτεμισιάς, ή
ακόμη και Αντιγονίς όπως τα γνωρίζουμε από επιγραφές άλλων πόλεων που διασώζουν τα παραπάνω
ονόματα φυλών. Ιδιαίτερα για την τελευταία, κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ πιθανό λόγω των στενών δεσμών
της Βέροιας με τη δυναστεία των Αντιγονιδών. Τουράτσογλου 1977, 485. Μολονότι με το απότμημα αυτό
συνδέθηκε και ένα δεύτερο από τον Νίγδελη δίνοντας στην επιγραφή μια περισσότερο πλήρη μορφή
εντούτοις το τμήμα του κειμένου που αφορά το όνομα της φυλής δεν σώθηκε. Τα δύο αποτμήματα
συσχέτισε για πρώτη φορά ο Νίγδελης. Nigdelis P.M., “Oberpriester und Gymnasiarchen im
Provinziallandtag Makedoniens: Eine neue Ehreninschrift aus Beroia”, Klio 77, 1995, 170-183. Για το
πρώτο δεν γνωρίζουμε τις συνθήκες ευρέσεως. Το δεύτερο σύμφωνα με την αναφορά του φύλακα
αρχαιοτήτων Βέροιας Π.Ξυλαπετσίδη βρέθηκε στο οικόπεδο Σ.Αντωνιάδη στην οδό Αγίου Ιωάννου.
Γουναροπούλου-Χατζόπουλος 1998, 203-204, αρ.119. Ασκληπιάδα φυλή μαρτυρείται και στην Ηράκλεια
Λυγκιστική. Hatzopoulos 1996, 159. Για τη λατρεία του Ασκληπιού στη περιοχή της αρχαίας Μακεδονίας
που βρίσκεται εκτός των σημερινών ελληνικών συνόρων βλ. Düll 1977, 107-112, 253-255.
106

αποδίδεται σε Μακεδόνες βασιλείς, η λατρεία του Ασκληπιού είναι πιστοποιημένη. Στην


Κασσάνδρεια, της οποίας η ίδρυση οφείλεται στον Κάσσανδρο, υποθέτουμε ότι η
λατρεία του Ασκληπιού ήταν γνωστή τουλάχιστον από το 242π.Χ. οπότε και αναφέρεται
στην επιγραφή της Κω, ως συμμετέχουσα πόλη στη νέα πανελλήνια γιορτή προς τιμή του
Ασκληπιού. Όπως σημειώνει ο Βουτυράς «η προθυμία των Κασσανδρέων να τιμήσουν
τον θεό με αυτόν τον τρόπο πήγαζε από αποδοχή της λατρείας του στην ίδια τους τη
πόλη» 568 . Επεκτείνοντας τη σκέψη αυτή θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί μήπως η
εισαγωγή της λατρείας στη νεοϊδρυθείσα από τον Κάσσανδρο πόλη πραγματοποιήθηκε
με πρωτοβουλία του ίδιου του βασιλιά.
Κάτι αντίστοιχο θα ήταν δυνατό να υποτεθεί και για τη πόλη της Αντιγόνειας η
οποία ιδρύθηκε από τον Αντίγονο Γονατά όπως μας πληροφορούν οι πηγές 569 . Με την
πόλη αυτή συνδέθηκε η επιγραφή που εξετάστηκε στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσας
εργασίας (αρ.κατ. 07). Ο Χατζόπουλος την χρονολογεί στο α’ μισό του 3ου αι.π.Χ, στα
ίδια περίπου χρόνια δηλαδή με την ίδρυση της πόλης 570 (αν πράγματι προέρχεται από
αυτήν). Ο Βουτυράς πρώτος υπαινίσσεται, ορμώμενος από την έκφραση «ιερητεύσας»
την απόδοση του προνομίου της επώνυμης ιερατείας της πόλης στον ιερέα του
Ασκληπιού 571 . Την άποψη αυτή συμμερίζεται και ο Χατζόπουλος θεωρώντας την σχεδόν
σίγουρη 572 . Αν ισχύει κάτι τέτοιο τότε βρισκόμαστε ενώπιον μιας ακόμη περίπτωσης
όπου ως βάση και αρχή της ιδιαίτερα σημαντικής θέσης της λατρείας του Ασκληπιού σε
μια πόλη είναι δυνατό να έχει η πρωτοβουλία και η επίσημη κίνηση ενός Μακεδόνα
βασιλέα.
Η σχέση των Μακεδόνων βασιλέων με τη λατρεία του Ασκληπιού διαφαίνεται και
από τη κεντρική και ιδιαίτερα σημαντική θέση που κατείχε το τέμενος του θεού στην
τοπογραφία των ιερών του Δίου, της επίσημης θρησκευτικής έδρας των αρχαίων
Μακεδόνων. Τόσο από τις πηγές, όσο και από επιγραφικές μαρτυρίες που προέρχονται
κυρίως από το ιερό του Διός, πληροφορούμαστε το σεβασμό που έτρεφαν οι Μακεδόνες
βασιλείς όπως ο Φίλιππος Β’, ο Αλέξανδρος Γ’, ο Κάσσανδρος, για τις λατρείες της
πόλης και τον τρόπο με τον οποίο επιδείκνυαν αυτήν την εκτίμηση με την διοργάνωση

568
Βουτυράς 1993, 258.
569
«'AntigÒneia, pÒlij Caon…aj ™n 'Hpe…rJ. Ð pol…thj 'AntigoneÚj. œsti kaˆ pÒlij 'Arkad…aj, ¹
prÒteron Mant…neia. tr…th Makedon…aj, 'AntigÒnou kt…sma toà Gonatoà. tet£rth Biqun…aj prÕj tù
Daskul…J. pšmpth ™n tÍ Sur…v plhs…on 'Antioce…aj. œsti kaˆ froÚrion tÁj KuzikhnÁj ¢pšcon tÁj
prosespšrou qal£sshj æj stad…ouj n. tÕ ™qnikÕn tÕ aÙtÒ». Στέφανος Γραμμ., Εθνικά (Επιτομή), λ.
Αντιγόνεια.
570
Hatzopoulos 1996α, αρ. 81.
571
Βουτυράς 1993, 259.
572
Hatzopoulos 1996, 154, 204.
107

εορτών, τέλεση θυσιών, αγώνων, προσφορά ακριβών αναθημάτων, αλλά και με την
επιλογή τους να στήνουν τα σημαντικότερα δημόσια κείμενα σε λίθινες στήλες στη
περιοχή των ιερών 573 . Ο Ασκληπιός από νωρίς «διεκδικεί» χώρο στη πόλη με σημαντικά
οικοδομήματα και το ιερό του καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στα άλλα δύο
σπουδαία ιερά: του Ολυμπίου Διός και της Δήμητρας.
Το ζήτημα της επώνυμης ιερατείας στις μακεδονικές πόλεις δεν μπορεί να ιδωθεί
ξέχωρα από την επίσημη οργάνωση του βασιλείου καθώς άπτεται θεμάτων που
σχετίζονται άμεσα με την διοίκηση των μακεδονικών πόλεων, μιας και ο ιερέας του
Ασκληπιού αποτελεί σημείο αναφοράς για την εγκυρότητα και χρονολόγηση των
διαφόρων πράξεων. Στις περιπτώσεις της Μίεζας, της Αμφίπολης και των Καλινδοίων
είμαστε σίγουροι για την απόδοση του προνομίου στους ιερείς του Ασκληπιού. Ο
Χατζόπουλος υποθέτει ότι το ίδιο ίσχυε και για την Μόρρυλο, την Βέροια και ίσως για
την Πέλλα και την Αντιγόνεια 574 . Παρατηρεί μάλιστα πως το προνόμιο αυτό δεν
αποδιδόταν αναγκαστικά στον ιερέα της σημαντικότερης τοπικής λατρείας αλλά
εξαρτιόταν από άλλα δεδομένα, περιορισμούς και ανάγκες 575 . Η παρατήρηση αυτή
επαληθεύεται από την επιγραφή των Καλινδοίων και από τις πράξεις αγοραπωλησιών
από την Αμφίπολη. Ενώ δηλαδή στα Καλίνδοια η σημαντικότερη λατρεία είναι του
Απόλλωνα, από τη στιγμή που προσαρτάται η περιοχή στο μακεδονικό βασίλειο η
επώνυμη ιερατεία αποδίδεται στον ιερέα του Ασκληπιού. Από τα ονόματα μάλιστα
προκύπτει ότι οι ιερείς είχαν μακεδονική καταγωγή 576 . Στην Αμφίπολη μολονότι δεν
γνωρίζουμε σε ποια θεότητα ανήκε ο επώνυμος ιερέας πριν την κατάληψη της από τον
Φίλιππο 577 , γεγονός είναι ότι μετά το 357π.Χ. αναγράφεται ρητά ως επώνυμος ο ιερέας
του Ασκληπιού, ίσως ως ένδειξη αντιδιαστολής με το προηγούμενο καθεστώς αλλά και
ως δηλωτικό της αλλαγής της εσωτερικής κατάστασης της πόλης. Αλλά και στη
Μόρρυλο, η εντολή να στηθούν οι στήλες με τα τιμητικά ψηφίσματα στο Ασκληπιείο
δηλώνει την κεντρική θέση όχι μόνο της λατρείας αλλά και του ιερού στην πολιτική,

573
Μπέλλας Ι., Ιερά και λατρείες του Διός στην Μακεδονία, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία,
Θεσσαλονίκη 2007, 27-35.
574
Hatzopoulos 1996, 153-154. Τα στοιχεία ωστόσο είναι ελάχιστα για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Σχετικά με την Πέλλα πάντως, αν η προβολή της λατρείας του Ασκληπιού βρισκόταν πράγματι κάτω από
την «βασιλική αιγίδα» τότε θα ήταν απόλυτα λογικό κάθε πρωτοβουλία του βασιλιά -νέα ή βασιζόμενη
στα ειωθότα- να έχει την πρακτική της εφαρμογή πρώτα στην ίδια την πρωτεύουσα.
575
Hatzopoulos 1996, 154, υποσημ.6.
576
Βοκοτοπούλου 1986, 114.
577
Από τη στιγμή μάλιστα που η Αμφίπολη ιδρύθηκε το 437π.Χ είναι αδύνατο η επίσημη λατρεία της
πόλης και κατ’ επέκταση η επώνυμη ιερατεία να ανήκε στον Ασκληπιό όταν η ίδια η λατρεία του εισήχθη
στην Αθήνα το 420/19π.Χ. Errington 2007, 279.
108
578
κοινωνική και θρησκευτική ζωή της πόλης . Ανεξάρτητα από το αν τελικά η επώνυμη
ιερατεία ήταν προνόμιο μόνο του ιερέα του Ασκληπιού ή όχι, γεγονός είναι ότι η λατρεία
του φαίνεται πως κατείχε σημαντική θέση στην πολιτική οργάνωση του κράτους 579 και
χρησιμοποιούνταν με τρόπο άγνωστο ακόμη σε εμάς από τους Μακεδόνες βασιλείς.
Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και την σημαντική πληροφορία που
μας παραδίδεται από την βασιλική επιστολή προς τους ιερείς του Ηρακλέους στη Βέροια
σχετικά με την παραχώρηση του προνομίου της ατέλειας στο παραπάνω ιερό όπως
ακριβώς ίσχυε και για τους ιερείς του Ασκληπιού. Το προνόμιο αυτό επομένως είχε δοθεί
πολύ νωρίτερα από το 242π.Χ. που χρονολογείται η επιστολή. Αφού μάλιστα η ατέλεια
προσφέρθηκε στους ιερείς του Ηρακλέους με βασιλική διαταγή, με αντίστοιχο τρόπο
λογικά θα είχε παραχωρηθεί και σε αυτούς του Ασκληπιού. Γίνεται αντιληπτό ότι η
επέμβαση του ίδιου του βασιλιά -άγνωστο σε εμάς ποιού- σε ένα τόσο καίριο και
ευαίσθητο ζήτημα όπως είναι το οικονομικό, δηλώνει το πόσο ευνοϊκά κείμενος ήταν
προς την συγκεκριμένη λατρεία.

578
Για το λόγο αυτό ο Χατζόπουλος υποθέτει ότι και στην περίπτωση της Μορρύλου επώνυμος ήταν ο
ιερέας του Ασκληπιού. Hatzopoulos 1996, 154, υποσημ.1.
579
Βουτυράς 1993, 260.
109

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Νέα Ρόδα

Στα Νέα Ρόδα Χαλκιδικής, όπου τοποθετείται η αρχαία Ουρανόπολη, εντοπίστηκε


ένα πολύ σημαντικό ιερό αποτελούμενο από τουλάχιστον δύο ναούς και άλλα κτήρια των
οποίων η χρήση και η λειτουργία είναι προς το παρόν άγνωστες αφού η ανασκαφή τους
είναι ακόμη σε εξέλιξη 580 . Μολονότι αποκαλύφθηκαν αξιόλογα αρχιτεκτονικά
κατάλοιπα και κινητά ευρήματα, δεν κατέστη δυνατή η σαφής αναγνώριση των
λατρευόμενων θεοτήτων, εξαιτίας της έλλειψης επιγραφικών μαρτυριών και
συγκεκριμένων αρχαιολογικών δεδομένων. Η εύρεση ωστόσο στο χώρο μιας μαρμάρινης
κεφαλής αγάλματος που φέρει οπές για την ένθεση ακτινών οδήγησε τις ανασκαφείς
στην υπόθεση ότι στο ιερό πρέπει να λατρευόταν ο Ήλιος ή ο Απόλλων ως Ήλιος.
(Πιν.26β). Από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα όμως προκύπτει ότι κατά πάσα πιθανότητα
στο ιερό υπήρχε συλλατρεία και άλλων θεοτήτων. Την υπόθεση αυτή ενισχύει η εύρεση
μιας δεύτερης μαρμάρινης κεφαλής αγάλματος η οποία εικονογραφικά θυμίζει κατά πολύ
αντίστοιχες που αποδίδουν τον Ασκληπιό. (Πιν. 26α, αρ.κατ.73). Η κεφαλή αυτή
αποτελεί αφετηρία προκειμένου να ιδωθούν όλα τα ευρήματα του ιερού -κινητά και
ακίνητα- μέσα από ένα νέο πρίσμα από το οποίο είναι δυνατό να προκύψουν κάποιες
παρατηρήσεις σχετικά με την ανίχνευση των λατρευόμενων θεοτήτων.

580
Για την περιοχή της Ουρανοπόλεως βλ. Παπάγγελος 1993, 1155-1187. Για συνολική βιβλιογραφία
σχετικά με το ιερό στα Ν. Ρόδα βλ. Βοκοτοπούλου 1995, 321. Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα 1998α, 350.
Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα 1999, 461. Τσιγαρίδα 2001, 450-451. Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα 1993, 455-468.
Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα 1995, 467-474. Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα 1997, 445-454. Βοκοτοπούλου-
Τσιγαρίδα 1998β, 289-294. Τσιγαρίδα 1997, 333-346. Τσιγαρίδα 1998α, 47-55. Τσιγαρίδα 1998β, 79-92.
Τσιγαρίδα 1999, 1235-1246. Τσιγαρίδα 2001, 450-451. Στα βορειοδυτικά του αρχαϊκού οίκου και σε
απόσταση 300μ. περίπου από αυτό αποκαλύφθηκε τμήμα χώρου μέσα στον οποίο βρέθηκε μια μαρμάρινη
βάση με δύο τόρμους για την ένθεση αγαλμάτων σε μέγεθος μικρότερο του φυσικού. Από τον μεγάλο
αριθμό θραυσμάτων γλυπτών που εντοπίστηκαν στο στρώμα καταστροφής προκύπτει χρήση του κτηρίου
κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Στα νότια του δεύτερου ναού των ελληνιστικών χρόνων ανασκάφηκε εν
μέρει ένα κτηριακό συγκρότημα σε παράλληλη σχέση με τον ναό αποτελούμενο από δύο τουλάχιστον
τοίχους, ιδιαίτερα προσεγμένης τοιχοδομίας, μήκους 20 και 25μ. αντίστοιχα, και πάχους πάνω από 1μ. που
σχηματίζουν ορθή γωνία. Επιμελημένη κατασκευή παρουσιάζουν και οι άλλοι τοίχοι του συγκροτήματος
με ασβεστολιθικές λιθοπλίνθους που συνδέονται με πελεκίνους συνδέσμους. Αλλά και μεταξύ των δύο
παραπάνω κτηρίων αποκαλύφθηκαν και άλλοι χώροι που με βάση την ευρεθείσα κεραμική
χρονολογούνται στον 4ο-3ο αι.π.Χ., γεγονός που δείχνει πως μέρος μόνο του συνολικού ιερού έχει έρθει
στο φως. Τσιγαρίδα 1997, 334.
110

Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δίνουν μια


διάρκεια ζωής για το ιερό από τα όψιμα αρχαϊκά χρόνια ως και τα πρώιμα
ελληνιστικά 581 . Το πρωιμότερο κτήριο που ανασκάφηκε χρονολογείται στην ύστερη
αρχαϊκή εποχή (τελευταίο τέταρτο του 6ου αι.π.Χ.) και ανήκει στο τύπο του μονόχωρου
εν παραστάσι οίκου 582 . (Πιν. 26γ-δ). Έχει προσανατολισμό Α-Δ και είσοδο στα
ανατολικά που εξαίρεται με τρεις αναβαθμούς. Ολόκληρος ο οίκος υψώνεται πάνω σε
πόδιο ύψους 1 περίπου μέτρου που διαμορφώνεται από τρεις επάλληλους δόμους από
διορίτη λίθο, όπως συμβαίνει και με την υποθεμελίωσή του 583 . Οι τοίχοι του είναι
κατασκευασμένοι από ασβεστόλιθο, το εσωτερικό μέτωπο των οποίων φέρει λευκό
επίχρισμα ενώ η εξωτερική τους επιφάνεια κοσμείται με κυψελωτό μοτίβο 584 . Εξωτερικά
του ναΐσκου και συγκεκριμένα κατά μήκος των μακριών του πλευρών εντοπίστηκε ένα
παχύ στρώμα καταστροφής κεράμων 585 πάνω στο οποίο βρέθηκε το μαρμάρινο κεφάλι
γενειοφόρου ανδρός που αποδίδει κατά πάσα πιθανότητα τον Ασκληπιό και
χρονολογείται στον τέλη του 4ου αι.π.Χ 586 . Ανάμεσα στο στρώμα καταστροφής
εντοπίστηκαν τμήματα πήλινων αγαλμάτων που προέρχονται από τα ακρωτήρια του
κτιρίου 587 , τμήμα από πήλινο πόδι ζώου -προφανώς από ειδώλιο βοοειδούς- και θραύσμα

581
Τσιγαρίδα 1998, 47. Από το χώρο προέκυψε μια μόνο επιγραφή σε ιωνικό αλφάβητο που σώζεται
ιδιαίτερα αποσπασματικά και χρονολογείται στον 5ο αι.π.Χ. Κατέστη δυνατόν να διαβαστούν τρεις μόνο
λέξεις: ιερό, μέσον, δημοσία. Δεν αποκλείεται η επιγραφή να λειτουργούσε ως όρος του ιερού, να δήλωνε
δηλαδή τα όρια του. Τσιγαρίδα 2001, 450-451 και Τσιγαρίδα 1998β, 84-85. Η εύρεσή της αποτελεί τη
μοναδική μαρτυρία για την λειτουργία του ιερού κατά τον 5οαι.π.Χ. καθώς από το χώρο απουσιάζουν
πλήρως τα στοιχεία λατρείας για ένα μεγάλο διάστημα από τα τέλη του 6ου αι.π.Χ έως και τα τέλη του 4ου
αι.π.Χ. Τσιγαρίδα 1997, 340.
582
Διαστάσεις οίκου: μήκος 10,40μ., πλάτος 6,70μ. Τσιγαρίδα 1998, 47. Η χρονολόγηση προκύπτει από
τον τύπο της κεράμωσης με παράλληλα που προέρχονται από την Κόρινθο. Τσιγαρίδα 1998, 48.
583
Τσιγαρίδα 1998α, 47. Το δάπεδο της πρώτης φάσης του 6ου αι.π.Χ. δεν διατηρήθηκε. Διαφορετικού
ωστόσο μεγέθους και πάχους ασβεστολιθικές λιθόπλινθοι που σώζονται στα βορειοδυτικά του οίκου
αποτελούν το δάπεδο μιας φάσης που τοποθετείται μετά τον πρώιμο 3ο αι.π.Χ. Το συμπέρασμα αυτό
προκύπτει από τα ανακατεμένα ευρήματα του όψιμου 6ου και του πρώιμου 3ου αι.π.Χ που εντοπίστηκαν
στην επίχωση κάτω από τις ασβεστολιθικές λιθοπλίνθους. Τσιγαρίδα 1998α, 50.
584
Μονάχα στη δυτική και βόρεια πλευρά σώζεται τμήμα του τοιχοβάτη. Εξωτερικά του κτηρίου βρέθηκαν
πεσμένες αρκετές λιθόπλινθοι του 2ου, 3ου και 4ου δόμου του βόρειου τοίχου. Τσιγαρίδα 1998α , 47.
585
Από το στρώμα καταστροφής προέκυψαν κατά βάση κέραμοι κορινθιακού τύπου. Οι ηγεμόνες
κοσμούνται με γραπτό πλοχμό από λευκό, ερυθρό και σκούρο καστανό χρώμα ενώ οι ανθεμωτοί φέρουν
ανθέμιο επίσης χρωματισμένο. Ένας μικρός αριθμός από κεράμους λακωνικού τύπου, από διαφορετικό
υλικό και με διαφορετικό επίχρισμα, που εντοπίστηκε στο παραπάνω στρώμα πρέπει να ανήκει σε
μεταγενέστερες επεμβάσεις. Τσιγαρίδα 1998α, 48.
586
Κατά τις ανασκαφείς η κεφαλή πρέπει να παρασύρθηκε στο χώρο κατά την διάρκεια των γεωργικών
εργασιών. Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα 1993, 458. Προτάθηκε επίσης η ταύτιση της μορφής με τον Δία ή
ακόμα και τον Ποσειδώνα. Τσιγαρίδα 1997, 336. Παρόλα αυτά όμως η ομοιότητα με την κεφαλή του
Ασκληπιού από τη Μήλο που χρονολογείται στα χρόνια 325-20π.Χ. και βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό
Μουσείο με αρ. κατ. 550 φαίνεται να ενισχύει την περίπτωση της απόδοσής του σε άγαλμα Ασκληπιού. Η
Βοκοτοπούλου άλλωστε στο συλλογικό τόμο για την Χαλκιδική θεωρεί σχεδόν σίγουρο ότι πρόκειται για
κεφαλή Ασκληπιού. Βοκοτοπούλου 2002, 82 και 97.
587
Πρόκειται για πήλινα αγαλμάτια μικρότερα του φυσικού που αποδίδουν Νίκες, χρονολογούνται στα
όψιμα αρχαϊκά χρόνια και προέρχονται πιθανόν από κορινθιακά εργαστήρια. Τσιγαρίδα 1998α, 49. Για
εκτενή περιγραφή των θραυσμάτων βλ. Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα 1993, 458-459.
111

λεοντοκεφαλής 588 . Με την αφαίρεση του στρώματος καταστροφής αποκαλύφθηκαν


πυρές με καμένα οστά και αγγεία, λάκκοι με όστρεα, εσχάρα από ωμά πλιθιά ενώ
συνελέγησαν θραύσματα μικρών αγγείων, άωτα σκυφίδια, προχοΐδια (Πιν.27γ), όστρακα
μελαμβαφών κανθάρων, ένας μικρός αριθμός οκταεδρικών αγγείων με προχοή και λαβή,
καθώς και μικροαντικείμενα που κυμαίνονται χρονολογικά από τον όψιμο 4ο ως τις
αρχές του 3ου αι.π.Χ. Όλα τα παραπάνω υποδεικνύουν μια χρήση του εξωτερικού χώρου
του ναού στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια 589 . Στον πρόναο εντοπίστηκαν δύο λάκκοι-
αποθέτες που περιείχαν θραύσματα πήλινων ή λίθινων αγγείων και μετάλλινα
μικροαντικείμενα που μπορούν να χρονολογηθούν από την ύστερη αρχαϊκή ως την
πρώιμη ελληνιστική περίοδο 590 . Το ιερό στο οποίο θα ανήκε ο οίκος των αρχαϊκών
χρόνων που περιγράφηκε παραπάνω συνδέθηκε από τις ανασκαφείς με την Σάνη, την
αποικία που ίδρυσαν οι Άνδριοι τον 7ο αι.π.Χ. Η συγκεκριμένη αποικία δεν έχει μέχρι
τώρα εντοπιστεί ανασκαφικά αλλά τοποθετείται στην ευρύτερη περιοχή 591 . Σε αυτήν την
φάση το ιερό λογικά θα βρισκόταν εκτός των τειχών. Με την ίδρυση όμως της
Ουρανόπολης το 315π.Χ από τον Αλέξαρχο, τον αδερφό του Κασσάνδρου, το ιερό
πρέπει να ενσωματώθηκε στη νέα πόλη 592 . Έτσι λοιπόν η χρήση του χώρου και οι
επεμβάσεις που αντικατοπτρίζονται στα αρχαιολογικά δεδομένα και αντιστοιχούν στα
πρώιμα ελληνιστικά χρόνια πρέπει να συνδυαστούν με τον Αλέξαρχο στον οποίο
άλλωστε αποδίδεται και η οικοδόμηση ενός δεύτερου ναού που αποκαλύφθηκε στα
νοτιοανατολικά του αρχαϊκού ναού, σε απόσταση λίγων μέτρων 593 .
Πρόκειται για ένα ακόμη ναόσχημο κτήριο διαστάσεων 17,80x10,20 με
προσανατολισμό Α-Δ που χρονολογείται στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι.π.Χ. 594
(Πιν.26ε). Αρχιτεκτονικά διαρθρώνεται από πρόναο και σηκό ενώ πολύ πιθανό να
διέθετε πρόσταση από πέντε ή έξι κίονες στην είσοδό του 595 . Διαθέτει τρεις εισόδους.
Μια κύρια στα ανατολικά και από μια στα νότια και τα δυτικά 596 . Εκατέρωθεν της

588
Η λεοντοκεφαλή ανήκει κατά πάσα πιθανότητα σε υδρορρόη του κτηρίου. Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα
1993, 459.
589
Τσιγαρίδα 1998α, 50.
590
Οι αποθέτες διαμέτρου 0,70μ. είχαν μικρό βάθος και βρέθηκαν κατά μήκος του βόρειου και νότιου
τοίχου του προνάου σε αξονική μεταξύ τους σχέση. Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα 1995, 468.
591
Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα 1995, 460.
592
Τσιγαρίδα 1999, 1235.
593
Τσιγαρίδα 1998α , 54.
594
Τσιγαρίδα 1999, 1238.
595
Τα κατασκευαστικά στοιχεία του σηκού και του προνάου υποδεικνύουν την ύπαρξη πρόστασης με δύο
κίονες στα πλάγια και πέντε ή έξι κατά μήκος της ανατολικής πλευράς. Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα 1998β,
289. Από το ιδιαίτερα πυκνό στρώμα καταστροφής που εντοπίστηκε στο εσωτερικό του σηκού και του
προνάου προκύπτει ότι η κεράμωση του κτηρίου ήταν λακωνικού τύπου. Τσιγαρίδα 1998α, 53.
596
Στην ανατολική κύρια είσοδο διατηρήθηκε το μαρμάρινο δίλιθο κατώφλι η μορφή του οποίου και η
έλλειψη κυματίου το χρονολογούν στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Μαρμάρινο κατώφλι αλλά με ξύλινη
112

εισόδου του σηκού, από την πλευρά του προνάου, αποκαλύφθηκαν τρεις λίθινες βάσεις
προορισμένες προφανώς για τη στήριξη αγαλμάτων 597 . Στο σημείο αυτό εντοπίστηκαν
δύο μαρμάρινες κεφαλές, εκ των οποίων η μια αποδίδει γυναικεία μορφή με πεπονοειδή
κόμμωση και η άλλη αγένεια ανδρική με 13 οπές περιμετρικά της κόμης για την ένθεση
ακτινών, γεγονός που οδηγεί στην ταύτιση της αποδιδόμενης μορφής με τον Ήλιο 598 .
Στο εσωτερικό του σηκού αποκαλύφθηκαν ορισμένες κατασκευές οι οποίες όπως
είναι λογικό εξυπηρετούσαν τη λατρεία. Κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του και
εκατέρωθεν της εισόδου του ήρθε στο φως θρανίο πλάτους 0,60μ. που χρησίμευε κατά
πάσα πιθανότητα για την εναπόθεση αναθημάτων, αγαλμάτων ή λατρευτικών σκευών 599 .
Εκατέρωθεν της δυτικής εισόδου βρέθηκαν άλλες δύο κατασκευές εκ των οποίων η
βόρεια αποτελείται από έναν πεσσίσκο γύρω από τον οποίο αποκαλύφθηκαν μαρμάρινα
θραύσματα προερχόμενα ίσως από έδρανα ενώ η νότια από δύο λιθοπλίνθους σε δεύτερη
χρήση που αρχικά ίσως να λειτουργούσαν ως βάση που θα έφερε κάποιο άγαλμα 600 .
Άλλες δύο επιμήκεις λιθόπλινθοι εντοπίστηκαν στο ΒΔ τμήμα του σηκού σε παράλληλη
σχέση μεταξύ τους που πολύ πιθανό να αποτελούσαν τμήμα μιας τράπεζας για την
απόθεση αναίμακτων προσφορών 601 (Πιν.27α). Τέλος, εσωτερικά του σηκού, στο
βορειοανατολικό τμήμα του, αποκαλύφθηκε ένας εκτεταμένος λιθοσωρός η προέλευση
του οποίου δημιούργησε πολλά ερωτηματικά. Υποστηρίχθηκε με επιφύλαξη ότι μπορεί
να προέρχεται από μια διαλυμένη κατασκευή λατρευτικού χαρακτήρα 602 .

επένδυση στο εξωτερικό του τμήμα έφερε και η δευτερεύουσας σημασίας νότια είσοδος η οποία θα
οδηγούσε σε ένα τρίτο κτήριο στα νότια του ναού και σε άλλα προσκτίσματα του ιερού. Τσιγαρίδα 1999,
1237 και Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα 1998β, 290. Η δυτική διαρθρωνόταν από τρεις αναβαθμούς από υλικό
σε δεύτερη χρήση προκειμένου να γεφυρωθεί η υψομετρική διαφορά ανάμεσα στο χαμηλό σηκό και στο
υψηλό επίπεδο εξωτερικά του ναού που θα οδηγούσε στον αρχαϊκό οίκο. Τσιγαρίδα 1999, 1237.
597
Η θέση των βάσεων ίσως να αποτελεί και κάποιου είδους περιορισμό που θα μας βοηθήσει στην
αποκατάσταση της μορφής της πρόστασης με τη λογική ότι προφανώς δεν θα βρίσκονταν σε αξονική
σχέση με τους κίονες αλλά στον ενδιάμεσο χώρο που αυτοί θα όριζαν προκειμένου να είναι ορατά τα
φερόμενα αγάλματα.
598
Τσιγαρίδα 1999, 1239-1240.
599
Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα 1998β, 290. Τα προς την είσοδο μάλιστα πέρατα των θρανίων είναι
λοξότμητα για να συγκρατούν τα θυρόφυλλα που με αυτόν τον τρόπο θα άνοιγαν περισσότερο από 90°. Η
επιλογή αυτή ίσως να υπαγορεύθηκε από την ίδια την φύση της λατρευόμενης θεότητας και να
αποσκοπούσε στην όσο το δυνατόν πληρέστερη διείσδυση του φωτός-ήλιου στο εσωτερικό του σηκού.
600
Τσιγαρίδα 1998α , 52.
601
Μήκος λιθοπλίνθων: 0,63μ. Τσιγαρίδα 1999, 1237.
602
Τσιγαρίδα 1999, 1237. Ο λιθοσωρός αποτελούνταν από μεγάλους λιθοπλίνθους στα βόρεια και τα
ανατολικά ενώ το εσωτερικό του χώρου που όριζαν ήταν γεμάτο από μικρότερους αργούς λίθους με ίχνη
καύσης αναμεμειγμένους με όστρεα. Δεν αποκλείεται επίσης ο σωρός αυτός να απορρίφθηκε μέσα στο
σηκό μετά την εγκατάλειψη του κτηρίου. Τσιγαρίδα 1998α , 52.
113

Τα ευρήματα που προέκυψαν από το χώρο δεν διαφοροποιούνταν από αυτά του
αρχαϊκού οίκου 603 . Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί η εύρεση ενός πήλινου βωμού με ίχνη
καύσης στην άνω επιφάνειά του που χρονολογείται στον 3ο αι.π.Χ. (Πιν.27β) και ενός
σημαντικού αριθμού οκταεδρικών αγγείων παρόμοιων με αυτά που βρέθηκαν και στον
αρχαϊκό οίκο και προορίζονταν κατά τα φαινόμενα για τελετουργικούς σκοπούς 604
(Πιν.27δ).
Σύμφωνα με τις ανασκαφείς του χώρου ο κατεξοχήν λατρευόμενος θεός στο ιερό
των Ν. Ρόδων πρέπει να ήταν ο Ήλιος ή ο Απόλλων ως Ήλιος 605 . Στην ταύτιση αυτή
οδηγήθηκαν τόσο από τα ανασκαφικά ευρήματα όσο και από τις πηγές 606 οι οποίες
παραδίδουν ότι ο Αλέξαρχος, ο ιδρυτής της Ουρανόπολης, εισήγαγε και προώθησε τη
λατρεία του Ήλιου σε τέτοιο βαθμό ώστε να ταυτίζει τον εαυτό του με το ουράνιο αυτό
σώμα ενώ τους κατοίκους της πόλης να τους αποκαλεί -σύμφωνα με τις γλωσσικές
καινοτομίες του- ἡλιοκρεῖς. Η λατρεία αυτή αντικατοπτρίζεται και στον οπισθότυπο των
νομισμάτων της Ουρανόπολης στον οποίο αποδίδεται ο Ήλιος με πυραμιδοειδές επίθημα
στο κεφάλι ανάλογου σχήματος με τα αγγεία που βρέθηκαν στο ιερό, καθήμενος σε
σφαίρα, να φορά χιτώνα και να κρατά με το δεξί του χέρι ένα σκήπτρο με το σύμβολο
του ήλιου στη κορυφή 607 (Πιν.27ε). Ασφαλώς η εύρεση της μαρμάρινης κεφαλής με τις
13 οπές και το πυραμιδοειδές επίθημα στη κορυφή δεν αφήνει πολλά περιθώρια
αμφιβολίας ότι πρόκειται για τον Ήλιο ή για τον Απόλλωνα-Ήλιο 608 .

603
Βρέθηκε ελάχιστη κεραμική αποτελούμενη από θραύσματα άβαφων κανθάρων, άωτα σκυφίδια,
φιαλίδια, χάλκινα νομίσματα Ουρανόπολης, μετάλλινα μικροαντικείμενα καθώς και χάλκινα εξαρτήματα
της θύρας. Τσιγαρίδα 1998α, 53.
604
Ο βωμός φέρει λευκό επίχρισμα και κοσμείται με κυμάτιο στο περιχείλωμά του με κυανό και ερυθρό
χρώμα. Τσιγαρίδα 1999, 1237 και Τσιγαρίδα 1998α, 53. Για πλήρη περιγραφή των οκταεδρικών αγγείων
βλ. Τσιγαρίδα 1997, 337-338.
605
Τσιγαρίδα 1999, 1242.
606
toioàtoj Ãn kaˆ 'Alšxarcoj Ð Kass£ndrou toà Makedon…aj basileÚsantoj ¢delfÒj, Ð t¾n OÙranÒpolin
kaloumšnhn kt…saj. ƒstore‹ d perˆ aÙtoà `Hrakle…dhj Ð Lšmboj ™n tÍ triakostÍ ˜bdÒmV tîn ƒstoriîn
lšgwn oÛtwj. ‘'Alšxarcoj Ð t¾n OÙranÒpolin kt…saj dialšktouj „d…aj e„s»negken, ÑrqrobÒan m n tÕn
¢lektruÒna kalšwn kaˆ brotokšrthn tÕn kourša kaˆ t¾n dracm¾n ¢rgur…da, t¾n d co…nika
¹merotrof…da kaˆ tÕn k»ruka ¢pÚthn. kaˆ to‹j Kassandršwn d ¥rcousi toiaàt£ pot' ™pšsteile ‘'Alšxarcoj
`Omaimšwn prÒmoij gaqe‹n. toÝj ¹liokre‹j o„în o da lipousaqewtwn œrgwn kratitoraj mors…mJ tÚcv
kekurwmšnaj qeoupogaij cutlèsantej aÙtoÝj kaˆ fÚlakaj Ñrigene‹j». Πλούταρχος, Περί Ίσιδος και
Οσίριδος, 365Ε. «Ópou 'Alšxarcon tÕn 'Antip£trou pÒlin Øpode…masqai t¾n OÙranÒpolin tri£konta
stad…wn tÕn kÚklon œcousan. Στράβων 7,35.
607
Ο συγκεκριμένος εικονογραφικός τύπος αρχικά θεωρούνταν ότι απέδιδε την Αφροδίτη Ουρανία. Με τα
τελευταία όμως ευρήματα η ταύτιση αυτή πλέον αμφισβητείται και μάλλον πρέπει να θεωρηθεί
λανθασμένη. Σε αυτό άλλωστε συνηγορεί και η ανδροπρεπής στάση της μορφής στα νομίσματα η οποία σε
καμιά περίπτωση δεν θα συμβάδιζε με γυναικεία εικονογραφία. Βοκοτοπούλου- Τσιγαρίδα 1997, 448.
608
Είναι πολύ πιθανό στο ιερό στο οποίο εισήχθη η λατρεία του Ήλιου να υπήρχε ήδη λατρεία του
Απόλλωνα ο οποίος ούτως ή άλλως συνδέεται με το φως και τον Ήλιο. Η κυψελοειδής όψη του αρχαϊκού
ναού μάλιστα ίσως να απηχεί τις παραδόσεις σχετικά με την μορφή του δεύτερου ναού του Απόλλωνα
στους Δελφούς. Δεν είναι τυχαίο το ότι παρόμοια διακόσμηση συναντούμε και στο άλλο μεγάλο ιερό του
114

Στο ναό των ελληνιστικών χρόνων, η κατασκευή του οποίου συνδέεται με τον
Αλέξαρχο, πρέπει να φιλοξενούνταν και άλλες λατρείες. Η άποψη αυτή έχει διατυπωθεί
από τις ανασκαφείς και πρέπει να θεωρηθεί σχεδόν σίγουρη καθώς το σύνολο του ιερού
παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες που υποδηλώνουν τη λατρεία περισσότερων
θεοτήτων. Οι τρεις είσοδοι του ναού, η μια κύρια και οι δύο πλευρικές, πρέπει να
υπαγορεύθηκαν από τις ποικίλες λατρευτικές ανάγκες όπως συμβαίνει για παράδειγμα
στο Ερέχθειο της Ακρόπολης των Αθηνών ή στο Τελεστήριο της Ελευσίνας 609 . Για το
λόγο αυτό προτάθηκε η άποψη ότι οι τρεις βάσεις των αγαλμάτων που βρέθηκαν στον
πρόναο ίσως να αφορούν την συλλατρεία της Δηλιακής τριάδας ( Απόλλων ως Ήλιος,
Άρτεμις, Λητώ) ή του Ήλιου, της Σελήνης και της Ηούς 610 . Αν ωστόσο η κεφαλή που
βρέθηκε στο στρώμα καταστροφής του αρχαϊκού οίκου αποδίδει τον Ασκληπιό τότε
προκύπτει μια άλλη λατρευτική ομάδα: του Απόλλωνα με τον Ασκληπιό 611 . Αν ισχύει
μια τέτοια υπόθεση αυτόματα πολλές αρχιτεκτονικές και λατρευτικές ιδιαιτερότητες
φωτίζονται μέσα από αυτό το νέο πρίσμα. Άλλωστε η συλλατρεία Ήλιου και Ασκληπιού
δεν ήταν άγνωστη όπως προκύπτει από τις επιγραφικές μαρτυρίες. Σε μια επιγραφή από
το ιερό του Ασκληπιού στο Πειραιά αναφέρεται συλλατρεία του Ασκληπιού με τον Ήλιο
και την Μνημοσύνη καθώς ορίζονται προσφορές και για αυτές τις λατρείες 612 . Από το
Ασκληπιείο της Κω προέρχεται άλλη μια επιγραφή, των μέσων του 4ου αι.π.Χ., σε βωμό
προορισμένο για τον Ήλιο, την Ημέρα, τον Μαχάονα και την Εκάτη 613 . Στο Θέρμο της
Αιτωλίας έχουν βρεθεί δύο μικροί ενεπίγραφοι λίθοι που πιθανόν να ανήκουν σε όρους
του τεμένους του Απόλλωνα και χρονολογούνται από τον Riethmüller 614 στο 3ο ή 2ο
αι.π.Χ. Στον ένα αναγράφεται το όνομα του Λυσείου Απόλλωνος ενώ στο δεύτερο τα
ονόματα του Ήλιου, της Νίκης και του Ασκληπιού 615 , γεγονός που υποδεικνύει
συλλατρεία των παραπάνω θεοτήτων. Επίσης στην Τεγέα, στον ναό της Αθηνάς Αλέας,

θεού στη Δήλο όπου η σύνδεση με το φως και τον Ήλιο είναι ακόμη εντονότερη. Βουβουλής Α., Ο
Απόλλων στο μακεδονικό χώρο, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, Θεσσαλονίκη 2007, 22, υποσημ.89.
609
Τσιγαρίδα 1999, 1238-1239.
610
Τσιγαρίδα 1999, 1242.
611
Όπως είναι γνωστό η συλλατρεία των θεοτήτων αυτών ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στον ελληνικό
χώρο. Στη Βέροια μαρτυρείται επιγραφικά ενώ στο ιερό του θεού στην Αντισάρα υπάρχουν υπόνοιες ότι
εκεί αρχικά λατρευόταν ο Απόλλων. Βουτυράς 1993, 253.
612
`Hl…wi/¢restÁr[a]/khr…on. /Mnhmo/sÚnhi /¢res[tÁ]/ra khr…on./nhf£l[i]/oi trej /bwmo…. /[nh]f£lioi
/trεj /bwmo…. /nhf£lioi. IG IΙ3, 4962.
Η επιγραφή φέρει τουλάχιστον τρία κείμενα που χαράχθηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Το
πρωιμότερο τοποθετείται στις αρχές του 4ου αι.π.Χ. ενώ το δεύτερο λίγο αργότερα. Eickstedt 2001, 11-13,
28. LSCG, αρ.21, 50-52. Δυστυχώς για το τρίτο κείμενο που ενδιαφέρει δεν δίνεται ακριβής χρονολόγηση.
613
Riethmüller 2005α, αρ. 179.
614
Riethmüller 2005α, αρ.137.
615
Σωτηριάδης 1916, σελ.56, Νο 34β.
115

όπου σύμφωνα με τον Παυσανία 616 υπήρχε και άγαλμα του Ασκληπιού και της Υγείας
βρέθηκε βωμός του 1ου αι.π.Χ. ως ανάθημα στον Ασκληπιό και τον Ήλιο 617 . Από το
Γύθειο 618 έχει προκύψει επιγραφή ρωμαϊκών χρόνων που τιμά τον ιερέα του Διός
Βουλαίου, του Ήλιου, της Σελήνης, του Ασκληπιού, της Υγείας και κάποιας άλλης
θεότητας της οποίας το όνομα δεν σώζεται στο λίθο. Επομένως η περίπτωση
συλλατρείας Ήλιου και Ασκληπιού αποτελεί φαινόμενο που πράγματι απαντάται στην
αρχαία ελληνική θρησκεία γεγονός που διευρύνει τις προοπτικές στην εξέταση της
περίπτωσης των Ν. Ρόδων.
Επίσης, η παρουσία τράπεζας προσφορών και του θρανίου στο εσωτερικό του ναού
συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις λατρευτικές πρακτικές που συναντούμε συχνά στα
ιερά του θεραπευτή θεού. Στο Ασκληπιείο της Αθήνας 619 , της Φενεού 620 (Πιν.27στ), της
Αλίφειρας 621 (Πιν.27ζ), της Λισσού στην Κρήτη 622 , των Φθιωτίδων Θηβών 623 , στις
Ερυθρές 624 μαρτυρείται είτε ανασκαφικά είτε επιγραφικά η παρουσία τέτοιων τραπεζών
ή θρανίων που χρησίμευαν για την απόθεση από μέρους των πιστών των κάθε είδους
προσφορών. Συνδέονται μάλιστα με τις ιδιαίτερες λατρευτικές πρακτικές που
συνηθίζονταν στα ιερά του Ασκληπιού όπως είναι η πρόθυσις αλλά και η γιορτή των
Θεοξενίων 625 .
Οι πυρές με τα καμένα οστά και τα αγγεία, οι λάκκοι με τα όστρεα, η εσχάρα από
ωμά πλιθιά που αποκαλύφθηκαν εξωτερικά του αρχαϊκού ναού καθώς και η εύρεση

616
Παυσανίας VIII, 49,1.
617
Ἁλίου/καὶ Ἀσκλαπιοῦ. Αρβανιτόπουλος 1906, 62 και Riethmüller 2005α, αρ.99.
618
[Ἡ] λαμ(π)ρὰ τῶν Γυθε/[α]τῶν πόλις /Μάρ(κον) Αὐρ(ήλιον) Καλοκλέα/ Νεικάνδρου,
[τὸν]/[ε]ὐγενέστατον αἰ/ώνιον ἀγωνοθέ/την, τὸν ἱερέα τῶν/ ἐπιφανεστάτων/θεῶν Διὸς Βουλαί/ ου καὶ
Ἡλίου καὶ Σε/ [λ]ήνης καὶ Ἀσκληπ[ι]/οῦ καὶ Ὑγίας καὶ… . IG V, 1, 1179.
619
Από επιγραφές πληροφορούμαστε την ύπαρξη τελετουργικής τράπεζας για την απόθεση προσφορών
από τους πιστούς. Hubbe 1959, αρ.3, σελ. 10-13. Ο κεντρικός ρόλος της τράπεζας στις λατρευτικές
πρακτικές του Ασκληπιείου της Αθήνας διαφαίνεται και από την θέση που αυτή κατέχει στην
εικονογραφία του λεγόμενου αναγλύφου του Τηλεμάχου. Beschi 1969, 399.
620
Στο εσωτερικό του σηκού σε μικρή απόσταση μπροστά από το βάθρο που έφερε τα δύο λατρευτικά
αγάλματα βρέθηκε μαρμάρινη τράπεζα προσφορών διαστάσεων 1,70x0.885x0,725 η οποία κατέληγε σε
πόδια λεόντων. Πρωτονοτάριου- Δεϊλάκη 1963, 60 και Πρωτονοτάριου- Δεϊλάκη 2001, 435.
621
Παρόμοια κατασκευή και στην ίδια ακριβώς θέση με αυτή της Φενεού εντοπίστηκε και στο σηκό του
ναού του Ασκληπιού στην Αλίφειρα. Ορλάνδος 1967-68, 180.
622
Στο εσωτερικό του μονόχωρου ναού του Ασκληπιού στη Λισσό βρέθηκαν τα θραύσματα μιας
μαρμάρινης τράπεζας προσφορών του 2ου αι.π.Χ. με αναθηματική επιγραφή στον Ασκληπιό.
(Χρονολόγηση από Riethmüller 2005α, αρ.162, σελ.345). Η τράπεζα κοσμούνταν με λεοντοκεφαλές και
λεοντόποδες. Πλάτων 1957, 337, Πλάτων 1958, 466, Πλάτων 1959, 377. Επίσης αποκαλύφθηκαν
εκατέρωθεν του σηκού χαμηλά θρανία στο ένα από τα οποία κείτονταν ορισμένα αναθηματικά αγαλμάτια.
Πλάτων 1958, 466.
623
Στο εσωτερικό του ναού αποκαλύφθηκε θρανίο ύψους 0,30μ. και πλάτους 0,50μ. που περιτρέχει τον
σηκό κατά μήκος της βόρειας και δυτικής πλευράς. Η ύπαρξη του στη νότια πλευρά δεν είναι δυνατό να
διευκρινιστεί καθώς το τμήμα αυτό του ναού έχει καταρρεύσει. Σισμάνη-Αδρύμη 1996, 210.
624
Sokolowski 1955, αρ.24, σελ.61-65.
625
Για την ύπαρξη τραπεζών, την πρακτική της πρόθυσης και την γιορτή των Θεοξενίων βλ. αντίστοιχο
κεφάλαιο για τις λατρευτικές πρακτικές στη παρούσα εργασία.
116

μικροαντικειμένων και κεραμικής αποτελούμενης από θραύσματα μικρών αγγείων, άωτα


σκυφίδια, προχοΐδια, όστρακα μελαμβαφών κανθάρων που κυμαίνονται χρονολογικά
από τον όψιμο 4ο ως τις αρχές του 3ου αι.π.Χ. υποδεικνύουν την τέλεση σπονδών ή
άλλων θρησκευτικών πράξεων οι οποίες πολύ πιθανό να συνοδεύονταν από τελετουργικά
γεύματα, πρακτικών χαρακτηριστικών για την λατρεία του Ασκληπιού 626 . Επίσης στο
πλαίσιο των καθημερινών λατρευτικών πρακτικών θα μπορούσε να ενταχθεί και η
παρουσία θυμιατηρίου στη μορφή βωμού καθώς οι σπονδές και η χρήση λιβανιού
αποτελούσαν την πλέον απλή και καθημερινή προσφορά των ανθρώπων στην επαφή
τους με τους θεούς 627 .
Μέσα από το πρίσμα της συλλατρείας του Ήλιου-(Απόλλωνα) με τον Ασκληπιό θα
ήταν δυνατό να ερμηνευθεί και η εύρεση της κεφαλής του μικρού κοριτσιού στο πρόναο
(Πιν. 28α). Οι ανασκαφείς χαρακτηρίζουν την ερμηνεία της προβληματική καθώς το
νεαρό της ηλικίας αποκλείει την απόδοσή της σε λατρευτικό άγαλμα της Αρτέμιδας, της
Σελήνης, της Ηούς ή της Λητούς 628 . Το γεγονός ωστόσο ότι θυμίζει τις άρκτους από το
ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος ίσως υποδεικνύει το είδος του πλαστικού αυτού έργου
και όχι κατ’ ανάγκη τη ταύτισή του με κάποια μορφή. Είναι δυνατό επομένως να ανήκει
στη κατηγορία των αναθημάτων που αποδίδουν μικρά κορίτσια όπως γνωρίζουμε ότι
συνηθιζόταν να ανατίθενται στα ιερά της Άρτεμης και όχι λατρευτικό άγαλμα. Με το
σκεπτικό αυτό όμως ενισχύεται η άποψη ότι μπορεί να έχουμε λατρεία Απόλλωνα-
Αρτέμιδος. Η σύνδεση ωστόσο αναθηματικών αγαλμάτων κοριτσιών με την Άρτεμη κατ’
αποκλειστικότητα δεν ισχύει διότι παρόμοια έργα αποτελούν συνηθισμένα ευρήματα και
στα ιερά του Ασκληπιού. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα ανάθεσης αγαλματίων μικρών
παιδιών, είτε κοριτσιών είτε αγοριών, τα οποία η Λεβέντη ασπαζόμενη τις απόψεις
νεότερων μελετητών, θεωρεί «αναθήματα των λατρευτών που έθεταν τα παιδιά τους με
αυτόν τον τρόπο στην προστασία της κουροτρόφου - παιδοτρόφου θεότητας» ιδιοτήτων

626
Για παρόμοια ευρήματα βλ. την περίπτωση του Ασκληπιείου του Δαφνούντος. Παπακωνσταντίνου
2009, 35-36 και υποσημ. 426 στη παρούσα εργασία.
627
Edelstein-Edelstein 1945, 193-194. Από έναν ιερό νόμο από το Ασκληπιείο της Περγάμου
πληροφορούμαστε πως στη θυσία ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί πέραν όλων των άλλων και λιβάνι.
Habicht 1969, αρ.161, σελ. 182-184. Από τους καταλόγους των αναθημάτων του Ασκληπιείου της Αθήνας
προκύπτει πως τα θυμιατήρια αποτελούσαν προσφιλής προσφορά στον Ασκληπιό. Η Aleshire (Aleshire
1989, 312) μάλιστα διακρίνει τρεις διαφορετικούς τύπους θυμιατηρίων με βάση τους καταλόγους αυτούς:
Τους βωμίσκους, τα θυμιατήρια και τους τριποδίσκους, των οποίων η χρήση προοριζόταν αποκλειστικά για
την καύση λιβανιού. Σε σχέση με τα παραπάνω τελετουργικά αντικείμενα αναφέρονται και οι λιβανωτίδες ,
σκεύη για την αποθήκευση και την προστασία του λιβανιού (Aleshire 1989, 45). Οι μικροί αναθηματικοί
βωμίσκοι επομένως αντανακλούν προφανώς την καθημερινή πράξη λατρείας και σεβασμού προς τους
θεούς όπως αυτή εκφραζόταν μέσα από την χρήση των βωμών και των τραπεζών προσφορών των ιερών
αλλά και των μικρών και ταπεινών βωμίσκων των οικιών.
628
Τσιγαρίδα 1999, 1242.
117

που η ίδια αναγνωρίζει στις θεότητες του κύκλου του Ασκληπιού 629 . Παρόμοιες κεφαλές
παιδιών και μάλιστα κοριτσιών έχουν βρεθεί στο ναό του Ασκληπιού στις Φθιώτιδες
Θήβες 630 , στο Ασκληπιείο της Πεπαρήθου στη Σκόπελο 631 (Πιν.28γ), στους Αγίους
Θεοδώρους του νομού Καρδίτσας 632 , της Λισσού στη Κρήτη. Από το τελευταίο μάλιστα
έχουν προκύψει τουλάχιστον τέσσερις κεφαλές 633 (Πιν.28β) καθώς και δύο αγάλματα
μικρών κοριτσιών 634 από τα οποία, το ένα κρατά τρία φρούτα (Πιν.28ε) και το άλλο ένα
πτηνό (Πιν.28δ). Τα αρχαιολογικά ευρήματα βρίσκουν την αντιστοιχία τους και στις
αναφορές των πηγών. Στους Μιμιάμβους του Ηρώνδα για παράδειγμα παρατίθεται η
συνομιλία δύο γυναικών σε κάποιο ιερό του Ασκληπιού, κατά πάσα πιθανότητα της Κω
ή της Περγάμου, όπου σχολιάζονται τα διάφορα αγάλματα που είχαν αφιερωθεί ως
αναθήματα. Ανάμεσα στα άλλα περιγράφονται το άγαλμα ενός κοριτσιού που κοιτά με
λαχτάρα ένα μήλο καθώς και ενός αγοριού που κρατά με τόση δύναμη μια χήνα σαν να
πρόκειται να την πνίξει 635 . Γίνεται φανερό λοιπόν ότι η ανάθεση αγαλμάτων κοριτσιών
δεν απαντάται αποκλειστικά στα ιερά της Αρτέμιδος αλλά αντίθετα έχουν προκύψει και
από ιερά άλλων θεοτήτων όπως του Ασκληπιού 636 . Σε αυτό το πλαίσιο η εύρεση της
κεφαλής του θεραπευτή θεού στα Ν. Ρόδα αποκτά νέες προοπτικές προσθέτοντας στη
συζήτηση σχετικά με την ανίχνευση των συλλατρευόμενων θεοτήτων του ιερού και την
περίπτωση του Ασκληπιού. Άλλωστε το ιερό στα Ν. Ρόδα δεν έχει πλήρως ανασκαφεί.
Υπάρχουν στοιχεία και για άλλα κτήρια περιμετρικά του ναού που δεν έχουν ακόμη
αποκαλυφθεί και τα οποία ίσως δώσουν την απάντηση στο ανοικτό ζήτημα της ταύτισης
των λατρευομένων θεοτήτων.

629
Λεβέντη 1999, 88.
630
Σισμάνη-Αδρύμη 1996, 210.
631
Πρόκειται για μαρμάρινη κεφαλή αγάλματος μικρού κοριτσιού, σωζόμενου ύψους 0,14μ., η οποία φέρει
στεφάνι. Βρέθηκε στην ανατολική πτέρυγα της στοάς του ιερού δίπλα σε μια βάση αναθήματος. Όλα τα
ανάγλυφα και τα έργα πλαστικής που εντοπίστηκαν στο Ασκληπιείο χρονολογούνται στον 4ο και 3ο αι.π.Χ.
Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου 2006, 268-269.
632
Πρόκειται για μια κεφαλή και ένα πόδι με την συμφυή πλίνθο του που ανήκει σε αγαλμάτιο μικρού
κοριτσιού. Βρέθηκε στο εσωτερικό του κτηρίου Α που αποκαλύφθηκε στον αγρό της Μαρίας Τρούκη
στους Αγίους Θεοδώρους. Για τα αποτελέσματα της ανασκαφής βλ. Ιντζεσίλογλου 1993, 254.
633
Πλάτων 1958, 466. Βλ. επίσης Daux 1959, 753-754.
634
Papaoikonomou 1982, 419-424, αρ. 1-2.
635
KU. Ôrh, F…lh, t¾n pa‹da t¾n ¥nw ke…nhn blšpousan ™j tÕ mÁlon· oÙk ™re‹j aÙt»n Àn m¾
l£bhi tÕ mÁlon ™k t£ca yÚxein;
KU. « prÕj Moiršwn t¾n chnalèpeka çj tÕ paid…on pn…gei.
Ηρώνδας , Τέταρτος Μιμίαμβος, 27-29 και 30-31.
636
Είναι δυνατό επομένως να αποτελεί ανάθημα τόσο προς τον Ασκληπιό όσο και προς την Αρτέμιδα. Η
περίπτωση επομένως της συλλατρείας Απόλλωνα - Ασκληπιού - Αρτέμιδος είναι πιθανή.
118

Πέλλα – Το ιερό του Δάρρωνα

Τα τελευταία χρόνια με τις συνεχόμενες ανασκαφικές έρευνες στη περιοχή της


Πέλλας εντοπίστηκε ένα συγκρότημα ιερού στο οποίο αναγνωρίστηκαν λειτουργίες
άμεσα σχετιζόμενες με θεραπευτικές πρακτικές. Η αναγνώριση της λατρευόμενης
θεότητας οφείλεται στην εύρεση μιας αναθηματικής επιγραφής προς τον Δάρρωνα, ενός
τοπικού, κατά τον Ησύχιο, θεραπευτή δαίμονα 637 (Πιν. 24γ). Αλλά και τα ίδια τα
ευρήματα από το ίδιο το ιερό και το όμορο προς τα ανατολικά οικοδομικό τετράγωνο
ενισχύουν τη διαπίστωση ότι πρόκειται για ένα συγκρότημα με θεραπευτικό χαρακτήρα
καθώς από τον χώρο προέκυψαν ένα χάλκινο ιατρικό εργαλείο, μικρού μεγέθους αγγεία
για την ανάμιξη φαρμακευτικών ουσιών (λύκια) και ένα πήλινο αναθηματικό μέλος στη
μορφή ανθρώπινου χεριού 638 (Πιν.30β).
Η απόδοση του ονόματος του Δάρρωνα ως επιθέτου κάποιου θεού με θεραπευτικό
639
χαρακτήρα όπως του Απόλλωνα ή του Ασκληπιού από τον Kalleris αποτέλεσε την
αιτία να συνδεθεί με τους παραπάνω θεούς. Αναπόφευκτα λοιπόν στην βιβλιογραφία
προέκυψαν διάφορες απόψεις για το αν πράγματι ο Δάρρων διεκδίκησε λατρεία ως
αυτόνομη θεότητα ή απλά αποτέλεσε θεϊκό επίθετο κάποιου θεραπευτή θεού. Το
συγκεκριμένο ζήτημα θα εξεταστεί στη συνέχεια αφού πρώτα περιγραφούν τα
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στα οποία εντοπίστηκε η αναθηματική επιγραφή προς τον
Δάρρωνα.
Στο νοτιοδυτικό τμήμα της αρχαίας πόλης έχουν μέχρι στιγμής ανασκαφεί τέσσερα
οικοδομικά τετράγωνα πλαισιωμένα από μεγάλους δρόμους. Το ιερό του Δάρρωνα
εντοπίστηκε στο ΒΔ τομέα του αρχιτεκτονικού αυτού συνόλου των τεσσάρων
τετραγώνων 640 . Πρόκειται για ένα σύνθετο οικοδομικό συγκρότημα (Πιν.29) το οποίο
θεμελιώθηκε στο γνωστό για την Πέλλα στρώμα με στάχτες, καμένα υλικά και κεραμική
που τοποθετείται χρονολογικά στο πρώτο μισό του 4ου αι.π.Χ.. Κανένα αρχιτεκτονικό

637
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 89.
638
Το ιατρικό εργαλείο και τα λύκια δεν αναφέρονται στην βιβλιογραφία γι’ αυτό και είναι άγνωστο από
ποιο συγκεκριμένο οικοδομικό τετράγωνο προέκυψαν. Εκτίθενται ωστόσο στις προθήκες του νέου
αρχαιολογικού Μουσείου Πέλλας όπου παρουσιάζονται τα ευρήματα από το ιερό του Δάρρωνα στο οποίο
συμπεριλαμβάνονται το οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο εντοπίστηκε η αναθηματική επιγραφή προς τον
θεραπευτή δαίμονα, το συγκρότημα στα ανατολικά του και το εστιατόριο.
639
Kalleris 1988, 147-148 όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία σχετικά με την ετυμολογία του
ονόματος.
640
Το ιερό ορίζεται στα δυτικά από τον δρόμο των 9 μέτρων ο οποίος θα πρέπει να ήταν ένας από τους
κύριους δρόμους της πόλης που ξεκινούσε από το λιμάνι και οδηγούσε στο ανάκτορο. Λιλιμπάκη-
Ακαμάτη 1988, 140. Επομένως η θέση του ιερού, στα δεξιά της λεωφόρου είναι κεντρικότατη. Για το
λόγο αυτό ένα από τα πρώτα ιερά που θα συναντούσε κανείς ερχόμενος στη πόλη είναι αυτό του Δάρρωνα.
119

κατάλοιπο ωστόσο δεν προέκυψε που να συνδέεται με την πρωιμότερη αυτή κεραμική.
Γενικά στο όλο συγκρότημα διαπιστώθηκαν τρεις οικοδομικές φάσεις, η παλαιότερη
από τις οποίες είναι του τέλους του 4ου-αρχών 3ου αι.π.Χ. και η οψιμότερη των ύστερων
ελληνιστικών χρόνων 641 .
Το ιερό του Δάρρωνα αποτελείται από επιμέρους αρχιτεκτονικά σύνολα με
διαφορετική λειτουργία και χρήση. Θα μπορούσαμε να το χωρίσουμε σε τέσσερα
υποσύνολα για πρακτικότερη πραγμάτευση του ζητήματος.
Το βορειοδυτικό τμήμα του όλου συγκροτήματος ήταν προσβάσιμο από την
642
μνημειακή δυτική λεωφόρο πλάτους 9μ. και κατεύθυνσης Β-Ν του οικοδομικού
τετραγώνου μέσα από ένα σχετικά στενό διάδρομο πλάτους 1,80μ., που κατέληγε σε
έναν υπαίθριο χώρο με δύο σκέλη προς βορρά και νότο. Ο τελευταίος ουσιαστικά
οργανώνεται εκατέρωθεν ενός διμερούς κτηρίου με προσανατολισμό Α-Δ που
643
καταλαμβάνει κεντρική θέση . Στο εσωτερικό μέτωπο του βόρειου τοίχου του
επιμήκους δυτικού τμήματός του σώζεται λεπτό τοιχίο που προφανώς θα λειτουργούσε
ως υποθεμελίωση κάποιου κτιστού θρανίου 644 . Στο εσωτερικό του βρέθηκαν ένας
μαρμάρινος βωμίσκος, μια μαρμάρινη ερμαϊκή στήλη, ένα μεγάλο λίθινο αγγείο από
πορφυρίτη(;) και ένας μεγάλος αριθμός από πήλινα ειδώλια 645 . Ο ευρύς αυτός
προθάλαμος οδηγούσε σε ένα στενό κυρίως χώρο μέσα από ένα άνοιγμα πλάτους 2μ. του
οποίου το κατώφλι διατηρείται κατά χώρα 646 . Στο μέσο του μικρού αυτού δωματίου
σώθηκαν δύο σειρές πρόχειρα κατασκευασμένων τοίχων σε παράλληλη σχέση μεταξύ
τους που πρέπει να λειτουργούσαν ως κάθετα στηρίγματα κάποιας τράπεζας
προσφορών 647 .
Στα βόρεια του παραπάνω κτηρίου ανασκάφηκε ακόμη ένας διμερής χώρος με
πρόσβαση από την λεωφόρο. Στο δυτικό μισό του και πιο συγκεκριμένα στην

641
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 85. Από την ανασκαφέα ωστόσο δεν διευκρινίζεται ποια οικοδομικά
λείψανα ανήκουν σε κάθε φάση.
642
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 83, 85.
643
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 87. Στη ΝΑ γωνία του βόρειου σκέλους της αυλής σώζεται τμήμα του
δαπέδου της κατασκευασμένου από θραύσματα κεράμων, κάθετα τοποθετημένων. Πρόκειται για μια
πρακτική επένδυσης δαπέδων αρκετά συνηθισμένη στη Πέλλα.
644
Διαστάσεις δυτικού τμήματος: μήκος 9μ. ως το διαρπαγμένο δυτικό εξωτερικό τοίχο του οικοδομικού
τετραγώνου και πλάτος 3μ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 87.
645
Τα ευρήματα αυτά προέκυψαν από το στρώμα καταστροφής του χώρου μαζί με πολλά σιδερένια
καρφιά, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πολλά από αυτά ήταν τοποθετημένα σε ξύλινα ράφια
πάνω από το θρανίο του βόρειου τοίχου. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 88.
646
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 87.Διαστάσεις χώρου: 2,60x3μ.
647
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 87-88. Γνωρίζουμε με ασφάλεια από επιγραφή ( IG II/III² 4962) ότι η
συγκεκριμένη λατρευτική πρακτική εφαρμοζόταν στο Ασκληπιείο του Πειραιά όπου οι προσφορές ήταν
πόπανα (λατρευτικά ψωμάκια). Eickstedt 2001, 11-13. Βλ. αντίστοιχο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας
για τις λατρευτικές πρακτικές. Η πρακτική αυτή μαρτυρείται επίσης στην Επίδαυρο, στο Πέργαμο, στην
Αθήνα, τον Πειραιά, τις Ερυθρές. Riethmüller 1999, 140.
120

νοτιοανατολική του γωνία εντοπίστηκε δεξαμενή, τα τοιχώματα της οποίας ήταν


κατασκευασμένα από θραύσματα κεράμων επιχρισμένων με υδραυλικό κονίαμα. Με
παρόμοιο υλικό (υδραυλικό κονίαμα) ήταν στρωμένος και ο πυθμένας της δεξαμενής 648 .
Από το εσωτερικό του δωματίου συνελέγη ένας μεγάλος μαρμάρινος τριπτήρας, μια
μυλόπετρα και αρκετά σιδερένια και μολύβδινα εργαλεία. Από τον παρόμοιας
αρχιτεκτονικής διάρθρωσης νοτιότερο χώρο προέκυψε ικανός αριθμός αγγείων, κατά
βάση κάνθαροι και πινάκια 649 .
Μια τρίτη αυλή αποκαλύφθηκε και στα βόρεια του υπαίθριου χώρου του συνόλου
που περιγράφηκε παραπάνω. Στο πλακοστρωμένο δάπεδό της εντοπίστηκε φρεάτιο με
προστομιαίο από το οποίο τα νερά απομακρύνονταν μέσω ενός κτιστού αγωγού προς τα
βόρεια 650 . Το σημαντικότερο ωστόσο εύρημα που προέκυψε ήταν η αναθηματική
επιγραφή στον Δάρρωνα ο οποίος ασφαλώς θα λατρευόταν στο χώρο 651 .
Στα βορειοανατολικά αποκαλύφθηκε ένας μεγάλος υπαίθριος χώρος, διαστάσεων
15x17μ., τη δυτική πλευρά του οποίου καταλαμβάνει μια στοά πλάτους 2,5μ. όπως
προκύπτει από τις λίθινες βάσεις των υποστυλωμάτων της 652 . Η δρομικότητα της στοάς
διακόπτεται από μια καμπή του ραχιαίου τοίχου της προς τα δυτικά σε ορθογώνια
διάταξη διαμορφώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν πρόσθετο χώρο ανοικτό προς τη
στοά. Οι υπόλοιπες τρεις πλευρές του συγκροτήματος ορίζονται από τοίχους τα
εσωτερικά μέτωπα των οποίων φέρουν κτιστές ή μονολιθικές ισοπλατείς προβολές σε
ίσες μεταξύ τους αποστάσεις. Τα μικρά αυτά τμήματα τοίχων ερμηνεύθηκαν από την
ανασκαφέα ως στηρίγματα κάποιου θρανίου καθώς δεν υφίστανται ανάγκες αντιστήριξης
των τοίχων προκειμένου να εκληφθούν αυτά ως αντηρίδες 653 . Σε επαφή με το βόρειο
μέτωπο του βόρειου τοίχου της αυλής εντοπίστηκε σειρά μικρών δωματίων τα οποία
είχαν πρόσβαση μόνο από τα βόρεια.
Η κατάσταση διατήρησης του νότιου τμήματος του συγκροτήματος είναι ιδιαίτερα
αποσπασματική. Τα κτήρια ωστόσο οργανώνονται και σε αυτήν την περίπτωση γύρω
από μεγάλους υπαίθριους χώρους. Στον εσωτερικό ελεύθερο χώρο του νοτιοανατολικού

648
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 87.
649
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 87.
650
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 87.
651
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 89.
652
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 85. Στην αυλή αυτή χύνονται τα νερά από τουλάχιστον δύο αγωγούς. Ο
πρώτος βρίσκεται κατά μήκος της δυτικής πλευράς της στοάς και χωρίζει το συγκρότημα σε δύο μέρη και
ο δεύτερος στο μέσο περίπου του ανατολικού ορίου της αυλής του βορειοδυτικού συγκροτήματος.
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 87.
653
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 87.
121

τμήματος 654 αποκαλύφθηκε ένα κρηναίο οικοδόμημα με πεταλοειδή κάτοψη ενώ στα
νότια του ένα ορθογώνιο δωμάτιο. Στις τρεις πλευρές της αυλής εντοπίστηκαν τα
οικοδομικά κατάλοιπα από διάφορους μικρότερους χώρους σε έναν από τους οποίους
βρέθηκε ένα φρεάτιο 655 .
Το νοτιοδυτικό τμήμα του συγκροτήματος καταλαμβάνει μια μεγαλύτερη αυλή,
διαστάσεων 22x22μ. περίπου, με δωμάτια να διατάσσονται στην ανατολική, νότια και
βόρεια πλευρά της 656 . Στη τελευταία μάλιστα οι χώροι πέραν του ότι είναι περισσότεροι,
επικοινωνούν και μεταξύ τους ενώ σε έναν από αυτούς, που μάλιστα διαθέτει δάπεδο
από υδραυλικό κονίαμα, εντοπίστηκε ένας πήλινος λουτήρας 657 .
Σε πολλά από τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του ιερού του Δάρρωνα
αντικατοπτρίζονται λατρευτικές πρακτικές που προσιδιάζουν στον θεραπευτικό
χαρακτήρα της κατώτερης αυτής θεότητας. Ανεξάρτητα από το αν στο ιερό λατρευόταν ο
Δάρρωνας ως αυτοτελής δαιμονική οντότητα, ή σε συλλατρεία με τον Ασκληπιό ή ακόμη
και αν το όνομα Δάρρωνας αποτελεί συνοδευτικό επίθετο του Ασκληπιού, γεγονός είναι
ότι όλες οι θρησκευτικές πράξεις πρέπει να αντλούνταν από τον πλούσιο και ποικίλο
κατάλογο των λατρευτικών πρακτικών που λάμβαναν χώρα στα ιερά του Ασκληπιού.
Η εύρεση θρανίου περιμετρικά του προδόμου του ναόσχημου κτηρίου και η
τράπεζα προσφορών στο δεύτερο μικρότερο χώρο υποδεικνύει ασφαλώς τον λατρευτικό
του χαρακτήρα. Πολύ πιθανό μάλιστα να χρησίμευε ως τόπος απόθεσης προσφορών που
πρέπει να συνδέονται κατά βάση με την πρόθυση, πρακτική που παρουσιάστηκε με
παράθεση παραλλήλων τόσο στη περίπτωση των Ν. Ρόδων όσο και στο οικείο κεφάλαιο
της λατρείας. Τα αντικείμενα που βρέθηκαν στο εσωτερικό του επιμήκους χώρου -ο
μαρμάρινος βωμίσκος, η μαρμάρινη ερμαϊκή στήλη, το μεγάλο λίθινο αγγείο και ο
μεγάλος αριθμός από πήλινα ειδώλια- δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αμφισβήτησης για
τον αναθηματικό τους χαρακτήρα και την παρεπόμενη χρήση του χώρου 658 .

654
Πιθανές διαστάσεις:11x16μ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 88.
655
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 88. Στην ίδια αυλή καταλήγουν τα νερά τόσο του αγωγού που χωρίζει τα
δύο νότια συγκροτήματα όσο και του αγωγού από το νότιο σκέλος του υπαίθριου χώρου του
βορειοδυτικού συγκροτήματος.
656
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 88.
657
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 88.
658
Πολλά από τα αντικείμενα μάλιστα πρέπει να ήταν τοποθετημένα πάνω σε ξύλινα ράφια όπως
υποστηρίζει η ανασκαφέας. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 88. (Μια προσπάθεια αναπαράστασης με τα
αναθήματα κρεμασμένα στους τοίχους προσπάθησε να δώσει η Aleshire για το εσωτερικό του ναού του
Ασκληπιού στην Αθήνα βασιζόμενη στους καταλόγους των αναθημάτων που αναφέρουν την θέση κάθε
αντικειμένου μέσα στο σηκό. Aleshire 1991, 41κ.ε). Η ταύτιση ωστόσο το κτηρίου αυτού με ναό θα ήταν
παρακινδυνευμένη καθώς η θέση του στην είσοδο του συγκροτήματος δεν συνηθίζεται στην αρχαία
ελληνική αρχιτεκτονική. Συνήθως οι ναοί τοποθετούνται ελεύθεροι στο κέντρο ενός ευρύτερου χώρου
όπως άλλωστε συμβαίνει και στο ιερό της Αφροδίτης και της Κυβέλης στη Πέλλα. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη
2000, 5-7. Κατά αντίστοιχο τρόπο, στην περίπτωση του ιερού του Δάρρωνα, τη θέση του ναού θα
122

Η δεξαμενή νερού που αποκαλύφθηκε στα βόρεια του παραπάνω κτηρίου θα


μπορούσε να εξυπηρετεί είτε αυτή καθαυτή τον τελετουργικό καθαρμό που απαιτούνταν
πριν την είσοδο του πιστού στον ιερό χώρο είτε προμηθεύοντας με νερό κάποιο
περιρραντήριο 659 . Η θέση της στην είσοδο του ιερού ενισχύει μια τέτοια υπόθεση.
Εξίσου πιθανό είναι η χρήση της να συνδέεται και με τις προκαταρκτικές προσφορές που
δίνονταν σε παρόμοιου χαρακτήρα ιερά καθώς δεν αποκλείεται από την δεξαμενή αυτή
να αντλούσαν νερό για τα νηφάλια, τις ήπιες δηλαδή σπονδές ύδατος, μελιού ή γάλακτος
όπως αναγράφονται στους κροτάφους του ιερού νόμου των αρχών του 4ου αι.π.Χ. από το
Ασκληπιείο του Πειραιά 660 . Σε αυτή την υπόθεση συνηγορεί και η γειτνίασή του με τον
χώρο όπου βρισκόταν η τράπεζα προσφορών η χρήση της οποίας θα προϋπέθετε τον
τελετουργικό καθαρμό των προσερχομένων πιστών.
Επίσης δεν πρέπει να είναι καθόλου τυχαίο ότι οι δύο αυτοί χώροι, το κτήριο με
την δεξαμενή και ο διμερής χώρος με τα θρανία και την τράπεζα προσφορών, βρίσκονται
στην είσοδο του ιερού παρέχοντας στους πιστούς άμεση πρόσβαση από τον μεγάλο
παρακείμενο δρόμο. Αρκετοί πρέπει να ήταν εκείνοι οι οποίοι κατά την διάρκεια της
ημέρας θα περνούσαν από το ιερό του Δάρρωνα για να αφήσουν την καθημερινή τους
προσφορά τους ευξόμενοι για την υγεία τους: λίγο λιβάνι σε ένα θυμιατήριο -πολλές
φορές στη μορφή βωμίσκου-, πόπανα, γλυκίσματα σε μορφή ζώων, φρούτα, ψωμάκια,
καρπούς 661 .
Κεντρικό ρόλο ωστόσο στους τελετουργικούς καθαρμούς αλλά και στις
θεραπευτικές πρακτικές πρέπει να κατείχε η κρήνη που αποκαλύφθηκε στο κέντρο της
νοτιοανατολικής πτέρυγας του ιερού, γεγονός που προκύπτει από την ίδια την θέση που
επιφυλάσσεται για το οικοδόμημα αυτό στο συγκρότημα. Σε δωμάτιο άλλωστε της

μπορούσε να καταλαμβάνει το ιδιαίτερα καταστραμμένο κτήριο που εντοπίστηκε στα νότια της κρήνης.
Με αυτό τον τρόπο θα συνδεόταν περισσότερο λειτουργικά ο κατεξοχήν τόπος λατρείας με την τόσο
απαραίτητη για τις λατρευτικές και θεραπευτικές πρακτικές παροχή νερού. Ασφαλώς η σκέψη αυτή
αποτελεί υπόθεση και ως τέτοια κατατίθεται.
659
Στην είσοδο κάθε ιερού ή άλλου λατρευτικού χώρου που θεωρούνταν ιερός συνήθως υπήρχαν
περιρραντήρια προκειμένου οι πιστοί μέσα από την ύγρανση των χεριών ή του προσώπου με νερό να
καθαίρονται όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά. Συχνά χρησιμοποιούνταν και στο τελετουργικό των
θυσιών καθώς ο βωμός πριν από κάθε θυσία έπρεπε να «περιρρανθεί» ενώ ταυτόχρονα αυτός που θα
τελούσε τη πράξη ήταν υποχρεωμένος να καθαρίσει τα χέρια του. Πουπάκη 2002, 281-283. Επίσης για το
ρόλο του νερού στα ιερά του Ασκληπιού βλ. Ginouves 1994, 238-239. Lambrinoudakis 1994, 228-231.
Ginouves 1962, 349-361. Melfi 2002, 343. Η Melfi αναφέρει ότι οι προκαταρκτικοί καθαρμοί πρέπει να
τελούνταν στο συγκρότημα του ιερού του Απόλλωνος Πυθίου και του Ασκληπιού στη Πάρο μέσω ενός
περιρραντηρίου ή μιας κρήνης. Συνδέει μάλιστα τον εντοπισμό δύο δεξαμενών (Q1 και Q2) με όλες
εκείνες τις θρησκευτικές και συμβολικές πράξεις καθαρμού που θα λάμβαναν χώρα στο ιερό. Melfi 2002,
343.
660
Μαζί με τα νηφάλια προσέφεραν τα κήρια που ήταν γλυκίσματα από μέλι και τα ἀρεστῆρα, επίσης
γλυκίσματα, που προσφέρονταν για εξιλασμό. Eickstedt 2001, 28.
661
Edelstein-Edelstein 1945, 193, υποσημ.6.
123

βόρειας πλευράς του νοτιοανατολικού συγκροτήματος εντοπίστηκε πήλινος λουτήρας


που κατά πάσα πιθανότητα θα εξυπηρετούσε θεραπευτικούς σκοπούς 662 . Είναι αρκετά
σύνηθες το φαινόμενο σε πολλά Ασκληπιεία το νερό που απαιτούνταν για τους
καθαρμούς και τις υπόλοιπες θρησκευτικές και θεραπευτικές πράξεις να αντλείται από
δεξαμενές, κρήνες ή πηγές που βρίσκονταν ενταγμένες στο χώρο του ιερού 663 όπως
ακριβώς συμβαίνει και στο ιερό του Δάρρωνα.
Επίσης η στοά που αποκαλύφθηκε στο ΒΑ τμήμα του ιερού θα μπορούσε να
αποτελεί το εγκοιμητήριο του ιερού καθώς παρουσιάζει ορισμένα στοιχεία δηλωτικά
ίσως της λειτουργίας της. Η ίδια η πρακτική της εγκοίμησης πρέπει να υπαγόρευσε την
περίκλειστη σχεδόν μορφή του κτηρίου καθώς όπως γνωρίζουμε από τις πηγές, τις
επιγραφές και τα αρχαιολογικά δεδομένα, πρόσβαση στο άβατον είχαν μόνοι όσοι
ζητούσαν θεραπεία από τον θεό και είχαν πραγματοποιήσει όλες τις προβλεπόμενες
θυσίες και όχι όλοι ανεξαιρέτως οι επισκέπτες του ιερού 664 . Άλλωστε ο χώρος δεχόταν
την επίσκεψη του ίδιου του θεού επομένως το κτήριο αυτόματα λάμβανε ιδιαίτερη
θρησκευτική σημασία ενώ οι θεραπείες έπρεπε να διασφαλιστούν από τα μάτια των
περίεργων και των σκεπτικιστών. Πολλές φορές ο θεός δεν εμφανιζόταν την ίδια νύχτα
στους προσερχόμενους για θεραπεία ασθενείς ούτε αυτοί γιατρεύονταν αμέσως. Αυτό
σημαίνει ότι ορισμένοι ήταν υποχρεωμένοι να παραμείνουν στο άβατο περισσότερο από
μια μέρα 665 . Προκειμένου να διευκολυνθεί η παραμονή τους κατασκευάζονταν θρανία
είτε περιμετρικά του εσωτερικού του κτηρίου όπως στο Ασκληπιείο της Αθήνας 666 είτε
μεταξύ των κιόνων που διαιρούσε το βάθος της στοάς όπως στην Επίδαυρο 667 . Το
χαρακτηριστικό αυτό συναντάται και στο ιερό του Δάρρωνα στη Πέλλα με τις κτιστές ή
τις μονολιθικές προβολές που λογικά στήριζαν θρανία 668 . Όπως αναφέρθηκε και στο
κεφάλαιο της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης των Ασκληπιείων, τα εγκοιμητήρια ήταν
δυνατό να παρουσιάζουν την εικόνα μιας απλής στοάς ενώ ορισμένες φορές διέθεταν
διπλές κιονοστοιχίες διευρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το πλάτος τους όπως στο
662
Χρυσοστόμου 2002, 111. Η συχνή χρήση του νερού διαφαίνεται και από το δίκτυο των αγωγών που
διατρέχουν το όλο οικοδόμημα καθώς και από τα φρεάτια που αποκαλύφθηκαν σε ορισμένους χώρους.
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 88. Για τον σημαντικό ρόλο του νερού στην θεραπεία ασθενειών μέσω
εμβαπτίσεων βλ. Martin-Metzger 1992, 88-89 για το βόρειο ιερό του Ασκληπιού στη Γόρτυνα.
663
Βλ. αντίστοιχο κεφάλαιο για την αρχιτεκτονική διαμόρφωση των Ασκληπιείων (κρήνες-πηγές) στη
παρούσα εργασία.
664
Βέβαια έχουμε και την περίπτωση να προσέρχεται άλλος προκειμένου να λάβει οδηγίες από το θεό για
την θεραπεία άλλου ατόμου. Edelstein-Edelstein 1945, 148.
665
Krug 2003, 134-135.
666
Στο άβατο των Αθηνών πρέπει να υπήρχε θρανίο στον πίσω τοίχο στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια.
Riethmüller 1999, 129.
667
Θρανία υπήρχαν και στο εσωτερικό της στοάς του αβάτου στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου.Υπουργείο
Πολιτισμού 1987, σελ. 8, 18, εικ. 24, σχ.31, 59.
668
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, 87.
124

Ασκληπιείο της Αθήνας, της Επιδαύρου, της Κορίνθου κτλ. Στη δυτική στοά της
βορειοανατολικής πτέρυγας του ιερού του Δάρρωνα το βάθος διευρύνεται μόνο στο
κεντρικό τμήμα της με την επέκταση του δυτικού ραχιαίου τοίχου προς τα δυτικά
διαμορφώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν ευρύ τετράγωνο χώρο. Η περίκλειστη
μορφή του κτηρίου σε συνδυασμό με την ύπαρξη θρανίων προορισμένων για την
εξυπηρέτηση μεγάλου αριθμού ατόμων αποτελούν δύο στοιχεία τα οποία θα
συνηγορούσαν στην ταύτισή του με το εγκοιμητήριο του ιερού. Άλλωστε ο θεραπευτικός
χαρακτήρας του Δάρρωνα είναι δεδομένος όπως προκύπτει από τις πηγές αλλά και από
την επιγραφή που προέκυψε από το ιερό του.
Ανατολικά του ιερού του Δάρρωνα αποκαλύφθηκε ένα κτιριακό συγκρότημα του
οποίου η ανασκαφή βρίσκεται σε εξέλιξη 669 . Σύμφωνα με τα λιγοστά στοιχεία που
δίνονται από την ανασκαφέα διαιρείται σε δύο τμήματα κατά τον άξονα Α-Δ που
παρουσιάζουν την ίδια αρχιτεκτονική διαρρύθμιση. Γύρω δηλαδή από έναν υπαίθριο
χώρο που έχει τη μορφή διαδρόμου οργανώνονται διάφοροι χώροι σε πολλούς από τους
οποίους διαπιστώνονται εργαστηριακές λειτουργίες 670 . Από το συγκρότημα ωστόσο
προέκυψαν αξιόλογα ευρήματα με σαφείς λατρευτικές προεκτάσεις, τα οποία το
συνδέουν με το γειτονικό, στα δυτικά, ιερό του Δάρρωνα που αποδεδειγμένα διέθετε
θρησκευτικό χαρακτήρα. Με την αφαίρεση του στρώματος καταστροφής από ένα χώρο
στο κέντρο του οικοδομικού τετραγώνου αποκαλύφθηκε μια κόγχη 671 μέσα στην οποία
βρέθηκαν δύο πήλινα ειδώλια (ένα τσαμπί σταφυλιού και ένα ειδώλιο ανακεκλιμένου
Ηρακλή ) καθώς και ένα πήλινο αντικείμενο που μιμείται τον πήχυ και το άκρο χέρι
672
ανθρώπινης μορφής σε φυσικό μέγεθος (Πιν.30β). Πρόκειται ασφαλώς για μίμηση
μέλους με αναθηματικό χαρακτήρα παρόμοιο με αυτά που έχουν βρεθεί σε ιερά του
Ασκληπιού 673 . Η εύρεση ενός τέτοιου αντικειμένου ενισχύει σε μεγάλο βαθμό την
άποψη ότι το κτήριο εξυπηρετούσε το ιερό του Δάρρωνα καθώς συνδέει τα δύο
οικοδομικά τετράγωνα τόσο σε επίπεδο χωροταξικό όσο και λειτουργικό. Επιπλέον
εντοπίστηκε ένας θησαυρός ασημένιων νομισμάτων και χρυσών κοσμημάτων ανάμεσα

669
Το συγκρότημα ανασκάφηκε τα έτη 1992, 1995 και 1996. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1997, 98.
670
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1997, 98.
671
Η κόγχη ήταν κατασκευασμένη από αρχιτεκτονικό υλικό σε δεύτερη χρήση. Το δάπεδο της
σχηματιζόταν από λίθινες πλάκες που έφεραν αναθύρωση ενώ η μια πλευρά της διαμορφωνόταν από το
τμήμα σφονδύλου ενός κίονα επίσης σε δεύτερη χρήση. Λιλιμπάκη- Ακαμάτη 1998, 105.
672
Από τον περιβάλλοντα χώρο προέκυψαν επίσης ορισμένα θραύσματα ειδωλίων, τμήματα ενός πήλινου
θυμιατηρίου και ενός βωμού. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1998, 105.
673
Τα αναθήματα αυτού του είδους προσφέρονταν ως ένδειξη ευχαριστίας από τους πιστούς για την
θεραπεία των πασχόντων μελών. Από το Ασκληπιείο της Κορίνθου έχει προκύψει μεγάλος αριθμός
αναθηματικών ανθρώπινων μελών από πηλό όπως χέρια, πόδια, κεφάλια, αυτιά, μάτια κλπ. Roebuck 1951,
116-119. αρ.49-73. Επίσης Solomonik 1975, 436-437.
125

στα οποία και ένα δακτυλίδι με παράσταση Μητέρας των Θεών σε θρόνο 674 . Το κτήριο
στο οποίο βρέθηκε ο θησαυρός ερμηνεύθηκε από την ανασκαφέα ως «κτήριο
εξυπηρέτησης του ιερού του Δάρρωνα, με βάση τα ως σήμερα στοιχεία της ανασκαφής
που βρίσκεται σε εξέλιξη» 675 .
Ασφαλώς το μεγάλο ζήτημα που έχει προκύψει σχετικά με το παραπάνω ιερό
αφορά το ίδιο το όνομα του Δάρρωνα. Πρόκειται για μια αυθύπαρκτη δαιμονική
οντότητα η οποία απολάμβανε την αποκλειστικότητα της λατρείας στο ιερό της Πέλλας ή
συλλατρευόταν με άλλες πιο δημοφιλείς θεραπευτικές θεότητες προσκολλώμενη σε
αυτές ως συνοδευτική κατώτερη ύπαρξη; Ή μήπως αποτελεί επίθετο κάποιου
πανελλήνιου θεού όπως του Απόλλωνα ή του Ασκληπιού που βεβαιωμένα διέθεταν
θεραπευτικές ιδιότητες; Ο Ησύχιος ρητά αναφέρει πως ο Δάρρων ήταν «Μακεδονικὸς
676
δαίμων, ᾧ ὑπὲρ τῶν νοσούντων εὔχονται» . O Kalleris ωστόσο υποστηρίζει ότι το
όνομα Δάρρων είναι μια άλλη μορφή του ονόματος Θάρρων ή Θάρσων, συνοδευτικό
επίθετο κάποιου θεραπευτή θεού όπως του Απόλλωνα ή του Ασκληπιού, διότι δίνει
κουράγιο στους ασθενείς και βοηθά στην επανάκτηση της υγείας 677 . Η Ακαμάτη από την
άλλη πλευρά παρουσιάζεται πιο επιφυλακτική στην ταύτιση του Δάρρωνα με άλλες
θεότητες, αποδέχεται περισσότερο την τοπική καταγωγή του και δέχεται «την ύπαρξη
στη μακεδονική πρωτεύουσα μιας τοπικής λατρείας με χθόνιο-ηρωικό χαρακτήρα» 678 .
Στο άλλο άκρο εμφανίζεται ο Χρυσοστόμου ο οποίος στο άρθρο του «Συμβολές
στην ιστορία της ιατρικής στην αρχαία Μακεδονία» υποστηρίζει πως στη Πέλλα
«υπήρχε ένα σημαντικότατο ιερό που ανήκε στον Ασκληπιό και στους Ασκληπιάδες
(Ηπιόνη, Μαχάων, Ποδαλείριος, Υγεία, Ακεσώ, και Πανάκεια) όπου σημαντική θέση θα
είχαν ως εντεμένιοι και σύμβωμοι και άλλοι θεοί, ήρωες και δαίμονες της ιατρικής, όπως

674
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1997, 98. Τα ευρήματα αυτά εντοπίστηκαν κατά την αφαίρεση του στρώματος
καταστροφής κεράμων σ’ έναν επιμήκη χώρο στο ανατολικό τμήμα του συγκροτήματος που έχει τη μορφή
διαδρόμου. Τα αντικείμενα βρέθηκαν όλα μαζί μεταξύ του ανατολικού τοίχου του χώρου και του πήλινου
αγωγού που τον διασχίζει στον άξονα Β-Ν και σε απόσταση 3μ. από τον βόρειο τοίχο του. Λιλιμπάκη-
Ακαμάτη 2000α, 377.
675
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 2000α, 377, υποσημ.1.
676
Ησύχιος, λ. Δάρρων.
677
Kalleris 1988, 147. Η σχέση του ονόματος του Δάρρωνα με την διασφάλιση της υγείας διαφαίνεται και
από μια άλλη λέξη που ετυμολογικά συνδέεται με αυτό. Πρόκειται για τη λέξη δαρόν η οποία κατά τον
Ησύχιο δηλώνει τον «makrÕn crÒnon, kaˆ ™pipolÚ. kaˆ ˜ort»n. kaˆ ¥rton tin j tÕn ¥zumon». Ο Meursius
υπέθεσε ότι η λέξη δαρόν αναφέρεται σε κάποια μακεδονική εορτή. (Kalleris 1988, 149). Ταυτόχρονα
όμως δηλώνει και τον άζυμο άρτο. Ο Kalleris συνδυάζοντας τις δύο αυτές έννοιες υπέθεσε ότι ίσως
πρόκειται για άζυμους άρτους οι οποίοι προσφέρονταν από τους πιστούς στη θεότητα με την ελπίδα να
εισακουστούν οι φωνές τους για να τους δοθεί μακροημέρευση. Kalleris 1988, 150. Δεν είναι τυχαίο
μάλιστα ότι ο Δάρρων στην επιγραφή από την Πέλλα χαρακτηρίζεται ως επήκοος. Κατά τον ίδιο τρόπο, το
ψωμί αυτό συνδέεται με τον Δάρρωνα το οποίου το όνομα ταυτίζεται με τον θεό που χαρίζει υγεία στους
αρρώστους και διασφαλίζει δαρόν βίον. Kalleris 1988, 150.
678
Λιλιμπακη-Ακαμάτη 1997, 101.
126

ο Απόλλων, ο Ηρακλής, καθώς και ο Δάρρων» 679 . Για τον τελευταίο μάλιστα πιστεύει
πως δεν αποτελούσε κύρια θεότητα στην Πέλλα αλλά ότι απλά επρόκειτο για δαίμονα
κοντά στον Ασκληπιό όπως συμβαίνει με τον Αγαθό Δαίμονα και τον Διόνυσο 680 .
Πράγματι, ο χαρακτηρισμός του Δάρρωνα ως δαίμονα τον διαφοροποιεί από τον ήρωα
και ασφαλώς από τους θεούς. Κατά τον Burkert ο όρος δαίμων αφορά ένα κατώτερο
υπερφυσικό ον το οποίο αποτελεί ουσιαστικά «την καλυμμένη έκφραση της θεϊκής
ενέργειας…Είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα της «ομηρικής» αντιλήψεως περί των
θεών ως όντων με ατομικά, προσωπικά χαρακτηριστικά· καλύπτει το ενοχλητικό
υπόλοιπο, στο οποίο δεν είναι δυνατό να δοθεί μορφή και ονομασία» 681 .
Ο Χατζόπουλος διαφοροποιείται από τους προηγούμενους καθώς πιστεύει ότι το
όνομα Δάρρων αποτελεί το επίθετο ενός τοπικού θεραπευτή θεού ο οποίος
απορροφήθηκε από την πανελλήνια μορφή του Ασκληπιού. Με την εύρεση όμως μιας
επιγραφής στα Μύλασα της Μ. Ασίας που αναφέρει σύλλογο Δαρρωνιστών η συζήτηση
σχετικά με το ζήτημα αυτό επανήλθε 682 . Ο Carbon στην δημοσίευση της παραπάνω
επιγραφής απορρίπτει τις απόψεις του Χατζόπουλου και επιμένει στην δαιμονική και όχι
στη θεϊκή φύση του Δάρρωνα 683 . Η συγκεκριμένη επιγραφή είναι πολύ σημαντική καθώς
αποδεικνύει την λατρεία του δαίμονα αυτού από μια ομάδα ανθρώπων που κατάγονταν
προφανώς από την Μακεδονία σε πολύ προγενέστερη εποχή από την επιγραφή της
Πέλλας 684 . Επομένως ενισχύεται η άποψη ότι ο Δάρρων αποτελούσε μακεδονική
θεότητα αφού διεκδικεί την αποκλειστικότητα της λατρείας από ένα σύνολο ατόμων που
φτάνουν σε σημείο να οργανώνονται σε λατρευτικό σύλλογο. Πολύ σωστά ωστόσο ο
Carbon επισημαίνει ότι το πρόβλημα παραμένει ακόμη άλυτο 685 .
Όλες οι παραπάνω απόψεις δείχνουν με τον πλέον σαφή τρόπο τις δυσκολίες που
αντιμετωπίζουν οι μελετητές στην έρευνα σχετικά με τη θρησκεία στην αρχαία
Μακεδονία δεδομένης της έλλειψης πηγών και της αποσπασματικότητας των

679
Χρυσοστόμου 2002, 110-111. Στηρίζει μάλιστα την άποψή του στο γεγονός ότι η λατρεία του
Ασκληπιού ήταν πολύ δημοφιλής στη Μακεδονία ενώ ταυτόχρονα η ιερατεία του προβαλλόταν ως αξίωμα
με ιδιαίτερη σημασία για την πολιτική οργάνωση του μακεδονικού βασιλείου. Στο Ασκληπιείο (sic) της
πόλης μάλιστα εντάσσει και τα τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα που ανασκάφηκαν στα ανατολικά και τα
νότια του ιερού του Δάρρωνα.
680
Χρυσοστόμου 2002, 111, υποσημ. 93.
681
Burkert 1993, 381.
682
Blümen 2004, αρ.20, σελ.15.
683
Carbon 2005, 2. Πρόκειται για μια επιγραφή σε δύο στίχους χαραγμένη στην κάθετη επιφάνεια ενός
κυκλικού μαρμάρινου βωμού: Ἡ φρατρία τῶν Δαρρωνιστῶν / δαίμονι Δημοκρίτης.
684
Χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι.π.Χ. και πρέπει να συνδέεται με την έλευση και την εγκατάσταση
Μακεδόνων μετά το πέρασμα του Αλεξάνδρου Γ’ από την περιοχή όπως προκύπτει από το γυναικείο
όνομα Δημοκρίτη που συναντάται κυρίως στη κεντρική και βόρεια Ελλάδα. Carbon 2005, 4.
685
Carbon 2005, 2.
127

αρχαιολογικών δεδομένων. Ασφαλώς δεν υπάρχει κανένας λόγος να απορρίψουμε την


πληροφορία που μας παρέχει ο Ησύχιος. Ο Δάρρων αναμφισβήτητα υπήρξε μακεδονικός
θεραπευτής δαίμων ο οποίος λατρεύτηκε στη Πέλλα, και όχι μόνο, όπως δείχνουν οι
επιγραφικές μαρτυρίες. Θα ήταν υπερβολικό όμως αυτή η κατώτερη οντότητα -ο δαίμων-
να διεκδικεί την αποκλειστικότητα της λατρείας και της θρησκευτικής ιατρικής σε ένα
οργανωμένο ιερό που περιλάμβανε πολλά και μεγάλων διαστάσεων οικοδομήματα στην
πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου όταν γνωρίζουμε από τις πηγές και από τα
αρχαιολογικά δεδομένα (βλ. αντίστοιχο κεφάλαιο) ότι η κατεξοχήν θεραπευτική θεότητα
η οποία μάλιστα προβαλλόταν και ευνοούνταν ιδιαίτερα από την βασιλική οικογένεια
ήταν ο Ασκληπιός ή τουλάχιστον η τριάδα Απόλλων-Ασκληπιός-Υγεία. Αν ισχύει το
αντίθετο, ότι δηλαδή ο Δάρρων αποτελούσε την κατεξοχήν λατρευόμενη θεότητα στο
ιερό, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε αλλού ένα δεύτερο εξίσου οργανωμένο και
εξοπλισμένο με όλα τα απαραίτητα κτήρια θεραπευτικό κέντρο αφιερωμένο στον
Ασκληπιό, ενδεχόμενο που φαίνεται λιγότερο πιθανό.
Η περίπτωση όμως να λατρευόταν ο Ασκληπιός και όλη η οικογένειά του όπως
υποστηρίχθηκε από τον Χρυσοστόμου είναι εξίσου υπερβολική καθώς δεν υπάρχει καμία
μαρτυρία από την Μακεδονία που να παραδίδει τέτοια συλλατρεία παρά μόνο από τις
μεγάλες θέρμες του Δίου, παράδειγμα το οποίο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να
ληφθεί υπόψη καθώς είναι πάρα πολύ ύστερο και αντιπροσωπεύει μια άλλη και
διαφορετική εποχή. Στην Μακεδονία των ελληνιστικών και των πρώιμων ρωμαϊκών
χρόνων ο Ασκληπιός λατρεύεται είτε μόνος του είτε σε συνάρτηση με τον πατέρα του
Απόλλωνα ή την κόρη του Υγεία 686 .
Η επιγραφή που βρέθηκε στα Μύλασα της Μ. Ασίας μολονότι προέρχεται από
χώρο μη μακεδονικό έχει σαφείς αναφορές στο διερευνώμενο χώρο αυτής της εργασίας,
για το λόγο αυτό άλλωστε συνεξετάζεται εδώ. Μαζί με την επιγραφή της Πέλλας
ουσιαστικά δίνει μια μαρτυρημένη χρονολογική έκταση της λατρείας του Δάρρωνα που
εκτείνεται από τα τέλη του 4ου αι.π.Χ. έως το α’ μισό του 2ου αι.π.Χ. τουλάχιστον.
Προκύπτει λοιπόν πως ο δαίμων αυτός δεν απορροφήθηκε από καμιά πανελλήνια
θεραπευτική θεότητα καθώς πουθενά δεν μαρτυρείται το όνομα του Ασκληπιού ή του
Απόλλωνα συνοδευόμενο από το επίθετο Δάρρων ή Δάρρωνι, όπως θα ήταν
αναμενόμενο, ούτε βέβαια ως υποκατάστατο. Η ύπαρξη συλλόγου Δαρρωνιστών σε μια
απομακρυσμένη από τον μακεδονικό χώρο περιοχή σαν την Μ. Ασία αποδεικνύει την

686
Η συλλατρεία του Άμμωνα Δία με τον Ασκληπιό στην Καλλιθέα αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση.
128

αυθυπαρξία της κατώτερης αυτής οντότητας. Άλλωστε η πληροφορία που δίνει ο


Ησύχιος είναι αρκετή.
Μολονότι φαίνεται να έχει καλυφθεί όλο το φάσμα των πιθανών περιπτώσεων για
το ζήτημα αυτό, εντούτοις υπάρχει ένα περιθώριο για μια ακόμη προσέγγιση που
ουσιαστικά βρίσκεται μεταξύ όλων των παραπάνω ερμηνειών. Ο Δάρρων σίγουρα
υπήρξε ένας μακεδονικός δαίμων που λατρεύτηκε από τους Μακεδόνες χωρίς ωστόσο να
διεκδικήσει την αποκλειστικότητα στη λατρεία και την θρησκευτική ιατρική εξαιτίας
μάλλον της κατώτερής του φύσης. Στο ιερό του στη Πέλλα πρέπει να λατρεύτηκε είτε
μαζί με τον Ασκληπιό είτε μαζί με τον Ασκληπιό και την Υγεία, ως συνοδευτική
κατώτερη δαιμονική οντότητα όπως συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό με την περίπτωση του
Τελεσφόρου του οποίου το όνομα διέπεται στην ουσία από τον ίδιο εννοιολογικό
χειρισμό με αυτό του Δάρρωνα. Δηλώνει δηλαδή αυτόν που φέρνει αίσιο τέλος όπως και
ο Δάρρων αναφέρεται σε αυτόν που δίνει θάρρος ή μακροβιότητα. Δυστυχώς οι πηγές
και οι επιγραφικές μαρτυρίες με την αποσπασματικότητά τους προσφέρουν μια ελλιπή
εικόνα την οποία συμπληρώνουν όσο είναι δυνατό τα αρχαιολογικά δεδομένα. Όπως
δείχθηκε παραπάνω, η ανίχνευση στο ιερό του Δάρρωνα λατρευτικών και θεραπευτικών
πρακτικών που συναντώνται κατεξοχήν στα ιερά του Ασκληπιού ίσως αποτελεί ένδειξη
για μια ενδεχόμενη σύνδεση των δύο αυτών θεοτήτων. Ασφαλώς η Πέλλα είναι ένας
χώρος που δεν έχει πλήρως ανασκαφεί· για το λόγο αυτό τα νέα ευρήματα είναι πάντα
ευπρόσδεκτα για να επιβεβαιώσουν ή να απορρίψουν θεωρίες και απόψεις.
Σε σχέση με το ιερό του Δάρρωνα θεωρήθηκε ότι πρέπει να λειτουργούσε και το
εστιατόριο το οποίο εντοπίστηκε στα ΝΑ του. (Πιν.30α). Η παρουσία κτηρίων αυτού του
είδους φαίνεται πως αποτελούσε συχνό φαινόμενο στα μεγάλα ιερά
συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Ασκληπιού 687 . Δεν είναι απαραίτητο να έχουν
τετράγωνη μορφή με περιστύλιο στο κέντρο τους. Αρχικά πρέπει να ξεκίνησαν ως ξύλινα
επιμήκη κτήρια και αργότερα να εξέλαβαν με τη πάροδο του χρόνου μια πιο εξελιγμένη
και περίπλοκη μορφή 688 . Όταν πλέον κατασκευάζονταν τέτοια λίθινα κτήρια το σχήμα
τους μπορεί να εξαρτιόταν από τον αριθμό των πιστών που προσέρχονταν σε αυτά. Έτσι
λοιπόν αρχικά πρέπει να ήταν επιμήκη κτήρια με επιμέρους χώρους οι οποίοι διέθεταν
έκκεντρη είσοδο όπως για παράδειγμα το εστιατόριο στη Περαχώρα ή στο Ασκληπιείο

687
Γενικά για τους συμποσιακούς χώρους στο ελληνικά ιερά βλ. Leypold C., Bankettgebäude in
griechischen Heiligtümern, 2008.
688
Jameson 1994, 46.
129

των Αθηνών 689 . Σε αυτά οι αξιωματούχοι της πόλης και οι διακεκριμένοι ξένοι
επισκέπτες συμμετείχαν στις τελετουργικές εκδηλώσεις και έπαιρναν μέρος στα επίσημα
δείπνα 690 .
Στην περίπτωση της Πέλλας, το εστιατόριο διαχωρίζεται στα δυτικά του από το
γειτονικό οικοδομικό τετράγωνο με ένα δρόμο πλάτους 6μ. από τον οποίο γινόταν η
πρόσβαση. Κεντρική θέση στο συγκρότημα αυτό κατέχει μια αυλή μήκους 19μ. στον
άξονα Α-Δ και τουλάχιστον 35μ. στον άξονα Β-Ν 691 . Από την στρωματογραφική έρευνα
προέκυψε ότι το κτιριακό αυτό συγκρότημα πρέπει να οικοδομήθηκε στις αρχές του 3ου
αι.π.Χ και να βρισκόταν σε χρήση μέχρι το τέλος της ζωής της πόλης στις αρχές του 1ου
αι.π.Χ. 692 .
Η βόρεια πλευρά του συγκροτήματος αποτελείται από δωμάτια με έκκεντρα
τοποθετημένες εισόδους προκειμένου να δεχθούν κλίνες. Πιο συγκεκριμένα, στα
βορειοδυτικά αποκαλύφθηκαν τρεις συνεχόμενοι χώροι που ανοίγονται προς τα νότια 693 .
Ο καλύτερα διατηρημένος είναι ο ανατολικότερος ο οποίος φέρει ψηφιδωτή παράσταση
κενταυρίνας 694 . Περιμετρικά των τριών πλευρών του διατηρείται πόδιο για την
τοποθέτηση κλινών 695 . Την υπόλοιπη βόρεια πλευρά του συγκροτήματος προς τα
ανατολικά καταλαμβάνουν τρία συνεχόμενα δωμάτια που έχουν σχεδόν τις ίδιες
διαστάσεις αλλά δυστυχώς εντοπίστηκαν λιθολογημένα μέχρι το επίπεδο της
υποθεμελίωσης 696 .
Την ανατολική πλευρά του συγκροτήματος καταλάμβανε μεγάλη ορθογώνια
697
δεξαμενή ενώ νότιά της εντοπίστηκαν τα ίχνη και άλλης, διαστάσεων 6,70x5,70μ. .
Στο εσωτερικό της αυλής και συγκεκριμένα στη βορειοανατολική της πλευρά
ανασκάφηκαν τα οικοδομικά λείψανα άλλων τριών χώρων που έφεραν ψηφιδωτή
διακόσμηση. Από τα ιδιαίτερα καταστραμμένα αυτά δωμάτια μόνο στο ένα διατηρούνται
πόδια περιμετρικά των τοίχων του 698 .
Το παραπάνω κτήριο λοιπόν που ερμηνεύθηκε ως εστιατόριο, διαθέτει όλα εκείνα
τα γνωρίσματα που ανταποκρίνονται στον χαρακτηρισμό. Οι έκκεντρες είσοδοι, τα

689
Για τη περίπτωση της Περαχώρας βλ. Tomlinson 1969α, 164-172. Για το Ασκληπιείο της Αθήνας
Tomlinson 1969, 112-117 και Armpis 1998, 350.
690
Αλλαμανή-Κουκουβού-Ψαρρά 2004, 576-577
691
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1998, 108
692
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1998, 111-112.
693
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1997, 97.
694
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1987, 459.
695
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1987, 457.
696
Οι διαστάσεις των δωματίων αυτών είναι περίπου 5,80-5,90μ. στη κατεύθυνση Α-Δ και 7,20μ. στον
άξονα Β-Ν. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1998, 109.
697
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1998, 110-111.
698
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1998, 109-110.
130

ψηφιδωτά δάπεδα, τα πόδια περιμετρικά των τοίχων, η έντονη παρουσία του νερού με τις
δεξαμενές αποτελούν ισχυρά στοιχεία για την ταύτιση του χώρου. Εντούτοις όμως το
σημείο που αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό είναι κατά πόσο αυτό συνδέεται με το ιερό
του Δάρρωνα καθώς βρίσκεται μεν κοντά αλλά δεν εντάσσεται οργανικά σε αυτό αφού
μεταξύ των δύο κτηρίων παρεμβάλλεται η φαρδιά λεωφόρος.
Η Πέλλα ωστόσο με την αυστηρή ρυμοτομία της και την ενιαία αρχιτεκτονική της
σύλληψη δημιουργεί οικοδομικές μονάδες στις οποίες τα κτήρια εντάσσονται εξαρχής
«υποτασσόμενα» στον χαραχθέντα κάναβο. Το ότι βρισκόμαστε στο εσωτερικό της
πόλης αποκλείει εκ των πραγμάτων την περίπτωση της άναρχης δόμησης και της
σταδιακής χαοτικής επέκτασης. Με βάση τους περιορισμούς αυτούς, η ύπαρξη δύο
συγκροτημάτων σε διαφορετικά τετράγωνα δεν αποτελεί αναγκαστικά αρνητικό στοιχείο
για την διασύνδεσή τους. Αντίθετα η σχεδόν σύγχρονη κατασκευή του ιερού του
Δάρρωνα και του εστιατορίου και η παράλληλη λειτουργία τους φαίνεται να την
ενισχύει. Γεγονός είναι ότι η κεντρική θέση που κατείχαν τα κτήρια αυτά στην ζωή της
πόλης υποδεικνύει και το σημαντικό τους ρόλο. Μια σκέψη στην οποία πρέπει να
συμπεριληφθεί και η περίπτωση του εστιατορίου της Μίεζας, είναι τα «εστιατόρια» αυτά
ενταγμένα στο κοινωνικό και πολιτικό κέντρο των πόλεων να αποτελούν δημόσια κτήρια
τα οποία εξυπηρετούσαν ευρύτερες τελετουργικές-λειτουργικές ή άλλες δημόσιες
ανάγκες στον ετήσιο θρησκευτικό-εορταστικό κύκλο των πόλεων και να μην
προορίζονται εξαρχής για την εξυπηρέτηση των αναγκών ενός συγκεκριμένου ιερού.
Στηριζόμενοι πάντως στα υπάρχοντα επιγραφικά και ανασκαφικά στοιχεία, δεν είναι
δυνατό να προκύψει απάντηση.
131

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανιχνεύσει κανείς την διαδρομή μέσω της οποίας
εισήχθη και τον τρόπο με τον οποίο διαδόθηκε η λατρεία του Ασκληπιού στη Μακεδονία
δεδομένης της έλλειψης πηγών. Το γεγονός ότι ο Περδίκκας ο Γ’ παρουσιάζεται ως
θεωροδόκος για όλη την Μακεδονία στις επιγραφές της Επιδαύρου δείχνει ότι στο
βόρειο αυτό χώρο η λατρεία του ήταν ήδη γνωστή τα χρόνια αυτά. Η επιγραφή αυτή
όπως γράφτηκε και παραπάνω είναι πολύ σημαντική διότι είναι η πρώτη ρητή και σαφής
μαρτυρία που συνδέει την βασιλική οικογένεια της Μακεδονίας με αυτή καθαυτή την
λατρεία του Ασκληπιού.
Όσον αφορά τις αποικίες, το μεγαλύτερο ποσοστό των αρχαιολογικών δεδομένων
που πιστοποιούν λατρεία του Ασκληπιού στις πόλεις αυτές προέρχονται είτε από την
περίοδο μετά την ανάμειξη του μακεδονικού βασιλικού οίκου στα εσωτερικά πράγματα
των πόλεων είτε από τη περίοδο της ρωμαϊκής κατάκτησης. Τα μόνα ευρήματα
προερχόμενα από αποικίες που χρονολογούνται πριν, στο α’ μισό του 4ου αι.π.Χ. δηλαδή,
και μαρτυρούν λατρεία του Ασκληπιού είναι συγκριτικά λίγα αλλά εξίσου σημαντικά.
Πρόκειται για τα όστρακα που βρέθηκαν στο ιερό της Αντισάρας, τα οποία φέρουν
εγχάρακτα το όνομα του θεού, για την επιγραφή με τον ιερό νόμο από την Αμφίπολη, τα
αγαλμάτια του Ασκληπιού από δύο οικίες της Ολύνθου και τέλος το αγαλμάτιο του θεού
από την Ποτίδαια. Προκύπτει λοιπόν ότι στη Μακεδονία από το πρώτο τουλάχιστον μισό
του 4ου αι.π.Χ η λατρεία του Ασκληπιού ήταν γνωστή ταυτόχρονα τόσο στις αποικίες
(Αντισάρα, Αμφίπολη, Όλυνθο, Ποτίδαια) όσο και στο χώρο του μακεδονικού βασιλείου.
Το αναθηματικό ανάγλυφο που βρίσκεται σήμερα στην Κοπεγχάγη και προέρχεται
από την Χαλκιδική αποτελεί ένα εύρημα του οποίου η ιδιαίτερη σημασία συζητήθηκε
στην αρχή της εργασίας. Αν πράγματι η καλλιτεχνική του έμπνευση προέρχεται από τις
διηγήσεις θεραπειών όπως αυτές καταγράφηκαν αργότερα στην Επίδαυρο τότε η άποψη
ότι το μεγάλο αυτό ιερό συνέβαλλε στην διάδοση της λατρείας του Ασκληπιού φαίνεται
να ενισχύεται. Ασφαλώς πρόκειται αφενός για μια υπόθεση, αφετέρου δε για ένα
μοναδικό εύρημα. Παρόλα αυτά είναι δυνατόν να καταγραφεί ως μια τάση που πρέπει να
ιδωθεί ευρύτερα και όχι στο πλαίσιο μιας και μόνο περιοχής όπως επιβάλλει το θέμα τη
132

συγκεκριμένης εργασίας. Ασφαλώς η προέλευση του αναγλύφου σε συνδυασμό με την


πρωιμότητα της χρονολόγησής του υποδεικνύει ότι κατά πάσα πιθανότητα η λατρεία του
Ασκληπιού έγινε γνωστή στο μακεδονικό βασίλειο από τις αποικίες. Η ύπαρξη πάντως
επιβεβαιωμένων σύγχρονων μαρτυριών και από τα δύο είδη πολιτικών μορφωμάτων στη
Μακεδονία υποδηλώνει τις σχέσεις, τις επαφές, την επικοινωνία και την κινητικότητα
στην εισαγωγή και διάδοση θρησκευτικών ιδεών και λατρευτικών πρακτικών. Για την
περίπτωση η λατρεία του Ασκληπιού να εισήχθη από την Θεσσαλία και από το ιερό του
θεού στη Τρίκκη οι δυσκολίες να δοθεί σαφής απάντηση είναι ακόμη μεγαλύτερες
κυρίως λόγω της έλλειψης πληροφοριών από τις πηγές και από την αποσπασματικότητα
των ανασκαφικών δεδομένων από το συγκεκριμένο ιερό.
Ανεξάρτητα από το ζήτημα της εισαγωγής της λατρείας του Ασκληπιού στη
Μακεδονία, γεγονός είναι ότι ο θεραπευτής θεός στη συγκεκριμένη περιοχή λατρεύτηκε
σε μεγάλο βαθμό και όπως προκύπτει από τα αρχαιολογικά δεδομένα σε άμεση σχέση με
τη δομή και την πολιτική οργάνωση του μακεδονικού κράτους. Για τη φύση και την
μεγάλη απήχηση της λατρείας του στους απλούς ανθρώπους αναφερθήκαμε παραπάνω.
Οι διάφοροι τύποι αναθημάτων όπως είναι τα ανάγλυφα, τα αγαλμάτια, τα λίθινα
ομοιώματα μελών σώματος, οι απλές προσφορές όπως συνάγονται από τις επιγραφές,
σκιαγραφούν με τον καλύτερο τρόπο την αγωνία, τις προσδοκίες και την ευγνωμοσύνη
των πιστών τόσο σε σχέση με τον ίδιο το θεραπευτή θεό όσο και σε σχέση με την
διαφύλαξη της ίδιας της υγείας τους.
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι αναφορικά με την επιλογή των κτηρίων και του
εξοπλισμού για τις διάφορες λειτουργίες των ιερών του στη Μακεδονία (ναοί,
εγκοιμητήρια, κρήνες, λουτρά, στοές, συμποσιακοί χώροι, θησαυροί) και τις λατρευτικές
και θεραπευτικές πρακτικές που λάμβαναν χώρα σε αυτά δεν παρατηρείται καμιά
ιδιαιτερότητα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Όπως είναι αναμενόμενο όλα τα παραπάνω -αρχιτεκτονική και λατρεία- εντάσσονται σε
μια κοινή γλώσσα που διέπεται από το ίδιο πνεύμα που διαμόρφωσε τον ενιαίο
χαρακτήρα του ελληνιστικού κόσμου. Στην ομοιογένεια των λατρευτικών εκφάνσεων
βέβαια θα συνέβαλλε και η ύστερη σε σχέση με το υπόλοιπο δωδεκάθεο διαμόρφωση
αυτής καθαυτής της «προσωπικότητας» και της λατρείας του Ασκληπιού. Παρόλα αυτά
όμως, ενώ φαίνεται πως στην επιλογή των κτηρίων και των λειτουργιών που αυτά θα
εξυπηρετούσαν ακολουθείται η ίδια γραμμή εντούτοις είναι εξαιρετικά δύσκολο να
ανιχνεύσουμε τον τρόπο με τον οποίο αυτή εκτελείται και εκφράζεται στο τρισδιάστατο
χώρο λόγω της απουσίας βεβαιωμένων -αρχιτεκτονικά και τοπογραφικά- ιερών του
133

Ασκληπιού στη Μακεδονία. Αν πράγματι στην Πέλλα το ιερό του Δάρρωνα ανήκε
ταυτόχρονα και στον Ασκληπιό τότε η αρχιτεκτονική του εκτέλεση διαφοροποιείται
καθώς προσιδιάζει περισσότερο στην αντίληψη της οικιακής αρχιτεκτονικής παρά στην
χωροταξική πρόσληψη των ιερών όπως τα γνωρίζουμε από τον υπόλοιπο ελληνικό χώρο.
Στον αντίποδα, το ιερό του θεού στο Δίον με το ναό του και την επιμήκη στοά στα
ανατολικά του προσανατολίζεται περισσότερο προς τον τύπο των μεγάλων ιερών,
γεγονός που ίσως να δικαιολογείται από την προβολή της πόλης ως θρησκευτικού
κέντρου των αρχαίων Μακεδόνων. Ασφαλώς πρόκειται για παρατηρήσεις στηριζόμενες,
στατιστικά τουλάχιστον, σε εξαιρετικά μικρό δείγμα γι’ αυτό και δεν είναι δυνατό να
λάβουν καθολικό-συμπερασματικό χαρακτήρα αλλά κατατίθενται απλά ως σκέψεις.
Συνοψίζοντας, θα ήταν δυνατό να υποστηρίξει κανείς ότι ο Ασκληπιός και ο
κύκλος του αποτέλεσαν προσφιλή πρόσωπα λατρείας σε ολόκληρη τη Μακεδονία καθ’
όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, από την εποχή της έντονης διάδοσης της τον 4ο αι.π.Χ.
έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Στην αποσαφήνιση ιδιαίτερων ζητημάτων
αναφορικά με τη λατρεία αυτή θα συμβάλλουν με ουσιαστικό τρόπο οι επόμενες
αρχαιολογικές ανακαλύψεις από το χώρο της Μακεδονίας οι οποίες πέρα από την
επαλήθευση ή διάψευση θεωριών, σκέψεων ή συμπερασμάτων θα επιβεβαιώσουν την
ούτως ή άλλως διαπιστωμένη διαχρονικότητα της παρουσίας της.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
01. Επιγραφή με ιερό νόμο. (Πιν.2α)

Αμφίπολη, Αρχαιολογικό Μουσείο. Αρ.Ευρ.694.


Χώρος εύρεσης: Θέση «Μπεζεστένι», εντός του αγρού Ι.Κοχλιαρίδη στην Αμφίπολη.
Διαστάσεις:0,27x 0,17x0,10
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Κείμενο επιγραφής :

[ἱερὰ τοῖ] ς θε[οῖς: ἂν δὲ μὴ προ‐]


[αγά]γηι ταῦ[τα, μὴ ἐξέστω θύειν]
μ[η]δ’ ἐγκαθεύ[δειν εἰς τὸ ἱερόν:]
δραχμὴν τε[λεῖν ἐλθόντα εἰς τὸ]
[ἱ]ερὸν τὸμ βου[λόμενον θύειν]
[θ]ύειν τοῖς θε[οῖς ἱερεῖα καὶ]
ἄλλο τι ἂν αὐ[τὸς βούληται]
[ ἐ]γκαθεύδειν [ταῦτα ποιοῦντα:]
θύειγ καὶ τιθέν[αι σκέλη σὺν]
κωλέαις ἄμα τε[δοῦναι τῶι ἱερεῖ]
τὸ ἀργύριον ἐπιτ[άξαντι αὐτῶι:]
ὅς δ’ ἂμ μὴ παρ[αθῆι ἱερὰς μοίρας]
τῶι θεῶι, διπλὰς [ἀποτινέτω: ἂν δὲ]
θύηι θεῶι ἐντεμ[ενίωι ἑτέρωι,]
τελείτω τὰ νομ[ιζόμενα καὶ τῶι]
Ἀσκληπιῶι· θύ[ειν καὶ τιθέναι]
τῶι Ἀσκληπιῶι[ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τὰ]
[αὐτ]ά: ἂν δὲ μ[ὴ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ]

Χρονολόγηση : Μέσα 4ου αι.π.Χ.


Βιβλιογραφία : Βουτυράς 1993, 253. Καφταντζής 1967, 370-371, αρ.606. Veligianni
1994, 391-405. Rithmüller 2005α, 320, αρ. 13.

02. Ωνή. (Πιν. 2β)

Χαμένη
Χώρος εύρεσης: Γνωστή από αντίγραφο, φωτογραφία και έκτυπο του Edson ο οποίος
την είδε εντοιχισμένη στον φούρνο της οικίας του Α.Μπαρμπούτη στην Αμφίπολη.
Διαστάσεις : ύψος:0.425μ., πλάτος: 0,29μ., πάχος: 0,135μ. .
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο ή πέτρα.
Κείμενο επιγραφής :
Τύχη ἀγα[θή. Θε]ός. Πο[λυκ]ρ[άτ]‐
ης παρὰ τῆς Σωστράτου γυ[ν]‐
αικὸς καὶ τῶμ παίδων τῶν Σ‐
4 ωστράτου ἐπρίατο τὸν ἑπτ‐
Άλκινον καὶ τὸμ ψιλὸν καὶ
τὰ ἐξόπισθε πάντα τῆς οἰκ‐
ίας καὶ τὴμ πεντάπουν τα [ύ]‐
8 της ὑφελὼν πρὸς ἐντάφια το‐
ῦ πατρὸς, δραχμῶν ὀκτακοσ‐
ίων τριάκοντα δύο, ἐπὶ ἐπι‐
στάτου Σπά[ργ]εως, ἱερέως τ‐
12 οῦ Ἀσκληπιοῦ Τείσωνος, μη‐
νὸς Ἀφρvοδισιῶν[ο]ς · v τὰ δ v‐
ὲ τέλη ο vacat ἱ ὠ vνηταὶ οἴσ‐
[ο]υσι πάντα v. Αὐτοὶ ὑπὲρ αὑ‐
16 τῶν οἱ Σωστράτ vac [ο]υ παῖ‐
δες. Μάρτυρες Αἰσχύ[λος] Ὀ[π]‐
ώριος, Ποσθίων Συάγρ[ου. Κ]‐
εῖται παρὰ Μοσχίωνι.

Χρονολόγηση : 357/6 π.Χ.


Βιβλιογραφία : Hatzopoulos 1991, 24-25, αρ.ΙΙΙ όπου και η προγενέστερη
βιβλιογραφία. SEG 41 (1991), 557 . Hatzopoulos 1996α, 99, αρ.84. Rithmüller
2005α, 320, αρ. 13.

03. Ωνή. (Πιν. 2γ)

Αρχαιολογικό Μουσείο Αμφίπολης , Αρ.Ευρ. Λ 127.


Χώρος εύρεσης: Στα χαλάσματα της οικίας του Συμεών Ταχτσόγλου στην Αμφίπολη.
Διαστάσεις : 0,26x0,30x0,11μ. Ύψος γραμμάτων: 0,012-0,017μ. Διάστιχο: 0,003-
0,004μ.
Υλικό κατασκευής : Λευκό μάρμαρο
Κείμενο επιγραφής:

[Ἀ]γαθή τύχη. ΙΓΙΕΟΣ ἐπ[ρία]‐


[τ]ο τὴν οἰκίαν παρὰ Θεοδώρο[υ],
[ἧι] γείτων Κλεόδαμος, δρα[χ]‐
4 [μῶ]ν δισχιλίων ὀκτακοσ[ίων],
[κατ]ὰ τὴν συγγραφὴν τ[ὴν παρὰ]
[..]μωνι. Μάρτυρες Ο[…c 9……]
[..] χας, ἐφ’ ἱερέως [τοῦ Ἀσκληπι]‐
8 [οῦ] Τείσωνος, ἐπὶ [ἐπιστάτου]
[Σπά]ργεος.
Χρονολόγηση : 357/6 π.Χ.
Βιβλιογραφία : Hatzopoulos 1991, 30, αρ.IV όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία.
SEG 41, (1991), 558. Hatzopoulos 1996α, 100, αρ.85. Rithmüller 2005α, 320, αρ. 13.

04. Ωνή. (Πιν. 2δ)

Χαμένη
Χώρος εύρεσης: Γνωστή μόνο από ένα αντίγραφο της Daphne Hereward η οποία την
είχε επισημάνει στην οικία του Σ. Ασνιβουρίδη στην Αμφίπολη.
Διαστάσεις: ύψος: 0,485μ., πλάτος: 0,488μ., ύψος γραμμάτων: 0,14μ.,
διάστιχο:0,14μ.
Υλικό κατασκευής : Ασβεστόλιθος κρεμώδους χρώματος.
Κείμενο επιγραφής:

Ἀγαθή τύχη. Ἐ[πὶ]


Σπάργεως ἐπ[ιστ]‐
[ά]το, ἱερ(έ)ως δὲ τ[οῦ]
4 Ἀσκληπιο Ἄνδ[ρω]‐
νος, μηνὸς Ξαν[δι]‐
κοῦ, Ἀντίγονο[ς]
ἐπρίατο παρὰ [..]‐
8 γένους, τὴν οἰ‐
[κίαν‐‐‐‐

Χρονολόγηση : 356-352π.Χ.
Βιβλιογραφία : Hatzopoulos 1991, 31, V όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία.
SEG 41, (1991), 559. Hatzopoulos 1996α, 100-101,αρ.86. Rithmüller 2005α, 320, αρ.
13.

05. Ωνή. (Πιν. 3α)

Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας (αρ.ευρ. Λ 333).


Χώρος εύρεσης: Από την οικία Ν. Παρασκόνουλου όπου επισημάνθηκε από την
Daphne Hereward το 1959 στο χωριό Μεσολακκιά (Κάτω Λακκοβίκια) κοντά στην
Αμφίπολη.
Διαστάσεις : ύψος: 0,57x0,325x0,09μ., ύψος γραμμάτων: 0,010-0,018μ., διάστιχο:
0,008μ.
Υλικό κατασκευής : Ασβεστόλιθος.
Κείμενο επιγραφής:

Ἀγαθῆι τύχηι. Ἐπρίατο Ν[ικό]‐


λαος Μελαντάδου παρ’ Ἀ‐
σάνδρου ἀμπέλων πέλεθ[ρ]‐
4 α ἓξ δραχμῶν τριακοσίων κα[ὶ]
εἴκοσι, ὧν γείτων ἐστὶν Κλεό[δ]‐
ημος, Νίκαιος, Μενέλαος,
ἐπὶ ἱερέως τοῦ Ἀσκληπιοῦ
8 Εὐαινέτου, ἐπὶ Σπάργεως, ἐ‐
πισστάτου. Μάρτυρες Διο‐
νύσιος, Ἐπιχάρης, Ἀπελλ‐
ᾶς.

Χρονολόγηση : 356-352π.Χ.
Βιβλιογραφία : Hatzopoulos 1991, 33, VΙ όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία.
SEG 41, (1991), 560. Hatzopoulos 1996α, 101-102, αρ.87. Rithmüller 2005α, 320,
αρ. 13.

06. Ωνή.

Χαμένη
Χώρος εύρεσης: Βρέθηκε το 1862 από ένα χωρικό σε αγρό του χωριού Μεσολακκιά
(Κάτω Λακκοβίκια) κοντά στην Αμφίπολη.
Διαστάσεις : 0,40x0,26μ.
Υλικό κατασκευής : Λίθος λευκού χρώματος.
Κείμενο επιγραφής:

Ἀγαθῆι τύχηι. Ἐπρίατο (Θ)ειοχάρης Νικέα π‐


αρὰ Θεοδώρου τοῦ Πολέμωνος τὴν οἰκ[ί]αν, ἧι γ‐
είτων Μεννέας Ἀσάνδρου καὶ Θεόδωρος αὐτ‐
4 ὸς καὶ Νικάνωρ Ἐπικράτους, χρυσῶν τριακ‐
οσίων. Βεβαιωτὴς Δημόνικος Ῥίχνου. Μάρ‐
τυρες Στησίλεως Ὄργεως, Ἀριστογένη‐
ς Ἀστίνου, ἐπὶ ἱερέως τοῦ Ἀσκληπιοῦ Ἑρ‐
8 [μαγ]όρα, ἐπὶ ἐπιστάτου Αἰσχύλου.

Χρονολόγηση : 351-350π.Χ.
Βιβλιογραφία : Hatzopoulos 1991, 43, αρ. VIΙ όπου και η προγενέστερη
βιβλιογραφία. SEG 51 (1991), 562. Hatzopoulos 1996α, 103-104, αρ.89. Rithmüller
2005α, 320, αρ. 13.

07. Βάση αγάλματος. (Πιν.6α)

Χαμένη.
Χώρος εύρεσης: Από τη περιοχή του σύγχρονου οικισμού του Αγίου Παύλου στη Ν.
Καλλικράτεια (Αντιγόνεια Κρουσίδας;).
Διαστάσεις : ύψος: 0,29, πλάτος:1,05, πάχος:0,73. Κοιλότητα στην άνω επιφάνεια του
λίθου διαστάσεων 0,79x0,32x0,07. Ύψος γραμμ.0,02.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο κυανού χρώματος.
Κείμενο επιγραφής :

Εὐαλκίδης Λυσιστράτου ἱερητεύσας Ἀσκληπιῶι

Χρονολόγηση : Πρώτο μισό 3ου αι.π.Χ.


Βιβλιογραφία : Feissel-Sève 1979, 292 , αρ.16. Βουτυράς 1993 , 259. SEG 29
(1979), 568. Hatzopoulos 1996α, αρ.81. Riethmüller 2005α, 320, αρ. 14.

08. Ερυθρόμορφα όστρακα από την Καλαμίτσα (αρχαία Αντισάρα) με επιγραφές


ΑΣΚΛΗΠΙΟΙ και ΘΕΟΙ. (Πιν. 6β)

Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας


Χώρος εύρεσης: Καλαμίτσα Ν. Καβάλας (Αρχαία Αντισάρα)
Διαστάσεις : Άγνωστες.
Υλικό κατασκευής : Πηλός
Κείμενο επιγραφής: ΑΣΚΛΗΠΙΟ ΘΕΟΙ
Χρονολόγηση : γ’ τετάρτο 4ου αι.π.Χ
Βιβλιογραφία : Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1972, 397. Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1980,
315. Βουτυράς 1993, 253. Riethmüller 2005α, 325, αρ. 41.

09. Βασιλική επιστολή. (Πιν. 7β)

Αρχαιολογικό Μουσείο Βέροιας (Αρ.ευρ.Λ 209).


Χώρος εύρεσης: Επισημάνθηκε από τον Wace το 1911-12 στο σπίτι ενός κρεοπώλη
στην εβραϊκή συνοικία της Βέροιας.
Διαστάσεις : 0,57x0,37x0,115. Ύψος γραμμάτων: 0,010-0,016μ. Διάστιχο: 0,005μ.
Υλικό κατασκευής : Λευκό μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής:

Βασιλεύοντος Ἀντιγόνου ἔτους F καὶ Λ, ἐντυχόντων


Δημητρίωι τῶν κυνηγῶν Χάρτα τοῦ Νικάνορος, Ἀττύλου τοῦ
Νικάνορος ἐδόθησαν αἱ ἐπιστολαί. vacat
4 Δημήτριος Ἁρπάλωι χαίρειν. Οἱ ἱερεῖς οἱ τοῦ
Ἡρακ[λ]έους φασὶν τῶν προσόδων τινὰ τῶν
τοῦ θεοῦ εἰς τὰς πολιτικὰς κατετάχθαι ·
ἐπιμελήθηθι οὖν ὅπως ἀποκατασταθῶσιν
8 πάλιν τῶι θεῶι· ἔρρωσο. vacat
Δημήτριος Ἁρπάλωι χαίρειν. οἱ [ἀπε]λευ[θ]ερο[υ]‐
μενοι πρότερον φαίνονται φιάλ[ας ἀνατίθεσθαι]
εἰς τὸ ἱερόν· ἐπεὶ οὖν [ἐστιν] πε[ριο]υσία εἰς τὴ[ν]
12 χρείαν τὴν τοῦ θεοῦ, ἀνατιθέτωσαν ἀντὶ
τῶν φιαλῶν κέρατα [κ]αὶ σκύφους· ἔρρωσο.
Δημήτριος Ἁρπάλ[ωι] χαί[ρειν· οἱ ἱερε]ῖς οἱ τοῦ
Ἡρακλέους ἀτε[λεῖς ἔστων πάντων ὅσ]ων καὶ οἱ
16 τοῦ Ἀσκληπιοῦ· ἔρρωσο. Ἔτους [F καὶ] Λ
[Δ]ύστρου ΙΕ.

Χρονολόγηση : 248π.Χ
Βιβλιογραφία : Γουναροπούλου –Χατζόπουλος 1998, 91 όπου και η προγενέστερη
βιβλιογραφία. Rithmüller 2005α, 321, αρ. 16.

10. Επιγραφή για τα εισοδήματα του ιερού του Απόλλωνος, του Ασκληπιού και της
Υγείας στην Βέροια. (Πιν. 7γ)

Μουσείο Βέροιας, Αρ. ευρ. Λ 709.


Χώρος εύρεσης : Βέροια, οικόπεδο Ιακωβίδη.
Διαστάσεις : Μεγ. σωζ. ύψος : 0,75μ., μεγ. σωζ. πλάτος : 0,44μ., πάχος : 0,13μ. Ύψος
ενεπίγραφης επιφάνειας : 0,60μ., πλάτος : 0,335μ. Ύψος γραμμάτων : 0,005 –
0,012μ., διάστιχα : 0,08 – 0,03μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής :

Αριστερή στήλη Δεξιά στήλη


[Ἀπόλλωνι Άσκληπιῶι]
[Ὑγιείαι ὁ δεῖνα]
[τοῦ δεῖνος]
4 [ἱερητεύσας] ἀπὸ τῶν
[θυσίμων]καὶ τοῦ θη‐
[Ἀπόλλωνι Ἀσκληπιῶι [σαυρο]ῦ δραχ(μαὶ) ΡΚΖ.
[Ὑγιείαι ὁ δεῖνα]
[τοῦ δεῖνος ἱερητεύσας] [Ἀπ]όλλωνι Ἀσκληπιῶι
4 [ἀπὸ τῶν θυσίμων καὶ τοῦ] 8 Ὑγιείαι Μένανδρος
[θησαυροῦ‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐] ὑπὲρ τοῦ πατρὸς
[‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐ὁλκὴ πρὸς δ]ημη‐ Πολυγνώτου ἀπὸ τῶν
[τρίειον δραχμαὶ]Ν. Γ. θυσίμων καὶ τοῦ θη‐
8 [Ἀπόλλωνι], Ἀσκληπιῶι 12 σαυροῦ ἀργολικὸν
[Ὑγιείαι Ἀγ]αθάνωρ Θαρσυ‐ οὗ ὁλκὴ δραχμαὶ δη‐
[c. 5 – 6 ἱ.]ερητεύσας μητρίειαι. ΜΖ=‐
[ἀπὸ τῶν]θυσίμων καὶ τοῦ
12 [θησαυρ]οῦ ψυκτῆρα οὗ ὁλ‐ Ἀπόλλωνι Ἀσκληπιῶι
[κὴ δραχ(μαὶ)]ΡΔ =, κιμώλιον 16 Ὑγιείαι Θράσων Θρασυ‐
[οὗ ὁλκὴ]δραχ(μαὶ) Μ∙Η∙, σκά‐ κλέους ἱερητεύσας
[φιον; οὗ]ὁλκὴ δραχ(μαὶ) ΝΔ∙, κύ‐ ἀπὸ τῶν θυσίμων καὶ
16 [αθον ;]οὗ ὁλκὴ δραχ(μαὶ) Κ∙Γ∙ τοῦ θησαυροῦ ὑποφιά‐
[Ἀπ]ολλωνι Ἀσκληπιῶι 20 λια τέσσαρα ὧν ὁλ‐
[Ὑ]γιειαι Ἰόλλας κὴ πρὸς δημητρίειον
[κ]αὶ Ξένων δραχμαὶ Σ.
20 [ὑ]πὲρ τοῦ πάππου
[Ἰό]λλου τοῦ Ἑρμοίτο<υ> Ἀπόλλωνι Ἀσκληπιῶι
[ἱε]ρητεύσαντος 24 Ὑγιείαι Ἀνδροκλείδη[ς]
[ἀπὸ] τῶν θυσίμων Φιλίππου ἱερητεύσας
24 [καὶ το]ῦ θησαυροῦ ἀπό τῶν θυσίμω(vac)ν
[c. 6 – 7 ]ον ὁλκὴν καὶ τοῦ θησαυρο(vac)ῦ
[δρα]χ(μαὶ)ΛΒ= ‐. 28 ἀργολικὸν οὗ ὁλκὴ
[Ἀπόλλ]ωνι Ἀσκλη ‐ δραχ(μαὶ) Ο=, ἄλλο, οὗ ὁλκ[ὴ]
28 [πιῶι Ὑγιεί]αι Πάνταυ‐ δραχ(μαὶ) ΛΑ=‐, σκυφίον
[χος Βαλάκ]ρου άπὸ οὗ ὁλκή δραχ(μαὶ) ΝΒ,
[τῶν θυσίμω]ν καὶ τοῦ 32 κιμώλιον οὗ ὁλκὴ
[θησαυροῦ c. 2 – 4]λια δύο δραχ(μαὶ) ΠΒ
32 [ὧν ὁλκὴ δραχ(μαι)]Ο
Ἀπόλλωνι Ἀσκληπιῶι
Ὑγιείαι Δημήτριος
36 Γλαυκίου ἱερητεύ‐
σας ἀπὸ τῶν θυσί‐
[μ]ων καὶ τοῦ θησαυροῦ
[κι]μώλιον οὗ ὁλκὴ δραχ(μαὶ)
40 [δη]μη(τρίειαι) Ν=, ἀντιγονί‐
[δα ἧ]ς ὁλκὴ δρα(χμαὶ) Ν∙Β∙=

Χρονολόγηση : 3ος αι. π. Χ.


Βιβλιογραφία : Γουναροπούλου – Χατζόπουλος 1998, 119 – 121, αρ. 16 όπου και η
προγενέστερη βιβλιογραφία. Rithmüller 2005α, 321, αρ. 16.

11. Ενεπίγραφη βάση με αναθηματική επιγραφή στον Απόλλωνα, τον Ασκληπιό και
την Υγεία από την Βέροια. (Πιν. 7δ)

Μουσείο Βέροιας, Λ 290.


Χώρος εύρεσης : Βέροια, στο προαύλιο του ναού του Αγίου Αντωνίου.
Διαστάσεις : 0,26x0,645x0,56μ. Ύψος γραμμάτων : 0,025 – 0,0365μ. Διάστιχο :
0,006 – 0,011μ.
Υλικό κατασκευής : Λευκό μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής :

Ἔτους Η και Ι
Μαρσύας Δημητρίου
Ἀπόλλωνι, Ἀσκληπιῶι, Ὑγιείαι
4 τὸ ἐνκοιμητήριον λίθινον
καὶ τὴν πρὸ τούτου ἐξέδραν
κατασκεύασεν ἐκ τοῦ ἰδίου.

Χρονολόγηση : 131/130 π. Χ.
Βιβλιογραφία : Γουναροπούλου – Χατζόπουλος 1998, 123 – 124, όπου και η
προγενέστερη βιβλιογραφία . Rithmüller 2005α, 321, αρ. 16.

12. Αναθηματική επιγραφή. (Πιν. 8α)

Αρχαιολογικό Μουσείο Βεροίας (Αρ. Ευρ. Λ 919).


Χώρος εύρεσης: Οδός Μητροπόλεως (Ο.Τ. 73), κάτω από το υστερορωμαϊκό
οδόστρωμα.
Διαστάσεις : 0,97x1,24x0,42μ. Ύψος κυματίων: 0,135μ. Πάχος κυματίων: 0,04μ.
Ύψος γραμμάτων: 0,022-0,05μ. Διάστιχο: 0,01μ.
Υλικό κατασκευής : Λευκό μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής:

[…………………………………..]ΑΝΘ[…………]
ἀπὸ τῆς Εὐιαστικῆς πύλης τὰ ἀμφοδικὰ ὕδα‐
τα σωλῆσι κανοῖς καὶ τὴν πρὸς τῷ κύθρω μαρ‐
4 μαρίνην κρήνην σὺν τῷ λοιπῷ αὐτῆς κόσμῳ
καὶ τὸ πολύκρηνον τὸ ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ τ[ὸ π]ολ[ύκρη]‐
νον τὸ ἐν τῷ Ἀσκληπεί[ῳ] καὶ τὸ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐξαγω[γὸν ἐ]‐
κ τῶν ἰδίων ἀποκατέστησεν [κ]αὶ τοὺς μερισμο[ὺς ὡς ἡ] πόλι[ς αὐτῷ] ἐνέ‐
8 τυχε ἀνεμέτρησε, τὸ ἀπο[κεί]μενον ὕδωρ ἀνα[μέτρ]ήσα[ς καὶ] ἐξ αὐ‐
τοῦ τὸ λεῖπον τοῖς βουλευτα[ῖ]ς ἀποδούς, ὧν τὴ(ν) ἀ[ν]αγραφ[ὴν εἰ]ς τὸ
vac γραμματοφυλάκιον ἀπέθε[το].

Χρονολόγηση : α’ μισό 2ου αι.μ.Χ.


Βιβλιογραφία : Γουναροπούλου –Χατζόπουλος 1998, 141-144 , αρ.41. SEG 48
(1998), 743. Rithmüller 2005α, 320, αρ. 13.

13. Επιγραφή με κείμενο λόγων

Βέροια, Αρχαιολογικό Μουσείο. Αρ.Ευρ. Άγνωστος


Χώρος εύρεσης: Από παράδοση.
Διαστάσεις : Άγνωστες.
Υλικό κατασκευής : Λίθος.
Περιγραφή αντικειμένου: Αμφίγραφη στήλη με οριζόντια επίστεψη που έχει κάθετα
αποσπαστεί σε όλο το ύψος της. Σώζονται 50 στίχοι στη πρόσθια όψη και 40 στη
πίσω πλευρά. Φέρει κείμενο λόγων διατεταγμένο σε στήλες.
Χρονολόγηση : Από τον 2ο αι π.Χ. ως τα όψιμα αυτοκρατορικά χρόνια.
Βιβλιογραφία : Αλλαμανή –Σουρή 2003, 746. SEG 51 (2001), 799.

14. Βάση λατρευτικού; αγάλματος

Αρχαιολογικό Μουσείο Δίου


Χώρος εύρεσης: Από το εσωτερικό του ναού του Ασκληπιού στο Δίον.
Διαστάσεις : Άγνωστες
Υλικό κατασκευής : Γκριζωπό μάρμαρο
Κείμενο επιγραφής:

Ἀσκ[ληπιῷ]
καὶ [Ὑγείᾳ]

Χρονολόγηση : β΄ μισό 4ου αι.π.Χ. ή αρχές 3ου αι.π.Χ.


Βιβλιογραφία : Παντερμαλής 1977, 337. Βουτυράς 1993, 254. Rithmüller 2005α,
321, αρ.17.

15. Βάση αναθήματος με επιγραφή στον Ασκληπιό Σωτήρα. (Πιν. 12α)

Κατά χώραν, στο ιερό του Ασκληπιού στο Δίον.


Χώρος εύρεσης: Δίον, Ιερό του Ασκληπιού.
Διαστάσεις : Άγνωστες.
Υλικό κατασκευής : Πωρόλιθος
Κείμενο επιγραφής:

1 Ἀσκληπιῷ
Σωτήρι
----- ; ---
----- ; ---
5 ----- ; ---

Χρονολόγηση : Αυτοκρατορικά χρόνια


Βιβλιογραφία : Πινγιάτογλου 2005, 430.
16. Αναθηματική επιγραφή στον Ασκληπιό. (Πιν. 15ζ)

Κατά χώραν
Χώρος εύρεσης: Ως επένδυση σε β’ χρήση του δαπέδου σε μία από τις δύο λεκάνες
ενός μικρού λουτρικού κτιρίου που ανασκάφηκε στα δυτικά της επισκοπικής
βασιλικής του Δίου.
Διαστάσεις : Άγνωστες
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Κείμενο επιγραφής:

Ἀσκληπιῷ Σω[τήρι]

Χρονολόγηση : Αυτοκρατορικά χρόνια


Βιβλιογραφία : Παντερμαλής 2008, 570.

17. Παιάνας στον Ασκληπιό.

Χαμένη
Χώρος εύρεσης: Στο προαύλιο της οικίας Κ. Παπαναστάση στο χωριό Καρίτσα,
κοντά στο Δίον.
Διαστάσεις : ύψος: 0,315μ., μήκος: 1,075μ., πάχος: 0,015-0,02μ., ύψος γραμμάτων:
0,025μ.
Υλικό κατασκευής : Λίθος.
Κείμενο επιγραφής:

1 Παιᾶνα κλυτόμητιν ἀείσατε κοῦ[ροι


Λητοΐδην Ἕκατον, ἰὲ ὢ ἰὲ Παιάν
ὃς μέγα χάρμα βροτοῖσιν ἐγείνατο
μειχθεὶς ἐν φιλότητι Κορωνίδι τῇ Φλεγύαο
5 Ἰὴ Παιᾶνα Ἀσκληπιὸν δαίμονα κλεινότατον ἰὲ Παιάν
Τοῦ δὲ καὶ ἐξεγένοντο Μαχάων καὶ Ποδαλείριος
ἠδ’ Ἰασὼ Ἀκεσώ τε πολύλλιτος, ὢ ἰὲ Παιάν
Αἴγλη τε εὐῶπις Πανάκειά τε Ἠπιόνης παῖδες
σὺν ἀγακλυτῷ εὐαγεῖ Ὑγείᾳ
10 Ἰὴ Παιάν, Ἀσκληπιέ, δαῖμον κλεινότατε, ἰὲ Παιάν.
Χαῖρέ μοι, εἵλαος δ’ ἐπινείσεο Δείων πόλιν
εὐρύχορον, ἰὲ ὢ ἰὲ ὢ ἰὲ Παιάν,
δὸς δ’ἡμᾶς χαίροντας ὁρᾶν φάος ἠελίου
δοκίμους σὺν ἀγακλυτῷ εὐαγεῖ Ὑγείᾳ
15 ἰὴ Παιάν Ἀσκληπιέ, δαῖμον σεμνότατε,
ἰὲ Παιάν.
Χρονολόγηση : α’ μισό του 2ου αι.μ.Χ.
Βιβλιογραφία: Rithmüller 2005α, 321, αρ.17 όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία..

18. Κατάλογος εορτών από την Θάσο. (Πιν. 16β)

Θάσος.
Χώρος εύρεσης: Από τη Αγορά της Θάσου.
Διαστάσεις: μήκος:1,74μ., ύψος:0,46μ., πλάτος:0,27μ.
Υλικό κατασκευής: Μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής:

αἷς ἡμέραις οὐκ ἔξεστιν ἐνδεικνύε[ιν ο]ὐδε ἀπάγειν·[ Ἀ]πατουρίο[ι]ς, ..Ω....


.[π]άντας θεούς, Μαιμακτηρίοις, Ποσιδείοις, ὅταν μοΙ..ζωμεν Ἀνθεστηρίοις,
Σωτηρίοις, Διονυσίοις, Διασίοις, Ἡρακλείοις τοῖς μεγάλοις, Χορείοις, Δυωδεκα‐
θε[ίο]ις, Ἀλεξανδρείοις, Ι.ΟΑΙΟΙΣ, Προστροπῆι Θεσμοφορίοις, Ἀσκληπιείοις
τοῖς μεγάλοις,
Δημητριείοις, Ἡροξεινίοις, Διοσκουρίοις, Κωμαίοις τοῖς μεγάλοις, .ΑΜΒΟ.Ο.Σ.
...[μηδὲ] αἷς ἂν ἡμέραις οἱ διαλλακταὶ τὰς ἀντωμοσίας δίδωσιν καὶ μαρτυρίας
καὶ δικαιώματα [λα]μβάνωσιν καὶ ἀνα[κ]ρίνωσιν τὰς δίκας, μηδὲ ὅταν τὰ
δικαστήρια τὰ ἔμμηνα δικάζηι, μηδὲ ἐν ταῖς ἀντωμοσίαις τῶν ἔμμήνων, [μ]ηδὲ
ἐν ἐξε‐
τάσει μηδὲ ἐν βοηθεία[ι μ]ηδὲ ἐμ φυλακῆι μὴ ἐνδεικνύτω μηδὲ ἀπαγέτω [μ]ηδὲ
ὁ ἐπ[ι]στάτης παραδεχέσθω.

Χρονολόγηση: Τέλη 4ου αι.π.Χ.


Βιβλιογραφία: Salviat 1958, 193-194. Rithmüller 2005α, 327, αρ.52.

19. Αναθηματική επιγραφή στον Ασκληπιό. (Πιν. 17α)

Χαμένη
Χώρος εύρεσης: Από το ιερό του Ασκληπιού στη Θάσο.
Διαστάσεις: 0,24x0,83μ.
Υλικό κατασκευής: Μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής:

Τιμαρχίδας Πυθίωνος
Ἀσκληπιῶι

Χρονολόγηση: Τέλη 4ου αι.π.Χ.


Βιβλιογραφία: Δήμιτσας 1988, 875, αρ.1185. IG XII, 8, 364. Salviat 1958α, 353,
υποσημ. 2. Rithmüller 2005α, 327, αρ.52.
20. Αναθηματική επιγραφή στον Ασκληπιό.

Χαμένη
Χώρος εύρεσης: Από το ιερό του Ασκληπιού στη Θάσο.
Διαστάσεις: Άγνωστες.
Υλικό κατασκευής: Μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής:

Δικηκράτης Φίλωνος Ἀσκληπιῶι


ἀνέθηκεν τὴν χεῖρα καὶ τὸ πε‐
ριραντήριον

Χρονολόγηση: 3ος αι.π.Χ.


Βιβλιογραφία: Δήμιτσας 1988, 875, αρ.1186. IG XII, 8, 365. Salviat 1958α, 353,
υποσημ. 2. Rithmüller 2005α, 327, αρ.52.

21. Αναθηματική επιγραφή στον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό.

Χαμένη
Χώρος εύρεσης: Από το ιερό του Ασκληπιού στη Θάσο.
Διαστάσεις: Άγνωστες.
Υλικό κατασκευής: Λίθος.
Κείμενο επιγραφής:

[Λαμπρ]ίας Αἰσχρίωνος
Ἀ[π]όλλωνι καὶ Ἀ[σκληπιῶι]
[τάς ‐ ‐ ] αίας καὶ ‐ ‐

Χρονολόγηση: Άγνωστη
Βιβλιογραφία: IG XII, 8, 367. Pouilloux 1954, 331-32, υποσημ.3. Salviat 1958α, 353,
υποσημ. 2. Rithmüller 2005α, 327, αρ.52.

22. Νόμος από τη Θάσο.

Χαμένη
Χώρος εύρεσης: Από τα τείχη της αρχαίας πόλης της Θάσου .
Διαστάσεις: Άγνωστες
Υλικό κατασκευής: Μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής:

Ἐπὶ Λυσιστράτου [τοῦ Α]ἴσχρωνος ἄρχο[ντος· τύχηι ἀγαθῆι· ]


ἐπὶ τοῖσδε ἐκδέδοται [ ὁ κῆπος ὁ ] Ἡρακλέος ὁ πρὸς [τῆι πύληι. Ὁ ἀναι‐ ]
ραιρημένος τὸν κῆ[πον τὸ χωρ]ίον καθαρὸν παρέξει [τὸ περὶ τὰς]
πύλας ὅπου ἡ κόπρος [ἐξεβάλλ]ετο. Ἢν δέ τις ἐγβάλλη[ι κόπρον ἐς]
τὸ χωρίον εἶναι τὸ ἄγγος τοῦ ἀναιρερημένου τὸν κῆπο[ν, τὸν δὲ]
δοῦλον μαστιγώσαντα ἀθωϊον εἶναι. Ὅπως δὲ τὸ χωρίον καθ[αρὸν]
παρέχῆι, ἐπιμέλεσθαι τὸν ἀγορηνόμον καὶ τὸν ἱερέα τοῦ
Ἀσκληπιοῦ τοὺς ἐκάστοτε ἐόντας. Ἢν δὲ μὴ ἐπιμέλωνται,
ὀφείλεν αὐτοὺς τῆς ἡμέρης ἑκάστης ἡμίεκτον ἱρὸν τῶι
Ἀσκληπιῶι· δικάζεσθαι δὲ τοὺς ἀπολόγους ἢ αὐτοὺς ὀφείλεν·
τὸν δὲ ἀναιρερημένον τῶ [ἱ]ρεῖ καὶ τῶι ἀγορανόμωι ἕκτην ὀφείλεν
τῆς ἡμέρης.

Χρονολόγηση: μετά το 290π.Χ.


Βιβλιογραφία: Bergmann 1869, 237. IG XII, 8, 265. Picard C., “ ΑΓΟΣ ou ΑΓΓΟΣ.
Note sur une inscription thasienne”, BCH XXXVI (1912), 240-247. Launey 1944 ,
158. Edelstein-Edelstein 1945α, 397, αρ.786. Salviat 1958α, 353. Rithmüller 2005α,
327, αρ. 52.

23. Αναθηματική επιγραφή στον Ασκληπιό. (Πιν. 16γ)

Θάσος
Χώρος εύρεσης: Από το οικόπεδο Α. Βαλμά στα ανατολικά της Αγοράς της Θάσου.
Διαστάσεις: 0,29x 0,27 0,10. Ύψος γραμμάτων: 0,02-0,03.
Υλικό κατασκευής: Μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής:

Ἀσκληπιῷ
ἐπηκόῳ θε‐
ῷ Αἴλιος Παγ‐
κρατίδης

Χρονολόγηση: Αυτοκρατορικά χρόνια.


Βιβλιογραφία: IG XII, 8, 366. Mendel 1900, 272, αρ. 15. Picard 1921, 104-105.
Salviat 1958α, 353, υποσημ. 5. Rithmüller 2005α, 327, αρ. 52.

24. Αναθηματική επιγραφή στον Ασκληπιό. (Πιν. 16δ)

Θάσος. Αρ.Κατ. 278.


Χώρος εύρεσης: Άγνωστος
Διαστάσεις: 0,78x 0,17x0,15.
Υλικό κατασκευής: Μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής:

ΙΩΙ
ΟΥ.ΙΟΣ
ἱκέσιος
σπλάγ‐
χνων σῶ‐
στρα φέρω
κατ’ ὄναρ

Χρονολόγηση: 2ος αι.π.Χ.


Βιβλιογραφία: Pouilloux 1954, 331-332. Rithmüller 2005α, 327, αρ. 52.

25. Κατάλογος με ονόματα αρχόντων και ιερέων από την Θάσο. (Πιν. 16ε)

Θάσος. Αρ.Κατ. 751.


Χώρος εύρεσης: Από την αρχαία αγορά της Θάσου.
Διαστάσεις: Άγνωστες
Υλικό κατασκευής: Λίθος
Κείμενο επιγραφής:

-- ------------------------
‐ ‐ ‐ ‐ ‐ Ἀσκληπιός Ἀπόλλωνος ‐ ‐ ‐
--------------------------

Χρονολόγηση: Αυτοκρατορικά χρόνια.


Βιβλιογραφία: Delorme 1950, 356. Pouilloux 1954, 331, υποσημ. 3. Salviat 1958,
252. Rithmüller 2005α, 327, αρ. 52.

26. Βάση αναθήματος στον Ασκληπιό και την Υγεία.

Χαμένη
Χώρος εύρεσης: Κοντά στο «καταβαλλόμενο» ανατολικό τείχος της Θεσσαλονίκης.
Διαστάσεις : Άγνωστες
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Κείμενο επιγραφής:

ἔτους ανρ’ Ἀσκληπιῶι


καὶ Ὑγίαι Κλέων
Ἡρακλείδου.

Χρονολόγηση : 3/4 μ.Χ.


Βιβλιογραφία : Βουτυράς 1993, 256-57. Rithmuller 2005α, 324, αρ.32.
27. Ταφικός βωμός. (Πιν. 18β)

Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Αρ.Ευρ. 2Ρ.


Χώρος εύρεσης: Κατά την απομάκρυνση του εβραϊκού νεκροταφείου που βρισκόταν
στην περιοχή ανατολικά των κτιρίων του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου.
Διαστάσεις : ύψος: 0,64μ., πλάτος: 0,45μ., πάχος: 0,16μ.
Υλικό κατασκευής : Φαιό χοντρόκοκκο μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής:

[Θ]ρησκία τῶν Ἀσκληπιαστῶν καὶ β[ακ]


[χ(ε)]ίου Ἀσιανῶν Βειέντορος Μέμν[ονι]
[τῷ] καλαμαύλῃ μνίας χάριν.
Κασσία
Ἀντιγόνα
Μέμνονι
[ἔτου]ς επτ’
--- ; ----

Χρονολόγηση : 237/238μ.Χ
Βιβλιογραφία : Νίγδελης 2006, 135-146 όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία.
Rithmuller 2005α, 324, αρ.32.

28. Θραύσμα επιγραφής.

Χαμένη
Χώρος εύρεσης: Εθεάθη από τον Duchesne το 1874 στο τμήμα του τείχους που είχε
κατεδαφιστεί στην πύλη «Ρώμη» η οποία τοποθετείται στα βόρεια του Λευκού
Πύργου και σε μικρή απόσταση από αυτόν.
Διαστάσεις : Άγνωστες
Υλικό κατασκευής : Λίθος
Κείμενο επιγραφής:

φυλὴ Ἀ[σ]κληπιά[ς]

Χρονολόγηση : Άγνωστη
Βιβλιογραφία : Duchesne 1874, 16, αρ. 4. Βουτυράς 1993, 256. Rithmuller 2005α,
324, αρ.32.

29. Τιμητικός βωμός. (Πιν. 18γ)

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ΜΘ 1776


Χώρος εύρεσης: Θεσσαλονίκη. Από το ανατολικό τμήμα της πόλης
Διαστάσεις : 1,79x0,91x0,69.
Υλικό κατασκευής : Λευκό μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής:

ἡ πόλις
regulae
Κλαύδιον
Μένωνα
τὸν ἀρχιερέα
διὰ Κλαυδίων
Μένωνος
καὶ Εὐβούλης
τῶν τέκνων
ἀρετῆς ἕνεκεν
φυλή Ἀσκλη‐
πιάς.

Χρονολόγηση : α’ τρίτο 3ου αι.μ.Χ


Βιβλιογραφία : Rithmuller 2005α, 324, αρ.32 όπου και η προγενέστερη
βιβιλιογραφία.

30. Αναθηματική επιγραφή στον Απόλλωνα με κατάλογο ιερέων του Ασκληπιού από
τα Καλίνδοια. (Πιν. 19ε)

Θεσσαλονίκη, Αρχαιολογικό Μουσείο. Αρ. ευρ Μ.Θ. 9220.


Χώρος εύρεσης: Θέση «Τούμπες» ή «Καστέλλια» κοινότητας Καλαμωτού.
Αγροτεμάχιο αρ. 619. (αρχαία Καλίνδοια).
Διαστάσεις : σωζ. ύψος : 1,38μ., σωζ. πλάτος : 0,365μ., πάχος : 0,07μ. Ύψος
γραμμάτων : 0,01 – 0,02μ., διάστιχο : 0,005 – 0,02μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής :

[Ἀγαθά]νωρ Ἀγάθων[ος]
[ἱερητε]ύσας{ας}Ἀσκληπιῶι
[Ἀπόλλ]ωνι άνέθηκεν
[οἵδε]ἱερεῖς ἐγένοντο
5 [ἀφ’ο]ὗ βασιλεύς Ἀλέξαν‐
δρος ἔδωκε Μακεδόσι
Καλίνδοια καί τά χωρία
τα περί Καλίνδοια Θαμισ‐
κίαν Καμακαίαν Τριπο‐
10 άτιν : Σίβρας Ἡροδώρου
Τρωΐλος Ἀντιγόνου
Καλλίας Ἀπολλωνίου
Ἰκκότας Γύρτου
Ἡγήσιππος Νικοξένου
15 Λυκοῦργος Νικάνορος
Ἀγαθάνωρ Ἀγάθωνο[ς]
Μενέλαος Μενάνδ[ρου]
Ἀντίγονος Μενάνδ[ρου]
Ἀντιμένων Μενάνδ[ρου]
20 Κράτιππος Εὐρυτίο[υ]
Γύλις Εὐ(ρ)υτίου
Κάνουν Ἀσσα[‐]μίκου
Κερτίμμας Κρίθωνο[ς]
Φιλώτας Λεων[ίδου]
25 Πτολέμμας Μ[.....]
Μύας Φιλίσ[κου]
Ἁμερίας Κυδ[ία]
Πάσων Σκύθ[ου]
Φίλαγρος Μενά[νδρου]
30 Γυδίας Κρίθω[νος]
Φιλόξενος Ε[‐ ‐ ‐ ]
Περδίκκας Ἀμμα[‐ ‐ ‐]
Νικάνωρ Νίκά[νορος]
Νικάνωρ Κρ[ίθωνος?]
35 Fαδδῦς Ἀστί[ωνος ?]
Ἀντιφάνης Σώσ[‐ ‐ ‐]
Παρμενίων Ἀ[‐ ‐ ‐ ]
Γλαυκίας Δαβρ[εία]
Ἅρπαλος Φα[‐ ‐ ‐ ]

Χρονολόγηση : 334/333 – 304-303 π. Χ.


Βιβλιογραφία : Για προγενέστερη βιβλιογραφία βλ. Rithmüller 2005α, 322, αρ. 19 και
Καλίνδοια 2008, 92-93, αρ. 01.

31. Θραύσμα αναθηματικού βωμίσκου ή βάσης αναθήματος προς τον Ασκληπιό.


(Πιν. 20α)

Ιερά Μονή Παντελεήμονος, Άγιον Όρος.


Χώρος εύρεσης: Καλλιθέα Χαλκιδικής, από το ιερό του Άμμωνος Διός.
Διαστάσεις : Ύψος: 0,085μ., μήκος: 0,102μ.
Υλικό κατασκευής : Φαιός ασβεστόλιθος.
Κείμενο επιγραφής :

[‐‐‐] όδω[ρος‐‐‐]
[‐‐Ἀσκ]ληπιῶι[‐‐]
Χρονολόγηση : Τέλη 3ου ή πρώτο μισό 2ου αι.π.Χ.
Βιβλιογραφία : Βουτυράς 1993, 258-259. Rithmüller 2005α, 321, αρ. 15.

32. Πράξη αγοραπωλησίας (Ωνή Β).

Αρχαιολογικό Μουσείο Βέροιας. Αρ.ευρ. Λ 1138α και Λ 1138.


Χώρος εύρεσης: Στο εσωτερικό του προθαλάμου του μακεδονικού τάφου της
Κρίσεως στο σημερινό χωριό Λευκάδια.
Διαστάσεις : ύψος: 0,504μ., πλάτος: 0,545μ., πάχος: 0,112μ., ύψος γραμμάτων:
0,007-0,010μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Κείμενο επιγραφής:

Ζώπυρος Γοργία ἐπρίατο παρὰ Ἀδ[ρ]ά(σ)του γῆν τὴν περὶ Νέαν


2 πόλιν καὶ Δροιέσστας. Πλέθρα : ΡΟΘ : [ἀ]καίνας : ΟΗ : τὰ ἐχόμενα
ὧν παρὰ Κρατεροῦ ἠγόρασεν καὶ [τ]ῶν Ἀττίνα. Τὸ πλέθρον
4 δραχμῶν: Ο: Βεβαιωτὴς Ὀρέσ<c>της Ζ[ωί]λου Μαρινιαῖος. Τὴν τι‐
μὴν ἔχει πᾶσαν. Ἡ ὠνὴ ἐγένετο μηνὸς Περιτίου, ἐπὶ ἐπ(ι)‐
6 στάτου Ὀνομάρχου, ἱερέως τοῦ [Ἀ]σσκ[λ]ηπιοῦ Νικάνορος, τα‐
γωνατῶν Εὐπολέμου, Νικάνορος. Μάρ[τ]υρες δικ(α)στῶν Λυσανί‐
8 ας Σικίττου, Εὐπόλεμος Τάρτιος. <Μ>[ἀν]τία δικαστῶν Νίκαν‐
δρος Σιβυρτίου, Ὀλύμπιχος Σακόλα, Τ[ό]λων Ἀδύμου, Ἀσσκλη‐
10 πιόδωρος Σωπάτρου.

Χρονολόγηση : β’ μισό 3ου αι.π.Χ ή γ’ τέταρτο του 3ου αι. π.Χ.


Βιβλιογραφία : Λιλιμπάκη-Ακαμάτη –Στεφανή 2003, 155-196 όπου και η
προγενέστερη βιβλιογραφία..

33. Τιμητική επιγραφή. (Πιν. 21β)

Αρχαιολογικό Μουσείο Κιλκίς (αρ.ευρ. 27)


Χώρος εύρεσης: Άνω Απόστολοι Κιλκίς (αρχαία Μόρρυλος).
Διαστάσεις : 0,80x0.46x0,11μ., ύψος γραμμάτων: 0,015μ., διάστιχο: 0,007μ.
Υλικό κατασκευής : Λευκό μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής:

[Ε]ὔξενος Σάμου, Μένανδρος Ὁλωίχου,


Νικάνωρ Παραμόνου, οἱ ἄρχοντες εἶπα[ν]·
ἐπεὶ Παράμονος Σαμαγόρου ἐπὶ τῆς
4 Δημητρίου τοῦ Σωπάτρου στρατηγίας
ἐπελθὼν ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν ἐδεδώκει τῆι πόλ[ει]
ὥς τ<ετ>ε τῶι Ἀσκληπιῶι βοῦν ἀγελαίαν, ἑξ ἧς καὶ ἐκ
γενομένης ἐπιγονῆς πλείονος ἐν τῶι πέντε
8 [κ]αὶ δεκάτωι ἔτει (ἐπὶ) τῆς Ἐπινίκου στρατηγίας, δο‐
[χ]θέντος τῆι πόλει στεφανῶσαι αὐτὸν θαλ‐
λίνωι στεφάνωι, τοὺς τότε ἄρχοντας μὴ ἀναδεδω‐
κέναι τὸ ψήφισμα διὰ τῶν ἰδίων γραμ(μ)άτων,
12 [δ]εδόχθαι τῆι Μορρυλίων πόλει, ἐπεὶ πολιτε[ύ]‐
[ε]ται πρὸς αὐτοὺς ἀμεμψιμοιρήτως, ἐπιδι‐
[δ]οὺς αὑτὸν ἐν πᾶσιν τοῖς κατὰ κοινὸν συ[μ]‐
[φ]έρουσιν, ἐπαινέσαι τε αὐτὸν καὶ στεφαν[ῶ]‐
16 [σ]αι θαλλίνωι στεφάνωι, σταθῆναι δὲ τὴν
[σ]τήλην δι’ αὐτοῦ ἐν τῶι ἐπιφανεστάτωι
[τ]όπωι τοῦ Ἀσκληπιείου, ὅπως καὶ ο[ἱ] λοιποὶ
[τ]ῶν πολιτῶν ἐνβλέποντες ὡς ἀπονέ‐
20 μεταί τις χάρις τοῖς τοιούτοις ἀνδράσ[ι]ν
παρορμῶσιν πρὸς τὴν ὁμοίαν αἵρε[σ]ιν, ἀπο‐
σταλῆι δὲ τὸ ψήφισμα ε[ἰ]ς τὸν μνήμονα.
vacat Ἐπεχειροτονήθη Ὑπερβερεταίου ΙΖ.

Χρονολόγηση : Μετά το 208/7π.Χ.


Βιβλιογραφία : Παπαδοπούλου 1963, 207. Hatzopoulos- Loukopoulou 1989, 17, αρ.
Ι. Hatzopoulos 1996α, 69-70, αρ. 53. Rithmuller 2005α, 322, αρ.23.

34. Τιμητική επιγραφή προς τον Αλκέτα.

Αρχαιολογικό Μουσείο Κιλκίς (Αρ.Ευρ. 261)


Χώρος εύρεσης: Άνω Απόστολοι Κιλκίς (αρχαία Μόρρυλος).
Διαστάσεις: ύψος: 0,62x0,32x0,09μ., ύψος γραμμάτων: 0,010μ., διάστιχο: 0,005-
0,007μ.
Υλικό κατασκευής : Λευκό μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής:

[‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐]Η[…]ΑΣΟΥ ἐν δαπά‐
[ναις μεγά]λαις ἐπιχορηγῶν τοῖς ἀ[φι]‐
[κνουμ]ένοις ἔν τε τ[αῖ]ς ἐνδημίαις τῶν ἡ‐
4 [γο]υμένων καὶ ταῖ[ς] λοιπαῖς ἐπισκηνί‐
[αι]ς διαδεχόμενος καὶ δαπανῶν ἐκ
[τοῦ ἰ]δίου· v τῶι Ζ v καὶ Ι ἔτει ἐπιδεξάμε‐
[νο]ς τιχίσαι τὴν πόλιν μόνος χάριν τοῦ πρ[ο]‐
8 [ν]οηθῆναι τῆς πάντων σωτηρίας ἀγα‐
γεῖν τε εἰς τὴν ἀγορὰν [σῖτ]ον ἐποίησεν
πρός τε τούτοις [δ]α[π]ανῶν μεγάλως
βοῦς τε ἀγελαίας ἔδωκεν τοῖς πολεί‐
12 ταις ὥς τε τῷ θε[ῷ]· δι’ἃ δὴ ἔδοξεν ἐπαινέ‐
σαι τὸν Ἀλκέταν [ἐπί τε τῇ προ]νοίᾳ καὶ τῇ
πρός τοὺς π[ο]λείτας [εὐ]νοίᾳ καὶ στεφα‐
νῶσαι [αὐ]τὸν θ[αλ]λ[οῦ στε]φάνῳ καὶ εἰ‐
16 κόνι γραπτῇ, τεθῆναι δὲ αὐτοῦ
τὴν εἰκόνα [ἐν τῷ ἐπι]φανεστάτῳ
[τό]πῳ τοῦ Ἀ[σ]κληπιείου, ἄγεσθαι δὲ
[τὴ]ν ἡμέραν αὐ[τὴν ἑ]κάστου Δαι[σί]‐
20 ου μη[ν]ὸς ἱεράν, ὅτε Ἀλκέτας ᾑρέ[θη]
εἰς μεγίστας ἀ[ρ]χὰς παρὰ τῶν πολ[ει]‐
τῶν, ἵνα [κα]ὶ [οἱ λοιποὶ] π[ροθυ]μότερ[οι]
γείνωνται πρός τὴν τῆς πόλεως φιλο[τι]‐
24 [μ]ίαν ὁρῶντες, [τὸ δὲ ψήφισμα] ἀποστα‐
[λ]ῆν[αί] τε [παρὰ τῶν ἀρχόν]των τῷ μν[ή]‐
[μονι κ]αὶ ἀναγραφῆναι εἰστήλ[ην]
[λιθίνη]ν, τεθῆναι δὲ ἐν τῷ ἐπιφα‐
28 νεστάτῳ τόπῳ. Ἐπεχειροτο‐
νήθη [‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐‐]

Χρονολόγηση : Μετά το 206/5 π.Χ.


Βιβλιογραφία : Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 41, αρ. ΙΙ. Hatzopoulos 1996α, 70-
71, αρ. 54. Rithmuller 2005α, 322, αρ.23.

35. Αναθηματική επιγραφή προς τον Ασκληπιό, την Υγεία και τους Μορρυλίους.
(Πιν. 21στ)

Αρχαιολογικό Μουσείο Κιλκίς (αρ. ευρ. 262)


Χώρος εύρεσης: Άνω Απόστολοι Κιλκίς (αρχαία Μόρρυλος).
Διαστάσεις : 0,515x0,645x0,11μ., ύψος γραμμάτων: 0,030-0,048μ.,διάστιχο: 0,020-
0,030μ.
Υλικό κατασκευής : Λευκό κρυσταλλικό χονδρόκοκκο μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής:

Ἀσκληπιῷ καὶ
Ὑγείᾳ καὶ Μορ‐
ρυλίοις Σωσίας
4 Σωσιπόλεως Ἰώρι‐
ος ἐκ τῶν ἰδίων.

Χρονολόγηση : τέλη1ου αι. μ.Χ ή α΄ μισό 2ου αι.μ.Χ.


Βιβλιογραφία : Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 63, αρ. V. Βουτυράς 1993, 255.
Rithmuller 2005α, 322, αρ.23.
36. Βάση αναθήματος. (Πιν. 22γ)

Χώρος εύρεσης: Πέλλα


Διαστάσεις : 0,39x0,27x0,21
Υλικό κατασκευής : Γκρίζο μάρμαρο.
Κείμενο επιγραφής:

Ἀσκληπι[--
Ἀναξίδοτο [‐‐
Ἐ]πὶ ἱερέως [--

Χρονολόγηση : 4ος αι.π.Χ.


Βιβλιογραφία : Petsas 1978, 60-61 , αρ.1. Παπακωνσταντίνου-Διαμαντούρου 1971,
41. SEG 24, 538. Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 65, υποσημ.6. Rithmuller 2005α,
323, αρ.27.

37. Τιμητική επιγραφή. (Πιν. 23γ)

Κατά χώραν;
Χώρος εύρεσης: Εντοιχισμένη σε δεύτερη χρήση στη βάση του σχεδόν
κατεδαφισμένου ΝΑ πεσσού της παλαιοχριστιανικής βασιλικής των Φιλίππων.
Διαστάσεις : ύψος: 0,97μ., πλάτος: 0,44μ., πάχος: 0,44μ., ύψος γραμμάτων: 0,035-
0,040μ., διάστιχο: 0,013μ.
Υλικό κατασκευής : Λίθος
Κείμενο επιγραφής:

Κο(ίντον)· Φλάβιον Ἑρ‐


μαδίωνα υἱόν
Κο(ίντου) Φλαβίου
Ἑρμαδίωνος
5 τοῦ· κρα(τίστου)· γυμνα‐
σιάρχου κα(ὶ)
ἀρχιερέως
οἱ θρησκευ‐
τὲ τὸν ἴδιον
10 ἀγωνοθέτην
τῶν μεγάλων
Ἀσκληπείων.

Χρονολόγηση : μέσα 3ου αι.μ.Χ.


Βιβλιογραφία : Lemerle 1935, 141. Pilhofer 2000, 318-320, αρ. 311/G411.
ΑΝΑΓΛΥΦΑ

38. Αναθηματικό ανάγλυφο ρωμαϊκών χρόνων το οποίο αποδίδει την Υγεία και τον
Ασκληπιό. (Πιν.1β)

Αιανή, Αρχαιολογικό Μουσείο. Αρ.Ευρ. 13 (56).


Χώρος εύρεσης: Άγνωστος. Παράδοση Πάσχου Στάμου.
Διαστάσεις : σωζ. ύψος : 0,19μ., σωζ. πλάτος : 0.21μ..
Υλικό κατασκευής : Λευκό μάρμαρο, λεπτόκοκκο.
Περιγραφή αντικειμένου: Τμήμα μαρμάρινου αναθηματικού αναγλύφου με
παράσταση Υγείας και Ασκληπιού. Σώζεται το ανώτερο τμήμα της στήλης η οποία
παρουσιάζει ημικυκλική απόληξη. Κατά τόπους αποκρούσεις. Η μορφή της Υγείας
διατηρείται μέχρι την αρχή των γοφών ενώ στα δεξιά της σώζεται μονάχα μια
ανδρική κεφαλή, προφανώς ο Ασκληπιός. Τα κεφάλια και των δύο μορφών είναι
ιδιαίτερα καταστραμμένα. Η Υγεία φορά ιωνικό χιτώνα και ιμάτιο ενώ με τα δυο της
χέρια κρατά το φίδι το οποίο στρέφεται προς τη πλευρά του Ασκληπιού.
Χρονολόγηση : Ρωμαϊκών χρόνων.
Βιβλιογραφία : Μητροπούλου 1984, 22 · Σιαμπανόπουλος 1974, 192, εικ. 157·
Riethmüller 2005, 320, αρ. 11.

39. Αναθηματικό ανάγλυφο από την Βεργίνα. (Πιν. 7α)

Μουσείο Λούβρου
Χώρος εύρεσης: Από το εσωτερικό της θόλου του ανακτόρου της Βεργίνας.
Διαστάσεις: 0,23x0,24x0,04.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Θραύσμα αναθηματικού αναγλύφου. Αποδίδεται η Υγεία
να κάθεται σε θάκο φορώντας χιτώνα και ιμάτιο. Στα γόνατά της τυλίγεται φίδι.
Χρονολόγηση : Ελληνιστικά χρόνια.
Βιβλιογραφία : Heuzey- Daumet 1876, 217. Μητροπούλου 1984, 42, αρ.236. LIMC
V, λ. Hygieia, 557, αρ. 12. Hamiaux 1998, 180-181, αρ. 199. Rithmuller 2005α, 320,
αρ.12.

40. Αναθηματικό ανάγλυφο ρωμαϊκών χρόνων το οποίο αποδίδει την Υγεία και τον
Ασκληπιό. (Πιν. 8β)

Βέροια, Αρχαιολογικό Μουσείο. Αρ.Ευρ.250.


Χώρος εύρεσης: Πλατεία Ωρολογίου.
Διαστάσεις : 0,34x0,29x0,06.
Υλικό κατασκευής : Λευκό μάρμαρο.
Περιγραφή αντικειμένου: Αναθηματικό ανάγλυφο με παράσταση Υγείας και
Ασκληπιού. Σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση πέραν ορισμένων αποκρούσεων
στο αριστερό τμήμα της στήλης. Το πάνω μέρος του αναγλύφου καταλήγει σε
ημικυκλική απόληξη. Αποδίδονται σε όρθια κατ’ενώπιον στάση η Υγεία και ο
Ασκληπιός. Στα αριστερά αποδίδεται η Υγεία φορώντας χιτώνα και ιμάτιο ενώ
διαγώνια στο στήθος της ελίσσεται φίδι το οποίο κατευθύνεται προς τη φιάλη που
κρατά με το δεξί της χέρι. Δίπλα της ο Ασκληπιός ντυμένος με ιμάτιο στηρίζεται στη
βακτηρία του γύρω από τη οποία τυλίγεται φίδι. Στα αριστερά του ομφαλός.
Χρονολόγηση : 1ος αι.μ.Χ.
Βιβλιογραφία : Amandry 1949, 532. Μακαρόνας Μακεδονικά 1953, 629, αρ.68.
Μητροπούλου 1984, 34. Brocas-Deflacieux 1999, 71. Riethmüller 2005α, 321, αρ.16.
LIMC V, λ. Hygieia 566 αρ.186.

41. Αναθηματικό ανάγλυφο ρωμαϊκών χρόνων το οποίο αποδίδει την Υγεία και τον
Ασκληπιό. (Πιν. 15στ)

Θεσσαλονίκη, Αρχαιολογικό Μουσείο. Αρ.Ευρ. 1079.


Χώρος εύρεσης: Δίον
Διαστάσεις : 0,23x0,21x0,03x0,02.
Υλικό κατασκευής : Λευκό μάρμαρο.
Περιγραφή αντικειμένου: Αναθηματικό ανάγλυφο με παράσταση Υγείας και
Ασκληπιού. Περιμετρικά των πλευρών του αποκρούσεις. Τα κεφάλια και των δυο
μορφών είναι ιδιαίτερα καταστραμμένα. Αποδίδονται σε όρθια κατ’ενώπιον στάση.
Στα δεξιά ο Ασκληπιός, φορώντας ιμάτιο το οποίο αφήνει γυμνό το επάνω μέρος του
σώματος. Με το δεξί χέρι κρατά φιάλη ή αυγό ενώ με το αριστερό στηρίζεται σε
βακτηρία γύρω από την οποία τυλίγεται το φίδι. Δίπλα του η Υγεία φορώντας χιτώνα
και ιμάτιο.
Χρονολόγηση : Όψιμων ρωμαϊκών χρόνων;
Βιβλιογραφία : Μητροπούλου 1984, 22. LIMC V, λ. Hygieia 567 αρ.215. Riethmüller
2005α, 321.

42.Αναθηματικό ανάγλυφο στον Ασκληπιό από το Δίπορο Γρεβενών. (Πιν. 16α)

Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανής (Αρ.εισαγ.: ΓΡΕΒ. 2392)


Χώρος εύρεσης: Δίπορο Γρεβενών.
Διαστάσεις : Άγνωστες
Υλικό κατασκευής : Υπόλευκο λεπτόκοκκο μάρμαρο.
Επιγραφή:

Ἀσκληπιῷ
εὐχήν
Περιγραφή αντικειμένου: Ορθογώνια ενεπίγραφη αναθηματική στήλη. Σώζεται το
κάτω μισό του αναγλύφου ενώ κατά τόπους φέρει αποκρούσεις. Από την μορφή του
Ασκληπιού διατηρείται μόνο ο κορμός από τη μέση και κάτω. Αποδίδεται σε όρθια
κατενώπιον στάση φορώντας ιμάτιο, με το αριστερό πόδι σταθερό και το δεξί
λυγισμένο ελαφρά. Με το δεξί του χέρι κρατά αυγό προς το οποίο θα έτεινε το κεφάλι
του φιδιού που εικονίζεται να περιελίσσεται γύρω από ένα κορμό δέντρου που
βρίσκεται στα δεξιά του. Σε ένα δεύτερο επίπεδο διακρίνεται το ραβδί με το οποίο
στηρίζεται.
Χρονολόγηση : 2ος αι.μ.Χ.
Βιβλιογραφία : Καραμήτρου-Μεντεσίδη- Μοσχάκης 2008, (υπό εκτύπωση).

43. Αναθηματικό ανάγλυφο προς πέντε τουλάχιστον θεούς. (Πιν. 18α)

Θεσσαλονίκη. Αρχαιολογικό Μουσείο. (αρ.ευρ.923)


Χώρος εύρεσης: Κατά την εκσκαφή θεμελίων οικοδομής ιδιοκτησίας Δεληγιάννη
στην οδό Αμύντα 10 στη Θεσσαλονίκη, σε μικρή απόσταση από την εκκλησία του
Αγίου Νικολάου.
Διαστάσεις : ύψος: 0,58μ., πλάτος: 0,58μ., πάχος:0,14μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Οι μόνες μορφές που ταυτίζονται με βεβαιότητα είναι αυτές
του Δία, της Αθηνάς και της Ήρας. Δίπλα από την Αθηνά ωστόσο αποδίδεται ένας
γενειοφόρος άνδρας που φορά ιμάτιο και σανδάλια ενώ στηρίζεται σε ραβδί που έχει
τοποθετήσει κάτω από τη δεξιά μασχάλη. Δεν αποκλείεται το φίδι ως διακριτικό
σύμβολο του θεού να αποδιδόταν γραπτά. Τα εικονογραφικά αυτά χαρακτηριστικά
παραπέμπουν κατά κύριο λόγο στον Ασκληπιό, χωρίς ωστόσο να υπάρχει απόλυτη
βεβαιότητα.
Χρονολόγηση : τελευταίο τρίτο 4ου αι.π.Χ.
Βιβλιογραφία : ΚΓΜΘ 1997 , 42-43, αρ.24 όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία.

44. Μαρμάρινο επίκρανο ψευδοπαραστάδας στο οποίο αποδίδεται η Υγεία. (Πιν.


19γ)

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Αρ.ευρ.6690.


Χώρος εύρεσης: Από το Οκτάγωνο του Γαλεριανού ανακτόρου στη Θεσσαλονίκη.
Διαστάσεις : ύψος: 0,62μ., πλάτος : 0,545μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Αποδίδεται η Υγεία να κρατά με το δεξί της χέρι φίδι. Το
τελευταίο προφανώς θα έτεινε προς το αριστερό χέρι της θεάς που θα κρατούσε
φιάλη.
Χρονολόγηση : αρχές 4ου αι. μ.Χ
Βιβλιογραφία : ΚΓΜΘ 1997, 189-195, αρ. 142-147. Rithmuller 2005α, 324, αρ.32.
45. Αναθηματικό ανάγλυφο ρωμαϊκών χρόνων το οποίο αποδίδει την Υγεία. (Πιν.
20γ)

Κοζάνη, Αρχαιολογική Συλλογή. Αρ.Ευρ.19.


Χώρος εύρεσης: Λευκόβρυση (πρώην Ίσβορος).
Διαστάσεις:Μέγ.σωζ.ύψ.0,11μ., μεγ.σωζ.πλάτ.0,115μ., πάχ.0.059μ..Ύψ.γραμμ. 0,008-
0,01534. Διάστιχο 0,002-0,007.
Υλικό κατασκευής : Υπόλευκο λεπτόκοκκο μάρμαρο.
Επιγραφή:

[ὁ (ἡ) δεῖνα· Ἀσκ] ληπι[ὸν]


καὶ
τὴ‐
ν Ὑ‐
5 γεί‐
αν.

Περιγραφή αντικειμένου: Ορθογώνια ενεπίγραφη αναθηματική στήλη. Σώζεται μόνο


το άνω τμήμα της. Κατά τόπους φέρει απολεπίσεις· η πίσω όψη λεία. Πλαισιώνεται
με ταινία. Διακρίνεται κεφαλή γυναικείας μορφής σε κατενώπιον στάση και με
ελαφρά κλίση προς τα δεξιά. Πρόκειται προφανώς για την Υγεία. Τα μαλλιά
χωρίζονται στο μέσον του μετώπου και στη συνέχεια μαζεύονται στο πίσω μέρος του
κεφαλιού. Το κείμενο της επιγραφής έχει χαραχθεί σε έξι στίχους, στην πάνω
οριζόντια ταινία-πλαίσιο της στήλης και στο πάνω αριστερό τμήμα του πεδίου του
αναγλύφου.
Χρονολόγηση : 2ος αι.μ.Χ.
Βιβλιογραφία: Μακαρόνας 1937, 10-11, αρ.19, εικ.20. Ριζάκης –Τουράτσογλου
1985, 24-25, αρ.8. Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1993, 80-82, εικ.46. Riethmüller 2005α,
322, αρ.21.

46. Αναθηματικό ανάγλυφο προς τον Ασκληπιό και την Υγεία. (Πιν. 24α)

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Αρ.Ευρ.10425)


Χώρος εύρεσης: Άγνωστος. Αρχικά στη συλλογή Παπαηλιάκη.
Διαστάσεις : ύψος:0,47μ., πλάτος: 0,26μ., πάχος: 0,13μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Επιγραφή:

[ὁ δεῖνα] Ἀσκληπ[ιῶι]

Περιγραφή αντικειμένου: Αναθηματικό ανάγλυφο προς τον Ασκληπιό και την Υγεία.
Το σώμα του θεού εικονίζεται σε στάση τριών τετάρτων ενώ το κεφάλι και τα πόδια
σε κατατομή. Φορά ιμάτιο που αφήνει ακάλυπτο το κορμό. Με το δεξί χέρι κρατά
φιάλη την οποία προτείνει. Στα αριστερά αποδίδεται προφανώς η Υγεία σε μετωπική
στάση φορώντας χιτώνα και ιμάτιο να κρατά με το κατεβασμένο δεξί της χέρι μια
οινοχόη. Στην ταινία της επίστεψης διακρίνεται η επιγραφή.
Χρονολόγηση : 350-330 π.Χ.
Βιβλιογραφία : ΚΓΜΘ 2003, 15-17, αρ.152. Rithmuller 2005α, 324, αρ.32.

47. Αναθηματικό ανάγλυφο προς τον Ασκληπιό και την Υγεία. (Πιν. 24β)

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Αρ.Ευρ. 1208)


Χώρος εύρεσης: Άγνωστος: «Τόπος προελεύσεως άγνωστος. Εκομίσθη υπό Μ.
Ρίτσου, αρχαιοπώλου. 1930.»
Διαστάσεις : ύψος: 0,42μ., πλάτος: 0,31μ., πάχος: 0, 07μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Αναθηματικό ανάγλυφο με αρχιτεκτονική πλαισίωση.
Αποδίδεται ο Ασκληπιός γενειοφόρος με στρόφιον στο κεφάλι. Με τα δάχτυλα του
δεξιού χεριού ακουμπά το κεφάλι του φιδιού το οποίο θα τυλιγόταν γύρω από το
ραβδί που δεν διακρίνεται λόγω του ότι προφανώς θα αποδιδόταν γραπτά. Δίπλα του
στέκεται η Υγεία με μακρύ χιτώνα και ιμάτιο σε μια χειρονομία ανακάλυψης.
Χρονολόγηση : Τελευταίο τρίτο 4ου αι.π.Χ.
Βιβλιογραφία : ΚΓΜΘ 1997, 39-40, αρ. 22. Rithmuller 2005α, 324, αρ.32.
ΑΓΑΛΜΑΤΑ-ΑΓΑΛΜΑΤΙΔΙΑ

48. Αγαλμάτιο Ασκληπιού (Πιν. 3β)

Αρχαιολογικό Μουσείο Αμφίπολης


Χώρος εύρεσης: Αμφίπολη. Οικ. Κυπριανίδη.
Διαστάσεις : ύψος: 0,26μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Αγαλμάτιο Ασκληπιού στον τύπο της Επιδαύρου. Λείπει το
κεφάλι και το τμήμα του σώματος από το ύψος των μηρών και κάτω.
Χρονολόγηση : Ελληνιστικών χρόνων.
Βιβλιογραφία : Μάλαμα-Σαλονικιός 2004, 152.

49. Μαρμάρινη κεφαλή Ασκληπιού. (Πιν. 5α)

Αρχαιολογικό Μουσείο Αμφίπολης ;


Χώρος εύρεσης: Αμφίπολη. Παλαιοχριστιανική βασιλική Δ.
Διαστάσεις : 0,22x0,16μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Γενειοφόρος ανδρική κεφαλή που φέρει στρόφιον. Αποδίδει
προφανώς τον Ασκληπιό.
Χρονολόγηση : 1ος -2ος αι.μ.Χ.
Βιβλιογραφία : Στίκας 1978, 46. Στίκας 1980, 52. LIMC II, Asklepios 882, αρ.222.
Riethmüller 2005α, 320, αρ.13.

50. Μαρμάρινο ακέφαλο αγαλμάτιο Ασκληπιού.

Αρχαιολογικό Μουσείο Βέροιας (Αρ.ευρ. Λ 866)


Χώρος εύρεσης: Παράδοση Κ. Ξυνόπουλου.
Διαστάσεις : σωζ. ύψος: 0,50μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Άγνωστη
Χρονολόγηση : 2ος αι.π.Χ
Βιβλιογραφία : Αλλαμανή-Σουρή 2000, 582.

51. Μαρμάρινη κεφαλή Ασκληπιού. (Πιν. 11γ)

Δίον
Χώρος εύρεσης: Από το ναό του Ασκληπιού στο Δίον.
Διαστάσεις : Άγνωστες
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Μαρμάρινη γενειοφόρος κεφαλή Ασκληπιού που φέρει
στρόφιον.
Χρονολόγηση : Ελληνιστικών χρόνων.
Βιβλιογραφία : Παντερμαλής 1983α, 24.

52.Μικρή κεφαλή από αγαλμάτιο Τελεσφόρου. (Πιν. 11γ)

Αρχαιολογικό Μουσείο Δίου.


Χώρος εύρεσης: Ιερό Ασκληπιού στο Δίον
Διαστάσεις : Άγνωστες.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Κεφαλή Τελεσφόρου που φέρει κουκούλα.
Χρονολόγηση : Άγνωστη
Βιβλιογραφία : Παντερμαλής 1977, 336. Παντερμαλής 1980, 699.

53. Αγαλμάτιο Υγείας. (Πιν. 11γ)

Αρχαιολογικό Μουσείο Δίου.


Χώρος εύρεσης: Από το εσωτερικό του ναού του Ασκληπιού στο Δίον.
Διαστάσεις : Άγνωστες.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Κορμός αγαλματίου Υγείας. Διατηρείται μόνο ο κορμός
μέχρι τη μέση. Η μορφή φορά χιτώνα ενώ διαγώνια στο στήθος της ελίσσεται το φίδι.
Χρονολόγηση : Άγνωστη
Βιβλιογραφία : Παντερμαλής 1977, 336-337.

54. Μαρμάρινη κεφαλή Ασκληπιού. (Πιν. 12δ)

Αρχαιολογικό Μουσείο Δίου


Χώρος εύρεσης: Περιοχή «Μύλος Στογιάννου» στο Δίον (ΝΑ του περιβόλου των
ιερών).
Διαστάσεις : Άγνωστες
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Μαρμάρινη γενειοφόρος κεφαλή Ασκληπιού;
Χρονολόγηση : 4ος αι.π.Χ.
Βιβλιογραφία : Παντερμαλής 1994, 137.

55. Θραύσμα από άγαλμα Ασκληπιού από τις μεγάλες θέρμες. (Πιν. 14α)

Αρχαιολογικό Μουσείο Δίου.


Χώρος εύρεσης: Στο εσωτερικό του ανατολικού δωματίου της βόρειας πτέρυγας των
μεγάλων θερμών του Δίου.
Διαστάσεις : Άγνωστες.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Από το άγαλμα του Ασκληπιού βρέθηκε μόνο τμήμα της
ράβδου γύρω από την οποία τυλιγόταν το φίδι και άλλα θραύσματα που είχαν
διασκορπιστεί στο γύρω χώρο.
Χρονολόγηση : Αρχές 3ου αι.μ.Χ.
Βιβλιογραφία : Παντερμαλής 1985, 34. Παντερμαλής 1988, 215. Παντερμαλής
1988α, 72.

56. Άγαλμα Υγείας. (Πιν. 15γ)

Αρχαιολογικό Μουσείο Δίου.


Χώρος εύρεσης: Στο εσωτερικό του ανατολικού δωματίου της βόρειας πτέρυγας των
μεγάλων θερμών του Δίου.
Διαστάσεις : Άγνωστες.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Κείμενο επιγραφής:

Ὑ[γε]ία

Περιγραφή αντικειμένου: Ακέφαλο άγαλμα που αποδίδει την Υγεία. Η γυναικεία


μορφή εικονίζεται όρθια με στάσιμο το δεξί σκέλος και λυγισμένο το αριστερό.
Πρόκειται για το άγαλμα που εμφανίζει την μεγαλύτερη κινητικότητα και
ανησυχία.Φορά χιτώνα και ιμάτιο ενώ στη πλάτη της ελίσσεται φίδι. Στην πλίνθο του
αγάλματος διατηρείται το σπάραγμα της επιγραφής με το όνομά της ([Υ]ΓΕ[ΙΑ]).
Χρονολόγηση : Αρχές 3ου αι.μ.Χ.
Βιβλιογραφία : Παντερμαλής 1988, 215. Παντερμαλής 1989, 34.

57. Αγαλμάτιο Ασκληπιού. (Πιν. 15δ)

Δίον, Αρχαιοθήκη
Χώρος εύρεσης: Δίον. Οικία υδραύλεως.
Διαστάσεις : Άγνωστες.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Όρθια ακέφαλη αντρική μορφή που στηρίζεται στο
αριστερό σκέλος και έχει λυγισμένο και άνετο το δεξί. Φορά ιμάτιο που αφήνει γυμνό
το άνω μέρος του κορμού. Στηρίζεται σε βακτηρία γύρω από την οποία τυλίγεται
φίδι. Ανήκει στον αγαλματικό τύπο του Ασκληπιού Giustini. Δίπλα από τον
θεραπευτή θεό αποδίδεται ποντίκι ή αρουραίος το οποίο κατατρώγει καρπό;
Χρονολόγηση : Άγνωστη. Προφανώς ρωμαϊκών χρόνων.
Βιβλιογραφία : Παντερμαλής 1998, 167.
58. Αγαλμάτιο Υγείας. (Πιν. 15ε)

Αρχαιολογικό Μουσείο Δίου (αρ. ευρ. 298)


Χώρος εύρεσης: Δίον. Από παράδοση. Η κεφαλή βρέθηκε στο ιερό του θεού ενώ το
σώμα μερικές δεκάδες μέτρα νοτιότερα (από τον αγρό Κελεπούρη;).
Διαστάσεις : ύψος: 0,45μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο.
Περιγραφή αντικειμένου: Αγαλμάτιο Υγείας σε παραλλαγή του τύπου της κόρης της
Βιέννης. Η θεά αποδίδεται με στάσιμο το αριστερό σκέλος και έντονα λυγισμένο το
δεξί. Φορά χιτώνα και ιμάτιο ενώ στο δεξί της χέρι τυλίγεται φίδι.
Χρονολόγηση : Άγνωστη.
Βιβλιογραφία : Ρωμιοπούλου 1980, 691, πιν. 498δ. Μητροπούλου 1984, σελ. 35,
αρ.171.

59. Κορμός αγαλματίου Ασκληπιού. (Πιν. 18δ)

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Αρ.Ευρ.:11482)


Χώρος εύρεσης: από την περιοχή Αλατζά Ιμαρέτ.
Διαστάσεις : ύψος: 0,20μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο.
Περιγραφή αντικειμένου: Από τη μορφή του Ασκληπιού διατηρείται μόνο ο κορμός.
Φορά ιμάτιο που αφήνει ακάλυπτο το στήθος και την δεξιά ωμοπλάτη. Αποδίδει το
θεό στο τύπο του Ασκληπιού Giustini.
Χρονολόγηση : β’ μισό 2ου αι.μ.Χ
Βιβλιογραφία : ΚΓΜΘ 2003, 68 , αρ.203. Rithmuller 2005α, 324, αρ.32. LIMC II,
Asklepios, 880, αρ.183.

60. Τμήμα ράβδου από κλαδί δέντρου γύρω από το οποίο ελίσσεται φίδι. (Πιν. 19α)

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Αρ.Ευρ.:1223)


Χώρος εύρεσης: Θεσσαλονίκη, «έναντι του Διοικητηρίου, εν τη οικία Ηλιοπούλου».
Διαστάσεις : ύψος: 0,62μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Πρόκειται προφανώς για τμήμα βακτηρίας από μαρμάρινο
άγαλμα Ασκληπιού φυσικού μάλλον μεγέθους
Χρονολόγηση : Τέλη 2ου ή αρχές 3ου αι.μ.Χ
Βιβλιογραφία : ΚΓΜΘ 2003 , 68 , αρ.204.

61. Αγαλμάτιο στον τύπο της Υγείας Hope. (Πιν. 19β)


Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Αρ.Ευρ.:7502)
Χώρος εύρεσης: Στο κέντρο της πόλης, στην συμβολή των οδών Ολύμπου και Αγίας
Σοφίας.
Διαστάσεις : ύψος: 0,44μ.
Υλικό κατασκευής : Πεντελικό μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Ακέφαλο αγαλμάτιο Υγείας. Αποδίδεται με στάσιμο το δεξί
σκέλος και ελαφρά λυγισμένο το αριστερό. Φορά χιτώνα και ιμάτιο. Εικονίζεται με
το φίδι να ελίσσεται διαγώνια στον κορμό της ενώ με το αριστερό της χέρι κρατά
πυξίδα. Ανήκει στον τύπο της Υγείας Hope.
Χρονολόγηση : 2ος αι.μ.Χ.
Βιβλιογραφία : ΚΓΜΘ 1997,108- 109 , αρ.81.

62. Μαρμάρινο αγαλμάτιο Τελεσφόρου. (Πιν. 19δ)

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. (Αρ.Ευρ.:1960)


Χώρος εύρεσης: «εις ανασκαπτόμενον οικόπεδο επί της οδού Διοικητηρίου και
Ελένης Σβορώνου»
Διαστάσεις : ύψος: 0,207μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο.
Περιγραφή αντικειμένου: Αγαλμάτιο Τελεσφόρου από το οποίο λείπει η κεφαλή.
Αποδίδεται όρθιος φορώντας ιμάτιο.
Χρονολόγηση : 2ος αι.μ.Χ.
Βιβλιογραφία : ΚΓΜΘ 2003 , 55-56 , αρ.194.

63. Τμήμα δένδρου με ελισσόμενο φίδι. (Πιν. 19στ)

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Αρ.Ευρ.: 21935)


Χώρος εύρεσης: Καλαμωτό (αρχαία Καλίνδοια). Από παράδοση.
Διαστάσεις : 0,235x0,16μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο.
Περιγραφή αντικειμένου: Σώζεται μονάχα ένα μικρό, κυλινδρικό τμήμα κορμού
δέντρου ή το κάτω μέρος στηρίγματος αγάλματος του Ασκληπιού πάνω στο οποίο
ελίσσεται ένα μεγάλου μεγέθους φίδι με το κεφάλι του να στρέφεται προς τα πάνω.
Όλες οι επιφάνειες του γλυπτού όπως και η συμφυής τετράπλευρη βάση στην οποία
στηρίζεται ο κορμός είναι αδρά διαμορφωμένες εκτός από το φίδι το οποίο φέρει
πολύ καλή επεξεργασία.
Χρονολόγηση : Πιθανόν 1ος αι.μ.Χ.
Βιβλιογραφία : Καλίνδοια 2008, σελ.185, αρ.49.

64. Αγαλμάτιο Υγείας. (Πιν. 20β)

Κοζάνη, Αρχαιολογική Συλλογή. Αρ.Ευρ.53.


Χώρος εύρεσης: Κοζάνη.
Διαστάσεις : Άγνωστες.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο;
Περιγραφή αντικειμένου: Μαρμάρινο; αγαλμάτιο Υγείας. Διατηρείται ο κορμός της
μορφής που φορά χιτώνα και ιμάτιο. Στη δεξιά πλευρά της θεάς αποδίδεται ένα
ελισσόμενο φίδι που προφανώς θα συγκρατούνταν από το χέρι της μορφής.
Χρονολόγηση : Απροσδιόριστη.
Βιβλιογραφία : Καραμήτρου- Μεντεσίδη 1993, 78, 80-81, εικ. 43. Χατζηνικολάου
2007,225, 510, αρ.176. Riethmüller 2005α, 322, αρ. 21.

65. Μαρμάρινη κεφαλή Ασκληπιού. (Πιν. 21α)

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Αρ.Ευρ.:1018).


Χώρος εύρεσης: Άνω Απόστολοι Κιλκίς (αρχαία Μόρρυλος).
Διαστάσεις : ύψος: 0,395μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο.
Περιγραφή αντικειμένου: Μαρμάρινη γενειοφόρος κεφαλή Ασκληπιού.
Χρονολόγηση : Τέλη 4ου αι.π.Χ.
Βιβλιογραφία : ΚΓΜΘ 2003 , 18-19 , αρ. 154. Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 75.

66. Αγαλμάτιο Ασκληπιού. (Πιν. 21γ)

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Αρ.Ευρ.947+1165).


Χώρος εύρεσης: Άνω Απόστολοι Κιλκίς (αρχαία Μόρρυλος).
Διαστάσεις : ύψος: 0,74μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο.
Περιγραφή αντικειμένου: Ακέφαλο αγαλμάτιο που εικονίζει τον θεραπευτή θεό στον
αγαλματικό τύπο του Ασκληπιού Este. Ο θεός αποδίδεται με στάσιμο το δεξί σκέλος
και με λυγισμένο το αριστερό. Φορά ιμάτιο που αφήνει ακάλυπτο μεγάλο μέρος του
κορμού. Στηρίζεται σε ραβδί που ακουμπά κάτω από την αριστερή μασχάλη ενώ το
δεξί του χέρι αγγίζει τον αντίστοιχο γοφό.
Χρονολόγηση : 1ος αι.π.Χ.
Βιβλιογραφία : ΚΓΜΘ 2003, 28-29 , αρ.164. LIMC V, λ. Hygieia, 887, αρ.326.

67. Αγαλμάτιο Ασκληπιού. (Πιν. 21δ)

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Αρ.Ευρ.:1090).


Χώρος εύρεσης: Άνω Απόστολοι Κιλκίς (αρχαία Μόρρυλος).
Διαστάσεις : ύψος: 0,77μ..
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο.
Περιγραφή αντικειμένου: Ο θεός αποδίδεται με στάσιμο το αριστερό σκέλος και
λυγισμένο το δεξί. Φορά ιμάτιο που αφήνει ακάλυπτο το άνω τμήμα του κορμού.
Στηρίζεται σε ραβδί που ακουμπά κάτω από την δεξιά του μασχάλη. Ανήκει στον
τύπο Αθηνών-Macerata.
Χρονολόγηση : 1ος αι.π.Χ
Βιβλιογραφία : ΚΓΜΘ 2003 , 29 , αρ.165.

68. Πλίνθος αγαλματίου Ασκληπιού. (Πιν. 21ε)

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Αρ.Ευρ.Μ.Θεσ/νίκης:1158)


Χώρος εύρεσης: Άνω Απόστολοι Κιλκίς (αρχαία Μόρρυλος).
Διαστάσεις : ύψος: 0,08μ.Διαστάσεις πλίνθου: ύψος 0,03-0,0035μ., πλάτος: 0,18μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο.
Περιγραφή αντικειμένου: Πλίνθος αγάλματος στην οποία διατηρούνται τα δυο γυμνά
άκρα πόδια ανδρικής μορφής. Εκατέρωθεν των πελμάτων σώζονται το πίσω μέρος
ενός φιδιού στα δεξιά και ένας ομφαλός στα αριστερά. Πρόκειται ασφαλώς για μια
πλίνθο που έφερε άγαλμα Ασκληπιού.
Χρονολόγηση : 1ος αι.μ.Χ.
Βιβλιογραφία : ΚΓΜΘ 2003, 42-43, αρ.181.

69. Αγαλμάτιο Ασκληπιού. (Πιν. 22β)

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Αρ.Ευρ. 226).


Χώρος εύρεσης: Όλυνθος . Οικία Bvi7 ή συμβατικά οικία του Ασκληπιού.
Διαστάσεις : ύψος: 0,304μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο.
Περιγραφή αντικειμένου: Μαρμάρινο αγαλμάτιο Ασκληπιού. Ο θεός αποδίδεται με
στάσιμο το δεξί του σκέλος και άνετο το αριστερό. Φορά ιμάτιο που αφήνει
ακάλυπτο σχεδόν ολόκληρο τον κορμό. Το έργο ανήκει στον τύπο του Ασκληπιού
του Ακράγαντα ή Doria Pamfili.
Χρονολόγηση : Αρχές 4ου αι.π.Χ.
Βιβλιογραφία : Robinson 1946 , 128-130. ΚΓΜΘ 1997, 47-48, αρ.29.

70. Πλίνθος αγαλματίου Ασκληπιού.

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης;


Χώρος εύρεσης: Όλυνθος .Οικία Αiv7.
Διαστάσεις : Άγνωστες
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο
Περιγραφή αντικειμένου: Πλίνθος αγαλματίου Ασκληπιού στην οποία διατηρούνται
τα ίχνη των δύο πελμάτων και η ουρά του φιδιού.
Χρονολόγηση : Άγνωστη.
Βιβλιογραφία : Robinson 1946, 77.
71. Μαρμάρινο αγαλμάτιο Ασκληπιού. (Πιν. 23α)

Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανής. Ανήκει όμως στην Αρχαιολογική Συλλογή Κοζάνης


με αρ.ευρ. ΒΕΚ 3300.
Χώρος εύρεσης: Πλατανιά Κοζάνης, θέση Ανάνα. Παράδοση Γ. Κοταΐδη.
Διαστάσεις : ύψος: 0,41μ., πλάτος: 0,15μ., πάχος: 0,105μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο.
Περιγραφή αντικειμένου: Μαρμάρινο αγαλμάτιο Ασκληπιού. Ο θεός εικονίζεται
όρθιος σε κατενώπιον στάση με στάσιμο το δεξί σκέλος και άνετο το αριστερό. Φορά
ιμάτιο που αφήνει ακάλυπτο το μεγαλύτερο τμήμα του κορμού. Στηρίζεται σε
κιονίσκο και σε ραβδί γύρω από οποίο τυλίγεται φίδι.
Χρονολόγηση : ύστερων ελληνιστικών χρόνων.
Βιβλιογραφία : Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1999, 227.

72. Αγαλμάτιο Ασκληπιού. (Πιν. 23β)

Χαμένο.
Χώρος εύρεσης: Ποτίδαια.
Διαστάσεις : Άγνωστες.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο.
Περιγραφή αντικειμένου: Μαρμάρινο αγαλμάτιο Ασκληπιού στον τύπο του
Ασκληπιού Este. Αποδίδεται με στάσιμο το δεξί σκέλος και λυγισμένο το αριστερό.
Φορά ιμάτιο που αφήνει ακάλυπτο τον κορμό.
Χρονολόγηση : α’ μισό 4ου αι.π.Χ.;
Βιβλιογραφία : Robinson 1946, 131. LIMC II, Asklepios, 887, αρ.334.. Ζημίαι
1946,16. Μακαρόνας 1953, 623, αρ.49. Alexander 1963, 7, εικ. 21.1. Rithmuller
2005α, 322, αρ.20.

73. Μαρμάρινη κεφαλή Ασκληπιού.

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης;


Χώρος εύρεσης: Νέα Ρόδα.
Διαστάσεις : ύψος: 0,17μ.
Υλικό κατασκευής : Μάρμαρο.
Περιγραφή αντικειμένου: Μαρμάρινη γενειοφόρος κεφαλή Ασκληπιού.
Χρονολόγηση : Τέλη 4ου αι.π.Χ.
Βιβλιογραφία : Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα 1993, 458. Τσιγαρίδα 1997, 336.
ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ
Βέροια

74. Χάλκινο νόμισμα Βέροιας. (Πιν. 8γ)

Ε.: Κεφαλή Αλεξάνδρου Γ’ με λεοντή.


Ο.: Ένθρονη Υγεία τείνει με το δεξί της χέρι φιάλη προς ένα φίδι που ορθώνεται
μπροστά της μέσα από κίστη.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Gaebler 1935, 47, αρ.1, Πιν. ΧΙ, αρ.25. Μητροπούλου
1984, 42, αρ.241. Brocas – Deflassieux 1999, 71.

Δίον (χάλκινα νομίσματα). (Πιν. 11β, 12ε)

Σεπτίμιος Σεβήρος

75.
Ε. IMP CL SEPT - SEVERUM PER
Δαφνοστεφανωμένη προτομή του αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. COLO – IULI – DIENSIS (στο έξεργο)
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία μέσα σε δίστυλο ναΐσκο. Στο έδαφος:
D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 203-204, αρ.κατ.: 11-15.

Καρακάλλας (Καίσαρας)
76.
Ε. IM C M AUR – ANTONINUS
Δαφνοστεφανωμένη νεανική προτομή του αυτοκράτορα Καρακάλλα με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. COLO – IUL – DIENSIS (στο έξεργο)
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία μέσα σε δίστυλο ναΐσκο. Στο έδαφος:
D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 209-210, αρ.κατ.: 42-45.

77.
Ε. M AUR – ANTONINUS AUG
Δαφνοστεφανωμένη ώριμη προτομή του αυτοκράτορα Καρακάλλα προς τα δεξιά.
Ο. COL – IUL – DIENSIS (στο έξεργο)
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία μέσα σε δίστυλο ναΐσκο.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 212, αρ.κατ.: 56-57.
78.
Ε. M AUR – ANTONINUS AUG
Δαφνοστεφανωμένη ώριμη προτομή του αυτοκράτορα Καρακάλλα προς τα δεξιά.
Ο. [COL IUL DI – EN]SIUM
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 212, αρ.κατ.: 58-59.

Γέτας
79.
Ε. P SEPTI – GETAS KAI
Προτομή του Γέτα με θώρακα και paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. COLO – IULI – DIENSIS (στο έξεργο)
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία μέσα σε δίστυλο ναΐσκο. Στο έδαφος:
D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 215, αρ.κατ.: 72-74.

Καρακάλλας (Μόνος αυτοκράτορας)


80.
Ε. IM C M AUR – ANTONINUS
Δαφνοστεφανωμένη ώριμη προτομή του αυτοκράτορα Καρακάλλα με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. COL – IUL – DIENSIS (στο έξεργο)
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία μέσα σε δίστυλο ναΐσκο. Στο έδαφος:
D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 216, αρ.κατ.: 03.

Ελαγάβαλος
81.
Ε. IMP C M AUR ANTONINUS PIU
Δαφνοστεφανωμένη προτομή του αυτοκράτορα Ελαγάβαλου με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. COL IUL D - IENSIS (στο έξεργο)
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία γύρω από την οποία τυλίγεται φίδι. Στο
έδαφος: D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 219, αρ.κατ.: 8-9.

82.
Ε. IM C M AU ANTONINUS PIUΜ
Δαφνοστεφανωμένη προτομή του αυτοκράτορα Ελαγάβαλου με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. COL - I – UL - DIEN - SIS (στο έξεργο)
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία μέσα σε δίστυλο ναΐσκο. Στο έδαφος:
D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 219-220, αρ.κατ.: 10-13.

Αλέξανδρος Σεβήρος (Καίσαρας)


83.
Ε. M AUREL ALEXAND C[AESA]P
Προτομή του Αλέξ. Σεβήρου με θώρακα και paludamentum προς τα δεξιά
Ο. COL IUL DIE - NSIS
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία γύρω από την οποία τυλίγεται φίδι. Στο
έδαφος: D/D (ανάστροφα).
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 222, αρ.κατ.: 22-23.

Ιουλία Σοαιμιάς
84.
Ε. IUL SU – EMIS AUG
Προτομή της αυτοκράτειρας Ι. Σοαιμιάδος με ιμάτιο και στεφάνη προς τα δεξιά.
Ο. COL – IUL – D - IENSIS
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία γύρω από την οποία τυλίγεται φίδι. Στο
έδαφος: D/D (ανάστροφα).
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 223, αρ.κατ.: 26.

85.
Ε. IUL SU – EMIS AUG
Προτομή της αυτοκράτειρας Ι. Σοαιμιάδος με ιμάτιο και στεφάνη προς τα δεξιά.
Ο. COL – IUL – D – IEN - SIS
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία μέσα σε δίστυλο ναΐσκο. Στο έδαφος:
D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 223-224, αρ.κατ.: 27-28.

Ακυλία Σεβήρα
86.
Ε. IUL AKYLIA SEVERA
Προτομή της αυτοκράτειρας Α. Σεβήρας με στεφάνη και ιμάτιο προς τα δεξιά.
Ο. COL – IUL – D – IEN - SIS
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία μέσα σε δίστυλο ναΐσκο. Στο έδαφος:
D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 224, αρ.κατ.: 30-31.
Αλέξανδρος Σεβήρος (αυτοκράτορας)
87.
Ε. IMP C M AUR SEV ALEXAND AUG
Δαφνοστεφανωμένη προτομή του αυτοκράτορα Αλ. Σεβήρου με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. [COL IUL] D – IEN[SIS]
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία γύρω από την οποία τυλίγεται φίδι. Στο
έδαφος: D/D
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 226, αρ.κατ.: 6.

88.
Ε. IMP C M AUR SEV ALEXAND AUG
Δαφνοστεφανωμένη προτομή του αυτοκράτορα Αλ. Σεβήρου με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. COL I – UL D – IENSIS
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία μέσα σε δίστυλο ναΐσκο. Στο έδαφος:
D/D(ανάστροφα).
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 227-228, αρ.κατ.: 10-11.

Μαξιμίνος
89.
Ε. IMP C C IUL VER - MAXIMINUS
Δαφνοστεφανωμένη προτομή του αυτοκράτορα Μαξιμίνου με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. COL IUL DIE - NSIS
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία γύρω από την οποία τυλίγεται φίδι. Στο
έδαφος: D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 230, αρ.κατ.: 7-9.

90.
Ε. IMP C C IUL VER - MAXIMINUS
Δαφνοστεφανωμένη προτομή του αυτοκράτορα Μαξιμίνου με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. COL - [IUL DI] -ENSIS
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία μέσα σε δίστυλο ναΐσκο. Στο έδαφος:
D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 231, αρ.κατ.: 10.

Μάξιμος
91.
Ε. C IUL VER MAX[IMUS] CAES
Προτομή του Μάξιμου με θώρακα και paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. COL IUL Ο - IENSIS
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία γύρω από την οποία τυλίγεται φίδι. Στο
έδαφος: D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 233, αρ.κατ.: 20.

Γορδιανός Γ’
92.
Ε. IMP C M ANT CORD[IANUS]
Δαφνοστεφανωμένη προτομή του αυτοκράτορα Γορδιανού Γ’ με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. [COL I]UL DI - ENSIS
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία γύρω από την οποία τυλίγεται φίδι. Στο
έδαφος: D (ανάστροφα).
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 233, αρ.κατ.: 1.

93.
Ε. IMP C M ANT CORDIANUS
Δαφνοστεφανωμένη προτομή του αυτοκράτορα Γορδιανού Γ’ με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. COL IUL - DIENSIS
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία.Στα πόδια του δεξιά αστέρι. Στο έδαφος:
D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 234-235, αρ.κατ.: 7-9.

94.
Ε. IMP C M ANT CORD[IANUS]
Ακτινοστεφανωμένη προτομή του αυτοκράτορα Γορδιανού Γ’ με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. COL IU - L [DI]ENSIS
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία γύρω από την οποία τυλίγεται φίδι. Στο
έδαφος: D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 236, αρ.κατ.:16.

95.
Ε. IMP C M ANT CORDIANUS
Ακτινοστεφανωμένη προτομή του αυτοκράτορα Γορδιανού Γ’ με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. COL - I - U - L DIEN – SIS (στο έξεργο)
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία μέσα σε δίστυλο ναΐσκο. Στο έδαφος:
D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 237, αρ.κατ.: 17-19.
Φίλιππος Α’
96.
Ε. IME CAIS M IU – L PEILIPPUS AUG
Ακτινοστεφανωμένη προτομή του αυτοκράτορα Φιλίππου Α’ με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. COL IUL D - IENSIS
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία γύρω από την οποία τυλίγεται φίδι. Στο
έδαφος: D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 238, αρ.κατ.: 4.

Φίλιππος Β’
97.
Ε. M IUL PEILIPPUS CAIS
Δαφνοστεφανωμένη προτομή του Φιλίππου Β’ με θώρακα και paludamentum προς τα
δεξιά.
Ο. COL IUL D - IENSIS
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία γύρω από την οποία τυλίγεται φίδι. Στο
έδαφος: D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 239-240, αρ.κατ.: 9-11.

98.
Ε. M IUL PEILIPPUS CAIS
Δαφνοστεφανωμένη προτομή του Φιλίππου Β’ με θώρακα και paludamentum προς τα
δεξιά.
Ο. [COL IUL] D – IENSI – [S]
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία μέσα σε δίστυλο ναΐσκο. Στο έδαφος:
D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 240, αρ.κατ.: 12-13.

Γαλλιηνός
99.
Ε. [IM]P GAL - LIENUS AUG
Ακτινοστεφανωμένη προτομή του αυτοκράτορα Φιλίππου Α’ με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. COL IUL – DIENSIS
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται με το αριστερό του χέρι σε βακτηρία γύρω από την
οποία τυλίγεται φίδι. Στο έδαφος: D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 244, αρ.κατ.:22, 24.
100.
Ε. IMP GA – LLIE[NUS AU]
Ακτινοστεφανωμένη προτομή του αυτοκράτορα Φιλίππου Α’ με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. [COL IUL D] - IENSIS
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται με το αριστερό του χέρι σε βακτηρία γύρω από την
οποία τυλίγεται φίδι. Στα πόδια του αριστερά ομφαλός. Στο έδαφος: D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 245, αρ.κατ.:23.

101.
Ε. IMP GA – LLIENUS AU
Ακτινοστεφανωμένη προτομή του αυτοκράτορα Φιλίππου Α’ με θώρακα και
paludamentum προς τα δεξιά.
Ο. [COL IU] – L - DIEN – [SIS]
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία μέσα σε δίστυλο ναΐσκο. Στο έδαφος:
D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 245, αρ.κατ.:25-26.

Σαλωνίνα
102.
Ε. SALONI – NA AUG
Προτομή της αυτοκράτειρας Σαλωνίνας με στεφάνη και ιμάτιο μέσα σε ημισέληνο
προς τα δεξιά.
Ο. COL IUL - D[IEΝSIS]
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία γύρω από την οποία τυλίγεται φίδι.. Στο
έδαφος: D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 250, αρ.κατ.:52-53.

103.
Ε. [ ]
Προτομή της αυτοκράτειρας Σαλωνίνας με στεφάνη και ιμάτιο μέσα σε ημισέληνο
προς τα δεξιά.
Ο. [COL IUL] - DIEΝ – [SIS]
Όρθιος Ασκληπιός στηρίζεται σε βακτηρία μέσα σε δίστυλο ναΐσκο. Στο έδαφος:
D/D.
Βιβλιογραφική παραπομπή: Κρεμύδη- Σισιλιάνου 1996, 250, αρ.κατ.:54.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ

Πιν.1α: Αναθηματικό ανάγλυφο από την Χαλκιδική. (Comella 2002,σελ. 86,εικ.80).


Πιν.1β: Αναθηματικό ανάγλυφο από την Αιανή Κοζάνης. Αρ.κατ.38. (Μητροπούλου
1984, Πιν.V, εικ.27).
Πιν.2α: Ιερός νόμος από την Αμφίπολη. Αρ.κατ.01. (Veligianni 1994, Πιν. ΧΧΙΙα).
Πιν.2β: Ωνή από την Αμφίπολη. Αρ.κατ.02. (Hatzopoulos 1991, σελ.27, εικ.5).
Πιν.2γ: Ωνή από την Αμφίπολη. Αρ.κατ.03. (Hatzopoulos 1991, σελ.29, εικ.6).
Πιν.2δ: Ωνή από την Αμφίπολη. Αρ.κατ.04.(Hatzopoulos 1991, σελ.32, εικ.7).
Πιν.3α: Ωνή από την Αμφίπολη. Αρ.κατ.05.(Hatzopoulos 1991, σελ.35, εικ.8).
Πιν.3β: Αγαλμάτιο Ασκληπιού από την Αμφίπολη. Αρ.κατ.48.(Μάλαμα -Σαλονικιός
2004, σελ.155, εικ.12).
Πιν.3γ: Το ιερό των Αιγυπτίων θεών στους Φιλίππους. (Collart 1929, Πιν.1).
Πιν.4: Οικόπεδο Κυπριανίδη στην Αμφίπολη. (Μάλαμα -Σαλονικιός 2004, σελ.147,
σχ. 2).
Πιν.5α: Κεφαλή Ασκληπιού από την Αμφίπολη. Αρ.κατ.49.(Στίκας 1980, Πιν.37).
Πιν.5β:Αναθηματικό ανάγλυφο από την Αμφίπολη; (Καφταντζής 1967, 86, αρ.14).
Πιν.6α: Αναθηματική επιγραφή από την Αντιγόνεια. Αρ.κατ.07. (Feissel-Sève 1979,
292, αρ.16).
Πιν.6β: Ενεπίγραφα όστρακα από την Αντισάρα. Αρ.κατ.08.( Κουκούλη-
Χρυσανθάκη 1980, 17.εικ.9,19,11).
Πιν.7α: Αναθηματικό ανάγλυφο από την Βεργίνα. Αρ.κατ.39. (Μητροπούλου 1984,
Πιν.XXXIII, εικ.236).
Πιν.7β: Επιστολή Δημητρίου Β’. Αρ.κατ.09. (Γουναροπούλου –Χατζόπουλος 1998,
σελ.533, εικ.3α).
Πιν.7γ: Επιγραφή με λόγους από την Βέροια. Αρ.κατ.10. (Γουναροπούλου –
Χατζόπουλος 1998, σελ.540, εικ.16).
Πιν.7δ: Αναθηματική επιγραφή του Μαρσύα. Αρ.κατ.11. (Γουναροπούλου –
Χατζόπουλος 1998, σελ.540, εικ.18).
Πιν.8α:Αναθηματική επιγραφή από τη Βέροια. Αρ.κατ.12. (Γουναροπούλου –
Χατζόπουλος 1998, σελ.545, εικ. 41α-41β).
Πιν.8β: Αναθηματικό ανάγλυφο από την Βέροια. Αρ.κατ.40. (Μητροπούλου 1984,
Πιν. ΧΧ, εικ.159).
Πιν.8γ: Νόμισμα με Υγεία από τη Βέροια. Αρ.κατ.74. (Brocas-Deflacieux 1999,
σελ.69, εικ.27).
Πιν.9: Τοπογραφικό διάγραμμα Βέροιας. (Brocas-Deflacieux 1999, σελ.104-105).
Πιν.10: Κάτοψη ιερού Ασκληπιού στο Δίον. (Πινγιάτογλου 2008, σελ.578, σχ.1 και
Πινγιάτογλου 2005, σελ.427, σχ.1).
Πιν.11α: Ναός Ασκληπιού στο Δίον. (Παντερμαλής 1999, σελ.84).
Πιν.11β: Νομίσματα από το Δίον. Αρ.κατ.75-103. (Κρεμμύδη –Σισιλιάνου 1996,
Πιν.31, εικ.17-20).
Πιν.11γ: Ευρήματα από το ναό του Ασκληπιού στο Δίον. Αρ.κατ.51, 52, 53.
(Παντερμαλής 1999, σελ.81, 87 και προσωπικό αρχείο).
Πιν.11δ: Θραύσμα αγάλματος οκλάζοντος αγοριού. (Πινγιάτογλου 2008, σελ.585,
εικ.2).
Πιν.11ε: Αγαλματίδιο οκλάζοντος αγοριού από το Ασκληπιείο της Λισσού στη
Κρήτη. (Papaoikonomou 1981, σελ.258, εικ.2).
Πιν.12α: Ενεπίγραφος σφόνδυλος (Δίον). Αρ.κατ.15. Προσωπικό αρχείο.
Πιν.12β: Αναθηματική επιγραφή. Λεπτομέρεια από α. (Δίον). Αρ.κατ.15.Προσωπικό
αρχείο.
Πιν.12γ: Τόρμος στον ενεπίγραφο σφόνδυλο. (Δίον). Αρ.κατ.15. Προσωπικό αρχείο.
Πιν.12δ: Κεφαλή Ασκληπιού από Δίον. Αρ.κατ.54. (Παντερμαλής 1994, σελ.144,
εικ.3).
Πιν.12ε: Νομίσματα από το Δίον με παράσταση Ασκληπιού. Αρ.κατ.75-103.
(Κρεμμύδη –Σισιλιάνου 1996, Πιν.31, εικ.21-28).
Πιν.13: Οι μεγάλες θέρμες του Δίου. ( Παντερμαλής 1999, σελ.141).
Πιν.14α: Θραύσμα ράβδου με φίδι (από μεγάλες θέρμες Δίου). Αρ.κατ.55.
Προσωπικό αρχείο.
Πιν.14β: Κεφαλή Ηπιόνης (από μεγάλες θέρμες Δίου). Προσωπικό αρχείο.
Πιν.14γ: Ποδαλείριος (από μεγάλες θέρμες Δίου). Προσωπικό αρχείο.
Πιν.14δ: Μαχάων (από μεγάλες θέρμες Δίου). Προσωπικό αρχείο.
Πιν.14ε: Πανάκεια (από μεγάλες θέρμες Δίου). Προσωπικό αρχείο.
Πιν.15α: Αίγλη (από μεγάλες θέρμες Δίου). Προσωπικό αρχείο.
Πιν.15β: Ακεσώ (από μεγάλες θέρμες Δίου). Προσωπικό αρχείο.
Πιν.15γ: Υγεία. (από μεγάλες θέρμες Δίου). Αρ.κατ.56. Προσωπικό αρχείο.
Πιν.15δ: Ασκληπιός Giustini (από Δίον). Αρ.κατ.57. (Παντερμαλής 1998, σελ.172,
εικ.1).
Πιν.15ε: Υγεία (από Δίον). Αρ.κατ.58. (Παντερμαλής 1999, σελ.86).
Πιν.15στ: Αναθηματικό ανάγλυφο από το Δίον. Αρ.κατ.41. (Μητροπούλου 1984,
Πιν.V, εικ.27).
Πιν.15ζ: Αναθηματική επιγραφή από το Δίον. Αρ.κατ.16. (Παντερμαλής 2008,
σελ.574, εικ.11).
Πιν.16α: Αναθηματικό ανάγλυφο από το Δίπορο Γρεβενών. Αρ.κατ.42. (Λ’ ΕΠΚΑ).
Πιν.16β: Επιγραφή με εορτές της Θάσου. Αρ.κατ.18. (Salviat 1958, 194, εικ.1).
Πιν.16γ: Αναθηματική επιγραφή από τη Θάσο. Αρ.κατ.23. ( Pouilloux 1954, Πιν.
XXXV, εικ.2).
Πιν.16δ: Αναθηματική επιγραφή από τη Θάσο. Αρ.κατ.24. ( Pouilloux 1954, Πιν.
XXXV, εικ.6).
Πιν.16ε: Επιγραφή με ονόματα αρχόντων από τη Θάσο. Αρ.κατ.25. (Delorme 1950,
σελ.355, εικ.80).
Πιν.17α: Αναθηματική επιγραφή στον Ασκληπιό. Από τη Θάσο. Αρ.κατ.19.
(Pouilloux 1954, Πιν. XXXV, εικ.1).
Πιν.17β: Κάτοψη οικοπέδου Τσούπρα στη Θάσο. (Σαλωνίδης 1997, σελ.575, σχ.1).
Πιν.17γ: Άποψη της ανασκαφής του οικοπέδου Τσούπρα στη Θάσο. (Σαλωνίδης
1997, σελ.583, εικ. 3).
Πιν.18α: Ανάγλυφο με πέντε θεούς από τη Θεσσαλονίκη. Αρ.κατ.43. (ΚΓΜΘ 1997,
σελ.233, εικ.45).
Πιν.18β: Ταφικός βωμός από τη Θεσσαλονίκη. Αρ.κατ.27. (Νίγδελης 2006, σελ.
580, αρ.27).
Πιν.18γ: Τιμητικός βωμός από τη Θεσσαλονίκη. Αρ.κατ.29. (IG Χ, 2, Πιν. ΧΙΙΙ,
αρ.183).
Πιν.18δ: Ασκληπιός τύπου Giustini από Θεσσαλονίκη. Αρ.κατ.59. (ΚΓΜΘ 2003,
σελ.351, εικ.563-564).
Πιν.19α: Τμήμα ράβδου από άγαλμα Ασκληπιού (από την Θεσσαλονίκη).
Αρ.κατ.60. (ΚΓΜΘ 2003, σελ.353, εικ.572).
Πιν.19β: Αγαλμάτιο Υγείας από τη Θεσσαλονίκη. Αρ.κατ.61. (ΚΓΜΘ 1997,
σελ.314, εικ.201).
Πιν.19γ: Επίκρανο παραστάδας από Γαλεριανό συγκρότημα Θεσσαλονίκης.
Αρ.κατ.44. (ΚΓΜΘ 1997, σελ.402, εικ.369).
Πιν.19δ: Αγαλμάτιο Τελεσφόρου. Αρ.κατ.62. (ΚΓΜΘ 2003 , σελ.340, εικ. 535).
Πιν. 19ε: Η επιγραφή των Καλινδοίων. Αρ.κατ.30. (Καλίνδοια 2008, 92, αρ. 01).
Πιν.19στ: Θραύσμα αγαλματίου Ασκληπιού. Αρ.κατ.63. (Καλίνδοια 2008, σελ.185,
αρ.49).
Πιν.20α: Βάση αναθήματος από το ιερό του Άμμωνος Διός στη Καλλιθέα.
Αρ.κατ.31. (Βουτυράς 1993, σελ.265, εικ. 3).
Πιν.20β: Αγαλμάτιο Υγείας από Κοζάνη. Αρ.κατ.64. ( Καραμήτρου- Μεντεσίδη
1993, σελ.81, εικ. 43).
Πιν.20γ: Θραύσμα αναθηματικού αναγλύφου από Λευκόβρυση Κοζάνης.
Αρ.κατ.45. Ριζάκης-Τουράτσογλου 1985, Πιν.3, εικ.8).
Πιν.20δ: Λευκάδια Ναούσης. Ελληνιστικό συγκρότημα, κάτοψη. (Αλλαμανή-
Κουκουβού-Ψαρρά 2009, 25, σχ.4).
Πιν. 20ε: Λευκάδια Ναούσης. Ελληνιστικό συγκρότημα, υποθετική αναπαράσταση.
(Αλλαμανή-Κουκουβού-Ψαρρά 2009, 25, σχ.5).
Πιν.21α: Κεφαλή Ασκληπιού (Μόρρυλος). Αρ.κατ.65. (ΚΓΜΘ 2003, σελ.290,
εικ.391).
Πιν.21β: Τιμητική επιγραφή προς τον Παράμονο. Αρ.κατ.33. (Μόρρυλος).
(Σαββοπούλου 1998, σελ.94, φωτ.43).
Πιν.21γ: Άγαλμα Ασκληπιού (Μόρρυλος). Αρ.κατ.66. (ΚΓΜΘ 2003, σελ.305,
εικ.428).
Πιν.21δ: Άγαλμα Ασκληπιού (Μόρρυλος). Αρ.κατ.67. (ΚΓΜΘ 2003, σελ.308,
εικ.435).
Πιν.21ε: Πλίνθος από άγαλμα Ασκληπιού. (Μόρρυλος). Αρ.κατ.68. (ΚΓΜΘ 2003,
σελ.314, εικ.455).
Πιν.21στ: Αναθηματική επιγραφή. (Μόρρυλος). Αρ.κατ.35. (Hatzopoulos-
Loukopoulou 1989, Πιν.XVII).
Πιν.22α: Κάτοψη οικίας Bvi7 στην Όλυνθο. (Robinson 1946, Πιν.110).
Πιν.22β: Αγαλμάτιο Ασκληπιού από την οικία Bvi7 στην Όλυνθο. Αρ.κατ.69.
(Robinson 1946, Πιν.115).
Πιν.22γ: Επιγραφή από την Πέλλα. Αρ.κατ.36. (Petsas 1978, σελ.61, αρ.1).
Πιν.23α: Αγαλμάτιο Ασκληπιού. Πλατανιά Βοΐου. Αρ.κατ.71. (Καραμήτρου-
Μεντεσίδη 1999, σελ.370, εικ. 117).
Πιν.23β: Αγαλμάτιο Ασκληπιού από την Ποτίδαια. Αρ.κατ.72. (Robinson 1946,
Πιν.117).
Πιν.23γ: Επιγραφή από τους Φιλίππους. Αρ.κατ.37. (Lemerle 1935 , σελ.142, εικ.5).
Πιν.23δ: Ειδώλιο Τελεσφόρου από τους Φιλίππους. (Collart 1929 , σελ. 90, εικ.14).
Πιν.23ε: Αγαλμάτια αγοριών από τους Φιλίππους. (Lapalus 1935, σελ.186, εικ.1 και
σελ. 187, εικ.2)
Πιν. 24α: Αναθηματικό ανάγλυφο από τη συλλογή Παπαηλιάκη. Αρ.κατ.46.
(ΚΓΜΘ 2003, σελ.292, εικ.396).
Πιν.24β: Αναθηματικό ανάγλυφο από τη Μακεδονία. Αρ.κατ.47. (ΚΓΜΘ 1997 ,
σελ.231, εικ.41).
Πιν.24γ: Αναθηματική επιγραφή στο Δάρρωνα. Πέλλα. (Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994,
σελ. 95, εικ. 7).
Πιν.24δ:Άγιος Αντώνιος Βεροίας. Πιστοί διανυκτερεύουν στο εσωτερικό του την
παραμονή της γιορτής του. Δεκαετία ’50. (Μητροπολίτης Παντελεήμων Καλπακίδης
2004, εικ.108).
Πιν.25α: Νόμισμα από το Πέργαμο. (Gregoire 1950, σελ.76).
Πιν.25β: Ιατρικό εργαλείο από την Μ.Ασία. (Künzl 1983, σελ.46, εικ.14).
Πιν.25γ: Εσωτερικό ναού Ασκληπιείου Αθηνών. (Aleshire 1991, Πιν.9).
Πιν.26α: Κεφαλή Ασκληπιού από τα Ν. Ρόδα Αρ.κατ.73. (Βοκοτοπούλου-Τσιγαρίδα
1993, σελ.465, εικ. 8).
Πιν.26β: Κεφαλή Ήλιου από τα Ν. Ρόδα. (Τσιγαρίδα 1999, σελ.1246, εικ.8).
Πιν.26γ: Αρχαϊκός οίκος. Ν. Ρόδα.( Τσιγαρίδα 1999, σελ.1243, εικ.1).
Πιν.26δ: Κάτοψη αρχαϊκού οίκου. (Βοκοτοπούλου – Τσιγαρίδα 1995, σελ.469,
σχ.2).
Πιν.26ε: Ελληνιστικός οίκος. Ν. Ρόδα.( Τσιγαρίδα 1999, σελ.1244, εικ.4).
Πιν.27α: Βάση τράπεζας προσφορών; Ν. Ρόδα. (Βοκοτοπούλου – Τσιγαρίδα 1998β,
σελ.293, εικ.5).
Πιν.27β:.Πήλινο θυμιατήριο-βωμός. Ν. Ρόδα. (Τσιγαρίδα 1999, σελ.1245, εικ.6).
Πιν.27γ: Αγγεία από το ιερό στα Ν. Ρόδα. (Τσιγαρίδα 1999, σελ.1243, εικ.2).
Πιν.27δ: Οκταεδρικό αγγείο. Ν. Ρόδα. (Τσιγαρίδα 1997, σελ.346, εικ.9).
Πιν.27ε: Νόμισμα Ουρανοπόλεως. Ν. Ρόδα. (Τσιγαρίδα 1999, σελ.1246, εικ.9-10).
Πιν.27στ:Εσωτερικό του ναού του Ασκληπιού στη Φενεό. (Πρωτονοτάριου-
Δεϊλάκη 2001, σελ.436, εικ.3).
Πιν.27ζ: Εσωτερικό του ναού του Ασκληπιού στην Αλίφειρα. (Ορλάνδος 1967-68,
σελ.180, εικ.120).
Πιν.28α: Κεφαλή κοριτσιού από τα Ν. Ρόδα. (Τσιγαρίδα 1999, σελ.1245, εικ.7).
Πιν.28β: Κεφαλές κοριτσιών από το Ασκληπιείο της Λισσού Κρήτης. (Daux 1959,
σελ.752, εικ.27).
Πιν.28γ: Κεφαλή κοριτσιού από το Ασκληπιείο Πεπαρήθου. (Δουλγέρη -
Ιντζεσίλογλου 2006, σελ.281, εικ.12).
Πιν.28δ-ε: Αγαλμάτια κοριτσιών από το Ασκληπιείο της Λισσού Κρήτης.
(Papaoikonomou 1982, σελ.423, εικ.5 και σελ.420, εικ.1).
Πιν.29: Το ιερό του Δάρρωνα στη Πέλλα (Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994, σελ.86, σχ.2).
Πιν.30α: Εστιατόριο. Πέλλα (Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1998, σελ.107, σχ.2).
Πιν.30β: Ευρήματα από το ιερό του Δάρρωνα στην Πέλλα. (φωτό:Ι.Μ. Ακαμάτης).
ΠΙΝΑΚΕΣ
Πιν.1

α. Αναθηματικό ανάγλυφο από την Χαλκιδική

β. Αναθηματικό ανάγλυφο από την Αιανή Κοζάνης.


Πιν.2

α. Ιερός νόμος από την Αμφίπολη. β. Ωνή από την Αμφίπολη

γ. Ωνή από την Αμφίπολη δ. Ωνή από την Αμφίπολη


Πιν.3

α. Ωνή από την Αμφίπολη β. Αγαλμάτιο Ασκληπιού από την Αμφίπολη.

γ. Το ιερό των Αιγυπτίων θεών στους Φιλίππους.


Πιν.4

Οικόπεδο Κυπριανίδη στην Αμφίπολη.


Πιν. 5

α. Κεφαλή Ασκληπιού από την Αμφίπολη

β. Αναθηματικό ανάγλυφο από την Αμφίπολη ;


Πιν. 6

α. Αναθηματική επιγραφή από την Αντιγόνεια

β. Ενεπίγραφα όστρακα από την Αντισάρα.


Πιν.7

α. Αναθηματικό ανάγλυφο από την Βεργίνα. β. Επιστολή Δημητρίου Β’.

γ. Επιγραφή με λόγους από δ. Αναθηματική επιγραφή του Μαρσύα.


την Βέροια.
Πιν.8

α. Αναθηματική επιγραφή από τη Βέροια.

β. Αναθηματικό ανάγλυφο από την Βέροια γ. Νόμισμα με Υγεία από τη Βέροια


Πιν. 9

Τοπογραφικό διάγραμμα Βέροιας


Πιν.10

Κάτοψη ιερού Ασκληπιού στο Δίον.


Πιν. 11

α. Ναός Ασκληπιού στο Δίον. γ. Ευρήματα από το ναό του Ασκληπιού στο Δίον

β. Νομίσματα από το Δίον

δ. Θραύσμα αγάλματος οκλάζοντος αγοριού ε. Αγαλματίδιο οκλάζοντος αγοριού από το Ασκληπιείο της
Λισσσού.
Πιν.12

α. Ενεπίγραφος σφόνδυλος (Δίον) β. Αναθηματική επιγραφή. Λεπτομέρεια από α. (Δίον)

γ. Τόρμος στον ενεπίγραφο σφόνδυλο. δ. Κεφαλή Ασκληπιού από Δίον

ε. Νομίσματα από το Δίον με παράσταση Ασκληπιού.


Πιν.13

Οι μεγάλες θέρμες του Δίου


Πιν.14

α. Θραύσμα ράβδου με φίδι β. Κεφαλή Ηπιόνης (από μεγάλες θέρμες Δίου).


(από μεγάλες θέρμες Δίου).

γ. Ποδαλείριος δ. Μαχάων ε. Πανάκεια


(από μεγάλες θέρμες Δίου). (από μεγάλες θέρμες Δίου). (από μεγάλες θέρμες Δίου).
Πιν.15

α. Αίγλη β. Ακεσώ γ. Υγεία


(από μεγάλες θέρμες Δίου). (από μεγάλες θέρμες Δίου). (από μεγάλες θέρμες Δίου)

δ. Ασκληπιός ε. Υγεία (από Δίον) στ. Αναθηματικό ανάγλυφο από το Δίον


Giustini (από Δίον)

ζ. Αναθηματική επιγραφή (από Δίον).


Πιν.16

α. Αναθηματικό ανάγλυφο από το Δίπορο Γρεβενών γ. Αναθηματική επιγραφή δ. Αναθηματική


από τη Θάσο επιγραφή από
τη Θάσο.

β. Επιγραφή με εορτές της Θάσου

ε. Επιγραφή με ονόματα αρχόντων και ιερέων από τη Θάσο.


Πιν. 17

α. Αναθηματική επιγραφή στον Ασκληπιό. Από τη Θάσο.

β. Κάτοψη οικοπέδου Τσούπρα στη Θάσο.

γ. Άποψη της ανασκαφής του οικοπέδου Τσούπρα στη Θάσο.


Πιν.18

α. Ανάγλυφο με πέντε θεούς από τη Θεσσαλονίκη β. Ταφικός βωμός από τη Θεσσαλονίκη

γ. Τιμητικός βωμός από δ. Ασκληπιός τύπου Giustini από Θεσσαλονίκη.


την Θεσσαλονίκη
Πιν. 19

α. Τμήμα ράβδου β. Αγαλμάτιο Υγείας γ. Επίκρανο παραστάδας από Γαλεριανό


από άγαλμα Ασκληπιού από την Θεσσαλονίκη συγκρότημα Θεσσαλονίκης.
(από την Θεσσαλονίκη).

δ. Αγαλμάτιο Τελεσφόρου. ε. Η επιγραφή των στ. Θραύσμα αγαλματίου Ασκληπιού.


Καλινδοίων
Πιν.20

α. Βάση αναθήματος από το ιερό του Άμμωνος Διός στη Καλλιθέα.

β. Αγαλμάτιο Υγείας από Κοζάνη. γ. Θραύσμα αναθηματικού αναγλύφου


από Λευκόβρυση Κοζάνης.

δ. Λευκάδια Ναούσης. Ελληνιστικό συγκρότημα, κάτοψη ε. Λευκάδια Ναούσης. Υποθετική αναπαράσταση


Πιν. 21

α. Κεφαλή Ασκληπιού (Μόρρυλος) β. Τιμητική επιγραφή προς τον γ. Άγαλμα Ασκληπιού (Μόρρυλος).
Παράμονο. (Μόρρυλος).

δ. Άγαλμα Ασκληπιού (Μόρρυλος). ε. Πλίνθος από άγαλμα Ασκληπιού. (Μόρρυλος).

στ. Αναθηματική επιγραφή. (Μόρρυλος).


Πιν. 22

α. Κάτοψη οικίας Bvi7.

β. Αγαλμάτιο Ασκληπιού γ. Επιγραφή από την Πέλλα.


από την οικία Bvi7
της Ολύνθου.
Πιν. 23

α. Αγαλμάτιο Ασκληπιού β. Αγαλμάτιο Ασκληπιού γ. Επιγραφή από τους Φιλίππους


Πλατανιά Βοΐου. από την Ποτίδαια.

δ. Ειδώλιο Τελεσφόρου ε. Αγαλμάτια αγοριών από τους Φιλίππους.


από τους Φιλίππους.
Πιν. 24

α. Αναθηματικό ανάγλυφο β. Αναθηματικό ανάγλυφο από τη Μακεδονία.


από τη συλλογή Παπαηλιάκη.

γ. Αναθηματική επιγραφή στο Δάρρωνα. Πέλλα. δ. Βέροια. Ι. Ναός Αγίου Αντωνίου. Πιστοί
διανυκτερεύουν στο εσωτερικό του ναού την
παραμονή της γιορτής του. Δεκαετία ’50.
Πιν.25

α. Νόμισμα από το Πέργαμο. β. Ιατρικό εργαλείο από την Μ.Ασία.

γ.. Εσωτερικό ναού Ασκληπιείου Αθηνών.


Πιν. 26

α. Κεφαλή Ασκληπιού από τα Ν.Ρόδα. β. Κεφαλή Ήλιου από τα Ν.Ρόδα.

γ. Αρχαϊκός οίκος. Ν.Ρόδα. δ.Κάτοψη αρχαϊκού οίκου

ε. Ελληνιστικός οίκος. Ν.Ρόδα.


Πιν.27

α. Βάση τράπεζας προσφορών; Ν.Ρόδα β.Πήλινο θυμιατήριο-βωμός. Ν.Ρόδα

γ. Αγγεία από το ιερό στα Ν.Ρόδα.

δ. Οκταεδρικό αγγείο. Ν.Ρόδα. ε. Νόμισμα Ουρανοπόλεως. Ν.Ρόδα

στ. Εσωτερικό του ναού του Ασκληπιού στη Φενεό ζ. Εσωτερικό του ναού του Ασκληπιού στην Αλίφειρα
Πιν.28

α. Κεφαλή κοριτσιού από τα Ν.Ρόδα β.Κεφαλές κοριτσιών από το Ασκληπιείο της Λισσού Κρήτης.

γ. Κεφαλή κοριτσιού από το Ασκληπιείο δ-ε. Αγαλμάτια κοριτσιών από το Ασκληπιείο της Λισσού Κρήτης.
Πεπαρήθου.
Πιν.29

Το ιερό του Δάρρωνα στη Πέλλα.


Πιν.30

α.Εστιατόριο. Πέλλα

β. Ευρήματα από το ιερό του Δάρρωνα στη Πέλλα.


Χάρτης Μακεδονίας

You might also like