Professional Documents
Culture Documents
ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
• Ως σύστημα εμπορικότητας ορίζεται η νομοθετική μέθοδος με την οποία απονέμεται σε μία
πράξη, δραστηριότητα ή σε ένα πρόσωπο η ιδιότητα ή ο χαρακτηρισμός της εμπορικότητας.
Τα κυριότερα εμπορικά συστήματα είναι το :
Σημαντική θέση έχει η πράξη αυτή καθ εαυτή και όχι το πρόσωπο που την ενεργεί (έμπορος). Το
εμπορικό δίκαιο είναι το δίκαιο των εμπορικών πράξεων, του εμπορίου.
Η έννοια του εμπόρου είναι ύστερη και έμπορος θεωρείται εκείνος που ασκεί τέτοιες πράξεις κατά
σύνηθες επάγγελμα.
• Το σύστημα αυτό θεωρήθηκε επαναστατικό κατά το χρόνο εμφάνισης του Code de Commerce του
1807, γιατί έσπαζε τα δεσμά των κλειστών επαγγελμάτων (numerus clausus), επιτρέποντας έτσι την
ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών στις εμπορικές συναλλαγές («δημοκρατικοποίηση» άσκησης των
εμπορικών επαγγελμάτων).
Υποκειμενικό σύστημα
• Στο σύστημα της εμπορικής επιχείρησης (το οποίο ισχύει στην Ιταλία) το εμπορικό δίκαιο
εφαρμόζεται μόνο στην επιχείρηση ως σύνολο παραγωγικών μέσων για την επιδίωξη
οικονομικού σκοπού και στον επιχειρηματία, ο οποίος ασκεί επαγγελματικά οικονομική
δραστηριότητα οργανωμένη με σκοπό την παραγωγή, ανταλλαγή αγαθών ή υπηρεσιών.
• Στο σύστημα αυτό, που αποτελεί παραλλαγή κατά μερικούς του υποκειμενικού συστήματος,
και κατ’ άλλους του αντικειμενικού συστήματος (με στοιχεία συγχρόνως και του
υποκειμενικού), δεν πραγματοποιείται διάκριση μεταξύ εμπορικών και αστικών (μη
εμπορικών) πράξεων.
• Μια πράξη καθίσταται εμπορική, ανεξάρτητα από τον οποιοδήποτε χαρακτηρισμό της,
εφόσον διενεργείται στο πλαίσιο μιας συστηματικά οργανωμένης οικονομικής
δραστηριότητας, κατ’ επάγγελμα και με σκοπό την παραγωγή ή την ανταλλαγή αγαθών ή
υπηρεσιών και το κέρδος από αυτή.
Ποιο σύστημα ακολουθεί το δικό μας εμπορικό δίκαιο ?
•
• Αντικειμενικό
• Υποκειμενικό Οργανωμένης επιχείρησης
Διακρίσεις των εμπορικών πράξεων
• 2. Παράγωγα εμπορικές
• - εξ υποκειμένου: αποκτούν εμπορικότητα επειδή διενεργούνται από έμπορο
προς εξυπηρέτηση της εμπορικής του δραστηριότητας
• - εξ αντικειμένου: αποκτούν την εμπορικότητα επειδή τελούν σε σχέση εξάρτησης
προς μια άλλη εμπορική πράξη
• Διάκριση με κριτήριο την έκταση που καταλαμβάνει η εμπορικότητα των πράξεων σε :
ή νομικά) που συμμετέχουν σε αυτές και είναι εμπορικές και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη
• και
• 2. μονομερώς ή ετερομερώς : είναι εμπορικές μόνο για το ένα από τα μέρη που συμμετέχουν
ή συμβάλλονται σε αυτές.
• Κρίσιμο στοιχείο για το χαρακτηρισμό μιας πράξης είτε ως αμφιμερώς είτε ως μονομερώς ή
ετερομερώς εμπορικής είναι η εμπορικότητα της ίδιας της πράξης και όχι η εμπορική
ιδιότητα του προσώπου που τη διενεργεί ή των προσώπων που συμβάλλονται σε αυτή.
Κριτήριο, δηλαδή, είναι κατά πόσο η πράξη είναι εμπορική για καθένα από τα μέρη, ανεξαρτήτως
• Η σημασία της διάκρισης έγκειται στο ότι οι συνέπειες της εμπορικότητας επέρχονται μόνο για τα
• Οι πρωτότυπα εμπορικές πράξεις απαριθμούνται κατ’ αρχήν στα άρθρα 2 και 3 του ΒΔ της
2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων», εκείνες του χερσαίου εμπορίου στο άθρο 2
και εκείνες του θαλασσίου εμπορίου στο άρθρο 3. Σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο άρθρων
είναι ότι η απαρίθμηση του άρθρου 2 είναι περιοριστική, ενώ η απαρίθμηση του άρθρου 3 είναι
ενδεικτική.
• Ωστόσο, ακόμα και ο περιοριστικός χαρακτήρας της απαρίθμησης του άρθρου 2 δεν έρχεται
σε αντίθεση με την επέκταση του καταλόγου των εμπορικών πράξεων όχι μόνο με πράξεις που
χαρακτηρίζονται ως εμπορικές με ειδική διάταξη νόμου ή ακόμα και εθιμικά (υπενθυμίζεται ότι και
το έθιμο είναι πρωτογενής πηγή του εμπορικού δικαίου), αλλά και ερμηνευτικά, μέσω της
διασταλτικής ερμηνείας (όταν επισημαίνεται ομοιότητα με συγκεκριμένη πράξη του
περιοριστικού καταλόγου) ή μέσω αναλογίας (όταν επισημαίνεται αληθινό ή γνήσιο νομοθετικό
κενό, δηλαδή όταν ο νομοθέτης άφησε αρρύθμιστη μια περίπτωση, η οποία είτε υπήρχε κατά το
χρόνο θέσπισης του κανόνα δικαίου, πλην όμως ο νομοθέτης δεν την είχε υπόψη του, είτε
προέκυψε αργότερα, αλλά χρήζει πάντως ρύθμισης).
• Ως εκ τούτου, οι πρωτότυπα εμπορικές πράξεις περιλαμβάνουν κατά πρώτον τις πράξεις εκείνες
που ο νομοθέτης έχει χαρακτηρίσει με διάταξη νόμου ως εμπορικές (άρθρα 2 και 3 του ΒΔ της
2/14.5.1835, αλλά και μεταγενέστεροι νόμοι και διατάξεις), αλλά και εκείνες οι οποίες έχουν
καταστεί εμπορικές εθιμικά ή αναλογικά.
•