You are on page 1of 17

Business Law

Lecture 7

Δρ Οδυσσέας Κοψιδάς
Νομικός - Οικονομολόγος
Ενοχικό δίκαιο
Ενοχικό Δίκαιο (Schuldrecht, Droit des Obligations) ονομάζεται ο
κλάδος του Αστικού Δικαίου που ρυθμίζει τις ενοχές, τις έννομες
σχέσεις δηλαδή με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε
μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο.

Πηγή των ενοχών είναι η ιδιωτική βούληση (σύμβαση) ή ο νόμος


(αδικοπραξία, αδικαιολόγητος πλουτισμός). Το Ενοχικό Δίκαιο ρυθμίζει
και τις δύο περιπτώσεις. Στο Αγγλοσαξονικό δίκαιο οι δύο κλάδοι είναι
χωριστοί και ονομάζονται Law of Contracts και Law of Torts αντίστοιχα.
Το Ενοχικό Δίκαιο διακρίνεται σε δύο μέρη, στο Γενικό και στο Ειδικό.
Το Γενικό Μέρος περιέχει κανόνες για όλες τις ενοχές γενικά, ενώ το
Ειδικό Μέρος περιέχει ειδικές ρυθμίσεις για ορισμένους τύπους
ενοχών, που είναι και οι συνηθέστερες. Π.χ. στο Γενικό Μέρος
ρυθμίζεται η γένεση και η απόσβεση της ενοχής, στο Ειδικό Μέρος
ρυθμίζεται συγκεκριμένα η σύμβαση της πώλησης.
Ενοχικό Δίκαιο

• Οι ενοχές διακρίνονται σε: 1) ατελής ενοχή, 2) χρηματική ενοχή, 3)


διαζευκτική ενοχή, 4) ενοχή γένους, 5) διαιρετή ενοχή, 6) αδιαίρετη ενοχή.
• Το Ενοχικό Δίκαιο είναι το δεύτερο βιβλίο του Αστικού Κώδικα. Συνετάγη τη
δεκαετία του 1930 (όπως όλος ο Αστικός Κώδικας) και τέθηκε σε ισχύ το
1946. Αντλεί τις επιρροές του σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον γερμανικό
Αστικό Κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch) και εν μέρει και από τον ελβετικό
Κώδικα Ενοχών (Obligationenrecht), αλλά περιέχει και καινοτόμες για την
εποχή του ρυθμίσεις. Καταλαμβάνει τα άρθρα 287-946 του Αστικού
Κώδικα, κατανεμημένα σε 40 κεφάλαια. Έχει υποστεί ως τώρα μόνο μία
τροποποίηση με τον ν. 3043/2002.
• Ειδικοί κανόνες για ορισμένες ενοχές περιλαμβάνονται και σε άλλους
νόμους εκτός του Αστικού Κώδικα. Σημαντικός ειδικός νόμος είναι ο ν.
2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή, ο οποίος ρυθμίζει μεταξύ
άλλων και ζητήματα καταναλωτικών συμβάσεων.
Δωρεά

• Η δωρεά είναι μία σύμβαση, με την οποία ο δωρητής


αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει και να
παραδώσει στον δωρεοδόχο πράγμα ή δικαίωμα.
• Είναι σύμβαση ετεροβαρής χαριστική, επειδή μόνο το
ένα μέρος (ο δωρητής) αναλαμβάνει υποχρεώσεις,
ενώ το άλλο μέρος δεν οφείλει αντιπαροχή.
Ρυθμίζεται στον Αστικό Κώδικα στα άρθρα 496-512.
• Η δωρεά δεν είναι μονομερής δικαιοπραξία: έχει
καταρτιστεί έγκυρα, μόνο αν την έχει αποδεχθεί και ο
δωρεοδόχος.
Δωρεά

• Ο λόγος που ο νόμος το απαιτεί αυτό είναι η προστασία της ιδιωτικής


αυτονομίας του δωρεοδόχου: κανείς δεν μπορεί να γίνει αποδέκτης
παροχών χωρίς τη θέλησή του.
• Η δωρεά για να είναι έγκυρη απαιτείται να περιβληθεί τον
συμβολαιογραφικό τύπο.
• Επί κινητών όμως η ακυρότητα θεραπεύεται και η δωρεά ισχύει ως
έγκυρη, αν ο δωρητής παραδώσει το πράγμα στον δωρεοδόχο. Ο δωρητής
ευθύνεται για ελαττώματα του αντικειμένου της δωρεάς μόνο για δόλο
και βαρειά αμέλεια.
• Η δωρεά μπορεί να ανακληθεί από τον δωρητή, αν ο δωρεοδόχος
"φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο
σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του
να διατρέφει το δωρητή" εντός έτους από την εκδήλωση της αχαριστίας.
Δωρεά

• Αν με τη σύμβαση της δωρεάς συμφωνηθεί να


περιέλθει το πράγμα στον δωρεοδόχο μετά τον
θάνατο του δωρητή, η δωρεά ονομάζεται δωρεά αἰτίᾳ
θανάτου και ρυθμίζεται από τα άρθρα 2032-2035 του
Αστικού Κώδικα στο Κληρονομικό Δίκαιο (χωρίς
ιδιαίτερες αποκλίσεις από την κανονική δωρεά).
• Η δωρεά αιτία θανάτου είναι μια από τις ελάχιστες
κληρονομικές συμβάσεις. Κατ' αντιδιαστολή η
κανονική δωρεά ονομάζεται δωρεά ἐν ζωῇ.
Δωρεά

• Επειδή εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο ο γονέας, για να παρακάμψει


τις υποχρεωτικές διατάξεις περί νόμιμης μοίρας και να αφήσει σε κάποιο
από τα τέκνα του λιγότερο από ό,τι θα δικαιούνταν, να δωρίζει την
περιουσία του στα υπόλοιπα τέκνα του όσο είναι εν ζωή, ώστε να μην
απομένει κληρονομιαία περιουσία κατά τον θάνατό του, ο νόμος
προβλέπει ότι στην κληρονομιαία περιουσία συνυπολογίζεται και
οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα
χρόνια πριν από το θάνατό του.
• Αν εξαιτίας μιας τέτοιας δωρεάς η κληρονομία που υπάρχει κατά το
χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου δεν επαρκεί για να καλύψει
τη νόμιμη μοίρα, δίνει ο Αστικός Κώδικας στο Κληρονομικό Δίκαιο τη
δυνατότητα στον αδικημένο κληρονόμο να κάνει τη λεγόμενη "μέμψη
άστοργης δωρεάς", να ζητήσει δηλαδή την ανατροπή της δωρεάς (ΑΚ
1835-1838).
Γονική παροχή

• Διαφέρει από τη δωρεά η γονική παροχή (ΑΚ 1509) που αποτελεί περιουσιακή παροχή που γίνεται από γονέα σε
τέκνο είτε για τη δημιουργία ή διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας είτε για την έναρξη ή
εξακολούθηση επαγγέλματος και τυγχάνει συνήθως ιδιαίτερης φορολογικής μεταχείρισης. Η γονική παροχή σε σχέση
με τη δωρεά:

• 1) είναι άτυπη (δεν εφαρμόζεται το 498 ΑΚ)

• 2) ο παρέχων γονέας δεν ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια (δεν εφαρμόζεται το ΑΚ 499)

• 3) ο παρέχων γονέας δεν μπορεί να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής λόγω απορίας (δεν εφαρμόζεται το ΑΚ 501)

• 4) δεν ανακαλείται (δεν εφαρμόζονται τα ΑΚ 505 επ.)

• 5) δεν μπορεί να προσβληθεί με μέμψη άστοργης δωρεάς κατά τα ως άνω (δεν εφαρμόζονται τα ΑΚ 1835 επ.)

• Σημειώνεται ότι η γονική παροχή αποτελεί δωρεά ως προς το μέρος που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι
περιστάσεις, σε σχέση με το σκοπό για τον οποίο γίνεται (είτε δημιουργία ή διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής
αυτοτέλειας είτε έναρξη ή εξακολούθηση επαγγέλματος). Στο βαθμό που η γονική παροχή αποτελεί δωρεά,
εφαρμόζονται όλες οι ως άνω διατάξεις που αφορούν τη δωρεά.
Πώληση

• Πώληση είναι η μεταξύ προσώπων (φυσικών ή


νομικών) διμερής σύμβαση με την οποία ο ένας
των συμβαλλομένων (πωλητής) αναλαμβάνει την
υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα και να
παραδώσει, αντί συμφωνημένου τιμήματος, στον
έτερο (αγοραστή), ορισμένο πράγμα, (αγαθό, ή
δικαίωμα) και ελεύθερο από κάθε δικαίωμα
τρίτου, ενώ ο αγοραστής την υποχρέωση να
καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα.
Πώληση

• Γενικά η πώληση αποτελεί μία μορφή δικαιοπραξίας και


ειδικότερα της κατηγορίας των επαχθών δικαιοπραξιών.
• Επειδή δε και τα δύο μέρη (πωλητής και αγοραστής)
αναλαμβάνουν υποχρεώσεις με τη σύμβαση αυτή, η πώληση
χαρακτηρίζεται «αμφοτεροβαρής σύμβαση».
• Καθίσταται αντιληπτό ότι το προς μεταβίβαση αντικείμενο, αγαθό,
ή δικαίωμα θα πρέπει να είναι καθ΄ όλα νόμιμο, και μη διώκεται η
διάθεσή του, διαφορετικά κρίνεται παράνομη δραστηριότητα -
διακίνηση, δηλαδή αδικοπραξία, π.χ. λαθρεμπόριο, διακίνηση
ναρκωτικών, πώληση αλιεύματος από ερασιτέχνη ψαρά κ.λπ.
• Η πώληση, στην ελληνική νομοθεσία ρυθμίζεται κυρίως από τον
Αστικό Κώδικα στα άρθρα 513-572.
Πώληση

• Η πώληση είναι στο ελληνικό δίκαιο υποσχετική δικαιοπραξία: με την κατάρτισή της δε
μεταβιβάζεται η κυριότητα στο πράγμα, αλλά ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να
προβεί στη μεταβίβασή της.

• Ο πωλητής οφείλει να παραδώσει το πράγμα χωρίς ελαττώματα. Ελάττωμα είναι κάθε


απόκλιση (προς το χειρότερο) του πράγματος από τα συμφωνημένα μεταξύ αγοραστή και
πωλητή. Αν το ελάττωμα αφορά τις ιδιότητες του πράγματος, ονομάζεται πραγματικό
ελάττωμα. Αν αφορά το δικαίωμα επάνω στο πράγμα (ο πωλητής δεν έχει κυριότητα να
μεταβιβάσει, το πράγμα είναι βεβαρυμένο με δικαιώματα τρίτου, π.χ. υποθηκευμένο κλπ.),
ονομάζεται νομικό ελάττωμα. Αν το πράγμα έχει πραγματικό ελάττωμα, ο αγοραστής
δικαιούται κατ΄ επιλογήν του:

• Να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο,


εκτός αν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες.
• Να μειώσει το τίμημα.
• Να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό
ελάττωμα.
Πώληση

• Η ευθύνη του πωλητή είναι αντικειμενική, δεν εξαρτάται δηλαδή από δόλο ή
αμέλεια, με άλλα λόγια ευθύνεται ανεξάρτητα από το αν το γνώριζε ή ώφειλε
και μπορούσε να το γνωρίζει ότι το πράγμα είναι ελαττωματικό.
• Εάν τον πωλητή βαρύνει επιπλέον πταίσμα για το ελάττωμα του πράγματος
(δόλος ή αμέλεια) ο αγοραστής μπορεί επιπλέον να ζητήσει και αποζημίωση
για τυχόν ζημία του.
• Τα δικαιώματα του αγοραστή παραγράφονται δύο χρόνια από την παράδοση
του πράγματος, αν το πράγμα είναι κινητό, ή πέντε χρόνια, αν το πράγμα είναι
ακίνητο (οικόπεδο, σπίτι κλπ.).
• Αν το ελάττωμα ανακύψει εντός έξι μηνών από την παράδοση του πράγματος,
τεκμαίρεται ότι υπήρχε τη στιγμή της παράδοσης, δηλαδή το βάρος είναι στον
πωλητή να αποδείξει ότι το πράγμα τη στιγμή της παράδοσης δεν το είχε το
ελάττωμα. Αν ανακύψει αργότερα, το βάρος έχει ο αγοραστής.
Μίσθωση

• Μίσθωση ονομάζεται η σύμβαση κατά την οποία ο ένας των συμβαλλομένων


(εκμισθωτής) εκχωρεί την υποχρέωση/δικαίωμα αντί ορισμένου τιμήματος να
παράσχει στον έτερο (μισθωτή) την χρήση πράγματος (μισθίου) ή εργασία, ο δε
έτερος υποχρεούται να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα (μίσθωμα).

• Στην καθομιλουμένη η μίσθωση ονομάζεται ενοικίαση και ο εκμισθωτής


ιδιοκτήτης. Το τίμημα ονομάζεται ενοίκιο ή νοίκι. Εάν ο μισθωτής δεν πληρώνει το
μίσθιο/ενοίκιο, ο ιδιοκτήτης έχει το δικαίωμα να προβεί σε ένδικα μέσα (έξωση).

• Η μίσθωση διακρίνεται σε:

• α) Σύμβαση μίσθωσης πράγματος, όπου ο εκμισθωτής εκχωρεί τη χρήση


πράγματος.
• β) Σύμβαση μίσθωσης εργασίας
Σύμβαση

• Σύμβαση είναι η δικαιοπραξία μεταξύ δύο ή περισσότερων


προσώπων με την οποία τα πρόσωπα δηλώνουν τη βούλησή
τους να προβούν σε διάφορες ενέργειες και να συνεργαστούν
με άλλα πρόσωπα, είναι δηλαδή δήλωση βούλησης.
• Τα πρόσωπα αυτά δηλαδή, όχι μόνο επιθυμούν, αλλά
αποφασίζουν και προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες
προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους,
“εξωτερικεύουν” δηλαδή τη βούλησή τους.
• Η σύμβαση λέγεται και συμφωνία.
• Η συμφωνία ή σύμβαση δεν είναι αναγκαίο να είναι νόμιμη για
να χαρακτηριστεί έτσι.
Σύμβαση εργασίας

• Το βασικό νομοθέτημα που διέπει την υποχρέωση του


εργοδότη να γνωστοποιεί στον εργαζόμενο τους
ουσιώδεις όρους της σύμβασης ή σχέσης εργασίας είναι
το Π.Δ. 156/1994 «Υποχρέωση του εργοδότη να
ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν
τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας» (ΦΕΚ Α’ 102), με το
οποίο εναρμονίζεται η ελληνική εργατική νομοθεσία προς
τους ορισμούς της Οδηγίας 91/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου
της 14ης Οκτωβρίου 1991 σχετικά με την υποχρέωση του
εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους
που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας.
Σύμβαση έργου

• Σύμβαση έργου υπάρχει όταν ένα πρόσωπο


(εργολάβος) αναλαμβάνει έναντι ενός άλλου προσώπου
(εργοδότη / κυρίου του έργου) την υποχρέωση
εκτέλεσης ορισμένου έργου έναντι αμοιβής.
• Το κύριο στοιχείο που διακρίνει τη σύμβαση εργασίας
από τη σύμβαση έργου είναι ότι στην περίπτωση της
σύμβασης εργασίας ενδιαφέρει η παροχή της εργασίας
ανεξαρτήτως συγκεκριμένου αποτελέσματος, ενώ στην
περίπτωση της σύμβασης έργου ενδιαφέρει το
αποτέλεσμα της εκτέλεσης ορισμένου έργου.
Ευχαριστώ για την προσοχή σας

You might also like