You are on page 1of 140

ΑΙΣΧΙΝΗ

ΚΑΤΑ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ

[1] Τὴν μὲν παρασκευὴν ὁρᾶτε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ τὴν παράταξιν ὅση
γεγένηται, καὶ τὰς κατὰ τὴν ἀγορὰν δεήσεις, αἷς κέχρηνταί τινες ὑπὲρ τοῦ τὰ
μέτρια καὶ τὰ συνήθη μὴ γίγνεσθαι ἐν τῇ πόλει· ἐγὼ δὲ πεπιστευκὼς ἥκω πρῶτον
μὲν τοῖς θεοῖς, δεύτερον δὲ τοῖς νόμοις καὶ ὑμῖν, ἡγούμενος οὐδεμίαν παρασκευὴν
μεῖζον ἰσχύειν παρ᾽ ὑμῖν τῶν νόμων καὶ τῶν δικαίων.

[2] Ἐβουλόμην μὲν οὖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ τὴν βουλὴν τοὺς πεντακοσίους
καὶ τὰς ἐκκλησίας ὑπὸ τῶν ἐφεστηκότων ὀρθῶς διοικεῖσθαι, καὶ τοὺς νόμους οὓς
ἐνομοθέτησεν ὁ Σόλων περὶ τῆς τῶν ῥητόρων εὐκοσμίας ἰσχύειν, ἵνα ἐξῆν πρῶτον
μὲν τῷ πρεσβυτάτῳ τῶν πολιτῶν, ὥσπερ οἱ νόμοι προστάττουσι, σωφρόνως ἐπὶ τὸ
βῆμα παρελθόντι ἄνευ θορύβου καὶ ταραχῆς ἐξ ἐμπειρίας τὰ βέλτιστα τῇ πόλει
συμβουλεύειν, δεύτερον δ᾽ ἤδη καὶ τῶν ἄλλων πολιτῶν τὸν βουλόμενον καθ᾽
ἡλικίαν χωρὶς καὶ ἐν μέρει περὶ ἑκάστου γνώμην ἀποφαίνεσθαι· οὕτω γὰρ ἄν μοι
δοκεῖ ἥ τε πόλις ἄριστα διοικεῖσθαι, αἵ τε κρίσεις ἐλάχισται γίγνεσθαι.

[3] Ἐπειδὴ δὲ πάντα τὰ πρότερον ὡμολογημένα καλῶς ἔχειν νυνὶ καταλέλυται,


καὶ γράφουσί τε τινὲς ῥᾳδίως παρανόμους γνώμας, καὶ ταῦτα ἕτεροί τινες τὰ
ψηφίσματα ἐπιψηφίζουσιν, οὐκ ἐκ τοῦ δικαιοτάτου τρόπου λαχόντες προεδρεύειν,
ἀλλ᾽ ἐκ παρασκευῆς καθεζόμενοι, ἂν δέ τις τῶν ἄλλων βουλευτῶν ὄντως λάχῃ
κληρούμενος προεδρεύειν, καὶ τὰς ὑμετέρας χειροτονίας ὀρθῶς ἀναγορεύῃ,
τοῦτον οἱ τὴν πολιτείαν οὐκέτι κοινήν, ἀλλ᾽ ἤδη ἰδίαν αὑτῶν ἡγούμενοι,
ἀπειλοῦσιν εἰσαγγελεῖν, καταδουλούμενοι τοὺς ἰδιώτας καὶ δυναστείας ἑαυτοῖς
περιποιούμενοι,

[4] καὶ τὰς κρίσεις τὰς μὲν ἐκ τῶν νόμων καταλελύκασι, τὰς δ᾽ ἐκ τῶν
ψηφισμάτων μετ᾽ ὀργῆς κρίνουσιν, σεσίγηται μὲν τὸ κάλλιστον καὶ
σωφρονέστατον κήρυγμα τῶν ἐν τῇ πόλει· «τίς ἀγορεύειν βούλεται τῶν ὑπὲρ
πεντήκοντα ἔτη γεγονότων, καὶ πάλιν ἐν μέρει τῶν ἄλλων Ἀθηναίων;» τῆς δὲ τῶν
ῥητόρων ἀκοσμίας οὐκέτι κρατεῖν δύνανται οὔθ᾽ οἱ νόμοι οὔθ᾽ οἱ πρυτάνεις οὔθ᾽
οἱ πρόεδροι οὔθ᾽ ἡ προεδρεύουσα φυλή, τὸ δέκατον μέρος τῆς πόλεως.

[5] Τούτων δ᾽ ἐχόντων οὕτως, καὶ τῶν καιρῶν ὄντων τῇ πόλει τοιούτων ὁποίους
τινὰς αὐτοὺς ὑμεῖς ὑπολαμβάνετε εἶναι, ἓν ὑπολείπεται μέρος τῆς πολιτείας, εἴ τι
κἀγὼ τυγχάνω γιγνώσκων, αἱ τῶν παρανόμων γραφαί. Εἰ δὲ καὶ ταύτας
καταλύσετε ἢ τοῖς καταλύουσιν ἐπιτρέψετε, προλέγω ὑμῖν ὅτι λήσετε κατὰ μικρὸν
τῆς πολιτείας τισὶ παραχωρήσαντες.
ΑΙΣΧΙΝΗ: ΚΑΤΑ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ
ΠΡΟΟΙΜΙΟ

[1] Πολίτες Αθηναίοι, βλέπετε σε ποιο βαθμό είναι οργανωμένοι οι


πολιτικοί μου αντίπαλοι και πόση δύναμη έχουν παρατάξει. Βλέπετε επίσης
και τις παρακλήσεις στην αγορά, που έχουν καθιερώσει μερικοί,
προκειμένου να εμποδίσουν τη συνήθη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης
στην πόλη. Εγώ όμως έχω έρθει εδώ, έχοντας εμπιστοσύνη πρωτίστως
στους θεούς και κατά δεύτερο λόγο στους νόμους και σε σας, γιατί νομίζω
ότι καμιά ραδιουργία δεν έχει εδώ σε σας μεγαλύτερη δύναμη από τους
νόμους και τα δίκαια.
[2] Θα ευχόμουν, Αθηναίοι, οι συνεδριάσεις, τόσο της Βουλής των
Πεντακοσίων όσο και της Εκκλησίας του Δήμου, να διευθύνονταν σωστά
από τα προεδρεία τους και να ίσχυαν οι νόμοι που θέσπισε ο Σόλων για την
ευπρεπή εμφάνιση των ομιλητών. Έτσι, θα μπορούσε να ανέβαινε στο βήμα
πρώτα ο πιο ηλικιωμένος πολίτης, όπως ορίζουν οι νόμοι, με ευπρέπεια,
χωρίς αποδοκιμασίες και φωνασκίες, και να έδινε με την πείρα του τις
καλύτερες συμβουλές στην πόλη· στη συνέχεια, όποιος ήθελε από τους
άλλους πολίτες, ο καθένας με τη σειρά του και σύμφωνα με την ηλικία του,
να μπορούσε να εξέφραζε τη γνώμη του για το καθένα από τα επιμέρους
ζητήματα. Με τον τρόπο αυτόν και η πόλη, κατά τη γνώμη μου, θα
διοικούνταν άριστα και οι δίκες θα περιορίζονταν στο ελάχιστο.
[3] Επειδή όμως όλοι οι κανονισμοί, που παλαιότερα κατά κοινή ομολογία
θεωρούνταν σωστοί, έχουν τώρα καταργηθεί, υπάρχουν κάποιοι που δεν το
έχουν για τίποτε να υποβάλλουν παράνομα ψηφίσματα και κάποιοι άλλοι να
τα θέτουν σε ψηφοφορία· άνθρωποι που έτυχε να προεδρεύουν όχι με
νόμιμο τρόπο, αλλά που θρονιάστηκαν στη θέση αυτή με ίντριγκες· αν
μάλιστα τύχει να προεδρεύει κανονικά κάποιος από τους άλλους βουλευτές
και γνωστοποιεί δημόσια και κανονικά τις αποφάσεις σας, απειλείται με
βαρύτατη καταγγελία από ανθρώπους που θεωρούν το πολίτευμα όχι πια
κοινό κτήμα των πολιτών αλλά αποκλειστικά δικό τους. Έτσι, με την
τρομοκρατία κάνουν υποχείριά τους απλούς πολίτες και αποκτούν οι ίδιοι
μεγάλη πολιτική δύναμη.
[4] Επίσης, έχουν καταργήσει τις νόμιμες διαδικασίες των δικαστηρίων και
κρίνουν τα ψηφίσματα με εμπάθεια. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να έχει
πάψει να ακούγεται το πριν από τις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου
ωραιότατο και πλέον λογικό κήρυγμα της πόλης: «Ποιος από τους άνω των
πενήντα ετών πολίτης θέλει να ανεβεί στο βήμα και να μιλήσει στον λαό
και κατόπιν και κάθε άλλος Αθηναίος με τη σειρά του;» Αλλά και την
απρεπή εμφάνιση των ομιλητών δεν μπορούν πια να συγκρατήσουν ούτε οι
νόμοι ούτε οι πρυτάνεις ούτε οι πρόεδροι ούτε η προεδρεύουσα φυλή, το
ένα δέκατο της πόλης.
[5] Ενώ λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα και οι περιστάσεις για την πόλη
είναι κρίσιμες, πράγμα που διαπιστώνετε και εσείς, ένας μόνο από τους
θεσμούς του πολιτεύματος παραμένει σε ισχύ, αν τυχαίνει να γνωρίζω και
εγώ κάτι, η δυνατότητα να καταγγέλλει κανείς αυτούς που εισηγούνται
παράνομα ψηφίσματα. Αν όμως καταργήσετε και τον θεσμό αυτόν ή
επιτρέψετε να κάνουν αυτό σε όσους το επιδιώκουν, σας προειδοποιώ ότι,
χωρίς να το αντιληφθείτε, θα έχετε εκχωρήσει λίγο λίγο την πολιτική
εξουσία σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων.

[6] Εὖ γὰρ ἴστε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι τρεῖς εἰσὶ πολιτεῖαι παρὰ πᾶσιν
ἀνθρώποις, τυραννὶς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία, διοικοῦνται δ᾽ αἱ μὲν
τυραννίδες καὶ ὀλιγαρχίαι τοῖς τρόποις τῶν ἐφεστηκότων, αἱ δὲ πόλεις αἱ
δημοκρατούμεναι τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις. Μηδεὶς οὖν ὑμῶν τοῦτ᾽ ἀγνοείτω,
ἀλλὰ σαφῶς ἕκαστος ἐπιστάσθω ὅτι ὅταν εἰσίῃ εἰς δικαστήριον γραφὴν
παρανόμων δικάσων, ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ μέλλει τὴν ψῆφον φέρειν περὶ τῆς
ἑαυτοῦ παρρησίας. Διόπερ καὶ ὁ νομοθέτης τοῦτο πρῶτον ἔταξεν ἐν τῷ τῶν
δικαστῶν ὅρκῳ, «ψηφιοῦμαι κατὰ τοὺς νόμους,» ἐκεῖνό γε εὖ εἰδὼς ὅτι ὅταν
διατηρηθῶσιν οἱ νόμοι τῇ πόλει, σῴζεται καὶ ἡ δημοκρατία.

[7] Ἃ χρὴ διαμνημονεύοντας ὑμᾶς μισεῖν τοὺς τὰ παράνομα γράφοντας, καὶ


μηδὲν ἡγεῖσθαι μικρὸν εἶναι τῶν τοιούτων ἀδικημάτων, ἀλλ᾽ ἕκαστον
ὑπερμέγεθες, καὶ τοῦθ᾽ ὑμῶν τὸ δίκαιον μηδένα ‹ἐᾶν› ἀνθρώπων ἐξαιρεῖσθαι,
μήτε τὰς τῶν στρατηγῶν συνηγορίας, οἳ ἐπὶ πολὺν ἤδη χρόνον συνεργοῦντές τισι
τῶν ῥητόρων λυμαίνονται τὴν πολιτείαν, μήτε τὰς τῶν ξένων δεήσεις, οὓς
ἀναβιβαζόμενοί τινες ἐκφεύγουσιν ἐκ τῶν δικαστηρίων, παράνομον πολιτείαν
πολιτευόμενοι· ἀλλ᾽ ὥσπερ ἂν ὑμῶν ἕκαστος αἰσχυνθείη τὴν τάξιν λιπεῖν, ἣν ἂν
ταχθῇ ἐν τῷ πολέμῳ, οὕτω καὶ νῦν αἰσχύνθητε ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν ἣν τέταχθε ὑπὸ
τῶν νόμων φύλακες τῆς δημοκρατίας τήνδε τὴν ἡμέραν.

[8] Κἀκεῖνο δὲ χρὴ διαμνημονεύειν, ὅτι νυνὶ πάντες οἱ πολῖται παρακαταθέμενοι


τὴν πόλιν ὑμῖν καὶ τὴν πολιτείαν διαπιστεύσαντες, οἱ μὲν πάρεισι καὶ ἐπακούουσι
τῆσδε τῆς κρίσεως, οἱ δὲ ἄπεισιν ἐπὶ τῶν ἰδίων ἔργων· οὓς αἰσχυνόμενοι καὶ τῶν
ὅρκων οὓς ὠμόσατε μεμνημένοι καὶ τῶν νόμων, ἐὰν ἐξελέγξω Κτησιφῶντα καὶ
παράνομα γεγραφότα καὶ ψευδῆ καὶ ἀσύμφορα τῇ πόλει, λύετε, ὦ ἄνδρες
Ἀθηναῖοι, τὰς παρανόμους γνώμας, βεβαιοῦτε τῇ πόλει τὴν δημοκρατίαν,
κολάζετε τοὺς ὑπεναντίως τοῖς νόμοις καὶ τῷ συμφέροντι τῷ ὑμετέρῳ
πολιτευομένους. Κἂν ταύτην ἔχοντες τὴν διάνοιαν ἀκούητε τῶν μελλόντων
ῥηθήσεσθαι λόγων, εὖ οἶδ᾽ ὅτι καὶ δίκαια καὶ εὔορκα καὶ συμφέροντα ὑμῖν αὐτοῖς
ψηφιεῖσθε καὶ πάσῃ τῇ πόλει.

[9] Περὶ μὲν οὖν τῆς ὅλης κατηγορίας μετρίως μοι ἐλπίζω προειρῆσθαι· περὶ δὲ
αὐτῶν τῶν νόμων οἳ κεῖνται περὶ τῶν ὑπευθύνων, παρ᾽ οὓς τὸ ψήφισμα τυγχάνει
γεγραφὼς Κτησιφῶν, διὰ βραχέων εἰπεῖν βούλομαι. Ἐν γὰρ τοῖς ἔμπροσθεν
χρόνοις ἄρχοντές τινες τὰς μεγίστας ἀρχὰς καὶ τὰς προσόδους διοικοῦντες, καὶ
δωροδοκοῦντες περὶ ἕκαστα τούτων, προσλαμβάνοντες τούς τε ἐκ τοῦ
βουλευτηρίου ῥήτορας καὶ τοὺς ἐκ τοῦ δήμου, πόρρωθεν προκατελάμβανον τὰς
εὐθύνας ἐπαίνοις καὶ κηρύγμασιν, ὥστ᾽ ἐν ταῖς εὐθύναις τῶν ἀρχῶν εἰς τὴν
μεγίστην μὲν ἀπορίαν ἀφικνεῖσθαι τοὺς κατηγόρους, πολὺ δὲ ἔτι μᾶλλον τοὺς
δικαστάς.
[6] Γνωρίζετε πολύ καλά, Αθηναίοι, ότι σε όλο τον κόσμο υπάρχουν τριών
ειδών πολιτεύματα, το δικτατορικό, το ολιγαρχικό και το δημοκρατικό. Οι
πόλεις που έχουν δικτατορικό και ολιγαρχικό καθεστώς διοικούνται σύμφωνα
με τις διαθέσεις των κυβερνώντων, ενώ οι δημοκρατικές πόλεις σύμφωνα με
την ισχύουσα νομοθεσία. Κανείς λοιπόν από σας ας μην αγνοεί αυτό, αλλά ας
γνωρίζει καλά ο καθένας σας ότι, όταν μπαίνει στο δικαστήριο καταγγελία για
πρόταση παράνομου ψηφίσματος, την ημέρα αυτή πρόκειται να δώσει την
ψήφο του για την ελευθερία να εκφράζει τη γνώμη του. Αυτός, άλλωστε, είναι
και ο λόγος που ο νομοθέτης έθεσε στην αρχή του όρκου των δικαστών «θα
ψηφίσω σύμφωνα με τους νόμους», επειδή γνώριζε καλά ότι, όταν
εφαρμόζονται οι νόμοι, διασφαλίζεται και η δημοκρατία.
[7] Αυτά έχοντας πάντα στον νου σας, επιβάλλεται να μισείτε όσους
προτείνουν παράνομα ψηφίσματα και να μη θεωρείτε ασήμαντο κανένα από
αυτού του είδους τα αδικήματα· αντίθετα, να θεωρείτε το καθένα από
αυτά ως την πιο σοβαρή παράβαση. Να μην επιτρέπετε σε κανέναν να σας
αφαιρέσει το δικαίωμα αυτό· ούτε να αφήνετε να παρεμβαίνουν οι
στρατηγοί, που εδώ και πολύν καιρό συνεργάζονται με κάποιους ρήτορες
και λυμαίνονται το πολίτευμα· μήτε να επιτρέπετε τις αιτήσεις των ξένων,
που κάποιοι φέρνουν εδώ και αποφεύγουν τα δικαστήρια, παρόλο που η
πολιτική τους δραστηριότητα είναι παράνομη. Αλλ᾽ όπως ακριβώς ο
καθένας σας θα ντρεπόταν να εγκαταλείψει τη θέση στην οποία θα
τασσόταν στον πόλεμο, έτσι και τώρα ντραπείτε να εγκαταλείψετε τη
θέση του θεματοφύλακα της δημοκρατίας, που σας εμπιστεύθηκαν οι νόμοι
τη σημερινή ημέρα.
[8] Δεν πρέπει επίσης ποτέ να ξεχνάτε ότι σήμερα όλοι οι πολίτες έχουν
παραδώσει σε σας προς φύλαξη την πόλη και σας εμπιστεύθηκαν το
πολίτευμα· κάποιοι μάλιστα είναι παρόντες και παρακολουθούν τη
διεξαγωγή της δίκης, κάποιοι άλλοι απουσιάζουν στις προσωπικές τους
εργασίες. Αυτούς σεβόμενοι και ενθυμούμενοι τους όρκους που έχετε
δώσει και τους νόμους, εάν αποδείξω ότι ο Κτησιφών υπέβαλε ψήφισμα
παράνομο, αντίθετο προς την αλήθεια και ασύμφορο προς την πόλη,
ακυρώστε, Αθηναίοι, την παράνομη αυτή εισήγηση, σταθεροποιήστε τη
δημοκρατία στην πόλη και τιμωρήστε όσους αναπτύσσουν πολιτική
δραστηριότητα αντίθετη προς τον νόμο, προς την πόλη και προς το
συμφέρον σας. Αν ακούσετε με τέτοια διάθεση τους λόγους που πρόκειται
να ειπωθούν, είμαι βέβαιος ότι η απόφασή σας θα είναι δίκαιη και σύμφωνη
προς τους όρκους και τα συμφέροντα τόσο τα προσωπικά σας όσο και της
πόλης στο σύνολό της.

ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΗ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΑ


[9] Ελπίζω λοιπόν ότι τα όσα έχω πει είναι μέσα στα μέτρα στήριξης της
κατηγορίας στο σύνολό της. Σε ό,τι αφορά όμως στην ισχύουσα νομοθεσία για
την απόδοση ευθυνών, που έχει παραβιάσει ο Κτησιφών με το ψήφισμά του,
επιθυμώ να πω λίγα λόγια. Σε παλαιότερες λοιπόν εποχές κάποιοι ανώτατοι
άρχοντες που διαχειρίζονταν τα δημόσια έσοδα, ενώ χρηματίζονταν σε
καθεμιά από αυτές τις υπηρεσίες, καθώς προσλάμβαναν τους ρήτορες της
Βουλής και της Εκκλησίας του Δήμου, κατόρθωναν να εξασφαλίσουν με
επαίνους και με τιμητικά ψηφίσματα ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη λογοδοσία
τους πολύ πριν λήξει ο χρόνος της αρχής που διαχειρίζονταν. Το αποτέλεσμα
ήταν την ημέρα της λογοδοσίας των αρχόντων οι κατήγοροι, και πολύ
περισσότερο ακόμη οι δικαστές, να περιέρχονται σε πολύ δύσκολη θέση.

[10] Πολλοὶ γὰρ πάνυ τῶν ὑπευθύνων, ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ κλέπται τῶν δημοσίων
χρημάτων ὄντες ἐξελεγχόμενοι, διεφύγγανον ἐκ τῶν δικαστηρίων, εἰκότως·
ᾐσχύνοντο γὰρ οἶμαι οἱ δικασταί, εἰ φανήσεται ὁ αὐτὸς ἀνὴρ ἐν τῇ αὐτῇ πόλει,
τυχὸν δὲ καὶ ἐν τῷ αὐτῷ ἐνιαυτῷ, πρώην μέν ποτε ἀναγορευόμενος ἐν τοῖς
ἀγῶσιν ὅτι στεφανοῦται ἀρετῆς ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης ὑπὸ τοῦ δήμου χρυσῷ
στεφάνῳ, ὁ δὲ αὐτὸς ἀνὴρ μικρὸν ἐπισχὼν ἔξεισιν ἐκ τοῦ δικαστηρίου κλοπῆς
ἕνεκα τὰς εὐθύνας ὠφληκώς· ὥστε ἠναγκάζοντο τὴν ψῆφον φέρειν οἱ δικασταὶ οὐ
περὶ τοῦ παρόντος ἀδικήματος, ἀλλ᾽ ὑπὲρ τῆς αἰσχύνης τοῦ δήμου.

[11] Κατιδὼν δέ τις ταῦτα νομοθέτης τίθησι νόμον καὶ μάλα καλῶς ἔχοντα, τὸν
διαρρήδην ἀπαγορεύοντα τοὺς ὑπευθύνους μὴ στεφανοῦν. Καὶ ταῦτα οὕτως εὖ
προκατειληφότος τοῦ νομοθέτου, εὕρηνται κρείττονες λόγοι τῶν νόμων, οὓς εἰ μή
τις ὑμῖν ἐρεῖ, λήσετε ἐξαπατηθέντες. Τούτων γάρ τινες τῶν τοὺς ὑπευθύνους
στεφανούντων παρὰ τοὺς νόμους οἱ μὲν φύσει μέτριοί εἰσιν, εἰ δή τις ἐστὶ μέτριος
τῶν τὰ παράνομα γραφόντων, ἀλλ᾽ οὖν προβάλλονταί γε τι πρὸ τῆς αἰσχύνης.
Προσεγγράφουσι γὰρ πρὸς τὰ ψηφίσματα στεφανοῦν τὸν ὑπεύθυνον, ἐπειδὰν
λόγον καὶ εὐθύνας τῆς ἀρχῆς δῷ.

[12] Καὶ ἡ μὲν πόλις τὸ ἴσον ἀδίκημα ἀδικεῖται· προκαταλαμβάνονται γὰρ


ἐπαίνοις καὶ στεφάνοις αἱ εὔθυναι· ὁ δὲ τὸ ψήφισμα γράφων ἐνδείκνυται τοῖς
ἀκούουσιν ὅτι γέγραφε μὲν παράνομα, αἰσχύνεται δὲ ἐφ᾽ οἷς ἡμάρτηκε. Κτησιφῶν
δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι ὑπερπηδήσας τὸν νόμον τὸν περὶ τῶν ὑπευθύνων
κείμενον, καὶ τὴν πρόφασιν ἣν ἐγὼ ἀρτίως προεῖπον ὑμῖν ἀνελών, πρὶν λόγον
πρὶν εὐθύνας δοῦναι γέγραφε μεταξὺ Δημοσθένην ἄρχοντα στεφανοῦν.

[13] Λέξουσι δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ἕτερόν τινα λόγον ὑπεναντίον τῷ ἀρτίως
εἰρημένῳ, ὡς ἄρα, ὅσα τις αἱρετὸς ὢν πράττει κατὰ ψήφισμα, οὐκ ἔστι ταῦτα
ἀρχή, ἀλλ᾽ ἐπιμέλειά τις καὶ διακονία· ἀρχὰς δὲ φήσουσιν ἐκείνας εἶναι ἃς οἱ
θεσμοθέται ἀποκληροῦσιν ἐν τῷ Θησείῳ, κἀκείνας ἃς ὁ δῆμος εἴωθε χειροτονεῖν
ἐν ἀρχαιρεσίαις, στρατηγοὺς καὶ ἱππάρχους καὶ τὰς μετὰ τούτων ἀρχάς, τὰ δ᾽
ἄλλα πάντα πραγματείας προστεταγμένας κατὰ ψήφισμα.

[14] Ἐγὼ δὲ πρὸς τοὺς λόγους τοὺς τούτων νόμον ὑμέτερον παρέξομαι ὃν ὑμεῖς
ἐνομοθετήσατε λύσειν ἡγούμενοι τὰς τοιαύτας προφάσεις, ἐν ᾧ διαρρήδην
γέγραπται, «τὰς χειροτονητάς» φησιν «ἀρχάς», ἁπάσας ἑνὶ περιλαβὼν ὀνόματι ὁ
νομοθέτης, καὶ προσειπὼν ἁπάσας ἀρχὰς εἶναι ἃς ὁ δῆμος χειροτονεῖ, «καὶ τοὺς
ἐπιστάτας» φησὶ «τῶν δημοσίων ἔργων.» Ἔστι δὲ ὁ Δημοσθένης τειχοποιὸς,
ἐπιστάτης τοῦ μεγίστου τῶν ἔργων· «καὶ πάντας ὅσοι διαχειρίζουσί τι τῶν τῆς
πόλεως πλέον ἢ τριάκονθ᾽ ἡμέρας, καὶ ὅσοι λαμβάνουσιν ἡγεμονίας
δικαστηρίων·» οἱ δὲ τῶν ἔργων ἐπιστάται πάντες ἡγεμονίᾳ χρῶνται δικαστηρίου·
τί τούτους κελεύει ποιεῖν;

[10] Για παράδειγμα, πάρα πολλοί από τους υπόχρεους σε λογοδοσία, αν και
συλλαμβάνονταν επ᾽ αυτοφώρω να καταχρώνται τα χρήματα του δημοσίου,
διέφευγαν από την καταδίκη των δικαστηρίων· και δικαιολογημένα. Γιατί οι
δικαστές ντρέπονταν, υποθέτω, ο ίδιος άνθρωπος, στην ίδια πόλη, ίσως και
στον ίδιο χρόνο, να φανεί ότι τη μιαν ημέρα ανακοινώνεται δημόσια στο
θέατρο ότι στεφανώνεται από τον λαό με χρυσό στεφάνι για την αρετή και τη
δικαιοσύνη του, και λίγο αργότερα ο ίδιος αυτός να βγαίνει από το δικαστήριο
καταδικασμένος για κατάχρηση δημόσιου χρήματος. Γι᾽ αυτό αναγκάζονταν οι
δικαστές να αποφασίζουν όχι για το αδίκημα που εκδίκαζαν εκείνη τη στιγμή,
αλλά για να σώσουν την αξιοπρέπεια του λαού.
[11] Αυτό όμως το τραγελαφικό έπεσε στην αντίληψη κάποιου νομοθέτη, που
θέσπισε νόμο, και μάλιστα πολύ σωστό, που απαγορεύει αυστηρά να
στεφανώνονται οι υπόχρεοι σε λογοδοσία. Ωστόσο, παρά τη σοφή πρόνοια του
νομοθέτη, έχουν επινοηθεί δικαιολογίες για καταστρατήγηση του νόμου, που,
αν δεν σας τις αποκαλύψει κάποιος, θα εξαπατηθείτε χωρίς να το καταλάβετε.
Γιατί μεταξύ αυτών που προτείνουν παρά τους νόμους να στεφανώνονται
άρχοντες υπόχρεοι σε λογοδοσία, υπάρχουν κάποιοι που είναι από τη φύση
τους μετριοπαθείς, αν βέβαια μπορεί να είναι μετριοπαθής κάποιος που
προτείνει παράνομα ψηφίσματα. Αλλά αυτοί κάνουν τουλάχιστον μια
προσπάθεια να σκεπάσουν κάπως τη ντροπή τους· προσθέτουν δηλαδή στα
ψηφίσματά τους να στεφανώνεται ο υπόχρεος σε λογοδοσία «αφού
προηγουμένως λογοδοτήσει και ελεγχθεί για τη διαχείριση του αξιώματός
του.»
[12] Αλλά και με τον τρόπο αυτόν η ζημιά που υφίσταται η πόλη είναι η ίδια,
αφού κατά τη λογοδοσία υπάρχει ήδη προκατάληψη με τους επαίνους και τα
στεφάνια, ενώ ο εισηγούμενος το ψήφισμα δεν κρύβει από τους ακροατές του
ότι έχει κάνει παράνομες προτάσεις, αλλ᾽ ότι ντρέπεται για τα σφάλματά του.
Ο Κτησιφών όμως, Αθηναίοι, καταπατώντας την ισχύουσα νομοθεσία για τους
υπόχρεους σε λογοδοσία και χωρίς να προσθέσει στο ψήφισμά του την
προϋπόθεση που μόλις προ ολίγου ανέφερα, έχει προτείνει να στεφανωθεί ο
Δημοσθένης πριν λογοδοτήσει, πριν ελεγχθεί, ενώ διατηρούσε ακόμη το
δημόσιο αξίωμά του.
[13] Για να αντικρούσουν, Αθηναίοι, όσα έχω πει πριν από λίγο, θα
επικαλεστούν και ένα άλλο επιχείρημα· θα ισχυριστούν δηλαδή ότι τάχα όσα
κάνει κάποιος εκλεγμένος σύμφωνα με ψήφισμα, αυτά δε συνιστούν δημόσιο
λειτούργημα αλλά μιαν επιστασία και προσφορά υπηρεσίας. Θα υποστηρίξουν
ότι δημόσιες αρχές είναι εκείνες που βγάζουν με κλήρο οι θεσμοθέτες στο
Θησείο και εκείνες που ο λαός είθισται να εκλέγει με χειροτονία σε
αρχαιρεσίες των αρχόντων, όπως για παράδειγμα κατά την εκλογή των
στρατηγών, των ιππάρχων και των άλλων αρχών· όλα τα άλλα είναι
επιστασίες που έχουν ανατεθεί κάθε φορά με ψήφισμα.
[14] Στα επιχειρήματά τους θα απαντήσω εγώ με δικό σας νόμο, που εσείς
νομοθετήσατε, επειδή νομίζατε ότι θα βάζατε τέρμα σε παρόμοιες
δικαιολογίες. Στον νόμο αυτό ρητά έχει αναγραφεί «οι αρχές που δίνονται
με χειροτονία». Με μια φράση συμπεριέλαβε ο νομοθέτης όλα τα δημόσια
λειτουργήματα και προσθέτει ότι Αρχές είναι όλες εκείνες που ο λαός
εκλέγει με χειροτονία· ακόμη, λέει, και «οι επιστάτες των δημοσίων
έργων» και ο Δημοσθένης είναι επιμελητής της κατασκευής των τειχών,
επιστάτης του πιο σημαντικού από τα δημόσια έργα. Και συνεχίζει ο νόμος:
«και όλοι όσοι διαχειρίζονται κάποια δημόσια υπηρεσία περισσότερο από
τριάντα ημέρες και όσοι αναλαμβάνουν την προεδρία των δικαστηρίων».
Οι επιστάτες όμως των δημοσίων έργων έχουν όλοι και την προεδρία των
δικαστηρίων.

[15] οὐ διακονεῖν, ἀλλ᾽ «ἄρχειν δοκιμασθέντας ἐν τῷ δικαστηρίῳ», ἐπειδὴ καὶ αἱ


κληρωταὶ ἀρχαὶ οὐκ ἀδοκίμαστοι, ἀλλὰ δοκιμασθεῖσαι ἄρχουσι, «καὶ λόγον καὶ
εὐθύνας ἐγγράφειν πρὸς τοὺς λογιστάς», καθάπερ καὶ τὰς ἄλλας ἀρχὰς κελεύει.
Ὅτι δὲ ἀληθῆ λέγω, τοὺς νόμους αὐτοὺς ὑμῖν ἀναγνώσεται.

ΝΟΜΟΙ

[16] Ὅταν τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἃς ὁ νομοθέτης ἀρχὰς ὀνομάζει, οὗτοι


προσαγορεύωσι πραγματείας καὶ ἐπιμελείας, ὑμέτερον ἔργον ἐστὶν
ἀπομνημονεύειν καὶ ἀντιτάττειν τὸν νόμον πρὸς τὴν τούτων ἀναίδειαν, καὶ
ὑποβάλλειν αὐτοῖς ὅτι οὐ προσδέχεσθε κακοῦργον σοφιστὴν οἰόμενον ῥήμασι
τοὺς νόμους ἀναιρήσειν, ἀλλ᾽ ὅσῳ ἄν τις ἄμεινον λέγῃ παράνομα γεγραφώς,
τοσούτῳ μείζονος ὀργῆς τεύξεται. Χρὴ γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸ αὐτὸ
φθέγγεσθαι τὸν ῥήτορα καὶ τὸν νόμον· ὅταν δὲ ἑτέραν μὲν φωνὴν ἀφιῇ ὁ νόμος,
ἑτέραν δὲ ὁ ῥήτωρ, τῷ τοῦ νόμου δικαίῳ χρὴ διδόναι τὴν ψῆφον, οὐ τῇ τοῦ
λέγοντος ἀναισχυντίᾳ.

[17] Πρὸς δὲ δὴ τὸν ἄφυκτον λόγον ὅν φησι Δημοσθένης, βραχέα βούλομαι


προειπεῖν. Λέξει γὰρ οὗτος· «τειχοποιός εἰμι· ὁμολογῶ· ἀλλ᾽ ἐπιδέδωκα τῇ πόλει
μνᾶς ἑκατόν, καὶ τὸ ἔργον μεῖζον ἐξείργασται. Τίνος οὖν εἰμι ὑπεύθυνος; εἰ μή τις
ἐστὶν εὐνοίας εὔθυνα.» Πρὸς δὴ ταύτην τὴν πρόφασιν ἀκούσατέ μου λέγοντος καὶ
δίκαια καὶ συμφέροντα. Ἐν γὰρ ταύτῃ τῇ πόλει, οὕτως ἀρχαίᾳ οὔσῃ καὶ τηλικαύτῃ
τὸ μέγεθος, οὐδείς ἐστιν ἀνυπεύθυνος τῶν καὶ ὁπωσοῦν πρὸς τὰ κοινὰ
προσεληλυθότων.

[18] Διδάξω δ᾽ ὑμᾶς πρῶτον ἐπὶ τῶν παραδόξων. Οἷον τοὺς ἱερέας καὶ τὰς ἱερείας
ὑπευθύνους εἶναι κελεύει ὁ νόμος, καὶ συλλήβδην ἅπαντας καὶ χωρὶς ἑκάστους
κατὰ σῶμα, τοὺς τὰ ἱερὰ μόνον λαμβάνοντας καὶ τὰς εὐχὰς ὑπὲρ ὑμῶν πρὸς τοὺς
θεοὺς εὐχομένους, καὶ οὐ μόνον ἰδίᾳ, ἀλλὰ καὶ κοινῇ τὰ γένη, Εὐμολπίδας καὶ
Κήρυκας καὶ τοὺς ἄλλους ἅπαντας.

[19] Πάλιν τοὺς τριηράρχους ὑπευθύνους εἶναι κελεύει ὁ νόμος, οὐ τὰ κοινὰ


διαχειρίσαντας, οὐδ᾽ ἀπὸ τῶν ὑμετέρων προσόδων πολλὰ μὲν ὑφῃρημένους,
βραχέα δὲ καταθέντας, ἐπιδιδόναι δὲ φάσκοντας, ἀποδιδόντας δὲ ὑμῖν τὰ
ὑμέτερα, ἀλλ᾽ ὁμολογουμένως τὰς πατρῴας οὐσίας εἰς τὴν πρὸς ὑμᾶς
ἀνηλωκότας φιλοτιμίαν. Οὐ τοίνυν μόνοι οἱ τριήραρχοι, ἀλλὰ καὶ τὰ μέγιστα τῶν
ἐν τῇ πόλει συνεδρίων ὑπὸ τὴν τῶν δικαστῶν ἔρχεται ψῆφον.

[20] Πρῶτον μὲν γὰρ τὴν βουλὴν τὴν ἐν Ἀρείῳ πάγῳ ἐγγράφειν πρὸς τοὺς
λογιστὰς ὁ νόμος κελεύει λόγον καὶ εὐθύνας διδόναι, καὶ τὴν ἐκεῖ σκυθρωπὸν καὶ
τῶν μεγίστων κύριον ἄγει ὑπὸ τὴν ὑμετέραν ψῆφον. Οὐκ ἄρα στεφανωθήσεται ἡ
βουλὴ ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου; οὐδὲ γὰρ πάτριον αὐτοῖς ἐστιν. Οὐκ ἄρα φιλοτιμοῦνται;
πάνυ γε, ἀλλ᾽ οὐκ ἀγαπῶσιν ἐάν τις παρ᾽ αὐτοῖς μὴ
[15] Τι ορίζει ο νόμος να κάνουν αυτοί; Όχι να είναι απλοί υπάλληλοι, αλλά
«να ασκούν εξουσία, αφού πρώτα δοκιμαστούν στο δικαστήριο», διότι,
ακόμη και οι Αρχές που εκλέγονται με κλήρο, δεν εγκαθίστανται χωρίς να
δοκιμαστούν, αλλά εφόσον υποστούν τη νόμιμη δοκιμασία, και «να
λογοδοτούν εγγράφως στους λογιστές για τις πράξεις και την οικονομική
διαχείριση», όπως ακριβώς ορίζει ο νόμος και για τις άλλες γενικά Αρχές.
Και για την αλήθεια των όσων λέω, θα σας διαβάσει ο γραμματέας τους
ίδιους τους νόμους. (ΝΟΜΟΙ)
[16] Όταν λοιπόν, Αθηναίοι, όσα ο νομοθέτης ονομάζει Αρχές αυτοί τα
χαρακτηρίζουν υπηρεσίες και επιστασίες, δικό σας έργο είναι να θυμηθείτε
τον νόμο και να τον αντιτάσσετε στην αναίδειά τους. Δικό σας έργο επίσης
είναι να τους δώσετε να καταλάβουν ότι δεν ανέχεστε έναν πανούργο
σοφιστή να πιστεύει πως μπορεί με τη ρητορική του ικανότητα να πετύχει
την ανατροπή των νόμων, αλλά ότι, όσο καλύτερα αγορεύει όποιος έχει
προτείνει παράνομα ψηφίσματα, τόσο μεγαλύτερη οργή θα αντιμετωπίσει
εκ μέρους σας. Ο ρήτορας και ο νόμος πρέπει να λένε τα ίδια, Αθηναίοι·
όταν όμως συμβεί άλλα να λέει ο νόμος και άλλα ο ρήτορας, τότε πρέπει η
ψήφος να δίνεται στο δίκαιο του νόμου, όχι στην αδιαντροπιά του ρήτορα.
[17] Σχετικά με το ακαταμάχητο τάχα επιχείρημα που προβάλλει ο
Δημοσθένης, θέλω να πω προκαταβολικά λίγα λόγια. Θα ισχυριστεί δηλαδή
αυτός: «είμαι επιστάτης της επισκευής των τειχών· το παραδέχομαι·
ξόδεψα όμως για την πόλη από δικά μου χρήματα εκατό μνες και έχω κάνει
το έργο μεγαλύτερο από ό,τι είχε προγραμματιστεί. Για ποιο πράγμα
λοιπόν είμαι υποχρεωμένος να λογοδοτήσω; Εκτός και αν και η ευεργεσία
υπόκειται σε έλεγχο». Στη δικαιολογία αυτή του Δημοσθένη, ακούστε τώρα
τη δική μου απάντηση, λόγια δίκαια και ωφέλιμα. Σ᾽ αυτήν την πόλη, την
τόσο παλαιά και τόσο μεγάλη, κανένας από όσους έχουν αναλάβει ένα
οποιοδήποτε λειτούργημα προς το δημόσιο δεν είναι απαλλαγμένος από
τον έλεγχο.
[18] Θα σας αναφέρω πρώτα τις πιο απίθανες περιπτώσεις. Για
παράδειγμα, ο νόμος ορίζει οι ιερείς και οι ιέρειες να υπόκεινται σε έλεγχο,
τόσο όλοι μαζί όσο και ο καθένας χωριστά, και εκείνοι που παίρνουν από
σας μόνο τις ιερές προσφορές και αυτοί που προσεύχονται στους θεούς για
σας, και όχι μόνο κατ᾽ ιδίαν ο καθένας αλλά και από κοινού τα διάφορα
ιερατικά γένη, οι Ευμολπίδες, οι Κήρυκες και όλοι οι υπόλοιποι.
[19] Εξάλλου, ο νόμος υποχρεώνει σε έλεγχο και τους τριηράρχους,
μολονότι δεν διαχειρίζονται χρήματα του δημοσίου ούτε και υπεξαιρούν
μεγάλα χρηματικά ποσά από τα δικά σας εισοδήματα και, καταθέτοντας
λίγα, να ισχυρίζονται ότι κάνουν δωρεές, ενώ σας επιστρέφουν τα δικά σας
χρήματα. Αυτοί, κατά κοινή ομολογία, έχουν δαπανήσει την πατρική
περιουσία με τη φιλοδοξία να σας υπηρετήσουν. Ακόμη, όχι μόνο οι
τριήραρχοι αλλά και τα ανώτατα συνέδρια της πόλης υπόκεινται στην
κρίση των δικαστηρίων.
[20] Πρώτα πρώτα λοιπόν ορίζει ο νόμος η Βουλή του Άρειου Πάγου να
δίνει στους λογιστές έγγραφη αιτιολογία των πράξεων και της διαχείρισής
της και οδηγεί υπό τον έλεγχό σας το αυστηρό αυτό και αρμόδιο σώμα για
τα πιο σημαντικά ζητήματα της πολιτείας. Δεν πρέπει άραγε να
στεφανωθεί η Βουλή του Άρειου Πάγου; Όχι, γιατί κάτι τέτοιο δεν είναι
πατροπαράδοτο γι᾽ αυτούς. Άραγε οι Αρεοπαγίτες δεν αγαπούν τις
τιμητικές διακρίσεις; Και πολύ μάλιστα. Ωστόσο, δεν αρκούνται στο να μην
παραβιάζουν τους νόμους,
ἀδικῇ, ἀλλ᾽ ἐάν τις ἐξαμαρτάνῃ, κολάζουσιν· οἱ δὲ ὑμέτεροι ῥήτορες τρυφῶσι.
Πάλιν τὴν βουλὴν τοὺς πεντακοσίους ὑπεύθυνον πεποίηκεν ὁ νομοθέτης.

[21] Καὶ οὕτως ἰσχυρῶς ἀπιστεῖ τοῖς ὑπευθύνοις ὥστ᾽ εὐθὺς ἀρχόμενος τῶν νόμων
λέγει· «ἀρχὴν ὑπεύθυνον» φησὶ «μὴ ἀποδημεῖν.» Ὦ Ἡράκλεις, ὑπολάβοι ἄν τις,
ὅτι ἦρξα, μὴ ἀποδημήσω; ἵνα γε μὴ προλαβὼν χρήματα τῆς πόλεως ἢ πράξεις
δρασμῷ χρήσῃ. Πάλιν ὑπεύθυνον οὐκ ἐᾷ τὴν οὐσίαν καθιεροῦν, οὐδὲ ἀνάθημα
ἀναθεῖναι, οὐδ᾽ ἐκποίητον γενέσθαι, οὐδὲ διαθέσθαι τὰ ἑαυτοῦ, οὐδ᾽ ἄλλα πολλά·
ἑνὶ δὲ λόγῳ ἐνεχυράζει τὰς οὐσίας ὁ νομοθέτης τὰς τῶν ὑπευθύνων, ἕως ἂν λόγον
ἀποδῶσι τῇ πόλει.

[22] Ναί, ἀλλ᾽ ἔστι τις ἄνθρωπος ὃς οὔτ᾽ εἴληφεν οὐδὲν τῶν δημοσίων οὔτ᾽
ἀνήλωκε, προσῆλθε δὲ πρός τι τῶν κοινῶν. Καὶ τοῦτον ἀποφέρειν κελεύει λόγον
πρὸς τοὺς λογιστάς. Καὶ πῶς ὅ γε μηδὲν λαβὼν μηδ᾽ ἀναλώσας ἀποίσει λόγον τῇ
πόλει; αὐτὸς ὑποβάλλει καὶ διδάσκει ὁ νόμος ἃ χρὴ γράφειν· κελεύει γὰρ αὐτὸ
τοῦτο ἐγγράφειν, ὅτι «οὔτ᾽ ἔλαβον οὐδὲν τῶν τῆς πόλεως οὔτ᾽ ἀνήλωσα».
Ἀνυπεύθυνον δὲ καὶ ἀζήτητον καὶ ἀνεξέταστον οὐδέν ἐστι τῶν ἐν τῇ πόλει. Ὅτι δὲ
ἀληθῆ λέγω, αὐτῶν ἀκούσατε τῶν νόμων.

ΝΟΜΟΙ

[23] Ὅταν τοίνυν μάλιστα θρασύνηται Δημοσθένης λέγων ὡς διὰ τὴν ἐπίδοσιν
οὐκ ἔστιν ὑπεύθυνος, ἐκεῖνο αὐτῷ ὑποβάλλετε· «οὐκ οὖν ἐχρῆν σε, ὦ Δημόσθενες,
ἐᾶσαι τὸν τῶν λογιστῶν κήρυκα κηρύξαι τὸ πάτριον καὶ ἔννομον κήρυγμα τοῦτο,
τίς βούλεται κατηγορεῖν; ἔασον ἀμφισβητῆσαί σοι τὸν βουλόμενον τῶν πολιτῶν
ὡς οὐκ ἐπέδωκας, ἀλλ᾽ ἀπὸ πολλῶν ὧν ἔχεις εἰς τὴν τῶν τειχῶν οἰκοδομίαν μικρὰ
κατέθηκας, δέκα τάλαντα εἰς ταῦτα ἐκ τῆς πόλεως εἰληφώς. Μὴ ἅρπαζε τὴν
φιλοτιμίαν, μηδὲ ἐξαιροῦ τῶν δικαστῶν τὰς ψήφους ἐκ τῶν χειρῶν, μηδ᾽
ἔμπροσθεν τῶν νόμων, ἀλλ᾽ ὕστερος πολιτεύου. Ταῦτα γὰρ ὀρθοῖ τὴν
δημοκρατίαν».

[24] Πρὸς μὲν οὖν τὰς κενὰς προφάσεις, ἃς οὗτοι προφασιοῦνται, μέχρι δεῦρο
εἰρήσθω μοι· ὅτι δὲ ὄντως ἦν ὑπεύθυνος ὁ Δημοσθένης, ὅθ᾽ οὗτος εἰσήνεγκε τὸ
ψήφισμα, ἄρχων μὲν τὴν ἐπὶ τὸ θεωρικὸν ἀρχήν, ἄρχων δὲ τὴν τῶν τειχοποιῶν,
οὐδετέρας δέ πω τῶν ἀρχῶν τούτων λόγον ὑμῖν οὐδ᾽ εὐθύνας δεδωκώς, ταῦτ᾽ ἤδη
πειράσομαι ὑμᾶς διδάσκειν ἐκ τῶν δημοσίων γραμμάτων. Καί μοι ἀνάγνωθι ἐπὶ
τίνος ἄρχοντος καὶ ποίου μηνὸς καὶ ἐν τίνι ἡμέρᾳ καὶ ἐν ποίᾳ ἐκκλησίᾳ
ἐχειροτονήθη Δημοσθένης τὴν ἀρχὴν τὴν ἐπὶ τὸ θεωρικόν.

ΨΗΦΙΣΜΑ

Οὐκοῦν εἰ μηδὲν ἔτι τούτου περαιτέρω δείξαιμι, δικαίως ἂν ἁλίσκοιτο Κτησιφῶν·


αἱρεῖ γὰρ αὐτὸν οὐχ ἡ κατηγορία ἡ ἐμή, ἀλλὰ τὰ δημόσια γράμματα.
αλλά, εάν κάποιος από αυτούς υποπίπτει σε κάποιο σφάλμα, τον τιμωρούν.
Οι δικοί σας όμως ρήτορες δεν ενοχλούνται από κάτι τέτοια.
[21] Αλλά και τη Βουλή των πεντακοσίων έχει καταστήσει ο νομοθέτης
υπεύθυνη λογοδοσίας. Και τόσο λίγη εμπιστοσύνη έχει στους υπόχρεους σε
λογοδοσία, ώστε στην αρχή ακόμη του νόμου διευκρινίζει: «άρχοντας
υπόχρεος σε λογοδοσία απαγορεύεται να φύγει από την πόλη». «Μα τον
Ηρακλή», θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί κάποιος, «να μην απομακρυνθώ
από την πόλη, επειδή άσκησα κάποιαν εξουσία! Ναι, για να μη
δραπετεύσεις, παίρνοντας μαζί σου χρήματα ή έγγραφα της πόλης».
Ακόμη, στον υπόχρεο σε λογοδοσία απαγορεύει ο νομοθέτης να αφιερώνει
την περιουσία του, να κάνει αναθήματα και να υιοθετείται, ακόμη να
διαθέτει τα υπάρχοντά του και άλλα πολλά. Με μια λέξη, ο νομοθέτης
δεσμεύει τις περιουσίες των υπόλογων αρχόντων, μέχρις ότου
λογοδοτήσουν στα αρμόδια όργανα της πόλης.
[22] «Ναι, αλλά μπορεί να υπάρχει και κάποιος που δεν έχει πάρει καθόλου
χρήματα από το δημόσιο ούτε και ξόδεψε τίποτε, ανέλαβε όμως κάποιο
δημόσιο λειτούργημα». Ο νόμος ορίζει να λογοδοτεί και αυτός στους
λογιστές. «Μα πώς ένας που δεν πήρε ούτε ξόδεψε χρήματα του δημοσίου
είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει;» Ο ίδιος ο νόμος απαντά και εξηγεί
όσα πρέπει να γράψει· ορίζει δηλαδή να δηλώσει εγγράφως τούτο ακριβώς:
«ούτε πήρα τίποτε από το δημόσιο ούτε ξόδεψα.» Κανένας στην πόλη δεν
είναι ανέλεγκτος· αντίθετα, υπόκειται σε έρευνα και σε εξέταση. Για την
αλήθεια των όσων λέω, ακούστε τους ίδιους τους νόμους. (ΝΟΜΟΙ)
[23] Όταν λοιπόν με τόσο θράσος ο Δημοσθένης ισχυρίζεται ότι δεν είναι
υποχρεωμένος να λογοδοτήσει για τη δωρεά, δώστε του την εξής
απάντηση: Δεν έπρεπε, Δημοσθένη, να αφήσεις τον κήρυκα των λογιστών
να κάνει το πατροπαράδοτο και νόμιμο κήρυγμα: «ποιος επιθυμεί να
διατυπώσει κατηγορία;» Δώσε το δικαίωμα σε όποιον πολίτη θέλει να σου
αμφισβητήσει ότι έκανες δωρεά, και να υποστηρίξει ότι από ένα μεγάλο
ποσό που είχες στην κατοχή σου για την επισκευή των τειχών ξόδεψες
λίγα, ενώ είχες πάρει από την πόλη δέκα τάλαντα γι᾽ αυτόν τον σκοπό.
Μην αρπάζεις λοιπόν τις τιμές μήτε να αποσπάς τις ψήφους μέσα από τα
χέρια των δικαστών μήτε και να προηγείται των νόμων η πολιτική σου
καριέρα, αλλά πρώτα οι νόμοι και ύστερα αυτή.
[24] Όσον αφορά λοιπόν στις ασύστατες δικαιολογίες που θα προφασιστούν
αυτοί, ας είναι αρκετά όσα έχω πει ως εδώ. Ότι πράγματι, όταν ο Κτησιφών
κατέθεσε το ψήφισμα, ήταν ο Δημοσθένης υπόχρεος σε λογοδοσία, επειδή
κατείχε το αξίωμα της διαχείρισης των θεωρικών και της επιστασίας της
επισκευής των τειχών, χωρίς να έχει λογοδοτήσει ακόμη για καμιάν από τις
δύο αυτές αρχές, αυτό θα προσπαθήσω τώρα να σας εξηγήσω με βάση τα
δημόσια έγγραφα. Κάνε μου τη χάρη και διάβασε, γραμματέα, επί ποίου
άρχοντος, ποιό μήνα, ποιάν ημέρα και σε ποιά συνέλευση του λαού
εκλέχτηκε ο Δημοσθένης με χειροτονία ταμίας των θεωρικών. (ΨΗΦΙΣΜΑ)
Επομένως, και αν ακόμη δεν αποδείξω τίποτε πέρα από αυτό, δίκαια θα
καταδικαζόταν ο Κτησιφών· γιατί δεν είναι η δική μου κατηγορία αυτή που
τον ενοχοποιεί αλλά τα δημόσια έγγραφα.

[25] Πρότερον μὲν τοίνυν, ὦ Ἀθηναῖοι, ἀντιγραφεὺς ἦν χειροτονητὸς τῇ πόλει, ὃς


καθ᾽ ἑκάστην πρυτανείαν ἀπελογίζετο τὰς προσόδους τῷ δήμῳ· διὰ δὲ τὴν πρὸς
Εὔβουλον γενομένην πίστιν ὑμῖν οἱ ἐπὶ τὸ θεωρικὸν κεχειροτονημένοι ἦρχον μέν,
πρὶν ἢ τὸν Ἡγήμονος νόμον γενέσθαι, τὴν τοῦ ἀντιγραφέως ἀρχήν, ἦρχον δὲ τὴν
τῶν ἀποδεκτῶν καὶ νεωρίων ἀρχήν, καὶ σκευοθήκην ᾠκοδόμουν, ἦσαν δὲ καὶ
ὁδοποιοί, καὶ σχεδὸν τὴν ὅλην διοίκησιν εἶχον τῆς πόλεως.

[26] Καὶ οὐ κατηγορῶν αὐτῶν οὐδ᾽ ἐπιτιμῶν λέγω, ἀλλ᾽ ἐκεῖνο ὑμῖν ἐνδείξασθαι
βούλομαι ὅτι ὁ μὲν νομοθέτης, ἐάν τις μιᾶς ἀρχῆς τῆς ἐλαχίστης ὑπεύθυνος ᾖ,
τοῦτον οὐκ ἐᾷ, πρὶν ἂν λόγον καὶ εὐθύνας δῷ, στεφανοῦν, ὁ δὲ Κτησιφῶν
Δημοσθένην τὸν συλλήβδην ἁπάσας τὰς Ἀθήνησιν ἀρχὰς ἄρχοντα οὐκ ὤκνησε
γράψαι στεφανῶσαι.

[27] Ὡς τοίνυν καὶ τὴν τῶν τειχοποιῶν ἀρχὴν ἦρχεν, ὅθ᾽ οὗτος τὸ ψήφισμα
ἔγραψε, καὶ τὰ δημόσια χρήματα διεχείριζε, καὶ ἐπιβολὰς ἐπέβαλλε, καθάπερ οἱ
ἄλλοι ἄρχοντες, καὶ δικαστηρίων ἡγεμονίας ἐλάμβανε, τούτων ὑμῖν αὐτὸν
Δημοσθένην μάρτυρα παρέξομαι. Ἐπὶ γὰρ Χαιρώνδου ἄρχοντος, θαργηλιῶνος
μηνὸς δευτέρᾳ φθίνοντος, ἐκκλησίας οὔσης ἔγραψε Δημοσθένης ἀγορὰν ποιῆσαι
τῶν φυλῶν σκιροφοριῶνος δευτέρᾳ ἱσταμένου καὶ τρίτῃ, καὶ ἐπέταξεν ἐν τῷ
ψηφίσματι ἑκάστης τῶν φυλῶν ἑλέσθαι τοὺς ἐπιμελησομένους τῶν ἔργων ἐπὶ τὰ
τείχη καὶ ταμίας, καὶ μάλα ὀρθῶς, ἵν᾽ ἡ πόλις ἔχοι ὑπεύθυνα σώματα, παρ᾽ ὧν
ἔμελλε τῶν ἀνηλωμένων λόγον ἀπολήψεσθαι. Καί μοι λέγε τὸ ψήφισμα.

ΨΗΦΙΣΜΑ

[28] Ναί, ἀλλ᾽ ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο εὐθὺς λέγων ὡς οὔτ᾽ ἔλαχε τειχοποιὸς
οὔτ᾽ ἐχειροτονήθη ὑπὸ τοῦ δήμου. Καὶ περὶ τούτου Δημοσθένης μὲν καὶ Κτησιφῶν
πολὺν ποιήσονται λόγον· ὁ δέ γε νόμος βραχὺς καὶ σαφὴς καὶ ταχὺ λύων τὰς
τούτων τέχνας. Μικρὰ δὲ ὑμῖν ὑπὲρ αὐτῶν πρῶτον προειπεῖν βούλομαι.

[29] Ἔστι γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τῶν περὶ τὰς ἀρχὰς εἴδη τρία, ὧν ἓν μὲν καὶ
φανερώτατον οἱ κληρωτοὶ καὶ οἱ χειροτονητοὶ ἄρχοντες, δεύτερον δὲ ὅσοι τι
διαχειρίζουσι τῶν τῆς πόλεως ὑπὲρ τριάκοντα ἡμέρας καὶ οἱ τῶν δημοσίων ἔργων
ἐπιστάται, τρίτον δ᾽ ἐν τῷ νόμῳ γέγραπται, καὶ εἴ τινες ἄλλοι αἱρετοὶ ἡγεμονίας
δικαστηρίων λαμβάνουσι, καὶ τούτους ἄρχειν δοκιμασθέντας.

[30] Ἐπειδὰν δ᾽ ἀφέλῃ τις τοὺς ὑπὸ τοῦ δήμου κεχειροτονημένους καὶ τοὺς
κληρωτοὺς ἄρχοντας, καταλείπονται οὓς αἱ φυλαὶ καὶ αἱ τριττύες καὶ οἱ δῆμοι ἐξ
ἑαυτῶν αἱροῦνται τὰ δημόσια χρήματα διαχειρίζειν. Τοῦτο δὲ γίγνεται ὅταν,
ὥσπερ νῦν, ἐπιταχθῇ τι ταῖς φυλαῖς, ἢ τάφρους ἐξεργάζεσθαι ἢ τριήρεις
ναυπηγεῖσθαι. Ὅτι δὲ ἀληθῆ λέγω, ἐξ αὐτῶν τῶν νόμων μαθήσεσθε.

ΝΟΜΟΙ
[25] Παλαιότερα λοιπόν, Αθηναίοι, υπήρχε στην πόλη ένας αντιγραφέας
εκλεγμένος με χειροτονία, ο οποίος σε κάθε πρυτανεία έδινε στον λαό
απολογισμό για τα δημόσια έσοδα. Λόγω όμως της προς τον Εύβουλο
εμπιστοσύνης σας, οι εκλεγόμενοι διαχειριστές των θεωρικών κατείχαν
παράλληλα, πριν από τον νόμο του Ηγήμονα, και τα αξιώματα του
αντιγραφέα, του εισπράκτορα των φόρων, της επιστασίας του νεωρίου,
της φροντίδας οικοδόμησης αποθήκης υλικών· είχαν επιπλέον την
επιμέλεια συντήρησης και κατασκευής δρόμων και όλη σχεδόν τη
διακυβέρνηση της πόλης.
[26] Αναφέρω αυτά όχι επικριτικά ούτε και επιτιμητικά προς αυτούς·
απλώς θέλω να δείξω σε σας ότι, ενώ ο νομοθέτης δεν επιτρέπει να
στεφανωθεί πριν λογοδοτήσει για τις πράξεις και τη διαχείριση ο υπόχρεος
σε λογοδοσία και για το πιο ασήμαντο αξίωμα, ο Κτησιφών δεν δίστασε να
προτείνει την απονομή στεφάνου στον Δημοσθένη, μολονότι είχε
περιβληθεί ταυτόχρονα όλα τα αξιώματα στην πόλη της Αθήνας.
[27] Ότι ο Δημοσθένης είχε και το αξίωμα του επιστάτη της επισκευής των
τειχών, όταν ο Κτησιφών πρότεινε το ψήφισμα, ότι διαχειριζόταν τα
δημόσια χρήματα, επέβαλλε πρόστιμα, όπως ακριβώς οι άλλοι άρχοντες,
και προήδρευε στα δικαστήρια, θα σας παρουσιάσω ως μάρτυρα αυτόν τον
ίδιο τον Δημοσθένη. Επί της αρχοντίας λοιπόν του Χαιρώνδα, στις 29 του
Θαργηλιώνα, σε Συνέλευση του λαού ο Δημοσθένης πρότεινε ψήφισμα να
γίνει συνάθροιση των φυλών στις 2 και 3 του Σκιροφοριώνα. Στο ψήφισμα
όρισε να εκλέξει κάθε φυλή τους επιμελητές της επισκευής των τειχών και
τους ταμίες· και πολύ σωστά, για να έχει η πόλη υπεύθυνα άτομα, από τα
οποία σκόπευε να ζητήσει απολογισμό των δαπανών του έργου. Κάνε μου
τη χάρη, γραμματέα, και διάβασε το ψήφισμα. (ΨΗΦΙΣΜΑ)
[28] Ναι, αλλά ο Δημοσθένης αμέσως κιόλας αντιτάσσει προς αυτά το
επιχείρημα ότι ούτε κληρώθηκε επιστάτης της επισκευής των τειχών ούτε
εκλέχτηκε με χειροτονία από τον λαό στο αξίωμα αυτό. Σε αυτό θα
αναφερθούν δια μακρών ο Δημοσθένης και ο Κτησιφών. Ο νόμος όμως είναι
λακωνικός και σαφής και καταρρίπτει αμέσως τα δικολαβίστικα κόλπα
τους. Σχετικά με αυτά, επιθυμώ να σας πω εκ των προτέρων λίγα λόγια.
[29] Όσον αφορά λοιπόν στις αρχές, υπάρχουν, Αθηναίοι, τρεις κατηγορίες.
Πρώτη και πασίγνωστη οι κληρωτοί άρχοντες και όσοι εκλέγονται με
χειροτονία· δεύτερη όσοι διαχειρίζονται τα πράγματα της πόλης για
διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ημερών, καθώς και οι επιστάτες των
δημόσιων έργων· ως τρίτη κατηγορία εξουσίας που αναγράφεται στον
νόμο είναι όσοι γενικά εκλέγονται ως πρόεδροι δικαστηρίων, «και αυτοί να
ασκούν την εξουσίαν, αφού προηγουμένως κριθούν άξιοι γι᾽ αυτή τη θέση.»
[30] Αν τώρα αφαιρέσει κανείς τους εκλεγμένους με χειροτονία και τους
κληρωτούς άρχοντες, υπολείπονται όσοι εκλέγουν ξέχωρα από τα μέλη
τους οι φυλές, οι τριττύες και οι δήμοι, για να διαχειρίζονται τα χρήματα
του δημοσίου. Αυτό γίνεται, όταν, όπως τώρα, δοθεί εντολή στις φυλές ή
για διάνοιξη των τάφρων γύρω από τα τείχη ή τη ναυπήγηση τριήρων. Την
αλήθεια των όσων λέω θα τη μάθετε από τους ίδιους τους νόμους.
(ΝΟΜΟΙ)
[31] Ἀναμνήσθητε δὴ τοὺς προειρημένους λόγους, ὅτι ὁ μὲν νομοθέτης τοὺς ἐκ
τῶν φυλῶν ἄρχειν κελεύει δοκιμασθέντας ἐν τῷ δικαστηρίῳ, ἡ δὲ Πανδιονὶς φυλὴ
ἄρχοντα καὶ τειχοποιὸν ἀπέδειξε Δημοσθένην, ὃς ἐκ τῆς διοικήσεως εἰς ταῦτα ἔχει
μικροῦ δεῖν δέκα τάλαντα, ἕτερος δ᾽ ἀπαγορεύει νόμος ἀρχὴν ὑπεύθυνον μὴ
στεφανοῦν, ὑμεῖς δὲ ὀμωμόκατε κατὰ τοὺς νόμους ψηφιεῖσθαι, ὁ δὲ ῥήτωρ
γέγραφε τὸν ὑπεύθυνον στεφανοῦν, οὐ προσθεὶς «ἐπειδὰν δῷ λόγον καὶ
εὐθύνας», ἐγὼ δὲ ἐξελέγχω τὸ παράνομον μάρτυρας ἅμα τοὺς νόμους καὶ τὰ
ψηφίσματα καὶ τοὺς ἀντιδίκους παρεχόμενος. Πῶς οὖν ἄν τις περιφανέστερον
ἐπιδείξειεν ἄνθρωπον παρανομώτατα γεγραφότα;

[32] Ὡς τοίνυν καὶ τὴν ἀνάρρησιν τοῦ στεφάνου παρανόμως ἐν τῷ ψηφίσματι


κελεύει γίγνεσθαι, καὶ τοῦθ᾽ ὑμᾶς διδάξω. Ὁ γὰρ νόμος διαρρήδην κελεύει, ἐὰν
μέν τινα στεφανοῖ ἡ βουλή, ἐν τῷ βουλευτηρίῳ ἀνακηρύττεσθαι, ἐὰν δὲ ὁ δῆμος,
ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἄλλοθι δὲ μηδαμοῦ. Καί μοι λέγε τὸν νόμον.

ΝΟΜΟΣ

[33] Οὗτος ὁ νόμος, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ μάλα καλῶς ἔχει. Οὐ γὰρ οἶμαι ᾤετο
δεῖν ὁ νομοθέτης τὸν ῥήτορα σεμνύνεσθαι πρὸς τοὺς ἔξωθεν, ἀλλ᾽ ἀγαπᾶν ἐν
αὐτῇ τῇ πόλει τιμώμενον ὑπὸ τοῦ δήμου καὶ μὴ ἐργολαβεῖν ἐν τοῖς κηρύγμασιν. Ὁ
μὲν οὖν νομοθέτης οὕτως· ὁ δὲ Κτησιφῶν πῶς; ἀναγίγνωσκε τὸ ψήφισμα.

ΨΗΦΙΣΜΑ

[34] Ἀκούετε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι ὁ μὲν νομοθέτης κελεύει ἐν τῷ δήμῳ ἐν


Πυκνὶ τῇ ἐκκλησίᾳ ἀνακηρύττειν τὸν ὑπὸ τοῦ δήμου στεφανούμενον, ἄλλοθι δὲ
μηδαμοῦ, Κτησιφῶν δὲ ἐν τῷ θεάτρῳ, οὐ τοὺς νόμους μόνον ὑπερβάς, ἀλλὰ καὶ
τὸν τόπον μετενεγκών, οὐδὲ ἐκκλησιαζόντων Ἀθηναίων, ἀλλὰ τραγῳδῶν
γιγνομένων καινῶν, οὐδ᾽ ἐναντίον τοῦ δήμου, ἀλλ᾽ ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, ἵν᾽
ἡμῖν συνειδῶσιν οἷον ἄνδρα τιμῶμεν.

[35] Οὕτω τοίνυν περιφανῶς παράνομα γεγραφώς, παραταχθεὶς μετὰ


Δημοσθένους ἐποίσει τέχνας τοῖς νόμοις· ἃς ἐγὼ δηλώσω καὶ προερῶ ὑμῖν, ἵνα μὴ
λάθητε ἐξαπατηθέντες. Οὗτοι γάρ, ὡς μὲν οὐκ ἀπαγορεύουσιν οἱ νόμοι τὸν ὑπὸ
τοῦ δήμου στεφανούμενον μὴ κηρύττειν ἔξω τῆς ἐκκλησίας, οὐχ ἕξουσι λέγειν,
οἴσουσι δὲ εἰς τὴν ἀπολογίαν τὸν Διονυσιακὸν νόμον, καὶ χρήσονται τοῦ νόμου
μέρει τινὶ κλέπτοντες τὴν ἀκρόασιν ὑμῶν,

[36] καὶ παρέξονται νόμον οὐδὲν προσήκοντα τῇδε τῇ γραφῇ, καὶ λέξουσιν ὡς εἰσὶ
τῇ πόλει δύο νόμοι κείμενοι περὶ τῶν κηρυγμάτων, εἷς μέν, ὃν νῦν ἐγὼ παρέχομαι,
διαρρήδην ἀπαγορεύων τὸν ὑπὸ τοῦ δήμου στεφανούμενον μὴ κηρύττεσθαι ἔξω
τῆς ἐκκλησίας, ἕτερον δ᾽ εἶναι νόμον φήσουσιν ἐναντίον τούτῳ, τὸν δεδωκότα
ἐξουσίαν ποιεῖσθαι τὴν ἀνάρρησιν τοῦ στεφάνου τραγῳδοῖς ἐν τῷ θεάτρῳ, ἐὰν
[31] Θυμηθείτε λοιπόν όσα σας είπα προηγουμένως· ο νομοθέτης ορίζει οι
εκλεγμένοι από τις φυλές να ασκούν τα καθήκοντα του άρχοντα μετά τη
δοκιμασία τους στο δικαστήριο· η Πανδιονίδα φυλή ανέδειξε άρχοντα και
επιστάτη της επισκευής των τειχών τον Δημοσθένη, ο οποίος για το έργο
αυτό εισέπραξε από τη διοίκηση οικονομικών δέκα περίπου τάλαντα. Ένας
άλλος νόμος απαγορεύει να στεφανώνεται άρχοντας πριν τη λογοδοσία και
εσείς έχετε ορκιστεί ότι θα ψηφίσετε σύμφωνα με τους νόμους· ο
Κτησιφών, από τη μεριά του, έχει προτείνει να στεφανωθεί ο Δημοσθένης,
ενώ οφείλει να δώσει λόγο, χωρίς να προσθέσει στο ψήφισμά του «με την
προϋπόθεση ότι θα λογοδοτήσει για τις πράξεις του και την οικονομική
διαχείριση.» Και εγώ, από την πλευρά μου, αποκαλύπτω την παρανομία,
παρουσιάζοντας ως μάρτυρες συνάμα τους νόμους, τα ψηφίσματα και τους
ίδιους τους αντιδίκους μου. Πώς λοιπόν θα μπορούσε κανείς να αποδείξει
εναργέστερα ότι ο άνθρωπος αυτός έχει εισηγηθεί τα πιο παράνομα
πράγματα;
[32] Ότι και η διαδικασία ανακήρυξης του στεφάνου που προτείνει στο
ψήφισμα ο Κτησιφών είναι παράνομη, και επ᾽ αυτού θα σας ενημερώσω. Ο
νόμος ορίζει ρητά, εάν πρόκειται να στεφανώσει κάποιον η Βουλή, η
ανακήρυξη να γίνεται στο Βουλευτήριο, εάν όμως ο λαός, η ανακήρυξη να
γίνεται στον χώρο της Εκκλησίας του Δήμου, «πουθενά αλλού». Κάνε μου
τη χάρη, γραμματέα, και διάβασε τον νόμο. (ΝΟΜΟΣ)
[33] Αυτός ο νόμος, Αθηναίοι, είναι πολύ σωστός. Γιατί, φαντάζομαι, ο
νομοθέτης πίστευε ότι δεν πρέπει ο ρήτορας να κάνει επίδειξη μπροστά
στους ξένους θεατές, αλλά να είναι ευχαριστημένος που μέσα στην ίδια
του την πόλη τιμάται από τον λαό και όχι να επιδιώκει πολιτική
εκμετάλλευση με τα κηρύγματα στο θέατρο. Έτσι σκέφτηκε ο νομοθέτης·
πώς όμως σκέφτηκε ο Κτησιφών; Διάβασε το ψήφισμα. (ΨΗΦΙΣΜΑ)
[34] Ακούτε, Αθηναίοι, ότι ο νομοθέτης ορίζει, όποιος στεφανώνεται από
τον λαό, να γίνεται η ανακήρυξη ενώπιον του λαού στην Πνύκα, όπου
συνέρχεται η Εκκλησία του Δήμου, «πουθενά αλλού». Ο Κτησιφών όμως
πρότεινε να γίνει η ανακήρυξη στο θέατρο· έτσι, όχι μόνο παρέβη τους
νόμους, αλλά άλλαξε και τον τόπο της τελετής, και όχι σε ώρα
συνεδρίασης των Αθηναίων, αλλά κατά τη διδασκαλία των νέων
τραγωδιών, πράγμα που σημαίνει όχι μόνο ενώπιον του αθηναϊκού κοινού
αλλά και ενώπιον των Ελλήνων, για να μάθουν και αυτοί μαζί με εμάς
ποιον άνδρα τιμούμε.
[35] Ενώ λοιπόν ο Κτησιφών έχει προτείνει παράνομο ψήφισμα τόσο
απροκάλυπτα, θα προσπαθήσει μαζί με τον Δημοσθένη να επιτεθεί στους
νόμους με διάφορα τεχνάσματα. Αυτά εγώ θα σας τα αποκαλύψω και θα
σας προειδοποιήσω, για να μην εξαπατηθείτε χωρίς να το καταλάβετε.
Γιατί αυτοί δεν θα μπορέσουν να υποστηρίξουν ότι δεν απαγορεύουν οι
νόμοι να γίνεται η απονομή του στεφάνου εκτός της Εκκλησίας του Δήμου
γι᾽ αυτόν που στεφανώνεται από τον λαό. Θα επικαλεστούν όμως κατά την
απολογία τους τον Διονυσιακό νόμο, και μάλιστα θα κάνουν χρήση μέρους
του νόμου αυτού, για να σας εξαπατήσουν.
[36] Με τον τρόπο αυτόν θα παρουσιάσουν έναν νόμο εντελώς άσχετο με
αυτή την καταγγελία και θα ισχυριστούν πως υπάρχουν τάχα στην πόλη δύο
νόμοι για τις ανακηρύξεις στεφάνων. Ο ένας είναι αυτός που παρουσίασα
τώρα εγώ και που ρητά απαγορεύει να γίνεται η ανακήρυξη αυτού που
στεφανώνεται από το λαό εκτός Εκκλησίας του Δήμου. Θα υποστηρίξουν
όμως ότι υπάρχει και δεύτερος νόμος αντίθετος προς αυτόν, που δίνει τη
δυνατότητα να γίνεται η ανακήρυξη του στεφάνου στο θέατρο κατά τη
διδασκαλία νέων τραγωδιών
ψηφίσηται ὁ δῆμος· κατὰ δὴ τοῦτον τὸν νόμον φήσουσι γεγραφέναι τὸν
Κτησιφῶντα.

[37] Ἐγὼ δὲ πρὸς τὰς τούτων τέχνας παρέξομαι συνηγόρους τοὺς νόμους τοὺς
ὑμετέρους, ὅπερ διατελῶ σπουδάζων παρὰ πᾶσαν τὴν κατηγορίαν. Εἰ γὰρ τοῦτό
ἐστιν ἀληθές, καὶ τοιοῦτον ἔθος παραδέδυκεν ὑμῶν εἰς τὴν πολιτείαν ὥστ᾽
ἀκύρους νόμους ἐν τοῖς κυρίοις ἀναγεγράφθαι, καὶ δύο περὶ μιᾶς πράξεως
ὑπεναντίους ἀλλήλοις, τί ἂν ἔτι ταύτην εἴποι τις εἶναι τὴν πολιτείαν, ἐν ᾗ ταὐτὰ
προστάττουσιν οἱ νόμοι ποιεῖν καὶ μὴ ποιεῖν;

[38] ἀλλ᾽ οὐκ ἔχει ταῦθ᾽ οὕτως· μήθ᾽ ὑμεῖς ποτε εἰς τοσαύτην ἀταξίαν τῶν νόμων
προβαίητε, οὔτε ἠμέληται περὶ τῶν τοιούτων τῷ νομοθέτῃ τῷ τὴν δημοκρατίαν
καταστήσαντι, ἀλλὰ διαρρήδην προστέτακται τοῖς θεσμοθέταις καθ᾽ ἕκαστον
ἐνιαυτὸν διορθοῦν ἐν τῷ δήμῳ τοὺς νόμους, ἀκριβῶς ἐξετάσαντας καὶ
σκεψαμένους εἴ τις ἀναγέγραπται νόμος ἐναντίος ἑτέρῳ νόμῳ, ἢ ἄκυρος ἐν τοῖς
κύριοις, ἢ εἴ που εἰσὶ νόμοι πλείους ἑνὸς ἀναγεγραμμένοι περὶ ἑκάστης πράξεως.

[39] Κἄν τι τοιοῦτον εὑρίσκωσιν, ἀναγεγραφότας ἐν σανίσιν ἐκτιθέναι κελεύει


πρόσθεν τῶν ἐπωνύμων, τοὺς δὲ πρυτάνεις ποιεῖν ἐκκλησίαν ἐπιγράψαντας
νομοθέτας, τὸν δ᾽ ἐπιστάτην τῶν προέδρων διαχειροτονίαν διδόναι τῷ δήμῳ, καὶ
τοὺς μὲν ἀναιρεῖν τῶν νόμων, τοὺς δὲ καταλείπειν, ὅπως ἂν εἷς ᾖ νόμος καὶ μὴ
πλείους ἑκάστης πράξεως. Καί μοι λέγε τοὺς νόμους.

ΝΟΜΟΙ

[40] Εἰ τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀληθὴς ἦν ὁ παρὰ τούτων λόγος καὶ ἦσαν δύο
κείμενοι νόμοι περὶ τῶν κηρυγμάτων, ἐξ ἀνάγκης οἶμαι τῶν μὲν θεσμοθετῶν
ἐξευρόντων, τῶν δὲ πρυτάνεων ἀποδόντων τοῖς νομοθέταις ἀνῄρητ᾽ ἂν ὁ ἕτερος
τῶν νόμων, ἤτοι ὁ τὴν ἐξουσίαν δεδωκὼς ἀνειπεῖν ἢ ὁ ἀπαγορεύων· ὁπότε δὲ
μηδὲν τούτων γεγένηται, φανερῶς δή που ἐξελέγχονται οὐ μόνον ψευδῆ
λέγοντες, ἀλλὰ καὶ παντελῶς ἀδύνατα γενέσθαι.

[41] Ὅθεν δὲ δὴ τὸ ψεῦδος τοῦτο ἐπιφέρουσιν, ἐγὼ διδάξω ὑμᾶς, προειπὼν ὧν


ἕνεκα οἱ νόμοι ἐτέθησαν οἱ περὶ τῶν ἐν τῷ θεάτρῳ κηρυγμάτων. Γιγνομένων γὰρ
τῶν ἐν ἄστει τραγῳδῶν ἀνεκήρυττόν τινες, οὐ πείσαντες τὸν δῆμον, οἱ μὲν ὅτι
στεφανοῦνται ὑπὸ τῶν φυλετῶν, ἕτεροι δ᾽ ὑπὸ τῶν δημοτῶν· ἄλλοι δέ τινες
ὑποκηρυξάμενοι τοὺς αὑτῶν οἰκέτας ἀφίεσαν ἀπελευθέρους, μάρτυρας τοὺς
Ἕλληνας ποιούμενοι.

[42] Ὃ δ᾽ ἦν ἐπιφθονώτατον, προξενίας εὑρημένοι τινὲς ἐν ταῖς ἔξω πόλεσι,


διεπράττοντο ἀναγορεύεσθαι ὅτι στεφανοῖ αὐτοὺς ὁ δῆμος, εἰ οὕτω τύχοι, ὁ τῶν
Ῥοδίων ἢ Χίων ἢ καὶ ἄλλης τινὸς πόλεως ἀρετῆς ἕνεκα καὶ ἀνδραγαθίας. Καὶ
ταῦτ᾽ ἔπραττον οὐχ ὥσπερ οἱ ὑπὸ τῆς βουλῆς τῆς ὑμετέρας στεφανούμενοι ἢ ὑπὸ
«εφόσον το αποφασίσει ο λαός». Και, προφανώς, θα υποστηρίξουν ότι ο
Κτησιφών έχει προτείνει το ψήφισμα σύμφωνα με αυτόν τον νόμο.
[37] Αλλά εγώ, για να αντικρούσω τα τεχνάσματά τους, θα παρουσιάσω
συνηγόρους τους νόμους σας, πράγμα που φροντίζω να κάνω συνεχώς σε
όλη τη διάρκεια της δίκης. Γιατί, αν είναι αλήθεια αυτό, αν δηλαδή έχει
παρεισφρήσει στο πολίτευμά μας μια τέτοια συνήθεια, ώστε άκυροι νόμοι
να συμπεριλαμβάνονται ανάμεσα στους έγκυρους και να υπάρχουν δύο
αντίθετοι μεταξύ τους για την ίδια περίπτωση, πώς θα μπορούσε πια να
ονομάσει κανείς ένα τέτοιο πολίτευμα, στο οποίο τα ίδια πράγματα ο ένας
νόμος επιτρέπει να γίνονται, ο άλλος τα απαγορεύει;
[38] Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα· μακάρι να μη φτάσετε ποτέ σε
τέτοια αναρχία των νόμων· ούτε ο νομοθέτης που έβαλε τα θεμέλια της
δημοκρατίας έχει αδιαφορήσει γι᾽ αυτές τις περιπτώσεις. Αντίθετα
μάλιστα, έχει δώσει ρητή εντολή στους θεσμοθέτες να προβαίνουν κάθε
χρόνο σε διόρθωση των νόμων σε συνεδριάσεις του Δήμου, ύστερα από
προσεκτική εξέταση και έρευνα μήπως έχει συμπεριληφθεί στη νομοθεσία
κάποιος νόμος αντίθετος προς άλλον ή άκυρος ανάμεσα στους έγκυρους ή
αν έχουν συμπεριληφθεί περισσότεροι του ενός νόμοι για την ίδια
περίπτωση.
[39] Αν οι θεσμοθέτες διαπιστώσουν κάτι τέτοιο, ορίζει ο νομοθέτης να το
γράψουν σε πινακίδες και να το θέσουν σε κοινή θέα μπροστά από τα
αγάλματα των Επώνυμων ηρώων· στη συνέχεια, οι πρυτάνεις να ορίζουν
τους νομοθέτες και να καλούν τον λαό σε συνέλευση, ο επιστάτης των
προέδρων να δίνει στον λαό τη δυνατότητα να αποφασίζει με χειροτονία
για ακύρωση των μεν ή διατήρηση των δε, για να υπάρχει ένας νόμος και
όχι περισσότεροι για κάθε περίπτωση. Κάνε μου τη χάρη, γραμματέα, και
διάβασε τους νόμους. (ΝΟΜΟΙ)
[40] Εάν λοιπόν, Αθηναίοι, ήταν σωστός ο ισχυρισμός τους και ήταν σε
ισχύ δύο νόμοι για την ανακήρυξη των στεφάνων, σίγουρα θα το είχαν
εντοπίσει, πιστεύω, οι θεσμοθέτες και οι πρυτάνεις θα το ανέθεταν στους
νομοθέτες. Έτσι, θα είχε καταργηθεί ο ένας από τους δύο νόμους, ή αυτός
που έχει δώσει τη δυνατότητα της ανακήρυξης ή αυτός που το
απαγορεύει. Τη στιγμή όμως που δεν έχει γίνει τίποτε από αυτά, είναι
ολοφάνερο ότι όχι μόνο λένε ψέματα αλλά και πράγματα που είναι εντελώς
αδύνατον να γίνουν.
[41] Από πού όμως αντλούν αυτά τα ψέματα, εγώ θα σας εξηγήσω, αφού
πω προηγουμένως για ποιους λόγους θεσπίστηκαν οι νόμοι που αφορούν
στις ανακηρύξεις στο θέατρο. Στη γιορτή λοιπόν των «εν άστει
Διονυσίων», κατά τη διδασκαλία των νέων τραγωδιών στο θέατρο,
συνέβαινε να γίνονται ανακοινώσεις από μερικούς, χωρίς τη συγκατάθεση
του Δήμου· άλλοι ανάγγελναν ότι στεφανώνονται από τα μέλη της φυλής
τους, άλλοι από τους συνδημότες τους· άλλοι, εξάλλου, ότι μέσω του
κήρυκα άφηναν ελεύθερους τους δούλους τους, επικαλούμενοι ως
μάρτυρες τους Έλληνες.
[42] Και το πιο αξιοκατάκριτο όλων, κάποιοι που είχαν πετύχει τον τίτλο
του Προξένου ξένων πόλεων κατόρθωναν να γίνεται δημόσια η αναγγελία
ότι τους στεφανώνει, για παράδειγμα, ο δήμος των Ροδίων ή των Χίων ή
οποιασδήποτε άλλης πόλης για την αρετή και την ακεραιότητά τους. Και
προέβαιναν σ᾽ αυτές τις ενέργειες όχι όπως αυτοί που στεφανώνονταν από
τη Βουλή σας ή από τον Δήμο,
τοῦ δήμου, πείσαντες ὑμᾶς καὶ μετὰ ψηφίσματος, πολλὴν χάριν καταθέμενοι,
ἀλλ᾽ αὐτοὶ προελόμενοι, ἄνευ δόγματος ὑμετέρου.

[43] Ἐκ δὲ τούτου τοῦ τρόπου συνέβαινε τοὺς μὲν θεατὰς καὶ τοὺς χορηγοὺς καὶ
τοὺς ἀγωνιστὰς ἐνοχλεῖσθαι, τοὺς δὲ ἀνακηρυττομένους ἐν τῷ θεάτρῳ μείζοσι
τιμαῖς τιμᾶσθαι τῶν ὑπὸ τοῦ δήμου στεφανουμένων. Τοῖς μὲν γὰρ ἀπεδέδεικτο
τόπος ἡ ἐκκλησία ἐν ᾗ χρῆν στεφανοῦσθαι, καὶ ἀπείρητο ἄλλοθι μηδαμοῦ
κηρύττεσθαι· οἱ δὲ ἀνηγορεύοντο ἐναντίον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων· κἀκεῖνοι μὲν
μετὰ ψηφίσματος, πείσαντες ὑμᾶς, οὗτοι δ᾽ ἄνευ ψηφίσματος.

[44] Συνιδὼν δή τις ταῦτα νομοθέτης, τίθησι νόμον οὐδὲν ἐπικοινωνοῦντα τῷ περὶ
τῶν ὑπὸ τοῦ δήμου στεφανουμένων νόμῳ, οὔτε λύσας ἐκεῖνον· οὐδὲ γὰρ ἡ
ἐκκλησία ἠνωχλεῖτο, ἀλλὰ τὸ θέατρον· οὔτ᾽ ἐναντίον τοῖς πρότερον κειμένοις
τιθείς· οὐ γὰρ ἔξεστιν· ἀλλὰ περὶ τῶν ἄνευ ψηφίσματος ὑμετέρου στεφανουμένων
ὑπὸ τῶν φυλετῶν καὶ δημοτῶν, καὶ περὶ τῶν τοὺς οἰκέτας ἀπελευθερούντων, καὶ
περὶ τῶν ξενικῶν στεφάνων, καὶ διαρρήδην ἀπαγορεύει μήτ᾽ οἰκέτην
ἀπελευθεροῦν ἐν τῷ θεάτρῳ, μήθ᾽ ὑπὸ τῶν φυλετῶν ἢ δημοτῶν ἀναγορεύεσθαι
στεφανούμενον, μήθ᾽ ὑπ᾽ ἄλλου, φησὶ, μηδενός, ἢ ἄτιμον εἶναι τὸν κήρυκα.

[45] Ὅταν οὖν ἀποδείξῃ τοῖς μὲν ὑπὸ τῆς βουλῆς στεφανουμένοις τὸ
βουλευτήριον ἀναρρηθῆναι, τοῖς δ᾽ ὑπὸ τοῦ δήμου στεφανουμένοις τὴν
ἐκκλησίαν, τοῖς δ᾽ ὑπὸ τῶν δημοτῶν στεφανουμένοις καὶ φυλετῶν ἀπείπῃ μὴ
κηρύττεσθαι τοῖς τραγῳδοῖς, ἵνα μηδεὶς ἐρανίζων στεφάνους καὶ κηρύγματα
ψευδῆ φιλοτιμίαν κτᾶται, προσαπείπῃ δ᾽ ἐν τῷ νόμῳ μηδ᾽ ὑπὸ ἄλλου μηδενὸς
ἀνακηρύττεσθαι, ἀπούσης βουλῆς καὶ δήμου καὶ φυλετῶν καὶ δημοτῶν, — ὅταν
δέ τις ταῦτα ἀφέλῃ, τί τὸ καταλειπόμενόν ἐστι πλὴν οἱ ξενικοὶ στέφανοι;

[46] Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, μέγα σημεῖον ὑμῖν τούτου ἐξ αὐτῶν τῶν νόμων ἐπιδείξω.
Αὐτὸν γὰρ τὸν χρυσοῦν στέφανον, ὃς ἂν ἐν τῷ θεάτρῳ τῷ ἐν ἄστει ἀναρρηθῇ,
ἱερὸν εἶναι τῆς Ἀθηνᾶς ὁ νόμος κελεύει, ἀφελόμενος τὸν στεφανούμενον. Καίτοι
τίς ἂν ὑμῶν τολμήσειε τοσαύτην ἀνελευθερίαν καταγνῶναι τοῦ δήμου τοῦ
Ἀθηναίων; μὴ γὰρ ὅτι πόλις, ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἂν ἰδιώτης οὐδὲ εἷς οὕτως ἀγεννὴς γένοιτο
ὥστε ὃν αὐτὸς ἔδωκε στέφανον ἅμα καὶ ἀνακηρύττειν καὶ ἀφαιρεῖσθαι καὶ
καθιεροῦν. Ἀλλ᾽ οἶμαι διὰ τὸ ξενικὸν εἶναι τὸν στέφανον καὶ ἡ καθιέρωσις
γίγνεται, ἵνα μηδεὶς ἀλλοτρίαν εὔνοιαν περὶ πλείονος ποιούμενος τῆς πατρίδος
χείρων γένηται τὴν ψυχήν.

[47] Ἀλλ᾽ οὐκ ἐκεῖνον τὸν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ στέφανον ἀναρρηθέντα οὐδεὶς καθιεροῖ,
ἀλλ᾽ ἔξεστι κεκτῆσθαι, ἵνα μὴ μόνον αὐτός, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐξ ἐκείνου, ἔχοντες ἐν τῇ
οἰκίᾳ τὸ ὑπόμνημα,
ύστερα δηλαδή από δική σας έγκριση και κατόπιν σχετικού ψηφίσματος, ως
αναγνώριση των προς εσάς υπηρεσιών, αλλά ενεργώντας αυθαίρετα,
χωρίς δική σας απόφαση.
[43] Με αυτόν όμως τον τρόπο συνέβαινε οι μεν θεατές, οι χορηγοί και οι
ηθοποιοί να ενοχλούνται, οι δε ανακηρυσσόμενοι στο θέατρο να
αποκομίζουν μεγαλύτερες τιμές από αυτούς που στεφάνωνε ο Δήμος. Γιατί
για τους τελευταίους, ως τόπος στον οποίο έπρεπε να στεφανώνονται, είχε
οριστεί η Εκκλησία του Δήμου και είχε απαγορευτεί να γίνεται κάπου
αλλού η ανακήρυξη του στεφάνου, ενώ η αναγόρευση των άλλων γινόταν
ενώπιον όλων των Ελλήνων· εκείνοι ύστερα από δική σας πρόταση και
έγκριση, ενώ γι᾽ αυτούς δεν χρειαζόταν ψήφισμα.
[44] Παρατηρώντας αυτά κάποιος νομοθέτης, θέσπισε νόμο, άσχετο
βέβαια εντελώς με τον αφορώντα στην απονομή στεφάνου από τον λαό, γι᾽
αυτό και δεν ακύρωσε και εκείνον· γιατί δεν ενοχλούνταν η Εκκλησία του
Δήμου αλλά οι θεατές του θεάτρου. Ούτε και ήταν ο νόμος αυτός
αντίθετος προς τους προηγούμενους, αφού, άλλωστε, δεν επιτρέπεται κάτι
τέτοιο, αλλά αφορούσε σε όσους στεφανώνονταν από τα μέλη της φυλής
τους ή από τους συνδημότες τους, χωρίς να απαιτείται δικό σας ψήφισμα·
επίσης εκείνους που απελευθέρωναν τους δούλους τους, καθώς και αυτούς
που στεφανώνονταν από κάποια ξένη πόλη. Ρητά όμως απαγορεύει ο νόμος
αυτός να αναγγέλλεται στο θέατρο η απελευθέρωση δούλου και η απονομή
στεφάνου από μέλη της φυλής ή από συνδημότες ή από οποιονδήποτε
άλλον· διαφορετικά, να τιμωρείται με στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ο
κήρυκας που παραβαίνει τις διατάξεις.
[45] Όταν λοιπόν ο νομοθέτης ορίζει για μεν τους στεφανουμένους από τη
Βουλή να γίνεται η ανακήρυξη στο Βουλευτήριο, για δε τους
στεφανουμένους από τον λαό στην Εκκλησία του Δήμου, ενώ για τους
στεφανουμένους από τους συνδημότες και τα μέλη της φυλής απαγορεύει
να ανακηρύσσονται στο θέατρο κατά τη διδασκαλία των νέων τραγωδιών,
για να μην αποκτά κανείς ψεύτικες τιμές μαζεύοντας σαν ζητιάνος
στεφάνια και κηρύγματα, όταν ακόμη ο νομοθέτης προσθέτει στον νόμο
και διάταξη να μη γίνεται η ανακήρυξη από κανέναν άλλον, εφόσον έχουν
αποκλειστεί Βουλή, λαός, μέλη της φυλής και συνδημότες — όταν λοιπόν
αφαιρέσει κανείς όλα αυτά, τι απομένει εκτός από την απονομή στεφάνων
από τις ξένες πόλεις;
[46] Για την αλήθεια των λεγομένων μου θα σας παρουσιάσω αδιάσειστη
απόδειξη, αντλώντας την από τους ίδιους τους νόμους. Ο συγκεκριμένος
νόμος ορίζει το ίδιο το χρυσό στεφάνι που ανακηρύσσεται στο θέατρο
κατά τη γιορτή των εν άστει Διονυσίων να αφιερώνεται στην Αθηνά,
αφαιρώντας το από τον δικαιούχο. Αλήθεια, ποιος από σας θα τολμούσε να
κατηγορήσει τον λαό της Αθήνας για τόση μικροπρέπεια; Γιατί, όχι μόνο
πόλη αλλά ούτε και απλός πολίτης θα μπορούσε να φερθεί με τόσην
απρέπεια, ώστε το στεφάνι που ο ίδιος έδωσε σε κάποιον, αμέσως μετά την
ανακήρυξη να του το αφαιρεί και να το αφιερώνει σε άλλον, έστω και σε
θεό! Η αφιέρωση του στεφάνου στην Αθηνά γίνεται, κατά τη γνώμη μου,
λόγω της προέλευσής του από ξένη πόλη, για να μη διαφθείρεται κανένας
ψυχικά, θεωρώντας την ξένη εύνοια σπουδαιότερη από την εύνοια της
δικής του πατρίδας.
[47] Αλλά εκείνο το στεφάνι που ανακηρύσσεται στην Εκκλησία του Δήμου
κανένας δεν το αφιερώνει πουθενά· αντίθετα, επιτρέπεται να αποτελεί
κτήμα του δικαιούχου, για να το κρατούν στο σπίτι τους ως ενθύμιο, όχι
μόνο ο ίδιος αλλά και οι απόγονοί του

μηδέποτε κακοὶ τὴν ψυχὴν εἰς τὸν δῆμον γίγνωνται. Καὶ διὰ τοῦτο προσέθηκεν ὁ
νομοθέτης μὴ κηρύττεσθαι τὸν ἀλλότριον στέφανον ἐν τῷ θεάτρῳ, ἐὰν μὴ
ψηφίσηται ὁ δῆμος, ἵν᾽ ἡ πόλις ἡ βουλομένη τινὰ τῶν ὑμετέρων στεφανοῦν
πρέσβεις πέμψασα δεηθῇ τοῦ δήμου, ἵνα κηρυττόμενος μείζω χάριν εἰδῇ τῶν
στεφανούντων ὑμῖν ὅτι κηρύξαι ἐπετρέψατε. Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, τῶν νόμων
αὐτῶν ἀκούσατε.

ΝΟΜΟΙ

[48] Ἐπειδὰν τοίνυν ἐξαπατῶντες ὑμᾶς λέγωσιν ὡς προσγέγραπται ἐν τῷ νόμῳ


ἐξεῖναι στεφανοῦν, ἐὰν ψηφίσηται ὁ δῆμος, ἀπομνημονεύετε αὐτοῖς ὑποβάλλειν·
ναί, εἴ γε σέ τις ἄλλη πόλις στεφανοῖ· εἰ δὲ ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων, ἀποδέδεικταί σοι
τόπος ὅπου δεῖ τοῦτο γίγνεσθαι, ἀπείρηταί σοι ἔξω τῆς ἐκκλησίας μὴ
κηρύττεσθαι. Τὸ γὰρ «ἄλλοθι δὲ μηδαμοῦ» ὅ τι ἐστίν, ὅλην τὴν ἡμέραν λέγε· οὐ
γὰρ ἀποδείξεις ὡς ἔννομα γέγραφεν.

[49] Ἔστι δὲ ὑπόλοιπόν μοι μέρος τῆς κατηγορίας ἐφ᾽ ᾧ μάλιστα σπουδάζω· τοῦτο
δέ ἐστιν ἡ πρόφασις δι᾽ ἣν αὐτὸν ἀξιοῖ στεφανοῦσθαι. Λέγει γὰρ οὕτως ἐν τῷ
ψηφίσματι· «καὶ τὸν κήρυκα ἀναγορεύειν ἐν τῷ θεάτρῳ πρὸς τοὺς Ἕλληνας ὅτι
στεφανοῖ αὐτὸν ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ἀρετῆς ἕνεκα καὶ ἀνδραγαθίας», καὶ τὸ
μέγιστον· «ὅτι διατελεῖ καὶ λέγων καὶ πράττων τὰ ἄριστα τῷ δήμῳ».

[50] Ἁπλοῦς δὴ παντάπασιν ὁ μετὰ ταῦτα ἡμῖν λόγος γίγνεται, καὶ ὑμῖν ἀκούσασι
κρῖναι εὐμαθής· δεῖ γὰρ δή που τὸν μὲν κατηγοροῦντα ἐμὲ τοῦθ᾽ ὑμῖν
ἐπιδεικνύναι ὡς εἰσὶν οἱ κατὰ Δημοσθένους ἔπαινοι ψευδεῖς, καὶ ὡς οὔτ᾽ ἤρξατο
λέγειν τὰ βέλτιστα, οὔτε νῦν διατελεῖ πράττων τὰ συμφέροντα τῷ δήμῳ. Κἂν
τοῦτ᾽ ἐπιδείξω, δικαίως δή που τὴν γραφὴν ἁλώσεται Κτησιφῶν· ἅπαντες γὰρ
ἀπαγορεύουσιν οἱ νόμοι μηδένα ψευδῆ ἐγγράφειν ἐν τοῖς δημοσίοις ψηφίσμασι.
Τῷ δ᾽ ἀπολογουμένῳ τοὐναντίον τούτου δεικτέον ἐστίν. Ὑμεῖς δ᾽ ἡμῖν ἔσεσθε τῶν
λόγων κριταί.

[51] Ἔχει δ᾽ οὕτως. Ἐγὼ τὸν μὲν βίον τὸν Δημοσθένους ἐξετάζειν μακροτέρου
λόγου ἔργον ἡγοῦμαι εἶναι. Τί γὰρ δεῖ νῦν ταῦτα λέγειν ἢ τὰ περὶ τὴν τοῦ
τραύματος γραφὴν αὐτῷ συμβεβηκότα, ὅτ᾽ ἐγράψατο εἰς Ἄρειον πάγον
Δημομέλην τὸν Παιανιέα, ἀνεψιὸν ὄντα, καὶ τὴν τῆς κεφαλῆς ἐπιτομήν· ἢ τὰ περὶ
τὴν Κηφισοδότου στρατηγίαν καὶ τὸν τῶν νεῶν ἔκπλουν τὸν εἰς Ἑλλήσποντον,
ὅτε εἷς ὢν τῶν τριηράρχων Δημοσθένης,

[52] καὶ περιάγων τὸν στρατηγὸν ἐπὶ τῆς νεώς, καὶ συσσιτῶν καὶ συνθύων καὶ
συσπένδων, καὶ τούτων ἀξιωθεὶς διὰ τὸ πατρικὸς αὐτῷ φίλος εἶναι, οὐκ ὤκνησεν
ἀπ᾽ εἰσαγγελίας αὐτοῦ κρινομένου περὶ θανάτου κατήγορος γενέσθαι· καὶ ταῦτ᾽
ἤδη τὰ περὶ Μειδίαν
και να μην συμπεριφερθούν ποτέ με κακία στον λαό. Και ο λόγος που ο
νομοθέτης πρόσθεσε στον νόμο τη διάταξη να μη γίνεται η απονομή
στεφάνου από ξένη πόλη στο θέατρο «εάν δεν ψηφίσει ο λαός» είναι να
στείλει η πόλη που επιθυμεί να στεφανώσει κάποιον δικό σας
αντιπροσώπους και να το ζητήσει από τον λαό, για να είναι ο τιμώμενος
περισσότερο ευγνώμων σε σας που επιτρέψατε την ανακήρυξη του
στεφάνου παρά σ᾽ αυτούς που τον στεφανώνουν. Προς επιβεβαίωση της
αλήθειας των όσων λέω, ακούστε τους ίδιους τους νόμους. (ΝΟΜΟΙ)
[48] Όταν λοιπόν ο Κτησιφών και ο Δημοσθένης, στην προσπάθειά τους να
σας εξαπατήσουν, υποστηρίζουν ότι έχει προστεθεί στον νόμο η
δυνατότητα απονομής στεφάνου στο θέατρο «εάν το ψηφίσει ο λαός»,
θυμηθείτε να τους απαντήσετε ναι, αν βέβαια σε στεφανώνει άλλη πόλη·
εάν όμως ο λαός της Αθήνας, έχει καθοριστεί για σένα ο τόπος όπου
πρέπει να γίνεται αυτό· σου έχει απαγορευτεί να ανακηρύσσεσαι σε άλλο
τόπο έξω από την Εκκλησία του Δήμου. Είναι δικαίωμά σου να εξηγείς τι
σημαίνει το «πουθενά αλλού»· κάνε το όλη την ημέρα· δεν πρόκειται όμως
να αποδείξεις ότι ο Κτησιφών έχει κάνει νόμιμες προτάσεις.

ΔΙΗΓΗΣΗ: ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΖΩΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ

[49] Απομένει να αναπτύξω ακόμη εκείνο το μέρος του κατηγορητηρίου


στο οποίο δίνω πολύ μεγάλη σημασία· αυτό είναι η πρόφαση για την οποία
ο Κτησιφών κρίνει τον Δημοσθένη άξιο να στεφανωθεί. Αναφέρει δηλαδή
στο ψήφισμά του τα εξής: «να ανακοινώσει ο κήρυκας στο θέατρο μπροστά
στους Έλληνες ότι ο αθηναϊκός λαός στεφανώνει τον Δημοσθένη για την
αρετή και την ακεραιότητά του», και το πιο τερατώδες, «επειδή με λόγια
και με έργα επιδιώκει τα καλύτερα για τον λαό».
[50] Ύστερα από αυτά λοιπόν, ο λόγος γίνεται για μένα πάρα πολύ απλός
και για σας θα είναι εύκολο, αφού με ακούσετε, να κρίνετε. Πρέπει λοιπόν
εγώ ο κατήγορος να αποδείξω σε σας ότι οι έπαινοι για τον Δημοσθένη δεν
ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα· ούτε δηλαδή επιχείρησε «να δώσει
τις καλύτερες συμβουλές» ούτε τώρα «εξακολουθεί να ενεργεί προς το
συμφέρον του λαού». Και, αν αποδείξω αυτό, ο Κτησιφών, κατά πώς
φαίνεται, δίκαια θα χάσει την υπόθεση. Γιατί όλοι οι νόμοι δεν επιτρέπουν
σε κανέναν να συμπεριλάβει ψεύδη σε δημόσια έγγραφα. Ο απολογούμενος
από την πλευρά του θα πρέπει να αποδείξει το αντίθετο απ᾽ αυτό. Και
εσείς θα είστε οι κριτές των λόγων μας. Αυτή είναι η κανονική διαδικασία.
[51] Για να εξετάσω την ιδιωτική ζωή του Δημοσθένη, νομίζω ότι
χρειάζεται ένας λόγος πολύ μακρύτερος του συνήθους. Αλλά γιατί να
αναφέρω τώρα αυτά; τα όσα δηλαδή του έχουν συμβεί σχετικά με την
καταγγελία για τον τραυματισμό του, όταν μήνυσε στον Άρειο Πάγο τον
Δημομέλη από την Παιανία, τον ξάδερφό του, ενώ επρόκειτο για χτύπημα
που είχε προκαλέσει ο ίδιος στο κεφάλι του· ή τα σχετικά με τη στρατηγία
του Κηφισοδότου, κατά την αποστολή της ναυτικής μοίρας στον
Ελλήσποντο·
[52] αναφέρομαι στον καιρό που ο Δημοσθένης, ως ένας από τους
τριηράρχους, είχε στο σκάφος του τον στρατηγό, έτρωγε, θυσίαζε και
έκανε σπονδές μαζί του· και, ενώ αξιώθηκε να απολαμβάνει τέτοιες τιμές
ως πατρικός του φίλος, δεν δίστασε, όταν ο Κηφισόδοτος δικαζόταν για
δημόσιο αδίκημα με κίνδυνο να καταδικαστεί σε θάνατο, να γίνει
κατήγορός του· ακόμη ποιος ο λόγος να αναφερθώ στα όσα συνέβησαν
μεταξύ αυτού και του Μειδία,

καὶ τοὺς κονδύλους οὓς ἔλαβεν ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ χορηγὸς ὤν, καὶ ὡς ἀπέδοτο
τριάκοντα μνῶν ἅμα τήν τε εἰς αὑτὸν ὕβριν καὶ τὴν τοῦ δήμου καταχειροτονίαν
ἣν ἐν Διονύσου κατεχειροτόνησε Μειδίου.

[53] Ταῦτα μὲν οὖν μοι δοκῶ καὶ τἆλλα τὰ τούτοις ὅμοια ὑπερβήσεσθαι, οὐ
προδιδοὺς ὑμᾶς οὐδὲ τὸν ἀγῶνα καταχαριζόμενος, ἀλλ᾽ ἐκεῖνο φοβούμενος μή
μοι παρ᾽ ὑμῶν ἀπαντήσῃ τὸ δοκεῖν μὲν ἀληθῆ λέγειν, ἀρχαῖα δὲ καὶ λίαν
ὁμολογούμενα. Καίτοι, ὦ Κτησιφῶν, ὅτῳ τὰ μέγιστα τῶν αἰσχρῶν οὕτως ἐστὶ
πιστὰ καὶ γνώριμα τοῖς ἀκούουσιν ὥστε τὸν κατήγορον μὴ δοκεῖν ψευδῆ λέγειν,
ἀλλὰ παλαιὰ καὶ λίαν προωμολογημένα, πότερα αὐτὸν δεῖ χρυσῷ στεφάνῳ
στεφανωθῆναι, ἢ ψέγεσθαι; καὶ σὲ τὸν ψευδῆ καὶ παράνομα τολμῶντα γράφειν
πότερα χρὴ καταφρονεῖν τῶν δικαστηρίων, ἢ δίκην τῇ πόλει δοῦναι;

[54] Περὶ δὲ τῶν δημοσίων ἀδικημάτων πειράσομαι σαφέστερον εἰπεῖν. Καὶ γὰρ
πυνθάνομαι μέλλειν Δημοσθένην, ἐπειδὰν αὐτοῖς ὁ λόγος ἀποδοθῇ,
καταριθμεῖσθαι πρὸς ὑμᾶς ὡς ἄρα τῇ πόλει τέτταρες ἤδη γεγένηνται καιροὶ ἐν οἷς
αὐτὸς πεπολίτευται. Ὧν ἕνα μὲν καὶ πάντων πρῶτον, ὡς ἔγωγε ἀκούω,
καταλογίζεται ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἐν ᾧ πρὸς Φίλιππον ὑπὲρ Ἀμφιπόλεως
ἐπολεμοῦμεν· τοῦτον δ᾽ ἀφορίζεται τῇ γενομένῃ εἰρήνῃ καὶ συμμαχίᾳ ἣν
Φιλοκράτης ὁ Ἁγνούσιος ἔγραψε καὶ αὐτὸς οὗτος μετ᾽ ἐκείνου, ὡς ἐγὼ δείξω.

[55] Δεύτερον δέ φησι γενέσθαι ὃν ἤγομεν χρόνον τὴν εἰρήνην, δηλονότι μέχρι τῆς
ἡμέρας ἐκείνης ἐν ᾗ καταλύσας τὴν ὑπάρχουσαν εἰρήνην τῇ πόλει, ὁ αὐτὸς οὗτος
ῥήτωρ ἔγραψε τὸν πόλεμον· τρίτον δὲ ὃν ἐπολεμοῦμεν χρόνον μέχρι τῶν ἐν
Χαιρωνείᾳ, τέταρτον δὲ τὸν νῦν παρόντα καιρόν. Ταῦτα δὲ καταριθμησάμενος, ὡς
ἀκούω, μέλλει με παρακαλεῖν καὶ ἐπερωτᾶν ὁποίου τούτων τῶν τεττάρων αὐτοῦ
καιρῶν κατηγορῶ, καὶ πότε αὐτὸν οὐ τὰ βέλτιστά φημι τῷ δήμῳ πεπολιτεῦσθαι·
κἂν μὴ θέλω ἀποκρίνασθαι, ἀλλ᾽ ἐγκαλύπτωμαι καὶ ἀποδιδράσκω, ἐκκαλύψειν
μέ φησι προσελθὼν καὶ ἄξειν ἐπὶ τὸ βῆμα καὶ ἀναγκάσειν ἀποκρίνασθαι.

[56] Ἵν᾽ οὖν μήθ᾽ οὗτος ἰσχυρίζηται ὑμεῖς τε προειδῆτε, ἔγωγε ἀποκρινοῦμαι,
ἐναντίον σοι τῶν δικαστῶν, Δημόσθενες, καὶ τῶν ἄλλων πολιτῶν ὅσοι δὴ ἔξωθεν
περιεστᾶσι, καὶ τῶν Ἑλλήνων ὅσοις ἐπιμελὲς γέγονεν ἐπακούειν τῆσδε τῆς
κρίσεως· ὁρῶ δὲ οὐκ ὀλίγους παρόντας, ἀλλ᾽ ὅσους οὐδεὶς πώποτε μέμνηται πρὸς
ἀγῶνα δημόσιον παραγενομένους· ἀποκρινοῦμαι ὅτι ἁπάντων τῶν τεττάρων
καιρῶν κατηγορῶ σου, οὓς σὺ διαιρῇ,

[57] κἂν οἵ τε θεοὶ θέλωσι καὶ οἱ δικασταὶ ἐξ ἴσου ἡμῶν ἀκούσωσι κἀγὼ δύνωμαι
ἀπομνημονεῦσαι ἅ σοι σύνοιδα, πάνυ προσδοκῶ ἐπιδείξειν τοῖς δικασταῖς τῆς μὲν
σωτηρίας τῇ πόλει τοὺς θεοὺς αἰτίους γεγενημένους καὶ τοὺς φιλανθρώπως καὶ
μετρίως τοῖς τῆς πόλεως πράγμασι χρησαμένους, τῶν δὲ ἀτυχημάτων ἁπάντων
Δημοσθένην. Καὶ χρήσομαι τῇ τοῦ λόγου τάξει ταύτῃ ᾗ τοῦτον πυνθάνομαι
μέλλειν,
τις γροθιές που έφαγε ο Δημοσθένης στην ορχήστρα όντας χορηγός, ότι
πούλησε για τριάντα μνες τόσο την προσβολή στο πρόσωπό του όσο και
την καταδικαστική απόφαση του λαού εναντίον του Μειδία μέσα στο
θέατρο του Διονύσου;
[53] Αυτά λοιπόν τα συμβάντα και τα άλλα τα παρόμοια με αυτά νομίζω
πως το καλύτερο είναι να τα παραλείψω, όχι γιατί θέλω να σας εξαπατήσω
ούτε να χαλαλίσω την υπόθεση, αλλά από φόβο μήπως μου πει κάποιος:
εντάξει, είναι αλήθεια αυτά που λες αλλά παλαιά και πανθομολογούμενα.
Αλήθεια, Κτησιφώντα, για τον άνθρωπο για τον οποίο οι μεγαλύτερες
ντροπές είναι αναμφισβήτητα πιστευτές και γνωστές σε όσους τις ακούν,
ώστε ο κατήγορος να δίνει την εντύπωση ότι δεν λέει ψέματα αλλά απλώς
παλαιά και εκ των προτέρων παραδεκτά, τι από τα δύο, πρέπει να τιμηθεί
με χρυσό στεφάνι ή να του αποδοθεί μομφή; Και, όσο για σένα που είχες το
θράσος να προτείνεις ψευδές και παράνομο ψήφισμα, τι από τα δύο, πρέπει
να σου επιτραπεί να περιφρονείς τα δικαστήρια ή να τιμωρηθείς από την
πόλη;
[54] Για τα αδικήματα όμως του δημόσιου βίου του Δημοσθένη θα
προσπαθήσω να μιλήσω σαφέστερα. Γιατί έχω πληροφορηθεί ότι ο
Δημοσθένης, όταν τους δοθεί η άδεια να μιλήσουν, σκοπεύει να σας
απαριθμήσει ότι τάχα έχουν παρουσιαστεί στην πόλη τέσσερις περίοδοι,
κατά τις οποίες έχει αναπτύξει ο ίδιος πολιτική δραστηριότητα. Μια από
αυτές και πρώτη από όλες λογαριάζει, όπως τουλάχιστον εγώ ακούω, την
περίοδο που πολεμούσαμε εναντίον του Φιλίππου για την Αμφίπολη. Την
περίοδο αυτή την τοποθετεί ανάμεσα στην αρχή αυτού του πολέμου και
στην ειρήνη και συμμαχία που πρότεινε ο Φιλοκράτης ο Αγνούσιος και ο
ίδιος ο Δημοσθένης, σε συνεργασία με εκείνον, όπως εγώ θα δείξω.
[55] Δεύτερη περίοδος λέει πως ήταν ο χρόνος κατά τον οποίο κράτησε η
ειρήνη, προφανώς ως την ημέρα εκείνη κατά την οποία ο ίδιος αυτός
ρήτορας εισηγήθηκε τον πόλεμο, καταλύοντας την υπάρχουσα ειρήνη στην
πόλη. Τρίτη περίοδο λογαριάζει τον χρόνο που πολεμούσαμε εναντίον του
Φιλίππου μέχρι τα γεγονότα στη Χαιρώνεια· τέταρτη τη σημερινή εποχή.
Αυτά λοιπόν αφού απαριθμήσει, σκοπεύει να με καλέσει, όπως μαθαίνω, και
να με ρωτήσει για ποιαν από τις τέσσερις αυτές περιόδους τον κατηγορώ
για τη δράση του, σε ποια περίπτωση δηλαδή ισχυρίζομαι ότι δεν έχει
πολιτευθεί κατά τον καλύτερο τρόπο για τον λαό. Και αν αρνηθώ να
απαντήσω και σκεπάσω το πρόσωπό μου από ντροπή αποφεύγοντας να τον
αντιμετωπίσω, θα με πλησιάσει, λέει, θα ξεσκεπάσει το πρόσωπό μου, θα
με οδηγήσει με τη βία στο βήμα και θα με αναγκάσει να απαντήσω.
[56] Για να μην τρέφει λοιπόν ελπίδες ότι μπορεί να κάνει αυτά, και να
ενημερωθείτε και εσείς εκ των προτέρων, θα σου απαντήσω, Δημοσθένη,
ενώπιον των δικαστών και των άλλων συμπολιτών μου, όσοι έχουν σταθεί
έξω από το δικαστήριο, καθώς και ενώπιον των Ελλήνων που είχαν την
περιέργεια να παρακολουθήσουν τη σημερινή δίκη. Και βλέπω ότι είναι εδώ
όχι λίγοι αλλά τόσο πολλοί όσους δεν θυμάται κανένας να παραβρέθηκαν
μέχρι σήμερα σε δημόσια δίκη. Θα σου απαντήσω, λοιπόν, ότι σε κατηγορώ
για όλη την πολιτική δραστηριότητά σου και στις τέσσερις περιόδους,
όπως εσύ τις χωρίζεις.
[57] Και, αν θέλουν οι θεοί και οι δικαστές ακούσουν και τους δυο μας
αμερόληπτα και αν εγώ μπορέσω να θυμηθώ όσα ξέρω για σένα, έχω
πολλές ελπίδες πως θα δείξω στους δικαστές ότι για τη σωτηρία της
πόλης αίτιοι υπήρξαν οι θεοί και όσοι χειρίστηκαν τις υποθέσεις της με
ανθρωπιά και μετριοπάθεια, ενώ για όλες τις ατυχίες της, ο Δημοσθένης.
Κατά την ανάπτυξη του κατηγορητηρίου θα τηρήσω τη σειρά που μαθαίνω
ότι σκοπεύει να ακολουθήσει αυτός.
λέξω δὲ πρῶτον περὶ τοῦ πρώτου καιροῦ καὶ δεύτερον περὶ τοῦ δευτέρου καὶ
τρίτον περὶ τοῦ ἐφεξῆς καὶ τέταρτον περὶ τῶν νυνὶ καθεστηκότων πραγμάτων.
Καὶ δὴ ἐπανάγω ἐμαυτὸν ἐπὶ τὴν εἰρήνην ἣν σὺ καὶ Φιλοκράτης ἐγράψατε.

[58] Ὑμῖν γὰρ ἐξεγένετ᾽ ἄν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὴν προτέραν ἐκείνην εἰρήνην
ποιήσασθαι μετὰ κοινοῦ συνεδρίου τῶν Ἑλλήνων εἴ τινες ὑμᾶς εἴασαν περιμεῖναι
τὰς πρεσβείας ἃς ἦτε ἐκπεπομφότες κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν εἰς τὴν Ἑλλάδα,
παρακαλοῦντες ἐπὶ Φίλιππον, καὶ προϊόντος τοῦ χρόνου παρ᾽ ἑκόντων τῶν
Ἑλλήνων ἀπολαβεῖν τὴν ἡγεμονίαν· καὶ τούτων ἀπεστερήθητε διὰ Δημοσθένην
καὶ Φιλοκράτην καὶ τὰς τούτων δωροδοκίας ἃς ἐδωροδόκησαν συστάντες ἐπὶ τὸ
δημόσιον τὸ ὑμέτερον.

[59] Εἰ δέ τισιν ὑμῶν ἐξαίφνης ἀκούσασιν ἀπιστότερος προσπέπτωκεν ὁ τοιοῦτος


λόγος, ἐκείνως τὴν ὑπόλοιπον ποιήσασθε ἀκρόασιν. Ὥσπερ ὅταν περὶ χρημάτων
ἀνηλωμένων διὰ πολλοῦ χρόνου καθεζώμεθα ἐπὶ τοὺς λογισμούς, ἐρχόμεθα δή
που ψευδεῖς οἴκοθεν ἐνίοτε δόξας ἔχοντες· ἀλλ᾽ ὅμως ἐπειδὰν ὁ λογισμὸς
συγκεφαλαιωθῇ, οὐδείς ἐστιν οὕτω δύσκολος τὴν φύσιν ὅστις οὐκ ἀπέρχεται
τοῦτο ὁμολογήσας καὶ ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι, ὅ τι ἂν αὐτὸς ὁ λογισμὸς αἱρῇ·

[60] οὕτω καὶ νῦν τὴν ἀκρόασιν ποιήσασθε. Εἴ τινες ὑμῶν ἐκ τῶν ἔμπροσθεν
χρόνων ἥκουσιν οἴκοθεν τοιαύτην ἔχοντες τὴν δόξαν ὡς ἄρα ὁ Δημοσθένης οὐδὲν
πώποτε εἴρηκεν ὑπὲρ Φιλίππου συστὰς μετὰ Φιλοκράτους, — ὅστις οὕτω
διάκειται, μήτ᾽ ἀπογνώτω μηδὲν μήτε καταγνώτω πρὶν ‹ἂν› ἀκούσῃ· οὐ γὰρ
δίκαιον. Ἀλλ᾽ ἐὰν ἐμοῦ διὰ βραχέων ἀκούσητε ὑπομιμνῄσκοντος τοὺς καιροὺς καὶ
τὰ ψηφίσματα παρεχομένου ἃ μετὰ Φιλοκράτους ἔγραψε Δημοσθένης, ἐὰν αὐτὸς
ὁ τῆς ἀληθείας λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ τὸν Δημοσθένην πλείω μὲν γεγραφότα
ψηφίσματα Φιλοκράτους περὶ τῆς ἐξ ἀρχῆς εἰρήνης καὶ συμμαχίας,

[61] καθ᾽ ὑπερβολὴν δὲ αἰσχύνης κεκολακευκότα Φίλιππον καὶ τοὺς παρ᾽ ἐκείνου
πρέσβεις, αἴτιον δὲ γεγονότα τῷ δήμῳ τοῦ μὴ μετὰ κοινοῦ συνεδρίου τῶν
Ἑλλήνων ποιήσασθαι τὴν εἰρήνην, ἔκδοτον δὲ πεποιηκότα Φιλίππῳ
Κερσοβλέπτην τὸν Θρᾴκης βασιλέα, ἄνδρα φίλον καὶ σύμμαχον τῇ πόλει, — ἐὰν
ταῦθ᾽ ὑμῖν σαφῶς ἐπιδείξω, δεήσομαι ὑμῶν μετρίαν δέησιν· ἐπινεύσατέ μοι πρὸς
θεῶν τὸν πρῶτον τῶν τεττάρων καιρῶν μὴ καλῶς αὐτὸν πεπολιτεῦσθαι. Λέξω δὲ
ὅθεν μάλιστα παρακολουθήσετε.

[62] Ἔγραψε Φιλοκράτης ἐξεῖναι Φιλίππῳ δεῦρο κήρυκα καὶ πρέσβεις πέμπειν
περὶ εἰρήνης. Τοῦτο τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων. Ἧκον οἱ τῆς κρίσεως χρόνοι·
κατηγόρει μὲν Λυκῖνος ὁ γραψάμενος, ἀπελογεῖτο δὲ Φιλοκράτης, συναπελογεῖτο
δὲ Δημοσθένης· ἀπέφυγε Φιλοκράτης. Μετὰ ταῦτα ἐπῄει χρόνος Θεμιστοκλῆς
ἄρχων· ἐνταῦθ᾽ εἰσέρχεται βουλευτὴς εἰς τὸ βουλευτήριον Δημοσθένης, οὔτε
λαχὼν οὔτ᾽ ἐπιλαχών, ἀλλ᾽ ἐκ παρασκευῆς πριάμενος, ἵν᾽ εἰς ὑποδοχὴν ἅπαντα
καὶ λέγοι καὶ πράττοι Φιλοκράτει, ὡς αὐτὸ ἔδειξε τὸ ἔργον.
Στην αρχή θα μιλήσω για την πρώτη περίοδο, μετά για τη δεύτερη, στη
συνέχεια για την τρίτη και στο τέλος για τη σημερινή κατάσταση των
πραγμάτων. Ξεκινώ λοιπόν με την ειρήνη που προτείνατε εσύ και ο
Φιλοκράτης.
[58] Την πρώτη εκείνη ειρήνη θα μπορούσατε να την είχατε κάνει,
Αθηναίοι, με κοινή απόφαση σε συνέδριο των Ελληνικών πόλεων, εάν
κάποιοι σας είχαν αφήσει να περιμένετε την επιστροφή των διπλωματικών
αποστολών που είχατε στείλει εκείνον τον καιρό στις ελληνικές πόλεις,
καλώντας τους Έλληνες εναντίον του Φιλίππου· έτσι, με την πάροδο του
χρόνου θα είχατε ανακτήσει την ηγεμονία της Ελλάδας με τη συγκατάθεση
των Ελλήνων. Χάσατε όμως την ευκαιρία αυτή, εξαιτίας του Δημοσθένη
και του Φιλοκράτη και των δωροδοκιών που δέχτηκαν από τον Φίλιππο,
συνωμοτώντας εναντίον των συμφερόντων της πόλης σας.
[59] Και, αν μερικοί από σας δυσκολεύτηκαν να πιστέψουν στα όσα έχω πει,
επειδή τα άκουσαν ξαφνικά, ακούστε τα υπόλοιπα με τον τρόπο που θα
καθόμασταν να κάνουμε λογαριασμούς για χρήματα που έχουν ξοδευτεί
από δημόσιους λειτουργούς εδώ και πολύν καιρό. Σε αυτές τις περιπτώσεις
ερχόμαστε εδώ προκατειλημμένοι μερικές φορές από εσφαλμένες
εντυπώσεις. Αλλ᾽, όταν ο ισολογισμός ισοσκελιστεί, κανένας δεν είναι
τόσο ανάποδος στον χαρακτήρα, που να αποχωρήσει χωρίς να παραδεχτεί
και να συμφωνήσει πως ό,τι βγάλει ο έλεγχος είναι σωστό.
[60] Με τον ίδιο λοιπόν τρόπο ακούστε με και τώρα. Εάν κάποιοι από σας
έχουν έρθει εδώ προκατειλημμένοι, με την εντύπωση ότι τάχα ο
Δημοσθένης δεν έχει πει τίποτε ως τώρα υπέρ του Φιλίππου συνωμοτώντας
με τον Φιλοκράτη, — αν κανείς έχει αυτή την εντύπωση, ας μην πάρει
καμιάν απόφαση, μήτε υπέρ μήτε κατά, πριν ακούσει· αυτό, άλλωστε, δεν
θα ήταν και δίκαιο. Αλλ᾽, εάν με ακούσετε να σας θυμίζω με λίγα λόγια τις
περιστάσεις και να παρουσιάζω τις προτάσεις που έκανε ο Δημοσθένης σε
συνεργασία με τον Φιλοκράτη, αν ο ίδιος ο έξω από κάθε αμφισβήτηση
έλεγχος αποδείξει ότι ο Δημοσθένης είχε προτείνει περισσότερα
ψηφίσματα από τον Φιλοκράτη για την αρχική ειρήνη και συμμαχία με τον
Φίλιππο,
[61] ότι είχε κολακέψει τον ίδιο και τις διπλωματικές αποστολές του με
υπερβολική αδιαντροπιά, ότι είχε γίνει αίτιος να μη συνάψει ο λαός την
ειρήνη σε κοινή συνδιάσκεψη με τους Έλληνες, ότι εγκατέλειψε στο έλεος
του Φιλίππου τον Κερσοβλέπτη, τον βασιλιά της Θράκης , φίλο και
σύμμαχο της πόλης μας, — εάν λοιπόν δείξω σε σας αυτά με σαφήνεια, θα
απευθύνω σε σας μιαν έκκληση λογική: κάντε μου τη χάρη και
παραδεχτείτε, για όνομα των θεών, ότι κατά την πρώτη από τις τέσσερις
περιόδους ο Δημοσθένης δεν πολιτεύτηκε σωστά. Θα αρχίσω από εκεί από
όπου θα μπορέσετε να με παρακολουθήσετε ευκολότερα.
[62] Ο Φιλοκράτης πρότεινε ψήφισμα να επιτραπεί στον Φίλιππο να στείλει
εδώ κήρυκα και διπλωμάτες για να διαπραγματευτούν ειρήνη. Το ψήφισμα
αυτό καταγγέλθηκε ως παράνομο. Είχε φτάσει η ημέρα για τη δίκη·
κατήγορος ο Λυκίνος, που έκανε και την καταγγελία· κατηγορούμενος ο
Φιλοκράτης, συνήγορος υπεράσπισης ο Δημοσθένης. Ο Φιλοκράτης
αθωώθηκε. Ύστερα από αυτά ήρθε ο καιρός της θητείας του άρχοντα
Θεμιστοκλή. Τότε μπήκε στη Βουλή από το «παράθυρο» ο Δημοσθένης,
αφού ούτε κληρώθηκε βουλευτής ούτε ως πρώτος επιλαχών αλλά με
ίντριγκες, εξαγοράζοντας τη βουλευτική έδρα, με σκοπό να υποστηρίξει
τον Φιλοκράτη σε όλα, με λόγια και με έργα, όπως έδειξαν τα ίδια τα
γεγονότα.
[63] Νικᾷ γὰρ ἕτερον Ψήφισμα Φιλοκράτης ἐν ᾧ κελεύει ἑλέσθαι δέκα πρέσβεις,
οἵτινες ἀφικόμενοι ὡς Φίλιππον ἀξιώσουσιν αὐτὸν δεῦρο πρέσβεις αὐτοκράτορας
πέμπειν ὑπὲρ εἰρήνης. Τούτων εἷς ἦν Δημοσθένης. Κἀκεῖθεν ἐπανήκων ἐπαινέτης
ἦν τῆς εἰρήνης, καὶ ταὐτὰ τοῖς ἄλλοις πρέσβεσιν ἀπήγγελλε, καὶ μόνος τῶν
βουλευτῶν ἔγραψε σπείσασθαι τῷ κήρυκι τῷ ἀπὸ τοῦ Φιλίππου καὶ τοῖς
πρέσβεσιν, ἀκόλουθα γράφων Φιλοκράτει· ὁ μέν γε τὴν ἐξουσίαν ἔδωκε τοῦ δεῦρο
κήρυκα καὶ πρέσβεις πέμπεσθαι, ὁ δὲ τῇ πρεσβείᾳ σπένδεται.

[64] Τὰ δὲ μετὰ ταῦτα ἤδη μοι σφόδρα προσέχετε τὸν νοῦν. Ἐπράττετο γὰρ οὐ
πρὸς τοὺς ἄλλους πρέσβεις, τοὺς πολλὰ συκοφαντηθέντας ὕστερον ἐκ μεταβολῆς
ὑπὸ Δημοσθένους, ἀλλὰ πρὸς Φιλοκράτην καὶ Δημοσθένην, εἰκότως, τοὺς ἅμα
μὲν πρεσβεύοντας, ἅμα δὲ τὰ ψηφίσματα γράφοντας, πρῶτον μὲν ὅπως μὴ
περιμενεῖτε τοὺς πρέσβεις, οὓς ἦτε ἐκπεπομφότες παρακαλοῦντες ἐπὶ Φίλιππον,
ἵνα μὴ μετὰ τῶν Ἑλλήνων, ἀλλ᾽ ἰδίᾳ ποιήσησθε τὴν εἰρήνην·

[65] δεύτερον δ᾽ ὅπως μὴ μόνον εἰρήνην, ἀλλὰ καὶ συμμαχίαν εἶναι ψηφιεῖσθε
πρὸς Φίλιππον, ἵν᾽ εἴ τινες προσέχοιεν τῷ πλήθει τῷ ὑμετέρῳ εἰς τὴν ἐσχάτην
ἐμπέσοιεν ἀθυμίαν, ὁρῶντες ὑμᾶς αὑτοὺς μὲν παρακαλοῦντας ἐπὶ τὸν πόλεμον,
οἴκοι δὲ μὴ μόνον εἰρήνην, ἀλλὰ καὶ συμμαχίαν ἐψηφισμένους ποιεῖσθαι· τρίτον
δὲ ὅπως Κερσοβλέπτης ὁ Θρᾴκης βασιλεὺς μὴ ἔσται ἔνορκος, μηδὲ μετέσται τῆς
συμμαχίας καὶ τῆς εἰρήνης αὐτῷ. Παρηγγέλλετο δ᾽ ἐπ᾽ αὐτὸν ἤδη στρατεία.

[66] Καὶ ταῦθ᾽ ὁ μὲν ἐξωνούμενος οὐκ ἠδίκει, πρὸ γὰρ τῶν ὅρκων καὶ τῶν
συνθηκῶν ἀνεμέσητον ἦν αὐτῷ πράττειν τὰ συμφέροντα, οἱ δ᾽ ἀποδόμενοι καὶ
κατακοινωνήσαντες τὰ τῆς πόλεως ἰσχυρὰ μεγάλης ὀργῆς ἦσαν ἄξιοι. Ὁ γὰρ
μισαλέξανδρος νυνὶ φάσκων εἶναι καὶ τότε μισοφίλιππος Δημοσθένης, ὁ τὴν
ξενίαν ἐμοὶ προφέρων τὴν Ἀλεξάνδρου, γράφει ψήφισμα, τοὺς καιροὺς τῆς
πόλεως ὑφαιρούμενος,

[67] ἐκκλησίαν ποιεῖν τοὺς πρυτάνεις τῇ ὀγδόῃ ἱσταμένου τοῦ ἐλαφηβολιῶνος


μηνός, ὅτ᾽ ἦν τῷ Ἀσκληπιῷ ἡ θυσία καὶ ὁ προαγών, ἐν τῇ ἱερᾷ ἡμέρᾳ, ὃ πρότερον
οὐδεὶς μέμνηται γεγονός, τίνα πρόφασιν ποιησάμενος; ἵνα, φησὶν, ἐὰν ἤδη
παρῶσιν οἱ Φιλίππου πρέσβεις, βουλεύσηται ὁ δῆμος ὡς τάχιστα περὶ τῶν πρὸς
Φίλιππον, τοῖς οὔπω παροῦσι πρέσβεσι προκαταλαμβάνων τὴν ἐκκλησίαν, καὶ
τοὺς χρόνους ὑμῶν ὑποτεμνόμενος καὶ τὸ πρᾶγμα κατασπεύδων, ἵνα μὴ μετὰ τῶν
ἄλλων Ἑλλήνων, ἐπανελθόντων τῶν ὑμετέρων πρέσβεων, ἀλλὰ μόνοι ποιήσησθε
τὴν εἰρήνην.
[63] Ο Φιλοκράτης κατάφερε να περάσει άλλο ψήφισμα, στο οποίο ορίζει να
εκλεγούν δέκα αντιπρόσωποι για να σταλούν στον Φίλιππο και να αξιώσουν
από αυτόν να στείλει εδώ αντιπροσώπους με πλήρη εξουσιοδότηση, για να
διαπραγματευτούν συνθήκη ειρήνης. Ένας από τους δέκα αυτούς
αντιπροσώπους ήταν και ο Δημοσθένης, ο οποίος μετά την επιστροφή του
από τη Μακεδονία μιλούσε με επαινετικά λόγια για την ειρήνη και οι
απόψεις του συνέπιπταν με εκείνες των άλλων αντιπροσώπων. Επιπλέον,
ήταν ο μόνος από τους βουλευτές που πρότεινε να συνάψουμε συνθήκη
ειρήνης με τον κήρυκα και τους αντιπροσώπους του Φιλίππου, κάνοντας
προτάσεις σύμφωνες με εκείνες του Φιλοκράτη, γιατί ο τελευταίος έδωσε
τη δυνατότητα να σταλούν εδώ κήρυκας και αντιπρόσωποι, ο άλλος
έκλεισε την ειρήνη με τη διπλωματική αυτή αποστολή.
[64] Όσον αφορά τώρα στα γεγονότα ύστερα από αυτά, παρακολουθήστε
με πολύ μεγάλη προσοχή. Οι διαπραγματεύσεις γίνονταν όχι με τους
άλλους αντιπροσώπους, που ο Δημοσθένης λόγω αλλαγής στάσης
αργότερα είχε συκοφαντήσει σε μεγάλο βαθμό, αλλά με τον Φιλοκράτη και
τον Δημοσθένη. Πολύ φυσικό, αφού ήταν στην ίδια αποστολή
αντιπροσώπων και μαζί πρότειναν τα ψηφίσματα. Ενεργούσαν λοιπόν
πρώτα πρώτα ώστε να μην περιμένετε την επιστροφή των διπλωματικών
αποστολών που είχατε στείλει καλώντας τους Έλληνες εναντίον του
Φιλίππου, για να μην κάνετε την ειρήνη μαζί με τους Έλληνες αλλά μόνοι
σας·
[65] δεύτερον, να αποφασίσετε να κλειστεί όχι μόνο ειρήνη αλλά και
συμμαχία με τον Φίλιππο· σκοπός τους ήταν, εάν κάποιοι Έλληνες
παρακολουθούσαν τις κινήσεις του λαού της Αθήνας, να απογοητευτούν
τελείως, εάν σας έβλεπαν από τη μια να τους υποκινείτε σε πόλεμο, από
την άλλη να έχετε ψηφίσει στην πατρίδα σας να κάνετε όχι μόνο ειρήνη
αλλά και συμμαχία με τον Φίλιππο· τρίτον, να μη συμπεριληφθεί στους
όρκους ο Κερσοβλέπτης, ο βασιλιάς της Θράκης, και να αποκλειστεί από
τη συμμαχία και την ειρήνη. Ήδη μάλιστα ετοιμαζόταν από τον Φίλιππο και
εκστρατεία εναντίον του.
[66] Και ο Φίλιππος λοιπόν, πετυχαίνοντας αυτά με την εξαγορά
συνειδήσεων, δεν έκανε καμιάν αδικία. Γιατί, πριν δοθούν οι όρκοι και
κλειστούν οι συνθήκες, κανένας δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει που
επιδίωκε τα συμφέροντά του· αντίθετα, άξιοι μεγάλης οργής ήταν όσοι του
πούλησαν και τον έκαναν εταίρο στις ισχυρές θέσεις της πόλης. Γιατί
αυτός που ισχυρίζεται ότι μισεί σήμερα τον Αλέξανδρο, τότε τον Φίλιππο,
ο Δημοσθένης, που με κοροϊδεύει για τις φιλικές μου σχέσεις με τον
Αλέξανδρο, εκμεταλλευόμενος τις περιστάσεις της πόλης, πρότεινε
ψήφισμα
[67] να συγκαλέσουν οι πρυτάνεις Εκκλησία του Δήμου στις οχτώ του
Ελαφηβολιώνα, την ημέρα που ήταν η θυσία προς τιμήν του Ασκληπιού και
τα προεόρτια των Διονυσίων, την ιερή εκείνη ημέρα, πράγμα που κανείς
δεν θυμάται να έχει γίνει στο παρελθόν. Και με ποια δικαιολογία; «Για να
έχει», λέει, «ο λαός αποφασίσει, όταν θα είναι ήδη εδώ οι πρέσβεις του
Φιλίππου, για τις σχέσεις του μαζί του το ταχύτερο». Έτσι, με πρόφαση τη
μη παρουσία ακόμη εδώ των αντιπροσώπων του Φιλίππου, κατόρθωσε να
επισπεύσει τη σύγκληση της Εκκλησίας του Δήμου, να περιορίσει τον χρόνο
και να βιάσει το πράγμα, για να μη συνάψετε την ειρήνη από κοινού με
τους άλλους Έλληνες, όταν θα επέστρεφαν οι αντιπρόσωποί σας από τη
Μακεδονία, αλλά για να κλείσετε μιαν ειρήνη μονομερή.
[68] Μετὰ δὲ ταῦτα, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἧκον οἱ Φιλίππου πρέσβεις· οἱ δὲ ὑμέτεροι
ἀπεδήμουν, παρακαλοῦντες τοὺς Ἕλληνας ἐπὶ Φίλιππον. Ἐνταῦθ᾽ ἕτερον νικᾷ
ψήφισμα Δημοσθένης, ἐν ᾧ γράφει μὴ μόνον ὑπὲρ εἰρήνης, ἀλλὰ καὶ περὶ
συμμαχίας βουλεύσασθαι, μὴ περιμείναντας τοὺς πρέσβεις τοὺς ὑμετέρους, ἀλλ᾽
εὐθὺς μετὰ τὰ Διονύσια τὰ ἐν ἄστει, τῇ ὀγδόῃ καὶ ἐνάτῃ ἐπὶ δέκα. Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ
λέγω, τῶν ψηφισμάτων ἀκούσατε.

ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ

[69] Ἐπειδὴ τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, παρεληλύθει τὰ Διονύσια, ἐγίγνοντο δὲ αἱ


ἐκκλησίαι, ἐν τῇ προτέρᾳ τῶν ἐκκλησιῶν ἀνεγνώσθη δόγμα κοινὸν τῶν
συμμάχων, οὗ τὰ κεφάλαια διὰ βραχέων ἐγὼ προερῶ. Πρῶτον μὲν γὰρ ἔγραψαν
ὑπὲρ εἰρήνης ὑμᾶς μόνον βουλεύσασθαι, τὸ δὲ τῆς συμμαχίας ὄνομα ὑπερέβησαν,
οὐκ ἐπιλελησμένοι, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰρήνην ἀναγκαιοτέραν ἢ καλλίω
ὑπολαμβάνοντες εἶναι· ἔπειτα ἀπήντησαν ὀρθῶς ἰασόμενοι τὸ Δημοσθένους
δωροδόκημα,

[70] καὶ προσέγραψαν ἐξεῖναι τῷ βουλομένῳ τῶν Ἑλλήνων ἐν τρισὶ μησὶν εἰς τὴν
αὐτὴν στήλην ἀναγεγράφθαι μετ᾽ Ἀθηναίων καὶ μετέχειν τῶν ὅρκων καὶ τῶν
συνθηκῶν, δύο μέγιστα προκαταλαμβάνοντες, πρῶτον μὲν τὸν χρόνον τὸν τῆς
τριμήνου ταῖς τῶν Ἑλλήνων πρεσβείαις ἱκανὸν παραγενέσθαι κατασκευάζοντες,
ἔπειτα τὴν τῶν Ἑλλήνων εὔνοιαν τῇ πόλει μετὰ κοινοῦ συνεδρίου κτώμενοι, ἵν᾽ εἰ
παραβαίνοιντο αἱ συνθῆκαι μὴ μόνοι μηδ᾽ ἀπαράσκευοι πολεμήσαιμεν, ὃ νῦν
ἡμῖν παθεῖν συνέβη διὰ Δημοσθένην. Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, ἐξ αὐτοῦ τοῦ δόγματος
ἀκούσαντες μαθήσεσθε.

ΔΟΓΜΑ ΣΥΜΜΑΧΩΝ

[71] Τούτῳ τῷ δόγματι συνειπεῖν ὁμολογῶ, καὶ πάντες οἱ ἐν τῇ προτέρᾳ τῶν


ἐκκλησιῶν δημηγοροῦντες· καὶ ὁ δῆμος ἀπῆλθε τοιαύτην τινὰ δόξαν ὑπειληφώς,
ὡς ἔσται μὲν ἡ εἰρήνη —περὶ δὲ συμμαχίας οὐκ ἄμεινον εἴη διὰ τὴν τῶν Ἑλλήνων
παράκλησιν βουλεύσασθαι,— ἔσται δὲ κοινῇ μετὰ τῶν Ἑλλήνων ἁπάντων. Νὺξ
ἐν μέσῳ, καὶ παρῆμεν τῇ ὑστεραίᾳ εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἐνταῦθα δὴ προκαταλαβὼν
Δημοσθένης τὸ βῆμα, οὐδενὶ τῶν ἄλλων παραλιπὼν λόγον, οὐδὲν ὄφελος ἔφη
τῶν χθὲς εἰρημένων εἶναι λόγων, εἰ ταῦθ᾽ οἱ Φιλίππου μὴ συμπεισθήσονται
πρέσβεις, οὐδὲ γιγνώσκειν ἔφη τὴν εἰρήνην ἀπούσης συμμαχίας.

[72] Οὐ γὰρ ἔφη δεῖν, καὶ γὰρ τὸ ῥῆμα μέμνημαι ὡς εἶπε, διὰ τὴν ἀηδίαν τοῦ
λέγοντος ἅμα καὶ τοῦ ὀνόματος, ἀπορρῆξαι τῆς εἰρήνης τὴν συμμαχίαν, οὐδὲ τὰ
τῶν Ἑλλήνων ἀναμένειν μελλήματα, ἀλλ᾽ ἢ πολεμεῖν αὐτούς, ἢ τὴν εἰρήνην ἰδίᾳ
ποιεῖσθαι. Καὶ τελευτῶν ἐπὶ τὸ βῆμα παρακαλέσας Ἀντίπατρον ἐρώτημά τι
ἠρώτα, προειπὼν μὲν ἃ ἐρήσεται, προδιδάξας δὲ ἃ χρὴ κατὰ τῆς πόλεως
ἀποκρίνασθαι. Καὶ τέλος ταῦτ᾽ ἐνίκα, τῷ μὲν λόγῳ προσβιασαμένου
Δημοσθένους, τὸ δὲ ψήφισμα γράψαντος Φιλοκράτους.
[68] Ύστερα από αυτά, Αθηναίοι, κατέφτασαν οι αντιπρόσωποι του
Φιλίππου, ενώ οι δικοί σας απουσίαζαν, προσπαθώντας να υποκινήσουν
τους Έλληνες εναντίον του. Τότε λοιπόν κατορθώνει ο Δημοσθένης να
περάσει δεύτερο ψήφισμα, με το οποίο προτείνει να πάρετε αποφάσεις όχι
μόνο για ειρήνη αλλά και για συμμαχία, χωρίς να περιμένετε την
επιστροφή των αντιπροσώπων σας αλλά αμέσως μετά τα «Διονύσια τα εν
άστει», στις δεκαοχτώ και δεκαεννιά του μήνα. Για την αλήθεια των
λεγομένων μου, ακούστε τα ψηφίσματα. (ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ)
[69] Είχαν περάσει λοιπόν, πολίτες Αθηναίοι, τα Διονύσια και γίνονταν οι
συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου. Κατά την πρώτη συνεδρίαση
διαβάστηκε κοινή απόφαση των συμμάχων, τα πιο ουσιώδη μέρη της
οποίας θα αναφέρω προκαταβολικά, εν συντομία. Στην αρχή λοιπόν
πρότειναν να περιοριστεί η διάσκεψη στο θέμα της ειρήνης· όσο για τη
συμμαχία, ούτε και το όνομα ανέφεραν· όχι επειδή την είχαν λησμονήσει,
αλλά επειδή και την ίδια την ειρήνη τη θεωρούσαν μάλλον αναγκαία παρά
έντιμη· έπειτα αντιμετώπισαν σωστά, προκειμένου να βρουν τρόπο
θεραπείας, την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από τον χρηματισμό του
Δημοσθένη.
[70] Πρόσθεσαν στο ψήφισμα ότι επιτρεπόταν σε όποιαν ελληνική πόλη
επιθυμούσε να συμπεριληφθεί εντός τριών μηνών στην ίδια στήλη με τους
Αθηναίους και να πάρει μέρος στους όρκους και στις συνθήκες. Με την
προσθήκη αυτή είχαν εκ των προτέρων δύο πάρα πολύ σημαντικά
πλεονεκτήματα· πρώτον, την τρίμηνη προθεσμία για τις διπλωματικές
αποστολές των Ελλήνων, χρόνος ικανοποιητικός για να ετοιμαστούν και να
καταφτάσουν στην Αθήνα· δεύτερον, την εξασφάλιση, σε κοινό συνέδριο,
της εύνοιας των Ελλήνων προς την πόλη. Επιδιωκόμενος σκοπός ήταν, αν
παραβιάζονταν οι συνθήκες, να μην αναγκαζόμαστε να πολεμήσουμε μόνοι
και απροετοίμαστοι, πράγμα που συνέβη να πάθουμε τώρα, εξαιτίας του
Δημοσθένη. Όταν ακούσετε την απόφαση των συμμάχων, θα μάθετε από
αυτήν ότι όσα λέω είναι αληθινά. (ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ)
[71] Την απόφαση αυτή υποστήριξα και εγώ, το παραδέχομαι, καθώς και
όλοι όσοι μίλησαν στην πρώτη από τις δυο συνελεύσεις. Και ο λαός
αποχώρησε, σχηματίζοντας σχεδόν την εντύπωση ότι θα υπάρξει ειρήνη —
όσο για συμμαχία, θα ήταν προτιμότερο να μη γίνει καμιά συζήτηση , αφού
αυτή ακριβώς ήταν η υπόδειξη των συμμάχων—, ειρήνη όμως με κοινή
απόφαση όλων των Ελλήνων. Δεν πρόλαβε να μεσολαβήσει μια νύχτα και
να᾽ μαστε πάλι την άλλην ημέρα στην Εκκλησία του Δήμου. Τότε ήταν που
ο Δημοσθένης έκανε κατάληψη του βήματος και δεν άφησε κανέναν άλλον
να μιλήσει. Υποστήριξε ότι, από τα όσα είχαν ειπωθεί την προηγούμενη
ημέρα, δεν υπήρχε κανένα όφελος, αν δεν συμφωνούσαν σ᾽ αυτά και οι
αντιπρόσωποι του Φιλίππου, και ότι δεν είχε κανένα νόημα η ειρήνη χωρίς
συμμαχία.
[72] Γιατί, όπως είπε, δεν έπρεπε —γιατί θυμάμαι και τη λέξη όπως την
πρόφερε, λόγω της αηδίας τόσο της προφοράς του ομιλητή όσο και της
ίδιας της λέξης που χρησιμοποίησε— να «αποβάλουμε» τη συμμαχία από
την ειρήνη ούτε και να περιμένουμε τις αναβολές των συμμάχων, αλλά ή
να πολεμήσουμε μόνοι μας εναντίον των Μακεδόνων ή να συνάψουμε
χωριστά ειρήνη εμείς και ο Φίλιππος. Τελειώνοντας, κάλεσε στο βήμα τον
Αντίπατρο και του έκανε μιαν ερώτηση , αφού τον είχε ενημερώσει από
πριν τι θα τον ρωτούσε και τον είχε δασκαλέψει τι έπρεπε να απαντήσει
σαν απειλή κατά της πόλης. Τελικά, με τον προσαναγκασμό που πέτυχε ο
Δημοσθένης με την απειλή του και με το ψήφισμα που πέρασε ο
Φιλοκράτης , επικράτησε αυτή η άποψη.

[73] Ὃ δὲ ἦν ὑπόλοιπον αὐτοῖς, Κερσοβλέπτην καὶ τὸν ἐπὶ Θρᾴκης τόπον ἔκδοτον
ποιῆσαι, καὶ τοῦτ᾽ ἔπραξαν ἕκτῃ φθίνοντος τοῦ ἐλαφηβολιῶνος, πρὶν ἐπὶ τὴν
ὑστέραν ἀπαίρειν πρεσβείαν τὴν ἐπὶ τοὺς ὅρκους Δημοσθένην· ὁ γὰρ
μισαλέξανδρος καὶ μισοφίλιππος ὑμῖν οὑτοσὶ ῥήτωρ δὶς ἐπρέσβευσεν εἰς
Μακεδονίαν, ἐξὸν μηδὲ ἅπαξ, ὁ νυνὶ κελεύων τῶν Μακεδόνων καταπτύειν. Εἰς δὲ
τὴν ἐκκλησίαν τὴν τῇ ἕκτῃ προκαθεζόμενος βουλευτὴς ὢν ἐκ παρασκευῆς,
ἔκδοτον Κερσοβλέπτην μετὰ Φιλοκράτους ἐποίησε.

[74] Λανθάνει γὰρ ὁ μὲν Φιλοκράτης ἐν ψηφίσματι μετὰ τῶν ἄλλων γράμμα τι
παρεγγράψας, ὁ δ᾽ ἐπιψηφίσας, Δημοσθένης, ἐν ᾧ γέγραπται «ἀποδοῦναι δὲ τοὺς
ὅρκους τοῖς πρέσβεσι τοῖς παρὰ Φιλίππου ἐν τῇδε τῇ ἡμέρᾳ τοὺς συνέδρους τῶν
συμμάχων». Παρὰ δὲ Κερσοβλέπτου σύνεδρος οὐκ ἐκάθητο· γράψας δὴ τοὺς
συνεδρεύοντας ὀμνύναι, τὸν Κερσοβλέπτην οὐ συνεδρεύοντα ἐξέκλῃσε τῶν
ὅρκων.

[75] Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, ἀνάγνωθί μοι τίς ἦν ὁ ταῦτα γράψας, καὶ τίς ὁ ταῦτα
ἐπιψηφίσας.

ΨΗΦΙΣΜΑ

Καλόν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καλὸν ἡ τῶν δημοσίων γραμμάτων φυλακή· ἀκίνητον


γάρ ἐστι, καὶ οὐ συμμεταπίπτει τοῖς αὐτομολοῦσιν ἐν τῇ πολιτείᾳ, ἀλλ᾽ ἀπέδωκε
τῷ δήμῳ, ὁπόταν βούληται, συνιδεῖν τοὺς πάλαι μὲν πονηρούς, ἐκ μεταβολῆς δ᾽
ἀξιοῦντας εἶναι χρηστούς.

[76] Ὑπόλοιπον δ᾽ ἐστί μοι τὴν κολακείαν διεξελθεῖν. Δημοσθένης γάρ, ὦ ἄνδρες
Ἀθηναῖοι, ἐνιαυτὸν βουλεύσας, οὐδεμίαν πώποτε φανήσεται πρεσβείαν εἰς
προεδρίαν καλέσας, ἀλλὰ τότε μόνον καὶ πρῶτον εἰς προεδρίαν ἐκάλεσε καὶ
προσκεφάλαια ἔθηκε, καὶ φοινικίδας περιεπέτασε, καὶ ἅμα τῇ ἡμέρᾳ ἡγεῖτο τοῖς
πρέσβεσιν εἰς τὸ θέατρον, ὥστε καὶ συρίττεσθαι διὰ τὴν ἀσχημοσύνην καὶ
κολακείαν. Καὶ ὅτ᾽ ἀπῄεσαν, ἐμισθώσατο αὐτοῖς τρία ζεύγη ὀρεικὰ καὶ
προὔπεμψεν εἰς Θήβας, καταγέλαστον τὴν πόλιν ποιῶν. Ἵνα δ᾽ ἐπὶ τῆς
ὑποθέσεως μείνω, λαβέ μοι τὸ ψήφισμα τὸ περὶ τῆς προεδρίας.

ΨΗΦΙΣΜΑ
[77] Οὗτος τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὁ τηλικοῦτος τὸ μέγεθος κόλαξ, πρῶτος διὰ
τῶν κατασκόπων τῶν παρὰ Χαριδήμου πυθόμενος τὴν Φιλίππου τελευτήν, τῶν
μὲν θεῶν συμπλάσας ἑαυτῷ ἐνύπνιον κατεψεύσατο ὡς οὐ παρὰ Χαριδήμου τὸ
πρᾶγμα πεπυσμένος, ἀλλὰ παρὰ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, οὓς μεθ᾽ ἡμέραν
ἐπιορκῶν νύκτωρ φησὶν ἑαυτῷ διαλέγεσθαι καὶ τὰ μέλλοντα ἔσεσθαι προλέγειν,
[73] Αυτό που τους απέμενε ακόμη να κάνουν ήταν να παραδώσουν με
προδοσία στον Φίλιππο τον Κερσοβλέπτη και την περιοχή της Θράκης·
αυτό το πέτυχαν την έκτην ημέρα πριν από το τέλος του Ελαφηβολιώνα,
πριν αναχωρήσει ο Δημοσθένης για τη δεύτερη διπλωματική αποστολή για
την επικύρωση της συνθήκης με όρκο από τον Φίλιππο. Γιατί ο ρήτοράς
σας αυτός εδώ, που τάχα μισεί τον Αλέξανδρο και τον Φίλιππο, πήγε ως
αντιπρόσωπός σας στη Μακεδονία δύο φορές, αν και δεν χρειαζόταν να
είχε πάει ούτε τη μία, αυτός που μας προτρέπει τώρα να φτύνουμε
κατάμουτρα τους Μακεδόνες. Ακόμη, στη συνέλευση της έκτης ημέρας
πριν το τέλος του μήνα, ως πρόεδρός της με την ιδιότητα του βουλευτή με
διάφορες ίντριγκες, κατόρθωσε με τη βοήθεια του Φιλοκράτη να αφήσει
απροστάτευτο τον Κερσοβλέπτη στο έλεος του Φιλίππου.
[74] Ο Φιλοκράτης δηλαδή, χωρίς να γίνει αντιληπτός, παρενέβαλε στο
ψήφισμα μεταξύ άλλων, και ο Δημοσθένης το έθεσε προς ψήφιση, την εξής
πρόταση: «οι σύνεδροι των συμμάχων να δώσουν εκείνη την ημέρα τους
όρκους στους αντιπροσώπους του Φιλίππου». Εκ μέρους όμως του
Κερσοβλέπτη δεν παρευρισκόταν εκπρόσωπος στο συνέδριο. Προτείνοντας
λοιπόν να ορκιστούν οι παρευρισκόμενοι σύνεδροι, απέκλεισε από τους
όρκους τον Κερσοβλέπτη , αφού δεν αντιπροσωπευόταν στο Συνέδριο.
[75] Για την αλήθεια των όσων λέω, κάνε μου τη χάρη, γραμματέα, και
διάβασε ποιος ήταν αυτός που έκανε αυτή την πρόταση και ποιος εκείνος
που την έθεσε προς ψήφιση. (ΨΗΦΙΣΜΑ)
Όμορφο πράγμα, πολίτες Αθηναίοι, όμορφο πράγματι η φύλαξη των
δημοσίων εγγράφων. Γιατί παραμένουν αμετακίνητα και δεν συμμετέχουν
στις μεταπτώσεις των λιποτακτών της πολιτικής. Αυτά δίνουν στον λαό τη
δυνατότητα να καταφεύγει σ᾽ αυτά και να γνωρίζει καλά τους
διεφθαρμένους πολιτικούς του παρελθόντος, που τώρα άλλαξαν στάση και
έχουν την αξίωση να θεωρούνται χρηστοί.
[76] Μου μένει ακόμη να μιλήσω για την κολακεία του. Επί ένα χρόνο που
ήταν βουλευτής , Αθηναίοι, δεν θα δείτε τον Δημοσθένη να έχει καλέσει ως
τώρα καμιά διπλωματική αποστολή στις πρώτες θέσεις στο θέατρο. Ήταν
η πρώτη και μοναδική φορά όταν κάλεσε τους αντιπροσώπους του
Φιλίππου και τους έβαλε να καθίσουν στις προεδρικές θέσεις· τοποθέτησε
μάλιστα στις θέσεις και μαξιλαράκια, έστρωσε κόκκινα χαλιά και, μόλις
ξημέρωσε, οδήγησε τη μακεδονική αποστολή στο θέατρο. Το αποτέλεσμα
ήταν να μη γλιτώσει από τα αποδοκιμαστικά σφυρίγματα για την άσχημη
εκείνη εικόνα και την κολακεία του. Και όταν αποχωρούσαν οι
αντιπρόσωποι, μίσθωσε γι᾽ αυτούς τρία ζευγάρια μουλάρια και τους
συνόδευσε ως τη Θήβα, γελοιοποιώντας την πόλη. Αλλά, για να μείνω στο
θέμα μου, κάνε μου τη χάρη, γραμματέα, πάρε και διάβασε το σχετικό με
τις τιμητικές θέσεις ψήφισμα. (ΨΗΦΙΣΜΑ)
[77] Αυτός λοιπόν, πολίτες Αθηναίοι, ο τόσο μεγάλος κόλακας, όταν
πρώτος από όλους πληροφορήθηκε τον θάνατο του Φιλίππου από τους
κατασκόπους του Χαρίδημου, επινόησε ένα όνειρο και αράδιασε ένα σωρό
ψέματα, εμπλέκοντας και τους θεούς. Είπε λοιπόν ότι δεν έμαθε την είδηση
από τον Χαρίδημο αλλά από τον Δία και την Αθηνά,· ενώ επιορκεί την
ημέρα, τη νύχτα, λέει, οι θεοί αυτοί συζητούν μαζί του και του προλέγουν
τα μέλλοντα να συμβούν.
ἑβδόμην δ᾽ ἡμέραν τῆς θυγατρὸς αὐτῷ τετελευτηκυίας, πρὶν πενθῆσαι καὶ τὰ
νομιζόμενα ποιῆσαι, στεφανωσάμενος καὶ λευκὴν ἐσθῆτα λαβὼν ἐβουθύτει καὶ
παρενόμει, τὴν μόνην ὁ δείλαιος καὶ πρώτην αὐτὸν πατέρα προσειποῦσαν
ἀπολέσας.

[78] Καὶ οὐ τὸ δυστύχημα ὀνειδίζω, ἀλλὰ τὸν τρόπον ἐξετάζω. Ὁ γὰρ μισότεκνος
καὶ πατὴρ πονηρὸς οὐκ ἄν ποτε γένοιτο δημαγωγὸς χρηστός, οὐδὲ ὁ τὰ φίλτατα
καὶ οἰκειότατα σώματα μὴ στέργων οὐδέποθ᾽ ὑμᾶς περὶ πολλοῦ ποιήσεται τοὺς
ἀλλοτρίους, οὐδέ γε ὁ ἰδίᾳ πονηρὸς οὐκ ἂν γένοιτο δημοσίᾳ χρηστός, οὐδ᾽ ὅστις
ἐστὶν οἴκοι φαῦλος, οὐδέποτ᾽ ἦν ἐν Μακεδονίᾳ καλὸς κἀγαθός· οὐ γὰρ τὸν
τρόπον, ἀλλὰ τὸν τόπον μετήλλαξεν.

[79] Πόθεν οὖν ἐπὶ τὴν μεταβολὴν ἦλθε τῶν πραγμάτων, οὗτος γάρ ἐστιν ὁ
δεύτερος καιρός, καὶ τί ποτ᾽ ἐστὶ τὸ αἴτιον ὅτι Φιλοκράτης μὲν ἀπὸ τῶν αὐτῶν
πολιτευμάτων Δημοσθένει φυγὰς ἀπ᾽ εἰσαγγελίας γεγένηται, Δημοσθένης δὲ
ἐπέστη τῶν ἄλλων κατήγορος, καὶ πόθεν ποθ᾽ ἡμᾶς εἰς τὴν ἀτυχίαν ὁ μιαρὸς
ἄνθρωπος ἐμβέβληκε, ταῦτ᾽ ἤδη διαφερόντως ἄξιόν ἐστιν ἀκοῦσαι.

[80] Ὡς γὰρ τάχιστα εἴσω Πυλῶν Φίλιππος παρῆλθε, καὶ τάς τε ἐν Φωκεῦσι πόλεις
παραδόξως ἀναστάτους ἐποίησε, Θηβαίους τε, ὡς τόθ᾽ ὑμῖν ἐδόκει, περαιτέρω τοῦ
καιροῦ καὶ τοῦ ὑμετέρου συμφέροντος ἰσχυροὺς κατεσκεύασεν, ὑμεῖς τε ἐκ τῶν
ἀγρῶν φοβηθέντες ἐσκευαγωγήσατε, ἐν ταῖς μεγίσταις δ᾽ ἦσαν αἰτίαις οἱ
πρέσβεις οἱ τὴν εἰρήνην πρεσβεύσαντες, πολὺ δὲ τῶν ἄλλων διαφερόντως
Φιλοκράτης καὶ Δημοσθένης, διὰ τὸ μὴ μόνον πρεσβεύειν, ἀλλὰ καὶ τὰ
ψηφίσματα γεγραφέναι,

[81] συνέβη τε ἐν τοῖς αὐτοῖς χρόνοις διαφέρεσθαί τι Δημοσθένην καὶ Φιλοκράτην


σχεδὸν ὑπὲρ τούτων ὑπὲρ ὧν καὶ ὑμεῖς αὐτοὺς ὑπωπτεύσατε διενεχθῆναι·
τοιαύτης δὲ ἐμπιπτούσης ταραχῆς, μετὰ τῶν συμφύτων αὐτῷ νοσημάτων ἤδη τὰ
μετὰ ταῦτα ἐβουλεύετο, μετὰ δειλίας καὶ τῆς πρὸς Φιλοκράτην ὑπὲρ τῆς
δωροδοκίας ζηλοτυπίας, καὶ ἡγήσατο, εἰ τῶν συμπρεσβευόντων καὶ τοῦ Φιλίππου
κατήγορος ἀναφανείη, τὸν μὲν Φιλοκράτην προδήλως ἀπολεῖσθαι, τοὺς δὲ
ἄλλους συμπρέσβεις κινδυνεύσειν, αὐτὸς δ᾽ εὐδοκιμήσειν, καὶ προδότης ὢν τῶν
φίλων καὶ πονηρὸς πιστὸς τῷ δήμῳ φανήσεσθαι.

[82] Κατιδόντες δ᾽ αὐτὸν οἱ τῇ τῆς πόλεως προσπολεμοῦντες ἡσυχίᾳ, ἄσμενοι


παρεκάλουν ἐπὶ τὸ βῆμα, τὸν μόνον ἀδωροδόκητον ὀνομάζοντες τῇ πόλει· ὁ δὲ
παριὼν ἀρχὰς αὐτοῖς ἐνεδίδου πολέμου καὶ ταραχῆς. Οὗτός ἐστιν, ὦ ἄνδρες
Ἀθηναῖοι, ὁ πρῶτος ἐξευρὼν Σέρριον τεῖχος καὶ Δορίσκον καὶ Ἐργίσκην καὶ
Μυρτίσκην καὶ Γάνος καὶ Γανιάδα, χωρία ὧν οὐδὲ τὰ ὀνόματα ᾔδειμεν πρότερον.
Καὶ εἰς τοῦτο φέρων περιέστησε τὰ πράγματα, ὥστ᾽ εἰ μὲν μὴ πέμποι Φίλιππος
πρέσβεις, καταφρονεῖν αὐτὸν ἔφη τῆς πόλεως, εἰ δὲ πέμποι, κατασκόπους
πέμπειν, ἀλλ᾽ οὐ πρέσβεις.
Και ενώ ήταν η έβδομη ημέρα που του είχε πεθάνει η θυγατέρα του, πριν
ακόμη την πενθήσει και κάνει τα καθιερωμένα, έβαλε στο κεφάλι του
στεφάνι, φόρεσε άσπρη περιβολή και άρχισε τις θυσίες, παραβιάζοντας ο
άθλιος κάθε ιερό και όσιο, ενώ είχε χάσει τον πρώτο και μοναδικό
άνθρωπο που τον αποκάλεσε πατέρα.
[78] Και δεν τον κοροϊδεύω για το δυστύχημά του, αλλά εξετάζω τον
τρόπο συμπεριφοράς του. Γιατί αυτός που μισεί τα παιδιά του και είναι
άστοργος πατέρας δεν μπορεί ποτέ να γίνει καλός ηγέτης του λαού, πολύ
περισσότερο να νοιαστεί ποτέ για σας τους ξένους, ο άνθρωπος που δεν
αγαπά τα πιο προσφιλή και συγγενικά του πρόσωπα. Ούτε και είναι ποτέ
δυνατόν να αποδειχτεί ενάρετος ως πολίτης αυτός που ως άτομο υπήρξε
κακοήθης, ούτε και όποιος στο σπίτι του είναι φαύλος είναι ποτέ δυνατόν
να ήταν στην Μακεδονία καλός και ενάρετος· γιατί δεν άλλαξε τον
χαρακτήρα του αλλά τον τόπο.
[79] Πού οφείλεται η αλλαγή της πολιτικής του —αυτή είναι η δεύτερη
περίοδος— ποια είναι η αιτία που καταγγέλθηκε για δημόσιο αδίκημα ο
Φιλοκράτης και βρέθηκε να είναι εξόριστος, ενώ ακολουθούσε την ίδια
πολιτική με τον Δημοσθένη, και ο τελευταίος έγινε κατήγορος των
υπολοίπων και τι, τέλος πάντων, έγινε και ο σιχαμερός αυτός άνθρωπος
μας έχει ρίξει στη δυστυχία, όλα αυτά αξίζει να τα ακούσετε τώρα με
ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
[80] Αμέσως μόλις πέρασε ο Φίλιππος τις Θερμοπύλες και έκανε άνω κάτω
τις πόλεις της Φωκίδας πέρα από κάθε προσδοκία, ενώ ενίσχυσε τους
Θηβαίους, και αυτό το περιμένατε, πέρα από όσο επέτρεπε η περίσταση και
το συμφέρον σας, τότε εσείς, επειδή φοβηθήκατε, μεταφέρατε τα
υπάρχοντά σας από την ύπαιθρο στην πόλη και οι πρέσβεις που είχαν
διαπραγματευτεί την ειρήνη αντιμετώπιζαν τις πιο μεγάλες κατηγορίες,
και πιο πολύ από όλους ο Φιλοκράτης και ο Δημοσθένης, επειδή όχι μόνο
είχαν διατελέσει πρέσβεις, αλλά είχαν προτείνει και τα ψηφίσματα.
[81] Τον ίδιο μάλιστα καιρό συνέπεσε να έρθουν σε κάποια ρήξη ο
Δημοσθένης και ο Φιλοκράτης για τους λόγους περίπου για τους οποίους
και εσείς υποπτευθήκατε ότι αυτοί θα συγκρούονταν. Από τη στιγμή που
δημιουργήθηκε μια τέτοια αναστάτωση, άρχισε να σκέφτεται ήδη τα
μετέπειτα, επηρεασμένος από τα φυσικά του ελαττώματα, τη δειλία και τη
ζηλοτυπία του προς τον Φιλοκράτη για τη δωροδοκία του από τον Φίλιππο.
Σκέφτηκε λοιπόν ότι, αν παρουσιαζόταν ως κατήγορος των συμπρέσβεών
του και του Φιλίππου, ο Φιλοκράτης προφανώς θα καταδικαζόταν, οι
υπόλοιποι συμπρέσβεις του θα κινδύνευαν, ενώ ο ίδιος θα κέρδιζε σε
εκτίμηση και θα φαινόταν πιστός στον λαό, αν και προδότης των φίλων
του και παλιάνθρωπος.
[82] Όταν αντιλήφθηκαν τις προθέσεις του οι εχθροί της γαλήνης της
πόλης, με μεγάλη χαρά τον καλούσαν στο βήμα, αποκαλώντας τον ως τον
μόνο αδιάφθορο στην πόλη. Και ο Δημοσθένης έπαιρνε τον λόγο και άρχιζε
να τους δίνει αφορμές για πόλεμο και αναστάτωση. Αυτός είναι, πολίτες
Αθηναίοι, που πρώτος ανακάλυψε το Σέρριον τείχος, τον Δορίσκο , την
Εργίσκη, τη Μυρτίσκη, το Γάνος και τη Γανιάδα, περιοχές που ούτε και τα
ονόματά τους γνωρίζαμε πριν. Και με τη φόρα που είχε πάρει μπέρδεψε
έτσι τα πράγματα, ώστε, αν ο Φίλιππος δεν έστελνε αντιπροσώπους, ο
Δημοσθένης έλεγε ότι αυτός περιφρονούσε την πόλη, αν πάλι έστελνε,
έλεγε ότι έστελνε κατασκόπους όχι αντιπροσώπους.
[83] Εἰ δὲ ἐπιτρέπειν ἐθέλοι πόλει τινὶ ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ περὶ τῶν ἐγκλημάτων, οὐκ
εἶναι κριτὴν ἴσον ἡμῖν ἔφη καὶ Φιλίππῳ. Ἁλόννησον ἐδίδου· ὁ δ᾽ ἀπηγόρευε μὴ
λαμβάνειν, εἰ δίδωσιν, ἀλλὰ μὴ ἀποδίδωσι, περὶ συλλαβῶν διαφερόμενος. Καὶ τὸ
τελευταῖον στεφανώσας τοὺς μετὰ Ἀριστοδήμου εἰς Θετταλίαν καὶ Μαγνησίαν
παρὰ τὰς τῆς εἰρήνης συνθήκας πρεσβεύσαντας, τὴν μὲν εἰρήνην διέλυσε, τὴν δὲ
συμφορὰν καὶ τὸν πόλεμον κατεσκεύασεν.

[84] Ναί, ἀλλὰ χαλκοῖς καὶ ἀδαμαντίνοις τείχεσιν, ὡς αὐτός φησι, τὴν χώραν
ἡμῶν ἐτείχισε, τῇ τῶν Εὐβοέων καὶ Θηβαίων συμμαχίᾳ. Ἀλλ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι,
περὶ ταῦτα καὶ μέγιστα ἠδίκησθε καὶ μάλιστα ἠγνοήκατε. Σπεύδων δ᾽ εἰπεῖν περὶ
τῆς θαυμαστῆς συμμαχίας τῆς τῶν Θηβαίων, ἵν᾽ ἐφεξῆς λέγω, περὶ τῶν Εὐβοέων
πρῶτον μνησθήσομαι.

[85] Ὑμεῖς γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πολλὰ καὶ μεγάλα ἠδικημένοι ὑπὸ
Μνησάρχου τοῦ Χαλκιδέως, τοῦ Καλλίου καὶ Ταυροσθένους πατρός, οὓς οὗτος
νυνὶ μισθὸν λαβὼν Ἀθηναίους εἶναι τολμᾷ γράφειν, καὶ πάλιν ὑπὸ Θεμίσωνος
τοῦ Ἐρετριέως, ὃς ἡμῶν εἰρήνης οὔσης Ὠρωπὸν ἀφείλετο, τούτων ἑκόντες
ἐπιλαθόμενοι, ἐπειδὴ διέβησαν εἰς Εὔβοιαν Θηβαῖοι καταδουλώσασθαι τὰς πόλεις
πειρώμενοι, ἐν πέντε ἡμέραις ἐβοηθήσατε αὐτοῖς καὶ ναυσὶ καὶ πεζῇ δυνάμει, καὶ
πρὶν τριάκονθ᾽ ἡμέρας διελθεῖν ὑποσπόνδους Θηβαίους ἀφήκατε, κύριοι τῆς
Εὐβοίας γενόμενοι, καὶ τάς τε πόλεις αὐτὰς καὶ τὰς πολιτείας ἀπέδοτε ὀρθῶς καὶ
δικαίως τοῖς παρακαταθεμένοις, οὐχ ἡγούμενοι δίκαιον εἶναι τὴν ὀργὴν
ἀπομνημονεύειν ἐν τῷ πιστευθῆναι.

[86] Καὶ τηλικαῦθ᾽ ὑφ᾽ ὑμῶν εὖ πεπονθότες οἱ Χαλκιδεῖς, οὐ τὰς ὁμοίας ὑμῖν
ἀπέδοσαν χάριτας, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ διέβητε εἰς Εὔβοιαν Πλουτάρχῳ βοηθήσοντες,
τοὺς μὲν πρώτους χρόνους ἀλλ᾽ οὖν προσεποιοῦνθ᾽ ὑμῖν εἶναι φίλοι, ἐπειδὴ δὲ
τάχιστα εἰς Ταμύνας παρήλθομεν, καὶ τὸ Κοτύλαιον ὀνομαζόμενον ὅρος
ὑπερεβάλομεν, ἐνταῦθα Καλλίας ὁ Χαλκιδεύς, ὃν Δημοσθένης μισθαρνῶν
ἐνεκωμίαζεν,

[87] ὁρῶν τὸ στρατόπεδον τὸ τῆς πόλεως εἰς δεινὰς δυσχωρίας κατακεκλῃμένον,


ὅθεν μὴ νικήσασι μάχην οὐκ ἦν ἀναχώρησις, οὐδὲ βοηθείας ἐλπὶς οὔτ᾽ ἐκ γῆς οὔτ᾽
ἐκ θαλάττης, συναγείρας ἐξ ἁπάσης τῆς Εὐβοίας στρατόπεδον, καὶ παρὰ
Φιλίππου δύναμιν προσμεταπεμψάμενος, ὅ τ᾽ ἀδελφὸς αὐτοῦ Ταυροσθένης, ὁ
νυνὶ πάντας δεξιούμενος καὶ προσγελῶν, τοὺς Φωκικοὺς ξένους διαβιβάσας,
ἦλθον ἐφ᾽ ἡμᾶς ὡς ἀναιρήσοντες.

[88] Καὶ εἰ μὴ πρῶτον μὲν θεῶν τις ἔσωσε τὸ στρατόπεδον, ἔπειθ᾽ οἱ στρατιῶται οἱ
ὑμέτεροι καὶ οἱ πεζοὶ καὶ οἱ ἱππεῖς ἄνδρες ἐγένοντο ἀγαθοί, καὶ παρὰ τὸν
ἱππόδρομον τὸν ἐν Ταμύναις ἐκ παρατάξεως μάχῃ κρατήσαντες ὑποσπόνδους
ἀφεῖσαν τοὺς πολεμίους, ἐκινδύνευσεν ἂν ἡ πόλις αἴσχιστα παθεῖν· οὐ γὰρ τὸ
δυστυχῆσαι κατὰ πόλεμον μέγιστόν ἐστι κακόν, ἀλλ᾽ ὅταν τις πρὸς ἀνταγωνιστὰς
[83] Κάθε φορά που ο Φίλιππος προθυμοποιούνταν να αναθέσουμε σε
κάποια πόλη δίκαιη και αμερόληπτη να κρίνει για τις διαφορές μας, ο
Δημοσθένης έλεγε ότι ανάμεσα σε εμάς και στον Φίλιππο δεν μπορεί να
υπάρξει αμερόληπτη διαιτησία. Ο Φίλιππος προσφερόταν να μας δώσει την
Αλόννησο· ο Δημοσθένης μάς απέτρεπε να την πάρουμε, «αν απλώς την
παραχωρεί και δεν την επιστρέφει», παίζοντας με τις λέξεις. Και το
τελευταίο, με το να στεφανώσει τους αντιπροσώπους που με τον
Αριστόδημο επισκέφτηκαν, παρά τους όρους της συνθήκης ειρήνης, τη
Θεσσαλία και τη Μαγνησία, παραβίασε την ειρήνη και προετοίμασε τη
συμφορά και τον πόλεμο.
[84] Ναι, αλλά με το να κλείσει συμμαχία με την Εύβοια και με τη Θήβα
θωράκισε, όπως λέει ο ίδιος, την Αττική με χάλκινα και αδαμάντινα τείχη.
Όσον αφορά σε αυτά, Αθηναίοι, όχι μόνο δεν ωφεληθήκατε, αλλά και έχετε
υποστεί πολύ μεγάλες ζημιές, που τις αγνοείτε πέρα για πέρα. Και, μόλο
που βιάζομαι να μιλήσω για την υπέροχη συμμαχία με τους Θηβαίους, θα
αναφερθώ πρώτα στη συμμαχία με τους Ευβοείς, για να πάρω τα πράγματα
με τη σειρά τους.
[85] Εσείς λοιπόν, Αθηναίοι, μολονότι έχετε πάθει πολλές και μεγάλες
ζημιές από τον Μνήσαρχο τον Χαλκιδέα, τον πατέρα του Καλλία και τον
Ταυροσθένη, που ο Δημοσθένης τώρα τολμά να προτείνει, έναντι
χρημάτων, να πολιτογραφηθούν Αθηναίοι, αν και έγινε το ίδιο με τον
Θεμίσωνα από την Ερέτρια, που σε καιρό ειρήνης μας άρπαξε τον Ωρωπό,
αυτά εσείς θελήσατε να τα ξεχάσετε. Έτσι, όταν οι Θηβαίοι πέρασαν στην
Εύβοια, προσπαθώντας να υποδουλώσουν τις πόλεις της, εσείς μέσα σε
πέντε ημέρες τρέξατε να βοηθήσετε τους Ευβοείς με ναυτικές και
χερσαίες δυνάμεις και, πριν περάσουν τριάντα ημέρες, αναγκάσατε τους
Θηβαίους να συνθηκολογήσουν και να εκκενώσουν την Εύβοια. Και, όταν
γίνατε κύριοι του νησιού, αποδώσατε σ᾽ αυτούς που σας τα εμπιστεύτηκαν
την αυτονομία των πόλεων και αποκαταστήσατε τα πολιτεύματά τους·
σωστά και δίκαια, επειδή θεωρούσατε πως είναι άδικο να κρατάτε την
οργή σας προς τους Ευβοείς, ενώ αυτοί είχαν εμπιστευτεί σε σας τους
εαυτούς τους.
[86] Μολονότι οι Χαλκιδείς είχαν τόσο πολύ ευεργετηθεί από σας, δεν
ανταπέδωσαν σε σας τα ίσα. Αντίθετα, όταν εσείς περάσατε στην Εύβοια
για να βοηθήσετε τον Πλούταρχο, τον πρώτο καιρό μόνο προσποιούνταν
ότι είναι φίλοι σας. Αλλά αμέσως μόλις φτάσαμε στις Ταμύνες και
περάσαμε το βουνό που λέγεται Κοτύλαιο, τότε ο Καλλίας ο Χαλκιδέας,
που ο Δημοσθένης τον εγκωμίαζε έναντι μισθού,
[87] βλέποντας τον στρατό της πόλης μας παγιδευμένο σε φοβερές
κακοτοπιές, από όπου ήταν αδύνατη η διαφυγή αν δεν νικούσε στη μάχη
ούτε και υπήρχε ελπίδα βοήθειας ούτε από στεριά ούτε από θάλασσα,
συγκέντρωσε στρατό από όλη την Εύβοια και έστειλε και ζήτησε
ενισχύσεις και από τον Φίλιππο. Παράλληλα, ο αδερφός του ο
Ταυροσθένης, που τώρα δίνει σε όλους ευγενικά το χέρι και είναι όλο
χαμόγελα, πέρασε στην Εύβοια τους μισθοφόρους από την Φωκίδα και μας
επιτέθηκαν για να μας εξοντώσουν.
[88] Και, αν κάποιος θεός πρώτα δεν είχε σώσει τον στρατό και αν στη
συνέχεια οι στρατιώτες σας, τόσο οι πεζικάριοι όσο και οι ιππείς, δεν είχαν
επιδείξει τόση γενναιότητα, ώστε, νικώντας τους εχθρούς κοντά στον
ιππόδρομο στις Ταμύνες σε μάχη εκ παρατάξεως, να τους αφήσουν να
φύγουν υπό όρους, θα είχε κινδυνεύσει η πόλη να πάθει τα χειρότερα. Γιατί
στον πόλεμο το μεγαλύτερο κακό δεν είναι να ηττηθεί κανείς, αλλά, όταν
πάθει αυτό αντιμετωπίζοντας
ἀναξίους αὑτοῦ διακινδυνεύων ἀποτύχῃ, διπλασίαν εἰκὸς εἶναι τὴν συμφοράν.
Ἀλλ᾽ ὅμως ὑμεῖς τοιαῦτα πεπονθότες πάλιν διελύσασθε πρὸς αὐτούς.

[89] Τυχὼν δὲ παρ᾽ ὑμῶν συγγνώμης Καλλίας ὁ Χαλκιδεύς, μικρὸν διαλιπὼν


χρόνον πάλιν ἧκε φερόμενος εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν, Εὐβοϊκὸν μὲν τῷ λόγῳ
συνέδριον εἰς Χαλκίδα συνάγων, ἰσχυρὰν δὲ τὴν Εὔβοιαν ἐφ᾽ ὑμᾶς ἔργῳ
παρασκευάζων, ἐξαίρετον δ᾽ αὑτῷ τυραννίδα περιποιούμενος. Κἀνταῦθα ἐλπίζων
συναγωνιστὴν Φίλιππον λήψεσθαι, ἀπῆλθεν εἰς Μακεδονίαν καὶ περιῄει μετὰ
Φιλίππου, καὶ τῶν ἑταίρων εἷς ὠνομάζετο.

[90] Ἀδικήσας δὲ Φίλιππον κἀκεῖθεν ἀποδράς, ὑπέβαλεν ἑαυτὸν φέρων Θηβαίοις.


Ἐγκαταλιπὼν δὲ κἀκείνους καὶ πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου παρ᾽ ὃν
ᾤκει, εἰς μέσον πίπτει τῆς τε Θηβαίων ἔχθρας καὶ τῆς Φιλίππου. Ἀπορῶν δ᾽ ὅ τι
χρήσαιτο αὑτῷ, καὶ παραγγελλομένης ἐπ᾽ αὐτὸν ἤδη στρατείας, μίαν ἐλπίδα
λοιπὴν κατεῖδε σωτηρίας, ἔνορκον λαβεῖν τὸν Ἀθηναίων δῆμον, σύμμαχον
ὀνομασθέντα, βοηθήσειν, εἴ τις ἐπ᾽ αὐτὸν ἴοι· ὃ πρόδηλον ἦν ἐσόμενον, εἰ μὴ ὑμεῖς
κωλύσετε.

[91] Ταῦτα δὲ διανοηθεὶς ἀποστέλλει δεῦρο πρέσβεις Γλαυκέτην καὶ Ἐμπέδωνα


καὶ Διόδωρον τὸν δολιχοδρομήσαντα, φέροντας τῷ μὲν δήμῳ κενὰς ἐλπίδας,
Δημοσθένει δ᾽ ἀργύριον καὶ τοῖς περὶ τοῦτον. Τρία δ᾽ ἦν ἃ ἅμα ἐξεωνεῖτο, πρῶτον
μὲν μὴ διασφαλῆναι τῆς πρὸς ὑμᾶς συμμαχίας· οὐδὲν γὰρ ἦν τὸ μέσον, εἰ
μνησθεὶς τῶν προτέρων ἀδικημάτων ὁ δῆμος μὴ προσδέξαιτο τὴν συμμαχίαν,
ἀλλ᾽ ὑπῆρχεν αὐτῷ ἢ φεύγειν ἐκ Χαλκίδος, ἢ τεθνάναι ἐγκαταληφθέντι·
τηλικαῦται δυνάμεις ἐπ᾽ αὐτὸν ἐπεστράτευον, ἥ τε Φιλίππου καὶ Θηβαίων.
Δεύτερον δ᾽ ἧκον οἱ μισθοὶ τῷ γράψαντι τὴν συμμαχίαν ὑπὲρ τοῦ μὴ συνεδρεύειν
Ἀθήνησι Χαλκιδέας, τρίτον δὲ ὥστε μὴ τελεῖν συντάξεις.

[92] Καὶ τούτων τῶν προαιρέσεων οὐδεμιᾶς ἀπέτυχε Καλλίας, ἀλλ᾽ ὁ


μισοτύραννος Δημοσθένης, ὡς αὐτὸς προσποιεῖται, ὅν φησι Κτησιφῶν τὰ
βέλτιστα λέγειν, ἀπέδοτο μὲν τοὺς καιροὺς τοὺς τῆς πόλεως, ἔγραψε δ᾽ ἐν τῇ
συμμαχίᾳ βοηθεῖν ἡμᾶς Χαλκιδεῦσι, ῥῆμα μόνον ἀντικαταλλαξάμενος ἀντὶ
τούτων, εὐφημίας ἕνεκα προσγράψας καὶ Χαλκιδέας βοηθεῖν, ἐάν τις ἴῃ ἐπ᾽
Ἀθηναίους·

[93] τὰς δὲ συνεδρίας καὶ τὰς συντάξεις, ἐξ ὧν ἰσχύσειν ὁ πόλεμος ἤμελλεν, ἄρδην
ἀπέδοτο, καλλίστοις ὀνόμασιν αἰσχίστας πράξεις γράφων, καὶ τῷ λόγῳ
προσβιβάζων ὑμᾶς, τὰς μὲν βοηθείας ὡς δεῖ τὴν πόλιν πρότερον ποιεῖσθαι τοῖς
ἀεὶ δεομένοις τῶν Ἑλλήνων, τὰς δὲ συμμαχίας ὑστέρας μετὰ τὰς εὐεργεσίας. Ἵνα
δ᾽ εὖ εἰδῆτε ὅτι ἀληθῆ λέγω, λαβέ μοι τὴν Καλλίου γραφὴν καὶ τὴν συμμαχίαν.
Ἀνάγνωθι τὸ ψήφισμα.

ΨΗΦΙΣΜΑ
αντιπάλους κατωτέρους του, τότε είναι φυσικό η συμφορά να είναι
διπλάσια. Ωστόσο εσείς, αν και έχετε πάθει τέτοια κακά, πάλι
συμφιλιωθήκατε με αυτούς.
[89] Ο Καλλίας ο Χαλκιδέας, αφού πέτυχε τη συγγνώμη σας, άφησε να
περάσει ένα μικρό χρονικό διάστημα και επέστρεψε πάλι στον κακό του
χαρακτήρα· συγκάλεσε φαινομενικά Ευβοϊκό συνέδριο στη Χαλκίδα, ενώ
στην πραγματικότητα οργάνωνε την Εύβοια εναντίον σας και προσπαθούσε
να κερδίσει για τον εαυτό του τη θέση του τυράννου. Τότε, ελπίζοντας ότι
θα έχει συμπαραστάτη τον Φίλιππο, πήγε στη Μακεδονία, έκανε περιοδείες
με τον Φίλιππο και συγκαταλεγόταν μεταξύ των εταίρων.
[90] Καθώς όμως πήγε να βλάψει και τον Φίλιππο, το έσκασε κρυφά και από
εκεί και με τη φόρα που είχε εμπιστεύτηκε τη ζωή του στους Θηβαίους.
Εγκατέλειψε όμως και εκείνους και ύστερα από πολιτικές παλινδρομήσεις,
περισσότερες από αυτές του Ευρίπου, δίπλα στον οποίο έμενε, βρέθηκε να
αντιμετωπίζει ταυτόχρονα την έχθρα Θηβαίων και Φιλίππου. Και, μη
γνωρίζοντας ποια θα ήταν η τύχη του, καθώς ετοιμαζόταν εκστρατεία
εναντίον του, είδε ολοκάθαρα ότι η μόνη ελπίδα σωτηρίας που του απέμενε
ήταν να θεωρηθεί σύμμαχος του λαού των Αθηναίων, ώστε να τον
δεσμεύσει με όρκο ότι θα τον βοηθούσε, σε περίπτωση επίθεσης εναντίον
του, πράγμα που προφανώς θα συνέβαινε, εάν εσείς δεν το εμποδίζατε.
[91] Με αυτά τα σχέδια κατά νου, ο Καλλίας στέλνει εδώ αντιπροσώπους
τον Γλαυκέτη, τον Εμπέδωνα και τον Διόδωρο τον δρομέα, φέρνοντας στον
λαό κενές ελπίδες, στον Δημοσθένη όμως και στην κλίκα του χρήματα.
Τρία πράγματα εξαγόραζε ταυτόχρονα. Πρώτον, να μην αποτύχει να
κλείσει συμμαχία με σας. Αν ο αθηναϊκός λαός θυμόταν τα σε βάρος του
κατά το παρελθόν αδικήματα και δεν δεχόταν την προτεινόμενη από αυτόν
συμμαχία, ένα από τα δύο ήταν σίγουρο γι᾽ αυτόν, ή να φύγει από τη
Χαλκίδα ή να εγκλωβιστεί εκεί και να πεθάνει· άλλη επιλογή δεν είχε. Τόσο
μεγάλες ήταν οι δυνάμεις τόσο του Φιλίππου όσο και των Θηβαίων, που
ετοιμάζονταν να εκστρατεύσουν εναντίον του. Δεύτερον, να μην είναι
υποχρεωμένοι οι Χαλκιδείς να παίρνουν μέρος στο συνέδριο στην Αθήνα —
είχαν έρθει ήδη τα χρήματα σ᾽ αυτόν που είχε κάνει την πρόταση για τη
συμμαχία. Τρίτον, να μην καταβάλλουν τη συνεισφορά στη συμμαχία.
[92] Ο Καλλίας δεν απέτυχε σε καμιά από αυτές τις επιλογές του. Αλλά ο
Δημοσθένης, ο «μισοτύραννος», όπως ο ίδιος παριστάνει τον εαυτό του,
για τον οποίο ο Κτησιφών λέει ότι οι συμβουλές του είναι οι καλύτερες για
τον λαό, απεμπόλησε τις ευκαιρίες της πόλης και πρότεινε στο ψήφισμα
για τη συμμαχία να βοηθούμε εμείς τους Χαλκιδείς, προσφέροντας ως
αντάλλαγμα στην πόλη για τα ευεργετήματα αυτά μόνο λέξεις· πρόσθεσε
δηλαδή, για να ηχεί καλά, «και οι Χαλκιδείς να βοηθούν, εάν κάποιος
βαδίσει εναντίον των Αθηναίων».
[93] Όσο για την υποχρέωση των Χαλκιδέων στα κοινά συνέδρια και για τη
συνεισφορά τους, με τις οποίες επρόκειτο να ενισχυθεί ο πόλεμος, τους
απάλλαξε εντελώς, προτείνοντας στο ψήφισμα τις χειρότερες πράξεις με
τις ωραιότερες λέξεις, ότι δηλαδή πρέπει να προηγείται η παροχή
βοήθειας από την πόλη σε όσους από τους Έλληνες την έχουν ανάγκη, ενώ
η συμμαχία να είναι η δεύτερη επιλογή της, να ακολουθεί την ευεργεσία.
Για να βεβαιωθείτε ότι λέω την αλήθεια, κάνε μου τη χάρη, γραμματέα,
πιάσε το γράμμα του Καλλία για τη συμμαχία. Διάβασε το ψήφισμα.
(ΨΗΦΙΣΜΑ)
[94] Οὔπω τοίνυν τοῦτ᾽ ἐστὶ δεινόν, εἰ καιροὶ πέπρανται τηλικοῦτοι καὶ συνεδρίαι
καὶ συντάξεις, ἀλλὰ πολὺ τούτου δεινότερον φανήσεται ὃ μέλλω λέγειν. Εἰς γὰρ
τοῦτο προήχθη Καλλίας μὲν ὁ Χαλκιδεὺς ὕβρεως καὶ πλεονεξίας, Δημοσθένης δέ,
ὃν ἐπαινεῖ Κτησιφῶν, δωροδοκίας, ὥστε τὰς ἐξ Ὠρεοῦ συντάξεις καὶ τὰς ἐξ
Ἐρετρίας, τὰ δέκα τάλαντα, ζώντων φρονούντων βλεπόντων ἔλαθον ὑμῶν
ὑφελόμενοι, καὶ τοὺς ἐκ τῶν πόλεων τούτων συνέδρους παρ᾽ ὑμῶν μὲν
ἀνέστησαν, πάλιν δὲ εἰς Χαλκίδα καὶ τὸ καλούμενον Εὐβοϊκὸν συνέδριον
συνήγαγον. Ὃν δὲ τρόπον καὶ δι᾽ οἵων κακουργημάτων, ταῦτ᾽ ἤδη ἄξιόν ἐστιν
ἀκοῦσαι.

[95] Ἀφικνεῖται γὰρ πρὸς ὑμᾶς οὐκέτι δι᾽ ἀγγέλων, ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ Καλλίας, καὶ
παρελθὼν εἰς τὴν ἐκκλησίαν λόγους διεξῆλθε κατεσκευασμένους ὑπὸ
Δημοσθένους. Εἶπε γὰρ ὡς ἥκοι ἐκ Πελοποννήσου νεωστὶ σύνταγμα συντάξας εἰς
ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον ἐπὶ Φίλιππον, καὶ διελογίζετο ὅσον ἑκάστους ἔδει
συντελεῖν, Ἀχαιοὺς μὲν πάντας καὶ Μεγαρέας ἑξήκοντα τάλαντα, τὰς δ᾽ ἐν
Εὐβοίᾳ πόλεις ἁπάσας τετταράκοντα·

[96] ἐκ δὲ τούτων τῶν χρημάτων ὑπάρξειν καὶ ναυτικὴν καὶ πεζὴν δύναμιν· εἶναι
δὲ πολλοὺς καὶ ἄλλους τῶν Ἑλλήνων οὓς βούλεσθαι κοινωνεῖν τῆς συντάξεως,
ὥστε οὔτε χρημάτων οὔτε στρατιωτῶν ἀπορίαν ἔσεσθαι. Καὶ ταῦτα μὲν δὴ τὰ
φανερά· ἔφη δὲ καὶ πράξεις πράττειν ἑτέρας δι᾽ ἀπορρήτων, καὶ τούτων εἶναί
τινας μάρτυρας τῶν ἡμετέρων πολιτῶν, καὶ τελευτῶν ὀνομαστὶ παρεκάλει
Δημοσθένην καὶ συνειπεῖν ἠξίου.

[97] Ὁ δὲ σεμνῶς πάνυ παρελθών, τόν τε Καλλίαν ὑπερεπῄνει, τό τε ἀπόρρητον


προσεποιήσατο εἰδέναι, τὴν δ᾽ ἐκ Πελοποννήσου πρεσβείαν ἣν ἐπρέσβευσε, καὶ
τὴν ἐξ Ἀκαρνανίας ἔφη βούλεσθαι ὑμῖν ἀπαγγεῖλαι. Ἦν δ᾽ αὐτῷ κεφάλαιον τῶν
λόγων πάντας μὲν Πελοποννησίους ὑπάρχειν, πάντας δ᾽ Ἀκαρνᾶνας
συντεταγμένους ἐπὶ Φίλιππον ὑφ᾽ ἑαυτοῦ, εἶναι δὲ τὸ σύνταγμα χρημάτων μὲν εἰς
ἑκατὸν νεῶν ταχυναυτουσῶν πληρώματα καὶ εἰς πεζοὺς στρατιώτας μυρίους καὶ
ἱππέας χιλίους,

[98] ὑπάρξειν δὲ πρὸς τούτοις καὶ τὰς πολιτικὰς δυνάμεις, ἐκ Πελοποννήσου μὲν
πλέον ἢ δισχιλίους ὁπλίτας, ἐξ Ἀκαρνανίας δὲ ἑτέρους τοσούτους· δεδόσθαι δὲ
ἁπάντων τούτων τὴν ἡγεμονίαν ὑμῖν· πραχθήσεσθαι δὲ αὐτὰ οὐκ εἰς μακράν,
ἀλλ᾽ εἰς τὴν ἕκτην ἐπὶ δέκα τοῦ ἀνθεστηριῶνος μηνός· εἰρῆσθαι γὰρ ἐν ταῖς
πόλεσιν ὑφ᾽ ἑαυτοῦ καὶ παρηγγέλθαι πάντας ἥκειν συνεδρεύσοντας Ἀθήναζε εἰς
τὴν πανσέληνον. Καὶ γὰρ τοῦτο ἅνθρωπος ἴδιον καὶ οὐ κοινὸν ποιεῖ.

[99] Οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι ἀλαζόνες, ὅταν τι ψεύδωνται, ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ πειρῶνται
λέγειν, φοβούμενοι τὸν ἔλεγχον· Δημοσθένης δ᾽ ὅταν ἀλαζονεύηται πρῶτον μὲν
μεθ᾽ ὅρκου ψεύδεται, ἐξώλειαν ἐπαρώμενος ἑαυτῷ, δεύτερον δέ, ἃ εὖ οἶδεν
οὐδέποτε ἐσόμενα, τολμᾷ λέγειν ἀριθμῶν εἰς ὁπότ᾽ ἔσται,
[94] Ότι τυχαίνει να έχουν ξεπουληθεί τόσο μεγάλες ευκαιρίες για την
πόλη, συμμετοχές σε συνέδρια και συνεισφορές, δεν είναι αυτό το φοβερό,
αλλά πολύ πιο φοβερό από αυτό θα φανεί αυτό που πρόκειται να πω. Ο
Καλλίας λοιπόν από τη Χαλκίδα οδηγήθηκε σε τέτοιο σημείο ιταμότητας
και πλεονεξίας, και ο Δημοσθένης, που επαινεί ο Κτησιφών, σε τέτοιο
βαθμό δωροδοκίας, ώστε υπεξαίρεσαν τις εισφορές από τον Ωρεό και την
Ερέτρια, τα δέκα τάλαντα, χωρίς να το αντιληφθείτε, ενώ ζούσατε, είχατε
μυαλό και μάτια, και πήραν από σας τους συνέδρους αυτών των πόλεων,
τους πήγαν πάλι στη Χαλκίδα και συγκάλεσαν το αποκαλούμενο Ευβοϊκό
συνέδριο. Με ποιο τρόπο όμως και με ποια τερατουργήματα, αξίζει να
ακούσετε τώρα αυτά.
[95] Έρχεται λοιπόν εδώ ο Καλλίας, όχι μέσω αντιπροσώπων αλλά
προσωπικά ο ίδιος. Παρουσιάστηκε στην Εκκλησία του Δήμου και έβγαλε
λόγο φτιαγμένο από τον Δημοσθένη. Είπε ότι είχε έρθει πρόσφατα από την
Πελοπόννησο, όπου έκανε έρανο, για να συγκεντρωθούν εκατό τάλαντα
εναντίον του Φιλίππου. Υπολόγιζε και τι ποσό έπρεπε να συνεισφέρει ο
καθένας τους· όλοι οι Αχαιοί μαζί με τους Μεγαρείς εξήντα τάλαντα και
όλες μαζί οι πόλεις της Εύβοιας σαράντα.
[96] Με τα χρήματα αυτά, έλεγε, θα εξοπλιζόταν μια δύναμη τόσο σε
στόλο όσο και σε στρατό ξηράς· προσέθετε ακόμη ότι υπάρχουν και πολλοί
άλλοι Έλληνες που επιθυμούν να συνεισφέρουν· συνεπώς, δεν θα υπάρξει
πρόβλημα ούτε χρημάτων ούτε στρατιωτών. Αυτά ήταν όσα τάχα
αποκάλυψε· γιατί είπε ότι είχε και άλλες συνεννοήσεις, μυστικές, για τις
οποίες μάρτυρες είναι κάποιοι δικοί μας συμπολίτες· τελειώνοντας
μάλιστα, καλούσε ονομαστικά τον Δημοσθένη και του ζητούσε να
επιβεβαιώσει τα λόγια του.
[97] Ο Δημοσθένης, αφού ανέβηκε στο βήμα με πολλή σοβαρότητα, άρχισε
να εκθειάζει τον Καλλία, προσποιήθηκε ότι γνώριζε τις μυστικές επαφές
και είπε ότι επιθυμούσε να σας ενημερώσει για τα αποτελέσματα από τη
διπλωματική αποστολή σας στην Πελοπόννησο, στην οποία συμμετείχε και
ο ίδιος, και για τις εντυπώσεις του από την Ακαρνανία. Σε γενικές
γραμμές, είπε ότι με δικές του ενέργειες ήταν στο πλευρό τους όλοι οι
Πελοποννήσιοι, ότι είχε καταφέρει να συνεισφέρουν χρήματα όλοι οι
Ακαρνάνες εναντίον του Φιλίππου και ότι το ποσό των χρημάτων από τις
συνεισφορές ήταν αρκετό για την επάνδρωση εκατό ταχύπλοων σκαφών
και για τη δημιουργία στρατεύματος δέκα χιλιάδων πεζικάριων και χιλίων
ιππέων·
[98] επιπλέον, θα είχαν στη διάθεσή τους τις δυνάμεις των ντόπιων
πολιτών, από την Πελοπόννησο περισσότερους από δύο χιλιάδες οπλίτες
και άλλους τόσους από την Ακαρνανία. Η ηγεσία όλων αυτών των
δυνάμεων είχε τάχα δοθεί σε σας· όλα αυτά, έλεγε, δεν θα αργούσαν να
πραγματοποιηθούν· ως τις 16 κιόλας του Ανθεστηριώνα θα είχαν γίνει,
γιατί ο ίδιος είχε μιλήσει στις πόλεις και είχε δώσει εντολή να έρθουν με
την πανσέληνο όλοι οι σύνεδροι στην Αθήνα. Αυτός εδώ ο άνθρωπος
ενεργεί όχι όπως όλοι αλλά με έναν δικό του αποκλειστικά τρόπο.
[99] Οι άλλοι απατεώνες δηλαδή, όταν λένε ψέματα, προσπαθούν να
μιλήσουν αόριστα και με ασάφεια, επειδή φοβούνται τον έλεγχο. Ο
Δημοσθένης όμως, όταν εξαπατά, αρχίζει με όρκο για τα ψέματα που λέει
και καταριέται να καταστραφεί αν λέει ψέματα· εν συνεχεία, για όσα είναι
σίγουρος ότι δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ, έχει το θράσος να μιλάει γι᾽
αυτά, προσδιορίζοντας ακριβώς πότε θα γίνουν,
καὶ ὧν τὰ σώματα οὐχ ἑώρακε, τούτων τὰ ὀνόματα λέγει, κλέπτων τὴν ἀκρόασιν
καὶ μιμούμενος τοὺς τἀληθῆ λέγοντας. Ἧι καὶ σφόδρα ἄξιός ἐστι μισεῖσθαι, ὅτι
πονηρὸς ὢν καὶ τὰ τῶν χρηστῶν σημεῖα διαφθείρει.

[100] Ταῦτα δ᾽ εἰπὼν δίδωσιν ἀναγνῶναι ψήφισμα τῷ γραμματεῖ μακρότερον μὲν


τῆς Ἰλιάδος, κενότερον δὲ τῶν λόγων οὓς εἴωθε λέγειν, καὶ τοῦ βίου ὃν βεβίωκε,
μεστὸν δ᾽ ἐλπίδων οὐκ ἐσομένων καὶ στρατοπέδων οὐδέποτε συλλεγησομένων.
Ἀπαγαγὼν δ᾽ ὑμᾶς ἄπωθεν ἀπὸ τοῦ κλέμματος καὶ ἀνακρεμάσας ἀπὸ τῶν
ἐλπίδων, ἐνταῦθ᾽ ἤδη συστρέψας γράφει καὶ κελεύει ἑλέσθαι πρέσβεις εἰς
Ἐρέτριαν οἵτινες δεήσονται τῶν Ἐρετριέων, πάνυ γὰρ ἔδει δεηθῆναι, μηκέτι
διδόναι τὴν σύνταξιν ὑμῖν, τὰ πέντε τάλαντα, ἀλλὰ Καλλίᾳ, καὶ πάλιν ἑτέρους εἰς
Ὠρεὸν πρὸς τοὺς Ὠρείτας πρέσβεις οἵτινες δεήσονται τὸν αὐτὸν Ἀθηναίοις καὶ
φίλον καὶ ἐχθρὸν νομίζειν εἶναι.

[101] Ἔπειτα ἀναφαίνεται περὶ ἅπαντ᾽ ὢν ἐν τῷ ψηφίσματι πρὸς τῷ κλέμματι,


γράψας καὶ τὰ πέντε τάλαντα τοὺς πρέσβεις ἀξιοῦν τοὺς Ὠρείτας μὴ ὑμῖν, ἀλλὰ
Καλλίᾳ διδόναι. Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, ἀφελὼν τὸν κόμπον καὶ τὰς τριήρεις καὶ τὴν
ἀλαζονείαν, ἀνάγνωθι καὶ τοῦ κλέμματος ἅψαι ὃ ὑφείλετο ὁ μιαρὸς καὶ ἀνόσιος
ἄνθρωπος ὅν φησι Κτησιφῶν ἐν τῷδε τῷ ψηφίσματι διατελεῖν λέγοντα καὶ
πράττοντα τὰ ἄριστα τῷ δήμῳ τῶν Ἀθηναίων.

ΨΗΦΙΣΜΑ

[102] Οὐκοῦν τὰς μὲν τριήρεις καὶ τὴν πεζὴν στρατιὰν καὶ τὴν πανσέληνον καὶ
τοὺς συνέδρους λόγῳ ἠκούσατε, τὰς δὲ συντάξεις τῶν συμμάχων, τὰ δέκα
τάλαντα, ἔργῳ ἀπωλέσατε.

[103] Ὑπόλοιπον δ᾽ εἰπεῖν ἐστί μοι ὅτι λαβὼν τρία τάλαντα μισθὸν τὴν γνώμην
ταύτην ἔγραψε Δημοσθένης, τάλαντον μὲν ἐκ Χαλκίδος παρὰ Καλλίου, τάλαντον
δ᾽ ἐξ Ἐρετρίας παρὰ Κλειτάρχου τοῦ τυράννου, τάλαντον δ᾽ ἐξ Ὠρεοῦ, δι᾽ ὃ καὶ
καταφανὴς ἐγένετο, δημοκρατουμένων τῶν Ὠρειτῶν καὶ πάντα πραττόντων μετὰ
ψηφίσματος. Ἐξανηλωμένοι γὰρ ἐν τῷ πολέμῳ καὶ παντελῶς ἀπόρως
διακείμενοι, πέμπουσι πρὸς αὐτὸν Γνωσίδημον τὸν Χαριγένους υἱὸν τοῦ
δυναστεύσαντός ποτε ἐν Ὠρεῷ, δεησόμενον τὸ μὲν τάλαντον ἀφεῖναι τῇ πόλει,
ἐπαγγελλόμενον δ᾽ αὐτῷ χαλκῆν εἰκόνα σταθήσεσθαι ἐν Ὠρεῷ.

[104] Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο τῷ Γνωσιδήμῳ ὅτι ἐλαχίστου χαλκοῦ οὐδὲν δέοιτο, τὸ δὲ


τάλαντον διὰ τοῦ Καλλίου εἰσέπραττεν. Ἀναγκαζόμενοι δὲ οἱ Ὠρεῖται καὶ οὐκ
εὐποροῦντες, ὑπέθεσαν αὐτῷ τοῦ ταλάντου τὰς δημοσίας προσόδους, καὶ τόκον
ἤνεγκαν Δημοσθένει τοῦ δωροδοκήματος δραχμὴν τοῦ μηνὸς τῆς μνᾶς, ἕως τὸ
κεφάλαιον ἀπέδοσαν.

[105] Καὶ ταῦτ᾽ ἐπράχθη μετὰ ψηφίσματος τοῦ δήμου. Ὅτι δὲ ἀληθῆ λέγω, λαβέ
μοι τὸ ψήφισμα τῶν Ὠρειτῶν. ΨΗΦΙΣΜΑ
και αναφέρει ονόματα ανθρώπων, των οποίων τα πρόσωπα δεν έχει δει
ποτέ, εξαπατώντας τους ακροατές καθώς μιμείται αυτούς που λένε την
αλήθεια. Έτσι, του αξίζει πολύ μεγάλο μίσος και γι᾽ αυτό ακριβώς, για το
ότι, καθώς είναι απατεώνας, καταστρέφει και τα σημάδια από τα οποία
αναγνωρίζονται οι καλοί άνθρωποι.
[100] Αυτά είπε και έδωσε στον γραμματέα να διαβάσει ψήφισμα
μακροσκελέστερο από την Ιλιάδα αλλά πιο κενό από τα όσα συνήθως λέει
και από τη ζωή που έχει ζήσει, γεμάτο ελπίδες από πράγματα που δεν
επρόκειτο να συμβούν και για στρατεύματα που δεν θα συγκεντρώνονταν
ποτέ. Αφού με αυτά απομάκρυνε την προσοχή σας από την κλοπή που είχε
κατά νου και σας κρέμασε από αυτές τις ελπίδες, τότε πλέον, αφού σας
παγίδεψε, εισηγείται ψήφισμα και προτείνει να εκλέξετε αντιπροσώπους
για την Ερέτρια, με σκοπό να ζητήσουν από τους Ερετριείς —ήταν δηλαδή
μεγάλη ανάγκη να τους παρακαλέσουν— να μην καταβάλλουν στο εξής τη
συνεισφορά των πέντε ταλάντων σε σας αλλά στον Καλλία· πρότεινε
επίσης να εκλέξετε άλλους αντιπροσώπους για τον Ωρεό, που θα σταλούν
στους Ωρείτες για να ζητήσουν από αυτούς να έχουν τους ίδιους φίλους
και εχθρούς με τους Αθηναίους.
[101] Εδώ, εξάλλου, σ᾽ αυτό το ψήφισμα, φαίνεται πως είναι εντελώς
βυθισμένος στην απάτη, αφού πρότεινε να αξιώσουν οι αντιπρόσωποι από
τους Ωρείτες να καταβάλλουν τα πέντε τάλαντα όχι σε σας αλλά στον
Καλλία. Για την αλήθεια των όσων λέω, διάβασε, γραμματέα, το ψήφισμα
και, παραλείποντας τα μεγάλα λόγια, τις τριήρεις και τις καυχησιές του,
περιορίσου στα σχετικά με την κλοπή που έκανε ο βρομερός και ανόσιος
αυτός άνθρωπος, για τον οποίο ο Κτησιφών, σε αυτό εδώ το ψήφισμα,
υποστηρίζει πως δεν παύει να λέει και να κάνει το καλύτερο για το λαό
των Αθηναίων. (ΨΗΦΙΣΜΑ)
[102] Οι τριήρεις λοιπόν, το πεζικό, η πανσέληνος και οι σύνεδροι ήταν
μόνο λόγια· στην πράξη όμως εκείνο που χάσατε ήταν οι συνεισφορές των
συμμάχων, τα δέκα τάλαντα.
[103] Μου υπολείπεται να αναφέρω ότι, για να εισηγηθεί αυτή την πρόταση
ο Δημοσθένης, πήρε αμοιβή τρία τάλαντα, ένα από τη Χαλκίδα από τον
Καλλία, ένα άλλο από την Ερέτρια από τον Κλείταρχο τον τύραννο, και το
τρίτο από τον Ωρεό. Από το τελευταίο μάλιστα αποκαλύφθηκε, επειδή οι
Ωρείτες είχαν δημοκρατικό πολίτευμα και προέβαιναν σε όλες τους τις
ενέργειες με ψηφίσματα. Καθώς λοιπόν ήταν εξαντλημένοι οικονομικά από
τον πόλεμο και είχαν περιέλθει σε εντελώς δύσκολη κατάσταση, έστειλαν
στον Δημοσθένη τον Γνωσίδημο, τον γιο του Χαριγένη, ισχυρού παράγοντα
στον Ωρεό κατά το παρελθόν, για να τον παρακαλέσει να χαρίσει το
τάλαντο στην πόλη, με την υπόσχεση ότι θα του έστηναν χάλκινο
ανδριάντα στον Ωρεό.
[104] Εκείνος όμως απάντησε στον Γνωσίδημο ότι το τελευταίο πράγμα
που χρειαζόταν ήταν ο χαλκός, και προσπαθούσε να εισπράξει το τάλαντο
μέσω του Καλλία. Οι Ωρείτες, κάτω από την πίεση της ανάγκης και μην
έχοντας πόρους, υποθήκευσαν σ᾽ αυτόν για το τάλαντο τα έσοδα του
δημοσίου και πλήρωσαν στον Δημοσθένη για τη δωροδοκία τόκο μία
δραχμή τον μήνα για κάθε μνα, εωσότου αποπλήρωσαν το κεφάλαιο.
[105] Και αυτό έγινε με ψήφισμα του λαού. Ότι λέω την αλήθεια, πιάσε μου
το ψήφισμα των Ωρειτών. (ΨΗΦΙΣΜΑ)
Τοῦτ᾽ ἐστὶ τὸ ψήφισμα, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, αἰσχύνη μὲν τῆς πόλεως, ἔλεγχος δὲ
οὐ μικρὸς τῶν Δημοσθένους πολιτευμάτων, φανερὰ δὲ κατηγορία Κτησιφῶντος·
τὸν γὰρ οὕτως αἰσχρῶς δωροδοκοῦντα οὐκ ἔστιν ἄνδρα γεγονέναι ἀγαθὸν, ἃ
τετόλμηκεν οὗτος ἐν τῷ ψηφίσματι γράψαι.

[106] Ἐνταῦθ᾽ ἤδη τέτακται καὶ ὁ τρίτος τῶν καιρῶν, μᾶλλον δ᾽ ὁ πάντων
πικρότατος χρόνος, ἐν ᾧ Δημοσθένης ἀπώλεσε τὰς τῶν Ἑλλήνων καὶ τῆς πόλεως
πράξεις, ἀσεβήσας μὲν εἰς τὸ ἱερὸν τὸ ἐν Δελφοῖς, ἄδικον δὲ καὶ οὐδαμῶς ἴσην τὴν
πρὸς Θηβαίους συμμαχίαν γράψας. Ἄρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῦ
πλημμελημάτων λέγειν.

[107] Ἔστι γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸ Κιρραῖον ὠνομασμένον πεδίον καὶ λιμὴν ὁ
νῦν ἐξάγιστος καὶ ἐπάρατος ὠνομασμένος. Ταύτην ποτὲ τὴν χώραν κατῴκησαν
Κιρραῖοι καὶ Κραγαλίδαι, γένη παρανομώτατα, οἳ εἰς τὸ ἱερὸν τὸ ἐν Δελφοῖς καὶ
περὶ τὰ ἀναθήματα ἠσέβουν, ἐξημάρτανον δὲ καὶ εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας.
Ἀγανακτήσαντες δ᾽ ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις μάλιστα μέν, ὡς λέγονται, οἱ πρόγονοι οἱ
ὑμέτεροι, ἔπειτα καὶ οἱ ἄλλοι Ἀμφικτύονες, μαντείαν ἐμαντεύσαντο παρὰ τῷ θεῷ,
τίνι χρὴ τιμωρίᾳ τοὺς ἀνθρώπους τούτους μετελθεῖν.

[108] Καὶ αὐτοῖς ἀναιρεῖ ἡ Πυθία πολεμεῖν Κιρραίοις καὶ Κραγαλίδαις πάντ᾽
ἤματα καὶ πάσας νύκτας, καὶ τὴν χώραν αὐτῶν καὶ τὴν πόλιν ἐκπορθήσαντας καὶ
αὐτοὺς ἀνδραποδισαμένους ἀναθεῖναι τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Πυθίῳ καὶ τῇ Ἀρτέμιδι
καὶ Λητοῖ καὶ Ἀθηνᾷ Προνοίᾳ ἐπὶ πάσῃ ἀεργίᾳ, καὶ ταύτην τὴν χώραν μήτ᾽
αὐτοὺς ἐργάζεσθαι μήτ᾽ ἄλλον ἐᾶν. Λαβόντες δὲ τὸν χρησμὸν οἱ Ἀμφικτύονες
ἐψηφίσαντο Σόλωνος εἰπόντος Ἀθηναίου τὴν γνώμην, ἀνδρὸς καὶ νομοθετῆσαι
δυνατοῦ καὶ περὶ ποίησιν καὶ φιλοσοφίαν διατετριφότος, ἐπιστρατεύειν ἐπὶ τοὺς
ἐναγεῖς κατὰ τὴν μαντείαν τοῦ θεοῦ·

[109] καὶ συναθροίσαντες δύναμιν πολλὴν τῶν Ἀμφικτυόνων, ἐξηνδραποδίσαντο


τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν λιμένα καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν κατέσκαψαν καὶ τὴν χώραν
αὐτῶν καθιέρωσαν κατὰ τὴν μαντείαν· καὶ ἐπὶ τούτοις ὅρκον ὤμοσαν ἰσχυρόν,
μήτ᾽ αὐτοὶ τὴν ἱερὰν γῆν ἐργάσεσθαι μήτ᾽ ἄλλῳ ἐπιτρέψειν, ἀλλὰ βοηθήσειν τῷ
θεῷ καὶ τῇ γῇ τῇ ἱερᾷ καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ ‹καὶ φωνῇ› καὶ πάσῃ δυνάμει.

[110] Καὶ οὐκ ἀπέχρησεν αὐτοῖς τοῦτον τὸν ὅρκον ὀμόσαι, ἀλλὰ καὶ προστροπὴν
καὶ ἀρὰν ἰσχυρὰν ὑπὲρ τούτων ἐποιήσαντο. Γέγραπται γὰρ οὕτως ἐν τῇ ἀρᾷ, «εἴ
τις τάδε» φησὶ «παραβαίνοι ἢ πόλις ἢ ἰδιώτης ἢ ἔθνος, ἐναγής» φησὶν «ἔστω τοῦ
Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος καὶ Λητοῦς καὶ Ἀθηνᾶς Προνοίας».

[111] Καὶ ἐπεύχεται αὐτοῖς μήτε γῆν καρποὺς φέρειν, μήτε γυναῖκας τέκνα τίκτειν
γονεῦσιν ἐοικότα, ἀλλὰ τέρατα, μήτε βοσκήματα κατὰ φύσιν γονὰς ποιεῖσθαι,
ἧτταν δὲ αὐτοῖς εἶναι πολέμου καὶ δικῶν καὶ ἀγορῶν, καὶ ἐξώλεις εἶναι καὶ αὐτοὺς
καὶ οἰκίας καὶ γένος τὸ ἐκείνων. «Καὶ μήποτέ» φησιν «ὁσίως θύσειαν τῷ
Αυτό το ψήφισμα, πολίτες Αθηναίοι, αποτελεί ντροπή για την πόλη μας·
ωστόσο, είναι μεγάλη απόδειξη της πολιτικής του Δημοσθένη και φανερή
κατηγορία εναντίον του Κτησιφώντα. Γιατί όποιος τόσο αδιάντροπα
δωροδοκείται είναι αδύνατο να υπήρξε ενάρετος πολίτης, πράγμα που έχει
το θράσος να γράψει στο ψήφισμά του ο Κτησιφών.
[106] Εδώ τοποθετείται χρονικά η τρίτη περίοδος της πολιτικής
δραστηριότητας του Δημοσθένη ή μάλλον η χειρότερη από όλες, αφού στη
διάρκειά της κατέστρεψε τους Έλληνες και την πόλη μας με την ασέβειά
του προς το ιερό των Δελφών και την πρότασή του για την άδικη και
εντελώς άνιση συμμαχία με τους Θηβαίους. Θα αναφερθώ σε αυτά
ξεκινώντας από τα πλημμελήματά του σε βάρος των θεών.
[107] Υπάρχει, πολίτες Αθηναίοι, η πεδιάδα με το όνομα Κιρραίον πεδίον
και λιμάνι που σήμερα είναι γνωστό ως αφιερωμένο στους θεούς και
άβατο. Την περιοχή αυτή κατοίκησαν κάποτε οι Κιρραίοι και Κραγαλίδες,
φυλές που δεν ήξεραν από νόμους. Αυτοί προέβαιναν σε ιεροσυλίες σε
βάρος του ιερού των Δελφών και των σε αυτό αφιερωμάτων κα διέπρατταν
αδικήματα σε βάρος των Αμφικτιόνων. Αγανακτισμένοι με αυτά που
γίνονταν, περισσότερο από όλους οι δικοί σας πρόγονοι, όπως λένε, αλλά
και οι άλλοι γενικά Αμφικτίονες, συμβουλεύτηκαν το μαντείο, ζητώντας
από τον θεό να τους πει ποια τιμωρία έπρεπε να επιβάλουν στους
ανθρώπους αυτούς.
[108] Η Πυθία απάντησε σ᾽ αυτούς να κηρύξουν πόλεμο εναντίον των
Κιρραίων και των Κραγαλιδών· να τους πολεμούν ασταμάτητα, ημέρα και
νύχτα, να ερημώσουν την περιοχή και την πόλη τους, να πουλήσουν τους
ίδιους ως δούλους και να αφιερώσουν την περιοχή στον Πύθιο Απόλλωνα,
την Άρτεμη, τη Λητώ και την Αθηνά την Προναία, ώστε να μείνει
ακαλλιέργητη σε όλη την έκτασή της και να μην εκμεταλλεύονται την
περιοχή αυτή μήτε οι ίδιοι μήτε να επιτρέπουν σε άλλους. Οι Αμφικτίονες,
αφού πήραν τον χρησμό, αποφάσισαν, ύστερα από εισήγηση του Σόλωνα
του Αθηναίου, ικανού νομοθέτη και ανθρώπου που είχε εντρυφήσει στην
ποίηση και τη φιλοσοφία, να εκστρατεύσουν εναντίον των καταραμένων,
σύμφωνα με τον χρησμό του θεού.
[109] Γι᾽ αυτό, αφού συγκέντρωσαν ισχυρή δύναμη από τους Αμφικτίονες,
υποδούλωσαν και πούλησαν τους κατοίκους ως δούλους, κατέσκαψαν το
λιμάνι και την πόλη τους και αφιέρωσαν την περιοχή τους στον θεό,
σύμφωνα με τον χρησμό. Ακόμη, πήραν δεσμευτικό όρκο να μη δουλέψουν
την ιερή γη μήτε οι ίδιοι μήτε να το επιτρέψουν σε άλλον, αλλά να τρέξουν
να βοηθήσουν τον θεό και την ιερή γη με χέρια, με πόδια και με φωνή και
με όλη τους τη δύναμη.
[110] Και δεν ικανοποιήθηκαν με τον όρκο αυτόν που έδωσαν, αλλά
απηύθυναν ανάθεμα και βαριά κατάρα, στην οποία είναι γραμμένα τα εξής:
«εάν κάποιος», λέει, «είτε πόλη είτε ιδιώτης είτε έθνος, παραβεί αυτά, να
έχει την κατάρα του Απόλλωνα, της Άρτεμης, της Λητώς και της Προναίας
Αθηνάς».
[111] Και η κατάρα συνεχίζει για τους παραβάτες: η γη τους να μην
παράγει καρπούς μήτε οι γυναίκες να γεννούν παιδιά, που να μοιάζουν τους
γονείς τους, αλλά τέρατα, μήτε τα ζώα τους να γεννούν φυσιολογικά· να
ηττώνται στον πόλεμο, να χάνουν τις δίκες, να μην πετυχαίνουν στις
αγοραπωλησίες και να καταστραφούν και οι ίδιοι και τα σπίτια τους και
όλο το γένος τους. «Ποτέ», λέει, «να μην είναι καθαρές οι θυσίες τους
Ἀπόλλωνι μηδὲ τῇ Ἀρτέμιδι μηδὲ τῇ Λητοῖ μηδ᾽ Ἀθηνᾷ Προνοίᾳ, μηδὲ δέξαιντο
αὐτοῖς τὰ ἱερά».

[112] Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, ἀνάγνωθι τὴν τοῦ θεοῦ μαντείαν. Ἀκούσατε τῆς ἀρᾶς.
Ἀναμνήσθητε τῶν ὅρκων οὓς ὑμῶν οἱ πρόγονοι μετὰ τῶν Ἀμφικτυόνων
συνώμοσαν.

ΜΑΝΤΕΙΑ
[Οὐ πρὶν τῆσδε πόληος ἐρείψετε πύργον ἑλόντες,
πρίν γε θεοῦ τεμένει κυανώπιδος Ἀμφιτρίτης
κῦμα ποτικλύζῃ κελαδοῦν ἱεραῖσιν ἐπ᾽ ἀκταῖς.]

ΟΡΚΟΙ. ΑΡΑ

[113] Ταύτης τῆς ἀρᾶς καὶ τῶν ὅρκων καὶ τῆς μαντείας ἀναγεγραμμένων ἔτι καὶ
νῦν, οἱ Λοκροὶ οἱ Ἀμφισσεῖς, μᾶλλον δὲ οἱ προεστηκότες αὐτῶν, ἄνδρες
παρανομώτατοι, ἐπηργάζοντο τὸ πεδίον, καὶ τὸν λιμένα τὸν ἐξάγιστον καὶ
ἐπάρατον πάλιν ἐτείχισαν καὶ συνῴκισαν, καὶ τέλη τοὺς καταπλέοντας ἐξέλεγον,
καὶ τῶν ἀφικνουμένων εἰς Δελφοὺς πυλαγόρων ἐνίους χρήμασι διέφθειρον, ὧν εἷς
ἦν Δημοσθένης.

[114] Χειροτονηθεὶς γὰρ ὑφ᾽ ὑμῶν πυλάγορος, λαμβάνει δισχιλίας δραχμὰς παρὰ
τῶν Ἀμφισσέων, τοῦ μηδεμίαν μνείαν περὶ αὐτῶν ἐν τοῖς Ἀμφικτύοσι
ποιήσασθαι. Διωμολογήθη δ᾽ αὐτῷ καὶ εἰς τὸν λοιπὸν χρόνον ἀποστέλλεσθαι
Ἀθήναζε τοῦ ἐνιαυτοῦ ἑκάστου μνᾶς εἴκοσι τῶν ἐξαγίστων καὶ ἐπαράτων
χρημάτων, ἐφ᾽ ᾧτε βοηθήσειν τοῖς Ἀμφισσεῦσιν Ἀθήνησι κατὰ πάντα τρόπον·
ὅθεν ἔτι μᾶλλον ἢ πρότερον συμβέβηκεν αὐτῷ, ὅτου ἂν προσάψηται, ἢ ἀνδρὸς
ἰδιώτου ἢ δυνάστου ἢ πόλεως δημοκρατουμένης, τούτων ἑκάστους ἀνιάτοις
συμφοραῖς περιβάλλειν.

[115] Σκέψασθε δὴ τὸν δαίμονα καὶ τὴν τύχην, ὅσῳ περιεγένετο τῆς τῶν
Ἀμφισσέων ἀσεβείας. Ἐπὶ γὰρ Θεοφράστου ἄρχοντος, ἱερομνήμονος ὄντος
Διογνήτου Ἀναφλυστίου, πυλαγόρους ὑμεῖς εἵλεσθε Μειδίαν τε ἐκεῖνον τὸν
Ἀναγυράσιον, ὃν ἐβουλόμην ἂν πολλῶν ἕνεκα ζῆν, καὶ Θρασυκλέα τὸν ἐξ Οἴου,
καὶ τρίτον δὴ μετὰ τούτων ἐμέ. Συνέβη δ᾽ ἡμῖν ἀρτίως μὲν εἰς Δελφοὺς ἀφῖχθαι,
παραχρῆμα δὲ τὸν ἱερομνήμονα Διόγνητον πυρέττειν· τὸ δ᾽ αὐτὸ τοῦτο
συνεπεπτώκει καὶ τῷ Μειδίᾳ.

[116] Οἱ δ᾽ ἄλλοι συνεκάθηντο Ἀμφικτύονες. Ἐξηγγέλλετο δ᾽ ἡμῖν παρὰ τῶν


βουλομένων εὔνοιαν ἐνδείκνυσθαι τῇ πόλει ὅτι οἱ Ἀμφισσεῖς ὑποπεπτωκότες τότε
καὶ δεινῶς θεραπεύοντες τοὺς Θηβαίους εἰσέφερον δόγμα κατὰ τῆς ἡμετέρας
πόλεως, πεντήκοντα ταλάντοις ζημιῶσαι τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων ὅτι χρυσᾶς
ἀσπίδας ἀνέθεμεν πρὸς τὸν καινὸν νεὼν πρὶν ἐξαρέσασθαι, καὶ ἐπεγράψαμεν τὸ
προσῆκον ἐπίγραμμα· «Ἀθηναῖοι ἀπὸ Μήδων καὶ Θηβαίων, ὅτε τἀναντία τοῖς
προς τον Απόλλωνα, την Άρτεμη, τη Λητώ και την Προναία Αθηνά· είθε να
αρνηθούν να δεχθούν οι θεοί τις προσφορές τους».
[112] Για την αλήθεια των όσων λέω, διάβασε τον χρησμό του θεού.
Ακούστε την κατάρα. Θυμηθείτε τους όρκους που έδωσαν οι πρόγονοί σας
μαζί με τους Αμφικτίονες.
ΧΡΗΣΜΟΣ
[Δεν θα κυριέψετε αυτή την πόλη ούτε τον πύργο της θα ρίξετε,
πριν το κύμα της γαλανομάτας Αμφιτρίτης έρθει βρυχώμενο
και κατακλύσει το τέμενος του θεού, σηκώνοντας βουητό στα ιερά
ακρογιάλια.]
ΟΡΚΟΙ – ΚΑΤΑΡΑ
[113] Παρόλο που αυτή η κατάρα, οι όρκοι και ο χρησμός σώζονται ακόμη
και σήμερα σε στήλες, οι Λοκροί της Άμφισσας, συγκεκριμένα οι
κυβερνώντες, άνθρωποι εντελώς παράνομοι, άρχισαν να καλλιεργούν την
πεδιάδα, οχύρωσαν πάλι με τείχη το λιμάνι, το αφιερωμένο στον θεό και
άβατο, και εγκαταστάθηκαν εκεί. Εισέπρατταν μάλιστα και τέλη από
όσους κατέπλεαν εκεί, και ορισμένους από τους Πυλαγόρες που πήγαιναν
στους Δελφούς για το Αμφικτιονικό συνέδριο τους εξαγόραζαν με
χρήματα. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δημοσθένης.
[114] Μετά την εκλογή του από σας ως Πυλαγόρα, πήρε από τους
Αμφισσείς δυο χιλιάδες δραχμές, προκειμένου να μην αναφέρει τίποτε γι᾽
αυτούς στο συνέδριο των Αμφικτιόνων. Είχε κλειστεί μάλιστα συμφωνία να
του αποστέλλονται στο εξής στην Αθήνα κάθε χρόνο είκοσι μνες από τα
αφιερωμένα και καθαγιασμένα χρήματα, υπό τον όρο ότι θα βοηθάει με
κάθε τρόπο τους Αμφισσείς από την Αθήνα. Έτσι, ακόμη περισσότερο από
όσο στο παρελθόν έχει παρατηρηθεί με τον Δημοσθένη, ότι, όποιον αγγίξει,
είτε απλό ιδιώτη είτε δυνάστη είτε πόλη δημοκρατική, τον καθένα απ᾽
αυτούς τον ρίχνει σε αγιάτρευτες συμφορές.
[115] Προσέξτε τώρα πόσο ο θεός και η τύχη υπερίσχυσαν της ασέβειας
των Αμφισσείων. Όταν λοιπόν άρχοντας ήταν ο Θεόφραστος και
ιερομνήμονας ο Διόγνητος ο Αναφλύστιος, εκλέξατε εσείς Πυλαγόρες τον
γνωστό Μειδία τον Αναγυράσιο, που για πολλούς λόγους θα ήθελα να ζει,
τον Θρασυκλή από την Οίο και τρίτο μαζί με αυτούς εμένα. Συνέβη όμως
σε μας, μετά την άφιξή μας στους Δελφούς, να αρρωστήσει αμέσως ο
ιερομνήμονας Διόγνητος· το ίδιο ακριβώς είχε πάθει κατά σύμπτωση και ο
Μειδίας.
[116] Οι άλλοι όμως Αμφικτίονες είχαν πάρει τις θέσεις τους στο συνέδριο.
Στο μεταξύ έφταναν σε μας πληροφορίες, από αυτούς που επιθυμούσαν να
δείξουν κάποιαν εύνοια προς την πόλη μας, ότι οι Αμφισσείς, που τότε
είχαν υποδουλωθεί στους Θηβαίους και φέρονταν δουλικώς προς αυτούς,
ετοίμαζαν ψήφισμα εναντίον της πόλης μας να τιμωρήσουν οι Αμφικτίονες
τον λαό των Αθηναίων με καταβολή προστίμου πενήντα ταλάντων, επειδή
αφιερώσαμε χρυσές ασπίδες στον καινούργιο ναό πριν από τα εγκαίνια, με
το εξής ταιριαστό επίγραμμα: «Οι Αθηναίοι από τους Μήδους και τους
Θηβαίους, όταν αυτοί μάχονταν
Ἕλλησιν ἐμάχοντο». Μεταπεμψάμενος δ᾽ ἐμὲ ὁ ἱερομνήμων ἠξίου εἰσελθεῖν εἰς τὸ
συνέδριον καὶ εἰπεῖν τι πρὸς τοὺς Ἀμφικτύονας ὑπὲρ τῆς πόλεως, καὶ αὐτὸν οὕτω
προῃρημένον.

[117] Ἀρχομένου δέ μου λέγειν καὶ προθυμότερόν πως εἰσεληλυθότος εἰς τὸ


συνέδριον, τῶν ἄλλων πυλαγόρων μεθεστηκότων, ἀναβοήσας τις τῶν
Ἀμφισσέων, ἄνθρωπος ἀσελγέστατος καὶ ὡς ἐμοὶ ἐφαίνετο οὐδεμιᾶς παιδείας
μετεσχηκώς, ἴσως δὲ καὶ δαιμονίου τινὸς ἐξαμαρτάνειν προαγομένου, «ἀρχὴν δέ
γε» ἔφη, «ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, εἰ ἐσωφρονεῖτε, οὐδ᾽ ἂν ὠνομάζετο τοὔνομα τοῦ
δήμου τοῦ Ἀθηναίων ἐν ταῖσδε ταῖς ἡμέραις, ἀλλ᾽ ὡς ἐναγεῖς ἐξείργετ᾽ ἂν ἐκ τοῦ
ἱεροῦ».

[118] Ἅμα δὲ ἐμέμνητο τῆς τῶν Φωκέων συμμαχίας ἣν ὁ Κρωβύλος ἐκεῖνος


ἔγραψε, καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ δυσχερῆ κατὰ τῆς πόλεως διεξῄει, ἃ ἐγὼ οὔτε τότ᾽
ἐκαρτέρουν ἀκούων, οὔτε νῦν ἡδέως μέμνημαι αὐτῶν. Ἀκούσας δὲ οὕτω
παρωξύνθην ὡς οὐδεπώποτ᾽ ἐν τῷ ἐμαυτοῦ βίῳ. Καὶ τοὺς μὲν ἄλλους λόγους
ὑπερβήσομαι· ἐπῆλθε δ᾽ οὖν μοι ἐπὶ τὴν γνώμην μνησθῆναι τῆς τῶν Ἀμφισσέων
περὶ τὴν γῆν τὴν ἱερὰν ἀσεβείας, καὶ αὐτόθεν ἑστηκὼς ἐδείκνυον τοῖς
Ἀμφικτύοσιν· ὑπόκειται γὰρ τὸ Κιρραῖον πεδίον τῷ ἱερῷ καὶ ἔστιν εὐσύνοπτον.

[119] «Ὁρᾶτ᾽», ἔφην ἐγώ, «ὦ ἄνδρες Ἀμφικτύονες, ἐξειργασμένον τουτὶ τὸ πεδίον


ὑπὸ τῶν Ἀμφισσέων, καὶ κεραμεῖα ἐνῳκοδομημένα καὶ αὔλια· ὁρᾶτε τοῖς
ὀφθαλμοῖς τὸν ἐξάγιστον καὶ ἐπάρατον λιμένα τετειχισμένον· ἴστε τούτους αὐτοί,
καὶ οὐδὲν ἑτέρων δεῖσθε μαρτύρων, τέλη πεπρακότας καὶ χρήματα λαμβάνοντας
ἐκ τοῦ ἱεροῦ λιμένος». Ἅμα δὲ ἀναγιγνώσκειν ἐκέλευον αὐτοῖς τὴν μαντείαν τοῦ
θεοῦ, τὸν ὅρκον τῶν προγόνων, τὴν ἀρὰν τὴν γενομένην, καὶ διωριζόμην

[120] ὅτι «ἐγὼ μὲν ὑπὲρ τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων καὶ τοῦ σώματος καὶ τέκνων καὶ
οἰκίας τῆς ἐμαυτοῦ βοηθῶ κατὰ τὸν ὅρκον καὶ τῷ θεῷ καὶ τῇ γῇ τῇ ἱερᾷ καὶ χειρὶ
καὶ ποδὶ καὶ φωνῇ καὶ πᾶσιν οἷς δύναμαι, καὶ τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν τὰ πρὸς
τοὺς θεοὺς ἀφοσιῶ· ὑμεῖς δ᾽ ὑπὲρ ὑμῶν αὐτῶν ἤδη βουλεύεσθε. Ἐνῆρκται μὲν τὰ
κανᾶ, παρέστηκε δὲ τοῖς βωμοῖς τὰ θύματα, μέλλετε δ᾽ αἰτεῖν τοὺς θεοὺς τἀγαθὰ
καὶ κοινῇ καὶ ἰδίᾳ.

[121] Σκοπεῖτε δὴ ποίᾳ φωνῇ, ποίᾳ ψυχῇ, ποίοις ὄμμασι, τίνα τόλμαν κτησάμενοι
τὰς ἱκετείας ποιήσεσθε, τούτους παρέντες ἀτιμωρήτους τοὺς ἐναγεῖς καὶ ταῖς
ἀραῖς ἐνόχους. Οὐ γὰρ δι᾽ αἰνιγμῶν, ἀλλ᾽ ἐναργῶς γέγραπται ἐν τῇ ἀρᾷ κατά τε
τῶν ἀσεβησάντων ἃ χρὴ παθεῖν αὐτούς, καὶ κατὰ τῶν ἐπιτρεψάντων, καὶ
τελευταῖον, μηδ᾽ ὁσίως, φησί, θύσειαν οἱ μὴ τιμωροῦντες τῷ Ἀπόλλωνι μηδὲ τῇ
Ἀρτέμιδι μηδὲ τῇ Λητοῖ μηδ᾽ Ἀθηνᾷ Προνοίᾳ, μηδὲ δέξαιντο αὐτῶν τὰ ἱερά».

[122] Τοιαῦτα καὶ πρὸς τούτοις ἕτερα πολλὰ διεξελθόντος ἐμοῦ, ἐπειδή ποτε
ἀπηλλάγην καὶ μετέστην ἐκ τοῦ συνεδρίου, κραυγὴ πολλὴ καὶ θόρυβος ἦν τῶν
Ἀμφικτυόνων, καὶ ὁ λόγος ἦν οὐκέτι περὶ τῶν ἀσπίδων ἃς ἡμεῖς ἀνέθεμεν ἀλλ᾽
εναντίον των Ελλήνων». Τότε με κάλεσε ο ιερομνήμονας και μου ζήτησε να
πάω στο συνέδριο και να μιλήσω στους Αμφικτίονες για λογαριασμό της
πόλης μας, πράγμα, άλλωστε, που ήταν και προεπιλογή μου
[117] Όταν λοιπόν είχα μπει στο συνέδριο κάπως ερεθισμένος και άρχισα
να μιλώ, ενώ οι άλλοι Πυλαγόρες είχαν αλλάξει διαθέσεις και έκλιναν προς
το μέρος μας, κάποιος από τους Αμφισσείς, άνθρωπος αναιδέστατος και
τελείως αμόρφωτος κατά τη γνώμη μου, σπρωγμένος ίσως και από κάποιο
δαιμόνιο να προβεί σ᾽ αυτό το ολίσθημα, φώναξε: «Έλληνες, αν ήσασταν
σώφρονες, ούτε καν θα είχε αναφερθεί αυτές τις ημέρες το όνομα του
λαού των Αθηναίων, αλλά ως καταραμένους θα τους είχατε εμποδίσει να
μπουν στον ιερό χώρο.»
[118] Συγχρόνως τους υπενθύμισε τη συμμαχία μας με τους Φωκείς που
είχε προτείνει εκείνος ο Κρωβύλος, και άρχισε να απαριθμεί και πολλά
άλλα επιβαρυντικά για την πόλη μας, τα οποία εγώ ούτε τότε είχα την
υπομονή να ακούω ούτε τώρα τα θυμάμαι με ευχαρίστηση. Όταν άκουσα
αυτά, θύμωσα τόσο πολύ όσο ποτέ στη ζωή μου. Θα παραλείψω όλα τα
άλλα που τους είπα. Μου ήρθε όμως στον νου να κάνω λόγο τουλάχιστον
για την ασέβεια των Αμφισσέων, αναφορικά με την ιερή γη. Και από εκεί
όπου είχα σταθεί την έδειχνα στους Αμφικτίονες· γιατί το Κιρραίον πεδίον
βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ιερό του Απόλλωνα και φαίνεται καθαρά.
[119] «Βλέπετε», είπα εγώ, «Αμφικτίονες, αυτή την πεδιάδα να είναι
καλλιεργημένη από τους Αμφισσείς, να είναι χτισμένα κεραμικά
εργαστήρια και αγρόσπιτα. Βλέπετε με τα μάτια σας να έχει οχυρωθεί το
αφιερωμένο και άβατο λιμάνι. Το ξέρετε καλά και οι ίδιοι και δεν έχετε
καμιάν ανάγκη από άλλους μάρτυρες ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν
εκμισθώσει τα λιμενικά τείχη και κερδίζουν χρήματα από το ιερό λιμάνι.»
Συγχρόνως συνιστούσα να διαβαστεί σ᾽ αυτούς ο χρησμός του θεού, ο
όρκος των προγόνων και η κατάρα που είχαν κάνει, και δήλωνα
απερίφραστα
[120] ότι «εγώ, εκ μέρους του λαού των Αθηναίων, εμού προσωπικώς, των
παιδιών και του σπιτιού μου έρχομαι προς βοήθεια, σύμφωνα με τον όρκο,
του θεού και της ιερής γης με χέρια, με πόδια, με τη φωνή και με όλες τις
δυνάμεις μου, και θα προσπαθήσω να εξαγνίσω την πόλη μου σε ό,τι αφορά
στα προς τους θεούς. Εσείς τώρα πάρτε τη δική σας απόφαση. Τα
κάνιστρα είναι έτοιμα· τα θύματα για τη θυσία βρίσκονται δίπλα στους
βωμούς και εσείς πρόκειται να ζητήσετε από τους θεούς να δώσουν τα
αγαθά τόσο σε όλους μας όσο και στον καθένα μας χωριστά.
[121] Σκεφτείτε λοιπόν με ποια φωνή, με ποια ψυχή, με ποια μάτια, με ποια
τόλμη θα ικετεύσετε τους θεούς, εάν αφήσετε ατιμώρητους αυτούς τους
αφορισμένους και καταραμένους. Γιατί, εναντίον των ασεβών και όσων
επέτρεψαν την ιεροσυλία, είναι γραμμένη στην κατάρα με σαφήνεια και όχι
με γρίφους η ποινή που πρέπει να επιβληθεί σ᾽ αυτούς. Και η κατάρα
τελειώνει ως εξής: «όσοι δεν τιμωρούν τους παραβάτες να μην μπορούν να
προσφέρουν ευοίωνες θυσίες στον Απόλλωνα, την Άρτεμη, τη Λητώ και
στην Προναία Αθηνά, και είθε οι θεοί να αρνηθούν να δεχτούν τις
προσφορές τους.»
[122] Αφού είπα αυτά και άλλα πολλά ακόμη, όταν κάποια στιγμή τελείωσα
τον λόγο μου και βγήκα από το συνέδριο, οι Αμφικτίονες άρχισαν να
φωνάζουν και να θορυβούν, και δεν συζητούσαν πια για τις ασπίδες που
εμείς αφιερώσαμε αλλά
ἤδη περὶ τῆς τῶν Ἀμφισσέων τιμωρίας. Ἤδη δὲ πόρρω τῆς ἡμέρας ὄντος,
προελθὼν ὁ κῆρυξ ἀνεῖπε, Δελφῶν ὅσοι ἐπὶ δίετες ἡβῶσι, καὶ δούλους καὶ
ἐλευθέρους, ἥκειν ἅμα τῇ ἡμέρᾳ ἔχοντας ἄμας καὶ δικέλλας πρὸς τὸ Θυτεῖον ἐκεῖ
καλούμενον· καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς κῆρυξ ἀναγορεύει τοὺς ἱερομνήμονας καὶ τοὺς
πυλαγόρους ἥκειν εἰς τὸν αὐτὸν τόπον βοηθήσοντας τῷ θεῷ καὶ τῇ γῇ τῇ ἱερᾷ·
«ἥτις δ᾽ ἂν μὴ παρῇ πόλις, εἴρξεται τοῦ ἱεροῦ καὶ ἐναγὴς ἔσται καὶ τῇ ἀρᾷ ἔνοχος».

[123] Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἥκομεν ἕωθεν εἰς τὸν προειρημένον τόπον, καὶ κατέβημεν εἰς
τὸ Κιρραῖον πεδίον, καὶ τὸν λιμένα κατασκάψαντες καὶ τὰς οἰκίας ἐμπρήσαντες
ἀνεχωροῦμεν. Ταῦτα δὲ ἡμῶν πραττόντων οἱ Λοκροὶ οἱ Ἀμφισσεῖς, ἑξήκοντα
στάδια ἄπωθεν οἰκοῦντες Δελφῶν, ἦλθον ἐφ᾽ ἡμᾶς μεθ᾽ ὅπλων πανδημεί· καὶ εἰ
μὴ δρόμῳ μόλις ἐξεφύγομεν εἰς Δελφούς, ἐκινδυνεύσαμεν ἂν ἀπολέσθαι.

[124] Τῇ δὲ ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ Κόττυφος ὁ τὰς γνώμας ἐπιψηφίζων ἐκκλησίαν ἐποίει


τῶν Ἀμφικτυόνων· ἐκκλησίαν γὰρ ὀνομάζουσιν, ὅταν τις μὴ μόνον τοὺς
πυλαγόρους καὶ τοὺς ἱερομνήμονας συγκαλέσῃ, ἀλλὰ καὶ τοὺς θύοντας καὶ τοὺς
χρωμένους τῷ θεῷ. Ἐνταῦθ᾽ ἤδη πολλαὶ μὲν τῶν Ἀμφισσέων ἐγίγνοντο
κατηγορίαι, πολὺς δ᾽ ἔπαινος ἦν κατὰ τῆς ἡμετέρας πόλεως· τέλος δὲ παντὸς τοῦ
λόγου ψηφίζονται ἥκειν τοὺς ἱερομνήμονας πρὸ τῆς ἐπιούσης πυλαίας ἐν ῥητῷ
χρόνῳ εἰς Πύλας, ἔχοντας δόγμα, καθ᾽ ὅ τι δίκας δώσουσιν οἱ Ἀμφισσεῖς ὑπὲρ ὧν
εἰς τὸν θεὸν καὶ τὴν γῆν τὴν ἱερᾶν καὶ τοὺς Ἀμφικτύονας ἐξήμαρτον. Ὅτι δὲ
ἀληθῆ λέγω, ἀνάγνωθι τὸ ψήφισμα.

ΨΗΦΙΣΜΑ

[125] Τοῦ δόγματος τούτου ἀποδοθέντος ὑφ᾽ ἡμῶν ἐν τῇ βουλῇ καὶ πάλιν ἐν τῇ
ἐκκλησίᾳ, καὶ τὰς πράξεις ἡμῶν ἀποδεξαμένου τοῦ δήμου, καὶ τῆς πόλεως
ἁπάσης προαιρουμένης εὐσεβεῖν, καὶ Δημοσθένους ὑπὲρ τοῦ μεσεγγυήματος τοῦ
ἐξ Ἀμφίσσης ἀντιλέγοντος, καὶ ἐμοῦ φανερῶς ἐναντίον ὑμῶν ἐξελέγχοντος,
ἐπειδὴ ἐκ τοῦ φανεροῦ τὴν πόλιν ἅνθρωπος οὐκ ἐδύνατο σφῆλαι, εἰσελθὼν εἰς τὸ
βουλευτήριον καὶ μεταστησάμενος τοὺς ἰδιώτας, ἐκφέρεται προβούλευμα εἰς τὴν
ἐκκλησίαν, προσλαβὼν τὴν τοῦ γράψαντος ἀπειρίαν·

[126] τὸ δ᾽ αὐτὸ τοῦτο καὶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διεπράξατο ἐπιψηφισθῆναι καὶ γενέσθαι


δήμου ψήφισμα, ἐπ᾽ ἀναστάσει τῆς ἐκκλησίας ‹οὔσης›, ἀπεληλυθότος ἐμοῦ, οὐ
γὰρ ἄν ποτε ἐπέτρεψα, καὶ τῶν πολλῶν διαφειμένων· οὗ τὸ κεφάλαιόν ἐστι· «τὸν
ἱερομνήμονα» φησὶ «τὸν Ἀθηναίων καὶ τοὺς πυλαγόρους τοὺς ἀεὶ πυλαγοροῦντας
πορεύεσθαι εἰς Πύλας καὶ εἰς Δελφοὺς ἐν τοῖς τεταγμένοις χρόνοις ὑπὸ τῶν
προγόνων», εὐπρεπῶς γε τῷ ὀνόματι, ἀλλὰ τῷ ἔργῳ αἰσχρῶς· κωλύει γὰρ εἰς τὸν
σύλλογον τὸν ἐν Πύλαις ἀπαντᾶν, ὃς ἐξ ἀνάγκης πρὸ τοῦ καθήκοντος ἔμελλε
χρόνου γίγνεσθαι.

[127] Καὶ πάλιν ἐν τῷ αὐτῷ ψηφίσματι πολὺ καὶ σαφέστερον καὶ πικρότερον
γράφει, «τὸν ἱερομνήμονα» φησὶ «τὸν Ἀθηναίων καὶ τοὺς πυλαγόρους τοὺς ἀεὶ
για την τιμωρία που έπρεπε να επιβάλουν τώρα στους Αμφισσείς. Ήταν ήδη
προχωρημένη η ώρα της ημέρας, όταν ο κήρυκας βγήκε μπροστά και
ανάγγειλε οι ενήλικοι κάτοικοι των Δελφών, δούλοι και ελεύθεροι, να
έρθουν τα ξημερώματα με φτυάρια και δικέλλια σε ένα μέρος εκεί, που
λεγόταν Θυτείο. Ξανά ο ίδιος κήρυκας κάλεσε να έρθουν στο ίδιο μέρος οι
Ιερομνήμονες και οι Πυλαγόρες, για να προσφέρουν τη βοήθειά τους στον
θεό και στην ιερή γη. «Όποια πόλη δεν παρουσιαστεί, θα αποκλειστεί από
τον ιερό χώρο, θα θεωρείται μιασμένη και καταραμένη.»
[123] Την επομένη είχαμε έρθει από το πρωί στο καθορισμένο σημείο,
κατεβήκαμε στο Κιρραίον πεδίον και, αφού κατασκάψαμε το λιμάνι και
κάψαμε τα σπίτια, ξεκινήσαμε να φύγουμε. Και, ενώ εμείς κάναμε αυτά,
μας επιτέθηκαν οι Λοκροί οι Αμφισσείς, που κατοικούσαν εξήντα στάδια
από τους Δελφούς· αυτοί είχαν έρθει ένοπλοι με όλο τον πληθυσμό της
πόλης τους και, αν δεν καταφέρναμε τρέχοντας να καταφύγουμε με πολύ
δυσκολία στους Δελφούς, θα κινδυνεύαμε να σκοτωθούμε.
[124] Την άλλην ημέρα ο Κόττυφος, ο επιφορτισμένος να θέτει προς
ψήφιση τις προτάσεις μας, καλούσε Συνέλευση των Αμφικτιόνων.
Συνέλευση ονομάζουν όταν συγκαλεί κανείς όχι μόνο τους Πυλαγόρες και
τους Ιερομνήμονες αλλά και όσους θυσιάζουν και συμβουλεύονται τον θεό.
Τότε ήταν πια που οι κατηγορίες εναντίον των Αμφισσέων διαδέχονταν η
μία την άλλη, ενώ περίσσευαν οι έπαινοι για τη δική μας πόλη. Στο τέλος
όλης της συζήτησης ψήφισαν να συγκεντρωθούν οι ιερομνήμονες στις
Θερμοπύλες σε ορισμένο χρόνο πριν από το επόμενο συνέδριο, με
ειλημμένη απόφαση των πόλεών τους για την τιμωρία που έπρεπε να
επιβληθεί στους Αμφισσείς για τα όσα είχαν διαπράξει σε βάρος του θεού,
της ιερής γης και των Αμφικτιόνων. Για την αλήθεια των όσων λέω,
διάβασε, γραμματέα, το ψήφισμα. (ΨΗΦΙΣΜΑ)
[125] Όταν λοιπόν, επιστρέφοντας στην Αθήνα, υποβάλαμε την απόφαση
αυτή στη Βουλή και εν συνεχεία στην Εκκλησία του Δήμου, ο λαός ενέκρινε
τις ενέργειές μας και όλη η πόλη ήταν αποφασισμένη να υπερασπίσει τα
δικαιώματα του θεού. Ο Δημοσθένης όμως, που έπαιρνε την αμοιβή από
τους Αμφισσείς, εναντιωνόταν, ενώ εγώ προσπαθούσα ενώπιόν σας να τον
βγάλω στη φόρα. Και, επειδή ο άνθρωπος δεν μπορούσε να εξαπατήσει την
πόλη με φανερές ενέργειες, μπήκε στην αίθουσα της Βουλής και,
παρασύροντας τους ανίδεους πολίτες, κατάφερε να παρουσιάσει στη
συνέλευση του λαού προβούλευμα, εκμεταλλευόμενος την απειρία αυτού
που το πρότεινε.
[126] Το ίδιο αυτό προβούλευμα κατάφερε να επικυρωθεί στη συνέλευση
του λαού και να γίνει ψήφισμα του Δήμου, τη στιγμή μάλιστα που έληγε η
συνέλευση και εγώ είχα ήδη αποχωρήσει —γιατί αν ήμουν παρών δεν θα το
είχα επιτρέψει— όπως είχαν κάνει, άλλωστε, και οι περισσότεροι. Το
σπουδαιότερο σημείο του ψηφίσματος αυτού είναι ο «Ιερομνήμονας», λέει,
«των Αθηναίων και οι εκάστοτε εκλεγόμενοι Πυλαγόρες να πηγαίνουν στις
Θερμοπύλες και στους Δελφούς στις ημερομηνίες τις καθορισμένες από
τους προγόνους». Φαινομενικά άψογο· στην πράξη όμως αισχρό, επειδή
εμποδίζει τη συμμετοχή μας στο συνέδριο των Θερμοπυλών, που κατ᾽
ανάγκη επρόκειτο να γίνει πριν από την κανονική ημερομηνία του τακτικού
συνεδρίου.
[127] Εξάλλου, στο ίδιο ψήφισμα πρότεινε με πολύ περισσότερη σαφήνεια
κάτι πολύ χειρότερο: «ο Ιερομνήμονας των Αθηναίων και οι εκάστοτε
εκλεγόμενοι Πυλαγόρες να μην
πυλαγοροῦντας μὴ μετέχειν τοῖς ἐκεῖσε συλλεγομένοις μήτε λόγου μήτε ἔργου
μήτε δόγματος μήτε πράξεως μηδεμιᾶς». Τὸ δὲ μὴ μετέχειν τί ἐστι; πότερα
τἀληθὲς εἴπω, ἢ τὸ ἥδιστον ἀκοῦσαι; τἀληθὲς ἐρῶ· τὸ γὰρ ἀεὶ πρὸς ἡδονὴν
λεγόμενον οὑτωσὶ τὴν πόλιν διατέθηκεν. Οὐκ ἐᾷ μεμνῆσθαι τῶν ὅρκων οὓς ἡμῶν
ὤμοσαν οἱ πρόγονοι, οὐδὲ τῆς ἀρᾶς, οὐδὲ τῆς τοῦ θεοῦ μαντείας.

[128] Ἡμεῖς μὲν οὖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατεμείναμεν διὰ τοῦτο τὸ ψήφισμα, οἱ δ᾽
ἄλλοι Ἀμφικτύονες συνελέγησαν εἰς Πύλας πλὴν μιᾶς πόλεως, ἧς ἐγὼ οὔτ᾽ ἂν
τοὔνομα εἴποιμι, μήθ᾽ αἱ συμφοραὶ παραπλήσιοι γένοιντο αὐτῆς μηδενὶ τῶν
Ἑλλήνων. Καὶ συνελθόντες ἐψηφίσαντο ἐπιστρατεύειν ἐπὶ τοὺς Ἀμφισσέας, καὶ
στρατηγὸν εἵλοντο Κόττυφον τὸν Φαρσάλιον τὸν τότε τὰς γνώμας ἐπιψηφίζοντα,
οὐκ ἐπιδημοῦντος ἐν Μακεδονίᾳ Φιλίππου, ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἐν τῇ Ἑλλάδι παρόντος,
ἀλλ᾽ ἐν Σκύθαις οὕτω μακρὰν ἀπόντος· ὃν αὐτίκα μάλα τολμήσει λέγειν
Δημοσθένης ὡς ἐγὼ ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας ἐπήγαγον.

[129] Καὶ παρελθόντες τῇ πρώτῃ στρατείᾳ καὶ μάλα μετρίως ἐχρήσαντο τοῖς
Ἀμφισσεῦσιν· ἀντὶ γὰρ τῶν μεγίστων ἀδικημάτων χρήμασιν αὐτοὺς ἐζημίωσαν,
καὶ ταῦτ᾽ ἐν ῥητῷ χρόνῳ προεῖπον τῷ θεῷ καταθεῖναι, καὶ τοὺς μὲν ἐναγεῖς καὶ
τῶν πεπραγμένων αἰτίους μετεστήσαντο, τοὺς δὲ δι᾽ εὐσέβειαν φεύγοντας
κατήγαγον. Ἐπειδὴ δὲ οὔτε τὰ χρήματα ἐξέτινον τῷ θεῷ, τούς τ᾽ ἐναγεῖς
κατήγαγον, καὶ τοὺς εὐσεβεῖς καὶ κατελθόντας διὰ τῶν Ἀμφικτυόνων ἐξέβαλον,
οὕτως ἤδη τὴν δευτέραν ἐπὶ τοὺς Ἀμφισσέας στρατείαν ἐποιήσαντο, πολλῷ
χρόνῳ ὕστερον, ἐπανεληλυθότος Φιλίππου ἐκ τῆς ἐπὶ τοὺς Σκύθας στρατείας, τῶν
μὲν θεῶν τὴν ἡγεμονίαν τῆς εὐσεβείας ἡμῖν παραδεδωκότων, τῆς δὲ Δημοσθένους
δωροδοκίας ἐμποδὼν γεγενημένης.

[130] Ἀλλ᾽ οὐ προύλεγον, οὐ προεσήμαινον οἱ θεοὶ φυλάξασθαι, μόνον γε οὐκ


ἀνθρώπων φωνὰς προσκτησάμενοι; οὐδεμίαν τοι πώποτε ἔγωγε μᾶλλον πόλιν
ἑώρακα ὑπὸ μὲν τῶν θεῶν σῳζομένην, ὑπὸ δὲ τῶν ῥητόρων ἐνίων ἀπολλυμένην.
Οὐχ ἱκανὸν ἦν τὸ τοῖς μυστηρίοις φανὲν σημεῖον, ἡ τῶν μυστῶν τελευτή; οὐ περὶ
τούτων Ἀμεινιάδης μὲν προύλεγεν εὐλαβεῖσθαι καὶ πέμπειν εἰς Δελφοὺς
ἐπερησομένους τὸν θεὸν ὅ τι χρὴ πράττειν, Δημοσθένης δὲ ἀντέλεγε φιλιππίζειν
τὴν Πυθίαν φάσκων, ἀπαίδευτος ὢν καὶ ἀπολαύων καὶ ἐμπιπλάμενος τῆς
δεδομένης ὑφ᾽ ὑμῶν αὐτῷ ἐξουσίας;

[131] οὐ τὸ τελευταῖον ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων ὄντων τῶν ἱερῶν ἐξέπεμψε τοὺς
στρατιώτας ἐπὶ τὸν πρόδηλον κίνδυνον; καίτοι πρώην γε ἀπετόλμα λέγειν ὅτι
παρὰ τοῦτο Φίλιππος οὐκ ἦλθεν ἡμῶν ἐπὶ τὴν χώραν ὅτι οὐκ ἦν αὐτῷ καλὰ τὰ
ἱερά. Τίνος οὖν εἶ σὺ ζημίας ἄξιος τυχεῖν, ὦ τῆς Ἑλλάδος ἀλειτήριε; εἰ γὰρ ὁ μὲν
κρατῶν οὐκ ἦλθεν εἰς τὴν τῶν κρατουμένων χώραν ὅτι οὐκ ἦν αὐτῷ καλὰ τὰ ἱερά,
σὺ δ᾽ οὐδὲν προειδὼς τῶν μελλόντων ἔσεσθαι, πρὶν καλλιερῆσαι τοὺς στρατιώτας
ἐξέπεμψας, πότερα στεφανοῦσθαί σε δεῖ ἐπὶ ταῖς τῆς πόλεως ἀτυχίαις, ἢ
ὑπερωρίσθαι;
παίρνουν μέρος στα εκεί συνέδρια μήτε σε συζητήσεις μεταξύ των
συνέδρων μήτε σε έργο μήτε αποφάσεις μήτε σε καμιάν ενέργεια». Η μη
συμμετοχή όμως τι σημαίνει; Ποιο από τα δυο να πω, την αλήθεια ή ό,τι
είναι πιο ευχάριστο να ακούσετε; Θα πω την αλήθεια· γιατί το να λέγεται
κάθε φορά αυτό που σας ευχαριστεί έχει φέρει την πόλη σ᾽ αυτό το
κατάντημα. Η μη συμμετοχή λοιπόν δεν μας επιτρέπει να θυμόμαστε τους
όρκους που έδωσαν οι πρόγονοί μας ούτε και την κατάρα ούτε καν τον
χρησμό του θεού.
[128] Έτσι λοιπόν, Αθηναίοι, εξαιτίας αυτού του ψηφίσματος εμείς δεν
αντιπροσωπευτήκαμε, ενώ οι άλλοι Αμφικτίονες συγκεντρώθηκαν στις
Θερμοπύλες, εκτός από μια πόλη, της οποίας εγώ ούτε το όνομα δεν θέλω
να αναφέρω, και μακάρι να μην βρουν κανέναν από τους Έλληνες συμφορές
παρόμοιες με τις δικές της. Συνεδρίασαν λοιπόν και αποφάσισαν να
εκστρατεύσουν εναντίον των Αμφισσέων. Στρατηγό εξέλεξαν τον Κόττυφο
από τα Φάρσαλα, που τότε ήταν υπεύθυνος για την υποβολή και την
έγκριση των ψηφισμάτων. Ο Φίλιππος δεν βρισκόταν στη Μακεδονία ούτε
καν στην Ελλάδα, αλλά απουσίαζε στους Σκύθες· τόσο μακριά ήταν.
Ωστόσο, θα τολμήσει σε λίγο ο Δημοσθένης να σας πει ότι εγώ τον έστρεψα
εναντίον των Ελλήνων.
[129] Κατά την πρώτη εκστρατεία που έκαναν εναντίον των Αμφισσέων,
τους φέρθηκαν με μεγάλη επιείκεια· γιατί για τα τόσο μεγάλα αδικήματα
τους επέβαλαν μόνο χρηματικό πρόστιμο, το οποίο μάλιστα όρισαν να
καταβληθεί στον θεό σε ορισμένη προθεσμία. Εξόρισαν τους ιερόσυλους και
αίτιους των όσων είχαν γίνει, ενώ όσους είχαν εξοριστεί για την ευσέβειά
τους τους επανέφεραν. Επειδή όμως οι Αμφισσείς δεν πλήρωναν το πρόστιμο
στον θεό και ακόμη επανέφεραν από την εξορία τους ιερόσυλους και
εξόρισαν πάλι τους ευσεβείς και όσους είχαν επανέλθει με ενέργειες των
Αμφικτιόνων, κάτω από αυτές τις συνθήκες υποχρεώθηκαν οι Αμφικτίονες
να πραγματοποιήσουν τη δεύτερη εκστρατεία εναντίον των Αμφισσέων,
πολύν καιρό αργότερα, μετά την επιστροφή του Φιλίππου από την
εκστρατεία εναντίον των Σκυθών. Την ηγεμονία όμως των επιχειρήσεων,
που οι θεοί είχαν παραχωρήσει σε μας για την ευσέβειά μας δεν την
αναλάβαμε, επειδή στάθηκε εμπόδιο η δωροδοκία του Δημοσθένη.
[130] Αλλά μήπως δεν μας το έλεγαν από τα πριν οι θεοί; Μήπως δεν μας
το φανέρωναν με σημάδια να προφυλαγόμαστε; Μόνο ανθρώπινη φωνή δεν
είχαν αποκτήσει για να μας το πουν. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω δει ποτέ ως
τη στιγμή αυτή καμιά πόλη να διατηρείται σώα από τους θεούς και να
καταστρέφεται από μερικούς πολιτικούς. Δεν ήταν αρκετό το σημάδι που
μας φανερώθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια, ο χαμός δηλαδή των μυστών;
Μήπως δεν μας προειδοποιούσε ο Αμεινιάδης να δώσουμε προσοχή στα
σημάδια αυτά και να στείλουμε ανθρώπους μας στους Δελφούς, για να
ρωτήσουν τον θεό τι πρέπει να κάνουμε; Μήπως ο Δημοσθένης δεν ήταν
αυτός που αντιδρούσε, ισχυριζόμενος ότι η Πυθία ήταν όργανο του
Φιλίππου, ένας αμόρφωτος, που απολαμβάνει και κάνει κατάχρηση της
εξουσίας που του έχετε δώσει;
[131] Μήπως τώρα τελευταία δεν έστειλε τους στρατιώτες μας σε
ολοφάνερο κίνδυνο, αν και οι θυσίες δεν ήταν αποδεκτές και δεν είχαν
δείξει καλά σημάδια; Κι όμως, πριν από λίγο τολμούσε να λέει ότι ο
Φίλιππος δεν βάδισε εναντίον της χώρας μας, επειδή οι θυσίες του δεν
ήταν ευνοϊκές. Ποιά τιμωρία σού αξίζει λοιπόν, κακέ δαίμονα της Ελλάδας;
Γιατί, εάν ο νικητής Φίλιππος δεν βάδισε εναντίον της χώρας των
ηττημένων, επειδή οι θυσίες του δεν ήταν ευνοϊκές, ενώ εσύ, αν και δεν
γνώριζες από πριν τίποτε από όσα επρόκειτο να συμβούν, έστειλες τους
στρατιώτες στον πόλεμο πριν οι θυσίες δείξουν καλά σημάδια, ποιό από τα
δύο σού πρέπει, να στεφανωθείς για τις ατυχίες της πόλης ή να έχεις ήδη
εξοριστεί;

[132] Τοιγάρτοι τί τῶν ἀνελπίστων καὶ ἀπροσδοκήτων ἐφ᾽ ἡμῶν οὐ γέγονεν; οὐ


γὰρ βίον γε ἡμεῖς ἀνθρώπινον βεβιώκαμεν, ἀλλ᾽ εἰς παραδοξολογίαν τοῖς μεθ᾽
ἡμᾶς ἐσομένοις ἔφυμεν. Οὐχ ὁ μὲν τῶν Περσῶν βασιλεύς, ὁ τὸν Ἄθω διορύξας, ὁ
τὸν Ἑλλήσποντον ζεύξας, ὁ γῆν καὶ ὕδωρ τοὺς Ἕλληνας αἰτῶν, ὁ τολμῶν ἐν ταῖς
ἐπιστολαῖς γράφειν ὅτι δεσπότης ἐστὶν ἁπάντων ἀνθρώπων ἀφ᾽ ἡλίου ἀνιόντος
μέχρι δυομένου, νῦν οὐ περὶ τοῦ κύριος ἑτέρων εἶναι διαγωνίζεται, ἀλλ᾽ ἤδη περὶ
τῆς τοῦ σώματος σωτηρίας; καὶ τοὺς αὐτοὺς ὁρῶμεν τῆς τε δόξης ταύτης καὶ τῆς
ἐπὶ τὸν Πέρσην ἡγεμονίας ἠξιωμένους, οἳ καὶ τὸ ἐν Δελφοῖς ἱερὸν ἠλευθέρωσαν;

[133] Θῆβαι δέ, Θῆβαι, πόλις ἀστυγείτων, μεθ᾽ ἡμέραν μίαν ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος
ἀνήρπασται, εἰ καὶ δικαίως, περὶ τῶν ὅλων οὐκ ὀρθῶς βουλευσάμενοι, ἀλλὰ τήν
γε θεοβλάβειαν καὶ τὴν ἀφροσύνην οὐκ ἀνθρωπίνως, ἀλλὰ δαιμονίως
κτησάμενοι. Λακεδαιμόνιοι δ᾽ οἱ ταλαίπωροι, προσαψάμενοι μόνον τούτων τῶν
πραγμάτων ἐξ ἀρχῆς περὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ κατάληψιν, οἱ τῶν Ἑλλήνων ποτὲ
ἀξιοῦντες ἡγεμόνες εἶναι, νῦν ὁμηρεύσοντες καὶ τῆς συμφορᾶς ἐπίδειξιν
ποιησόμενοι μέλλουσιν ὡς Ἀλέξανδρον ἀναπέμπεσθαι, τοῦτο πεισόμενοι, καὶ
αὐτοὶ καὶ ἡ πατρίς, ὅ τι ἂν ἐκείνῳ δόξῃ, καὶ ἐν τῇ τοῦ κρατοῦντος καὶ
προηδικημένου μετριότητι κριθησόμενοι.

[134] Ἡ δ᾽ ἡμετέρα πόλις, ἡ κοινὴ καταφυγὴ τῶν Ἑλλήνων, πρὸς ἣν ἀφικνοῦντο


πρότερον ἐκ τῆς Ἑλλάδος αἱ πρεσβεῖαι, κατὰ πόλεις ἕκαστοι παρ᾽ ἡμῶν τὴν
σωτηρίαν εὑρησόμενοι, νῦν οὐκέτι περὶ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίας ἀγωνίζεται,
ἀλλ᾽ ἤδη περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους. Καὶ ταῦθ᾽ ἡμῖν συμβέβηκεν ἐξ ὅτου
Δημοσθένης πρὸς τὴν πολιτείαν προσελήλυθεν. Εὖ γὰρ περὶ τῶν τοιούτων
Ἡσίοδος ὁ ποιητὴς ἀποφαίνεται. Λέγει γάρ που παιδεύων τὰ πλήθη καὶ
συμβουλεύων ταῖς πόλεσι τοὺς πονηροὺς τῶν δημαγωγῶν μὴ προσδέχεσθαι·

[135] λέξω δὲ κἀγὼ τὰ ἔπη· διὰ τοῦτο γὰρ οἶμαι ἡμᾶς παῖδας ὄντας τὰς τῶν
ποιητῶν γνώμας ἐκμανθάνειν, ἵν᾽ ἄνδρες ὄντες αὐταῖς χρώμεθα.
Πολλάκι δὴ ξύμπασα πόλις κακοῦ ἀνδρὸς ἀπηύρα,
ὅς κεν ἀλιτραίνῃ καὶ ἀτάσθαλα μηχανάαται·
τοῖσιν δ᾽ οὐρανόθεν δῶκεν μέγα πῆμα Κρονίων,
λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν, ἀποφθινύθουσι δὲ λαοί·
ἢ τῶν γε στρατὸν εὐρὺν ἀπώλεσεν ἢ ὅ γε τεῖχος,
ἢ νέας ἐν πόντῳ ἀποτίνυται εὐρύοπα Ζεύς.

[136] Ἐὰν δὲ περιελόντες τοῦ ποιητοῦ τὸ μέτρον τὰς γνώμας ἐξετάζητε, οἶμαι ὑμῖν
δόξειν οὐ ποιήματα Ἡσιόδου εἶναι, ἀλλὰ χρησμὸν εἰς τὴν Δημοσθένους
πολιτείαν· καὶ γὰρ ναυτικὴ καὶ πεζὴ στρατιὰ καὶ πόλεις ἄρδην εἰσὶν
ἀνηρπασμέναι ἐκ τῆς τούτου πολιτείας.

[137] Ἀλλ᾽ οἶμαι οὔτε Φρυνώνδας οὔτε Εὐρύβατος οὔτ᾽ ἄλλος οὐδεὶς πώποτε τῶν
πάλαι πονηρῶν τοιοῦτος μάγος καὶ γόης ἐγένετο, ὅς, ὦ γῆ καὶ θεοὶ καὶ δαίμονες
[132] Τι λοιπόν από τα ανέλπιστα και απροσδόκητα δεν έχει συμβεί στις
ημέρες μας; Γιατί εμείς δεν έχουμε ζήσει όπως οι άλλοι άνθρωποι, αλλά
γεννηθήκαμε για να αποτελέσουμε παραδοξολογία για τους απογόνους
μας. Μήπως ο βασιλιάς των Περσών, που άνοιξε διώρυγα στον Άθω, που
ένωσε με γέφυρα τον Ελλήσποντο, που ζήτησε γη και ύδωρ από τους
Έλληνες, που τόλμησε να γράψει στις επιστολές του ότι ήταν κυρίαρχος
όλου του κόσμου από Ανατολή σε Δύση, δεν αγωνίζεται αυτός τώρα όχι για
να είναι κυρίαρχος σε άλλους αλλά για τη σωτηρία του; Δεν βλέπουμε,
επίσης, ότι οι ίδιοι άνθρωποι είναι αυτοί που αξιώθηκαν τη δόξα αυτή και
την αρχηγία στον πόλεμο εναντίον των Περσών με αυτούς που
ελευθέρωσαν και το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς;
[133] Η Θήβα όμως, η Θήβα, πόλη γειτονική, εξαφανίστηκε μέσα σε μιαν
ημέρα από τον χάρτη της Ελλάδας. Δίκαια βέβαια, γιατί οι Θηβαίοι δεν
είχαν σωστή πολιτική για όλα γενικά τα ζητήματα· αλλά η τύφλωση αυτή
του νου και η παραφροσύνη έχει την αιτία της όχι σε ανθρώπινη
παρέμβαση αλλά σε θεϊκή. Εξάλλου, οι ταλαίπωροι Λακεδαιμόνιοι, που
είχαν ανακατευτεί μόνο αρχικά στην υπόθεση αυτή με αφορμή την
κατάληψη του ιερού, που κάποτε είχαν την αξίωση να είναι ηγεμόνες των
Ελλήνων, τώρα μέλλουν να σταλούν ως όμηροι στον Αλέξανδρο να του
δείξουν τη συμφορά τους, προκειμένου να υποστούν αυτοί και η πατρίδα
τους ό,τι αποφασίσει εκείνος και να κριθεί η μοίρα τους από την επιείκεια
του νικητή, που προηγουμένως είχαν αδικήσει.
[134] Η δική μας πόλη, το κοινό καταφύγιο των Ελλήνων, προς την οποία
κατέφθαναν άλλοτε οι αντιπροσωπείες από την Ελλάδα, η μια πόλη μετά
την άλλη, για να βρουν από μας τη σωτηρία τους, τώρα δεν αγωνίζεται
πια για την ηγεμονία των Ελλήνων αλλά για το πάτριο έδαφος. Και αυτά
έχουν συμβεί σε μας αφότου έχει ανακατευτεί στην πολιτική ο
Δημοσθένης. Σωστά αποφαίνεται για τους ανθρώπους αυτού του είδους ο
ποιητής Ησίοδος. Λέει λοιπόν κάπου, διδάσκοντας τον λαό και
συμβουλεύοντας τις πόλεις, να μην ανέχονται φαύλους πολιτικούς.
[135] Θα αναφέρω και εγώ τους στίχους· γιατί νομίζω ότι ο λόγος για τον
οποίο μαθαίνουμε τις γνώμες των ποιητών, όταν είμαστε παιδιά, είναι για
να τις εφαρμόζουμε, όταν γίνουμε άνδρες.
Συχνά ολόκληρη πόλη υποφέρει από κακό άνδρα,
που σε σφάλματα πέφτει και άδικα έργα κάνει,
και ο γιος του Κρόνου τους στέλνει από τον ουρανό μεγάλες συμφορές,
πείνα μαζί και αρρώστιες, και ο κόσμος χάνεται
ή τον μεγάλο τους στρατό αφανίζει ο Δίας ή το τείχος
ή τα πλοία τους στη θάλασσα συντρίβει.
[136] Εάν αφαιρέσετε το μέτρο του ποιητή και εξετάσετε τη σκέψη του,
πιστεύω πως θα σχηματίσετε την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για ποίημα
του Ησιόδου αλλά για χρησμό που αφορά στην πολιτική του Δημοσθένη.
Καθόσον, εξαιτίας της δικής του πολιτικής, έχουν εξαφανιστεί εντελώς
ναυτικές δυνάμεις, στρατεύματα ξηράς και πόλεις.
[137] Αλλά, κατά τη γνώμη μου, ούτε ο Φρυνώνδας ούτε ο Ευρύβατος ούτε
άλλος κανένας από τους παλιανθρώπους του παλαιού καιρού υπήρξε μέχρι
σήμερα τέτοιος λαοπλάνος και απατεώνας, όπως αυτός ο άνθρωπος, που,
ω γη και θεοί, δαίμονες
καὶ ἄνθρωποι ὅσοι βούλεσθε ἀκούειν τἀληθῆ, τολμᾷ λέγειν, βλέπων εἰς τὰ
πρόσωπα τὰ ἡμέτερα, ὡς ἄρα Θηβαῖοι τὴν συμμαχίαν ὑμῖν ἐποιήσαντο οὐ διὰ τὸν
καιρόν, οὐ διὰ τὸν φόβον τὸν περιστάντα αὐτούς, οὐ διὰ τὴν ὑμετέραν δόξαν,
ἀλλὰ διὰ τὰς Δημοσθένους δημηγορίας.

[138] Καίτοι πολλὰς μὲν τούτου πρότερον πρεσβείας ἐπρέσβευσαν εἰς Θήβας οἱ
μάλιστα οἰκείως ἐκείνοις διακείμενοι, πρῶτος μὲν Θρασύβουλος ὁ Κολλυτεύς,
ἀνὴρ ἐν Θήβαις πιστευθεὶς ὡς οὐδεὶς ἕτερος, πάλιν Θράσων ὁ Ἐρχιεύς, πρόξενος
ὢν Θηβαίοις,

[139] Λεωδάμας ὁ Ἀχαρνεύς, οὐχ ἧττον Δημοσθένους λέγειν δυνάμενος, ἀλλ᾽


ἔμοιγε καὶ ἡδίων, Ἀρχέδημος ὁ Πήληξ, καὶ δυνατὸς εἰπεῖν καὶ πολλὰ
κεκινδυνευκὼς ἐν τῇ πολιτείᾳ διὰ Θηβαίους, Ἀριστοφῶν ὁ Ἀζηνιεύς, πλεῖστον
χρόνον τὴν τοῦ βοιωτιάζειν ὑπομείνας αἰτίαν, Πύρρανδρος ὁ Ἀναφλύστιος, ὃς ἔτι
καὶ νῦν ζῇ. Ἀλλ᾽ ὅμως οὐδεὶς πώποτε αὐτοὺς ἐδυνήθη προτρέψασθαι εἰς τὴν
ὑμετέραν φιλίαν. Τὸ δ᾽ αἴτιον οἶδα μέν, λέγειν δ᾽ οὐδὲν δέομαι διὰ τὰς ἀτυχίας
αὐτῶν.

[140] Ἀλλ᾽ οἶμαι, ἐπειδὴ Φίλιππος αὐτῶν ἀφελόμενος Νίκαιαν Θετταλοῖς


παρέδωκε, καὶ τὸν πόλεμον, ὃν πρότερον ἐξήλασεν ἐκ τῆς χώρας τῆς Βοιωτῶν,
τοῦτον πάλιν τὸν αὐτὸν πόλεμον ἐπήγαγε διὰ τῆς Φωκίδος ἐπ᾽ αὐτὰς τὰς Θήβας,
καὶ τὸ τελευταῖον Ἐλάτειαν καταλαβὼν ἐχαράκωσε καὶ φρουρὰν εἰσήγαγεν,
ἐνταῦθ᾽ ἤδη, ἐπεὶ τὸ δεινὸν αὐτῶν ἥπτετο, μετεπέμψαντο Ἀθηναίους, καὶ ὑμεῖς
ἐξήλθετε καὶ εἰσῇτε εἰς τὰς Θήβας ἐν τοῖς ὅπλοις διεσκευασμένοι, καὶ οἱ πεζοὶ καὶ
οἱ ἱππεῖς, πρὶν περὶ συμμαχίας μίαν μόνον συλλαβὴν γράψαι Δημοσθένην.

[141] Ὁ δ᾽ εἰσάγων ἦν ὑμᾶς εἰς τὰς Θήβας καιρὸς καὶ φόβος καὶ χρεία συμμαχίας,
ἀλλ᾽ οὐ Δημοσθένης. Ἐπεὶ περί γε ταύτας τὰς πράξεις τρία πάντων μέγιστα
Δημοσθένης εἰς ὑμᾶς ἐξημάρτηκε, πρῶτον μὲν ὅτι Φιλίππου τῷ μὲν ὀνόματι
πολεμοῦντος ὑμῖν, τῷ δ᾽ ἔργῳ πολὺ μᾶλλον μισοῦντος Θηβαίους, ὡς αὐτὰ τὰ
πράγματα δεδήλωκε, καὶ τί δεῖ τὰ πλείω λέγειν; ταῦτα μὲν τὰ τηλικαῦτα τὸ
μέγεθος ἀπεκρύψατο, προσποιησάμενος δὲ μέλλειν τὴν συμμαχίαν γενήσεσθαι
οὐ διὰ τοὺς καιρούς, ἀλλὰ διὰ τὰς αὑτοῦ πρεσβείας,

[142] πρῶτον μὲν συνέπεισε τὸν δῆμον μηκέτι βουλεύεσθαι ἐπὶ τίσι δεῖ ποιεῖσθαι
τὴν συμμαχίαν, ἀλλ᾽ ἀγαπᾶν μόνον εἰ γίγνεται, τοῦτο δὲ προλαβὼν ἔκδοτον μὲν
τὴν Βοιωτίαν ἅπασαν ἐποίησε Θηβαίοις, γράψας ἐν τῷ ψηφίσματι, ἐάν τις
ἀφιστῆται πόλις ἀπὸ Θηβαίων, βοηθεῖν Ἀθηναίους Βοιωτοῖς τοῖς ἐν Θήβαις, τοῖς
ὀνόμασι κλέπτων καὶ μεταφέρων τὰ πράγματα, ὥσπερ εἴωθεν, ὡς τοὺς Βοιωτοὺς
ἔργῳ κακῶς πάσχοντας τὴν τῶν ὀνομάτων σύνθεσιν τῶν Δημοσθένους
ἀγαπήσοντας, ἀλλ᾽ οὐ μᾶλλον ἐφ᾽ οἷς κακῶς ἐπεπόνθεσαν ἀγανακτήσοντας·

[143] δεύτερον δὲ τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἀναλωμάτων τὰ μὲν δύο μέρη ὑμῖν
ἀνέθηκεν, οἷς ἦσαν ἀπωτέρω οἱ κίνδυνοι, τὸ δὲ τρίτον μέρος Θηβαίοις, δωροδοκῶν
και άνθρωποι, όσοι θέλετε να ακούτε την αλήθεια, τολμά να λέει,
βλέποντάς μας στα μάτια, πως οι Θηβαίοι έκαναν τάχα μαζί σας τη
συμμαχία όχι λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης, όχι από τον φόβο
που τους είχε περιζώσει, όχι εξαιτίας της φήμης σας αλλά χάρη στις
δημηγορίες του Δημοσθένη.
[138] Και όμως, πριν από αυτόν είχαν σταλεί στη Θήβα πολλοί πρέσβεις,
άνθρωποι που διατηρούσαν πολύ στενές σχέσεις με τους Θηβαίους·
πρώτος ο Θρασύβουλος ο Κολλυτεύς, άνθρωπος της απολύτου
εμπιστοσύνης των Θηβαίων· έπειτα ο Θράσων ο Ερχιεύς, πρόξενος των
Θηβαίων·
[139] ο Λεωδάμας ο Αχαρνέας, δεινός ρήτορας όσο και ο Δημοσθένης και,
κατ᾽ εμέ τουλάχιστον, γλυκύτερος· ο Αρχέδημος ο Πήληξ, δυνατός
ομιλητής, που διέτρεξε μάλιστα πολλούς κινδύνους λόγω της
φιλοθηβαϊκής πολιτικής του· ο Αριστοφών ο Αζηνιέας, που για πολλά
χρόνια κατηγορήθηκε ως υποστηρικτής των Θηβαίων· ο Πύρρανδρος ο
Αναφλύστιος, που ζει ακόμη και σήμερα. Και όμως, κανένας από αυτούς
δεν μπόρεσε ποτέ ως τη στιγμή αυτή να πείσει τους Θηβαίους να γίνουν
φίλοι μας. Γνωρίζω βέβαια τον λόγο· ωστόσο, δεν χρειάζεται καθόλου να
τον αναφέρω, εξαιτίας των συμφορών τους.
[140] Αλλά, νομίζω, όταν ο Φίλιππος πήρε από αυτούς τη Νίκαια και την
παραχώρησε στους Θεσσαλούς, και τον πόλεμο, που προηγουμένως είχε
απομακρύνει από τη χώρα των Βοιωτών, τον ίδιο αυτόν πόλεμο τον έφερε
πάλι μέσω της Φωκίδας εναντίον της ίδιας της Θήβας και, όταν τελευταία
καταλαμβάνοντας την Ελάτεια την οχύρωσε και εγκατέστησε μέσα σ᾽
αυτή φρουρά, τότε πια, όταν τους άγγιζε ο κίνδυνος, κάλεσαν σε βοήθεια
τους Αθηναίους. Και εσείς βγήκατε από την πόλη και μπήκατε στη Θήβα
οπλισμένοι, πεζικό και ιππικό, πριν ο Δημοσθένης προλάβει να γράψει έστω
και μία λέξη για συμμαχία.
[141] Αυτό που μας έβαλε μέσα στη Θήβα ήταν η κρίσιμη περίσταση, ο
φόβος και η ανάγκη για συμμαχία, όχι ο Δημοσθένης. Όσον αφορά σε αυτές
τουλάχιστον τις ενέργειες, ο Δημοσθένης έχει διαπράξει σε βάρος σας
τρία πολύ σοβαρά σφάλματα. Πρώτον, όταν ο Φίλιππος φαινομενικά
πολεμούσε εναντίον σας, ενώ στην πραγματικότητα όλο το μίσος του
στρεφόταν εναντίον των Θηβαίων, όπως έχουν αποδείξει τα ίδια τα
γεγονότα, —τι χρειάζεται, άλλωστε, να πω περισσότερα;— αυτά τα τόσο
σπουδαία γεγονότα ο Δημοσθένης τα απέκρυψε. Και ,προσποιούμενος ότι η
συμμαχία με τους Θηβαίους επρόκειτο να γίνει όχι λόγω των περιστάσεων
αλλά χάρη στις δικές του μεσολαβήσεις,
[142] έπεισε τον λαό να μην τον απασχολούν πια οι όροι της συμμαχίας,
αλλά να αρκεστεί στο γεγονός και μόνο ότι θα γινόταν. Και, αφού σας
έπεισε πάνω σ᾽ αυτό, παρέδωσε όλη τη Βοιωτία στους Θηβαίους,
προτείνοντας στο ψήφισμα «εάν κάποια πόλη αποστατήσει από τους
Θηβαίους, οι Αθηναίοι να σπεύσουν σε βοήθεια των Βοιωτών της Θήβας.»
Εξαπάτησε δηλαδή με τα ονόματα και άλλαξε την πραγματικότητα, όπως
άλλωστε συνηθίζει, πιστεύοντας πως οι Βοιωτοί, αν πράγματι
δεινοπαθούσαν από τους Θηβαίους, θα αρκούνταν στα λογοπαίγνια του
Δημοσθένη και δεν θα αγανακτούσαν για τα όσα θα τους είχαν συμβεί.
[143] Ακόμη, από τις πολεμικές δαπάνες τα δύο τρίτα φόρτωσε σε σας,
παρόλο που ο κίνδυνος για σας ήταν πιο μακριά, και το ένα τρίτο στους
Θηβαίους, επειδή για καθεμιά από αυτές τις εξυπηρετήσεις έπαιρνε
ανταλλάγματα.
ἐφ᾽ ἑκάστοις τούτων, καὶ τὴν ἡγεμονίαν τὴν μὲν κατὰ θάλατταν ἐποίησε κοινήν,
τὸ δ᾽ ἀνάλωμα ἴδιον ὑμέτερον, τὴν δὲ κατὰ γῆν, εἰ μὴ δεῖ ληρεῖν, ἄρδην φέρων
ἀνέθηκε Θηβαίοις, ὥστε παρὰ τὸν γενόμενον πόλεμον μὴ κύριον γενέσθαι
Στρατοκλέα τὸν ὑμέτερον στρατηγὸν βουλεύσασθαι περὶ τῆς τῶν στρατιωτῶν
σωτηρίας.

[144] Καὶ ταῦτ᾽ οὐκ ἐγὼ μὲν κατηγορῶ, ἕτεροι δὲ παραλείπουσιν, ἀλλὰ κἀγὼ λέγω
καὶ πάντες ἐπιτιμῶσι καὶ ὑμεῖς σύνιστε καὶ οὐκ ὀργίζεσθε. Ἐκεῖνο γὰρ πεπόνθατε
πρὸς Δημοσθένην· συνείθισθε ἤδη τἀδικήματα τὰ τούτου ἀκούειν, ὥστε οὐ
θαυμάζετε. Δεῖ δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾽ ἀγανακτεῖν καὶ τιμωρεῖσθαι, εἰ χρὴ τὰ λοιπὰ
τῇ πόλει καλῶς ἔχειν.

[145] Δεύτερον δὲ καὶ πολὺ τούτου μεῖζον ἀδίκημα ἠδίκησεν ὅτι τὸ βουλευτήριον
τὸ τῆς πόλεως καὶ τὴν δημοκρατίαν ἄρδην ἔλαθεν ὑφελόμενος, καὶ μετήνεγκεν
εἰς Θήβας εἰς τὴν Καδμείαν, τὴν κοινωνίαν τῶν πράξεων τοῖς βοιωτάρχαις
συνθέμενος· καὶ τηλικαύτην αὐτὸς αὑτῷ δυναστείαν κατεσκεύασεν ὥστ᾽ ἤδη
παριὼν ἐπὶ τὸ βῆμα πρεσβεύσειν μὲν ἔφη ὅποι ἂν αὑτῷ δοκῇ,

[146] κἂν μὴ ὑμεῖς ἐκπέμπητε, εἰ δέ τις αὐτῷ τῶν στρατηγῶν ἀντείποι,


καταδουλούμενος τοὺς ἄρχοντας καὶ συνεθίζων μηδὲν αὑτῷ ἀντιλέγειν,
διαδικασίαν ἔφη γράψειν τῷ βήματι πρὸς τὸ στρατήγιον· πλείω γὰρ ὑμᾶς ἀγαθὰ
ὑφ᾽ ἑαυτοῦ ἔφη ἀπὸ τοῦ βήματος πεπονθέναι ἢ ὑπὸ τῶν στρατηγῶν ἐκ τοῦ
στρατηγίου. Μισθοφορῶν δ᾽ ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις, καὶ τὰ στρατιωτικὰ
χρήματα κλέπτων, καὶ τοὺς μυρίους ξένους ἐκμισθώσας Ἀμφισσεῦσι, πολλὰ
διαμαρτυρομένου καὶ σχετλιάζοντος ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἐμοῦ, προσέμειξε φέρων
ἀναρπασθέντων τῶν ξένων τὸν κίνδυνον ἀπαρασκεύῳ τῇ πόλει.

[147] Τί γὰρ ἂν οἴεσθε Φίλιππον ἐν τοῖς τότε καιροῖς εὔξασθαι; οὐ χωρὶς μὲν πρὸς
τὴν πολιτικὴν δύναμιν, χωρὶς δ᾽ ἐν Ἀμφίσσῃ πρὸς τοὺς ξένους διαγωνίσασθαι,
ἀθύμους δὲ τοὺς Ἕλληνας λαβεῖν τηλικαύτης πληγῆς προγεγενημένης; καὶ
τηλικούτων κακῶν αἴτιος γενόμενος Δημοσθένης οὐκ ἀγαπᾷ εἰ μὴ δίκην δέδωκεν,
ἀλλ᾽ εἰ μὴ καὶ χρυσῷ στεφάνῳ στεφανωθήσεται, ἀγανακτεῖ· οὐδ᾽ ἱκανόν ἐστιν
αὐτῷ ἐναντίον ὑμῶν κηρύττεσθαι, ἀλλ᾽ εἰ μὴ τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον
ἀναρρηθήσεται, τοῦτ᾽ ἀγανακτεῖ. Οὕτως ὡς ἔοικε πονηρὰ φύσις, μεγάλης
ἐξουσίας ἐπιλαβομένη, δημοσίας ἀπεργάζεται συμφοράς.

[148] Τρίτον δὲ καὶ τῶν προειρημένων μέγιστόν ἐστιν ὃ μέλλω λέγειν. Φιλίππου
γὰρ οὐ καταφρονοῦντος τῶν Ἑλλήνων, οὐδ᾽ ἀγνοοῦντος, οὐ γὰρ ἦν ἀσύνετος, ὅτι
περὶ τῶν ὑπαρχόντων ἀγαθῶν ἐν ἡμέρας μικρῷ μέρει διαγωνιεῖται, καὶ διὰ ταῦτα
βουλομένου ποιήσασθαι εἰρήνην καὶ πρεσβείας ἀποστέλλειν μέλλοντος, καὶ τῶν
ἀρχόντων τῶν ἐν Θήβαις φοβουμένων τὸν ἐπιόντα κίνδυνον, εἰκότως· οὐ γὰρ
ῥήτωρ ἀστράτευτος καὶ λιπὼν τὴν τάξιν αὐτοὺς ἐνουθέτησεν, ἀλλ᾽ ὁ Φωκικὸς
πόλεμος δεκέτης γεγονὼς ἀείμνηστον παιδείαν αὐτοὺς ἐπαίδευσε·
Επιπλέον, η αρχηγία στο ναυτικό όρισε να είναι κοινή, αλλά οι δαπάνες
αποκλειστικά δικές σας· την αρχηγία του στρατού ξηράς την παραχώρησε,
αν πρέπει να μην κοροϊδευόμαστε, ολόκληρη στους Θηβαίους· έτσι, στη
μάχη που έγινε, ο Στρατοκλής, ο δικός σας στρατηγός, να είναι
αναρμόδιος να αποφασίσει για τη σωτηρία των στρατιωτών του.
[144] Και δεν είμαι μόνον εγώ που κατηγορώ γι᾽ αυτά τον Δημοσθένη, ενώ
άλλοι τα προσπερνούν, αλλά και εγώ τα λέω και όλοι τα κατακρίνουν· και
εσείς τα ξέρετε καλά και όμως δεν οργίζεστε. Γιατί με τον Δημοσθένη
έχετε πάθει το εξής: σας έχει γίνει συνήθεια να ακούτε τα αδικήματά του
και δεν σας κάνουν πια εντύπωση. Δεν πρέπει όμως να γίνεται έτσι, αλλά,
αν θέλετε να πάνε τα πράγματα καλά από δω και εμπρός, πρέπει να
αγανακτείτε και να τον τιμωρείτε.
[145] Δεύτερο και πολύ σοβαρότερο σφάλμα που έχει κάνει είναι ότι
υφάρπαξε εντελώς, χωρίς να το αντιληφθείτε, την έδρα της Βουλής και τις
δημοκρατικές διαδικασίες και τα μετέφερε στη Θήβα, στην Καδμεία, αφού
συμφώνησε με τους Βοιωτάρχες για κοινή πολιτική. Έτσι, εξασφάλισε για
τον εαυτό του τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε ανέβηκε στο βήμα και δήλωσε
ότι θα πήγαινε ως αντιπρόσωπος όπου ο ίδιος θα έκρινε, έστω κι αν εσείς
δεν τον στέλνατε.
[146] Και κάθε φορά που κάποιος από τους στρατηγούς τού έφερνε
αντίρρηση, τρομοκρατώντας τους άρχοντες και καθιερώνοντας την
τακτική να μην του φέρουν καμιάν αντίρρηση, έλεγε ότι θα νικούσε
δικαστική δίωξη εξ ονόματος των πολιτικών εναντίον των στρατιωτικών.
Γιατί ισχυριζόταν ότι περισσότερα καλά σας έχει κάνει ο ίδιος από το βήμα
παρά το στρατηγείο. Παίρνοντας μισθό για κενές θέσεις στον μισθοφορικό
στρατό, κλέβοντας χρήματα του στρατού και εκμισθώνοντας τους δέκα
χιλιάδες μισθοφόρους για τους Αμφισσείς, παρά τις δικές μου
διαμαρτυρίες και τα παράπονα στις συνελεύσεις, κατέστησε αναπόφευκτα
άμεσο τον κίνδυνο για την πόλη, που, καθώς της στέρησε τους
μισθοφόρους, βρέθηκε στρατιωτικά απροετοίμαστη.
[147] Τι πιστεύετε ότι θα ευχόταν εκείνο τον καιρό ο Φίλιππος; Δεν θα
ευχόταν να αντιμετωπίσει χωριστά τις δυνάμεις της πόλης και χωριστά
τους μισθοφόρους στην Άμφισσα και να βρει τους Έλληνες
αποθαρρημένους, εάν είχε προηγηθεί ένα τόσο μεγάλο χτύπημα; Αλλά ο
Δημοσθένης, παρόλο που έγινε αίτιος τόσο μεγάλων κακών, δεν είναι
ευχαριστημένος που δεν έχει τιμωρηθεί, αλλά αγανακτεί, εάν δεν τιμηθεί
και με χρυσό στεφάνι. Ούτε και του είναι αρκετό, αν η ανακήρυξη γίνει
ενώπιόν σας, αλλά εκείνο που τον κάνει να αγανακτεί είναι μήπως δεν
ανακηρυχθεί μπροστά στους Έλληνες. Όπως φαίνεται, όταν ένας
παλιοχαρακτήρας αποκτήσει μεγάλη εξουσία, προκαλεί συμφορές σε όλους
τους πολίτες.
[148] Το τρίτο και πιο μεγάλο σφάλμα του Δημοσθένη από όσα έχουν
προαναφερθεί είναι αυτό που σκοπεύω να αναφέρω στη συνέχεια. Καθώς ο
Φίλιππος δεν περιφρονούσε τους Έλληνες ούτε και αγνοούσε —γιατί δεν
ήταν άμυαλος— ότι μέσα σε μικρό διάστημα μιας ημέρας θα διακινδύνευε
για τα αγαθά που είχε, γι᾽ αυτό ήθελε να κάνει ειρήνη και ετοιμαζόταν να
στείλει πρέσβεις. Οι άρχοντες της Θήβας φοβούνταν τον επερχόμενο
κίνδυνο· δικαιολογημένα. Γιατί αυτούς δεν τους συμβούλευε αστράτευτος
και λιποτάκτης ρήτορας αλλά ο Φωκικός πόλεμος, που κράτησε δέκα
χρόνια και τους έδωσε ένα μάθημα που δεν πρόκειται να το ξεχάσουν.
[149] τούτων ἐχόντων οὕτως αἰσθόμενος Δημοσθένης, καὶ τοὺς βοιωτάρχας
ὑποπτεύσας μέλλειν εἰρήνην ἰδίᾳ ποιεῖσθαι, χρυσίον ἄνευ αὑτοῦ παρὰ Φιλίππου
λαβόντας, ἀβίωτον ἡγησάμενος εἶναι εἴ τινος ἀπολειφθήσεται δωροδοκίας,
ἀναπηδήσας ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, οὐδενὸς ἀνθρώπων λέγοντος οὔθ᾽ ὡς δεῖ ποιεῖσθαι
πρὸς Φίλιππον εἰρήνην οὔθ᾽ ὡς οὐ δεῖ, ἀλλ᾽ ὡς ᾤετο κήρυγμά τι τοῦτο τοῖς
Βοιωτάρχαις προκηρύττων, ἀναφέρειν αὐτῷ τὰ μέρη τῶν λημμάτων, διώμνυτο
τὴν Ἀθηνᾶν,

[150] ἣν ὡς ἔοικε Φειδίας ἐνεργολαβεῖν ἠργάσατο καὶ ἐνεπιορκεῖν Δημοσθένει, ἦ


μήν, εἴ τις ἐρεῖ ὡς χρὴ πρὸς Φίλιππον εἰρήνην ποιήσασθαι, ἀπάξειν εἰς τὸ
δεσμωτήριον ἐπιλαβόμενος τῶν τριχῶν, ἀπομιμούμενος τὴν Κλεοφῶντος
πολιτείαν, ὃς ἐπὶ τοῦ πρὸς Λακεδαιμονίους πολέμου, ὡς λέγεται, τὴν πόλιν
ἀπώλεσεν. Ὡς δ᾽ οὐ προσεῖχον αὐτῷ οἱ ἄρχοντες οἱ ἐν ταῖς Θήβαις, ἀλλὰ καὶ τοὺς
στρατιώτας τοὺς ὑμετέρους πάλιν ἀνέστρεψαν ἐξεληλυθότας, ἵνα βουλεύσησθε
περὶ τῆς εἰρήνης,

[151] ἐνταῦθ᾽ ἤδη παντάπασιν ἔκφρων ἐγένετο, καὶ παρελθὼν ἐπὶ τὸ βῆμα
προδότας τῶν Ἑλλήνων τοὺς βοιωτάρχας ἀπεκάλει, καὶ γράψειν ἔφη ψήφισμα ὁ
τοῖς πολεμίοις οὐδεπώποτ᾽ ἀντιβλέψας, πέμπειν ὑμᾶς πρέσβεις εἰς Θήβας
αἰτήσοντας Θηβαίους δίοδον ἐπὶ Φίλιππον. Ὑπεραισχυνθέντες δὲ οἱ ἐν Θήβαις
ἄρχοντες μὴ δόξωσιν ὡς ἀληθῶς εἶναι προδόται τῶν Ἑλλήνων, ἀπὸ μὲν τῆς
εἰρήνης ἀπετράποντο, ἐπὶ δὲ τὴν παράταξιν ὥρμησαν.

[152] Ἔνθα δὴ καὶ τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἄξιόν ἐστιν ἐπιμνησθῆναι οὓς οὗτος
ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων ὄντων τῶν ἱερῶν ἐκπέμψας ἐπὶ τὸν πρόδηλον κίνδυνον
ἐτόλμησε, τοῖς δραπέταις ποσὶ καὶ λελοιπόσι τὴν τάξιν ἀναβὰς ἐπὶ τὸν τάφον τὸν
τῶν τελευτησάντων, ἐγκωμιάζειν τὴν ἐκείνων ἀρετήν. Ὦ πρὸς μὲν τὰ μεγάλα καὶ
σπουδαῖα πάντων ἀνθρώπων ἀχρηστότατε, πρὸς δὲ τὴν ἐν τοῖς λόγοις τόλμαν
θαυμασιώτατε, ἐπιχειρήσεις αὐτίκα μάλα, βλέπων εἰς τὰ τούτων πρόσωπα λέγειν
ὡς δεῖ σε ἐπὶ ταῖς τῆς πόλεως συμφοραῖς στεφανοῦσθαι; ἐὰν δ᾽ οὗτος λέγῃ, ὑμεῖς
ὑπομενεῖτε, καὶ συναποθανεῖται τοῖς τελευτήσασιν ὡς ἔοικε καὶ ἡ ὑμετέρα μνήμη;

[153] Γένεσθε δή μοι μικρὸν χρόνον τῇ διανοίᾳ μὴ ἐν τῷ δικαστηρίῳ, ἀλλ᾽ ἐν τῷ


θεάτρῳ, καὶ νομίσαθ᾽ ὁρᾶν προϊόντα τὸν κήρυκα καὶ τὴν ἐκ τοῦ ψηφίσματος
ἀνάρρησιν μέλλουσαν γίγνεσθαι, καὶ λογίσασθε πότερ᾽ οἴεσθε τοὺς οἰκείους τῶν
τελευτησάντων πλείω δάκρυα ἀφήσειν ἐπὶ ταῖς τραγῳδίαις καὶ τοῖς ἡρωικοῖς
πάθεσι τοῖς μετὰ ταῦτ᾽ ἐπεισιοῦσιν, ἢ ἐπὶ τῇ τῆς πόλεως ἀγνωμοσύνῃ.

[154] Τίς γὰρ οὐκ ἂν ἀλγήσειεν ἄνθρωπος Ἕλλην καὶ παιδευθεὶς ἐλευθερίως
ἀναμνησθεὶς ἐν τῷ θεάτρῳ ἐκεῖνό γε, εἰ μηδὲν ἕτερον, ὅτι ταύτῃ ποτὲ τῇ ἡμέρᾳ
μελλόντων ὥσπερ νυνὶ τῶν τραγῳδῶν γίγνεσθαι, ὅτ᾽ εὐνομεῖτο μᾶλλον ἡ πόλις
καὶ βελτίοσι προστάταις ἐχρῆτο, προελθὼν ὁ κῆρυξ καὶ παραστησάμενος τοὺς
ὀρφανούς, ὧν οἱ πατέρες ἦσαν ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότες, νεανίσκους
[149] Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο Δημοσθένης αντιλήφθηκε τα
πάντα και υποψιάστηκε ότι οι ηγέτες των Θηβαίων σκόπευαν να κάνουν
χωριστή ειρήνη και είχαν πάρει χρήματα από τον Φίλιππο εν αγνοία του,
θεωρώντας πως του ήταν αδύνατο να ζει, αν έχανε κάποια δωροδοκία, στη
διάρκεια της Εκκλησίας του Δήμου, ενώ κανένας δεν έλεγε ούτε πως
πρέπει ούτε ότι δεν πρέπει να κάνουμε ειρήνη με τον Φίλιππο, αυτός
ανέβηκε στο βήμα. Και τότε, θέλοντας να προειδοποιήσει τους
Βοιωτάρχες, όπως πίστευε, να δώσουν και σ᾽ αυτόν το μερίδιο από τα
χρήματα, ορκιζόταν στην Αθηνά
[150] —σαν να είχε φτιάξει, όπως φαίνεται, το άγαλμά της ο Φειδίας για
να χρηματίζεται και να επιορκεί στο όνομά της ο Δημοσθένης— πως, εάν
θα υποστηρίξει κάποιος ότι έπρεπε να κάνουμε ειρήνη με τον Φίλιππο, θα
τον άρπαζε από τα μαλλιά και θα τον έσερνε στη φυλακή. Κατά το
παράδειγμα του Κλεοφώντα, που στον πόλεμο εναντίον των Λακεδαιμονίων
κατέστρεψε, όπως λένε, την πόλη. Καθώς όμως οι ηγέτες της Θήβας όχι
μόνο δεν του έδιναν σημασία αλλά και γύρισαν πίσω τους στρατιώτες σας
που είχαν βγει προς ενίσχυσή τους, με τη δικαιολογία να σκεφτείτε για την
ειρήνη,
[151] τότε πια ο Δημοσθένης έγινε έξω φρενών και, αφού ανέβηκε στο
βήμα, αποκαλούσε τους Βοιωτάρχες προδότες των Ελλήνων· και, αυτός
που δεν τόλμησε ποτέ να αντικρίσει στο πρόσωπο τους εχθρούς στη μάχη,
είπε ότι θα προωθούσε ψήφισμα να στείλετε αντιπροσώπους στη Θήβα, για
να ζητήσουν δικαίωμα διόδου του στρατού σας από τη Βοιωτία για την
εκστρατεία εναντίον του Φιλίππου. Επειδή οι ηγέτες της Θήβας ένιωσαν
μεγάλη ντροπή, μήπως φανούν ότι ήταν πράγματι προδότες των Ελλήνων,
εγκατέλειψαν την ιδέα της ειρήνης και ρίχτηκαν στον πόλεμο.
[152] Στο σημείο αυτό ακριβώς αξίζει να θυμηθούμε και τους γενναίους
εκείνους άνδρες, που αυτός, παρά τις μη αποδεκτές και δυσοίωνες θυσίες,
έστειλε σε ολοφάνερο κίνδυνο και είχε το θράσος να ανεβεί στον τάφο των
πεσόντων με τα πόδια του δραπέτη και του λιποτάκτη από τη μάχη και να
εγκωμιάσει την παλικαριά εκείνων. Εσύ λοιπόν, που είσαι ο πιο άχρηστος
από όλους τους ανθρώπους για μεγάλα και σπουδαία έργα, αλλά στις
μεγαλοστομίες ο πιο θαυμάσιος, θα επιχειρήσεις τώρα σε λίγο να κοιτάξεις
στο πρόσωπο αυτούς εδώ τους δικαστές και να υποστηρίξεις ότι πρέπει να
στεφανωθείς για τις συμφορές που προξένησες στην πόλη; Και εσείς,
δικαστές, εάν αυτός το ζητήσει, θα το ανεχθείτε; Και μαζί με τους
πεσόντες θα πεθάνει, όπως φαίνεται, και η μνήμη σας;
[153] Κάντε μου τώρα τη χάρη και φανταστείτε για λίγο ότι βρίσκεστε όχι
στο δικαστήριο αλλά στο θέατρο και σκεφτείτε ότι βλέπετε τον κήρυκα να
προχωρεί και πως ετοιμάζεται να γίνει η ανακήρυξη της απονομής, η
προβλεπόμενη από το ψήφισμα. Αναλογισθείτε τι θα συμβεί· ποιο από τα
δύο; Πιστεύετε ότι οι συγγενείς των πεσόντων θα έχυναν πιο πολλά δάκρυα
για τις τραγωδίες και τα παθήματα των ηρώων που θα εισάγονταν στη
σκηνή ή για την αγνωμοσύνη της πόλης;
[154] Γιατί ποιος Έλληνας που έχει ανατραφεί ελεύθερος δεν θα πονούσε
αναπολώντας στο θέατρο, αν μη τι άλλο, εκείνο τουλάχιστον, ότι κάποτε
αυτή την ημέρα, που επρόκειτο, όπως τώρα, να παιχτούν οι τραγωδίες,
όταν η πόλη ευνομούνταν πιο καλά και είχε καλύτερους ηγέτες,
προχωρούσε ο κήρυκας και παρουσίαζε τα ορφανά, όσων οι πατέρες είχαν
σκοτωθεί στον πόλεμο, νεαρά παιδιά
πανοπλίᾳ κεκοσμημένους, ἐκήρυττε τὸ κάλλιστον κήρυγμα καὶ
προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν, ὅτι τούσδε τοὺς νεανίσκους, ὧν οἱ πατέρες
ἐτελεύτησαν ἐν τῷ πολέμῳ ἄνδρες ἀγαθοὶ γενόμενοι, μέχρι μὲν ἥβης ὁ δῆμος
ἔτρεφε, νυνὶ δὲ καθοπλίσας τῇδε τῇ πανοπλίᾳ, ἀφίησιν ἀγαθῇ τύχῃ τρέπεσθαι ἐπὶ
τὰ ἑαυτῶν, καὶ καλεῖ εἰς προεδρίαν.

[155] Τότε μὲν ταῦτ᾽ ἐκήρυττεν, ἀλλ᾽ οὐ νῦν, ἀλλὰ παραστησάμενος τὸν τῆς
ὀρφανίας τοῖς παισὶν αἴτιον, τί ποτ᾽ ἀνερεῖ, ἢ τί φθέγξεται; καὶ γὰρ ἐὰν αὐτὰ
διεξίῃ τὰ ἐκ τοῦ ψηφίσματος προστάγματα, ἀλλ᾽ οὐ τό γ᾽ ἐκ τῆς ἀληθείας αἰσχρὸν
σιωπήσεται, ἀλλὰ τἀναντία δόξει τῇ τοῦ κήρυκος φωνῇ φθέγγεσθαι ὅτι τόνδε τὸν
ἄνδρα, εἰ δὴ καὶ οὗτος ἀνήρ, στεφανοῖ ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ἀρετῆς ἕνεκα τὸν
κάκιστον καὶ ἀνδραγαθίας ἕνεκα τὸν ἄνανδρον καὶ λελοιπότα τὴν τάξιν.

[156] Μὴ πρὸς τοῦ Διὸς καὶ θεῶν ἱκετεύω ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μὴ τρόπαιον
ἵστατε ἀφ᾽ ὑμῶν αὐτῶν ἐν τῇ τοῦ Διονύσου ὀρχήστρᾳ, μηδ᾽ αἱρεῖτε παρανοίας
ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων τὸν δῆμον τῶν Ἀθηναίων, μηδ᾽ ὑπομιμνῄσκετε τῶν
ἀνιάτων καὶ ἀνηκέστων κακῶν τοὺς ταλαιπώρους Θηβαίους, οὓς φεύγοντας διὰ
τοῦτον ὑποδέδεχθε τῇ πόλει, ὧν ἱερὰ καὶ τέκνα καὶ τάφους ἀπώλεσεν ἡ
Δημοσθένους δωροδοκία καὶ τὸ βασιλικὸν χρυσίον·

[157] ἀλλ᾽ ἐπειδὴ τοῖς σώμασιν οὐ παρεγένεσθε, ἀλλὰ ταῖς γε διανοίαις


ἀποβλέψατ᾽ αὐτῶν εἰς τὰς συμφοράς, καὶ νομίσαθ᾽ ὁρᾶν ἁλισκομένην πόλιν,
τειχῶν κατασκαφάς, ἐμπρήσεις οἰκιῶν, ἀγομένας γυναῖκας καὶ παῖδας εἰς
δουλείαν, πρεσβύτας ἀνθρώπους, πρεσβύτιδας γυναῖκας ὀψὲ μεταμανθάνοντας
τὴν ἐλευθερίαν, κλαίοντας, ἱκετεύοντας ὑμᾶς, ὀργιζομένους οὐ τοῖς
τιμωρουμένοις, ἀλλὰ τοῖς τούτων αἰτίοις, ἐπισκήπτοντας μηδενὶ τρόπῳ τὸν τῆς
Ἑλλάδος ἀλειτήριον στεφανοῦν, ἀλλὰ καὶ τὸν δαίμονα καὶ τὴν τύχην τὴν
συμπαρακολουθοῦσαν τῷ ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι.

[158] Οὔτε πόλις γὰρ οὔτ᾽ ἀνὴρ ἰδιώτης οὐδεὶς πώποτε καλῶς ἀπήλλαξε
Δημοσθένει συμβούλῳ χρησάμενος. Ὑμεῖς δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, οὐκ αἰσχύνεσθε
εἰ ἐπὶ μὲν τοὺς πορθμέας τοὺς εἰς Σαλαμῖνα πορθμεύοντας νόμον ἔθεσθε ἐάν τις
αὐτῶν ἄκων ἐν τῷ πόρῳ πλοῖον ἀνατρέψῃ, τούτῳ μὴ ἐξεῖναι πάλιν πορθμεῖ
γενέσθαι, ἵνα μηδεὶς αὐτοσχεδιάζῃ εἰς τὰ τῶν Ἑλλήνων σώματα, τὸν δὲ τὴν
Ἑλλάδα καὶ τὴν πόλιν ἄρδην ἀνατετροφότα, τοῦτον ἐάσετε πάλιν ἀπευθύνειν τὰ
κοινά;

[159] Ἵνα δ᾽ εἴπω καὶ περὶ τοῦ τετάρτου καιροῦ καὶ τῶν νυνὶ καθεστηκότων
πραγμάτων, ἐκεῖνο ὑμᾶς ὑπομνῆσαι βούλομαι ὅτι Δημοσθένης οὐ τὴν ἀπὸ
στρατοπέδου μόνον τάξιν ἔλιπεν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκ τῆς πόλεως, τριήρη προσλαβὼν
ὑμῶν, καὶ τοὺς Ἕλληνας ἀργυρολογήσας. Καταγαγούσης δ᾽ αὐτὸν εἰς τὴν πόλιν
τῆς ἀπροσδοκήτου σωτηρίας, τοὺς μὲν πρώτους χρόνους ὑπότρομος ἦν ἅνθρωπος,
καὶ παριὼν ἡμιθνὴς ἐπὶ τὸ βῆμα, εἰρηνοφύλακα ὑμᾶς αὑτὸν ἐκέλευε χειροτονεῖν·
με πλήρη στρατιωτική εξάρτυση. Και διάβαζε αυτή τη διακήρυξη την τόσο
τιμητική και με τόσα κίνητρα για την ανδρεία: αυτοί εδώ οι νεαροί, των
οποίων οι πατέρες σκοτώθηκαν στον πόλεμο μαχόμενοι γενναία, ως την
εφηβική ηλικία τους τούς έτρεφε ο δήμος· τώρα τους όπλισε με αυτή τη
στρατιωτική εξάρτυση και τους αφήνει να βρουν τον δρόμο τους με τη
βοήθεια του θεού, και τους καλεί να καταλάβουν τιμητική θέση στο
θέατρο.
[155] Αυτά έλεγε τότε ο κήρυκας, όχι όμως τώρα. Όταν θα παρουσιάσει
τον αίτιο της ορφάνιας των παιδιών, τι θα αναφωνήσει; Τι θα πει; Γιατί,
και αν ακόμη διαβάσει τις ίδιες ακριβώς προτάσεις από το ψήφισμα του
Κτησιφώντα, η αισχρή πραγματικότητα τουλάχιστον δεν πρόκειται να
σκεπαστεί, αλλά θα φανεί ότι λέγονται τα αντίθετα από εκείνα που λέει η
φωνή του κήρυκα, ότι δηλαδή ο λαός των Αθηναίων στεφανώνει αυτόν τον
άνδρα, αν μπορεί και αυτός να θεωρείται άνδρας, για την αρετή του, τον
κάκιστο, και για την παλικαριά του, αυτόν τον άνανδρο και λιποτάκτη.
[156] Όχι! Για όνομα του Δία και των θεών, Αθηναίοι, σας ικετεύω, μη
στήνετε με τα ίδια σας τα χέρια τρόπαιο γι᾽ αυτές τις πράξεις μέσα στο
θέατρο του Διονύσου. Μην καταδικάζετε για παράνοια τον αθηναϊκό λαό
ενώπιον των Ελλήνων. Μη θυμίζετε τις αγιάτρευτες και ανεπανόρθωτες
συμφορές στους ταλαίπωρους Θηβαίους, που, εξορισμένοι εξαιτίας του
Δημοσθένη, τους έχετε δεχτεί στην πόλη σας, των οποίων τα ιερά, τα
παιδιά και τους τάφους των πατέρων τους αφάνισε ο χρηματισμός του
Δημοσθένη και το χρυσάφι του Πέρση βασιλιά.
[157] Επειδή όμως δεν ήσασταν αυτόπτες μάρτυρες στις συμφορές των
Θηβαίων, μεταφερθείτε σ᾽ αυτές με τη φαντασία σας τουλάχιστον.
Φανταστείτε πως βλέπετε να κυριεύεται η πόλη τους, να κατασκάπτονται
τα τείχη τους, να καίγονται σπίτια, να σύρονται στη σκλαβιά γυναίκες και
παιδιά, γέροι και γριές, ελεύθεροι μέχρι χθες, να κλαίνε και να σας
ικετεύουν, να οργίζονται όχι με τους βασανιστές τους αλλά με τους
υπεύθυνους των συμφορών τους και να σας παρακαλούν να μη
στεφανώσετε με κανέναν τρόπο την κατάρα της Ελλάδας, αλλά να
προφυλαχτείτε από τον δαίμονα και την τύχη που ακολουθεί από κοντά
αυτόν τον άνθρωπο.
[158] Γιατί κανένας ποτέ μέχρι σήμερα, ούτε πόλη ούτε απλός πολίτης που
είχε σύμβουλο τον Δημοσθένη δεν είχε καλό τέλος. Εσείς, πολίτες
Αθηναίοι, δεν ντρέπεστε, που, ενώ για τους πορθμείς που περνούν τον
κόσμο στη Σαλαμίνα ψηφίσατε νόμο, εάν κάποιος από αυτούς, έστω και
άθελά του, αναποδογυρίσει το πλοίο μέσα στο στενό, να μην του
επιτρέπεται να συνεχίσει το επάγγελμα του πορθμέα, και αυτό για να μην
αυτοσχεδιάζει κανείς σε βάρος της ζωής των Ελλήνων, θα αφήσετε αυτόν,
που έχει ανατρέψει άρδην την Ελλάδα και την πόλη μας, να διευθύνει πάλι
τα κοινά;
[159] Για να μιλήσω και για την τέταρτη περίοδο της πολιτικής του
δράσης και την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή, επιθυμώ να σας
υπενθυμίσω ότι ο Δημοσθένης εγκατέλειψε όχι μόνο τη θέση του στη μάχη
ως στρατιώτης αλλά και τη θέση του ως πολίτης, παίρνοντας μια τριήρη
σας και μαζεύοντας χρήματα από τους Έλληνες. Όταν όμως η
απροσδόκητη σωτηρία μας τον έφερε πίσω στην πόλη, τον πρώτο καιρό
ήταν ένας τρομοκρατημένος άνθρωπος· ανέβαινε στο βήμα μισοπεθαμένος
και σας παρακαλούσε να τον εκλέξετε φύλακα της ειρήνης.
ὑμεῖς δὲ κατὰ μὲν τοὺς πρώτους χρόνους οὐδ᾽ ἐπὶ τὰ ψηφίσματα εἰᾶτε τὸ
Δημοσθένους ἐπιγράφειν ὄνομα, ἀλλὰ Ναυσικλεῖ τοῦτο προσετάττετε· νυνὶ δ᾽ ἤδη
καὶ στεφανοῦσθαι ἀξιοῖ.

[160] Ἐπειδὴ δ᾽ ἐτελεύτησε μὲν Φίλιππος, Ἀλέξανδρος δ᾽ εἰς τὴν ἀρχὴν κατέστη,
πάλιν αὖ τερατευόμενος ἱερὰ μὲν ἱδρύσατο Παυσανίου, εἰς αἰτίαν δὲ εὐαγγελίων
θυσίας τὴν βουλὴν κατέστησεν, ἐπωνυμίαν δ᾽ Ἀλεξάνδρῳ Μαργίτην ἐτίθετο,
ἀπετόλμα δὲ λέγειν ὡς οὐ κινηθήσεται ἐκ Μακεδονίας. ἀγαπᾶν γὰρ αὐτὸν ἔφη ἐν
Πέλλῃ περιπατοῦντα καὶ τὰ σπλάγχνα φυλάττοντα. Καὶ ταυτὶ λέγειν ἔφη οὐκ
εἰκάζων, ἀλλ᾽ ἀκριβῶς εἰδὼς ὅτι αἵματός ἐστιν ἡ ἀρετὴ ὠνία, αὐτὸς οὐκ ἔχων
αἷμα, καὶ θεωρῶν τὸν Ἀλέξανδρον οὐκ ἐκ τῆς Ἀλεξάνδρου φύσεως, ἀλλ᾽ ἐκ τῆς
ἑαυτοῦ ἀνανδρίας.

[161] Ἤδη δ᾽ ἐψηφισμένων Θετταλῶν ἐπιστρατεύειν ἐπὶ τὴν ὑμετέραν πόλιν, καὶ
τοῦ νεανίσκου τὸ πρῶτον παροξυνθέντος εἰκότως, ἐπειδὴ περὶ Θήβας ἦν τὸ
στρατόπεδον, πρεσβευτὴς ὑφ᾽ ὑμῶν χειροτονηθείς, ἀποδρὰς ἐκ μέσου τοῦ
Κιθαιρῶνος ἧκεν ὑποστρέψας, οὔτ᾽ ἐν εἰρήνῃ οὔτ᾽ ἐν πολέμῳ χρήσιμον ἑαυτὸν
παρέχων. Καὶ τὸ πάντων δεινότατον, ὑμεῖς μὲν τοῦτον οὐ προὔδοτε, οὐδ᾽ εἰάσατε
κριθῆναι ἐν τῷ τῶν Ἑλλήνων συνεδρίῳ, οὗτος δ᾽ ὑμᾶς νυνὶ προδέδωκεν, εἴπερ
ἀληθῆ ἐστιν ἃ λέγεται.

[162] Ὡς γάρ φασιν οἱ Πάραλοι καὶ οἱ πρεσβεύσαντες πρὸς Ἀλέξανδρον, καὶ τὸ


πρᾶγμα εἰκότως πιστεύεται, ἔστι τις Ἀριστίων Πλαταϊκός, ὁ τοῦ Ἀριστοβούλου
τοῦ φαρμακοπώλου υἱός, εἴ τις ἄρα καὶ ὑμῶν γιγνώσκει. Οὗτός ποθ᾽ ὁ νεανίσκος
ἑτέρων τὴν ὄψιν διαφέρων γενόμενος, ᾤκησε πολὺν χρόνον ἐν τῇ Δημοσθένους
οἰκίᾳ· ὅ τι πάσχων ἢ πράττων, ἀμφίβολος ἡ αἰτία, καὶ τὸ πρᾶγμα οὐδαμῶς
εὔσχημον ἐμοὶ λέγειν. Οὗτος, ὡς ἐγὼ ἀκούω, ἠγνοημένος ὅστις ποτ᾽ ἐστὶ καὶ πῶς
βεβιωκώς, τὸν Ἀλέξανδρον ὑποτρέχει καὶ πλησιάζει ἐκείνῳ. Διὰ τούτου γράμματα
πέμψας ὡς Ἀλέξανδρον, ἄδειάν τινα εὕρηται καὶ διαλλαγάς, καὶ πολλὴν
κολακείαν πεποίηται.

[163] Ἐκεῖθεν δὲ θεωρήσατε ὡς ὅμοιόν ἐστι τὸ πρᾶγμα τῇ αἰτίᾳ. Εἰ γάρ τι τούτων


ἐφρόνει Δημοσθένης καὶ πολεμικῶς εἶχεν, ὥσπερ καὶ φησί, πρὸς Ἀλέξανδρον,
τρεῖς αὐτῷ καιροὶ κάλλιστοι παραγεγόνασιν, ὧν οὐδενὶ φαίνεται κεχρημένος. Εἷς
μὲν ὁ πρῶτος, ὅτ᾽ εἰς τὴν ἀρχὴν οὐ πάλαι καθεστηκὼς Ἀλέξανδρος, ἀκατασκεύων
αὐτῷ τῶν ἰδίων ὄντων, εἰς τὴν Ἀσίαν διέβη, ἤκμαζε δ᾽ ὁ τῶν Περσῶν βασιλεὺς καὶ
ναυσὶ καὶ χρήμασι καὶ πεζῇ στρατιᾷ, ἄσμενος δ᾽ ἂν ὑμᾶς εἰς τὴν συμμαχίαν
προσεδέξατο διὰ τοὺς ἐπιφερομένους ἑαυτῷ κινδύνους. Εἶπάς τινα ἐνταῦθα
λόγον, Δημόσθενες, ἢ ἔγραψάς τι ψήφισμα; βούλει σε θῶ φοβηθῆναι καὶ
χρήσασθαι τῷ σαυτοῦ τρόπῳ; καίτοι ῥητορικὴν δειλίαν δημόσιος καιρὸς οὐκ
ἀναμένει.
Αλλά εσείς, τον πρώτο καιρό, δεν επιτρέπατε ούτε και στα ψηφίσματα να
αναγράφεται το όνομα του Δημοσθένη, αλλά αναθέσατε αυτή την τιμή
στον Ναυσικλή. Και τώρα έχει την αξίωση και να στεφανωθεί.
[160] Όταν δολοφονήθηκε ο Φίλιππος και ανήλθε στον θρόνο ο
Αλέξανδρος, άρχισε πάλι να διηγείται τις τερατολογίες του· έγινε αιτία να
ιδρυθεί ιερό για τον Παυσανία, κατέστησε τη Βουλή υπόλογο για θυσίες
χαρμόσυνων ειδήσεων και κόλλησε στον Αλέξανδρο το παρατσούκλι
«Μαργίτης»· είχε μάλιστα το θράσος να λέει ότι δεν σκόπευε να το
κουνήσει από τη Μακεδονία· του ήταν αρκετό, έλεγε, να κάνει περίπατο
στην Πέλλα και να παρατηρεί τα σπλάχνα των ιερών σφαγίων. Και
υποστήριζε πως όλα αυτά που έλεγε δεν ήταν προϊόντα της φαντασίας
του, αλλά προέρχονταν από έγκυρες πληροφορίες ότι η παλικαριά
εξαγοράζεται με αίμα. Και τα έλεγε αυτά ο άνθρωπος που δεν είχε αίμα και
έκρινε τον Αλέξανδρο όχι από τα φυσικά του χαρίσματα αλλά με βάση τη
δική του ανανδρία.
[161] Και, ενώ οι Θεσσαλοί είχαν πάρει ήδη την απόφαση να
εκστρατεύσουν εναντίον της πόλης μας και ο νεαρός Αλέξανδρος για
πρώτη φορά είχε γίνει πυρ και μανία με μας, και δικαιολογημένα, ο
Δημοσθένης, που είχε εκλεγεί από σας αντιπρόσωπος για τον Αλέξανδρο,
που με τον στρατό του βρισκόταν στα περίχωρα της Θήβας, έκανε πίσω
από τα μέσα του Κιθαιρώνα και επέστρεψε στην πόλη. Έτσι, ούτε στην
ειρήνη ούτε στον πόλεμο πρόσφερε τον εαυτό του χρήσιμο στην πατρίδα.
Και το πιο φοβερό από όλα, ενώ εσείς δεν τον παραδώσατε στον
Αλέξανδρο ούτε και επιτρέψατε να δικαστεί στο πανελλήνιο συνέδριο,
αυτός σας έχει προδώσει, εφόσον βέβαια είναι αλήθεια όσα διαδίδονται.
[162] Γιατί, όπως λένε το πλήρωμα της Παράλου και οι προς τον
Αλέξανδρο αντιπρόσωποί σας, και εύλογα δεν τίθεται αμφισβήτηση περί
αυτού, υπάρχει κάποιος Αριστίων από τις Πλαταιές, γιος του Αριστόβουλου
του φαρμακοπώλη, που κάποιος από σας ίσως τον γνωρίζει. Αυτός, τέλος
πάντων, ο νεαρός, γνωστός για την ομορφιά του, έζησε για πολύν καιρό
στο σπίτι του Δημοσθένη. Εάν εκεί του έκαναν κάτι ή αυτός έκανε είναι
αμφισβητήσιμο· ό,τι και να είναι πάντως, για μένα δεν είναι καθόλου
τιμητικό να μιλήσω γι᾽ αυτό. Αυτός λοιπόν ο νεαρός, που κανένας δεν
ξέρει ποιος τέλος πάντων είναι και πώς έχει ζήσει, κατάφερε, όπως
μαθαίνω, με κολακείες να αποκτήσει την εύνοια του Αλέξανδρου και
εισχώρησε στο περιβάλλον του. Μέσω αυτού έστειλε ο Δημοσθένης
γράμματα στον Αλέξανδρο, εξασφάλισε ένα είδος αμνηστίας και
συμφιλίωσης, και η κολακεία προς τον Μακεδόνα βασιλιά έχει ξεχειλίσει.
[163] Πόσο ταιριάζουν τα γεγονότα με την κατηγορία αυτή, δείτε το από
το εξής: αν ο Δημοσθένης σκεφτόταν κάτι από αυτά και διέκειτο εχθρικά
προς τον Αλέξανδρο, όπως ισχυρίζεται, του έχουν παρουσιαστεί τρεις
θαυμάσιες ευκαιρίες, από τις οποίες καμιά δεν φαίνεται να έχει
εκμεταλλευτεί. Η πρώτη ήταν όταν ο Αλέξανδρος είχε προ ολίγου ανέλθει
στον θρόνο και, ενώ ακόμη η θέση του δεν είχε σταθεροποιηθεί, είχε
περάσει στην Ασία, τότε που ο βασιλιάς των Περσών βρισκόταν στην ακμή
της δύναμής του, διαθέτοντας στόλο, χρήματα και χερσαίες δυνάμεις, και
που με μεγάλη του χαρά θα σας δεχόταν στη συμμαχία του λόγω των
επαπειλούμενων κινδύνων. Είπες τίποτε τότε, Δημοσθένη; Πρότεινες
κάποιο ψήφισμα; Να υποθέσω, αν θέλεις, ότι φοβήθηκες και έδειξες και
εδώ τον χαρακτήρα σου; Μα η ευκαιρία για το συμφέρον της πόλης δεν
αναβάλλεται από τη δειλία του πολιτικού ανδρός.
[164] Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ πάσῃ τῇ δυνάμει Δαρεῖος κατεβεβήκει, ὁ δ᾽ Ἀλέξανδρος ἦν
ἀπειλημμένος ἐν Κιλικίᾳ πάντων ἐνδεής, ὡς ἔφησθα σύ, αὐτίκα μάλα δ᾽ ἔμελλεν,
ὡς ἦν ὁ παρὰ σοῦ λόγος, συμπατηθήσεσθαι ὑπὸ τῆς Περσικῆς ἵππου, τὴν δὲ σὴν
ἀηδίαν ἡ πόλις οὐκ ἐχώρει καὶ τὰς ἐπιστολὰς ἃς ἐξηρτημένος ἐκ τῶν δακτύλων
περιῄεις, ἐπιδεικνύων τισὶ τὸ ἐμὸν πρόσωπον ὡς ἐκπεπληγμένου καὶ ἀθυμοῦντος,
καὶ χρυσόκερων ἀποκαλῶν καὶ κατεστέφθαι φάσκων εἴ τι πταῖσμα συμβήσεται
Ἀλεξάνδρῳ, οὐδ᾽ ἐνταῦθα ἔπραξας οὐδέν, ἀλλ᾽ εἴς τινα καιρὸν ἀνεβάλου καλλίω.

[165] Ὑπερβὰς τοίνυν ἅπαντα ταῦτα ὑπὲρ τῶν νυνὶ καθεστηκότων λέξω.
Λακεδαιμόνιοι μὲν καὶ τὸ ξενικὸν ἐπέτυχον μάχῃ, καὶ διέφθειραν τοὺς περὶ
Κόρραγον στρατιώτας, Ἠλεῖοι δ᾽ αὐτοῖς συμμετεβάλοντο καὶ Ἀχαιοὶ πάντες πλὴν
Πελληνέων, καὶ Ἀρκαδία πᾶσα πλὴν Μεγάλης πόλεως, αὕτη δὲ ἐπολιορκεῖτο καὶ
καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν ἐπίδοξος ἦν ἁλῶναι, ὁ δ᾽ Ἀλέξανδρος ἔξω τῆς ἄρκτου καὶ
τῆς οἰκουμένης ὀλίγου δεῖν πάσης μεθειστήκει, ὁ δὲ Ἀντίπατρος πολὺν χρόνον
συνῆγε στρατόπεδον, τὸ δ᾽ ἐσόμενον ἄδηλον ἦν. Ἐνταῦθ᾽ ἡμῖν ἀπόδειξιν ποίησαι,
Δημόσθενες, τί ποτ᾽ ἦν ἃ ἔπραξας, ἢ τί ποτ᾽ ἦν ἃ ἔλεγες· καὶ εἰ βούλει, παραχωρῶ
σοι τοῦ βήματος, ἕως ἂν εἴπῃς.

[166] Ἐπειδὴ δὲ σιγᾷς, ὅτι μὲν ἀπορεῖς, συγγνώμην ἔχω σοι, ἃ δὲ τότ᾽ ἔλεγες, ἐγὼ
νυνὶ λέξω. Οὐ μέμνησθε αὐτοῦ τὰ μιαρὰ καὶ ἀπίθανα ῥήματα, ἃ πῶς ποθ᾽ ὑμεῖς,
ὦ σιδηροῖ, ἐκαρτερεῖτε ἀκροώμενοι; ὅτ᾽ ἔφη παρελθών· «ἀμπελουργοῦσί τινες τὴν
πόλιν, ὑποτέτμηται τὰ νεῦρα τοῦ δήμου, φορμορραφούμεθα, ἐπὶ τὰ στενά τινες
ὥσπερ τὰς βελόνας διείρουσι.»

[167] Ταῦτα δὲ τί ἐστιν, ὦ κίναδος; ῥήματα ἢ θαύματα; καὶ πάλιν ὅτε κύκλῳ
περιδινῶν σεαυτὸν ἐπὶ τοῦ βήματος ἔλεγες, ὡς ἀντιπράττων Ἀλεξάνδρῳ·
«ὁμολογῶ τὰ Λακωνικὰ συστῆσαι, ὁμολογῶ Θετταλοὺς καὶ Περραιβοὺς
ἀφιστάναι.» Σὺ Θετταλοὺς ἀφιστάναι; σὺ γὰρ ἂν κώμην ἀποστήσειας; σὺ γὰρ ἂν
προσέλθοις μὴ ὅτι πρὸς πόλιν, ἀλλὰ πρὸς οἰκίαν, ὅπου κίνδυνος πάρεστιν; ἀλλ᾽ εἰ
μέν που χρήματα ἀναλίσκεται, προσκαθιζήσει, πρᾶξιν δὲ ἀνδρὸς οὐ πράξεις· ἐὰν
δ᾽ αὐτόματόν τι συμβῇ, προσποιήσῃ καὶ σεαυτὸν ἐπὶ τὸ γεγενημένον ἐπιγράψεις·
ἂν δ᾽ ἔλθῃ φόβος τις, ἀποδράσῃ· ἂν δὲ θαρρήσωμεν, δωρεὰς αἰτήσεις καὶ χρυσοῖς
στεφάνοις ἀξιώσεις στεφανοῦσθαι.

[168] Ναί, ἀλλὰ δημοτικός ἐστιν. Ἂν μὲν τοίνυν πρὸς τὴν εὐφημίαν αὐτοῦ τῶν
λόγων ἀποβλέπητε, ἐξαπατηθήσεσθε, ὥσπερ καὶ πρότερον, ἐὰν δ᾽ εἰς τὴν φύσιν
καὶ τὴν ἀλήθειαν, οὐκ ἐξαπατηθήσεσθε. Ἐκείνως δὲ ἀπολάβετε παρ᾽ αὐτοῦ
λόγον. Ἐγὼ μὲν μεθ᾽ ὑμῶν λογιοῦμαι ἃ δεῖ ὑπάρξαι ἐν τῇ φύσει τῷ δημοτικῷ
ἀνδρὶ καὶ σώφρονι, καὶ ἀντιθήσω ποῖόν τινα εἰκός ἐστιν εἶναι τὸν ὀλιγαρχικὸν
ἄνθρωπον καὶ φαῦλον· ὑμεῖς δ᾽ ἀντιθέντες ἑκάτερα τούτων θεωρήσατ᾽ αὐτόν, μὴ
ὁποτέρου τοῦ λόγου, ἀλλ᾽ ὁποτέρου τοῦ βίου ἐστίν.
[164] Η δεύτερη ευκαιρία ήταν όταν ο Δαρείος είχε κατεβεί με όλες τις
δυνάμεις του και ο Αλέξανδρος ήταν αποκλεισμένος στην Κιλικία χωρίς
καθόλου εφόδια, όπως εσύ ισχυριζόσουν, και κόντευε ανά πάσα στιγμή να
καταπατηθεί, κατά τα λεγόμενά σου και πάλι, από το ιππικό των Περσών,
τότε που η πόλη δεν χωρούσε την αηδία που προκαλούσες και τις
επιστολές που, κρατώντας στα δάχτυλά σου, περιέφερες εδώ και εκεί,
δείχνοντας σε κάποιους το πρόσωπό μου ως ανθρώπου τρομοκρατημένου
και απελπισμένου, αποκαλώντας με «χρυσοκέρατο» και υποστηρίζοντας
ότι είχα φορέσει ήδη το στεφάνι για να θυσιαστώ, εάν θα συνέβαινε κάποιο
ατύχημα στον Αλέξανδρο, ούτε και τότε έκανες τίποτε, αλλά το ανέβαλες
για κάποια καλύτερη περίσταση.
[165] Θα τα προσπεράσω όμως όλα αυτά και θα αναφερθώ στα πρόσφατα
γεγονότα. Οι Λακεδαιμόνιοι λοιπόν και οι μισθοφόροι τους νίκησαν σε μια
μάχη και αφάνισαν τον στρατό του Κόρραγου. Είχαν συμπαραταχθεί με
αυτούς οι Ηλείοι, όλοι οι Αχαιοί, εκτός από τους Πελληνείς, και όλη η
Αρκαδία, εκτός από τη Μεγαλόπολη, που πολιορκούνταν και από ημέρα σε
ημέρα αναμενόταν η κατάληψή της. Ο Αλέξανδρος στο μεταξύ βρισκόταν
πέρα από τον Αρκτικό πόλο και είχε πάει στην άκρη σχεδόν της
οικουμένης, ενώ ο Αντίπατρος συγκέντρωνε στρατό εδώ και πολύν καιρό
και το μέλλον ήταν αβέβαιο. Απόδειξέ μας, Δημοσθένη, σε ποιές ενέργειες
προέβης τότε ή ποιές ήταν οι προτάσεις που έκανες· και, αν θέλεις, σου
παραχωρώ το βήμα, ώσπου να μας απαντήσεις.
[166] Δεν μιλάς όμως· σε καταλαβαίνω, γιατί δεν έχεις τι να πεις. Όσα
όμως έλεγες τότε θα τα πω τώρα εγώ. Δεν θυμάστε τα σιχαμερά και
απίθανα λόγια του; Πώς αντέχατε να τα ακούτε, άνθρωποι από σίδερο;
Τότε που ανέβηκε στο βήμα και έλεγε: «Κάποιοι τρυγούν την πόλη, έχουν
κόψει με δόλιο τρόπο τα νεύρα της δημοκρατίας, μας πλέκουν σαν τις
βέργες των καλαθιών, μας σπρώχνουν κάποιοι στα στενά σαν τις
βελόνες.»
[167] Τι είναι αυτά πανούργε; Λόγια ή τερατολογήματα; Και όταν πάλι
στριφογύριζες πάνω στο βήμα και έλεγες, αντιπράττοντας τάχα προς τον
Αλέξανδρο: «παραδέχομαι πως εγώ ξεσήκωσα τους Λάκωνες· παραδέχομαι
ότι κινώ σε αποστασία τους Θεσσαλούς και τους Περραιβούς.» Εσύ κινείς
σε αποστασία τους Θεσσαλούς; Θα μπορούσες εσύ να κινήσεις σε εξέγερση
έστω και ένα χωριό; Μπορείς να πλησιάσεις εσύ όχι πόλη αλλά σπίτι, αν σ᾽
αυτό υπάρχει κίνδυνος; Αλλ᾽, αν κάπου μοιράζονται χρήματα, θα καθόσουν
εκεί και δεν θα το κουνούσες· πράξη όμως αντρίκεια δεν θα έκανες ποτέ.
Και, αν συμβεί κάτι καλό από μόνο του, θα το οικειοποιηθείς και θα
συνδέσεις και το όνομά σου με το γεγονός· αν όμως παρουσιαστεί κάποιος
κίνδυνος, θα το βάλεις στα πόδια· και, αν γλιτώσουμε από τον κίνδυνο
αυτόν, θα ζητήσεις δωρεές και θα αξιώσεις να στεφανωθείς με χρυσά
στεφάνια.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟΝ


ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ
[168] Ναι, αλλά είναι φίλος του λαού. Αν βέβαια δίνετε προσοχή στα ωραία
λόγια του, θα εξαπατηθείτε όπως και στο παρελθόν· εάν όμως εξετάσετε
τον χαρακτήρα του και την αλήθεια, δεν θα εξαπατηθείτε. Να κρίνετε τα
λόγια του κατά τον ακόλουθο τρόπο. Εγώ με τη βοήθειά σας θα εξετάσω
ποιές ιδιότητες πρέπει να υπάρχουν στον χαρακτήρα του φίλου του λαού
και συνετού ανθρώπου, και θα αντιπαραθέσω ποιος περίπου είναι φυσικό να
είναι ο ολιγαρχικός και φαύλος άνθρωπος. Σεις, συγκρίνοντας το καθένα
απ᾽ αυτά, κρίνετέ τον όχι με βάση τα λόγια αλλά τον τρόπο της ζωής του.

[169] Οἶμαι τοίνυν ἅπαντας ἂν ὑμᾶς ὁμολογῆσαι τάδε δεῖν ὑπάρξαι τῷ δημοτικῷ,
πρῶτον μὲν ἐλεύθερον αὐτὸν εἶναι καὶ πρὸς πατρὸς καὶ πρὸς μητρός, ἵνα μὴ διὰ
τὴν περὶ τὸ γένος ἀτυχίαν δυσμενὴς ᾖ τοῖς νόμοις, οἳ σῴζουσι τὴν δημοκρατίαν,
δεύτερον δ᾽ ἀπὸ τῶν προγόνων εὐεργεσίαν τινὰ αὐτῷ πρὸς τὸν δῆμον ὑπάρχειν, ἢ
τό γ᾽ ἀναγκαιότατον μηδεμίαν ἔχθραν, ἵνα μὴ βοηθῶν τοῖς τῶν προγόνων
ἀτυχήμασι κακῶς ἐπιχειρῇ ποιεῖν τὴν πόλιν.

[170] Τρίτον σώφρονα καὶ μέτριον χρὴ πεφυκέναι αὐτὸν πρὸς τὴν καθ᾽ ἡμέραν
δίαιταν, ὅπως μὴ διὰ τὴν ἀσέλγειαν τῆς δαπάνης δωροδοκῇ κατὰ τοῦ δήμου.
Τέταρτον εὐγνώμονα καὶ δυνατὸν εἰπεῖν· καλὸν γὰρ τὴν μὲν διάνοιαν
προαιρεῖσθαι τὰ βέλτιστα, τὴν δὲ παιδείαν τὴν τοῦ ῥήτορας καὶ τὸν λόγον πείθειν
τοὺς ἀκούοντας· εἰ δὲ μή, τήν γ᾽ εὐγνωμοσύνην ἀεὶ προτακτέον τοῦ λόγου.
Πέμπτον ἀνδρεῖον εἶναι τὴν ψυχήν, ἵνα μὴ παρὰ τὰ δεινὰ καὶ τοὺς κινδύνους
ἐγκαταλείπῃ τὸν δῆμον. Τὸν δ᾽ ὀλιγαρχικὸν πάντα τἀναντία τούτων ἔχειν· τί γὰρ
δεῖ πάλιν διεξιέναι; σκέψασθε δὴ τί τούτων ὑπάρχει Δημοσθένει· ὁ δὲ λογισμὸς
ἔστω ἐπὶ πᾶσι δικαίοις.

[171] Τούτῳ πατὴρ μὲν ἦν Δημοσθένης ὁ Παιανιεύς, ἀνὴρ ἐλεύθερος· οὐ γὰρ δεῖ
ψεύδεσθαι· τὰ δ᾽ ἀπὸ τῆς μητρὸς καὶ τοῦ πάππου τοῦ πρὸς μητρὸς πῶς ἔχει αὐτῷ,
ἐγὼ φράσω. Γύλων ἦν ἐκ Κεραμέων. Οὗτος προδοὺς τοῖς πολεμίοις Νύμφαιον τὸ
ἐν τῷ Πόντῳ, τότε τῆς πόλεως ἐχούσης τὸ χωρίον τοῦτο, φυγὰς ἀπ᾽ εἰσαγγελίας
ἐκ τῆς πόλεως ἐγένετο θανάτου καταγνωσθέντος αὐτοῦ, τὴν κρίσιν οὐχ
ὑπομείνας, καὶ ἀφικνεῖται εἰς Βόσπορον κἀκεῖ λαμβάνει δωρεὰν παρὰ τῶν
τυράννων τοὺς ὠνομασμένους Κήπους,

[172] καὶ γαμεῖ γυναῖκα πλουσίαν μὲν νὴ Δία καὶ χρυσίον ἐπιφερομένην πολύ,
Σκύθιν δὲ τὸ γένος, ἐξ ἧς αὐτῷ γίγνονται θυγατέρες δύο, ἃς ἐκεῖνος δεῦρο μετὰ
πολλῶν χρημάτων ἀποστείλας, συνῴκισε τὴν μὲν ἑτέραν ὁτῳδήποτε, ἵνα μὴ
πολλοῖς ἀπεχθάνωμαι, τὴν δ᾽ ἑτέραν ἔγημε παριδὼν τοὺς τῆς πόλεως νόμους
Δημοσθένης ὁ Παιανιεύς, ἐξ ἧς ὑμῖν ὁ περίεργος καὶ συκοφάντης γεγένηται
Δημοσθένης. Οὐκοῦν ἀπὸ μὲν τοῦ πάππου πολέμιος ἂν εἴη τῷ δήμῳ, θάνατον
γὰρ αὐτοῦ τῶν προγόνων κατέγνωτε, τὰ δ᾽ ἀπὸ τῆς μητρὸς Σκύθης βάρβαρος
ἑλληνίζων τῇ φωνῇ· ὅθεν καὶ τὴν πονηρίαν οὐκ ἐπιχώριός ἐστι.
[173] Περὶ δὲ τὴν καθ᾽ ἡμέραν δίαιταν τίς ἐστιν; ἐκ τριηράρχου λογογράφος
ἀνεφάνη, τὰ πατρῷα καταγελάστως προέμενος· ἄπιστος δὲ καὶ περὶ ταῦτα δόξας
εἶναι καὶ τοὺς λόγους ἐκφέρων τοῖς ἀντιδίκοις, ἀνεπήδησεν ἐπὶ τὸ βῆμα· πλεῖστον
δ᾽ ἐκ τῆς πολιτείας εἰληφὼς ἀργύριον, ἐλάχιστα περιεποιήσατο. Νῦν μέντοι τὴν
δαπάνην ἐπικέκλυκεν αὐτοῦ τὸ βασιλικὸν χρυσίον, ἔσται δ᾽ οὐδὲ τοῦθ᾽ ἱκανόν·
οὐδεὶς γὰρ πώποτε πλοῦτος τρόπου πονηροῦ περιεγένετο. Καὶ τὸ κεφάλαιον, τὸν
βίον οὐκ ἐκ τῶν ἰδίων προσόδων πορίζεται, ἀλλ᾽ ἐκ τῶν ὑμετέρων κινδύνων.
[169] Φαντάζομαι πως όλοι θα συμφωνήσετε ότι στον φίλο του λαού πρέπει
να υπάρχουν οι εξής ιδιότητες: κατά πρώτον, να είναι ελεύθερος και από
την πλευρά του πατέρα του και από την πλευρά της μητέρας του, για να
μη σταθεί η ατυχής καταγωγή του αιτία εχθρικής στάσης απέναντι στους
νόμους, που διασφαλίζουν τη δημοκρατία· δεύτερον, να μπορεί να
παρουσιάσει εκ μέρους των προγόνων του κάποιαν ευεργεσία προς τον λαό
ή τουλάχιστον ότι δεν υπήρχε καμιά έχθρα προς αυτόν, πράγμα τελείως
απαραίτητο, για να μην επιχειρήσει να κάνει κακό στην πόλη παίρνοντας
εκδίκηση για τις ατυχίες των προγόνων του·
[170] τρίτον, πρέπει να είναι από τη φύση του μυαλωμένος και
μετριοπαθής στον καθημερινό τρόπο ζωής του, για να μη δωροδοκείται σε
βάρος του λαού λόγω των δαπανών του για τις ασελγείς συνήθειές του·
τέταρτον, να είναι σωστός στην κρίση και ικανός ρήτορας· γιατί είναι
ωραίο πράγμα η δύναμη του νου να τον βοηθεί στη λήψη σωστών
αποφάσεων, και από την άλλη, η μόρφωση του ρήτορα και η ρητορική
δεινότητα να πείθουν τους ακροατές· εάν όμως δεν διαθέτει και τις δύο
αρετές, τότε η σωστή κρίση είναι πάντα προτιμότερη από τη ρητορική
δεινότητα· πέμπτον, να το λέει η ψυχή του, για να μην εγκαταλείπει τον
λαό μπροστά στα δεινά και στους κινδύνους. Όσον αφορά στον ολιγαρχικό,
αυτός κατ᾽ ανάγκην έχει όλα τα αντίθετα χαρακτηριστικά από αυτά. Αλλά
ποιος ο λόγος να τα επαναλάβω ένα ένα; Σκεφτείτε τώρα ποια από αυτά
χαρακτηρίζουν τον Δημοσθένη· η κρίση σας να είναι αμερόληπτη για όλα.
[171] Πατέρας του ήταν ο Δημοσθένης από την Παιανία, άνθρωπος
ελεύθερος· γιατί δεν πρέπει να λέω ψέματα· πώς όμως έχουν τα πράγματα
από την πλευρά της μητέρας του και του παππού του από εκείνη θα σας το
πω εγώ. Υπήρχε κάποιος Γύλων από τον δήμο Κεραμέων. Αυτός πρόδωσε
στους εχθρούς το Νυμφαίο του Πόντου, που τότε το οχυρό αυτό το είχε
στην κατοχή της η πόλη μας. Ύστερα από καταγγελία καταδικάστηκε σε
θάνατο, αλλά έφυγε από την πόλη, επειδή δεν είχε το σθένος να
αντιμετωπίσει την απόφαση. Πήγε στον Βόσπορο και εκεί οι τύραννοι του
έδωσαν δώρο τους ονομαζόμενους Κήπους.
[172] Νυμφεύτηκε μια γυναίκα πλούσια, μα τον Δία, προικισμένη με πολύ
χρήμα, σκυθικής όμως καταγωγής. Από αυτήν απέκτησε ο Γύλων δυο
θυγατέρες, που τις έστειλε εδώ με πολλά χρήματα και τις πάντρεψε, τη
μια με έναν κάποιον —δεν λέω με ποιον, για να μην προκαλέσω την
απέχθεια πολλών— την άλλη τη νυμφεύτηκε ο Δημοσθένης από την
Παιανία, παραβλέποντας τους νόμους της πόλης. Από αυτήν σάς προέκυψε
ο πολυάσχολος και συκοφάντης Δημοσθένης. Συνεπώς, από τον παππού του
υπάρχει η πιθανότητα να είναι εχθρός του λαού, αφού τους προγόνους του
είχατε καταδικάσει σε θάνατο. Από την πλευρά της μητέρας του, εξάλλου,
είναι Σκύθης βάρβαρος που μιλάει ελληνικά· γι᾽ αυτό, όσον αφορά και στην
παλιανθρωπιά του δεν είναι ντόπιος.
[173] Όσον αφορά στον καθημερινό τρόπο ζωής του, ποιος είναι; Από
τριήραρχος παρουσιάστηκε λογογράφος, σπαταλώντας την πατρική
περιουσία κατά τρόπο γελοίο. Επειδή όμως και στο επάγγελμα αυτό φάνηκε
ότι ήταν αναξιόπιστος, καθώς αποκάλυπτε στους αντιδίκους τα
επιχειρήματα των πελατών του, μεταπήδησε στο πολιτικό βήμα. Μολονότι
είχε αποκομίσει από την πολιτική πάρα πολλά χρήματα, ελάχιστα διέσωσε.
Τώρα όμως το περσικό χρυσάφι υπερκάλυψε τις δαπάνες του· αλλά ούτε
και αυτό θα του είναι αρκετό· γιατί κανένας πλούτος ποτέ μέχρι σήμερα
δεν γλιτώνει στα χέρια κακοήθη ανθρώπου. Με λίγα λόγια, προμηθεύεται
τα προς το ζην όχι από τα δικά του εισοδήματα αλλά από τους δικούς σας
κινδύνους.

[174] Πρὸς δ᾽ εὐγνωμοσύνην καὶ λόγου δύναμιν πῶς πέφυκε; δεινὸς λέγειν, κακὸς
βιῶναι. Οὕτω γὰρ κέχρηται καὶ τῷ ἑαυτοῦ σώματι καὶ παιδοποιίᾳ ὥστ᾽ ἐμὲ μὴ
βούλεσθαι λέγειν ἃ τούτῳ πέπρακται· ἤδη γάρ ποτε εἶδον μισηθέντας τοὺς τὰ τῶν
πλησίον αἰσχρὰ λίαν σαφῶς λέγοντας. Ἔπειτα τί συμβαίνει τῇ πόλει; οἱ μὲν λόγοι
καλοί, τὰ δ᾽ ἔργα φαῦλα.

[175] Πρὸς δὲ ἀνδρείαν βραχύς μοι λείπεται λόγος. Εἰ μὲν γὰρ ἠρνεῖτο μὴ δειλὸς
εἶναι ἢ ὑμεῖς μὴ συνῄδετε, διατριβὴν ὁ λόγος ἄν μοι παρέσχεν· ἐπειδὴ δὲ καὶ αὐτὸς
ὁμολογεῖ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, καὶ ὑμεῖς σύνιστε, λοιπὸν ὑπομνῆσαι τοὺς περὶ
τούτων κειμένους νόμους. Ὁ γὰρ Σόλων ὁ παλαιὸς νομοθέτης ἐν τοῖς αὐτοῖς
ἐπιτιμίοις ᾤετο δεῖν ἐνέχεσθαι τὸν ἀστράτευτον καὶ τὸν λελοιπότα τὴν τάξιν καὶ
τὸν δειλὸν ὁμοίως· εἰσὶ γὰρ καὶ δειλίας γραφαί. Καίτοι θαυμάσειεν ἄν τις ὑμῶν εἰ
εἰσὶ φύσεως γραφαί. Εἰσίν. Τίνος ἕνεκα; ἵν᾽ ἕκαστος ἡμῶν τὰς ἐκ τῶν νόμων
ζημίας φοβούμενος μᾶλλον ἢ τοὺς πολεμίους, ἀμείνων ἀγωνιστὴς ὑπὲρ τῆς
πατρίδος ὑπάρχῃ.

[176] Ὁ μὲν τοίνυν νομοθέτης τὸν ἀστράτευτον καὶ τὸν δειλὸν καὶ τὸν λιπόντα τὴν
τάξιν ἔξω τῶν περιραντηρίων τῆς ἀγορᾶς ἐξείργει, καὶ οὐκ ἐᾷ στεφανοῦσθαι, οὐδ᾽
εἰσιέναι εἰς τὰ ἱερὰ τὰ δημοτελῆ· σὺ δὲ τὸν ἀστεφάνωτον ἐκ τῶν νόμων κελεύεις
ἡμᾶς στεφανοῦν, καὶ τῷ σαυτοῦ ψηφίσματι τὸν οὐ προσήκοντα εἰσκαλεῖς τοῖς
τραγῳδοῖς εἰς τὴν ὀρχήστραν, εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Διονύσου τὸν τὰ ἱερὰ δειλίᾳ
προδεδωκότα.
Ἵνα δὲ μὴ ἀποπλανῶ ὑμᾶς ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως, ἐκεῖνο μέμνησθε, ὅταν φῇ
δημοτικὸς εἶναι· θεωρεῖτ᾽ αὐτοῦ μὴ τὸν λόγον, ἀλλὰ τὸν βίον, καὶ σκοπεῖτε μὴ τίς
φησιν εἶναι, ἀλλὰ τίς ἐστιν.

[177] Ἐπεὶ δὲ στεφάνων ἀνεμνήσθην καὶ δωρεῶν, ἕως ἔτι μέμνημαι, προλέγω
ὑμῖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εἰ μὴ καταλύσετε τὰς ἀφθόνους ταύτας δωρεὰς καὶ τοὺς
εἰκῇ διδομένους στεφάνους, οὔθ᾽ οἱ τιμώμενοι χάριν ὑμῖν εἴσονται, οὔτε τὰ τῆς
πόλεως πράγματα ἐπανορθωθήσεται· τοὺς μὲν γὰρ πονηροὺς οὐ μή ποτε
βελτίους ποιήσετε, τοὺς δὲ χρηστοὺς εἰς τὴν ἐσχάτην ἀθυμίαν ἐμβαλεῖτε. Ὅτι δ᾽
ἀληθῆ λέγω, μεγάλα τούτων οἶμαι σημεῖα δείξειν ὑμῖν.

[178] Εἰ γάρ τις ὑμᾶς ἐρωτήσειε, πότερον ὑμῖν ἐνδοξοτέρα δοκεῖ ἡ πόλις εἶναι ἐπὶ
τῶν νυνὶ καιρῶν ἢ ἐπὶ τῶν προγόνων, ἅπαντες ἂν ὁμολογήσαιτε, ἐπὶ τῶν
προγόνων. Ἄνδρες δὲ πότερον τότε ἀμείνους ἦσαν ἢ νυνί; τότε μὲν διαφέροντες,
νυνὶ δὲ πολλῷ καταδεέστεροι. Δωρεαὶ δὲ καὶ στέφανοι καὶ κηρύγματα καὶ
σιτήσεις ἐν πρυτανείῳ πότερα τότε ἦσαν πλείους ἢ νυνί; τότε μὲν ἦν σπάνια τὰ
καλὰ παρ᾽ ἡμῖν, καὶ τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα τίμιον· νυνὶ δὲ καταπέπλυται τὸ
πρᾶγμα, καὶ τὸ στεφανοῦν ἐξ ἔθους, ἀλλ᾽ οὐκ ἐκ προνοίας ποιεῖσθε.

[179] Οὐκ οὖν ἄτοπον οὑτωσὶ διαλογιζομένοις, τὰς μὲν δωρεὰς νυνὶ πλείους εἶναι,
τὰ δὲ πράγματα τὰ τῆς πόλεως τότε μᾶλλον ἰσχύειν, καὶ τοὺς ἄνδρας νῦν μὲν
[174] Ως προς τη σωστή κρίση και τη ρητορική του δεινότητα πώς είναι
από φυσικού του; Δεινός στη δύναμη του λόγου, αισχρός στη ζωή του.
Γιατί κατά τέτοιο τρόπο έχει εκμεταλλευτεί το σώμα του και την
ικανότητά του να κάνει παιδιά, ώστε να μην επιθυμώ να αναφέρω τι έχει
κάνει. Γιατί διαπίστωσα ήδη ότι έχουν γίνει μισητοί όσοι έχουν βγάλει στη
φόρα τα αίσχη των συνανθρώπων τους. Αλλά τι καλό έχει να περιμένει η
πόλη από τέτοιους ανθρώπους; Λόγια ωραία, έργα αισχρά.
[175] Όσον αφορά στην παλικαριά του, δεν έχω πολλά να πω. Γιατί, εάν
αρνιόταν ότι είναι δειλός ή αν εσείς δεν το είχατε διαπιστώσει, τότε θα
χρειαζόταν να μιλώ επί ώρες· επειδή όμως και ο ίδιος το παραδέχεται στις
συνελεύσεις και εσείς το έχετε διαπιστώσει, εκείνο που απομένει είναι να
υπενθυμίσω την ισχύουσα νομοθεσία για τους δειλούς. Ο Σόλων, ο παλαιός
νομοθέτης, πίστευε ότι ο ανυπότακτος, ο λιποτάκτης και ο δειλός πρέπει
να τιμωρούνται με την ίδια ποινή χωρίς εξαίρεση· γιατί υπάρχουν και
δικαστικές διώξεις για δειλία, αν και θα εκπλησσόταν κάποιος από σας αν
υπάρχουν δικαστικές διώξεις για φυσικά ελαττώματα. Για ποιο σκοπό; Για
να γίνεται ο καθένας μας καλύτερος υπερασπιστής της πατρίδας,
φοβούμενος περισσότερο τις από τους νόμους τιμωρίες παρά τους
εχθρούς.
[176] Ο νομοθέτης λοιπόν δεν επιτρέπει την είσοδο στα περιρραντήρια της
αγοράς στον ανυπότακτο, στον λιποτάκτη και στον δειλό και δεν αφήνει
να στεφανωθούν ούτε και να μπαίνουν στους χώρους που γίνονται οι
δημόσιες θυσίες. Και έρχεσαι εσύ τώρα, Κτησιφώντα, και ζητάς από μας να
στεφανώσουμε αυτόν που ο νόμος απαγορεύει, και με το ψήφισμά σου
καλείς στην ορχήστρα, στο ιερό του Διονύσου, κατά τη διδασκαλία των
τραγωδιών, τον άνθρωπο που του έχει απαγορευτεί η είσοδος στους
ιερούς χώρους, αυτόν που από τη δειλία του έχει προδώσει τα ιερά μας!
Για να μην σας απομακρύνω από την υπόθεση, θυμηθείτε τον ισχυρισμό του
πως είναι τάχα φίλος του λαού. Εξετάστε όχι τα λόγια του αλλά τη ζωή
του και προσέξτε όχι ποιος λέει ότι είναι, αλλά ποιος πράγματι είναι.
[177] Επειδή έχω κάνει μνεία για στεφάνια και δωρεές, σας προειδοποιώ,
Αθηναίοι, όσο ακόμη το θυμάμαι· εάν δεν περιορίσετε στο ελάχιστο τις
γενναιόδωρες αυτές τιμητικές διακρίσεις και τις απονομές στεφάνων, που
δίνονται στην τύχη, ούτε οι τιμώμενοι θα σας το αναγνωρίζουν ούτε τα
πράγματα της πόλης θα διορθωθούν. Γιατί τους κακοήθεις δεν θα κάνετε
ποτέ καλύτερους, ενώ τους ενάρετους θα τους ρίξετε στην έσχατη
απογοήτευση. Για την αλήθεια των όσων λέω, πιστεύω ότι θα παρουσιάσω
σε σας ατράνταχτες αποδείξεις.
[178] Εάν λοιπόν σας ρωτούσε κανείς πότε νομίζετε ότι ήταν ενδοξότερη η
πόλη μας, τώρα, επί των ημερών μας ή την εποχή των προγόνων μας, όλοι
θα συμφωνούσατε ότι ήταν την εποχή των προγόνων μας. Οι άνθρωποι
ήταν καλύτεροι τότε ή τώρα; Τότε ήταν υπέροχοι, τώρα πολύ κατώτεροι.
Οι δωρεές, οι απονομές στεφάνων και οι σιτήσεις στο Πρυτανείο τότε
ήταν περισσότερες ή τώρα; Τότε οι τιμές ήταν σπάνιες σε μας και το
όνομα της αρετής ήταν σε μεγάλη υπόληψη· τώρα όμως το πράγμα έχει
ευτελιστεί και απονέμετε τα στεφάνια από συνήθεια και όχι ύστερα από
σοβαρή σκέψη.
[179] Δεν σας φαίνεται λοιπόν παράδοξο, όταν σκέφτεσθε με αυτόν τον
τρόπο, οι δωρεές να είναι τώρα περισσότερες, ενώ τα πράγματα της
πόλης ήταν τότε πολύ πιο καλά και οι άνθρωποι να είναι τώρα χειρότεροι,
χείρους εἶναι, τότε δ᾽ ἀμείνους; ἐγὼ δὲ τοῦθ᾽ ὑμᾶς ἐπιχειρήσω διδάσκειν. Οἴεσθ᾽
ἄν ποτε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἐθελῆσαί τινα ἐπασκεῖν εἰς τὰ Ὀλύμπια, ἢ ἄλλον
τινὰ τῶν στεφανιτῶν ἀγώνων, παγκράτιον ἢ καὶ ἄλλο τι τῶν βαρυτέρων ἄθλων,
εἰ ὁ στέφανος ἐδίδοτο μὴ τῷ κρατίστῳ, ἀλλὰ τῷ διαπραξαμένῳ; οὐδεὶς ἄν ποτ᾽
ἠθέλησεν ἐπασκεῖν.

[180] Νῦν δ᾽ οἶμαι διὰ τὸ σπάνιον καὶ περιμάχητον καὶ τὸ καλὸν καὶ τὸ
ἀείμνηστον ἐκ τῆς νίκης ἐθέλουσίν τινες τὰ σώματα παραθέμενοι καὶ τὰς
μεγίστας ταλαιπωρίας διακινδυνεύειν. Ὑπολάβετε τοίνυν ὑμᾶς αὐτοὺς εἶναι
ἀγωνοθέτας πολιτικῆς ἀρετῆς κἀκεῖνο ἐκλογίσασθε ὅτι, ἐὰν μὲν τὰς δωρεὰς
ὀλίγοις καὶ ἀξίοις καὶ κατὰ τοὺς νόμους διδῶτε, πολλοὺς ἀγωνιστὰς ἕξετε τῆς
ἀρετῆς, ἂν δὲ τῷ βουλομένῳ καὶ τοῖς διαπραξαμένοις χαρίζησθε, καὶ τὰς ἐπιεικεῖς
φύσεις διαφθερεῖτε.

[181] Ὅτι δὲ ὀρθῶς λέγω, ἔτι μικρῷ σαφέστερον ὑμᾶς βούλομαι διδάξαι. Πότερον
ὑμῖν ἀμείνων ἀνὴρ εἶναι δοκεῖ Θεμιστοκλῆς ὁ στρατηγήσας ὅτε τῇ περὶ Σαλαμῖνα
ναυμαχίᾳ τὸν Πέρσην ἐνικᾶτε, ἢ Δημοσθένης ὁ νυνὶ τὴν τάξιν λιπών; Μιλτιάδης
δὲ ὁ τὴν ἐν Μαραθῶνι μάχην τοὺς βαρβάρους νικήσας, ἢ οὗτος; ἔτι δ᾽ οἱ ἀπὸ
Φυλὴς φεύγοντα τὸν δῆμον καταγαγόντες; Ἀριστείδης δ᾽ ὁ δίκαιος
ἐπικαλούμενος, ὁ τὴν ἀνόμοιον ἔχων ἐπωνυμίαν Δημοσθένει;

[182] Ἀλλ᾽ ἔγωγε μὰ τοὺς θεοὺς τοὺς Ὀλυμπίους οὐδ᾽ ἐν ταῖς αὐταῖς ἡμέραις
ἄξιον ἡγοῦμαι μεμνῆσθαι τοῦ θηρίου τούτου κἀκείνων τῶν ἀνδρῶν. Ἐπιδειξάτω
τοίνυν Δημοσθένης ἐν τῷ ἑαυτοῦ λόγῳ εἴ που γέγραπταί τινα τούτων τῶν ἀνδρῶν
στεφανῶσαι. Ἀχάριστος ἄρ᾽ ἦν ὁ δῆμος; οὔκ, ἀλλὰ μεγαλόφρων, κἀκεῖνοί γε οἱ μὴ
τετιμημένοι τῆς πόλεως ἄξιοι· οὐ γὰρ ᾤοντο δεῖν ἐν τοῖς γράμμασι τιμᾶσθαι, ἀλλ᾽
ἐν τῇ μνήμῃ τῶν εὖ πεπονθότων, ἣ ἀπ᾽ ἐκείνου τοῦ χρόνου μέχρι τῆσδε τῆς
ἡμέρας ἀθάνατος οὖσα διαμένει. Δωρεὰς δὲ τίνας ἐλάμβανον, ἄξιον μνησθῆναι.

[183] Ἦσάν τινες, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ τοὺς τότε καιρούς, οἳ πολὺν πόνον
ὑπομείναντες καὶ μεγάλους κινδύνους ἐπὶ τῷ Στρυμόνι ποταμῷ ἐνίκων
μαχόμενοι Μήδους· οὗτοι δεῦρο ἀφικόμενοι τὸν δῆμον ᾔτησαν δωρεὰν καὶ ἔδωκεν
αὐτοῖς ὁ δῆμος τιμὰς μεγάλας, ὡς τότ᾽ ἐδόκει, τρεῖς λιθίνους Ἑρμᾶς στῆσαι ἐν τῇ
στοᾷ τῇ τῶν Ἑρμῶν, ἐφ᾽ ᾧτε μὴ ἐπιγράφειν τὸ ὄνομα τὸ ἑαυτῶν, ἵνα μὴ τῶν
στρατηγῶν, ἀλλὰ τοῦ δήμου δοκῇ εἶναι τὸ ἐπίγραμμα.

[184] Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, ἐξ αὐτῶν τῶν ποιημάτων εἴσεσθε. Ἐπιγέγραπται γὰρ ἐπὶ
μὲν τῷ πρώτῳ τῶν Ἑρμῶν·
ἦν ἄρα κἀκεῖνοι ταλακάρδιοι, οἵ ποτε Μήδων
παισὶν ἐπ᾽ Ἠϊόνι, Στρυμόνος ἀμφὶ ῥοάς,
ενώ τότε καλύτεροι; Αυτό θα προσπαθήσω να σας το εξηγήσω εγώ.
Πιστεύετε, Αθηναίοι, ότι θα ήθελε ποτέ κανείς να πάρει μέρος στους
Ολυμπιακούς αγώνες ή σε κάποιους άλλους αγώνες με έπαθλο το στεφάνι,
στο παγκράτιο ή σε κάποιο άλλο δυσκολότερο αγώνισμα, εάν το στεφάνι
δινόταν όχι στον καλύτερο άλλα σ᾽ εκείνον που θα κατάφερνε να το
αποκτήσει με άλλα μέσα; Κανένας δεν θα ήθελε να αγωνιστεί.
[180] Τώρα όμως, επειδή το στεφάνι της νίκης είναι σπάνιο, περιζήτητο
και προσδίδει τιμή και δόξα αλησμόνητη, γι᾽ αυτό πιστεύω ότι μερικοί
είναι αποφασισμένοι να υποβάλλουν τα σώματά τους σε επίπονες ασκήσεις
και με κίνδυνο της ζωής τους να υποστούν τις πιο μεγάλες ταλαιπωρίες.
Φανταστείτε λοιπόν τους εαυτούς σας κριτές σε αγώνες πολιτικής αρετής
και σκεφτείτε το εξής: εάν δίνετε τις δωρεές σε λίγους και άξιους και
σύμφωνα με τους νόμους, θα έχετε πολλούς που θα αγωνίζονται για την
αρετή, αν όμως τις μοιράζετε χαριστικά σε όποιον τις επιθυμεί και σε
εκείνους που τις επιδιώκουν με πλάγια μέσα, τότε θα διαφθείρετε και τους
χρηστούς ακόμη χαρακτήρες.
[181] Ότι μιλάω σωστά, επιθυμώ να σας εξηγήσω τα πράγματα λίγο πιο
καθαρά. Ποιος άνδρας νομίζετε ότι είναι καλύτερος, ο Θεμιστοκλής, ο
επικεφαλής του ναυτικού σας τότε που νικούσατε τους Πέρσες στο στενό
της Σαλαμίνας, ή ο Δημοσθένης, ο τωρινός λιποτάκτης; Ο Μιλτιάδης, ο
νικητής των βαρβάρων στη μάχη του Μαραθώνα, ή αυτός; Ακόμη, εκείνοι
που, εξορμώντας από τη Φυλή, αποκατέστησαν τη δημοκρατία που είχε
καταλυθεί; Ο Αριστείδης, εξάλλου, ο επονομαζόμενος δίκαιος, ο άνθρωπος
με την εντελώς αντίθετη επωνυμία από αυτήν του Δημοσθένη;
[182] Μα τους Ολύμπιους θεούς, εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι όχι μόνο δεν
συγκρίνεται ο Δημοσθένης με αυτούς, αλλά και ότι είναι ανεπίτρεπτο να
γίνεται ταυτόχρονα έστω και απλή μνεία αυτού του θηρίου και εκείνων
των ένδοξων ανδρών. Ας μας δείξει λοιπόν ο Δημοσθένης κατά την
απολογία του αν έχει προταθεί σε κάποιο ψήφισμα να στεφανώσει ο λαός
κάποιον από εκείνους τους άνδρες. Ήταν άραγε αχάριστος τότε ο λαός;
Όχι βέβαια. Αντίθετα, ήταν μεγαλόψυχος και εκείνοι που δεν είχαν τιμηθεί
με χρυσά στεφάνια άξια τέκνα της πόλης. Γιατί πίστευαν ότι δεν υπήρχε
καμιά ανάγκη να βρίσκεται η διάκριση στα ψηφίσματα αλλά στη μνήμη των
ευεργετημένων, που από εκείνη την εποχή παραμένει συνεχώς αναλλοίωτη
μέχρι σήμερα. Αξίζει όμως να θυμηθούμε ποιές δωρεές έπαιρναν τότε.
[183] Υπήρξαν, Αθηναίοι, εκείνη την εποχή κάποιοι που, ύστερα από πολύ
μόχθο που υπέμειναν και μεγάλους κινδύνους που αντιμετώπισαν, νίκησαν
σε μάχη στον ποταμό Στρυμόνα τους Μήδους. Αυτοί, μετά την εδώ
επιστροφή τους, ζήτησαν από τον λαό ανταμοιβή. Ο λαός τους αντάμειψε
με μεγάλες τιμές, όπως θεωρούνταν τότε· τους επέτρεψε να στήσουν τρεις
λίθινες στήλες του Ερμή στη στοά των Ερμών, υπό τον όρο να μη γράψουν
πάνω σ᾽ αυτές τα δικά τους ονόματα, για να μη θεωρηθεί ότι η αφιέρωση
ήταν προς τιμή των στρατηγών αλλά του λαού.
[184] Ότι λέω την αλήθεια θα το μάθετε από τους ίδιους τους στίχους·
στην πρώτη στήλη των Ερμών έχει γραφεί:
«Γενναίοι άνδρες και τολμηροί ήταν εκείνοι
που κάποτε στη Ηιόνα, στον ποταμό Στρυμόνα,
πολέμησαν με τους γιους των Μήδων,
λιμόν τ᾽ αἴθωνα κρατερόν τ᾽ ἐπάγοντες Ἄρηα
πρῶτοι δυσμενέων εὗρον ἀμηχανίην.
Ἐπὶ δὲ τῷ δευτέρῳ·
ἡγεμόνεσσι δὲ μισθὸν Ἀθηναῖοι τάδ᾽ ἔδωκαν
ἀντ᾽ εὐεργεσίης καὶ μεγάλης ἀρετῆς.
μᾶλλόν τις τάδ᾽ ἰδὼν καὶ ἐπεσσομένων ἐθελήσει
ἀμφὶ ξυνοῖσι πράγμασι μόχθον ἔχειν.

[185] Ἐπὶ δὲ τῷ τρίτῳ ἐπιγέγραπται Ἑρμῇ·


ἔκ ποτε τῆσδε πόληος ἅμ᾽ Ἀτρείδῃσι Μενεσθεὺς
ἡγεῖτο ζάθεον Τρωικὸν ἂμ πεδίον,
ὅν ποθ᾽ Ὅμηρος ἔφη Δαναῶν πύκα χαλκοχιτώνων
κοσμητῆρα μάχης ἔξοχον ἄνδρα μολεῖν.
οὕτως οὐδὲν ἀεικὲς Ἀθηναίοισι καλεῖσθαι
κοσμητὰς πολέμου τ᾽ ἀμφὶ καὶ ἠνορέης.
Ἔστι που τὸ τῶν στρατηγῶν ὄνομα; οὐδαμοῦ, ἀλλὰ τὸ τοῦ δήμου.

[186] Προέλθετε δὴ τῇ διανοίᾳ καὶ εἰς τὴν στοὰν τὴν ποικίλην· ἁπάντων γὰρ ὑμῖν
τῶν καλῶν ἔργων τὰ ὑπομνήματα ἐν τῇ ἀγορᾷ ἀνάκειται. Τί οὖν ἐστιν, ὦ ἄνδρες
Ἀθηναῖοι, ὃ ἐγὼ λέγω; ἐνταῦθα ἡ ἐν Μαραθῶνι μάχη γέγραπται. Τίς οὖν ἦν ὁ
στρατηγός; οὑτωσὶ μὲν ἐρωτηθέντες ἅπαντες ἀποκρίναισθε ἂν ὅτι Μιλτιάδης,
ἐκεῖ δὲ οὐκ ἐπιγέγραπται. Πῶς; οὐκ ᾔτησε ταύτην τὴν δωρεάν; ᾔτησεν, ἀλλ᾽ ὁ
δῆμος οὐκ ἔδωκεν, ἀλλ᾽ ἀντὶ τοῦ ὀνόματος συνεχώρησεν αὐτῷ πρώτῳ γραφῆναι
παρακαλοῦντι τοὺς στρατιώτας.

[187] Ἐν τοίνυν τῷ μητρώῳ παρὰ τὸ βουλευτήριον ἣν ἔδοτε δωρεὰν τοῖς ἀπὸ


Φυλῆς φεύγοντα τὸν δῆμον καταγαγοῦσιν, ἔστιν ἰδεῖν. Ἦν μὲν γὰρ ὁ τὸ ψήφισμα
γράψας καὶ νικήσας Ἀρχῖνος ὁ ἐκ Κοίλης, εἷς τῶν καταγαγόντων τὸν δῆμον,
ἔγραψε δὲ πρῶτον μὲν αὐτοῖς εἰς θυσίαν καὶ ἀναθήματα δοῦναι χιλίας δραχμάς,
καὶ τοῦτ᾽ ἔστιν ἔλαττον ἢ δέκα δραχμαὶ κατ᾽ ἄνδρα, ἔπειτα κελεύει στεφανῶσαι
θαλλοῦ στεφάνῳ αὐτῶν ἕκαστον, ἀλλ᾽ οὐ χρυσῷ· τότε μὲν γὰρ ἦν ὁ τοῦ θαλλοῦ
στέφανος τίμιος, νυνὶ δὲ καὶ ὁ χρυσοῦς καταπεφρόνηται. Καὶ οὐδὲ τοῦτο εἰκῇ
πρᾶξαι κελεύει ἀλλ᾽ ἀκριβῶς τὴν βουλὴν σκεψαμένην ὅσοι ἐπὶ Φυλῇ
ἐπολιορκήθησαν, ὅτε Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ τριάκοντα προσέβαλλον τοῖς
καταλαβοῦσι Φυλήν, οὐχ ὅσοι τὴν τάξιν ἔλιπον ἐν Χαιρωνείᾳ τῶν πολεμίων
ἐπιόντων. Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, ἀναγνώσεται ὑμῖν τὸ ψήφισμα.

ΨΗΦΙΣΜΑ ΠΕΡΙ ΔΩΡΕΑΣ ΤΟΙΣ ΑΠΟ ΦΥΛΗΣ

[188] Παρανάγνωθι δὴ καὶ ὃ γέγραφε Κτησιφῶν Δημοσθένει τῷ τῶν μεγίστων


αἰτίῳ κακῶν.

ΨΗΦΙΣΜΑ
σύμμαχο έχοντας τον πύρινο λιμό και την οργή του Άρη,
φέρνοντας έτσι πρώτοι σε αμηχανία τον εχθρό.»
και στη δεύτερη:
«Αυτό ως ανταμοιβή του μόχθου τους έδωσαν οι Αθηναίοι
στους στρατηγούς για την ευεργεσία και την υπέρτατη παλικαριά·
Οι μεταγενέστεροι που θα διαβάσουν αυτά θα θελήσουν
να μοχθήσουν για το κοινό καλό.»
[185] Και στην τρίτη από τις Ερμές είναι γραμμένα:
«Κάποτε, από την πόλη αυτή ο Μενεσθέας μαζί με τους Ατρείδες
ηγήθηκε του στρατού εναντίον της Τροίας, αγαπημένης πεδιάδας των
θεών.
Ο Όμηρος τραγούδησε κάποτε τη φήμη του
και είπε ότι από όλους τους χαλκοχίτωνες αρχηγούς κανείς δεν θα
μπορούσε
να παρατάξει με τέτοια στρατηγική τον στρατό για τη μάχη όπως αυτός.
Έτσι, δεν είναι καθόλου ανάρμοστο να ονομαστούν οι Αθηναίοι
στρατάρχες στον πόλεμο, ήρωες στη μάχη των όπλων».
Υπάρχουν πουθενά τα ονόματα των στρατηγών; Πουθενά. Μόνο το όνομα
του λαού.

[186] Μεταφερθείτε τώρα με τη φαντασία σας στην Ποικίλη στοά, γιατί


εκεί στην αγορά βρίσκονται τα μνημεία όλων των λαμπρών
κατορθωμάτων μας. Τι νόημα έχουν, Αθηναίοι, όσα τώρα λέω; Εκεί
απεικονίζεται η μάχη του Μαραθώνα. Ποιος λοιπόν ήταν ο στρατηγός; Αν
σας απηύθυναν αυτή την ερώτηση, όλοι θα απαντούσατε ότι ήταν ο
Μιλτιάδης, αλλά το όνομά του δεν είναι γραμμένο εκεί. Πώς έγινε αυτό;
Δεν ζήτησε να του γίνει αυτή η τιμή; Τη ζήτησε, αλλά ο λαός του την
αρνήθηκε. Αντί να γραφεί όμως το όνομά του, συμφώνησε μαζί του να
απεικονιστεί στην πρώτη γραμμή να εμψυχώνει τους στρατιώτες.

[187] Στο Μητρώο, εξάλλου, κοντά στο Βουλευτήριο, μπορείτε να δείτε


ποια ανταμοιβή δώσατε σε εκείνους που, εξορμώντας από τη Φυλή,
αποκατέστησαν τη δημοκρατία που είχε καταλυθεί. Αυτός που πρότεινε και
κατάφερε να περάσει το ψήφισμα ήταν ο Αρχίνος από την Κοίλη, ένας από
αυτούς που αποκατέστησαν τη δημοκρατία. Πρότεινε πρώτα να δώσουν σ᾽
αυτούς για θυσίες και αφιερώματα χίλιες δραχμές, τουτέστιν λιγότερα από
δέκα δραχμές στον καθένα· στη συνέχεια ορίζει να στεφανώσουν τον
καθένα τους με στεφάνι από ελιά και όχι με χρυσό· γιατί τότε το στεφάνι
από κλαδί ελιάς είχε αξία, ενώ τώρα ακόμη και το χρυσό στεφάνι έχει
τελείως ευτελιστεί. Όρισε επίσης και αυτό ακόμη, να μη γίνει στην τύχη,
αλλά αφού προηγουμένως εξακριβώσει η Βουλή ύστερα από έρευνα πόσοι
είχαν πολιορκηθεί στη Φυλή, όταν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τριάκοντα
χτυπούσαν αυτούς που είχαν καταλάβει το φρούριο της Φυλής, και όχι
πόσοι ήταν αυτοί που εγκατέλειψαν τη θέση τους στη Χαιρώνεια κατά την
επίθεση των εχθρών. Για την αλήθεια των όσων λέω, θα σας διαβάσει ο
γραμματέας το ψήφισμα. (ΨΗΦΙΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ
ΗΡΘΑΝ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΛΗ)
[188] Διάβασε τώρα παράλληλα και το ψήφισμα που έχει προτείνει ο
Κτησιφών για τον Δημοσθένη, τον υπεύθυνο των πιο μεγάλων συμφορών
μας. (ΨΗΦΙΣΜΑ)
Τούτῳ τῷ ψηφίσματι ἐξαλείφεται ἡ τῶν καταγαγόντων τὸν δῆμον δωρεά. Εἰ τοῦτ᾽
ἔχει καλῶς, ἐκεῖνο αἰσχρῶς· εἰ ἐκεῖνοι κατ᾽ ἀξίαν ἐτιμήθησαν, οὗτος ἀνάξιος ὢν
στεφανοῦται.

[189] Καίτοι πυνθάνομαί γ᾽ αὐτὸν μέλλειν λέγειν ὡς οὐ δίκαια ποιῶ παραβάλλων


αὐτῷ τὰ τῶν προγόνων ἔργα· οὐδὲ γὰρ Φιλάμμωνα φήσει τὸν πύκτην Ὀλυμπίασι
στεφανωθῆναι νικήσαντα Γλαῦκον τὸν παλαιὸν ἐκεῖνον πύκτην, ἀλλὰ τοὺς καθ᾽
ἑαυτὸν ἀγωνιστάς, ὥσπερ ὑμᾶς ἀγνοοῦντας ὅτι τοῖς μὲν πύκταις ἐστὶν ὁ ἀγὼν
πρὸς ἀλλήλους, τοῖς δ᾽ ἀξιοῦσι στεφανοῦσθαι πρὸς αὐτὴν τὴν ἀρετήν, ἧς καὶ
ἕνεκα στεφανοῦνται. Δεῖ γὰρ τὸν κήρυκα ἀψευδεῖν ὅταν τὴν ἀνάρρησιν ἐν τῷ
θεάτρῳ ποιῆται πρὸς τοὺς Ἕλληνας. Μὴ οὖν ἡμῖν ὡς Παταικίωνος ἄμεινον
πεπολίτευσαι διέξιθι, ἀλλ᾽ ἐφικόμενος τῆς ἀνδραγαθίας, οὕτω τὰς χάριτας τὸν
δῆμον ἀπαίτει.

[190] Ἵνα δὲ μὴ ἀποπλανῶ ὑμᾶς ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως, ἀναγνώσεται ὑμῖν ὁ


γραμματεὺς τὸ ἐπίγραμμα ὃ ἐπιγέγραπται τοῖς ἀπὸ Φυλῆς τὸν δῆμον
καταγαγοῦσιν.

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ

Τούσδ᾽ ἀρετῆς ἕνεκα στεφάνοις ἐγέραιρε παλαίχθων


δῆμος Ἀθηναίων, οἵ ποτε τοὺς ἀδίκοις
θεσμοῖς ἄρξαντας πόλιος πρῶτοι καταπαύειν
ἦρξαν, κίνδυνον σώμασιν ἀράμενοι.

[191] Ὅτι τοὺς παρὰ τοὺς νόμους ἄρξαντας κατέλυσαν, διὰ τοῦτ᾽ αὐτούς φησιν ὁ
ποιητὴς τιμηθῆναι. Ἔναυλον γὰρ ἦν ἔτι τότε πᾶσιν ὅτι τηνικαῦτα ὁ δῆμος
κατελύθη ἐπειδή τινες τὰς γραφὰς τῶν παρανόμων ἀνεῖλον. Καὶ γάρ τοι, ὡς ἐγὼ
τοῦ πατρὸς τοῦ ἐμαυτοῦ ἐπυνθανόμην, ὃς ἔτη βιοὺς ἐνενήκοντα καὶ πέντε
ἐτελεύτησεν, ἁπάντων μετασχὼν τῶν πόνων τῇ πόλει, ὃς πολλάκις πρὸς ἐμὲ
διεξῄει ἐπὶ σχολῆς· ἔφη γάρ, ὅτε ἀρτίως κατεληλύθει ὁ δῆμος, εἴ τις εἰσίοι γραφὴν
παρανόμων εἰς δικαστήριον, εἶναι ὅμοιον τὸ ὄνομα καὶ τὸ ἔργον. Τί γάρ ἐστιν
ἀνοσιώτερον ἀνδρὸς παράνομα λέγοντος καὶ πράττοντος;

[192] καὶ τὴν ἀκρόασιν, ὡς ἐκεῖνος ἀπήγγελλεν, οὐ τὸν αὐτὸν τρόπον ἐποιοῦντο,
ὥσπερ νῦν γίγνεται, ἀλλ᾽ ἦσαν πολὺ χαλεπώτεροι οἱ δικασταὶ τοῖς τὰ παράνομα
γράφουσιν αὐτοῦ τοῦ κατηγόρου, καὶ πολλάκις ἀνεπόδιζον τὸν γραμματέα καὶ
ἐκέλευον πάλιν ἀναγιγνώσκειν τοὺς νόμους καὶ τὸ ψήφισμα, καὶ ἡλίσκοντο οἱ τὰ
παράνομα γράφοντες, οὐκ εἰ πάντας παραπηδήσειαν τοὺς νόμους, ἀλλ᾽ εἰ μίαν
μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν. Τὸ δὲ νυνὶ γιγνόμενον πρᾶγμα
ὑπερκαταγέλαστόν ἐστιν· ὁ μὲν γὰρ γραμματεὺς ἀναγιγνώσκει τὸ παράνομον, οἱ
δὲ δικασταὶ ὥσπερ ἐπῳδὴν ἢ ἀλλότριόν τι πρᾶγμα ἀκροώμενοι, πρὸς ἑτέρῳ τινὶ
τὴν γνώμην ἔχουσιν.
Με αυτό το ψήφισμα εκμηδενίζεται η αξία της ανταμοιβής αυτών που
αποκατέστησαν τη δημοκρατία. Αν το ψήφισμα του Αρχίνου φέρνει τιμή, το
ψήφισμα του Κτησιφώντα προκαλεί ντροπή. Και, αν εκείνοι τιμήθηκαν όπως τους
άξιζε, ο Δημοσθένης θα στεφανωθεί χωρίς να του αξίζει.

[189] Πληροφορούμαι όμως ότι ετοιμάζεται να ισχυριστεί πως δεν είμαι


δίκαιος που συγκρίνω τα έργα του με εκείνα των προγόνων. Γιατί θα
υποστηρίξει ότι ούτε και ο Φιλάμμων ο πυγμάχος στεφανώθηκε στην
Ολυμπία επειδή νίκησε τον Γλαύκο, τον ξακουστό παλαιό πυγμάχο, αλλά
τους ανταγωνιστές της εποχής του, σαν να αγνοείτε εσείς ότι στην
πυγμαχία ο αγώνας γίνεται μεταξύ πυγμάχων, ενώ, για όσους διεκδικούν
το στεφάνι ο αγώνας γίνεται για την αρετή, για την οποία και
στεφανώνονται. Δεν πρέπει λοιπόν να λέει ψέματα ο κήρυκας, όταν κάνει
την ανακήρυξη στο θέατρο μπροστά στους Έλληνες. Μη μας λες λοιπόν,
Δημοσθένη, ότι υπήρξες καλύτερος πολίτης από τον Παταικίωνα. Φτάσε
πρώτα σε αδραγαθήματα και μετά να ζητάς από τον λαό να εκφράσει την
ευγνωμοσύνη του.

[190] Για να μη σας απομακρύνω από την υπόθεση, θα σας διαβάσει ο


γραμματέας το επίγραμμα που έχει γραφεί προς τιμήν εκείνων που,
εξορμώντας από τη Φυλή, αποκατέστησαν τη δημοκρατία.

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ

Αυτούς εδώ για την αρετή τούς τίμησε


με στεφάνια το αρχαίο γέννημα αυτής της χώρας,
ο δήμος των Αθηναίων, αυτούς που κάποτε
πρώτοι επιχείρησαν να καταλύσουν όσους
εξουσίαζαν με άδικους θεσμούς την πόλη,
αναλαμβάνοντας κίνδυνο για τη ζωή τους.

[191] Επειδή κατέλυσαν την εξουσία αυτών που κυβέρνησαν την πόλη
παράνομα, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο λέει ο ποιητής ότι τιμήθηκαν.
Γιατί τότε βούιζε ακόμη στα αυτιά όλων ότι η δημοκρατία είχε καταλυθεί
ακριβώς τη στιγμή που κάποιοι είχαν καταργήσει τις καταγγελίες για τα
παράνομα ψηφίσματα. Πράγματι, όπως άκουγα από τον πατέρα μου, που
πέθανε σε ηλικία ενενήντα πέντε ετών, έχοντας πάρει μέρος σε όλους τους
αγώνες της πόλης, που πολλές φορές μου διηγιόταν όταν είχε καιρό· έλεγε
λοιπόν ότι, τον πρώτο καιρό της αποκατάστασης της δημοκρατίας, κάθε
φορά που εισαγόταν στο δικαστήριο καταγγελία για παράνομο ψήφισμα, το
όνομα του καταγγελλομένου ισοδυναμούσε με την πράξη. Γιατί τι πιο
ανόσιο υπάρχει από άνθρωπο που λέει παράνομα πράγματα;

[192] Αλλά και η ακροαματική διαδικασία δεν γινόταν, όπως μου διηγιόταν
ο πατέρας μου, κατά τον ίδιο τρόπο με τον σημερινό· τότε οι δικαστές
ήταν πολύ πιο αυστηροί προς τους εισηγητές παράνομων ψηφισμάτων και
από τον ίδιο ακόμη τον κατήγορο. Γι᾽ αυτό πολλές φορές διέκοπταν τον
γραμματέα και τον υποχρέωναν να ξαναδιαβάσει τους νόμους και το
ψήφισμα. Συνέβαινε μάλιστα να καταδικάζονται οι εισηγητές παράνομων
ψηφισμάτων όχι μόνο αν παρέβαιναν όλους τους νόμους, αλλά και αν
άλλαζαν έστω και μία συλλαβή. Αυτό όμως που γίνεται τώρα είναι κάτι
παραπάνω από γελοίο. Διαβάζει δηλαδή ο γραμματέας το παράνομο
ψήφισμα, και οι δικαστές, σαν να ακούν μιαν επωδή ή κάτι αδιάφορο, έχουν
το μυαλό τους κάπου αλλού.
[193] Ἤδη δ᾽ ἐκ τῶν τεχνῶν τῶν Δημοσθένους αἰσχρὸν ἔθος ἐν τοῖς δικαστηρίοις
παραδέχεσθε. Μετενήνεκται γὰρ ὑμῖν τὰ τῆς πόλεως δίκαια· ὁ μὲν γὰρ κατήγορος
ἀπολογεῖται, ὁ δὲ φεύγων τὴν γραφὴν κατηγορεῖ, οἱ δὲ δικασταὶ ἐνίοτε ὧν μέν εἰσι
κριταὶ ἐπιλανθάνονται, ὧν δ᾽ οὐκ εἰσὶ δικασταί, περὶ τούτων ἀναγκάζονται τὴν
ψῆφον φέρειν· λέγει δὲ ὁ φεύγων, ἂν ἄρα ποθ᾽ ἅψηται τοῦ πράγματος, οὐχ ὡς
ἔννομα γέγραφεν, ἀλλ᾽ ὡς ἤδη ποτὲ καὶ πρότερον ἕτερος τοιαῦτα γράψας
ἀπέφυγεν. Ἐφ᾽ ᾧ καὶ νυνὶ μέγα φρονεῖν ἀκούω Κτησιφῶντα.

[194] Ἐτόλμα δ᾽ ἐν ὑμῖν ποτε σεμνύνεσθαι Ἀριστοφῶν ἐκεῖνος ὁ Ἀζηνιεὺς λέγων


ὅτι γραφὰς παρανόμων ἀπέφυγεν ἑβδομήκοντα καὶ πέντε. Ἀλλ᾽ οὐχὶ Κέφαλος ὁ
παλαιὸς ἐκεῖνος, ὁ δοκῶν δημοτικώτατος γεγονέναι, οὐχ οὕτως, ἀλλ᾽ ἐπὶ τοῖς
ἐναντίοις ἐφιλοτιμεῖτο, λέγων ὅτι πλεῖστα πάντων γεγραφὼς ψηφίσματα,
οὐδεμίαν πώποτε γραφὴν πέφευγε παρανόμων, καλῶς οἶμαι σεμνυνόμενος.
Ἐγράφοντο γὰρ ἀλλήλους παρανόμων οὐ μόνον οἱ διαπολιτευόμενοι, ἀλλὰ καὶ οἱ
φίλοι τοὺς φίλους, εἴ τι ἐξαμαρτάνοιεν εἰς τὴν πόλιν.

[195] Ἐκεῖθεν δὲ τοῦτο γνώσεσθε. Ἀρχῖνος γὰρ ὁ ἐκ Κοίλης ἐγράψατο παρανόμων


Θρασύβουλον τὸν Στειριέα, ἕνα τῶν ἀπὸ Φυλῆς αὑτῷ συγκατελθόντων, καὶ εἷλε
νεωστὶ γεγενημένων αὐτῷ τῶν εὐεργεσιῶν, ἃς οὐχ ὑπελογίσαντο οἱ δικασταί·
ἡγοῦντο γάρ, ὥσπερ τότε αὐτοὺς φεύγοντας Θρασύβουλος κατήγαγεν, οὕτω νῦν
μένοντας ἐξελαύνειν παρὰ τοὺς νόμους γράφοντά τι.

[196] Ἀλλ᾽ οὐ νῦν, ἀλλὰ πᾶν τοὐναντίον γίγνεται· οἱ γὰρ ἀγαθοὶ στρατηγοὶ ὑμῖν
καὶ τῶν τὰς σιτήσεις τινὲς εὑρημένων ἐν τῷ πρυτανείῳ ἐξαιτοῦνται τὰς γραφὰς
τῶν παρανόμων, οὓς ὑμεῖς ἀχαρίστους εἶναι δικαίως ἂν ὑπολαμβάνοιτε· εἰ γάρ τις
ἐν δημοκρατίᾳ τετιμημένος, ἐν τοιαύτῃ πολιτείᾳ ἣν οἱ θεοὶ καὶ οἱ νόμοι σῴζουσι,
τολμᾷ βοηθεῖν τοῖς παράνομα γράφουσι, καταλύει τὴν πολιτείαν, ὑφ᾽ ἧς
τετίμηται.

[197] Τίς οὖν ἀποδέδεικται λόγος ἀνδρὶ συνηγόρῳ δικαίῳ καὶ σώφρονι, ἐγὼ λέξω.
Εἰς τρία μέρη διαιρεῖται ἡ ἡμέρα, ὅταν εἰσίῃ γραφὴ παρανόμων εἰς τὸ δικαστήριον.
Ἐγχεῖται γὰρ τὸ μὲν πρῶτον ὕδωρ τῷ κατηγόρῳ καὶ τοῖς νόμοις καὶ τῇ
δημοκρατίᾳ, τὸ δὲ δεύτερον ὕδωρ τῷ τὴν γραφὴν φεύγοντι καὶ τοῖς εἰς αὐτὸ τὸ
πρᾶγμα λέγουσιν· ἐπειδὰν δὲ τῇ πρώτῃ ψήφῳ μὴ λυθῇ τὸ παράνομον, ἤδη τὸ
τρίτον ὕδωρ ἐγχεῖται τῇ τιμήσει καὶ τῷ μεγέθει τῆς ὀργῆς τῆς ὑμετέρας.

[198] Ὅστις μὲν οὖν ἐν τῇ τιμήσει τὴν ψῆφον αἰτεῖ, τὴν ὀργὴν τὴν ὑμετέραν
παραιτεῖται· ὅστις δ᾽ ἐν τῷ πρώτῳ λόγῳ τὴν ψῆφον αἰτεῖ,
[193] Τώρα όμως με τα τεχνάσματα του Δημοσθένη έχετε καθιερώσει στα
δικαστήρια μιαν αισχρή συνήθεια. Έχετε αλλάξει τους δικονομικούς
θεσμούς της πόλης. Κατάντησε το πράγμα ο κατήγορος να απολογείται, ο
κατηγορούμενος να γίνεται κατήγορος και οι δικαστές να ξεχνούν μερικές
φορές ποιές υποθέσεις έχουν να εκδικάσουν, και να αναγκάζονται να
αποφασίζουν για υποθέσεις που δεν έχουν αναλάβει να κρίνουν. Και ο
κατηγορούμενος, αν ίσως κάποτε καταπιαστεί με το θέμα, υποστηρίζει όχι
ότι είναι νόμιμα όσα έχει προτείνει στο ψήφισμά του, αλλά ότι κάποιος
άλλος κάποτε στο παρελθόν είχε εισηγηθεί παρόμοια και είχε απαλλαγεί.
Πάνω σ᾽ αυτό στηρίζεται, μαθαίνω, ο Κτησιφών και έχει τόσο μεγάλη
σιγουριά.

[194] Κάποτε εδώ, ενώπιόν σας, ο διαβόητος Αριστοφών ο Αζηνιέας είχε το


θράσος να κομπάζει, λέγοντας ότι έχει απαλλαγεί εβδομήντα πέντε φορές
από κατηγορία υποβολής παράνομων ψηφισμάτων. Δεν έκανε όμως το ίδιο
ο περίφημος παλαιός Κέφαλος, που θεωρούνταν ότι υπήρξε ο καλύτερος
φίλος του λαού, όχι δεν κόμπαζε όπως ο Αριστοφών· απεναντίας, αυτός
υπερηφανευόταν για το αντίθετο· έλεγε δηλαδή ότι, ενώ είχε εισηγηθεί τα
περισσότερα ψηφίσματα από όλους, ποτέ δεν καταγγέλθηκε για καμιάν
υποβολή παράνομου ψηφίσματος· και πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου,
υπερηφανευόταν. Γιατί κατηγορίες για υποβολή παράνομων ψηφισμάτων
δεν υπέβαλλαν μόνο οι αντιπολιτευόμενοι, ο ένας εναντίον του άλλου,
αλλά και οι φίλοι εναντίον των φίλων, κάθε φορά που κάποιος διέπραττε
κάτι σε βάρος της πόλης.

[195] Θα καταλάβετε αυτό από το εξής περιστατικό: ο Αρχίνος από την


Κοίλη κατάγγειλε για παράνομο ψήφισμα τον Θρασύβουλο τον Στειριέα,
έναν από αυτούς που είχαν επιστρέψει μαζί του από τη Φυλή, και πέτυχε
την καταδίκη του, μολονότι ήταν πρόσφατες οι καλές υπηρεσίες του προς
την πόλη, τις οποίες όμως οι δικαστές δεν έλαβαν υπόψη τους· διότι
έκριναν ότι, όπως τότε ο Θρασύβουλος τους είχε επαναφέρει στην πατρίδα
από την εξορία, κατά τον ίδιο τρόπο τώρα που είναι στην πατρίδα τούς
εξορίζει, υποβάλλοντας πρόταση αντίθετα προς τους νόμους.

[196] Σήμερα όμως δεν γίνεται αυτό αλλά εντελώς το αντίθετο. Οι καλοί
δηλαδή στρατηγοί σας και μερικοί από αυτούς που έχουν πετύχει δωρεάν
σίτιση στο Πρυτανείο μεσολαβούν για την απαλλαγή αυτών που
καταγγέλονται για παράνομα ψηφίσματα. Αυτούς εσείς δίκαια θα τους
θεωρούσατε αγνώμονες. Γιατί, αν κάποιος που έχει τιμηθεί σε δημοκρατία,
πολίτευμα που προστατεύουν οι θεοί και οι νόμοι, τολμά να υποστηρίζει
αυτούς που εισηγούνται παράνομα ψηφίσματα, τότε εργάζεται για την
κατάλυση της δημοκρατίας, που τον έχει τιμήσει.

[197] Ποιος όμως είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος υπεράσπισης για έναν


συνήγορο δίκαιο και συνετό, εγώ θα σας το πω. Κάθε φορά που έρχεται στο
δικαστήριο καταγγελία για παράνομο ψήφισμα, η ημέρα διαιρείται σε τρία
μέρη. Κατά το πρώτο μέρος ρέει στην κλεψύδρα το νερό που μετράει τον
χρόνο για την ανάπτυξη του κατηγορητηρίου, την υπεράσπιση των νόμων
και των θεσμών της δημοκρατίας· κατά το δεύτερο μέρος το νερό ρέει για
την απολογία του κατηγορουμένου και των συνηγόρων της υπεράσπισης.
Εάν όμως κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος με την πρώτη ψηφοφορία,
τότε χύνεται στην κλεψύδρα για τρίτη φορά το νερό για την ποινή και το
μέγεθος της οργής σας.

[198] Όποιος λοιπόν ζητάει την ψήφο σας υπέρ του κατηγορουμένου κατά
τη συζήτηση του καθορισμού της ποινής, σας παρακαλεί να μετριάσετε
την οργή σας· όποιος όμως ζητάει την ψήφο σας υπέρ του κατηγορουμένου
στο πρώτο μέρος της διαδικασίας,
ὅρκον αἰτεῖ, νόμον αἰτεῖ, δημοκρατίαν αἰτεῖ, ὧν οὔτε αἰτῆσαι οὐδὲν ὅσιον οὐδενί,
οὔτ᾽ αἰτηθέντα ἑτέρῳ δοῦναι. Κελεύσατε οὖν αὐτούς, ἐάσαντας τὴν πρώτην ὑμᾶς
ψῆφον κατὰ τοὺς νόμους διενεγκεῖν, ἀπαντᾶν εἰς τὴν τίμησιν.

[199] Ὅλως δ᾽ ἔγωγε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὀλίγου δέω εἰπεῖν ὡς καὶ νόμον δεῖ
τεθῆναι ἐπὶ ταῖς γραφαῖς μόναις ταῖς τῶν παρανόμων, μὴ ἐξεῖναι μήτε τῷ
κατηγόρῳ συνηγόρους παρασχέσθαι, μήτε τῷ τὴν γραφὴν φεύγοντι. Οὐ γὰρ
ἀόριστόν ἐστι τὸ δίκαιον, ἀλλ᾽ ὡρισμένον τοῖς νόμοις τοῖς ὑμετέροις. Ὥσπερ γὰρ
ἐν τῇ τεκτονικῇ, ὅταν εἰδέναι βουλώμεθα τὸ ὀρθὸν καὶ τὸ μή, τὸν κανόνα
προσφέρομεν, ᾧ διαγιγνώσκεται,

[200] οὕτω καὶ ἐν ταῖς γραφαῖς ταῖς τῶν παρανόμων παράκειται κανὼν τοῦ
δικαίου τουτὶ τὸ σανίδιον, τὸ ψήφισμα καὶ οἱ παραγεγραμμένοι νόμοι. Ταῦτα
συμφωνοῦντα ἀλλήλοις ἐπιδείξας κατάβαινε· καὶ τί δεῖ σε Δημοσθένην
παρακαλεῖν; ὅταν δ᾽ ὑπερπηδήσας τὴν δικαίαν ἀπολογίαν παρακαλῇς κακοῦργον
ἄνθρωπον καὶ τεχνίτην λόγων, κλέπτεις τὴν ἀκρόασιν, βλάπτεις τὴν πόλιν,
καταλύεις τὴν δημοκρατίαν.

[201] Τίς οὖν ἐστιν ἀποτροπὴ τῶν τοιούτων λόγων, ἐγὼ προερῶ. Ἐπειδὰν
προελθὼν ἐνταυθοῖ Κτησιφῶν διεξέλθῃ πρὸς ὑμᾶς τοῦτο δὴ τὸ συντεταγμένον
αὐτῷ προοίμιον, ἔπειτ᾽ ἐνδιατρίβῃ καὶ μὴ ἀπολογῆται, ὑπομνήσατ᾽ αὐτὸν
ἀθορύβως τὸ σανίδιον λαβεῖν καὶ τοὺς νόμους τῷ ψηφίσματι παραναγνῶναι. Ἐὰν
δὲ μὴ προσποιῆται ὑμῶν ἀκούειν, μηδὲ ὑμεῖς ἐκείνου ἐθέλετε ἀκούειν· οὐ γὰρ τῶν
φευγόντων τὰς δικαίας ἀπολογίας εἰσεληλύθατε ἀκροασόμενοι, ἀλλὰ τῶν
ἐθελόντων δικαίως ἀπολογεῖσθαι.

[202] Ἐὰν δ᾽ ὑπερπηδήσας τὴν δικαίαν ἀπολογίαν Δημοσθένην παρακαλῇ,


μάλιστα μὲν μὴ προσδέχεσθε σοφιστὴν οἰόμενον ῥήμασι τοὺς νόμους ἀναιρήσειν,
μηδ᾽ ἐν ἀρετῇ τοῦθ᾽ ὑμῶν μηδεὶς καταλογιζέσθω, ὃς ἂν ἐπανερομένου
Κτησιφῶντος εἰ καλέσῃ Δημοσθένην, πρῶτος ἀναβοήσῃ «κάλει, κάλει.» Ἐπὶ
σαυτὸν καλεῖς, ἐπὶ τοὺς νόμους καλεῖς, ἐπὶ τὴν δημοκρατίαν καλεῖς. Ἂν δ᾽ ἄρα
ὑμῖν δόξῃ ἀκούειν, ἀξιώσατε τὸν Δημοσθένην τὸν αὐτὸν τρόπον ἀπολογεῖσθαι
ὅνπερ κἀγὼ κατηγόρηκα. Ἐγὼ δὲ πῶς κατηγόρηκα; ἵνα καὶ ὑπομνήσω ὑμᾶς.

[203] Οὔτε τὸν ἴδιον βίον τὸν Δημοσθένους πρότερον διεξῆλθον, οὔτε τῶν
δημοσίων ἀδικημάτων οὐδενὸς πρότερον ἐμνήσθην, ἄφθονα δήπου καὶ πολλὰ
ἔχων λέγειν, ἢ πάντων γ᾽ ἂν εἴην ἀπορώτατος· ἀλλὰ πρῶτον μὲν τοὺς νόμους
ἐπέδειξα ἀπαγορεύοντας μὴ στεφανοῦν τοὺς ὑπευθύνους, ἔπειτα τὸν ῥήτορα
ἐξήλεγξα γράψαντα Δημοσθένην ὑπεύθυνον ὄντα στεφανοῦν οὐδὲν
προβαλόμενον, οὐδὲ προσεγγράψαντα «ἐπειδὰν δῷ τὰς εὐθύνας,» ἀλλὰ
παντελῶς καὶ ὑμῶν καὶ τῶν νόμων καταπεφρονηκότα· καὶ τὰς ἐσομένας πρὸς
ταῦτα προφάσεις εἶπον, ἃς ἀξιῶ καὶ ὑμᾶς διαμνημονεύειν.
όταν δηλαδή δεν έχει κριθεί ακόμη η ενοχή ή η αθωότητά του, αυτός
ζητάει από σας να μην τηρήσετε τον όρκο σας, να παραβείτε τον νόμο, να
καταλύσετε τη δημοκρατία, πράγματα που δεν δικαιούται κανένας ούτε να
ζητήσει ούτε και να ενδώσει σε κάποιον, όταν του ζητηθεί. Πείτε τους
λοιπόν να σας αφήσουν να ψηφίσετε ανεπηρέαστα κατά το πρώτο μέρος
της διαδικασίας, σύμφωνα με τους νόμους, και, όταν έρθει η ώρα της
συζήτησης για την ποινή, τότε ας ζητήσουν την επιείκειά σας.

[199] Γενικά, Αθηναίοι, εγώ τουλάχιστον λίγο απέχω από το να υποστηρίξω


ότι πρέπει να θεσπιστεί και νόμος ειδικά για τις καταγγελίες παράνομων
ψηφισμάτων να μην επιτρέπεται μήτε στον κατήγορο μήτε στον
κατηγορούμενο να παρουσιάζουν συνηγόρους. Γιατί για τη συγκεκριμένη
περίπτωση, το δίκαιο δεν είναι αόριστο αλλά ορισμένο από τους δικούς
σας νόμους. Όπως δηλαδή στην ξυλουργική, όταν θέλουμε να
διαπιστώσουμε αν κάτι είναι ίσιο ή στραβό, χρησιμοποιούμε τον κανόνα, με
τον οποίο εξακριβώνεται αυτό,

[200] έτσι και κατά την εκδίκαση των καταγγελιών για παράνομα
ψηφίσματα κανόνας του δικαίου είναι αυτή εδώ η πινακίδα, όπου είναι
γραμμένα δίπλα δίπλα το ψήφισμα και οι νόμοι. Απόδειξε, Κτησιφώντα, ότι
αυτά συμφωνούν μεταξύ τους, και μετά κατέβα από το βήμα. Ποιος ο
λόγος να καλείς το Δημοσθένη να σε υποστηρίξει; Όταν όμως
παρακάμπτεις τον σωστό τρόπο απολογίας και καλείς για συνήγορο έναν
κακούργο άνθρωπο και τεχνίτη του λόγου, τότε εξαπατάς τους ακροατές,
βλάπτεις την πόλη, καταλύεις τη δημοκρατία.

[201] Ποια δυνατότητα υπάρχει να αποφύγετε τέτοιου είδους λόγους, εγώ


θα σας το πω. Όταν προχωρήσει προς τα εδώ ο Κτησιφών και απευθυνθεί
σε σας διαβάζοντας τον πρόλογο, που του τον έχει συντάξει άλλος, και
έπειτα χρονοτριβεί και δεν εισέρχεται στην ουσία της απολογίας,
υποδείξτε του ήρεμα να πάρει την πινακίδα και να διαβάσει τους νόμους
κατ᾽ αντιπαράθεση με το ψήφισμά του. Αν κάνει πως δεν σας ακούει,
αρνηθείτε και εσείς να ακούσετε εκείνον· γιατί δεν έχετε έρθει στο
δικαστήριο για να ακούσετε τις δικαιολογίες των κατηγορουμένων αλλά
εκείνους που θέλουν να απολογούνται όπως επιβάλει το δίκαιο.

[202] Αν όμως ο Κτησιφών, παρακάμπτοντας τον σωστό τρόπο απολογίας,


καλέσει για συνήγορο τον Δημοσθένη, προπάντων μη δεχτείτε για
συνήγορο έναν σοφιστή, που φαντάζεται ότι με τα σοφίσματά του θα
καταργήσει τους νόμους· μήτε και κανένας από σας να θεωρήσει ενάρετο,
όταν ο Κτησιφών ρωτήσει αν επιτρέπεται να καλέσει τον Δημοσθένη, να
φωνάξει πρώτος «κάλεσέ τον, κάλεσέ τον». Εάν τον καλέσεις, θα κάνεις
κακό στον εαυτό σου, στους νόμους, στη δημοκρατία. Αν όμως
αποφασίσετε να τον ακούσετε, αξιώστε από τον Δημοσθένη να απολογηθεί
κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο έχω κάνει εγώ το κατηγορητήριο. Πώς
το έχω κάνει; Να σας το υπενθυμίσω και πάλι.

[203] Ούτε μίλησα αρχικά για την ιδιωτική ζωή του Δημοσθένη ούτε έκανα
λόγο για κανένα από τα αδικήματά του σε βάρος του δημοσίου, αν και είχα
άφθονα και διάφορα να απαριθμήσω, αλλιώς θα ήμουν ο πιο φτωχός από
όλους. Αντίθετα, πρώτα έδειξα πως οι νόμοι απαγορεύουν την απονομή
στεφάνου σε άτομα υπόλογα για δημόσια αξιώματα· έπειτα αποκάλυψα ότι
ο ρήτορας πρότεινε να στεφανωθεί ο Δημοσθένης, ενώ ήταν υπόλογος, και
μάλιστα χωρίς καμιά δικαιολογία και χωρίς καν να προσθέσει στην
εισήγηση «αφού λογοδοτήσει», αλλά έχοντας περιφρονήσει εντελώς και
εσάς και τους νόμους. Σας είπα ακόμη και τις δικαιολογίες που πρόκειται
να επικαλεστεί ο Κτησιφών, και έχω την αξίωση να τις θυμόσαστε.

[204] Δεύτερον δ᾽ ὑμῖν διεξῆλθον τοὺς περὶ τῶν κηρυγμάτων νόμους, ἐν οἷς
διαρρήδην ἀπείρηται τὸν ὑπὸ τοῦ δήμου στεφανούμενον μὴ κηρύττεσθαι ἔξω τῆς
ἐκκλησίας· ὁ δὲ ῥήτωρ ὁ φεύγων τὴν γραφὴν οὐ τοὺς νόμους μόνον παραβέβηκεν,
ἀλλὰ καὶ τὸν καιρὸν τῆς ἀναρρήσεως καὶ τὸν τόπον, κελεύων οὐκ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ,
ἀλλ᾽ ἐν τῷ θεάτρῳ τὴν ἀνάρρησιν γίγνεσθαι, οὐδ᾽ ἐκκλησιαζόντων Ἀθηναίων,
ἀλλὰ μελλόντων τραγῳδῶν εἰσιέναι. Ταῦτα δ᾽ εἰπὼν μικρὰ μὲν περὶ τῶν ἰδίων
εἶπον, τὰ δὲ πλεῖστα περὶ τῶν δημοσίων ἀδικημάτων.

[205] Οὕτω δὴ καὶ τὸν Δημοσθένην ἀξιώσατε ἀπολογεῖσθαι, πρὸς τὸν τῶν
ὑπευθύνων νόμον πρῶτον, τὸν περὶ τῶν κηρυγμάτων δεύτερον, τρίτον δὲ τὸ
μέγιστον λέγω, ὡς οὐδὲ ἀνάξιός ἐστι τῆς δωρεᾶς. Ἐὰν δ᾽ ὑμῶν δέηται συγχωρῆσαι
αὑτῷ περὶ τῆς τάξεως τοῦ λόγου, κατεπαγγελλόμενος ὡς ἐπὶ τῇ τελευτῇ τῆς
ἀπολογίας λύσει τὸ παράνομον, μὴ συγχωρεῖτε, μηδ᾽ ἀγνοεῖθ᾽ ὅτι πάλαισμα τοῦτ᾽
ἔστι δικαστηρίου· οὐ γὰρ εἰσαῦθίς ποτε βούλοιτ᾽ ἂν πρὸς τὸ παράνομον
ἀπολογεῖσθαι, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἔχων δίκαιον εἰπεῖν ἑτέρων παρεμβολῇ πραγμάτων εἰς
λήθην ὑμᾶς βούλεται τῆς κατηγορίας ἐμβαλεῖν.

[206] Ὥσπερ οὖν ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν ὁρᾶτε τοὺς πύκτας περὶ τῆς στάσεως
ἀλλήλοις διαγωνιζομένους, οὕτω καὶ ὑμεῖς ὅλην τὴν ἡμέραν ὑπὲρ τῆς πόλεως
περὶ τῆς τάξεως αὐτῷ τοῦ λόγου μάχεσθε καὶ μὴ ἐᾶτε αὐτὸν ἔξω τοῦ παρανόμου
περιίστασθαι, ἀλλ᾽ ἐγκαθήμενοι καὶ ἐνεδρεύοντες ἐν τῇ ἀκροάσει, εἰσελαύνετε
αὐτὸν εἰς τοὺς τοῦ παρανόμου λόγους, καὶ τὰς ἐκτροπὰς αὐτοῦ τῶν λόγων
ἐπιτηρεῖτε.

[207] Ἀλλ᾽ ἃ δὴ συμβήσεται ὑμῖν, ἐὰν τοῦτον τὸν τρόπον τὴν ἀκρόασιν ποιήσησθε,
ταῦθ᾽ ὑμῖν ἤδη δίκαιός εἰμι προειπεῖν. Ἐπεισάξει γὰρ τὸν γόητα καὶ
βαλλαντιοτόμον καὶ διατετμηκότα τὴν πολιτείαν. Οὗτος κλάει μὲν ῥᾷον ἢ οἱ
ἄλλοι γελῶσιν, ἐπιορκεῖ δὲ πάντων προχειρότατα· οὐκ ἂν θαυμάσαιμι δὲ εἰ
μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξωθεν περιεστηκόσι λοιδορήσεται, φάσκων τοὺς μὲν
ὀλιγαρχικοὺς ὑπ᾽ αὐτῆς τῆς ἀληθείας διηριθμημένους ἥκειν πρὸς τὸ τοῦ
κατηγόρου βῆμα, τοὺς δὲ δημοτικοὺς πρὸς τὸ τοῦ φεύγοντος.

[208] Ὅταν δὴ τὰ τοιαῦτα λέγῃ, πρὸς μὲν τοὺς στασιαστικοὺς λόγους ἐκεῖνο αὐτῷ
ὑποβάλλετε· «ὦ Δημόσθενες, εἰ σοὶ ἦσαν ὅμοιοι οἱ ἀπὸ Φυλῆς φεύγοντα τὸν
δῆμον καταγαγόντες, οὐκ ἄν ποθ᾽ ἡ δημοκρατία κατέστη. Νῦν δὲ ἐκεῖνοι μὲν
μεγάλων κακῶν συμβάντων ἔσωσαν τὴν πόλιν τὸ κάλλιστον ἐκ παιδείας ῥῆμα
φθεγξάμενοι, μὴ μνησικακεῖν· σὺ δὲ ἑλκοποιεῖς, καὶ μᾶλλόν σοι μέλει τῶν
αὐθημερὸν λόγων, ἢ τῆς σωτηρίας τῆς πόλεως.» Ὅταν δ᾽ ἐπίορκος ὢν εἰς τὴν διὰ
τῶν ὅρκων πίστιν καταφυγγάνῃ, ἐκεῖνο ἀπομνημονεύσατε αὐτῷ ὅτι τῷ πολλάκις
μὲν ἐπιορκοῦντι, ἀεὶ δὲ μεθ᾽ ὅρκων ἀξιοῦντι πιστεύεσθαι, δυοῖν θάτερον ὑπάρξαι
δεῖ, ὧν οὐδέτερόν ἐστι Δημοσθένει ὑπάρχον, ἢ τοὺς θεοὺς καινούς, ἢ τοὺς
ἀκροατὰς μὴ τοὺς αὐτούς.

[204] Κατόπιν μίλησα για τους νόμους σχετικά με την απονομή των
στεφάνων, σύμφωνα με τους οποίους ρητά απαγορεύεται να
ανακηρύσσεται έξω από την Εκκλησία του Δήμου αυτός που στεφανώνεται
από τον λαό. Ο κατηγορούμενος ρήτορας, με το να ζητάει να γίνει η
ανακήρυξη όχι στην Εκκλησία του Δήμου αλλά στο θέατρο, ούτε και όταν
συνεδριάζουν οι Αθηναίοι, αλλά όταν πρόκειται να γίνει η εισαγωγή των
νέων τραγωδιών, έχει παραβεί όχι μόνο τους νόμους αλλά και τον χρόνο
και τον τόπο της ανακήρυξης. Αφού είπα αυτά, ανέφερα λίγα για τα
αδικήματα που διέπραξε ως ιδιώτης, αφιερώνοντας το μεγαλύτερο μέρος
στα αδικήματά του ως δημοσίου ανδρός.

[205] Με την ίδια σειρά λοιπόν να απαιτήσετε να απολογηθεί και ο


Δημοσθένης. Αρχικά σχετικά με τον νόμο για τη λογοδοσία των αρχόντων,
στη συνέχεια σχετικά με εκείνον για τις ανακηρύξεις και στο τέλος ότι του
αξίζει αυτή η τιμή, πράγμα που είναι και το σπουδαιότερο. Αν όμως
ζητήσει από σας να συμφωνήσετε σε δική του σειρά απολογίας, με την
υπόσχεση ότι στο τέλος της απολογίας του θα ξεκαθαρίσει το ζήτημα της
παρανομίας, μην το δεχτείτε και μην ξεχνάτε ακόμη ότι αυτό είναι
δικηγορικό τέχνασμα. Γιατί ποτέ δεν θα ήθελε να επανέλθει στο θέμα
άμυνας εναντίον της παρανομίας, αλλά, καθώς δεν έχει να αναφέρει καμιά
δίκαιη δικαιολογία, επιδιώκει με την παρεμβολή άσχετων θεμάτων να σας
κάνει να ξεχάσετε την κατηγορία.

[206] Όπως ακριβώς λοιπόν στους γυμναστικούς αγώνες βλέπετε τους


πυγμάχους να διαγωνίζονται μεταξύ τους για την καλύτερη στάση, έτσι
και σεις να αγωνίζεστε για χάρη της πόλης όλη την ημέρα για τη σειρά
που θα ακολουθήσει αυτός στον λόγο του και μη τον αφήσετε να ξεφύγει
από τα όρια της κατηγορίας για το παράνομο του ψηφίσματος, αλλά,
καιροφυλακτώντας και ενεδρεύοντας όσο θα ακούτε, οδηγήστε ξανά τον
λόγο του στο ζήτημα της παρανομίας και συνεχώς να τον επιτηρείτε να
μην είναι εκτός θέματος.

[207] Θεωρώ όμως σωστό να σας προειδοποιήσω για όσα θα σας συμβούν,
εάν ακολουθήσετε την ακροαματική διαδικασία κατά τον δικό τους τρόπο.
Θα σας παρουσιάσει λοιπόν ο Κτησιφών τον απατεώνα, κλέφτη, αυτόν που
έχει κάνει κομμάτια το πολίτευμα. Ο Δημοσθένης κλαίει ευκολότερα από
ό,τι γελούν οι άλλοι και επιορκεί με τη μεγαλύτερη ευκολία από όλους. Δεν
θα με εξέπληττε, αν, αλλάζοντας τακτική, συκοφαντούσε το ακροατήριο,
λέγοντας ότι οι εκ πεποιθήσεως ολιγαρχικοί έχουν ταχθεί στο πλευρό της
κατηγορούσας αρχής, ενώ οι φίλοι του λαού στο πλευρό της υπεράσπισης.
[208] Όταν λοιπόν θα πει παρόμοια λόγια, στους διχαστικούς του λόγους
αντιτάξτε του το εξής: «Δημοσθένη, εάν αυτοί που ξεκίνησαν από τη Φυλή
και αποκατέστησαν το δημοκρατικό πολίτευμα που είχε καταλυθεί ήταν
όμοιοί σου, η δημοκρατία δεν θα είχε ποτέ αποκατασταθεί. Εκείνοι όμως
έσωσαν την πόλη από μεγάλα κακά που είχαν συμβεί τότε, διακηρύττοντας
την ωραιότατη φράση, που πηγάζει από εσωτερική καλλιέργεια: μη
μνησικακείτε, Αθηναίοι· συ όμως ξύνεις πληγές και πιο πολύ σε νοιάζει η
εντύπωση των λόγων σου σε κάποια στιγμή παρά η σωτηρία της πόλης».
Όταν όμως, ενώ είναι επίορκος, καταφεύγει στους όρκους για να γίνει
πιστευτός, θυμίστε του ότι, γι᾽ αυτόν που επιορκεί επανειλημμένα και έχει
την αξίωση να γίνεται πιστευτός με όρκο, ένα από τα δύο πρέπει να
συμβαίνει, ή να υπάρξουν καινούριοι θεοί ή οι ακροατές να μην είναι οι
ίδιοι· από τα δύο αυτά όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο ισχύει για τον
Δημοσθένη.
[209] Περὶ δὲ τῶν δακρύων καὶ τοῦ τόνου τῆς φωνῆς, ὅταν ὑμᾶς ἐπερωτᾷ· «ποῖ
φύγω, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι; περιεγράψατέ με· οὐκ ἔστιν ὅποι ἀναπτήσομαι»,
ἀνθυποβάλλετε αὐτῷ· «ὁ δὲ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ποῖ καταφύγῃ, Δημόσθενες; πρὸς
ποίαν συμμάχων παρασκευήν; πρὸς ποῖα χρήματα; τί προβαλλόμενος ὑπὲρ τοῦ
δήμου πεπολίτευσαι; ἃ μὲν γὰρ ὑπὲρ σεαυτοῦ βεβούλευσαι, πάντες ὁρῶμεν.
Ἐκλιπὼν μὲν τὸ ἄστυ οὐκ οἰκεῖς, ὡς δοκεῖς, ἐν Πειραιεῖ, ἀλλ᾽ ἐξορμεῖς ἐκ τῆς
πόλεως, ἐφόδια δὲ πεπόρισαι τῇ σαυτοῦ ἀνανδρίᾳ τὸ βασιλικὸν χρυσίον καὶ τὰ
δημόσια δωροδοκήματα.»

[210] Ὅλως δὲ τί τὰ δάκρυα; τίς ἡ κραυγή; τίς ὁ τόνος τῆς φωνῆς; οὐχ ὁ μὲν τὴν
γραφὴν φεύγων ἐστὶ Κτησιφῶν, ὁ δ᾽ ἀγὼν οὐκ ἀτίμητος; σὺ δ᾽ οὔτε περὶ τῆς
οὐσίας οὔτε περὶ τοῦ σώματος οὔτε περὶ τῆς ἐπιτιμίας ἀγωνίζῃ· ἀλλὰ περὶ τίνος
ἐστὶν αὐτῷ ἡ σπουδή; περὶ χρυσῶν στεφάνων καὶ κηρυγμάτων ἐν τῷ θεάτρῳ
παρὰ τοὺς νόμους·

[211] ὃν ἐχρῆν, εἰ καὶ μανεὶς ὁ δῆμος ἢ τῶν καθεστηκότων ἐπιλελησμένος, ἐπὶ


τοιαύτης ἀκαιρίας ἐβούλετο στεφανοῦν αὐτόν, παρελθόντα εἰς τὴν ἐκκλησίαν
εἰπεῖν· «ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸν μὲν στέφανον δέχομαι, τὸν δὲ καιρὸν ἀποδοκιμάζω
ἐν ᾧ τὸ κήρυγμα γίγνεται· οὐ γὰρ δεῖ, ἐφ᾽ οἷς ἡ πόλις ἐπένθησε καὶ ἐκείρατο, ἐπὶ
τούτοις ἐμὲ στεφανοῦσθαι.» Ἀλλ᾽ οἶμαι ταῦτα μὲν ἂν εἴποι ἀνὴρ ὄντως βεβιωκὼς
μετ᾽ ἀρετῆς· ἃ δὲ σὺ λέξεις, εἴποι ἂν κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν.

[212] Οὐ γὰρ δὴ μὰ τὸν Ἡρακλέα τοῦτό γε ὑμῶν οὐδεὶς φοβήσεται, μὴ


Δημοσθένης, ἀνὴρ μεγαλόψυχος καὶ τὰ πολεμικὰ διαφέρων, ἀποτυχὼν τῶν
ἀριστείων ἐπανελθὼν οἴκαδε ἑαυτὸν διαχρήσηται· ὃς τοσοῦτον καταγελᾷ τῆς
πρὸς ὑμᾶς φιλοτιμίας ὥστε τὴν μιαρὰν κεφαλὴν ταύτην καὶ ὑπεύθυνον, ἣν οὗτος
παρὰ πάντας τοὺς νόμους γέγραφε στεφανῶσαι, μυριάκις κατατέτμηκε καὶ
τούτων μισθοὺς εἴληφε τραύματος ἐκ προνοίας γραφὰς γραφόμενος, καὶ
κατακεκονδύλισται, ὥστε αὐτὸν οἶμαι τὰ τῶν κονδύλων ἴχνη τῶν Μειδίου ἔχειν
ἔτι φανερά· ὁ γὰρ ἄνθρωπος οὐ κεφαλήν, ἀλλὰ πρόσοδον κέκτηται.

[213] Περὶ δὲ Κτησιφῶντος τοῦ γράψαντος τὴν γνώμην βραχέα βούλομαι εἰπεῖν,
τὰ δὲ πολλὰ ὑπερβήσομαι, ἵνα καὶ πεῖραν λάβω εἰ δύνασθε τοὺς σφόδρα
πονηρούς, κἂν μή τις προείπῃ, διαγιγνώσκειν. Ὃ δ᾽ ἐστὶ κοινὸν καὶ δίκαιον κατ᾽
ἀμφοτέρων αὐτῶν ἀπαγγεῖλαι πρὸς ὑμᾶς, τοῦτ᾽ ἐρῶ. Περιέρχονται γὰρ τὴν
ἀγορὰν ἀληθεῖς κατ᾽ ἀλλήλων ἔχοντες δόξας καὶ λόγους οὐ ψευδεῖς λέγοντες.

[214] Ὁ μὲν γὰρ Κτησιφῶν οὐ τὸ καθ᾽ ἑαυτόν φησι φοβεῖσθαι, ἐλπίζειν γὰρ δόξειν
ἰδιώτης εἶναι, ἀλλὰ τὴν τοῦ Δημοσθένους ἐν τῇ πολιτείᾳ δωροδοκίαν φησὶ
φοβεῖσθαι καὶ τὴν ἐμπληξίαν καὶ δειλίαν ὁ δὲ Δημοσθένης εἰς αὑτὸν μὲν
ἀποβλέπων θαρρεῖν φησιν, τὴν δὲ τοῦ Κτησιφῶντος πονηρίαν καὶ πορνοβοσκίαν
ἰσχυρῶς δεδιέναι. Τοὺς δὴ κατεγνωκότας ἀλλήλων μηδαμῶς ὑμεῖς οἱ κοινοὶ κριταὶ
τῶν ἐγκλημάτων ἀπολύσητε.
[209] Όσο για τα δάκρυα και τον τόνο της φωνής του, όταν σας ρωτήσει:
«πού να καταφύγω, Αθηναίοι, με περικυκλώσατε· δεν έχω προς τα πού να
στραφώ», ανταπαντήστε του: «ο λαός της Αθήνας πού να καταφύγει,
Δημοσθένη; Ποιοι σύμμαχοι τον περιμένουν; Ποια χρήματα; Ποιο καλό για
τον λαό έχεις να επιδείξεις με την ως τώρα πολιτική σου; Όσα έχεις
σκεφτεί για τον εαυτό σου τα βλέπουμε όλοι. Εγκατέλειψες την Αθήνα,
αλλά, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν μένεις στον Πειραιά· κάνεις
εξορμήσεις από την πόλη και έχεις προμηθευτεί τα εφόδια για την άνανδρη
φυγή σου από το χρυσάφι του βασιλιά και τις δωροδοκίες σου σε βάρος του
δημοσίου».

[210] Γενικά όμως προς τι τα δάκρυα; Προς τι η κραυγή; Προς τι ο τόνος


της φωνής; Ο Κτησιφών δεν είναι ο κατηγορούμενος; Δεν πρόκειται για
δίκη κατά την οποία η ποινή καθορίζεται από τους δικαστές, ενώ εσύ δεν
αγωνίζεσαι ούτε για την περιουσία σου ούτε για τη ζωή σου ούτε για να μη
χάσεις τα πολιτικά σου δικαιώματα; Αλλά για ποιο πράγμα το τόσο μεγάλο
ενδιαφέρον του; Για χρυσά στεφάνια και για αναγορεύσεις στο θέατρο
ενάντια προς τους νόμους.

[211] Αλλά, και αν ακόμη είχε τρελαθεί ο λαός ή είχε ξεχάσει τη σημερινή
κατάσταση και ήθελε πράγματι να τον στεφανώσει σε τέτοια ακατάλληλη
περίσταση, αυτός είχε υποχρέωση να παρουσιαστεί στην Εκκλησία του
Δήμου και να πει: «Αθηναίοι, δέχομαι το στεφάνι, αλλά αποδοκιμάζω την
περίσταση κατά την οποία γίνεται η ανακήρυξη· γιατί είναι ανεπίτρεπτο να
στεφανωθώ εγώ για όσα οι πολίτες έχουν κόψει τα μαλλιά τους». Αυτά,
νομίζω, θα έλεγε ένας πραγματικός άνδρας που έχει ζήσει ενάρετα· όσα
όμως θα πεις εσύ θα τα έλεγε ένα κάθαρμα που προσποιείται τον ενάρετο.

[212] Μα τον Ηρακλή, κανένας από σας δεν πρόκειται να φοβηθεί μήπως ο
Δημοσθένης, μεγαλόψυχος καθώς είναι και στα πολιτικά διακριθείς,
αυτοκτονήσει, όταν επιστρέψει στο σπίτι του χωρίς τα αριστεία. Αυτός
τόσο λίγο ενδιαφέρεται για την εκ μέρους σας εκτίμηση, ώστε αυτό το
μιαρό και ένοχο κεφάλι, που ο Κτησιφών αντίθετα προς όλους τους νόμους
έχει προτείνει να το στεφανώσετε, χίλιες φορές το έχει κάνει κομμάτια ο
ίδιος και μάλιστα έχει πάρε και χρήματα για τα τραύματα αυτά, κάνοντας
μήνυση για χτύπημα εκ προμελέτης· και έχει γρονθοκοπηθεί σε τέτοιο
βαθμό, ώστε να είναι ακόμη εμφανή, πιστεύω, στο πρόσωπό του τα
σημάδια από τις γροθιές του Μειδία. Γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν έχει
κεφάλι αλλά προσοδοφόρο κεφάλαιο.

[213] Τώρα επιθυμώ να πω λίγα για τον Κτησιφώντα, τον εισηγητή της
πρότασης. Θα παραλείψω τα περισσότερα, για να δοκιμάσω αν μπορείτε να
ξεχωρίσετε τους κακοηθέστατους ανθρώπους, και αν ακόμη δεν σας πει εκ
των προτέρων κανένας τίποτε γι᾽ αυτούς. Θα πω μόνο ό,τι αφορά σε
αυτούς τους δύο και δικαιούμαι να σας το αναφέρω. Πηγαίνουν λοιπόν
πέρα δώθε στην αγορά, έχοντας ο ένας για τον άλλον γνώμες πραγματικές
και λέγοντας λόγια που αποδίδουν την αλήθεια.

[214] Ο Κτησιφών λοιπόν υποστηρίζει ότι δεν φοβάται για τον εαυτό του —
υπολογίζει πως θα θεωρηθεί απλός πολίτης—· εκείνο που τον ανησυχεί,
λέει, είναι η διαφθορά του Δημοσθένη κατά την άσκηση της πολιτικής του,
η αστάθεια και η δειλία του. Ο Δημοσθένης, εξάλλου, λέει πως, σε ό,τι
αφορά στον ίδιο, είναι αισιόδοξος· εκείνο όμως που τον ανησυχεί πολύ
είναι η κακοήθεια του Κτησιφώντα και η σχέση του με τα πορνεία. Αυτούς
λοιπόν που έχουν καταδικάσει ο ένας τον άλλον μην τους απαλλάξετε με
κανέναν τρόπο για τα αδικήματά τους, εσείς οι κοινοί κριτές των δύο.

[215] Περὶ δὲ τῶν εἰς ἐμαυτὸν λοιδοριῶν βραχέα βούλομαι προειπεῖν. Πυνθάνομαι
γὰρ λέξειν Δημοσθένην ὡς ἡ πόλις ὑπ᾽ αὐτοῦ μὲν ὠφέληται πολλά, ὑπ᾽ ἐμοῦ δὲ
καταβέβλαπται, καὶ τὸν Φίλιππον καὶ τὸν Ἀλέξανδρον καὶ τὰς ἀπὸ τούτων αἰτίας
ἀνοίσειν ἐπ᾽ ἐμέ. Οὕτω γάρ ἐστιν ὡς ἔοικε δεινὸς δημιουργὸς λόγων ὥστε οὐκ
ἀποχρῇ αὐτῷ εἴ τι πεπολίτευμαι παρ᾽ ὑμῖν ἐγώ, ἢ εἴ τινας δημηγορίας εἴρηκα,
τούτων κατηγορεῖν,

[216] ἀλλὰ καὶ τὴν ἡσυχίαν αὐτὴν τοῦ βίου διαβάλλει καὶ τῆς σιωπῆς μου
κατηγορεῖ, ἵνα μηδεὶς αὐτῷ τόπος ἀσυκοφάντητος παραλείπηται, καὶ τὰς ἐν τοῖς
γυμνασίοις μετὰ τῶν νεωτέρων μου διατριβὰς καταμέμφεται, καὶ κατὰ τῆσδε τῆς
κρίσεως εὐθὺς ἀρχόμενος τοῦ λόγου φέρει τινὰ αἰτίαν, λέγων ὡς ἐγὼ τὴν γραφὴν
οὐχ ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐγραψάμην, ἀλλ᾽ ἐνδεικνύμενος Ἀλεξάνδρῳ διὰ τὴν πρὸς
αὐτὸν ἔχθραν.

[217] Καὶ νὴ Δί᾽ ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, μέλλει με ἀνερωτᾶν διὰ τί τὸ μὲν κεφάλαιον
αὐτοῦ τῆς πολιτείας ψέγω, τὰ δὲ καθ᾽ ἕκαστον οὐκ ἐκώλυον οὐδ᾽ ἐγραφόμην
ἀλλὰ διαλείπων καὶ πρὸς πολιτείαν οὐ πυκνὰ προσιὼν ἀπήνεγκα τὴν γραφήν.
Ἐγὼ δὲ οὔτε τὰς Δημοσθένους διατριβὰς ἐζήλωκα, οὔτ᾽ ἐπὶ ταῖς ἐμαυτοῦ
αἰσχύνομαι, οὔτε τοὺς εἰρημένους ἐν ὑμῖν λόγους ἐμαυτῷ ἀρρήτους εἶναι
βουλοίμην, οὔτε τὰ αὐτὰ τούτῳ δημηγορήσας ἐδεξάμην ἂν ζῆν.

[218] Τὴν δ᾽ ἐμὴν σιωπήν, ὦ Δημόσθενες, ἡ τοῦ βίου μετριότης παρεσκεύασεν·


ἀρκεῖ γάρ μοι μικρά, καὶ μειζόνων αἰσχρῶς οὐκ ἐπιθυμῶ, ὥστε καὶ σιγῶ καὶ λέγω
βουλευσάμενος, ἀλλ᾽ οὐκ ἀναγκαζόμενος ὑπὸ τῆς ἐν τῇ φύσει δαπάνης. Σὺ δ᾽
οἶμαι λαβὼν μὲν σεσίγηκας, ἀναλώσας δὲ κέκραγας· λέγεις δὲ οὐχ ὅταν σοι δοκῇ
οὐδ᾽ ἃ βούλει, ἀλλ᾽ ὅταν οἱ μισθοδόται σοι προστάττωσιν· οὐκ αἰσχύνῃ δὲ
ἀλαζονευόμενος ἃ παραχρῆμα ἐξελέγχῃ ψευδόμενος.

[219] Ἀπηνέχθη γὰρ ἡ κατὰ τοῦδε τοῦ ψηφίσματος γραφή, ἣν οὐχ ὑπὲρ τῆς
πόλεως, ἀλλ᾽ ὑπὲρ τῆς πρὸς Ἀλέξανδρον ἐνδείξεώς με φῂς ἀπενεγκεῖν, ἔτι
Φιλίππου ζῶντος, πρὶν Ἀλέξανδρον εἰς τὴν ἀρχὴν καταστῆναι, οὔπω σοῦ τὸ περὶ
Παυσανίαν ἐνύπνιον ἑωρακότος, οὐδὲ πρὸς τὴν Ἀθηνᾶν καὶ τὴν Ἥραν νύκτωρ
διειλεγμένου. Πῶς ἂν οὖν ἐγὼ προενεδεικνύμην Ἀλεξάνδρῳ; εἴ γε μὴ ταὐτὸν
ἐνύπνιον ἐγὼ καὶ Δημοσθένης εἴδομεν.

[220] Ἐπιτιμᾷς δέ μοι εἰ μὴ συνεχῶς, ἀλλὰ διαλείπων πρὸς τὸν δῆμον


προσέρχομαι, καὶ τὴν ἀξίωσιν ταύτην οἴει λανθάνειν μεταφέρων οὐκ ἐκ
δημοκρατίας, ἀλλ᾽ ἐξ ἑτέρας πολιτείας. Ἐν μὲν γὰρ ταῖς ὀλιγαρχίαις οὐχ ὁ
βουλόμενος, ἀλλ᾽ ὁ δυναστεύων δημηγορεῖ, ἐν δὲ ταῖς δημοκρατίαις ὁ βουλόμενος
καὶ ὅταν αὐτῷ δοκῇ. Καὶ τὸ μὲν διὰ χρόνου λέγειν σημεῖόν ἐστιν ἐπὶ τῶν καιρῶν
καὶ τοῦ συμφέροντος ἀνδρὸς πολιτευομένου, τὸ δὲ μηδεμίαν παραλείπειν ἡμέραν
ἐργαζομένου καὶ μισθαρνοῦντος.
[215] Επιθυμώ επίσης να πω λίγα και για τις εναντίον μου κακολογίες.
Μαθαίνω δηλαδή πως θα πει ο Δημοσθένης ότι η πόλη έχει ωφεληθεί πολύ
από αυτόν, ενώ από εμένα, αντίθετα, έχει βλαφθεί φοβερά. Θα φορτώσει σ᾽
εμένα και τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο και τα αδικήματα που
προέρχονται από αυτούς. Είναι, καθώς φαίνεται, τόσο φοβερός τεχνίτης
του λόγου, ώστε δεν του αρκεί να με κατηγορεί για ό,τι έχω κάνει ή έχω
πει ως πολιτικός εδώ ανάμεσα σε σας,

[216] αλλά συκοφαντεί και την ίδια την προσωπική μου γαλήνη και
κατηγορεί ακόμη και τη σιωπή μου, προκειμένου να μη μείνει τίποτε που να
μη συκοφαντηθεί από αυτόν. Κατακρίνει ακόμη και τις συναναστροφές μου
με νεοτέρους στα γυμναστήρια και, με το που θα αρχίσει την ομιλία του,
θα καταφερθεί εναντίον της σημερινής δίκης, ισχυριζόμενος ότι έκανα την
καταγγελία όχι για χάρη της πόλης αλλά για επίδειξη αφοσίωσης προς τον
Αλέξανδρο, λόγω του μίσους του προς τον Δημοσθένη.

[217] Και, μα τον Δία, ετοιμάζεται, όπως μαθαίνω, να με ρωτήσει γιατί


κατηγορώ συνολικά την πολιτική του και δεν προσπαθούσα να εμποδίσω
καθεμιά πράξη του χωριστά ούτε και να τον καταγγείλω, αλλά έκανα την
καταγγελία αφήνοντας να περάσει καιρός και χωρίς συχνή επαφή με την
πολιτική. Εγώ όμως ούτε τις δραστηριότητες του Δημοσθένη έχω ζηλέψει
ούτε ντρέπομαι για τις δικές μου ούτε θα επιθυμούσα να μην είχαν ειπωθεί
από εμένα οι λόγοι που έχουν λεχθεί ενώπιόν σας ούτε θα δεχόμουν να ζω,
αν είχα υποστηρίξει δημοσίως τα ίδια με τον Δημοσθένη.

[218] Όσο για τη σιωπή μου, Δημοσθένη, είναι αποτέλεσμα της απλότητας
της ζωής μου· γιατί μου αρκούν τα μικρά· δεν επιθυμώ τα μεγαλύτερα με
αισχρά μέσα· γι᾽ αυτό, είτε σιωπώ είτε μιλώ, το κάνω ύστερα από σκέψη
και όχι από την πίεση της ανάγκης του άσωτου χαρακτήρα μου. Εσύ,
νομίζω, σιωπάς όταν τα αρπάζεις, φωνάζεις όταν τα ξοδεύεις· μιλάς, όχι
όταν εσύ κρίνεις ούτε και όταν επιθυμείς, αλλ᾽ όταν σε προστάζουν οι
χρηματοδότες σου, κα δεν ντρέπεσαι να λες με κομπασμό όσα την ίδια
στιγμή θα αποδειχτεί ότι είναι ψέματα.

[219] Γιατί η καταγγελία εναντίον αυτού εδώ του ψηφίσματος, που εσύ
ισχυρίζεσαι ότι υπέβαλα όχι για χάρη της πόλης αλλά ως ένδειξη εύνοιας
προς τον Αλέξανδρο, είχε γίνει ενώ ζούσε ακόμη ο Φίλιππος, πριν ανεβεί
στον θρόνο ο Αλέξανδρος, πριν ακόμη δεις εσύ το όνειρο με τον Παυσανία
ούτε και είχες μιλήσει τη νύχτα με την Αθηνά και την Ήρα. Πώς λοιπόν θα
μπορούσα να κάνω επίδειξη εύνοιας προς τον Αλέξανδρο, όταν την εξουσία
είχε ο Φίλιππος; Εκτός, βέβαια, αν εγώ και ο Δημοσθένης είδαμε το ίδιο
όνειρο.

[220] Με κατακρίνεις ακόμη που δεν εμφανίζομαι συνεχώς στον λαό αλλά
κατά διαστήματα και φαντάζεσαι ότι δεν γίνεται φανερό πως την αξίωσή
σου αυτή την αντιγράφεις όχι από το δημοκρατικό αλλά από άλλο
πολίτευμα. Γιατί στα ολιγαρχικά πολιτεύματα δεν μιλάει δημόσια όποιος
θέλει αλλά ο δυνάστης, ενώ στα δημοκρατικά απευθύνεται στον λαό
όποιος θέλει και όταν αυτός το αποφασίσει. Και το να μιλάει κανείς κατά
διαστήματα είναι χαρακτηριστικό πολιτικού ανδρός που πολιτεύεται με
βάση τις περιστάσεις και το συμφέρον της πόλης· όταν όμως δεν
παραλείπει ούτε και μιαν ημέρα χωρίς να μιλήσει, αυτό σημαίνει ότι είναι
επαγγελματίας πολιτικός και αμειβόμενος.
[221] Ὑπὲρ δὲ τοῦ μήπω κεκρίσθαι ὑπ᾽ ἐμοῦ, μηδὲ τῶν ἀδικημάτων τιμωρίαν
ὑποσχεῖν, ὅταν καταφεύγῃς ἐπὶ τοὺς τοιούτους λόγους, ἢ τοὺς ἀκούοντας
ἐπιλήσμονας ὑπολαμβάνεις, ἢ σαυτὸν παραλογίζῃ. Τὰ μὲν γὰρ περὶ τοὺς
Ἀμφισσέας ἠσεβημένα σοι καὶ τὰ περὶ τὴν Εὔβοιαν δωροδοκηθέντα, χρόνων
ἐγγεγενημένων ἐν οἷς ὑπ᾽ ἐμοῦ φανερῶς ἐξηλέγχου, ἴσως ἐλπίζεις τὸν δῆμον
ἀμνημονεῖν·

[222] τὰ δὲ περὶ τὰς τριήρεις καὶ τοὺς τριηράρχους ἁρπάγματα τίς ἂν ἀποκρύψαι
χρόνος δύναιτ᾽ ἄν, ὅτε νομοθετήσας περὶ τῶν τριακοσίων, καὶ σαυτὸν πείσας
Ἀθηναίους ἐπιστάτην τάξαι τοῦ ναυτικοῦ, ἐξηλέγχθης ὑπ᾽ ἐμοῦ ἑξήκοντα καὶ
πέντε νεῶν ταχυναυτουσῶν τριηράρχους ὑφῃρημένος, πλέον τῆς πόλεως
ἀφανίζων ναυτικὸν ἢ ὅτε Ἀθηναῖοι τὴν ἐν Νάξῳ ναυμαχίαν Λακεδαιμονίους καὶ
Πόλλιν ἐνίκησαν;

[223] οὕτω δὲ ταῖς αἰτίαις ἐνέφραξας τὰς κατὰ σαυτοῦ τιμωρίας ὥστε τὸν κίνδυνον
εἶναι μὴ σοὶ τῷ ἀδικήσαντι, ἀλλὰ τοῖς ἐπεξιοῦσι, πολὺν μὲν τὸν Ἀλέξανδρον καὶ
τὸν Φίλιππον ἐν ταῖς διαβολαῖς φέρων, αἰτιώμενος δέ τινας ἐμποδίζειν τοὺς τῆς
πόλεως καιρούς, ἀεὶ τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κατεπαγγελλόμενος.
Οὐ τὸ τελευταῖον εἰσαγγέλλεσθαι μέλλων ὑπ᾽ ἐμοῦ, τὴν Ἀναξίνου σύλληψιν τοῦ
Ὠρείτου κατεσκεύασας, τοῦ τὰ ἀγοράσματα Ὀλυμπιάδι ἀγοράζοντος;

[224] καὶ τὸν αὐτὸν ἄνδρα δὶς στρεβλώσας τῇ σαυτοῦ χειρί, ἔγραψας αὐτὸν
θανάτῳ ζημιῶσαι, καὶ παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ὠρεῷ κατήγου, καὶ ἀπὸ τῆς αὐτῆς
τραπέζης ἔφαγες καὶ ἔπιες καὶ ἔσπεισας, καὶ τὴν δεξιὰν ἐνέβαλες ἄνδρα φίλον
καὶ ξένον ποιούμενος, καὶ τοῦτον ἀπέκτεινας, καὶ περὶ τούτων ἐν ἅπασιν
Ἀθηναίοις ἐξελεγχθεὶς ὑπ᾽ ἐμοῦ καὶ κληθεὶς ξενοκτόνος, οὐ τὸ ἀσέβημα ἠρνήσω,
ἀλλ᾽ ἀπεκρίνω, ἐφ᾽ ᾧ ἀνεβόησεν ὁ δῆμος καὶ ὅσοι ξένοι περιέστασαν τὴν
ἐκκλησίαν· ἔφησθα γὰρ τοὺς τῆς πόλεως ἅλας περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς
ξενικῆς τραπέζης.

[225] Ἐπιστολὰς δὲ σιγῶ ψευδεῖς καὶ κατασκόπων συλλήψεις καὶ βασάνους ἐπ᾽
αἰτίαις ἀγενήτοις, ὡς ἐμοῦ μετά τινων ἐν τῇ πόλει νεωτερίζειν βουλομένου.
Ἔπειτα ἐπερωτᾶν με, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, μέλλει τίς ἂν εἴη τοιοῦτος ἰατρός, ὅστις
τῷ νοσοῦντι μεταξὺ μὲν ἀσθενοῦντι μηδὲν συμβουλεύοι, τελευτήσαντος δὲ ἐλθὼν
εἰς τὰ ἔνατα διεξίοι πρὸς τοὺς οἰκείους, ἃ ἐπιτηδεύσας ὑγιὴς ἂν ἐγένετο.

[226] Σαυτὸν δ᾽ οὐκ ἀντερωτᾷς τίς ἂν εἴη δημαγωγὸς τοιοῦτος ὅστις τὸν μὲν δῆμον
θωπεῦσαι δύναιτο, τοὺς δὲ καιρούς, ἐν οἷς ἦν σῴζεσθαι τὴν πόλιν, ἀποδοῖτο, τοὺς
δ᾽ εὖ φρονοῦντας κωλύοι διαβάλλων συμβουλεύειν, ἀποδρὰς δ᾽ ἐκ τῶν κινδύνων
καὶ τὴν πόλιν ἀνηκέστοις συμφοραῖς περιβαλὼν ἀξιοίη στεφανοῦσθαι ἐπ᾽ ἀρετῇ,
ἀγαθὸν μὲν πεποιηκὼς μηδέν, πάντων δὲ τῶν κακῶν αἴτιος γεγονώς, ἐπερωτῴη
δὲ τοὺς συκοφαντηθέντας ἐκ τῆς πολιτείας ἐπ᾽ ἐκείνων τῶν καιρῶν ὅτ᾽ ἐνῆν
σῴζεσθαι, διὰ τί αὐτὸν οὐκ ἐκώλυσαν ἐξαμαρτάνειν,
[221] Όσο για το ότι δεν σε έχω κρίνει για τις πράξεις σου και δεν έχεις
τιμωρηθεί για τα αδικήματά σου, όταν καταφεύγεις σε τέτοια
επιχειρήματα, ή θεωρείς τους ακροατές επιλήσμονες ή εξαπατάς τον
εαυτό σου. Γιατί τις ασεβείς πράξεις σου στην περίπτωση των Αμφισσέων
και τον χρηματισμό σου στην τακτική έναντι της Εύβοιας ίσως ελπίζεις ότι
ο λαός τα έχει ξεχάσει, επειδή έχει μεσολαβήσει πολύς καιρός από τότε
που σε είχα βγάλει στη φόρα.

[222] Ποιος χρόνος όμως θα μπορούσε να κρύψει τη μείωση του αριθμού


των τριήρεων και των τριηράρχων, όταν θέσπισες νόμο να φορολογούνται
τριακόσιοι μόνο πολίτες και έπεισες τους Αθηναίους να σε διορίσουν
επιστάτη του ναυτικού; Εγώ τότε αποκάλυψα ότι είχες υφαρπάξει από
εξήντα πέντε γοργοτάξιδα πολεμικά σκάφη τους τριηράρχους,
αφανίζοντας με αυτό τον τρόπο μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της πόλης
από εκείνη που είχαν οι Αθηναίοι, όταν νίκησαν τους Λακεδαιμονίους και
τον Πόλλη στη Νάξο.

[223] Και με τις κατηγορίες σου κατάφερες να σταματήσεις τόσο καλά τη


δυνατότητα να σε τιμωρήσει κανείς, ώστε να μην κινδυνεύεις εσύ που
αδίκησες αλλά οι κατήγοροί σου. Έλεγες ένα σωρό ασύστολα ψεύδη
εναντίον του Αλέξανδρου και του Φιλίππου· κατηγορούσες μερικούς ότι
εμπόδιζαν την πόλη να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες της, καταστρέφοντας
συνεχώς το παρόν και δίνοντας ένα σωρό υποσχέσεις για το μέλλον. Τώρα
τελευταία μάλιστα, όταν ήμουν έτοιμος να σε καταγγείλω, δεν οργάνωσες
τη σύλληψη του Ανάξινου από τον Ωρεό, ενώ έκανε στην αγορά τα ψώνια
για την Ολυμπιάδα;

[224] Τον ίδιο αυτόν άνθρωπο βασάνισες δυο φορές με τα χέρια σου και
πρότεινες να τον καταδικάσουν σε θάνατο. Και όμως, στον Ωρεό
φιλοξενήθηκες στο σπίτι του, έφαγες, ήπιες και έκανες σπονδές στο ίδιο
τραπέζι μαζί του, του έδωσες το χέρι και δημιούργησες μαζί του δεσμούς
φιλίας και φιλοξενίας· και όμως, αυτόν τον σκότωσες. Και όταν σε έλεγξα
γι᾽ αυτά και σε αποκάλεσα φονιά του φίλου και οικοδεσπότη σου, δεν
αρνήθηκες τη μιαρή πράξη σου, αλλά έδωσες τέτοιαν απάντηση που
ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυρίας από τον λαό και από όσους ξένους
βρίσκονταν στη συνέλευση. Είπες δηλαδή ότι θεωρούσες το αλάτι της
πόλης σημαντικότερο από το τραπέζι του ξένου οικοδεσπότη σου.

[225] Δεν αναφέρω τις πλαστές επιστολές, τις συλλήψεις κατασκόπων και
τα βασανιστήρια για ανύπαρκτες κατηγορίες, ότι τάχα εγώ με μερικούς
άλλους επιθυμούσατε πραξικόπημα στην πόλη. Ακόμη, σκοπεύει, όπως
μαθαίνω, να με ρωτήσει τι σόι γιατρός θα μπορούσε να είναι εκείνος που
δεν δίνει στον άρρωστο καμιά συμβουλή όσο κρατάει η αρρώστια του,
αλλά, όταν πεθάνει, έρχεται στα εννιάμερα και λέει στους συγγενείς του
νεκρού ποια αγωγή, αν ακολουθούσε, θα γινόταν καλά.

[226] Δεν ρωτάς όμως και τον εαυτό σου τί αρχηγός του λαού θα ήταν
αυτός που μπορεί να χαϊδεύει τον λαό, που πουλάει τις ευκαιρίες κατά τις
οποίες θα μπορούσε να σωθεί η πόλη, που εμποδίζει με συκοφαντίες τους
συνετούς πολίτες να συμβουλεύουν, και ύστερα, λιποτακτώντας την ώρα
του κινδύνου και ρίχνοντας την πόλη σε αγιάτρευτες συμφορές, έχει την
αξίωση να στεφανωθεί για την αρετή του, ενώ όχι μόνο δεν έχει κάνει
κανένα καλό, αλλά και ήταν υπεύθυνος για όλα τα κακά· και ρωτάει στη
συνέχεια αυτούς που με τις συκοφαντίες του έμειναν έξω από την πολιτική,
τότε που οι περιστάσεις επέτρεπαν τη σωτηρία της πόλης, γιατί δεν τον
εμπόδισαν να διαπράξει σφάλματα·
[227] ἀποκρύπτοιτο δὲ τὸ πάντων τελευταῖον, ὅτι τῆς μάχης ἐπιγενομένης οὐκ
ἐσχολάζομεν περὶ τὴν σὴν εἶναι τιμωρίαν, ἀλλ᾽ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς πόλεως
ἐπρεσβεύομεν. Ἐπειδὴ δὲ οὐκ ἀπέχρη σοι δίκην μὴ δεδωκέναι, ἀλλὰ καὶ δωρεὰς
αἰτεῖς, καταγέλαστον ἐν τοῖς Ἕλλησι τὴν πόλιν ποιῶν, ἐνταῦθ᾽ ἐνέστην καὶ τὴν
γραφὴν ἀπήνεγκα.

[228] Καὶ νὴ τοὺς θεοὺς τοὺς Ὀλυμπίους, ὧν ἐγὼ πυνθάνομαι Δημοσθένην λέξειν,
ἐφ᾽ ᾧ νυνὶ μέλλω λέγειν ἀγανακτῶ μάλιστα. Ἀφομοιοῖ γάρ μου τὴν φύσιν ταῖς
Σειρῆσιν ὡς ἔοικε. Καὶ γὰρ ὑπ᾽ ἐκείνων οὐ κηλεῖσθαί φησι τοὺς ἀκροωμένους,
ἀλλ᾽ ἀπόλλυσθαι, διόπερ οὐδ᾽ εὐδοκιμεῖν τὴν τῶν Σειρήνων μουσικήν· καὶ δὴ καὶ
τὴν τῶν ἐμῶν εὐπορίαν λόγων καὶ τὴν φύσιν μου γεγενῆσθαι ἐπὶ βλάβῃ τῶν
ἀκουόντων. Καίτοι τὸν λόγον τοῦτον ὅλως μὲν ἔγωγε οὐδενὶ πρέπειν ἡγοῦμαι
περὶ ἐμοῦ λέγειν· τῆς γὰρ αἰτίας αἰσχρὸν τὸν αἰτιώμενόν ἐστι τὸ ἔργον μὴ ἔχειν
ἐπιδεῖξαι·

[229] εἰ δ᾽ ἦν ἀναγκαῖον ῥηθῆναι, οὐ Δημοσθένους ἦν ὁ λόγος, ἀλλ᾽ ἀνδρὸς


στρατηγοῦ μεγάλα μὲν τὴν πόλιν κατειργασμένου, λέγειν δὲ ἀδυνάτου καὶ τὴν
τῶν ἀντιδίκων διὰ τοῦτο ἐζηλωκότος φύσιν, ὅτι σύνοιδεν ἑαυτῷ μὲν οὐδὲν ὧν
διαπέπρακται δυναμένῳ φράσαι, τὸν δὲ κατήγορον ὁρᾷ δυνάμενον καὶ τὰ μὴ
πεπραγμένα ὑπ᾽ αὐτοῦ παριστάναι τοῖς ἀκούουσιν ὡς διῴκηκεν. Ὅταν δ᾽ ἐξ
ὀνομάτων συγκείμενος ἄνθρωπος, καὶ τούτων πικρῶν καὶ περιέργων, ἔπειτα ἐπὶ
τὴν ἁπλότητα καὶ τὰ ἔργα καταφεύγῃ, τίς ἂν ἀνάσχοιτο; οὗ τὴν γλῶτταν ὥσπερ
τῶν αὐλῶν ἐάν τις ἀφέλῃ, τὸ λοιπὸν οὐδέν ἐστιν.

[230] Θαυμάζω δ᾽ ἔγωγε ὑμῶν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ζητῶ πρὸς τί ἂν


ἀποβλέψαντες ἀποψηφίσαισθε τὴν γραφήν. Πότερον ὡς τὸ ψήφισμά ἐστιν
ἔννομον; ἀλλ᾽ οὐδεμία πώποτε γνώμη παρανομωτέρα γεγένηται. Ἀλλ᾽ ὡς ὁ τὸ
ψήφισμα γράψας οὐκ ἐπιτήδειός ἐστι δίκην δοῦναι; οὐκ ἄρ᾽ εἰσὶ παρ᾽ ὑμῖν εὔθυναι
βίου, εἰ τοῦτον ἀφήσετε. Ἐκεῖνο δ᾽ οὐ λυπηρόν, εἰ πρότερον μὲν ἐνεπίμπλατο ἡ
ὀρχήστρα χρυσῶν στεφάνων οἷς ὁ δῆμος ἐστεφανοῦτο ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων, διὰ τὸ
ξενικοῖς στεφάνοις ταύτην ἀποδεδόσθαι τὴν ἡμέραν, ἐκ δὲ τῶν Δημοσθένους
πολιτευμάτων ὑμεῖς μὲν ἀστεφάνωτοι καὶ ἀκήρυκτοι γίγνεσθε, οὗτος δὲ
κηρυχθήσεται;

[231] καὶ εἰ μέν τις τῶν τραγικῶν ποιητῶν τῶν μετὰ ταῦτα ἐπεισαγόντων
ποιήσειεν ἐν τραγῳδίᾳ τὸν Θερσίτην ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων στεφανούμενον, οὐδεὶς ἂν
ὑμῶν ὑπομείνειεν, ὅτι φησὶν Ὅμηρος ἄνανδρον αὐτὸν εἶναι καὶ συκοφάντην·
αὐτοὶ δ᾽ ὅταν τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον στεφανῶτε, οὐκ οἴεσθε ἐν ταῖς τῶν
Ἑλλήνων δόξαις συρίττεσθαι; οἱ μὲν γὰρ πατέρες ὑμῶν τὰ μὲν ἔνδοξα καὶ
λαμπρὰ τῶν πραγμάτων ἀνετίθεσαν τῷ δήμῳ, τὰ δὲ ταπεινὰ καὶ καταδεέστερα
εἰς τοὺς ῥήτορας τοὺς φαύλους ἔτρεπον· Κτησιφῶν δ᾽ ὑμᾶς οἴεται δεῖν ἀφελόντας
τὴν ἀδοξίαν ἀπὸ Δημοσθένους περιθεῖναι τῷ δήμῳ.
[227] έκρυβε το τελευταίο από όλα, ότι συνέπεσε να γίνει η μάχη στη
Χαιρώνεια και δεν είχαμε χρόνο να ασχοληθούμε με την τιμωρία σου, αλλά
πήγαμε ως αντιπρόσωποι στον Φίλιππο για τη σωτηρία της πόλης. Επειδή
όμως δεν σου ήταν αρκετό που δεν έχεις τιμωρηθεί, αλλά απαιτείς από
πάνω και τιμές, γελοιοποιώντας την πόλη στα μάτια των Ελλήνων, γι᾽
αυτό και εγώ έκανα την ένσταση και υπέβαλα την μήνυση.

[228] Μα τους θεούς του Ολύμπου, από όσα εγώ μαθαίνω ότι θα πει ο
Δημοσθένης, εκείνο για το οποίο προπάντων αγανακτώ είναι αυτό που θα
σας πω τώρα. Με παρομοιάζει δηλαδή στον χαρακτήρα με τις Σειρήνες,
καθώς φαίνεται. Καθόσον, λέει, όσοι τις άκουγαν δεν μαγεύονταν από
εκείνες, αλλά καταστρέφονταν. Γι᾽ αυτό ακριβώς το τραγούδι των
Σειρήνων δεν έχει καλή φήμη· το ίδιο λοιπόν και η δική μου ρητορική
ικανότητα και ο χαρακτήρας μου, λέει, έχουν παρασύρει στην καταστροφή
όσους με ακούν. Και όμως, εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι κανένας γενικά δεν
δικαιούται να λέει κάτι τέτοιο για μένα. Γιατί, όταν ο κατήγορος δεν είναι
σε θέση να παρουσιάσει πραγματικές αποδείξεις, τότε η κατηγορία είναι
αισχρή.

[229] Αν όμως ήταν απαραίτητο να λεχθεί κάτι τέτοιο, δεν ταίριαζε να το


πει ο Δημοσθένης, αλλά κάποιος στρατηγός που έχει μεν προσφέρει
μεγάλες υπηρεσίες στην πόλη, δεν διαθέτει όμως το χάρισμα του λόγου και
ως εκ τούτου ζηλεύει την έμφυτη ικανότητα του αντιδίκου του· και αυτό,
επειδή έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί ο ίδιος να εκθέσει κανένα από
τα κατορθώματά του, ενώ βλέπει ότι ο κατήγορος μπορεί να παρουσιάσει
στους ακροατές του ότι έχει κατορθώσει ακόμη και όσα δεν έχει κάνει ο
ίδιος. Όταν όμως ένας άνθρωπος που είναι φτιαγμένος από λέξεις, και
μάλιστα όλο δηλητήριο και απάτη, καταφεύγει στην απλότητα και στα
έργα, ποιος μπορεί να τον ανεχθεί; Αν κανείς αφαιρέσει από αυτόν τη
γλώσσα, όπως αν αφαιρέσει από τον αυλό τη γλωττίδα, αυτό που απομένει
είναι ένα τίποτε.

[230] Εγώ τουλάχιστον, Αθηναίοι, εκπλήσσομαι με σας και διερωτώμαι σε


τι στηριζόμενοι θα απορρίπτατε την καταγγελία μου. Σε ποιο από τα δύο:
Ότι το ψήφισμα είναι σύμφωνο με τον νόμο; Μα δεν έχει γίνει ποτέ ως
τώρα περισσότερο παράνομη πρόταση. Μήπως ο εισηγηθείς το ψήφισμα
δεν είναι το κατάλληλο πρόσωπο να τιμωρηθεί; Μα, εάν αθωώσετε αυτόν
τον άνθρωπο, τότε θα καθιερώσετε την αρχή ότι κανένας δεν είναι
υπεύθυνος για όσα έχει κάνει ως δημόσιος άνδρας στη ζωή του. Εξάλλου,
δεν είναι ενοχλητικό που, ενώ παλαιότερα γέμιζε η ορχήστρα του θεάτρου
με χρυσά στεφάνια, με τα οποία οι Έλληνες στεφάνωναν τον λαό μας —
ήταν η ημέρα αυτή αφιερωμένη στην ανακήρυξη των στεφάνων που
πρόσφεραν οι ξένοι— σήμερα, με την πολιτική του Δημοσθένη εσείς δεν
δέχεστε πια στεφάνια ούτε ακούγεται καμιά ανακήρυξη, αλλά θα κηρυχθεί
άξιος στεφανώματος αυτός;

[231] Αν κάποιος από τους τραγικούς ποιητές, που ύστερα από αυτά θα
ανεβάσουν στη σκηνή τις τραγωδίες τους, παρουσιάσει τον Θερσίτη να
στεφανώνεται από τους Έλληνες, κανένας από εσάς δεν θα το ανεχόταν,
επειδή κατά τον Όμηρο ήταν άνανδρος και συκοφάντης. Όταν όμως εσείς
οι ίδιοι στεφανώνετε έναν τέτοιον άνθρωπο, πιστεύετε ότι δεν θα
διασυρθείτε από όλους του Έλληνες; Οι πρόγονοί σας απέδιδαν τα ένδοξα
και λαμπρά κατορθώματα στον λαό· αντίθετα, τα ταπεινά και κατώτερα
τα καταλόγιζαν στους φαύλους πολιτικούς. Ο Κτησιφών όμως πιστεύει ότι
πρέπει, απαλλάσσοντας τον Δημοσθένη από την κακή φήμη του, να τη
φορτώσετε στον λαό.

[232] Καὶ φατὲ μὲν εὐτυχεῖς εἶναι, ὡς καὶ ἐστὲ, καλῶς ποιοῦντες, ψηφιεῖσθε δ᾽ ὑπὸ
μὲν τῆς τύχης ἐγκαταλελεῖφθαι, ὑπὸ Δημοσθένους δὲ εὖ πεπονθέναι; καὶ τὸ
πάντων ἀτοπώτατον, ἐν τοῖς αὐτοῖς δικαστηρίοις τοὺς μὲν τὰς τῶν δώρων γραφὰς
ἁλισκομένους ἀτιμοῦτε, ὃν δ᾽ αὐτοὶ μισθοῦ πολιτευόμενον σύνιστε, στεφανώσετε;
καὶ τοὺς μὲν κριτὰς τοὺς ἐκ τῶν Διονυσίων, ἐὰν μὴ δικαίως τοὺς κυκλίους χοροὺς
κρίνωσι, ζημιοῦτε· αὐτοὶ δὲ οὐ κυκλίων χορῶν κριταὶ καθεστηκότες, ἀλλὰ νόμων
καὶ πολιτικῆς ἀρετῆς, τὰς δωρεὰς οὐ κατὰ τοὺς νόμους οὐδ᾽ ὀλίγοις καὶ τοῖς
ἀξίοις, ἀλλὰ τῷ διαπραξαμένῳ δώσετε;

[233] Ἔπειτ᾽ ἔξεισιν ἐκ τοῦ δικαστηρίου ὁ τοιοῦτος κριτὴς ἑαυτὸν μὲν ἀσθενῆ
πεποιηκώς, ἰσχυρὸν δὲ τὸν ῥήτορα. Ἀνὴρ γὰρ ἰδιώτης ἐν πόλει δημοκρατουμένῃ
νόμῳ καὶ ψήφῳ βασιλεύει· ὅταν δ᾽ ἑτέρῳ ταῦτα παραδῷ καταλέλυκε τὴν αὐτὸς
αὑτοῦ δυναστείαν. Ἔπειθ᾽ ὁ μὲν ὅρκος, ὃν ὀμωμοκὼς δικάζει, συμπαρακολουθῶν
αὐτὸν λυπεῖ· δι᾽ αὐτὸν γὰρ οἶμαι γέγονε τὸ ἁμάρτημα· ἡ δὲ χάρις πρὸς ὃν
ἐχαρίζετο ἄδηλος γεγένηται· ἡ γὰρ ψῆφος ἀφανὴς φέρεται.

[234] Δοκοῦμεν δ᾽ ἔμοιγε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀμφότερα καὶ κατορθοῦν καὶ


παρακινδυνεύειν εἰς τὴν πολιτείαν, οὐ σωφρονοῦντες. Ὅτι μὲν γὰρ ἐπὶ τῶν νυνὶ
καιρῶν οἱ πολλοὶ τοῖς ὀλίγοις προΐεσθε τὰ τῆς δημοκρατίας ἰσχυρά, οὐκ ἐπαινῶ·
ὅτι δ᾽ οὐ γεγένηται φορὰ καθ᾽ ἡμᾶς ῥητόρων πονηρῶν ἅμα καὶ τολμηρῶν,
εὐτυχοῦμεν. Πρότερον μὲν γὰρ τοιαύτας φύσεις ἤνεγκε τὸ δημόσιον, αἳ ῥᾳδίως
οὕτω κατέλυσαν τὸν δῆμον· ἔχαιρε γὰρ κολακευόμενος, ἔπειτ᾽ αὐτὸν οὐχ οὓς
ἐφοβεῖτο, ἀλλ᾽ οἷς ἑαυτὸν ἐνεχείριζε, κατέλυσαν·

[235] ἔνιοι δὲ καὶ αὐτοὶ τῶν τριάκοντα ἐγένοντο οἳ πλείους ἢ χιλίους καὶ
πεντακοσίους τῶν πολιτῶν ἀκρίτους ἀπέκτειναν, πρὶν καὶ τὰς αἰτίας ἀκοῦσαι ἐφ᾽
αἷς ἔμελλον ἀποθνῄσκειν, καὶ οὐδ᾽ ἐπὶ τὰς ταφὰς καὶ ἐκφορὰς τῶν
τελευτησάντων εἴων τοὺς προσήκοντας παραγενέσθαι. Οὐχ ὑφ᾽ ὑμῖν αὐτοῖς ἕξετε
τοὺς πολιτευομένους; οὐ ταπεινώσαντες ἀποπέμψετε τοὺς νῦν ἐπηρμένους; οὐ
μέμνησθ᾽ ὅτι οὐδεὶς πώποτε ἐπέθετο πρότερον δήμου καταλύσει, πρὶν ἂν μεῖζον
τῶν δικαστηρίων ἰσχύσῃ;

[236] Ἡδέως δ᾽ ἂν ἔγωγε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἐναντίον ὑμῶν ἀναλογισαίμην πρὸς


τὸν γράψαντα τὸ ψήφισμα, διὰ ποίας εὐεργεσίας ἀξιοῖ Δημοσθένην στεφανῶσαι.
Εἰ μὲν γὰρ λέξεις, ὅθεν τὴν ἀρχὴν τοῦ ψηφίσματος ἐποιήσω, ὅτι τὰς τάφρους τὰς
περὶ τὰ τείχη καλῶς ἐτάφρευσε, θαυμάζω σου. Τοῦ γὰρ ταῦτ᾽ ἐξεργασθῆναι
καλῶς τὸ γεγενῆσθαι τούτων αἴτιον μείζω κατηγορίαν ἔχει· οὐ γὰρ
περιχαρακώσαντα χρὴ τὰ τείχη, οὐδὲ ταφὰς δημοσίας ἀνελόντα τὸν ὀρθῶς
πεπολιτευμένον δωρεὰς αἰτεῖν, ἀλλ᾽ ἀγαθοῦ τινος αἴτιον γεγενημένον τῇ πόλει.

[237] Εἰ δὲ ἥξεις ἐπὶ τὸ δεύτερον μέρος τοῦ ψηφίσματος, ἐν ᾧ τετόλμηκας γράφειν


ὡς ἔστιν ἀνὴρ ἀγαθός, καὶ διατελεῖ λέγων καὶ πράττων τὰ ἄριστα τῷ δήμῳ τῷ
Ἀθηναίων,

[232] Και, ενώ υποστηρίζετε ότι είστε ευνοημένοι από την τύχη, όπως και
είστε πραγματικά, και καλά κάνετε που το λέτε, θα δείξετε με την ψήφο
σας ότι έχετε εγκαταλειφθεί από την τύχη και ευεργετηθεί από τον
Δημοσθένη; Και το πιο παράλογο από όλα· στα ίδια δικαστήρια, ενώ
στερείτε τα πολιτικά δικαιώματα από αυτούς που καταδικάζονται για
δωροδοκία, θα στεφανώσετε αυτόν που γνωρίζετε καλά ότι πολιτεύεται
επ᾽ αμοιβή; Οι κριτές των αγώνων στις γιορτές του Διονύσου τιμωρούνται
από σας, αν η κρίση τους δεν είναι αυτή που πρέπει για τους κυκλικούς
χορούς· εσείς όμως, που έχετε οριστεί κριτές όχι απλώς κυκλικών χορών
αλλά νόμων και πολιτικής αρετής, θα δώσετε τις ηθικές αμοιβές,
ερχόμενοι σε σύγκρουση με τους νόμους, και όχι σε λίγους και στους
άξιους αλλά σ᾽ αυτόν που τα κατάφερε με μηχανορραφίες;

[233] Εξάλλου, ο δικαστής που θα κρίνει κατ᾽ αυτόν τον τρόπο θα βγει από
το δικαστήριο έχοντας κάνει τον εαυτό του ανίσχυρο, τον πολιτικό ισχυρό.
Γιατί σε μια δημοκρατούμενη πόλη ο απλός πολίτης είναι βασιλιάς με τον
νόμο και την ψήφο του. Όταν όμως παραχωρήσει αυτά σε κάποιον άλλον,
τότε καταργεί μόνος του τη δύναμή του. Έπειτα, ο όρκος που έχει δώσει
ως δικαστής τον ακολουθεί από κοντά και δεν τον αφήνει ήσυχο· γιατί
εξαιτίας του, κατά τη γνώμη μου, έχει γίνει το αδίκημα. Τελικά, η
ευγνωμοσύνη εκείνου χάρη του οποίου έχει γίνει η επιορκία είναι αδύνατο
να εκδηλωθεί, αφού η ψηφοφορία είναι μυστική.

[234] Εγώ τουλάχιστον, Αθηναίοι, έχω τη γνώμη ότι και τα δύο, τόσο ο
τρόπος με τον οποίο τα καταφέρνουμε όσο και το ότι βάζουμε σε κίνδυνο
το πολίτευμά μας, προδίδουν ότι δεν είμαστε σώφρονες. Γιατί το γεγονός
ότι στις σημερινές περιστάσεις σεις οι πολλοί εγκαταλείπετε στους λίγους
τις ισχυρές θέσεις της δημοκρατίας δεν το επιδοκιμάζω. Είμαστε όμως
τυχεροί που δεν μας έχουν παρουσιαστεί πολλοί πολιτικοί διεφθαρμένοι και
συνάμα τολμηροί. Γιατί παλαιότερα η πολιτεία έβγαλε τέτοιους
ανθρώπους, που τόσο εύκολα κατέλυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα· γιατί
ο λαός χαιρόταν να κολακεύεται, με αποτέλεσμα να χάνει την εξουσία, όχι
από αυτούς που φοβόταν αλλά από εκείνους που εμπιστευόταν.

[235] Μερικοί έγιναν μέλη των Τριάκοντα, που σκότωσαν χωρίς δίκη
περισσότερους από χίλιους πεντακόσιους πολίτες, πριν ακόμη ακούσουν
τις κατηγορίες για τις οποίες επρόκειτο να πεθάνουν· δεν επέτρεπαν τους
συγγενείς να παρευρεθούν ούτε και στην ταφή και στην εκφορά των
νεκρών. Δεν θέλετε να έχετε τους πολιτικούς υπό τον έλεγχό σας; Δεν θα
διώξετε ταπεινωμένους τους νυν επηρμένους; Δεν θυμάστε ότι κανείς ως
τώρα δεν επιχείρησε να καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα, πριν η
δύναμή του υπερισχύσει αυτήν των δικαστηρίων;

[236] Ευχαρίστως θα αναλογιζόμουν, Αθηναίοι, ενώπιόν σας, μαζί με τον


εισηγητή του ψηφίσματος, για ποιές ευεργεσίες θεωρεί τον Δημοσθένη
άξιο για στεφάνι. Αν επικαλεστείς, Κτησιφώντα, αυτό που πρότεινες στην
αρχή του ψηφίσματός σου, ότι καθάρισε τις τάφρους γύρω από τα τείχη,
εκπλήσσομαι με σένα. Γιατί το ότι έχει γίνει αίτιος να φτιαχτούν αυτά
εμπεριέχει μεγαλύτερη μομφή παρά έπαινο για την καλή δουλειά που
τελείωσε. Γιατί ο σωστός πολιτικός δεν πρέπει να ζητά ανταμοιβή για τη
διάνοιξη τάφρων γύρω από τα τείχη, πολύ περισσότερο για την
καταστροφή δημόσιων τάφων, αλλά για την προσφορά κάποιας καλής
υπηρεσίας προς την πόλη.

[237] Αν προχωρήσεις στο δεύτερο μέρος του ψηφίσματός σου, στο οποίο
έχεις το θράσος και γράφεις ότι ο Δημοσθένης είναι έντιμος πολίτης και
συνεχώς επιδιώκει με λόγια και με έργα το καλύτερο για τον αθηναϊκό λαό,
ἀφελὼν τὴν ἀλαζονείαν καὶ τὸν κόμπον τοῦ ψηφίσματος ἅψαι τῶν ἔργων,
ἐπίδειξον ἡμῖν ὅ τι λέγεις. Τὰς μὲν γὰρ περὶ τοὺς Ἀμφισσέας καὶ τοὺς Εὐβοέας
δωροδοκίας παραλείπω· ὅταν δὲ τῆς πρὸς Θηβαίους συμμαχίας τὰς αἰτίας
ἀνατιθῇς Δημοσθένει, τοὺς μὲν ἀγνοοῦντας ἐξαπατᾷς, τοὺς δ᾽ εἰδότας καὶ
αἰσθανομένους ὑβρίζεις. Ἀφελὼν γὰρ τὸν καιρὸν καὶ τὴν δόξαν τὴν τούτων, δι᾽ ἣν
ἐγένετο ἡ συμμαχία, λανθάνειν οἴει τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα Δημοσθένει περιτιθείς.

[238] Ἡλίκον δ᾽ ἐστὶ τὸ ἀλαζόνευμα τοῦτο, ἐγὼ πειράσομαι μεγάλῳ σημείῳ


διδάξαι. Ὁ γὰρ τῶν Περσῶν βασιλεὺς οὐ πολλῷ χρόνῳ πρὸ τῆς Ἀλεξάνδρου
διαβάσεως εἰς τὴν Ἀσίαν κατέπεμψε τῷ δήμῳ καὶ μάλα ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον
ἐπιστολὴν ἐν ᾖ τά τε δὴ ἄλλα καὶ μάλ᾽ ἀπαιδεύτως διελέχθη, καὶ ἐπὶ τελευτῆς
ἐνέγραψεν ἐν τῇ ἐπιστολῇ, «ἐγώ» φησιν «ὑμῖν χρυσίον οὐ δώσω· μή με αἰτεῖτε· οὐ
γὰρ λήψεσθε.»

[239] Οὗτος μέντοι ὁ αὐτὸς ἐγκαταληφθεὶς ὑπὸ τῶν νυνὶ παρόντων αὐτῷ
κινδύνων, οὐκ αἰτούντων Ἀθηναίων, αὐτὸς ἑκὼν κατέπεμψε τριακόσια τάλαντα
τῷ δήμῳ, ἃ σωφρονῶν οὐκ ἐδέξατο. Ὁ δὲ κομίζων ἦν τὸ χρυσίον καιρὸς καὶ φόβος
καὶ χρεία συμμάχων. Τὸ δὲ αὐτὸ τοῦτο καὶ τὴν Θηβαίων συμμαχίαν ἐξειργάσατο.
Σὺ δὲ τὸ μὲν τῶν Θηβαίων ὄνομα καὶ τὸ τῆς δυστυχεστάτης συμμαχίας ἐνοχλεῖς
ἀεὶ λέγων, τὰ δ᾽ ἑβδομήκοντα τάλαντα ὑποσιωπᾷς, ἃ προλαβὼν τοῦ βασιλικοῦ
χρυσίου ἀπεστέρηκας.

[240] Οὐ δι᾽ ἔνδειαν χρημάτων ἕνεκα μὲν πέντε ταλάντων οἱ ξένοι Θηβαίοις τὴν
ἄκραν οὐ παρέδοσαν; διὰ ἐννέα δὲ τάλαντα ἀργυρίου πάντων Ἀρκάδων
ἐξεληλυθότων καὶ τῶν ἡγεμόνων ἑτοίμων ὄντων βοηθεῖν, ἡ πρᾶξις οὐ γεγένηται;
σὺ δὲ πλουτεῖς καὶ ταῖς ἡδοναῖς ταῖς σαυτοῦ χορηγεῖς. Καὶ τὸ κεφάλαιον, τὸ μὲν
βασιλικὸν χρυσίον παρὰ τούτῳ, οἱ δὲ κίνδυνοι παρ᾽ ὑμῖν.

[241] Ἄξιον δ᾽ ἐστὶ καὶ τὴν ἀπαιδευσίαν αὐτῶν θεωρῆσαι. Εἰ γὰρ τολμήσει
Κτησιφῶν μὲν Δημοσθένην παρακαλεῖν λέξοντα εἰς ὑμᾶς, οὗτος δ᾽ ἀναβὰς
ἑαυτὸν ἐγκωμιάσει, βαρύτερον τῶν ἔργων ὧν πεπόνθαμεν τὸ ἀκρόαμα γίγνεται.
Ὅπου γὰρ τοὺς μὲν ὄντως ἄνδρας ἀγαθοὺς οἷς πολλὰ καὶ καλὰ σύνισμεν ἔργα,
τοὺς καθ᾽ ἑαυτῶν ἐπαίνους ἐὰν λέγωσιν, οὐ φέρομεν· ὅταν δὲ ἄνθρωπος αἰσχύνη
τῆς πόλεως γεγονὼς ἑαυτὸν ἐγκωμιάζῃ, τίς ἂν τὰ τοιαῦτα καρτερήσειεν ἀκούων;

[242] Ἀπὸ μὲν οὖν τῆς ἀναισχύντου πραγματείας, ἐὰν σωφρονῇς, ἀποστήσῃ,
ποίησαι δέ, ὦ Κτησιφῶν, διὰ σαυτοῦ τὴν ἀπολογίαν. Οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε
σκήψῃ ὡς οὐ δυνατὸς εἶ λέγειν. Καὶ γὰρ ἂν ἄτοπόν σοι συμβαίνοι, εἰ πρώην μέν
ποθ᾽ ὑπέμεινας πρεσβευτὴς ὡς Κλεοπάτραν τὴν Φιλίππου θυγατέρα
χειροτονεῖσθαι, συναχθεσθησόμενος ἐπὶ τῇ τοῦ Μολοττῶν βασιλέως Ἀλεξάνδρου
τελευτῇ, νυνὶ δὲ οὐ φήσεις δύνασθαι λέγειν. Ἔπειτα γυναῖκα μὲν ἀλλοτρίαν
πενθοῦσαν δύνασαι παραμυθεῖσθαι, γράψας δὲ μισθοῦ ψήφισμα οὐκ ἀπολογήσῃ;
αφαίρεσε τον στόμφο και την κομπορρημοσύνη από το ψήφισμα, πιάσε τα
έργα και δείξε μας τι εννοείς. Την περίπτωση του χρηματισμού σχετικά με
τους Αμφισσείς και τους Ευβοείς τους παραλείπω· όταν όμως αποδίδεις
στις ενέργειες του Δημοσθένη τη συμμαχία της πόλης με τη Θήβα,
εξαπατάς τους ανίδεους και προσβάλλεις τους γνώστες και όσους έχουν
αντίληψη των πραγμάτων. Γιατί, με το να μην αναφέρεις την κρισιμότητα
της κατάστασης και τη γνώμη των πολιτών, που συνετέλεσε στη σύναψη
της συμμαχίας, νομίζεις πως δεν θα αντιληφθούμε ότι περιβάλλεις τον
Δημοσθένη με το κύρος που ανήκει στην πόλη.

[238] Πόσο μεγάλη είναι η απάτη αυτή εγώ θα προσπαθήσω να αποδείξω


με ατράνταχτο επιχείρημα. Λίγο καιρό πριν περάσει ο Αλέξανδρος στην
Ασία, ο βασιλιάς των Περσών έστειλε στην πόλη πολύ προσβλητική και
βάρβαρη επιστολή, στην οποία, ανάμεσα στα άλλα που έλεγε με πολύ
άξεστο τρόπο κατέληγε: «δεν πρόκειται να σας δώσω χρήματα· μη μου
ζητάτε· δεν θα τα πάρετε».

[239] Ωστόσο, ο ίδιος αυτός άνθρωπος, εγκλωβισμένος στους σημερινούς


κινδύνους που τώρα τον απειλούν, έστειλε με δική του πρωτοβουλία και
όχι με αίτηση των Αθηναίων τριακόσια τάλαντα στην πόλη, που συνετά
σκέφθηκε και δεν τα αποδέχτηκε. Οι λόγοι που έφεραν τα χρήματα εδώ
ήταν η κρισιμότητα, ο φόβος και η ανάγκη για συμμάχους. Οι ίδιοι λόγοι
ακριβώς ήταν εκείνοι που συνετέλεσαν στη σύναψη συμμαχίας με τη Θήβα.
Συ όμως μας έχεις ζαλίσει, κάνοντας συνεχώς λόγο για τους Θηβαίους και
την ατυχέστατη συμμαχία, ενώ αποσιωπάς τα εβδομήντα τάλαντα που
πρόλαβες και άρπαξες από τα χρήματα του βασιλιά.

[240] Δεν ήταν η έλλειψη χρημάτων, συγκεκριμένα πέντε ταλάντων, που οι


μισθοφόροι αρνήθηκαν να παραδώσουν στους Θηβαίους την ακρόπολη;
Μήπως για εννιά τάλαντα δεν ματαιώθηκε η επιχείρηση, όταν όλοι οι
Αρκάδες είχαν κινητοποιηθεί και οι αρχηγοί τους ήταν έτοιμοι να
βοηθήσουν; Εσύ όμως, Δημοσθένη, είσαι πλούσιος και ξοδεύεις για τις
απολαύσεις σου. Με δυο λόγια, το χρυσάφι του βασιλιά προοριζόταν για
τον Δημοσθένη, οι κίνδυνοι για σας.

[241] Αξίζει όμως να παρατηρήσουμε την ξιπασιά τους. Εάν δηλαδή


τολμήσει ο Κτησιφών να καλέσει τον Δημοσθένη να μιλήσει σε σας, και
αυτός ανεβεί στο βήμα και αρχίσει να εγκωμιάζει τον εαυτό του, αυτά που
θα ακούσουμε θα είναι πιο ενοχλητικά από τα όσα έχουμε πάθει από αυτόν.
Γιατί τη στιγμή που δεν ανεχόμαστε να επαινούν τον εαυτό τους οι όντως
έντιμοι άνδρες για τους οποίους είμαστε σίγουροι ότι έχουν κάνει πολλά
και ωραία κατορθώματα, ποιος θα ανεχόταν να ακούει τέτοιους επαίνους,
όταν εγκωμιάζει τον εαυτό του ένας άνθρωπος που υπήρξε ντροπή της
πόλης;

[242] Αν έχεις μυαλό, Κτησιφώντα, μακριά από μας τέτοια αδιάντροπη


ενέργεια· κάνε μόνος σου την απολογία για τον εαυτό σου. Γιατί,
προφανώς, δεν θα προβάλεις την δικαιολογία ότι δεν έχεις την ικανότητα
να μιλάς. Καθόσον δεν συμβιβάζεται από τη μια να έχεις δεχτεί πριν από
λίγο να εκλεγείς απεσταλμένος για την Κλεοπάτρα, τη θυγατέρα του
Φιλίππου, για να τη συλλυπηθείς για τον θάνατο του Αλέξανδρου, του
βασιλιά των Μολοσσών, και τώρα να λες ότι δεν έχεις την ικανότητα να
μιλάς. Μπορείς να παρηγορείς μια ξένη γυναίκα που πενθεί και δεν είσαι σε
θέση να υποστηρίξεις το ψήφισμα που πρότεινες για ανταμοιβή; Δεν είναι
αστείο;
[243] ἢ τοιοῦτός ἐστιν ὃν γέγραφας στεφανοῦσθαι οἷος μὴ γιγνώσκεσθαι ὑπὸ τῶν
εὖ πεπονθότων, ἂν μή τίς σοι συνείπῃ; ἐπερώτησον δὴ τοὺς δικαστὰς εἰ
ἐγίγνωσκον Χαβρίαν καὶ Ἰφικράτην καὶ Τιμόθεον, καὶ πυθοῦ παρ᾽ αὐτῶν διὰ τί
τὰς δωρεὰς αὐτοῖς ἔδοσαν καὶ τὰς εἰκόνας ἔστησαν. Ἅπαντες γὰρ ἅμα
ἀποκρινοῦνται ὅτι Χαβρίᾳ μὲν διὰ τὴν περὶ Νάξον ναυμαχίαν, Ἰφικράτει δὲ ὅτι
μόραν Λακεδαιμονίων ἀπέκτεινε, Τιμοθέῳ δὲ διὰ τὸν περίπλουν τὸν εἰς
Κέρκυραν, καὶ ἄλλοις, ὧν ἑκάστῳ πολλὰ καὶ καλὰ κατὰ πόλεμον ἔργα
πέπρακται.

[244] Δημοσθένει δ᾽ ἀντεροῦ διὰ τί; ὅτι δωροδόκος, ὅτι δειλός, ὅτι τὴν τάξιν ἔλιπε;
καὶ πότερον τοῦτον τιμήσετε, ἢ ὑμᾶς αὐτοὺς ἀτιμωρήτους ἐάσετε καὶ τοὺς ὑπὲρ
ὑμῶν ἐν τῇ μάχῃ τελευτήσαντας; οὓς νομίσαθ᾽ ὁρᾶν σχετλιάζοντας, εἰ οὗτος
στεφανωθήσεται. Καὶ γὰρ ἂν εἴη δεινόν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εἰ τὰ μὲν ξύλα καὶ
τοὺς λίθους καὶ τὸν σίδηρον, τὰ ἄφωνα καὶ τὰ ἀγνώμονα, ἐάν τῳ ἐμπεσόντα
ἀποκτείνῃ, ὑπερορίζομεν, καὶ ἐάν τις αὑτὸν διαχρήσηται, τὴν χεῖρα τὴν τοῦτο
πράξασαν χωρὶς τοῦ σώματος θάπτομεν,

[245] Δημοσθένην δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸν γράψαντα μὲν τὴν πανυστάτην
ἔξοδον, προδόντα δὲ τοὺς στρατιώτας, τοῦτον ὑμεῖς τιμήσετε. Οὐκοῦν ὑβρίζονται
μὲν οἱ τελευτήσαντες, ἀθυμότεροι δὲ οἱ ζῶντες γίγνονται, ὁρῶντες τῆς ἀρετῆς
ἆθλον τὸν θάνατον κείμενον, τὴν δὲ μνήμην ἐπιλείπουσαν· τὸ δὲ μέγιστον,
ἐπερωτῶσιν ὑμᾶς οἱ νεώτεροι πρὸς ὁποῖον χρὴ παράδειγμα αὐτοὺς τὸν βίον
ποιεῖσθαι.

[246] Εὖ γὰρ ἴστε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι οὐχ αἱ παλαῖστραι οὐδὲ τὰ διδασκαλεῖα
οὐδ᾽ ἡ μουσικὴ μόνον παιδεύει τοὺς νέους, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον τὰ δημόσια
κηρύγματα. Κηρύττεταί τις ἐν τῷ θεάτρῳ ὅτι στεφανοῦται ἀρετῆς ἕνεκα καὶ
ἀνδραγαθίας καὶ εὐνοίας, ἄνθρωπος ἀσχημονῶν τῷ βίῳ καὶ βδελυρός· ὁ δέ γε
νεώτερος ταῦτ᾽ ἰδὼν διεφθάρη. Δίκην τις δέδωκε πονηρὸς καὶ πορνοβοσκός,
ὥσπερ Κτησιφῶν· οἱ δέ γε ἄλλοι πεπαίδευνται. Τἀναντία τις ψηφισάμενος τῶν
καλῶν καὶ δικαίων, ἐπανελθὼν οἴκαδε παιδεύει τὸν υἱόν· ὁ δέ γε εἰκότως οὐ
πείθεται, ἀλλὰ τὸ νουθετεῖν ἐνοχλεῖν ἐνταῦθα ἤδη δικαίως ὀνομάζεται.

[247] Ὡς οὖν μὴ μόνον κρίνοντες, ἀλλὰ καὶ θεωρούμενοι, οὕτω τὴν ψῆφον φέρετε,
εἰς ἀπολογισμὸν τοῖς νῦν μὲν οὐ παροῦσι τῶν πολιτῶν, ἐπερησομένοις δὲ ὑμᾶς τί
ἐδικάζετε. Εὖ γὰρ ἴστε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι τοιαύτη δόξει ἡ πόλις εἶναι ὁποῖός
τις ἂν ᾖ ὁ κηρυττόμενος· ἔστι δὲ ὄνειδος μὴ τοῖς προγόνοις ὑμᾶς, ἀλλὰ τῇ
Δημοσθένους ἀνανδρίᾳ προσεικασθῆναι. Πῶς οὖν ἄν τις τὴν τοιαύτην αἰσχύνην
ἐκφύγοι;

[248] ἐὰν τοὺς προκαταλαμβάνοντας τὰ κοινὰ καὶ φιλάνθρωπα τῶν ὀνομάτων,


ἀπίστους ὄντας τοῖς ἤθεσι, φυλάξησθε. Ἡ γὰρ εὔνοια καὶ τὸ τῆς δημοκρατίας
[243] Ή μήπως αυτός που έχεις προτείνει να στεφανωθεί είναι άγνωστος
στους ευεργετηθέντες; Εκτός και αν χρειάζεσαι συνήγορο. Ρώτησε λοιπόν
τους δικαστές αν ήξεραν τον Χαβρία, τον Ιφικράτη και τον Τιμόθεο και
μάθε από αυτούς για ποιο λόγο έδωσαν σ᾽ αυτούς δωρεές και έστησαν
προς τιμήν τους ανδριάντες. Όλοι θα απαντήσουν με ένα στόμα ότι τον
μεν Χαβρία τίμησαν για τη ναυμαχία στη Νάξο, τον δε Ιφικράτη επειδή
εξολόθρεψε στρατιωτική μονάδα των Λακεδαιμονίων, και τον Τιμόθεο για
τον περίπλου στην Κέρκυρα. Και σε άλλους δόθηκαν τιμές για τα πολλά και
ωραία κατορθώματα του καθενός στους πολέμους.

[244] Ρώτησέ τους τώρα γιατί να τιμηθεί ο Δημοσθένης. Επειδή


χρηματίζεται; Επειδή είναι δειλός; Επειδή λιποτάκτησε; Και σας ρωτώ. Θα
τιμήσετε αυτόν ή θα αφήσετε χωρίς εκδίκηση τους εαυτούς σας και τους
πεσόντες στη μάχη για χάρη σας; Φανταστείτε πως τους βλέπετε να
αγανακτούν, αν αυτός τιμηθεί με στεφάνι. Πράγματι, θα ήταν φοβερό,
Αθηναίοι, που, ενώ τα ξύλα, τις πέτρες και τα σιδερικά, πράγματα άφωνα
και άψυχα, αν πέσουν και σκοτώσουν κάποιον, τα πετάμε έξω από τα
σύνορα, και, αν κάποιος αυτοκτονήσει, θάβουμε χωριστά από το υπόλοιπο
σώμα το χέρι που έκανε την πράξη αυτή,

[245] θα τιμήσετε, Αθηναίοι, τον Δημοσθένη, που πρότεινε την ύστατη


αυτή εκστρατεία και πρόδωσε τους στρατιώτες! Σε μια τέτοια περίπτωση
οι νεκροί περιφρονούνται, ενώ οι ζώντες απογοητεύονται όταν βλέπουν ότι
η ανταμοιβή της παλικαριάς είναι ο θάνατος και, όταν πεθάνουν, κανείς
δεν τους θυμάται πια. Και το πιο σπουδαίο· σας ρωτούν οι νεότεροι ποιον
πρέπει να έχουν ως παράδειγμα στη ζωή τους.

[246] Γιατί γνωρίζετε καλά, Αθηναίοι, ότι δεν είναι μόνο οι παλαίστρες
ούτε και τα διδασκαλεία ούτε και η μουσική που μορφώνουν τους νέους
αλλά πολύ περισσότερο η δημόσια επιβράβευση των ενάρετων ανδρών. Για
παράδειγμα· αναγγέλλει στο θέατρο ο κήρυκας ότι στεφανώνεται κάποιος
για την αρετή του, την ανδραγαθία και τη φιλοπατρία του, ενώ ζει βίο
ακόλαστο και βδελυρό· οι νέοι, τουλάχιστον, που θα δουν αυτό
διαφθείρονται· αντίθετα, τιμωρείται κάποιος κακοήθης και πορνοβοσκός,
όπως ο Κτησιφών· οι υπόλοιποι έχουν πάρει το μάθημά τους. Αν κάποιος
δικαστής ψηφίσει αντίθετα προς κάθε ηθικό και δίκαιο και, γυρίζοντας
σπίτι του, προσπαθεί να διαπαιδαγωγήσει τον γιο του, αυτός εύλογα
αρνείται να υπακούσει· έτσι, στην προκειμένη περίπτωση η νουθεσία
καταντά δίκαια να θεωρείται ενόχληση.

[247] Γι᾽ αυτό, ψηφίστε όχι μόνο ως κρίνοντες αλλά και ως άνθρωποι που
θα κριθείτε, ώστε να μπορείτε να απολογηθείτε στους πολίτες που τώρα
απουσιάζουν αλλά που θα σας ρωτήσουν ποια απόφαση πήρατε. Γιατί, να
είστε σίγουροι, Αθηναίοι, ότι, ό,τι λογής είναι αυτός που στεφανώνεται,
ανάλογη θα είναι και η εντύπωση που θα σχηματιστεί για την πόλη. Και
είναι ντροπή για σας να σας παρομοιάσουν όχι με τους προγόνους σας
αλλά με τον άνανδρο τον Δημοσθένη. Πώς λοιπόν θα μπορούσε κανείς να
αποφύγει μια τέτοια ντροπή;
[248] Πολύ απλά, εάν φυλαχθείτε από ανθρώπους που οικειοποιούνται τα
ονόματα των φίλων του λαού και των φιλανθρώπων, ενώ λόγω του
χαρακτήρα τους είναι αναξιόπιστοι. Γιατί, ενώ η έννοια της φιλοπατρίας
και της δημοκρατίας
ὄνομα κεῖται μὲν ἐν μέσῳ, φθάνουσι δ᾽ ἐπ᾽ αὐτὰ καταφεύγοντες τῷ λόγῳ ὡς ἐπὶ
τὸ πολὺ οἱ τοῖς ἔργοις πλεῖστον ἀπέχοντες.

[249] Ὅταν οὖν λάβητε ῥήτορα στεφάνων καὶ κηρυγμάτων ἐν τοῖς Ἕλλησιν
ἐπιθυμοῦντα, ἐπανάγειν αὐτὸν κελεύετε τὸν λόγον, ὥσπερ καὶ τὰς βεβαιώσεις
τῶν κτημάτων ὁ νόμος κελεύει ποιεῖσθαι, εἰς βίον ἀξιόχρεων καὶ τρόπον
σώφρονα. Ὅτῳ δὲ ταῦτα μὴ μαρτυρεῖται, μὴ βεβαιοῦτε αὐτῷ τοὺς ἐπαίνους, καὶ
τῆς δημοκρατίας ἐπιμελήθητε ἤδη διαφευγούσης ὑμᾶς.

[250] Ἢ οὐ δεινὸν ὑμῖν εἶναι δοκεῖ, εἰ τὸ μὲν βουλευτήριον καὶ ὁ δῆμος παρορᾶται,
αἱ δ᾽ ἐπιστολαὶ καὶ αἱ πρεσβεῖαι ἀφικνοῦνται εἰς ἰδιωτικὰς οἰκίας, οὐ παρὰ τῶν
τυχόντων ἀνθρώπων, ἀλλὰ παρὰ τῶν πρωτευόντων ἐν τῇ Ἀσίᾳ καὶ τῇ Εὐρώπῃ;
καὶ ἐφ᾽ οἷς ἐστιν ἐκ τῶν νόμων ζημία θάνατος, ταῦτά τινες οὐκ ἐξαρνοῦνται
πράττειν, ἀλλ᾽ ὁμολογοῦσιν ἐν τῷ δήμῳ, καὶ τὰς ἐπιστολὰς ἀλλήλοις
παραναγιγνώσκουσιν· παρακελεύονται δ᾽ ὑμῖν οἱ μὲν βλέπειν εἰς τὰ ἑαυτῶν
πρόσωπα ὡς φύλακες τῆς δημοκρατίας, ἕτεροι δ᾽ αἰτοῦσι δωρεὰς ὡς σωτῆρες τῆς
πόλεως ὄντες.

[251] Ὁ δὲ δῆμος ἐκ τῆς ἀθυμίας τῶν συμβεβηκότων ὥσπερ παραγεγηρακὼς ἢ


παρανοίας ἑαλωκὼς αὐτὸ μόνον τοὔνομα τῆς δημοκρατίας περιποιεῖται, τῶν δ᾽
ἔργων ἑτέροις παρακεχώρηκεν. Ἔπειτ᾽ ἀπέρχεσθε ἐκ τῶν ἐκκλησιῶν οὐ
βουλευσάμενοι, ἀλλ᾽ ὥσπερ ἐκ τῶν ἐράνων, τὰ περιόντα νειμάμενοι.

[252] Ὅτι δ᾽ οὐ ληρῶ, ἐκεῖθεν τὸν λόγον θεωρήσατε. Ἐγένετό τις, ἄχθομαι δὲ
πολλάκις μεμνημένος, ἀτυχία τῇ πόλει. Ἐνταῦθ᾽ ἀνὴρ ἰδιώτης ἐκπλεῖν μόνον εἰς
Σάμον ἐπιχειρήσας ὡς προδότης τῆς πατρίδος αὐθημερὸν ὑπὸ τῆς ἐξ Ἀρείου
πάγου βουλῆς θανάτῳ ἐζημιώθη. Ἕτερος δ᾽ ἐκπλεύσας ἰδιώτης εἰς Ῥόδον, ὅτι τὸν
φόβον ἀνάνδρως ἤνεγκε, πρώην ποτὲ εἰσηγγέλθη καὶ ἴσαι αἱ ψῆφοι αὐτῷ
ἐγένοντο· εἰ δὲ μία ψῆφος μετέπεσεν, ὑπερώριστ᾽ ἂν ἢ ἀπέθανεν.

[253] Ἀντιθῶμεν δὴ τὸ νυνὶ γιγνόμενον. Ἀνὴρ ῥήτωρ, ὁ πάντων τῶν κακῶν αἴτιος,
ἔλιπε μὲν τὴν ἀπὸ στρατοπέδου τάξιν, ἀπέδρα δ᾽ ἐκ τῆς πόλεως· οὗτος
στεφανοῦσθαι ἀξιοῖ καὶ κηρύττεσθαι οἴεται δεῖν. Οὐκ ἀποπέμψεσθε τὸν
ἄνθρωπον ὡς κοινὴν τῶν Ἑλλήνων συμφοράν; Ἢ συλλαβόντες ὡς λῃστὴν τῶν
πραγμάτων, ἐπ᾽ ὀνομάτων διὰ τῆς πολιτείας πλέοντα, τιμωρήσεσθε;

[254] καὶ τὸν καιρὸν μέμνησθε ἐν ᾧ τὴν ψῆφον φέρετε. Ἡμερῶν μὲν ὀλίγων
μέλλει τὰ Πύθια γίγνεσθαι καὶ τὸ συνέδριον τὸ τῶν Ἑλλήνων συλλέγεσθαι·
διαβέβληται δ᾽ ἡ πόλις ἐκ τῶν Δημοσθένους πολιτευμάτων περὶ τοὺς νυνὶ
καιρούς· δόξετε δ᾽ ἐὰν μὲν τοῦτον στεφανώσητε, ὁμογνώμονες εἶναι τοῖς
παραβαίνουσι τὴν κοινὴν εἰρήνην, ἐὰν δὲ τοὐναντίον τούτου πράξητε, ἀπολύσετε
τὸν δῆμον τῶν αἰτιῶν.
διεκδικείται εξίσου από όλους, τις οικειοποιούνται ως επί το πλείστον
καταφεύγοντας σε ρητορικά σχήματα εκείνοι που με τα έργα τους απέχουν
πάρα πολύ από αυτές.

[249] Όταν λοιπόν συναντήσετε πολιτικό να επιθυμεί στεφάνια και


ανακηρύξεις ενώπιον των Ελλήνων, διατάξτε τον να βασίσει το αίτημά του
στον έντιμο βίο και στον ακέραιο χαρακτήρα του, όπως ακριβώς ορίζει ο
νόμος να παρουσιάζει κανείς τις αποδείξεις για τις αγοραπωλησίες
κτημάτων. Όποιος δεν πιστοποιήσει αυτά, μην επιβεβαιώσετε τους
επαίνους και φροντίστε για τη δημοκρατία, που έχει ήδη γλιστρήσει μέσα
από τα χέρια σας.

[250] Ή μήπως έχετε τη γνώμη ότι δεν είναι φοβερό που η Βουλή και η
Εκκλησία του Δήμου περιφρονούνται και καταλήγουν σε σπίτια ιδιωτών οι
διπλωματικές επιστολές και αποστολές από πρόσωπα όχι τυχαία αλλά από
τα πρώτα ονόματα στην Ασία και στην Ευρώπη; Και μάλιστα πράξεις για
τις οποίες η ποινή σύμφωνα με τους νόμους είναι θάνατος δεν αρνούνται
κάποιοι ότι τις διαπράττουν, αλλά το παραδέχονται μπροστά στον λαό,
ενώ διαβάσουν ο ένας στον άλλον τις επιστολές και τις συγκρίνουν. Άλλοι
πάλι σας προτρέπουν να προσβλέπετε σ᾽ αυτούς σαν σε φύλακες της
δημοκρατίας, και άλλοι αξιώνουν δωρεές σαν να είναι τάχα σωτήρες της
πόλης.

[251] Έτσι ο λαός απογοητευμένος από τα όσα έχουν συμβεί, σαν να έχει
γεράσει πριν την ώρα του ή ξεμωραθεί, κρατά για τον εαυτό του μόνο το
όνομα της δημοκρατίας, ενώ τη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων την
έχει παραχωρήσει σε άλλους. Έτσι, αποχωρείτε κάθε φορά από τις
συνελεύσεις όχι ως άνθρωποι που πήρατε αποφάσεις, αλλά σαν να έχετε
μοιράσει μεταξύ σας τα απομεινάρια συμποσίου.

[252] Ότι δεν φλυαρώ εξετάστε το επιχείρημά μου με βάση τα εξής:


Συνέβη —στενοχωριέμαι που το θυμάμαι πολλές φορές— κάποια ατυχία
στην πόλη μας. Τότε ένας απλός πολίτης επιχείρησε απλώς να αποπλεύσει
για τη Σάμο· αυτός ο πολίτης ούτε λίγο ούτε πολύ την ίδια εκείνη ημέρα
δικάστηκε και καταδικάστηκε από τη Βουλή του Αρείου Πάγου σε θάνατο
ως προδότης της πατρίδας. Κάποιος άλλος απλός πολίτης, που είχε πάει
στη Ρόδο επειδή φέρθηκε άνανδρα μπροστά στον κίνδυνο, κατηγορήθηκε
πριν από λίγο καιρό για δημόσιο αδίκημα. Οι ψήφοι, αθωωτικές και
καταδικαστικές, μοιράστηκαν· εάν όμως έπεφτε έστω και μία ψήφος στις
καταδικαστικές, θα εξοριζόταν ή θα εκτελούνταν.

[253] Ας συγκρίνουμε λοιπόν με αυτά αυτό που γίνεται σήμερα. Ένας


πολιτικός άνδρας, ο αίτιος όλων των κακών, εγκατέλειψε τη θέση του στη
μάχη και δραπέτευσε από την πόλη. Αυτός ο άνθρωπος αξιώνει να
στεφανωθεί και νομίζει ότι πρέπει να γίνει η ανακήρυξή του στο θέατρο.
Δεν θα στείλετε στον αγύριστο αυτόν τον άνθρωπο ως κοινή συμφορά των
Ελλήνων; Δεν θα συλλάβετε ως πειρατή της πολιτικής και δεν θα
τιμωρήσετε αυτόν που πλέει με την τέχνη των λόγων πάνω στη θάλασσα
της πολιτείας;
[254] Τώρα που θα πάρετε την απόφαση, να λάβετε υπόψη σας και την
εποχή. Σε λίγες ημέρες πρόκειται να αρχίσουν τα Πύθια και να συγκληθεί
το συνέδριο των Ελλήνων. Εξαιτίας της πολιτικής του Δημοσθένη σχετικά
με τη σημερινή περίσταση, η πόλη έχει διαβληθεί. Εάν τον στεφανώσετε,
θα δώσετε την εντύπωση ότι είστε σύμφωνοι με όσους παραβιάζουν την
κοινή ειρήνη· εάν όμως κάνετε το αντίθετο, θα απαλλάξετε τον λαό από
αυτές τις κατηγορίες.
[255] Μὴ οὖν ὡς ὑπὲρ ἀλλοτρίας ἀλλ᾽ ὡς ὑπὲρ οἰκείας τῆς πόλεως βουλεύεσθε,
καὶ τὰς φιλοτιμίας μὴ νέμετε, ἀλλὰ κρίνετε, καὶ τὰς δωρεὰς εἰς βελτίω σώματα
καὶ ἄνδρας ἀξιολογωτέρους ἀπόθεσθε, καὶ μὴ μόνον τοῖς ὠσίν, ἀλλὰ καὶ τοῖς
ὄμμασι διαβλέψαντες εἰς ὑμᾶς αὐτοὺς βουλεύσασθε τίνες ὑμῶν εἰσιν οἱ
βοηθήσοντες Δημοσθένει, πότερον οἱ συγκυνηγέται, ἢ οἱ συγγυμνασταὶ αὐτοῦ,
ὅτ᾽ ἦν ἐν ἡλικίᾳ; Ἀλλὰ μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον οὐχ ὗς ἀγρίους κυνηγετῶν, οὐδὲ
τῆς τοῦ σώματος εὐεξίας ἐπιμελόμενος, ἀλλ᾽ ἐπασκῶν τέχνας ἐπὶ τοὺς τὰς οὐσίας
κεκτημένους διαγεγένηται.

[256] Ἀλλ᾽ εἰς τὴν ἀλαζονείαν ἀποβλέψαντες, ὅταν φῇ Βυζαντίους μὲν ἐκ τῶν
χειρῶν πρεσβεύσας ἐξελέσθαι τῶν Φιλίππου, ἀποστῆσαι δὲ Ἀκαρνᾶνας, ἐκπλῆξαι
δὲ Θηβαίους δημηγορήσας· οἴεται γὰρ ὑμᾶς εἰς τοσοῦτον εὐηθείας ἤδη
προβεβηκέναι ὥστε καὶ ταῦτα ἀναπεισθήσεσθαι, ὥσπερ Πειθὼ τρέφοντας, ἀλλ᾽
οὐ συκοφάντην ἄνθρωπον ἐν τῇ πόλει.

[257] Ὅταν δ᾽ ἐπὶ τελευτῆς ἤδη τοῦ λόγου συνηγόρους τοὺς κοινωνοὺς αὑτῷ τῶν
δωροδοκημάτων παρακαλῇ, ὑπολαμβάνετε ὁρᾶν ἐπὶ τοῦ βήματος, οὗ νῦν
ἑστηκὼς ἐγὼ λέγω, ἀντιπαρατεταγμένους πρὸς τὴν τούτων ἀσέλγειαν τοὺς τῆς
πόλεως εὐεργέτας, Σόλωνα μὲν τὸν καλλίστοις νόμοις κοσμήσαντα τὴν
δημοκρατίαν, ἄνδρα φιλόσοφον καὶ νομοθέτην ἀγαθόν, σωφρόνως, ὡς προσῆκον
αὐτῷ, δεόμενον ὑμῶν μηδενὶ τρόπῳ τοὺς Δημοσθένους λόγους περὶ πλείονος
ποιήσασθαι τῶν ὅρκων καὶ τῶν νόμων,

[258] Ἀριστείδην δὲ τὸν τοὺς φόρους τάξαντα τοῖς Ἕλλησιν, οὗ τελευτήσαντος τὰς
θυγατέρας ἐξέδωκεν ὁ δῆμος, σχετλιάζοντα ἐπὶ τῷ τῆς δικαιοσύνης
προπηλακισμῷ, καὶ ἐπερωτῶντα εἰ οὐκ αἰσχύνεσθε, εἰ οἱ μὲν πατέρες ὑμῶν
Ἄρθμιον τὸν Ζελείτην κομίσαντα εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸ ἐκ Μήδων χρυσίον,
ἐπιδημήσαντα εἰς τὴν πόλιν, πρόξενον ὄντα τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων, παρ᾽ οὐδὲν
μὲν ἦλθον ἀποκτεῖναι, ἐξεκήρυξαν δ᾽ ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἐξ ἁπάσης ἧς ἄρχουσιν
Ἀθηναῖοι,

[259] ὑμεῖς δὲ Δημοσθένην, οὐ κομίσαντα τὸ ἐκ Μήδων χρυσίον, ἀλλὰ


δωροδοκήσαντα καὶ ἔτι καὶ νῦν κεκτημένον, χρυσῷ στεφάνῳ μέλλετε στεφανοῦν.
Θεμιστοκλέα δὲ καὶ τοὺς ἐν Μαραθῶνι τελευτήσαντας καὶ τοὺς ἐν Πλαταιαῖς καὶ
αὐτοὺς τοὺς τάφους τοὺς τῶν προγόνων οὐκ οἴεσθε στενάξειν, εἰ ὁ μετὰ τῶν
βαρβάρων ὁμολογῶν τοῖς Ἕλλησιν ἀντιπράττειν στεφανωθήσεται;

[260] Ἐγὼ μὲν οὖν, ὦ γῆ καὶ ἥλιε καὶ ἀρετὴ καὶ σύνεσις καὶ παιδεία, ᾗ
διαγιγνώσκομεν τὰ καλὰ καὶ τὰ αἰσχρά, βεβοήθηκα καὶ εἴρηκα. Καὶ εἰ μὲν καλῶς
καὶ ἀξίως τοῦ ἀδικήματος κατηγόρηκα, εἶπον ὡς ἐβουλόμην, εἰ δὲ ἐνδεεστέρως,
ὡς ἐδυνάμην. Ὑμεῖς δὲ καὶ ἐκ τῶν εἰρημένων λόγων καὶ ἐκ τῶν παραλειπομένων
αὐτοὶ τὰ δίκαια καὶ τὰ συμφέροντα ὑπὲρ τῆς πόλεως ψηφίσασθε.
[255] Να σκέφτεστε λοιπόν όχι σαν να πρόκειται για ξένη πόλη αλλά για τη
δική σας· μη χορηγείτε τιμητικές διακρίσεις επιπόλαια αλλά ύστερα από
σοβαρή εξέταση· φυλάξτε τις δωρεές σας για καλύτερα άτομα και πιο
αξιόλογους ανθρώπους· τέλος, σκεφτείτε με βάση όχι μόνο όσα θα
ακούσετε αλλά και όσα θα δείτε, αν κοιτάξετε ο ένας στα μάτια του άλλου,
ποιοι από σας είναι αυτοί που θα υποστηρίξουν τον Δημοσθένη· μήπως οι
σύντροφοί του στο κυνήγι ή στα γυμναστήρια, όταν ήταν νέος; Αλλά, μα
τον Ολύμπιο Δία, αυτός έχει περάσει όλη τη ζωή του όχι κυνηγώντας
αγριογούρουνα ούτε και φροντίζοντας για τη σωματική του ευεξία, αλλά
ασκώντας την τέχνη του πάνω στους πλούσιους ανθρώπους.

[256] Αλλά μήπως θα τον βοηθήσετε επηρεαζόμενοι από την αλαζονεία


του; Γιατί θα ισχυριστεί ότι κατά τη διπλωματική αποστολή του στο
Βυζάντιο άρπαξε τους Βυζαντίους μέσα από τα χέρια του Φιλίππου, κίνησε
σε αποστασία τους Ακαρνάνες και άφησε με το στόμα ανοιχτό τους
Θηβαίους, όταν μίλησε σε ανοιχτή συγκέντρωση στη Θήβα. Γιατί πιστεύει
ότι βρίσκεστε πια σε τόσο προχωρημένο στάδιο αφέλειας, ώστε να
πιστέψετε ακόμη και αυτά, σαν να ανατρέφετε στην πόλη σας τη θεά
Πειθώ και όχι έναν συκοφάντη.

[257] Και, όταν πια στο τέλος της απολογίας του καλέσει ως συνηγόρους
του αυτούς που μετείχαν μαζί του στις δωροδοκίες, φανταστείτε ότι
βλέπετε επάνω στο βήμα, όπου τώρα έχω σταθεί εγώ και μιλώ, να είναι
παραταγμένοι εναντίον της αδιαντροπιάς αυτών των ανθρώπων οι
ευεργέτες της πόλης μας. Φανταστείτε τον Σόλωνα που κόσμησε τη
δημοκρατία με τους καλύτερους νόμους, τον φιλόσοφο και καλό νομοθέτη,
να σας παρακαλεί με σύνεση, όπως του ταιριάζει, να μη βάλετε με κανέναν
τρόπο σε ανώτερη μοίρα από τους όρκους και τους νόμους τα λόγια του
Δημοσθένη·

[258] φανταστείτε τον Αριστείδη, που όρισε τους φόρους στους συμμάχους
μας, του οποίου τις κόρες προίκισε μετά τον θάνατό του ο λαός, να
διαμαρτύρεται για τον προπηλακισμό της δικαιοσύνης και να σας ρωτάει
αν δεν ντρέπεστε που, ενώ οι πρόγονοί σας λίγο έλειψε να σκοτώσουν τον
Άρθμιο από τη Ζέλεια, τον πρόξενο του λαού της Αθήνας, όταν
επισκέφτηκε την πόλη μας, και τον κήρυξαν έκπτωτο όχι μόνο από την
πόλη αλλά από όλη την αθηναϊκή επικράτεια, επειδή είχε μεταφέρει στην
Ελλάδα περσικά χρήματα,

[259] εσείς σκοπεύετε να στεφανώσετε με χρυσό στεφάνι τον Δημοσθένη,


που δεν μετέφερε βέβαια τα περσικά χρήματα, αλλά δωροδοκήθηκε από
αυτά και τα έχει στην κατοχή του ακόμη και σήμερα. Νομίζετε ότι δεν θα
στενάξουν ο Θεμιστοκλής, οι πεσόντες στον Μαραθώνα και στις Πλαταιές
και αυτοί οι τάφοι των προγόνων μας, αν τιμηθεί με στεφάνι αυτός που
ομολογεί ότι συνεργάστηκε με τους βαρβάρους εναντίον των Ελλήνων;

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
[260] Εγώ λοιπόν, γη και ήλιε, αρετή και σύνεση και παιδεία, με την οποία
διακρίνουμε τα έντιμα από τα αισχρά, έχω υπερασπιστεί την πόλη και ό,τι
είχα να πω το είπα. Και, αν έχω αναπτύξει το κατηγορητήριό μου σωστά
και αντάξια προς το μέγεθος του αδικήματος, τότε μίλησα όπως
επιθυμούσα· εάν όμως έχω υστερήσει, τότε μίλησα όπως μπορούσα. Εσείς
τώρα, με βάση αυτά που έχω πει και έχω παραλείψει, εκδώστε
ανεπηρέαστα την ετυμηγορία σας, όπως απαιτεί το δίκαιο και το συμφέρον
της πόλης.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο Αἰσχίνης (389-314 π.Χ.) ήταν αρχαίος ρήτορας, που συγκαταλέγεται στον κανόνα των δέκα
κορυφαίων αττικών ρητόρων. Η δράση του ταυτίζεται με την περίοδο της ανόδου του Μακεδονικού
βασιλείου και της επεκτατικής πολιτικής του βασιλιά Φίλιππου που είχε διχάσει τους Αθηναίους σε
δύο παρατάξεις, την φιλομακεδονική που τον αντιμετώπιζε ευνοϊκά, και την εχθρική προς αυτόν που
ανησυχούσε μήπως ο Μακεδόνας βασιλιάς κινηθεί προς τη Νότιο Ελλάδα. Ήδη είχε εκδηλωθεί
σοβαρή κρίση στις σχέσεις της Αθήνας μαζί του όταν ο Φίλιππος το 357 κυρίευσε την Αμφίπολη και
άλλες πόλεις. Αλλά κατέστη σαφές στην Αθήνα ότι κινδύνευε άμεσα από τους Μακεδόνες, όταν
κυρίευσαν την Όλυνθο το 348. Τη χρονιά αυτή μπήκε ο Αισχίνης στην πολιτική, εντασσόμενος στην
παράταξη που πολεμούσε τον Φίλιππο. Μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί ο πρώτος στην Αθήνα που
αντιλήφθηκε την επεκτατική του πολιτική.

Μετά την ήττα του συμμαχικού στρατού Αθηναίων και Θηβαίων από τον Φίλιππο το 338 στη μάχη της
Χαιρώνειας, η Αθήνα φοβόταν πλέον κατευθείαν επίθεση των Μακεδόνων εναντίον της. Οπότε
αποφάσισε να λάβει μέτρα με πρώτο την οχύρωσή της. Εκλέχτηκαν δέκα άρχοντες τειχοποιοί για να
επισκευάσουν τα τείχη της, ανάμεσά τους και ο Δημοσθένης, ο οποίος μάλιστα έβαλε τρία τάλαντα
από την προσωπική του περιουσία για τις επισκευές. Η Βουλή ενέκρινε πρόταση του Κτησιφώντος να
στεφανωθεί ο Δημοσθένης με χρυσό στεφάνι στο θέατρο για τη μεγάλη προσφορά του στην πόλη.
Αλλά ο Αισχίνης (που δεν μπορούσε να ξεχάσει τα περί προδοσίας, με τα οποία τον είχε κατηγορήσει
ο Δημοσθένης λίγα χρόνια πριν) κατήγγειλε το 336 την απόφαση της Βουλής ως παράνομη· η στέψη
ήταν πρέπον να γίνει στο βουλευτήριο ή στην Εκκλησία του Δήμου, αν η Βουλή ή ο λαός έκανε την
πρόταση -όχι πάντως στο θέατρο. Και δεν είχε λήξει η θητεία του Δημοσθένη ως άρχοντα τειχοποιού,
οπότε και δεν είχε λογοδοτήσει γι' αυτήν. Αλλά ήταν παράνομο να στεφανωθεί ένας άρχοντας αν δεν
είχε λογοδοτήσει για τα πεπραγμένα της θητείας του μετά το τέλος της. Επιπλέον, με την πολιτική
που υποστήριζε, ο Δημοσθένης είχε βλάψει την Αθήνα.

Λίγον καιρό μετά την καταγγελία, τον Αύγουστο του 336, δολοφονήθηκε ο Φίλιππος. Θέλοντας να
γίνει η δίκη σε μια πιο ευνοϊκή γι' αυτόν συγκυρία, ο Αισχίνης την ανέβαλε. Τη δρομολόγησε το 330,
όταν ο Αλέξανδρος με τους θριάμβους του στην Ασία είχε καταστεί πανίσχυρος. Έλαβε χώρα στην
Ηλιαία με 501 δικαστές. Ο Αισχίνης υποστήριξε την κατηγορία με τον περίφημο λόγο του Κατά
Κτησιφώντος, εξαπολύοντας μύδρους τυπικά μεν κατά του Κτησιφώντα, με πραγματικό όμως
αποδέκτη τον Δημοσθένη. Ο τελευταίος υπερασπίστηκε τον Κτησιφώντα, εκφωνώντας ένα μνημείο
της ρητορικής, τον λόγο Περί Στεφάνου, μπροστά στον οποίο το κατηγορητήριο δεν είχε καμιά τύχη· ο
Κτησιφών αθωώθηκε, ο Αισχίνης δεν συγκέντρωσε ούτε καν το 1/5 των ψήφων, του επιβλήθηκε
μερική στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και 1.000 δραχμές πρόστιμο. Τη δίκη
παρακολούθησε ένα μεγάλο ακροατήριο από Αθηναίους και κατοίκους άλλων περιοχών της Ελλάδας.
Ήταν μια μονομαχία ανάμεσα στη φιλομακεδονική και την αντιμακεδονική παράταξη. Οι δύο ρήτορες
στις αγορεύσεις τους χρησιμοποίησαν την έκφραση «άνδρες Αθηναίοι» σαν να μιλούσαν στην
Εκκλησία του Δήμου κι όχι την έκφραση «άνδρες δικασταί». Η ετυμηγορία, πέρα από την καταδίκη
του Αισχίνη, ήταν και κόλαφος στην πολιτική της προσκείμενης στους Μακεδόνες παράταξης, η οποία
συνετέλεσε στο να γίνει ο Φίλιππος κηδεμόνας των υπόλοιπων Ελλήνων, και επιπλέον επέμενε στην
ίδια πολιτική και μετά το θάνατό του.

Ο Αισχίνης, όταν βγήκε η απόφαση, αυτοεξορίστηκε. Απέφυγε έτσι να πληρώσει τις 1.000 δραχμές
αλλά και να δει τον Δημοσθένη να παίρνει τον στέφανο. Πήγε στην Έφεσο όπου υπολόγιζε να
συναντηθεί με τον Αλέξανδρο και να του ζητήσει στήριξη. Αυτό όμως δεν έγινε. Πήγε κατόπιν στη
Ρόδο, όπου ίδρυσε το Ροδιακόν Διδασκαλείον, στο οποίο δίδασκε ρητορική. Επόμενος σταθμός του η
Σάμος, όπου και πέθανε το 314 π.Χ.

You might also like