You are on page 1of 120

Βασικές Έννοιες

της Mουσειολογίας
Βασικές Έννοιες
της Mουσειολογίας
Βασικές Έννοιες
της Mουσειολογίας
Επιμέλεια André Desvallées
και François Mairesse
Με την αρωγή του Musée Royal de Mariemont
www.musee-mariemont.be

και της Διεθνούς Επιτροπής Μουσειολογίας του ICOM

Φωτογραφίες εξωφύλλου:
© 2009 Musée du Louvre / Angèle Dequier
© National Heritage Board, Singapore
© Auckland Museum
© Ningbo Museum

© Armand Colin, 2010


© Για την ελληνική γλώσσα ICOM-Ελληνικό Τμήμα, 2014

Μετάφραση από την αγγλική έκδοση: Σωτήρης Λάππας


Μετάφραση εισαγωγικών κειμένων από τη γαλλική έκδοση: Δήμητρα Κονδυλάκη
Επιμέλεια έκδοσης: ICOM-Ελληνικό Τμήμα

ISBN: 978-960-99312-2-9
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
François Mairesse, André Desvallées, Bernard Deloche, Serge
Chaumier, Martin Scharer, Raymond Montpetit, Yves Bergeron,
Noemie Drouguet, Jean Davallon

Με τη συμμετοχή των:

Philippe Dube, Nicole Gesche-Koning, Andre Gob, Bruno


Brulon Soares, Wan Chen Chang, Marilia Xavier Cury, Blondine
Desbiolles, Jan Dolak, Jennifer Harris, Francisca Hernandez
Hernandez, Diana Lima, Pedro Mendes, Lynn Maranda, Monica
Risnicoff de Gorgas, Anita Shah, Graciela Weisinger, Anna
Leshchenko, οι οποίοι συνεισέφεραν στο Συμπόσιο ICOFOM 2009
ή ανέγνωσαν το παρόν έντυπο.

Μετάφραση από τα Γαλλικά στα Αγγλικά: Suzanne Nash

5
6
ANTI ΠΡΟΛΟΓΟY

Η θέσπιση επαγγελματικών προτύπων αποτελεί έναν από τους


κυριότερους στόχους του ICOM, ειδικότερα όσον αφορά την πρό-
οδο των γνώσεων, τη μετάδοση και τη διάδοσή τους στο σύνολο
της μουσειακής κοινότητας αλλά και σε όλους εκείνους που επι-
θυμούν να αναπτύξουν πολιτικές σε σχέση με το έργο της, στους
νομικούς ή κοινωνικούς ιθύνοντες όσο, φυσικά, και σε όλους εκεί-
νους που συμμετέχουν από κοντά ή από απόσταση και έχουν να
ωφεληθούν από αυτό. Το Λεξικό μουσειολογίας (Dictionnaire de
muséologie), του οποίου η σύνταξη άρχισε το 1993 υπό την επο-
πτεία του André Desvallées και συνεχίστηκε με τη συνεργασία του
François Mairesse από το 2005, είναι ένα μνημειώδες έργο, καρπός
πολλών χρόνων έρευνας, αναζήτησης, αναλύσεων, αναθεωρήσεων
και συζητήσεων στο εσωτερικό της Διεθνούς Επιτροπής Μουσειο-
λογίας του ICOM (ICOFOM). Ιδιαίτερο αντικείμενο της Επιτροπής
αυτής είναι η ανάπτυξη της κατανόησης της μουσειακής πρακτικής
και θεωρίας, καθώς και του έργου που επιτελείται καθημερινά στα
μουσεία.
Ο ρόλος, η ανάπτυξη και η διαχείριση των μουσείων εξελίχθη-
καν πάρα πολύ κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Ο θεσμός του
μουσείου αναθεωρήθηκε ριζικά, εστιάζοντας στους επισκέπτες, ενώ
πολυάριθμα μεγάλα μουσεία στρέφονται όλο και πιο συχνά προς τα
επιχειρηματικά πρότυπα για τη διαχείριση των καθημερινών τους
δράσεων. Το μουσειακό επάγγελμα και το περιβάλλον του αναγκα-

7
AΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

στικά λοιπόν εξελίχθηκαν. Σε χώρες όπως η Κίνα, ο αριθμός των


μουσείων γνώρισε αύξηση χωρίς προηγούμενο, αλλά αυτή η ανά-
πτυξη είναι εξίσου σημαντική και σε πολύ πιο περιφερειακό επί-
πεδο, παραδείγματος χάριν στα Μικρά Νησιωτικά Αναπτυσσόμενα
Κράτη. Αυτές οι συναρπαστικές εξελίξεις συνεπάγονται όλο και
μεγαλύτερες πολιτισμικές διαφοροποιήσεις, όσον αφορά στις ιδιαι-
τερότητες της εργασίας και τη μουσειακή εκπαίδευση. Υπό αυτές
τις συνθήκες, τα εργαλεία αναφοράς για τους επαγγελματίες των
μουσείων και για τους σπουδαστές μουσειολογίας αποδεικνύονται,
αν μη τι άλλο, αναγκαία. Η έκδοση Πώς να διαχειριστεί κανείς ένα
μουσείο; Πρακτικό εγχειρίδιο (Comment gérer un musée, manuel
pratique), που κυκλοφόρησε από το ICOM και την UNESCO, απο-
τελούσε ένα βασικό εγχειρίδιο της μουσειακής πρακτικής. Το παρόν
Λεξικό μουσειολογίας θα μπορούσε να θεωρηθεί συμπληρωματικό,
καθώς προσφέρει μια επιπλέον προοπτική όσον αφορά στη θεωρία
των μουσείων.
Παρόλο που ο ρυθμός της καθημερινής εργασίας σε ένα μουσείο
δεν αφήνει στον εργαζόμενο τον χρόνο να αναλογισθεί τις θεμελι-
ώδεις αρχές του επαγγέλματος, γίνεται ολοένα και πιο επιτακτι-
κή η ανάγκη των εργαζομένων, ανεξάρτητα από τη βαθμίδα τους
στην ιεραρχία, να παρέχουν καθαρές και κατανοητές απαντήσεις
σε όσους αμφισβητούν τη σημασία του μουσείου για τους πολίτες
και τον ρόλο του στην κοινωνία. Το ουσιώδες έργο της επιτροπής
ICOFOM, που έχει συμπεριληφθεί στο Λεξικό, προσφέρει λοιπόν
ένα συγκροτημένο και δομημένο στοχασμό για το σύνολο των βα-
σικών εννοιών στις οποίες στηρίζεται το έργο μας. Μολονότι για
λόγους συνοχής το Λεξικό προβάλλει μια γαλλόφωνη οπτική της
μουσειολογίας, η ορολογία που περιλαμβάνει είναι κατανοητή και
χρησιμοποιείται από μουσειολόγους διαφόρων εθνικοτήτων. Αυτή
η έκδοση, παρότι μη εξαντλητική, συμπυκνώνει δεκαετίες εξέλιξης
της γνώσης, αποτέλεσμα συστηματικής έρευνας τόσο επιστημολο-
γικών όσο και ετυμολογικών ζητημάτων. Παράλληλα, αποτελεί μια
εμπεριστατωμένη παρουσίαση των βασικών εννοιών της σύγχρο-
νης μουσειολογίας, θίγοντας με εύσχημο ρεαλισμό διάφορα προ-

8
AΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

βλήματα που επανέρχονταν στο παρελθόν, αλλά και τις σημερινές


πολεμικές που σχετίζονται με την ανάπτυξη του επαγγελματικού
αυτού χώρου. Η επιτροπή ICOFOM, οι επιμελητές του Λεξικού και
οι συγγραφείς χειρίστηκαν με ευαισθησία, ακρίβεια, διαύγεια και
ισορροπία αυτό το έργο «προσδιορισμού» και ερμηνείας του θεσμού
και της πρακτικής του.
Ως «προοίμιο» της πλήρους έκδοσης του εγκυκλοπαιδικού λεξι-
κού, αυτό το μικρό βιβλίο απευθύνεται στο ευρύ κοινό, παρουσιά-
ζοντας την ιστορία και τη σημερινή σημασία, την εξέλιξη και τις δι-
αφοροποιήσεις των όρων που συνθέτουν τη μουσειακή μας γλώσσα.
Σύμφωνα με το πνεύμα του ICOM, που στοχεύει στην προώθηση
της διαφορετικότητας, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη συνοχή, το
ICOM φιλοδοξεί, αυτή η έκδοση, όπως και ο Κώδικας δεοντολογίας
του ICOM για τα μουσεία, να τροφοδοτήσει μια μεγάλη συζήτηση,
αλλά και νέες συνεργασίες για μελλοντικές αναθεωρήσεις της κι
όχι απλώς να καταλήξει να κοσμεί τις βιβλιοθήκες. Η 22η Γενική
Τριετής Συνδιάσκεψη, στη Σαγκάη της Κίνας, αποτελεί λοιπόν ιδα-
νική ευκαιρία για την παρουσίαση αυτής της έκδοσης – σημείου
αναφοράς για τη μουσειολογία. Η συνάθροιση επαγγελματιών των
μουσείων κάθε εθνικότητας αποτελεί πράγματι ευνοϊκή συγκυρία
για την ανάπτυξη νέων προτύπων και τέτοιων εργαλείων αναφο-
ράς, τόσο για τη σημερινή όσο και για τις μελλοντικές γενιές.

Alissandra Cummins
Πρόεδρος
Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ΙCOM)

9
10
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Ακολουθώντας με συνέπεια τις αρχές του ICOM, η ICOFOM


(Διεθνής Επιτροπή Μουσειολογίας), από την ίδρυσή της το 1977,
έχει ως κύριο στόχο την ανάδειξη της μουσειολογίας σε επιστημο-
νικό και ακαδημαϊκό κλάδο, ώστε να προαγάγει την ανάπτυξη των
μουσείων και του μουσειακού επαγγέλματος διά μέσου της έρευνας,
της μελέτης και της μετάδοσης των κυριότερων ρευμάτων της μου-
σειολογικής σκέψης.
Για τον σκοπό αυτό, συγκροτήθηκε στο εσωτερικό της ICOFOM
μια διεπιστημονική ομάδα εργασίας που επικεντρώθηκε στην κρι-
τική ανάλυση της μουσειακής ορολογίας, εστιάζοντας τη συλλογι-
στική της στις θεμελιώδεις έννοιες αυτού του κλάδου. Για περίπου
είκοσι χρόνια, αυτή η «ομάδα του Λεξικού» πραγματοποίησε αξιο-
σημείωτες μελέτες επιστημονικής έρευνας και σύνθεσης.
Με την πεποίθηση ότι είναι σημαντικό να προσφέρουμε στο
κοινό έναν κατάλογο μουσειακών όρων, ο οποίος να αποτελεί πραγ-
ματικό υλικό αναφοράς, αποφασίστηκε –με την υποστήριξη του
Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων– να γνωστοποιήσουμε αυτή την
έκδοση κατά τη διάρκεια της Γενικής Συνδιάσκεψης του ICOM που
θα πραγματοποιηθεί στη Σαγκάη τον Νοέμβριο του 2010. Γι’ αυτό
τον λόγο, θα παρουσιάσουμε εκεί αυτό το έντυπο των είκοσι ενός
άρθρων ως «πρώτο άγγελμα» της επικείμενης έκδοσης του Λεξικού
Μουσειολογίας.

11
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να υπογραμμίσω ότι η εν λόγω έκ-


δοση, προοίμιο ενός πολύ εκτενέστερου έργου, δεν έχει την πρό-
θεση να εξαντλήσει, αλλά φιλοδοξεί να δώσει στον αναγνώστη τη
δυνατότητα να διακρίνει τις διαφορετικές έννοιες που περικλείει
κάθε όρος, να γνωρίσει νέες συνδηλώσεις και τους συσχετισμούς
τους στο σύνολο του μουσειακού κλάδου.
Δεν πήγαν χαμένες οι προσπάθειες του δρος Vinos Sofka, ο
οποίος εργάστηκε από τα πρώτα κιόλας χρόνια λειτουργίας της
ICOFOM, για να μετατρέψει αυτή τη Διεθνή Επιτροπή σε βήμα
στοχασμού και διαλόγου σχετικά με τη θεωρία της μουσειολογί-
ας, ικανό να αναστοχάζεται τα ίδια της τα θεμέλια. Γι’ αυτό και η
πνευματική παραγωγή των μελών της ICOFOM, που συνεχίζεται
στις μέρες μας, διατηρείται διά μέσου των ετήσιων εκδόσεών της:
των ICOFOM Study Series (ISS – Σειρά μελετών της ICOFOM),
που εδώ και περισσότερα από τριάντα χρόνια, εμπλούτισαν το θεω-
ρητικό Corpus της μουσειολογίας. Η διεθνής βιβλιογραφία που έχει
ανακύψει με αυτό τον τρόπο, είναι μοναδική και αποτελεί πιστό
καθρέφτη της εξέλιξης της μουσειολογικής σκέψης σε όλο τον κό-
σμο για περισσότερα από τριάντα χρόνια.
Μέσα από την ανάγνωση των άρθρων του παρόντος εντύπου,
προβάλλει η αναγκαιότητα ανανέωσης του στοχασμού όσον αφορά
τα θεωρητικά θεμέλια της μουσειολογίας υπό ένα πλουραλιστικό
πρίσμα που θα ενσωματώνει τον εννοιολογικό πλούτο κάθε λέξης.
Οι όροι, που παρουσιάζονται σε αυτό το έντυπο, είναι σαφές δείγ-
μα της διαρκούς εργασίας μιας ομάδας ειδικών που κατανόησαν
και ανέδειξαν τη θεμελιώδη δομή αυτής της γλώσσας, που αποτε-
λεί την κατ’ εξοχήν άυλη πολιτιστική κληρονομιά μας. Ανέδειξαν
επίσης την εννοιολογική εμβέλεια της μουσειολογικής ορολογίας,
που υποδηλώνει έως ποιο σημείο η μουσειακή θεωρία και πράξη
είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Φιλοδοξώντας να απομακρυνθεί από
την πεπατημένη, κάθε συντάκτης εισάγει νέες παρατηρήσεις στα
σημεία όπου επισημαίνει τα χαρακτηριστικά κάθε όρου. Δεν απο-
πειράται να γεφυρώσει ούτε να καλύψει τα κενά, αλλά να κατευ-

12
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

θυνθεί προς άλλες έννοιες μεγαλύτερης ακρίβειας, σε αναζήτηση


νέων πολιτισμικών νοημάτων, που να εμπλουτίζουν τις θεωρητικές
βάσεις μιας τόσο αχανούς επιστήμης σαν τη μουσειολογία, με στόχο
την ανάδειξη του ρόλου του μουσείου και των επαγγελματιών του
κλάδου παγκοσμίως.
Είναι τιμή και ιδιαίτερη ικανοποίηση για μένα το ότι παρίσταμαι
από τη θέση της Προέδρου της ICOFOM στην πρώτη παρουσίαση
–μέσω αυτού του εντύπου– ενός έργου που σύντομα θα αποτελεί
σημείο αναφοράς στην τεράστια μουσειολογική βιβλιογραφία, έργου
μελών της ICOFOM από διαφορετικά κράτη και γνωστικά πεδία,
που συναντήθηκαν γύρω από ένα κοινό ιδανικό.
Θα ήθελα να εκφράσω την ειλικρινή μου ευγνωμοσύνη σε
όλους εκείνους που γενναιόδωρα συνεισέφεραν στην πραγματο-
ποίηση αυτών των δύο θεμελιωδών έργων, που μας κάνουν τόσο
υπερήφανους:
-- Στο ICOM, τον οργανισμό αναφοράς μας, που κατανόησε,
χάρη στην ευαισθησία του Γενικού Διευθυντή του, κ. Julien
Anfruns, τη σπουδαιότητα ενός έργου που έχει ξεκινήσει
εδώ και χρόνια και το οποίο τώρα πραγματοποιείται χάρη
στη δική του παρέμβαση
-- Στον André Desvallées, συγγραφέα, εμψυχωτή και συνεχι-
στή ενός έργου που απέκτησε επαξίως μια αρχικά απροσδό-
κητη σημασία
-- Στον François Mairesse, που ξεκίνησε την πορεία του στην
ICOFOM τόσο νέος, προσφέροντας τα ερευνητικά και τα ερ-
γασιακά του χαρίσματα, συντονίζοντας με επιτυχία τις δρά-
σεις της ομάδας του Λεξικού (Thesaurus), και ο οποίος σή-
μερα ετοιμάζει, σε συνεργασία με τον André Desvallées, την
έκδοση του εντύπου και του Λεξικού Μουσειολογίας
-- Σε όλους τους διεθνώς αναγνωρισμένους συντάκτες των
διαφόρων άρθρων, που ειδικεύονται στη μουσειολογία, ο

13
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

καθένας από τον δικό του χώρο


-- Και, τέλος, στις τρεις μεταφράστριες καθώς η εργασία τους
υπήρξε και επιστημονική, διότι χρειάστηκε να μεταφρά-
σουν από τα γαλλικά εξειδικευμένους όρους των οποίων η
αντιστοιχία δεν είναι προφανής ούτε στα αγγλικά ούτε στα
ισπανικά ούτε στα… κινέζικα.
Σε όλους όσοι συνετέλεσαν ο καθένας με τον τρόπο του στην
εκπλήρωση αυτού του ονείρου, που αρχίζει τώρα να γίνεται πραγ-
ματικότητα, εκφράζουμε τη μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη μας.

Nelly Decarolis
Πρόεδρος
ICOFOM

14
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τι σημαίνει μουσείο; Πώς να ορίσει κανείς την έννοια της συλ-


λογής; Τι σημαίνει θεσμός; Τι περικλείει ο όρος «πολιτιστική κλη-
ρονομιά»; Οι επαγγελματίες των μουσείων, ανάλογα ο καθένας με
τις γνώσεις και την εμπειρία του, έχουν κατ’ ανάγκη αναπτύξει
απαντήσεις σε τέτοια πρωταρχικής σημασίας για το έργο τους ερω-
τήματα. Είναι άραγε απαραίτητο να επανέλθουμε σε αυτές; Ναι, πι-
στεύουμε. Η εργασία στο μουσείο έγκειται σε μια αμφίδρομη σχέση
πρακτικής και θεωρίας, παρότι η θεωρία θυσιάζεται συστηματικά
στα άπειρα ζητούμενα του καθημερινού φόρτου εργασίας. Κι όμως,
ο θεωρητικός στοχασμός αποτελεί τονωτική αλλά και θεμελιώδη
άσκηση για την προσωπική ανάπτυξη του καθενός και για την
ανάπτυξη του κόσμου των μουσείων.
Στόχος του ICOM σε διεθνές επίπεδο, καθώς και των εθνικών
ή περιφερειακών ενώσεων μουσείων, είναι ακριβώς, μέσω των συ-
ναντήσεων μεταξύ επαγγελματιών που οργανώνει, να αναπτύσσει
προδιαγραφές και να βελτιώνει την ποιότητα του στοχασμού και
των υπηρεσιών που ο κόσμος του μουσείου παρέχει στην κοινωνία.
Πάνω από τριάντα διεθνείς επιτροπές εργάζονται έτσι, η καθεμία
στον τομέα της, προάγοντας αυτό τον συλλογικό στοχασμό, που
αποτυπώνεται σε αξιοσημείωτα δημοσιεύματα. Πώς όμως αρθρώ-
νεται αυτό το τόσο πλούσιο απόθεμα του στοχασμού σχετικά με τη
συντήρηση, τις νέες τεχνολογίες, την εκπαίδευση, τα διατηρητέα,
τη διαχείριση, τα επαγγέλματα κ.τ.λ.; Πώς οργανώνεται ο τομέας

15
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

των μουσείων ή, πιο γενικά, πώς οργανώνεται εκείνο που μπορού-


με να ονομάσουμε μουσειακό πεδίο; Σε αυτό τον τύπο ερωτημάτων
επικεντρώνεται από την ίδρυσή της, το 1977, η Επιτροπή Μουσει-
ολογίας του ICOM (ICOFOM), ειδικότερα μέσω της ετήσιας έκδο-
σής της (ICOFOM Study Series - Σειρά μελετών του ICOFOM),
που επιχειρεί να καταγράψει και να συνθέσει ποικίλες απόψεις
στο θέμα της μουσειολογίας. Σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησε το 1993
από τον Martin R. Schärer, Πρόεδρο της ICOFOM, το σχέδιο να
δημιουργηθεί ένας τόμος για τις Έννοιες-κλειδιά της μουσειολογί-
ας, του οποίου ο συντονισμός ανατέθηκε στον André Desvallées.
Οκτώ χρόνια αργότερα, στη συντονιστική ομάδα εντάχθηκε επίσης
η Norma Rusconi (που δυστυχώς απεβίωσε το 2007), καθώς και ο
François Mairesse. Όσο περνούσαν τα χρόνια, διαμορφώθηκε συ-
ναινετικά μια γραμμή για την παρουσίαση, σε είκοσι περίπου όρους,
ενός πανοράματος του τόσο ποικιλόμορφου πεδίου που συνιστά το
μουσειακό πεδίο. Αυτή η θεωρητική εργασία εντάθηκε τα τελευ-
ταία χρόνια. Πολλές εισαγωγικές εκδοχές των λημμάτων συντά-
χθηκαν (στην ISS και στην επιθεώρηση Publics et musées, που
κατόπιν ονομάστηκε Culture et musées). Αυτό που παρουσιάζεται
εδώ είναι μια περίληψη αυτών των όρων, η οποία συμπυκνώνει
διάφορες όψεις των εννοιών τους. Οι έννοιες αυτές θα αναλυθούν
εκτενέστερα σε λήμματα, δέκα έως τριάντα σελίδων το καθένα, στο
πλαίσιο του Λεξικού Μουσειολογίας που είναι υπό έκδοση.
Αυτή η εργασία βασίζεται σε μια διεθνή οπτική του μουσείου,
που τροφοδοτήθηκε από πολυάριθμες ανταλλαγές στο εσωτερι-
κό του ICOM. Για λόγους γλωσσικής συνοχής, όλοι οι συγγραφείς
προέρχονται από γαλλόφωνες χώρες: το Βέλγιο, τον Καναδά, τη
Γαλλία, την Ελβετία. Είναι οι Yves Bergeron, Serge Chaumier,
Jean Davallon, Bernard Deloche, André Desvallées, Noémie
Drouguet, François  Mairesse, Raymond Montpetit και Martin
R. Schärer. Μια πρώτη εκδοχή αυτής της εργασίας παρουσιάστηκε
και συζητήθηκε εκτενώς στο τριακοστό δεύτερο ετήσιο συμπόσιο
της ICOFOM στη Λιέγη και στο Μαριεμόν, το 2009. Δύο σημεία
αξίζει να συζητηθούν περιληπτικά εδώ: το θέμα της σύνθεσης της

16
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

συντακτικής επιτροπής και η επιλογή των είκοσι ενός σημείων.

Η «μουσειακή γαλλοφωνία» στην κοινότητα του ICOM


Γιατί επιλέξαμε μια επιτροπή απαρτιζόμενη σχεδόν αποκλει-
στικά από γαλλόφωνους; Πολλοί λόγοι, όχι μόνο πρακτικοί, εξη-
γούν αυτή την επιλογή. Είναι ουτοπικό να πιστεύει κανείς ότι εί-
ναι εφικτή μια απολύτως αρμονική, διεθνής συνεργασία, εάν δεν
μιλούν όλοι μια κοινή γλώσσα (επιστημονική ή μη). Οι διεθνείς
επιτροπές του ICOM γνωρίζουν πολύ καλά αυτή την κατάσταση
που, προκειμένου να αποφευχθεί μια Βαβέλ, οδηγεί συστηματικά
στην πριμοδότηση μιας γλώσσας – της αγγλικής, της παγκόσμιας
lingua franca. Αυτή η επιλογή ενός ελάχιστου κοινού παρονομα-
στή αναγκαστικά ευνοεί εκείνους τους λίγους που την κατέχουν
στην εντέλεια, ενώ συχνά αδικεί πολλούς άλλους, λιγότερο επιδέ-
ξιους στη χρήση της γλώσσας του Σαίξπηρ, που υποχρεώνονται έτσι
να παρουσιάζουν σχηματικά τη σκέψη τους. Η χρήση μιας από τις
τρεις γλώσσες του ICOM (Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά) ήταν ανα-
πόφευκτη, αλλά ποιας από τις τρεις; Η εθνικότητα των πρώτων ει-
σηγητών που απάρτισαν την ομάδα του André Desvallées (ο οποίος
συνεργάστηκε επί μακρόν με τον George Henri Rivière, τον πρώτο
διευθυντή του ICOM), γρήγορα οδήγησε στην επιλογή των γαλλι-
κών, αλλά υπήρξαν κι άλλοι λόγοι που συνηγόρησαν υπέρ αυτής
της επιλογής. Έστω κι αν δεν τις γνωρίζουν τέλεια, οι περισσότεροι
συντάκτες διαβάζουν, αν όχι και τις τρεις, τουλάχιστον δύο από τις
γλώσσες του ICOM. Ο πλούτος της αγγλο-αμερικανικής βιβλιογρα-
φίας στο μουσειακό πεδίο είναι γνωστός. Οφείλουμε, ωστόσο, να
σημειώσουμε ότι οι περισσότεροι συγγραφείς –με κάποιες φωτεινές
εξαιρέσεις, σαν τις εμβληματικές περιπτώσεις του Patrick Boylan
και του Peter Davis– δεν διαβάζουν ούτε ισπανικά ούτε γαλλικά.
Η επιλογή των γαλλικών, συνδυασμένη, ελπίζουμε, με μια αρκετά
καλή γνώση της ξένης βιβλιογραφίας, επιτρέπει να λάβουμε υπόψη,
αν όχι όλες τις επιστημονικές συμβολές στο μουσειακό πεδίο, του-
λάχιστον κάποιες από τις εν γένει λιγότερο μελετημένες αλλά εξί-

17
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

σου σημαντικές όψεις του για το ICOM. Ταυτόχρονα, έχουμε επί-


γνωση των περιορισμών της έρευνάς μας και ελπίζουμε ότι αυτό το
έργο θα εμπνεύσει κι άλλες ομάδες να παρουσιάσουν και στη δική
τους γλώσσα (τα γερμανικά ή τα ιταλικά για παράδειγμα) μια άλλη
οπτική του μουσειακού πεδίου.
Από την άλλη πλευρά, η επιλογή της γλώσσας επιδρά στη δομή
της σκέψης, όπως δείχνει η σύγκριση των ορισμών του μουσείου
.
που είχαν δοθεί από το ICOM το 1974 και το 2007 ο πρώτος διατυ-
πώθηκε αρχικά στα γαλλικά και ο δεύτερος στα αγγλικά. Έχουμε
επίγνωση ότι το έργο αυτό δεν θα ήταν το ίδιο, αν το πρωτότυπο
είχε γραφεί στα ισπανικά ή στα γερμανικά, τόσο στο επίπεδο της
δομής του και της επιλογής των όρων όσο και στο επίπεδο της θε-
ωρητικής οπτικής που υιοθετεί! Δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι
οι περισσότεροι πρακτικοί οδηγοί για τα μουσεία είναι γραμμένοι
στα αγγλικά (όπως το εξαιρετικό εγχειρίδιο, υπό τη διεύθυνση του
Patrick Boylan, Πώς να διαχειριστείτε ένα μουσείο: πρακτικό εγ-
χειρίδιο1), ενώ είναι πολύ σπανιότεροι στη Γαλλία ή στις χώρες της
πρώην Ανατολικής Ευρώπης, όπου ευνοείται το δοκίμιο και ο θε-
ωρητικός στοχασμός.
Παρ’ όλα αυτά θα ήταν υπερβολικά σχηματικό να διακρίνου-
με, στο επίπεδο της μουσειολογικής βιβλιογραφίας, μια πρακτική
εκδοχή, αποκλειστικά αγγλοαμερικανική, και μια θεωρητική, προ-
.
ερχόμενη περισσότερο από τη λατινογενή σκέψη οι περισσότερες
μελέτες, που έχουν εκπονηθεί στη μουσειολογία από αγγλοσάξωνες
θεωρητικούς, διαψεύδουν αυτή την άποψη. Υπάρχουν, όμως, αναμ-
φισβήτητα, κάποιες διαφορές και έχουμε πάντα να κερδίσουμε από
την επίγνωση και την εκτίμηση της διαφοράς. Εμείς προσπαθήσαμε
να τις λάβουμε υπόψη.
Μέσα από την επιλογή των γαλλικών, θεωρήσαμε, τέλος, σημα-
ντικό να τιμήσουμε το θεμελιώδες θεωρητικό έργο που προσέφεραν

1. BOYLAN P. (coord.), Running a Museum: A Practical Handbook, Paris, ICOM/Unesco, 2004.


http://unesdoc.unesco.org/images/0014/001410/141067e.pdf (επίσκεψη: Ιούνιος 2010).

18
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

επί μακρόν οι δύο πρώτοι γάλλοι διευθυντές του ICOM, ο Georges


Henri Rivière και ο Hugues de Varine, χωρίς το οποίο δεν θα μπο-
ρούσε να κατανοηθεί μεγάλο μέρος του μουσειακού έργου ούτε
στην ηπειρωτική Ευρώπη ούτε στην Αμερική και την Αφρική. Μια
εις βάθος θεώρηση του κόσμου του μουσείου δεν μπορεί να παρα-
βλέπει την ιστορία του, πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι οι ρίζες του
ανάγονται στον Διαφωτισμό και ότι η μεταμόρφωσή του (η θεσμο-
ποίησή του) χρονολογείται στη Γαλλική Επανάσταση. Αλλά πρέπει
επίσης να λαμβάνει υπόψη και τις θεωρητικές βάσεις που τέθη-
καν από την άλλη πλευρά του τείχους του Βερολίνου, από το 1960
και μετά, όταν ο κόσμος ήταν ακόμα χωρισμένος σε δύο αντίπαλα
στρατόπεδα. Παρότι η γεωπολιτική τάξη ανατράπηκε εκ βάθρων
το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, έχει σημασία ο μουσειακός χώρος
να μην ξεχνάει την ιστορία του – θα ήταν οξύμωρο για ένα εργα-
λείο μετάδοσης πολιτισμού! Κι όμως, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της
βραχείας μνήμης, που από την ιστορία του θεσμού των μουσείων
συγκρατεί αποκλειστικά το ζήτημα της διαχείρισης και της προ-
σέλκυσης επισκεπτών...

Μια δομή που αδιάκοπα εξελίσσεται


Ο κύριος στόχος των συγγραφέων δεν ήταν να υλοποιήσουν
μια απαρέγκλιτη «πραγματεία» για τον κόσμο του μουσείου, ένα
ιδανικό θεωρητικό σύστημα ξεκομμένο από την πραγματικότητα.
Το σχετικά λιτό σχήμα μιας λίστας είκοσι ενός όρων επιλέχθηκε
στο πλαίσιο της προσπάθειας να επισημάνουμε, με αφετηρία συ-
γκεκριμένες αναφορές, έναν εξελισσόμενο στοχασμό στον μουσει-
ακό κλάδο. Ο αναγνώστης θα βρει προφανώς εδώ κάποιους γνώ-
ριμους όρους –μουσείο, συλλογή, πολιτιστική κληρονομιά, κοινό
κ.ά.– για τους οποίους, όμως, ελπίζουμε να ανακαλύψει λιγότερο
οικείες έννοιες ή θεωρήσεις. Θα απορήσει, ίσως, που δεν θα δει να
περιλαμβάνονται μεταξύ τους άλλοι, παραδείγματος χάριν η λέξη
«συντήρηση» (conservation) για την οποία γίνεται λόγος στο λήμμα
«διατήρηση» (préservation). Σε αυτό το λήμμα αντίθετα δεν εντά-

19
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ξαμε όλες τις εισηγήσεις που θα μπορούσαν να έχουν γίνει από τα


μέλη της Επιτροπής Συντήρησης (ICOM-CC), καθώς οι στόχοι των
εργασιών τους υπερβαίνουν κατά πολύ τις δικές μας αξιώσεις σε
αυτό τον τομέα. Κάποιοι άλλοι όροι, πιο θεωρητικοί, θα φανούν
a priori πιο «εξωτικοί» στον επαγγελματία: μουσειακός (muséal),
μουσειοποίηση (muséalisation), μουσειολογία (muséologie) κ.ά.
Σκοπός μας ήταν να παρουσιάσουμε, υπό μια όσο το δυνατόν πιο
ανοικτή οπτική, όσα παρατηρούνται στον χώρο των μουσείων, συ-
μπεριλαμβάνοντας και κάποιες λίγο-πολύ ασυνήθιστες πρακτικές
που ενδέχεται, όμως, να επηρεάσουν σημαντικά, συν τω χρόνω, την
εξέλιξη των μουσείων – όπως είναι χαρακτηριστικά η έννοια του
εικονικού μουσείου και των κυβερνομουσείων.
Ας ξεκινήσουμε, αναφέροντας τους περιορισμούς αυτού
του έργου: πρόκειται για μια θεωρητική και κριτική θεώρηση του
κόσμου των μουσείων με την ευρεία έννοια – που υπερβαίνει τα
παραδοσιακά μουσεία. Μπορούμε φυσικά να πάρουμε ως αφετη-
ρία τον ίδιο τον όρο μουσείο, επιχειρώντας να τον ορίσουμε. Στον
ορισμό του ICOM, λέγεται ότι πρόκειται για έναν θεσμό στην υπη-
ρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της. Τι σημαίνουν αυτοί οι
δύο θεμελιώδεις όροι; Πάνω απ’ όλα όμως, οι ορισμοί δεν δίνουν
άμεση απάντηση στο ερώτημα: γιατί να υπάρχουν μουσεία; Γνω-
ρίζουμε ότι ο κόσμος των μουσείων συνδέεται με την έννοια της
πολιτιστικής κληρονομιάς (patrimoine), αλλά είναι πολύ ευρύτερος
από αυτήν. Πώς να αναφερθούμε σε αυτό το ευρύτερο συγκείμενο;
Με την έννοια του μουσειακού (muséal) (ή του μουσειακού πεδίου),
που αποτελεί το θεωρητικό πεδίο που εξετάζει αυτή την επερώτηση,
κατά τον ίδιο τρόπο που το πολιτικό αποτελεί το πεδίο που εξετάζει
τον πολιτικό στοχασμό. Η κριτική και θεωρητική επερώτηση που
συνδέεται με αυτό το μουσειακό πεδίο, είναι η μουσειολογία, ενώ
η πρακτική της όψη ορίζεται ως μουσειογραφία. Για τον καθέναν
από αυτούς τους όρους, συχνά εμφανίζονται όχι ένας αλλά πολλοί
ορισμοί που διαφοροποιήθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Για τις
διαφορετικές όψεις αυτών των όρων γίνεται λόγος εδώ.
Ο κόσμος των μουσείων εξελίχθηκε πάρα πολύ μέσα στον χρό-

20
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

νο, τόσο όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί όσο και
από υλική άποψη και από την άποψη των βασικών εργαλείων στα
οποία στηρίζεται. Συγκεκριμένα, το μουσείο εργάζεται με αντικεί-
μενα (objets) που συγκροτούν συλλογές (collections). Ο ανθρώπινος
παράγοντας είναι, προφανώς, θεμελιώδης για την κατανόηση της
λειτουργίας του μουσείου, αφενός όσον αφορά το προσωπικό που
εργάζεται εκεί –τα μουσειακά επαγγέλματα και τη σχέση τους με
τη δεοντολογία–, αφετέρου όσον αφορά το κοινό ή τις ομάδες κοι-
νού στις οποίες απευθύνεται το μουσείο. Ποιες είναι οι λειτουργίες
ενός μουσείου; Το μουσείο διενεργεί μια δραστηριότητα που μπο-
ρεί να περιγραφεί ως διαδικασία μουσειοποίησης ή οπτικοποίησης.
Γενικότερα, μουσειακές λειτουργίες έχουν περιγραφεί με πολλούς
διαφορετικούς τρόπους στο πέρασμα του χρόνου. Εμείς βασιστή-
καμε σε ένα από τα πιο γνωστά πρότυπα, όπως διαμορφώθηκε στα
τέλη της δεκαετίας του ’80 από τη Reinwardt Academie του Άμ-
στερνταμ, η οποία διακρίνει τρεις λειτουργίες: τη διατήρηση (που
περιλαμβάνει την απόκτηση, τη συντήρηση και τη διαχείριση των
συλλογών), την έρευνα και την επικοινωνία. Η επικοινωνία από
την πλευρά της περιλαμβάνει την εκπαίδευση και την έκθεση, τις
δύο αναμφίβολα πιο εμφανείς λειτουργίες του μουσείου. Ως προς
αυτό, μας φάνηκε ότι η εκπαιδευτική λειτουργία ήταν τόσο ανε-
πτυγμένη κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ώστε να
μπορεί να συναρτηθεί με τον όρο διαμεσολάβηση (mediation). Μια
από τις κυριότερες διαφορές, που μας φάνηκε ότι έχει προκύψει τα
τελευταία χρόνια, έγκειται στην ολοένα μεγαλύτερη σημασία που
αποδίδεται στις έννοιες της διαχείρισης, σε σημείο που θεωρούμε
ότι, λόγω ακριβώς των ιδιαιτεροτήτων της, πρέπει να την αντιμε-
τωπίσουμε ως μουσειακή λειτουργία, αντίστοιχα, πιθανώς, με την
αρχιτεκτονική του μουσείου που η σημασία της όλο και αυξάνεται,
διαταράσσοντας κάποιες φορές τις ισορροπίες ανάμεσα στις υπόλοι-
πες λειτουργίες.
Πώς ορίζεται ένα μουσείο; Εννοιολογικά (μουσείο, πολιτιστική
κληρονομιά, θεσμός, κοινωνία, δεοντολογία, μουσειακός), μέσω θε-
ωρίας και πρακτικής (μουσειολογία και μουσειογραφία), μέσω του

21
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

τρόπου λειτουργίας του (αντικείμενο, συλλογή, μουσειοποίηση),


μέσω των συντελεστών του (επαγγελματίες, κοινό) ή μέσω των λει-
τουργιών που απορρέουν από αυτό (διατήρηση, έρευνα, επικοινω-
νία, εκπαίδευση, έκθεση, διαμεσολάβηση, διαχείριση, αρχιτεκτονι-
κή); Είναι τόσες πολλές οι πιθανές οπτικές, που καλό είναι να τις
διασταυρώσουμε, για να καταλάβουμε καλύτερα αυτό το φαινόμενο
σε πλήρη ανάπτυξη, καθώς οι πρόσφατες εξελίξεις του δεν μπορούν
να μας αφήσουν αδιάφορους!
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο κόσμος των μουσεί-
ων γνώρισε ένα κύμα αλλαγών χωρίς προηγούμενο: ενώ για χρόνια
εθεωρείτο ως χώρος εσωστρεφής, απευθυνόμενος μόνο σε λίγους,
ξαφνικά έκανε ένα μεγάλο άνοιγμα, εκφράζοντας μια κλίση για τη
θεαματική αρχιτεκτονική, τις λαμπερές και δημοφιλείς εκθέσεις
και ένα κάποιο καταναλωτικό πρότυπο στο οποίο έδειξε την πρόθε-
ση να μετέχει. Από τότε, το μουσείο διατηρεί τη δημοτικότητά του,
ο αριθμός των μουσείων έχει τουλάχιστον διπλασιαστεί, μέσα λίγα
παραπάνω χρόνια από μια γενιά, και νέα κατασκευαστικά σχέδια,
από τη Σαγκάη έως το Αμπού Ντάμπι, στην αυγή γεωπολιτικών
αλλαγών που επαγγέλλεται το αύριο, αναδεικνύονται όλο και πιο
εντυπωσιακά. Πράγματι, μια γενιά αργότερα, ο μουσειακός χώρος
εξακολουθεί να εξελίσσεται: το ότι ο homo touristicus μοιάζει να
έχει αντικαταστήσει σε κάποιες περιπτώσεις τον επισκέπτη ως
«στόχο» της μουσειακής αγοράς, δεν μας απαγορεύει να εξετάζουμε
τις προοπτικές αυτού του χώρου. Έχει μέλλον ο κόσμος των μου-
σείων, όπως τον γνωρίζουμε ώς σήμερα; Μήπως και ο υλικός πο-
λιτισμός, όπως αποκρυσταλλώνεται μέσα από το μουσείο, δεν υπό-
κειται σε ριζικές αλλαγές; Δεν έχουμε την αξίωση να απαντήσουμε
εδώ σε τέτοια ερωτήματα, αλλά ελπίζουμε ότι όσοι ενδιαφέρονται
για το αύριο των μουσείων ή, πιο πρακτικά, για το μέλλον των δι-
κών τους οργανισμών, θα βρουν σε αυτές τις σελίδες στοιχεία που
ενδέχεται να εμπλουτίσουν τον προβληματισμό τους.

François Mairesse και André Desvallées

22
A
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ αυτό που εκτίθεται ή αντίκειται
ΜΟΥΣΕΙΑΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ (ob-jectum, Gegen-stand) ενός
υποκειμένου που το πραγμα-
ουσ.– Αντίστοιχος όρος στα γαλλι-
τεύεται ως κάτι διαφορετικό από
κά: objet, αγγλικά: museum object,
τον εαυτό του, ακόμη και αν το
musealia, ισπανικά: objeto, γερμα-
υποκείμενο αντιλαμβάνεται και
νικά: Objekt, Gegenstand, ιταλικά:
τον εαυτό του ως αντικείμενο.
oggetto, πορτογαλικά: objecto (Βρα-
Αυτή η διάκριση ανάμεσα στο
ζιλία: objeto).
υποκείμενο και το αντικείμενο
Ο όρος «μουσειακό αντι- αναπτύχθηκε σχετικά αργά και
κείμενο» ενίοτε αντικαθίσταται απαντάται στην κουλτούρα της
από τον νεολογισμό musealia, Δύσης. Κατ’ αυτή την έννοια
που είναι ο πληθυντικός του λα- το αντικείμενο διαφέρει από το
τινικού ουδέτερου ουσιαστικού πράγμα, το οποίο σχετίζεται με
musealium. Αντίστοιχος όρος το υποκείμενο ως προέκταση
στα γαλλικά: muséalie (χρησι- ή ως εξάρτημα (για παράδειγ-
μοποιείται σπάνια), musealia, μα, ένα εργαλείο ως προέκταση
ισπανικά: musealia, γερμανικά: του χεριού είναι πράγμα και όχι
Musealie, Museumsobjekt, ιτα- αντικείμενο).
λικά: musealia, πορτογαλικά: Το μουσειακό αντικείμε-
musealia. νο είναι ένα πράγμα που έχει
Με την απλούστερη φιλο- μουσειοποιηθεί, ένα πράγμα
σοφική έννοια του όρου, ένα που μπορεί να οριστεί γενικά
αντικείμενο δεν είναι από μόνο ως οποιαδήποτε μορφή πραγ-
του μια μορφή πραγματικότη- ματικότητας. Η έκφραση «μου-
τας, αλλά ένα παράγωγο, ένα σειακό αντικείμενο» (museum
αποτέλεσμα ή ένα ισοδύναμο. object) θα μπορούσε να θεωρη-
Με άλλα λόγια, ο όρος δηλώνει θεί ως και πλεονασμός, από την

23
άποψη ότι το μουσείο δεν είναι κείμενο είναι πάντα κάτι που το
μόνο ένας χώρος που στεγάζει υποκείμενο θέτει ενώπιόν του
αντικείμενα, αλλά και ένας χώ- ως κάτι διακριτό από τον εαυτό
ρος με κυρίαρχη αποστολή τη του, είναι κάτι το διαφορετικό
μεταμόρφωση των πραγμάτων που το υποκείμενο «αντιμετω-
σε αντικείμενα. πίζει». Κατ’ αυτή την έννοια,
1. Το αντικείμενο σε καμία το αντικείμενο είναι αφηρημέ-
περίπτωση δεν αποτελεί μία νο και νεκρό, κλεισμένο στον
ακατέργαστη πραγματικότητα εαυτό του, όπως γίνεται φα-
ή απλώς κάτι που αρκεί να το νερό στις σειρές αντικειμένων
συλλέξεις και να το τοποθετή- που απαρτίζουν μια συλλογή
σεις στη συλλογή ενός μουσεί- (Baudrillard, 1968). Αυτή η ιδι-
ου, όπως, επί παραδείγματι, θα ότητα του αντικειμένου θεωρεί-
συνέλεγε κανείς κοχύλια στην ται σήμερα αμιγώς δυτικό προϊ-
παραλία. Ο όρος αντικείμενο όν (Choay, 1968, Van Lier, 1969,
περιγράφει μια οντολογική ιδιό- Adotevi, 1971), με την έννοια
τητα που αποκτά ένα συγκεκρι- ότι η Δύση ήταν αυτή που ήρθε
μένο πράγμα υπό συγκεκριμέ- πρώτη σε ρήξη με τον πρωτόγο-
νες συνθήκες, με επίγνωση ότι νο τρόπο ζωής και πρώτη στο-
αυτό το πράγμα δεν θα θεωρείτο χάστηκε το χάσμα ανάμεσα στα
αντικείμενο υπό διαφορετικές υποκείμενα και τα αντικείμενα
συνθήκες. Η διαφορά ανάμεσα (Descartes, Kant και αργότερα
στο πράγμα και στο αντικείμε- McLuhan, 1969).
νο έγκειται στο ότι το πράγμα 2. Λόγω της ενασχόλησής
έχει γίνει τμήμα της ζωής και ότι τους με την απόκτηση, έρευνα,
η σχέση που έχουμε με αυτό είναι διατήρηση και επικοινωνία, τα
μια σχέση στοργής ή συμβίωσης. μουσεία μπορούν να θεωρηθούν
Αυτό αποκαλύπτεται στον ανιμι- φορείς της «παραγωγής» αντι-
σμό κοινωνιών που συχνά απο- κειμένων. Σε αυτές τις συνθή-
καλούνται «πρωτόγονες»: πρόκει- κες, το μουσειακό αντικείμενο
ται για μια χρηστική σχέση, όπως –musealium ή musealia– δεν
στην περίπτωση ενός εργαλείου εμπεριέχει καμία εγγενή πραγ-
που προσαρμόζεται στο σχήμα ματικότητα, ακόμη και αν το
του χεριού. Αντίθετα, το αντι- μουσείο δεν είναι το μόνο ερ-

24
γαλείο «παραγωγής» αντικει- 3. Οι φυσιοδίφες και οι
μένων. Πράγματι και από άλλες εθνολόγοι, όπως και οι μου-
οπτικές γωνίες, «αντικειμενο- σειολόγοι, συλλέγουν γενικά
ποιούνται» τα πράγματα –όπως ως επί το πλείστον αυτά που
συμβαίνει κατ’ εξοχήν στην επι- ήδη αποκαλούν αντικείμενα,
στημονική έρευνα προκειμένου με την έννοια ότι αποτελούν
να καθιερωθούν πρότυπα ανα- βάσει της ποσότητας των πλη-
φοράς (πρβλ. κλίμακες μέτρη- ροφοριών (δεικτών – markers)
σης διαφόρων μεγεθών) εντελώς δυνητικά τεκμήρια που αντα-
ανεξάρτητα από το υποκείμενο, νακλούν τα οικοσυστήματα ή
με συνέπεια όμως να δυσχε- τους πολιτισμούς, τα ίχνη των
ραίνεται π.χ. η αντιμετώπιση οποίων επιθυμούν να διαφυλά-
ενός ζωντανού οργανισμού ως ξουν. «Τα μουσειακά αντικείμενα
τέτοιου (Bergson), καθώς αυτός (musealia) είναι γνήσια κινητά
τείνει να αντικειμενοποιείται αντικείμενα που ως αδιάσειστα
– εξού και η δυσκολία της φυ- στοιχεία καταδεικνύουν την
σιολογίας σε σύγκριση με την ανάπτυξη της φύσης και της
ανατομία. κοινωνίας» (Schreiner, 1985).
Το μουσειακό αντικείμενο Λόγω του πλούτου των πληρο-
παράγεται για να θεαθεί, με όλες φοριών που παρέχουν, εθνολό-
τις εγγενείς του συνεκδοχές, κα- γοι όπως ο Jean Gabus (1965) ή
θώς το εκθέτουμε προκειμένου ο Georges Henri Rivière (1989)
να εγείρουμε συναισθήματα, να τους απέδωσαν τον χαρακτη-
ψυχαγωγήσουμε ή να εκπαι- ρισμό «αντικείμενα-μάρτυρες»
δεύσουμε. Η έκθεση του αντι- (witness-object), τον οποίο και
κειμένου είναι τόσο θεμελιώδης διατηρούν όταν εκτίθενται. Ο
ώστε είναι αυτή ακριβώς που Georges Henri Rivière μάλιστα
καθιστά το πράγμα αντικείμενο, χρησιμοποίησε τη φράση «αντι-
δημιουργώντας την απαραίτητη κείμενο-σύμβολο» (objet-symbole)
απόσταση, ενώ στις επιστημονι- για να περιγράψει ορισμένα αντι-
κές διεργασίες υπερέχει η ανα- κείμενα-μάρτυρες που περιείχαν
γκαιότητα να ταξινομηθούν τα τόσες σημαντικές πληροφορίες,
πράγματα σε ένα οικουμενικά ώστε μπορούσαν να συνοψίσουν
κατανοητό πλαίσιο. έναν ολόκληρο πολιτισμό ή μια

25
ολόκληρη χρονική περίοδο. συμβολικό επίπεδο (συμβο-
Το αποτέλεσμα της συστη- λική τάξη) που τους αποδίδει
ματικής αντικειμενικοποίησης νέα σημασία. Αυτό οδήγησε τον
των πραγμάτων είναι ότι έτσι Krzysztof Pomian να αποκα-
μπορούν να μελετηθούν πολύ λέσει τα αντικείμενα αυτά ση-
καλύτερα από ότι αν βρίσκονταν μαίνοντα (semiophores – φορείς
ακόμη στο αρχικό τους πλαίσιο σημασίας) και να τους αποδώ-
αναφοράς (στο εθνογραφικό σει νέα αξία, η οποία είναι κατά
πεδίο, σε ιδιωτική συλλογή ή κύριο λόγο μουσειακή, αλλά
γκαλερί). Ελλοχεύει όμως εδώ μπορεί να γίνει και οικονομική.
ο κίνδυνος του φετιχισμού: μια Έτσι, τα αντικείμενα γίνονται
τελετουργική μάσκα, ένα τελε- ιερά (καθαγιασμένα) τεκμήρια
τουργικό κοστούμι, ένα σύνερ- πολιτισμού.
γο προσευχής κλπ. αλλάζουν 4. Οι εκθέσεις αντανακλούν
ιδιότητα αμέσως μόλις μπαί- αυτές τις επιλογές. Για τους
νουν στο μουσείο. Δεν είμαστε σημειολόγους, όπως ο Jean
πια στον πραγματικό κόσμο, Davallon, «τα musealia δεν
αλλά στον φανταστικό κόσμο είναι τόσο πράγματα (από την
του μουσείου. Για παράδειγμα, άποψη της υλικής τους υπόστα-
ο επισκέπτης διακοσμητικών σης) όσο γλωσσικές οντότητες
τεχνών δεν επιτρέπεται να κα- (ορίζονται και αναγνωρίζονται
θίσει σε μια καρέκλα ενός μου- ως άξια διαφύλαξης και έκθε-
σείου, γεγονός που προϋποθέτει σης) και υποστηρίγματα κοινω-
τη συμβατική διάκριση ανάμε- νικών πρακτικών (συλλέγονται,
σα στη χρηστική καρέκλα και καταλογογραφούνται, εκτίθενται
στην καρέκλα ως αντικείμενο. κλπ.)» (Davallon, 1992). Επο-
Εδώ η χρηστική λειτουργία των μένως, τα αντικείμενα μπορούν
πραγμάτων έχει αφαιρεθεί, ενώ να χρησιμοποιηθούν ως σύμβο-
αυτά έχουν επίσης αποσπαστεί λα, όταν χρησιμοποιούνται σε
από το πλαίσιο αναφοράς τους μια έκθεση όπως οι λέξεις στον
(decontextualised), οπότε από λόγο. Όμως τα αντικείμενα δεν
εδώ και στο εξής δεν εξυπη- είναι μόνο σύμβολα, δεδομένου
ρετούν τον αρχικό τους σκοπό, ότι και μόνο η παρουσία τους
αλλά έχουν ενταχθεί σε ένα μπορεί να γίνει άμεσα αντιλη-

26
πτή μέσω των αισθήσεών μας. νον αντικείμενο (semiophore
Για τον λόγο αυτό, συχνά χρη- object) είναι φορέας σημασίας
σιμοποιείται ο αγγλοσαξονικός μόνο όταν εκτίθεται το ίδιο και
όρος «αληθινό πράγμα» για όχι μέσω υποκατάστατου. Όσο
να περιγράψει ένα μουσειακό ευρεία και αν φαντάζει αυτή η
αντικείμενο, το οποίο εκτίθεται αμιγώς «πραγματιστική» (reist)
λόγω της ισχυρής «αυθεντικής έννοια, δεν λαμβάνει υπόψη της
παρουσίας» που διαθέτει. Δηλα- ούτε τις απαρχές των μουσείων
δή, «Παρουσιάζουμε τα πράγμα- στην Αναγέννηση (βλ.Μουσείο)
τα όπως είναι, όχι ως πρότυπα ούτε την ανάπτυξη και τη δι-
ή απεικονίσεις ή αναπαραστά- αφοροποίηση που σημείωσε η
σεις κάποιου άλλου πράγματος» μουσειολογία κατά τη διάρκεια
(Cameron, 1968). Για διάφορους του 19ου αιώνα. Επίσης, δεν
λόγους (συναισθηματικούς, αι- μας επιτρέπει να συνυπολογί-
σθητικούς κλπ.) η σχέση μας σουμε το έργο πολλών μουσεί-
προς τα πράγματα που εκτίθε- ων, των οποίων οι δραστηριότη-
νται είναι διαισθητική. Ο όρος τες επιτελούνται ουσιαστικά με
έκθεμα (exhibit) αναφέρεται σε άλλα υποστηρικτικά συστήματα,
ένα αληθινό πράγμα που εκτίθε- όπως το διαδίκτυο ή άλλα μέσα
ται, αλλά και σε οτιδήποτε δύ- ή, γενικότερα, όλα τα μουσεία
ναται να εκτεθεί – έναν ήχο, ένα που απαρτίζονται από αντί-
φωτογραφικό ή κινηματογρα- γραφα, όπως είναι τα μουσεία
φικό αρχείο, ένα ολόγραμμα, μία εκμαγείων, συλλογών μακετών,
αναπαραγωγή (reproduction), συλλογών κέρινων ομοιωμάτων
μια μακέτα (model), μια εγκα- ή τα επιστημονικά κέντρα, όπου
τάσταση (installation) ή ένα εν- εκτίθενται κατά κύριο λόγο μο-
νοιολογικό μοντέλο (conceptual ντέλα (ομοιώματα).
model) (βλ. Έκθεση). Δεδομένου ότι αυτά τα αντι-
5. Ανάμεσα στο αληθινό κείμενα θεωρούνται στοιχεία
πράγμα και στο υποκατάστα- γλώσσας, μπορούν να αξιοποι-
τό του υφίσταται μιας μορφής ηθούν στη δημιουργία εκθέσε-
«ένταση». Ως προς αυτό πρέπει ων-διαλέξεων (lecture exhibi-
να σημειώσουμε ότι για κά- tions), όμως δεν αρκούν πάντα
ποιους ανθρώπους το σημαί- αυτά μόνο για να στηρίξουν όλη

27
τη διάλεξη. Για τον λόγο αυτό, ερωτημάτων που τίθενται σε σχέ-
πρέπει να επινοήσουμε άλλα ση με το κύρος και την αξία των
στοιχεία μιας γλώσσας υποκα- μουσειακών αντικειμένων. Παρ’
τάστασης. Όταν το έκθεμα υπο- όλα αυτά, οφείλουμε να ση-
καθιστά ένα αληθινό πράγμα ή μειώσουμε ότι υπάρχουν μου-
αυθεντικό αντικείμενο, μέσω σεία που διαθέτουν συλλογές
της λειτουργίας ή της φύσης του, οι οποίες αποτελούνται απο-
ονομάζεται υποκατάστατο. Αυτό κλειστικά από υποκατάστατα
μπορεί να είναι μια φωτογρα- και ότι, σε γενικές γραμμές, η
φία, ένα σχέδιο ή ένα ομοίωμα πολιτική των υποκατάστατων
του αληθινού πράγματος. Έτσι, (αντίγραφα, γύψινα ή κέρινα
το υποκατάστατο θα έλεγε κα- εκμαγεία, μοντέλα ή ψηφιακές
νείς ότι βρίσκεται σε σύγκρουση απεικονίσεις) ανοίγει ευρέως
με το «αυθεντικό» αντικείμενο, τον κλάδο των μουσειακών λει-
μολονότι δεν είναι το ίδιο με το τουργιών και οδηγεί στην αμ-
αντίγραφο (copy) του πρωτο- φισβήτηση όλων των υπαρχου-
τύπου (όπως τα εκμαγεία ενός σών αξιών του μουσείου από τη
γλυπτού ή τα αντίγραφα ζωγρα- σκοπιά της μουσειακής ηθικής.
φικών πινάκων), με την έννοια Επιπλέον, από τη διευρυμένη
ότι τα υποκατάστατα μπορούν σκοπιά που προαναφέρθηκε,
να δημιουργηθούν απευθείας οποιοδήποτε αντικείμενο εκτί-
ως αποτέλεσμα μιας ιδέας ή μιας θεται στο πλαίσιο ενός μουσείου
διαδικασίας και όχι μόνο μέσω πρέπει να θεωρείται υποκατά-
της πιστής αντιγραφής ενός στατο της πραγματικότητας που
πρωτοτύπου. Ανάλογα με τη αντιπροσωπεύει, δεδομένου ότι
μορφή του πρωτοτύπου και τη ένα μουσειοποιημένο πράγμα,
χρήση για την οποία προοριζό- δηλαδή το μουσειακό αντικεί-
ταν, το υποκατάστατο μπορεί να μενο, είναι πάντα υποκατάστατο
είναι δισδιάστατο ή τρισδιάστατο. αυτού του πράγματος (Deloche,
Η έννοια της αυθεντικότητας, 2001).
ιδιαίτερα σημαντική στα μου- 6. Από μουσειολογική άπο-
σεία καλών τεχνών (αριστουρ- ψη και ιδιαίτερα στους τομείς
γήματα, αντίγραφα και πλαστά), της αρχαιολογίας και της εθνο-
επηρεάζει την πλειοψηφία των λογίας, οι ειδικοί συνηθίζουν να

28
αποδίδουν στο αντικείμενο το ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
νόημα που προκύπτει από τη ουσ.– Αντίστοιχος όρος στα γαλλικά:
δική τους έρευνα. Αυτό όμως architecture, αγγλικά: architecture,
εγείρει διάφορα προβλήματα. ισπανικά: arquitectura, γερμανικά:
Κατ’ αρχάς τα αντικείμενα αλ- Architektur, ιταλικά: architettura, πορ-
λάζουν σημασία στο αρχικό τους τογαλικά: arquitectura (Βραζιλία: ar-
περιβάλλον κατά το δοκούν από quitetura).
γενιά σε γενιά. Έπειτα, κάθε
επισκέπτης είναι ελεύθερος να Ως αρχιτεκτονική (μουσεί-
τα ερμηνεύσει σύμφωνα με τη ων) ορίζεται η τέχνη του σχεδι-
δική του κουλτούρα. Το αποτέ- ασμού και της διευθέτησης (δι-
λεσμα είναι ο σχετικισμός που αρρύθμισης) ή οικοδόμησης ενός
συνοψίζει ο Jacques Hainard χώρου, ο οποίος προορίζεται για
το 1984 με την περίφημη φράση να στεγάσει ειδικές μουσειακές
του: «Το αντικείμενο δεν αποτε- λειτουργίες και συγκεκριμένα
λεί αλήθεια κανενός πράγματος. την έκθεση, την προληπτική και
Πρωτίστως πολυλειτουργικό και επεμβατική ενεργή συντήρηση,
δευτερευόντως πολυσήμαντο, τη μελέτη, τη διαχείριση μου-
αποκτά σημασία μόνο όταν το- σειακών συλλoγών, καθώς και
ποθετείται σε ένα συγκεκριμένο την υποδοχή επισκεπτών.
πλαίσιο αναφοράς» (Hainard, Από την εφεύρεση του σύγ-
1984). χρονου μουσείου στα τέλη του
18ου και τις αρχές του 19ουαι-
F ΣΥΝΑΦΗ: ΤΕΧΝΟΥΡΓΗΜΑ, ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ/ ώνα, παράλληλα με τη μετατρο-
ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΣΥΛΛΟΓΗ, ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ, ΕΚΘΕΜΑ, πή παλαιών ιστορικών κτηρίων
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΕΤΙΧ, ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΡΑΓΜΑ, σε μουσεία, άρχισε να αναπτύσ-
ΡΕΠΛΙΚΑ, ΟΜΟΙΩΜΑ, ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΔΕΙΓΜΑ, σεται και μια ειδική αρχιτεκτο-
ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ, ΠΡΑΓΜΑ, ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ νική που ανταποκρίνεται στις
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ-ΜΑΡΤΥΡΑΣ, απαιτήσεις της διατήρησης, της
ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ. έρευνας και της επικοινωνίας
των συλλογών μέσω μόνιμων
ή περιοδικών εκθέσεων. Αυτή
η αρχιτεκτονική παρατηρείται
τόσο σε παλαιότερες όσο και

29
σύγχρονες κατασκευές. Μά- να μειωθεί ο αριθμός των εκ-
λιστα, το ίδιο το λεξιλόγιο της θεμάτων στις μόνιμες εκθέσεις.
αρχιτεκτονικής επηρέασε την Για τον σκοπό αυτό, δημιούρ-
ανάπτυξη της ιδέας του μου- γησαν αποθηκευτικούς χώ-
σείου. Έτσι καθιερώθηκε η να- ρους, είτε θυσιάζοντας αίθουσες
όσχημη μορφή με θόλο, με προ- έκθεσης είτε εξοικονομώντας
στώο (σκεπαστή στοά εισόδου κάποιο χώρο στα υπόγεια των
με κιονοστοιχία) και υπερώο κτηρίων είτε οικοδομώντας νέα
(gallery), που αρχικά είχε επι- κτίσματα. Επιπλέον, καταβλή-
λεγεί ως το κύριο πρότυπο για θηκε κάθε δυνατή προσπάθεια
μουσεία Καλών Τεχνών – εξού προκειμένου το περιβάλλον των
και οι λέξεις galerie, galleria, εκθεμάτων να καταστεί όσο το
Galerie και gallery που χρη- δυνατό πιο ουδέτερο – ακόμη
σιμοποιούνται αντίστοιχα στη και αν αυτό σήμαινε ότι έπρε-
Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία και τις πε να θυσιαστούν στο σύνολό
Αγγλο-αμερικανικές χώρες. τους ή κατά ένα μέρος τους τα
Η μορφή των κτηρίων που ιστορικά διακοσμητικά στοιχεία
στέγαζαν μουσεία αρχικά είχε του κτηρίου. Η εφεύρεση του
ως άξονα τη διαφύλαξη των ηλεκτρισμού συνέβαλε πολύ σε
συλλογών, ωστόσο με τον και- αυτές τις βελτιώσεις και επέτρε-
ρό εξελίχθηκε καθώς ανα- ψε την πλήρη αναθεώρηση των
πτύχθηκαν νέες μουσειακές συστημάτων φωτισμού.
λειτουργίες. Έτσι, αφού πρώτα Ορισμένες νέες μουσειακές
αναζητήθηκαν λύσεις για τον λειτουργίες που καθιερώθη-
καλύτερο φωτισμό των εκ- καν στο δεύτερο μισό του 20ού
θεμάτων (Soufflot, Brebion, αιώνα επέφεραν σημαντικές
1778, J.-B. LeBrun, 1787), για αρχιτεκτονικές μεταβολές: η
την καλύτερη κατανομή των αύξηση του αριθμού των περι-
συλλογών μέσα στο μουσείο οδικών εκθέσεων μετέβαλε την
(Mechel, 1778-1784) και για την κατανομή των συλλογών στους
καλύτερη δομή του εκθεσιακού χώρους μόνιμης έκθεσης και
χώρου (LeoVonKlenze, 1916- στους αποθηκευτικούς χώρους 
1830), στις αρχές του 20ού αιώνα δημιουργήθηκαν χώροι επισκε-
οι επαγγελματίες των μουσείων πτών, εκπαιδευτικά εργαστήρια,
συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε χώροι ανάπαυσης και, κυρίως,

30
μεγάλοι χώροι πολλαπλών χρή- (ταξινόμηση σε χρονολογική σει-
σεων  δημιουργήθηκαν επίσης ρά, ορατότητα από όλες τις γω-
βιβλιοπωλεία, εστιατόρια και νίες, ουδέτερο φόντο κλπ.). Ως
πωλητήρια αντικειμένων που εκ τούτου, τα κτήρια που στεγά-
σχετίζονται με τις εκθέσεις. Ταυ- ζουν μουσεία σχεδιάζονται και
τόχρονα όμως η αποκέντρωση οικοδομούνται σύμφωνα με ένα
ορισμένων μουσειακών λει- αρχιτεκτονικό πλάνο, το οποίο
τουργιών μέσω αναδιάρθρωσης έχει εκπονηθεί από τους επι-
ή ανάθεσης εργασιών σε τρίτους στημονικούς και διοικητικούς
δημιούργησε την αναγκαιότητα υπεύθυνους του οργανισμού.
οικοδόμησης ή διαρρύθμισης ει- Ωστόσο, οι αποφάσεις σχετικά
δικών αυτόνομων κτηρίων: αρ- με την οριστικοποίηση αυτού
χικά, εργαστηρίων συντήρησης του κτιριολογικού προγράμμα-
αντικειμένων που ενδεχομένως τος και τα όρια των παρεμβάσε-
εξυπηρετούσαν περισσότερα του ων εκ μέρους του αρχιτέκτονα
ενός μουσεία και, στη συνέχεια, δεν κατανέμονται κατ’ αυτό τον
αποθηκευτικών χώρων χωρο- τρόπο. Η αρχιτεκτονική, ως τέ-
ταξικά απομακρυσμένων από χνη ή ως μέθοδος οικοδόμησης
τους εκθεσιακούς χώρους. και διαρρύθμισης ενός μουσεί-
Ο αρχιτέκτονας είναι εκεί- ου, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα
νος που σχεδιάζει το κτήριο και συνολικό έργο (oeuvre) που εν-
επιβλέπει την κατασκευή του. σωματώνει ολόκληρο τον μηχα-
Με την ευρύτερη έννοια, είναι νισμό λειτουργίας του μουσείου.
ο άνθρωπος που διαμορφώνει Η προσέγγιση αυτή, την οποία
το κέλυφος που περικλείει τις συχνά υιοθετούν οι αρχιτέκτο-
συλλογές, περιλαμβάνοντας το νες, μπορεί να ισχύσει μόνο εάν
προσωπικό και το κοινό. Από τα αρχιτεκτονικά σχέδια έχουν
αυτή την άποψη, η αρχιτεκτονι- λάβει υπόψη τους όλα τα μουσει-
κή επηρεάζει καθετί που αφορά ογραφικά ζητήματα, πράγμα που
τον χώρο και τον φωτισμό του πολύ συχνά δεν ισχύει καθόλου.
μουσείου, ζητήματα που ίσως Μερικές φορές η ανάθε­ση αρ-
θεωρούνται δευτερεύουσας ση- χιτεκτονικού έργου πε­ριλαμβάνει
μασίας, στην πραγματικότητα και τον σχεδιασμό του εσωτε-
όμως αποδεικνύονται καθορι- ρικού του κτηρίου. Αυτό ίσως
στικά για το νόημα μιας έκθεσης δημιουργήσει προβλήματα, αν

31
δεν έχει γίνει σαφής η διάκρι- άφορους επισκέπτες. Το ζήτημα
ση ανάμεσα στους εκθεσιακούς αυτό έχει ήδη τονιστεί από τον
και στους χώρους γενι­κής χρή- αρχιτέκτονα Auguste Perret:
σης και αν δεν υπάρχει συνερ- «Ένα πλοίο, που πρέπει να επι-
γασία με τον αρχιτέ­κτονα που πλέει, δεν είναι λογικό ότι πρέ-
έχει αναλάβει τον σχεδιασμό. πει να σχεδιαστεί διαφορετικά
Ορισμένοι αρχιτέκτονες είναι από μια ατμομηχανή; Έγκειται,
εξειδικευμένοι στη δημιουργία λοιπόν, στον αρχιτέκτονα να λά-
εκθεσιακών χώρων και ενδεχο- βει υπόψη του τις ιδιαιτερότητες
μένως διαθέτουν πείρα και στη του κτηρίου που θα στεγάσει ένα
σκηνογραφία ή στον σχεδιασμό μουσείο και να εμπνευστεί από
εκθέσεων. Ωστόσο, είναι πολύ τις λειτουργίες του προκειμένου
λίγοι εκείνοι που μπορούν να να δημιουργήσει τον κατάλληλο
χαρακτηριστούν «μουσειογρά- κτηριακό οργανισμό» (Perret,
φοι» ή ειδικοί στα μουσεία και 1931). Μια ματιά στα σύγχρονα
αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν αρχιτεκτονικά δημιουργήματα
η πείρα τους περιλαμβάνει αυτό αρκεί για να διαπιστώσουμε ότι,
το συγκεκριμένο είδος δουλειάς. παρότι οι περισσότεροι αρχιτέ-
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει κτονες λαμβάνουν υπόψη τις
σήμερα η αρχιτεκτονική μου- απαιτήσεις του μουσειολογικού
σείων εντοπίζονται στην εύλογη προγράμματος, ωστόσο πολλοί
αντίθεση που μπορεί να υπάρ- εξακολουθούν να επιδιώκουν
χει ανάμεσα στη φιλοδοξία του κυρίως ένα αισθητικά άρτιο απο-
αρχιτέκτονα αφενός (ο οποίος τέλεσμα και όχι τη δημιουργία
ενδεχομένως θα βρεθεί στο επί- ενός ιδανικού εργαλείου για τη
κεντρο της παγκόσμιας προσο- λειτουργία του μουσείου.
χής λόγω της διεθνούς προβολής
που συχνά έχουν τέτοιου είδους w ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ.
κτήρια στις μέρες μας) και στις
απόψεις των ανθρώπων που
F ΣΥΝΑΦΗ: ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ, ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
ΕΚΘΕΣΕΩΝ, ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ,
σχετίζονται με τη συντήρηση ΦΩΤΙΣΜΟΣ, ΜΟΥΣΕΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ,
και την έκθεση των συλλογών ΜΟΥΣΕΙΟΓΡΑΦΙΑ.
αφετέρου. Τέλος, πρέπει να λη-
φθούν υπόψη και οι ανέσεις που
πρέπει να παρέχονται στους δι-

32
Δ
ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ άλλες γλώσσες πλην των αγγλι-
κών (ισπανικό medio, γερμανικό
ουσ.– Αντίστοιχος όρος στα γαλλικά:
mitte) και που μας υπενθυμίζει
mediation, αγγλικά: mediation, ισπα-
ότι η διαμεσολάβηση συνδέεται
νικά: mediación, γερμανικά: Vermitt-
με την τήρηση της μέσης θέσης,
lung, ιταλικά: mediazione, πορτογα-
δηλαδή την παρεμβολή ενός τρί-
λικά: mediaçāo.
του μεταξύ δύο πόλων που κρα-
Η διαμεσολάβηση (media- τά ίσες αποστάσεις από αυτούς
tion στα αγγλικά, μεταφρασμέ- και δρα ως ενδιάμεσος. Αυτή
νο από το γαλλικό mediation), η αρχή χαρακτηρίζει τη δια-
στο πλαίσιο των μουσείων, μεσολάβηση τόσο από νομικής
είναι σε γενικές γραμμές συ- άποψης, όταν δηλαδή παρεμ-
νώνυμη με την «ερμηνεία» βάλλεται ένα διαπραγματευτής
(interpretation). Ως διαμεσολά- προκειμένου δύο αντίπαλα μέρη
βηση νοείται η πράξη που στο- να συμβιβαστούν και να πετύ-
χεύει στη συμφιλίωση/συμβι- χουν ένα modusvivendi, όσο
βασμό μεταξύ δύο μερών ή στην και όταν ο όρος χρησιμοποιείται
επίτευξη συμφωνίας μεταξύ τους. στο πολιτιστικό και επιστημονι-
Όσον αφορά τα μουσεία, σημαί- κό πλαίσιο που αφορά στα μου-
νει τη μεσολάβηση ανάμεσα στο σεία. Και εδώ, η διαμεσολάβηση
κοινό του μουσείου και σε αυτό έχει την έννοια του ενδιάμεσου
που το μουσείο προσφέρει στο που καλείται να καλύψει ή να
κοινό για να δει (μεσιτεία, ενδι- περιορίσει ένα κενό, δημιουρ-
άμεσος, διαμεσολαβητής). Ετυ- γώντας τον συνδετικό κρίκο ή
μολογικά, στη λέξη “mediation” εξασφαλίζοντας την αποδοχή.
ενυπάρχει η ρίζα “med” που 1. Η έννοια της διαμεσολά-
σημαίνει μέσος/-η/-ο, μία ρίζα βησης λειτουργεί σε διάφορα
που εντοπίζεται και σε πολλές επίπεδα: στο φιλοσοφικό, βοή-

33
θησε τον Χέγκελ και τους μα- και περιγράφει τη διακίνησή
θητές του να περιγράψουν την τους μέσα σε ολόκληρη την κοι-
ίδια την κίνηση της ιστορίας. νωνική σφαίρα. Η πολιτιστική
Η διαλεκτική, κινητήρια δύνα- σφαίρα νοείται ως ένα δυναμι-
μη της ιστορίας, προχωρά μέσω κό νεφέλωμα, όπου τα προϊόντα
διαδοχικών μεσολαβήσεων: μια αναμειγνύονται και δανείζονται
αρχική κατάσταση (ή θέση) στοιχεία το ένα από το άλλο.
περνά μέσα από την παρεμβο- Εδώ, η αμοιβαία διαμεσολά-
λή του αντιθέτου της (αντίθεση) βηση πολιτιστικών προϊόντων
προκειμένου να μετεξελιχθεί σε οδηγεί στην ιδέα της «διαμε-
μια νέα κατάσταση (σύνθεση), η σολαβητικότητας», δηλαδή της
οποία εμπεριέχει κάτι και από σχέσης μεταξύ των μέσων και
τις δύο προηγούμενες φάσεις. του τρόπου με τον οποίο το ένα
Η γενική έννοια της δια- μέσο –για παράδειγμα τηλεόρα-
μεσολάβησης μας καλεί επίσης ση ή κινηματογράφος– μετα-
να αντιληφθούμε το ίδιο το πο- φράζει φόρμες παραγωγής ενός
λιτιστικό ίδρυμα ως μετάδοση άλλου μέσου (π.χ. ένα μυθιστό-
αυτής της κοινής κληρονομιάς, ρημα που διασκευάζεται σε κι-
η οποία ενώνει τα μέλη μιας νηματογραφικό σενάριο). Αυτές
κοινότητας και στην οποία αυτά οι δημιουργίες φθάνουν στο κοι-
τα μέλη αναγνωρίζουν τους νό τους μέσω του ενός ή του άλ-
εαυτούς τους. Με αυτή την έν- λου τεχνικού βοηθήματος που
νοια του όρου, ακριβώς μέσω συναπαρτίζουν τη «μεσοποίησή»
της διαμεσολάβησης (mediation) τους. Από αυτή την οπτική, η
τα άτομα αντιλαμβάνονται και ανάλυση δείχνει ότι πολλές με-
κατανοούν τον κόσμο και την σολαβήσεις διενεργούνται μέσω
ίδια τους την ταυτότητα – πολ- πολύπλοκων αλυσίδων διαφο-
λοί συγγραφείς μάλιστα μιλούν ρετικών φορέων, προκειμένου
περί συμβολικής διαμεσολά- να διασφαλιστεί το περιεχόμενο
βησης. Επίσης, στο πολιτιστικό στην πολιτιστική σφαίρα και να
πεδίο, η διαμεσολάβηση προω- εξασφαλιστεί ότι αυτό το περι-
θεί τη δημοσιοποίηση ιδεών και εχόμενο θα φτάσει σε ένα ευρύ
πολιτιστικών προϊόντων, όπως κοινό.
την ανάδειξή τους από τα μέσα, 2. Στη μουσειολογία, ο όρος

34
διαμεσολάβηση (mediation) χρη- τον τρόπο, ο όρος «διαμεσολά-
σιμοποιείται συχνά στη Γαλλία βηση» εφάπτεται των συναφών
και σε γαλλόφωνες περιοχές μουσειολογικών εννοιών της
της Ευρώπης εδώ και πάνω από επικοινωνίας και των δημοσί-
μία δεκαετία σε φράσεις όπως ων σχέσεων του μουσείου και
«πολιτιστική διαμεσολάβηση» κυρίως του όρου «ερμηνεία»
ή «επιστημονική διαμεσολά- (interpretation), όρου ευρύτατα
βηση» και «διαμεσολαβητής» διαδεδομένου στον αγγλοσαξο-
(culturalmediation, scienti- νικό μουσειακό κόσμο και στη
ficmediation, mediator). Στην Βόρειο Αμερική, όπου συμπί-
ουσία αφορά σε ένα ευρύ φά- πτει σε μεγάλο βαθμό με την
σμα ενεργειών που λαμβάνουν έννοια της διαμεσολάβησης. Η
χώρα στο πλαίσιο του μουσείου, ερμηνεία, όπως και η διαμεσο-
προκειμένου να γεφυρωθεί η λάβηση, προϋποθέτει απόσταση
απόσταση ανάμεσα στα εκτιθέ- που πρέπει να γεφυρωθεί ανά-
μενα (όραση) και στα νοήματα μεσα σε αυτό που γίνεται άμε-
που ενδεχομένως εμπεριέχουν σα αντιληπτό με τις αισθήσεις
αυτά τα αντικείμενα και οι τό- και τα νοήματα που κρύβονται
ποι (γνώση). Κάποιες φορές, η πίσω από τα φυσικά, πολιτι-
μεσολάβηση τείνει να ευνοεί στικά και ιστορικά φαινόμενα.
το μοίρασμα βιωμάτων και κοι- Όπως και η διαμεσολάβηση, η
νωνικών συνδιαλλαγών μεταξύ ερμηνεία υλοποιείται μέσω δι-
των επισκεπτών, καθώς και την απροσωπικής επαφής και μέσω
ανάπτυξη κοινών σημείων ανα- βοηθημάτων που ενισχύουν την
φοράς. Πρόκειται για μια εκπαι- άμεση προβολή των εκτιθέμε-
δευτική στρατηγική επικοινω- νων αντικειμένων κατά τρόπο
νίας που επιστρατεύει διάφορες που να αναδεικνύει το νόημα
τεχνολογίες γύρω από τις εκτι- και τη σπουδαιότητά τους. Ο
θέμενες συλλογές, προκειμένου όρος καθιερώθηκε στο πλαίσιο
να προσφέρει στον επισκέπτη της διαχείρισης των φυσικών
τα μέσα να κατανοήσει καλύτε- πάρκων της Αμερικής, όμως στο
ρα ορισμένες πτυχές τους και να μεταξύ η έννοια της ερμηνείας
βιώσει μια μορφή οικειοποίησης έχει επεκταθεί και περιλαμβά-
των αντικειμένων. Κατ’ αυτό νει την ερμηνευτική φύση του

35
βιώματος της επίσκεψης μου- κών έργων, οδηγεί τον άνθρωπο
σείων και τοποθεσιών. Ως εκ στο μονοπάτι μιας μεγαλύτερης
τούτου, μπορεί να οριστεί και κατανόησης του εαυτού του και,
ως αποκάλυψη που βοηθά τον εντέλει, της πραγματικότητας
επισκέπτη να κατανοήσει, εν στο σύνολό της.
συνεχεία να εκτιμήσει και τέλος
να προστατεύσει την κληρονο- w ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ,
ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΩ.
μιά που εκλαμβάνει ως δικό του
αντικείμενο.
F ΣΥΝΑΦΗ: ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ,
Τελικά, η διαμεσολάβηση ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ,ΕΡΜΗΝΕΙΑ, ΕΚΛΑΪΚΕΥΣΗ,
αποτελεί κεντρική έννοια σε ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ, ΒΙΩΜΑ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ.
μια φιλοσοφία που είναι ερ-
μηνευτική και στοχαστική
(PaulRicoeur). Διαδραματίζει
καίριο ρόλο στην επιδίωξη κάθε
επισκέπτη για αυτογνωσία, μια ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ
γνώση την οποία καλείται να
oυσ.– Αντίστοιχος όρος στα γαλλικά:
διευκολύνει το μουσείο. Όταν
preservation, αγγλικά : preservation,
ο θεατής στέκεται αντιμέτωπος
ισπανικά: preservación, γερμανικά: Be-
με έργα που παρήγαγαν άλλοι
wahrung, Erhaltung, ιταλικά: preserva-
άνθρωποι, ο τρόπος με τον οποίο
zione, πορτογαλικά: preservaçāo.
μπορεί να επιτύχει την απα-
ραίτητη υποκειμενικότητα που Διατηρώ σημαίνει προστα-
θα του εμπνεύσει αυτογνωσία τεύω ένα πράγμα ή ένα σύνολο
και κατανόηση της προσωπικής πραγμάτων ή μια συλλογή από
του ανθρώπινης περιπέτειας διάφορους κινδύνους όπως κα-
μέσω αυτού του αντικειμένου, ταστροφή, φθορά, απόσπαση ή
είναι η διαμεσολάβηση. Αυτή και κλοπή. Αυτή η προστασία
η προσέγγιση καθιστά το μου- διασφαλίζεται μέσω της συγκέ-
σείο θεματοφύλακα των ιχνών ντρωσης της συλλογής σε έναν
της ανθρωπότητας, ένα από τα τόπο, της απογραφής των περι-
ιδανικότερα μέρη για αυτή την εχομένων της, της μέριμνας για
αναπόφευκτη διαμεσολάβηση, η την ασφάλειά της και της επιδι-
οποία, διαμέσου των πολιτιστι- όρθωσής της.

36
Στη μουσειολογία, ο όρος 1. Η πολιτική απόκτησης
διατήρηση εμπερικλείει όλες (acquisition policy) αποτελεί
τις πράξεις που τελούνται όταν στις περισσότερες περιπτώσεις
ένα αντικείμενο μπαίνει σε ένα θεμελιώδες στοιχείο του τρό-
μουσείο, δηλαδή τις πράξεις της που λειτουργίας ενός μουσείου,
απόκτησης, της απογραφής, της καθώς περιλαμβάνει όλους τους
καταλογογράφησης, της απο- τρόπους, με τους οποίους το μου-
θήκευσης, της συντήρησης και, σείο αποκτά στοιχεία της υλικής
εάν κρίνεται απαραίτητο, της και άυλης κληρονομιάς της αν-
αποκατάστασης. θρωπότητας: συγκέντρωση, αρ-
Η διατήρηση της πολιτισμι- χαιολογικές ανασκαφές, δωρεές
κής κληρονομιάς διαμορφώνει και κληροδοσίες, ανταλλαγές,
σε γενικές γραμμές μια πολιτι- αγορές (ορισμένες φορές με με-
κή, η οποία ξεκινά με την κα- θόδους παράνομης διακίνησης
θιέρωση μιας διαδικασίας και πολιτισμικών αγαθών που το
κριτηρίων για την απόκτηση ICOM και η UNESCO αντιμά-
στοιχείων της υλικής και άυλης χονται : Σύσταση του 1956 και
κληρονομιάς της ανθρωπότη- Σύνοδος του 1970). Η διαχεί-
τας και του περιβάλλοντός της, ριση των συλλογών και η επο-
συνεχίζεται με τη διαχείριση πτεία τους περιλαμβάνουν όλες
των πραγμάτων, που έχουν κα- τις διαδικασίες που σχετίζονται
ταστεί μουσειακά αντικείμενα με τους διοικητικούς χειρισμούς
και τέλος με τη συντήρησή τους. των μουσειακών αντικειμένων,
Από αυτή την άποψη, η έννοια δηλαδή την καταγραφή τους
της διατήρησης αντιπροσωπεύ- στους καταλόγους του μουσεί-
ει αυτό που διακυβεύεται κατά ου (inventory), προκειμένου να
κύριο λόγο στα μουσεία, δεδο- πιστοποιηθεί η μουσειακή τους
μένου ότι ο εμπλουτισμός συλ- υπόσταση (museal status) – η
λογών ουσιαστικά προσδιορίζει οποία, σε κάποιες χώρες, δί-
την αποστολή των μουσείων και νει στα αντικείμενα και συ-
την ανάπτυξή τους. Η προφύ- γκεκριμένη νομική υπόσταση,
λαξη είναι ο ένας άξονας μου- δεδομένου ότι οτιδήποτε εγ-
σειακής δράσης, ενώ ο άλλος γράφεται στους καταλόγους,
είναι η επικοινωνία με το κοινό. ειδικά των δημόσιων μουσεί-

37
ων, θεωρείται αναφαίρετο και ρηση (preventive conservation),
απαράγραπτο (inalienable and ή «όλα τα μέτρα και τις δράσεις
imprescriptible). που στοχεύουν στην αποφυγή
Σε ορισμένες χώρες, όπως και ελαχιστοποίηση μελλοντι-
στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμε- κής φθοράς ή απώλειας. Τα μέ-
ρικής ή τη Μεγάλη Βρετανία, τρα αφορούν ένα αντικείμενο
τα μουσεία έχουν τη δυνατό- ή το περιβάλλον του, αλλά πιο
τητα, σε ειδικές περιπτώσεις, να συχνά ομάδες αντικειμένων,
αποποιηθούν αντικείμενα παρα- όποια και αν είναι η παλαιότητα
χωρώντας τα σε άλλα μουσειακά ή η κατάστασή τους: πρόκειται
ιδρύματα, καταστρέφοντάς τα για έμμεσες ενέργειες που δεν
ή πουλώντας τα. Η αποθήκευ- επεμβαίνουν στα υλικά και τις
ση και η ταξινόμηση ανήκουν δομές του αντικειμένου και δεν
επίσης στις διαδικασίες της δια- τροποποιούν την εμφάνισή του»
χείρισης συλλογών, καθώς και η (ICOM-CC, 2008). Επιπλέον,
επίβλεψη όλων των μετακινήσε- η επανορθωτική συντήρηση
ων αντικειμένων εντός και εκτός (remedial conservation) περι-
του μουσείου. Τέλος, στόχος της λαμβάνει «όλες τις ενέργειες που
συντήρησης (conservation) εί- εφαρμόζονται απευθείας σε ένα
ναι η χρήση κάθε απαραίτητου αντικείμενο (item) ή σε μια ομά-
μέσου προκειμένου να διασφα- δα αντικειμένων, προκειμένου
λιστεί η καλή κατάσταση ενός να ανασχεθεί η τρέχουσα φθο-
αντικειμένου και η προφύλαξή ρά ή να ενισχυθεί η δομή τους.
του από κάθε είδους αλλοίωση, Αυτές οι ενέργειες εκτελούνται
ώστε αυτό να μπορεί να κληρο- μόνο όταν τα αντικείμενα είναι
δοτηθεί στις μελλοντικές γενιές. σε τόσο εύθραυστη κατάσταση
Με την ευρύτερη έννοια, αυτές ή φθείρονται με τέτοιο ρυθμό
οι ενέργειες αποσκοπούν στη ώστε πιθανολογείται ότι μπορεί
συνολική ασφάλεια (προστασία σύντομα να καταστραφούν. Τέ-
από κλοπή και βανδαλισμό, από τοιου είδους ενέργειες μερικές
φωτιά και πλημμύρα, σεισμούς φορές μεταβάλλουν την εμφά-
και κοινωνικές αναταραχές) νιση των αντικειμένων» (ICOM-
τα γενικότερα μέτρα που είναι CC, 2008). «Η αποκατάσταση
γνωστά ως προληπτική συντή- (restoration) περιλαμβάνει όλες

38
τις ενέργειες που εφαρμόζονται χρήση του όρου conservateurs
άμεσα σε ένα πολιτιστικό αγαθό, (=συντηρητές) στα γαλλικά (στα
προκειμένου να διευκολυνθεί η αγγλικά curators, keepers στη
αναγνώριση, η κατανόηση και Μεγάλη Βρετανία), που πρω-
η χρήση του. Αυτές οι ενέργειες τοεμφανίστηκε την εποχή της
εκτελούνται μόνο όταν το αντι- Γαλλικής Επανάστασης. Για
κείμενο έχει απολέσει μέρος της πολύ καιρό (τουλάχιστον για
σημασίας ή της λειτουργίας του όλη τη διάρκεια του 19ου αι-
λόγω προηγούμενων επεμβά- ώνα), η λέξη αυτή περιέγρα-
σεων ή λόγω φθοράς, και διέ- φε κατά τον καλύτερο τρόπο
πονται πάντα από σεβασμό στο τον σκοπό που εκπλήρωναν τα
πρωτότυπο υλικό. Τις περισσό- μουσεία. Επιπλέον, ο σύγχρονος
τερες φορές, αυτές οι ενέργει- ορισμός του μουσείου κατά το
ες μεταβάλλουν την εμφάνιση ICOM (2007) δεν περιλαμβά-
του αντικειμένου» (ICOM-CC, νει τον όρο «διατήρηση» για να
2008). Προκειμένου να δια- περιγράψει τις έννοιες της από-
φυλαχθεί η ακεραιότητα των κτησης και συντήρησης. Από
αντικειμένων, οι συντηρητές αυτή την άποψη, η συντήρηση
(restorers) επιλέγουν παρεμβά- θα έπρεπε πιθανό να εκλαμ-
σεις που είναι αναστρέψιμες και βάνεται ως μια πολύ ευρύτερη
εύκολα διακριτές. έννοια, ώστε να περιλαμβάνει
2. Στην πράξη, συχνά προτι- την καταλογογράφηση και την
μάται η έννοια της συντήρησης αποθήκευση. Ωστόσο, αυτή η
(conservation)από αυτή της δι- αντίληψη έρχεται σε αντίθε-
ατήρησης (preservation). Κατά ση με την πραγματικότητα, η
την άποψη πολλών επαγγελμα- οποία είναι πολύ διαφορετική:
τιών των μουσείων, η συντήρη- η συντήρηση (π.χ. σύμφωνα με
ση, που περιλαμβάνει τόσο τις την Επιτροπή Συντήρησης του
ενέργειες όσο και την πρόθεση ICOM) συνδέεται πολύ πιο άμε-
για την προστασία της πολιτι- σα με τις εργασίες συντήρησης
σμικής κληρονομιάς, υλικής και αποκατάστασης, όπως αυτές
και άυλης, αποτελεί τον κε- περιγράφονται ανωτέρω, παρά
ντρικό πυρήνα της αποστολής με το έργο της διαχείρισης ή της
ενός μουσείου. Αυτό εξηγεί τη επίβλεψης των συλλογών. Εν

39
τω μεταξύ, έχουν αναπτυχθεί ως προς τις εργασίες συντήρη-
και νέα επαγγέλματα, όπως ει- σης (τι να κρατηθεί και τι να
δικότερα αυτό του αρχειονόμου απορριφθεί) συγκαταλέγονται,
συλλογών (collectionarchivist) μαζί με το ζήτημα της αποποί-
και του υπεύθυνου μητρώου ησης (deaccession), μεταξύ των
και τεκμηρίωσης. Η έννοια της πιο αμφιλεγόμενων θεμάτων
διατήρησης συμπεριλαμβάνει που αφορούν στη διοίκηση
όλες αυτές τις δραστηριότητες. μουσείων. Τέλος, τα μουσεία
3. Επιπλέον, η έννοια της αποκτούν και διαφυλάσσουν
διατήρησης τείνει να αντι- ολοένα και περισσότερα στοι-
κειμενικοποιεί (objectivise) τις χεία άυλης κληρονομιάς, γεγο-
αναπόφευκτες εντάσεις που νός που θέτει νέα ζητήματα και
υφίστανται ανάμεσα σε όλες τα υποχρεώνει να ανακαλύψουν
αυτές τις λειτουργίες (για να τεχνικές συντήρησης, οι οποίες
μην αναφέρουμε τις εντάσεις μπορούν να προσαρμοστούν σε
ανάμεσα στη διατήρηση και αυτές τις νέες κατηγορίες πολι-
την επικοινωνία ή την έρευ- τιστικής κληρονομιάς.
να), οι οποίες συχνά υπήρξαν
στόχοι οξείας επίκρισης, κα- F ΣΥΝΑΦΗ: ΑΠΟΚΤΗΣΗ, ΕΓΓΡΑΦΟ,
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ, ΜΝΗΜΕΙΟ, ΑΓΑΘΑ, ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ,
θώς η ιδέα της συντήρησης της
ΣΗΜΑΙΝΟΝ, ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΚΕΙΜΗΛΙΟ (ΙΕΡΟ), ΕΡΓΑΣΙΑ
κληρονομιάς μάς παραπέμπει
–ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ, ΑΫΛΗ, ΥΛΙΚΗ –
στις αρχέγονες τάσεις όλων
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ – ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ – ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ
των καπιταλιστικών κοινωνιών
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ, ΕΠΑΝΟΡΘΩΤΙΚΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ,
του παρελθόντος (Baudrillard,
ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ – ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΛΛΟΓΗΣ, ΕΠΙΒΛΕΨΗ
1968, Deloche, 1985, 1989).
ΣΥΛΛΟΓΗΣ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ, ΕΦΟΡΟΣ,
Πολλές από τις πολιτικές από-
ΑΠΟΓΡΑΦΗ, ΣΥΝΤΗΡΗΤΗΣ, – ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ
κτησης (acquisitionpolicies),
(DEACCESSION), ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (RESTITUTION).
για παράδειγμα, περιλαμβάνουν
ταυτόχρονα και πολιτικές απο-
ποίησης (deaccessionpolicies)
(Neves, 2005). Το ζήτημα
των επιλογών του συντηρητή
(restorer) και, γενικότερα, οι
επιλογές που πρέπει να γίνουν

40
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ / ΔΙΟΙΚΗΣΗ μοποιείται και στα Γαλλικά με
την ίδια σημασία. Οι κατευθυ-
ουσ. – Αντίστοιχος όρος στα γαλλι-
ντήριες γραμμές ή, αλλιώς, το
κά: gestion, αγγλικά: management,
«στυλ» διοίκησης που ασκείται
ισπανικά: gestión, γερμανικά: Ver-
αντανακλά μια συγκεκριμένη
waltung, Administration, ιταλικά: ge-
αντίληψη περί του μουσείου –
stione, πορτογαλικά: gestāo.
ειδικότερα ως προς τη στάση
Ως διαχείριση μουσείων εν- του απέναντι στην κοινωφελή
νοούμε σήμερα τη διασφάλιση προσφορά.
της διοικητικής λειτουργίας του Παραδοσιακά χρησιμοποι-
μουσείου και, γενικότερα, όλων όταν ο όρος «administration»
των δραστηριοτήτων που δεν (διαχείριση/διοίκηση, από το
σχετίζονται άμεσα με τα εξει- λατινικό administration, που
δικευμένα πεδία μουσειακής σημαίνει υπηρεσία, βοήθεια,
εργασίας (συντήρηση, έρευνα χειρισμός), για να περιγράψει
και επικοινωνία). Από αυτή την τις διοικητικές διαδικασίες και
άποψη, η διαχείριση μουσείων γενικότερα όλες τις δραστηρι-
ουσιαστικά περιλαμβάνει δρα- ότητες που είναι απαραίτητες
στηριότητες που σχετίζονται με για να λειτουργήσει ένα μου-
οικονομικά (λογιστικά, διαχει- σείο. Η πραγματεία μουσειολο-
ριστικός έλεγχος, χρηματοδο- γίας του GeorgeBrownGoode,
τικά) και νομικά ζητήματα, με MuseumAdministration(1896)
την ασφάλεια και τη συντήρηση εξετάζει τα θέματα που σχετί-
του κτηρίου, με τη διοίκηση του ζονται με τη μελέτη και έκθε-
προσωπικού, με το μάρκετινγκ, ση των συλλογών καθώς και
καθώς και με διαδικασίες στρα- με την καθημερινή διοίκηση,
τηγικού σχεδιασμού και γενι- ενώ επίσης προσεγγίζει το συ-
κότερου προγραμματισμού των νολικό όραμα του μουσείου και
δραστηριοτήτων του μουσείου. την ενσωμάτωσή του στην κοι-
Ο όρος «management» είναι νωνία. Εύλογα αντλούμενος
αγγλοσαξονικής προέλευσης (αν από τον χώρο των δημόσιων
και ο αγγλοσαξονικός όρος προ- πολιτικών υπηρεσιών, ο όρος
έρχεται από τα γαλλικά manage «administration» (διαχείριση/
και ménage) και σήμερα χρησι- διοίκηση), είτε αναφέρεται σε

41
δημόσιες είτε σε ιδιωτικές υπη- όπως αυτά που χρησιμοποιού-
ρεσίες, σημαίνει τη διασφάλιση νται στις επιχειρήσεις (προσδι-
της εύρυθμης λειτουργίας και ορισμός στρατηγικής, εστίαση
ταυτόχρονα την ανάληψη της στον επισκέπτη, διαχείριση πό-
πρωτοβουλίας για τη διενέργεια ρων, εξεύρεση χρηματοδότησης
όλων των δραστηριοτήτων του κλπ.), έχει επιφέρει σημαντικές
μουσείου. Η έννοια της (δημό- αλλαγές στα ίδια τα μουσεία.
σιας) κοινωφελούς υπηρεσίας Έτσι, ορισμένες από τις δια-
ή και του λειτουργήματος, παρά φωνίες ως προς την οργάνωση
τον θρησκευτικό συνειρμό, είναι και τις πολιτικές των μουσείων
στενά συνδεδεμένες με την έν- απορρέουν άμεσα από την κε-
νοια της διαχείρισης/διοίκησης ντρική διαφωνία, μέσα στους
(administration). ίδιους τους κόλπους του μου-
Γνωρίζουμε ότι ο όρος σείου, ανάμεσα στην προσέγ-
“administration” συχνά πα- γιση των αγορών και στην πιο
ραπέμπει στον όρο «γραφειο- παραδοσιακή προσέγγιση της
κρατία», καθώς συνδέεται και διακυβέρνησης όπως π.χ. δημό-
με τη (δυσ)λειτουργία διάφορων σιων οργανισμών. Ως αποτέλε-
κρατικών αρχών. Έτσι, δεν είναι σμα, αναπτύχθηκαν νέες μορ-
παράξενο το γεγονός ότι την τε- φές χρηματοδότησης (επέκταση
λευταία εικοσιπενταετία η εξέ- της ποικιλίας στα πωλητήρια
λιξη της οικονομικής θεωρίας, των μουσείων, επαναφορά του
με σαφή ροπή προς την οικονο- εισιτηρίου, ανάπτυξη δημοφι-
μία της ελεύθερης αγοράς, επι- λών προσωρινών εκθέσεων ή
καλείται πολύ συχνότερα τον και πώληση αντικειμένων από
όρο “management”, ο οποίος τις ίδιες τις συλλογές). Αυτές οι
ήταν σε χρήση ήδη από πολλά διεργασίες, που πρωτοξεκίνη-
χρόνια στο πλαίσιο κερδοσκο- σαν ως επικουρικές μέσα στο
πικών οργανισμών. πλαίσιο του μουσείου, επηρέ-
Οι έννοιες της «εισαγωγής ασαν σταδιακά ολοένα και πε-
στην αγορά» (marketlaunch) ρισσότερο και τις υπόλοιπες λει-
και του μάρκετινγκ των μου- τουργίες του μουσείου, σε τέτοιο
σείων, όπως και η ανάπτυξη βαθμό ώστε μερικές φορές ανα-
εργαλείων μέσα στα μουσεία, πτύσσονται σε βάρος των άλλων

42
λειτουργιών που απαιτούνται ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΜΟΥΣΕΙΟΥ (MUSEUM TRUSTEES),
για τη διατήρηση, την έρευνα ή ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ, ΔΕΙΚΤΕΣ
και την επικοινωνία. ΑΠΟΔΟΣΗΣ, ΠΡΟΤΖΕΚΤ, ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ,
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ, ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ.
Η ιδιαιτερότητα της διαχεί-
ρισης/διοίκησης μουσείων, που
δομείται γύρω από τις ενίοτε
αντιφατικές ή πάντως υβριδι-
κές προσεγγίσεις της οικονομίας
των αγορών από τη μια, και της
λειτουργίας των δημόσιων αρ-
χών από την άλλη, εκπορεύεται
από το γεγονός ότι το μουσείο
εδράζεται πάνω στη λογική της
προσφοράς (Mauss, 1923), δη-
λαδή στις δωρεές αντικειμένων
και χρημάτων ή στις ενέργειες
εθελοντών ή ενώσεων φίλων
του μουσείου. Και μολονότι οι
δωρεές ή η εθελοντική προ-
σφορά λαμβάνονται αυτονόητα
υπόψη, ωστόσο δεν έχει εξετα-
στεί στον κατάλληλο βαθμό η
μεσοπρόθεσμη και μακροπρό-
θεσμη επίπτωσή τους στη δια-
χείριση/διοίκηση του μουσείου.

w ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ΜΑΝΑΤΖΕΡ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ


ΣΥΛΛΟΓΩΝ

F ΣΥΝΑΦΗ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ/ΔΙΟΙΚΗΣΗ
(ΑDMINISTRATION), BLOCKBUSTERS, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ, ΜΕΛΕΤΗ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ,
ΑΝΕΥΡΕΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ, ΦΙΛΟΙ,
ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙ ΠΟΡΟΙ, ΔΗΛΩΣΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ,
ΜΟΥΣΕΙΑΚΟ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ

43
Ε
ΕΚΘΕΣΗ λικός όρος exposition (στα με-
σαιωνικά Γαλλικά exposicїun,
ουσ.– Αντίστοιχος όρος στα γαλλικά:
στις αρχές του 12ου αι.), αρχι-
(από το λατινικό expositio, γεν. expo-
κά είχε ταυτόχρονα τη μετα-
sitionis–exposé, explication) exposi-
φορική έννοια της επεξήγησης
tion, αγγλικά : exhibition, ισπανικά:
(explanation), της έκθεσης με
exposición, γερμανικά: Austellung,
την έννοια της αφήγησης, της
ιταλικά: esposizione, mostra, πορτο-
έκθεσης με την κυριολεκτι-
γαλικά: exposição, exhibição.
κή έννοια (όπως στην έκθεση
Ο όρος «έκθεση» αναφέρεται ενός εγκαταλειμμένου παιδιού,
στο αποτέλεσμα της τοποθέτη- που στα ισπανικά αποκαλείται
σης ενός αντικειμένου σε κοινή expósito), καθώς και τη γενική
θέα, αλλά και στο σύνολο των έννοια της επίδειξης. Από εκεί
αντικειμένων που εκτίθενται (τον 16ο αι.) η γαλλική λέξη
καθώς και στον τόπο όπου αυτά exposition είχε την έννοια της
εκτίθενται. «Ας εξετάσουμε έναν παρουσίασης (εμπορευμάτων),
ορισμό της έκθεσης (exhibition) μετά (τον 17ο αι.) ενίοτε σήμαι-
που έχουμε δανειστεί από άλ- νε εγκατάλειψη, πρώτη παρου-
λους. Αυτός ο όρος –καθώς και σίαση (για την ερμηνεία ενός
η συντετμημένη αγγλική εκδο- έργου) ή την κατάσταση (ενός
χή του, ‘exhibit’– σημαίνει την κτιρίου). Στη Γαλλία του 18ου
τοποθέτηση αντικειμένων σε αι. η λέξη exhibition, ως έκθεση
κοινή θέα, τα ίδια τα αντικεί- έργων τέχνης, είχε το ίδιο νόημα
μενα που εκτίθενται (τα εκθέ- στα γαλλικά όπως και στα αγ-
ματα), αλλά και τον χώρο όπου γλικά, όμως στα γαλλικά η λέξη
πραγματοποιείται η έκθεση» exhibition ως έκθεση έργων τέ-
(Davallon, 1986). Δανεισμένος χνης αντικαταστάθηκε αργότε-
από το λατινικό expositio, ο γαλ- ρα από τη λέξη exposition. Από

44
την άλλη πλευρά στα αγγλικά, (αγορά, κατάστημα, αίθουσα τέ-
η λέξη exposition σημαίνει: α) χνης). Μπορεί να διεξάγεται σε
τη δημοσιοποίηση ενός νοή- κλειστό χώρο ή στο ύπαιθρο (σε
ματος ή ενός σκοπού ή β) την πάρκο ή στον δρόμο) ή και κατά
εμπορική έκθεση, διατηρώντας χώραν (insitu), χωρίς δηλαδή να
έτσι την παλαιότερη σημασία μετακινούνται τα αντικείμενα
της λέξης στα γαλλικά. Σήμερα, από τον αρχικό φυσικό, ιστο-
η γαλλική exposition και η αγ- ρικό ή αρχαιολογικό τους χώρο.
γλική exhibition έχουν την ίδια Από αυτή την άποψη, οι εκθε-
σημασία και περιγράφουν την σιακοί χώροι προσδιορίζονται
παρουσίαση κάθε είδους εκθε- όχι μόνο από το περίβλημα και
μάτων σε ένα χώρο όπου έχει τα περιεχόμενα, αλλά και από
πρόσβαση το κοινό. Σημαίνουν τους χρήστες –επισκέπτες και
επίσης τα ίδια τα εκθέματα και εργαζόμενους στα μουσεία– δη-
τον χώρο όπου διεξάγεται η έκ- λαδή από τους ανθρώπους που
θεσή τους. Από αυτή την άποψη, εισέρχονται στον συγκεκριμένο
κάθε μία από αυτές τις σημασίες χώρο και μοιράζονται τη γενι-
ορίζει και από ένα διαφορετικό κότερη εμπειρία και των άλλων
στοιχείο. επισκεπτών της έκθεσης. Έτσι, ο
1. Η έκθεση, με την έννοια χώρος διεξαγωγής της έκθεσης
του κελύφους ή του χώρου, είναι ένας οριοθετημένος χώ-
όπου εκτίθενται τα περιεχό- ρος κοινωνικής αλληλεπίδρα-
μενα (όπως και το μουσείο έχει σης, του οποίου οι επιπτώσεις
τόσο την έννοια του θεσμού/ είναι δυνατό να αξιολογηθούν.
οργανισμού αλλά και του κτι- Αυτό τεκμηριώνεται και από τις
ρίου), δεν χαρακτηρίζεται από έρευνες κοινού, καθώς και από
την αρχιτεκτονική του χώρου, την ανάπτυξη που γνωρίζει ένας
αλλά από τον ίδιο τον χώρο. συγκεκριμένος τομέας έρευνας
Έτσι, μολονότι η έκθεση απο- που σχετίζεται με το επικοινωνι-
τελεί ένα από τα χαρακτηρι- ακό δυναμικό του χώρου και όλες
στικά ενός μουσείου, έχει και τις αλληλεπιδράσεις που εξαρτώ-
μια πολύ ευρύτερη έννοια, διότι νται από αυτόν ή όλες τις εικόνες
μπορεί να διοργανώνεται και και ιδέες που μπορεί να γεννήσει
από έναν κερδοσκοπικό φορέα στον νου αυτός ο χώρος.

45
2. Ως αποτέλεσμα της πρά- μουσειοποίησης και οπτικοποί-
ξης του «εκθέτειν» οι εκθέσεις ησης, τότε οι εκθέσεις είναι «η
θεωρούνται σήμερα μία από επεξηγηματική οπτικοποίηση
τις κύριες λειτουργίες του μου- απόντων γεγονότων μέσω των
σείου, το οποίο, σύμφωνα με αντικειμένων και της έκθεσής
τον πλέον πρόσφατο ορισμό τους κατά τρόπο που να υποδη-
του ICOM, «αποκτά, συντηρεί, λώνει συγκεκριμένα πράγματα»
ερευνά, προβάλλει και εκθέτει (Scharer, 2003). Οι προθήκες
την υλική και άυλη κληρονο- και οι αναρτήσεις πινάκων είναι
μιά της ανθρωπότητας…». Κατά τα τεχνάσματα που διαχωρίζουν
το πρότυπο PRC (Reinwardt τον πραγματικό από το νοερό
Academie) η έκθεση αποτε- κόσμο του μουσείου. Ο σκο-
λεί κομμάτι της ευρύτερης λει- πός που εξυπηρετούν είναι να
τουργίας της επικοινωνίας του υπογραμμίζουν την αντικειμε-
μουσείου, η οποία περιλαμβάνει νικότητα, να εξασφαλίζουν την
επίσης πολιτικές περί εκπαί- απόσταση (δημιουργία αποστα-
δευσης και δημοσιεύσεων. Από σιοποίησης, όπως έλεγε για το
αυτή την άποψη, οι εκθέσεις θέατρο ο Μπέρτολτ Μπρεχτ) και
αποτελούν θεμελιώδες χαρα- να μας υπενθυμίζουν ότι βρι-
κτηριστικό των μουσείων, κα- σκόμαστε σε έναν άλλο κόσμο,
θώς αποδεικνύονται εξαιρετικό έναν τεχνητό κόσμο, ένα νοερό
μέσο αισθητηριακής αντίληψης, κόσμο.
παρουσιάζοντας τα αντικείμε- 3. Οι εκθέσεις με την έννοια
να στο κοινό (οπτικοποίηση) του συνόλου των εκτιθέμενων
ως τεκμήρια (παρουσίαση πει- αντικειμένων, περιλαμβάνουν
στηρίων) ή ως αντικείμενα λα- τα musealia, δηλαδή τα μουσει-
τρείας. Ο επισκέπτης γίνεται ακά αντικείμενα ή «πραγματικά
μάρτυρας απτών στοιχείων, τα αντικείμενα», αλλά και τα υπο-
οποία εκτίθενται είτε λόγω της κατάστατα (εκμαγεία, ομοιώμα-
αυτοτελούς αξίας τους (πίνακες, τα, φωτογραφίες κλπ.), τα εκθε-
κειμήλια), είτε για να γεννήσουν τικά υλικά (εξαρτήματα έκθεσης
στο νου έννοιες και συνειρμούς όπως προθήκες, διαχωριστικά
(μετουσίωση, εξωτισμός). Αν ή οθόνες), καθώς και τα ενη-
ορίσουμε τα μουσεία ως χώρους μερωτικά μέσα (όπως κείμενα,

46
φιλμ και άλλα πολυμέσα) και τη αδικασία επικοινωνίας που τις
σήμανση. Από αυτή την άποψη, περισσότερες φορές είναι μο-
η έκθεση λειτουργεί ως συγκε- νόπλευρη, ατελής και επιδέχε-
κριμένο επικοινωνιακό σύστη- ται ερμηνείες που πολύ συχνά
μα (McLuhan και Parker, 1969, διαφέρουν πολύ η μία από την
Cameron, 1968) που βασίζεται άλλη. Ο όρος «έκθεση» με αυτή
σε «πραγματικά αντικείμενα» την έννοια διαφέρει από την
συνοδευόμενα από άλλες κα- έννοια της παρουσίασης, αφού
τασκευές, που επιτρέπουν στον στην πρώτη περίπτωση έχουμε,
επισκέπτη να αντιληφθεί κα- αν όχι φυσικό και διδακτικό δι-
λύτερα τη σπουδαιότητα των άλογο, τουλάχιστον ένα μεγάλο
πραγματικών αντικειμένων. Σε σύμπλεγμα στοιχείων που τίθε-
αυτό το πλαίσιο, όλα τα στοιχεία νται ενόψει του επισκέπτη, ενώ
που υπάρχουν μέσα στην έκθεση η δεύτερη περιγράφει μάλλον
(μουσειακά αντικείμενα, υπο- την επίδειξη εμπορευμάτων σε
κατάστατα, κείμενα κλπ.) ορίζο- κάποια αγορά ή πολυκατάστη-
νται ως εκθέματα (exhibits). Εν μα, μια ενέργεια που μπορεί να
τοιαύτη περιπτώσει, δεν πρό- είναι και παθητική, μολονότι
κειται για αναπαράσταση της και στις δύο περιπτώσεις απαι-
πραγματικότητας, η οποία έτσι τείται ένας ειδικός (σχεδιαστής
κι αλλιώς δεν μπορεί να μετα- βιτρίνας ή σχεδιαστής έκθεσης)
στεγαστεί μέσα στο μουσείο (ένα για να επιτευχθεί το επιθυμητό
«πραγματικό αντικείμενο» σε επίπεδο ποιότητας.
ένα μουσείο ήδη αποτελεί υπο- Αυτά τα δύο επίπεδα –της
κατάστατο της πραγματικότητας παρουσίασης και της έκθεσης–
και μια έκθεση μπορεί μόνο να εξηγούν τη διαφορά ανάμεσα
προσφέρει εικόνες που αντι- στον σχεδιασμό μιας έκθεσης
στοιχούν σε αυτή την πραγμα- και στην παρουσίαση των εκθε-
τικότητα). Μέσω αυτού του μη- μάτων. Στην πρώτη περίπτωση,
χανισμού το μουσείο προβάλλει ο σχεδιαστής ξεκινάει με τον
την πραγματικότητα. Τα εκθέ- χώρο και χρησιμοποιεί τα εκ-
ματα μιας έκθεσης λειτουργούν θέματα για να ντύσει τον χώρο,
ως σύμβολα (semiotics) και η ενώ στη δεύτερη περίπτωση
έκθεση παρουσιάζεται ως δι- ξεκινά με τα εκθέματα και προ-

47
σπαθεί να βρει τον καλύτερο φύσεως (έκθεση έρευνας, πολυ-
τρόπο έκφρασής τους, την κα- διαφημισμένη έκθεση, εμπορική
λύτερη γλώσσα για να μπορέσει έκθεση κλπ.) και ανάλογα με τη
η έκθεση να επικοινωνήσει με γενική ιδέα του μουσειογράφου
τον επισκέπτη. Αυτές οι δια- (σχεδιασμός έκθεσης για την
φορές έκφρασης εκδηλώνονται ανάδειξη του αντικειμένου ή για
ποικιλοτρόπως από καιρού εις την ανάδειξη της προσέγγισης
καιρό, ανάλογα με τις αισθητι- στο αντικείμενο κλπ.). Και πα-
κές προτιμήσεις και τους τρό- ρατηρούμε ότι το κοινό-θεατής
πους έκφρασης της κάθε εποχής συμμετέχει ολοένα και περισ-
και ανάλογα με την ιδιότητα των σότερο σε αυτό το ευρύ φάσμα
ανθρώπων που πραγματοποιούν δυνατοτήτων.
την εγκατάσταση (διακοσμητές, 4. Οι γαλλικές λέξεις expo-
σχεδιαστές εκθέσεων, σχεδι- sition και exhibition διαφέρουν
αστές παρουσιάσεων, σκηνο- μεταξύ τους, υπό την έννοια ότι
γράφοι), όμως οι τρόποι έκθε- ο όρος exhibition έχει πλέον
σης διαφέρουν και ανάλογα με αρνητική χροιά. Κατά το 1760,
το επιστημονικό θέμα και τον ο όρος exhibition χρησιμοποι-
στόχο της εκάστοτε έκθεσης. Οι ούνταν στα γαλλικά και στα
απαντήσεις στα ερωτήματα που αγγλικά για να υποδηλώσει μια
αφορούν στη διαφορά ανάμεσα έκθεση ζωγραφικής, όμως η ση-
στο «παρουσιάζω» και στο «επι- μασία της λέξης υποβαθμίστηκε
κοινωνώ» καλύπτουν ένα πολύ στα γαλλικά και πλέον υπο-
μεγάλο πεδίο που μας επιτρέπει δηλώνει δραστηριότητες που
να σκιαγραφήσουμε την ιστορία στοχεύουν στο θέαμα και τον
της τυπολογίας των εκθέσεων. εντυπωσιασμό (π.χ. αθλοπαι-
Μπορούμε να φανταστούμε τα διές) ή που φαντάζουν άσεμνες
μέσα που χρησιμοποιούνται στα μάτια της κοινωνίας όπου
(αντικείμενα, κείμενα, κινού- διενεργείται η έκθεση. Εξού
μενες εικόνες, περιβάλλοντα, και τα παράγωγα exhibitionist
ψηφιακή τεχνολογία πληροφο- και exhibitionism στα αγγλικά
ρικής, εκθέσεις ενός μέσου ή πο- που σημαίνουν επιδειξιομανής/
λυμέσων), ανάλογα και με το αν επιδειξιομανία. Η ασκούμενη
η έκθεση είναι κερδοσκοπικής στις εκθέσεις κριτική γίνεται

48
οξύτατη όταν υποστηρίζει ότι οι εκθέσεις υλικών αντικειμένων
εκθέσεις δεν είναι αυτό που θα δεν διαθέτουν πάντα. Για την
έπρεπε να είναι –και, κατά συ- ώρα, βέβαια, δεν ανταγωνί-
νέπεια, ότι το μουσείο δεν κάνει ζονται τις υπαρκτές εκθέσεις
αυτό που θα έπρεπε να κάνει– πραγματικών αντικειμένων,
μοιάζοντας περισσότερο με επι- όμως πιθανολογείται ότι ίσως
δείξεις γυρολόγου, εκδηλώσεις η ανάπτυξή τους επηρεάσει τις
υπερβολικά εμπορικές ή και τρέχουσες μεθόδους που χρησι-
προσβλητικές για το κοινό. μοποιούν τα μουσεία.
5. Η ανάπτυξη νέων τε-
w ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ
χνολογιών και του σχεδιασμού
ΕΚΘΕΣΗ, ΚΥΒΕΡΝΟΕΚΘΕΣΗ, ΕΚΘΕΜΑ, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
με τη βοήθεια ηλεκτρονικών
ΕΚΘΕΣΗΣ, ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ, ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
υπολογιστών έχουν συμβάλει
ΕΚΘΕΣΗΣ, ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΣ ΕΚΘΕΣΕΩΝ, ΓΚΑΛΕΡΙ,
στη διάδοση των διαδικτυακών
ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ, ΣΕΝΑΡΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ,
μουσείων με εκθέσεις που εί-
ΜΕΛΕΤΕΣ ΕΚΘΕΣΕΩΝ, ΕΚΘΕΤΗΣ, ΕΠΙΤΟΠΙΑ
ναι επισκέψιμες μόνο μέσω της
(IN SITU) ΕΚΘΕΣΗ, ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ, ΕΘΝΙΚΗ
οθόνης του υπολογιστή ή άλλων
ΕΚΘΕΣΗ, ΥΠΑΙΘΡΙΑ ΕΚΘΕΣΗ, ΜΟΝΙΜΗ ΕΜΘΕΣΗ
ψηφιακών μέσων. Για αυτή την
(ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΗ Ή ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΗ ΕΚΘΕΣΗ),
κατηγορία των διαδικτυακών
ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΚΘΕΣΗ, ΠΕΡΙΟΔΕΥΟΥΣΑ ΕΚΘΕΣΗ,
εκθέσεων, εμείς προτιμούμε να
ΕΚΘΕΤΩ, ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ.
μη χρησιμοποιούμε τον όρο «ει-
κονική έκθεση» (διότι “virtual F ΣΥΝΑΦΗ: ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ,
exhibition” κυριολεκτικά θα ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΗΣ, ΕΠΙΔΕΙΞΗ, ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ
μπορούσε να σημαίνει μια έκθε- ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΔΙΟΡΑΜΑ, ΠΡΟΒΟΛΗ, ΜΕΣΟ
ση που είναι πιθανό να υλοποι- ΠΡΟΒΟΛΗΣ, ΕΚΘΕΣΗ (EXPOSITION), ΕΜΠΟΡΙΚΗ
ηθεί πραγματικά, προτείνοντας ΕΚΘΕΣΗ, ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ,
μια δυνητική απάντηση στο ΓΚΑΛΕΡΙ, ΑΝΑΡΤΗΣΗ, ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΧΩΡΟΣ
ερώτημα της «επίδειξης»), αλλά ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ, ΜΕΣΑ, ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ,ΜIΝΤΙΑ
τους όρους «ψηφιακή έκθεση» (MEDIA), ΜΗΝΥΜΑ, ΜΕΤΑΦΟΡΑ, ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ή «κυβερνοέκθεση». Αυτές οι ΠΕΙΣΤΗΡΙΩΝ (MONSTRATION), ΕΓΚΑΙΝΙΑ, ΕΚΘΕΣΗ
εκθέσεις παρέχουν δυνατότη- ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΛΑΤΡΕΙΑΣ (OSTENTION),
τες (συγκέντρωση αντικειμένων, ΑΝΑΡΤΗΡΑΣ ΠΙΝΑΚΩΝ (PICTURERAIL),
νέοι τρόποι παρουσίασης, ανάλυ- ΑΝΑΡΤΗΣΗ, ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ, PROJECT MANAGER,
σης κλπ.) που οι παραδοσιακές ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ, ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ,

49
ΣΟΟΥ, ΠΡΟΘΗΚΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ, ΧΩΡΟΣ, νοείται ως η διαδικασία για
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ, ΟΠΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. την απόκτηση γνώσης μέσω της
οποίας ένας άνθρωπος μορφώ-
νεται και αναπτύσσει τις δεξι-
ότητές του» (Toraille, 1985). Η
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ εκπαίδευση σχετίζεται τόσο με
ουσ.– Αντίστοιχος όρος στα γαλλικά: το μυαλό όσο και με την καρδιά
education, αγγλικά: education, ισπα- και νοείται ως γνώση την οποία
νικά: educación, γερμανικά: Erzie- επιδιώκουμε να επικαιροποιού-
hung, ιταλικά: istruzione, πορτογαλι- με , γεγονός που μας κινητοποι-
κά: educaçāo. εί ώστε να επιτύχουμε κατανό-
ηση και ατομική επανεπένδυση.
Σε γενικές γραμμές, η εκπαί- Η εκπαίδευση είναι η ενεργή
δευση σημαίνει την εκγύμναση καλλιέργεια ηθικών, σωματι-
και ανάπτυξη των ανθρώπων κών, πνευματικών και επιστη-
και των δεξιοτήτων τους με την μονικών αξιών και γνώσεων. Η
εφαρμογή των κατάλληλων μέ- γνώση, η τεχνογνωσία, το «εί-
σων. Η μουσειακή εκπαίδευση μαι» και το «ξέρω πώς να είμαι»
μπορεί να οριστεί ως ένα σύνο- είναι τέσσερα κύρια συστατι-
λο αξιών, εννοιών, γνώσεων και κά της εκπαίδευσης. Ο όρος
πρακτικών που έχουν ως στόχο «education» προέρχεται από το
να διασφαλίσουν την ανάπτυξη λατινικό “educere” που σημαί-
του επισκέπτη. Είναι μια διαδι- νει καθοδηγώ προς την έξοδο
κασία πολιτιστικής καλλιέργει- (από την παιδική ηλικία), κάτι
ας (acculturation) που βασίζε- που υποδηλώνει ενεργή συ-
ται σε παιδαγωγικές μεθόδους, μπαράσταση σε μια μεταβατική
ανάπτυξης, πραγμάτωσης και διαδικασία. Συνδέεται με την
απόκτησης νέων γνώσεων. έννοια της αφύπνισης, δηλαδή
1. Η έννοια της εκπαίδευσης εξάπτει την περιέργεια, οδηγεί
(education) θα έπρεπε να ορίζε- σε αμφισβήτηση και αναπτύσ-
ται σε σχέση με άλλους όρους σει την ικανότητα της σκέψης.
και πρώτα από όλους με τον Κατά συνέπεια, στόχος της άτυ-
όρο διδασκαλία (instruction), πης εκπαίδευσης είναι να ανα-
ο οποίος «αφορά το μυαλό και πτύσσει τα αισθητήρια και την

50
επίγνωση του ανθρώπου. Είναι Ως μάθηση ορίζεται «η ενέρ-
μια αναπτυξιακή διαδικασία που γεια της αντίληψης, αλληλεπί-
προϋποθέτει μάλλον αλλαγή και δρασης και αφομοίωσης ενός
μεταμόρφωση παρά ενστάλαξη αντικειμένου από ένα άτομο»,
ιδεών και διάπλαση με ένα συ- η οποία οδηγεί στην «απόκτη-
γκεκριμένο τρόπο – έννοιες που ση γνώσης ή στην ανάπτυ-
αντίθετα η εκπαίδευση αντι- ξη δεξιοτήτων ή νοοτροπιών»
στρατεύεται. Άρα η διδασκαλία (AllardandBoucher, 1998). Η
μεταδίδει χρήσιμες γνώσεις και μάθηση αφορά στον ιδιαίτερο
η εκπαίδευση δημιουργεί τις τρόπο με τον οποίο ο κάθε επι-
προϋποθέσεις ώστε οι γνώσεις σκέπτης του μουσείου αφομοι-
αυτές να επανεπενδυθούν από ώνει το εκάστοτε θέμα. Ως προς
το άτομο για την προαγωγή της την επιστήμη της εκπαίδευσης
αυτοπραγμάτωσής του. ή την πνευματική εκγύμναση,
2. Ειδικότερα στο πλαίσιο η παιδαγωγική αφορά περισ-
των μουσείων, εκπαίδευση είναι σότερο στην παιδική ηλικία και
η κινητοποίηση της γνώσης που στην ανατροφή, ενώ ως διδακτι-
πηγάζει από το μουσείο με στό- κή νοείται η θεωρία διασποράς
χο την ανάπτυξη και αυτοπραγ- της γνώσης, δηλαδή ο τρόπος
μάτωση των ατόμων μέσω της μετάδοσης γνώσης σε ένα άτομο
αφομοίωσης αυτής της γνώσης, ανεξαρτήτως ηλικίας. Η έννοια
της ανάπτυξης νέων αισθητη- της εκπαίδευσης είναι ευρύτερη
ρίων και της απόκτησης νέων και στοχεύει στην αυτονόμηση
εμπειριών. «Η παιδαγωγική του του ατόμου.
μουσείου είναι ένα θεωρητικό Υπάρχουν και άλλες συνα-
και μεθοδολογικό πλαίσιο που φείς έννοιες που εξειδικεύουν ή
τίθεται στην υπηρεσία εκπαι- εμπλουτίζουν αυτές τις διαφο-
δευτικών δραστηριοτήτων στον ρετικές προσεγγίσεις. Οι έννοιες
χώρο του μουσείου. Κύριος στό- των μουσειακών δραστηριοτή-
χος αυτών των δραστηριοτή- των ή της πολιτιστικής δράσης,
των είναι η μετάδοση γνώσεων όπως και αυτές της ερμηνείας ή
(πληροφοριών, δεξιοτήτων και της διαμεσολάβησης, επιστρα-
νοοτροπιών) στον επισκέπτη» τεύονται συχνά για να περιγρά-
(AllardandBoucher, 1998). ψουν το έργο που επιτελείται με

51
το κοινό κατά την προσπάθεια ξάρτητα από την ηλικία, το μορ-
μετάδοσης γνώσης εκ μέρους φωτικό επίπεδο ή το κοινωνικό
του μουσείου. «Σε διδάσκω», υπόβαθρο του κοινού.
λέει ο δάσκαλος – «σε βοηθώ
να μάθεις», λέει ο διαμεσολαβη- w ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΝΗΛΙΚΩΝ,
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ (EDUCATIONAL
τής (Caillet και Lehalle, 1995)
SCIENCES), ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ
(βλ. Διαμεσολάβηση). Αυτός ο
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΑΤΥΠΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ,
διαχωρισμός επιχειρεί να απο-
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ, ΜΟΥΣΕΙΑΚΗ
τυπώσει τη διαφορά ανάμεσα
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΛΑΪΚΗ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ (POPULAR
στην εκπαίδευση με την έννοια
EDUCATION).
της εκγύμνασης (training) και
στην εκπαίδευση με την έννοια F ΣΥΝΑΦΗ: ΑΦΥΠΝΙΣΗ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ,
της διαδικασίας ανάπτυξης της ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ,
επίγνωσης του ατόμου, το οποίο ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ, ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ (INTERNSHIP),
θα ολοκληρώσει το έργο της εκ- ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ, ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ,
παίδευσης ανάλογα με τον βαθ- ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ, ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ, ΕΚΓΥΜΝΑΣΗ,
μό στον οποίο θα αφομοιώσει το ΜΕΤΑΔΟΣΗ, ΑΝΑΤΡΟΦΗ.
περιεχόμενο της γνώσης που
του παρουσιάζεται. Η εκπαίδευ-
ση με την έννοια της εκγύμνα-
σης προϋποθέτει καταναγκασμό ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
και υποχρέωση, ενώ το πλαί-
ουσ. – Αντίστοιχος όρος στα γαλλι-
σιο του μουσείου προϋποθέτει
κά: profession, αγγλικά: profession,
ελευθερία (Schouten, 1987).
ισπανικά: profesión, γερμανικά: Be-
Στη Γερμανία, χρησιμοποιείται
ruf, Ιταλικά: professione, Πορτογαλι-
συχνότερα ο όρος «παιδαγωγι-
κά: profissāo.
κή», Pädagogik, ενώ ο όρος που
χρησιμοποιείται για να περιγρά- Το επάγγελμα ορίζεται κατ’
ψει την εκπαίδευση εντός των αρχάς σε ένα κοινωνικά κα-
μουσείων είναι «Μουσειοπαιδα- θορισμένο πλαίσιο και όχι από
γωγική», Museumspädagogik. μόνο του. Το επάγγελμα δεν
Ο όρος αυτός περικλείει όλες συνιστά θεωρητικό πεδίο: ένας
τις δραστηριότητες που μπορεί μουσειολόγος μπορεί να ασκεί
να προσφέρει ένα μουσείο, ανε- το επάγγελμα του ιστορικού

52
τέχνης ή του βιολόγου, όμως μουσείο που απαιτούν πολύ συ-
μπορεί να θεωρείται –και να εί- γκεκριμένο γνωστικό υπόβαθρο.
ναι κοινωνικά αποδεκτός– και Η ICTOP (η Διεθνής Επιτροπή
ως επαγγελματίας μουσειολόγος. Κατάρτισης Προσωπικού του
Επιπλέον, για να υπάρχει ένα ICOM) έχει καταγράψει είκοσι
επάγγελμα, οφείλει αφενός να από αυτές (Ruge, 2008).
αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοιο 1. Πολλοί υπάλληλοι, συχνά
και αφετέρου να αναγνωρίζεται η πλειοψηφία όσων εργάζο-
ως τέτοιο από τους άλλους, κάτι νται στα μουσεία, ακολουθούν
που δεν ισχύει πάντα για τον σταδιοδρομία που σχετίζε-
χώρο των μουσείων. Δεν υπάρ- ται επιφανειακά με τον θεσμό
χει ένα ενιαίο επάγγελμα, αλλά του μουσείου – μολονότι αυτοί
πολλά μουσειακά επαγγέλματα αποτελούν την προσωποποίη-
(Dube, 1994), δηλαδή ένα φά- ση του μουσείου στα μάτια του
σμα δραστηριοτήτων που σχε- κοινού. Αυτό συμβαίνει, λόγου
τίζονται με το μουσείο, οι οποίες χάρη, με το προσωπικό ασφα-
ασκούνται με ή χωρίς πληρωμή λείας (securityofficers) ή τους
και μέσω των οποίων ταυτοποι- φύλακες του μουσείου, το προ-
είται ένα πρόσωπο (ειδικά ως σωπικό που είναι υπεύθυνο για
προς το κοινωνικό του στάτους) την παρακολούθηση των εκθε-
και τοποθετείται σε συγκεκρι- σιακών χώρων και αποτελούν
μένη κοινωνική κατηγορία. τα κύρια σημεία επαφής με το
Ως προς την έννοια της κοινό, όπως π.χ. οι υπάλληλοι
μουσειολογίας που παρουσιάζε- υποδοχής. Η ιδιαιτερότητα της
ται στο παρόν, οι περισσότεροι παρακολούθησης των μουσεια-
υπάλληλοι μουσείων δεν έχουν κών χώρων (σχολαστικά μέτρα
λάβει ποτέ την επαγγελματική ασφάλειας και εκκένωσης του
κατάρτιση που υπονοεί ο τίτλος κοινού και των συλλογών κλπ.)
της εργασίας τους, ενώ ελάχι- υπαγόρευσε σταδιακά κατά τη
στοι μπορούν να χαρακτηρι- διάρκεια του 19ου αιώνα τη δη-
στούν μουσειολόγοι, μόνο και μιουργία ιδιαίτερων κατηγοριών
μόνο, επειδή εργάζονται σε μου- στρατολόγησης προσωπικού και
σείο. Ωστόσο υπάρχουν πολλές ειδικότερα τη δημιουργία ενός
θέσεις εργασίας μέσα σε ένα σώματος που είναι ξεχωριστό

53
από όλο το υπόλοιπο διοικητι- άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι
κό προσωπικό. Ταυτόχρονα, το επιμελητές προσλαμβάνονται
πρώτο επάγγελμα που αναδεί- συνήθως κατόπιν διαγωνισμού
χθηκε ως εξειδικευμένα μου- και παρακολουθούν ειδική εκ-
σειακό, ήταν αυτό του επιμε- παίδευση (Institutnational du
λητή (curator). Για πολύ καιρό, Patrimoine / Ινστιτούτο Εθνι-
ο επιμελητής ήταν υπεύθυνος κής Κληρονομιάς).
για όλα τα καθήκοντα που σχε-
2. Ο όρος «μουσειολόγος»
τίζονταν με τα αντικείμενα της
μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
συλλογής, δηλαδή για τη διατή-
ερευνητές που μελετούν την
ρησή τους, την έρευνα και την
ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στον
επικοινωνία τους (PRCmodel,
άνθρωπο και στην πραγματι-
Reinwardt Academie). Η εκ-
κότητα, η οποία μπορεί να χα-
παίδευση του επιμελητή σχε-
ρακτηριστεί ως η τεκμηρίω-
τίζεται κατ’ αρχάς με τη μελέτη
ση του πραγματικού μέσω της
των συλλογών (ιστορία της τέ-
άμεσης αισθητηριακής αντί-
χνης, φυσικές επιστήμες, εθνο-
ληψης. Ο τομέας δραστηριό-
λογία κλπ.), μολονότι, εδώ και
τητάς τους αφορά ουσιαστικά
αρκετά χρόνια, υποστηρίζεται
και από επαρκή μουσειολογική στη θεωρητική προσέγγιση και
κατάρτιση, που προσφέρεται σε κριτική θεώρηση του μουσεια-
αρκετά πανεπιστήμια. Πολλοί κού κλάδου και κατά συνέπεια
έφοροι που είναι ειδικευμένοι μπορεί να ασκείται εκτός μου-
στη μελέτη συλλογών –κάτι σείου, για παράδειγμα σε ένα
που παραμένει αδιαμφισβήτητα πανεπιστήμιο ή κάποιο άλλο
το κύριο πεδίο δραστηριότητάς ερευνητικό κέντρο. Ο όρος
τους– δεν μπορούν να χαρα- περιλαμβάνει κατ’ επέκταση
κτηριστούν ούτε μουσειολόγοι οποιοδήποτε πρόσωπο εργάζε-
ούτε μουσειογράφοι (πρακτικοί ται για κάποιο μουσείο με την
του μουσείου), μολονότι στην ιδιότητα του επικεφαλής υλο-
πράξη ορισμένοι από αυτούς ποίησης έργου (projectleader)
συνδυάζουν και τις δύο αυτές ή προγραμματιστή εκθέσεων
πτυχές της μουσειακής εργα- (exhibitionprogrammer).
σίας. Στη Γαλλία, αντίθετα με Άρα, οι μουσειολόγοι διαφέ-

54
ρουν από τους επιμελητές και χρησιμοποιεί τεχνικές για να
από τους μουσειογράφους, οι στήσει το σκηνικό μιας έκθε-
οποίοι ευθύνονται για τον σχε- σης και ενδεχομένως και την
διασμό και τη γενική οργάνωση ίδια την έκθεση (βλ. Μουσειο-
του μουσείου και της ασφάλειάς γραφία). Τα επαγγέλματα του
του, τη συντήρηση και αποκα- σχεδιαστή εκθεμάτων και του
τάσταση των εγκαταστάσεων σχεδιαστή εκθέσεων έχουν συ-
και των εκθεσιακών χώρων, μό- σχετιστεί από καιρό με το επάγ-
νιμων ή προσωρινών. Οι μουσει- γελμα του διακοσμητή, το οποίο
ογράφοι, με τις ιδιαίτερες τεχνι- αφορά στη διακόσμηση χώρων.
κές δεξιότητές τους, διαθέτουν Όμως η συνήθης εργασία ενός
επαρκή γνώση και εμπειρία διακοσμητή σε διάφορους λει-
για όλες τις πτυχές λειτουργί- τουργικούς εσωτερικούς χώ-
ας του μουσείου –διατήρηση, ρους διαφέρει από την εργασία
έρευνα και επικοινωνία– και που απαιτείται στις εκθέσεις,
είναι σε θέση να καταρτίσουν η οποία ανήκει στον τομέα της
τις κατάλληλες προδιαγραφές, σχεδίασης εκθεμάτων. Στις εκ-
ώστε να διαχειριστούν τις πλη- θέσεις οι διακοσμητές τείνουν
ροφορίες που σχετίζονται με το να διαμορφώνουν τον χώρο
συνολικό έργο του μουσείου, χρησιμοποιώντας τα εκθέματα
από την προληπτική συντήρη- ως στοιχεία διακόσμησης, αντί
ση έως τη διασπορά των πλη- να ξεκινούν με τα εκθέματα
ροφοριών σε διάφορες ομάδες προς έκθεση ώστε να τα τοπο-
κοινού. Ο μουσειογράφος δια- θετούν έτσι που να προάγεται η
φέρει από τον σχεδιαστή εκθε- σημασία τους. Εξάλλου, πολλοί
μάτων (exhibitdesigner), όρος σχεδιαστές εκθέσεων αυτοαπο-
που προτείνεται για να περι- καλούνται αρχιτέκτονες εσωτε-
γράψει το πρόσωπο που διαθέτει ρικού σχεδιασμού (architects
όλες τις απαραίτητες δεξιότητες of interior design), αλλά αυτό
για να δημιουργήσει εκθέσεις, δεν σημαίνει ότι κάθε αρχι-
είτε μέσα σε μουσείο είτε σε μη τέκτονας εσωτερικού σχεδια-
μουσειακή τοποθεσία, αλλά και σμού μπορεί να χαρακτηριστεί
από τον σχεδιαστή εκθέσεων σχεδιαστής εκθέσεων ή να έχει
(exhibitiondesigner), ο οποίος τον τίτλο του μουσειογράφου.

55
Σε αυτό το πλαίσιο, το έργο του μένη κατάρτιση (ανά τύπο υλι-
υπεύθυνου έκθεσης και παρου- κού και τεχνική), δεξιότητες τις
σίασης (exhibition and display οποίες δεν διαθέτει ο επιμελη-
curator) –ρόλος τον οποίο συ- τής. Ομοίως, η απογραφή απαι-
χνά διαδραματίζει ο επιμελη- τεί εργασίες που σχετίζονται με
τής ή κάποιο πρόσωπο εκτός τη διαχείριση αποθεμάτων και
μουσείου– αποκτά την πλήρη τη μετακίνηση αντικειμένων,
σημασία του όρου, καθώς αυτό γεγονός που ευνόησε την πρό-
περιλαμβάνει την επιστημονική σφατη δημιουργία της θέσης του
προετοιμασία της έκθεσης και υπεύθυνου μητρώου (registrar),
τον συντονισμό του συνολικού ο οποίος ευθύνεται για τη μετα-
προγράμματος. κίνηση αντικειμένων, ζητήματα
3. Παράλληλα με την ανά- ασφάλισης, διαχείριση αποθε-
πτυξη του μουσειακού κλάδου, μάτων και, μερικές φορές, την
έκαναν σταδιακά την εμφάνισή προετοιμασία και το «στήσιμο»
τους πολλά επαγγέλματα που μιας έκθεσης (στο σημείο αυτό,
αξίωσαν την ανεξαρτητοποίη- ο υπεύθυνος μητρώου μετατρέ-
σή τους και την επιβεβαίωση πεται σε επιμελητή της έκθε-
της σπουδαιότητάς τους αλλά σης).
και της επιθυμίας τους να συ- 4. Ως προς την επικοινωνία,
μπορευτούν με τη μοίρα του το προσωπικό που απασχολείται
μουσείου. Το φαινόμενο αυτό στο εκπαιδευτικό τμήμα, καθώς
παρατηρείται ουσιαστικά στους και όλο το προσωπικό που απα-
τομείς της διατήρησης και της σχολείται στις δημόσιες σχέσεις,
επικοινωνίας. Στη διατήρηση, έχουν ωφεληθεί από την εμ-
ήταν κατ’ αρχάς ο συντηρητής, φάνιση σειράς συγκεκριμένων
ως επαγγελματίας με επιστημο- επαγγελμάτων. Αναμφίβολα,
νικές δεξιότητες και κυρίως τε- ένα από τα παλαιότερα επαγ-
χνικές που απαιτούνται για την γέλματα αυτής της κατηγορίας
υλική επεξεργασία των αντι- είναι του ξεναγού-διερμηνέα
κειμένων της συλλογής (απο- (guide-interpreter), ξεναγού-λέ-
κατάσταση, προληπτική και κτορα(guide-lecturer) ή λέκτο-
επανορθωτική συντήρηση), που ρα (lecturer), ο οποίος συνοδεύει
χρειάστηκε ιδιαίτερα εξειδικευ- τους επισκέπτες (συνήθως ομά-

56
δες επισκεπτών) στους χώρους υπεύθυνος ή επικεφαλής έργων
της έκθεσης και τους παρέχει (head or project manager), που
πληροφορίες σχετικά με την μπορεί να είναι ειδικός επιστή-
έκθεση και τα εκθέματα, ακο- μονας ή μουσειογράφος, ο οποί-
λουθώντας ουσιαστικά την αρχή ος είναι υπεύθυνος για όλες τις
των με ξενάγηση επισκέψεων. μεθόδους υλοποίησης των μου-
Σε αυτό τον πρώτο τύπο συνο- σειακών δραστηριοτήτων και
δείας έχει προστεθεί και ο ρό- συγκεντρώνει γύρω του ειδι-
λος του εμψυχωτή (animator), κούς από τους τομείς της προ-
δηλαδή του προσώπου που φύλαξης, της έρευνας και της
ευθύνεται για τη διεξαγωγή επικοινωνίας, προκειμένου να
workshops ή άλλων βιωματικών υλοποιήσει συγκεκριμένα έργα
δραστηριοτήτων που εμπίπτουν (projects), όπως μια προσωρι-
στις μεθόδους επικοινωνίας του νή έκθεση, ένα νέο εκθεσιακό
μουσείου, καθώς και ο ρόλος του χώρο, ένα ανοιχτό αποθηκευτι-
συντονιστή πολιτιστικών έργων κό χώρο (open reserve) κ.ο.κ.
(cultural projects coordinator), 6. Από γενικότερης άποψης, οι
ο οποίος δρα ως ενδιάμεσος ανά- διευθυντές ή διοικητές μουσεί-
μεσα στις συλλογές και στο κοι- ων(administrators or museum
νό και αποσκοπεί να ερμηνεύσει managers), που διαθέτουν ήδη
τις συλλογές και να ενθαρρύνει δική τους επιτροπή στο πλαί-
το κοινό να ενδιαφερθεί για αυ- σιο του ICOM, είναι πολύ πι-
τές, παρά να διδάξει συστηματι- θανό να τονίσουν τις ιδιαίτερες
κά το κοινό σύμφωνα με κάποιο δεξιότητες του δικού τους λει-
προκαθορισμένο περιεχόμενο. τουργήματος, διαχωρίζοντάς το
Ολοένα και περισσότερο, βασι- από το αντίστοιχο σε άλλους
κό ρόλο στην επικοινωνία ενός οργανισμούς, κερδοσκοπικούς ή
μουσείου και στο έργο της δι- μη. Το ίδιο ισχύει και για πολ-
αμεσολάβησης προς το κοινό λές άλλες διοικητικές εργασίες,
διαδραματίζει και ο υπεύθυνος όπως η επιμελητεία (logistics),
διαδικτύου (webmaster). η ασφάλεια, η τεχνολογία πλη-
5. Στα παραπάνω επαγ- ροφορικής, το μάρκετινγκ και
γέλματα έχουν προστεθεί και οι σχέσεις με τα Μ.Μ.Ε., το σύ-
άλλα, επιτελικά ή επικουρικά. νολο των οποίων αποκτά ολοέ-
Ένα από αυτά είναι ο γενικός να και μεγαλύτερη σημασία. Οι

57
διευθυντές των μουσείων (που ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
διαθέτουν επίσης δικά τους ουσ. – Αντίστοιχος όρος στα γαλλι-
σωματεία, ιδίως στις Η.Π.Α.) κά: communication, αγγλικά: com-
διαθέτουν προφίλ που καλύ- munication, ισπανικά: comunicación,
πτουν μία ή περισσότερες από γερμανικά: Kommunikation, ιταλικά:
τις παραπάνω δεξιότητες. Εί- communicazione, πορτογαλικά: com-
ναι σύμβολα εξουσίας μέσα στο municaçāo.
μουσείο και το ιδιαίτερο προφίλ
τους (διευθυντής ή έφορος, για Επικοινωνία (C-Communica-
παράδειγμα) συχνά εμφανίζεται tion) είναι η πράξη μετάδοσης μίας
ως ένδειξη της ανάπτυξης και πληροφορίας από έναν ή περισ-
της στρατηγικής δράσης που θα σότερους πομπούς (E-Emitters)
υιοθετήσει το μουσείο. σε έναν ή περισσότερους δέκτες
(R-Receivers) μέσω ενός κανα-
F ΣΥΝΑΦΗ: ΕΜΨΥΧΩΤΗΣ(ANIMATOR), λιού (μοντέλο ECR, Lasswell
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ,
1948). Η έννοια είναι τόσο ευ-
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ (CURATOR), ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ
ρεία που δεν περιορίζεται στην
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ (CULTURAL
ανθρώπινη διαδικασία μετάδο-
PROJECTS COORDINATOR), ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΣ
σης κάποιας πληροφορίας με
(EDUCATOR), ΑΞΙΟΛΟΓΗΤΗΣ (EVALUATOR),
συγκεκριμένη σημασία, αλλά
ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΣ ΕΚΘΕΣΕΩΝ (EXHIBITION DESIGNER),
απαντάται και σε σχέση με μη-
ΦΥΛΑΚΑΣ (GUARD), ΞΕΝΑΓΟΣ (GUIDE),
χανήματα, με ζώα ή και με την
ΞΕΝΑΓΟΣ-ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ (GUIDE-INTERPRETER),
ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ (INTERIOR
κοινωνική ζωή (Wiener 1949).
DESIGNER), ΛΕΚΤΟΡΑΣ (LECTURER), ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Ο όρος έχει δύο συνήθεις συ-
(MANAGEMENT), ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ (MEDIATOR),
νεκδοχές που απαντώνται στα
ΜΟΥΣΕΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΟΣ, μουσεία σε κυμαινόμενο βαθμό,
ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΑ, ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΜΟΥΣΕΙΩΝ (MUSEUM ανάλογα με το αν το φαινόμενο
PRACTICE), ΜΟΥΣΕΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ (MUSEUM είναι αμφίδρομο (E↔C↔R) ή
STUDIES), ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΡΓΟΥ όχι (E→C→R).
(PROJECT MANAGER), ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ, ΣΥΝΤΗΡΗΤΗΣ Στην πρώτη περίπτωση η
(RESTORER), ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (SECURITY επικοινωνία ονομάζεται δια-
OFFICER), ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΣ (STAGE DESIGNER), δραστική (interactive), ενώ στη
ΤΕΧΝΙΚΟΣ, ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ. δεύτερη περίπτωση είναι μο-
νόπλευρη και εκτείνεται στον

58
χρόνο. Όταν η επικοινωνία εί- τις λειτουργίες της έκθεσης, της
ναι μονόπλευρη και εκτείνεται δημοσίευσης και της εκπαίδευ-
όχι μόνο στον χώρο αλλά και σης που επιτελεί το μουσείο.
στον χρόνο, τότε ονομάζεται με- 1. Η εφαρμογή του όρου
τάδοση (transmission) (Debray, «επικοινωνία» σε σχέση με τα
2000). μουσεία δεν είναι τόσο εμφα-
Στο πλαίσιο των μουσείων, νής, παρά τη χρήση του από το
η επικοινωνία προκύπτει τόσο ICOM στον ορισμό του μουσείου
ως παρουσίαση των αποτελε- ως το 2007. Σύμφωνα με αυτόν
σμάτων της έρευνας που έχει τον ορισμό ένα μουσείο «απο-
ενσωματωθεί στις συλλογές κτά, συντηρεί, ερευνά, προβάλ-
(κατάλογοι, άρθρα, συνέδρια, λει και εκθέτει την υλική και
εκθέσεις) όσο και ως παροχή άυλη κληρονομιά της ανθρω-
πληροφοριών σχετικά με τα πότητας και του περιβάλλοντός
αντικείμενα των συλλογών (η της με σκοπό την εκπαίδευση,
μόνιμη έκθεση και οι πληρο- τη μελέτη και την ψυχαγωγία».
φορίες που την αφορούν). Αυτή Έως το δεύτερο μισό του 20ού
η ερμηνεία αντιμετωπίζει την αιώνα κύρια λειτουργία ενός
έκθεση τόσο ως αναπόσπαστο μουσείου ήταν να διαφυλάσσει
κομμάτι της ερευνητικής δια- συσσωρευμένους πολιτιστικούς
δικασίας όσο και ως συστατικό ή φυσικούς θησαυρούς και πι-
ενός γενικότερου συστήματος θανόν να τους εκθέτει, χωρίς να
επικοινωνίας, το οποίο, για πα- εκφράζεται καμία ρητή πρόθεση
ράδειγμα, συμπεριλαμβάνει τα επικοινωνίας, δηλαδή προσπά-
επιστημονικά δημοσιεύματα. θειας να μεταδοθεί ένα μήνυμα
Αυτό είναι και το σκεπτικό που ή μια πληροφορία στο κοινό-δέ-
επικράτησε στο σύστημα PRC κτη. Το γεγονός ότι τη δεκαετία
(Διατήρηση-Έρευνα-Επικοινω- του 1990 ο κόσμος αναρωτιόταν
νία ή Preservation–Research– αν το μουσείο ήταν πράγματι
Communication) που προ- μέσο (Davallon, 1992, Rasse,
τάθηκε από την Reinwardt 1999) συνέβαινε ακριβώς επει-
Academie του Άμστερνταμ. δή η επικοινωνιακή λειτουργία
Το σύστημα αυτό εμπερικλείει του μουσείου δεν ήταν ξεκά-
στην έννοια της επικοινωνίας θαρη σε όλους. Αφενός, η ιδέα

59
ενός συγκεκριμένου μηνύματος μη) σε αυτό το είδος της επι-
εκ μέρους του μουσείου έκανε κοινωνίας (Hooper-Greenhill,
σχετικά αργά την εμφάνισή της 1991). β) Ουσιαστικά δεν πρό-
με τις θεματικές εκθέσεις που κειται για λεκτική επικοινωνία
είχαν κυρίως μορφωτικό σκοπό. ούτε μπορεί να παρομοιαστεί
Αφετέρου, το κοινό-δέκτης πα- με την ανάγνωση ενός κειμέ-
ρέμενε επί πολύ καιρό ανεξε- νου (Davallon, 1992). Αντίθετα,
ρεύνητο, αφού μόλις πρόσφατα λειτουργεί μέσω της αισθητη-
αναπτύχθηκαν έρευνες επισκε- ριακής πρόσληψης των αντι-
πτών και μελέτες σχετικά με κειμένων που εκτίθενται: «Άρα
τους επισκέπτες των μουσείων. το μουσείο ως σύστημα επι-
Πάντως, από την οπτική που κοινωνίας εξαρτάται από τη μη
υιοθετεί ο ορισμός του μουσεί- λεκτική γλώσσα των αντικει-
ου του ICOM, η μουσειακή επι- μένων και των παρατηρήσιμων
κοινωνία προκύπτει ότι είναι η φαινομένων. Πρόκειται κυρίως
πρόσβαση που δίνεται σε διάφο- για οπτική γλώσσα και, μερικές
ρα είδη κοινού προς τα αντικεί- φορές, για «αύρα» ή «γλώσσα
μενα της συλλογής και τις πλη- αφής». Η επικοινωνιακή του
ροφορίες που έχουν προκύψει δύναμη είναι τόσο μεγάλη που
από τη διερεύνησή τους. η ηθική υπευθυνότητα στην
2. Η ιδιαιτερότητα της επι- άσκησή της πρέπει να αποτε-
κοινωνίας που ασκείται εκ μέ- λεί κυρίαρχο προβληματισμό
ρους των μουσείων μπορεί να του εργαζόμενου στο μουσείο»
οριστεί σε δύο σημεία: α) Τις (Cameron, 1968).
περισσότερες φορές είναι μονό- 3. Ως γενικότερη θεώρηση,
πλευρη, δηλαδή χωρίς τη δυ- διαπιστώνουμε ότι η επικοι-
νατότητα απόκρισης εκ μέρους νωνία εξελίχθηκε σταδιακά σε
του κοινού-δέκτη, την υπερ- κινητήρια δύναμη της μουσει-
βάλλουσα παθητικότητα του ακής λειτουργίας κατά τα τέλη
οποίου υπογράμμισαν δικαίως του 20ού αιώνα. Αυτό σημαίνει
οι McLuhan και Parker (1969, ότι τα μουσεία επικοινωνούν με
2008). Αυτό δεν σημαίνει ότι ένα συγκεκριμένο τρόπο (χρη-
ο επισκέπτης δεν συμμετέ- σιμοποιώντας τις δικές τους με-
χει προσωπικά (διαδραστικά ή θόδους), αλλά χρησιμοποιώντας

60
και τις άλλες επικοινωνιακές κα), καθώς και η διείσδυση των
τεχνικές, διακινδυνεύοντας πι- μουσείων στα κοινωνικά δίκτυα
θανόν να επενδύουν λιγότερο σε (YouTube, Twitter, Facebook
άλλα ζητήματα που βρίσκονται κλπ.).
πιο κοντά στο επίκεντρο της 4. Η συζήτηση σχετικά με
δουλειάς τους. Πολλά μουσεία – τις επικοινωνιακές μεθόδους
τα μεγαλύτερα– διαθέτουν τμή- που χρησιμοποιούντα μουσεία
μα δημοσίων σχέσεων ή «τμήμα εγείρει το ερώτημα περί μετά-
δημοσίων προγραμμάτων», το δοσης. Η χρόνια απουσία δια-
οποίο αναπτύσσει δραστηρι- δραστικότητας στην επικοινω-
ότητες που αποσκοπούν στην νία του μουσείου μάς έχει κάνει
επικοινωνία και προσέγγιση να αναρωτηθούμε πώς μπο-
διαφόρων κατηγοριών κοινού ρούμε να ενεργοποιήσουμε τον
που έχουν επιλεγεί ως ομά- επισκέπτη, ενώ ταυτόχρονα να
δες-στόχοι και στην επιδίωξη της επιζητήσουμε τη συμμετοχή του
συμμετοχής τους μέσα από παρα- (McLuhan και Parker, 1969,
δοσιακές ή καινοτόμες δραστηρι- 2008). Θα μπορούσαμε, βέβαια,
ότητες (εκδηλώσεις, συναθροίσεις, να αφαιρέσουμε τις ετικέτες
δημοσιεύματα, εξω-ακαδημαϊκές ή και τις περιγραφές, ώστε το
δραστηριότητες κ.ο.κ.). Σε αυτό κοινό να αναπτύξει το δικό του
το πλαίσιο, τα τεράστια ποσά που σκεπτικό καθώς θα περιδιαβαί-
επενδύουν τα μουσεία στη δια- νει την έκθεση, όμως αυτό δεν
δικτυακή τους παρουσία αποτε- θα καθιστούσε την επικοινω-
λούν μεγάλο μέρος του επικοινω- νία διαδραστική. Τα μόνα μέρη
νιακού σκεπτικού του μουσείου. όπου έχει αναπτυχθεί ένας βαθ-
Μεταξύ των συνεπειών αυτού μός διαδραστικότητας (όπως το
του φαινομένου περιλαμβάνονται Palais de la Découverte, το Cité
οι πολυάριθμες ψηφιακές εκθέ- des sciences et del’industrie στο
σεις ή κυβερνοεκθέσεις (ένα πεδίο Παρίσι ή το Exploratorium στο
όπου ένα μουσείο μπορεί να έχει Σαν Φρανσίσκο), μοιάζουν πιο
πραγματική εξειδίκευση), οι πολύ με λούνα-παρκ που επι-
on-line κατάλογοι, τα διάφορα νοούν διασκεδαστικές ατραξιόν.
φόρουμ συζητήσεων (άλλα πιο Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται πως ο
απλά και άλλα πιο πολύπλο- πραγματικός σκοπός ενός μου-

61
σείου είναι μάλλον η μετάδοση, και προαγωγή νέας γνώσης σε
με την έννοια της μονόπλευρης σχέση με τις συλλογές του μου-
επικοινωνίας μακράς διάρκει- σείου ή τις δραστηριότητές του.
ας, ώστε κάθε άτομο να μπορεί 1. Έως το 2007, στη γαλλι-
να αφομοιώσει την πολιτιστική κή (και επίσημη) εκδοχή του
γνώση που επιβεβαιώνει την ορισμού του μουσείου, το ICOM
ανθρώπινη φύση του και τη χαρακτήριζε την έρευνα ως την
θέση του στην κοινωνία. κινητήρια δύναμη πίσω από
τη λειτουργία του μουσείου, το
F ΣΥΝΑΦΗ: ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ, οποίο έχει ως απώτερο στόχο τη
ΕΚΘΕΣΗ, ΜΟΡΦΩΣΗ, ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ
(DISSEMINATION), ΕΡΜΗΝΕΙΑ, ΜΕΣΑ, διερεύνηση των υλικών τεκμη-
ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ, ΜΕΤΑΔΟΣΗ, ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ρίων της ύπαρξης του ανθρώ-
ΚΟΙΝΟΥ (PUBLICAWARENESS), ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ. που και της κοινωνίας του και
για τον λόγο αυτό το μουσείο
«αποκτά, συντηρεί και εκθέτει»
αυτά τα τεκμήρια. Αυτός ο επί-
ΕΡΕΥΝΑ σημος ορισμός, που παρουσίαζε
το μουσείο ως κάποιας μορφής
ουσ. – Αντίστοιχο στα γαλλικά: re-
εργαστήριο (ανοιχτό στο κοινό)
cherché, αγγλικά: research, ισπανικά:
δεν αντανακλά πλέον σήμερα
investigación, γερμανικά: Forschung,
τη μουσειακή πραγματικότητα,
ιταλικά: ricerca, πορτογαλικά: pes-
δεδομένου ότι μεγάλο τμήμα της
quisa, investigaçāo.
έρευνας, που στο τελευταίο τρί-
Έρευνα σημαίνει εξερεύ- το του 20ού αιώνα γινόταν στα
νηση προκαθορισμένων πεδί- μουσεία, τώρα έχει μετακινηθεί
ων με στόχο την προαγωγή της σε εργαστήρια και πανεπιστή-
γνώσης σχετικά με αυτά τα πε- μια. Τώρα το μουσείο «αποκτά,
δία και των δράσεων που είναι συντηρεί, ερευνά, προβάλλει
δυνατό να πραγματοποιηθούν και εκθέτει την υλική και άυλη
σε αυτά πεδία. Στο μουσείο, η κληρονομιά της ανθρωπότητας»
έρευνα περιλαμβάνει τις νοητι- (ICOM, 2007). Ωστόσο και σε
κές δραστηριότητες, τις εργασίες αυτή την εκδοχή του ορισμού,
που πραγματοποιούνται με στό- που είναι συντομότερος από τον
χο την ανακάλυψη, εφεύρεση προηγούμενο (και με τη γαλλι-

62
κή φράση “fait des recherches” σης, δημοσίευσης και έκθεσης.
[πραγματοποιεί έρευνα] να έχει 2. Υπό την επήρεια του μη-
αντικατασταθεί από τον όρο χανισμού των αγορών, ο οποίος
“etudier” [μελετά]), η έρευνα υπαγορεύει τη διενέργεια προ-
παραμένει θεμελιώδης λειτουρ- σωρινών εκθέσεων εις βάρος
γία του μουσείου. των μόνιμων εκθέσεων, ένα μέ-
Η έρευνα είναι μία από τις ρος της θεμελιώδους έρευνας
τρεις δραστηριότητες που προ- αντικαταστάθηκε από κάποιας
τείνει και το μοντέλο PRC (Pres- μορφής εφαρμοσμένη έρευνα,
ervation – Research – Commu- ιδιαίτερα όσον αφορά την προ-
nication / Διατήρηση– Έρευνα ετοιμασία των προσωρινών εκ-
- Επικοινωνία) της Reinwardt θέσεων. Η έρευνα που διενερ-
Academie (Mensch, 1992) ως γείται στο πλαίσιο του μουσείου
ορισμό της λειτουργίας των ή σε σχέση με το μουσείο ταξι-
μουσείων. Επίσης θεμελιώδες νομείται σε τέσσερις κατηγορίες
συστατικό του μουσείου θεω- (Davallon, 1995), ανάλογα με το
ρούν την έρευνα στοχαστές με αν αποτελεί μέρος της λειτουρ-
κατά τα άλλα πολύ διαφορετικές γίας του μουσείου (της τεχνολο-
προσεγγίσεις, από τον Zbyněk γίας του) ή αν παράγει γνώση
Stránský ως τον Georges Henri σχετικά με το μουσείο.
Rivière, καθώς και πολλοί άλλοι Ο πρώτος τύπος έρευνας,
μουσειολόγοι από την κεντρική που είναι ασφαλώς και ο πιο
και ανατολική Ευρώπη, όπως ανεπτυγμένος, αποτελεί άμεση
ο KlausSchreiner. Στο Musée μαρτυρία παραδοσιακής μου-
national des Arts et traditions σειακής δραστηριότητας και βα-
populaires (Εθνικό Μουσείο σίζεται στις συλλογές του μου-
Λαϊκών Τεχνών και Παραδόσε- σείου, αντλώντας ουσιαστικά το
ων) και ιδιαίτερα μέσα από την υλικό του από τα επιστημονικά
ενασχόλησή του με το Aubrac, πεδία αναφοράς που σχετίζονται
ο Rivière κατέδειξε περίτρανα με το περιεχόμενο των συλλο-
την επίδραση του προγράμματος γών (ιστορία της τέχνης, ιστορία,
επιστημονικής έρευνας σε όλες φυσικές επιστήμες κλπ.). Η ανά-
τις λειτουργίες του μουσείου και πτυξη συστημάτων ταξινόμη-
κυρίως στις πολιτικές απόκτη- σης, άρρηκτα συνδεδεμένη με

63
την ανάπτυξη συλλογών και τη αλλιώς, της μουσειολογίας όπως
σύνταξη καταλόγων, υπήρξε μία αυτή ορίζεται από τη σχολή
από τις κύριες προτεραιότητες Brno.
των μουσείων, κατά κύριο λόγο Τέλος, ο τέταρτος τύπος έρευ-
των μουσείων φυσικών επιστη- νας, που μπορεί επίσης να χαρα-
μών (αυτή είναι η πεμπτουσία κτηριστεί μουσειολογικός (με την
της Ταξινομίας), αλλά και των έννοια του συνόλου της κριτικής
εθνογραφικών, αρχαιολογικών σκέψης που αφορά στη μουσεια-
και καλλιτεχνικών μουσείων. κή), ασχολείται με την ανάλυση
Ο δεύτερος τύπος έρευνας του μουσειακού θεσμού/οργανι-
αφορά σε επιστήμες και πεδία σμού και κυρίως με τα συστατικά
εκτός της σφαίρας της μουσειο- της επικοινωνίας και της κλη-
λογίας (φυσική, χημεία, επιστή- ρονομιάς. Οι επιστήμες που επι-
μες της επικοινωνίας κλπ.), που στρατεύονται για τη δημιουργία
διερευνώνται προκειμένου να γνώσης σχετικά με το ίδιο το
αναπτυχθούν τα εργαλεία που μουσείο είναι η ιστορία, η αν-
είναι απαραίτητα για τη μου- θρωπολογία, η κοινωνιολογία, η
σειακή πρακτική (αυτό που στο γλωσσολογία κ.ά.
παρόν αποκαλούμε μουσειακές
τεχνικές): υλικά και πρότυπα w ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ΚΕΝΤΡΟ ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΚΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ, ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ.
συντήρησης, μελέτης ή αναστή-
λωσης, έρευνες κοινής γνώμης,
διοικητικές μέθοδοι κλπ.
F ΣΥΝΑΦΗ: ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ (CURATOR),
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΑ, ΜΟΥΣΕΙΑΚΕΣ
Στόχος του τρίτου τύπου ΣΠΟΥΔΕΣ, ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ, ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ
έρευνας, που μπορεί να ονομα- ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ, ΜΕΛΕΤΗ.
στεί μουσειολογική έρευνα (π.χ.
στο πεδίο της μουσειακής ηθι-
κής), είναι να διεγείρει τον στο-
χασμό γύρω από την αποστολή
και τις λειτουργίες των μουσεί-
ων – κυρίως μέσω των εργασιών
της ICOFOM. Η έρευνα αυτή
αφορά ουσιαστικά στα πεδία της
φιλοσοφίας και της ιστορίας, ή,

64
Η
ΗΘΙΚΗ ή φαινόμενα που υφίστανται
βάσει κοινής συναίνεσης και, ως
ουσ. (Από την ελληνική λέξη «ήθος»:
τέτοια, μπορούν να μεταβάλλο-
θέσμια, χαρακτήρας) – Αντίστοιχος
νται.
όρος στα γαλλικά: éthique, αγγλικά:
ethics, ισπανικά: etica, γερμανικά: Στο πλαίσιο του μουσεί-
Ethik, ιταλικά: etica, πορτογαλικά: ου, η ηθική μπορεί να οριστεί
ética. ως η ανταλλαγή απόψεων με
στόχο τον προσδιορισμό των
Σε γενικές γραμμές, η ηθι-
κύριων αξιών και αρχών πάνω
κή είναι ένας κλάδος της φι-
στις οποίες εδράζεται το έργο
λοσοφίας που ασχολείται με
του μουσείου. Βάσει της ηθικής
τον προσδιορισμό των αξιών
καταρτίζονται οι αρχές που πε-
οι οποίες διέπουν την ιδιωτική
ριλαμβάνονται στους κώδικες
και δημόσια ανθρώπινη συ-
δεοντολογίας των μουσείων, ένα
μπεριφορά. Η ηθική (ethics) όχι
παράδειγμα αυτών αποτελεί
μόνο δεν αποτελεί συνώνυμο
και ο κώδικας δεοντολογίας του
της ηθικότητας (morality), όπως
ICOM.
συνήθως πιστεύεται, αλλά στην
πραγματικότητα είναι μάλλον 1. Η ηθική καθοδηγεί τη συ-
το αντίθετό της, αφού ηθική ση- μπεριφορά ενός μουσείου. Στην
μαίνει ελεύθερη επιλογή αξιών ηθικολογική κοσμοθεωρία η
εκ μέρους του δρώντος ατόμου πραγματικότητα υπόκειται σε
και όχι επιβολή αξιών από ένα μια ηθική τάξη η οποία καθο-
προκαθορισμένο σύνολο κανό- ρίζει τη θέση του κάθε ατόμου.
νων. Αυτός ο διαχωρισμός είναι Αυτή η τάξη αποτελεί την τε-
θεμελιώδης ως προς τη σημασία λειότητα που οφείλει να επιδι-
της στο πλαίσιο των μουσείων, ώκει το κάθε άτομο, εκπληρώ-
καθώς τα μουσεία είναι θεσμοί νοντας τέλεια την αποστολή του,

65
και ονομάζεται αρετή (Πλάτων, τάξη: οι συλλογές τους φαντά-
Κικέρων κλπ.). Αντίθετα, στην ζουν σαν κάτι το ιερό και υπα-
ηθική κοσμοθεωρία, ο κόσμος γορεύουν συγκεκριμένο πρότυ-
είναι χαοτικός και ανοργάνωτος, πο συμπεριφοράς εκ μέρους των
έρμαιο της τύχης και δίχως στα- εμπλεκομένων (επιμελητών και
θερά θεμέλια. Απέναντι σε αυτό επισκεπτών), καθώς και ένα
το οικουμενικό χάος κάθε άτομο πνεύμα σταυροφόρου στον τρό-
κρίνει μόνο του τι είναι καλύτε- πο που επιτελούν το έργο τους.
ρο για τον εαυτό του (Nietzsche, Κάποια άλλα μουσεία, από την
Deleuze), τι είναι καλό ή κακό. άλλη, τα οποία ίσως αντιλαμβά-
Ανάμεσα σε αυτές τις δύο νονται καλύτερα τη σύγχρονη
ακραίες θέσεις της ηθικολογι- πραγματικότητα, δεν θεωρούν
κής τάξης και της ηθικής ατα- ότι υπόκεινται σε απόλυτες αξί-
ξίας είναι εφικτό να βρεθεί μια ες και επιχειρούν διαρκώς να
μέση οδός, εφόσον οι άνθρωποι τις επανεξετάζουν. Αυτά μπορεί
μπορούν με την ελεύθερη βού- να είναι κάποια μουσεία που
λησή τους να συμφωνήσουν με- έχουν στενότερη επαφή με την
ταξύ τους πάνω σε κοινές αξίες πραγματική ζωή, όπως τα μου-
(όπως στην αξία του σεβασμού σεία ανθρωπολογίας, τα οποία
της ανθρώπινης ζωής). Και επιχειρούν να καταγράψουν
πάλι, αυτή είναι η σκοπιά της μια φυλετική πραγματικότητα
ηθικής που σε γενικές γραμμές που συχνά παρουσιάζει δια-
διέπει τον τρόπο με τον οποίο κυμάνσεις, ή τα αποκαλούμε-
προσδιορίζονται οι αξίες στις να «κοινωνικά μουσεία», για τα
σύγχρονες δημοκρατίες. Αυτός οποία είναι σημαντικότερα τα
ο καίριος διαχωρισμός αντανα- ερωτήματα που τίθενται και οι
κλά ακόμη και σήμερα σε δύο πρακτικές επιλογές (πολιτικές
διαφορετικούς τύπους μουσεί- ή κοινωνικές) παρά η θρησκευ-
ων ή δύο διαφορετικούς τρό- τική προσήλωση στις συλλογές
πους λειτουργίας των μουσείων. τους.
Ορισμένα πολύ παραδοσιακά 2. Μολονότι στα γαλλικά και
μουσεία, όπως τα μουσεία κα- στα ισπανικά είναι σαφής ο δι-
λών τεχνών, δείχνουν να ακο- αχωρισμός ανάμεσα στο ηθικό
λουθούν μια προδιαγεγραμμένη (ethical) και στο ηθικολογικό

66
(moral), ο όρος στα αγγλικά μουσεία που διατηρούν συλλο-
δημιουργεί κάποια σύγχυση (ο γές είναι θεματοφύλακες αυτής
γαλλικός όρος éthique μπορεί της παρακαταθήκης προς όφε-
να μεταφραστεί στα αγγλικά και λος της κοινωνίας και της ανά-
ως ethic και ως moral). Έτσι, πτυξής της (ζητήματα απόκτη-
αυτό που στα αγγλικά ονο- σης και αποποίησης συλλογών).
μάζεται Κώδικας Ηθικής του 3. Τα μουσεία συγκεντρώνουν
ICOM (ICOM Code of Ethics - πρωτογενή στοιχεία για την
2006), στα γαλλικά ονομάζεται απόκτηση και διεύρυνση της
Code de déontologie ή Κώδι- γνώσης (δεοντολογία έρευνας ή
κας Δεοντολογίας (Código de συλλογής στοιχείων). 4. Τα μου-
Deontologiaστα ισπανικά). Το σεία παρέχουν τις ευκαιρίες για
όραμα που αποτυπώνεται σε την εκτίμηση, την κατανόηση
αυτό τον κώδικα είναι σαφώς και τη διαχείριση της φυσικής
κατευθυντήριο και κανονιστικό και πολιτιστικής κληρονομιάς
(και πολύ όμοιο με εκείνο που (δεοντολογία έκθεσης). 5. Τα
αποτυπώνεται στους κώδικες μουσεία συγκεντρώνουν πόρους
της Βρετανικής Ένωσης Μου- που προσφέρουν δυνατότητες
σείων και της Αμερικανικής παροχής και άλλων υπηρεσιών
Ένωσης Μουσείων). Κατανέμε- και ωφελημάτων προς το κοι-
ται σε οκτώ κεφάλαια, τα οποία νό (ζητήματα εξειδικευμένης
καθορίζουν τα στοιχειώδη μέτρα γνώσης). 6. Τα μουσεία λει-
που απαιτούνται, προκειμένου τουργούν σε στενή συνεργασία
(υποτίθεται) να μπορεί ο θε- με τις κοινότητες από τις οποίες
σμός του μουσείου να αναπτυ- προέρχονται οι συλλογές τους
χθεί αρμονικά μέσα στο πλαίσιο καθώς και με αυτές που υπη-
της κοινωνίας: 1. Τα μουσεία ρετούν (ζητήματα πολιτιστικής
μεριμνούν για την προστασία, περιουσίας). 7. Τα μουσεία λει-
τεκμηρίωση και προβολή της τουργούν νόμιμα (σεβασμός του
φυσικής και πολιτιστικής κλη- κράτους δικαίου). 8. Τα μουσεία
ρονομιάς της ανθρωπότητας λειτουργούν με επαγγελματισμό
(θεσμικοί, φυσικοί και οικονο- (επαγγελματική συμπεριφορά
μικοί πόροι που απαιτούνται για και σύγκρουση συμφερόντων).
να ιδρυθεί ένα μουσείο). 2. Τα 3. Μια τρίτη διάσταση της

67
ηθικής όπως αυτή εφαρμόζεται έναν κώδικα δεοντολογίας για
στον χώρο των μουσείων είναι τη διαχείριση των μουσείων, μια
η συνεισφορά της στον ορισμό δεοντολογία που αποτελεί έναν
της μουσειολογίας ως μουσεια- κοινό ηθικό κώδικα μεταξύ των
κή ηθική (museal ethics). Από μελών αυτής της κοινωνικο-ε-
αυτή την άποψη, η μουσειο- παγγελματικής κατηγορίας, συ-
λογία δεν είναι μια επιστήμη μπληρωματικά προς τις επιταγές
εν εξελίξει (όπως προτείνει ο του νόμου.
Stránský), αφού η μελέτη της
γέννησης και της εξέλιξης των F ΣΥΝΑΦΗ: ΗΘΙΚΟΛΟΓΙΚΟ, ΑΞΙΕΣ,
ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ.
μουσείων δεν ακολουθεί τις με-
θόδους των φυσικών ή των αν-
θρωπιστικών επιστημών, δεδο-
μένου ότι το μουσείο είναι ένας
θεσμός εύκαμπτος που μπορεί
να αναμορφωθεί. Ωστόσο, ως
εργαλείο κοινωνικής ζωής, το
μουσείο απαιτεί μια διαρκή δια-
δικασία επιλογών, προκειμένου
να προσδιοριστεί η χρήση του
από την κοινωνία. Και ακριβώς
σε αυτό το σημείο, η επιλογή
των σκοπών, τους οποίους θα
κληθεί να υπηρετήσει, δεν είναι
άλλο παρά μια ηθική επιλογή.
Κατ’ αυτή την έννοια, η μου-
σειολογία μπορεί να οριστεί ως
μουσειακή ηθική, διότι η ηθι-
κή είναι αυτή που υπαγορεύει
τι οφείλει να είναι ένα μουσείο
και ποιους σκοπούς οφείλει
να υπηρετεί. Αυτό είναι και το
ηθικό πλαίσιο μέσα στο οποίο
μπόρεσε το ICOM να συντάξει

68
Θ
ΘΕΣΜΟΣ σμός/οργανισμός υπό την έννοια
ότι διέπεται από ένα συγκεκρι-
ουσ.- Αντίστοιχος όρος στα γαλλικά:
μένο νομικό σύστημα δημόσιου
institution, αγγλικά: institution, ισπα-
ή ιδιωτικού δικαίου (βλ. τους
νικά: institución, γερμανικά: Instituti-
όρους Διοίκηση-Management
on, ιταλικά: istituzione, πορτογαλικά:
και Κοινό-Public). Είτε βασίζε-
instituiçāo.
ται στην έννοια του δημόσιου
Σε γενικές γραμμές, ο όρος καταπιστεύματος (στον αγγλο-
θεσμός δηλώνει μία σύμβα- σαξονικό νόμο) είτε στη δημόσια
ση που συνομολογείται μεταξύ περιουσία (στη Γαλλία, από την
ανθρώπων, είναι δηλαδή απο- Επανάσταση και μετά), πέρα
τέλεσμα ανθρώπινης βούλησης από τις διαφορές στις λεπτομέ-
και συμβαίνει σε μια δεδομέ- ρειες των συμβάσεων, πρόκει-
νη στιγμή στον χρόνο. Οι θε- ται για μια αμοιβαία συμφωνία
σμοί ανήκουν στο ευρύ φάσμα ανάμεσα στα άτομα μιας κοινω-
των λύσεων που έχει εφεύρει νίας, δηλαδή για ένα θεσμό. Στα
η ανθρωπότητα προκειμένου γαλλικά, όταν ο όρος χρησιμο-
να αντιμετωπίσει τα προβλή- ποιείται με το επίθετο «μουσει-
ματα που ανακύπτουν από ακός» (institution muséale, με
τις φυσικές ανάγκες της ζωής την κοινή έννοια, ότι δηλαδή
στο πλαίσιο μιας κοινωνίας είναι ένας θεσμός που σχετί-
(Malinowski, 1944). Ωστόσο ο ζεται με τα μουσεία), χρησιμο-
όρος institution υποδηλώνει ποιείται συνήθως με την έννοια
και έναν οργανισμό, δημόσιο ή του «μουσειακού ιδρύματος»,
ιδιωτικό, που ιδρύεται από την δηλαδή ως συνώνυμο του όρου
κοινωνία προκειμένου να εξυ- «μουσείο», τις περισσότερες φο-
πηρετήσει μια συγκεκριμένη ρές για να αποφεύγεται η υπερ-
ανάγκη. Το μουσείο είναι θε- βολική επανάληψη της λέξης

69
μουσείο. Ωστόσο η έννοια του νοια, πρόκειται για ένα σύνολο
όρου institution, για τον οποίο δομών που δημιούργησε ο άν-
υπάρχουν τρεις ακριβείς αποδε- θρωπος στο μουσειακό (βλ. όρο)
κτές ερμηνείες, βρίσκεται στον πεδίο, οργανωμένο κατά τρόπο
πυρήνα των συζητήσεων σχετι- ώστε να επιτρέπει την αισθη-
κά με τα μουσεία. τηριακή επαφή των ανθρώπων
με τα αντικείμενα. Ο θεσμός του
1. Υπάρχουν δύο επίπεδα
μουσείου, που επινόησε και συ-
θεσμών, ανάλογα με τη φύση
ντηρεί η κοινωνία, εδράζεται σε
των αναγκών που εξυπηρετούν.
ένα σύνολο προτύπων και κα-
Το πρώτο επίπεδο είναι το βιο-
νόνων (προληπτική συντήρηση,
λογικό (ανάγκη για τροφή, για
απαγόρευση αφής των αντικει-
αναπαραγωγή, για ύπνο κλπ.) μένων ή των αντιγράφων εκ-
και το δεύτερο είναι αποτέλε- θεμάτων που παρουσιάζονται
σμα των απαιτήσεων της κοινω- στη θέση των πρωτοτύπων), που
νικής ζωής (ανάγκη για οργά- με τη σειρά τους βασίζονται σε
νωση, άμυνα, υγεία κλπ.). Αυτά ένα σύστημα αξιών: διαφύλα-
τα δύο επίπεδα αντιστοιχούν σε ξη κληρονομιάς, παρουσίαση
δύο είδη θεσμών, οι οποίοι όμως έργων τέχνης και μοναδικών
δεν είναι απολύτως περιοριστι- αντικειμένων, διάχυση της επι-
κοί: από τη μια μεριά έχουμε τη στημονικής γνώσης κλπ. Ως
διατροφή , τον γάμο, τη στέγα- εκ τούτου, η υπογράμμιση της
ση, ενώ από την άλλη έχουμε το θεσμικής φύσης του μουσείου
Κράτος, το στρατό, τα σχολεία, σημαίνει ενδυνάμωση του μορ-
τα νοσοκομεία. Στον βαθμό που φωτικού του ρόλου και της αυ-
τα μουσεία εξυπηρετούν μια θεντίας του στην επιστήμη και
κοινωνική ανάγκη του ατόμου τις καλές τέχνες, για παράδειγ-
(αισθητηριακή επαφή με τα μα, ή της ιδέας ότι τα μουσεία
αντικείμενα), συγκαταλέγονται παραμένουν «στην υπηρεσία
στη δεύτερη κατηγορία θεσμών. της κοινωνίας και της ανάπτυ-
ξής της».
2. Το ICOM ορίζει το μου-
σείο ως έναν μόνιμο θεσμό στην 3. Σε αντίθεση με τα αγγλι-
υπηρεσία της κοινωνίας και της κά, όπου δεν υπάρχει σαφής δι-
ανάπτυξής της. Με αυτή την έν- αφοροποίηση μεταξύ των όρων

70
institution (θεσμός/ίδρυμα) και δά και στο Βέλγιο, χρησιμοποι-
establishment (ίδρυμα/καθεστώς), είται ο όρος «μουσειακό ίδρυμα»
αλλά και σε αντίθεση με τη χρήση (institution muséale) για να
του όρου στο Βέλγιο και στον Κα- περιγράψει έναν οργανισμό που
ναδά, στα γαλλικά οι δύο όροι δεν διαθέτει όλα τα χαρακτηρι-
δεν είναι συνώνυμοι. Το μου- στικά γνωρίσματα ενός παρα-
σείο ως θεσμός σημαίνει κάτι δοσιακού μουσείου. «Λέγοντας
διαφορετικό από το μουσείο μουσειακά ιδρύματα εννοούμε
ως ίδρυμα, δηλαδή ως συγκε- μη κερδοσκοπικά ιδρύματα,
κριμένο τόπο: «Το μουσειακό μουσεία, εκθεσιακά κέντρα και
ίδρυμα είναι μια συγκεκριμένη ερμηνευτικά κέντρα, τα οποία,
μορφή του μουσειακού θεσμού» πέρα από την απόκτηση, συ-
(Maroević, 2007). Εδώ θα πρέ- ντήρηση, έρευνα και διαχείριση
πει να σημειωθεί ότι η αμφι-
των συλλογών, που ενδεχομέ-
σβήτηση του θεσμού ή και η
νως πραγματοποιούν ορισμένα
ευθεία άρνησή του (όπως στην
από αυτά, έχουν ως κοινό γνώ-
περίπτωση του νοερού μουσείου
ρισμα το γεγονός ότι αποτελούν
του Malraux ή του επινοημέ-
χώρους εκπαίδευσης και δια-
νου μουσείου του καλλιτέχνη
σποράς γνώσης, αφιερωμένους
Marcel Broodthaers) δεν ση-
μαίνει και απομάκρυνση από στις τέχνες, την ιστορία και τις
το μουσειακό πεδίο, υπό την επιστήμες» (Société des musées
έννοια ότι το μουσειακό πεδίο qué bécois, Observatoire de la
εκτείνεται πέρα από το θεσμι- culture et des communautés du
κό πλαίσιο. Με τη στενή έννοια Québec, 2004).
του όρου, το εικονικό μουσείο 4. Τέλος, ο όρος «μουσεια-
(virtual museum), που υπάρχει κό ίδρυμα» (museal institution)
στην ουσία αλλά όχι και στην μπορεί να υποδηλώνει, όπως το
πραγματικότητα, συνυπολογίζει «χρηματοπιστωτικό ίδρυμα» (το
αυτά τα μουσειακά βιώματα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή
περιθώριο της θεσμικής πραγ- η Παγκόσμια Τράπεζα), όλους
ματικότητας.
τους εθνικούς ή διεθνείς φορείς
Για τον λόγο αυτό, σε πολλές που διέπουν τις μουσειακές λει-
χώρες και ιδιαίτερα στον Κανα- τουργίες, όπως το ICOM ή την

71
πρώην Διεύθυνση Μουσείων
Γαλλίας (Directiondes musées
de France).

w ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ΘΕΣΜΙΚΟΣ, ΜΟΥΣΕΙΑΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ


(MUSEAL INSTITUTION).

F ΣΥΝΑΦΗ: ΙΔΡΥΜΑ (ΕSTABLISHMENT),


ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΦΑΙΡΑ, ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ, ΔΗΜΟΣΙΟ
ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΜΑ, ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ (VIRTUAL
MUSEUM).

72
Κ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ στικής κληρονομιάς» (Leibniz,
1690), η οποία επανεμφανί-
ουσ. – Αντίστοιχος όρος στα γαλλι-
στηκε στη συνέχεια κατά τη
κά: patrimoine, ισπανικά: patrimonio,
Γαλλική Επανάσταση (Puthod
γερμανικά: Erbe, ιταλικά: patrimonio,
de Maisonrouge, 1790, Boissy
πορτογαλικά: patrimônio.
d’Anglas, 1794). Ωστόσο ο όρος
Η έννοια της κληρονομιάς αυτός έχει κατά το μάλλον ή
(patrimonium) στον Ρωμαϊκό ήττον ευρύτερη έννοια. Λόγω
Νόμο αφορούσε σε όλα τα πε- της ετυμολογίας του, ο όρος και
ριουσιακά στοιχεία που μεταβι- η έννοια που σηματοδοτεί δι-
βάζονταν κατά διαδοχή, δηλαδή, αδόθηκαν περισσότερο μεταξύ
τα οικογενειακά περιουσιακά των ρομανικών γλωσσών από
στοιχεία που, σύμφωνα με τον τη δεκαετία του 1930 και μετά
Νόμο, κληροδοτούνταν στα (Desvallées, 1995), ενώ στον
παιδιά από τους πατέρες και τις αγγλοσαξονικό κόσμο, προτιμή-
μητέρες τους, εν αντιθέσει προς θηκε η χρήση του όρου property
εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία (περιουσία) πριν από την υιοθέ-
που αποκτούσε κανείς έπειτα τηση του όρου heritage (κληρο-
από γάμο. Κατ’ αναλογία, στη νομιά ) στη δεκαετία του 1950,
συνέχεια προέκυψαν δύο με- με σαφή όμως διαχωρισμό από
ταφορικές χρήσεις του όρου: τον όρο legacy, που σημαίνει
α) Πρόσφατα ο όρος «γενετική την κληρονομιά (ή το κληρο-
κληρονομιά» χρησιμοποιήθηκε δότημα) με την έννοια της με-
για να περιγράψει τα κληρονο- ταλαμπαδευόμενης παράδοσης.
μικά χαρακτηριστικά ενός ζώ- Κατά τον ίδιο τρόπο, η ιταλική
ντος οργανισμού. β) Νωρίτερα, κυβέρνηση, παρότι ήταν μεταξύ
κατά τον 17o αι., είχε πρωτοεμ- των πρώτων που αναγνώρισαν
φανιστεί η έννοια της «πολιτι- τον όρο patrimonio, συνέχισε

73
να χρησιμοποιεί τις λέξεις beni βάν του παρελθόντος», «εκείνα
culturali, δηλαδή πολιτιστικά που επιλέχθηκαν βάσει υποκει-
αγαθά. Η έννοια της κληρονο- μενικών κριτηρίων» και, τέλος,
μιάς (heritage) είναι άρρηκτα «όλα τα δημιουργήματα της αν-
συνδεδεμένη με την έννοια της θρωπότητας, ανεξαρτήτως της
δυνητικής απώλειας ή εξαφά- σπουδαιότητάς τους ή του σκο-
νισης –όπως μετά τη Γαλλική πού για τον οποίο δημιουργήθη-
Επανάσταση– και ταυτόχρονα καν» (Riegl, 1903).
με τη βούληση να διασωθούν Σύμφωνα με τις αρχές της
αυτά τα αγαθά που είναι πιθανό ιστορίας, της ιστορίας της τέ-
να εξαφανιστούν. «Η κληρονο- χνης και της αρχαιολογίας, οι
μιά προσδιορίζεται από το γεγο- δύο τελευταίες κατηγορίες ου-
νός ότι η απώλειά της σημαίνει σιαστικά ανήκουν στην κατη-
θυσία και η διατήρησή της προ- γορία της ακίνητης κληρονο-
ϋποθέτει θυσίες» (Babelon και μιάς. Μέχρι πολύ πρόσφατα, η
Chastel, 1980). Διεύθυνση Πολιτιστικής Κλη-
1. Αρχής γενομένης από τη ρονομιάς της Γαλλίας, με κύρια
Γαλλική Επανάσταση και σε αρμοδιότητα τη διαφύλαξη των
όλη τη διάρκεια του 19ου αι- ιστορικών μνημείων της χώρας,
ώνα, ο όρος κληρονομιά ουσι- ήταν ξεχωριστός φορέας από τη
αστικά αφορούσε την ακίνητη Διεύθυνση Μουσείων (Γαλλικό
περιουσία και σε γενικές γραμ- Συμβούλιο Μουσείων). Ακόμα
μές συγχεόταν με την ιδέα των και σήμερα δεν είναι σπάνιες οι
ιστορικών μνημείων. Ένα μνη- περιπτώσεις εκείνων που υπο-
μείο, με την αρχική έννοια του στηρίζουν αυτή τη διαφοροποί-
όρου, είναι ένα οικοδόμημα που ηση, μολονότι είναι πλέον λι-
έχει κατασκευαστεί με στόχο τη γότερο αυστηρή. Και στις μέρες
διαιώνιση της μνήμης κάποιου μας, στο πλαίσιο της UNESCO,
προσώπου ή πράγματος. Ο Alois η άποψη που επικρατεί κυρίως
Riegl ξεχώρισε τα μνημεία σε στο ICOMOS (το αντίστοιχο του
τρεις κατηγορίες: εκείνα που ICOM όσον αφορά τα ιστορικά
«σχεδιάστηκαν με πρόθεση να μνημεία) βασίζεται κατά κύριο
μνημονεύσουν μια συγκεκριμέ- λόγο στα μνημεία και στις ομά-
νη εποχή ή ένα σημαντικό συμ- δες μνημείων και τοποθεσιών.

74
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή Πα- μιά και, αργότερα, η βιομηχα-
γκόσμιας Πολιτιστικής Κληρο- νική κληρονομιά. Ο ορισμός της
νομιάς ορίζει σαφώς: «Για τους κληρονομιάς στο γαλλόφωνο
σκοπούς της παρούσας Σύμβα- Κεμπέκ ακολούθησε αυτή τη
σης, η πολιτιστική κληρονο- γενικότερη τάση: «Κληρονομιά
μιά ορίζεται ως εξής: –μνημεία: μπορούν να θεωρηθούν όλα τα
αρχιτεκτονικά έργα, σημαντικά αντικείμενα ή τα σύνολα αγα-
έργα γλυπτικής και ζωγραφικής, θών, υλικών ή άυλων, τα οποία
[…] – σύνολα οικοδομημάτων: αναγνωρίζονται συλλογικά ή
ομάδες κτιρίων μενονωμένων αποκτώνται για την αξία τους
ή ενοτήτων […] λόγω αρχιτε- ως τεκμήρια και στοιχεία ιστο-
κτονικής, […] –τοπία: έργα του ρικής μνήμης και τα οποία αξί-
ανθρώπου ή συνδυασμός έρ- ζουν προστασία, διαφύλαξη και
γων του ανθρώπου και της φύ- προβολή» (Arpin, 2000). Αυτή
σεως […] Για τους σκοπούς της η έννοια αναφέρεται σε όλα τα
παρούσας Σύμβασης, η φυσική φυσικά ή τεχνητά αγαθά και
κληρονομιά ορίζεται ως εξής: αξίες, υλικά ή άυλα, χωρίς χρο-
φυσικά μνημεία […] –γεωλογικοί νικό ή τοπικό περιορισμό, είτε
και φυσιογραφικοί σχηματισμοί αυτά κληρονομούνται από τους
[…] – φυσικά τοπία ή ακριβώς προγόνους και τις προηγούμε-
καθωρισμέναι φυσικές εκτά- νες γενιές είτε συλλέγονται και
σεις […] παγκοσμίου αξίας […]». διαφυλάσσονται για να κληρο-
(UNESCO 1972). δοτηθούν στους απογόνους και
2. Από τα μέσα της δεκα- στις επόμενες γενιές. Η κληρο-
ετίας του 1950, η έννοια της νομιά είναι δημόσιο αγαθό και η
κληρονομιάς ενσωμάτωσε στα- διαφύλαξή της, όπου δεν μπορεί
διακά όλα τα υλικά τεκμήρια να διενεργηθεί από το άτομο,
(evidence) του ανθρώπου και οφείλει να αναλαμβάνεται από
του περιβάλλοντός του και δι- την κοινότητα. Τα μεμονωμέ-
ευρύνθηκε σημαντικά. Έτσι εν- να τοπικά φυσικά ή πολιτιστι-
σωματώθηκαν σιγά-σιγά στην κά χαρακτηριστικά συμβάλλουν
έννοια της κληρονομιάς και η στη σύλληψη και διαμόρφωση
λαϊκή/παραδοσιακή κληρονο- του οικουμενικού χαρακτήρα
μιά, η επιστημονική κληρονο- της κληρονομιάς. Η έννοια της

75
κληρονομιάς-heritage διαφέρει και η διαμόρφωση της ιδέας των
από την έννοια της κληρονο- ανθρώπων- ζωντανών θησαυ-
μιάς-inheritance ως προς τον ρών: «Ο όρος άνθρωπος-ζωντα-
χρόνο και τα γεγονότα: η κλη- νός θησαυρός αφορά ένα άτομο
ρονομιά με τη δεύτερη έννοια που διαπρέπει στη μουσική, τον
προσδιορίζεται κατόπιν θανά- χορό, σε αθλήματα ή σε τελε-
του ή όταν λαμβάνει χώρα με- τουργίες (rituals) που θεωρού-
ταβίβαση αγαθών από τη μια νται εξαιρετικής καλλιτεχνικής
γενιά στην άλλη, ενώ η κλη- και ιστορικής αξίας στις χώρες
ρονομιά με την πρώτη έννοια τους, όπως το εννοεί η Σύσταση
περιλαμβάνει όλα τα αγαθά για τη Διαφύλαξη του Παραδο-
που παραλήφθηκαν ή συγκε- σιακού και Λαϊκού Πολιτισμού
ντρώθηκαν και διαφυλάσσο- (Recommendation on the Safe-
νται από προηγούμενες γενιές guarding of Traditional Cul-
προκειμένου να μεταβιβαστούν tures and Folklore) (UNESCO,
στις επόμενες. Ως ένα βαθμό, η 1993). Αυτή η αρχή υιοθετήθη-
κληρονομιά-heritage μπορεί να κε διεθνώς και υπογράφηκε η
θεωρηθεί ως μια αλυσίδα από Σύμβαση για την προστασία της
κληρονομιές-inheritances. άυλης πολιτιστικής κληρονο-
3. Τα τελευταία χρόνια η έν- μιάς το 2003. Ως άυλη πολιτι-
νοια της κληρονομιάς, οριζόμε- στική κληρονομιά εννοούνται
νη βάσει της δυτικής αντίληψης οι « πρακτικές, αναπαραστάσεις,
περί μεταβίβασης, έχει επηρε- εκφράσεις, γνώσεις και τεχνικές
αστεί από την παγκοσμιοποί- –καθώς και τα εργαλεία, αντι-
ηση των ιδεών, όπως π.χ. από κείμενα, χειροτεχνήματα και οι
τη σχετικά πρόσφατη έννοια πολιτιστικοί χώροι που συνδέο-
της άυλης κληρονομιάς. Αυτή νται με αυτές– και τις οποίες οι
η έννοια, ασιατικής προέλευ- κοινότητες, οι ομάδες και, πε-
σης (ειδικότερα ιαπωνικής και ριπτώσεως δοθείσης, τα άτο-
κορεατικής προέλευσης), εδρά- μα αναγνωρίζουν ως μέρος της
ζεται στην άποψη ότι φορείς της πολιτιστικής κληρονομιάς τους.
μεταβίβασης, προκειμένου αυτή Αυτή η άυλη πολιτιστική κλη-
να είναι αποτελεσματική, πρέ- ρονομιά που μεταβιβάζεται από
πει να είναι οι άνθρωποι, εξού γενιά σε γενιά, αναδημιουργεί-

76
ται συνεχώς από τις κοινότητες δημιουργίας κληρονομιάς πέρα
και τις ομάδες σε συνάρτηση με από την εμπειρική προσέγγιση,
το περιβάλλον τους, την αλλη- τον θεωρεί αποτέλεσμα στρα-
λεπίδρασή τους με τη φύση και τηγικών και παρεμβάσεων που
την ιστορία τους, και τους παρέ- εστιάζουν στο να αφήσουν ένα
χει μια αίσθηση ταυτότητας και ίχνος, να εκπέμψουν κάποιο
συνέχειας, συμβάλλοντας έτσι σήμα. Έτσι, η έννοια της δη-
στην προώθηση του σεβασμού μιουργίας κληρονομιάς είναι
της πολιτιστικής διαφορετικό- απαραίτητη για να καταλάβου-
τητας και της ανθρώπινης δημι- με τη θέση της κληρονομιάς
ουργικότητας. Για τους σκοπούς μέσα στην κοινωνία, τη στιγμή
της παρούσας Σύμβασης, θα που κάποιοι άλλοι μιλούν για
λαμβάνεται υπόψη μόνο η άυλη την έννοια της «τεχνοποίησης»
πολιτιστική κληρονομιά που (artification) (Shapiro, 2004) ως
ανταποκρίνεται στα ήδη υφι- προς την τέχνη. «Η κληρονομιά
στάμενα διεθνή κείμενα για τα είναι μια πολιτιστική διαδικασία
ανθρώπινα δικαιώματα, ως και ή δραστηριότητα που ασχολείται
στην απαίτηση για αμοιβαίο σε- με τις μορφές της παραγωγής
βασμό μεταξύ κοινοτήτων, ομά- και τη διαπραγμάτευση της πο-
δων και ατόμων, και για βιώσιμη λιτιστικής ταυτότητας, της ατο-
ανάπτυξη» (UNESCO, 2003). μικής και συλλογικής μνήμης
4. Η κληρονομιά καλύπτει και των κοινωνικών και πολι-
ένα ολοένα και πιο πολύπλοκο τιστικών αξιών» (Smith, 2007).
πεδίο και, τα τελευταία χρό- Αν δεχτούμε ότι η κληρονομιά
νια, οι αβεβαιότητες που σχε- είναι αποτέλεσμα της θεμελίω-
τίζονται με τη μεταβίβασή της σης ορισμένων αξιών, από αυτό
έχουν οδηγήσει σε εστίαση των συνάγεται ότι αυτές οι αξίες
σκέψεων γύρω από τους μηχα- αποτελούν τη βάση της κληρο-
νισμούς δημιουργίας και διαιώ- νομιάς. Αυτές οι αξίες οφείλουν
νισης της κληρονομιάς: με ποια να εξεταστούν, αλλά και –κά-
ακριβώς διαδικασία δημιουρ- ποιες φορές– να αμφισβητηθούν.
γείται η κληρονομιά; Μεγάλο 5. Ο θεσμός της κληρονο-
κομμάτι της σύγχρονης έρευ- μιάς έχει και τους επικριτές του:
νας, που αναλύει τον θεσμό της ανθρώπους που αμφισβητούν

77
τις καταβολές της και την κα- κατασκευής αυτού του πρόσφα-
ταχρηστική «φετιχιστική» αξία του προϊόντος: επανοικειοποίη-
που αποδίδεται στις φόρμες ση κληρονομιάς (Vicq d’Azyr,
της υποκείμενης κουλτούρας, 1794), πνευματική συνδήλωση
στο όνομα του δυτικού ουμα- (Hegel, 1807), μυστικιστική,
νισμού. Με την πλέον αυστηρή ακούσια συνδήλωση (Renan,
έννοια του όρου, αυτό σημαίνει 1882) και, τέλος, ουμανισμός
από ανθρωπολογική σκοπιά ότι (Malraux, 1947). Η έννοια της
η πολιτιστική μας κληρονομιά συλλογικής πολιτιστικής κλη-
αποτελείται μόνο από ελάχι- ρονομιάς, που τα νομικά και
στες πρακτικές και δεξιότη- οικονομικά λεξικά τοποθετούν
τες. Σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στο πεδίο της ηθικολογίας, φα-
εξαρτάται από την ικανότητα ντάζει τουλάχιστον ύποπτη και
να αξιοποιήσουμε αυτά τα ερ- μπορεί να αναλυθεί ως κομμάτι
γαλεία, ειδικά όταν αυτά είναι αυτού που οι Μαρξ και Ένγκελς
αντικείμενα σταθερά τοποθετη- ονόμαζαν ιδεολογία, δηλαδή ένα
μένα σε μια προθήκη μουσείου. παραπροϊόν ενός συγκεκρι-
Πολύ συχνά ξεχνούμε ότι το μένου κοινωνικο-οικονομικού
πιο περίπλοκο και το πιο ισχυ- πλαισίου που αποσκοπεί στην
ρό εργαλείο που έχει εφεύρει ο εξυπηρέτηση συγκεκριμένων
άνθρωπος είναι η ίδια η έννοια, συμφερόντων. «Η διεθνοποίηση
το εργαλείο παραγωγής σκέ- της έννοιας της κληρονομιάς
ψης, που είναι πολύ δύσκολο […] δεν είναι μόνο ψευδεπίγρα-
να τοποθετηθεί σε προθήκη. Η φη, αλλά και επικίνδυνη, διότι
πολιτιστική κληρονομιά με την κατά κάποιον τρόπο επιβάλλει
έννοια του συνόλου των στοι- ένα σύνολο γνώσεων και προ-
χείων που σχετίζονται με την καταλήψεων, με κριτήρια την
ανθρωπότητα έχει δεχθεί σκλη- έκφραση κληροδοτημένων αξι-
ρή κριτική ως μία μορφή νέου ών που εδράζονται σε αισθη-
δόγματος (Choay, 1992) σε μια τικές, ηθικές και πολιτιστικές
κοινωνία που έχει απολέσει τη ιδέες, δηλαδή την ιδεολογία μια
θρησκευτική της διάσταση. Επι- συγκεκριμένης κάστας, σε μια
πλέον, μπορεί κανείς να απα- κοινωνία που οι δομές της δεν
ριθμήσει τα διαδοχικά στάδια συγκρίνονται με αυτές του τρί-

78
του κόσμου γενικότερα και της 1. Το επίθετο public (δη-
Αφρικής ειδικότερα» (Adotevi, μόσιος-α-ο) –όπως στη φράση
1971). Και γίνεται ακόμα πιο public museum (δημόσιο μου-
επικίνδυνη όταν συνυπάρχει με σείο)– περιγράφει την έννομη
την ιδιωτική φύση της οικονο- σχέση ανάμεσα στο μουσείο
μικής περιουσίας και προσφέ- και τους κατοίκους της περιο-
ρεται σαν βραβείο παρηγοριάς χής όπου είναι εγκατεστημένο
στους οικονομικά στερημένους. το μουσείο. Το δημόσιο μουσείο
αποτελεί ουσιαστικά ιδιοκτη-
w ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ σία του λαού – χρηματοδοτείται
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ.
και διοικείται από τον λαό μέσω
F ΣΥΝΑΦΗ: ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ των εκπροσώπων του και, διά
της ανάθεσης των κατάλληλων
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΑΤΑΛΟΙΠΟ, ΕΚΘΕΜΑ,
ΤΕΚΜΗΡΙΟ, ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΕΙΚΟΝΑ, ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΜΑ αρμοδιοτήτων, μέσω της διοί-
(LEGACY), ΖΩΝΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ, κησης του μουσείου. Αυτό το
ΥΛΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ΜΝΗΜΗ, ΜΗΝΥΜΑ, σύστημα είναι επικρατέστερο
ΜΝΗΜΕΙΟ, ΦΥΣΙΚΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, στις λατινικές χώρες: το δημό-
ΠΑΤΡΟΓΟΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, σιο μουσείο χρηματοδοτείται
ΣΗΜΑΙΝΟΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ (ΒΛ. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ), ουσιαστικά από τους εισπραττό-
ΕΔΑΦΟΣ, ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΑΞΙΑ, ΜΑΡΤΥΡΑΣ. μενους φόρους και οι συλλογές
του εμπίπτουν στη λογική της
δημόσιας περιουσίας (κατά κα-
νόνα, το μουσείο δεν δύναται να
ΚΟΙΝΟ τις απομακρύνει ή να τις απο-
ποιηθεί ούτε μπορεί να αλλάξει
ουσ.– Αντίστοιχος όρος στα γαλλι-
το νομικό καθεστώς που τις διέ-
κά: public, audience, αγγλικά: public,
πει αν δεν ακολουθηθεί μια αυ-
ισπανικά: public, γερμανικά: Publi-
στηρή διαδικασία). Οι κανόνες
kum, ιταλικά: pubblico, πορτογαλικά:
λειτουργίας αυτών των μουσεί-
público.
ων είναι σε γενικές γραμμές οι
Ο γαλλικός και ο αγγλικός ίδιοι με εκείνους των δημοσίων
όρος “public” έχουν δύο σημα- υπηρεσιών, ιδίως ως προς την
σίες, μία ως ουσιαστικό και μία αρχή της συνέχειας ( η υπη-
(άλλη) ως επίθετο. ρεσία απαιτείται να παρέχεται

79
κανονικά και αδιάλειπτα, χωρίς ιδιωτικής επιχείρησης με τη νο-
άλλες διακοπές πέραν αυτών μική μορφή του μη κερδοσκο-
που προβλέπονται στους σχε- πικού οργανισμού– και οι δρα-
τικούς κανονισμούς), την αρχή στηριότητές τους οφείλουν να
της δυνατότητας εξέλιξης (η απευθύνονται σε συγκεκριμένο
υπηρεσία οφείλει να προσαρμό- κοινό. Το κύριο σημείο αναφο-
ζεται ανάλογα με τις μεταβολές ράς ενός τέτοιου τύπου μουσεί-
στις ανάγκες του κοινού δημο- ου, ιδιαίτερα στις Η.Π.Α., είναι
σίου συμφέροντος και δεν θα μάλλον η έννοια μιας κοινότη-
πρέπει να υφίστανται νομικά τας παρά ενός ευρύτερου κοι-
εμπόδια στη διενέργεια αυτών νού, παρότι και η έννοια ‘κοινό-
των προσαρμογών), την αρχή τητα’ συχνά νοείται ως αρκετά
της ισονομίας (για να διασφα- ευρεία (βλ. Κοινωνία).
λίζεται ότι κάθε πολίτης λαμ- Λόγω αυτής της αρχής του
βάνει ίση μεταχείριση). Τέλος, η δημόσιου συμφέροντος, τα μου-
αρχή της διαφάνειας (κοινοποί- σεία παγκοσμίως υλοποιούν τις
ηση εγγράφων σχετικά με την δραστηριότητές τους, αν όχι υπό
υπηρεσία σε οποιονδήποτε τα την αιγίδα κάποιας δημόσιας
ζητά και κοινοποίηση της αιτι- αρχής, τότε τουλάχιστον λογο-
ολόγησης ορισμένων αποφάσε- δοτώντας σε κάποια δημόσια
ων) σημαίνει ότι το μουσειακό αρχή, ενώ δεν είναι λίγες οι φο-
ίδρυμα είναι ανοιχτό σε όλους ρές που η εν λόγω δημόσια αρχή
και ανήκει σε όλους  είναι στην συμμετέχει εν μέρει στη διαχεί-
υπηρεσία της κοινωνίας και της ριση του μουσείου, γεγονός που
ανάπτυξής της. με τη σειρά του υποχρεώνει το
Στο αγγλοσαξονικό δίκαιο, η μουσείο να τηρεί μια σειρά από
επικρατούσα άποψη δεν προ- κανόνες, οι οποίοι επηρεάζουν
τάσσει τόσο την έννοια της δη- τη διοίκησή του,και μια σειρά
μόσιας υπηρεσίας όσο του δη- από ηθικές αρχές. Σε αυτό το
μόσιου καταπιστεύματος, όπου πλαίσιο, η έννοια του ιδιωτι-
τα μέλη του διοικητικού συμ- κού μουσείου ή του μουσείου
βουλίου απαιτείται να είναι αυ- που ακολουθεί διαχείριση τύ-
στηρά αφοσιωμένα στο μουσείο που εμπορικής επιχείρησης μάς
–το οποίο ακολουθεί οργάνωση επιτρέπει να υποθέσουμε ότι σε

80
αυτή την περίπτωση δεν θα συ- 2002) ή «ένα ίδρυμα που έχει
νέτρεχαν οι προαναφερόμενες στην κατοχή του και αξιοποιεί
διαφορετικές αρχές που συν- υλικά αντικείμενα, τα προφυ-
δέονται με τη δημόσια ιδιοκτη- λάσσει και τα εκθέτει στο κοινό,
σία και τη φύση των δημόσιων στο πλαίσιο τακτικού ωραρί-
αρχών. Εξ αυτού του λόγου, ο ου λειτουργίας» (Αμερικανική
ορισμός του μουσείου εκ μέρους Ένωση Μουσείων - Ameri-
του ICOM προϋποθέτει ότι το canAssociationof Museums,
μουσείο είναι μη κερδοσκοπι- Πρόγραμμα Πιστοποίησης -
κός οργανισμός και πολλά από AccreditationProgram, 1973).
τα άρθρα του σχετικού κώδικα Στον ορισμό που δημοσίευσε
δεοντολογίας έχουν συνταχθεί το 1998 η Βρετανική Ένωση
σύμφωνα προς τη δημόσια φύση Μουσείων, το επίθετο «δημόσιο»
του μουσείου. αντικαταστάθηκε από το ουσια-
2. Ως ουσιαστικό, ο όρος στικό «λαός» (people).
public (κοινό) αναφέρεται στους Ο ίδιος ο όρος public(κοι-
χρήστες του μουσείου (το κοινό νό) συνδέει από μόνος του τις
του μουσείου), αλλά και, πέραν δραστηριότητες του μουσεί-
των πραγματικών χρηστών-ε- ου με τους χρήστες του, ακόμα
πισκεπτών, σε όλο τον πληθυ- και με εκείνους στους οποίους
σμό στον οποίο απευθύνεται απευθύνονται οι υπηρεσίες του
ο οργανισμός. Η έννοια του αλλά δεν τις αξιοποιούν. Με τον
κοινού βρίσκεται στον πυρήνα όρο «χρήστες» εννοούμε φυσικά
σχεδόν όλων των σύγχρονων τους επισκέπτες –το ευρύ κοι-
ορισμών για το μουσείο: «ίδρυμα νό– που αποτελούν την κύρια
… στην υπηρεσία της κοινωνίας μέριμνά μας, παραβλέποντας ότι
και της ανάπτυξής της, ανοιχτό δεν διαδραμάτιζαν πάντα τον
στο κοινό» (ICOM, 2007). Όπως κεντρικό ρόλο που τους ανα-
επίσης «συλλογή… της οποίας η γνωρίζει σήμερα το μουσείο,
συντήρηση και ανάδειξη είναι διότι υπάρχουν πολλά διαφο-
προς το δημόσιο συμφέρον και ρετικά είδη κοινού. Τα μουσεία
αποσκοπεί στη γνώση, την εκ- ανοίχθηκαν σταδιακά στο ευρύ
παίδευση και την ψυχαγωγία» κοινό, ενώ αρχικά ήταν τόποι
(γαλλικός Νόμος περί μουσείων, εκπαίδευσης καλλιτεχνών και

81
απευθύνονταν μόνο στους μορ- λαδή μια αυξανόμενη σημασία
φωμένους και τους διανοού- των επισκέψεων στα μουσεία
μενους. Αυτό το άνοιγμα, που και μια αναγκαιότητα να λη-
έστρεψε την προσοχή του προ- φθούν υπόψη οι ανάγκες και
σωπικού των μουσείων σε όλους προσδοκίες των επισκεπτών
τους επισκέπτες τους αλλά και (φαινόμενο που αντιστοιχεί
στο τμήμα του πληθυσμού που και σε αυτό που αποκαλούμε
δεν τα επισκέπτεται, ευνόησε «εμπορική τάση των μουσείων»,
την ανάπτυξη τρόπων ερμη- μολονότι οι δύο έννοιες μπορεί
νείας του μουσείου προς όλους να μη συνάδουν).
τους χρήστες, όπως διαπιστώ- 3. Κατ’ επέκταση, στο μο-
νουμε και στις νέες λέξεις που ντέλο του οικομουσείου ή της
άρχισαν να χρησιμοποιούνται κοινότητας, το κοινό έχει δι-
με τον καιρό: λαός, ευρύ κοι- ευρυνθεί, ώστε να καλύπτει
νό, μη-κοινό, απόμακρο κοινό το σύνολο του πληθυσμού των
(distantpublic), άτομα με ανα- περιοχών, όπου βρίσκονται τα
πηρία ή ευπαθείς ομάδες, χρή- μουσεία. Ο πληθυσμός αποτελεί
στες, επισκέπτες, παρατηρητές, τη βάση του μουσείου και, στην
θεατές, καταναλωτές, ακροα- περίπτωση των οικομουσείων,
τήριο κλπ. Επίσης, η ανάπτυξη μετατρέπεται από στόχο προ-
του επαγγελματικού κλάδου σέλκυσης σε πρωταγωνιστή (βλ.
των κριτικών εκθέσεων, πολ- Κοινωνία).
λοί από τους οποίους παρουσι-
άζονται ως «υπερασπιστές του w ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ,
κοινού» ή «η φωνή του λαού», ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ, ΜΗ-ΚΟΙΝΟ, ΕΥΡΥ ΚΟΙΝΟ,
αποτελεί και αυτή απόδειξη της ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ, ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ, ΚΟΙΝΟ-
τρέχουσας τάσης ενίσχυσης της ΣΤΟΧΟΣ (TARGET PUBLIC).
άποψης ότι το κοινό βρίσκε-
ται στο επίκεντρο των γενικών F ΣΥΝΑΦΗ: ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΑ, ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ,
ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, ΠΕΛΑΤΕΣ, ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ,
λειτουργιών του μουσείου. Κατ’
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, ΑΞΙΟΛΟΓΗΤΕΣ, ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ
ουσίαν, από τα τέλη της δεκα-
ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ, ΛΑΟΣ, ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ, ΙΔΙΩΤΙΚΟ,
ετίας του 1980, διαπιστώνουμε
ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΘΕΑΤΕΣ, ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ,
μια «στροφή προς το κοινό» στη
ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ, ΧΡΗΣΤΕΣ, ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ, ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ.
μουσειακή δραστηριότητα, δη-

82
ΚΟΙΝΩΝΙΑ νηση του όρου «αναπτυσσόμε-
νη χώρα» και την ταύτισή του,
ουσ. – Αντίστοιχος όρος στα γαλλικά:
κατά τη δεκαετία του 1970, με
société, αγγλικά: society, ισπανικά:
μια τρίτη ομάδα χωρών ανάμε-
sociedad, γερμανικά: Gesellschaft,
σα στα κράτη του δυτικού και
ιταλικά: società, πορτογαλικά: socie-
του ανατολικού κόσμου, θεωρεί
dade.
το μουσείο ως φορέα ανάπτυ-
Με τη γενική της έννοια, ξης της κοινωνίας. Η ανάπτυξη
κοινωνία σημαίνει μια ομάδα αυτή μπορεί να αφορά είτε την
ανθρώπων που νοείται ως ένα κουλτούρα (στον όρο ‘culture’
συνεκτικό σύνολο, μέσα στο συμπεριλαμβάνεται ακόμη και
οποίο καθιερώνονται συστήμα- η κυριολεκτική του ερμηνεία,
τα σχέσεων και συναλλαγών. δηλαδή αυτή της γεωργικής
Η κοινωνία, στην οποία απευ- καλλιέργειας κατά την εποχή
θύνονται τα μουσεία, μπορεί της αγροτικής ανάπτυξης) είτε
να οριστεί ως η κοινότητα των τον τουρισμό και την οικονο-
ατόμων (ενός συγκεκριμένου μία, όπως συμβαίνει σήμερα.
τόπου, σε μια συγκεκριμένη Κατ’ αυτή την έννοια, η κοι-
χρονική στιγμή) που είναι ορ- νωνία μπορεί να θεωρηθεί ότι
γανωμένα γύρω από κοινούς συμπεριλαμβάνει όλους τους
πολιτικούς, οικονομικούς, νομι- κατοίκους μίας ή περισσότερων
κούς και πολιτιστικούς θεσμούς, χωρών ή και ολόκληρου του
στους οποίους συγκαταλέγεται κόσμου. Αυτό ισχύει για την
το μουσείο, και βάσει των οποί- UNESCO, τον διεθνή οργανισμό
ων αναπτύσσει τις δραστηριό- που έχει κατ’ εξοχήν επωμισθεί
τητές του. το καθήκον της διαφύλαξης και
1. Από το 1974 –σε συνέχεια της διάδοσης των πολιτισμών
της Διακήρυξης του Σαντιάγκο και του σεβασμού της πολιτι-
της Χιλής– το μουσείο νοείται σμικής διαφορετικότητας, κα-
από το ICOM ως ένας θεσμός/ θώς και της ανάπτυξης των εκ-
οργανισμός «στην υπηρεσία παιδευτικών συστημάτων, όπου
της κοινωνίας και της ανάπτυ- ανήκουν και τα μουσεία.
ξής της». Αυτή η πρόταση, που 2. Αν η κοινωνία μπορεί να
προέκυψε ιστορικά από τη γέν- οριστεί καταρχήν ως μια κοι-

83
νότητα δομημένη πάνω σε θε- κοινού, ειδικούς, εκπροσώπους
σμούς, η ίδια η έννοια της κοι- του Τύπου ή καλλιτέχνες-ερμη-
νότητας διαφέρει από την έννοια νευτές, παραγωγούς προγραμμά-
της κοινωνίας, δεδομένου ότι των, βιβλιοθήκες, αρχεία, μουσεία
η κοινότητα (community) εί- κ.ά. (American Association of
ναι ένα σύνολο ανθρώπων που Museums – Αμερικανική Ένω-
ζουν συλλογικά ή συνεργατικά ση Μουσείων, 2002). Ο όρος με-
και έχουν μια σειρά από κοινά ταφράζεται στα Γαλλικά είτε ως
χαρακτηριστικά (γλώσσα, θρη- collectivité (συλλογικότητα) είτε
σκεία, έθιμα), χωρίς απαραίτη- ως population locale (εντόπιος
τα να κινούνται βάσει κοινών πληθυσμός) ή communauté
θεσμικών δομών. Γενικότερα, (με την αυστηρά στενή έννοια
η κοινωνία (society) και η κοι- του όρου) ή και ως milieu
νότητα (community) διαφέρουν professionnel (επαγγελμα-
ως προς το υποτιθέμενο μέγεθός τικός κλάδος).
τους: ο όρος κοινότητα περι- 3. Τις τελευταίες δεκαετί-
γράφει εν γένει μικρότερες και ες έχουν αναπτυχθεί δύο τύποι
πιο ομοιογενείς ομάδες (π.χ. η μουσείων–τα κοινωνικά μου-
εβραϊκή κοινότητα, η κοινότητα σεία (social museums) και τα
των ομοφυλοφίλων κ.ο.κ. μιας κοινοτικά μουσεία (community
πόλης ή μιας χώρας), ενώ ο όρος museums)– προκειμένου να το-
κοινωνία περιγράφει συνήθως νιστεί ο ιδιαίτερος δεσμός που
πολύ μεγαλύτερες και, συνεπώς, επιθυμούν να οικοδομήσουν
πολύ πιο ανομοιογενείς ομά- τα μουσεία με το κοινό τους.
δες ανθρώπων (η κοινωνία μιας Αυτά τα μουσεία –εθνογραφι-
χώρας, η αστική κοινωνία κλπ). κά, συνήθως– αποτελούν ιδρύ-
Ειδικότερα, ο όρος κοινότητα, ματα που διαθέτουν ισχυρούς
που χρησιμοποιείται ευρέως δεσμούς με το κοινό τους, το
στις αγγλο-αμερικανικές χώρες, οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο
δεν έχει ακριβές αντίστοιχο στη του ενδιαφέροντός τους. Αυτοί
γαλλική γλώσσα, Αντιπροσω- οι δύο τύποι μουσείου έχουν
πεύει μια ομάδα από ένα σύνολο παρεμφερείς στόχους, διαφέρει
αποτελούμενο από άτομα ή φο- όμως ο τρόπος διοίκησής τους,
ρείς, όπως διάφορες κατηγορίες καθώς και η σχέση τους με το

84
κοινό. Ο όρος «κοινωνικά μου- σίζεται και μόνο σε τοπικές
σεία» περιλαμβάνει «μουσεία πρωτοβουλίες και την ατομική
που έχουν σκοπό: να μελετούν διάθεση προσφοράς. Τα θέμα-
την εξέλιξη της ανθρωπότη- τα που πραγματεύονται έχουν
τας ως προς τα κοινωνικά και άμεση σχέση με τη ζωή και την
ιστορικά της συστατικά και να ταυτότητα της κοινότητας μέσα
παρουσιάζουν τα «θέατρα» αυ- στην οποία λειτουργούν – πράγ-
τών των εξελίξεων, καθώς και μα που ισχύει ιδιαιτέρως για τα
τα σχετικά σημεία αναφοράς, με μουσεία της γειτονιάς και τα οι-
στόχο την κατανόηση της δια- κομουσεία.
φορετικότητας μεταξύ πολιτι-
σμών και κοινωνιών» (Vaillant, w ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ΜΟΥΣΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.
1993). Οι σκοποί αυτοί καθι-
στούν το μουσείο έναν αυθε-
F ΣΥΝΑΦΗ: ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ
ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ, ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ,
ντικά διεπιστημονικό χώρο και ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ, ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ,
δίδουν τη δυνατότητα διοργά- ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΤΟΠΙΚΟ, ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ,
νωσης εκθέσεων που αναφέρο- ΚΟΙΝΟ.
νται σε ποικίλα θέματα, όπως η
κρίση των ‘τρελών αγελάδων’, η
μετανάστευση, η οικολογία κ.ο.κ.
Η λειτουργία των κοινοτικών μου-
σείων –τα οποία μπορούν να νοη-
θούν ως μέρος του κινήματος των
κοινωνικών μουσείων– σχετίζεται
αμεσότερα με την κοινωνική, πο-
λιτισμική, επαγγελματική ή γεω-
γραφική ομάδα των ανθρώπων
που εκπροσωπούν, ενώ παράλ-
ληλα στοχεύει στην εξασφάλιση
της βιωσιμότητας της συγκε-
κριμένης ομάδας. Μολονότι η
διαχείριση αυτών των μουσείων
είναι συχνά επαγγελματική, η
λειτουργία τους μπορεί να βα-

85
M
ΜΟΥΣΕΙΑΚΟΣ της τον τομέα της κληρονομιάς
(όταν, δηλαδή, θεωρώ κάτι από
επίθ. – Αντίστοιχος όρος στα γαλλι-
τη μουσειακή οπτική, διερω-
κά: muséal, ισπανικά: museal, γερμα-
τώμαι αν αυτό είναι δυνατό να
νικά: museal, ιταλικά: museale, πορ-
διαφυλαχθεί και να εκτεθεί στο
τογαλικά: museal.
κοινό). Κατά συνέπεια, η μου-
Ο όρος muséal στα γαλλικά σειολογία μπορεί να οριστεί ως
έχει δύο έννοιες: μία όταν χρη- το σύνολο των προσπαθειών
σιμοποιείται ως επίθετο για να θεωρητικοποίησης ή κριτικής
ορίσει το σχετικό με το μουσείο σκέψης σε σχέση με το μουσεια-
και μία όταν χρησιμοποιείται ως κό πεδίο ή ως η ηθική και φιλο-
ουσιαστικό. Στα αγγλικά όμως σοφία που διέπει τη μουσειακή
έχει μόνο μία έννοια και μέχρι λειτουργία.
σήμερα έχει σπάνια χρησιμο- 1. Ο όρος «μουσειακός-ή-ό
ποιηθεί σε σχέση με ένα πεδίο ορίζεται ως μια «συγκεκριμένη
ευρύτερο από την έννοια του σχέση προς την πραγματικότη-
μουσείου. Το μουσειακό πεδίο τα» (Stránský, 1987, Gregorová,
δεν καλύπτει μόνο τη δημιουρ- 1980). Αυτό τον τοποθετεί μαζί
γία, ανάπτυξη και λειτουργία με τον όρο «πολιτική» στο ίδιο
ενός μουσείου, αλλά και τους επίπεδο με την κοινωνική ζωή,
στοχασμούς ως προς τις σχετι- τη θρησκεία, τη δημογραφία, τα
κές αρχές και τα συναφή ζητή- οικονομικά κοκ. Κάθε περίπτω-
ματα. Το μουσειακό πεδίο ανα- ση αποτελεί μια σφαίρα ή ένα
φοράς χαρακτηρίζεται από μια πρωτογενές πεδίο, όπου ανακύ-
ορισμένη προσέγγιση, η οποία πτουν προβληματισμοί που θα
καθιερώνει μια συγκεκριμένη απαντηθούν μέσω εννοιών. Το
οπτική απέναντι στην πραγμα- ίδιο φαινόμενο εντοπίζεται στο
τικότητα που λαμβάνει υπόψη σημείο, όπου συναντώνται διά-

86
φορα επίπεδα ή, για να χρησι- συνήθως ταυτίζουμε με τα μου-
μοποιήσουμε όρους της πολυδι- σεία (συλλογές, κτήριο, θεσμός)
άστατης στατιστικής ανάλυσης, ανήκουν στην ίδια προβλημα-
προβάλλεται σε διάφορα ετε- τική και να αποδεχτούμε την
ρογενή επίπεδα. Για παράδειγ- ύπαρξη διαφορετικών μουσεί-
μα, οι γενετικά τροποποιημένοι ων, μουσείων χωρίς συλλογές,
οργανισμοί (GMO) θέτουν ταυ- μουσείων εκτός κτηρίων (εκτός
τόχρονα έναν τεχνικό προβλη- των τειχών), πόλεων-μουσείων
ματισμό (βιοτεχνολογίας), έναν (Quatremère de Quincy, 1796),
προβληματισμό υγείας (κίνδυνοι οικομουσείων ή και κυβερνο-
για τη βιόσφαιρα) αλλά και ένα μουσείων.
μουσειακό προβληματισμό: κά- 3. Με άλλα λόγια, η ιδιαιτε-
ποια κοινωνικά μουσεία (social ρότητα του μουσειακού πεδίου,
museums) έχουν αποφασίσει να δηλαδή το χαρακτηριστικό που
οργανώσουν εκθέσεις με θέμα το διαχωρίζει κατηγορηματικά
τους κινδύνους και τα ζητήματα από άλλα όμορα επιστημονικά
που ανακύπτουν από τους γε- πεδία, έγκειται σε δύο σημεία:
νετικά τροποποιημένους οργα-
1) την αισθητηριακή πα-
νισμούς.
ρουσίαση (sensory display)
2. Η ανάδειξη του μουσειακού που διαχωρίζει τη μουσειακή
(muséal) ως θεωρητικού πεδί- παρουσίαση από την κειμενι-
ου αναφοράς ανοίγει σημαντικά κή (textual), η οποία αποτελεί
τους ορίζοντες της σκέψης μας, αντικείμενο βιβλιοθηκών, δη-
καθώς το μουσείο ως θεσμός λαδή παρέχει τεκμηρίωση που
αποτελεί πλέον ένα μόνο στοι- μεταβιβάζεται διαμέσου της
χείο αυτού του πεδίου. Και αυτό γραφής (κυρίως της έντυπης
συνεπάγεται δύο πράγματα: α) γραφής, δηλαδή των βιβλίων)
Η μουσειολογία δεν αναδύθηκε και η οποία προϋποθέτει όχι
από τα μουσεία, αλλά αποτέλεσε μόνο γνώση μιας γλώσσας αλλά
τη βάση πάνω στην οποία ιδρύ- και την ικανότητα ανάγνωσής
θηκαν μουσεία (επανάσταση του της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα
Κοπέρνικου). β) Αυτό μας βοηθά μια εμπειρία που είναι ταυτό-
να καταλάβουμε ότι εμπειρίες χρονα και πιο αφηρημένη και
που διαφέρουν από εκείνες που πιο θεωρητική. Το μουσείο, από

87
την άλλη, δεν έχει ανάγκη από ωρείται απολύτως απαραίτητη.
αυτές τις δεξιότητες, γιατί η Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι το
τεκμηρίωση που προτείνει εί- μουσείο επιτελεί μια «αισθητη-
ναι πάνω απ’ όλα αισθητηριακή, ριακή τεκμηριωτική λειτουρ-
δηλαδή γίνεται αντιληπτή με γία» (sensory documentary
την όραση, κάποιες φορές και function) (Deloche, 2007).
με την ακοή και, λίγο πιο σπά- 2) την περιθωριοποίηση
νια, και με τις άλλες τρεις αι- της πραγματικότητας (Margin-
σθήσεις, την αφή, τη γεύση και alising reality), διότι το μουσείο
την όσφρηση. Αυτό σημαίνει «αυτοπροσδιορίζεται μέσω του
ότι ακόμα και ένας αναλφάβη- αυτοδιαχωρισμού» (“specifies
τος άνθρωπος ή ένα πολύ μικρό itself while separating itself”
παιδί έχουν πάντα κάτι να κερ- (Lebensztein, 1981). Σε αντίθε-
δίσουν από μία επίσκεψη στο ση με την πολιτική, όπου είναι
μουσείο, ενώ σε μια βιβλιοθήκη, δυνατό να μιλά κανείς θεωρη-
για παράδειγμα, δεν θα ήταν σε τικά για τη διαχείριση της ζωής
θέση να αξιοποιήσουν τους δια- των ανθρώπων μιας κοινωνί-
τιθέμενους πόρους. Αυτό εξηγεί ας με τη μεσολάβηση θεσμών
και τις βιωματικές εμπειρίες που όπως η Πολιτεία, στα μουσεία
είναι ειδικά σχεδιασμένες για αναπτύσσονται θεωρίες για τον
τυφλούς ή ανθρώπους με περιο- τρόπο με τον οποίο ένας θεσμός,
ρισμένη όραση, όπου καλούνται μέσω του διαχωρισμού και της
να συμμετάσχουν οι άλλες τους απομάκρυνσης από το συγκε-
αισθήσεις (η ακοή και κυρίως η κριμένο πλαίσιο, δηλαδή μέσω
αφή) προκειμένου να ανακαλύ- της απεικόνισης, δημιουργεί ένα
ψουν τις αισθητηριακές πτυχές χώρο αισθητηριακής παρουσία-
των εκθεμάτων. Ένας πίνακας σης «στο περιθώριο κάθε πραγ-
ζωγραφικής ή ένα γλυπτό δημι- ματικότητας» (Sartre). Αυτή εί-
ουργούνται κυρίως για να τα δει ναι η πεμπτουσία μιας ουτοπίας,
κάποιος, ενώ η αναφορά σε κά- δηλαδή ενός ολότελα ξεχωρι-
ποιο σχετικό κείμενο (ή η ανά- στού χώρου, ασφαλώς συμβολι-
γνωση κάποιας αναρτημένης κού, αλλά όχι απαραίτητα ανέ-
πινακίδας, εάν υπάρχει) έρχεται φικτου. Αυτή η δεύτερη πτυχή
σε δεύτερο στάδιο και δεν θε- χαρακτηρίζει αυτό που θα μπο-

88
ρούσε να ονομαστεί ουτοπική ρίζεται για τη συλλογή, μελέτη
λειτουργία των μουσείων, δι- και έκθεση των υλικών και των
ότι για να αλλάξεις τον κόσμο, άυλων τεκμηρίων του ανθρώ-
πρέπει πρώτα να τον οραματι- που και του περιβάλλοντός του.
στείς κάπως αλλιώς και, ως εκ Η μορφή και οι λειτουργίες των
τούτου, να αποστασιοποιηθείς μουσείων παρουσιάζουν μεγάλη
από αυτόν. Για τον λόγο αυτό, η ποικιλία ανά τους αιώνες. Τα
ουτοπία ως φαντασιακή κατά- εκθέματά τους διαφοροποιή-
σταση δεν σημαίνει απαραίτη- θηκαν, καθώς και η αποστολή
τα απουσία ή έλλειψη κάποιου τους, ο τρόπος λειτουργίας τους
στοιχείου, αλλά τον οραματισμό και διοίκησής τους.
ενός διαφορετικού κόσμου. 1. Οι περισσότερες χώρες
έχουν καθιερώσει ορισμούς του
w ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ΜΟΥΣΕΙΑΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ /
μουσείου μέσω νομοθετικών
ΜΟΥΣΕΙΑΚΟ ΠΕΔΙΟ (MUSEAL FIELD), MUSEALIA,
κειμένων ή εθνικών οργανι-
ΜΟΥΣΕΙΑΚΟΤΗΤΑ (MUSEALITY), ΜΟΥΣΕΙΟΠΟΙΗΣΗ
σμών. Ο ευρύτερα αναγνωρι-
(MUSEALISATION).
σμένος επαγγελματικός ορισμός
F ΣΥΝΑΦΗ: ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΑ, ΜΟΥΣΕΙΟ, του μουσείου παραμένει αυτός
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ που δόθηκε το 2007 στον Κανο-
(SENSORY DISPLAY), ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ. νισμό του Διεθνούς Συμβουλίου
Μουσείων (ICOM): «Το Μου-
σείο είναι ένας μη κερδοσκοπι-
κός μόνιμος θεσμός/οργανισμός
ΜΟΥΣΕΙΟ (institution) στην υπηρεσία
της κοινωνίας και της ανάπτυ-
ουσ. (Από την αρχαία ελληνική λέξη
ξής της, ανοιχτός στο κοινό, ο
«μουσείον», που σημαίνει ναός των
οποίος αποκτά, συντηρεί, ερευ-
Μουσών). – Αντίστοιχος όρος στα
νά, προβάλλει και εκθέτει την
γαλλικά: musée, ισπανικά: museo,
υλική και άυλη κληρονομιά
γερμανικά: Museum, ιταλικά: museo,
της ανθρωπότητας και του πε-
πορτογαλικά: museu.
ριβάλλοντός της, με στόχο την
Ο όρος «μουσείο» μπορεί να εκπαίδευση, μελέτη και ψυχα-
σημαίνει τον θεσμό ή τον ορ- γωγία». Αυτός ο ορισμός αντι-
γανισμό ή τον χώρο που προο- κατέστησε εκείνον που ίσχυε ως

89
σημείο αναφοράς για πάνω από μετάδοση της κληρονομιάς. Στο
30 χρόνια: «Το Μουσείο είναι μεταξύ, τα αγγλικά έχουν γίνει
ένας μη κερδοσκοπικός μόνιμος η γλώσσα που χρησιμοποιείται
θεσμός/οργανισμός (institution) ευρύτερα στις συνεδριάσεις του
στην υπηρεσία της κοινωνίας συμβουλίου κι έτσι το ICOM,
και της ανάπτυξής της, ανοι- όπως και οι περισσότεροι διε-
χτός στο κοινό, ο οποίος αποκτά, θνείς οργανισμοί, λειτουργεί πια
συντηρεί, ερευνά, προβάλλει και αυτό στα αγγλικά. Φαίνεται,
και κυρίως εκθέτει, με στόχο τη λοιπόν, ότι η σύνταξη ενός νέου
μελέτη, την εκπαίδευση και την ορισμού βασίστηκε σε εκείνη
ψυχαγωγία, τα υλικά τεκμήρια την αγγλική μετάφραση. Η δομή
του ανθρώπου και του περιβάλ- του γαλλικού ορισμού του 1974
λοντός του» (Κανονισμός ICOM έδινε έμφαση στην έρευνα, την
1974). οποία παρουσίαζε ως κινητή-
Η διαφορά ανάμεσα σε αυ- ρια δύναμη του μουσείου: «Le
τούς τους δύο ορισμούς, που εκ musée est une institution per-
πρώτης όψεως μοιάζει αμελητέα manente, sans but lucratif, au
–δηλαδή η αναφορά και της άυ- service de la société et de son
λης κληρονομιάς, καθώς και η développement, ouverte au pu-
αλλαγή στη δομή της φράσης– blic et qui fait des recherches
ωστόσο πιστοποιεί αφενός την concernant les témoins maté-
υπεροχή της αγγλοαμερικανι- riels de l’homme et de son en-
κής λογικής στους κόλπους του vironnement, acquiert ceux-là,
ICOM και αφετέρου τον περιορι- les conserve, les communique et
σμό του ερευνητικού ρόλου που notamment les expose à des fins
αποδίδεται στο μουσείο. Αρχικά, d’études, d’éducation et de dé-
ο ορισμός του 1974, που είχε lectation.» (Κανονισμός ICOM,
γραφεί στα γαλλικά ως κύρια 1974). Η κυριολεκτική (και όχι
γλώσσα, είχε μεταφραστεί ελεύ- η επίσημη) μετάφραση αυτού
θερα στα αγγλικά, προκειμένου του ορισμού είναι: «Το μουσείο
να αποτυπώνει καλύτερα την είναι ένας μόνιμος μη κερδο-
αγγλοαμερικανική προσέγγιση σκοπικός θεσμός/οργανισμός,
στις λειτουργίες του μουσείου – στην υπηρεσία της κοινωνίας
μία εκ των οποίων είναι και η και της ανάπτυξής της, ανοιχτός

90
στο κοινό, ο οποίος διενεργεί Πριν από την καθιέρωση
έρευνες σχετικά με τα υλικά της ονομασίας «μουσείο» τον
τεκμήρια του ανθρώπου και του 18ο αιώνα, λέξη δανεισμένη
περιβάλλοντός του…». Το 2007, από την ελληνική αρχαιότητα
η έννοια της έρευνας (που στα που αναβίωσε στην Αναγέννη-
Γαλλικά αντικαταστάθηκε από ση, σε κάθε πολιτισμό υπήρ-
τη λέξη «μελέτη»-etudier) υπο- χαν ορισμένοι τόποι, θεσμοί και
βιβάστηκε σε απαρίθμηση των ιδρύματα παρόμοια με αυτά που
γενικών λειτουργιών του μου- ομαδοποιούμε σήμερα με τον
σείου, όπως και στην αγγλική όρο «μουσείο». Υπό αυτή την
εκδοχή του ορισμού του 1974. έννοια, ο ορισμός του ICOM θε-
ωρείται ότι είναι σαφώς επηρε-
2. Για πολλούς μουσειολό-
ασμένος από τη χρονική στιγ-
γους και ιδιαίτερα όσους παρα-
μή και το δυτικό πλαίσιο μέσα
μένουν πιστοί στην έννοια της
στο οποίο διατυπώθηκε, αλλά
μουσειολογίας, όπως διδάχθηκε και υπερβολικά κανονιστικός,
τα έτη 1960-1990 από την Τσε- καθώς ο στόχος του είναι κατ’
χική σχολή (Brno και Διεθνής ουσίαν συντεχνιακός. Ένας
Θερινή Σχολή Μουσειολογίας – «επιστημονικός» ορισμός του
International Summer School μουσείου θα έπρεπε να είναι
of Museology), το μουσείο είναι απελευθερωμένος από ορισμέ-
μόνο ένα από τα πολλά μέσα να στοιχεία που περιλαμβάνει
πιστοποίησης μιας «συγκεκρι- ο ορισμός του ICOM, όπως από
μένης σχέσης ανάμεσα στον τη μη κερδοσκοπική φύση του
Άνθρωπο και την πραγματικό- μουσείου: ένα κερδοσκοπικό
τητα», μιας σχέσης που ορίζεται μουσείο (όπως το Musée Grévin
από «την εσκεμμένη και συστη- στο Παρίσι) δεν παύει να εί-
ματική συλλογή και συντήρηση ναι μουσείο, ακόμη και αν δεν
επιλεγμένων άψυχων, υλικών, αναγνωρίζεται ως τέτοιο από το
κινητών και κυρίως τρισδιάστα- ICOM. Επομένως, μπορούμε να
των αντικειμένων που τεκμηρι- ορίσουμε το μουσείο ευρύτερα
ώνουν την ανάπτυξη της φύσης και αντικειμενικότερα ως «ένα
και της κοινωνίας» (Gregorová, μόνιμο μουσειολογικό θεσμό/
1980). οργανισμό, που διαφυλάττει

91
συλλογές υλικών τεκμηρίων αντίληψη του ατόμου σχετικά
και παράγει γνώση γύρω από με την αλληλεξάρτηση ανάμε-
αυτές» (Van Mensch, 1992). σα στις κοινωνικές, αισθητικές
Ο Schärer, από την πλευρά και φυσικές σφαίρες όπου ζει,
του, ορίζει το μουσείο ως «ένα παρέχοντας πληροφορίες και
μέρος όπου φυλάσσονται, με- βιώματα και προάγοντας την
λετώνται και προβάλλονται αυτογνωσία μέσα σε αυτό το
αντικείμενα και οι συνδεδεμέ- ευρύτερο πλαίσιο». Ένα μου-
νες με αυτά αξίες, ως σύμβολα σείο μπορεί επίσης να είναι «μια
που ερμηνεύουν απούσες αλή- συγκεκριμένη λειτουργία, που
θειες» (Schärer, 2007) ή αλ- μπορεί αλλά δεν είναι αναγκαίο
λιώς –και, εκ πρώτης όψεως, να πάρει τη μορφή ενός θεσμού/
ταυτολογικά– ως το μέρος όπου οργανισμού, σκοπός της οποί-
επιτελείται η μουσειοποίηση. ας είναι να διασφαλίσει, μέσω
Με ακόμα ευρύτερη έννοια, το της βιωματικής εμπειρίας, τη
μουσείο μπορεί να οριστεί ως συσσώρευση και μετάδοση του
«τόπος μνήμης» (Nora, 1984, πολιτιστικού αποθέματος, το
Pinna, 2003), ως «φαινόμενο» οποίο νοείται ως το σύνολο των
(Scheiner, 2007) που περιλαμ- προσκτήσεων που καθιστούν
βάνει θεσμούς, διάφορους χώ- άνθρωπο ένα γενετικά ανθρώ-
ρους ή τοποθεσίες, βιώματα, κα- πινο ον» (Deloche, 2007).
θώς και συνδεδεμένους με την Αυτοί οι ορισμοί καλύπτουν
άυλη κληρονομιά χώρους. και τα μουσεία που χαρακτη-
3. Από αυτή την οπτική που ρίζονται λανθασμένα ως «εικο-
εκφεύγει της περιορισμένης νικά» (virtual museums), ιδι-
φύσης των παραδοσιακών μου- αίτερα αυτά που είναι έντυπα,
σείων, το μουσείο ορίζεται ως σε CD-ROM ή στο διαδίκτυο,
ένα εργαλείο που έχει επινοήσει καθώς και τα πιο παραδοσιακά
ο άνθρωπος με στόχο την αρχει- μουσειακά ιδρύματα, συμπε-
οθέτηση, κατανόηση και μετά- ριλαμβανομένων των μουσεί-
δοση. Θα μπορούσε να πει κα- ων της αρχαιότητας, τα οποία
νείς –όπως η Judith Spielbauer ήταν μάλλον σχολές φιλοσοφίας
(1987)– ότι τα μουσεία είναι παρά συλλογές με την αποδεκτή
εργαλεία που προάγουν «την έννοια του όρου.

92
4. Αυτή η τελευταία χρήση αγαθά. Περιλαμβάνει ένα διοι-
του όρου «μουσείο» μας οδηγεί κητικό κέντρο, έδρα των κύρι-
στις αρχές του οικομουσείου ων δομών: υποδοχή, έρευνα,
κατά την αρχική του σύλληψη, συντήρηση, έκθεση, πολιτιστι-
δηλαδή στο μουσειακό θεσμό/ κή δράση, διαχείριση, ένα ή πε-
οργανισμό που, για την ανάπτυ- ρισσότερα επιτόπια εργαστήρια,
ξη μιας κοινότητας, συνδυάζει ομάδες συντήρησης, αίθουσες
τη συντήρηση, την έκθεση και συναντήσεων, κοινωνικο-πολι-
την επεξήγηση της πολιτιστικής τιστικά εργαστήρια, καταλύμα-
και φυσικής κληρονομιάς αυτής τα κλπ., μονοπάτια και σημεία
της κοινότητας. Το οικομουσείο παρατήρησης για την εξερεύ-
αντιπροσωπεύει ένα ζωντα- νηση της περιοχής, διάφορα αρ-
νό περιβάλλον, με καθημερινή χιτεκτονικά, αρχαιολογικά και
ζωή και εργασία, σε μια συ- γεωλογικά στοιχεία… που ση-
γκεκριμένη τοποθεσία, καθώς ματοδοτούνται και εξηγούνται
και την έρευνα που σχετίζεται καταλλήλως» (Rivière, 1978).
με αυτό το περιβάλλον. «Το οι- 5. Με την ανάπτυξη των
κομουσείο […] σε μια δεδομέ- ηλεκτρονικών υπολογιστών και
νη περιοχή, εκφράζει τη σχέ- του ψηφιακού κόσμου, έγινε
ση ανάμεσα στον άνθρωπο και σταδιακά αποδεκτή και η έν-
στη φύση και την πορεία αυτής νοια του κυβερνομουσείου, που
της σχέσης μέσα στον χρόνο συχνά αποκαλείται εσφαλμένα
και στον χώρο στη συγκεκρι- «μουσείο εικονικής πραγμα-
μένη τοποθεσία. Αποτελείται τικότητας» (virtual museum).
από έναν τόπο αναγνωρισμένου Αυτό ορίζεται σε γενικές γραμ-
επιστημονικού και πολιτιστικού μές ως «μια συλλογή ψηφιακών
ενδιαφέροντος που είναι αντι- αντικειμένων με λογική συ-
προσωπευτικός της κοινότητας νάφεια, σε διάφορους συνδυα-
που υπηρετεί: άχτιστη ακίνητη σμούς μέσων, η οποία, χάρη στη
περιουσία, ακατοίκητη ύπαιθρο, συνδεσιμότητα και τη δυνα-
φυσικούς χώρους κατοικημέ- τότητα πολλαπλής πρόσβασης
νους από τους ανθρώπους, ακί- σε αυτή, προσφέρεται για την
νητη περιουσία, κινητά περι- υπέρβαση των παραδοσιακών
ουσιακά στοιχεία, ανταλλάξιμα μεθόδων επικοινωνίας και αλ-

93
ληλεπίδρασης με τους επισκέ- Μία συλλογή από υποκατάστα-
πτες[…], δεν διαθέτει πραγματικό τα μπορεί εξίσου να αποτελεί
τόπο ή χώρο και τα αντικείμενά εικονικό μουσείο όπως και μια
της και οι σχετικές πληροφορί- ψηφιοποιημένη βάση δεδομέ-
ες μπορούν να διαδοθούν σε όλο νων· πρόκειται για το μουσείο
τον κόσμο» (Schweibenz, 1998). στο εξωτερικό πεδίο δράσης
Αυτός ο ορισμός, που πιθα- του» (Deloche, 2001). Εικονικό
νόν προέρχεται από τη σχετικά μουσείο είναι το πακέτο λύσεων
πρόσφατη έννοια της εικονικής που μπορούν να εφαρμοστούν
υπολογιστικής μνήμης, μοιάζει στα προβλήματα των μουσεί-
μάλλον με παρερμηνεία. Πρέπει ων και φυσικά περιλαμβάνει το
να θυμόμαστε ότι το «εικονικό» κυβερνομουσείο, χωρίς να περι-
δεν είναι το αντίθετο του πραγ- ορίζεται σε αυτό.
ματικού (real), όπως ίσως σπεύ-
w ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
δουμε να υποθέσουμε, αλλά το
αντίθετο του υπαρκτού (actual) F ΣΥΝΑΦΗ: ΚΥΒΕΡΝΟΜΟΥΣΕΙΟ,
με την αρχική του έννοια, δη- ΜΟΥΣΕΙΑΚΟΣ, MUSEALIA, ΜΟΥΣΕΙΟΠΟΙΗΣΗ,
λαδή κάτι που υπάρχει αυτή ΜΟΥΣΕΙΟΠΟΙΩ, ΜΟΥΣΕΙΟΓΡΑΦΟΣ,
τη στιγμή. Ως εικονικό μου- ΜΟΥΣΕΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΚΟΣ,
σείο μπορεί να χαρακτηριστεί ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΟΣ, ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΑ, ΜΟΥΣΕΙΑΚΕΣ
οποιοδήποτε μουσείο συλλά- ΣΠΟΥΔΕΣ, ΝΕΑ ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΑ, ΕΚΘΕΣΗ, ΘΕΣΜΟΣ,
βει ποτέ κανείς ή οποιαδήποτε ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.
λύση μπορεί να εφαρμοστεί σε
σχέση με τα ζητήματα που θί-
γουν τα παραδοσιακά μουσεία.
Επομένως, το εικονικό μουσείο
μπορεί να οριστεί ως «μια έν- ΜΟΥΣΕΙΟΓΡΑΦΙΑ
νοια που εντοπίζει παγκοσμίως ΜΟΥΣΕΙΑΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
τις προβληματικές πτυχές του ουσ. – Αντίστοιχος όρος στα γαλ-
μουσειακού κλάδου, δηλαδή λικά: muséographie, αγγλικά: mu-
τις επιπτώσεις της απόσπασης seography, ισπανικά: museografía,
των αντικειμένων από το αρ- γερμανικά: Museographie, ιταλικά:
χικό πλαίσιο αναφοράς και της museografia, πορτογαλικά: museo-
ένταξής τους σε ένα νέο πλαίσιο. grafia.

94
Ο όρος μουσειογραφία πρω- κή εφαρμογή των τεχνικών που
τοεμφανίστηκε τον 18ο αιώνα προκύπτουν από τη μελέτη της
(Neikel, 1727) και είναι παλαιό- μουσειολογίας, μίας επιστήμης
τερος από τον όρο μουσειολογία. εν εξελίξει.
Έχει δε τρεις διακριτές σημασί- 2. Στα γαλλικά, η χρήση του
ες: όρου μουσειογραφία αφορά την
1. Στις μέρες μας η μουσει- τέχνη (ή τις τεχνικές) των εκ-
ογραφία ορίζεται ως η πρακτι- θέσεων. Τα τελευταία χρόνια
κή ή εφαρμοσμένη πτυχή της έχει προταθεί ο όρος εκθεσιο-
μουσειολογίας, δηλαδή, ως οι γραφία (expography), που ση-
τεχνικές που έχουν αναπτυχθεί μαίνει τον σχεδιασμό εκθέσεων,
για την επιτέλεση των μουσεια- για να περιγραφούν οι τεχνικές
κών λειτουργιών και ειδικότερα που αφορούν τις εκθέσεις, είτε
εκείνων που αφορούν στον σχε- αυτές πραγματοποιούνται σε
διασμό και τον εξοπλισμό των μουσείο είτε σε μη μουσειακό
μουσειακών εγκαταστάσεων, τη χώρο. Σε γενικές γραμμές, αυτό
συντήρηση, την αποκατάσταση, που αποκαλούμε «μουσειογρα-
την ασφάλεια και την έκθεση. φικό πρόγραμμα» (museograph-
Σε αντίθεση με τη μουσειολογία, ical programme) καλύπτει τον
ο όρος μουσειογραφία χρησι- προσδιορισμό των περιεχομέ-
μοποιείται εδώ και πολύ καιρό νων της έκθεσης και των προ-
για να περιγράψει τις πρακτι- διαγραφών της, καθώς και τις
κές δραστηριότητες που σχε- λειτουργικές σχέσεις ανάμεσα
τίζονται με τα μουσεία. Ο όρος στους εκθεσιακούς χώρους και
χρησιμοποιείται τακτικά στον τους άλλους χώρους του μου-
γαλλόφωνο κόσμο, αλλά σπάνια σείου. Αυτός ο ορισμός δεν ση-
στον αγγλόφωνο, όπου προτιμά- μαίνει πως η μουσειογραφία (η
ται ο σύνθετος όρος «μουσειακή μουσειακή πρακτική) ορίζεται
πρακτική» (museum practice). μόνο από εκείνο το κομμάτι του
Πολλοί μουσειολόγοι από την μουσείου που αντικρίζουν οι
Κεντρική και Ανατολική Ευ- επισκέπτες. Οι μουσειογράφοι
ρώπη έχουν χρησιμοποιήσει τον (σχεδιαστές μουσείων ή σχεδι-
όρο «εφαρμοσμένη μουσειολο- αστές εκθέσεων), όπως και άλ-
γία», που σημαίνει την πρακτι- λοι επαγγελματίες του μουσείου,

95
λαμβάνουν υπόψη τους το επι- μητρώο, ο επικεφαλής ασφά-
στημονικό πρόγραμμα και τη λειας είναι υπεύθυνος για την
διαχείριση των συλλογών και παρακολούθηση των χώρων και
στοχεύουν στην έκθεση των τις λοιπές εργασίες που επιτελεί
αντικειμένων που έχει επιλέξει το τμήμα του, ο συντηρητής εί-
ο έφορος κατά τον πλέον κα- ναι ο ειδικός που ασχολείται με
τάλληλο τρόπο. Οφείλουν να την προληπτική συντήρηση, τα
γνωρίζουν μεθόδους συντήρη- επανορθωτικά μέτρα και την
σης και απογραφής των μου- αποκατάσταση αντικειμένων. Σε
σειακών αντικειμένων. Αυτοί αυτό το πλαίσιο και σε αλληλε-
διαμορφώνουν το σενάριο για πίδραση με τα διάφορα τμήματα,
τα περιεχόμενα και προτείνουν οι μουσειογράφοι ασχολούνται
μια γλωσσική μορφή που ενδε- με τις εργασίες που αφορούν
χομένως περιλαμβάνει και άλλα στις εκθέσεις. Η μουσειογραφία
μέσα για την υποβοήθηση της διαφέρει από τη σκηνογραφία
κατανόησης. Ασχολούνται με (σχεδιασμός έκθεσης ή σκηνι-
τις ανάγκες του κοινού και επι- κού), η οποία περιλαμβάνει όλες
στρατεύουν τις πλέον κατάλλη- τις τεχνικές που απαιτούνται
λες επικοινωνιακές μεθόδους για την εγκατάσταση και τον
για τη μετάδοση του μηνύμα- εξοπλισμό των εκθεσιακών χώ-
τος της έκθεσης. Ο ρόλος τους, ρων, όπως επίσης διαφέρει και
συχνά ως επικεφαλής υλοποί- από την εσωτερική διακόσμη-
ησης, είναι να συντονίζουν όλο ση (interior design). Ασφαλώς
το επιστημονικό και τεχνικό η σκηνογραφία και η εσωτερι-
εξειδικευμένο προσωπικό που κή διακόσμηση ενός μουσεί-
εργάζεται στο μουσείο: να τους ου εμπίπτουν στο φάσμα της
οργανώνουν, κάποιες φορές να μουσειογραφίας, καθώς εφοδι-
συγκρούονται μαζί τους και άζουν το μουσείο με πρόσθετες
να διαιτητεύουν στις διαφορές. μεθόδους οπτικοποίησης, όμως
Για την εκπλήρωση αυτών των οι μουσειογράφοι λαμβάνουν
ρόλων έχουν δημιουργηθεί συ- υπόψη τους και άλλα στοιχεία,
γκεκριμένες θέσεις: η διαχεί- όπως το κοινό, την κατανόηση
ριση των έργων τέχνης ή των του μηνύματος εκ μέρους του
αντικειμένων εναπόκειται στο κοινού και τη διαφύλαξη της

96
κληρονομιάς. Αυτές οι πτυχές του όρου διήρκεσε ως το τέλος
καθιστούν τους μουσειογράφους του 19ου αιώνα, ενώ συνεχίζει
(ή ειδικούς εκθέσεων) μεσολα- ακόμα να υφίσταται σε ορισμέ-
βητές ανάμεσα στον έφορο των νες γλώσσες και ιδιαίτερα στα
συλλογών, τον αρχιτέκτονα και Ρωσικά.
το κοινό. Ωστόσο ο ρόλος των
μουσειογράφων μπορεί να δια- w ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ΜΟΥΣΕΙΟΓΡΑΦΟΣ,
ΜΟΥΣΕΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ.
φέρει από μουσείο σε μουσείο,
ανάλογα με το αν το εκάστο-
τε μουσείο διαθέτει επιμελητή
F ΣΥΝΑΦΗ: ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΚΘΕΣΕΩΝ,
ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ, ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ
επικεφαλής ενός προγράμματος ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ, ΜΟΥΣΕΙΑΚΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ,
υλοποίησης ή όχι. Η περαιτέρω ΜΟΥΣΕΙΑΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ, ΜΟΥΣΕΙΑΚΗ
ανάπτυξη του ρόλου ορισμέ- ΠΡΑΚΤΙΚΗ.
νων ειδικών μέσα στο μουσείο
(αρχιτεκτόνων, καλλιτεχνών,
επιμελητών εκθέσεων κλπ.)
έχει ως αποτέλεσμα μια διαρκή ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΑ
εξειδίκευση του ρόλου του μου-
σειογράφου σε αυτόν του μεσο- ουσ. – Αντίστοιχος όρος στα γαλλι-
λαβητή. κά: muséologie, αγγλικά: museology,
ισπανικά: museología, γερμανικά:
3. Παλαιότερα, όπως φαί-
Museologie, Museumswissenschaft,
νεται και από την ετυμολογία
Museumskunde, ιταλικά: museolo-
της λέξης, η μουσειογραφία
gia, πορτογαλικά: museologia.
αφορούσε την περιγραφή των
περιεχομένων ενός μουσείου. Από ετυμολογική άποψη, η
Όπως η βιβλιογραφία αποτε- μουσειολογία είναι η «μελέτη
λεί θεμελιώδες στάδιο της επι- του μουσείου» (ή οι μουσειακές
στημονικής έρευνας, έτσι και η σπουδές) και όχι η πρακτική
μουσειογραφία ήταν ένα μέσο, του, η οποία ονομάζεται μουσει-
το οποίο διευκόλυνε την έρευ- ογραφία. Ωστόσο ο όρος «μου-
να των πηγών τεκμηρίωσης σειολογία» και ο παράγωγός
των αντικειμένων προκειμένου του «μουσειολογικός-η-ό», που
να αναπτυχθεί η συστηματική έγινε ευρύτερα αποδεκτός τη
τους μελέτη. Αυτή η σημασία δεκαετία του 1950, έχει πλέον

97
πέντε διακριτές σημασίες. 2. Η δεύτερη σημασία του
1. Η πρώτη και ευρύτερα όρου είναι γενικά αποδεκτή
αποδεκτή σημασία αποδίδει τον σε πολλά πανεπιστημιακά δί-
όρο μουσειολογία σε οτιδήπο- κτυα του δυτικού κόσμου και
τε σχετίζεται με τα μουσεία και προσεγγίζει την ετυμολογική
συμπεριλαμβάνεται στο παρόν σημασία της λέξης: μουσειακές
λεξικό υπό τον όρο «μουσεια- σπουδές. Ο ορισμός που χρησι-
κός-ή-ό» (museal). Έτσι, γίνεται μοποιείται συνήθως είναι αυ-
λόγος για μουσειολογικά τμή- τός του Georges Henri Rivière:
ματα μιας βιβλιοθήκης (το μη «Μουσειολογία: μια εφαρμο-
δανειστικό τμήμα ή την προθή- σμένη επιστήμη, η επιστήμη
κη νομισμάτων), μουσειολογικές του μουσείου. Η μουσειολογία
ερωτήσεις (σχετικές με τα μου- μελετά την ιστορία των μουσεί-
σεία) και ούτω καθεξής. Αυτή ων, τον ρόλο τους στην κοινω-
η σημασία αποδίδεται συχνά νία, τις συγκεκριμένες μορφές
στον όρο και στις αγγλοσαξο- έρευνας και συντήρησης, τις
νικές χώρες, κάτι που μάλιστα δραστηριότητές τους και τη δια-
έχει εξαπλωθεί από τη Βόρειο σπορά της γνώσης, την οργάνω-
Αμερική και στις Λατινοαμερι- ση και λειτουργία τους, τη νέα
κανικές χώρες. Έτσι, όπου δεν ή «μουσειοποιημένη» αρχιτε-
υπάρχει επίσημα αναγνωρισμέ- κτονική, τα ευρήματα που πα-
νο επάγγελμα –όπως π.χ. στη ραλαμβάνουν ή επιλέγουν, την
Γαλλία, όπου θα χρησιμοποιού- τυπολογία και δεοντολογία των
νταν ο γενικός όρος επιμελητής μουσείων» (Rivière, 1981). Κατά
– ο όρος μουσειολόγος υποδη- κάποιο τρόπο, η μουσειολογία
λώνει ολόκληρο το μουσειακό αντιδιαστέλλεται προς τη μου-
επάγγελμα (όπως π.χ. στο Κε- σειογραφία, η οποία αναφέρεται
μπέκ) και ειδικότερα τους συμ- στις πρακτικές εφαρμογές που
βούλους που αναλαμβάνουν να άπτονται της μουσειολογίας. Σε
υλοποιήσουν ένα μουσειολογικό γενικές γραμμές οι Αγγλοαμερι-
πρόγραμμα ή να δημιουργήσουν κανοί παρουσιάζουν απροθυμία
και να οργανώσουν μία έκθε- να αποδεχτούν την εφεύρε-
ση. Αυτή η χρήση του όρου δεν ση νέων «επιστημών» και έτσι
υποστηρίζεται εδώ. προτιμούν τον όρο «μουσειακές

98
σπουδές», κυρίως στη Μεγάλη ρέασε σημαντικά την ICOFOM
Βρετανία όπου ο όρος μουσει- κατά τη δεκαετία 1980-1990,
ολογία χρησιμοποιείται ακόμα παρουσιάζει τη μουσειολογία ως
και σήμερα πολύ σπάνια. Και τη μελέτη μιας συγκεκριμένης
μολονότι ο όρος χρησιμοποι- σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο
είται διεθνώς ολοένα και πε- και στην πραγματικότητα, μια
ρισσότερο από τη δεκαετία του επιστήμη όπου τα μουσεία –ένα
1950 και μετά, παράλληλα με φαινόμενο που λαμβάνει χώρα
το αυξανόμενο ενδιαφέρον για σε μια συγκεκριμένη χρονική
τα μουσεία, ακόμα και σήμε- στιγμή– αποτελούν μόνο μία
ρα χρησιμοποιείται σπάνια από από τις πιθανές εκφάνσεις της.
τους ανθρώπους για τους οποί- «Η μουσειολογία αποτελεί έναν
ους το μουσείο αποτελεί μέρος αυτοδιαφοροποιούμενο, ανε-
της καθημερινής τους ζωής, και ξάρτητο επιστημονικό κλάδο με
η χρήση του όρου περιορίζεται αντικείμενο μια συγκεκριμένη
σε εκείνους που παρατηρούν το στάση του ανθρώπου απέναντι
μουσείο έξωθεν. Αυτή η χρήση στην πραγματικότητα, η οποία
του όρου μουσειολογία είναι εκφράζεται αντικειμενικά σε
ευρύτερα αποδεκτή μεταξύ των διάφορες μορφές μουσείων μέσα
επαγγελματιών και καθιερώθη- στην πορεία της ιστορίας, τα
κε σταδιακά μεταξύ των λατινι- οποία αποτελούν μια έκφανση
κών χωρών από τη δεκαετία του και ένα αναλογικό τμήμα των
1960 και εξής, αντικαθιστώντας συστημάτων μνήμης. Η μου-
τον όρο μουσειογραφία. σειολογία, κοινωνική επιστήμη
3. Ξεκινώντας τη δεκαετία από τη φύση της, ανήκει στη
του 1960 από την Κεντρική σφαίρα των μνημονικών και
και Ανατολική Ευρώπη, η μου- τεκμηριωτικών (mnemonic and
σειολογία άρχισε να θεωρείται documentary) επιστημών και
διακριτό πεδίο επιστημονικής συμβάλλει στην κατανόηση του
έρευνας (αν και επιστήμη εν ανθρώπου μέσα στην κοινωνία»
εξελίξει), ένας ανεξάρτητος επι- (Stránský, 1980). Αυτή η προ-
στημονικός κλάδος με τη δική σέγγιση μπορεί να επικρίνεται
του οπτική στην πραγματικό- ευρέως (σε πολλούς φαντάζει
τητα. Αυτή η άποψη, που επη- υπερφίαλη η πρόθεση να επι-

99
βληθεί η μουσειολογία ως επι- έστω εν εξελίξει– έχει σιγά-σιγά
στήμη που μάλιστα καλύπτει εγκαταλειφθεί, με την έννοια
όλο το φάσμα της κληρονομιάς), ότι ούτε το αντικείμενο της με-
όμως δεν παύει να είναι ιδιαιτέ- λέτης της ούτε και οι μέθοδοί
ρως γόνιμη ως προς τις εφαρ- της ανταποκρίνονται πλήρως
μογές της. Ως εκ τούτου, αντι- στα επιστημολογικά κριτήρια
κείμενο της μουσειολογίας δεν μιας συγκεκριμένης επιστημο-
είναι το μουσείο, μια που αυτό νικής προσέγγισης.
αποτελεί μια σχετικά πρόσφατη 4. Η νέα μουσειολογία (la
εφεύρεση στην ιστορική πορεία nouvelle muséologie στα Γαλ-
της ανθρωπότητας. Ξεκινώντας λικά, από όπου προέρχεται ο
από τον παραπάνω ορισμό, ορί- όρος) επηρέασε σημαντικά τη
στηκε σταδιακά η έννοια της μουσειολογία κατά τη δεκαετία
«συγκεκριμένης σχέσης του του 1980. Αρχικά συγκέντρω-
ανθρώπου προς την πραγματι- σε γύρω της αρκετούς Γάλλους
κότητα», που ενίοτε αναφέρεται θεωρητικούς και στη συνέ-
ως μουσειακότητα (museality – χεια εξαπλώθηκε διεθνώς από
Waidacher, 1996). Έτσι, σε συ- το 1984 και μετά. Με σημείο
νέχεια και της σχολής Brno που αναφοράς ορισμένους πρωτο-
επικράτησε εκείνη την εποχή, πόρους που είχαν δημοσιεύσει
η μουσειολογία θα μπορούσε καινοτόμα κείμενα ήδη από το
να οριστεί ως «μια επιστήμη 1970, αυτό το ρεύμα σκέψης
που μελετά τη συγκεκριμένη τόνιζε τον κοινωνικό ρόλο των
σχέση του Ανθρώπου προς την μουσείων και τον διεπιστημονι-
πραγματικότητα και συνίσταται κό χαρακτήρα τους, καθώς και
στην εσκεμμένη και συστημα- τους νέους τρόπους έκφρασης
τική συλλογή και συντήρηση και επικοινωνίας τους. Η νέα
επιλεγμένων άψυχων, υλικών, μουσειολογία πραγματευόταν
κινητών και κυρίως τρισδιάστα- κυρίως τα νέα είδη μουσείων,
των αντικειμένων που τεκμηρι- που έρχονταν σε αντίθεση με το
ώνουν την ανάπτυξη της φύσης κλασικό μοντέλο, όπου οι συλ-
και της κοινωνίας» (Gregorová, λογές βρίσκονταν στο επίκεντρο
1980). Ωστόσο, η θεώρηση της του ενδιαφέροντος. Αυτά τα νέα
μουσειολογίας ως επιστήμης – μουσεία είναι τα οικομουσεία

100
(ecomuseums), τα κοινωνικά η οποία εκφράζεται μέσω της
μουσεία (social museums), τα τεκμηρίωσης του πραγματικού
κέντρα επιστημών και τεχνών και μπορεί να γίνει αντιληπτή
και, γενικότερα, οι περισσότε- μέσω της άμεσης αισθητηρια-
ρες από τις νέες προτάσεις που κής επαφής. Αυτός ο ορισμός
στοχεύουν στην αξιοποίηση της δεν απορρίπτει a priori καμία
τοπικής κληρονομιάς για την μορφή μουσείου, από την πα-
προαγωγή της τοπικής ανάπτυ- λαιότερη (Quiccheberg) ώς τη
ξης. Στην αγγλική βιβλιογρα- νεότερη (κυβερνομουσείο), δι-
φία περί μουσείων, ο όρος Νέα ότι τείνει να ασχολείται με ένα
Μουσειολογία (New Museology) πεδίο ανοιχτό σε κάθε είδους
έκανε την εμφάνισή του στο πειραματισμούς στον μουσειακό
τέλος της δεκαετίας του 1980 κλάδο. Επίσης, αυτός ο ορισμός
(Virgo, 1989) ως μια κριτική δεν περιορίζεται σε όσους αυτο-
πραγματεία του κοινωνικού και αποκαλούνται μουσειολόγοι. Θα
πολιτικού ρόλου των μουσείων – πρέπει να σημειώσουμε ότι αν
γεγονός που προκάλεσε κάποια κάποιοι πρωτεργάτες του κλά-
σύγχυση ως προς τον γαλλι- δου επέλεξαν τον όρο μουσει-
κό όρο, ο οποίος είναι λιγότερο ολογία και αυτοαποκαλούνται
γνωστός στο αγγλόφωνο κοινό. μουσειολόγοι, κάποιοι άλλοι που
5. Κατά μια πέμπτη σημασία προέρχονται από διάφορους
του όρου, την οποία εμείς προ- κλάδους και προσεγγίζουν κατά
τιμάμε εδώ, διότι περιλαμβάνει περίπτωση τη μουσειακή σφαί-
όλες τις άλλες, η μουσειολογία ρα προτιμούν να κρατούν απο-
καλύπτει ένα πολύ ευρύτερο στάσεις από τους «μουσειολό-
πεδίο που περιλαμβάνει όλες τις γους», παρότι έχουν ή είχαν στο
απόπειρες διατύπωσης θεωριών παρελθόν σημαντική επίδραση
και κριτικής προσέγγισης του στην ανάπτυξη αυτού του το-
μουσειακού κλάδου. Με άλλα μέα (Bourdieu, Baudrillard,
λόγια, ο κοινός παρονομαστής Dagognet, Debray, Foucault,
αυτού του κλάδου μπορεί να Haskell, McLuhan, Nora και
οριστεί ως μια συγκεκριμένη Pomian). Οι κατευθυντήριες
σχέση ανάμεσα στον άνθρω- γραμμές στον χάρτη του μου-
πο και στην πραγματικότητα, σειακού κλάδου ιχνηλατούνται

101
προς δύο διαφορετικές κατευ- ΜΟΥΣΕΙΟ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΜΟΥΣΕΙΟΥ,
θύνσεις: είτε με σημείο αναφο- ΝΕΑ ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΑ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.
ράς τις κύριες εγγενείς λειτουρ-
γίες του κλάδου (τεκμηρίωση,
συλλογή, παρουσίαση, διατή-
ΜΟΥΣΕΙΟΠΟΙΗΣΗ
ρηση, έρευνα και επικοινωνία),
είτε με κριτήριο τους διαφορετι- ουσ. – Αντίστοιχος όρος στα γαλλι-
κούς τομείς γνώσης που εξετά- κά: muséalisation, αγγλικά: museal-
ζουν κατά καιρούς τη μουσειο- isation, ισπανικά: musealisación,
λογία. γερμανικά: Musealisierung, ιταλικά:
Έχοντας υπόψη αυτή την musealizzazione, πορτογαλικά: mu-
τελευταία οπτική, ο Bernard sealisaçāo.
Deloche πρότεινε τον ορισμό H κοινά αποδεκτή έννοια
της μουσειολογίας ως μουσεια- του όρου «μουσειοποίηση» ση-
κής φιλοσοφίας (museal philos- μαίνει την τοποθέτηση μέσα σε
ophy). «Η μουσειολογία είναι η μουσείο ή, γενικότερα, τη με-
φιλοσοφία του μουσειακού κλά- τατροπή ενός κέντρου ζωής ή
δου, η οποία έχει δύο αποστολές: ανθρώπινης δραστηριότητας
1) λειτουργεί ως μεταθεωρία ή μιας φυσικής τοποθεσία σε
(metatheory) για την επιστήμη μουσείο. Ο όρος heritagisation
της ενορατικής στοιχειοθετημέ- (patrimonialiasation) περιγρά-
νης τεκμηρίωσης (intuitive con- φει ίσως καλύτερα αυτή την
crete documentation), 2) παρέ- αρχή, η οποία βασίζεται στην
χει την κανονιστική ηθική για ιδέα της διάσωσης ενός αντι-
τη λειτουργία όλων των ιδρυ- κειμένου ή μιας τοποθεσίας,
μάτων που φέρουν την ευθύνη όμως δεν καλύπτει ολόκληρη
διαχείρισης της λειτουργίας της τη μουσειακή διεργασία. Ο νε-
ενορατικής στοιχειοθετημένης ολογισμός «μουσειοποίηση» με-
τεκμηρίωσης (Deloche, 2001). ταφράζει τον υποτιμητικό όρο
«απολιθοποίηση» (ή «μουμιο-
w ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΚΟΣ,
ποίηση») μιας ζώσας περιοχής,
ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΟΣ.
που μπορεί να προκύψει από
F ΣΥΝΑΦΗ: ΜΟΥΣΕΙΑΚΟΣ, MUSEALIA, μια τέτοια διεργασία και που
ΜΟΥΣΕΙΟΠΟΙΗΣΗ, ΜΟΥΣΕΙΟΠΟΙΩ, ΜΟΥΣΕΙΟΓΡΑΦΙΑ, απαντάται σε πολυάριθμες κρι-

102
τικές θεωρήσεις της «μουσειο- τεκμήριο του ανθρώπου και του
ποίησης του κόσμου». Από αυ- περιβάλλοντός του και μελέ-
στηρά μουσειολογική άποψη, η της και έκθεσης, λαμβάνοντας
μουσειοποίηση είναι η διαδικα- μια συγκεκριμένη πολιτισμική
σία του να προσπαθείς να απο- υπόσταση. Η αναγνώριση αυτής
σπάσεις κάτι, τεχνητά ή νοητά, της μεταβολής στη φύση τους,
από το φυσικό ή πολιτιστικό του οδήγησε τον Stránský να προ-
περιβάλλον και να του αποδώ- τείνει το 1970 τον όρο musealia
σεις μουσειακή υπόσταση, να (μουσειακά αντικείμενα) για τα
το μεταμορφώσεις σε μουσειακό αντικείμενα που είχαν υποστεί
αντικείμενο (musealium), δη- τη διαδικασία της μουσειοποί-
λαδή να το εισαγάγεις στο μου- ησης και έτσι μπορούσαν να
σειακό πεδίο. ονομαστούν «μουσειακά αντι-
Η διαδικασία της μουσει- κείμενα». Ο όρος μεταφράστηκε
οποίησης δεν σημαίνει ότι στα Γαλλικά ως muséalie (βλ.
παίρνεις ένα αντικείμενο και Αντικείμενο).
το τοποθετείς μέσα στην κτη- Η μουσειοποίηση ξεκινά
ριακή εγκατάσταση ενός μου- με τη φάση του διαχωρισμού
σείου, όπως εξηγεί ο Zbyněk (separation – Malraux, 1951)
Stránský. Με την αλλαγή του ή της απόσπασης (suspension
πλαισίου αναφοράς και με τη – Deotte, 1986): τα αντικείμε-
διαδικασία της επιλογής και να (πραγματικά αντικείμενα)
της έκθεσης, αλλάζει και η ίδια διαχωρίζονται από το αυθε-
η υπόσταση του αντικειμένου. ντικό πλαίσιο αναφοράς τους,
Είτε πρόκειται για αντικείμε- προκειμένου να μελετηθούν
νο θρησκευτικής λατρείας είτε ως τεκμήρια που εκπροσωπούν
για κάποιο χρηστικό αντικεί- την πραγματικότητα στην οποία
μενο είτε για κάποιο αντικεί- κάποτε ανήκαν. Ένα μουσει-
μενο ψυχαγωγίας ή ζώο ή φυτό, ακό αντικείμενο δεν αποτελεί
είτε ακόμη πρόκειται για κάτι πλέον αντικείμενο χρήσης ή
που δεν μπορεί καν να οριστεί συνδιαλλαγής, αλλά ένα αυθε-
ακριβώς ως αντικείμενο, μό- ντικό αποδεικτικό στοιχείο της
λις αυτό τοποθετηθεί μέσα στο πραγματικότητας. Αυτή η από-
μουσείο, αποτελεί υλικό ή άυλο σπαση (Desvallées, 1998) από

103
την πραγματικότητα αποτελεί musealia. Στην καλύτερη περί-
ήδη μια αρχική μορφή υπο- πτωση, το έργο της μουσειοποί-
κατάστασης. Ένα αντικείμενο ησης παράγει μια απεικόνιση
που διαχωρίζεται από το πλαί- που αποτελεί υποκατάστατο της
σιο αναφοράς του αποτελεί ήδη πραγματικότητας από την οποία
υποκατάστατο της πραγματικό- επιλέχθηκαν και αποσπάστη-
τητας της οποίας υποτίθεται ότι καν τα εν λόγω αντικείμενα.
αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο. Αυτό το περίπλοκο υποκατά-
Αυτή η μεταφορά, που επιτε- στατο ή πρότυπο της πραγμα-
λείται μέσω της απομάκρυνσης τικότητας (που ενυπάρχει στο
από το αυθεντικό πλαίσιο ανα- μουσείο) αποτελεί τη μουσεια-
φοράς, έχει ως αναπόφευκτο κότητα (museality), δηλαδή την
αποτέλεσμα την απώλεια πλη- ιδιαίτερη εκείνη αξία που τεκ-
ροφοριών, πράγμα ολοφάνερο μηριώνει την πραγματικότητα,
στις περιπτώσεις παράνομων όμως σε καμία περίπτωση δεν
αρχαιολογικών ανασκαφών, είναι πραγματικότητα.
όπου το πλαίσιο αναφοράς των Η μουσειοποίηση υπερβαί-
αντικειμένων χάνεται ολοσχε- νει τη λογική των συλλογών
ρώς κατά την εκσκαφή τους. Για και αποτελεί τμήμα της ευρύ-
τον λόγο αυτό, η μουσειοποίη- τερης παράδοσης που εδράζεται
ση ως επιστημονική διεργασία στις ορθολογικές διεργασίες που
περιλαμβάνει απαραιτήτως τις αναπτύχθηκαν με την εφεύρε-
θεμελιώδεις μουσειακές δρα- ση των σύγχρονων επιστημών.
στηριότητες: διαφύλαξη/ διατή- Μόλις μουσειοποιηθεί το αντι-
ρηση (συλλογή, απόκτηση, δια- κείμενο-φορέας της πληροφο-
χείριση συλλογής, συντήρηση), ρίας ή το αντικείμενο-τεκμήριο,
έρευνα (συμπεριλαμβανομένης ενσωματώνεται στον πυρήνα
της κατάρτισης καταλόγων) και της επιστημονικής δραστηριό-
επικοινωνία (μέσω εκθέσεων, τητας του μουσείου, όπως αυτή
δημοσιευμάτων κλπ.) ή, από μια έχει εξελιχθεί από την Ανα-
άλλη οπτική, τις δραστηριότητες γέννηση και εξής. Στόχος αυ-
που σχετίζονται με την επιλογή, τής της δραστηριότητας είναι η
συλλογή και έκθεση των αντι- διερεύνηση της πραγματικό-
κειμένων που αποκαλούνται τητας μέσω της αισθητηριακής

104
αντίληψης, του πειραματισμού
και της μελέτης των μερών που
την αποτελούν. Αυτή η επιστη-
μονική οπτική καθορίζει τον
απώτερο στόχο και τη συνε-
χή μελέτη του πράγματος, το
οποίο έχει αναχθεί σε αντικεί-
μενο, πέρα από την «αύρα» που
επισκιάζει τη σημασία του. Το
κοινό καλείται όχι να κοιτάξει,
αλλά να δει πραγματικά: το επι-
στημονικό μουσείο δεν εκθέτει
απλώς όμορφα αντικείμενα,
αλλά καλεί τον επισκέπτη να
αναλογιστεί τη σημασία τους. Η
διαδικασία της μουσειοποίησης
απομακρύνει το μουσείο από
τον χαρακτήρα του ναού και το
φέρνει πιο κοντά στον χαρα-
κτήρα του εργαστηρίου.

F ΣΥΝΑΦΗ: ΣΥΛΛΕΓΩ, ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ,


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ-ΤΕΚΜΗΡΙΟ (OBJECT),
ΑΠΟΘΗΣΑΥΡΙΣΜΟΣ, MUSEALIA, (MUSEALITY),
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΜΟΥΣΕΙΟΥ, ΔΙΑΦΥΛΑΞΗ, ΕΡΕΥΝΑ,
ΚΕΙΜΗΛΙΟ, ΣΥΛΛΟΓΗ, ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ, ΑΠΟΣΠΑΣΗ.

105
Σ
ΣΥΛΛΟΓΗ μεσα στη συλλογή και στο αρ-
χείο, το οποίο είναι μια έννοια
ουσ. – Αντίστοιχος όρος στα γαλλικά:
της αρχειονομίας που σχετί-
collection, αγγλικά: collection, ισπανι-
ζεται με ένα σύνολο εγγράφων
κά: colección, γερμανικά: Sammlung,
από την ίδια πηγή, το οποίο,
Kollektion, ιταλικά: collezione, raccol-
όμως, διαφέρει από μια μουσει-
ta, πορτογαλικά: colecçāo (Βραζιλία:
ακή συλλογή ως προς τη θεμε-
coleçāo).
λιώδη φύση της. Τα αντικείμενα
Σε γενικές γραμμές, ως που αποτελούν το αρχείο είναι
συλλογή ορίζεται ένα σύνολο έγγραφα διαφόρων ειδών που
υλικών ή άυλων αντικειμένων έχουν «συλλεγεί αυτόματα, δη-
[έργα, τεχνουργήματα, πνευ- μιουργηθεί ή/και συγκεντρωθεί
ματικά έργα (mentefacts), είδη, από ένα άτομο ή μία οικογένεια
αρχειακά έγγραφα, τεκμήρια στο πλαίσιο των δραστηριο-
κλπ.], τα οποία έχει συγκεντρώ- τήτων του/της ή της ιδιότητάς
σει ένα άτομο ή ένας οργανισμός, του/της» (Bureau of Canadian
τα έχει ταξινομήσει, επιλέξει και Archivists, 1992). Στην περί-
συντηρήσει σε ασφαλές μέρος πτωση του αρχείου, σε αντίθεση
και συνήθως εκτίθενται σε κά- με μια μουσειακή συλλογή, δεν
ποιο περιορισμένο ή ευρύ κοινό, υπάρχει διαδικασία επιλογής
ανάλογα με το αν πρόκειται για και σπανίως υπάρχει πρόθεση
ιδιωτική ή δημόσια συλλογή. να συγκροτηθεί ένα συνεκτικό
Προκειμένου να αποτελεί σύνολο.
μια κανονική συλλογή, αυτό το Η συλλογή, είτε αποτελείται
σύνολο αντικειμένων οφείλει από υλικά είτε από άυλα αντι-
να χαρακτηρίζεται από ενότητα κείμενα, βρίσκεται στον πυρή-
και συνοχή. Είναι σημαντικό να να των δραστηριοτήτων ενός
επισημάνουμε τη διαφορά ανά- μουσείου. «Τα μουσεία έχουν

106
το καθήκον να αποκτούν, να εντοπιστούν οι κάτωθι τρεις πι-
συντηρούν και να προβάλλουν θανές εννοιολογικές συνεκδο-
τις συλλογές τους ως συνεισφο- χές αυτού του όρου, βάσει δύο
ρά στη διαφύλαξη της φυσικής, παραγόντων: αφενός τη θεσμι-
πολιτιστικής και επιστημονικής κή φύση της συλλογής και αφε-
κληρονομιάς» (Κώδικας Δεο- τέρου την υλική ή άυλη υπό-
ντολογίας ICOM 2006, άρθρο 2). σταση του μέσου της συλλογής.
Μολονότι δεν εκφράζεται ρητά, 1. Δεδομένου ότι ο όρος
ο ορισμός του μουσείου κατά το «συλλογή» είναι αρκετά κοινός,
ICOM συνδέεται ουσιαστικά με έχουν γίνει διάφορες απόπειρες
αυτή την αρχή και επιβεβαιώνει στο παρελθόν να διαφοροποιη-
την προ πολλού εκπεφρασμέ- θεί σαφώς η μουσειακή συλλο-
νη άποψη του Louis Réau: «Η γή από άλλου είδους συλλογές.
άποψή μας είναι ότι τα μουσεία Σε γενικές γραμμές (διότι αυτό
κατασκευάζονται για τις συλ- δεν ισχύει για όλα τα μουσεία),
λογές και ότι πρέπει να οικοδο- η μουσειακή συλλογή ή οι μου-
μούνται από μέσα προς τα έξω, σειακές συλλογές αποτελούν
δηλαδή το περίβλημα να μορφο- ταυτόχρονα την πηγή και τον
ποιείται με βάση το περιεχόμενό σκοπό της άσκησης των δρα-
του» (Réau, 1908). Η αρχή αυτή στηριοτήτων ενός μουσείου ως
δεν αντανακλάται πια σε ορι- θεσμού/οργανισμού. Κατά συ-
σμένους τύπους μουσείων που νέπεια, ως συλλογές μπορούν
δεν κατέχουν δικές τους συλ- να οριστούν «τα αντικείμενα
λογές ή που έχουν συλλογές οι που έχει συλλέξει, αποκτήσει
οποίες δεν ανταποκρίνονται και συντηρήσει ένα μουσείο,
στον πυρήνα του επιστημονικού λόγω της δυνητικής τους αξίας
τους έργου. Η έννοια της συλ- ως ειδών, ως υλικού αναφοράς
λογής είναι από τις πλέον ευρέ- ή ως αντικειμένων αισθητικής
ως χρησιμοποιούμενες έννοιες ή εκπαιδευτικής σημασίας»
στον μουσειακό κλάδο, μολο- (Burcaw, 1997). Ως εκ τούτου, το
νότι εμείς προτιμάμε την έννοια φαινόμενο του μουσείου μπορεί
του «μουσειακού αντικειμένου», να περιγραφεί ως η θεσμοθέ-
όπως θα γίνει φανερό παρακά- τηση μιας ιδιωτικής συλλογής.
τω. Παρ’ όλα αυτά, μπορούν να Ωστόσο οφείλουμε να επιση-

107
μάνουμε ότι, αν και ο έφορος αυτό το κριτήριο δεν αποσα-
ή το προσωπικό του μουσείου φηνίζει τη διαφορά ανάμεσα
δεν είναι συλλέκτες, οι συλλέ- στη μουσειακή και την ιδιωτική
κτες διατηρούσαν πάντα στε- συλλογή, εφόσον και η ιδιωτική
νή σχέση με τους επιμελητές. συλλογή μπορεί να συγκεντρω-
Τα μουσεία οφείλουν να έχουν θεί για επιστημονικούς λόγους,
συγκεκριμένη πολιτική από- ενώ και ένα μουσείο μπορεί να
κτησης αντικειμένων – όπως αποκτήσει μια ιδιωτική συλλο-
τονίζεται και από το ICOM, που γή η οποία συγκροτήθηκε χω-
προβλέπει και πολιτική συλ- ρίς καμία ιδιαίτερη πρόθεση να
λογών : τα μουσεία «επιλέγουν, υπηρετήσει την επιστήμη. Εδώ,
αγοράζουν, συγκεντρώνουν, πα- όμως, έρχεται να κυριαρχήσει
ραλαμβάνουν». Το ρήμα «συλ- η θεσμική φύση του μουσείου
λέγουν» (collectionner στα γαλ- προκειμένου να δοθεί ένας ικα-
λικά) χρησιμοποιείται σπάνια νοποιητικός ορισμός. Σύμφωνα
σε αυτό το πλαίσιο, γιατί είναι με τον Jean Davallon, σε ένα
πολύ στενά συνδεδεμένο με τις μουσείο «όλα τα αντικείμενα
δραστηριότητες του ιδιώτη συλ- αποτελούν μέρος συστημάτων
λέκτη και τα συνακόλουθά τους και κατηγοριών» (Davallon,
(Baudrillard, 1968), όπως συσ- 1992). Μεταξύ των συστημάτων
σώρευση, ασχολίες/ δραστηρι- που αφορούν μια συλλογή, πέρα
ότητες/ πράξεις (collectionism) από τον λεπτομερή κατάλογο
στις οποίες αποδίδεται μειωτικός που αποτελεί θεμελιώδη προ-
χαρακτηρισμός (collectionitis). ϋπόθεση της μουσειακής συλ-
Από αυτή την άποψη, η μου- λογής, εξίσου απαραίτητο είναι
σειακή συλλογή θεωρείται ταυ- να υιοθετείται ένα σύστημα
τόχρονα γενεσιουργός αιτία και ταξινόμησης στο οποίο να περι-
αποτέλεσμα ενός επιστημονι- γράφεται και να μπορεί να ανα-
κού προγράμματος, το οποίο ζητηθεί ταχύτατα οποιοδήποτε
έχει σκοπό την απόκτηση και αντικείμενο από τα χιλιάδες ή
την έρευνα, ξεκινώντας από τα και εκατομμύρια αντικείμενα
υλικά και τα άυλα τεκμήρια της μιας συλλογής (όπως η επιστή-
ανθρώπινης ύπαρξης και του μη της Ταξινομίας χρησιμοποι-
περιβάλλοντός της. Πάντως, είται για την ταξινόμηση έμβι-

108
ων οργανισμών). Τα σύγχρονα σε κοινή θέα» (Pomian, 1987).
συστήματα ταξινόμησης έχουν Έτσι ο Pomian ορίζει τη συλλο-
επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό γή βάσει της ουσιαστικά συμβο-
από την τεχνολογία της πληρο- λικής της αξίας, με την έννοια
φορικής, ωστόσο η τεκμηρίωση ότι το αντικείμενο έχει χάσει τη
συλλογών εξακολουθεί να είναι χρηστικότητά του ή την αξία του
μια δραστηριότητα που απαιτεί ως αντικείμενο συναλλαγής και
εξειδικευμένη και βαθιά γνώ- έχει μεταβληθεί σε φορέα νοή-
ση, η οποία με τη σειρά της βα- ματος (σημαίνον ή semiophore
σίζεται στη συγκρότηση ενός στα γαλλικά). (βλ. Αντικείμενο).
πλούσιου λεξιλογίου όρων που 3. Η πρόσφατη εξέλιξη των
περιγράφουν τις σχέσεις ανά- μουσείων –και ειδικότερα η
μεσα στις διάφορες κατηγορίες αναγνώριση της άυλης κληρο-
αντικειμένων. νομιάς– έχει προσδώσει έμφα-
2. Ο ορισμός της συλλογής ση στη γενικότερη φύση των
μπορεί, από μια ευρύτερη σκο- συλλογών και ταυτόχρονα έχει
πιά, να περιλαμβάνει ιδιώτες εγείρει νέες προκλήσεις. Οι
συλλέκτες και μουσεία, υπό την άυλες συλλογές (παραδοσιακή
προϋπόθεση ότι πρόκειται εξαρ- γνώση, τελετουργίες και μύ-
χής για συλλογή υλικών αντι- θοι στην εθνολογία, εφήμερες
κειμένων. Σε αυτή την περίπτω- εγκαταστάσεις και παραστάσεις
ση –όπως στον πολύ πρόσφατο στη σύγχρονη τέχνη) οδήγησαν
ορισμό του μουσείου εκ μέρους στην ανάπτυξη νέων συστημά-
του ICOM– η συλλογή προσδιο- των απόκτησης. Μερικές φορές
ρίζεται από το πού βρίσκεται. Ο η υλική σύσταση των αντικει-
Krysztof Pomian ορίζει τη συλ- μένων αποκτά δευτερεύουσα
λογή ως «ένα σύνολο φυσικών σημασία, ενώ η τεκμηρίωση
ή τεχνητών αντικειμένων που της συλλεκτικής διαδικασίας –
τηρούνται προσωρινά ή μόνιμα στοιχείο που υπήρξε πάντα ση-
εκτός κυκλώματος οικονομι- μαντικό π.χ. στην αρχαιολογία
κής δραστηριότητας, υπό ειδική ή την εθνολογία– καθίσταται
φύλαξη, σε περιφραγμένο χώρο το σημαντικότερο κομμάτι της
σχεδιασμένο ειδικά για αυτό το πληροφορίας. Η πληροφορία
σκοπό, και τα οποία εκτίθενται αυτή δεν αποτελεί μόνο μέρος

109
της έρευνας αλλά και της πα-
ρουσίασης στο κοινό. Οι μου-
σειακές συλλογές περιείχαν
πάντα αυτό το στοιχείο, από τη
στιγμή που συγκροτούνταν σε
συνδυασμό με τη συνοδευτική
τεκμηρίωση καθώς και με το
έργο που προέκυπτε από αυτή.
Όμως αυτή η εξέλιξη έχει διευ-
ρύνει πολύ τη σημασία του όρου
«συλλογή» που τώρα νοείται ως
η συγκέντρωση αντικειμένων,
που διατηρούν την ατομική τους
ταυτότητα (ατομικότητα) και όλα
μαζί συναθροίζονται με βάση
ένα συγκεκριμένο σκεπτικό.
Αυτός ο τελευταίος, ευρύτα-
τος, ορισμός περιλαμβάνει από
συλλογές οδοντογλυφίδων έως
παραδοσιακές μουσειακές συλ-
λογές, αλλά και συλλογές προ-
φορικής ιστορίας, αναμνήσεων
ή επιστημονικών πειραμάτων.

w ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ΣΥΛΛΕΓΩ, ΣΥΛΛΟΓΗ,


ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΛΛΟΓΗΣ.

F ΣΥΝΑΦΗ: ΑΠΟΚΤΗΣΗ, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ,


ΚΑΤΑΛΟΓΟΓΡΑΦΗΣΗ, ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ, ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ
ΣΥΛΛΟΓΩΝ, ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ, ΕΚΘΕΜΑ, ΕΚΘΕΣΗ,
ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ, ΕΡΕΥΝΑ, ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ,
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ, ΜΕΛΕΤΗ.

110
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Education], 2002. Excellence


in Practice. Museum Educa-
tion Principles and Standards,
Washington, American Asso-
ADOTEVI S., 1971. “Le musée dans ciation of Museums. Διατίθεται
les systèmes éducatifs et cultu- στο διαδίκτυο: http://www.
rels contemporains”, Actes de la edcom.org/Files/Admin/Ed-
neuvième conférence générale Com-BookletFinalApril805.pdf
de l’Icom, Grenoble, σσ. 19-30. ARPIN R. et al., 2000. Notre Pat-
ALBERTA MUSEUMS ASSOCIA- rimoine, un présent du passé,
TION, 2003. Standard Practices Quebec.
Handbook for Museums, Alber- BABELON J.-P. και CHASTEL A.,
ta, Alberta Museums Associa- 1980. “La notion de Patri-
tion, 2η έκδοση. moine”, La Revue de l’Art.
ALEXANDER E. P., 1983. Muse- BARKER E., 1999. Contemporary
um Masters: their Museums Cultures of Display, New Ha-
and their Influence, Nashville, ven, Yale University Press.
American Association for State BARROSO E. και VAILLANT E.
and Local History. (επιμ.), 1993. Musées et Socié-
ALEXANDER E. P., 1997. The Mu- tés, actes du colloque Mul-
seum in America, Innovators house-Ungersheim, Paris,
and Pioneers, Walnut Creek, DMF, Ministère de la Culture.
Altamira Press. BARY M.-O. de και TOBELEM J.-M.,
ALLARD M. και BOUCHER S., 1998. 1998. Manuel de muséographie,
Éduquer au musée. Un Biarritz, Seguier Atlantica –
modèle théorique de pédagogie Option Culture.
muséale, Montreal, Hurtubise. BASSO PERESSUT L., 1999. Musées.
ALTSHULER B., 2008. Salon to Bi- Architectures 1990-2000, Pa-
ennial – Exhibitions That Made ris/Milan, Actes Sud/Motta.
Art History, London, Phaidon. BAUDRILLARD J., 1968. Le système
AMBROSE T. και PAINE C., 1993. des objets, Paris, Gallimard.
Museum Basics, London, Rout- BAZIN G., 1967. Le temps des mu-
ledge. sées, Liege, Desoer.
AMERICAN ASSOCIATION OF MU- BENNET T., 1995. The Birth of the
SEUMS [EDCOM Committee on Museum, London, Routledge.

111
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

BOISSY D’ANGLAS F. A., 1794. CASSAR M., 1995. Environmental


Quelques idées sur les arts, sur Management, London, Rout-
la nécessité de les encourager, ledge.
sur les institutions qui peuvent CHOAY F., 1992. L’allégorie du pa-
en assurer le perfectionne- trimoine, Paris, Le Seuil.
ment…, 25 pluviôse an II.
CHOAY F., 1968. “Réalité de l’objet
BROWN GOODE G., 1896. “The et “réalisme” de l’art contem-
principles of museum adminis- porain”, KEPES G. (επιμ.), L’ob-
tration”, Report of Proceedings jet créé par l’homme, Bruxelles,
with the papers read at the La Connaissance.
sixth annual general meeting,
DANA J. C., 1917-1920. New Mu-
held in Newcastle-upon-Tyne,
seum, Selected Writings by
July 23rd-26th, London, Dulau,
John Cotton Dana, Washing-
σσ. 69-148. ton/Newark, American As-
BUCK R. και GILMORE J. A., 1998. sociation of Museums/The
The New Museum Registration Newark Museum, 1999.
Methods, Washington, Ameri- DAVALLON J., 1992. “Le musée estil
can Association of Museums. vraiment un média”, Public et
BURCAW G. E., 1997. Introduc- musées, no 2, σσ. 99-124.
tion to Museum Work, Wal- DAVALLON J., 1995. “Musée et mu-
nut Creek/London, Altamira séologie. Introduction”, Musées
Press, 3η έκδοση. et Recherche, Actes du colloque
BUREAU CANADIEN DES ARCHI- tenu à Paris, les 29, 30 no-
VISTES, 1990. Règles pour la vembre et 1er décembre 1993,
description des documents d’ar- Dijon, OCIM.
chives, Ottawa. DAVALLON J., 1999. L’exposition à
CAILLET E. και LEHALLE E., l’oeuvre, Paris, L’Harmattan.
1995. À l’approche du musée, DAVALLON J., 2006. Le don du pa-
la médiation culturelle, Lyon, trimoine. Une approche com-
Presses universitaires de Lyon. municationnelle de la patrimo-
CAMERON D., 1968. “A viewpoint: nialisation, Paris, Lavoisier.
The Museum as a communi- DAVALLON J. (επιμ.), 1986. Claque-
cation system and implications murer pour ainsi dire tout l’uni-
for museum education”, Cura- vers: La mise en exposition, Pa-
tor, no 11, σσ. 33-40. ris, Centre Georges Pompidou.

112
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

DEAN D., 1994. Museum Exhibi- et M.N.E.S., τόμ. 1-2.


tion. Theory and Practice, Lon- DUBΙ P., 1994. “Dynamique de
don, Routledge. la formation en muséologie à
DEBRAY R., 2000. Introduction à la l’échelle internationale”, Mu-
médiologie, Paris, Presses uni- sées, τόμ. 16, no 1, σσ. 30-32.
versitaires de France. FALK J. H. και DIERKING L. D.,
DELOCHE B., 1985. Museologica. 1992. The Museum Experience,
Contradictions et logiques du Washington, Whalesback
musée, Mâcon, Ιd. W. et M.N.E.S. Books.
DELOCHE B., 2001. Le musée vir- FALK J.H. και DIERKING L.D., 2000.
tuel, Paris, Presses universi- Learning from Museums, New
taires de France. York, Altamira Press.
DELOCHE B., 2007. “Définition FERNΑNDEZ L. A., 1999. Introduc-
du musée”, MAIRESSE F. και ción a la nueva museología,
DESVALLΙES A., Vers une re- Madrid, Alianza Editorial.
définition du musée?, Paris, FERNΑNDEZ L. A., 1999. Museolo-
L’Harmattan. gía e Museografía, Barcelona,
DΙOTTE J.-L., 1986. “Suspendre – Ediciones del Serbal.
Oublier”, 50, Rue de Varenne, FINDLEN P., 1989. “The Museum:
no 2, σσ. 29-36. its classical etymology and Re-
DESVALLÉES A., 1995. “Ιmergence naissance genealogy”, Journal
et cheminement du mot ‘patri- of the History of Collections,
moine’”, Musées et collections τόμ. 1, no 1, σσ. 59-78.
publiques de France, no 208, GABUS, J., 1965. “Principes es-
septembre, σσ. 6-29. thétiques et préparation des
DESVALLÉES A., 1998. “Cent qua- expositions pédagogiques”, Mu-
rante termes muséologiques ou seum, XVIII, no 1, σσ. 51-59 και
petit glossaire de l’exposition”, no 2, σσ. 65-97.
DE BARY M.-O. και TOBELEM GALARD J. (επιμ.), 2000. Le regard
J.-M., Manuel de muséographie, instruit, action éducative et ac-
Paris, Sιguier – Option culture, tion culturelle dans les musées,
σσ. 205-251. Actes du colloque organisé au
DESVALLÉES A., 1992 και 1994. Va- musée du Louvre le 16 avril
gues. Une anthologie de la nou- 1999, Paris, La Documentation
velle muséologie, Mâcon, Ιd. W. française.

113
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

GOB A. και DROUGUET N., 2003. La Conference, New Delhi 22–26


muséologie. Histoire, dévelop- September, 2008. Διατίθεται στο
pements, enjeux actuels, Paris, διαδίκτυο: ICOM-CC Resolution
Armand Colin. on Terminology English.pdf
GREGOROVΑ A., 1980. “La muséo- JANES R. R., 1995. Museums and
logie – science ou seulement the Paradox of Change. A Case
travail pratique du musée”, Study in Urgent Adaptation,
MuWoPDoTraM, no1, σσ. 19-21. Calgary, Glenbow Museum.
HAINARD J., 1984. “La revanche KARP I. et al. (επιμ.), 2006. Museum
du conservateur”, HAINARD Frictions, Durham, Duke Uni-
J. και KAEHR R. (επιμ.), Ob- versity.
jets pretextes, objets manipulιs,
KLÜSER B. και HEGEWISCH K.
Neuchâtel, Musée d’ethnogra-
(επιμ.), 1998. L’art de l’exposi-
phie.
tion, Paris, Éditions du Regard.
HEGEL G. W. F., 1807. Phénoméno-
KNELL S., 2004. The Museum and
logie de l’esprit, γαλλική μτφρ.
the Future of Collecting, Lon-
BOURGEOIS B., Paris, J. Vrin,
2006. don, Ashgate, 2η έκδοση.

HOOPER-GREENHILL E. (επιμ.), LASSWELL H., 1948. “The Struc-


1994. The Educational Role of ture and Function of Commu-
the Museum, London, Rout- nication in Society”, BRYSON
ledge. L. (επιμ.), The Communication
of Ideas, Harper and Row.
HOOPER-GREENHILL E. (επιμ.),
1995. Museum, Media, Mes- LEIBNIZ G. W., 1690. Sämtliche
sage. London, Routledge. Schriften und Briefe. Erste Rei-
he. Allgemeiner politischer und
ICOM, 2006. Code of Ethics for
historischer Briefwechsel, τόμ.
Museums. Paris. Διατίθεται
1-5 [1687-1690]. Berlin, Akade-
στο διαδίκτυο: http://icom.mu-
mie Verlag, 1954.
seum/code2006_eng.pdf
ICOM-CC, 2008. Resolution submit- LENIAUD J. M., 2002. Les archipels
ted to the ICOM-CC member- du passé, le patrimoine et son
ship. Terminology to character- histoire, Paris, Fayard.
ise the conservation of tangible LUGLI A., 1998. Naturalia et Mira-
cultural heritage. On the oc- bilia, les cabinets de curiosité
casion of the 15th Triennial en Europe, Paris, Adam Biro.

114
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

MALINOWSKI, B., 1944. A Scientific la rencontre du public, Paris,


Theory of Culture, Chapel Hill, France Edition.
University of North Carolina MOORE K. (επιμ.), 1999. Mana-
Press. gement in Museums, London,
MALRAUX A., 1947. Le musée ima- Athlone Press.
ginaire, Paris, Gallimard. NEICKEL C. F., 1727. Museographia
MALRAUX A., 1951. Les voix du oder Anleitung zum rechten Be-
silence – Le musée imaginaire, griff und nützlicher Anlegung
Paris, NRF. der Museorum, oder Raritä-
ten-Kammern, Leipzig.
MAROΙVIC΄ I., 1998. Introduction
to Museology – the European NEVES C., 2005. Concern at the
Approach, Munich, Verlag Core. Managing Smithso-
Christian Mόller-Straten. nian Collections, Washington,
Smithsonian Institution, April.
MAROEVIC΄ I., 2007. “Vers la nou-
Διατίθεται στο διαδίκτυο: http://
velle définition du musée”,
www.si.edu/opanda/studies_
MAIRESSE F. και DESVAL-
of_resources.html
LÉES A. (επιμ.), Vers une re-
définition du musée ?, Paris, NORA P. (επιμ.), 1984-1987. Les
L’Harmattan, σσ.137–146. lieux de mémoire. La Répu-
blique, la Nation, les France,
MAUSS M., 1923. “Essai sur le don”,
Paris, Gallimard, τόμ. 1-8.
Sociologie et anthropologie,
Paris, PUF, 1950, σσ. 143-279. OBSERVATOIRE DE LA CULTURE
ET DES COMMUNICATIONS DU
MCLUHAN M., PARKER H. και BAR-
QUΕBEC, 2004. Système de
ZUN J., 1969. Le musée non
classification des activités de
linéaire. Exploration des mé- la culture et des communica-
thodes, moyens et valeurs de la tions du Québec. Διατίθεται
communication avec le public στο διαδίκτυο: http://www.stat.
par le musée, γαλλική μτφρ. gouv.qc.ca/observatoire/scac-
B. Deloche, F. Mairesse και S. cq/principale.htm
Nash, Lyon, Aléas, 2008.
PERRET A., 1931. “Architecture
VAN MENSCH P., 1992. Towards d’abord!”, WILDENSTEIN
a Methodology of Museology, G., Musées. Les Cahiers de la
University of Zagreb, Faculty République des Lettres, des
of Philosophy, Doctoral thesis. Sciences et des Arts, τόμ. XIII,
MIRONER L., 2001. Cent musées à Paris, σ. 97.

115
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

PINNA G., 2003. [Proposition de QUATREMÈRE DE QUINCY A., 1796.


définition du musée – participa- Lettres à Miranda sur le dépla-
tion à la discussion sur le forum cement des monuments de l’art
ICOM-L], ICOM-L, 3 décembre. en Italie (1796), Paris, Macula,
Διατίθεται στο διαδίκτυο: http:// 1989.
home.ease.lsoft.com/scripts/ RASSE P., 1999. Les musées à la lu-
wa.exe?A1=ind0312&L=icom-l mière de l’espace public, Paris,
PITMAN B. (επιμ.), 1999. Presence L’Harmattan.
of Mind. Museums and the Spi- RΙAU L., 1908. “L’organisation des
rit of Learning, Washington, musées”, Revue de synthèse his-
American Association of Mu- torique, τόμ. 17, σσ. 146-170 και
seums. 273-291.
POMIAN K., 1987. Collectionneurs, RENAN E., 1882. Qu’ est-ce qu’une
amateurs et curieux: Paris, Ve- nation?, Conference en Sor-
nise, XVIe-XVIIIe siècles, Pa- bonne, le 11 mars.
ris, Gallimard. RICO J. C., 2006. Manual práctico
POMMIER E. (επιμ.), 1995. Les mu- de museología, museografía y
sées en Europe à la veille de técnicas expositivas, Madrid,
l’ouverture du Louvre, Actes du Silex.
colloque, 3-5 juin 1993, Paris, RIEGL A., 1903. Der Moderne
Klincksieck. Denkmalkultus, γαλλική μτφρ.
POULOT D., 1997. Musée, nation, Le culte modern des monu-
patrimoine, Paris, Gallimard. ments, Paris, Seuil, 1984.
POULOT D., 2005. Une histoire des RIVΙÈRE G.H., 1978. “Définition de
musées de France, Paris, La l’écomusée”, παραπέμπεται στο
Découverte. “L’écomusée, un modèle évo-
lutif”, DESVALLÉES A., 1992,
POULOT D., 2006. Une histoire du
Vagues. Une anthologie de la
patrimoine en Occident, Paris,
nouvelle musιologie, Mβcon, Ιd.
PUF.
W. et M.N.E.S., τόμ. 1, σσ. 440-
PREZIOSI D. και FARAGO C., 2003. 445.
Grasping the World, the Idea of
RIVΙÈRE G.H., 1981. “Muséologie”,
the Museum, London, Ashgate. επανατύπ. RIVΙÈRE G.H. et
PUTHOD de MAISONROUGE, 1791. al. , 1989, La muséologie selon
Les Monuments ou le pélerinage Georges Henri Rivière, Paris,
historique, no1, Paris, σσ. 2-17. Dunod.

116
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

RIVΙÈRE G. H. et al., 1989. La mu- http://halshs.archivesouvertes.


séologie selon Georges Henri fr/docs/00/06/71/36/PDF/Ar-
Rivière, Paris, Dunod. tifi cHAL.pdf
RUGE A. (επιμ.), 2008. Référentiel SCHOUTEN F., 1987. “L’Éducation
européen des professions mu- dans les musées: un défiper-
séales, ICTOP. Διατίθεται στο manent”, Museum, no 156, σ.
διαδίκτυο. 241 sq.
SCHDRER M. R., 2003. Die Ausstel- SMITH L. (επιμ.), 2006. Cultural
lung – Theorie und Exempel, Heritage. Critical Concepts in
Mόnchen, Mόller-Straten. Media and Cultural Studies,
SCHEINER T., 2007. “Musée et mu- London, Routledge, τόμ. 1-4.
séologie. Définitions en cours”, SPIELBAUER J., 1987. “Museums
MAIRESSE F. και DESVAL- and Museology: a Means to Ac-
LÉES A., Vers une rédιfinition tive Integrative Preservation”,
du musée ?, Paris, L’Harmat- ICOFOM Study Series, no 12,
tan, σσ. 147-165. σσ. 271-277.
SCHREINER K., 1985. “Authentic STRÁ NSKÝ Z. Z., 1980. “Museology
objects and auxiliary materials as a Science (a thesis)”, Museo-
in museums”, ICOFOM Study logia, 15, XI, σσ. 33-40.
Series, no 8, σσ. 63-68. STRÁ NSKÝ Z. Z., 1987. “La muséo-
SCHULZ E., 1990. “Notes on the logie est-elle une conséquence
history of collecting and of de l’existence des musées ou les
museums”, Journal of the His- précèdet- elle et détermine [-
tory of Collections, τόμ. 2, no 2, t-elle] leur avenir? ”, ICOFOM
σσ. 205-218. Study Series, no 12, σ. 295.
SCHWEIBENZ W., 2004. “Le musée STRÁ NSKÝ Z. Z., 1995. Muséologie.
virtuel”, ICOM News, τόμ. 57 Introduction aux études, Brno,
[πρώτος ορισμός 1998], no 3, σ. Université Masaryk.
3. TOBELEM J.-M. (επιμ.), 1996. Mu-
SHAPIRO R. 2004. “Qu’ est-ce que sées. Gérer autrement. Un
l’artification? ”, L’individu so- regard international, Paris,
cial, XVIIe Congrès de l’AISLF, Ministère de la Culture et La
Comité de recherche 18, So- Documentation française.
ciologie de l’art, Tours, juillet TOBELEM J.-M., 2005. Le nouvel âge
2004. Διατίθεται στο διαδίκτυο: des musées, Paris, Armand Colin.

117
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

TORAILLE R., 1985. L’Animation nière d’inventorier et de conser-


pédagogique aujourd’hui, Pa- ver, dans toute l’étendue de la
ris, ESF. République, tous les objets qui
UNESCO, 1972. Convention concer- peuvent server aux arts, aux
ning the Protection of the World sciences et à l’enseignement.
Cultural and Natural Heritage, Επανέκδοση: DELOCHE B. και
Paris, 16 November. Διατίθεται LENIAUD J.-M., La Culture
στο διαδίκτυο: whc.unesco.org/ des sans-culotte, Paris/Mont-
archive/convention-en.pdf pellier, Ed. de Paris/Presses du
Languedoc, 1989, σσ. 175-242
UNESCO, 1993. Establishment
(σσ. 177 και 236).
of a system of “living cultu-
ral properties” (living human WAIDACHER F., 1996. Handbuch
treasures) at UNESCO, adop- der Allgemeinen Museolo-
ted by the Executive Board gie, Wien, Böhlau Verlag, 2η
of UNESCO at its 142nd έκδοση.
session (Paris, 10-12-1993). WEIL S., 2002. Making Museums
Διατίθεται στο διαδίκτυο: Matter, Washington, Smithso-
http://u ne sdoc.u ne sco.org/ nian.
images/0009/000958/095831eo. WIENER N., 1948. Cybernetics: Or
pdf Control and Communication in
UNESCO, 2003. Convention for the Animal and the Machine,
the Safeguarding of the In- Paris/Cambridge, Librairie
tangible Cultural Herit- Hermann & Cie/MIT Press.
age. Paris, 17 October 2003. ZUBIAUR CARREΡO F. J., 2004. Cur-
Διατίθεται στο διαδίκτυο: so de museologia, Gijón, Trea.
http://u ne sdoc.u ne sco.org/
images/0013/001325/132540e.
pdf
VAN LIER H., 1969. “Objet et esthé-
tique”, Communications, no 13,
σσ. 92-95.
VERGO P. (επιμ.), 1989. The New
Museology, London, Reaktion
books.
VICQ d’AZYR, F., POIRIER, DOM G.,
1794. Instruction sur la ma-

118
Βασικές Έννοιες
της Mουσειολογίας
Η μικρή αυτή έκδοση, πρόγευση της ολοκληρωμένης έκδοσης του
Λεξικού της Μουσειολογίας, είναι αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας, ανά-
λυσης και αναθεώρησης, έργο της Διεθνούς Επιτροπής Μουσειολογίας
του ICOM (ICOFOM).
Τα μουσεία, και κατά συνέπεια το σύνολο των μουσειακών επαγγελμά-
των, γνώρισαν τα τελευταία χρόνια σημαντικές ανακατατάξεις, οι οποί-
ες οδήγησαν στην ανάγκη χρησιμοποίησης ενός κοινού λεξιλογίου
που θα είναι κατανοητό από όλους τους επαγγελματίες των μουσείων,
ανεξάρτητα από επιστημονικές ειδικότητες και πολιτισμικές αναφορές.
Δημοσίευση με ολοκληρωμένο περιεχόμενο, το μικρό αυτό βιβλίο,
πρώτο στο είδος του, εκδόθηκε αρχικά σε τέσσερις γλώσσες. Περιλαμ-
βάνει 21 βασικές έννοιες της Μουσειολογίας που παρουσιάζονται με τη
μορφή άρθρων, τα οποία περιγράφουν την προέλευση και την εξέλιξη
των εννοιών αυτών στο πέρασμα του χρόνου, καθώς και τα ζητήματα
που ανακύπτουν σήμερα στον τομέα της Μουσειολογίας.
Η έκδοση Βασικές Έννοιες – Κλειδιά της Μουσειολογίας συνέπεσε με
τη Γενική Διάσκεψη του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM) που
πραγματοποιήθηκε στη Σαγκάη της Κίνας από 7 έως 12 Νοεμβρίου
2010. Η σημαντική αυτή διοργάνωση, που πραγματοποιείται ανά τριε-
τία, αποτελεί ιδανικό βήμα για την παρουσίαση μιας νέας σειράς κανό-
νων που αφορούν τόσο στην οργάνωση των μουσείων όσο και στους
επαγγελματίες. Η έκδοση αυτή έχει ήδη διανεμηθεί σε εκατοντάδες
επαγγελματίες των μουσείων σε όλα τα μέρη του κόσμου.

ΔΙΑΤΙΘΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

You might also like