Professional Documents
Culture Documents
ΥΙΛΟΟΥΙΚΗ ΦΟΛΗ
ΣΜΗΜΑ ΥΙΛΟΛΟΓΙΑ
ΣΟΜΕΑ ΚΛΑΙΚΨΝ ΠΟΤΔΨΝ
ΔΙΔΑΚΣΟΡΙΚΗ ΔΙΑΣΡΙΒΗ
Δήμητρα Κουκουζίκα
ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ 2008
ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ
Ι. Εισαγωγή
Αργοναυτικών<<<<<<<<<.<<<.. 4
5. Φειρόγραφη παράδοση…………………………………………….. . 25
ΙΙ. Τπόμνημα
1
ΕΙΑΓΩΓΗ
2
περισσότερο ερμηνευτικές παρατηρήσεις είναι αρκετά περιορισμένες.
Υτωχό είναι εν γένει και το υπόμνημα των Glei το 1996, ενώ οι Paduano –
για το τμήμα αυτό του πρώτου βιβλίου του Απολλωνίου του Ροδίου τα
καθώς από το 1985 και μετά κατά κύριο λόγο η βιβλιογραφία του
κοπός της δικής μας εργασίας κατά συνέπεια είναι να προσφέρει ένα
3
υφολογικής μελέτης, παραλλάσσουσες γραφές μη αποδεκτές από την
Κύκλο, διαπιστώνουμε ήδη στα ομηρικά έπη, αλλά και στα Κύκλια.
επώνυμος ήρωας του έπους συναντά στην Νέκυια την Συρώ, ενώ
στους Νόστους, ένα κύκλιο έπος, γίνεται λόγος για την μαγικού
της Κολχίδας.
1
Πξβ. García (1971), Hunter (1989) 12-21, Green (1997) 35-71, Dräger (1993) (2001), Köhnken
(2003), Smyka (1973).
4
εκστρατείας. ύμφωνα με τον ποιητή, η ίδρυση της Κυρήνης από
(FHG) 59-64).
Λιβύης.
2
Πξβ. επίζεο Wilamowitz (1913) 278-9, Braswell (1988) 354- 360, Bona (1995). Γηα ηε ζρέζε ηνπ
έλαηνπ Πσθιόνικοσ ηνπ Πηλδάξνπ κε ηα Αργ. 2.502-5 δεο Marshall (1998).
3
Γηα ηε ζρέζε ηνπ Απνιιώληνπ Ρόδηνπ κε ηελ αηηηθή ηξαγωδία πξβ. Smackeit (2003). Πξβ. επίζεο
Fantuzzi (1983). Γηα ηε ζρέζε ηνπ κε ηνλ Αηζρύιν πην ζπγθεθξηκέλα πξβ. Griffiths (1990).
4
Γηα κηα πην αλαιπηηθή ζπδήηεζε ηωλ ζρέζεωλ ηεο ηξαγωδίαο κε ην πξώην βηβιίν ηνπ Απνιιωλίνπ
πξβ. ζρεηηθό ιήκκα. Όζνλ δε γηα ηε ζρέζε κηαο άιιεο ηξαγωδίαο ηνπ Επξηπίδε, ηεο Ιφιγένειας εν
Ταύροις, κε ηα Αργοναστικά ηνπ Απνιιωλίνπ βι. Sansone (2000). Γηα ηελ ζρέζε ηεο Μήδειας (1021-
55) κε ηα Αργοναστικά 3.772-801 βι. Fritz (1959) 66-71, Papadopoulou (1997). Βι. επίζεο de Marco
(1963).
5
λόγο πιο πάνω και αποτελεί βασική πηγή του πρώτου και δεύτερου
εξέλιξη της πλοκής μέχρι τον στ.605 έχει ως εξής: Μετά το προοίμιο, όπου
γίνεται λόγος για τον Ιάσονα και τον Πελία, ακολουθεί ο κατάλογος των
παραμονή του απόπλου. τον στ.519 αρχίζει η αφήγηση του ταξιδιού προς
τη Λήμνο.
6
Ενότητα 1, στ.605-720: Άφιξη των Αργοναυτών- υνέλευση των Λημνίων
γυναικών. Από τον στ.605 εξξ. αρχίζει το Λήμνιο επεισόδιο μετά τον
στην παρουσία των γυναικών πολεμιστών στους στ. 633-39, όταν δηλαδή
της συνέλευσης των γυναικών και του λόγου της Πολυξώς, βρίσκεται σε
7
(αρσενικό vs θηλυκό), διατρέχει το σύνολο της αφηγηματικής δομής της
συγκεκριμένης ενότητας.
είναι οι ακόλουθες:
5. Αρματοδρομία Πέλοπα-Μυρτίλου.
Ο Ιάσονας, όμορφος σαν λαμπρό αστέρι, κερδίζει τον θαυμασμό όλων των
βασίλισσα προσφέρει στον Ιάσονα τη δική της ψεύτικη εκδοχή για την
άνδρες δεν είναι νεκροί αλλά εξορισμένοι στη γη της Θράκης, λόγω της
Τψιπύλη προσφέρει στον νεαρό άνδρα την εξουσία στη νήσο, πρόταση
8
οποίος, ως η κατ’εξοχήν επική φωνή του επεισοδίου, επισημαίνει την
στείλει το προϊόν του έρωτά τους, εφόσον είναι αγόρι, στους γονείς του,
για να τους φροντίσει και να συνεχίσει τον οίκο τους. τους στίχους 774
εξξ. έχει διαπιστωθεί και πάλι (βλ. την σχετική βιβλιογραφία πιο πάνω)
συνομιλία Τψιπύλης και Ιάσονα στους στ. 793-841 αντιστοιχεί στη δεύτερη
συνομιλία τους στους στ.886 εξξ., όπου για δεύτερη φορά η Τψιπύλη
προτείνει γάμο και βασιλική εξουσία στον Ιάσονα, την οποία ο ήρωας των
στην Μύρινα αντιστοιχεί στην απομάκρυνσή τους από την πόλη αυτή
στους στ.875 εξξ. και την παρεπόμενη έξοδο των γυναικών από τα τείχη
της πόλης.
είναι η χώρα των Δολιόνων. Εκεί γίνονται δεκτοί με τιμές από τους
κατοίκους και τον βασιλιά τους Κύζικο, ο οποίος είχε λάβει χρησμό να
9
υποδεχτεί και να φιλοξενήσει γένος πολεμιστών. Οι Αργοναύτες ζητούν
τους φέρνει πίσω στη γη των Δολιόνων. Μες στο σκοτάδι δεν
αυτοκτονεί. Ο Ιάσονας θυσιάζει προς τιμήν της θεάς Κυβέλης πάνω στο
ανάβαση στους στ.1053 εξξ., όπου γίνεται μύηση των Αργοναυτών στη
με τους Γηγενείς 989-1011, που έπεται της πρώτης ανόδου, με αυτήν κατά
Γλαύκου
10
δείπνο, πέφτει θύμα απαγωγής από μία νύμφη των νερών. Ο Πολύφημος
διαπιστώνει την απουσία του Ύλα και πληροφορεί σχετικά τον Ηρακλή, ο
τον Σελαμώνα. Και στα πλαίσια αυτού του επεισοδίου έχει ήδη
θεματική της την πείνα, τόσο στο επεισόδιο που ο Ηρακλής χάνει το
κουπί του, όσο και στο επεισόδιο που μέσω της τεχνικής του flashback
στον χαμό του Ύλα, όσο και η αναστάτωση που αυτή προκαλεί στον
που έπεται της φιλονικίας Ιάσονα και Σελαμώνα από τη μια και στην
παρέμβαση του Γλαύκου από την άλλη, που προηγείται της συμφιλίωσης
5
Βι. θπξίωο Clauss (1993) 176 εμμ.
11
4. Γλώσσα και ύφος
είναι να προσδιορίσει τον βαθμό της μίμησης αυτής στους στίχους 605 εξξ.
με βάση την ποιότητα των δεδομένων μας, την πηγή της γλωσσικής
6
Βαζηθέο κειέηεο γηα ηνλ πξνζδηνξηζκό ηεο παξαπάλω νκεξηθήο ηαπηόηεηαο ηνπ απνιιώλεηνπ
ιεθηηθνύ θαη ηεο απνιιώλεηαο γιώζζαο θαη ύθνπο ελ γέλεη είλαη νη αθόινπζεο: Boesch (1908), Marxer
(1935), Fränkel (1936), Herter (1956) 314-24, Giangrande (1973) (1976), Campbell (1981), Hunter
(1989) 38-42, Βαζίιαξνο (1993), Κπξηάθνπ (1995), Redondo (2000), Fantuzzi (2001), Fantuzzi-Hunter
(2005) 426-453, Takahashi (1989). Επηπιένλ ζηεξηρηήθακε ελ πνιινίο θαη ζηα παιαηόηεξα
ππνκλήκαηα (βι. ζρεηηθά ζηελ εηζαγωγή, θεθ.1). Σα γιωζζηθά ζηνηρεία πνπ εδώ ζπγθεληξώλνληαη θαη
ζρνιηάδνληαη έρνπλ εληνπηζηεί θαη από ηελ πξνγελέζηεξε θηινινγία. Ωζηόζν, παξνπζηάδνληαη εδώ γηα
πξώηε θνξά θαηεγνξηνπνηεκέλα κε βάζε γιωζζηθά, πθνινγηθά θαη κεηξηθά θξηηήξηα, ηα νπνία
πηνζεηήζεθαλ ζηελ εξκελεπηηθή πξνζέγγηζε ηωλ ζη. 605-1362 ηωλ Αργοναστικών. θνπόο είλαη λα
δώζνπκε ζηνλ αλαγλώζηε κηα νινθιεξωκέλε, θαηά ην δπλαηόλ, απεηθόληζε ηεο γιωζζηθήο ζρέζεο
ηνπ Απνιιώληνπ κε ην νκεξηθό έπνο, ηελ αξραϊθή ιπξηθή πνίεζε, ηελ ηξαγωδία θαη ην Καιιηκάρεην
opus. Η ηαμηλόκεζε απηή, πέξα από ηελ αμία ηεο απηή θαζεαπηήλ, έρεη ωο ζθνπό λα πξνϊδεάζεη ηνλ
αλαγλώζηε γηα ηνπο ηύπνπο ηωλ γιωζζηθώλ θαη κεηξηθώλ θαηλνκέλωλ κε ηα νπνία αζρνιείηαη θαη ην
θύξην ηκήκα ηνπ ππνκλήκαηόο καο.
12
σχέση με τον Απολλώνιο ή το αντίθετο. Η μελέτη συμπληρώνεται από
1. Λεξιλόγιο
πρότυπο:
662 μέγα ἔργον→ Ε 303, Η 444, Κ 282, Π 208, Τ 286, γ 275, δ 663, μ 473,
668 φίλη τροφὸς→ β 361, δ 742, τ 21, χ 419, 480, 485, 492, ψ 25, 39, 69.
7
Πρβ. ωστόσο σε άλλη μετρική θέση Β 73, Ι 33, 276, Σ 177, γ 45, λ 451.
13
772 αὐτὸς ἑκὼν→ β 1338.
848 διεπέφραδεν→ 9.
8
σε διαφορετική μετρική θέση δ 649
14
975 Μέροπος Περκωσίου→ Β 831, Λ 329.
1007 ἁλμυρὸν... ὕδωρ ως clausula → δ 511, ε 100, ι 227, 470, μ 236, 240,
431, ο 294.
46.
τη βουκολική διαίρεση.
βουκολική διαίρεση.
διαίρεση.
βουκολική διαίρεση.
15
1192 αἰγείροιο clausula → η 106.
βουκολική διαίρεση.
1251 ἕλωρ→ Ε 488, 684 ε 473, γ 271 ανάμεσα στην κατά τρίτον
1327 κυκώμενον→ Υ 235, 240, 324, μ 238, 241 ανάμεσα στην κατά
πρότυπο:
16
805 ματίῃ ομηρικό άπαξ λεγόμενο→ κ 79.
περιτελλομένου ἔτεος.
17
725 ἐς ἠέλιον ἀνιόντα→ 136, μ 429, ψ 362 ἅμ’ (ἅμα δ’) ἠελίῳ
ἀνιόντι.
μαλερῷ πυρὶ.
δ’ ἐξαναβᾶσαι.
Ἡφαίστοιο.
χερσί.
18
1026 ὺν δ’ἔλασαν→ γ 493, ο 146, 191, Ψ 323 Δ 447 ἐκ
δ’ἔλασαν.
περισσαίνοντες.
ἱδρῷ.
κερόωντο.
ἐπτοίηθεν.
θυμόν.
ὁμίλῳ.
ἐρυσσάμενος.
οἴκαδ’ ἱκέσθαι.
19
1294 Ἀλλὰ τί μύθων ἦδος→ 80 ἀλλὰ τί μοι τῶν ἦδος.
ἐν ἀμφιρύτῃ.
1011 ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι→ ο 480 καὶ τὴν μὲν φώκῃσι καὶ
χαίτας.
Ευριπίδη.
Nauck2
Αισχύλο Πρ. 1024. την ίδια μετρική θέση και στον Καλλίμαχο
20
στ.882 ἀμέργουσιν: πρώτον λεγόμενον απφώ απ.122 L-P. Βλ. και
στ.972 Ἁρμοῖ με τη σημασία του «εδώ και λίγο καιρό». Βλ. Αισχ. Πρ.
στ.1269 μύκημα αντί του μυκηθμός, βλ. Ευρ. Βάκχ. 691, Καλλίμ.
Ύμν. 4. 310
στ.636 Θυάσιν: όρος που απαντά για πρώτη φορά στον Αισχ. Θυιὰς
πρώτη φορά στην τραγική και λυρική ποίηση Αισχ. Αγ. 162, Ευρ.
21
στ.734 ζείουσαν αντί ζέουσαν βλ. και Καλλίμ. Αίτια απ.43, 48 Pf.,
χρήση του επιθέτου πρβ. και Καλλίμ. απ.228, 71 Pf., A.Π. ΙΦ 415, 693
Καλλίμαχο (Αίτ. απ. 177, 36, 186, 24 Pf.) και στον Απολλώνιο.
998 δῆθεν με τη σημασία του «φυσικά» στην τρίτη μετρική θέση του
στ. 1203 θοὴ ἀνέμοιο κατᾶιξ Καλλίμ. Εκάλ. 238, 29 Pf. θοὴ βορέαο
κατᾶιξ.
1. Διαλεκτισμοί:
μεμοίραται.
22
671 πίσυρες αιολικός τύπος αντί του ιωνικού τέσσαρες.
2. Ασυνήθιστες συντάξεις:
αριθμού.
1101 ὑποχάζεται+δοτική.
664 παρενήνοθε.
674 κυφοῖο.
687 διειρύσσουσιν.
884 ἐδεικανόωντο.
912 ἐνσχερὼ
938 ἐπιμύρεται.
1004 στοιχηδὸν
23
1050 ὠκυπέτας
1060 ἐνεκτερέιξαν.
1084 καρήατος
1123 χέραδος
1172 φυτοσκάφος
1189 καταχείριον
1194 ὀιστοδόκον
1220 ἀποπλάγξειεν.
1266 ἑλεσπίδας
1269 μύκημα
1278 Κυρτώθη
1281 διαγλαύσσουσι
1327 ἄφρεεν
στον Απολλώνιο:
613 ἀντιπέρηθεν.
620 περιφείσατο.
687 γειοτόμον.
738 ἐπωμαδὸν.
772 ἀπερήτυε
24
807 ἐτέτλαμεν υπερσυντέλικος του τέτλαμαι.
913 ἁλιμυρέος.
967 θυηπολίης
995 ἀμφιρρὦγας
1017 ἁρπάγδην
4. Φειρόγραφη παράδοση
κατά την άποψή μας, καλύτερα το νόημα, τη σύνταξη και το μέτρο του
εκείνο του Vian (1974), καθώς από παλαιογραφικής απόψεως είναι το πιο
στην εισαγωγή κεφ.1. Δεν είναι, ωστόσο, λίγες οι περιπτώσεις, στις οποίες
25
εργασίες, οι οποίες στο σύνολό τους αναφέρονται στη βιβλιογραφία. Για
χρονολογηθούν στην περίοδο από τον πρώτο π.Φ. έως και τον πέμπτο μ.Φ.
τα 50.
9
Γηα ηελ ηζηνξία ηνπ θεηκέλνπ βι. θπξίωο Fränkel (1961, 1964), Vian (1974, 1976-1981), Schade-
Eleuteri (2001), Haslam (1978), Erbse (1963 θαη 1963α), Alberti (1963, 1972), Giangrande (1977),
Speake-Vian (1973) Speake (1969) (1974), McLennan (1975), White (1992), Hunt (1980), Bravo-
García (1983). Γηα ηα παππξηθά απνζπάζκαηα πην ζπγθεθξηκέλα πξβ. Kingston (1960), White (2002),
Henrichs (1967), Piñeiro (1972) (1975), Zumbo (1975-6), Haslam (1978), Musso (1986). Γηα ηελ
ηζηνξία ηνπ θεηκέλνπ ηωλ ζρνιίωλ ζηνλ Απνιιώλην βι. θπξίωο Maehler (1994). Γηα ηελ πξνβιεκαηηθή
ηεο απνθαηάζηαζεο ηνπ θεηκέλνπ βι. Krevelen (1949) (1951), (1953) (1970), Fränkel (1950),
Ardizzoni (1956), (1958α) (1965α), (1965β) (1967α) (1968) (1970α), Weigel (1958), Morel (1962),
Vian (1962) (1967), Erbse (1963), Levin (1963), West (1963), Cataudella (1963), Hurst (1966),
Campbell (1969) (1973), Livrea (1968) (1969) (1970) (1977), Henrichs (1970), Alberti (1972),
Campbell (1978), (1978α) 119-25.
26
Α. (m) Η ομάδα αυτή των χειρογράφων αποτελείται από δύο κατά βάση
έργο του οφοκλή, του Αισχύλου και του Απολλωνίου (fol. 190-264). Σο
γλώσσες και σχόλια, τόσο στα διάστιχα όσο και στα περιθώρια (L1, L2, L3).
την ψευδοηροδότεια Vita Homeri, μια μονογραφία του Μάξιμου από την
Ύμνους καθώς και τους Ύμνους του Καλλιμάχου. Από τον κώδικα αυτό
27
Απόγραφο αυτού του χειρογράφου είναι ο Matritensis Gr 4691 I, ο οποίος
1194 K11.
10
Γηα ηελ νκάδα απηή πξβ. θπξίωο Vian (1972).
11
Γηα ην ζπγθεθξηκέλν ρεηξόγξαθν πξβ. θπξίωο Giangrande (1977).
28
παράλληλα εναλλακτικές του χειρογράφου S ή Ι καθώς και χειρογράφων
κατά κύριο λόγο στην τρίτη ομάδα χειρογράφων κ, αλλά και σε άλλες
Laurentianus Gr 91.8.
Βλ. και Speake (1975 102-13)). Πρόκειται για τους ακόλουθους κώδικες:
Editio princeps είναι αυτή του Ιανού Λάσκαρη στη Υλωρεντία το 1496, ενώ
έχουμε το 1900 τη μνημειώδη έκδοση του έργου από τον Seaton στα Oxford
Classical Texts. Η έκδοση αυτή μαζί με την edition maior του Rudolf Merkel
έκδοση του Fränkel και πάλι από την Οξφόρδη το 1961. Πρέπει να
29
και τολμηρές εικασίες, μεταθέτει αρκετά συχνά τη σειρά των στίχων,
Σο κείμενο που υιοθετούμε εδώ είναι, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, αυτό
30
περιπτώσεις στις οποίες διαφοροποιούμαστε από τον Vian είναι
συνοπτικά οι ακόλουθες:
31
ΤΠΟΜΝΗΜΑ
της αρχής και του τέλους του, βλ. σχετικά Williams (1991) 211-20. το
σχετικά Williams (1991) 219. Έτσι και εδώ η άπνοια στην αρχή του
άπνοιας δεν συνοδεύεται από την τέλεση ενός φρικτού εγκλήματος, αλλά
και όχι ενός που έπεται κατά τη γραμμική εξέλιξη της αφήγησης (για τη
32
(2004) 277-304, ενώ για την αντίθεση ανάμεσα στην γραμμικότητα της
νησιού ονομάζονταν ίντιες (ονομ. εν. ὁ ίντις) πρβ. Οδ. θ 294 και Ιλ. Α
πρόκειται για θρακικό φύλο, τους μετέπειτα γνωστούς από τον Αρχίλοχο
αΐους: ίντιες γὰρ ἐκαλοῦντό τινες τὦν Θρᾳκὦν, εἶτα ιντοί, εἶτα άιοι,
παρ’ οἷς φησιν Ἀρχίλοχος τὴν ἀσπίδα ῥῖψαι. Κατά τον Υιλόχορο πρόκειται
καθώς και την ομαδοποίησή τους με τους Θράκες ιντούς, άλλοι όμως
οποίος δίνει στη λ. την ερμηνεία «ληστές», και Windekens (1960) 135 εξξ.
που έχουν βρεθεί στο νησί (βλ. De Simone (1996)). Για το όνομα ιντηίς βλ.
καταδεικνύει τον λόγιο χαρακτήρα της, είναι η χρήση του minus usitatum:
33
ποιητικής την παράθεση ενός κοινότοπου και γνωστού ονόματος
ενδιαφέρον για το αἴτιον και την κτίσιν των πόλεων. Επίσης θυμίζει
έμμεσα ότι οι κάτοικοι της Λήμνου κατά τον Όμηρο και τους αρχαίους
609. ἄμυδις: Αιολικός τύπος που απαντά ήδη στον Όμηρο, παράγωγο του
ἅμα. Μπορεί να έχει χρονική ή τοπική σημασία ή και τις δύο ταυτοχρόνως.
Απολλώνιου. Για τη γειτνίαση επικού και τραγικού είδους στο έπος του
Schmakeit (2003).
ομηρικών επών και όχι στην αφήγηση αυτή καθαυτήν πρβ. Griffin (1986).
34
ελεύθερα σε καθαρά αφηγηματικά μέρη. Πρβ. Hunter (1993) 109- 112, 138-
9.
φράσεις, όπως λήμνια κακά, λημνία χείρ, λημνία δίκη, λημνίων βλέπων (Η
παραβάλλεται με τον μύθο των Δαναϊδων. Βλ. Garvie (1986) 201, ad 631-8
για τον Thomson (1941) 286-7 δεν υπάρχουν αρκετές αποδείξεις για αυτή
έκταση.
και στη ρωμαϊκή λογοτεχνία, βλ. π.χ. Αριστοφ. Λυσ. 632, 985, Αχιλ. Σατ.
35
(1986) 51. Για μια φεμινιστική ψυχαναλυτική ερμηνεία του μύθου των
Δαναΐδων και της μετάβασης από τον «βιασμό» στον «ευνουχισμό» βλ.
αυτοκτονία ως λύση για την ατίμωση που υφίστανται (πρβ. τη Μήδεια του
τρίτου Βιβλίου αλλά και τη Μήδεια του Ευριπίδη), αλλά προτιμούν μια πιο
το έτος, τον χρόνο. Βλ. Βίων Ε.Α. 15, Λεων. Σαρ. ΠΑ 7.198.5, Υιλόδ. ΠΑ
δηλώσει την ηλικία του θανόντος: πρβ. GVI 759.7 (Μύκονος, 2ος-1ος αιών. π.
Φ., 567.Ι (Άργος, 2ος αι. μ.Φ.), 1048.Ι (ιδώνα, 2Ος –3ος αι. μ.Φ.) *εἴ+κοσι μοι
λυκάβαντες, 285.3 (Ρώμη, 2ος-3ος αι. μ.Φ.), 696.8 (Ρώμη, 3ος-4ος αι. μ.Φ.). Πρβ.
θάνατο των Λήμνιων ανδρών, καθώς, εκτός από την αναφορά του
την αναφορά του ονόματος των νεκρών (εδώ περιληπτικά πς δμος), του
36
ορισμένη εποχή κάθε χρόνο (βλ. Burkert (1931) 190-196 και (1970) 1-16). Σο
στη ρωμαϊκή ελεγεία, πρβ. Prop. 2.33Α και Ov. Am. 3.10. Έχουμε εδώ τον
παράδειγμα στον αρχαίο κόσμο αυτό της Μήδειας. Πρβ. την πασίγνωστη
του William Congreve: "Heaven has no rage like love to hatred turned / Nor
απόρριψη, πρβ. και Οδ. κ 297 ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνήν, Πίνδ. Ν. 5. 33 εὐθὺς
δ’ἀπανάνατο νύμφαν. την ίδια μετρική θέση και στο Η 185. Βλ. επίσης
612. ληιάδεσσι: επική δοτική του ληιάς, -άδος (ποιητικός τύπος του
επιθ.ληίδιος). Μια φορά στον Όμηρο (ληϊάδας γυναῖκας) Τ 193. Πρβ. και
Αργ. 4. 36.
613. τρηχὺν ἔρον: ιωνικός τύπος αντί του τραχὺς (Ησίοδος, Όμηρος,
37
αγάπη χρησιμοποιείται ο όρος φιλία. Σο τρηχὺς ενισχύει εδώ τη δεδομένη
γνωστό μοτίβο του έρωτα ως πηγής κακών (πρβ. Fantham (1972) 82-89,
Carson (1986), 3-9, 83, 147-150, 153-55, Hunter (2004) 15-20). Οι σεξουαλικού
που δεν της προσφέρει τις απαραίτητες θυσίες, στέλνει εναντίον του τον
της αποδίδει επίσης τις νενομισμένες τιμές (1.13-14). Βλ. επίσης σχετικά
φαίνεται και από τα παραπάνω, τον επικό κόσμο του ιλιαδικού προτύπου
του, όπου η έννοια της οργής (μνις, χόλος) αποτελεί κινητήρια δύναμη
λιγότερες φορές στην αφήγησή του την οργή των θεών, βλ. Manakidou
αυτό, βλ.Fantuzzi- Hunter (2005) 192 , Hunter (1993) 75-100, Feeney (1991) 58-
98, Dräger (2001) 3εξξ., 14, 35-42, 45, 52, 54, 59-61, 63-65, 77, 81, 127-129, 134
38
614. ὄπαζε: ε αρκετές αρχαίες πηγές ( (ψευδο)Απολλόδ. Βιβλιοθ. Ι 114,
χ. στον Απολλ. 1,609-19a και e Wendel, χ. στον Πίνδ. Πυθ. IV 88b, Eυστ.
απόρροια της αντιζηλίας της Μήδειας (βλ. επίσης και Πίνδαρο). ύμφωνα
773 Wendel), αλλά και στο επίσης χαμένο σοφόκλειο έργο Λήμνιαι (ΙΙ σ.52
συνευρεθούν μαζί τους ερωτικά (βλ. επίσης σχετικά και θραύσμα αγγείου
από τη Λήμνο (του 550 π.Φ. περίπου, Pickard (1942-3) 97-124) όπου
(1993) 61, π.χ., θεωρεί, χωρίς ωστόσο να είναι ιδιαίτερα πειστικός, πως η
39
Σραγιλέα στο έργο του Σραγῳδούμενοι (FGrHist 12 F 14) ούτε στη ρωμαϊκή
ἄποζεν (και ἀπὦζε= βρωμούσε) αντί για ὄπαζε. Ο Jackson (1993) 60-1,
της παράδοσης. Βλ. επίσης Blumberg (1931) 15-6, που βρίσκει το θέμα της
Levin (1971) 59 εξξ. και Dumézil (1924), ότι δηλ. σκοπίμως ο Απολλώνιος
διατηρήσουμε το ὄπαζε.
Για την άποψη, ωστόσο, ότι η οσμή αποτελεί στοιχείο της αφήγησης
συζύγων βλ. Ville de Mirmont (1894) 613. Δεν φαίνεται επίσης να είναι
δυσάρεστες οσμές.
επίσης σχετικά George (1972) 52): α. ποιος ήταν υπαίτιος για την οργή της
40
Ψς εκ τούτου διαπιστώνονται πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους
Λήμνιες γυναίκες, ενώ ο Vian (1974) 26-28 πιστεύει ότι γίνεται λόγος για
(614) και υποκείμενο του ἄτισσαν (615) (βλ. επίσης σχετικά Blumberg (1931)
15 και Clauss (1993) 111 σημ. 6.). Αυτή η αμφισημία ενισχύει τη διαφωνία
εκδοχές του μύθου: η πρώτη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία υπαίτιες της
συμπεριφορά τους, την Αφροδίτη, βλ. Ασκληπ. Σραγ. (Vian (1974) 27). Με
σχέση με τις προσλαμβάνουσες και την σχετική εμπειρία του μύθου που
615. ἐπὶ δηρὸν: πρόκειται για συσσωρευμένη οργή της θεάς, η οποία
οργή της θεάς, η οποία συνδυάζεται, όπως συχνά στο έπος, με την μνήμη,
την ανάμνηση του κακού (ἐπὶ δηρὸν πολλές φορές), η οποία λειτουργεί ως
κινητήρια δύναμη που προωθεί την εξέλιξη της επικής δράσης. Όπως
41
προκύπτει από τo σχετικό άρθρο του Redondo (2000) 140, ο Απολλώνιος
προτιμά γενικά την έκφραση «μετὰ δηρὸν» (2.449 και 3.956) έναντι του
στον Απολλώνιο και το ιλιαδικό του πρότυπο, συνοδεύεται και από μία
ομηρικό άπαξ ἀτίζω (ἄτισσαν) αντί του ἀτιμάζω και το «επικό» διπλό σσ.
πολιτικά, αίτια και δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα ερωτικής ζήλειας (βλ.
Lévi-Strauss (1966) και τη σχετική συζήτηση στην Tanner (1980) εξξ.). Από
Για την αποστροφή του ποιητή προς τους χαρακτήρες του έπους, βλ.
42
616. ἀκόρητοι: ἀ (στερητικό) + κόρη: με συμπεριφορά που αποκλίνει από
πρόθεση ἀμφὶ + δοτική μπορούν να δηλώσουν τόσο τον τόπο όσο και την
της συζυγικής κλίνης, και όλα τα αρσενικά παιδιά, για να μην εκδικηθούν
τον φόνο (ὡς ἀμοιβήν). Αμέσως δηλαδή μετά τα αντικείμενα του ἔρραισαν
(ἀμφὶ + δοτική), ενώ στην δεύτερη περίπτωση η αιτία στην προβολή της
(1993α) 17 θέλει τον εμπρόθετο να δηλώνει τον τόπο: ο φόνος έγινε στο
43
πώς εξοντώθηκαν ταυτόχρονα όλοι οι άνδρες του νησιού (ειδικά όταν
πρόκειται για ικανούς πολεμιστές) και όλες οι δούλες χωρίς αντίσταση και
όμως, μπορούμε να πούμε, για ένα έπος όπου κυριαρχεί το warfare of the
boudoir.
618. πᾶν δ’ἄρσεν ὁμοῦ γένος: Πρόκειται για το αφηγηματικό prequel της
μια πιθανή μεταγενέστερη εκδίκηση του φόνου των πατέρων τους. το
σημείο αυτό έμφαση δίνεται στο μοτίβο «εκδίκηση για τον φόνο του
ως δηλ. φιγούρες ενός έπους που ο χρόνος συγγραφής του έπεται της
44
«διαλέγονται με» και «διαβάζουν» την Κλυταιμήστρα της κλασικής
λογοτεχνίας και τα τραγικά πρόσωπα που σχετίζονται μαζί της. Για τον
λόγο αυτό, λοιπόν, επειδή ο Ορέστης σκοτώνει την μητέρα του, η οποία
(Δαναΐδες, Επτά επί Θήβας) «όλοι πλην ενός». Για την παραβολή των
Λημνίων με τις Δαναΐδες πρβ. Dumézil (1924), Nilsson (1957) 470, Burkert
όργανο, πρβ. και Henderson (1991) 138: παράλληλα από Λυσιστράτη σ.95
και Αρχίλοχο, S478a, βλ. και Rankin (1977) 68-73). Η αμφισημία αυτή
ενισχύεται από την εισαγωγή αλλά και τον επίλογο της ρητορικής της
Τψιπύλης προς τον Ιάσονα, 793: Ξεῖνε, τίη μίμνοντες ἐπί χρόνον ἔκτοθι
πύργων| ἧσθ’αὔτως και 833: μηδ’ ἔκτοθι μίμνε πόληος. Η έκκληση της
ηρωίδας προς τον Ιάσονα να μην μείνει εκτός πόλης μπορεί επίσης να
μείνει εκτός της πόλεως της. Η αμφίσημη αυτή ερμηνεία ενισχύει τον
45
γλωσσικής αμφισημίας με σεξουαλικά υπονοούμενα που διακρίνουν
ανήκουν σε μια εποχή που απέχει πολύ τόσο από τον Απολλώνιο όσο και
από τον χρόνο της αφήγησης. Η μητριαρχική κοινωνία έχει λάβει εδώ μια
621. Θόαντος: Πρόκειται για γιο του Διονύσου και της Αριάδνης (Binder
μαρτυρία του Διόδωρου (5, 78, 2), ο Θόαντας εγκαταστάθηκε από τον
τοὔνομ’ἦλθε τόδε ποδωκείας χάριν) και τον Αριστοφάνη (όπου στη θέση
άποψης πως στην περίπτωση του Θόαντα έχουμε έναν ανεξάρτητο μύθο,
Διόνυσου. Για άλλες εκδοχές για την καταγωγή του Θόαντα πρβ. Immisch
46
στο Roscher V (1916-24) 801-18. Ο Θόας νυμφεύθηκε την Μύρινα, που
έδωσε το όνομά της στην πρωτεύουσα του νησιού, και απέκτησε ως κόρη
ανύπανδρες μητέρες με τα παιδιά τους (πρβ. το μύθο της Δανάης και του
ψαράδες στη έριφο, Αισχ. Δικτυουλκοί απ. 464 Radt). Εδώ, ωστόσο, η
με το θέμα της αντιστροφής των ρόλων που κυριαρχεί στο επεισόδιο (και
στο σύνολο των Αργοναυτικών ίσως;). Σον ρόλο του προστάτη κηδεμόνα
Ιάσονα και των συντρόφων του από τη Μήδεια (Hunter (1996) 48).
2.242-310 και τάτιο Theb. 5.284-91 διαφεύγει με κάποιο πλοίο και είτε
καταφεύγει στη χώρα των Σαύρων (Βαλ. Υλάκ.,Τγίν. Fab.15, 120), είτε στη
ίκινο (Ξεναγόρας, FgrHist 240 F 31 πρβ. σχόλια στους στ. 1.623-26α
47
Wendel), ή στη Φίο (τάτιος). ύμφωνα με την υπόθεση του Νεμεόνικου η
Λήμνιες γυναίκες και στη συνέχεια τον εγκατέλειψαν στο έλεος των
τρόπο) τις δύο αφηγήσεις: ο Θόας δραπετεύει στη ίκινο όχι όμως σε
της φυγής του, όπως διακρίνεται μέσω της χρήσης του αἴ κε=μήπως,
εκδοχές εκείνες του μύθου που θέλουν τον Θόαντα να μην διαφεύγει. Ο
625. ικίνου ἄπο: στη σύντομη αυτή παρέκβαση μας δίνεται το αίτιο της
48
και καλλιμάχειας «γεωγραφίας». Για τον Απολλώνιο ειδικότερα Meyer
(2001) 217-235 και Hunter (1995) 13-27. Για τις γεωγραφικές πηγές του
Απολλωνίου, βλ. Vian (1974) XXIX- XXXI, XXXVIII-XXXIX και (1987) 249-62,
καθώς και Delage (1930) 277-81, Pearson (1938) 443-59 και Fraser (1972) I 627-
8. Για τη σχέση των αιτίων των Αργοναυτικών και των Αιτίων του
μετονομασία του νησιού από Οινόη σε ίκινο μαρτυρείται και στον Πλίνιο
(Ν.Η. 4.70) και εντάσσεται στα πλαίσια της αντιπαράθεσης των δύο
φύλων που κυριαρχεί στο επεισόδιο (βλ. Pavlock (1990) 46). Ετυμολογίες
αφήγησης.
όρος φαίνεται να σημαίνει όχι μόνο τον «κύνας ἐπάγοντα», αλλά και
εμφανίζεται στους στ.24, 137, και 2.3 και 2.992. το τέλος του στίχου
εξαιτίας της μετρικής μορφής του (--υ). Πρβ. και Cuypers (1997) 36.
49
τέκεν: η επική χρήση του ρ. τίκτω αφορά συνήθως στον πατέρα, πρβ. και
3.32 και 1087 (Ηunter (1989) ad loc). το συγκεκριμένο, ωστόσο, χωρίο η
χρησιμοποιεί τη λ. τίκτω για τη γυναίκα και όχι για τον άνδρα. Η σύγχυση
στους ρόλους των φύλων, όπως εμφατικά προκύπτει και από τους
απογόνων είναι το βασικό πρόβλημα των γυναικών της Λήμνου, αλλά όχι
τους στο νησί. Παρόμοια λειτουργία επιτελούν και οι στίχοι 5-17 του
αφήγησης αυτής με την αφήγηση των ίδιων γεγονότων από την Τψιπύλη
Ήφαιστο, όταν ο Δίας ή η Ήρα τον κατακρήμνισαν από τον Όλυμπο. Από
τότε παρέμειναν πιστοί ακόλουθοί του και διδάχθηκαν από αυτόν την
50
κατασκευή όπλων. Η χρήση χάλκινων όπλων συνάδει με τη γενικότερη
εποχή του χαλκού, Hunter (1999) 276-277· πρβ. και West στον στίχο 150 των
Έργων του Ησιόδου. Βλ. επίσης Blakely (2006). ύμφωνα με τον Doumas
(1991) 31-41, σκοπός του ταξιδιού των Αργοναυτών, όπως προκύπτει από
στην κατεργασία των μετάλλων στα τέλη της τέταρτης και στις αρχές της
τρίτης χιλιετίας π.Φ. Για μια αντίθετη άποψη βλ. Tsetskhladze (1995).
επίσης και η φύλαξη του νησιού έχουν περάσει αναγκαστικά στα χέρια
στίχους, προοικονομεί τρόπον τινά και πάλι τον «ηγετικό» ρόλο της
δράση.
51
με την αντιμετώπιση από τις Λήμνιες γυναίκες των παραδοσιακά
ήταν πιο εύκολο (ῥηίτερον) για τις Λήμνιες να επιτελούν τα ανδρικά τους
τους ρόλο, πρόκειται για πεποίθηση των ίδιων των Λημνίων γυναικών, ή
τους γυναικεία ταυτότητα, ώστε πλέον τους είναι πολύ πιο εύκολο να
52
κατεξοχήν δηλαδή ανδρική ενασχόληση, επικού μάλιστα χαρακτήρα par
(1.629 Wendel). Η Αθηνά, ωστόσο, που εκτός από οικιακή θεότητα έχει
υψηλές επιδόσεις και στον πόλεμο και τη ρητορική τέχνη, χώρους καθαρά
ανοικτές ερμηνείες.
εχθρού. Σο πιο πάνω διακείμενο ωστόσο φέρνει τις Λήμνιες γυναίκες στη
θέση του ομηρικού άνδρα – πολεμιστή, που ενεδρεύει τον αντίπαλό του. Η
53
αναμενόμενη υποτακτική ή ευκτική του πλαγίου λόγου, αλλά με την
οριστική που δηλώνει την βεβαιότητα για τον ερχομό του αντιπάλου, βλ.
Θρήικες: το ι στην περίπτωση αυτή είναι μακρό, όπως και στον στίχο 24,
εκδοχή της λέξεως με το ι βραχύ. Βλ., π.χ., στ.29 και 637. Πρβ. Ardizzoni ad
54
ένδυση των όπλων έπεται και δεν προηγείται, όπως είναι λογικό, της
κυριαρχεί στο επεισόδιο, καθώς δύο από τις πλέον βασικές ανδρικές
από τις Λήμνιες γυναίκες. Η ανατροπή της ομαλής τάξης των πραγμάτων
πολεμιστές, και την ως προς ένα βαθμό γυναικεία παρουσία του άνδρα
Αργοναύτες (οφοκλής).
55
και τη δολοφονία του Πενθέα. Όπως ακριβώς η Αγαύη σκοτώνει σε
κατάσταση ένθεης διονυσιακής μανίας τον γιο της Πενθέα, έτσι και οι
αφανίζουν τους δικούς τους απογόνους, που σε τελική ανάλυση είναι και
γυναίκα σεξουαλικό «έδεσμα» για τον άνδρα (πρβ. Henry (1992) 250-68).
Κύκλωπα. Εκεί και πάλι η αποβίβαση του Οδυσσέα και των συντρόφων
του στο νησί του Κύκλωπα καταλήγει στην ωμοφαγία, δηλ. στον φρικτό
56
Αργοναύτες. Πρόκειται για τη συνηθισμένη κατά την reader-response
να μετριάσουν την ένταση και τον βαθμό αλήθειας των δηλώσεών τους ή
αναγνώστη του ο οποίος γνωρίζει, όπως και ο ίδιος, την αλήθεια για τον
«αφηγηματική» ή «επική» ειρωνεία. Για την ομηρική χρήση του που για τη
57
1. Άφιξη του ξένου, η ταυτότητα του οποίου δεν χρειάζεται να
δώρα (ξείνια).
(βλ. Cuypers (1997) 3), έτσι και στο συγκεκριμένο επεισόδιο πρώτα
σκοπό της επίσκεψής του (πρβ. την σχετική αφήγηση του κήρυκα
Ακόμα και έτσι όμως έχουμε μια βασική ανατροπή της ομηρικής
58
Bühler (1960) 94. Για πατρωνυμικά γενικά βλ. Dickey (1996) 53-62.
δούμε πράγματι αυτή την εκδοχή του μύθου διαψεύδεται στη συνέχεια.
Ιάσονα βλ. Vian (1978) 1025-41, Hunter (1993) 15-25, Clauss (1993) 204-211
639: Ο σπονδείος στον πέμπτο πόδα του στίχου επιβραδύνει τον ρυθμό
εντείνοντας το κλίμα της αμηχανίας και του φόβου που έχει επικρατήσει.
641. Αἰθαλίδης: Γιος του Ερμή και κήρυκας των Αργοναυτών. Υέρεται να
είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του ἄφθιτον μνήμη, καθώς επίσης και
με αυτό το θέμα πρβ. Ardizzoni (1965) 257 εξξ.). Όσον αφορά στην
59
το αἰθάλη /καπνιά και έτσι συνδέει τον Αιθαλίδη με τους σιδεράδες της
μαγικό (στοιχεία που απαντούν περισσότερο στα κύκλια έπη παρά στα
ιδιότητες του Αιθαλίδη δεν αναφέρθηκαν πριν, στον κατάλογο δηλ. των
60
Αχιλλέας όσο και ο Αιθαλίδης φαίνεται να καταξιώνουν τον ειδολογικό
μέσω της ποίησης. Βλ. και Nishimura-Jensen (1998) 460 (για την «ταύτιση»
649. διηνεκέως: Κατά την Cuypers (2004) 49 στο σημείο αυτό ο ποιητής
θυμίζει περισσότερο τον Πίνδαρο παρά τον γνωστό για τις παρεκβάσεις
εκ των υστέρων ότι είναι ιδιαίτερα μακροσκελής ή περιττή για την κυρίως
έστω υπαινικτικά, τις αρνήσεις της ποιητικής του Καλλίμαχου σ’ένα έργο,
ωστόσο, που αποτελεί (εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον) στο σύνολό του
άρνηση της ποιητικής του τελευταίου. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η γνώμη
Για τον Hunter τα Αργοναυτικά, τόσο από την άποψη του μυθολογικού
υλικού που πραγματεύονται όσο και από την πλευρά των συμβάσεων που
Κύκλο, αλλά και τα Κύπρια. Από την άλλη πλευρά το μαγικό και
διακρίνουμε στα Αργοναυτικά, έλκουν την καταγωγή τους από την κύκλια
61
γραφή, πρβ. Griffin (1977), Hunter-Fantuzzi (2005) 173-4, Albis (1996) 5
σημ.18.
Ο Απολλώνιος αρνείται μια εκτενή αφήγηση για τον Αιθαλίδη, όπως και
για ένα πρόσωπο, όπως συμβαίνει αντίθετα στην περίπτωση της Ιλιάδας
με αυτόν τον τρόπο πως τα Αργοναυτικά του δεν πληρούν τις ειδολογικές
την «αθάνατη μνήμη» του Αιθαλίδη και τον ρόλο της επικής ποίησης που
απαθανατίζει κλέα ανδρών» (Goldhill (1991) 291). Βλ. και Beye (1982) 37,
Goldhill (1991) 291-2, Hunter (1993) 106, Nishimura-Jensen (1998) 462, Hurst
(1967) 61-2.
κύκλιο ύφος’», βλ. Ρεγκάκος (2006) 204 σημ. 411 και ιστάκου (2004) 132-
Απολλωνίου ξεκινούν από και καταλήγουν στο ίδιο σημείο, δηλ. στις
Παγασές.
62
εγώ στα πλαίσια της γραπτής ποίησης. Ειδολογικές προεκτάσεις θα
συμφραζόμενα. Πρόκειται για έναν τεχνικό όρο της ρητορικής και μπορεί,
Από την άλλη η απότομη, όπως γενικά έχει γίνει αποδεκτό στη σχετική
652. ἐπί πνοιῇ Βορέαο: πρόκειται για μία ομηρική φράση, η οποία
προς τα βόρεια των Αργοναυτών. Για άλλες χρήσεις του αιτιολογικού ἐπί
653. Λημνιάδες: Μόνο στον Απολλώνιο το επίθετο (2.32, 3.1205) και στη
654. εἰς ἀγορήν: Πρόκειται εμφανώς για μία γυναικεία εκδοχή της
διαθέτει κωμική προϊστορία, υιοθετείται εδώ στο πλαίσιο του έπους, ενός
63
δόση ειρωνείας: «η συνέλευση αποσκοπεί στη λήψη αποφάσεων με βάση
τη λογική – λογική, ωστόσο, που υπηρετεί την καθολική επιθυμία για την
χρησιμοποιούν και άλλοι ελληνιστικοί ποιητές: Άρατ. 1078, Νικ. Αλεξ. 518.
231 ἀμφὶ δέ μιν Κρητὦν ἀγοὶ ἠγερέθονται. Απαντά στην ελληνιστική εποχή
340.1 και ο τύπος τέλος απαντά στη Γαλεομυομαχία (Schibli (1983) 17).
657-666: Ο λόγος της Τψιπύλης στη συνέλευση των Λημνίων, παρά την
νεότητα και την απειρία της, είναι διαρθρωμένος άρτια, σύμφωνα με τους
λόγο μιας γυναίκας, που μιμείται τον ανδρικό τρόπο ομιλίας. Η Τψιπύλη
δεν επιβάλλει την αυθεντία της άποψής της, αλλά με δημοκρατικό τρόπο
64
δράσης. Η πρόταση αυτή θα οδηγήσει στην ανατροπή της αρχικής
αυτής της Τψιπύλης δίνεται ο λόγος στην Πολυξώ και έτσι προωθείται το
της Τψιπύλης θα ήταν ότι παρ’ότι κατά βάθος επιθυμεί την έλευση και
την δηλώσει ενώπιον της συνέλευσης. Για το λόγο αυτό σκόπιμα αφήνει
για παραμονή των ανδρών στο νησί θα εκφραστεί από κάποιαν άλλη. Θα
ήταν μάλιστα δυνατόν ακόμα και να υποθέσει κανείς ότι η εισήγηση της
Πολυξώς, η οποία δεν είναι μια τυχαία γυναίκα αλλά η τροφός της, έγινε
ἄγετε.
657. δῶρα: Πρόκειται για τη γνωστή από την ομηρική κοινωνία προσφορά
65
δώρων στον ομηρικό κόσμο, βλ. Finley (1954) 73 εξξ. και για μια ευρύτερη
ένα είδος σεξουαλικού innuendo. τα πλαίσια της γνωστής για τον
Αργοναυτών στο νησί της Λήμνου. Ίσως διακατέχεται από horror penis,
όρο ἄνδρες, τον όρο δηλ. που καταφάσκει την φυλετική ταυτότητα του
να διατυπώσει την πρόσκλησή της. Πρβ. και πιο κάτω τα σχετικά σχόλια
στον στ.793 τίη μίμνοντες ἐπὶ χρόνον ἔκτοθι πύργων και 833 ἔκτοθι πόληος.
66
662. μέγα ἔργον: Επική φράση με αρνητική σημασία εδώ όπως και στο στ.
667. Ὣς ἄρ’ ἔφη: Βλ. 697. υνηθισμένη επική φράση (κυρίως στον Όμηρο)
αντίστοιχο του Νέστορα της Ιλιάδας ή των τροφών της τραγωδίας. τον
τάτιο είναι αυτή που υποκινεί την ανδροκτονία (Theb. 5.90 εξξ., 131 εξξ.).
ύμφωνα με τον Vian (1974, 81, σημ.2), η Πολυξώ εμφανίζεται και στις
742, τ 21, χ 419, 480, 485, 492 όπου βρίσκεται στην ίδια μετρική θέση).
669. γήραϊ: Η τροφός είναι ένας δραματικός χαρακτήρας που τόσο στην
τραγωδία και στο έπος (genus grande) όσο και στην ελεγεία και την
κεντρικών ηρώων. Για τις αρμοδιότητές τους γενικότερα βλ. Golden (1981)
89 εξξ., Βradley (1994) 137-56 και Hunter (1983) 209 για τις τροφούς στην
κωμωδία.
67
διαθέτει αρκετά ομηρικά παράλληλα: τρία στην Ιλιάδα (Ο 680, Χ 171, Ψ
233) και τρία στην Οδύσσεια (ε 70, π 249, χ 111). Βλ. σχετικά Ardizzoni
(1967) ad loc.
ἀδμτες sont jeunes, non pas vieilles. Επιπλέον ο οπλισμός που μεταφέρουν
Strasbourg 1780) ξανθῆσιν. Ψστόσο φαίνεται πως δεν είναι απαραίτητη μια
(1975) 19-22 επικαλούμενος την ομηρική χρήση της λ.ἔθειραι για τη χαίτη
συντάσσονται και οι Glei (1996) 156, σημ. 64. Η λ. ἔθειραι στον Απολλώνιο
έχει τη σημασία «μαλλιά της κεφαλής» (1. 223, 2. 708, 3. 829, 4. 1303). O
εδώ και πως πρόκειται για παιχνίδι d’esprit typique du γραμματικός qu’il
ωστόσο, του Giangrande από τον Ardizzoni βλ. Ardizzoni (1978) 275-87). Η
πρόβλημα του νησιού. Διακρίνεται ίσως ένας απόηχος της εκκλησίας των
68
του μοτίβου από τον Κάτουλλο 64.305: et roseae niveo residebant vertice
vittae.
π.χ. την τροφό της Υαίδρας), στην κατηγορία της τροφού, η οποία ανήκει
στον στενό κύκλο της νεαρής κόρης, λειτουργεί δηλ. e secretis της
στην Ιλιάδα. Πέρα όμως από τις ειδολογικές συμβάσεις που απαιτούν την
69
την ανάγκη για ερωτική συνεύρεση των Λημνίων γυναικών με τους
Αργοναύτες για το κοινό καλό της κοινότητας και όχι για ίδιον όφελος.
680. ἀνωίστως: απροσδόκητα αλλά και κρυφά. Βλ. και Αργ. 3.6. Ο Όμηρος
προκύπτει στη σύζευξη του ἂν (εὖτ΄ ἂν) με οριστική. Όμως παρ΄όλα αυτά
στον Όμηρο, πρβ. Μ 41, 410 και ρ 230. Η βεβαιότητα της οριστικής μπορεί
70
χρονοϋπόθεσης η κατάσταση του ρήματος αντιμετωπίζεται ως πιθανή,
διορθωτή.
ηλικίας, τη φυσική δηλ. φθορά από τη μια και τη σοφία των γερόντων από
την άλλη.
ενός ομηρικού αλλά και ησιόδειου λογότυπου: πρβ. Oδ. λ 196 χαλεπὸν δ’
ἐπὶ γρας ἱκάνει (για τον Λαέρτη που μαραζώνει χωρίς τον Οδυσσέα να
τον φροντίσει) και ίσως ακόμα πιο εμφατικά Ησ. Θεογ. 603-605 ὅς κε γάμον
φεύγων καὶ μέρμερα ἔργα γυναικὦν | μὴ γμαι ἐθέλῃ, ὀλοὸν δ’ ἐπὶ γρας
71
χωρίου, το οποίο καταδικάζει τους άνδρες που δεν θέλουν να
εναλλακτική γραφή του βιώσεσθε (βλ. επίσης Et.M. 218.36 και Et.G. s.v.)
και Campbell (1977) 467. ε αντίθεση με τον Campbell που δέχεται την
(1970) 56-7 και (1973) 79 εξξ. πως ο τύπος βώσεσθε προέρχεται από το
Απόλλωνα 528.
72
οργώματος θα αποτελέσει στο τρίτο Βιβλίο τον άθλο του Ιάσονα στην
687 γειοτόμον: που σχίζει τη γη. Σο επίθετο απαντά πρώτη φορά στον
Κυνηγ. 1.137 και στον Νόννο (passim). Πιο κάτω απαντά και το πολύ
χαρακτήρα υπαινιγμών και καταξιώνει έτσι ακόμη μία φορά, στα πλαίσια
ειρωνεία είτε αναφέρεται στον εαυτό της είτε στις συμπολίτισσές της.
Πρβ. και Απουλ. Met. 4.7 για το μοτίβο της γηρασμένης γυναίκας, που την
73
690. εἰς ἔτος: μέσα στον επόμενο χρόνο. Ασυνήθιστη αυτή η χρήση του εἰς.
Πρβ. και Οδ. δ 86 τρὶς γὰρ τίκτει μλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν.
691. γαῖαν ἐφέσσεσθαι: το ρήμα ἐπιέννυμι εδώ με αποβολή του ι της ἐπὶ
μορφές (βλ. και 1.1326 ἐφέσσατο, και 3.45 ἐπιειμένη και 4.179 ἐπιειμένος).
στον Πίνδαρο, Νεμ. 11. 15-16 θνατὰ μενάσθω περιστέλλων μέλη, | καὶ
692. ἣ θέμις ἐστί: Πρόβλημα προκύπτει από την παρουσία του ἧ με δασεία
και Vian σε ἣ με δασεία και βαρεία αποδίδοντας με τον τρόπο αυτό τον
694. ἐπήβολός ἐστ’ ἀλεωρή: εδώ και στο 3.1272 με παθητική σημασία (το
74
695 ληίδα: επικός τύπος του λεία. Σα λάφυρα (χρήματα, σκεύη, ζώα,
αιχμάλωτοι).
ταυτότητας (η πιο πρόσφατη μελέτη για την διατήρηση της τμήσης από
την Εποχή του Φαλκού έως τις μέρες του Ομήρου είναι του Hajnal (2004)
των προθέσεων. Για το φαινόμενο της τμήσης στον Απολλώνιο βλ. Hagget
«προς απάντησιν», όπως εδώ. τον Απολλώνιο εμφανίζεται και με τις δύο
σημασίες, βλ. Rengakos (1994) 18, σημ. 24, 147 εξξ., 177. το συγκεκριμένο
χωρίο ωστόσο δεν μπορεί να έχει τη σημασία του «διακόπτω», παρά μόνο
του «απαντώ», καθώς η Τψιπύλη λαμβάνει τον λόγο, αφού η Πολυξώ έχει
ήδη ολοκληρώσει την αγόρευσή της. Πρβ. Hunter (1989) 143, Belloni, (1979)
66-8.
700. μενοινή: γνώμη, σκέψη, επιθυμία. Από το μενοινάω: έχω στο νου μου,
ονόματος στον στ. 702 δεν νομίζουμε ότι δικαιολογεί τη διόρθωση της
75
προπόλοιο. Αντιθέτως, η επανάληψη μιας λέξης στην ίδια μετρική θέση σε
(2004) 255. Για την υιοθέτηση της γραφής Ἰφινόην βλ. και Levin (1964) 181-4.
προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα Λ 346, 464, Ρ 484, Οδ. ξ 484 (προσηύδων), χ 163,
355 συνηγορεί υπέρ της παπυρικής γραφής. Για τον τύπο βλ. και Campbell
σημασία θετικού βαθμού. Πρβ. LfgrE 103.48, Ebeling (Lex.Hom. s.v. ἄγχι:
saepe enim vix differt a positive). Πρόκειται προφανώς για στοιχείο της
καθημερινής ομιλίας.
76
712-716: Η εντολή επαναλαμβάνεται αυτολεξεί, όπως συμβαίνει στο έπος,
713. ὄρωρεν: με τη σημασία ἐστὶ όπως και Ιλ. Β 797 (πόλεμος δ’ἀλίαστος
ὄρωρεν) και Λ 658 (πένθεος, ὅσσον ὄρωρε κατὰ στρατόν), βλ. Rengakos
αὐτίκα. Η αλλαγή αυτή δίνει έμφαση στην ταραχή, την ανυπομονησία του
ομιλητή. Βλ. Clauss (1993) 115-16, De Forest (1994) 88-9, George (1972) 56-7,
ωστόσο δεν είναι αποδεκτή στο ομηρικό έπος. Πρβ. Fantuzzi (1988 159 n.16,
γενέσθαι: Απολλ. οφ.: ὁ τηλοῦ τς ἡλικίας γεγονὼς τοῖς γονεῦσι, μεθ’ὃν
όψιμα, από γέρους γονείς» απαντά και στον Ύμν. Ομηρ. Εις Δήμ. 164.
77
ερμηνεία αυτή μάλλον δεν ταιριάζει στα ομηρικά χωρία. Πρβ. και Πλούτ.
και σχόλια Σ της Ιλιάδας (Ι 482): ὁ τς γονς τέλος ἔχων, μεθ’ὃν ἕτερος οὐ
ποιητολογική ανάγνωση της έκφρασης του χιτώνα του Ιάσονα. Πριν όμως
ασπίδα του Αχιλλέα ( 468-606) και η ασπίδα του Ηρακλή στον Ησίοδο,
βλ. σχετικά Legér (1997-8) 101-9, Belloni (1995) 137-55. Οι σκηνές που
φέρνουν στο νου την κατηγορία του Αριστοτέλη εναντίον των κυκλίων
επών. Τπό αυτήν λοιπόν την οπτική θα ήταν ίσως δυνατόν να συνδεθεί
κάθε μία από τις σκηνές που απεικονίζονται με ένα διαφορετικό κύκλιο
εγκαθίδρυση της βασιλείας του Δία. Η κτίσις της Θήβας και το επεισόδιο
ουσιαστικό ρόλο στο παρασκήνιο της Ιλιάδας (υπήρχε η άποψη ότι για να
78
Μήδειας: έτσι η μάχη με Κύκλωπες προοικονομεί τη μάχη με τους
Απολλώνιος και τον εαυτό του με την αναφορά στον Υρίξο και το
χρυσόμαλλο δέρας, την απώτερη δηλ. αρχή κατά κάποιον τρόπο της
έμμεση δήλωση του ποιητή για το ποιητικό είδος του έργου του. Για τα
μορφών ανακαλεί και πάλι την αληθοφάνεια μιας ποίησης που θέλει να
πεπίθοιεν ἀκουήν).
79
Η επιλογή των εξιστορούμενων μύθων υπογραμμίζει τελικά την ευκαιρία
να χρησιμοποιηθεί η πειθώ αντί της βίας. Αμέσως μετά την δήλωση του
Για τον χιτώνα του Ιάσονα και τη λειτουργία του ως συμβόλου της
ποιητικής του Απολλώνιου, με το οποίο δείχνει την προτίμησή του για μια
ποίηση αληθοφανή και την πρότασή του για ένα επικό ποίημα
ενοποιημένο πρβ. Belloni 1995 (και κυρίως τις σσ. 138-139 και 150-153). Για
μεταξύ τους ερμηνειών σχετικά με τον χιτώνα του Ιάσονα, βλ. Goldhill
(1991) 308 εξξ. Για μια ανάγνωση του χιτώνα του Ιάσονα ως αποτυπώσεως
(1980) 263-286.
721. θεᾶς: Ο Απολλώνιος προτιμά τον ομηρικό τύπο θεὰ από τον ιωνικό
(από τη λίμνη Σριτωνίδα της Λιβύης που θεωρείται τόπος γέννησης της
Ἴτωνος (τράβ. 9.5.8) της Θεσσαλίας (Αργ. 2.696), όπου λατρευόταν η θεά
και από όπου διαδόθηκε η λατρεία της (της Ιτωνίδος Αθηνάς) στη Βοιωτία.
Βλ. και Smith (1966) 101. Πρβ. Καλλιμ. Ύμν. 6.74, σχόλια στον Απολλ..
1.551a και 771-22 Wendel, Et.Gen. (AB) s.v. Ἰτωνίς, Et.M. 479.47.
80
Ἰτωνίς (αναφερόμενο στη θεσσαλική Ιτωνίδα) ως πιο σχετικό με την
κατασκευή της Αργώς. Η Αθηνά επέβλεπε την κατασκευή της Αργώς στις
(Ιλ.Γ 126, Φ 441, Οδ. τ 241-42) σύμφωνα με την διόρθωση του Ζηνοδότου,
πρβ. Rengakos (1993) 55. Η προσφορά αυτή από την Αθηνά δείχνει την
εύνοια της θεάς προς τον Ιάσονα (πρβ. Fränkel (1968) 99, 102, 213 και Levin
(1970) 17-36) και αποτελεί μάλλον προσθήκη του Απολλωνίου στο μύθο.
είναι ένα από τα πιο ακριβά και πολυτελή υφάσματα της αρχαιότητας,
επιστρέφοντας στις Μυκήνες πατά πάνω σ΄ένα κόκκινο σαν αίμα χαλί
81
ακολουθήσει. Σο γεγονός ότι τον πορφυρό χιτώνα ενδύονται κυρίως θεοί
συνδήλωση της επιθυμίας για αρχή και την ρητή άρνησή της. Εφόσον τον
χιτώνα του τον έδωσε η Αθηνά, δηλώνεται κατά κάποιον τρόπο και η
όστρακο. Πορφυρός είναι και ο μανδύας που δίνεται στον Άψυρτο (4.123-
124) (και στον Αγαμέμνονα) και αυτός που χρησιμοποιεί η Μήδεια στις
δίπλακα: Ο Ville de Mirmont (1894) 233 θεωρεί ότι αναφέρεται στη διπλή
ύφανση του υφάσματος και δεν πρόκειται για φαρδύ μανδύα που φοριέται
τον υφασμένο με χρωματιστές κλωστές. Βλ. LSJ. Βλ. επίσης Levin (1970)
17-36.
723. δρυόχους: ομηρικό ἅπαξ τ 574. Και εδώ στην ίδια θέση με το ομηρικό
82
τοποθετείται ο σκελετός ενός νέου πλοίου», αλλά και τα πρώτα ξύλα που
724. δάε: ἐδίδαξε. Διδάσκω είναι ο μεταβατικός τύπος του ρήματος, Hunter
(1989) 118. Αυτή η μορφή του αορίστου εμφανίζεται μόνο στον Απολλώνιο
(3.529, 4.989 ἔδαε). τον Όμηρο έχουμε τον παλαιότερο και μάλλον αρχικό
κόκκινο του κέντρου του μανδύα με το πορφυρή άκρη του στ.728. το
σημείο αυτό έχουμε την πρώτη στα Αργοναυτικά επική αποστροφή προς
726. μεταβλέψειας: Σο σύνθετο απαντά μόνο εδώ και στον Άρατο 186.
ερωτισμού και αισθησιασμού, πρβ. 3.298, 681, 963 και το κοκκίνισμα από
το παιχνίδι στο πρόσωπο του μικρού Έρωτα στο 3.121-2. το 4.173 έχουμε
την σχετική αντανάκλαση της λάμψης του δέρατος στο πρόσωπο του
83
Ιάσονα (173), ενώ στον Καλλίμαχο (Ύμν. 5.27) ο όρος δηλώνει τη
ροδαλότητα του προσώπου της νεαρής Αθηνάς. Βλ. ακόμη Rose (1985) 38-9
για τον έρωτα» και ο ερωτισμός του Απολλωνίου διατρέχει το σύνολο του
Απολλωνίου πρβ. Webster (1964), 71, Phinney (1967) 145-9, Fraser (1972) I
δαίδαλα πολλὰ τετεύχατο, θαῦμα ἰδέσθαι, Ιλ. 481-2 ἐν... δαίδαλα πολλὰ,
Θεόκρ. Ειδ. 1.32 γυνά, τι θεὦν δαίδαλμα, τέτυκται, Μόσχ. Ευρ. 43. Σο
στο ύφασμα εκ των υστέρων. Πρβ. Wace (1948) 54 εξξ. και Lorimer (1950)
84
397 εξξ., που παρατηρεί ότι η ύφανση μορφών εισήχθη στην Ελλάδα από
την Ανατολή. Πρβ. και Ιλ. Γ 126 δίπλακα πορφυρέην, πολέας δ’ἐνέπασσεν
κοσμογονικού άσματος του Ορφέα (1.511· για μία ερμηνεία του χιτώνα
του Ιάσονα ως συμβόλου της κοσμικής τάξης βλ. Chiarini (1998-99) 25-34),
την αρχή της βασιλείας του Δία. Για την ερμηνεία του μανδύα ως μέσου
επικοινωνίας μεταξύ του ποιητή και του αναγνώστη, βλ. Collins (1967) 71
είναι παιδιά του Ουρανού και της Γαίας (οι οδυσσειακοί είναι γιοι του
βροντή, την αστραπή και τον κεραυνό, για να ευχαριστήσουν τον Δία που
τους απελευθέρωσε από τα δεσμά του Κρόνου. Βλ. επίσης και Βεργ. Aen. 8.
ἥμενοι: γραφή που παραδίδουν οι codd. Ο Fränkel (1961) (1968) 103 και ο
(Πυθ. 8.60 ἐφάψατο... τέχναις, Ολ. 1.86-87 ἐφάψατο ἔπεσι, Νεμ. 8.35-36
Campbell (1971) 417 σημ.1 και (1978) 120, Giangrande (1973) 11, Vian (1974)
257 από την άλλη διατηρούν τη γραφή των κωδίκων, ενώ ο Vian
εἰμί, Καλλίμ. Ύμν. 4.168 αἳ πελάγεσσι κάθηνται, απ. 384.35-36 Pf. καὶ
85
παρ’Αθηναίοις γὰρ ἐπὶ στέγος ἱερὸν ἧνται / κάλπιδες. Επίσης Οδ. φ 239
Βοιωτίας. Για τον μύθο της Αντιόπης, βλ. Ευρ. Αντιόπ., απ.48.86-95, Παυσ.
Wendel.
735-741: Ο Αμφίων και ο Ζήθος. Ο μύθος αυτός, όπως και ο μανδύας του
Ιάσονα παρακάτω και οι λόγοι της Τψιπύλης, της Πολυξώς, της Ιφινόης
και του Αιθαλίδη, προετοιμάζουν για ένα από τα κεντρικά μοτίβα του
στη βία, αλλά στη διπλωματία και στη δύναμη της πειθούς. Βλ. Levin
Παραλείπεται το λίθους.
(και 4.1770).
86
739. ἠλιβάτοιο: ποιητική λέξη. Απαντά συνήθως μαζί με το πέτρη, αλλά
ονόματος προέρχεται ἐκ του ἥλιος και βαίνω, αυτός δηλ. που τον πατά
3.162, Hunter (1989) 116, Ησύχ. η 352, Α Ιλ. Ο 273, 619. Οι αρχαίοι
είχε ξύλινο σώμα, ενώ το ηχείο του ήταν κατασκευασμένο από καύκαλο
«Musik und Tanz», Arch.Hom. U 1 εξξ., West (1981) 113 εξξ. και Maas-
McIntosh Snyder (1989) s.v. φόρμιγξ. την παλιότερη μορφή του το όργανο
υιοθέτησης των επτά χορδών, που έχει συνδεθεί με τις νίκες του
έκταση ήχου, και η μουσική της ήταν απλά συνοδευτική του τραγουδιού.
87
Η λύρα του Αμφίονα μας θυμίζει τη λύρα του Ορφέα, αλλά και τη λύρα
Σροίας. Για την μαγική δύναμη της μουσικής και την θεραπευτική της
(Ύμν.εις Απόλλ. 412) και εὐπλόκαμος (ε 390). Πρβ. Ardizzoni (1967) 195.
193, και πέντε φορές στους ομηρικούς Ύμνους). Η θεά ονομάστηκε έτσι,
καθώς, σύμφωνα με μία αιτιολογία, η οποία ήταν γνωστή την εποχή του
Κυθήρων. το νησί μάλιστα είχε χτιστεί ένα περίφημο ιερό της Αφροδίτης
(πρβ. Ηρόδ. 1.105), και η θεά λατρευόταν εκεί με μεγάλες τιμές (χόλ. Ιλ.
(1992) 189-90. < κεύθω+ἔρως Paschalis (1997) 50. Για την χρήση και την
ετυμολογία του ονόματος στον Όμηρο και τους ομηρικούς ύμνους βλ.
88
τα Αργοναυτικά ωστόσο η Αφροδίτη καλείται τις περισσότερες φορές
Κύπρις (πρβ., π.χ., στ. 803). Αυτό δικαιολογείται με βάση την μεγάλη
πολιτική σημασία που είχε το νησί της Κύπρου για τους Πτολεμαίους. Η
θεότητας. Για την Κύπρο υπό πτολεμαϊκή κατοχή πρβ. Bagnall (1976) 38-79
Soter in 294, meant that the Ptolemies almost ‘possessed’ the island goddess.
743. ὀχμάζουσα: Η αρχαία ετυμολογία είναι από το ἔχω (Et.Gen. (AB) s.v.
Αφροδίτη κρατά την ασπίδα του Άρη ὡς ἐραστῆ χαριζομένη (σχόλια στον
Τμεναίου και της τεκνογονίας (Venus Genetrix). Η θεά φέρει ασπίδα (στην
έπους. Βλ. Κλαυδ. Gig. 43-54, Νόνν. Διον. 35. 164-83, Κόλουθ. 162-3 τί γὰρ
τύπους της Αφροδίτης στην αρχαιότητα βλ. LIMC s.v. Aphrodite (κυρίως
89
1285-1387 για απεικονίσεις του Άρη με την Αφροδίτη και 494-6 για
συνηθισμένη χρήση της γενικής αυτού του τύπου στον Όμηρο) είτε
λειτουργία της γενικής αφαιρετικής, βλ. σχετικά και Redondo (2000) 133,
χρήσης.
ἐπιζάφελον κοτέουσα.
748. Σηλεβόαι: Πειρατικός λαός, κάτοικοι της νήσου Σάφου, στα παράλια
της Ακαρνανίας (Σάφος ή Σαφιάς, μία από τις Εχινάδες κοντά στην
90
τους γιους του Ηλεκτρύωνος. Οι Σηλεβόες, απόγονοι του Σηλεβόα, γιου
του Πτερελάου που κατάγεται, όπως και ο Ηλεκτρύων από τον Περσέα,
συμπαρατάσσει όλους τους Σάφιους στο πλευρό των γιων του Πτερελάου
Merriam (1993) 69-80 η σκηνή αυτή στην έκφραση του χιτώνα είναι η μόνη
που ανταποκρίνεται άμεσα στο επικό ιδεώδες της βίας και κατά μέτωπον
μορφή επίθεσης, καθώς συνδυάζουν την ιλιαδική αξία της βίας και της
αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία. Ο Οινόμαος ήταν γιος του Άρη
προειδοποιήσει ότι θα πέθαινε από τον γαμπρό του. Για να αποφύγει τους
91
Ο Πέλοπας είναι γιος του Σάνταλου και της Κλυτίας ή της Ευρυάνασσας ή
Μυρτίλου. Σον έπεισε για τον λόγο αυτό να αντικαταστήσει τις σφήνες
στις ρόδες του άρματος με σφήνες από κερί. Κατά τη διάρκεια της
διαφθείρει χωρίς επιτυχία, τον συκοφάντησε στον άντρα της, ο οποίος και
τον σκότωσε. Η κατάρα του Μυρτίλου προς τον οίκο του Πέλοπα θα φέρει
Αγαμέμνονα. Πρβ. Ησ. απ. 259 Merk.-West, Πινδ. Ολ. 1.66-96, Υερεκ.
FGrHist 3 F37, (ψευδο) Απολλοδ. Ἐπιτ. 2. 4-9 και Vian (1974) 258-59.
Θεόκρ. Ειδ. 3.32 (Hunter (1999) 120) όπου χρησιμοποιείται ως κύριο όνομα.
755. ἤλασεν ἵππους: Ο Fränkel (1961) αποδέχεται την διόρθωση ἤλαεν του
Platt (1920) 74. O Vian (1974) 85 σημ. 1, ωστόσο, θεωρεί ότι ο αόριστος έχει
χειρογράφων. Πρβ. ΜΣ2 § 58, αλλά και και Fränkel (1968) 365, σημ. 50.
92
756. προτενὲς: Σο επίθετο απαντά για πρώτη φορά εδώ.
760. βούπαις, οὔ πω πολλός: μέγας παῖς, οὔπω τέλειος ἀνήρ (σχόλια στον
Απολλ. 1.760-2b Wendel). Ο όρος απαντά για πρώτη φορά στον Αριστοφ.
φ. 1206 ὥν βούπαις ἔτι. Βλ. επίσης και Εύπ. εν αδήλ. 95. Ο Hunter (1986)
761. Σιτυὸν μέγαν: Γίγαντας (βλ. Οδ. λ 577 ὁ δ’ἐπ’ ἐννέα κεῖτο πέλεθρα),
γιος του Δία και της Ελάνης, την οποία έκρυψε εγκυμονούσα ο Δίας στα
έγκατα της Γης, για να την προστατέψει από την Ήρα. Ο σφοδρός έρωτας,
που του προκάλεσε η Ήρα για την αντίζηλό της Λητώ, και η απόπειρά του
να τη βιάσει οδήγησαν στον θάνατό του από τα βέλη του Απόλλωνα και
Βιβλιοθ. 1.4.1 και σχόλια στον Απολλώνιο 1.760-762 b-c Wendel, Vian (1974)
259.
763. Mινυήιος: Ο Υρίξος κατάγεται από τον Ορχομενό και για τον λόγο
στη Θεσσαλία (περιοχή αρχ.Ιωλκού), βλ. και von Geisau, DNP 3 (1969)
Πυθ. 4.69. Ηροδ. 4.145-146, Καλλίμ. Αίτια, απ. 7.24 Pf. Λυκόφρ. 874 *Ορφ.+
πάντας, ἐπεὶ Μινύαο θυγατρὦν |οἱ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι ἀφ’ αἵματος
93
Ο Ορχομενός θεωρείται γιος του Μινύα και ιδρυτής του Ορχομενού στη
κάνει τον Ιάσονα δισέγγονο του Μινύα, πρβ. 1.228-33, Vian (1974) 11,
Tümpel στο Roscher ΙΙ.2 (1894-7) 3016-22. Ο Μινύας από τον οποίο
Ποσειδώνα και από την πλευρά της μητέρας του, απόγονος του Αιόλου,
764. ἐξενέποντι ἐοικώς: Όμοια και Μόσχ. Ευρ. 10, Ιλ. Μ 385, Oδ. μ 413. Η
την μυθική του λειτουργία, να μιλάει. Σίποτε ωστόσο από τα δύο δεν είναι
«ψευδές» της παράστασης ή και του μύθου γενικότερα, ένα ψεύδος που
767: ὅτευ καὶ δηρὸν ἐπ’ ἐλπίδι θηήσαιο: ὅ καὶ δηρὸν Ψ: καὶ δηρόν περ S:
94
μετρικό πρόβλημα, καθώς δεν συμπληρώνεται ο δακτυλικός εξάμετρος
του στίχου. Πιθανές φαίνονται και οι δύο διορθώσεις του Fränkel που
στην έκδοση της Οξφόρδης του 1961 και β. ὅτευ καὶ δηρὸν ἐπ΄ελπίδι του
1968.
υπόψη μας πως ο Ιάσονας δεν είναι ο τυπικός ομηρικός ήρωας που
αποφασιστική σημασία. Για τη χρήση του ἔγχους στον Απολλώνιο και την
ἑκάς στο πλαίσιο της λαϊκής ετυμολογίας είναι αρκετά εύκολη (όπως
παράδοση.
Ἀταλάντη: Θεοκρ. Ειδ. 3.40 εξξ., Τγίν. Fab. 185, Οβιδ. Met.10. 560- 680,
εκτός από ξεινήιον υπενθυμίζει ίσως ότι πρόκειται για μια femme fatale, η
παρουσία της οποίας έχει συνήθως ολέθριες συνέπειες, βλ. Clauss (1993)
95
129, σημ.34. Όπως επισημαίνει ο Hardie (2005) 173 ένας βασικός
αφηγηματικός ρόλος των γυναικών στα πλαίσια της επικής δράσης είναι
Απολλώνιο το ομηρικό ἐρητύω. Για τις γραφές των κωδίκων βλ. Vian
(1970), 92-93.
(Ιλ. Φ 318). Πρβ. και απφώ απ.104 L-P, Cat. 62.26, Rehm, RE VIII.1 (1912)
1250-7.
του έρωτα, την Αφροδίτη (Πλάτ. Επιν. 987Β, Αριστ. Μετ. 1073Β 31), όταν
αστέρι που σχετίζεται με τον γάμο (οι γάμοι γίνονται το βράδυ), που
του συζύγου. Πρβ. απφ. απ. 104 L-P, Cat. 62.1 20-35. Η ιδιαίτερη αυτή
ελληνιστική εποχή από την περαιτέρω ταύτισή του με τον Υαέθωνα (βλ.
και Ησ. Θεογ. 986-91), μέσω μιας ιστορίας που διέσωσε ο Ερατοσθένης
96
βλ. Diggle (1970) 13-15). την λογοτεχνία εξάλλου ο έσπερος, ως
Μελ. ΠΑ. 5.172, 12.114. Με αυτή του την ιδιότητα εμφανίζεται ίσως και
βλ. και Θεόκρ. Ειδ. 2.165-6, Μελ. ΠΑ 5.191.1, Segal (1974) 139-42). Ο
1.12.48. Για την ομορφιά του απολλώνειου Ιάσονα πιο συγκεκριμένα, βλ.
και Zanker (1979), 54, 62, Hutchinson (1988), 112, DeForest (1994), 48-9, 150-1,
αφορά στον όρο καλύβη, βλ. σχόλια (Wendel) όπου διαβάζουμε: 1. σχ. α
καλύβῃσι ἀντὶ τοῦ παστ. Βλ. και Ardizzoni (1967) ad loc. Η δεύτερη αυτή
97
σημασία φαίνεται να είναι προτιμότερη στα συγκεκριμένα
συμφραζόμενα.
σημασία που υιοθετείται εδώ vs. Mooney – Seaton που μεταφράζουν την
λέξη ως maidens, πρβ. Ησ. Θεογ. 298, τησίχ. PMGF 209, Andò (1996)), που
είδαμε πιο πάνω, εξαναγκασμό. Για τον λόγο αυτό προτείνουμε τον τύπο
καλύπτρην, όπου η Μήδεια κοιτά τον Ιάσονα κρυμμένη μέσα στο πέπλο
της, το οποίο παρεμποδίζει, όπως εδώ, την πλήρη θέαση του Ιάσονα.
P.Amherst 16.
781. πρὸ πόληος: πρόκειται για μία γραφή, την οποία παραδίδει το
προπορεύεται του Ιάσονα (προπόλοιο) και τον οδηγεί στο παλάτι, στον
98
χώρο δηλ. συνάντησής του με την Τψιπύλη. Ψστόσο, θεωρούμε πως δεν
ένα μικρό μόνο μέρος της χειρόγραφης παράδοσης (ένας μόνο πάπυρος).
κίνηση του ήρωα έξω από την πόλη προς την πόλη. Η διαφοροποίηση
αυτή ανάμεσα στο έξω από το μέσα στην (πόλη), όπως ξεκάθαρα
παραδίδεται και πάλι μόνο στον P.Amherst 16 και υιοθετούμε την γραφή
783. ἐπεκλονέοντο: πρβ. Rengakos (1993) 109-110. Σο ρήμα απαντά και στο
δεν μαρτυρείται πριν από τον Απολλώνιο και προέρχεται πιθανώς από το
διαβάζουν: νηυσὶν ἔπι κλονέονται ἀτυζόμενοι πεδίοιο. Η vulgata έχει ἐπί και
Gefühle und das Gehaben der Frauen» και σύμφωνα πάλι με τον Stoessl
99
ganzen Behandlung der Lemnierinnengeschichte liegt viel vom Witz der
aristophanischen Ekklesiazusen».
785. ἀπηλεγέως: βλ. και Αργ. 1.439, 2.25, 845, 3.19, 501, 4.902. ύμφωνα με
την Zacco (1996) 151-75 τα ομηρικά πρότυπα αυτής της χρήσης είναι τα Ιλ.
επικής αφήγησης.
στίχων:
100
(2004) 273. Ο Απολλώνιος στην δεύτερη επεξεργασία του χωρίου
θάλαμος», βλ. Vian (1974) ad loc., στην ποθητή συζυγική σύζευξη του
ομηρικό χρώμα του στίχου του, το οποίο χάνεται με την αθέτηση του
788 κλισμῷ: στην κλασική περίοδο ο κλισμός ήταν μια ελαφριά καρέκλα
χωρίς χέρια, λιγότερο επίσημη από τον θρόνον, αλλά σαφώς πιο βολική
από τον δίφρον (σκαμνί) Πρβ. σχετικά Αθήν. 192E, βλ. επίσης Richter
(1966) 33-37, εικ. 160-197, Laser, «Hausrat», Arch. Hom. P, 34-56. τους
πρβ. δ 51, ε 86, 195. Ο κλισμός από την άλλη διαφοροποιείται από τον
σαφής, και κάποτε οι δυο όροι εναλλάσσονται στην χρήση τους ως απλά
790. ἐγκλιδὸν: Πρβ. και 3.444-5 (ἐπ’αὐτ δ’ὄμματα κούρη |λοξά...), 1008
(ἐγκλιδὸν ὄσσε βαλοῦσα (ενν. Μήδεια) και 4.697-8: οὐδέ ποτ’ὄσσε| ἰθὺς ἐνὶ
βλεφάροισιν ἀνέσχεθον (ενν. ο Ιάσων και η Μήδεια). Βλ. και ὄμματα λοξά
δηλώνει αυτή η κίνηση στην αρχαία λογοτεχνία, βλ. Hunter (1989) 99 και
101
πρωτόγνωρη ερωτική επιθυμία). Μπορεί ωστόσο να συσχετισθεί και με το
ερωτικό status της Τψιπύλης. Για το κοκκίνισμα πρβ. Καλλίμ. απ. 80.10 Pf.
και Vian (1974) app.crit. ad loc που παραθέτει Νόνν. Διον.1.84 παρθενίην
διότι με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνει άμεσα τον επικό του στόχο, δηλ. να
Ησ. Έργ. 374, Κρατ. απ. 407 Κ-Α, Ardizzoni (1967), 1.792, Beye (1982) 91,
Clauss (1993) 131-2, Fantuzzi (1984) 101. Η Τψιπύλη ανακτά γρήγορα την
ψυχραιμία της και προχωρεί στην εκτέλεση του σχεδίου και τη διατύπωση
102
αυτήν, όπως καταδεικνύει το αίσθημα ντροπής που ζωγραφίζεται στην
ερυθρίαση της παρειάς της. Ψστόσο, η Τψιπύλη δεν αντιδρά ως μια απλή
κόρη που βρίσκεται σε σύγχυση από την ομορφιά ενός άνδρα, όπως η
διαφέρει από την αφήγηση του αφηγητή στην αρχή του επεισοδίου, πρβ.
De Forest (1994) 91, που εξετάζει ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στις
δύο αφηγήσεις και George (1972) 58-9, ο οποίος χωρίζει την αφήγηση της
Pavlock (1990) 46-8 που υποστηρίζει ότι με τις δύο αφηγήσεις «ο ποιητής
απουσία από το νησί των Λημνίων ανδρών. Πρόκειται για την κατασκευή
103
περίπτωση αυτή λειτουργεί απλά ως χαρακτήρας της επικής δράσης, ο
ιστορία. Είναι μία από τις περιπτώσεις που ο Ιάσονας δρα απλά και μόνο
επεισοδίου και, για τον λόγο αυτό, δεν πείθεται από την αφήγηση της
Πρόκειται για έναν από τους πιο εκτενείς ευθείς λόγους στο ποίημα, στα
στη Λήμνο. Για μια ανάλυση του λόγου σύμφωνα με τις βασικές αρχές της
104
πληροφορήσει με συντομία για τα βασικά στοιχεία της υπόθεσης του
άμεση πρόσκληση για την είσοδό του στα τείχη της πόλης και τέλος ο
όπου ξεκάθαρα και χωρίς περίτεχνα ρητορικά στολίδια, και πάλι κατά τις
«εξηγήσει» την κατάσταση που επικρατεί στη Λήμνο και να πείσει τους
πορεία της αφήγησης μία από τις βασικές ασχολίες της Τψιπύλης θα
την απιστία των ανδρών τους η Τψιπύλη κερδίζει την συμπάθεια του
1.813 (Wendel): πρὸς πλείονα οἶκτον καὶ ἔμφασιν διόλου τοῖς φυσικοῖς
105
ευσυγκίνητοι αυτοί που έχουν γιους, γυναίκες και παιδιά. Εκτός από
πρόκληση οίκτου η Τψιπύλη φροντίζει πολύ και για την αληθοφάνεια των
λόγων της: σχόλ. 1.820: οἶδε γὰρ αὐτὸ δεινὸν καὶ ἄπιστον, εἰ γυναῖκες
ἀνδρὦν ἐκράτησαν. διὸ καὶ τὴν τοῦ δαιμονίου ἐπίταξίν φησιν εἰληφέναι.
τυχόν απορίες του ακροατή και είναι σε θέση να επινοήσει μια λογική
ἄνδρες ἀπέβησαν, κἄν ἡ βραχυτέρα τὦν ἀρσένων που ἡλικία; Για την
χαρακτήρα της (only the truly innocent lie with conviction) και της
άνδρα, όπως νομίζει ότι είναι ο Ιάσονας. την αφήγησή της αλήθεια και
επάξια τον ομηρικό Οδυσσέα στην ικανότητα αυτή: Ἴσκε ψεύδεα πολλὰ
πειστική τη δική της εκδοχή των γεγονότων. Ψστόσο το μάκρος αυτό της
αφήγησης εξασφαλίζει τις δύο άλλες βασικές αρετές της narratio της
106
ρητορικής θεωρίας: τη σαφήνεια και την αληθοφάνεια ή πιθανοφάνεια.
τη συνέχεια έχουμε την argumentatio που είναι σχετικά σύντομη και
τον Ιάσονα να εγκατασταθεί με τους άνδρες του στη Λήμνο, και τα οποία
άνδρες του, καθώς και στην επανάληψη στο τέλος του λόγου του βασικού
αιτήματος της ρητορικής σύνθεσης της Τψιπύλης, δηλ. της έκκλησης προς
τρόπους ανάλογα με την αφήγηση που έχουμε κατά νου, της Τψιπύλης ή
του αφηγητή, δηλ. με άλλα λόγια ποιος είναι υπεύθυνος για την
δηλώνουν την ειλικρίνεια των λόγων του, όταν αυτό καταφεύγει στο
ψεύδος.
107
799-800. τηνίκα Θρηικίην... δήμου ἀπορνύμενοι λαοὶ: Προβληματική
μπορούμε είτε να δεχτούμε την άποψη του Vian (1974) 87, σημ.3, ο οποίος
σύνταξη που απαιτεί τη γενική της αναφορικής αντωνυμίας και όχι την
για μία συχνή σύνταξη των αναφορικών προτάσεων κυρίως στον ποιητικό
και στον προφορικό λόγο. Όσον αφορά τη γραφή δήμου στον στ.800,
γραφή που και αυτή με τη σειρά της, ενώ στηρίζεται από το σύνολο της
104-105 (εἰ ἐτεόν με | ὧρσεν ἄναξ Διὸς υἱὸς ἀπορνύμενον Λυκίηθεν). Επίσης
108
στον Ησίοδο, Θεογ. 9 και στον Μίμνερμο, απ.9.5 West. τα Αργοναυτικά
και στο 4.631: ἔνθεν ἀπορνύμενος (βλ. και ομηρικό Ύμν.εις Απόλλωνα 29).
ἐπαύλους.) Επίσης στον *Ησίοδο+, Κατ. απ. 66.1 Merk.- West, και στον
Wendel). Βλ. επίσης και Απολλ. οφ. 71.1 Β., Ησύχ. ε 4262. Kyriakou (1995)
στα πλαίσια του λόγου της Τψιπύλης, την αίσθηση πολιτιστικής υπεροχής
παπυρικά ευρήματα) και απηχεί φυσικά την αρχή της Ιλιάδας: μνιν ἄειδε,
θεά, .... οὐλομένην. Ψστόσο θεωρούμε πως η γραφή μτις διαθέτει άριστη
της φράσεως δεν νοσεί. Η Τψιπύλη δηλ. στο συγκεκριμένο χωρίο κάνει
άνδρες, εξαιτίας της οργής της (μνις) που, όπως είδαμε πιο πάνω στην
109
συνδυασμός δηλ. του μνις με το οὐλομένη είναι τόσο εμφανής που
παλαιογραφικά την πιο εύκολη από τις δύο γραφές. Πέρα από την
οποία σύμφωνα με την εκδοχή της Τψιπύλης εμβάλλει στην ψυχή των
χαρακτήρα.
πως η παρουσία εδώ της Κύπριδος σε σχέση με την απουσία της στην
ενισχύσει την ερωτική διάσταση του έπους του και να καταδείξει στα
στην αφήγηση της Τψιπύλης βλ. παραπάνω στ. 796 Κακότητα δὲ πσαν.
πλάνη, ξεμυάλισμα. Για μια κατατοπιστική εξέταση της άτης βλ. Dodds
(1951) 2-8, 17-18, 37-41. Ο Απολλώνιος απαλλάσσει τους Λήμνιους από την
ευθύνη για τις πράξεις τους. Έδρασαν υπό την επήρεια κάποιου θεού και
110
παρέμβαση της Αφροδίτης, έτσι και οι Λήμνιοι άνδρες ως επικοί διάδοχοι
φύλων.
και δύο στα Αργοναυτικά (4. 367). Πρβ. Rengakos (1993) 157 και (1994) 112.
Βλ. επίσης και Kyriakou (1995) 147, 153. Ανοησία. Άπαξ λεγόμενο.
μάτην. Η λέξη ματίῃ εδώ ενισχύει την αίσθηση της πνευματικής σύγχυσης
των Λημνίων, που τους οδήγησε στην ερωτική τους ανομία και η οποία
οποία διασφαλίζεται τόσο μέσω της χρήσης του δηρὸν όσο και της
111
807. σχέτλιοι: Με το ἐπιφώνημα αυτό ξεκινά ο έλεγχος των Λημνίων
συναισθηματική φόρτιση του λόγου. Βλ. Αψ. Σέχνη ρητορική 3.27 e 10.54.
Rengakos (1994) 138. O Fränkel (1968) 109-10 για ακόμη μία φορά εικάζει
την συνεκφορά ἄρα θάλλε για να διορθώσει την γραφή των χειρογράφων
της Τψιπύλης. Ακόμη μια φορά, ωστόσο, η διόρθωση αυτή του Fränkel
ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι (σκοτίη vs ἀνέτελλε), αντίθεση που
σχετικά Erbse (1966) 159, Vian (1970) 93, Giangrande (1973) 4. Σέλος
λογοτεχνίας: Ευρ. Ανδρ. 711, Εκ. 526 εξξ., Verg. Ecl. 8, 85 εξξ., Ov. Am. 3.5
37. Βλ. Calame (1977) 67-82 και Gould (1980) 53. Η Ναυσικά είναι ο μόνος
112
status της παρθενίας των Λημνίων ανύπανδρων γυναικών και
της Τψιπύλης προς τον Ιάσονα, την ανάγκη για αναπαραγωγή και κατά
τον λόγο της νωρίτερα η Πολυξώ. Οι Fränkel (1961) και Rzach (1878) 454
εξξ. διορθώνουν και πάλι χωρίς λόγο, κατά την άποψή μας, σε κοῦραι
του τρίτου πόδα με σπονδείο. Ψστόσο και πάλι το κόραι παραδίδεται από
απαραίτητη απόσταση από αυτό. Πρβ. επίσης στ. 673 όπου το ἐν μέσσηι
ἀγορι του Σ 249 ελαφρώς παραλλάσσεται σε ἐνὶ μέσσῃ ἀγορῆ, βλ. και
Έχουμε δηλαδή για ακόμη μια φορά την χαρακτηριστική για την
oppositio in imitando. Οι Glei (1996) 172 επίσης δεν βλέπουν λόγο γι’ αυτή
την αλλαγή.
γυναίκες επηρεάζει τις χήρες γυναίκες, που ούτως ή άλλως δεν είχαν
113
θέλει ο Απολλώνιος;) να αποκαλύπτει την πραγματική κατάσταση της
επιλογής κατά κύριο λόγο εξ αιτίας της δολοφονίας των Λημνίων ανδρών.
812. ἀτημελέως: πρώτον λεγόμενον. Πρβ. και το άπαξ ἀτημελίη στο 3.830.
ωστόσο στον Ευριπίδη, απ.184.2 Nauck2. Βλ. σχετικά και Ardizzoni (1967)
και κατά συνέπεια για lectio difficilior. Για την τελευταία παρατήρηση βλ.
818. ληίτιδες: ληῖτις, -ιδος. Ομηρικό άπαξ (Κ 460). Απαντά μετά τον
Απολλώνιο στον Λυκόφρονα, Αλεξ. 105 και στον Κόιντο μυρναίο 3.544.
Πρβ. και Κyriakou (1995) 145. Η επιλογή αυτή της ομηρικής λέξεως
χωρίου.
114
819-20. ἔν τε χοροῖς ἀγορῇ τε καὶ εἰλαπίνῃσι μέλοντο: Βλ. και παρακάτω
στ. 857 (αὐτίκα δ’ἄστυ χοροῖσι καὶ εἰλαπίνῃσι γεγήθει καπνὦι κνισήεντι
εκδηλώσεων τις οποίες συναντούμε και στον Όμηρο (Arend (1933) 71). Οι
χοροῖς: Πρόκειται για χορό ανδρών, ο οποίος, ωστόσο, δεν αποτελεί μέρος
επικού κόσμου απέναντι σε τέτοιου είδους χορούς πρβ., με τον Kirk (2005),
Ιλ. Ψ 261, όπου ο Πρίαμος κατηγορεί τους γιους του πως είναι ψεῦσταί τ’
αντιπαραβάλλονται επίσης στο Γ 393-4 και Ο 508, βλ. επίσης Γ 392, Η 241,
Π 617, Π 745, Ψ 261. Όπως προκύπτει από την πιο πάνω αναφορά
115
ξεχωριστές εναλλακτικές του «γυρίζω πίσω, επανέρχομαι»: τα
καθώς ακόμη και στην περίπτωση του ομηρικού χωρίου δεν υπάρχει
χαρακτήρα φαίνεται να υπαγορεύει την αθέτηση της γραφής. Από τις δύο
χρωματισμό του χωρίου. Βλ. και Rengakos (1993) 131 με τη σχετική εκεί
βιβλιογραφία.
826. χιονώδεα: τυπικό επίθετο της Θράκης, πρβ. Ευρ. Εκάβ. 81 χιονώδη
Θρῄκην, Ανδρ. 215, Κύκλ.329, Ορ. Carm. ΙΙΙ. 25.10 nive candidam Thracen. Βλ.
116
830. βαθυλήιος: αντί της εναλλακτικής βασιλήιος (βλ. Ιλ. 550, ΠΑ 9.110,
ούδα Β 35). ύμφωνα με το Et.M. αντί του πολυλήιος, πολύσιτος. Βλ. και
Fränkel (1968) 112 εξξ.), απευθύνεται πλέον σε αυτόν όχι τόσο ως πολιτική
αρχηγός όσο ως γυναίκα που αποζητά το ταίρι της και προτείνει, ελλείψει
πατρός, τρόπον τινά την προίκα της, δηλ. την εξουσία της νήσου,
(πολιτική εξουσία). Τπό αυτή τη λογική το μηδ’ ἔκτοθι μίμνε πόληος (833)
είναι εδώ η χρήση της λέξης μύθους αναφορικά με τα λόγια της ηρωίδας,
όσα λοιπόν είπε η Τψιπύλη αποτελούν για το κοινό των Αργοναυτών τις
117
δηλώσεις μιας πολιτικής αρχηγού (πρώτη σημασία), ενώ για τους
επισημαίνει έναν μόλις στίχο μετά, στ. 834 (ἀμαλδύνουσα φόνου τέλος),
για το κοινό του το μύθευμα της Τψιπύλης. Ο όρος καταξιώνει ακόμη μία
836. Ο Ιάσονας πείθεται από την αφήγηση της Τψιπύλης χωρίς ιδιαίτερη
δυσκολία Μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα εύπιστο κοινό. Πρβ.
και Pratt (1993) 60. Με την ίδια λογική, ωστόσο, και εμείς οι ίδιοι μπορούμε
εξιστόρηση των γεγονότων στη Λήμνο. Ποια από τις δύο αφηγήσεις είναι
αυτή: δεν γίνεται δεκτή η πρόταση της ηρωίδας, όχι λόγω περιφρόνησης,
λειτουργία έχει το επεισόδιο της Καλυψούς (πρβ. κυρίως Hunter (1993) 47),
118
απομακρύνεται από τον έρωτά του προς μία άλλη βασίλισσα, την Διδώ
της Καρχηδόνας. Βλ. επίσης Paduano- Fusillo (1999) 188 εξξ. Για την
σύνταξη με την αιτιατική πτώση, πρβ. Αρχίλ. απ.71 Diehl. Ο Ιάσονας δεν
μια σύζευξη μόνιμου χαρακτήρα μαζί της. Ο Ιάσονας λοιπόν, όπως και ο
845. ἀμάξαις: Η άμαξα είναι ένα άρμα με τέσσερις τροχούς (πρβ. ι 241-2).
Σο άρμα (ἅρμα, δίφρος) είναι για προσωπική μεταφορά και ένα αυστηρά
Fränkel (1968) 113 εξξ. και Vian (1974) 90, σημ. 1., αλλά απλώς κάνει μία
119
αναφορά στο έπος των γεγονότων που προηγούνται της έλευσης των
Αργοναυτών στη Λήμνο. Η πρώτη αναφορά γίνεται από τον ίδιο τον επικό
των γεγονότων αυτών, στα πλαίσια της μεταφοράς των λόγων της
μας πληροφορεί για τον διηνεκή χαρακτήρα της αφήγησης του κεντρικού
120
που δεν γνωρίζει από ρητορική, αρνείται να συζητήσει διεξοδικά: Ξεῖνε, τί
ἐξερέω νημερτές, ἵν΄εὖ γνοίητε καὶ αὐτοί), ενώ αντίθετα τέτοιου είδους
849. ξεινοῦσθαι: ύμφωνα με τον Fränkel (1962) 338, σημ. 14 η λέξη έχει
αναφορά της Κύπριδος στον επόμενο στίχο, η οποία και πάλι εμβάλλει
στην ψυχή των νεαρών εραστών τον πόθο της ερωτικής συνεύρεσης.
850. Κύπρις γὰρ ἐπὶ γλυκὺν ἵμερον ὦρσεν: το συγκεκριμένο χωρίο
αρκεί και μόνο η παρέμβαση της ίδιας της θεάς Αφροδίτης για να
121
περισσότερο εξεζητημένη εκ μέρους του Απολλώνιου πραγμάτευση της
είναι η Φάρις, ενώ στη Θεογονία η μεγαλύτερη από τις τρεις Φάριτες, η
Αγλαΐα. Ο γάμος του Ήφαιστου και της Αφροδίτης αναφέρεται μόνο στο
θ 268 της Οδύσσειας, βλ. Wilamowitz (1937) 5-30, Dümmler RE I (1894) 2747-
8, επίσης τις παρατηρήσεις του Burkert (1960) 132. Λίγο παραπάνω στην
ενδιαφέρον του για την διαιώνιση του πληθυσμού της νήσου. Για το
την Ήρα και το κρεβάτι όπου συνέλαβε τον Άρη με την Αφροδίτη
ποιητής- πάντων γὰρ ταῖς ἡδοναῖς νικωμένων μόνος οὗτος πρὸς τὸν ἆθλον
αὐτοὺς προτρέπεται- καὶ πρὸς τὴν κρατερὰν καὶ σώφρονα φύσιν τοῦ ἥρωος.
στ.20. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο χωρία έγκειται στο ότι, ενώ στον
122
858. καπνῷ κνισήεντι: η τσίκνα του καμένου λίπους. Σα μέρη εκείνα των
που κατά την αρχαία δοξασία ευχαριστούσε τους θεούς. Σα μέρη των
ωστόσο πως οι Αργοναύτες παρέμειναν στο νησί για λιγότερο από εννέα
μήνες, εφόσον δεν γίνεται καμία αναφορά στην γέννηση του Εύνηου ή σε
κάθε περίπτωση στην γέννηση παιδιών από την ερωτική συνεύρεση των
υπολοίπων Αργοναυτών.
φαίνεται ότι έχει επηρεαστεί από το έργο του Μίκωνα, ο οποίος κατά τον
στον ναό των Διοσκούρων. Βλ. σχετικά Webster (1935) 15 εξξ. και (1939) 78.
λογοτύπων του ομηρικού εξάμετρου (Ιλ. Α 73, 253, Οδ. β 160, 228). Ψστόσο,
123
συχνής στον Απολλώνιο συνεκφοράς «μετοχή σε ονομαστική πτώση +
προσέειπεν».
χωρίου όσον αφορά στην ακριβή σημασία του όρου ἐμφύλιον αἷμα, το
οποίο ως συνεκφορά απαντά στον Πλάτ. Πολ. 565e και Νόμ. 575a με τη
την οποία έχουμε μετοίκηση και ίδρυση νέας πόλης-κράτους μετά από
Λημνίων ανδρών, βλ. και Hunter (1993) 34. Μπορεί δηλαδή οι Αργοναύτες
πολλοίς στη Λήμνο λόγω ενός άλλου εμφύλιου σπαραγμού που οι ίδιοι
δεν τον γνωρίζουν, δηλ. την σφαγή των Λήμνιων ανδρών. Ο Ηρακλής δηλ.
866. γάμων: η σχέση Ιάσονα και Τψιπύλης δεν επισημοποιείται (αν και η
867. πολιήτιδας: σπάνιο αντί του αττ. πολῖτις. Πρβ. και Ευρ. Ιππ. 1126,
Ποσείδ. απ. 705.1 SH (Lloyd-Jones & Parsons), ΠΑ 7.218, 368, 492, βλ.
Βασίλαρος (2004) 281. Ο Ηρακλής εδώ θέτει ξανά το ζήτημα της επιγαμίας
124
αρνητικά το γάμο ανάμεσα σε άνδρα και γυναίκα που δεν έχουν το ίδιο
πολιτειακό στάτους.
πράξη, κάτι που φαίνεται να ισχύει και στο συγκεκριμένο χωρίο. βλ. Ευρ.
Κύκλ. 171, Vian (1974) 91, σημ.1. και DuBois (1988) 72, Henderson (1991) 166-
για τις ερωτικές του περιπέτειες με μια ξένη γυναίκα, την Τψιπύλη,
καθώς επίσης και τους λοιπούς Αργοναύτες, εντούτοις είναι ο ίδιος που σε
τον τρόπο αυτό έχουμε, όπως συχνά συμβαίνει στον Απολλώνιο, μια
μύθου του.
στάτους.
θηλυκού γένους και τελικά πεθαίνει εξαιτίας της γυναίκας του. Για τη
125
το συγκεκριμένο έργο ο Απολλώνιος φαίνεται να έχει ακολουθήσει τις
Ηρακλή και στην αρνητική εν γένει στάση του απέναντι στο γυναικείο
σχέση.
Αργοναυτικά του Απολλωνίου (1.661, 1244, 3.904, 4.968) όσο και στα
ομηρικά διακείμενά τους ( 64, Θ 192, ι 20), βλ. Glei (1996) 192 εξξ.
δηλ. εμφατικά σχολιάζει το γεγονός ότι ο Ιάσονας περνά πολύ καιρό στο
κρεβάτι της Τψιπύλης. Αυτός όμως που καταξιώνεται για τις ερωτικές του
ήρωας (για μία ανάγνωση του Ιάσονα ως ρομαντικού και όχι ως επικού
ήρωα, δηλ. ενός ήρωα που αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στην αξία του
συναισθήματος και όχι στην επική πράξη βλ. Cusset (2001α) και Zanker
διέγερση βλ. Beye (1969) 31-55, Huebscher (1940) 22-3, Newman (1986) 76. Η
πιο πάνω, ως η καθαρή φωνή του παραδοσιακού έπους και των αξιών του,
126
επισημαίνει την επική αυτή απόκλιση του Ιάσονα και τον καταδικάζει για
αυτήν (για την επική εν γένει απόκλιση του Ιάσονα στο πρώτο βιβλίο των
απειλή εναντίον της ηγεσίας του Ιάσονα, όπως άλλωστε φάνηκε και πιο
καθήκον του (πρβ. στ. 839-41) γοητεύεται, όπως και οι σύντροφοί του, από
Αργοναυτών στη Λήμνο θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την αποστολή αλλά
και το ίδιο το έπος του οποίου αποτελεί το θέμα. Η επιστροφή στον αρχικό
στόχο σημαίνει παράλληλα την εξέλιξη και την ολοκλήρωση του έπους.
Για αυτήν την επιστροφή στην επική ορθοδοξία φροντίζει και πάλι ο
ως η φωνή του καθαρού έπους. Για τον λόγο αυτό μάλιστα φροντίζει για
ήρωα.
στην απολλώνεια εκδοχή του μύθου του Ηρακλή και άλλες εκδοχές του
συγκεκριμένο στίχο. Ο Ηρακλής ήταν γνωστός στον αρχαίο κόσμο για την
πληθώρα των απογόνων του. Κατηγορώντας λοιπόν τον Ιάσονα για κάτι
ανάλογο κατηγορεί ουσιαστικά τον εαυτό του, όχι όμως τον εαυτό του
στην απολλώνεια εκδοχή, αλλά τον εαυτό του στις εναλλακτικές εκδοχές
127
Ενδιαφέρουσα η παρατήρηση του Clauss (1993) 140 ότι στη συνέχεια ο
Κάποιοι μελετητές υποθέτουν ότι ο Ιάσονας δεν είναι παρών όταν μιλά ο
Ηρακλής, πρβ. Hull (1979), 397, Poortvliet (1991) 2.390 εξξ., De Forest (1994)
58, κάτι που κατ΄αρχάς φαίνεται να διακυβεύει την ηγεμονική του θέση. Η
875-8: Καμία αντίδραση από την πλευρά του Ιάσονα που τοποθετείται
ότι είναι αρχηγός. Κανείς δεν αντιδρά στα λόγια του Ηρακλή και δεν του
αποτελούν εδώ το φυσικό μέτρο σύγκρισης για την έννοια του πλήθους.
4.197-9), και για τον λόγο αυτό φαίνεται κατ΄αρχάς παράξενη η χρήση
128
επιπλέον το «φυσικό» παράλληλο της κοινωνίας των Λημνίων και
δικαιολογεί και αυτή με τη σειρά της την πιο πάνω επική παρομοίωση. Σο
δυστυχία του ερωτικού χωρισμού, πρβ. Θεόκρ. Ειδ. 19, Μελ. ΠΑ 5.163, όπως
με μέλισσες, πρβλ Ιλ. Β 87 εξξ. και Θεογ. 591-593. Βλ. επίσης Kofler (1992)
310-9 και Fränkel ((1962) 369), ο οποίος ανάγει τον συνδυασμό του γλυκού
νέκταρος της μέλισσας με την πικρία του αποχωρισμού των εραστών στον
ιμωνίδη, απ.593 PMG, Broeniman (1989) 91, Clauss (1993) 140-142 και Reitz
και την διαφορετική διάθεση που επικρατεί (χαρά και ευχαρίστηση στον
Broeniman (1989), Reitz (1996), Effe (1996) 290-312, Berardi (2004) 225-38. Σο
λουλούδι.
Απολλώνιο: «βουίζω ολόγυρα», βλ. και Αργ. 4.17 (Ιλ. Π 641-2 ὡς ὅτε μυῖαι|
129
λεξιλόγιο του έπους, καθώς εμφανίζεται τόσο στον Κόιντο μυρναίο (5
φορές) όσο και στον Νόννο, βλ. σχετικά και Ardizzoni (1967) 215.
880. πέτρης: Η φυσική κατοικία των μελισσών είναι τα δένδρα, πρβ. Ησ.
Έργ. 232, Βεργ. Γεωργ. 2.452. Για μέλισσες που ζουν σε οπή βράχου βλ.
επίσης ν 103. υνήθως τις βρίσκουμε σε κουφάλες δένδρων. Πρβ. και Ιλ. Β
στον Ησίοδο, Θεογ. 598 και στη συνέχεια στον Αριστοτέλη π. τα Ζ. Ιστ.
9.40, 49 και αποτελεί μάλλον terminus technicus. Βλ. επίσης Hunter (1989)
τον στίχο υπέρμετρο και για τον λόγο αυτό σωστά διορθώνεται από τους
887. χήτει ἰόντος: πρβ. oμηρ. Ύμν.εις Απόλλ. 78 χήτει λαὦν. Υαίνεται να
δηλώνεται τόσο με την αναμενόμενη δοτική της αιτίας χήτει όσο και με τη
130
890. ὡς ἐθέλεις καί τοι φίλον: οι λογότυποι που αποτελούνται από ζεύγη
890-4: την πρώτη τους συνάντηση η Τψιπύλη προσφέρει τον θρόνο του
σαφές ότι πρόκειται για πρόταση γάμου, την οποία ο Ιάσων απορρίπτει
495, δ 38, εφόσον αυτή είναι και η αρχική σημασία της (*swe > ἑ, πρβ. λατ.
se). Έτσι τα σχόλια σχετικά παρατηρούν: οὐκ εὖ δὲ ἔθηκεν τὸ ἑοῖ. ἔστι γὰρ
εναλλακτική οἱ έχει την αξία του δευτέρου προσώπου, όπως εδώ, στο
3.1043. Βλ. επίσης Marxer (1935) 61-4, Erbse (1953) 165-6, Ardizzoni (1967)
Τψιπύλης για μία θέση στη μνήμη φαίνεται να έχει και ειδολογικές
ως βασική διάστασή του και μετωνυμία του (βλ. σχετικά πιο κάτω). Η
131
Τψιπύλη δηλ. ως δραματικός χαρακτήρας ζητά από τον Ιάσονα να μην
αμφισημία του όρου ἔπος που μπορεί να σημαίνει α. τον λόγο (άφησέ μου
λόγο, πες μου), αλλά και β. το έπος ως λογοτεχνικό είδος (άφησέ μου το
που δεν εμφανίζεται εδώ: ο Ιάσονας δηλ. λούζεται και σκουπίζει το σώμα
του με έναν μαύρο χιτώνα, δώρο της Τψιπύλης ως ενθύμιο της ερωτικής
στο έπος, ωστόσο δεν θα πέσει ποτέ στη λήθη, βλ. σχετικά Hunter (1989)
passim.
(1993) 47-52, Knight ((1990) 89-95 για τη σχέση της με την Κίρκη) και Clauss
χάρισε στον Ιάσονα έναν γιο που είναι ο νόμιμος βασιλιάς-διάδοχος του
132
897-8: Ο γιος του Ιάσονα και της Τψιπύλης (Εύνηος) εμφανίζεται στην
Ιλιάδα Η 468 εξξ. και η αναφορά στο μέλλον της αφήγησης, το οποίο
απογόνους από άλλον γάμο, τη διαιώνιση του οίκου του. Για τον
αρσενικοί απόγονοί του από έναν άλλο γάμο, την ένωσή του δηλ. με τη
Μήδεια.
ἄπολις να γίνει σύζυγος της Τψιπύλης και ὑψίπολις. Αυτό που τον
133
ανατροφή του παιδιού που ενδέχεται να γεννήσει η Τψιπύλη. Ση
επιστρέψει στην πατρίδα του της ζητά να στείλει το παιδί στους γονείς
του όταν μεγαλώσει για να τους παρηγορήσει για την απώλειά του. Όπως
παρατηρεί ο Burman (βλ. Knox (1995) 185) σχετικά με την ψυχρότητα του
Mooney και Vian, οι οποίοι μεταφράζουν «να έχεις καλύτερη άποψη για
ξεχνάμε πως και το αρχικό κίνητρο της ερωτικής ένωσης της Τψιπύλης
και του Ιάσονα από τη μεριά της Τψιπύλης τουλάχιστον ήταν κατ’εξοχήν
διαιωνίσει τον δικό του οίκο. Γι’αυτόν τον λόγο παρακαλεί την Τψιπύλη
να έχει καλύτερη γνώμη γι’αυτόν, υπό την έννοια ότι δεν θα σφετεριστεί
κείμενο. Για το κείμενο του χωρίου βλ. επίσης Giangrande (1973) 12.
134
902. Πελίαο ἕκητι: τον Πίνδαρο ο Ιάσονας θα αναλάμβανε τη βασιλική
διακυβέρνηση της Ιωλκού μετά την επιστροφή του (Πυθ. 4.293). τον
σφετεριστεί τον θρόνο που ανήκει δικαιωματικά στον Ιάσονα και έχει
γίνεται λόγος απλά και μόνο για τα κληρονομικά δικαιώματα του Ιάσονα,
τους στίχους 1.902-903, αντίθετα, ο Ιάσων βεβαιώνει την Τψιπύλη ότι του
αρκεί «να του επιτρέψει ο Πελίας να ζήσει στην πατρίδα του και να
να κάνει καμία αναφορά στο θρόνο της Ιωλκού. Δεν διακρίνουμε οργή ή
επιθυμία για εκδίκηση. Βλ. Fantuzzi-Hunter (2005) 194. Bλ. επίσης σχετικά
Glei (1996) 157 σημ. 75, Pietsch (1999) 32-41. Με τον τρόπο αυτό ο επικός
ομηρικά του διακείμενα, καθώς στερείται της βασικής, για τον επικό
κόσμο της αρχαϊκής ντροπής, κινητήριας δύναμης, δηλ. της οργής. Για την
απομάκρυνση του Ιάσονα από την «ηρωική» οργή και τα αρχαϊκά επικά
μπορεί να οφείλεται στον φόβο του ήρωα μήπως γίνουν γνωστά τα σχέδιά
904. Ἑλλάδα γαῖαν: Σο Ελλάδα επιθετικά εδώ (πρβ. και 1.336, 416, 1292, 2.
414 όπου χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό), όπως και στο 2.637, 891, 3.1122,
4.98, 349, 369, 761. τον Όμηρο o όρος χρησιμοποιείται για τη Υθία της
135
και όχι στην Πελοπόννησο: α 344, δ 726. Σο όνομα ήδη από τον Ηρόδοτο
907. πατρί τ’ἐμῷ καὶ μητρὶ: Πρόκειται για τον Αίσωνα και την Αλκιμέδη.
αποδοχής των Αργοναυτών στη Λήμνο και της ερωτικής συνεύρεσης των
Λημνίων γυναικών μαζί τους, παρουσιάζεται εδώ από την πλευρά του
908. ἄνδιχα τοῖο ἄνακτος: Οι Glei (1996) 157, σημ. 76 θέτουν το ερώτημα
αναφέρεται στον Πελία. Όσο για το ἄνδιχα, πρόκειται για μία από εκείνες
«σε δύο μέρη», στο απολλώνειο έπος η λέξη πέρα από την ομηρική της
σημασία (2.575, 973, 3.23 κ.α.) χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του ἑκὰς
136
Αργοναύτες να διασκεδάζουν στο νησί, ενώ ο Διόδωρος διασώζει μια
τρικυμία ως αποτέλεσμα της μύησής τους στα μυστήρια από τον Ορφέα.
παροίτερος (Χ 459, 480). Βλ. και Ardizzoni (1967) ad loc, σχόλια 2.1122a
έπη.
137
916. νῆσον ἐς Ἠλέκτρης Ἀτλαντίδος: τὴν αμοθρᾴκην λέγει. ἐκεῖ γὰρ
κατά τράβωνα 392, 40 εξξ., η οποία ενισχύει τον αίτιον της ίδρυσης της
νήσου. Ψστόσο πριν τον Απολλώνιο, δεν έχουμε καμία μαρτυρία σχετικά
με την παρουσία της Ηλέκτρας στο νησί της αμοθράκης, Delage (1930)
85, και ίσως πρόκειται για επινόηση του Απολλωνίου. Η Ηλέκτρα ήταν
κόρη του Άτλαντος και της Πλειόνης, μία από τις επτά Πλειάδες. Ήταν
μητέρα των Ιασίονα και του Δαρδάνου. Σα άρρητα μυστήρια στα οποία
γάμος της κόρης με τον Κάβειρο Καδμίλλο και η γιορτή που ακολουθούσε
ο ίδιος ήταν μύστης: καὶ τὰ μὲν κατὰ μέρος τς τελετς ἐν ἀπορρήτοις
τηρούμενα μόνοις παραδίδοται τοῖς μυηθεῖσι. Βλ. επίσης Θεόκρ. Ειδ. 3. 50-51
και Hunter (1999) 127-8. Η Cuypers (2004) 49 θεωρεί ότι η σιωπή του
138
καθωσπρεπισμό (θέμις) προσεγγίζει τον Ηρόδοτο διατηρώντας
τράβ. Γεωγραφικά Ζ’ και Ι’, Διόδ. ικ. Ιστορία Ε’, Μαν. ιστορ. Αιγυπτιακά,
Πρβ. Kern, RE X.2 (1919) 1399-1450, Fauth, KlP 3 (1969) 34-8, Cole (1984) 20-
Βλ. επίσης και τα σχετικά άρθρα στο Cosmopoulos (2003). Η Αρσινόη και ο
μεγάλο βαθμό στην υποστήριξη των Πτολεμαίων. Βλ. Hunter (1995) 20. Ψς
Καβείρια Μυστήρια συνδέονται κυρίως με τη Λήμνο και την Ίμβρο και όχι
τη αμοθράκη και για τον λόγο αυτό ο Αισχύλος στο έργο του Κάβειροι
μετατόπιση δηλ. του πολιτικού βάρους από την αρχαϊκή στην ελληνιστική
139
Παρ΄όλα αυτά ο Απολλώνιος δεν φαίνεται να ξεχνά την παγιωμένη
τόπων στο ταξίδι των Αργοναυτών μια από τις κατ΄εξοχήν περιοχές
βασικών εννοιών, όπως εμφανίζεται στους στ.16-19, δηλ. α.η γνώση των
πιο γνωστό διδακτικό έπος με την πιο πάνω θεματική την εποχή του
διδακτικό έπος του έχουν την ίδια στοχοθεσία, την προστασία των
δαέντες: για τον τύπο αυτό πιο συγκεκριμένα βλ. πιο πάνω στ.724.
140
918. σωότεροι: συγκριτικός του σὦος, άπαξ λεγόμενον. Ο Όμηρος
χρησιμοποιεί τον τύπο σαώτερος (Ιλ. Α 32, βλ. και Άρατ. 763, Ardizzoni
(1967) 220). Οι μυημένοι στα Καβείρια φορούσαν μια κόκκινη ταινία που
σχόλια (1. 916-918a Wendel) αναφέρουν ότι και ο Οδυσσέας είχε μυηθεί
919. Σῶν μὲν ἔτ’οὐ προτέρω μυθήσομαι: O Vian (1974) 93, σημ. 4,
εννοηθεί ότι γνωρίζει, αλλά προτιμά (σε μια ειρωνική επίδειξη ευλάβειας,
ὀργάσι γινόμενα. ὀργάδες δὲ οἱ σύμφυτοι τόποι καὶ ὑγροί, βλ. σχόλια 1.919-
21 b Wendel.
αφήγησης. Ο επικός ποιητής σαφώς και επιλέγει τις τοποθεσίες για τις
ενδιαφέρον όσον αφορά στην περιοχή της Κυζίκου βλ. Jackson (1997) 48-
141
54). Ψστόσο, θα πρέπει κατά την επική συνήθεια, έστω και με τη μορφή
(1999) 200-1.
Μέλανος Πόντου: σημ. κόλπος του άρου, μεταξύ της Θράκης και της
Wendel. O Ardizzoni (1967) 222 (βλ. και κυρηναϊκή επιγραφή του τέταρτου
εδώ ο Απολλώνιος, όπως και στο 4.1175, για μετρικούς λόγους. Πρόκειται
ο όρος δεν υπάρχει στα αρχαία ελληνικά (και μια πιο ακριβής ονομασία
Ειδ. 9, 11: λὶψ... ἐτίναξε: the sou’western (Gow 1952 ad loc), Ισίδ. Nat.Rer.
142
927. κούρης Ἀθαμαντίδος αἰπὰ ῥέεθρα : τα ρεύματα του Ελλησπόντου.
Πρβ. και Glei (1996) 157, σημ. 78 και Georgacas (1971) 72-82. Ο Delage (1930)
Όμηρο (Β 845, Λ 30), κάτι που δικαιολογεί ακόμη περισσότερο την επιλογή
ενισχύει και αυτή με τη σειρά της τον ομηρικό χρωματισμό του χωρίου.
δεν διαθέτουν ομηρική μαρτυρία, Ροίτειον και Αβαρνίς, βλ. σχετικά και
143
βροκός/πρόκον, κυπάτης/κυβάλης. (βλ. Furnée (1972) ειδικότερα σσ. 101-
σχόλιο του Delage (1930) 91 πως μάλλον πρόκειται για ένα όνομα που
χρησιμοποιείται τόσο για την πόλη όσο και για τη χερσόνησο της
όνομα της Λαμψάκου διὰ τὸ ἔχειν πίτυς πολλάς – σχόλια 1.934b Wendel,
την οποία αναφέρει και ο Όμηρος (Β 829). Κατά μια άλλη ερμηνεία
ονομάζεται έτσι επειδή είχε κρύψει εκεί ο Υρίξος κάποιο θησαυρό (πιτύη
στα θρακικά, βλ. τέφ. Βυζ. στις λ. Λάμψακος και Πιτύεια). Ο τράβων
504.13 ωστόσο σωστά φαίνεται να διακρίνει την Πίτυα ή Πιτύεια, την πόλη
Ρόδου, της Κνίδου, της Ναυκράτεως και της Αλεξάνδρειας (Κτίσεις). Για το
τον Απολλώνιο ειδικότερα Meyer (2001) και Hunter (1995). Για τις
144
γεωγραφικές πηγές του Απολλωνίου, βλ. Vian (1974) XXXVIII και (1987)
249-62, καθώς και Delage (1930) 277-81, Fraser (1972) I 627-8, Pearson (1938)
«με δύο τρόπους», με πανιά και με κουπιά, άποψη που πειστικά απορρίπει
ο Delage (1930) 87, καθώς επισημαίνει πως η παρουσία του νότιου ανέμου
δεξιά ή από αριστερά. Ο Seaton (1892) 394 τέλος προτείνει μια πιο απλή
ερμηνεία: δηλώνεται απλά ότι το πλοίο πέρασε ανάμεσα από τις δύο
με πορεία μέσα σε στενά. Από την άλλη οι Ardizzoni (1967) 223 και
936. νῆσος: Πρόκειται για χερσόνησο της Υρυγίας. Βλ. χάρτες στους
Delage (1930) 191, Vian (1974), Vian (1981), Hunter (1993α) xxxiv, Draeger
145
ομηρική περιγραφή του νησιού Αστερίς (δ 844-7) (βλ. και παρακάτω λ.
ἀμφίδυμοι):
και η χρήση της λέξης νσος για να περιγράψει μια χερσόνησο αποτελεί
βασικό επιχείρημα των Bittlestone- Diggle- Underhill (2005) 510-12 για την
και ο τέφανος για χερσόνησο, βλ. σχετικά και Mooney (1912) 128. Βλ.
για χερσόνησο με ισθμό και Vian (1978α) 96-106. Βλ. επίσης σχετικά
στον Όμηρο και τους Ομηρικούς Ύμνους, δηλ. την παραγωγή της λέξεως
από το καταέννυμι- πρβ. ν 351, τ 431, Ύμν. Ερμ. 228, Ύμν. Απ.225, Ύμν.Αφρ.
146
ο Vian (1974), έτσι ώστε η μετοχή να αναφέρεται στην νσον, τη χερσόνησο
δηλ. της Κυζίκου, την οποία o Vian θεωρεί υποκείμενο ολόκληρης της
συνέχεια και στον Καλλίμαχο (απ.15 Pf.), ἀμφίδυμος Υαίηξ (για το λιμάνι
Απολλώνιο δεν υπάρχει αναφορά της λέξεως λιμήν, αλλά της λέξεως
λιμένος ἀκτή, βλ. σχετικά Ardizzoni (1967) 225-6. Η άλλη εκδοχή θέλει τον
ισθμό ή τη νήσο (βλ. σχόλιο α) να έχει δύο εισόδους. Βλ. και Rengakos
(1994), 48 εξξ., 155, 166. Πιο πειστική φαίνεται με βάση τη γεωγραφία της
Αργοναύτες, οι οποίοι κατά την δεύτερη απόβασή τους στην Κύζικο δεν
εδώ από την σύγχυση των αναγνωστών του έπους, καθώς οι γεωγραφικές
147
940: Η χωροθέτηση των Γηγενών και των Δολιόνων στην περιοχή της
θαλάσσης και της πεδιάδας με την καλλιέργεια της γης και τον
πολιτισμό.
Ηρακλή τους Γίγαντες (Αγαθοκλής FGr Hist 472 F2, Ηρόδωρος FGrHist 31
947. Δολίονες: θρακικό φύλο, πρβ. τράβ. 12.4.4 και 14.5.23, Εκ. Μιλ. FGrH
949. Κύζικος: τοπικός ήρωας και επώνυμος άρχοντας της πόλης, ο άδικος
άλλη εκδοχή του μύθου γιος του θεού (Κόνων FGrHist 26 F1 *41+ 3. Μητέρα
148
του είναι η Αινήτη, κόρη του βασιλιά της Θράκης ή κατ΄άλλη εκδοχή η
Νεάνθη (FGrHist 84 F11) είναι ο πατέρας ενός γιου με το ίδιο όνομα. τον
Τγίνο (16) τέλος συναντούμε την εκδοχή σύμφωνα με την οποία ο Κύζικος
Κατά τον Απολλώνιο, σύζυγος του Κυζίκου είναι η Κλείτη, την οποία
την κόρη του βασιλιά Πίασου, τη Λάρισα. Όσον αφορά στον θάνατο της
δούλων και να κρεμιέται σε ένα δέντρο μέσα στην θλίψη της για τον
149
κατά λάθος από τον Ηρακλή κατά τη σύγκρουση Γιγάντων και
Αργοναυτών.
954. Θρηικίοις: επικός τύπος με το ι βραχύ (Ιλ. Β 595, Δ 533). Μακρό στον
Καλὸς δὲ Λιμὴν: Oι Mooney, Fränkel και Vian ακολουθούν τον Merkel και
το θεωρούν κύριο όνομα, ενώ οι Ardizzoni (1967) 226-7 και ο Delage (1930)
957. κρήνῃ ὑπ’ Ἀρτακίῃ: πρβ. Οδ. κ 107-8. την Αρτακία πηγή ο
Οδυσσέας με τους συντρόφους του συναντά την κόρη του βασιλιά των
Λαιστρυγόνων που τους οδηγεί στο βασιλιά πατέρα της. Ο Όμηρος τους
960. Ἰησονίης: Βλ. επίσης 988, 1148. Ο τύπος αυτός συνήθως δηλώνει
πατρωνυμικό.
των ερωτήσεων σε επισκέπτες. O Vian (1974) 350, ωστόσο, θεωρεί ότι, για
150
αποδειχθεί πολύ επικίνδυνη (όπως στην χαρακτηριστή περίπτωση του
από τις πρώτες ήδη σκηνές, όπου ο Κύζικος προτάσσοντας του γεύματος
excellence, δηλ. τον Οιδίποδα Σύραννο του οφοκλή. υχνά δηλ. στην
δομικό σχήμα εμφανίζεται και εδώ καθώς α.ο Κύζικος πληροφορείται τον
151
Κύζικος δηλ. ,πιστεύοντας πως είχε πλέον απαλλαγεί από την ανάγκη
particle Cuypers 2005 35, βλ. και πιο πάνω στ.636), το οποίο δεν απαντά
αφηγείται.
ανάλογο- ισοδύναμο της αριστείας των ανδρών στον πόλεμο. Οι πόνοι της
Battracht», Arch.Hom. B 1 εξξ. Έμφαση δίνεται εδώ, όπως συχνά στο έπος,
152
977. ἕδνοισιν: Επική λέξη. Πρόκειται για τα δώρα που προσφέρει ο
γαμπρός στην οικογένεια της νύφης, ενώ αντιθέτως η προίκα της νύφης
καλείται προὶξ ή φερνή. Έτσι και εδώ το ἕδνοισιν δηλώνει τα δώρα γάμου
περαιτέρω την ομορφιά της Κλείτης. Βλ. σχετικά Finley (1955), Lacey (1966)
άγνοιας του Κυζίκου, στην αυτοψία. Η άγνοια, ωστόσο, αυτή του Κυζίκου
λόγιο ενδιαφέρον της εποχής για την γεωγραφία, όπως σημειώσαμε πιο
πάνω, βλ. σχετικά και ιστάκου (2005) και Meyer (2001). Υαίνεται να
αυτοψία.
991. πόντιον οἷά τε θῆρα λοχώμενοι ἔνδον ἐόντα: Ο Clauss (1993) 160
153
Οδυσσέα από τους Λαιστρυγόνες (κ 124): ἰχθῦς δ’ ὣς πείροντες ἀτερπέα
δαῖτα φέροντο.
ετυμολογείται και το όνομά του: όφειλε το κλέος του στην Ήρα, βλ. Et.M.
s.v. Ἡρακλῆς (Gaisford) και O’Hara (1996) 28, 34) πριν ακόμη αυτός
συμπεριφοράς των ανέμων λειτουργεί κατά τον Hurst (1964) 232-7 ως μέσο
Ίσως αυτό εξηγεί και την εμφατική αναδίπλωση τους ἐυξείνοισι στον
σφάλμα τους.
154
1021-2: κανείς τους δεν κατάλαβε πως ήταν το ίδιο νησί. Ο χρησμός πρέπει
αναστέλλεται.
1026 εξξ.: Υαίνεται πως έχουμε να κάνουμε με μια παρωδία της ομηρικής
μάχης, καθώς κανείς από τους δύο εμπλεκόμενους δεν την επιθυμεί, βλ.
Effe (2001) 164, Knight (1995) 84 εξξ, Goldhill 1991 317 εξξ, Hunter (1993a) 43
φαίνεται να είναι η περιγραφή του θανάτου του Κυζίκου στα χέρια του
στη μέση του στήθους του Κυζίκου και ακολουθεί μια παραστατική
170-90 σωστά επεσήμανε πως τόσο στον Απολλώνιο όσο και στον Όμηρο
γοητεία του ως άνδρα, στην πρώτη πραγματική του δοκιμασία στο πεδίο
της μάχης διαπρέπει σκοτώνοντας έναν φίλο και όχι έναν εχθρό από
155
λάθος. Η χρήση του ομηρικού λεκτικού στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα
Ιάσονα και μπορούμε να υποθέσουμε ότι λόγω του νεαρού της ηλικίας του
δεν έχει, όπως και ο Ιάσονας, μεγάλη εμπειρία στη μάχη. Ο Απολλώνιος
Υαίνεται πως έχουμε εδώ το γνωστό από την Ιλιάδα δομικό σχήμα,
ανιχνευθεί εδω το μοτίβο του ήρωα που σκοτώνει κάποιον φίλο του ή
ταυτότητά του, βλ. Goldhill (1991) 317. Ο θάνατος του Κυζίκου, πέρα από
συνεπάγεται στο πολιτικό επίπεδο την εξαφάνιση του οίκου και της
πεθαίνει άκληρος (στ.973). Όπως είδαμε σχετικά και στο επεισόδιο της
1035-36. μοῖραν: Ίσως εκφράζεται εδώ μια γνωστή στωική ιδέα ότι ο κάθε
άνθρωπος έχει ένα πεπρωμένο που δεν μπορεί να αποφύγει. Η έννοια της
156
αγαπημένο ελληνιστικό λογοτεχνικό είδος, το μυθιστόρημα, απουσιάζει
εντελώς από τον επικό μηχανισμό όχι μόνο του Απολλωνίου, αλλά και
ωστόσο, απαντά μόνο τρεις φορές). Η απουσία της Σύχης από το επικό
λοιποί επικοί ποιητές, φαίνεται να μιμούνται εδώ τον Όμηρο, τον «ιδρυτή»
του επικού είδους, από τον οποίο απουσιάζει η έννοια της Σύχης.
Ολύμπιων θεών, σημαντική είναι η θέση της μοίρας. τα πλαίσια λοιπόν
ή αποτελούν επινοήσεις του επικού ποιητή, που μιμείται κατά αυτόν τον
τρόπο τα ομηρικά του διακείμενα, βλ. Goldhill (1991) 317-8. Σα ρήματα που
την ομηρική τεχνική (ποικιλία στην επιλογή των ρημάτων). Πρβ. και Ιλ. Ζ
κατάλογοι).
το συγκεκριμένο χωρίο έχουμε την τυπική για την αρχαία ελληνική και
157
λατινική λογοτεχνία παρομοίωση σύμφωνα με την οποία
και το γεράκι από την άλλη, βλ. Οράτ. Carm. 1.37.17-18 με Nisbet-Hubbard
(1970) ad loc. Βλ. επίσης Clausen (1994) 272. Ψστόσο η παρομοίωση πέρα
σύμβολο του genus tenue, δηλ. κυρίως της ελεγείας και της λυρικής
επικό κώδικα ενισχύεται υφολογικά και από την υιοθέτηση του επικού
ομηρικού τύπου ὑπέτρεσαν (Ο 636, Ρ 275, 587, Η 217) και μάλιστα στην ίδια
και στη συνέχεια εχθροί λόγω της παρέμβασης του σκότους και της
Σύχης, γίνονται ξανά φίλοι (δομική κυκλικότητα) και θρηνούν μαζί για
τους νεκρούς τους. Δύο βασικά μοτίβα της αρχαίας ελληνικής σκέψης
158
κυρίως από το τραγικό είδος, και η παρέμβαση της Σύχης, της
ἐστίν) κάποια τυπική συμπεριφορά στην απόδοση τιμών για τον θάνατο
ενός πολεμιστή εξαιτίας κάποιου λάθους και μάλιστα από φίλο (ξένος),
όπως εμφανώς προκύπτει από την επική αφήγηση. Για τον λόγο αυτό δεν
στο σχετικό χωρίο σχολιάζει ως εξής: ‘as if there were a model for the
proper or usual behaviour in such circumstances’. Ενώ στον επικό κόσμο του
νεκρών που με ηρωικό τρόπο χάνουν τη ζωή τους στα πλαίσια ενός
ίσως τρόπο σε έναν νεκρό που έχασε τη ζωή του από ένα λάθος.
1062. τόδε σῆμα: Ακόμη ένα αίτιο, βλ. επίσης Παπαγγελής (1994) 243,
παρελθόν, στο δραματικό χρόνο της αφήγησης και στο παρόν του
στον αναγνώστη την αλήθεια των λεγομένων. Ο όρος σμα δηλ., ενώ για
159
τη γλώσσα του έπους λειτουργεί ως λεκτικό ισοδύναμο του μνήματος, για
που αυτοκτονούν μετά τον θάνατο ενός αρσενικού μέλους του οίκου τους,
επίγραμμα του Καλλίμαχου για την αυτοκτονία της Βασιλώς (20 Pf).
του θανάτου κάποιας γυναίκας, πρβ. Loraux (1995) 61. Η πράξη αυτή της
τους συζύγους τους και τα υπόλοιπα αρσενικά μέλη της κοινότητας. Βλ.
σχοινιού ένα πολύ θηλυκό τέλος, είτε να αρπάξει το ξίφος, κλέβοντας από
αυτοκτονίας στη μυθολογία ίσως και λόγω του γεγονότος ότι μπορεί να
160
1066. Νύμφαι … ἀλσηίδες: Οι ελληνιστικοί ποιητές προτιμούν επίθετα
νυμφών σε –άς η –ίς, πρβ. Αλεξ. Αιτ. 3.22 Powell, Καλλίμ. Εκάλ. 4.109, 256.
βλ. Ιλ. Ζ 419-20 (Ηετίων), Βίων 19, Βεργ. Ecl. 5.20-1 (Δάφνις), Οβ. Met. 6.394
(Μαρσύας, Ορφέας ΙΙ. 48-9), ίλ.Ιταλ. 1.156, Υιλόστρ. Εικ. 2.4.3 (Ιππόλυτος).
Απολλώνιος παρουσιάζει τις νύμφες των δασών να θρηνούν για τον χαμό
της Κλείτης, καθώς αυτό εξυπηρετεί το αίτιό του. Οι νύμφες δηλ. των
δασών θρηνούν και από τα δάκρυά τους σχηματίζεται μία πηγή μες το
βιβλιογραφία.
σύνταξη του στίχου, όπως παρατηρεί σωστά ο Βασίλαρος (2004) ad loc, δεν
και όχι στα δάκρυα των Νυμφών, όπως δέχεται ο Ardizzoni (1970) 37-42,
εκδοχή του μύθου που συναντάμε στα Ορφικά Αργοναυτικά 594- 600. την
απαντά κυρίως στο μεταθεοκρίτειο βουκολικό είδος, πρβ. και Άδ. 34 καὶ
παγαὶ τὸν Ἄδωνιν ἐν ὤρεσι δακρύοντι και *Μόσχ.+ 3.29 Κρανίδες ὠδύραντο,
161
καὶ ὕδατα δάκρυα γέντο. Επίσης Οβ. Met. I 584 fletibus auget aquas και
11.47-8 lacrimis quoque flumina dicunt/ increvisse suis. Βλ. επίσης Ιλ. Ψ 602-
17, οφ. Αντιγ. 823-33, Καλλίμ. Εκάλη 2.22-4 για την μεταμόρφωση της
και από τους Νεάνθη από την Κύζικο - FGrH 84 F 12. και Δείλοχο από την
Κύζικο - FGrH 471F 10. Ο Παρθένιος ωστόσο, μολονότι κάνει λόγο για την
αυτοκτονία της Κλείτης δεν αναφέρεται καθόλου στο αίτιο της σχετικής
1068. θεαί: Οι νύμφες δεν ήταν, αθάνατες, αλλά μακρόβιες, πρβ. Ύμν.
Ομηρ. εις Δήμ. 257. Η αναφορά στις νύμφες, τις κατεξοχήν δηλ. θεότητες
πιο πάνω στην περίπτωση της κρήνης που προκύπτει από δάκρυα,
και προετοιμάζουν τον αναγνώστη για την ιστορία του Ύλα, δηλ. ενός
του πλακοῦντος (ή πελάνου): γλύκισμα από αλεύρι, μέλι και λάδι που
που προσέφερε κανείς στο μαντείο των Δελφών για να του δοθεί χρησμός,
162
(1989) 213. Η φύση αντιδρά με τον τρόπο αυτό στο αποτρόπαιο έγκλημα.
Πρόκειται ίσως για μια μορφή της pathetic fallacy, του τυπικού δηλ.
παράξενο εδώ συνίσταται στο νυχτερινό πέταγμα της Αλκυόνης ενώ δεν
3-4., Τγίν. Fab. 65, Oβ. Met. XI 410-748): η ιστορία της Αλκυόνης κατά
επεισοδίου, δηλ. την αυτοχειρία της Κλείτης μετά τον θάνατο του
163
ταξιδιού, βλ. σχετικά και Hunter (1999) ad loc. Ανάλογη λειτουργία
ταυτότητα του θεού που είναι υπεύθυνος για τον οιωνό της Αλκυόνης.
εξξ. και Levin (1971) 105, σημ. 5. πρόκειται για τη Ρέα. Ο Fränkel (1968) 132
θεωρεί ότι η θεός είναι η Ήρα), ενώ για άλλους η απουσία συγκεκριμένου
(Feeney (1991) 88-9, Ηunter (1993) 82-3, (1989) 156 ad 540-4). Περισσότερο
Williams (1968) 47, 133 και Lehmann (1969). Για αναπαραστάσεις πλοίων
(1949) 116-7.
164
1092. τόδ’ ἱερὸν: οι Wifstrand (1929) 5 εξξ. και Fränkel (1961 και 1968, 136
σημ. 299) διορθώνουν σε τόδε ῥίον, καθώς οι Αργοναύτες δεν είχαν ιδρύσει
φαίνεται να κινείται εδώ ακόμη μία φορά ανάμεσα στον δραματικό χρόνο
και τον χρόνο της αφήγησης. Σο ἱερὸν εδώ λειτουργεί προληπτικά για
επίσης η άποψη του Vian (1974) 101 σημ.4 πως το ἱερὸν εδώ δεν δηλώνει
ένα οικοδόμημα, αλλά απλώς την ιερότητα του χώρου που ήταν ήδη
δούμε ένα παιχνίδι ανάμεσα σε μια αντίληψη για έναν ιερό χώρο που
έχουν οι Αργοναύτες και την γνώση για ένα πραγματικό ιερό που έχει ο
αναγνώστης.
1094. Μητέρα: η Ρέα ή η Κυβέλη, γνωστή επίσης και ως Μήτηρ ὀρείη ή πιο
Ηρόδοτος αναφέρει πως λατρευόταν στην Κύζικο (4.76). Βλ. Burkert (1985)
την αφήγηση της δεύτερης παραμονής των Σρώων στη ικελία στο
165
1099. πεπείρανται: Ορθώς διορθώνει ο Koechly (1838) σε πεπείρανται. Ο
γλώσσες των χειρογράφων L,G και P, όπως κατέδειξε ο Wendel, 97 και 402,
Θρηίκιος για το λιμάνι της Κυζίκου, καθώς το τελευταίο δεν βρίσκεται στη
εξηγεί με βάση το ότι σύχναζαν στο λιμάνι έμποροι από το Βυζάντιο και
1112. Μακριάδες: Πρόκειται για υψώματα στη χώρα των Μακριέων, δηλ.,
κατά τα σχόλια, των Μακρώνων, των αποίκων των Ευβοέων. Κατά τον
166
προβληματική που θα εκθέσουμε στο επόμενο σχόλιο, τοποθετεί τα
του τόπου και η συνεκφορά έχει την ακόλουθη σημασία: όλη η χώρα της
Θράκης που βρίσκεται απέναντι, δηλ. απέναντι από την Κύζικο. τη
την ασιατική ακτή. Με βάση την οπτική του Delage, το Θρηίκιον λιμάνι πιο
αντίθεση προς την θέα που έχουν τώρα οι Αργοναύτες πάνω στο Δίνδυμο,
1114-5. κολῶναι Μύσιαι: οι πιο ψηλές κορυφές της περιοχής της Μυσίας.
1115- 1116. Ἀδρηστείης: πρόκειται για όνομα τόσο μιας πόλης όσο και
μιας πεδιάδας της περιοχής, δυτικά της Κυζίκου και του ποταμού
ανάμεσα στο Πάριον και την Πρίαπο, κοντά στις όχθες του Γρανικού
ποταμού, τοποθετεί δηλ. τόσο την πεδιάδα όσο και την πόλη στο ίδιο
γεωγραφικό σημείο. Ο Hasluck (1910) 95-7 τοποθετεί την πόλη κοντά στο
167
σημερινό Bighashehr. Σην πεδιάδα, ωστόσο, ο Απολλώνιος την ονομάζει
για τον ποταμό Αίσηπο, πρέπει να σημειώσουμε πως μαζί με τον Γρανικό
ποταμό εκβάλλουν στον κόλπο που σχηματίζεται στα βόρεια της αρχαίας
1116. πεδίον Νηπήιον: πρβ. τράβ. 503, 11. Σα σχόλια παραπέμπουν, στην
Ἑκάλη του Καλλίμαχου, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, (απ. 116 Hollis,
δένδρο», «το παλιό κλήμα» εδώ). ε κάθε περίπτωση, ωστόσο, είτε έχουμε
από ανάλογα ομηρικά χωρία (Θ 460, ξ 69). Πρέπει να σημειώσουμε ότι και
κλήματος. Για το πρόχνυ με τη σημασία του πάνυ βλ. και Rengakos (1994)
135-6.
168
1120. εὐκόσμως: Έμφαση δίνει ο Απολλώνιος με το επίρρημα εὐκόσμως
ενός έργου τέχνης, που συχνά συμβολοποιεί την αισθητική ποιότητα του
το ξόανο της θεάς και ο Απολλώνιος εὐκόσμως συνθέτει την αφήγησή του
παρατηρεί ο Hunter (2005) 659 «με τις τελετές προς τιμήν της Δινδυμηνής
για το carmen 63 του Κατούλλου βλ. σχετικά Fantuzzi- Hunter (2005) 659
όρος Ίδη, στη Υρυγία και σχετίζονται με την επεξεργασία μετάλλων και
τη μαγεία. Ήταν δέκα σαν τα δάκτυλα των χεριών (πρβ. οφ. Κωφοί
απ.364-66 Radt και Υερεκύδης FGrHist 3 F 47). Για την ονομασία Δάκτυλοι
169
εναλλακτική, η μητέρα τους Αγχιάλη άρπαξε τη γη με τα δάκτυλα των
χεριών της από τους πόνους της γέννας. Κατά μία άλλη εκδοχή, η
Αγχιάλη δεν ήταν μητέρα τους, αλλά τροφός τους, η οποία κατ΄εντολή
του Δία έλαβε χώμα από το όρος Ίδη, το οποίο έριξε προς τα πίσω και έτσι
Δάκτυλοι προήλθε από τον αριθμό τους, επειδή ήταν πέντε ή δέκα.
τόπο της συνάντησής τους με τη Ρέα, που τοποθετείται στην Ίδη της
Υρυγίας, και από την άλλη στο γεγονός ότι ακούμπησαν τα δάκτυλα της
Κατά τον αρχαίο Μνασέα ονομάστηκαν έτσι λόγω της μητέρας τους, Ίδας,
και του πατέρα τους, Δάκτυλου. Για τους Δακτύλους βλ. τησίμβροτος
1131. Οἰαξίδος: πόλη της Κρήτης δίπλα σε ομώνυμο ποτάμι, πρβ. Βεργ.
Ecl. Ι.66. Ο Clausen, ωστόσο, στο υπόμνημά του ad loc, δεν αποδέχεται τη
Κρήτης.
διάρκεια της θυσίας. Η κλαγγή των ασπίδων και των σπαθιών θα καλύψει
170
περιγραφή της οργιαστικής λατρείας της Κυβέλης που σκοπό έχει στον
1144. θῆρες: στη ζωφόρο του θησαυρού των ιφνίων στους Δελφούς (525
εξημέρωση των άγριων ζώων αποτελούν και αυτά τυπικά στοιχεία της
αναλυτική μελέτη του μοτίβου αυτού στο απολλώνειο έπος, βλ. Fern{ndez
1146. ὕδατι ναῖε: την εναλλακτική γραφή ναῖεν μας την παραδίδουν τα
περισσότεροι εκδότες έχουν δεχτεί την εναλλακτική γραφή ναίων αντί για
νάων. ε όλες τις άλλες περιπτώσεις που το νάω απαντά στον Όμηρο
(κυλώ, πηγάζω, τρέχω, βλ. Υ 197, ζ 292, Αργ. 4.1300), έχει το α βραχύ και
171
δεχτούμε την άποψη των περισσότερων σύγχρονων εκδοτών ότι στο Οδ. ι
1151 εξξ.: παννυχίδα για εξευμενισμό και τιμή της Ρέας. Βλ. σχετικά Vian
το αίτιο για την ίδρυση του ιερού της Ρέας. Η ανταγωνιστική αυτή επική
την Κύζικο και την συνέχιση του ταξιδιού και του έπους.
πρβ. Ιλ. Ν 23-31. Βλ. επίσης ομηρ. Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 217 ἵπποισιν
ἀελλοπόδεσσιν.
και 45, 4.93 34 ο ποταμός αυτός εκπηγάζει από τη μικρή Υρυγία, στα
τον Σάρσιο και τον Οδρυσσέα. Πρόκειται για τον σημερινό ποταμό
1164-6: Πλέουν έξω από τις ακτές της Υρυγίας κατά μήκος της ΝΑ ακτής
172
1165. Αἰγαίωνος: ο Αιγαίων ήταν Εκατόγχειρας, τον οποίο τιμώρησε ο
απολλώνειου έπους την οδό της επικής αλήθειας. Ο επικός ήρωας λοιπόν
δυνατός σε βαθμό που σπάει το κουπί του. Με αυτό τον τρόπο, ωστόσο,
αναστέλλει ως ένα σημείο την εξέλιξη του ταξιδιού και κατά συνέπεια
την εξέλιξη της επικής δράσης, του ίδιου του έπους. Ο φορέας δηλ. με
αναστέλλει την εξέλιξη της επικής δράσης και τούτο προοικονομεί αυτό
βιώσει στη συνέχεια και ο ίδιος. Επιπλέον η υπερβολική αυτή δύναμη του
Ηρακλή, που τον κάνει να σπάει το κουπί, λειτουργεί ενισχυτικά προς την
173
γειτνίαση με το κωμικό είδος. Ο Ηρακλής στην αρχαία λογοτεχνία έχει
Ὄρνιθες του Αριστοφάνη (για τον κωμικό χαρακτήρα του Ηρακλή στον
Αριστοφάνη, τον Ευριπίδη και τον Απολλώνιο Ρόδιο, βλ. κυρίως Pike
συγκρατήσει τον πόθο του για τον ερώμενο, θα προκαλέσει την ίδια
Σο κουπί σπάει επίσης, γιατί ο Ηρακλής δεν κωπηλατεί με τον ίδιο ρυθμό
με τους άλλους ούτε με την ίδια δύναμη. Και επειδή η κωπηλασία είναι
1172- 1176: εικόνα καθημερινής ζωής που έρχεται σε αντίθεση με την κάθε
174
φαίνεται να ενισχύει την κωμική εκτροπή που ήδη επισημάναμε στην
αποικία των Μιλησίων στο στόμιο του ομώνυμου ποταμού (Ηρ. 5.122, Ξεν.
ιδρύθηκε από τον Πολύφημο, τον Κίο ή τον Ηρακλή, βλ. σχετικά και
175
εκτείνεται ανάμεσα από τους δύο ανατολικούς κόλπους της Μυσίας –
Delage ό.π.
1184. ἀμφὶ πυρήια: Η γραφή ἀμφὶ είναι η εναλλακτική που μας παρέχει
(1961) και Ardizzoni (1967) δέχονται την γραφή αὖτε με βάση το Εt.Gen.
αυτή με τη σειρά της εδώ την άμεση υφολογική επίδραση του ομηρικού
βασική ωστόσο σειρά των όρων στα χειρόγραφα είναι η ακόλουθη: αὐτὰρ
176
αναγκαστικές για μετρικούς λόγους coniecturae. Επίσης η προσθήκη του
κατάληξη του ἑτάροις και την ίδια την δοτική οἷς εύκολα θα μπορούσε να
προς την ὕλην (δάσος) για να κατασκευάσει ένα κουπί που του ταιριάζει.
Για την ὕλην γενικά βλ. Meiggs (1982). Η αναφορά της ύλης μπορεί να
του Ύλα.
177
adiectivum talem exitum habere nequit. Κατά συνέπεια εδώ θα
loc.
1196. χαλκοβαρεῖ ῥοπάλῳ: Σο όπλο του Ηρακλή, όπως και όλα τα όπλα
φαίνεται πως λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά την ελληνιστική περίοδο,
λογοτεχνικές εκδοχές του μύθου στον Αντίμαχο από την Κολοφώνα και
τον Ηρόδωρο από την Ηράκλεια. Ψστόσο οι αναφορές στον μυθικό Ύλα
εμφανίζονται για πρώτη φορά στα τέλη του πέμπτου αι. π.Φ. (Κιναίθων,
Ελλάνικος). Εκτός από τον Απολλώνιο Ρόδιο και τον Θεόκριτο, στην
(Αίτ. απ.24-25 Pf.), μολονότι εδώ ο Ηρακλής δεν συναντά τον ερώμενό του,
αλλά τον πατέρα του Ύλα, τον Θειοδάμαντα. Εκτός από το έπος, την
ελεγεία (βλ. επίσης και Ευφ. απ.74-6 Powell) και τη βουκολική ποίηση, η
ιστορία του Ύλα εμφανίζεται και στη διδακτική ποίηση, στο έργο του
Ξεχωριστή είναι η αναφορά του Προπερτίου στον Ύλα στην ελεγεία 1.20
και η αναφορά του Hylas puer στα Γεωργικά του Βεργιλίου 3.6. Βλ. κυρίως
178
Palombi (1985), Hunter (1993) 39. Για μία σύγκριση της σχετικής
θεοκρίτειο ειδύλλιο και την εικοστή ελεγεία του πρώτου βιβλίου του
οποίος προσθέτει στην μελέτη του και τη σχετική επεξεργασία του μύθου
από τον Βαλέριο Υλάκκο (για τον Βαλέριο Υλάκκο πιο συγκεκριμένα βλ.
Traglia (1983) 304-25) και τέλος Murgatroyd (1992) 84-93, o οποίος, ωστόσο,
ασχολείται με τον μύθο του Ύλα στον Βαλέριο Υλάκκο, τον Antoninus
Liberalis και τον Δρακόντιο. Σο επεισόδιο του Ύλα εμφανίζεται και στα
Αυτό που είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε είναι ποιος των δύο ποιητών
59-63, (1999) 264-5), οδηγεί μάλλον στο συμπέρασμα πως προηγείται και
Forest (1994) 11-13. Για μια εξαντλητική μελέτη του Ύλα στην κλασική
1207. χαλκέῃ σὺν κάλπιδι: Πρβ. ομηρ. Ύμν. εις Δήμ. 107 κάλπισι
παρουσιάζει τον Ύλα να κρατά μια υδρία, τη στιγμή που υδρία φέρουν
179
συνήθως οι παρθένοι (Οδ. η 20). Υαίνεται, ωστόσο, πως εσκεμμένα ο
ερώμενου. Όσον αφορά στην κατασκευή της υδρίας από χαλκό, ο Hunter
ως κατά βάση χάλκινης εποχής, πριν δηλ. την περίοδο κατεργασίας του
σιδήρου. Για τον λόγο αυτό και ο Ύλας που δρά στον δραματικό χρόνο της
σύμφωνα με τον Hunter (1999) 276 υπαινίσσεται την κυκλώπεια φύση του
Ηρακλή καθώς και η παρουσία «Πολύφημου» στην ίδια σκηνή. Βλ. και
μαζί του τον μικρό Ύλα (νηπίαχον) με σκοπό ο τελευταίος να του παρέχει
και Gutzwiller (1981) 20, Hunter (1996) 170, Di Marco (1995) 121-39. Βλ.
παιδεραστική αυτή σχέση ανάμεσα στον Ύλα και τον Ηρακλή υποφώσκει
180
παρουσιάζεται ως ο τυπικός ερώμενος της αρχαίας ελληνικής
1211-1220: η σχέση του Θειοδάμαντα, δηλ. του βασιλιά των Δρυόπων, και
στον Θεόκριτο όσο και στον Καλλίμαχο, και μάλιστα σε δύο χωρία του
βόδι του Θειοδάμαντα, σκοτώνει και τον ίδιο. Σο μοτίβο της πείνας το
εμφανίζεται και στον Ύμνο εις Άρτεμιν (159-61), όπου και πάλι ο ήρωας
κυρίως στο πρώτο βιβλίο των Αργοναυτικών, τον Ύμνο εις Άρτεμιν του
Καλλιμάχου και τέλος το 17ο και το 24ο Ειδύλλιο του Θεοκρίτου, βλ. κυρίως
Effe 2003, 27-43 και Szepesi (2002-3, 313-49). Ο Απολλώνιος λοιπόν επιλέγει
κάτω (στ.1216). Για τον μύθο του Θειοδάμαντα στον Καλλίμαχο και τον
181
Απολλώνιο βλ. Ardizzoni (1935) 452-62 και (1967) 260-1, Βarigazzi (1976)
227-38.
Theiodamas darf deshalb nicht ‘’edel’’ sein. Για τον λόγο αυτό διορθώνει και
Με τον τρόπο αυτό ο Ηρακλής δεν θα σκότωνε έναν θεϊκό βασιλιά (δῖος),
1218-9, όπου ο Ηρακλής επιδιώκει την εύρεση μίας causa belli ενάντια
λαός που δεν νοιαζόταν για το δίκαιο. Ψστόσο, το δῖος έχει πολύ καλή
καθώς εδώ το ι του θέματος της λέξεως είναι μακρό, όπως και στους στ. 38
και 949. Για τους λόγους αυτούς πρέπει να διατηρηθεί η γραφή. Σο επίθετο
ποιότητα, πρβ. Ιλ. Γ 352, όπου ο Μενέλαος χαρακτηρίζει ως δῖον τον Πάρη.
λογοτύπου δῖος εδώ, ενισχύει τον επικό χρωματισμό του χωρίου και
καταφάσκει την επική ποιότητα του Ηρακλή εδώ. Για μία ανάγνωση της
182
1216. ἀνίῃ βεβολημένος. Προβληματική φαίνεται η ερμηνεία του χωρίου,
σημειώσαμε πιο πάνω, η ἀνία που έχει βάλει κατά του Θειοδάμαντα
απομάκρυνσή του δηλ. από το δίκαιο, κάτι που λειτουργεί για τον Ηρακλή
και απόλαυσης, και κυρίως όταν δεν κάνει άμεσα ο ίδιος τις εργασίες
διαταραχής.
μαζί με τον Ardizzoni (1967) 262 τον παράλληλο τύπο ἀνίαι στον
Καλλίμαχο με το ι βραχύ στην Εκ. 263 Pf. Δεν είναι ίσως τυχαίο πως η
του ομηρικού έπους, έρχεται σε μία αφηγηματική στιγμή, κατά την οποία
183
ο Απολλώνιος θα δηλώσει και πάλι, με την επιθυμία του να διακόψει το
1220: Για άλλη μια φορά (βλ. και πιο πάνω λ. Αἰθαλίδης) ο Απολλώνιος
Καλλιμάχου, που περιείχαν μια πλήρη αφήγηση του πώς ο Ύλας βρέθηκε
υπό την προστασία του Ηρακλή, βλ. σχετικά και Cuypers (2004) 49, σημ.14.
Πρόκειται δηλ. ίσως για μία όχι και τόσο σαφή αλεξανδρινού τύπου
δηλώσεις.
αναγνώστη υπενθυμίζοντάς του ότι πρόκειται απλώς για μια ιστορία και
γνωρίζει μέχρι και το όνομα της πηγής, βλ. Hunter (1999) 277). Η σκηνή
184
περιγραφή ενός locus amoenus (1141-1147) και ίσως και η περιγραφή του
τον Ύλα, του Θεόκριτου και του Απολλώνιου, γράφτηκαν με σκοπό την
παράλληλη ανάγνωσή τους (βλ. Hunter (1999) 264-265 και (1996) 59-63),
αρνητικά για τον επικό Ηρακλή, ο οποίος θα χάσει την επική του
1222-3. ἄρτι | Νυμφάων ἵσταντο χοροί: πρβ. και Θεόκρ. Ειδ. 13. 43: χορὸν
ἀρτίζοντο.
κατοικίας: των βουνών, των ρυακιών και των δασών. Βλ. και Γ 881-3 και Δ
1149-1151. Βλ. επίσης Hunter (1989) 195. Η διάκρισή τους απαντά ήδη στον
χωρίου. Για τις Νύμφες γενικά βλ. Bloch στο Roscher ΙΙΙ.1 (1897-1902) 500-
185
1228. κρήνης: Σο επεισόδιο του Ύλα μπορεί να ερμηνευτεί στη βάση της
γνωστής σύζευξης ανάμεσα στην εικόνα του νερού και της σεξουαλικής
επιθυμίας. Με άλλα λόγια το υδάτινο στοιχείο της λίμνης μέσα στο οποίο
της νύμφης. Για την χρήση του συγκεκριμένου μοτίβου στους νεωτερικούς
(Προπέρτιο και Οβίδιο) πρβ. κυρίως Papanghelis (1987) 91-2, 176-7, Wiggers
(1972) 128-9 και Segal (1969) 10, 24 εξξ. H ερωτική αυτή σύζευξη εντός των
υδάτων ανάμεσα στον νεαρό άνδρα και τη νύμφη του νερού λειτουργεί ως
ευφημισμός του θανάτου και συνδυάζει στο σημείο αυτό τον έρωτα με τον
θάνατο, προοικονομώντας έτσι έναν από τους πλέον βασικούς άξονες της
επιθυμίας (Hunter (1999) 262, βλ. επίσης Cowell (1969) 44-8). Η παραπάνω
(1.1229 Wendel). Εάν δεχτούμε την άποψη των σχολίων τότε το Ἐφυδατίη
186
1229-1239: η έντονη αγάπη του Απολλωνίου για το χρωματικό
του ερώμενου όσο και των νεαρών γυναικών είναι η επίδραση των
εκτός από την αντίληψη που έχει ο εραστής για τον ερώμενο (πρβ. Ίβυκος
PMG 288.1) και στην διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο status του
ερώμενου (ενός άνδρα) και το status του εραστή μιας γυναίκας (Ιλ. Ψ 347-
8, Hor. Carm. 1.4. 19-20). Ο Ύλας λοιπόν, ως χαρίεις, είναι παράλληλα και
το αντικείμενο του πόθου ενός εραστή (Ηρακλής), αλλά και μιας θηλυκής
συνηθισμένου στα Αργοναυτικά μόλις (1.674, 2.207, 488, 3.188, 634, 3.1025).
187
1234-1239: Ίσως πρόκειται για μια μορφή νυμφοληψίας, δηλ. της
απαγωγής ενός νεαρού αγοριού ή μιας νεαρής παρθένου από τις νύμφες.
ερώμενος του Πολύφημου και όχι του Ηρακλή (Ευφορίων απ.76 Powell).
τον Ύλα στο 13ο ειδύλλιο του Θεοκρίτου (61-3), όπου ο Ηρακλής
βάση τις αρχές της παράλληλης ανάγνωσης, όπως σημειώσαμε πιο πάνω,
Πολύφημος κρύβει από τον Ηρακλή στο κείμενο της αφήγησης τον έρωτά
πείνας που εμφανίζεται και εδώ στην εικόνα του πεινασμένου λιονταριού
και το οποίο παραπέμπει στην αδηφάγο πλευρά του Ηρακλή, την κωμική
εδώ έχουμε το μοτίβο της πείνας χωρίς να γίνεται άμεση αναφορά στον
Ηρακλή, όπως και πιο πάνω είχαμε, έστω και με αποσιώπηση, το μοτίβο
188
της πείνας στον φόνο του Θειοδάμαντα από τον ήρωα. Σο μοτίβο του
παρομοιώσεις βλ. Effe (2001) 160. Για μία σύγκριση του συγκεκριμένου
σχέση, γνωστή από άλλες πηγές. με τον τρόπο δηλ. αυτό ο αλεξανδρινός
έλξη ανάμεσα στους δύο ήρωες, στην ερωτική διέγερση που αισθάνεται ο
1242. πελώριον: Συπικό επικό επίθετο για τους ήρωες Αίαντα, Αχιλλέα,
ανθρώπινα όρια, πρβ. και 996 αἰνὰ πέλωρα (οι Γηγενείς), 4.143 πέλωρον (ο
διατηρήσουμε, μαζί με τους Glei, την γραφή των χειρογράφων, καθώς έχει
189
συντάγματα που περιλαμβάνουν τον ρηματικό τύπο ἔπλετο, όπως εδώ,
πρβ. Ξ 400.
1250-2: Η ακριβής σειρά των στίχων μες στο απολλώνειο κείμενο υπήρξε
το αντικείμενο κριτικής διαμάχης. Ο Fränkel (1964) 34, σημ.2 και (1968) 146-
147 μεταφέρει τους στίχους αυτούς, πιο πάνω, δηλ. μετά τον στ. 1242, τη
στιγμή δηλ. που ο Πολύφημος ακούει τις φωνές του Ύλα που πνίγεται και
πριν ο γιος του Έλατου φτάσει στις Πηγές, καθώς πιστεύει πως η λογική
του και μετά να κινείται προς ανεύρεση του νεαρού. Ψστόσο η σχολαστική
δεν υπακούει πάντοτε στους κανόνες της απλής λογικής. Πολλώ μάλλον
άμεσα στις κραυγές του Ύλα και στη συνέχεια βγάζει το σπαθί του, για
απειλούν τον αγαπημένο του Ύλα. Βλ. σχετικά Vian (1974) 266, Ardizzoni
(1967) 267, Köhnken (1970) 69-79, και τέλος την πειστική ανασκευή των
190
λόγους ποικιλίας. Η ευκτική λοιπόν πέλοι δεν δημιουργεί κανένα
μετά την εξάρτησή της από τον ιστορικό χρόνο ὧρτο δίεσθαι.
είναι και οι μόνες, δεν είναι η αλήθεια εδώ. Οι λογικές εναλλακτικές του
ἐνζέω αντί του πιο συνηθισμένου ἀναζέω αποτελεί την lectio difficilior και
1264. αὐτὸν: Τιοθετούμε εδώ και πάλι την γραφή της χειρόγραφης
παράδοσης αὐτόν, αντί της διόρθωσης του Fränkel (1968) 147 εξξ. σε αὐτοί,
191
συντακτική θέση του άμεσου αντικειμένου του ὑπέκφερον, το οποίο
παρομοιάζεται με ταύρο που τον έχει τσιμπήσει ο μύωψ. Βλ. επίσης Αργ.
ύφους επαναλαμβάνει το μύωψ του στ.1265 σε οἶστρος στον στ. 1269. Βλ.
1272. μεγάλῃ βοάασκεν ἀυτῇ: Πρβ. Θεόκρ. Ειδ. 13.58 τρὶς μὲν Ὕλαν
τελετών προς τιμήν του Ύλα, βλ. τράβ. 12.4.3 και Αντων.Λιβ. 26.5. Πρβ.
επίσης Gow ad loc, Köhnken (2001) 78-9 Hunter (1999) 262-263. Για την
ετυμολογική σύνδεση του Ὕλα με την ὕλα βλ. Kretschmer (1925) 33-36 -
μπουν στο πλοίο και να επωφεληθούν από τους ούριους ανέμους. Είναι
επικής του αφήγησης όπως είναι εδώ ο Σίφυς. Για την συγκεκριμένη αυτή
192
τάση του Απολλωνίου βλ. Rosenmeyer (1990) 187-218. Επιπλέον με τον
Ηρακλή.
1283. τῆμος τούς γ’ ἐνόησαν ἀιδρείῃσι λιπόντες: Πρβ. Θεόκρ. Ειδ. 13. 68-
silly enough not to notice that Heracles is not on board (πρβ. Hunter (1999) ad
εμφανίζεται συχνά στην Ιλιάδα. Βλ. Fenik (1968) 96-98. Ακόμη μία φορά
του Ιάσονα. ύμφωνα με τον Vian (1974) 111, σημ.2 η ἀμηχανία του αυτή
πραγμάτων η οποία τον διέκρινε από τους συντρόφους του· για μια
ψυχολογική ερμηνεία του επεισοδίου βλ. και Hunter (1988) 444-5. Ο Klein
(1983) 115-26 ερμηνεύει τον όρο στην σκεπτική φιλοσοφική διάστασή του,
βλ. και Beye (1982) 60. Για την ερμηνεία της αμηχανίας ως μελαγχολίας
χρήση της φράσης θυμὸν ἔδων, την οποία συναντούμε συχνά στην Ιλιάδα
193
για να δηλώσει την κατάθλιψη ενός ήρωα. Ψστόσο, εδώ διακρίνουμε μια
τυπική κατάσταση για τον Ιάσονα όπως διαπιστώνουμε και στο 1.460. Σο
καθώς διαφοροποιεί τον Ιάσονα από το ομηρικό επικό πρότυπό του, τον
πολυμήχανο δηλ. Οδυσσέα. Σόσο η έναρξη του λόγου του αφηγητή που
ἀμηχανίας. τον στ.1286 κατ΄αρχάς έχουμε την χρήση του δυικού αντί για
στον 1287 έχουμε τον συνδυασμό οὐδέ τι τοῖον... οὐδέ τι τοῖον, ιδιαίτερα
(1967) 271, αλλά καθόλου στην ποίηση. Η γλώσσα του πεζού λόγου εδώ με
Αχιλλέα. Ο Πηλέας ως πατέρας του Αχιλλέα είναι από τις πιο σημαντικές
194
εγκατάλειψη του Ηρακλή με πολιτικούς όρους, καθώς αποδίδει στον
πρόθεση τον Ηρακλή, έτσι ώστε να μην υπάρχει κανένα έλλειμα στην
επικά κριτήρια και δίνει έμφαση στην επική δόξα. Η πιθανότητα τέτοιων
απολλώνειου έπους βλ. κυρίως Fränkel (1957) 1-19). Η πιο πάνω altercatio
prequel της επικής σύγκρουσης ανάμεσα στον γιο του Σελαμώνα, τον
Αίαντα, και τον Οδυσσέα. Πρόκειται για άλλη μια περίπτωση ενός
επικού επεισοδίου.
σχεδόν των Αργοναυτών, οι οποίοι συμμετέχουν κατά την άποψή του στο
ἄστλιγγες, ωστόσο, εφόσον το σύνολο τόσο της άμεσης όσο και της
195
1302. ἦ τέ σφιν στυγερὴ τίσις ἔπλετ’ὀπίσσω: Πρόκειται για τον γνωστό
μύθο σύμφωνα με τον οποίο ο Ηρακλής τιμώρησε τους γιους του Βορέα,
Ζήτη και Κάλαϊ με θάνατο στην Σήνο μετά το πέρας της Αργοναυτικής
κατοχυρώνεται σε έναν άλλο μύθο. Πράγματι έτσι έγινε γιατί έτσι μας
55).
Απολλώνιου σχετικά με την μοίρα των γιων του Βορέα στα χέρια του
την προσωπική του συμμετοχή στη θλίψη για την δυστυχία ενός
έπους, αλλά όχι στα σχετικά σχόλια του αφηγητή. Σο βασικό πρότυπο
τεκταινόμενα από την οπτική του αφηγητή εμφανίζεται για πρώτη φορά
αποκορύφωμά της με τον Θεόκριτο, βλ. σχετικά και Morrison (2007) 232,
284.
196
1301-1309. αίτιον για τις δύο στήλες της Σήνου.
ναυτικούς και ήταν μισός άνθρωπος και μισός ψάρι. Βλ. σχετικά Vian
(1974) 266. Λειτουργεί εδώ ως ο από μηχανής θεός που δίνει τέρμα στην
1315-6: όπως παρατηρεί ο Köhnken (2001) 85, σχετικά με την έλευση του
μοτίβο της εγκατάλειψης όσο και το μοτίβο της τελικής άφιξης στην
των φωνών του Γλαύκου και του Απολλωνίου) επισημαίνει πως σκοπός
του Ηρακλή είναι να επιτελέσει τους δώδεκα άθλους του. Ο Γλαύκος δηλ.
είναι για τον Απολλώνιο ένας απλός guest-star στο έπος του, καθώς
197
λογοτεχνικός σκοπός του είναι να αποτελέσει τον πρωταγωνιστή μιας
στην υπηρεσία του Ευρυσθέα: στη συνέλευση των θεών που συγκλήθηκε
την ημέρα που θα γεννιόταν ο Ηρακλής, ο Δίας δήλωσε πως το παιδί αυτό
Ευρυσθέα παρά τον δόλο της Ήρας ως κύριο του Ηρακλή που θα τον
1321-22: το συγκεκριμένο χωρίο έχουμε ένα επιπλέον αίτιο για την κτίση
της πόλεως της Κίου (κτίσις πόλεως, αγαπητό θέμα της ελληνιστικής
γεγονότα που οδήγησαν στην ίδρυση της πόλεως, βλ. σχετικά Sourvinou-
Inwood (2005) 244-251. Για την μυθική αυτή εκδοχή που εξυπηρετούσε την
πολιτική εικόνα της Κίου βλ. επίσης Νίκ. απ.48 Schneider 57.
198
1328. κοίλην...νῆα: επικό επίθετο. Δεν χρειάζεται εδώ να διορθώσουμε
μαζί με τους Campbell (1971) 402 εξξ. και Vian (1974) την αιτιατική των
κοῖλος αποτελεί τυπικό επίθετο για καράβια, πρβ. Liddell-Scott ad loc., και
για τον λόγο αυτό δεν χρειάζεται να αθετήσουμε την γραφή της
χειρογράφων από τον Fränkel (1961), o οποίος ακόμη μία φορά ελέγχεται
1333. πέρι γάρ μ΄ἄχος ἧκεν ἐνισπεῖν: Προβληματική υπήρξε και η κριτική
εναλλακτική πέρι στα SPE. Όσο δε για το ρήμα και πάλι υπάρχει
ομοφωνία ως προς τον τύπο ἧκεν, με την διαφοροποίηση της v.l εἷλεν στο
L και το Α. Και πάλι ο Fränkel (1968) 152 εξξ. διορθώνει σε ἐπὶ ... ἧκεν,
διόρθωση που γίνεται αποδεκτή και από τον Ardizzoni (1967). Ψστόσο,
τόσο η σύνταξη του ἥκω με απαρέμφατο του σκοπού (για τη χρήση του
72), όπως εδώ (ἐνισπεῖν), όσο και η επιρρηματική χρήση της περὶ με τη
πρβ. οφ. Ο.Κ. 12 κ.α., Liddell- Scott ad περί, και ως εκ τούτου δεν
σχεδόν της παράδοσης, βλ. και Vian (1973) 84, (1974), Giangrande (1971)
199
1332. ε αντίθεση με το ομηρικό επικό πρότυπο, όπου η μνις λειτουργεί
την μείωση που υπέστη στο στάτους του ως αρχηγού λόγω της οργίλης
αντίληψη της περιόδου μετά τον Αλέξανδρο για τη διαχείριση της οργής
από τον καλό αρχηγό, πρβ. Hunter-Fantuzzi (2005) 203. Μετά λοιπόν τον
στοιχείο συζήτησης για τις αρετές ενός καλού ηγεμόνα. τα πλαίσια
την επική οργή με αριστοτελικές αντιλήψεις για τον θυμό και την
διαχείρισή του καθώς επίσης και την πολιτική φιλία. Βλ. και Nussbaum
200
1340-43: Ο Ιάσονας δίνει έμφαση εδώ στην συλλογικότητα της
άλλος από τους Αργοναύτες έπεφτε θύμα αδικίας. Με άλλα λόγια δηλ. ο
κόσμος της επικής ντροπής, ο οποίος στηρίζεται στις ατομικές αξίες της
των συνεπειών της, υποχωρεί εδώ μπροστά στην έννοια της ενοχής
αποτέλεσμα της μετάβασης του αρχαίου κόσμου από την ηρωική εποχή
διαπιστώνεται στο απολλώνειο έπος ήδη από την αρχή του. ε αντίθεση
εκστρατεία καταξιώνεται με την σώα έκβαση του ταξιδιού τόσο για τον
αρχηγό όσο και για το πλήρωμά του, βλ. και Goldhill (1991) 315. Ο
δυσκολίες του και στα ηθικά διλήμματά του, ο ήρωας που επιτυγχάνει τον
σκοπό του μέσω της συναίνεσης και όχι της βίας, βλ. Carspecken (1952)
101, Ηerter (1973) 36, Vian (1978), Zanker (1987) 201-3 και Jackson (1992) 155-
62- ο Lawall (1966) 119-69 φτάνει μάλιστα στο σημείο να τον χαρακτηρίσει
αντι-ήρωα και true gentleman (168 σημ.13, βλ. και Fusillo (1985), ενώ ο
Green (1988) 1-15 ‘common man’· βλ. επίσης και Fränkel (1960, 1), Beye
201
για να αναδείξουν τις ελληνιστικές αξίες της αφοσίωσης και
1351-3: Πρβ. τράβων 12.4.3 και Αντ.Λιβ. Έθιμο της Μυσίας (Προύσα)
του Ύλα. Γιορτάζουν ίσως την ανανέωση της βλάστησης (Ύλας- ύλη-
δάσος), βλ. και τους μύθους του Άδωνι, του Τάκινθου και της Περσεφόνης.
Για μια εκτεταμένη ανάλυση του εθίμου βλ. Sourvinou-Inwood (2005) 74-
79, 329-359.
λόγους» εδώ τα δύο πρώτα βιβλία (Glei 1996 159, σημ.100) που καλύπτουν
αμφότερα τον κατάπλουν στη χώρα του Αιήτη. Σο δεύτερο βιβλίο ξεκινά
202
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΥΙΑ
Agosti, G. (1994). «Ila nella caverna (su Arg. Orph. 643-8)», MD 32: 175-92.
Rodio», στο: Studi classici in onore di Quintino Cataudella, Catania: vol. II.: 9-
18.
Lanham.
Allen, T.W. (1894). «On the composition of some Greek manuscripts», JPh
22: 157-63.
203
Ardizzoni, A. (1965α). «Per il testo di Apollonio Rodio», BPEC 13: 3-7.
Bachofen, J.J. (1992). Myth, Religion, and Mother Right: Selected Writings of
Egypt, Leiden.
Apollonios Rhodios (Argo. 1.601 bis 909), Valerius Flaccus (Argo. 2.72 bis 430)
204
Βασίλαρος, Γ. Ν. (2004). Απολλωνίου Ροδίου Αργοναυτικών Α. Εισαγωγή,
Beekes, R.S.P. (2004). «The origin of the Kabeiroi», Mnemosyne 57: 465-77.
το: Antonietta Porro & Guido Milanese (επιμ.). Poeti e filologi, filologi-
poeti. Composizione e studio della poesia epica e lirica nel mondo greco e romano.
10: 31-55.
Structures, Carbondale.
205
Bittlestone, R., Diggle, J., Underhill, J. (2005). Odysseus Unbound. The Search
Blakely, S. (2006). Myth, Ritual and Metallurgy in Ancient Greece and Recent
Africa, Cambridge.
Bona, G. (1995). «Pindaro tra poeti e filologi alessandrini», στο: Porro, Α. &
poesia epica e lirica nel mondo greco e romano. Atti del congresso Brescia 26-27
Bradley, K.R. (1994). «The Nurse and the Child at Rome: Duty, Affect and
Branscome, E. R. (2006). The Phaeacians and the Doliones. The use of Homer in
http://www.apaclassics.org/AnnualMeeting/06mtg/abstracts/BRANSCO
ME.pdf
Braund, S. & Most, G. (επιμ.) (2003). Ancient Anger. Perspectives from Homer
97-117.
206
Brioso S{nchez, M. (2003). «El concepto de divinidad en las Argon{uticas
Urbana-Champaign.
Burkert, W. (1960). «Das Lied von Ares und Aphrodite. Zum Verhältnis
84.
207
Campbell, M. (1971). «Further Notes on Apollonius Rhodius», CQ 21: 402-
23.
47: 69-90.
Privitera, G.A. (επιμ.), Studi in onore di Anthos Ardizzoni, Roma vol. I 117-
26.
Rhodius, Leiden.
193-219.
Carspecken, J.F. 1952. «Apollonius Rhodius and the Homeric Epic», YCS
13: 33-143.
208
Cataudella, Q. (1963). «Note critiche al testo delle Argonautiche di
Ciani, M.G. (1964/5). «La parola omerica τηλύγετος», ΑIV 123: 157-66.
Clauss, J. (1993). The Best of the Argonauts. The Redefinition of the Epic Hero in
Cole, S. G. (1984). Theoi megaloi. The Cult of the Great Gods at Samothrace,
Leiden.
Coldstream, J.N. 1983. «Gift Exchange in the Eighth Century B.C.», στο
Haegg, R. (επιμ.), The Greek Renaissance of the Eigth Century B.C.: Tradition
Cumont, F. (1960). Astrology and Religion among the Greeks and Romans. New
York.
209
Cusset, C. (2001). «Apollonios de Rhodes, lecteur de la tragédie classique».
(διδ.διατρ.), Leiden.
Literature, Leiden.
Tradition, Leuven.
Leiden.
De Jong, I., Nünlist, R., Bowie, A. (2004) (επιμ.). Narrators, Narratees, and
1). Leiden.
210
Delage, É. (1930). La géographie dans les Argonautiques d’Apollonios de Rhodes,
Bordeaux.
Storiche. Firenze.
Detienne, M. & Vernant, J.P. (1974). Les ruses de l’intelligence: la mètis des
Grecs, Paris.
Dräger, P. (2001). Die Argonautika des Apollonios Rhodios. Das zweite Zorn-
Dräger, P. (2002). Apollonios von Rhodos, Die Fahrt der Argonauten, Stuttgart.
211
Drögemüller, H-P. (1956). Die Gleichnisse im hellenistischen Epos.
(διδ.διατρ.), Hamburg.
Egéen, Paris.
Effe, B. (2000). «Die Apotheose des Herakles und die Wiederkehr der
Effe, B. (2003). «Der Held als Gott. Die Apotheose des Herakles in der
alexandrinischen Dichtung», στο: Binder G., Effe, B. & Glei, R.F. (επιμ.).
27-43.
212
Erbse, H. (1963α). Βιβλιοκρισία στο: Apollonii Rhodii Argonautica rec. H.
Toronto.
213
Feeney, D. C. (1991). The Gods in Epic. Poets and Critics of the Classical
Tradition, Oxford.
Fortunatae 7: 63-70.
Finley, M. (1955). «Marriage, Sale and Gift in the Homeric World», Revue
214
Fränkel, H. (1964). Einleitung zur kritischen Ausgabe der Argonautika des
Apollonios, Göttingen.
Youngstown.
Rhodios, Amsterdam.
215
Giangrande, G. (1976). «Aspects of Apollonius Rhodius’ Language», PLLS
Goldhill, S. (1991). The Poet’s Voice: Essays on Poetics and Greek Literature,
Cambridge.
London.
Gould, J. (1980). «Law, custom and myth: aspects of the social position of
Green, P. (1988). «The armchair epic. Apollonius Rhodius and the voyage
1-15.
Angeles.
216
Griffin, J. (1977). «The Epic Cycle and the Uniqueness of Homer», JHS 97:
39-53.
Hajnal, I. (2004) «Die Tmesis bei Homer und auf den mykenischen Linear
Haslam, M.W. (1978). «Apollonius Rhodius and the Papyri», ICS 3: 47-73.
ZPE 1: 113-6.
217
Henrichs, A. (1970). «Apollonios Rhodios 1.699-719 (P.Mil. 6 und P.Colon.
seit dem Jahre 1921, II: Apollonios von Rhodos», Bursians Jahresbericht 285
Argonautika, Freiburg.
Hunt, I.W. (1890). «Homeric Wit and Humor», TAPha 21: 48-58
Hunter, R.L. (1986). «Apollo and the Argonauts. Two notes on Ap. Rhod.
436-53.
218
Hunter, R.L. (1993). The Argonautica of Apollonius: literary studies,
Cambridge.
Hunter, R.L. (1995). «The divine and human map of the Argonautica»,
107-13.
219
Jackson, S. B. (1993). Creative Selectivity in Apollonius’ Argonautica,
Amsterdam.
121-7.
Janko, R. (1982). Homer, Hesiod and the Hymns. Diachronic Development in the
Jensen, L.B. (1963). «Royal Purple of Tyre», Journal of Near Eastern Studies
22: 104-18.
Kirk, G.S. (2005). Ομήρου Ιλιάδα. VI: Ραψωδίες Υ-Ψ, επιμ. Δ.Ιακώβ-
Α.Ρεγκάκος, Θεσσαλονίκη.
115-26.
220
Koch, H. Η. (1955). Die Hylasgeschichte bei Apollonios Rhodios (Arg. I 1153
ff.), Theokrit (Eidyllion XIII), Properz (Elegie I 20) und Valerius Flaccus (Arg III
310-19.
Köhnken, A. (1965). Apollonios Rhodios und Theokrit. Die Hylas- und die
442-62.
221
Kretschmer, P. (1925). «Mythische Namen», Glotta 14: 33-6.
173-174: 175-183.
46-55.
Krevelen, Dirk A. van. (1970). «Zu Apollonios Rhodios Arg. IV,153», RhM
113: 272.
Laqueur T. (1990). Making Sex: Body and Gender from the Greeks to Freud,
London.
Lacey, W.K. (1966). «Homeric Ἕδνα and Penelope's Κύριος», JHS 86: 55-
68.
222
Larson, J. L. (2001). Greek Nymphs: Myths, Cult, Lore, New York.
Vol. 3, T37-48.
19: 119-69.
223
Loraux, N. (1995). Βίαιοι θάνατοι γυναικών στην τραγωδία (ελλ. μτφρ. Α.
Ροβάτσου), Αθήνα.
Αθήνα.
Kyrene», στο: Foxhall, L. & Salmon, J. (επιμ.), When men were men:
98-110.
Homer, Zürich.
Mauss, M. (1954) The Gift. London (αγγλ. μτφρ. του Essai sur le don
[1925]).
224
McLennan, G. R. (1973). «The employment of the infinitive in Apollonius
Oxford.
56.
Morales, Η. (2005). Metaphor, Gender and the Ancient Greek Novel, στο:
225
Morgan, G. (1978). «Aphrodite Cytherea». TAPhA 108: 115-120.
Morrison, J.S. & Williams, R.T. (1968), Greek Oared Ships 900-322 B.C.,
Cambridge.
Morrison, A.D. (2007). The Narrator in Archaic Greek and Hellenistic Poetry,
Cambridge.
Amazon Cleta», στο: G.R. Tsetskhladze (επιμ.). Ancient Greeks, West and
Bruxelles: 84-93.
Οξφόρδη.
226
Nishimura-Jensen, J. M. (1998). «The poetics of Aethalides. Silence and
Pace, C. (2002) La fame del leone (Theocr. 13, 62-67), SemRom 5: 213-229
M.F., Milano.
Cambridge.
227
Papanghelis, T. D. (1994). «Hoary ladies. Catullus 64 and Apollonius
Oxford.
Pavlock, B. (1990). Eros, Imitation, and the Epic Tradition, Ithaca και London.
59: 443-59.
Stuttgart.
228
Piñero, F. (1975). «La transmisión del texto de Apolonio de Rodas a la luz
Pocock L.G. (1958). «Gadflies and the Laestrygonians», C.R. n.s. 8: 109-11.
Commentary, Amsterdam.
τόμ., Milano.
Rhodius», στο: Harder, Μ.Α., Regtuit, R.A. & Wakker, G.C. (επιμ.),
am Main.
München.
229
Rengakos, A. (2003). «Tempo e narrazione nelle Argonautiche di
für Joachim Latacz anläßlich seines 70. Geburtstages, München & Leipzig: 277-
304.
Richter G.M.A. (1966). The Furniture of the Greeks, Etruscans and Romans,
London.
50: 29-44.
230
Rudhardt, J.- Reverdin, O. (1981). Le sacrifice dans l’antiquité, Vandoeuvres-
Universidad de Huelva).
Schibli, H.S. (1983). «Fragments of a Weasel and Mouse War», ZPE 53: 1-
25.
(διδ.διατρ.), Groningen.
στο: Harder, Μ.Α. & Cuypers, M.P. (επιμ.). Beginning from Apollo. Studies
231
Seaton, R.C. (1892). «De La Ville de Mirmont’s translation of Apollonius
Rhodius», CR 6: 392-7.
Arethusa 7: 139-60.
Philosophy, Dordrecht.
ιστάκου, E. (2004). Η άρνηση του έπους. Όψεις του Σρωικού μύθου στην
232
Sourvinou-Inwood, C. (2005). Hylas, the Nymphs, Dionysus and others. Myth,
86-94.
113-33.
103-113.
Quellenverwertung, Bern.
Lévi-Strauss, C. (1966). The Savage Mind (αγγλ. μτφρ. John Weightman &
Baltimore.
233
Thompson, W. (1936). A Glossary of Greek Birds, Oxford.
Thomson, G.D. (1941). Aeschylus and Athens: A Study in the Social Origins of
Drama. London.
Toohey, P.G. (2004) Melancholy, Love and Time. Boundaries of the Self in
Tsetskhladze, G.R. (1995). «Did the Greeks go to Colchis for metals?», OJA
14.3: 307–331.
234
Vian, F. (1954). «Les comparaisons de Quintus de Smyrne», RPh 28: 30-51
& 235-43.
RHT 2: 171-95.
Texte établi et commenté par F.V. et traduit par Émile Delage, Paris.
Vian, F. (1981). Apollonios de Rhodes. Argonautiches. Tome III : Chant IV. Texte
établi et commenté par F.V. et traduit par Émile Delage et F.V. , Paris.
235
Vian, F. (1987). «Poésie et geographie. Les retours des Argonautes»,
Chants I-II. Texte établi et commenté par F.V. et traduit par E.D. Tome II: Chant
III. Texte établi et commenté par F.V. et traduit par E.D. Tome III: Chant IV.
Texte établi et commenté par F.V. et traduit par E.D. & F.V. , Paris.
mythologie et les dieux dans les Argonautiques et dans l’Éneide (διδ. διατρ.),
Paris.
14-21.
West, M.L. (1981). «The singing of Homer and the modes of early Greek
236
Wheeler, S.M. (1999). A Discourse of Wonders. Audience and Performance in
AC 61: 135-57.
323-6.
F), Göttingen.
and Aeneid V. Cybele and ritual», στο: Carl Deroux (επιμ.). Studies in Latin
237
Literature and Roman History, VIII. Latomus (Collection Latomus 239),
Bruxelles: 5-28.
WS 13: 52-75.
Audience, London.
238