You are on page 1of 239

ΑΡΙ΢ΣΟΣΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙ΢ΣΗΜΙΟ ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢

ΥΙΛΟ΢ΟΥΙΚΗ ΢ΦΟΛΗ
ΣΜΗΜΑ ΥΙΛΟΛΟΓΙΑ΢
ΣΟΜΕΑ΢ ΚΛΑ΢ΙΚΨΝ ΢ΠΟΤΔΨΝ

ΔΙΔΑΚΣΟΡΙΚΗ ΔΙΑΣΡΙΒΗ

Δήμητρα Κουκουζίκα

Απολλωνίου Ροδίου Aργοναυτικά:


Ερμηνευτικό Τπόμνημα στο 1ο βιβλίο (στ.605-1362)

Επόπτης καθηγητής: Α. Ρεγκάκος

ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ 2008
ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ

Ι. Εισαγωγή

1. ΢τόχοι και σκοπιμότητα της παρούσας έρευνας…………………2

2. Εκδοχές του μύθου πριν τον Απολλώνιο- πηγές του

Απολλώνιουγια τη σύνθεση των

Αργοναυτικών<<<<<<<<<.<<<.. 4

3. Δομή και περιεχόμενο των υπό εξέταση επεισοδίων……………. 6

4. Γλώσσα και ύφος<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<.. 12

5. Φειρόγραφη παράδοση…………………………………………….. . 25

ΙΙ. Τπόμνημα

Αναλυτικός κατά στίχον σχολιασμός…………………………. 32

ΙΙΙ. Βιβλιογραφία……………………………………………………………. 203

1
ΕΙ΢ΑΓΩΓΗ

1. ΢τόχοι και σκοπιμότητα της παρούσας έρευνας

Απαραίτητο προστάδιο της ενασχόλησής μας με το υπό εξέταση θέμα,

είναι μια γενικότερη χαρτογράφηση της προγενέστερης έρευνας γύρω

από αυτό, η οποία θα μας επιτρέψει να εντοπίσουμε τα desiderata της ως

τώρα θεωρητικής ερμηνείας και κατά συνέπεια να αιτιολογήσουμε την

παρούσα ερμηνευτική απόπειρα και να διατυπώσουμε τις κατευθυντήριες

γραμμές της. Κατά συνέπεια, ξεκινάμε με μία σύντομη αναδρομή στην

ιστορία των υπομνημάτων του Απολλωνίου επισημαίνοντας τις βασικές

ερμηνευτικές τους κατευθύνσεις (status quaestionis).

΢ε αντίθεση με το τρίτο βιβλίο που υπήρξε το επίκεντρο του κριτικού

ενδιαφέροντος πολλών υπομνηματιστών, το πρώτο βιβλίο δεν είχε την

ίδια τύχη. Πρώτος ο Ardizzoni το 1967 εκδίδει το υπόμνημα στο πρώτο

βιβλίο των Αργοναυτικών, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, δηλ. το 1974, θα

δημοσιευθεί η σχολιασμένη έκδοση του Vian για τα βιβλία 1 και 2, ενώ τα

υπομνήματα των δύο επόμενων βιβλίων θα ολοκληρωθούν το 1980 και

1981 αντίστοιχα. Οι δύο αυτές σχολιασμένες εκδόσεις βελτιώνουν

ικανοποιητικά το κείμενο του Fränkel – OCT editio, καθώς λαμβάνουν

υπόψη τους περισσότερα χειρόγραφα και εξαιρετικά σημαντικά παπυρικά

δεδομένα. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί εδώ το μνημειώδες έργο του

Hermann Fränkel, Noten zu den Argonautika des Apollonios, München 1968.

Μολονότι η εργασία αυτή δεν αποτελεί υπόμνημα υπό τη στενή έννοια

του όρου, ωστόσο σε αυτή την μελέτη μπορεί να βρει κανείς

συγκεντρωμένες πολλές πληροφορίες που αφορούν στην ερμηνευτική

προσέγγιση του Απολλωνίου Ροδίου. Οι παραπάνω μελέτες ακολουθούν

την παραδοσιακή υπομνηματιστική μεθοδολογία και επικεντρώνονται

κατά κύριο λόγο σε ζητήματα κειμένου, γλώσσας και ύφους, ενώ οι

2
περισσότερο ερμηνευτικές παρατηρήσεις είναι αρκετά περιορισμένες.

Υτωχό είναι εν γένει και το υπόμνημα των Glei το 1996, ενώ οι Paduano –

Fusillo το 1986 καινοτομούν αρκετά με το να εστιάζουν το ενδιαφέρον

τους κυρίως σε ζητήματα αφηγηματολογίας.

΢κοπός της διατριβής αυτής είναι συνεπώς να προσφέρει ένα εκτενές

υπόμνημα στους στίχους 605-1362 του πρώτου βιβλίου των Αργοναυτικών

του Απολλωνίου Ροδίου· το τμήμα αυτό επιλέχθηκε με κριτήριο τη

νοηματική αυτοτέλεια και τη σπουδαιότητά του για τη δομή και τη

σύνθεση της υπόλοιπης αφήγησης. ΢τον σύγχρονο κριτικό λόγο για το

έργο του Απολλωνίου μπορεί να διαπιστώσει κανείς την ύπαρξη αρκετών

υπομνημάτων που ασχολούνται άλλοτε με το σύνολο του απολλωνείου

έργου και άλλοτε περιορίζονται σ’ ένα βιβλίο ή σε τμήμα βιβλίου. Ψστόσο,

για το τμήμα αυτό του πρώτου βιβλίου του Απολλωνίου του Ροδίου τα

υπομνήματα τα οποία υπάρχουν, όπως ήδη σημειώσαμε, είτε είναι

παλαιά και εν πολλοίς ξεπερασμένα βιβλιογραφικά (Vian, Fränkel),

καθώς από το 1985 και μετά κατά κύριο λόγο η βιβλιογραφία του

Απολλωνίου αυξάνεται σημαντικά, είτε παρουσιάζουν μια ερμηνευτική

μονομέρεια. Οι Paduano-Fusillo για παράδειγμα, παρέχουν κατά κύριο

λόγο μεμονωμένα και περιστασιακά σχόλια αφηγηματολογικού

ενδιαφέροντος, ενώ η μελέτη του Βασίλαρου, δηλ. το πιο πρόσφατο

υπόμνημα για το πρώτο βιβλίο περιορίζεται κατά κύριο λόγο σε σχόλια

παραδοσιακού φιλολογικού τύπου χωρίς και πάλι ιδιαίτερη εμβάθυνση.

΢κοπός της δικής μας εργασίας κατά συνέπεια είναι να προσφέρει ένα

εκτενές υπόμνημα στους στίχους 605-1362 με σχόλια που αφορούν τόσο σε

σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις του απολλωνείου έπους

(αφηγηματολογία, ποιητική, ψυχανάλυση) όσο και στην παραδοσιακή

φιλολογική πεπατημένη. Πολλά προβλήματα κειμένου αντιμετωπίζονται

κριτικά και υιοθετούνται, στη βάση μιας παλαιογραφικής και γλωσσικής

3
υφολογικής μελέτης, παραλλάσσουσες γραφές μη αποδεκτές από την

πρόσφατη κριτική βιβλιογραφία.

2. Εκδοχές του μύθου πριν τον Απολλώνιο- πηγές του Απολλωνίου

για τη σύνθεση των Αργοναυτικών.

΢κοπός του υποκεφαλαίου αυτού είναι να αναφέρει συνοπτικά με

χρονολογική σειρά σχετικά εκτενείς αναφορές στον μύθο του

Αργοναυτικού Κύκλου1, όπως αυτές προηγήθηκαν της λογοτεχνικής του

διασκευής από τον Απολλώνιο, και θα μπορούσαν ως εκ τούτου να

λειτουργήσουν ως λογοτεχνικά πρότυπα του τελευταίου.

 Ποικίλες, μη συστηματικές ωστόσο, αναφορές στον Αργοναυτικό

Κύκλο, διαπιστώνουμε ήδη στα ομηρικά έπη, αλλά και στα Κύκλια.

Για παράδειγμα, στην Ιλιάδα, εμφανίζεται ως βασιλιάς της Λήμνου

ο Εύνηος, ο υιός του Ιάσονα και της Τψιπύλης, στην Οδύσσεια ο

επώνυμος ήρωας του έπους συναντά στην Νέκυια την Συρώ, ενώ

στους Νόστους, ένα κύκλιο έπος, γίνεται λόγος για την μαγικού

χαρακτήρα «αναγέννηση» του Αίσονα (απ.6 Allen)

 Ησ. Θεογ. στ.992-1002 και 1011-1016.

 Κορινθιακά, Εύμηλου. ΢ύμφωνα με την επική αφήγηση του

Εύμηλου, ο Αιήτης υπήρξε πρώτα βασιλιάς της Κορίνθου και έπειτα

της Κολχίδας.

 Ανωνύμου Ναυπάκτια. Καταλογικό ποίημα, στο οποίο γινόταν

εκτενής αναφορά στον Αργοναυτικό Κύκλο.

 Πίνδαρος. ΢τα πλαίσια του τέταρτου Πυθιόνικου, ο Πίνδαρος

αναφέρει στους στ. 71 εξξ. αρκετά στοιχεία της Αργοναυτικής

1
Πξβ. García (1971), Hunter (1989) 12-21, Green (1997) 35-71, Dräger (1993) (2001), Köhnken
(2003), Smyka (1973).

4
εκστρατείας. ΢ύμφωνα με τον ποιητή, η ίδρυση της Κυρήνης από

τον Βάττο αποτελεί εκπλήρωση σχετικής προφητείας της Μήδειας

μετά το επεισόδιο της Λιβύης, το οποίο λαμβάνει χώρα κατά την

επιστροφή των Αργοναυτών στην Ελλάδα2. Οι αρχαίοι σχολιαστές

του Πινδάρου αναφέρουν ότι πηγή του ήταν ο Υερεκύδης (o οποίος

φαίνεται να είχε ασχοληθεί εκτενώς με το μύθο, βλ. Υερεκύδη απ.

(FHG) 59-64).

 Λύδη του Αντίμαχου του Κολοφώνιου. ΢το έργο αυτό συναντούμε

εκτενείς αναφορές που καλύπτουν το σύνολο σχεδόν της

Αργοναυτικής εκστρατείας, από την κατασκευή της Αργούς μέχρι

και την επιστροφή στην Ελλάδα με το ενδιάμεσο επεισόδιο της

Λιβύης.

 Σραγικοί του 5ου αι. 3 Ο Αισχύλος ασχολήθηκε με τον αργοναυτικό

κύκλο στις ακόλουθες τραγωδίες: Ἀργὼ, Λήμνιοι, Ὑψιπύλη,

Κάβειροι. Προφανώς στα πλαίσια μιας τετραλογίας. Ο ΢οφοκλής

αξιοποίησε σχετικά επεισόδια του αργοναυτικού κύκλου στις

παρακάτω τραγωδίες του: Ἀθάμας 1 και 2, Υρίξος, Λήμνιαι, Ἄμυκος,

Υινεὺς 1 και 2, ΢κύθαι, Ριζοτόμοι, Κολχίδες. Όσον δε για τον

Ευριπίδη, μολονότι η Μήδειά του ασχολείται με θέματα

μεταγενέστερα του αργοναυτικού κύκλου, ωστόσο, προϋποθέτει

αρκετά δεδομένα του4.

 Σα Αργοναυτικά του Ηροδώρου από την Ηράκλεια του Πόντου.

Πηγή του φαίνεται πως ήταν τα Ναυπάκτια, για τα οποία κάναμε

2
Πξβ. επίζεο Wilamowitz (1913) 278-9, Braswell (1988) 354- 360, Bona (1995). Γηα ηε ζρέζε ηνπ
έλαηνπ Πσθιόνικοσ ηνπ Πηλδάξνπ κε ηα Αργ. 2.502-5 δεο Marshall (1998).
3
Γηα ηε ζρέζε ηνπ Απνιιώληνπ Ρόδηνπ κε ηελ αηηηθή ηξαγωδία πξβ. Smackeit (2003). Πξβ. επίζεο
Fantuzzi (1983). Γηα ηε ζρέζε ηνπ κε ηνλ Αηζρύιν πην ζπγθεθξηκέλα πξβ. Griffiths (1990).
4
Γηα κηα πην αλαιπηηθή ζπδήηεζε ηωλ ζρέζεωλ ηεο ηξαγωδίαο κε ην πξώην βηβιίν ηνπ Απνιιωλίνπ
πξβ. ζρεηηθό ιήκκα. Όζνλ δε γηα ηε ζρέζε κηαο άιιεο ηξαγωδίαο ηνπ Επξηπίδε, ηεο Ιφιγένειας εν
Ταύροις, κε ηα Αργοναστικά ηνπ Απνιιωλίνπ βι. Sansone (2000). Γηα ηελ ζρέζε ηεο Μήδειας (1021-
55) κε ηα Αργοναστικά 3.772-801 βι. Fritz (1959) 66-71, Papadopoulou (1997). Βι. επίζεο de Marco
(1963).

5
λόγο πιο πάνω και αποτελεί βασική πηγή του πρώτου και δεύτερου

βιβλίου των Αργοναυτικών του Απολλωνίου.

 Σα Αργοναυτικά του Διονυσίου από τη Μυτιλήνη. Πρόκειται για

έναν συγγραφέα σύγχρονο του Απολλωνίου, πληροφορίες για το

έργο του οποίου αντλούμε από τον Διόδωρο τον ΢ικελιώτη.

Ο Απολλώνιος φαίνεται πως χρησιμοποίησε τις πιο πάνω πηγές με το

κριτικό μάτι του ελληνιστικού φιλολόγου συνδυάζοντας συχνά

διαφορετικές εκδοχές ή υιοθετώντας, και πάλι κατά το ελληνιστικό έθος,

την λιγότερο αποδεκτή σε σχέση με την communis opinio εναλλακτική.

3. Δομή και περιεχόμενο των υπό συζήτηση επεισοδίων

΢το κεφάλαιο αυτό της εισαγωγής θα παρουσιαστούν οι βασικές

θεματικές ενότητες των υπό σχολιασμό επεισοδίων και θα γίνει μια

σύντομη αναφορά σε αυτά, με στόχο τον εντοπισμό των βασικών

εκφάνσεων της αφήγησης που θα αποτελέσουν το επίκεντρο της

παρούσας ερμηνευτικής απόπειρας του έπους. Περισσότερες

λεπτομέρειες, ωστόσο, που αφορούν τόσο σε φιλολογικά προβλήματα των

επεισοδίων όσο και σε ευρύτερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις βρίσκονται

συγκεντρωμένες στα σχετικά λήμματα του υπομνήματος. ΢υνοπτικά η

εξέλιξη της πλοκής μέχρι τον στ.605 έχει ως εξής: Μετά το προοίμιο, όπου

γίνεται λόγος για τον Ιάσονα και τον Πελία, ακολουθεί ο κατάλογος των

Αργοναυτών κατά την επική σύμβαση. ΢τους στ.234-518 ο Απολλώνιος

περιγράφει την εκλογή του Ιάσονα ως αρχηγού της αργοναυτικής

εκστρατείας και τα γεγονότα εν γένει που λαμβάνουν χώρα την

παραμονή του απόπλου. ΢τον στ.519 αρχίζει η αφήγηση του ταξιδιού προς

τη Λήμνο.

6
Ενότητα 1, στ.605-720: Άφιξη των Αργοναυτών- ΢υνέλευση των Λημνίων

γυναικών. Από τον στ.605 εξξ. αρχίζει το Λήμνιο επεισόδιο μετά τον

διάπλου του Παγασητικού από τους Αργοναύτες. Ο αφηγητής

Απολλώνιος εκθέτει την προϊστορία της σφαγής των Λημνίων ανδρών

από τις γυναίκες τους. Ο εξωδιηγητικός αφηγητής επισημαίνει το

παράδοξο της διακυβέρνησης της νήσου από γυναίκες, οι οποίες

αντικρίζοντας τους Αργοναύτες και θεωρώντας πως οι τελευταίοι είναι οι

εχθροί τους Θράκες οπλίζονται εναντίον τους. Οι Αργοναύτες στέλνουν

τον κήρυκα τους Αιθαλίδη και η Τψιπύλη συγκαλεί συνέλευση των

γυναικών, στην οποία προτείνει να δοθούν δώρα φιλοξενίας στους

Αργοναύτες χωρίς να τους δεχτούν στην πόλη. Με την παρέμβαση

ωστόσο της γηραιότερης Πολυξώς, η οποία επισημαίνει την ανάγκη για

αναπαραγωγή και ερωτική σύζευξη, η συνέλευση αποφασίζει να γίνουν

δεκτοί οι άνδρες. Η Ιφινόη αποστέλλεται στους Αργοναύτες ως πρέσβης

των Λημνίων. Όπως έχει επισημανθεί στη σχετική βιβλιογραφία (πρβ.

κυρίως Hurst (1967) 58-62, Clauss (1993) 107-10) στο συγκεκριμένο

επεισόδιο διακρίνουμε μία αυστηρή δομική αλληλουχία μοτίβων και

περιστατικών. Έτσι η παρουσία των ανδρών πολεμιστών στους στ.609-32,

που προηγείται της αφήγησης για τη σωτηρία του Θόαντα, αντιστοιχεί

στην παρουσία των γυναικών πολεμιστών στους στ. 633-39, όταν δηλαδή

οι Λήμνιες γυναίκες παίρνουν τα όπλα με σκοπό να αντιμετωπίσουν την

υποτιθέμενη εναντίον τους επίθεση θρακικών φύλων, ενώ στην

πραγματικότητα δεν είναι οι Θράκες, αλλά οι Αργοναύτες που

προσεγγίζουν τη Λήμνο. Επίσης η πρεσβεία του Αιθαλίδη, που προηγείται

της συνέλευσης των γυναικών και του λόγου της Πολυξώς, βρίσκεται σε

αφηγηματική αντιστοιχία με την πρεσβεία της Ιφινόης που ακολουθεί τον

λόγο της Πολυξώς. Από τα παραπάνω διαφαίνεται καθαρά πως μία

δομική διπολικότητα, η οποία ορίζεται από το φύλο των πρωταγωνιστών

7
(αρσενικό vs θηλυκό), διατρέχει το σύνολο της αφηγηματικής δομής της

συγκεκριμένης ενότητας.

στ.721-909 Ο μανδύας του Ιάσονα- συνάντηση Ιάσονα-Τψιπύλης-

αποχώρηση από τη Λήμνο. Ο Ιάσονας εισέρχεται στην πόλη φορώντας

τον χιτώνα, του οποίου γίνεται μια εκτενής περιγραφή (ἔκφρασις), η

οποία αφηγηματικά τέμνει το Λήμνιο επεισόδιο σε δύο ισομεγέθη

αφηγηματικά τμήματα, στ. 609-720 και 774-909. Πρόκειται για έναν

κατακόκκινο χιτώνα με ποικίλες παραστάσεις, οι οποίες περιγράφονται

διεξοδικά. Πιο συγκεκριμένα οι παραστάσεις που απεικονίζει ο χιτώνας

είναι οι ακόλουθες:

1. Κύκλωπες που επεξεργάζονται τον κεραυνό του Δία.

2. Θεμελίωση της Θήβας από τον Αμφίονα και τον Ζήθο.

3. Η Αφροδίτη μπροστά στην ασπίδα του Άρη.

4. ΢ύγκρουση Σηλεβόων και Σαφίων.

5. Αρματοδρομία Πέλοπα-Μυρτίλου.

6. Ο Απόλλων σε νεαρή ηλικία τοξεύει τον Σιτυό.

7. Ο Υρίξος και το κριάρι που μιλάει.

Ο Ιάσονας, όμορφος σαν λαμπρό αστέρι, κερδίζει τον θαυμασμό όλων των

Λημνίων γυναικών και της Τψιπύλης πιο συγκεκριμένα. Η νεαρή

βασίλισσα προσφέρει στον Ιάσονα τη δική της ψεύτικη εκδοχή για την

απουσία ανδρών από τη Λήμνο. ΢ύμφωνα λοιπόν με αυτή οι Λήμνιοι

άνδρες δεν είναι νεκροί αλλά εξορισμένοι στη γη της Θράκης, λόγω της

άνομης ερωτικής τους σχέσης με τις γυναίκες της περιοχής. Παράλληλα η

Τψιπύλη προσφέρει στον νεαρό άνδρα την εξουσία στη νήσο, πρόταση

την οποία διακριτικά και ευγενικά απορρίπτει ο Ιάσονας, καθώς

επισημαίνει την ανάγκη ολοκλήρωσης της αποστολής του. Ψστόσο, με

παρέμβαση της Αφροδίτης, οι Αργοναύτες σμίγουν ερωτικά με τις

Λήμνιες και ο Ιάσονας με την Τψιπύλη. Εξαίρεση αποτελεί ο Ηρακλής, ο

8
οποίος, ως η κατ’εξοχήν επική φωνή του επεισοδίου, επισημαίνει την

ανάγκη συνέχισης και ολοκλήρωσης της αποστολής χωρίς να φείδεται

των προσβολών κατά του Ιάσονα. Οι Αργοναύτες αναχωρούν και, μετά

από σχετικό ερώτημα της Τψιπύλης, ο Ιάσων, ως ιδεολογικός φορέας του

αρχαιοελληνικού ιδεώδους για τη διαιώνιση του οίκου, ζητά από την

Τψιπύλη, σε περίπτωση που ο ίδιος δεν επιστρέψει στην πατρίδα του, να

στείλει το προϊόν του έρωτά τους, εφόσον είναι αγόρι, στους γονείς του,

για να τους φροντίσει και να συνεχίσει τον οίκο τους. ΢τους στίχους 774

εξξ. έχει διαπιστωθεί και πάλι (βλ. την σχετική βιβλιογραφία πιο πάνω)

μία αφηγηματική αντιστοιχία επεισοδίων. Έτσι η συνέλευση των

Αργοναυτών (στ.861-74) πλαισιώνεται από επαναλαμβανόμενα μοτίβα,

τα οποία διαζευκτικά βρίσκονται σε αφηγηματικά τμήματα που

προηγούνται και έπονται της συνέλευσης των Αργοναυτών. Έτσι η πρώτη

συνομιλία Τψιπύλης και Ιάσονα στους στ. 793-841 αντιστοιχεί στη δεύτερη

συνομιλία τους στους στ.886 εξξ., όπου για δεύτερη φορά η Τψιπύλη

προτείνει γάμο και βασιλική εξουσία στον Ιάσονα, την οποία ο ήρωας των

Αργοναυτικών απορρίπτει και πάλι. Επίσης η άφιξη των Αργοναυτών

στην Μύρινα αντιστοιχεί στην απομάκρυνσή τους από την πόλη αυτή

στους στ.875 εξξ. και την παρεπόμενη έξοδο των γυναικών από τα τείχη

της πόλης.

στ.910-1151 Επεισόδιο της ΢αμοθράκης και των Δολιόνων

Οι Αργοναύτες φτάνουν στο νησί Ηλέκτρα (δηλ. τη ΢αμοθράκη) και

μυούνται στα Καβείρια Μυστήρια. Ο Απολλώνιος, ωστόσο, σεβόμενος τον

μυστικό χαρακτήρα των τελετών δεν αποκαλύπτει περισσότερες

λεπτομέρειες. Επόμενος βασικός σταθμός του ταξιδιού των Αργοναυτών

είναι η χώρα των Δολιόνων. Εκεί γίνονται δεκτοί με τιμές από τους

κατοίκους και τον βασιλιά τους Κύζικο, ο οποίος είχε λάβει χρησμό να

9
υποδεχτεί και να φιλοξενήσει γένος πολεμιστών. Οι Αργοναύτες ζητούν

από τον Κύζικο γεωγραφικές πληροφορίες σχετικά με την περιοχή και,

εξαιτίας της αδυναμίας του τελευταίου να προσφέρει ακριβείς

πληροφορίες, ανεβαίνουν οι ίδιοι στο Δίνδυμο όρος για αυτοψία.

΢υγκρούονται με τους Γηγενείς και τους εξολοθρεύουν με ουσιαστική

παρέμβαση του Ηρακλή. ΢τη συνέχεια αποπλέουν, αλλά μια τρικυμία

τους φέρνει πίσω στη γη των Δολιόνων. Μες στο σκοτάδι δεν

αποκαλύπτεται η ταυτότητά τους και συγκρούονται με τους κατοίκους

της περιοχής. Ο Κύζικος σκοτώνεται από τον Ιάσονα, κάτι που

αποκαλύπτεται με το πρώτο φως της ημέρας. Προσφέρονται νεκρικές

τιμές στον νεαρό βασιλιά και η Κλείτη, η σύζυγος του Κυζίκου,

αυτοκτονεί. Ο Ιάσονας θυσιάζει προς τιμήν της θεάς Κυβέλης πάνω στο

Δίνδυμο. Και στο επεισόδιο αυτό διακρίνουμε αφηγηματική δομική

αλληλουχία. Η πρώτη λοιπόν άνοδος των Αργοναυτών στο όρος των

Άρκτων στ.961-88 έχει ως το αφηγηματικό της αντίστοιχο την δεύτερη

ανάβαση στους στ.1053 εξξ., όπου γίνεται μύηση των Αργοναυτών στη

λατρεία της Κυβέλης. Η αφηγηματική επαλληλία υπογραμμίζεται

περισσότερο μέσω της αφηγηματικής αντίστιξης δύο μαχών: αυτής, δηλ.

με τους Γηγενείς 989-1011, που έπεται της πρώτης ανόδου, με αυτήν κατά

των Δολιόνων που προηγείται της δεύτερης ανόδου, 1026-1052.

1152-1362 Άφιξη στη Μυσία-επεισόδιο του Ύλα-θεϊκή παρέμβαση του

Γλαύκου

Αποτέλεσμα της υπερβολικής δύναμης και του υπερβάλλοντος ζήλου του

Ηρακλή είναι να σπάσει το κουπί του. ΢ταματούν στη Μυσία, όπου

γίνονται δεκτοί από τους κατοίκους φιλόξενα, και ετοιμάζεται δείπνο. Ο

Ηρακλής αναζητεί κατάλληλη ξυλεία, για να κατασκευάσει κουπί, ενώ ο

Ύλας, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει το απαραίτητο νερό για το

10
δείπνο, πέφτει θύμα απαγωγής από μία νύμφη των νερών. Ο Πολύφημος

διαπιστώνει την απουσία του Ύλα και πληροφορεί σχετικά τον Ηρακλή, ο

οποίος σαν «νευρόσπαστο» αναζητά τον αγαπημένο του. Οι Αργοναύτες

αναχωρούν από την περιοχή χωρίς να αντιληφθούν την απουσία των

τριών συντρόφων τους. Μόλις όμως γίνει αντιληπτή, προκαλείται ένταση

ανάμεσα στον Ιάσονα και τον Σελαμώνα, καθώς ο τελευταίος κατηγορεί

τον πρώτο για σκοπιμότητα. Με την θεϊκή κυρίως παρέμβαση του

Γλαύκου αποκαλύπτεται το θεϊκό σχέδιο για το μέλλον του Ηρακλή και

πιο συγκεκριμένα η επιθυμία των θεών να μην ολοκληρώσει ο ήρωας τον

Αργοναυτικό Κύκλο, δηλ. να μην ακολουθήσει τους Αργοναύτες

συντρόφους του ως το τέλος της εκστρατείας. Ψς απόρροια της θεϊκής

αυτής παρέμβασης επέρχεται η συμφιλίωση ανάμεσα στον Ιάσονα και

τον Σελαμώνα. Και στα πλαίσια αυτού του επεισοδίου έχει ήδη

επισημανθεί στη σχετική βιβλιογραφία5 η ύπαρξη αφηγηματικής δομικής

αλληλουχίας. Έτσι, όσον αφορά στο επεισόδιο του Ύλα, μπορούμε να

διαπιστώσουμε αφηγηματική αντιστοιχία στη μεταφορά που έχει ως

θεματική της την πείνα, τόσο στο επεισόδιο που ο Ηρακλής χάνει το

κουπί του, όσο και στο επεισόδιο που μέσω της τεχνικής του flashback

περιγράφεται η αρπαγή του Ύλα από τον Ηρακλή. Αφηγηματική

αντιστοιχία διαπιστώνουμε επίσης στην χρήση παρομοιώσεων από το

ζωικό βασίλειο, για να καταδειχθεί τόσο η αντίδραση του Πολύφημου

στον χαμό του Ύλα, όσο και η αναστάτωση που αυτή προκαλεί στον

Ηρακλή. Όσον δε για το κλείσιμο του επεισοδίου θα μπορούσε κανείς να

διαπιστώσει αφηγηματική αντιστοιχία στην παρέμβαση των Βορεάδων

που έπεται της φιλονικίας Ιάσονα και Σελαμώνα από τη μια και στην

παρέμβαση του Γλαύκου από την άλλη, που προηγείται της συμφιλίωσης

του Ιάσονα με τον Σελαμώνα.

5
Βι. θπξίωο Clauss (1993) 176 εμμ.

11
4. Γλώσσα και ύφος

Βασικό χαρακτηριστικό της γλώσσας του Απολλώνιου είναι ο ομηρικός

της χρωματισμός τόσο σε επίπεδο μορφολογίας όσο και σε επίπεδο

λεξιλογίου (μεμονωμένες λέξεις αλλά και συνεκφορές)6. Ο ελληνιστικός

ποιητής διαλέγεται συχνά τόσο με τη γλώσσα του Ομήρου όσο και

ευρύτερα με την γλώσσα του αρχαϊκού ελληνικού λόγου, πολλές φορές

χωρίς κάποιο ιδιαίτερο υφολογικό κίνητρο. ΢κοπός του κεφαλαίου αυτού

είναι να προσδιορίσει τον βαθμό της μίμησης αυτής στους στίχους 605 εξξ.

Πιο συγκεκριμένα θα επισημανθούν οι μορφολογικοί και λεξιλογικοί

ομηρισμοί, που εμφανίζονται άλλοτε στην ίδια μετρική θέση με το

ομηρικό τους διακείμενο και άλλοτε όχι. Θα προσδιοριστεί επίσης ο

βαθμός διαφοροποίησης της απολλώνειας γλωσσικής και υφολογικής

επιλογής σε σχέση με το ομηρικό πρότυπο, όπου αυτή υπάρχει. Ακολουθεί

η μελέτη της επίδρασης του τραγικού λεκτικού στους υπό εξέτασιν

στίχους. ΢τη συνέχεια γίνεται μία προσπάθεια να καταδειχθεί ο βαθμός

της γλωσσικής και υφολογικής επικοινωνίας ανάμεσα στον Απολλώνιο

και τον Καλλίμαχο, χωρίς ωστόσο εδώ να μπορούμε να προσδιορίσουμε,

με βάση την ποιότητα των δεδομένων μας, την πηγή της γλωσσικής

μίμησης παίρνοντας έτσι θέση στο γνωστό desideratum της ελληνιστικής

φιλολογίας σχετικά με τη χρονική προτεραιότητα του Καλλίμαχου σε

6
Βαζηθέο κειέηεο γηα ηνλ πξνζδηνξηζκό ηεο παξαπάλω νκεξηθήο ηαπηόηεηαο ηνπ απνιιώλεηνπ
ιεθηηθνύ θαη ηεο απνιιώλεηαο γιώζζαο θαη ύθνπο ελ γέλεη είλαη νη αθόινπζεο: Boesch (1908), Marxer
(1935), Fränkel (1936), Herter (1956) 314-24, Giangrande (1973) (1976), Campbell (1981), Hunter
(1989) 38-42, Βαζίιαξνο (1993), Κπξηάθνπ (1995), Redondo (2000), Fantuzzi (2001), Fantuzzi-Hunter
(2005) 426-453, Takahashi (1989). Επηπιένλ ζηεξηρηήθακε ελ πνιινίο θαη ζηα παιαηόηεξα
ππνκλήκαηα (βι. ζρεηηθά ζηελ εηζαγωγή, θεθ.1). Σα γιωζζηθά ζηνηρεία πνπ εδώ ζπγθεληξώλνληαη θαη
ζρνιηάδνληαη έρνπλ εληνπηζηεί θαη από ηελ πξνγελέζηεξε θηινινγία. Ωζηόζν, παξνπζηάδνληαη εδώ γηα
πξώηε θνξά θαηεγνξηνπνηεκέλα κε βάζε γιωζζηθά, πθνινγηθά θαη κεηξηθά θξηηήξηα, ηα νπνία
πηνζεηήζεθαλ ζηελ εξκελεπηηθή πξνζέγγηζε ηωλ ζη. 605-1362 ηωλ Αργοναστικών. ΢θνπόο είλαη λα
δώζνπκε ζηνλ αλαγλώζηε κηα νινθιεξωκέλε, θαηά ην δπλαηόλ, απεηθόληζε ηεο γιωζζηθήο ζρέζεο
ηνπ Απνιιώληνπ κε ην νκεξηθό έπνο, ηελ αξραϊθή ιπξηθή πνίεζε, ηελ ηξαγωδία θαη ην Καιιηκάρεην
opus. Η ηαμηλόκεζε απηή, πέξα από ηελ αμία ηεο απηή θαζεαπηήλ, έρεη ωο ζθνπό λα πξνϊδεάζεη ηνλ
αλαγλώζηε γηα ηνπο ηύπνπο ηωλ γιωζζηθώλ θαη κεηξηθώλ θαηλνκέλωλ κε ηα νπνία αζρνιείηαη θαη ην
θύξην ηκήκα ηνπ ππνκλήκαηόο καο.

12
σχέση με τον Απολλώνιο ή το αντίθετο. Η μελέτη συμπληρώνεται από

σχολιασμό ασυνήθιστων συντάξεων, διαλεκτικών τύπων και ἅπαξ και

πρῶτον εἰρημένων στον Απολλώνιο.

Α. ΕΠΙΔΡΑ΢Η ΣΗ΢ ΟΜΗΡΙΚΗ΢ ΓΛΩ΢΢Α΢ ΢ΣΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟ

1. Λεξιλόγιο

α. λέξεις και συνεκφορές στην ίδια μετρική θέση με το ομηρικό

πρότυπο:

 611 ἀπηνήναντο→ Η 185.

 622 ἧκε φέρεσθαι→ Υ 120.

 639 ἐπὶ δέος→ Α 515, θ 563.

 650 δέχθαι ἰόντας→ Α 23, 377.

 655 ὁμιλαδὸν→ Μ2, Ο 277, Π 730.

 662 μέγα ἔργον→ Ε 303, Η 444, Κ 282, Π 208, Τ 286, γ 275, δ 663, μ 473,

π 346, τ 92, ω 426.

 668 φίλη τροφὸς→ β 361, δ 742, τ 21, χ 419, 480, 485, 492, ψ 25, 39, 69.

 683 ἀποφθινύθουσι→ Ε 643. 687 νειοῖο Κ 353, ΢ 547.

 692 ἣ θέμις ἐστί→ γ 1877.

 694 ἀλεωρή→ Μ 57, Ο 533, Ψ 216.

 703 Ὄρσο προστακτική βλ. Δ 204, Ε 109, Ψ 88, η 442.

 704 ἡμέτερον δὲ→ θ 39, ω 267.

 705 ἐνίσπω→ Λ 839.

 720 ἐπεντύνοντο (ομηρικό άπαξ λεγόμενο)→ ω 89.

 722 δίπλακα πορφυρέην→ Γ 126, Φ 441.

 722 περονήσατο→ Κ 133.

 723 δρυόχους ομηρικό άπαξ λεγόμενο→ τ 574.

7
Πρβ. ωστόσο σε άλλη μετρική θέση Β 73, Ι 33, 276, Σ 177, γ 45, λ 451.

13
 772 αὐτὸς ἑκὼν→ β 1338.

 774 προτὶ ἄστυ→ Γ 116, Η 310, Λ 683, η 2.

 777 δι’ἠέρος→ Ξ 288.

 777 ὄμματα θέλγει clausula→ Ψ 343, ε 47, ω 3.

 778 γάνυται→ ν 493, υ 405.

 781 τῷ ἴκελος→ Λ 467, ΢ 591, δ 249, ε 54.

 787 σανίδεσσιν→ φ 137, 164.

 793 ἐπὶ χρόνον→ Β 299, μ 407, ξ 193.

 803 θυμοφθόρον→ β 429, δ 716, κ 363, τ 323.

 822 πῃ ἄλλῃ→ β 127, σ 288, γ 251, χ 140.

 829 Οὐδέ σ’ ὀίω clausula→ A 170, E 284.

 848 διεπέφραδεν→ ΢ 9.

 852 ἀκήρατος Ο 498, Ψ 403, ρ 532.

 856 αὐτὸς ἑκὼν→ δ 649.

 857 καὶ εἰλαπίνῃσι→ Κ 217.

 870 ἐελμένοι Μ 38, Ν 524, ΢ 287.

 872 Ἴομεν→ Ι 625, Μ 328, Ξ 374.

 875 Ὥς νείκεσσεν→ Η 161, Ψ 29.

 876 ἀνασχεθέειν ε 320.

 886 ἠρήσατο Α 351, 355.

 891 παρέσσεται→ Ι 135, 277.

 909 ἐφέστιοι γ 234, η 248, ψ 55.

 920 κεχάροιτο→ β 249.

 926 ἄη Νότος→ μ 325.

 927 αἰπὰ ῥέεθρα clausula→ Θ 369, Υ 9.

 942 ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι→ ζ 120, ι 175, ν 201.

 954 Καλὸς δὲ λιμὴν→ ζ 263.

8
σε διαφορετική μετρική θέση δ 649

14
 975 Μέροπος Περκωσίου→ Β 831, Λ 329.

 993 παλίντονον→ Θ 266, Κ 459, Ο 443, φ 1159.

 996 αἰνὰ πέλωρα→ κ 219.

 1001 δεδεγμένοι → Δ 107, Θ 296, Κ 62, Λ 124, Ο 745, Χ 273.

 1003 δούρατα μακρὰ → ε 162, 370.

 1007 ἁλμυρὸν... ὕδωρ ως clausula → δ 511, ε 100, ι 227, 470, μ 236, 240,

431, ο 294.

 1013 πνοιῇς ἀνέμοιο ως clausula → Μ 207, Χ 367, Ψ 342, α 98, β 148, ε

46.

 1049 ὑπέτρεσαν→ Ο 636, Ρ 275, 587, Η 217.

 1064 κύντερον ἄλλο → η 216 clausula.

 1072 πάσσασθαι ἐδητύος→ κ 384 ανάμεσα στην τριημιμερή τομή

και τη βουκολική διαίρεση

 1089 μετήορος → Θ 26, Χ 369, ανάμεσα στην κατά τρίτον τροχαίον

και τη βουκολική διαίρεση.

 1102 δεινὴν θεὸν → Ζ 380, 385 δεινὴν θεὸν ανάμεσα στην

πενθημιμερή τομή και τη βουκολική διαίρεση

 1123 παρενήνεον → α 147, π 51 ανάμεσα σε πενθημιμερή τομή και

τη βουκολική διαίρεση.

 1147 ἀνέβραχε → Σ 13, φ 48 τέταρτος πόδας.

 1149 περιναιέται → Ψ 488 ανάμεσα στη πενθημιμερή τομή και τη

βουκολική διαίρεση.

 1162 ἐφέλκετο αναύξητος τύπος ἐφέλκετο αντί του ἐφείλκετο→ Ν

597 ανάμεσα στην κατά τρίτον τροχαίον τομή και τη βουκολική

διαίρεση.

 1165 μέγα τ’ ἠρίον→ Χ 126 ανάμεσα στην πενθημιμερή τομή και τη

βουκολική διαίρεση.

 1174 γούνατ’ ἔκαμψεν clausula→ ε 453.

 1187 εὖ † ἐπιτείλας clausula → Κ 72.

15
 1192 αἰγείροιο clausula → η 106.

 1195 δέρμα λέοντος clausula → K 23

 1199 εὖ διαβάς → Μ 458.

 1208 ἱερὸν ῥόον → Λ 726 ανάμεσα στην πενθημιμερή τομή και τη

βουκολική διαίρεση.

 1243 μεταἸξας→ Υ 564, ρ 236, υ 11 ανάμεσα στον πρώτο τροχαίο και

την πενθημιμερή τομή.

 1249 ἔπλετο φωνή clausula → Ξ 400.

 1251 ἕλωρ→ Ε 488, 684 ε 473, γ 271 ανάμεσα στην κατά τρίτον

τροχαίο και στην εφθημιμερή τομή.

 1263 χαμάδις βάλεν→ H 190, δ 114, τ 63 ανάμεσα στην

πενθημιμερή τομή και τη βουκολική διαίρεση.

 1289 θυμὸν ἔδων → κ 379 στην αρχή του στίχου.

 1327 κυκώμενον→ Υ 235, 240, 324, μ 238, 241 ανάμεσα στην κατά

τρίτον τροχαίον τομή και τη βουκολική διαίρεση.

 1340 πώεσι μήλων clausula→ δ 413.

β. συνεκφορές όχι αποκλειστικά στην ίδια θέση με το ομηρικό

πρότυπο:

 616 ἐπισμυγερῶς→ γ 195, δ 672

 649→διηνεκέως ἀγορεύειν δ 836, η 241, μ 56.

 652 πνοιῇ Βορέαο → Κ 507, Ε 697, Ξ 395.

 662 οὐδέ τι πάμπαν→Ι 435 (και ω 245).

 705 θυμηδὲς (ομηρικό άπαξ λεγόμενο)→ κ 362.

 729 δαίδαλα πολλὰ→ ΢ 400, 482, Ξ 179.

 755 μεταδρομάδην ομηρικό άπαξ λεγόμενο→ Ε 80.

 757 πλήμνῃσι→ Ε 726 Χ 439.

 774 Βῆ δ’ ἴμεναι→ χ 146.

 792 αἱμυλίοισι →α 56.

16
 805 ματίῃ ομηρικό άπαξ λεγόμενο→ κ 79.

 809 πῆμα κακὸν →ε 179, 187, κ 300, 344.

 831 εἰν ἁλὶ→ α 162, η 244, ι 25.

 843 βῆ ῥ’ἴμεν→ Μ 299.

 880 ἀμφὶ δὲ λειμὼν→ ζ 292.

 899 ἀγαιόμενος→ άπαξ λεγόμενο ομηρικό υ 16.

 1027 ῥιπῇ πυρός→ Υ 12

 1056 ἐν κονίῃσι καὶ αἵματι→ Π 639, 796, χ 383.

 1160 δείελον ως ουσιαστικό→ Υ 232.

 1182 ξύλα κάγκανα→ Υ 364. Επίσης Αργ. 3. 272

 1183 ἀμήσαντες clausula Ψ 451.

 1209→ (ἵνα) οἱ ποτιδόρπιον εἴη ι 234, 249

γ. συνεκφορές ελαφρώς παραλλαγμένες σε σχέση με τον Όμηρο

 623-4 αἴ κε φύγῃ→ Η 118 αἴ κε φύγῃσι

 628 πυροφόρους < ἀρούρας→ Ξ 122-3 ἄρουραι πυροφόροι

 638 δῦν’ἐνὶ τεύχεσι→ Χ 131 ἐν τεύχεσσιν ἔδυνον

 653-4 ἷζον ἰοῦσαι εἰς ἀγορήν→ Ι 13, 87

 658 νηὸς ἔχοντας→ γ 281

 670 βάκτρῳ ἐρειδομένη→ Σ 49, Ξ 38 ἔγχει ἐρειδόμενοι.

μενέαιν’ἀγορεῦσαι→β 36 μενοίνησε δ’ἀγορεύειν.

 673 ἐνὶ μέσσῃ ἀγορῇ→ Σ 249 ἐν μέσσῃ ἀγορῇ.

 688 καὶ πρόκα τελλομένου ἔτεος→λ 295, ξ 294 ἂψ

περιτελλομένου ἔτεος.

 689 πεφρίκασι→ Ψ 775 πάντες δέ με πεφρίκασιν.

 703 ἀντιόωσα→ Α 31, ω 56.

 722 ὄπασσε ως clausula αντί του ἔπασσε του Φ 441.

17
 725 ἐς ἠέλιον ἀνιόντα→ ΢ 136, μ 429, ψ 362 ἅμ’ (ἅμα δ’) ἠελίῳ

ἀνιόντι.

 734 μαλεροῖο πυρὸς→ Ι 242 μαλεροῦ πυρός Τ 316, Υ 375

μαλερῷ πυρὶ.

 755 Σοῦ δὲ μεταδρομάδην ἐπὶ Μυρτίλος ἤλασεν ἵππους→

Χ 514 Σῷ δ’ἄρ’ἐπ’Ἀντίλοχος Νηλήϊος ἤλασεν ἵππους.

 771-2 ἕπεσθαι τὴν ὁδόν→ ζ 164-5 ἕσπετο λαὸς τὴν ὁδὸν.

 773 ἀργαλέας ἔριδας→ Β 376 ἀπρήκτους ἔριδας.

 786 Ἄνεσαν δὲ θύρας→ Υ 537 ἄνεσάν τε πύλας.

 803 ἔμβαλεν ἄτην→ Σ 88 ἔμβαλον ἄγριον ἄτην.

 814 ἐν ὀφθαλμοῖσι < ὁρόῳτο→ δ 226 ὁ δ’ὀφθαλμοῖσιν ὁρῷτο

 820 ἔμβαλε θάρσος→ Υ 547 θάρσος βάλε.

 828 καί τοι ἅδοι→ ζ 245 καὶ οἱ ἅδοι αὐτόθι μίμνειν.

 833 ἔκτοθι μίμνε πόληος→ Φ 439 ἔκτοθι μίμνε πυλάων.

 838 ὑπότροπος αὖτις→ Ζ 367 ὑπότροπος ἵξομαι αὖτις

 841 ἐπισπέρχουσιν ἄεθλοι→ ε 304 ἐπισπέρχουσι δ’ἄελλαι.

 842 δεξιτερῆς χειρὸς θίγεν→ Η 108 δεξιτερῆς ἕλε χειρὸς.

 846. ἀκτὴν εἰσανέβαν→ ΢ 68 ἀκτὴν εἰσανέβαινον Ψ 97 ἀκτὴν

δ’ ἐξαναβᾶσαι.

 851. Ἡφαίστοιο < πολυμήτιος→ Υ 355 πολυμήτιος

Ἡφαίστοιο.

 868 ἄροσιν < ταμέσθαι→ Ι 580 ἄροσιν πεδίοιο ταμέσθαι.

 885 ἀπήμονα νόστον→ δ 519 νόστος ἀπήμων.

 911 Λάζοντο δὲ χερσὶν→ Ε 365, Ρ 482, Ψ 441, γ 483 ἡνία λάζετο

χερσί.

 958 θεοπροπίαις Ἑκάτοιο→ Α 385 θεοπροπίας ἑκάτοιο.

 976 ἐξέτι πατρὸς→ θ 245 ἐξέτι πατρῶν.

 979 δαῖτ’ἀλέγυνε→ ν 23 δαῖτ’ἀλέγυνον.

 1025 τῶ... δύντες→ χ 201 τὼ δ’ἐς τεύχεα δύντε.

18
 1026 ΢ὺν δ’ἔλασαν→ γ 493, ο 146, 191, Ψ 323 Δ 447 ἐκ

δ’ἔλασαν.

 1028 Ἐν δὲ κυδοιμὸς→ Λ 52, 538 ἐν δὲ κυδοιμόν.

 1034-5 ἀμφὶ δὲ δουρὶ ὀστέον ἐρραίσθη→ Π 338-9 ἀμφὶ δὲ

καυλὸν | φάσγανον ἐρραίσθη.

 1090 μαλακοῖς ἐνὶ κώεσιν→ γ 38 κώεσιν ἐν μαλακοῖσιν.

 1103 τῷ δ’ἀσπαστὸν→ θ 295 τῇ δ’ἀσπαστὸν.

 1143 τερείνης ἄνθεα ποίης→ ι 449 τέρεν’ἄνθεα ποίης.

 1145 οὐρῇσιν σαίνοντες→ κ 215 οὐρῇσιν μακρῇσι

περισσαίνοντες.

 1161 τειρόμενοι καμάτῳ→ Ρ 745 τείρεθ’ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ

ἱδρῷ.

 1185 κρητῆρσι κέρων→ υ 252-3 ἐν δέ τε οἶνον | κρητῆρσιν

κερόωντο.

 1185 πονέοντό τε δαῖτα→ ΢ 558, β 322 δαῖτα πένοντο.

 1193 τόσση ὁμῶς μῆκός τε καὶ ἐς πάχος ἦεν ἰδέσθαι→ ι 324

τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος εἰσοράασθαι.

 1198 ἠνορέῃ πίσυνος→ Θ 226, Λ 9 ἠνορέῃ πίσυνοι.

 1232 Σῆς δὲ φρένας ἐπτοίησε→ χ 298 τῶν δὲ φρένες

ἐπτοίηθεν.

 1233 μόγις συναγείρατο θυμόν→ Υ 417 μόγις δ’ἐσαγείρετο

θυμόν.

 1239 μέσῃ δ’ἐνὶ κάββαλε δίνῃ→ Μ 206 μέσῳ δ’ἐνὶ κάββαλ’

ὁμίλῳ.

 1250 ἐρυσσάμενος μέγα φάσγανον→ Α 190 φάσγανον ὀξὺ

ἐρυσσάμενος.

 1289 ἕλεν χόλος→ Α 387, Ζ 166 χόλος λάβεν.

 1293 ὑπότροπον οἴκαδε νόστον→ φ 211, χ 35 ὑπότροπον

οἴκαδ’ ἱκέσθαι.

19
 1294 Ἀλλὰ τί μύθων ἦδος→ ΢ 80 ἀλλὰ τί μοι τῶν ἦδος.

 1305 Σήνῳ ἐν ἀμφιρύτῃ→ μ 283 νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, λ 325 Δίῃ

ἐν ἀμφιρύτῃ.

 1313 νειόθεν ἐκ λαγόνων→ Κ 10 νειόθεν ἐκ κραδίης.

 1323 ἐν ἀπείρονι γαίῃ→ ἐπ’ἀπείρονα γαῖαν Η 446, Ψ 342, α

98, ε 46, ο 79.

 1340 πρίν περ ἀνιηθείς→ πρίν κεν ἀνιηθεὶς γ 117.

 1358 Νηῦν δὲ πανημερίην→ δ 356 πανημερίη γλαφυρὴ νηῦς.

 1359 λάβρος ἐπιπνείων→ Β 148 λάβρος ἐπαιγίζων.

δ.«παραθέσεις» ομηρικών στίχων ή ημιστιχίων:

 1011 ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι→ ο 480 καὶ τὴν μὲν φώκῃσι καὶ

ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι.

 1057 γόων τίλλοντό τε χαίτας→ κ 567 γόων τίλλοντό τε

χαίτας.

Β. ΓΛΩ΢΢ΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΣΗΝ ΣΡΑΓΩΔΙΑ

 στ.743 ὀχμάζουσα: πρώτον λεγόμενον στον Αισχύλο και στον

Ευριπίδη.

 στ.802 πορσύνετο μῆτις: πορσύνω με τη σημασία του

«ολοκληρώνω»· μη ομηρική χρήση, αγαπητή, ωστόσο, στην

τραγωδία, Αισχ. Αγ. 1251, Φ. 1041.

 στ.806 δορικτήταις: αττικός τύπος αντί του ιωνικού ομηρικού

δουρικτήτης, βλ. Ευρ. Ανδρ. 155.

 στ.812 ἀτημελέως: πρώτον λεγόμενον στον Ευριπίδη, απ.184, 2

Nauck2

 στ. 873 πανήμερον αντί του πανημέριον: πρώτον λεγόμενον στον

Αισχύλο Πρ. 1024. ΢την ίδια μετρική θέση και στον Καλλίμαχο

Ύμν.4 261, 6.87.

20
 στ.882 ἀμέργουσιν: πρώτον λεγόμενον ΢απφώ απ.122 L-P. Βλ. και

Ευρ. Ηρακλ. 397.

 στ.972 Ἁρμοῖ με τη σημασία του «εδώ και λίγο καιρό». Βλ. Αισχ. Πρ.

615, Πίνδαρ. απ.10 Snell, Καλλίμ. απ.274 I Pf.

 στ.1012 ἀταρβὴς με τη σημασία «ήρεμος» Αισχ. Πρ. 849

 στ.1074 ἄφλεκτα Ευρ. Ελ. 1334

 στ.1159 σάλου με τη σημασία «θύελλα» βλ. Ευρ. Ιφ. Σαυρ. 1443

 στ.1199 βαθύρριζόν, ΢οφ. Σραχ. 1195 απ.203 Nauck2

 στ.1228 καλλινάοιο, Ευρ. Αλκ. 589, Μήδ.835

 στ.1231 διχόμηνις, Πίνδ. Ολ. 3.19

 στ.1269 μύκημα αντί του μυκηθμός, βλ. Ευρ. Βάκχ. 691, Καλλίμ.

Ύμν. 4. 310

 στ.1282 δροσόεντα, βλ. και Ευρ. Σρῳ. 833 δροσόεντα λουτρὰ



στ.1310 βρυχίης με τη σημασία του «βαθύς» (για θάλασσα) βλ.

Αισχ. Πέρ. 397, Σιμόθεος απ.791, 85 Page.

Γ. ΓΛΩ΢΢ΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΣΟΝ ΚΑΛΛΙΜΑΦΟ

 στ.633 ἐρεσσομένην παθητική μετοχή του ἐρέσσω, όπως και στον

Αισχύλο, Πέρ. 422

 στ.636 Θυάσιν: όρος που απαντά για πρώτη φορά στον Αισχ. Θυιὰς

Επ. 498, 836, Ικ. 564

 στ. 678 Πολυξώ Καλλίμ. Ύμν.6.77

 στ.669 ῥικνοῖσιν βλ. Εκάλη απ.2.60, 50 Pf. 688 πρόκα με τη σημασία

του «ευθέως» Καλλ. Αίτια απ.11052 Pf.

 στ.700 μενοινή πρώτον λεγόμενον στον Καλλίμαχο Ύμν.1.90.

 στ.711 προσέννεπεν μη ομηρικό σύνθετο ρήμα που εμφανίζεται για

πρώτη φορά στην τραγική και λυρική ποίηση Αισχ. Αγ. 162, Ευρ.

Ιππ. 99, Πίνδαρ. I. VI 17)

21
 στ.734 ζείουσαν αντί ζέουσαν βλ. και Καλλίμ. Αίτια απ.43, 48 Pf.,

Ύμν. ΙΙΙ 59 εξξ.

 στ.738 ἠέρταζεν πρώτον λεγόμενον στον Καλλίμαχο και στον

Απολλώνιο απ.597 Pf., 261, I Pf. απ.18, 6 Pf.

 στ.764 εἰσαΐων σύνθετο της ελληνιστικής περιόδου Καλλίμ. Ύμν.Ι

54, Θεόκρ. VII 88, Ριανός απ.19 Powell

 στ.783 δημότεραι με τη σημασία του «δημοτικός», ελληνιστική

χρήση του επιθέτου πρβ. και Καλλίμ. απ.228, 71 Pf., A.Π. ΙΦ 415, 693

 στ.917 τελεσφορίῃσιν με τη σημασία του «μυσταγωγία». Πρβ. και

Καλλίμ. Ύμν. 2.78, 6, 129. Ο τεχνικός όρος περιορίζεται στους δύο

αυτούς αλεξανδρινούς ποιητές.

 στ.921 ἐνναέται αντί του αττικού ἐνναίω. Πρώτον λεγόμενον στον

Καλλίμαχο (Αίτ. απ. 177, 36, 186, 24 Pf.) και στον Απολλώνιο.

 στ.997 ἀέθλιον Ἡρακλῆι iunctura που εμφανίζεται και στον

Καλλίμαχο Ύμν. 3.108

 998 δῆθεν με τη σημασία του «φυσικά» στην τρίτη μετρική θέση του

στίχου, πρβ. Εκάλ. απ. 260, 23 Pf.

 στ.1075 χύτλα με τη σημασία της «σπονδής» και όχι νερό για

λουτρά Καλλίμ. απ.540 Pf.

 στ.1170 παλιρροθίοισι ως ουσιαστικό=παλίρροια Καλλίμ. Ύμν. 4.193

 στ. 1203 θοὴ ἀνέμοιο κατᾶιξ Καλλίμ. Εκάλ. 238, 29 Pf. θοὴ βορέαο

κατᾶιξ.

 στ.1341 χαλεψάμενος μέσος αόριστος του χαλέπτω πρώτον

λεγόμενον Καλλίμ. Αίτ. απ. 63, 8 Pf. κούρῃ πότνα χαλεψαμένη.

Δ. ΛΟΙΠΕ΢ ΓΛΩ΢΢ΙΚΕ΢ ΚΑΣΗΓΟΡΙΕ΢

1. Διαλεκτισμοί:

 646 μεμόρηται-μεταβολή προς το ιωνικότερον του τύπου της κοινής

μεμοίραται.

22
 671 πίσυρες αιολικός τύπος αντί του ιωνικού τέσσαρες.

2. Ασυνήθιστες συντάξεις:

 615 ἄτισσαν + γενική προσώπου και γενική αφαιρετική.

 643 ελεύθερη χρήση του σφωίτερον ως κτητικού γ’ προσώπου ενικού

αριθμού.

 667-8 ἐφιζάνω + αιτιατική ως αντικείμενο.

 805 αμετάβατη χρήση του ἀπεσσεύοντο.

 858 περίπλεον + δοτική αντί της γενικής.

 919 μυθέομαι + γενική ως αντικείμενο.

 973 προσωπική σύνταξη του μεμόρητο.

 1101 ὑποχάζεται+δοτική.

 1337 κυδάζω στη μέση φωνή με αιτιατική αντί της δοτικής.

3. Άπαξ λεγόμενα στον Απολλώνιο:

 632 ἴασι: δηλ. το γ’ πληθυντικό του ρ. εἶμι.

 664 παρενήνοθε.

 674 κυφοῖο.

 687 διειρύσσουσιν.

 724 δάε αντί ἐδίδαξε.

 794 ναίεται οριστική μέσης φωνής.

 800 ἐπαύλους άπαξ ομηρικό λεγόμενο→ ψ 358.

 830 ὀνόσσεσθαι απαρέμφατο μέλλοντα.

 830 βαθυλήιος επίσης ομηρικό άπαξ λεγόμενο→ ΢ 550.

 858 κνισήεντι άπαξ λεγόμενο επίσης και στον Όμηρο→ κ 10.

 884 ἐδεικανόωντο.

 912 ἐνσχερὼ

 938 ἐπιμύρεται.

 1004 στοιχηδὸν

23
 1050 ὠκυπέτας

 1049-50 ἠύτε...ὑποτρέσσωσι άπαξ σύνταξη του ἠύτε με υποτακτική

αντί της πιο συνηθισμένης ακόμη και στον Όμηρο οριστικής.

 1060 ἐνεκτερέιξαν.

 1084 καρήατος

 1085 ἀλκυονὶς αντί του ἀλκυὼν

 1093 ἱλάξασθαι (αόριστος)

 1123 χέραδος

 1172 φυτοσκάφος

 1185 κέρων οριστική παρατατικού του κεράω.

 1189 καταχείριον

 1194 ὀιστοδόκον

 1220 ἀποπλάγξειεν.

 1266 ἑλεσπίδας

 1269 μύκημα

 1278 Κυρτώθη

 1281 διαγλαύσσουσι

 1327 ἄφρεεν

4. Πρώτον λεγόμενα-λέξεις ή σημασίες που εμφανίζονται για πρώτη φορά

στον Απολλώνιο:

 613 ἀντιπέρηθεν.

 620 περιφείσατο.

 687 γειοτόμον.

 729 ἐπέπαστο υπερσυντέλικος του πάσσω.

 738 ἐπωμαδὸν.

 765 ἀκέοις ευκτική από το ομηρικό ἀκέων.

 772 ἀπερήτυε

 787 ἀρηρεμένας παθητική μετοχή παρακειμένου του ἀραρίσκω.

24
 807 ἐτέτλαμεν υπερσυντέλικος του τέτλαμαι.

 849 σφεὰ από το ομηρικό σφὸς με τη σημασία του σφέτερος.

 908 ἄνδιχα + γενική.

 910. παροίτατος υπερθετικός του ομηρικού παροίτερος=πρότερος.

 913 ἁλιμυρέος.

 967 θυηπολίης

 995 ἀμφιρρὦγας

 1017 ἁρπάγδην

 1311 πολυφράδμων με τη σημασία του πολυφραδής.

4. Φειρόγραφη παράδοση

΢τα πλαίσια της παρούσας έρευνας ασχοληθήκαμε εκτενώς με

προβλήματα κειμένου και χειρόγραφης παράδοσης εν γένει και έγιναν

απόπειρες επιλογής κειμενικών εναλλακτικών, οι οποίες εξυπηρετούν,

κατά την άποψή μας, καλύτερα το νόημα, τη σύνταξη και το μέτρο του

απολλώνειου κειμένου. Σο κείμενο που κατά βάση υιοθετήθηκε είναι

εκείνο του Vian (1974), καθώς από παλαιογραφικής απόψεως είναι το πιο

εμπεριστατωμένο (βλ. Hunter (1989) 42 σημ.190) και τα σχετικά σχόλια

στην εισαγωγή κεφ.1. Δεν είναι, ωστόσο, λίγες οι περιπτώσεις, στις οποίες

ακολουθήθηκαν διαφορετικές γραφές (βλ. πίνακα σσ. 30-31 και τα

σχετικά λήμματα), καθώς πιστεύουμε πως ανταποκρίνονται καλύτερα

στα γλωσσικά, υφολογικά, μετρικά και νοηματικά κριτήρια, που έχουν

υιοθετηθεί για την αποκατάσταση του κειμένου. Για περισσότερες

πληροφορίες βλ. τα σχετικά λήμματα.

Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως δεν προχωρήσαμε σε αντιβολή

χειρογράφων, αλλά αντλήσαμε τις σχετικές πληροφορίες από τα κριτικά

υπομνήματα των σχετικών εκδόσεων και τις σχετικές φιλολογικές

25
εργασίες, οι οποίες στο σύνολό τους αναφέρονται στη βιβλιογραφία. Για

τον λόγο αυτό θεωρήθηκε απαραίτητο να συμπεριληφθεί στα εισαγωγικά

κεφάλαια της παρούσας διατριβής μια σύντομη αναφορά στην ιστορία

του κειμένου και της χειρόγραφης παράδοσης εν γένει και να τεθούν οι

βασικές προβληματικές που σχετίζονται με το εκδοτικό status quaestionis

και τις κειμενικές επιλογές που έγιναν εδώ.9

Η άμεση παράδοση του απολλώνειου κειμένου διακλαδίζεται σε δύο

βασικές υποκατηγορίες – την παπυρική παράδοση από τη μια, της

ρωμαϊκής κυρίως περιόδου, και τα χειρόγραφα από το Μεσαίωνα και την

Αναγέννηση από την άλλη. Σα παπυρικά αποσπάσματα μπορούν να

χρονολογηθούν στην περίοδο από τον πρώτο π.Φ. έως και τον πέμπτο μ.Φ.

αιώνα και ξεπερνούν σε αριθμό τα 30. Σα χειρόγραφα ωστόσο ξεπερνούν

τα 50.

Οι γραφές που προσφέρουν τα σχετικά παπυρικά αποσπάσματα σπάνια

προσφέρουν διαφοροποιημένες σε μεγάλο βαθμό κειμενικές παραλλαγές

σε σχέση με την χειρόγραφη παράδοση, η οποία ασφαλώς και είναι

περισσότερο σημαντική για την έκδοση του κειμένου, μολονότι σε δύο

τουλάχιστον περιπτώσεις η παπυρική παράδοση παραδίδει γραφές που

τις συναντούμε και στα σχόλια ως εναλλακτικές της προέκδοσης.

Αναλυτικά οι βασικές ομάδες χειρογράφων είναι οι ακόλουθες:

9
Γηα ηελ ηζηνξία ηνπ θεηκέλνπ βι. θπξίωο Fränkel (1961, 1964), Vian (1974, 1976-1981), Schade-
Eleuteri (2001), Haslam (1978), Erbse (1963 θαη 1963α), Alberti (1963, 1972), Giangrande (1977),
Speake-Vian (1973) Speake (1969) (1974), McLennan (1975), White (1992), Hunt (1980), Bravo-
García (1983). Γηα ηα παππξηθά απνζπάζκαηα πην ζπγθεθξηκέλα πξβ. Kingston (1960), White (2002),
Henrichs (1967), Piñeiro (1972) (1975), Zumbo (1975-6), Haslam (1978), Musso (1986). Γηα ηελ
ηζηνξία ηνπ θεηκέλνπ ηωλ ζρνιίωλ ζηνλ Απνιιώλην βι. θπξίωο Maehler (1994). Γηα ηελ πξνβιεκαηηθή
ηεο απνθαηάζηαζεο ηνπ θεηκέλνπ βι. Krevelen (1949) (1951), (1953) (1970), Fränkel (1950),
Ardizzoni (1956), (1958α) (1965α), (1965β) (1967α) (1968) (1970α), Weigel (1958), Morel (1962),
Vian (1962) (1967), Erbse (1963), Levin (1963), West (1963), Cataudella (1963), Hurst (1966),
Campbell (1969) (1973), Livrea (1968) (1969) (1970) (1977), Henrichs (1970), Alberti (1972),
Campbell (1978), (1978α) 119-25.

26
Α. (m) Η ομάδα αυτή των χειρογράφων αποτελείται από δύο κατά βάση

χειρόγραφα: 1. Laurentianus Gr. 32.9, ο οποίος συντομογραφείται ως L και

χρονολογείται ανάμεσα στο 960 με 980 μ.Φ. Η περγαμηνή παραδίδει το

έργο του ΢οφοκλή, του Αισχύλου και του Απολλωνίου (fol. 190-264). Σο

χειρόγραφο αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, γιατί, πέρα από την

κειμενική παράδοση, παραδίδει ποικίλες κειμενικές εναλλακτικές,

γλώσσες και σχόλια, τόσο στα διάστιχα όσο και στα περιθώρια (L1, L2, L3).

Από τον L προέρχονται οι Vaticanus Palatinus Gr 186 V και ο Mutinensis

archivio di stato I 5. Σο δεύτερο σημαντικό χειρόγραφο της ομάδας αυτής,

λιγότερο σημαντικό, ωστόσο, από τον L είναι ο Ambrosianus Gr 120, ο

οποίος συντομογραφείται ως Α. Φρονολογείται στις αρχές του 15ου αι. και

φαίνεται να είναι γραμμένος από το χέρι του Γεώργιου Φρυσοκόκκη.

Περιλαμβάνει τα εξής κείμενα: Απολλώνιος fol. 1-126, Βατραχομυομαχία,

την ψευδοηροδότεια Vita Homeri, μια μονογραφία του Μάξιμου από την

Σύρο, τα ορφικά Αργοναυτικά και τα ορφικά Λιθικά, τους ομηρικούς

Ύμνους καθώς και τους Ύμνους του Καλλιμάχου. Από τον κώδικα αυτό

άμεσα ή έμμεσα φαίνεται ότι προέρχονται τα εξής χειρόγραφα: Vaticanus

Palatinus Gr 280, Laurentianus Gr. 31.11, Vaticanus Gr 1691, Marcianus Gr

480, Vaticanus Gr 36, Urbinas gr. 146, Bodl. T 3. 10.

B. (w) Η δεύτερη ομάδα χειρογράφων περιλαμβάνει δύο κατά κύριο λόγο

βασικά και ανεξάρτητα μεταξύ τους χειρόγραφα, τον Laurentianus Gr3216

(S από το Soloranus, όπως ονόμασε το χειρόγραφο ο Fränkel). Πρόκειται

για ένα χειρόγραφο σε χαρτί γραμμένο από το χέρι του Μάξιμου

Πλανούδη και χρονολογείται το 1280. Περιλαμβάνει τα ακόλουθα

κείμενα: Νόννος Διονυσιακά, Θεόκριτος, Απολλώνιος fol.190v- 231v,

Ησίοδος, Οππιανός, Μόσχος, Νίκανδρος, Σρυφιόδωρος, Υωκυλίδης,

ποίηση του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και ποικίλα επιγράμματα.

27
Απόγραφο αυτού του χειρογράφου είναι ο Matritensis Gr 4691 I, ο οποίος

περιλαμβάνει αρκετές εικασίες του Κωνσταντίνου Λάσκαρη. Σο δεύτερο

βασικό χειρόγραφο της ομάδας αυτής των χειρογράφων είναι ο

Guelferbytanus Aug. 4ο 10.2, ο οποίος συντομογραφείται ως G. Πρόκειται

για ένα χειρόγραφο σε περγαμηνή που περιλαμβάνει τα Αργοναυτικά του

Απολλωνίου fol.2v-155v και χρονολογείται τον 16ου αιώνα.

Γ. Η τρίτη ομάδα χειρογράφων συντομογραφείται ως κ. ονομάστηκε από

τον Fränkel Protocretensis, λόγω της αντιγραφής του στην Κρήτη10.

΢ύμφωνα με τον Fränkel, πρόκειται για μια ξεχωριστή ομάδα

χειρογράφων, ενώ ο Vian αντίθετα υποστηρίζει πως πρόκειται απλώς για

μια υποκατηγορία της ομάδας m. Βασικό χειρόγραφο της ομάδας αυτής

είναι ο Escorialensis Gr, ΢ 3.3, ο οποίος συντομογραφείται ως Ε και είναι

γραμμένος από το χέρι του Αντώνιου Δαμιλά (1480-85). Από το

χειρόγραφο αυτό προέρχονται άμεσα ή έμμεσα τα ακόλουθα χειρόγραφα:

Estensis/ Mutinensis Gr 112 J, ο Parisinus Gr 2727 P, Toletanus 102-34T και

Parisinus Gr 2845O, Bruxellensis 18170-73 B, Parisinus Gr. 2787 H, Sinaiticus

1194 K11.

Θα συνεχίσουμε με μια σύντομη αναφορά των συμπεφυρμένων κωδίκων,

οι οποίοι, μολονότι δεν έχουν εξαιρετικά μεγάλη σημασία για την

αποκατάσταση του κειμένου, προσφέρουν ενίοτε κάποιες αξιόλογες

προτάσεις. Πρόκειται για κείμενα τα οποία φαίνεται να υιοθετούν γραφές

που προέρχονται από διαφορετικές οικογένειες χειρογράφων (codices

contaminati). Σα χειρόγραφα αυτά είναι τα ακόλουθα: Vratislaviensis

Rehtigeranus 35 που συμβολίζεται ως W και χρονολογείται το 1488.

Ακολουθεί κατά κύριο λόγο τις γραφές της ομάδας m, υιοθετώντας

10
Γηα ηελ νκάδα απηή πξβ. θπξίωο Vian (1972).
11
Γηα ην ζπγθεθξηκέλν ρεηξόγξαθν πξβ. θπξίωο Giangrande (1977).

28
παράλληλα εναλλακτικές του χειρογράφου S ή Ι καθώς και χειρογράφων

της λεγόμενης κριτικής ομάδας κ. Laurentianus Gr 3245: Σο χειρόγραφο

αυτό ακολουθεί το W κατά κύριο λόγο. Parisinus Gr 2844 Z: Απόγραφο του

V με την προσθήκη ενός τέταρτου μέρους. Parisinus Gr 2846 F: ΢τηρίζεται

κατά κύριο λόγο στην τρίτη ομάδα χειρογράφων κ, αλλά και σε άλλες

ομάδες χειρογράφων, κυρίως στο χειρόγραφο L. Σέλος θα πρέπει να

σημειωθούν και οι ακόλουθοι δύο κώδικες: Ambrosianus Gr 477 και

Laurentianus Gr 91.8.

Ξεχωριστή ομάδα συμπεφυρμένων χειρογράφων αποτελούν εκείνα που

προέρχονται από τον Bruxellensis 18170-73 (Β). Πρόκειται για τη γνωστή

ομάδα χειρογράφων D ή κατά τον Fränkel D- Gruppe (Fränkel 1964 89-91.

Βλ. και Speake (1975 102-13)). Πρόκειται για τους ακόλουθους κώδικες:

Kazanatensis Gr 408 C, Parisinus Gr 2729 D, Ambrosianus Gr 426 M,

Vaticanus Gr 37 Q και Vaticanus Gr 1358R. Η σημασία της ομάδας αυτής

των χειρογράφων έγκειται στο γεγονός πως διασώζει γραφές χαμένων

απογράφων, οι οποίες δεν απαντούν αλλού στη χειρόγραφη παράδοση

του Απολλωνίου. Η ομάδα αυτή συνδέθηκε με το όνομα του Δημήτριου

Μόσχου, καθώς τα τέσσερα τουλάχιστον από τα πέντε προέρχονται από

το χέρι του συγκεκριμένου φιλολόγου (Speake 1974 113-133).

Editio princeps είναι αυτή του Ιανού Λάσκαρη στη Υλωρεντία το 1496, ενώ

και ο Ερρίκος ΢τέφανος εξέδωσε τα Αργοναυτικά το 1584 στη Γενεύη.

Μετά από διάφορες άλλες λιγότερο ή περισσότερο σημαντικές εκδόσεις

έχουμε το 1900 τη μνημειώδη έκδοση του έργου από τον Seaton στα Oxford

Classical Texts. Η έκδοση αυτή μαζί με την edition maior του Rudolf Merkel

το 1854 χρησιμοποιούνταν ως βασικές εκδόσεις παραπομπής στο

απολλώνειο κείμενο μέχρι την παλαιογραφικώς εμπεριστατωμένη

έκδοση του Fränkel και πάλι από την Οξφόρδη το 1961. Πρέπει να

σημειώσουμε, ωστόσο, ότι συχνά ο Fränkel προβαίνει σε αδικαιολόγητες

29
και τολμηρές εικασίες, μεταθέτει αρκετά συχνά τη σειρά των στίχων,

όπως την βρίσκουμε στη χειρόγραφη παράδοση, και υποπτεύεται σε

πολλές περιπτώσεις χωρίς κανέναν σοβαρό λόγο την ύπαρξη lacunae,

κάτι που αναφαίνεται και από την εξέταση σχετικών κειμενικών

προβλημάτων στο κύριο corpus του υπομνήματός μας. Σον Fränkel

ακολουθεί ο Vian (1974-1981) Paris, έκδοση η οποία στηρίζεται στο σύνολο

σχεδόν της χειρόγραφης παράδοσης.

Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε και κάποια χειρόγραφα τα οποία δεν

χρησιμοποιήθηκαν στη βασική και μνημειώδη έκδοση του Vian.

Ακολουθώντας εν πολλοίς και τις έντυπες εκδόσεις, το χειρόγραφο 325

της Βιβλιοθήκης του Πατριαρχείου της Αλεξανδρείας υιοθετεί γραφές από

τις δύο μεγάλες υποομάδες χειρογράφων m και w. Αυτό το χειρόγραφο

ανακαλύφθηκε το 1975 από τον McLennan και δεν χρησιμοποιήθηκε από

τον Vian στην έκδοσή του. Σο ίδιο συμβαίνει και με τα χειρόγραφα

Neap.2A23 καθώς και Bodl.Gr.Class.d 148.

Για την αποκατάσταση του κειμένου χρησιμοποιήθηκε εδώ και η έμμεση

παράδοση, κυρίως τα αρχαία σχόλια: Θέων, Λούκιλλος ο Σαρραίος και

΢οφόκλειος (Wendel 1932-35), αλλά και τα διάφορα Λεξικά, κυρίως το

Etymologicum Genuinum, το οποίο περιλαμβάνει 420 στίχους ή τμήματα

στίχων από τα Αργοναυτικά. Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως το

Etymologicum Genuinum παρουσιάζει αρκετές συγγένειες με την

παράδοση της δεύτερης ομάδας χειρογράφων w.

Σο κείμενο που υιοθετούμε εδώ είναι, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, αυτό

του Vian, με εξαίρεση τις περιπτώσεις εκείνες όπου σχολιάζουμε την

αποδοχή μιας εναλλακτικής κειμενικής επιλογής. Πιο συγκεκριμένα οι

30
περιπτώσεις στις οποίες διαφοροποιούμαστε από τον Vian είναι

συνοπτικά οι ακόλουθες:

στίχος Vian γραφή που υιοθετείται στην διατριβή

775 καλύβῃσι καλύπτρῃσι

781 προπόλοιο πρὸ πόληος

802 μῆνις μῆτις

939 καταειμένη καταειμένος

1146 νᾶε ναῖε

1187 † δαίνυσθαι ἑτάροις εὖ † δαίνυσθαι ἑτάροις οἷς εὖ

1194 ὀιστοδόκην ὀιστοδόκον

1229 ἐφυδατίη Ἐφυδατίη

1249 ἀυτή φωνή

1251 πέλεν πέλοι

1264 αὐτοὶ αὐτὸν

1297 ἄστλιγγες ὄστλιγγες

1328 κοίλης κοίλην

31
ΤΠΟΜΝΗΜΑ

605-608: Οι Αργοναύτες φτάνουν στη Λήμνο κωπηλατώντας, εξαιτίας της

άπνοιας. ΢το ναυτικό έπος του Απολλώνιου οι άνεμοι (η παρουσία τους ή

η απουσία τους) λειτουργούν εν πολλοίς ως δομικές μονάδες αφήγησης·

οριοθετούν δηλαδή την έκταση ενός επεισοδίου ως αφηγηματικοί δείκτες

της αρχής και του τέλους του, βλ. σχετικά Williams (1991) 211-20. ΢το

συγκεκριμένο επεισόδιο, ωστόσο, είναι η άπνοια εκείνη η οποία έχει αυτή

την αφηγηματική λειτουργία˙ οι Αργοναύτες φτάνουν στη Λήμνο με

άπνοια, όπως συνάγεται ex silentio από το εἰρεσίῃ (κωπηλατώντας). Η

άπνοια που συνεπάγεται την ανάγκη για τη χρήση εἰρεσίης σηματοδοτεί

επίσης το τέλος του επεισοδίου: Λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ | ἐνσχερὼ

ἑζόμενοι · πρυμνήσια δέ σφισιν Ἄργος | λῦσεν ὑπὲκ πέτρης ἁλιμυρέος.

Ἒνθ’ἄρα τοί γε κόπτον ὕδωρ δολιχῆσιν ἐπικρατέως ἐλάτῃσιν (911- 914). ΢ε

αντίθεση με την παρουσία των ανέμων, η απουσία τους σηματοδοτεί, ως

αφηγηματική προοικονομία, την αρνητική εξέλιξη της δράσης, βλ.

σχετικά Williams (1991) 219. Έτσι και εδώ η άπνοια στην αρχή του

επεισοδίου ακολουθείται από την περιγραφή της ανδροκτονίας από τις

Λήμνιες γυναίκες. Ψστόσο, στο συγκεκριμένο χωρίο η παρουσία της

άπνοιας δεν συνοδεύεται από την τέλεση ενός φρικτού εγκλήματος, αλλά

από την εξιστόρηση ενός εγκλήματος που ανήκει στο αφηγηματικό

παρελθόν. Η αρνητική εξέλιξη, που συνεπάγεται, σύμφωνα με την

αφηγηματική σύμβαση των Αργοναυτικών, η άπνοια, καταδεικνύεται στη

συγκεκριμένη περίπτωση μέσω ενός επεισοδίου που γίνεται αντικείμενο

αφήγησης, δηλ. ενός εγκλήματος που προηγείται του δραματικού χρόνου

και όχι ενός που έπεται κατά τη γραμμική εξέλιξη της αφήγησης (για τη

γραμμικότητα εν γένει της απολλώνειας αφήγησης στα Αργοναυτικά σε

αντίθεση προς την ομηρική αφηγηματική τεχνική βλ. κυρίως Rengakos

32
(2004) 277-304, ενώ για την αντίθεση ανάμεσα στην γραμμικότητα της

κύρια αφήγησης και τις όποιες αιτιολογικές παρεκβάσεις βλ. επίσης

Rengakos (2003) 1-15).

608. ΢ιντηίδα: Σο νησί καλείται ΢ιντηίς, καθώς οι πρώτοι κάτοικοι του

νησιού ονομάζονταν ΢ίντιες (ονομ. εν. ὁ ΢ίντις) πρβ. Οδ. θ 294 και Ιλ. Α

594. Ο Ελλάνικος (4 frg 71c J.) παρετυμολογεί το όνομα ως εξής: φησι

΢ίντιας ὀνομασθ῅ναι τοὺς Λημνίους διὰ τὸ πρώτους ὅπλα ποι῅σαι πολεμικὰ,

παρὰ τὸ σίνεσθαι τοὺς πλησίον καὶ βλάπτειν. O ΢τράβων διευκρινίζει ότι

πρόκειται για θρακικό φύλο, τους μετέπειτα γνωστούς από τον Αρχίλοχο

΢αΐους: ΢ίντιες γὰρ ἐκαλοῦντό τινες τὦν Θρᾳκὦν, εἶτα ΢ιντοί, εἶτα ΢άιοι,

παρ’ οἷς φησιν Ἀρχίλοχος τὴν ἀσπίδα ῥῖψαι. Κατά τον Υιλόχορο πρόκειται

για Πελασγούς, δηλ. για αυτόχθονες πληθυσμούς (FGrHist 328, 101):

Υιλόχορος φησι Πελασγοὺς αὐτοὺς ὄντας οὕτω προσαγορευθ῅ναι, ἐπεὶ

πλεύσαντες εἰς Βραύρωνα κανηφόρους παρθένους ἥρπασαν. Ο Frisk (s. v.

σίνομαι) θεωρεί αμφίβολη την σύνδεση με το ρ. «σίνομαι» που

αποδέχονται ομόφωνα όλοι οι αρχαίοι γραμματικοί και σχολιαστές,

καθώς και την ομαδοποίησή τους με τους Θράκες ΢ιντούς, άλλοι όμως

φιλόλογοι την αποδέχονται (βλ. σχετικά Kretschmer (1943) 117 εξξ., ο

οποίος δίνει στη λ. την ερμηνεία «ληστές», και Windekens (1960) 135 εξξ.

όπου και περισσότερη βιβλιογραφία). Γενικά η πραγματική ετυμολογία

της ονομασίας παραμένει σκοτεινή, και μάλλον πρόκειται για

προελληνικό φύλο. Μια σαφής ένδειξη μη ελληνόφωνων (προελληνικών)

πληθυσμών στη Λήμνο αποτελούν οι επιγραφές σε ετρουσκική (;) γλώσσα

που έχουν βρεθεί στο νησί (βλ. De Simone (1996)). Για το όνομα ΢ιντηίς βλ.

επίσης Βüchner, RE III.1 (1927) 257.

Φαρακτηριστικό στοιχείο της ελληνιστικής ποίησης, που

καταδεικνύει τον λόγιο χαρακτήρα της, είναι η χρήση του minus usitatum:

ο λόγιος ελληνιστικός ποιητής αποφεύγει συνειδητά ως στοιχείο

33
ποιητικής την παράθεση ενός κοινότοπου και γνωστού ονόματος

αντικαθιστώντας το με μια εναλλακτική περισσότερο λόγιου χαρακτήρα.

Εδώ λοιπόν το Λήμνος αντικαθίσταται από το ΢ιντηίς, ένα

προσηγορικό το οποίο συμπυκνώνει την προϊστορία της νήσου, την πρώτη

της κτίσιν (κτίσεις πόλεων: ακόμα μια ελληνιστική θεματική προτίμηση).

Σο ΢ιντηίς δηλαδή συνδυάζει τη φορμαλιστική επιθυμία του ελληνιστικού

ποιητή για την εξεζητημένη λέξη με το διαδεδομένο ελληνιστικό

ενδιαφέρον για το αἴτιον και την κτίσιν των πόλεων. Επίσης θυμίζει

έμμεσα ότι οι κάτοικοι της Λήμνου κατά τον Όμηρο και τους αρχαίους

σχολιαστές δεν ήταν Έλληνες αλλά βάρβαροι, δημιουργώντας με αυτόν

τον τρόπο την προδιάθεση για αρνητικές συνέπειες.

609. ἄμυδις: Αιολικός τύπος που απαντά ήδη στον Όμηρο, παράγωγο του

ἅμα. Μπορεί να έχει χρονική ή τοπική σημασία ή και τις δύο ταυτοχρόνως.

Εδώ σημαίνει «μ’ένα συντονισμένο σχέδιο».

609. ὑπερβασίῃσι: μετρικό αντίστοιχο του ομηρικού ἀτασθαλίηισιν. Η

συγκεκριμένη λέξη αποτελεί λέξη-κλειδί στην τραγωδία, που ασχολείται

συχνά με την κατάρρευση των στερεοτύπων των δύο φύλων. Πρόκειται

για ενοφθαλμισμό τραγικού λεξιλογίου στην επική αφήγηση του

Απολλώνιου. Για τη γειτνίαση επικού και τραγικού είδους στο έπος του

Απολλώνιου βλ. Griffiths (1990), Νishimura-Jensen (1996), Cusset (2001),

Schmakeit (2003).

Λέξεις που εμπεριέχουν κάποια ηθική κρίση, όπως η συγκεκριμένη,

απαντούν συνήθως στους (ευθείς) λόγους των πρωταγωνιστών των

ομηρικών επών και όχι στην αφήγηση αυτή καθαυτήν πρβ. Griffin (1986).

΢τον Απολλώνιο, ωστόσο, όπου ο ευθύς λόγος είναι περιορισμένος, η

διαφοροποίηση αυτή στο λεξιλόγιο (προφορικού- αφηγηματικού λόγου)

σχεδόν καταργείται, και λέξεις με ηθική φόρτιση χρησιμοποιούνται

34
ελεύθερα σε καθαρά αφηγηματικά μέρη. Πρβ. Hunter (1993) 109- 112, 138-

9.

Ο μύθος των Λημνίων γυναικών διατηρήθηκε σε παροιμιώδεις

φράσεις, όπως λήμνια κακά, λημνία χείρ, λημνία δίκη, λημνίων βλέπων (Η

πληρέστερη διαπραγμάτευση του θέματος εξακολουθεί να είναι εκείνη

του Dumézil (1924, επανέκδ. 1998)). ΢τον Ευριπίδη (Εκάβη 886-887)

παραβάλλεται με τον μύθο των Δαναϊδων. Βλ. Garvie (1986) 201, ad 631-8

και Burkert (1972) 212-218. ΢τον Αισχύλο (Φοηφ. 631-7) παρουσιάζεται ως

ανεξάρτητος από τον Αργοναυτικό κύκλο. Ο Bachofen (1992) 173- 177

πίστευε ότι ο μύθος είναι ενδεικτικός κάποιας μορφής μητριαρχίας, ενώ

για τον Thomson (1941) 286-7 δεν υπάρχουν αρκετές αποδείξεις για αυτή

την υπόθεση, αλλά οι δύο μύθοι οφείλονται σε αλλαγές στην κοινωνική

θέση των γυναικών.

610. νηλειῶς: ο τύπος νηλεὦς στον Αισχύλ., Προμ.240, Φοηφ.242. Μετρική

έκταση.

610. δέδμητο: το ρ. δαμάζειν με τη σημασία «φονεύω». ΢ημαίνει και

«διακορεύω» (ἀδμής –παρθένος). O φόνος, όπως περιγράφεται, έγινε

μάλλον με ξίφη αποτελώντας, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί,

συμβολικά ένα είδος «διακόρευσης» ή και ευνουχισμού, δεδομένου ότι η

μεταφορική χρήση όρων που σχετίζονται με όπλα, σε ερωτικά

συμφραζόμενα, αποτελεί συνηθισμένη πρακτική τόσο στην ελληνική όσο

και στη ρωμαϊκή λογοτεχνία, βλ. π.χ. Αριστοφ. Λυσ. 632, 985, Αχιλ. Σατ.

2.23. Πρβ. Adams (1982) 19-22. ΢ύμφωνα με τη μητριαρχική ερμηνεία του

μύθου, το επεισόδιο της σφαγής των Λημνίων αντικατοπτρίζει το δεύτερο

στάδιο ανάπτυξης μιας μητριαρχικής κοινωνίας, τον Αμαζονισμό

(Amazonism), την περίοδο δηλ. κατά την οποία οι γυναίκες μπορούν να

τιμωρήσουν συγκεκριμένες συμπεριφορές των ανδρών με φόνο, Goldhill

35
(1986) 51. Για μια φεμινιστική ψυχαναλυτική ερμηνεία του μύθου των

Δαναΐδων και της μετάβασης από τον «βιασμό» στον «ευνουχισμό» βλ.

και Δούκα-Καμπίτογλου (2003) 123-172. Οι Λήμνιες δεν καταφεύγουν στην

αυτοκτονία ως λύση για την ατίμωση που υφίστανται (πρβ. τη Μήδεια του

τρίτου Βιβλίου αλλά και τη Μήδεια του Ευριπίδη), αλλά προτιμούν μια πιο

επιθετική στάση μετατρέποντας τους άνδρες σε θύματα, όπως δηλώνεται

και από τη χρήση της παθητικής φωνής (δέδμητο).

610. λυκάβαντι: ΢την ελληνιστική περίοδο η λ. δηλώνει κατά κύριο λόγο

το έτος, τον χρόνο. Βλ. Βίων Ε.Α. 15, Λεων. Σαρ. ΠΑ 7.198.5, Υιλόδ. ΠΑ

11.41.1. Με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται και στο συγκεκριμένο χωρίο,

μολονότι μπορεί επίσης να δηλώσει τον μήνα (Δίων Φρυσ.). Η λέξη

απαντά συχνά σε επιτύμβια επιγράμματα, κυρίως σε επιτύμβιες

επιγραφές της ύστερης ελληνιστικής και αυτοκρατορικής περιόδου, για να

δηλώσει την ηλικία του θανόντος: πρβ. GVI 759.7 (Μύκονος, 2ος-1ος αιών. π.

Φ., 567.Ι (Άργος, 2ος αι. μ.Φ.), 1048.Ι (΢ιδώνα, 2Ος –3ος αι. μ.Φ.) *εἴ+κοσι μοι

λυκάβαντες, 285.3 (Ρώμη, 2ος-3ος αι. μ.Φ.), 696.8 (Ρώμη, 3ος-4ος αι. μ.Φ.). Πρβ.

Koller (1973) 29-34. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, το συγκεκριμένο δίστιχο

609-610 θα μπορούσε να αναγνωστεί ως ένα επιτύμβιο επίγραμμα για τον

θάνατο των Λήμνιων ανδρών, καθώς, εκτός από την αναφορά του

αγαπημένου στο επίγραμμα «λυκάβαντι», συνδυάζει φορμαλιστικά

αρκετά από τα βασικά χαρακτηριστικά του επιγραμματικού ύφους: δηλ.

την αναφορά του ονόματος των νεκρών (εδώ περιληπτικά π᾵ς δ῅μος), του

τόπου (ἔνθα) και του χρόνου (παροιχωμένῳ λυκάβαντι) του θανάτου σε

διάστημα δύο στίχων.

611. κουριδίας ἀπηνήναντο γυναῖκας: την ιστορική αλήθεια του μύθου

υποστηρίζει η ύπαρξη λατρευτικού εξαγνιστικού εθίμου, σύμφωνα με το

οποίο οι Λήμνιες τηρούσαν ερωτική αποχή από τους συζύγους τους

36
ορισμένη εποχή κάθε χρόνο (βλ. Burkert (1931) 190-196 και (1970) 1-16). Σο

μοτίβο της ερωτικής αποχής για λατρευτικούς λόγους παρουσιάζεται και

στη ρωμαϊκή ελεγεία, πρβ. Prop. 2.33Α και Ov. Am. 3.10. Έχουμε εδώ τον

λογοτεχνικό τόπο της ερωτικής απόρριψης μιας γυναίκας, η οποία

εξαιτίας της απόρριψης αυτής οδηγείται σε ακραίες πράξεις. Πρόκειται

για ένα διαχρονικό τόπο της λογοτεχνίας με χαρακτηριστικότερο

παράδειγμα στον αρχαίο κόσμο αυτό της Μήδειας. Πρβ. την πασίγνωστη

στην αγγλική λογοτεχνία quotation από το "The Mourning Bride" (1697)

του William Congreve: "Heaven has no rage like love to hatred turned / Nor

hell a fury like a woman scorned."

611. ἀπηνήναντο: ἀπαναίνομαι: αρνούμαι, απορρίπτω. Για την ερωτική

απόρριψη, πρβ. και Οδ. κ 297 ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνήν, Πίνδ. Ν. 5. 33 εὐθὺς

δ’ἀπανάνατο νύμφαν. ΢την ίδια μετρική θέση και στο Η 185. Βλ. επίσης

Βασίλαρος (2004) ad loc.

611. κουριδίας: το γυνὴ χρησιμοποιείται από τον Όμηρο, για να δηλώσει

τη σύζυγο κατ’αντίθεση προς το παρθένος. Η διάκριση ανάμεσα σε

νόμιμες συζύγους και παλλακίδες γίνεται εδώ με τη χρήση του επιθ.

κουριδίας. Δεν πρέπει να είναι τυχαία η αντιπαράθεση γυναῖκας-ληιάδεσσι

στο τέλος δύο διαδοχικών εξαμέτρων.

612. ληιάδεσσι: επική δοτική του ληιάς, -άδος (ποιητικός τύπος του

επιθ.ληίδιος). Μια φορά στον Όμηρο (ληϊάδας γυναῖκας) Τ 193. Πρβ. και

Αργ. 4. 36.

613. τρηχὺν ἔρον: ιωνικός τύπος αντί του τραχὺς (Ησίοδος, Όμηρος,

Ηρόδοτος). Η λ. ἔρως στην αρχαιοελληνική ποίηση δηλώνει συχνά τη

σεξουαλική επιθυμία (πρβ. Hunter (2004) 16-17), ενώ για τη συζυγική

37
αγάπη χρησιμοποιείται ο όρος φιλία. Σο τρηχὺς ενισχύει εδώ τη δεδομένη

σεξουαλική απόχρωση του όρου. ΢το συγκεκριμένο χωρίο έχουμε το

γνωστό μοτίβο του έρωτα ως πηγής κακών (πρβ. Fantham (1972) 82-89,

Carson (1986), 3-9, 83, 147-150, 153-55, Hunter (2004) 15-20). Οι σεξουαλικού

χαρακτήρα αποχρώσεις, οι οποίες κυριαρχούν στο σύνολο του επεισοδίου,

φαίνεται να προοικονομούνται ήδη από τις εισαγωγικές παρατηρήσεις

του επικού αφηγητή.

614-15 χόλος αἰνὸς … Κύπριδος: Η οργή της Αφροδίτης είναι το

πρωταρχικό ελατήριο της επικής δράσης. Πρόκειται για το επικό μοτίβο

της οργισμένης θεότητας εναντίον κάποιου θνητού, ο οποίος δεν της

προσέφερε τις αναμενόμενες τιμές. Άμεσο ιλιαδικό πρότυπο του μοτίβου

αυτού αποτελεί η οργή της Αρτέμιδος, η οποία οργισμένη με τον Οινέα,

που δεν της προσφέρει τις απαραίτητες θυσίες, στέλνει εναντίον του τον

Καλυδώνιο κάπρο (Ι 533-540). Όσον αφορά στον επικό κόσμο των

Αργοναυτικών χαρακτηριστική περίπτωση οργισμένης θεότητας αποτελεί

η Ήρα, η οποία μηχανορραφεί κατά του Πελία, καθώς ο τελευταίος δεν

της αποδίδει επίσης τις νενομισμένες τιμές (1.13-14). Βλ. επίσης σχετικά

Fantuzzi-Ηunter (2005) 205-206.

Αναφορικά με την οργή των θεών ο Απολλώνιος προσεγγίζει, όπως

φαίνεται και από τα παραπάνω, τον επικό κόσμο του ιλιαδικού προτύπου

του, όπου η έννοια της οργής (μ῅νις, χόλος) αποτελεί κινητήρια δύναμη

για τη λύση της επικής πλοκής. Ψστόσο, ο ελληνιστικός ποιητής

διαφοροποιείται από το ομηρικό του πρότυπο ως προς το ότι παρουσιάζει

λιγότερες φορές στην αφήγησή του την οργή των θεών, βλ. Manakidou

(1998) 241-260, συνδέοντας, ωστόσο, κατ΄εξοχήν τον Δία με το συναίσθημα

αυτό, βλ.Fantuzzi- Hunter (2005) 192 , Hunter (1993) 75-100, Feeney (1991) 58-

98, Dräger (2001) 3εξξ., 14, 35-42, 45, 52, 54, 59-61, 63-65, 77, 81, 127-129, 134

εξξ., 137 εξξ., 142, 143 εξξ. , Brioso-S{nchez (2003) 15-54.

38
614. ὄπαζε: ΢ε αρκετές αρχαίες πηγές ( (ψευδο)Απολλόδ. Βιβλιοθ. Ι 114,

΢χ. στον Απολλ. 1,609-19a και e Wendel, ΢χ. στον Πίνδ. Πυθ. IV 88b, Eυστ.

129 ad Ιλ. Α 592 εξξ.) παραδίδεται ο διαδεδομένος μύθος, σύμφωνα με τον

οποίο η Αφροδίτη οργισμένη, γιατί δεν της αποδόθηκαν οι κατάλληλες

τιμές, τιμωρεί τις Λήμνιες γυναίκες με έντονη δυσοσμία. Βλ. σχετικά

Βασίλαρος (2004) 237. Ψστόσο, στην αρχαία παράδοση του μύθου

(Μυρσίλος Μηθυμναίος FGrHist 477F 1) καταγράφεται και μία δεύτερη

εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η δυσοσμία των Λήμνιων γυναικών δεν

είναι το αποτέλεσμα της οργής της Αφροδίτης, αλλά προκύπτει ως

απόρροια της αντιζηλίας της Μήδειας (βλ. επίσης και Πίνδαρο). ΢ύμφωνα

με την εκδοχή αυτή, η Μήδεια παραπλέοντας την Λήμνο ρίχνει στη

θάλασσα φάρμακον, το οποίο καθιστά τις Λήμνιες γυναίκες δύσοσμες.

Όσον αφορά στις λογοτεχνικές εκδοχές του μύθου των Λήμνιων

γυναικών, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αποφεύγεται εν γένει η

αναφορά στην «μυθική» δυσοσμία τους. Μια πρώτη λογοτεχνική εκδοχή

του σχετικού μύθου έχουμε στην χαμένη τραγωδία του Αισχύλου,

Τψιπύλη (σ.79 Ν2), σύμφωνα με τα σχόλια στον Απολλώνιο Ρόδιο (1,769-

773 Wendel), αλλά και στο επίσης χαμένο σοφόκλειο έργο Λήμνιαι (ΙΙ σ.52

Pearson). Σο γεγονός ότι στην αισχύλεια Τψιπύλη οι Λήμνιες

αναγκάζονται να συμπλακούν πολεμικά με τους Αργοναύτες, για να

συνευρεθούν μαζί τους ερωτικά (βλ. επίσης σχετικά και θραύσμα αγγείου

από τη Λήμνο (του 550 π.Φ. περίπου, Pickard (1942-3) 97-124) όπου

απεικονίζονται μια γυμνή γυναικεία μορφή και ένας οπλισμένος

πολεμιστής), οδήγησε στη διατύπωση αρκετά ευφάνταστων απόψεων

σχετικά με την ύπαρξη ή την απουσία σωματικής δυσοσμίας. Ο Jackson

(1993) 61, π.χ., θεωρεί, χωρίς ωστόσο να είναι ιδιαίτερα πειστικός, πως η

δυσοσμία των Λήμνιων γυναικών δικαιολογεί την προσφυγή τους στα

όπλα. Η δυσοσμία δεν αναφέρεται επίσης ούτε στον Ασκληπιάδη τον

39
Σραγιλέα στο έργο του Σραγῳδούμενοι (FGrHist 12 F 14) ούτε στη ρωμαϊκή

επική ποίηση (΢τάτιος και Βαλέριος Υλάκκος). Υαίνεται πως και ο

Απολλώνιος επιλέγει να μην αναφερθεί στο θέμα της δυσοσμίας,

μολονότι προβλήματα κειμένου και προτεινόμενες διορθώσεις

αποπειρώνται να παρεμβάλουν τον μύθο της δυσοσμίας στην

απολλώνεια αφήγηση. Ο Fränkel ,π.χ., στο συγκεκριμένο χωρίο προτείνει

ἄποζεν (και ἀπὦζε= βρωμούσε) αντί για ὄπαζε. Ο Jackson (1993) 60-1,

ωστόσο, θεωρεί ότι θα ήταν τελείως παράταιρη μια τέτοια αναφορά σε

ένα επεισόδιο όπου κυριαρχεί η ερωτική επιθυμία. Επίσης ο Vian (1974) 27

θεωρεί ότι ο ερωτισμός του επεισοδίου δεν συμβαδίζει με την κακοσμία

της παράδοσης. Βλ. επίσης Blumberg (1931) 15-6, που βρίσκει το θέμα της

κακοσμίας αταίριαστο με την απολλώνεια αισθητική. Η ερμηνεία των

Levin (1971) 59 εξξ. και Dumézil (1924), ότι δηλ. σκοπίμως ο Απολλώνιος

δεν αναφέρει το πρόβλημα, ώστε να μην «δυσκολέψει» την ακόλουθη

ερωτική συνεύρεση με τους Αργοναύτες, επιτρέπει, πιστεύουμε, να

διατηρήσουμε το ὄπαζε.

Για την άποψη, ωστόσο, ότι η οσμή αποτελεί στοιχείο της αφήγησης

του Απολλωνίου, που δηλώνεται έμμεσα με την εγκατάλειψη των

συζύγων βλ. Ville de Mirmont (1894) 613. Δεν φαίνεται επίσης να είναι

τυχαίο γεγονός το ότι ο Υιλοκτήτης αφήνεται εξαιτίας της δυσοσμίας του

στην Λήμνο, δηλ. σε ένα νησί το οποίο παραδοσιακά συνδέεται με

δυσάρεστες οσμές.

609-615. Η απουσία εμφανούς αντικειμένου στο ὄπαζε σε συνδυασμό με

την απουσία υποκειμένου στο ἄτισσαν επιτρέπει την ανοιχτή ερμηνεία

του χωρίου, αναφορικά με τα δύο βασικά ερωτήματα του μύθου (βλ.

επίσης σχετικά George (1972) 52): α. ποιος ήταν υπαίτιος για την οργή της

Αφροδίτης, οι Λήμνιοι δηλ.άνδρες ή οι Λήμνιες γυναίκες τους; και β.

ποιος είναι, κατά συνέπεια, ο αποδέκτης της οργής της Αφροδίτης;

40
Ψς εκ τούτου διαπιστώνονται πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους

κριτικές προσεγγίσεις στο συντακτικό και συνάμα ερμηνευτικό πρόβλημα

που παρουσιάζουν οι συγκεκριμένοι στίχοι:

Οι Fränkel (1950) 115, Berkowitz (2004) 46 και Ardizzoni (1967) 173

προτείνουν ως αντικείμενο του ὄπαζε (στην περίπτωση του Fränkel

ἄποζεν) ένα εννοούμενο αὐτάς, το οποίο εμφανώς αναφέρεται στις

Λήμνιες γυναίκες, ενώ ο Vian (1974) 26-28 πιστεύει ότι γίνεται λόγος για

τους άνδρες, οι οποίοι λειτουργούν ως άμεσο αντικείμενο του ρ. ὄπαζε

(614) και υποκείμενο του ἄτισσαν (615) (βλ. επίσης σχετικά Blumberg (1931)

15 και Clauss (1993) 111 σημ. 6.). Αυτή η αμφισημία ενισχύει τη διαφωνία

που παρατηρείται στη βιβλιογραφία του επεισοδίου σχετικά με το ποιος

ήταν ο πρωταίτιος των γεγονότων που οδήγησαν στη σφαγή. Υαίνεται

πως ο Απολλώνιος εσκεμμένα επιλέγει την πιο πάνω αφηγηματική

αμφισημία, χωρίς να παίρνει ευδιάκριτη θέση απέναντι στις δύο βασικές

εκδοχές του μύθου: η πρώτη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία υπαίτιες της

θεϊκής οργής είναι οι Λήμνιες γυναίκες, υποστηρίζεται από τα σχόλια

(1.609-619a Wendel). Όσον αφορά στη δεύτερη εκδοχή, σύμφωνα με την

οποία οι Λήμνιοι άνδρες είναι αυτοί που εξοργίζουν, με την ανόσια

συμπεριφορά τους, την Αφροδίτη, βλ. Ασκληπ. Σραγ. (Vian (1974) 27). Με

τον τρόπο αυτό η ερμηνεία του σχετικού χωρίου μπορεί να ποικίλλει σε

σχέση με τις προσλαμβάνουσες και την σχετική εμπειρία του μύθου που

διαθέτει ο κάθε αναγνώστης.

615. ἐπὶ δηρὸν: πρόκειται για συσσωρευμένη οργή της θεάς, η οποία

προκύπτει, όπως με σαφήνεια δηλώνει το ἐπὶ δηρὸν, από επανειλημμένη

αθέτηση των νενομισμένων τιμών. Έμφαση φαίνεται να δίνεται εδώ στην

οργή της θεάς, η οποία συνδυάζεται, όπως συχνά στο έπος, με την μνήμη,

την ανάμνηση του κακού (ἐπὶ δηρὸν πολλές φορές), η οποία λειτουργεί ως

κινητήρια δύναμη που προωθεί την εξέλιξη της επικής δράσης. Όπως

41
προκύπτει από τo σχετικό άρθρο του Redondo (2000) 140, ο Απολλώνιος

προτιμά γενικά την έκφραση «μετὰ δηρὸν» (2.449 και 3.956) έναντι του

ομηρικού «ἐπὶ δηρὸν». Εννοείται «χρόνον», για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Υαίνεται πως η επιλογή της κατεξοχήν επικής εναλλακτικής γραφής στο

συγκεκριμένο χωρίο σχετίζεται με την καθαρά επική σύζευξη της θεϊκής

οργής με τη μνήμη· Η γειτνίαση μοτίβων, που παρατηρείται ανάμεσα

στον Απολλώνιο και το ιλιαδικό του πρότυπο, συνοδεύεται και από μία

υφολογικού χαρακτήρα επιλογή, η οποία σφραγίζει φορμαλιστικά το πιο

πάνω rapprochement. ΢τον ομηρικό αυτό χρωματισμό του επεισοδίου

συμβάλλει επίσης και η εξής υφολογική επιλογή: προτιμάται δηλ. το

ομηρικό άπαξ ἀτίζω (ἄτισσαν) αντί του ἀτιμάζω και το «επικό» διπλό σσ.

Για το ἀτίζω στον Απολλώνιο βλ. Cuypers (1997) 41-42.

616. Ὢ μέλεαι... ἀκόρητοι: Αποστροφή που παραβιάζει την υποτιθέμενη

«αντικειμενικότητα» (βλ.Otis (1963) 41-96) του έπους, καθώς ο επικός

ποιητής εμφανώς διακόπτει την αφήγηση για να πάρει συγκεκριμένη

θέση απέναντι στα γεγονότα. Επίσης αίρεται με τον τρόπο αυτό η

αφηγηματική ψευδαίσθηση, ενώ παράλληλα δημιουργείται μια πρώτη

σύνδεση των Λημνίων με τη Μήδεια: η λέξη κλειδί που αφηγηματικά και

διακειμενικά συνδέει εδώ τις δύο ηρωίδες είναι η ζήλεια. Η

«απομάκρυνση» των ανδρών, στην εκδοχή που παρουσιάζει η Τψιπύλη

στον Ιάσονα παρακάτω, έχει ωστόσο σοβαρότερα, κοινωνικά και

πολιτικά, αίτια και δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα ερωτικής ζήλειας (βλ.

Lévi-Strauss (1966) και τη σχετική συζήτηση στην Tanner (1980) εξξ.). Από

τη σχετική αφήγηση της Τψιπύλης προκύπτει πως τα κίνητρα των

Λημνίων γυναικών σχετίζονται με την ανατροπή των κοινωνικά

επιβεβλημένων σταθερών οικογενειακών σχέσεων στα πλαίσια του οίκου.

Για την αποστροφή του ποιητή προς τους χαρακτήρες του έπους, βλ.

Wheeler (1999) 111-13 (για τον Οβίδιο).

42
616. ἀκόρητοι: ἀ (στερητικό) + κόρη: με συμπεριφορά που αποκλίνει από

τη συνηθισμένη των κοριτσιών, όπως θα διαπιστώσουμε και στη συνέχεια

του επεισοδίου (Hunter (1993) 112 σημ.49).

618. ἀμφ’ εὐνῇ: Επιρρηματικοί προσδιορισμοί που αποτελούνται από την

πρόθεση ἀμφὶ + δοτική μπορούν να δηλώσουν τόσο τον τόπο όσο και την

αιτία. Και οι δύο συντάξεις διαθέτουν ευανάγνωστη συντακτική ιστορία

στο ομηρικό έπος (βλ. σχετικά Liddell-Scott και Chantraine) και ως εκ

τούτου ευσταθούν, από συντακτικής τουλάχιστον απόψεως, στο

συγκεκριμένο χωρίο. Σα σχόλια, ωστόσο, θεωρούν ότι εδώ δηλώνεται η

αιτία (παραλείπεται το ζηλοτυπήσασαι – θα μπορούσαμε πάντως σ’αυτή

την περίπτωση να τον θεωρήσουμε επεξήγηση (ερμηνεία) του ζήλοιο

παραπάνω). Ο Seaton μάλιστα μεταφράζει ανάλογα: εξαιτίας της κλίνης

(ή μεταφορικά των ερωτικών σχέσεων). Η ερμηνεία αυτή φαίνεται να

ευσταθεί καλύτερα από συντακτικής απόψεως, καθώς δημιουργείται το

ακόλουθο σχήμα: σκότωσαν τους συζύγους, εξαιτίας της (παραβίασης)

της συζυγικής κλίνης, και όλα τα αρσενικά παιδιά, για να μην εκδικηθούν

τον φόνο (ὡς ἀμοιβήν). Αμέσως δηλαδή μετά τα αντικείμενα του ἔρραισαν

ακολουθεί η αιτία της κάθε δολοφονίας: στην πρώτη περίπτωση η αιτία

εκφέρεται με έναν εμπρόθετο προσδιορισμό του αναγκαστικού αιτίου

(ἀμφὶ + δοτική), ενώ στην δεύτερη περίπτωση η αιτία στην προβολή της

στο μέλλον (σκοπός) εκφέρεται με την επιρρηματική τελική πρόταση: ὥς

κεν ὀπίσσω |μή τινα λευγαλέοιο φόνου τίσειαν ἀμοιβήν. Η εναλλακτική

ερμηνεία (Ardizzoni (1967) 174, Paduano-Fussilo (1999) 163 και Hunter

(1993α) 17 θέλει τον εμπρόθετο να δηλώνει τον τόπο: ο φόνος έγινε στο

κρεβάτι (ένα παράλληλο μοτίβο εμφανίζεται στις Δαναϊδες). Η δεύτερη

ερμηνεία, πέρα από τη μεγαλύτερη δραματικότητα που προσδίδει στη

σκηνή, βοηθά παράλληλα στην επίλυση ενός πρακτικού προβλήματος:

43
πώς εξοντώθηκαν ταυτόχρονα όλοι οι άνδρες του νησιού (ειδικά όταν

πρόκειται για ικανούς πολεμιστές) και όλες οι δούλες χωρίς αντίσταση και

μάλιστα χωρίς να γίνουν αντιληπτές οι Λήμνιες δολοφόνοι; Ιδανικές

συνθήκες για μια συνδυασμένη επίθεση θα ήταν μια νυχτερινή

κατάσταση «μετασυνουσιακής απορρύθμισης» (όρος του Θ. Παπαγγελή).

Αντιηρωικός θάνατος για έναν λαό κατ’εξοχήν πολεμικό, κατάλληλος

όμως, μπορούμε να πούμε, για ένα έπος όπου κυριαρχεί το warfare of the

boudoir.

Είτε, ωστόσο, εξαιτίας της συζυγικής κλίνης είτε πάνω σ’αυτή (ο

ελληνιστικός ποιητής ενδέχεται να «παίζει» εδώ με την συντακτική

αμφισημία της προθέσεως), η αναφορά στη Μήδεια του Ευριπίδη είναι

ευδιάκριτη (265-6, 568-73, 1367-8), βλ. Hunter (1993) 48.

618. πᾶν δ’ἄρσεν ὁμοῦ γένος: Πρόκειται για το αφηγηματικό prequel της

παιδοκτονίας της ευριπίδειας Μήδειας. Σα αρσενικά παιδιά των Λημνίων

πεθαίνουν και αυτά, εξαιτίας της «πατρικής αμέλειας»: οι Λήμνιες

μητέρες τους δεν διστάζουν να τα σκοτώσουν, έτσι ώστε να αποφύγουν

μια πιθανή μεταγενέστερη εκδίκηση του φόνου των πατέρων τους. ΢το

σημείο αυτό έμφαση δίνεται στο μοτίβο «εκδίκηση για τον φόνο του

πατέρα». Αρχετυπική μυθική και λογοτεχνική φιγούρα του μοτίβου αυτού

αποτελεί ο Ορέστης. Οι Λήμνιες γυναίκες φαίνεται πως στον

γραμματολογικό άξονα «διορθώνουν» μια παράλειψη της

Κλυταιμήστρας. Μολονότι, ως μυθικά πρόσωπα, στην ιστορική εξέλιξη

του μύθου οι Λήμνιες γυναίκες προηγούνται χρονικά της Κλυταιμήστρας

και του κύκλου των Ατρειδών, ωστόσο, ως γραμματολογικά υποκείμενα,

ως δηλ. φιγούρες ενός έπους που ο χρόνος συγγραφής του έπεται της

κλασικής περιόδου, διαθέτουν την πλούσια γραμματολογική εμπειρία της

κλασικής περιόδου. Οι Λήμνιες γυναίκες του μύθου δεν γνωρίζουν την

Κλυταιμήστρα του μύθου· Οι Λήμνιες, ωστόσο, γυναίκες του Απολλωνίου

44
«διαλέγονται με» και «διαβάζουν» την Κλυταιμήστρα της κλασικής

λογοτεχνίας και τα τραγικά πρόσωπα που σχετίζονται μαζί της. Για τον

λόγο αυτό, λοιπόν, επειδή ο Ορέστης σκοτώνει την μητέρα του, η οποία

δεν φρόντισε να τον δολοφονήσει, οι Λήμνιες γυναίκες, με βάση τη

λογοτεχνική τους εμπειρία, αποτρέπουν αυτό τον κίνδυνο με την

παιδοκτονία. Με τη δολοφονία των αρσενικών απογόνων οι Λήμνιες

γυναίκες φαίνεται να λειτουργούν παράλληλα και με πολιτικά κίνητρα

αποκλείοντας κάθε νόμιμο διεκδικητή της εξουσίας.

620. Οἴη δ’ ἐκ πασέων: ο γνωστός και από άλλους μύθους τόπος

(Δαναΐδες, Επτά επί Θήβας) «όλοι πλην ενός». Για την παραβολή των

Λημνίων με τις Δαναΐδες πρβ. Dumézil (1924), Nilsson (1957) 470, Burkert

(1970) 1-16, Levin (1971) 59 εξξ., Natzel (1992) 170-80.

621. Ὑψιπύλεια: ὑψηλὸς και πύλη. Η ερωτική ατμόσφαιρα του επεισοδίου

επιτρέπει ίσως να διακρίνουμε ένα παιχνίδι με την αμφισημία της λ.πύλη

(η οποία, όπως και η λ. θύρα, μπορεί να δηλώσει το γυναικείο γεννητικό

όργανο, πρβ. και Henderson (1991) 138: παράλληλα από Λυσιστράτη σ.95

και Αρχίλοχο, S478a, βλ. και Rankin (1977) 68-73). Η αμφισημία αυτή

ενισχύεται από την εισαγωγή αλλά και τον επίλογο της ρητορικής της

Τψιπύλης προς τον Ιάσονα, 793: Ξεῖνε, τίη μίμνοντες ἐπί χρόνον ἔκτοθι

πύργων| ἧσθ’αὔτως και 833: μηδ’ ἔκτοθι μίμνε πόληος. Η έκκληση της

ηρωίδας προς τον Ιάσονα να μην μείνει εκτός πόλης μπορεί επίσης να

αναγνωσθεί, με βάση και πάλι τις εμφανείς ερωτικές συντεταγμένες του

επεισοδίου, ως μια επιπλέον αμφίσημη δήλωση που σχετίζεται με την

σεξουαλική αποχή. Η γυναίκα Τψιπύλη καλεί τον άνδρα Ιάσονα να μην

μείνει εκτός της πόλεως της. Η αμφίσημη αυτή ερμηνεία ενισχύει τον

κωμικό χαρακτήρα του επεισοδίου καθώς υιοθετούνται τεχνικές

45
γλωσσικής αμφισημίας με σεξουαλικά υπονοούμενα που διακρίνουν

κατεξοχήν το κωμικό είδος.

Η πιο συντηρητική ερμηνεία, ωστόσο, συνδέει την Τψιπύλη με

σεληνιακές θεότητες (προγιαγιά της είναι, σύμφωνα με τον μύθο, η

Αριάδνη και γιαγιά της η Πασιφάη (η «πασιφανής», η «πασιφαίνουσα»

΢ελήνη)) που συνδέονται με τη σειρά τους με μητριαρχικές κοινωνίες, που

ανήκουν σε μια εποχή που απέχει πολύ τόσο από τον Απολλώνιο όσο και

από τον χρόνο της αφήγησης. Η μητριαρχική κοινωνία έχει λάβει εδώ μια

ακραία μορφή γυναικοκρατίας (παντελής απουσία ανδρών). Η Τψιπύλη

είναι ένας σύνθετος χαρακτήρας. ΢ε ηλικία γάμου βρίσκεται σε ένα

μεταβατικό στάδιο και στην ηγεσία μιας «ανώμαλης» κοινωνίας.

621. Θόαντος: Πρόκειται για γιο του Διονύσου και της Αριάδνης (Binder

(2002) 465-466), αδελφό του ΢τάφυλου και του Οινοπίωνα. ΢ύμφωνα με τη

μαρτυρία του Διόδωρου (5, 78, 2), ο Θόαντας εγκαταστάθηκε από τον

Ραδάμανθυ στη Λήμνο ως υπερασπιστής των μινωικών συμφερόντων

στην περιοχή του βορειοανατολικού Αιγαίου. ΢ε αντίθεση με τα δηλωτικά

ονόματα ΢τάφυλος (σταφύλι) και Οινοπίωνας (οἶνος), άμεσα σχετιζόμενα

με τον θεό του κρασιού, το όνομα Θόας δεν φαίνεται να διαθέτει

ανάλογες ετυμολογικές συνδηλώσεις (ταχύς). Σο όνομα μαρτυρείται και

ετυμολογείται στον Ευριπίδη (Ιφ.Σαύρ. 30-33: Σαύρων χθόνα, | οὗ γ῅ς

ἀνάσσει βαρβάροισι βάρβαρος | Θόας, ὃς ὠκὺν πόδα τιθεὶς ἴσον πτεροῖς | ἐς

τοὔνομ’ἦλθε τόδε ποδωκείας χάριν) και τον Αριστοφάνη (όπου στη θέση

πατρωνυμικού εμφανίζεται η ιδιότητά του ως πατέρα της Τψιπύλης):

ἐνταῦθα <δ’> ἐτυράννευεν Ὑψιπύλης πατήρ. Θόας, βραδύτατός γ’ ὥν ἐν

ἀνθρώποις δραμεῖν. Η παρατήρηση αυτή οδήγησε στην διατύπωση της

άποψης πως στην περίπτωση του Θόαντα έχουμε έναν ανεξάρτητο μύθο,

ο οποίος κάποια στιγμή ενσωματώθηκε αργότερα στη γενεαλογία του

Διόνυσου. Για άλλες εκδοχές για την καταγωγή του Θόαντα πρβ. Immisch

46
στο Roscher V (1916-24) 801-18. Ο Θόας νυμφεύθηκε την Μύρινα, που

έδωσε το όνομά της στην πρωτεύουσα του νησιού, και απέκτησε ως κόρη

την Τψιπύλη. Ο γενεαλογικός συσχετισμός του Θόαντα με τον Διόνυσο

φαίνεται να έχει πολιτικά κίνητρα και προεκτάσεις στην ποίηση του

Αλεξανδρινού Απολλωνίου. Γνωστές είναι οι σχέσεις καταγωγής από τον

Διόνυσο που επιθυμεί να προβάλει ο οίκος των Πτολεμαίων˙ Hunter (1989)

208, Fraser (1972) I 201-7, Rice (1983) 45-115.

622. λάρνακι δ’ ἐν κοίλῃ: με αυτό τον τρόπο εκτίθενται τα παιδιά ή οι

ανύπανδρες μητέρες με τα παιδιά τους (πρβ. το μύθο της Δανάης και του

Περσέα). Ο πατέρας της Δανάης, Ακρίσιος, τους πετά στη θάλασσα

λάρνακι ἐν δαιδαλέᾳ ΢ιμωνίδης PMG 543.1-2, απ.38 και διασώζονται από

ψαράδες στη ΢έριφο, Αισχ. Δικτυουλκοί απ. 464 Radt). Εδώ, ωστόσο, η

Τψιπύλη «χαρίζει τη ζωή» στον πατέρα της. Ο τρόπος σωτηρίας συνάδει

με το θέμα της αντιστροφής των ρόλων που κυριαρχεί στο επεισόδιο (και

στο σύνολο των Αργοναυτικών ίσως;). Σον ρόλο του προστάτη κηδεμόνα

αναλαμβάνει πλέον η κόρη, ενώ τον ρόλο του προστατευόμενου παιδιού ο

πατέρας, τον οποίον η μητρική πλέον φιγούρα της προστάτιδας κόρης

τοποθετεί στη λάρνακα, η οποία μπορεί, στα πλαίσια της παραπάνω

αντιστροφής, να λειτουργήσει ως σύμβολο της προστασίας που παρέχει

στο παιδί ο κόλπος της μητέρας. Ανάλογη λειτουργία έχει και η λ.

θάλαμος, βλ. και Morales (2005) 10-11. Προοικονομείται η σωτηρία του

Ιάσονα και των συντρόφων του από τη Μήδεια (Hunter (1996) 48).

623. αἴ κε φύγῃ: (Χευδο)Απολλόδ. Βιβλιοθ. 3.6.4, Ηρόδοτος 4.145: o Θόας

ανακαλύπτεται και θανατώνεται από τις Λήμνιες. ΢τους Βαλέριο Υλάκκο

2.242-310 και ΢τάτιο Theb. 5.284-91 διαφεύγει με κάποιο πλοίο και είτε

καταφεύγει στη χώρα των Σαύρων (Βαλ. Υλάκ.,Τγίν. Fab.15, 120), είτε στη

΢ίκινο (Ξεναγόρας, FgrHist 240 F 31 πρβ. σχόλια στους στ. 1.623-26α

47
Wendel), ή στη Φίο (΢τάτιος). ΢ύμφωνα με την υπόθεση του Νεμεόνικου η

Τψιπύλη τον έκρυψε σε μια κιβωτό, όπου όμως τον ανακάλυψαν οι

Λήμνιες γυναίκες και στη συνέχεια τον εγκατέλειψαν στο έλεος των

κυμάτων. Ο Απολλώνιος εδώ συνδυάζει (με χαρακτηριστικά ελληνιστικό

τρόπο) τις δύο αφηγήσεις: ο Θόας δραπετεύει στη ΢ίκινο όχι όμως σε

βάρκα αλλά σε λάρνακα. Η «σύγχυση» αυτή αποκαλύπτει και πάλι τον

υψηλό βαθμό διακειμενικότητας και αυτο-συνειδησίας του έπους: από την

παρακαταθήκη λογοτεχνικού υλικού που έχει στη διάθεσή του ο ποιητής

επιλέγει και συνδυάζει, δίνοντάς μας έτσι την ευκαιρία να

παρατηρήσουμε την ίδια τη διαδικασία της ποιητικής γραφής.

Μολονότι ο Απολλώνιος υιοθετεί τις εκδοχές εκείνες του μύθου που

θέλουν τον Θόαντα να ξεφεύγει τελικά, ωστόσο, η έμφαση στο αβέβαιον

της φυγής του, όπως διακρίνεται μέσω της χρήσης του αἴ κε=μήπως,

μπορεί να αναγνωσθεί ως μία ενσυνείδητη νύξη του αφηγητή στις

εκδοχές εκείνες του μύθου που θέλουν τον Θόαντα να μην διαφεύγει. Ο

λόγιος και υπαινικτικός αλεξανδρινός φιλόλογος αφήνεται ακόμα μια

φορά στην πιθανότητα μιας ανοικτής ερμηνείας των δηλώσεών του.

625. ΢ικίνου ἄπο: στη σύντομη αυτή παρέκβαση μας δίνεται το αίτιο της

σύγχρονης ονομασίας του νησιού. Ο αρχαίος μύθος συνδέεται με τη

σύγχρονη του ποιητή πραγματικότητα και υπενθυμίζεται ότι πρόκειται

για ένα «ακαδημαϊκό» έπος, ένα είδος αρχαιογνωστικής εγκυκλοπαίδειας

που γράφεται στην αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη: «έχουμε την εντύπωση ότι

ανάμεσα στο ηρωικά επειγόμενο πλήρωμα της Αργώς διατρίβει ένας

μορφωτικός ακόλουθος με γεωγραφικό, εθνογραφικό, ανθρωπολογικό

και παραδοξογραφικό χαρτοφυλάκιο» (Παπαγγελής (1994) 56). ΢ωζόμενοι

τίτλοι πραγματειών του Απολλώνιου μαρτυρούν τα γεωγραφικά-

εθνογραφικά ενδιαφέροντά του, βλ. ΢ιστάκου (2005), κυρίως σσ. 244-245,

για τα Αργοναυτικά ως γεωγραφικό έπος και τις διαφορές απολλώνειας

48
και καλλιμάχειας «γεωγραφίας». Για τον Απολλώνιο ειδικότερα Meyer

(2001) 217-235 και Hunter (1995) 13-27. Για τις γεωγραφικές πηγές του

Απολλωνίου, βλ. Vian (1974) XXIX- XXXI, XXXVIII-XXXIX και (1987) 249-62,

καθώς και Delage (1930) 277-81, Pearson (1938) 443-59 και Fraser (1972) I 627-

8. Για τη σχέση των αιτίων των Αργοναυτικών και των Αιτίων του

Καλλιμάχου βλ. Eichgrün (1961) 119-37 και Fraser (1972) I 627-33. Η

μετονομασία του νησιού από Οινόη σε ΢ίκινο μαρτυρείται και στον Πλίνιο

(Ν.Η. 4.70) και εντάσσεται στα πλαίσια της αντιπαράθεσης των δύο

φύλων που κυριαρχεί στο επεισόδιο (βλ. Pavlock (1990) 46). Ετυμολογίες

και αιτιολογίες ονομάτων θα ήταν οπωσδήποτε ενδιαφέρουσες για το

καλλιεργημένο αναγνωστικό κοινό του Απολλωνίου με ιδιαίτερο

ενδιαφέρον για αυτά τα ζητήματα, και παρατηρούνται συχνά

παρεκβάσεις με information pour l’information στη διάρκεια της

αφήγησης.

625. ἐπακτῆρες: ἐπακτὴρ είναι ο κυνηγός, ὁ κύνας ἐπάγων. Εδώ

παρετυμολογείται πιθανώς ως «οἱ ἐπ’ ἀκτῇ» (Hunter *1993+ 112 σημ.50)

και, σύμφωνα με τα σχόλια, χρησιμοποιείται αντί του ἁλιεῖς. Κατά τον

Zumbo (1992) πρόκειται για μία περίπτωση oppositio in imitando. Ο

Απολλώνιος υιοθετεί, με άλλα λόγια, το ομηρικό λεκτικό ἐπακτὴρ

χρησιμοποιώντας όμως με παραλλαγμένη σημασία (όχι «κυνηγός» αλλά

«αλιεύς»). ΢ύμφωνα με τον ίδιο μελετητή ο μετασχηματισμός αυτός της

σημασίας του ἐπακτὴρ στον Απολλώνιο προήλθε από το γεγονός ότι ο

όρος φαίνεται να σημαίνει όχι μόνο τον «κύνας ἐπάγοντα», αλλά και

οποιονδήποτε «ρίχνει το δίχτυ ενάντια σε κάτι».

626. τέκεν εὐνηθεῖσα: ο συνδυασμός αυτός (τίκτω + εὐνηθεῖσα)

εμφανίζεται στους στ.24, 137, και 2.3 και 2.992. ΢το τέλος του στίχου

εξαιτίας της μετρικής μορφής του (--υ). Πρβ. και Cuypers (1997) 36.

49
τέκεν: η επική χρήση του ρ. τίκτω αφορά συνήθως στον πατέρα, πρβ. και

3.32 και 1087 (Ηunter (1989) ad loc). ΢το συγκεκριμένο, ωστόσο, χωρίο η

επική αυτή λεξιλογική επιλογή αναιρείται, καθώς ο Απολλώνιος

χρησιμοποιεί τη λ. τίκτω για τη γυναίκα και όχι για τον άνδρα. Η σύγχυση

στους ρόλους των φύλων, όπως εμφατικά προκύπτει και από τους

επόμενους στίχους, φαίνεται να δικαιολογεί την παραπάνω χρήση. Ο

Bahrenfuss (1951) 7-8 διακρίνει ειρωνεία στο γεγονός ότι η έλλειψη

απογόνων είναι το βασικό πρόβλημα των γυναικών της Λήμνου, αλλά όχι

του πατέρα της Τψιπύλης που απέκτησε έναν γιο.

609-632: ΢ε αυτή τη σύντομη παρέκβαση ο Απολλώνιος αφηγείται τα

γεγονότα που προηγήθηκαν της άφιξης των Αργοναυτών και τα οποία

δεν γνωρίζουν, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, οι Αργοναύτες, για

να επιστρέψει αμέσως στο αφηγηματικό παρόν και στη λεπτομερή (ή

τουλάχιστον λεπτομερέστερη) εξιστόρηση της άφιξης και παραμονής

τους στο νησί. Παρόμοια λειτουργία επιτελούν και οι στίχοι 5-17 του

προοιμίου περιγράφοντας περιληπτικά τα γεγονότα που οδήγησαν στην

Αργοναυτική εκστρατεία, με τον χρησμό που δόθηκε στον Πελία. Σα

γεγονότα στη Λήμνο προοικονομούν τα γεγονότα στην Κολχίδα

ποικιλοτρόπως (Hunter (1993) 47-52, (2005) 206), ενώ το «παρελθόν» του

επεισοδίου στη Λήμνο προαναγγέλλει ξεκάθαρα το τραγικό «μέλλον» της

συνάντησης Ιάσονα-Μήδειας στην Κολχίδα. Για τη σύγκριση της

αφήγησης αυτής με την αφήγηση των ίδιων γεγονότων από την Τψιπύλη

βλ. παρακάτω, στ.793-833.

627-8 χάλκειά … τεύχεα: Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού περιέθαλψαν τον

Ήφαιστο, όταν ο Δίας ή η Ήρα τον κατακρήμνισαν από τον Όλυμπο. Από

τότε παρέμειναν πιστοί ακόλουθοί του και διδάχθηκαν από αυτόν την

50
κατασκευή όπλων. Η χρήση χάλκινων όπλων συνάδει με τη γενικότερη

αρχαιοελληνική αντίληψη που θέλει την ηρωική επική εποχή ως την

εποχή του χαλκού, Hunter (1999) 276-277· πρβ. και West στον στίχο 150 των

Έργων του Ησιόδου. Βλ. επίσης Blakely (2006). ΢ύμφωνα με τον Doumas

(1991) 31-41, σκοπός του ταξιδιού των Αργοναυτών, όπως προκύπτει από

τις σχετικές λεπτομέρειες που αφηγείται ο Απολλώνιος Ρόδιος καθώς και

από αρχαιολογικές ενδείξεις, είναι η απόκτηση της γνώσης όσον αφορά

στην κατεργασία των μετάλλων στα τέλη της τέταρτης και στις αρχές της

τρίτης χιλιετίας π.Φ. Για μια αντίθετη άποψη βλ. Tsetskhladze (1995).

627-630: η καλλιέργεια της γης, η κατασκευή εργαλείων και όπλων, όπως

επίσης και η φύλαξη του νησιού έχουν περάσει αναγκαστικά στα χέρια

των γυναικών, καθώς με τη δολοφονία των Λημνίων ανδρών

οδηγούμαστε αναγκαστικά σε καθεστώς μητριαρχικού χαρακτήρα.

Και οι Αμαζόνες επίσης, τις οποίες θα συναντήσουν πιο κάτω οι

Αργοναύτες, αποτελούν άλλη μια ακραία περίπτωση γυναικοκρατίας (με

κατ’εξοχήν ενασχόληση τα στρατιωτικά ωστόσο). Η επική δράση των

Λημνίων γυναικών, όπως εμφανώς καταδεικνύεται στους παραπάνω

στίχους, προοικονομεί τρόπον τινά και πάλι τον «ηγετικό» ρόλο της

Μήδειας του τρίτου βιβλίου. Η ηρωίδα, σε δραματική – αφηγηματική

παραλληλία με τις Λήμνιες γυναίκες του συγκεκριμένου επεισοδίου,

κινητοποιεί, αναλαμβάνοντας εμφανώς ανδρικές λειτουργίες, την επική

δράση.

627-629: Ο Απολλώνιος μέσα σε τρεις στίχους διαφοροποιεί εμφανώς και

αντιθετικά τα ανδρικά έργα (γεωργία, κτηνοτροφία (= φροντίδα βοών, βλ.

Βασίλαρος (2004) 240), πολεμική δράση (στ. 627-8)) από παραδοσιακές

γυναικείες ενασχολήσεις οικοκυρικού χαρακτήρα (στ. 629).

Αξιοπαρατήρητο ωστόσο είναι εδώ το σχόλιο του επικού ποιητή σχετικά

51
με την αντιμετώπιση από τις Λήμνιες γυναίκες των παραδοσιακά

ανδρικών νέων καθηκόντων τους. Ο Απολλώνιος δηλαδή θεωρεί πως

ήταν πιο εύκολο (ῥηίτερον) για τις Λήμνιες να επιτελούν τα ανδρικά τους

καθήκοντα, δήλωση που μπορεί ίσως να ερμηνευθεί ως φιλοφρόνηση του

Απολλώνιου προς το γυναικείο αναγνωστικό κοινό, βλ. επίσης Lefkowitz

(1983). Ψστόσο πρόβλημα αφηγηματικής εστίασης προκύπτει ως

απόρροια της συντακτικής αμφισημίας του χωρίου, η οποία οφείλεται

στην απουσία του σχετικού προσδιορισμού της αναφοράς: η πιο πάνω

άποψη, δηλ. σχετικά με την ευκολία ή τη δυσκολία των ανδρικών και

γυναικείων ενασχολήσεων, ανήκει στον επικό αφηγητή ή στα δρώντα

επικά υποκείμενα; Με άλλα λόγια είναι ο ίδιος ο Απολλώνιος, ο οποίος

πιστεύει πως οι Λήμνιες γυναίκες υποδύονται πιο εύκολα τον ανδρικό

τους ρόλο, πρόκειται για πεποίθηση των ίδιων των Λημνίων γυναικών, ή

σε τελική ανάλυση έχουμε να κάνουμε με έναν συνδυασμό των δύο, στο

πλαίσιο της συνηθισμένης και αγαπητής στον ελληνιστικό ποιητή

ανοιχτής ανάγνωσης; ΢ε κάθε περίπτωση ωστόσο, ανεξάρτητα με τη

«φωνή» (voice) του φορέα εκφοράς της συγκεκριμένης πεποίθησης, η

δεδομένη στάση των Λήμνιων γυναικών απέναντι στις ανδρικές

ενασχολήσεις καταδεικνύει με εμφανέστερο τρόπο τον βαθμό αλλοίωσης

του φύλου τους, την απέκδυση της γυναικείας φυλετικής τους

ταυτότητας. Οι Λήμνιες δηλ. γυναίκες, μετά την δολοφονία του ανδρικού

πληθυσμού, έχουν αποξενωθεί σε τέτοιον βαθμό από την παραδοσιακή

τους γυναικεία ταυτότητα, ώστε πλέον τους είναι πολύ πιο εύκολο να

λειτουργούν ως άνδρες παρά ως γυναίκες.

΢το συγκεκριμένο χωρίο διαπιστώνουμε το γνωστό μοτίβο της σύγκρισης

ανδρικών και γυναικείων καθηκόντων, με τις γυναικείες ενασχολήσεις

σαφώς να υπερτερούν σε βαθμό δυσκολίας. Φαρακτηριστικό παράλληλο

προσφέρει η Μήδεια του Ευριπίδη (250-1), όπου και πάλι ο πόλεμος, η

52
κατεξοχήν δηλαδή ανδρική ενασχόληση, επικού μάλιστα χαρακτήρα par

excellence, κρίνεται ως υποδεέστερος του γυναικείου τοκετού. Η θεματική

αυτή ομοιότητα των χωρίων φαίνεται να ενισχύει περαιτέρω την

παράλληλη ανάγνωση των δύο κειμένων, όπως σχετικά παρατηρήθηκε

και σε άλλες περιπτώσεις.

629. Ἀθηναίης … ἔργων: τὦν ἱστουργικὦν καὶ τὦν ἄλλων γυναικείων

(1.629 Wendel). Η Αθηνά, ωστόσο, που εκτός από οικιακή θεότητα έχει

υψηλές επιδόσεις και στον πόλεμο και τη ρητορική τέχνη, χώρους καθαρά

ανδροκρατούμενους, αποτελεί το αρχέτυπο της «ανδρογυναίκας» (βλ. και

Detienne-Vernant (1974) 167-241). Υαίνεται και πάλι πως ο λόγιος ποιητής

χρησιμοποιεί επιλεγμένες εκφράσεις, οι οποίες οδηγούν σε αμφίσημες και

ανοικτές ερμηνείες.

631. θαμὰ δὴ πάπταινον ἐπὶ πλατὺν ὄμμασι πόντον: παρήχηση του π, η

οποία ενισχύει την ένταση της σκηνής. Σο ρήμα χρησιμοποιείται εδώ με τη

σημασία του «κοιτάζω ολόγυρα». ΢την Ιλιάδα το ρήμα παπταίνω

χρησιμοποιείται για πολεμιστές που βολιδοσκοπούν τις θέσεις του

εχθρού. Σο πιο πάνω διακείμενο ωστόσο φέρνει τις Λήμνιες γυναίκες στη

θέση του ομηρικού άνδρα – πολεμιστή, που ενεδρεύει τον αντίπαλό του. Η

ανδροποίηση λοιπόν των Λημνίων γυναικών, που ξεκίνησε περιγραφικά -

κειμενικά πιο πάνω, ενισχύεται εδώ και στο επίπεδο της

διακειμενικότητας. Σο παπταίνω επίσης δηλώνει σύγχυση και

αβεβαιότητα, χρησιμοποιείται δηλ. για άτομα που βρίσκονται σε

ταραγμένη ψυχολογική κατάσταση (Hopkinson (1988) 187), και κατά

συνέπεια ενισχύει τον συναισθηματικό φόρτο της στιγμής. Η ψυχολογική

ένταση και ο φόβος για τον επερχόμενο εχθρό απεικονίζονται γλωσσικά

και στην εκφορά της δευτερεύουσας πλάγιας ερωτηματικής πρότασης:

ὁπότε Θρήικες ἴασι. Η πρόταση εκφέρεται όχι με τη συνηθισμένη και

53
αναμενόμενη υποτακτική ή ευκτική του πλαγίου λόγου, αλλά με την

οριστική που δηλώνει την βεβαιότητα για τον ερχομό του αντιπάλου, βλ.

και σχόλιο Ardizzoni (1967) ad loc.

632. δείματι λευγαλέῳ: πρόκειται για ένα είδος ειρωνικής υπαλλαγής. Ο

λευγαλέος χαρακτήρας του φόνου των Λήμνιων ανδρών μεταφέρεται εδώ

στον φόβο των Λημνίων γυναικών, που διέπραξαν τον φόνο.

Θρήικες: το ι στην περίπτωση αυτή είναι μακρό, όπως και στον στίχο 24,

μολονότι ο Απολλώνιος εμφανώς προτιμά την εναλλακτική μετρική

εκδοχή της λέξεως με το ι βραχύ. Βλ., π.χ., στ.29 και 637. Πρβ. Ardizzoni ad

24, Powell 106-107.

634. πασσυδίῃ: (παν+σεύομαι) όλες μαζί, γρήγορα, ορμητικά. Πρβ. και

παρακάτω 1162 και 3.195. Η λ. διατηρείται στα νεοελληνικά, στο ιδίωμα

της Φίου (Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών).

634 Μυρίνης: το σημερινό Κάστρο, στις δυτικές ακτές της Λήμνου.

635. δῦσαι: συντακτική δυσκολία διαπιστώνουμε στον στίχο ως προς τον

συντακτικό χαρακτηρισμό του δῦσαι: κατά μία εκδοχή, την πιθανότερη

για μας, το δῦσαι έχει τη συντακτική θέση χρονικής μετοχής, η οποία, ως

μετοχή αορίστου, δηλώνει το προτερόχρονο σε σχέση με την ενέργεια του

κυρίου ρήματος, δηλ. οι Λήμνιες γυναίκες πρώτα ντύθηκαν τα όπλα και

στη συνέχεια έτρεξαν στον γιαλό. Λιγότερο πιθανή φαίνεται η δεύτερη

εκδοχή, (βλ. και Bahrenfuss (1951) 10 σχετικά, ο οποίος διαβάζει το δῦσαι

ως καθαρά τελικό απαρέμφατο αντί του πιο συνηθισμένου δῦναι) όπου το

δῦσαι λειτουργεί συντακτικά ως απαρέμφατο του σκοπού σε εξάρτηση

από το κίνησης σημαντικό προχέοντο ἐς αἰγιαλόν. ΢την περίπτωση αυτή η

54
ένδυση των όπλων έπεται και δεν προηγείται, όπως είναι λογικό, της

εξόδου των Λημνίων γυναικών στον αιγιαλό.

Η ένδυση των όπλων θα μπορούσε να αναγνωστεί επίσης ως ένα

είδος παρενδυσίας (transvestism), η οποία σε συνδυασμό με την

ενασχόλησή τους με ανδρικές δουλειές, όπως είδαμε πιο πάνω,

καταδεικνύει εμφανέστερα την αλλοίωση της γυναικείας ταυτότητας των

Λημνίων γυναικών. Προικονομείται έτσι η αντιστροφή των ρόλων που

κυριαρχεί στο επεισόδιο, καθώς δύο από τις πλέον βασικές ανδρικές

δραστηριότητες, δηλ. ο πόλεμος και η καλλιέργεια της γης, υιοθετούνται

από τις Λήμνιες γυναίκες. Η ανατροπή της ομαλής τάξης των πραγμάτων

αντικατοπτρίζεται στο συγκεκριμένο επεισόδιο από την σχετική

παρενδυσία των Λήμνιων γυναικών, οι οποίες ντύνονται ως άνδρες

πολεμιστές, και την ως προς ένα βαθμό γυναικεία παρουσία του άνδρα

Ιάσονα μπροστά τους. ΢τα σχόλια (1.769-73 Wendel) διαβάζουμε ότι σε

κάποιες εκδοχές του μύθου οι Λήμνιες πράγματι συγκρούονται με τους

Αργοναύτες (΢οφοκλής).

636. Θυάσιν: Θυάδες (και συχνότερα Μαινάδες ή Βάκχαι) ονομάζονταν οι

γυναίκες που ακολουθούσαν τον Διόνυσο. Η λέξη παράγεται από το ρήμα

θυίω: ορμώ, μαίνομαι.

636. ὠμοβόροις: το επίθετο ὠμοβόρος αντί του πιο συνηθισμένου ὠμοβρὸς

(΢οφοκλ. απ.799 Pearson, Σιμόθεος απ.791, 138 Page, Ευρ. Σρῳ.436,

Ηρακλ.889) παραπέμπει στην διονυσιακή ωμοφαγία και πιο

συγκεκριμένα στις Βάκχες του Ευριπίδη, στ.138 εξξ.: ἀγρεύων | αἷμα

τραγοκτόνον, ὠμοφάγον χάριν... και 1125 εξξ.. Η διακειμενική αυτή

συσχέτιση φαίνεται να λειτουργεί αναγνωστικά ως υπενθύμιση του

στυγερού εγκλήματος των Λημνίων και πιο συγκεκριμένα της

παιδοκτονίας, μέσω της διακειμενικής σύνδεσης με το τέλος των Βακχών

55
και τη δολοφονία του Πενθέα. Όπως ακριβώς η Αγαύη σκοτώνει σε

κατάσταση ένθεης διονυσιακής μανίας τον γιο της Πενθέα, έτσι και οι

Λήμνιες γυναίκες, ὠμοβόροι κατά το έθος των διονυσιακών μυστηρίων,

αφανίζουν τους δικούς τους απογόνους, που σε τελική ανάλυση είναι και

αυτοί απόγονοι του Διονύσου. Ο Beye (1982) 90 πειστικά εντάσσει το

συγκεκριμένο επίθετο στο ερωτικό λεξιλόγιο του επεισοδίου, καθώς

δηλώνει, κατά τον μελετητή, τη σεξουαλική πείνα των Λημνίων

γυναικών. Με άλλα λόγια δηλαδή οι Λήμνιες γυναίκες «χύνονται» στο

γιαλό, με σκοπό να ικανοποιήσουν την ακόρεστη ερωτική τους επιθυμία.

Πρόκειται για αντιστροφή του γνωστού μοτίβου που θέλει την

γυναίκα σεξουαλικό «έδεσμα» για τον άνδρα (πρβ. Henry (1992) 250-68).

΢το συγκεκριμένο, ωστόσο, χωρίο δεν είναι πλέον οι γυναίκες που

λειτουργούν ως εδέσματα, αλλά οι άνδρες που, αναλαμβάνοντας έτσι τον

παραδοσιακό ρόλο των γυναικών, ικανοποιούν σεξουαλικά τις Λήμνιες

γυναίκες, οι οποίες συμπεριφέρονται πλέον ως άνδρες. Η συγκεκριμένη

ανάγνωση λοιπόν ενισχύει ακόμη περισσότερο την εκτροπή φύλου που

ήδη σημειώσαμε πιο πάνω στην περίπτωση των Λημνίων γυναικών.

Η πιο πάνω αναφορά στην ωμοφαγία, έστω και μεταφορικά, σε

συνδυασμό με το αφηγηματικό μοτίβο της αποβίβασης σε νησί μπορεί να

ανακαλέσει στην μνήμη του αναγνώστη την περίπτωση του οδυσσειακού

Κύκλωπα. Εκεί και πάλι η αποβίβαση του Οδυσσέα και των συντρόφων

του στο νησί του Κύκλωπα καταλήγει στην ωμοφαγία, δηλ. στον φρικτό

θάνατο των συντρόφων του Οδυσσέα στα δόντια του Κύκλωπα

Πολύφημου. Η διακειμενική αυτή συσχέτιση δημιουργεί αναγνωστικές

προσδοκίες ζοφερής εξέλιξης, όπως στην περίπτωση του Κύκλωπα˙

ωστόσο, οι προσδοκίες αυτές, οι οποίες στηρίζονται, όπως είπαμε, στην

διακειμενική αναγνωστική εμπειρία, δεν επιβεβαιώνονται, καθώς το

πολεμικό κλίμα των συγκεκριμένων στίχων το διαδέχεται η ευχάριστη και

γιορτινή ατμόσφαιρα της συνάντησης των Λημνίων γυναικών με τους

56
Αργοναύτες. Πρόκειται για τη συνηθισμένη κατά την reader-response

theory λογοτεχνική τεχνική, σύμφωνα με την οποία, το background του

αναγνώστη δεν γίνεται ποτέ foreground.

636. που: πρόκειται για ένα από τα λεγόμενα «διαδραστικά μόρια»,

interactional particles (όρος της Cuypers), που εμφανίζονται συχνά στο

απολλώνειο έπος (Cuypers (2005) 35 και De Jong (2004) 51)). Με τα μόρια

αυτά ο επικός αφηγητής ή οι αφηγητές- χαρακτήρες του έπους μπορούν

να μετριάσουν την ένταση και τον βαθμό αλήθειας των δηλώσεών τους ή

να καταδείξουν την οπτική γωνία μιας δήλωσης. Σοποθετώντας εδώ το

που ο Απολλώνιος πληροφορεί τον αναγνώστη πως η άφιξη των Θρακών

αποτελούσε πεποίθηση απλά και μόνο των Λημνίων γυναικών. Ο επικός

αφηγητής, ο οποίος πλεονεκτεί έναντι του επικού χαρακτήρα ως προς τον

βαθμό γνώσης των γεγονότων, αποστασιοποιείται με τον τρόπο αυτό από

την εσφαλμένη εντύπωση των Λημνίων γυναικών. Παράλληλα, σε

αφηγηματικό επίπεδο, ο επικός αφηγητής «κλείνει το μάτι» στον

αναγνώστη του ο οποίος γνωρίζει, όπως και ο ίδιος, την αλήθεια για τον

ερχομό των Αργοναυτών. ΢ε δραματικά συμφραζόμενα ανάλογες

περιπτώσεις θα καλούνταν δραματική ειρωνεία. ΢την περίπτωσή μας θα

μπορούσαμε ίσως να χρησιμοποιήσουμε κατ΄αναλογία τον όρο

«αφηγηματική» ή «επική» ειρωνεία. Για την ομηρική χρήση του που για τη

δημιουργία ειρωνικού τόνου βλ. Hunt (1890) 52.

637 εξξ.: ΢τα Αργοναυτικά το καθιερωμένο (ομηρικό) μοντέλο φιλοξενίας

ανατρέπεται με ελάχιστες εξαιρέσεις, την υποδοχή στη Μυσία, 1.1179-81

και τη Υαιακία 4.994-1000. Μια ικανοποιητική σχηματική περιγραφή της

ομηρικής φιλοξενίας μας δίνει η Cuypers (1997, 2-3):

57
1. Άφιξη του ξένου, η ταυτότητα του οποίου δεν χρειάζεται να

αποκαλυφθεί από την αρχή. Η επίσκεψη δεν είναι αναμενόμενη

και ο σκοπός της είναι άγνωστος.

2. Προσφέρεται στον ξένο λουτρό και γεύμα.

3. Ο οικοδεσπότης πληροφορείται (αν είναι αναγκαίο) την ταυτότητα

του ξένου και τον σκοπό της επίσκεψής του.

4. Ο σκοπός της επίσκεψης εκπληρώνεται και ο ξένος αναχωρεί με

δώρα (ξείνια).

Όπως συμβαίνει στις περισσότερες των περιπτώσεων στον Απολλώνιο

(βλ. Cuypers (1997) 3), έτσι και στο συγκεκριμένο επεισόδιο πρώτα

πληροφορείται ο οικοδεσπότης την ταυτότητα του ξείνου και τον

σκοπό της επίσκεψής του (πρβ. την σχετική αφήγηση του κήρυκα

Αιθαλίδη στην Τψιπύλη), και στη συνέχεια προσφέρεται στον

τελευταίο γεύμα. Η πρόθεση της Τψιπύλης να ανατρέψει

ολοκληρωτικά τον παραδοσιακό ομηρικό κώδικα φιλοξενίας,

παραλείποντας τα τρία πρώτα βασικά στάδια και φτάνοντας

κατευθείαν στο τελευταίο στάδιο της προσφοράς των δώρων,

ανατρέπεται με την παρέμβαση λογικής της σεβάσμιας Πολυξώς.

Ακόμα και έτσι όμως έχουμε μια βασική ανατροπή της ομηρικής

φιλοξενίας, καθώς η υποδοχή του ξένου δεν λαμβάνει χώρα με

γνώμονα κριτήρια κοινωνικού και θρησκευτικού χαρακτήρα, δεν έχει

σκοπό δηλαδή την προστασία του ξένου, αλλά προκύπτει ως απόρροια

της επιθυμίας των Λημνίων γυναικών να προασπίσουν τα προσωπικά

τους συμφέροντα, δηλ. την απόκτηση τέκνων.

637. Θοαντιὰς: το πατρωνυμικό εμφανίζεται δύο φορές στα

Αργοναυτικά (712) ως επίθετο της Τψιπύλης. Αποτελεί συνηθισμένο

φαινόμενο της ελληνιστικής ποίησης η χρήση πατρωνυμικών

ονομάτων. Προτιμώνται μάλιστα τα πατρωνυμικά σε –ις, ιάς. Βλ.

58
Bühler (1960) 94. Για πατρωνυμικά γενικά βλ. Dickey (1996) 53-62.

Σονίζεται η γνήσια βασιλική-ηρωϊκή καταγωγή της Τψιπύλης.

637-9: Αἰσχύλος δὲ ἐν Ὑψιπύλῃ ἐν ὅπλοις φησὶν αὐτὰς ἐπελθούσας

χειμαζομένοις ἀπείργειν, μέχρι λαβεῖν ὅρκον παρ’αὐτὦν ἀποβάντας

μιγήσεσθαι αὐταῖς. ΢οφοκλ῅ς δὲ ἐν ταῖς Λημνίαις καὶ μάχην ἰσχυρὰν

αὐτοῖς συνάψαι φησίν ( 1.769-77 Wendel). Πολεμική σύγκρουση

αναφέρει και ο ΢τάτιος (Theb. 5.376-397). Η αρχική εντύπωση ότι θα

δούμε πράγματι αυτή την εκδοχή του μύθου διαψεύδεται στη συνέχεια.

638. Ἀμηχανίῃ δ’ ἐχέοντο: Για την ἀμηχανίην ως χαρακτηριστικό του

Ιάσονα βλ. Vian (1978) 1025-41, Hunter (1993) 15-25, Clauss (1993) 204-211

και παρακάτω στ.1286.

639: Ο σπονδείος στον πέμπτο πόδα του στίχου επιβραδύνει τον ρυθμό

εντείνοντας το κλίμα της αμηχανίας και του φόβου που έχει επικρατήσει.

641. Αἰθαλίδης: Γιος του Ερμή και κήρυκας των Αργοναυτών. Υέρεται να

είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του ἄφθιτον μνήμη, καθώς επίσης και

τη δυνατότητα να συναναστρέφεται νεκρούς και ζωντανούς. ΢ύμφωνα

μάλιστα με τους Πυθαγόρειους (βλ. απ. 89 Wehrli), ο ίδιος ο Πυθαγόρας

αποτελούσε μετεμψύχωση του Αιθαλίδη. Για τον Αιθαλίδη βλ.σχετικά

Roscher I (1884-90) 198. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας συσχετίζεται για

πρώτη φορά με την αργοναυτική εκστρατεία στην Τψιπύλη του Αισχύλου.

Δεν γνωρίζουμε, ωστόσο, αν πρόκειται για επινόηση του Αισχύλου ή αν

υιοθετείται κάποια παλιότερη επική ή λογογραφική παράδοση (σχετικά

με αυτό το θέμα πρβ. Ardizzoni (1965) 257 εξξ.). Όσον αφορά στην

ετυμολογία του ονόματος, ο Burkert (1970) 10 πειστικά το ετυμολογεί από

59
το αἰθάλη /καπνιά και έτσι συνδέει τον Αιθαλίδη με τους σιδεράδες της

Λήμνου, νησί που αλλιώς ονομαζόταν Αἰθαλία.

640-8: Οι υπερφυσικές ιδιότητες (η οξεία όραση του Λυγκέα, η ατρωσία του

Καινέα, η ικανότητα του Περικλύμενου να μεταμορφώνεται και του

Εύφημου να περπατά πάνω στα κύματα) και γενικά το υπερφυσικό και το

μαγικό (στοιχεία που απαντούν περισσότερο στα κύκλια έπη παρά στα

ομηρικά ποιήματα, πρβ. Fantuzzi-Hunter (2005) 173 ) παίζουν σημαντικό

ρόλο στα Αργοναυτικά, «θεωρούνται ιδιότητες σχεδόν φυσιολογικές». Ο

κάθε ήρωας που στρατολογείται οφείλει να ξεχωρίζει για κάτι και η

υπερφυσική ιδιότητα ήταν κατά κάποιο τρόπο απαιτούμενο

δικαιολογητικό «προσλήψεως» στην Αργώ. Βλ. και σχόλια (1.643-8

Wendel) για τη σχέση του Αιθαλίδη με την πυθαγορική θεωρία περί

μετεμψυχώσεως και Nishimura-Jensen (1998) 458-9.

641-649: διακόπτεται η κυρίως αφήγηση, για να μας δοθεί το υπόλοιπο του

«βιογραφικού σημειώματος» του Αιθαλίδη. Οι υπερφυσικές ωστόσο αυτές

ιδιότητες του Αιθαλίδη δεν αναφέρθηκαν πριν, στον κατάλογο δηλ. των

Αργοναυτών, στ. 23 εξξ., σε αντίθεση με άλλους ήρωες της αργοναυτικής

εκστρατείας. Η παρέκβαση του βιογραφικού σημειώματος κλείνει με την

αποστροφή του ποιητή και την ειρωνική αποστασιοποίηση από την

αντικειμενικότητα της αφήγησης και τα ομηρικά πρότυπα.

643-4 μνῆστιν...πάντων ἄφθιτον: Ο Goldhill (1991) 291-2 σχολιάζει τη

σχέση του ἀφθίτου κλέους που επιδιώκει ο Αχιλλέας με την ἄφθιτον

μνήμη που διαθέτει ο Αιθαλίδης. Ο Αχιλλέας επιδιώκει ἄφθιτον κλέος, να

τον θυμούνται για πάντα, ενώ ο Αιθαλίδης διαθέτει ἄφθιτον μνήμη,

θυμάται τα πάντα. Σόσο το κλέος όσο και η μνήμη ωστόσο αποτελούν

ακρογωνιαίους λίθους του επικού είδους, και κατά συνέπεια τόσο ο

60
Αχιλλέας όσο και ο Αιθαλίδης φαίνεται να καταξιώνουν τον ειδολογικό

τους ρόλο ως χαρακτήρες επικής δράσης και ως φορείς επικών αξιών. Η

αθάνατη μνήμη αποτελεί επιπλέον προϋπόθεση του αθάνατου κλέους

μέσω της ποίησης. Βλ. και Nishimura-Jensen (1998) 460 (για την «ταύτιση»

αγγελιαφόρου- επικού ποιητή και την προσαρμογή της σχέσης αυτής

στην ποιητική του Απολλωνίου).

649. διηνεκέως: Κατά την Cuypers (2004) 49 στο σημείο αυτό ο ποιητής

θυμίζει περισσότερο τον Πίνδαρο παρά τον γνωστό για τις παρεκβάσεις

του Ηρόδοτο, καθώς σταματά την παρέμβλητη αφήγηση αποφασίζοντας

εκ των υστέρων ότι είναι ιδιαίτερα μακροσκελής ή περιττή για την κυρίως

αφήγησή του. Θα μπορούσαμε ωστόσο να αναγνώσουμε το παραπάνω

ερώτημα ως ρητορική ερώτηση ειδολογικής αυτοσυνειδησίας, καθώς το

επίρρημα διηνεκέως αποτελεί τεχνικό όρο και λέξη κλειδί της

καλλιμάχειας ποιητικής. Ο Απολλώνιος φαίνεται να συμμερίζεται εδώ,

έστω υπαινικτικά, τις αρνήσεις της ποιητικής του Καλλίμαχου σ’ένα έργο,

ωστόσο, που αποτελεί (εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον) στο σύνολό του

άρνηση της ποιητικής του τελευταίου. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η γνώμη

του Καλλίμαχου για τα Αργοναυτικά. Για τα Αργοναυτικά ως καλλιμαχικό

έπος όμως, πρβ. De Forest (1994).

Για τον Hunter τα Αργοναυτικά, τόσο από την άποψη του μυθολογικού

υλικού που πραγματεύονται όσο και από την πλευρά των συμβάσεων που

αξιοποιούν, εντάσσονται στην ποιητική του Επικού Κύκλου. Ο

Απολλώνιος αξιοποίησε σίγουρα, σύμφωνα με τον μελετητή, τα

Κορινθιακά του Εύμηλου, τα Ναυπάκτια Έπη, αφηγήσεις από τον Θηβαϊκό

Κύκλο, αλλά και τα Κύπρια. Από την άλλη πλευρά το μαγικό και

φανταστικό στοιχείο, καθώς και το ερωτικό-ρομαντικό, που εμφανώς

διακρίνουμε στα Αργοναυτικά, έλκουν την καταγωγή τους από την κύκλια

61
γραφή, πρβ. Griffin (1977), Hunter-Fantuzzi (2005) 173-4, Albis (1996) 5

σημ.18.

Ο Απολλώνιος αρνείται μια εκτενή αφήγηση για τον Αιθαλίδη, όπως και

τα Αργοναυτικά στο σύνολό τους αποτελούν άρνηση εκτενούς αφήγησης

για ένα πρόσωπο, όπως συμβαίνει αντίθετα στην περίπτωση της Ιλιάδας

και της Οδύσσειας. Ο Απολλώνιος σημειώνει ίσως σε αυτό το σημείο και

με αυτόν τον τρόπο πως τα Αργοναυτικά του δεν πληρούν τις ειδολογικές

προϋποθέσεις ενός παραδοσιακού έπους. Η αναφορά στην ασυνέχεια της

αφήγησης αποκτά δηλ. μια «ιδιαίτερα ειρωνική διάσταση συνδεόμενη με

την «αθάνατη μνήμη» του Αιθαλίδη και τον ρόλο της επικής ποίησης που

απαθανατίζει κλέα ανδρών» (Goldhill (1991) 291). Βλ. και Beye (1982) 37,

Goldhill (1991) 291-2, Hunter (1993) 106, Nishimura-Jensen (1998) 462, Hurst

(1967) 61-2.

Παράλληλα η υιοθέτηση της αιτιολογικής συνήθειας φέρνει τον

Απολλώνιο πιο κοντά στον Καλλίμαχο. Σα Αργοναυτικά είναι ένα κύκλιο

και ταυτόχρονα ένα καλλιμαχικό έπος (πρβ. Hunter-Fantuzzi (2005) 174:

«δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε το έπος του Απολλώνιου, ως προς

το θέμα του, ένα κύκλιο ποίημα συντεθειμένο με το ‘μοντέρνο’, ‘μη

κύκλιο ύφος’», βλ. Ρεγκάκος (2006) 204 σημ. 411 και ΢ιστάκου (2004) 132-

142). Ο κύκλιος μάλιστα χαρακτήρας των Αργοναυτικών προκύπτει και

από το γεγονός πως πρόκειται για ένα έπος με καθαρή Ring –

Komposition. Όπως δηλ. τα κύκλια έπη έτσι και τα Αργοναυτικά του

Απολλωνίου ξεκινούν από και καταλήγουν στο ίδιο σημείο, δηλ. στις

Παγασές.

649. με … ἀγορεύειν: το ποιητικό εγώ προβάλλεται έντονο. Πρβ. Calame

(1986) 52 για μια σημειολογική προσέγγιση της εξέλιξης του ποιητικού

62
εγώ στα πλαίσια της γραπτής ποίησης. Ειδολογικές προεκτάσεις θα

μπορούσε να έχει η χρήση του ρήματος ἀγορεύειν στα συγκεκριμένα

συμφραζόμενα. Πρόκειται για έναν τεχνικό όρο της ρητορικής και μπορεί,

υπό αυτή την οπτική, να αναγνωστεί ως μια ειδολογικού τύπου άρνηση

του Απολλωνίου να συνεχίσει την εγκωμιαστική ρητορεία του Αιθαλίδη.

Από την άλλη η απότομη, όπως γενικά έχει γίνει αποδεκτό στη σχετική

βιβλιογραφία, διακοπή της αφήγησης του Απολλωνίου για τον Αιθαλίδη

μπορεί να δηλώνει την εκ μέρους του επικού ποιητή παρότρυνση στο

αναγνωστικό κοινό του να ανατρέξει αλλού για τις σχετικές πληροφορίες.

652. ἐπί πνοιῇ Βορέαο: πρόκειται για μία ομηρική φράση, η οποία

επαναλαμβάνεται ελαφρώς παραλλαγμένη στον στ.1308. Η πρόθεση ἐπί

χρησιμοποιείται εδώ με αιτιολογική σημασία. Ο βοριάς ευνοεί το ταξίδι

προς τα βόρεια των Αργοναυτών. Για άλλες χρήσεις του αιτιολογικού ἐπί

βλ. Vian (1954) 257 Ardizzoni (1967) 179 κ.εξ.

653. Λημνιάδες: Μόνο στον Απολλώνιο το επίθετο (2.32, 3.1205) και στη

συνέχεια το «δανείζεται» ο Οβίδιος (Her. 6. 53)

654. εἰς ἀγορήν: Πρόκειται εμφανώς για μία γυναικεία εκδοχή της

ομηρικής σύναξης ανδρών. Πρβ. ενδεικτικά Ι 13 ἷζον δ’εἰν ἀγορῆ.

Παρόμοιες συνάξεις βρίσκουμε και στις τρεις «γυναικοκρατούμενες»

αριστοφανικές κωμωδίες (και πιθανότατα το θέμα αυτό διακωμωδούσαν

και οι Λήμνιαι του Αριστοφάνη). Είναι άξιο παρατήρησης το γεγονός ότι

το συγκεκριμένο μοτίβο της ανατροπής των κοινωνικών δομών, το οποίο

διαθέτει κωμική προϊστορία, υιοθετείται εδώ στο πλαίσιο του έπους, ενός

λογοτεχνικού είδους, που σε αντίθεση προς το κωμικό αποσκοπεί στην

παγίωση και όχι στην ανατροπή της κοινωνικής ευρυθμίας. Γενικά

τραγικό και κωμικό συμπλέκονται στο συγκεκριμένο επεισόδιο με αρκετή

63
δόση ειρωνείας: «η συνέλευση αποσκοπεί στη λήψη αποφάσεων με βάση

τη λογική – λογική, ωστόσο, που υπηρετεί την καθολική επιθυμία για την

ερωτική πράξη και την αναπαραγωγή» (Fantuzzi-Hunter (2005) 218).

655. ὁμιλαδὸν ἠγερέθοντο: συγκεντρώθηκαν σε σώμα. Σο ὁμιλαδόν

εμφανίζεται 3 φορές στην Ιλ. και 4 φορές στον Απολλώνιο. Σο

χρησιμοποιούν και άλλοι ελληνιστικοί ποιητές: Άρατ. 1078, Νικ. Αλεξ. 518.

ἠγερέθοντο: το ἠγερέθομαι είναι επικός τύπος του ἀγείρομαι. Πρβ. Ιλ. Γ

231 ἀμφὶ δέ μιν Κρητὦν ἀγοὶ ἠγερέθονται. Απαντά στην ελληνιστική εποχή

8 φορές στον Απολλώνιο. Σο αναφέρει επίσης ο Κλέων ο Κουριεύς, SH

340.1 και ο τύπος τέλος απαντά στη Γαλεομυομαχία (Schibli (1983) 17).

657-666: Ο λόγος της Τψιπύλης στη συνέλευση των Λημνίων, παρά την

νεότητα και την απειρία της, είναι διαρθρωμένος άρτια, σύμφωνα με τους

κανόνες της ρητορικής. Όπως συμβαίνει και στους ομηρικούς

συμβουλευτικούς λόγους, η Τψιπύλη προτείνει ένα σχέδιο δράσης στη

συνέλευση. Ο λόγος είναι σύντομος (ενδεικτικό της κρισιμότητας της

κατάστασης), η Τψιπύλη διατυπώνει αμέσως την πρότασή της και

ακολουθεί γενικά, όπως και η Πολυξώ παρακάτω, τους κανόνες του

«ανδρικού τρόπου ομιλίας». Ο ευθύς λόγος δίνει στον Απολλώνιο την

ευκαιρία να πειραματιστεί με τη γυναικεία φωνή: να δημιουργήσει τον

λόγο μιας γυναίκας, που μιμείται τον ανδρικό τρόπο ομιλίας. Η Τψιπύλη

δεν επιβάλλει την αυθεντία της άποψής της, αλλά με δημοκρατικό τρόπο

είναι ανοικτή σε οποιαδήποτε πειστική και λογική εναλλακτική. Σο μοτίβο

αυτό της παρότρυνσης για την αναφορά καλύτερου εναλλακτικού

σχεδίου δράσης εμφανίζεται και στην Κύρου Ανάβαση του Ξενοφώντα

3.2.32. Η συγκεκριμένη ωστόσο (δημοκρατική) συμπεριφορά της Τψιπύλης

υπαγορεύεται από όρους αφηγηματικής πλοκής και εξέλιξης της επικής

64
δράσης. Η πρόταση αυτή θα οδηγήσει στην ανατροπή της αρχικής

συμβουλής της Τψιπύλης, η οποία στον κόσμο της επικής δράσης θα

οδηγούσε στην απομάκρυνση των Αργοναυτών και στην αδυναμία

συνεύρεσής τους με τις Λήμνιες γυναίκες. Αντιθέτως μέσω της πρότασης

αυτής της Τψιπύλης δίνεται ο λόγος στην Πολυξώ και έτσι προωθείται το

dénouement της επικής πλοκής. Mια εναλλακτική ερμηνεία της στάσης

της Τψιπύλης θα ήταν ότι παρ’ότι κατά βάθος επιθυμεί την έλευση και

παραμονή των Αργοναυτών, παρεμποδίζεται, λόγω της υψηλής θέσης της

και του βασιλικού ήθους που είναι υποχρεωμένη να προβάλλει, από το να

την δηλώσει ενώπιον της συνέλευσης. Για το λόγο αυτό σκόπιμα αφήνει

ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας «αντιπρότασης», ελπίζοντας ότι η επιθυμία

για παραμονή των ανδρών στο νησί θα εκφραστεί από κάποιαν άλλη. Θα

ήταν μάλιστα δυνατόν ακόμα και να υποθέσει κανείς ότι η εισήγηση της

Πολυξώς, η οποία δεν είναι μια τυχαία γυναίκα αλλά η τροφός της, έγινε

κατόπιν συνεννοήσεως με την ίδια την πριγκίπισσα, σύμφωνα με τις

συμβάσεις κατά κύριο λόγο της κωμωδίας και της ελεγείας.

657. ἄγε δὴ... πόρωμεν: οι προτάσεις στους συμβουλευτικούς λόγους

διατυπώνονται με μία ή περισσότερες προστακτικές β’ ή γ’ προσώπου ή

υποτακτικές α’ προσώπου που συνοδεύονται από το επιτατικό ἄγε –

ἄγετε.

657. δῶρα: Πρόκειται για τη γνωστή από την ομηρική κοινωνία προσφορά

δώρων στον φιλοξενούμενο. Σα δώρα αυτά αποτελούσαν συμβολοποίηση

των σχέσεων ξενίας, που διαμορφώνονταν ανάμεσα στον φιλοξενούμενο

και τον οικοδεσπότη, χωρίς ωστόσο να έχουν συμβολική αξία. Αντιθέτως

έπρεπε να είναι αρκετά πολύτιμα και περίτεχνα κατασκευάσματα. Βλ.

περαιτέρω Coldstream (1983) 201 εξξ. Για τη γενικότερη σημασία των

65
δώρων στον ομηρικό κόσμο, βλ. Finley (1954) 73 εξξ. και για μια ευρύτερη

κοινωνιολογική προοπτική Mauss (1954).

659. ἔκτοθι πύργων: Θα μπορούσαμε ίσως να αναγνώσουμε τον στίχο ως

ένα είδος σεξουαλικού innuendo. ΢τα πλαίσια της γνωστής για τον

Απολλώνιο λεκτικής αμφισημίας ο πύργος θα μπορούσε να ερμηνευτεί

ως pudenda muliebris. H παρθένος Τψιπύλη φαίνεται πως, αρχικά

τουλάχιστον, δεν επιθυμεί, από φόβο, την έλευση των ανδρών

Αργοναυτών στο νησί της Λήμνου. Ίσως διακατέχεται από horror penis,

αν επιχειρήσουμε μια ψυχαναλυτική ερμηνευτική προσέγγιση του

επεισοδίου. Η ηρωίδα, μολονότι φαίνεται να επιθυμεί ως αδμής την

έλευση των Αργοναυτών, καθώς αναφέρεται σε αυτούς εμφατικά με τον

όρο ἄνδρες, τον όρο δηλ. που καταφάσκει την φυλετική ταυτότητα του

αρσενικού (βλ. αντίθετα την προχωρημένη σε ηλικία Πολυξώ που

χρησιμοποιεί το φυλετικά αδιάφορο ξεῖνοι), παράλληλα ως παρθένος

φοβάται τον άνδρα στη σεξουαλική του λειτουργία, μολονότι τον

επιθυμεί. Η αμφισημία μπορεί να αναγνωσθεί ως σκόπιμη από την

πλευρά της Τψιπύλης και δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις, για

να διατυπώσει την πρόσκλησή της. Πρβ. και πιο κάτω τα σχετικά σχόλια

στον στ.793 τίη μίμνοντες ἐπὶ χρόνον ἔκτοθι πύργων και 833 ἔκτοθι πόληος.

660. μίμνοιεν: σπάνια η χρήση της ευκτικής σε τελικές προτάσεις που

εξαρτώνται από ρ.αρκτικού χρόνου. Προφανώς ενισχύεται με τον τρόπο

αυτό ο ευχετικός χαρακτήρας της ευκτικής. Δηλ. με άλλα λόγια η

Τψιπύλη προτείνει ένα σχέδιο και εύχεται την πραγματοποίησή του.

661-2. ἵκηται βάξις . Βλ. επίσης στ.874.

66
662. μέγα ἔργον: Επική φράση με αρνητική σημασία εδώ όπως και στο στ.

92. «Ομηρική» χασμωδία πριν από λέξη που αρχικά ξεκινούσε με

δίγαμμα. Πρβ. Rzach (1881) 43-67 και Campbell (1995) 193-220.

667. Ὣς ἄρ’ ἔφη: Βλ. 697. ΢υνηθισμένη επική φράση (κυρίως στον Όμηρο)

που σηματοδοτεί το τέλος ευθέος λόγου.

667-8. θῶκον … λάινον: Οδ. ζ 267 ξεστοὶ λίθοι. Μεγάλοι βράχοι

χρησιμοποιούνται ως καθίσματα στις πρώτες μορφές της αγοράς.

668. Πολυξώ: το όνομα μαρτυρείται στον Καλλίμαχο Ύμν. 6.77. Σο θηλυκό

αντίστοιχο του Νέστορα της Ιλιάδας ή των τροφών της τραγωδίας. ΢τον

΢τάτιο είναι αυτή που υποκινεί την ανδροκτονία (Theb. 5.90 εξξ., 131 εξξ.).

΢ύμφωνα με τον Vian (1974, 81, σημ.2), η Πολυξώ εμφανίζεται και στις

Λήμνιες του ΢οφοκλή. Βλ. επίσης Βασίλαρος (2004) 249.

φίλη τροφὸς: ομηρική φράση (Ο Ardizzoni (1967) 182 παραθέτει β 361, δ

742, τ 21, χ 419, 480, 485, 492 όπου βρίσκεται στην ίδια μετρική θέση).

669. γήραϊ: Η τροφός είναι ένας δραματικός χαρακτήρας που τόσο στην

τραγωδία και στο έπος (genus grande) όσο και στην ελεγεία και την

κωμωδία (genus tenue) είναι, με βάση τις συμβάσεις του είδους,

προχωρημένης ηλικίας και λειτουργεί συχνά ως η εξ απορρήτων των

κεντρικών ηρώων. Για τις αρμοδιότητές τους γενικότερα βλ. Golden (1981)

89 εξξ., Βradley (1994) 137-56 και Hunter (1983) 209 για τις τροφούς στην

κωμωδία.

671. πίσυρες: πρόκειται για αιολικό τύπο, ο οποίος μολονότι εμφανίζεται

αρκετά πιο σπάνια από τον συνηθισμένο ιωνικό τέσσαρες, ωστόσο,

67
διαθέτει αρκετά ομηρικά παράλληλα: τρία στην Ιλιάδα (Ο 680, Χ 171, Ψ

233) και τρία στην Οδύσσεια (ε 70, π 249, χ 111). Βλ. σχετικά Ardizzoni

(1967) ad loc.

671-2 παρθενικαὶ … ἀδμῆτες, λευκῇσιν... ἐθείραις: Ένα βασικό ερώτημα

προκύπτει σχετικά με την ηλικία των συγκεκριμένων παρθένων. Ο

Giangrande (1975) 19 εξξ. θεωρεί ότι ο Απολλώνιος προσφέρει ένα

ενδεικτικό στοιχείο αποκαλώντας τες κόρες στον στ.811: Les παρθενικαὶ

ἀδμ῅τες sont jeunes, non pas vieilles. Επιπλέον ο οπλισμός που μεταφέρουν

θα ήταν αφόρητος για γυναίκες προχωρημένης ηλικίας. Σο πρόβλημα των

λευκών μαλλιών λύνει ο Brunck αλλάζοντας το λευκῆσιν σε (ed.

Strasbourg 1780) ξανθῆσιν. Ψστόσο φαίνεται πως δεν είναι απαραίτητη μια

τέτοια διόρθωση, για να αρθεί η προβληματική των στίχων. Ο Giangrande

(1975) 19-22 επικαλούμενος την ομηρική χρήση της λ.ἔθειραι για τη χαίτη

των αλόγων υποστηρίζει ότι πρόκειται για τα λοφία της περικεφαλαίας

που φορούν οι νεαρές αυτές γυναίκες. Με αυτή την ερμηνεία

συντάσσονται και οι Glei (1996) 156, σημ. 64. Η λ. ἔθειραι στον Απολλώνιο

έχει τη σημασία «μαλλιά της κεφαλής» (1. 223, 2. 708, 3. 829, 4. 1303). O

Giangrande θεωρεί ότι σκοπίμως ο Απολλώνιος συγχέει τις δύο σημασίες

εδώ και πως πρόκειται για παιχνίδι d’esprit typique du γραμματικός qu’il

etait, που δυστυχώς δεν κατανοούν οι περισσότεροι μελετητές, των οποίων

τις sotisses!! βρίσκουμε συγκεντρωμένες στον Ardizzoni!! (για μια κριτική,

ωστόσο, του Giangrande από τον Ardizzoni βλ. Ardizzoni (1978) 275-87). Η

εικόνα των λευκόμαλλων παρθένων παρουσιάζει συνοπτικά το

πρόβλημα του νησιού. Διακρίνεται ίσως ένας απόηχος της εκκλησίας των

γυναικών στις Εκκλησιάζουσες: ὡς λευκοπληθὴς ἦν ἰδεῖν ἠκκλησία (στ.387)

και με μια δόση ειρωνείας η ρύθμιση σχετικά με τα ερωτικά δικαιώματα

των ηλικιωμένων γυναικών. Πρβ. Papanghelis (1994) 41-46 για τη μίμηση

68
του μοτίβου από τον Κάτουλλο 64.305: et roseae niveo residebant vertice

vittae.

674. κυφοῖο μεταφρένου: κυρτή, σκυφτή από τα χρόνια ωμοπλάτη. Ο

παραπάνω προσδιορισμός της ιδιότητας δηλώνει εμφατικά την

προχωρημένη ηλικία της Πολυξώς. Μολονότι το επίθετο απαντά μόνο μία

φορά στον Όμηρο, εντούτοις διαθέτει ευανάγνωστη κειμενική προϊστορία

σε άλλα λογοτεχνικά είδη (λυρική ποίηση, Θέογν. 1201 Young, κωμωδία,

Αριστοφ. Πλ. 266, Αχαρν.703). Άξια παρατηρήσεως είναι η λεπτομερής

περιγραφή της προχωρημένης ηλικίας της Πολυξώς. Η έμφαση αυτή στη

λεπτομερειακή-ρεαλιστική περιγραφή βιολογικών καταστάσεων

(εξωτερίκευση συναισθημάτων, περιπτώσεις ασθένειας και

προχωρημένης ηλικίας) στον Απολλώνιο οφείλεται κατά τον Lombardi

(1985) 250-69 στην επίδραση του Καλλιμάχου. Η έμφαση αυτή στην

προχωρημένη ηλικία της Πολυξώς δικαιολογείται επίσης από το γεγονός

ότι χαρακτηρολογικά εντάσσεται, όπως ήδη σημειώσαμε πιο πάνω (βλ.

π.χ. την τροφό της Υαίδρας), στην κατηγορία της τροφού, η οποία ανήκει

στον στενό κύκλο της νεαρής κόρης, λειτουργεί δηλ. e secretis της

τελευταίας και την συμβουλεύει κατά κύριο λόγο για τα ερωτικά

παθήματά της. ΢ε κάθε περίπτωση ωστόσο ο συμβουλάτορας ως τυπική

κατηγορία της αρχαίας λογοτεχνίας είναι συνήθως προχωρημένης

ηλικίας, καθώς οι παραινέσεις του προκύπτουν τις περισσότερες φορές ως

απόρροια της εμπειρίας του. χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Νέστορας

στην Ιλιάδα. Πέρα όμως από τις ειδολογικές συμβάσεις που απαιτούν την

παρουσία μιας ηλικιωμένης συμβούλου, η πιο πάνω έμφαση στο γήρας

της Πολυξώς μπορεί να διακαιολογηθεί και από τις ανάγκες του

συγκεκριμένου επεισοδίου. Η Πολυξώ πρέπει να είναι ηλικιωμένη, γιατί

έτσι παρουσιάζεται περισσότερο αντικειμενική. Η ίδια δηλ. διατυπώνει

69
την ανάγκη για ερωτική συνεύρεση των Λημνίων γυναικών με τους

Αργοναύτες για το κοινό καλό της κοινότητας και όχι για ίδιον όφελος.

678. ἐπιβρίσῃ: μεταφορική χρήση του ἐπιβρίθω, το οποίο σε κυριολεκτικά

συμφραζόμενα χρησιμοποιείται κυρίως για τη βροχή, βλ. επίσης

Βασίλαρος (2004) ad loc.

680. ἀνωίστως: απροσδόκητα αλλά και κρυφά. Βλ. και Αργ. 3.6. Ο Όμηρος

χρησιμοποιεί το ἀνωϊστί (δ 92). Βλ. και Rengakos (1994) 52 εξξ.

683. ἀποφθινύθουσι: προβληματική φαίνεται η σύνταξη του χωρίου και

πιο συγκεκριμένα η επιλογή ανάμεσα στην υποτακτική ἀποφθινύθωσι και

την οριστική ἀποφθινύθουσι. Οι περισσότεροι εκδότες με πρώτο τον

Stephanus έχουν αποδεχτεί την υποτακτική, μολονότι τα καλύτερα

χειρόγραφα παραδίδουν τον στίχο με οριστική, ενώ μόνο οι recentiores

κώδικες υποστηρίζουν την υποτακτική. Με βάση ακραιφνώς

παλαιογραφικά κριτήρια, εφόσον το σύνολο της χειρόγραφης παράδοσης

παραδίδει την γραφή της οριστικής, με εξαίρεση τους παλαιογραφικά

ασήμαντους νεώτερους κώδικες, δεν υπάρχει λόγος να αθετήσουμε την

οριστική, η οποία είναι συνάμα και η lectio difficilior. Ψστόσο, πρόβλημα

προκύπτει στη σύζευξη του ἂν (εὖτ΄ ἂν) με οριστική. Όμως παρ΄όλα αυτά

το ἀποφθινύθουσι δεν είναι το μόνο ρήμα της περιόδου˙ ακολουθεί το

ἵκησθαι με το οποίο συνάπτεται το ἂν, όπως σωστά παρατηρεί ο Vian

(1974) 82, σημ.1. Έχουμε δηλαδή έναν συνδυασμό οριστικής και

υποτακτικής σε ένα είδος χαλαρής σύνταξης που έχει τα παράλληλά του

στον Όμηρο, πρβ. Μ 41, 410 και ρ 230. Η βεβαιότητα της οριστικής μπορεί

να θεωρηθεί ως η αιτία για την επιλογή της στην συγκεκριμένη πρόταση

(είναι δεδομένο πως σίγουρα κάποτε θα πεθάνουν, λόγω φυσικής

νομοτέλειας, οι πιο ηλικιωμένες γυναίκες). ΢το δεύτερο μέρος όμως της

70
χρονοϋπόθεσης η κατάσταση του ρήματος αντιμετωπίζεται ως πιθανή,

ενδεχόμενη και με κανέναν τρόπο ως βεβαία (εάν οι νεότερες γυναίκες

φτάσουν σε γεροντική ηλικία άκληρες- τούτο δεν είναι σίγουρο και

μάλιστα είναι απευκτέο). Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιείται η

υποτακτική στη δεύτερη περίπτωση έναντι της οριστικής.

΢υγκεφαλαιωτικά πιστεύουμε πως πρέπει να διατηρηθεί η οριστική

ἀποφθινύθουσι, καθώς η υποτακτική φαίνεται να προέρχεται από

διόρθωση, σύμφωνα με τον γραμματικό κανόνα, ενός μεταγενέστερου

διορθωτή.

684. στυγερὸν ποτὶ γῆρας ἵκησθε: Η Πολυξώ χρησιμοποιεί το θέμα της

φροντίδας των γηραιότερων, για να προβληματίσει τις Λήμνιες για το

μέλλον τους, εφόσον συνεχίζουν να ζουν χωρίς άνδρες. Αναφέρει λοιπόν,

ως μέρος της επιχειρηματολογίας της, τη δική της προχωρημένη ηλικία.

Αυτή ωστόσο δεν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του να μην

έχει κάποιον να τη γηροκομήσει. Οι Λήμνιες όμως από την άλλη θα

πρέπει να αναλογιστούν σοβαρά τι σημαίνει να αντιμετωπίζει κανείς τα

δεινά της τρίτης ηλικίας χωρίς τη φροντίδα της νεώτερης γενιάς. Ο

Απολλώνιος εδώ (σύμφωνα με την Schmakeit-Bean (2005) 124-40)

στηρίζεται σε ανάλογης θεματικής έργα του Ευριπίδη και ζωγραφίζει

γλαφυρά την αντίθεση ανάμεσα στα επακόλουθα της προχωρημένης

ηλικίας, τη φυσική δηλ. φθορά από τη μια και τη σοφία των γερόντων από

την άλλη.

Θα πρέπει ίσως εδώ να σημειώσουμε ότι πρόκειται για παραλλαγή

ενός ομηρικού αλλά και ησιόδειου λογότυπου: πρβ. Oδ. λ 196 χαλεπὸν δ’

ἐπὶ γ῅ρας ἱκάνει (για τον Λαέρτη που μαραζώνει χωρίς τον Οδυσσέα να

τον φροντίσει) και ίσως ακόμα πιο εμφατικά Ησ. Θεογ. 603-605 ὅς κε γάμον

φεύγων καὶ μέρμερα ἔργα γυναικὦν | μὴ γ῅μαι ἐθέλῃ, ὀλοὸν δ’ ἐπὶ γ῅ρας

ἵκηται /χήτει γηροκόμοιο· παρατηρούμε εδώ μια αντιστροφή του ησιόδειου

71
χωρίου, το οποίο καταδικάζει τους άνδρες που δεν θέλουν να

παντρευτούν, και έτσι γερνούν χωρίς τη συντροφιά μιας συζύγου.

685 βώσεσθε: προβληματική φαίνεται η γραμματική αναγνώριση του

συγκεκριμένου τύπου. Πιθανότερη φαίνεται η εκδοχή που μας δίνουν τα

σχόλια, σύμφωνα με τα οποία ( 1.685-88a Wendel) ο τύπος αποτελεί

εναλλακτική γραφή του βιώσεσθε (βλ. επίσης Et.M. 218.36 και Et.G. s.v.)

και Campbell (1977) 467. ΢ε αντίθεση με τον Campbell που δέχεται την

παραγωγή του τύπου από το βιόω, λιγότερο πειστικές με βάση το νόημα

του χωρίου φαίνονται οι εκδοχές των Skutsch (1973) 60 και Giangrande

(1970) 56-7 και (1973) 79 εξξ. πως ο τύπος βώσεσθε προέρχεται από το

βόσκομαι και το βοὦ αντίστοιχα. Ο Janko (1979 215-6) επανήλθε στο

πρόβλημα του χωρίου και υποστήριξε πως ο τύπος στον Απολλώνιο

αποτελεί μίμηση της γραφής βώμεσθα του ομηρικού Ύμνου στον

Απόλλωνα 528.

686 αὐτόματοι: με ειρωνική διάθεση υπενθυμίζει η Πολυξώ στις

συμπολίτισσες της την αδυναμία τους να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες

της καθημερινής ζωής. Επισημαίνει πιο συγκεκριμένα το απίθανο της

έλευσης του χρυσού αιώνα, όπου η αυτόματη παραγωγή αγαθών και

επιτέλεση υπηρεσιών θα απάλλασσε τις ηλικιωμένες άτεκνες Λήμνιες

γυναίκες από το άγχος του βιοπορισμού. Η Πολυξώ δηλ. παροτρύνει τις

νεαρές Λήμνιες προς τεκνοποίηση, με το να υπογραμμίζει τον αβέβαιο

και εξωπραγματικό χαρακτήρα ενός σωτήριου χρυσού αιώνα. Η

ρεαλιστική αυτή αντιμετώπιση της κατάστασης παρουσιάζεται κατά

συνέπεια σύμφωνη με τις αρχές της αλεξανδρινής ποιητικής, αλλά και

της ελληνιστικής κοινωνίας και τέχνης γενικότερα. Βλ. και παρακάτω

(870-871), στον λόγο του Ηρακλή στους Αργοναύτες: οὐδέ τι κὦας|

αὐτόματον δώσει τις ἑλὼν θεὸς εὐξαμένοισιν. Η ταπεινή ασχολία του

72
οργώματος θα αποτελέσει στο τρίτο Βιβλίο τον άθλο του Ιάσονα στην

Κολχίδα σ’ένα πάντρεμα του ταπεινού με το ηρωικό.

687 γειοτόμον: που σχίζει τη γη. Σο επίθετο απαντά πρώτη φορά στον

Απολλώνιο. Η έκφραση γειοτόμον... ἄροτρον απαντά και στον Οππιανό,

Κυνηγ. 1.137 και στον Νόννο (passim). Πιο κάτω απαντά και το πολύ

σπάνιο γατομέοντες 2. 1005 από το δωρικό επίθετο γατόμος, βλ. επίσης

Ardizzoni (1967) ad loc.

687. νειοῖο: ἡ νειός. Η νέα γη που οργώθηκε, αφού έμεινε ακαλλιέργητη

για κάποιο διάστημα. ΢ε ένα πρώτο επίπεδο η Πολυξώ με τον

συγκεκριμένο στίχο επισημαίνει εμφατικά και πάλι τους κινδύνους που

θα μπορούσαν να προκύψουν για τις Λήμνιες γυναίκες στην γεροντική

τους ηλικία, αν δεν έχουν απογόνους. Η καλλιέργεια της γης ωστόσο

αποτελεί μία ευανάγνωστη αλληγορία της σεξουαλικής πράξης. Τπό

αυτήν την οπτική λοιπόν, η συγκεκριμένη δήλωση της Πολυξώς

υπαινικτικά επισημαίνει τους κινδύνους που απορρέουν από την

μακρόχρονη έλλειψη καλλιέργειας της γυναικείας γης, την παρατεταμένη

δηλ. σεξουαλική αποχή. Ο λόγος της Πολυξώς βρίθει αναλόγων ερωτικού

χαρακτήρα υπαινιγμών και καταξιώνει έτσι ακόμη μία φορά, στα πλαίσια

ωστόσο μιας περισσότερο σεσοφισμένης εκδοχής, την ειδολογική

γειτνίασή της σεβάσμιας γυναίκας με αντίστοιχες αριστοφανικές μορφές,

όπως σημειώθηκε σχετικά και αλλού.

689. πεφρίκασι: ο λόγος της Πολυξώς χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και

ειρωνεία είτε αναφέρεται στον εαυτό της είτε στις συμπολίτισσές της.

Πρβ. και Απουλ. Met. 4.7 για το μοτίβο της γηρασμένης γυναίκας, που την

αποφεύγει ακόμη και ο θάνατος, και Mοοney ad loc.

73
690. εἰς ἔτος: μέσα στον επόμενο χρόνο. Ασυνήθιστη αυτή η χρήση του εἰς.

Πρβ. και Οδ. δ 86 τρὶς γὰρ τίκτει μ῅λα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν.

691. γαῖαν ἐφέσσεσθαι: το ρήμα ἐπιέννυμι εδώ με αποβολή του ι της ἐπὶ

και δάσυνση του συμφώνου εξαιτίας του F. ΢τον Όμηρο εμφανίζεται

κανονικά με τη μορφή ἐπιέννυμι. ΢τον Απολλώνιο απαντά και με τις δύο

μορφές (βλ. και 1.1326 ἐφέσσατο, και 3.45 ἐπιειμένη και 4.179 ἐπιειμένος).

Με τη σημασία «ενταφιάζομαι» το ρήμα εμφανίζεται για πρώτη φορά

στον Πίνδαρο, Νεμ. 11. 15-16 θνατὰ μενάσθω περιστέλλων μέλη, | καὶ

τελευτὰν ἁπάντων γ᾵ν ἐπιεσσόμενος. Βλ. επίσης Ardizzoni (1967) ad loc.

692. ἣ θέμις ἐστί: Πρόβλημα προκύπτει από την παρουσία του ἧ με δασεία

και περισπωμένη χωρίς την υπογεγραμμένη στους περισσότερους

κώδικες (με την εξαίρεση του Λαυρεντιανού όπου έχουμε την

λανθασμένη γραφή ἥ με ψιλή και βαρεία). Η δυσκολία αυτή μπορεί να

επιλυθεί κατά βάσιν με δύο τρόπους: 1. να διορθώσουμε μαζί με τον

Fränkel το ἧ των κωδίκων χωρίς υπογεγραμμένη στο δοτικοφανές

επίρρημα ᾗ με υπογεγραμμένη 2. να διορθώσουμε μαζί με τους Ardizzoni

και Vian σε ἣ με δασεία και βαρεία αποδίδοντας με τον τρόπο αυτό τον

τυπικό ομηρικό λογότυπο ἣ θέμις ἐστί. Η αρχαϊκού χαρακτήρα

ονομαστική της αναφορικής αντωνυμίας στη δεύτερη αυτή περίπτωση

φαίνεται να ταιριάζει περισσότερο, στα πλαίσια ενός γλωσσικού

ρεαλισμού, στον λόγο μιας σεβάσμιας γυναίκας, όπως είναι η Πολυξώ.

694. ἐπήβολός ἐστ’ ἀλεωρή: εδώ και στο 3.1272 με παθητική σημασία (το

ἐπήβολος): «που μπορεί να επιτευχθεί». ΢το 4.1380 με τη σημασία

«επιτυχής» (σχόλ. 4.1380 Wendel). Με ενεργητική σημασία και στο 2.1280,

ἐπήβολος < ὁρμή.

74
695 ληίδα: επικός τύπος του λεία. Σα λάφυρα (χρήματα, σκεύη, ζώα,

αιχμάλωτοι).

697. ἐν … πλῆτο: Σμήση. Φαρακτηριστικό της αρχαϊκής γλώσσας που

υιοθετείται από την επική παράδοση ως γλωσσικό γνώρισμα ειδολογικής

ταυτότητας (η πιο πρόσφατη μελέτη για την διατήρηση της τμήσης από

την Εποχή του Φαλκού έως τις μέρες του Ομήρου είναι του Hajnal (2004)

146-177. Ο Απολλώνιος δεν χρησιμοποιεί την τεχνική της τμήσεως τόσο

συχνά όσο ο Όμηρος, αλλά προτιμά αντίθετα την επιρρηματική χρήση

των προθέσεων. Για το φαινόμενο της τμήσης στον Απολλώνιο βλ. Hagget

(1902) με πολλά στατιστικά στοιχεία. Βλ. επίσης Redondo (2000) 129-54.

699. ὑποβλήδην: ομηρικό ἅπαξ, Α 292 Σὸν δ’ἄρ’ὑποβλήδην ἠμείβετο δῖος

Ἀχιλλεύς με τη σημασία «ὑποβάλλων τὸν ἑαυτοῦ λόγον καὶ διακόπτων

τὸν λέγοντα». Μπορεί, ωστόσο, να έχει απλώς τη σημασία «απαντώ»,

«προς απάντησιν», όπως εδώ. ΢τον Απολλώνιο εμφανίζεται και με τις δύο

σημασίες, βλ. Rengakos (1994) 18, σημ. 24, 147 εξξ., 177. ΢το συγκεκριμένο

χωρίο ωστόσο δεν μπορεί να έχει τη σημασία του «διακόπτω», παρά μόνο

του «απαντώ», καθώς η Τψιπύλη λαμβάνει τον λόγο, αφού η Πολυξώ έχει

ήδη ολοκληρώσει την αγόρευσή της. Πρβ. Hunter (1989) 143, Belloni, (1979)

66-8.

700. μενοινή: γνώμη, σκέψη, επιθυμία. Από το μενοινάω: έχω στο νου μου,

θέλω. Η λ. απαντά πρώτη φορά στον Καλλίμαχο, Ύμν. 1.90.

702. Ἰφινόην: Ἰφινόην παραδίδουν οι κώδικες και ο Π7. Η επανάληψη του

ονόματος στον στ. 702 δεν νομίζουμε ότι δικαιολογεί τη διόρθωση της

γραφής, όπως, χωρίς εμφανή παλαιογραφικό λόγο, κάνει ο Maas

διορθώνοντας σε ἀμφίπολον και επικαλούμενος τη μαρτυρία του στ.781,

75
προπόλοιο. Αντιθέτως, η επανάληψη μιας λέξης στην ίδια μετρική θέση σε

δύο στίχους αποτελεί συνηθισμένη ομηρική τεχνική, πρβ. και Βασίλαρος

(2004) 255. Για την υιοθέτηση της γραφής Ἰφινόην βλ. και Levin (1964) 181-4.

προσεφώνεεν: προσεφώνεεν παραδίδει ο πάπυρος, ενώ οι κώδικες

μετεφώνεεν. Η ομοιότητα με ομηρικά χωρία Ι 201 (Πάτροκλον)

προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα Λ 346, 464, Ρ 484, Οδ. ξ 484 (προσηύδων), χ 163,

355 συνηγορεί υπέρ της παπυρικής γραφής. Για τον τύπο βλ. και Campbell

(1994) 32 και Edwards (1970) 4-5.

ἆσσον: συγκριτικός του ἄγχι. Φρησιμοποιείται συχνά αντί του ἐγγὺς με

σημασία θετικού βαθμού. Πρβ. LfgrE 103.48, Ebeling (Lex.Hom. s.v. ἄγχι:

saepe enim vix differt a positive). Πρόκειται προφανώς για στοιχείο της

καθημερινής ομιλίας.

703-4. ἡγεμονεύει: ΢την αρχή του πρώτου βιβλίου παρουσιάζεται η

διαδικασία επιλογής αρχηγού της αργοναυτικής εκστρατείας, με δύο

κύριους βασικούς διεκδικητές, τον Ηρακλή και τον Ιάσονα. Η

συγκεκριμένη δήλωση της Τψιπύλης – όποιος και αν είναι ο αρχηγός της

εκστρατείας - φαίνεται να παραπέμπει εμμέσως στην σχετική αυτή

προϊστορία. Η Τψιπύλη ως χαρακτήρας της επικής δράσης δεν μπορεί

βεβαίως να γνωρίζει όσα προηγήθηκαν, η Τψιπύλη του Απολλωνίου

ωστόσο φαίνεται να είναι κειμενικά πληροφορημένη και αναγνωστικά

οικεία με την σχετική προβληματική. Η παρατήρηση αυτή φαίνεται να

γίνεται περισσότερο πειστική, εφόσον της σχετικής δηλώσεως της

Τψιπύλης προηγήθηκε η πληροφόρησή της από τον κήρυκα Αιθαλίδη.

76
712-716: Η εντολή επαναλαμβάνεται αυτολεξεί, όπως συμβαίνει στο έπος,

(Glei 1996 156, σημ.65) με μια ελάχιστη διαφοροποίηση (αὐτίκα αντί

θαρσαλέως), χαρακτηριστική του Απολλωνίου, Βασίλαρος (2004) 257.

713. ὄρωρεν: με τη σημασία ἐστὶ όπως και Ιλ. Β 797 (πόλεμος δ’ἀλίαστος

ὄρωρεν) και Λ 658 (πένθεος, ὅσσον ὄρωρε κατὰ στρατόν), βλ. Rengakos

(1994) 172. Με αυτή τη σημασία και στο 2.312, 3.203.

716. αὐτίκα: Σο θαρσαλέως (707) του αρχικού μηνύματος μετατρέπεται σε

αὐτίκα. Η αλλαγή αυτή δίνει έμφαση στην ταραχή, την ανυπομονησία του

ομιλητή. Βλ. Clauss (1993) 115-16, De Forest (1994) 88-9, George (1972) 56-7,

Levin (1971) 67-8, Nishimura-Jensen (1998) 464-5.

κέκλομαι: Ο Απολλώνιος επιτρέπει την αττική βράχυνση, η οποία

ωστόσο δεν είναι αποδεκτή στο ομηρικό έπος. Πρβ. Fantuzzi (1988 159 n.16,

Korzeniewski (1968 21-2). Σο ρ.κέκλομαι (2.693, 3.908) χρησιμοποιείται εδώ

ως μετρική εναλλακτική του κέλομαι.

719. τηλυγέτην: επίθετο που αναφέρεται σε παιδιά, «αγαπημένο»,

«χαϊδεμένο». Η ακριβής σημασία του καθώς και η ετυμολογία του είναι

αμφίβολες. Οι αρχαίοι γραμματικοί ετυμολογούν τη λέξη από το τ῅λε και

γενέσθαι: Απολλ. ΢οφ.: ὁ τηλοῦ τ῅ς ἡλικίας γεγονὼς τοῖς γονεῦσι, μεθ’ὃν

οὐκ ἄν τις γένοιτο, Απολλ. Δύσκ.: «το παιδί που αποκτήθηκε σε

προχωρημένη ηλικία, συν.ὀψίγονος». Η αρχαία ερμηνεία «γεννημένος

όψιμα, από γέρους γονείς» απαντά και στον Ύμν. Ομηρ. Εις Δήμ. 164.

΢τον Όμηρο χρησιμοποιείται πάντα για κάποιο αγαπημένο, ιδιαίτερο ή

ευνοημένο παιδί, και μία φορά (Ν 470) με προφανώς υποτιμητική

σημασία, «κακομαθημένο αγαπημένο παιδί». Κατόπιν χρησιμοποιείται με

τη σημασία «που γεννήθηκε πολύ μακριά» (πρβ. Ευρ. ΙΣ 829), αλλά η

77
ερμηνεία αυτή μάλλον δεν ταιριάζει στα ομηρικά χωρία. Πρβ. και Πλούτ.

(Ηθικά 94α): Ὅμηρος ἀγαπητὸν υἱὸν ὀνομάζει ‘μοῦνον τηλύγετον’ (Ι 482, π

19), τουτέστι τὸν τοῖς μήτ’ἔχουσιν ἕτερον γονεῦσι, μηθ’ἕξουσι γεγενημένον

και σχόλια Σ της Ιλιάδας (Ι 482): ὁ τ῅ς γον῅ς τέλος ἔχων, μεθ’ὃν ἕτερος οὐ

γίνεται. Βλ. περαιτέρω Frisk, λ. τηλύγετος, Ciani (1964-5) 157-66.

721-767 Ο χιτώνας του Ιάσονα ΢το παρόν λήμμα θα επιχειρηθεί μία

ποιητολογική ανάγνωση της έκφρασης του χιτώνα του Ιάσονα. Πριν όμως

από αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι ως λογοτεχνικά πρότυπα για τη

σύνθεση της συγκεκριμένης απολλώνειας έκφρασης λειτούργησαν η

ασπίδα του Αχιλλέα (΢ 468-606) και η ασπίδα του Ηρακλή στον Ησίοδο,

βλ. σχετικά Legér (1997-8) 101-9, Belloni (1995) 137-55. Οι σκηνές που

απεικονίζονται πάνω σε αυτόν, ασύνδετες όπως είναι μεταξύ τους,

φέρνουν στο νου την κατηγορία του Αριστοτέλη εναντίον των κυκλίων

επών. Τπό αυτήν λοιπόν την οπτική θα ήταν ίσως δυνατόν να συνδεθεί

κάθε μία από τις σκηνές που απεικονίζονται με ένα διαφορετικό κύκλιο

έπος: πιο συγκεκριμένα η σκηνή με τους Κύκλωπες θα μπορούσε να

συμβολοποιεί την Σιτανομαχία, έπος που πραγματευόταν την

εγκαθίδρυση της βασιλείας του Δία. Η κτίσις της Θήβας και το επεισόδιο

με τον Αμφίονα και τον Ζήθο συνδέονται προφανώς με την Οιδιπόδεια ή

τη Θηβαΐδα ή ακόμα και τους Επιγόνους. Οι Σηλεβόες παραπέμπουν και

αυτοί στον θηβαϊκό κύκλο. Η συνάντηση Άρη και Αφροδίτης σχετίζεται με

την Οδύσσεια, ενώ ο Πέλοπας και το γένος των Πελοπιδών, έχοντας

ουσιαστικό ρόλο στο παρασκήνιο της Ιλιάδας (υπήρχε η άποψη ότι για να

καταληφθεί η Σροία χρειάστηκε να μεταφερθούν από την Ήλιδα τα οστά

του Πέλοπα, (Χευδο)Απολλόδ, Επιτ. 5.10 εξξ., Παυσανίας 5. 13.4, Σζέτζης,

σχόλια στον Λυκόφρονα 54), φαίνεται να παραπέμπουν στην Ιλιάδα.

Οι σκηνές του χιτώνα θα μπορούσαν επίσης να αναγνωσθούν ως ένα

είδος προοικονομίας για τη μελλοντική ιστορία του Ιάσονα και της

78
Μήδειας: έτσι η μάχη με Κύκλωπες προοικονομεί τη μάχη με τους

΢παρτούς και άλλους υπερφυσικούς εχθρούς, ο Άρης και Αφροδίτη

συμβολοποιούν τον Ιάσονα με τη Μήδεια, οι Πελοπίδες σχετίζονται με το

Θυέστη και τα Θυέστεια δείπνα (πρβ. Άψυρτος), ενώ τέλος ο Υρίξος με το

κριάρι αναφέρονται φυσικά στο δέρας.

Σο σύνολο των παραπάνω παραστάσεων, που απεικονίζονται χωρίς

ουσιαστική σύνδεση μεταξύ τους, φαίνεται, σύμφωνα με την πιο πάνω

συλλογιστική, να λειτουργεί τρόπον τινά ως μικρογραφία/ παρωδία των

κύκλιων επών. ΢την ποιητική λοιπόν αυτή παράδοση εντάσσει ο

Απολλώνιος και τον εαυτό του με την αναφορά στον Υρίξο και το

χρυσόμαλλο δέρας, την απώτερη δηλ. αρχή κατά κάποιον τρόπο της

Αργοναυτικής εκστρατείας, επιβεβαιώνοντας έτσι την «επικότητά» του ή

πιο συγκεκριμένα την «κυκλικότητά» του. Η λεπτομερής παράθεση

αυτών των σκηνών θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μας, να αποτελεί

έμμεση δήλωση του ποιητή για το ποιητικό είδος του έργου του. Για τα

Αργοναυτικά ως κυκλικόν έπος πρβ. επίσης Ρεγκάκος (2006) 181-204,

Fantuzzi-Hunter (2005), 174.

Ο Απολλώνιος περιγράφει ζωντανά τον χιτώνα του Ιάσονα, και η

έκφραση υποδεικνύει στον αναγνώστη την ποιητική του κατεύθυνση: η

σύνθεση του χιτώνα σε ξεχωριστά τμήματα, που συνδέονται από ένα

κοινό χρωματικό φόντο στην απόχρωση του κόκκινο σκούρου,

υπαινίσσεται το πρόγραμμα ενός ποιήματος, στο οποίο η αντιπαράθεση

των επεισοδίων διατηρεί άθικτη την ενότητά του. Η ζωντάνια των

μορφών ανακαλεί και πάλι την αληθοφάνεια μιας ποίησης που θέλει να

είναι ένα αληθοφανές ψέμα (Καλλ. Ύμν. 1. 65 ψευδοίμην, ἀίοντος ἅ κεν

πεπίθοιεν ἀκουήν).

79
Η επιλογή των εξιστορούμενων μύθων υπογραμμίζει τελικά την ευκαιρία

να χρησιμοποιηθεί η πειθώ αντί της βίας. Αμέσως μετά την δήλωση του

ποιητικού του πιστεύω ο Απολλώνιος επιδεικνύει την αισθητική του

παιδεία: η επανάληψη της ιστορίας, σε μια εναλλακτική περισσότερο

πειστική και συναισθηματική, αποκαλύπτει την σαγηνευτική απάτη του

λόγου, που ξεγελά και πείθει.

Για τον χιτώνα του Ιάσονα και τη λειτουργία του ως συμβόλου της

ποιητικής του Απολλώνιου, με το οποίο δείχνει την προτίμησή του για μια

ποίηση αληθοφανή και την πρότασή του για ένα επικό ποίημα

ενοποιημένο πρβ. Belloni 1995 (και κυρίως τις σσ. 138-139 και 150-153). Για

μία λεπτομερή περιγραφή αλλά και ανασκευή των αντικρουόμενων

μεταξύ τους ερμηνειών σχετικά με τον χιτώνα του Ιάσονα, βλ. Goldhill

(1991) 308 εξξ. Για μια ανάγνωση του χιτώνα του Ιάσονα ως αποτυπώσεως

των καλλιτεχνικών ρευμάτων και αναζητήσεων της περιόδου βλ. Shapiro

(1980) 263-286.

721. θεᾶς: Ο Απολλώνιος προτιμά τον ομηρικό τύπο θεὰ από τον ιωνικό

θεὴ που απαντά συχνά στον Καλλίμαχο (Ύμνος 1.30, 37 κ.ά.).

Ἰτωνίδος: lectio difficilior σε σχέση με τη διαφορετική γραφή Σριτωνίδος

(από τη λίμνη Σριτωνίδα της Λιβύης που θεωρείται τόπος γέννησης της

Αθηνάς) που υιοθετούν οι Merkel (1854) και Paduano-Fusillo (1986) 77. Η

προσωνυμία Ἰτωνὶς ετυμολογείται από την πόλη Ἴτων (΢τεφ. Βυζ.) ή

Ἴτωνος (΢τράβ. 9.5.8) της Θεσσαλίας (Αργ. 2.696), όπου λατρευόταν η θεά

και από όπου διαδόθηκε η λατρεία της (της Ιτωνίδος Αθηνάς) στη Βοιωτία.

Βλ. και Smith (1966) 101. Πρβ. Καλλιμ. Ύμν. 6.74, σχόλια στον Απολλ..

1.551a και 771-22 Wendel, Et.Gen. (AB) s.v. Ἰτωνίς, Et.M. 479.47.

΢υμφωνούμε με τον Βασίλαρο (2004) 257-8, ο οποίος πειστικά προτιμά το

80
Ἰτωνίς (αναφερόμενο στη θεσσαλική Ιτωνίδα) ως πιο σχετικό με την

κατασκευή της Αργώς. Η Αθηνά επέβλεπε την κατασκευή της Αργώς στις

Παγασές της Θεσσαλίας. Η πόλη Ἴτων, όπου βρισκόταν ιερό της,

βρισκόταν κοντά στις Παγασές.

722. δίπλακα πορφυρέην: Αντί της εναλλακτικής γραφής μαρμαρέην

(Ιλ.Γ 126, Φ 441, Οδ. τ 241-42) σύμφωνα με την διόρθωση του Ζηνοδότου,

πρβ. Rengakos (1993) 55. Η προσφορά αυτή από την Αθηνά δείχνει την

εύνοια της θεάς προς τον Ιάσονα (πρβ. Fränkel (1968) 99, 102, 213 και Levin

(1970) 17-36) και αποτελεί μάλλον προσθήκη του Απολλωνίου στο μύθο.

πορφυρέην Όχι απλά κόκκινη, αλλά βαμμένη με πορφύρα. Η πορφύρα

παραγόταν από το οστρακόδερμο murex. Η βαφή της πορφύρας, η οποία

είναι ένα από τα πιο ακριβά και πολυτελή υφάσματα της αρχαιότητας,

ποικίλλει από τυρκουάζ σε βιολετί ή κόκκινο, αλλά το πιο γνωστό χρώμα

ήταν το βαθυκόκκινο, σαν πηγμένο αίμα (πρβ. Πλίν. H.N. 9.135).

Φρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μάγουλα, χείλη, αίμα. Πρβ.

Jensen (1963). Πρόκειται για χρώμα που συνδέεται με θεούς και

βασιλιάδες. Πρβ. και SH 958.15 πορφυρέοισιν ἐν εἵμασι. Μαν. αστρ.

Ἀποτελεσματικά I [5].101, 5 [6].259 Koechly.

Σο κόκκινο του χιτώνα του ίσως λειτουργεί ως υπενθύμιση των τραγικών

συνεπειών της ομορφιάς του Ιάσονα, συμβολοποιεί κατά κάποιον τρόπο

το αιματοκύλισμα που προκύπτει ως απόρροια της ομορφιάς του ήρωα

(Άψυρτος, Μήδεια), βλ. σχετικά και Rose (1985) 29-44. Ανάλογο

ευανάγνωστο παράδειγμα στην αρχαιοελληνική λογοτεχνία είναι αυτό

του Αγαμέμνονα στην ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου: ο ήρωας

επιστρέφοντας στις Μυκήνες πατά πάνω σ΄ένα κόκκινο σαν αίμα χαλί

προοικονομώντας έτσι, με εικαστικούς όρους, τη σφαγή που θα

81
ακολουθήσει. Σο γεγονός ότι τον πορφυρό χιτώνα ενδύονται κυρίως θεοί

και βασιλείς ή άτομα εν γένει που επιθυμούν ή διαθέτουν κάποια μορφή

πολιτικής εξουσίας (Αλκιβιάδης) υποδηλώνει τρόπον τινά την επιθυμία

για αρχή, που μολονότι δεν διαφαίνεται να έχει ο Ιάσονας στα

Αργοναυτικά, διαθέτει, ωστόσο, το εμφανές ευριπίδειο διακείμενό του.

Κατά συνέπεια έχουμε μία αντίθεση ανάμεσα σε μία εικαστική

συνδήλωση της επιθυμίας για αρχή και την ρητή άρνησή της. Εφόσον τον

χιτώνα του τον έδωσε η Αθηνά, δηλώνεται κατά κάποιον τρόπο και η

βούληση των θεών να βασιλεύσει τελικά ο Ιάσονας.

΢ύμφωνα με μια πιο ορθολογική εκδοχή η Λήμνος ήταν τόπος βαφής

υφασμάτων. Τπό αυτήν την εκδοχή η συνεύρεση με τους Αργοναύτες

λειτουργεί ως αιτιώδης μεταφορά για μια συνηθισμένη εμπορική

συναλλαγή. Η φρικτή οσμή των Λημνίων οφείλεται σε αυτό ακριβώς το

όστρακο. Πορφυρός είναι και ο μανδύας που δίνεται στον Άψυρτο (4.123-

124) (και στον Αγαμέμνονα) και αυτός που χρησιμοποιεί η Μήδεια στις

τελετές μαγείας (4.1661-1662).

δίπλακα: Ο Ville de Mirmont (1894) 233 θεωρεί ότι αναφέρεται στη διπλή

ύφανση του υφάσματος και δεν πρόκειται για φαρδύ μανδύα που φοριέται

διπλωμένος. Τπάρχει και η άποψη ότι το δίπλαξ δηλώνει τον πολύχρωμο,

τον υφασμένο με χρωματιστές κλωστές. Βλ. LSJ. Βλ. επίσης Levin (1970)

17-36.

723-724: Για τη σχέση της Αθηνάς με τη ναυτική τέχνη βλ. Detienne-

Vernant (1974) 201-241.

723. δρυόχους: ομηρικό ἅπαξ τ 574. Και εδώ στην ίδια θέση με το ομηρικό

πρότυπο. ΢τα σχόλια στην Οδύσσεια βρίσκουμε τη σημασία «δοκοί όπου

82
τοποθετείται ο σκελετός ενός νέου πλοίου», αλλά και τα πρώτα ξύλα που

αποτελούν το σκελετό του πλοίου. Σα σχόλια στον Απολλώνιο μας

παραδίδουν και τις δύο ερμηνείες.

724. δάε: ἐδίδαξε. Διδάσκω είναι ο μεταβατικός τύπος του ρήματος, Hunter

(1989) 118. Αυτή η μορφή του αορίστου εμφανίζεται μόνο στον Απολλώνιο

(3.529, 4.989 ἔδαε). ΢τον Όμηρο έχουμε τον παλαιότερο και μάλλον αρχικό

αοριστικό τύπο, με αναδιπλασιασμό (ζ 233, θ 448, υ 72, ψ 160), δέδαεν. Η

Marxer (1935) 16 υποστηρίζει ότι ο απολλώνειος αυτός αόριστος

σχηματίστηκε κατ’αναλογία προς το ομηρικό δείδιε/διε.

725-726. Σῆς μὲν ῥηίτερόν...ἥ: Η σύνταξη αυτή του ῥηίτερον με τη γενική

τ῅ς και το συγκριτικό θεωρήθηκε αδόκιμη και προτάθηκαν διάφορες

διορθώσεις βλ.Ardizzoni (1967) 191 και Mooney (1912) App.I, 407. Η

πρόταση του Brunck (του τ῅ς σε ἥ) είναι αρκετά δελεαστική. Ο σχολιαστής

θεωρεί ότι λείπουν στην προέκδοση οι στίχοι 726-7 (1.725 Wendel), οι

οποίοι εμφανίζονται στην κυρίως έκδοση και αντιπαραθέτουν το λαμπερό

κόκκινο του κέντρου του μανδύα με το πορφυρή άκρη του στ.728. ΢το

σημείο αυτό έχουμε την πρώτη στα Αργοναυτικά επική αποστροφή προς

το κοινό από συνολικά οκτώ περιπτώσεις. Βλ. επίσης 1.765-67, 2.171b-174,

3.1265-7, 4.238b-240, 4.428b-429, 4.927b-28a, 4.97b. Βλ. σχετικά Byre (1991).

726. μεταβλέψειας: Σο σύνθετο απαντά μόνο εδώ και στον Άρατο 186.

ἔρευθος: ιατρικός όρος για το κοκκίνισμα πρβ. Ιπποκράτη, Ι 26 ε’. Λέξη

που προτιμά ο Απολλώνιος, για να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα

ερωτισμού και αισθησιασμού, πρβ. 3.298, 681, 963 και το κοκκίνισμα από

το παιχνίδι στο πρόσωπο του μικρού Έρωτα στο 3.121-2. ΢το 4.173 έχουμε

την σχετική αντανάκλαση της λάμψης του δέρατος στο πρόσωπο του

83
Ιάσονα (173), ενώ στον Καλλίμαχο (Ύμν. 5.27) ο όρος δηλώνει τη

ροδαλότητα του προσώπου της νεαρής Αθηνάς. Βλ. ακόμη Rose (1985) 38-9

και Pavlock (1990) 29-34.

Ο Απολλώνιος «ζωγραφίζει» με προσεκτική επιλογή των λέξεων μια

εντυπωσιακή εικόνα ερωτισμού. «Ο έρωτας για τον λόγο γίνεται λόγος

για τον έρωτα» και ο ερωτισμός του Απολλωνίου διατρέχει το σύνολο του

κειμένου, αποτελώντας στοιχείο της υποκείμενης ποιητικής του. Για τη

«συζυγία αυτή ερωτικής και εικαστικής διέγερσης», όπως επιτυγχάνεται

με την επιλογή της συγκεκριμένης λέξης στον Απολλώνιο βλ.

Παπαγγελής (1994) 71-73. Για τους εικαστικούς προβληματισμούς του

Απολλωνίου πρβ. Webster (1964), 71, Phinney (1967) 145-9, Fraser (1972) I

626, Newman (1986) 73.

727. ἐρευθήεσσα: Σο επίθετο αποτελεί πρὦτον λεγόμενον. Πρβ. και

Νίκανδρο Θηρ. 899 και στη συνέχεια Νόννο, Διον. 20.21.

729. δαίδαλα πολλὰ: δαίδαλα είναι τα περίπλοκα σχέδια, η περίτεχνη

διακόσμηση από κάποιον αρχιτεχνίτη. Πρβ. Ησ. Θεογ. 581, τῃ δ’ ἔνι

δαίδαλα πολλὰ τετεύχατο, θαῦμα ἰδέσθαι, Ιλ. ΢ 481-2 ἐν... δαίδαλα πολλὰ,

Θεόκρ. Ειδ. 1.32 γυνά, τι θεὦν δαίδαλμα, τέτυκται, Μόσχ. Ευρ. 43. Σο

ομηρικό πρότυπο της περιγραφής του μανδύα είναι η έκφραση της

ασπίδας του Αχιλλέα (Ιλ. ΢ 478-608). Πορφυρέην δίπλακα ωστόσο υφαίνει

και η Ελένη στο Γ 126 με τους άθλους Σρώων και Αχαιών.

729. ἐπέπαστο. –αστο: Σο ρ. ἐμπάσσω σημαίνει «ραίνω», «πασπαλίζω».

Μόνο στον Όμηρο απαντά με τη σημασία «ενυφαίνω». Σα διακοσμητικά

μοτίβα συνυφαίνονταν στο ρούχο, καθώς δεν τα κεντούσαν - προσέθεταν

στο ύφασμα εκ των υστέρων. Πρβ. Wace (1948) 54 εξξ. και Lorimer (1950)

84
397 εξξ., που παρατηρεί ότι η ύφανση μορφών εισήχθη στην Ελλάδα από

την Ανατολή. Πρβ. και Ιλ. Γ 126 δίπλακα πορφυρέην, πολέας δ’ἐνέπασσεν

ἀέθλους και Φ 441 δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλ’ἔπασσε. Βλ. και

Ξ 178-9 όπου οι φιγούρες προστίθενται στο τέλος.

730: Η πρώτη σκηνή αποτελεί κατά κάποιον τρόπο συνέχεια του

κοσμογονικού άσματος του Ορφέα (1.511· για μία ερμηνεία του χιτώνα

του Ιάσονα ως συμβόλου της κοσμικής τάξης βλ. Chiarini (1998-99) 25-34),

την αρχή της βασιλείας του Δία. Για την ερμηνεία του μανδύα ως μέσου

επικοινωνίας μεταξύ του ποιητή και του αναγνώστη, βλ. Collins (1967) 71

και George (1972) 49.

730. Κύκλωπες: πρβ. Ησ. Θεογ. 139-141, 501-506. Οι ησιόδειοι Κύκλωπες

είναι παιδιά του Ουρανού και της Γαίας (οι οδυσσειακοί είναι γιοι του

Ποσειδώνα), οι σιδηρουργοί των θεών (οι οποίοι όμως και πάλι

χαρακτηρίζονται από τη λ.βίῃ, Θεογ. 146), που σφυρηλατούν τους

κεραυνούς του Δία. Και στον Απολλώνιο οι Κύκλωπες κατασκευάζουν τη

βροντή, την αστραπή και τον κεραυνό, για να ευχαριστήσουν τον Δία που

τους απελευθέρωσε από τα δεσμά του Κρόνου. Βλ. επίσης και Βεργ. Aen. 8.

424-432 για τη μίμηση των στίχων του Απολλωνίου.

ἥμενοι: γραφή που παραδίδουν οι codd. Ο Fränkel (1961) (1968) 103 και ο

Ardizzoni (1967) διορθώνουν σε ἡμμένοι στηριζόμενοι σε πινδαρικά χωρία

(Πυθ. 8.60 ἐφάψατο... τέχναις, Ολ. 1.86-87 ἐφάψατο ἔπεσι, Νεμ. 8.35-36

κελεύθοις|... ἐφαπτοίμαν) αλλά και στον Όμηρο (Β 15, Ζ 241, Η 402). Oι

Campbell (1971) 417 σημ.1 και (1978) 120, Giangrande (1973) 11, Vian (1974)

257 από την άλλη διατηρούν τη γραφή των κωδίκων, ενώ ο Vian

επισημαίνει ότι ἧμαι χρησιμοποιείται κάποιες φορές με τη σημασία του

εἰμί, Καλλίμ. Ύμν. 4.168 αἳ πελάγεσσι κάθηνται, απ. 384.35-36 Pf. καὶ

85
παρ’Αθηναίοις γὰρ ἐπὶ στέγος ἱερὸν ἧνται / κάλπιδες. Επίσης Οδ. φ 239

αὐτοῦ ἀκὴν ἔμεναι παρὰ ἔργῳ.

733. ἐλάασκον: ΢πάνιος θαμιστικός τύπος, βλ. και παρακάτω 1.1156, 2.

1071, 4.77. Σο ομηρικό ἐλάσασκεν (Β 199) δεν εμφανίζεται στον Απολλώνιο.

735-6. Ἀντιόπης Ἀσωπίδος: Ἀσωπίς, κόρη του Ασωπού ποταμού της

Βοιωτίας. Για τον μύθο της Αντιόπης, βλ. Ευρ. Αντιόπ., απ.48.86-95, Παυσ.

2.6.1 εξξ., (ψευδο)Απολλόδ. Βιβλιοθ. 3.5.5, ΢χόλια στον Απολλ. 4.1090

Wendel.

735-741: Ο Αμφίων και ο Ζήθος. Ο μύθος αυτός, όπως και ο μανδύας του

Ιάσονα παρακάτω και οι λόγοι της Τψιπύλης, της Πολυξώς, της Ιφινόης

και του Αιθαλίδη, προετοιμάζουν για ένα από τα κεντρικά μοτίβα του

ποιήματος, την προτίμηση για ανθρώπινες σχέσεις που βασίζονται όχι

στη βία, αλλά στη διπλωματία και στη δύναμη της πειθούς. Βλ. Levin

(1970), 26-28, ΢χόλ. 1.740b Wendel, στα οποία ο Levin παραπέμπει.

737. νέον βάλλοντο δομαίους: το δομαίους έχει θέση ουσιαστικού.

Παραλείπεται το λίθους.

738. ἐπωμαδὸν: «στους ώμους». Απαντά πρώτη φορά στον Απολλώνιο

(και 4.1770).

ἠέρταζεν. Σο ἀερτάζω είναι εκτεταμένος τύπος του ἀείρω, αἴρω.

Πρωτοεμφανίζεται στον Απολλώνιο και τον Καλλίμαχο (απ.597 Pf., Αίτια

απ.261, Ι Pf. και πιθανώς Αίτια, απ.18, 6 Pf. ἠέρταζεν).

86
739. ἠλιβάτοιο: ποιητική λέξη. Απαντά συνήθως μαζί με το πέτρη, αλλά

και με τα ὄρος, ἄκρη, ἐρίπναι, πύργος. Η συνήθης παρετυμολογία του

ονόματος προέρχεται ἐκ του ἥλιος και βαίνω, αυτός δηλ. που τον πατά

μόνο ο ήλιος, άβατος, δυσπρόσιτος. Η σημασία ωστόσο αυτή δεν

δικαιολογεί τη χρήση του επιθέτου σε συνδυασμούς με λέξεις όπως πέτρη

(στο ι 243 της Οδύσσειας), ἄντρον, Σάρταρος, κευθμών. ΢τον Ησύχιο το

επίθετο συνδέεται με τη λ. ἄλιψ = πέτρα, βραχώδης, κρημνώδης. Πρβ.

3.162, Hunter (1989) 116, Ησύχ. η 352, ΢Α Ιλ. Ο 273, 619. Οι αρχαίοι

γραμματικοί, που συνδέουν τη λ. με τον ἣλιον, θεωρούν ότι πρέπει να

δασύνεται. Βλ. Rengakos (1994) 95, 153, 166.

740. φόρμιγγι λιγαίνων: Η λ. φόρμιγξ ανήκει στο αρχαϊκό λεξιλόγιο και

φαίνεται να προσδίδει εδώ υψηλό επικό χρώμα στην αφήγηση. Σο όργανο

είχε ξύλινο σώμα, ενώ το ηχείο του ήταν κατασκευασμένο από καύκαλο

χελώνας ή είχε τουλάχιστον το σχήμα καυκάλου. Πάνω από την πρόσοψη

τοποθετούνταν τεντωμένο δέρμα βοδιού, ενώ στο πάνω μέρος του

οργάνου υψώνονταν δυο καμπύλα κέρατα. ΢υνοδευόταν μάλιστα από μια

εγκάρσια ράβδο που έφερε τα κλειδιά κουρδίσματος. Πάνω στην εγκάρσια

αυτή ράβδο ήταν προσαρμοσμένες οι χορδές από έντερα. Βλ. Wegner

«Musik und Tanz», Arch.Hom. U 1 εξξ., West (1981) 113 εξξ. και Maas-

McIntosh Snyder (1989) s.v. φόρμιγξ. ΢την παλιότερη μορφή του το όργανο

ήταν τετράχορδο, αν και οι Μυκηναίοι και οι Μινωίτες χρησιμοποιούσαν

επτάχορδες και οχτάχορδες λύρες. Η παραδοσιακή ημερομηνία

υιοθέτησης των επτά χορδών, που έχει συνδεθεί με τις νίκες του

Σέρπανδρου στα σπαρτιατικά Κάρνεια τον 7ο αι. π.Φ., υποστηρίζεται εν

μέρει και από αγγειογραφίες. Η παλιά λύρα είχε πολύ περιορισμένη

έκταση ήχου, και η μουσική της ήταν απλά συνοδευτική του τραγουδιού.

87
Η λύρα του Αμφίονα μας θυμίζει τη λύρα του Ορφέα, αλλά και τη λύρα

του Απόλλωνα που έχτισε με τη βοήθεια του Ποσειδώνα τα τείχη της

Σροίας. Για την μαγική δύναμη της μουσικής και την θεραπευτική της

επίδραση στην ανθρώπινη ψυχή, σύμφωνα με τη θεωρία των

Πυθαγορείων, πρβ. Guthrie (1979) 84-5.

742. ἤσκητο: με τη σημασία «ήταν κεντημένη», πρβ. και Takahashi (1981).

βαθυπλόκαμος: Με πλούσια κόμη, σύνθεση από τα ομηρικά βαθύθριξ

(Ύμν.εις Απόλλ. 412) και εὐπλόκαμος (ε 390). Πρβ. Ardizzoni (1967) 195.

Κυθέρεια: αντί του περισσότερο συνηθισμένου Κυθήριος (Κ 268, Ο 431).

Πρβ. και Οδύσσεια (ἐϋστεφάνου Κυθερείης θ 288, ἐϋστέφανος Κυθέρεια σ

193, και πέντε φορές στους ομηρικούς Ύμνους). Η θεά ονομάστηκε έτσι,

καθώς, σύμφωνα με μία αιτιολογία, η οποία ήταν γνωστή την εποχή του

Ησιόδου (Θεογ. 198), αναδύθηκε από το αφρό της θάλασσας, κατά το

συνηθισμένο μοτίβο της επιφάνειας της Αφροδίτης, στην θάλασσα των

Κυθήρων. ΢το νησί μάλιστα είχε χτιστεί ένα περίφημο ιερό της Αφροδίτης

(πρβ. Ηρόδ. 1.105), και η θεά λατρευόταν εκεί με μεγάλες τιμές (΢χόλ. Ιλ.

Κ 268Α, Διόδ. ΢ικ. 5.77.5).

Προβλήματα ετυμολόγησης παρουσιάζει ο τύπος Κυθέρεια με το βραχύ –

ε- αντί του Κυθήριος. Ο Morgan (1978) ετυμολογεί το όνομα με βάση την

ινδοευρωπαϊκή ρίζα *gw hedh- (πόθος, θέσσασθαι). Δηλ. πρόκειται,

ετυμολογικά τουλάχιστον, για τη «θεά του πόθου». Πρβ. επίσης Burkert

(1992) 189-90. < κεύθω+ἔρως Paschalis (1997) 50. Για την χρήση και την

ετυμολογία του ονόματος στον Όμηρο και τους ομηρικούς ύμνους βλ.

επίσης Tsitsibakou-Vasalos (2003) 128. Για τα επίθετα της Αφροδίτης βλ.

Boedeker (1974) 18-42.

88
΢τα Αργοναυτικά ωστόσο η Αφροδίτη καλείται τις περισσότερες φορές

Κύπρις (πρβ., π.χ., στ. 803). Αυτό δικαιολογείται με βάση την μεγάλη

πολιτική σημασία που είχε το νησί της Κύπρου για τους Πτολεμαίους. Η

κατοχή του νησιού από τους Πτολεμαίους οριστικοποιήθηκε από τον

Πτολεμαίο ΢ωτήρα το 294. Η πολιτική λοιπόν αυτή διάσταση φαίνεται να

λειτουργεί ως βασικό κριτήριο επιλογής για την προσωνυμία της

θεότητας. Για την Κύπρο υπό πτολεμαϊκή κατοχή πρβ. Bagnall (1976) 38-79

και Hunter (2003) 127: Ptolemaic possession of Cyprus, finally established by

Soter in 294, meant that the Ptolemies almost ‘possessed’ the island goddess.

743. ὀχμάζουσα: Η αρχαία ετυμολογία είναι από το ἔχω (Et.Gen. (AB) s.v.

Et.M. 645.39) με τη σημασία «δράττω», «κρατώ» (για χαλινάρια). Η

Αφροδίτη κρατά την ασπίδα του Άρη ὡς ἐραστῆ χαριζομένη (σχόλια στον

Απολλ. 1.743 Wendel).

743-5: ἐκ δέ οἱ ὤμου … μαζοῖο: Η πιο πάνω περιγραφή μοιάζει με την

αντίστοιχη περιγραφή του Καλλίμαχου, Ύμν. 3.213-214. Πρβ. Eichgrün

(1961) 116. Με αυτό τον τρόπο απεικονίζεται η Αφροδίτη ως θεά του

Τμεναίου και της τεκνογονίας (Venus Genetrix). Η θεά φέρει ασπίδα (στην

οποία καθρεφτίζεται) και απεικονίζεται ως ερωμένη του Άρη, ως

νικηφόρος θεά, εκφράζοντας τον ερωτικό θρίαμβο. Οι χάρες μάλιστα της

Αφροδίτης ως «όπλα» αποτελούν συνηθισμένο τόπο του μεταγενέστερου

έπους. Βλ. Κλαυδ. Gig. 43-54, Νόνν. Διον. 35. 164-83, Κόλουθ. 162-3 τί γὰρ

σακέων Ἀφροδίτῃ; / ἀγλαίῃ πολὺ μ᾵λλον ἀριστεύουσι γυναῖκες (πρβ.

Ανακρεόντ. 24.9-13). Πρβ. και Aus. Epigr. 62 (Green) όπου η γυμνή

Αφροδίτη είναι πάντοτε οπλισμένη. Για τους διάφορους καλλιτεχνικούς

τύπους της Αφροδίτης στην αρχαιότητα βλ. LIMC s.v. Aphrodite (κυρίως

89
1285-1387 για απεικονίσεις του Άρη με την Αφροδίτη και 494-6 για

απεικονίσεις της Αφροδίτης που καθρεφτίζεται).

μαζοῖο: Για την κατάληξη –οιο των δευτεροκλίτων ουσιαστικών στον

Απολλώνιο βλ. Janko (1982) 52. Ο Απολλώνιος χρησιμοποιεί αυτές τις

αρχαϊκού χαρακτήρα γενικές σε μεγαλύτερη έκταση από ό,τι ο Όμηρος,

καθώς εξασφαλίζουν την επιθυμητή για τον αλεξανδρινό λόγιο γλωσσική

αρχαιοπρέπεια του έπους του. Ο Απολλώνιος χρησιμοποιεί αυτή τη

γενική είτε ως ετερόπτωτο ονοματικό προσδιορισμό (η περισσότερο

συνηθισμένη χρήση της γενικής αυτού του τύπου στον Όμηρο) είτε

επιρρηματικά ως γενική αφαιρετική. Εδώ η γενική επέχει τη συντακτική

λειτουργία της γενικής αφαιρετικής, βλ. σχετικά και Redondo (2000) 133,

όπου υπάρχουν συγκεντρωμένα περισσότερα παραδείγματα αυτής της

χρήσης.

746. δείκηλον: τὸ τ῵ Διὶ ἐοικὸς ἄγαλμα, καταχρηστικὦς δὲ καὶ π᾵ν

ὁμοίωμα (σχόλια στον Απολλ. 1.745-746 a Wendel). Εδώ η παράσταση πάνω

σε ασπίδα. Πρβ. και 4.1672 με τη σημασία «είδωλα», «φαντάσματα»

(σχόλια): λευγαλέον δ’ἐπὶ οἷ πρῖεν χόλον, ἐκ δ’ἀίδηλα δείκηλα προἸαλλεν,

ἐπιζάφελον κοτέουσα.

χαλκείῃ... ἀσπίδι: η ομηρική ασπίδα διέθετε επικάλυψη χαλκού.

Πρόκειται για ένα τυπικό επίθετο για την επική ασπίδα.

748. Σηλεβόαι: Πειρατικός λαός, κάτοικοι της νήσου Σάφου, στα παράλια

της Ακαρνανίας (Σάφος ή Σαφιάς, μία από τις Εχινάδες κοντά στην

Κεφαλληνία). ΢τον Όμηρο εμφανίζονται ως Σάφιοι (ο 427, π 426). Ο μύθος

λέει ότι οι Σηλεβόες διεκδίκησαν τα βόδια του βασιλιά Ηλεκτρύωνος των

Μυκηνών. ΢το συγκεκριμένο χωρίο απεικονίζεται η συμπλοκή τους με

90
τους γιους του Ηλεκτρύωνος. Οι Σηλεβόες, απόγονοι του Σηλεβόα, γιου

του Πτερελάου που κατάγεται, όπως και ο Ηλεκτρύων από τον Περσέα,

διεκδικούν τα βόδια του προπάππου τους Μήστορα, αδελφού του

Ηλεκτρύωνος (πρβ. σχετικά Vian (1974) 258). Σο επεισόδιο αφηγείται

επίσης ο (ψευδο)Απολλόδωρος (Βιβλιοθ. 2.4.6), ενώ ο Απολλώνιος,

ακολουθώντας μάλλον την εκδοχή του Ηρόδωρου (FGrHist 31F 15),

συμπαρατάσσει όλους τους Σάφιους στο πλευρό των γιων του Πτερελάου

(βλ. σχετική συζήτηση στον Fantuzzi (2005) 411-3). ΢ύμφωνα με την

Merriam (1993) 69-80 η σκηνή αυτή στην έκφραση του χιτώνα είναι η μόνη

που ανταποκρίνεται άμεσα στο επικό ιδεώδες της βίας και κατά μέτωπον

επίθεσης, που προβάλλεται στην Ιλιάδα. Όλες οι άλλες παραστάσεις

λειτουργούν ως εναλλακτικές στην παραδοσιακή αυτή ιλιαδική και επική

μορφή επίθεσης, καθώς συνδυάζουν την ιλιαδική αξία της βίας και της

ισχύος με άλλα προτερήματα, όπως τις ειδικές ικανότητες ή

συγκεκριμένες γνώσεις (βλ. και πιο πάνω Αιθαλίδης).

752-758: ο μύθος της αρματοδρομίας μεταξύ του Οινόμαου και του

Πέλοπα. Μια πιο «στατική» παράστασή του απεικονίζεται στο ανατολικό

αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία. Ο Οινόμαος ήταν γιος του Άρη

και της Πλειάδας ΢τερόπης, βασιλιάς στην Ήλιδα. Με τη ΢τερόπη

απέκτησε μια κόρη, την Ιπποδάμεια, περιζήτητη νύφη. Ο Οινόμαος

αρνιόταν να την παντρέψει, εξαιτίας κάποιου χρησμού που τον είχε

προειδοποιήσει ότι θα πέθαινε από τον γαμπρό του. Για να αποφύγει τους

μνηστήρες, τους ζητούσε να συναγωνιστούν μαζί του σε αρματοδρομία,

στην οποία ο ίδιος συμμετείχε με τα άλογά του πατέρα του, Άρη. Οι

ηττημένοι μνηστήρες θανατώνονταν. Ο Οινόμαος είχε ήδη φτάσει στον

δωδέκατο μνηστήρα, όταν εμφανίστηκε ο Πέλοπας.

91
Ο Πέλοπας είναι γιος του Σάνταλου και της Κλυτίας ή της Ευρυάνασσας ή

ή της Ευρυθεμίστης. Η Ιπποδάμεια ερωτεύτηκε τον Πέλοπα, όταν έφτασε

ως υποψήφιος μνηστήρας και, για να κερδίσει ο τελευταίος την

αρματοδρομία, εξασφάλισε τη βοήθεια του ηνιόχου του πατέρα της,

Μυρτίλου. Σον έπεισε για τον λόγο αυτό να αντικαταστήσει τις σφήνες

στις ρόδες του άρματος με σφήνες από κερί. Κατά τη διάρκεια της

αρματοδρομίας, το άρμα του Οινόμαου διαλύθηκε και ο Οινόμαος

σκοτώθηκε ή τον σκότωσε ο Πέλοπας.

Ο Μυρτίλος, που είχε βοηθήσει τον Πέλοπα, τελικά σκοτώνεται από

αυτόν, είτε γιατί προσπάθησε να βιάσει την Ιπποδάμεια, με την οποία

ήταν ερωτευμένος, είτε γιατί η Ιπποδάμεια, που είχε προσπαθήσει να τον

διαφθείρει χωρίς επιτυχία, τον συκοφάντησε στον άντρα της, ο οποίος και

τον σκότωσε. Η κατάρα του Μυρτίλου προς τον οίκο του Πέλοπα θα φέρει

αργότερα συμφορές στους Πελοπίδες, στον Ατρέα, τον Θυέστη, τον

Αγαμέμνονα. Πρβ. Ησ. απ. 259 Merk.-West, Πινδ. Ολ. 1.66-96, Υερεκ.

FGrHist 3 F37, (ψευδο) Απολλοδ. Ἐπιτ. 2. 4-9 και Vian (1974) 258-59.

754. παραιβάτις: θηλυκό του ποιητικού παραιβάτης (αντί του

συνηθισμένου παραβάτης) = ο ιστάμενος πλησίον του ηνιόχου. Βλ. και

Θεόκρ. Ειδ. 3.32 (Hunter (1999) 120) όπου χρησιμοποιείται ως κύριο όνομα.

Σο αρσενικό είναι αρκετά συνηθισμένο (LGPN I s.v.).

755. ἤλασεν ἵππους: Ο Fränkel (1961) αποδέχεται την διόρθωση ἤλαεν του

Platt (1920) 74. O Vian (1974) 85 σημ. 1, ωστόσο, θεωρεί ότι ο αόριστος έχει

και εδώ όπως και στο 3.672 τη σημασία υπερσυντέλικου

(Σempusverschiebung) και μπορούμε να διατηρήσουμε το ἤλασεν των

χειρογράφων. Πρβ. ΜΣ2 § 58, αλλά και και Fränkel (1968) 365, σημ. 50.

92
756. προτενὲς: Σο επίθετο απαντά για πρώτη φορά εδώ.

760. βούπαις, οὔ πω πολλός: μέγας παῖς, οὔπω τέλειος ἀνήρ (σχόλια στον

Απολλ. 1.760-2b Wendel). Ο όρος απαντά για πρώτη φορά στον Αριστοφ.

΢φ. 1206 ὥν βούπαις ἔτι. Βλ. επίσης και Εύπ. εν αδήλ. 95. Ο Hunter (1986)

53, σημ. 22, ισχυρίζεται ότι ο Απολλώνιος υπαινίσσεται πως ετυμολογικά

το όνομα του Απόλλωνα προέρχεται από το πολλός.

761. Σιτυὸν μέγαν: Γίγαντας (βλ. Οδ. λ 577 ὁ δ’ἐπ’ ἐννέα κεῖτο πέλεθρα),

γιος του Δία και της Ελάνης, την οποία έκρυψε εγκυμονούσα ο Δίας στα

έγκατα της Γης, για να την προστατέψει από την Ήρα. Ο σφοδρός έρωτας,

που του προκάλεσε η Ήρα για την αντίζηλό της Λητώ, και η απόπειρά του

να τη βιάσει οδήγησαν στον θάνατό του από τα βέλη του Απόλλωνα και

της Άρτεμης Βλ. Οδ. λ 576-581, Υερεκ. FGrHist 3 F 55, (ψευδο)Απολλόδ.

Βιβλιοθ. 1.4.1 και σχόλια στον Απολλώνιο 1.760-762 b-c Wendel, Vian (1974)

259.

763. Mινυήιος: Ο Υρίξος κατάγεται από τον Ορχομενό και για τον λόγο

αυτό στον Όμηρο ονομάζεται Μινύειος. Οι Μινύες ήταν ένα προελληνικό

φύλο που εγκαταστάθηκε στη Δ.Βοιωτία (περιοχή αρχ. Ορχομενού), και

στη Θεσσαλία (περιοχή αρχ.Ιωλκού), βλ. και von Geisau, DNP 3 (1969)

1344-5. Οι Αργοναύτες αναφέρονται συχνά ως Μινύες, Αργ. 1.229 Πινδ.

Πυθ. 4.69. Ηροδ. 4.145-146, Καλλίμ. Αίτια, απ. 7.24 Pf. Λυκόφρ. 874 *Ορφ.+

Αργ. 590. Σο προσωνύμιο εξηγεί ο Απολλώνιος στο τέλος του καταλόγου

(στ.229-233): Σοὺς μὲν ἀριστ῅ας Μινύας περιναιετάοντες | κίκλησκον μάλα

πάντας, ἐπεὶ Μινύαο θυγατρὦν |οἱ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι ἀφ’ αἵματος

εὐχετόωντο | ἔμμεναι. ὣς δὲ καὶ αὐτὸν Ἰήσονα γείνατο μήτηρ | Ἀλκιμέδη

Κλυμένης Μινυηίδος ἐκγεγαυῖα. Για τις σχέσεις Ορχομενού-Ιωλκού βλ.

Vian (1974) 10-12.

93
Ο Ορχομενός θεωρείται γιος του Μινύα και ιδρυτής του Ορχομενού στη

Βοιωτία (Μüller-Graupa, RE XVIII (1939) 886-906). ΢ε κάποιες εκδοχές,

ωστόσο, παρουσιάζεται ως πατέρας του Μινύα (Höfer στο Roscher III.1

(1897-1902) s.v. ‘Orchomenos’, 939-40). O Απολλώνιος παρουσιάζει μια

εναλλακτική εκδοχή (3.578, 1093-5) που εξηγεί πώς το όνομα Μινύας

συνδέθηκε ταυτόχρονα με τη Βοιωτία και τη Θεσσαλία. Ο Μινύας γίνεται

με αυτό τον τρόπο ο ιδρυτής της Βοιωτικής πόλης, και ο Ορχομενός

καθίσταται μυστηριώδης φιγούρα αγνώστου προελεύσεως. Ο Απολλώνιος

κάνει τον Ιάσονα δισέγγονο του Μινύα, πρβ. 1.228-33, Vian (1974) 11,

Tümpel στο Roscher ΙΙ.2 (1894-7) 3016-22. Ο Μινύας από τον οποίο

κατάγονται οι περισσότεροι Αργοναύτες (1.229-33) ήταν γιος του

Ποσειδώνα και από την πλευρά της μητέρας του, απόγονος του Αιόλου,

του γιου του Δευκαλίωνα. Η χρήση του επιθέτου υπενθυμίζει εδώ τη

λαμπρή ιστορία του οίκου του Ιάσονα.

764. ἐξενέποντι ἐοικώς: Όμοια και Μόσχ. Ευρ. 10, Ιλ. Μ 385, Oδ. μ 413. Η

παράσταση απεικονίζει το κριάρι του Υρίξου που μοιάζει, σύμφωνα με

την μυθική του λειτουργία, να μιλάει. Σίποτε ωστόσο από τα δύο δεν είναι

αληθινό (ούτε ο μύθος ούτε η παράστασή του) και ο Απολλώνιος φαίνεται

να παίζει με αυτό ακριβώς. Αναφέρεται δηλ. εδώ ο Απολλώνιος στο

«ψευδές» της παράστασης ή και του μύθου γενικότερα, ένα ψεύδος που

τονίζεται μέσω της αντιπαραβολής του με την υποτιθέμενη

αναπαράσταση ενός κριαριού που μοιάζει πράγματι να μιλάει: Ἐοικώς,<

ἀκέοις ψεύδοιό τε, ἐλπόμενος. Προφανώς έχουμε έναν έμμεσο υπαινιγμό

στον απατηλό χαρακτήρα της τέχνης.

767: ὅτευ καὶ δηρὸν ἐπ’ ἐλπίδι θηήσαιο: ὅ καὶ δηρὸν Ψ: καὶ δηρόν περ S:

καὶ δηρόν νυν Ε. Οι παραπάνω γραφές των χειρογράφων παρουσιάζουν

94
μετρικό πρόβλημα, καθώς δεν συμπληρώνεται ο δακτυλικός εξάμετρος

του στίχου. Πιθανές φαίνονται και οι δύο διορθώσεις του Fränkel που

επιλύουν το παραπάνω μετρικό πρόβλημα: α. ὃ καὶ δηρὸν περιπορπίδα

στην έκδοση της Οξφόρδης του 1961 και β. ὅτευ καὶ δηρὸν ἐπ΄ελπίδι του

1968.

769 ἔγχος ἑκηβόλον: Ανακαλούνται ομηρικές σκηνές εξοπλισμού. Tο

ἔγχος, ωστόσο, λειτουργεί στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα ως ερωτικό

σύμβολο. Η ερμηνεία αυτή γίνεται περισσότερο πιστευτή, αν λάβουμε

υπόψη μας πως ο Ιάσονας δεν είναι ο τυπικός ομηρικός ήρωας που

εξοπλίζεται για μια πολεμική αριστεία, αλλά είναι ο ελληνιστικός

απολλώνειος πολεμιστής- εραστής, ο οποίος ετοιμάζεται για μία αριστεία

ερωτικού χαρακτήρα με «θύμα» του την Τψιπύλη ως γυναίκα. Τπό αυτή

λοιπόν την οπτική το ἔγχος ως membrum virile αποκτά οργανική και

αποφασιστική σημασία. Για τη χρήση του ἔγχους στον Απολλώνιο και την

ομηρική διακειμενική του λειτουργία βλ. Rengakos (1994) 74. Σο επίθετο

ἑκηβόλος πρέπει να προέρχεται από το ἑκών, όχι από το ἑκάς, όπως

ετυμολογείται η λέξη στη μεταγενέστερη ελληνική, αλλά η σύνδεση με το

ἑκάς στο πλαίσιο της λαϊκής ετυμολογίας είναι αρκετά εύκολη (όπως

παρατηρεί ο Chantraine) και θα μπορούσε να ανήκει στην ίδια την επική

παράδοση.

Ἀταλάντη: Θεοκρ. Ειδ. 3.40 εξξ., Τγίν. Fab. 185, Οβιδ. Met.10. 560- 680,

Αιλιαν. Ποικ.ιστορ. 13.1 κ.α. ΢ε κάποιες αφηγήσεις εμφανίζεται ως μέλος

της Αργοναυτικής εκστρατείας (Διοδ. ΢ικ. 4.48.5, (ψευδο)Απολλόδ. Βιβλιοθ.

1.9.16). ΢τη διαδεδομένη εκδοχή, ωστόσο, δεν της επιτρέπεται η

συμμετοχή, για να αποφευχθούν έριδες μεταξύ των Αργοναυτών. Σο δόρυ

εκτός από ξεινήιον υπενθυμίζει ίσως ότι πρόκειται για μια femme fatale, η

παρουσία της οποίας έχει συνήθως ολέθριες συνέπειες, βλ. Clauss (1993)

95
129, σημ.34. Όπως επισημαίνει ο Hardie (2005) 173 ένας βασικός

αφηγηματικός ρόλος των γυναικών στα πλαίσια της επικής δράσης είναι

να προκαλεί δυσκολίες, να παρεμποδίζει την εξέλιξη της πλοκής. Ο

Ιάσονας «διαβάζει» τη συγκεκριμένη λειτουργία των ομηρικών γυναικών

και τη διορθώνει με το να μην παίρνει μαζί του την Αταλάντη.

772. ἀπερήτυε: άπαξ λεγόμενον. Ευρέως χρησιμοποιείται στον

Απολλώνιο το ομηρικό ἐρητύω. Για τις γραφές των κωδίκων βλ. Vian

(1970), 92-93.

774 φαεινῷ ἀστέρι ἶσος: ἕσπερος, ὃς κάλλιστος ἐν οὐραν῵ ἵσταται ἀστήρ

(Ιλ. Φ 318). Πρβ. και ΢απφώ απ.104 L-P, Cat. 62.26, Rehm, RE VIII.1 (1912)

1250-7.

Ο Ιάσων εδώ, ο κατεξοχήν επικός ήρωας – εραστής, δικαιολογημένα

παρομοιάζεται με τον Έσπερο, το αστέρι δηλ. που αποδόθηκε στην θεά

του έρωτα, την Αφροδίτη (Πλάτ. Επιν. 987Β, Αριστ. Μετ. 1073Β 31), όταν

έγινε δεκτή και στον ελληνικό κόσμο η σύνδεση θεών με αστρικούς

πλανήτες, συνήθεια που συναντούμε για πρώτη φορά στην Μεσοποταμία

βλ. σχετικά Cumont (1960) 7-13. Ο έσπερος πιο συγκεκριμένα είναι το

αστέρι που σχετίζεται με τον γάμο (οι γάμοι γίνονται το βράδυ), που

οδηγεί τη γαμήλια πομπή και παραδίδει τη νύφη στην ερωτική αγκαλιά

του συζύγου. Πρβ. ΢απφ. απ. 104 L-P, Cat. 62.1 20-35. Η ιδιαίτερη αυτή

σχέση μάλιστα του αστεριού με την Αφροδίτη ενισχύθηκε στην

ελληνιστική εποχή από την περαιτέρω ταύτισή του με τον Υαέθωνα (βλ.

και Ησ. Θεογ. 986-91), μέσω μιας ιστορίας που διέσωσε ο Ερατοσθένης

στους Καταστερισμούς του. Ο Υαέθων, σύμφωνα με αυτήν την

μυθολογική εκδοχή, μεταμορφώθηκε σε άστρο ύστερα από έναν

διαγωνισμό ομορφιάς με τη θεά (Robert 196-7= Τγίν. Ποιητ.Αστρον. 2.42;

96
βλ. Diggle (1970) 13-15). ΢την λογοτεχνία εξάλλου ο έσπερος, ως

προάγγελος της νύχτας, είναι το αγαπημένο αστέρι των εραστών. Βλ.

Μελ. ΠΑ. 5.172, 12.114. Με αυτή του την ιδιότητα εμφανίζεται ίσως και

στον Καλλίμαχο (Εκ. απ.113.3 Hollis): ἑσπέριον φιλέουσιν, ἀτὰρ στυγέουσιν

ἑ῵ον. Ο ίδιος ο εραστής ωστόσο οικειοποιείται εμφατικά στο συγκεκριμένο

χωρίο τις λειτουργίες του παραδοσιακού μοτίβου του Εσπέρου ως άστρου

που προστατεύει τους εραστές. Ενισχύεται δηλαδή και πάλι η ερωτική

λειτουργία του Ιάσονα, γίνεται άμεσα ευδιάκριτη, και προοικονομείται

έτσι ο ερωτισμός της συνάντησης με την Τψιπύλη που θα ακολουθήσει,

βλ. και Θεόκρ. Ειδ. 2.165-6, Μελ. ΠΑ 5.191.1, Segal (1974) 139-42). Ο

πλανήτης Αφροδίτη επιπλέον είναι πράγματι ο πιο λαμπρός μετά τον

ήλιο και τη σελήνη, πρβ. 2.40-1 οὐρανίῳ ἀτάλαντος | ἀστέρι Συνδαρίδης. Ψς

εκ τούτου λοιπόν η λάμψη του αστεριού αυτού δικαιολογημένα

χρησιμοποιείται μεταφορικά για κάποιον που ξεχωρίζει ανάμεσα σε

άλλους, Πινδ. Ι. 4.25-6, ΢ίλ.Ιταλ. 7.639-40, ΢τάτ. Theb. 6.578-82. Για

παρόμοιες συγκρίσεις με ουράνια σώματα, συνηθισμένες στην ελληνική

και λατινική λογοτεχνία βλ. Nisbet-Hubbard (1970) για Οράτιο Carm.

1.12.48. Για την ομορφιά του απολλώνειου Ιάσονα πιο συγκεκριμένα, βλ.

και Zanker (1979), 54, 62, Hutchinson (1988), 112, DeForest (1994), 48-9, 150-1,

Effe (2001) 166.

775-776: νηγατέῃσιν... καλύπτρῃσι: Σο επίθετο νηγάτεος απαντά στον

Όμηρο ως προσηγορικό χιτώνα ή υφάσματος εν γένει (καλὸν νηγάτεον

φ᾵ρος Β 43· βλ. επίσης και Ύμν.Απόλλ. 122). Η λέξη χρησιμοποιείται με τη

σημασία «μόλις κατασκευασμένος» ή «λεπτός», πρβ. Frisk s.v. Όσον

αφορά στον όρο καλύβη, βλ. σχόλια (Wendel) όπου διαβάζουμε: 1. σχ. α

καλύβαις ταῖς διὰ τὦν ἱματίων, νηγατέαις δὲ νεοκατασκευάστοις 2 σχ. b

καλύβῃσι ἀντὶ τοῦ παστ῵. Βλ. και Ardizzoni (1967) ad loc. Η δεύτερη αυτή

97
σημασία φαίνεται να είναι προτιμότερη στα συγκεκριμένα

συμφραζόμενα.

Προβληματική ωστόσο είναι η εικόνα της νεαρής νύμφης (για τη λέξη

νύμφη με τη σημασία της νεαρής νύφης, της νεόνυμφης γυναίκας,

σημασία που υιοθετείται εδώ vs. Mooney – Seaton που μεταφράζουν την

λέξη ως maidens, πρβ. Ησ. Θεογ. 298, ΢τησίχ. PMGF 209, Andò (1996)), που

βρίσκεται κλεισμένη μες στο νυφικό θάλαμο.

Σο πρόβλημα δημιουργεί κυρίως η μετοχή ἐεργόμεναι, που εκφράζει, όπως

είδαμε πιο πάνω, εξαναγκασμό. Για τον λόγο αυτό προτείνουμε τον τύπο

καλύπτρῃσι. Αντίστοιχο παράλληλο προσφέρεται στο 3.445 λιπαρὴν ...

καλύπτρην, όπου η Μήδεια κοιτά τον Ιάσονα κρυμμένη μέσα στο πέπλο

της, το οποίο παρεμποδίζει, όπως εδώ, την πλήρη θέαση του Ιάσονα.

777. ἠέρος: ο Fränkel (1961) γράφει αἰθέρος ακολουθώντας τον πάπυρο

P.Amherst 16.

778. καλὸν (ἐρευθόμενος): το καλὸν επιρρηματικά.

781. τῷ ἴκελος: ομηρική έκφραση. ΢το τέλος ή στην αρχή παρομοιώσεων.

Βλ. Ardizzoni (1967) 201.

781. πρὸ πόληος: πρόκειται για μία γραφή, την οποία παραδίδει το

σύνολο της χειρόγραφης παράδοσης με εξαίρεση τον P.Amherst 16, ο

οποίος παραδίδει προπόλοιο, γραφή που έγινε γνωστή από τους

περισσότερους εκδότες ξεκινώντας από τον Wilamowitz το 1923 (73). ΢τη

δεύτερη αυτή εκδοχή, το προπόλοιο αναφέρεται στην Ιφινόη, η οποία

προπορεύεται του Ιάσονα (προπόλοιο) και τον οδηγεί στο παλάτι, στον

98
χώρο δηλ. συνάντησής του με την Τψιπύλη. Ψστόσο, θεωρούμε πως δεν

υπάρχει λόγος να γίνει δεκτή η παραλλάσσουσα αυτή γραφή, η οποία,

όπως σημειώσαμε, είναι παλαιογραφικά αδύναμη, καθώς στηρίζεται σε

ένα μικρό μόνο μέρος της χειρόγραφης παράδοσης (ένας μόνο πάπυρος).

Η γραφή πρὸ πόληος δεν παρουσιάζει μετρικό πρόβλημα και επιπλέον

στηρίζεται στο σύνολο σχεδόν της κειμενικής παράδοσης. Νοηματικά

επίσης η γραφή δεν δημιουργεί καμία ασάφεια, καθώς δηλώνει την

κίνηση του ήρωα έξω από την πόλη προς την πόλη. Η διαφοροποίηση

αυτή ανάμεσα στο έξω από το μέσα στην (πόλη), όπως ξεκάθαρα

διαφαίνεται στον παρόντα στίχο, αποτελεί Leitmotiv του συνόλου του

επεισοδίου, όπως σημειώσαμε πιο πάνω. Η συγκεκριμένη λοιπόν

συλλογιστική φαίνεται να ενισχύει επιπλέον τη επιλογή της γραφής

προπόλοιο. Διαφωνούμε και πάλι με τη γραφή κατὰ στίβον, η οποία

παραδίδεται και πάλι μόνο στον P.Amherst 16 και υιοθετούμε την γραφή

ἀνὰ στίβον, η οποία παραδίδεται στα χειρόγραφα S, E και ΢Llem

783. ἐπεκλονέοντο: πρβ. Rengakos (1993) 109-110. Σο ρήμα απαντά και στο

3.687 (συνομιλία Μήδειας-Φαλκιόπης): θρασέες γὰρ ἐπικλονέεσκον

ἔρωτες, ενώ το απλό χρησιμοποιείται συνήθως για τους ανέμους. Η λέξη

δεν μαρτυρείται πριν από τον Απολλώνιο και προέρχεται πιθανώς από το

΢ 7 της Ιλιάδας, όπου ο Αρίσταρχος και ορισμένα χειρόγραφα εσφαλμένα

διαβάζουν: νηυσὶν ἔπι κλονέονται ἀτυζόμενοι πεδίοιο. Η vulgata έχει ἐπί και

ο Απολλώνιος πρέπει να διάβασε ἐπικλονέονται. Ο σχολιαστής σημειώνει

σχετικά (1.783 Wendel): οὐ καλὦς τὸ ἐπεκλονέοντο εἴρηκεν ἅμα τῆ χαρᾶ·

κλόνος γὰρ ἡ ταραχή. Φρησιμοποιώντας το ρήμα αυτό με την ισχυρή

συναισθηματική του φόρτιση ο Απολλώνιος κάνει πιο κατανοητά «die

Gefühle und das Gehaben der Frauen» και σύμφωνα πάλι με τον Stoessl

(1941) 40 ενισχύεται ο αριστοφανικός χαρακτήρας του επεισοδίου ‘in der

99
ganzen Behandlung der Lemnierinnengeschichte liegt viel vom Witz der

aristophanischen Ekklesiazusen».

784. ἐπὶ χθονὸς ὄμματ’ ἐρείσας: Βλ. παρακάτω, 790.

785. ἀπηλεγέως: βλ. και Αργ. 1.439, 2.25, 845, 3.19, 501, 4.902. ΢ύμφωνα με

την Zacco (1996) 151-75 τα ομηρικά πρότυπα αυτής της χρήσης είναι τα Ιλ.

Ι 303, Οδ. Α 373.

786-7. θύρας... δικλίδας, εὐτύκτοισιν ἀρηρεμένας σανίδεσσιν: «Μόλις

φάνηκε, οι θεραπαινίδες άνοιξαν την καλοδουλεμένη ξυλόγλυπτη πύλη

και περνώντας τον βιαστικά από έναν όμορφο προθάλαμο<». Η πόρτα

έχει δύο θυρόφυλλα (θύρετρα). Λεπτομερής περιγραφή στα πλαίσια του

αλεξανδρινού ρεαλισμού στην τέχνη και ενδεικτική της περιγραφικής

ικανότητας του Απολλώνιου. ΢ύμφωνα με την Rougier- Blanc (2003) 91-108

o Aπολλώνιος χρησιμοποιεί αρχιτεκτονικούς όρους που σχετίζονται με

την αρχιτεκτονική του οίκου, όπως θύρα, παστάς στο συγκεκριμένο

επεισόδιο, για να δώσει έμφαση και να υπογραμμίσει σημεία-κλειδιά της

επικής αφήγησης.

788-89. ἔνθα μιν Ἰφινόη κλισμῷ ἐνὶ παμφανόωντι

ἐσσυμένως καλῆς διὰ παστάδος εἷσεν ἄγουσα.

΢την προέκδοση έχουμε την παρακάτω εναλλακτική των δύο αυτών

στίχων:

ἔνθα μιν Ἰφινόη προδόμου διὰ ποιητοῖο

ἐσσυμένως καλ῅ς ἐπὶ δίφρακος εἷσεν ἄγουσα.

΢την επανέκδοση το δίφραξ αντικαθίσταται από το ομηρικό κλισμός, ενώ

το ομηρικό πρόδομος από το μεταγενέστερο παστάς. Πρβ. και Vian (1974)

87, σημ.1, Fränkel (1968) 105-6, Σσοπανάκης (1957) 112-121, Βασίλαρος

100
(2004) 273. Ο Απολλώνιος στην δεύτερη επεξεργασία του χωρίου

αντικαθιστά, όπως είδαμε, το ομηρικό πρόδομος με το παστάς, το οποίο

ωστόσο μπορεί να λειτουργήσει ερμηνευτικά σε δύο επίπεδα, καθώς είναι

δυνατό να παραπέμψει αναγνωστικά, με τη σημασία του «νυφικός

θάλαμος», βλ. Vian (1974) ad loc., στην ποθητή συζυγική σύζευξη του

Ιάσονα με την Τψιπύλη. Ψστόσο ο επικός ποιητής θέλει να διατηρήσει το

ομηρικό χρώμα του στίχου του, το οποίο χάνεται με την αθέτηση του

πρόδομος, και έτσι επιλέγει να αντικαταστήσει το μη ομηρικό δίφραξ από

το ομηρικό κλισμός, εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο τον απαραίτητο

ομηρικό διακειμενικό χρωματισμό.

788 κλισμῷ: στην κλασική περίοδο ο κλισμός ήταν μια ελαφριά καρέκλα

χωρίς χέρια, λιγότερο επίσημη από τον θρόνον, αλλά σαφώς πιο βολική

από τον δίφρον (σκαμνί) Πρβ. σχετικά Αθήν. 192E, βλ. επίσης Richter

(1966) 33-37, εικ. 160-197, Laser, «Hausrat», Arch. Hom. P, 34-56. ΢τους

ομηρικούς καλεσμένους προσφέρεται συνήθως ο θρόνος ως ένδειξη τιμής,

πρβ. δ 51, ε 86, 195. Ο κλισμός από την άλλη διαφοροποιείται από τον

θρόνο και περιγράφεται από τους αρχαίους σχολιαστές ως μια ελαφριά

καρέκλα με κεκλιμένη πλάτη. Ψστόσο η διάκριση αυτή δεν είναι πάντοτε

σαφής, και κάποτε οι δυο όροι εναλλάσσονται στην χρήση τους ως απλά

συνώνυμα, πρβ. Λ 623, 645, Ψ 515, 597.

790. ἐγκλιδὸν: Πρβ. και 3.444-5 (ἐπ’αὐτ῵ δ’ὄμματα κούρη |λοξά...), 1008

(ἐγκλιδὸν ὄσσε βαλοῦσα (ενν. Μήδεια) και 4.697-8: οὐδέ ποτ’ὄσσε| ἰθὺς ἐνὶ

βλεφάροισιν ἀνέσχεθον (ενν. ο Ιάσων και η Μήδεια). Βλ. και ὄμματα λοξά

(Ανακρ. 417.1). Για τις διαθέσεις και τα συναισθήματα που μπορεί να

δηλώνει αυτή η κίνηση στην αρχαία λογοτεχνία, βλ. Hunter (1989) 99 και

Muecke (1984). ΢την περίπτωση της Τψιπύλης το επίρρημα συνάδει με την

παρθενική αιδημοσύνη της (που συγκρούεται ωστόσο με την

101
πρωτόγνωρη ερωτική επιθυμία). Μπορεί ωστόσο να συσχετισθεί και με το

γεγονός ότι δεν είναι ειλικρινής (body language).

791. παρθενικὰς ἐρύθηνε παρηίδας: Σο παρθενικὰς υπενθυμίζει το

ερωτικό status της Τψιπύλης. Για το κοκκίνισμα πρβ. Καλλίμ. απ. 80.10 Pf.

αἰδοῑ δ’ὡς φοί/*νικι τεὰς ἐρύθουσα παρειάς. Ο Αrdizzoni (1967) 204

διορθώνει χωρίς συγκεκριμένο λόγο το παρθενικὰς σε παρθενίας

επικαλούμενος το 3.681 αἰδώς/ παρθενίη και 4.909 παρθενίην ἐνοπὴν. Βλ.

και Vian (1974) app.crit. ad loc που παραθέτει Νόνν. Διον.1.84 παρθενίην

πόρφυρε παρηίδα. Πρβ. επίσης Αντιγόνη 782-4 Ἔρως< ὃς ἐν μαλακαῖς

παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις.

Σο επεισόδιο αυτό της συνάντησης Τψιπύλης-Ιάσονα και της

επακόλουθης ερωτικής παράδοσης της Τψιπύλης παρέχει στον επικό

ήρωα την απαραίτητη εμπειρία για να μπορέσει να φέρει εις πέρας

ανάλογη ερωτική πολιορκία της Μήδειας στο τρίτο βιβλίο. Η ερωτική

υποταγή της Μήδειας αποτελεί σπουδαιότερη επική επιτυχία του Ιάσονα,

διότι με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνει άμεσα τον επικό του στόχο, δηλ. να

λάβει το χρυσόμαλλο δέρας. Έτσι το επεισόδιο της Τψιπύλης λειτουργεί

τρόπον τινά ως «πρόβα τζενεράλε» της κατεξοχήν ερωτικής-επικής

δράσης του ήρωα που θα ακολουθήσει.

792. μύθοισι αἱμυλίοισι: «με κολακευτικά- παραπλανητικά λόγια»· πρβ.

Ησ. Έργ. 374, Κρατ. απ. 407 Κ-Α, Ardizzoni (1967), 1.792, Beye (1982) 91,

Clauss (1993) 131-2, Fantuzzi (1984) 101. Η Τψιπύλη ανακτά γρήγορα την

ψυχραιμία της και προχωρεί στην εκτέλεση του σχεδίου και τη διατύπωση

της πρότασης, όπως αποφασίστηκε από τη συνέλευση. Ο Απολλώνιος ως

αφηγητής φροντίζει να εξάρει, να υπογραμμίσει εμφατικά την ομορφιά

του Ιάσονα και η εξαίρετη αυτή ομορφιά σαφώς έχει τα αποτελέσματά

της πάνω στην παρθένο Τψιπύλη, η οποία φαίνεται να επηρεάζεται από

102
αυτήν, όπως καταδεικνύει το αίσθημα ντροπής που ζωγραφίζεται στην

ερυθρίαση της παρειάς της. Ψστόσο, η Τψιπύλη δεν αντιδρά ως μια απλή

κόρη που βρίσκεται σε σύγχυση από την ομορφιά ενός άνδρα, όπως η

Μήδεια πιο κάτω, η οποία, στην αρχή τουλάχιστον, μένει άναυδη

μπροστά στην ομορφιά του κεντρικού ήρωα της αργοναυτικής

εκστρατείας, αλλά καταξιώνοντας τον ηγετικό της ρόλο συνεχίζει με

ρητορική δεινότητα να θέτει σε εφαρμογή το σχέδιο εξαπάτησης των

Αργοναυτών και του Ιάσονα πιο συγκεκριμένα.

793-833: Η αφήγηση των ίδιων γεγονότων της «προϊστορίας» του νησιού

διαφέρει από την αφήγηση του αφηγητή στην αρχή του επεισοδίου, πρβ.

De Forest (1994) 91, που εξετάζει ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στις

δύο αφηγήσεις και George (1972) 58-9, ο οποίος χωρίζει την αφήγηση της

Τψιπύλης σε τμήματα ανάλογα με το αν λέει την αλήθεια (798-807), αν

μας δίνει γεγονότα που θα μπορούσαν να συμπληρώσουν την αφήγηση

του αφηγητή (807-819) ή αν λέει ψέματα (794-7, 820-823). Βλ. επίσης

Pavlock (1990) 46-8 που υποστηρίζει ότι με τις δύο αφηγήσεις «ο ποιητής

έμμεσα αντιπαραθέτει την ανδρική με τη γυναικεία ερμηνεία».

Η Τψιπύλη αρχίζει να αφηγείται την δική της εκδοχή σχετικά με την

απουσία από το νησί των Λημνίων ανδρών. Πρόκειται για την κατασκευή

μίας νέας ιστορίας που εγκιβωτίζεται στα πλαίσια της ευρύτερης

αφήγησης των σχετικών γεγονότων. Ο ποιητής δηλ. με τη φωνή της

Τψιπύλης (voice) δημιουργεί μία νέα ιστορία, η οποία απευθύνεται σε

συγκεκριμένο κοινό, το οποίο και πείθει. Σο κοινό αυτό, ωστόσο, είναι

διαφορετικό από εκείνο στο οποίο απευθύνεται ο αφηγητής Απολλώνιος,

όταν μιλάει με τη δική του προσωπική φωνή ή τουλάχιστον τη φωνή του

αφηγητή της ιστορίας που πλαισιώνει την αφήγηση (framing) της

Τψιπύλης. Σο κοινό της Τψιπύλης, δηλ. ο Ιάσονας, πείθεται, καθώς στην

103
περίπτωση αυτή λειτουργεί απλά ως χαρακτήρας της επικής δράσης, ο

οποίος δεν μπορεί να αναγνώσει το διακείμενο του σχετικού μύθου και

δεν μπορεί να κεφαλαιοποιήσει την προγενέστερη σχετική λογοτεχνική

ιστορία. Είναι μία από τις περιπτώσεις που ο Ιάσονας δρα απλά και μόνο

κειμενικά και, για λόγους επικής οικονομίας, αδυνατεί να λειτουργήσει με

βάση τη διακειμενική ανάγνωση. Αντίθετα, το κοινό του αφηγητή, ο

οποίος πλαισιώνει την αφήγηση της ηρωίδας, μπορεί να στηριχτεί στην

προγενέστερη συσσωρευμένη μυθική και λογοτεχνική εμπειρία του

επεισοδίου και, για τον λόγο αυτό, δεν πείθεται από την αφήγηση της

Τψιπύλης. Η Τψιπύλη στο τέλος μάλιστα ζητά από τον Ιάσονα να

μεταφέρει ο ίδιος την αφήγησή της στους Αργοναύτες, να γίνει δηλ. ο

ίδιος ένα είδος εσωτερικού αφηγητή.

793-833. O λόγος της Τψιπύλης: Ο λόγος της Τψιπύλης είναι δομημένος

σύμφωνα με τους κανόνες της ρητορικής: προοίμιο (exordium), διήγησις

(narratio), πίστις (argumentatio) και επίλογος (peroratio).

Πρόκειται για έναν από τους πιο εκτενείς ευθείς λόγους στο ποίημα, στα

πλαίσια του οποίου ο ποιητής αφηγείται ξανά ως Τψιπύλη τα γεγονότα

στη Λήμνο. Για μια ανάλυση του λόγου σύμφωνα με τις βασικές αρχές της

ρητορικής πρβ. Berardi (2003) 189-217, ο οποίος προσεγγίζει τον λόγο

σύμφωνα με την ρητορική θεωρία του ψευδο-Ερμογένη. Περιληπτικά ο

λόγος διαρθρώνεται ως εξής:

793-797 exordium. ΢ύμφωνα με τη ρητορική θεωρία, σκοπός ενός

σύντομου προοιμίου είναι να καταστήσει τον αποδέκτη του ρητορικού

λόγου α. attentum, δηλ. να του κεντρίσει το ενδιαφέρον και να

εξασφαλίσει την προσοχή του, β. benevolum ή benivolum, δηλ. να

εξασφαλίσει την ευνοϊκή του διάθεση και γ. docilem δηλ. να τον

104
πληροφορήσει με συντομία για τα βασικά στοιχεία της υπόθεσης του

λόγου. Με τους παραπάνω στίχους επιτυγχάνονται και οι τρεις βασικοί

θεωρητικοί στόχοι ενός προοιμίου καθώς: 1. εξασφαλίζεται η προσοχή του

ακροατή μέσω της άμεσης αποστροφής ξεῖνε, η ευμένειά του με την

άμεση πρόσκληση για την είσοδό του στα τείχη της πόλης και τέλος ο

αποδέκτης του ρητορικού λόγου πληροφορείται τα βασικά στοιχεία της

υπόθεσης, τα οποία θα αναπτύξει η Τψιπύλη στη συνέχεια του λόγου της.

Η Τψιπύλη μάλιστα ξεκινά με φιλόξενη διάθεση και «αποκαλύπτει»

αμέσως τα κίνητρα της πρόσκλησης. Προδιαθέτει έτσι θετικά τον

ακροατή, για να ακούσει και τις υπόλοιπες «ειλικρινείς» δηλώσεις της.

Μετά τη σύντομη εισαγωγή ακολουθεί μια πιο μακρά αφήγηση (narratio),

όπου ξεκάθαρα και χωρίς περίτεχνα ρητορικά στολίδια, και πάλι κατά τις

επιταγές της ρητορικής θεωρίας, η Τψιπύλη εκθέτει τα βασικά

περιστατικά που προηγήθηκαν στρεψοδικώντας με το να αναμιγνύει την

αλήθεια με τη φαντασία και την πειθώ. Η Τψιπύλη αναλαμβάνει να

«εξηγήσει» την κατάσταση που επικρατεί στη Λήμνο και να πείσει τους

Αργοναύτες να τις βοηθήσουν να «ξεπεράσουν» το πρόβλημα. ΢την

πορεία της αφήγησης μία από τις βασικές ασχολίες της Τψιπύλης θα

είναι η θετική παρουσίαση του χαρακτήρα των γυναικών. Αποκρύπτοντας

τον φόνο και υπερτονίζοντας τα βάσανα που υπέστησαν οι Λήμνιες από

την απιστία των ανδρών τους η Τψιπύλη κερδίζει την συμπάθεια του

ακροατή της. ΢΄αυτό αποσκοπεί η χρήση των φυσικών ονομάτων, που

τονίζουν τον βιολογικό δεσμό ανάμεσα σε αυτές και τα θύματα (σχόλ.

1.813 (Wendel): πρὸς πλείονα οἶκτον καὶ ἔμφασιν διόλου τοῖς φυσικοῖς

ὀνόμασι χρ῅ται): πατήρ, θυγατρός, μητρός, παῖδες, κασιγνήτοισι,

κασιγνήτη). Οι Αργοναύτες μακριά από τις οικογένειές τους θα

συγκινηθούν περισσότερο. Ο Berardi παραθέτει την άποψη του

Αριστοτέλη, Ρητ. 1385b 27-29, σύμφωνα με την οποία είναι περισσότερο

105
ευσυγκίνητοι αυτοί που έχουν γιους, γυναίκες και παιδιά. Εκτός από

πρόκληση οίκτου η Τψιπύλη φροντίζει πολύ και για την αληθοφάνεια των

λόγων της: σχόλ. 1.820: οἶδε γὰρ αὐτὸ δεινὸν καὶ ἄπιστον, εἰ γυναῖκες

ἀνδρὦν ἐκράτησαν. διὸ καὶ τὴν τοῦ δαιμονίου ἐπίταξίν φησιν εἰληφέναι.

Η ρητορική της ικανότητα διαφαίνεται και στο γεγονός ότι προβλέπει

τυχόν απορίες του ακροατή και είναι σε θέση να επινοήσει μια λογική

εξήγηση: δαιμονίως δὲ καὶ τοῦτο πλάττεται· ἦν γὰρ εὐθέως ζητ῅σαι· εἰ οἱ

ἄνδρες ἀπέβησαν, κἄν ἡ βραχυτέρα τὦν ἀρσένων που ἡλικία; Για την

«πρόληψη» (προκατάληψις) αποριών στους ρητορικούς λόγους βλ. σχετική

βιβλιογραφία στον Berardi (2003) 195. Η Τψιπύλη, που αρχικά ήταν

αποφασισμένη απλώς να αποκρύψει την αλήθεια (μια μορφή ψεύδους και

αυτή), προχωρεί στο επόμενο στάδιο και παρουσιάζει με μεγάλη ρητορική

ικανότητα μια πλαστή εκδοχή των γεγονότων που προηγήθηκαν. Η

ικανότητά της να ψεύδεται με τόση επιτυχία είναι αποκαλυπτική του

χαρακτήρα της (only the truly innocent lie with conviction) και της

εξασφαλίζει το δικαίωμα σ΄ένα σύζυγο, ο οποίος έχει πειστεί πλέον πως

είναι απαραίτητος, διότι αποδεικνύεται ρητορικά επαρκέστατη άρα και

πολιτικά επαρκής, ώστε να καταστεί σύζυγος ενός σπουδαίου πολιτικού

άνδρα, όπως νομίζει ότι είναι ο Ιάσονας. ΢την αφήγησή της αλήθεια και

ψέματα μπερδεύονται αριστοτεχνικά και η Τψιπύλη συναγωνίζεται

επάξια τον ομηρικό Οδυσσέα στην ικανότητα αυτή: Ἴσκε ψεύδεα πολλὰ

λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα. τ 203.

΢ε αντίθεση με τις θεωρητικές επιταγές η αφήγηση δεν είναι σύντομη.

Καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των στίχων και τούτο καταδεικνύει

τη μεγάλη επιθυμία της Τψιπύλης να καταστήσει όσο το δυνατόν πιο

πειστική τη δική της εκδοχή των γεγονότων. Ψστόσο το μάκρος αυτό της

αφήγησης εξασφαλίζει τις δύο άλλες βασικές αρετές της narratio της

106
ρητορικής θεωρίας: τη σαφήνεια και την αληθοφάνεια ή πιθανοφάνεια.

΢τη συνέχεια έχουμε την argumentatio που είναι σχετικά σύντομη και

συνίσταται στα επιχειρήματα της Τψιπύλης, που σκοπό έχουν να πείσουν

τον Ιάσονα να εγκατασταθεί με τους άνδρες του στη Λήμνο, και τα οποία

στηρίζονται κυρίως στην έννοια του συμφέροντος (utilitas), όπως είθισται

στους συμβουλευτικούς λόγους. Ο επίλογος αποκρυσταλλώνεται στην

έκκληση της Τψιπύλης στον Ιάσονα να μεταφερθούν τα λόγια της στους

άνδρες του, καθώς και στην επανάληψη στο τέλος του λόγου του βασικού

αιτήματος της ρητορικής σύνθεσης της Τψιπύλης, δηλ. της έκκλησης προς

τον Ιάσονα να μείνει στη Λήμνο (επιφώνημα!).

795. ἐπινάστιοι: άπαξ λεγόμενον. «Μέτοικος, ξένος, φυγάς» (΢ουίδ.). Σα

σχόλια ερμηνεύουν «έποικοι»(1.794-796c Wendel).

796. Κακότητα δὲ πᾶσαν: η έκφραση μπορεί να ερμηνευτεί με δύο

τρόπους ανάλογα με την αφήγηση που έχουμε κατά νου, της Τψιπύλης ή

του αφηγητή, δηλ. με άλλα λόγια ποιος είναι υπεύθυνος για την

«κακότητα» αυτή: οι Λήμνιες γυναίκες, όπως υποστηρίζει ο αφηγητής-

πλαίσιο ή οι άνδρες, όπως υποστηρίζει η εσωτερική αφηγήτρια Τψιπύλη.

Για τη σημασία της αμφισημίας στην περαιτέρω εκτίμηση της ρητορικής

ικανότητας της Τψιπύλης βλ. Berardi (2003) 192.

797. νημερτές: η χρήση του επιρρήματος νημερτές εδώ φαίνεται να

επιτείνει το μέγεθος του ψεύδους στην αφήγηση της Τψιπύλης. ΢υχνά η

ψυχολογία του ατόμου επιβάλλει την εμφατική χρήση όρων που

δηλώνουν την ειλικρίνεια των λόγων του, όταν αυτό καταφεύγει στο

ψεύδος.

107
799-800. τηνίκα Θρηικίην... δήμου ἀπορνύμενοι λαοὶ: Προβληματική

φαίνεται να είναι η σύνταξη του χωρίου, καθώς δυσκολία δημιούργησε η

σύνταξη της αναφορικής προτάσεως οἵ τ’ἀντία ναιετάουσι. Ψστόσο,

μπορούμε είτε να δεχτούμε την άποψη του Vian (1974) 87, σημ.3, ο οποίος

θεωρεί πως η πρόταση προσδιορίζει μια γενική κτητική τούτων που

εξαρτάται από το ἐπαύλους και παραλείπεται (η γ. κτητική), είτε

βρισκόμαστε μπροστά σε μία περίπτωση ανακολούθου, μιας συχνής δηλ.

υφολογικής επιλογής στα πλαίσια προφορικού λόγου, όπως εδώ˙ η

Τψιπύλη δηλ. ξεκινάει τη σύνταξή της με μία αναφορική πρόταση, η

οποία εισάγεται με ονομαστική πτώση και στην συνέχεια μεταβάλλει τη

σύνταξή της ξεχνώντας την αρχική εισαγωγή της, καταλήγοντας σε μία

σύνταξη που απαιτεί τη γενική της αναφορικής αντωνυμίας και όχι την

ονομαστική. Όσον αφορά τη γραφή Θρηικίους, στην οποία διορθώνει ο

Fränkel το Θρηικίην των χειρογράφων˙ και πάλι δεν θεωρούμε

απαραίτητη τη διόρθωση αυτή, εφόσον η γραφή Θρηικίην διαθέτει πολύ

καλή χειρόγραφη παράδοση (Ψ) και δεν δημιουργεί κανένα μετρικό

πρόβλημα. ΢την περίπτωσή μας το Θρηικίην προεξαγγέλλει, εκτός της

αναφορικής πρότασης στην οποία ανήκει, το αντικείμενο του ναιετάουσι

τ΄ἀντία, στο οποίο λειτουργεί επεξηγηματικά- προσδιοριστικά. Πρόκειται

για μία συχνή σύνταξη των αναφορικών προτάσεων κυρίως στον ποιητικό

και στον προφορικό λόγο. Όσον αφορά τη γραφή δήμου στον στ.800,

γραφή που και αυτή με τη σειρά της, ενώ στηρίζεται από το σύνολο της

χειρόγραφης παράδοσης, διορθώθηκε από τον Sanctamandus και τον

Pierson σε Λήμνου, έχουμε να παρατηρήσουμε το εξής: το δήμου θα

μπορούσε να έχει εδώ τη συντακτική θέση της γενικής διαιρετικής στο

λαοὶ, δηλ. ένα μέρος από τον πληθυσμό της Λήμνου.

ἀπορνύμενοι... ἐπαύλους: αμφότερα άπαξ λεγόμενα στον Όμηρο: Ιλ. Ε

104-105 (εἰ ἐτεόν με | ὧρσεν ἄναξ Διὸς υἱὸς ἀπορνύμενον Λυκίηθεν). Επίσης

108
στον Ησίοδο, Θεογ. 9 και στον Μίμνερμο, απ.9.5 West. ΢τα Αργοναυτικά

και στο 4.631: ἔνθεν ἀπορνύμενος (βλ. και ομηρικό Ύμν.εις Απόλλωνα 29).

Σο ἔπαυλος μία φορά στον Όμηρο, ψ 358 (εἰς ὅ κε πάντας ἐνιπλήσωσιν

ἐπαύλους.) Επίσης στον *Ησίοδο+, Κατ. απ. 66.1 Merk.- West, και στον

Αισχύλο, Πέρσαι 870 (Θρηικίων ἐπαύλεις), βλ. σχετικά και Βασίλαρος

(2004) 274. Σα σχόλια εξηγούν: τὰς ἐπαύλεις, τὰς μάνδρας. ἥ

καταχρηστικὦς· τὰς οἰκίας τὦν Θρᾳκὦν ἐπόρθουν οἱ Λήμνιοι (1.800b

Wendel). Βλ. επίσης και Απολλ. ΢οφ. 71.1 Β., Ησύχ. ε 4262. Kyriakou (1995)

148. Μολονότι η λέξη, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, δεν είναι

ιδιαίτερα αγαπητή στα επικά διακείμενα του Απολλωνίου, ωστόσο ο

ελληνιστικός επικός ποιητής τη χρησιμοποιεί εδώ με σκοπό να καταδείξει,

στα πλαίσια του λόγου της Τψιπύλης, την αίσθηση πολιτιστικής υπεροχής

που φαίνεται να αισθάνεται η κεντρική πρωταγωνίστρια για τα εχθρικά

για αυτήν φύλα των Θρακών.

802. Οὐλομένης δὲ θεᾶς... μῆτις: Σα χειρόγραφα παραδίνουν μ῅τις. Ο

Fränkel (1961) διόρθωσε σε μ῅νις (διόρθωση που ενισχύθηκε από

παπυρικά ευρήματα) και απηχεί φυσικά την αρχή της Ιλιάδας: μ῅νιν ἄειδε,

θεά, .... οὐλομένην. Ψστόσο θεωρούμε πως η γραφή μ῅τις διαθέτει άριστη

χειρόγραφη παράδοση και, ως εκ τούτου, η αθέτησή της θα

δικαιολογούνταν μόνο σε περίπτωση που το χωρίο μας νοσούσε ως locus

desperatus. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν φαίνεται να ισχύει, καθώς το νόημα

της φράσεως δεν νοσεί. Η Τψιπύλη δηλ. στο συγκεκριμένο χωρίο κάνει

αναφορά στο σχέδιο (μ῅τις) της Αφροδίτης να καταστρέψει τους Λήμνιους

άνδρες, εξαιτίας της οργής της (μ῅νις) που, όπως είδαμε πιο πάνω στην

επική αφήγηση, προέκυψε ως απόρροια της αθέτησης εκ μέρους των

Λημνίων των νενομισμένων προς το πρόσωπό της τιμών. Η απήχηση της

Ιλιάδας συνηγορεί κατά τη γνώμη μας στην αθέτηση της εναλλακτικής

μ῅νις, καθώς καταδεικνύει τη γραφή μ῅τις ως τη lectio difficilior. Ο

109
συνδυασμός δηλ. του μ῅νις με το οὐλομένη είναι τόσο εμφανής που

λειτουργεί υπέρ της εναλλακτικής μ῅τις, καθώς φαίνεται να αποτελεί

παλαιογραφικά την πιο εύκολη από τις δύο γραφές. Πέρα από την

παλαιογραφική, ωστόσο, υποστήριξη, η γραφή μ῅τις φαίνεται να είναι

προτιμητέα καθώς σχετίζεται με τη δράση μιας θεότητας, της Κύπριδος, η

οποία σύμφωνα με την εκδοχή της Τψιπύλης εμβάλλει στην ψυχή των

Λημνίων ανδρών αίσθημα αποστροφής προς τις νόμιμες γυναίκες τους.

Όπως πειστικά έχει παρατηρήσει η Holmberg (1998) 135-59, ο όρος μ῅τις

στο απολλώνειο corpus σχετίζεται όχι μόνο με την παραδοσιακή επική

δράση, αλλά συχνά, όπως εδώ, με το επικίνδυνο σχέδιο ενός θηλυκού

χαρακτήρα.

803. Κύπριδος, ἥ τέ σφιν θυμοφθόρον ἔμβαλεν ἄτην: ΢την «προέκδοση»

δεν υπάρχει ανάμειξη της Αφροδίτης. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε

πως η παρουσία εδώ της Κύπριδος σε σχέση με την απουσία της στην

προέκδοση των Αργοναυτικών καταδεικνύει την επιθυμία του ποιητή να

ενισχύσει την ερωτική διάσταση του έπους του και να καταδείξει στα

πλαίσια ενός ερωτικού έπους τις επικές διαστάσεις του ερωτικού

συναισθήματος. Για την αμφισημία της έκφρασης και τη σημασία της

στην αφήγηση της Τψιπύλης βλ. παραπάνω στ. 796 Κακότητα δὲ π᾵σαν.

ἄτην: παραλογισμός που επιβάλλεται σε κάποιον με υπερφυσικό τρόπο,

πλάνη, ξεμυάλισμα. Για μια κατατοπιστική εξέταση της άτης βλ. Dodds

(1951) 2-8, 17-18, 37-41. Ο Απολλώνιος απαλλάσσει τους Λήμνιους από την

ευθύνη για τις πράξεις τους. Έδρασαν υπό την επήρεια κάποιου θεού και

όχι λογικά ή ωφελιμιστικά. Ψστόσο αναγνωρίζουμε εδώ το γνωστό

ιλιαδικό μοτίβο σύμφωνα με το οποίο ένα ερωτικό παράπτωμα αποδίδεται

στην παρέμβαση της θεότητας του έρωτα. Όπως δηλαδή η Ελένη

διαπράττει το ερωτικό ανόμημα και ερωτεύεται τον Πάρη μετά την

110
παρέμβαση της Αφροδίτης, έτσι και οι Λήμνιοι άνδρες ως επικοί διάδοχοι

της Ελένης διαπράττουν το ερωτικό ατόπημα της συνεύρεσής τους με τις

Θρακιώτισσες γυναίκες μετά την θεία παρέμβαση της Αφροδίτης.

Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με ένα είδος διακειμενικότητας μοτιβιστικού

χαρακτήρα με αφηγηματική εναλλαγή, ωστόσο, του ρόλου των δύο

φύλων.

805. ματίῃ: τῆ ἑαυτὦν ματαιότητι καὶ μωρίᾳ καὶ φρενοβλαβείᾳ νικηθέντες

(σχόλια 1.805a Wendel). Η λέξη εμφανίζεται μία φορά στον Όμηρο, κ 79

και δύο στα Αργοναυτικά (4. 367). Πρβ. Rengakos (1993) 157 και (1994) 112.

Βλ. επίσης και Kyriakou (1995) 147, 153. Ανοησία. Άπαξ λεγόμενο.

΢χηματίστηκε για μετρικούς λόγους από το μάτη. Πρβ. το επίρρημα

μάτην. Η λέξη ματίῃ εδώ ενισχύει την αίσθηση της πνευματικής σύγχυσης

των Λημνίων, που τους οδήγησε στην ερωτική τους ανομία και η οποία

δηλώθηκε κατ΄αρχάς στον στ.804 και τον όρο ἄτη.

807. ἐτέτλαμεν: υπερσυντέλικος του *τλάω, άπαξ ειρημένον. Ο

συνδυασμός του συγκεκριμένου υπερσυντέλικου με τη γνωστή στον

Απολλώνιο λ.δηρὸν (βλ. πιο πάνω) καταδεικνύει εμφατικά την

προσπάθεια της Τψιπύλης να δικαιολογήσει την κοινωνικά ανατρεπτική

συμπεριφορά των Λημνίων γυναικών. Η απόφαση των Λημνίων να

εκδικηθούν τους μοιχούς συζύγους τους, ακόμη και στην παραποιημένη

εκδοχή στον λόγο της Τψιπύλης, δεν παρουσιάζεται ως απόφαση της

στιγμής, αλλά ως αποτέλεσμα συσσωρευμένης αρνητικής εμπειρίας, η

οποία διασφαλίζεται τόσο μέσω της χρήσης του δηρὸν όσο και της

εξακολουθητικής λειτουργίας του υπερσυντέλικου.

111
807. σχέτλιοι: Με το ἐπιφώνημα αυτό ξεκινά ο έλεγχος των Λημνίων

ανδρών. ΢χετλιασμός, ρητορικό τέχνασμα που επιτείνει τη

συναισθηματική φόρτιση του λόγου. Βλ. Αψ. Σέχνη ρητορική 3.27 e 10.54.

810. σκοτίη δ’ἀνέτελλε γενέθλη: Πρβ. Ιλ. Ζ 24 σκότιον δέ ἑ γείνατο μήτηρ

Rengakos (1994) 138. O Fränkel (1968) 109-10 για ακόμη μία φορά εικάζει

την συνεκφορά ἄρα θάλλε για να διορθώσει την γραφή των χειρογράφων

ἀνέτελλε, καθώς κατά την άποψή του η γέννηση νόθων παιδιών

λειτουργεί ως «αστείο» επιχείρημα στα πλαίσια της επιχειρηματολογίας

της Τψιπύλης. Ακόμη μια φορά, ωστόσο, η διόρθωση αυτή του Fränkel

ελέγχεται ως μη πειστική, καθώς η εναλλακτική ἀνέτελλε διαθέτει

ισχυρή κειμενική υποστήριξη. Επιπλέον η υποφώσκουσα αντίθεση

ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι (σκοτίη vs ἀνέτελλε), αντίθεση που

διατρέχει το σύνολο της αρχαίας ελληνικής σκέψης και λογοτεχνίας,

φαίνεται να συνηγορεί υπέρ της γραφής των χειρογράφων. Βλ. επίσης

σχετικά Erbse (1966) 159, Vian (1970) 93, Giangrande (1973) 4. Σέλος

υποστηρικτικά φαίνεται να λειτουργεί και η παράλληλη παρουσία της

συνεκφοράς στον Καλλίμαχο, απ.55.2-3 Pf. γενέθλῃ... σκοτίῃ.

811. ἀδμῆτές τε κόραι: α+ δαμάζω. Που δεν έχουν δαμαστεί, διακορευτεί,

παρθένες. Μεταφορές από το ζωικό βασίλειο (δαμάζω) που μιλούν για

γυναικεία πρόσωπα, βρίσκουμε σε πολλά κείμενα της κλασικής

λογοτεχνίας: Ευρ. Ανδρ. 711, Εκ. 526 εξξ., Verg. Ecl. 8, 85 εξξ., Ov. Am. 3.5

37. Βλ. Calame (1977) 67-82 και Gould (1980) 53. Η Ναυσικά είναι ο μόνος

ομηρικός χαρακτήρας που έχει τον χαρακτηρισμό παρθένος ἀδμὴς, και

αποτελεί σημαντικό πρότυπο για τη Μήδεια στο τρίτο βιβλίο. Η

πλεοναστική χρήση του ἀδμὴς δίπλα στο κόραι φαίνεται να υπαγορεύεται

ως διακειμενική εναλλακτική του παρθένος ἀδμής που αναφέρεται στη

Ναυσικά. Επιπλέον ο πλεοναστικός αυτός συνδυασμός δίνει έμφαση στο

112
status της παρθενίας των Λημνίων ανύπανδρων γυναικών και

καταδεικνύει εκ νέου, μαζί με τις μετέπειτα αναφορές στην έννοια της

γονιμότητας καθώς και με τις αμφίσημου χαρακτήρα ερωτικές προτάσεις

της Τψιπύλης προς τον Ιάσονα, την ανάγκη για αναπαραγωγή και κατά

συνέπεια διαιώνιση του Λημνίου βασιλείου, όπως εμφανώς ανέδειξε με

τον λόγο της νωρίτερα η Πολυξώ. Οι Fränkel (1961) και Rzach (1878) 454

εξξ. διορθώνουν και πάλι χωρίς λόγο, κατά την άποψή μας, σε κοῦραι

(ομηρικό), αντικαθιστώντας έτσι με την παράλειψη του τε τον δάκτυλο

του τρίτου πόδα με σπονδείο. Ψστόσο και πάλι το κόραι παραδίδεται από

το σύνολο της χειρόγραφης παράδοσης. Σο γεγονός ότι στον Όμηρο η

λέξη έχει μορφολογικά την εναλλακτική κοῦραι δεν συνηγορεί άμεσα

υπέρ της αλλαγής που προτείνει ο Fränkel, καθώς συχνά ο Απολλώνιος

παραπέμπει στο ομηρικό διακείμενό του παίρνοντας όμως και την

απαραίτητη απόσταση από αυτό. Πρβ. επίσης στ. 673 όπου το ἐν μέσσηι

ἀγορ῅ι του Σ 249 ελαφρώς παραλλάσσεται σε ἐνὶ μέσσῃ ἀγορῆ, βλ. και

Ardizzoni (1967) 183. Σο κόρη λοιπόν εμφανώς παραπέμπει στο ομηρικό

κοῦραι, αλλά παράλληλα διαφοροποιείται ως ένα βαθμό και από αυτό.

Έχουμε δηλαδή για ακόμη μια φορά την χαρακτηριστική για την

ελληνιστική και των ελληνιστικών προδιαγραφών ρωμαϊκή λογοτεχνία

oppositio in imitando. Οι Glei (1996) 172 επίσης δεν βλέπουν λόγο γι’ αυτή

την αλλαγή.

χῆραι: παράξενη φαίνεται η αναφορά σε χήρες, δεδομένου ότι η Τψιπύλη

δεν αποκαλύπτει την αλήθεια στον Ιάσονα σχετικά με τα πραγματικά

περιστατικά της σφαγής των ανδρών. Κατά ποία λογική λοιπόν η

παράνομη ερωτική ζωή των Λήμνιων ανδρών με τις Θρακιώτισσες

γυναίκες επηρεάζει τις χήρες γυναίκες, που ούτως ή άλλως δεν είχαν

άνδρα για να τις παραμελήσει λόγω της εξωσυζυγικής του περιπέτειας;

΢τον στίχο αυτό η Τψιπύλη φαίνεται χωρίς να το θέλει (μήπως όμως το

113
θέλει ο Απολλώνιος;) να αποκαλύπτει την πραγματική κατάσταση της

πόλης στην οποία υπήρχαν πράγματι ή ανύπανδρες κόρες ή χήρες εξ

επιλογής κατά κύριο λόγο εξ αιτίας της δολοφονίας των Λημνίων ανδρών.

812. ἀτημελέως: πρώτον λεγόμενον. Πρβ. και το άπαξ ἀτημελίη στο 3.830.

Σα χειρόγραφα P και Ε παραδίδουν την γραφή ἀτημελέες, δηλ. το επίθετο

αντί του επιρρήματος, επίθετο που εμφανίζεται με ενεργητική σημασία

ωστόσο στον Ευριπίδη, απ.184.2 Nauck2. Βλ. σχετικά και Ardizzoni (1967)

207. ΢την εναλλακτική δηλ. αυτή των χειρογράφων, αντί ενός

επιρρηματικού προσδιορισμού του τρόπου ἀτημελέως, έχουμε συντακτικά

την παρουσία ενός επιρρηματικού κατηγορουμένου του τρόπου. Ψστόσο η

δεύτερη αυτή εναλλακτική, μολονότι πιο σύνθετη από συντακτικής

απόψεως, φαίνεται να μην υποστηρίζεται για μετρικούς λόγους καθώς

δυσκολεύει την παραγωγή του προτελευταίου δακτύλου (πέμπτου) του

εξαμέτρου. Ενισχυτικά προς την αποδοχή στο κείμενο της εναλλακτικής

ἀτημελέως λειτουργεί και το γεγονός πως πρόκειται για άπαξ λεγόμενο

και κατά συνέπεια για lectio difficilior. Για την τελευταία παρατήρηση βλ.

σχετικά και Βασίλαρος (2004) 276.

813-817 οὐδὲ... οὐδ’: εμφατική επαναφορά.

818. ληίτιδες: ληῖτις, -ιδος. Ομηρικό άπαξ (Κ 460). Απαντά μετά τον

Απολλώνιο στον Λυκόφρονα, Αλεξ. 105 και στον Κόιντο ΢μυρναίο 3.544.

Πρβ. και Κyriakou (1995) 145. Η επιλογή αυτή της ομηρικής λέξεως

φαίνεται να δικαιολογεί και την επιλογή της ομηρικής εναλλακτικής

κοῦραι αντί για κόραι, ενισχύοντας το ομηρικό γλωσσικό χρώμα του

χωρίου.

114
819-20. ἔν τε χοροῖς ἀγορῇ τε καὶ εἰλαπίνῃσι μέλοντο: Βλ. και παρακάτω

στ. 857 (αὐτίκα δ’ἄστυ χοροῖσι καὶ εἰλαπίνῃσι γεγήθει καπνὦι κνισήεντι

περίπλεον). Πρόκειται για την απολλώνεια εναλλακτική των εορταστικών

εκδηλώσεων τις οποίες συναντούμε και στον Όμηρο (Arend (1933) 71). Οι

στίχοι συνοψίζουν τις απολαύσεις μιας κοινωνίας σε καιρό ειρήνης.

Πρόκειται για έναν λογοτυπικό νεολογισμό του Απολλωνίου. Ο

Απολλώνιος μιμείται τον Όμηρο στη χρήση λογοτύπων, άλλοτε απλώς

υιοθετεί τους ομηρικούς λογοτύπους, ανακαλώντας, το ομηρικό

διακείμενο, ενώ άλλοτε δημιουργεί τις δικές του φόρμουλες. Πρβ.

Fantuzzi-Hunter (2005) 211-213.

χοροῖς: Πρόκειται για χορό ανδρών, ο οποίος, ωστόσο, δεν αποτελεί μέρος

κάποιας ευρύτερης λατρευτικής διαδικασίας. Για την αρνητική στάση του

επικού κόσμου απέναντι σε τέτοιου είδους χορούς πρβ., με τον Kirk (2005),

Ιλ. Ψ 261, όπου ο Πρίαμος κατηγορεί τους γιους του πως είναι ψεῦσταί τ’

ὀρχησταί τε, χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι. Ο χορός και η μάχη

αντιπαραβάλλονται επίσης στο Γ 393-4 και Ο 508, βλ. επίσης Γ 392, Η 241,

Π 617, Π 745, Ψ 261. Όπως προκύπτει από την πιο πάνω αναφορά

περιπτώσεων χορού στα ομηρικά έπη ο ανδρικός χορός, ο οποίος δεν

εντάσσεται στα πλαίσια λατρευτικών εκδηλώσεων προς τιμήν κάποιας

θεότητας, είναι αρνητικά σημασιοδοτημένος και αποφάσκει τις αξίες του

επικού κώδικα. Ανάλογη φαίνεται να είναι και η σημασιοδότηση του

χορού των Αργοναυτών στο συγκεκριμένο χωρίο: η συμμετοχή σε χορούς

των ανδρών είναι ενδεικτική της παρακμιακής συμπεριφοράς τους. Ψς εκ

τούτου επισημαίνεται από την Τψιπύλη ως παράδειγμα ηθικής και

πολιτικής πτώσης των αρσενικών μελών της κοινότητάς της.

821. ἂψ ἀναερχομένους: Προβληματική φαίνεται η αποκατάσταση του

στίχου, καθώς τρεις διαφορετικές ομάδες χειρογράφων παραδίδουν τρεις

115
ξεχωριστές εναλλακτικές του «γυρίζω πίσω, επανέρχομαι»: τα

χειρόγραφα P και Ε παραδίδουν τη γραφή ἐπανερχομένους, τα L και Α τη

γραφή ἀνερχομένους ενώ το S την εναλλακτική ἀναερχομένους (βλ. και

Fränkel (1961) και Vian (1974). Η υιοθέτηση της εναλλακτικής του S

φαίνεται να στηρίζεται στο ομηρικό διακείμενο ἀναερχομένῳ (Δ 392, η

γραφή αυτή παραδίδεται από τα περισσότερα χειρόγραφα και από τον

Venetus). Ψστόσο το πρόβλημα φαίνεται να είναι αρκετά πιο σύνθετο,

καθώς ακόμη και στην περίπτωση του ομηρικού χωρίου δεν υπάρχει

συμφωνία στη χειρόγραφη παράδοση και οι τρεις εναλλακτικές που ήδη

σημειώσαμε στην περίπτωση του Απολλωνίου παρουσιάζονται ως

κειμενικές επιλογές και στην περίπτωση του Ομήρου: δηλ. η εναλλακτική

ἐπανερχομένῳ παραδίδεται από μία ομάδα χειρογράφων, ενώ η vulgata

δίνει την εναλλακτική ἀνερχομένῳ (διόρθωση επίσης του Bentley: ἂψ

ἄρ’ἀνερχομένῳ) βλ. σχετικά Rzach (1878) 465, Ardizzoni (1967) 207. Θα

συμφωνούσαμε εδώ με τον Ardizzoni (1967) 208 στο να αποκλείσουμε την

εναλλακτική του ἐπανέρχομαι, καθώς πρόκειται για μια λέξη χωρίς

ευανάγνωστη επική ιστορία, η οποία αντιθέτως χαρακτηρίζει τον αττικό

πεζό λόγο. Κατά συνέπεια η απουσία επικού και συνάμα ποιητικού

χαρακτήρα φαίνεται να υπαγορεύει την αθέτηση της γραφής. Από τις δύο

εναλλακτικές που απομένουν θα προτιμήσουμε τη γραφή ἀναερχομένους

καθώς παρέχει την αγαπητή στον Όμηρο μετρική συνήθεια της

χασμωδίας σύνθετων ρημάτων, πρβ. Chantraine Ι 92. Η συγκεκριμένη

λοιπόν εναλλακτική φαίνεται να ενισχύει ακόμη μία φορά τον ομηρικό

χρωματισμό του χωρίου. Βλ. και Rengakos (1993) 131 με τη σχετική εκεί

βιβλιογραφία.

826. χιονώδεα: τυπικό επίθετο της Θράκης, πρβ. Ευρ. Εκάβ. 81 χιονώδη

Θρῄκην, Ανδρ. 215, Κύκλ.329, Ορ. Carm. ΙΙΙ. 25.10 nive candidam Thracen. Βλ.

και Ardizzoni (1967) 208-209.

116
830. βαθυλήιος: αντί της εναλλακτικής βασιλήιος (βλ. Ιλ. ΢ 550, ΠΑ 9.110,

΢ούδα Β 35). ΢ύμφωνα με το Et.M. αντί του πολυλήιος, πολύσιτος. Βλ. και

Ardizzoni (1967) 209. Η Τψιπύλη δίνει έμφαση στην γονιμότητα της

Λήμνου καθώς υπογραμμίζει το εύφορον της νήσου σε άμεση

αντιπαράθεση με τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου (νήσων Αἰγαίῃ). Η

κεντρική ηρωίδα απευθύνεται με προσωπικό τόνο στον Ιάσονα (Βλ. και

Fränkel (1968) 112 εξξ.), απευθύνεται πλέον σε αυτόν όχι τόσο ως πολιτική

αρχηγός όσο ως γυναίκα που αποζητά το ταίρι της και προτείνει, ελλείψει

πατρός, τρόπον τινά την προίκα της, δηλ. την εξουσία της νήσου,

ελπίζοντας ότι αυτή θα λειτουργήσει ως αφροδισιακή πρόκληση. Η

έμφαση αυτή στη ευφορία της νήσου μπορεί παράλληλα σε δεύτερο

επίπεδο να αναγνωστεί ως υπογράμμιση της γυναικείας γονιμότητας της

Τψιπύλης. Η ηρωίδα δηλ. με άλλα λόγια προσφέρει στον αρχηγό της

Αργοναυτικής εκστρατείας α. εξουσία και β. απογόνους, οι οποίοι θα

δημιουργήσουν και θα εξασφαλίσουν την διαιώνιση ενός βασιλικού οίκου

(πολιτική εξουσία). Τπό αυτή τη λογική το μηδ’ ἔκτοθι μίμνε πόληος (833)

μπορεί να λειτουργήσει, όπως είπαμε και αλλού, ως ένας ευφημισμός

ερωτικής προσκλήσεως, η οποία συνάμα οδηγεί στην πολιτική παγίωση.

Έρωτας και εξουσία, έρωτας και πολιτική συμπλέκονται σε αυτό το έπος

κατ’εξοχήν και καταξιώνουν ακόμη μία φορά τον χαρακτηρισμό των

Αργοναυτικών ως ερωτικού έπους.

833. μύθους: Η Τψιπύλη παροτρύνει τον Ιάσονα να μεταφέρει όσα του

είπε στους υπόλοιπους Αργοναύτες. ΢κόπιμη και αμφίσημη φαίνεται να

είναι εδώ η χρήση της λέξης μύθους αναφορικά με τα λόγια της ηρωίδας,

καθώς η λέξη διαθέτει διπλή σημασία και μπορεί να δηλώνει τόσο τα

λόγια όσο και τις ψεύτικες ιστορίες, τα μυθεύματα, τις μυθοπλασίες. Σα

όσα λοιπόν είπε η Τψιπύλη αποτελούν για το κοινό των Αργοναυτών τις

117
δηλώσεις μιας πολιτικής αρχηγού (πρώτη σημασία), ενώ για τους

αναγνώστες του Απολλωνίου υπαινίσσονται την μυθοπλασία της

ηρωίδας (δεύτερη σημασία). Ο ίδιος μάλιστα ο επικός αφηγητής

επισημαίνει έναν μόλις στίχο μετά, στ. 834 (ἀμαλδύνουσα φόνου τέλος),

για το κοινό του το μύθευμα της Τψιπύλης. Ο όρος καταξιώνει ακόμη μία

φορά τον πνευματώδη χαρακτήρα της απολλώνειας γραφής.

836. Ο Ιάσονας πείθεται από την αφήγηση της Τψιπύλης χωρίς ιδιαίτερη

δυσκολία Μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα εύπιστο κοινό. Πρβ.

και Pratt (1993) 60. Με την ίδια λογική, ωστόσο, και εμείς οι ίδιοι μπορούμε

να θεωρηθούμε εύπιστο κοινό θεωρώντας ως αντικειμενική την αρχική

εξιστόρηση των γεγονότων στη Λήμνο. Ποια από τις δύο αφηγήσεις είναι

αληθινή; Ο Απολλώνιος παίζει ίσως με το γεγονός ότι έχουμε δύο

ακροατήρια, εκ των οποίων το ένα (οι αναγνώστες) θεωρούν ότι

βρίσκονται σε θέση ισχύος (καθώς έχουν την ευκαιρία να διαβάσουν την

αφήγηση του παντογνώστη αφηγητή). Η θετική παρουσίαση της

Τψιπύλης από τον Απολλώνιο ενισχύει αυτό τον προβληματισμό.

836 εξξ.: Ο Ιάσονας δεν αποδέχεται την πρόταση της Τψιπύλης να

αναλάβει την πολιτική διακυβέρνηση της Λήμνου. Με άλλα λόγια

απορρίπτει ουσιαστικά την πρόταση ερωτικής ένωσης που του κάνει η

ηρωίδα. Ψστόσο νιώθει την ανάγκη να δικαιολογήσει την απόρριψή του

αυτή: δεν γίνεται δεκτή η πρόταση της ηρωίδας, όχι λόγω περιφρόνησης,

αλλά επειδή ο ήρωας, ως επικός χαρακτήρας, νιώθει το βάρος μιας

διαφορετικής προκαθορισμένης αποστολής. ΢την Οδύσσεια ανάλογη

λειτουργία έχει το επεισόδιο της Καλυψούς (πρβ. κυρίως Hunter (1993) 47),

ενώ παρόμοια στα ρωμαϊκά συμφραζόμενα είναι και η περίπτωση του

Αινεία, ο οποίος εκπληρώνοντας τα fata για την ίδρυση της Ρώμης,

118
απομακρύνεται από τον έρωτά του προς μία άλλη βασίλισσα, την Διδώ

της Καρχηδόνας. Βλ. επίσης Paduano- Fusillo (1999) 188 εξξ. Για την

Τψιπύλη ως λογοτεχνικό πρότυπο της βεργιλιανής Διδούς βλ. επίσης

Krevans (2002-3) 175-83.

842. δεξιτερῆς χειρὸς θίγεν: Σο ρήμα θιγγάνω συντάσσεται στον

Απολλώνιο πάντα με γενική. Ψστόσο, το ρήμα γνωρίζει και τη βασική

σύνταξη με την αιτιατική πτώση, πρβ. Αρχίλ. απ.71 Diehl. Ο Ιάσονας δεν

απορρίπτει ολοκληρωτικά την πρόταση της Τψιπύλης και με αυτή τη

χειρονομία εκφράζει τα συναισθήματά του απέναντι στη νεαρή κόρη,

μολονότι, όπως αναφέραμε πιο πάνω, είναι αναγκασμένος να αρνηθεί

μια σύζευξη μόνιμου χαρακτήρα μαζί της. Ο Ιάσονας λοιπόν, όπως και ο

Αινείας στο ρω-μαϊκό έπος, θα γίνει προσωρινός σύζυγος χωρίς, ωστόσο,

τα νομικά παρεπόμενα μιας νόμιμης συζυγίας.

845. ἀμάξαις: Η άμαξα είναι ένα άρμα με τέσσερις τροχούς (πρβ. ι 241-2).

Σο άρμα (ἅρμα, δίφρος) είναι για προσωπική μεταφορά και ένα αυστηρά

στρατιωτικό όχημα. Οι τετράτροχες άμαξες (ἀπήνη, ἄμαξα, που είναι

διαφορετική από το δίτροχο άρμα, δίφρος, ἅρμα, ὄχος) χρησιμοποιούνταν

ως μεταφορικά μέσα. Πρβ. Wiesner, «Fahren und Reiten», Arch.Hom. F, 5-11.

847. διηνεκέως ἀγόρευσε: Μολονότι ο ποιητής ως εξωτερικός αφηγητής

αναφέρει πως ο Ιάσων αφηγείται λεπτομερώς (διηνεκέως) στους

συντρόφους του Αργοναύτες την εκδοχή της σφαγής των Λήμνιων

ανδρών, όπως τον πληροφόρησε η Τψιπύλη, εντούτοις δεν έχουμε

επανάληψη του λόγου αυτού της Τψιπύλης, όπως θα περίμενε κανείς

σύμφωνα με τις ειδολογικές συμβάσεις του αρχαϊκού έπους, βλ. σχετικά

Fränkel (1968) 113 εξξ. και Vian (1974) 90, σημ. 1., αλλά απλώς κάνει μία

αναφορά. Πρόκειται, ωστόσο, για την τρίτη, έστω πολύ περιληπτική,

119
αναφορά στο έπος των γεγονότων που προηγούνται της έλευσης των

Αργοναυτών στη Λήμνο. Η πρώτη αναφορά γίνεται από τον ίδιο τον επικό

αφηγητή στον εξωδιηγηματικό χρόνο. Η δεύτερη γίνεται από την

Τψιπύλη σε ακραιφνώς ρητορικά συμφραζόμενα στον λόγο της προς τον

Ιάσονα, την ρητορική ποιότητα του οποίου σχολιάσαμε λεπτομερώς πιο

πάνω. ΢το συγκεκριμένο χωρίο γίνεται αναφορά στην τρίτη εξιστόρηση

των γεγονότων αυτών, στα πλαίσια της μεταφοράς των λόγων της

Τψιπύλης από τον Ιάσονα στους Αργοναύτες. ΢τη συνέλευση των

Αργοναυτών ο Ιάσων αναλαμβάνει τον ρόλο του κήρυκα και μεταφέρει

λέξη προς λέξη το μήνυμα της Τψιπύλης. Ψστόσο, αφήνεται σε μας ως

αναγνώστες να ανασυνθέσουμε την εκφορά των λόγων αυτών, μολονότι

αναφέρεται μια βασική λεπτομέρεια, δηλ. ο εκτενής χαρακτήρας της

αφήγησης του κεντρικού ήρωα. Η λ. διηνεκέως στα πλαίσια της

λογοτεχνικής θεωρίας στην ελληνιστική περίοδο είναι σαφώς μια λέξη με

ξεκάθαρες και ευανάγνωστες θεωρητικές και προγραμματικές

συνδηλώσεις, παραπέμποντας στην καλλιμαχική άρνηση του διηνεκούς

χαρακτήρα του έπους. Ο Ιάσονας αφηγείται διηνεκέως και ο Απολλώνιος

μας πληροφορεί για τον διηνεκή χαρακτήρα της αφήγησης του κεντρικού

ήρωα της Αργοναυτικής εκστρατείας. Ψστόσο ο ίδιος πιστός στις

καλλιμαχικού τύπου προγραμματικές αρχές του έπους του αρνείται να

διέλθει διηνεκέως την διηνεκή αυτή αφήγηση του Ιάσονα. Σα παραπάνω

σε συνδυασμό με την προηγούμενη αρνητική συνδήλωση του

επιρρήματος, όπως την είδαμε στην περίπτωση της άρνησης του

Απολλώνιου ως αφηγητή να αναφέρει με λεπτομέρεια την ιστορία του

Αιθαλίδη, φαίνεται να λειτουργούν ως μία έμμεση πλην σαφή κριτική του

επικού ποιητή στον διηνεκή χαρακτήρα του έπους.

΢τα Αργοναυτικά είναι ο ρήτορας πράγματι που διεξέρχεται λέξη προς

λέξη τα γεγονότα. Έτσι ο Αιήτης για παράδειγμα, ο βάρβαρος βασιλιάς

120
που δεν γνωρίζει από ρητορική, αρνείται να συζητήσει διεξοδικά: Ξεῖνε, τί

κεν τὰ ἕκαστα διηνεκέως ἀγορεύοις; 3.401. Η Τψιπύλη ορθά πράττει και

αφηγείται με λεπτομέρεια τα γεγονότα στη Λήμνο, γιατί εκφωνεί ένα

ρητορικό λόγο. Ο λεπτομερής και διηνεκής χαρακτήρας της αφήγησης της

Τψιπύλης επισημαίνεται ξεκάθαρα στους στ. 793 εξξ. Κακότητα δὲ πᾶσαν

ἐξερέω νημερτές, ἵν΄εὖ γνοίητε καὶ αὐτοί), ενώ αντίθετα τέτοιου είδους

συνδηλώσεις αναφορικά με το μέγεθος της αφήγησης απουσιάζουν από

την αναφορά των σχετικών περιστατικών στην εξωδιηγηματική αφήγηση

του Απολλωνίου. Ο Απολλώνιος έτσι δεν χρειάζεται να αφηγηθεί όλα τα

γεγονότα σε μια συνεχή πρόληψη: ανάλογη είναι και η λειτουργία του

μάντη Υινέα, εκπροσώπου της αρχαίας επικής ποίησης, που αρνείται να

προβλέψει με λεπτομέρειες τις περιπέτειες στην Κολχίδα (2.390-391).

849. ξεινοῦσθαι: ΢ύμφωνα με τον Fränkel (1962) 338, σημ. 14 η λέξη έχει

ερωτικές συνδηλώσεις. Ο ποιητής δηλ. εδώ ευφημιστικά χρησιμοποιεί το

ξεινοῦσθαι για να δηλώσει την ερωτική συνεύρεση των Αργοναυτών με τις

νεαρές Λήμνιες γυναίκες. Οι Αργοναύτες δεν είναι απλοί ξεῖνοι αλλά

εραστές. Η συγκεκριμένη ανάγνωση του χωρίου ενισχύεται από την

αναφορά της Κύπριδος στον επόμενο στίχο, η οποία και πάλι εμβάλλει

στην ψυχή των νεαρών εραστών τον πόθο της ερωτικής συνεύρεσης.

850. Κύπρις γὰρ ἐπὶ γλυκὺν ἵμερον ὦρσεν: ΢το συγκεκριμένο χωρίο

αρκεί και μόνο η παρέμβαση της ίδιας της θεάς Αφροδίτης για να

ενισχύσει την ερωτική επιθυμία των Λημνίων γυναικών. Αντίθετα πιο

περίτεχνη είναι η περίπτωση του τρίτου επεισοδίου όπου σε λογοτεχνικά

πλαίσια περισσότερο ελληνιστικού χαρακτήρα ο έρωτας της Μήδειας

πρέπει να υποδαυλιστεί από τον Έρωτα (τον γιο δηλ.της Αφροδίτης). Η

μεγαλύτερη δραματική βαρύτητα που παρουσιάζει ο έρωτας της Μήδειας

για το σύνολο της αργοναυτικής ιστορίας προφανώς δικαιολογεί την

121
περισσότερο εξεζητημένη εκ μέρους του Απολλώνιου πραγμάτευση της

σχετικής ερωτικής πρόκλησης.

851. Ἡφαίστοιο χάριν πολυμήτιος: ΢την Ιλιάδα σύζυγος του Ήφαιστου

είναι η Φάρις, ενώ στη Θεογονία η μεγαλύτερη από τις τρεις Φάριτες, η

Αγλαΐα. Ο γάμος του Ήφαιστου και της Αφροδίτης αναφέρεται μόνο στο

θ 268 της Οδύσσειας, βλ. Wilamowitz (1937) 5-30, Dümmler RE I (1894) 2747-

8, επίσης τις παρατηρήσεις του Burkert (1960) 132. Λίγο παραπάνω στην

περιγραφή του χιτώνα του Ιάσονα, η Αφροδίτη εμφανίζεται ως ζευγάρι

(χωρίς και εκεί να δηλώνεται σαφώς η σχέση τους) με τον Άρη.

Ο Ήφαιστος είναι ο θεός προστάτης της Λήμνου και αυτό δικαιολογεί το

ενδιαφέρον του για την διαιώνιση του πληθυσμού της νήσου. Για το

επίθετο πολύμητις σε σχέση με τον Ήφαιστο πρβ. Ιλ. Υ 355. Αποδείξεις

της πολυμηχανίας/πανουργίας του Ηφαίστου αποτελούν ο θρόνος για

την Ήρα και το κρεβάτι όπου συνέλαβε τον Άρη με την Αφροδίτη

855. Ἡρακλῆος: (1.855 Wendel): τοῦτο ἕνεκα τ῅ς οἰκονομίας φησὶν ὁ

ποιητής- πάντων γὰρ ταῖς ἡδοναῖς νικωμένων μόνος οὗτος πρὸς τὸν ἆθλον

αὐτοὺς προτρέπεται- καὶ πρὸς τὴν κρατερὰν καὶ σώφρονα φύσιν τοῦ ἥρωος.

Για τον Ηρακλή στα Αργοναυτικά βλ. Hunter (1993) 25-36.

857: Επαναλαμβάνεται ο λογότυπος που συναντήσαμε πιο πάνω στον

στ.20. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο χωρία έγκειται στο ότι, ενώ στον

προηγούμενο στίχο περιγράφεται ένας χορός ανδρών που δεν αποτελεί

μέρος ενός λατρευτικού τυπικού, στον στίχο αυτό ο χορός των

Αργοναυτών δεν σημασιοδοτείται αρνητικά, καθώς εμφανώς αποτελεί

μέρος των λατρευτικών προσφορών τους προς τους θεούς. Η ταυτότητα

του λογοτύπου καταδεικνύει εμφανέστερα τη διαφορετικότητα των

καταστάσεων τις οποίες περιγράφει ο Απολλώνιος.

122
858. καπνῷ κνισήεντι: η τσίκνα του καμένου λίπους. Σα μέρη εκείνα των

σφαγίων, τα οποία προορίζονταν ως θυσία προς τους θεούς

τοποθετούνταν πάνω σε ξύλινες σούβλες, οι οποίες μαζί με τα σφάγια

αποτεφρώνονταν αναδίνοντας την οσμή του καιόμενου κρέατος (κνῖσα),

που κατά την αρχαία δοξασία ευχαριστούσε τους θεούς. Σα μέρη των

σφαγίων αντίθετα που προορίζονταν για την κατανάλωση των θνητών

τοποθετούνταν πάνω σε σιδερένιες σούβλες. Για περισσότερες

πληροφορίες για τις θυσίες βλ. Rudhardt- Reverdin (1981).

862-863: ο Απολλώνιος, μολονότι επισημαίνει το μακρόχρονο της

παραμονής των Αργοναυτών στη Λήμνο αποφεύγει, ωστόσο, να

προσδιορίσει με ακρίβεια το χρονικό αυτό διάστημα. ΢ίγουρο είναι

ωστόσο πως οι Αργοναύτες παρέμειναν στο νησί για λιγότερο από εννέα

μήνες, εφόσον δεν γίνεται καμία αναφορά στην γέννηση του Εύνηου ή σε

κάθε περίπτωση στην γέννηση παιδιών από την ερωτική συνεύρεση των

υπολοίπων Αργοναυτών.

864. ἐνιπτάζων: Αυτή η σκηνή εικονίζεται μάλλον σε έναν αττικό

κρατήρα του Λούβρου (ο γνωστός κρατήρας των Νιοβιδών), βλ. Ardizzoni

(1967) 213. ΢ύμφωνα με τον ίδιο μελετητή η συγκεκριμένη αναπαράσταση

φαίνεται ότι έχει επηρεαστεί από το έργο του Μίκωνα, ο οποίος κατά τον

πέμπτο αι. φιλοτέχνησε μια σειρά σκηνών της αργοναυτικής εκστρατείας

στον ναό των Διοσκούρων. Βλ. σχετικά Webster (1935) 15 εξξ. και (1939) 78.

Ο λογοτυπικός σχηματισμός μετοχής σε ονομαστική + μετέειπε

(ἐνιπτάζων μετέειπε) μπορεί να αναγνωσθεί ως επίδραση αντίστοιχων

λογοτύπων του ομηρικού εξάμετρου (Ιλ. Α 73, 253, Οδ. β 160, 228). Ψστόσο,

όπως πειστικά παρατηρεί η Ruiz-Vizcaya (2002) 265-7, o παραπάνω

συνδυασμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ελαφρά παραλλαγή της

123
συχνής στον Απολλώνιο συνεκφοράς «μετοχή σε ονομαστική πτώση +

προσέειπεν».

865. ἐμφύλιον αἷμα: προβληματική φαίνεται να είναι η ερμηνεία του

χωρίου όσον αφορά στην ακριβή σημασία του όρου ἐμφύλιον αἷμα, το

οποίο ως συνεκφορά απαντά στον Πλάτ. Πολ. 565e και Νόμ. 575a με τη

σημασία της εμφύλιας σύρραξης, βλ. Ardizzoni (1967) 213-4. Ο Ηρακλής

φαίνεται να υπαινίσσεται την γνωστή πολιτειακή πρακτική σύμφωνα με

την οποία έχουμε μετοίκηση και ίδρυση νέας πόλης-κράτους μετά από

εμφύλιο σπαραγμό. Ο συγκεκριμένος, ωστόσο, όρος σε ένα δεύτερο

επίπεδο για τον υποψιασμένο αναγνώστη μπορεί να λειτουργήσει ως

υπενθύμιση του εμφυλίου σπαραγμού που έλαβε χώρα με τη σφαγή των

Λημνίων ανδρών, βλ. και Hunter (1993) 34. Μπορεί δηλαδή οι Αργοναύτες

να μη βρίσκονται στη Λήμνο εξαιτίας ἐμφυλίου αἵματος, δηλ. εμφύλιας

διαμάχης που έλαβε χώρα στην πατρίδα τους, αλλά βρίσκονται εν

πολλοίς στη Λήμνο λόγω ενός άλλου εμφύλιου σπαραγμού που οι ίδιοι

δεν τον γνωρίζουν, δηλ. την σφαγή των Λήμνιων ανδρών. Ο Ηρακλής δηλ.

χωρίς να το θέλει (αλλά πιθανώς σύμφωνα με τη θέληση του ποιητή)

αποκαλύπτει την αλήθεια, καθώς η δήλωσή του μπορεί να ερμηνευτεί

διττώς ανάλογα με το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται.

866. γάμων: η σχέση Ιάσονα και Τψιπύλης δεν επισημοποιείται (αν και η

Τψιπύλη προσφέρει τα σκήπτρα του πατέρα της σε περίπτωση που ο

Ιάσονας αποφασίσει να επιστρέψει).

867. πολιήτιδας: σπάνιο αντί του αττ. πολῖτις. Πρβ. και Ευρ. Ιππ. 1126,

Ποσείδ. απ. 705.1 SH (Lloyd-Jones & Parsons), ΠΑ 7.218, 368, 492, βλ.

Βασίλαρος (2004) 281. Ο Ηρακλής εδώ θέτει ξανά το ζήτημα της επιγαμίας

σε πολιτική βάση απορρίπτοντας ή τουλάχιστον σημασιοδοτώντας

124
αρνητικά το γάμο ανάμεσα σε άνδρα και γυναίκα που δεν έχουν το ίδιο

πολιτειακό στάτους.

868. ἄροσιν...ταμέσθαι: Πρόκειται και πάλι για έναν ευφημισμό με

εμφανείς ερωτικές συνδηλώσεις. Η γλώσσα της γεωργίας και πιο

συγκεκριμένα το όργωμα, η καλλιέργεια μπορεί να δηλώσει την ερωτική

πράξη, κάτι που φαίνεται να ισχύει και στο συγκεκριμένο χωρίο. βλ. Ευρ.

Κύκλ. 171, Vian (1974) 91, σημ.1. και DuBois (1988) 72, Henderson (1991) 166-

9, Hunter (1993) 34 σημ.101. Μολονότι ο Ηρακλής κατηγορεί τον Ιάσονα

για τις ερωτικές του περιπέτειες με μια ξένη γυναίκα, την Τψιπύλη,

καθώς επίσης και τους λοιπούς Αργοναύτες, εντούτοις είναι ο ίδιος που σε

άλλες εκδοχές του ηράκλειου μύθου διαπράττει τα ίδια «σφάλματα». Με

τον τρόπο αυτό έχουμε, όπως συχνά συμβαίνει στον Απολλώνιο, μια

αντιπαράθεση ανάμεσα στην απολλώνεια εκδοχή ενός ήρωα (στη

συγκεκριμένη περίπτωση του Ηρακλή) και τις λοιπές εκφάνσεις του

μύθου του.

869-70. Οὐ μὰν εὐκλειεῖς γε σὺν ὀθνείῃσι γυναιξὶν ἐσσόμεθ’...: Ο

Ηρακλής με τα λόγια του αυτά παρουσιάζεται ως υπερασπιστής του

επικού κώδικα και των παραδοσιακών αριστοκρατικών αξιών που

συνδέονται με αυτόν: δόξα, υστεροφημία, αρνητική σημασιοδότηση της

ερωτικής σχέσης με γυναίκες που δεν διαθέτουν το απαραίτητο πολιτικό

στάτους.

γυναιξίν: η σχέση του Ηρακλή με τις γυναίκες είναι γενικά

προβληματική. Καταδιώκεται από τη βασική θεά εκπρόσωπο της

μητριαρχίας, οι περισσότεροι άθλοι του έχουν να κάνουν με τέρατα

θηλυκού γένους και τελικά πεθαίνει εξαιτίας της γυναίκας του. Για τη

σχέση του Ηρακλή με το θηλυκό πρβ. Loraux (2002) 210.

125
΢το συγκεκριμένο έργο ο Απολλώνιος φαίνεται να έχει ακολουθήσει τις

εκδοχές εκείνες του μύθου, οι οποίες εστιάζουν στον μισογυνισμό του

Ηρακλή και στην αρνητική εν γένει στάση του απέναντι στο γυναικείο

φύλο. Δεν είναι τυχαίο ότι στα Αργοναυτικά ο Ηρακλής παρουσιάζεται

κατά κύριο λόγο ως εραστής του Ύλα, βρίσκεται δηλ. σε ομοφυλοφιλική

σχέση.

874 ἵκηται: Ακόμη μία φορά ο Fränkel (1961) χωρίς να χρειάζεται

διορθώνει το ἵκηται των χειρογράφων (Ψ) σε ἔχῃσιν, ενώ ο Erbse (1963α)

διορθώνει σε ἕληται. Η εναλλακτική ἵκηται, που αθετεί και πάλι, έχει

καλή κειμενική παράδοση, δεν δημιουργεί κανένα μετρικό πρόβλημα και

παραπέμπει σε ανάλογου τύπου λογοτυπικές εκφράσεις τόσο στα

Αργοναυτικά του Απολλωνίου (1.661, 1244, 3.904, 4.968) όσο και στα

ομηρικά διακείμενά τους (΢ 64, Θ 192, ι 20), βλ. Glei (1996) 192 εξξ.

Από τα λόγια του Ηρακλή διακρίνεται πως ο Ιάσονας καταξιώνεται,

τουλάχιστον στη συνείδηση του μυθικού ήρωα, ως εραστής: ο Ηρακλής

δηλ. εμφατικά σχολιάζει το γεγονός ότι ο Ιάσονας περνά πολύ καιρό στο

κρεβάτι της Τψιπύλης. Αυτός όμως που καταξιώνεται για τις ερωτικές του

επιτυχίες, ως δεινός δηλ. εραστής, δεν είναι ο επικός, αλλά ο ελεγειακός

ήρωας (για μία ανάγνωση του Ιάσονα ως ρομαντικού και όχι ως επικού

ήρωα, δηλ. ενός ήρωα που αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στην αξία του

συναισθήματος και όχι στην επική πράξη βλ. Cusset (2001α) και Zanker

(1979) 52-75. Για μια ανάγνωση του Ιάσονα ως του κατ’εξοχήν

σεξουαλικού ήρωα, του ωραίου δηλ. άνδρα που προκαλεί σεξουαλική

διέγερση βλ. Beye (1969) 31-55, Huebscher (1940) 22-3, Newman (1986) 76. Η

συγκεκριμένη λοιπόν καταξίωση του Ιάσονα απάδει την επική του

στοχοθεσία, μολονότι λειτουργεί στα πλαίσια ενός έπους με ξεκάθαρες

ερωτικές διαστάσεις. Ο Ηρακλής, ο οποίος λειτουργεί, όπως σημειώσαμε

πιο πάνω, ως η καθαρή φωνή του παραδοσιακού έπους και των αξιών του,

126
επισημαίνει την επική αυτή απόκλιση του Ιάσονα και τον καταδικάζει για

αυτήν (για την επική εν γένει απόκλιση του Ιάσονα στο πρώτο βιβλίο των

Αργοναυτικών βλ. Pike (1993) 27-37).

865-874. Ο λόγος του Ηρακλή: Ο Ηρακλής αποτελεί τη μεγαλύτερη

απειλή εναντίον της ηγεσίας του Ιάσονα, όπως άλλωστε φάνηκε και πιο

πάνω στην περίπτωση της επιλογής αρχηγού της αποστολής. Σο κύρος

του αρχηγού της αργοναυτικής εκστρατείας διακυβεύεται εδώ ακόμη μία

φορά με την παρέμβαση του Ηρακλή. Μολονότι ο Ιάσονας γνωρίζει το

καθήκον του (πρβ. στ. 839-41) γοητεύεται, όπως και οι σύντροφοί του, από

τις απολαύσεις που τους προσφέρουν οι Λήμνιες. Έτσι η παραμονή των

Αργοναυτών στη Λήμνο θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την αποστολή αλλά

και το ίδιο το έπος του οποίου αποτελεί το θέμα. Η επιστροφή στον αρχικό

στόχο σημαίνει παράλληλα την εξέλιξη και την ολοκλήρωση του έπους.

Για αυτήν την επιστροφή στην επική ορθοδοξία φροντίζει και πάλι ο

Ηρακλής, ο οποίος, όπως αναλυτικά σχολιάσαμε και πιο πάνω, λειτουργεί

ως η φωνή του καθαρού έπους. Για τον λόγο αυτό μάλιστα φροντίζει για

την αποκατάσταση του Ιάσονα στον ρόλο του ως παραδοσιακού επικού

ήρωα.

873-4. εἰσόκε Λῆμνον | παισὶν ἐπανδρώσῃ: Η αντιπαράθεση ανάμεσα

στην απολλώνεια εκδοχή του μύθου του Ηρακλή και άλλες εκδοχές του

συγκεκριμένου μύθου, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, συνεχίζεται και στο

συγκεκριμένο στίχο. Ο Ηρακλής ήταν γνωστός στον αρχαίο κόσμο για την

πληθώρα των απογόνων του. Κατηγορώντας λοιπόν τον Ιάσονα για κάτι

ανάλογο κατηγορεί ουσιαστικά τον εαυτό του, όχι όμως τον εαυτό του

στην απολλώνεια εκδοχή, αλλά τον εαυτό του στις εναλλακτικές εκδοχές

του μύθου του, πρβ. και Hunter (1993) 34-5.

127
Ενδιαφέρουσα η παρατήρηση του Clauss (1993) 140 ότι στη συνέχεια ο

Ηρακλής θα έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει την ένταση του ερωτικού

πάθους, όταν εγκαταλείπει την εκστρατεία σε αναζήτηση του Ύλα.

Κάποιοι μελετητές υποθέτουν ότι ο Ιάσονας δεν είναι παρών όταν μιλά ο

Ηρακλής, πρβ. Hull (1979), 397, Poortvliet (1991) 2.390 εξξ., De Forest (1994)

58, κάτι που κατ΄αρχάς φαίνεται να διακυβεύει την ηγεμονική του θέση. Η

τελική απόφαση, ωστόσο, ανήκει στον ίδιο τον Ιάσονα ακόμα κι αν

κατακρίνεται για τη μη ηγετική συμπεριφορά του. Ο Ηρακλής

υπενθυμίζει στον Ιάσονα το καθήκον του, αλλά η απόφαση για το αν η

εκστρατεία – και το έπος- θα συνεχιστούν ανήκει στον Ιάσονα. Με τον

τρόπο αυτό ενισχύεται τελικά η ηγετική του θέση στο έργο.

875-8: Καμία αντίδραση από την πλευρά του Ιάσονα που τοποθετείται

στην ίδια θέση με τους υπόλοιπους Αργοναύτες, των οποίων υποτίθεται

ότι είναι αρχηγός. Κανείς δεν αντιδρά στα λόγια του Ηρακλή και δεν του

αντιμιλά, ενώ αρχίζουν αμέσως ετοιμασίες για αναχώρηση.

879-885: Παρομοίωση των Λημνίων γυναικών με μέλισσες, οι οποίες

αποτελούν εδώ το φυσικό μέτρο σύγκρισης για την έννοια του πλήθους.

Οι μέλισσες στην αρχαιότητα θεωρούνταν ασεξουαλικά όντα (πρβ.

Hunter (1999) 97, για το ζήτημα σχετικά με την αναπαραγωγή τους με

σεξουαλική επαφή πρβ. Αριστ. Π. ζῴ. γεν. 3 759a-860b33, Βεργ. Γεωργ.

4.197-9), και για τον λόγο αυτό φαίνεται κατ΄αρχάς παράξενη η χρήση

τους σε μία παρομοίωση που λειτουργεί σε εμφανή ερωτικά

συμφραζόμενα. Ψστόσο στο συγκεκριμένο χωρίο γίνεται αναφορά στην

διακοπή αυτής της ερωτικής – σεξουαλικής συζυγίας ανάμεσα στους

Αργοναύτες και τις Λήμνιες γυναίκες, οι οποίες πλέον εύλογα

παρομοιάζονται λόγω της σεξουαλικής τους αποχής με τις ασεξουαλικές

μέλισσες. Η «γυναικοκρατούμενη» οργάνωση της κυψέλης αποτελεί

128
επιπλέον το «φυσικό» παράλληλο της κοινωνίας των Λημνίων και

δικαιολογεί και αυτή με τη σειρά της την πιο πάνω επική παρομοίωση. Σο

τσίμπημα της μέλισσας τέλος αποτελεί κοινό ποιητικό τόπο για τη

δυστυχία του ερωτικού χωρισμού, πρβ. Θεόκρ. Ειδ. 19, Μελ. ΠΑ 5.163, όπως

συμβαίνει στην περίπτωση των Αργοναυτών και των Λημνίων γυναικών

στο συγκεκριμένο χωρίο. Για ανάλογου επικού χαρακτήρα παρομοιώσεις

με μέλισσες, πρβλ Ιλ. Β 87 εξξ. και Θεογ. 591-593. Βλ. επίσης Kofler (1992)

310-9 και Fränkel ((1962) 369), ο οποίος ανάγει τον συνδυασμό του γλυκού

νέκταρος της μέλισσας με την πικρία του αποχωρισμού των εραστών στον

΢ιμωνίδη, απ.593 PMG, Broeniman (1989) 91, Clauss (1993) 140-142 και Reitz

(1996) 20-24. Για μία σύγκριση του ομηρικού διακειμένου με την

συγκεκριμένη απολλώνεια παρομοίωση, βλ. Effe (1996) 290-312, (2000) 167,

ο οποίος επισημαίνει την διαφορά ανάμεσα στα συμφραζόμενα των δύο

περιπτώσεων (πολεμικά στον Όμηρο, ερωτικά στον Απολλώνιο), καθώς

και την διαφορετική διάθεση που επικρατεί (χαρά και ευχαρίστηση στον

Όμηρο, δυστυχία λόγω του χωρισμού στον Απολλώνιο). Για μια

γενικότερη αποτίμηση της σχέσης των απολλώνειων παρομοιώσεων με το

ομηρικό τους πρότυπο βλ. κυρίως Faerber (1932), Drögemüller (1956),

Broeniman (1989), Reitz (1996), Effe (1996) 290-312, Berardi (2004) 225-38. Σο

συγκεκριμένο χωρίο θα μπορούσε επίσης να αναγνωσθεί ως αντιστροφή

των παραδοσιακών ρόλων άνδρα-γυναίκας: ο άνδρας είναι το

«λουλούδι», που όμορφο και μυρωδάτο παθητικά στέκεται να το

πλησιάσουν, και η γυναίκα είναι η ενεργητική-κινητική μέλισσα που

«ζουζουνίζει» γύρω του γοητευμένη, ή και που πετά από λουλούδι σε

λουλούδι.

879. περιβρομέουσι: Σο ρήμα περιβρομέω απαντά για πρώτη φορά στον

Απολλώνιο: «βουίζω ολόγυρα», βλ. και Αργ. 4.17 (Ιλ. Π 641-2 ὡς ὅτε μυῖαι|

σταθμ῵ ἔνι βρομέωσι). Υαίνεται να αποτελεί λέξη συνηθισμένη στο

129
λεξιλόγιο του έπους, καθώς εμφανίζεται τόσο στον Κόιντο ΢μυρναίο (5

φορές) όσο και στον Νόννο, βλ. σχετικά και Ardizzoni (1967) 215.

880. πέτρης: Η φυσική κατοικία των μελισσών είναι τα δένδρα, πρβ. Ησ.

Έργ. 232, Βεργ. Γεωργ. 2.452. Για μέλισσες που ζουν σε οπή βράχου βλ.

επίσης ν 103. ΢υνήθως τις βρίσκουμε σε κουφάλες δένδρων. Πρβ. και Ιλ. Β

87 ἠΰτε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἁδινάων | πέτρης ἐκ γλαφυρ῅ς αἰεὶ νέον

ἐρχομενάων και 3.1036 σιμβλήια ἔργα μελισσέων.

880. σιμβληίδος: Πρόκειται για ένα επίθετο το οποίο παράγεται από το

ουσιαστικό σίμβλος ή σίμβλον (κυψέλη). Σο ουσιαστικό πρωτοεμφανίζεται

στον Ησίοδο, Θεογ. 598 και στη συνέχεια στον Αριστοτέλη π. τα Ζ. Ιστ.

9.40, 49 και αποτελεί μάλλον terminus technicus. Βλ. επίσης Hunter (1989)

213 και Ardizzoni (1967) 216.

883. ἐνδυκὲς: στα χειρόγραφα βρίσκουμε την εναλλακτική γραφή

ἐνδυκέως= πρόθυμα (ομηρικό). Ψστόσο η συγκεκριμένη γραφή καθιστά

τον στίχο υπέρμετρο και για τον λόγο αυτό σωστά διορθώνεται από τους

εκδότες σε ἐνδυκὲς. Πρβ. Rengakos (1994) 80-81.

887. χήτει ἰόντος: πρβ. oμηρ. Ύμν.εις Απόλλ. 78 χήτει λαὦν. Υαίνεται να

είναι στερεοτυπική έκφραση δοτικής της αιτίας με γενική αντικειμενική

ως συμπλήρωμά της. Ψστόσο στο συγκεκριμένο χωρίο η έννοια της αιτίας

δηλώνεται τόσο με την αναμενόμενη δοτική της αιτίας χήτει όσο και με τη

γενική αντικειμενική ἰόντος, η οποία, ωστόσο, ως μετοχή φαίνεται να

δηλώνει και πάλι την αιτία, λειτουργώντας δηλ. ως αναφορική

αιτιολογική μετοχή. Ο Απολλώνιος δίνει με αυτό τον τρόπο έμφαση στην

απουσία του ερωτικού αντικειμένου και καταδεικνύει εμφανέστερα την

αιτία της ερωτικής θλίψης της Τψιπύλης.

130
890. ὡς ἐθέλεις καί τοι φίλον: οι λογότυποι που αποτελούνται από ζεύγη

συνωνύμων είναι σημαντικό χαρακτηριστικό του ομηρικού ύφους, βλ. O’

Nolan (1978) 23-27 και της προφορικής ποίησης εν γένει.

890-4: ΢την πρώτη τους συνάντηση η Τψιπύλη προσφέρει τον θρόνο του

νησιού στον Ιάσονα χωρίς να αναφερθεί σε επικείμενο γάμο τους (827-9).

Όταν επαναλαμβάνει την πρόταση εδώ τη στιγμή του αποχωρισμού κάνει

σαφές ότι πρόκειται για πρόταση γάμου, την οποία ο Ιάσων απορρίπτει

σιωπηλά. ΢την πρώτη, ωστόσο, πρόταση δεν είχε προηγηθεί ερωτική

συνεύρεση των δύο εραστών.

893. ἑοῖ: πρόκειται για τη δοτική της προσωπικής αντωνυμίας, η οποία,

στον Όμηρο, χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το τρίτο πρόσωπο, βλ. Ν

495, δ 38, εφόσον αυτή είναι και η αρχική σημασία της (*swe > ἑ, πρβ. λατ.

se). Έτσι τα σχόλια σχετικά παρατηρούν: οὐκ εὖ δὲ ἔθηκεν τὸ ἑοῖ. ἔστι γὰρ

τρίτου προσώπου δηλωτικόν, ὡς παρ’ Ὁμήρῳ (δ 38) (Wendel 1.893). Ψστόσο,

χαρακτηριστικό της γλώσσας του μεθομηρικού έπους και του

Απολλωνίου πιο συγκεκριμένα είναι η «χαλαρή» χρήση των προσωπικών

αντωνυμιών και ως εκ τούτου το χωρίο δεν χρήζει διορθώσεως. Βλ. επίσης

Αργ. 3. 99 όπου ο τύπος συνδυάζεται με το πρώτο πρόσωπο, ενώ η

εναλλακτική οἱ έχει την αξία του δευτέρου προσώπου, όπως εδώ, στο

3.1043. Βλ. επίσης Marxer (1935) 61-4, Erbse (1953) 165-6, Ardizzoni (1967)

217, Hunter (1989) 108 και Rengakos (1993) 113.

896. μνώεο: προστακτική του μνάομαι. Η απαίτηση αυτή εκ μέρους της

Τψιπύλης για μία θέση στη μνήμη φαίνεται να έχει και ειδολογικές

προεκτάσεις. Η μνήμη αποτελεί έννοια-κλειδί για το έπος και λειτουργεί

ως βασική διάστασή του και μετωνυμία του (βλ. σχετικά πιο κάτω). Η

131
Τψιπύλη δηλ. ως δραματικός χαρακτήρας ζητά από τον Ιάσονα να μην

την ξεχάσει, αλλά ως χαρακτήρας του έπους αποζητά την επανεμφάνισή

της σε αυτό. Ενισχυτικά προς την παραπάνω ερμηνεία λειτουργεί και ο

αμέσως επόμενος στίχος 897, όπου η Τψιπύλη λέει χαρακτηριστικά στον

Ιάσονα: λίπε δ΄ἧμιν ἔπος. Η Τψιπύλη δηλαδή εμφανώς παίζει με την

αμφισημία του όρου ἔπος που μπορεί να σημαίνει α. τον λόγο (άφησέ μου

λόγο, πες μου), αλλά και β. το έπος ως λογοτεχνικό είδος (άφησέ μου το

έπος, άφησέ με στο έπος). Η Τψιπύλη δηλ.με άλλα λόγια παρουσιάζει

ειδολογική αυτοσυνειδησία και φαίνεται να στοχάζεται πάνω στις

συμβάσεις του είδους στο οποίο ανήκει. Η επανεμφάνισή της θα γίνει

αργότερα στο τρίτο βιβλίο, όταν μάλιστα αποκαλύπτεται μία πληροφορία

που δεν εμφανίζεται εδώ: ο Ιάσονας δηλ. λούζεται και σκουπίζει το σώμα

του με έναν μαύρο χιτώνα, δώρο της Τψιπύλης ως ενθύμιο της ερωτικής

τους ένωσης (μνημήιον εὐνῆς). Η Τψιπύλη μολονότι δεν θα «ξαναπαίξει»

στο έπος, ωστόσο δεν θα πέσει ποτέ στη λήθη, βλ. σχετικά Hunter (1989)

passim.

Ὑψιπύλη: Έχουν ήδη επισημανθεί οι σχέσεις ανάμεσα στην Τψιπύλη και

λοιπές μυθικές μορφές (Καλυψώ, Ναυσικά, Κίρκη), βλ. σχετικά Hunter

(1993) 47-52, Knight ((1990) 89-95 για τη σχέση της με την Κίρκη) και Clauss

(1993) 106-47 passim. Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να επισημάνουμε εδώ την

γειτνίαση της Τψιπύλης με τη μορφή της Πηνελόπης. Φαρακτηριστικό της

τελευταίας είναι η συζυγική πίστη και παρόμοια φαίνεται να είναι η

συμπεριφορά της Τψιπύλης στο συγκεκριμένο χωρίο, όταν υπόσχεται

στον Ιάσονα παντοτινή αφοσίωση. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η Τψιπύλη

χάρισε στον Ιάσονα έναν γιο που είναι ο νόμιμος βασιλιάς-διάδοχος του

νησιού (σύμφωνα μάλιστα με τη μαρτυρία του ίδιου του Ομήρου), όπως

ακριβώς η Πηνελόπη εξασφαλίζει την διαδοχή στον οίκο του Οδυσσέα με

την γέννηση του Σηλεμάχου.

132
897-8: Ο γιος του Ιάσονα και της Τψιπύλης (Εύνηος) εμφανίζεται στην

Ιλιάδα Η 468 εξξ. και η αναφορά στο μέλλον της αφήγησης, το οποίο

εμφανίζεται στο προγενέστερο έργο, αποτελεί συνηθισμένο παιχνίδι με

τον χρόνο του Απολλώνιου. Βλ. Fantuzzi-Hunter (2005) 170. Ο Ιάσονας

φαίνεται να λειτουργεί εδώ με πολιτικά κριτήρια και όχι συναισθηματικά.

Ενδιαφέρεται μόνο για τη γέννηση αρσενικού παιδιού, το οποίο θα

διασφαλίσει, σε περίπτωση που ο ίδιος δεν αποκτήσει άλλους αρσενικούς

απογόνους από άλλον γάμο, τη διαιώνιση του οίκου του. Για τον

υποψιασμένο αναγνώστη, ωστόσο, η συγκεκριμένη αυτή δήλωση του

Ιάσονα μπορεί να υπαινίσσεται το τραγικό τέλος που θα έχουν οι

αρσενικοί απόγονοί του από έναν άλλο γάμο, την ένωσή του δηλ. με τη

Μήδεια.

888-898: Η Τψιπύλη εγκαταλείπει την «κλασική ελληνιστική πόζα της

εγκαταλειμμένης ερωμένης» (όρος του Παπαγγελή (1994) 146), καθώς δεν

αποπαίρνει τον εραστή της, αλλά με κατανόηση και διακριτικότητα

χειρίζεται τον χωρισμό τους.

900-910: Ο αποχαιρετιστήριος λόγος του Ιάσονα ξεκινά με την αναφορά

του ονόματός της και στερείται οποιασδήποτε συναισθηματικής έξαρσης:

μακάρι όλα αυτά να πραγματοποιηθούν με τη βοήθεια των θεών.

Απορρίπτει σιωπηλά την μοναδική ευκαιρία που του προσφέρεται από

ἄπολις να γίνει σύζυγος της Τψιπύλης και ὑψίπολις. Αυτό που τον

ενδιαφέρει περισσότερο είναι η «επιμέλεια», φροντίδα των τέκνων που

μπορεί να προκύψουν. Ζητά να σταλεί ο διάδοχος στους γονείς του στην

περίπτωση που δεν επιστρέψει ο ίδιος. Φωρίς να υποσχεθεί τίποτε ο

Ιάσονας εύχεται να πραγματοποιηθούν με τη βοήθεια των θεών όσα

ανέφερε η Τψιπύλη και συνεχίζει με λεπτομερείς οδηγίες για την

133
ανατροφή του παιδιού που ενδέχεται να γεννήσει η Τψιπύλη. Ση

διαβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται να της το στερήσει. ΢ε περίπτωση που δεν

επιστρέψει στην πατρίδα του της ζητά να στείλει το παιδί στους γονείς

του όταν μεγαλώσει για να τους παρηγορήσει για την απώλειά του. Όπως

παρατηρεί ο Burman (βλ. Knox (1995) 185) σχετικά με την ψυχρότητα του

αποχαιρετιστήριου λόγου του, δεν πρόκειται για έναν ρομαντικό ήρωα

(minus certe amatorie).

901-2. θυμὸν ἀρείω | ἴσχαν’: προβληματικό θεωρήθηκε το συγκεκριμένο

χωρίο ως προς την έκφραση «ἀρείω ἴσχανε». Ο Ardizzoni (1967) 218

διορθώνει σε ἀράων. Ψστόσο, λογική μας φαίνεται η ερμηνεία των Seaton,

Mooney και Vian, οι οποίοι μεταφράζουν «να έχεις καλύτερη άποψη για

μένα», απόδοση, η οποία κατά τη άποψή μας δεν δημιουργεί ερμηνευτικά

προβλήματα. Ο Ιάσονας ως πολιτικός άνδρας αντιλαμβάνεται την

εξαιρετικά σημαντική πολιτική σημασία που θα είχε ένας αρσενικός

απόγονος για την κοινωνία των Λήμνιων γυναικών. Δεν θα πρέπει να

ξεχνάμε πως και το αρχικό κίνητρο της ερωτικής ένωσης της Τψιπύλης

και του Ιάσονα από τη μεριά της Τψιπύλης τουλάχιστον ήταν κατ’εξοχήν

πολιτικό, δηλαδή αναπαραγωγή αρσενικών απογόνων. Ο Ιάσονας

διαβεβαιώνει την Τψιπύλη πως δεν θα της στερήσει τον αρσενικό

απόγονο παρά μόνο αν παραστεί ανάγκη, αν δηλ. χρειαστεί ως ηγέτης να

διαιωνίσει τον δικό του οίκο. Γι’αυτόν τον λόγο παρακαλεί την Τψιπύλη

να έχει καλύτερη γνώμη γι’αυτόν, υπό την έννοια ότι δεν θα σφετεριστεί

ανώφελα την ερωτική τους συνεύρεση. Μπορεί το χωρίο να νοσεί από

ρομαντικής απόψεως. Ψστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως νοσεί ερμηνευτικά,

σε βαθμό μάλιστα που να θεωρείται, όπως κάνει o Ardizzoni (1967) ad loc,

locus desperatus και να χρειαστεί να τοποθετηθεί η crux στο σχετικό

κείμενο. Για το κείμενο του χωρίου βλ. επίσης Giangrande (1973) 12.

134
902. Πελίαο ἕκητι: ΢τον Πίνδαρο ο Ιάσονας θα αναλάμβανε τη βασιλική

διακυβέρνηση της Ιωλκού μετά την επιστροφή του (Πυθ. 4.293). ΢τον

τέταρτο Πυθιόνικο πιο συγκεκριμένα διαβάζουμε ότι ο Πελίας έχει

σφετεριστεί τον θρόνο που ανήκει δικαιωματικά στον Ιάσονα και έχει

υποσχεθεί να τον επιστρέψει, αν ο τελευταίος φέρει πίσω το χρυσόμαλλο

δέρας. ΢το απολλώνειο κείμενο, ωστόσο, το παραπάνω ζήτημα είναι

δευτερεύουσας σημασίας καθώς στους στ. 333-334 του τρίτου βιβλίου

γίνεται λόγος απλά και μόνο για τα κληρονομικά δικαιώματα του Ιάσονα,

χωρίς αυτά να σχετίζονται με πολιτικές αξιώσεις βασιλικής διαδοχής.

΢τους στίχους 1.902-903, αντίθετα, ο Ιάσων βεβαιώνει την Τψιπύλη ότι του

αρκεί «να του επιτρέψει ο Πελίας να ζήσει στην πατρίδα του και να

απαλλαγεί από τα τωρινά του βάσανα με τη βοήθεια των θεών» – χωρίς

να κάνει καμία αναφορά στο θρόνο της Ιωλκού. Δεν διακρίνουμε οργή ή

επιθυμία για εκδίκηση. Βλ. Fantuzzi-Hunter (2005) 194. Bλ. επίσης σχετικά

Glei (1996) 157 σημ. 75, Pietsch (1999) 32-41. Με τον τρόπο αυτό ο επικός

ήρωας του ελληνιστικού έπους απομακρύνεται ακόμη μια φορά από τα

ομηρικά του διακείμενα, καθώς στερείται της βασικής, για τον επικό

κόσμο της αρχαϊκής ντροπής, κινητήριας δύναμης, δηλ. της οργής. Για την

απομάκρυνση του Ιάσονα από την «ηρωική» οργή και τα αρχαϊκά επικά

πρότυπα (Αχιλλέας) και τα πιο σύγχρονα ηγετικά (Αλέξανδρος), βλ.

Fantuzzi- Hunter (2005) 184-204, Paduano-Fusillo (1999) 197. Η μη αναφορά

του απώτερου σκοπού της εκστρατείας, η κρυψίνοια δηλ. του Ιάσονα,

μπορεί να οφείλεται στον φόβο του ήρωα μήπως γίνουν γνωστά τα σχέδιά

του στον Πελία.

904. Ἑλλάδα γαῖαν: Σο Ελλάδα επιθετικά εδώ (πρβ. και 1.336, 416, 1292, 2.

414 όπου χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό), όπως και στο 2.637, 891, 3.1122,

4.98, 349, 369, 761. ΢τον Όμηρο o όρος χρησιμοποιείται για τη Υθία της

Θεσσαλίας (Ιλ. Β 683-4). ΢την Οδύσσεια αναφέρεται στην κυρίως Ελλάδα

135
και όχι στην Πελοπόννησο: α 344, δ 726. Σο όνομα ήδη από τον Ηρόδοτο

πλουτίζει σε σημασιολογικό εύρος και δηλώνει όλες τις περιοχές που

κατοικούνται από Έλληνες.

907. πατρί τ’ἐμῷ καὶ μητρὶ: Πρόκειται για τον Αίσωνα και την Αλκιμέδη.

Σο θέμα της φροντίδας των ηλικιωμένων, που χρησιμοποιήθηκε πιο πάνω

από την Πολυξώ ως μέρος της επιχειρηματολογίας της υπέρ της

αποδοχής των Αργοναυτών στη Λήμνο και της ερωτικής συνεύρεσης των

Λημνίων γυναικών μαζί τους, παρουσιάζεται εδώ από την πλευρά του

Ιάσονα. Ο γιος που θα αποκτήσει με την Τψιπύλη θα πρέπει να φροντίσει,

σε περίπτωση που δεν υπάρχουν άλλοι απόγονοι, τους γέροντες γονείς

του αρχηγού της Αργοναυτικής εκστρατείας.

908. ἄνδιχα τοῖο ἄνακτος: Οι Glei (1996) 157, σημ. 76 θέτουν το ερώτημα

εάν το ἄνακτος εδώ αναφέρεται στον Πελία ή τον Ιάσονα. Ψστόσο, με

βάση το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο χωρίο τουλάχιστον ο Ιάσονας δεν

αυτοπροσδιορίζεται ως βασιλιάς, ούτε επιδιώκει την επάνοδο στο

βασιλικό θρόνο, πληροφορία που μας δίνει η πινδαρική εκδοχή, μπορεί

κανείς να οδηγηθεί στο σχετικά ασφαλές συμπέρασμα ότι το ἄνακτος εδώ

αναφέρεται στον Πελία. Όσο για το ἄνδιχα, πρόκειται για μία από εκείνες

τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Απολλώνιος, ενώ υιοθετεί τη

μορφολογία μίας ομηρικής λέξης, αλλάζει το σημασιολογικό της

περιεχόμενο. Ενώ δηλ. στον Όμηρο η λέξη χρησιμοποιείται με τη σημασία

«σε δύο μέρη», στο απολλώνειο έπος η λέξη πέρα από την ομηρική της

σημασία (2.575, 973, 3.23 κ.α.) χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του ἑκὰς

(βλ. και 2.927).

Η στάση στη ΢αμοθράκη δεν αποτελεί επινόηση του Απολλωνίου. Ο

Αισχύλος (πρβ. Αθήν. 10.428 εξξ.=95-97α Radt) παρουσιάζει τους

136
Αργοναύτες να διασκεδάζουν στο νησί, ενώ ο Διόδωρος διασώζει μια

παράδοση σύμφωνα με την οποία οι Αργοναύτες σώθηκαν από την

τρικυμία ως αποτέλεσμα της μύησής τους στα μυστήρια από τον Ορφέα.

910. παροίτατος: ΢πάνιος υπερθετικός του ομηρικού συγκριτικού

παροίτερος (Χ 459, 480). Βλ. και Ardizzoni (1967) ad loc, σχόλια 2.1122a

Wendel, Υιλόξ. γραμμ. απ. 677.3 Theodoridis, Et.M. 654.8.

914. κόπτον ὕδωρ: αναύξητος επικός παρατατικός του κόπτω=χτυπώ. Για

την iunctura βλ. Καλλίμ. απ.18.11 Pf. ἔκοψαν ὕδωρ.

915-921: Η παραμονή στη ΢αμοθράκη δίνεται περιληπτικά με τη

δικαιολογία οὐ θέμις, καθώς ο ποιητής ως εξωτερικός αφηγητής αρνείται

να βεβηλώσει την μυστικότητα των Καβειρίων μυστηρίων. Η

θρησκευτικού λοιπόν τύπου απαγόρευση αυτή χρησιμοποιείται από τον

αφηγητή ως δικαιολογία για την συγκεκριμένη αφηγηματική επιλογή.

΢χετικά με την ταχύτητα της αφήγησης στον Απολλώνιο πρβ. Fusillo

(1985) 275-6, Privitera-Pretagostini (1997) 609-10 και Ρεγκάκος (2006) 198.

΢τον Απολλώνιο το μιμητικό στοιχείο (ρήσεις ηρώων και διάλογοι) που

εναλλάσσεται αρμονικά με την διήγηση μειώνεται και κυριαρχεί η

περίληψη. Κάποια επεισόδια προβάλλονται εκτενώς ενώ άλλα, όπως της

΢αμοθράκης, δίνονται σε περίληψη: «νιώθουμε ότι τα γεγονότα δεν

εκτυλίσσονται από μόνα τους, όπως στον Όμηρο, αλλά ότι το

καθοδηγητικό χέρι του αφηγητή κινεί τα νήματα» (Ρεγκάκος (2006) 198). Η

αφηγηματική αυτή τεχνική προσομοιάζει περισσότερο την αφηγηματική

τεχνική (κάποιων τουλάχιστον) κύκλιων επών, όπως τα Κύπρια, που

καταπιάνονται με μεγαλύτερο αριθμό γεγονότων παρά με τα ομηρικά

έπη.

137
916. νῆσον ἐς Ἠλέκτρης Ἀτλαντίδος: τὴν ΢αμοθρᾴκην λέγει. ἐκεῖ γὰρ

ᾤκει Ἠλέκτρα ἡ Ἄτλαντος... ἥν φησιν Ἑλλάνικος Ἠλεκτρυώνην καλεῖσθαι

(1.916-918 a Wendel). Ο Απολλώνιος κι εδώ πιστός στην ελληνιστική

συνήθεια της επιλογής ενός minus usitatum επιλέγει την ονομασία

Ηλέκτρα αντί της ομηρικής ονομασίας ΢άμος ή του τοπωνυμίου Μελίτη

κατά ΢τράβωνα 392, 40 εξξ., η οποία ενισχύει τον αίτιον της ίδρυσης της

νήσου. Ψστόσο πριν τον Απολλώνιο, δεν έχουμε καμία μαρτυρία σχετικά

με την παρουσία της Ηλέκτρας στο νησί της ΢αμοθράκης, Delage (1930)

85, και ίσως πρόκειται για επινόηση του Απολλωνίου. Η Ηλέκτρα ήταν

κόρη του Άτλαντος και της Πλειόνης, μία από τις επτά Πλειάδες. Ήταν

μητέρα των Ιασίονα και του Δαρδάνου. Σα άρρητα μυστήρια στα οποία

αναφέρεται ο Απολλώνιος φαίνεται να είναι τα Καβείρια Μυστήρια. Από

τις ελάχιστες αναφορές που έχουμε για τα μυστήρια αυτά συμπεραίνουμε

ότι γινόταν αναπαράσταση απαγωγής μιας κόρης, της Αρμονίας, την

οποία αναζητεί η μητέρα της. Η αναζήτηση της μητέρας απεικονίζεται

στο αέτωμα του παλιότερου ναού των Καβείρων της ΢αμοθράκης. Ο

γάμος της κόρης με τον Κάβειρο Καδμίλλο και η γιορτή που ακολουθούσε

απεικονιζόταν στη ζωφόρο του ίδιου ναού. Ο Απολλώνιος αφήνει ίσως

εδώ να φανεί ότι γνώριζε τι συνέβαινε στα μυστήρια, οπότε το ακόλουθο

ἀρρήτους θέμιστας ακούγεται ελαφρώς ειρωνικό, υπό την έννοια ότι ο

αφηγητής γνωρίζει αλλά αρνείται να αφηγηθεί. ΢ε κάθε περίπτωση,

ωστόσο, η στάση αυτή του απολλώνειου αφηγητή είναι θεμιτή και

επιβάλλεται, καθώς, όπως παρατηρεί και ο Διόδωρος ο ΢ικελιώτης 5.48.4,

ο κύκλος των μυστηρίων αυτών ήταν εξαιρετικά κλειστός και

επιτρεπόταν να πληροφορηθεί κανείς για τα μυστήρια αυτά μόνο εάν και

ο ίδιος ήταν μύστης: καὶ τὰ μὲν κατὰ μέρος τ῅ς τελετ῅ς ἐν ἀπορρήτοις

τηρούμενα μόνοις παραδίδοται τοῖς μυηθεῖσι. Βλ. επίσης Θεόκρ. Ειδ. 3. 50-51

και Hunter (1999) 127-8. Η Cuypers (2004) 49 θεωρεί ότι η σιωπή του

Απολλωνίου σε αυτό το σημείο υποκινούμενη από θρησκευτικό

138
καθωσπρεπισμό (θέμις) προσεγγίζει τον Ηρόδοτο διατηρώντας

παράλληλα την γενικότερη ευλαβική στάση του αφηγητή.

917. ἀρρήτους... θέμιστας: τα Καβείρια μυστήρια, τα οποία δεν μπορούμε

να προσδιορίσουμε με χρονολογική ακρίβεια. Αρχαίες πηγές για τα

μυστήρια αυτά είναι οι ακόλουθες: Ηρόδ. Ιστορίαι Β και Γ, Παυσ. Βοιωτικά,

΢τράβ. Γεωγραφικά Ζ’ και Ι’, Διόδ. ΢ικ. Ιστορία Ε’, Μαν. ιστορ. Αιγυπτιακά,

(ψευδο)Απολλόδ. Βιβλιοθ., Ορφικά Αργοναυτικά, Πλούτ. Ηθ., Υιλόστρ. Ηρ..

Πρβ. Kern, RE X.2 (1919) 1399-1450, Fauth, KlP 3 (1969) 34-8, Cole (1984) 20-

22, Fantuzzi (1995) 25-7, Burkert (1985) 281-5. Η πιο πρόσφατη

γλωσσολογική απόπειρα ετυμολόγησης του ονόματος «Κάβειροι», μαζί με

αξιολόγηση της παλαιότερης βιβλιογραφίας, στον Beekes (2004) 465-477.

Βλ. επίσης και τα σχετικά άρθρα στο Cosmopoulos (2003). Η Αρσινόη και ο

Υιλάδελφος έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανέργερση του ιερού χώρου

της ΢αμοθράκης και η διάδοση της λατρείας των Καβείρων οφείλεται σε

μεγάλο βαθμό στην υποστήριξη των Πτολεμαίων. Βλ. Hunter (1995) 20. Ψς

εκ τούτου η αναφορά του Απολλωνίου, έστω και στη σύντομη αυτή

εκδοχή της, στα μυστήρια των Καβείρων μπορεί να αναγνωσθεί ως

έμμεση και διακριτική φιλοφρόνηση της πτολεμαϊκής δυναστείας. Σο

έμμεσο αυτό εγκώμιο φαίνεται να ενισχύεται και από το γεγονός ότι τα

Καβείρια Μυστήρια συνδέονται κυρίως με τη Λήμνο και την Ίμβρο και όχι

τη ΢αμοθράκη και για τον λόγο αυτό ο Αισχύλος στο έργο του Κάβειροι

περιγράφει τη συμμετοχή των Αργοναυτών στα Καβείρια Μυστήρια, τα

οποία, ωστόσο, λαμβάνουν χώρα στη Λήμνο. Ο Απολλώνιος, όπως

πειστικά υποστηρίζει ο Delage (1930) 85 εξξ. μεταφέρει τον χώρο δράσης

των Μυστηρίων από τη Λήμνο στη ΢αμοθράκη, καθώς η τελευταία

αποτελεί σημαντικό θρησκευτικό κέντρο του πτολεμαϊκού βασιλείου. Η

μετατόπιση δηλ. του πολιτικού βάρους από την αρχαϊκή στην ελληνιστική

περίοδο έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της τοποθεσίας των Μυστηρίων.

139
Παρ΄όλα αυτά ο Απολλώνιος δεν φαίνεται να ξεχνά την παγιωμένη

παράδοση των Μυστηρίων και αναφέρει στα πλαίσια του καταλόγου

τόπων στο ταξίδι των Αργοναυτών μια από τις κατ΄εξοχήν περιοχές

τέλεσης των Καβειρίων Μυστηρίων, δηλ. την Ίμβρο, στ.923.

916-7. δαέντες ἀρρήτους: Αξιοπαρατήρητος φαίνεται ο συνδυασμός δύο

βασικών εννοιών, όπως εμφανίζεται στους στ.16-19, δηλ. α.η γνώση των

άρρητων κανόνων θαυμάσιων τελετουργιών (ἀρρήτους θέμιστας) και β. η

ως εκ τούτου ασφάλεια πλεύσης της θάλασσας. Με άλλα λόγια οι

Αργοναύτες μυούνται στα μυστήρια της ΢αμοθράκης για να αποκτήσουν

την κατάλληλη εκείνη γνώση που θα τους επιτρέψει έναν ασφαλή

διάπλου. Ψστόσο, το ταξίδι στη θάλασσα γίνεται πιο ασφαλές όταν

κανείς γνωρίζει τα σημεία του καιρού και τα ερμηνεύει ανάλογα. Αυτό

αποτελεί ανάμεσα σε άλλα σκοπό της διδακτικής ποίησης (δαέντες). Σο

πιο γνωστό διδακτικό έπος με την πιο πάνω θεματική την εποχή του

Απολλωνίου είναι τα Υαινόμενα του Αράτου, το όνομα του οποίου

παρουσιάζεται και στην εναλλακτική ἄρρητος, όπως φαίνεται από το

προγραμματικό 27ο επίγραμμα του Καλλιμάχου, το οποίο ίσως ο

Απολλώνιος παιγνιωδώς υπαινίσσεται. Οι άρρητες δηλ. τελετουργίες εδώ

μπορούν να λειτουργήσουν ως μία διακριτική παραπομπή στον άρρητο

Άρατο και τα Υαινόμενά του, καθώς τόσο τα μυστήρια, όσο και το

διδακτικό έπος του έχουν την ίδια στοχοθεσία, την προστασία των

ναυτικών στη θάλασσα (σωότεροι). Οι ναυτικοί μπορούν να μυηθούν στα

Καβείρια και να αναζητήσουν θεϊκή προστασία ή να διαβάσουν τον

Άρατο και να εξασφαλίσουν ένα ασφαλές ταξίδι.

δαέντες: για τον τύπο αυτό πιο συγκεκριμένα βλ. πιο πάνω στ.724.

140
918. σωότεροι: συγκριτικός του σὦος, άπαξ λεγόμενον. Ο Όμηρος

χρησιμοποιεί τον τύπο σαώτερος (Ιλ. Α 32, βλ. και Άρατ. 763, Ardizzoni

(1967) 220). Οι μυημένοι στα Καβείρια φορούσαν μια κόκκινη ταινία που

πίστευαν ότι τους προστάτευε από τους κινδύνους της θάλασσας. Σα

σχόλια (1. 916-918a Wendel) αναφέρουν ότι και ο Οδυσσέας είχε μυηθεί

στα Καβείρια και το κρήδεμνον του ε 346 χρησιμοποιείται αντί της

προστατευτικής ταινίας που φορούσαν γύρω από την κοιλιά. Σο ίδιο

ισχύει και στην περίπτωση του Αγαμέμνονα (Θ 221).

919. Σῶν μὲν ἔτ’οὐ προτέρω μυθήσομαι: O Vian (1974) 93, σημ. 4,

ισχυρίζεται πειστικά ότι ο Απολλώνιος προτιμά να αποσιωπά θέματα

ταμπού, βλ. και 4.247-50, 984-985. Αφήνει, ωστόσο, πιστεύουμε, να

εννοηθεί ότι γνωρίζει, αλλά προτιμά (σε μια ειρωνική επίδειξη ευλάβειας,

όπως σχολιάσαμε πιο πάνω) να μη μιλήσει. ΢ε επίπεδο

αφηγηματολογίας, παράλληλα, εξασκεί το ρόλο του ως «παντογνώστης

αφηγητής», βλ. και στ. 921 οὐ θέμις ἄμμιν ἀείδειν.

920. ὄργια: τὰ μυστήρια, παρὰ τὸ εἴργειν τοὺς ἀμυήτους αὐτὦν. ἥ τὰ ἐν

ὀργάσι γινόμενα. ὀργάδες δὲ οἱ σύμφυτοι τόποι καὶ ὑγροί, βλ. σχόλια 1.919-

21 b Wendel.

921. οὐ θέμις ἄμμιν ἀείδειν: Βλ. και παραπάνω στ. 919.

922-935: σε καταλογική μορφή το ταξίδι από τη ΢αμοθράκη στην Κύζικο, η

οποία εξασφαλίζει την ειδολογική επική απαίτηση της συνεχούς

αφήγησης. Ο επικός ποιητής σαφώς και επιλέγει τις τοποθεσίες για τις

οποίες θα δώσει εκτενείς λεπτομέρειες (Λήμνος, Κύζικος) και εκείνες στις

οποίες θα αναφερθεί συνοπτικά (για το ιμπεριαλιστικό πτολεμαϊκό

ενδιαφέρον όσον αφορά στην περιοχή της Κυζίκου βλ. Jackson (1997) 48-

141
54). Ψστόσο, θα πρέπει κατά την επική συνήθεια, έστω και με τη μορφή

καταλόγου, όπως εδώ, να δώσει όλες τις βασικές τοποθεσίες που

περιλαμβάνονται στο ταξίδι του ήρωα, βλ. σχετικά και Paduano-Fusillo

(1999) 200-1.

Μέλανος Πόντου: σημ. κόλπος του ΢άρου, μεταξύ της Θράκης και της

χερσονήσου της Καλλιπόλεως.

925. Φέρνησον: τὴν μετὰ Θρᾴκην κειμένην Φερσόνησον, σχόλια 1.925

Wendel. O Ardizzoni (1967) 222 (βλ. και κυρηναϊκή επιγραφή του τέταρτου

αι., ἐγ Φερνάσοις Oliverio (1933) fasc. 1, 94) πειστικά υποστηρίζει πως

πρόκειται για μία εναλλακτική του χερσόνησος, στην οποία καταφεύγει

εδώ ο Απολλώνιος, όπως και στο 4.1175, για μετρικούς λόγους. Πρόκειται

για τη σημερινή Καλλίπολη. Για τη μορφή Φέρνησος στον Απολλώνιο βλ.

επίσης Delage (1930) 87.

926. λαιψηρὸς... Νότος: ΢τα Μετεωρολογικά του Αριστοτέλη 363b ο όρος

περιγράφει τον νότιο άνεμο. Εδώ, ωστόσο, χρησιμοποιείται με πιο

«ευρεία» έννοια, βλ. και Άρατ. Υαιν. 356. Οι Αργοναύτες πλέουν

νοτιοανατολικά. Ο ιδανικός άνεμος όμως για να περάσουν στον

Ελλήσποντο από την άκρη της Φερσονήσου θα ήταν νοτιοδυτικός, αν και

ο όρος δεν υπάρχει στα αρχαία ελληνικά (και μια πιο ακριβής ονομασία

θα έδινε πολύ «τεχνικό» χαρακτήρα που δεν ταιριάζει σε ποιητικό

κείμενο). Ο όρος «Νότος» χρησιμοποιείται, όπως εδώ, γενικά για κάθε

άνεμο με νότια προέλευση. Πρόκειται μάλλον για τον λίβα (<Λιβύη ή

>Λιβύη) που φυσά με νοτιοδυτική κατεύθυνση, πρβ. σχετικά και Θεόκρ.

Ειδ. 9, 11: λὶψ... ἐτίναξε: the sou’western (Gow 1952 ad loc), Ισίδ. Nat.Rer.

λαιψηρὸς: πρβ. και Ξ 17 λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα.

142
927. κούρης Ἀθαμαντίδος αἰπὰ ῥέεθρα : τα ρεύματα του Ελλησπόντου.

Πρβ. και Glei (1996) 157, σημ. 78 και Georgacas (1971) 72-82. Ο Delage (1930)

87 σωστά επισημαίνει πως η συγκεκριμένη ονομασία του Ελλήσποντου

παραπέμπει στον Αισχύλο, Περσ. 69. Για τα δύσκολα και επικίνδυνα

ρεύματα του Ελλησπόντου ωστόσο υπάρχουν ανάλογα σχόλια και στον

Όμηρο (Β 845, Λ 30), κάτι που δικαιολογεί ακόμη περισσότερο την επιλογή

της συγκεκριμένης εναλλακτικής ονόματος από τον Απολλώνιο, η οποία

ενισχύει και αυτή με τη σειρά της τον ομηρικό χρωματισμό του χωρίου.

928-935: Ο τρόπος με τον οποίο ο Απολλώνιος παραθέτει σε ακριβή

γεωγραφική σειρά τα ονόματα όλων των τόπων που επισκέφτηκαν οι

Αργοναύτες καταδεικνύει πως ο ποιητής, κατά το ελληνιστικό λόγιο έθος,

χρησιμοποίησε στην περιγραφή αυτή χάρτη της περιοχής ή αναφορές

περίπλου, βλ. σχετικά Delage (1930) 93.

929. Ῥοιτειάδος... ἀκτῆς: Ῥοίτειον δὲ καὶ ΢ίγειον ἀκρωτήρια τ῅ς Ἰλίου

(σχόλια 1.929 Wendel). Έχουμε στους στίχους αυτούς περιγραφή ενός

παράκτιου πλου σύμφωνα με τα ομηρικά πρότυπα, γ 159-83, ι 39-81. Σόσο

η επιλογή των τοπωνυμίων (βλ. πιο πάνω) όσο και η αφηγηματική

πρακτική (παράκτιος πλους) καταδεικνύουν το ομηρικό διακείμενο του

Απολλωνίου. Ο Απολλώνιος βασίζεται κατά κύριο λόγο στην ομηρική

γεωγραφία (Δαρδανία, Άβυδος, Περκώτη, Πιτυεία), χωρίς να διστάζει,

ωστόσο, να προσθέσει στον κατάλογό του κάποια τοπωνύμια, τα οποία

δεν διαθέτουν ομηρική μαρτυρία, Ροίτειον και Αβαρνίς, βλ. σχετικά και

Delage (1930) 91-2.

932. Ἀβαρνίς: από το Ἀπαρνὶς με τροπή του π σε β. Η εναλλαγή άηχου και

ηχηρού κλειστού φθόγγου (εδώ p/b) είναι χαρακτηριστικό των

προελληνικών λέξεων και τοπωνυμίων, πρβ. βλέννα/πλέννα,

143
βροκός/πρόκον, κυπάτης/κυβάλης. (βλ. Furnée (1972) ειδικότερα σσ. 101-

200) Ενδιαφέρουσα η ετυμολογία που δίνουν τα σχόλια (Wendel 1.932-33a,

βλ. και το σχετικό apparatus criticus): «ἀπὸ τοῦ Ἀφροδίτην ἐνταῡθα

τεκοῦσαν τὸν Πρίαπον ἀπαρνήσασθαι τὸν παῖδα διὰ τὸ ἀπρεπὲς τοῦ

αἰδοίου». ΢τη μορφή Ἀβαρνὶς απαντά το τοπωνύμιο στον Ξενοφώντα

Ελληνικά 2.1.29, ενώ μια παρόμοια μορφολογική εκδοχή της λέξεως

Ἄβαρνος εμφανίζεται στον Εκαταίο απ.2.20 Jac. Ενώ ο Ξενοφώντας

υποστηρίζει πως η Ἀβαρνὶς είναι χερσόνησος της περιοχής της Λαμψάκου,

ο Απολλώνιος υποστηρίζει πως είναι πόλη της περιοχής. Πειστικό είναι το

σχόλιο του Delage (1930) 91 πως μάλλον πρόκειται για ένα όνομα που

χρησιμοποιείται τόσο για την πόλη όσο και για τη χερσόνησο της

περιοχής της Λαμψάκου.

933. Πιτύειαν: ή Πιτυούσσα ή Πιτύουσα ή Πιτύεια ή Πιτύη. Παλαιότερο

όνομα της Λαμψάκου διὰ τὸ ἔχειν πίτυς πολλάς – σχόλια 1.934b Wendel,

την οποία αναφέρει και ο Όμηρος (Β 829). Κατά μια άλλη ερμηνεία

ονομάζεται έτσι επειδή είχε κρύψει εκεί ο Υρίξος κάποιο θησαυρό (πιτύη

στα θρακικά, βλ. ΢τέφ. Βυζ. στις λ. Λάμψακος και Πιτύεια). Ο ΢τράβων

504.13 ωστόσο σωστά φαίνεται να διακρίνει την Πίτυα ή Πιτύεια, την πόλη

της Σρωάδας στην Προποντίδα από την Πιτύεια ή Πιτυούσσα δηλ. τη

Λάμψακο, βλ. σχετικά Delage (1930) 91.

931-933: Και ο Απολλώνιος όπως και ο Καλλίμαχος είχαν ασχοληθεί με τη

γεωγραφία. Μαρτυρούνται ποιήματα για την ίδρυση της Καύνου, της

Ρόδου, της Κνίδου, της Ναυκράτεως και της Αλεξάνδρειας (Κτίσεις). Για το

ιδιαίτερο ενδιαφέρον των Αλεξανδρινών φιλολόγων για τη γεωγραφία,

βλ. ΢ιστάκου (2005), κυρίως 244-245, για τα Αργοναυτικά ως γεωγραφικό

έπος και τις διαφορές απολλώνειας και καλλιμάχειας «γεωγραφίας». Για

τον Απολλώνιο ειδικότερα Meyer (2001) και Hunter (1995). Για τις

144
γεωγραφικές πηγές του Απολλωνίου, βλ. Vian (1974) XXXVIII και (1987)

249-62, καθώς και Delage (1930) 277-81, Fraser (1972) I 627-8, Pearson (1938)

443-59. Οι Πτολεμαίοι είχαν σημαντικές εμπορικές σχέσεις με την

περιοχή, πρβ. Rostovtzeff (1941) 585-602.

934. διάνδιχα: Προβληματική είναι η συντακτική συσχέτιση του

συγκεκριμένου επιρρήματος. Κατά τους περισσότερους μελετητές το

διάνδιχα εδώ συντάσσεται ως επιρρηματικός προσδιορισμός στη

συνεκφορά νηὸς ἰούσης. O Mooney (1912) ad loc ως εκ τούτου μεταφράζει

«με δύο τρόπους», με πανιά και με κουπιά, άποψη που πειστικά απορρίπει

ο Delage (1930) 87, καθώς επισημαίνει πως η παρουσία του νότιου ανέμου

προώθησης του πλοίου συνεπάγεται πως δεν παρέστη ανάγκη για

κωπηλασία. Οι Ville de Mirmont και Hoelzlin θεωρούν ότι περιγράφει τη

διαφορετική πορεία του πλοίου ανάλογα με το αν ο άνεμος φυσά από

δεξιά ή από αριστερά. Ο Seaton (1892) 394 τέλος προτείνει μια πιο απλή

ερμηνεία: δηλώνεται απλά ότι το πλοίο πέρασε ανάμεσα από τις δύο

όχθες, ερμηνεία που φαίνεται αρκετά πειστική καθώς έχουμε να κάνουμε

με πορεία μέσα σε στενά. Από την άλλη οι Ardizzoni (1967) 223 και

Βασίλαρος (2004) 287 συμφωνούν με την ερμηνεία που προτείνει ο Fränkel

(1925) 489 εξξ., ο οποίος συντάσσει το διάνδιχα ως επιρρηματικό

προσδιορισμό του τρόπου στο πορφύροντα του επόμενου στίχου:

auseinander wallte im Wirbel der Hellespont den sie durcheilten

στηριγμένος κυρίως στο παράλληλο ἄνδιχα πορφύρουσαι στο 3.23.

936. νῆσος: Πρόκειται για χερσόνησο της Υρυγίας. Βλ. χάρτες στους

Delage (1930) 191, Vian (1974), Vian (1981), Hunter (1993α) xxxiv, Draeger

(1996) 1066, Glei-Natzel-Glei (1996), Green (1997). Πρβ. σχόλια 1.936-49a

Wendel και Delage (1930) 92-113. Οι ομοιότητες του κειμένου με την

145
ομηρική περιγραφή του νησιού Αστερίς (δ 844-7) (βλ. και παρακάτω λ.

ἀμφίδυμοι):

ἔστι δέ τις ν῅σος μέσσῃ ἁλὶ πετρήεσσα,

μεσσηγὺς Ἰθάκης τε ΢άμοιό τε παιπαλοέσσης,

Ἀστερίς, οὐ μεγάλη· λιμένες δ’ ἔνι ναύλοχοι αὐτῆ

ἀμφίδυμοι· τῆ τόν γε μένον λοχόωντες Ἀχαιοί.

και η χρήση της λέξης ν῅σος για να περιγράψει μια χερσόνησο αποτελεί

βασικό επιχείρημα των Bittlestone- Diggle- Underhill (2005) 510-12 για την

ταύτιση του νησιού Αστερίς με τη χερσόνησο του Αργοστολίου στην

Κεφαλληνία. Σο κατά πόσον η Κύζικος ήταν εξαρχής χερσόνησος έχει

προβληματίσει τους μελετητές από την αρχαιότητα ως σήμερα, πρβ.

Αναξιμένης της Λαμψάκου, ΢τράβ. 14.635, Πλίν. και Fron., οι οποίοι

υποστηρίζουν πως πρόκειται για νησί, ενώ ο ΢κύλαξ 94 GGM, o Μέλας

και ο ΢τέφανος για χερσόνησο, βλ. σχετικά και Mooney (1912) 128. Βλ.

επιπλέον Ruge, RE XII.1 (1925) 228-33, ο οποίος υποστηρίζει ότι πρόκειται

για χερσόνησο με ισθμό και Vian (1978α) 96-106. Βλ. επίσης σχετικά

Hasluck (1910). Ο Απολλώνιος υπαινίσσεται ίσως αυτόν τον

προβληματισμό με τη χρήση της λέξης ν῅σος, όπως επισημαίνει και η

τριάδα του Odysseus Unbound.

939. καταειμένος: Ο Ardizzoni (1967) 224-5 προτείνει με βάση κυρίως το

παράλληλο χωρίο 3.830 την ερμηνεία της λέξεως ως παράγωγης του

ρήματος καθίεμαι. Ψστόσο, πιο πειστική φαίνεται η ερμηνεία που

προσφέρουν τα σχόλια και η οποία παραπέμπει στη χρήση της λέξεως

στον Όμηρο και τους Ομηρικούς Ύμνους, δηλ. την παραγωγή της λέξεως

από το καταέννυμι- πρβ. ν 351, τ 431, Ύμν. Ερμ. 228, Ύμν. Απ.225, Ύμν.Αφρ.

285. Με αυτή τη σημασία η λέξη σημαίνει «σκεπασμένος από τη

θάλασσα». Δεν υπάρχει επίσης λόγος κατά την άποψή μας να

διορθώσουμε το καταειμένος των χειρογράφων σε καταειμένη, όπως κάνει

146
ο Vian (1974), έτσι ώστε η μετοχή να αναφέρεται στην ν῅σον, τη χερσόνησο

δηλ. της Κυζίκου, την οποία o Vian θεωρεί υποκείμενο ολόκληρης της

πρότασης. Σο καταειμένος έχει, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, αρκετά

ευανάγνωστα ομηρικά διακείμενα, διαθέτει άριστη χειρόγραφη παράδοση

και δεν δημιουργεί κανένα ερμηνευτικό πρόβλημα. Ο ποιητής επιλέγει να

δώσει έμφαση στον ισθμό, το επίπεδο του οποίου σε σχέση με τη θάλασσα

έχει ως αποτέλεσμα την κάλυψή του από τα νερά.

940. ἀμφίδυμοι: ομηρικό άπαξ λεγόμενο (δ 847) στην περιγραφή του

νησιού Αστερίς, στην οποία βασίζεται η περιγραφή εδώ. Απαντά στη

συνέχεια και στον Καλλίμαχο (απ.15 Pf.), ἀμφίδυμος Υαίηξ (για το λιμάνι

της Κέρκυρας), βλ. και Bittlestone-Diggle-Underhill (2005) 510-1.

Προβληματική είναι και πάλι η ερμηνεία της συγκεκριμένης λέξεως.

΢ύμφωνα με το δ 846-7 λιμένες δ΄ἔνι ναύλοχοι αὐτῆ | ἀμφίδυμοι, η λέξη

φαίνεται να δηλώνει πως ο ισθμός έχει δύο λιμάνια, μολονότι στον

Απολλώνιο δεν υπάρχει αναφορά της λέξεως λιμήν, αλλά της λέξεως

ἀκτ῅ς, η οποία ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιείται βραχυλογικά αντί του

λιμένος ἀκτή, βλ. σχετικά Ardizzoni (1967) 225-6. Η άλλη εκδοχή θέλει τον

ισθμό ή τη νήσο (βλ. σχόλιο α) να έχει δύο εισόδους. Βλ. και Rengakos

(1994), 48 εξξ., 155, 166. Πιο πειστική φαίνεται με βάση τη γεωγραφία της

περιοχής το ἀμφίδυμοι να δηλώνει το διπλό λιμάνι της χερσονήσου (Καλὸς

Λιμήν, Φυτὸς Λιμήν), που προκαλεί τρόπον τινά σύγχυση στους

Αργοναύτες, οι οποίοι κατά την δεύτερη απόβασή τους στην Κύζικο δεν

αντιλαμβάνονται πως βρίσκονται στη χώρα των Δολιόνων. Η σύγχυση

αυτή των Αργοναυτών ως dramatis personae φαίνεται να προοικονομείται

εδώ από την σύγχυση των αναγνωστών του έπους, καθώς οι γεωγραφικές

πληροφορίες που παρέχονται είναι αρκετά ασαφείς ώστε να γίνονται

αινιγματικές. Πρβ. και Vian (1978α) 96-106.

147
940: Η χωροθέτηση των Γηγενών και των Δολιόνων στην περιοχή της

Κυζίκου αντικατοπτρίζει εν πολλοίς την διαδεδομένη στην αρχαία σκέψη

συσχέτιση των ορέων με άγριες ή ημιάγριες καταστάσεις και της

θαλάσσης και της πεδιάδας με την καλλιέργεια της γης και τον

πολιτισμό.

943. Γηγενέες: Γίγαντες, υπερφυσικά όντα, κατώτερα ιεραρχικά από τους

θεούς που γεννήθηκαν ίσως από το αίμα του ευνουχισμένου Ουρανού.

Κατά τον μύθο οι Γίγαντες προσπαθούν να εμποδίσουν την προσάραξη

της Αργούς στην περιοχή, με το να μπαζώνουν με βράχια τις εκβολές του

Ρύνδακα ποταμού. Όμως η Κόρη, θεά – προστάτιδα της περιοχής,

κατασκευάζει με τα βράχια αυτά ένα νησί, στο οποίο αργότερα δόθηκε το

όνομα του Πελασγού Βέσβικου, όπου και σκοτώνει με τη συνδρομή του

Ηρακλή τους Γίγαντες (Αγαθοκλής FGr Hist 472 F2, Ηρόδωρος FGrHist 31

F7, ΢τέφανος Βυζάντιος στη λ. Βέσβικος, σχόλια 1.936-949 και 987a

Wendel). Βλ. και Vian (1951) 14-25.

947. Δολίονες: θρακικό φύλο, πρβ. ΢τράβ. 12.4.4 και 14.5.23, Εκ. Μιλ. FGrH

1 F 219. Βλ. και Branscome (2006). Η φιλόλογος υποστηρίζει ότι στο

συγκεκριμένο επεισόδιο υπάρχουν απηχήσεις του Ομήρου, και ο λαός των

Δολιόνων παραλληλίζεται με τον λαό των Υαιάκων, και ειδικότερα ο

βασιλιάς τους Κύζικος με τον Αλκίνοο.

949. Κύζικος: τοπικός ήρωας και επώνυμος άρχοντας της πόλης, ο άδικος

θάνατος του οποίου έδωσε τροφή στη λογοτεχνική παραγωγή των

ελληνιστικών χρόνων. Ο Απολλώνιος εδώ φαίνεται να αντλεί από το

Φρονικό της Κυζίκου, του οποίου συντάκτης θεωρείται ο Δηίοχος (σχόλια

1.1037-38b Wendel). Ο Κύζικος είναι εγγονός του θεού Απόλλωνα ή κατά

άλλη εκδοχή του μύθου γιος του θεού (Κόνων FGrHist 26 F1 *41+ 3. Μητέρα

148
του είναι η Αινήτη, κόρη του βασιλιά της Θράκης ή κατ΄άλλη εκδοχή η

Ευάνθεια (σχόλια 1.936-49p). Τπάρχουν τρεις βασικές μυθικές

εναλλακτικές αναφορικά με τους απογόνους του Κυζίκου. Κατά τον

Απολλώνιο ο βασιλιάς σκοτώνεται νέος και άκληρος, ενώ κατά τον

Νεάνθη (FGrHist 84 F11) είναι ο πατέρας ενός γιου με το ίδιο όνομα. ΢τον

Τγίνο (16) τέλος συναντούμε την εκδοχή σύμφωνα με την οποία ο Κύζικος

υπήρξε πατέρας πολλών αρσενικών απογόνων.

Κατά τον Απολλώνιο, σύζυγος του Κυζίκου είναι η Κλείτη, την οποία

πρόσφατα, κατά τον δραματικό χρόνο του έπους, είχε νυμφευθεί ο

Κύζικος, ενώ κατά άλλη μυθική εκδοχή ο Κύζικος ήταν μνηστευμένος με

την κόρη του βασιλιά Πίασου, τη Λάρισα. Όσον αφορά στον θάνατο της

Κλείτης, ο μύθος θέλει τη νιόπαντρη κόρη να ξεφεύγει της προσοχής των

δούλων και να κρεμιέται σε ένα δέντρο μέσα στην θλίψη της για τον

θάνατο του Κυζίκου (Ευφορίων απόσπ. 7 Powell, σχόλια 1.1063). Ο

Απολλώνιος φαίνεται να δέχεται αυτήν την εκδοχή της αυτοκτονίας,

χωρίς ωστόσο να δίνει λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο απαγχονισμού

της νεαρής βασίλισσας. ΢ύμφωνα με τον Jackson (1997) 48-54, η

αυτοκτονία της Κλείτης σχετίζεται άμεσα με την αυτοκτονία της

Βυβλίδος, η οποία αυτοκτόνησε ερωτευμένη με τον δίδυμο αδελφό της,

Καύνο, στη Μίλητο, επεισόδιο που ο Απολλώνιος πιθανώς είχε διηγηθεί

στην «Καύνου κτίσιν».

΢την παλαιότερη μυθική παράδοση οι Δολίονες αρχικά είναι ένας

πολεμοχαρής λαός, όπως άλλωστε και ο βασιλιάς τους. Επιτίθενται χωρίς

να δείχνουν διάθεση φιλοξενίας, όπως συμβαίνει στην απολλώνεια

εκδοχή, ενάντια στο αγκυροβολημένο πλοίο και έτσι σκοτώνεται ο

Κύζικος (Έφορος FrGrHist 70 F 61, Κόνων FGrHist 26 F1 *41+ 4). ΢ύμφωνα

όμως με την εκδοχή των Ορφικών Αργοναυτικών ο Κύζικος σκοτώνεται

149
κατά λάθος από τον Ηρακλή κατά τη σύγκρουση Γιγάντων και

Αργοναυτών.

954. Θρηικίοις: επικός τύπος με το ι βραχύ (Ιλ. Β 595, Δ 533). Μακρό στον

στ.24 Καλλιόπη Θρήικι φατίζεται εὐνηθεῖσα.

Καλὸς δὲ Λιμὴν: Oι Mooney, Fränkel και Vian ακολουθούν τον Merkel και

το θεωρούν κύριο όνομα, ενώ οι Ardizzoni (1967) 226-7 και ο Delage (1930)

99 θεωρούν ότι το Καλὸς αποτελεί απλό επιθετικό προσδιορισμό. Θα

συμφωνήσουμε με τον Clauss (1993) 158, σημ. 23 ότι η χρήση κυρίων

ονομάτων για τους επόμενους σταθμούς συνηγορεί υπέρ της πρώτης

άποψης. Βλ. και Οδ. ζ 263 καλὸς δὲ λιμήν.

957. κρήνῃ ὑπ’ Ἀρτακίῃ: πρβ. Οδ. κ 107-8. ΢την Αρτακία πηγή ο

Οδυσσέας με τους συντρόφους του συναντά την κόρη του βασιλιά των

Λαιστρυγόνων που τους οδηγεί στο βασιλιά πατέρα της. Ο Όμηρος τους

περιγράφει ως οὐκ ἄνδρεσσιν ἐοικότες, ἀλλὰ Γίγασιν (κ 120). Πρβ. Vian

(1951). Ο Delage (1930) 100-101 παρατηρεί ότι η αναφορά της Αρτακίης

προετοιμάζει για την επίθεση των Γηγενών στους οποίους αναφέρθηκε ο

Απολλώνιος νωρίτερα. Βλ. σχετικά και Clauss (1993) 160.

960. Ἰησονίης: Βλ. επίσης 988, 1148. Ο τύπος αυτός συνήθως δηλώνει

πατρωνυμικό.

963. ἐυξείνως ἀρέσαντο: O Levin (1971) 92 πιστεύει ότι ο Κύζικος

παραβιάζει τους κανόνες ευγενείας: η παράθεση γεύματος προηγείται

των ερωτήσεων σε επισκέπτες. O Vian (1974) 350, ωστόσο, θεωρεί ότι, για

τα Αργοναυτικά τουλάχιστον, αυτός είναι ο κανόνας. Η φιλοξενία (η λέξη

ξένος σημαίνει «άγνωστος» αλλά και «φιλοξενούμενος») μπορεί να

150
αποδειχθεί πολύ επικίνδυνη (όπως στην χαρακτηριστή περίπτωση του

Μενέλαου). ΢υνήθως ωστόσο λειτουργεί ως η απαρχή ισχυρής φιλίας που

κληροδοτείται και στις επόμενες γενιές και παγιώνει δεσμούς

επικοινωνίας ανάμεσα σε οίκους (βλ. το παράδειγμα του Γλαύκου και του

Διομήδη). Η αρνητική έκβαση του συνολικού επεισοδίου προοικονομείται

από τις πρώτες ήδη σκηνές, όπου ο Κύζικος προτάσσοντας του γεύματος

την ερώτηση σχετικά με την προέλευση των Αργοναυτών παραβιάζει,

όπως έχει ήδη επισημάνει ο Levin, το τυπικό των σκηνών φιλοξενίας.

969: φάτις: ΢ύμφωνα με τον χρησμό, όπως αποκαλύπτεται στο

συγκεκριμένο χωρίο, ο Κύζικος πρέπει να υποδεχτεί τους Αργοναύτες ως

ξένους και να τους παράσχει την νενομισμένη κατά το ελληνικό έθος

φιλοξενία. Όπως όμως συχνά συμβαίνει με τους χρησμούς στην ελληνική

λογοτεχνία, η ερμηνεία τους οδηγεί τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες σε

σφάλματα, πολλές φορές τραγικά και μοιραία. Πρβ. το exemplum par

excellence, δηλ. τον Οιδίποδα Σύραννο του ΢οφοκλή. ΢υχνά δηλ. στην

περίπτωση χρησμοδοτήσεων έχουμε το εξής δομικό σχήμα:

α.γνωστοποίηση χρησμού και ερμηνεία του. β. υπακοή στον χρησμό και

ως εκ τούτου επιλογή μιας συγκεκριμένης πορείας δράσης. Πίστη πως

μετά την παραπάνω επιλογή αποσοβείται η αρνητική έκβαση του

χρησμού. γ. εκπλήρωση του χρησμού και διαπίστωση εκ του

αποτελέσματος πως το στάδιο β δεν τελεσφόρησε. Σο συγκεκριμένο

δομικό σχήμα εμφανίζεται και εδώ καθώς α.ο Κύζικος πληροφορείται τον

σχετικό χρησμό και αναλόγως τον επεξεργάζεται, όπως τουλάχιστον μας

πληροφορεί ο Απολλώνιος: δεν θα πρέπει να επιτεθεί σε πλοίο που θα

αγκυροβολήσει σε λιμάνι της περιοχής του. β. επιλογή σχεδίου δράσης: ο

Κύζικος πράγματι φιλοξενεί τους Αργοναύτες πιστεύοντας πως έχει

τηρήσει τις εντολές του χρησμού. γ. Εκ του αποτελέσματος διαπίστωση

πως το β. δεν αποτελούσε το τέλος των συνεπειών του χρησμού. Ο

151
Κύζικος δηλ. ,πιστεύοντας πως είχε πλέον απαλλαγεί από την ανάγκη

συμμόρφωσης με τον χρησμό μετά την φιλοξενία των Αργοναυτων,

επιτίθεται σ΄αυτούς κατά τη δεύτερη απόβασή τους στο νησί και

σκοτώνεται. Η τήρηση του χρησμού και σε αυτήν ακόμη τη δεύτερη

περίπτωση θα απέτρεπε τον θάνατο του κεντρικού πρωταγωνιστή.

Σέτοιες περιπτώσεις οδήγησαν συχνά την αρχαία σκέψη στη διατύπωση

απόψεων σχετικά με τη χρησιμότητα ή μη της μαντικής με

χαρακτηριστικό παράδειγμα την ευσύνοπτη και περιεκτική διατύπωση

του Κικέρωνα στο De divinatione 2.7: Quid ergo adiuvat divinatio?

972-975. που: Ο Απολλώνιος χρησιμοποιεί συχνά το μόριο που (interactive

particle Cuypers 2005 35, βλ. και πιο πάνω στ.636), το οποίο δεν απαντά

στον Όμηρο σε αφηγηματικά μέρη, για να σημειώσει τον υποθετικό

χαρακτήρα κάποιων δηλώσεων του αφηγητή σχετικά με τα γεγονότα που

αφηγείται.

974-75: ἀκήρατος ἦεν ἄκοιτις ὠδίνων: η γέννηση παιδιών είναι το

ανάλογο- ισοδύναμο της αριστείας των ανδρών στον πόλεμο. Οι πόνοι της

γέννας παραλληλίζονται με τα βάσανα στο πεδίο της μάχης στον

Ευριπίδη, Μήδεια 248-251.

976. ἐυπλόκαμος: ομηρικό επίθετο, βλ. ε 58. Ο πλόκαμος (<πλέκω) είναι

μια πλεγμένη μπούκλα, βλ. Ξ 175-7. Φαρακτηρίζει κατά κύριο λόγο τη

μινωική-μυκηναϊκή τέχνη, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπεται εντελώς

κατά τους επόμενους αιώνες, πρβ. S. Marinatos, «Kleidung, Haar und

Battracht», Arch.Hom. B 1 εξξ. Έμφαση δίνεται εδώ, όπως συχνά στο έπος,

στην εξωτερική ομορφιά της γυναικείας ηρωίδας, ενώ τα επίθετα που

προσδιορίζουν αρσενικούς χαρακτήρες αφορούν κυρίως στην επική και

πολιτική τους δράση.

152
977. ἕδνοισιν: Επική λέξη. Πρόκειται για τα δώρα που προσφέρει ο

γαμπρός στην οικογένεια της νύφης, ενώ αντιθέτως η προίκα της νύφης

καλείται προὶξ ή φερνή. Έτσι και εδώ το ἕδνοισιν δηλώνει τα δώρα γάμου

που προσέφερε ο Κύζικος για τη σύζυγό του. Έμφαση δίνει ο Απολλώνιος

στην σπουδαιότητα των δώρων αυτών που καταδεικνύει και ενισχύει

περαιτέρω την ομορφιά της Κλείτης. Βλ. σχετικά Finley (1955), Lacey (1966)

Snodgrass (1974) 115-119,121 , Perysinakis (1991).

984: Ο Κύζικος φαίνεται να έχει ένα έλλειμμα αναφορικά με τη

γεωγραφία της περιοχής, καθώς, όπως δηλώνουν οι στίχοι, αδυνατεί να

δώσει τις σχετικές πληροφορίες στους Αργοναύτες, οι οποίοι επιθυμούν

διακαώς να τις αποκτήσουν (ἐελδομένοισι). Η άγνοια αυτή του Κυζίκου

και των Αργοναυτών έρχεται σε αντίθεση με την ευρυμάθεια του

Απολλώνιου που είναι αποτέλεσμα εντατικής γεωγραφικής μελέτης. Σο

γεωγραφικό ενδιαφέρον στην περίοδο αυτή παρουσιάζεται ιδιαίτερα

ενισχυμένο, καθώς με τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου αυξήθηκαν οι

γεωγραφικές γνώσεις, οι οποίες συνεπάγονταν την σύνταξη

ακριβέστερων χαρτών. Οι Αργοναύτες οδηγούνται λοιπόν, εξαιτίας της

άγνοιας του Κυζίκου, στην αυτοψία. Η άγνοια, ωστόσο, αυτή του Κυζίκου

αντιτίθεται στην ευρυμάθεια των ελληνιστικών ποιητών και το αυξημένο

λόγιο ενδιαφέρον της εποχής για την γεωγραφία, όπως σημειώσαμε πιο

πάνω, βλ. σχετικά και ΢ιστάκου (2005) και Meyer (2001). Υαίνεται να

λειτουργεί ωστόσο ως δραματικό τέχνασμα του ποιητή για να

κινητοποιησει τους Αργοναύτες και να τους οδηγήσει στη γεωγραφική

αυτοψία.

991. πόντιον οἷά τε θῆρα λοχώμενοι ἔνδον ἐόντα: Ο Clauss (1993) 160

αντιπαραβάλλει το χωρίο που περιγράφει τη σφαγή των ανδρών του

153
Οδυσσέα από τους Λαιστρυγόνες (κ 124): ἰχθῦς δ’ ὣς πείροντες ἀτερπέα

δαῖτα φέροντο.

996: Η Ήρα είναι η θεά προστάτιδα του Ιάσονα ενώ παράλληλα

λειτουργεί ως η άσπονδη εχθρός του Ηρακλή (από το όνομα της οποίας

ετυμολογείται και το όνομά του: όφειλε το κλέος του στην Ήρα, βλ. Et.M.

s.v. Ἡρακλῆς (Gaisford) και O’Hara (1996) 28, 34) πριν ακόμη αυτός

γεννηθεί (Ιλ. Σ 95-133). Η Ήρα με το να προστατεύει εδώ τον Ιάσονα και

με το να θέτει παράλληλα εμπόδια στον Ηρακλή εμφανώς δημιουργεί

προσκόμματα στην εξέλιξη της επικής δράσης.

1015-18: η έμφαση που δίδει ο Απολλώνιος στη λεπτομέρεια της

συμπεριφοράς των ανέμων λειτουργεί κατά τον Hurst (1964) 232-7 ως μέσο

για να καταστεί αληθοφανής και πραγματική η κατά τα άλλα μυθική

αφήγηση του επεισοδίου των Δολιόνων.

1018: Υαίνεται πως στο χωρίο αυτό ο Απολλώνιος εκμεταλλεύεται την

αμφισημία της λέξεως ξένος, δηλ. α. φιλοξενούμενος β. ξένος, αλλότριος:

Ίσως αυτό εξηγεί και την εμφατική αναδίπλωση τους ἐυξείνοισι στον

συγκεκριμένο στίχο. Οι Αργοναύτες απολαμβάνουν όλες τις

νενομισμένες προσφορές ως «ξένοι» (=φιλοξενούμενοι), αλλά, λόγω

καιρικών συνθηκών αποδεικνύονται στο τέλος του επεισοδίου «ξένοι»,

αλλότριοι, εχθροί μη μπορώντας να αντιληφθούν την ταυτότητα των

Δολιόνων. Η αδυναμία επίσης των Δολιόνων να αντιληφθούν τους

Αργοναύτες ως «ξένους», δηλ. ως φιλοξενούμενους και η ως εκ τούτου

αντιμετώπισή τους ως «ξένους», δηλ. ως εχθρούς αποτελεί και το μοιραίο

σφάλμα τους.

154
1021-2: κανείς τους δεν κατάλαβε πως ήταν το ίδιο νησί. Ο χρησμός πρέπει

να εκπληρωθεί και ως εκ τούτου η όποια ναυτική εμπειρία των

Αργοναυτών καθώς και η γνώση της προγενέστερης αυτοψίας

αναστέλλεται.

1025. τεύχεα δύντες: το σκοτάδι σε συνδυασμό με την πολεμική ένδυση

ορθολογιστικά δικαιολογούν την αδυναμία αναγνώρισης της νήσου.

Ψστόσο το βαθύτερο αίτιο του περιστατικού αυτού έγκειται στην ανάγκη

πλήρωσης του χρησμού.

1026 εξξ.: Υαίνεται πως έχουμε να κάνουμε με μια παρωδία της ομηρικής

μάχης, καθώς κανείς από τους δύο εμπλεκόμενους δεν την επιθυμεί, βλ.

Effe (2001) 164, Knight (1995) 84 εξξ, Goldhill 1991 317 εξξ, Hunter (1993a) 43

(subversion of the ethos of heroic fight). Ψστόσο, παραδοσιακά τυπική

φαίνεται να είναι η περιγραφή του θανάτου του Κυζίκου στα χέρια του

Ιάσονα. Ο αφηγηματικός φακός του Απολλωνίου εστιάζει στο χτύπημα

στη μέση του στήθους του Κυζίκου και ακολουθεί μια παραστατική

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο σπάει το κόκκαλο και ο ήρωας

σωριάζεται στην άμμο. Παρά τον ελληνιστικό εξανθρωπισμό του

απολλώνειου έπους σε σχέση με το ομηρικό πρότυπό του, ο Opelt (1978)

170-90 σωστά επεσήμανε πως τόσο στον Απολλώνιο όσο και στον Όμηρο

η γλωσσική ποικιλία των όρων που περιγράφουν επίθεση-επιθετικά

αισθήματα είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τους όρους που

χρησιμοποιούνται για την αναφορά στον έρωτα και στην φιλία. Σο

συγκεκριμένο χωρίο θα μπορούσε επίσης να αναγνωστεί ως μια ειρωνική

αντιστροφή παραδοσιακών ομηρικών μαχών. Ο Ιάσονας, ο οποίος, όπως

έχουμε ήδη επισημάνει προωθεί την επική δράση με κύριο όπλο τη

γοητεία του ως άνδρα, στην πρώτη πραγματική του δοκιμασία στο πεδίο

της μάχης διαπρέπει σκοτώνοντας έναν φίλο και όχι έναν εχθρό από

155
λάθος. Η χρήση του ομηρικού λεκτικού στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα

επιτείνει την ειρωνική διάσταση της περιγραφής του «κατορθώματος».

1030-1036: Ο άτυχος, νεαρός Κύζικος μοιάζει με τον νεαρό, αμήχανο

Ιάσονα και μπορούμε να υποθέσουμε ότι λόγω του νεαρού της ηλικίας του

δεν έχει, όπως και ο Ιάσονας, μεγάλη εμπειρία στη μάχη. Ο Απολλώνιος

ως εκ τούτου δεν αναφέρει τίποτε σχετικά με τις πολεμικές του εμπειρίες.

Υαίνεται πως έχουμε εδώ το γνωστό από την Ιλιάδα δομικό σχήμα,

σύμφωνα με το οποίο ένας ήρωας σκοτώνει κάποιον άλλο που

περιγράφεται παρόμοια με τον δράστη του φόνου και ο οποίος μπορεί να

θεωρηθεί ως το επικό αντίγραφό του (the Double). Επίσης μπορεί να

ανιχνευθεί εδω το μοτίβο του ήρωα που σκοτώνει κάποιον φίλο του ή

γνωστό, εξαιτίας της αδυναμίας του να αντιληφθεί την πραγματική

ταυτότητά του, βλ. Goldhill (1991) 317. Ο θάνατος του Κυζίκου, πέρα από

τις όποιες αρνητικές του συνδηλώσεις σε συναισθηματικό επίπεδο,

συνεπάγεται στο πολιτικό επίπεδο την εξαφάνιση του οίκου και της

δυναστείας, καθώς, όπως εμφατικά δηλώνει ο Απολλώνιος, σε αντίθεση

προς τις άλλες εκδοχές της μυθικής παράδοσης, ο νεαρός βασιλιάς

πεθαίνει άκληρος (στ.973). Όπως είδαμε σχετικά και στο επεισόδιο της

Τψιπύλης, ο επικός ποιητής καταδεικνύει εμφανώς και συχνά τις

πολιτικές συνέπειες της επικής δράσης που αφηγείται.

1035-36. μοῖραν: Ίσως εκφράζεται εδώ μια γνωστή στωική ιδέα ότι ο κάθε

άνθρωπος έχει ένα πεπρωμένο που δεν μπορεί να αποφύγει. Η έννοια της

μοίρας εμφανίζεται στο έπος του Απολλωνίου, λειτουργώντας, ωστόσο,

αρκετές φορές ως επικό υποκατάστατο της διαδεδομένης και βαθιά

ριζωμένης στον ελληνιστικό κόσμο πίστης στη Σύχη. Η ελληνιστική

θεότητα, η οποία παρουσιάζεται εξαιρετικά ισχυρή τόσο σε ιστορικές

πηγές της ελληνιστικής περιόδου (Δημήτριος Υαληρεύς) όσο και στο

156
αγαπημένο ελληνιστικό λογοτεχνικό είδος, το μυθιστόρημα, απουσιάζει

εντελώς από τον επικό μηχανισμό όχι μόνο του Απολλωνίου, αλλά και

των υπόλοιπων επικών ποιητών της ελληνιστικής περιόδου (στον Νόννο,

ωστόσο, απαντά μόνο τρεις φορές). Η απουσία της Σύχης από το επικό

είδος οφείλεται σε ειδολογικούς λόγους: τόσο ο Απολλώνιος, όσο και οι

λοιποί επικοί ποιητές, φαίνεται να μιμούνται εδώ τον Όμηρο, τον «ιδρυτή»

του επικού είδους, από τον οποίο απουσιάζει η έννοια της Σύχης.

Αντίθετα στα ομηρικά έπη, στα οποία υπάρχει λειτουργικός μηχανισμός

Ολύμπιων θεών, σημαντική είναι η θέση της μοίρας. ΢τα πλαίσια λοιπόν

της παραπάνω ειδολογικής αυτοσυνειδησίας, ο Απολλώνιος εδραιώνει

ένα Ολύμπιο πάνθεον και δίνει στην μοίρα λειτουργίες, οι οποίες

κάλλιστα θα μπορούσαν να αποδοθούν στην Σύχη (πρβ. Fränkel (1952) 152

και Hunter (1995) 25-27).

1040-1047: η καταλογική μορφή του χωρίου παραπέμπει στις περιλήψεις

μαχών στον Όμηρο. Ερώτημα της σχετικής βιβλιογραφίας για το χωρίο

αυτό αποτελεί το αν τα ονόματα των Δολιόνων που αναφέρονται στον

κατάλογο είναι αληθινά, ανταποκρίνονται δηλ. σε πραγματικά πρόσωπα

ή αποτελούν επινοήσεις του επικού ποιητή, που μιμείται κατά αυτόν τον

τρόπο τα ομηρικά του διακείμενα, βλ. Goldhill (1991) 317-8. Σα ρήματα που

δηλώνουν την πράξη του φόνου παραλλάσσονται έντεχνα σύμφωνα με

την ομηρική τεχνική (ποικιλία στην επιλογή των ρημάτων). Πρβ. και Ιλ. Ζ

29-36, Ξ 511-522, Ο 328- 42 καθώς και Ε 37-84, Π 306-50 (εκτενέστεροι

κατάλογοι).

1049-1050: Οι Δολίονες στα πλαίσια μιας επικής παρομοίωσης

παρουσιάζονται να υποχωρούν ως περιστέρια (πέλειαι) μπροστά στους

απειλητικούς Αργοναύτες οι οποίοι παρομοιάζονται με γεράκια (κίρκοι).

΢το συγκεκριμένο χωρίο έχουμε την τυπική για την αρχαία ελληνική και

157
λατινική λογοτεχνία παρομοίωση σύμφωνα με την οποία

αντιπαρατίθενται ως εχθρικά μεταξύ τους πτηνά, το περιστέρι από τη μια

και το γεράκι από την άλλη, βλ. Οράτ. Carm. 1.37.17-18 με Nisbet-Hubbard

(1970) ad loc. Βλ. επίσης Clausen (1994) 272. Ψστόσο η παρομοίωση πέρα

από την τυπική της λειτουργία φαίνεται να ενισχύει την ποιητολογική

ανάγνωση του χωρίου. Σο περιστέρι, πέλειαι, αποτελεί παραδοσιακό

σύμβολο του genus tenue, δηλ. κυρίως της ελεγείας και της λυρικής

ποίησης με ερωτική θεματική. Από την άλλη το αρπακτικό γεράκι

εμφανώς συμβολοποιεί την επική διάσταση της μάχης, το ίδιο το έπος ως

genre. Κάτω από αυτή την οπτική οι Αργοναύτες ταυτίζονται εδώ

εμφανώς με το επικό σύμβολο και αντιπαρατίθενται με το σύμβολο του

ελεγειακού κόσμου, δηλ.το περιστέρι. Με τον τρόπο αυτό καταφάσκεται ο

επικός χαρακτήρας της δράσης, η επιστροφή δηλ.των Αργοναυτών στην

παραδοσιακή επική τους λειτουργία και η απομάκρυνσή τους από την

ελεγειακή ερωτική διάσταση των προηγούμενων επεισοδίων, όπου το

ερωτικό συναίσθημα κυριαρχεί. Η ειδολογική αυτή μετακίνηση προς τον

επικό κώδικα ενισχύεται υφολογικά και από την υιοθέτηση του επικού

ομηρικού τύπου ὑπέτρεσαν (Ο 636, Ρ 275, 587, Η 217) και μάλιστα στην ίδια

μετρική θέση με το ομηρικό διακείμενο. Ακόμα μια φορά διαπιστώνουμε

την αφηγηματική συνήθεια του Απολλωνίου να καταδεικνύει μέσω της

αφηγηματικής ομοιότητας την επική διάσταση της ιστορίας του.

1054: ΢τους συγκεκριμένους στίχους έχουμε την αποκάλυψη της αλήθειας

με την έλευση του φωτός. Οι Δολίονες και οι Αργοναύτες, κατ΄αρχάς φίλοι

και στη συνέχεια εχθροί λόγω της παρέμβασης του σκότους και της

Σύχης, γίνονται ξανά φίλοι (δομική κυκλικότητα) και θρηνούν μαζί για

τους νεκρούς τους. Δύο βασικά μοτίβα της αρχαίας ελληνικής σκέψης

λειτουργούν ως μοχλοί της αφηγηματικής εξέλιξης στο χωρίο. Η

παραδοσιακή δηλ. αντίθεση ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, γνωστή

158
κυρίως από το τραγικό είδος, και η παρέμβαση της Σύχης, της

θεοποιημένης δηλ. έννοιας του ελληνιστικού κόσμου και κατά συνέπεια

της ελληνιστικής λογοτεχνίας, συνυφαίνονται εδώ για να καταδείξουν το

αβέβαιον των ανθρώπινων πραγμάτων.

1061. ἣ θέμις: Οι στίχοι αυτοί αποτελούν παραλλαγή ανάλογων επικών

αποδόσεων τιμών σε νεκρούς. Δεν φαίνεται να δηλώνεται εδώ (ἣ θέμις

ἐστίν) κάποια τυπική συμπεριφορά στην απόδοση τιμών για τον θάνατο

ενός πολεμιστή εξαιτίας κάποιου λάθους και μάλιστα από φίλο (ξένος),

όπως εμφανώς προκύπτει από την επική αφήγηση. Για τον λόγο αυτό δεν

φαίνεται πειστικός ο προβληματισμός του Goldhill (1991) 318-9, ο οποίος

στο σχετικό χωρίο σχολιάζει ως εξής: ‘as if there were a model for the

proper or usual behaviour in such circumstances’. Ενώ στον επικό κόσμο του

Ομήρου ανάλογες σκηνές απόδοσης τιμών υιοθετούνται στην περίπτωση

νεκρών που με ηρωικό τρόπο χάνουν τη ζωή τους στα πλαίσια ενός

πραγματικού πολέμου (πρβ. το exemplum par excellence, δηλ. τον θάνατο

του Πατρόκλου, Χ), εδώ οι συγκεκριμένες τιμές αποδίδονται με ειρωνικό

ίσως τρόπο σε έναν νεκρό που έχασε τη ζωή του από ένα λάθος.

1062. τόδε σῆμα: Ακόμη ένα αίτιο, βλ. επίσης Παπαγγελής (1994) 243,

σημ.84: «Η παλινδρόμηση αυτή του Απολλωνίου ανάμεσα στο απώτερο

παρελθόν, στο δραματικό χρόνο της αφήγησης και στο παρόν του

αφηγούμενου Απολλώνιου είναι μια καθαρά ακαδημαϊκή και αχρονική

σύλληψη του κόσμου ως βιβλιοθήκης. Σα αιτιολογικά μέρη της αφήγησης

έχουν προοπτική φορά καθώς προαναγγέλλουν γεγονότα, φαινόμενα και

τελετουργικές πρακτικές της εποχής του Απολλωνίου». Ο όρος σ῅μα

λειτουργεί στην απολλώνεια αφήγηση διαδραστικά καθώς απηχεί

εμμέσως την φωνή (voice) του παντογνώστη αφηγητή και επισημαίνει

στον αναγνώστη την αλήθεια των λεγομένων. Ο όρος σ῅μα δηλ., ενώ για

159
τη γλώσσα του έπους λειτουργεί ως λεκτικό ισοδύναμο του μνήματος, για

τη μεταγλώσσα της επικής αφήγησης λειτουργεί ως δείκτης της αλήθειας

του αιτίου. Πρβ. και Hunter (2001) 112-13.

1065. ἁψαμένη βρόχον αὐχένι: Η Κλείτη αυτοκτονεί μετά τον θάνατο

του αγαπημένου της συζύγου. Ανάλογες μυθικές περιπτώσεις γυναικών

που αυτοκτονούν μετά τον θάνατο ενός αρσενικού μέλους του οίκου τους,

κατά κύριο λόγο του συζύγου τους, είναι η Αλκυόνη, η Κλεοπάτρα, η

Δηιάνειρα, η Ευάδνη, η Τλονόμη, η Λαοδάμεια (ο πατέρας της οποίας,

Άκαστος, συμμετέχει στην Αργοναυτική εκστρατεία και στη συμπλοκή

στην Κύζικο) μετά τον θάνατο του Πρωτεσίλαου (Ιλ. Β 699-702), η

Μάρπησσα, η Οινώνη, η Πολυδώρα και η Πολυμήδη. Πρβ. και το

επίγραμμα του Καλλίμαχου για την αυτοκτονία της Βασιλώς (20 Pf).

Αξίζει να παρατηρηθεί ότι είναι εξαιρετικά σπάνιο στην κλασική

λογοτεχνία να συναντήσει κανείς έναν άνδρα που να αυτοκτονεί εξαιτίας

του θανάτου κάποιας γυναίκας, πρβ. Loraux (1995) 61. Η πράξη αυτή της

Κλείτης έρχεται σε εμφανή αντίθεση προς τη συμπεριφορά των Λημνίων

γυναικών οι οποίες δεν καταφεύγουν στην αυτοκτονία, αλλά δολοφονούν

τους συζύγους τους και τα υπόλοιπα αρσενικά μέλη της κοινότητας. Βλ.

επίσης Seaford (1987) 118-21, Loraux (1995) 71-73.

βρόχον: όπως παρατηρεί η Loraux (2002) 58 «ένας άνδρας, ακόμη κι αν

είχε αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο, δεν κρεμιέται ποτέ (...). Αντίθετα, η

γυναίκα έχει δικαίωμα επιλογής: είτε να γυρέψει στον κόμπο ενός

σχοινιού ένα πολύ θηλυκό τέλος, είτε να αρπάξει το ξίφος, κλέβοντας από

τους άνδρες τον θάνατό τους». Πρόκειται για το βασικό τρόπο

αυτοκτονίας στη μυθολογία ίσως και λόγω του γεγονότος ότι μπορεί να

πραγματοποιηθεί άμεσα με τη χρήση της γυναικείας ζώνης.

160
1066. Νύμφαι … ἀλσηίδες: Οι ελληνιστικοί ποιητές προτιμούν επίθετα

νυμφών σε –άς η –ίς, πρβ. Αλεξ. Αιτ. 3.22 Powell, Καλλίμ. Εκάλ. 4.109, 256.

Αλκ. Μεσσ. Α.Πλ. 226.6, ΠΑ 9.327.Ι (Ερμοκρέων), 329.Ι (Λεωνίδ.Σαραντ.),

823.6 (*Πλάτων+). Ανών. SH 1022 με ιδιαίτερη προτίμηση στα δρυάς και

Ναΐς. Η φροντίδα νεκρών συγκαταλέγεται στα καθήκοντα των νυμφών,

βλ. Ιλ. Ζ 419-20 (Ηετίων), Βίων 19, Βεργ. Ecl. 5.20-1 (Δάφνις), Οβ. Met. 6.394

(Μαρσύας, Ορφέας ΙΙ. 48-9), ΢ίλ.Ιταλ. 1.156, Υιλόστρ. Εικ. 2.4.3 (Ιππόλυτος).

Νέστ. ΠΑ 9.129.5. Από τις Μεταμορφώσεις του Νέστορα). Εδώ ο

Απολλώνιος παρουσιάζει τις νύμφες των δασών να θρηνούν για τον χαμό

της Κλείτης, καθώς αυτό εξυπηρετεί το αίτιό του. Οι νύμφες δηλ. των

δασών θρηνούν και από τα δάκρυά τους σχηματίζεται μία πηγή μες το

δάσος. Για τις Νύμφες βλ. Sourvinou-Inwood (2005) 103-105 με περαιτέρω

βιβλιογραφία.

1067. χεῦαν: η διόρθωση του Fränkel (1961) σε χεύατο φαίνεται περιττή. Ο

τύπος χεῦαν στηρίζεται από το σύνολο της χειρόγραφης παράδοσης και η

σύνταξη του στίχου, όπως παρατηρεί σωστά ο Βασίλαρος (2004) ad loc, δεν

δημιουργεί κανένα πρόβλημα, αν εννοήσουμε ως υποκείμενο του χεῦαν

το Νύμφαι και το οἱ το θεωρήσουμε δοτική χαριστική αναφερόμενο στην

Κλείτη. Αν, ωστόσο, αποδεχτούμε τη διόρθωση του Fränkel, τότε θα

πρέπει να αποδώσουμε τη δημιουργία της πηγής στα δάκρυα της Κλείτης

και όχι στα δάκρυα των Νυμφών, όπως δέχεται ο Ardizzoni (1970) 37-42,

εκδοχή του μύθου που συναντάμε στα Ορφικά Αργοναυτικά 594- 600. ΢την

τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, το οἱ είναι γενική κτητική, στην

παγιωμένη δηλ. επική της χρήση.

1067-8. δάκρυα... κρήνην: Σα νερά των πηγών ως δάκρυα, μοτίβο που

απαντά κυρίως στο μεταθεοκρίτειο βουκολικό είδος, πρβ. και Άδ. 34 καὶ

παγαὶ τὸν Ἄδωνιν ἐν ὤρεσι δακρύοντι και *Μόσχ.+ 3.29 Κρανίδες ὠδύραντο,

161
καὶ ὕδατα δάκρυα γέντο. Επίσης Οβ. Met. I 584 fletibus auget aquas και

11.47-8 lacrimis quoque flumina dicunt/ increvisse suis. Βλ. επίσης Ιλ. Ψ 602-

17, ΢οφ. Αντιγ. 823-33, Καλλίμ. Εκάλη 2.22-4 για την μεταμόρφωση της

Νιόβης σε βράχο από όπου συνεχίζουν να κυλούν τα δάκρυά της και

Sourvinou-Inwood (2005) 314. Σο παραπάνω απολλώνειο αίτιο σχετικά με

την δημιουργία μίας πηγής με το όνομα της Κλείτης υποστηρίζεται επίσης

και από τους Νεάνθη από την Κύζικο - FGrH 84 F 12. και Δείλοχο από την

Κύζικο - FGrH 471F 10. Ο Παρθένιος ωστόσο, μολονότι κάνει λόγο για την

αυτοκτονία της Κλείτης δεν αναφέρεται καθόλου στο αίτιο της σχετικής

πηγής. Βλ. επίσης Moscati Castelnuovo (1999) 170-5, 163-177.

1068. θεαί: Οι νύμφες δεν ήταν, αθάνατες, αλλά μακρόβιες, πρβ. Ύμν.

Ομηρ. εις Δήμ. 257. Η αναφορά στις νύμφες, τις κατεξοχήν δηλ. θεότητες

του βουκολικού χώρου και προστάτριες της βουκολικής ποίησης, σε

συνδυασμό με την υιοθέτηση βουκολικών μοτίβων, όπως ήδη σημειώσαμε

πιο πάνω στην περίπτωση της κρήνης που προκύπτει από δάκρυα,

ενισχύουν τον βουκολικό από ειδολογικής άποψης χαρακτήρα του χωρίου

και προετοιμάζουν τον αναγνώστη για την ιστορία του Ύλα, δηλ. ενός

επεισοδίου γνωστού κατά κύριο λόγο από το βουκολικό είδος.

1077. πελανοὺς: εδώ το αλεύρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή

του πλακοῦντος (ή πελάνου): γλύκισμα από αλεύρι, μέλι και λάδι που

προσφέρεται στους θεούς ως χοή. Η λέξη μετασχηματίστηκε

σημασιολογικά, ωστόσο, και κατέληξε να δηλώνει την χρηματική αμοιβή

που προσέφερε κανείς στο μαντείο των Δελφών για να του δοθεί χρησμός,

βλ. Flacelière (1965) 39.

1079-1080: Η φρικαλεότητα του εγκλήματος τονίζεται εδώ από την

αγριότητα των φυσικών φαινομένων που ακολουθούν. Πρβ. και Williams

162
(1989) 213. Η φύση αντιδρά με τον τρόπο αυτό στο αποτρόπαιο έγκλημα.

Πρόκειται ίσως για μια μορφή της pathetic fallacy, του τυπικού δηλ.

μοτίβου που θέλει τη φύση να συμμετέχει με την αντίδρασή της σε κάθε

είδους ανθρώπινη δραστηριότητα. Δεν είναι ίσως τυχαίο πως και το

μοτίβο αυτό αποτελεί κατ΄εξοχήν ειδολογικό σήμα του βουκολικού είδους

και προετοιμάζει, λειτουργώντας ενισχυτικά απλά και μόνο, με τα

παραπάνω βουκολικά μοτίβα, όπως τα σχολιάσαμε, την αναγνωστική

υποδοχή του τμήματος της αφήγησης που αναφέρεται στον Ύλα.

1084-1102. πωτᾶτ’ ἀλκυονὶς...: περίπτωση οιωνοσκοπίας. Οι οιωνοί πρέπει

να ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα για να τους παρατηρήσει κανείς. Σο

παράξενο εδώ συνίσταται στο νυχτερινό πέταγμα της Αλκυόνης ενώ δεν

είναι νυχτοπούλι. ΢ύμφωνα με τον μύθο, στην περίπτωση της Αλκυόνης

έχουμε ακόμα μια φορά το παράδειγμα μιας συζύγου που αυτοκτονεί

μετά τον θάνατο του αγαπημένου της άνδρα (ψευδο-Aπολλόδ. Βιβλ. 1. 7.

3-4., Τγίν. Fab. 65, Oβ. Met. XI 410-748): η ιστορία της Αλκυόνης κατά

συνέπεια συνδέεται τρόπον τινα με την κεντρική αυτοκτονία του

επεισοδίου, δηλ. την αυτοχειρία της Κλείτης μετά τον θάνατο του

Κυζίκου. Για το πουλί ἀλκυόνη βλ. Thompson (1936) 47.

ἀλκυονὶς: η Αλκυονίς και ο σύζυγός της Κήυκας μεταμορφώθηκαν σε

πουλιά ως αποτέλεσμα της οργής των θεών. Ο Δίας, ωστόσο, νιώθοντας

οίκτο για τη μεταμορφωμένη σε πτηνό Αλκυόνη διέταξε τον περιορισμό

των ανέμων για δεκατέσσερις μέρες κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, έτσι

ώστε το πουλί να μπορεί να ολοκληρώσει την επώαση των αβγών του.

Ακριβώς λοιπόν επειδή οι αλκυονίδες μέρες συνδυάζονται με τον καλό

καιρό, ο Θεόκριτος στο προγραμματικό έβδομο Ειδύλλιο, Θαλύσια, την

παρουσιάζει ως προάγγελο καλού καιρού και κατά συνέπεια καλού

163
ταξιδιού, βλ. σχετικά και Hunter (1999) ad loc. Ανάλογη λειτουργία

φαίνεται να έχει και εδώ.

Μόψος: όνομα που υιοθετεί αργότερα από τον Απολλώνιο ο Βεργίλιος

στην πέμπτη Εκλογή, πρβ. Clausen (1994) 155.

1088. θεὸς: Τπάρχει διαφωνία ανάμεσα στους μελετητές σχετικά με την

ταυτότητα του θεού που είναι υπεύθυνος για τον οιωνό της Αλκυόνης.

Κάποιοι προχωρούν σε συγκεκριμένες ταυτίσεις (κατά τους Vian (1974) 37

εξξ. και Levin (1971) 105, σημ. 5. πρόκειται για τη Ρέα. Ο Fränkel (1968) 132

θεωρεί ότι η θεός είναι η Ήρα), ενώ για άλλους η απουσία συγκεκριμένου

θεϊκού ονόματος έχει συγκεκριμένο δραματικό ή αφηγηματικό βάρος

(Feeney (1991) 88-9, Ηunter (1993) 82-3, (1989) 156 ad 540-4). Περισσότερο

πειστική φαίνεται η ερμηνεία του Hunter, ο οποίος ερμηνεύει με

αφηγηματολογικούς όρους το παραπάνω επεισόδιο και διακρίνει στην

έλλειψη συγκεκριμένου θεϊκού ονόματος την επιθυμία του Απολλωνίου

να τοποθετήσει το αναγνωστικό του κοινό στο ίδιο επίπεδο αφηγηματικής

εστίασης με αυτό των κεντρικών ηρώων, των Αργοναυτών.

1089. ἀφλάστοιο: Πρόκειται για την καμπύλη πρύμνη πλοίου με τα

στολίδια που βρίσκονται πάνω σε αυτήν, «κοράκι της πρύμνης». Πρβ.

σχετικά Ησ. τὸ ἀκροστόλιον, τὸ ἄκρον τ῅ς πρύμνης ἀποτεταμένον εἰς ὕψος,

Ευστ. 6, 1039 τὸ ἐπὶ πρύμνης ἀνατεταμένον εἰς ὕψος... ὄπισθεν τοῦ

κυβερνήτου᾿. Πρβ. επίσης και Casson (1971) 86 σημ.49, 110, Morrison-

Williams (1968) 47, 133 και Lehmann (1969). Για αναπαραστάσεις πλοίων

στην τέχνη στους: Gray, «Seewesen» Arch.Hom. G, Marinatos (1933), Kirk

(1949) 116-7.

164
1092. τόδ’ ἱερὸν: οι Wifstrand (1929) 5 εξξ. και Fränkel (1961 και 1968, 136

σημ. 299) διορθώνουν σε τόδε ῥίον, καθώς οι Αργοναύτες δεν είχαν ιδρύσει

ακόμη το ιερό της θεάς. Ψστόσο πιστεύουμε πως, εφόσον η γραφή

διαθέτει πολύ καλή χειρόγραφη παράδοση και δεν δημιουργεί κανένα

μετρικό πρόβλημα, πρέπει να διατηρηθεί. Ο αφηγητής Απολλώνιος

φαίνεται να κινείται εδώ ακόμη μία φορά ανάμεσα στον δραματικό χρόνο

και τον χρόνο της αφήγησης. Σο ἱερὸν εδώ λειτουργεί προληπτικά για

τους Αργοναύτες, αλλά αναφέρεται σε πραγματικό οικοδόμημα για τους

αναγνώστες. Ο Απολλώνιος, δηλ. με άλλα λόγια, φαίνεται να

χρησιμοποιεί ως δεδομένη για τον δραματικό χρόνο μια παγιωμένη

πληροφορία, την οποία διαθέτει ο αναγνώστης του. Πειστική φαίνεται

επίσης η άποψη του Vian (1974) 101 σημ.4 πως το ἱερὸν εδώ δεν δηλώνει

ένα οικοδόμημα, αλλά απλώς την ιερότητα του χώρου που ήταν ήδη

αφιερωμένος στη Ρέα. Και σ΄αυτή την περίπτωση θα μπορούσαμε να

δούμε ένα παιχνίδι ανάμεσα σε μια αντίληψη για έναν ιερό χώρο που

έχουν οι Αργοναύτες και την γνώση για ένα πραγματικό ιερό που έχει ο

αναγνώστης.

1094. Μητέρα: η Ρέα ή η Κυβέλη, γνωστή επίσης και ως Μήτηρ ὀρείη ή πιο

συγκεκριμένα Μήτηρ Δινδυμήνη, Μήτηρ ΢ιπυλήνη, Μήτηρ Ιδαία κ.ά. Ο

Ηρόδοτος αναφέρει πως λατρευόταν στην Κύζικο (4.76). Βλ. Burkert (1985)

177-179. ΢ύμφωνα με τον Krevelen (1954) 75-82, o Απολλώνιος λειτουργεί

εδώ τρόπον τινα ως προπαγανδιστής των προσπαθειών του Πτολεμαίου

΢ωτήρα σχετικά με την διάδοση της λατρείας της Κυβέλης στην

Αλεξάνδρεια. Η Williams (1997) 5-28 συσχετίζει την λειτουργία της

Κυβέλης του επεισοδίου της Κυζίκου (1.936-1158) με την Aφροδίτη. Σο

επεισόδιο της Κυζίκου δηλαδή λειτουργεί ως το πρότυπο του Βεργιλίου για

την αφήγηση της δεύτερης παραμονής των Σρώων στη ΢ικελία στο

πέμπτο βιβλίο της Αινειάδας.

165
1099. πεπείρανται: Ορθώς διορθώνει ο Koechly (1838) σε πεπείρανται. Ο

τύπος πεπείρηται είναι αμάρτυρος, μολονότι το σύνολο της χειρόγραφης

παράδοσης στο σημείο αυτό παραδίδει τον συγκεκριμένο τύπο. Ψστόσο, οι

γλώσσες των χειρογράφων L,G και P, όπως κατέδειξε ο Wendel, 97 και 402,

αποτελούν ερμηνείες του τύπου πεπείρανται. Για τους παραπάνω λόγους

συμφωνούμε με τη διόρθωση, η οποία γίνεται αποδεκτή και από το

μεγαλύτερο μέρος των σύγχρονων εκδοτών.

1110. Λιμένα Θρηίκιον: Προβληματισμό προκάλεσε ο προσδιορισμός

Θρηίκιος για το λιμάνι της Κυζίκου, καθώς το τελευταίο δεν βρίσκεται στη

Θράκη. Σα σχόλια προσφέρουν δύο εναλλακτικές ερμηνείες : 1. ο λιμένας

σχετίζεται με τη Θράκη γιατί βρίσκεται στην Υρυγία, η οποία γειτνιάζει

με τη Βιθυνία, οι κάτοικοι της οποίας είναι και Θράκες. 2. επειδή θρακικά

φύλα κατώκησαν την Κύζικο, πρβ. σχόλια. O Hasluck (1910) 5, ωστόσο, το

εξηγεί με βάση το ότι σύχναζαν στο λιμάνι έμποροι από το Βυζάντιο και

θρακικά λιμάνια. Θα μπορούσε να δει κανείς εδώ την ευρύτερη

γεωγραφική απροσδιοριστία που χαρακτηρίζει την ελληνιστική

λογοτεχνία, στην οποία συχνά διαπιστώνουμε γεωγραφικά σφάλματα ή

την χρήση ενός γεωγραφικού όρου με μικρότερο εύρος για να περιγράψει

ένα ευρύτερο γεωγραφικό διαμέρισμα. Ψστόσο αυτή η εναλλακτική

φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τη γενικότερη γεωγραφική

ευρυμάθεια του Απολλωνίου. Η αφηγηματική αυτή συνήθεια, που

υιοθετήθηκε και από τους Ρωμαίους ποιητές, μπορεί ίσως να διαπιστωθεί

και στο παραπάνω χωρίο.

1112. Μακριάδες: Πρόκειται για υψώματα στη χώρα των Μακριέων, δηλ.,

κατά τα σχόλια, των Μακρώνων, των αποίκων των Ευβοέων. Κατά τον

Walther (1890/1) 46 βρίσκονται στη Θράκη. Ο Delage, όμως, με βάση την

166
προβληματική που θα εκθέσουμε στο επόμενο σχόλιο, τοποθετεί τα

υψώματα αυτά στην ασιατική ακτή της Προποντίδας.

1112-13: πᾶσα περαίη Θρηικίης: προβληματική φαίνεται η σύνταξη του

χωρίου και κατά συνέπεια και η ερμηνεία του. Σο βασικό ερώτημα

σχετίζεται με το συντακτικό ρόλο της γενικής Θρηικίης, η οποία θα

μπορούσε να συνταχθεί είτε ως γενική διαιρετική από το π᾵σα είτε ως

γενική επεξηγηματική από το περαίη. ΢την πρώτη περίπτωση, π᾵σα

Θρηικίης περαίη, το περαίη λειτουργεί ως επιρρηματικό κατηγορούμενο

του τόπου και η συνεκφορά έχει την ακόλουθη σημασία: όλη η χώρα της

Θράκης που βρίσκεται απέναντι, δηλ. απέναντι από την Κύζικο. ΢τη

δεύτερη περίπτωση, όπου το π᾵σα λειτουργεί απλώς ως κατηγορηματικός

προσδιορισμός στη συνεκφορά περαίη Θρηικίης, σημαίνει «όλη η χώρα

που βρίσκεται απέναντι από τη Θράκη». Ο Delage (1930) 104-106

υποστηρίζει τη δεύτερη αυτή εκδοχή, καθώς από την κορυφή του

Δινδύμου, ανατολικά ή δυτικά της Κυζίκου, θα αντίκρυζαν οι Αργοναύτες

την ασιατική ακτή. Με βάση την οπτική του Delage, το Θρηίκιον λιμάνι πιο

πάνω θα μπορούσε να σημαίνει το λιμάνι που αντικρύζει τη Θράκη, σε

αντίθεση προς την θέα που έχουν τώρα οι Αργοναύτες πάνω στο Δίνδυμο,

δηλ. την απέναντι από τη Θράκη ασιατική ακτή.

1114-5. κολῶναι Μύσιαι: οι πιο ψηλές κορυφές της περιοχής της Μυσίας.

1115- 1116. Ἀδρηστείης: πρόκειται για όνομα τόσο μιας πόλης όσο και

μιας πεδιάδας της περιοχής, δυτικά της Κυζίκου και του ποταμού

Αισήπου. ΢ύμφωνα με τον ΢τράβωνα 503.16 εξξ., η πόλη βρίσκεται

ανάμεσα στο Πάριον και την Πρίαπο, κοντά στις όχθες του Γρανικού

ποταμού, τοποθετεί δηλ. τόσο την πεδιάδα όσο και την πόλη στο ίδιο

γεωγραφικό σημείο. Ο Hasluck (1910) 95-7 τοποθετεί την πόλη κοντά στο

167
σημερινό Bighashehr. Σην πεδιάδα, ωστόσο, ο Απολλώνιος την ονομάζει

Νηπήιον πεδίον. Ο συνδυασμός της πόλης Αδράστειας με την πεδιάδα που

ονομάζεται Νηπήιον πεδίον εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Καλλίμαχο,

(Ἑκάλη) και σωστά, όπως παρατηρεί ο Delage, ο Απολλώνιος φαίνεται να

υιοθετεί εδώ την παραπάνω γεωγραφική συσχέτιση του Καλλίμαχου. Όσο

για τον ποταμό Αίσηπο, πρέπει να σημειώσουμε πως μαζί με τον Γρανικό

ποταμό εκβάλλουν στον κόλπο που σχηματίζεται στα βόρεια της αρχαίας

πόλης της Πριάπου στην περιοχή της Προποντίδας.

1116. πεδίον Νηπήιον: πρβ. ΢τράβ. 503, 11. Σα σχόλια παραπέμπουν, στην

Ἑκάλη του Καλλίμαχου, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, (απ. 116 Hollis,

299 Pf.): Νηπείης ἥ τ’ἄργος, ἀοίδιμος Ἀδρήστεια.

1118: γεράνδρυον: το όνομα γεράνδρυον μπορεί να έχει τη θέση τόσο

επιθέτου («παλαιός») όσο και ουσιαστικού (με τη σημασία «το παλιό

δένδρο», «το παλιό κλήμα» εδώ). ΢ε κάθε περίπτωση, ωστόσο, είτε έχουμε

να κάνουμε με επιθετικό προσδιορισμό (επίθετο) είτε με παράθεση

(ουσιαστικό), το όνομα δηλώνει την ηλικία του κλήματος. Σο πρόχνυ

λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού από την

επιρρηματική έννοια που εμπεριέχει το επίθετο γεράνδρυον. Όπως σωστά

παρατηρεί o Ardizzoni (1967) 245, η σημασία αυτή του πρόχνυ προήλθε

από ανάλογα ομηρικά χωρία (Θ 460, ξ 69). Πρέπει να σημειώσουμε ότι και

στις δύο παραπάνω ομηρικές περιπτώσεις το πρόχνυ συνοδεύει

επιρρηματικά εκφράσεις που δηλώνουν καταστροφή, κυρίως με το ρήμα

ὄλλυμαι, ἀπόλλυμαι. Ανάλογη λειτουργία φαίνεται να έχει το επίρρημα

εδώ, καθώς δηλώνει το ολοκληρωτικό ξερίζωμα (καταστροφή) του

κλήματος. Για το πρόχνυ με τη σημασία του πάνυ βλ. και Rengakos (1994)

135-6.

168
1120. εὐκόσμως: Έμφαση δίνει ο Απολλώνιος με το επίρρημα εὐκόσμως

στην καλλιτεχνική ποιότητα του ξοάνου. Φαρακτηριστικό της

ελληνιστικής ποίησης είναι η έμφαση που δίνεται πολλές φορές εν είδει

προγραμματικών ποιητικών δηλώσεων στην καλλιτεχνική τελειότητα

ενός έργου τέχνης, που συχνά συμβολοποιεί την αισθητική ποιότητα του

λογοτεχνικού κειμένου, το οποίο επαινεί την καλλιτεχνική του αρτιότητα.

Φαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας προγραμματικής λειτουργίας

αποτελεί το κισσύβιον του πρώτου θεοκρίτειου Eιδυλλίου, η καλλιτεχνική

αρτιότητα του οποίου λειτουργεί ως ποιητολογικό σύμβολο της

καλλιτεχνικής αρτιότητας του ίδιου του βουκολικού Ειδυλλίου, βλ. Hunter

(1999), 60 εξξ., Μανακίδου (1993) 51-83. Ο Άργος λοιπόν εὐκόσμως σμιλεύει

το ξόανο της θεάς και ο Απολλώνιος εὐκόσμως συνθέτει την αφήγησή του

για το καλλιτεχνικό αυτό σμίλευμα.

1124 δρυΐνοισι: η δρυς είναι το ιερό δένδρο της Κυβέλης.

1125-1126: Ακόλουθοι της θεάς Κυβέλης είναι οι Γάλλοι. Όπως ορθά

παρατηρεί ο Hunter (2005) 659 «με τις τελετές προς τιμήν της Δινδυμηνής

Μητέρας οι Αργοναύτες ή τουλάχιστον ένας απ’ αυτούς γίνονται οι

πρώτοι Γάλλοι». Σο επεισόδιο αυτό λειτουργεί ως το ελληνικό πρότυπο

για το carmen 63 του Κατούλλου βλ. σχετικά Fantuzzi- Hunter (2005) 659

εξξ. Για τους Γάλλους ειδικά βλ. Lane (1996) 117-34.

1126: Ο Σιτίας και ο Κύλληνος ήταν οι αρχηγοί των Δακτύλων, συνοδών

της Μεγάλης Μητέρας. Πρόκειται για μυθικά όντα που συνδέονται με το

όρος Ίδη, στη Υρυγία και σχετίζονται με την επεξεργασία μετάλλων και

τη μαγεία. Ήταν δέκα σαν τα δάκτυλα των χεριών (πρβ. ΢οφ. Κωφοί

απ.364-66 Radt και Υερεκύδης FGrHist 3 F 47). Για την ονομασία Δάκτυλοι

υπάρχουν αρκετές διαφορετικές εξηγήσεις: σύμφωνα με την πρώτη

169
εναλλακτική, η μητέρα τους Αγχιάλη άρπαξε τη γη με τα δάκτυλα των

χεριών της από τους πόνους της γέννας. Κατά μία άλλη εκδοχή, η

Αγχιάλη δεν ήταν μητέρα τους, αλλά τροφός τους, η οποία κατ΄εντολή

του Δία έλαβε χώμα από το όρος Ίδη, το οποίο έριξε προς τα πίσω και έτσι

γεννήθηκαν οι Ιδαίοι Δάκτυλοι. ΢ύμφωνα με άλλη εκδοχή, η ονομασία

Δάκτυλοι προήλθε από τον αριθμό τους, επειδή ήταν πέντε ή δέκα.

΢ύμφωνα τέλος με την τρίτη εκδοχή, η ονομασία προήλθε από το γεγονός

ότι βοηθούσαν τη Ρέα όπως τα δάκτυλα βοηθούν το χέρι. Ο Απολλώνιος

φαίνεται να προτάσσει εδώ την πρώτη ερμηνεία. Κατά τον Ελλάνικο

(FGrHist 4 F89), η ονομασία Ιδαίοι Δάκτυλοι οφείλεται από τη μια στον

τόπο της συνάντησής τους με τη Ρέα, που τοποθετείται στην Ίδη της

Υρυγίας, και από την άλλη στο γεγονός ότι ακούμπησαν τα δάκτυλα της

θεότητας. Ο Wilamowitz εξηγεί το Ἰδαῖοι ως «κάτοικοι των δασών» (ἴδαι).

Κατά τον αρχαίο Μνασέα ονομάστηκαν έτσι λόγω της μητέρας τους, Ίδας,

και του πατέρα τους, Δάκτυλου. Για τους Δακτύλους βλ. ΢τησίμβροτος

107, απ.12b Jacoby, Ελλάνικος 4 απ.89 Jacoby, Μνασ. απ.26 Müller,

Διόδωρος V 64.3 και σχόλια ad loc (Wendel).

1131. Οἰαξίδος: πόλη της Κρήτης δίπλα σε ομώνυμο ποτάμι, πρβ. Βεργ.

Ecl. Ι.66. Ο Clausen, ωστόσο, στο υπόμνημά του ad loc, δεν αποδέχεται τη

συσχέτιση του Oaxen της πρώτης Εκλογής με ομώνυμο ποτάμι της

Κρήτης.

1134–1138: ένας αποτροπαϊκός χορός, πρβ. Vian (1974) 35, με σκοπό να

εμποδίσει να ακουστούν οι θρηνητικές κραυγές για τον Κύζικο κατά τη

διάρκεια της θυσίας. Η κλαγγή των ασπίδων και των σπαθιών θα καλύψει

τον θρήνο για τον Κύζικο. Ενδιαφέρων φαίνεται ο παραλληλισμός του

Fränkel (1968) 133 εξξ. με το επεισόδιο των ΢ειρήνων (Aργ. 4.908-911), με

τον Ορφέα να καλύπτει με τη λύρα του το άσμα των ΢ειρήνων. Η

170
περιγραφή της οργιαστικής λατρείας της Κυβέλης που σκοπό έχει στον

χρόνο του δράματος να απομακρύνει από τους Αργοναύτες τους θρήνους

της κηδείας, ως αφηγηματικό τμήμα του έπους σκοπό έχει να

απομακρύνει τον αναγνώστη από τη ζοφερή ατμόσφαιρα του θρήνου για

τον Κύζικο σε πιο ευχάριστες νότες, όπως αποκαλύπτονται κυρίως πιο

κάτω με την περιγραφή του συνδρόμου της Φρυσής Εποχής. Αυτή

εκδηλώνεται με τους τυπικούς μοτιβιστικούς τόπους της αυτόματης

βουκολικής ευτοπίας και της εξημέρωσης των άγριων ζώων.

1144. θῆρες: στη ζωφόρο του θησαυρού των ΢ιφνίων στους Δελφούς (525

π.Φ.) εικονίζεται η Κυβέλη να μάχεται εναντίον των Γιγάντων πάνω σε

άρμα που το σέρνουν λιοντάρια· τόσο η βουκολική ευτοπία όσο και η

εξημέρωση των άγριων ζώων αποτελούν και αυτά τυπικά στοιχεία της

βουκολικής ἁσυχίας και λειτουργούν ως μεταβατικός σύνδεσμος στο

επόμενο επεισόδιο του βουκολικού Ύλα. ΢το συγκεκριμένο χωρίο έχουμε

το μοτίβο της pathetic fallacy ή «συμπάθειας των όλων». Για μια

αναλυτική μελέτη του μοτίβου αυτού στο απολλώνειο έπος, βλ. Fern{ndez

Contreras (1995) 63-70.

1146. ὕδατι ναῖε: την εναλλακτική γραφή ναῖεν μας την παραδίδουν τα

περισσότερα χειρόγραφα, ενώ η γραφή ν᾵ε, που έχουν αποδεχτεί οι

περισσότεροι σύγχρονοι εκδότες, στηρίζεται σε διόρθωση του κώδικα Ε.

Ψστόσο, το βασικό ομηρικό πρότυπο για τη διόρθωση σε ν᾵ε, Οδ. ι 222,

παρουσιάζει κειμενικές δυσκολίες. ΢την περίπτωση μάλιστα αυτή οι

περισσότεροι εκδότες έχουν δεχτεί την εναλλακτική γραφή ναίων αντί για

νάων. ΢ε όλες τις άλλες περιπτώσεις που το νάω απαντά στον Όμηρο

(κυλώ, πηγάζω, τρέχω, βλ. Υ 197, ζ 292, Αργ. 4.1300), έχει το α βραχύ και

όχι μακρό όπως εδώ. Εφόσον λοιπόν το μεγαλύτερο μέρος της

χειρόγραφης παράδοσης παραδίδει την εναλλακτική ναῖε και εφόσον, αν

171
δεχτούμε την άποψη των περισσότερων σύγχρονων εκδοτών ότι στο Οδ. ι

22 διαβάζουμε ναίων με τη σημασία «έρρεαν», τότε δεν έχουμε κανένα

λόγο να απορρίψουμε τη γραφή. Βλ. και Rengakos (1993) 101-2.

1150. οὔρεσιν Ἂρκτων: ποιητικός πληθυντικός αντί του οὔρεϊ Ἄρκτων.

1151 εξξ.: παννυχίδα για εξευμενισμό και τιμή της Ρέας. Βλ. σχετικά Vian

(1974) 266, Fränkel (1968) 135-40.

1153. ἔρις: οι ανταγωνιστικές αξίες του επικού κώδικα επανέρχονται μετά

το αίτιο για την ίδρυση του ιερού της Ρέας. Η ανταγωνιστική αυτή επική

διάσταση αποκρυσταλλώνεται εδώ στην άμιλλα των κωπηλατών για το

ποιος θα φανεί περισσότερο ακούραστος. Ψστόσο, ο ανταγωνισμός αυτός

εντάσσεται σε έναν ευρύτερο κοινό σκοπό, δηλ. την απομάκρυνση από

την Κύζικο και την συνέχιση του ταξιδιού και του έπους.

1158. Ποσειδάωνος... ἀελλόποδες … ἵπποι: για τα άλογα του Ποσειδώνα

πρβ. Ιλ. Ν 23-31. Βλ. επίσης ομηρ. Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 217 ἵπποισιν

ἀελλοπόδεσσιν.

1165. Ρυνδακίδας προχοὰς: σύμφωνα με τον ΢τράβωνα 4. 71.51, 4.92.39

και 45, 4.93 34 ο ποταμός αυτός εκπηγάζει από τη μικρή Υρυγία, στα

βόρεια του όρους Δινδύμου, με κύριους παραποτάμους του τον Μάκεστο,

τον Σάρσιο και τον Οδρυσσέα. Πρόκειται για τον σημερινό ποταμό

Άταρνο ή Loupad ή Ouloupad. Βλ. επίσης και Delage (1930)114.

1164-6: Πλέουν έξω από τις ακτές της Υρυγίας κατά μήκος της ΝΑ ακτής

της Προποντίδας, στην οποία χύνεται ο ποταμός Ρύνδακος, που χωρίζει

τη Υρυγία από τη Μυσία.

172
1165. Αἰγαίωνος: ο Αιγαίων ήταν Εκατόγχειρας, τον οποίο τιμώρησε ο

Ποσειδώνας καταποντίζοντάς τον. Σο σημείο αυτό καλείται ἠρίον

Αἰγαίωνος. Πρβ. Ιλ. Α 396-406. Βλ. και σχόλια 1. 1165 Wendel.

1167. τέτρηχα: Ανώμαλος παρακείμενος του ταράσσω, οι ελληνιστικοί

ποιητές το θεωρούν ομόρριζο του τρηχύς.

1168. ἆξεν ἐρετμόν: Όπως ήδη σχολιάσαμε και αλλού ο Ηρακλής

συμβολοποιεί στο απολλώνειο έπος τις παραδοσιακές επικές αξίες. Είναι

αυτός ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με τον ερωτικό ελεγειακό ήρωα

Ιάσονα και αυτός που θυμίζει σε στιγμές αντιηρωικής εκτροπής του

απολλώνειου έπους την οδό της επικής αλήθειας. Ο επικός ήρωας λοιπόν

χαρακτηρίζεται από υπερβολική δύναμη, η οποία, ωστόσο,

σημασιοδοτείται θετικά, καταξιώνεται απόλυτα στα πλαίσια της επικής

αφήγησης. Τπερβολική δύναμη διακρίνουμε και στην περίπτωση του

Ηρακλή, η οποία, ωστόσο, δεν οδηγεί στο ποθητό αποτέλεσμα και

σημασιοδοτείται ως εκ τούτου αρνητικά. Ο Ηρακλής εδώ είναι τόσο

δυνατός σε βαθμό που σπάει το κουπί του. Με αυτό τον τρόπο, ωστόσο,

αναστέλλει ως ένα σημείο την εξέλιξη του ταξιδιού και κατά συνέπεια

την εξέλιξη της επικής δράσης, του ίδιου του έπους. Ο φορέας δηλ. με

άλλα λόγια των παραδοσιακών επικών αξιών, ο κατεξοχήν επικός ήρωας,

αναστέλλει την εξέλιξη της επικής δράσης και τούτο προοικονομεί αυτό

που θα συμβεί αργότερα: ο επικός Ηρακλής θα ξεχάσει την επική του

ταυτότητα και ως άλλος ελεγειακός εραστής θα παραδοθεί στην

απόγνωση του έρωτα. Αυτό για το οποίο κατηγόρησε τον Ιάσονα θα το

βιώσει στη συνέχεια και ο ίδιος. Επιπλέον η υπερβολική αυτή δύναμη του

Ηρακλή, που τον κάνει να σπάει το κουπί, λειτουργεί ενισχυτικά προς την

ειδολογική απομάκρυνση του ήρωα από το έπος, την ειδολογική του

173
γειτνίαση με το κωμικό είδος. Ο Ηρακλής στην αρχαία λογοτεχνία έχει

τόσο επική όσο και κωμική υπόσταση. Η τελευταία σχετίζεται κυρίως με

την εικόνα του αδηφάγου όπως παρουσιάζεται ανάμεσα σε άλλα στους

Ὄρνιθες του Αριστοφάνη (για τον κωμικό χαρακτήρα του Ηρακλή στον

Αριστοφάνη, τον Ευριπίδη και τον Απολλώνιο Ρόδιο, βλ. κυρίως Pike

(1980) 37-44). Ο Απολλώνιος φαίνεται εδώ να αναδεικνύει την κωμική

αυτή ποιότητα του Ηρακλή χωρίς, ωστόσο, να αναφέρεται στην γνωστή

του παγιωμένη κωμική εικόνα ως φαγά. Σο κωμικό εδώ δηλώνεται με τον

φαρσικό χαρακτήρα του σπασίματος του κουπιού. Ο Ηρακλής είναι σαν

ένας γίγαντας, που μη μπορώντας να συγκρατήσει τη δύναμή του,

προκαλεί το γέλιο, ενώ αργότερα, ως εραστής που δεν μπορεί να

συγκρατήσει τον πόθο του για τον ερώμενο, θα προκαλέσει την ίδια

συγκίνηση που προκαλούν οι ποιητές της ρωμαϊκής κυρίως ελεγείας.

Σο κουπί σπάει επίσης, γιατί ο Ηρακλής δεν κωπηλατεί με τον ίδιο ρυθμό

με τους άλλους ούτε με την ίδια δύναμη. Και επειδή η κωπηλασία είναι

ομαδική δραστηριότητα, όταν κάποιος λειτουργεί διαφορετικά από τους

άλλους, έστω κι αν είναι καλύτερος/δυνατότερος, το αποτέλεσμα δεν

μπορεί παρά να είναι αρνητικό. Ο Ηρακλής πληρώνει για το ότι είναι ο

μόνος πραγματικός επικός ήρωας (ντροπή vs. ενοχή).

1171. παπταίνων: κοιτάζω ολόγυρα. Για να δηλώσει ψυχική ταραχή. Βλ.

και πιο πάνω σχετικό σχόλιο (ad 631).

1172- 1176: εικόνα καθημερινής ζωής που έρχεται σε αντίθεση με την κάθε

άλλο παρά συνηθισμένη κατάσταση των Αργοναυτών. Η παρομοίωση,

ωστόσο, αυτή με τον περιβολάρη ή τον γεωργό που πεινασμένος

καταριέται την κοιλιά του αποτελεί κωμική εικόνα, η οποία φαίνεται να

υπαινίσσεται την γνωστή κωμική αδυναμία του Ηρακλή, χωρίς, ωστόσο,

να αποδίδεται άμεσα σε αυτόν. ΢ε κάθε περίπτωση όμως η παρομοίωση

174
φαίνεται να ενισχύει την κωμική εκτροπή που ήδη επισημάναμε στην

περίπτωση του σπασμένου κουπιού. Επιλέον ενισχύει την βουκολική

εκτροπή του χωρίου.

1172-8: ΢ε αντίθεση με τον Θεόκριτο που σφάλλει όταν τοποθετεί την

έλευση των Αργοναυτών στην περιοχή της Κίου το φθινόπωρο, ανάλογο

σφάλμα δεν απαντούμε στον Απολλώνιο, κάτι που καταδεικνύει ίσως

ακόμη περισσότερο τον ακαδημαϊκό λογιοτατισμό του. Σο γεγονός ότι

στον Θεόκριτο οι Αργοναύτες προσορμίζονται στην Προποντίδα και πιο

συγκεκριμένα στην Κίο την στιγμή που τα βόδια οργώνουν τη γη

λειτουργεί, όπως πειστικά παρατηρεί ο Hunter (1999) 274, ως χρονολογική

ένδειξη, τοποθετεί δηλ. την έλευση των Αργοναυτών στην περιοχή το

φθινόπωρο. Ψστόσο, όπως γνωρίζουμε από άλλες πηγές, οι Αργοναύτες

κατέφτασαν στην περιοχή κατά τις αρχές καλοκαιριού.

1177. Κιανίδος... γαίης: σχόλια 1.1177-78a Wendel: περιφραστικὦς τὴν

Κίον, όπου το Κιανίδος έχει τη συντακτική θέση της γενικής

επεξηγηματικής. Πρόκειται για την πόλη Κίο, η οποία χτίστηκε ως

αποικία των Μιλησίων στο στόμιο του ομώνυμου ποταμού (Ηρ. 5.122, Ξεν.

Ελλ. 1.4.7.). ΢ύμφωνα με την μυθολογική εκδοχή της κτίσεως, η πόλη

ιδρύθηκε από τον Πολύφημο, τον Κίο ή τον Ηρακλή, βλ. σχετικά και

σχόλιο πιο κάτω. ΢ύμφωνα με τον Delage (1930) 115, o Απολλώνιος

αποδίδοντας την κτίση στον Πολύφημο ακολουθεί, όπως μαρτυρούν και

τα σχόλια, την παλαιότερη σε σχέση με τις άλλες δύο μυθικές εκδοχές.

1178. Ἀργανθώνειον ὄρος: Πρόκειται για το σημερινο Yelli-Dagh, όρος

που το συναντούμε επίσης με τις εναλλακτικές ονομασίες Ἀργανθώνειος,

Ἀργάνθων, Ἄργανθος, πρβ. Delage (1930) 115-6. Σο όρος αρχίζει να

175
εκτείνεται ανάμεσα από τους δύο ανατολικούς κόλπους της Μυσίας –

Delage ό.π.

1184. ἀμφὶ πυρήια: Η γραφή ἀμφὶ είναι η εναλλακτική που μας παρέχει

το σύνολο σχεδόν της άμεσης χειρόγραφης παράδοσης. Ψστόσο, οι Fränkel

(1961) και Ardizzoni (1967) δέχονται την γραφή αὖτε με βάση το Εt.Gen.

Eφόσον όμως η γραφή στηρίζεται από το μεγαλύτερο μέρος της

χειρόγραφης παράδοσης χωρίς να δημιουργεί κάποιο μετρικό πρόβλημα,

δεν θα πρέπει να αθετηθεί. Η χρήση της ἀμφὶ ως επιρρήματος με τη

σημασία «ολόγυρα» αποτελεί συνηθισμένη γλωσσική επιλογή στο

ομηρικό έπος, βλ. Liddell-Scott ad loc, και ως εκ τούτου, καταδεικνύει και

αυτή με τη σειρά της εδώ την άμεση υφολογική επίδραση του ομηρικού

διακειμένου στο απολλώνειο κείμενο.

1187. δαίνυσθαι ἑτάροις οἷς εὖ: Πρόκειται για έναν εξαιρετικά

προβληματικό στίχο όσον αφορά στην χειρόγραφη παράδοσή του. Η

βασική ωστόσο σειρά των όρων στα χειρόγραφα είναι η ακόλουθη: αὐτὰρ

ὁ δαίνυσθαι ἑτάροις εὖ ἐπιτείλας. Η μόνη διαφοροποίηση προέρχεται από

το χειρόγραφο G, το οποίο δίνει την γραφή ἑτάροισιν, ενώ το Ε στην θέση

του εὖ δίνει την εναλλακτική οἷς. Οι περισσότερες από τις σύγχρονες

αποκαταστάσεις του κειμένου περιλαμβάνουν ουσιαστική αλλαγή της

σειράς των λέξεων. Οι Samuelsson (1902) και Fränkel (1961) διαβάζουν εὖ

δαίνυσθαι ἑοῖς ἑτάροις, ο Vian (1974) οἷς ἑτάροις εὖ δαίνυσθαι, ενώ ο

Ardizzoni (1967), πιο συντηρητικός, διορθώνει σε αὐτὰρ ὁ δαίνυσθαι

ἑτάροισιν γ΄εὖ ἐπιτείλας, εικάζοντας όμως ένα παρέμβλητο βεβαιωτικό γε

για μετρικούς λόγους. Εδώ, ωστόσο, θα υιοθετήσουμε το κείμενο του

Dräger (2002), ο οποίος διαβάζει: αὐτὰρ ὁ δαίνυσθαι ἑτάροις οἷς εὖ

ἐπιτείλας. Η κειμενική αυτή εναλλακτική διατηρεί την σειρά των όρων,

όπως παραδίδονται στην χειρόγραφη παράδοση, και δεν προβαίνει σε

176
αναγκαστικές για μετρικούς λόγους coniecturae. Επίσης η προσθήκη του

οἷς μετά το ἑτάροις φαίνεται αναγκαία καθώς η ομοιότητα ανάμεσα στην

κατάληξη του ἑτάροις και την ίδια την δοτική οἷς εύκολα θα μπορούσε να

οδηγήσει στο παλαιογραφικό λάθος της αθέτησης του δεύτερου οἷς. Η

χρήση μάλιστα του κτητικού οἷς, που χρησιμοποιείται συχνά στον

Απολλώνιο για να δηλώσει με έμφαση τη στενή σχέση ανάμεσα στο

υποκείμενο και την προσδιοριζόμενη από κτητικό λέξη, βλ. Ardizzoni

(1967) 256-7, ενισχύει την επιθυμία του Ηρακλή να απολαύσουν εὖ το

γεύμα οι σύντροφοί του και καταδεικνύει σε μεγαλύτερο βαθμό τις

σχέσεις συλλογικότητας που επικρατούν στο απολλώνειο έπος.

1188. ὕλην: Ο Ηρακλής παρουσιάζεται από τον αφηγητή να κατευθύνεται

προς την ὕλην (δάσος) για να κατασκευάσει ένα κουπί που του ταιριάζει.

Η ὕλη, ωστόσο, αποτελεί ευανάγνωστη προγραμματική συνδήλωση του

βουκολικού είδους. Με άλλα λόγια ο Ηρακλής δεν εισέρχεται απλά και

μόνο στο δάσος, αλλά εισέρχεται ταυτόχρονα σε αφηγηματικό επίπεδο σε

ένα βουκολικό τμήμα της επικής αφήγησης. Η εκτροπή αυτή προς το

βουκολικότερον έχει ήδη προαναγγελθεί με την αποσπασματική αλλά

σταθερή παρείσφρυση βουκολικών σημάτων στην αφήγηση του έπους.

Για την ὕλην γενικά βλ. Meiggs (1982). Η αναφορά της ύλης μπορεί να

αναγνωσθεί εδώ ως δηλωτική της αφηγηματικής εισόδου στο επεισόδιο

του Ύλα.

1194. ὀιστοδόκον: ΢ύμφωνα με το περιεχόμενο του κειμένου στο

συγκεκριμένο χωρίο χρειαζόμαστε ένα επίθετο που ως επιθετικός

προσδιορισμός θα προσδιορίζει το ουσιαστικό φαρέτρην. Σο ὀιστοδόκην

που παραδίδουν τα περισσότερα χειρόγραφα δεν είναι επίθετο, αλλά

ουσιαστικό (Πολυδ. 10.142), ούτε θα μπορούσε να υπάρξει επιθετικός

σχηματισμός με την κατάληξη αυτή, πρβ. Ardizzoni ad loc – sed

177
adiectivum talem exitum habere nequit. Κατά συνέπεια εδώ θα

συμφωνήσουμε με τον Ardizzoni στην επιλογή της εναλλακτικής

ὀιστοδόκον, που μας δίνει μόνο το χειρόγραφο S, vs. Βασίλαρος (2004) ad

loc.

1196. χαλκοβαρεῖ ῥοπάλῳ: Σο όπλο του Ηρακλή, όπως και όλα τα όπλα

της ηρωικής εποχής για την μεταγενέστερη αρχαιοελληνική σκέψη, είναι

χάλκινα ή φέρουν χάλκινη ενίσχυση.

1201-1206: πρόκειται για μία ανεπτυγμένη εκδοχή ανάλογης ομηρικής

εικόνας, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Effe (2001) 161.

1207. Ὕλας: Η συσχέτιση του Ύλα με την αργοναυτική εκστρατεία

φαίνεται πως λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά την ελληνιστική περίοδο,

όπως προκύπτει ex silentio από την απουσία σχετικών αναφορών στις

λογοτεχνικές εκδοχές του μύθου στον Αντίμαχο από την Κολοφώνα και

τον Ηρόδωρο από την Ηράκλεια. Ψστόσο οι αναφορές στον μυθικό Ύλα

εμφανίζονται για πρώτη φορά στα τέλη του πέμπτου αι. π.Φ. (Κιναίθων,

Ελλάνικος). Εκτός από τον Απολλώνιο Ρόδιο και τον Θεόκριτο, στην

ελληνιστική περίοδο ο Ύλας αναφέρεται και στο έργο του Καλλιμάχου

(Αίτ. απ.24-25 Pf.), μολονότι εδώ ο Ηρακλής δεν συναντά τον ερώμενό του,

αλλά τον πατέρα του Ύλα, τον Θειοδάμαντα. Εκτός από το έπος, την

ελεγεία (βλ. επίσης και Ευφ. απ.74-6 Powell) και τη βουκολική ποίηση, η

ιστορία του Ύλα εμφανίζεται και στη διδακτική ποίηση, στο έργο του

Νίκανδρου Ετεροιούμενα. Η συχνή αναφορά της ιστορίας του Ύλα στους

ελληνιστικούς συγγραφείς δικαιολογεί τη διάδοσή της στους

καλλιμαχικούς και νεωτερικούς λογοτεχνικούς κύκλους της Ρώμης.

Ξεχωριστή είναι η αναφορά του Προπερτίου στον Ύλα στην ελεγεία 1.20

και η αναφορά του Hylas puer στα Γεωργικά του Βεργιλίου 3.6. Βλ. κυρίως

178
Palombi (1985), Hunter (1993) 39. Για μία σύγκριση της σχετικής

πραγμάτευσης του επεισοδίου του Ύλα στον Απολλώνιο 1.1153-362, το 13ο

θεοκρίτειο ειδύλλιο και την εικοστή ελεγεία του πρώτου βιβλίου του

Προπερτίου βλ. Μιμίδου (1999-2000), 288-304. Βλ. επίσης Koch (1955), ο

οποίος προσθέτει στην μελέτη του και τη σχετική επεξεργασία του μύθου

από τον Βαλέριο Υλάκκο (για τον Βαλέριο Υλάκκο πιο συγκεκριμένα βλ.

Traglia (1983) 304-25) και τέλος Murgatroyd (1992) 84-93, o οποίος, ωστόσο,

ασχολείται με τον μύθο του Ύλα στον Βαλέριο Υλάκκο, τον Antoninus

Liberalis και τον Δρακόντιο. Σο επεισόδιο του Ύλα εμφανίζεται και στα

Ορφ.Αργ. 6.43-8, βλ. Agosti (1994) 175-92.

Αυτό που είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε είναι ποιος των δύο ποιητών

προηγήθηκε (βλ. Cusset (1997) 283-90). Σο Eιδύλλιο 22 (η ιστορία του

Άμυκου) βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση: η επεξεργασία δύο

αργοναυτικών (και όχι ιδιαίτερα δημοφιλών) ιστοριών που «γειτνιάζουν»

στον Απολλώνιο, και μάλιστα με τέτοιον τρόπο που οι δύο αφηγήσεις

συγκροτούν τρόπον τινα μια ενότητα/ενιαία αφήγηση (πρβ. Ηunter (1996)

59-63, (1999) 264-5), οδηγεί μάλλον στο συμπέρασμα πως προηγείται και

επηρεάζει ο Απολλώνιος. Για το θέμα της σχετικής χρονολόγησης πρβ.

επίσης Traenkle (1963) 503-5, Serrao (1965) 541-65 (προτεραιότητα

Απολλωνίου), Köhnken (1965), (1996) 442-62, (2001) 73-92, Pulbrook (1983)

25-31 (προτεραιότητα Απολλωνίου), Effe (1992) 299-309, Piacenza (1993) 251-

5 (o οποίος κάνει λόγο για κοινό πρότυπο), Bernsdorff (1994) 66-72, De

Forest (1994) 11-13. Για μια εξαντλητική μελέτη του Ύλα στην κλασική

λογοτεχνία βλ. Sourvinou-Inwood (2005).

1207. χαλκέῃ σὺν κάλπιδι: Πρβ. ομηρ. Ύμν. εις Δήμ. 107 κάλπισι

χαλκείῃσι, Ησ. Έργα 150. Ο αρχαίος σχολιαστής ( 1.1207b Wendel)

επικρίνει την συγκεκριμένη αυτή επιλογή του Απολλωνίου, καθώς

παρουσιάζει τον Ύλα να κρατά μια υδρία, τη στιγμή που υδρία φέρουν

179
συνήθως οι παρθένοι (Οδ. η 20). Υαίνεται, ωστόσο, πως εσκεμμένα ο

Απολλώνιος χρησιμοποίησε τη συγκεκριμένη λεκτική εναλλακτική,

καθώς με τον τρόπο αυτό ενισχύεται ο ρόλος του νεαρού Ύλα ως

ερώμενου. Όσον αφορά στην κατασκευή της υδρίας από χαλκό, ο Hunter

(1999) 276, επισημαίνει την αρχαιοελληνική αντίληψη της ηρωικής εποχής

ως κατά βάση χάλκινης εποχής, πριν δηλ. την περίοδο κατεργασίας του

σιδήρου. Για τον λόγο αυτό και ο Ύλας που δρά στον δραματικό χρόνο της

παλαιάς αυτής εποχής φέρει υδρία από χαλκό.

1209. ποτιδόρπιον: ομηρικό δις λεγόμενον ( ι 234, 249). Ο ομηρισμός αυτός,

σύμφωνα με τον Hunter (1999) 276 υπαινίσσεται την κυκλώπεια φύση του

Ηρακλή καθώς και η παρουσία «Πολύφημου» στην ίδια σκηνή. Βλ. και

Clauss (1993) 186-9.

1211-1214: Ο Απολλώνιος, σε αντίθεση με τον Θεόκριτο, δεν παρουσιάζει

την σχέση Ηρακλή- Ύλα ως σχέση πατέρα-γιου. Σο μόνο που δηλώνεται

ξεκάθαρα είναι πως μετά τη δολοφονία του Θειοδάμαντα ο Ηρακλής πήρε

μαζί του τον μικρό Ύλα (νηπίαχον) με σκοπό ο τελευταίος να του παρέχει

οικιακού χαρακτήρα υπηρεσίες. Αντίθετα στον Θεόκριτο επισημαίνεται η

βαθύτερη σχέση πατέρα-γιου ανάμεσα στους δύο ήρωες, η οποία μπορεί

να δηλώνει τη σχέση εραστή- ερωμένου δεδομένου ότι ανάλογου

χαρακτήρα σύνδεσμοι υιοθετούν συχνά τη γλώσσα της πατρότητας, βλ.

και Gutzwiller (1981) 20, Hunter (1996) 170, Di Marco (1995) 121-39. Βλ.

επίσης Θέογν. 1049-50 και Πλάτ. Πολιτ. 3.403b 4-7. Ψστόσο, η

παιδεραστική αυτή σχέση ανάμεσα στον Ύλα και τον Ηρακλή υποφώσκει

στον απολλώνειο κείμενο με τη βοήθεια άλλων σημάτων, όπως για

παράδειγμα, η κάλπις και η περιγραφή του Ύλα πιο κάτω, η οποία

εστιάζει στα κοριτσίστικα χαρακτηριστικά του, έτσι ώστε να

180
παρουσιάζεται ως ο τυπικός ερώμενος της αρχαίας ελληνικής

λογοτεχνίας (βλ. και McGreedy (1983) 79-80, Palombi (1985) 71-92).

1211-1220: η σχέση του Θειοδάμαντα, δηλ. του βασιλιά των Δρυόπων, και

του Ηρακλή φαίνεται πως είναι ιδιαίτερα αγαπητή στην ελληνιστική

λογοτεχνία καθώς γίνεται αντικείμενο λογοτεχνικής επεξεργασίας τόσο

στον Θεόκριτο όσο και στον Καλλίμαχο, και μάλιστα σε δύο χωρία του

Κυρηναίου ποιητή. Πρβ. κατ΄αρχάς την εκδοχή της συνάντησης όπως

παρουσιάζεται στο 24.6 των Αιτίων του Καλλίμαχου (απ.24-6 Pfeiffer): ο

Θειοδάμας αρνείται να προσφέρει φαγητό στον πεινασμένο μικρό γιο του

Ηρακλή και έτσι ξεκινά η σύγκρουση και, αφού ο Ηρακλής σκοτώνει το

βόδι του Θειοδάμαντα, σκοτώνει και τον ίδιο. Σο μοτίβο της πείνας το

οποίο συνάδει με την κωμική λογοτεχνική υπόσταση του ήρωα

εμφανίζεται και στον Ύμνο εις Άρτεμιν (159-61), όπου και πάλι ο ήρωας

προβάλλει πεινασμένος στη συνάντησή του με τον Θειοδάμαντα (για μία

διεξοδική μελέτη της παρουσίας του Ηρακλή στην ελληνιστική ποίηση,

κυρίως στο πρώτο βιβλίο των Αργοναυτικών, τον Ύμνο εις Άρτεμιν του

Καλλιμάχου και τέλος το 17ο και το 24ο Ειδύλλιο του Θεοκρίτου, βλ. κυρίως

Effe 2003, 27-43 και Szepesi (2002-3, 313-49). Ο Απολλώνιος λοιπόν επιλέγει

να παραλείψει την κωμική αυτή διάσταση του επεισοδίου και ερμηνεύει

την δολοφονία του Θειοδάμαντα από τον Ηρακλή ως αποτέλεσμα της

παράνοιας του πρώτου. Η απουσία ενός αιτίου για τη δολοφονία,

συσχετιζόμενου με την πείνα του Ηρακλή στην απολλώνεια εκδοχή,

επιβάλλει ίσως το μοτίβο του ἀνίῃ βεβολημένος, το οποίο θα μπορούσε να

λειτουργήσει επίσης και ως μία επιπλέον δραματική αιτιολογία για τον

φόνο του Θειοδάμαντα, βλ. 1218-9. Για άλλες, ωστόσο, ερμηνευτικές

εναλλακτικές της συγκεκριμένης συνεκφοράς βλ. το σχετικό σχόλιο πιο

κάτω (στ.1216). Για τον μύθο του Θειοδάμαντα στον Καλλίμαχο και τον

181
Απολλώνιο βλ. Ardizzoni (1935) 452-62 και (1967) 260-1, Βarigazzi (1976)

227-38.

1213. δίου Θειοδάμαντος: Ο Fränkel (1961) διορθώνει σε δῄου (όπως

παραδίδει το Et.Gen. s.v. Δρύοψ), γιατί, όπως παρατηρούν οι Glei (1996),

174, με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η αρνητική εικόνα του Ηρακλή:

Theiodamas darf deshalb nicht ‘’edel’’ sein. Για τον λόγο αυτό διορθώνει και

το νηλειὦς του στ. 1214 σε νηλεῖ, σε προσδιορισμό δηλ.του Θειοδάμαντος.

Με τον τρόπο αυτό ο Ηρακλής δεν θα σκότωνε έναν θεϊκό βασιλιά (δῖος),

αλλά αντίθετα έναν βασιλιά με καταστροφικές προθέσεις (δῃόω), βλ. και

1218-9, όπου ο Ηρακλής επιδιώκει την εύρεση μίας causa belli ενάντια

στους Δρύοπες, καθώς ήταν, για την απολλώνεια αφήγηση τουλάχιστον,

λαός που δεν νοιαζόταν για το δίκαιο. Ψστόσο, το δῖος έχει πολύ καλή

χειρόγραφη παράδοση, ούτε δημιουργεί κανένα μετρικό πρόβλημα,

καθώς εδώ το ι του θέματος της λέξεως είναι μακρό, όπως και στους στ. 38

και 949. Για τους λόγους αυτούς πρέπει να διατηρηθεί η γραφή. Σο επίθετο

λειτουργεί απλώς ως ένας λογοτυπικός προσδιορισμός για έναν βασιλιά,

και μπορεί, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Ardizzoni (1967) 261, να

χρησιμοποιηθεί ακόμη και στην περίπτωση ενός εχθρού χωρίς ηθική

ποιότητα, πρβ. Ιλ. Γ 352, όπου ο Μενέλαος χαρακτηρίζει ως δῖον τον Πάρη.

Η απομάκρυνση του μοτίβου του πεινασμένου Ηρακλή στο επεισόδιο της

συνάντησης του με τον Θειοδάμαντα, καθώς και η χρήση του επικού

λογοτύπου δῖος εδώ, ενισχύει τον επικό χρωματισμό του χωρίου και

καταφάσκει την επική ποιότητα του Ηρακλή εδώ. Για μία ανάγνωση της

κεντρικής στην απολλώνεια αφήγηση φιγούρας του Ηρακλή με

πολιτικοεγκωμιαστικές προεκτάσεις- αναφορές στη σύγχρονη του

Απολλωνίου πολιτική πραγματικότητα βλ. Micunco (1999) 243-56. Για μια

ανάγνωση του Ηρακλή ως συμβόλου του Μ.Αλεξάνδρου και της

δυναστείας των Λαγιδών, βλ. Rostropowich (1990) 31-4.

182
1216. ἀνίῃ βεβολημένος. Προβληματική φαίνεται η ερμηνεία του χωρίου,

καθώς ο Απολλώνιος αφήνει με αινιγματικό τρόπο στον αναγνώστη του

να προσδιορίσει την ακριβή σημασία της συνεκφοράς. Όπως ήδη

σημειώσαμε πιο πάνω, η ἀνία που έχει βάλει κατά του Θειοδάμαντα

μπορεί να σχετίζεται εν γένει με το ηθικό έλλειμμα του λαού του, την

απομάκρυνσή του δηλ. από το δίκαιο, κάτι που λειτουργεί για τον Ηρακλή

ως κίνητρο πολεμικής δράσης εναντίον του. Ψστόσο, η ἀνία αυτή

συνδέεται κατά κύριο λόγο με την διαδικασία οργώματος της γης. Ο

Θειοδάμας είναι βασιλιάς, έστω ενός πρωτόγονου λαού. Ακόμη και σε

αυτήν την περίπτωση ο γεωργικός μόχθος δεν συνάδει με την πολιτική

του θέση, καθώς ο ευγενής επιτρέπεται να ασχολείται με την γεωργία in

otio, όταν δηλ. αντιμετωπίζει τις αγροτικές εργασίες ως μέσο χαλάρωσης

και απόλαυσης, και κυρίως όταν δεν κάνει άμεσα ο ίδιος τις εργασίες

αυτές αλλά με την βοήθεια άλλων προσώπων (gentleman – farming). Η

συμπεριφορά λοιπόν αυτή του Θειδάμαντα τον εκτρέπει από την

κοινωνική νόρμα και δικαιολογείται εδώ ως αποτέλεσμα διανοητικής

διαταραχής.

Κάτω από αυτήν την οπτική ενδιαφέρουσα φαίνεται η διόρθωση σε

πενίῃ από τον Wilamowitz. Μόνο δηλ. μία κατάσταση φτώχειας θα

δικαιολογούσε την συμπεριφορά αυτή του Θειοδάμαντα πέρα από κάθε

κοινωνική σύμβαση. Ψστόσο η γραφή δεν πρέπει να αθετηθεί, καθώς

εμφανώς ο Απολλώνιος επισημαίνει την κοινωνική αρρυθμία, την οποία

αποδίδει στην ἀνία του Θειοδάμαντα. Όσο δε για το ενδεχόμενο μετρικό

πρόβλημα του ἀνίῃ, όπου το ι είναι μακρό, θα πρέπει να σημειώσουμε

μαζί με τον Ardizzoni (1967) 262 τον παράλληλο τύπο ἀνίαι στον

Καλλίμαχο με το ι βραχύ στην Εκ. 263 Pf. Δεν είναι ίσως τυχαίο πως η

καλλιμαχική αυτή μετρική εκδοχή, σε αντίθεση προς τη μετρική συνήθεια

του ομηρικού έπους, έρχεται σε μία αφηγηματική στιγμή, κατά την οποία

183
ο Απολλώνιος θα δηλώσει και πάλι, με την επιθυμία του να διακόψει το

διηνεκές της παρεμβατικής αφήγησής του, τον καλλιμαχικό ποιητικό

προσανατολισμό του, βλ. αναλυτικά το σχετικό σχόλιο πιο κάτω.

1220: Για άλλη μια φορά (βλ. και πιο πάνω λ. Αἰθαλίδης) ο Απολλώνιος

σταματά απότομα την εμβόλιμη αφήγηση επιλέγοντας ίσως να αφήσει

τους αναγνώστες του να μάθουν τις λεπτομέρειες από τα Αίτια του

Καλλιμάχου, που περιείχαν μια πλήρη αφήγηση του πώς ο Ύλας βρέθηκε

υπό την προστασία του Ηρακλή, βλ. σχετικά και Cuypers (2004) 49, σημ.14.

Πρόκειται δηλ. ίσως για μία όχι και τόσο σαφή αλεξανδρινού τύπου

παραπομπή. Ψστόσο, αποφεύγοντας την διηνεκή αφήγηση μίας επικού

χαρακτήρα ιστορίας, ο Απολλώνιος φαίνεται να επισημαίνει ακόμη μία

φορά την προσήλωσή του στην καλλιμάχεια ποιητική. Η αφήγησή του

δηλ. είναι μεν επική, χωρίς να είναι παράλληλα αντικαλλιμαχική, εφόσον

είναι μη διηνεκής. Βλ. επίσης Morrison (2007) 294-295. Η εμμονή

παράλληλα του αφηγητή να ελέγξει την έκταση της παρέκβασής του,

χωρίς να απομακρυνθεί από τη βασική του αφηγηματική προοπτική,

φέρνει τον Απολλώνιο κοντά σε παρόμοιες πινδαρικές αφηγηματικές

δηλώσεις.

΢το σημείο αυτό θα μπορούσαμε επίσης να διακρίνουμε την παρεμβολή

του εξωδιηγητικού αφηγητή, η οποία «προσγειώνει ανώμαλα» τον

αναγνώστη υπενθυμίζοντάς του ότι πρόκειται απλώς για μια ιστορία και

καταστρέφοντας έτσι την ψευδαίσθηση.

1222-3: Ο Απολλώνιος αποφεύγει μια γλαφυρή περιγραφή εδώ (αν και

γνωρίζει μέχρι και το όνομα της πηγής, βλ. Hunter (1999) 277). Η σκηνή

βέβαια διαδραματίζεται τη νύχτα και η απουσία μιας λεπτομερούς

περιγραφής τονίζει ίσως το στοιχείο αυτό. Η εστίαση του χώρου που

διαθέτουμε συμπίπτει με την εστίαση του Ύλα. Έχει προηγηθεί η

184
περιγραφή ενός locus amoenus (1141-1147) και ίσως και η περιγραφή του

Θεόκριτου. Γι΄αυτό τον λόγο ο Απολλώνιος δεν περιγράφει ακόμα έναν

ειδυλλιακό χώρο, καθώς αυτό θα «βάραινε» την αφήγηση. Ίσως, αν

δεχτούμε την άποψη κάποιων φιλολόγων πως τα κείμενα τα σχετικά με

τον Ύλα, του Θεόκριτου και του Απολλώνιου, γράφτηκαν με σκοπό την

παράλληλη ανάγνωσή τους (βλ. Hunter (1999) 264-265 και (1996) 59-63),

τότε μπορούμε να εικάσουμε πως ο Απολλώνιος παραπέμπει τον

αναγνώστη του στο παράλληλο κείμενο του Θεόκριτου για περαιτέρω

πληροφορίες. Ψστόσο, η βουκολική αυτή ευτοπία θα λειτουργήσει

αρνητικά για τον επικό Ηρακλή, ο οποίος θα χάσει την επική του

ταυτότητα και θα γίνει έρμαιο του ελεγειακού του πάθους. Η βουκολική

ευτοπία στην περίπτωσή του θα καταλήξει σε δυστοπία.

1222. Πηγὰς: ένα ακόμη αίτιο.

1222-3. ἄρτι | Νυμφάων ἵσταντο χοροί: πρβ. και Θεόκρ. Ειδ. 13. 43: χορὸν

ἀρτίζοντο.

1224. ἐρατὸν ῥίον: Αργανθώνειον.

1227. ὑληωροὶ: ΢την περίπτωση του Απολλωνίου διαπιστώνουμε τη

διάκριση των Νυμφών σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τον τόπο

κατοικίας: των βουνών, των ρυακιών και των δασών. Βλ. και Γ 881-3 και Δ

1149-1151. Βλ. επίσης Hunter (1989) 195. Η διάκρισή τους απαντά ήδη στον

Όμηρο (Οδ. ζ 123-4, Ιλ. Τ 8-9, Heichelheim, RE XVII.2(1937) 1527-99): αἳ

ἔχουσ’ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα καὶ πηγὰς ποταμὦν καὶ πίσεα ποιήεντα. Η

παρουσία των Νυμφών εδώ ενισχύει τον βουκολικό χαρακτήρα του

χωρίου. Για τις Νύμφες γενικά βλ. Bloch στο Roscher ΙΙΙ.1 (1897-1902) 500-

67, Larson (2001) και 66-70 ειδικά για τον Ύλα.

185
1228. κρήνης: Σο επεισόδιο του Ύλα μπορεί να ερμηνευτεί στη βάση της

γνωστής σύζευξης ανάμεσα στην εικόνα του νερού και της σεξουαλικής

επιθυμίας. Με άλλα λόγια το υδάτινο στοιχείο της λίμνης μέσα στο οποίο

χάνεται ο νεαρός άνδρας συμβολοποιεί τρόπον τινά την ερωτική επιθυμία

της νύμφης. Για την χρήση του συγκεκριμένου μοτίβου στους νεωτερικούς

(Προπέρτιο και Οβίδιο) πρβ. κυρίως Papanghelis (1987) 91-2, 176-7, Wiggers

(1972) 128-9 και Segal (1969) 10, 24 εξξ. H ερωτική αυτή σύζευξη εντός των

υδάτων ανάμεσα στον νεαρό άνδρα και τη νύμφη του νερού λειτουργεί ως

ευφημισμός του θανάτου και συνδυάζει στο σημείο αυτό τον έρωτα με τον

θάνατο, προοικονομώντας έτσι έναν από τους πλέον βασικούς άξονες της

φροϋδικής ψυχαναλυτικής ερμηνείας.

1229. Νύμφη Ἐφυδατίη: στις περισσότερες εκδοχές του μύθου ο Ύλας

απάγεται από περισσότερες από μία νύμφες. Μία νύμφη παρουσιάζουν

επίσης ο Βαλέριος Υλάκκος και ο Πετρώνιος (΢ατ. 83.3).

Ἐφυδατίη: η απαγωγή από νηρηίδες και ναϊάδες απαντά σε πολλές

ευρωπαϊκές λαϊκές παραδόσεις. Πρόκειται για ένα μοτίβο που πιθανώς

συμβολοποιεί σε μυθολογικό επίπεδο την ερωτική και συνάμα θανάσιμη

αρχέγονη έλξη που ασκεί το νερό στο ανθρώπινο ασυνείδητο. Η απαγωγή

του Ύλα από μια Νύμφη μπορεί να ερμηνευτεί ως το μεταβατικό στάδιο

από ερώμενος ενός μεγαλύτερου άνδρα σε αντικείμενο γυναικείας

επιθυμίας (Hunter (1999) 262, βλ. επίσης Cowell (1969) 44-8). Η παραπάνω

σύζευξη έρωτα-νερού-θανάτου είναι ευανάγνωστη και στην ελληνιστικών

αποχρώσεων ρωμαϊκή νεωτερική ποίηση πρβ. Papanghelis (1987) 91-2, 176-

7. Σο Ἐφυδατίη είναι άπαξ λεγόμενον. Σα σχόλια το θεωρούν κύριο όνομα

(1.1229 Wendel). Εάν δεχτούμε την άποψη των σχολίων τότε το Ἐφυδατίη

είναι σημαίνον όνομα και δηλώνει τη νύμφη των νερών.

186
1229-1239: η έντονη αγάπη του Απολλωνίου για το χρωματικό

παιχνίδισμα του φωτός μπορεί να διαγνωστεί και εδώ, βλ. το σχετικό

λήμμα πιο κάτω.

1231. πρὸς γάρ οἱ διχόμηνις ἀπ’ αἰθέρος αὐγάζουσα | βάλλε σεληναίη:

Ο Απολλώνιος επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα παιγνίδια του

φωτός (πρβ. και 3.756-59).

κάλλεϊ καὶ γλυκερῇσιν ἐρευθόμενον χαρίτεσσι: χαρακτηριστικό τόσο

του ερώμενου όσο και των νεαρών γυναικών είναι η επίδραση των

χαρίτων. Φαρακτηριστικό μάλιστα επίθετο είναι το χαρίεις (βλ. Hunter

(1995) 67). Σο συγκεκριμένο μοτίβο, ωστόσο, φαίνεται να παραπέμπει

εκτός από την αντίληψη που έχει ο εραστής για τον ερώμενο (πρβ. Ίβυκος

PMG 288.1) και στην διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο status του

ερώμενου (ενός άνδρα) και το status του εραστή μιας γυναίκας (Ιλ. Ψ 347-

8, Hor. Carm. 1.4. 19-20). Ο Ύλας λοιπόν, ως χαρίεις, είναι παράλληλα και

το αντικείμενο του πόθου ενός εραστή (Ηρακλής), αλλά και μιας θηλυκής

παρουσίας (της νύμφης). Σο γεγονός μάλιστα ότι είναι πρωθήβης (1.132)

δηλώνει τη μετάβαση από την φιλομόφυλη συζυγία (ο Ηρακλής τον χάνει

ως παρουσία, αλλά τον χάνει και ως ερώμενο), στην ετερόφυλη

δραστηριότητα της ενήλικης ζωής (η νύμφη τον κερδίζει- σεξουαλική

απόλαυση του θηλυκού). Βλ. και Laqueur (1990).

1233. μόγις συναγείρατο θυμόν: το ομηρικό μόγις αντί του πιο

συνηθισμένου στα Αργοναυτικά μόλις (1.674, 2.207, 488, 3.188, 634, 3.1025).

Πρβ. Vian (1974) 75 και Fantuzzi (2000) 314.

187
1234-1239: Ίσως πρόκειται για μια μορφή νυμφοληψίας, δηλ. της

απαγωγής ενός νεαρού αγοριού ή μιας νεαρής παρθένου από τις νύμφες.

΢υνήθως ο απαχθείς ή η απαχθείσα υπηρετούσε στα όρια του

πολιτισμένου κόσμου ως ιερέας ή ιέρεια των νυμφών. Βλ. σχετικά και

Sourvinou-Inwood (2005) 109-111, Connor (1988).

1241. Πολύφημος: σε κάποιες περιπτώσεις ο Ύλας εμφανίζεται ως

ερώμενος του Πολύφημου και όχι του Ηρακλή (Ευφορίων απ.76 Powell).

Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε ίσως κάποιους υπαινιγμούς στην ερωτική

σχέση με τον Ύλα με βάση κυρίως την παρομοίωσή του με πεινασμένο

αγρίμι. Με ανάλογους όρους περιγράφεται και ο έρωτας του Ηρακλή προς

τον Ύλα στο 13ο ειδύλλιο του Θεοκρίτου (61-3), όπου ο Ηρακλής

παρομοιάζεται με ένα άγριο λιοντάρι, το οποίο επιτίθεται σε ένα ελαφάκι,

εικόνα- σύμβολο του ερώμενου Ύλα. Η αντιστοιχία στην παρομοίωση με

βάση τις αρχές της παράλληλης ανάγνωσης, όπως σημειώσαμε πιο πάνω,

μπορεί να υπαινίσσεται την παράλληλη αυτή ερωτική ιστορία. Ο

Πολύφημος κρύβει από τον Ηρακλή στο κείμενο της αφήγησης τον έρωτά

του προς τον Ύλα. Ο Απολλώνιος, ωστόσο, φροντίζει με τον υπαινικτικό

λογιοτατισμό του, να αποκαλύψει στον ιδανικό αναγνώστη το διακείμενο

της αλήθειας. Αξιοσημείωτο φαίνεται να είναι και πάλι το μοτίβο της

πείνας που εμφανίζεται και εδώ στην εικόνα του πεινασμένου λιονταριού

και το οποίο παραπέμπει στην αδηφάγο πλευρά του Ηρακλή, την κωμική

του δηλ. υπόσταση, που επιμελώς ο Απολλώνιος αποκρύπτει στο

συγκεκριμένο χωρίο. Ψστόσο, μολονότι άμεση και ρητή αναφορά στην

ακόρεστη πείνα του Ηρακλή δεν υπάρχει στον απολλώνειο κείμενο,

εντούτοις ο Απολλώνιος φροντίζει να παράσχει αναγνωστικά σήματα

που λειτουργούν ως υπαινικτικές αναφορές στο κωμικό αυτό μοτίβο. Έτσι

εδώ έχουμε το μοτίβο της πείνας χωρίς να γίνεται άμεση αναφορά στον

Ηρακλή, όπως και πιο πάνω είχαμε, έστω και με αποσιώπηση, το μοτίβο

188
της πείνας στον φόνο του Θειοδάμαντα από τον ήρωα. Σο μοτίβο του

ακόρεστου της πείνας συμβολοποιείται εδώ στο πεινασμένο αγρίμι που,

ωστόσο, δεν καταφέρνει να ικανοποιήσει την πείνα του, καθώς βρίσκει το

κοπάδι προφυλαγμένο στο μαντρί του. Για αντίστοιχες ομηρικές

παρομοιώσεις βλ. Effe (2001) 160. Για μία σύγκριση του συγκεκριμένου

χωρίου 1.1240-52 με τον Θεόκριτο 13.62-7 βλ. Pace (2002) 213-29.

Η περιγραφή της αντίδρασης του Πολύφημου στην εξαφάνιση του Ύλα

μπορεί να αναγνωσθεί ως μία υπαινικτική αναφορά στην ερωτική τους

σχέση, γνωστή από άλλες πηγές. με τον τρόπο δηλ. αυτό ο αλεξανδρινός

ποιητής υποδηλώνει κατά το ελληνιστικό έθος, όπως συχνά

παρατηρήσαμε και σε άλλες περιπτώσεις, εμμέσως διαφορετικές εκδοχές

του μύθου που πραγματεύεται. Έτσι η χρήση του ρήματος ὦρτο σε

συνδυασμό με την συνεκφορά μέγα φάσγανον, δηλ. μία ευδιάκριτη

μεταφορά για το ανδρικό μόριο, φαίνεται να παραπέμπει στην ερωτική

έλξη ανάμεσα στους δύο ήρωες, στην ερωτική διέγερση που αισθάνεται ο

Πολύφημος για έναν ερώμενο που χάνει.

1242. πελώριον: Συπικό επικό επίθετο για τους ήρωες Αίαντα, Αχιλλέα,

Έκτορα. ΢τα Αργοναυτικά χρησιμοποιείται για ό,τι υπερβαίνει τα

ανθρώπινα όρια, πρβ. και 996 αἰνὰ πέλωρα (οι Γηγενείς), 4.143 πέλωρον (ο

δράκος που φυλά το χρυσόμαλλο δέρας).

1249. φωνή: Ενώ το σύνολο της χειρόγραφης παράδοσης παραδίδει τη

γραφή φωνή, οι περισσότεροι σύγχρονοι εκδότες υιοθετούν την

εναλλακτική ἀυτή του Εt.M. και Et.Gen. Ψστόσο, θα πρέπει να

διατηρήσουμε, μαζί με τους Glei, την γραφή των χειρογράφων, καθώς έχει

ευανάγνωστη ομηρική προϊστορία και βρίσκεται μάλιστα σε γλωσσικά

189
συντάγματα που περιλαμβάνουν τον ρηματικό τύπο ἔπλετο, όπως εδώ,

πρβ. Ξ 400.

1250-2: Η ακριβής σειρά των στίχων μες στο απολλώνειο κείμενο υπήρξε

το αντικείμενο κριτικής διαμάχης. Ο Fränkel (1964) 34, σημ.2 και (1968) 146-

147 μεταφέρει τους στίχους αυτούς, πιο πάνω, δηλ. μετά τον στ. 1242, τη

στιγμή δηλ. που ο Πολύφημος ακούει τις φωνές του Ύλα που πνίγεται και

πριν ο γιος του Έλατου φτάσει στις Πηγές, καθώς πιστεύει πως η λογική

σειρά των γεγονότων θα ήθελε τον Πολύφημο πρώτα να βγάζει το σπαθί

του και μετά να κινείται προς ανεύρεση του νεαρού. Ψστόσο η σχολαστική

αυτή αντιμετώπιση της λογοτεχνίας δεν φαίνεται να αποδίδει πάντοτε

τους καλύτερους φιλολογικούς καρπούς, καθώς το λογοτεχνικό κείμενο

δεν υπακούει πάντοτε στους κανόνες της απλής λογικής. Πολλώ μάλλον

που στην περίπτωσή μας επιπλέον κανένα λογικό έλλειμμα δεν

διαπιστώνουμε στην εναλλακτική που μας παραδίδει η χειρόγραφη

παράδοση. Ο Πολύφημος κατευθύνεται προς τις Πηγές αντιδρώντας

άμεσα στις κραυγές του Ύλα και στη συνέχεια βγάζει το σπαθί του, για

να αντιμετωπίσει τα θηρία ή τους ληστές που κατά την άποψή του

απειλούν τον αγαπημένο του Ύλα. Βλ. σχετικά Vian (1974) 266, Ardizzoni

(1967) 267, Köhnken (1970) 69-79, και τέλος την πειστική ανασκευή των

απόψεων του Fränkel από τον Erbse (1963) 230-234.

1251. πέλοι: Δεχόμαστε εδώ την εναλλακτική της ευκτικής που

παραδίδουν όλα τα χειρόγραφα με την εξαίρεση των P και E που

διαβάζουν την οριστική πέλεν. Σο γεγονός ότι στη συνέχεια διαβάζουμε

την οριστική ἐλόχησαν, ως έγκλιση της ενδοιαστικής πρότασης, που

παρατακτικά συνδέεται με την ενδοιαστική της οποίας ρήμα είναι το

πέλοι, δεν δημιουργεί κανένα συντακτικό πρόβλημα, καθώς έχουμε

εγκλιτική εναλλαγή, συνηθισμένη στην αρχαία σύνταξη, συχνά για

190
λόγους ποικιλίας. Η ευκτική λοιπόν πέλοι δεν δημιουργεί κανένα

συντακτικό πρόβλημα, καθώς πρόκειται για ευκτική του πλαγίου λόγου

μετά την εξάρτησή της από τον ιστορικό χρόνο ὧρτο δίεσθαι.

1257-1260: Ο Πολύφημος επαναλαμβάνει την εξήγηση της εξαφάνισης

του Ύλα που τον παρουσιάζει να έχει σκεφτεί ο Απολλώνιος. Βλέπουμε

μια μη φαντασιακή εξήγηση. Η αρπαγή από τις νύμφες (που είναι η

«πραγματικότητα» δεν εμφανίζεται καθόλου ως πιθανότητα), ενώ

αντίθετα οι δύο «ρεαλιστικές» εξηγήσεις, που θεωρεί ο Πολύφημος ότι

είναι και οι μόνες, δεν είναι η αλήθεια εδώ. Οι λογικές εναλλακτικές του

Πολύφημου αποδεικνύονται στο τέλος μυθεύματα, ενώ ο μύθος της

αφήγησης πραγματικότητα, αλήθεια. Ίσως τούτο συνάδει με την

ευρύτερη τάση του Απολλώνιου να εμμένει στη μυθική εκδοχή-ερμηνεία,

σε αντίθεση με την ευρύτερη τάση της ελληνιστικής σκέψης να

εκλογικεύει την μυθική εκδοχή (τάση που εκπροσωπεί στο συγκεκριμένο

χωρίο ο Πολύφημος). Για την προτίμηση αυτή του Απολλώνιου στη

μυθική εναλλακτική βλ. κυρίως Green (1997) 35-71.

1262. ἐν...ζέεν: Τιοθετούμε εδώ την γραφή ἐνζέω που παραδίδουν τα

χειρόγραφα και την ξαναβρίσκουμε στη συνέχεια στον Αρεταίο 1.2.10

Hude. Όπως σωστά παρατηρεί ο Βασίλαρος (2004) 322, η εναλλακτική

ἐνζέω αντί του πιο συνηθισμένου ἀναζέω αποτελεί την lectio difficilior και

ως εκ τούτου είναι παλαιογραφικά περισσότερο ισχυρή.

1264. αὐτὸν: Τιοθετούμε εδώ και πάλι την γραφή της χειρόγραφης

παράδοσης αὐτόν, αντί της διόρθωσης του Fränkel (1968) 147 εξξ. σε αὐτοί,

όπου η αντωνυμία λειτουργεί ως κατηγορηματικός προσδιορισμός στο

πόδες. Η εναλλακτική ωστόσο των χειρογράφων δεν χρειάζεται να

αθετηθεί, καθώς δε δημιουργεί κανένα συντακτικό πρόβλημα έχοντας τη

191
συντακτική θέση του άμεσου αντικειμένου του ὑπέκφερον, το οποίο

μάλιστα προσδιορίζεται και από την μετοχή ἀίσσοντα.

1265. μύωπι...ταῦρος: ο «Ηρακλής μαινόμενος» του Απολλωνίου; Για την

παρομοίωση της ερωτικής μανίας με το τσίμπημα της αλογόμυγας πρβ.

PMG 541.10, Πλάτ. Υαίδρ.240d, Liddell-Scott s.v. II.2. Πρόκειται για τη

χρήση ενός επικού μοτίβου (Ιλ. Δ 130-131) σε ελεγειακά ερωτικά

συμφραζόμενα. Ο Ηρακλής δηλ. χτυπημένος από την ερωτική του θλίψη

παρομοιάζεται με ταύρο που τον έχει τσιμπήσει ο μύωψ. Βλ. επίσης Αργ.

3.276-7, Pocock (1958) 109-11, Davies-Kathirithamby (1986) 159-64. Όπως

σημειώνει ο Hunter ((1989) 128-9) τόσο οι κλασικοί όσο και οι ελληνιστικοί

ποιητές δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα στο μύωψ και το οἶστρος. Η

εναλλακτική σημασιολογικά χρήση των δύο όρων καταδεικνύεται και στο

συγκεκριμένο χωρίο, όπου ο Απολλώνιος προφανώς για λόγους ποικιλίας

ύφους επαναλαμβάνει το μύωψ του στ.1265 σε οἶστρος στον στ. 1269. Βλ.

και Effe (2001) 167.

1272. μεγάλῃ βοάασκεν ἀυτῇ: Πρβ. Θεόκρ. Ειδ. 13.58 τρὶς μὲν Ὕλαν

ἄυσεν. Η τριπλή επανάληψη του ονόματος αποτελεί μάλλον τμήμα των

τελετών προς τιμήν του Ύλα, βλ. ΢τράβ. 12.4.3 και Αντων.Λιβ. 26.5. Πρβ.

επίσης Gow ad loc, Köhnken (2001) 78-9 Hunter (1999) 262-263. Για την

ετυμολογική σύνδεση του Ὕλα με την ὕλα βλ. Kretschmer (1925) 33-36 -

André Chénier, Hylas: Hylas!! Hylas!! Il crie et mille et mille fois.

1274-5: O πηδαλιούχος Σίφυς δίνει τη συμβουλή στους Αργοναύτες να

μπουν στο πλοίο και να επωφεληθούν από τους ούριους ανέμους. Είναι

χαρακτηριστικό πως για τέτοια τεχνικά ζητήματα ο Απολλώνιος αφήνει

τις σχετικές αποφάσεις στους λιγότερο σημαντικούς χαρακτήρες της

επικής του αφήγησης όπως είναι εδώ ο Σίφυς. Για την συγκεκριμένη αυτή

192
τάση του Απολλωνίου βλ. Rosenmeyer (1990) 187-218. Επιπλέον με τον

τρόπο αυτό ο Ιάσονας δεν παρουσιάζεται ως άμεσος υπαίτιος της

αναχώρησης των Αργοναυτών και κατά συνέπεια της εγκατάλειψης του

Ηρακλή.

1283. τῆμος τούς γ’ ἐνόησαν ἀιδρείῃσι λιπόντες: Πρβ. Θεόκρ. Ειδ. 13. 68-

9, όπου οι Αργοναύτες καθυστερούν την αναχώρησή τους περιμένοντας

και τους υπόλοιπους: Theocritus’s Argonauts, unlike Apollonius’, are not

silly enough not to notice that Heracles is not on board (πρβ. Hunter (1999) ad

loc). Η περιορισμένη ορατότητα, ωστόσο, (οι Αργοναύτες αναχωρούν πριν

χαράξει) ίσως παίζει κάποιο ρόλο στην «επιπόλαιη» εγκατάλειψη των

συντρόφων. Βλ. και Paduano-Fusillo (1999) 239.

1286. ἀμηχανίῃσιν ἀτυχθεὶς: Πρόκειται για μια τυπική σκηνή που

εμφανίζεται συχνά στην Ιλιάδα. Βλ. Fenik (1968) 96-98. Ακόμη μία φορά

μετά το 1.460 ο Ιάσων παρουσιάζεται ως ἀμήχανος. Πρέπει να σημειωθεί

πως και στις δύο περιπτώσεις η ἀμηχανία συνδυάζεται με το πατρωνυμικό

του Ιάσονα, καθώς ο τελευταίος ονομάζεται Αἰσονίδης, κάτι που μπορεί

ίσως να δηλώνει την εγγενή γενεαλογική έλλειψη ισχυρής βούλησης στην

αντιμετώπιση των δύσκολων καταστάσεων. Ο σχετικός κριτικός λόγος

διαφοροποιείται ως προς την ερμηνευτική αντιμετώπιση της ἀμηχανίας

του Ιάσονα. ΢ύμφωνα με τον Vian (1974) 111, σημ.2 η ἀμηχανία του αυτή

δεν σημαίνει ανικανότητα, αλλά δηλώνει τη σαφέστερη αντίληψη των

πραγμάτων η οποία τον διέκρινε από τους συντρόφους του· για μια

ψυχολογική ερμηνεία του επεισοδίου βλ. και Hunter (1988) 444-5. Ο Klein

(1983) 115-26 ερμηνεύει τον όρο στην σκεπτική φιλοσοφική διάστασή του,

βλ. και Beye (1982) 60. Για την ερμηνεία της αμηχανίας ως μελαγχολίας

βλ. Toohey (2004): ο Toohey θεωρεί σημαντική στην περιγραφή αυτή τη

χρήση της φράσης θυμὸν ἔδων, την οποία συναντούμε συχνά στην Ιλιάδα

193
για να δηλώσει την κατάθλιψη ενός ήρωα. Ψστόσο, εδώ διακρίνουμε μια

τυπική κατάσταση για τον Ιάσονα όπως διαπιστώνουμε και στο 1.460. Σο

ἀμηχανίῃσιν επιπλέον φαίνεται να διαθέτει εδώ ειδικό ερμηνευτικό βάρος

καθώς διαφοροποιεί τον Ιάσονα από το ομηρικό επικό πρότυπό του, τον

πολυμήχανο δηλ. Οδυσσέα. Σόσο η έναρξη του λόγου του αφηγητή που

παραπέμπει στα λόγια της Κίρκης (κ 375-379) όσο και οι λέξεις-κλειδιά

που χρησιμοποιεί ο Σελαμώνας στην αποστροφή του προς τον Ιάσονα

(μ῅τις, νόστος, δόλος) καταδεικνύουν μια διακειμενική ταύτιση του Ιάσονα

με τον Οδυσσέα. Ψστόσο, το ἀμηχανίῃσιν λειτουργεί ως σήμα

διαφοροποίησης των δύο ηρώων, καθώς το πολυμήχανο διακείμενο

καθίσταται στην περίπτωση του Ιάσονα ἀμήχανο. Αξιοσημείωτη φαίνεται

εδώ η γλωσσική εκφορά των στίχων που περιβάλλουν το μοτίβο της

ἀμηχανίας. ΢τον στ.1286 κατ΄αρχάς έχουμε την χρήση του δυικού αντί για

πληθυντικό στο σφωιτέρων, όπως επισημαίνουν σχετικά τα σχόλια, ενώ

στον 1287 έχουμε τον συνδυασμό οὐδέ τι τοῖον... οὐδέ τι τοῖον, ιδιαίτερα

αγαπητό στην αττική και ελληνιστική πρόζα, βλ. σχετικά Ardizzonni

(1967) 271, αλλά καθόλου στην ποίηση. Η γλώσσα του πεζού λόγου εδώ με

τον εμφανή αντιποιητικό της χαρακτήρα καθώς και η σύγχυση στον

αριθμό απεικονίζει σε υφολογικό επίπεδο την σύγχυση του Αισονίδη,

όπως όμως την αντιλαμβάνεται ο αφηγητής.

1289. Σελαμῶνα: Ο Σελαμώνας ήταν αδελφός του Πηλέα, πατέρα του

Αχιλλέα. Ο Πηλέας ως πατέρας του Αχιλλέα είναι από τις πιο σημαντικές

μορφές του έπους αποτελώντας «συνδετικό κρίκο» κατά κάποιον τρόπο

με την Ιλιάδα. Πρβ. Ηunter-Fantuzzi (2005) 173.

1289-1295: Ο Ιάσονας προσβάλλεται δημόσια, ενώπιον όλων των

Αργοναυτών, κάτι που καταδεικνύει ακόμη μία φορά την επισφαλή

ηγετική του θέση στο αργοναυτικό έπος. Ο Σελαμώνας ερμηνεύει την

194
εγκατάλειψη του Ηρακλή με πολιτικούς όρους, καθώς αποδίδει στον

Ιάσονα κίνητρα πολιτικής υστεροβουλίας: ότι δηλαδή εγκατέλειψε με

πρόθεση τον Ηρακλή, έτσι ώστε να μην υπάρχει κανένα έλλειμα στην

προσωπική του δόξα. Ο Σελαμώνας δηλ. κρίνει τον Ιάσονα με καθαρά

επικά κριτήρια και δίνει έμφαση στην επική δόξα. Η πιθανότητα τέτοιων

αντιδράσεων μπορεί να ερμηνεύσει εκ του αποτελέσματος την ψυχική

κατάσταση ἀμηχανίας στην οποία βρίσκεται ο Ιάσονας (για την έμφαση

στην ψυχολογία του μεμονωμένου ατόμου ως χαρακτηριστικού του

απολλώνειου έπους βλ. κυρίως Fränkel (1957) 1-19). Η πιο πάνω altercatio

ανάμεσα στον Ιάσονα και τον Σελαμώνα μπορεί να αναγνωσθεί ως ένα

prequel της επικής σύγκρουσης ανάμεσα στον γιο του Σελαμώνα, τον

Αίαντα, και τον Οδυσσέα. Πρόκειται για άλλη μια περίπτωση ενός

απολλώνειου παιγνιδιού με τη χρονική ακολουθία των μυθικών

επεισοδίων: ο μεταγενέστερος δηλ. χρονικά του επικού κύκλου

Απολλώνιος επιλέγει και πάλι να πραγματευθεί το prequel ενός γνωστού

επικού επεισοδίου.

1294. νόσφιν: με τη σημασία «χωρίς» ή «παρά τη θέληση», βλ. και Vian

(1974) 111, Fränkel (1968) 149. ΢ε κάθε περίπτωση ωστόσο ο Σελαμώνας

δηλώνει εδώ την μοναχική, προσωπική του αντίθεση προς το σύνολο

σχεδόν των Αργοναυτών, οι οποίοι συμμετέχουν κατά την άποψή του στο

δόλιο σχέδιο του Ιάσονα.

1297. ὄστλιγγες: Μολονότι τα σχόλια (1.1297 Wendel) ισχυρίζονται πως

τόσο ο Υιλητάς όσο και ο Απολλώνιος χρησιμοποιούν την εναλλακτική

ἄστλιγγες, ωστόσο, εφόσον το σύνολο τόσο της άμεσης όσο και της

έμμεσης παράδοσης του χωρίου δίνει την εναλλακτική ὄστλιγγες,

υιοθετούμε εδώ την τελευταία αυτή παραλλάσσουσα γραφή, σε αντίθεση

προς τον Vian (1974).

195
1302. ἦ τέ σφιν στυγερὴ τίσις ἔπλετ’ὀπίσσω: Πρόκειται για τον γνωστό

μύθο σύμφωνα με τον οποίο ο Ηρακλής τιμώρησε τους γιους του Βορέα,

Ζήτη και Κάλαϊ με θάνατο στην Σήνο μετά το πέρας της Αργοναυτικής

εκστρατείας, καθώς τους θεώρησε υπεύθυνους για το γεγονός ότι οι

Αργοναύτες δεν τον αναζήτησαν. Αναφορά στην αλήθεια, όπως

κατοχυρώνεται σε έναν άλλο μύθο. Πράγματι έτσι έγινε γιατί έτσι μας

αφηγείται ένας άλλος μύθος: η εμφάνιση της έννοιας του αληθινού σε

τέτοια συμφραζόμενα είναι ένα «ειρωνικό νεύμα» (Παπαγγελής (1994)

55).

΢ύμφωνα με τον Jackson (2003) 121-7, η πραγμάτευση του σχετικού

επεισοδίου στον Απολλώνιο σχετίζεται, στη σύγκρισή του με τις

υπόλοιπες εκδοχές του σχετικού μύθου, με τους νεκρικούς αγώνες προς

τιμή του Πελία και την περιοχή της Μυσίας.

1302. σχέτλιοι: Πρόκειται για ένα προσωπικό σχόλιο του αφηγητή

Απολλώνιου σχετικά με την μοίρα των γιων του Βορέα στα χέρια του

Ηρακλή. Σέτοιου είδους προσωπικά σχόλια του αφηγητή, που δηλώνουν

την προσωπική του συμμετοχή στη θλίψη για την δυστυχία ενός

προσώπου της αφήγησης, όπως ξεκάθαρα δηλώνεται με το σχέτλιοι εδώ,

απουσιάζουν από την ομηρική αφήγηση, όπου τέτοιου είδους δείκτες

προσωπικής συμμετοχής εμφανίζονται στον λόγο των χαρακτήρων του

έπους, αλλά όχι στα σχετικά σχόλια του αφηγητή. Σο βασικό πρότυπο

μιας τέτοιας εστίασης στην συναισθηματική συμμετοχή στα

τεκταινόμενα από την οπτική του αφηγητή εμφανίζεται για πρώτη φορά

στον Βακχυλίδη. ΢την ελληνιστική ποίηση μολονότι εμφανίζεται η

αφηγηματική αυτή τάση στον Απολλώνιο, εντούτοις φτάνει στο

αποκορύφωμά της με τον Θεόκριτο, βλ. σχετικά και Morrison (2007) 232,

284.

196
1301-1309. αίτιον για τις δύο στήλες της Σήνου.

1309. αφηγηματική πρόληψις. Βλ. Καλλ. Αίτ. 12.6 Pf.

1310. Γλαῦκος: Πρόκειται για έναν ψαρά, ο οποίος σύμφωνα με τη

μυθολογία πήδηξε στη θάλασσα, στην πόλη Ανθηδόνα, και ως εκ τούτου

και μεταμορφώθηκε σε θαλασσινή θεότητα που πρόλεγε το μέλλον στους

ναυτικούς και ήταν μισός άνθρωπος και μισός ψάρι. Βλ. σχετικά Vian

(1974) 266. Λειτουργεί εδώ ως ο από μηχανής θεός που δίνει τέρμα στην

ένταση του επικού περιστατικού.

1315-6: όπως παρατηρεί ο Köhnken (2001) 85, σχετικά με την έλευση του

Ηρακλή στην Κολχίδα στα πλαίσια της Αργοναυτικής εκστρατείας

υπήρχαν δύο μυθικές προλογοτεχνικές εκδοχές: α. ο Ηρακλής φτάνει

στην Κολχίδα (Πίνδ. Πυθ.4. 170-213) β. οι Αργοναύτες εγκαταλείπουν τον

Ηρακλή σε ένα πρώιμο στάδιο της εκστρατείας (Ηρόδ. 7.193.2). Ο

Απολλώνιος φαίνεται να υιοθετεί τη δεύτερη αυτή εκδοχή μολονότι η

παράλληλη αφήγηση του Θεοκρίτου φαίνεται να συνδυάζει τις δύο

εναλλακτικές του μύθου, καθώς στην θεοκρίτεια αφήγηση έχουμε τόσο το

μοτίβο της εγκατάλειψης όσο και το μοτίβο της τελικής άφιξης στην

Κολχίδα. Ο Απολλώνιος όμως επιλέγει τη δεύτερη εκδοχή

παρουσιάζοντας τον Γλαύκο να διατυπώνει ένα ερώτημα το οποίο

φαίνεται να έχει γραμματολογική απόχρωση και προοπτική. Ο Γλαύκος

δηλ. παράλληλα όμως και ο αφηγητής Απολλώνιος (αν έχουμε ταύτιση

των φωνών του Γλαύκου και του Απολλωνίου) επισημαίνει πως σκοπός

του Ηρακλή είναι να επιτελέσει τους δώδεκα άθλους του. Ο Γλαύκος δηλ.

με άλλα λόγια περιγράφει το περιεχόμενο μιας Ηράκλειας˙ ο Ηρακλής

είναι για τον Απολλώνιο ένας απλός guest-star στο έπος του, καθώς

197
λογοτεχνικός σκοπός του είναι να αποτελέσει τον πρωταγωνιστή μιας

άλλης επικής αφήγησης. Ο ρόλος του ως δρων υποκείμενο τελειώνει εδώ

στα Αργοναυτικά, μολονότι αναφορές στον Ηρακλή θα συναντήσουμε και

παρακάτω, 2.774 εξξ., 4.1432 εξξ.

1317-1320. Εὐρυσθῆι... ἐκπλῆσαι μογέοντα δυώδεκα πάντας ἀέθλους:

΢ύμφωνα με την Ιλιάδα Σ 95-133, μαθαίνουμε πώς κατέληξε ο Ηρακλής

στην υπηρεσία του Ευρυσθέα: στη συνέλευση των θεών που συγκλήθηκε

την ημέρα που θα γεννιόταν ο Ηρακλής, ο Δίας δήλωσε πως το παιδί αυτό

θα κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η Ήρα δολοφρονέουσα

φρόντισε να γεννηθεί πρόωρα ο Ευρυσθέας και να καθυστερήσει το

τοκετός της Αλκμήνης. Ο Δίας έτσι αναγκάζεται να αναγνωρίσει τον

Ευρυσθέα παρά τον δόλο της Ήρας ως κύριο του Ηρακλή που θα τον

αναγκάσει να επιτελέσει μια σειρά άθλων.

1321-22: ΢το συγκεκριμένο χωρίο έχουμε ένα επιπλέον αίτιο για την κτίση

της πόλεως της Κίου (κτίσις πόλεως, αγαπητό θέμα της ελληνιστικής

γραμματείας). ΢ύμφωνα με τη μυθική εκδοχή της ίδρυσης ο Πολύφημος

υπήρξε ο ἱδρυτής της πόλεως, ενώ αντίθετα ο Ηρακλής λειτούργησε

απλώς ως κτίστης, δηλ. ως εκείνος που προκάλεσε με τη δράση του τα

γεγονότα που οδήγησαν στην ίδρυση της πόλεως, βλ. σχετικά Sourvinou-

Inwood (2005) 244-251. Για την μυθική αυτή εκδοχή που εξυπηρετούσε την

πολιτική εικόνα της Κίου βλ. επίσης Νίκ. απ.48 Schneider 57.

1323. Φαλύβων: 1.1321-23 b Wendel: ἔθνος ΢κυθίας, ὅπου ὁ σίδηρος γίνεται.

Η αναφορά εδώ προοικονομεί την σχετική αφήγηση στο 4.1470 εξξ.

1325. πόσιν: η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον θνητό σύζυγο

θεάς, πρβ.Ύμν. Ομηρ. Εις Αφρ. 242, Βίων, Αδ. 24.

198
1328. κοίλην...νῆα: επικό επίθετο. Δεν χρειάζεται εδώ να διορθώσουμε

μαζί με τους Campbell (1971) 402 εξξ. και Vian (1974) την αιτιατική των

χειρογράφων κοίλην σε γενική κοίλης, ώστε να προσδιορίζει ως επιθετικός

προσδιορισμός τη βαθιά θάλασσα, πρβ. 2.595. Μολονότι ο Απολλώνιος δεν

φαίνεται να περιγράφει ως κοῖλον πλοῖον αλλού την Αργώ, ωστόσο το

κοῖλος αποτελεί τυπικό επίθετο για καράβια, πρβ. Liddell-Scott ad loc., και

για τον λόγο αυτό δεν χρειάζεται να αθετήσουμε την γραφή της

παράδοσης. Εντελώς περιττή φαίνεται η διόρθωση σε δ΄ἄιξ της δὲ διὲξ των

χειρογράφων από τον Fränkel (1961), o οποίος ακόμη μία φορά ελέγχεται

ως υπερβολικός στις κειμενικές του διορθώσεις.

1333. πέρι γάρ μ΄ἄχος ἧκεν ἐνισπεῖν: Προβληματική υπήρξε και η κριτική

αποκατάσταση του συγκεκριμένου στίχου. Ψστόσο, ως προς την πρόθεση

το σύνολο της χειρόγραφης παράδοσης δίνει την γραφή περὶ με την

εναλλακτική πέρι στα SPE. Όσο δε για το ρήμα και πάλι υπάρχει

ομοφωνία ως προς τον τύπο ἧκεν, με την διαφοροποίηση της v.l εἷλεν στο

L και το Α. Και πάλι ο Fränkel (1968) 152 εξξ. διορθώνει σε ἐπὶ ... ἧκεν,

διόρθωση που γίνεται αποδεκτή και από τον Ardizzoni (1967). Ψστόσο,

τόσο η σύνταξη του ἥκω με απαρέμφατο του σκοπού (για τη χρήση του

απαρεμφάτου στον Απολλώνιο βλ. πιο συγκεκριμένα McLennan (1973) 44-

72), όπως εδώ (ἐνισπεῖν), όσο και η επιρρηματική χρήση της περὶ με τη

σημασία «ολόγυρα» απαντούν και αλλού στην ελληνική γραμματεία,

πρβ. ΢οφ. Ο.Κ. 12 κ.α., Liddell- Scott ad περί, και ως εκ τούτου δεν

διαπιστώνουμε κανένα λόγο να αθετήσουμε την γραφή του συνόλου

σχεδόν της παράδοσης, βλ. και Vian (1973) 84, (1974), Giangrande (1971)

146-8, Campbell (1972) 110-12 (ἦγον).

199
1332. ΢ε αντίθεση με το ομηρικό επικό πρότυπο, όπου η μ῅νις λειτουργεί

ως η κατ΄εξοχήν δύναμη προώθησης της επικής δράσης και η μ῅νις

Ἀχιλλ῅ος ταυτίζεται ουσιαστικά με την ίδια την Ιλιάδα, στο απολλώνειο

έπος η αναστολή της μήνιος του Ιάσονα λειτουργεί ως ελατήριο μιας

συμφιλιωτικής εξέλιξης της επικής δράσης. ΢το ομηρικό έπος, μολονότι

Αχιλλέας και Αγαμέμνονας συμφιλιώνονται ως ένα βαθμό, εντούτοις η

ένταση μεταξύ τους δεν χάνεται εντελώς και πολλά ζητήματα

παραμένουν άλυτα. ΢τον Απολλώνιο, ωστόσο, η συμφιλίωση Ιάσονα και

Σελαμώνα είναι οριστική και ολοκληρωτική. Ο Ιάσονας αναγνωρίζει τα

ευγενικά κίνητρα της συμπεριφοράς του Σελαμώνα, μολονότι επισημαίνει

την μείωση που υπέστη στο στάτους του ως αρχηγού λόγω της οργίλης

αντίδρασης του Σελαμώνα μπροστά στο σύνολο των Αργοναυτών. Η

ήρεμη αυτή αντίδραση του Ιάσονα φαίνεται να συνάδει με τη γενικότερη

αντίληψη της περιόδου μετά τον Αλέξανδρο για τη διαχείριση της οργής

από τον καλό αρχηγό, πρβ. Hunter-Fantuzzi (2005) 203. Μετά λοιπόν τον

θάνατο του οργίλου Αλεξάνδρου ο οποίος συχνά στο σημείο αυτό

ταυτίζονταν με τον Αχιλλέα, ο έλεγχος της οργής αποτελεί πλέον

στοιχείο συζήτησης για τις αρετές ενός καλού ηγεμόνα. ΢τα πλαίσια

λοιπόν αυτής της ευρύτερης πνευματικής αναζήτησης ο Ιάσονας εδώ

επιδεικνύει συγκρατημένη οργή. Υαίνεται πως ο Ιάσονας αποκτά

χαρακτηριστικά του σοφού άνδρα της στωικής φιλοσοφίας (για μια

στωική ανάγνωση του Ιάσονα βλ. Williams (1996) 17-41). Ενδιαφέρουσα

επίσης παρουσιάζεται η άποψη της Mori (2005), 209-36 σύμφωνα με την

οποία στο επεισόδιο αυτό αναμιγνύονται το αλεξανδρινό ενδιαφέρον για

την επική οργή με αριστοτελικές αντιλήψεις για τον θυμό και την

διαχείρισή του καθώς επίσης και την πολιτική φιλία. Βλ. και Nussbaum

(1994), Sihvola and Engberg-Pedersen (1998), Harris (2001), Toohey (2004),

Braund and Most (2003), Konstan (2006) 41-76.

200
1340-43: Ο Ιάσονας δίνει έμφαση εδώ στην συλλογικότητα της

εκστρατείας, απομακρύνoντας την οργή του στην ιδέα πως ο Σελαμώνας

θα αντιδρούσε με την ίδια οργή σε περίπτωση που και ο ίδιος ή κάποιος

άλλος από τους Αργοναύτες έπεφτε θύμα αδικίας. Με άλλα λόγια δηλ. ο

κόσμος της επικής ντροπής, ο οποίος στηρίζεται στις ατομικές αξίες της

προσωπικής τιμής, όπως αποκρυσταλλώνεται στην έννοια της μήνιος και

των συνεπειών της, υποχωρεί εδώ μπροστά στην έννοια της ενοχής

απέναντι στο συλλογικό καλό. Η έννοια αυτή της συλλογικότητας,

αποτέλεσμα της μετάβασης του αρχαίου κόσμου από την ηρωική εποχή

της προσωπικής τιμής στην πολιτειακή οργάνωση του πέμπτου και

τέταρτου κατ΄αρχάς αιώνα με την οργάνωση της πόλης κράτους,

διαπιστώνεται στο απολλώνειο έπος ήδη από την αρχή του. ΢ε αντίθεση

με τον προγραμματικό σκοπό του οδυσσειακού νόστου, η απολλώνεια

εκστρατεία καταξιώνεται με την σώα έκβαση του ταξιδιού τόσο για τον

αρχηγό όσο και για το πλήρωμά του, βλ. και Goldhill (1991) 315. Ο

Ιάσονας ως ο κατ’εξοχήν ήρωας του απολλώνειου έπους λειτουργεί εν

πολλοίς στα πλαίσια μιας επικής παραδοσιακής ομηρικής επίφασης

χωρίς, ωστόσο, ο ίδιος να είναι στο σύνολό των εκφάνσεων και

λειτουργιών του ο παραδοσιακός επικός ήρωας του Ομήρου. Δεν είναι ο

ήρωας που έχει υπερφυσικές ιδιότητες, αλλά ο ήρωας του ελληνιστικού

κόσμου με έμφαση στην ανθρώπινη διάστασή του, στις ανυπέρβλητες

δυσκολίες του και στα ηθικά διλήμματά του, ο ήρωας που επιτυγχάνει τον

σκοπό του μέσω της συναίνεσης και όχι της βίας, βλ. Carspecken (1952)

101, Ηerter (1973) 36, Vian (1978), Zanker (1987) 201-3 και Jackson (1992) 155-

62- ο Lawall (1966) 119-69 φτάνει μάλιστα στο σημείο να τον χαρακτηρίσει

αντι-ήρωα και true gentleman (168 σημ.13, βλ. και Fusillo (1985), ενώ ο

Green (1988) 1-15 ‘common man’· βλ. επίσης και Fränkel (1960, 1), Beye

(1982) 79. Ο Hunter (1988) 444-5 αναγνωρίζει στη σκηνή επεξεργασία

συγκεκριμένων ιλιαδικών μοτίβων, τα οποία, ωστόσο, χρησιμοποιούνται

201
για να αναδείξουν τις ελληνιστικές αξίες της αφοσίωσης και

αλληλεγγύης και όχι την προσωπική τιμή του επικού κόσμου.

1346. πολισσάμενος: η γνωστή και συνηθισμένη για τα ελληνιστικά

λογοτεχνικά γούστα κτίσις πόλεων.

1351. ῥύσια: τα λάφυρα, οι όμηροι. Βλ. και σχόλια 1.1355-57c Wendel.

1351-3: Πρβ. ΢τράβων 12.4.3 και Αντ.Λιβ. Έθιμο της Μυσίας (Προύσα)

κατά το οποίο οι κάτοικοι περιφέρονταν στο βουνό φωνάζοντας το όνομα

του Ύλα. Γιορτάζουν ίσως την ανανέωση της βλάστησης (Ύλας- ύλη-

δάσος), βλ. και τους μύθους του Άδωνι, του Τάκινθου και της Περσεφόνης.

Για μια εκτεταμένη ανάλυση του εθίμου βλ. Sourvinou-Inwood (2005) 74-

79, 329-359.

1362. Σο τέλος του πρώτου βιβλίου. Ο ποιητής χωρίζει για «τεχνικούς

λόγους» εδώ τα δύο πρώτα βιβλία (Glei 1996 159, σημ.100) που καλύπτουν

αμφότερα τον κατάπλουν στη χώρα του Αιήτη. Σο δεύτερο βιβλίο ξεκινά

χωρίς προοίμιο, ενδεικτικό του ότι θεωρείται συνέχεια του πρώτου.

202
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΥΙΑ

Adams, J.N. (1982). The Latin Sexual Vocabulary, Baltimore.

Agosti, G. (1994). «Ila nella caverna (su Arg. Orph. 643-8)», MD 32: 175-92.

Alberti, G. B. (1963). «Le nuove Membranae Mutinenses con frammenti di

Apollonio Rodio ed Anastasio Sinaita», BPEC 11: 15-23.

Alberti, G. B. (1972). «Note alla tradizione manuscritte di Apollonio

Rodio», στο: Studi classici in onore di Quintino Cataudella, Catania: vol. II.: 9-

18.

Albis, R. V. (1996). Poet and Audience in the Argonautica of Apollonius,

Lanham.

Allen, T.W. (1894). «On the composition of some Greek manuscripts», JPh

22: 157-63.

Andò, V. (1996). «Nymphe: La sposa e le ninfe», QUCC 52: 47-79.

Ardizzoni, A. (1935). «Eracle e Tiodamante in Callimaco e in Apollonio

Rodio», RFIC 13: 452-67.

Ardizzoni, A. (1956). «Note critiche ed esegetiche sul testo di Apollonio

Rodio», RFIC 34: 364-88.

Ardizzoni, A. (1958). Apollonio Rodio, Le Argonautiche. Libro III. Testo,

traduzione e commentario, Bari.

Ardizzoni, A. (1958α). «Su Apollonio Rodio», Orpheus 5: 45-7.

Ardizzoni, A. (1965). «Echi pitagorici in Apollonio Rodio e Callimaco»,

RFIC 93: 257-67.

203
Ardizzoni, A. (1965α). «Per il testo di Apollonio Rodio», BPEC 13: 3-7.

Ardizzoni, A. (1965β). «Per il testo di Apollonio Rodio», RFIC 93: 54-60.

Ardizzoni, A. (1967). Apollonio Rodio, Le Argonautiche. Libro I. Testo,

traduzione e commentario, Roma.

Ardizzoni, A. (1967α). «Per il testo di Apollonio Rodio», RFIC 95: 44-7.

Ardizzoni, A. (1968). «Note apolloniane», Maia 20: 11-14.

Ardizzoni, A. (1970). « Cleite, ovvero la Fonte delle Lacrime », στο:

Mythos. Scripta in honorem Marii Untersteiner, Genova: 37-42.

Ardizzoni, A. (1970α). «Note sul testo di Apollonio Rodio e Callimaco»,

GIF 22: 40-6.

Ardizzoni, A. (1978). «‚Trappole‛ e infortuni apolloniani», GIF 30: 275-87.

Arend, W.A. (1933). Die typischen Scenen bei Homer, Berlin.

Bachofen, J.J. (1992). Myth, Religion, and Mother Right: Selected Writings of

J.J. Bachofen (αγγλ.μτφρ. R.Manheim), Princeton.

Bagnall, R.S. (1976). The Administration of the Ptolemaic Possessions outside

Egypt, Leiden.

Bahrenfuss, W. (1951). Das Abenteuer der Argonauten auf Lemnos bei

Apollonios Rhodios (Argo. 1.601 bis 909), Valerius Flaccus (Argo. 2.72 bis 430)

und Papinius Statius (Theb. 4.746 bis 5.498) (Διδ.διατρ.), Kiel.

Barigazzi, A. (1976). «Eracle e Tiodamante in Callimaco e Apollonio

Rodio», Prometheus 2: 227-38.

204
Βασίλαρος, Γ. Ν. (2004). Απολλωνίου Ροδίου Αργοναυτικών Α. Εισαγωγή,

αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σχόλια, Αθήνα.

Beekes, R.S.P. (2004). «The origin of the Kabeiroi», Mnemosyne 57: 465-77.

Belloni, L. (1979). «A proposito di alcuni omerismi in Apollonio Rodio»,

Aevum 53: 66-71.

Belloni, L. (1995). «Il manto di Giasone (Apoll. Rhod. Argon. I 721-767).»

΢το: Antonietta Porro & Guido Milanese (επιμ.). Poeti e filologi, filologi-

poeti. Composizione e studio della poesia epica e lirica nel mondo greco e romano.

Atti del congresso Brescia, 26-27 aprile 1995, Aevum(ant) 8: 137-55.

Berardi, F. (2003). «Ipsipile oratrice. La ‚diatiposi‛ in Apoll. Rh. 1.793-

833», SemRom 7: 189-217.

Berardi, F. (2004). «Similitudine, evidenza, fantasia: Apoll. Rh. Arg. 4.1280-

1289», SemRom 7: 225-38.

Berkowitz, G. C. (2004). Semi-Public Narration in Apollonius' Argonautica,

Leuven: Peeters (Hellenistica Groningana 8).

Bernsdorff, H. (1994). «Die Abfahrt der Argonauten im Hylasidyll

Theokrits», RhM 137: 66-72.

Beye, C. R. (1969). «Jason as Love-hero in Apollonius’ Argonautika», GRBS

10: 31-55.

Beye, C. R. (1982). Epic and Romance in the Argonautica of Apollonius. Literary

Structures, Carbondale.

Binder, C. (2002). «Thoas», Der Neue Pauly 12/1: 465-6.

205
Bittlestone, R., Diggle, J., Underhill, J. (2005). Odysseus Unbound. The Search

for Homer’s Ithaca, Cambridge.

Blakely, S. (2006). Myth, Ritual and Metallurgy in Ancient Greece and Recent

Africa, Cambridge.

Blumberg, K. W. (1931). Untersuchungen zur epischen Technik des Apollonios

von Rhodos (Διδ.διατρ.), Leipzig.

Boedeker, D.D. (1974). Aphrodite’s Entry into Greek Epic, Leiden.

Boesch, G. (1908). De Apollonii Rhodii elocutione (Διδ. διατρ.), Berlin.

Bona, G. (1995). «Pindaro tra poeti e filologi alessandrini», στο: Porro, Α. &

Milanese, G. (επιμ.). Poeti e filologi, filologi-poeti. Composizione e studio della

poesia epica e lirica nel mondo greco e romano. Atti del congresso Brescia 26-27

aprile 1995, Aevum(ant) 8: 87-103.

Bradley, K.R. (1994). «The Nurse and the Child at Rome: Duty, Affect and

Socialisation», Thamyris 1: 137-56.

Branscome, E. R. (2006). The Phaeacians and the Doliones. The use of Homer in

Apollonius’ Rhodius’ Argonautica 1.939-1152, ομιλία στο APA.

http://www.apaclassics.org/AnnualMeeting/06mtg/abstracts/BRANSCO

ME.pdf

Braund, S. & Most, G. (επιμ.) (2003). Ancient Anger. Perspectives from Homer

to Galen. Yale Classical Studies 32, Cambridge.

Bravo García, A. (1983). «En torno a algunos mss. de Apolonio de Rodas

conservados en bibliotecas españolas. Notas de paleografía», Emerita 51:

97-117.

206
Brioso S{nchez, M. (2003). «El concepto de divinidad en las Argon{uticas

de Apolonio de Rodas», στο: Férez, J.A.L. (επιμ.). Mitos en la literatura

griega helenística e imperial, Madrid: 15-54.

Broeniman, C. S. (1989). Thematic Patterns in the Argonautica of Apollonius

Rhodius. A Study in the Imagery of Similes (διδ. διατρ. University of Illinois),

Urbana-Champaign.

Bühler, W. (1960). Die Europa des Moschos. Wiesbaden.

Burkert, W. (1960). «Das Lied von Ares und Aphrodite. Zum Verhältnis

von Odyssee und Ilias», RhM 103: 130-144.

Burkert, W. (1970). «Jason, Hypsipyle and new fire at Lemnos. A study in

myth and ritual», CQ 20: 1-16.

Burkert, W. (1972). Homo Necans: Interpretationen Altgriechischer Opferriten

und Mythen. Berlin.

Burkert, W. (1985). Greek Religion (αγγλ. μτφρ.), Cambridge.

Buxton, R. (1994). Imaginary Greece. The Contexts of Mythology, Cambridge.

Byre, C. S. (1991). «The narrator’s addresses to the narratee in Apollonius

Rhodius’ Argonautica», TAPhA 121: 215-27.

Calame, C. (1977). Les choeurs de jeunes filles en Grèce archaique, Rome.

Calame, C. (1986). Le récit en Grèce ancienne. Enonciations et représentations


de poètes, Paris.

Campbell, M. (1969). «Critical Notes on Apollonius Rhodius», CQ 19: 269-

84.

207
Campbell, M. (1971). «Further Notes on Apollonius Rhodius», CQ 21: 402-

23.

Campbell, M. (1972). «Some methodological problems in Alexandrian

poetry. A reply to Dr. Giangrande», CQ 22: 110-2.

Campbell, M. (1973). «Notes on Apollonius Rhodius, Argonautica II», RPh

47: 69-90.

Campbell, M. (1977). «ΒΨCECΘΕ again», CQ 27: 467.

Campbell, M. (1978). «Ap. Rhod. I 261f. again.», GIF 30: 288-9.

Campbell, M. (1978α). «ΔΨΔΕΚΑ ΑΠΟΛΛΨΝΙΟΤ», στο: Livrea, Ε. &

Privitera, G.A. (επιμ.), Studi in onore di Anthos Ardizzoni, Roma vol. I 117-

26.

Campbell, M. (1981). «Ap. Rhod. 1.74-76», GIF 33: 207-8.

Campbell, M. (1981). Echoes and Imitations of Early Epic in Apollonius

Rhodius, Leiden.

Campbell, M. (1994). A Commentary on Apollonius Rhodius III 1-417, Leiden.

Campbell, M. (1995). «Hiatus in Apollonius Rhodius», στο: Fantuzzi, Μ. &

Pretagostini, R. (επιμ.). Struttura e storia dell’esametro Greco, Roma, vol.1:

193-219.

Carspecken, J.F. 1952. «Apollonius Rhodius and the Homeric Epic», YCS

13: 33-143.

Casson, L. (1971). Ships and Seamanship in the Ancient World, Princeton.

208
Cataudella, Q. (1963). «Note critiche al testo delle Argonautiche di

Apollonio Rodio», στο: Miscelllanea di studi alessandrini in memoria di

Augusto Rostagni, Torino: 356-62.

Chiarini, G. (1998/9). «Il mantello di Giasone», Sandalion 21/22: 25-34.

Ciani, M.G. (1964/5). «La parola omerica τηλύγετος», ΑIV 123: 157-66.

Clausen, W. (1994). A Commentary on Virgil Eclogues. Oxford.

Clauss, J. (1993). The Best of the Argonauts. The Redefinition of the Epic Hero in

Book One of Apollonius’ Argonautica,. Berkeley & Los Angeles.

Cole, S. G. (1984). Theoi megaloi. The Cult of the Great Gods at Samothrace,

Leiden.

Coldstream, J.N. 1983. «Gift Exchange in the Eighth Century B.C.», στο

Haegg, R. (επιμ.), The Greek Renaissance of the Eigth Century B.C.: Tradition

and Innovation, Stockholm.

Collins, J. F. (1967). Studies in Book One of the Argonautica of Apollonius

Rhodius (διδ.διατρ.), Columbia.

Connor, W. R. (1988). «Seized by the Nymphs. Nympholepsy and

Symbolic Expression in Classical Greece», CA 7: 155-89.

Cosmopoulos M. B. (2003) (επιμ.) Greek Mysteries: The Archaeology and

Ritual of Ancient Greek Secret Cults, London/New York.

Cumont, F. (1960). Astrology and Religion among the Greeks and Romans. New

York.

Cusset, C. (1997). «Le traitement de la légende d'Hylas chez Apollonios de

Rhodes et Théocrite. Intertextualité ou coïncidence? », Lalies 17 : 283-90.

209
Cusset, C. (2001). «Apollonios de Rhodes, lecteur de la tragédie classique».

΢το: Billault, A. & Mauduit, C. (επιμ.), Lectures antiques de la tragédie

grecque. Actes de la table ronde du 25 novembre 1999, Lyon & Paris.

Cusset, C. (2001α). «Le Jason d'Apollonios de Rhodes. Un personnage

romanesque?», στο: Pouderon, Β. (επιμ.). Les personnages du roman grec.

Actes du colloque de Tours, 18-20 novembre 1999, Lyon: 207-18.

Cuypers, M. (1997). Apollonius Rhodius, Argonautica 2.1-310. A Commentary.

(διδ.διατρ.), Leiden.

Cuypers, M. (2004). «Apollonius of Rhodes.» ΢το: de Jong, I.J.F., Nünlist,

R. & Bowie, A. (επιμ.), Narrators, Narratees, and Narratives in Ancient Greek

Literature, Leiden.

Cuypers, M. (2005). «Interactional particles and narrative voice in

Apollonius and Homer» στο: Harder, Μ.Α. & Cuypers, Μ. (επιμ.).

Beginning from Apollo. Studies in Apollonius Rhodius and the Argonautic

Tradition, Leuven.

Davies M.& Kathirithamby J. (1986) Greek insects, London.

DeForest, M. M. (1994). Apollonius’ Argonautica: A Callimachean Epic,

Leiden.

De Jong, I., Nünlist, R., Bowie, A. (2004) (επιμ.). Narrators, Narratees, and

Narratives in Ancient Greek Literature (Studies in Ancient Greek Narrative vol.

1). Leiden.

De Marco, V. (1963). «Osservazioni su Apollonio Rodio, I, 1-22». ΢το:

Miscellanea di studi alessandrini in memoria di A. Rostagni, Torino: 350-55.

Delage, É. (1930). Biographie d’Apollonios de Rhodes, Bordeaux.

210
Delage, É. (1930). La géographie dans les Argonautiques d’Apollonios de Rhodes,

Bordeaux.

De Simone, C. (1996). I Tirreni a Lemnos, Evidenza Linguistica e Tradizioni

Storiche. Firenze.

Detienne, M. & Vernant, J.P. (1974). Les ruses de l’intelligence: la mètis des

Grecs, Paris.

Dickey, E. (1996). Greek Forms of Address, Oxford.

Diggle, J. (1970). The Phaethon of Euripides. Cambridge.

Di Marco, M. (1995). «Il proemio dell’Ila. Teocrito, Apollonio e l’eros

paidikos», Eikasmos 6: 121-39.

Dodds, Ε. R. (1951). The Greeks and the Irrational. Berkeley.

Δούκα-Καμπίτογλου, Α. (2003). Υαντασιώσεις του θηλυκού (από τη

΢απφώ στον Ντεριντά). Θεσσαλονίκη.

Doumas, C. (1991). «What did the Argonauts seek in Colchis?»,

Hermathena 150: 31-41.

Dräger, P. (1993). Argo Pasimelousa. Der Argonautenmythos in der

griechischen und römischen Literatur, Stuttgart.

Dräger, P. (1996). «Argonautai», Der Neue Pauly 1: 1066-9.

Dräger, P. (2001). Die Argonautika des Apollonios Rhodios. Das zweite Zorn-

Epos der griechischen Literatur, München & Leipzig.

Dräger, P. (2002). Apollonios von Rhodos, Die Fahrt der Argonauten, Stuttgart.

211
Drögemüller, H-P. (1956). Die Gleichnisse im hellenistischen Epos.

(διδ.διατρ.), Hamburg.

Dumézil, G. (1924). Le crime des Lemniennes. Rites et légendes du monde

Egéen, Paris.

Edwards, M.W. (1970) «Homeric speech introductions», HSCP 74: 1-36.

Effe, B. (1992). «Die Hylas-Geschichte bei Theokrit und Apollonios

Rhodios. Bemerkungen zur Prioritätsfrage», Hermes 120: 299-309.

Effe, B. (1996). «Tradition und Innovation. Zur Funktion der Gleichnisse

des Apollonios Rhodios», Hermes 124: 290-312.

Effe, B. (2000). «Die Apotheose des Herakles und die Wiederkehr der

Goldenen Zeit. Theokrit, Id. 24.82-87», WJA 24: 89-95.

Effe, B. (2001). «The Similes of Apollonius Rhodius. Intertextuality and

Epic Convention», στο: Papanghelis, Σ.D. & Rengakos, A. (επιμ.). A

Companion to Apollonius Rhodius, Leiden: 147-69.

Effe, B. (2003). «Der Held als Gott. Die Apotheose des Herakles in der

alexandrinischen Dichtung», στο: Binder G., Effe, B. & Glei, R.F. (επιμ.).

Gottmenschen. Konzepte existentieller Grenzüberschreitung im Altertum, Trier:

27-43.

Eichgrün, E. (1961). Kallimachos und Apollonios Rhodios (διδ.διατρ.), Berlin.

Erbse, H. (1953). «Homerscholien und hellenistische Glossare bei

Apollonios Rhodios», Hermes 81: 163-96.

Erbse, H. (1963). «Versumstellungen in den Argonautika des Apollonios

Rhodios», RhM 106: 229-51.

212
Erbse, H. (1963α). Βιβλιοκρισία στο: Apollonii Rhodii Argonautica rec. H.

Fränkel, Gnomon 35: 18-27.

Erbse, H. (1966). Βιβλιοκρισία στο: Fränkel, H. Einleitung zur kritischen

Ausgabe des Apollonios, Gnomon 38: 157-62.

Faerber, H. (1932). Zur dichterischen Kunst in Apollonios Rhodios’ Argonautika

(Die Gleichnisse), Berlin.

Fantham, E. (1972). Comparative Studies in Republican Latin Imagery,

Toronto.

Fantuzzi, M. (1983). «Varianti d’autore nelle Argonautiche d’Apollonio

Rodio», A&A 29 : 146-61.

Fantuzzi, M. (1984). «Omero ‚autore‛ di Apollonio Rodio. Le formule

introduttive al discorso diretto », MD 12/13 : 67-105.

Fantuzzi, M. (1988). Ricerche su Apollonio Rodio, Roma.

Fantuzzi, M. (1995). «Mythological Paradigms in the bucolic poetry of

Theocritus», PCPS 41: 16-35.

Fantuzzi, M. (2000). «An Aristarchan reading of Apollonius’ Argonautica»,

SemRom 3.2: 313-24.

Fantuzzi, M. (2001). «"Homeric‛ Formularity in the Argonautica of

Apollonius of Rhodes.» ΢το: Papanghelis, Th. & Rengakos, A. (επιμ.). A

Companion to Apollonius Rhodius, Leiden: 171-92.

Fantuzzi, M. & Hunter, R. (2005). Ο Ελικώνας και το Μουσείο (ελλ. μτφρ.

Δ. Κουκουζίκα- Μ. Νούσια). Αθήνα.

213
Feeney, D. C. (1991). The Gods in Epic. Poets and Critics of the Classical

Tradition, Oxford.

Fenik, B. (1968). Typical Battle Scenes in the Iliad, Wiesbaden.

Fern{ndez Contreras, M. Á. (1995). «La resonancia del escenario natural y

su eventual animación en los Argonautica de Apolonio de Rodas»,

Fortunatae 7: 63-70.

Finley, M. (1955). «Marriage, Sale and Gift in the Homeric World», Revue

internationale des droits de l’antiquité 2: 167-194.

Flacelière, R. (1965). Devins et oracles Grecs, Paris.

Fränkel, H. (1925). «Zwei Stellen aus den Argonautika des Apollonios»,

Hermes 60: 489-92.

Fränkel, H. (1936). Βιβλιοκρισία στο: Marxer, G. (1935) «Die Sprache des

Apollonios Rhodios in ihren Beziehungen zu Homer», Gnomon 12: 470-6.

Fränkel, H. (1950). «Problems of Text and Interpretation in Apollonius’

Argonautica», AJPh 71: 113-33.

Fränkel, H. (1952). «Apollonius Rhodius as a Narrator in Argonautica II,1-

140», TAPhA 83: 144-55.

Fränkel, H. (1957). «Das Argonautenepos des Apollonios», MH 14: 1-19.

Fränkel, H. (1960). «Ein Don Quijote unter den Argonauten des

Apollonios», MH 17: 1-20.

Fränkel, H. (1961). Apollonii Rhodii Argonautica. Recognovit brevique

adnotatione critica instruxit H.F., Oxford.

214
Fränkel, H. (1964). Einleitung zur kritischen Ausgabe der Argonautika des

Apollonios, Göttingen.

Fränkel, H. (1968). Noten zu den Argonautika des Apollonios, München.

Fraser, P.M. (1972). Ptolemaic Alexandria, 3 τόμοι, Oxford.

Fritz, K. von (1959). «Die Entwicklung der Iason-Medea-Sage und die

Medea des Euripides», AuA 8: 33-106

Furnée, E. J. (1972). Die wichtigsten konsonantischen Erscheinungen des

Vorgriechischen, The Hague: Mouton.

Fusillo, M. (1985). Il tempo delle Argonautiche. Un’analisi del racconto in

Apollonio Rodio, Roma.

García Gual, C. (1971). «El Argonauta Jasón y Medea. An{lisis de un mito

y su tradición literaria», Habis 2: 85-107.

Garvie, A.F. (1986). «Aeschylus, Choephori». Oxford.

Georgacas, D.J. (1971). The Waterway of Hellespont and Bosporus.

Youngstown.

George, Ε. V. (1972). «Poet and Characters in Apollonius Rhodius’

Lemnian Episode», Hermes 100: 47-63.

Giangrande, G. (1970). «Hellenistic Poetry and Homer», AC 39: 46-77.

Giangrande, G. (1971). «A Passage in Apollonius», CQ 21: 146-8.

Giangrande, G. (1973). Zu Sprachgebrauch, Technik und Text des Apollonios

Rhodios, Amsterdam.

Giangrande, G. (1975). L’humour des Alexandrins (Classical and Byzantine

Monographs 2), Amsterdam.

215
Giangrande, G. (1976). «Aspects of Apollonius Rhodius’ Language», PLLS

ed. Francis Cairns (Arca 2), 271-291.

Giangrande, G. (1977). «Eine unerforschte Handschrift des Apollonios

Rhodios», στο: Treu, Κ. (επιμ.). Studia codicologica, Berlin: 227-30.

Glei, R. F. & Natzel-Glei, S. (1996). Apollonios von Rhodos, Das

Argonautenepos. Herausgegeben, übersetzt und erläutert. Band 1: Buch 1-2.

Band 2: Buch 3-4, Darmstadt.

Goldhill, S. (1986). Reading Greek Tragedy, Cambridge.

Goldhill, S. (1986α). «Framing and Polyphony: readings in Hellenistic

Poetry», PCPS 32: 25-52.

Goldhill, S. (1991). The Poet’s Voice: Essays on Poetics and Greek Literature,

Cambridge.

Golden M. (1990). Children and Childhood in Classical Athens, Baltimore/

London.

Gould, J. (1980). «Law, custom and myth: aspects of the social position of

women in classical Athens», JHS 100: 38-59.

Gow, A. S. F. (1952). Theocritus, Cambridge.

Green, P. (1988). «The armchair epic. Apollonius Rhodius and the voyage

of Argo», Southern Humanities Review (University of Alabama, Auburn) 22:

1-15.

Green, P. 1997. The Argonautika by Apollonios Rhodios, Berkeley/ Los

Angeles.

216
Griffin, J. (1977). «The Epic Cycle and the Uniqueness of Homer», JHS 97:

39-53.

Griffin, J. (1986) «Words and speakers in Homer», JHS 106: 36-57.

Griffiths, F. T. (1990). «Murder, purification, and cultural formation in

Aeschylus and Apollonius Rhodius», Helios 17: 25-39.

Gutzwiller, K.J. (1981) Studies in the Hellenistic Epyllion, Beiträge zur

klassischen Philologie 114, Meisenheim am Glan.

Haggett, A. S. (1902). A Comparison of Apollonius Rhodius with Homer in

Prepositional Usage (διδ. διατρ.), Baltimore.

Hajnal, I. (2004) «Die Tmesis bei Homer und auf den mykenischen Linear

B-Tafeln. Ein chronologisches Paradox?», στo J. H. W. Penney, J.H.W.

(επιμ.) Indo-European Perspectives. Studies in Honour of Anna Morpurgo

Davies, Oxford: 146-177.

Hardie, P. (2005), Βιργίλιος (μτφρ. Ε. Μητούση), Θεσ/νίκη.

Harris, W. V. (2001). Restraining Rage. The Ideology of Anger Control in

Classical Antiquity, Cambridge, Mass.

Haslam, M.W. (1978). «Apollonius Rhodius and the Papyri», ICS 3: 47-73.

Hasluck, F. (1910). Cyzicus, Cambridge.

Henrichs, A. (1967). «Apollonios Rhodios I,317-331 (P.Colon. inv. 929)»,

ZPE 1: 113-6.

217
Henrichs, A. (1970). «Apollonios Rhodios 1.699-719 (P.Mil. 6 und P.Colon.

inv. 522)», ZPE 5: 49-56.

Henry, M. (1992) «The Edible Woman: Athenaeus’s Concept of the

Pornographic», στο: Richlin, Α. (επιμ.), Pornography and Representation in

Greece and Rome. New York.

Herter, H. (1956). «Bericht uber die Literatur zur hellenistischen Dichtung

seit dem Jahre 1921, II: Apollonios von Rhodos», Bursians Jahresbericht 285

(1944/1955), Göttingen: 213-410.

Holmberg, I.E. (1998). «‚Metis‛ and gender in Apollonius Rhodius’

Argonautica», TAPhA 128: 135-59.

Hopkinson, N. (1988). A Hellenistic Anthology, Cambridge.

Hübscher, A. (1940). Die Charakteristik der Personen in Apollonios’

Argonautika, Freiburg.

Hunt, I.W. (1890). «Homeric Wit and Humor», TAPha 21: 48-58

Hunt, J.M. (1980). «Apollonius resartus. A study in conjectural criticism»,

CPh 75: 23-37.

Hunter, R.L. (1983). Eubulus: the fragments. Cambridge.

Hunter, R.L. (1986). «Apollo and the Argonauts. Two notes on Ap. Rhod.

2.669-719», MH 43: 50-60.

Hunter, R.L. (1988). «Short on heroics. Jason in the Argonautica», CQ 38:

436-53.

Hunter, R.L. (1989). Apollonius of Rhodes: Argonautica III, Cambridge.

218
Hunter, R.L. (1993). The Argonautica of Apollonius: literary studies,

Cambridge.

Hunter, R. L. (1993α). Jason and the Golden Fleece (The Argonautica),

translated with introduction and notes, Oxford.

Hunter, R.L. (1995). «The divine and human map of the Argonautica»,

Syllecta Classica 6: 13-27.

Hunter, R.L. (1999) Theocritus. A Selection, Cambridge.

Hunter, R.L. (2001). «The Poetics of Narrative in the Argonautica», στο:

Papanghelis, T.D. & Rengakos, A. (επιμ.) A Companion to Apollonius

Rhodius, Leiden: 93-125.

Hunter, R.L. (2003) Theocritus: Encomium of Ptolemy Philadelphus, Berkeley.

Hunter, R.L. (2004) Plato's Symposium, Oxford

Hurst, A. (1964). «Le retour nocturne des Argonautes», MH 21: 232-37.

Hurst, A. (1966). «Sur deux passages d’Apollonios de Rhodes», MH 23:

107-13.

Hurst, A. (1967). Apollonios de Rhodes. Manière et cohérence. Contribution à

l’étude de l’esthétique alexandrine, Roma.

Hutchinson, G. O. (1988). Hellenistic Poetry, Oxford.

Jackson, S. B. (1992). «Apollonius’ Jason. Human being in an epic

scenario», G&R 39: 155-62.

219
Jackson, S. B. (1993). Creative Selectivity in Apollonius’ Argonautica,

Amsterdam.

Jackson, S. B. (1997). «Apollonius of Rhodes. The Cleite and Byblis

suicides», SIFC 15: 48-54.

Jackson, S. B. (2003). «Apollonius of Rhodes. Death on Tenos», QUCC 73:

121-7.

Janko, R. (1979). «ΒΨ΢Ε΢ΘΕ revisited’, CQ 29: 215-6.

Janko, R. (1982). Homer, Hesiod and the Hymns. Diachronic Development in the

Epic Diction. Cambridge.

Jensen, L.B. (1963). «Royal Purple of Tyre», Journal of Near Eastern Studies

22: 104-18.

Kingston, P. (1960). «A Papyrus of Apollonius Rhodius», BICS 7: 45-56.

Kirk, G.S. (1949). «Ships on Geometric Vases», BSA 44: 116-17.

Kirk, G.S. (2005). Ομήρου Ιλιάδα. VI: Ραψωδίες Υ-Ψ, επιμ. Δ.Ιακώβ-

Α.Ρεγκάκος, Θεσσαλονίκη.

Klein, T. M. (1983). «Apollonius’ Jason. Hero and scoundrel», QUCC 42:

115-26.

Knight, V. H. (1990). ”Prosthen eti kleiousin aoidoi.” Types of Response to

Homer in the Argonautica of Apollonius, (διδ.διατρ.), Cambridge.

Knight, V H. (1995). The Renewal of Epic. Responses to Homer in the

Argonautica of Apollonius, Leiden.

Knox, P.E. (1995) Ovid’s Heroides: Select Epistles, Cambridge.

220
Koch, H. Η. (1955). Die Hylasgeschichte bei Apollonios Rhodios (Arg. I 1153

ff.), Theokrit (Eidyllion XIII), Properz (Elegie I 20) und Valerius Flaccus (Arg III

459ff.). (Διδ. διατρ.) Kiel.

Koechly, A.H. (1838). Coniectanea in Apollonium et Oppianum. Leipzig.

Επανέκδοση στο: Opuscula philologica. Vol. 1. Leipzig (1881): 300-37.

Kofler, W. (1992). «Bienen, Männer und Lemnos. Beobachtungen zu einem

epischen Gleichnis bei Apollonios Rhodios (Arg. 1.878-85)», Hermes 120:

310-19.

Köhnken, A. (1965). Apollonios Rhodios und Theokrit. Die Hylas- und die

Amykosgeschichten beider Dichter und die Frage der Priorität, Göttingen.

Köhnken, A. (1970). «Der Schrei des Hylas», RhM 113: 69-79.

Köhnken, A. (1996). «Paradoxien in Theokrits Hylasgedicht», Hermes 124:

442-62.

Köhnken, A. (2001). «Hellenistic Chronology. Theocritus, Callimachus,

and Apollonius Rhodius», στο: Papanghelis, T.D. & Rengakos, A. (επιμ.).

A Companion to Apollonius Rhodius, Leiden: 73-92.

Köhnken, A. (2003) «Herakles und Orpheus als mythische Referenzfiguren

('Identifikations'- bzw. 'Integrationsfigur') im hellenistischen Epos», στο:

Aland Β., Hahn, J. και Ronning, C. (επιμ.), Literarische Konstituierung von

Identifikationsfiguren in der Antike, Tübingen: 19-27.

Konstan, D. (2006). The Emotions of the Ancient Greeks: Studies in Aristotle

and Classical Literature, Toronto, Buffalo and London.

221
Kretschmer, P. (1925). «Mythische Namen», Glotta 14: 33-6.

Kretschmer, P. (1943). «Die vorgriechischen Sprach und Volksschichten»,

Glotta 30: 84-218.

Krevans, N. (2002/3). «Dido, Hypsipyle and the bedclothes», Hermathena

173-174: 175-183.

Krevelen, Dirk A. van. (1949). «Kritische und exegetische Bemerkungen zu

Apollonios Rhodios», Eranos 47: 138-48.

Krevelen, Dirk A. van. (1951). «Kritische und exegetische Bemerkungen zu

Apollonios Rhodios», SIFC 25: 95-103.

Krevelen, Dirk A. van. (1953). «Zu Apollonios von Rhodos», Mnemosyne 6:

46-55.

Krevelen, Dirk A. van. (1954). «Der Kybelekult in den Argonautika des

Apollonios von Rhodos, I,1078-1153», RhM 97: 75-82.

Krevelen, Dirk A. van. (1970). «Zu Apollonios Rhodios Arg. IV,153», RhM

113: 272.

Kyriakou, P. (1995). Homeric hapax legomena in the Argonautica of Apollonius

Rhodius. A Literary Study, Stuttgart.

Laqueur T. (1990). Making Sex: Body and Gender from the Greeks to Freud,

London.

Lacey, W.K. (1966). «Homeric Ἕδνα and Penelope's Κύριος», JHS 86: 55-

68.

222
Larson, J. L. (2001). Greek Nymphs: Myths, Cult, Lore, New York.

Laser, S. (1987). «Leibesübungen: Boxen», στο: Archaeologia Homerica.

Vol. 3, T37-48.

Lawall, G. W. (1966). «Apollonius’ Argonautica. Jason as Anti-hero», YCS

19: 119-69.

Lefkowitz, M. S. (1983). «Wives and Husbands», G&R 30: 31-47.

Lehmann, L.T. (1969). «Nautische termen bij Apollonius Rhodius»,

Hermeneus 41: 49-68.

Levin, D. N. (1963). «An epithet for Argos in Apollonius. Platt’s

conjecture», GRBS 4: 9-17.

Levin, D. N. (1964). «Meta- or pros-?», CPh 59: 181-4.

Levin, D. N. (1970). «Δίπλαξ πορφυρέη», RFIC 98: 17-36.

Levin, D. N. (1971). Apollonius’ Argonautica Re-examined [I]. The Neglected

First and Second Books, Leiden.

Livrea, E. (1968). «Per il testo di Apollonio Rodio», Maia 20: 15-18.

Livrea, E. (1969). «Per il testo di Apollonio Rodio», RFIC 98: 47-54.

Livrea, E. (1970). «Miscellanea Apolloniana», BPEC 18: 47-55.

Livrea, E. (1977). «Apoll. Rh. I 262», GIF 29: 29-33.

Lombardi, M. (1985). «Aspetti del realismo nelle Argonautiche di

Apollonio Rodio», Orpheus 6: 250-69.

223
Loraux, N. (1995). Βίαιοι θάνατοι γυναικών στην τραγωδία (ελλ. μτφρ. Α.

Ροβάτσου), Αθήνα.

Loraux, N. (2002). Οι εμπειρίες του Σειρεσία: Σο θηλυκό στοιχείο και ο

άντρας στην αρχαία Ελλάδα (ελλ. μτφρ. Δ.Βαλάκα & Ε.Κελπερή),

Αθήνα.

Maas, P. (1962). Greek Metre (αγγλ.μτφρ. Η. Lloyd-Jones), Oxford.

Maas M. & McIntosh-Snyder J. (1989). Stringed Instruments of Ancient

Greece, Νew Haven.

Maehler, H. (1994). «Die Scholien der Papyri in ihrem Verhältnis zu den

Scholiencorpora der Handschriften», στο: Montanari, F. (επιμ.). La

philologie grecque à l’époque hellénistique et romaine. Sept exposés suivis de

discussions, Genève & Vandoeuvres: Fondation Hardt: 95-141.

Manakidou, F. P. (1998). «ΦΟΛΟ΢, ΜΗΝΙ΢, ΝΕΙΚΟ΢ in den Argonautika

des Apollonios Rhodios. Reminiszenzen und Umkehrungen der

homerischen Epen im hellenistischen Epos», Philologus 142: 241-60.

Marshall, E. (1998). «Sex and paternity : gendering the foundation of

Kyrene», στο: Foxhall, L. & Salmon, J. (επιμ.), When men were men:

masculinity, power and identity in classical antiquity:

98-110.

Marxer, G. (1935). Die Sprache des Apollonios Rhodios in ihren Beziehungen zu

Homer, Zürich.

Mauss, M. (1954) The Gift. London (αγγλ. μτφρ. του Essai sur le don

[1925]).

McGready, F. (1983). «Heracles’ Love for Hylas», CL 3: 79-80.

224
McLennan, G. R. (1973). «The employment of the infinitive in Apollonius

Rhodius», QUCC 15: 44-72.

McLennan, G. R. (1975). «An uncollated manuscript of Apollonius

Rhodius», MPhL 1: 33-6.

Meiggs, R. (1982) Trees and Timber in the Ancient Mediterranean world,

Oxford.

Merkel, R. (1853-1854). Apollonii Rhodii Argonautica, emendavit, apparatum

criticum et prolegomena adjecit R. Merkel. Scholia vetera e codice Laurentiano ed.

H. Keil. 3 fasc., Leipzig.

Merriam, C. U. (1993). «An examination of Jason’s cloak (Apollonius

Rhodius, Argonautica 1.730-68)», Scholia 2: 69-80.

Meyer, D. (2001). «Apollonius as a Hellenistic Geographer», στο:

Papanghelis, T.D. & Rengakos, A. (επιμ.). A Companion to Apollonius

Rhodius, Leiden: 217-35.

Micunco, G. (1999). «Apollonio, Ila e la societ| ellenistica», InvLuc 21: 243-

56.

Mimidou, E. (2000). «Η λογοτεχνική αξιοποίηση του επεισοδίου του

Ύλα. Απολλώνιος Ρόδιος, Θεόκριτος, Προπέρτιος», Πλάτων 51: 288-304.

Mooney, G. W. (1912). The Argonautica of Apollonius Rhodius, London.

Morales, Η. (2005). Metaphor, Gender and the Ancient Greek Novel, στο:

Harrison, S.-Paschalis, M., Frangoulidis, S. (επιμ.), Metaphor and the

Ancient Novel. Ancient Narrative Supplementum 4, Groningen: 1-22.

Morel, W. (1962). «Zu Apollonius Rhod. II,1044», RhM 105: 190-1.

225
Morgan, G. (1978). «Aphrodite Cytherea». TAPhA 108: 115-120.

Mori, A. (2005). «Jason’s reconciliation with Telamon. A moral exemplar in

Apollonius’ Argonautica (1.1286-1344)», CPh 100: 209-36.

Morrison, J.S. & Williams, R.T. (1968), Greek Oared Ships 900-322 B.C.,

Cambridge.

Morrison, A.D. (2007). The Narrator in Archaic Greek and Hellenistic Poetry,

Cambridge.

Moscati-Castelnuovo, L. (1999). «From East to West: the eponymous

Amazon Cleta», στο: G.R. Tsetskhladze (επιμ.). Ancient Greeks, West and

East, Leiden/Boston/Cologne: 163-177.

Muecke, F. (1984). «Turning Away and Looking Down: some gestures in

the Aeneid», Bulletin of the Institute of Classical Studies 31: 105-11.

Murgatroyd, P. (1992) «Setting in six versions of the Hylas myth», στο:

Deroux, C. (επιμ.) Studies in Latin Literature and Roman History, VI,

Bruxelles: 84-93.

Musso, O. (1986). «Uno nuovo papiro di Apollonio Rodio (Pap. Montserrat

122)», ZPE 62: 45.

Natzel, S. A. (1992). «Κλέα γυναικῶν: Frauen in den Argonautika des

Apollonios Rhodios», Trier.

Newman, J. K. (1986). The Classical Epic Tradition, Madison.

Nilsson, M. (1957). Griechische Feste von religiöser Bedeutung, Darmstadt.

Nisbet R.G.- Hubbard, M. (1970), A Commentary on Horace: ‘’Odes’’ Book I,

Οξφόρδη.

226
Nishimura-Jensen, J. M. (1998). «The poetics of Aethalides. Silence and

‚poikilia‛ in Apollonius’ Argonautica», CQ 48: 456-69.

Nussbaum, M. (1994). The Therapy of Desire: Theory and Practice in

Hellenistic Ethics, Princeton.

O’ Hara, J. J. (1996). True Names: Vergil and the Alexandrian tradition of

etymological wordplay. Ann Arbor.

O’ Nolan, K. (1978). «Doublets in the Odyssey», CQ 28: 23-37.

Opelt, I. (1978). «Gefühlswörter bei Homer und in den Argonautika des

Apollonios Rhodios», Glotta 56: 170-90.

Otis, B. (1963). Virgil. A Study in Civilized Poetry, Oxford.

Pace, C. (2002) La fame del leone (Theocr. 13, 62-67), SemRom 5: 213-229

Paduano, G. & Fusillo, M. (1999). Apollonio Rodio, Le Argonautiche. Testo

greco a fronte. Traduzione di G.P. Introduzione e commento di G.P. &

M.F., Milano.

Palombi, M. G. (1985). «Eracle e Ila nelle Argonautiche di Apollonio

Rodio», SCO 35: 71-92.

Papadopoulou, T. (1997). «The presentation of the inner self. Euripides’

Medea 1021-55 and Apollonius Rhodius’ Argonautica 3,772-801»,

Mnemosyne 50: 641-64.

Papanghelis, T.D. (1987). Propertius: A Hellenistic Poet on Love and Death.

Cambridge.

227
Papanghelis, T. D. (1994). «Hoary ladies. Catullus 64 and Apollonius

Rhodius», SO 69: 41-6.

Παπαγγελής, Θ.Δ. (1994). Η Ποιητική των Ρωμαίων «Νεωτέρων».

Προϋποθέσεις και προεκτάσεις, Αθήνα.

Paschalis, M. (1997). Virgil’s Aeneid: Semantic Relations and Proper Names,

Oxford.

Pavlock, B. (1990). Eros, Imitation, and the Epic Tradition, Ithaca και London.

Pearson, L. (1938). «Apollonius of Rhodes and the Old Geographers», AJPh

59: 443-59.

Perysinakis, I.N. (1991). «PENELOPE’S ΕΕΔΝΑ AGAIN», CQ 41: 297-302.

Phinney, Ε. S. (1967). «Hellenistic painting and the poetic style of

Apollonius», CJ 62: 145-9.

Piacenza, N. (1993). «Nota all'Idillio XIII di Teocrito», Aevum(ant) 6: 251-5.

Pierson, J. (1881). Verisimilium libri duo, Lipsiae.

Pietsch, C. (1999). Die Argonautika des Apollonios von Rhodos.

Untersuchungen zum Problem der einheitlichen Konzeption des Inhalts,

Stuttgart.

Pike, D. L. (1980). «The comic aspects of the strongman-hero in Greek

myth», AClass 23: 37-44.

Pike, D. L. (1993). «Jason’s departure. Apollonius Rhodius and heroism»,

AClass 36: 27-37.

Piñero, F. (1972). «Los papiros de los Argonautica de Apolonio de Rodas»,

StudPap 11: 95-107.

228
Piñero, F. (1975). «La transmisión del texto de Apolonio de Rodas a la luz

de los papiros», StudPap 14: 109-18.

Platt, A. (1920). «Apollonius III», JPh 35: 72-85.

Pocock L.G. (1958). «Gadflies and the Laestrygonians», C.R. n.s. 8: 109-11.

Poortvliet, H.M. (1991). C.Valerius Flaccus, Argonautica, Book II: a

Commentary, Amsterdam.

Powell, J. U. (1925). Collectanea Alexandrina. Reliquiae minores poetarum

Graecorum aetatis Ptolemaicae 323-146 A.C., Oxford.

Privitera, G.A.-Pretagostini, R. (1997). Storia e forme della letteratura greca, 2

τόμ., Milano.

Pulbrook, M. (1983). «The Hylas Myth in Apollonius of Rhodes and

Theocritus», Maynooth Review (Maynooth St. Patrick's College) 8: 25-31.

Race, W. H. (2004). Apollonius Rhodius, Argonautika, Book 3, Bryn Mawr.

Rankin, H.D. (1977). Archilochus of Paros. New Jersey.

Redondo, J. (2000). «Non-epic Features in the Language of Apollonius

Rhodius», στο: Harder, Μ.Α., Regtuit, R.A. & Wakker, G.C. (επιμ.),

Apollonius Rhodius, Leuven: 129-54.

Reitz, C. (1996). Zur Gleichnistechnik des Apollonios von Rhodos, Frankfurt

am Main.

Rengakos, A. (1993). Der Homertext und die hellenistischen Dichter, Stuttgart.

Rengakos, A. (1994). Apollonios Rhodios und die antike Homererklärung,

München.

229
Rengakos, A. (2003). «Tempo e narrazione nelle Argonautiche di

Apollonio Rodio», στο: Belloni, L. ,de Finis, L. & Moretti, G. (επιμ.).

L’officina ellenistica. Poesia dotta e popolare in Grecia e a Roma, Trentο.

Rengakos, A. (2004). «Die Argonautika und das ‚kyklische Gedicht.‛

Bemerkungen zur Erzähltechnik des griechischen Epos», στο: Bierl, Α.

Schmitt, Α. & Willi, Α. (επιμ.), Antike Literatur in neuer Deutung. Festschrift

für Joachim Latacz anläßlich seines 70. Geburtstages, München & Leipzig: 277-

304.

Ρεγκάκος, Α. (2006). Σο χαμόγελο του Αχιλλέα. Θέματα αφήγησης και

ποιητικής στα ομηρικά έπη. Αθήνα.

Rice, E.E. (1983). The grand procession of Ptolemy Philadelphus, Oxford.

Richter G.M.A. (1966). The Furniture of the Greeks, Etruscans and Romans,

London.

Rose, Α. R. (1985). «Clothing imagery in Apollonius’s Argonautika», QUCC

50: 29-44.

Rosenmeyer, T. G. (1990). «Decision-Making», Apeiron 23: 187-218.

Rostovtzeff, M. (1941). The Social and Economic History of the Hellenistic

World, vol.I, Oxford.

Rostropowicz, J. (1990). «Das Heraklesbild in den Argonautika des

Apollonios Rhodios», Act. Class. Univ. Scient. Debreceniensis 26: 31-4.

Rougier-Blanc, S. (2003). «Utilisation dramatique des espaces chez

Apollonios de Rhodes. Portes et zones de transition», REG 116: 91-108.

230
Rudhardt, J.- Reverdin, O. (1981). Le sacrifice dans l’antiquité, Vandoeuvres-

Genève: Fondation Hardt (Entretiens sur ‘antiquité classique 28).

Ruiz Vizcaya, C. (2002). Formular uses in Apollonius’ Argonautica (διδ.διατρ.

Universidad de Huelva).

Rzach, A. (1878). «Grammatische Studien zu Apollonios Rhodios», Wiener

SB (phil.-hist. Kl.) 89.2: 427-599.

Rzach, A. (1881). «Der Hiatus bei Apollonios Rhodios», WS 3: 43-67.

Samuelsson, J. (1902). Ad Apollonium Rhodium adversaria, Uppsala.

Sansone, D. (2000). «Iphigeneia in Colchis», στο: Harder, Α.Μ., Regtuit,

R.F. & Wakker, G. C. (επιμ.), Apollonius Rhodius, Leuven: 155-72.

Schade, G. & Eleuteri, P. (2001). «The Textual Tradition of the

Argonautica», στο: Papanghelis, T.D. & Rengakos, A. (επιμ.). A Companion

to Apollonius Rhodius, Leiden: 27-49.

Schibli, H.S. (1983). «Fragments of a Weasel and Mouse War», ZPE 53: 1-

25.

Schmakeit-Bean, I. A. (2003). Apollonios Rhodios und die attische Tragödie.

Gattungsüberschreitende Intertextualität in der alexandrinischen Epik.

(διδ.διατρ.), Groningen.

Schmakeit-Bean, I. A. (2005). «Von alten Menschen, den Dingen, die

vorübergehen. Die Darstellung des Alters in Apollonios’ Argonautika»,

στο: Harder, Μ.Α. & Cuypers, M.P. (επιμ.). Beginning from Apollo. Studies

in Apollonius Rhodius and the Argonautic Tradition. Leuven: 124-40.

Seaford, R. (1987). «The Tragic Wedding», JHS 107: 106-30.

231
Seaton, R.C. (1892). «De La Ville de Mirmont’s translation of Apollonius

Rhodius», CR 6: 392-7.

Seaton, R.C. (1900). Apollonii Rhodii Argonautica. Recognovit brevique

adnotatione critica instruxit R.C.S., Oxford.

Segal, C. P. (1969). Landscape in Ovid’s Metamorphoses. Hermes

Einzelschriften 23. Wiesbaden.

Segal, C. P. (1974). «Eros and Incantation: Sappho and Oral Poetry»,

Arethusa 7: 139-60.

Serrao, G. (1965). «Problemi di poesia alessandrina, II. Ila in Apollonio e in

Teocrito», Helikon 5: 541-65.

Shapiro, H.A. (1980). «Jason’s cloak», TAPhA 110: 263-86.

Sihvola,J. & Engberg-Pedersen,T. (1998). The Emotions in Hellenistic

Philosophy, Dordrecht.

΢ιστάκου, E. (2004). Η άρνηση του έπους. Όψεις του Σρωικού μύθου στην

ελληνιστική ποίηση, Αθήνα.

΢ιστάκου, Ε. (2005). Η γεωγραφία του Καλλιμάχου και η νεωτερική

ποίηση των ελληνιστικών χρόνων, Αθήνα.

Skutsch, O. (1973). «Βώσεσθε», CQ 23: 60.

Smith, W. (1966). A Dictionary of Greek and Roman Geography, New York.

Smyka, O.V. (1973). «Remarques sur les sources des Argonautiques

d’Apollonius de Rhodes», VKF 5: 108-23.

Snodgrass, Α. (1974). «An Historical Homeric Society», JHS 94: 114-25.

232
Sourvinou-Inwood, C. (2005). Hylas, the Nymphs, Dionysus and others. Myth,

Ritual, Ethnicity, Stockholm.

Speake, G. (1969). «The Manuscript D of Apollonius Rhodius», PCPhS 15:

86-94.

Speake, G. & Vian, F. (1973). «The so-called D-manuscripts of Apollonius»,

GRBS 14: 301-18.

Speake, G. (1974). «The scribal habits of Demetrius Moschus», GRBS 15:

113-33.

Speake, G. (1975). «Some XV-Century Truths in Apollonius», GRBS 16:

103-113.

Stößl, F. (1941). Apollonios Rhodios. Interpretationen zur Erzählungskunst und

Quellenverwertung, Bern.

Lévi-Strauss, C. (1966). The Savage Mind (αγγλ. μτφρ. John Weightman &

Doreen Weightman). London.

Szepessy, T. (2002/03). «La figura di Eracle in Teocrito e Apollonio Rodio»,

ACD 38/39: 313-49.

Takahashi, M (1981). «Middle and passive in Apollonius Rhodius. On

ἤσκητο», JCS 29: 64-73. ΢τα ιαπωνικά με αγγλική περίληψη.

Takahashi, M. (1989). «Apollonius Rhodius’ non-homeric Words», JCS 37:

67-77. ΢τα ιαπωνικά με αγγλική περίληψη.

Tanner, M. (1980). Adultery and the Novel: contract and transgression,

Baltimore.

233
Thompson, W. (1936). A Glossary of Greek Birds, Oxford.

Thomson, G.D. (1941). Aeschylus and Athens: A Study in the Social Origins of

Drama. London.

Toohey, P.G. (2004) Melancholy, Love and Time. Boundaries of the Self in

Ancient Literature. An examination of the effects and meaning of emotional state

of distress in ancient literature, Ann Arbor.

Traglia, A. (1983). «Valerio Flacco, Apollonio Rodio e Virgilio. Gli episodi

di Hylas e di Giasone e Medea», Vichiana 12: 304-25.

Tränkle, H. (1963). «Das Graslager der Argonauten bei Theokrit und

Apollonios», Hermes 91: 503-5.

Tsetskhladze, G.R. (1995). «Did the Greeks go to Colchis for metals?», OJA

14.3: 307–331.

Tsitsibakou-Vasalos, E. (2003). «Aphrodite in Homer and the Homeric

Hymns. Poetic etymology», στο: C.Nifadopoulos (επιμ.), Etymologia.

Studies in Ancient Etymology, Münster: 119-129.

Σσοπανάκης, A. (1957). «Ἀναστὰς -ὑστὰς καὶ ἕνα χωρίο τοῦ

Ἀπολλωνίου τοῦ Ροδίου», Ελληνικά 15: 112-21.

Vian, F. (1951). «Les Γηγενεῖς de Cyzique et la Grande Mère des Dieux»,

Revue Archéologique 37: 14-25.

234
Vian, F. (1954). «Les comparaisons de Quintus de Smyrne», RPh 28: 30-51

& 235-43.

Vian, F. (1961). Apollonios de Rhodes, Argonautiques, Chant III. Édition,

introduction et commentaire, Paris.

Vian, F. (1962). «Quelques remarques sur le livre 3 des Argonautiques

d’Apollonius de Rhodes», RPh 36: 36-45.

Vian, F. (1967). «Apollonios de Rhodes, Argonautiques I, 105, 1012. Deux

notes critiques», REG 80: 256-7.

Vian, F. (1970). «Notes critiques au chant I des Argonautiques

d’Apollonios de Rhodes», REA 72 : 80-96.

Vian, F. (1972). «La recension ‚crétoise‛ des Argonautiques d’Apollonios»,

RHT 2: 171-95.

Vian, F. (1973). «Notes critiques au chant II des Argonautiques

d’Apollonios de Rhodes», REA 75: 82-102.

Vian, F. (1974). Apollonios de Rhodes, Argonautiques. Tome I : Chants I-II.

Texte établi et commenté par F.V. et traduit par Émile Delage, Paris.

Vian, F. (1978). ‘ΙΗ΢ΨΝ ΑΜΗΦΑΝΕΨΝ.’ ΢το: Livrea, Ε. & Privitera, G.A.

(επιμ.), Studi in onore di Anthos Ardizzoni, Roma, vol.2: 1025-41.

Vian, F. (1978α). « L’isthme de Cyzique d’après Apollonios de Rhodes (I,

936-941) », REG 91 : 96-106.

Vian, F. (1981). Apollonios de Rhodes. Argonautiches. Tome III : Chant IV. Texte

établi et commenté par F.V. et traduit par Émile Delage et F.V. , Paris.

235
Vian, F. (1987). «Poésie et geographie. Les retours des Argonautes»,

Comptes rendus de l’Académie des inscriptions et belles lettres (CRAI) : 249-62.

Vian, F. & Delage, É. (1974-81). Apollonios de Rhodes, Argonautiques. Tome I:

Chants I-II. Texte établi et commenté par F.V. et traduit par E.D. Tome II: Chant

III. Texte établi et commenté par F.V. et traduit par E.D. Tome III: Chant IV.

Texte établi et commenté par F.V. et traduit par E.D. & F.V. , Paris.

Ville de Mirmont, H. de la (1894). Apollonios de Rhodes et Virgile : La

mythologie et les dieux dans les Argonautiques et dans l’Éneide (διδ. διατρ.),

Paris.

Wace, A.J.B. (1948). «Weaving or Embroidery?». AJA 52: 51-55.

Walther, R. (1890, 1891). De Apollonii Rhodii Argonauticorum rebus

geographicis. (διδ. διατρ. Hal).

Webster, T.B.L. (1964). Hellenistic Poetry and Art, London.

Wegner, M. (1968) Musik und Tanz (Archaeologia Homerica, Band III,

Kapitel U), Göttingen.

Wehrli, F. (1941). «Apollonios von Rhodos und Kallimachos», Hermes 74:

14-21.

Weigel, G. (1958). «Kritische Bemerkungen zu Apollonios Rhodios»,

Hermes 86: 255-6.

Wendel, C. (1935). Scholia in Apollonium Rhodium vetera, Berlin.

West, M. L. (1963). «Critical Notes on Apollonius Rhodius», CR 13: 9-12.

West, M.L. (1981). «The singing of Homer and the modes of early Greek

Music», JHS 101: 113-129.

236
Wheeler, S.M. (1999). A Discourse of Wonders. Audience and Performance in

Ovid’s Metamorphoses, Philadelphia.

White, H (1992). «Textual Problems in Apollonius Rhodius’ Argonautica»,

AC 61: 135-57.

White, H. (2002). «Notes on the papyri of Apollonius Rhodius», Myrtia 17:

323-6.

Wiesner, J. (1968) Fahren und Reiten (Archaeologia Homerica, Band I, Kap.

F), Göttingen.

Wifstrand, A. (1929). «Kritische und exegetische Bemerkungen zu

Apollonios Rhodios», Lund.

Wiggers, N.E.P. (1972). Heroic love: a study of Propertius’ adaptation of erotic

tradition to personal poetry (διδ.διατρ. Brown University).

Wilamowitz- Moellendorff, U. von (1913), Sappho und Simonides, Berlin.

Wilamowitz-Moellendorff, U. von. (1923). «Lesefrüchte», Hermes 58: 73.

Wilamowitz- Moellendorff, U. von (1937) στο: Maas, P. (επιμ.) Kleine

Schriften, Berlin. τόμ.5.2: 5-30

Williams, M. F. (1991). Landscape in the Argonautica of Apollonius Rhodius,

Frankfurt am Main & Bern.

Williams, M. F. (1996). «Stoicism and the character of Jason in the

Argonautica of Apollonius Rhodius», Scholia 5: 17-41.

Williams, M. F. (1997). «The Cyzicus episode (Ap. Rhod., Arg. I,936-1158)

and Aeneid V. Cybele and ritual», στο: Carl Deroux (επιμ.). Studies in Latin

237
Literature and Roman History, VIII. Latomus (Collection Latomus 239),

Bruxelles: 5-28.

Windekens, A.J. van (1960). Études Pélasgiques, Louvain.

Zacco, A. (1996). «Sull’uso di ἀπηλεγέως nel racconto omerico e nelle

Argonautiche di Apollonio Rodio», Aevum(ant) 9: 151-75.

Zanker, G. (1979). «The love theme in Apollonius Rhodius’ Argonautica»,

WS 13: 52-75.

Zanker, G. (1987). Realism in Alexandrian Poetry. A Literature and its

Audience, London.

Zumbo, A. (1975/76). «Contributi papiracei al testo di Apollonio Rodio, II»,

Helikon 15/16: 472-80.

Zumbo, A. (1992). «Ἐπακτῆρες = cacciatori/pescatori», AAPel 68: 257-61.

238

You might also like