You are on page 1of 49

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

ΚΑΙ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Του Ζωγράφου-Φυσιοδίφη
Γιώργου Σφήκα

3
4
ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΚΑΙ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Του Ζωγράφου-Φυσιοδίφη
Γιώργου Σφήκα

5
6
Το σημείωμα του εκδότη
Καιρός είναι πια να πάψουμε να ασχολούμαστε με την κρίση και το ζοφε-
ρό μέλλον, γιατί όπως βλέπω και παρακολουθώ αρκετό καιρό, μάλλον δεν
υποφέρουν οι περισσότεροι. Όλες οι καφετερίες και τα ψητοπωλεία είναι
γεμάτα, είτε ζεις στην Αθήνα, είτε στα Γιάννενα, είτε στη Λάρισα και στη
Θεσσαλονίκη. Οι πόλεις σφύζουν από ζωντάνια, κίνηση, δραστηριότητα.
Πιστεύω ότι βασικός παράγοντας για τους Έλληνες είναι η αισιοδοξία και φυ-
σικά το ότι έχουμε επαναπαυθεί στο ένδοξο παρελθόν μας. Παράδειγμα, οι
ανασκαφές στον Τύμβο Καστά στην Αμφίπολη. Και τί δε γράφεται στις εφη-
μερίδες, και τί δε λέγεται στην τηλεόραση... Είναι όντως αλήθεια ότι όπου κι
αν σκάψεις στην Ελλάδα, σε πόλεις και περιοχές που αποδεδειγμένα έζησαν
πρόγονοί μας, θα βρεις τους οικισμούς τους, τον πολιτισμό τους και πολλά
άλλα. Εντύπωση προξενεί ότι τιμούσαν τους νεκρούς τους με κάθε τρόπο. Οι
φτωχοί (γιατί πάντα υπήρχαν και υπάρχουν φτωχοί) με ό,τι μπορούσαν και οι
πλοίσιοι ή επιφανείς, τους νεκρούς τους τιμούσαν με τάφους περικαλλείς, με
πλούσια κτερίσματα, αγάλματα και ό,τι άλλο μπορούσε να φανταστεί ο νους
τους για να συνοδεύει το νεκρό συγγενή τους ή επιφανή άνδρα στην πορεία
του για την άλλη ζωή,
Πάντα υπάρχει μέσα μας η επιθυμία, η ελπίδα και η ανάγκη να πιστεύουμε ό,τι
κάπου πάμε, κάπου αλλού θα βρεθούμε, δεν τελειώνουμε πάνω στη Γη.
Έτσι και με την κρίση, έχουμε ελπίδα, αισιοδοξία και πεποίθηση ότι θα την
ξεπεράσουμε, όσο κι αν κάποιοι δεν το θέλουν...

7
8
Ο πλάτανος
M έσα στη μέση του χωριού,
στην πιο μεγάλη αλάνα
υπάρχει ένας πλάτανος
πουÕν του χωριού η μάνα

Δέκα άνθρωποι δε φτάνουμε


για να τον αγκαλιάσουν
και κάτω από τους κλώνους του
χίλιοι μπορούν να κάτσουν.

Για πες μας γέρο πλάτανε


σαν πόσους έχεις χρόνους;
Πόσους πολέμους έχεις δει,
πόσες χαρές και πόνους;

Και πόσους χρόνους θε να ζεις


ακόμη παραπέρα,
να στέκεις στο μεσόστρατο
αυγή, νύχτα και μέρα;

Και το πλατάνι μίλησε


μέσα απ΄τη φυλλωσιά του.
Μέσα απ΄την τρύπα του κορμού
ακούστηκε η λαλιά του.

Ο πλάτανος αγόρι μου


ποτέ του δεν πεθαίνει,
ακόμα κι αν τον κόψουνε
η ρίζα πάντα μένει.

Κι από τη ρίζα γίνεται


ξανά δεντρί μεγάλο,
πετάει κορμό θεόρατο
σα ναναι δέντρο άλλο.

9
10
H αγράμπελη

H άνοιξη επέρασε
το καλοκαίρι αρχίζει,
στην κάψα του Ιουνίου
η αγράμπελη ανθίζει.

Γιατί γλυκειά μου αγράμπελη


ανθίζεις μεσ' τη ζέστη;
Δε σου αρέσει τ' Αη Γιωργιού
και το Χριστός Ανέστη;

Είναι η ρίζα μου βαθειά


και ζέστη δε φοβούμαι.
Εγώ νωρίς την άνοιξη
ακόμα αποκοιμιούμαι.

Και σαν θα έρθει η ζεστασιά


τότε μονάχα ανθίζω
και τα ωραία άνθη μου
σε όλους σας χαρίζω.

11
O αμάραντος

M ηδέ για χώμα νοιάζεσαι,


μηδέ νερό γυρεύεις.
Μόνο το φως αποζητάς,
τον ήλιο νÕ αγναντεύεις.

12
Tα αγριογαρύφαλλα

Στο βουνό όταν πηγαίνω


μοναχός και περπατώ
κάπου-κάπου συναντάω
ένα ανθάκι ζωηρό.

Πέντε πέταλα ανοιγμένα


με δοντάκια γύρω-γύρω,
στέκουνε λεπτά και φίνα
κάτω απ' του Μαγιού τον ήλιο.

Έχουν ρόδινο το χρώμα


με πιτσίλες πορφυρές.
Eίν' γαρυφαλλάκια άγρια.
Μου το είπανε προχτές.

13
H βελανιδιά

Ε ίσαι ένα δέντρο αλλοιώτικο,


δε μοιάζεις μ' όλα τ' άλλα.
Έχεις κορμό πολύ χοντρό
και τα κλαριά μεγάλα.

Και κάτω από τον ίσκιο σου


μπορεί να ξαποστάσει
ένα κοπάδι ολόκληρο,
να κάτσει, να σταλιάσει.

Πότε να φύτρωσες εδώ;


Πότε έγινε το θάμα;
Απ' τον καιρό τ' Αλέξανδρου;
Απ' τον καιρό του Πάνα;

Kανείς δεν ξέρει να μας πει.


Εσύ είσαι που γνωρίζεις.
Μα δεν ακούς και δε μιλάς
και μόνο μουρμουρίζεις.

14
H ανεμώνα

Π ετρολίβαδα γεμάτα
με τ' ανέμου το λουλούδι.
Την πολύχρωμη ανεμώνα,
που ανθίζει το χειμώνα.

Άσπρες, ρόδινες, φλογάτες,


κουνιστές και ντελικάτες.
Άλλη γέρνει με τ' αγέρι
κι άλλη ανοίγει, ως να ξέρει

πως σ' ετούτη εδώ τη στράτα


δεν υπάρχει άλλο λουλούδι
που να βγαίνει το χειμώνα,
σαν την όμορφη ανεμώνα.

15
O γάλανθος

Κ αθώς τα χιόνια λυώνουνε


και τα νερά κυλούνε,
κι απ' τα βουνά στις ρεματιές
τρέχουν και τραγουδούνε

απ' όλα τ' άλλα λούλουδα


πρώτος εσύ ανθίζεις
κι ένα λιβάδι ολόδροσο
με τ' άνθη σου γεμίζεις.

Τα άνθη σου είναι κρεμαστά


και άσπρα, σαν το γάλα
σαν σκουλαρίκια μοιάζουνε,
όχι πολύ μεγάλα.

16
H γεντιανή

Στο βουνό το αψηλό


περπατώ σ' ένα λιβάδι
κι εκεί πέρα συναντώ
ένα πολύτιμο πετράδι.

Ειν' της γεντιανής οι ανθοί


με το ζαφειρένιο χρώμα.
Μπουκετάκια ζωηρά
βγαίνουν μέσα από το χώμα.

Σαν πηγαίνω στο βουνό


μου ζητάς να σου τα φέρω,
δεν τα κόβω όμως εγώ
για θα μαραθούν, το ξέρω.

17
To βιβούρνο

Tο φύλλωμά σου πράσινο


μένει όλα τα χρόνια,
στην κάψα του καλοκαιριού
και στα πολλά τα χιόνια.

Κι όταν τα άλλα λούλουδα


κοιμούνται κι ησυχάζουν,
μεσ' το χειμώνα πάντα ανθείς,
κρύα δε σε τρομάζουν.

18
H δάφνη

Β άγια σε λέει ο λαός


μα εγώ δάφνη σε ξέρω
κι όταν μακριά σου βρίσκομαι
λυπάμαι κι υποφέρω.

Την ομορφιά σου λαχταρώ,


την δροσερή σκιά σου
και το ωραίο άρωμα
πουÕ χει το φύλλωμά σου.

Είσαι το δέντρο της αυλής,


του κήπου το καμάρι,
της δροσερής της ρεματιάς
το καύχημα και η χάρη.

Τ' Απόλλωνα αγαπητικιά,


του Δία η κουμπάρα,
και της σοφής της Αθηνάς
η κοντοφιλενάδα.

Παίρνω ένα φύλλο από βαγιά,


να τρίψω να μυρίσω,
για να το βάλω στο φαϊ
να το μοσχοβολήσω.

19
Η βιολέτα

Ν ύχτα τ' Απρίλη ξάστερη


και φεγγαρολουσμένη.
Στ' ακροθαλάσσι απλώνεται
γλυκιά μοσκοβολιά.

Είν' της βιολέτας τ' άρωμα


που πάντα μας προσμένει,
να μας μεθύσει απλόχερα
μέσα στην σιγαλιά.

20
Η παιώνια

Μ έσα στου Μάη τη δροσιά


που όλη η φύση ανθίζει,
στα τόσα τÕ αγριολούλουδα
η παιώνια ξεχωρίζει.

Άλλο λουλούδι σαν κι αυτή


στο δάσος δε φυτρώνει,
με άνθη ρόδινα ή λευκά,
μοιάζει σαν ανεμώνη.

Μόνο που τα λουλούδια της


ειν' δυό φορές μεγάλα,
σαν ρόδινα τριαντάφυλλα
ή άσπρα σαν το γάλα.

21
H ιτιά

Tα κλαδιά μου γύρω απλώνω


και τον ποταμό φιλώ.
Στο νερό δίπλα φυτρώνω
και χωρίς αυτό δε ζω.

Αχ ποτάμι, ποταμάκι,
μη χαθείς το καλοκαίρι,
γιατί τότε θα πεθάνω
και θα μείνεις δίχως ταίρι.

22
H ελιά

Απ' όλα τ' άλλα δέντρα εσύ είσαι η πιό παλιά.


Είσαι η τιμημένη και ξακουστή ελιά.
Αιώνες τώρα στέκεις στη μέση στον αγρό
κι ως από 'κει περνάω στέκω και σε θωρώ.

Ξαπλώνω στη σκιά σου, ν' ακούσω να μου λες


ωραίες ιστορίες, παλιές και τωρινές.
Γι' αρχαίους φιλοσόφους, βυζαντινούς στρατούς
για φράγκους αρχοντάδες, περήφανους, στητούς.

Για μπέηδες κι αγάδες ντυμένους στο φλουρί,


γι' αρματωλούς και κλέφτες, ντουφέκι και σπαθί.
Γι' Αντρούτσους και για Διάκους και για Καραϊσκάκη
και για το Είκοσι ένα, που σήκωσαν μπαϊράκι.

23
Η κάππαρη

Ο μήνας ειν' Ιούλιος


κι η ζέστη δυναμώνει.
Τα λούλουδα μαράθηκαν
και τα πουλιά σωπαίνουν.

Μα ένα λουλούδι μοναχά


ανθίζει και φουντώνει
και τα ωραία άνθη του
τα βράχια ομορφαίνουν.

Άνθη ανοιχτορόδινα
ή άσπρα, σαν το γάλα
που σαν θα έρθει το πρωί
γεμίζουν μελισσούλες.

Φαντάζουνε σαν ψεύτικα,


ολόδροσα, μεγάλα.
Έχουν τέσσερα πέταλα,
πενήντα δυό κλωστούλες.

24
Η καμπανούλα

Π ήγα έξω στο βουνό,


στο βουνό και στο γκρεμό.
Και τα βράχια όπως κοιτάζω
βλέπω χείμαρρο γαλάζιο.

Καμπανούλα ανθισμένη,
με λουλούδια φορτωμένη.
Κρέμεται έτοιμη να γύρει
μεσ' του Μάη το πανηγύρι.

Τ' άλλα λούλουδα φωνάζουν.


Τραγουδάνε και την κράζουν:
έλα, έλα καμπανούλα,
όμορφη μας γαλαζούλα.

Να κατέβω δεν μπορώ

και μαζί σας δε θα 'ρθώ.


Με το βράχο είμαι δεμένη
και πιστή αγαπημένη.

25
H καστανιά

Tο φθινόπωρο σαν θά 'ρθει


ανεβαίνω στο βουνό
και πηγαίνω σ' ένα δάσος
ζωηρό και θαλερό.

Το φθινόπωρο σαν θά 'ρθει


καστανάκια τρυφερά.
Μου αρέσει να τα τρώω
και ψημένα και ωμά.

26
Ο κρίνος

Μέσα σ' όλα τα λουλούδια


εσύ πάντα ξεχωρίζεις.
Είσαι ο πιό όμορφος απ' όλα
και βεβαίως το γνωρίζεις.

Κι αν τα άνθη σου ανοίγουν


λίγες μέρες μοναχά,
η ανάμνησή τους μένει
και κανείς δεν τα ξεχνά.

27
Η ροδιά

Φτάνω το Μάη - Μάη


και βλέπω εκεί στο πλάϊ
μία ροδιά ανθισμένη,
λουλούδια φορτωμένη.

Τα φύλλα της δροσάτα.


Τα άνθη της φλογάτα.
Τον Αύγουστο γυρίζω
Και τη ροδιά αντικρίζω,

με τα κλαδιά γερμένα,
μπαλίτσες φορτωμένα.
Με πράσινο το φύλλο
στέκει δίπλα στο μύλο.

Οκτώβρη περπατάω
κι εκεί ξαναγυρνάω.
πηγαίνω στη ροδιά μου,
στην αγαπητικιά μου.

Τα ρόδια φορτωμένη
κοντά της με προσμένει.

28
Το κίτρινο κρινάκι

Σ αν το κυκλάμινο κι εσύ
στο βράχο μέσα ανθίζεις
και με της νύχτας τη δροσιά
τη δύναμή σου παίρνεις.

Tα πέταλά σου ολάνοιχτα


κάτω απ' τον ήλιο απλώνεις
και μέσα στο φθινόπωρο
την άνοιξη μας φέρνεις.

29
Η κουμαριά

Μεσ' τους θάμνους περπατώ


περπατώ και τραγουδώ.
Μεσ' τα σχίνα, στα πουρνάρια
και στα όμορφα θυμάρια.

Κουμαρίτσα συναντώ,
στέκω και τη χαιρετώ.
Γεια χαρά σου κουμαριά μου.
Τι μου γίνεσαι γλυκειά μου;

Kουμαριά μου, κουμαρίτσα,


σε ζηλεύουν τα κορίτσια.
Είσαι πάντα δροσερή,
πράσινη και φουντωτή.

Πιο πολύ όμως απ' όλα,


στου φθινόπωρου την ώρα,
που γεμίζεις με ανθούς
κι ολοκόκκινους καρπούς.

30
Ο κρόκος

Κ ρόκε, κρόκε, ζαφορά,


σε κοιτώ κάθε φορά,
τον Νοέμβρη σαν φυτρώνεις
κι όλους μας αναστατώνεις.

Τι γυρεύεις τούτ' την ώρα;


Θα σε πιάσει καμιά μπόρα.
Δεν περίμενες λιγάκι
Να 'ρθει το καλοκαιράκι;

Καλοκαίρι δεν μπορώ.


Δεν αντέχω τον καιρό.
Σαν η ζέστη ανεβαίνει
τα λουλούδια μου μαραίνει.

Και στ' Απρίλη τους χορούς,


με τους τόσους τους ανθούς,
θα 'μαι ασήμαντο λουλούδι
μεσ' της φύσης το τραγούδι.

Μοναχός μου όμως τώρα,


δε με νοιάζει διόλου η μπόρα.
Κλείνω πέταλα και φύλλα,
ως να φύγει η μαυρίλα.

Και ο ήλιος σαν θα βγει,


το πρωί με την αυγή,
φύλλα πέταλα τεντώνω
και την ομορφιά μου απλώνω

31
Οι λαδανιές

Ο Μάϊος μας έφτασε,


οι ζέστες δυναμώνουν
και οι ωραίες λαδανιές
ανθίζουν και φουντώνουν.

Με άνθη ρόδινα ή λευκά


τα ξέφωτα στολίζουν
και το ωραίο άρωμα
του λάβδανου χαρίζουν.

32
Το κυκλάμινο

Με το πρώτο ψιλοβρόχι
μεσ' τα βράχια ξεπετιέσαι.
Ξαφνικά ξαναγεννιέσαι
μεσ' τα φύλλα, στα κλαριά.

Είσαι όμορφο, το ξέρεις,


μα ποτέ σου δεν καυχιέσαι.
Πάντα γέρνεις το κεφάλι
ταπεινά και σιωπηλά...

33
Η λυγαριά

Στη ρεματιά κατέβαινα


και τον ήλιο κοίταζα.
Και μια λυγαριά απαντώ
στέκομαι και την κοιτώ.

Γειά σου, γειά σου λυγαριά μου


τι μου γίνεσαι γλυκειά μου ;
Τι να γίνω βρε Γιωργάκη ;
Στέκω εδώ στο ποταμάκι

Και μιλώ στην πικροδάφνη


και στην πράσινη τη δάφνη.
Γειά σου, γειά σου λυγαριά μου
όμορφη αγαπητικιά μου.

34
Η μαργαρίτα

Ρίτα, Ρίτα, Μαργαρίτα,


να μπορούσες μιά φορά
να ανθείς όλον τον χρόνο
κι όχι δυό μήνες μοναχά.

Κάθε μέρα να σε βλέπω


ζωηρή κι όλο χαρά.
Κάθε ώρα να μου λέγεις
μ' αγαπά δε μ' αγαπά.

35
Μη με λησμόνει

Π ερπατώ σ' ένα βουνό


πράσινο και δροσερό,
που 'χει λούλουδα πολλά
άσπρα, κίτρινα, μαβιά.

Έχει κι ένα λουλουδάκι


σαν γαλάζιο μπουκετάκι.
Πώς το λένε τάχα αυτό,
το περίεργο φυτό ;

Η γλυκειά μου με μαλώνει.


Αυτό ειν' ÇΜη με λησμόνειÈ.
Το φυλάς και δεν ξεχνάς
πως εμένα αγαπάς.

36
Η μυρτιά

Το φύλλο μου είναι πράσινο


και οι καρποί μου μαύροι
και θεωρείται τυχερός
όποιος στο δάσος θά 'βρει

μία μυρτιά ωσάν κι εμέ


δίπλα στη ρεματιούλα,
να στέκει πάντα φουντωτή,
πράσινη κι ομορφούλα.

Μ' αν τύχει κι είναι άνοιξη


τότες εγώ ανθίζω
και με τα άσπρα άνθη μου
το δάσος το στολίζω.

Κι 'ως έρθουν τα Χριστούγεννα


στην εκκλησιά με πάνε,
με βάζουν στα εικονίσματα
κι όλοι με προσκυνάνε.

37
Ο νάρκισσος

Μ έσα στο κρύο αγέρι


και μέσα στο βοριά,
εσύ βγάζεις λουλούδι
στη βαρυχειμωνιά.

Λουλούδι μυρωδάτο,
λουλούδι δροσερό,
με ένα ποτηράκι
στη μέση στρογγυλό.

Δεν ειν' η ομορφιά σου


μόνο που με τραβά.
Είναι και τ' άρωμά σου
που πνέει μεθυστικά.

38
Το νούφαρο

Σ αν κάτασπρη βαρκούλα
πλέεις μεσ' το νερό
κι εγώ στην όχθη στέκω
μ' αγάπη σέ θωρώ.

Θα 'θελα να σε πιάσω
μα όμως δεν μπορώ.
Φοβάμαι μη γλιστρήσω
και ίσως να βραχώ.

39
Το έλατο

Κάμπους δεν καταδέχεται,


στα χαμηλά πεθαίνει
και μόνο στα ψηλά βουνά
φουντώνει κι ομορφαίνει.

Τα χιόνια δεν το σκιάζουνε,


βροχή δεν το πειράζει,
ο αέρας όσο κι αν φυσά
κι ας πέφτει το χαλάζι.

Είναι της Πίνδου καύχημα,


της Ρούμελης καμάρι,
του Παρνασσού η ομορφιά
και του Χελμού η χάρη.

Και σαν πηγαίνω στα βουνά


το έλατο κοιτάζω.
Στέκομαι και το χαιρετώ,
τη χάρη του θαυμάζω.

40
Η παπαρούνα

Στ' ανθογυάλι δε σε βάζω


γιατί ξέρω, δε βαστάς.
Μεσ' τον κήπο σε θαυμάζω
καθώς στέκεις και κοιτάς.

Μ' άλλες χίλιες αδερφές σου


φτιάχνεις κόκκινο ταπέτο,
μα κανένας δεν σε κόβει,
να σε βάλει εις το πέτο

41
Η πασχαλιά

Της άνοιξης, τ' Απρίλη, του Μάη το τραγούδι


είναι η πασχαλιά, το όμορφο λουλούδι.
Το βράδυ σαν περνάω δίπλα σου πασχαλιά
πηγαίνει να μου στρίψει απ' τη μοσκοβολιά.

Αν ήμουνα ζουζούνι, αν ήμουν μελισσάκι,


θα 'ρχόμουνα κοντά σου, στο κάθε λουλουδάκι.
Το μέλι να σου πάρω και τ' άρωμα μαζί.
Όποιος το μέλι τρώει χίλια χρόνια θα ζει.

42
Η ρεζεντά

Ό που κι αν πάω κι όπου σταθώ


και όπου κι αν περάσω,
της ρεζεντάς το άρωμα
ποτέ δε θα ξεχάσω.

43
Οι πρίμουλες

Μεσ' το δάσος ξεπροβάλλουν


μαρουλάκια τρυφερά
και ανάμεσα στα φύλλα
κάτι άνθη ζωηρά.

Πότε είναι κιτρινούλια,


πότε ρόδινα ή λευκά
και ανθίζουν τον Απρίλη,
τότε πουν' η Πασχαλιά.

Πασχαλούδες τα φωνάζει
και δακράκια ο λαός.
Ειν' οι πρίμουλες π' ανθίζουν
ως ανέστει ο Χριστός.

44
Το ρόμπολο

Το έλατο καυχήθηκε
πως δε φοβάται χιόνι
και δεν υπάρχει άλλο δεντρί
ψηλά να σκαρφαλώνει.

Και η οξυά τ' απάντησε :


βρε έλατο καϋμένο,
βλέπεις εκείνο το δεντρί
ψηλά σκαρφαλωμένο,

που στέκει πάνω στην κορφή


και γύρω αγναντεύει ;
Αυτό το λένε ρόμπολο.
Αυτό δε χωρατεύει.

Χιόνια δεν το πειράζουνε,


βροντές δεν το τρομάζουν,
τ' αστροπελέκια του βουνού
πέφτουν και δεν το σκιάζουν.

Και οι αητοί όταν περνούν


το διπλοχαιρετούνε
και πάνω στην κορφούλα του
για λίγο σταματούνε.

45
Τα κολχικά

Μεσ' το κατάξερο λιβάδι


του φθινοπώρου έρχεται μπόρα
κι ώσπου να φτάσει τ' άλλο βράδυ
προβάλουν ροζ, σαν πινελιές.

Ειν' της Κολχίδας τÕ άγρια κρίνα


που, μόνα τους στις ερημιές,
φέρνουν της άνοιξης τραγούδι
στου Οκτώβρη τις μελαγχολιές.

46
Η τριανταφυλλιά

Δ ίπλα στην πόρτα έχω


μία τριανταφυλλιά,
με άνθη μυρωδάτα,
μεγάλα, βυσσινιά.

Και απ' την άλλη πάντα


έβαλα ακόμη μιά,
που κάνει άνθη άσπρα,
πολλά και ζωηρά.

Όλο το χρόνο ανθίζουν,


χειμώνα, καλοκαίρι.
Το σπίτι το στολίζουν
πρωί, βράδυ, μεσημέρι.

Το μόνο που ζητάνε


είναι λίγο νεράκι
και μια φορά το χρόνο
κοπριά ένα τσουβαλάκι.

Κάθε πρωί σαν φεύγω


τις διπλοχαιρετώ.
Το βράδυ σαν γυρίζω
να πάρω ανασαιμιά,

μπροστά τους σταματώ.


Μυρίζω τα λουλούδια,
γιά να' μπω μεσ' το σπίτι
δίχως βαρειά καρδιά.

47
Το τσάι του βουνού

Ό ταν στον κάμπο σφίγγουνε


οι ζέστες λίγο - λίγο,
εγώ κοιτάζω τα βουνά
και μου 'ρχεται να φύγω.

Να πάω πάνω στις κορφές,


στα δροσερά λιβάδια,
να μάσω τσάι του βουνού,
βότανα και χορτάρια.

Να δώσω στην αγάπη μου


να πιν' να με θυμάται
κάθε πρωί σαν σηκωθεί,
τα βράδια όταν κοιμάται.

48
Το χαμομήλι

Μ έσα στα τόσα λούλουδα


π' ανθίζουν τον Απρίλη,
είναι και ένα γιατρικό,
το λένε χαμομήλι.

Φυτρώνει μεσ' τα τρίστρατα


στους κήπους, στα λιβάδια,
στα περιβόλια τα καλά,
στα ταπεινά χορτάρια.

Σα μαργαρίτες μοιάζουμε
τα άνθη του μικρούλες,
με κεφαλάκια κίτρινα
κι ασπριδερές γλωσσούλες.

Κι αν σε πονέσει ο λαιμός,
το δόντι, η κοιλιά σου,
βράσε και πιες χαμόμηλο,
για νά 'βρεις την υγειά σου.

49
50
51

You might also like