Professional Documents
Culture Documents
Κι άξαφνα
είδα ορθωμένα μπρος στα μάτια μου τα δυο κατάμαυρα άλογά του
σαν τυφλωμένα απ’ το φως, (τα ’δα μες στο νερό κι εκείνα). Φώναξα,
όχι από φόβο αλλά από θάμπος, σαν να με κατάπιε το λουλούδι εκείνο,
σα να ’πεσα μες στο πηγάδι, σα να πήδησα μεμιάς όλη τη σκάλα
ώς τα δωμάτια των υπηρετών· κι ένιωσα στο γυμνό μου πέλμα
το εξαίσιο γλίστρημα του κάτω ημικύκλιου. Μόλις που πρόφτασα
να δω που πέφτανε σ’ αυτό το ρήγμα τα κανίσκια σας με τα λουλούδια,
η κρήνη του κήπου, το πέτρινο λιοντάρι, η χάλκινη χελώνα.
Την απώλεια μόλις την ένιωσα στην άκρη των χειλιών μου
που ξαφνικά στεγνώσαν· — δε σχημάτιζαν φθόγγο ή διάθεση φθόγγου,
μονάχα η μακρινή, σκοτεινή ελευθερία, ανταμωμένη
σώμα με σώμα — εγώ κι εκείνη — η μια μέσα στην άλλη — ένα απίστευτο σώμα.
Κι ένιωσα τότε το χέρι του τυλιγμένο στη μέση μου
τραχύ, δασύτριχο, μυώδες, να δαμάζει την αντίστασή μου· —ποιάν αντίσταση;—
εγώ δεν ήμουν εγώ· — κανένας φόβος λοιπόν για μια ταπείνωση· τα πάντα
είχαν ακινητήσει σε μια απέραντη διαύγεια
ενός συντελεσμένου ακατόρθωτου.
«Φοβάσαι;», μου είπε
(τί ανίσχυροι που ’ναι οι πολύ δυνατοί· — φοβούνται πάντα
μήπως δεν τους φοβόμαστε όσο πρέπει, — οι ωραίοι, οι ανύποπτοι
μέσα στην παιδική αλαζονεία τους). «Ναι, του είπα, — φοβάμαι»,
κι εκείνος μ’ έσφιξε πάνω του πιότερο, τόσο που αισθάνθηκα του χεριού του το τρίχωμα
να εισδύει μέσ’ απ’ τους πόρους μου σα να ’μουν δεμένη στο σώμα του
με χιλιάδες λεπτότατες ρίζες — καθόλου δεσμευμένη, μια κι ήμουν αφημένη.
Γιάννης Ρίτσος. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα:
Κέδρος.