You are on page 1of 262

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΟΡΥΚΤΏΝ ΠΡΏΤΩΝ ΥΛΏΝ

Ο ΓΡΑΝΙΤΗΣ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ∆ΕΟΜΕΝΟΙ


ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ SKARN

ΑΠΟ

ΝΙΚΟΛΑΟ Α. ΜΑΣΤΡΑΚΑ

∆Ι∆ΑΚΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΑΤΡΙΒΗ
ΠΑΤΡΑ 2006
ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΠΤΑΜΕΛΟΥΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Κ. Στ. Σέϋµουρ Αναπληρωτής Καθηγητής Τµήµατος Γεωλογίας


Πανεπιστηµίου Πατρών
Κ. Κυριακόπουλος Αναπληρωτής Καθηγητής Τµήµατος Γεωλογίας
Πανεπιστηµίου Αθηνών
Π. Μητρόπουλος Καθηγητής Τµήµατος Γεωλογίας
Πανεπιστηµίου Αθηνών
Γ. Μιγκίρος Καθηγητής Γεωπονικού Πανεπιστηµίου
Αθηνών
Ν. Σκαρπέλης Αναπληρωτής Καθηγητής Τµήµατος Γεωλογίας
Πανεπιστηµίου Αθηνών
Α. Φιλιππίδης Καθηγητής Τµήµατος Γεωλογίας Αριστοτελείου
Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης
Κ. Χατζηπαναγιώτου Καθηγητής Τµήµατος Γεωλογίας
Πανεπιστηµίου Πατρών

"Η έγκριση της παρούσης ∆ιδακτορικής ∆ιατριβής από το Γεωλογικό Τµήµα του
Πανεπιστηµίου Πατρών δεν σηµαίνει αποδοχή των απόψεων του συγγραφέα"
(Νόµος 5343/1932, άρθρο 202)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ…………………………………………………………………………………..1

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………………………………………2

1.1. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ……………………………………………………………2

1.2. ΕΡΓΑΣΙΑ ΥΠΑΙΘΡΟΥ………………………………………………………………...3

1.3. ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟ∆ΟΙ……………………………………………………………4

1.4. ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΕΡΕΥΝΑ…………………………………………………………..5

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΟΚΥΚΛΑ∆ΙΚΗΣ ΜΑΖΑΣ……………………………………..7

2.1. ΓΕΩΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ…………………………………………….7

2.2.TEKTONOΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ∆ΙΑΡΘΡΩΣΗ……………………………………11

2.2.1. ΥΠΟΒΑΘΡΟ…………………………………………………………………...11

2.2.2. ΚΑΤΩΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ (Ή ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΥΑΝΟΣΧΙΣΤΟΛΙΘΩΝ)….13

2.2.3. ΑΝΩΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ (Ή ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΟΦΙΟΛΙΘΩΝ)………………..14

2.2.4. ΜΟΛΑΣΣΙΚΕΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ…………………………………………………14

2.2.5. ΜΕΤΑΟΡΟΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ……………………………………….15

2.3. ΜΕΤΑΜΟΡΦΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ THΣ ΚΑΤΩΤΕΡΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ. …………………15

2.4. ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ THΣ ΚΑΤΩΤΕΡΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ………………………17

2.5. ΜΑΓΜΑΤΙΚΗ ∆ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ………………………………………………….19


3. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΤΗΝΟΥ………………………………………………………23

3.1. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ………………………………………...23

3.2. ΤΕΚΤΟΝΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ∆ΙΑΡΘΡΩΣΗ…………………………………..23

3.2.1. ΚΑΤΩΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ (Ή ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΥΑΝΟΣΧΙΣΤΟΛΙΘΩΝ)….24

3.2.2. ΑΝΩΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ (Ή ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΟΦΙΟΛΙΘΩΝ)………………...28

3.2.3. ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ……………………………………………..29

3.3. ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ……………………………………………………………..30

4. Ο ΠΛΟΥΤΩΝΙΤΗΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΤΗΝΟΥ……………………………………..……….32

4.1. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΩΝΙΤΗ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ ΚΑΙ ΗΛΙΚΙΕΣ ∆ΙΕΙΣ∆ΥΣΗΣ….32

4.2. ΠΕΤΡΟΓΡΑΦΙΑ………………………………………………………………………44

4.2.1. ΠΛΟΥΤΩΝΙΤΗΣ: ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΕΤΡΟΓΡΑ-

ΦΙΚΩΝ ΤΥΠΩΝ……………………………………………………………...….46

4.2.1.1. (ΚΕΡΟΣΤΙΛΒΙΚΟΣ)–ΒΙΟΤΙΤΙΚΟΣ ΓΡΑΝΟ∆ΙΟΡΙΤΗΣ…………..…...46

4.2.1.2. ΜΕΛΑΝΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΑΤΑ………………...56

4.2.1.3. ΓΡΑΝΑΤΙΤΙΚΟΣ–ΒΙΟΤΙΤΙΚΟΣ ΛΕΥΚΟΓΡΑΝΙΤΗΣ………………....59

4.2.1.4. ΑΠΛΙΤΕΣ …………………………………. …………………………...65

4.3. ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ………………………………………………………………………….68

4.4. ΟΡΥΚΤΟΧΗΜΕΙΑ……………………………………………………………………76

4.4.1. ΓΕΝΙΚΑ………………………………………………………………………...76
4.4.2. ΑΣΤΡΙΟΙ…………………………………………………………………….…..76

4.4.2.1. ΑΛΚΑΛΙΚΟΙ ΑΣΤΡΙΟΙ……………………………………………….76

4.4.2.2. ΠΛΑΓΙΟΚΛΑΣΤΑ…………………………………………………….81

4.4.3. ΒΙΟΤΙΤΗΣ (ΚΑΙ ΧΛΩΡΙΤΗΣ)………………………………………………...88

4.4.4. ΑΜΦΙΒΟΛΟΙ…………………………………………………………………..95

4.4.5. ΑΛΛΑΝΙΤΗΣ…………………………………………………………………103

4.4.6. ΤΙΤΑΝΙΤΗΣ…………………………………………………………………...107

4.4.7. ΜΟΣΧΟΒΙΤΗΣ………………………………………………………………..111

4.4.8. ΤΟΥΡΜΑΛΙΝΗΣ……………………………………………………………..115

4.4.9. ΓΡΑΝΑΤΗΣ……………………………………………………………………121

4.5. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ………………………………………………………………………..126

4.5.1. ∆ΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ∆ΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΛΙΘΟΛΟΓΙΩΝ ΤΟΥ

ΠΛΟΥΤΩΝΙΤΗ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ ....……................................................…….126

4.5.2. ΓΕΩΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ∆ΙΕΙΣ∆ΥΣΗΣ…………………………..137

4.6. ΠΕΤΡΟΓΕΝΕΣΗ…………………………………………………………………....148

4.6.1. ΓΕΩΘΕΡΜΟΜΕΤΡΙΑ ΚΑΙ ΓΕΩΒΑΡΟΜΕΤΡΙΑ……………………………148

4.6.1.1. ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΠΙΕΣΗΣ ΚΑΙ ΘΕΡΜΟ-

ΚΡΑΣΙΑΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΝΟ∆ΙΟΡΙΤΗ……………...148

4.6.1.2. ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΠΙΕΣΗΣ ΚΑΙ ΘΕΡΜΟ-


ΚΡΑΣΙΑΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΓΡΑΝΙΤΗΤΗ…...……150

4.6.2. ΜΟΝΤΕΛΟ ΓΕΝΕΣΗΣ……………………………………………………....152

5. ΑΛΩΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΕΠΑΦΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΕΕΛΙΤΗ…….160

5.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………………………………..160

5.2. ΜΕΤΑΛΛΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΕΕΛΙΤΗ........................................……………………..161

5.3. ΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ SKARN……………………………………………………….161

5.3.1. ΠΕΤΡΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ SKARN....................………………………………….162

5.3.2. ΟΡΥΚΤΟΧΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΤΟΥ SKARN…165

5.4. ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΠΙΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ

ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΛΩ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΕΠΑΦΗΣ…………………...174

5.4.1. ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΣΟΒΑΘΜΩΝ (ISOGRADS) ΤΗΣ ΑΛΩ

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΕΠΑΦΗΣ……………………………………………..174

5.4.2. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΓΕΩΘΕΡΜΟΜΕΤΡΟΥ ΠΥΡΟΞΕΝΟΥ-

ΓΡΑΝΑΤΗ ΣΤΟΥΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥΣ SKARN.................………..……176

5.4.3. ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑ∆ΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΣΕΕΛΙΤΗ

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ

ΠΙΕΣΕΩΣ (P) ΚΑΙ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ (T) ΤΗΣ ΑΛΩ ΕΠΑΦΗΣ………..176

5.5. ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ (Τ) ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΟΥ


ΣΕΕΛΙΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΘΟ∆Ο ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ ΕΓΚΛΕΙΣΜΑΤΩΝ…………...177

5.5.1 ΠΕΤΡΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ ΕΓΚΛΕΙΣΜΑΤΩΝ……………………177

5.5.2. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΡΕΥΣΤΩΝ ΕΓΚΛΕΙΣΜΑΤΩΝ…………………………….178

5.5.3. ΜΙΚΡΟΘΕΡΜΟΜΕΤΡΙΑ……………………………………………………178

6. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ∆ΙΑΤΡΙΒΗΣ...................................…….181

6.1. ΠΕΤΡΟΓΕΝΕΤΙΚΗ ∆ΙΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΝΕΣΗΣ ΚΑΙ ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΓΡΑΝΙΤΙΚΩΝ

ΜΑΓΜΑΤΩΝ……………………………………………………………………….183

6.1.1. Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΓΡΑΝΟ∆ΙΟΡΙΤΗ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ…………………………..183

6.1.2 Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΓΡΑΝΙΤΗ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ…………………………184

6.2. ΜΑΓΜΑΤΙΚΗ ∆ΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ………………………………………………..186

6.2.1. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ- ΑΝΟ∆ΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ

ΤΩΝ ΓΡΑΝΙΤΙΚΩΝ ΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΩΝΙΤΗ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ……..186

6.2.1.1. ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ

ΓΡΑΝΟ∆ΙΟΡΙΤΗ……………………………………………...…….186

6.2.1.2. ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ

ΛΕΥΚΟΓΡΑΝΙΤΗ……………………………………………….….190

6.3. ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΓΕΝΕΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ…………………………………192

7. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ………………………………………………………………………....195

8.ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ………………………………………………………………………...228
Abstract

TINOS PLUTON AND ASSOCIATED SKARN FORMATIONS

The Tinos syntectonic pluton is a Miocene intrusion which consists of two lithologies:
a bio-hbl-kfspar-plag metaluminous granodiorite emplaced ca. 17 Ma under
compression at 770oC and 5,2 Kbars, and a peripheral, bio-mv-kfspar-plag-gt-tm
peraluminous leucogranite which was emplaced ca. 14 Ma under extension at 680oC
and 2 Kbars. The leucogranite experienced retrograde boiling. The granodiorite
magma was formed by partial melting of mantle-derived lower crustal material. It’s
mafic “enclaves” bear evidence to this. The leucogranite was probably derived from
partial melting of the granodiorite and surrounding metasedimentary rock. These
rocks belong mainly to the Cycladic Blueschist Unit which was metamorphosed to
high P at 45 Ma and then retrograded to greenschist facies.
The contacts of the pluton with the country rocks are tectonic-thermal metamorphic.
The Tinos pluton imprinted a metamorphic halo on the marbles, schists and meta-
ophiolites of the country rocks of approximately 1 Km in width, which is better
defined in the western contact of the pluton. Pyroxene-garnet skarn rocks occur within
the pyroxene-hornfels zone in two locations, in the northern and southern part of the
contact aureole.
Scheelite mineralization occurs in skarns and amphibolite schists of the pyroxene-
hornfels zone. The Tinos skarn is characterized as “oxidized”, however, it retains
relics of an earlier reduced state, such as hedenbergite-rich pyroxene and grossular-
rich garnet cores with signs of “carbofracturing”. Skarn garnets have andradite-rich
mantles which are oscillatory-zoned and anisotropic, both characteristics of
hydrothermal garnet. Scheelite megacrysts grew in equilibrium with the hydrothermal
garnet and have fluid inclusion temperatures approximately 375oC at pressures
≤500oC, in accordance with the rate of erosion operating down to 8 Ma when
hydrothermal circulation probably lapsed.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η διδακτορική µου διατριβή έχει ως θέµα "Ο Γρανίτης της Τήνου και οι συνδεόµενοι
µε αυτόν σχηµατισµοί skarn" και διαπραγµατεύεται τον σχηµατισµό, την τοποθέτηση
και τα κοιτασµατογενετικά φαινόµενα που σχετίζονται µε τον πλουτωνίτη της
νήσου Τήνου. Το θέµα της έρευνας της διδακτορικής διατριβής ήταν µε επιλογή
και αρχικά υπό την επίβλεψη του αείµνηστου καθηγητή Νικολάου Μελιδώνη
ο οποίος είχε κάνει και την χαρτογράφηση της νήσου Τήνου σε κλίµακα 1:20.000.
Την τριµελή Συµβουλευτική Επιτροπή απετέλεσαν η Dr. Κ. Στ. Σέϋµουρ
(επιβλέπων), ο καθηγητής Κ. Χατζηπαναγιώτου και ο καθηγητής Π. Μητρόπουλος,
ενώ την επταµελή Εξεταστική Επιτροπή συµπλήρωσαν ο αναπληρωτής καθηγητής
Κ. Κυριακόπουλος, ο καθηγητής Γ. Μιγκίρος, ο αναπληρωτής καθηγητής
Ν. Σκαρπέλης και ο καθηγητής Α. Φιλιππίδης.
Από τη θέση αυτή ευχαριστώ όλους όσους συνέβαλαν στο να πραγµατοποιηθεί και
να λάβει την τελική της µορφή η διατριβή αυτή:
● Την Dr. Κ. Στ. Σέϋµουρ για την καθοδήγηση σε όλα τα στάδια της έρευνας
και για την ηθική συµπαράσταση που µου παρείχε στις διάφορες αντιξοότητες που
εµφανίστηκαν στην πορεία της.
● Την καθηγήτρια Κ. Κοτοπούλη που µου παρεχώρησε το λογισµικό Minpet καθώς
και για τον συµβουλευτικό της ρόλο και την παροχή βιβλιογραφίας σχετική
µε τους γρανίτες.
● Τον αείµνηστο καθηγητή Θ. ∆ούτσο για την πολύτιµη βοήθειά του κατά την
εργασία υπαίθρου.
● Τον αναπληρωτή καθηγητή Κ. Χρηστάνη για την επιµέλειά του στα αρχικά στάδια
της διατριβής.
● Τον λέκτορα Σ. Κοκκάλα για την βοήθειά του στην ανάλυση των τεκτονικών
δεδοµένων.
● Τον αδελφό µου Κ. Μάστρακα για την ηθική και τεχνική του υποστήριξη.
● Τους συναδέλφους Dr. Στ. Τόµπρο, Dr. Μ. Κούλη και ∆. Ζούζια για την τεχνική
τους υποστήριξη.
● Την οικογένειά µου που υποστήριξε µε κάθε µέσο τις επιλογές µου.

1
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

Η διατριβή αυτή είναι µια πετρολογική και κοιτασµατολογική µελέτη που ασχολείται
µε τον πλουτωνίτη της Τήνου στις Κυκλάδες και µε την χωρικά συνδεδεµένη µε
αυτόν µεταλλοφορία skarn-σεελίτη.
Οι Κυκλάδες, ένα σύµπλεγµα νησιών που καταλαµβάνουν το κεντρικό Αιγαίο
Πέλαγος, υπήρξαν ανέκαθεν αντικείµενο γεωλογικών ερευνών εξαιτίας τόσο της
έντονης παραµόρφωσης που υφίσταται ο στερεός φλοιός της περιοχής αυτής όσο και
της µαγµατικής και ηφαιστειακής δραστηριότητας που εκδηλώνεται σε αυτήν.
Στην Τήνο η µαγµατική δραστηριότητα εκδηλώθηκε µε την διείσδυση ενός
Μειοκαινικής ηλικίας πλουτωνίτη, γρανοδιοριτικής έως λευκογρανιτικής σύστασης,
µέσα στα τρία καλύµµατα (nappes) των µαρµάρων Βάσεως, των Κυανοσχιστολίθων
και των Οφιολίθων. Η διείσδυση δηµιούργησε µια άλω µεταµόρφωσης επαφής µέσα
στην οποία εκδηλώθηκαν κατά θέσεις µετασωµατικά φαινόµενα σχηµατισµών
skarn–φορέων βολφραµιούχου µεταλλοφορίας, αυτής του σεελίτη.
Η παρούσα διδακτορική διατριβή επικεντρώθηκε: (α) στον διαχωρισµό και την
λεπτοµερή χαρτογράφηση των επιµέρους φάσεων του πλουτωνίτη, (β) στην
πετρογραφική εξέταση των πετρογενετικών ορυκτών και των ιστολογικών τους
χαρακτηριστικών όπως και στον καθορισµό της ορυκτοχηµείας αυτών, (γ) στον
ακριβή ποσοτικό προσδιορισµό της ορυκτολογικής (modus) και χηµικής σύστασης
των πετρολογικών λιθοτύπων του πλουτωνίτη της Τήνου, (δ) στην εξακρίβωση των
µηχανισµών γένεσης (πετρογένεση) των επιµέρους µαγµάτων από τα οποία
προήλθαν οι λιθολογίες που απαρτίζουν την µαγµατική αυτή διείσδυση (ε) καθώς και
τον προσδιορισµό του γεωτεκτονικού περιβάλλοντος εντός του οποίου διείσδυσαν.
Επίσης µε την µελέτη αυτή διερευνήθηκαν:
(στ) η οριοθέτηση της ζώνης επαφής, (ζ) ο ακριβής εντοπισµός των σχηµατισµών
skarn καθώς και (η) η εξακρίβωση του τύπου που ανήκουν µε βάση ορυκτολογικά
και ορυκτοχηµικά κριτήρια, (θ) η αναγνώριση των τύπων της εγκλειόµενης µέσα
στους σχηµατισµούς skarn µεταλλοφορίας κυρίως στην παρουσία του σεελιτη,
(ι) ο προσδιορισµό της θερµοκρασίας σχηµατισµού της µεταλλοφορίας του σεελίτη
µε την µέθοδο των ρευστών εγκλεισµάτων και (κ) η διερεύνηση της µεταλλογένεσης

2
του βολφραµίου και ειδικότερα η εξακρίβωση της πιθανής σχέσης που τυχόν
υφίσταται µεταξύ του πλουτωνίτη και της βολφραµιούχου µεταλλοφορίας.
Τέλος, βάσει των πορισµάτων που προέκυψαν από την µελέτη γίνονται προτάσεις
για περαιτέρω έρευνα.

1.2. ΕΡΓΑΣΙΑ ΥΠΑΙΘΡΟΥ

Η εργασία υπαίθρου επιτελέστηκε διεξοδικά σε οκτώ περιόδους:


– Στην πρώτη περίοδο εργασίας υπαίθρου (αρχικά υπό την επίβλεψη του καθηγητού
Ν. Μελιδώνη) έγινε συστηµατική χαρτογράφηση σε κλίµακα 1:10.000 και
δειγµατοληψία του πλουτωνίτη της Τήνου κυρίως σε έξι (6) τοµές κατευθυνόµενες
ανατολικά–δυτικά. Συλλέγησαν συνολικά 120 δείγµατα "γρανιτικών" πετρωµάτων
µέσα σε χρονικό διάστηµα ενός µηνός.
–Στην δεύτερη περίοδο εργασίας υπαίθρου έγινε συστηµατική χαρτογράφηση και
δειγµατοληψία της ζώνης επαφής του πλουτωνίτη αρχικά υπό την επίβλεψη του
καθηγητού Ν. Μελιδώνη. Η δεύτερη περίοδος εργασίας υπαίθρου ολοκληρώθηκε σε
ένα µήνα.
– Στην τρίτη περίοδο εργασίας υπαίθρου που έγινε αρχικά υπό την επίβλεψη του
καθηγητού Ν. Μελιδώνη οριοθετήθηκαν και έγινε δειγµατοληψία των σχηµατισµών
skarn (γρανατιτών). Ελήφθησαν 20 δείγµατα γρανατιτών µε µεταλλοφορία σεελίτη.
Ο χρόνος της τρίτης περιόδου ήταν δύο εβδοµάδες.
– Η τέταρτη περίοδο εργασίας υπαίθρου διήρκεσε 10 ηµέρες και έγινε υπό την
επίβλεψη της ∆ρ. Κ. Στ. Σεϋµουρ, η οποία ανέλαβε την επίβλεψη της διατριβής
αποβιώσαντος του πρώτου επιβλέποντος. Στο διάστηµα αυτό έγινε µελέτη και
δειγµατοληψία του πλουτωνίτη σε τοµή (τραβέρσα) σχεδόν Β-Ν (από το
Ξώµπουργκο/νότος προς την θάλασσα/βορράς), µελετήθηκαν οι αµοιβαίες σχέσεις
επαφής του γρανοδιορίτη µε τον λευκογρανίτη, επανεξετάστηκαν οι λιθότυποι µε
αποτέλεσµα την εισαγωγή των "ενδιάµεσων λιθολογικών φάσεων" του γρανοδιορίτη
(βλέπε ΓΕΩΛΟΓΙΑ, ΠΕΤΡΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΩΝΙΤΗ στο κείµενο της διατριβής).
Επίσης εξετάστηκαν λεπτοµερώς οι επαφές του πλουτωνίτη µε τα περιβάλλοντα
πετρώµατα και έγινε αναγνώριση των ψευδοταχυλίθων. Στο τέλος της περιόδου
αυτής έγινε µια εισαγωγική µελέτη των θέσεων µεταλλοφορίας στην Τήνο.

3
– Η πέµπτη περίοδος έγινε αρχικά υπό την επίβλεψη του αείµνηστου καθηγητού κ. Θ.
∆ούτσου ο οποίος έδωσε οδηγίες για την συλλογή τεκτονικών δεδοµένων. Μέσα σε
µία εβδοµάδα έγινε συλλογή τεκτονικών δεδοµένων 36 ρηγµάτων, 18 γραµµώσεων
ρηγµάτων, 80 ψευδοταχυλίθων, 16 γραµµώσεων ψευδοταχυλίθων, 23 επιπέδων
διακλάσεων από τον γρανοδιορίτη και 20 από τον λευκογρανίτη (κυρίως από το
Ξώµπουργκο) και τέλος 24 επιπέδων απλιτικών φλεβών.
– Η έκτη περίοδος η οποία διήρκεσε µία εβδοµάδα περιέλαβε την επανεξέταση του
skarn και της σχέσης επαφής του µε τον γρανοδιορίτη και τον λευκογρανίτη, τις
σχέσεις "διήθησης" του λευκογρανίτη µέσα στον γρανοδιορίτη και τέλος εξέταση και
δειγµατοληψία των ηφαιστειακών φλεβών.
– Η έβδοµη περίοδος εργασίας υπαίθρου διήρκεσε µία εβδοµάδα και έγινε λίγο πριν
την παράδοση της διατριβής στην εξεταστική επιτροπή από κοινού από τον
συγγραφέα και τον επιβλέποντα καθηγητή.

1.3. ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟ∆ΟΙ

Ένα σύνολο 80 δειγµάτων έχουν αναλυθεί µε φθορισµό ακτίνων Χ για κύρια


στοιχεία και ιχνοστοιχεία στο Γεωχηµικό Εργαστήριο του Τµήµατος Γεωλογίας του
Πανεπιστηµίου της Οττάβα του Καναδά. Το όριο ανίχνευσης για τα κύρια στοιχεία
είναι 0.01 % κ.β., για τα ιχνοστοιχεία Ba, V, Cr, Ni είναι 10 ppm, για τα Nb, Zr, Sr,
Rb, Y, Th, Pb, είναι 2 ppm, για τις σπάνιες γαίες La, Ce, Nd, Sm, Yb είναι 0.1 ppm,
για το Eu είναι 0.05 ppm, για τα Co, Hf, Ta, W είναι 1 ppm. ∆έκα δείγµατα
αναλύθηκαν για σπάνιες γαίες και 40 ιχνοστοιχεία στο ιδιωτικό εργαστήριο
ACTLABS στο Ancaster του Ontario στον Καναδά µε µεθόδους ΙΝΑΑ και ICP µε
αναλυτική ακρίβεια για τις REE και τα περισσότερα άλλα ιχνοστοιχεία να είναι
µεγαλύτερη από 5 %.
Τα ορυκτά αναλύθηκαν µε µικροαναλυτή Cameca στο Εργαστήριο Μικροανάλυσης
του Πανεπιστηµίου McGill στο Μόντρεαλ του Καναδά. Τα ένυδρα ορυκτά
αναλύθηκαν για κύρια στοιχεία, φθόριο και χλώριο µε φασµατοσκοπία ακτίνων Χ
σκεδασµού µηκών κύµατος. Συγκέντρωση των ακτίνων Χ έγινε ταυτόχρονα σε
τέσσερα φασµατόµετρα µε δυναµικό επιτάχυνσης της ηλεκτρονικής δέσµης 15 ΚV
και ανοδικό ρεύµα 7 nA. ∆ιορθώσεις ZAF και παρουσίαση αποτελεσµάτων έγιναν

4
αυτόµατα από λογισµικό Cameca.
Μικροθερµοµετρικές µετρήσεις έγιναν σε διπλά στιλβωµένες στιλπνές τοµές πάχους
50-100 µm σε µία τροποποιηµένη USGS τράπεζα µικροσκοπίου στο Τµήµα
Γεωλογικών και Πλανητικών Επιστηµών του Πανεπιστηµίου McGill. Οι
θερµοκρασίες µετρήθηκαν µε ένα Alumel-Chromel θερµοστοιχείο και οι µετρήσεις
εβαθµονοµήθηκαν σε συνθετικά ρευστά εγκλείσµατα στους –56.6 oC (τριπλό σηµείο
ο ο
του CO2) και σε 0.0 C (σηµείο τήξης του πάγου) και στους +374.1 C
(οµογενοποίηση του H2O στο κριτικό σηµείο). Οι µετρήσεις είναι ακριβείς στους
ο ο ο
+0.2 C για θερµοκρασίες µικρότερες από 31 C και στους + 0.1 C για
ο
θερµοκρασίες µεγαλύτερες από 31 C. Θερµοκρασίες κάτω από την θερµοκρασία
δωµατίου και έως τους –180 οC επιτεύχθηκαν µε την διαβίβαση υγρού αζώτου από
την τράπεζα του µικροσκοπίου. Τα δείγµατα θερµαίνονταν µε την διαβίβαση αέρα
από ένα θερµαντικό στοιχείο και διοχέτευσή του στην τράπεζα. Ο ρυθµός
θέρµανσης είναι 5 οC/min κάτω από την θερµοκρασία δωµατίου, 10 οC /min για
θερµοκρασίες πάνω από τους 10 οC και 1 οC/min για θερµοκρασίες κοντά στις
αλλαγές φάσεων. Τα µικροθερµοµετρικά δεδοµένα υπολογίστηκαν µε το λογισµικό
FLINCOR.

1.4. ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΕΡΕΥΝΑ

Η µελέτη της γεωλογικής δοµής της νήσου Τήνου αποτέλεσε και συνεχίζει να
αποτελεί αντικείµενο µελέτης πολλών Ελλήνων και ξένων ερευνητών.
Από τα µέσα ήδη του περασµένου αιώνα πραγµατοποιήθηκαν γενικές γεωλογικές,
πετρογραφικές και κοιτασµατολογικές αναγνωρίσεις από διάφορους ερευνητές όπως
ήταν οι FIEDLER (1840-41), GRIMM (1861), RATH (1882), FOULLON &
GOLDSCHIDT (1887), PHILIPPSON (1901), HARALAMBOUS (1959),
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΑΚΗΣ (1965, 1966), ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ & ΚΑΝΑΚΗ (1972),
ΣΑΜΠΩ & ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (1976).
Η πρώτη ολοκληρωµένη µελέτη που βοήθησε ικανοποιητικά στην επίλυση διαφόρων
γεωλογικών προβληµάτων συνετάχθη από τον ΜΕΛΙ∆ΩΝΗ, Ν. (1980). Έκτοτε µε την
γεωλογία της ασχολήθηκε µέχρι σήµερα ένας µεγάλος αριθµός διαπρεπών
γεωεπιστηµόνων πάνω σε διάφορους επιµέρους τοµείς όπως πετρογραφικός-
στρωµατογραφικός (ΚATSIKATSOS et al 1986, OKRUSCH & BRÖCKER 1990),

5
πετρολογικός-πετροχηµικός (BRÖCKER 1990, 1991, BRÖCKER, & FRANZ 1994,
KATZIR et al 1996, MASTRAKAS & ST. SEYMOUR 2000, ALTHERR & SIEBEL
2002), τεκτονικός (AVIGAD & GARFUNKEL 1989, 1991, FAURE et al 1991,
BORONKAY & DOUTSOS 1994, ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ 1995, STOLZ et al 1997, AVIGAD
et al 1998), γεωχηµικός-κοιτασµατολογικός (ΠΑΝΤΟΥΛΑΣ 1986, ΒΕΡΓΟΥ-ΒΗΧΟΥ
1987, PAPASTAVROU & PARITSIS 1990, ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ & ΠΑΝΤΟΥΛΑΣ 1992,
ΒΑΚΟΝ∆ΙΟΣ 1997,ST. SEYMOUR et al 2005, ΤΟΜΠΡΟΣ 2001, TOMPROS et al
2005), ισοτοπικός-ραδιοχρονολογικός (ALTHERR et al 1982, 1988, HENJES-KUNST
et al 1988, GANOR et al 1991, 1994, 1996, BRÖCKER & FRANZ 1998, 2000,
BRÖCKER & ENDERS 1999, HEJL et al 2002).

6
2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΟ-ΚΥΚΛΑ∆ΙΚΗΣ ΖΩΝΗΣ

2.1. ΓΕΩΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ

Το νησιωτικό σύµπλεγµα των Κυκλάδων ή "Αιγαιοπελαγίτικη Πολυνησία" όπως


αλλιώς µπορεί να ονοµαστεί, αποτελεί τµήµα ενός πολυµεταµορφωµένου πεδίου που
βρίσκεται µέσα στην αλπική ορογενετική ζώνη των ελληνίδων και είναι γνωστό ως
Αττικο–Κυκλαδικό Κρυσταλλικό Σύµπλεγµα. Το σύµπλεγµα αυτό µαζί µε τα
αντίστοιχα της δυτικής Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και του Menderes (δυτική
Τουρκία) σχηµατίζουν την Ενδιάµεση Αιγαιακή Κρυσταλλική Ζώνη (Median Aegean
Crystalline Belt, DURR et al 1978), που τοποθετείται ανάµεσα στις "εσωτερικές"
κρυσταλλικές περιοχές της Σερβο–Μακεδονίας και της Ροδόπης προς βορρά και τα
"εξωτερικά" µεταµορφικά πετρώµατα της Πελοποννήσου προς νοτιοδυτικά και της
Κρήτης προς νότο (DURR et al 1978) (Εικ. 1).
Η Αττικο–Κυκλαδική Κρυσταλλική Ζώνη που αποτελεί τον συνδετικό κρίκο µεταξύ
της Πελαγονικής Μάζας της Ελλάδας µε την µάζα Menderes της δυτικής Τουρκίας
(SCHUILING 1962, DURR et al 1978, DIXON et al 1987) καταλαµβάνει –αν και το
µεγαλύτερο µέρος της είναι καλυµµένο από τη θάλασσα– την νότια Εύβοια,
σηµαντικό τµήµα της Αττικής, όλες τις Κυκλάδες και καταλήγει διαµέσου της
Ικαρίας και της Σάµου στην κρυσταλλική µάζα του Menderes. Η θέση των
περιλαµβανοµένων νησιών στο χώρο είναι τέτοια ώστε να δίνεται η εντύπωση
ότι σχηµατίζουν δύο σχεδόν παράλληλες σειρές που φαίνονται να είναι ως
προεκτάσεις η µία της χερσονήσου της Λαυρεωτικής και η άλλη της Εύβοιας
(Εικ. 1).
Η σηµερινή µορφή του κυκλαδικού χώρου είναι αποτέλεσµα εκτεταµένων τεκτονικών
κινήσεων που συνοπτικά έχουν ως εξής (ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ 1995):
– Στα όρια Περµίου–Τριαδικού µεταξύ της Απούλιας πλάκας και της Ευρασίας
υπήρχε ένα σύστηµα από ωκεάνιες λεκάνες και µικροπλάκες (DEWEY et al 1973).
Μία απ’ αυτές ήταν και η µικροπλάκα της Αττικοκυκλαδικής Ζώνης που κατά τους
ROBERTSON & DIXON (1984) αντιστοιχεί στην µικροπλάκα του νοτίου Αιγαίου,
επάνω στο Ερκύνειας ηλικίας υπόβαθρο της οποίας αποτέθηκαν κατά τη διάρκεια του
Μεσοζωικού διάφορα ιζήµατα.

7
Εικόνα 1: Γεωλογικός χάρτης της Αττικοκυκλαδικής Ζώνης (σκαρίφηµα
τροποποιηµένο από MASTRAKAS & ST. SEYMOUR 2000). 1: Αλλούβιον,
2: Μολασσικές Αποθέσεις (Μ), 3: Ανώτερη Ενότητα (U, Οφιόλιθοι), 4: Κατώτερη
Ενότητα (Κυανοσχιστόλιθοι), 5: Ενότητα Βάσης (Β), 6: Ενότητα Χώρας (Χ),
7: Γρανιτικές ∆ιεισδύσεις, 8: Νεογενή και Τεταρτογενή Ηφαιστειακά Πετρώµατα.
Ένθετο: ∆είχνει την περιοχή των Κυκλάδων σε σχέση µε το Τεταρτογενές
Ηφαιστειακό Τόξο. Τα παραλληλόγραµµα είναι περιοχές µελετηθέντων γρανιτικών
διεισδύσεων: 1′: Σαµοθράκη, 2′: Ροδόπη, 3′: Σιθωνία, 4′: Φανός, 5′: Ξάνθη, 6′: Ελάτη.

8
Μολασσικές αποθέσεις

Α. Κρητιδικό
2
Περµο-Τριαδικό
Ανώτερη Ενότητα
HT/LP:70 Ma
1
4

3
HP/LT:60-45 Ma Ενότητα Κυανοσχιστολίθων

LP/HT:25-20 Ma

∆ιείσδυση:300 Ma

Ενότητα Χώρας Τριαδικό-Ηώκαινο

Ενότητα Βάσης

Εικόνα 1α: Σχηµατική τεκτονοστρωµατογραφική στήλη του µεταµορφικού πεδίου


της Αττικοκυκλαδικής Ζώνης (τροποποιηµένο από OKRUSCH & BRÖCKER 1990,
ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ 1995). Η αρίθµηση στη Ενότητα Κυανοσχιστολίθων αντιστοιχεί σε
1: µάρµαρα µε ενδιαστρώσεις σχιστολίθων, 2: σχιστόλιθοι, 3: µάρµαρα µε
ενδιαστρώσεις σχιστολίθων και φακούς εκλογιτών και 4: εκλογίτες. Η αρίθµηση στην
Ανώτερη Ενότητα αναφέρεται σε 1: οφιολιθικό mélange και 2: οφιόλιθοι.

9
– Κατά το διάστηµα µεταξύ 70–25 Ma η διαγώνια σύγκλιση της Πελαγονικής
µικροπλάκας και της Απούλιας πλάκας, πιθανώς στο ανώτατο Κρητιδικό (BLAKE
et al 1981), ανάγκασε την Αττικοκυκλαδική µικροπλάκα µαζί µε το ιζηµατογενές
κάλυµµά της (Κατώτερη Ενότητα) να υποβυθιστεί. Η υποβύθιση έγινε µέσω µιας
ζώνης υπώθησης µεγάλης κλίσης σε βάθη µεγαλύτερα των 50 Km όπου η
Αττικοκυκλαδική Ζώνη υπέστη µεταµόρφωση εκλογιτικής έως κυανοσχιστολιθικής
φάσης (WIJBRANS et al 1993). Συγχρόνως τα ωκεάνια τµήµατα µε το ιζηµατογενές
τους πρίσµα (Ανώτερη Ενότητα), που αποτελούσαν την µετάβαση της υπερκείµενης
Πελαγονικής προς τον ωκεάνιο φλοιό, υπέστησαν τοπικά µεταµόρφωση
πρασινοσχιστολιθικής φάσης. Περίπου στο ίδιο χρονικό διάστηµα λαµβάνει χώρα και
η υποβύθιση της Απούλιας πλάκας κάτω από την Αττικοκυκλαδική µικροπλάκα
µέσω µιας παρόµοιας ζώνης οριοθέτησης και τµήµα του ιζηµατογενούς καλύµµατος
της Απούλιας πλάκας (Ενότητα Βάσης) µεταµορφώθηκε επίσης στην
κυανοσχιστολιθική φάση. Μέσω αυτής της ζώνης υπώθησης και εξαιτίας της
συνεχιζόµενης συµπίεσης άρχισε η προς τα επάνω άνοδος της ενότητας των
κυανοσχιστολίθων (Κατώτερη Ενότητα) (BLAKE et al 1981).
– Κατά τη διάρκεια µεταξύ 25–20 Ma λόγω της συνεχιζόµενης συµπίεσης
ολοκληρώθηκε η άνοδος και η τοποθέτηση των κυανοσχιστολίθων επάνω στο
ερκύνειας ηλικίας υπόβαθρο ή την Ενότητα Βάσης και πραγµατοποιήθηκε και η
τοποθέτηση της Ανώτερης Ενότητας επάνω στην Κατώτερη Ενότητα, ενώ άρχισε και
η ρήξη του βυθισµένου τµήµατος της Απούλιας πλάκας.
– Μεταξύ 20–15 Ma ολοκληρώθηκε η κατάτµηση και η αποκόλληση του
βυθισµένου τµήµατος της Απούλιας πλάκας, γεγονός που προκάλεσε την ανύψωση
της Moho µε συνέπεια την αύξηση της γεωθερµικής βαθµίδας. Αυτό είχε ως
αποτέλεσµα την µετάπτωση της ενότητας των κυανοσχιστολίθων στην
πρασινοσχιστολιθική φάση, τη δηµιουργία δόµων ανάτηξης (δηλαδή µιγµατιτών) και
τη γένεση γρανιτικής σύστασης µαγµάτων S–τύπου από την µερική τήξη της
φλοιϊκής ρίζας της Απούλιας πλάκας στη ζώνη σύγκρουσης (βλέπε επίσης LEAKE
1990).
– Στο διάστηµα µεταξύ 15–5 Ma δύο τεκτονικά γεγονότα λαµβάνουν χώρα: το
πρώτο µεταξύ 15–6.5 Ma και χαρακτηρίζεται από συστολή µε οριζόντιο σ1 µε
συνέπεια τη δηµιουργία οριζόντιων κατακόρυφων ρηγµάτων που ελέγχουν αφενός
την συντεκτονική άνοδο και τοποθέτηση των γρανιτών και αφεταίρου την σύγχρονη
µε αυτούς ανάπτυξη των µολασσικών λεκανών και το δεύτερο µεταξύ 6.5–5 Ma και

10
χαρακτηρίζεται από διαστολή µε κεκλιµένο σ1 µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία
πλαγιοκανονικών ρηγµάτων που διευρύνουν τις µολασσικές λεκάνες µέσα στις
οποίες συνεχίζεται η ιζηµατογένεση.
– Το τελευταίο στάδιο της εξέλιξης πραγµατοποιείυαι από τα 5 Ma–σήµερα και
χαρακτηρίζεται από εκτεταµένη διαστολή η οποία οδηγεί στη δηµιουργία κανονικών
ρηγµάτων και στο σχηµατισµό µεταορογενετικών λεκανών και τεκτονικών κεράτων
διαµορφώνοντας έτσι το νησιωτικό σύµπλεγµα των Κυκλάδων.
Στη διεθνή βιβλιογραφία ο χώρος της Αττικοκυκλαδικής Ζώνης αναφέρεται ως
κλασσικό παράδειγµα "µεταµορφικού συµπλέγµατος διαστολής". Η διαστολή αυτή
έχει σήµερα διεύθυνση από Β-Ν έως ΒΑ–Ν∆ και είναι το αποτέλεσµα της
συνδυασµένης κίνησης των τεµαχών του φλοιού αφενός µεν της Τουρκίας προς
δυσµάς εξαιτίας της κίνησης τη Αραβίας προς βορρά, αφετέρου δε της κίνησης του
νοτίου Αιγαίου προς τα νοτιοδυτικά.

2.2. ΤΕΚΤΟΝΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ∆ΙΑΡΘΡΩΣΗ

Η Αττικοκυκλαδική Ζώνη αποτελεί ένα πολύπλοκο δοµικό σύµπλεγµα από επάλληλα


τοποθετηµένα καλύµµατα και επωθήσεις µεταµορφωµένων ιζηµάτων. Παρόλο που η
στρωµατογραφική διάρθρωση έχει διευκρινιστεί καλά, εντούτοις το τελικό
στρωµατογραφικό µοντέλο που θα αντιπροσωπεύσει την στρωµατογραφική σύνθεση
όλης της περιοχής δεν έχει ακόµη ξεκαθαριστεί. Ακολουθώντας ως βάση το
στρωµατογραφικό µοντέλο που προτείνουν οι OKRUSCH & BRÖCKER (1990) µε
κάποιες τροποποιήσεις (Εικ. 1α) διακρίνονται από τη βάση προς την κορυφή της
στήλης το υπόβαθρο, η κατώτερη ενότητα ή ενότητα των κυανοσχιστολίθων, η
ανώτερη ενότητα ή ενότητα των οφιολίθων, οι µολασσικές αποθέσεις και οι
µεταορογενετικές αποθέσεις.

2.2.1. Υπόβαθρο

∆εν αντιπροσωπεύεται σ’ ολόκληρη την έκτασή του από τους ίδιους πετρολογικούς
τύπους, γεγονός που οδήγησε στον διαφορισµό του σε δύο γεωγραφικούς τοµείς:

11
τον βόρειο στον οποίο επικρατεί η " Ενότητα Βάσης" και τον νότιο όπου επικρατεί η
"Ενότητα του Προαλπικού Υποβάθρου" που είναι ανάλογη µε την "Ενότητα Χώρας".
Ενότητα Βάσης: Θεωρείται ότι είναι ισοδύναµη µε τµήµατα της Απούλιας πλάκας η
οποία ευρίσκετο λίγο δυτικότερα ή ότι αντιπροσωπεύει τα υπολείµµατα µιάς
µικροπλάκας που ευρίσκετο µεταξύ της Απούλιας πλάκας και της Ευρασιατικής
πλάκας (BORONKAY & DOUTSOS 1994). Αποτελείται από δύο υποενότητες που
βρίσκονται σε στρωµατογραφική συµφωνία: (i) η κατώτερη αντιπροσωπεύεται από
άνω τριαδικής έως άνω κρητιδικής ηλικίας µάρµαρα µε παρεµβολές δολοµιτικών
µαρµάρων που προήλθαν από την µεταµόρφωση νηριτικών ανθρακικών ιζηµάτων
που είχαν αποτεθεί επάνω σε ηπειρωτικό περιθώριο και εξελίσσονται προς επάνω σε
σιπολινοµάρµαρα και (ii) η ανώτερη που αντιπροσωπεύεται από έναν ηωκαινικής
ηλικίας µεταφλύσχη που αποτελείται κυρίως από µοσχοβιτικούς, ασβεστιτικούς,
χλωριτικούς και χαλαζιακούς σχιστολίθους. Η µετάβαση από την κατώτερη προς την
ανώτερη υποενότητα γίνεται βαθµιαία µε εναλλαγές σχιστολίθων µε ορίζοντες
µαρµάρων και σιπολινοµαρµάρων. Εµφανίζεται ως τεκτονικό παράθυρο στην Αττική
(ανώτερο και κατώτερο µάρµαρο, ΜΑΡΙΝΟΣ & PETRASCHECK 1956), στη νότια
Εύβοια (ενότητα Αλµυροποτάµου, KATSIKATSOS 1976, SHAKED et al 2000), στην
Τήνο (ενότητα Πανόρµου, ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980, AVIGAD & GARFUNKEL 1989), στην
Σάµο (ενότητα Κερκετέα-Φούρνων, PAPANIKOLAOU 1979a), RING et al (2001) και
στην Αµοργό (MINOUX et al 1980, FYTROLAKIS & PAPANIKOLAOU 1981).
Ενότητα του Προαλπικού Υποβάθρου: Αποτελείται από υπολείµµατα µαγµατικών
διεισδύσεων γρανιτικής έως τοναλιτικής καθώς επίσης και γαββρικής σύστασης,
καληδόνιας ηλικίας (γύρω στα 500 Ma). Αυτές διεισδύουν σε σχιστολίθους και
γνευσίους που είναι προϊόντα µιας παλαιότερης αµφιβολιτικής φάσης µεταµόρφωσης
άγνωστης ηλικίας και που τοπικά επανακρυσταλλώθηκαν εξαιτίας µιας φάσης
µεταµόρφωσης ερκύνειας ηλικίας σε ορθο– και παραγνευσίους. Εµφανίζεται στην
Ίο, στην Σίκινο, στην Νάξο και στην Πάρο (VAN DER MAAR 1980, VAN DER MAAR et
al 1981, HENJES-KUNST & KREUZER 1982, VAN DER MAAR & JANSEN 1983,
ANDRIESSEN et al 1987, FRANZ et al 1993, GAUTIER et al 1993).
Ενότητα Χώρας: Θεωρείται ανάλογη προς την Ενότητα του Προαλπικού
Υποβάθρου και προτάθηκε από τον BONNEAU (1984). Αποτελείται από
ορθογνευσίους, πηλιτικούς σχιστολίθους και παραγνευσίους και δείχνει έναν
επιτυπωµένο "αλπικό" κυανοσχιστολιθικό µεταµορφισµό.

12
2.2.2. Κατώτερη Ενότητα (ή Ενότητα των Κυανοσχιστολίθων)

Εντοπίζεται σ’ όλη την έκταση της Αττικοκυκλαδικής Ζώνης καταλαµβάνοντας το


µεγαλύτερο τµήµα της. Υπέρκειται µε τεκτονική επαφή είτε της Ενότητα Βάσης είτε
Ενότητας του Προαλπικού Υποβάθρου. Σύµφωνα µε τους BLAKE et al (1981) η
ενότητα αυτή αποτελείται: Στη βάση από µεσοζωϊκής ηλικίας νηριτικά λεπτο– έως
παχυστρωµατώδη µάρµαρα µε παρεµβολές δολοµιτών. Στην κορυφή τους
εντοπίζονται τοπικές ενστρώσεις πλούσιων σε Fe–Mn µεταϊζηµάτων στον βόρειο
γεωγραφικά τοµέα (νότια Εύβοια, Άνδρος, Τήνος, REINECKE 1983, REINECKE et al
1985, BRÖCKER 1988, 1990a, OKRUSCH & BRÖCKER 1990) και µεταβωξιτών
(διασπορίτες-σµύρις, JANSEN 1977, FEENSTRA 1985, OCKENGA 1990).
Ακολουθούν ορίζοντες αποτελούµενοι από µεταψαµµιτικά έως µεταπηλιτικά
πετρώµατα µε ελασµατοποιηµένες ενδιαστρώσεις µετατόφφων. Οι µετατόφφοι
εναλλάσσονται µε ορίζοντες µαρµάρων οι οποίοι προοδευτικά προς τα επάνω
εµφανίζονται µε µικρότερη συχνότητα, γίνονται λεπτοστρωµατώδεις και επιπλέον
εγκλείουν τεµάχια µεταβασαλτών. Στην συνέχεια υπέρκειται ένα οφιολιθικό
ολισθόστρωµα που αποτελείται από τεµάχη µεταβασαλτών, µεταγάββρων και
µεταπεριδοτιτών µέσα σε µια συνδετική µάζα µεταπηλιτών και µετασερπεντινιτών.
Αρχικά η ενότητα αυτή είχε αποτεθεί σ’ ένα ηπειρωτικό περιθώριο το οποίο στο
κατώτερο Ηώκαινο υπωθήθηκε και µεταµορφώθηκε κάτω από τις συνθήκες της
εκλογιτικής έως της κυανοσχιστολιθικής φάσης και για τον λόγο αυτό πρέπει να

καταβυθίστηκε σε βάθος ≻50 Km (WIJBRANS et al 1993). Ακολούθως στα όρια

Ολιγοκαίνου-Μειοκαίνου επιτυπώθηκε από µεταµόρφωση τύπου Barrow της


πρασινοσχιστολιθικής έως αµφιβολιτικής φάσης εξαλείφοντας άλλοτε ολοκληρωτικά
και άλλοτε τοπικά την προηγούµενη φάση µεταµόρφωσης κορυφούµενη µε την
δηµιουργία θερµικών δόµων στους οποίους παρατηρούνται φαινόµενα ανάτηξης
(γένεση µιγµατιτών) στην Νάξο και την Πάρο (JANSEN & SCHUILING 1976,
ANDRIESSEN et al 1979, ALTHERR et al 1979, 1982, WIJBRANS & McDOUGALL
1988, OKRUSCH & BRÖCKER 1990).

13
2.2.3. Ανώτερη Ενότητα (ή Ενότητα των Οφιολίθων)

Εµφανίζεται τοπικά στα νησιά Άνδρο, Τήνο, Μύκονο, Πάρο, Νάξο και Ανάφη. Είναι
περιορισµένης έκτασης και ανάπτυξης και υπέρκειται µε τεκτονική επαφή της
Ενότητας των Κυανοσχιστολίθων. Αποτελείται από τρεις υποενότητες: η κατώτερη
αντιπροσωπεύεται από ένα οφιολιθικό mélange που αποτελείται από περµο–
τριαδικούς ασβεστόλιθους (MARKS & SCHUILING 1965, PAPANIKOLAOU 1979b),
πρασινοσχιστόλιθους άγνωστης ηλικίας (DURR & ALTHERR 1979) και φέτες
(τεµάχη) από µεταµορφίτες χαµηλής πίεσης-υψηλής θερµοκρασίας µε γρανιτοειδείς
διεισδύσεις που χρονολογήθηκαν γύρω στα 70 Ma (άνω Κρητιδικό) (DURR et al
1978, REINECKE et al 1982, PATZAK 1988), η µεσαία υποενότητα αποτελείται από
τα υπολείµµατα ενός οφιολιθικού καλύµµατος (KATZIR et al 1996) από Εο-
Ελληνικούς οφιόλιθους (JACOBSHAGEN et al 1978) µεταξύ των οποίων επικρατούν
οι σερπεντινίτες και η ανώτερη αποτελείται από άνω κρητιδικής ηλικίας
ασβεστόλιθους. Η οφιολιθική αυτή ακολουθία δεν υπέστει τους δύο τύπους
µεταµορφισµού του Τριτογενούς, όπως έδειξαν οι ηλικίες των µεταγάββρων
(250 Ma) και των αµφιβολιτών (70 Ma).

2.2.4. Μολασσικές αποθέσεις

Εντοπίστηκαν στα νησιά Σάµος, Πάρος, Νάξος, Μύκονος, Μήλος, Κουφονήσια,


Ανάφη και Αναφόπουλο (PAPAGEORGAKIS 1969, MEISSNER 1976, ΦΥΤΙΚΑΣ
1977, ROESLER 1978, DURR & ALTHERR 1979, DERMITZAKIS &
PAPANIKOLAOU 1980, ALTHERR et al 1982, REINECKE et al 1982, BOGER 1983,
BORONKAY & DOUTSOS 1994, ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ 1995, SANCHEZ-GOMEZ et al
2002). Αποτελούνται από δύο υποενότητες (BOGER 1983): η κατώτερη
αντιπροσωπεύεται από φλυσχοειδή ιζήµατα που αποτέθηκαν σε θαλάσσιο
περιβάλλον από τα όρια Ολιγοκαίνου-Μειοκαίνου έως το κάτω Μειόκαινο
εµφανιζόµενη στα νησιά Πάρος, Νάξος και Μήλος και η ανώτερη που αποτελείται
από ιζήµατα που έχουν αποτεθεί σε χερσαίο περιβάλλον από το µέσο Μειόκαινο έως
το άνω Μειόκαινο και εµφανίζεται στα νησιά Σάµος, Πάρος, Κουφονήσια, Ανάφη
και Αναφόπουλο. Η επαφή µε την υποκείµενη ενότητα των οφιολίθων είναι
είτε τεκτονική είτε ασυµφωνία.

14
2.2.5. Μεταορογενετικές αποθέσεις

Εντοπίζονται στα νησιά Σάµος, Ικαρία, Πάρος, Νάξος, Μήλος, Κουφονήσια και
Τήνος (KTENAS 1969, JANSEN 1973, ΦΥΤΙΚΑΣ 1977, ROESLER 1978,
PAPANIKOLAOU 1979b, ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980, BORONKAY & DOUTSOS 1994,
ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ 1995). Αντιπροσωπεύονται κυρίως από κροκαλοπαγή και
τραβερτινοειδείς ασβεστολίθους που η απόθεσή τους άρχισε στο κάτω Πλειόκαινο
και συνεχίζεται µέχρι σήµερα. Η επαφή µε τις υποκείµενες µολασσικές είναι
ασυµφωνία.

2.3. ΜΕΤΑΜΟΡΦΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΩΤΕΡΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Στο χώρο της Αττικοκυκλαδικής Ζώνης εντοπίστηκαν και µελετήθηκαν τέσσερις


διαφορετικές και ευδιάκριτες µεταξύ τους φάσεις µεταµόρφωσης –Μ1, Μ2, Μ3, Μ4–
που όµως δεν είχαν την ίδια ένταση και εξάπλωση σ’ όλα τα νησιά του
συµπλέγµατος. Στην αρχή η µελέτη των συνθηκών P–T ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε
για κάθε νησί ξεχωριστά, όµως οι DIXON et al (1987) και SCHLIESTEDT et al (1987)
στις εργασίες που δηµοσίευσαν συνόψισαν τα συµπεράσµατα όλων των επιµέρους
ερευνών τα οποία έχουν ως εξής:
Φάση µεταµόρφωσης Μ1: Είναι το πρώτο µεταµορφικό γεγονός που αποτυπώθηκε
και διασώθηκε µόνο τοπικά στα πετρώµατα της Κατώτερης Ενότητας.
Αντιπροσωπεύεται από µια εκλογιτική έως κυανοσχιστολιθική φάση µεταµόρφωσης,
δηλαδή πρόκειται για συνθήκες υψηλών P και χαµηλών T (προσαρµοσµένες προς την
µετάβαση µεταξύ της εκλογιτικής και της επιδοτο– κυανοσχιστολιθικής φάσης, όπως
ορίσθηκαν από τον EVANS 1990, OKRUSCH & BRÖCKER 1990). Οι πιέσεις
κυµάνθηκαν µεταξύ 8 και 15 Kbar και οι θερµοκρασίες µεταξύ 375 °C και 510 °C,
ενώ κατ' άλλους, οι πιέσεις κυµάνθηκαν µεταξύ 12 και 20 Kbar και οι θερµοκρασίες
ήταν γύρω στους 450 °C–500 °C (π.χ. SCHLIESTEDT & OKRUSCH 1988, BRÖCKER
1988, 1989, 1990a, OKRUSCH & BRÖCKER 1990). Η εκλογιτική φάση υποτίθεται
ότι είναι παλαιότερη από την κυανοσχιστολιθική, η δε έναρξή της δεν είναι τελικά
χρονολογηµένη. Γεωχρονολογικοί προσδιορισµοί µε τις µεθόδους Rb–Sr και K–Ar,
για το υψηλών πιέσεων γεγονός, σε δείγµατα φεγγίτη–παραγωνίτη, όπου ο φεγγίτης

15
δείχνει την υψηλής πιέσεως 3Τ πολυτυπία, έδωσαν αξιόπιστες και σύµφωνες µε τις
προηγούµενες µεθόδους ηλικίες. Οι ηλικίες αυτές για τους δύο µαρµαρυγίες είναι της
τάξεως των 40 έως 42 ή έως 45 Ma δηλαδή µέσο Ηώκαινο. Ο µεταµορφισµός αυτού
του τύπου θεωρήθηκε ότι είναι συνέπεια της ηπειρωτικής σύγκρουσης που
ακολούθησε την προς βορρά διευθυνόµενη καταβύθιση της Απουλίας µικροπλάκας
κάτω από την Ευρασιατική ήπειρο (BIJU-DUVAL et al 1977, ALTHERR et al 1979,
BLAKE et al 1981).
Φάση µεταµορφώσεως Μ2: Αποτελεί το δεύτερο, τύπου Barrow, µεταµορφικό
γεγονός που αποτυπώθηκε στα πετρώµατα της κατώτερης ενότητας του κυκλαδικού
χώρου. Χαρακτηρίζεται από µέτριες Ρ και υψηλές Τ, δηλαδή αντιστοιχεί στις
συνθήκες που ανταποκρίνονται στην πρασινοσχιστολιθική προς την κατώτερη
αµφιβολιτική φάση. Τοπικά φτάνει µέχρι και την ανώτερη αµφιβολιτική φάση,
επιτυπώνοντας κατά θέσεις και µερικές φορές εξαλοίφοντας τελείως το προηγούµενο,
υψηλών πιέσεων γεγονός. Οι πιέσεις κυµάνθηκαν µεταξύ 4–5 Kbar και οι
θερµοκρασίες ήταν γύρω στους 400 °C. Τοπικά, όπως στην Νάξο και στην Πάρο,
κατά την κορύφωση των διαδικασιών οι πιέσεις κυµάνθηκαν µεταξύ 5–7 Kbar και οι
θερµοκρασίες έφτασαν γύρω στους 700 °C και οδήγησαν στον σχηµατισµό θερµικών
δόµων µε φαινόµενα τοπικής ανάτηξης και γένεσης µιγµατιτών. Ραδιοχρονολογήσεις
µε τις µεθόδους K–Ar σε κεροστίλβες και K–Ar και Rb–Sr σε µαρµαρυγίες έδωσαν
ηλικίες που είναι της τάξης των 21–25 Ma, τοποθετώντας το µεταµορφικό αυτό
γεγονός στο κάτω Μειόκαινο. Στη συνέχεια διείσδυσαν στον χώρο Ι– και S–τύπου
γρανιτικής σύστασης, µε την ευρεία έννοια του όρου, µάγµατα, µειοκαινικής ηλικίας
προκαλώντας τοπικά µεταµόρφωση επαφής. Αυτός ο τύπου Barrow µεταµορφισµός
και η µαγµατική δραστηριότητα αποδίδονται στην βορειοανατολικά διευθυνόµενη
υποβύθυση της Αφρικανικής πλάκας κάτω από την Απουλία µικροπλάκα κατά το
άνω Τριτογενές (ALTHERR et al 1982, 1988).
Φάση µεταµόρφωσης Μ3: Πρόκειται για τη µεταµόρφωση επαφής που
δηµιουργήθηκε τοπικά γύρω από τα "γρανιτικής" προέλευσης µάγµατα, τα οποία
διείσδυσαν στα πετρώµατα της κατώτερης ενότητας. Στην Τήνο η διείσδυση έλαβε
χώρα και εντός της ανώτερης ενότητας αµέσως µετά την κορύφωση του
µεταµορφικού γεγονότος Μ2 (ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980). Το πλάτος της άλω επαφής είναι
µικρότερο όσο πιο νεώτερης ηλικίας ήταν οι διεισδύσεις. Παράλληλα µε το
σχηµατισµό της άλω επαφής έλαβε χώρα και κοιτασµατογένεση από µετασωµάτωση
(skarn), όπως π.χ. στο Λαύριο (BALTAZIS 1981), στη Σέριφο (SALEMINK 1985,

16
SALEMINK & SCHUILING 1987), στην Σαντορίνη (SKARPELIS & LIATI 1990).και
στην Τήνο (ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980).
Φάση µεταµόρφωσης Μ4: Αντιστοιχεί σε ανάδροµη µεταµόρφωση και εντοπίζεται
στις τεκτονισµένες περιοχές. Παρατηρείται στην περιοχή των επιπέδων ώθησης κατά
µήκος των οποίων τοποθετήθηκε η ανώτερη ενότητα. Η ηλικία της είναι
καθορισµένη ως ανωτέρου Μειόκαινου και αναγνωρίζεται εύκολα λόγω του
σχηµατισµού χλωρίτη, µοσχοβίτη, ζεολίθων, µαργαρίτη, αλβίτη, ασβεστίτη και
χαλαζία κατά µήκος φλεβών (ANDRIESSEN et al 1979, DIXON et al. 1987).

2.4. ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΩΤΕΡΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Οι BLAKE et al (1981) διαχώρισαν το χώρο της Αττικοκυκλαδικής Ζώνης σε δύο


πεδία –το βόρειο και το νότιο– παρόλο που αυτά εµφανίζουν ανάλογα µεταξύ
τους πετρογραφικά χαρακτηριστικά. Ο διαχωρισµός στηρίχτηκε στο διαφορετικό
προσανατολισµό των τεκτονικών στοιχείων και δοµών που τους αποτελούν.
Συγκεκριµένα η κρυσταλλική γράµµωση έκτασης στον µεν βόρειο τοµέα είναι
σταθερής βορειοανατολικής κατεύθυνσης 060° έως 070°, στον δε νότιο στις
περισσότερες περιοχές του σταθερής κατεύθυνσης βορρά–νότου 010°).
Μία µεταγενέστερη και λεπτοµερέστερη τεκτονική ανάλυση του συγκεκριµένου
χώρου από τους BORONKAY & DOUTSOS (1994) και ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ (1995)
κατέληξε στη διαπίστωση αφενός µεν ότι η γράµµωση έχει κύρια διεύθυνση στο
βορειοδυτικό τµήµα ΒΑ–Ν∆ έως Α–∆ ενώ στο νότιο–ανατολικό τµήµα Β–Ν έως
ΒΒΑ–ΝΝ∆, αφετέρου δε ότι στη διαµόρφωσή του µετέχουν από τις παλαιότερες
προς τις νεώτερες οι παρακάτω δοµές:
∆οµές συµπίεσης πλαστικού χαρακτήρα: Έχουν αναγνωριστεί και στις δύο
ενότητες του χώρου αυτού. Στην κατώτερη ενότητα αντιπροσωπεύονται από
παλαιότερες πτυχές (F1a) που είναι πολύ πλαστικές και κλειστές έως ισοκλινείς.
Aρκετά συχνά παρατηρείται οµοαξονική επαναπτύχωση αυτών από νεώτερες (F1b)
που είναι πιο ανοιχτές και επίσης πλαστικές, οι δε άξονές τους παρουσιάζουν δύο
κύριες διευθύνσεις, την ΒΑ–Ν∆ στον βορειοδυτικό χώρο και την Β–Ν στον
νοτιοδυτικό τοµέα. Στην ανώτερη ενότητα παρατηρήθηκαν πτυχές (F2) ανάλογες µε
τις προηγούµενες, δηλαδή πλαστικές, κλειστές έως ισοκλινείς που εµφανίζουν

17
αξονικό σχισµό και έχουν διεύθυνση ΒΑ–Ν∆ και Β–Ν στον βορειοδυτικό χώρο και
Β–Ν στον νοτιοανατολικό χώρο.
∆οµές διαστολής πλαστικού χαρακτήρα: Άλλοτε σχηµατίζονται κατά τη διάρκεια
της πτύχωσης και άλλοτε κόβουν και µετατοπίζουν τις παλαιότερες δοµές (στις
πτυχές F1a,b και F2) (LISTER et al 1984, FAURE et al 1991, JOLIVET et al 1994).
∆ιακρίνονται σε: (i) δοµές boudinage κατά κανόνα συµµετρικές (εγκάρσια στον
άξονα των πτυχών) αλλά και ασύµµετρες (παράλληλα στον άξονα των πτυχών) και
(ii) δοµές ecc (πλαστικές–θραυσιγενείς κανονικές επιφάνειες διάτµησης) που
παρουσιάζουν διεύθυνση εγκάρσια αλλά και παράλληλη προς στη διεύθυνση κίνησης
του καλύµµατος, έτσι οι διευθύνσεις των ecc ακολουθούν τις κύριες διευθύνσεις και
στους δύο επιµέρους τοµείς του χώρου.
∆οµές συµπίεσης θραυσιγενούς χαρακτήρα: Είναι νεώτερες όλων των δοµών που
αναφέρθηκαν και διακρίνονται σε: (i) γαλονοειδείς πτυχές kink και (ii) ανοιχτές
πτυχές (F3) µε δύο συζυγή συστήµατα διευθύνσεων ένα κύριο ΒΑ–Ν∆ και ένα
δευτερεύον Β∆–ΝΑ που λειτούργησαν συγχρόνως και χαρακτηρίζουν και τα δύο
επιµέρους τµήµατα του πεδίου και ότι το κύριο είναι εντονότερο και συνδέεται µε
µεγάλης µετατόπισης ανάστροφα ρήγµατα ίδιας διεύθυνσης.
Αρχικά η περιοχή είχε συσταλεί κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων των
µικροπλακών που τη δοµούσαν. Το αποτέλεσµα ήταν τα τόξα των πτυχών και των
επωθήσεων που διαµορφώθηκαν να δείχνουν µια γενική Β∆–ΝΑ διεύθυνση και
τελικά να στρέφονται σε µία Α–∆ έως ΑΒΑ–∆Ν∆ διεύθυνση στο κεντρικό Αιγαίο
και τη ∆. Τουρκία (JACOBSHAGEN et al. 1978, ROBERTSON & DIXON 1984). Οι
κινήσεις της διαστολής στις οποίες οφείλεται η διαµόρφωσή της ξεκίνησαν πριν από
25 Ma και διαρκούν µέχρι σήµερα, µε αποτέλεσµα την άνοδο και εκταφή
(exhumation) των βαθύτερων τµηµάτων του φλοιού (άνοδος εκλογιτών και
κυανοσχιστολίθων από βάθη >50 Km) µε τη βοήθεια των χαµηλής κλίσης κανονικών
ρηγµάτων (DAVIES 1983, LISTER et al. 1984, RIDLEY 1984b, LISTER & DAVIES
1989, AVIGAD & GARFUNKEL 1989, 1991, GAUTIER et al. 1990, AVIGAD1993,
JOLIVET et al. 1994). Η σηµερινή παραµόρφωση που επικρατεί στο συγκεκριµένο
χώρο είναι αποτέλεσµα διαστολής µε διεύθυνση Β–Ν έως ΒΑ–Ν∆.
Οι WALCOTT & WHITE (1998) πρότειναν ότι από τα 25–3 Ma (µέσο Μειόκαινο) το
βόρειο–δυτικό αιγιακό τέµαχος συµπεριλαµβανοµένων και των Β∆ Κυκλάδων
εστράφη δεξιόστροφα κατά ~30°. Μετά τα 3 Ma το βόρειο αιγιακό τέµαχος εστράφη

18
15° δεξιόστροφα, το νότιο αιγιακό τέµαχος15° αριστερόστροφα και το κεντρικό
αιγιακό τέµαχος (µε τις Κυκλάδες) έµεινε σχεδόν ακίνητο (~0°).
Σε σχέση µε τα προαναφερθέντα αξίζει να σηµειωθεί ότι οι AVIGAD et al (1998)
στηριζόµενοι σε παλαιοµαγνητικά δεδοµένα από τους πλουτωνίτες της Τήνου και της
Μυκόνου αναφέρουν µια δεξιόστροφη κίνηση 20– 30°, αλλά οι VAN HINSBERGEN
et al (2005) βασιζόµενοι επίσης σε παλαιοµαγνητικά δεδοµένα αναφέρουν ότι η
διάταση του Αιγαίου που άρχισε µεταξύ 20 και 30 Ma δεν συµπεριελάµβανε στροφή
παρά µετά από τα <15 Ma.

2.5. ΜΑΓΜΑΤΙΚΗ ∆ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

Μέσα στα πετρώµατα της κατώτερης ενότητας (στην Τήνο εντοπίστηκε και µέσα σ’
αυτά της ανώτερης), αµέσως µετά την κορύφωση της τύπου Barrow
πρασινοσχιστολιθικής φάσης επιτύπωσης, διείσδυσαν και τοποθετήθηκαν
γρανιτοειδή (µε την ευρεία έννοια του όρου) µάγµατα (ANDRIESSEN et al. 1979,
ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980, ALTHERR et al. 1982, 1988). Με βάση τη χηµική και
ορυκτολογική τους σύσταση κατατάσσονται σε Ι– και S–τύπου (ALTHERR 1980,
1981, ALTHERR et al. 1982, 1988) και προκάλεσαν τοπικά µεταµόρφωση επαφής
(π.χ. ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980, BALTATZIS 1981, SALEMINK 1985, SALEMINK &
SCHUILING 1987, SKARPELIS & LIATI 1990).
H διεισδυτική διαδικασία διήρκεσε µεταξύ 22 και 14 Ma (κατώτερο έως µέσο
Μειόκαινο) και η ολοκλήρωση της ψύξης των µαγµάτων περατώθηκε γύρω στα
8 Ma. Σύµφωνα µε τη δυνητική ορυκτολογική τους σύσταση, οι ALTHERR et al
(1982, 1988) διέκριναν ένα διαφορισµό των µαγµατιτών του I–τύπου:
οι γρανοδιορίτες (Λαύριο, Σέριφος) κατέχουν τον δυτικό τοµέα, οι γρανίτες (Τήνος,
Μύκονος / ∆ήλος, Νάξος, Κέρος) τον κεντρικό, ενώ ο λευκογρανίτης (Ικαρία) και ο
µονζονίτης (Σάµος) τον ανατολικό (Εικ. 1). Ο διαφορισµός αυτός επιβεβαιώνεται και
χηµικά από την αύξηση –από τα δυτικά προς τα ανατολικά– της περιεκτικότητας σε
K2O για δεδοµένο ποσοστό SiO2 (ALTHERR et al 1982, 1988). Οι µαγµατικές
διεισδύσεις του S–τύπου είναι µικρών διαστάσεων και εντοπίστηκαν στο κεντρικό
και ανατολικό τµήµα του συµπλέγµατος και συγκεκριµένα στα νησιά Τήνος, Πάρος,
Νάξος, Ικαρία και Σάµος (ALTHERR et al 1982, 1988). Με βάση κυρίως την εργασία

19
των ALTHERR et al (1982) αλλά και των DURR et al (1978) (µόνο ως προς τις
ραδιοχρονολογήσεις), δίδεται στη συνέχεια µία σύντοµη πετρογραφική περιγραφή,
όπως επίσης και η ηλικία κάθε µιας µαγµατικής διείσδυσης.
Λαύριο (Αττική): Πρόκειται για έναν µάλλον πορφυριτικού ιστού βιοτιτικό
γρανοδιορίτη που αποτελείται από χαλαζία, αλκαλικούς αστρίους (ορθόκλαστο και
ελάχιστο µικροκλινή), πλαγιόκλαστα µε πολυδυµίες ή ζωνώδη (πυρήνας
ολιγόκλαστο και περιφέρεια ανδεσίνης έως λαβραδόριο), βιοτίτη, απατίτη, ζιρκόνιο
και µαγνητίτη (ΜΑΡΙΝΟΣ & PETRASCHECK 1956) που ανήκει στον Ι–τύπο. Οι
DURR et al (1978) αναφέρουν ηλικίες µε την µέθοδο K–Ar της τάξεως των 8.8±0.5
Ma σε ολικό πέτρωµα και περίπου 10 Ma σε βιοτίτη, ενώ οι ALTHERR et al (1982)
µε την ίδια µέθοδο έδωσαν 8.27±0.11 Ma σε βιοτίτη.
Σέριφος: Είναι ένας Ι–τύπου λεπτό– έως µεσόκοκκος γρανοδιορίτης µε υπιδιόµορφο
κοκκώδη ιστό και σπάνια ενδογενετικής προέλευσης εγκλείσµατα διοριτικής,
χαλαζιακής διοριτικής και χαλαζιακής µονζονιτικής σύστασης. Αποτελείται από
χαλαζία, αλκαλικούς αστρίους ασθενώς περθιτικούς, πλαγιόκλαστα ισχυρά
ζωνωµένα (An70-09), βιοτίτη σχετικά πλούσιο σε Mg και φτωχό σε AlVI, µαγνήσιο-
κεροστίλβη, σφήνα, αλλανίτη, απατίτη, ζιρκόνιο και τιτανοµαγνητίτη. Οι DURR et al
(1978) αναφέρουν ηλικίες µε την µέθοδο K–Ar της τάξεως των 9.2±0.4 Ma σε
κεροστίλβη και 8.3±0.2 Ma σε βιοτίτη, ενώ οι ALTHERR et al (1982) µε την ίδια
µέθοδο έδωσαν ηλικίες 9.49±0.26 Μa σε κεροστίλβη και 8.57±0.11 Μa σε βιοτίτη
και µε τη µέθοδο Rb–Sr 8.61±0.15 Μa σε βιοτίτη.
Μύκονος - ∆ήλος: Αντιπροσωπεύονται από έναν Ι–τύπου µέσο– έως αδρόκοκκο
γρανίτη που υπέστη µια υστεροκρυσταλλική παραµόρφωση µε αποτέλεσµα την
δηµιουργία πρωτοµυλονιτικού ιστού (κατά τους DURR et al 1978 πρόκειται για
παραµορφωµένο γρανοδιορίτη) και έχει σπάνια ενδογενετικής προέλευσης
εγκλείσµατα διοριτικής σύστασης. Αποτελούνται από χαλαζία, αλκαλικούς αστρίους
δύο γενεών (η πρώτη γενιά είναι οι υπιδιόµορφοι ζωνώδεις µε σύσταση στον πυρήνα
Or81Ab17 και στην περιφέρεια Or87Ab11 και εγκλείσµατα όλων των άλλων ορυκτών
και η δεύτερη γενιά είναι οι ξενόµορφοι της θεµελιώδους µάζας που έχουν σύσταση
παρόµοια µε την περιφέρεια των προηγούµενων), πλαγιόκλαστα µετρίως ζωνωµένα
(An43-19, στα εγκλείσµατα An63-35}, βιοτίτη πλούσιο σε Fe και φτωχό σε AlVI,
µαγνησιοκεροστίλβη και σιδηροκεροστίλβη µε µεταβάσεις προς χαστιγκιτική
κεροστίλβη, διοψιδικό κλινοπυρόξενο, αλλανίτη, σφήνα, απατίτη, ζιρκόνιο και
τιτανοµαγνητίτη. Για τη Μύκονο οι DURR et al (1978) αναφέρουν ηλικίες µε την

20
µέθοδο K–Ar της τάξεως των 10.7±0.4 Ma σε κεροστίλβη και 10.0±0.3 Ma σε
βιοτίτη, ενώ οι ALTHERR et al (1982) µε την ίδια µέθοδο έδωσαν ηλικία 11.99 0.28
Ma σε κεροστίλβη και µε τις µεθόδους K–Ar και Rb–Sr ηλικία γύρω στους 10.2 Ma
σε βιοτίτη. Για τη ∆ήλο οι DURR et al (1978) αναφέρουν ηλικία µε την µέθοδο K–Ar
της τάξεως των 10.8±0.3 Ma σε βιοτίτη, ενώ οι ALTHERR et al (1982) µε τις
µεθόδους K–Ar και Rb–Sr έδωσαν ηλικία µεταξύ 10.6 και 11.0 Μa σε βιοτίτη.
Νάξος: Η εµφάνιση του δυτικού τµήµατος του νησιού αντιπροσωπεύεται κατά τους
JANSEN (1977) και DURR et al (1978) από έναν γρανοδιορίτη, κατά τους ALTHERR
et al (1982, 1988) από έναν Ι–τύπου γρανίτη που η πετρογραφική και χηµική του
σύσταση είναι παρόµοια µε του γρανίτη της Μυκόνου, µόνο που εδώ τα
ενδογενετικής προέλευσης εγκλείσµατα είναι πιο άφθονα και µεταβλητής σύστασης
και κατά τους PE-PIPER et al. (1997), από έναν µέσο- έως αδρόκοκκο πορφυριτικό
κεροστιλβικό– βιοτιτικό γρανίτη. Αποτελείται από χαλαζία, αλκαλικούς αστρίους
(περθιτιωµένους), πλαγιόκλαστα ζωνωµένα (An24-17, JANSEN 1977), βιοτίτη,
κεροστίλβη, κλινοπυρόξενο (JANSEN 1977), σφήνα, αλλανίτη, απατίτη και ζιρκόνιο.
Όπως αναφέρουν οι PE-PIPER et al. (1997) ο προηγούµενος γρανίτης διεισδύθηκε
από έναν µάλλον S–τύπου λεπτόκοκκο βιοτιτικό–µοσχοβιτικό–γρανατιτικό–
τουρµαλινικό–λευκογρανίτη.
Πάρος: Πρόκειται για έναν S–τύπου λεπτο– έως µεσόκοκκο διµαρµαρυγιακό
γρανίτη. Αποτελείται από χαλαζία, αλκαλικούς αστρίους (µεταξύ ορθόκλαστου και
µικροκλινή), πλαγιόκλαστα ασθενώς ζωνώδη (An40-18), βιοτίτη πρασινοκάστανο
πλούσιο σε Fe και AlVI µοσχοβίτη πρωτογενή µε ασθενή πράσινο πλεοχροϊσµό και
πλούσιο σε Ti και σε σελαδονιτικό ποσοστό, καθώς και δευτερογενή µε πολύ
µικρότερους άχρωµους κρυστάλλους, κίτρινο αλλανίτη, τουρµαλίνη, ζιρκόνιο
απατίτη, µαγνητίτη και ιλµενίτη. Οι DURR et al (1978) νοµίζουν ότι είναι
Μειοκαινικής ηλικίας, ενώ οι ALTHERR et al (1982) έδωσαν ηλικίες µε την µέθοδο
K–Ar σε βιοτίτη και µοσχοβίτη 12.43±0.23 Ma και 11.53±0.22 Ma αντίστοιχα.
Οι GAUTIER et al. (1993) αναφέρουν ότι οι λευκογρανιτικές αυτές διεισδύσεις
υπαινίσσονται την ύπαρξη ενός µεγαλύτερου µιγµατιτικού σώµατος σε µεγαλύτερο
βάθος.
Ικαρία: Έχουν αναγνωριστεί τόσο Ι– όσο και S–τύπου πετρώµατα. Ο Ι–τύπος
καταλαµβάνει το δυτικό τµήµα του νησιού και αντιπροσωπεύεται από έναν
κατακλαστικό λευκογρανίτη που δεν περιέχει ενδογενετικής προέλευσης
εγκλείσµατα. Αποτελείται από χαλαζία, αλκαλικούς αστρίους, πλαγιόκλαστα

21
ασθενώς ζωνωµένα (An30-11), βιοτίτη πλούσιο σε Fe και φτωχό σε Ti που οι µεγάλοι
κρύσταλλοί του παραµορφώνονται σε φακόµορφους ή ατρακτόµορφους κόκκους ενώ
οι µικροί µαζί µε τους επιµηκυνσµένους κόκκους του χαλαζία σχηµατίζουν φλεβίδια
γύρω από τους αποστρογγυλωµένους πορφυροκλάστες των αστρίων, κόκκινο
αλλανίτη, σφήνα, ζιρκόνιο, απατίτη, τουρµαλίνη, πού και πού µικροσκοπικούς
κόκκους γρανάτη και τιτανοµαγνητίτη. Οι DURR et al (1978) αναφέρουν ηλικίες µε
τη µέθοδο K-Ar της τάξεως των 8.6±0.3 Ma σε βιοτίτη ενώ οι ALTHERR et al (1982)
µε τις µεθόδους Rb–Sr και K–Ar έδωσαν ηλικίες µεταξύ 9 και 8 Ma σε βιοτίτη.
Ο S–τύπος εµφανίζεται περίπου στο κέντρο και στη νότια ακτή του νησιού και
αντιπροσωπεύεται από έναν λεπτό- έως µεσόκοκκο διµαρµαρυγιακό γρανίτη που εν
µέρει εµφανίζει ασθενή ρεώδη δοµή και συχνά περιέχει πηγµατιτικές φλέβες και
schlieren, τα οποία αποτελούνται από τα ίδια ορυκτά όπως και ο περιβάλλων
γρανίτης. Αποτελείται από χαλαζία, αλκαλικούς αστρίους (µεταξύ ορθόκλαστου και
µικροκλινή), πλαγιόκλαστα ζωνωµένα (An30-08), κοκκινοκάστανο βιοτίτη που εν
µέρει συµφύεται µε πρωτογενή µοσχοβίτη, πρωτογενή τουρµαλίνη µε ασυνεχή
ζώνωση (πυρήνας τεφροκύανος έως πράσινος, περιφέρεια ελαιοπράσινη έως
πρασινοκάστανη), απατίτη, ζιρκόνιο, µαγνητίτη και κασσιτερίτη. Οι DURR et al
(1978) αναφέρουν για αυτόν τον απαραµόρφωτο, όπως τον χαρακτηρίζουν, γρανίτη
ηλικίες µε τη µέθοδο K-Ar της τάξεως των 10.5±0.3 Ma σε µοσχοβίτη και 9.2±0.3
Ma σε βιοτίτη ενώ οι ALTHERR et al (1982) έδωσαν ηλικίες µε τις µεθόδους Rb–Sr
της τάξεως των 14.50±0.18 Μa σε µοσχοβίτη και 10.22±0.12 Μa σε βιοτίτη και
K–Ar της τάξεως των 10.65±0.18 Μa σε µοσχοβίτη και 9.22±0.26 Μa σε βιοτίτη.
Σαντορίνη: Είναι ένας Ι–τύπου µεσόκοκκος γρανίτης µε υπιδιόµορφο κοκκώδη ιστό
που διείσδυσε στο προηφαιστειακό υπόβαθρο της νήσου και εντοπίστηκε (εξαιτίας
της µη επιφανειακής εµφάνισής του) µε τη βοήθεια γεωτρήσεως. Αποτελείται από
χαλαζία, αλκαλικούς αστρίους (Or92-90Ab10-8), πλαγιόκλαστα πλούσια σε Ab
(πυρήνας: 86 και περιφέρεια: 89) , βιοτίτη σχετικά πλούσιο σε Fe και φτωχό σε AlIV
µε εγκλείσµατα ρουτιλίου, κεροστίλβη, αλλανίτη, ζιρκόνιο και µαγνητίτη, ηλικίας
9.15±0.2 Ma µε την µέθοδο K–Ar σε βιοτίτη και 9.55±0.3 Ma την µέθοδο 40Ar/39Ar
σε Κ-ούχο άστριο (SKARPELIS et al 1992).
Τήνος: Ο πλουτωνίτης βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού και η
µελέτη του µαζί µε την µελέτη των σχηµατισµών skarn και της µεταλλοφορίας
σεελίτη που εντοπίστηκαν στην ζώνη επαφής του αποτελούν το αντικείµενο της
διδακτορικής διατριβής.

22
3. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΤΗΝΟΥ

3.1.ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η νήσος Τήνος εντοπίζεται στα νοτιοανατολικά της Αττικής, ανήκει στο συγκρότηµα
των βορείων Κυκλάδων ευρισκόµενη µεταξύ των νήσων Σύρου, Μυκόνου και
Άνδρος από την οποία και χωρίζεται από ένα πορθµό πλάτους ~1.5 µιλίου και απέχει
~86 ναυτ. µίλια από τον Πειραιά.
Το όνοµά της σύµφωνα µε µία παράδοση το οφείλει στον πρώτο οικιστή της τον
Τήνο αρχηγό οµάδας Ιώνων από την Μικρά Ασία, ενώ κατά µία άλλη το επήρε από
την φοινικική λέξη "tannoth" που σηµαίνει φίδι. Στην αρχαιότητα ονοµαζόταν
Οφιούσα καθώς και Υδρούσα πιθανώς από την αφθονία των πηγαίων νερών της.
Η έκτασή της είναι ~194 Km2 και το έδαφός της είναι ηµιορεινό µε υψηλότερη
κορυφή τον Τσικνιά (729m) στο νοτιοανατολικό άκρο της. Η βλάστησή της
αντιπροσωπεύεται από θαµνώδη φυτά και οι ακτές της παρουσιάζουν έντονο
διαµελισµό.

3.2. ΤΕΚΤΟΝΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ∆ΙΑΡΘΡΩΣΗ

Η τεκτονολιθοστρωµατογραφική στήλη της νήσου Τήνου δόθηκε για πρώτη φορά


από τον ΜΕΛΙ∆ΩΝΗ (1980) και στην συνέχεια συµπληρώθηκε από τον BRÖCKER
(1988,1990a). Σύµφωνα µε τους προαναφερθέντες ερευνητές τα πετρώµατα από τα
οποία δοµείται το νησί ανήκουν σε δύο µεγάλες τεκτονικές ενότητες (κατά τους
AVIGAD & GARFUNKEL 1989, σε τρεις): (i) την κατώτερη ενότητα ή ενότητα
των κυανοσχιστολίθων και (ii) την ανώτερη ενότητα ή ενότητα των οφιολίθων
(που µε την σειρά τους διαφορίζονται σε επιµέρους ορίζοντες) επάνω στις
οποίες ακολούθως αποτέθηκαν τα τεταρτογενή ιζήµατα και οι αλλουβιακές
αποθέσεις όπως φαίνεται τόσο από τον γεωλογικό χάρτη της εικόνας 2 όσο και από
την τεκτονολιθοστρωµατογραφική στήλη της εικόνας 3.

23
3.2.1. Κατώτερη Ενότητα (ή Ενότητα των Κυανοσχιστολίθων)

Τα πετρώµατα της ενότητας αυτής καλύπτουν ~70 % της συνολικής επιφάνειας του
νησιού. Κατά τον ΜΕΛΙ∆ΩΝΗ (1980) το µέγιστο πάχος της πρέπει να είναι
µεγαλύτερο από 2400 m, ενώ κατά τον BRÖCKER (1988,1990a) φτάνει στην µεν
βορειοδυτική Τήνο τα 1250 m στην δε κεντρική και νοτιοδυτική κατά προσέγγιση τα
1800 m. Η ενότητα
αυτή υποδιαιρέθηκε µε τη βοήθεια τριών οριζόντων µαρµάρου (Μ1, Μ2, Μ3) που
χρησιµοποιήθηκαν ως "στρωµατογραφικός σκελετός" ("key–horizons") εξαιτίας της
χαρακρηριστικής θέσης που κατείχαν και των ελάχιστων ενδιαστρώσεών τους σε
µεταηφαιστίτες και µεταϊζήµατα (ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980). Οι ορίζοντες αυτοί είναι
πλευρικά διαταραγµένοι και έχουν ποικίλο πάχος. Είναι παχυστρωµατώδεις στους
βορειοδυτικούς τοµείς του νησιού και λεπτοστρωµατώδεις στους κεντρικούς και
νοτιοδυτικούς. Συγκεκριµένα από κάτω προς τα επάνω εµφανίζονται οι εξής
ορίζοντες:
Μαρµαροφόρος ορίζων Μ1: Εµφανίζεται στον βορειοδυτικό τοµέα του νησιού ως
τεκτονικό παράθυρο κοντά στον οικισµό του Πανόρµου και στις περιοχές Λαρδιάδες
και Σαραντακούπι και απουσιάζει από τους κεντρικούς και ανατολικούς τοµείς.
Βρίσκεται στην βάση της στρωµατογραφικής στήλης και αντιπροσωπεύεται από ένα
τεφρόλευκου έως λευκού χρώµατος, παχυπλακώδες, κάποτε άστρωτο κατά θέσεις
δολοµιτικό µάρµαρο πάχους 200 m έως 250 m. Μέσα σ’ έναν ορίζοντά του, που
µάλιστα είναι και δολοµιτικός, εντοπίστηκαν απολιθώµατα γαστεροπόδων,
ελασµατοβραχίων, εχινοδέρµων, τρηµατοφόρων, ασβεστοφυκών και ενός
καθοδηγητικού κοραλλίου του άνω Τριαδικού (Ραίτιο) της Thecosmilia clathrata από
το οποίο και χρονολογείται ο ορίζοντας αυτός. Προς τα επάνω και σε πάχος µέχρι 30
m ο προηγούµενος µαρµαροορίζοντας εξελίσσεται σε σιπολίνη, ο οποίος βαθµιαία
µεταπίπτει σε ασβεστιτικό µαρµαρυγιακό σχιστόλιθο. Ακολουθούν ένας ορίζοντας
πρασινοσχιστολίθων πάχους 30-80 m και τέλος επίσης ένα στρώµα πάχους
10-20 m από ασβεστιτικό µαρµαρυγιακό σχιστόλιθο.
Οι AVIGAD & GARFUNKEL (1989) υποστηρίζουν ότι όλοι οι προαναφερθέντες
ορίζοντες –που κατά τον ΜΕΛΙ∆ΩΝΗ (1980) ανήκουν στην µαρµαροενότητα Μ1 και
περιλαµβάνονται στην ενότητα των κυανοσχιστολίθων– προσδιορίζονται ως µία
παρααυτόχθονη ενότητα. Τα µέλη της ανήκουν σε µια δολοµιτική–φυλλιτική σειρά,

24
Εικόνα 2: Γεωλογικός χάρτης της νήσου Τήνου (σκαρίφηµα τροποποιηµένο
από MASTRAKAS & ST. SEYMOUR 2000): 1: Αλλουβιακές Αποθέσεις, 2: Ανώτερη
Ενότητα µε Οφιολιθικά Πετρώµατα και Mélange, 3: Μάρµαρα των ενοτήτων
"Βάσης" και "Κυανοσχιστολίθων", 4: Αδιαφοροποίητη Κατώτερη Ενότητα µε
χαλαζιτικές και σχιστολιθικές ενδιαστρώσεις της "Ενότητας Βάσης" καθώς
και µε κυανοσχιστολίθους και πρασινοσχιστολίθους της "Ενότητας των
Κυανοσχιστολίθων", 5: Μειοκανικής ηλικίας Πλουτωνίτης, 6: Ρήγµα αποκόλλησης
(detachment fault).

25
Ενότητα µετα-Οφιολίθων µε mélange

Ενότητα Κυανοσχιστολίθων µε ενδιαστρώσεις


Μαρµάρων και φακούς Γλαυκοφανιτών

Ενότητα Βάσης

Εικόνα 3: Απλουστευµένη τεκτονοστρωµατογραφική στήλη της νήσου Τήνου τεµνόµενη


από τον Μειοκαινικό Πλουτωνίτη (σταυροί) (τροποποιηµένο από ΜΕΛΙ∆ΩΝΗ 1980 και
ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ 1995).

26
η οποία ξεχωρίζει µε ένα ρήγµα αποκόλλησης (detachment fault) από την
υπερκείµενή της κυανοσχιστολιθική ενότητα.
Κατώτερη σχιστολιθική σειρά: Στον βορειοδυτικό τοµέα του νησιού έχει πάχος
300-400 m και αποτελείται από κλαστικά ιζήµατα και βασικά εκρηξιγενή πετρώµατα
που µεταµορφώθηκαν στην πρασινοσχιστολιθική φάση. Αυτά αντιπροσωπεύονται
από χλωριτικούς µαρµαρυγιακούς σχιστόλιθους, ασβεστικούς µαρµαρυγιακούς
σχιστόλιθους και πρασινοσχιστόλιθους αντίστοιχα. Στην κορυφή της ενότητας αυτής,
κοντά στην επαφή µε την µαρµαροενότητα Μ2, εντοπίστηκαν καλοδιατηρηµένοι
γλαυκοφανιτικοί σχιστόλιθοι. Στους κεντρικούς και νοτιοδυτικούς τοµείς του νησιού
η σειρά αυτή έχει πάχος γύρω στα 450-800 m και αποτελείται από χλωριτικούς
µαρµαρυγιακούς σχιστόλιθους, ασβεστιτικούς µαρµαρυγιακούς σχιστόλιθους και
πρασινοσχιστόλιθους.
Μαρµαροφόρος ορίζων Μ2: Οι εµφανίσεις της ενότητας αυτής στον βορειοδυτικό
τοµέα έχουν πάχος 80 -190 m και αντιπροσωπεύονται από ορίζοντες πλακώδους έως
παχυπλακώδους: τεφρόλευκου ή/και λευκού µαρµάρου (υφίσταται εκµετάλλευση από
τους κλασσικούς χρόνους εξαιτίας των κατάλληλων χρωµατικών, φυσικοµηχανικών
και τεχνικών ιδιοτήτων του) που εναλλάσσονται µε ορίζοντες πρασινοσχιστολίθων
(κυρίως χλωτικοί ή αµφιβολιτικοί). Το πάχος του στους κεντρικούς και νοτιοδυτικούς
τοµείς κυµαίνεται µεταξύ 10 και 60 m.
Ενδιάµεση σχιστολιθική σειρά: Το πάχος της στα βορειοδυτικά τµήµατα του
νησιού είναι 90-130 m και αποτελείται κυρίως από κλαστικά µεταϊζήµατα (ανάλογα
µε της κατώτερης σχιστολιθικής σειράς), σπανίως από ορίζοντες µε µετα-
ολοσθοστρώµατα, µάλλον σπάνιες φακοειδείς παρεµβολές µεταβασιτών
(γαββροδιοριτικής - διοριτικής σύστασης, τοποθεσία Μαύρα Γκρεµνά) και τοπικά
διατηρηµένα πετρώµατα υψηλής πίεσης (γλαυκοφανιτικοί σχιστόλιθοι). Στους
κεντρικούς και νοτιοδυτικούς τοµείς το πάχος της σειράς είναι γύρω στα 500 - 800 m
και αποτελείται από τους ίδιους πετρολογικούς τύπους που αποτελείται και η
κατώτερη σχιστολιθική σειρά στους αντίστοιχους τοµείς στους οποίους
αναφερόµαστε. Οι πετρολογικοί τύποι της κυανοσχιστολιθικής φάσης διασώθηκαν
πιο συχνά στα ενδιάµεσα προς ανώτερα λιθοστρωµατογραφικά επίπεδα
περιοριζόµενοι σ' ένα ορίζοντα που εκτείνεται από ένα επίπεδο λίγο κάτω από την
βάση της µαρµαροενότητας Μ2 και φτάνει έως τη βάση της µαρµαροενοτητας Μ3
(ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980, BRÖCKER 1988, 1990a, OKRUSCH & BRÖCKER 1990).
Αντιπροσωπεύονται κυρίως από γλαυκοφανιτικούς σχιστολίθους µε τοπικές

27
εµφανίσεις εκλογίτη και σχηµατίζουν είτε εκτεταµένα στρώµατα λίγων m έως λίγων
δεκάδων m είτε κοίτες πάχους λίγων dm έως λίγων m.
Μαρµαροφόρος ορίζων Μ3: Αποτελείται από πλακώδεις έως λεπτοπλακώδεις
ορίζοντες, τεφρού και σπανιότερα τεφρόλευκου µαρµάρου που το συνολικό πάχος
τους στα βορειοδυτικά τµήµατα του νησιού ανέρχεται στα 70-100 m. Αντίθετα στους
κεντρικούς και νοτιοδυτικούς τοµείς το πάχος κυµαίνεται µεταξύ 30–50 m και οι
λεπτοστρωµατώδεις µαρµαροορίζοντες εναλλάσσονται µε ορίζοντες σχιστολίθων
διαφόρων τύπων (κυρίως χλωρικών), ενώ υπάρχουν και καλοδιατηρηµένα
πετρώµατα υψηλής πίεσης.
Ανώτερη σχιστολιθική σειρά: Αποτελείται από τους ίδιους πετρολογικούς τύπους
από τους οποίους αποτελούνται και οι δύο άλλες σχιστολιθικές σειρές.

3.2.2. Ανώτερη Eνότητα (ή Eνότητα των Oφιολίθων)

Τα πετρώµατα της ενότητας αυτής καλύπτουν περίπου το 14% της συνολικής


επιφάνειας του νησιού, δηλαδή είναι πολύ περιορισµένα σε σχέση µε τα πετρώµατα
της προηγούµενης ενότητας. Εντοπίστηκε σε περιορισµένη σχετικά έκταση όπως στο
όρος Τσικνιάς (στον ανατολικό τοµέα, που αφενός είναι η µεγαλύτερη και αφετέρου
είναι και το ψηλότερο σηµείο του νησιού, 729 m), κοντά στην πόλη της Τήνου (στις
θέσεις Ακρωτήρι, Φωκάς, Σταυρός, Κιόνια) και στις περιοχές Μαρλάς (στον
βορειοδυτικό τοµέα), Καλλονή και Κλεφτοβούνι (στον βόρειο τοµέα) (ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ
1980, PATZAK 1988, KATZIR et al 1996, ΒΑΚΟΝ∆ΙΟΣ 1997, STOLZ et al 1997). Το
πάχος της σε λίγες σχετικά περιπτώσεις υπερβαίνει τα 100 m φτάνοντας µέχρι τα 470
m (ύψωµα Προφ. Ηλίας, περιοχή Μαρλάς, ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980), Κατά τους AVIGAD
& GARFUNKEL (1991) αντιπροσωπεύει τα υπολείµµατα της ανώτερης πλάκας που
τοποθετήθηκε τεκτονικά επάνω στην κυανοσχιστολιθική ενότητα. Αποτελείται από
δύο υποενότητες οι οποίες από κάτω προς τα επάνω είναι:
Οφιολιθικό mélange: Αντιπροσωπεύει την κατώτερη υποενότητα και αποτελείται
από τεµάχη (φέτες) και µπλοκ σερπεντινιωµένων υπερβασιτών, οφιτασβεστών,
µεταγάββρων και (στρωµένων) µεταµορφιτών της αµφιβολιτικής φάσης (µέτρια
Ρ/υψηλή Τ) που έχουν εγκατασταθεί µέσα σε µία θεµελιώδη µάζα φυλλιτικών
πρσσινοσχιστολίθων. Είναι αξιοσηµείωτο ότι οι σερπεντινιωµένοι υπερβασίτες

28
αναπτύσσουν στην περιφέρειά τους µία ζώνη ταλκικών σχιστολίθων (που αποτελούν
αντικείµενο εκµετάλλευσης) πάχους 1 έως 10 m (ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980, ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ
1995) και οι µεταγάββροι δείχνουν την ύπαρξη µέσα στη µάζα τους δύο φάσεων, µία
παλαιότερη (µαγµατική) στο κέντρο και µία νεώτερη (µεταµορφική) προς την
περιφέρεια. Χρονολογήσεις µε τη µέθοδο Κ–Ar στις αµφιβόλους των µεταγάββρων
έδωσαν Παλαιοζωϊκές ηλικίες (γύρω στους 250 Ma) και των αµφιβολιτών άνω
Κρητιδικές ηλικίες (γύρω στους 70 Ma) (KOHLMANN 1978, PATZAK 1988,
BRÖCKER, & FRANZ 1994).
Οφιολιθικό κάλυµµα: Αντιστοιχεί στην ανώτερη υποενότητα και αντιπροσωπεύεται
από τα υπολείµµατα ενός Εο- ελληνικού οφιολιθικού καλύµµατος (JACOBSHAGEN
et al. 1976, DURR et al. 1978). Αποτελείται από υπερβασίτες (ολιβινίτες,
κεροστιλβίτες, πυροξενίτες) που µετέχουν σε ποσοστό > 90% και βρίσκονται σε όλα
τα στάδια της σερπεντινίωσης και το υπόλοιπο ποσοστό από γαββρικούς πυρήνες που
απαντώνται σαν τοπικές και πολύ περιορισµένων διαστάσεων διαφοροποιήσεις µέσα
στη µάζα των προηγούµενων (ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980).

3.2.3. Τεταρτογενείς αποθέσεις.

Πρόκειται για λιµναίες, θαλάσσιες, χερσαίες και χειµµάριες αποθέσεις που


καταλαµβάνουν περίπου το 4% της επιφάνειας του νησιού. ∆ιακρίνονται, από κάτω
προς τα επάνω, σε τρία στρώµατα :
Στρώµατα µαργαϊκού ασβεστόλιθου: Εντοπίστηκαν 2.5 Km ανατολικά του χωριού
Καρδιανή (κεντρική Τήνος). Πρόκειται για λιµναίας φάσης, κάτω Πλειστοκαινικής
κατά πάσα πιθανότητα ηλικίας, ιζήµατα που αποτελούνται από µαργαϊκό
ασβεστόλιθο (ψαµµούχο ή κάποτε και µε λατύπες από χαλαζία) µε σαφή στρώση και
χρώµα κιτρινοκάστανο, τεφροκάστανο ή ερυθροκάστανο που τοποθετείται µε
ασυµφωνία πάνω στους µεταµορφίτες της κατώτερης ενότητας (ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980).
Στρώµατα ψαµµίτη: Εντοπίστηκαν σε τρεις θέσεις κατά µήκος των βόρειων ακτών
του νησιού και συγκεκριµένα στον όρµο Μαλλί (βορειοδυτικότατο άκρο), 2 Km
νοτιοανατολικά του όρµου Πάνορµος και λίγο δυτικότερα του όρµου Κολυµβήθρα.
Αντιπροσωπεύονται από λεπτόκοκκους, µεσόκοκκους ή αδρόκοκκους, συµπαγείς
(κάποτε χαλαρούς), τεφρού έως τεφρόλευκου χρώµατος ψαµµίτες που φέρουν κατά

29
θέσεις πολυάριθµα κελύφη αρτιγόνων ελασµατοβραγχίων και γαστεροπόδων, άνω
Πλειστοκαινικής κατά πάσα πιθανότητα ηλικίας (ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980).
Αλλουβιακές αποθέσεις: Περιλαµβάνουν: (α) όλων των τύπων τις χερσαίες
αποθέσεις και κυρίως τα πλευρικά κορήµατα και τα περιορισµένων διαστάσεων
πληρώµατα των κλειστών βυθισµάτων από αποσαθρώµατα των γειτονικών τους
πετρωµάτων, (β) τις χειµάρριες αποθέσεις και (γ) τις παράκτιες άµµους.

3.3. ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Η σηµερινή δοµή του νησιού είναι το αποτέλεσµα της δράσης των δυνάµεων που
προκάλεσαν την κίνηση των καλυµµάτων και οδήγησαν στη δηµιουργία των πτυχών
και των ρηγµάτων (ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980, BORONKAY & DOUTSOS 1994,
ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ 1995):
Καλύµµατα: Στα πλαίσια της συµπιεστικής τεκτονικής φάσης D2 έλαβαν χώρα
αφενός µεν η τοποθέτηση της ενότητας των κυανοσχιστολίθων επάνω στην ενότητα
βάσης µε φορά της κίνησης από τα ∆Ν∆ προς τα ΑΒΑ, αφετέρου δε η τοποθέτηση
της ανώτερης ενότητας επάνω στην ενότητα των κυανοσχιστολίθων µε φορά της
κίνησης προς τα ΝΑ (ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ 1995).
Πτυχές: Η ενότητα των κυανοσχιστολίθων καθώς και η ενότητα των οφιολίθων
εµφανίζονται έντονα πτυχωµένες (πτυχές F1a,b και F2 αντίστοιχα). Η επαφή µεταξύ
της κυανοσχιστολιθικής ενότητας και των σχιστολίθων της ενότητας βάσης
χαρακτηρίζεται από κατακεκλιµένες κλειστές έως ισοκλινείς πτυχές µε ροπή προς τα
ΑΒΑ, ενώ η επαφή µεταξύ κυανοσχιστολιθικής και οφιολιθικής ενότητας
χαρακτηρίζεται από κλειστές ισοκλινείς έως κατακεκλιµένες πλαστικές πτυχές που
εµφανίζουν ροπή προς τα ΝΑ έως ΑΝΑ.
Ρήγµατα: Η ενότητα της βάσης χαρακτηρίζεται από σχεδόν κατακόρυφα οριζόντια
ρήγµατα που σχηµατίζουν ένα συζυγές σύστηµα αριστερόστροφων ρηγµάτων µε Β∆-
ΝΑ διεύθυνση και δεξιόστροφων ρηγµάτων µε ΑΒΑ–∆Ν∆ διεύθυνση και τα οποία
δεν επεκτείνονται στους υπερκείµενους σχηµατισµούς γιατί συνδέθηκαν γενετικά µε
τις καλυµµατικές κινήσεις στα πλαίσια της Αλπικής ορογένεσης και όχι µε την
οριζόντια παραµόρφωση που έλαβε χώρα το Μειόκαινο (ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ 1995) Τα
πολυπληθέστερα και περισσότερο εκτεταµένα ρήγµατα είναι τα Β∆ - ΝΑ διεύθυνσης
που παρατηρούνται τόσο στο εσωτερικό όσο και στις παράκτιες περιοχές νησιού ενώ

30
τα ΒΒΑ–ΝΝ∆ διεύθυνσης είναι πολύ λιγότερα και σχεδόν κάθετα στα προηγούµενα
χωρίς ωστόσο να αποκλείονται και κάποιες συνηθισµένες µάλλον αποκλίσεις από τις
διευθύνσεις αυτές (ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980).

31
4. Ο ΠΛΟΥΤΩΝΙΤΗΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΤΗΝΟΥ

4.1. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΩΝΙΤΗ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ ΚΑΙ


ΗΛΙΚΙEΣ ∆ΙΕΙΣ∆ΥΣΗΣ

Ο πλουτωνίτης της Τήνου έχει επιφανειακή ανάπτυξη µε µορφή ανεστραµµένου


ισοσκελούς τριγώνου µε την βάση του, ~4.3 Κm, να σχηµατίζει το όριο του
πλουτωνίτη προς βορρά και προς τη θάλασσα και το ύψος του να εκτείνεται στα
~7.7 Κm. Οι κύριες λιθολογικές ενότητες που τον αποτελούν είναι αυτές του
(α) γρανοδιορίτη (Φωτ. 1γ, 1δ, 2α), που καταλαµβάνει την µεγαλύτερη επιφάνεια
του πλουτωνίτη και (β) του λευκογρανίτη (Φωτ. 8α, 8β, 8γ, 10α, 10β, 10γ) που έχει
τοποθετηθεί περιφερειακά του γρανοδιορίτη µε την µορφή φλεβών, κοιτών και
διηθήσεων. Οι επαφές λευκογρανίτη-γρανοδιορίτη δεν είναι ευκρινείς αλλά
βαθµιαίες (Φωτ. 7β). Φλέβες και κοίτες λευκογρανίτη τέµνουν τους σχιστολίθους–
ξενιστές. Εκτός από αυτές τις εµφανίσεις ο λευκογρανίτης υψώνεται ως ανεξάρτητος
όγκος µε διακριτό τοπογραφικό στο νότιο τµήµα του πλουτωνίτη, στην περιοχή
Ξώµπουργκο (Φωτ. 8α και 8β). Ο πλουτωνίτης απαρτίζεται και από άλλες λιθολογίες
µικροτέρου όγκου: (γ) λευκοκρατικές διηθήσεις–θύλακες ακανόνιστης µορφής που
διαπερνούν την κύρια µάζα του γρανοδιορίτη µε διάµετρο µερικές δεκάδες εκατοστά.
Αυτές τις ονοµάσαµε ενδιάµεσες φάσεις και έχουν χηµισµό ανάµεσα στον
γρανοδιορίτη και τον λευκογρανίτη, (δ) µελανοκρατικά εγκλείσµατα (mafic
enclaves) τα οποία ποικίλλουν σε µέγεθος και έχουν συνήθως υποστρόγγυλο σχήµα.
Είναι λεπτόκοκκα µε βασαλτική εµφάνιση και βρίσκονται µέσα στον γρανοδιορίτη.
Ο χηµισµός τους δείχνει να είναι συγγενή µε αυτόν, (ε) Φλέβες και φλεβίδια απλίτη
(Φωτ. 3α, 3β), ροδόχροα µε απλιτικό ιστό που τέµνουν τον γρανοδιορίτη
ευρισκόµενες κυρίως µέσα σε επίπεδα διακλάσεων. Ενίοτε δείχνουν δοµές
boundinage (Φωτ. 3α) και (στ) θύλακες πηγµατιτικού υλικού (πηγµατίτες) (Φωτ. 9α,
9β). Επίσης ευµεγέθεις απλιτοπηγµατιτικές αποφύσεις του πλουτωνίτη τέµνουν ή
διεισδύουν lit–par-lit στους περιβάλλοντες σχιστολίθους (Φωτ. 5).
Ο γρανοδιορίτης έχει φαιό ενίοτε ροδόχρουν χρώµα σε πρόσφατες τοµές και
σειριακό ιστό µε αστρίους ενίοτε πορφυριτικούς και βιοτίτη–κεροστίλβη ως µαφικά
ορυκτά. ∆είχνει χαρακτηριστική σφαιροειδή αποσάρθρωση (Φωτ. 1δ, 2α, 3γ) µε
φλοιοειδή δοµή παράλληλη προς τα επίπεδα των διακλάσεων (Φωτ. 3δ).

32
Η βορειοδυτική επαφή του γρανοδιορίτη είναι µυλωνιτική (πλαστική παραµόρφωση,
Φωτ. 4), αλλά και η βορειοανατολική επαφή του είναι ρηγµατωγενής (Φωτ. 1β, 1γ,
5). Κοντά στις επαφές δείχνει έντονο διατµητικό τεκτονικό ιστό (shear) ο οποίος του
προσδίδει λευκότεφρο χρώµα (Φωτ. 5) διότι τα µαφικά συστατικά του
συγκεντρώνονται τοπικά στους πολυπληθείς ψευδοταχυλίθους, οι οποίοι
υποδηλώνουν παραµόρφωση σε στάδιο µεταβατικό από πλαστικό σε θραυσιγενές
(Φωτ. 3β, 4α, 4β). Η επαφή του γρανοδιορίτη µε το οφιολιθικό κάλυµµα είναι
εµφανής στην περιοχή Λειβάδα (βορειοανατολικά) και είναι θερµοµεταµορφική–
τεκτονική (Φωτ. 6, 7α). Στην επαφή οι σχιστόλιθοι του καλύµµατος έχουν
αναβαθµιστεί σε αµφιβολίτες αλλά η επαφή είναι καθαρά ρηξιγενής. Ο πλουτωνίτης
σχηµατίζει άλω επαφής µεγίστου πάχους γύρω στα 1000 m, η οποία είναι διακριτή
και συνεχής από το βορειοδυτικό έως το νοτιοανατολικό όριο του πλουτωνίτη. Στην
δυτική άλω σχηµατισµοί ασβεστιτικού skarn καφέ χρώµατος οι οποίοι αποτελούνται
από γρανάτη–πυρόξενο εµφανίζονται ως θύλακες ή ως στρώµατα lit-par-lit (Φωτ.
10β, 10γ, 10δ, 16) κυρίως σε δύο περιοχές: µια βορειοδυτικά και µία κοντά στο
Ξώµπουργκο. Οι σχηµατισµοί skarn της βορειοδυτικής περιοχής έχουν αποτελέσει
και το αντικείµενο λεπτοµερούς δειγµατοληψίας και µελέτης στην παρούσα διατριβή.
Ο λευκογρανίτης έχει λευκό χρώµα, πορφυριτικό ιστό (άστριοι), ακανόνιστες
διασπορές γρανατών και τουρµαλίνη και εµφανίζει δύο µαρµαρυγίες, µοσχοβίτη και
βιοτίτη. Παρουσιάζει τοπικά, µη τεκτονικά λατυποπαγή (λατυποπαγή βρασµού;) και
µιαρολιθικές κοιλότητες µε καπνία χαλαζία ή αδρόκοκκα συσσωµατώµατα αστρίων
και χαλαζία. Συνήθως εµφανίζονται διαποτίσεις (impregnations) των περιβαλλόντων
πετρωµάτων µε τουρµαλίνη και λιθιούχο λευκό µαρµαρυγία (greisen?)
Με την διευκρίνιση του προβλήµατος της ηλικίας των δύο κύριων λιθοτύπων του
πλουτωνίτη της Τήνου ασχολήθηκαν διάφοροι ερευνητές εφαρµόζοντας είτε την
µέθοδο Rb–Sr σε δείγµατα ολικού πετρώµατος, είτε την µέθοδο K–Ar σε ορυκτά των
πετρωµάτων αυτών. Οι DURR et al (1978) αναφέρουν ηλικίες για τον γρανοδιορίτη
14.8±0.5 Ma (K–Ar σε Hbl) και 13.9±0.4 Ma (K–Ar σε Bio) και για τον
λευκογρανίτη (κατ’ αυτούς γρανίτη) 13.5±0.1 Ma (Rb–Sr). Ακολούθησαν οι
ALTHERR et al (1982) δίνοντας ηλικίες για µεν τον γρανοδιορίτη 14.70±0.25 Ma
(K–Ar σε Hbl µε ~5% Bio) και 15.4±0.6 Ma (K–Ar σε Hbl µε ~5% Bio) τις οποίες
διόρθωσαν για τον εµπεριεχόµενο ~5% βιοτίτη καταλήγοντας σε ηλικίες γύρω
στους 17 Ma, για δε τον λευκογρανίτη 14.01±0.11 Ma (Rb–Sr) καθώς και 14.7±0.4
Ma (K–Ar σε Hbl) και 14.8±0.4 Ma (K–Ar σε Hbl) από τους Hbl-Plg κερατίτες της

33
R

G
R2 R’
R2

R1 S

G G
LG

Φωτ.1α: Πανοραµική εικόνα της νότιας εµφάνισης του λευκογρανίτη. Η εµφάνιση στο βάθος δεξιά είναι το Ξώµπουργκο. Το παραδοσιακό
χωριό του Κουµάρου βρίσκεται κάτω από την δεύτερη εµφάνιση του λευκογρανίτη στα αριστερά. Ο δηµόσιος δρόµος
κατευθύνεται νοτιοανατολικά στην επαφή µαρµάρων της ενότητας των κυανοσχιστολίθων (εµπρός δεξιά) και του πλουτωνίτη
αριστερά. Στη βάση του Ξώµπουργκου φαίνεται το ονοµαστό καθολικό µοναστήρι της Αγίας Καρδιάς.
Φωτ.1β: Ανατολική τεκτονική επαφή του πλουτωνίτη (G) µε τους σχιστολίθους της ενότητας των κυανοσχιστολίθων (S). Σηµειώνεται
πάνω στον πλουτωνίτη το ρήγµα (R – R’) όπως και η επιφάνεια ρήγµατος ( R1–R2–R3) παράλληλα προς την επαφή.
Φωτ.1γ: Η ίδια επαφή µε την Φωτ.1β αλλά πιο βόρεια, µε την εµφάνιση και του λευκογρανίτη (LG). Οι κορυφές στο βάθος είναι
γρανοδιορίτης (G). 34
Φωτ.1δ: Τυπική εµφάνιση του γρανοδιορίτη κοντά στο χωριό Κουµάρος. Χαρακτηριστική είναι η σφαιροειδής αποσάθρωσή του.
β

α
γ

Φωτ.2α: Πανοραµική εικόνα του παραδοσιακού χωριού Βόλαξ, στην οποία φαίνεται η χαρακτηριστική σφαιροειδής αποσάθρωση του
γρανοδιορίτη.
Φωτ.2β και 2γ: Χαρακτηριστικές δοµές σφαιροειδούς αποσάθρωσης αποκαλούµενες "βόλακες".

35

Φωτ. 3: ∆οµές γρανοδιορίτη της Τήνου.


Φωτ. 3α: Πηγµατιτικοί θύλακες και απλιτικές φλέβες στον γρανοδιορίτη. Ο πηγµατίτης εφάπτεται της αιχµής του σφυριού.
Φαινόµενο boudinage φαίνεται καλύτερα στην µεγαλύτερη απλιτική φλέβα.
Φωτ. 3β: Ψευδοταχύλιθος (µαύρο) µέσα σε ρηξιγενή επιφάνεια στον γρανοδιορίτη. Στο περιθώριο αριστερά απλιτική φλέβα.
Φωτ. 3γ: Σφαιροειδής αποσάθρωση χαρακτηριστική του γρανοδιορίτη. Το πέτρωµα είναι έντονα εξαλλοιωµένο εκτός από τη
θέση που υποδεικνύει το βέλος.
Φωτ. 3δ: Φλοιοειδής αποσάθρωση του γρανοδιορίτη παράλληλα προς τα επίπεδα των διακλάσεων. 36
PT
PT PT

PT
PT

Φωτ. 4: Βορειοδυτική µυλωνιτική ζώνη του πλουτωνίτη όπως αναφέρεται στον ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ (1995).
Φωτ. 4α: Εκτεταµένη ανάπτυξη ψευδοταχυλιτών (PT).
Φωτ. 4β: Λεπτοµέρεια της µυλωνιτικής ζώνης µε ανάπτυξη επιφανειών µε ψευδοταχυλίτες (PT, εκεί που δείχνει το γεωλογικό σφυρί).
Φωτ. 4γ: Ανάπτυξη φλεβών και φλεβιδίων χαλαζία µέσα στις επιφάνειες της µυλωνιτικής ζώνης. Ο γρανοδιορίτης παρουσιάζεται έντονα
εξαλλοιωµένος και µόνο νησίδες αναγνωρίσιµου πετρώµατος διατηρούνται όπως αυτή που βρίσκεται κάτω από το σφυρί.
Φωτ. 4δ: Λεπτοµέρεια των χαλαζιακών φλεβών µέσα στον µυλωνιτιωµένο γρανοδιορίτη, η λιθολογική ταυτότητα του οποίου είναι ακόµα 37
αναγνωρίσιµη µόνο στο κάτω αριστερό άκρο της φωτογραφίας.
G

G
A

Φωτ. 5: Βορειοανατολικό όριο του πλουτωνίτη της Τήνου κοντά στον κόλπο της Λειβάδας (γενική
άποψη και λεπτοµέρειες). Οι φωτογραφίες έχουν ληφθεί ατενίζοντας ανατολικά.
Ο γρανοδιορίτης (G) δείχνει έντονο τεκτονισµό (shear), ο οποίος του προσδίδει το λευκό
χρώµα. Μέσα στο σώµα του γρανοδιορίτη διατηρούνται νησίδες λιγότερο επηρεασµένες
δίδοντας µια γενική εικόνα λατυποπαγούς (L). Στο βάθος του κόλπου φαίνεται η επαφή
του πλουτωνίτη µε τα πετρώµατα του Οφιολιθικού Καλύµµατος (U) η οποία περιγράφεται
λεπτοµερέστερα στις Φωτ. 6 και 7α. Ο υπερκείµενος της επαφής λόφος αποτελείται από
σχιστολίθους του Οφιολιθικού Καλύµµατος που έχουν υποστεί µεταµόρφωση επαφής από
τον πλουτωνίτη. Οι σχιστόλιθοι αυτοί στο ακρωτήρι δείχνουν διεισδύσεις απλιτοπηγ-
µατιτικών αποφύσεων (Α) του πλουτωνίτη.

38
39
40
U

U
U
G

Φωτ. 6: Τεκτονική διεισδυτική επαφή του πλουτωνίτη (λευκό) µε το Οφιολιθικό Κάλυµµα (πράσινο).
Φωτ. 6α: Γενική άποψη της επαφής που δείχνει τον πλουτωνίτη δεξιά µε το κάλυµµα αριστερά, ενώ στο βάθος
διακρίνεται το "λέπι" των οφιολίθων µε τα υπερβασικά πετρώµατα στην κορυφή (U).
Φωτ. 6β: Συζυγή ρήγµατα µέσα στους σχιστολίθους του Οφιολιθικού Καλύµµατος κοντά στην επαφή.
Φωτ. 6γ και 6δ: Λεπτοµέρειες της επαφής Οφιολιθικού Καλύµµατος (U) και γρανοδιορίτη (G).
39
G

LG

G U

Φωτ. 7α: ∆ιείσδυση του γρανοδιορίτη (G) και µεταµόρφωση επαφής των σχιστολίθων του Οφιολιθικού Καλύµµατος (U), περιοχή
όρµου Λειβάδας.
Φωτ. 7β: Επαφή γρανοδιορίτη (G)–λευκογρανίτη (LG) στο νότιο άκρο του πλουτωνίτη. Η επαφή υποδεικνύεται από την αιχµή του
γεωλογικού σφυριού µε τον λευκογρανίτη δεξιά και τον γρανοδιορίτη αριστερά. Η επαφή είναι διηθητική (ιδές κείµενο). 40
G

LG

Φωτ. 8: Εµφανίσεις του λευκογρανίτη της Τήνου.


Φωτ. 8α και 8β: ∆ιαφορετικές απόψεις της εµφανίσεως "Ξώµπουργκου".
Φωτ. 8γ: Λευκογρανίτης (LG) από την ανατολική επαφή του πλουτωνίτη. Το υπερκείµενο ενδιάµεσο γκρίζο πέτρωµα µε την σφαιροειδή
αποσάθρωση είναι ο γρανοδιορίτης (G).
Φωτ. 8δ: Κοίτες και φλέβες πλούσιου σε τουρµαλίνη λευκογρανίτη που τέµνουν τους σχιστολίθους κοντά στο χωριό Κουµάρος.
41
Φωτ. 9α : Πηγµατιτικοί θύλακες µε καπνία χαλαζία στον λευκογρανίτη.

Φωτ. 9β : Πηγµατοαπλιτικός θύλακας στον λευκογρανίτη.

42
LG
SK
LG
Qz

SK SK
LG

Φωτ. 10: Επαφές λευκογρανίτη (Φωτ. 10α,β,γ)


Φωτ. 10α: Πυριτιωµένο σχιστολιθικό έγκλεισµα (QZ) µέσα στον λευκογρανίτη (LG) κοντά στο χωριό Βώλαξ.
Φωτ. 10β: Επαφή λευκογρανίτη (LG)–γρανατιτικού skarn (SK) κοντά στο χωριό Βώλαξ.
Φωτ. 10γ: Επαφή (γεωλογικό σφυρί) λευκογρανίτη (LG) )–γρανατιτικού skarn (SK).
Φωτ. 10δ: Ορίζοντας γρανατίτη (SK) µέσα στην Ενότητα των Κυανοσχιστολίθων.

43
42
άµεσης µε τον λευκογρανίτη ζώνης επαφής. Στην συνέχεια οι AVIGAD et al (1998)
προσδιόρισαν την ηλικία του γρανοδιορίτη σε 15.9±0.35 Ma (K–Ar σε Hbl) και
14.98±0.31 Ma (K–Ar σε Bio) και οι BRÖCKER & FRANZ (1998) του λευκογρανίτη
σε 15.1±0.6 Ma (Rb–Sr).

4.2. Π Ε Τ Ρ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

Από την υπαίθρια παρατήρηση του πλουτωνίτη της νήσου Τήνου διαπιστώθηκε ότι σ’
αυτόν δεν υπάρχει ποικιλία πετρογραφικών τύπων. Σε γενικές γραµµές παρουσιάζει
ενιαία όψη, αλλά εµφανίζονται µικροαποκλίσεις τόσο ως προς τον χρωµατικό δείκτη
όσο και ως προς την υφή, όχι µόνο σε µεγάλες αποστάσεις αλλά και σε µικρότερη
έκταση.
Για τον προσδιορισµό της πραγµατικής ορυκτολογικής σύστασης (modus) έγινε
εµβαδοµέτρηση µε την βοήθεια σηµειοµετρητού σε ικανό αριθµό αντιπροσωπευτικών
λεπτών τοµών (Πίν. 1). (Οι δυσχέρειες που εµφανίστηκαν κατά την πορεία της
εργασίας προέκυψαν από την ύπαρξη πλαγιόκλαστου άνευ διδυµιών το οποίο µπορεί
να συγχέεται µε το ορθόκλαστο). Το σύστηµα ταξινόµησης που χρησιµοποιήθηκε
στην συγκεκριµένη περίπτωση είναι εκείνο του τριγώνου QAP της I.U.G.S (1973) και
από την προβολή των πετρωµάτων που εµβαδοµετρήθηκαν στο σχετικό διάγραµµα
(Εικ. 4) φαίνεται η επικράτηση των γρανιτών.
Σύµφωνα λοιπόν µε τα παραπάνω αν η συστηµατική ταξινόµηση του υπό µελέτη
πετρώµατος στηριζόταν στην εξέταση στο πετρογραφικό µικροσκόπιο ικανού
αριθµού λεπτών τοµών µε την βοήθεια σηµειοµετρητού το αποτέλεσµα θα µπορούσε
να µην ήταν αντιπροσωπευτικό για το δείγµα του πετρώµατος αλλά µόνο για την
τοµή που εξετάστηκε ακριβώς λόγω των µικροαποκλίσεων που αναφέρθηκαν. Για το
λόγο αυτό για την ταξινόµηση χρησιµοποιήθηκε η µέθοδος STRECKEISEN &
LE MAITRE (1979) που βασίζεται στη δυνητική (norm) σύστασή τους όπως αυτή
προκύπτει από την επεξεργασία των χηµικών τους αναλύσεων. Από την προβολή στο
σχετικό διάγραµµα (Εικ. 5) των πετρωµάτων που αναλύθηκαν χηµικά φαίνεται η
επικράτηση των γρανιτών και γρανοδιοριτών.
Η διαφορά που υφίσταται µεταξύ της δυνητικής (norm) και της πραγµατικής
ορυκτολογικής (modus) σύστασης οφείλεται κυρίως στο ότι ο βιοτίτης και η

44
Πίνακας 1: Αντιπροσωπευτικές εµβαδοµετρήσεις λεπτών τοµών από τις λιθοφάσεις του πλουτωνίτη
της Τήνου.
ΓΡΑΝΟ∆ΙΟΡΙΤΗΣ
Τ6Α Τ12Α Τ17 Τ23 Τ39 Τ47 Τ51 Τ59 Τ72 Τ81 Τ85 Τ101 Τ104
Qz 23.89 33.61 35.55 35.09 28.58 32.64 28.97 28.61 32.13 36.95 39.38 33.61 34,64
Κfs 30.10 20.49 25.56 22.11 26.28 21.62 21.97 14.61 21.39 14.14 16.47 28.95 19.29
Pl 33.58 32.93 23.12 28.95 32.01 30.80 33.68 43.96 34.36 34.53 32.14 24.90 34.38
Βi 7.48 11.81 10.52 9.25 8.90 12.33 9.88 11.04 9.42 10.44 8.97 6.73 9.41
Αmph 3.20 – 0.09 2.26 0.61 0.53 3.86 0.19 1.64 2.96 2.41 3.00 1.33
Access
(Tt, Al, Cl ,Op) 1.74 1.17 5.15 2.33 3.59 2.08 1.65 1.55 1.06 0.99 0.63 2.81 0.96

Q 27.28 38.62 42.21 40.73 32.90 38.37 34.24 32.82 36.56 43.16 44.76 38.43 39.23
A 34.37 23.54 30.35 25.66 30.25 25.42 25.96 16.76 24.34 16.51 18.72 33.10 21.84
P 38.35 37.84 27.45 33.60 36.85 36.21 39.80 50.42 39.10 40.33 36.53 28.47 38.93

πίνακας 1 (συνέχεια)
ΕΓΚΛΕΙΣΜΑΤΑ ΛΕΥΚΟΓΡΑΝΙΤΗΣ ΑΠΛΙΤΕΣ
Τ13Β Τ100Α Τ58 Τ88Β Τ91 Τ202Α Τ206 Τ207 Τ28Β Τ46Β
Qz 31.90 31.44 32.90 35.15 33.46 39.13 37.59 31.46 56.31 58.38
Κfs 12.60 15.72 43.74 29.69 35.47 32.44 33.68 48.89 33.89 28.29
Pl 36.44 35.33 17.29 30.39 24.91 23.34 24.40 14.60 7.68 10.34
Βi 13.91 14.25 1.78 2.59 3.52 3.41 1.88 0.83 0.94 1.37
Αmph 3.00 2.25
Gt 0.77 0.37 0.78 1.27 2.07 0.70
Mv 2.26 1.25 1.37 0.27 0.33 0.74
Tu 0.19 – – – 0.09 2.36
Access
(Tt, Al, Cl, Oq) 2.16 1.01
(Zr, Ap, Opq) 1.06 0.56 0.50 0.14 0.42 0.42 1.18 1.61

Q 39.41 38.11 35.03 36.91 35.66 41.23 39.29 33.13 57.53 60.18
A 15.57 19.06 46.57 31.18 37.80 34.18 35.20 51.49 34.62 29.16
P 45.02 42.83 18.41 31.91 26.55 24.59 25.50 15.38 7.85 10.66

Qz=Χαλαζίας, Κfs=Καλιούχος άστριος, Pl=Πλαγιόκλαστο, Βi=Βιοτίτης, Αmph=Αµφίβολος


(Κεροστίλβη), Access=Συνοδά, (Tt=Τιτανίτης, Al=Αλλανίτης, Cl=Χλωρίτης, Zr=Ζιρκόνιο,
Ap=Απατίτης, Oq=Αδιαφανή)
Q=Χαλαζίας, Α=Αλκαλικοί άστριοι, Ρ=Πλαγιόκλαστα του τριγωνικού διαγράµµατος
ταξινόµησης QAP (IUGS 1973).

45
κεροστίλβη κατά την δυνητική σύσταση δεν λαµβάνονται υπόψη οπότε το K του
βιοτίτη και το Ca της κεροστίλβης υπεισέρχονται στο ορθόκλαστο και στα
πλαγιόκλαστα ή τους πυρόξενους αντίστοιχα. Το ίδιο συµβαίνει και µε τα υπόλοιπα
στοιχεία των προαναφερθέντων υδροξυλιούχων ορυκτών, όπως το Mg και το Fe που
υπολογίζονται ως δυνητικά σιδηροµαγνησιούχα ορυκτά, µε αποτέλεσµα την αύξηση
του δυνητικού ορθόκλαστου και πλαγιόκλαστου.
Λαµβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις υπαίθρου, την µικροσκοπική εξέταση των
αντιπροσωπευτικών λεπτών τοµών και την χηµική ταξινόµηση καταλήγουµε στους
εξής πετρογραφικούς τύπους: (1) τον (κεροστιλβικό)-βιοτιτικό γρανοδιορίτη µε τις
πιο λευκοκρατικές ενδιάµεσες φάσεις, (2) τον γρανατιτικό-βιοτιτικό λευκογρανίτη µε
τους πηγµατιτικής σύστασης θύλακες, (3) στα µελανοκρατικά εγκλείσµατα και
(4) τις απλιτικές φλέβες.

4.2.1. ΠΛΟΥΤΩΝΙΤΗΣ: ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ

ΠΕΤΡΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΥΠΩΝ

4.2.1.1. (Κεροστιλβικός)-Βιοτιτικός Γρανοδιορίτης

Αντιπροσωπεύει την κύρια και χρονικά παλαιότερη πλουτώνεια διείσδυση του


νησιού. Έχει σχήµα ανεστραµµένου περίπου ισοσκελούς τργώνου και εµβαδόν
περίπου 23 Κm2. Η βάση του τριγωνικού αυτού πλουτωνίτη ταυτίζεται µε την ΒΑ
ακτή του νησιού, η κορυφή του τοποθετείται κοντά στο ύψωµα Ξώµπουργκο που
αντιπροσωπεύει την νεώτερης ηλικίας λευκογρανιτική διείσδυση, ενώ το ύψος που
αντιστοιχεί σ’ αυτήν έχει ΒΑ–Ν∆ διεύθυνση (Εικ.. 6). Το ανάγλυφό του είναι οµαλό
έως ασθενώς λοφώδες µε τις πιο σηµαντικές εξάρσεις να τοποθετούνται στα κεντρικά
του τµήµατα. Καθ’ όλο σχεδόν το µήκος της επαφής το γεωλογικό του πλαίσιο
αποτελούν τα πετρώµατα της "κατώτερης" σειράς, ενώ µόνο στα ΒΒΑ έρχεται σε
επαφή µε τα πετρώµατα της "ανώτερης" σειράς που αντιπροσωπεύουν το κάλυµµα
(Εικ. 6).
Το πέτρωµα είναι έντονα αποσαθρωµένο, κυρίως στις περιθωριακές του ζώνες και η
µορφή της αποσάθρωσης που επικρατεί είναι η σφαιροειδής (Φωτ. 1δ, 2β, 2γ, 3γ).
Στο κύριο σώµα του ο πλουτωνίτης εµφανίζει ασθενή φολίωση που γίνεται ακόµα
πιο έντονη στα περιθώριά του και εκδηλώνεται µε τον προσανατολισµό και την

46
Q
quartzolite

qtz-rich
granitoids

granite

af tonalite
gra
syeno monzo granodiorite

quartz quartz quartz quartz


qafsy
syenite monzonite monzodiorite dio

afsy syenite monzonite monzodioritediorite

A P

Εικόνα 4: Προβολή των εµβαδοµετρηµένων ορυκτολογικών συστάσεων (modus)


των πετρογραφικών τύπων του πλουτωνίτη της Τήνου στο τρίγωνο ταξινόµησης
QAP (IUGS 1973), όπου Q=χαλαζίας, Α=αλκαλικοί άστριοι, Ρ=πλαγιόκλαστα.

Συµβολισµός: (●)=κύρια λιθολογική µονάδα της διείσδυσης (ιδές κείµενο για

περαιτέρω επεξηγήσεις επί της ονοµατολογίας), (■)=εγκλείσµτα εντός της κύριας

λιθολογικής µονάδας, (♦)=λευκογρανίτης, (▲)=απλίτες.

47
47
2 3a 3b 4 5a 5b

Εικόνα 5: Προβολή των δυνητικών συστάσεων (CIPW–norm) των πετρογραφικών τύπων του πλουτωνίτη της Τήνου στο διάγραµµα
ταξινόµησης Q´-ANOR (STRECKEISEN & LE MAITRE 1979), Q´=100*Q/(Q+Or+Ab+An), ANOR=100*An/(Or+An).
Πεδία: 2=Αλκαλι-αστριούχος γρανίτης, 3a & 3b=Γρανίτης, 4=Γρανοδιορίτης, 5a & 5b=Τονάλιθος.
Συµβολισµός: (●)=κύρια λιθολογική µονάδα της διείσδυσης (ιδές κείµενο για περαιτέρω επεξηγήσεις επί της ονοµατολογίας),

(■)=εγκλείσµτα εντός της κύριας λιθολογικής µονάδας, (X)=ενδιάµεσες λιθολογικές φάσεις εντός της κύριας λιθολογικής µονάδας,

(♦)=λευκογρανίτης, (▲)=απλίτες.

48
διευθέτηση κατά ζώνες τόσο των φεµικών συστατικών όσο και των ζωνών
(ταινών) του χαλαζία. Εκτός όµως από τη φολίωση στα δύο περιθώρια (δυτικό και
ανατολικό) του πλουτωνίτη παρατηρήθηκαν και ζώνες παραµόρφωσης στις οποίες η
ένταση των φαινοµένων διαφέρει. Έτσι στο δυτικό περιθώριο εντοπίστηκε µια ζώνη
ολίσθησης που εξελίσσεται σε µυλωνιτική και το πάχος της φθάνει µέχρι ~1 Κm,
ενώ στο ανατολικό εµφανίζεται κάτι ανάλογο πολύ µικρότερου όµως πάχους κοντά
στην επαφή µε τα πετρώµατα της "ανώτερης" σειράς. Μέσα σ’ αυτές τις ζώνες ο
κατακερµατισµός του πετρώµατος είναι εξαιρετικά έντονος και η δηµιουργία
πολλαπλών ρηξιγενών επιφανειών οδηγεί στον σχηµατισµό ψευδοταχυλιτών που
τέµνουν την φολίωση του πετρώµατος, ενώ συγχρόνως αυτό γίνεται ακόµα πιο
ανοικτόχρωµο και φτωχότερο σε φεµικά συστατικά µε αποτέλεσµα να φαίνεται ως
πιο "διαφοροποιηµένο" (ενδιάµεσες φάσεις). Το πλήθος των ψευδοταχυλιτών είναι
µεγάλο στο δυτικό περιθώριο, ενώ στο ανατολικό και στο κύριο σώµα του
πλουτωνίτη είναι πολύ πιο µικρό.
Από την προβολή στο διάγραµµα των STRECKEISEN & LE MAITRE (1979) (Εικ. 5)
των χηµικών αναλύσεων 52 δειγµάτων απ’ όλη την έκταση του µαγµατίτη
(αντιπροσωπευτικές περιλαµβάνει ο πίνακας 2) εξάγεται το συµπέρασµα ότι
πρόκειται κατά κύριο λόγο για ένα γρανοδιορίτη και συγκεκριµένα για ένα
(κεροστιλβικό)–βιοτιτικό γρανοδιορίτη (η παρένθεση στη λέξη κεροστιλβικό
υποδηλώνει ότι η κεροστίλβη συµµετέχει µε µικρό ποσοστό, µικρότερο του 4% και
δεν βρίσκεται σε όλα τα δείγµατα που εξετάστηκαν) µε αποκλίσεις προς γρανίτη που
δεν είναι ευδιάκριτες µε σαφήνεια στο ύπαιθρο και δεν παρουσιάζουν κάποια
ιδιαίτερη γεωγραφική κατανοµή (Εικ. 6). Πρόκειται για ένα πέτρωµα µεσόκκοκο µε
σειριακό υπιδιόµορφο ιστό που τοπικά εξελίσσεται σε αδρόκοκκο έως ισχυρά
αδρόκοκκο (~25%) µε πορφυριτικό ιστό εξαιτίας της ύπαρξης µεγακρυστάλλων
αστρίων, κυρίως των Κ-ούχων (Φωτ. 13β). Τα φεµικά συστατικά δηµιουργούν
συσσωµατώµατα διαµέτρου ~0.5-3 cm, ενώ το πλήθος τους ποικίλλει φθάνοντας
έως ~35% της επιφάνειας του πετρώµατος. Τα εγκλείσµατα που παρατηρήθηκαν
µέσα στη µάζα του είναι συνήθως ελλειψοειδούς σχήµατος και ποικίλου µεγέθους
µε τον µεγάλο άξονά τους να κυµαίνεται µεταξύ ~4 και ~13 cm, ενώ κατά θέσεις
δείχνουν εικόνα αφοµοίωσης από τον ξενιστή τους. Οι απλιτικές φλέβες που
τον διασχίζουν είναι πολυάριθµες και ποικίλου πάχους που κυµαίνεται µεταξύ 1 και
~20 cm.

49
Pl
Pl
Pl
Pl Qz

Pl

Pl
Pl Pl

Hbl

Bi

Φωτ. 11: Μικροφωτογραφίες γρανοδιορίτη της Τήνου και των περιεχοµένων εγκλεισµάτων.
Φωτ. 11α: Υπολειµµατικός υπο-οφειτικός ιστός εγκλείσµατος σε + Nicols. ∆ιακρίνονται καθαρά οι δοκίδες των πλαγιοκλάστων (Pl).
Φωτ. 11β: Σειριακός ιστός γρανοδιορίτη ελαφρά παραµορφωµένος όπως δείχνει η κυµατοειδής κατάσβεση του χαλαζία (Qz) και οι
ελαφρά καµφθείσες λαµέλλες διδυµιών του πλαγιοκλάστου (Pl). Tα πλαγιόκλαστα δείχνουν ζώνωση. + Nicols.
Φωτ. 11γ: Ιδιόµορφος έως υπιδιόµορφος κρύσταλλος κεροστίλβης (Hbl) που περιέχει υπολείµµατα µεταλλικού ορυκτού (µαύρο) και
αντικαθίσταται παράλληλα προς το σχισµό και µε µορφή νησίδων από βιοτίτη (Bi). + Nicols. 50
Φωτ. 11δ: Μυλωνιτικός ιστός γρανοδιορίτη σε δείγµα από τη βορειοδυτική επαφή του πλουτωνίτη. + Nicols.
Qz

Kfs

Kfs Pl Bi

Ru

Φωτ. 12: Μικροφωτογραφίες ορυκτών του γρανοδιορίτη της Τήνου.


Φωτ. 12α: Υπιδιόµορφος φαινοκρύσταλλος ζωνώδους πλαγιοκλάστου. + Nicols.
Φωτ. 12β: Γραφικός ιστός χαλαζία (Qz, γκρίζο)–καλιούχου αστρίου (Kfs, ανοιχτό γκρίζο). + Nicols.
Φωτ. 12γ: Μυρµηκιτικός ιστός (M) αναπτυχθείς στα όρια κρυστάλλου πλαγιοκλάστου (Pl) που δείχνει τεκτονική
καταπόνηση και καλιούχου αστρίου (Kfs). + Nicols.
51
Φωτ. 12δ: Σαγενίτης (βιοτίτης: Bi µε αποµείξεις ρουτιλίου: Ru). // Nicols.
Pl

Bi

Φωτ. 13: Μικροφωτογραφίες ορυκτών του γρανοδιορίτη της Τήνου.


Φωτ. 13α: Ιδιόµορφο πρίσµα τιτανίτη που δείχνει µικροδιακλάσεις. // Nicols.
Φωτ. 13β: Κρύσταλλος µικροκλινή που δείχνει κυµατοειδή κατάσβεση ως ένδειξη τεκτονικής καταπόνησης. + Nicols.
Φωτ. 13γ: ∆ίδυµος κρύσταλλος αλλανίτη. // Nicols.
Φωτ. 13δ: Ζωνώδης υπιδιόµορφος φαινοκρύσταλλος πλαγιοκλάστου (PL). + Nicols.
52
Από την εµβαδοµέτρηση µε την χρήση σηµειοµετρητού 24 λεπτών τοµών απ’ όλη
την έκτασή του πλουτωνίτη προέκυψε ότι η πραγµατική ορυκτολογική του σύσταση
είναι: χαλαζίας (23.9–39.4%), Κ-ούχοι άστριοι (14.1–30.1%), πλαγιόκλαστα
(23.1–44%), βιοτίτης (6.7–12.3%), κεροστίλβη (0–3.9%) και συνοδά (τιτανίτης,
αλλανίτης, χλωρίτης, µεταλλικά) (0.6–5.2%) (Πιν. 1).
Από την µικροσκοπική µελέτη ικανού αριθµού λεπτών τοµών που προήλθαν από
δείγµατα από όλη τη µάζα του πλουτωνίτη προέκυψαν τα ακόλουθα συµπεράσµατα
όσον αφορά τα ορυκτολογικά συστατικά που το δοµούν:
Χαλαζίας: Απαντάται είτε σχηµατίζοντας τοπικά συγκεντρώσεις είτε µε την µορφή
µικρών έως µεγάλου µεγέθους αλλοτριόµορφων κρυστάλλων που καταλαµβάνουν τα
κενά που δηµιουργήθηκαν από τα ορυκτά που σχηµατίστηκαν προγενέστερα.
Εµφανίζει κυµατοειδή κατάσβεση και δηµιουργεί ζώνες (ribbon) από
προσανατολισµένους επιµήκεις κόκκους.
Κ-ούχοι άστριοι: Αντιπροσωπεύονται κυρίως από µετρίου µεγέθους ξενόµορφους
κρυστάλλους που συµπληρώνουν τα κενά µεταξύ των άλλων ορυκτών. Τοπικά
µπορούν να εξελίσσονται σε µεγακρυστάλλους οι οποίοι µπορούν να εγκλείουν
ποικιλιτικά ιδιόµορφα πλαγιόκλαστα, χαλαζία, βιοτίτη, κεροστίλβη κ.ά. Τα περθιτικά
φαινόµενα αντιπροσωπεύονται από µικρονηµατώδεις, νηµατώδεις και φλογώδεις
µορφές. ∆είχνουν κυµατοειδή κατάσβεση και σε µερικές περιπτώσεις διαπιστώνεται
µια κατά κηλίδες εντός του ίδιου κρυστάλλου µετατροπή του ορθόκλαστου σε
µικροκλινή. Η σύστασή τους είναι Or84-96Ab4-16An0.
Πλαγιόκλαστα: Εµφανίζονται µε ιδιόµορφους (µικρών διαστάσεων και ποικιλιτικά
εγκλεισµένων σε Κ-ούχους µεγακρυστάλλους), υπιδιόµορφους και ξενόµορφους
κρυστάλλους (όταν αναπτύσσονται οι Κ-ούχοι εις βάρος τους). Η πολυδυµία
αναπτύσσεται κυρίως κατά τον αλβιτικό νόµο και ολιγότερο κατά τον Carlsband και
τον περικλινικό, ενώ διαδεδοµένες είναι επίσης και οι σύνθετες Carlsband-αλβίτη και
αλβίτη-περικλινή. Εµφανίζουν κυµατοειδή κατάσβεση και κάµψη των λαµελλών
(ταινιών) πολυδυµίας. ∆είχνουν κατά κανόνα ανάστροφη ζώνωση που
αποκαλύπτεται από την εναλλαγή σκουρόχρωµων-ανοικτόχρωµων ζωνών και οι
οποίες αναπτύσσονται παράλληλα προς τα όρια των κρυστάλλων. Παρατηρήθηκε και
κανονική επαναστροφή των ζωνών που κατά τον VANCE (1962) αποτελεί κριτήριο
απευθείας κρυστάλλωσης από το µάγµα. Η σύσταση τους όσον αφορά τους πυρήνες
είναι An31-50, ενώ τις περιφέρειές An24-46.

53
Πίνακας 2: Αντιπροσωπευτικές χηµικές αναλύσεις του γρανοδιορίτη της Τήνου
Τ6Α T11 T22 T23 T29 T36 T40 T56 T64 T70 T80 T100B T102

SiO2 71.53 70.11 70.68 69.85 69.43 66.43 70.19 65.96 72.04 67.98 69.76 68.93 73.03
TiO2 0.31 0.41 0.44 0.40 0.40 0.48 0.38 0.55 0.24 0.38 0.39 0.46 0.16
AI2O3 14.67 14.75 14.52 14.79 15.29 16.38 14.81 16.31 14.44 14.86 14.85 15.19 13.92
Fe2O3 2.12 2.63 2.79 2.59 2.74 3.45 2.59 3.82 1.89 4.10 2.67 2.99 1.45
MnO 0.05 0.06 0.06 0.05 0.06 0.08 0.06 0.09 0.06 0.11 0.06 0.06 0.06
MgO 0.81 1.04 1.09 1.01 1.08 1.40 1.01 1.57 0.68 1.74 1.08 1.23 0.56
CaO 2.91 2.92 3.20 2.83 3.11 3.63 3.07 3.35 2.18 4.16 3.09 3.40 1.52
Na2O 3.29 3.32 3.52 3.26 3.48 3.93 3.38 4.04 3.45 3.61 3.27 3.38 3.34
K2O 3.48 3.49 2.56 3.90 3.30 2.81 3.37 2.88 3.78 2.04 3.55 3.24 4.71
P2O5 0.08 0.11 0.10 0.10 0.11 0.15 0.10 0.13 0.06 0.09 0.10 0.12 0.04
LOI 0.20 0.20 0.20 0.30 0.30 0.50 0.30 0.60 0.30 0.60 0.30 0.30 0.70
TL 99.45 99.04 99.16 99.03 99.30 99.24 99.26 99.30 99.12 99.67 99.12 99.30 99.49
(ppm)
V 28 36 3 34 35 40 32 46 28 55 36 36 16
Cr 15 17 19 23 15 20 8 25 8 29 4 14 10
Co 1 3 2 2 3 3 1 2 1 8 1 3 2
Ni - 4 3 2 0 3 2 5 - 8 - 2 7
Zn 28 37 36 31 40 53 40 57 33 62 38 40 45
Rb 159 184 145 185 169 186 170 214 176 120 181 178 211
Sr 283 267 254 305 309 284 288 279 366 322 290 319 151
Y 14 16 20 19 18 24 17 28 16 19 18 20 12
Zr 135 178 157 158 163 197 160 200 109 163 165 196 90
Nb 11 14 15 15 15 20 13 22 12 9 14 15 9
Ba 366 447 288 593 418 331 378 278 561 331 523 467 386
La 34 35 39 42 41 56 20 49 29 - 1 21 23
Ce 37 59 64 47 50 94 35 84 73 7 30 44 8
Nd 17 27 31 22 23 48 19 32 29 - 17 22 3
Pb 38 39 26 39 38 39 37 31 56 28 34 41 47
Th 11 16 25 17 18 35 15 26 20 11 13 18 17
U 1 1 6 1 1 1 4 6 10 10 0 5 4

- Τα οξείδια των κυρίων στοιχείων δίδονται επί τοις % κατά βάρος (% κ.β.)
- LOI: απώλειεα πύρωσης
- TL: Σύνολο επί % κ.β.
54
Βιοτίτης: Είναι το κύριο φεµικό συστατικό και εµφανίζεται σε αποχρώσεις του
καστανού χρώµατος είτε µε την µορφή µικρών έως µετρίου µεγέθους υπιδιόµορφων
πινακοειδών ή πρισµατικών κρυστάλλων που όµως τις περισσότερες φορές έχουν
διαβρωµένα τα όριά τους είτε σε συσσωµατώµατα. Κατά κανόνα αλλοιώνεται σε
χλωρίτη που αναπτύσσεται παράλληλα στον βασικό σχισµό. Ως εγκλείσµατα περιέχει
απατίτη, ζιρκόνιο χωρίς έντονο πλεοχροϊσµό και µεταλλικά ορυκτά, ενώ εµφανίζει
κάµψεις των κρυστάλλων και κυµατοειδή κατάσβεση.
Κεροστίλβη: Είναι το δεύτερο από άποψη συχνότητας σιδηροµαγνησιούχο ορυκτό.
Οι κρύσταλλοί της τόσο οι πρισµατικοί όσο και εκείνοι που έχουν τον αµφιβολιτικό
σχισµό είναι ιδιόµορφοι ή υπιδιόµορφοι και ποικίλου µεγέθους. Αρκετά συχνά εντός
των κρυστάλλων της διαπιστώνονται κηλίδες µετατροπής της σε βιοτίτη, ενώ
εξαλλοιώνεται σε χλωρίτη. Ανήκει στις ασβεστούχες αµφιβόλους και η σύστασή της
κυµαίνεται µεταξύ εδενιτικής και σιδηροεδενικής κεροστίλβης.
Αλλανίτης: Αντιπροσωπεύεται από υπιδιόµορφους κυρίως επιµήκεις ζωνώδεις
κρυστάλλους. Από την οπτική συµπεριφορά του συµπεραίνεται ότι ανήκει στις µη
µεταµεικτικές καταστάσεις του ορυκτού και όσον αφορά την σύστασή του το
ποσοστό των Ce+La+Th αντιστοιχεί στο ∼20 % αυτής.
Τιτανίτης: Απαντάται τόσο µε ιδιόµορφους όσο και µε υπιδιόµορφους σφηνοειδείς
κρυστάλλους που αρκετά συχνά έχουν εγκλείσµατα πιθανόν ιλµενίτη.
Χλωρίτης: Εµφανίζεται ως προϊόν αντικατάστασης κυρίως του βιοτίτη αλλά και της
κεροστίλβης. Αν και από την οπτική παρατήρηση διαπιστώθηκε ότι έχει ανώµαλα
χρώµατα πόλωσης και πρόκειται για πεννίνη, εντούτοις οι προβολές των χηµικών του
αναλύσεων στο διάγραµµα του HEY (1954) απεκάλυψαν ότι πρόκειται περί
ριπιδόλιθου (Εικ. 20, σελ. 95)
Η λεπτοµερής µικροσκοπική εξέταση των λεπτών τοµών των δειγµάτων του
πετρώµατος µας οδήγησε στο συµπέρασµα ότι ο πρωταρχικός ιστός του, δηλαδή ο
σειριακός υπιδιόµορφος και τοπικά πορφυριτικός, δεν παρέµεινε ανεπηρέαστος από
τις διάφορες τεκτονικές επιδράσεις που υπέστει το πέτρωµα. Αυτό έχει ως
αποτέλεσµα την προοδευτική, από την κορυφή προς την βάση της τριγωνικής
εµφάνισης, µετατροπή του. Έτσι η πιο ασθενής τεκτονική επίδραση αποκαλύπτεται
από την ύπαρξη µωσαϊκού χαλαζία µε ή χωρίς προσανατολισµό των κόκκων του και
ασθενή κυµατοειδή κατάσβεση όλων των ορυκτών. Στη συνέχεια επικρατεί ο
πρωτοµυλωνιτικός ιστός που αποκαλύπτεται από την ύπαρξη της κυµατοειδούς

55
κατάσβεσης στα διάφορα ορυκτά του πετρώµατος, την δηµιουργία ταινιών χαλαζία,
την κάµψη και τον θραυσµό των κρυστάλλων των αστρίων και κυρίως στα
πλαγιόκλαστα από την κάµψη των λαµελλών της αλβιτικής πολυδιδυµίας, ενώ στα
σιδηροµαγνησιούχα ορυκτά από την θραύση των κρυστάλλων της κεροστίλβης, του
τιτανίτη και του αλλανίτη και την πλαστική αντίδραση του βιοτίτη που
απολεπτύνεται παράλληλα προς τις ταινίες του χαλαζία (Φωτ. 13δ). Πλησιάζοντας
προς το βόρειο τµήµα της εµφάνισης και κατά θέσεις οι τεκτονικές επιδράσεις
γίνονται ακόµα πιο έντονες µε αποτέλεσµα ο ιστός να µετατρέπεται σε
οφθαλµοµυλωνιτικό. Οι οφθαλµοί αποτελούνται από αστρίους γύρω από τους
οποίους οι ταινίες του χαλαζία µε ή χωρίς βιοτίτη συσφίγγονται ή διευρύνονται.

4.2.1.2. Μελανοκρατικής σύστασης εγκλείσµατα

Πρόκειται για πετρώµατα σκοτεινόχρωµα (ο χρωµατικός τόνος κυµαίνεται µεταξύ


τεφρού και µαύρου), λεπτόκκοκα και πλούσια σε σιδηροµαγνησιούχα ορυκτά (κατά
µέσο όρο ∼18%) που διακρίνονται µε µεγάλη ευχέρεια από το υπόλοιπο πέτρωµα-
ξενιστή τους. Είναι διεσπαρµένα σε ολόκληρη την µάζα του γρανοδιορίτη δείχνοντας
όµως την µεγαλύτερη συχνότητα εµφάνισής τους στα περιθώριά του. Το σχήµα είναι
κυρίως ελλειψοειδές αλλά και σφαιρικό ενώ αρκετά σπάνια γίνεται γωνιώδες.
Το µέγεθός τους ποικίλλει µε αποτέλεσµα ο µεγάλος άξονας της έλλειψης (διάµετρος)
να κυµαίνεται συνήθως από ∼3 cm µέχρι ∼13 cm, ενώ διαπιστώθηκε και η ύπαρξη
µερικών πολύ µεγαλύτερων διαστάσεων. Η επαφή τους µε τον ξενιστή είναι σαφής
εκτός από τις περιπτώσεις που έχουν υποστεί µερική αφοµοίωση απ’ αυτόν και
οριοθετείται από την ύπαρξη ενός λεπτού σε πάχος περιθωρίου ψύξης από
λεπτόκοκκο υλικό.
Οι τεκτονικές επιδράσεις τις οποίες έχει υποστεί ο ξενιστής έχουν αποτυπωθεί
και σ’ αυτά αλλά σε ασθενέστερο βαθµό. Η ανακρυστάλλωση του χαλαζία και
η δηµιουργία των ταινιών χαλαζία µε κεκαµένους και απολεπτυσµένους κρυστάλλους
βιοτίτη είναι αποτέλεσµα πλαστικής παραµόρφωσης στερεής κατάστασης και
όχι µαγµατικής ροής.
Από την προβολή στο διάγραµµα των STRECKEISEN & LE MAITRE (1979) (Εικ. 5)
των χηµικών αναλύσεων 9 εγκλεισµάτων απ’ όλη την έκταση του µαγµατίτη

56
(αντιπροσωπευτικές περιλαµβάνει ο πίνακας 3) εξάγεται το συµπέρασµα ότι
πρόκειται κατά κύριο λόγο για γρανοδιοριτικής έως τοναλιτικής σύστασης.
Από την εµβαδοµέτρηση µε την χρησιµοποίηση σηµειοµετρητού 2 λεπτών τοµών
προέκυψε ότι η πραγµατική ορυκτολογική τους σύσταση είναι: χαλαζίας
(31.4–31.9%), Κ–ούχοι άστριοι (12.6–15.7%), πλαγιόκλαστα (35.3–36.4%), βιοτίτης
(13.9–14.3%), κεροστίλβη (2.3–3%) και συνοδά (τιτανίτης, αλλανίτης, απατίτης,
µεταλλικά) (1–2.2%) (Πιν.1). Αξιοσηµείωτη είναι η ύπαρξη βελονοειδών
κρυστάλλων απατίτη που αποτελούν κριτήριο για την ταχεία ψύξη του εγκλείσµατος-
φορέα τους (WYLLIE et al 1962). Η εξέταση των λεπτών τοµών από εγκλείσµατα
διαφόρων θέσεων από όλη την µάζα του γρανοδιορίτη µας οδήγησε στα ακόλουθα
συµπεράσµατα όσον αφορά τα κύρια ορυκτά που τα συνιστούν:
Χαλαζίας: Αντιπροσωπεύεται κυρίως από ξενόµορφους κρυστάλλους, αλλά
παρατηρήθηκαν και γωνιώδεις (γραφικός) και σταγονόµορφοι ποικιλιτικά
εγκλεισµένοι σε Κ-ούχο άστριο ή πλαγιόκλαστο.
Κ-ούχοι άστριοι: Εµφανίζονται µε ξενόµορφους (µεγα)κρυστάλλους που αρκετά
συχνά περικλείουν ποικιλιτικά ορυκτά που ο σχηµατισµός τους έχει προηγηθεί όπως
δοκίδες πλαγιοκλάστων, µυρµηκιτιωµένα πλαγιόκλαστα, χαλαζία και βιοτίτη. Από
άποψη σύστασης αντιστοιχούν σε Or87-90Ab10-13An0 που σχεδόν παρόµοια µε εκείνων
του ξενιστή.
Πλαγιόκλαστα: Απαντώνται σπάνια µε µεγακρυστάλλους αλλά κυρίως µε ιδιόµορφες
και υπιδιόµορφες δοκίδες που είναι πολύδυµες κατά τον αλβιτικό νόµο αλλά και τον
σύνθετο νόµο Carlsband-αλβίτη και δείχνουν ανάστροφη ζώνωση που αποκαλύπτεται
από την εναλλαγή σκουρόχρωµων-ανοικτόχρωµων ζωνών. Η σύσταση είναι όσον
αφορά τους πυρήνες τους An50-60, ενώ τις περιφέρειές τους An27-33.
Βιοτίτης: Αντιπροσωπεύεται από υπιδιόµορφους ή ξενόµορφους κρυστάλλους µε τη
µορφή φυλλαρίων ή πρισµάτων που έχουν διαβρωµένα τα περιθώρια τους και
περιέχουν ζιρκόνιο, βελονοειδείς κρυστάλλους απατίτη και µεταλλικά ορυκτά.
Εµφανίζουν ασθενή κυµατοειδή κατάσβεση και έντονο πλεοχροϊσµό: nα=ανοικτό
καστανοκίτρινο έως αχυροκίτρινο και nβ=nγ= καστανό έως σκούρο καστανό και είναι
παρόµοιοι µε του ξενιστή.
Κεροστίλβη: Εµφανίζεται µε υπιδιόµορφους κρυστάλλους που δείχνουν ζώνωση µε
πιο ανοικτόχρωµο πυρήνα και πιο σκουρόχρωµη περιφέρεια στις περιπτώσεις που
µάλλον δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως η ισορροπία µε τον ξενιστή. Από άποψη

57
Πίνακας 3: Αντιπροσωπευτικές χηµικές αναλύσεις εγκλεισµάτων(1) και ενδιαµέσων φάσεων(2) του γρανοδιορίτη της Τήνου
Τ6Β(1) T9Β(1) T12C(1) T13B(1) T49B(1) T55B(1) T71B(1) T100A(1) T12B(2) T45A(2) T68B(2)
SiO2 65.67 68.74 71.04 67.94 67.52 68.77 66.67 69.59 76.15 73.51 74.48
TiO2 0.52 0.53 0.42 0.55 0.51 0.46 0.51 0.52 0.08 0.17 0.11
AI2O3 15.32 15.38 14.28 15.66 15.99 15.79 15.52 14.71 12.86 13.95 13.50
Fe2O3 4.67 2.94 2.39 3.36 3.70 3.10 3.60 2.87 0.53 1.49 1.02
MnO 0.13 0.06 0.04 0.06 0.09 0.06 0.07 0.06 0.01 0.04 0.05
MgO 1.95 1.17 0.89 1.28 1.51 1.20 1.85 1.40 0.17 0.43 0.26
CaO 5.28 3.63 2.34 3.85 4.04 3.81 4.12 3.19 1.03 1.75 1.26
Na2O 3.89 3.44 3.00 3.23 3.71 3.56 3.44 3.13 2.69 3.39 3.47
K2O 1.08 2.71 4.28 2.81 1.61 2.08 3.02 3.53 5.12 4.21 4.54
P2O5 0.14 0.12 0.12 0.12 0.09 0.09 0.11 0.15 0.02 0.004 0.05
LOI 1.00 0.90 0.60 0.80 1.20 1.00 1.00 0.70 0.90 0.60 0.80
TL 99.65 99.62 99.40 99.66 99.97 99.92 99.91 99.84 99.76 99.58 99.52
(ppm)
V 53 33 33 42 49 39 75 49 7 22 14
Cr 30 29 13 9 10 9 21 21 8 7 7
Co 9 7 7 9 8 9 10 11 5 3 4
Ni 13 9 7 8 3 7 8 14 4 2 9
Zn 64 36 41 47 59 44 48 50 7 27 25
Rb 79 160 227 151 126 140 128 194 234 196 287
Sr 291 359 253 350 239 342 592 301 93 260 120
Y 33 15 26 18 21 14 17 23 7 11 11
Zr 203 196 214 201 177 153 147 269 63 79 62
Nb 15 12 14 12 16 9 7 13 6 10 9
Ba 120 428 444 432 193 253 653 497 72 259 115
La 16 45 42 38 23 30 30 45 14 14 9
Ce 55 63 84 67 48 52 47 89 5 33 14
Nd 26 15 31 23 16 17 37 37 - 4 -
Pb 17 22 35 26 26 29 34 38 38 63 72
Th 7 12 20 13 15 14 16 26 21 21 22
U 1 4 5 3 6 5 5 4 5 9 6
- Τα οξείδια των κυρίων στοιχείων δίδονται επί τοις % κατά βάρος (% κ.β.)
- LOI: απώλεια πύρωσης
- TL: Σύνολο επί % κ.β.

58
σύστασης πρόκειται για µαγνησιοκεροστίλβη και ακτινολιθική κεροστίλβη.
Η εµφάνιση παρόµοιας ορυκτολογικής σύστασή µε εκείνη του γρανοδιορίτη–ξενιστή
τους µας οδηγεί στο να τα θεωρήσουµε ότι προήλθαν πιθανότατα από αποχωρισµό
λόγω βαρύτητας συγκεντρώσεων πρωτοσχηµατισθέντων ορυκτών από το µάγµα απ’
το οποίο προήλθαν τόσο αυτά όσο και ο ξενιστής τους.

4.2.1.3. Γρανατιτικός-Βιοτιτικός Λευκογρανίτης

Εντοπίστηκε σε πολύ λίγες θέσεις στα περιθωριακά τµήµατα του γρανοδιορίτη, όπως
(1) στη θέση Ξώµπουργκο όπου είναι σχετικά ογκώδης και δηµιουργεί ένα
δυσπρόσιτο ύψωµα το οποίο και αποτελεί την λεγοµένη "κορυφή" της όλης
εµφάνισης, (2) στη δυτική παρυφή και (3) στην ανατολική παρυφή του γρανοδιορίτη
όπου σε αµφότερες εµφανίζεται µε φλεβοειδή ανάπτυξη.
Πρόκειται για ένα πέτρωµα λεπτόκοκκο και κατά θέσεις αδρόκοκκο µε τεφρόλευκο
έως λευκό χρώµα µε έντονες τις επιδράσεις της αποσάθρωσης. Οι θέσεις όπου γίνεται
αδρόκοκκο αντιστοιχούν στα πιο όξινα τµήµατά του και οι µεγακρύσταλλοι των
Κ–ούχων αστρίων του προσδίδουν πορφυριτικό ιστό.
Μέσα στη µάζα του εντοπίστηκαν απλιτικής και πηγµατιτικής σύστασης θύλακες µε
σαφή την υπεροχή των δεύτερων. Οι απλιτικοί θύλακες έχουν ελλειψοειδές σχήµα µε
ακανόνιστα όρια, το υλικό τους γίνεται πιο λεπτόκοκκο στα όρια µε τον
λευκογρανίτη και αποτελούνται από αστρίους, ιδιόµορφους κρυστάλλους καπνία
χαλαζία και ιδιόµορφους κρυστάλλους γρανάτη και τουρµαλίνη. Οι πηγµατιτικοί
θύλακες είναι συνήθως ελλειψοειδούς σχήµατος, σε µερικές όµως περιπτώσεις
συναντώνται και µε την µορφή φλεβιδίων πάχους ~2–6 cm και αποτελούνται από
αδρόκοκκο καπνία χαλαζία που καταλαµβάνει το κέντρο του θύλακα και
περθιτιωµένους αστρίους που το µέγεθός τους µειώνεται από το κέντρο προς την
περιφέρεια του θύλακα και στην επαφή µε τον ξενιστή γίνονται λεπτόκοκκοι. Σ’ όλη
την έκταση του πετρώµατος υπάρχουν διάσπαρτοι ιδιόµορφοι κρύσταλλοι γρανάτη
και τουρµαλίνη, ενώ υπάρχουν και φλεβίδια µε τουρµαλίνη που η απόθεσή του έγινε
µέσα σε ρωγµές του ήδη στερεοποιηµένου πετρώµατος.
Από την εµβαδοµέτρηση µε την χρήση σηµειοµετρητού 6 λεπτών τοµών προέκυψε
η πραγµατική ορυκτολογική σύσταση: χαλαζίας (31.5–39.1 %), Κ–ούχοι άστριοι

59
60
61
59
Gt
Qz
Pl

Bi

Kfs

Qz

Kfs
Mv
Bi Gt

Pl

Φωτ. 14: Μικροφωτογραφίες ορυκτών του λευκογρανίτη της Τήνου.


Φωτ. 14α (// Nicols) και 15β (+ Nicols): Επαφή γρανάτη–βιοτίτη µέσα στον λευκογρανίτη. Η επαφή δείχνει ότι τα δύο ορυκτά είναι
σε ισορροπία. 14α : Gt: γρανάτης, Bi: βιοτίτης, 14β : Pl: πλαγιόκλαστο µε λαµέλλες πολυδυµίας, Qz: χαλαζίας,
Kfs: καλιούχος άστριος.
Φωτ. 14γ: Γρανιτικός ιστός προς πορφυριτικό (Bi: βιοτίτης, Gt: γρανάτης, Qz: χαλαζίας, Pl: πλαγιόκλαστο, Kfs: καλιούχος άστριος,
Mv: µοσχοβίτης). + Nicols.
Φωτ. 14δ: Μικρολατυποπαγές τεκτονικά καταπονηµένου λευκογρανίτη µε ζωνώδη ιδιόµορφο κρύσταλλο πλαγιοκλάστου που 60
δείχνει έντονη ρωγµάτωση. + Nicols.
Bi

Mv
Gt Bi Mv
Al

Bi
Tu

Tu
Gt

Tu Gt

Φωτ. 15: Μικροφωτογραφίες λευκογρανίτη που δείχνουν τις σχέσεις των ορυκτών γρανάτη µε τουρµαλίνη και βιοτίτη
καθώς και την σχέση βιοτίτη–µοσχοβίτη.
Φωτ. 15α: Αντικατάσταση βιοτίτη (Bi) από µοσχοβίτη (Mv) και σχέση ιστολογικής ισορροπίας γρανάτη (Gt) και βιοτίτη (Bi)
στο λευκογρανίτη της Τήνου. // Nicols.
Φωτ. 15β: Αντικατάσταση πιθανώς ξενοκρυστάλλου (;) αλλανίτη (Al) από τουρµαλίνη (Tu) και βιοτίτη (Bi) ορυκτών του
λευκογρανίτη. // Nicols.
Φωτ. 15γ και 15δ (// Nicols): Ο γρανάτης δείχνει ιστολογική ισορροπία µε τον τουρµαλίνη (σερλ). Gt: γρανάτης, Tu: τουρµαλίνης. 61
62
63
61
Πίνακας 4: Αντιπροσωπευτικές χηµικές αναλύσεις του λευκογρανίτη της Τήνου
Τ 57(3) T 58(3) T 88A(1) T 89A(1) T 90A(1) T 91(1) T 92(1) T 103A(3) T 202A(1) T 205B T 206(2) T 207(1)
SiO2 76.21 75.91 74.76 75.29 73.47 75.00 75.59 75.82 74.56 75.06 75.10 73.33
TiO2 0.05 0.04 0.01 0.02 0.16 0.02 0.02 0.06 0.01 0.09 0.05 0.01
AI2O3 13.25 13.24 13.76 13.56 13.78 13.65 13.59 13.19 13.79 13.42 13.53 14.29
Fe2O3 0.56 0.51 0.69 0.77 1.62 0.81 0.66 0.48 0.79 0.95 0.63 0.69
MnO 0.05 0.06 0.10 0.10 0.08 0.11 0.06 0.11 0.12 0.04 0.28 0.14
MgO 0.05 0.05 0.02 0.05 0.49 0.05 0.02 0.04 0.02 0.19 0.05 0.04
CaO 0.57 0.58 0.78 0.86 1.61 0.81 1.01 0.69 0.81 1.22 0.57 0.32
Na2O 3.89 3.79 4.28 3.98 3.46 4.00 4.09 3.74 4.18 3.38 4.31 3.77
K2O 4.48 4.51 4.40 4.51 4.00 4.30 4.01 4.51 4.39 4.62 4.37 5.66
P2O5 0,01 0 0,01 0,01 0,05 0,01 0,01 0,01 0,01 0,02 0,02 0,01
LOI 0.40 0.70 0.40 0.50 0.80 0.40 0.20 0.20 0.50 0.10 0.20 0.30
TL 99.52 99.39 99.21 99.65 99.52 99.16 99.26 99.85 99.18 99.09 99.11 98.56
(ppm)
V 6 7 4 11 21 6 - 0 4 7 1 5
Cr 5 5 3 10 5 4 8 5 4 3 8 3
Co 1 3 2 2 0 3 - - 3 - - 2
Ni 5 7 8 5 1 6 - - 6 - 1 9
Zn 24 21 23 15 33 47 15 14 50 18 5 113
Rb 357 348 348 340 256 364 299 310 386 278 521 722
Sr 14 12 8 29 151 31 12 9 11 84 17 3
Y 27 26 54 43 31 46 43 33 57 13 81 37
Zr 59 46 64 55 100 45 48 45 49 61 74 28
Nb 31 19 35 33 22 35 34 12 31 13 72 42
Ba 2 26 - 32 290 33 18 16 6 142 45 -
La 11 10 5 11 22 18 11 16 - 14 18 17
Ce 2 6 25 24 29 32 2 1 12 16 25 19
Nd - 1 13 4 10 16 6 7 4 8 16 3
Pb 70 66 76 71 58 59 72 74 79 58 122 64
Th 31 20 19 21 20 27 17 20 23 28 31 13
U 24 11 14 16 12 17 7 3 7 3 9 8
- Τα οξείδια των κυρίων στοιχείων δίδονται επί τοις % κατά βάρος (% κ.β.)
- LOI: απώλεια πύρωσης
- TL: Σύνολο επί % κ.β.
(1) Ξώµπουργο
(2) ∆υτική επαφή µε Γρανοδιορίτη
(3) Ανατολική επαφή µε Γρανοδιορίτη

62
(29.7–48.9 %), πλαγιόκλαστα (14.6–30.4 %), βιοτίτης (0.8–3.5 %), γρανάτης
(0.4–2.1 %) µοσχοβίτης (0.3–2.3 %), τουρµαλίνης (schörl) (0-–2.4 %) και µεταλλικά
(0.1–1.1 %) (Πιν. 1).
Από την προβολή των χηµικών αναλύσεων 18 δειγµάτων του στο διάγραµµα των
STRECKEISEN & LE MAITRE (1979) (Εικ. 5) προκύπτει ότι πρόκειται για γρανίτη.
΄Όπως προκύπτει από τον προηγούµενο πίνακα στην πλειοψηφία των δειγµάτων το
ποσοστό των µαφικών συστατικών του πετρώµατος είναι <5 %, ο χαλαζίας αποτελεί
το 33.1–41.2 % των λευκοκρατικών συστατικών και η αναλογία ορθόκλαστου προς
ολιγόκλαστο-ανδεσίνη υπερβαίνει όχι σε σηµαντικό βαθµό στα µη πορφυριτικού
ιστού δείγµατα το όριο και είναι 49.4:50.6–58.7:41.3 γεγονός που µας οδηγεί στο
συµπέρασµα ότι πρόκειται για ένα λευκογρανίτη όπως αυτός ορίστηκε από τον
JOHANSEN (1932)*.
Στους λευκογρανίτες το πιο συνηθισµένο µαφικό ορυκτό είναι ο βιοτίτης και µαζί µε
τον µοσχοβίτη και τον γρανάτη επικρατούν µε την αύξηση της υπεραργιλικότητας. Η
διαφορά τους από τους "κανονικούς" γρανίτες οφείλεται στην έλλειψη των µαφικών
φάσεων, ενώ από τους αλασκίτες στο ότι έχουν πλαγιόκλαστο σύστασης
ολιγόκλαστου ή ανδεσίνη. Εξαιτίας λοιπόν των ορυκτολογικών διαφορών τους
συγκρινόµενοι µε τους "κανονικούς" γρανίτες δείχνουν τάσεις αύξησης των
ποσοστών του πυριτίου και των αλκαλίων και µείωσης των αντίστοιχων των
ασβεστίου, σιδήρου και µαγνησίου.
Από την µικροσκοπική µελέτη των λεπτών τοµών του πετρώµατος προκύπτουν τα
ακόλουθα συµπεράσµατα όσον αφορά τα διάφορα ορυκτά που το αποτελούν:
Χαλαζίας: Απαντάται είτε µε τη µορφή ποικίλου µεγέθους αλλοτριόµορφων
κρυστάλλων που δείχνουν κυµατοειδή κατάσβεση είτε σχηµατίζοντας λεπτόκοκκα
συσσωµατώµατα.
Κ-ούχοι άστριοι: Απαντώνται µε τη µορφή µικρών έως µετρίου µεγέθους
αλλοτριόµορφων κρυστάλλων οι οποίοι τοπικά εξελίσσονται σε µεγακρυστάλλους.
Συχνά είναι περθιτιωµένοι µε πιο συνηθισµένους τύπους περθιτών τους νηµατώδεις
και τους ταινιωτούς, δείχνουν και ασθενή κυµατοειδή κατάσβεση ενώ επίσης µπορεί
----------------------
*Ο ερευνητής αυτός όρισε ως λευκογρανίτη ένα πέτρωµα που περιέχει <5 % µαφικά
ορυκτά, αρκετό χαλαζία έτσι ώστε αυτός να αποτελεί το 5-50 % της αναλογίας των
λευκοκρατικών συστατικών και να έχει αναλογία ορθόκλαστου προς ολιγόκλαστο-
ανδεσίνη από 5:95-50:50

63
να εγκλείουν γωνιώδεις ή αποστρογγυλωµένους κόκκους χαλαζία, µικρού µεγέθους
υπιδιόµορφα πολύδυµα πλαγιόκλαστα, µικρούς κρυστάλλους βιοτίτη. Η σύστασή
τους είναι Or82-98Ab2-17An0-1 και διαπιστώθηκε ότι αρκετά σπάνια µπορεί ο ίδιος
ο κρύσταλλος να υποστεί τοπικά µετατροπή σε µικροκλινή (κιγκλιδωτή πολυδυµία).
Πλαγιόκλαστα: Απαντώνται µε µικρούς µέχρι µετρίου µεγέθους υπιδιόµορφους έως
ξενόµορφους κρυστάλλους, χωρίς όµως να λείπουν και οι µεγαλυτέρων διαστάσεων.
Είναι πολύδυµα µε τον αλβιτικό νόµο να επικρατεί ενώ πολύ πιο σπάνια συναντάται
ο περικλινικός, το δε πάχος των λαµελλών είναι ποικίλο. Η εµφανιζόµενη ζώνωση
είναι κατά κανόνα κανονική, ενώ η παρουσία των µυρµηκιτικών συµφύσεων είναι
αρκετά συχνή. Η σύσταση των πυρήνων είναι An4-18Ab80-95Or1-2 των δε περιφερειών
An2-11Ab82-97Or1-2.
Βιοτίτης: Απαντάται είτε σε συσσωµατώµατα είτε µε µικρούς µέχρι µετρίου µεγέθους
υπιδιόµορφους ή ξενόµορφους κρυστάλλους µε τη µορφή φυλλαρίων ή πρισµάτων µε
διαβρωµένα περιθώρια. Εµφανίζει ασθενή κυµατοειδή κατάσβεση και έντονο
πλεοχροϊσµό: nα=αχυροκίτρινο, nβ=nγ=ελαιοπράσινο, πρασινοκάστανο, καστανό.
Περιέχει εγκλείσµατα ζιρκονίου µε έντονο πλεοχροϊσµό και µεταλλικά ορυκτά.
Γρανάτης: Εµφανίζεται µε µικρούς µέχρι µετρίου µεγέθους κρυστάλλους µε ανοιχτό
ροζ χρώµα. Οι µεγαλύτεροι είναι ιδιόµορφοι συνήθως µε ρωγµές και µερικές φορές
δείχνουν σχήµα ατόλλης, ενώ οι µικρότεροι είναι κάπως πιο στρογγυλωµένοι. Τα
εγκλείσµατα είναι αρκετά σπάνια και αντιπροσωπεύονται συνήθως από µεταλλικά
ορυκτά. Οι επαφές του µε τον βιοτίτη δεν δείχνουν εικόνα αντίδρασης γεγονός που
µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι τα δύο αυτά ορυκτά πρέπει να είναι συγγενετικά
προερχόµενα από το ίδιο τήγµα (ALLAN & CLARK 1981). Από την µικροανάλυση
προκύπτει ότι ο πυρήνας έχει σύσταση: Al26-44Sp44-71Ad2-5Gr0-7Py0-3 και η περιφέρεια:
Al30-48Sp43-67Ad1-5Gr0-5Py1-2 και διαπιστώνεται απ’ αυτές ότι είναι πλούσιοι στα µόρια
του αλµανδίνη και του σπεσσαρτίνη.
Μοσχοβίτης: Απαντάται µε πολύ µικρού µεγέθους κρυστάλλους είτε περιοριζόµενος
στις ρωγµές των αστρίων (δευτερογενής κατά MILLER et al 1981) είτε ελεύθερος αν
και στην περίπτωση αυτή µπορεί να είναι κάπως µεγαλύτεροι υπιδιόµορφοι και
πρισµατικοί µε διαβρωµένα περιθώρια (πρωτογενής κατά MILLER et al 1981). Οι
κρύσταλλοι που ανήκουν στην τελευταία περίπτωση δείχνουν κυµατοειδή κατάσβεση
και έναν πολύ ασθενή πλεοχροϊσµό: nα=άχρους, nβ=nγ=πολύ ασθενές πρασινωπό και
συνδέονται ως επί το πλείστον µε τον βιοτίτη. Τα δύο ορυκτά είτε έχουν ακανόνιστη
επαφή είτε εντός των κρυστάλλων του µοσχοβίτη υπάρχουν υπολείµµατα βιοτίτη

64
παρατηρήσεις που µας αποκαλύπτουν ότι αυτός πρέπει να είναι προϊόν της
αντίδρασης: βιοτίτης + τήγµα → Κ–ούχος άστριος + µοσχοβίτης
Τουρµαλίνης: Εµφανίζεται µε τη µορφή µικρών µέχρι µετρίου µεγέθους
αλλοτριόµορφων ή υπιδιόµορφων πρισµατικών κρυστάλλων µε διαβρωµένα
περιθώρια και έντονο πλεοχροϊσµό µε χρώµα κυανό έως κυανόµαυρο και
ροδοκάστανο έως µαυροκάστανο. Αρκετά συχνά οι κρύσταλλοί του εµφανίζονται
οπτικά ζωνώδεις εξαιτίας της µη οµοιογένειας του χρώµατος που εµφανίζεται κατά
κηλίδες ανοικτότερο και σκουρότερο. Πρόκειται για την ποικιλία schörl (Πιν. 14).

4.2.1.4. Απλίτες

Αντιπροσωπεύονται κυρίως από φλέβες ποικίλου προσανατολισµού που διασχίζουν


τόσο τον γρανοδιορίτη όσο και τον λετκογρανίτη διεισδύοντας και στους γειτονικούς
τους µεταµορφίτες. Πρόκειται για πετρώµατα λεπτόκοκκα, σχετικά συµπαγή,
απλιτικού ιστού και χρώµατος λευκού που σε αρκετές περιπτώσεις λαµβάνει ένα
ασθενή ρόδινο τόνο. Το πάχος τους είναι µικρό κυµαινόµενο από µερικά cm µέχρι
∼20 cm ενώ τις περισσότερες φορές δεν συνεχείς κατά µήκος αλλά εµφανίζονται
µετατοπισµένες κάθετα στην επιµήκυνσή τους (boudinage). Είναι πετρώµατα
ανθεκτικά στην αποσάθρωση (εξαιτίας του ιστού τους) και γι΄ αυτό συχνά
διακρίνονται µε ευχέρεια καθόσον προεξέχουν του αποσαθρωµένου ξενιστή τους.
Από την εµβαδοµέτρηση µε την χρησιµοποίηση σηµειοµετρητού, 2 λεπτών
τοµών προέκυψε ότι η πραγµατική ορυκτολογική τους σύσταση είναι:
χαλαζίας (56.3–58.4 %), Κ–ούχοι άστριοι (28.3–33.9 %) µε σύσταση Or92Ab8An0,
πλαγιόκλαστα (7.7–10.3 %) µε σύσταση An11-14, βιοτίτης (0.9–1.4 %) και συνοδά
(1.2–1.6 %) (Πιν. 1).

65
Πίνακας 5: Αντιπροσωπευτικές χηµικές αναλύσεις απλιτών
Τ 28Β(1) T 31Β(1) T 46Β(1) T 61Β(1) T 94Β(2) T Ζ7Α(3)
SiO2 76.20 75.67 75.76 76.01 76.39 75.64
TiO2 0.04 0.04 0.04 0.06 0.05 0.04
AI2O3 13.07 13.38 13.21 13.35 12.98 13.46
Fe2O3 0.20 0.22 0.53 0.65 0.41 0.54
MnO 0.0 0.0 0.01 0.0 0.03 0.02
MgO 0.03 0.05 0.04 0.11 0.07 0.07
CaO 0.84 1.06 0.78 0.51 0.93 0.40
Na2O 3.41 3.06 3.53 3.36 3.50 4.89
K2O 5.17 5.58 5.15 4.74 4.75 3.56
P2O5 0.01 0.0 0.01 0.0 0.02 0.02
LOI 0.50 0.40 0.50 0.90 0.05 0.10
TL 99.47 99.46 99.56 99.69 99.18 98.74
(ppm)
V 9 7 7 13 4 -
Cr 8 6 5 6 - -
Co 3 3 3 1 - 1
Ni 4 4 5 5 - -
Zn 4 4 16 7 9 36
Rb 302 268 311 237 320 593
Sr 24 65 20 79 37 21
Y 8 2 12 6 24 20
Zr 70 22 105 61 27 26
Nb 15 1 11 10 22 92
Ba 18 22 13 110 48 65
La 10 6 17 10 10 13
Ce - 10 9 14 10 50
Nd - 4 3 2 11 27
Pb 54 52 76 51 76 74
Th 22 16 42 17 16 16
U 5 6 12 4 3 2
- Τα οξείδια των κυρίων στοιχείων δίδονται επί τοις % κατά βάρος (% κ.β.)
- LOI: απώλεια πύρωσης
- TL: Σύνολο επί % κ.β.
(1) Απλίτες που διεισδύουν µέσα στον Γρανοδιορίτη
(2) Απλίτες που διεισδύουν µέσα σε Λευκογρανίτη
(3) Απλιτική φλέβα τέµνουσα κυανοσχιστολίθους κοντά στη δυτική επαφή του πλουτωνίτη

66
Εικόνα 6: Γεωλογικός χάρτης της εµφάνισης του πλουτωνίτη (γρανοδιορίτη και λευκογρανίτη) της νήσου
Τήνου και των σχετιζόµενων µε αυτούς σχηµατισµών skarn εντός των οποίων εντοπίστηκε η
µεταλλοφορία του σεελίτη.

67
4.3. ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Τα "γρανιτικής" σύστασης πετρώµατα της νήσου Τήνου εµφανίζονται στο


βορειοανατολικό τµήµα της σχηµατίζοντας ένα περίπου ισοσκελές ανεστραµµένο
τρίγωνο του οποίου ο µεγαλύτερος άξονας (ύψος) έχει διεύθυνση ΒΑ–Ν∆. Η
διείσδυσή τους έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του µέσου Μειοκαίνου κυρίως µέσα
στα πετρώµατα της ενότητας των κυανοσχιστολίθων (κατώτερη ενότητα) και µόνο σε
µία θέση έρχονται σε επαφή µε τα πετρώµατα της ανώτερης ενότητας (κόλπος
Λειβάδας) προκαλώντας µεταµόρφωση επαφής (ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980, ALTHERR et al
1982). Η εµφάνιση αποτελείται από δύο ευδιάκριτες τόσο από άποψη διαστάσεων
όσο και από άποψη σύστασης διεισδύσεις από τις οποίες η παλαιότερη
αντιπροσωπεύεται από ένα Bi–Hb γρανοδιορίτη που αποτελεί το κυρίως σώµα της
εµφάνισης και µία λίγο νεώτερη που αντιπροσωπεύεται από ένα Bi–Gt λευκογρανίτη
που εντοπίζεται σποραδικά στα περιθώρια του προηγούµενου µε την µορφή σωµάτων
αρκετά µικρών διαστάσεων από τα οποία το πιο αξιόλογο από άποψη διαστάσεων
εµφανίζεται στην κορυφή της "τριγωνικής" διείσδυσης (ύψωµα Ξώµπουργκο).
Η έρευνα έχει αποδείξει ότι η τεκτονική στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου
–ιδιαίτερα αυτή που σχετίζεται µε τον ανώτερο φλοιό– επηρέασε σε σηµαντικό
βαθµό την τοποθέτηση και εξέλιξη των πλουτωνιτών. Από την υπαίθρια παρατήρηση
διαπιστώθηκε ότι αφενός µεν η κύρια µάζα του πλουτωνίτη τέµνεται και
µετατοπίζεται σ’ ολόκληρη σχεδόν την έκτασή της από ρηξιγενείς δοµές αφετέρου
ότι υπάρχουν διαφορετικά τεκτονικά χαρακτηριστικά µεταξύ των δύο περιθωρίων του
πλουτωνίτη (αριστερό και δεξιό). Η κύρια µάζα της "τριγωνικού" σχήµατος
εµφάνισης του γρανοδιορίτη δείχνει µια προοδευτικά αυξανόµενη παραµόρφωση από
την κορυφή προς τη βάση του που διαπιστώνεται από τον προσανατολισµό των
κρυστάλλων των φεµικών συστατικών, των πορφυροκρυστάλλων των αστρίων και
των κορδελών (ταινιών) του ανακρυσταλλωµένου χαλαζία. Στο αριστερό περιθώριο
και παράλληλα προς την επαφή µε την ενότητα των κυανοσχιστολίθων αναπτύσσεται
µέσα στο γρανοδιορίτη µια εξαιρετικά τεκτονισµένη ζώνη πάχους ~1 Km. Αντίθετα
στο δεξιό περιθώριο δεν διαπιστώθηκε τόσο έντονη παραµόρφωση, εντούτοις στην
επαφή µε την ανώτερη ενότητα (κόλπος Λειβάδας) διαπιστώθηκε η ύπαρξη
ξενολίθων µέσα στα περιθωριακά τµήµατα της µάζας του που είναι παράλληλα
τοποθετηµένοι προς την επαφή.
Για την διερεύνηση των δοµικών χαρακτηριστικών του πλουτωνίτη της Τήνου

68
προβλήθηκαν σε δίκτυα SCHMIDT οι πόλοι των επιπέδων αρκετών ρηγµάτων,
ψευδοταχυλίθων, απλιτικών φλεβών και διακλάσεων οι οποίοι στη συνέχεια
χρησιµοποιήθηκαν στατιστικά για την εξαγωγή των αναγκαίων συµπερασµάτων.
Οι εικόνες 7α και 7β αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα τις προβολές των επιπέδων 36
µετρηθέντων ρηγµάτων από τον γρανοδιορίτη και την στατιστική επεξεργασία τους
και προκύπτει ότι η διεύθυνση της κλίσης τους είναι Β∆–ΝΑ µε τα περισσότερα
(~63%) να κλίνουν προς τα ΒΑ η δε τιµή της είναι σχετικά µεγάλη (~ 80ο). Επάνω σε
18 από τα ρηξιγενή αυτά επίπεδα αναγνωρίστηκε η ύπαρξη κρυσταλλικής γράµµωσης
η οποία σε συνδυασµένη προβολή µε αυτά (Εικ. 7γ) µας αποκαλύπτει ότι τα
περισσότερα είτε είναι οριζόντια είτε είναι πλαγιοκανονικά κυρίως αριστερόστροφου
χαρακτήρα, υπάρχουν όµως και µερικά δεξιόστροφου.
Τόσο στα περιθωριακά τµήµατα όσο και στην κύρια µάζα του γρανοδιορίτη
εµφανίζονται αρκετά συχνά ψευδοταχυλίτες, οι οποίοι όµως σπάνια παρατηρούνται
µέσα στα πετρώµατα του άµεσου γεωλογικού πλαισίου του. Οι ψευδοταχυλίτες
αντιπροσωπεύουν τα µαύρου χρώµατος σκληρά πετρώµατα που αναπτύσσονται ως
µικρές φλέβες πάχους <1 cm µέσα στα επίπεδα των ρηγµάτων εξαιτίας της τοπικής
τήξης του πετρώµατος λόγω της θερµότητας που εκλύεται από την τριβή των δύο
ρηξιγενών τεµαχών σε συνθήκες µεταβατικές από πλαστικές προς θραυσιγενείς.
Επειδή εντοπίζονται σε κατακλαστικές ζώνες συνοδεύοντας τους κατακλασίτες ο
SIBSON (1975) θεωρεί ότι σχηµατίζονται σε βάθη ~ 14–6 Km. Από την προβολή των
επιπέδων 80 µετρηθέντων ψευδοταχύλιθων (Εικ. 8α) και την στατιστική επεξεργασία
τους (Εικ.. 8β) προκύπτει ότι η διεύθυνσή της κλίσης τους είναι Β∆–ΝΑ µε τα
περισσότερα (~20%) από αυτά να κλίνουν προς τα ΒΑ ενώ υπάρχουν και άλλα που
κλίνουν προς τα Ν∆ η δε τιµή της είναι σχετικά µεγάλη (~80ο). Επάνω σε 16 από τα
επίπεδα αυτά των ψευδοταχυλιτών αναγνωρίστηκε η ύπαρξη κρυσταλλικής
γράµµωσης η οποία σε συνδυασµένη προβολή µε αυτά (Εικ.. 8γ) µας αποκαλύπτει
ότι οι περισσότερες αντιπροσωπεύουν κανονικά dip slip ρήγµατα µε Β∆–ΝΑ
διεύθυνση κλίσης που στην πλειοψηφία τους κλίνουν προς τα Ν∆ µε σχετικά
ενδιάµεση τιµή (~40ο), ενώ υπάρχουν και τέσσερα οριζόντιας µετατόπισης
αριστερόστροφου χαρακτήρα.
Τα τελευταία στάδια της µαγµατικής δραστηριότητας στην περιοχή συνδέονται µε
την ύπαρξη των πολυάριθµων και ποικίλου πάχους απλιτικών φλεβών που όπως
φαίνεται από τις παρατηρήσεις υπαίθρου διεισδύουν σε προϋπάρχουσες ρηξιγενείς
επιφάνειες τόσο του πλουτωνίτη όσο και των περιβαλλόντων πετρωµάτων. Από

69
την προβολή των επιπέδων (Εικ. 9α) 24 απλιτικών φλεβών που διασχίζουν τον
πλουτωνίτη και την στατιστική επεξεργασία τους (Εικ. 9β) προκύπτει η ύπαρξη δύο
διευθύνσεων. Οι περισσότερες µετρήσεις καθορίζουν µια διεύθυνση κλίσης Β∆–ΝΑ
µε την πλειoψηφία (~17 %) να κλίνει προς τα Ν∆ µε τιµή που προσεγγίζει την
κατακόρυφο, ενώ οι υπόλοιπες έχουν διεύθυνση κλίσης Β–Ν, κλίνουν προς ∆ µε
µικρές έως ενδιάµεσες τιµές.
Οι διακλάσεις που αναπτύσσονται τόσο στο γρανοδιορίτη όσο και το λευκογρανίτη
είναι πολυάριθµες. Προβάλλοντας τα επίπεδα (Εικ. 10α) 23 διακλάσεων από το
γρανοδιορίτη και κατόπιν στατιστικής επεξεργασίας τους (Εικ.10β) προκύπτει η
ύπαρξη δύο διευθύνσεων κλίσης των επιπέδων που σχηµατίζουν µεταξύ τους γωνία
~30ο. Η µία απ’ αυτές εµφανίζεται µε διεύθυνση κλίσης ΒΒ∆–ΝΝΑ µε την
πλειoψηφία (~22 %) να κλίνει προς τα ΒΑ µε τιµή που σχεδόν πλησιάζει την
κατακόρυφη, η δε άλλη µε διεύθυνση κλίσης ∆Β∆–ΑΝΑ µε τις περισσότερες
(~16 %) να κλίνουν προς τα Ν∆ µε τιµή που επίσης πλησιάζει σχεδόν την
κατακόρυφη. Οι µετρήσεις των διακλάσεων του λευκογρανίτη αφορούν την εµφάνιση
του Ξώµπουργκου και των γύρω απ’ αυτό εµφανίσεων. Η προβολή των επιπέδων
(Εικ.. 11α) 20 τέτοιων διακλάσεων και η στατιστική επεξεργασία τους (Εικ. 11β)
αποκάλυψε την ύπαρξη δύο διευθύνσεων κλίσης των επιπέδων που είναι σχεδόν
κάθετες µεταξύ τους. Απ’ αυτές η µια έχει διεύθυνση κλίσης Β∆-ΝΑ µε κλίση των
πιο πολλών (~ 30 %) προς τα ΒΑ µε τιµή σχετικά µεγάλη (~ 80ο), η δε άλλη µε
διεύθυνση κλίσης ΒΑ–Ν∆ µε τις περισσότερες (~ 10 %) να κλίνουν προς τα Β∆ µε
τιµή επίσης σχετικά µεγάλη (~ 80ο).
Οι BORONKAY & DOUTSOS (1994) και ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ (1995) στις εργασίες τους
που αφορούσαν την γεωτεκτονική εξέλιξη των νήσων των Κυκλάδων µελέτησαν µε
µεγαλύτερη λεπτοµέρεια τον πλουτωνίτη της Τήνου όσον αφορά την γεωτεκτονική
του εξέλιξή και υπολόγισαν ότι το καθεστώς του stress µεταβάλλεται από µια
επικρατούσα στην αρχή strike–slip συµπίεση µε οριζόντιους άξονες τους σ1
(ΒΒ∆–ΝΝΑ διεύθυνσης) και σ3 (ΑΒΑ–∆Ν∆ διεύθυνσης) σε διαγώνιο εφελκυσµό µε
τους άξονες σ1 και σ2 κεκλιµένους και οριζόντιο τον σ3 (ΒΑ–Ν∆ διεύθυνσης). Οι
ερευνητές αυτοί καταλήγοντας θεωρούν ότι ο πλουτωνίτης της Τήνου είναι
συντεκτονικός και τοποθετήθηκε στο πλαίσιο µιας strike-slip συµπίεσης κατά µήκος
µιας ρηξιγενούς ζώνης µε διεύθυνση ΒΑ-Ν∆ και αριστερόστροφο χαρακτήρα
κίνησης που λειτούργησε διαδοχικά κάτω από πλαστικές, πλαστικές–θραυσιγενείς
και θραυσιγενείς συνθήκες.

70
Εικόνα 7α: Προβολή στο δίκτυο SCHMIDT
των πόλων των επιπέδων 36 ρηγµάτων από
τον γρανοδιορίτη της Τήνου.

Εικόνα 7β: Στατιστική επεξεργασία των


πόλων των επιπέδων των 36 ρηγµάτων της
εικόνας 7α. Ισοπληθείς καµπύλες: ελάχιστη
2.4 % και µέγιστη 19.4 %.

Εικόνα 7γ: Προβολή στο δίκτυο SCHMIDT


των πόλων των επιπέδων 18 ρηγµάτων και
των περιεχόµενων σε αυτά αντίστοιχων
γραµµώσεων από τον γρανοδιορίτη της
Τήνου.

71
Εικόνα 8α: Προβολή στο δίκτυο SCHMIDT
των πόλων των επιπέδων 80 ψευδοταχυλιτών
από τον γρανοδιορίτη της Τήνου.

Εικόνα 8β: Στατιστική επεξεργασία των πόλων


των επιπέδων των 80 ψευδοταχυλιτών της
εικόνας 8α. Ισοπληθείς καµπύλες: ελάχιστη
2.5 % και µέγιστη 20.0 %.

Εικόνα 8γ: Προβολή στο δίκτυο SCHMIDT


των πόλων των επιπέδων 16 ψευδοταχυλιτών
και των περιεχόµενων σε αυτά αντίστοιχων
γραµµώσεων από τον γρανοδιορίτη της Τήνου.

72
Εικόνα 9α: Προβολή στο δίκτυο
SCHMIDT των πόλων των επιπέδων
Εικόνα 1 24 απλιτικών φλεβών από τον
γρανοδιορίτη της Τήνου.

Εικόνα 9β: Στατιστική επεξεργασία


των πόλων των επιπέδων των
24 απλιτικών φλεβών της εικόνας 9α.
Ισοπληθείς καµπύλες: ελάχιστη 2.4 %
και µέγιστη 16.7 %.

73
Εικόνα 10α: Προβολή στο δίκτυο
SCHMIDT των πόλων των επιπέδων 23
διακλάσεων από τον γρανοδιορίτη της
Τήνου.

Εικόνα 10β: Στατιστική επεξεργασία


των πόλων των επιπέδων των 23
διακλάσεων της εικόνας 10α.
Ισοπληθείς καµπύλες: ελάχιστη 3.1 %
και µέγιστη 21.7 %.

74
Εικόνα 11α: Προβολή στο δίκτυο
SCHMIDT των πόλων των επιπέδων 20
διακλάσεων από τον λευκογρανίτη της

Εικόνα 2 Τήνου (Ξώµπουργκο και πέριξ αυτού


περιοχή).

Εικόνα 11β: Στατιστική επεξεργασία


των πόλων των επιπέδων των 20
διακλάσεων της εικόνας 11α. Ισοπληθείς
καµπύλες: ελάχιστη 5.0 % και µέγιστη
30.0 %.

75
4.4. Ο Ρ Υ Κ Τ Ο Χ Η Μ Ε Ι Α

4.4.1. ΓΕΝΙΚΑ

Ο προσδιορισµός της χηµικής σύστασης των κύριων ορυκτών φάσεων που δοµούν
τους διάφορους πετρολογικούς τύπους του πλουτωνίτη της Τήνου πραγµατοποιήθηκε
στο Microprobe Laboratory του Πανεπιστηµίου McGill. Η ανάλυση των ορυκτών
αφορούσε τα κύρια στοιχεία τους και σε µερικές περιπτώσεις το φθόριο και το
χλώριο και οι συνθήκες λειτουργίας κάτω από τις οποίες διεξήχθη ήταν
επιταχυνόµενη τάση 15 ΚV και ένταση ρεύµατος 7 nA. Για τον σκοπό αυτό
χρησιµοποιήθηκαν επανθρακωµένες λεπτές στιλπνές τοµές δειγµάτων πετρωµάτων
και µικροαναλυτής τύπου Cameca εφοδιασµένος µε ηλεκτρονικό µικροσκόπιο µε
οπίσθια σκεδαζόµενη εικόνα τύπου JEOL, φασµατόµετρο διάχυσης ενέργειας (EDS)
και λογισµικά συστήµατα επεξεργασίας της ποσοτικής ανάλυσης και διορθώσεων
ZAF.

4.4.2. ΑΣΤΡΙΟΙ

Η οµάδα των αστρίων ανήκει στην κατηγορία των λευκοκρατικών ορυκτών και
διακρίνεται σε δύο µεγάλες υποοµάδες: τους Κ–ούχους αστρίους και τα
πλαγιόκλαστα. Η εµφάνιση των αντιπροσώπων της εντοπίστηκε σ’ όλους τους
πετρογραφικούς τύπους του µαγµατικού σώµατος τόσο δηλαδή στον γρανοδιορίτη
και στα εντός αυτού περιεχόµενα φεµικά εγκλείσµατα όσο και στον λευκογρανίτη και
τις απλιτικές φλέβες. Η στοιχειοµετρία τους υπολογίστηκε σύµφωνα µε τον γενικό
τύπο ΧΖ4Ο8 όπου: Χ= Κ, Νa, Ca, Ba, Fe, Mg και Ζ= Si, Al και µε βάση τα 8 (Ο).

4.4.2.1 ΑΛΚΑΛΙΚΟΙ ΑΣΤΡΙΟΙ

Αντιπροσωπεύονται από την ποικιλία του ορθοκλάστου ενώ είναι χαρακτηριστική


και η παρουσία µεγακρυστάλλων. Η σύστασή τους στον γρανοδιορίτη είναι
Or95.5-84.4Ab15.6-4.5An0.5-0.0, στα εγκλείσµατα Or90.1-86.7Ab13.1-9.9An0.3-0.0, στον

76
77
Πίνακας 6: Αντιπροσωπευτικές χηµικές αναλύσεις καλιούχων αστρίων από τον πλουτωνίτη της Τήνου
Τ 23/1(1) Τ 23/2(1) Τ 45A/1(2) Τ 45A/2(2) Τ 46B(5) Τ 58/1(4) Τ 81/1(1) Τ 81/2(1) Τ 81/3(1) Τ 91/3(4)

SiO2 65.62 64.81 64.30 65.02 65.04 64.64 64.57 63.68 64.57 65.05
AI2O3 17.23 17.60 17.86 18.07 17.46 18.11 17.93 18.88 17.96 17.37
FeO - - 0.06 0.06 - 0.05 - - - -
MgO - - 0.03 0.00 - 0.00 - - - -
BaO - - - - - 0.00 - - - -
CaO 0.00 0.00 0.04 0.02 0.00 0.00 0.04 0.00 0.00 0.00
Na2O 0.51 0.83 0.69 0.56 0.94 0.75 1.31 1.80 1.64 0.41
K2O 16.37 15.98 15.10 15.42 15.64 16.96 15.08 14.75 14.91 16.44
TL 99.73 99.22 98.08 99.15 99.08 100.52 98.93 99.11 99.08 99.27
Αριθµός ιόντων µε βάση 8 άτοµα οξυγόνου
Si 3.041 3.019 3.015 3.016 3.028 2.991 3.007 2.964 3.003 3.031
Al 0.940 0.966 0.986 0.987 0.957 0.987 0.983 1.035 0.984 0.953
3.981 3.985 4.001 4.003 3.985 3.978 3.990 3.999 3.987 3.984
Fe2+ - - 0.002 0.002 - 0.002 - - - -
Mg - - 0.002 0.000 - 0.000 - - - -
Ba - - - - - 0.000 - - - -
Ca 0.000 0.000 0.002 0.001 0.000 0.000 0.002 0.000 0.000 0.000
Na 0.046 0.075 0.063 0.050 0.085 0.067 0.118 0.162 0.148 0.037
K 0.968 0.950 0.903 0.913 0.929 1.001 0.896 0.876 0.885 0.977
1.014 1.025 0.972 0.966 1.014 1.070 1.016 1.038 1.033 1.014
An 0.00 0.00 0.21 0.10 0.00 0.00 0.20 0.00 0.00 0.00
Ab 4.54 7.32 6.51 5.19 8.38 6.27 11.61 15.61 14.33 3.65
Or 95.46 92.68 93.28 64.71 91.62 93.73 88.19 84.39 85.67 96.35

- Τα οξείδια των κυρίων στοιχείων δίδονται επί τοις % κατά βάρος (% κ.β.)
- TL: Σύνολο επί % κ.β.
(1) γρανοδιορίτης
(2) ενδιάµεσες φάσεις
(3) εγκλείσµατα
(4) λευκογρανίτης
(5) απλίτες

77
Πίνακας 6 (συνέχεια)
Τ 91/2(4) Τ 91/3(4) Τ 100A/1(3) Τ 100A/2(3) Τ 104/1(1) Τ 104/2(1) Τ 206/1(4) Τ 206/2(4) Τ 206/3(4)

SiO2 62.71 65.53 65.75 65.49 65.47 65.28 64.37 64.90 64.58
AI2O3 18.13 18.40 17.59 17.74 17.87 17.53 18.31 18.28 18.38
FeO - - - - - - 0.00 0.03 0.04
MgO - - - - - - 0.02 0.00 0.00
BaO - - - - - - 0.14 0.00 0.00
CaO 0.15 0.25 0.06 0.00 0.10 0.00 0.05 0.01 0.00
Na2O 2.04 1.25 1.45 1.09 1.48 0.96 1.13 0.87 2.07
K2O 16.08 15.79 14.75 15.07 15.00 016.29 16.13 16.48 14.67
TL 99.11 99.22 99.60 99.39 99.92 100.06 100.15 100.57 99.74
Αριθµός ιόντων µε βάση 8 άτοµα οξυγόνου
Si 2.953 2.970 3.032 3.028 3.016 3.021 2.983 2.992 2.985
Al 1.005 1.013 0.955 0.966 0.970 0.955 0.999 0.993 1.001
3.958 3.983 3.987 3.994 3.986 3.976 3.982 3.985 3.986
2+
Fe - - - - - - 0.000 0.001 0.002
Mg - - - - - - 0.001 0.000 0.000
Ba - - - - - - 0.003 0.000 0.000
Ca 0.008 0.013 0.003 0.000 0.005 0.000 0.002 0.000 0.000
Na 0.186 0.113 0.130 0.098 0.132 0.086 0.102 0.078 0.186
K 0.966 0.942 0.868 0.889 0.882 0.962 0.954 0.969 0.865
1.160 1.068 1.001 0.987 1.019 1.048 1.062 1.048 1.053
An 0.69 1.22 0.30 0.00 0.49 0.00 0.19 0.00 0.00
Ab 16.03 10.58 12.99 9.993 12.95 8.21 9.64 7.45 17.70
Or 83.28 88.20 86.71 90.07 86.56 91.79 90.17 92.55 82.30

- Τα οξείδια των κυρίων στοιχείων δίδονται επί τοις % κατά βάρος (% κ.β.)
- TL: Σύνολο επί % κ.β.
(1) γρανοδιορίτης
(2) ενδιάµεσες φάσεις
(3) εγκλείσµατα
(4) λευκογρανίτης
(5) απλίτες
78
λευκογρανίτη Or98.1-82.3Ab17.7-1.9An1.2-0.0 και στις απλιτικές φλέβες
Or91.7-91.6Ab8.4-8.3An0.0 (Εικ.. 12α, β, γ, δ, ε). Ας σηµειωθεί ότι όσες φορές
προσδιορίστηκε η περιεκτικότητα του Ba και του Ca σχεδόν πάντοτε το Ba υπερίσχυε
του Ca και αυτό µάλλον οφείλεται στο ότι η αντικατάσταση του K από Ba γίνεται
πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι του K από Ca λόγω του παραπλήσιου µεγέθους των
ιοντικών ακτίνων Κ και Ba. Από την εικόνα 12δ φαίνεται κάποιος διαφορισµός των
δειγµάτων του λευκογρανίτη που αποκαλύπτεται από τις επιµέρους χηµικές
αναλύσεις. Έτσι τα δείγµατα του Ξώµπουργκου έχουν κατά µέσο όρο
Or96.1Ab3.6An0.3, της περιοχής ανάµεσα στο Ξώµπουργκο και τον γρανοδιορίτη
Or90.1Ab9.9An0.0 ενώ στις δύο εµφανίσεις στα περιθώρια του γρανοδιορίτη έχουν στην
µεν δεξιά πλευρά Or96.1Ab3.8A0.1 (Λειβάδα) στην δε αριστερή Or88.3Ab11.6An0.1
(Βόλαξ).

Or Or
Or Or

Ab An Ab An

Ab An Ab An

Εικόνα 12α: Προβολή των συστάσεων των αναλυθέντων αλκαλικών αστρίων από
τον γρανοδιορίτη (●) της Τήνου.
Εικόνα 12β: Προβολή των συστάσεων των αναλυθέντων αλκαλικών αστρίων από τις
ενδιάµεσες φάσεις (X) του γρανοδιορίτη της Τήνου.

79
Or Or
Or Or

Ab An Ab An

Ab An Ab An

Εικόνα 12γ: Προβολή των συστάσεων των αναλυθέντων αλκαλικών αστρίων από τα
εγκλείσµατα (■) που περιέχονται στον γρανοδιορίτη της Τήνου.
Εικόνα 12δ: Προβολή των συστάσεων των αναλυθέντων αλκαλικών αστρίων από
τον λευκογρανίτη (♦) της Τήνου.

Or
Or

Ab An

Ab An

Εικόνα 12ε: Προβολή των συστάσεων των αναλυθέντων αλκαλικών αστρίων από τις
απλιτικές φλέβες (▲) του πλουτωνίτη της Τήνου.

80
4.4.2.2. ΠΛΑΓΙΟΚΛΑΣΤΑ

Η διαφορετική χηµική σύσταση των πλαγιοκλάστων στους µαγµατικούς τύπους του


πλουτωνίτη φαίνεται αρκετά καλά στην εικόνα 13 (α, β, γ, δ, ε). Η ζωνώδης δοµή
τους εντοπίστηκε κατά την µικροσκοπική παρατήρηση των λεπτών τοµών των
δειγµάτων από την εναλλαγή σκουρόχρωµων και ανοικτόχρωµων ζωνών που
αναπτύσσονται παράλληλα προς τα όρια των κρυστάλλων και συσχετίζεται µε την
µεταβολή των φυσικοχηµικών παραγόντων κατά την διάρκεια της κρυστάλλωσης.
Πραγµατοποιήθηκαν αναλύσεις από τον πυρήνα προς την περιφέρεια των
κρυστάλλων για να αποκαλυφθεί καλύτερα το είδος της ζώνωσης και διαπιστώθηκε
ότι πρόκειται κυρίως για ανάστροφη. Η σύσταση των πυρήνων δεν είναι σταθερή
αλλά κυµαίνεται τόσο στον ίδιο πετρογραφικό τύπο όσο και στην ίδια λεπτή τοµή
παρουσιάζοντας ποικιλία. Έτσι οι πυρήνες των πλαγιοκλάστων του γρανοδιορίτη
έχουν An50.3-30.8 (ανδεσίνης), των εγκλεισµάτων είναι σαφώς πιο βασικοί έχοντας
An59.8-59.6 (λαβραδόριο), ενώ του λευκογρανίτη είναι πολύ πιο όξινοι An18.7-10.2 (όξινο
ολιγόκλαστο) (Εικ.. 13α, γ, δ). Οι περιφέρειες των κρυστάλλων στον µεν
γρανοδιορίτη έχουν σύσταση An45.8-23.6 (βασικός ανδεσίνης έως βασικό
ολιγόκλαστο), στα εγκλείσµατα An32.5-27.3 (βασικό ολιγόκλαστο έως όξινος
ανδεσίνης) και στον λευκογρανίτη An15.9-10.2 (όξινο ολιγόκλαστο) (Εικ.. 13α, γ, δ).
Εµφανίζονται κατά κανόνα µε ζωνώδη δοµή, που καθίσταται εµφανής (κυρίως) από
την οπτική συµπεριφορά τους. Συχνά ο πυρήνας δεν είναι το βασικότερο µέρος του
κρυστάλλου αλλά υπάρχουν ζώνες πιο βασικές απ’ αυτόν. Η διαφορά στην σύσταση
µεταξύ του πυρήνα και της περιφέρειας δεν ήταν πολύ µεγάλη. Ευρέθησαν (κυρίως
από τα δείγµατα του γρανοδιορίτη) τόσο η κανονική (Εικ. 14α) και η ανάστροφη
(Εικ. 14β) όσο και η παλµική (oscillatory). Η γένεση της ζωνώδους δοµής απετέλεσε
το αντικείµενο έρευνας πολλών επιστηµόνων. Είναι γενικά παραδεκτό ότι η κανονική
ζώνωση είναι το αποτέλεσµα της µη αντίδρασης ή της ατελούς αντίδρασης µεταξύ
τήγµατος και κρυστάλλων κατά τον σχηµατισµό των µεικτών κρυστάλλων της σειράς
αλβίτη–ανορθίτη, η ανάστροφη πιθανόν να συνδέεται µε την παρουσία και άλλων
ασβεστούχων ορυκτών (π.χ. αµφίβολοι), ενώ η παλµική είναι πιθανόν το αποτέλεσµα
των επαναλαµβανόµενων βυθίσεων των κρυστάλλων των πλαγιοκλάστων στο µάγµα
που ακολουθείται από ανύψωση του µάγµατος µε συνέπεια αφενός την επαφή µε
θερµότερο µάγµα και τη δηµιουργία βασικότερων ζωνών αφεταίρου κατά την
ανύψωση στην επαφή µε οξινότερο µάγµα και τη δηµιουργία οξινότερων ζωνών.

81
81
82
Πίνακας 7: Αντιπροσωπευτικές χηµικές αναλύσεις πλαγιοκλάστων από τον πλουτωνίτη της Τήνου
Τ 6A(1) Τ 23(1) Τ 45A(2) Τ 46B(5) Τ 51(1) Τ 81(1) Τ 91(4)

c r c r r c r c r c r c r
SiO2 59.75 55.68 54.73 57.85 60.26 63.83 64.30 65.16 58.87 58.80 58.08 60.77 63.45 64.17
AI2O3 25.09 27.19 28.13 25.91 24.66 22.22 21.72 21.74 25.17 25.40 25.82 23.74 22.65 21.94
FeO - - - - 0.13 0.11 - - - - - - - -
MgO - - - - 0.01 0.01 - - - - - - - -
BaO - - - - 0.04 0.00 - - - - - - - -
CaO 6.66 9.73 10.71 8.20 6.49 3.98 2.77 2.33 6.55 7.68 7.62 5.34 3.91 3.40
Na2O 7.75 6.31 5.61 7.32 7.17 8.47 10.12 10.36 8.04 7.55 7.24 8.85 9.33 9.72
K2O 0.28 0.09 0.34 0.19 0.29 0.48 0.21 0.16 0.16 0.19 0.32 0.25 0.15 0.36
TL 99.53 99.00 99.52 99.47 99.05 99.10 99.12 99.75 98.79 99.62 99.08 98.95 99.49 99.59
Αριθµός ιόντων µε βάση 8 άτοµα οξυγόνου
Si 2.675 2.530 2.483 2.607 2.703 2.839 2.859 2.874 2.658 2.640 2.622 2.732 2.816 2.845
Al 1.323 1.455 1.503 1.375 1.303 1.164 1.137 1.129 1.339 1.343 1.373 1.257 1.184 1.146
3.998 3.985 3.986 3.982 4.006 4.003 3.996 4.003 3.997 3.983 3.995 3.989 4.000 3.991
Fe2+ - - - - 0.005 0.004 - - - - - - - -
Mg - - - - 0.001 0.001 - - - - - - - -
Ba - - - - 0.001 0.000 - - - - - - - -
Ca 0.319 0.474 0.521 0.396 0.312 0.190 0.132 0.110 0.317 0.369 0.369 0.257 0.186 0.162
Na 0.673 0.556 0.494 0.640 0.624 0.731 0.873 0.886 0.704 0.657 0.634 0.771 0.803 0.836
K 0.016 0.005 0.020 0.011 0.017 0.027 0.012 0.009 0.009 0.011 0.018 0.014 0.008 0.020
1.008 1.035 1.035 1.047 0.960 0.953 1.017 1.005 1.030 1.037 1.021 1.042 0.997 1.018
An 31.65 45.80 50.34 37.82 32.74 20.04 12.98 10.95 30.78 35.58 36.14 24.66 18.66 15.91
Ab 66.77 53.72 47.73 61.13 65.48 77.11 85.84 88.16 68.35 63.36 62.10 73.99 80.54 82.12
Or 1.58 0.48 1.93 1.05 1.78 2.85 1.18 0.90 0.87 1.06 1.76 1.35 0.80 1.96

- Τα οξείδια των κυρίων στοιχείων δίδονται επί τοις % κατά βάρος (% κ.β.)
- TL: Σύνολο επί % κ.β.
(1) γρανοδιορίτης
(2) ενδιάµεσες φάσεις
(3) εγκλείσµατα
(4) λευκογρανίτης
(5) απλίτες
c: πυρήνας πλαγιοκλάστου
82
r: περιφέρεια πλαγιοκλάστου
Πίνακας 7 (συνέχεια)
Τ 100A/1(3) Τ 100A/2(3) Τ 100A/3(3) Τ 104(1) Τ 202A (4) Τ 207(4)

c r c r c r c r c r c r
SiO2 55.05 59.73 54.67 60.67 52.18 60.36 57.34 57.13 64.72 64.67 67.24 66.71
AI2O3 28.24 24.63 28.22 24.20 29.81 24.50 26.60 26.39 21.47 21.75 20.31 20.48
FeO - - - - - - - - - - - -
MgO - - - - - - - - - - - -
BaO - - - - - - - - - - - -
CaO 10.37 6.89 10.57 5.75 12.37 5.90 9.09 9.13 2.87 2.82 0.79 1.20
Na2O 5.53 7.73 5.65 8.36 4.54 7.99 6.42 6.40 9.84 10.01 11.18 10.80
K2O 0.09 0.30 0.03 0.17 0.09 0.33 0.23 0.22 0.15 0.15 0.22 0.18
TL 99.28 99.28 99.14 99.15 98.99 99.08 99.68 99.27 99.05 99.40 99.74 99.37
Αριθµός ιόντων µε βάση 8 άτοµα οξυγόνου
Si 2.494 2.683 2.484 2.719 2.388 2.708 2.580 2.581 2.875 2.864 2.952 2.940
Al 1.507 1.303 1.510 1.277 1.607 1.294 1.409 1.404 1.123 1.134 1.050 1.063
4.001 3.986 3.994 3.996 3.995 4.002 3.989 3.985 3.998 3.998 4.002 4.003
Fe2+ - - - - - - - - - - - -
Mg - - - - - - - - - - - -
Ba - - - - - - - - - - - -
Ca 0.503 0.332 0.515 0.276 0.607 0.284 0.438 0.442 0.137 0.134 0.037 0.057
Na 0.486 0.673 0.498 0.726 0.403 0.695 0.560 0.561 0.847 0.860 0.952 0.923
K 0.005 0.017 0.002 0.010 0.005 0.019 0.013 0.013 0.008 0.008 0.012 0.010
0.994 1.022 1.015 1.012 1.015 0.998 1.011 1.016 0.992 1.002 1.001 0.990
An 50.60 32.49 50.74 27.27 59.80 28.46 43.32 43.50 13.81 13.37 3.70 5.76
Ab 48.89 65.85 49.06 71.74 39.70 69.64 55.39 55.22 85.38 85.83 95.10 93.23
Or 0.50 1.66 0.20 0.99 0.49 1.90 1.29 1.28 0.81 0.80 1.20 1.01

- Τα οξείδια των κυρίων στοιχείων δίδονται επί τοις % κατά βάρος (% κ.β.)
- TL: Σύνολο επί % κ.β.
(1) γρανοδιορίτης
(2) ενδιάµεσες φάσεις
(3) εγκλείσµατα
(4) λευκογρανίτης
(5) απλίτες
c: πυρήνας πλαγιοκλάστου
r: περιφέρεια πλαγιοκλάστου
83
83
Or Or Or

Sanidine Sanidine Sanidine

Anorthoclase Anorthoclase Anorthoclase

AlbiteOligoclase
AndesineLabradorite
Bytownite
Anorthite AlbiteOligoclase
AndesineLabradorite
Bytownite
Anorthite AlbiteOligoclase
AndesineLabradorite
Bytownite
Anorthite

Ab An Ab An Ab An

Εικόνα 13α: Προβολή των συστάσεων των αναλυθέντων πυρήνων (○), των ενδιαµέσων ζωνών (¡) και των περιφερειών (●) πλαγιοκλάστων
από τον γρανοδιορίυη της Τήνου.

84
Or

Sanidine

Anorthoclase

Albite Oligoclase Andesine LabradoriteBytownite Anorthite

Ab An

Εικόνα 13β: Προβολή των συστάσεων των αναλυθέντων πλαγιοκλάστων (χι) από τις
ενδιάµεσες φάσεις του πλουτωνίτη της Τήνου.

Or

Sanidine

Anorthoclase

Albite Oligoclase Andesine LabradoriteBytownite Anorthite

Ab An

Εικόνα 13γ: Προβολή των συστάσεων των αναλυθέντων πυρήνων και περιφερειών
πλαγιοκλάστων (ανοικτό και συµπαγές τετράγωνο αντίστοιχα) από τα εγκλείσµατα
που περιέχονται στον γρανοδιορίτη της Τήνου.

85
Or Or

Sanidine Sanidine

Anorthoclase Anorthoclase

AlbiteOligoclase
AndesineLabradorite
Bytownite
Anorthite AlbiteOligoclase
AndesineLabradorite
Bytownite
Anorthite

Ab An Ab An

Εικόνα 13δ: Προβολή των συστάσεων των αναλυθέντων πυρήνων (ανοιχτός ρόµβος)
και των περιφερειών (συµπαγής ρόµβος) πλαγιοκλάστων από τον λευκογρανίτη της
Τήνου.

Or

Sanidine

Anorthoclase

Albite Oligoclase Andesine LabradoriteBytownite Anorthite

Ab An

Εικόνα 13ε: Προβολή των συστάσεων των αναλυθέντων πυρήνων και περιφερειών
πλαγιοκλάστων (ανοικτό και συµπαγές τρίγωνο αντίστοιχα) από τις απλιτικές φλέβες
του πλουτωνίτη της Τήνου.

86
(α)

(β)

Εικόνα 14 (α, β): (α) Προφίλ ζωνωµένων πλαγιοκλάστων από τον γρανοδιορίτη
της Τήνου που δείχνουν κανονική ζώνωση.
(β) Προφίλ ζωνωµένων πλαγιοκλάστων από τον γρανοδιορίτη της Τήνου που
δείχνουν ανάστροφη ζώνωση.

87
4.4.3. ΒΙΟΤΙΤΗΣ (ΚΑΙ ΧΛΩΡΙΤΗΣ)

Αποτελεί τον κυριότερο αντιπρόσωπο των τριοκταερικών µελανών µαρµαρυγιών και


εντοπίζεται ως συστατικό πολλών µαγµατικών πετρωµάτων. Οι πιο συνηθισµένοι
πετρολογικοί τύποι στους οποίους συναντάται είναι τα ενδιάµεσης και όξινης
σύστασης πλουτώνια πετρώµατα. Στα µαγµατικά πετρώµατα της νήσου Τήνου
αποτελεί το κυριότερο συστατικό τόσο του γρανοδιορίτη και των εγκλεισµάτων του,
όσο και του λευκογρανίτη. Για την µελέτη του έγιναν µικροαναλύσεις για τον
προσδιορισµό του ποσοστού των κύριων οξειδίων. Ο γενικός χηµικός τύπος είναι:
Χ2Ψ46Ζ8Ο20(ΟΗ)4 όπου Χ= K, Na, Ca κλπ, Ψ= Al, Ti, Fe3+, Fe2+, Mn, Mg κλπ, και
Ζ= Si, Al. Ο υπολογισµός των ατόµων έγινε µε βάση τα 22 (Ο), δεδοµένου ότι µε τον
µικροαναλυτή δεν µπορεί να προσδιοριστεί το H2O. Όλος ο σίδηρος υπολογίστηκε ως
FeO λόγω τεχνικής αδυναµίας του οργάνου να ξεχωρίσει τα ιόντα του Fe2+ και Fe3+.
Παρόλα αυτά όµως η πιθανότητα ύπαρξης Fe3+ στην δοµή σε οκταεδρική συνδιάταξη
περιορίζεται, δεδοµένου ότι το συνολικό φορτίο της οκταεδρικής (Ψ) θέσης
παρουσιάζεται ελλειµµατικό <6 (5,144 – 5,875).
Η σχέση του χρώµατος και της χηµικής σύστασης του βιοτίτη απασχόλησε αρκετούς
ερευνητές. Ένας από αυτούς ο HALL (1941) συσχέτισε το χρώµα του βιοτίτη όπως
αυτό παρατηρείται στις λεπτές τοµές µε τις συγκεντρώσεις των Feo, MgO, και TiO2
και συµπέρανε ότι τα ψηλά ποσοστά των Fe και Ti είναι υπεύθυνα για τα πράσινα και
κόκκινα χρώµατα αντίστοιχα. Έτσι τα αντίστοιχα ποσοστά των FeO και TiΟ2 στο
γρανοδιορίτη είναι: 16,75–23,18% και 1,17–4,09%, στα εγκλείσµατα: 17,61–21,29 %
και 1,07–3,90 % και στον λευκογρανίτη: 18,69–30,05 % και 0,00–2,85 %. Από την
σύγκριση λοιπόν των προηγουµένων τιµών γίνεται φανερό πως ο γρανοδιορίτης και
τα εγκλείσµατά του είναι πλουσιότερα σε TiO2 απ’ ό,τι ο λευκογρανίτης. Η
διαπίστωση αυτή έρχεται σε συµφωνία µε τις µικροσκοπικές παρατηρήσεις που
αποκάλυψαν ότι το ορυκτό αυτό στον γρανοδιορίτη έχει καστανοκόκκινο χρώµα και
στον λευκογρανίτη πράσινο ως πρασινοκάστανο. Επιπρόσθετα ο HAYAMA (1959)
συµπέρανε και αυτός ότι το ψηλό ποσοστό του Ti είναι υπεύθυνο για τα κόκκινο
χρώµα του, ενώ οι υψηλές τιµές του λόγου Fe2O3 / FeO+Fe2O3 για το πράσινο χρώµα.
Οι συστάσεις που προέκυψαν προβλήθηκαν στο πεδίο του βιοτίτη στο διάγραµµα του
"ιδανικού βιοτίτη" (Εικ. 15, GUIDOTTI 1984) που έχει ως ακραία µέλη τα:
σιδηροφυλλίτης, ηστονίτης, αννίτης και φλογοπίτης.

88
Φλογοπίτης Βιοτίτης

Εικόνα 15: Προβολή των συστάσεων των αναλυθέντων βιοτιτών από τον πλουτωνίτη
της Τήνου στο διάγραµµα AlVI – Mg / (Fe2++ Mg) ("ιδανικός βιοτίτης") (GUIDOTTI,

1984). Συµβολισµός: (○)=γρανοδιορίτης, (□)=εγκλείσµατα, (◇)=λευκογρανίτης.

Προβάλλοντας τις µικροαναλύσεις στο διάγραµµα της FOSTER (1960) (Εικ. 16) που
ως κορυφές έχει Mg – (AlVI+Fe3++Ti) – (Fe2++Mn) και κάνοντας την παραδοχή ότι
όλος ο σίδηρος είναι Fe2+, δεδοµένου ότι η Ψ θέση είναι ελλειµµατική σε φορτίο (<6),
διακρίνουµε δύο ποικιλίες: η πρώτη αφορά τους βιοτίτες του γρανοδιορίτη και των
εγκλεισµάτων που ανήκουν στην κατηγορία των Fe-βιοτιτών µε κάποιες αποκλίσεις
προς Mg-βιοτίτες και η δεύτερη του λευκογρανίτη που κείνται µεταξύ των πεδίων του
Fe-βιοτίτη και του Λεπιδοµέλανα+Σιδηροφυλλίτη µε κάποιες αποκλίσεις και προς
αυτούς.
Για τον εντοπισµό της µεταβολής της σύστασης των βιοτιτών σε σχέση µε την
παραγένεση έγινε προβολή στο διάγραµµα που πρότεινε ο NOCKOLDS (1947)
(Εικ. 17) από οποίο φαίνεται ότι οι βιοτίτες των εγκλεισµάτων και του γρανοδιορίτη
απεικονίζονται στο‘‘πεδίο III’’ που αντιπροσωπεύει την συνύπαρξή τους µε
κεροστίλβη ενώ του λευκογρανίτη στο ‘‘πεδίο I’’ όπου συνυπάρχει µε µοσχοβίτη,
διαπιστώσεις που ταυτίζονται µε τις µικροσκοπικές παρατηρήσεις των λεπτών τοµών.

89
Εικόνα 16: Προβολή των συστάσεων των αναλυθέντων βιοτιτών των λιθολογιών
του πλουτωνίτη της Τήνου στο διάγραµµα ταξινόµησης της FOSTER (1960)
τροποποιηµένο από τους Al DAHAN et al (1988) σε (AlVI+Ti)–Mg–(Fe2++Mn).
Πεδία: Α=Σιδηροφυλλίτης και Λεπιδοµέλας, Β1=Mg–ούχος Βιοτίτης, Β2=Fe–ούχος
Βιοτίτης, C=Φλογοπίτης. Συµβολισµός όπως Εικ. 15.

Εικόνα 17: Προβολή των συστάσεων των αναλυθέντων βιοτιτών από τον πλουτωνίτη
της Τήνου στο διάγραµµα MgO-FeOtot-Al2O3 (NOCKOLDS 1947), που συσχετίζει
την σύστασή τους και την παραγένεση στην οποία συµµετέχουν. Πεδία:
I=βιοτίτης+µοσχοβίτης, τοπάζιο κ.λπ., II=βιοτίτης µόνος, III= βιοτίτης+κεροστίλβη,
πυρόξενος ή ολιβίνης. Συµβολισµός όπως στην Εικ. 15.

90
Πίνακας 8: Αντιπροσωπευτικές Χηµικές Αναλύσεις Βιοτιτών από τον Πλουτωνίτη της Τήνου

T6A(1) T51(1) T61A(1) T89A(3) T91(3) T100A/1(2) T100A/2(2) T100A/3(2) T104(1) T202A(3) T206(3)
SiO2 36.88 35.64 36.64 35.04 36.37 34.92 36.62 36.78 36.80 34.14 36.40
AI2O3 15.14 14.27 14.17 17.47 19.41 14.73 14.08 14.21 13.89 19.67 18.44
TiO2 1.42 3.66 3.34 1.22 1.00 1.07 2.97 3.90 4.02 0.00 2.69
FeO 21.68 21.77 21.35 25.93 25.25 19.55 19.80 20.41 22.53 30.05 22.66
MnO 0.44 0.51 0.53 1.20 1.01 0.41 0.43 0.37 0.62 0.93 1.16
MgO 10.01 10.17 9.14 4.47 1.71 10.33 10.91 10.55 8.72 0.32 3.81
CaO 0.00 0.00 0.08 0.02 0.10 0.17 0.08 0.05 0.00 0.20 0.00
Na2O 0.55 0.37 0.38 0.07 0.64 0.22 0.13 0.72 0.61 0.41 0.05
K2O 9.79 9.86 9.37 9.51 9.47 8.78 8.73 9.58 9.54 9.23 9.39
Cl - - - 0.04 - 0.05 0.04 - - - 0.03
TL 95.91 96.25 95.00 94.97 94.96 90.23 93.79 96.57 96.73 94.95 94.63
O/Cl - - - 0.009 - 0.011 0.009 - - - 0.007
CTL 95.91 96.25 95.00 94.96 94.96 90.22 93.78 96.57 96.73 94.95 94.62
Αριθµός ιόντων µε βάση 22 άτοµα οξυγόνου
Si 5.679 5.504 5.688 5.573 5.721 5.666 5.691 5.599 5.652 5.524 5.675
AlIV 2.321 2.496 2.312 2.427 2.279 2.334 2.309 2.401 2.348 2.476 2.325
8.000 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000
AlIV 0.425 0.099 0.278 0.845 1.317 0.481 0.268 0.146 0.164 1.272 1.061
Ti 0.164 0.425 0.390 0.146 0.118 0.131 0.347 0.447 0.464 - 0.315
Fe2+ 2.792 2.811 2.772 3.449 3.322 2.653 2.573 2.598 2.894 4.067 2.955
Mn 0.057 0.067 0.070 0.162 0.135 0.056 0.057 0.048 0.081 0.127 0.153
Mg 2.298 2.341 2.115 1.060 0.401 2.499 2.527 2.394 1.996 0.077 0.886
5.736 5.743 5.625 5.662 5.293 5.820 5.772 5.633 5.599 5.543 5.370
Ca 0.000 0.000 0.013 0.003 0.17 0.30 0.013 0.008 0.000 0.035 0.000
Na 0.164 0.111 0.114 0.022 0.195 0.069 0.039 0.213 0.182 0.129 0.015
K 1.923 1.942 1.856 1.930 1.900 1.817 1.731 1.860 1.869 1.905 1.868
2.087 2.053 1.983 1.955 2.112 1.916 1.783 2.081 2.051 2.069 1.883
CCl - - - 0.22 - 0.028 0.021 - - - 0.016
Fe2+/(Fe2++Mg) 0.549 0.546 0.567 0.765 0.892 0.515 0.505 0.520 0.592 0.981 0.769

- Τα οξείδια των κυρίων στοιχείων δίδονται επί τοις % κατά βάρος (% κ.β.)
- TL: Σύνολο επί % κ.β.
- O/Cl: Cl x 0,2256254
- CTL: TL - O/Cl
(1) γρανοδιορίτης 91
(2) εγκλείσµατα
92
Από την επεξεργασία των αναλύσεων προκύπτουν χρήσιµα συµπεράσµατα για τα
κυριότερα οξείδιά τους :
Al2O3: Στο γρανοδιορίτη είναι κατά µέσο όρο 14,35% (12,79–21,37%), στα
εγκλείσµατα 14,61% (14,06–15,97%), ενώ στο λευκογρανίτη 18,64% (16,96–
21,19%). Ο ANDERSON (1980) υποστηρίζει ότι ο παράγοντας που ελέγχει τη
συµπεριφορά του Al µπορεί να είναι η σύσταση του πλαγιόκλαστου που συνυπάρχει
µε αυτόν. Οι πλούσιοι σε Al συνυπήρχαν µε πλαγιόκλαστα σύστασης αλβίτη έως
όξινου ολιγόκλαστου, ενώ οι φτωχοί µε βασικό ολιγόκλαστο και ανδεσίνη (Εικ. 13α,
β, γ, δ). Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι ο ανορθίτης του πλαγιόκλαστου
συγκεντρώνει το διαθέσιµο Al σε βάρος των αργιλούχων σιδηροµαγνησιούχων
ορυκτών.
Στην εικόνα 18 φαίνεται ότι παρ’ όλο που το οκαεδρικά συνδιατασσόµενο αργίλιο
(AlIV) είναι περίπου το ίδιο σε όλους τους πετρογραφικούς τύπους, εντούτοις το
τετραεδρικά συνδιατασσόµενο (AlVI) είναι σαφώς αυξηµένο στο λευκογρανίτη στον
οποίο ο βιοτίτης συνυπάρχει µε µοσχοβίτη απ’ ό,τι στο γρανοδιορίτη και τα
εγκλείσµατα που συνυπάρχει µε κεροστίλβη.

2
AlVI

0
1,0 1,7 2,3 3,0

AlIV

Εικόνα 18: Προβολή των συστάσεων των βιοτιτών του γρανοδιορίτη (○) και των
εγκλεισµάτων (□) σε σύγκριση µε τους αντίστοιχους του λευκογρανίτη ( ).

TiO2: Όπως έχει ήδη αναφερθεί ο γρανοδιορίτης και τα εγκλείσµατα είναι


πλουσιότερα σε TiO2 απ’ ότι ο λευκογρανίτης. Η περιεκτικότητα του βιοτίτη σε Ti
92
εξαρτάται από τη θερµοκρασία (DE ALBUQUERQUE 1973) και ότι το όριο
διαλυτότητας του Ti στο βιοτίτη µειώνεται µε τη θερµοκρασία (ROBERT 1975,
GUIDOTTI et al. 1977).
MgO: Ο µέσος όρος της τιµής του ελαττώνεται καθώς αυξάνεται η περιεκτικότητα σε
SiO2 των πετρωµάτων. Έτσι στα εγκλείσµατα έχει µέσο όρο 10,32% (7,63–11,1%),
στο γρανοδιορίτη 9,66% (7,14–10,54%) και στο λευκογρανίτη 3,29% (0,00–4,96%).
FeO: Ο λόγος FeO/FeO+MgO στους βιοτίτες αυξάνει µε τη διαφοροποίηση και
συγκεκριµένα έχει µέσο όρο στα εγκλείσµατα 0,520 (0,503–0,564), στο γρανοδιορίτη
0,555 (0,516– 0,594) και τέλος στο λευκογρανίτη 0,808 (0,697–1,00).
MnO: Τα ποσοστά του κατά µέσο όρο στους πετρογραφικούς τύπους είναι:
εγκλείσµατα 0,40% (0,33–0,43%), γρανοδιορίτης 0,48% (0,36–0,62%) και
λευκογρανίτης 1,16% (0,66–1,67%). Κατά τον HARRISON (1990) οι µικρές
περιεκτικότητες στα εγκλείσµατα και στον γρανοδιορίτη οφείλονται στην ύπαρξη
σηµαντικών ποσοστών αµφιβόλου, εξαιτίας του ότι το ορυκτό αυτό έχει υψηλή τιµή
συντελεστού κατανοµής του MnO.
Για να προσδιοριστεί ο τύπος του µάγµατος από το οποίο αποχωρίστηκε ο βιοτίτης
προβλήθηκαν στο διαγράµµα του ABDEL-RAHMAN (1994) οι τιµές των οξειδίων των
FeO, Al2O3 και MgO από τις µικροαναλύσεις και το συµπέρασµα που εξήχθει ήταν
ότι ο µεν γρανοδιορίτης και τα εγκλείσµατά του προήλθαν από ασβεσταλκαλικό
µεταργιλικό (metaluminous) µάγµα ενώ ο λευκογρανίτης από υπεραργιλικό
(peraluminous) (Εικ. 19).
Ο χλωρίτης είναι συνήθως δευτερογενές προϊόν εξαλλοίωσης του βιοτίτη (κυρίως)
και των αµφιβόλων. Από την µικροσκοπική παρατήρηση διαπιστώθηκε ότι πρόκειται
για πεννίνη γιατί εµφανίζει ανώµαλα χρώµατα πόλωσης. Για την µελέτη του έγιναν
µικροαναλύσεις για τον προσδιορισµό του ποσοστού των κύριων οξειδίων. Ο
υπολογισµός των ατόµων έγινε µε βάση τα 28 (Ο) και µε την παραδοχή ότι όλος ο
σίδηρος είναι Fe2+ (Πιν. 9). Με την χρήση της ταξινόµησης κατά HEY (1954) η
πλειοψηφία των αναλύσεων προβάλλεται στο πεδίο του ριπιδόλιθου ενώ µία
προβάλλεται στο πεδίο του πυκνοχλωρίτη πολύ κοντά όµως και αυτή στο πεδίο του
ριπιδόλιθου (Εικ. 20). Το άθροισµα των κατιόντων που καταλαµβάνουν την
οκταεδρική θέση είναι µεγαλύτερο από 11.655 γεγονός που µας οδηγεί στη
διαπίστωση ότι οι χλωρίτες που αναλύθηκαν είναι τριοκταεδρικοί (NEWMAN &
BROWN 1987).

93
Εικόνα 19: Προβολή των τιµών των οξειδίων FeO, Al2O3 και MgO του βιοτίτη στο
διαγράµµα του ABDEL-RAHMAN (1994) από το οποίο αποκαλύπτεται ο τύπος του
µάγµατος από το οποίο κρυσταλλώθηκε το ορυκτό αυτό. Πεδία: A=Αλκαλικό,
C=Ασβεσταλκαλικό, P=Υπεραργιλικό (peraluminous). Συµβολισµός όπως Εικ. 15.

Πίνακας 9: Αντιπροσωπευτικές Αναλύσεις Χλωριτών


από τον Γρανοδιορίτη του Πλουτωνίτη της Τήνου.
T 23 T 51 T 81 T 104
SiO2 26.12 25.29 24.79 25.68
Al2O3 19.48 18.94 19.04 19.13
TiO2 0.12 0.00 0.17 0.19
FeO 25.47 28.90 30.49 28.84
MnO 0.60 0.75 0.78 0.80
MgO 13.93 13.63 12.77 11.74
CaO 0.00 0.12 0.00 0.11
Na2O 0.40 0.54 0.26 0.46
K2O 0.14 0.05 0.00 0.47
TL (% κ.β.) 86.26 88.22 88.30 87.42
Αριθµός Ιόντων µε Βάση 28 άτοµα οξυγόνου
Si 5.629 5.452 5.383 5.590
AlIV 2.371 2.548 2.617 2.410
8.000 8.000 8.000 8.000
AlVI 2.573 2.261 2.252 2.494
Ti 0.019 0.000 0.028 0.031
Fe2+ 4.591 5.211 5.537 5.250
Mn 0.110 0.137 0.143 0.147
Mg 4.476 4.381 4.134 3.810
Ca 0.000 0.028 0.000 0.026
Na 0.167 0.226 0.109 0.194
K 0.038 0.014 0.000 0.131
11.974 12.258 12.203 12.083
Συν. Κατιόντων 19.974 20.258 20.203 20.083
Fe/(Fe+Mg) 0.506 0.543 0.573 0.579

94
12
11
10
9
Daphnite
8

Fe2+Fe3
7
Pseudothuringite Brunsvigite
6
5 Ripidolite

4 Diabantite
Pycnochlorite
3
2 Corundophilite
Clinochlore
1 Sheridanite Penninite Talc-chlorite

0
4,0 5,0 6,0 7,0 8,0

Si
Εικόνα 20: Προβολή των συστάσεων των χλωριτών από τον γρανοδιορίτη της Τήνου
στο διάγραµµα ταξινόµησης κατά HEY (1954).

4.4.4. ΑΜΦΙΒΟΛΟΙ

Τα µέλη της οµάδας αυτής εµφανίζονται σε µία ευρεία περιοχή περιβαλλόντων P-T
και είναι συνήθη συστατικά και των πυριγενών και των µεταµορφικών πετρωµάτων.
Έχουν εντοπιστεί σ’ όλες τις κύριες οµάδες των πυριγενών πετρωµάτων, αλλά
αποτελούν ιδιαιτέρως συνήθη συστατικά των ενδιάµεσων µελών των
ασβεσταλκαλικών σειρών, ενώ είναι γενικά σχετικά ασήµαντα ορυκτά για τα
ηφαιστειακά πετρώµατα.
Οι αµφίβολοι του µαγµατίτη της Τήνου αποτελούν το δεύτερο, από άποψη
σπουδαιότητας, φεµικό ορυκτό µετά τον βιοτίτη µε τον οποίο τις περισσότερες φορές
συνυπάρχουν. Η κεροστίλβη µε την οποία αντιπροσωπεύονται σχηµατίζει
ιδιόµορφους και υπιδιόµορφους κρυστάλλους µε χρώµατα πλεοχροϊσµού
κιτρινοπράσινα, πράσινα και ελαιοπράσινα. Οι οπτικές καθώς και οι άλλες φυσικές
ιδιότητες δεν µπορούν να διευκρινίσουν µε σαφήνεια τη διαφορά ανάµεσα στα µέλη
της ίδιας οµάδας που έχουν διαφορετική χηµική σύσταση. Η ταξινόµηση των
αµφιβόλων στηρίζεται στη χηµική σύστασή τους µε βάση τα πορίσµατα I.M.A.C.
(LEAKE 1978, HAWTHORNE 1981). Ο χηµικός τύπος υπολογίζεται µε βάση τα 24
(Ο), αν όµως το H2O δεν έχει προσδιοριστεί, όπως συµβαίνει µε τους σηµερινούς
µικροαναλυτές, ή για οποιοδήποτε λόγο ο προσδιορισµός του θεωρείται εσφαλµένος
τότε η επεξεργασία γίνεται µε βάση τα 23 (Ο).

95
Για την µελέτη των αµφιβόλων του πλουτωνίτη της Τήνου έγιναν µικροαναλύσεις
τόσο από το γρανοδιορίτη όσο και από τα εγκλείσµατά του. Η κατάνοµή των
στοιχείων έγινε σύµφωνα µε τον τύπο: Α0-1 Β2 C5 T8 O22 (OH,F)2 (LEAKE 1978,
HAWTHORNE 1981) ο οποίος είναι ανάλογος µε τον AM4 M1-3 TET (CHAMANSKE
& WONES 1973)*. Η διάκριση των ιόντων Fe+2 και Fe+3 είναι πολύ σπουδαία για τον
προσδιορισµό της στοιχειοµετρίας και της ταξινόµησης των δεδοµένων, όµως οι
περισσότερες τεχνικές που έχουν χρησιµοποιηθεί για να αναλύσουν τις αµφιβόλους
είναι ανίκανες να κάνουν αυτή την διάκριση. Μεταξύ των µεθόδων προσδιορισµού
του Fe+3 έχουν επικρατήσει, ανάλογα µε το υπολογιστικό πρόγραµµα που
χρησιµοποιείται, εκείνες των PAPIKE et al (1974) και ROBINSON et al (1981). Η
µέθοδος που ακολουθήθηκε είναι των ROBINSON et al (1981) (µέθοδος ισορροπίας
φορτίου) και διακρίνεται σε τέσσερις τρόπους : (1) 15-ΝΚ: ο συνολικός αριθµός των
κατιόντων είναι 15 αποκλειοµένων των Na και K, (2) 15-Κ: ο συνολικός αριθµός των
κατιόντων είναι 15 αποκλειοµένου του Κ, (3) 13-CNK: ο συνολικός αριθµός των
κατιόντων είναι 13 αποκλειοµένων των Ca, Na και K και (4) µέσος όρος των
µεθόδων 15-ΝΚ και 13-CNK: αποτελείται από τον µέσο όρο των αποτελεσµάτων
(µετά την κατανοµή των θέσεων) και των δύο µεθόδων και είναι η πλέον κατάλληλη
για τις ασβεστούχους αµφιβόλους. Οι αµφίβολοι διακρίνονται ανάλογα µε τα
επικρατέστερα κατιόντα της Β(Μ4) θέσης σε τέσσερις κατηγορίες: τις ασβεστούχες
(Ca), τις αλκαλικές (Na), τις νατριοασβεστούχες (Na-Ca) και τις σιδηροµαγνησιο-
µαγγανιούχες (Fe-Mg-Mn). Οι αναλυθείσες αµφίβολοι ταξινοµούνται ως
ασβεσταµφίβολοι (Εικ. 21α, β) (LEAKE 1978, HAWTHORN 1981) και ειδικότερα
για µεν τον γρανοδιορίτη αφενός µεν ως µαγνησιοκεροστίλβες αφετέρου δε ως
σιδηροεδενιτικές κεροστίλβες µε ελαφριά τάση προς σιδηροεδενίτη και εδενιτική
κεροστίλβη (Εικ.. 22α, 23, 24), για δε τα εγκλείσµατα ως µαγνησιοκεροστίλβες µε
ελαφριά τάση προς ακτινολιθική κεροστίλβη (Εικ. 22β). Η σύσταση των αµφιβόλων
που προέρχονται από την κρυστάλλωση των βασαλτικών µαγµάτων ποικίλει σε συ-
νάρτηση µε την θερµοκρασία, την σύσταση του µάγµατος και την πτητικότητα του
οξυγόνου. Από την µεταβολή της σύστασης που διαπιστώθηκε είναι φανερό ότι
εµφανίζονται µερικές σπουδαίες αντικαταστάσεις κατιόντων στο πλέγµα τους
_____________________
*Τα περισσότερο συνήθη κατιόντα που µπορούν να εισέρχονται σε κάθε δοµική θέση
είναι: Α-Na, K, B(M4)-Na, Ca, Mg,Fe2+ αλλά επίσης και Mn, Li, C(M1-3)-Mg, Fe2+,
Fe3+, Al αλλά επίσης Mn, Ti, Li, T(TΕΤ)-Si, Al. Τα ιόντα του υδροξυλίου µπορούν να
αντικαθίστανται από Cl, F και µερικές φορές από Ο.
96
(ROBINSON et al 1971, CRAMANSKE & WONEQ 1973, CRAMANSKE et al
1977, DEER et al 1978, CRAMANSKE et al 1981). Οι ιοντικές αντικαταστάσεις
είναι απλές και διπλές και συνεπάγονται εξισορρόπηση των φορτίων. Αν οι διπλές
αντικαταστάσεις των ιόντων είναι πλήρεις παίρνουµε καθαρά ακραία µέλη,
διαφορετικά έχουµε µέλη µε πολύ πιο πολύπλοκες χηµικές συστάσεις που γίνονται
πολυπλοκότερες όταν υπάρχει συνδυασµός διπλών αντικαταστάσεων. Στις
αµφιβόλους του πλουτωνίτη της Τήνου παρατηρήθηκαν αντικαταστάσεις του Mg από
Fe+2 και Ti φαινόµενα που διαπιστώνονται από την αρνητική σχέση του Mg µε το
Fe+2 και του Mg µε το Ti. Οι πιο γνωστές διπλές αντικαταστάσεις είναι του
εδενίτη (Α + ΤSi = ANa + TAl)
(Εικ. 25γ), του τσερµακίτη (TSi + CMg = TAl + CAl) (Εικ. 25α), του Ti-τσερµακίτη
(2TSi + CMg = CTi + 2TAl) (Εικ. 25β). Η σύσταση των αµφιβόλων στα
ασβεσταλκαλικά πλουτώνεια πετρώµατα και ιδιαίτερα το ποσοστό του Al που
περιέχουν εξαρτάται από τις συνθήκες κρυστάλλωσης των πετρωµάτων στα οποία
υπάρχουν. Έχουν προταθεί εµπειρικές σχέσεις από τις οποίες µπορεί να υπολογιστεί η
πίεση και η θερµοκρασία κρυστάλλωσης συναρτήσει του ολικού Al
(HAMMARSTROM & ZEN 1986, HOLLISTER et al 1987, JOHNSON &
RUTHERFORD 1989 κ.ά.). Ευαίσθητη στις µεταβολές της πίεσης είναι η
αντικατάσταση τσερµακιτικού τύπου (HAMMARSTROM & ZEN1986), ενώ στις
µεταβολές της θερµοκρασίας η εδενιτικού τύπου (BLUNDY & HOLLAND 1990).
Επίσης η εδενιτική αντικατάσταση όπως και η Τi-τσερµακιτική εκτός από την
εξάρτησή τους από την θερµοκρασία, εξαρτώνται από την σύσταση του µάγµατος,
επιπλέον δε η τελευταία µειώνεται µε την αύξηση της πτητικότητας του οξυγόνου
(fO2) (HELZ 1973). Τέλος είναι άξιο ν’ αναφερθεί το ότι η περιεκτικότητα
των πετρωµάτων σε αµφίβολο είναι <4% τόσο στα εγκλείσµατα όσο και στο
γρανοδιορίτη και αυτό µπορεί να αποδοθεί στην µικρότερη περιεκτικότητα σε H2O
του µητρικού µάγµατος, αν ληφθεί υπόψη ότι το πεδίο σταθερότητας των αµφιβόλων
είναι συνάρτηση της fH2O στο µάγµα (HELZ 1979, WILLIE 1979).

97
Πίνακας 10: Αντιπροσωπευτικές χηµικές αναλύσεις αµφιβόλων από τον γρανοδιορίτη(1) και τα
εµπεριεχόµενα εγκλείσµατα(2)

T6A(1) T81(1) T100A(2) T100A(2) T104/1(1) T104/2(1)


SiO2 43.56 43.95 49.99 47.55 44.87 43.72
AI2O3 8.94 9.60 3.56 6.32 7.779 9.43
TiO2 1.14 0.90 0.47 0.47 1.09 1.10
FeO 16.79 17.48 15.60 17.45 19.26 20.60
MnO 0.51 0.55 0.75 0.64 1.03 0.81
MgO 10.66 10.38 12.89 11.42 9.27 8.23
CaO 11.73 11.18 12.47 11.66 11.93 11.96
Na2O 2.34 1.07 1.08 0.64 2.12 2.01
K2O 1.08 1.00 0.28 0.59 0.85 1.05
Cl - 0.08 - 0.02 - -
TL 96.75 96.19 97.09 96.76 92.21 98.91
O/Cl - 0.018 - 0.005 - -
CTL 96.75 96.17 97.09 96.75 98.21 98.91
Αριθµός ιόντων µε βάση 23 άτοµα οξυγόνου
TSi 6.657 6.650 7.436 7.098 6.823 6.635
TAl 1.343 1.350 0.564 0.902 1.177 1.365
TFe3+ 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000
TΤi 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000
8.000 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000
CAl 0.266 0.361 0.060 0.209 0.218 0.320
CFe3+ 0.063 0.476 0.048 0.433 0.036 0.075
CTi 0.131 0.102 0.053 0.053 0.125 0.126
CMg 2.429 2.342 2.858 2.541 2.101 1.862
CFe2+ 2.078 1.684 1.893 1.723 2.413 2.539
CMn 0.033 0.035 0.089 0.040 0.106 0.078
CCa 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000
5.000 5.000 5.000 5.000 5.000 5.000
BMg 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000
BFe2+ 0.004 0.052 0.000 0.022 0.000 0.000
BMn 0.033 0.035 0.006 0.041 0.026 0.026
BCa 1.921 1.813 1.987 1.865 1.944 1.945
BNa 0.042 0.100 0.007 0.072 0.030 0.030
2.000 2.000 2.000 2.000 2.000 2.000
ACa 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000
ANa 0.651 0.214 0.305 0.113 0.595 0.562
AK 0.211 0.193 0.053 0.112 0.165 0.203
0.861 0.407 0.358 0.226 0.760 0.765
CCl - 0.021 - 0.005 - -
Mg/(Mg+Fe2+) 0.538 0.574 0.602 0.593 0.465 0.423
Ονοµασία ενδεικτική µαγνησιο- ακτινολιθική µαγνησιοκε- σιδηροεδε- σιδηροεδενιτι-
κεροστίλβη κεροστίλβη κεροστίλβη ροστίλβη νίτης κή κεροστίλβη
- Τα οξείδια των κυρίων στοιχείων δίδονται επί τοις % κατά βάρος (% κ.β.)
- TL: Σύνολο επί % κ.β.
- O/Cl: C49l x 0,2256254
- CTL: TL -O/Cl

98
2,0

Alkali

BNa
Na-Ca

Fe-Mg-Mn

Calcic

0,0
0,0 2,0

BCa+BNa

Εικόνα 21α: Προβολή των αναλυθέντων αµφιβόλων από τον γρανοδιορίτη (●)και τα
εντός του περιεχόµενα εγκλείσµατα (■) στο κύριο διάγραµµα ταξινόµησης των
αµφιβόλων που δείχνει την ασβεστούχο σύστασή τους.

0,2
BNa

0,1

0,0
1,8 1,9 2,0

BCa+BNa

Εικόνα 21β: Μεγέθυνση της εικόνας 21α που δείχνει τη γραµµική συσχέτιση των
συστάσεων µεταξύ των αµφιβόλων του γρανοδιορίτη και των εγκλεισµάτων του, η
οποία πιθανώς υποδηλώνει τη γενετική σχέση µεταξύ αυτών των λιθολογιών.

99
1,0
Tremolite Tr Hb

Tsch
Act Magnesio-Hbl Tschermakite
Actinolite Hbl

Mg/(Mg+Fe2)
Hbl
(α)

Fe- Fe-
Ferro- Ferro-
Act Ferro-Hbl Tsch
Actinolite Tschermakite
Hbl Hbl

0,0
8,0 7,5 7,0 6,5 6,0 5,5

TSi

1
Tremolite Tr Hb

Tsch
Act Magnesio-Hbl Tschermakite
Actinolite Hbl
Mg/(Mg+Fe2)

Hbl
(β)

Fe- Fe-
Ferro- Ferro-
Act Ferro-Hbl Tsch
Actinolite Tschermakite
Hbl Hbl

0
8,0 7,5 7,0 6,5 6,0 5,5

TSi

Εικόνα 22 (α, β): Συστασιακή ταξινόµηση των αµφιβόλων του γρανοδιορίτη και
των εγκλεισµάτων του (συµβολισµός όπως στην Εικ. 21α) στο διάγραµµα
ταξινόµησης Mg/(Mg+Fe2+)-TSi (LEAKE 1978) όπου ANa+AK<0.5 και Ti<0.5.
(α) Στο διάγραµµα αυτό οι αµφίβολοι του γρανοδιορίτη (●) προβάλλονται
εξολοκλήρου στο πεδίο της ‘’µαγνησιοκεροστίλβης’’.
(β) Στο διάγραµµα αυτό οι αµφίβολοι των εγκλεισµάτων (■) του γρανοδιορίτη
προβάλλονται τόσο στο πεδίο της ‘’ακτινολιθικής κεροστίλβης’’ όσο και της
‘’µαγνησιοκεροστίλβης’’.

100
101
100
1,0
Par
Pargasite
Silicic Ed Hbl
Edenite
Edenite Hbl

Mg/(Mg+Fe2) Fea
Ferroan
Par
Pargasite
Hbl
Fe
Silicic Ferro-
Ed Fe
Ferro-Edenite Edenite Ferro-
Hbl Par
Pargasite
Hbl
0,0
8,0 7,5 7,0 6,5 6,0 5,5

TSi

Εικόνα 23: Συστασιακή ταξινόµηση των αµφιβόλων του γρανοδιορίτη της Τήνου στο
διάγραµµα ταξινόµησης Mg/(Mg+Fe2+)-TSi (LEAKE,1978) όπου ANa+AK>0.5, Ti<0.5 και

Fe3+<AlVI. Στο διάγραµµα αυτό οι αµφίβολοι του γρανοδιορίτη (●) προβάλλονται κυρίως

στα πεδία της "εδενιτικής κεροστίλβης" και της "σιδηροεδενιτικής κεροστίλβης" µε


διασπορά στο πεδίο του "σιδηροεδενίτη"

1,0
Mg
Magnesio-
Has
Silicic Ed Hastingsite
Edenite Hbl
Edenite Hbl
Mg/(Mg+Fe2)

Mga
Magnesian
Has
Hastingsite
Hbl
Fe
Silicic Ferro-
Ed
Ferro-Edenite Edenite Has
Hbl Hastingsite
Hbl

0,0
8,0 7,5 7,0 6,5 6,0 5,5

TSi
Εικόνα 24: Συστασιακή ταξινόµηση των αµφιβόλων του γρανοδιορίτη της Τήνο στο
διάγραµµα ταξινόµησης Mg/(Mg+Fe2+)-TSi (LEAKE,1978) όπου ANa+AK>0.5, Ti<0.5 και

Fe3+>AlVI. Στοδιάγραµµα αυτό οιαµφίβολοι του γρανοδιορίτη(●)προβάλλονταιεξολοκλήρου

στο πεδίο της "εδενιτικής κεροστίλβης".

101
2,0

TAl+CAl
1,0

(α)

0,0
0,0 10,0 20,0

TSi+CMg

4,0
2*(TAl)+CTi

3,0

2,0 (β)

1,0
10,0 12,0 14,0 16,0 18,0 20,0

2*(TSi)+CMg

3,0

2,0
TAl+ANa

(γ)
1,0

0,0
6,0 7,0 8,0

TSi

Εικόνα 25: ∆ιπλές αντικαταστάσεις στη δοµή των αµφιβόλων του γρανοδιορίτη (●)

της Τήνου και των εγκλεισµάτων (■) του

(α) Τσερµακιτική αντικατάσταση (Αl –Tσερµακιτική)


(β) Τι–τσερµακιτική αντικατάσταση
(γ) Εδενιτική αντικατάσταση
102
4.4.5. ΑΛΛΑΝΙΤΗΣ

Ο αλλανίτης είναι ένα από τα ορυκτά της οµάδας του επιδότου πλούσιο σε σπάνιες
γαίες –κυρίως σε Ce (δηµήτριο)– και διακρίνεται από τα άλλα µέλη της λόγω του
καστανωπού χρώµατός του. Είναι κοινό συνοδό χαρακτηριστικό ορυκτό σε πολλούς
πετρολογικούς τύπους όπως σε γρανίτες, γρανοδιορίτες, µονζονίτες, συηνίτες,
πηγµατίτες (DEER et al 1962, 1966), ως φαινοκρύσταλλοι σε όξινα ηφαιστειακά
πετρώµατα όπως είναι οι ρυόλιθοι (DUGGAN 1976), σε φλέβες που δηµιουργούνται
από υδροθερµικά ρευστά του τελευταίου σταδίου που παράγονται από γρανιτικά
µάγµατα (ΕXLEY 1982) και έχει σπάνια αναφερθεί ως συστατικό ασβεστούχων
σκαρν και ασβεστοπυριτικών πετρωµάτων--προϊόντων γενικής µεταµόρφωσης (π.χ.
GIERE 1986).
Γενικά είναι συνδεδεµένος µε ραδιενεργά ορυκτά (π.χ PETERSON &
MACFARLANE 1993) όπως ThO2 µέχρι 5% κ.β. και U3O8 µέχρι 0,5% κ.β. (DEER et
al 1996). Εξαιτίας της ύπαρξης αυτών των ορυκτών συχνά µεταπίπτει σε µεταµικτική
κατάσταση που οφείλεται στην καταστροφή της κρυσταλλικής δοµής του λόγω του
βοµβαρδισµού του από σωµατίδια α που εκπέµπονται από τα ραδιενεργά ορυκτά, µε
αποτέλεσµα να αποκτά στην περίπτωση αυτή αφενός µεν ισότροπο χαρακτήρα,
αφετέρου ∆ε να µειώνεται η σταθερότητά του έναντι των αποσαθρωτικών
παραγόντων (DEER et al 1996). Οι αµετάµικτοι αλλανίτες όπως είναι και οι
συγκεκριµένοι, έχουν γενικό τύπο: X2Ψ3Ζ3 (Ο, ΟΗ, F)13 όπου X=Ca, Ce, La, Y, Th,
Mn, Ψ=Al, Fe+2, Fe+3, Mg, Ti και Z=Si, Al, και σπανίως Be. Το Ce είναι πάντα η πιο
άφθονη σπάνια γαία ακολουθούµενη από La, Nd καθώς επίσης και ότι είναι το µόνο
µέλος της οµάδας αυτής που ο Fe+3 είναι βασικό συστατικό (DEER et al 1996). Ο
δοµικός του τύπος υπολογίστηκε µε βάση τα 12,5 (Ο) (π.χ. DEER et al 1962, 1996,
PETERSON & MACFARLANE1993) και όλος ο σίδηρος αναφέρεται ως FeO
καθόσον δεν προσδιορίζονται επί του παρόντος µε τον µικροαναλυτή ο Fe+3 και το
(ΟΗ-) (Πιν.11) Κατά καιρούς έχουν προταθεί και άλλες µέθοδοι υπολογισµού των
κατιόντων όπως µε βάση τα οκτώ κατιόντα (π.χ. GROMET & SILVER 1983, GIERE
1986) καθώς και συνδυασµός των 12,5(Ο) µε 8 κατιόντα (π.χ. SORENSEN 1991).
Οι αναλύσεις των αλλανιτών έχουν χαµηλά σύνολα και οι λόγοι που οδηγούν σ’
αυτές τις χαµηλές τιµές, όπως αναφέρουν π.χ. οι GROMET & SILVER 1983, µπορεί
να οφείλονται στην παρουσία πτητικών (κυρίως δευτερογενούς προέλευσης), στην
αδυναµία των αναλυτικών οργάνων να ανιχνεύσουν και να προσδιορίσουν άλλα

103
στοιχεία, στην πιθανή παρουσία του Fe+3 και στην ανακρίβεια των µικροαναλυτικών
στάνταρντ για τις σπάνιες γαίες και το Th. Ο αλλανίτης δείχνει µια ιδιαίτερη
προτίµηση στον εµπλουτισµό του µε ελαφριές σπάνιες γαίες σε αντίθεση µε τον
τιτανίτη που δείχνει προτίµηση στις µεσαίες και βαριές σπάνιες γαίες (π.χ. GROMET
& SILVER 1983, PETERSON & MACFARLANE 1993). Στην εργασία τους οι
PETERSON & MACFARLANE 1993 αναφέρουν ότι οι GOLDSCHMIDT &
THOMASSEN (1924) πρωτοπεριέγραψαν την προτίµηση αυτή των ελαφριών
σπανίων γαιών να συγκεντρώνονται στον αλλανίτη. Στη συνέχεια αναφέρουν ότι ο
SEMENOV (1958) απέδωσε αυτή την προτίµηση σ’ ένα κρυσταλλοχηµικό κοντρόλ
δείχνοντας ότι οι ορυκτές δοµές που έχουν µια θέση κατιόντος µε υψηλό αριθµό
συντονισµού (coordination number) (10-12) είναι εκλεκτικές στις ελαφριές σπάνιες
γαίες ενώ εκείνες µε χαµηλές συντονιστικές κατιοντικές θέσεις προτιµούν τις βαριές
σπάνιες γαίες και τέλος ο DOLLASE (1971) έδειξε ότι έχοντας 11- fold – coordinated
site θα αναµένεται συνεπώς να περιέχει σε µεγάλη αναλογία τις ελαφριές σπάνιες
γαίες.
Η οπτικά παρατηρούµενη, λόγω της χρωµατικής διαφοράς, ζώνωση αντιστοιχεί και
σε µια χηµική ζώνωση που αποκαλύπτεται κυρίως µε µεταβολή, από τον πυρήνα προς
την περιφέρεια, της συγκέντρωσης των ελαφρών σπανίων γαιών και του θορίου. Η
ζώνωση αυτή άλλοτε είναι κανονική και άλλοτε επανάστροφη (φαινόµενο που
παρατηρήθηκε και οπτικά από την εναλλαγή ανοιχτόχρωµων και σκοτεινόχρωµων
ζωνών). Η πλουσιότερη σε ελαφριές σπάνιες γαίες περιοχή δεν βρίσκεται πάντοτε
στους πυρήνες αλλά κυρίως σε ζώνες ανάµεσα στον πυρήνα και την περιφέρεια και
σπανιότερα στις περιθωριακές περιοχές του κρυστάλλου. ∆ιαπιστώθηκε η ελάττωση
των Ce και La και η αύξηση του Th από τον πυρήνα προς την περιφέρεια των κόκκων
(Εικ. 26α). Η ζώνωση των ελαφριών σπάνιων γαιών έχει χρησιµοποιηθεί ως
πετρογενετικός δείκτης της κρυστάλλωσης στα γρανιτικά µάγµατα (GROMET &
SILVER 1983, SAWKA et al 1984, SAWKA 1988, SORENSEN 1994). Οι µελέτες
των EXLEY (1980), GROMET & SILVER (1983), SAWKA et al (1984) αναφέρουν
ότι οι πυρήνες των κρυστάλλων του αλλανίτη είναι πλουσιότεροι σε ελαφριές
σπάνιες γαίες απ’ ό,τι οι περιφέρειες των ίδιων κρυστάλλων, διαπίστωση που
επαληθεύτηκε και από τις δικές µου αναλύσεις, όπως πρωτοαναφέρθηκε. Οι
προηγούµενοι συγγραφείς αποδίδουν την κανονική αυτή ζώνωση στην κρυστάλλωση
του ορυκτού από ένα εξελισσόµενο τήγµα ή από ένα ρευστό του τελευταίου σταδίου
που προοδευτικά εξαντλήθηκε σε ελαφριές σπάνιες γαίες µε ελάττωση των ολικών

104
ποσοστών των σπανίων γαιών του τήγµατος ή µεταβολές στη δοµή του τήγµατος και
συνεπώς συντελεστές διαχωρισµού (partition coefficients). Η διαπίστωση της
ύπαρξης ιδιόµορφων έως υπιδιόµορφων κρυστάλλων µε επανάστροφη ζώνωση µας
οδηγεί στην διαπίστωση που έκαναν οι GROMET & SILVER 1983 για τις οξείες
ιδιόµορφες µε επανάστροφη ζώνωση στοοιβάδες µερικών κρυστάλλων αλλανίτη του
γρανοδιορίτη από το νοτιοανατολικό περιθώριο της Peninsular Ranges της νότιας
California που ερµηνεύτηκαν ως απόδειξη για την προέλευση µε ανάπτυξη από ένα
τήγµα.

Πίνακας 11: Αντιπροσωπευτικές Χηµικές Αναλύσεις Αλλανιτών


από πυρήνα (C), ενδιάµεση περιοχή (Ι) και περιφέρεια (R) από τον
Γρανοδιορίτη της Τήνου.

T61A
C I R
SiO2 32.96 33.01 33.45
AI2O3 15.55 15.58 16.46
FeO 12.38 12.38 12.49
CaO 12.52 12.46 13.51
La2O3 4.67 4.99 3.96
Ce2O3 17.45 18.37 14.56
ThO2 2.79 2.221 3.30
TL (% κ.β.) 98.32 99.00 97.73
Αριθµός ιόντων µε βάση 12,5 άτοµα οξυγόνου
Si 3.154 3.147 3.153
Al 1.752 1.749 1.827
2+
Fe 0.991 0.987 0.985
2.743 2.736 2.812
Ca 1.284 1.273 1.364
La 0.165 0.175 0.138
Ce 0.611 0.640 0.502
Th 0.061 0.048 0.071
2.121 2.136 2.075
Συν. Κατιόντων 8.018 8.019 8.040

105
106
1,8

1,7

1,6

2*(Ce+La)
1,5

1,4

1,3

1,2

1,1
1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7

Ca+Th

Εικόνα 26α: Αντικατάσταση των λανθανίδων (Ce+La) στην δοµική θέση Α του
αλλανίτη από τον γρανοδιορίτη της Τήνου η οποία όπως δείχνει και η θετική
συσχέτιση Τh-Ca της εικόνας 26β, γίνεται και από τα δύο ιόντα (Ca+Th).

1,5

1,4
Ca

1,3

1,2

1,1
0,00 0,03 0,06 0,09 0,12 0,15

Th

Εικόνα 26β: Θετική συσχέτιση Τh-Ca στην δοµική θέση Α του αλλανίτη από τον
γρανοδιορίτη της Τήνου.

106
Η σύνδεση του χηµικού τύπου του αλλανίτη (Ca, Ce, La, Th)2 (Fe+2, Fe+3 Al)3… µε
τα FeAl2–επίδοτα (επίδοτο: Ca2(Fe+3, Al)Al2…., ζοϊσίτης (κλινοζοϊσίτης: Ca2(Al,
Fe+3)Al2….) εκφράζεται µε την κατά ζεύγη χηµική αντικατάσταση του Ca+2 από τις
REE στην X-θέση και των δισθενών κατιόντων (Fe+2, Mg) από τα τρισθενή κατιόντα
(Al, Fe+3) στην Ψ-θέση σύµφωνα µε το σχήµα Ca+2 (Al,Fe+3) ⇔ REE+3 + (Fe+2, Mg)
(π.χ. DEER et al 1986, 1996, PEACOR & DUNN 1988, PETERSON &
MACFARLANE 1993). Η διπλή αυτή αντικατάσταση επιτρέπει σ’ όλες τις θέσεις να
παραµένουν συµπληρωµένες και η αντιστάθµιση του φορτίου να διατηρείται (π.χ.
PETERSON & MACFARLANE 1993). Επίσης οι µηχανισµοί αντικατάστασης 3Ca+2
⇔ 2 REE+3 και Ca+2 + Th+4 ⇔ 2REE+3 (Εικ. 26α) διατηρούν την σταθερότητα του
φορτίου και εντός της ίδιας θέσης παρόλο που η παρουσία του Th στην Χ-θέση δεν
επιτρέπει την αντικατάσταση του Ca (Εικ. 26β) και πιθανόν η παρουσία του να
προκαλούσε µεταβολή στο φορτίο της θέσης αυτής.

4.4.6. ΤΙΤΑΝΙΤΗΣ

Ο τιτανίτης έχει µεγάλο πεδίο σταθερότητας (HUNT & KERRICK 1977) µε


αποτέλεσµα να εντοπίζεται ως συνοδό ορυκτό σε µια µεγάλη έκταση των πυριγενών
και µεταµορφικών πετρωµάτων, όµως σπάνια παρατηρείται ως κλαστικοί κόκκοι στα
ιζηµατογενή πετρώµατα λόγω της µικρής σκληρότητάς του (RIBBE 1982).
Στην βιβλιογραφία, µέχρι πρότινος, αναφερόταν και ως σφήνα εξαιτίας του
σφηνοειδούς σχήµατος των τοµών του. Ακολουθώντας τις διαδικασίες της I.M.A
Commission on New Minerals and Mineral Names, οι NICKEL & MANDARINO
(1988) όρισαν το όνοµα τιτανίτης, το οποίο και ισχύει µέχρι σήµερα.
Η κρυσταλλική δοµή του πρωτοερευνήθηκε από τον ZACHARIASEN (1930) και
επαναερευνήθηκε από τους MONGIORNI & RIVA DE SANSEVERINO (1968) και
ξεκαθαρίστηκε από τους SPEER & GIBBS (1976) (για τον συνθετικό). Ο ιδεατός
χηµικός τύπος του τιτανίτη είναι: CaTiOSiO4. Οι SAHAMA (1946), RIBBE (1980),
DEER et al (1982, 1996), SMITH (1988), OBERTI et al (1991) κ.ά. προσδιόρισαν
ποιά στοιχεία µπορούν να αντικαταστήσουν τα κύρια του χηµικού τύπου στις
διάφορες θέσεις και έτσι για: (1) την θέση του Ca τα Sr, Ba, σπάνιες γαίες, Mn, Mg,
Fe+2 (η περίσσεια µετά την συµπλήρωση της Τi–θέσεως ), Na, Th (σύµφωνα µε τους
STAATZ et al, 1977 το περιέχει σε µικρότερο ποσοστό αν στο πέτρωµα συνυπάρχει

107
αλλανίτης απ’ ό,τι αν δεν υπάρχει), Y κ.λπ., (2) την θέση του Ti τα Al, Fe+3, Ta, Nb,
Sb, Cr, Sn κ.λπ., (3) την θέση του Si δεν έχει αναφερθεί για τους φυσικούς τιτανίτες
καµιά άλλη αντικατάσταση εκτός του Al (RIBBE 1982), εντούτοις οι OBERTI et al
(1991), υποστηρίζουν ότι και το Ti µπορεί να το αντικαταστήσει και (4) την θέση του
Ο τα (ΟΗ) και F.
Ο υπολογισµός του δοµικού τύπου του τιτανίτη είναι πάντα δύσκολος. Κατά καιρούς
έχουν προταθεί διάφορες µέθοδοι προσδιορισµού του όπως µε βάση τα 5 (Ο) (π.χ.
Deer et al 1962), ή µε βάση τα κατιόντα όπως το 1 Si (π.χ. HIGGINS & RIBBE 1976,
COOMBS et al 1976, DEER et al 1982, 1996), το άθροισµα των τετραεδρικών και
οκταεδρικών κατιόντων ίσον µε δύο (2) (π.χ. PAUL et al 1981, OBERTI et al 1991),
το άθροισµα όλων των κατιόντων ίσον µε τρία (3) (π.χ. GROAT et al 1985). Όµως
κάθε µια από τις προηγούµενες µεθόδους είχε τα µειονεκτήµατά της και
συγκεκριµένα ο υπολογισµός µε βάση τα 5 (Ο) οδηγούσε αφενός µεν πολύ συχνά σε
αποδεκτές υψηλές τιµές κατιόντων και ειδικά σε υπερπληθυσµιακές θέσεις αφετέρου
δε, δεν είναι συχνά προσδιορισµένα τα (ΟΗ) και F (λόγω τεχνικών µικροαναλυτικών
αδυναµιών) παρόλο που είναι συχνά παρόντα σε µεταβλητά ποσά αντικαθιστώντας
(όπως προαναφέρθηκε το οξυγόνο). Επίσης συνήθως σε υπερπληθυσµό µιας άλλης
θέσης, που είναι κρυσταλλογραφικά αστήρικτη, οδηγούµα- στε δεχόµενοι την πλήρη
κατάληψη µιας ή δύο θέσεων είτε από ένα (π.χ. 1 Si) είτε από περισσότερα κατιόντα
(π.χ. Si+Ti+Al+Fe+3=2). Ο σίδηρος επίσης λόγω των τεχνικών αδυναµιών εκφράζεται
εως FeO. Οι OBERTI et al (1991) δεχόµενοι ότι καµιά χηµική παράµετρος δεν µπορεί
να θεωρηθεί ως προσδιοριστική και αφού η κρυσταλλοχηµικά λογική συνισταµένη
µέθοδος για τον υπολογισµό του δοµικού τύπου δεν έχει ακόµα δηµοσιευτεί,
προτείνουν την επόµενη διαδικασία ως τον µέχρι στιγµής καλύτερο τρόπο εξαγωγής
του δοµικού τύπου αν δεν έχουν προσδιοριστεί τα (ΟΗ), F καθώς και τα πιθανά
πρόσθετα στοιχεία: (1) Υπολογίζουν όλο το Fe ως Fe+3 από τον µετρηθέντα ολικό
FeO, τοποθετούν όλο το Si στην θέση του Si, όλο το Ti, Al και Fe+3 στην οκταεδρική
(Ti) θέση και όλο το Ca στην θέση του Ca. (2) Υπολογίζουν το άθροισµα
Ti+Al+Fe+3=2 (π.χ. κανένα κενό στις θέσεις Si και Ti. (3) Εάν προκύψει από την (2)
Ca <1.000 και Si <1.000 τότε µετακινείται αρκετό Ti στην θέση του Si για να
καταστήσει τις θέσεις Si και Τi πλήρως γεµάτες µε κενό στην θέση του Ca. (4) Εάν
προκύψει από την (2) Ca >1.000 και Ca > Si ξαναϋπολογίζουν µε Ca=1.000 και αυτό

108
Πίνακας 12: Αντιπροσωπευτικές Αναλύσεις Τιτανίτη (Σφήνας) από
τον Γρανοδιορίτη του Πλουτωνίτη της Τήνου
T23 T51 T61A T81
SiO2 29.59 28.61 30.02 28.73
TiO2 36.77 37.64 37.46 37.65
Al2O3 2.07 1.78 1.90 2.14
Fe2O3 - - - -
FeO 0.74 0.72 0.65 1.29
MgO 0.00 0.00 0.09 0.00
MnO 0.00 0.00 0.00 0.00
CaO 30.12 29.08 29.38 29.31
TL (% κ.β.) 99.29 97.83 99.50 99.11
Υπολογισµός Ιόντων µε Βάση: Ca+Mg+Mn=1
Si 0.917 0.918 0.950 0.915
Al 0.076 0.067 0.071 0.080
Ti 0.857 0.909 0.891 0.902
Fe3+ 0.00 0.00 0.00 0.00
Fe2+ 0.019 0.019 0.017 0.034
Mg 0.000 0.000 0.000 0.000
Mn 0.000 0.000 0.000 0.000
Ca 1.000 1.000 0.996 1.000
Συν. Κατιόντων 2.869 2.913 2.929 2.931

οδηγεί σε Si <1.000 και έτσι µετακινείται αρκετό Ti στην θέση του Si για να την
συµπληρώσει, αφήνοντας κενό στην θέση του Ti. (5) Εάν προκύψει από την (2)
Si >1.000 και Si > Ca ξαναυπολογίζουν µε Si=1.000 και αυτό οδηγεί σε Ca <1.000 µε
κενό και στις θέσεις του Ti και του Ca. Αφού επιλεγεί κάποια εκ των (3), (4) και (5)
από τον τύπο Σ(ΟΗ+F)=10−άθροισµα φορτίων κατιόντων (εξαιρουµένου του Η+) και
ακολούθως στην (7) υπολογίζοντας τα οξυγόνα από τον τύπο Ο=5−άθροισµα
(ΟΗ+F). Εφαρµόζοντας αυτήν την διαδικασία όλοι οι τιτανίτες του γρανοδιορίτη της
Τήνου έδωσαν Ca>1.000 και Ca>Si µε αποτέλεσµα να ξαναϋπολογιστούν µε
Ca+Mg+Mn=1.000 (Πιν.12). Το αποτέλεσµα του όλου υπολογισµού ήταν να
προκύψει το αναµενόµενο κενό στην θέση του Ti (µάλλον προερχόµενο από τον µη
προσδιορισµό των πρόσθετων στοιχείων) καθώς και θετικές τιµές (ΟΗ) του µαζί µε
τις τιµές του (Ο) δεν ξεπερνούν το 5 αφού F=0.0 γιατί δεν υπολογίστηκε. Αυτή ήταν
και το βασικό πλεονέκτηµα της µεθόδου αυτής δεδοµένου ότι µε βάσει τα 5 (O), το
1 Si και το άθροισµα των τετραεδρικών και οκταεδρικών κατιόντων ίσο µε δύο,

109
Εικόνα 27: Προβολή των αναλυθέντων τιτανιτών από τον γρανοδιορίτη της Τήνου

(συµπαγής κύκλος) στο διάγραµµα Al-Ti-Fe (TULLOCH 1979) που δείχνει την
πυριγενή προέλευσή τους (περιοχή που οριοθετείται από διακεκοµµένη γραµµή).

προέκυπτε υπερπληθυσµός σε κάποια θέση και αρνητικές τιµές (ΟΗ), ενώ σε


σύγκριση µε εκείνη που το άθροισµα των τριών κατιόντων ήταν τρία παρόλο που και
οι δύο έδιναν θετικές τιµές (ΟΗ) εντούτοις υπήρχε υπερπληθυσµός στην θέση του Ca
µε την µέθοδο των τριών κατιόντων. Οι αναλυθέντες τιτανίτες ανήκουν στους
φτωχούς σε Al τιτανίτες (σύµφωνα µε τον ορισµό που δόθηκε από τους OBERTI et
al, 1985: XAl / (Ti+Al+Fe+3) <0.25) δεδοµένου ότι ο XAl είναι σε όλες τις περιπτώσεις
<0.25 (0.067–0.090) προβαλλόµενοι στο διάγραµµα Al–Ti–Fe του TULLOCH (1979)
(Εικ.27) πέφτουν εντός του πεδίου των πυριγενών τιτανιτών και πλησιάζουν προς την
πλευρά Ti–Al και προς την κορυφή του Ti ανταποκρινόµενοι στην διαπίστωση των
ZNAMENSKII et al (1962) (από DEER et al 1982) ότι στους βιοτιτικούς ‘‘γρανίτες’’
(όπως είναι και αυτός της Τήνου) που περιέχουν τιτανίτη αυτός περιέχει το 21–42 %
του συνολικά διαθέσιµου τιτανίου.

110
4.4.7. ΜΟΣΧΟΒΙΤΗΣ

Ανήκει στην κατηγορία των λευκών διοκταεδρικών µαρµαρυγιών και η παρουσία του
έχει διαπιστωθεί σε µια εκτεταµένη ποικιλία γεωλογικών περιβαλλόντων. Κυρίως
εντοπίζεται σε µεταµορφωµένα πετρώµατα, από την κατώτερη πρασινοσχιστολιθική
µέχρι την αµφιβολιτική φάση, καθώς και σε ενδιάµεσης βασικότητας µέχρι όξινα
µαγµατικά πετρώµατα.
Αποτελεί συστατικό του λευκογρανίτη της Τήνου και ο δοµικός του τύπος είναι ο
ίδιος µε των λοιπών µαρµαρυγιών, δηλαδή Χ2Ψ4-6Ζ8Ο20(ΟΗ)4 όπου Χ= κυρίως Κ, Νa,
Ca, Ψ= Al, Fe2+, Fe3+, Mg, Mn, Ti, Li και Ζ= Si, Al. Η στοιχειοµετρική κατανοµή
έγινε µε βάσει τα 22 (Ο) λόγω του µη προσδιορισµού του Η2Ο καθώς επίσης και όλος
ο σίδηρος θεωρήθηκε ότι είναι FeO (Πιν. 13)
Η οµάδα του µοσχοβίτη έχει τρία ακραία µέλη: τον µοσχοβίτη (µε την στενή έννοια),
τον σελαδονίτη και τον παραγονίτη. Μεταξύ των ακραίων µελών µοσχοβίτης και
σελανδονίτης υπάρχει πλήρης στερεή διάλυση µε αποτέλεσµα αυτή η οµάδα να
αναφέρεται ως φεγγίτης. Βέβαια µε την στενή έννοια του όρου «φεγγίτης» ορίστηκε
από τους MASSONE & SCHREYER (1986) ο µαρµαρυγίας εκείνος πού έχει 3.2< Si
<3.6 (µε βάση τα 11 (Ο)). Οι εν λόγω µαρµαρυγίες έχουν 3.102< Si <3.166 µε µέσο
όρο 3.132, διαπίστωση που αποκλείει την φεγγιτική τάση.
Από την επεξεργασία των µικροαναλύσεων προκύπτει ότι υπάρχει έλλειψη φορτίου
στην Χ-θέση όπου το άθροισµα των κατιόντων είναι µικρότερο της τιµής 2 (1.903–
1.998 εκτός από µία τιµή που είναι 2.019). Παρόµοιο φαινόµενο έχει αναφερθεί και
από άλλους ερευνητές (π.χ. GUIDOTTI 1970, 1974, ΚΑΤΑΓΑΣ 1981 κ.ά) και
πιθανώς οφείλεται είτε σε απώλεια των K, Na που συµβαίνει κατά την ακτινοβολία
είτε στην αντικατάσταση K+ από Η3Ο+ (GANGULY 1951, BROWN & NORRISH
1952, EVANS & GUIDOTTI 1966) είτε αποδίδεται σε αντικατάσταση κατιόντων της
µορφής AlIV+K⇔ Si (WANG & BANO 1987). Στην Ψ-θέση (οκταεδρική) υπάρχει
σηµαντική περίσσεια φορτίου (4.075 – 4.265) για την οποία η πιο πιθανή ερµηνεία
που µπορεί να δοθεί είναι ότι συµµετέχει στη δοµή των κρυστάλλων Fe3+ που είναι
αδύνατο να ανιχνευτεί
µε τον µικροαναλυτή. Αν δεχτούµε ότι όλος ο σίδηρος είναι Fe3+ το άθροισµα
βελτιώνεται πλησιάζοντας την τιµή 4. Το πρόβληµα του υπολογισµού του Fe3+ στην
δοµή του µοσχοβίτη έχει αποτελέσει αντικείµενο συζητήσεων (π.χ. BROWN 1967,
ZEN 1981, GUIDOTTI 1984) και το ποσοστό συµµετοχής του έχει δειχτεί ότι

111
εξαρτάται τόσο από τις συνθήκες πίεσης και θερµοκρασίας όσο και από την
ενεργότητα του οξυγόνου (ERNST 1963, GUIDOTTI & SASSI 1976).
Το κύριο ερώτηµα που αφορά τον µοσχοβίτη των µαγµατικών πετρωµάτων είναι εάν
πρόκειται στην πραγµατικότητα για µαγµατικό ορυκτό. Τα διάφορα κριτήρια που
χρησιµοποιήθηκαν για να αναγνωρίσουν την µαγµατική προέλευση δεν είναι
οριστικά, αλλά σε συνδυασµό προσφέρουν εξαναγκαστικούς λόγους στο να πιστευτεί
ότι ο µοσχοβίτης είναι µία µαγµατική φάση σε κάποιους πλουτωνίτες. Τέτοια
κριτήρια είναι ιστολογικά, προέλευσης του πλουτωνίτη, ορυκτοχηµικά και
παραγενετικά και µε βάση αυτά διακρίνεται σε πρωτογενής ή µαγµατικός και
δευτερογενής ή προερχόµενος από εξαλλοίωση άλλων µαγµατικών ορυκτών.
Οι MILLER et al (1981) θεωρούν ως πρωτογενείς τους µοσχοβίτες εκείνους που είναι
πλούσιοι σε Ti, Al και Na και φτωχοί σε Mg και Si και για τον σκοπό αυτό
προτείνουν την προβολή των αναλύσεών στο τριγωνικό διάγραµµα
Si–(Fe,Mg,Mn,Ti)–Al. Από την προβολή των αναλύσεων των µοσχοβιτών του
λευκογρανίτη της Τήνου σ’ αυτό το διάγραµµα (Εικ. 28α) προκύπτει ότι άλλοι απ’
αυτούς είναι πρωτογενείς και άλλοι δευτερογενείς. Οι MONIER et al (1984)
διέκριναν τρεις τύπους, από άποψη προέλευσης, µοσχοβίτες: τον µαγµατικό, τον
υστερο- έως µεταµαγµατικό και τον υδροθερµικό. Για τον σκοπό αυτό προτείνουν το
τριγωνικό διάγραµµα TiO2-Fe2O3-MgO µε τα αντίστοιχα πεδία. Από αυτό προκύπτει
ότι οι µαγµατικοί είναι πιο πλούσιοι σε Ti, οι υστερο- έως µεταµαγµατικοί είναι πιο
πλούσιοι σε Fe από τους υδρο- θερµικούς και οι δύο αυτοί πολύ λιγότερο πλούσιοι σε
Ti από τους µαγµατικούς. Προβαλλόµενες οι αναλύσεις στο διάγραµµα αυτό
(Εικ. 28β) προκύπτει ότι οι εξεταζόµενοι µοσχοβίτες είναι υστερο- έως
µεταµαγµατικοί. Επίσης οι ερευνητές αυτοί θεωρούν ότι οι µαγµατικοί µοσχοβίτες
είναι πιο Na-ούχοι έχοντας 0.06< Na/(Na+K) <0.12, οι υστερο- έως µεταµαγµατικοί
µεταξύ 0.01 και 0.07 και οι υδροθερµικοί <0.04. Οι µοσχοβίτες του λευκογρανίτη
στην πλειοψηφία τους έχουν Na/(Na+K) από 0.072 έως 0.088 (µαγµατικοί / 6
αναλύσεις) και 0.031 και 0.042 (υστεροµαγµατικοί / 2 αναλύσεις). Όσον αφορά το
ποσοστό του Ti οι MONIER & ROBERT (1986) έδειξαν ότι οι υστερο- έως µετα-
µαγµατικοί χαρακτηρίζονται από χαµηλά ποσοστά Ti, ενώ οι πρωτογενείς µπορούν
να διακριθούν από τα υψηλά ποσοστά τους σε Ti. Η παραπάνω διαπίστωση έρχεται
σε συµφωνία µε τα δικά µας αποτελέσµατα που έδωσαν 0.0< Ti <0.016 και που
κατέταξαν τους µοσχοβίτες στους υστερο- έως µεταµαγµατικούς.

112
Πίνακας 13: Αντιπροσωπευτικές Αναλύσεις Πρωτογενών (Ρ) και
Υστεροµαγµατικών ∆ευτερογενών (S) Μοσχοβιτών από τον
Λευκογρανίτη του Πλουτωνίτη της Τήνου.

T202A(P) T207(P) T91/1(S) T91/2(S)


SiO2 46.16 46.19 44.89 45.19
Al2O3 32.28 33.79 30.59 30.47
TiO2 0.00 0.00 0.08 0.10
FeO 4.35 3.77 6.45 7.02
MnO 0.21 0.11 0.30 0.40
MgO 0.20 0.90 0.94 1.02
CaO 0.08 0.00 0.05 0.14
Na2O 0.58 0.53 0.62 0.53
K2O 10.50 10.30 10.41 10.39
TL (% κ.β.) 94.36 95.59 94.33 95.26
Αριθµός Ιόντων µε Βάση 22 άτοµα οξυγόνου
Si 6.313 6.204 6.237 6.236
AlIV 1.687 1.796 1.763 1.764
8.000 8.000 8.000 8.000
AlIV 3.512 3.549 3.242 3.188
Ti 0.000 0.000 0.008 0.010
Fe2+ 0.498 0.423 0.749 0.810
Mn 0.024 0.013 0.035 0.047
Mg 0.041 0.180 0.195 0.210
4.075 4.165 4.229 4.265
Ca 0.012 0.000 0.007 0.021
Na 0.154 0.138 0.167 0.142
K 1.832 1.765 1.845 1.829
1.998 1.903 2.019 1.992
Συν. Κατιόντων 14.073 14.068 14.248 14.257

Σύµφωνα µε τους MILLER et al (1981) ο µοσχοβίτης είναι ο πιο συνήθης


ορυκτολογικός δείκτης για τα ισχυρώς υπεραργιλικά πετρώµατα και τα γονικά
τους µάγµατα. Η παρουσία του έχει χρησιµοποιηθεί, σύµφωνα µ’ αυτούς τους
ερευνητές, για να περιορίσει το βάθος της κρυστάλλωσης: βασισµένα πάνω σε
πειραµατικά δεδοµένα κατά προσέγγιση τα 3 Kbar (11Km) συνήθως θεωρούνται η
ελάχιστη πίεση στην οποία ο πρωτογενής µαγµατικός µοσχοβίτης µπορεί να
κρυσταλλωθεί.

113
(α) (β)

Εικόνα 28α: Προβολή των συστάσεων των µοσχοβιτών του λευκογρανίτη της Τήνου στο διάγραµµα (Fe2+Mg+Mn+Ti)-Si-Al(tot) (MILLER et
al 1981) από το οποίο φαίνεται ότι έχουν κυρίως πρωτογενή προέλευση εκτός δύο δειγµάτων. Συµβολισµός: P=πρωτογενείς, S=δευτερογενείς,
Al(tot)=AlIV+AlVI.
Εικόνα 28β: Προβολή των συστάσεων των µοσχοβιτών του λευκογρανίτη στο διάγραµµα TiO2-Fe2O3-MgO (MONIER et al 1981) από το
οποίο φαίνεται ότι έχουν υστεροµαγµατική προέλευση. Συµβολισµός: M=µαγµατική, PM=υστεροµαγµατική, H=υδροθερµική προέλευση
Fe2O3=FeO*1.113

114
4.4.8. ΤΟΥΡΜΑΛΙΝΗΣ

Ο τουρµαλίνης είναι ένα από τα πιο κοινά βοριοπυριτικά συνοδά ορυκτά και
εντοπίζεται σχεδόν σ’ όλο το φάσµα των πετρολογικών τύπων, όπως σε
µαγµατικά, µεταµορφωµένα και κλαστικά ιζηµατογενή πετρώµατα. Η χηµική
του δοµή είναι περίπλοκη και µέχρι πρόσφατα ο χηµικός του τύπος ήταν πολύ
αβέβαιος. ∆οµικοί προσδιορισµοί έδειξαν (σύµφωνα µε τους HENRY &
GUIDOTTI, 1985) ότι είναι: ΧΨ3Ζ6(ΒΟ3)3Si6Ο18(ΟΗ,F)4. Η Χ-θέση (R1 κατά
τους LONDON & MANNING 1995) συνήθως περιέχει Νa, µεταβλητά ποσά
Ca και λιγότερο Κ ή κενό (FOIT & ROSENBERG 1977). Η οκταεδρική θέση
αντιπροσωπεύεται από δύο τύπους: την Ζ και την ασθενώς µεγαλύτερη και πιο
παραµορφωµένη Ψ (DONNAY & BARTON 1972, ROSENBERG & FOIT
1979), που οι LONDON & MANNING (1995) τις ονοµάζουν αντίστοιχα R3
και R2. Η Ζ (R3) τυπικά κατέχεται στο σύνολό της από Al αλλά δεν
αποκλείεται η ύπαρξη Fe2+, Fe3+, Mg, Ti (συγκεκριµένα 1.33 άτοµα Ti), ενώ η
µεγαλύτερη Ψ (R2) ανέχεται ποικίλες αντικαταστάσεις µπλέκοντας µονοσθενή,
δισθενή, τρισθενή κατιόντα (Li, Fe2+, Mg, Mn, Fe3+, Al). Το Β είναι σε
κανονική τριγωνική συνδιάταξη και δεν έχει εµφανείς αντικαταστάσεις
(TSANG & GHOSE 1973, POVONDRA 1981). Στην τετραεδρική θέση
µπορεί να λαµβάνει χώρα µερική αντικατάσταση του Si από Al (FOIT &
ROSENBERG 1979). Στην υδροξυλική θέση το (ΟΗ)1- µπορεί να
αντικαθίσταται µερικά από F1- ή Ο2- (NEMEC 1968, FOIT & ROSENBERG
1977).
Οι αναλύσεις του τουρµαλίνη έχουν χαµηλά γενικά σύνολα, γύρω στο
80–85%. Αυτό οφείλεται στο ότι µε τους υπάρχοντες (επί του παρόντος) µικρο-
αναλυτές δεν καθίσταται δυνατή η ανίχνευση των B, Li, Fe3+ και (ΟΗ)1-, ο
προσδιορισµός των οποίων γίνεται εφικτός µόνο µε την χρήση κλασσικών
µεθόδων ‘‘υγρής χηµείας’’.
Εποµένως αφού το ποσό του (ΟΗ)1- δεν είναι µικροαναλυτικά ανιχνεύσιµο ο
δοµικός τύπος δεν υπολογίζεται καταρχήν, ως θα όφειλε, µε βάση τα 31 (Ο)
αλλά τα 29 (Ο) δεχόµενοι την πλήρη κατοχή 4 (ΟΗ)1- στην υδροξυλική θέση.
Στην συνέχεια επειδή και το ποσοστό του Β δεν προσδιορίζεται ο τελικός
δοµικός τύπος υπολογίστηκε µε βάση τα 24.5 (Ο) (π.χ. MANNING 1982,
HENRY & GUIDOTTI 1985, GALLAGHER 1988, BYERLY & PALME
1991, HENRY & DUTROW 1992, LONDON & MANNING 1995). Όλος ο
115
σίδηρος θεωρείται ως FeO (αν και κάποιο ποσοστό θα παρουσιάζεται και ως
Fe3+) αν και πολλοί προσδιορισµοί έχουν δείξει ότι το υψηλότερο ποσοστό του
σιδήρου είναι Fe2+

Πίνακας 14: Αντιπροσωπευτικές Αναλύσεις πυρήνων (C) και


περιφερειών (R) Τουρµαλίνη από τον Λευκογρανίτη του Πλουτωνίτη
της Τήνου.
T207/1(C) T207/1(R) T207/2(C) T207/2(R)
SiO2 33.77 32.85 33.65 33.81
Al2O3 32.95 32.01 32.35 31.79
B2O3 n.d. n.d. n.d. n.d.
TiO2 - 0.16 - 0.22
FeO 14.97 14.76 14.57 14.29
MnO 0.54 1.01 0.70 0.57
MgO 0.26 0.25 0.15 1.04
CaO 0.49 0.17 0.11 0.27
Na2O 2.15 2.38 2.02 2.51
K2O 0.08 0.04 0.08 0.07
Cl 0.00 - - -
TL (% κ.β.) 84.88 83.63 83.63 84.57
Αριθµός Ιόντων µε Βάση 24,5 άτοµα οξυγόνου
Si 5.848 5.806 5.904 5.878
AlIV 0.152 0.194 0.096 0.122
6.000 6.000 6.000 6.000
AlVI 6.568 6.468 6.589 6.387
Ti 0.000 0.021 0.000 0.029
Fe2+ 2.168 2.182 2.138 2.078
Mn 0.079 0.151 0.104 0.084
Mg 0.067 0.066 0.039 0.270
8.882 8.888 8.870 8.848
Ca 0.024 0.032 0.021 0.050
Na 0.739 0.816 0.687 0.840
K 0.013 0.009 0.018 0.016
0.776 0.857 0.726 0.912
Συν. Κατιόντων 15.658 15.745 15.596 15.760
R1 0.776 0.857 0.726 0.912
R2 2.314 2.399 2.281 2.432
R3 6.720 6.690 6.685 6.548
n.d: δεν προσδιορίστηκε

116
(β)
(α)

Εικόνα 29 (α, β): Προβολή των συστάσεων των αναλυθέντων τουρµαλινών από τον λευκογρανίτη της Τήνου στα διαγράµµατα ταξινόµησης (α)
Al-Fe2-Mg και (β) Ca-Fe2-Mg, (HENRY and GUIDOTTI 1985), που δείχνουν ότι προέρχονται από φτωχά σε λίθιο γρανιτοειδή µάγµατα.
Πεδία (α): 1= Πλούσια σε Li γρανιτοειδή, πηγµατίτες και απλίτες, 2= Φτωχά σε Li γρανιτοειδή, πηγµατίτες και απλίτες, 3= Υδροθερµικά
εξαλλοιωµένα γρανιτικά πετρώµατα, 4= Μεταπηλίτες και µεταψαµµίτες (πλούσιοι σε Al), 5= Μεταπηλίτες και µεταψαµµίτες (φτωχοί σε Al), 6=
Πλούσια σε Fe3+ χαλαζο-τουρµαλινούχα πετρώµατα, ασβεστοπυριτικά και µεταπηλίτες, 7= Χαµηλά σε Ca υπερβασικά πετρώµατα, 8=
Μετανθρακικά και µεταπυροξενίτες. (β): 1= Πλούσια σε Li γρανιτοειδή, πηγµατίτες και απλίτες, 2= Φτωχά σε Li γρανιτοειδή, πηγµατίτες και
απλίτες, 3= Πλούσιοι σε Ca µεταπηλίτες, 4= Φτωχοί σε Ca, µεταπηλίτες, µεταψαµµίτες και χαλαζο-τουρµαλινούχα πετρώµατα, 5= Χαµηλά σε Ca
υπερβασικά πετρώµατα, 6= Μετανθρακικά και µεταπυροξενίτες.

117
3.

2.
S
(α)
2.

D
Al in

2. 2. 3.

(β)
S-D

r r
c prl
c

alkd

R3

Εικόνα 30 (α, β): Συστασιακά διαγράµµατα τουρµαλινών που δείχνουν ότι οι τουρµαλίνες του
λευκογρανίτη της Τήνου στο (α) διάγραµµα δείχνουν σύσταση Schorl και ότι στο (β) οι πυρήνες (c)
σε σχέση µε τις περιφέρειες (r ) δείχνουν απώλεια πρωτονίου (proton loss=prl), δηλαδή οξείδωση.
Συµβολισµός: U=Ουβίτης, S=Σερλ, D=Ντραβίτης, Alkd (alkali deficiency)=έλλειψη αλκαλίων. Για τον
υπολογισµό των R1, R2, R3 και όλου του διαγράµµατος ιδές LONDON and MANNING (1995).

118
118
(JOLLIFF et al 1986) (Πιν. 14). Στην βιβλιογραφία έχει διαπιστωθεί και ο
υπολογισµός του δοµικού τύπου µε βάση 6 Si (FORTIER & DONNAY 1975,
SAHAMA et al. 1979, WALENTA & DUNN 1979, JOLLIFF et al 1986). Ο λόγος
που χρησιµοποιήθηκε η µέθοδος αυτή είναι η παρουσία πλεονάσµατος Si
µεγαλύτερου των 6 ατόµων που απαιτούνται για την τετραεδρική θέση
(υπολογίζοντας τον τύπο µε βάση τα (Ο)) και αν και είναι συνήθως µικρό (µικρότερο
από 0, 05 άτοµα ανά δοµικό τύπο) είναι δύσκολο να συµβιβαστεί µε τον όρο της
δοµής του τουρµαλίνη (π.χ. JOLLIFF et al 1986).
Οι φυσικοί τουρµαλίνες είναι γενικά στερεές διαλύσεις και δείχνουν σηµαντική
συστασιακή αστάθεια που οφείλεται στην παρουσία διπλών αντι- καταστάσεων
ιδιαίτερα στις θέσεις Ψ (R2) και Ζ (R3). Εξαιτίας λοιπόν του µε- γάλου ποσού των
πιθανών αντικαταστάσεων οι φυσικοί τουρµαλίνες ανήκουν σε δύο τελείως
αναµίξιµες σειρές στερεής διάλυσης: του σερλ-ντραβίτη και του σερλ-ελβαϊτη,
εντούτοις υπάρχει ένα φανερό χάσµα αναµιξιµότητας µεταξύ ντραβίτη και ελβαϊτη
(DEER et al. 1962) που επαληθεύτηκε και από την ανυπαρξία στη φύση των
αντιπροσώπων τους. Οι αντικαταστάσεις αυτές αποδείχτηκαν από τους FOIT &
ROSENBERG (1977) και τροποποιήθηκαν από τον BURT (1989) και µερική σύνοψή
τους γίνεται στους παρακάτω πίνακα:

Όνοµα Χ(R1) Ψ(R2) Z(R3) (OH, F)


Σέρλ Na Fe32+ Al6 (OH)4
Ντραβίτης Na Mg3 Al6 (OH)4
Ελβαϊτης Na Li1,5Al1,5 Al6 (OH)4
Ουβίτης Ca Mg3 MgAl5 (OH)4
Μπουεργκερίτης Na Fe33+ Al6 (OH)4

Κανένα από τα παραπάνω καθαρά µέλη δεν είναι γνωστό στη φύση πιθανόν λόγω του
ότι δεν είναι στον ίδιο βαθµό σταθερά όσο και οι στερεές διαλύσεις τους (FROIT &
ROSENBERG 1977).
H παρατηρούµενη οπτικά (λόγω της µεταβολής του χρώµατος από ανοιχτό
µαυροµπλέ στον πυρήνα σε σκούρο µαυροµπλέ στην περιφέρεια) ζώνωση
ανταποκρίνεται και σε µια αντίστοιχη χηµική ζώνωση όπου από τον πυρήνα προς την
περιφέρεια έχουµε αύξηση του ποσοστού των CaO, Na2O, TiO2, µείωση του
119
ποσοστού των K2O, FeO και αυξοµειώσεις του ποσοστού των MgO και MnO. Οι
HENRY & GUIDOTTI (1985) θέλοντας να συσχετίσουν την σύνθετη χηµική
µεταβλητότητα του τουρµαλίνη και τη σχέση του προς τις συνυπάρχουσες φάσεις
κατασκεύασαν δύο τριγωνικά διαγράµµατα τα: Al-Fe2+-Mg και Ca-Fe2+-Mg, από τα
οποία µπορεί ο τουρµαλίνης να αποκαλυφθεί ως δείκτης του τοπικού περιβάλλοντος
εντός του οποίου σχηµατίστηκε. Οι προηγούµενοι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι οι
αλλαγές στην σύσταση του τουρµαλίνη µπορεί να σχετίζονται µε την ολική σύσταση
του ξενιστή, τη σύσταση των συνυπαρχόντων ορυκτών και τις συνθήκες P–T–fΟ2..
Πραγµατικά λοιπόν επειδή ο τουρµαλίνης είναι τόσο µηχανικά όσο και χηµικά
σταθερός κάθε κόκκος του µπορεί πιθανώς να µας παρέχει σηµαντική πληροφορία
για την ιστορία του πετρώµατος εντός του οποίου βρέθηκε. Έτσι λοιπόν
προβάλλοντας τις αναλύσεις στα δύο αυτά διαγράµµατα (Εικ. 29α, β) διαπιστώνουµε
ότι οι τουρµαλινικές µας συστάσεις αντιστοιχούν σε πετρολογικούς τύπους που
αντιπροσωπεύονται από φτωχά σε Li γρανιτοειδή και τους σχετιζόµενους µ’ αυτά
πηγµατίτες και απλίτες.
Η αντικατάσταση ενός κατιόντος από ένα µεγαλύτερου φορτίου απαιτεί ισορροπία
φορτίου. Αυτό µπορεί να πραγµατοποιείται είτε µε µια αντι- στάθµιση ανταλλαγής
κατιόντος, είτε µε απώλεια του πρωτονίου από το (ΟΗ)- (proton-loss) ή δηµιουργία
κενού στην θέση Χ(R1) (alkali-deficiency). Οι δύο τελευταίες αντικαταστάσεις είναι
οι πιο διαδεδοµένες στους φυσικούς τουρµαλίνες της σειράς σερλ-ντραβίτη και οι
µελέτες (FOIT & ROSENBERG 1977) έχουν προτείνει ότι η proton loss είναι
περισσότερο κοινή από την alkali deficiency. Η έκταση µιας τέτοιας αντικατάστασης
µπορεί να γίνει µεγαλύτερη µε την ελάττωση της θερµοκρασίας της κρυστάλλωσης (ή
αποτελεσµατικά µε αύξηση του βαθµού διαφοροποίησης) (Foit & Rosenberg 1977,
Manning 1982). Οι αντικαταστάσεις αυτές (alkali-deficiency και proton-loss)
απεικονίζονται µε διαγράµµατα των R++ R2+ vs R3+ (π.χ. FOIT & ROSENBERG
1977, MANNING 1982, GALLAGHER 1988) όπου R+=Na+2Ca+K, R2+
=Fe2++Mg+Mn και R3+=Al+4/3Ti. Οι LONDON & MANNING (1995) τροποποίησαν
ελαφρά τα διαγράµµατα αυτά χρησιµοποιώντας τα R1+R2 vs R3 (R1= R+, R2= R2+
και R3= R3+) όπου R1=Na+Ca+K (και όχι Na+2Ca+K για να διατηρηθεί η ισορροπία
µάζας της αντικατάστασης του ουβίτη), R2= Fe2++Mg+Mn και R3=Al+1,33Ti.
Προβάλλοντας λοιπόν τις αναλύσεις στα διαγράµµατα των LONDON & MANNING
(1995) διαπιστώνουµε την προτίµηση που δείχνουν οι περιφέρειες προς την
αντικατάσταση proton loss έναντι των αντίστοιχων πυρήνων ((Εικ 30β), ότι στην
120
σύστασή τους κυριαρχεί το µόριο του σερλ (Εικ. 30α) και ότι είναι φτωχοί σε Li
(επιβεβαιώνοντας τα πετροχηµικά διαγράµµατα των HENRY & GUIDOTTI, 1985).

4.4.9. ΓΡΑΝΑΤΗΣ

Τα ορυκτά της οµάδας του γρανάτη είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των


µεταµορφικών πετρωµάτων, αλλά βρίσκονται επίσης σε µαγµατικά πετρώµατα καθώς
και ως κλαστικοί κόκκοι σε ιζηµατογενή πετρώµατα. Αν και οι γρανάτες δεν είναι
κοινά ορυκτά των πυριγενών πετρωµάτων, εντούτοις έχουν συχνά καταγραφεί ως
συνοδά ορυκτά σε πετρολογικούς τύπους της οικογένειας του γρανίτη καθώς και σε
ηφαιστειακά πετρώµατα γρανιτικής σύστασης.
Ο γενικός χηµικός τύπος της οικογένειας του γρανάτη είναι: Χ3Ψ2Ζ3Ο12 όπου:
Χ=Ca, Mn, Fe+2, Mg, Na, Ψ=Al, Fe+3, Ti, Cr και Ζ=Si, Al και όπως φαίνεται
αποτελούνται από τα πιο άφθονα δισθενή, τρισθενή και τε- τρασθενή κατιόντα του
φλοιού της γης. Όλοι οι γρανάτες υποτίθεται ότι είναι άνυδροι και σύµφωνα µε τον
ROSSMAN (1986) το υδροξυλικό συστατικό δεν είναι τόσο σηµαντικό όσο
επιστεύετο προηγουµένως. Η επεξεργασία των αναλύσεων έγινε µε βάση τα 12 (Ο)
και τα 8 κατιόντα. Ένα πρόβληµα που προκύπτει πάντοτε κατά την επεξεργασία των
µικροαναλύσεων είναι η διάκριση µεταξύ των ιόντων του Fe+2 και Fe+3 δεδοµένου ότι
το µετρηµένο ποσοστό του Fe δίδεται ως FeO. Η διάκριση µεταξύ των δύο αυτών
ιόντων του Fe είναι φυσικά πολύ σπουδαία για τον καθορισµό της στοιχειοµετρίας
του γρανάτη. Έχουν προταθεί πέντε διαφορετικοί τρόποι για την διάκριση των δύο
αυτών ιόντων: (1) Όλος ο σίδηρος να θεωρηθεί ως FeO, (2) Όλος ο σίδηρος να
θεωρηθεί ως Fe2O3, (3) Ο σίδηρος να έχει µετρηθεί ως FeO και Fe2O3 χηµικά και
βάσει αυτών των τιµών να επακολουθήσει η επεξεργασία, (4) Με την µέθοδο του
DROOPS (1987) που δέχεται ότι ο σίδηρος είναι το µόνο στοιχείο που είναι παρόν µε
µεταβλητό σθένος και ότι το οξυγόνο είναι το µόνο ανιόν και (5) Με την µέθοδο του
KNOWLES (1987) που κατά τον ερευνητή αυτόν είναι κατά 90% αποτελεσµατική
στην κατανοµή των Fe2O3 και FeO και αυτή ακολουθήθηκε για την επεξεργασία των
αναλύσεων. Σύµφωνα λοιπόν µε την µέθοδο αυτή καθορίστηκε το παρακάτω σχήµα
κατανοµής του σιδήρου χρησιµοποιώντας άλλα στοιχεία εκτός από αυτόν:

121
Πίνακας 15: Αντιπροσωπευτικές Αναλύσεις Γρανατών από πυρήνα (C) και περιφέρεια (R)
Κρυστάλλων από τον Λευκογρανίτη της Τήνου.
T202(C) T202(R) T207(C) T207(R) T91(C) T91(R)
SiO2 35.88 35.82 35.73 36.56 35.78 35.98
TiO2 0.14 0.00 0.09 0.00 0.08 0.00
Al2O3 19.99 19.80 20.68 21.03 19.80 20.12
FeO 24.02 24.77 15.73 18.10 22.74 20.94
Fe2O3 nd nd nd nd nd nd
Cr2O3 nd nd nd nd nd nd
MnO 15.95 15.20 27.82 25.80 17.81 20.54
MgO 0.42 0.45 0.00 0.23 0.37 0.20
CaO 2.83 2.82 0.75 0.60 2.76 1.40
Na2O - - - - - -
TL (% κ.β.) 99.23 98.86 100.80 102.32 99.34 99.17
Αριθµός Ιόντων µε Βάση 12 άτοµα οξυγόνου

T Si 2.966 2.972 2.926 2.945 2.958 2.986


T AlIV 0.034 0.028 0.074 0.055 0.042 0.014
3.000 3.000 3.000 3.000 3.000 3.000
AlVI 1.192 1.907 1.921 1.941 1.886 1.953
Fe3+(Calc) 0.099 0.115 0.135 0.108 0.141 0.073
Ti 0.009 0.000 0.006 0.000 0.005 0.000
Cr 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000
2.020 2.022 2.062 2.002 2.031 2.025
Fe2+(Calc) 1.561 1.603 0.942 1.159 1.494 1.381
Mg 0.052 0.056 0.000 0.028 0.046 0.025
Mn 1.117 1.068 1.930 1.761 1.247 1.444
Ca 0.251 0.251 0.066 0.052 0.244 0.125
Na 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000
2.980 2.978 2.938 2.998 3.031 2.975
Συν.
Κατιόντων 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000
%
Alm 43.32 44.59 26.24 30.44 39.01 46.43
And 4.97 5.20 2.43 1.96 4.68 3.67
Gross 5.04 4.91 0.00 0.00 5.02 0.52
Pyrope 2.07 2.24 0.00 1.04 1.81 0.83
Spess 44.60 43.06 71.33 66.56 49.48 48.55
nd: δεν προσδιορίστηκε
Fe2+(calc), Fe3+(calc): υπολογισθέντα κατιόντα Fe2+ και Fe3+ από τον προσδιορισθέντα FeO

122
Εάν Cr > Mg+Mn+Fe τότε όλος ο σίδηρος είναι Fe+3.
Εάν Ca > 20 και Al > 10 τότε ο σίδηρος διασπάται σε 50% Fe+2 και 50% Fe+3.
Εάν Ca >20 και Al < 10 τότε ο σίδηρος διασπάται σε 5% Fe+2 και 95% Fe+3.
Εάν Ca < 20 και Al >12 τότε ο σίδηρος διασπάται σε 95% Fe+2 και 5% Fe+3.
Εάν Ca <20 και Al <12 και Mn > 20 τότε ο σίδηρος τοποθετείται ως Fe+3.
Εάν Ca <20 και Al <12 και Mn <20 και Mg >10 τότε ο σίδηρος τοποθετείται 95%
Fe+2 και 5% Fe+3.
Εάν καµµιά από τις παραπάνω συνθήκες δεν απαντάται τότε όλος ο σίδηρος είναι
Fe+3. Τα ακραία µέλη καθορίστηκαν σε µόρια % σύµφωνα µε την µέθοδο που
σχεδιάστηκε από τον RICKWOOD (1968) και αντιστοιχούν στις πιο άφθονες
ποικιλίες του γρανάτη: ανδραδίτης (Ca, Fe+3), γροσσουλάριος (Ca, Al), αλµανδίνης
(Fe+2, Al), σπεσσαρτίνης (Mn, Al) και πυρωπό (Mg, Al).Από τον υπολογισµό των
ακραίων µελών αυτής της ισόµορφης οµάδας ορυκτών γίνεται φα- νερό ότι οι ενλόγω
γρανάτες έχουν γενική σύσταση: Sp34,2-71,3Al26,2-53,4Py0,0-2,5 Ad1,5-5,2Gr0,0-7,0. Από αυτές
τις αναλύσεις 14 αφορούν το ζεύγος πυρήνας/περιφέρεια όπου φαίνεται ότι ο µεν
πυρήνας έχει σύσταση: Sp43,51-71,3Al26,24-43,84 Py0,00-2,54Ad1,95-5,14 Gr0,00-6,95 µε µέσο
όρο: Sp55,90Al35,67 Py1,41Ad3,75Gr3,28 η δε περιφέρεια έχει σύσταση:
Sp43,06-66,68Al30,29-47,80Py0,64-2,24Ad1,53-5,20Gr0,0-4,91 µε µέσο όρο:
Sp55,49Al39,07Py1,41Ad3,21Gr0,82. Όπως λοιπόν προκύπτει οι υπό εξέταση γρανάτες είναι
στερεές διαλύσεις µεταξύ σπεσσαρτίνη και αλµανδίνη µε λιγότερο από 3% σε µόριο
πυρωπού. Προβαλλόµενοι στο διάγραµµα Mn-Mg-Fe που προτείνουν οι MILLER &
STODDARD (1981) απεικονίζονται καλά εντός της περιοχής των πυριγενούς
σύστασης γρανατών (Εικ. 31).
Οι εξεταζόµενοι γρανάτες δεν δείχνουν, κατά την µικροσκοπική παρατήρηση, οπτικά
ζώνωση εξαιτίας του ισότροπου χαρακτήρα τους. Εντούτοις από τις µικροαναλύσεις
πυρήνα/περιφέρειας προκύπτει µια χηµική–συστασιακή ζώνωση που διαπιστώνεται
από την µεταβολή των οξειδίων Ca, Mn, Fe, Mg και Ti. O LEAKE (1967) µελέτησε
τέτοιου είδους χηµική ζώνωση από γρανάτες που µετείχαν στην σύσταση γρανιτών
και απλιτών και συµπέρανε ότι αυτού του είδους η ζώνωση περιγράφεται πιο καλά
µε το µοντέλο κλασµατοποίησης του Rayleigh. Εν προκειµένω διαπιστώθηκε ότι το
Ca και το Ti ελαττώνονται από τον πυρήνα προς την περιφέρεια ενώ αξιοπρόσεκτη
είναι η συµπεριφορά του Mn έναντι των Fe και Mg. Συγκεκριµένα διαπιστώθηκε µια
αντιπαθητική σχέση µεταξύ των στοιχείων αυτών, δηλαδή οι πλούσιοι σε Mn πυρήνες
αντιστοιχούν σε πλούσιες σε Fe και Mg περιφέρειες και αντίστροφα.
123
Εικόνα 31: Προβολή των αναλυθέντων γρανατών από τον λευκογρανίτη του
πλουτωνίτη της Τήνου που δείχνει την µαγµατική προέλευση τους (πεδίο
οριοθετούµενο από την γραµµή εντός του συστασιακού τριγώνου Mg-Mn-Fe, όπου
Fe=Fe(2+)+Fe(3+) (MILLER and STODDARD 1981)

Η παρουσία των γρανατών στα γρανιτικά πετρώµατα έχει αποδοθεί σε µια ευρεία
ποικιλία προελεύσεων όπως αναφέρουν στην εργασία τους οι MILLER &
STODDARD (1981) και συγκεκριµένα έχουν ερµηνευθεί ως εξής: (1)
ξενοκρύσταλλοι που παράχθηκαν από την µερική αφοµοίωση µεταµορφικών
πετρωµάτων (π.χ WARREN 1970), (2) υψηλής πίεσης φαινοκρύσταλλοι που
κρυσταλλώθηκαν στο βάθος (P=7 Κbar) και διατηρήθηκαν παρασυρθέντες σε
υψηλότερα φλοιϊκά επίπεδα (GREEN 1976, 1978α, 1978b), (3) χαµηλής έως µέτριας
πίεσης κρυσταλλικά κατακρηµνίσµατα από διαφοροποιηθέντα υπεραργιλικά
µάγµατα, ίσως κάτω από σχετικά χαµηλή fO2 ή fH2O (CAWTHORN & BROWN
1976, 1978, ABBOT & CLARKE 1979) και (4) ύστερη φάση που σταθεροποιήθηκε
µε υψηλό ποσοστό Mn σε διαφοροποιηθέντα µάγµατα (HALL 1965, MILLER &
STODDARD 1978, ABBOT 1980). Από τη µελέτη των γρανατών του λευκογρανίτη
της Τήνου προέκυψε το συµπέρασµα ότι πρόκειται για πλούσιους σε αλµανδίνη
σπεσσαρτίνες όπου το µόριο του σπεσσαρτίνη φτάνει µέχρι ∼70 %.
124
Ακολούθως, µε βάση τα αποτελέσµατα της µικροσκοπικής παρατήρησης πρόκειται
για µικρούς στο µέγεθος ιδιόµορφους ως επί το πλείστον γρανάτες, γεγονός που
υπαινίσσεται ισορροπία µε το τήγµα. ∆εν θεωρούνται ότι παράχθηκαν από την
αφοµοίωση µεταϊζηµατογενούς υλικού επειδή δεν υπάρχουν ξενόλιθοι στο
γρανατοφόρο λευκογρανίτη. Επιπλέον δεν υπάρχει ιστολογική απόδειξη, γιατί δεν
υπάρχουν περιφέρειες αντίδρασης, που να υπαινίσσεται ότι οι γρανάτες
σχηµατίστηκαν σε απάντηση της βιοτιτικής καταναλωτικής αντίδρασης όπως
τεκµηριώθηκε από τους ALLAN & CLARKE (1981): Τήγµα + Bio → Gnt (γρανάτες
µε βιοτιτικούς πυρήνες). Συνεπώς πρόκειται περί προϊόντων µαγµατικής
κρυστάλλωσης λίγο ή πολύ in situ µετά την τοποθέτηση του πλουτωνίτη σε µέτρια
προς υψηλά φλοιϊκά επίπεδα (STONE 1988).
Οι ALLAN & CLARKE (1981) διέκριναν τρεις ιστολογικές οµάδες γρανατών που
καθορίστηκαν µε βάση το κρυσταλλικό τους µέγεθος, το σχήµα, το ποσοστό των
εγκλεισµάτων και τις σχέσεις τους µε το βιοτίτη. Οι γρανάτες του λευκογρανίτη της
Τήνου ανήκουν στην ‘‘οµάδα ΙΙΙ’’ διότι εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις:
(1) Απουσιάζουν οι ξενόλιθοι από το µητρικό πέτρωµα , (2) Έχουν ως επί το πλείστον
ιδιόµορφο σχήµα, (3) ∆εν παρουσιάζουν ιστολογική σχέση αντίδρασης µε το βιοτίτη
και συνεπώς σχηµατίστηκαν σε ισορροπία µε αυτόν: Τήγµα → Bio+Gnt,
(4) Περιέχουν >10% σε µόριο σπεσσαρτίνη που είναι χαρακτηριστικό της µαγµατικής
κρυστάλλωσης (MILLER & STODDARD 1981) και (5) Συνυπάρχει κανονική και
αντίστροφη ζώνωση, δεδοµένου ότι οι αντίστροφα ζωνωµένοι γρανάτες είναι
χαρακτηριστικοί της κρυσταλλικής ανάπτυξης κάτω από συνθήκες πτώσης της
θερµοκρασίας.
Ο GREEN (1977) έδειξε ότι ο Mn σταθεροποιεί το γρανάτη σε µικρότερα βάθη.
Υπολογίστηκε για παράδειγµα ότι γρανάτες πλούσιοι σε αλµαν- δίνη περιέχοντες
20-25% σε µόριο σπεσσαρτίνη θα σταθεροποιούνται σε πιέσεις που αντιστοιχούν σε
βάθη των 12 Km ή λιγότερο. Άλλες πειραµατικές µελέτες (HSU 1968, GREEN
1978α) έδειξαν ότι το υψηλό ποσοστό Mn ανεβάζει τη σταθερότητα του γρανάτη στο
µάγµα, επιτρέποντάς του να κρυσταλλώνεται ως πρώιµο πυριγενές ορυκτό σε πιέσεις
των 3 Kbar ή λιγότερο. Πειραµα- τικές επίσης µελέτες της σταθερότητας του
γρανάτη (GREEN 1977, WEISBROD 1974, CLEMENS & WALL 1981) έδειξαν
αρκετά καθαρά ότι οι πλούσιοι σε Mn Fe-Mn/ γρανάτες µπορεί να είναι σταθεροί
εντός του γρανιτικού τήγµατος σε πιέσεις κάτω από 5 Kbar και µε συνεχώς

125
αυξανόµενα ποσοστά Mn µπορεί να είναι σταθεροί σε χαµηλότερες πιέσεις (κάτω
από 1 Kbar σε 750οC, WEISBROD 1974). Εποµένως είναι αρκετά καθαρό, από
πειραµατική απόδειξη, ότι οι πλούσιοι σε Mn γρανάτες µπορούν να κρυσταλλώνονται
κατευθείαν από τα γρανιτικά µάγµατα και τα πηγµατιτικά ρευστά κάτω από συνθήκες
που πιστεύεται να πετυχαίνονται στο ύστερο µαγµατικό στάδιο (MANNING, 1983).

4.5. Γ Ε Ω Χ Η Μ Ε Ι Α

4.5.1. ∆ΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ∆ΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΛΙΘΟΛΟΓΙΩΝ ΤΟΥ


ΠΛΟΥΤΩΝΙΤΗ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ

Για την λεπτοµερέστερη µελέτη του χηµισµού των πετρωµάτων της πλουτώνειας
µάζας πραγµατοποιήθηκαν 86 χηµικές αναλύσεις σε αντιπροσωπευτικά δείγµατα από
τους κυριότερους πετρογραφικούς τύπους της (52 από το κύριο σώµα και τις
περιεχόµενες µεταβατικές φάσεις του, 18 από τον περιφερειακά εµφανιζόµενο
λευκογρανίτη, 9 από τα µαφικής σύστασης εγκλείσµατα και 7 από τις απλιτικές
φλέβες) για 10 κύρια στοιχεία και 17 ιχνοστοιχεία. Οι αναλύσεις έγιναν µε την
µέθοδο της φθορισιµετρίας των ακτίνων Χ (X-ray fluorescence) στο γεωχηµικό
εργαστήριο του τµήµατος Γεωλογίας του πανεπιστηµίου της Ottawa και τα αναλυτικά
όρια για µεν τα κύρια στοιχεία είναι 0.01% κατά βάρος ενώ για τα ιχνοστοιχεία
10 ppm. Το Fe2O3 αντιπροσωπεύει το συνολικό Fe. Επίσης πραγµατοποιήθηκαν σε
10 επιλεγµένα και αντιπροσωπευτικά δείγµατα από όλους τους λιθότυπους του
πλουτωνίτη αναλύσεις για σπάνιες γαίες µε τις µεθόδους Ι.Ν.Α.Α. και I.C.P. (Πιν. 16)
στο ιδιωτικό γεωχηµικό εργαστήριο ACTLABS στο Ancaster του Ontario µε
αναλυτική ακρίβεια της τάξης του 5%. Τα αποτελέσµατα των χηµικών αναλύσεων
καθώς και οι δυνητικές συστάσεις (norm) κατά C.I.P.W. που αντιπροσωπεύουν
δίδονται στον πίνακα.
Η µελέτη του χηµισµού της πλουτώνειας µάζας έγινε µε την χρησιµοποίηση των
διαγραµµάτων Harker στα οποία προβλήθηκαν οι χηµικές αναλύσεις των κύριων
στοιχείων (Εικ. 32α, β, γ, δ, ζ, η, λ, ξ, ρ) και ιχνοστοιχείων (Εικ. 32ε, θ, ι, κ, µ, ν, π)
των πετρωµάτων. Από τα διαγράµµατα αυτά γίνεται προφανές ότι όλοι οι λιθότυποι
του πλουτωνίτη ορίζουν µια τάση που εκτείνεται από το φάσµα των συστάσεων

126
65.5% σε SiO2 (εγκλείσµατα) έως 77.5% σε SiO2 (λευκογρανίτης και απλίτες),
ωστόσο όµως εµφανίζεται ένα χωριστό συστασιακό κενό µεταξύ 70 και 74% σε SiO2
το οποίο οφείλεται στις µεταβατικές συστάσεις που αντιπροσωπεύουν τους
λευκοκρατικούς θύλακες στο κύριο σώµα του γρανοδιορίτη. Παρόλα αυτά όµως
εύκολα µπορεί να διαπιστωθεί ότι υπάρχει συσχετισµός µεταξύ των αναλύσεων των
λιθολογικών του φάσεων.
Η αύξηση του ποσοστού του SiO2 από τα εγκλείσµατα έως το λευκογρανίτη και τους
απλίτες οφείλεται στην αποµάκρυνση από το µητρικό µάγµα ορυκτών που είναι
φτωχά σε SiO2 (πιθανότατα τιτανοµαγνητίτης, 0% SiO2) ή σχετικά φτωχά σε SiO2
(πιθανότατα αµφίβολος, 40-44% SiO2) έτσι ώστε να προκληθεί ο εµπλουτισµός του.
Το ποσοστό των οξειδίων των MgO, Fe2O3, TiO2 και P2O5 (Εικ. 32α, δ, γ, ζ)
παρουσιάζει αρνητική συσχέτιση µε την αύξηση της διαφοροποίησης η οποία µπορεί
να προκαλείται από την κλασµατική κρυστάλλωση των σιδηροµαγνησιούχων
ορυκτών (π.χ αµφιβόλου και βιοτίτη) και τον απόχωρισµό του τιτανοµαγνητίτη. Στο
διάγραµµα TiO2-SiO2 (Εικ. 32γ) παρατηρήθηκε µια ασθενής θετική τάση που
εντοπίστηκε στην περιοχή των υπολειµµατικών ρευτών και πιθανότατα οφείλεται στο
ότι το στοιχείο Ti έχει αρχίσει να γίνεται ασυµβίβαστο. Η µετακίνηση του απατίτη
είναι η πιο διακεκριµένη µεταξύ των λευκοκρατικών φάσεων µέσα στην κύρια µάζα
του πλουτωνίτη.
Η συγκέντρωση των CaO και Al2O3 (Εικ. 32λ, β) εµφανίζει επίσης αρνητική
συσχέτιση µε την αύξηση του ποσοστού του SiO2. Αυτό οφείλεται στην κλασµατική
κρυστάλλωση αφενός της αµφιβόλου που άσκησε επίδραση στην πορεία της
διαφοροποίησης αφετέρου και του πλαγιοκλάστου δεδοµένου ότι αυτό επιδρά σ’ όλες
τις ρευστές φάσεις του πλουτωνίτη γιατί εµφανίστηκε από τα πρώιµα στάδια της
διαδικασίας αυτής.
Θετική γραµµική συσχέτιση µε το SiO2 εµφανίζει το K2O ενώ αρκετά ασθενέστερη το
Na2O (Εικ. 32ξ, ρ). Παρατηρώντας το διάγραµµα αυτό εκτός από την γενική
αυξητική τάση του K2O διακρίνεται και µια δευτερεύουσα περίπου κάθετη προς την
κύρια που δείχνει µετακίνηση του αλκαλικού αστρίου κυρίως στο λευκογρανίτη. Οι
συντελεστές κατανοµής του καλίου στο βιοτίτη και τον Κ-ούχο άστριο είναι τέτοιοι
που το K2O πράγµατι αυξάνει µε την διαφοροποίηση σε συνδυασµό και µε την
κλασµατική κρυστάλλωση του βιοτίτη και του Κ-ούχου αστρίου.
Η συµπεριφορά των ιχνοστοιχείων και γενικά όλων των στοιχείων στο µάγµα
βασίζεται στην ιοντική τους ακτίνα, το σθένος και το είδος του χηµικού δεσµού που
127
δηµιουργούν. Τα διάφορα ορυκτά έχουν την τάση να επιλέγουν τα διάφορα
ιχνοστοιχεία που θα συγκρατήσουν στο πλέγµα τους σε αντικατάσταση των κύριων
χηµικών στοιχείων από τα οποία αποτελούνται. Αυτές οι προτιµήσεις επηρεάζουν
εξαιρετικά την κατανοµή των ιχνοστοιχείων κατά την διάρκεια των µαγµατικών
διαδικασιών. Το V (Εικ. 32ε) δείχνει αρνητική τάση κατά την πορεία της
διαφοροποίησης και µαζί µε τα επίσης ελαττούµενα MgO, Fe2O3 και TiO2
(Εικ. 32α, δ, γ) δείχνουν την κλασµατική κρυστάλλωση του τιτανοµαγνητίτη. Τα Cr,
Co και σε πολύ µικρότερο βαθµό το Ni (Εικ. 32κ, ι, θ) ελαττώνονται εξαιτίας του ότι
συµµετέχουν στη δοµή των σιδηροµαγνησιούχων ορυκτών. Τα Zr και Zn επίσης
ελαττώνονται κατά την διάρκεια της διαφοροποίησης αφενός µεν λόγω του ότι το
πρώτο σχηµατίζει το ορυκτό ζιρκόνίο αφεταίρου δε λόγω της µετακίνησης του
δευτέρου στην κεροστίλβη. Τα La, Ce και Nd µειώνονται εξαιτίας της κλασµατικής
κρυστάλλωσης των ορυκτών ζιρκόνιο και αλλανίτης. Το Ba και το Sr (Εικ. 32ν, µ)
εµφανίζουν αρνητική τάση παρόµοια µε του CaO (Εικ. 32λ) εξαιτίας του ότι
ακολουθούν το Ca κατά την κλασµατική κρυστάλλωση του πλαγιόκλαστου.
Το Rb (Εικ. 32π) δείχνει θετική συσχέτιση µε την αύξηση της διαφοροποίησης
παρόµοια µε του Κ2Ο (Εικ. 32ξ) διότι αντικαθιστά το K (κυρίως στους Κ-ούχους
αστρίους). Τα Th, U, Pb, Nb, και Y εµφανίζουν µια συνολικά ήπια αυξητική τάση µε
την διαφοροποίηση, ωστόσο δείχνουν µια απότοµη αύξηση στο πέρας του
συστασιακού φάσµατος και ιδιαίτερα στους λευκογρανίτες. Αυτή η δευτερεύουσα
τάση είναι σχεδόν κάθετη στην κύρια τάση και µπορεί να αποδοθεί σε εµπλουτισµό
που οφείλεται σε υστεροµαγµατική-πνευµατολυτική δραστηριότητα ή σε ανεξάρτητες
ποσότητες τήγµατος.

128
2,0

MgO

1,0

0,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32 α: ∆ιάγραµµα Harker MgO-SiO2 που δείχνει κλασµατική κρυστάλλωση


σιδηροµαγνησιούχων ορυκτών στις λιθολογίες του πλουτωνίτη της Τήνου, αλλά
κυρίως στον γρανοδιορίτη και στα περιεχόµενα σε αυτόν εγκλείσµατα.

Συµβολισµός: (●)=γρανοδιορίτης, (■)=εγκλείσµατα, (Χ)=ενδιάµεσες φάσεις,

(◇)=λευκογρανίτης, (△)=απλιτικές φλέβες.

20,0

18,0

16,0
Al2O3

14,0

12,0

10,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32β: ∆ιάγραµµα Harker Al2O3 που δείχνει την κλασµατική κρυστάλλωση
αστρίων σε όλες τις λιθολογίες µονάδες του πλουτωνίτη της Τήνου. Σύµβολα όπως
στην Εικ. 32 α.

129
0,6

0,5

0,4

TiO2 0,3

0,2

0,1

0,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32γ: TiO2–SiO2. Το διάγραµµα αυτό δείχνει κλασµατική κρυστάλλωση


αµφιβόλου, βιοτίτη, τιτανοµαγνητίτη και τιτανίτη στον γρανοδιορίτη της Τήνου και
τα περιεχόµενα εγκλείσµατα και βιοτίτη, τιτανοµαγνητίτη και γρανάτη µερικώς στον
λευκογρανίτη. Σύµβολα όπως στην Εικ. 32 α.

5,0

4,0

3,0
Fe2O3

2,0

1,0

0,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32δ: Fe2O3–SiO2: το διάγραµµα αυτό δείχνει κλασµατική κρυστάλλωση


κυρίως βιοτίτη, αµφίβολου και δευτερευόντως τιτανοµαγνητίτη στον γρανοδιορίτη
της Τήνου και στα περιεχόµενα εγκλείσµατα και κυρίως βιοτίτη, και δευτερευόντως
τουρµαλίνη, γρανάτη και τιτανοµαγνητίτη στον λευκογρανίτη. Η γραµµή ελαχίστων
τετραγώνων δείχνει µικρή διασπορά των αναλύσεων. Σύµβολα όπως στην Εικ. 32 α.

130
80,0

70,0

60,0

50,0

V
40,0

30,0

20,0

10,0

0,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32ε: V-SiO2: Το διάγραµµα αυτό δείχνει κλασµατική κρυστάλλωση κυρίως


αµφίβολου, βιοτίτη και τιτανοµαγνητίτη στον γρανοδιορίτη της Τήνου και στα
περιεχόµενα εγκλείσµατα και βιοτίτη µαζί µε τιτανοµαγνητίτη στον λευκογρανίτη.
Σύµβολα όπως στην Εικ. 32 α.

0,2
P2O5

0,1

0,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32ζ: P2O5- SiO2: Το διάγραµµα αυτό δείχνει κλασµατική κρυστάλλωση


απατίτη στον γρανοδιορίτη της Τήνου και τα εγκκλείσµατά του. Σύµβολα όπως στην
Εικ. 32 α.

131
0,3

0,2

MnO
0,1

0,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32η: MnO–SiO2. To διάγραµµα αυτό δείχνει κλασµατική κρυστάλλωση


κυρίως γρανάτη στον λευκογρανίτη. Σύµβολα όπως στην Εικ. 32 α.

20,0
Ni

10,0

0,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32θ: Ni–SiO2: To διάγραµµα αυτό δείχνει κλασµατική κρυστάλλωση


αµφιβόλου και βιοτίτη στον γρανοδιορίτη της Τήνου και τα εγκλείσµατά του και
βιοτίτη στον λευκογρανίτη. Το διάγραµµα αυτό δείχνει ότι η σχέση γρανοδιορίτη-
λευκογρανίτη δεν είναι συνµαγµατική. Σύµβολα όπως στην Εικ. 32 α.

132
20,0

Co
10,0

0,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32ι: Co–SiO2. To διάγραµµα αυτό δείχνει κλασµατική κρυστάλλωση


αµφιβόλου και βιοτίτη στον γρανοδιορίτη και στα εγκλείσµατα του και βιοτίτη στον
λευκογρανίτη του πλουτωνίτη της Τήνου. Σύµβολα όπως στην Εικ. 32 α.

30,0

20,0
Cr

10,0

0,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32κ: Cr–SiO2. Υποδεικνύεται εδώ κλασµατική κρυστάλλωση αµφιβόλου από


τον γρανοδιορίτη και τα εγκλείσµατα που τον συνοδεύουν και βιοτίτη από τον
γρανοδιορίτη, τα εγκλείσµατα και τον λευκογρανίτη. Σύµβολα όπως στην Εικ. 32 α.

133
6,0

5,0

4,0

CaO
3,0

2,0

1,0

0,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32λ: CaO–SiO2. Το διάγραµµα αυτό δείχνει κλασµατική κρυστάλλωση


κυρίως πλαγιοκλάστων και δευτερευόντως αµφιβόλου, αλλανίτη, τιτανίτη και
απατίτη στον γρανοδιορίτη και στα εγκλείσµατα και κυρίως πλαγιοκλάστου στον
λευκογρανίτη της Τήνου. Η ευθεία των ελαχίστων τετραγώνων δείχνει µικρή
διασπορά των αναλύσεων. Σύµβολα όπως στην Εικ. 32 α.

600,0

500,0

400,0
Sr

300,0

200,0

100,0

0,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32µ: Sr–SiO2. Το διάγραµµα αυτό δείχνει κλασµατική κρυστάλλωση κυρίως


πλαγιοκλάστου στον γρανοδιορίτη και στα εγκλείσµατα. Σύµβολα όπως στην
Εικ. 32α.

134
700,0

600,0

500,0

400,0

Ba
300,0

200,0

100,0

0,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32ν: Ba–SiO2. Το διάγραµµα αυτό δείχνει συνδυασµένη κλασµατική


κρυστάλλωση βιοτίτη και καλιούχου αστρίου στον γρανοδιορίτη, εγκλείσµατα και
λευκογρανίτη µε αυξητική τάση για τον γρανοδιορίτη και τα εγκλείσµατα ενώ για τον
λευκογρανίτη η τάση είναι πτωτική (για την ερµηνεία δες κεφαλαίο Γεωχηµεία).
Σύµβολα όπως στην Εικ. 32 α.

7,0

6,0

5,0
K2O

4,0

3,0

2,0

1,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32ξ: K2O–SiO2. Το διάγραµµα αυτό δείχνει συνδυασµένη κλασµατική


κρυστάλλωση βιοτίτη, καλιούχου αστρίου στον γρανοδιορίτη, εγκλείσµατα και
λευκογρανίτη της Τήνου. Σύµβολα όπως στην Εικ. 32 α.

135
1000,0
900,0
800,0
700,0
600,0

Rb
500,0
400,0
300,0
200,0
100,0
0,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32π: Rb–SiO2. Όπως και στις εικόνες 32 ν και 32 ξ, αφαίρεση βιοτίτη και
καλιούχου αστρίου φαίνεται από τις λιθολογίες του πλουτωνίτη της Τήνου. Σύµβολα
όπως στην Εικ. 32 α.

5,0

4,0
Na2O

3,0

2,0
60 70 80

SiO2

Εικόνα 32ρ: Na2O–SiO2. Το διάγραµµα αυτό δείχνει κλασµατική κρυστάλλωση


κυρίως αστρίων και αµφιβόλου στον γρανοδιορίτη και τα εγκλείσµατα του και
αστρίων και δευτερευόντως µοσχοβίτη και τουρµαλίνη στον λευκογρανίτη. Σύµβολα
όπως στην Εικ. 32 α.

136
4.5.2. ΓΕΩΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ∆ΙΕΙΣ∆ΥΣΗΣ

Το γεωτεκτονικό περιβάλλον σχηµατισµού του ασβεσταλκαλικού (Εικ. 33, 34)


πλουτωνίτη της Τήνου του οποίου οι κύριες λιθολογίες είναι ο µεταργιλικός I-τύπου
γρανοδιορίτης και ο υπεραργιλικός S-τύπου λευκογρανίτης, διερευνήθηκε µε την
βοήθεια µιας σειράς διαγραµµάτων που στηρίζονται στη χηµική του σύσταση και
βοηθούν στον καθορισµό του.

Εικόνα 33: Προβολή των συστάσεων των λιθοφάσεων του πλουτωνίτη της Τήνου
στο διάγραµµα AFM όπου απεικονίζεται η κλασσική ασβεσταλκαλική τάση µε
ελάττωση του σιδήρου και εµπλουτισµό σε αλκάλια κατά τη διαφοροποίηση.
Συµβολισµός: Α=Na2O+K2O, F=Fe2O3 (ως συνολικό ποσοστό σιδήρου), M=MgO.

(●)=γρανοδιορίτης, (■)=εγκλείσµατα, (◆)=λευκογρανίτης, (Χ)=ενδιάµεσες φάσεις,

(▲)=απλιτικές φλέβες.

137
Εικόνα 34: Η προβολή των συστάσεων των λιθοφάσεων του πλουτωνίτη της Τήνου
στο διάγραµµα CNK–SiO2 δείχνει τον ασβεσταλκαλικό χαρακτήρα του, όπου
CNK=CaO/(Na2O+K2O). Συµβολισµός όπως στην Εικ. 33.

ΥΠΕΡΑΡΓΙΛΙΚΟ

ΜΕΤΑΡΓΙΛΙΚΟ

Εικόνα 35: Προβολή των συστάσεων δειγµάτων του πλουτωνίτη της Τήνου στο
διάγραµµα ACNK–SiO2 όπου αποκαλύπτεται ότι αυτά που αντιπροσωπεύουν τον
γρανοδιορίτη και τα εγλείσµατά του ταλαντεύονται επάνω στην γραµµή που χωρίζει
τα δύο πεδία, ενώ εκείνα του λευκογρανίτη απεικονίζονται στο πεδίο peraluminous,
όπου ACNK=mol Al2O3/( CaO+Na2O+K2O). Συµβολισµός όπως στην Εικ. 33.
138
Η προβολή των χηµικών αναλύσεων των λιθοτύπων του πλουτωνίτη στο διάγραµµα
που προτείνουν οι WU & KERRICH (1986) (Εικ. 36) αποκαλύπτει ότι ο
γρανοδιορίτης και τα µαφικής σύστασης εγκλείσµατά του έχουν διεισδύσει σε
περιβάλλον τεκτονικής συµπίεσης, ενώ ο λευκογρανίτης και οι απλίτες σε περιβάλλον
τεκτονικής διαστολής (εφελκυσµού).
Συγκρίνοντας τα πολυστοιχειακά κανονικοποιηµένα ως προς ORG διαγράµµατα
(spidergramms) των λιθολογικών φάσεων του πλουτωνίτη της Τήνου, που στην
τετµηµένη τους τοποθετούνται αρχικά το λιθόφιλο στοιχείο K (ως K2O) και στην
συνέχεια στοιχεία από το λιγότερο ασυµβίβαστο Rb µέχρι το περισσότερο
ασυµβίβαστοY (Πιν. 16), µε τα τυπικά πρότυπα των PEARCE et al (1984)
διαπιστώθηκε για µεν τον γρανοδιορίτη και τα εγκλείσµατά του ότι υπάρχει πολύ
µεγάλη οµοιότητα

Εικόνα 36: Προβολή των συστάσεων των λιθολογιών του πλουτωνίτη της Τήνου
στο τροποποιηµένο από τους WU & KERRICH (1986) διάγραµµα
Log10(CaO/(Na2O+K2O))–SiO2 του Brown (1982). Α=πεδίο αλκαλιασβεστιτικών
"γρανιτών" που σχηµατίστηκαν σε περιβάλλον διαστολής, Β=πεδίο
ασβεσταλκαλικών "γρανιτών" που σχηµατίστηκαν σε περιβάλλον συµπίεσης.

(●)=γρανοδιορίτης, (■)=εγκλείσµατα, (◆)=λευκογρανίτης, (X)=ενδιάµεσες φάσεις,

(▲)=απλίτες.

139
Πίνακας 16: Αναλύσεις κύριων στοιχείων και ιχνοστοιχείων προεπιλεγµένων δειγµάτων λιθοτύπων του
πλουτωνίτη της Τήνου µε την µέθοδο Ι.Ν.Α.Α.
Τ12C(3) Τ31B(5) Τ34(1) Τ45A(2) Τ54(1) Τ57(4) Τ91(4) Τ100A(3) Τ102(1) Τ108A(4)
SiO2 70.47 77.08 70.10 74.36 69.01 76.92 74.73 70.39 72.64 76.03
TiO2 0.42 0.003 0.40 0.18 0.39 0.05 0.02 0.52 0.17 0.03
AI2O3 14.10 13.22 14.97 14.20 15.69 13.35 12.99 14.74 13.88 13.38
Fe2O3 2.31 0.28 2.72 1.50 2.66 0.64 0.77 2.89 1.44 0.40
MnO 0.04 <0.01 0.07 0.05 0.06 0.05 0.09 0.06 0.05 0.17
MgO 0.89 0.06 1.07 0.43 0.94 0.06 0.03 1.35 0.55 0.04
CaO 2.59 1.08 2.90 1.77 3.06 0.58 0.73 3.12 1.55 0.46
Na2O 3.08 3.22 3.49 3.67 3.48 4.08 3.76 3.31 3.30 3.24
K2O 4.29 5.18 3.39 4.17 3.93 4.36 3.97 3.48 4.49 6.50
P2O5 0.14 0.02 0.11 0.04 0.12 0.01 0.02 0.15 0.05 0.02
L.O.I. 0.60 0.70 0.75 0.50 0.54 0.50 0.49 0.54 0.54 0.25
TL 98.93 100.88 99.97 100.87 99.88 100.60 97.60 100.55 98.66 100.52
(ppm)
Ba 455 45 484 285 681 13 37 517 421 34
Sr 248 67 271 268 307 17 24 298 150 13
Y 27 3 22 13 16 28 40 24 14 53
Zr 217 35 161 81 166 63 44 271 100 56
Cu 2. 2. 3. 3. 4. 3. 3 2. 2. 4.
Pb 42. 54. 39. 59. 44. 72. 67. 37. 40. 167.
Zn 38. 7. 39. 27. 39. 23. 37. 41. 41. 18.
Ag <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5
Ni 3. 2. 2. 2. 3. 2. 2. 6. 3. 2.
Cd <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5
Bi <5. 6. <5. <5. <5. <5. <5. <5. <5. 7.
V 23. 2. 23. 16. 24. 2. 2. 34. 12. 2.
Be 4. 5. 4. 4. 4. 6. 6. 4. 5. 10.
Au <2 <2 <2 <2 <2 <2 <2. <2 <2 <2
As <1 <1 <1 <1 <1 <1 <1 <1 <1 1
Br <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5
Co 4.3 1.0 4.9 2.8 4.1 0.4 0.6 5.5 2.4 0.6
Cr 8.9 1.5 4.6 3.6 5.5 <0.5 <0.5 15.3 4.6 1.7
Cs 7.3 7.1 6.1 5.2 5.2 14.2 24.6 5.1 5.3 63.1
Hf 5.6 1.7 4.2 3.1 4.0 2.9 3.1 6.0 3.0 5.1
140
Πίνακας 16 (συνέχεια)
Τ12C(3) Τ31B(5) Τ34(1) Τ45A(2) Τ54(1) Τ57(4) Τ91(4) Τ100A(3) Τ102(1) Τ108A(4)
Rb 200 225 168 165 154 295 320 165 177 820
Sb 0.1 0.2 0.1 <0.1 0.1 0.3 0.5 0.1 0.2 1.5
Sc 5.6 0.9 6.2 3.1 6.1 2.9 3.4 7.4 3.0 9.9
Se <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5 <0.5
Ta 1.8 0.6 1.5 1.0 1.5 2.9 9.6 1.4 1.6 16.0
Th 18.5 10.8 14.1 17.3 12.6 22.0 19.3 19.7 13.1 15.0
U 6.1 3.7 5.0 6.1 4.9 16.2 13.5 5.3 3.1 19.5
W 1 <1 <1 <1 <1 <1 2 <1 <1 <1
Nb 17 3 17 12 13 31 38 16 13 66
Sn 4 <1 3 3 3 7 19 4 4 20
La 36.3 3.9 26.2 16.0 27.1 4.5 7.1 36.3 14.5 4.7
Ce 75 9 52 31 50 12 19 72 29 13
Nd 32 4 20 11 19 6 11 31 12 8
Sm 5.53 0.56 3.50 1.83 3.05 1.87 3.52 5.08 2.00 2.96
Eu 0.91 0.19 0.75 0.44 0.77 0.32 0.33 0.89 0.41 <0.05
Tb 0.7 0.1 0.6 0.4 0.5 0.6 0.9 0.7 0.3 1.0
Yb 2.52 0.56 2.06 1.55 1.65 2.37 3.22 2.10 1.51 3.97
Lu 0.35 0.12 0.29 0.27 0.25 0.36 0.47 0.28 0.24 0.56

- Τα οξείδια των κυρίων στοιχείων δίδονται επί τοις % κατά βάρος (% κ.β.)
- L.O.I.: απώλεια πύρωσης
- TL: Σύνολο επί % κ.β.
(1) γρανοδιορίτης
(2) ενδιάµεσες φάσεις
(3) εγκλείσµατα
(4) λευκογρανίτης
(5) απλίτες

141
141
µε αυτά που σχετίζονται µε γρανίτες ηφαιστειακού τόξου (VAG) (Εικ. 37α) για δε
τον λευκογρανίτη και τους απλίτες ότι συγκρίνονται µε αυτά που σχετίζονται µε
γρανίτες σύγκρουσης πλακών (syn–COLG) (Εικ. 37β).
Από την προβολή στα διαγράµµατα των PEARCE et al (1984) (Εικ. 38α, β)
προκύπτει το συµπέρασµα ότι ο γρανοδιορίτης και τα εγκλείσµατά του
απεικονίζονται στο διάγραµµα των Y-Nb (Εικ. 38α) στο κοινό πεδίο των "syn-
COLG"+VAG αποκαλύπτοντας τον σχηµατισµό τους σε καθεστώς συµπίεσης, στο
διάγραµµα των (Y+Nb)–Rb (Εικ. 38β) στο πεδίο VAG δείχνοντας την ηφαιστειακού
τόξου προέλευσή τους, ενώ τα προφίλ των σπανίων στοιχείων τους είναι πολύ όµοια
προς εκείνα των γρανιτών από ζώνες υπώθησης (Εικ. 37α). Ο λευκογρανίτης και οι
απλίτες απεικονίζονται στα αντίστοιχα µε τα προηγούµενα διαγράµµατα στο µεν
πρώτο στο πεδίο WPG (Εικ. 38α), στο δε δεύτερο γύρω από το τριπλό σηµείο των
πεδίων "syn–COLG", VAG και WPG και κυρίως στα πεδία "syn–COLG"και WPG
(Εικ. 38β), ενώ τα προφίλ των σπανίων στοιχείων τους είναι µάλλον όµοια προς
εκείνα των "within plate" γρανιτών συνηγορώντας στην syn–collisional προέλευσή
του (Εικ. 37β). Ενώ είναι πλούσιοι σε Si, Sn, Nb και F (Πιν. 16) µπορούν να
αντιπροσωπεύουν υπεραργιλικά τήγµατα µεταβατικά προς τους Α-τύπου γρανίτες
(κυρίως ανορογενετικούς).
Σε παρόµοια συµπεράσµατα καταλήγουµε και µε την εφαρµογή των διαγραµµάτων
των HARRIS et al (1986) (Εικ. 39α, β) και των THIBLEMONT & CABANIS (1990)
(Εικ. 40). Στα παραπάνω διαγράµµατα παρόλο που δεν επιτυγχάνεται ο διαχωρισµός
του "post-COLG" περιβάλλοντος, εντούτοις τα πετρώµατα που δηµιουργούνται σε
αυτό το περιβάλλον, όπως αναφέρουν οι PEARCE et al (1984), προβάλλονται
συνήθως κοντά στο τριπλό σηµείο των πεδίων "syn–COLG", VAG και WPG
καταλαµβάνοντας χώρο ανάλογα µε το ποσοστό ανάµειξης φλοιϊκού και µανδυακού
υλικού.
Μια πιο ολοκληρωµένη εικόνα παρουσιάζεται στο σχήµα, όπου τα γρανιτοειδή της
Τήνου φαίνεται να εξελίσσονται από ένα καθεστώς συµπίεσης και pre–collision
(γρανοδιορίτης και συνδεόµενοι µ’ αυτόν ενδιάµεσης σύστασης λιθότυποι και εγκλείσµατα)
προς ένα καθεστώς διαστολής και post–orogenic (λευκογρανίτης και απλίτες).
Τα γεωχηµικά διακριτικά του γρανοδιορίτη υποστηρίζουν ότι η απόθεσή του έγινε σε
καθεστώς συµπίεσης και pre-collision που εξελίσσεται βαθµιαία προς ένα καθεστώς
διαστολής και post–orogenic. Η µετατροπή αυτή γίνεται εµφανής µε την ύπαρξη
περισσότερο λευκοκρατικών λιθοτύπων που έχουν χηµικά χαρακτηριστικά µεταβατικά

142
(α)
(β)

Εικόνα 37 (α β): Αραχνογράµµατα (spidergrams) ιχνοστοιχείων (α) του γρανοδιορίτη και των εγκλεισµατάτων του και (β) του λευκογρανίτη και
των απλιτών από τον πλουτωνίτη της Τήνου κανονικοποιηµένα ως προς ORG (Ocean Ridge Granite, PEARCE et al, 1984).

143
1000 2000
1000
Syn-COLG WPG
WPG

100
100
Nb

Rb
VAG+
Syn-COLG
10
10

ORG VAG ORG

1 1
1 10 100 10002000 1 10 100 10002000

Y Y+Nb
(α) (β)

Εικόνα 38(α, β): Προβολή των αναλυθέντων δειγµάτων από τους λιθότυπους του πλουτωνίτη της Τήνου στα πετροτεκτονικά διαγράµµατα (α)
Nb–Y και (β) Rb–(Y+Nb) των PEARCE et al (1984). ). VAG=γρανίτης ηφαιστειακού τόξου, syn–COLG=γρανίτης περιοχής φλοιϊκής σύγκρουσης,
ORG= ορογενετικός γρανίτης WPG=γρανίτης από το µέσον φλοιϊκών πλακών. Η ανώνυµη περοχή αντιπροσωπεύει το επάνω όριο για ORG από
ανώµαλα τµήµατα µεσο–ωκεάνειων ραχών. Συµβολισµός: (●)=γρανοδιορίτης, (X)=ενδιάµεσες φάσεις, (■)=εγκλείσµατα, (♦)=λευκογρανίτης,
(▲)=απλίτες.

144
` (α) (β)
Εικόνα 39(α, β): Προβολή των χηµικών αναλύσεων των λιθοτύπων του πλουτωνίτη
της Τήνου στα διαγράµµατα Rb–Hf–Ta των HARRIS et al (1986). VA= γρανίτες
ηφαιστειακού τόξου, OF= γρανίτες ωκεάνιου πυθµένα, WP= γρανίτες στο εσωτερικό
των λιθοσφαιρικών πλακών, ΙΙ= syn–collisional γρανίτες, III=late έως post collisional
γρανίτες. Συµβολισµός: (●)=γρανοδιορίτης, (X)=ενδιάµεσες φάσεις,
(■)=εγκλείσµατα, (♦)=λευκογρανίτης, (▲)=απλίτες.

Εικόνα 40: Προβολή των χηµικών αναλύσεων των λιθοτύπων του πλουτωνίτη της
Τήνου στο διάγραµµα Y/44-Rb/100-Nb/16 των THIEBLEMONT & CABANIS
(1990). Α=syn–SUBG+post-COLG, B=syn–COLG. Συµβολισµός: (●)=γρανοδιορίτης,
(X)= ενδιάµεσες φάσεις, (■)=εγκλείσµατα, (◊)=λευκογρανίτης, (U)=απλίτες.

145
µεταξύ συµπίεσης και διαστολής καθώς και µε την διείσδυση του λευκογρανίτη που
πιθανώς αντιπροσωπεύει ανεξάρτητο σύνολο µερικού τήγµατος µε επεκτατικά
γεωχηµικά διακριτικά. Μια πιο ολοκληρωµένη εικόνα εµφανίζεται από την προβολή
των χηµικών αναλύσεων στο διάγραµµα των BATCHELOR & BOWDEN (1985) όπου
ο γρανοδιορίτης και τα µαφικά εγκλείσµατά του επικαλύπτουν το πεδίο 2, ενώ οι
λευκοκρατικοί λιθότυποι, ο λευκογρανίτης και οι απλίτες τα πεδία 6 και 7 (Εικ. 41).

Εικόνα 41: Προβολή των συστάσεων των αναλυθέντων δειγµάτων από τους
λιθοτύπους του πλουτωνίτη της Τήνου στο διάγραµµα R1–R2 (BATCHELOR &
BOWDEN 1985), όπου R1=1000*[4*Si–11*(Na+K)–2*(Fe2+calc+Fe3+calc+Ti)],
R2=1000*(6*Ca+2*Mg+Al). Τα αριθµηµένα πεδία αντιστοιχούν στα διάφορα
γεωτεκτονικά περιβάλλοντα. Συµβολισµός: (●)=γρανοδιορίτης, (X)=ενδιάµεσες
φάσεις, (■)=εγκλείσµατα, (◊)=λευκογρανίτης, (U)=απλίτες.

146
Οι LEE & LISTER (1992) και GAUTIER et al (1993) υποστηρίζουν ότι το τοπικό
υστερο-Μειοκαινικό διεισδυτικό γρανιτοειδές γεγονός στις Κυκλάδες εσχετίζετο µε
τεκτονική διαστολής και λέπτυνσης π.χ back-arc διαστολή πίσω από την ελληνική
τάφρο. Οι PE–PIPER et al (1997) υποστηρίζουν ότι αφού ο δυτικός γρανιτικής
σύστασης πλουτωνίτης στη Νάξο τοποθετήθηκε σε καθεστώς διαστολής, αυτό µπορεί
να δείξει ότι η Μειοκαινική διαστολή του Αιγαίου ήταν πετρογενετικά πιο σηµαντική
από την ongoing υπώθηση κάτω από το νότιο Αιγιακό Τόξο.
Το Μειοκαινικό διεισδυτικό γεγονός δεν ήταν διασταλτικό σ’ ολόκληρη την έκτασή
του. Μάλλον στην Τήνο το συµπιεστικό σχετιζόµενο µε υπώθηση καθεστώς
κατευθυνόµενης πίεσης άρχισε να µετατρέπεται σε διασταλτικό γύρω στα 14 Ma.
Η αντιστροφή του τασικού πεδίου ήταν βαθµιαία και η διεισδυτική δραστηριότητα
ήταν συνεχής, όπως εδείχθη µε την ύπαρξη των ενδιάµεσων λιθοτύπων στο
γρανοδιορίτη που είναι πιο λευκοκρατικοί και έχουν χηµικά χαρακτηριστικά
µεταβατικά µεταξύ συµπιεστικών και διασταλτικών γρανιτών.
Τα συµπεράσµατα που έχουν προκύψει µπορούν να συσχετιστούν προς ένα τεκτονικό
µοντέλο που παρουσιάστηκε πρόσφατα και βασίστηκε µόνο σε δοµικά δεδοµένα
αναφερόµενο στην µετα–Ολιγοκαινική, υστερο–ορογενετική εξέλιξη της κεντρικής
περιοχής του Αιγαίου. Οι BORONKAY & DOUTSOS (1994) µε την εργασία τους αυτή
υποστηρίζουν ότι σε µερικά µέρη στο κεντρικό Αιγαίο η πλάγια σύγκλιση των
πλακών Απούλια και Πελαγονική συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του Μειοκαίνου,
µε αποτέλεσµα οι δοµές της διαγώνιας συµπίεσης να ελέγχουν την άνοδο και την
τοποθέτηση των γρανιτών στην περιοχή αυτή. ∆οµές συµπίεσης σε µειοκαινικής
ηλικίας γρανιτικά σώµατα και σε µερικές µολασσικές λεκάνες έχουν επίσης
παρατηρηθεί και από άλλους ερευνητές (π.χ ANGELIER 1979, MUELENKAMP 1988).
Οι BORONKAY & DOUTSOS (1994) συµπέραναν ότι ο γρανοδιορίτης της Τήνου
είναι ένας πλουτωνίτης που δείχνει συντεκτονική τοποθέτιση µέσα στον µέσο-
ανώτερο φλοιό κάτω από καθεστώς διαγώνιας συµπίεσης. Τα πετροτεκτονικά
δεδοµένα για τον 17 Ma γρανοδιορίτη της Τήνου δείχνουν ότι ο φλοιός µέσα στον
οποίο γεννήθηκε και τοποθετήθηκε (βάθος ~7.5 Km) ήταν κάτω από καθεστώς
συµπίεσης. Η αλλαγή από την συµπίεση στη διαστολή έγινε φανερή µε τους πιο
λευκοκρατικούς λιθότυπους µέσα στο γρανοδιορίτη και µε τη διείσδυση του 14 Ma
λευκογρανίτη ο οποίος πιθανώς αντιπροσωπεύει ανεξάρτητο σύνολο µερικού
τήγµατος µε διασταλτικά γεωχηµικά χαρακτηριστικά. Κατά το χρονικό διάστηµα 14-
11 Ma ο ανώτερος φλοιός φαίνεται ότι ήταν κάτω από καθεστώς διαστολής κατά τη

147
διάρκεια της τοποθέτησης ενός αριθµού κυκλαδικών γρανιτών στους οποίους
αποτυπώθηκαν τα διασταλτικά χαρακτηριστικά, ενώ η back- arc επέκταση δεν
µπορούσε να έχει αρχίσει πριν τη διαστολή. Τελικά στο κατώτερο Πλειόκαινο ο
Αιγιακός φλοιός υπέστη εξολοκλήρου back- arc διαστολή όταν ο άξονας σ1
περιεστράφει βαθµιαία από οριζόντια σε κάθετη θέση (GAUTIER et al 1993,
BORONKAY & DOUTSOS 1994).

4.6. ΠΕΤΡΟΓΕΝΕΣΗ

4.6.1. ΓΕΩΘΕΡΜOΜΕΤΡΙΑ KAI ΓΕΩΒΑΡΟΜΕΤΡΙΑ

Η γεωθερµοµετρία και η γεωβαροµετρία, που µερικές φορές αναφέρονται και µε τον


όρο γεωθερµοβαροµετρία, σχετίζονται µε τον υπολογισµό των πιέσεων και των
θερµοκρασιών που επικρατούν στις συνθήκες ισορροπίας των ορυκτών
παραγενέσεων.
Ως γεωθερµόµετρα χρησιµοποιούνται οι αντιδράσεις που δείχνουν σηµαντική
ευαισθησία στη θερµοκρασία (µεγάλη ελεύθερη εντροπία και ενθαλπία, αντίστοιχα
∆S και ∆Η) και µικρή ευαισθησία στην πίεση (µεγάλος όγκος, ∆V), ενώ ως
γεωβαρόµετρα οι αντιδράσεις που δείχνουν σηµαντική ευαισθησία στην πίεση
(µεγάλο ∆V) και µικρή ευαισθησία στη θερµοκρασία (µικρές ∆S και ∆Η).
Παραδοσιακά ο όρος γεωθερµοβαροµετρία έχει χρησιµοποιηθεί για να περιγράψει
µόνο αντιδράσεις στερεού-στερεού και έτσι τα αποτελέσµατα αυτά είναι ανεξάρτητα
των µερικών πιέσεων των ρευστών φάσεων.

4.6.1.1. Προσδιορισµός των συνθηκών πίεσης και θερµοκρασίας σχηµατισµού


του γρανοδιορίτη

Πρόσφατα οι πετρολόγοι επεχείρησαν να υπολογίσουν τις πιέσεις κρυστάλλωσης


(πιέσεις στερεοποίησης, που εδώ αναφέρθηκαν ως πιέσεις ισορροπίας) των
ασβεσταλκαλικών πλουτωνιτώναπό το ποσοστό του Al της κεροστίλβης σε ορισµένες
ορυκτές παραγενέσεις. Η αµφίβολος (κεροστίλβη) είναι ένα κοινό µαγµατικό ορυκτό
των ένυδρων ασβεσταλκαλικών µαγµάτων που κρυσταλλώθηκαν στο βάθος. Η
σύσταση της κεροστίλβης µεταβάλλεται µε την ολική σύσταση (Si, Ti, Mg/Mg+Fe2+),

148
149
την πίεση (Altot, ΑlVI), την θερµοκρασία (AlVI, Ti, Α-θέση, Mg/Mg+Fe2+), τη
διαφυγότητα τόσο του οξυγόνου (fΟ2) (Mg/Mg+Fe2+) όσο και του νερού (fH2O)
(HAMMASTROM & ZEN 1986, JOHNSON & RUTHERFORD 1989).
Οι HAMMASTROM & ZEN (1986) εξέτασαν ασβεσταλκαλικούς πλουτωνίτες που
περιείχαν την κοινή παραγένεση κεροστίλβη+βιοτίτης+πλαγιόκλαστο (ολιγόκλαστο-
ανδεσίνης, An~30)+ορθόκλαστο (ή σανίδινο)+τιτανίτης+χαλαζίας±επίδοτο+µαγνητίτης
(ή ιλµενίτης)+τήγµα+ρευστό και έδειξαν θεωρητικά και εµπειρικά ότι σε κάποιους απ’
αυτούς που είναι κοντά στη solidus το ποσοστό του Al στη σύσταση της κεροστίλβης
ελέγχεται µόνο από την ολική πίεση και υπολογίζοντάς την σε συνθήκες ισορροπίας
κατασκεύασαν το βαρόµετρο Al: P (±3 kbar) = –3.92 + 5.03 Altot, r2 = 0.80.
Οι διαφορές στο ποσοστό του Al στη σύσταση των ασβεστούχων αµφιβόλων
σχετίζεται ευθέως µε το βάθος της τοποθέτισης των αντίστοιχων πλουτωνιτών και
εποµένως οι κεροστίλβες από τις µικρού βάθους διεισδύσεις περιέχουν Altot ≤ 2.0
(µε βάση τα 23 Ο) άτοµα ανά δοµική µονάδα, ενώ οι υψηλής πίεσης αµφίβολοι
περιέχουν υψηλό Altot ανεξάρτητο της σύστασης (HAMMASTROM & ZEN 1986).
Οι HOLLISTER et al (1987) επεκτείνοντας τις προσπάθειες για βαθµολόγιση
πρότειναν µια παρόµοια σχέση µε φαινοµενικά περιορισµένο σφάλµα:
P (±1 kbar)= –4.76+5.64 Altot, r2= 0.97. Οι δύο προηγούµενες εµπειρικές
βαθµολογήσεις βασίστηκαν σε πιέσεις που εξήχθησαν από γεωβαροµετρία ζώνης
επαφής και τα δεδοµένα σφάλµατα αντιπροσωπεύουν την διασπορά των δεδοµένων
της κεροστιλβης.
Οι JOHNSON & RUTHERFORD (1989) κατασκεύασαν ένα πειραµατικό βαρόµετρο Al
της κεροστίλβης: P (±0.5 kbar) = –3.46 + 5.64 Altot, r2 = 0.99 χρησιµοποιώντας µια
ανάµεικτη ρευστή φάση CO2–H2O. Η επίδραση του ρευστού CO2–H2O είναι να
µετατοπίζει την κεκορεσµένη ρευστή solidus και τα πεδία σταθερότητας των φάσεων
σε υψηλότερες θερµοκρασίες (SWANSON 1979, BOHLEN et al 1982, JOHNSON &
RUTHERFORD 1989)..
Ο SCHMIDT (1992) έχοντας ως στόχο την πειραµατική βαθµολόγιση του βαροµέτρου
Al της κεροστίλβης κάτω από κεκορεσµένες σε H2O συνθήκες, την ελάττωση των
αβεβαιοτήτων των εµπειρικών βαθµολογήσεων πεδίου και την ανάδειξη, σε σύγκριση
µε την εργασία των JOHNSON & RUTHERFORD (1989), της σπουδαιότητας της
θερµοκρασίας και της XCO2 στη ρευστή φάση πρότεινε την ακόλουθη εξίσωση:
P (±0.6 Κbar)= –3.01+4.76 Altot, r2 = 0.99 που είναι συνεπής µε την προηγούµενη

149
πειραµατική βαθµολόγιση των JOHNSON & RUTHERFORD (1989) η οποία όµως
επιτεύχθηκε σε υψηλότερες θερµοκρασίες µε τη χρήση του ανάµεικτου µε CO2–H2O
ρευστού.
Ο πλουτωνίτης της Τήνου είναι ένας ασβεσταλκαλικός γρανοδιορίτης που
έχει ως παραγένεση κεροστίλβη+βιοτίτη+πλαγιόκλαστο(ολιγόκλαστο–ανδεσίνης)+
+ορθόκλαστο+τιτανίτης+χαλαζίας+µαγνητίτης (ή ιλµενίτης)+τήγµα+ρευστό. Από την
µικροανάλυση των υπιδιόµορφων κυρίως κρυστάλλων της κεροστίλβης προέκυψε ότι η
σύστασή της ποικίλει.
Με βάση όλα τα προηγούµενα και σε συνδυασµό µε τον πίνακα ως καταλληλότερο
βαρόµετρο κρίνεται του SCHMIDT (1992) που δίνει για τον πλουτωνίτη της Τήνου
πιέσεις µεταξύ 3.6 και 5.2 Kbar. Για τον προσδιορισµό της αντίστοιχης θερµοκρασίας
χρησιµοποιήθηκαν αφενός σε ζεύγη αµφιβόλου-πλαγιοκλάστου (πυρήνας) το
θερµόµετρο των BLUNDY & HOLLAND (1990) που δίνει την θερµοκρασία σε οΚ από
τη σχέση: Τ = (0.677*P–48.98+Y) / (–0.0429–0.008314*lnk), όπου Y = 0 για
Xab > 0.5 (ισχύει για τα πλαγιόκλαστα του γρανοδιορίτη της Τήνου) και
k = ((Siamp–4) / (8–Siamp))*Xabplg και αφετέρου των VYHNAL et al (1991) που
εξαρτάται από την πίεση και δίνει τη θερµοκρασία από τη σχέση: Τ = 25.3 P + 654.9, r
= 0.94. Όπως διαπιστώνεται το θερµόµετρο των BLUNDY & HOLLAND (1990) δίνει
ένα εύρος θερµοκρασιών µεταξύ 727ο και 769o C, ενώ των VYHNAL et al (1991)
µεταξύ 733ο και 786ο C.

4.6.1.2. Προσδιορισµός των συνθηκών πίεσης και θερµοκρασίας σχηµατισµού


του λευκογρανίτη

Η προσπάθεια προσδιορισµού των συνθηκών P–T που αφορούν στον σχηµατισµό του
λευκογρανίτη της Τήνου συνήντησε αρκετές δυσκολίες, οφειλόµενες στον
προσδιορισµό της τιµής της θερµοκρασίας, δεδοµένου ότι η τιµή αυτή χρησιµοποιείται
και σ’ ένα ενδιάµεσο στάδιο κατά τον υπολογισµό της πίεσης.
Οι τιµές της θερµοκρασίας που προκύπτουν από την εφαρµογή του θερµοµέτρου Gt–Bi
των FERRY& SPEAR (1978) δεν είναι αξιόπιστες, διότι αυτό θεωρείται χρήσιµο και
εφαρµόζεται χωρίς διορθώσεις στις περιπτώσεις που στο γρανάτη ο λόγος
Ca+Mn/Ca+Mn+Fe+Mg είναι µέχρι ~0.2 και στο βιοτίτη ο λόγος
AlVI+Ti/AlVI+Ti+Fe+Mg είναι µέχρι ~0.15. Στους γρανάτες όµως του λευκογρανίτη

150
της Τήνου ο λόγος Ca+Mn/Ca+Mn+Fe+Mg είναι >>0.2 και στους βιοτίτες ο λόγος
AlVI+Ti/AlVI+Ti+Fe+Mg είναι >>0.15 και γι’ αυτό το λόγο δεν είναι αξιόπιστο. Το
θερµοµέτρο Gt–Bi των FERRY& SPEAR (1978) υπέστει κατά διαστήµατα βελτιωτικές
ρυθµίσεις όπως των HODGES & SPEAR (1982) για την περίπτωση της µη ιδανικής
µείξης στο γρανάτη, των GANGULY & SAXENA (1985) για την επίδραση της
παρουσίας του Ca σε µη ιδανικό διάλυµα γρανάτη την οποία όµως υπερεκτίµησαν, των
INDARES & MORTIGNOLE (1985) και HODGES & CROWLEY (1985) που περιόρισαν
τα σφάλµατα στον υπολογισµό των τιµών ενθαλπίας και εντροπίας προτείνοντας όµως
να µην χρησιµοποιείται για γρανάτες µε >25 % mole σπεσσαρτίνη, του HOINKES
(1986) που δεν δέχεται την ιδανική µείξη γροσσουλάριου-αλµανδίνη-πυρωπού έτσι
ώστε οι τιµές των θερµοκρασιών να είναι αποδεκτές πετρογραφικά και να µπορεί να
εφαρµοστεί ακόµη και για γρανάτες µε έντονο ποσοστό στερεής διάλυσης
σπεσσαρτίνη γεγονός που προϋποθέτει την ιδανική µείξη των Fe-Mg στο γρανάτη µε
σπεσσαρτίνη.
Έτσι µε βάση το προηγούµενο και σε συνδυασµό µε το ότι οι γρανάτες του
λευκογρανίτη της Τήνου είναι πλούσιοι σε σπεσσαρτίνη οι τιµές των θερµοκρασιών
του θερµοµέτρου του HOINKES (1986) κρίνονται ως οι πλέον αξιόπιστες.
Για τον υπολογισµό της πίεσης χρησιµοποιήθηκε το διορθωµένο µε νέες ακριβέστερες
τιµές θερµοδυναµικών παραµέτρων από τους HODGES & CROWLEY (1985)
θερµοβαρόµετρο Gt-Bi-Mu-Pl των GHENT & STOUT (1981). Η επιλογή αυτή έγινε µε
βάση το ότι ο λευκογρανίτης είναι τοπικά γρανατούχος και ότι υπάρχει ιστολογική
απόδειξη της ύπαρξης της αντίδρασης: Bi+Liq → Gt+Mu (MILLER & STODDARD,
1981) (κρύσταλλοι βιοτίτη µε ανώµαλα περιθώρια περιβαλλόµενοι από µοσχοβίτη).
Ο πλούσιος σε αλµανδίνη γρανάτης είναι κοντά στη liquidus για P >>4-5 Kbar
(CLEMENS & WALL, 1981), ωστόσο κατά τη διάρκεια της κανονικής διαδροµής της
διαφοροποίησης το ποσοστό του σπεσσαρτίνη του γρανάτη αυξάνει και αυτό
σταθεροποιεί το γρανάτη σε χαµηλότερες πιέσεις. Οι περισσότεροι του S-τύπου
γρανίτες έχουν mole σπεσσαρτίνη >10%, διαπίστωση που οδηγεί στο συµπέρασµα ότι
έχουν κρυσταλλωθεί σε P ≤3 Kbar. Το ποσοστό του σπεσσαρτίνη των γρανατών του
λευκογρανίτη της Τήνου έχει κατά µέσο τιµή 53.2% (κυµαίνεται µεταξύ 34.2% και
71.3%) και υπερβαίνει κατά πολύ την επιτρεπόµενη τιµή του 25% που θέτουν ως
προϋπόθεση οι HODGES & CROWLEY (1985) για την αξιοπιστία του θερµοµέτρου
τους. Για το σκοπό αυτό χρησιµοποιήθηκαν στα ενδιάµεσα βήµατα οι αποδεκτές τιµές

151
θερµοκρασίας του θερµοµέτρου του HOINKES (1986) υπολογίζοντας τελικά την πίεση
από το θερµοβαρόµετρο αυτό. Για τους γρανάτες και τα πλαγιόκλαστα
χρησιµοποιήθηκαν οι αναλύσεις της περιφέρειας των κρυστάλλων, ο συνολικός
σίδηρος του γρανάτη εκφράζεται ως FeO και οι τιµές που προέκυψαν συγκρίθηκαν µ’
εκείνες των BROCKER & FRANZ (1994) που υπολογίστηκαν για τη ζώνη επαφής του.

4.6.2. ΜΟΝΤΕΛΟ ΓΕΝΕΣΗΣ

Το γεωχηµικό µοντέλλο γένεσης του µειοκαινικής ηλικίας ασβεσταλκαλικού


πλουτωνίτη της Τήνου που αποτελείται από ένα µεταργιλικό Ι-τύπου γρανοδιορίτη και
έναν υπεραργιλικό S-τύπου λευκογρανίτη απαιτεί τον προσδιορισµό της προέλευσης
των µαγµάτων από τα οποία κρυσταλλώθηκαν τα αντίστοιχα πετρώµατα.
Σηµαντικό ρόλο στην παραγωγή και τελική τοποθέτηση των µητρικών µαγµάτων
διεδραµάτισε η τεκτονική δράση που έλαβε χώρα στο κεντρικό Αιγαίο κατά τη
διάρκεια του Μειοκαίνου. Η δράση αυτή στην αρχή σχετίστηκε µε υπώθηση των τότε
υφιστάµενων πλακών και µικροπλακών, στην συνέχεια δε εξελίχθηκε σε διαστολή το
καθεστώς της οποίας διαρκεί µέχρι σήµερα. Η αλλαγή αυτή του τεκτονικού
καθεστώτος του αιγαιακού φλοιού αντανακλάται και στην χηµεία των παραγόµενων
µαγµάτων στην επικράτεια της Αττικοκυκλαδικής Μάζας όπως διαπίστωσαν οι
ALTHERR et al (1982) µε την ύπαρξη απότοµης γενικά µετάβασης από τους
συχνότερα εµφανιζόµενους στα (Ν)∆ γρανοδιορίτες στο κέντρο σε γρανίτες και τέλος
στα (Β)Α σε µονζονίτες. Η διαπίστωση αυτή µας οδηγεί στην σκέψη ότι τα µάγµατα
που παράγονται στον µανδύα σε καθεστώς διαστολής θα µπορούν να ανέρχονται
ευκολότερα µέσα στον ηπειρωτικό φλοιό απ’ ότι θα µπορούσαν σε συνθήκες
συµπίεσης και συνεπώς η αφοµοίωση του φλοιϊκού υλικού θα είναι πολύ µικρότερη.
Τα γεωχηµικά χαρακτηριστικά του γρανοδιορίτη, όπως έχει ήδη αναφερθεί,
υποστηρίζουν ότι η κρυστάλλωσή του έγινε σε καθεστώς συµπίεσης. Το καθεστώς
αυτό στην συνέχεια εξελίσσεται βαθµιαία σε καθεστώς διαστολής, το οποίο γίνεται
εµφανές µε την ύπαρξη περισσότερο λευκοκρατικών λιθοτύπων που έχουν µεταβατικά
χαρακτηριστικά µεταξύ καθεστώτος συµπίεσης και διαστολής ("ενδιάµεσες φάσεις").
Τελικά το καθεστώς µετατρέπεται σε διαστολής η οποία υποδηλώνεται µε την
διείσδυση του λευκογρανίτη που πιθανώς αντιπροσωπεύει ανεξάρτητο σύνολο
µερικού τήγµατος µε γεωχηµικά χαρακτηριστικά διαστολής.

152
Τα ισοτοπικά προφίλ που έχουν παρατηρηθεί από διάφορους πλουτωνίτες οδήγησαν
πολλούς συγγραφείς στο να προτείνουν ότι αντιπροσωπεύουν µια µικτική διαδικασία
που εµπλέκει δύο σχετικά οµογενή ακραία µέλη, ένα που παράγεται από τον µανδύα
και άλλο ένα που παράγεται από παλαιότερο ηπειρωτικό φλοιό. Η απλή µίξη ενός
µανδυακά παραγόµενου συστατικού µε χαµηλό λόγο (87Sr/ 86
Sr)(i) και ενός
συστατικού που παράγεται από παλαιό ανακυκλωµένο φλοιό µε υψηλό αρχικό λόγο
(87Sr/ 86
Sr)(i) δεν µπορεί να ερµηνεύσει µε επιτυχία την παραγωγή των µαγµάτων
δεδοµένου ότι οι διαδικασίες που λαµβάνουν χώρα πρέπει να είναι ακόµη πιο
σύνθετες. Oι ALTHERR et al (1982) στο πλαίσιο της εργασίας τους έκαναν
γεωχρονολόγηση ολικού πετρώµατος σε δείγµατα από µεταργιλικές έως ασθενώς
υπεραργιλικές "γρανιτικής" σύστασης διεισδύσεις του κεντρικού Αιγαίου και
διαπίστωσαν ότι καµµία δεν έδωσε καλή ισόχρονη Rb-Sr, ερµηνεύοντας ότι αυτό
µπορεί να οφείλεται στην ατελή οµογενοποίηση των διαφορετικής προέλευσης
υλικών κατά τη διάρκεια παραγωγής του µάγµατος. Ο πλέον κατάλληλος συσχετισµός
που µπορεί να οδηγήσει σε κάποια συµπεράσµατα είναι µεταξύ του αρχικού λόγου
(87Sr/ 86
Sr)(i) είτε µε τον λόγο 1/Sr (ALTHERR et al 1988) είτε µε τον λόγο Rb/Sr
(GULEC & KADIOGLU 1998). Η ελλάτωση του ποσοστού του Sr (π.χ. µε αύξηση της
κρυστάλλωσης) και στις δύο περιπτώσεις σχετίζεται µια αντίστοιχη αύξηση του λόγου
των ισοτόπων του Sr. Η σχέση των δύο αυτών παραµέτρων δεν είναι γραµµική αλλά
καµπυλόγραµµη µε την κυρτότητα προς τα επάνω όπως φαίνεται στην Εικόνα 42. Η
κυρτότητα αυτή δεν είναι σε συµφωνία µε το απλό δυαδικό µικτικό µοντέλο που
υφίσταται µεταξύ ενός µανδυακής προέλευσης συστατικού µε υψηλό ποσοστό Sr και
χαµηλό λόγο ισοτόπων και ενός µόνο φλοιϊκής προέλευσης συστατικού µε χαµηλό
ποσοστό Sr και υψηλό λόγο ισοτόπων, διότι δύο τέτοια συστατικά θα έπρεπε να
απεικονίζονται κατά µήκος µίας ευθείας γραµµής στο προηγούµενο διάγραµµα.
Συνεπώς µε βάση την απεικόνιση της εικόνας η ερµηνεία δεν µπορεί να βασιστεί στην
απλή µείξη µαγµάτων που παράγονται από την τήξη βασαλτικής σύστασης
πετρωµάτων και πετρωµάτων του ηπειρωτικού φλοιού, αλλά πρέπει η µείξη αυτή να
συνοδεύεται και από κάποιου είδους διαδικασία διαφοροποίησης για να παραχθεί
αυτή η καµπυλόγραµµη τάση. Τα µάγµατα που παράγονται στον µανδύα και δείχνουν
ισοτοπικά και χηµικά χαρακτηριστικά ανάλογα µ’ εκείνα των υποθούµενων
βασαλτών, ανέρχονται µέσα στον ηπειρωτικό φλοιό αφοµοιώνοντας παλαιότερα
φλοιϊκά πετρώµατα και υφίστανται κατά το ίδιο χρονικό διάστηµα διαφοροποίηση
(ALLEGRE & MINSTER 1978, TAYLOR 1980, µοντέλο AFC DePAOLO 1981b). Το

153
µέγιστο ποσό των πετρωµάτων που µπορούν να αφοµοιωθούν από το ανερχόµενο
µάγµα είναι πιθανόν να είναι σηµαντικά µικρότερο από τον αρχικό όγκο του
µάγµατος. Εποµένως η ποσότητα του τήγµατος που δεσµεύεται κατά την διάρκεια της
αφοµοίωσης πρέπει να ελλατώνεται µε την αύξηση του προς αφοµοίωση υλικού,
γεγονός που µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι το υπολοιπόµενο µάγµα διαφοροποιείται
περισσότερο όχι µόνο γιατί αφοµοιώνει το παλαιότερο διαφοροποιηµένο φλοιϊκό
υλικό αλλά λόγω και της κλασµατικής κρυστάλλωσης. Η µεταβολή των αρχικών
87 86
λόγων Sr/ Sr κατά την διάρκεια µιάς τέτοιας διαδικασίας εξαρτάται από τους
συντελεστές κατανοµής του Sr µεταξύ των ήδη αποχωρισθέντων στερεών φάσεων και
του ανοδικά κινούµενου τήγµατος. Ο συντελεστής κατανοµής του Sr εξαρτάται από
την φύση των κρυσταλλωθέντων ορυκτών και συγκεκριµένα είναι µεγαλύτερος στα
πλαγιόκλαστα (συµβατό) και πολύ µικρότερος στην κεροστίλβη, τον πυρόξενο και
άλλες πιθανές φάσεις (ασύµβατο). Είναι πιθανόν το πλαγιόκλαστο να κυριαρχεί
µεταξύ των στερεών φάσεων που έχουν αποχωρισθεί στα πιο προχωρηµένα
τουλάχιστον στάδια της αφοµοίωσης και της διαφοροποίησης µε αποτέλεσµα ο
συντελεστής κατανοµής του Sr να είναι µεγαλύτερος για το συγκεκριµένο ορυκτό και
το ποσοστό του Sr στο υπολοιπόµενο µάγµα να ελαττώνεται πολύ περισσότερο απ’
ό,τι αναµένεται από την καµπυλόγραµµη τάση της απλής διαδικής µίξης.
Για τον υπολογισµό του ποσοστού συµµετοχής των µανδυακής και ανώτερης φλοιϊκής
προέλευσης συστατικών που συµµετείχαν στη δηµιουργία του γρανοδιοριτικής
σύστασης µάγµατος χρησιµοποιήθηκε ένα µοντέλο µίξης στο οποίο το µανδυακής
προέλευσης συστατικό υποτίθεται ότι είναι ένα τήγµα που παρήχθει από έναν
υπωθούµενο τροποποιηµένο ανώτερο µανδύα, η ισοτοπική σύσταση του οποίου
υποθέτουµε ότι έχει τιµή αρχικού λόγου ισοτόπων 87Sr/ 86Sr=0.703 που έιναι η τυπική
τιµή του MORB (O’ NIONS et al 1977) και λόγο Rb/Sr=0.027 (Rb=0.742 ppm, Sr=27.7
ppm) που αφορά τον πρωτογενή µανδύα (WANKE et al 1984). Το ανώτερης φλοιϊκής
87 86
προέλευσης συστατικό έχει τιµή αρχικού λόγου ισοτόπων Sr/ Sr=0.716 (VEIZER
& COMPSTON 1974) και λόγο Rb/Sr=0.32 (Rb=112ppm, Sr=350ppm) που αφορά τον
ανώτερο φλοιό (TAYLOR & McLENNAN 1985). Η γραµµή που συνδέει τα δύο αυτά
ακραία µέλη δεν είναι ευθεία αλλά καµπύλη κυρτή προς τα επάνω και υποδιαιρείται
σε δέκα άνισα µεταξύ τους τµήµατα (Εικ. 42) και προέκυψε από τους υπολογισµούς
που έγιναν χρησιµοποιώντας τις σχέσεις που προτείνουν οι GULEC & KADIOGLU

154
Πίνακας 17: Χηµικές και ισοτοπικές αναλύσεις ολικού πετρώµατος από τον
γρανοδιορίτη της νήσου Τήνου προερχόµενες από την εργασία των ALTHERR et
al (1982).

Αριθµ. ∆ειγµ. T1 T2 T3 T 13
Rb (ppm) 158 165 153 193
Sr (ppm) 290 299 292 246
Rb / Sr 0.545 0.552 0.524 0.785
87
Sr / 86Sr 0.71216 0.71180 0.71198 0.71199
Rb (µ.ο., ppm) 167

(1998): (87Sr/86Sr)m= (x∗SrΦ∗(87Sr/86Sr)Φ+(1-x)∗SrM∗(87Sr/86Sr)M) / (x∗SrΦ+(1-x)∗SrM)


και (Rb/Sr)m=x∗(Rb/Sr)Φ+(1-x)∗(Rb/Sr)M, όπου (87Sr/86Sr)M=0.703, (Rb/Sr)M=0.027,
(87Sr/86Sr)Φ=0.716, (Rb/Sr)Φ=0.32, Sr=συγκέντρωση Sr σε ppm, x=ποσοστό
συµµετοχής του ανώτερου φλοιού, m=µίγµα, Φ=ανώτερο φλοιϊκό συστατικό,
Μ=µανδυακό συστατικό. Προβάλλοντας τα σηµεία της καµπύλης στην ευθεία που
ενώνει τα δύο ακραία µέλη παίρνουµε τα σχετικά ποσοστά συµµετοχής του
µανδυακού και φλοιϊκού συστατικού (Εικ 42).
Από την εργασία των ALTHERR et al (1982) ελήφθησαν οι χηµικές και ισοτοπικές
αναλύσεις τεσσάρων γρανοδιοριτικών δειγµάτων (Πιν. 17) για τον υπολογισµό
αφενός µεν των λόγων των ιχνοστοιχείων Rb/Sr, αφετέρου δε των αρχικών
87
αναλογιών των ισοτόπων Sr/86Sr οι οποίες αναφέρονται στον πιθανό χρόνο
διείσδυσης του γρανοδιορίτη.
Τα δείγµατα αυτά απεικονίζονται στο διάγραµµα της εικόνας 42 µακρυά από την
γραµµή µείξης επιδεικνύοντας για σχετικά ευρεία περιοχή τιµών του λόγου των
ιχνοστοιχείων Rb/Sr (0.524–0.785) σχεδόν σταθερές τιµές των αρχικών λόγων των
87 86
ισοτόπων Sr/ Sr (0.71180-0.71216), γεγονός που υποδηλώνει ότι την µείξη
ακολουθεί κλασµατική κρυστάλλωση. Επειδή η διασπορά των ισοτοπικών τιµών είναι
µηδαµινή θεωρούµε ότι όλες κείνται επί µιας ευθείας η οποία προεκτεινόµενη τέµνει
τη γραµµή µείξης σ’ ένα σηµείο που αποκαλύπτει ότι το ποσοστό συµµετοχής του
µανδυακού και του ανώτερου φλοιϊκού συστατικού είναι αντίστοιχα ~77% και ~23%
για λόγο Rb/Sr ~0.23 στο µείγµα πριν την κλασµατική κρυστάλλωση, η οποία στη

155
συνέχεια ακολουθεί έτσι ώστε να αυξηθεί ο λόγος Rb/Sr σε ~0.79. Με την µέθοδο
αυτή προσδιορίστηκε γραφικά το ποσοστό συµµετοχής του µανδυακού συστατικού
και στην συνέχεια πρέπει να υπολογιστεί το ποσοστό της µερικής τήξης του.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την τήξη του µανδυακού συστατικού είναι η κατά
100% τήξη του ανακυκλωµένου ανώτερου φλοιϊκού συστατικού που έχει χαµηλότερη
θερµοκρασία τήξης εξαιτίας των ορυκτών που περιέχει και εποµένως κατά τη
διάρκεια οποιουδήποτε γεγονότος µερικής τήξης θα συνεισέφερε περισσότερο στο
τήγµα απ’ ό,τι το µανδυακό. Η λύση στο πρόβληµα αυτό δίνεται µε την εφαρµογή του
µοντέλου των ιχνοστοιχείων, που χρησιµοποιείται σε µεγάλη κλίµακα στις
πετρογενετικές ερµηνείες, µε την προϋπόθεση ότι έχει επιτευχθεί χηµική ισορροπία
µεταξύ των στοιχείων του τήγµατος και των συνυπαρχουσών στερεών φάσεων. Για
τον σκοπό αυτό χρησιµοποιήθηκαν το ασύµβατο για τα “γρανιτικής” σύστασης
τήγµατα ιχνοστοιχείο Rb και τέσσερις χηµικές αναλύσεις δειγµάτων του µεσοζωϊκής
ηλικίας MORB (Πιν. 18) από την εργασία των PE-PIPER & KOTOPOULI (1997), που
για την περιοχή του κεντρικού Αιγαίου εντοπίστηκε στη νήσο Νάξο, θεωρώντας ότι
αυτό αντιπροσωπεύει το µανδυακό συστατικό. Ο υπολογισµός του ποσοστού της
τήξης επιτυγχάνεται µε την εφαρµογή της σχέσης που προτείνει ο HANSON (1978):
ClRb/CoRb=1/(D∗(1-F)+F), όπου ClRb=συγκέντρωση Rb στο γρανοδιορίτη,
CoRb=συγκέντρωση Rb στο µεσοζωϊκό MORB, F=ποσοστό του υπολειµµατικού
τήγµατος, D=συνολικός συντελεστής κατανοµής του Rb στα ορυκτά του γρανοδιορίτη
Επειδή όµως το Rb είναι ασύµβατο στα γρανιτικής σύστασης τήγµατα D≅0 οπότε η
προηγούµενη σχέση του HANSON µετατρέπεται στην ακόλουθη: ClRb/CoRb=1/F ⇒

F=CoRb/ClRb ①.

Ο µέσος όρος της συγκέντρωσης του Rb στο µεσοζωϊκό MORB όπως προκύπτει από
την εργασία των PE-PIPER & KOTOPOULI (1997) είναι RbMRB=5 ppm (Πιν.18), ενώ
στο γρανοδιορίτη όπως προκύπτει από την εργασία των ALTHERR et al (1982) είναι
RbGR=167 ppm (Πιν. 17). Επειδή η συµµετοχή του µεσοζωϊκού MORB είναι 77% η
συγκέντρωση του Rb που αντιστοιχεί στο ποσοστό αυτό είναι: 167*0.77=129 ppm Rb.

Χρησιµοποιώντας την σχέση ① προκύπτει ότι F=5/129 ⇒ F=0.039 δηλαδή 3.9%.

Εποµένως ο γρανοδιορίτης προήλθε από την κατά 3.9 % τήξη του µεσοζωϊκού MORB
που συµµετείχε µε ποσοστό 77% και την κατά 100% τήξη των µεταϊζηµάτων του
ανώτερου φλοιού που συµµετείχε µε ποσοστό 23%.

156
Πίνακας 18: Χηµικές αναλύσεις ολικού πετρώµατος από το µεσοζωικής ηλικίας
MORB που εντοπίστηκε στη νήσο Νάξο προερχόµενες από την εργασία των PE-PIPER
& KOTOPOULI (1997).

Αριθµ. ∆ειγµ. ΝΑ 62 ΝΑ 63 ΝΑ 64 ΝΑ 68
Rb (ppm) 5 5 5 6
Rb (µ.ο., ppm) 5

Εικόνα 42: ∆ιαγραµµατικό µοντέλο 87Sr/ 86Sr(i) – Rb/Sr που απεικονίζει απλή µεικτική
διαδικασία µεταξύ υλικών µανδυακής και ανώτερης φλοιϊκής προέλευσης στο οποίο
έχουν προβληθεί επιλεγµένα δείγµατα του γρανοδιορίτη της Τήνου. Συµβολισµοί:
Τ1, Τ2, Τ3, Τ13=χηµικές και ισοτοπικές αναλύσεις γρανοδιοριτικών δειγµάτων από
87 86
ALTHERR et al (1982), Μ=µανδυακής προέλευσης συστατικό µε Sr/ Sr(i)=0.703
(τυπικό MORB, O’ NIONS et al 1977) και Rb/Sr =0.025 (µέσος όρος ασβεσταλκαλικού
βασάλτη ηφαιστειακού τόξου, SUN 1980), UC=ανώτερης φλοιϊκής προέλευσης
87 86
συστατικό µε Sr/ Sr(i)=0.716 (VEIZER & COMPSTON 1974) και Rb/Sr=0.32
(TAYLOR & MCLENNAN 1985)

157
Πίνακας 19: Χηµικές και ισοτοπικές αναλύσεις ολικού πετρώµατος από τον
λευκογρανίτη της νήσου Τήνου προερχόµενες από την εργασία των ALTHERR
et al (1982).

Αριθµ. ∆ειγµ. T9 T 10 T 11 T 16
Rb (ppm) 737 1147 262 263
Sr (ppm) 6 3 25 66
Rb / Sr 122.833 382.333 10.48 3.985
87
Sr / 86Sr 0.74836 0.80932 0.71454 0.71189
Rb (µ.ο., ppm) 602

Ο λευκογρανίτης εµφανίζεται µε την µορφή θυλάκων και κοιτών περιορισµένων


διαστάσεων στα περιθώρια του γρανοδιορίτη. Το λευκογρανιτικής σύστασης µάγµα
δηµιουργήθηκε σε υψηλότερες φλοιϊκές στοιβάδες σε καθεστώς διαστολής από την
τήξη µεταϊζηµάτων και "γρανιτικής" σύστασης πετρωµάτων. Από την εργασία των
ALTHERR et al (1982) ελήφθησαν οι χηµικές και ισοτοπικές αναλύσεις τεσσάρων
λευκογρανιτικών δειγµάτων (Πιν. 19) για τον υπολογισµό αφενός µεν των λόγων των
ιχνοστοιχείων Rb/Sr, αφετέρου δε των αρχικών αναλογιών των ισοτόπων 87Sr/86Sr οι
οποίες αναφέρονται στον πιθανό χρόνο διείσδυσης του λευκογρανίτη.
Τα δείγµατα αυτά δεν απεικονίζονται στο διάγραµµα της εικόνας λόγω του ότι
επιδεικνύουν εξαιρετικά εκτεταµένη περιοχή τιµών του λόγου των ιχνοστοιχείων
Rb/Sr (1.05–382.3) για επίσης εξαιρετικά εκτεταµένη περιοχή τιµών των αρχικών
λόγων των ισοτόπων 87Sr/ 86Sr (0.71189-0.80932). Επειδή η διασπορά των τιµών είναι
µεγάλη δεν εφαρµόζεται στην περίπτωση αυτή η γραφική µέθοδος προσδιορισµού του
ποσοστού συµµετοχής των δύο ακραίων µελών. Για τον σκοπό αυτό χρησιµοποιήθηκαν
το ασύµβατο για τα “γρανιτικής” σύστασης τήγµατα ιχνοστοιχείο Rb και εννέα
χηµικές αναλύσεις δειγµάτων από τον κεντρικό πυρήνα του γνευσιακού δόµου της
νήσου Νάξου από την εργασία των PE-PIPER & KOTOPOULI (1997) (Πιν. 20). Ο
µέσος όρος της συγκέντρωσης του ρουβιδίου αφενός στα µεταϊζήµατα (MS) και τους
γρανιτικούς γνευσίους (GG) είναι RbMS+GG≅192 ppm και αφετέρου στο λευκόσωµα του
µιγµατίτη (ML) είναι RbML=205 ppm. Συγκρίνοντας λοιπόν τις τιµές RbMS+GG και RbML
προκύπτει ότι αν τα µεταϊζήµατα και οι γρανιτικοί γνεύσιοι τακούν κατά 100% τότε
σχεδόν όλο αποκλειστικά το ποσοστό του ρουβιδίου µεταφέρεται στο λευκόσωµα του

158
Πίνακας 20: Χηµικές αναλύσεις ολικού πετρώµατος αφενός µεν από τα µεταϊζήµατα
και τους γρανιτικούς γνευσίους αφετέρου δε (για σύγκριση) από το λευκοσώµα
του µιγµατίτη από τον κεντρικό πυρήνα του γνευσιακού δόµου που εντοπίστηκε στη
νήσο Νάξο προερχόµενες από την εργασία των PE-PIPER et al (1997).

Ειδος Μεταϊζήµατα Γρανιτικοί Γνεύσιοι Λευκόσωµα


Πετρωµ. Μιγµατίτη
Αριθµ. ΝΑ ΝΑ ΝΑ ΝΑ ΝΑ ΝΑ ΝΑ ΝΑ ΝΑ
∆είγµατ. 50 49 44 73 74 48 42 17Α 15
Rb (ppm) 212 184 226 172 234 164 155 222 188
Rb (µ.ο., pm) 192 205

µιγµατίτη. Από την εργασία των ALTHERR et al (1982) το ποσοστό του ρουβιδίου που
περιέχει ο λευκογρανίτης είναι κατά µέσο όρο RbLG≅602 ppm (Πιν. 19). Από την
σύγκριση των τιµών RbMS+GG και RbLG εξάγεται το συµπέρασµα ότι η υπόλοιπη
ποσότητα του ρουβιδίου (602−192=410 ppm) προήλθε από την µερική τήξη του
γρανοδιορίτη (GR) κατά τη διάρκεια της µετατροπής του καθεστώτος συµπίεσης σε
διαστολής.
Για τον υπολογισµό του ποσοστού της µερικής τήξης του γρανοδιορίτη δεχόµαστε ότι
ολόκληρο το ποσοστό του Rb στο λευκογρανίτη προέρχεται από το γρανοδιορίτη,

οπότε από τη σχέση ① έχουµε ότι F=CoRb /ClRb=RbGR /RbLG ⇒ F=167/602 ⇒ F=0.277

δηλαδή ~28%.
Το ποσοστό συµµετοχής των δύο αυτών πετρολογικών τύπων είναι για µεν τον
γρανοδιορίτη 410 ppm Rb/602 ppm Rb=0.681 δηλαδή 68% για δε τα µεταϊζήµατα
192 ppm Rb/602 ppm Rb=0.318 δηλαδή ~32%. Εφόσον τα µεταϊζήµατα, όπως είναι
αναµενόµενο, έχουν χαµηλότερη θερµοκρασία συµµετέχοντας σ’ οποιοδήποτε γεγονός
µερικής τήξης θα συνεισφέρουν περισσότερο στο τήγµα και µε το δεδοµένο ότι είναι
απαραίτητη η µερική τήξη του γρανοδιορίτη αυτά τήκονται κατά 100%. Εποµένως
ο λευκογρανίτης προήλθε από την κατά ~28% τήξη του γρανοδιορίτη που συµµετείχε
στο µείγµα σε ποσοστό 68% και την κατά 100% τήξη των µεταϊζηµάτων που
συµµετείχαν στο µείγµα σε ποσοστό ~32%

159
5. ΑΛΩΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΕΠΑΦΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΟΦΟΡΙΑ
ΤΟΥ ΣΕΕΛΙΤΗ

5.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα κοιτάσµατα βολφραµίου έχουν κατά παράδοση συνδεθεί µε τα τελικά στάδια της


ψύξης και της υδροθερµικής δραστηριότητας των ασβεσταλκαλικών γρανιτικών
διεισδύσεων στις ορογενετικές ζώνες. Παρ’ όλα αυτά σ’ έναν αριθµό περιπτώσεων
έχει αναπτυχθεί η επιχειρηµατολογία ότι η µεταλλοφορία βολφραµίου προέρχεται από
ηφαιστειακές απορροές και συνδέεται µε την κυκλοφορία υδροθερµικών διαλυµάτων
µέσα στην ηφαιστειοϊζηµατογενή ακολουθία. Με την µελέτη των κοιτασµάτων
βολφραµίου τύπου skarn ασχολήθηκαν διάφοροι ερευνητές όπως π.χ. BARRETT
(1980), SATO (1980), EINAUDI et al (1981), NEWBERRY & EINAUDI (1981),
NEWBERRY & SWANSON (1986), KWAK (1987), MEINERT (1992), RAY (1995),
NEWBERRY (1998).
Οι EINAUDI et al (1981) και NEWBERRY & EINAUDI (1981) ταξινόµησαν τα skarn
W σε δύο κατηγορίες: τα αναγωγικά (reduced) και τα οξειδωτικά (oxidized),
στηριζόµενοι στην σύσταση των γειτονικών τους πετρωµάτων, την ορυκτοχηµεία των
βασικών σκαρνικών ορυκτών και το (σχετικό) βάθος στο οποίο σχηµατίστηκαν.
Σύµφωνα µ’ αυτούς τους ερευνητές οι πρώιµες παραγενέσεις των αναγωγικών skarn
χαρακτηρίζονται από την κυριαρχία εδεµβεργιτικού πυρόξενου και µικρού ποσοστού
γρανδιτικού (γροσουλάριος-ανδραδίτης) γρανάτη που συνοδεύονται από διάσπαρτο
λεπτόκοκκο σεελίτη (CaWO4) πλούσιο σε Mo (ποβελίτης). Οι γρανάτες που
δηµιουργήθηκαν κατά τα τελευταία στάδια σχηµατισµού του skarn είναι υπασβεστικοί
(subcalcic, NEWBERRY 1983) αποτελούµενοι σε σηµαντικό ποσοστό (µέχρι 80%) από
σπεσσαρτίνη και αλµανδίνη, σχετιζόµενοι µε την απόπλυση των πρώιµων διάσπαρτων
κρυστάλλων του σεελίτη και την επαναπόθεσή τους (που συχνά ελέγχεται από
σύστηµα φλεβών) ως αδρόκοκκων και φτωχών σε Mo και συνοδευόµενοι από την
απόθεση σουλφιδίων όπως µαγνητοπυρίτη, µολυβδαινίτη, χαλκοπυρίτη, σφαλερίτη και
ένυδρων ορυκτών όπως βιοτίτη, κεροστίλβη και επίδοτο. Στα οξειδωτικά skarn ο
γρανάτης είναι πλούσιος σε ανδραδίτη και πιο άφθονονος από τον πυρόξενο στον
οποίο κυριαρχεί το διοψιδικό µόριο, ο σεελίτης είναι φτωχός σε Mo και οι ορυκτές
φάσεις που είναι πλούσιες σε Fe3+ κυριαρχούν έναντι εκείνων που είναι πλούσιες σε
Fe2+ (ύπαρξη επιδότου).

160
Στην Τήνο η µεταλλοφορία βολφραµίου αντιπροσωπεύεται από µεταλλοφορία σεελίτη
(CaWO4) και είναι συνδεδεµένη µε την άλω επαφής του πλουτωνίτη, παρόλο που έχει
προταθεί από προηγούµενους ερευνητές η γένεση του ορυκτού αυτού να σχετίζεται µε
µεταηφαιστειακά πετρώµατα. Η µεταλλοφορία είναι κυρίως συγκεντρωµένη σε δύο
περιοχές: την Βόρεια και την Νότια (Εικ. 6).

5.2. Η ΜΕΤΑΛΛΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΕΕΛΙΤΗ

Η µεταλλοφορία του σεελίτη εµφανίζεται µε την µορφή κυρίως διάσπαρτων


κρυστάλλων αλλά και υπό µορφή ταινιών εντός των κερατιτών (πυροξενικών,
αµφιβολιτικών) καθώς και εντός των θυλακόµορφων σχηµατισµών skarn στην βόρεια
(Σκληρός Όρµος) και στη νότια (Ξώµπουργκο) περιοχή της άλω επαφής του
πλουτωνίτη της Τήνου (Εικ. 6). Ενίοτε εντός των µεταλλοφόρων κερατιτών
παρατηρούνται και παρεµβολές φακών στείρου µαρµάρου.
Στην περιοχή του Σκληρού Όρµου (βόρεια εµφάνιση) η συµµετοχή του σεελίτη στον
κερατίτη φθάνει το 15-20% µε περιεκτικότητες σε WO3 που κυµαίνονται µεταξύ 0.5-
2.7% κ.β., γι’ αυτό και η διερεύνησή της συνεχίστηκε µε την εκτέλεση τριών
ερευνητικών γεωτρήσεων (ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ & ΠΑΝΤΟΥΛΑΣ 1992). Στην περιοχή του
Ξώµπουργκου (νότια εµφάνιση) η παρουσία του σεελίτη στον κερατίτη µειώνεται στο
1/10 αυτής της Βόρειας Περιοχής και η περιεκτικότητα σε WO3 στο 0.2-0.8% κ.β. Το
µέγεθος των κρυστάλλων του σεελίτη φθάνει µερικά mm. Τα ιστολογικά
χαρακτηριστικά του σεελίτη περιγράφονται στην "ΠΕΤΡΟΓΡΑΦΙΑ" και ο χηµισµός του
στην "ΟΡΥΚΤΟΧΗΜΕΙΑ" του skarn.

5.3. ΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ SKARN

Η διείσδυση του ανεστραµµένου τριγωνικού σχήµατος πλουτώνιου "γρανιτικού"


συµπλέγµατος της νήσου Τήνου δηµιούργησε µια σχεδόν παράλληλη µε την επαφή
ζώνη που αποτελείται από αδροκρυσταλλικά µάρµαρα, κερατίτες και
ασβεστοκερατίτες (προϊόντα µεταµόρφωσης επαφής των επιµέρους πετρωµάτων
κυρίως της Ενότητας των Κυανοσχιστολίθων και σε µια περίπτωση της Ενότητας των
Οφιολίθων).

161
Μέσα σε αυτήν τη ζώνη τα θερµοµεταµορφικά φαινόµενα ακολούθησαν διηθητικής
φύσης µετασωµατικά φαινόµενα που οδήγησαν και στη δηµιουργία σχηµατισµών
γρανατιτών (πυροξενικό-γρανατιτικό skarn). Τα πυροµετασωµατικά αυτά πετρώµατα
εντοπίστηκαν σε δύο περιοχές της δυτικής επαφής του συµπλέγµατος, µία κοντά στη
βάση του γρανιτικού τριγώνου (βόρεια εµφάνιση–Σκληρός Όρµος) και µια κοντά στην
κορυφή του (νότια εµφάνιση–Ξώµπουργκο) και αντιπροσωπεύονται από σχεδόν
καθαρούς γρανατίτες. Πρόκειται για πετρώµατα σκούρου καστανέρυθρου χρώµατος
που αποτελούνται από συσσωµατώµατα κυρίως γρανάτη και κλινοπυρόξενου ο οποίος
όµως µπορεί να συµµετέχει στην σύσταση του πετρώµατος µέχρι ποσοστού ~50%.
Οι γρανατίτες (skarn) εµφανίζονται µέσα στη ζώνη του πυροξενικού κερατίτη της άλω
επαφής ως θύλακες κυρίως κοντά στις επαφές µεταξύ µαρµάρων και σχιστολίθων
αλλά και µέσα στους σχιστόλιθους ή τα µάρµαρα που γειτνιάζουν µεταξύ τους
(Φωτ. 10γ, δ, Φωτ. 11α, β, γ, δ). Μερικές φορές παρουσιάζονται και σε άµεση επαφή
µε τον πλουτωνίτη (γρανοδιορίτη ή λευκογρανίτη) (Φωτ. 10β). Οι θύλακες
αναπτύσσονται κατά κανόνα παράλληλα προς τις σχιστοφυείς επιφάνειες των
σχιστολίθων ή τις επιφάνειες επαφής µεταξύ διαφορετικών λιθολογικών µονάδων. Οι
διαστάσεις τους ποικίλλουν τόσο σε πάχος από 0.5-3 m όσο και σε µήκος από
20-40 m. Εκτός από τον γρανάτη και τον κλινοπυρόξενο τα συνοδά ορυκτά είναι
σεελίτης, επίδοτο, ασβεστίτης, κεροστίλβη, χαλαζίας, τιτανίτης, τουρµαλίνης,
αλλανίτης, απατίτης, άστριοι, µαγνητίτης και σουλφίδια. Πρέπει να σηµειωθεί ότι όταν
τα skarn βρίσκονται µέσα στους σχιστόλιθους δείχνουν έντονα φαινόµενα
αποσάθρωσης πιθανώς λόγω ύπαρξης ζωνών έντονης διάτµησης εντός των
τελευταίων. Οι εµφανίσεις skarn της Τήνου λόγω ορισµένων συστηµατικών
πετρογραφικών διαφορών που εµφανίζουν διακρίνονται σ’ αυτές της Βόρειας περιοχής
(δυτική επαφή του γρανοδιορίτη-περιοχή Σκληρού Όρµου) και σ’ αυτές της Νότιας
περιοχής (Ξώµπουργκο) (Εικ. 6).

5.3.1. ΠΕΤΡΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ SKARN

Από την µικροσκοπική µελέτη αρκετών λεπτών τοµών που προήλθαν από δείγµατα
και των δύο περιοχών εµφάνισης προέκυψαν τα ακόλουθα συµπεράσµατα όσον αφορά
τα κύρια ορυκτά που δοµούν τους γρανατίτες:
Γρανάτης: Απαντάται µε ιδιόµορφους και υπιδιόµορφους κρυστάλλους

162
M

GT

Φωτ. 16: Γρανατίτες (skarn) από την άλω επαφής του πλουτωνίτη της Τήνου.
Φωτ. 16α και 16β: Ανάπτυξη skarn µπεζ-καφέ ορίζοντες µέσα σε στρώσεις µαρµάρων της
Ενότητας των Κυανοσχιστολίθων κοντά στο χωριό Βώλαξ.
Φωτ. 16γ: Συµπαγές στρωµατόµορφο skarn από την ίδια περιοχή µε τις Φωτ. 11α και 11β.
Φωτ. 16δ: Αντικατάσταση µαρµάρου (λευκό, M) από γρανατίτη (µπεζ, GT) στην περιοχή του
χωριού Λουτρά.

163
καστανέρυθρου µέχρι ανοικτού καστανέρυθρου χρώµατος και ποικίλου µεγέθους που
τις περισσότερες φορές σχηµατίζουν συµπαγή συσσωµατώµατα. ∆είχνουν είτε
χρωµατική οµοιοµορφία είτε χρωµατική διαφοροποίηση µε εναλλαγή ζωνών
διαφορετικού χρωµατικού τόνου. Οι ιδιόµορφοι ζωνωµένοι γρανάτες µπορεί να
περιέχουν ποικίλου µεγέθους εγκλείσµατα κυρίως κλινοπυρόξενου (σχηµατίζει
συνήθως συσσωµατώµατα), σεελίτη (συνήθως διάσπαρτοι κρύσταλλοι), απατίτη και
τουρµαλίνη. Εµφανίζονται είτε ως ισότροποι είτε ως σαφώς ανισότροποι φαινόµενο
που κυρίως εκδηλώνεται από την εναλλαγή ισότροπων καστανέρυθρου χρώµατος και
ανισότροπων ανοικτού καστανέρυθρου χρώµατος λαµελών. Οι πυρήνες των
κρυστάλλων των πρώιµων γρανατών στα συµπαγή συσσωµατώµατα αποτελούνται από
ισότροπους, ξενόµορφους έως υπιδιόµορφους, πλούσιους κυρίως σε γροσσουλάριο και
σπανιότερα σε ανδραδίτη κρυστάλλους που εµφανίζουν διδυµία κατά τοµείς (sector
twinning) χαρακτηριστικό κρυσταλλικής ανάπτυξης κάτω από συνθήκες
πυροµεταµορφισµού, ενώ τόσο τα µεθύστερης ανάπτυξης περιφερειακά τµήµατά τους
όσο και οι µεθύστερης ανάπτυξης κρύσταλλοι αποτελούνται από συνήθως ιδιόµορφες,
συχνά σκελετικής ανάπτυξης (hopper), ανισότροπες µε τυπική παλµική ζώνωση
(oscillatory zoning) και ανάπτυξη σε "ανοικτό χώρο" (open space filling) πλούσιες
σε ανδραδίτη ζώνες, δηλαδή όλα τα χαρκτηριστικά των υδροθερµικών γρανατών
(JAMTVEIT & ANDERSEN 1992). Τα κενά του "ανοικτού χώρου" γεµίζουν συνήθως
από αβεστίτη και χαλαζία (όταν είναι σχετικά µικρά), ενώ µπορεί να γεµίζουν επίσης
από αδρόκοκκο ασβεστίτη, χαλαζία, άστριο και ενίοτε κεροστίλβη, τιτανίτη, επίδοτο
και χλωρίτη. Στα κενά αυτά ο γρανάτης αντικαθιστά τους πυρόξενους και
αντικαθίσταται από το επίδοτο. Τόσο οι κρύσταλλοι όσο και τα συσσωµατώµατά
τους διασχίζονται από πολυάριθµα λεπτά φλεβίδια (πάχους έως 20 µm)
µικροκρυσταλλικού ασβεστίτη και λιγότερο συχνά από χαλαζία ή και από των δύο.
Ο σχηµατισµός του µπορεί να αποδοθεί από την αντίδραση:
6 CaCO3 (s)+2 Al3++2 Fe2+ (aq)+6 SiO2 (aq)+6 H2O (l)→
Ca3Fe2Si3O12+ Ca3Al2Si3O12+6 CO2 (g)+12 H+
Πυρόξενος: Απαντάται κυρίως µε ανοικτού πράσινου χρώµατος ξενόµορφους
κρυστάλλους που ανήκουν στην κατηγορία των κλινοπυροξένων (εδεµβεργίτης έως
σαλίτης και διοψίδιος) και µερικές φορές µπορεί να σχηµατίζουν ταινιωτά
συσσωµατώµατα. Αντικαθίσταται από τον ζωνωµένο ιδιόµορφο γρανάτη καθώς
επίσης και σε ποικίλο βαθµό από αµφίβολο. Ο σχηµατισµός του µπορεί να αποδοθεί
από την αντίδραση:

164
2 CaCO3 (s)+ Mg2++ Fe2++4 SiO2 (aq)+2 H2O (l) →
CaMgSi2O6+ CaFeSi2O6+2 CO2 (g)+8 H+
Σεελίτης: Απαντάται µε διάσπαρτους, άχρωµους, ψηλής σκληρότητας, µικρού
µεγέθους, ιδιόµορφους κρυστάλλους που µερικές φορές σχηµατίζουν και
συσσωµατώµατα. Η ανίχνευσή στο πεδίο γίνεται µόνο µε την έκθεσή του στο φως της
λάµπας των υπεριωδών ακτίνων (UV) όπου διακρίνεται ο χαρακτηριστικός κυανός
φθορισµός του και ο κιτρινωπός όταν περιέχει Mo. Εντοπίστηκε µόνο στους
σχηµατισµούς skarn της Βόρειας Περιοχής και εντός των γρανατιτών. Οι πυροξενικοί-
γρανατιτικοί κερατίτες του skarn από τη ζώνη επαφής που περιέχουν µεταλλοφορία
του σεελίτη εµφανίζουν δύο κύρια στάδια ανάπτυξης: (i) ένα θερµικό και (ii) ένα
µετασωµατισµού διηθήσεως. Ο σεελίτης στο πυροξενικό-γρανατιτικό skarn φαίνεται
να συνδέεται µε ζωνωµένο σκελετικό (hopper) ανδραδιτικό γρανάτη (Φωτ. 17γ, δ, ε)
ο οποίος έχει κρυσταλλωθεί από ρευστά του σταδίου (ii). Οι κρύσταλλοι του σεελίτη
φαίνεται να έχουν µε τον γρανάτη αυτό αµοιβαία ευθύγραµµα όρια, ενώ σπάνια
δείχνουν αντιδρασιογενή όρια όταν παρεισφρύουν αντικαθιστώντας τον. Συνεπώς ο
σεελίτης βρίσκεται είτε σε ισορροπία είτε έχει καθιζήσει αργότερα από τον ζωνωµένο
σκελετικό ανδραδιτικό γρανάτη. Σύµφωνα µε τους EINAUDI et. al. (1981) το ορυκτό
αυτό απουσιάζει από το πλούσιο σε Fe πρώιµο στάδιο. Ο µηχανισµός της απόθεσής
του δόθηκε από τον NEWBERRY (1980b) και σύµφωνα µε αυτόν κατά την ανάδροµη
εξαλλοίωση το Ca που ελευθερώνεται από την διάσπαση των γρανατών και
κλινοπυροξένων συµβάλλει στην καθίζηση του W από το ρευστό. Ο σχηµατισµός του

µπορεί να αποδοθείαπό την αντίδραση: CaCO3+H2WO4 (aq)⇄ CaWO4+H2O (l)+CO2 (g)

5.3.2. ΟΡΥΚΤΟΧΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΤΟΥ SKARN

Η χηµική σύσταση των κύριων ορυκτών φάσεων που δοµούν τους σχηµατισµούς
skarn του πλουτωνίτη της Τήνου προσδιορίστηκε µε την βοήθεια µικροαναλυτή τύπου
JOEL 8900 Superprobe στο Πανεπιστήµιο Mc Gill του Καναδά. Για τον προσδιορισµό
των κύριων στοιχείων των ορυκτών του skarn χρησιµοποιήθηκαν τοµές από φυσικά
δείγµατα κλινο- και ορθο-πυροξένου, γρανάτη και σεελίτη, οι συνθήκες λειτουργίας
κάτω από τις οποίες διεξήχθη η ανάλυση ήταν επιταχυνόµενη τάση 15 KV και ένταση
ρεύµατος 10 nA για χρόνο 20 secs και οι διορθώσεις ZAF έγιναν αποκλειστικά µε το

165
α) β)

γ) δ)

ε) στ)

Φωτ.17 (α, β, γ, δ, ε, στ) : α) Γρανάτης του skarn µε πυρήνα που δείχνει διδυµία κατά τοµείς
και είναι πλούσιος σε γροσσουλάριο και εξωτερικό ανδραδίτη που δείχνει ανισοτροπία και
παλµική ζώνωση (oscillatory zoning). + Nicols
β) Λεπτοµέρεια της προηγούµενης φωτό που δείχνει τον πλούσιο σε γροσσουλάριο πυρήνα να
δείχνει διδυµία κατά τοµείς (sector zoning)
γ) Ανδραδίτης µε παλµική ζώνωση µε ιδιόµορφη αµοιβαία ανάπτυξη ισορροπίας µε ασβεστίτη
(λευκό) που έχει πληρώσει ανοιχτό χώρο (open space filling). + Nicols
δ) Λεπτοµέρεια των ανισοτρόπων παλµικών ζωνών του ανδραδιτικού γρανάτη της
προηγούµενης φωτογραφίας. + Nicols
ε) Πορφυροβλάστης σεελίτη (σκούρο γκρίζο στο κέντρο) µέσα σε ανδραδιτικό γρανάτη (πολύ
ανοιχτό γκρίζο). Ο σεελίτης δείχνει να ευρίσκεται σε ιστολογική ισορροπία µε τον γρανάτη.
// Nicols
στ) Φλεβίδια ασβεστίτη και χαλαζία (άσπρα) δηµιουργηθέντα εξαιτίας της απώλειας του CO2
κατά την πυροµετασωµάτωση των ασβεστιτικών πρωτολίθων του skarn (carbofracturing). Τα
φλεβίδια κόβουν τον γρανάτη (γκρίζο βαθύ) κυρίως στους πυρήνες. + Nicols

166
λογισµικό του µικροαναλυτή JOEL. Στους πίνακες 22, 23 και 24 δίδονται αντίστοιχα
αντιπροσωπευτικές αναλύσεις κρυστάλλων από γρανάτη, πυρόξενο και σεελίτη
καιαποκαλύπτεται ότι υπάρχουν σηµαντικές αποκλίσεις στην σύσταση των γρανατών
και πυροξένων µεταξύ των δύο περιοχών εµφάνισης.
Οι συνθήκες (αναγωγικές–οξειδωτικές) που επικρατούν κατά τον σχηµατισµό και την
εξέλιξη του skarn µπορούν να εξαχθούν από τους λόγους Fe2+/ Fe3+ των ορυκτών του
skarn (SATO 1980) και ειδικότερα από την σύσταση των γρανατών και πυροξένων
(BROWN & ESSENE, 1985). Σε αναγωγικές συνθήκες οι πυρόξενοι είναι εδενβεργίτες
(Hd>40%) και οι γρανάτες γροσσουλάριοι (NEWBERRY 1983, KWAK 1987). Κάτω
από οξειδωτικές συνθήκες σχηµατισµού τα skarn χαρακτηρίζονται από σαλιτικούς
πυροξένους, ανδραδιτικούς γρανάτες και παρουσία µαγνητίτη. Ο BAΡRETT (1980)
επρότεινε ότι η παρουσία σεελίτη ο οποίος είναι φτωχός σε µολυβδαίνιο και η σπάνια
παρουσία µολυβδαινίτη στα πετρώµατα skarn είναι ένδειξη αναγωγικών συνθηκών.
Αυτές οι παρατηρήσεις συµφωνούν µε την ταξινόµηση των skarn βολφραµίου σε
οξειδωµένα και αναγωγικά (EINAUDI et al 1981, NEWBERRY & EINAUDI 1981). Στα
οξειδωτικού τύπου skarn βολφραµίου ο γρανδίτης (ανδραδιτικός γρανάτης) υπερτερεί
σε όγκο του πυροξένου που είναι σαλίτης (Hd<40%) αντί για εδενβεργίτης. Επίσης ο
γρανάτης είναι πλούσιος σε αλµανδίνη και σπεσσαρτίνη, ο σεελίτης είναι φτωχός σε
ποβελλίτη (φτωχός σε Mo), το επίδοτο είναι το ένυδρο ορυκτό και ο σιδηροπυρίτης
υπερέχει του µαγνητοπυρίτη.
Οι σχηµατισµοί skarn της Τήνου δείχνουν σηµαντικές διαφορές στη βόρεια και στην
νότια περιοχή εµφανίσεων. Οι πυρόξενοι της Βόρειας περιοχής (Εικ. 44) είναι
εδενβεργίτες (Hd> 40%, Πίν. 23) και οι γρανάτες εξελίχθησαν από γροσσουλάριους
στον πυρήνα σε ανισότροπους ανδραδίτες στην περιφέρεια (Πίν. 22, Εικ. 43α,
Φωτ. 17α, β, γ, δ). Στην Νότια περιοχή, αυτή του Ξώµπουργκου, οι πυρόξενοι είναι
σαλίτες και διοψίδιοι (Πίν. 23, Εικ. 44) και οι γρανάτες είναι γρανδίτες (andrandites,
Πίν.22, Εικ. 43β). Επίδοτο υπάρχει µόνο στην Νότια περιοχή. Οι σεελίτες που έχουν
αναλυθεί για την παρούσα έρευνα προέρχονται απκλειστικά από την εµφάνιση skarn
της Βόρειας περιοχής (Πίν. 24). Ο περισσότεροι δείχνουν τον λευκό-κίτρινο
πλεοχροϊσµό, τυπικό σεελιτών που είναι φτωχοί σε Mo και δείχνουν ζώνωση όσον
αφορά το MoO3 το οποίο ελλατώνεται ελαφρά από τον πυρήνα στην περιφέρεια
(Πίν. 24), γεγονός που υποδεικνύει ανάπτυξη του σεελίτη κάτω από οξειδωτικές
συνθήκες µε µια ελαφρά µείωση των οξειδωτικών συνθηκών στα τελικά στάδια της
εξέλιξης του skarn και του σχηµατισµού (ανάπτυξη) του σεελίτη.

167
Πίνακας 22: Αντιπροσωπευτικές Αναλύσεις Κρυστάλλων Γρανατών από τον Πυρήνα (c), τις Ενδιάµεσες Ζώνες (z1, z2) και την Περιφέρεια (r) των
σχηµατισµών Skarn της νήσου Τήνου.
TSK 2D-(c) TSK 2D-(z1) TSK 2D-(z2) TSK 2D-(r) TSK 4G-(c) TSK 4G-(r) TSK 8A-(c) TSK 8A-(z1) TSK 8A-(r)
(1) (1) (1) (1) (1) (1) (1) (1) (1)
SiO2 38.15 37.90 37.46 37.52 37.54 37.19 37.28 37.16 37.18
TiO2 0.12 0.32 0.00 0.00 0.20 0.28 0.49 0.90 0.63
Al2O3 14.35 14.98 13.60 11.40 12.26 9.10 12.58 13.18 10.97
FeO 11.63 10.33 12.28 15.65 14.76 18.78 13.88 12.22 15.58
Fe2O3 nd nd nd nd nd nd nd nd nd
Cr2O3 nd nd nd nd nd nd nd nd nd
MnO 1.07 1.12 1.45 1.69 1.92 2.37 2.08 1.87 1.91
MgO 0.42 0.25 0.11 0.00 0.19 0.30 0.20 0.22 0.30
CaO 34.38 34.22 33.47 32.35 32.36 31.64 32.42 32.51 32.29
Na2O 0.00 0.00 0.00 0.00 0.00 0.00 0.00 0.00 0.00
TL (% κ.β.) 100.12 99.12 98.37 98.61 99.23 99.66 98.93 98.06 98.86
Αριθµός Ιόντων µε Βάση 12 άτοµα οξυγόνου
Si 2.956 2.961 2.967 2.998 2.972 2.970 2.957 2.963 2.967
AlIV 0.044 0.039 0.033 0.002 0.028 0.030 0.043 0.037 0.033
3.000 3.000 3.000 3.000 3.000 3.000 3.000 3.000 3.000
AlVI 1.266 1.339 1.236 1.071 1.115 0.826 1.132 1.201 0.997
Fe3+(Calc) 0.754 0.659 0.793 0.928 0.886 1.168 0.849 0.724 0.957
Ti 0.007 0.019 0.000 0.000 0.012 0.017 0.029 0.054 0.038
Cr – – – – – – – – –
2.027 2.016 2.029 1.999 2.013 2.011 2.010 1.979 1.993
Fe2+(Calc) 0.000 0.016 0.020 0.117 0.091 0.086 0.071 0.091 0.082
Mg 0.049 0.029 0.013 0.000 0.022 0.036 0.024 0.026 0.036
Mn 0.070 0.074 0.097 0.114 0.129 0.160 0.140 0.126 0.129
Ca 2.855 2.864 2.840 2.769 2.745 2.707 2.755 2.778 2.760
Na 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000
2.973 2.984 2.971 3.001 2.987 2.989 2.990 3.021 3.007
Συν. Κατιόντων 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000
% mol (DEER et al 1992)
Alm 0.00 0.55 0.68 3.91 3.05 2.88 2.38 3.01 2.73
And 37.19 32.66 39.10 46.45 44.02 58.09 42.25 36.59 48.05
Gross 58.82 63.33 56.51 45.83 47.87 32.47 49.90 55.36 43.74
Pyrope 1.63 0.98 0.44 0.00 0.75 1.20 0.79 0.86 1.19
Spess 2.36 2.48 3.27 3.81 4.31 5.36 4.67 4.18 4.29
nd: δεν προσδιορίστηκε, Fe2+(calc) και Fe3+(calc): υπολογισθέντα κατιόντα Fe2+ και Fe3+ από τον προσδιορισθέντα FeO µε την µέθοδο DROOP (1987), (1): Βόρεια περιοχή
168
Πίνακας 22 (συνέχεια)
TSK 11G-(c) TSK 11G-(z1) TSK 11G-(r) TSK 13A-(c) TSK 13A-(r) TSK 15D-(C) TSK 15D-(z1) TSK 15D-(r)
(2) (2) (2) (2) (2) (2) (2) (2)
SiO2 37.11 37.01 37.15 37.10 37.19 36.90 37.18 37.17
TiO2 0.27 0.31 0.12 1.76 1.42 0.13 0.18 0.14
Al2O3 10.82 10.27 10.53 12.28 11.19 10.81 13.35 8.35
FeO 16.53 16.02 17.31 14.29 15.65 15.64 12.53 19.21
Fe2O3 nd nd nd nd nd nd nd nd
Cr2O3 nd nd nd nd nd nd nd nd
MnO 0.49 0.28 1.08 1.41 0.80 0.81 0.59 1.14
MgO 0.09 0.25 0.24 0.42 0.31 0.13 0.27 0.13
CaO 33.54 34.06 32.21 33.35 33.90 33.44 34.29 32.15
Na2O 0.00 0.00 0.00 0.00 0.00 0.00 0.00 0.00
TL (% κ.β.) 98.85 98.20 98.64 100.61 100.46 97.86 98.39 98.29
Αριθµός Ιόντων µε Βάση άτοµα οξυγόνου
Si 2.958 2.966 2.975 2.899 2.917 2.966 2.940 3.010
AlIV 0.042 0.034 0.025 0.101 0.083 0.034 0.060 0.000
3.000 3.000 3.000 3.000 3.000 3.000 3.000 3.010
AlVI 0.974 0.935 0.968 1.029 0.951 0.990 1.184 0.796
Fe3+(Calc) 1.033 1.059 1.040 0.862 0.961 1.025 0.829 1.163
Ti 0.016 0.019 0.007 0.103 0.084 0.008 0.011 0.009
Cr – – – – – – – –
2.023 2.013 2.015 1.994 1.996 2.023 2.023 1.968
Fe2+(Calc) 0.069 0.014 0.120 0.071 0.066 0.026 0.000 0.138
Mg 0.011 0.030 0.029 0.049 0.036 0.016 0.032 0.016
Mn 0.033 0.019 0.073 0.093 0.053 0.055 0.040 0.078
Ca 2.864 2.924 2.764 2.792 2.849 2.880 2.906 2.790
Na 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000
2.977 2.987 2.985 3.006 3.004 2.977 2.977 3.022
Συν. Κατιόντων 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000 8.000
% mol (DEER et al 1992)
Alm 2.32 0.47 4.01 2.38 2.18 0.89 0.00 4.55
And 51.06 52.63 51.60 43.23 48.15 50.68 40.96 59.11
Gross 45.15 45.26 40.98 49.65 46.69 46.06 56.64 33.23
Pyrope 0.36 1.00 0.96 1.63 1.21 0.52 1.07 0.52
Spess 1.11 0.64 2.45 3.11 1.77 1.85 1.33 2.59
nd: δεν προσδιορίστηκε, Fe2+(calc) και Fe3+(calc): υπολογισθέντα κατιόντα Fe2+ και Fe3+ από τον προσδιορισθέντα FeO µε την µέθοδο DROOP (1987), (2): Nότια περιοχή

169
(α) (β)

Εικόνα 43: Προβολή των χηµικών αναλύσεων πυρήνων και περιφερειών κρυστάλλων γρανατών από τους σχηµατισµούς skarn της νήσου Τήνου.

Συµβολισµός: (α)=Βόρεια εµφάνιση, (β)=Νότια εµφάνιση, (◆)και (■)=πυρήνες, (◇)και (□)=περφέρειες.

170
171
Πίνακας 23: Αντιπροσωπευτικές αναλύσεις κρυστάλλων πυροξένων από τους σχηµατισµούς skarn της νήσου Τήνου.
TSK 2D TSK 4G TSK 8A-1 TSK 8A-2 TSK 9A TSK 11G TSK 13A TSK 15B-1 TSK 15B-2 TSK 15D
(1) (1) (1) (1) (1) (2) (2) (2) (2) (2)
SiO2 50.46 50.55 50.19 50.56 50.56 51.00 51.00 51.54 51.27 51.51
TiO2 0.00 0.00 0.00 0.00 0.00 0.00 0.07 0.07 0.00 0.10
Al2O3 0.67 0.58 0.55 0.83 0.31 0.71 0.62 0.53 0.035 1.01
FeO 15.05 15.28 16.87 14.10 15.43 13.96 11.25 11.86 13.83 10.45
MnO 2.09 1.63 1.49 1.56 1.56 0.70 1.74 0.77 0.70 0.65
MgO 7.19 7.40 6.74 7.99 6.91 8.42 9.81 9.49 8.64 11.29
CaO 23.34 23.43 22.75 23.95 23.52 24.19 24.23 24.59 23.80 24.89
Na2O 0.70 0.76 0.63 0.66 0.83 0.58 0.46 0.68 0.63 0.73
TL (% κ.β.) 99.50 99.63 99.22 99.65 99.12 99.56 99.18 99.53 99.22 100.63
Αριθµός Ιόντων µε Βάση 6 άτοµα οξυγόνου
Si 1.966 1.963 1.971 1.954 1.978 1.967 1.959 1.971 1.983 1.926
AlIV 0.031 0.027 0.025 0.038 0.014 0.032 0.028 0.024 0.016 0.044
1.997 1.990 1.996 1.992 1.992 1.999 1.987 1.995 1.999 1.970
AlVI 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000
Ti 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.000 0.002 0.002 0.000 0.003
Fe2+ 0.490 0.496 0.554 0.456 0.505 0.450 0.361 0.379 0.447 0.327
Mg 0.418 0.428 0.395 0.460 0.403 0.484 0.562 0.541 0.498 0.629
Mn 0.069 0.054 0.050 0.051 0.052 0.023 0.057 0.025 0.023 0.021
Ca 0.974 0.975 0.957 0.992 0.986 1.000 0.997 1.008 0.986 0.997
Na 0.053 0.057 0.048 0.049 0.063 0.043 0.034 0.050 0.047 0.053
2.004 2.010 2.004 2.008 2.009 2.000 2.013 2.005 2.001 2.030
Συν. Κατιόντων 4.001 4.000 4.000 4.000 4.001 3.999 4.000 4.000 4.000 4.000
% mol
Di 42.78 43.76 39.54 47.57 41.98 50.58 57.34 57.24 51.45 64.38
Hd 50.15 50.72 55.46 47.16 52.60 47.02 36.84 40.11 46.17 33.47
Jo 7.07 5.52 5.00 5.27 5.42 2.40 5.82 2.65 2.38 2.15
(1): Βόρεια περιοχή
(2): Νότια περιοχή

171
Εικόνα 44: Προβολή των χηµικών αναλύσεων κρυστάλλων πυροξένων από τους σχηµατισµούς skarn της νήσου Τήνου.

Συµβολισµός: (◆)=Βόρεια εµφάνιση, (■)=Νότια εµφάνιση.

Εικόνα 44: Προβολή των χηµικών αναλύσεων κρυστάλλων πυροξένων από τους σχηµατισµούς skarn της νήσου Τήνου.

Συµβολισµός: (◆)=Βόρεια εµφάνιση, (■)=Νότια εµφάνιση.

172
Πίνακας 24: Χηµικές αναλύσεις από τον πυρήνα (c) και την περιφέρεια (r) Κρυστάλλων σεελίτη από τους σχηµατισµούς skarn της
Βόρειας περιοχής της νήσου Τήνου.
TSK 2D TSK 4G TSK 8A TSK 9A
c r c r c r c r c r c r c r c r
CaO 19.53 19.49 19.71 19.95 19.84 19.55 19.74 19.73 19.49 19.81 19.61 19.72 19.99 19.64 19.96 19.92
WO3 76.54 76.93 77.16 76.74 77.68 78.25 77.42 77.22 78.24 77.62 77.67 77.92 75.31 75.99 76.22 76.03
MoO3 3.61 3.17 3.01 3.05 2.37 1.98 2.46 2.59 1.98 2.22 2.47 2.05 4.66 4.23 3.63 3.82
TL (% κ.β.) 99.68 99.59 99.88 99.74 99.89 99.78 99.62 99.54 99.71 99.65 99.75 99.69 99.96 99.86 99.81 99.77
Αριθµός Ιόντων µε Βάση 4 άτοµα οξυγόνου
Ca 0.985 0.987 0.995 1.008 1.005 0.994 1.002 1.002 0.992 1.007 0.995 1.003 0.999 0.986 1.004 1.002
W 0.933 0.941 0.941 0.936 0.951 0.962 0.950 0.947 0.962 0.953 0.952 0.957 0.909 0.921 0.926 0.924
Mo 0.071 0.062 0.059 0.060 0.047 0.039 0.049 0.051 0.039 0.044 0.049 0.041 0.091 0.083 0.071 0.075

173
5.4. ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΠΙΕΣΕΩΣ ΚΑΙ

ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΛΩ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ

ΕΠΑΦΗΣ

5.4.1. ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΣΟΒΑΘΜΩΝ (ISOGRADS) ΤΗΣ

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΕΠΑΦΗΣ

Ο πλουτωνίτης της Τήνου που, όπως προαναφέρθηκε, αντιπροσωπεύεται κυρίως από


έναν µεσοζωνικά τοποθετηµένο γρανοδιορίτη (~770 °C, 3.7 Kbars στα 17 Ma) και από
έναν επιζωνικά τοποθετηµένο σε ορισµένες περιφερειακές θέσεις του γρανοδιορίτη
λευκογρανίτη (~700 °C, 2 Kbars στα 15 Ma), έχει δηµιουργήσει φαινόµενα
µεταµόρφωσης επαφής στις Ενότητες των Κυανοσχιστολίθων και του Οφιολιθικού
Καλύµµατος. Η άλως µεταµόρφωσης επαφής του πλουτωνίτη της Τήνου είχε
αναφερθεί πρωτίστως από τον ΜΕΛΙ∆ΩΝΗ (1980) και στην συνέχεια µελετήθηκε από
τους BRÖCKER & FRANZ (1994, 2000) και σ’ ένα τµήµα της από τους STOLZ et al
(1997). Μέσα στα φαινόµενα επαφής συµπεριλαµβάνονται κατά πρώτο λόγο
φαινόµενα που θεωρούνται κυρίως ισοχηµικά και δηµιούργησαν την άλω
µεταµόρφωσης επαφής γύρω από τον πλουτωνίτη (ισοχηµική µεταµόρφωση επαφής)
και στην συνέχεια µετέπειτα του θερµικού µέγιστου έλαβαν χώρα µετασωµατικά
φαινόµενα µεταµόρφωσης επαφής που ολοκλήρωσαν την δηµιουργία των
σχηµατισµών skarn. Οι θέσεις δειγµατοληψίας και λεπτών τοµών καθώς και η χάραξη
των ισόβαθµων (isograds) που προέκυψαν από την δική µας µελέτη των
ορυκτολογικών παραγενέσεων των κερατιτών και του skarn παρουσιάζονται
αντίστοιχα στην Εικόνα 6 και στον Πίνακα 21.
Στην δυτική και νοτιοδυτική περιοχή του πλουτωνίτη το µέγιστο πάχος της άλω
επαφής είναι ~1100m στην φάση του κεροστιλβικού κερατίτη και οι ισόβαθµοι είναι
σχετικά καλά ορισµένες πράγµα το οποίο δεν συµβαίνει στην ανατολική πλευρά που
αντιπροσωπεύει ρηξιγενή επαφή (Εικ. 6), ενώ πλησιάζει τα ~650–750 m από την
νοτιότερη εµφάνιση του λευκογρανίτη του Ξώµπουργκου. Τρεις ισόβαθµοι έχουν
χαραχτεί: (i) µια ασυνεχώς οριζόµενη ζώνη σκαπόλιθου που είναι σε άµεση επαφή µε
το δυτικό όριο του γρανοδιορίτη και η οποία ακολουθείται από (ii) µια καλώς
καθορισµένη ζώνη πυροξενικού κερατίτη και (iii) µια επίσης καλώς καθορισµένη

174
Πίνακας 21: Ορυκτολογικές παραγενέσεις κερατιτών και skarn από την ζώνη επαφής του πλουτωνίτη της Τήνου

ΖΩΝΗ
ΜΕΤΑΥΠΕΡΒΑΣΙΚΑ (1)
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΕΤΑΠΗΛΙΤΕΣ ΜΕΤΑΜΑΡΓΕΣ ΜΑΡΜΑΡΑ ΣΚΑΡΝ (Skarn)
ΜΕΤΑΒΑΣΙΚΑ (2)
ΕΠΑΦΗΣ
Bt-Kfs-Pl-Mv-Qz-Sil-Crd Bt-Pl-Cc-Mv-Qz- Ασβεστιτικά: Hbl-Pl (2)
ΚΕΡΟΣΤΙΛΒΙΚΗ Sil-Crd Cc, Cc-Tr, Cc-Di, Hbl-Pl-Gt (2)
ΚΕΡΑΤΙΤΙΚΗ Cc-Tr-Di,. Hbl-Pl-Bt±Qz (2)
Bt-Gt-Sil-Ad-Crd-Kfs
ΖΩΝΗ ∆ολοµιτικα:
Cc-Dol-Fo±Phl.
Cpx-Bt-hbl-Kfs Cpx-Gt-Sil-Wo- Ασβεστιτικά: Gt-Cpx±Pl±mgt± Tr-Ta-Fo (1)
ΠΥΡΟΞΕΝΙΤΙΚΗ Ad-Crd-Pl-Kfs Cc ±scheelite Tr-Ta (1)
ΚΕΡΑΤΙΤΙΚΗ Tr-Anth-Fo (1)
Cpx-Hbl-Bt-Ad-Pl-Kfs-Gt- Cpx-Bt-Pl-Kfs-Cc ∆ολοµιτικά: Gt:grandite (Grs-Andr)
ΖΩΝΗ Crd Cc-Dol-Fo±Prg ± Cpx: salite (Hd-Di) Pl-Cpx (2)
±Spl±Phl. Pl-Cpx-Gt (2)
Cpx-Gt-Scp-Pl-
Kfs

Cpx-Hbl-Gt-Scp-
Ad-Pl-Kfs
ΥΠΟΖΩΝΗ
ΣΚΑΠΟΛΙΘΟΥ Cpx-Gt-Wo-Sil-
Scp-Hbl-Kfs-Pl
Ad: Ανδαλουσίτης Scp: Σκαπόλιθος Mv: Μοσχοβίτης Gt: Γρανάτης Cpx: Κλινοπυρόξενος Pl: Πλαγιόκλαστο
Dol: ∆ολοµίτης Prg: Παργασίτης Phl: Φλογοπίτης Grs: Γροσσουλάριος Di: ∆ιοψίδιος Tr: Τρεµολίτης
Bt: Βιοτίτης Qz: Χαλαζίας Wo: Βολλαστονίτης Andr: Ανδραδίτης Hd: Εδεµβεργίτης
Cc: Ασβεστίτης Fo: Φορστερίτης Sil: Σιλλιµανίτης Crd: Κορδιερίτης Ta: Τάλκης
Hbl: Κεροστίλβη Spl: Σπινέλιος Anth: Ανθοφυλλίτης Mv:Μοσχοβίτης Kfs: Καλιούχος άστριος

175
175
εξωτερική ζώνη κεροστιλβικού κερατίτη η οποία διακρίνεται από τα θερµικά
ανεπηρέαστα πετρώµατα από το ότι στις λιθολογικές µονάδες της το ποσοστό του
βιοτίτη είναι >2%. Στην άλω επαφής της Τήνου µαζί µε τους κερατίτες συνυπάρχουν
και ασβεστοκερατίτες.

5.4.2. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΓΕΩΘΕΡΜΟΜΕΤΡΟΥ ΠΥΡΟΞΕΝΟΥ-ΓΡΑΝΑΤΗ


ΣΤΟΥΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥΣ SKARN

Το γεωθερµόµετρο πυρόξενου–γρανάτη (PATTISON & NEWTON 1989)


εφαρµόστηκε στην παρούσα µελέτη στα πετρώµατα skarn πυρόξενου–γρανάτη.
Η εφαρµογή του γεωθερµοµέτρου έδωσε τιµές ανισορροπίας µε µέγιστα συχνότητας
γύρω στους 650 °C και 550 °C και έναν αριθµό τιµών που συγκεντρώνεται γύρω από
τις θερµοκρασίες οµογενοποίησης (Th) των πρωτογενών και δευτερογενών ρευστών
εγκλεισµάτων σε κρυστάλλους σεελίτη από τα πετρώµατα skarn πυρόξενου–γρανάτη
(Πιν. 25). Μια θερµοκρασία 550 °C έχει επίσης αναφερθεί από τους BRÖCKER &
FRANZ (1994) από γεωθερµοµετρία ισοτόπων οξυγόνου σ’ ένα δείγµα της ζώνης
επαφής της Τήνου. Εφαρµογή του γεωθερµοµέτρου τουρµαλίνη–γρανάτη από τους
BRÖCKER & FRANZ (2000) έδειξε διασπορά στις τιµές των θερµοκρασιών
µεταµόρφωσης επαφής αλλά και έδωσε αρκετές τιµές γύρω στους 550 °C.
Προτείνουµε λοιπόν εδώ ότι τουλάχιστον µια θερµοκρασία 550 °C αναπτύχθηκε στα
πετρώµατα που ευρίσκοντο σε απόσταση ~350 m από την επαφή µε τον γρανοδιορίτη.

5.4.3. ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑ∆ΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΣΕΕΛΙΤΗ

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ

ΠΙΕΣΕΩΣ (P) ΚΑΙ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ (T) ΤΗΣ ΑΛΩ ΕΠΑΦΗΣ

Το "κλείσιµο" της θερµοκρασίας κρυστάλλωσης του βιοτίτη στο ανατολικό τµήµα της
άλω επαφής αναφέρεται από τους BRÖCKER & FRANZ (2000) να είναι γύρω
στους 14 Ma, περίπου ταυτόχρονα µε την κρυστάλλωση του βιοτίτη µέσα στον
γρανοδιορίτη. Εξαιτίας της συνεχιζόµενης τεκτονικής παραµόρφωσης (διαστολή,
BORONKAY & DOUTSOS 1994) στην δυτική πλευρά του πλουτωνίτη το σύστηµα

176
"έκλεισε" γύρω στους 8-10 Ma. Αυτή η ηλικία πιθανώς αντιπροσωπεύει την
κορύφωση της παραµόρφωσης στην άλω επαφής στα δυτικά του πλουτωνίτη της
Τήνου. Όπως αναφέρθηκε και προηγουµένως οι ηλικίες K-Ar των 8-10 Ma από τους
βιοτίτες του δυτικού τµήµατος της άλω επαφής (BRÖCKER & FRANZ 2000) πιθανώς
αντικατοπτρίζουν το µέγιστο της διαστολής.
Περίπου στους 15 Ma (BRÖCKER & FRANZ 1998) ο λευκογρανίτης της Τήνου
τοποθετήθηκε σ’ ένα τεκτονικό περιβάλλον που είχε αλλάξει από συµπίεσης
(τοποθέτηση γρανοδιορίτη) σε διαστολής (MASTRAKAS & ST.SEYMOUR 2000). Ο
γρήγορος αναβρασµός του λευκογρανιτικού µάγµατος κατά την διάρκεια της
επιζωνικής του τοποθέτησης σε ~700 °C και 2 Kbars και µέσα σ’ ένα περιβάλλον
διαστολής παρείχε όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την κυκλοφορία ρευστών
µέσα σ’ ένα "ανοιχτό" σύστηµα µε συνέπεια την διηθητική µετασωµάτωση που
ακολούθησε την θερµική µεταµόρφωση των πετρωµάτων ξενιστών στην γειτνίαση του
πλουτωνίτη της Τήνου και την δηµιουργία της µεταλλοφορίας του σεελίτη µέσα στην
ζώνη επαφής.

5.5. ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ (Τ) ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΛΟΦΟΡΙΑΣ

ΤΟΥ ΣΕΕΛΙΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΘΟ∆Ο ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ ΕΓΚΛΕΙΣΜΑΤΩΝ

5.5.1. ΠΕΤΡΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ ΕΓΚΛΕΙΣΜΑΤΩΝ

Με κύριο σκοπό την εξαγωγή πληροφοριών για τις πιθανές µεταβολές στις
παραµέτρους του µεταλλοφόρου ρευστού από το οποίο καθίζησε ο σεελίτης έγινε
ανάλυση ρευστών εγκλεισµάτων σε πέτρωµα skarn που θεωρήθηκε αντιπροσωπευτικό
της µεταλλοφορίας σεελίτη και περιείχε σεελίτη, γρανάτη και γαλακτόχροο χαλαζία. Η
ανάλυση έγινε σε δύο δείγµατα που ήταν πλούσια σε ρευστά εγκλείσµατα τα οποία
έχουν διαστάσεις που ποικίλουν από 1×4 µm έως 12×15 µm. Τα περισσότερα ρευστά
εγκλείσµατα έχουν κατά µέσο όρο διαστάσεις από 4×5 µm χωρίς να δείχνουν εµφανή
κατανοµή κατά µέγεθος. Η µελέτη έγινε στους κρυστάλλους του γρανάτη και του
σεελίτη καθώς και σε ρευστά εγκλείσµατα σε κρυστάλλους γαλακτόχροου χαλαζία
από φλέβες που τέµνουν τα skarn.

177
5.5.2. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΡΕΥΣΤΩΝ ΕΓΚΛΕΙΣΜΑΤΩΝ

Σε θερµοκρασία δωµατίου τα ρευστά εγκλείσµατα χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες µε


βάση τον αριθµό και την κατηγορία των φάσεων:
(i) "L–V" εγκλείσµατα είναι αυτά που αποτελούνται από υγρό+ατµούς µε την υγρή
φάση να υπερτερεί. Περιέχουν µέχρι 25% ατµούς και oµογενοποιούνται στην υγρή
φάση όταν θερµανθούν. Έχουν διαστάσεις που φθάνουν ως 12×15 µm και βρίσκονται
στον σεελίτη, γρανάτες και στον γαλακτόχροο χαλαζία του πληρώµατος των φλεβών.
(ii) "V–L" εγκλείσµατα είναι αυτά που αποτελούνται από υδάτινο διάλυµα+ατµούς µε
την φάση των ατµών να είναι κυρίαρχη. Αποτελούνται µέχρι 90% από ατµούς. Τα
ρευστά εγκλείσµατα "V–L" οµογενοποιούνται στην φάση των ατµών όταν
θερµανθούν. Ευρίσκονται µόνο µέσα στον σεελίτη και τον γαλακτόχροο χαλαζία µε
διαστάσεις που φθάνουν έως 7×5 µm.
Σχηµατισµός υδατικών ενώσεων των αερίων δεν παρατηρήθηκε κατά την ψύξη των
ρευστών εγκλεισµάτων ούτε κρυσταλλικές φάσεις εντοπίστηκαν εντός αυτών. Η
διάκριση των µετρηθέντων ρευστών εγκλεισµάτων ως πρωτογενών έγινε µε την
εφαρµογή των κριτηρίων του ROEDDER (1984). Όλα τα "L–V" ή "V–L" εγκλείσµατα
περιγράφονται στο δυαδικό σύστηµα H2O-NaCl (DAVIS et.al. 1990, BODNAR &
VITYK 1994).
∆ευτερογενή ρευστά εγκλείσµατα παρατηρήθηκαν στον σεελίτη και στον γρανάτη ως
(i) µικρά (2×4 µm), λεπτά και πεπλατυσµένα εγκλείσµατα τα οποία έχουν τοποθετηθεί
ως συρµοί εγκλεισµάτων σε επιφάνειες επίπεδων ρωγµών που τέµνουν τους
κρυστάλλους του σεελίτη και γρανάτη.

5.5.3. ΜΙΚΡΟΘΕΡΜΟΜΕΤΡΙΑ

Οι µικροθερµοµετρικοί προσδιορισµοί έγιναν σε µια τροποποιηµένη USGS


θερµαινόµενηψυχόµενη τράπεζα σε διπλά στιλβωµένα πλακίδια πάχους 20–100 µm
του τµήµατος Γήινων και Πλανητικών Επιστηµών του Πανεπιστηµίου McGill. Οι
θερµοκρασίες µετρήθηκαν µε ένα Alumel–Chromel θερµοστοιχείο και οι µετρήσεις
βαθµολογήθηκαν µε συνθετικά εγκλείσµατα στους –56.6 °C (τριπλό σηµείο του CO2)
στους 0.0 °C (σηµείο τήξεως του πάγου του H2O) και στους +374.1 °C (κριτική
θερµοκρασία οµογενοποίησης του H2O).

178
Οι µετρήσεις είναι επακριβείς σε 0.2 °C για θερµοκρασίες µικρότερες από τους 31 °C
και σε ±0.1 °C για θερµοκρασίες πάνω από τους 31 °C. Θερµοκρασίες έως –180 °C
επετεύχθησαν µε την κυκλοφορία υγρού αζώτου στην τράπεζα. Θερµοκρασίες έως και
500 °C γίνονται δυνατές µε την χρήση θερµού αέρα που θερµαίνεται από µια
ηλεκτρική αντίσταση (σύρµα).
Η ταχύτητα αλλαγής της θερµοκρασίας ήταν 5 °C/min για θερµοκρασίες κάτω από την
θερµοκρασία δωµατίου, 10 °C/min για θερµοκρασίες πάνω από 10 °C και 1 °C/min
κοντά στις θερµοκρασίες αλλαγών φάσεως.
Η επεξεργασία των µικροθερµοµετρικών δεδοµένων έγινε µε την χρήση του
προγράµµατος FLINCOR και µε την χρήση των εξισώσεων των BROWN & LAMB
(1989) και ZHANG & FRANTZ (1990) για τον υπολογισµό των T, P, V ισόχωρων και
την αλατότητα των ρευστών εγκλεισµάτων. Τα αποτελέσµατα των
µικροθερµοµετρικών µετρήσεων περιλαµβάνονται στον πίνακα 25.
(i) Αλλαγές Φάσεων Χαµηλών Θερµοκρασιών. Οι θερµοκρασίες της αρχής τήξεως
του πάγου (Te) των "L–V" εγκλεισµάτων κυµαίνεται από –65 °C έως –45 °C
υποδηλώνοντας ότι τα NaCl, CaCl2 και το MgCl2 είναι τα κυριώτερα διαλυµένα
άλατα. Οι µετρήσεις της Te στα "V–L" ρευστά εγκλείσµατα δεν ήταν δυνατές
(εφικτές). Οι θερµοκρασίες της τελευταίας τήξεως του πάγου (Tm-ice) για τα "L–V"
καθώς και για τα "V–L" εγκλείσµατα κυµαίνονται σε ένα µικρό διάστηµα από
–10.4 °C έως –10.2 °C που αντιστοιχούν σε αλατότητες 13.97 έως 14.36 % κ.β.
ισοδύναµο NaCl που υπολογίζονται χρησιµοποιώντας τις αλατότητες εξισώσεις των
BROWN & LAMB (1989).
Οι τιµές της Tm-ice σε δευτερογενή εγκλείσµατα στον γρανάτη είναι γύρω στους
–2.8 °C, τιµή που αντιστοιχεί σε αλατότητα 4.63 % κ.β. ισοδύναµο NaCl που
υπολογίζεται χρησιµοποιώντας την εξίσωση των BROWN & LAMB (1989).
(ii) Αλλαγές Φάσεων Υψηλών Θερµοκρασιών. Τα "L–V" πρωτογενή ρευστά
εγκλείσµατα οµογενοποιούνται στην υγρή φάση σε θερµοκρασίες που κυµαίνονται
από 392 °C –374 °C µε µια µέση θερµοκρασία στους 381 °C.
Οι θερµοκρασίες οµογενοποίησης του CO2 για τα "V–L" εγκλείσµατα είναι µεταξύ
402 °C έως 375 °C µε µια µέση τιµή γύρω στους 385 °C.
Η συνύπαρξη των "L–V" και "V–L" ρευστών εγκλεισµάτων στο γαλακτόχροο χαλαζία
είναι σηµαντική διότι υποδηλώνει βρασµό.

179
Πίνακας 25: Μικροθερµοµετρικά δεδοµένα ρευστών εγκλεισµάτων από τα ορυκτά σεελίτης, γαλακτόχρους χαλαζίας και γρανάτης που
συνυπάρχουν στους σχηµατισµούς skarn του πλουτωνίτη της Τήνου.

∆είγµα Ορυκτό Ποέλευση V/L % Τύπος Tm CO2 (°C) Te ice (°C) Tm ice (°C) ThCO2 (°C) Th (°C) wt.% NaCl d (gr/cm3)
εύρος εύρος εύρος εύρος εύρος εύρος εύρος
TSK 2D Σεελίτης P 10 έως 20 L-V - –37.5 έως –45 –10.2 έως –10.3 - 374 έως 375 14.26 έως 14.28 0.76 έως 0.77
TSK 2D Σεελίτης P 60 έως 80 V-L - - –10.2 έως –10.3 - 374 έως 376 14.18 έως 14.23 0.70
TSK 2D Σεελίτης P/S 10 έως 25 L-V - –37.5 έως –35.0 –10.2 έως –10.4 - 235 έως 315 14.11 έως 14.36 0.86 έως 0.94
TSK 2D Γαλακτόχους P 70 έως 77 V-L - - –10.3 - 400 έως 385 13.97 έως 14.01 -
Χαλαζίας
TSK 2D Γαλακτόχους P 70 έως 77 V-L - - –10.3 - 392 έως 376 14.26 έως 14.75 -
Χαλαζίας
TSK 2D Γαλακτόχους P/S 12 L-V - - –10.3 - 343 14.36 -
Χαλαζίας
TSK 2D Γαλακτόχους P 45 έως 60 L-L-V –56.2 έως –56.4 –65 έως –60 –10.3 30.7 έως 31.1 376 έως 380 14.16 έως 14.20 -
Χαλαζίας
TSK 2D Γρανάτης P/S 18 έως 42 L-V - –45 –2.8 - 313 έως 340 4.47 έως 4.91 -

180
6. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ∆ΙΑΤΡΙΒΗΣ

Η πλουτώνια εµφάνιση της νήσου Τήνου, σχήµατος ανεστραµµένου περίπου


ισοσκελούς τριγώνου και εµβαδού ~23 Km2, διείσδυσε εντός των πετρωµάτων της
Κυκλαδικής Ενότητας των Κυανοσχιστολίθων και του αλλόχθονος Οφιολιθικού
Καλύµµατος (Εικ. 6).
Οι λιθολογικές µονάδες που την απαρτίζουν σύµφωνα µε χηµική ταξινόµηση είναι:
(α) hbl–bio γρανοδιορίτης που αντιπροσωπεύει τον κύριο λιθότυπο και έχει σειριακό
έως πορφυριτικό γρανιτικό ιστό, o οποίος παρουσιάζει έντονη περιθωριακή
παραµόρφωση που εκδηλώνεται µε την ύπαρξη µιας µυλωνιτικής ζώνης πάχους
~1Km στο βορειοδυτικό του περιθώριο καθώς και ψευδοταχυλίθων κυρίως στην
περιφέρεια αλλά και στην κύρια µάζα της διείσδυσης, (β) ενδιάµεσες φάσεις ως
θύλακες περισσότερο λευκοκρατικών υπολειµµατικών µαγµάτων που
κρυσταλλώθηκαν ενδιάµεσα σ’ όλη τη µάζα του γρανοδιορίτη, (γ) gt–bio
λευκογρανίτης που εντοπίζεται κατά θέσεις περιφερειακά του γρανοδιορίτη χωρίς να
δείχνει σαφή όρια επαφής µ’ αυτόν καθώς επίσης και ως κοίτες και φλέβες, έχει
απλιτικό, λεπτόκοκκο έως πορφυριτικό ιστό και περιέχει µιαρολιθικές κοιλότητες και
πηγµατιτικούς θύλακες, (δ) µαφικά εγκλείσµατα τα οποία είναι λεπτόκοκκα
στρογγυλού έως ελλειπτικού σχήµατος κατανεµηµένα κυρίως περιφερειακά στο
σώµα του γρανοδιορίτη, (ε) απλιτικές φλέβες που αναπτύσσονται κυρίως µέσα στις
διακλάσεις του γρανοδιορίτη
Από τις πετροχηµικές αναλύσεις προέκυψε ότι ο γρανοδιορίτης ανήκει στον I–τύπο
και ότι είχε διεισδύσει συντεκτονικά υπό συµπίεση µέσα σ’ ένα βορειοανατολικής
διεύθυνσης ρήγµα οριζόντιας µετατόπισης πριν ~17 Ma. Οι ενδιάµεσες φάσεις έχουν
χηµικά καταγράψει ότι το καθεστώς συµπίεσης βαθµιαία εξελίσσετο σε διαστολής µε
αποτέλεσµα στους ~14 Ma να διεισδύσει σε καθεστώς διαστολής ο S–τύπου
γρανατούχος, διµαρµαρυγιακός, τουρµαλινούχος λευκογρανίτης της Τήνου.
Η συζήτηση κατευθύνεται σε ορισµένα βασικά ερωτήµατα τα οποία επιχειρώ να
απαντήσω στηριζόµενος στα συµπεράσµατα που προέκυψαν από δικά µου
γεωλογικά, ορυκτολογικά, πετροχηµικά και κοιτασµατολογικά δεδοµένα τα οποία
εξήχθησαν κατά τη διάρκεια της µελέτης της διείσδυσης της Τήνου, αλλά και από τη
γνώση που έχει προκύψει για τους γρανίτες στην Ελλάδα γενικότερα και στις
Κυκλάδες ειδικότερα από εργασίες συναδέλφων που ασχολούνται µε το αντικείµενο.

181
Όσον αφορά τον πλουτωνίτη της Τήνου τα βασικά ερωτήµατα είναι τα εξής:
(1) Η γένεση των µαγµάτων που έδωσαν τους λιθοτύπους που παρατηρούνται στον
πλουτωνίτη της Τήνου –ανεξάρτητα από την κατ’ όγκον κυριαρχία εκάστου– και
ποια είναι η µεταξύ τους σχέση λαµβάνοντας ως δεδοµένο ότι η στενή χωρική
τους σχέση δεν είναι τυχαία.
(2) Η άνοδος και τοποθέτηση του γρανοδιοριτικού και λευκογρανιτικού µάγµατος.
Πως ανέβηκε και τοποθετήθηκε το κύριο σώµα του πλουτωνίτη δηλαδή ο
γρανοδιορίτης και κατά δεύτερο λόγο ο λευκογρανίτης. Η σύζευξη της µεταβολής
της φυσικοχηµικής κατάστασης του πλουτωνίτη κατά την άνοδό του µε τη φυσική
κατάσταση των περιβαλλόντων φλοιϊκών πετρωµάτων και των τασικών πεδίων
που επικρατούσαν.
(3) Η ζώνη επαφής του πλουτωνίτη. Συνθήκες, βάθος δηµιουργίας και έκταση (P,
T, D) της άλω επαφής. Εξέλιξη των φυσικοχηµικών συνθηκών εντός της άλω
κυρίως όσον αφορά τις µεταβολές της διαφυγότητας του οξυγόνου (fO2) και την
µετάβαση του χαρακτήρα της µεταµόρφωσης επαφής µε την πάροδο του χρόνου
από πυροµετασωµατικό σε υδροθερµικό–µετασωµατικό. Κρίνοντας από τη
γεωµετρία, διαστάσεις και σχετική ηλικία των διεισδύσεων και της άλω επαφής
όπως και από την εξέλιξη των φυσικοχηµικών συνθηκών στη ζώνη επαφής και
συγκρίνοντας τα δεδοµένα µε αυτά που προέκυψαν από την µελέτη της εξέλιξης
της φυσικοχηµικής κατάστασης εκάστου µάγµατος (γρανοδιοριτικού–
λευκογρανιτικού) αποδίδουµε τη γένεση της άλω επαφής στην επίδραση είτε του
γρανοδιορίτη είτε του λευκογρανίτη είτε και των δύο διεισδύσεων.
(4) Η κοιτασµατογένεση της µεταλλοφορίας του σεελίτη µέσα στους σχηµατισµούς
skarn της άλω επαφής, δηλαδή µε ποιο στάδιο εξέλιξης της άλω
(πυροµετασωµατικό ή υδροθερµικό–µετασωµατικό) συνδέεται η µεταλλοφορία
του σεελίτη, η προέλευση του W και των µεταλλοφόρων διαλυµάτων.
(5) Προτάσεις για περαιτέρω έρευνα: στα σηµεία που η παρούσα έρευνα εστιάζει
την αναγκαιότητα για πιο λεπτοµερή, ειδική, επισταµένη µε νέες µεθόδους
διερεύνηση.
Τέλος, τα συµπεράσµατατης πετρολογικής έρευνας που έγινε πάνω στον πλουτωνίτη
της Τήνου θα συζητηθούν και υπό το πρίσµα της σύνοψης των βασικών αλλαγών στις
ιδέες που αφορούν το "Πρόβληµα των Γρανιτών" που παρουσίασε ο ATHERTON
(1993) σε µια εργασία που δηµοσιεύτηκε στον πανηγυρικό 150ο τόµο του Journal of
Geological Society of London.

182
6.1. ΠΕΤΡΟΓΕΝΕΤΙΚΗ ∆ΙΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΝΕΣΗΣ ΚΑΙ ΠΗΓΗ ΤΩΝ
ΓΡΑΝΙΤΙΚΩΝ ΜΑΓΜΑΤΩΝ (Process and Source Problem)

6.1.1 Η Γένεση του Γρανοδιορίτη της Τήνου

Το πετρογενετικό µοντέλο που παρουσιάστηκε εδώ βασισµένο σε ισοτοπικούς


λόγους 87Sr/ 86Sr από την βιβλιογραφία και συγκεντρώσεις των ιχνοστοιχείων Rb και
Sr από τα δικά µας πρωτογενή δεδοµένα, υποστηρίζει τη δηµιουργία του
γρανοδιοριτικού µάγµατος στην Τήνο από µερική τήξη (~3.9%) υλικού µανδυακής
προέλευσης που συµµετέχει στο γρανοδιοριτικό τήγµα κατά ~77%. Για τη συγγένεια
του γρανοδιορίτη της Τήνου µε µανδυακό υλικό συνηγορούν: (i) ο I–τύπου
χαρακτήρας του, (ii) οι κατανοµές των ιχνοστοιχείων και σπανίων γαιών (REE) που
έχουν χαρακτηριστικές ανωµαλίες Nb και Ti και προσοµοιάζουν µε τις κατανοµές
των γρανιτών VAG δηλαδή των γρανιτών ηφαιστειακών τόξων και (iii) η χωρική και
πετρογενετική συγγένεια των µαφικών εγκλεισµάτων µε τον εγκλείοντα
γρανοδιορίτη.
Σε αντιδιαστολή η συµµετοχή του φλοιϊκού υλικού (έως 23% µερικό τήγµα) στον
γρανοδιορίτη της Τήνου ανταποκρίνεται στους ισοτοπικούς περιορισµούς της
βιβλιογραφίας για τους I–τύπου γρανίτες των Κυκλάδων (87Sr/ 86
Sr από 0.709 έως
0.715 και εNd από –7 έως –11) καθώς και η διαφοροποίηση του γρανοδιοριτικού
µάγµατος κάτω από φλοιϊκές συνθήκες όπως υποδεικνύουν οι ανωµαλίες Eu, Ba και
Sr. Ανάλογα πετρογενετικά µοντέλα για τους I–τύπου γρανίτες των Κυκλάδων έχουν
προταθεί από τους ALTHERR et al (1988), PE-PIPER et al. (1997) και PE-PIPER
(2000), ενώ τα ισοτοπικά δεδοµένα Sr και Nd έχουν παρατεθεί αντίστοιχα στις δύο
πρώτες εργασίες.
Αναφέρθηκε παραπάνω ότι η συνάφεια του γρανοδιορίτη της Τήνου µε το µανδυακό
υλικό φαίνεται από τα πολυπληθή, υποστρόγγυλα µαφικά εγκλείσµατα που είναι
κατανεµηµένα στην περιφέρεια του πλουτωνίτη. Χρειάζεται όµως πιο κάτω να
παρατεθούν επιχειρήµατα για τη γενετική προέλευση των µαφικών εγκλεισµάτων. Η
εµφάνιση υποστρόγγυλων µαφικών εγκλεισµάτων (mafic enclaves) είναι συνήθης
τόσο στους γρανίτες (s.l.) όσο και στις λάβες όξινης σύστασης. Η συζήτηση για την
προέλευσή τους έχει λάβει σχεδόν τις διαστάσεις που πριν από δεκαετίες είχε
προκύψει για την προέλευση των γρανιτών που τα περικλείουν (BARBARIN 1991).

183
Οι επικρατούσες απόψεις για την προέλευση των µαφικών εγκλεισµάτων είναι ότι
αποτελούν ρεστίτες ενός γονικού του γρανίτη µαφικού µάγµατος ή ότι αποτελούν
δείγµατα συγγενούς µαφικού µάγµατος που συνευρέθη στον ίδιο µαγµατικό θάλαµο
και έπειτα ανεµίχθη µε το γρανιτικό. Οποιαδήποτε και να είναι η προέλευσή τους
είναι ευρεία η παραδοχή στη βιβλιογραφία (βλέπε DIDIER & BARBARIN 1991) ότι
αυτά έχουν προέλθει από µάγµατα µε ισοτοπική και γενικώς χηµική υπογραφή που
είναι µανδυακή.
Η περιφερειακή κατανοµή των µαφικών εγκλεισµάτων στο γρανοδιορίτη της Τήνου,
το υποστρόγγυλο έως ελλειπτικό σχήµα τους, ο µικροδολεριτικός ιστός τους και τα
περιθώρια ψύξης, υπαινίσσονται ότι αποτελούν συγγενές µαφικό µάγµα που
διείσδυσε µέσα στο γρανιτικό πιθανώς υπό µορφή "συνπλουτωνικών φλεβών"
("synplutonic dykes" του ATHERTON 1993) µε επακόλουθη µηχανική
µίξη/µετασωµάτωση/αφοµοίωση από τον ξενιστή. Με την παρουσία τους
υπαινίσσονται την γειτνίαση του γρανιτικού µάγµατος µε πιθανώς συγγενές µαφικό
µάγµα.

6.1.2. Η Γένεση του Λευκογρανίτη της Τήνου

Το µοντέλο γένεσης για τον λευκογρανίτη της Τήνου απαιτεί µερική τήξη (~28%) του
γρανοδιορίτη της Τήνου και 100% τήξη ανωτέρων φλοιϊκών ιζηµάτων σε λόγο 70%
γρανοδιορίτη προς 30% ιζήµατα. Η peraluminous S–type φύση του λευκογρανίτη της
Τήνου υπαινίσσεται την µεγάλη συµµετοχή ιζηµάτων στην γένεσή του. Υπάρχει µια
σειρά επιχειρηµάτων που συνηγορούν για την προέλευσή του λευκογρανίτη µερικώς
από την µερική τήξη του γρανοδιορίτη της Τήνου όπως: (α) ο λευκογρανίτης και ο
87 86
γρανοδιορίτης δείχνουν προσοµοίους λόγους Sr/ Sr, (β) ο λευκογρανίτης που
εµφανίζεται περιθωριακά του γρανοδιορίτη διεισδύει µε µορφή φλεβών και κοιτών
στον γρανοδιορίτη χωρίς να έχει σαφείς επαφές διείσδυσης.
Η οµοιογενής εµφάνιση µείξης του ένυδρου peraluminous λευκογρανιτικού και του
metaluminous γρανοδιοριτικού τήγµατος οφείλεται στην οµοιότητα των τιµών του
ιξώδους των δύο τηγµάτων όσον αφορά το πλαίσιο θερµοκρασιών τοποθέτησης
(DINGWELL et al., 1998). Μια εναλλακτική εξήγηση αυτής της βαθµιαίας οµογενούς
εµφάνισης επαφής των δύο λιθοτύπων θα ήταν η µετασωµάτωση από τα πτητικά

184
συστατικά του λευκογρανίτη στο βάθος της τελικής του τοποθέτησης. Ως εκτούτου
αυτή η περίπτωση συζητείται περαιτέρω.
Η µερική τήξη του γρανοδιορίτη της Τήνου επήλθε καθώς το τεκτονικό περιβάλλον
µεταλλάσσετο από συµπίεση (υπώθηση) σε διαστολή (back arc stretching). Tα
περιβάλλοντα τον γρανοδιορίτη µεταϊζήµατα του µέσου-ανωτέρου φλοιού (3.7 Κbar,
~12 Κm βάθος) ετήκοντο επίσης. Η µερική τήξη πραγµατοποιήθηκε περίπου 2 Ma
µετά από την τοποθέτηση του γρανοδιοριτικού µάγµατος το οποίο δεν είχε ακόµη
πιθανώς τελείως στερεοποιηθεί και ψυχθεί και είχε ανεβάσει την θερµοκρασία των
περιβαλλόντων µεταϊζηµάτων τα οποία ετάκησαν κατά 100% λόγω της
αποσυµπίεσης. Ο λευκογρανίτης έχει όλες τις ενδείξεις ενός τέτοιου υβριδικού
µερικού τήγµατος που έχει προέλθει από την συµβολή τηγµάτων µικρού όγκου στα
οποία συµµετείχαν και φλοιϊκά ιζήµατα.: δηλαδή peraluminous S–τύπου χηµισµό,
εµφάνιση ως φλέβες και σύσταση κοντά στο ευτικτικό σηµείο Αλβίτη–Καλιούχου
αστρίου–Χαλαζία, µετατοπισµένο στο πεδίο σταθερότητας του χαλαζία, που
χαρακτηρίζει τις peraluminous συστάσεις.
Όσον αφορά τις πηγές και τις πετρογενετικές διεργασίες που είναι υπεύθυνες για τη
γένεση των γρανιτικών µαγµάτων ο ATHERTON (1993) ανακεφαλαιώνει ότι οι
περισσότεροι γρανίτες δείχνουν "µεικτή" προέλευση από στοιχεία ηπειρωτικού
φλοιού και µανδύα. Ως µανδυϊκό υλικό θεωρείται και το βασαλτικό υλικό της
υπωθουµένης πλάκας του ωκεάνιου φλοιού. Μόνο λίγοι γρανίτες δείχνουν να είναι
αποκλειστικά προϊόντα µερικής τήξεως υλικού που έχει περάσει από τον κύκλο της
ιζηµατογένεσης. Όσον αφορά την πετρογενετική διεργασία ελάχιστοι γρανίτες
σήµερα θεωρούνται αποκλειστικά προϊόντα κλασµατικής κρυστάλλωσης από
βασαλτικό µάγµα. Ίσως µόνο οι πλαγιογρανίτες των οφιολίθων. Όµως για τους
περισσότερους γρανίτες η προέλευση από κλασµατική κρυστάλλωση βασαλτικού
µάγµατος δεν είναι δυνατή, όπως δείχνουν το συστασιακό χάσµα Daly, η απουσία
συµπαροµαρτούντων βασικών πετρωµάτων και οι µεγάλοι όγκοι όξινων πετρωµάτων
στις επαρχίες γρανιτών. Οι σύγχρονες ιδέες που αφορούν την επικρατέστερη
πετρογενετική διεργασία και τις πηγές για την δηµιουργία των γρανιτικών µαγµάτων
επικεντρώνονται στην µερική τήξη (partial melting) φλοιϊκών S και I πετρωµάτων και
ειδικότερα νεαρού βασαλτικού υλικού και συνήθως κάποιας σύνθετης, υβριδικής
προέλευσης από τις παραπάνω πηγές (ATHERTON 1993).
Το µοντέλο γένεσης που προέκυψε για τον πλουτωνίτη της Τήνου φαίνεται να
συµπίπτει µε τις σύγχρονες αντιλήψεις για την γένεση των γρανιτών.

185
6.2. ΜΑΓΜΑΤΙΚΗ ∆ΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ

Ένα από τα βασικά που αφορούν τους γρανίτες (ATHERTON 1993) εστιάζει στο αν
είναι δυνατή και µε ποιο τρόπο γίνεται η διαφοροποίηση σε µάγµατα υψηλού ιξώδους
φορτισµένα µε κρυστάλλους, όπως είναι τα γρανιτικά µάγµατα, ώστε να εξηγηθεί η
ποικιλία των λιθοτύπων των γρανιτικών διεισδύσεων.
Στον γρανοδιορίτη της Τήνου η δράση της µαγµατικής διαφοροποίησης γίνεται
αντιληπτή µε την ύπαρξη των "ενδιάµεσων φάσεων". Αυτές είναι διαφοροποιηµένες
συστάσεις µε λευκοκρατικό χαρακτήρα λόγω απουσίας (κλασµατικής
κρυστάλλωσης) αµφιβόλου. Εµφανίζονται ως θύλακες ακανονίστου σχήµατος που
φαίνεται να "διηθούν" τον γρανοδιορίτη της Τήνου και να έχουν δηµιουργηθεί σε ένα
µεταβατικό στάδιο από συµπίεση σε διαστολή, γεγονός το οποίο θα συνηγορούσε
υπέρ της δηµιουργίας τους όχι από διαφοροποίηση αλλά ως αρχικά προϊόντα µερικής
τήξης του γρανοδιορίτη. H υπόθεση αυτή καταρρίπτεται από τις κατανοµές των
ασυµβάτων ιχνοστοιχείων οι οποίες συνηγορούν στο ότι οι "ενδιάµεσες φάσεις" είναι
λιθότυποι που προέρχονται από διαφοροπίηση του γρανοδιοριτικού µάγµατος.

6.2.1. Το Πρόβληµα του Χώρου–Άνοδος και Τοποθέτηση των


Γρανιτικών Φάσεων του Πλουτωνίτη της Τήνου.
(The Room Problem–Ascent and Emplacement of the Tinos Pluton)

Οι σύγχρονες ιδέες δεν υποστηρίζουν ότι υπάρχει "πρόβληµα χώρου". Οι βαθύλιθοι


κυλινδρικού σχήµατος που συνεχίζονται χωρίς ρίζα στον φλοιό είναι ιδέα πλέον
ξεπερασµένη. Συλλογές συγχρόνων παρατηρήσεων δείχνουν ότι οι γρανίτες
διεισδύουν ως επί το πλείστον "παθητικά" χρησιµοποιώντας βαθιά φλοιϊκά ρήγµατα
και ζώνες διατµήσεως (shear zones) κάτω από συνθήκες –συνήθως αλλά όχι
αποκλειστικά–διάτασης (extension).

6.2.1.1. Συνθήκες Σχηµατισµού και Τοποθέτηση του Γρανοδιορίτη

Οι υπολογισµοί µας µε το γεωθερµόµετρο κεροστίλβης–πλαγιοκλάστου ("hbl–plag"


geothermometer, BLUNDY & HOLLAND 1990) και το γεωβαρόµετρο Al–κεροστίλβης
("Al in hbl" geobarometer, SCHMIDT 1992) έδειξαν αντίστοιχα ότι ο γρανοδιορίτης

186
γύρω στους 17 Ma είχε κρυσταλλωθεί κατά το µεγαλύτερο ποσοστό του όγκου του σε
θερµοκρασία Τα ~770 οC και σε πίεση P≅5.2 Kbar δηλαδή σε βάθος µεταξύ 16–17
Km. Σε αυτές τις συνθήκες όλοι οι πυρήνες της κεροστίλβης και των πλαγιοκλάστων
είχαν ήδη κρυσταλλωθεί.
Γεωθερµοβαροµετρικοί υπολογισµοί στα πετρώµατα skarn δείχνουν ότι τα φαινόµενα
επαφής έλαβαν χώρα γύρω στα 5 Κm βάθος από την παλαιοεπιφάνεια, δηλαδή σε
συνθήκες P≅1.5 έως 2 Kbar και σε ένα µέγιστο συχνότητας (frequency maximum)
ο
θερµοκρασιών γύρω στους 550 C. Χρησιµοποιώντας ένα ρυθµό διάβρωσης
~320 m/Ma (HEJL et al 2002) υπολογίσθηκε ένα συνολικό βάθος διάβρωσης µέσα
σε 17 Ma γύρω στα 5.5 Κm. Αυτό συνεπάγεται την σηµερινή αποκάλυψη και
επιφανειακή εµφάνιση του επιπέδου των φαινοµένων επαφής (hornfelsing level).
Κατ’ αυτήν την έννοια η πρόταση ορισµένων ερευνητών (BRÖCKER & FRANZ
1994) για συνεχές ρυθµό ανάδυσης (exhumation rate) 1mm/yr δεν ευσταθεί διότι οι
υπολογισµοί δείχνουν ότι η διάβρωση συνδυασµένη µε την ανάδυση θα είχε υπερβεί
το βάθος της ζώνης επαφής.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση η άνοδος του γρανοδιορίτη µετά το επεισόδιο της
κρυστάλλωσης της κύριας µάζας του (16–17 Km) και µέχρι το επίπεδο των
φαινοµένων επαφής (~5 Κm) θα πρέπει να έγινε µέσα στο βορειοανατολικό φλοιϊκό
ρήγµα όπως δείχνουν η εκτεταµένη µυλωνιτική ζώνη στη δυτική επαφή του
γρανοδιορίτη καθώς και οι εξαιρετικά αναπτυγµένοι ψευδοταχύλιθοι. Την άνοδο του
γρανοδιορίτη µέσα στο φλοιϊκό αυτό ρήγµα πρότεινε βασισµένος σε τεκτονικές
παρατηρήσεις πρώτος ο ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ (1995).
Πως όµως και σε πόσο χρόνο έφτασε ο πλουτωνίτης της Τήνου στο σηµείο της
κύριας κρυστάλλωσής του; ∆ηλαδή πως ανήλθε τα πρώτα 18 Km της διαδροµής του
σ’ ένα φλοιό προσοµοιωµένου πάχους 35 Km PE-PIPER (2000). Είτε το παγιδεύον
φλοιϊκό ρήγµα (ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ 1995) διέσχιζε όλο το φλοιό, επιχείρηµα δεκτό στην
Τεκτονική, ή το πρώτο µέρος της διαδροµής του ο γρανοδιορίτης της Τήνου το
διήνυσε ως "διάπιρος" (diapir). Και στις δύο περιπτώσεις οι ταχύτητες ανόδου θα
ήταν συγκρίσιµες (WEINBERG & PODLADCHIKOV 1994). Το γρανοδιοριτικό µάγµα
θα χρειαζόταν µόνο 350.000 χρόνια για να ανέλθει από την πηγή του κοντά στην
επιφάνεια Moho (όπως υπαινίσσεται η παρουσία "µαφικών εγκλεισµάτων") στον
τόπο της κύριας κρυστάλλωσής του (πλαγιόκλαστο–κεροστίλβη), δηλαδή σε βάθος
~15 Km από την τότε παλαιοεπιφάνεια (προσοµοίωση µε λογισµικό RISE 1994).

187
Ο "διαπυρισµός"(diapirism) ως µηχανισµός ικανός για την άνοδο φλοιϊκών µαγµάτων
ετέθη υπό αµφισβήτηση λόγω της αυξήσεως του ιξώδους των γρανιτικών µαγµάτων
εξαιτίας της κρυστάλλωσής τους κατά την άνοδό τους στον φλοιό (PITCHER &
BERGER 1972, WICKHAM, S.M., 1987). Εντούτοις οι υπολογισµοί των WEINBERG &
PODLADCHIKOV (1994) δείχνουν ότι οι διάπυροι µπορούν να ανέλθουν στον µέσο-
ανώτερο φλοιό µε ταχύτητα 10-100 m/yr διότι δεν στερεοποιούνται εξαιτίας όχι
θερµικού αλλά "strain rate softening".
Η απουσία περθιτικού ιστού στους καλιούχους αστρίους του γρανοδιορίτη βεβαιώνει
ότι το γρανοδιοριτικό µάγµα υπεβλήθη σε ασυνήθιστα για την σύστασή του
"subsolvus" κρυστάλλωση των αστρίων (STRONG 1981). Το γρανοδιοριτικό τήγµα
λοιπόν γύρω στα 15–16 Km, δηλαδή κατά την κύρια φάση κρυστάλλωσής του, ήταν
κορεσµένο σε H2O που σηµαίνει ότι στα 5 Kbars και ~770 οC θα είχε µια
περιεκτικότητα σε H2O γύρω στα 10.5 % H2O κ.β. (HOLTZ et al 1995). Αυτό το
µάγµα θα έπρεπε να έχει κρυσταλλωθεί µε έντονα πορφυριτικό ιστό και να έχει
καθηλωθεί στο βάθος των 16 Km (5 Kbar) λόγω του φαινοµένου "ανάδροµου
βρασµού" ("retrograde boiling"). Ίσως κατά την άνοδό του δεν υπέστη επεισόδια
έντονου βρασµού µε την πτώση της πίεσης αλλά πιθανώς συνεχή χαµηλού βαθµού
αναβρασµό (effervescence) που είχε ως αποτέλεσµα την παγίδευση του H2O από τα
περιβάλλοντα φλοιϊκά πετρώµατα, την ταπείνωση του σηµείου τήξεώς τους και την
προετοιµασία τους για τα "επεισόδια" της µερικής τήξης που έδωσαν το τήγµα του
λευκογρανίτη.
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, ο γρανοδιορίτης της Τήνου χαρακτηρίζεται στο δυτικό
του όριο από µια µυλωνιτική ζώνη εύρους ~1 Km. Σύµφωνα µε τον "Πίνακα
Ταξινόµησης των Πετρωµάτων Ρηξιγενών Ζωνών" του SIBSON (1975) η γένεση των
µυλωνιτών, που αντιπροσωπεύουν µια κατάσταση ηµιπλαστικής έως πλαστικής
παραµόρφωσης, αντιστοιχεί σε αύξηση των συνθηκών P και T για φλοιϊκό βάθος
µεγαλύτερο των 15 Km (P≥4.5 Kbar).
Από τους γεωθερµοβαροµετρικούς µας υπολογισµούς στα skarn της ζώνης επαφής
του πλουτωνίτη της Τήνου η τελική τοποθέτηση και το θερµικό επεισόδιο που
προκάλεσε ο πλουτωνίτης έγινε στα ~1.5–2 Kbar δηλαδή γύρω στα 5–6.5 Km βάθος
από την παλαιοεπιφάνεια. Το αναµενόµενο είναι ότι καθώς ο γρανοδιορίτης ανέβαινε
από τα 15 στα 5 Km, κυρίως υπό συµπίεση, θα έπρεπε ο "µυλωνίτης" να είχε
µεταπέσει σε "κατακλασίτη", παρ’ όλα αυτά όµως ο µυλωνιτικός ιστός όµως
επικρατεί. Πως εξηγείται αυτό;

188
Εάν το µοντέλο γένεσης που παρουσιάσαµε στηριζόµενοι σε χηµικά δεδοµένα εν
πολλοίς ισχύει, τότε η γένεση του λευκογρανίτη απαιτεί τήξη του γρανοδιορίτη κατά
~28%. Ο ATHERTON (1993) αναφέρει ότι γύρω στα 30-40% µερικής τήξης
παρουσιάζεται µια ταχεία αλλαγή της φυσικής κατάστασης ενός "γρανιτοειδούς"
πετρώµατος από µια συνεκτική δοµή σ’ ένα ευκίνητο µείγµα τήγµατος και ασυνδέτων
στερεών φάσεων. Αυτή η παρατήρηση η σχετική µε την φυσική κατάσταση του
γρανοδιορίτη κατά το επεισόδιο µερικής τήξης θέτει ένα ακόµη περιορισµό στο
βάθος που έλαβε χώρα αυτό και εξηγεί τις παρατηρούµενες στην ύπαιθρο σχέσεις
βαθµιαίων (διάβαζε "ασαφών") επαφών µεταξύ γρανοδιορίτη-λευκογρανίτη. Ακόµη
παρέχει εξήγηση στο γεγονός ότι ένας κεκορεσµένος στα 16 Km ("subsolvus")
γρανοδιορίτης ανήλθε έως τα 5 Km παλαιοβάθος και προκάλεσε τα φαινόµενα
επαφής που παρατηρούνται στην σηµερινή επιφανειακή εµφάνιση.
Αν το επεισόδιο της µερικής τήξης είχε συµβεί κοντά στο σηµείο της τελικής
τοποθέτησης του γρανοδιορίτη ο µυλωνιτικός ιστός θα είχε εξαλειφθεί στα
2–2.5 Kbar. Αν το επεισόδιο της µερικής τήξης είχε συµβεί στα 4.5 Kbar το τασικό
πεδίο δεν θα είχε αλλάξει σε διαστολή διότι σ’ αυτό το βάθος ακόµη
κρυσταλλώνονταν οι "ενδιάµεσες φάσεις" του υπολειµµατικού µάγµατος από την
κρυστάλλωση πλαγιόκλαστου–αµφιβόλου του γρανοδιορίτη, όπως δείχνουν οι
συστάσεις των πλαγιοκλάστων των ενδιάµεσων φάσεων (MASTRAKAS & ST.
SEYMOUR 2005, in preparation).
Όπως θα δούµε παρακάτω από τον υπολογισµό των P, T συνθηκών γένεσης του
λευκογρανίτη συµπεραίνεται ότι ο γρανοδιορίτης θα πρέπει να υπέστη µερική τήξη
γύρω στα 3.5–4.0 Kbar λόγω της αποσυµπίεσης (–∆P) που είχε προκύψει από την
αλλαγή του τεκτονικού καθεστώτος από συµπίεση σε διαστολή και που είχε ήδη
αρχίσει στα τελευταία στάδια της διαφοροποίησής του (βλέπε "ενδιάµεσες φάσεις").
Ένας βοηθητικός στην αποσυµπίεση παράγων για την επίτευξη της µερικής τήξης θα
ήταν ίσως και η απόδοση της θερµότητας κρυστάλλωσης (heat of crystallization) των
κύριων ορυκτών φάσεων του γρανοδιορίτη. Η φυσική κατάσταση του γρανοδιορίτη
θα πρέπει να πέρασε από ένα "µη συνεκτικό" στάδιο, µε την παρουσία ~30% µερικού
τήγµατος (ATHERTON 1993), σε µία κατάσταση πλαστικού "χυλού" κρυστάλλων ο
οποίος ανεδύετο µέσα στο άγον ΒΑ ρήγµα έως το βάθος το αντιστοιχούν στα 2 Kbar,
µε τα όρια του πλουτωνίτη να υφίστανται µυλωνιτοποίηση (formation of mylonite).
Σύµφωνα µε τον ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ (1995) η συντεκτονική συµπίεση, τοποθέτηση και
µυλωνιτοποίηση του γρανοδιορίτη της Τήνου µέσα στην ΒΑ-Ν∆ strike–

189
slip ρηγµατογενή ζώνη ολοκληρώθηκε γύρω στους 14 Ma. Η ζώνη αυτή κατά τον
ίδιο συγγραφέα εξελίσσεται από πλαστική (µυλωνίτης) σε πλαστική-θραυσιγενή
(ψευδοταχύλιθοι) σε χαµηλότερες πιέσεις και θερµοκρασίες (13–11 Ma) και
παραµένει ενεργή έως τους 9 Ma.
Οι ΜΑΣΤΡΑΚΑΣ (Κεφ. 4.5.2.) και ΜASTRAKAS & ST. SEYMOUR (2000)
χρησιµοποιώντας γεωχηµικά δεδοµένα κατέληξαν ανεξάρτητα σε ανάλογα
συµπεράσµατα: δηλαδή ότι το κύριο σώµα του πλουτωνίτη, ο γρανοδιορίτης,
τοποθετήθηκε (~17 Ma) σε ένα περιβάλλον συµπίεσης. Γύρω στους 14 Ma ο
λευκογρανίτης της Τήνου τοποθετήθηκε σε ένα περιβάλλον διαστολής, ενώ οι
ενδιάµεσες λευκοκρατικές φάσεις µέσα στον γρανοδιορίτη δείχνουν τοποθέτηση σε
ένα µεταβατικό στάδιο από συµπίεση σε διαστολή.

6.2.1.2. Συνθήκες Σχηµατισµού και Τοποθέτησης του Λευκογρανίτη

Για τον εντοπισµό του (παλαιο)βάθους του επισοδείου της µερικής τήξης που έδωσε
το λευκογρανιτικό µάγµα πρέπει να ληφθεί υπόψη και ένας άλλος παράγοντας: το αν
ο λευκογρανίτης –ο οποίος "έβρασε" έντονα στο επίπεδο της τελικής τοποθέτησής
του στα 2 Kbar– ήταν αρχικά κεκορεσµένος σε H2O. Οι αλκαλικοί άστριοι
αποκαλύπτουν την ιστορία µε την ύπαρξη νηµατοειδούς περθίτη –που λόγω
λεπτότητας της υφής του– αποκλείει την περίπτωση να είναι µετασωµατικός (DEER,
HOWIE & ZUSSMAN 1996). Η ύπαρξη περθιτικού ιστού υποδηλώνει ότι οι συνθήκες
κρυστάλλωσης των Καλιούχων αστρίων ήταν "hypersolvus" δηλαδή ο λευκογρανίτης
ήταν ακόρεστος σε H2O. Οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές συµφωνούν ότι
επισόδεια τήξης στο φλοιό γίνονται σε συνθήκες "απόντος ρευστού" (fluid-absent
conditions) και απαιτούν την διάσπαση ενύδρων ορυκτών, όπως ο µοσχοβίτης στην
περίπτωση των λευκογρανιτών. Η παρουσία τουρµαλίνη στον λευκογρανίτη της
Τήνου προϋποθέτει γύρω στο 1% B2O3 διαλυµένο µέσα στο γρανιτικό τήγµα δηλαδή
ταπείνωση του σηµείου τήξης του λευκογρανίτη γύρω στους 680 οC (STRONG 1981).
Από το πεδίο σταθερότητας του µοσχοβίτη (BURNHAM C.W., 1979) και για
θερµοκρασία 680-700 οC η ζητουµένη πίεση είναι ~3.5–4.0 Kbar, δηλαδή το
πιθανότερο είναι ότι το επισόδειο της µερικής τήξης που έδωσε τον λευκογρανίτη
της Τήνου έγινε σε ένα παλαιοβάθος ~11.5–12 Km.

190
Όπως ανεφέρθη προηγουµένως το λευκογρανιτικό µάγµα παρήχθη από την µερική
τήξη (~28%) του γρανοδιορίτη και των περιβαλλόντων φλοιϊκών πετρωµάτων σε
αναλογία 23:77 και σε ένα παλαιοβάθος ~11.5–12 Km . Η µερική τήξη επετεύχθη
κάτω από συνθήκες ακόρεστες σε H2O. Πολύ πιθανώς και το υπολειµµατικό H2O του
γρανοδιορίτη να καταµερίστηκε (partitioned) στο λευκογρανιτικό µερικό τήγµα µαζί
µε ασύµβατα στοιχεία. Τέτοια ασύµβατα υγροµαγµατόφιλα (incompatibles,
hydromagmatophiles) στοιχεία καταµερίστηκαν επίσης στο νεαρό λευκογρανιτικό
τήγµα, προερχόµενα από τα περιβάλλοντα φλοιϊκά πετρώµατα που είχαν υποστεί και
αυτά µερική τήξη όπως π.χ. το B (ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980) και ο Au (TOMBROS 2001). Η
παρουσία ιόντων Au, Ag, U, W, Sn, Ta, Nb, B είναι εµφανής στην µεταλλοφορία που
συνδέεται µε τον πλουτωνίτη της Τήνου (TOMBROS 2001). Με την κατανοµή αυτών
των ιχνοστοιχείων που "κληροδοτήθηκαν" από τα γονικά πετρώµατα, το
λευκογρανιτικό µάγµα απέκτησε το χηµικό χαρακτήρα των µεταλλοφόρων γρανιτών
που ο STRONG (1981) κατατάσσει ως SWUM, ακρωνύµιο από τα στοιχεία Sn, W, U,
Mo, η παρουσία των οποίων φαίνεται στην µεταλλοφορία την συνδεόµενη µε τον
πλουτωνίτη της Τήνου (ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ 1980, TOMBROS 2001, TOMBROS et al 2005,
ST. SEYMOUR et al 2005, MASTRAKAS unpublished data), όπως και µερικώς
χαρακτήρα BELIP όπως φαίνεται από την παρουσία τουρµαλίνη και την βιολέ χροιά
του µοσχοβίτη του λευκογρανίτη που υποδηλώνει την παρουσία Li. Το
λευκογρανιτικό τήγµα αν και ακόρεστο αρχικά σε H2O κατά την διάρκεια
κρυστάλλωσης των Κ-ούχων αστρίων (hypersolvus state) εξελίχθηκε κατά τη άνοδό
του στο φλοιό σε τήγµα εµπλουτισµένο σε πτητικά και παρείχε πλην του H2O, F και
B. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα την άνοδό του σε µικρά βάθη στον φλοιό όπως άλλωστε
κοινά συµβαίνει µε τους γρανίτες αυτής της σύστασης (STRONG 1981).
Η σχετικά χαµηλότερή του πυκνότητα λόγω της διαφοροποιηµένης του σύστασης και
της ύπαρξης πτητικών, κατά πάσα πιθανότητα είχε συγκεντρώσει το λευκογρανιτικό
τήγµα στην cupola του γρανοδιορίτη. Το σηµείο τήξης του λευκογρανίτη θα πρέπει
να είχε υποβιβαστεί λόγω της παρουσίας των πτητικών συστατικών. Από πειραµατικά
δεδοµένα προκύπτει ότι για 1% B2O3 το σηµείο τήξης των λευκογρανιτικών
µαγµάτων ελαττώνεται στους 680 ºC (LONDON & MANNING 1995). Η τοµή της
καµπύλης βρασµού (boiling curve) του υδροθερµικού ρευστού µε την καµπύλη του
σηµείου τήξης (liquidus curve) για λευκογρανιτικά µάγµατα (STRONG 1981) δείχνει
ότι ο λευκογρανίτης της Τήνου ανέβρασε σε βάθος που αντιστοιχεί γύρω στα 1.5–2
Kbar όπου και ακινητοποιήθηκε (πάγωσε) λόγω της αθρόας απώλειας των πτητικών

191
του συστατικών. Σε αυτό το γεγονός συνηγορεί και η ύπαρξη πλήθους µιαρολιθικών
κοιλοτήτων στο λευκογρανίτη. Οι πιέσεις των 1.5–2 Kbar είναι ίδιες µε τις πιέσεις
που προέκυψαν από το γεωθερµοβαρόµετρο που εφαρµόστηκε για να βρεθούν οι
συνθήκες σχηµατισµού του skarn της ζώνης επαφής.

6.3. ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΓΕΝΕΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Μεταλλοφορία σεελίτη έχει αναπτυχθεί µε την µορφή διασπορών, φλεβιδίων και


κυρίως θυλάκων µέσα σε skarn γρανάτη-πυροξένου και σε άλλους κερατίτες σε δύο
τοποθεσίες µέσα στην άλω επαφής του πλουτωνίτη της Τήνου. Το κύριο σµήνος των
υπολογισµών θερµοκρασιών επαφής επικεντρώνεται γύρω στους 500–550 οC. Το
άνοιγµα των αγωγών που επήλθε από την µεταβολή του τεκτονικού πεδίου που
εξελίσσετο από συµπίεση (~17 Ma τοποθέτηση του γρανοδιορίτη) σε διαστολή
(~14 Ma τοποθέτηση του λευκογρανίτη) άλλαξε και τον χαρακτήρα του
µεταµορφισµού επαφής από πυροµετασωµατικό–ισοχηµικό σε µετασωµατικό–
διηθητικό όπου τα κυκλοφορούντα υδροθερµικά ρευστά έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο.
Αυτές οι αλλαγές έχουν αποτυπωθεί επιτυχώς στους ιστούς του skarn: οι πρώιµοι
γρανάτες του skarn είναι πιο πλούσιοι σε γροσσουλάριο και επιδεικνύουν ζώνωση
κατά τοµείς (sector zoning) χαρακτηριστικό κρυσταλλικής ανάπτυξης κάτω από
συνθήκες πυροµεταµορφισµού. Οι γρανάτες που έχουν µεθύστερη ανάπτυξη είναι oι
ανδραδίτες και επιδεικνύουν ιδιόµορφες κρυσταλλικές έδρες, σκελετική (hopper)
ανάπτυξη, παλµική ζώνωση (oscillatory zoning), ανισοτροπία κατά ζώνες και
ανάπτυξη σε ανοιχτό χώρο (open space filling), δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά
υδροθερµικών γρανατών (JAMTVEIT & ANDERSEN 1992). Οι πορφυροβλάστες του
σεελίτη δείχνουν ευθύγραµµα αµοιβαία όρια µε τον υδροθερµικό γρανάτη που
δηλώνουν ιστολογική άρα και θερµοδυναµική ισορροπία µεταξύ των δύο αυτών
ορυκτών συνεπώς και ανάπτυξη του σεελίτη κατά το διηθητικό-υδροθερµικό στάδιο.
Ο σεελίτης έχει πρωτογενή ρευστά εγκλείσµατα µε µεσοθερµικές θερµοκρασίες που
ο
συµπτύσσονται γύρω στους 370 C. Οι ισόχωρες των LV και VL ρευστών
εγκλεισµάτων στον σεελίτη για το θερµοκρασιακό παράθυρο 375–234 οC είναι
ενδεικτικές από 2.04 Κbar (VL εγκλείσµατα) έως 1.64 Κbar (LV εγκλείσµατα) που
είναι σε πλήρη συµφωνία µε τις τιµές πίεσης που υπολογίστηκαν για τον πυρόξενο-

192
γρανάτη του skarn στην παρούσα εργασία, µε την τιµή (P=2.5+ 0.7 Κbar, Τ=480 οC )
που υπολόγισαν οι STOLZ et al (1997) για µετασωµατικές παραγενέσεις στην άλω
επαφής, µε την τιµή P≤2 Κbar που πρότειναν οι MASTRAKAS & ST. SEYMOUR
(2000) για την τοποθέτηση του λευκογρανίτη και κυρίως µε τις συνθήκες βρασµού
και απώλειας πτητικών του λευκογρανίτη που προτάθηκαν στην παρούσα διατριβή.
Αυτοί οι ανεξάρτητοι µεταξύ τους υπολογισµοί υπαινίσσονται ότι υπάρχει "χωρική"
και ίσως "αιτιατή" σύνδεση των φαινοµένων "διηθητικής µετασωµάτωσης–
µεταλλοφορίας" µε την τοποθέτηση του λευκογρανίτη.
Όπως συζητήθηκε προηγουµένως η πλούσια φύση του λευκογρανίτη σε ιχνοστοιχεία
SWUM και πτητικά συστατικά υποδεικνύουν ότι ο λευκογρανίτης ήταν η αρχική
πηγή των υδροθερµικών ρευστών τα οποία "απελύθησαν" όταν η καµπύλη βρασµού
NaCl-H2O έκοψε την solidus του λευκογρανίτη γύρω στο 1.5 Κbar (STRONG 1981).
Ο λευκογρανίτης "έβρασε" όπως δείχνουν οι µιαρολιθικές του κοιλότητες
απελευθερώνοντας ένα νεαρό (juvenile) ύδωρ φορτισµένο µε ιόντα SWUM (Sn, W,
U, Μο).
Εν τω µεταξύ η "προετοιµασία εδάφους" (ground preparation) για την κυκλοφορία
των υδροθερµικών ρευστών, είχε ήδη γίνει κατά το στάδιο της πυροµεταµόρφωσης
λόγω της απώλειας του CO2 από τους ασβεστολιθικούς πρωτόλιθους τους skarn, που
αναφέρεται στην βιβλιογραφία ως ανθρακορωγµάτωση (carbofracturing, CIOBANU
& COOK 2004). Οι ιστοί του skarn επιβεβαιώνουν αυτό το γεγονός: φλεβίδια
διαστολής γεµάτα µε ασβεστίτη και χαλαζία διασχίζουν κυρίως τον πρώιµο, πλούσιο
σε γροσσουλάριο γρανάτη αλλά σπανίως τον υδροθερµικό ανδραδιτικό γρανάτη.
Συµφωνούµε µε προηγούµενους ερευνητές ότι απλώς βασιζόµενοι σε επιχειρήµατα
παρόντος όγκου ο λευκογρανίτης δεν µπορεί να ήταν η µόνη θερµική µηχανή
υπεύθυνη για τον πυροµετασωµατισµό. Θα πρέπει και οι δύο φάσεις του πλουτωνίτη
να είναι υπεύθυνες για την µεταµόρφωση επαφής παρόλο ότι η επίδραση του
γρανοδιορίτη ήταν ίσως µεγαλύτερη στο στάδιο της αρχικής πυροµετασωµάτωσης
και συνεπαγοµένης απώλειας του CO2 από τα µάρµαρα της άλω (carbofracturing),
ενώ η επίδραση του λευκογρανίτη ήταν µεγαλύτερη λόγω απώλειας των πτητικών
συστατικών στο στάδιο της διηθητικής, υδροθερµικής µετασωµάτωσης.
Τα πτητικά συστατικά του λευκογρανίτη πλούσια και σε B και ίσως F και Li,
µετασωµάτωσαν και απόπλυναν τα περιβάλλοντα πετρώµατα, τον γρανοδιορίτη και
αυτοµετασωµάτωσαν τον ίδιο τον λευκογρανίτη. Ίσως αυτός είναι ένας επιπλέον
λόγος που εξηγεί τις ασαφείς, βαθµιαίες επαφές λευκογρανίτη–γρανοδιορίτη, καθώς

193
και την µετάπτωση σε µετασωµατική στην ορυκτολογία του λευκογρανίτη µε την
διαδοχή του σερλ από ντραβίτη, την ανάπτυξη αλβιτικού αστρίου (>90% Ab) και
γρανάτη µε ασυνήθιστα υψηλή περιεκτικότητα σε σπεσσαρτίνη (>70%), µε συνέπεια
να θεωρηθεί ότι µπορεί να αντιπροσωπεύει το ενδοσκαρν. Η µετασωµάτωση
συµπίπτει µε φαινόµενα οξείδωσης, δηλαδή αύξησης του fO2 του λευκογρανιτικού
µάγµατος όπως αποδεικνύει η αντικατάσταση του πλούσιου σε Fe2+ βιοτίτη µε
καστανέρυθρο πλεοχροϊσµό από βιοτίτη πλούσιο σε Fe3+ µε πράσινα χρώµατα
πλεοχροϊσµού (LALONDE & BERNARD 1993). Τέτοιες συνθήκες αυξανόµενης fO2
αντικατοπτρίζονται και στον ορυκτολογικό χαρακτήρα του skarn της Τήνου από
αναγωγικό σε οξειδωτικό όπως αυτός συζητήθηκε προηγουµένως και πιθανώς
φανερώνουν διάνοιξη των αγωγών και προοδευτική µίξη µε H2O.

194
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ABBOTT, R.N. (1980): Hypothetical liquidus relationships in the subsystem Al2O3 –


FeO-MgO projected from quartz, alkali feldspar and plagioclase for a(H2O) ≤ 1, with
special reference to hornblende, the breakdown of biotite and effects of MnO.
Geol. Assoc. Canada and Mineral. Assoc. Canada Prog. with Abs., 5, 40.

ABBOTT, R.N. & CLARKE, D.B. (1979): Hypothetical liquidus relations in the
system Al2O3-FeO-MgO projected from quartz, alkali feldspar and plagioclase for a
a(H2O) ≤ 1. Can. Mineral, 17, 549-560.

ABDEL–RAHMAN M. ABDEL–FATTAH (1994): Nature of Biotites from


Alkaline, Calc–alkaline and Peraluminous Magmas. J. Petrol., 35, 525–541.

Al DAHAN, A.A., OUNCHANUM, P. & MORAD, S. (1988): Chemistry of micas


and chlorite in Proterozoic acid metavolcanics and associated rocks from the Hästefält
area, Norberg Ore district, central Sweden. Contrib. Mineral. Petrol., 100, 19-34.

ALLAN, B.D. & CLARKE, D.B. (1981): Occurrence and Origin of Garnets in the
South Mountain Batholith, Nova Scotia. Can. Mineral., 19, 19-24.

ALTHERR, R. (1980): I- and S- type granitoids of the central Aegean crystalline


complex (Greece). EOS Trans. Amer. Geophys. Union, 61, 402, Washington.

ALTHERR, R. (1981): Zur Petrologie der miozänen Granitoide der Zentalägäis


(Griechenland). Thesis, University of Braunschweig, 218p.

ALTHERR, R., HENJES-KUNST, F., MATTHEWS, A., FRIEDRICHSEN, H. &


HANSEN, B.T. (1988): O-Sr isotopic variation in Miocene granitoids from the
Aegean: evidence for an origin by combined assimilation and fractional crystallization.
Contrib. Mineral. Petrol., 100, 528-541.

195
ALTHERR, R., KREUZER, H., WENDT, I., LENZ, H., WAGNER, G.A.,
KELLER, J., HARRE, W. & HOHNDORF, A. (1982): A late Oligocene/early
Miocene high temperature belt in the Attic-Cycladic crystalline complex (SE
Pelagonian, Greece). Geol. Jahrb., E23, 97-164.

ALTHERR, R., SCHLIESTEDT, M., OKRUSCH, M., SEIDEL, E., KREUZER,


H., HARRE, W., LENZ, H., WENDT, I. & WAGNER, G.A. (1979):
Geochronology of the high-pressure rocks on Sifnos (Cyclades, Greece).
Contrib. Mineral. Petrol., 70, 245-255.

ALTHERR, R. & SIEBEL, W. (2002): I-type plutonism in a continental back-arc


setting:Miocene granitoids and monzonites from the central Aegean Sea, Greece.
Contrib. Mineral. Petrol., 143, 397-415.

ALLEGRE, C.J. & MINSTER, J.F. (1978): Quantitative models of trace element
behaviour in magmatic processes. Earth Planet. Sci. Lett., 38, 1-25.

ANDERSON, L.J. (1980): Mineral equilibria and crystallization conditions in the


Late Precambrian Wolf River Rapakivi massif, Wisconsin. Amer. J. Sci., 280,
289-332.

ANDRIESSEN, P.A.M., BANGA, G. & HEBEDA, E.H. (1987): Isotopic age study
of pre-Alpine rocks in the basal units on Naxos, Sikinos and Ios, Greek Cyclades.
Geologie Mijnb., 66, 3-14.

ANDRIESSEN, P.A.M., BOELRIJK, N.A.I.M., HEBEDA, E.H., PRIEM, H.N.A.,


VERDURMEN, E.A.TH. & VERSCHURE, R.H. (1979): Dating the Events of
Metamorphism and Granitic Magmatism in the Alpine Orogen of Naxos (Cyclades,
Greece). Contrib. Mineral. Petrol., 69, 215-225.

ANGELIER, J. (1979): Neotectonique de l’ arc egeen. Thesis, Societe geologique du


Nord, Publication no 3, 417 p.

196
ATHERTON, M.P. (1993): Granite magmatism. J. Geol. Soc., 150 (Celebration
paper), 1009-1023.

AVIGAD, D. (1993): Tectonic juxtaposition of the blueschists and greenschists in


Sifnos island (Aegean Sea) - implication for the structure of the Cycladic blueschists
belt. J. Structural Geol., 15, 1459-1469.

AVIGAD, D., BAER, G., HEIMANN, A. (1998): Block rotations and continental
extension in the scentral Aegean Sea: paleomagnetic and structural evidence from
Tinos and Mykonos. Earth and Planet. Sci. Lett., 157, 23-40.

AVIGAD, D. & GARFUNKEL, Z. (1989): Low-angle faults above and bellow a


blueschists belt-Tinos Island, Cyclades, Greece. Terra Nova, 1, 182-187.

AVIGAD, D. & GARFUNKEL, Z. (1991): Uplift and exhumation of the high-


pressure metamorphic terrains: the example of the Cycladic blueschists belt (Aegean
Sea). Tectonophysics, 188, 357-372.

ΒΑΚΟΝ∆ΙΟΣ, Ι. (1997): Μελέτη της µεταλλοφορίας χρωµίτη της συνδεδεµένης µε


οφιολίθους τύπου Ανατολικής και ∆υτικής Μεσογείου. Οι χρωµίτες της Τήνου και των
Γερανίων. ∆ιδακτορική ∆ιατριβή, Πανεπιστήµιο Πατρών, 150 σελ.

BALTATZIS, E. (1981): Contact metamorphism of a calc-silicate hornfels from


Plaka area, Laurium, Greece. N. Jb. Miner. Mh., 1981, 481-488.

BARBARIN, B. (1991): Enclaves of the Mesozoic calc-alcaline granitoids of the


Sierra Nevada Batholith, California. In: DIDIER, J. & BARBARIN, B. (eds): Enclaves
and Granite Petrology, Developments in Petrology, 13, 135-153.

BARRETT, D.E. (1980): Geology, mineralogy and conditions of formation of the


Kara scheelite skarn. Unpublished B. Sc. Honours thesis, Hobart University of
Tasmania, 194 p.

197
BATCHELOR, R.A. & BOWDEN, P. (1985): Petrogenetic interpretation of
granitoid rocks series using multicationic parameters. Chem. Geol., 48, 43-55.

ΒΕΡΓΟΥ-ΒΗΧΟΥ, ΑΙΚ. (1987): Γεωχηµική έρευνα ιζηµάτων ρεµάτων νήσου


Τήνου. Αδηµοσίευτη εκθεση, Ι.Γ.Μ.Ε., ∆/νση Γεωχηµείας, Αθήναι, 19 σελ.

BIJU-DUVAL, B., DERCOURT, J. & LE PICHON, X. (1977): From the Tethys


Ocean to the Mediterranean Seas: A plate tectonic model of the evolution of the
Western Alpine System. In: Biju-Duval, B. & Montadert, L. (eds): Structural History
of the Mediterranean Basins, 143-164, Editions Technip, Paris.

BLAKE, M.C., BONNEAU, M., GEYSSANT, J, KIENAST, J.R., LEPVRIER, C.,


MALUSKI, H. & PAPANIKOLAOU, D. (1981): A geological reconnaissance of the
Cycladic blueschist belt, Greece. Geol. Soc. Amer. Bull., 92, 247-254.

BLUNDY, J.D. & HOLLAND, T.J.B. (1990): Calcic amphibole equilibria and a new
amphibole-plagioclase geothermometer. Contrib. Mineral. Petrol., 104, 208-224.

BODNAR, R. & VITYK, M. (1994): Interpretation of microthermometric data for


H2O-NaCl fluid inclusions. In: De VIVO, B. & FREZZOTI, M.L. (eds): Fluid inclusions
in minerals: methods and applications: Blacksburg, Virginia Polytechnic Institute and
StateUniversity Press, 117-130.

BOGER, H. (1983): Stratigraphische und tektonische Verknupfungen Kontinentaler


Sedimente des Neogens im Agais-Raum. Geol. Rdsch., 72, 771-814.

BOHLEN, S.R., BOETTCHER, A.L. and WALL, V.J. (1982): The system
albite-H2O-CO2: a model for melting and activities of water at high pressures.
Amer. Mineral., 67, 451-462.

BONNEAU, M. (1984): Correlation of the Hellenide nappes in the south-east Aegean


and their tectonic reconstruction. In: Dixon, J.E. & Robertson, A.H.F. (eds): The
Geological Evolution of the Eastern Mediterranean. Geol. Soc. London, Spec. Publ.,
17, Blackwell, Oxford, 517-528.

198
BORONKAY, K. & DOUTSOS, T. (1994): Transpression and transtension within
different structural levels in the central Aegean region. J. Struc. Geol., 16, 1555-1573.

BRÖCKER, M. (1988): Die metamorphe vulkanosedimentäre Abfolge der Insel


Tinos – Ergebnisse geologischer, petrologischer und geochemischer Untersuchungen.
Dr. rer. nat. thesis, Universität Würzburg, 305p.

BRÖCKER, M. (1989): The blueschist-greenschist association of Tinos Island


(Cyclades, Greece). Terra abs., 1, 308.

BRÖCKER, M. (1990a): Die metamorphe vulkanosedimentäre Abfolge der Insel


Tinos (Kykladen, Griechenland). – Geologie, Petrographie und Mineralchemie einer
grünschieferfaziell überprägten Hochdruck -/ Niedrigtemperatur – Abfolge.
Geotekt. Forsch., 74, 107p.

BRÖCKER, M. (1990b): Blueschist-to-greenschist transition in metabasites from


Tinos island, Cyclades, Greece: Compositional control or fluid infiltration? Lithos, 25,
25-39.

BRÖCKER, M. (1991): Geochemistry of metabasic HP/LT rocks and their


greenschist facies and contact metamorphic equivalents, Tinos island (Cyclades,
Greece). Chem. Erde, 51, 155-171.

BRÖCKER, M. & ENDERS, M. (1999): U-Pb zircon geochronology of unusual


eclogite-facies rocks from Syros and Tinos (Cyclades, Greece). Geol. Mag., 136(2),
111-118.

BRÖCKER, M. & FRANZ, L. (1994): The contact aureole on Tinos (Cyclades,


Greece). Part I: Field relationships, petrography and P-T conditions. Chem. Erde, 54,
262-280.

199
BRÖCKER, M. & FRANZ, L. (1998): Rb-Sr isotope studies on Tinos island
(Cyclades, Greece): additional time constraints for metamorphism, extent of
infiltration-controlled overprinting and deformational activity. Geol. Mag., 135 (3),
369-382.

BRÖCKER, M. & FRANZ, L. (2000): The contact aureole on Tinos (Cyclades,


Greece): tourmaline-biotite geothermometry and Rb-Sr geochronology. Miner. Petrol.,
70, 257-283.

BROWN, E.H. (1967): The greenschist facies in part of the Eastern Otago, New
Zealand. Contrib. Mineral. Petrol., 67, 227–232.

BROWN, G.C. (1982): Calc-alcaline intrusive rocks: their diversity, evolution and
relation to volcanic arcs. In: THORPE, R.S. (ed.): Andesites – Orogenic Andesites and
Related Rocks. John Wiley & Sons, 437-461.

BROWN, P.E. & ESSENE, J.E. (1985): Activity variations attending tungsten skarn
formation, Pine Creek, California. Contrib. Mineral. Petrol., 89, 358-369.

BROWN, P.E. & LAMB, W.E. (1989): P-V-T prorerties of fluids in the system
NaCl±H2O±CO2: New graphical presentations and implications for fluid inclusions
studies. Geochem. Cosmochem. Acta, 53, 1209–1221.

BROWN, G. & NORRISH, K. (1952): Hydrous micas. Min. Mag., 29, 929-932.

BURNHAM, C.W. (1979): Magmas and Hydrothermal Fluids. In: Barnes, H.L. (ed):
Geochemistry of Hydrothermal Ore Deposits, 2nd Edition, John Wiley Interscience,
New York.

BURT, D.M. (1989): Vector representation of tourmaline compositions.


Amer. Mineral., 74, 826-839.

200
BYERLY, G.R. & PALMER, M.R. (1991): Tourmaline mineralization in the
Barberton greenstone belt, South Africa: Early Archean metasomatism by evaporite-
derived boron. Contrib. Mineral. Petrol., 107, 387-402.

CAWTHORN, R. G. & BROWN, P.A. (1976): A model for the formation and
crystallization of corundum-normative calc-alkaline magmas through amphibole
fractionation. J. Geology, 84, 467-476.

CAWTHORN, R. G. & BROWN, P.A. (1978): A model for the formation and
crystallization of corundum-normative calc-alkaline magmas through amphibole
fractionation: a replay. J. Geology, 86, 272-275.

CIOBANU, C.L. & COOK, N.J. (2004): Skarn textures and a case study: The Ocna
de Fier–Dognecea orefield, Banat, Romania. Ore Geol. Reviews, 24, 315-370.

CLEMENS, J.D. & WALL V.J. (1981): Origin and crystallization of some
peraluminus (S-type) granitic magmas. Can. Mineral., 19, 111-131.

COOMBS, D.S., NAKAMURA, Y. & VUAGNAT, M. (1976) : Pumpellyite-


actinolite facies schist of the Taveyanne formation near Loeche, Valais, Switzerland.
J. Petrol., 17, 440-471.

CZAMANSKE, G.K. & WONES, D.R. (1973): Oxidation during magmatic


differentiation, Finnmarka Complex, Oslo area, Norway: Part 2, the mafic silicates.
J. Petrol., 14, part 3, 349-380.

CZAMANSKE, G.K., ISHIHARA, S. & ATKIN, S.A. (1981): Chemistry of rock-


forming minerals of the Cretaceous-Paleocene Batholith in southwestern Japan and
implications for magma genesis. J. Geoph. Resear., 86, 10431-10469.

CZAMANSKE, G.K., WONES, D.R. & EICHELBERGER, J.C. (1977):


Mineralogy and petrology of the intrusive complex of the Pliny Range, New
Hampshire. Amer. J. Sci., 277, 1073-1123.

201
DAVIES, G.H. (1983): Shear zone model for the origin of metamorphic core
complexes. Geology, 11, 342–347.

DAVIS, D.W., LOWENSTEIN, T.K. & SPENCER, R.J. (1990): The melting
behavior of fluid inclusions in laboratory, grown halite crystals in the systems
NaCl–H2O, NaCl–KCl–H2O, NaCl–MgCl2–H2O, NaCl–CaCl2–H2O. Geochem.
Cosmochem. Acta, 54, 591–601.

DE ALBUQUERQUE, C.A.R. (1973): Geochemistry of biotites from granitic rocks,


Northern Portugal. Geochim. Cosmochim. Acta, 37, 1779-1802.

DEER, W.A. HOWIE, R.A. & ZUSSMAN, J. (1962): An Introduction to the Rock –
forming Minerals. Longmans, Green and Co. Ltd., London.

DEER, W.A., HOWIE, R.A. & ZUSSMAN, J. (1982): Orthosilicates Rock –


forming Minerals, v. 1A, Longman, London and New York, 919 p.

DEER, W.A. HOWIE, R.A. & ZUSSMAN, J. (1996): An Introduction to the Rock–
Forming Minerals. Longmans, Green and Co. Ltd., London.

DEPAOLO, D.J. (1981b): Trace element and isotopic effects of combined wall-rock
assimilation and fractional crystallization. Earth Planet. Sci. Lett., 53, 189-202.

DERMITZAKIS, M. & PAPANIKOLAOU, D. (1980): The molasse of Paros Island,


Aegean Sea. Ann. Naturhist. Mus. Wien, 83, 59-71.

DEWEY, J.F., PITMAN, W.C., RYAN, W.B.F. & BONIN, J. (1973): Plate
tectonics and the evolution of the Alpine System. Geol. Soc. Amer. Bull., 84,
3137-3180.

DIDIER, J. & BARBARIN, B. (1991): Enclaves and Granite Petrology,


Developments in Petrology, 13, Elsevier.

202
DINGWELL, D.B. & HESS, K.-U. & ROMANO (1998): Viscosity data for hydrous
peraluminous granitic melts: Comparison with a metaluminous model. Amer. Mineral.,
83, 236-239.

DIXON, J.E., FEENSTRA, A., JANSEN, J.B.H., KREULEN, R., RIDLEY, J.,
SALEMINK, J. & SCHUILING, R.D. (1987): Geologic introduction to the field
excursion to study the consequences of chemical transport in metasomatic processes on
Seriphos, Syros and Naxos. In: Helgeson, H.C. (ed.): Chemical Transport in
Metasomatic Processes. Mathematical and Physical Sciences, 218, 429-450.

DOLLASE, W.M. (1971): Refinement of the crystal structures of epidote, allanite and
hancockite. Amer. Mineral., 56, 447-464.

DONNAY, G. & BARTON, R.JR. (1972): Refinement of the crystal structure of


elbaite and the mechanism of tourmaline solid solution. Tschermarks Mineralogische
Petrographische Mitteilungen, 18, 273-286.

DOUTSOS, T., PE-PIPER, G., BORONKAY, K. & KOUKOUVELAS, I. (1993):


Kinematics of the Central Hellenides. Tectonics, 12, 936-953.

DUGGAN, M.B. (1976): Primary allanite in vitrophyric rhyolites from the Tweed
Shield Volcano, north-eastern New Southwales. Mineral. Mag., 40, 652-653.

DURR, S. & ALTHERR, R. (1979): Existence des klippes d’ une nappe composite
neogene dans l’ ile de Mykonos (Cyclades, Grece). Rapp. Comm. int. Mer Medit.,
25/26 (2a), 33-34.

DURR, S., ALTHERR, R., KELLER,J., OKRUSCH, M. & SEIDEL, E. (1978):


The Median Aegean crystalline belt: stratigraphy, structure, metamorphism,
magmatism. In: Closs, H., Roeder, D. & Schmidt, K. (eds.): Alps, Apennines,
Hellenides. Inter-Union Commission on Geodynamics, Scientific Report N. 38,
455-477.

203
EINAUDI, M.T., MEINERT, D.L. & NEWBERRY, R.J. (1981): Skarn deposits.
Econom. Geol., 75 anniversary volume, 317-391.

ERNST, W.G. (1963): Significance of phengitic micas from low grade schists.
Amer. Mineral., 48, 1357-1373

EVANS, B.W. (1990): Phase relations of epidote-blueschists. Lithos, 25, 3-23.

EVANS B.W. & GUIDOTTI, C.V. (1966): The silimanite – potash feldspar isograd
in western Maine, U.S.A. Contrib. Mineral. Petrol., 12, 25-62.

EXLEY, R.A. (1980): Microprobe studies of REE-rich accessory minerals:


implications for Skye granite petrogenesis and REE mobility in hydrothermal systems.
Earth Planet. Sci. Lett., 48-97-110.

FAURE, M. & BONNEAU, M. & PONS, J. (1991): Ductile deformation and


syntectonic granite emplacement during the late Miocene extension of the Aegean
(Greece). Bull. Geol. Soc. Fr., 162, n.1, 3-11.

FEENSTRA, A. (1985): Metamorphism of Bauxites on Naxos, Greece. Geologica


Ultrajectina, 39, 1-206.

FERRY, J.M. & SPEAR, F.S. (1978): Experimental calibration of the partitioning of
Fe and Mg between biotite and garnet. Contrib. Mineral. Petrol., 66, 113-117.

FIEDLER, K.G. (1840-41): Reise durch alle Teile des Königreiches Griechenland
(1834-1837). Leipzig.

FOIT, F.F. & ROSENBERG, P.E. (1977): Coupled substitutions in the tourmaline
group: Contrib. Mineral. Petrol., 62, 109-127.

FOIT, F.F. & ROSENBERG, P.E. (1979): The structure of vanadium – bearing
tourmaline and its implications regarding tourmaline solid solutions. Amer. Mineral.,
64, 788-798.

204
FORTIER, S. & DONNAY, G. (1975): Schorl refinement showing composition
dependence of the tourmaline structure. Can. Mineral, 13, 173-177.

FOSTER, M.D. (1960): Interpretation of the composition of trioctahedral micas.


U. S. Geol. Survey Prof. Paper, 354-B, 24-49.

FOULLON, H. v. & GOLDSCHMIDT, V. (1887): Über die geologischen


Verhältnisse der Inseln Syra, Syphnos und Tinos. Jb. Geol. Reich., 37, 1-34, 2 Kart,
Wien.

FYTIKAS, M. (1977): Geologocal map of Greece 1:50000, Milos island. I.G.M.E.,


Athens.

FYTROLAKIS, N. & PAPANIKOLAOU, D. (1981): Stratigraphy and structure of


Amorgos island, Aegean Sea. Ann. Geol. Pays Hellen., 30/2, 455-472.

GALLAGHER, V. (1988): Coupled substitutions in school – dravite tourmaline: New


evidence from SE Ireland. Mineral. Magaz., 52, 637-650.

GANGULY, A.K. (1951): Hydration of exchangeable cations in silicate minerals.


Soil. Sci., 71, 239.

GANGULY, J. & SAXENA, S.K. (1984): Mixing properties of aluminosilicate


garnets: constraints from natural and experimental data, and applications to geothermo-
barometry. Amer. Mineral., 69, 88-97.

GANOR, J., MATTHEWS, A., PALDOR, N. (1991): Diffusional isotopic exchange


across an interlayered marble-schist sequence with an application to Tinos, Cyclades,
Greece. J. Geophys. Res., 96, n. B11, 18.073-18.080.

GANOR, J., MATTHEWS, A., SCHLIESTEDT, M. (1994): Post-metamorphic low


13
δ C calcite in the Cycladic complex (Greece) and their implications for modeling
fluid infiltration processes using carbon isotope compositions. Eur. J. Mineral, 6,
365-379.

205
GANOR, J., MATTHEWS, A., SCHLIESTEDT, M., GARFUNKEL, Z. (1996):
Oxygen isotopic heterogeneities of metamorphic rocks: an original tectonostratigraphic
signature, or an imprint of exotic fluids? A case study of Sifnos and Tinos islands
(Greece). Eur. J. Mineral., 8, 719-732.

GAUTHIER, P., BALLEVRE, M., BRUN, J.P. & JOLIVET, L. (1990): Ductile
extension and sedimentary basins of Mio-Pliocene age in the Cyclades (islands of
Naxos and Paros). C. R. Acad. Sci. Paris, 310, 147-153.

GAUTHIER, P., BRUN, J.P. & JOLIVET, L. (1993): Structure and Kinematics of
Upper Cenozoic extensional detachement on Naxos and Paros. (Cyclades islands,
Greece).Tectonics, 12, 1180-1194.

GHENT, E.D. & STOUT, M.Z. (1981): Geobarometry and geothermometry of


Plagioclase-Biotite-Garnet-Muscovite assemblages. Contrib. Mineral. Petrol., 76,
92-97.

GIERE, R. (1986): Zirconolite, allanite and hoegbomite in a marble skarn from the
Bergell contact aureole: implications for mobility of Ti, Zr and REE. Contrib. Mineral.
Petrol., 93, 459-470.

GOLDSCHMIDT, V.M. & THOMASSEN, L. (1924): Geochemische


Verteilungsgesetze der Elemente. III. Rontgenspektrographische Untersuchungen über
die Vertteilung der Seltenen Erdmetalle in Mineralen. Videnskaps Skrifter 1, Mat.
Nat. Klasse 5, 1-58.

GREEN, T.H. (1976): Experimental generation of cordierite and garnet bearing


granitic liquids from a pelitic composition. Geology, 4, 85-88.

GREEN, T.H. (1977): Garnet in silicic liquids and its possible use as a P-T indicator.
Contrib. Mineral. Petrol., 65, 59-67.

GREEN, T.H. (1978a): Garnet in silicic liquids and its possible use us a P-T indicator
Contrib. Mineral. Petrol., 65, 59-67.

206
GREEN, T.H. (1978b): A model for the formation of corundum-normative calc-
alkaline magmas through amphibole fractionation: A discussion. J. Geology, 86,
269-272.

GRIMM, H. (1861): Über die von Herrn Prof. Siegel in Griechenland aufgefundenen
Marmorbrüche des Rosso antico und verde antico. Zschr. Allg. Erdk., II, 131-134.

GROAT, L.A., CARTER, R.T. HAWTHORNE, F. C. & ECRIT, T.S. (1985):


Tantalian niobian titanite from the Irgon Claim, Southeastern Manitoba. Can. Mineral.,
23, 569-571.

GROMET, L.P. & SILVER, L.T. (1983) : Rare earth element distributions among
minerals in a granodiorite and their petrogenetic implications. Geochim. Cosmochim.
Acta, 47, 925-939.

GUIDOTTI, C.V. (1970b): Metamorphic petrology, mineralogy and


polymetamorphism in a portion of N.W. Maine. In: Boone, G.M., ed. 1970 New Eng.
Intercoll. Geol. Conf. 62d Ann. Mtg, Field Trip B-1, 1-29.

GUIDOTTI, C.V. (1974): Transition from staurolite to sillimanite Zone, Rangeley


quadrangle, Maine. Geol. Soc. Amer., Bull. 85, 475-490.

GUIDOTTI, C.V. (1984): Micas in metamorphic rocks. In: Bailey, S.W. (ed.): Micas.
Mineral. Soc. Amer., Reviews in Mineralogy, 13, 357-467.

GUIDOTTI, C.V., CHENEY, J.T. & GUGGENHEIM, S. (1977): Distribution of


titanium between coexisting muscovite and biotite in pelitic schists from northwestern
Maine. Amer. Mineral., 62, 438-448.

GUIDOTTI, C.V. & SASSI, F.P. (1976): Muscovite as a Petrogenetic Indicator


Mineral in Pelitic Schists. N. Jb. Miner. Abh., 127, p. 97-142.

207
GULEC, N. & KADIOGLU, Y.K. (1998): Relative involvement of Mantle and
Crustal components in the Agacoren granitoid (central Anatolia-Turkey): estimates
from trace element and Sr-isotope data. Chem. Erde, 58, 23-37.

HALL, A. J. (1941): The relation between chemical composition in the biotites.


Amer. Mineral., 26, 29-33.

HALL, A. (1965): The origin of accessory garnet in the Donegal granite.


Mineral. Mag., 35, 628-633.

HAMMARSTROM, J.M. & ZEN, E-an. (1986): Aluminum in hornblende: An


empirical igneous geobarometer. Amer. Mineral., 71, 1297-1313.

HANSON, G.N. (1978): The application of trace elements to the petrogenesis of


igneous rocks of granitic composition. Earth and Planet. Sci. Lett., 38, 26-43.

HARALAMBOUS, D. (1959): Morphogenese des Granitgebietes von Ost – Tinos.


PAA, 34, 264-268.

HARRIS, N.B.W., PEARCE, J.A. & TINDLE, A.G. (1986): Geochemical


characteristics of collision – Zone magmatism. In: Coward, M.P. & Ries, A.C. eds.,
Collision tectonics. Geol. Soc. London, sp. publ. 19, 67-81.

HARRISON, T.N. (1990): Chemical variation in micas from the Cairngorm pluton,
Scotland. Mineral. Mag., 54, 353-366.

HAWTHORNE, F. (1982): Crystal chemistry of the amphiboles. In: VEBLEN, D.R.


(ed): Amphiboles and other hydrous Pyriboles-Mineralogy. Mineral. Soc. Amer.,
Reviews in Mineralogy, 9A, 1-102.

HAYAMA, Y. (1959): Some considerations on the colour of biotite and its relation to
metamorphism. J. Geol. Soc. Japan, 65, 21-30.

208
HEJL, E., RIEDL, H., WEINGARTNER, H. (2002): Post-plutonic unroofing and
morphogenesis of the Attic-Cycladic complex (Aegea, Greece). Tectonophysics, 349,
37-56.

HELZ, R.T. (1973): Phase reactions of basalts in their melting range at PH2O= 5 Kbar
as a function of oxygen fugacity. Part I, Mafic phases. J. Petrol., 14, 249-302.

HELZ, R.T. (1979): Alkali exchange between hornblende and melt: a temperature-
sensitive reaction. Amer. Mineral., 64, 953-965.

HENJES-KUNST, F., ALTHERR, R., KREUZER, H., HANSEN, B.T. (1988):


Disturbed U-Th-Pb systematics of young zircons and uranothorites: the case of the
Miocene Aegean granitoids (Greece). Chem. Geol. (Isotope Geosci. Sect.), 73,
125-145.

HENJES-KUNST, F. & KREUZER,H. (1982): Isotopic dating of pre-Alpidic rocks


from the island of Ios (Cyclades, Greece). Contr. Miner. Petrol., 80, 245-253.

HENRY, D.J. & DUTROW, B.L. (1992): Tourmaline in a low grade clastic
metasedimentary rock: an example of the petrogenetic potential of tourmaline. Contr.
Miner. Petrol., 112, 203-218.

HENRY, D.J. & GUIDOTTI, C.V. (1985): Tourmaline as a petrogenetic indicator


mineral: an example from the staurolite – grade metapelites of NW Maine. Amer.
Mineral., 70, 1-15.

HEY, M.H. (1954): A new review of the chlorites. Mineral.. Mag., 30, 277-292.
HIGGINS, J.B. & RIBBE, P.H. (1976): The crystal chemistry and space groups of
natural and synthetic titanites. Amer. Mineral., 61, 878-888.

HODGES, K.V. & CROWLEY, P.D. (1985): Error estimation and empirical
geothermobarometry for pelitic systems. Amer. Mineral., 70, 702-709.

209
HODGES, K.V. & SPEAR, F.S. (1982): Geothermometry, geobarometry and the
Al2SiO5 triple point at Mt. Moosilauke, New Hampshire. Amer. Mineral., 67,
1118-1134

HOINKES, G. (1986): Effect of grossular-content in garnet on the partitioning of Fe


and Mg between garnet and biotite. Contrib. Mineral. Petrol., 92, 393-399.

HOLLISTER, L.S., GRISSOM, G.C., PETERS, E.K., STOWELL, H.H. and


SISSON, V.B. (1987): Confirmation of the empirical correlation of Al in hornblende
with pressure of solidification of calc-alcaline plutons. Amer. Mineral., 72,
231-239.

HOLTZ, F., BEHRENS, H., DINGWELL, D.B. & JOHANNES, W. (1995): Water
solubility in haplogranitic melts.Compositional, pressure and temperature dependence.
Am. Mineral., 80, 94-108.

HSU, L.C. (1968): Selected phase relationships in the system Al–Mn–Fe–Si–O–H,


a model for garnet equilibria. Jour. Petrol., 9, 40-83.

HUNT, J.A. & KERRICK, D.M. (1977): The stability of sphene; experimental
redetermination and geologic implications. Geochim. Cosmochim. Acta, 41, 279-288.

INDARES, A. & MARTIGNOLE, J. (1985): Biotite-garnet geothermometry in the


granulite facies: the influence of Ti and Al in biotite. Amer. Mineral., 70, 272-278.

I.U.G.S. (1973): Plutonic rocks. Classification and nomenclature recommended by


IUGS. Subcommission on the Systematics of Igneous Rocks. Geotimes, 18, n. 10,
26-30.

JACOBSHAGEN, V., RISCH, H. & ROEDER, D. (1976): Die eohellenische Phase.


Definition und Interpretation. Z. d. geol. Ges., 127, 133-145, Hannover.

210
JACOBSHAGEN, V., DURR, S., KOCKEL, F., KOPP, K.O. & KOWALCZYK,
G., with contributions of BERCKHEMER, H. & BUTTNER, D. (1978): Structure
and Geodynamic Evolution of the Aegean region. In: Alps, Appenines, Hellenides
(edited by CLOOS, H., ROEDER, D. & SCHMIDT, K.). Schweizerbart, Stuttgart,
537-564.

JAMTVEIT, B. & ANDERSEN, T.B. (1992): Morphological instabilities during


rapid growth of metamorphic garnets. Phys. Chem. Minerals, 19, 176-184.

JANSEN, J.B.H. (1973): Geological map of Greece 1:50000, Naxos Island. Inst. of
Geol. and Miner. Res. (I.G.M.R.), Athens.

JANSEN, J.B.H. (1977): The geology of Naxos. Geol. Geophys. Research, 19, n. 1,
1-100, Athens.

JANSEN, J.B.H. & SCHUILING, R.D. (1976): Metamorphism on Naxos: petrology


and geothermal gradients. Amer. J. Sci., 276, 1225-1253.

JOHANNSEN, A. (1932): A descriptive petrography of the igneous rocks. Univ. of


Chicago Press, vol. II, 120-124.

JOHNSON, M.C. & RUTHERFORD, M.J. (1989): Experimental calibration of the


aluminum-in-hornblende geobarometer with application to Long Valley caldera
(California) volcanic rocks. Geology, 17, 837-841.

JOLIVET, L., DANIEL, J.M., TRUFFERT, C. & GOFFE, B. (1994): Exhumation


of deep crustal metamorphic rocks and crustal extension in arc and back-arc regions.
Lithos, 33, 3-30.

JOLLIFF, B.L. PAPIKE, J.J. & SHEARER, C.K. (1986): Tourmaline as a recorder
of pegmatite evolution: Bob Ingersoll pegmatite, Black Hills, South Dakota.
Amer. Mineral. 71, 472-500.

211
JONES, G. & ROBERTSON, A.H.F. (1991): Tectonostratigraphy and evolution of
Mesozoic Pindos ophiolite and related units northwestern Greece. J. geol. Soc.
London, 148, 267-288.

ΚΑΤΑΓΑΣ, Χ. (1981): Συµβουλή στη γνώση της γεωλογίας των Κυκλάδων:


Πετρογένεση των µεταµορφωµένων πετρωµάτων της νήσου Γυάρου. ∆ιατριβή επί
υψηγεσία, 150 σ., Παν. Πατρών.

KATSIKATSOS, G. (1976): La structure tectonique de l’ Attique et de l’ ile d’


Eubee. Bull. Soc. Geol. France,19, 75-80.

KATSIKATSOS, G., MIGIROS, G., TRIANTAPHYLLIS, M., METTOS, A.


(1986): Geological structure of internal Hellenides (E. Thessaly – SW. Macedonia,
Euboea – Attica – Northern Cyclades Islands and Lesbos): Geol. & Geoph. Res.,
Special Issue, 191-212, I.G.M.E., Athens.

KATZIR, Y., MATTHEWS, A., GARFUNKEL, Z., SCHLIESTEDT, M. &


AVIGAD, D. (1996): The tectono-metamorphic evolution of a dismembered ophiolite
(Tinos, Cyclades, Greece). Geol. Mag., 133(3), 237-254.

KNOWLES, C.R. (1987): A basic program to recast garnet end members. Computers
and Geosciences, 13, 655-658.

KOHLMANN, A. (1978): Die Überprägung hochdruckmetamorpher Serien auf der


Insel Tinos, Kykladen (Griechenland). Diploma thesis, Technische Universität
Braunschweig, 106p.

KTENAS, C.A. (1969): La geologie de l’ ile de Nikaria. Geol. Geophys. Res., 13,
58-86, Athens. (ed. MARINOS posthum).

KWAK, T.A.P. (1987): W-Sn skarn deposits and related metamorphic skarns and
granitoids: Developments in Economic Geology, 24, Elsevier, Amsterdam, 451p.

212
LALONDE, A.E. & BERNARD, P. (1993): Composition and color of biotite from
Granites: Two useful properties in the characterization of plutonic suites from the
Hepburn internal zone of Wopmay Orogen, northwest territories. Canadian
Mineralogist, 31, 203-217.

LEAKE, B.E. (1967): Zoned garnets from the Galway Granite and its aplites. Earth
Planet Sci. Lett., 3, 311-316.

LEAKE, B.E. (1978): Nomenclature of amphiboles. Amer. Mineral., 63, 1023-1052.

LEAKE, B.E. (1990): Granite magmas: their sources, initiation and consequences of
emplacement. J. geol. Soc. Lond., 147, 579-589.

LEE, J. & LISTER, G.S. (1992): Late Miocene ductile extension and detachment
faulting, Mykonos, Greece. Geology, 20, 121-124.

LEE, D.E., MAYES, R.E., LOENEN, R.E., VANROSE, H.J. (1969): Accessory
sphene from hybrid rocks of the Mt Wheeler mine area, Nevada. U.S. Geol. Surv. Prof.
Paper 650 B, B31-46.

LISTER, G.S., BANGA, G. & FEENSTRA, A. (1984): Metamorphic core


complexes of Cordilleran type in the Cyclades, Aegean Sea, Greece. Geology, 12,
221-225.

LISTER, G.S. & DAVIES, G.A. (1989): The origin of metamorphic core complexes
and detachment faults formed during Tertiary continental extension in the northern
Colorado River region, USA. J. Struct. Geol., 11, 65-94.

LONDON, D. & MANNING, D.A.C. (1995): Chemical Variation and Significance


of Tourmaline from Southwest England. Econom. Geol., 90, 495-519.

MANNING, D.A.C. (1982): Chemical and morphological variation in tourmalines


from the Hub Kapong batholith of peninsular Thailand. Mineral. Magaz., 45, 139-147.

213
MANNING, D.A.C. (1983): Chemical variation in garnets from aplites and
pegmatites, peninsular Thailand. Mineral. Magaz., 47, 353-358.

ΜΑΡΙΝΟΣ, Γ.Π. & PETRASCHECK, W.E. (1956): Λαύριον. Γεωλ. Γεωφυσ.


Μελέται, τοµ. 4, αριθµ. 1, 1-247, Αθήνα.

MARKS, P. & SCHUILING, R.D. (1965): Sur la presence du Permien superieure


non-metamorphique à Naxos. Prakt. Akad. Athenon, 40, 96-99.

MASSONE, H.J. & SCHREYER, W (1986): High pressure syntheses and X – ray
properties of white micas in the system. Κ2Ο – MgO – Al2O5 – H2O. N. Jb. Miner.
Abh., 153/2, 177-215.

MASTRAKAS, N. & ST. SEYMOUR, K. (2000): Geochemistry of Tinos granite: a


window to the Miocene microplate tectonics of the Aegean region. N. Jb. Miner. Abh.,
175, 295-315.

MEINERT, L.D. (1992): Skarns and Skarn deposits. Geoscience Canada, 19, 145-162.

ΜΕΛΙ∆ΩΝΗΣ, Ν.Γ. (1980): Γεωλογική δοµή και κοιτασµατολογία της νήσου Τήνου
(Κυκλάδες) (Πρόδροµη Μελέτη). Ειδικαί Μελέται επί της Γεωλογίας της Ελλάδος,
Ι.Γ.Μ.Ε., Αθήναι, 80 σελ.

MEISSNER, B. (1976): Das Neogene von Ost-Samos, Sedimentationsgeschichte und


Korrelation. N. Jb. Geol. Palaont., 152(2), 161-176.

MEULENKAMP, J.E.,WORTEL, M.J.R., VAN WAMEL, W.A., SPAKMAN,


W.E. & HOOGERDUYN STRATING, E. (1988): On the Hellenic subduction zone
and geodynamic evolution of Crete since the late Middle Miocene. Tectonophysics,
146, 203-215.

MILLER, C.F. & STODDARD, E.F. (1978): Origin of garnet in granitic rocks: An
example of the role of Mn from the Old Woman – Piute Range, California. Geol. Soc.
America Abs. with Prog., 10, 456.

214
MILLER, C.F. & STODDARD, E.F. (1981): The role of manganese in the
paragenesis of magmatic garnet: An example from the Old Woman-Piute Range,
California. J. Geol., 89, 233-246.

MILLER, C.F., STODDARD, E.F., BRADFISH, L.J. & DOLLASE, W.A. (1981):
Composition of plutonic muscovite: genetic implications. Can. Mineral., 19, 25-34.

MINOUX, L. BONNEAU, M. & KIENAST, J.R. (1980): L’ ile d’ Amorgos une


fenetre des zones externes, au cœur de l’ Egee (Grece), metamorphisee dans le facies
schistes blues. C. R. Acad. Sci. Paris, 291, 745-748.

MONGIORGI, R.& DI SANSEVERINO, L.R. (1968): A reconsideration of the


structure of titanite, CaTiOSiO4. Mineral. Petrogr. Acta, 14, 123-141.

MONIER, G. & ROBERT, J.L. (1986): Titanium in muscovites from two-mica


granites: substitutional mechanism and partition with coexisting biotites. N. Jb. Miner.
Abh., 153, 147-161.

MONIER, G., MERGOIL-DANIEL, J. & LABERNARDIÈRE, H. (1984):


Generations successives de muscovites et feldspaths potassiques dans les leurogranites
du Millevaches (Massif Central français) Bull. Minéral.,107, 55-68.

ΜΠΟΡΟΝΚΑΫ, Κ.Α. (1995): Γεωτεκτονική εξέλιξη των κυκλάδων νήσων.


∆ιδακτορική ∆ιατριβή, Παν. Πατρών, 186 σελ.

NEMEC, D. (1968): Fluorine in tourmalines. Contrib. Mineral. Petrol., 20, 235-243.

NEWBERRY, R.J. (1980b): The geochemistry of tungsten deposition in skarn


deposits –a field and theoretical approach (abs.). Geol. Soc. America, Abstracts with
Programs, 12, 492.

NEWBERRY, R.J. (1983): The formation of subcalcic garnet in scheelite-bearing


skarns. Can. Mineral., 21, 529-544.

215
NEWBERRY, R.J. (1998): W- and Sn-skarn deposits: A 1998 status report:
Mineralogical Association of Canada Short Course Series, 26, 289-335.

NEWBERRY, R.J. & EINAUDI, M.T. (1981): Tectonic and geochemical setting of
tungsten skarn mineralization in the Cordillera. Arizona Geol. Soc. Digest., 14,
99-112.

NEWBERRY, R.J. & SWANSON, S.E. (1986): Scheelite skarn granitoids: An


evaluation of the roles of magmatic source and process. Ore Geol. Reviews, 1, 57-81.

NEWMAN, A. C. D. & BROWN, G. (1987): The chemical constitution of clays. In:


NEWMAN, A. C. D. (ed), Chemistry of clays and clay minerals, Wiley, New York,
1-128.

NICKEL, E.H. & MANDARINO, J.A. (1988): Procedures involving the IMA
Commission on New Minerals and Mineral Names, and guidelines on mineral
nomenclature. Mineral. Mag. 52, 275-292.

NOCKOLDS, S.R. (1947): The relation between chemical composition and


paragenesis in the biotite micas of igneous rocks. Amer. J. Sci., 245, 401-420.

OBERTI, R., ., ROSSI, G. & SMITH, D.C. (1991): X-ray crystal structure
refinement studies of the TiO↔Al(OH, F) exchange in high-aluminum-sphenes. Terra
Cognita, 5, 428 (abstract).

OBERTI, R., SMITH, D.C., ROSSI, G. & CANCIA, F. (1991): The crystal –
chemistry of high – aluminium titanites. Eur. J. Mineral., 3, 777-792.

OCKENGA, E. (1990): Die Metebauxite in der Zentralägäis, Griechenland. Dr. rer.


nat. thesis, Technische Universität Braunschweig.

OKRUSCH, M. & BRÖCKER, M. (1990): Eclogites associated with high-grade


blueschists in the Cyclades archipelago, Greece: A review. Eur. J. Mineral, 2, 451-478.

216
O’ NIONS, R.K., HAMILTON, P.J. & EVENSEN, N.M. (1977): Variations in
143
Nd/144Nd and 87Sr/86Sr Ratios in Oceanic Basalts. Earth Planet. Sci. Lett., 34, 13-22.

ΠΑΝΤΟΥΛΑΣ, Κ. (1986): Έκθεση αποτελεσµάτων δειγµατοληψίας panning στην


νήσο Τήνο. (Πρόδροµη µελέτη). Αδηµοσίευτη εκθεση, Ι.Γ.Μ.Ε., ∆/νση
Κοιτασµατολογίας, Αθήναι, 20 σελ.

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΑΚΗΣ, Ι. (1965): Παρατηρήσεις επί της µεταλλοφορίας των


σερπεντινιτών της νήσου Τήνου. Πρακτ. Ακαδ. Αθ., 40, 359-370.

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΑΚΗΣ, Ι. (1966): Τα εις την µαρµαρικήν τέχνην χρήσιµα πετρώµατα


της Ελλάδος. Ann. Géol. d. Pays Hellèn., 18, 193-270.

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΑΚΗΣ, Ι. (1969): H εµφάνισις θαλασσίου Μειοκαίνου στην νήσο


Πάρο. Πρακτικά Ακαδηµίας Αθηνών, 43(1968), 368-376.

PAPANIKOLAOU, D. (1979a): Unites tectoniques et phases de deformation dans l’


ile de Samos, Mer Egee, Greece. Bull. Soc. Geol. France, 7, 745-752.

PAPANIKOLAOU, D. (1979b): Contribution to the geology of the Aegean sea: the


island of Paros. Ann. Geol. Pays Hellen., 30, 65-96.

ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ, Σ.Ε. & ΠΑΝΤΟΥΛΑΣ, Κ. (1992): Πρόδροµη έκθεση για τα


αποτελέσµατα της κοιτασµατολογικής έρευνας στην νήσο Τήνο. (Η µεταλλοφορία
σεελίτη). Αδηµοσίευτη εκθεση, Ι.Γ.Μ.Ε., ∆/νση Κοιτασµατολογίας, Αθήναι, 188 σελ.

PAPASTAVROU, S. & PARITSIS, S. (1990): Volcanic hosted W-mineralisation on


the island of Tinos, Cyclades, Greece. In: Savascin, M.Y. & Eronat, A.H. (eds):
International Earth Sciences Congress on Aegean Regions, Prceedings v.1, 59-73,
Izmir, Turkey.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ, Γ. & ΚΑΝΑΚΗ, Φ. (1972): Η γένεσης των Ελληνικών


οφιτοασβεστιτών. ∆ελτ. Ελλ. Γεωλ. Εταιρ., 9/2, 413-451.

217
PAPIKE, J.J., CAMERON, K.L. & BALDWIN, K. (1974): Amphiboles and
pyroxenes: Characterization of other than quadrilateral components and estimates of
ferric iron from microprobe data. Geol. Soc. Am. abstr. with programs, 6, 1053-1054.

PATTISON, D.R.M. & NEWTON, R.C. (1989): Reversed experimental calibration


of the garnet-clinopyroxene Fe-Mg exchange thermometer. Contrib. Mineral. Petrol.,
101, 87-103.
PATZAK, M. (1988): Der Amphibolit-Gneis-Körper von Akrotiri, Insel Tinos
(Griechenland). Unpubl. Diploma Thesis, Universität Würzburg, 106p.

PATZAK, M., OKRUSCH, M. & KREUZER, H. (1994): The Akrotiri unit on the
island of Tinos, Cyclades, Greece: witness to a lost terrane of Late Cretaceous age.
N. Jahrb. Geol. Paläont. Abh., 194, 211-252.

PAUL, B.J. ČERNÝ, P. & CHAPMAN, R. (1981): Niobian titanite from the Huron
Claim Pegmatite, Southeastern Manitoba. Canad. Mineral., 19, 549-552.

PEACOR, D.R. & DUNN, P.J. (1988): Dollaseite-(Ce) (magnesium orthite


redefined): Structural refinement and implications for F+M2+ substitutions in epidote-
group minerals. Amer. Mineral., 73, 838-842.

PEARCE, J.A., HARRIS, N.B.W. & TINDLE, A.G. (1984): Trace Element
Discrimination Diagrams for the Tectonic interpretation of Granitic Rocks. J. Petrol.,
25, 956-983.

PE-PIPER, G. (2000): Origin of S-type granites coeval with I-type granites in the
Hellenic subduction system, Miocene of Naxos, Greece. Eur. J. Mineral., 12, 859-875.

PE-PIPER, G., KOTOPOULI, C.N. (1997): Geochemistry of metamorphosed mafic


rocks from Naxos (Greece): the pre-cenozoic history of cycladic crystalline belt.
Ofioliti, 22(2), 239-249.

PE-PIPER, G., KOTOPOULI, C.N., PIPER, D.J.W. (1997): Granitoid rocks of


Naxos, Greece: regional geology and petrology. Geological Journal, 32, 153-171.

218
PETERSON, R.C. & MACFARLANE, D.B. (1993): The rare-earth-element
chemistry of allanite from the Grenville Province. Canadian Mineralogist, 31, 159-166.

PHILIPPSON, A. (1901): Beiträge zur Kenntnis der griechischen Inselwelt. Gotha.

PITCHER, W.S. & BERGER, A.R. (1972): The Geology of Donegal: a study of
granite emplacement and unroofing. Wiley Interscience, London.

POVONDRA, P. (1981): The crystal chemistry of tourmalines of the schorl-dravite


series. 1981 Acta Universitatis Caroline – Geologica, 223–264.

RATH, G. (1882): Durch Italien und Griechenland nach dem heiligen Lande.
Heidelberg.

RAY, G.E. (1995): W-skarns in selected British Columbia mineral deposit profiles.
Ed. Lefebure & Ray, British Columbia Ministry of Energy of Employment and
Investment, Open File, 1, 71-74.

REINECKE, T. (1983): Mineralogie und Petrologie der mangan- und eisenreichen


Metasedimente von Andros/ Kykladen/ Griechenland. Dr. rer.nat. thesis, Technische
Universität Braunschweig, 256p.

REINECKE, T., ALTHERR, R., HARTUNG, B., HATZIPANAGIOTOU, K.,


KREUZER, H., HARRE, W., KLEIN, H., KELLER, J., GEENEN, E. & BÖGER,
H. (1982): Remnants of a Late Cretaceous High Temperature Belt on Island of Anafi
(Cyclades, Greece). N. Jb. Miner. Abh., 145, 157-182.

REINECKE, T., OKRUSCH, M. & RICHTER, P. (1985): Geochemistry of ferro-


manganoan metasediments from the island of Andros, Cycladic blueschist belt,
Greece. Chem. Geol., 53, 249-278.

RIBBE, P.H. (1980): Titanite (Sphene) In: Ribbe, P.H. (ed): Reviews in Mineralogy:
Orthosilicates, vol. 5, Mineral, Soc. Amer., Washington, 137-154.

219
RIBBE, P.H. (1982): Titanite (sphene). In: Ribbe, P.H. ed. 1982, Reviews in
Mineralogy: Othosilicates, Mineral. Soc. Amer., v. 5, 137-154.

RICKWOOD, P.C. (1968): On recasting analyses of garnet into the end member
mole cules. Contrib. Mineral. Petrol., 18, 175-198.

RIDLEY, J. (1984b): Listric normal faulting and the reconstruction of the


synmetamorphic structural pile of the Cyclades. In: The Geological Evolution of the
Eastern Mediterranean, edited by DIXION, J.E. & ROBERTSON, A.H.F. Spec.Publ.
Geol. Soc. Lond., 17, 755-762.

RING, U., LAYER, P.W. & REISCHMANN, T. (2001): Miocene high-pressure


metamorphism in the Cyclades and Crete, Aegean Sea, Greece: Evidence for large-
magnitude displacement on the Cretan detachment. Geology, 29, 395-398.

ROBERT, J.L. (1975): An experimental study of phlogopite solid solution in the


system Κ2Ο–MgO–Al2O3–SiO2–H2O, solubility of titanium in phlogopite solid
solutions. Geol. Soc. Amer. abstracts with programs, 7, 845-846.

ROBERTSON, A.H.F. & DIXON, J. (1984): Introduction: aspects of the geological


evolution of the Eastern Mediterranean. In: The Geological Evolution of the Eastern
Mediterranean, edited by DIXON, J.E. & ROBERTSON, A.H.F. Geol. Soc. London
Spec. Publ. 17, 1-74.

ROBINSON, P., ROSS, M. & JAFFE, H.W. (1971): Composition of the


anthophyllite-gedrite series: comparisons of gedrite and hornblende and the
anthophyllite- gedrite solvus. Amer. Mineral., 56, 1005-1041.

ROBINSON, P., SPEAR, F.S., SCHUMACHER, J.C., LAIRD, J., KLEIN, C.,
EVANS, B.W. & DOOLAN, B.L. (1982): Phase relations of metamorphic
amphiboles: Natural occurence and theory. In: VEBLEN, D.R. & RIBBE, P.H. (eds):
Amphiboles: Petrology and experimental phase relations. Mineral. Soc. Amer.,
Reviews in Mineralogy, 9B, 1-228.

220
ROEDDER, E. (1984): Fluid inclusions. In RIBBE, P.H. (ed): Reviews in
Mineralogy, v. 12, Mineral. Soc. Amer.

ROESLER, G. (1978): Relics of non-metamorphic sediments on Central Aegean


Islands. In: Alps, Apennines, Hellenides, edited by Cloos,H., Roeder, D. & Schmidt,
K., 480-481, Schweizerbart, Stuttgart.

ROSENBERG, P.E. & FOIT, F.F. (1979): Synthesis and characterization of alkali-
free tourmaline. Amer. Mineral, 64, 180-186.

ROSSMAN G.R. (1986): The hydrous content of garnets. Abstrats and Program of the
fourteenth General Meeting of the International Mineralogical Association, Stanford,
California, p. 213.

RUSSELL, J.K. GROAT L.A. & HALLERAN, A.A.D. (1994): Lreerich niobian
titanite from mount Bisson, British Columbia: Chemistry and Exchange mechanisms.
Can. Mineral., 32, 575-587.

SAHAMA, T.G. (1946): On the chemistry of the mineral titanite. C. R. Soc. Geol.
Finland, 19 (138), p. 88-120.

SAHAMA, TH.G. VON KNORRING, O. & TORNOOS, R. (1979): On tourmaline


Lithos, 12, 109-114.

SALEMINK, J. (1985): On the geology and petrology of Serifos island (Cyclades,


Greece). Ann. Geol. Pays Hellen., 33, 342-365.

SALEMINK, J. & SCHUILING, R.D. (1987): A two-stage, transient heat and mass
transfer model for the granodiorite intrusion at Serifos, Greece, and asssociated
formation of contact metasomatic skarn and Fe-ore deposites. In: Chemical Transport
in Metasomatic Processes, edited by HELGESON, H.C., 547-575, Reidel Publishing
Company.

221
ΣΑΜΠΩ, Β. & ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, ∆. (1976): Η συµβολή της γεωµορφολογικής
ανάλυσης στην µελέτη των κινήσεων του φλοιού στην περιοχή του Αιγαίου. Πρακτ.
Ακαδ. Αθ., 51, 86-96.

SANCHEZ-GOMEZ, M., AVIGAD, D. & HEIMANN, A. (2002): Geochronology


of clasts in allochthonous Miocene sedimentary sequences on Mykonos and Paros
islands: implications for back-arc extension in the Aegean Sea. J. Geol. Soc. London,
159, 45-60.

SATO, K. (1980): Tungsten skarn deposit of the Fujigatani mine, Southwest Japan.
Econ. Geol., 75, 1066-1082.

SAWKA, W.N. (1988): REE and trace element variations in accessory minerals and
hornblende from the strongly zoned McMurry Meadows Pluton, California.
Transactions of the Royal Society of Edinburgh: Earth Sciences, 79, 157-168.

SAWKA, W.N., CHAPPEL, B.W. & NORRISH, K. (1984): Light-rare-earth-


element zoning in sphene and allanite during granitoid fractionation. Geology, 12,
131-134

SCHLIESTEDT, M., ALTHERR, R. & MATTHEWS, A. (1987): Evolution of the


Cycladic Crystalline Complex: petrology, isotope geochemistry and geochronology.
In: Chemical Transport in Metasomatic Processes, edited by HELGESON, H.C., 389-
428, Reidel Publishing Company.

SCHLIESTEDT, M. & OKRUSCH, M. (1988): Meta-acidites and silicic


metasediments related to eclogites and glaucophanites in Northern Sifnos. In:
Developments in Petrology: Eclogites and Eclogite-facies rocks, edited by Smith, D.C,
291-334, Elsevier, Amsterdam.

SCHMIDT, M.W. (1992): Amphibole composition in tonalite as a function of


pressure: an experimental calibration of the Al-in-hornblende barometer. Contrib.
Mineral. Petrol., 110, 304-310.

222
SCHUILING, R.D. (1962): On petrology, age and structure of the Menderes
migmatite complex (SW Turkey). Bull. Min. Res. Expl. Inst. Turkey, 53.

SEMENOV, E.I. (1958): Relationship between composition of rare earths and


composition and structures of minerals. Geochemistry, 574-586.

SHAKED, Y., AVIGAD, D. & GARFUNKEL, Z. (2000): Alpine high-pressure


metamorphism at the Almyropotamos Window (Southern Evia, Greece). Geol. Mag.,
137, 367-380.

SIBSON, R.H. (1975): Generation of pseudotachylite by ancient seismic faulting.


Geophys. J. R. Astron. Soc., 43, 775-794.

SKARPELIS, N. & LIATI, A. (1990): The prevolcanic basement of Thera at


Athinios: Metamorphism, Plutonism and Mineralisation. Proc. 3rd International
Congress "Thera and the Aegean World III", Hardy, D.A. (ed.), The Thera Foundation,
London, 2, 172-182.

SKARPELIS, N., KYRIAKOPOULOS, K. & VILLA, I. (1992): Occurrence and


40
Ar/39Ar dating of a granite in Thera (Santorini, Greece). Geol. Rundsch., 81/3,
729-735.

SMITH, D.C. (1988): A review of the peculiar mineralogy of the “Norwegian Coesite
– Eclogite Province”, with crystal – chemical, petrological, geochemical and
geodynamical notes and an extensive bibliography. In: Eclogites and Eclogite – Facies
Rocks, Smith, D.C. ed, Elsevier, Amsterdam, 1-206.

SORENSEN, S.S. (1991): Petrogenetic significance of zoned allanite in garnet


amphibolites from a paleo-subduction zone: Catalina Schist, southern California.
Amer.Mineral., 76, 589-601.

SPEER, J.A. & GIBBS, G.V. (1976): The crystal structure of synthetic titanite,
CaTiOSiO4, and the domain textures of natural titanites. Amer. Mineral., 61, 238-247.

223
STAATZ, M.H., CONKLIN, N.M. & BROWNFIELD, I.K. (1977): Rare earths,
thorium and other minor elements in sphene from some plutonic rocks in West –
Central Alaska.J. Res., 5, 623-628.

ST. SEYMOUR, K., MASTRAKAS, N., TOMBROS, S., ZOUZIAS, D.,


WILLIAM-JONES, A., SPRY, P., DENES, G. & KRANIDIOTIS, P. (2005):
Scheelite Skarn Mineralization Related to Tinos Pluton, Cyclades,Aegean Sea, Hellas.
Canadian Mineralogist (in press).

STOLZ, J., ENGI, M., RICKLI, M. (1997): Tectonometamorphic evolution of SE


Tinos, Greece. Schweiz. Mineral. Petrogr. Mitt., 77, 209-231.

STONE, M. (1988): The significance of almandine garnets in the Lundy and


Dartmoor granites. Mineral. Mag., 52, 651-658.

STRECKEISEN, A. & LE MAITRE, R.W. (1979): A chemical approximation to the


modal QAPF classification of the igneous rocks. N. Jb. Miner. Abh., 136, 169-206.

STRONG, D.F. (1981): A Model for Granophile Mineral Deposits. Geoscience


Canada, v. 8, n. 4, series 3, 58-66.

SUN, S.S. (1980): Lead Isotopic Study of Young Volcanic Rocks from Mid-Ocean
Ridges, Ocean Islands and Islands Arcs. Phil. Trans. R. Soc. Lond., A 297, 409-445.

SWANSON, S.E. (1979): The effect of CO2 on phase equilibria and crystal growth in
the system Kspar–Ab–An–Qz–H2O–CO2. Amer. J. Sci., 279, 703-720.

TAYLOR, H.P.Jr, (1980): The effects of assimilation of country rocks by magmas on


18
O/16O and 87
Sr/86Sr systematics in igneous rocks. Earth Planet. Sci. Lett., 47,
243-254.

TAYLOR, S.R. & MCLENNAN, S.M. (1985): The Continental Crust: Its
Composition and Evolution. Blackwell Scientific Publications, Oxford.

224
THIEBLEMONT, D. & CABANIS, B. (1990): Utilisation d’ un diagramme
(Rb/100) – Tb – Ta pour la discrimination geochimique et l’ etude petrogenetique des
roches magmatiques acides. Bull. Soc. geol. France, 8, t. VI, 1, 23-35.

TOMBROS, S. (2001): The Au-Ag-Te polymetallic mineralization of Tinos Island,


Cyclades, Aegean. Unpubl. PhD Thesis, Univer. of Patras, Hellas, 450p.

TOMBROS, S., ST. SEYMOUR, K., WILLIAMS-JONES, A. & SPRY, P. (2005):


Panormos Bay Au-Ag-Te polymetallic mineralization, Tinos Island, Cyclades, Hellas.
Economic Geology (in press).

TSANG, T. & GHOSE, S. (1973): Nuclear magnetic resonance of 1H, 7L, 11


B, 23
Na
and 27Al in tourmaline (elbaite). Amer. Mineral., 58, 224-229.

ΤΣΙΚΟΥΡΑΣ, Β.Α. (1992): Οι οφιόλιθοι της νήσου Σαµοθράκης. ∆ιδακτορική


διατριβή, 435 σ., Παν. Πατρών.

TULLOCH, A.J. (1979): Secondary Ca – Al Silicates as low – grade alteration


products of granitoid biotite. Contrib. Mineral. Petrol., 69, 105-117.

VANCE, J.A. (1962): Zoning in igneous plagioclase: normal and oscillatory zoning.
Amer. J. Sci., 260, 746-760.

VAN DER MAAR, P.A. (1980): The geology and petrology of Ios, Cyclades, Greece.
Ann. Geol. Pays Hellen., 30, 206-224.

VAN DER MAAR, P.A., FEENSTRA, A., MANDERS, B. & JANSEN, J.B.H.
(1981): The petrology of the island of Sikinos, Cyclades, Greece, in comparison with
that of the adjacent island of Ios. N. Jb. Miner. Mh., 1981,459-469.

VAN DER MAAR, P.A. & JANSEN, J.B.H. (1983): The geology of the
polymetamorphic complex of Ios, Cyclades, Greece and its significance for the
Cycladic Massif. Geol. Rdsch., 72, 283-299.

225
VAN HINSBERGEN, D.J.J., LANGEREIS, C.G. & MEULENKAMP, J.E.
(2005):Revision of the timing, magnitude and distribution of Neogene rotations in the
western Aegean region. Tectonophysics, 396, 1-34.

VEIZER, J. & COMPSTON, W. (1974): 87Sr/86Sr Composition of Sea Water during


the Phanerozoic. Geochim. Cosmochim. Acta., 38, 1461-1484.

VENNUM, W.R. & MEYER, C.E. (1979): Plutonic garnets from the Werner
batholith, Lassiter Coast, Antarctic Peninsula. American Mineralogist, 64, 268-273.

VYHNAL, C.R., MCSWEEN, H.Y.Jr & SPEER, J.A. (1991): Hornblende


chemistry in southern Appalachian granitoids: Implications for aluminum hornblende
thermobarometry and magmatic epidote stability. American Mineralogist, 76, 176-188.

WALCOTT, C.R. & WHITE, S.H. (1998):Constraints on the kinematics of post-


orogeic extension imposed by stretching lineations in the Aegean region.
Tectonophysics, 298, 155-175.

WALENTA, K. & DUNN, P.J. (1979): Ferridravite, a new mineral of the tourmaline
group from Bolivia. Amer. Mineral., 64, 945-948.

WANG, G. & BANNO, S. (1987): Non stoichiometry of interlayer cations in micas


from low – to middle – grade metamorphic rocks in the Ryoke and the Sambagawa
belts, Japan. Contrib. Mineral. Petrol., 93, 313-319.

WANKE, H., DREIDUS, G. & JAGOUTZ, E. (1984): Mantle chemistry and


accretion history of the Earth. Archean Geochemistry, 1-24.

WARREN, R.C. (1970): Electron microscope investigations of almandine garnets


from a quartz diorite stock and adjacent metamorphic rocks, British Columbia. EOS,
51, 444.

WEINBERG, R.F. & PODLADCHIKOV, Y. (1994): Diapiric ascent of magmas


through power law crust and mantle. J. Geophys. Resear., v. 99, n. B5, 9543-9559.

226
WICKHAM, S.M. (1987): Segregation and emplacement of granitic magmas. J. Geol.
Soc. London, 144, 281-297.

WIJBRANS, J.R., MCDOUGALL, I. (1988): Metamorphic evolution of the Attic


40
Cycladic Metamorphic Belt on Naxos (Cyclades, Greece) utilizing Ar-39Ar age
spectrum measurements. J. Metamorph. Geol., 6, 1-23.

WIJBRANS, J.R., VAN WEES, J.D., STEPHENSON, R.A. & CLOETINGH,


S.A.P.L. (1993): Pressure-temperature-time evolution of the high-pressure
metamorphic complex of Sifnos, Greece. Geology, 21, 443-446.

WU, T.W. & KERRICH, R. (1986): Compined oxygen isotope compositional studies
of some granitoids from the Grenville, Ontario, Canada, Implicaitons for source
regions. Can. J. Earth Sci., 23, 1420-1432.

WYLLIE, P.J. (1979): Magmas and volatile components. Amer. Mineral. 64.,
469-500.

WYLLIE, P.J., COX, K.G. & BIGGAR, G.M. (1962): The habit of apatite in
synthetic systems and igneous rocks. J. Petrol., 3, 238-243.

ZACHARIASEN, W.H. (1930): The crystal structure of titanite. Z. Kristallogr., 73,


7-16.

ZEN, E-an. (1981): Metamorphic mineral assemblages of slightly calcic pelitic rocks
in the around the Taconic Allochthon, Southwestern Massachusetts and adjacent
Connecticut and New York. U.S. Geol. Surv. Prof. Paper, 1113, 1-128.

ZHANG, Y.G. & FRANTZ, J.D. (1990): Determination of the homogenization


temperatures and densities of supercritical fluids in the system NaCl–KCl–CaCl2–H2O,
using synthetic fluid inclusions. Chem. Geol., 64, 335–350.

227
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

228

You might also like