Professional Documents
Culture Documents
Beltiosi
Beltiosi
ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΦΥΤΩΝ
ΑΡΧΕΣ & ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΤΟΚΑΤΛΙΔΗΣ
ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ 2007
1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 5
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΚΙΛΙΑΣ 13
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΕΙΔΗ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ 15
ΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ 19
ΕΓΓΕΝΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ 19
ΑΓΕΝΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ 23
ΠΟΙΟΤΙΚΑ – ΠΟΣΟΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ 24
ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ 24
ΠΟΣΟΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ 25
Β΄ ΑΡΧΕΣ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ
ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΣΤΑΔΙΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ 39
ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ 39
ΣΤΑΔΙΑ ΒΕΛΤΙΩΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ 42
Η ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΠΑΡΑΛΛΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑ 45
ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΦΥΣΙΚΗΣ ΠΑΡΑΛΛΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 45
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΛΛΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 47
ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΓΕΝΕΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ 52
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ 55
Η ΕΤΕΡΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ 56
Η ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ 65
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ 68
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΟΤΥΠΟΥ 68
Η ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΓΕΝΟΤΥΠΟΥ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ 71
4
Γ΄ ΜΕΘΟΔΟΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ
ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ 113
Η ΜΑΖΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ 115
Η ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ 123
ΜΕΘΟΔΟΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ ΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΓΟΝΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΑ 132
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΥΒΡΙΔΙΩΝ 132
ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΑΝΕΠΙΛΟΓΗΣ 135
Η ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΤΕΡΩΣΗΣ 144
Η ΚΥΨΕΛΩΤΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΣΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΥΒΡΙΔΙΩΝ 155
Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗΣ 162
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 165
5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ζωή του ανθρώπου είναι στενά εξαρτημένη από τα καλλιεργούμενα
φυτά. Τρόφιμα (φυτικά και ζωικά), ένδυση, θέρμανση, φαρμακευτικά
προϊόντα, κατοικία, ακόμη και ψυχαγωγία συνδέονται άμεσα με τα
γεωργικά προϊόντα φυτικής προέλευσης. Η αύξηση του πληθυσμού έχει σαν
αποτέλεσμα την ανάγκη για παραγωγή όλο και μεγαλύτερων ποσοτήτων
προϊόντων φυτικής προέλευσης. Η αυξημένη παραγωγή προφανώς
επιτυγχάνεται με αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, αυτές όμως δεν
είναι ανεξάντλητες. Από την άλλη το γενικότερο μοντέλο οικονομικής
ανάπτυξης των τελευταίων χρόνων απαιτεί παραγωγή αγροτικών προϊόντων
με όσο γίνεται μικρότερο κόστος για λόγους ανταγωνιστικότητας. Επίσης η
βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στις αναπτυγμένες χώρες οδήγησε στην
απαίτηση για προϊόντα υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών. Στην
ικανοποίηση των αναγκών για αυξημένη παραγωγικότητα, μικρότερο
κόστος παραγωγής και βελτιωμένη ποιότητα αγροτικών προϊόντων σε
μεγάλο βαθμό συμβολή έχει η επιστήμη της Βελτίωσης των φυτών.
Με τον όρο βελτίωση φυτών νοείται η τέχνη και επιστήμη χειρισμού
του γενετικού υλικού των φυτών για τη δημιουργία νέου γενετικού υλικού
και για τη βελτίωσή του. Η τέχνη της βελτίωσης βασίζεται στη δεξιοτεχνία
του βελτιωτή να παρατηρεί φυτά με ιδιαίτερα οικονομικά, περιβαλλοντικά,
διατροφικά ή και αισθητικά χαρακτηριστικά. Αποτελεί εφαρμοσμένη
γενετική επιστήμη που αξιοποιεί τις βασικές αρχές που διέπουν τη
κληρονομικότητα, καθώς και τη δράση και αλληλεπίδραση των γονιδίων. Η
βελτίωση παρεμβαίνει στη μεταβίβαση του γενετικού υλικού από γενεά σε
γενεά, καθορίζοντας ποια γονίδια θα επιβιώσουν και ποια θα εξαλειφθούν
που σημαίνει ότι αποτελεί παράγοντα τεχνητής εξέλιξης των ειδών. Στόχος
της είναι η παραγωγή ποικιλιών που απαρτίζονται από φυτά υψηλής
6
ΓΕΝΕΤΙΚΗ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΒΟΤΑΝΙΚΗ
ΕΝΤΟΜΟΛΟΓΙΑ ΦΥΤΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ
ΒΙΟΧΗΜΕΙΑ
παραγωγικότητα ανά στρέμμα να εκτοξευτεί από τα 200 στις αρχές του 20ου
αιώνα στα 1000 κιλά σήμερα.
οδηγήσει στο να περιέχει ένα από τα δύο συστατικά, που σημαίνει άλλες
ποικιλίες να δίνουν καλαμπόκι που περιέχει αμυλόζη και άλλες
αμυλοπηκτίνη, οπότε να καλλιεργούνται ανάλογα.
880
753
απλά
Κιλά ανά στέμμα
627 υβρίδια
502 b=11
376 διπλά
υβρίδια
251 πληθυσμοί
b=6,5
125 b=0,1
Μονογενοτυπικές ποικιλίες
Στις μονογενοτυπικές ποικιλίες ανήκουν οι καθαρές σειρές, τα υβρίδια
και οι κλώνοι.
α) Καθαρές σειρές. Είναι οι ποικιλίες στις οποίες όλα τα φυτά έχουν τον
ίδιο γενότυπο και είναι ομοζύγωτα. Στα αυτογονιμοποιούμενα φυτά η συνεχής
αυτογονιμοποίηση οδήγησε στη δημιουργία ποικιλιών που χαρακτηρίζονται
από ομοζυγωτία και σταθερή κληρονομικότητα. Η ομοζυγωτία σε συνδυασμό
με την αυτογονιμοποίηση αποφέρει σταθερή κληρονομικότητα καθώς ότι
φυτά προκύπτουν από σπόρους σε διαδοχικές γενεές διατηρούν το γενότυπο
της ποικιλίας και σταθερά τα αγρονομικά της γνωρίσματα (εικ. 5). Ποικιλίες
«καθαρές σειρές» καλλιεργούνται στα αυτογονιμοποιούμενα είδη σιτάρι,
κριθάρι, βρώμη, ρύζι, φασόλι, καπνός, βαμβάκι κ.α.
16
ΑΑ α α
γ γ Γ Γ
β β x Β Β
Δ Δ δ δ
ΑΑββγγΔΔ ααΒΒΓΓδδ
Α α
γ Γ
β Β
Δ δ
υβρίδιο. ΑαΒβΓγΔδ
⊗
γενετική διάσπαση
(ΑΑββΓγΔδ, ΑαΒβγγΔΔ, ααΒΒΓγΔδ, κλπ)
Πολυγενοτυπικές ποικιλίες
Στις πολυγενοτυπικές ποικιλίες ανήκουν οι πληθυσμοί και οι
συνθετικές ποικιλίες.
α) Πληθυσμοί. Απαρτίζονται από μίγμα γενοτύπων. Είναι ποικιλίες που
προκύπτουν και διατηρούνται με ελεύθερη επικονίαση. Οι γενότυποι στα
αυτογονιμοποιούμενα είδη είναι ομοζύγωτοι, ενώ στα
σταυρογονιμοποιούμενα ετεροζύγωτοι.
β) Συνθετικές ποικιλίες. Επίσης απαρτίζονται από μίγμα γενοτύπων,
αλλα προκύπτουν και διατηρούνται με ελεγχόμενη επικονίαση. Απαντώνται
σε σταυρογονιμοποιούμενα είδη και προκύπτουν από ανάμιξη των σπόρων
που δίνουν διασταυρώσεις μεταξύ επιλεγμένων φυτών. Η επιλογή των φυτών
που θα διασταυρωθούν γίνεται με κριτήριο συνήθως τη συνδυαστική
ικανότητα.
19
ΕΓΓΕΝΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ
ΑΓΕΝΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ
ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ
ΠΟΣΟΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ
Ρ1 Ρ2
x
ΑΑΒΒ Ααββ
(8 τον) (0 τον)
100 F1
απόγονοι %
75
50
25
0
AαBβ
(4 τον)
⊗
ποσοστό απογόνων
F2
6/16
4/16
1/16
ααββ…
ΑΑΒΒ…
ΑαΒβ…
⊗
ΑΑΒΒ.., ΑΑΒβ…, Ααββ…,
ΑαΒΒ…, …….., ααββ…
Εικ. 11. Κληρονομικότητα του μήκους σπάδικα στο καλαμπόκι που είναι
ποσοτικό γνώρισμα και ελέγχεται από πολλές γονιδιακές θέσεις. Στους δύο
γονείς και την F1 γενεά προκύπτει παραλλακτικότητα αποκλειστικά από
την επίδραση του περιβάλλοντος. Στην F2 γενεά η παραλλακτικότητα είναι
μεγαλύτερη ως άθροισμα της γενοτυπικής (γενοτυπική διάσπαση) όσο και
της περιβαλλοντικής παραλλακτικότητας. Λόγω κυρίως της επίδρασης του
περιβάλλοντος αλλά και του μεγάλου αριθμού γενοτυπικών κλάσεων στην
F2 γενεά δεν υπάρχουν σαφείς φαινοτυπικής κλάσεις και η
παραλλακτικότητα είναι συνεχής.
29
(a)
(b)
Εικ. 12. Δεδομένα από το πείραμα του Johannsen. a: Η κατανομή
συχνότητας του βάρους σπερμάτων στο αρχικό δείγμα, b: τα μέση βάρη
των σπερμάτων που επιλέχτηκαν (μικροί-μεγάλοι από το ίδιο φυτό), και τα
μέση βάρη των σπερμάτων στους απογόνους τους .
31
Γνώρισμα h2 (%)
Απόδοση σε καρπό 19
Διάμετρος σπάδικα 36
Μήκος σπάδικα 38
Ύψος φυτού 57
Ημέρες από σπορά μέχρι άνθηση 58
Αριθμός στελεχών 72
Περιεκτικότητα σπόρου σε έλαια 77
Η ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΠΑΡΑΛΛΑΚΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η γενετική παραλλακτικότητα είναι αναγκαία για να μεγιστοποιηθεί ο
αριθμός των διαθέσιμων γενοτύπων στο αρχικό υλικό εκκίνησης και να
αυξηθεί η πιθανότητα απομόνωσης ευνοϊκών γενοτύπων. Ως πηγές
γενετικής παραλλακτικότητας κυρίως αξιοποιούνται εμπορικές και
πειραματικές ποικιλίες, παραδοσιακές ποικιλίες, και δευτερευόντως άλλα
καλλιεργούμενα ή άγρια συγγενή είδη. Αν τα υλικά αυτά δεν είναι
μονογενοτυπικά, αλλά εμπεριέχουν γενετική παραλλακτικότητα, υπάρχει η
δυνατότητα άμεσης αξιοποίησής τους, ή διεύρυνσης της γενετικής τους
παραλλακτικότητας με εφαρμογή διασταυρώσεων. Αν όμως στερούνται
γενετικής παραλλακτικότητας η εφαρμογή διασταυρώσεων για τη
δημιουργία νέας παραλλακτικότητας είναι απολύτως αναγκαία.
από τον αριθμό των γονιδιακών θέσεων στις οποίες διαφέρουν οι δύο
γονείς. Αν για παράδειγμα διαφέρουν σε δύο γονιδιακές θέσεις (εικ. 13b)
προκύπτει υβρίδιο που είναι ετεροζύγωτο σε δύο θέσεις και τελικά στην F2
32=9 γενότυποι. Με n ετεροζύγωτες θέσεις ο αριθμός διαφορετικών
γενοτύπων στην F2 είναι 3n (για n=10, 3n=59.049). Ένας τρόπος
αξιοποίησης της παραλλακτικότητας αυτής αποτελεί η γενεαλογική μέθοδος
βελτίωσης που θα συναντήσουμε σε επόμενα κεφάλαια και εν συντομία έχει
ως εξής. Στα αυτογονιμοποιούμενα είδη η αξιοποίηση ενός τέτοιου F2
πληθυσμού που περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό ετεροζύγωτων γενοτύπων
απαιτεί τη σταδιακή εξάλειψη της ετεροζυγωτίας αφού η ετεροζυγωτική
υπεροχή, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, είναι μερικά κληρονομήσιμη. Με
συνεχείς αυτογονιμοποιήσεις και επιλογές γενοτύπων μετά από επτά γενεές
επέρχεται πρακτικά εξάλειψη της ετεροζυγωτίας (εικ. 14) και επιλέγονται
πλέον ομοζύγωτοι γενότυποι, που αν πραγματικά έχουν υπεροχή αυτή είναι
κληρονομήσιμη. Με τον τρόπο αυτό απομονώνονται καθαρές σειρές που
είτε αξιολογούνται ως πιθανές εμπορικές ποικιλίες, είτε αξιολογούνται σε
διασταυρώσεις με άλλες καθαρές σειρές για να δημιουργηθούν υβρίδια..
ΑΑββΓΓ x ααΒΒΓΓ
Ρ1 x Ρ2
ΑαΒβΓΓ
F1
⊗
⊗ ΑΑΒΒΓΓ, ΑΑΒβΓΓ, ΑΑββΓΓ
F2 ΑαΒΒΓΓ, ΑαΒβΓΓ, ΑαββΓΓ
(τεχνητός πληθυσμός) ααΒΒΓΓ, ααΒβΓΓ, ααββΓΓ
3n διαφορετικοί γενότυποι
(a) (b)
100
ετεροζυγωτία % 80
60
40
20
0
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11
γενεά αυτογονιμοποίησης
Εικ. 15. H τεχνητή διασταύρωση στο κολοκύθι. Στάδιο αρσενικού (a1, a2)
και θηλυκού (b1, b2) άνθους κατάλληλο για κάλυψη. Επικονίαση (c1) που
ακολουθείται από κάλυψη. Ανάπτυξη καρπού πέντε ημέρες μετά τη
γονιμοποίηση (c2).
αρσενικά άνθη) και δίοικα που έχουν ατελή θηλυκά και αρσενικά άνθη σε
διαφορετικά φυτά. Στην περίπτωση των μόνοικων – δικλινών και των
δίοικων η διαδικασία είναι απλούστερη και αρκεί η συλλογή γύρης από
αρσενικά άνθη φυτών «πατέρας» και στη συνέχεια η επικονίαση θηλυκών
ανθέων στα φυτά «μητέρα». Βασική προϋπόθεση είναι αρσενικά και
θηλυκά άνθη να έχουν απομονωθεί από την προηγούμενη ημέρα (πχ
καλύπτονται με χάρτινη σακούλα). Η απομόνωση είναι απαραίτητη για να
αποτραπεί επιμόλυνση των ανθέων με ανεπιθύμητη γύρη από άλλα φυτά
από τη δράση του ανέμου και των εντόμων. Γίνεται στα αρσενικά λίγο πριν
ανοίξουν οι ανθήρες και αρχίσει η διασπορά γύρης, και στα θηλυκά λίγο
πριν την ωρίμανση των στύλων ώστε να είναι υποδεκτικά για γονιμοποίηση
51
(h)
(e) (f) (g)
Εικ. 16. H τεχνητή διασταύρωση στο σιτάρι: στάχυ στο κατάλληλο στάδιο
(a), αφαίρεση μεσαίων ανθιδίων (b), κοπή άκρου βράκτειων φύλλων (c),
αφαίρεση στημόνων (d), κάλυψη με σακούλα (e), έλεγχος δεκτικότητας
στίγματος (f), συλλογή γύρης (g), επικονιαση (h).
1. Το περιβάλλον
1.1. Η ετερογένεια του εδάφους
1.2. Η γονιμότητα του εδάφους
1.3. Οι αποστάσεις μεταξύ των φυτών (ανταγωνισμός)
2. Ο γενότυπος
3. Η αλληλεπίδραση γενοτύπου – περιβάλλοντος
γραμμή 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11
● ○ ○ ● ○ ○ 37 45 ○ ● ○ ○ 27 38 ○ ● ○ →
● ○ ○ ● ○ ○ 52 67 ○ ● ○ ○ 45 45 ○ ● ○
● ○ ○ ● ○ ○ 49 48 ○ ● ○ ○ 41 63 ○ ● ○ →
● ○ ○ ● ○ ○ 63 52 ○ ● ○ ○ 43 46 ○ ● ○
● ○ ○ ● ○ ○ 48 55 ○ ● ○ ○ 43 48 ○ ● ○ →
● ○ ○ ● ○ ○ 52 51 ○ ● ○ ○ 48 45 ○ ● ○
● ○ ○ ● ○ ○ 43 39 ○ ● ○ ○ 39 48 ○ ● ○ →
● ○ ○ ● ○ ○ 42 38 ○ ● ○ ○ 41 42 ○ ● ○
● ○ ○ ● ○ ○ 37 41 ○ ● ○ ○ 39 39 ○ ● ○ →
● ○ ○ ● ○ ○ 37 44 ○ ● ○ ○ 34 36 ○ ● ○
xg 46 48 40 45
x% 104 113
Εικ. 18. Η μέθοδος του γειτονικού μάρτυρα στον έλεγχο της εδαφικής
ετερογένειας. Η μέση απόδοση κάθε αξιολογούμενης γραμμής ανάγεται %
της γειτονικής του μάρτυρα {πχ (48/46)x100=104}
γραμμή 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14
12 38 58 19 52 62 25 62 45 36 85 49 62 16
25 52 29 35 26 24 64 64 21 21 26 45 41 36
36 29 51 21 48 56 16 16 65 65 18 30 23 45
29 38 21 68 15 35 34 34 12 12 20 39 85 26
38 61 16 18 18 85 15 15 34 34 30 30 50 85
52 15 18 62 96 16 95 95 15 15 48 56 40 13
26 19 39 19 25 24 21 21 25 25 65 60 46 20
29 63 37 38 35 26 26 26 85 85 60 34 63 65
49 28 28 34 24 34 20 20 65 65 18 62 91 50
38 37 46 19 85 51 10 10 15 15 62 44 42 45
25 35 22 72 13 12 19 19 34 34 42 60 60 63
51 26 35 29 25 19 35 35 18 18 52 42 18 30
xg 34 37 33 36 39 37 32 35 36 35 44 46 52 41
x% 92 99 111 105 87 99 99 88 104 107
Εικ. 19. Η μέθοδος του κινητού μέσου όρου στον έλεγχο της εδαφικής
ετερογένειας. Η μέση απόδοση κάθε αξιολογούμενης γραμμής ανάγεται %
των τεσσάρων γειτονικών. Για παράδειγμα η σχετική απόδοση της 11ης
γραμμής (104%), προκύπτει ανάγοντας την απόλυτη απόδοση των 44 g %
της μέσης τιμής στο σύνολο των γραμμών 9, 10, 12 και 13.
62
12 38 58 19 52 62 25 62 45 36 85 49 62 16 45 16 26
25 52 29 35 26 24 64 64 21 21 26 45 41 36 62 50 45
36 29 61 21 48 56 16 16 75 68 18 30 23 45 52 40 85
29 38 21 68 15 35 34 34 12 12 20 19 85 26 41 65 63
38 61 16 18 18 85 15 15 34 34 30 30 50 85 96 23 10
52 15 18 62 96 16 95 95 15 15 48 26 40 13 32 56 45
26 19 39 19 25 24 21 21 25 25 65 60 46 20 54 15 12
29 63 37 38 35 26 26 26 85 85 60 24 63 55 61 64 65
49 28 28 34 24 34 20 20 65 65 18 52 91 50 35 20 34
38 37 56 19 85 51 10 10 15 15 62 34 42 45 64 36 15
25 35 22 72 13 12 19 19 34 34 42 60 60 63 85 16 29
51 26 35 29 25 19 35 35 18 18 52 42 18 30 65 50 63
• 102 35 46 68 56 83 • 56 43 73 79 75 61 • 96
56 35 42 52 • 93 49 29 77 49 66 • 42 64 52 75
93 69 • 77 86 53 35 29 42 • 35 55 63 52 57 68
90 63 87 76 57 42 • 86 32 43 42 59 73 • 54 69
99 75 98 52 • 42 59 69 16 19 53 • 62 60 61 86
64 • 59 82 19 36 44 45 • 75 23 44 68 49 45 •
86 53 53 67 79 89 • 85 66 67 52 84 26 • 38 46
73 69 57 • 59 68 72 75 65 63 • 72 63 68 53 66
65 • 68 76 59 54 84 79 • 78 49 72 68 46 53 •
75 79 67 60 59 • 74 78 68 77 71 68 • 56 53 66
81 65 65 • 59 78 74 92 75 82 • 72 73 56 59 66
• μάρτυρας
Ετεροζυγωτία
Στην απλούστερη περίπτωση μιας γονδιακής θέσης, υπάρχουν τρεις δυνατοί
γενότυποι, οι ομοζύγωτοι ΑΑ, αα και ο ετεροζύγωτος Αα (πίν. 7). Αν τα
αλληλόμορφα αλληλεπιδρούν με κυριαρχία (Α>α) και το ευνοϊκό
αλληλόμορφο είναι το κυρίαρχο Α, φυτά με υπέρτερο φαινότυπο έχουν
γενότυπο τόσο ομοζύγωτο ΑΑ, όσο και ετεροζύγωτο Αα. Αν ένα φυτό που
επιλέγεται έχει ομοζύγωτο γενότυπο η υπεροχή κληρονομείται καθώς
αυτογονιμοποίηση του ΑΑ δίνει πάλι ΑΑ. Όταν όμως το επιλεγόμενο φυτό με
φαινοτυπική υπεροχή είναι ετεροζύγωτο, η υπεροχή κληρονομείται όχι
απόλυτα. Αυτογονιμοποίηση του Αα δίνει απογόνους το 25% των οποίων
είναι ΑΑ, το 50% Αα και το 25% αα. Άρα η υπεροχή στην περίπτωση αυτή
πρέπει να σταθεροποιηθεί σε ομοζύγωτη κατάσταση. Αυτό επιτυγχάνεται με
συνεχείς επιλογές και αυτογονιμοποιήσεις έως ότου επιτευχθεί πλήρης
ομοζυγωτία (εικ. 14), οπότε θα έχουν εξαλειφθεί οι ετεροζύγωτοι γενότυποι
και κάθε φυτό με φαινοτυπική υπεροχή θα είναι ομοζύγωτο ΑΑ που
κληρονομεί σταθερά. Αντίθετα, αν τα αλληλόμορφα αλληλεπιδρούν με
αθροιστική δράση (Α+α), τότε το ένα από αυτά έχει τη μεγαλύτερη συμβολή
στο φαινότυπο (έστω το Α), και οι τρεις γενότυποι δίνουν τρεις διαφορετικούς
φαινοτύπους. Κάθε γενότυπος αντιπροσωπεύεται από συγκεκριμένο
φαινότυπο και σωστή επιλογή φαινοτύπου αντικατοπτρίζει επιλογή υπέρτερου
γενότυπου. Στην περίπτωση όμως αυτή ο ετεροζύγωτος γενότυπος δεν έχει
φαινοτυπική υπεροχή, καθώς το μέγιστο της συμβολής προκύπτει όταν το
70
Ετερόπλευρη σύνδεση
Αν επιλεγεί ένας γενότυπος με υπεροχή που είναι ετεροζύγωτος για δύο
συνδεδεμένες γονιδιακές θέσεις, η τύχη της υπεροχής εξαρτάται από τον
τρόπο σύνδεσης των ευνοϊκών γονιδίων, όπως εξηγείται στην εικ. 22. Στην
ομόπλευρη σύνδεση τα ευνοϊκά γονίδια βρίσκονται στο ίδιο χρωμόσωμα,
οπότε κληρονομούνται μαζί και η υπεροχή σταθεροποιείται σε ομοζύγωτη
κατάσταση. Στην ετερόπλευρη σύνδεση τα ευνοϊκά γονίδια βρίσκονται σε
διαφορετικά ομόλογα χρωμοσώματα, άρα σε κάθε γαμέτη που παίρνει ένα
από τα ομόλογα χρωμοσώματα μεταβιβάζεται το ένα ευνοϊκό γονίδιο ή το
71
Αα ΑΑ
Αα ΑΑ αα
βΒ ⊗ → β β ΒΒ μη κληρονομήσιμη υπεροχή
ετερόπλευρη σύνδεση
Η ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΓΕΝΟΤΥΠΟΥ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
μέσες αποδόσεις τους ήταν 178, 178 και 176 κιλά ανά στρέμμα. Η ποικιλία
Α δεν επηρεάστηκε από την αλλαγή περιβάλλοντος και απέδωσε το ίδιο
στις δύο περιοχές (180 και 175 κιλά). Οι ποικιλία Β όμως ευνοήθηκε
ιδιαίτερα στην περιοχή 1, ενώ η ποικιλία Γ στην περιοχή 2. Η συμπεριφορά
των δύο αυτών ποικιλιών δείχνει ότι υπήρξε αλληλεπίδραση γενοτύπου-
περιβάλλοντος. Η αλληλεπίδραση γενοτύπου – περιβάλλοντος μειώνει τη
σχέση φαινοτύπου – γενοτύπου και μπορεί να προκαλέσει επιλογές σε μια
περιοχή να έχουν κακή συμπεριφορά σε μια άλλη.
A B Γ
Π1 180 190 170 180
Π2 175 165 182 174
178 178 176
200
απόδοση (kg/στρ)
190
180 Γ
170 Α
160 Β
150
Π1 Π2
Περιοχή
γενότυπος 1
συμπεριφορά
γενότυπος 2
1 2
περιβάλλοντα
γενότυπος 1
συμπεριφορά
γενότυπος 2
1 2
περιβάλλοντα
c γενότυπος 1
συμπεριφορά
γενότυπος 2
1 2
περιβάλλοντα
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ
Σ( Χ − Χ ) 2 s
παραλλακτικότητας (CV) μηδέν.: s = , CV = .
n Χ
Στην πραγματικότητα όμως αυτό ποτέ δεν επιτυγχάνεται και πάντοτε
παρατηρείται μια παραλλακτικότητα. Η παραλλακτικότητα αυτή οφείλεται
αποκλειστικά στην επίδραση του περιβάλλοντος γιατί σε καμιά περίπτωση
δεν μπορεί αυτή να εξαλειφθεί ολοκληρωτικά. Αν αναλογιστούμε τη σχέση
που δίνει τη φαινοτυπική διακύμανση (σ2Φ= σ2Γ + σ2Π), το σ2Γ είναι 0, όχι
όμως το σ2Π, οπότε ισχύει σ2Φ= σ2Π. Δηλαδή οι διαφορές μεταξύ των
φυτών είναι επίκτητες και όχι γενετικές. Επίκτητες διαφορές μπορεί να
προκύψουν από ένα σωρό μη γενετικούς παράγοντες όπως διαφορετικό
μέγεθος σπόρου ή βάθος σποράς (συμβάλλουν σε διαφορές στο χρόνο
φυτρώματος ή και στην αρχική ευρωστία του φυταρίου), ετερογένεια του
εδάφους, ανεπάρκεια σε θρεπτικά στοιχεία, ανομοιόμορφη κατανομή των
λιπασμάτων, έλλειψη υγρασίας, παρουσία ζιζανίων, παρουσία παρασίτων,
και γενικά παραγόντων που συμβάλουν σε άνιση αξιοποίηση των πόρων
του περιβάλλοντος από τα φυτά. Η ανομοιομορφία της φυτείας
80
900
800
700
Κιλά ανά στρέμμα
y = 88.9 e -0,01x
600
500
400
300
10 20 30 40 50 60 70 80
αριθμός φυτών
CV≈33%
κανονική κατανομή
απόδοση ανά φυτό
αριθμός φυτών
CV > 33%
αρνητικός ανταγωνισμός →
απόδοση ανά φυτό μειωμένη απόδοση φυτείας
αριθμός φυτών
CV < 33%
θετικός ανταγωνισμός →
απόδοση ανά φυτό αυξημένη απόδοση φυτείας
500
600
X = 252,22 g
500 X = 2,07 g 400 s = 51,13 g
n = 1747
s = 1,76 g
400 n = 1986
300 CV = 20%
Αριθμός φυτών
Αριθμός φυτών
300 CV = 85%
200
200
100
100
0 0
0 2 4 6 8 10 12 8 40 72 120 168 216 280 344
Απόδοση ανά φυτό (g) Απόδοση ανά φυτό (g)
Εικ. 27α. Η κατανομή συχνότητας της Εικ. 27β.. Η κατανομή συχνότητας της
απόδοσης των ατομικών φυτών στην απόδοσης των ατομικών φυτών στο υβρίδιο
ποικιλία μαλακού σιταριού Μύκονος καλαμποκιού Lorena εμφάνισε θετική
εμφάνισε αρνητική εκτροπή και εκτροπή και αυξημένη παραγωγικότητα
μειωμένη παραγωγικότητα (240 (1610 kg/στρέμμα).
kg/στρέμμα).
Στο μέγεθος της παραλλακτικότητας που προκύπτει από την επίδραση των
παραγόντων του περιβάλλοντος καταλυτικό ρόλο παίζει και το γενετικό
υπόβαθρο της ποικιλίας όσον αφορά την σταθερότητα συμπεριφοράς
(ομοιόσταση) ή διαφορετικά την αλληλεπίδραση γενοτύπου –
περιβάλλοντος (GxE). Ποικιλίες που χαρακτηρίζονται από ομοιόσταση
εμφανίζουν μικρή GxE και επηρεάζονται λιγότερο από το περιβάλλον, ενώ
το αντίστροφο συμβαίνει με ποικιλίες που στερούνται ομοιόστασης. Με
άλλα λόγια στις πρώτες εμφανίζονται μικρότερες επίκτητες διαφορές
(μικρότερα CV). Έτσι ένα πολύ καλό κριτήριο αξιολόγησης των ποικιλιών
για τη σταθερότητα συμπεριφοράς ως προς την παραγωγικότητά τους είναι
η εκτίμηση του CV της απόδοσης των ατομικών φυτών σε συγκρίσιμες
πειραματικές συνθήκες. Ποικιλίες στις οποίες προκύπτουν μικρά CV
επικρατούν συνθήκες θετικού ανταγωνισμού και χαρακτηρίζονται από
85
88 449
62
38
75
46
Εικ. 28. Οι μέσες αποδόσεις ανά φυτό και οι αντίστοιχες τιμές CV των
καθαρών σειρών καλαμποκιού Β73 και Μο17 και του υβριδίου τους,
αποτελούν σαφή ένδειξη ότι οι σειρές είναι περισσότερο ευάλωτες σε
περιβαλλοντικές επιδράσεις και ότι τα υβρίδια υπερέχουν τόσο ως προς
την απόδοση όσο και προς την σταθερότητα συμπεριφοράς.
Πίνακας 10. Χαρακτηριστικά που διακρίνουν τον αρνητικό από τον θετικό
ανταγωνισμό.
χαρακτηριστικά αρνητικός θετικός
ανταγωνισμός ανταγωνισμός
μοίρασμα των εισροών άνισο ίσο
μείωση της απόδοσης ανά φυτό άνιση ίση
ανομοιομορφία μεταξύ των φυτών μεγάλη μικρή
συντελεστής παραλλακτικότητας μεγάλος μικρός
αναπλήρωση απωλειών μικρή μεγάλη
ποσοστό άγονων φυτών μεγάλο μικρό
μορφή κατανομής συχνότητα αριστερόμορφη δεξιόμορφη
παρέμβαση από φυτό σε φυτό μεγάλη μικρή
παραγωγικότητα ανά μον, επιφάνειας ελάχιστη μέγιστη
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
100
F2
70 F1 80
60
50 60
CV %
40
CV %
40
30
20 20
10
0 0
2 4 6 8 10 12 14 2 4 6 8 10 12 14
2
Πυκνότητα (φυτά/m2) Πυκνότητα (φυτά/m )
40
34,2
31,1
απόδοση ανά φυτό (g)
30
24,7
20,3
20
10
3,4 3,8 2,7 3,2
0
Α Β Γ Δ
οικογένεια
πίν. 12. Τόσο στην F1 όσο και στην F2 με αύξηση της πυκνότητας μειώνεται
η φαινοτυπική έκφραση (μικρότερη απόδοση ανά φυτό). Επίσης μειώνεται
η φαινοτυπική διαφοροποίηση, όπως εκφράζεται από τη διαφορά απόδοσης
ανά φυτό μεταξύ F1 και F2. Η καλύτερη φαινοτυπική έκφραση και
διαφοροποίηση σε συνθήκες έλλειψης ανταγωνισμού αποτελεί σημαντική
παράμετρο στη Βελτίωση γιατί δείχνει ότι σε τέτοιες συνθήκες
διευκολύνεται η αναγνώριση και επιλογή των καλύτερων φυτών.
Πίνακας 12. Απόδοση ανά φυτό (g) της F1 και F2 του υβριδίου
καλαμποκιού Rio Grande.
πυκνότητα F1 F2 F1 - F2
(φυτά/m2)
4,4 293 170 123
5,3 260 150 110
6,6 220 130 90
8,8 174 89 85
13,3 112 65 47
CV = 53% CV = 33%
Αριθμός φυτών
Αριθμός φυτών
300 300
200 200
100 100
Απ αΠ
0 0
0 6 12 18 24 30 36 42 48 54 0 45 90 135 180 225 270
Απόδοση ανά φυτό (g) Απόδοση ανά φυτό (g)
X (sel ) είναι ο μέσος όρος των επιλεγέντων φυτών και X ο μέσος όρος του
πληθυσμού. Στην ουσία η ένταση επιλογής αυξάνεται όσο μειώνεται το
ποσοστό των επιλεγέντων φυτών έτσι ώστε να έχουν μεγάλο μέσο όρο. Στο
περιβάλλον ανταγωνισμού, λόγω της αρνητικής συσχέτισης ανταγωνιστικής
και αποδοτικής ικανότητας, τα φυτά που θα εμφανίζουν τις μεγαλύτερες
100
10
1,6%
8 cm)
σμο ύ ( 90
γωνι
η αντα
ειψ
6 Έλλ
14,3%
5,3%
4
Πρόοδος (%)
0 Πληθυσμός
14,3%
-2 Π ερ
ι βά
λλο 5,3%
ν αν
τα γ
-4 ωνι
σμ ού (
15 c
m)
-6 1,6%
-8
-10
14 12 10 8 6 4 2
Ένταση επιλογής (%)
Εικ. 32. Η πρόοδος της απόδοσης του πληθυσμό στο σχ. 7, όπως
εκτιμήθηκε σε κανονική σπορά, έδειξε ότι με αύξηση της έντασης
επιλογής απουσία ανταγωνισμού αυξάνεται η πρόοδος, ενώ με αύξηση της
έντασης επιλογής στο περιβάλλον ανταγωνισμού προκύπτει γραμμική
μείωση της προόδου.
0.7 12
α β
11
0.6
10
Γενετική ΄πρόοδος (ΔG)
Κληρονομικότητα (h2)
0.5 9
0.4
7
0.3 6
35x10 35x20 35x30 35x10 35x20 35x30
Περιβάλλον
καλλιέργειας
κή
θε
τι
τι
νη
κή
αρ
• • • • • • • •
• • • • • • • • •
• • • • • • • •
• • • • • • • • •
• • • • • • • •
• • • • • • • • •
• • • • • • • •
• • • • • • • • •
• • • • • • • •
• • • • • • • • •
• • • • • • • •
• • • • • • • • •
• • • • • • • •
• • • • • • • • •
• • • • • • • •
• • • • • • • • •
• • • • • • • •
• • • • • • • • •
• • • • 1/7 • • • •
• • • • • • • • •
• • • • 1/19 • • • •
• • • • • • • • •
• • • • 1/37 • • • •
• • • • • • • • •
• • • • 1/61 • • • •
• • • • • • • • •
• • • • 1/91 • • • •
• • • • • • • • •
• • • • 1/127• • • •
• • • • • • • • •
• • • • • • • •
• • • • • • • • •
• • • • • • • •
• • • • • • • • •
και διάφορες εντάσεις επιλογής για την επιλογή ενός φυτού. Η επιλογή
γίνεται με τη μέθοδο του κινητού εξαγώνου. Πχ με μέγεθος κινητού
εξαγώνου 7, ένα φυτό επιλέγεται όταν ευρισκόμενο στο κέντρο του πρώτου
εξαγώνου ξεπερνά σε απόδοση και τα 6 φυτά που το περιβάλλουν, οπότε η
ένταση επιλογής είναι 1/7 (14,3%). Με ένταση επιλογής 1/19 (5,3%) το
κινητό εξάγωνο περιλαμβάνει 19 φυτά και για να επιλεγεί το κεντρικό φυτό
πρέπει να ξεπερνά και τα 18 φυτά από τα οποία περιβάλλεται. Με τον τρόπο
αυτό και με δεδομένη ένταση επιλογής αξιολογείται το σύνολο των φυτών
του πειράματος και επιλέγονται όσα πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις
(αποφεύγουμε όμως να επιλέξουμε περιθωριακά φυτά, δηλ. αυτά των
ακραίων γραμμών ή που βρίσκονται στα άκρα των γραμμών). Η επιλογή
θεωρείται αντικειμενική γιατί κάθε φορά ένα φυτό συγκρίνεται μόνο με τα
γειτονικά ελαχιστοποιώντας με τον τρόπο αυτό τις επιδράσεις που ασκεί η
ετερογένεια του εδάφους, ειδικά όταν στο πειραματικό σχέδιο
περιλαμβάνεται και σταθερός μάρτυρας (εικ. 21).
5 7 2 4 6 1 3 5
7 2 4 6 1 3 5 7
4 6 1 3 5 7 2 4
6 1 3 5 7 2 4 6
3 5 7 2 4 6 1 3
5 7 2 4 6 1 3 5
2 4 6 1 3 5 7 2
4 6 1 3 5 7 2 4
1 3 5 7 2 4 6 1
3 5 7 2 4 6 1 3
7 2 4 6 1 3 5 7
2 4 6 1 3 5 7 2
6 1 3 5 7 2 4 6
1 3 5 7 2 4 6 1
5 7 2 4 6 1 3 5
7 2 4 6 1 3 5 7
4 6 1 3 5 7 2 4
6 1 3 5 7 2 4 6
3 5 7 2 4 6 1 3
5 7 2 4 6 1 3 5
2 4 6 1 3 5 7 2
4 6 1 3 5 7 2 4
1 3 5 7 2 4 6 1
3 5 7 2 4 6 1 3
7 2 4 6 1 3 5 7
2 4 6 1 3 5 7 2
6 1 3 5 7 2 4 6
1 3 5 7 2 4 6 1
5 7 2 4 6 1 3 5
7 2 4 6 1 3 5 7
4 7 12
9 13 19 27
16 21 28 37 48
25 31 39 49 61 75
36 43 52 63 76 91 108
Εικ. 38. Ο αριθμός των οικογενειών που μπορεί να περιλαμβάνει ένα πειραματικό
κυψελωτό σχέδιο.
(α) (β)
7 11 15 19 4 8 20 6 22 13 4 20
14 18 3 7 11 15 24 15 1 17 8 24
6 10 14 18 3 7 19 10 21 12 3 19
13 17 2 6 10 14 23 14 5 16 7 23
5 9 13 17 2 6 18 9 25 11 2 18
12 16 1 5 9 13 22 13 4 20 6 22
4 8 12 16 1 5 17 8 24 15 1 17
11 15 19 4 8 12 21 12 3 19 10 21
3 7 11 15 19 4 16 7 23 14 5 16
10 14 18 3 7 11 25 11 2 18 9 25
2 6 10 14 18 3 20 6 22 13 4 20
9 13 17 2 6 10 24 15 1 17 8 24
1 5 9 13 17 2 19 10 21 12 3 19
8 12 16 1 5 9 23 14 5 16 7 23
19 4 8 12 16 1 18 9 25 11 2 18
7 11 15 19 4 8 22 13 4 20 6 22
18 3 7 11 15 19 17 8 24 15 1 17
6 10 14 18 3 7 21 12 3 19 10 21
17 2 6 10 14 18 16 7 23 14 5 16
5 9 13 17 2 6 25 11 2 18 9 25
16 1 5 9 13 17 20 6 22 13 4 20
4 8 12 16 1 5 24 15 1 17 8 24
15 19 4 8 12 16 19 10 21 12 3 19
3 7 11 15 19 4 23 14 5 16 7 23
14 18 3 7 11 15 18 9 25 11 2 18
2 6 10 14 18 3 22 13 4 20 6 22
13 17 2 6 10 14 17 8 24 15 1 17
1 5 9 13 17 2 21 12 3 19 10 21
12 16 1 5 9 13 16 7 23 14 5 16
19 4 8 12 16 1 25 11 2 18 9 25
Εικ. 39. Το επαναλαμβανόμενο R-19 (α) και R-25 (β) για την αξιολόγηση 19 και
25 οικογενειών αντίστοιχα.
111
112
113
. . .1 . . . . . . 3. . .
οπτική επιλογή
1ος χρόνος . . . . . 2. . . . . . 5.
φυτών
. . . . . . . . 4. . . .
ανάμιξη
σπόρου
. . . 2. . . 4. . . .8 . .
1 3 7 οπτική επιλογή
2ος χρόνος . . . . . . . . . . . .
. . . . 6. . . . . 5. . . φυτών
ανάμιξη
σπόρου
. . . 2. . . 4. . . .8 . .
1 . 3. . . 7. . . οπτική επιλογή
6ος χρόνος . . . . .
. . . . 6. . . . . 5. . . φυτών
ανάμιξη
σπόρου
συγκριτικά
Μ Π Π Μ Π Π Μ πειράματα
για 3 χρόνια
Εικ. 40. Το γενικό σχήμα της μαζικής επιλογής. Μετά από 3 έως 6 κύκλους
οπτικής επιλογής και ανάμιξης των σπόρων ο νέος πληθυσμός (Π)
αξιολογείται συγκριτικά με τον αρχικό (Μ)
117
διαφορικό επιλογής:
S = Χs - Χ0
Χ0 Χs
S
ένταση επιλογής:
i = ( Χs - Χ0 )/s
Εικ. 41. Η κατανομή συχνότητας της απόδοσης των ατομικών φυτών του
αρχικού πληθυσμού και του πληθυσμού μετά την επιλογή με μέση απόδοση.
x 0= με μέση απόδοση αρχικού πληθυσμού, x s=μέση απόδοση επιλεγέντων
φυτών, x 1= μέση απόδοση του πληθυσμού μετά την επιλογή.
118
F2
F3
F4
επιλογή
Εικ. 43. Το γενικό σχήμα της γενεαλογικής επιλογής. Κάθε επιλεγόμενο φυτό
αποτελεί διαφορετική οικογένεια και σπέρνεται σε χωριστή γραμμή. Με
επιλογές των καλύτερων φυτών στις καλύτερες οικογένειες η διαδικασία
προχωρά μέχρι τη F7 γενεά που επέρχεται η ομοζυγωτία. Στην F5 και F6
επιλέγονται μόνο οικογένειες. Τηρούνται γενεαλογικά βιβλία, δηλ. οι
οικογένειες κωδικοποιούνται σύμφωνα με την προέλευσή τους. Πχ το φυτό 3
της F2 έδωσε την οικογένεια 3 της F3, το φυτό 2 της 3 έδωσε την οικογένεια
3-2 στην F4, το φυτό 1 της 3-2 έδωσε την οικογένεια 3-2-1 στην F5 κοκ.
125
τις γραμμές και στις καλύτερες από αυτές (περίπου το 20%) επιλέγει τα
καλύτερα φυτά που θα δώσουν τις οικογένειες της επόμενης γενεάς. Οι
οικογένειες κωδικοποιούνται εκ νέου και σύμφωνα με την προέλευσή τους.
Αν πχ στην οικογένεια 9 επιλεγούν 3 φυτά, οι οικογένειες F4 που θα
προκύψουν από αυτά θα έχουν τους κωδικούς 9-1, 9-2 και 9-3. Η
διαδικασία επαναλαμβάνεται μέχρι την F5, με τον αριθμό των επιλεγόμενων
φυτών άρα και οικογενειών βαθμιαία να μειώνεται, καθώς η σταδιακή
αύξηση της ομοζυγωτίας βελτιώνει την κληρονομικότητα. Στην F5 και F6
επιλογή γίνεται μόνο μεταξύ οικογενειών καθώς η αυξημένη ομοζυγωτία
επιφέρει φαινοτυπική ομοιομορφία μέσα στις οικογένειες. Από την F6
επιλέγονται 25-40 οικογένειες που δίνουν την F7, στην οποία αυξάνεται ο
αριθμός γραμμών σποράς ανά οικογένεια, και η σπορά γίνεται στις
κανονικές αποστάσεις. Από την F7 επιλέγονται 15-25 οικογένειες και στην
F8 αρχίζουν τα προκαταρκτικά πειράματα αξιολόγησης των οικογενειών για
απόδοση, ποιότητα κλπ. Επιλέγονται 5-10 οικογένειες ως υποψήφιες για
νέες ποικιλίες.
Η γενεαλογική επιλογή είναι πιο πολύπλοκη από τη μαζική αλλά η
απογονική αξιολόγηση των επιλεγέντων φυτών εξασφαλίζει μεγαλύτερη
πρόοδο. Στα αυτογονιμοποιούμενα φυτά οδηγεί σε ποικιλίες «καθαρές
σειρές» ή σε με ανάμιξή τους σε πολλαπλές σειρές (πχ στο βαμβάκι). Στα
σταυρογονιμοποιούμενα με εφαρμογή ελεγχόμενων αυτογονιμοποιήσεων
στις διαδοχικές γενεές οδηγεί σε καθαρές σειρές, που στη συνέχεια με
διασταυρώσεις δίνουν υβρίδια. Αν δεν εφαρμοστεί ελεγχόμενη επικονίαση
το αποτέλεσμα είναι βελτιωμένοι πληθυσμοί, στους οποίους νέα
γενεαλογική επιλογή μπορεί να οδηγήσει σε καθαρές σειρές.
Η μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άμεσα αποτελέσματα με την
αξιοποίηση της γενετικής παραλλακτικότητας των φυσικών πληθυσμών στα
126
ελεύθερη επικονίαση
. . .1 . . . . . 3. .
2
. . . . . . . . . .
1ος χρόνος
. . . . . . 4. . . . αρχικός πληθυσμός
οπτική επιλογή
απογονική αξιολόγηση
1
2ος χρόνος 3
3ος χρόνος
βελτιωμένος πληθυσμός
τόσο γενεαλογικής όσο και μαζικής επιλογής (εικ. 45). Από τον αρχικό
πληθυσμό ο οποίος επικονιάζεται ελεύθερα, με οπτική αξιολόγηση
επιλέγονται τα καλύτερα φυτά. Ένα μέρος του σπόρου κάθε φυτού που
επιλέγεται κρατιέται στην άκρη και το υπόλοιπο την επόμενη χρονιά
σπέρνεται σε χωριστή γραμμή. Οι γραμμές αξιολογούνται ως προς τα
επιθυμητά γνωρίσματα. Σπόροι των αρχικών φυτών που έδωσαν τις
καλύτερες γραμμές αναμιγνύονται (ίση ποσότητα από κάθε φυτό), και
προκύπτει ο βελτιωμένος πληθυσμός.
Για την αντιμετώπιση της αλληλεπίδρασης γενοτύπου – περιβάλλοντος
προτάθηκε η «τροποποιημένη μέθοδος κάθε σπάδικας και γραμμή» (εικ.
46). Η διαφορά με την προηγούμενη είναι ότι στο δεύτερο χρόνο η
απογονική αξιολόγηση των επιλεγόμενων φυτών γίνεται σε τρεις περιοχές.
Σε μια από τις περιοχές επιλέγονται φυτά μέσα στις οικογένειες με την
καλύτερη συμπεριφορά και στις τρεις περιοχές. Οι σπόροι των φυτών
αυτών αναμιγνύονται για να δώσουν το βελτιωμένο πληθυσμό.
H μέθοδος της κυψελωτής γενεαλογικής επιλογής βασίζεται στις
αρχές της τυπικής γενεαλογικής επιλογής σε συνδυασμό με τις μέχρι τώρα
αναφερθείσες αρχές για τον ανταγωνισμό και τον πειραματισμό:
1. Μεγάλες αποστάσεις μεταξύ των φυτών (απουσία ανταγωνισμού)
για την αντιμετώπιση της επισκιαστικής δράσης στην αναγνώριση
των υπέρτερων γενοτύπων η οποία απορρέει από την αρνητική
συσχέτιση μεταξύ αποδοτικής και ανταγωνιστικής ικανότητας.
2. Η έλλειψη ανταγωνισμού που συνοδεύεται από μεγιστοποίηση των
φαινοτυπικών διαφορών διευκολύνει την επιλογή ατομικών φυτών,
με αποτέλεσμα αυτή να εφαρμόζεται μέχρι την τελευταία γενεά (πχ
F7).
3. Η επιλογή ατομικών φυτών γίνεται πάντοτε με κριτήριο την
απόδοσή του (μέθοδος κινητού κύκλου) και όχι οπτικά.
130
ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΑΝΕΠΙΛΟΓΗΣ
1 2 3 4 5 6
2 4 5 5
. 5 . . .. . . 6 .
1 2 3 4 5 6
- συγκριτικά πειράματα
- διασταύρωση των καλύτερων φυτών στις καλύτερες
S1 S1 οικογένειες με όλους τους συνδυασμούς
⊗ - ανάμιξη ίσου σπόρου από κάθε διασταύρωση
ΝΕΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
ή
Αυγογονιμοποίηση των καλύτερων φυτών στις καλύτερες S1 οικογένειες
- συγκριτικά πειράματα
- διασταύρωση των καλύτερων φυτών στις καλύτερες
S2 S2 οικογένειες με όλους τους συνδυασμούς
- ανάμιξη ίσου αριθμού σπόρων από κάθε διασταύρωση
ΝΕΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
ΝΕΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
Πληθυσμός Α Πληθυσμός Β
διασταυρώσεις διασταυρώσεις
των φυτών που των φυτών που
έδωσαν τις σπόρος αυτογονιμοποίησης έδωσαν τις
10 καλύτερες 10 καλύτερες
οικογένειες οικογένειες
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ Α΄ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ Β΄
Πληθυσμός Α Πληθυσμός Β
αξιολόγηση S0xS0
διασταυρώσεων
σπάδικας σε S1xS1διασταυρώσεις
γραμμή ⊗
αξιολόγηση S1xS1
διασταυρώσεων
(πίν. 16). Φαίνεται δηλαδή ότι η θεωρία της υπερκυριαρχίας είναι αυτή που
εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο το φαινόμενο της ετέρωσης. Αν ισχύει η
θεωρία της υπερκυριαρχίας σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει
ομοζύγωτος γενότυπος (καθαρή σειρά) που όχι μόνο να ξεπερνά αλλά και
να είναι εφάμιλλος με τον ετεροζύγωτο (υβρίδιο). Οι υπέρμαχοι της
148
A A A
A α β β β
ΑΑββ
⊗
β Β
α α α
ΑαΒβ Β Β
Β
ααΒΒ
γαμέτες απόγονοι
Φανταστείτε ότι στο υβρίδιο ΑαΒβ, οι δύο γονιδιακές θέσεις Α και Β είναι
στενά συνδεδεμένες με ετερόπλευρη διάταξη (εικ. 54). Όταν το υβρίδιο
αυτογονιμοποιείται πρακτικά προκύπτουν μόνο οι πατρικοί γαμέτες Αβ και
αΒ, άρα σε ομοζύγωτη κατάσταση είναι δυνατό να προκύψουν μόνο οι
γενότυποι ΑΑββ και ααΒΒ. Οι φαινότυποι αυτών δίνουν 16 (12+4) και 14
(6+8) μονάδες αντίστοιχα με αποτέλεσμα να υστερούν του υβριδίου (20
μονάδες). Ο ομοζύγωτος γενότυπος ΑΑΒΒ, που μπορεί να συναγωνιστεί σε
συμπεριφορά το υβρίδιο, προκύπτει μόνο με ανταλλαγή. Λόγω όμως της
στενής σύνδεσης η πιθανότητα ανταλλαγής μεταξύ αυτών των γονιδιακών
θέσεων είναι μικρή.
Μ μ
ν Ν
Α α
ξ Ξ
β Β η Η
Ο ο
γ Γ θ Θ
Π Π
Δ Δ Ι ι
Ρ ρ
ε Ε Κ κ
Σ Σ
Ζ ζ λ Λ
τ τ
Υ Υ
αα Αα
ββ εκφυλισμός Ββ ετέρωση
γγ Γγ
700
600
Απόδοση (kg/στρέμμα)
500
400
300
200
100
0
0 1η 2η 3η 4η
Γενεά αυτογονιμοποίησης
87,5
93,8
100
50
75
Ομοζυγωτία (%)
δράση του γ λόγω της παρουσίας του αλληλόμορφου Γ. Αυτό φαίνεται από
το γεγονός ότι αυτογονιμοποιώντας ένα υβρίδιο (F1), στις επερχόμενες
γενεές επέρχεται σταδιακή μείωση της ευρωστίας, που φτάνει το μέγιστο
όταν φτάσουμε στο επίπεδο της πλήρους ομοζυγωτίας (εικ. 56), γιατί σε
κάθε νέα γενεά αυτογονιμοποίησης αυξάνεται ο αριθμός των ομοζύγωτων
θέσεων με εκφυλιστικά γονίδια. Για το λόγο αυτό αξιοποιείται η ετερωτική
ευρωστία, η βελτίωση δηλ. στοχεύει να βρίσκονται στο γενότυπο του
υβριδίου ετεροζύγωτες θέσεις, έτσι ώστε η δράση των εκφυλιστικών να
καταστέλεται από ευνοϊκά αλληλόμορφα. Από το γεγονός της σταδιακής
μείωσης της ευρωστίας, όταν εφαρμόζεται αυτογονιμοποίηση, επινοήθηκε ο
όρος ομοζυγωτικός εκφυλισμός (inbreeding depression), που αποτελεί και
152
ένα μέτρο του φορτίου εκφυλιστικών γονιδίων ενός υβριδίου, και δίνεται
από τη σχέση:
F1 − F2
Ομοζυγωτικός εκφυλισμός (%) = x100
F1
Ουσιαστικά δηλαδή ο ομοζυγωτικός εκφυλισμός δείχνει κατά πόσο
μειώνεται η ευρωστία στην F2 γενεά, σε σχέση με την F1. Σε τρία
πειραματικά υβρίδια, το υβρίδιο από το οποίο προήλθαν (LORENA) και ένα
εμπορικό (ΑΡΗΣ) προσδιορίστηκε ο ομοζυγωτικός εκφυλισμός με βάση την
απόδοση της F1 και της F2. Τα αποτελέσματα δίνονται στον πίνακα 18. Με
βάση αυτά τα δεδομένα, το υβρίδιο ΑΡΗΣ είχε το μεγαλύτερο ομοζυγωτικό
εκφυλισμό (50,79), δηλ. η απόδοσή της F2 μειώθηκε κατά 51% σε σχέση με
την F1. Αντίθετα στο πειραματικό υβρίδιο1 βρέθηκε η μικρότερη τιμή
ομοζυγωτικού εκφυλισμού και η απόδοσή της F2 μειώθηκε κατά 35%. Με
βάση αυτά τα αποτελέσματα φαίνεται ότι το υβρίδιο1 φέρει μικρότερο
φορτίο εκφυλιστικών γονιδίων συγκριτικά με το υβρίδιο ΑΡΗΣ, αλλά και το
LORENA.
Πίνακας 18. Απόδοση ανά φυτό (g) της F1 και F2 πέντε υβριδίων και οι
αντίστοιχες τιμές ομοζυγωτικού εκφυλισμού.
υβρίδιο F1 F2 ομοζυγωτικός
εκφυλισμός (%)
Υβρίδιο1 785 510 35,02
Υβρίδιο2 933 575 38,43
Υβρίδιο3 820 485 40,92
LORENA 655 356 45,64
ΑΡΗΣ 512 252 50,79
καθαρές
τομ
σειρές
κι
πό
εγγενώς
αμ
αναπαραγόμενα
λ
κα
υβρίδια
μηδ
ική
πληθυσμοί
πα
τάτ
α
αγενώς αναπαραγόμενα
υβρίδια
b=11
120 7,9 φυτά/m2
5,4 φυτά/m2 b=8,8
100
b=3,9
80
Kιλά ανά στρέμμα 3 φυτά/m2
60
b=0,9
40 1 φυτό/m2
20
της αντοχής σε διάφορα stress, μεταξύ των οποίων και η αντοχή σε υψηλές
πυκνότητες. Δηλαδή τα σύγχρονα υβρίδια αποδίδουν υψηλότερα γιατί
μπορούν να σπέρνονται σε μεγαλύτερους πληθυσμούς. Αυτό φαίνεται από
έρευνα που έγινε από τον Duvick (1997), όπως δείχνει η εικόνα 51.
Αξιολογώντας υβρίδια που δημιουργήθηκαν από το 1930 μέχρι το 1990 σε
τέσσερις πυκνότητες βρέθηκε ότι η υπεροχή των σύγχρονων υβριδίων ήταν
μέγιστη στη μεγαλύτερη πυκνότητα των 7,9 φυτών/m2, όσο όμως η
πυκνότητα μειώνονταν τόσο μειώνονταν και η υπεροχή. Στην πυκνότητα 1
φυτό/m2 όμως, που προσομοιάζει την έλλειψη ανταγωνισμού, δεν υπήρχε
διαφορά μεταξύ παλιότερων και νεότερων υβριδίων. Με άλλα λόγια στην
πυκνότητα αυτή αποδεικνύεται ότι δεν έχει βελτιωθεί σχεδόν καθόλου το
δυναμικό απόδοσης ανά φυτό, όπως αυτό εκφράζεται με συνθήκες έλλειψης
157
1000
900 α
γ
800
Κιλά ανά στρέμμα
β
700
600
500
400
300
3 4 5 6 7 8 9 10 11
Πυκνότητα σε φυτά/m2
δότης βελτιωμένη
αρχική ποικιλία ποικιλία
(δέκτης)
X
επιθυμητό γονίδιο
επιθυμητό γονίδιο
ΑΑ
Χ
AB1 (50% Α)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Crow J.F. 2000. The rise and fall of overdominance. In J. Janick (ed.).
Plant Breeding Reviews. 17: 225-257.
Duvick D.N. 1997. What is yield? In: G.O. Edmeades, B. Banzinger, H.R.
Mickelson & C.B. Pena-Valdivia (Eds), Developing Drought and Low
N-Tolerant Maize. Proc. Symposium, March 25-29, 1996, CIMMYT, El
Batan, Mexico.
Fasoula D.A. 1990. Correlations between auto-, allo-, and nil-competition and
their implications in plant breeding. Euphytica. 50: 57-62.
Fasoula D.A. and V.A. Fasoula. 1997. Competitive ability and plant
breeding. In J. Janick (ed.). Plant Breeding Reviews. 14: 89-138.
Fasoulas A.C., 1993 Principles of crop breeding. A.C. FASOULAS, P.O. Box
1555, GR-54006, Thessaloniki 17, Greece, pp. 127.
Fasoulas A.C. and V.A. Fasoula. 1995. Honeycomb selection designs. In J.
Janick (ed.). Plant Breeding Reviews. 13: 87-139.
Fehr W.R. 1987. Principles of cultuvar development. Theory and technique.
Vol. 1. Macmillan Publishing Company. New York.
Hallauer A.R. 1987. Maize. pp. 249-294. In W.R. Fehr (ed.) Principles of
cultuvar development. Vol. 2. Macmillan Publishing Company. New
York.
Hallauer A.R. and J.B. Miranda. 1981. Quantitative genetics in maize
breeding. Iowa State University Press/Ames.
Ipsilantis C.G. and B.N. Vafias. 2005. Plant density effects on grain yield
per plant in maize: Breeding Implications. Asian Journal of Plant
Sciences, 4:31-39.
Καλτσίκης Π.Ι. 1992. Βελτίωση Φυτών. Αρχές και μέθοδοι. Εκδόσεις Α.
Σταμούλης.
Kyriakou D.T. and A.C. Fasoulas. 1985. Effects of competition and
selection pressure on yield response in winter rye (Secale cereale L.).
Eyphytica. 34: 883-895.
Poehlam J.M. and D.A. Sleper. 1995. Breeding Field Crops. Blackwell
Bublishing.
166