Professional Documents
Culture Documents
Σημειώσεις Ποινικής δικονομίας PDF
Σημειώσεις Ποινικής δικονομίας PDF
ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
6. Τεκμήριο αθωότητας:
6 ΕΣΔΑ
(ι) Κανένας δεν καταδικάζεται ούτε κηρύσσεται ένοχος αν δε δικαστεί βάσει νόμου ύστερα από
νόμιμη δίκη
(ιι) Καμία ποινή ή κύρωση δεν επιβάλλεται αν δεν αποδειχθεί βάσει νόμου η ενοχή
(ιιι) Κανένας δεν υποχρεούται να αποδείξει την αθωότητά του
(ιν) Εν αμφιβολία υπέρ κατηγορουμένου: όχι μόνο κατά οριστική κρίση αλλά καθ’ όλη την πορεία
της ποινικής διαδικασίας
7. Η αρχή προσήκοντος βαθμού υπονοιών ή ισχύος ενδείξεων:
Οποιοδήποτε επαχθές μέτρο οργάνων απονομής δικαιοσύνης πρέπει να βασίζεται σε ορισμένης
βαρύτητας υπόνοιες ή ενδείξεις σχετικά με ενοχή
=> όσο πιο δυσμενής η θέση, όσο πιο σοβαρό το μέτρο, τόσο περισσότερες οι υπόνοιες ή οι ενδείξεις
εναντίον του
Β. Η αρμοδιότητα
1. Καθ’ ύλην:
(ι) Πταισματοδικεία: πταίσματα, εκτός από:
• Αρμοδιότητας πλημμελειοδικών
• Αρμοδιότητας δικαστών ανηλίκων, εκτός αν τα πραγματοποιούνται εκτός της έδρας του
πρωτοδικείου
(ιι) Πλημμελειοδικεία: πλημμελήματα
• Πρωτοβάθμια:
i. Μονομελή: ποινή φυλάκισης με ελάχιστον όριο κατώτερο των 3 μηνών ή χρηματική ποινή (ή
και τα δύο), εκτός από:
Αρμοδιότητα μεικτών ορκωτών και εφετείων και συναφή με αυτά
Αρμοδιότητα δικαστών ανηλίκων
259, 302 ΚΠΔ, συκοφαντική δυσφήμιση δια του τύπου
Διεύρυνση αρμοδιότητας: επιτάχυνση, τόνωση ευθύνης δικαστών, αποφόρτιση εφετείων, όμως
ανακύπτουν συχνά νομικά ζητήματα και ζητήματα συνταγματικότητας, αφού η συνήθως αθρόα
παραπομπή υποθέσεων στο ακροατήριο στερεί κατηγορούμενο από δικαιώματα (πχ ακρόασης)
ii. Τριμελή: πταίσματα δικαστών (= ιδιάζουσα δωσιδικία, γιατί τα εγκλήματα των κρατικών
λειτουργών πρέπει να δικάζονται από ανώτερα της συνήθους καθ’ ύλην αρμοδιότητας λόγω
της ιδιαίτερης θέσης των προσώπων στην κοινωνική ιεραρχία που απαιτεί περισσότερες
εγγυήσεις αντικειμενικότητας) και πλημμελήματα, εκτός από:
Αρμοδιότητα μικτών ορκωτών
Αρμοδιότητα εφετείων
Αρμοδιότητα μονομελών πλημμελειοδικείων
Αρμοδιότητα δικαστηρίων ανηλίκων
• Δευτεροβάθμια:
i. Μονομελή: εφέσεις εναντίον πταισματοδικείων και ειρηνοδικείων
ii. Τριμελή: εφέσεις εναντίον μονομελών πλημμελειοδικείων
(ιιι) Μεικτά ορκωτά: κακουργήματα, εκτός από αρμοδιότητα τριμελών εφετείων, πολιτικά
πλημμελήματα
Ζήτημα: 97 Σ (τεκμήριο αρμοδιότητας μικτών ορκωτών για εκδίκαση κακουργημάτων). Η ανάθεση
σε άλλα δικαστήρια πρέπει να αποτελεί εξαίρεση. Αντίστοιχα, το 97 Σ μιλά για πολιτικά εγκλήματα,
όχι μόνο πλημμελήματα. Αν τυχόν τα πολιτικά κακουργήματα υπαχθούν αλλού = αντισυνταγματικό.
Δια του τύπου πολιτικά εγκλήματα στα μικτά ορκωτά.
(ιν) Εφετεία:
• Πρωτοβάθμια:
i. Μονομελή: (εκτός αν στο νόμο απειλείται ποινή ισόβιας κάθειρξης): κακουργήματα 308 Α
παρ. 1 ΚΠΔ, 308 Β παρ. 1 ΚΠΔ (εφ' όσον για έχει συνταχθεί πρακτικό συνδιαλλαγής),
κακουργήματα άρθρων 114 του ν.1892/1990 (Α΄101), 66 του ν. 2121/1993 (Α΄25) και 52 του
ν. 4002/2011 (Α΄180), κακουργήματα νόμων 2725/1999 (Α΄121) και 3028/2002 (Α΄153).
ii. Τριμελή: κακουργήματα σχετικά με νόμισμα, υπομνήματα, ιδιοκτησία, περιουσία, ψευδή
βεβαίωση, νόθευση, απιστία, υπεξαίρεση στην υπηρεσία (111 παρ. 1 ΚΠΔ), εγκλήματα
Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, δόλιας χρεωκοπίας ΑΕ και τραπεζών, πειρατείας, δια του
τύπου κακουργήματα, εμπρησμού, συκοφαντικής δυσφήμισης βουλευτή, πλημμελήματα
δικαστών
• Δευτεροβάθμια: εφέσεις εναντίον αποφάσεων πρωτοβαθμίων
i. Τριμελή: εφέσεις εναντίον τριμελών πλημμελειοδικείων και όσων εκδίδονται από πολυμελή
πρωτοδικεία σε περίπτωση 116 παρ. 1 ΚΠΔ, εφέσεις μονομελούς εφετείου
ii. Πενταμελή: εφέσεις εναντίον αποφάσεων τριμελών εφετείων
iii. Μεικτά ορκωτά: εφέσεις εναντίον αποφάσεων μικτών ορκωτών δικαστηρίων
2. Κατά τόπον:
(ι) Τόπος τέλεσης εγκλήματος (προτιμάται): ευχέρεια συλλογής αποδεικτικών μέσων (=> σύντομη
περάτωση δίκης), ικανοποίηση περί δικαίου λαϊκού αισθήματος με τιμώρηση στον τόπο προσβολής,
ανάγκη εκ των πραγμάτων όταν αγνοείται ο δράστης. Αποκλειστική δωσιδικία στα εγκλήματα
σχετικά με εκλογές. Αν περισσότεροι τόποι:
i. Δικαστήρια που επιλήφθηκαν προγενέστερα
ii. Δυνατότητα Συμβ. Εφ. ή ΑΠ να αναθέσουν ανάκριση σε άλλο αρμόδιο (125 ΚΠΔ ανάλογα)
(ιι) Τόπος κατοικίας κατηγορουμένου: συγκέντρωση στοιχείων για προσωπικότητα ή δυσχέρεια
μετακίνησης κατηγορουμένου λόγω ασθένειας. Αποκλειστική για φοροδιαφυγή.
(ιιι) Τόπος προσωρινής διαμονής κατηγορουμένου: δυσχέρεια εξακρίβωσης κατοικίας, ευχέρεια
άμεσης εξέτασης, κατάσχεση προϊόντων αδικήματος και πειστηρίων.
Ζητήματα:
• Η ανάθεση της ανάκρισης και απόφασης μεταξύ πολλών αρμόδιων σε ένα επιτρέπεται έστω και
αν αυτό δεν επιλήφθηκε στην αντίστοιχη υπόθεση. Η άποψη αυτή ανακύπτει από το εδ. β’ του αρ.
125 ΚΠΔ («άλλο αρμόδιο δικαστήριο»), που δε θέτει ως προϋπόθεση το να έχει αυτό επιληφθεί
στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αν όμως έχουν επιληφθεί άλλα, θα ανακύψει αμφισβήτηση
αρμοδιότητας (132 – 135 ΚΠΔ). Σκοπός: κάλυψη κενού που θα υπήρχε όταν έχει επιληφθεί ένα
μόνο από αρμόδια δικαστήρια και χρειάζεται να εκδικαστεί η υπόθεση από άλλο δικαστήριο που
δεν επιλήφθηκε.
• Νομ. ΑΠ: η διάταξη του 125 β’ ΚΠΔ μπορεί να εφαρμοστεί όταν συντρέχουν λόγοι ευχερούς
διεξαγωγής της διαδικασίας. Η σκοπιμότητα της ανάθεσης ανάκρισης και απόφασης σε άλλο
αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να θεμελιωθεί σε περίπτωση που υποστηρίζεται ότι η ορθότερη
απονομή της δικαιοσύνης εξυπηρετείται καλύτερα με τον προσδιορισμό άλλου ως αρμόδιου.
• Εγκλήματα που τελέστηκαν στο εξωτερικό: τόπος κατοικίας ή προσωρινής διαμονής
κατηγορουμένου στην Ελλάδα. Αν δεν υπάρχει, πρωτεύουσας (αντίστοιχα αν ο δράστης είναι
υπάλληλος ελληνικής υπηρεσίας στο εξωτερικό).
• Εγκλήματα με έντυπο:
Στην Ελλάδα: δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου εκδίδεται το έντυπο και δικαστήριο
τόπου κατοικίας ή προσωρινής διαμονής κατηγορουμένου.
Δυσφήμιση ή εξύβριση στην Ελλάδα: και το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου
μεταγενέστερα κυκλοφόρησε το έντυπο, αν ο παθών διαμένει σε αυτή. Όμως: δικαίωμα
κατηγορουμένου να ζητήσει με αίτηση τον εισαγγελέα να παραπεμφθεί η εκδίκαση σε
δικαστήριο τόπου έκδοσης και αυτός διατάσσει την παραπομπή αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι
ευχερέστερης διεξαγωγής της δίκης. Αν απορριφθεί η αίτηση, νέα υποβολή σε δικάζον.
Στο εξωτερικό: στην περιφέρεια του οποίου κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το έντυπο. Αν δεν
εξακριβωθεί, δικαστήριο περιφέρειας κατοικίας ή προσωρινής διαμονής προσβληθέντος. Αν
δεν κατοικεί στην Ελλάδα, δικαστήριο πρωτεύουσας.
3. Λόγω συνάφειας:
Τα τελούμενα εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο λόγω της
υφιστάμενης μεταξύ τους συνάφειας, αν δεν επιφέρει βλάβη.
(ι) Συναφή:
• Πράττονται από το ίδιο πρόσωπο. ή από πολλούς μη συναιτίους σε ίδιο τόπο και χρόνο
• Πράττονται από πολλούς εναντίον αλλήλων, είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικό τόπο και χρόνο
• Πράττονται με σκοπό διευκόλυνσης ή ευστοχότερης εκτέλεσης ή απόκρυψης ενός από αυτά (πχ
κλοπή και αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος).
(ιι) Αρμόδιο δικαστήριο: προσδιορίζεται με βάση το βαρύτερο έγκλημα
• Το βαρύτερο υπάγεται σε δικαστήριο ανώτερου βαθμού: δικάζει το ανώτερο κατά βαθμό
• Το βαρύτερο και τα συναφή υπάγονται σε δικαστήρια ίδιου βαθμού: δικάζει το δικαστήριο του
βαρύτερου
• Τα συναφή είναι της ίδιας βαρύτητας και υπάγονται σε δικαστήρια ίδιου βαθμού: δικάζει το
δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο. Όμως: αν κακουργήματα, αυτό ισχύει μόνο αν όλα υπάγονται
είτε σε μικτά ορκωτά είτε σε εφετεία. Αλλιώς:
Α’ άποψη: χωρισμός (εκτός αν ο νόμος επιβάλλει συνεκδίκαση)
Β’ άποψη: δικάζονται όλα από μικτό ορκωτό (ανάλογη εφαρμογή 130 παρ. 1 γ’ ΚΠΔ)
• Τα συναφή είναι ίδιας βαρύτητας και ένα υπάγεται σε αρμοδιότητα ανώτερου λόγω εξαιρετικής
καθ’ ύλην αρμοδιότητας: δικάζει το ανώτερο
• Τα συναφή υπάγονται τόσο σε τακτικά όσο και σε δικαστήρια ειδικής δικαιοδοσίας: χωρισμός
• Ένας δράστης είναι ανήλικος: χωρισμός, εκτός αν πλημμέλημα με απευθείας κλήση και
αιτιολογημένη έκθεση που μνημονεύει συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους αυτός δεν
ενδείκνυται
• Τα συναφή δικάστηκαν σε πρώτο βαθμό από διαφορετικά δικαστήρια αλλά έρχονται για εκδίκαση
ενώπιον δευτεροβάθμιου κατόπιν εφέσεων: μπορεί το δευτεροβάθμιο να συνεκδικάσει
(ιιι) Βλάβη: κρίνεται από δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο και αφορά σε διάγνωση αλήθειας ή
ταχύτερη εκδίκαση.
Αν εκλείψουν λόγοι συνάφειας, το αρμόδιο λόγω συνάφειας διατηρεί αρμοδιότητα, εφόσον είναι
καθ’ ύλην αρμόδιο γι’ αυτά. Αλλιώς, παραπέμπει. Αν εκλείψουν μετά τη συζήτηση, διατηρεί
αρμοδιότητα αν το συναφές υπάγεται σε κατώτερο.
Παραβίαση διατάξεων για συνάφεια: δεν προκαλεί ακυρότητα και δε θεμελιώνει λόγω αναίρεσης,
εκτός αν αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων και άρα καθ’ ύλην αναρμοδιότητα,
που είναι λόγος αναίρεσης.
5. Κατά παραπομπή:
(ι) Αδυναμία συγκρότησης αρμοδίου δικαστηρίου, γιατί δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να συμμετάσχει ο
απαιτούμενος αριθμός δικαστών, αν:
• Αποφασίστηκε η εξαίρεση όλου δικαστηρίου ή τόσων μελών ώστε τα υπόλοιπα να μη
συμπληρώνουν απαιτούμενο αριθμό δικαστών
• Δεν υπάρχει ο απαιτούμενος αριθμός δικαστών για άλλο λόγο (νόσος, …) και το κώλυμα αυτό
πρόκειται να διαρκέσει για τουλάχιστον δύο μήνες από την παραπομπή στο ακροατήριο.
Παραπομπή ζητά ο εισαγγελέας.
(ιι) Διακινδύνευση της ομαλής εκδίκασης της υπόθεσης, αν:
• Σοβαροί λόγοι αναγόμενοι σε δημόσια ασφάλεια και τάξη ή λόγοι ασφάλειας για μη μεταγωγή
κατηγορουμένου (δυνατότητα παραπομπής και σε προδικασία)
• Ο κατηγορούμενος εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή της οποίας το υπόλοιπο υπερβαίνει τα
τρία έτη σε δικαστήριο εκτός της περιφέρειας του κατά τόπον αρμόδιου και πρόκειται να δικαστεί
για κακούργημα ή (όταν κρίνεται ύποπτος για απόδραση) για πλημμέλημα
(ιιι) Αμφισβήτηση της αντικειμενικής δικαστικής κρίσης, αν:
• Ο εγκαλών ή αδικηθείς ή κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός που υπηρετεί στο κατά
τόπο αρμόδιο δικαστήριο (δυνατότητα παραπομπής και στην προδικασία). Αν έπαυσε να
υπηρετεί, δε διατάσσεται παραπομπή
• Πρόκειται για εξύβριση ή δυσφήμιση μέλους του δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης
του δικαστηρίου από συνήγορο και δεν είναι δυνατή η άμεση εκδίκαση με διαφορετική σύνθεση.
Παραπομπή ζητούν ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων
(ιν) Αποφασίζον όργανο:
• ΣυμβΠλημ όταν πρόκειται για παραπομπή από πταισματοδικείο σε πταισματοδικείο σε περίπτωση
αδυναμίας συγκρότησης
• ΣυμβΕφ όταν ζητείται παραπομπή από Πλημ ή ΔικΑν σε άλλο
• ΑΠ σε κάθε άλλη περίπτωση και πάντοτε όταν ζητείται παραπομπή για σοβαρούς λόγους
δημόσιας ασφάλειας και τάξης. ΑΠ και όταν ο δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο εφετείο.
• Όταν πρόκειται για έφεση κατά απόφασης εφετείου και εφόσον δεν είναι δυνατή η διαφορετική
σύνθεση, παραπομπή σε πλησιέστερο εφετείο
(ν) Αν οι λόγοι αδυναμίας συγκρότησης ή διακινδύνευσης ομαλής διεξαγωγής της δίκης εκλείψουν
μετά την παραπομπή και πριν την εκδίκαση, η απόφαση για την παραπομπή μπορεί να ανακληθεί
κατόπιν αίτησης αρμόδιου εισαγγελέα ή ΑΠ. Αντίστοιχα επιτρέπεται και η ανάκληση της απόφασης
για παραπομπή σε άλλο δικαστήριο και η περαιτέρω παραπομπή σε διαφορετικό δικαστήριο, αν και
στον τόπο του δικαστηρίου, που αρχικά ορίστηκε για την εκδίκαση κατά παραπομπή, όμως
ανακύπτουν σοβαροί λόγοι για τη δημόσια ασφάλεια και τάξη.
(νι) Αν απόρριψη αίτησης παραπομπής, δυνατότητα υποβολής νεάς για νέους λόγους.
(νιι) Το ορισθέν αρμόδιο καθίσταται υποχρεωτικώς αρμόδιο.
6. Καθορισμός αρμοδιότητας:
(ι) Αμφισβήτηση αρμοδιότητας μεταξύ δικαστηρίων που δεν υπόκεινται το ένα στο άλλο (αλλιώς,
υπερισχύει η απόφαση του ανώτερου)
(ιι) Αρμόδιο προσδιορίζεται από ΣυμΕφ ή ΑΠ (αν τα δικαστήρια υπάγονται σε διαφορετικά εφετεία ή
ένα από αυτά είναι το εφετείο). Την αίτηση υποβάλλει ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων ή ο
εισαγγελέας ή ο επίτροπος ενός από τα δικαστήρια
(ιιι) Από υποβολή αίτησης ως έκδοση οριστικής απόφασης τα δικαστήρια και οι ανακριτική
υπάλληλοι απέχουν από κάθε ενέργεια. Αν ενεργήσουν: άκυρη, εκτός αν ενέργεια επειγουσών
ανακριτικών πράξεων.
(ιν) Το ορισθέν καθίσταται αρμόδιο υποχρεωτικώς. Αν όμως στην ενώπιόν του διαδικασία
προκύψουν γεγονότα που δεν ελήφθησαν προηγουμένως υπόψη και τα οποία επηρεάζουν την
αρμοδιότητά του οφείλει να κηρυχθεί αναρμόδιο και να παραπέμψει
(ν) Αν επιτρέπονται ένδικα μέσα εναντίον της απόφασης ή του βουλεύματος περί αναρμοδιότητας, η
αίτηση κανονισμού αρμοδιότητας δεν μπορεί να γίνει πριν οι αποφάσεις που κηρύσσουν την
αναρμοδιότητα καταστούν τελεσίδικες ή (στην περίπτωση του 504 παρ. 2 ΚΠΔ) αμετάκλητες.
Β. Δικονομικές πράξεις
1. Έννοια, διακρίσεις, αξιολόγηση:
(ι) Έννοια: σύνολο μορφών συμπεριφοράς κατά προσώπων που διαδραματίζουν ρόλο σε δίκη και
ασκούν επιρροή σε δημιουργία και εξέλιξη διαδικασίας προς κατεύθυνση περάτωσης.
(ιι) Διαμορφωτικές και επιδιωκτικές:
α. Διαμορφωτικές: διαμορφώνουν και προωθούν αμέσως τη διαδικασία και δημιουργούν νέα
κατάσταση σε δίκη (αποφάσεις, …)
β. Επιδιωκτικές: επιδιώκουν πρόκληση πράξης συνήθως προηγούμενης κατηγορίας χωρίς να
συνεπάγονται άμεση δημιουργία νέας δικονομικής κατάστασης (αιτήσεις, ισχυρισμοί, …)
• Παραδεκτή ή απαράδεκτη κρίνεται κάθε δικονομική πράξη
• Βάσιμη ή αβάσιμη κρίνεται μόνο η επιδιωκτική και όχι η διαμορφωτική δικονομική πράξη
• Ληπτέα ή μη υπόψη κρίνεται μόνο η διαμορφωτική δικονομική πράξη: λόγω του είδους και της
έκτασης της αντίφασης της με το δικονομικό και το ουσιαστικό δίκαιο οφείλει να θεωρηθεί (μη)
υπάρχουσα στην περαιτέρω πορεία της δίκης
• Προσβλητή ή μη ενώπιον δικαστικής αρχής: πράξη, εφόσον είτε μπορεί είτε όχι να προσαφθεί σε
αυτή οτιδήποτε μέχρι του σημείου ώστε, μολονότι ληπτέα υπόψη, να επιτρέπεται να απαιτηθεί η
ακύρωσή της
(ιιι) Με βάση το περιεχόμενο:
α. Περιλαμβάνουσες δήλωση βούλησης: χρειάζεται ικανότητα βουλήσεως. Αν δεν υπάρχει,
εφαρμογή κανόνων σχετικών με δικαιοπραξία.
β. Υλικές ενέργειες: αρκεί συνείδηση για σημασία και συνέπειες
2. Ειδικά ρυθμιζόμενες δικονομικές πράξεις:
(ι) Αποφάσεις:
α. Τελειωτικές και προπαρασκευαστικές (ανακαλούνται), ανάλογα με το αν το δικαστήριο μετά την
έκδοσή τους έχει περαιτέρω εξουσία να δικάσει πάλι την ίδια κατηγορία ή όχι
β. Ουσιαστικές και τυπικές, ανάλογα με το αν το δικαστήριο αποφασίζει για ουσία κατηγορίας ή όχι
γ. Κύριες (το δικαστήριο αποφασίζει οριστικά ή τυπικά) και παρεμπίπτουσες (το δικαστήριο
αποφασίζει για ζητήματα που συνδέονται με την απόφαση αλλά δεν εντάσσονται σε αυτήν – δεν
ανακαλούνται)
δ. Ανέκκλητες (δεν υπόκεινται σε έφεση), τελεσίδικες (δεν προσβάλλονται πια με έφεση) και
αμετάκλητες (δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο)
(ιι) Εκθέσεις: έγγραφο που συντάσσεται από δημόσιο υπάλληλο για πιστοποίηση πράξης που
διενεργήθηκε από αυτόν ή άλλον ή δήλωσης τρίτου που απευθύνεται σε αυτούς.
(ιιι) Επίδοση: παράδοση εγγράφου σε ενδιαφερόμενο (155 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ). Δυνατότητα
πλασματικής επίδοσης, αν:
• Το όργανο επίδοσης βεβαιώσει ότι η διεύθυνση στην οποία γίνεται η επίδοση είναι είτε εκείνη,
στην οποία ο ενδιαφερόμενος διαμένει ή κατοικεί, είτε εκείνη που βρίσκεται η εργασία του.
• Το όργανο επίδοσης αναγράψει με σαφήνεια το ονοματεπώνυμο εκείνου στον οποίο γίνεται η
επίδοση και βεβαιώσει ιδιότητα.
• Το όργανο επίδοσης βεβαιώσει ότι ο ενδιαφερόμενος δε βρέθηκε κατά το χρόνο επίδοσης στον
αντίστοιχο τόπο.
Αν ο κατηγορούμενος δήλωσε ψευδή ή ανύπαρκτη ή αρνήθηκε να δηλώσει διεύθυνση κατοικίας:
επίδοση σε γραμματέα εισαγγελίας ή σε εισαγγελέα – αν επίδοση ως αγνώστου διαμονής: άκυρη
(ιν) Κοινοποίηση: εξομοιούται με επίδοση, η ανακοίνωση του περιεχομένου του εγγράφου σε
ενδιαφερόμενο
3. Προθεσμίες
(ι) Διακρίσεις:
α. Προπαρασκευαστικές, ενεργείας και τρέχουσες:
Προπαρασκευαστικές: πχ αρ. 102 παρ. 1 ΚΠΔ
Ενεργείας: πχ αρ. 48 ΚΠΔ
Απλές ή τρέχουσες: πχ 213 παρ. 12 ΚΠΔ
β. Ανατρεπτικές / αποκλειστικές και επιτακτικές:
Ανατρεπτικές / αποκλειστικές: μέσα στις οποίες ή πριν την παρέλευση των οποίων δεν μπορεί να
διενεργηθεί δικονομική πράξη (ποινή ακυρότητας)
Επιτακτικές: ορίζουν ορισμένο χρονικό διάστημα για διενέργεια δικονομικής πράξης (άνευ ποινής)
(ιι) Κανόνες περί προθεσμιών:
• Καθιερωμένο ημερολόγιο
• Μη λήψη υπόψη μέρας κατά την οποία συμπίπτει το γεγονός από το οποίο τρέχει η προθεσμία
• Τελευταία μέρα εξαιρετέα: παρέκταση προθεσμίας ως την επόμενη μη εξαιρετέα
• 24ωρη προθεσμία δεν υπολογίζεται από ώρα σε ώρα
• Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε ώρες δεν μετράνε οι εξαιρετέες μέρες
• Η τελευταία μέρα προθεσμίας προς δήλωση, κατάθεση εγγράφων ή άσκηση ένδικων μέσων λήγει
την τελευταία εργάσιμη ώρα, εκτός αν ο υπάλληλος αποχωρήσει νωρίτερα οπότε επεκτείνεται και
την επόμενη μέρα
• Δυνατότητα παραίτησης ή συναίνεσης σε σύντμηση με δήλωση – ανάκληση μόνο αν επήλθαν
λόγοι που δικαιολογούν παροχή νέας προθεσμίας
4. Ακυρότητες
(ι) Απόλυτες: το ελάττωμα της δικονομικής πράξης μπορεί και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και
αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης
(ιι) Σχετικές: το ελάττωμα προτείνεται μόνο από εισαγγελέα ή διάδικο συχνά μέσα σε προθεσμία
(ιιι) Συνέπειες: ακυρότητα πράξης καθιστά άκυρες και εκείνες που ενεργήθηκαν ύστερα από αυτή
και εξαρτώνται από αυτή. Ο δικαστής μπορεί να κηρύξει άκυρες και πράξεις σύγχρονες ή
προγενέστερες αλλά συναφείς.
• Εξαρτημένες: παρήχθησαν εξαιτίας της άκυρης, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως λογικός και
νομικός όρος τους ώστε, αν ελλείπει ο όρος, να ελλείπει και κατ’ ανάγκη η εγκυρότητα των
πράξεων. Πχ η απολογία χωρίς παρουσία συνηγόρου παρόλο που ζητήθηκε και οι μεταγενέστερες
πράξεις της προδικασίας (αμφ.).
• Συναφείς: υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ συγχρόνων ή προγενέστερων πράξεων και άκυρης
ώστε η άκυρη να εμποδίζει την προγενέστερη ή σύγχρονη να επιτύχει το σκοπό της ή όταν κατ’
ανάγκη την ολοκληρώνει ή τη συμπληρώνει.
• Διαφορά: οι εξαρτημένες καθίστανται αυτοδίκαια άκυρες.
• Αρμόδιο δικαστήριο για κήρυξη ακυρότητας: δικαστικό συμβούλιο για προδικασία, δικαστήριο
για επ’ ακροατηρίου. Για προδικασία και απευθείας κλήση σε ακροατήριο: υποβολή αίτησης
κήρυξης ακυρότητας σε δικαστικό συμβούλιο από κατηγορούμενο και αίτηση επανάληψης.
Ειδικά για απευθείας κλήση: πριν την επίδοση κλητήριου θεσπίσματος (περατώνει προδικασία)
=> υποβολή αίτησης σε δικαστικό συμβούλιο για κήρυξη ακυρότητας.
Συνέπειες κήρυξης ακυρότητας: δυνατότητα εκ νέου άσκησης ποινικής δίωξης.
Κεφάλαιο 3ο:
Η προδικασία
Ι. Η ποινική δίωξη
Α. Βασικές αρχές:
1. Η αρχή της κρατικής δίωξης των εγκλημάτων (= δημόσιας κατηγορίας):
• Έναρξη ποινικής δίωξης στο όνομα της Πολιτείας.
• Έργο ποινικής δίωξης, που σε πολλές περιπτώσεις συνεπάγεται εις βάρος των ατόμων τα οποία θα
περιέλθουν σε θέση κατηγορουμένου, ανήκει μόνο στην Πολιτεία => αντικειμενική και
αμερόληπτη κρίση. Αντίθετα, η αρχή ιδιωτικής δίωξης (= δυνατότητα παθόντος είτε να τιμωρήσει
είτε να ζητήσει δίωξη) ενέχει κίνδυνο να μετατραπεί η δίωξη σε όργανο εκδικήσεων ή εκβιασμών,
ενώ η αρχή λαϊκής δίωξης (= ευχέρεια κάθε πολίτη να ζητήσει δίωξη) απαιτεί προηγμένη
αντίληψη κοινωνικής απαξίας εγκληματικής συμπεριφοράς.
3. Η αρχή της αυτοτελούς δίωξης: η έναρξη και η άσκηση της δίωξης ενεργείται από ιδιαίτερα
κρατικά όργανα διαφορετικά από δικαστές.
4. Η αρχή της νομιμότητας: ο εισαγγελέας είναι υποχρεωμένος να προβαίνει σε δίωξη μόλις λάβει
γνώση με οποιοδήποτε τρόπο ότι τελέστηκε έγκλημα, εφόσον προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις
κίνησης δίωξης. Ο εισαγγελέας δεν είναι υποχρεωμένος να ασκήσει δίωξη όταν η καταγγελία είναι
νομικά αστήρικτη, όταν είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, όταν είναι προφανώς ουσία αβάσιμη
και όταν δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις. Εξάλειψη κινδύνου αυθαιρεσίας.
Υποχρέωση προκαταρκτικής εξέτασης μόνο στα κακουργήματα: φαλκίδευση προηγούμενης
δικαιοκρατικής έρευνας, ανάγκη επιτάχυνσης διαδικασίας.
5. Η αρχή της in rem δίωξης των εγκλημάτων: είναι απόλυτα δυνατή η κίνηση της δίωξης και όταν
δεν υπάρχει καμία υπόνοια ως προς το δράστη. Είναι δυνατή η δίωξη ταυτόχρονα ή μεταγενέστερα
εναντίον ορισμένου προσώπου που φέρεται ως ύποπτος, ή, εφόσον έχει ήδη ασκηθεί δίωξη, η
επέκτασή της και εναντίον όλων όσων φέρονται ως συμμέτοχοι. Βέβαια, ως το τέλος της
προδικασίας πρέπει να εξατομικευτεί η δίωξη.
3. Εκκρεμοδικία:
Δεν υπάρχει ρητή διάταξη
4. Αμετάβλητο αρμοδιότητας
ΙΙ. Οι διάδικοι
Α. Ο κατηγορούμενος
1. Προσδιορισμός:
(ι) Χαρακτηριστικά:
Κεντρικό πρόσωπο ποινικής δίκης
Ύπαρξη στο στάδιο προδικασίας και ανακρίσεως θέτει σε ενέργεια σειρά δικονομικών διατάξεων
Πάντα υποκείμενο ποινικής δίκης λόγω 2 παρ. 1 Σ (ενεργητικό ή παθητικό) – ποτέ αποδεικτικό μέσο
με την έννοια του αντικειμένου απόδειξης: δυνατή μόνο η εξέταση εφόσον επιθυμεί να λάβει μέρος
στη διαδικασία και να δώσει εξηγήσεις, εντελώς εξαιρετικά επιβολή μέτρων δικονομικού
καταναγκασμού ή προσβολής ατομικών δικαιωμάτων
(ιι) 72 ΚΠΔ: κατηγορούμενος είναι
α. Εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητώς την ποινική δίωξη
β. Εκείνος στον οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη σε κάθε στάση της ανάκρισης
(ιιι) 43 παρ. 1 ΚΠΔ: υπόνοιες επαρκείς για κίνηση ποινικής δίωξης => αν έχουν προκύψει τέτοιες
υπόνοιες σε ορισμένη στάση της ανάκρισης εξετάζεται ως μάρτυρας, η κατάθεση δεν μπορεί να
ληφθεί υπόψη σε περαιτέρω διαδικασία (απόλυτη ακυρότητα 171 παρ. 1 δ’ ΚΠΔ)
Το δικαστικό συμβούλιο ή ο ΑΠ σε συμβούλιο, που κρίνουν τυχόν ακυρότητα, ερευνούν αν κατά το
χρόνο της εξέτασης ως μάρτυρα του μετέπειτα κατηγορουμένου υπήρχαν ή όχι επαρκείς υπόνοιες
ενοχής εναντίον του.
(ιν) Διάρκεια και παύση:
73 ΚΠΔ = η ιδιότητα διατηρείται μέχρι αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ή αμετάκλητη
καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση
Απαιτείται δικαστική περάτωση ιδιότητας μόνο αν αυτή αποκτήθηκε με ρητή άσκηση ποινικής
δίωξης εναντίον του
Αν απαγγελθεί κατηγορία κατά τη διάρκεια προανάκρισης χωρίς εισαγγελική παραγγελία βάσει του
243 παρ. 2 ΚΠΔ και ο εισαγγελέας δεν την αποδέχεται, δε χρειάζεται δικαστική απόφαση για παύση
δικαστικής ιδιότητας, εφόσον η δραστηριότητα των ανακριτικών υπαλλήλων δεν αποτελεί έναρξη
ποινικής δίωξης
Ανάκτηση ιδιότητας: 57 παρ. 2 ΚΠΔ
(ν) Προσδιορισμός ακριβούς ταυτότητας:
75 ΚΠΔ = αδυναμία βεβαίωσης της ταυτότητας δεν εμποδίζει πρόοδο ποινικής δίωξης αν
αποδεικνύεται ότι είναι εκείνος στον οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη. Αν μνημονεύτηκε με
ψευδές όνομα / ιδιότητες δεν επηρεάζει διαδικασία (διόρθωση). Αν όμως υπάρχουν αμφιβολίες για το
ότι το πρόσωπο που εμφανίστηκε στην ανάκριση είναι αυτός που διώκεται, ο ανακριτής σε κάθε
στάση της διαδικασίας προβαίνει σε βεβαίωση ταυτότητας με κάθε αποδεικτικό μέσο
Πλάνη περί πρόσωπο κατηγορουμένου: δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο αποφαίνεται ότι η δίωξη
θεωρείται σα να μην έγινε (79 ΚΠΔ). Ανάλογη εφαρμογή αν:
α. Ο κατηγορούμενος είναι πρόσωπο ανύπαρκτο
β. Ο κατηγορούμενος αποβίωσε πριν την άσκηση δίωξης
γ. Ο κατηγορούμενος δεν έχει συμπληρώσει το 8ο έτος της ηλικίας του
δ. Ο κατηγορούμενος είναι ψυχικώς νοσούν
Β. Ο πολιτικώς ενάγων
1. Προσδιορισμός:
(ι) 63 ΚΠΔ: η πολιτική αγωγή για αποκατάσταση ζημίας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί ενώπιον ποινικού δικαστηρίου από δικαιούμενους
βάσει ΑΚ
Επιτελεί και ποινική λειτουργία (δυνατή δικαιολόγηση εκδίκασης ιδιωτικών διαφορών από ποινικά
δικαστήρια, αλλιώς: πρόβλημα συνταγματικότητας)
Καρράς: πρέπει να παρίσταται κάθε πρόσωπο που φέρεται ότι αδικήθηκε. Εξισορρόπηση
ενδεχόμενης αδράνειας και αδυναμίας κρατικών οργάνων, υποστήριξη κατηγορίας κατά του δράστη,
δυνατότητα παράστασης χωρίς συγχρόνως αίτησης αποζημίωσης.
Περιορισμός:
α. Παθόντες από αξιόποινη πράξη
β. Αμέσως ζημιωθέντες
ΝΠ: ηθική βλάβη κατ’ εξαίρεση αν η προσβολή αφορά σε πίστη, υπόληψη, δραστηριότητα, ή
μέλλον, απαιτείται πρακτικό ΔΣ ΑΕ για λήψη απόφασης ανάθεσης σε τρίτο της εκπροσώπησης, όχι
πολιτικώς ενάγοντες τα μέλη
Καρράς: τυπολατρική προσέγγιση, τα μέλη είναι που επιδεικνύουν το ενδιαφέρον για την
αποκάλυψη και τιμωρία των δραστών. Προβληματική προσέγγιση ιδιαίτερα εμφανής σε περιπτώσεις
εταιριών όπου ναι μεν η τυπική περιουσία τους ανήκει σε ξεχωριστό νπ εταιρίας, κατ’ ουσία ανήκει
όμως σε μεριδούχους (Βλάβη περιουσίας τους). ΑΠ διαφοροποίηση ανάλογα με είδος εταιρίας.
Απαιτείται προσωπική προσβολή από το έγκλημα. Κατ’ εξαίρεση μέλη οικογένειας θύματος σε
περίπτωση θανάτου λόγω 932 γ’ ΑΚ. Οικογένεια: τα πρόσωπα που συνδέονται με παθόντα με στενό
δεσμό συγγένειας και αγάπης.
Στα εγκλήματα κατά του κράτους και κοινωνικού συνόλου δεν παρίσταται πολιτική αγωγή αφού
προστατεύονται αγαθά μη ατομικά. Κατ’ εξαίρεση: αν ταυτόχρονα θίγεται και ατομικό αγαθό. Όμως,
τα έννομα αγαθά του κράτους είναι και έννομα αγαθά κάθε πολίτη μέλους του κοινωνικού συνόλου.
(ιι) Μόνο για υποστήριξη κατηγορίας και ενοχής: Έφεση από εισαγγελέα: παράσταση μόνο για
υποστήριξη κατηγορίας
(ιιι) Άσκηση σε στάδιο ανάκρισης με δήλωση δικαιουμένου => απόκτηση ιδιότητας διαδίκου και
δικαιωμάτων
Δήλωση δια έγκλησης ή με άλλο έγγραφο ως περάτωση ανάκρισης (έκδοση πρωτόδικου
βουλεύματος, εκτός αν εκδόθηκε βούλευμα που διατάσσει περαιτέρω ανάκριση, στην οποία μπορεί
να γίνει δήλωση, έστω κι αν πρόκειται για βούλευμα του ΣυμβΕφ)
Ανήλικος: πολιτική αγωγή βάσει 1510 ΑΚ από γονείς
66 παρ. 1 ΚΠΔ: η πολιτική αγωγή δεν εισάγεται σε ποινική διαδικασία αν έχει ήδη εγερθεί ενώπιον
πολιτικού δικαστηρίου και εκδόθηκε οριστική απόφαση. Αν εισάχθηκε μέρος και έγινε επιφύλαξη για
υπόλοιπο, σύννομα παρίσταται σε ποινικό. Αν όμως εκδόθηκε οριστική απόφαση δεν επιτρέπεται
παράσταση για μέρος της αξίωσης με επιφύλαξη για το υπόλοιπο. Οριστική είναι αυτή που
τερματίζει τη δίκη σε δικαστήριο εφόσον η κρίση εξαντλήσει όλες τις δυνατές βαθμίδες δικονομικής
αξιολόγησης. Αν η απόφαση αφορά μόνο αποζημίωση μπορεί να ζητηθεί από ποινικό δικαστήριο
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, αφού υπάρχει διαφορά ως προς αντικείμενο
πολιτικής αγωγής.
(ιν) Απαράδεκτη δήλωση που δεν περιέχει συνοπτική έκθεση υπόθεσης, λόγους, διορισμό
αντικλήτου:
α. Αξιόποινη συμπεριφορά
β. Ζημία
γ. Αιτιώδη συνάφεια
δ. Στοιχεία ενεργητικής νομιμοποίησης πολιτικώς ενάγοντος και παθητικής νομιμοποίησης
κατηγορουμένου
ε. Είδος παράστασης (τι ζητείται;)
Καρράς: δεν είναι απαραίτητη η εξειδίκευση κατά το στάδιο της προδικασίας του είδους της
επικαλούμενης ζημίας. Δε θεωρείται αναγκαία η μνεία του ποσού.
στ. Διορισμός αντικλήτου αν διαμένει αλλού
Απαράδεκτο: βαριά και δυσανάλογη κύρωση
(ν) Διατύπωση («θα», «θέλω να παραστώ»):
Αντιφατική νομολογία:
Α’ άποψη: αναφέρεται σε μέλλον
Β’ άποψη: αφορά σε ενεστώτα χρόνο
Πρωταρχική σημασία έχει η ουσιαστική νομιμοποίηση που πρέπει να προκύπτει ενώ η τυπική
εκφορά της δεν πρέπει να επηρεάζει την κρίση για το παραδεκτό εφόσον δεν αφήνει αμφιβολίες για
ουσιαστική νομιμοποίηση.
(νι) Δυνατότητα κατηγορουμένου να υποβάλλει αντιρρήσεις κατά της δήλωσης του πολιτικώς
ενάγοντος ως την έκδοση οριστικού βουλεύματος. Κατά την εκδίκαση των αντιρρήσεων δεν
προβλέπεται ρητά η κλήτευση του πολιτικώς ενάγοντος, αλλά συνάγεται ερμηνευτικά η ανάγκη της
για την τήρηση της ισότητας δικαστικής ακρόασης. Αν δεν τηρηθεί όμως, δυνατή μόνο η αναίρεση
για κατάχρηση εξουσίας.
(νιι) Δυνατότητα παραίτησης από την αγωγή σε κάθε στάση της δίκης με δήλωση ενώπιον του
εισαγγελέα
2. Η αυτοψία:
• Το αντίστοιχο αποδεικτικό μέσο
• Η αντίστοιχη ανακριτική πράξη
Ειδικότερα αντικείμενα:
(ι) Αυτοψία τόπων
(ιι) Αυτοψία πραγμάτων
(ιιι) Αυτοψία ανθρώπων
3. Η πραγματογνωμοσύνη:
• Το αντίστοιχο αποδεικτικό μέσο (γνωμάτευση πραγματογνωμόνων)
• Η αντίστοιχη ανακριτική πράξη (διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης)
Πραγματογνώμονες: τα πρόσωπα που, λόγω των ειδικών γνώσεών τους σε ορισμένη επιστήμη ή
τέχνη, καλούνται είτε προς ακριβή διάγνωση ορισμένου γεγονότος, οπότε ανακοινώνουν τα
πορίσματα των ερευνών τους ως προς το είδος, τους χαρακτήρες και την αποδεικτική αξία του
γεγονότος αυτού, είτε για να εκφέρουν γνώμες ή κρίσεις σχετικά με ορισμένη κατάσταση προσώπων
ή πραγμάτων ή με τους όρους κάτω από τους οποίους τελέσθηκε ή μπορούσε να τελεσθεί ορισμένο
γεγονός. Είναι βοηθοί του δικαστή, καθότι τον επικουρούν στην ορθή εκτίμηση του πραγματικού
υλικού. Υπόκεινται σε εξαίρεση και καταβάλλεται ιδιαίτερη προσπάθεια διασφάλισης της
αμεροληψίας τους με σειρά ρυθμίσεων.
Τεχνικοί σύμβουλοι είναι τα πρόσωπα που μπορούν να διορίζονται από τον κατηγορούμενο, τον
πολιτικώς ενάγοντα και τον αστικώς υπεύθυνο για να παρακολουθήσουν τη διεξαγωγή της
πραγματογνωμοσύνης και να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με αυτή (σύστημα ελεγχόμενης
πραγματογνωμοσύνης).
5. Οι μάρτυρες:
(ι) Ορισμός: Ως μάρτυρες νοούνται τα πρόσωπα που καλούνται να καταθέσουν ορισμένα γεγονότα
που αφορούν στην ανακρινόμενη ή δικαζόμενη υπόθεση και υπέπεσαν στην αντίληψή τους.
(ιι) Εξέταση: Κατ’ εξαίρεση από τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι μάρτυρες καταθέτουν μόνο
γεγονότα, αναγνωρίζεται η δυνατότητα κλήτευσης και εξέτασης ως μαρτύρων ορισμένων προσώπων
τα οποία διαθέτουν ιδιάζουσες γνώσεις και εκθέτουν την κρίση τους για τη διάγνωση κατάστασης
πραγμάτων που δεν υπάρχει πια. Δεν απευθύνονται ερωτήσεις στο μάρτυρα για προσωπικές κρίσεις,
παρά μόνο όταν αυτές συνδέονται αναπόσπαστα με τα γεγονότα που καταθέτει. Επιτρέπεται η
κατάθεση γεγονότων που περιήλθαν σε γνώση του εξ ακοής. Οφείλει όμως να κατονομάζει
ταυτόχρονα και εκείνους από τους οποίους πληροφορήθηκε όσα καταθέτει. Δε λαμβάνεται υπόψη η
κατάθεση του μάρτυρα που δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του (ποινή ακυρότητας, μη
ρητά οριζόμενη «δε λαμβάνεται υπόψη» = «είναι άκυρη»).
(ιιι) Διαφορά από πραγματογνώμονες: Μάρτυρες καταθέτουν γεγονότα τα οποία οι ίδιοι
αντιλήφθηκαν ή πληροφορήθηκαν από άλλους και αναφέρονται με κάθε τρόπο στην υπόθεση,
εφόσον η κατάθεσή τους βασίζεται στην ιστορική σχέση τους με τα γεγονότα αυτά.
Πραγματογνώμονες καταθέτουν κρίσεις για γεγονότα που προέρχονται από ειδικές γνώσεις σε
επιστήμη ή τέχνη χωρίς να έχει προϋπάρξει προηγούμενη επαφή με αυτά εκτός από εκείνη που
λαμβάνει χώρα εξαιτίας της υπόθεσης με σκοπό να τους καταστήσει ικανούς να διατυπώσουν τις
κρίσεις τους.
(ιν) Περιεχόμενο υποχρέωσης μαρτυρίας:
α. Υποχρέωση εμφάνισης (εξαιρέσεις: 215, 216 ΚΠΔ)
β. Υποχρέωση όρκισης (εξαιρέσεις: 221 ΚΠΔ)
γ. Υποχρέωση κατάθεσης της αλήθειας (εξαιρέσεις: 222, 212 ΚΠΔ. Η προβληματική μη ταύτιση 212
με 317 ΚΠΔ αίρει το άδικο, καθότι υπάρχει σύγκρουση καθηκόντων).
6. Τα έγγραφα:
Έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός με έννομη
σημασία και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει τέτοιο γεγονός. Και κάθε μέσο που
χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή
άλλο τρόπο. Δημόσια έγγραφα: τεκμήριο γνησιότητας.
2. Οι έρευνες:
(ι) Ορισμός: Έρευνα είναι η ανακριτική πράξη με την οποία επιδιώκεται η ανεύρεση στοιχείων τα
οποία είναι χρήσιμα είτε για τη βεβαίωση ορισμένου εγκλήματος είτε για την ανακάλυψη και
σύλληψη των δραστών του είτε για τη βεβαίωση ή αποκατάσταση της ζημίας που προξενήθηκε.
(ιι) Προϋποθέσεις:
α. Να διεξάγεται ανάκριση, δηλαδή να έχει παραγγελθεί κύρια ανάκριση ή προανάκριση είτε να
ενεργείται προανάκριση χωρίς εισαγγελική παραγγελία.
β. Να είναι δυνατόν να υποτεθεί εύλογα ότι μόνο με αυτό το μέσο μπορεί να κατορθωθεί ή να
διευκολυνθεί η βεβαίωση του εγκλήματος, η ανακάλυψη ή η σύλληψη των δραστών ή η βεβαίωση ή
αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας.
(ιιι) Έρευνα κατοικίας: Ως κατοικία νοείται κάθε χώρος όπου διαμένει κανείς μόνιμα ή προσωρινά,
μόνος ή με άλλους, εφόσον είναι επαρκώς περιφραγμένος, ανεξάρτητα από το αν είναι στεγασμένος
ή όχι, ώστε να μην είναι προσιτός σε οποιονδήποτε. Όχι μόνο η οικία και κάθε τι που συνέχεται με
αυτή, το δωμάτιο ξενοδοχείου και κάθε χώρος εργασίας, ακόμα και στις μη εργάσιμες ώρες.
Προϋπόθεση: να μην είναι ελεύθερη η είσοδος σε οποιονδήποτε. Επιτρέπεται έρευνα όχι μόνο όταν
διεξάγεται ανάκριση αλλά και όταν πρόκειται να συλληφθεί πρόσωπο που έχει ήδη καταδικαστεί ή
για την ανεύρεση και κατάσχεση αντικειμένων σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης (η διενέργεια
ανάκρισης αποτελεί την ελάχιστη προϋπόθεση της ανακριτικής πράξης). Διατάξεις: 255 ΚΠΔ, 9 παρ.
1 Σ, ανεφάρμοστη η 254 παρ. 1 α’ ΚΠΔ λόγω συνταγματικής πρόβλεψης.
Νυχτερινή έρευνα κατοικίας αν πρόκειται να συλληφθεί πρόσωπο που διώκεται νόμιμα, αν
αυτόφωρο εντός της κατοικίας κακούργημα ή πλημμέλημα και αν γίνεται συγκέντρωση σε κατοικία
όπου παίζονται κατ’ επάγγελμα τυχερά παιχνίδια ή χρησιμοποιείται ως τόπος κατ’ επάγγελμα
ακολασίας (προσπορισμός προς το ζην!).
(ιν) Σωματική έρευνα: 257 ΚΠΔ
α. Κατηγορουμένων: όταν ο ανακρίνων κρίνει βάσει σπουδαίων λόγων ότι η διεξαγωγή τους είναι
χρήσιμη για την ανακάλυψη της αλήθειας
β. Τρίτων: βαρεία και βάσιμη υπόνοια ή απόλυτη ανάγκη.
Να μη θίγει το αίσθημα ντροπής του προσώπου.
(ν) Απαγορευμένες έρευνες:
α. Έρευνα κατοικίας και γραφείου δικηγόρου και σωματική έρευνά του σε κάθε ώρα της μέρας ή
νύχτας εφόσον είναι πληρεξούσιος ή συνήγορος κατηγορουμένου.
β. Χώροι διπλωματικών αποστολών κλπ.
(νι) Έκθεση (όπως και σε κάθε μορφής έρευνα) μόλις περατωθεί η έρευνα -> αντίγραφο στον ένοικο
της οικίας κατόπιν προφορικής αίτησης -> τα πράγματα που ανευρέθηκαν υποβάλλονται σε
κατάσχεση και μεσεγγύηση.
3. Η κατάσχεση:
(ι) Ορισμός: ανακριτική πράξη με την οποία αφαιρούνται από την κατοχή ορισμένου προσώπου
αντικείμενα ή έγγραφα που σχετίζονται με κάποιο έγκλημα.
Προϊόντα εγκλήματος εν ευρεία εννοία (αντικείμενα που παρήχθησαν από το έγκλημα, το τίμημά
τους και όσα τυχόν αποκτήθηκαν από ανωτέρω αντικείμενα) και τα μέσα τέλεσης του εγκλήματος,
δηλαδή τα αντικείμενα τα οποία χρησίμευσαν ή ήταν προορισμένα να χρησιμεύσουν για διάπραξη
εγκλήματος.
(ιι) Σκοπός: εξασφάλιση αντικειμένων αναγκαίων για διεξαγωγή απόδειξης.
(ιιι) Τραπεζική κατάσχεση:
α. Από ανακριτή ή ανακριτικό υπάλληλο.
β. Αντικείμενα κάθε είδους τίτλοι αξιών, χρήματα και ξένο νόμισμα.
γ. Ιδρύματα πιστωτικά (ταμιευτήρια, ενεχυροδανειστήρια, …)
δ. Κιβώτια ασφαλείας ανοίγονται και βιαίως.
(ιν) Άτομα 212 ΚΠΔ: παραδίδουν έγγραφα και κάθε αντικείμενο (261 ΚΠΔ).
(ν) Απαγόρευση κατάσχεσης:
α. Στο τηλεγραφικό γραφείο ή αρχείο σχετικής υπηρεσίας ΟΤΕ και χρήση από αρχές πρωτότυπων
τηλεγραφημάτων που φυλάσσονται εκεί.
β. Οποιουδήποτε εγγράφου στα χέρια πληρεξούσιου δικηγόρου.
γ. Εφημερίδων ή εντύπων πριν ή μετά την κυκλοφορία τους (εξαίρεση: επιτρέπεται μετά την
κυκλοφορία για συγκεκριμένες περιπτώσεις 14 Σ).
δ. Αντικείμενα σε χώρους διπλωματικών αποστολών χωρών που υπέγραψαν Σύμβαση Βιέννης.
(νι) Ασφάλιση κατασχεθέντος αν παρουσιάζεται ανάγκη από ενεργούνται κατάσχεση.
(νιι) Άρση κατάσχεσης: διατάσσεται από δικαστικό συμβούλιο κατά την προδικασία εφόσον δε
φαίνεται πιθανό ότι αυτό θα δυσχεράνει ανακάλυψη της αλήθειας. Αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη
αλλά η κατάσχεση διατάχθηκε κατά την προανάκριση χωρίς εισαγγελική παραγγελία, η άρση
διατάσσεται από εισαγγελέα.
2. Ουσιαστική περάτωση:
308 παρ. 1 α’ ΚΠΔ: κηρύσσεται από ΣυμΠλημμ. Τα έγγραφα διαβιβάζονται σε Εισαγγελέα ο οποίος,
αν κρίνει ότι δε χρειάζεται να τα επιστρέψει στον ανακριτή για να συμπληρωθεί η ανάκριση μέσα σε
2 μήνες ή, αν η φύση της υπόθεσης το επιβάλλει, μέσα σε 3 μήνες, υποβάλλει πρόταση στο
Συμβούλιο για να παύσει οριστικά ή προσωρινά η δίωξη ή για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος
στο ακροατήριο ή για να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του.
Δικαίωμα γνωστοποίησης διαδίκων ότι επιθυμούν να γνωρίσουν πρόταση εισαγγελέα.
Παράδοξη διχογνωμία σχετικά με ζήτημα αν η υποχρέωση του εισαγγελέα να ειδοποιήσει διάδικο
για προσέλευση και λήψη γνώσης πρότασης ισχύει μόνο όταν ο διάδικος υπέβαλε σχετικό αίτημα σε
εισαγγελέα ή και με έκθεση άσκησης ενδίκου μέσου έφεσης.
Καρράς: και με έφεση, αλλιώς τυπολατρία.
Η παραβίαση της διάταξης προκαλεί απόλυτη ακυρότητα. Παρέχεται απολύτως αναγκαίος χρόνος σε
διαδίκους για αντίκρουση συμπερασμάτων κατηγορούσας αρχής αφού ακριβώς αυτός είναι ο σκοπός
της ανωτέρω ρύθμισης (αρχή δικαστικής ακρόασης). Κατά το χρόνο αυτό η δικογραφία παραμένει
στην εισαγγελία και δεν εισάγεται στο δικαστικό συμβούλιο, ώστε να μπορούν οι διάδικοι να
υποβάλλουν υπόμνημα.
Ισχύει και όταν η υπόθεση εισάγεται σε δικαστικό συμβούλιο με πρόταση εισαγγελέα ύστερα από
διενέργεια προανάκρισης.
Εξαιρέσεις:
Εγκλήματα που προβλέπει το αρ. 1 του Ν. 1608/50 => περάτωση ανάκρισης από συμβούλιο εφετών
με βούλευμα. Λειτουργικά αρμόδιο και όταν από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει ότι δε
θεμελιώνεται προβλεπόμενο από ανωτέρω νόμο έγκλημα. Μολονότι ρητά ορίζεται ότι το συμβούλιο
εφετών αποφασίζει αμετάκλητα, ΝΟΜ ΑΠ: ο εισαγγελέας ΑΠ μπορεί να ζητήσει αναίρεση των
απαλλακτικών (όχι παραπεμπτικών) βουλευμάτων (308 παρ. 1 δ’, 483 παρ. 3 ΚΠΔ), επειδή η
δεύτερη διάταξη είναι ειδικότερη. Λειτουργικά αρμόδιο και για συναφή πλημμελήματα ή
κακουργήματα.
308 παρ. 3 ΚΠΔ: η κύρια ανάκριση στα πλημμελήματα περατώνεται και με απευθείας κλήση του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο με διαταγή εισαγγελέα και σύμφωνη γνώμη ανακριτή.
Για ορισμένα κακουργήματα (Ν. 2168/93, 2523/97, 374 και 380 ΠΚ …) η κύρια ανάκριση
περατώνεται με παραπομπή της υπόθεσης σε ακροατήριο με την έκδοση κλητήριου θεσπίσματος του
αρμόδιου ΕισΕφ + σύμφωνη γνώμη προέδρου εφετών (δεν επιτρέπεται προσφυγή). => προσβολή
δικαιωμάτων υπεράσπισης και προβληματική εκτίμηση υποθέσεων.
Περάτωση ανάκρισης => δικογραφία από ΕισΠλημμ σε ΕισΕφ => αν κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς
ενδείξεις για παραπομπή και ότι δε χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση => πρόταση σε Πρόεδρο
Εφετών να εισαχθεί η υπόθεση μαζί με τυχόν συναφή σε ακροατήριο => κατάρτιση πρότασης και
πριν την υποβολή της σε Πρόεδρο Εφετών, ενημέρωση διαδίκων αν υπέβαλαν σχετικό αίτημα =>
1) σύμφωνη γνώμη Προέδρου Εφετών => έκδοση κλητήριου θεσπίσματος από ΕισΕφ κατά του
οποίου δεν επιτρέπεται προσφυγή => παραπομπή => Πρόεδρος Εφετών αποφαίνεται με διάταξη,
εναντίον της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή, για διάρκεια ισχύος εντάλματος σύλληψης και για
διατήρηση ή όχι της προσωρινής κράτησης ή των περιοριστικών όρων.
2) αντίρρηση Προέδρου Εφετών ή κρίση ΕισΕφ ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδειξεις => διαβίβαση
δικογραφίας σε ΕισΠλημμ => εισαγωγή σε ΣυμΠλημμ
Αν περισσότεροι κατηγορούμενοι και ανάγκη χωρισμού λόγω μη ύπαρξης επαρκών ενδείξεων για
όλους: αποφασίζει το ΣυμΕφ (αντίστοιχα και για συναφή)
Αν το ΣυμΕφ διατάξει περαιτέρω ανάκριση, η παραπομπή γίνεται μετά την ολοκλήρωσή της με βάση
την ανωτέρω διαδικασία. Σε περίπτωση παραπομπής, το ΣυμΕφ αποφασίζει για ισχύ εντάλματος
σύλληψης και για προσωρινή κράτηση και την αντικατάστασή τους με περιοριστικούς όρους.
Αντίθεση των παραπάνω με το 20 Σ (αδυναμία προσφυγής) => δικαίωμα υπεράσπισης και ακρόασης.
Μετριασμός με δικαίωμα γνώσης της εισαγγελικής πρότασης πριν την υποβολή στον Πρόεδρο
Εφετών και δυνατότητα αντίκρουσης της ενδεχόμενης πρότασης παραπομπής με υπόμνημα.
ΑΠ: το 20 Σ δεν απαγορεύει στο νομοθέτη να θεσπίσει για ορισμένη κατηγορία υποθέσεων ειδικές
διατάξεις στη διαδικασία εκδίκασής τους και ειδικότερα διατάξεις που περιορίζουν την προδικασία
στο στάδιο της ανάκρισης, αποκλείοντας και τη διαδικασία ενώπιον δικαστικού συμβουλίου ή την
άσκηση ένδικων μέσων.
Καρράς: η απαγόρευση της προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης στερεί τη δυνατότητα άσκησης
δικαιώματος ακρόασης, έστω και μεταγενεστέρως, μολονότι η παραπομπή στο ακροατήριο αποτελεί
διαδικαστική πράξη, η οποία προδήλως προσβάλλει αμέσως δικαιώματα και συμφέροντα. Η
επικαλούμενη ευχέρεια του νομοθέτη θέσπισης ειδικών διατάξεων που περιορίζουν την προδικασία
στο στάδιο της ανάκρισης με περαιτέρω αποκλεισμό και των ένδικων μέσων δεν είναι απόλυτη αλλά
ισχύει υπό προϋπόθεση ότι δεν προκαλεί αποστέρηση του δικαιώματος ακρόασης, ενώ η μη
κατοχύρωση από το δικαίωμα ακρόασης και της θέσπισης ένδικων μέσων αναφέρεται σε καθιέρωση
δύο ή περισσότερων βαθμών δικαιοδοσίας, όχι στην εξέλιξη της πρωτοβάθμιας διαδικασίας.
Αν όμως δεχτούμε το νόμο, πρέπει:
(α) Η οικεία εισαγγελική πρόταση να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη
(β) Η σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών να είναι επίσης ειδικά και εμπεριστατωμένα
αιτιολογημένη
(γ) 324 ΚΠΔ: αν η άσκηση προσφυγής κατά απευθείας κλήσης απαγορεύεται ειδικά, ο προσφεύγων
μπορεί να προβάλλει τις αντιρρήσεις του ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να
κηρύξει απαράδεκτη την εισαγωγή της υπόθεσης ως την απόφαση του ΕισΕφ
(δ) Απαραίτητη προϋπόθεση για εισαγωγή με απευθείας κλήσης η περάτωση της κύριας ανάκρισης.
V. Η διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων
Α. Εισαγωγή
1. Γενική αρμοδιότητα:
308 παρ. 1 α’ ΚΠΔ: το τέλος της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από ΣυμΠλημμ (ουσιαστική
αποπεράτωση κύριας ανάκρισης)
4. Λήψη εγγράφων:
Μολονότι δεν προβλέπεται ρητά, προκύπτει από δικαίωμα ακρόασης.
5. Διαδικασία απόφασης:
Με πλειοψηφία και πάντοτε αφού ακουστεί και αποχωρήσει ο εισαγγελέας.
6. Παραπεμπτικά βουλεύματα:
Το δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του
αρμόδιου δικαστηρίου όταν διαπιστώσει την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων εναντίον του για τη στήριξη
κατηγορίας για ορισμένη πράξη (313 ΚΠΔ). Επαρκείς ενδείξεις (υπόνοιες) ενοχής: από το σύνολο
του αποδεικτικού υλικού πιθανολογείται με βασιμότητα ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την
αξιόποινη πράξη.
ΑΠ: επαρκείς είναι οι ενδείξεις που πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή όταν από το
αποδεικτικό υλικό προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να
υποβάλει στη δοκιμασία της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά στα οποία
στηρίζονται οι ενδείξεις. Αντίθετα δε θεωρούνται σοβαρές οι ενδείξεις όταν, καθ’ εαυτές κρινόμενες,
δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορουμένου και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά
στοιχεία που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απαλλαγή του.
Όταν το βούλευμα γίνει αμετάκλητο γίνεται κλήση του κατηγορουμένου. Είναι απαραίτητη η
επίδοση του βουλεύματος και η περαιτέρω διεξαγωγή της διαδικασίας στο ακροατήριο που
προϋποθέτει αμετάκλητη παραπομπή, επειδή διαφορετικά η κλήση είναι άκυρη, αφού δεν έχει
περιέλθει σε γνώση του κατηγορουμένου η κατηγορούμενη πράξη, ενώ περαιτέρω η ενδεχόμενη
απόφαση του δικαστηρίου υπόκειται σε αναίρεση για υπέρβαση εξουσίας, εφόσον μόνο η
αμετάκλητη παραπομπή θεμελιώνει δικαιοδοσία του για εκδίκαση της συγκεκριμένης πράξης. Δεν
επιτρέπεται να γίνεται επίδοση αποσπάσματος μόνο του βουλεύματος.
Αν ο κατηγορούμενος κρατείται προσωρινώς ή τελεί υπό περιοριστικούς όρους, το συμβούλιο
αποφαίνεται συγχρόνως και για την απόλυσή του ή για τη συνέχιση της προσωρινής του κράτησης,
καθώς και για τη διατήρηση ή όχι της ισχύος των περιοριστικών όρων ή για την αντικατάσταση τους.
Αν εκδόθηκε εναντίον του κατηγορουμένου ένταλμα σύλληψης και αυτός διέφυγε, το συμβούλιο
διατάσσει συγχρόνως κατάργηση ή διατήρησή του και προσωρινή κράτηση σε περίπτωση σύλληψης
(315 παρ. 1, 2 ΚΠΔ). Αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, το συμβούλιο, παραπέμποντας τον
κατηγορούμενο στο ακροατήριο, επιβάλλει περιοριστικούς όρους ή διατάσσει τη σύλληψη και
προσωρινή κράτησή του, έστω και χωρίς έκδοση εντάλματος (315 παρ. 3 ΚΠΔ). Αν ωστόσο το
συμβούλιο διατάσσει περαιτέρω ανάκριση, απέχει από απόφαση για περιοριστικούς όρους ή
προσωρινή κράτηση. Η παρ. 2 του 315 ΚΠΔ εφαρμόζεται αναλόγως και στην περίπτωση που η
κύρια ανάκριση ολοκληρώνεται βάσει του 308 παρ. 2 ΚΠΔ με απευθείας κλήση στο ακροατήριο,
επειδή ανακύπτει κενό.
Ι. Η προπαρασκευαστική διαδικασία
Α. Σκοπός
(ι) Εμφάνιση προσώπων των οποίων η συμμετοχή στην κύρια διαδικασία κρίνεται απαραίτητη.
(ιι) Προσδιορισμός δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου και του χρόνου, κατά τον οποίο θα διεξαχθεί η
κύρια διαδικασία.
(ιιι) Ακριβής καθορισμός αντικειμένου κύριας διαδικασίας.
-> Κλήτευση κατηγορουμένου:
• Κλητήριο θέσπισμα: 245 παρ. 1 α’, 308 παρ. 3 και 308Α ΚΠΔ (απευθείας κλήση στο ακροατήριο)
• Κλήση: 308 παρ. 1, 308Β ΚΠΔ και σε όσες περιπτώσεις ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο
ακροατήριο μέσω της διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων.
Ζητήματα:
α. Εισαγωγή υπόθεσης σε ακροατήριο χωρίς να έχει καταστεί αμετάκλητο το παραπεμπτικό
βούλευμα: υπέρβαση εξουσίας
β. Εισαγωγή υπόθεσης σε ακροατήριο χωρίς να έχει επιδοθεί στον κατηγορούμενο το παραπεμπτικό
βούλευμα, έστω και αν του επιδόθηκε κλήση για εμφάνιση: απόλυτη ακυρότητα 171 παρ. 1 δ’ ΚΠΔ.
γ. Επίδοση κλήσης στον κατηγορούμενο χωρίς να έχει καταστεί αμετάκλητο το παραπεμπτικό
βούλευμα αλλά διεξαγωγή της συζήτησης μετά το αμετάκλητο: παραβίαση 314 β’ και 319 παρ. 5 β’
ΚΠΔ, ωστόσο δεν ορίζεται ρητά ακυρότητα, ώστε να μπορεί να εφαρμόζεται το 170 παρ. 1 ΚΠΔ.
επομένως δεν προκαλείται σχετική ακυρότητα (σημείωση: για την έναρξη αναστολής της
παραγραφής απαιτείται όχι μόνο επίδοση έγκυρης κλήσης αλλά και αμετάκλητο παραπομπής).
Β. Οι αναγκαίες πράξεις
1. Σύνταξη κλητήριου θεσπίσματος ή κλήσης προς εμφάνιση:
(ι) Κλητήριο θέσπισμα:
α. Ονοματεπώνυμο και αν υπάρχει ανάγκη κι άλλα στοιχεία που καθορίζουν ταυτότητα
κατηγορουμένου
β. Προσδιορισμό δικαστηρίου
γ. Χρονολογία, ημέρα και ώρα εμφάνισης
δ. Ακριβή καθορισμό πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου που την προβλέπει.
Βασικό στοιχείο υπεράσπισης. ΕΣΔΑ: ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορείται τη φύση
και το λόγο της κατηγορίας εναντίον του εν λεπτομερεία.
Ακριβής καθορισμός της πράξης: αναφορά συγκεκριμένα όλων των θετικών προϋποθέσεων του
εγκλήματος, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
ε. Αριθμό, σφραγίδα, υπογραφή εισαγγελέα
(ιι) Κλήση προς εμφάνιση:
α’ – γ’ και ε’ ενώ για κατηγορούμενη πράξη να αναφέρεται σε παραπεμπτικό βούλευμα.
Αν ελλείπει και στα δύο κάποιο στοιχείο: ακυρότητα (321 παρ. 4 ΚΠΔ).
2. Κατάργηση προσφυγής:
Αντίθετη με κατοχυρωμένη συνταγματικά αρχή δικαστικής ακρόασης, εφόσον ο παραπεμπόμενος με
απευθείας κλήση κατηγορούμενος δεν μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του εναντίον δικονομικής
πράξης παραπομπής που καταδήλως προσβάλλει άμεσα συμφέροντά του.
Β’ άποψη: η μικρή κατά βάση βαρύτητα των εγκλημάτων αρμοδιότητας ΜονΠρωτ καθιστά ανεκτή
την απαγόρευση προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης. Όμως πλέον στο ΜονΠρωτ υπάγονται και
πλημμελήματα με απειλούμενη ποινή φυλάκισης με ελάχιστο όριο κατώτερο του ενός έτους.
Επομένως η συναγόμενη από το 322 παρ. 1 ΚΠΔ απαγόρευση προσφυγής κατά της απευθείας
κλήσης στο ακροατήριο του ΜονΠλημμ είναι αντίθετη με το 20 Σ.
5. Χαρακτηριστικά προσφυγής:
(ι) Σκοπός: έλεγχος ορθότητας προηγούμενης κρίσης.
(ιι) Επεκτατικό αποτέλεσμα (ωφελεί και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους – 469 ΚΠΔ αναλογικά).
(ιιι) Αναστέλλει εκδίκαση υπόθεσης μέχρι την απόφαση Εισαγγελέα ή ΣυμΕφ.
(ιν) Ασκείται μία μόνο φορά.
(ν) Μεταβιβάζει την υπόθεση σε άλλο ανώτερο όργανο.
(νι) Μπορεί να ασκηθεί και εμπροθέσμως (λόγοι ανωτέρας βίας που αναφέρονται ρητώς σε έκθεση
προσφυγής).
(νιι) Επεκτείνεται και σε συναφή εγκλήματα.
(νιιι) Μπορεί να ασκηθεί αυτοπροσώπως και μέσω αντιπροσώπου.
(ιχ) Λόγοι προφυγής: δικονομικοί και ουσιαστικοί. Παραδεκτά και η ακυρότητα πράξεων
προδικασίας, υποχρέωση ΕισΕφ να αποφανθεί για βασιμότητα.
(χ) Όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως ή απαγορεύεται με ειδική διάταξη δεν εφαρμόζεται το 322 επ.
ΚΠΔ, ο προσφεύγων, εφόσον έχει αντιρρήσεις, τις προβάλλει ενώπιον δικάζοντος δικαστηρίου, το
οποίο, αν τις δεχτεί, κηρύσσει απαράδεκτη την εισαγωγή της υπόθεσης μέχρις ότου αποφασίσει για
προσφυγή ο ΕισΕφ ή το ΣυμΕφ.
• Πρέπει να έχει υποβληθεί σχετική προσφυγή.
• Η προσφυγή πρέπει να έχει απορριφθεί από εισαγγελέα ή ΣυμΕφ.
• Οι αντιρρήσεις του κατηγορουμένου αφορούν μόνο παραδεκτό προσφυγής, ότι δηλαδή
εσφαλμένως κρίθηκε πως αυτή ήταν εκπρόθεσμη ή απαγορευόταν η άσκησή της.
• Το δικαστήριο αποφασίζει αντιστοίχως για το αν η προσφυγή ασκήθηκε παραδεκτώς.
• Εφόσον το δικαστήριο αποφασίσει πως ασκήθηκε παραδεκτώς, ο ΕισΕφ ή το ΣυμΕφ αποφασίζει
περαιτέρω για ουσιαστική βασιμότητα.
ΙΙ. Η κύρια διαδικασία – Οι θεμελιώδεις αρχές
1. Η αρχή της δημοσιότητας
Καθιέρωση εμπιστοσύνης πολιτών σε αμερόληπτη απονομή δικαιοσύνης. Η επ’ ακροατηρίου
συζήτηση γίνεται δημοσίως και επιτρέπεται σε οποιονδήποτε να παρευρίσκεται ακωλύτως στις
συνεδριάσεις. Εξαιρέσεις:
(ι) Απαγόρευση παρουσίας ατόμων κάτω των 17 (ελεύθερη κρίση δικαστηρίου).
(ιι) Έλεγχος αριθμού εισερχομένων.
(ιιι) 93 παρ. 2 Σ: επιβλαβής δημοσιότητα για χρηστά ήθη ή ειδικοί λόγοι προστασίας ιδιωτικής ή
οικογενειακής ζωής διαδίκων.
(ιν) 96 παρ. 3 Σ: συνεδριάσεις δικαστηρίων ανηλίκων.
2. Διορισμός συνηγόρου:
Αμέσως μετά την εκφώνηση του ονοματεπώνυμου. Δικαίωμα να διορίσει ως 3 δικηγόρους είτε
προφορικά είτε εγγράφως. Ο διορισμός παρέχει στο συνήγορο την εξουσία εκπροσώπησης του
κατηγορουμένου σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις. Αν μάλιστα πρόκειται για κακούργημα, ο
πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει υποχρεωτικώς συνήγορο.
Υποχρεωτικός διορισμός συνηγόρου: δε συνδέεται με οικονομική αδυναμία κατηγορουμένου και δεν
απαιτείται υποβολή αιτήματος. Χρειάζεται να παρέχεται επαρκής χρόνος στο διοριζόμενο συνήγορο
για μελέτη δικογραφίας -> διακοπή εκδίκασης για όσο διάστημα αυτός ζητήσει. Η υποχρέωση
διορισμού συνηγόρου ανακύπτει και αν αποχωρήσει κατά τη διάρκεια της εκδίκασης ο συνήγορος
του κατηγορουμένου. Ο διορισμός συνηγόρου γίνεται έστω και αν ο κατηγορούμενος εκφράζει
αντίθεση, επειδή ακριβώς η Πολιτεία ενδιαφέρεται και υποχρεούται να εξασφαλίζει δίκαιη δίκη
(κατά τεκμήριο εξυπηρετείται με ύπαρξη συνηγόρου). Όμως, αν ο κατηγορούμενος αρνείται
διορισμό εκφράζοντας ρητή αντίρρηση στο πρόσωπο του συνηγόρου και επιμένοντας παράσταση
του δικού του συνηγόρου που δεν μπορεί ωστόσο να παραστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση λόγω
κωλύματος -> η επιμονή για διορισμό υποχρεωτικού συνηγόρου αντιτίθεται σε δικαίωμα ελεύθερης
επιλογής συνηγόρου (δίκαιη δίκη). Η μόνη συνεπής εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων οδηγεί σε
αποδοχή λύσης ότι σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο, ο πρόεδρος διορίζει
υποχρεωτικό συνήγορο αλλά αν δηλώνεται ρητά η έλλειψη εμπιστοσύνης στο διοριζόμενο συνήγορο
ή γενικά επιμένει σε διορισμό δικού του συνηγόρου, πρέπει να θεωρείται πως η υποχρέωση
εκπληρώθηκε με αρχικό διορισμό και η διαδικασία επιτρέπεται να γίνεται χωρίς τη συμπαράσταση
δικηγόρου.
Επιτρέπεται καταρχήν ο διορισμός συνηγόρου άλλου συγκατηγορουμένου, εκτός φυσικά αν οι
κατηγορούμενοι έχουν αντίθετα συμφέροντα ή ο διοριζόμενος προβάλλει αδυναμία υπεράσπισης του
κατηγορουμένου αυτού. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει δωρεάν παράσταση
συνηγόρου.
3. Εμφάνιση κατηγορουμένου:
Ο κατηγορούμενος που εμφανίζεται πρέπει να προτείνει τις αντιρρήσεις του για την τυχόν
ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητήριου θεσπίσματος και του καταλόγου των
μαρτύρων καθώς και την ακυρότητα της επίδοσης ή κοινοποίησης των ανωτέρω εγγράφων και της
πολιτικής αγωγής ή την ακυρότητα από τη μη τήρηση των προβλεπόμενων προθεσμιών εμφάνισης,
γιατί διαφορετικά οι ακυρότητες καλύπτονται.
Απών κατηγορούμενος: το δικαστήριο εξετάζει νομιμότητα κλήτευσης. Αν δεν έγινε νόμιμα,
απαράδεκτη η συζήτηση. Αν έγινε νόμιμα, ή αν παραπέμφθηκε για κακούργημα και είναι ή θεωρείται
γνωστής διαμονής, εκδίκαση οσεί παρών. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο αθωωθείς στον πρώτο βαθμό
για κακούργημα δεν εμφανιστεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου για να δικαστεί μετά από έφεση
που άσκησε ο εισαγγελέας επιδιώκοντας καταδίκη του.
Οσεί παρών: η απουσία δε συνεπάγεται δυσμενή δικονομική συνέπεια και το δικαστήριο
υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ενοχή και αθωότητα.
Αν η εμφάνιση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του εμποδίζεται από λόγους ανωτέρας βίας ή
άλλα ανυπέρβλητα αίτια, δικαιούται, αφού καταστήσει γνωστό στο δικαστήριο με οποιοδήποτε μέσο
το κώλυμα, να ζητήσει αναβολή.
Κατηγορούμενος για πλημμέλημα που κλητεύθηκε ως απών από κατοικία και αγνώστου διαμονής:
αν εμφανιστεί, η συζήτηση προχωρεί κανονικώς. Αν δεν εμφανιστεί, κάθε εξ αίματος μέχρι δ’ βαθμό
ή εξ αγχιστείας μέχρι β’ βαθμό συγγενής μπορεί να εμφανιστεί και να διορίσει στον απόντα
κατηγορούμενο συνήγορο, ο οποίος τον υπερασπίζεται οσεί παρών.
Κατηγορούμενος για κακούργημα αγνώστου διαμονής και δεν παρουσιάζεται / συλλαμβάνεται μέσα
ε 1 μήνα από επίδοση παραπεμπτικού βουλεύματος: αναστολή διαδικασίας στο ακροατήριο με
διάταξη εισαγγελέα εφετείου ώσπου να συλληφθεί ή να εμφανιστεί.
4. Εμφάνιση αδικηθέντος:
Έχει πάντα δικαίωμα (ανεξάρτητα από δήλωση παράστασης κατά την ανάκριση) να εμφανιστεί
ενώπιον του δικαστηρίου και να επιδιώξει απαιτήσεις αποζημίωσης και αποκατάστασης.
(ι) Αν προτίθεται να επιδιώξει απαιτήσεις αποζημίωσης και αποκατάστασης, οφείλει να επιδώσει
δικόγραφο αντίστοιχης πολιτικής αγωγής στον κατηγορούμενο πέντε μέρες πριν τη δικάσιμο.
(ιι) Αν όμως θέλει να επιδιώξει μόνο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης,
μπορεί να υποβάλει απαίτηση χωρίς έγγραφη προδικασία.
Είναι δυνατό να εισαχθεί η πολιτική αγωγή που έχει ήδη εγερθεί ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου,
εφόσον όμως δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση.
Ο δικαιούμενος να ασκήσει πολιτική αγωγή εμφανίζεται ως την έναρξη αποδεικτικής διαδικασίας
(εξέταση πρώτου μάρτυρα) και δηλώνει ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων.
Η απόφαση για την ενεργητική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντα θα πρέπει να λαμβάνεται
αμέσως μετά την υποβολή σχετικής ένστασης του κατηγορουμένου και σε κάθε περίπτωση πριν την
έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας.
ΑΠ: όταν υπάρχει, σύμφωνα με τη δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος και την αξιόποινη πράξη,
ενεργητική νομιμοποίηση που αμφισβητείται κατ’ ουσία από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου
και η κρίση του ζητήματος εξαρτάται από εκτίμηση αποδεικτικού υλικού, μπορεί το δικαστήριο να
αποφασίζει αποβολή πολιτικής αγωγής μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις
αγορεύσεις των συνηγόρων.
Καρράς: δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση της ΝΟΜ ΑΠ, γιατί παρέχει τη δυνατότητα
συμμετοχής στην κύρια διαδικασία στο ακροατήριο ενός προσώπου που δεν έχει δικαίωμα αυτό,
ώστε η τυχόν μεταγενέστερη αποβολή του δεν ακυρώνει επιρροή που τυχόν ασκήθηκε σε
διαμόρφωση καταδικαστικής απόφασης από συμμετοχή του.
Η δήλωση παράστασης του πολιτικώς ενάγοντα μπορεί να κηρυχθεί απαράδεκτη κατόπιν πρότασης
του εισαγγελέα ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε οποιαδήποτε στάση της κύριας διαδικασίας.
Η μη εμφάνιση του πολιτικώς ενάγοντος ως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας δεν μπορεί σε
οποιαδήποτε περίπτωση να δικαιολογήσει αναβολή της δίκης. Αν αυτός εμφανιστεί εγκαίρως αλλά
αποχωρήσει κατά τη διάρκεια της συζήτησης, είναι δυνατόν να αποβληθεί.
5. Ουσιαστική έναρξη:
Με τη λήψη της ταυτότητας του κατηγορουμένου και τη νομιμοποίηση των άλλων διαδίκων
ολοκληρώνεται η τυπική έναρξη και έτσι μπορεί να αρχίσει ουσιαστικά η διαδικασία, αφού πλέον
παρευρίσκονται τα πρόσωπα που ενδιαφέρονται αμέσως.
Έτσι ακολουθεί η ουσιαστική έναρξη:
(ι) Απαγγελία με συνοπτική ακρίβεια της κατηγορίας από δημόσιο κατήγορο ή εισαγγελέα:
διευκόλυνση διεξαγωγής δημοσιότητας.
(ιι) Ο διευθύνων τη συζήτηση ζητά από κατηγορούμενο πληροφορίες για την πράξη ενώ συγχρόνως
του υπενθυμίζει ότι η απολογία του θα γίνει μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας.
(ιιι) Εκφώνηση καταλόγου μαρτύρων και πραγματογνωμόνων. Αν δεν εμφανιστεί κάποιος, του
οποίου η μαρτυρία κρίνεται αναγκαία για ανακάλυψη αλήθειας:
• Αν ο κατηγορούμενος ή ένας απ’ τους κατηγορουμένους κρατείται προσωρινώς, το δικαστήριο
διατάσσει υποχρεωτικά τη διακοπή της δίκης ως το πολύ 8 μέρες και τη βίαιη προσαγωγή του
απόντος.
• Αν κανένας δεν κρατείται προσωρινά ή αν κατά την επανάληψη της διακοπείσας δίκης
απουσιάζουν και πάλι οι ίδιοι λόγω μη εκτέλεσης της βίαιης προσαγωγής, το δικαστήριο
αναβάλλει για το πολύ 60 μέρες, αν το κρίνει αναγκαίο. Η προθεσμία για εμφάνιση και η
παρέκτασή της συντέμνονται στο ήμισυ, ενώ το ίδιο ισχύει για δεύτερη αναβολή δίκης για
οποιοδήποτε λόγο.
6. Αναβολή:
(ι) Δυνατότητα να διατάξει αναβολή και για συλλογή αποδείξεων. Αν όμως κρίνει ότι κατά τη
διάρκεια της συνεδρίασης είναι δυνατό να προσέλθει μάρτυρας που δεν κλητεύθηκε ή του οποίου το
όνομα δε γνωστοποιήθηκε και του οποίου τη μαρτυρία θεωρεί αναγκαία, μπορεί να διατάξει άμεση
εμφάνιση και εξέταση.
ΑΠ: δεν υπάρχει έλλειψη ακρόασης από τη μη εξέταση μάρτυρα του οποίου διατάχτηκε η βίαιη
προσαγωγή κατά τη συνεδρίαση αλλά δεν επιτεύχθηκε – δεν υπόκειται στον έλεγχο του ΑΠ η κρίση
του δικαστηρίου της ουσίας να διατάξει βίαιη προσαγωγή μάρτυρα. Καρράς: υπόκειται όμως η
αιτιολογία της απόφασης.
Αν το δικαστήριο αναβάλει για ισχυρότερες αποδείξεις ή διακόψει για να εμφανιστούν νέοι
μάρτυρες, οφείλει να διατάξει και κλήτευση νέων μαρτύρων που ο κατηγορούμενος πρότεινε (327
παρ. 2 ΚΠΔ).
(ιι) Δυνατότητα να διατάξει αναβολή για λόγους ανωτέρας βίας: μετά από πρόταση εισαγγελέα ή και
αυτεπαγγέλτως.
(ιιι) Δυνατότητα να διατάξει αναβολή για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανωτέρας βίας: με
αίτημα διαδίκου. Η αναβολή δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 3 μήνες.
Δεύτερη αναβολή μπορεί να δοθεί για τους ίδιους ως άνω λόγους και σύμφωνα με τους ως άνω
όρους, ενώ απαγορεύεται κάθε άλλη αναβολή. Δυνατότητα διακοπής δίκης ή συνεδρίασης για 15
μέρες το πολύ και μέχρι 2 φορές.
Αναβολή σε ρητή δικάσιμο. Αν ο λόγος αναγγέλθηκε από συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό
απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο, η απόφαση για την αναβολή επέχει
θέση κλήτευσης.
Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανωτέρας βίας για αναβολή και δεν περιλαμβάνεται σε
ανωτέρω περιορισμούς.
Καρράς: η προσπάθεια περιορισμού της δυνατότητας χορήγησης αναβολών, παρότι κατανοητή,
συνιστά ρύθμιση που προσβάλλει εσωτερική λειτουργική ανεξαρτησία δικαστών, που σημαίνει ότι οι
δικαστές κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους δρουν χωρίς να εξαρτώνται ή να δέχονται
οδηγίες από τα όργανα των δύο άλλων λειτουργιών. Κι αυτό επειδή ο νόμος τους απαγορεύει να
χορηγήσουν επιπλέον αναβολή, ακόμα κι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνουν ότι η υπόθεση
δεν μπορεί να δικαστεί λόγω αδυναμιών ή ελλείψεων.
(ιν) Δυνατότητα αναβολής όταν υπάρχει εκκρεμής δίκη ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου για ζήτημα
το οποίο ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων αλλά έχει σχέση με την ποινική δίκη.
(ν) Δυνατότητα αναβολής όταν η απόφαση σε ορισμένη ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση
για την οποία ασκήθηκε δίωξη. Προϋποθέσεις:
α. Ύπαρξη δύο ποινικών δικών: πρέπει να έχει ήδη αρχίσει η προδικαστική ποινική δίκη.
β. Εκκρεμότητα δύο δικών.
γ. Εξάρτηση δύο δικών: στενός σύνδεσμος ώστε να καθίσταται προφανές ότι η προδικαστική δίκη
ασκεί αποφασιστική επίδραση στην κύρια. Τέτοια εξάρτηση υπάρχει πάντα στις περιπτώσεις 224,
229, 362 και 363 ΠΚ, αν για το γεγονός για το οποίο δόθηκε όρκος / έγινε καταμήνυση / ισχυρίστηκε
ή διέδωσε ο υπαίτιος ασκήθηκε δίωξη. Από τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της ευθύνης των συμμετόχων
συνάγεται πως δεν κωλύεται η δίωξη ή καταδίκη άλλου και επομένως από μόνη τη συμμετοχή
περισσότερων ατόμων στην ίδια ποινικώς αξιόλογη αδικοπραξία δε δημιουργείται η εξάρτηση που
απαιτείται κατά το 59 ΠΚ της δίκης κάποιου από τη δίκη άλλου, ώστε να αναβληθεί η εξαρτώμενη.
Αν υποβάλλεται αίτηση αναβολής από κατηγορούμενο / συνήγορό του / εισαγγελέα: υποχρέωση του
δικαστηρίου να απαντήσει αιτιολογημένα, αλλιώς ακυρότητα.
Σε κάθε περίπτωση αναβολής ή ματαίωσης: δυνατότητα να αντικαταστήσει προσωρινή κράτηση με
περιοριστικούς όρους.
Β. Η αποδεικτική διαδικασία
1. Εισαγωγή:
Δε χρειάζονται απόδειξη:
(ι) Πασίδηλα, πραγματικά γεγονότα τόσο πασίγνωστα ώστε να μην υπάρχει εύλογη αμφιβολία ότι
είναι αληθινά.
(ιι) Γνωστά στο δικαστήριο, πραγματικά περιστατικά γνωστά από άλλη δικαστική ενέργεια, αν η
αλήθεια ισχύει απέναντι σε όλους.
(ιιι) Διδάγματα κοινής πείρας.
(ιν) Δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας.
Και στα ανωτέρω χρειάζεται παροχή δηλώσεων και εξηγήσεων από διαδίκους και εισαγγελέα.
Έναρξη αποδεικτικής διαδικασίας με την έναρξη εξέτασης οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου – λήξη
με κήρυξη από εκείνο που διευθύνει τη συζήτηση.
2. Οι βασικές αρχές:
(ι) Υποχρέωση διασάφησης κατηγορούμενης πράξης:
351 παρ. 1 ΚΠΔ: εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση φροντίζει με επιμέλεια ώστε με τη σειρά που θα
προσδιορίσει για εξέταση μαρτύρων και αποδείξεων να διασαφηνιστούν όσο το δυνατό πληρέστερα
τα σχετικά με την πράξη, την κατηγορία ή υπεράσπιση, να διαλυθεί κάθε σύγχυση και να προκύψει
βέβαιη πεποίθηση για δικαζόμενη κατηγορία, στηριγμένη σε βάσιμες αποδείξεις.
Το δικαστήριο πρέπει να ερευνήσει όλα τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με
κατηγορούμενη πράξη καθώς και να αναζητήσει όλα τα αποδεικτικά μέσα που είναι απαραίτητα για
την απόδειξη αυτών των περιστατικών.
Υποχρέωση δικαστηρίου να συγκεντρώνει αυτεπαγγέλτως αποδεικτικό υλικό. Δε φέρει βάρος
απόδειξης, καθώς η μη συγκέντρωση αποδείξεων δε συνεπάγεται απώλεια της δίκης.
(ιι) Δικαίωμα υποβολής αιτήσεων διεξαγωγής αποδείξεων:
333 παρ. 3 β’ ΚΠΔ: υποχρέωση δικαστηρίου να εξετάζει αιτήσεις και να ερευνά με επιμέλεια κάθε
περιστατικό που επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος υπέρ αυτού, εφόσον είναι χρήσιμο για ανακάλυψη
αλήθειας (βλ. και 274 β’ ΚΠΔ).
(ιιι) Αρχή αμεσότητας:
α. Ζωντανή επικοινωνία των παραγόντων της δίκης και των δικαστών με όσα λαμβάνουν χώρα στην
ακροαματική διαδικασία, άμεση αντίληψη αποδεικτικού υλικού => ο δικαστής οφείλει να βασίσει
την κρίση του μόνο σε εκείνα τα αποδεικτικά στοιχεία που αντιλήφθηκε αμέσως και προσωπικώς.
β. Ο δικαστής πρέπει να αναζητεί το αποδεικτικό υλικό στο οποίο θα βασίσει την κρίση του όσο το
δυνατόν περισσότερο άμεσα ώστε να χρησιμοποιείται κάθε φορά εκείνο το μέσο που θα μπορεί να
παράσχει την καλύτερη δυνατή απόδειξη – η άμεση απόδειξη ενός γεγονότος είναι φυσικό να
παρέχει μεγαλύτερη αξιοπιστία από την έμμεση. Το αμεσότερο αποδεικτικό μέσο πρέπει να
αποκλείει το απώτερο ή λιγότερο άμεσο ή τουλάχιστον να προτιμάται από αυτό (ουσιαστική
αμεσότητα – αρχή εγγύτερου αποδεικτικού μέσου). Στο ελληνικό δίκαιο δεν ισχύει (224 ΚΠΔ).
γ. Αρχή αμεσότητας με έννοια άμεσης προσωπικής επαφής ή εντύπωσης του δικάζοντος:
• Το δικαστήριο εξετάζει το ίδιο και ενώπιόν του τους μάρτυρες / κατηγορουμένους /
πραγματογνώμονες.
• Το δικαστήριο απαγορεύεται κατά κανόνα να αναγνώσει τις καταθέσεις των μαρτύρων /
κατηγορουμένων που λήφθηκαν στην προδικασία.
• Το δικαστήριο διενεργεί το ίδιο αυτοψία σε τόπους – πράγματα – ανθρώπους (βλ. και 363 ΚΠΔ).
• Ενώπιον του δικαστηρίου διαβάζονται στο ακροατήριο οι νομότυπες εκθέσεις ανακριτικών
υπαλλήλων.
(ιν) Αρχή της ελεύθερης εκτίμησης αποδείξεων:
α. Ελεύθερη εκτίμηση αποδείξεων: 177 ΚΠΔ = οι δικαστές πρέπει να αποφασίζουν σύμφωνα με την
πεποίθησή τους ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησης και οδηγούμενοι από απροσωπόληπτη κρίση
που προκύπτει από συζήτηση σχετικά με αλήθεια πραγματικών γεγονότων, για αξιοπιστία μαρτύρων
και αποδείξεων. Οι δικαστές είναι ελεύθεροι να διαμορφώνουν την πεποίθησή τους εκτιμώντας και
αξιολογώντας τις προσαγόμενες αποδείξεις χωρίς να δεσμεύονται από νομικούς κανόνες αλλά
σύμφωνα με τις επιταγές της συνείδησής τους. Η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων αποτελεί
βοηθητικό μέσο για πραγμάτωση ουσιαστικού δικαίου και απαραίτητη για το σκοπό αυτό
διαπίστωση αλήθειας. Αποδεσμεύεται ο ποινικός δικαστής και δεν υποτάσσεται σε προκαθορισμένο
σύστημα αξιολόγησης αποδεικτικών μέσων, αλλά παράλληλα είναι υποχρεωμένος να προβαίνει σε
αξιολόγηση σταθμίζοντας με αντικειμενικότητα τη σημασία τους ώστε τελικά το αποδεικτικό του
συμπέρασμα να αποτελεί σύνθεση όλων των προσαχθέντων κατά την αποδεικτική διαδικασία
αποδεικτικών μέσων.
Αντίθετο σύστημα: νομικές αποδείξεις = απόλυτα δεσμευτική ισχύς αποδεικτικών μέσων, αδυναμία
εκτίμησης. Η δυσχέρεια των δικαστών να ανακαλύψουν δράστες εγκλημάτων οδήγησε σε χρήση
απάνθρωπων και εξουθενωτικών μεθόδων.
β. Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις: η τυχόν αξιολόγηση ενός αποδεικτικού μέσου αποκτηθέντος κατά
τρόπο αντικείμενο σε διάταξη νόμου ενέχει πρόδηλη αυτοτελή και αυθύπαρκτη απαξία η οποία δεν
καλύπτεται από το ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη δικονομική διάταξη που να απαγορεύει τη χρήση ή να
προβλέπει αναιρετικό έλεγχο. Η αξιοποίηση παράνομα αποκτηθέντος αποδεικτικού μέσου
παραβιάζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και προκαλεί (171 ΚΠΔ) απόλυτη ακυρότητα. Συνιστά
υπέρβαση εξουσίας με την έννοια υπέρβασης της λειτουργικής αρμοδιότητας.
Ανδρουλάκης: υπάρχει απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποίησης ενός αποδεικτικού μέσου όταν
προβλέπεται ρητά ή προκύπτει σαφώς από νόημα σχετικής διάταξης ή η παρανομία θα έβρισκε με
την αξιοποίηση και δικονομική έκφραση και συνέχιση, με την έννοια ότι η ίδια η αξιοποίηση θα
συνιστούσε περαιτέρω προσβολή του τρωθέντος με την παράνομη κτήση αγαθού ή αποτελεί προϊόν
στάθμισης της απαξίας που έχουν η εν λόγω παρανομία από τη μια μεριά και η βέβαιη ή δυνατή
τρώση της ποινικής λειτουργίας από την άλλη, όπου η απαξία της πρώτης πρέπει να είναι υπέρτερη,
οπότε η απαγόρευση επεκτείνεται και στις έμμεσα κτηθείσες αποδείξεις, ενώ ποτέ δεν απαγορεύεται
η αξιοποίηση προς όφελος του κατηγορουμένου.
Άλλη άποψη: είναι ανεπίτρεπτη η αξιολόγηση αποδεικτικού μέσου που απέκτησαν κρατικά όργανα
παραβιάζοντας συνταγματικές ή άλλες διατάξεις, ή ιδιώτες κατά βάναυση προσβολή ανθρώπινων
δικαιωμάτων, γιατί τότε η αξιολόγηση αυτή θα ήταν μια συνέχιση της προσβολής, ενώ πρέπει να
σταθμίζεται από το δικαστήριο κάθε περίπτωση με βάση την αποδεικτική κατάσταση ανάγκης
(αδυναμία συγκέντρωσης αποδείξεων με νόμιμο τρόπο) όταν πρόκειται για αποδεικτικό μέσο που
απέκτησε ιδιώτης χωρίς τη συγκατάθεση του προσβαλλομένου.
177 παρ. 2 ΚΠΔ: αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών δε
λαμβάνονται υπόψη.
19 παρ. 3 Σ: απαγορεύεται απόλυτα και αδιακρίτως η χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων.
Ωστόσο αίρεται η απαγόρευση όταν συντρέχει λόγος που αποκλείει το άδικο (ρητή εξαίρεση:
βασανιστήρια). Δε λαμβάνονται υπόψη = λόγω του είδους και της έκτασης της αντίφασης προς το
ουσιαστικό ή το δικονομικό δίκαιο θεωρείται ανύπαρκτη ως προς δικονομική αξιολόγηση και ο
φορέας της επόμενης φάσης πρέπει να την παραβλέψει. Η κατηγορία των μη ληπτέων υπόψη
κατατάσσεται στην ανώτατη βαθμίδα των παρατυπιών, που μάλιστα δε χρειάζονται ρητή δικαστική
διαπίστωση της ανυπαρξίας τους. Γίνεται όμως δεκτό για ασφάλεια δικαίου ότι μπορούν να
υπόκεινται σε προσβολή με ένδικα μέσα. Σε κάθε περίπτωση, προκαλείται ακυρότητα απόλυτη.
Η ανωτέρω διάταξη δεν καλύπτει όλες τις περιπτώσεις παράνομων αποδεικτικών μέσων. Για την
αξιολόγηση αυτών διατυπώθηκε η θεωρία της στάθμισης.
Καρράς: η στάθμιση έχει γίνει ήδη από το Σ. Επίσης, όπου κρίνεται απαραίτητο, προβλέπεται ρητά η
δυνατότητα χρησιμοποίησης και αξιοποίησης του οικείου αποδεικτικού μέσου. Αν αντιθέτως στην
οικεία διάταξη δεν προβλέπεται εξαίρεση από την αποδεικτική απαγόρευση, ο νομοθέτης έχει ήδη
επιλέξει. Μόνο εξαιρετικά, επομένως, υπάρχει περιθώριο στάθμισης, κι αυτό όταν η παρανομία είναι
μια απλή παρατυπία.
-> Η απαγόρευση δεν ισχύει εφόσον το αποδεικτικό μέσο είναι νόμιμο καθ’ εαυτό, προέρχεται όμως
από ένα άλλο παράνομο αποδεικτικό μέσο, αλλά παράλληλα δεν εξαρτάται από αυτό (175 α’ ΚΠΔ).
Θα πρέπει να παραμένουν αξιοποιήσιμα τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία που έχουν μόνο μια ασθενή
αιτιώδη σχέση με την παράνομη αποδεικτική πράξη. Η παραδοχή της αναπόφευκτης αποκάλυψης
(δυνατότητας αξιολόγησης παράνομα αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων με βάση την υπόθεση πως
αυτά θα είχαν αναπόφευκτα αποκαλυφθεί και με νόμιμο τρόπο) είναι επικίνδυνη.
-> Η απαγόρευση δεν ισχύει εφόσον το αποδεικτικό μέσο έχει ευθέως εγκληματικό περιεχόμενο. Το
Σ δεν προστατεύει το έγκλημα.
-> Η απαγόρευση δεν ισχύει εφόσον το αποδεικτικό μέσο αποδεικνύει την αθωότητα ενός προσώπου
που αδίκως κατηγορείται.
(ν) Αρχή in dubio pro reo:
Όταν δεν καθίσταται δυνατή η απόδειξη της ενοχής, ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος, όταν
δηλαδή ο δικαστής δεν μπόρεσε να σχηματίσει δικανική πεποίθηση (έστω και ελάχιστες αμφιβολίες
για την ενοχή)
Γ. Τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα και η εξέτασή τους
1. Η απολογία του κατηγορουμένου:
Μετά την εξέταση όλων των αποδεικτικών μέσων, ο διευθύνων καλεί τον κατηγορούμενο να
απολογηθεί => παροχή δυνατότητας αντίκρουσης όλων των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία
ενδεχομένως ανέκυψαν εις βάρος του κατά την απόδειξη. Η τήρηση της σειράς αυτής είναι δικαίωμα
του κατηγορουμένου και η παραβίασή της επιφέρει απόλυτη ακυρότητα. Ο κατηγορούμενος έχει
δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει. Κατά την απολογία του δεν πρέπει να διακόπτεται, εκτός κι αν
απομακρύνεται από το θέμα, καθώς και να μην παρακωλύεται στην αφήγηση των περιστατικών με
τα οποία αποκρούει την κατηγορία. Παρά την αρχή της προφορικότητας, δεν μπορεί να αποκλείεται
η δυνατότητα έγγραφης απολογίας, αν ο κατηγορούμενος επικαλείται αδυναμία ή δυσχέρεια
προφορικής ανάπτυξης των απόψεών του.
Ι. Γενικοί ορισμοί
Α. Εισαγωγική επισκόπηση
1. Δικαιοπολιτική θεμελίωση και έννοια:
(ι) Θεμελίωση: Ένα κράτος δικαίου δεν μπορεί να ανέχεται την επερχόμενη από τη δραστηριότητα
κρατικών οργάνων που ασκούν κρατική εξουσία προσβολή μεμονωμένων ατόμων, που ενδέχεται
μάλιστα να είναι και ανεπανόρθωτη. Παρέχεται δυνατότητα ελέγχου και εμπεδώνεται η εμπιστοσύνη
των πολιτών στην ιδέα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Ανάγονται στο γενικότερο δικαίωμα
έννομης προστασίας (Καρράς).
(ιι) Διάκριση:
Τακτικά: προσβάλλονται αποφάσεις χωρίς δεδικασμένο
Έκτακτα: προσβάλλονται αποφάσεις που έχουν δεδικασμένο.
(ιιι) Ένδικα βοηθήματα: οι δικονομικές πράξεις με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα στον
ενδιαφερόμενο να ζητήσει επανεκτίμηση ορισμένης απόφασης που εκδίδεται από οποιοδήποτε
όργανο απονομής δικαιοσύνης με σκοπό την εξαφάνιση ή μεταρρύθμισή της. Το ένδικο βοήθημα
ομοιάζει με το ένδικο μέσο (και στις δύο περιπτώσεις ζητείται εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση
απόφασης), αλλά και διαφέρει (με το ένδικο βοήθημα δεν αποδίδεται αναγκαστικά σφάλμα στην
προσβαλλομένη).
(ιν) Παραδεκτό και βάσιμο:
Παραδεκτό: συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που τάσσονται από το νόμο και συνδέονται με την
άσκηση.
Βάσιμο: ένας τουλάχιστον από τους προτεινόμενους λόγους ουσιαστικής παραδοχής κρίνεται ορθός.
2. Βασικές αρχές:
(ι) 463 β’ ΚΠΔ: απαιτείται πάντα έννομο συμφέρον.
Βλάβη από την απόφαση και επιδιωκόμενο όφελος.
Συμφέρον ατομικό (για τον εισαγγελέα απορρέει από νομική του θέση).
(ιι) Ne bis in idem: κατ’ εξαίρεση μόνο αν το ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο γιατί δεν
τηρήθηκαν οι οριζόμενες από τον νόμο για την άσκησή του διατυπώσεις επιτρέπεται η άσκηση εκ
νέου του ίδιου ένδικου μέσου κατά της ίδιας απόφασης από το ίδιο πρόσωπο.
(ιιι) Η κάταρξη της διαδικασίας των ένδικων μέσων είναι δυνατή μόνο αν οι διάδικοι ή ο εισαγγελέας
ασκήσουν ένδικο μέσο που δικαιούνται (αρχή διαθέσεως).
2. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα:
Εφόσον ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των ένδικων μέσων είναι η απόδοση σφάλματος σε
απόφαση, είναι εύλογη η ανάθεση του ελέγχου του φερόμενου ως λαβόντος χώρα σφάλματος σε
δικαστήριο ανώτερο από το εκδίδον. Έτσι εμπεδώνεται περισσότερο η εμπιστοσύνη των πολιτών
στην ιδέα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Ο δικαιούμενος να ασκήσει το ένδικο μέσο καθορίζει και το πλαίσιο μέσα στο οποίο έχει την
εξουσία να κινηθεί το δικαστήριο. Τόσο μεταβιβάζεται όσο προσβάλλεται.
(ι) Η μερική μεταβίβαση μπορεί να είναι είτε ρητή ή σιωπηρή. Αν δεν είναι σαφές, είναι καθολική.
(ιι) Τα μέρη της απόφασης ή του βουλεύματος πρέπει να μπορούν να διαχωριστούν και να μην
υπάρχει σχέση αλληλεξάρτησης. Κατ’ εξαίρεση η έκταση του μεταβιβαστικού εξαρτάται από
ιδιότητα ασκούντος ένδικο μέσο:
α. Η έφεση εισαγγελέα εναντίον αθωωτικής μεταβιβάζει ποινικό μέρος και όχι μέρος ιδιωτικών
απαιτήσεων.
β. Η έφεση και η αίτηση αναίρεσης του πολιτικώς ενάγοντος αφορούν πολιτικό μέρος.
4. Το επεκτατικό αποτέλεσμα:
469 α’ ΚΠΔ: αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη του ενός εξαρτάται
από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορούμενους, ακόμη κι
αν χορηγείται μόνο σ’ αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν
αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Το
επεκτατικό αποτέλεσμα εφαρμόζεται ειδικά:
(ι) Αν έλαβαν μέρος ως συμμέτοχοι περισσότεροι.
(ιι) Αν η ποινική ευθύνη ενός εξαρτάται από την ευθύνη άλλου (πχ εποπτεία ανηλίκου).
(ιιι) Αν περισσότερα συναφή εγκλήματα δικάστηκαν από το ίδιο δικαστήριο.
Το επεκτατικό αποτέλεσμα εφαρμόζεται μόνο αν ωφελεί και τους άλλους κατηγορουμένους. Αν το
ΣυμΕφ που επιλαμβάνεται μετά από έφεση ενός από τους συμμετόχους, αποφασίζει και για κεφάλαια
ή διατάξεις του πρωτοβάθμιου βουλεύματος που αναφέρονται σε άλλο συμμέτοχο, ο οποίος δεν
άσκησε έφεση, διαπράττει υπέρβαση εξουσίας, επειδή υπερβαίνει τη λειτουργική αρμοδιότητά του
που καθορίζεται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, αφού δεν έχει τέτοια λειτουργική
εξουσία.
Το επεκτατικό ισχύει εφόσον όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν με την ίδια απόφαση. Εφαρμόζεται
έστω και αν το δικαστήριο παρέλειψε να πράξει τούτο, με συμπληρωματική απόφασή του, που
προκαλείται ύστερα από αίτηση εισαγγελέα ή κατηγορουμένου, υπέρ του οποίου δεν εφαρμόστηκε
από παραδρομή η επέκταση, χωρίς να αποκλείεται αυτεπάγγελτη ενέργεια.
Συνέπεια: και ο μη ασκήσας το ένδικο μέσο κατηγορούμενος λαμβάνει μέρος στη δίκη. Δεν είναι
αναγκαία όμως η κλήτευση του ωφελούμενου κατηγορουμένου. Αν εμφανιστεί αποκτά όλα τα
δικαιώματα του ασκήσαντος. Αν δεν εμφανιστεί όμως, εφόσον το δικαστήριο βελτιώνει τη θέση του
ασκήσαντος, πρέπει να βελτιώσει και τη δική του. Αν όμως ο ασκήσας παραιτηθεί, παύει η έκταση
του ένδικου μέσου στους μη ασκήσαντες.
Το ένδικο μέσο που άσκησε ο αστικώς υπεύθυνος επεκτείνεται και στον κατηγορούμενο.
Το ένδικο μέσο που ασκεί ο εισαγγελέας υπέρ ή κατά κατηγορουμένου εφαρμόζεται και στο
πρόσωπο των υπολοίπων μόνο αν γίνει δεκτό για λόγο που δεν αρμόζει αποκλειστικά στο πρόσωπο
του ενός.
Αμφισβητείται αν εκείνος που δεν άσκησε ένδικο μέσο δικαιούται να προτείνει προσθέτους λόγους.
Θεωρία: ναι,
ΑΠ: όχι.
Καρράς: οι λόγοι που προτάθηκαν από τον ασκήσαντα και εξετάζονται αυτεπαγγέλτως επεκτείνονται
εξίσου
ΙΙ. Η έφεση
Α. Εναντίον βουλευμάτων
Β. Εναντίον αποφάσεων
1. Δικαιούμενα πρόσωπα και προσβαλλόμενες αποφάσεις:
(ι) Εναντίον αθωωτικής απόφασης πταισματοδικείου, ΜονΠλημμ, ΤριμΠλημμ και Εφετείου όταν
δικάζει πλημμέλημμα, καθώς και Μικτού Ορκωτού και ΤριμΕφΚακ:
α. Ο κατηγορούμενος μόνο αν αθωώθηκε λόγω έμπρακτης μετάνοιας ή με αιτιολογία που θίγει χωρίς
να υπάρχει ανάγκη την υπόληψή του.
β. Ο πολιτικώς ενάγων και ο μηνυτής ή ο εγκαλών, αν καταδικάστηκαν σε αποζημίωση.
γ. Ο ΕισΠλημμ μόνο κατά αποφάσεων πταισματοδικείων, πλημμελειοδικείων και δικαστηρίου
ανηλίκων στα οποία διατελεί.
δ. Ο ΕισΕφ μόνο εναντίον αποφάσεων Εφετείου που ασκεί καθήκοντα και μέσα σε 10 μέρες
εναντίον αποφάσεων πλημμελειοδικείων περιφέρειάς του.
ΑΠ: η αξιούμενη αιτιολογία σχετικά με έφεση εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί
πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου μέσου – απαιτείται να εκτίθενται με σαφήνεια και
πληρότητα πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες προσβαλλομένης, ενώ αν αυτή δεν έχει την
αιτιολογία και το β’ βάθμιο την απορρίψει ως απαράδεκτη δεν υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση
εξουσίας ούτε παραβιάζεται το δικαίωμά του για ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο και για δίκαιη
δίκη ούτε καταλύεται αυτό, με επακόλουθες δυσμενείς συνέπειες για πολιτικώς ενάγοντες.
Η προθεσμία του εισαγγελέα είναι εντελώς ανεπαρκής με αποτέλεσμα το δικαίωμα αυτό να έχει
ουσιαστικώς καταλυθεί.
Καρράς: η προθεσμία που αρχίζει από δημοσίευση απόφασης είναι αντίθετη σε δίκαιη δίκη και
επομένως πρέπει να εφαρμόζεται για κάλυψη κενού το 479 παρ. 2 ΚΠΔ.
(ιι) Εναντίον καταδικαστικής απόφασης:
α. Ο πολιτικώς ενάγων μόνο για το μέρος αυτής με το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή του ως μη
στηριζόμενη στο νόμο ή του επιδικάστηκε χρηματική ικανοποίηση ή αποζημίωση.
β. Ο κατηγορούμενος:
• Εναντίον απόφασης πταισματοδικείου και ειρηνοδικείου, αν καταδικάστηκε σε κράτηση
περισσότερο από 20 μέρες ή πρόστιμο πάνω από 550 ευρώ ή αποζημίωση πάνω από 100 ευρώ.
• Εναντίον απόφασης ΜονΠλημμ, αν καταδικάστηκε σε φυλάκιση πάνω από 3 μήνες ή σε
χρηματική ποινή άνω των 2000 ευρώ ή σε αποζημίωση πάνω από 250 ευρώ ή σε στέρηση
πολιτικών δικαιωμάτων ή σε έκπτωση από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική υπηρεσία ή
ανικανότητα διορισμού ή σε έκτιση άλλης ποινής που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από 3
μήνες ή συνεπάγεται ίδια αποτελέσματα.
• Εναντίον απόφασης ΤριμΠλημμ και απόφασης Εφετείου για πλημμέλημα, αν καταδικάστηκε σε
ποινή φυλάκισης πάνω από 5 μήνες ή σε ποινή πάνω από 3000 ευρώ ή σε ποινή που συνεπάγεται
τις ως άνω στερήσεις και ανικανότητες ή σε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής 4
μηνών και άνω που είχε ανασταλεί ή συνεπάγεται τις ως άνω στερήσεις ή ανικανότητες ή σε
αποζημίωση άνω των 500 ευρώ.
• Εναντίον της απόφασης του Μικτού Ορκωτού και του ΤριμΕφ με την οποία καταδικάστηκε σε
ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον 3 ετών για κακούργημα και 2 ετών για
πλημμέλημα.
γ. Ο εισαγγελέας ή δημόσιος κατήγορος σε όλες τις ως άνω περιπτώσεις όπως ακριβώς και ο
κατηγορούμενος.
Ο ΕισΠλημμ έχει τη δυνατότητα να εκκαλεί κάθε καταδικαστική απόφαση πταισματοδικείων και
ΜονΠλημμ περιφερείας του και ο ΕισΕφ κάθε καταδικαστική απόφαση Μον και ΤριμΠλημμ και
δικαστηρίων ανηλίκων περιφέρειας εφετείου μέσα σε 10 μέρες από τη δημοσίευση είτε υπέρ είτε
κατά του καταδικασθέντος, καθώς επίσης και κάθε καταδικαστική απόφαση του Μικτού Ορκωτού
και του ΤριμΕφ της περιφέρειας του Εφετείου του είτε υπέρ είτε κατά του καταδικασθέντος μέσα σε
15 μέρες από τη δημοσίευση.
(ιιι) Καθορισμός εκκλητού απόφασης:
α. Συρρέοντα εγκλήματα: πρέπει να γίνει διάκριση ανάλογα με το αν εκδικάστηκαν μαζί ή χωριστά.
• Μαζί και εκδόθηκε μία απόφαση: για το εκκλητό αυτής λαμβάνεται υπόψη η συνολική ποινή – η
έφεση εκτείνεται σε όλα τα συρρέοντα.
• Χωριστά και εκδόθηκαν περισσότερες αποφάσεις ενώ η συνολική ποινή καθορίστηκε πριν
καταστούν όλες αμετάκλητες: για το εκκλητό της απόφασης που προσδιόρισε τη συνολική ποινή
λαμβάνεται υπόψη η ποινή αυτή και η έφεση εναντίον της απόφασης εκτείνεται και σε εκείνες τις
επιμέρους αποφάσεις που δεν κατέστησαν αμετάκλητες, έστω και αν απαγγέλθηκαν ανεκκλήτως ή
παρήλθε η προθεσμία άσκησης εφέσεως εναντίον τους.
β. Εναντίον απόφασης με την οποία το δικαστήριο καθίσταται αναρμόδιο και παραπέμπει υπόθεση
σε αρμόδιο ή σε εισαγγελέα, επιτρέπεται έφεση σε κατηγορούμενο και εισαγγελέα.
γ. Οι αποφάσεις με τις οποίες η δίωξη παύεται οριστικώς ή κηρύσσεται απαράδεκτη δεν επιτρέπεται
να προσβάλλονται με έφεση.
δ. Στα συναφή η έφεση επεκτείνεται σε όλα, έστω κι αν επιτρέπεται μόνο για ένα. Επιδίωξη ορθής
συνολικής εκτίμησης υπόθεσης. Όταν η διάταξη της απόφασης που αναφέρεται σε ένα από τα
συναφή υπόκειται σε έφεση, η έφεση επεκτείνεται και στα συναφή είτε του ιδίου είτε των
συγκατηγορουμένων, έστω και αν οι αντίστοιχες διατάξεις δεν επιτρέπεται να προσβληθούν
αυτοτελώς.
Α. Εναντίον βουλευμάτων
1. Προσβαλλόμενα βουλεύματα και δικαιούμενα πρόσωπα:
(ι) Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, όταν αυτό
παραπέμπει τον κατηγορούμενο για κακούργημα, όταν αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει
κατηγορία και όταν παύει προσωρινά ή οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη.
(ιι) Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εισαγγελέας εφετών για τα βουλεύματα του συμβουλίου των εφετών.
(ιιι) Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος.
Όπως προκύπτει από 98 Σ, ο εισαγγελέας είναι δικαστικός λειτουργός και με την ιδιότητά του αυτή
ενεργεί ως εκπρόσωπος Πολιτείας εντός κύκλου νόμιμων αρμοδιοτήτων του, προς διασφάλιση
κοινωνικής συμβίωσης χωρίς να ταυτίζεται ή να εξομοιώνεται με διαδίκους ποινικής διαδικασίας.
Υπόκειται και το αμετάκλητο βούλευμα και εκείνο που απορρίπτει ένδικο μέσο έφεσης εναντίον
βουλεύματος ως απαράδεκτο.
(ιν) Κανείς άλλος δεν μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατά βουλεύματος. Αποδόμηση του ισόρροπου
συστήματος ενδιάμεσης διαδικασίας δικαστικών συμβουλίων με επίκληση βελτίωσης και
επιτάχυνσης ποινικής διαδικασίας που θα συντελεσθεί με απελευθέρωση ΑΠ και ανύψωση ποιότητας
παραγόμενου σε επίπεδο αποφάσεων ακυρωτικού έργου. Ωστόσο: αντίθετη προς 20 Σ και 6 ΕΣΔΑ
=> αποστέρηση δικαιώματος νομικού ελέγχου κατηγορίας πριν την εισαγωγή στο ακροατήριο
(ουσιώδες δικαίωμα κατηγορουμένου και πολιτικώς ενάγοντος). Τυχόν παραπομπή σε ακροατήριο
χωρίς νομικού ελέγχου κατηγορίας από δικαστήριο ΑΠ καθιστά εμφανές δικαιοκρατικό έλλειμμα
που έγκειται, αναφορικά με κατηγορούμενο, σε περαιτέρω ταλαιπωρία, και αναφορικά με πολιτικώς
ενάγοντα, σε αίσθηση πως δεν ολοκληρώθηκε η δικαστική του προστασία.
Οι διάδικοι συνήθως υποβάλλουν αίτηση σε εισαγγελέα για να αναιρέσει. Καρράς: υποχρέωση
αιτιολογημένης απόφανσης. Ο διάδικος, όταν απορρίπτεται η αίτησή του, δεν μπορεί να προσφύγει
σε άλλον εισαγγελέα, εκτός αν η απόρριψη ήταν αναιτιολόγητη.
2. Λόγοι αναίρεσης:
(ι) Απόλυτη ακυρότητα:
α. Κακή σύνθεση.
β. Μη κίνηση ποινικής δίωξης από εισαγγελέα (πχ ενέργεια προανάκρισης χωρίς παραγγελία
εισαγγελέα). Εδώ περιλαμβάνεται και η μεταβολή κατηγορίας (τα πραγματικά περιστατικά που
συγκροτούν την πράξη για την οποία αποφαίνεται το συμβούλιο είναι εντελώς διαφορετικά από
εκείνα που συνιστούν την πράξη για την οποία κινήθηκε η δίωξη). Η μεταβολή του χρόνου είναι
απαγορευμένη μόνο όταν επιδρά σε παραγραφή ή αξιόποινο. Ο διαφορετικός νομικός
χαρακτηρισμός, η μεταβολή τρόπου συμμετοχής στο έγκλημα ή ο ακριβέστερος προσδιορισμός των
πραγματικών περιστατικών δεν αποτελούν μεταβολή κατηγορίας.
γ. Μη υποχρεωτική συμμετοχή εισαγγελέα σε πράξεις προδικασίας: πχ έλλειψη πρότασης
Εισαγγελέα επί της ουσίας.
δ. Μη αναστολή δίωξης σε όσες περιπτώσεις είναι υποχρεωτική. Δεν αφορά σε περιπτώσεις
αναβολής.
ε. Μη τήρηση διατάξεων που καθορίζουν εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση κατηγορουμένου
καθώς και άσκηση δικαιωμάτων που του παρέχονται από νόμο, ΕΣΔΑ και ΔΣΑΠΔ.
• Εμφάνιση: προσωπική συμμετοχή σε ποινική διαδικασία.
• Εκπροσώπηση: δυνατότητα και τρόπος αντιπροσώπευσης σε ποινική διαδικασία μέσω άλλου
προσώπου.
• Υπεράσπιση: κάθε διάταξη που συμβάλλει σε υπεράσπιση κατηγορουμένου.
• Πρόταση ακυρότητας και με αυτοτελή αίτηση σε δικαστικό συμβούλιο. αν δεν επιτρέπεται
προσφυγή κατά παραπομπής με απευθείας κλήση, ο κατηγορούμενος μπορεί να προτείνει
ακυρότητα ως την επίδοση κλητήριου θεσπίσματος, αφού με τη διαδικαστική αυτή πράξη αρχίζει
η διαδικασία στο ακροατήριο.
• 175, 176 ΚΠΔ: αυτοτελής δυνατότητα αίτησης κήρυξης ακυρότητας και επανάληψης άκυρων
πράξεων – δυνατή η υποβολή όχι μόνο εντός προθεσμίας άσκησης ένδικου μέσου αλλά και μετά
την άσκησή του, αν ασκήθηκε παραδεκτώς, ως την έκδοση απόφασης επ’ αυτού.
• Ακυρότητες προδικασίας: δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας κλητήριου θεσπίσματος – εφόσον δεν
προτάθηκαν ενώπιον δικαστικού, προτείνονται με προσφυγή ενώπιον ΕισΕφ (322 ΚΠΔ).
δυνατότητα διαταγής συμπλήρωσης ενεργηθείσας προανάκρισης. Αν όμως δεν προβλήθηκαν με
προσφυγή ή απορρίφθηκαν, δεν επιδρούν σε κύρος παραπομπής σε ακροατήριο και δεν
προβάλλονται ως λόγος ακυρότητας.
• Παραβίαση αρχής μη αυτοενοχοποίησης, παράλειψη ενημέρωσης για δικαίωμα άρνησης
απάντησης στην κατηγορία…
(ιιι) Παράβαση δεδικασμένου: το βούλευμα παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο ενώ
με προγενέστερο αμετάκλητο βούλευμα ή απόφαση κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή
αθωώθηκε ή καταδικάστηκε ή η δίωξη έπαυσε οριστικώς.
(ν) Παρά το νόμο απόρριψη της έφεσης εναντίον βουλεύματος ως απαράδεκτης: παρανόμως
όταν πχ το συμβούλιο θεωρεί ως μη δικαιούμενο διάδικο για την άσκηση της έφεσης τον ασκήσαντα
το ένδικο μέσο πολιτικώς ενάγοντα επειδή δεν προσδιόρισε το ποσό της αποζημίωσης.
(νιι) Αυτεπάγγελτη εξέταση λόγων αναίρεσης: αν η αναίρεση είναι εμπρόθεσμη και νομότυπη.
Υποχρέωση ΑΠ. Αν παρέλειψε εξέταση λόγου μπορεί να επανέλθει χωρίς να παραβιάζει 370 και 514
ΚΠΔ, αφού δεν υπάρχει απόφαση επί λόγου που δεν εξετάστηκε.
Β. Εναντίον αποφάσεων
1. Προσβαλλόμενες αποφάσεις και δικαιούμενα πρόσωπα:
(ι) 504 παρ. 1 ΚΠΔ: όταν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, επιτρέπεται μόνο κατά ανέκκλητης
απόφασης – όχι κατά απόφασης που τελεσιδίκησε γιατί παρήλθε η προθεσμία έφεσης.
Ανέκκλητο απόφασης σκοπείται εν σχέσει με αναιρεσείοντα και όχι με όλους τους διαδίκους – η
αναίρεση δεν είναι απαράδεκτη αν στρέφεται εναντίον απόφασης που δεν προσβάλλεται με έφεση
από αναιρεσείοντα αλλά από εισαγγελέα ή άλλον.
Δεν επιτρέπεται αίτηση αναίρεσης και όταν τελεσιδίκησε με παραίτηση από έφεση ή μετά από
απόρριψη έφεσης ως απαράδεκτης ή κατά απόφασης β’ βαθμίου που έκρινε έφεση.
Θα πρέπει να αποφάσισε το δικαστήριο τελειωτικά σχετικά με την κατηγορία ή να έπαυσε οριστικά
δίωξη ή να την κήρυξε απαράδεκτη.
Οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις δεν υπόκεινται σε αυτοτελή αίτηση αναίρεσης γιατί
ανακαλούνται ως την οριστική εκδίκαση.
Αν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα κατά της ανέκκλητης για τον κατηγορούμενο απόφασης, αν
τυχόν ο κατηγορούμενος ασκεί αναίρεση, απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Δεν υπόκειται σε αναίρεση η απόφαση που εκδίδεται για αίτηση ακύρωσης.
504 παρ. 2 ΚΠΔ: επιτρέπεται και κατά απόφασης που κηρύσσει δικαστήριο καθ’ ύλην αναρμόδιο.
Συμπροσβάλλονται και οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις.
(ιι) Ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει αναίρεση:
α. Καταδικαστικής απόφασης.
β. Απόφασης που παύει οριστικά δίωξη, εφόσον έχει συμφέρον.
γ. Απόφασης που κήρυξε απαράδεκτη τη δίωξη.
δ. Απόφασης που κήρυξε δικαστήριο καθ’ ύλην αναρμόδιο.
ε. Αθωωτικής απόφασης, αν αθωώθηκε για έμπρακτη μετάνοια.
στ. Του μέρους της απόφασης που αναφέρεται σε απόδοση αφαιρεθέντων πραγμάτων.
(ιιι) Ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να ζητήσει αναίρεση καταδικαστικής μόνο για μέρος που επιδικάζει
αποζημίωση ή απορρίπτει αγωγή του.
468 ΚΠΔ: μπορεί να προσβάλει και αθωωτική απόφαση, αν με αυτήν καταδικάστηκε σε αποζημίωση
ή η αγωγή του απορρίφθηκε.
Ορθότερο φαίνεται να παρέχεται στον πολιτικώς ενάγοντα δικαίωμα αίτησης αναίρεσης απόφασης
που παύει οριστικώς δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη.
(ιν) Ο εισαγγελέας μπορεί να ζητήσει αναίρεση καταδικαστικών αποφάσεων και αποφάσεων με τις
οποίες η δίωξη παύει οριστικά ή κηρύσσεται απαράδεκτη είτε το δικαστήριο κηρύσσεται αναρμόδιο
καθ’ ύλην και των αθωωτικών αποφάσεων, μόνο όμως για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή
ουσιαστικής ποινικής διάταξης:
α. ΕισΠλημμ: όλες αποφάσεις δικαστηρίου που διατελεί, ΜονΠλημμ και πταισματοδικείων
περιφερείας του.
β. Εισαγγελέας Μικτού Ορκωτού: όλες αποφάσεις δικαστηρίου του.
γ. ΕισΕφ: αποφάσεις εφετείου, μικτών ορκωτών και πλημμελειοδικείων περιφερείας του.
δ. ΕισΑΠ: οποιαδήποτε απόφαση μέσα σε 30 μέρες από καθαρογραφή. Για αθωωτικές, για όλους
τους λόγους του 510 παρ. 1 ΚΠΔ.
3. Οι λόγοι αναίρεσης:
(ι) Απόλυτη ακυρότητα:
α. Κακή σύνθεση δικαστηρίου.
β. Μη κίνηση δίωξης από εισαγγελέα και ειδικότερα μεταβολή κατηγορίας: ο ακριβέστερος
προσδιορισμός της πράξης με βάση τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από
αποδεικτική διαδικασία δεν αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας. Είναι καταρχήν επιτρεπτή η
παραδοχή επιβαρυντικών περιστάσεων ή διαφορετικού χρόνου τέλεσης, εκτός αν επηρεάζουν
παραγραφή. Δε συντρέχει μεταβολή όταν προσδίδεται διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός. Δεν
αποτελεί μεταβολή κατηγορίας η διαφοροποίηση του σκοπού του δράστη.
Ανεπίτρεπτη είναι η μεταβολή από αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος σε κλοπή, επειδή το
πρώτο είναι ιδιώνυμο, αυτοτελές και ανεξάρτητο από το δεύτερο, ή από πλαστογραφία σε χρήση
πλαστού.
γ. Μη υποχρεωτική συμμετοχή εισαγγελέα στην επ’ ακροατηρίου διαδικασία.
δ. Μη αναστολή δίωξης όταν είναι υποχρεωτική.
ε. Μη τήρηση διατάξεων για εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση κατηγορουμένου.
ΝΟΜ ΑΠ: απόλυτη ακυρότητα όταν δε δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο να συνεχίσει την
απολογία του, όταν κατά τη διάρκειά της μεσολάβησε η ανάγνωση εγγράφων, η λήψη υπόψη
εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν …
Δεν απαιτείται προσφυγή του κατηγορουμένου, αν η παράβαση γίνεται με διάταξη του προέδρου του
δικαστηρίου, δεδομένου ότι από την τυχόν μη άσκηση ενός ενδίκου μέσου (προσφυγής) δε συνάγεται
απώλεια άλλου (αναίρεσης).
-> Προκαλεί απόλυτη ακυρότητα η αποδεικτική αξιοποίηση στη διαδικασία στο ακροατήριο
αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν παράνομα;
19 παρ. 3 Σ: δε συνάγεται διαφοροποίηση ανάμεσα σε πράξεις προδικασίας (η ακυρότητα των
οποίων καλύπτεται με παράλειψη προσβολής ως αμετάκλητη παραπομπή σε ακροατήριο) και
πράξεων της κύριας διαδικασίας. Επομένως δεν επιτρέπεται λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου, έστω
κι αν η ακυρότητα καλύφθηκε.
-> 366 παρ. 2 ΠΚ: Δυσφήμηση και δίκαιη δίκη.
Υποστηρίζεται πως η διάταξη δεν είναι δεσμευτική επειδή ο δικαστής έχει καθήκον να διαμορφώνει
δικανική πεποίθηση χωρίς να είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί νομικούς κανόνες, αλλά συνιστά
μόνο μια αποδεικτική υπόδειξη. Η θέσπιση αμάχητου τεκμηρίου παραβιάζει δικαίωμα σε δίκαιη
δίκη. Βλάπτονται υπερασπιστικά δικαιώματα κατηγορουμένου.
στ. Παράνομη παράσταση πολιτικώς ενάγοντος.
(ιι) Σχετική ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, εφόσον δεν καλύφθηκε κατά τα
173 και 174 ΚΠΔ και η έλλειψη ακρόασης:
α. 170 παρ. 1 ΚΠΔ: ακυρότητα πράξης ή εγγράφου ποινικής διαδικασίας μόνο όταν ρητά
απαγγέλλεται από νόμο. Μπορεί να προταθεί από εισαγγελέα ή διάδικο με έννομο συμφέρον, όχι
όμως αν προήλθε από ενέργεια ή παράλειψή του ή όταν την αποδέχτηκε ρητά. Πρέπει να προταθεί
μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης για κατηγορία σε τελευταίο βαθμό, γιατί αλλιώς καλύπτεται.
β. 170 παρ. 2 ΚΠΔ: ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται ακόμα κι αν ο
κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας ζήτησε να ασκήσει δικαίωμα, που του
παρέχεται από νόμο και το δικαστήριο το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφασίσει.
Διαφορά με 171 παρ. 1 δ’ ΚΠΔ:
Μπουρόπουλος: Στο 171, ως δικαιώματα που προσήκουν στον κατηγορούμενο νοούνται εκείνα τα
οποία συνάπτονται αμέσως με την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή του, ενώ στο
170 ο νόμος έχει υπόψη κάθε άλλο δικαίωμα που δίνεται στον κατηγορούμενο κατά τη συζήτηση στο
ακροατήριο.
Ανδρουλάκης: Ανασφάλεια παραπάνω άποψης – δε στηρίζεται στο νόμο.
Ζησιάδης: Διάκριση μεταξύ περιπτώσεων κατά τις οποίες ο δικαστής υποχρεούται από το νόμο
οίκοθεν να προκαλέσει άσκηση εκ μέρους του κατηγορουμένου δικαιωμάτων που προσήκουν σε
αυτόν, οπότε η αντίστοιχη παράβαση αποτελεί απόλυτη ακυρότητα, και εκείνων κατά τις οποίες
παρέχεται απλώς από το νόμο η ευχέρεια στον κατηγορούμενο ή στο συνήγορό του να ζητήσει αν το
θελήσει άσκηση δικαιώματος που ρητώς του παρέχεται, οπότε η αντίστοιχη παράβαση επιφέρει
έλλειψη ακρόασης. Δεν είναι όμως νόμιμη η κάλυψη περιπτώσεων απόλυτων ακυροτήτων με
υποβιβασμό τους σε απλές περιπτώσεις σχετικών ακυροτήτων που φυσικά δεν έχουν ίδια δικονομική
μεταχείριση.
Καρράς: εφόσον δεν τηρείται μια διάταξη που καθορίζει άσκηση δικαιώματος υπεράσπισης
κατηγορουμένου προκαλείται απόλυτη ακυρότητα και, σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο
συνήγορός του ζήτησαν να το ασκήσουν αλλά το δικαστήριο του το αρνήθηκε ή παρέλειψε να
αποφανθεί, παράλληλα σχετική (έλλειψη ακρόασης). Ενόψει αυτού, πρέπει να γίνεται δεκτή η
απόλυτη ακυρότητα, που παρέχει υπέρτερη δικονομική προστασία στον κατηγορούμενο και να μη
λαμβάνεται υπόψη η σχετική ακυρότητα.
(ιν) Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλεται συνταγματικά: η δικαστική απόφαση είναι
αιτιολογημένη όταν αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά
περιστατικά που αποδείχτηκαν σχετικά με αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος,
οι αποδείξεις που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και οι συλλογισμοί. Δεν απαιτείται
αιτιολογία του δόλου, επειδή αυτή ανακύπτει από τα περιστατικά. Παρότι συνήθως ο δόλος
ενδεικνύεται από πλήρωση ΑντΥπ και επομένως η ειδική αιτιολογία της παραδοχής των
αντικειμενικών στοιχείων της πράξης αρκεί για την κατάφασή του, είναι ορθότερη η άποψη πως σε
κάθε περίσταση επιβάλλεται ειδική αιτιολογία του σκοπού παραγωγής αποτελέσματος ή η εν γνώσει
τέλεση πράξης κατ’ αποκλεισμό ενδεχόμενου δόλου.
ΑΠ: δεν υπάρχει απαιτούμενη αιτιολογία όταν παρατίθεται εντελώς τυπική αιτιολογία προς την
οποία εξομοιούται και εκείνη που παραπέμπει με ολική αναφορά σε πραγματικά περιστατικά
διατακτικού ή όταν επαναλαμβάνεται το διατακτικό στο οποίο παρατίθεται απλώς το κατηγορητήριο.
Ναι μεν το αιτιολογικό και το διατακτικό αποτελούν ενιαίο όλο και είναι παραδεκτή η
αλληλοσυμπλήρωση, ωστόσο αυτή δεν μπορεί να φτάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς σε
περιστατικά που περιγράφονται σε διατακτικό απόφασης.
Δεν είναι ορθή η ενδοιαστική αιτιολογία (εκείνη που δε διευκρινίζει με σαφήνεια αν δέχεται ή όχι
ισχυρισμό κατηγορούμενου ή δε λαμβάνει θέση για τη συνδρομή ή όχι πραγματικών περιστατικών).
-> Αιτιολογία αθωωτικών αποφάσεων:
Υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση πραγματικά περιστατικά είτε όταν
δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του
κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα. Δεν απαιτείται έκθεση περιστατικών που πείθουν για
αθωότητα.
Η αποδοχή αποδεικτικού μέσου με διαφορετικό περιεχόμενο ή διαμόρφωση αιτιολογικού με
παραδοχές που δεν προκύπτουν από τα αποδεικτικά μέσα ή βασίζονται σε ανύπαρκτα αποδεικτικά
μέσα αποτελεί περίπτωση ελλιπούς αιτιολογίας.
-> Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί: υποχρέωση δικαστηρίου ουσίας να απαντά σε αυτούς.
Έννοια: κρίση που διατυπώνεται από κατηγορούμενο ή συνήγορό του ως και από τον εισαγγελέα για
τη νομική σημασία πραγματικού περιστατικού που προβάλλεται και το οποίο ασκεί καταλυτική
επίδραση στη στοιχειοθέτηση συστατικού στοιχείου έννοιας εγκλήματος (14 ΠΚ).
ΑΠ: αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που κατατείνουν σε άρση αδίκου – αποκλεισμό καταλογισμού –
απόσβεση αξιοποίνου ή μείωση της ποινής. Πρέπει να προβάλλονται με τρόπο σαφή και ορισμένο,
ώστε να μπορούν να εκτιμηθούν (επίκληση πραγματικών περιστατικών που απαιτούνται για
θεμελίωση) και να αποδεικνύεται η πρόταση και η περαιτέρω ανάπτυξή τους από τα πρακτικά.
Καρράς: ανεπίτρεπτη ταύτιση με ενστάσεις πολιτικής δίκης.
α. Ουσιώδεις: δύνανται να επηρεάσουν ουσιαστικά την κρίση του δικαστηρίου.
β. Προτείνονται με σαφήνεια: εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη
θεμελίωσή τους.
γ. Αποδεικνύεται η πρότασή τους από έγγραφα στοιχεία.
Δεν έχει σημασία η δικονομική μορφή τους. Η υποχρέωση απάντησης σε αυτούς απορρέει και από
το 20 Σ.
(ν) Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης:
ΑΠ: εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης (αναλύθηκε ανωτέρω).
Πχ δεν εκτίθεται ποιο από τα δύο είδη αμέλειας γίνεται δεκτό.
Α. Αρμοδιότητα
Συναφή εγκλήματα ίδιας βαρύτητας που υπάγονται σε δικαστήριο ίδιου βαθμού: αρμόδιο αυτό που
επιλήφθηκε πρώτο
Αν οι συναφείς πράξεις ίδιας βαρύτητας είναι κακουργήματα, ο παραπάνω κανόνας ισχύει μόνο όταν
όλα υπάγονται στο ίδιο δικαστήριο (εφετείο ή ΜΟΔ). Αν όχι:
1η άποψη: χωρισμός
2η άποψη: πάντα αρμόδιο το ΜΟΔ λόγω συνταγματικής πρόβλεψης (νομ)
Αν αναρμόδιο το δικαστήριο: κηρύσσεται αναρμόδιο και παραπέμπει, δεν μπορεί να πάψει δίωξη
λόγω παραγραφής
Αν γίνει δεκτό το κριτήριο της βαρύτητας των συναφών, υπάρχει περίπτωση σε μερικές ακραίες
περιστάσεις να δικαστούν οι συναφείς από κατώτερο που είναι αρμόδιο να δικάσει το βαρύτερο.
Λύση: στις περιστάσεις αυτές να δικάζονται στο ανώτερο
Αν αποφασιστεί συνεκδίκαση εγκλήματος που τέλεσε ανήλικος και ενήλικας, αρμόδιο είναι εκείνο
που δικάζει τον ενήλικα
Κατ’ εξακολούθηση:
1. Αρχή αυτοτέλειας: ρυθμίζει ζήτημα παραγραφής και δεδικασμένου
2. Αρχή ενότητας: ρυθμίζει ζήτημα καθ’ ύλην αρμοδιότητας
Για τις αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν από ανήλικο, ο οποίος στη συνέχεια ενηλικιώθηκε και
συνέχισε (κατ’ εξακολούθηση) να τις τελεί, η υλική αρμοδιότητα κρίνεται από τη μη αυτοτέλεια των
επί μέρους πράξεων του κατ’ εξακολούθηση αλλά από την αρχή της ενότητας -> καθ’ ύλην αρμόδιο
το κοινό δικαστήριο των ενηλίκων
Συμμετοχικές πράξεις ενηλίκου και ανηλίκου σε πλημμέλημα που δεν έχουν ίδιο αξιόποινο
χαρακτήρα (η μία βασική, η άλλη διακεκριμένη παραλλαγή) -> εκδίκαση από εκείνο που είναι
αρμόδιο να δικάσει τη βαρύτερη, αν αποφασιστεί η συνεκδίκαση
131 ΚΠΔ, αλλά: σε περίπτωση που οι λόγοι της συνάφειας ή συμμετοχής εκλείψουν μετά την έναρξη
της αποδεικτικής διαδικασίας (αφού λάβει χώρα η επί της ουσίας συζήτηση), η αρμοδιότητα δεν
εκλείπει, αν η πράξη υπάγεται κανονικά σε κατώτερο δικαστήριο (αναλογικά το 119 παρ. 2 ΚΠΔ).
Έφεση κατά απόφασης δικαστηρίου που κηρύττει εαυτόν αναρμόδιο -> αν το εφετείο κρίνει την
έφεση αβάσιμη, την απορρίπτει και διαβιβάζει την υπόθεση στο αρμόδιο, στο οποίο έγινε
παραπομπή από το πρωτοβάθμιο. Αν την κρίνει βάσιμη, ακυρώνει την προσβαλλομένη και ή δικάζει
την υπόθεση(αν υπάγεται στη δική του, ως πρωτοβάθμιου, αρμοδιότητα ή σε αρμοδιότητα
κατώτερου που εδρεύει στην περιφέρειά του) ή την παραπέμπει στο αρμόδιο, λειτουργώντας ως
δικαστικό συμβούλιο και πράττοντας ό,τι και το συμβούλιο που εκδίδει παραπεμπτικό βούλευμα.
Αν η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης μονομελούς πλημμελειοδικείου και πταισματοδικείου με
την οποία αυτό κηρύχθηκε αναρμόδιο καθ’ ύλην και παραπέμπει σε εισαγγελέα:
Εφετείο κρίνει έφεση αβάσιμη: απορρίπτει και διαβιβάζει σε εισαγγελέα για να ενεργήσει ό,τι ορίζει
το 120 παρ. 3 ΚΠΔ, δεν παραπέμπει σε αρμόδιο. Αν το κάνει, υπέρβαση εξουσίας (παραπέμπει
απευθείας στο αρμόδιο, που μπορεί να είναι και ανώτερο, ενώ η πρωτοβάθμια παρέπεμψε σε
εισαγγελέα -> ο ΚΑΤ στερείται στάδιο προδικασίας)
Εφετείο κρίνει έφεση βάσιμη: ακυρώνει πρωτόδικη περί καθ’ ύλη αναρμοδιότητας και ή δικάζει το
ίδιο αμέσως την υπόθεση κατ’ ουσίαν αν υπάγεται στη δική του καθ’ ύλην αρμοδιότητα ή σε
αρμοδιότητα κατώτερου απ’ αυτού δικαστηρίου της περιφέρειάς του ή παραπέμπει στο αρμόδιο,
λειτουργώντας ως συμβούλιο.
126 παρ. 1 ΚΠΔ: όμως, μόνο αν το ότι το δικαστήριο είναι κατά τόπο αναρμόδιο προκύπτει από τη
διαδικασία μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα ή να προταθεί με ένσταση η κατά τόπον
αναρμοδιότητα και μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας.
Η ένσταση που προτάθηκε έγκαιρα και απορρίφθηκε από πρωτοβάθμιο μπορεί να επαναληφθεί
ενώπιον εφετείου προ έναρξης αποδεικτικής διαδικασίας από αυτόν που την πρότεινε πρωτόδικα (αν
είναι ο εκκαλών), ως λόγος έφεσης.
Άλλη άποψη: η ορθή έννοια της λέξης επαναληφθεί του 126 παρ. 2 ΚΠΔ είναι ότι μόνο ο εκκαλών
μπορεί να υποβάλει σε δευτεροβάθμιο ένσταση κατά τόπον αναρμοδιότητας που είχε υποβάλει
έγκαιρα στο πρωτοβάθμιο, γιατί μόνο αυτός, οδηγώντας την υπόθεση σ’ αυτό, μπορεί να επαναλάβει
την ένσταση, έστω κι αν δεν προβάλλεται ως λόγος έφεσης.
Για τον υπολογισμό της προθεσμίας υποβολής έγκλησης υπολογίζεται και η μέρα της γνώσης
1η άποψη: επιτρέπεται υποβολή έγκλησης υπό όρους / προθεσμία, αφού δεν ορίζεται ρητά το
αντίθετο (Καρράς)
2η άποψη: δεν είναι έγκυρη η υποβολή έγκλησης υπό όρους ή προθεσμία (Μπουρόπουλος, Ζησιάδης
κ.α.)
Υποβολή έγκλησης από τον ένα γονιό του ανηλίκου, σε περίπτωση επείγοντος (ο άλλος αδρανεί, δεν
μπορεί να συμπράξει, διαφωνεί). Αλλιώς, και από τους 2 (1510 ΑΚ). Ο ανήλικος δε δικαιούται, όταν
ενηλικιωθεί, να ανακαλέσει την έγκληση λόγω της αυτοτέλειας του δικαιώματος υποβολής έγκλησης
κάθε δικαιούμενου (118 παρ. 3 ΠΚ).
Ο νομικός χαρακτηρισμός της πράξης όπως περιλαμβάνεται στην έγκληση δεν είναι ούτε
καθοριστικός ούτε δεσμευτικός για όργανα απονομής δικαιοσύνης. Αυτό που έχει σημασία είναι η
περιεχόμενη δήλωση βούλησης για δίωξη βιοτικού συμβάντος του οποίου τα πραγματικά
περιστατικά περιγράφονται στην έγκληση.
Αστυνομική προανάκριση:
(α) αν απειλείται άμεσος κίνδυνος από την καθυστέρηση (απώλειας ή δυσχέρανσης συγκέντρωσης
και διασφάλισης αποδείξεων) ή
(β) αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα
Αυτόφωρο – συνέπειες:
(α) Οι ανακριτικοί και γενικά αστυνομικοί υπάλληλοι υποχρεούνται να συλλάβουν το δράστη – οι
πολίτες δικαιούνται
(β) Οι ανακριτικοί υπάλληλοι έχουν υποχρέωση να διενεργήσουν αστυνομική προανάκριση χωρίς
εισαγγελική παραγγελία
(γ) Στα πλημμελήματα μπορεί να ακολουθήσει απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο (417 επ)
(δ) Διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας τη νύχτα από δικαστικό λειτουργό
Προϋπόθεση ύπαρξης αυτοφώρου: να ειδοποιήθηκε αμέσως μετά την πράξη η δημόσια δύναμη κι
αυτή να προβαίνει σε άμεση καταδίωξη του δράστη. Αν η άμεση ειδοποίηση και καταδίωξη δεν
υπήρχε, δεν έχουμε αυτόφωρο, έστω κι αν δεν έχει παρέλθει το χρονικό όριο του αυτόφωρου (48
ώρες).
Καλλιέργεια και κατοχή ναρκωτικών: διαρκή εγκλήματα => πάντα αυτόφωρα (ως την άρση της
παράνομης κατάστασης που δημιουργήθηκε)
Το 307 περ. γ’ ΚΠΔ αφορά διαφωνία που προέκυψε στην κύρια ανάκριση αι όχι στην προανάκριση
(η διεύθυνση της οποίας ανήκει κατά το 33 παρ. 1 ΚΠΔ στον ΕισΠλημμ και επομένως αυτός
αναλαμβάνει επίλυση διαφωνιών). Άρα δεν υπάρχει προσφυγή σε συμβούλιο κατά την προανάκριση.
Είναι δυνατή μόνο προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης. Ο Καρράς υποστηρίζει πως το 307 περ. γ’
ΚΠΔ αφορά και την προανάκριση αφού μιλά για «προδικασία».
48ωρη προθεσμία απολογίας: δεν μπορεί να συντμηθεί αν συντμηθεί η προθεσμία κλήτευσης, αφού
η δεύτερη αφορά μόνο αναζήτηση συνηγόρου. Δεν πρέπει να περιλαμβάνεται εντός Σ/Κ ή αργία
γιατί φαλκιδεύεται το δικαίωμα προετοιμασίας που είναι ήδη χρονικά περιορισμένο. Κατά την
κρατούσα άποψη, η παράταση της προθεσμίας εναπόκειται σε διακριτική ευχέρεια ανακρίνοντος. Ο
Καρράς υποστηρίζει ότι ο ανακρίνων έχει υποχρέωση να χορηγήσει παράταση που ζητείται αν η
μελέτη της υπόθεσης λόγω ειδικών συνθηκών δεν μπορεί προφανώς να γίνει εντός 48 ωρών.
Κλήση προς απολογία -> ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων ενοχής -> Ο ΚΑΤ δεν εμφανίζεται να
απολογηθεί από απείθεια -> έκδοση εντάλματος σύλληψης (ή βίαιης προσαγωγής) -> έγκυρη
επίδοσή του -> δεν είναι υποχρεωμένος ο ανακριτής να του γνωστοποιήσει το πέρας της ανάκρισης
Αν ο ΚΑΤ συλληφθεί μέχρι ουσιαστική περάτωση ανάκρισης -> λήψη απολογίας -> γνωστοποίηση
τέλους ανάκρισης
Λήξη κύριας ανάκρισης:
(α) Απολογία κατηγορουμένου
(β) Τυπικές κλήσεις: ο κατηγορούμενος δεν παρουσιάζεται προς απολογία / δεν προκύπτουν
αποχρώσες ενδείξεις -> ο ανακριτής διαβιβάζει την έτοιμη δικογραφία στον εισαγγελέα -> έκδοση
τυπικής κλήσης που ΔΕΝ ΕΠΙΔΙΔΕΤΑΙ στον ΚΑΤ αλλά παραμένει στη δικογραφία.
Αν ο Εις ή το ΔικΣυμβ συμφωνήσουν με ανακριτή ως προς ανυπαρξία ενδείξεων -> έκδοση
απαλλακτικού βουλεύματος
Αν διαφωνήσει ο Εις -> επιστρέφει δικογραφία σε ανακριτή για να κλητεύσει αληθινά τον ΚΑΤ και
να πάρει την απολογία του (αντίστοιχα οφείλει να πράξει το δικαστικό συμβούλιο -> δεν πρέπει να
εκδώσει παραπεμπτικό βούλευμα γιατί προκαλείται απόλυτη ακυρότητα).
Αν κατά την πορεία της ανάκρισης ανακαλυφθούν και άλλες αξιόποινες πράξεις που διώκονται
αυτεπαγγέλτως ο ανακριτής τις ανακοινώνει στον εισαγγελέα και ενεργεί μόνο κατεπείγουσες
ανακριτικές πράξεις για βεβαίωσή τους (43 ΚΠΔ)
Από 248 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι ο ΚΑΤ και οι άλλοι διάδικοι δε δικαιούνται να εμποδίσουν
ανακριτή να ενεργήσει ανακριτικές πράξεις που κρίνονται αναγκαίες, ζητώντας έλεγχο
σκοπιμότητας.
Δικαίωμα ΚΑΤ και διαδίκων να ζητήσουν εμφάνιση ενώπιον ΔικΣυμβ του συνηγόρου τους για
παροχή διευκρινίσεων ΜΟΝΟ όταν μετά το πέρας της ανάκρισης το συμβούλιο πρόκειται να προβεί
σε ουσιαστική εκτίμηση υπόθεσης (εξαίρεση αν ορίζεται ρητά απ’ το νόμο, πχ προσωρινή κράτηση).
Νυκτερινή έρευνα σε κήπο κατοικίας χωρίς σύμπραξη δικαστικού λειτουργού: παραβιάζει οικιακό
άσυλο και είναι παράνομη. Δεν είναι όμως άκυρη (δεν απαγγέλλεται τέτοια ακυρότητα). Δεν είναι
ούτε απόλυτα άκυρη γιατί δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα 253 – 255 ΚΠΔ παρέχουν δικαιώματα ή
ρυθμίζουν υπεράσπιση, εμφάνιση ή εκπροσώπηση. Η κύρωση είναι πως αν χρησιμοποιηθούν τα
ευρήματα μιας τέτοιας έρευνας προκαλείται απόλυτη ακυρότητα (ΕΣΔΑ, Σ, 177 παρ. 2 ΚΠΔ).
Τέτοια ακυρότητα δεν προκαλείται μόνο αν συναινεί ο θιγόμενος.
Κατάσχονται μόνο αντικείμενα που είναι σώμα εγκλήματος (corpus delicti), προϊόντα εγκλήματος ή
μέσα τέλεσής του.
Παράνομη ένταλμα προσωρινής κράτησης: ο ΚΑΤ μπορεί, όσο εκκρεμεί η υπόθεση στον ανακριτή,
να προσφύγει σε αρμόδιο συμβούλιο (285 ΚΠΔ) ή να υποβάλει αίτηση σε ανακριτή (286 παρ. 2
ΚΠΔ).
Για όσες πράξεις τελούνται από ανηλίκους και είναι κακουργήματα που τρέπονται σε πλημμελήματα,
πρέπει να διενεργηθεί κύρια ανάκριση!
Επίδοση κλήσης προς εμφάνιση και συζήτηση υπόθεσης χωρίς να επιδοθεί το παραπεμπτικό
βούλευμα:
Για έγκυρη επίδοση κλήσης προς εμφάνιση απαιτείται προηγούμενη επίδοση παραπεμπτικού
βουλεύματος. Αλλιώς, απόλυτη ακυρότητα γιατί δεν τηρήθηκαν διατάξεις για δίκαιη δίκη κλπ
(δικαίωμα ΚΑΤ να μαθαίνει λεπτομερώς λόγο και φύση κατηγορίας)
Επίδοση κλήσης πριν το παραπεμπτικό βούλευμα να γίνει αμετάκλητο:
Υπέρβαση εξουσίας, γιατί η αρμοδιότητα του δικαστηρίου να δικάσει την υπόθεση υπάρχει μόλις το
βούλευμα γίνει αμετάκλητο.
Κρίση για το αν απαιτείται συμπληρωματική ανάκριση: ανήκει κυριαρχικά σε συμβούλιο και δεν
ελέγχεται από ΑΠ – Καρράς: 139 γ’ ΚΠΔ: έλεγχος για αιτιολογία.
Βούλευμα για περαιτέρω ανάκριση όχι οριστικό αλλά παρεμπίπτον (το συμβ. δεν εξαντλεί
δικαιοδοσία του). Τα παρεμπίπτοντα δεν προσβάλλονται με ένδικα μέσα από διαδίκους. Υπόκεινται
όμως σε ανάκληση-> δυνατότητα διαδίκου να αιτηθεί από το συμβούλιο ανάκληση.
Μερική παραίτηση από ένδικο μέσο δυνατή = παραίτηση από ορισμένους μόνο λόγους
Ο εισαγγελέας δεν παραιτείται ποτέ (απόρροια της αρχής ότι δεν ανακαλεί δίωξη που άσκησε ο
ίδιος)
Η αρχή μη χειροτέρευσης αφορά ένδικα μέσα κατά αποφάσεων και ΟΧΙ κατά βουλευμάτων
Τα δικαστικά συμβούλια πλημμ και εφ δε δεσμεύονται από νομικό χαρακτηρισμό εισαγγελέα και
υποχρεούνται να δώσουν τον προσήκοντα. Δεν είναι όμως δυνατή μεταβολή του χαρακτηρισμού
προς το χειρότερο από το δικαστήριο που εκδικάζει ένδικο μέσο ασκηθέν από κατηγορούμενο ή υπέρ
αυτού (υπέρβαση εξουσίας λόγω έμμεσης χειροτέρευσης θέσης ΚΑΤ – αναιρετέα απόφαση)
Επεκτατικό: ισχύει μόνο αν ωφελεί μη ασκήσαντες
Α’ άποψη: Το συμεφ δεν μπορεί να επεκταθεί σε κεφάλαια πρωτοβάθμιου βουλεύματος που αφορούν
ευθύνη άλλου συγκατηγορουμένου που δεν άσκησε ένδικο μέσο, ούτε να χειροτερεύσει τη θέση του
-> υπέρβαση εξουσίας (λόγος αναίρεσης)
Β’ άποψη: αν η συμμετοχή των λοιπών συγκατηγορουμένων κρίθηκε ηπιότερα από πρωτόδικο
βούλευμα ή δόθηκε ως προς αυτούς διαφορετικός χαρακτηρισμός στην πράξη, το συμεφ μπορεί, αν
πρέπει, να χειροτερεύσει τη θέση των λοιπών συμμετόχων που δεν άσκησαν έφεση ή δε δικαιούνταν
να την ασκήσουν. Αυτό πρέπει να γίνει για να κριθεί στο σύνολό της η υπόθεση και να αποφανθεί
ενιαία το συμεφ ώστε να αποτραπεί ο χωρισμός και ο χαρακτηρισμός με παραπομπή άλλων για
κακούργημα και άλλων για πλημμέλημα (αποφυγή αντιφατικών αποφάσεων).
Καρράς: εσφαλμένη άποψη, η συμπαραπομπή στο ΜΟΔ ή στο τριμεφ είναι δυνατή (130 παρ. 1
ΚΠΔ) και δεν έχει σχέση με παραπομπή μη ασκήσαντα έφεση συμμετόχου για κακούργημα ή σε
βαθμό κακουργήματος, ενώ με το πρωτοβάθμιο παραπεμπόταν για πλημμέλημα ή σε βαθμό
πλημμελήματος.