You are on page 1of 74

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Ποινική δικ. 1 => κεφ. 1 & 2


Ποινική δικ. 2 => κεφ. 3
Ποινική δικ. 3 => κεφ. 4 & 5
Ειδικότερες παρατηρήσεις επί των ποινικών δικ. 2 & 3 => κεφ. 6
Κεφάλαιο 1ο:
Εισαγωγή

Α. Η δομή της ποινικής δίκης


1ο στάδιο: Προδικασία = κίνηση ποινικής δίωξης ως παραπομπή στο ακροατήριο ή βούλευμα ότι δεν
πρέπει να γίνει ή ότι παύει (οριστικά ή προσωρινά) η ποινική δίωξη ή ότι κηρύσσεται απαράδεκτη
i. Έναρξη ποινικής δίωξης
ii. Ανάκριση (συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού)
a) Προανάκριση, ή
b) Κύρια ανάκριση
iii. Διαδικασία ενώπιον δικαστικών συμβουλίων (επίλυση ζητημάτων κατά την ανάκριση ή
εκτίμηση πορισμάτων της)
2ο στάδιο: Διαδικασία στο ακροατήριο
i. Προπαρασκευαστική διαδικασία
ii. Κύρια διαδικασία
a) Έναρξη διαδικασίας στο ακροατήριο
b) Αποδεικτική διαδικασία
c) Αγορεύσεις
d) Κατάρτιση και δημοσίευση απόφασης
Εξαίρεση: ειδικές διαδικασίες
1. Συνοπτική διαδικασία για πταίσματα και
πλημμελήματα (βεβαίωση με έκθεση ή επ’ αυτοφώρω)
2. Διαδικασία εναντίον απόντων και φυγόδικων
3. Δικαστική συνδρομή για έκδοση
αλλοδαπών ή άλλες περιπτώσεις
3ο στάδιο: Ένδικα μέσα
4ο στάδιο: Εκτέλεση

Β. Το ελληνικό ποινικό δικονομικό σύστημα


1. Κατηγορητικό σύστημα: αρχές δημοσιότητας, προφορικότητας, αντιδικίας, αμεσότητας, συνεχούς
διαδικασίας
2. Εξεταστικό σύστημα: αρχές αυτεπάγγελτης δίωξης και ανάκρισης, μυστικότητα, έγγραφη
διαδικασία, έλλειψη αντιδικίας.
i. Ανάθεση σε δικαστή δίωξης, ανάκρισης, εκδίκασης = δεν παρέχει εγγύηση αμερόληπτης
κρίσης (η κρίση επηρεάζεται από διωκτική δραστηριότητα)
ii. Έλλειψη ξεχωριστής υπεράσπισης κατηγορουμένου τον στερεί από δυνατότητα επαρκούς
αντίκρουσης κατηγορίας
iii. Μυστικότητα θάλπει αυθαιρεσία
iv. Αυτεπάγγελτη δίωξη και ανάκριση => αποτελεσματική καταπολέμηση εγκληματικότητας
v. Πρόωρη δημοσιότητα δυσχεραίνει συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού
3. Το μικτό ελληνικό σύστημα
i. Η δίωξη των εγκλημάτων λαμβάνει χώρα από ξεχωριστό κρατικό όργανο
ii. Διάκριση κατηγόρου και δικαστή
iii. Δυνατότητα κατηγορουμένου να διορίσει συνήγορο υπεράσπισης
iv. Προδικασία: αρχές αυτεπάγγελτης δίωξης και ανάκρισης, έγγραφη μυστική διαδικασία,
περιορισμένη αντιδικία (εξεταστικό σύστημα)
v. Κύρια διαδικασία: αρχές δημοσιότητας, προφορικότητας, αντιδικίας, αμεσότητας, συνεχούς
διαδικασίας (κατηγορητικό σύστημα), αλλά ο διευθύνων τη συζήτηση μπορεί να εξετάζει
αυτεπάγγελτα μάρτυρες κλπ
4. Οι διάδικοι
Κατηγορούμενος: 72 ΚΠΔ εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητώς ποινική δίωξη,
εκείνος στον οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη σε οποιαδήποτε στάση της ανάκρισης
Πολιτικώς ενάγων: 82 ΚΠΔ εκείνος που έχει δικαίωμα να ασκήσει την πολιτική αγωγή ενώπιον του
ποινικού δικαστηρίου κατά το άρθρο 63 ΚΠΔ = εκείνος που έχει το δικαίωμα αυτό κατά τον ΑΚ
Αστικώς υπεύθυνος: 89 ΚΠΔ εκείνος που είναι υποχρεωμένος δυνάμει διάταξης νόμου να πληρώσει
αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση

Γ. Οι αρχές της ποινικής δίκης


1. Η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας:
Υποχρέωση δικαστή. Αντιτίθεται στην αρχή της τυπικής αλήθειας. Σύμφωνα με τη δεύτερη, η
κατάργηση και η έναρξη της δίκης, η συλλογή του αποδεικτικού υλικού και η προώθηση της δίκης
από ένα στάδιο στο επόμενο ανήκουν στους διαδίκους.
Αντίθετα: ουσιαστική αλήθεια = η εξουσία έναρξης και κατάργησης δίκης, συγκέντρωση
αποδεικτικού υλικού κλπ γίνεται κατά κανόνα υποχρεωτικώς από δημόσιους φορείς ποινικής
λειτουργίας => σοβαρότητα ποινικών υποθέσεων, βαρύτητα συμφερόντων
Συνέπειες: αρχές αυτεπάγγελτης εκδίκασης, διεξαγωγής, συγκέντρωσης αποδεικτικού υλικού,
δίωξης, αρχές μυστικότητας, ελεύθερης χρήσης και εκτίμησης αποδείξεων, …
Όρια αρχής: 2 παρ. 1 Σ, αρχή δικαστικής ακρόασης, τεκμήριο αθωότητας, αμφιβολίας υπέρ
κατηγορουμένου, …

2. Η αρχή της αυτεπάγγελτης εκδίκασης της υπόθεσης:


Έναρξη και κατάργηση δίκης ανήκει σε δημόσιους φορείς ποινικής λειτουργίας (εισαγγελέας ή
δημόσιος κατήγορος, δικαστικά συμβούλια, δικαστήριο)
Εξαιρέσεις: έγκληση, ένδικα μέσα

3. Η αρχή της αυτεπάγγελτης διεξαγωγής της δίκης:


Ολόκληρη η διεξαγωγή της δίκης από την κίνηση της δίωξης ως την αμετάκλητη περάτωσή της
ανατίθεται σε δημόσιους φορείς
Εξαιρέσεις: δήλωση πολιτικής αγωγής, κλήτευση αστικώς υπευθύνου, …

4. Η αρχή του σεβασμού και της προστασίας του ανθρώπου:


Ο άνθρωπος δεν είναι αντικείμενο ποινικής δίκης, ακόμα και ως μάρτυρας

5. Η αρχή της δικαστικής ακρόασης:


20 αρ. 1 Σ
(ι) δικαίωμα καθενός να αναπτύξει ενώπιον δικαστηρίων τις απόψεις του για δικαιώματα ή
συμφέροντα πριν την έκδοση απόφασης ή διενέργεια δικονομικής πράξης που προσβάλλει
δικαιώματα ή συμφέροντά του
(ιι) υποχρέωση οργάνων απονομής δικαιοσύνης να παρέχουν και να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα
αυτή
Πρέπει να παρέχεται για κάθε νομικό ζήτημα
Α’ κατηγορία δικαιωμάτων: προπαρασκευαστικά = παράστασης, διορισμού συνηγόρου,
πληροφόρησης, παροχής επαρκούς προθεσμίας προετοιμασίας
Β’ κατηγορία δικαιωμάτων: βασικά = διατύπωσης απόψεων, απόδειξης, υποβολής ερωτήσεων

6. Τεκμήριο αθωότητας:
6 ΕΣΔΑ
(ι) Κανένας δεν καταδικάζεται ούτε κηρύσσεται ένοχος αν δε δικαστεί βάσει νόμου ύστερα από
νόμιμη δίκη
(ιι) Καμία ποινή ή κύρωση δεν επιβάλλεται αν δεν αποδειχθεί βάσει νόμου η ενοχή
(ιιι) Κανένας δεν υποχρεούται να αποδείξει την αθωότητά του
(ιν) Εν αμφιβολία υπέρ κατηγορουμένου: όχι μόνο κατά οριστική κρίση αλλά καθ’ όλη την πορεία
της ποινικής διαδικασίας
7. Η αρχή προσήκοντος βαθμού υπονοιών ή ισχύος ενδείξεων:
Οποιοδήποτε επαχθές μέτρο οργάνων απονομής δικαιοσύνης πρέπει να βασίζεται σε ορισμένης
βαρύτητας υπόνοιες ή ενδείξεις σχετικά με ενοχή
=> όσο πιο δυσμενής η θέση, όσο πιο σοβαρό το μέτρο, τόσο περισσότερες οι υπόνοιες ή οι ενδείξεις
εναντίον του

8. Η αρχή της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης:


Δίκαιη δίκη = εκείνη που διεξάγεται με τήρηση όλων των προβλεπόμενων δικαιωμάτων των
διαδίκων και υποχρεώσεων οργάνων απονομής δικαιοσύνης όχι μόνο τυπικά αλλά και ουσιαστικά
ώστε η τήρηση τους να εξασφαλίζει στους διαδίκους πλήρη και αποτελεσματική υπεράσπιση σε κάθε
στάδιο της διαδικασίας. Εκείνη που εξασφαλίζει πλήρη και αποτελεσματική υπεράσπιση διαδίκων
ανεξάρτητα από το αν η νομοθεσία καθιερώνει επαρκώς αντίστοιχο πλέγμα δικαιωμάτων.

9. Η αρχή της αιτιολόγησης:


93 παρ. 2. εδ. α’ Σ: κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως
αιτιολογημένη
Δικαιολογητική βάση: αντιμετώπιση ενδεχόμενης αυθαιρεσίας οργάνων απονομής ποινικής
δικαιοσύνης κατά το σχηματισμό της κρίσης => εμπέδωση εμπιστοσύνης διαδίκων και πολιτών σε
ορθή απονομή δικαιοσύνης και διευκόλυνση ελέγχου δικαστικής κρίσης.

10. Η αρχή της ταχείας διεξαγωγής της δίκης:


Ενδέχεται να οδηγήσει σε μείωση ή και αποδυνάμωση υπεράσπισης κατηγορουμένου
(ι) Πρέπει να διατίθενται κατάλληλες διαρθρώσεις
(ιι) Πρέπει να ορίζονται προθεσμίες για κάθε στάδιο
(ιιι) Πρέπει να είναι δυνατός ο χωρισμός πολύπλοκων υποθέσεων
(ιν) Πρέπει να συνεχίζονται προσπάθειες για αποποινικοποίηση
(ν) Πρέπει να προβλέπονται ειδικές διαδικασίες
(νι) Πρέπει να διευκολύνεται η αμοιβαία δικαστική συνδρομή

11. Η αρχή της κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης:


Ενώπιον του δικαστή, στον οποίο ανήκει η τελική ευθύνη για διάγνωση τέλεσης ή όχι εγκλήματος
και ενοχής ή αθωότητας κατηγορουμένου αντιπαρατίθενται από τη μία η κατηγορία και από την
άλλη η υπεράσπιση οι οποίες κατά κανόνα αντιμάχονται.
Όμως: εισαγγελέας δεν είναι διάδικος
Ωστόσο: η θέση του εισαγγελέα συνίσταται στο ότι είναι πάνω από τα ατομικά συμφέροντα των
αληθινών αντιδίκων => δεν αντιδικεί αυτός, παρά μόνο φαινομενικά. Η φαινόμενη αυτή αντιδικία,
απαλλαγμένη από μεροληψία υπεράσπισης ιδιωτικών συμφερόντων, βοηθά το δικαστή στην
απονομή δικαιοσύνης.

12. Η αρχή της ισότητας των όπλων:


Ανάγκη οι διάδικοι να έχουν ίδια ακριβώς δικαιώματα
Ειδικότερη εφαρμογή αρχής ισότητας στο χώρο ποινικής δίκης
Εφόσον ο νόμος δεν ορίζει ρητά μονόπλευρο δικαιώματος συνάγεται πως αυτό το έχουν και οι άλλοι
διάδικοι (προσοχή! Ο εισαγγελέας δεν είναι διάδικος).
Δεν πρέπει να παραβλέπεται όμως ότι η εκπροσώπηση της κατηγορίας από εισαγγελέα (φαινόμενη
αντιδικία) επιβάλλει καθιέρωση ισότητας απέναντι και σε αυτόν.
Αρχή ισχύει βασικά σε κύρια διαδικασία και ακροατήριο.

13. Η αρχή της δικαστικής βοήθειας:


Υποχρέωση δικαστικών οργάνων να παρέχουν σε διαδίκους, κυρίως σε αυτούς που δεν έχουν
συνήγορο, βοήθεια και καθοδήγηση σε διαδικαστικές πράξεις (υπόμνηση προθεσμιών και συνεπειών
από παρέλευση, επισήμανση δικαιωμάτων) => προστασία από αιφνιδιασμούς και εκπλήξεις
Πχ 174 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠΔ
14. Η αρχή της αναλογικότητας:
Εύλογη αναλογία μέσου και σκοπού
Ερευνάται και στην επιμέτρηση της ποινής.

15. Η αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης:


Οι διάδικοι δεν μπορούν να παρεμποδίζουν την ανακάλυψη της αλήθειας από τα όργανα απονομής
της δικαιοσύνης
Όμως: ιδιαίτερη θέση κατηγορουμένου = επιτρέπεται να μην καταθέσει την αλήθεια, χωρίς να
επικαλείται όμως ανακριβή περιστατικά ή να προσαγάγει ψευδή αποδεικτικά μέσα

16. Η αρχή της οικονομίας της δίκης:


Η διεξαγωγή της δίκης πρέπει να αποφεύγει τη σπατάλη χρόνου και δικαστικών ενεργειών

Δ. Η ερμηνεία των κανόνων του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου


1. Γραμματική ερμηνεία
2. Τελολογική ερμηνεία (Σκοπός του νόμου):
(ι) Αντικειμενική θεωρία: προσαρμογή ερμηνείας σε πραγματικά δεδομένα
(ιι) Υποκειμενική θεωρία: αναζήτηση νοήματος κανόνα σε προπαρασκευαστικές εργασίες
κατάρτισης
(ιιι) Συνδυασμός των δύο: η ερμηνεία πρέπει να θέτει ως βάση θέληση ιστορικού νομοθέτη χωρίς η
διάγνωση αυτή να αποτελεί τελευταία εργασία ερμηνευτή
(ιν) Εξακρίβωση αν ο σκοπός αποδίδεται πράγματι με γραμματική διατύπωση
i. Αρμονία: δε χρειάζεται περαιτέρω ερμηνεία
ii. Κανόνας ευρύτερος: συσταλτική ερμηνεία
iii. Κανόνας στενότερος: διασταλτική ερμηνεία
(ν) Ερμηνευτικά επιχειρήματα:
i. Εις άτοπον απαγωγή
ii. Επιχείρημα εξ αντιδιαστολής
iii. Από το μείζον στο έλασσον
iv. Από το έλασσον στο μείζον
v. Σιωπή του νόμου: δεν μπορεί ο ερμηνευτής να διακρίνει
(νι) Ιεράρχηση κανόνων δικαίου
Κεφάλαιο 2ο:
Τα όργανα απονομής δικαιοσύνης

Α. Τα κύρια όργανα απονομής δικαιοσύνης


1. Η τοπική και προσωπική έκταση της ποινικής δικαιοδοσίας:
Ελληνικά ποινικά δικαστήρια:
(ι) Δικαιοδοσία εκδίκασης εγκλημάτων που τελούνται στην επικράτεια (και ελληνικά πλοία ή
αεροσκάφη).
(ιι) Δικαιοδοσία εκδίκασης κακουργημάτων ή πλημμελημάτων που διαπράχθηκαν από Έλληνα,
ακόμα και αν απώλεσε μετά την τέλεση της πράξης την ελληνική ιθαγένεια, ή από αλλοδαπό, που
μετά την τέλεση της πράξης απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια.
(ιιι) Δικαιοδοσία εκδίκασης κακουργήματος ή πλημμελήματος που διαπράχθηκε από αλλοδαπό
εναντίον Έλληνα και αποτελεί αξιόποινη πράξη κατά τους νόμους της χώρας τέλεσης ή διαπράχθηκε
σε χώρα πολιτειακώς ασύντακτη.
(ιν) Εγκλήματα κατά του Ελληνικού κράτους.
(ν) Εξαίρεση από δικαιοδοσία: αρχηγοί ξένων κρατών, διπλωμάτες, …

2. Η σύνθεση των ποινικών δικαστηρίων


(ι) Μονομελή και πολυμελή:
Μονομελή: ταχύτερη εκδίκαση, οικονομία δημόσιου χρήματος, μικρότερος αριθμός δικαστών (άρα
καλύτερη αμοιβή), μεγαλύτερη ευθύνη δικαστών
Πολυμελή: ορθότερη εκτίμηση υποθέσεων, μεγαλύτερη εμπιστοσύνη δικαζόμενων και κοινωνίας
Πολυμελές σύστημα προτιμότερο, με εξής εγγυήσεις:
i. Δικαστές αυτής ικανότητας
ii. Αποφυγή μεγάλου αριθμού (=> αποδυναμώνει αίσθημα ευθύνης)
iii. Μονομελές για ελαφρότερα εγκλήματα
iv. Μονομελές για δικαστήρια ανηλίκων (πατρική εμφάνιση μοναδικού δικαστή)
(ιι) Λαϊκά και τακτικά:
Λαϊκά: προστασία πολιτών από αυθαίρετες επεμβάσεις εκτελεστικής εξουσίας σε απονομή
δικαιοσύνης (όμως: δικαστική ανεξαρτησία), πραγμάτωση λαϊκής κυριαρχίας, κατανόηση
πραγματικών συνθηκών τέλεσης εγκλήματος και προσωπικών όρων συγκεκριμένου δράστη,
εκδίκαση βάσει κοινού περί δικαίου αισθήματος, ενδυνάμωση εμπιστοσύνης πολιτών σε απονομή
δικαιοσύνης, εξέταση υποθέσεων με επιμέλεια και προσοχή. Όμως: απροθυμία πολιτών, δυνατότητα
επηρεασμού, δυνατότητα θεσμοθέτησης δεύτερου βαθμού κρίσης.
Τακτικά: ειδική και νομική κατάρτιση, δημιουργία επαγγελματικής συνείδησης, αιτιολογημένη
δικαστική κρίση.
Λύση: μικτά ορκωτά

Β. Η αρμοδιότητα
1. Καθ’ ύλην:
(ι) Πταισματοδικεία: πταίσματα, εκτός από:
• Αρμοδιότητας πλημμελειοδικών
• Αρμοδιότητας δικαστών ανηλίκων, εκτός αν τα πραγματοποιούνται εκτός της έδρας του
πρωτοδικείου
(ιι) Πλημμελειοδικεία: πλημμελήματα
• Πρωτοβάθμια:
i. Μονομελή: ποινή φυλάκισης με ελάχιστον όριο κατώτερο των 3 μηνών ή χρηματική ποινή (ή
και τα δύο), εκτός από:
 Αρμοδιότητα μεικτών ορκωτών και εφετείων και συναφή με αυτά
 Αρμοδιότητα δικαστών ανηλίκων
 259, 302 ΚΠΔ, συκοφαντική δυσφήμιση δια του τύπου
Διεύρυνση αρμοδιότητας: επιτάχυνση, τόνωση ευθύνης δικαστών, αποφόρτιση εφετείων, όμως
ανακύπτουν συχνά νομικά ζητήματα και ζητήματα συνταγματικότητας, αφού η συνήθως αθρόα
παραπομπή υποθέσεων στο ακροατήριο στερεί κατηγορούμενο από δικαιώματα (πχ ακρόασης)
ii. Τριμελή: πταίσματα δικαστών (= ιδιάζουσα δωσιδικία, γιατί τα εγκλήματα των κρατικών
λειτουργών πρέπει να δικάζονται από ανώτερα της συνήθους καθ’ ύλην αρμοδιότητας λόγω
της ιδιαίτερης θέσης των προσώπων στην κοινωνική ιεραρχία που απαιτεί περισσότερες
εγγυήσεις αντικειμενικότητας) και πλημμελήματα, εκτός από:
 Αρμοδιότητα μικτών ορκωτών
 Αρμοδιότητα εφετείων
 Αρμοδιότητα μονομελών πλημμελειοδικείων
 Αρμοδιότητα δικαστηρίων ανηλίκων
• Δευτεροβάθμια:
i. Μονομελή: εφέσεις εναντίον πταισματοδικείων και ειρηνοδικείων
ii. Τριμελή: εφέσεις εναντίον μονομελών πλημμελειοδικείων
(ιιι) Μεικτά ορκωτά: κακουργήματα, εκτός από αρμοδιότητα τριμελών εφετείων, πολιτικά
πλημμελήματα
Ζήτημα: 97 Σ (τεκμήριο αρμοδιότητας μικτών ορκωτών για εκδίκαση κακουργημάτων). Η ανάθεση
σε άλλα δικαστήρια πρέπει να αποτελεί εξαίρεση. Αντίστοιχα, το 97 Σ μιλά για πολιτικά εγκλήματα,
όχι μόνο πλημμελήματα. Αν τυχόν τα πολιτικά κακουργήματα υπαχθούν αλλού = αντισυνταγματικό.
Δια του τύπου πολιτικά εγκλήματα στα μικτά ορκωτά.
(ιν) Εφετεία:
• Πρωτοβάθμια:
i. Μονομελή: (εκτός αν στο νόμο απειλείται ποινή ισόβιας κάθειρξης): κακουργήματα 308 Α
παρ. 1 ΚΠΔ, 308 Β παρ. 1 ΚΠΔ (εφ' όσον για έχει συνταχθεί πρακτικό συνδιαλλαγής),
κακουργήματα άρθρων 114 του ν.1892/1990 (Α΄101), 66 του ν. 2121/1993 (Α΄25) και 52 του
ν. 4002/2011 (Α΄180), κακουργήματα νόμων 2725/1999 (Α΄121) και 3028/2002 (Α΄153).
ii. Τριμελή: κακουργήματα σχετικά με νόμισμα, υπομνήματα, ιδιοκτησία, περιουσία, ψευδή
βεβαίωση, νόθευση, απιστία, υπεξαίρεση στην υπηρεσία (111 παρ. 1 ΚΠΔ), εγκλήματα
Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, δόλιας χρεωκοπίας ΑΕ και τραπεζών, πειρατείας, δια του
τύπου κακουργήματα, εμπρησμού, συκοφαντικής δυσφήμισης βουλευτή, πλημμελήματα
δικαστών
• Δευτεροβάθμια: εφέσεις εναντίον αποφάσεων πρωτοβαθμίων
i. Τριμελή: εφέσεις εναντίον τριμελών πλημμελειοδικείων και όσων εκδίδονται από πολυμελή
πρωτοδικεία σε περίπτωση 116 παρ. 1 ΚΠΔ, εφέσεις μονομελούς εφετείου
ii. Πενταμελή: εφέσεις εναντίον αποφάσεων τριμελών εφετείων
iii. Μεικτά ορκωτά: εφέσεις εναντίον αποφάσεων μικτών ορκωτών δικαστηρίων

2. Κατά τόπον:
(ι) Τόπος τέλεσης εγκλήματος (προτιμάται): ευχέρεια συλλογής αποδεικτικών μέσων (=> σύντομη
περάτωση δίκης), ικανοποίηση περί δικαίου λαϊκού αισθήματος με τιμώρηση στον τόπο προσβολής,
ανάγκη εκ των πραγμάτων όταν αγνοείται ο δράστης. Αποκλειστική δωσιδικία στα εγκλήματα
σχετικά με εκλογές. Αν περισσότεροι τόποι:
i. Δικαστήρια που επιλήφθηκαν προγενέστερα
ii. Δυνατότητα Συμβ. Εφ. ή ΑΠ να αναθέσουν ανάκριση σε άλλο αρμόδιο (125 ΚΠΔ ανάλογα)
(ιι) Τόπος κατοικίας κατηγορουμένου: συγκέντρωση στοιχείων για προσωπικότητα ή δυσχέρεια
μετακίνησης κατηγορουμένου λόγω ασθένειας. Αποκλειστική για φοροδιαφυγή.
(ιιι) Τόπος προσωρινής διαμονής κατηγορουμένου: δυσχέρεια εξακρίβωσης κατοικίας, ευχέρεια
άμεσης εξέτασης, κατάσχεση προϊόντων αδικήματος και πειστηρίων.
Ζητήματα:
• Η ανάθεση της ανάκρισης και απόφασης μεταξύ πολλών αρμόδιων σε ένα επιτρέπεται έστω και
αν αυτό δεν επιλήφθηκε στην αντίστοιχη υπόθεση. Η άποψη αυτή ανακύπτει από το εδ. β’ του αρ.
125 ΚΠΔ («άλλο αρμόδιο δικαστήριο»), που δε θέτει ως προϋπόθεση το να έχει αυτό επιληφθεί
στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αν όμως έχουν επιληφθεί άλλα, θα ανακύψει αμφισβήτηση
αρμοδιότητας (132 – 135 ΚΠΔ). Σκοπός: κάλυψη κενού που θα υπήρχε όταν έχει επιληφθεί ένα
μόνο από αρμόδια δικαστήρια και χρειάζεται να εκδικαστεί η υπόθεση από άλλο δικαστήριο που
δεν επιλήφθηκε.
• Νομ. ΑΠ: η διάταξη του 125 β’ ΚΠΔ μπορεί να εφαρμοστεί όταν συντρέχουν λόγοι ευχερούς
διεξαγωγής της διαδικασίας. Η σκοπιμότητα της ανάθεσης ανάκρισης και απόφασης σε άλλο
αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να θεμελιωθεί σε περίπτωση που υποστηρίζεται ότι η ορθότερη
απονομή της δικαιοσύνης εξυπηρετείται καλύτερα με τον προσδιορισμό άλλου ως αρμόδιου.
• Εγκλήματα που τελέστηκαν στο εξωτερικό: τόπος κατοικίας ή προσωρινής διαμονής
κατηγορουμένου στην Ελλάδα. Αν δεν υπάρχει, πρωτεύουσας (αντίστοιχα αν ο δράστης είναι
υπάλληλος ελληνικής υπηρεσίας στο εξωτερικό).
• Εγκλήματα με έντυπο:
 Στην Ελλάδα: δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου εκδίδεται το έντυπο και δικαστήριο
τόπου κατοικίας ή προσωρινής διαμονής κατηγορουμένου.
 Δυσφήμιση ή εξύβριση στην Ελλάδα: και το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου
μεταγενέστερα κυκλοφόρησε το έντυπο, αν ο παθών διαμένει σε αυτή. Όμως: δικαίωμα
κατηγορουμένου να ζητήσει με αίτηση τον εισαγγελέα να παραπεμφθεί η εκδίκαση σε
δικαστήριο τόπου έκδοσης και αυτός διατάσσει την παραπομπή αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι
ευχερέστερης διεξαγωγής της δίκης. Αν απορριφθεί η αίτηση, νέα υποβολή σε δικάζον.
 Στο εξωτερικό: στην περιφέρεια του οποίου κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το έντυπο. Αν δεν
εξακριβωθεί, δικαστήριο περιφέρειας κατοικίας ή προσωρινής διαμονής προσβληθέντος. Αν
δεν κατοικεί στην Ελλάδα, δικαστήριο πρωτεύουσας.

3. Λόγω συνάφειας:
Τα τελούμενα εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο λόγω της
υφιστάμενης μεταξύ τους συνάφειας, αν δεν επιφέρει βλάβη.
(ι) Συναφή:
• Πράττονται από το ίδιο πρόσωπο. ή από πολλούς μη συναιτίους σε ίδιο τόπο και χρόνο
• Πράττονται από πολλούς εναντίον αλλήλων, είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικό τόπο και χρόνο
• Πράττονται με σκοπό διευκόλυνσης ή ευστοχότερης εκτέλεσης ή απόκρυψης ενός από αυτά (πχ
κλοπή και αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος).
(ιι) Αρμόδιο δικαστήριο: προσδιορίζεται με βάση το βαρύτερο έγκλημα
• Το βαρύτερο υπάγεται σε δικαστήριο ανώτερου βαθμού: δικάζει το ανώτερο κατά βαθμό
• Το βαρύτερο και τα συναφή υπάγονται σε δικαστήρια ίδιου βαθμού: δικάζει το δικαστήριο του
βαρύτερου
• Τα συναφή είναι της ίδιας βαρύτητας και υπάγονται σε δικαστήρια ίδιου βαθμού: δικάζει το
δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο. Όμως: αν κακουργήματα, αυτό ισχύει μόνο αν όλα υπάγονται
είτε σε μικτά ορκωτά είτε σε εφετεία. Αλλιώς:
Α’ άποψη: χωρισμός (εκτός αν ο νόμος επιβάλλει συνεκδίκαση)
Β’ άποψη: δικάζονται όλα από μικτό ορκωτό (ανάλογη εφαρμογή 130 παρ. 1 γ’ ΚΠΔ)
• Τα συναφή είναι ίδιας βαρύτητας και ένα υπάγεται σε αρμοδιότητα ανώτερου λόγω εξαιρετικής
καθ’ ύλην αρμοδιότητας: δικάζει το ανώτερο
• Τα συναφή υπάγονται τόσο σε τακτικά όσο και σε δικαστήρια ειδικής δικαιοδοσίας: χωρισμός
• Ένας δράστης είναι ανήλικος: χωρισμός, εκτός αν πλημμέλημα με απευθείας κλήση και
αιτιολογημένη έκθεση που μνημονεύει συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους αυτός δεν
ενδείκνυται
• Τα συναφή δικάστηκαν σε πρώτο βαθμό από διαφορετικά δικαστήρια αλλά έρχονται για εκδίκαση
ενώπιον δευτεροβάθμιου κατόπιν εφέσεων: μπορεί το δευτεροβάθμιο να συνεκδικάσει
(ιιι) Βλάβη: κρίνεται από δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο και αφορά σε διάγνωση αλήθειας ή
ταχύτερη εκδίκαση.
Αν εκλείψουν λόγοι συνάφειας, το αρμόδιο λόγω συνάφειας διατηρεί αρμοδιότητα, εφόσον είναι
καθ’ ύλην αρμόδιο γι’ αυτά. Αλλιώς, παραπέμπει. Αν εκλείψουν μετά τη συζήτηση, διατηρεί
αρμοδιότητα αν το συναφές υπάγεται σε κατώτερο.
Παραβίαση διατάξεων για συνάφεια: δεν προκαλεί ακυρότητα και δε θεμελιώνει λόγω αναίρεσης,
εκτός αν αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων και άρα καθ’ ύλην αναρμοδιότητα,
που είναι λόγος αναίρεσης.

4. Λόγω συμμετοχής ή συναιτιότητας:


Αρμόδιο σε περίπτωση συμμετοχής είναι το αρμόδιο για το συμμέτοχο που επισύρει βαρύτερη ποινή
Λογική: ανάγκη εξασφάλισης ενότητας ενεργειών δικαστικών αρχών κατά την εκδίκαση της ίδιας
ποινικής υπόθεσης, καλύτερη εκτίμηση ενοχής, ορθότερη απονομή δικαιοσύνης, αφού η σύγχρονη
παρουσία όλων των συναιτίων και ο συνδυασμός των επιχειρημάτων τους φωτίζουν την υπόθεση σε
όλη της την έκταση και υποβοηθούν στην ανεύρεση του χαρακτήρα και της βαρύτητας της πράξης
στο σύνολό της. Εξαίρεση: διάγνωση αλήθειας, ταχύτερη εκδίκαση => χωρισμός.
Αν εκλείψουν οι λόγοι της συμμετοχής: διατήρηση αρμοδιότητας εφόσον είναι καθ’ ύλην αρμόδιο
για όλους. Αλλιώς αναπέμπει. Αν εκλείψουν μετά την ουσιαστική συζήτηση. Διατηρεί αρμοδιότητα
εφόσον το έγκλημα υπάγεται σε αρμοδιότητα κατώτερου.
Ανήλικος ο ένας: δικάζεται μόνο αυτός από δικαστήριο ανηλίκων.

5. Κατά παραπομπή:
(ι) Αδυναμία συγκρότησης αρμοδίου δικαστηρίου, γιατί δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να συμμετάσχει ο
απαιτούμενος αριθμός δικαστών, αν:
• Αποφασίστηκε η εξαίρεση όλου δικαστηρίου ή τόσων μελών ώστε τα υπόλοιπα να μη
συμπληρώνουν απαιτούμενο αριθμό δικαστών
• Δεν υπάρχει ο απαιτούμενος αριθμός δικαστών για άλλο λόγο (νόσος, …) και το κώλυμα αυτό
πρόκειται να διαρκέσει για τουλάχιστον δύο μήνες από την παραπομπή στο ακροατήριο.
Παραπομπή ζητά ο εισαγγελέας.
(ιι) Διακινδύνευση της ομαλής εκδίκασης της υπόθεσης, αν:
• Σοβαροί λόγοι αναγόμενοι σε δημόσια ασφάλεια και τάξη ή λόγοι ασφάλειας για μη μεταγωγή
κατηγορουμένου (δυνατότητα παραπομπής και σε προδικασία)
• Ο κατηγορούμενος εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή της οποίας το υπόλοιπο υπερβαίνει τα
τρία έτη σε δικαστήριο εκτός της περιφέρειας του κατά τόπον αρμόδιου και πρόκειται να δικαστεί
για κακούργημα ή (όταν κρίνεται ύποπτος για απόδραση) για πλημμέλημα
(ιιι) Αμφισβήτηση της αντικειμενικής δικαστικής κρίσης, αν:
• Ο εγκαλών ή αδικηθείς ή κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός που υπηρετεί στο κατά
τόπο αρμόδιο δικαστήριο (δυνατότητα παραπομπής και στην προδικασία). Αν έπαυσε να
υπηρετεί, δε διατάσσεται παραπομπή
• Πρόκειται για εξύβριση ή δυσφήμιση μέλους του δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης
του δικαστηρίου από συνήγορο και δεν είναι δυνατή η άμεση εκδίκαση με διαφορετική σύνθεση.
Παραπομπή ζητούν ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων
(ιν) Αποφασίζον όργανο:
• ΣυμβΠλημ όταν πρόκειται για παραπομπή από πταισματοδικείο σε πταισματοδικείο σε περίπτωση
αδυναμίας συγκρότησης
• ΣυμβΕφ όταν ζητείται παραπομπή από Πλημ ή ΔικΑν σε άλλο
• ΑΠ σε κάθε άλλη περίπτωση και πάντοτε όταν ζητείται παραπομπή για σοβαρούς λόγους
δημόσιας ασφάλειας και τάξης. ΑΠ και όταν ο δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο εφετείο.
• Όταν πρόκειται για έφεση κατά απόφασης εφετείου και εφόσον δεν είναι δυνατή η διαφορετική
σύνθεση, παραπομπή σε πλησιέστερο εφετείο
(ν) Αν οι λόγοι αδυναμίας συγκρότησης ή διακινδύνευσης ομαλής διεξαγωγής της δίκης εκλείψουν
μετά την παραπομπή και πριν την εκδίκαση, η απόφαση για την παραπομπή μπορεί να ανακληθεί
κατόπιν αίτησης αρμόδιου εισαγγελέα ή ΑΠ. Αντίστοιχα επιτρέπεται και η ανάκληση της απόφασης
για παραπομπή σε άλλο δικαστήριο και η περαιτέρω παραπομπή σε διαφορετικό δικαστήριο, αν και
στον τόπο του δικαστηρίου, που αρχικά ορίστηκε για την εκδίκαση κατά παραπομπή, όμως
ανακύπτουν σοβαροί λόγοι για τη δημόσια ασφάλεια και τάξη.
(νι) Αν απόρριψη αίτησης παραπομπής, δυνατότητα υποβολής νεάς για νέους λόγους.
(νιι) Το ορισθέν αρμόδιο καθίσταται υποχρεωτικώς αρμόδιο.
6. Καθορισμός αρμοδιότητας:
(ι) Αμφισβήτηση αρμοδιότητας μεταξύ δικαστηρίων που δεν υπόκεινται το ένα στο άλλο (αλλιώς,
υπερισχύει η απόφαση του ανώτερου)
(ιι) Αρμόδιο προσδιορίζεται από ΣυμΕφ ή ΑΠ (αν τα δικαστήρια υπάγονται σε διαφορετικά εφετεία ή
ένα από αυτά είναι το εφετείο). Την αίτηση υποβάλλει ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων ή ο
εισαγγελέας ή ο επίτροπος ενός από τα δικαστήρια
(ιιι) Από υποβολή αίτησης ως έκδοση οριστικής απόφασης τα δικαστήρια και οι ανακριτική
υπάλληλοι απέχουν από κάθε ενέργεια. Αν ενεργήσουν: άκυρη, εκτός αν ενέργεια επειγουσών
ανακριτικών πράξεων.
(ιν) Το ορισθέν καθίσταται αρμόδιο υποχρεωτικώς. Αν όμως στην ενώπιόν του διαδικασία
προκύψουν γεγονότα που δεν ελήφθησαν προηγουμένως υπόψη και τα οποία επηρεάζουν την
αρμοδιότητά του οφείλει να κηρυχθεί αναρμόδιο και να παραπέμψει
(ν) Αν επιτρέπονται ένδικα μέσα εναντίον της απόφασης ή του βουλεύματος περί αναρμοδιότητας, η
αίτηση κανονισμού αρμοδιότητας δεν μπορεί να γίνει πριν οι αποφάσεις που κηρύσσουν την
αναρμοδιότητα καταστούν τελεσίδικες ή (στην περίπτωση του 504 παρ. 2 ΚΠΔ) αμετάκλητες.

Γ. Δικονομικές προϋποθέσεις και δικονομικές πράξεις


Α. Δικονομικές προϋποθέσεις
1. Σημασία και διακρίσεις:
(ι) Σημασία:
Έλλειψη ουσιαστικού όρου αξιοποίνου => έκδοση αθωωτικής απόφασης
Έλλειψη δικονομικής προϋπόθεσης => απαράδεκτη η ποινική δίωξη
• Πριν την κίνηση της δίωξης: αρχειοθέτηση μήνυσης / … ή απόρριψη έγκλησης, αν η προϋπόθεση
είναι απαραίτητη για κίνηση ποινικής δίωξης
• Μεταγενέστερα: κήρυξη δίωξης απαράδεκτης από δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο
(ιι) Διακρίσεις:
α. Θετικές και αρνητικές
β. Γενικές και ειδικές, ανάλογα με το αν ασκούν επιρροή κατά την εκδίκαση οποιουδήποτε
εγκλήματος ή κατηγορούμενου ή μόνο προκειμένου για την εκδίκαση ορισμένων εγκλημάτων ή
κατηγορουμένων
γ. Διαρκείς και προσωρινές, ανάλογα με το αν αποκλείεται η εκδίκαση ή είναι δυνατή μόλις
συντρέξει η ελλείπουσα προϋπόθεση ή αρθεί το κώλυμα
δ. Αναφερόμενες στην κίνηση ή στην εξακολούθηση της δίωξης
ε. Αναφερόμενες σε υποκείμενα ή αντικείμενο δίκης
στ. Αμιγείς και μικτές, ανάλογα με το αν αποτελούν αποκλειστικές προϋποθέσεις της ποινικής
διαδικασίας ή έχουν διφυή χαρακτήρα (ουσιαστικό και δικονομικό)
(ιι) Διάκριση από προϋποθέσεις δικονομικών πράξεων: οι δικονομικές προϋποθέσεις αναφέρονται σε
δίκη ή ειδικά τμήματά της ενώ οι προϋποθέσεις των δικονομικών πράξεων στις ειδικότερες
δικονομικές πράξεις
2. Ειδικές προϋποθέσεις:
(ι) Έγκληση: δήλωση παθόντος με την οποία καταγγέλλει αξιόποινη πράξη που τελέστηκε εις βάρος
του και εκφράζει την επιθυμία του να διωχθεί η πράξη αυτή. Προϋποθέσεις:
• Περιεχόμενο: Αναφορά σε πραγματικά περιστατικά αλλά δεν απαιτείται νομικός χαρακτηρισμός
και δεν έχει σημασία αν αυτός είναι εσφαλμένος. Επιτρέπεται η υποβολή της υπό όρους /
προθεσμία.
• Προθεσμία: Υποβολή μέσα σε 3 μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση της τελεσθείσας πράξης
και του δράστη ή των συμμετόχων.
• Υποκείμενο: Αν ο παθών είναι κάτω των 12 ετών ή υπό δικαστική συμπαράσταση, εγκαλεί ο
νόμιμος αντιπρόσωπος και μετά το θάνατό του ο σύζυγος που ζει και τα τέκνα, ενώ αν αυτοί δεν
υπάρχουν, οι γονείς. Ειδικά στις κατ’ έγκληση πράξεις κατά του ΠτΔ εγκαλεί ο Υπ.Δικ. Δικαίωμα
έγκλησης έχουν και τα πρόσωπα που συνδέονται στενά με παθόντα από έγκλημα τιμής. Αν
περισσότεροι έχουν δικαίωμα έγκλησης, καθένας εγκαλεί αυτοτελώς.
• Συνέπειες: Αν η δίωξη έγινε χωρίς έγκληση, η σχετική δήλωση γίνεται και στο ακροατήριο πριν
την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, εφόσον δεν έχει παρέλθει η προθεσμία.
• Παραίτηση: Δικαίωμα παραίτησης από έγκληση με δήλωση αυτεπάγγελτα ή με ειδικό
πληρεξούσιο ενώπιον συμβολαιογράφου, εισαγγελέα ή ανακριτικού υπαλλήλου – αδυναμία
ανάκλησης παραίτησης – αν γίνει υπό όρους / προθεσμία δεν παράγει αποτελέσματα. Ανάκληση
έγκλησης και κατά την αναίρεση.
• Αντικείμενο: Δίωξη κατά όλων των συμμετόχων έστω και αν η έγκληση απευθύνεται κατά ενός –
αντίστοιχα για ανάκληση (αδιαίρετο έγκλησης). Αν όμως δικαιούνται περισσότεροι σε έγκληση η
παραίτηση του ενός δεν παράγει έννομα αποτελέσματα και για τους υπολοίπους.
(ιι) Αίτηση για δίωξη
(ιιι) Άδεια δίωξης:
• Αν δε χορηγηθεί, ο ανακριτής κατόπιν πρότασης εισαγγελέα αποφαίνεται την αδυναμία άσκησης
προς το παρόν δίωξης. Αν χορηγηθεί δεν ανακαλείται μεταγενέστερα. Η ποινική δίωξη εναντίον
συμμετόχων που δεν απολαμβάνουν προνόμιο ασκείται κανονικά.
• Διαφορά με αίτηση: η πρωτοβουλία για δίωξη ανήκει σε κρατικά όργανα που είναι επιφορτισμένα
με το έργο αυτό και όχι σε αρχή που παρέχει άδεια, η οποία απλώς επιτρέπει δημιουργία ποινικής
δίκης.
• Δυνατότητα δίωξης κατά αξιόποινης πράξης - απαγόρευση διεξαγωγής κάθε πράξης που θίγει
πρόσωπο.
• Δυνατότητα εισαγγελέα να μην κινήσει δίωξη αν κρίνει ότι η μήνυση / … είναι προφανώς
αβάσιμη / …: δεν υποχρεούται καν να ζητήσει άδεια.
• Περιπτώσεις:
α. Αναφορά στις αρχές
β. Βουλευτική ασυλία
(ιν) Άλλες περιπτώσεις:
• Εγκλήματα ακούσιας και εκούσιας απαγωγής, αποπλανήσεως παιδιών και απάτης σχετικής με
άμο: εφόσον τελέστηκε ο γάμος, δίωξη μόνο μετά την ακύρωσή του.
• Κατηγορούμενος που εκδόθηκε από ξένο κράτος διώκεται / καταδικάζεται μετά από άδεια
έκδοσης.
3. Το δεδικασμένο ως αρνητική δικονομική προϋπόθεση
(ι) Ταυτότητα προσώπου: κατ’ εξαίρεση διώκεται το ίδιο πρόσωπο και πάλι όταν λόγω πλάνης έγινε
δεκτό ότι απεβίωσε, οπότε η απόφαση που έπαυσε τη δίωξη θεωρείται μη εκδοθείσα.
(ιι) Αμετάκλητη απόφαση: καταδικαστική, αθωωτική και απόφαση που παύει οριστικά δίωξη.
• Και η απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη δίωξη λόγω δεδικασμένου.
• Όχι η απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη δίωξη λόγω έλλειψης ή αταξίας εγκλήσεως, αίτησης ή
άδειας.
• Αν λείπει διαρκής δικονομική προϋπόθεση επιτρέπεται δίωξη αν αυτή συντρέξει.
• Απόφαση και το βούλευμα, αν αποφαίνεται οριστικά για παύση δίωξης.
• Αμετάκλητη: δεν μπορεί να προσβληθεί από οποιονδήποτε δικαιούμενο ή σε οποιοδήποτε μέρος
της.
• Από διατακτικό και όχι από αιτιολογικό.
(ιιι) Ταυτότητα πράξης: όλα τα στοιχεία της πράξης είτε κρίθηκαν είτε όχι. Ειδικά ζητήματα:
α. Κατ’ ιδέα συρροή: αμετάκλητη απόφαση για ένα έγκλημα, αμφισβητείται αν μπορεί να ασκηθεί
δίωξη για υπόλοιπα. Σίγουρα το δεδικασμένο δεν εκτείνεται σε εγκλήματα που δεν ερευνήθηκαν από
δικαστήριο διότι υπήρχε νομικό κώλυμα για έρευνα.
β. Κατ’ εξακολούθηση έγκλημα: βάσει αρχής ενότητας πράξεων, αδυναμία δίωξης, βάσει αρχής
αυτοτέλειας, δυνατότητα.
γ. Αθροιστικό έγκλημα (= η θεμελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου ορισμένων πράξεων χρειάζεται
την τέλεσή τους κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια): το δεδικασμένο καλύπτει όλες τις μερικότερες
πράξεις.
δ. Διαρκές έγκλημα: δεδικασμένο καλύπτει διάρκεια του εγκλήματος μέχρι την έκδοση της
απόφασης.
ε. Υπαλλακτικώς μικτό: το δεδικασμένο καλύπτει όλους τους μερικότερους τρόπους τέλεσης, εφόσον
πρόκειται για ένα και το αυτό έγκλημα.
(ιν) Συνέπειες: η νέα δίωξη είναι απαράδεκτη, είτε αυτεπάγγελτα είτε με πρόταση εισαγγελέα ή
διαδίκου. Αν προταθεί από κατηγορούμενο ή συνήγορο: ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία
απόρριψης. Αδυναμία εφαρμογής ηπιότερου ουσιαστικού νόμου μετά την αμετάκλητη εκδίκαση.

Β. Δικονομικές πράξεις
1. Έννοια, διακρίσεις, αξιολόγηση:
(ι) Έννοια: σύνολο μορφών συμπεριφοράς κατά προσώπων που διαδραματίζουν ρόλο σε δίκη και
ασκούν επιρροή σε δημιουργία και εξέλιξη διαδικασίας προς κατεύθυνση περάτωσης.
(ιι) Διαμορφωτικές και επιδιωκτικές:
α. Διαμορφωτικές: διαμορφώνουν και προωθούν αμέσως τη διαδικασία και δημιουργούν νέα
κατάσταση σε δίκη (αποφάσεις, …)
β. Επιδιωκτικές: επιδιώκουν πρόκληση πράξης συνήθως προηγούμενης κατηγορίας χωρίς να
συνεπάγονται άμεση δημιουργία νέας δικονομικής κατάστασης (αιτήσεις, ισχυρισμοί, …)
• Παραδεκτή ή απαράδεκτη κρίνεται κάθε δικονομική πράξη
• Βάσιμη ή αβάσιμη κρίνεται μόνο η επιδιωκτική και όχι η διαμορφωτική δικονομική πράξη
• Ληπτέα ή μη υπόψη κρίνεται μόνο η διαμορφωτική δικονομική πράξη: λόγω του είδους και της
έκτασης της αντίφασης της με το δικονομικό και το ουσιαστικό δίκαιο οφείλει να θεωρηθεί (μη)
υπάρχουσα στην περαιτέρω πορεία της δίκης
• Προσβλητή ή μη ενώπιον δικαστικής αρχής: πράξη, εφόσον είτε μπορεί είτε όχι να προσαφθεί σε
αυτή οτιδήποτε μέχρι του σημείου ώστε, μολονότι ληπτέα υπόψη, να επιτρέπεται να απαιτηθεί η
ακύρωσή της
(ιιι) Με βάση το περιεχόμενο:
α. Περιλαμβάνουσες δήλωση βούλησης: χρειάζεται ικανότητα βουλήσεως. Αν δεν υπάρχει,
εφαρμογή κανόνων σχετικών με δικαιοπραξία.
β. Υλικές ενέργειες: αρκεί συνείδηση για σημασία και συνέπειες
2. Ειδικά ρυθμιζόμενες δικονομικές πράξεις:
(ι) Αποφάσεις:
α. Τελειωτικές και προπαρασκευαστικές (ανακαλούνται), ανάλογα με το αν το δικαστήριο μετά την
έκδοσή τους έχει περαιτέρω εξουσία να δικάσει πάλι την ίδια κατηγορία ή όχι
β. Ουσιαστικές και τυπικές, ανάλογα με το αν το δικαστήριο αποφασίζει για ουσία κατηγορίας ή όχι
γ. Κύριες (το δικαστήριο αποφασίζει οριστικά ή τυπικά) και παρεμπίπτουσες (το δικαστήριο
αποφασίζει για ζητήματα που συνδέονται με την απόφαση αλλά δεν εντάσσονται σε αυτήν – δεν
ανακαλούνται)
δ. Ανέκκλητες (δεν υπόκεινται σε έφεση), τελεσίδικες (δεν προσβάλλονται πια με έφεση) και
αμετάκλητες (δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο)
(ιι) Εκθέσεις: έγγραφο που συντάσσεται από δημόσιο υπάλληλο για πιστοποίηση πράξης που
διενεργήθηκε από αυτόν ή άλλον ή δήλωσης τρίτου που απευθύνεται σε αυτούς.
(ιιι) Επίδοση: παράδοση εγγράφου σε ενδιαφερόμενο (155 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ). Δυνατότητα
πλασματικής επίδοσης, αν:
• Το όργανο επίδοσης βεβαιώσει ότι η διεύθυνση στην οποία γίνεται η επίδοση είναι είτε εκείνη,
στην οποία ο ενδιαφερόμενος διαμένει ή κατοικεί, είτε εκείνη που βρίσκεται η εργασία του.
• Το όργανο επίδοσης αναγράψει με σαφήνεια το ονοματεπώνυμο εκείνου στον οποίο γίνεται η
επίδοση και βεβαιώσει ιδιότητα.
• Το όργανο επίδοσης βεβαιώσει ότι ο ενδιαφερόμενος δε βρέθηκε κατά το χρόνο επίδοσης στον
αντίστοιχο τόπο.
Αν ο κατηγορούμενος δήλωσε ψευδή ή ανύπαρκτη ή αρνήθηκε να δηλώσει διεύθυνση κατοικίας:
επίδοση σε γραμματέα εισαγγελίας ή σε εισαγγελέα – αν επίδοση ως αγνώστου διαμονής: άκυρη
(ιν) Κοινοποίηση: εξομοιούται με επίδοση, η ανακοίνωση του περιεχομένου του εγγράφου σε
ενδιαφερόμενο
3. Προθεσμίες
(ι) Διακρίσεις:
α. Προπαρασκευαστικές, ενεργείας και τρέχουσες:
Προπαρασκευαστικές: πχ αρ. 102 παρ. 1 ΚΠΔ
Ενεργείας: πχ αρ. 48 ΚΠΔ
Απλές ή τρέχουσες: πχ 213 παρ. 12 ΚΠΔ
β. Ανατρεπτικές / αποκλειστικές και επιτακτικές:
Ανατρεπτικές / αποκλειστικές: μέσα στις οποίες ή πριν την παρέλευση των οποίων δεν μπορεί να
διενεργηθεί δικονομική πράξη (ποινή ακυρότητας)
Επιτακτικές: ορίζουν ορισμένο χρονικό διάστημα για διενέργεια δικονομικής πράξης (άνευ ποινής)
(ιι) Κανόνες περί προθεσμιών:
• Καθιερωμένο ημερολόγιο
• Μη λήψη υπόψη μέρας κατά την οποία συμπίπτει το γεγονός από το οποίο τρέχει η προθεσμία
• Τελευταία μέρα εξαιρετέα: παρέκταση προθεσμίας ως την επόμενη μη εξαιρετέα
• 24ωρη προθεσμία δεν υπολογίζεται από ώρα σε ώρα
• Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε ώρες δεν μετράνε οι εξαιρετέες μέρες
• Η τελευταία μέρα προθεσμίας προς δήλωση, κατάθεση εγγράφων ή άσκηση ένδικων μέσων λήγει
την τελευταία εργάσιμη ώρα, εκτός αν ο υπάλληλος αποχωρήσει νωρίτερα οπότε επεκτείνεται και
την επόμενη μέρα
• Δυνατότητα παραίτησης ή συναίνεσης σε σύντμηση με δήλωση – ανάκληση μόνο αν επήλθαν
λόγοι που δικαιολογούν παροχή νέας προθεσμίας
4. Ακυρότητες
(ι) Απόλυτες: το ελάττωμα της δικονομικής πράξης μπορεί και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και
αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης
(ιι) Σχετικές: το ελάττωμα προτείνεται μόνο από εισαγγελέα ή διάδικο συχνά μέσα σε προθεσμία
(ιιι) Συνέπειες: ακυρότητα πράξης καθιστά άκυρες και εκείνες που ενεργήθηκαν ύστερα από αυτή
και εξαρτώνται από αυτή. Ο δικαστής μπορεί να κηρύξει άκυρες και πράξεις σύγχρονες ή
προγενέστερες αλλά συναφείς.
• Εξαρτημένες: παρήχθησαν εξαιτίας της άκυρης, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως λογικός και
νομικός όρος τους ώστε, αν ελλείπει ο όρος, να ελλείπει και κατ’ ανάγκη η εγκυρότητα των
πράξεων. Πχ η απολογία χωρίς παρουσία συνηγόρου παρόλο που ζητήθηκε και οι μεταγενέστερες
πράξεις της προδικασίας (αμφ.).
• Συναφείς: υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ συγχρόνων ή προγενέστερων πράξεων και άκυρης
ώστε η άκυρη να εμποδίζει την προγενέστερη ή σύγχρονη να επιτύχει το σκοπό της ή όταν κατ’
ανάγκη την ολοκληρώνει ή τη συμπληρώνει.
• Διαφορά: οι εξαρτημένες καθίστανται αυτοδίκαια άκυρες.
• Αρμόδιο δικαστήριο για κήρυξη ακυρότητας: δικαστικό συμβούλιο για προδικασία, δικαστήριο
για επ’ ακροατηρίου. Για προδικασία και απευθείας κλήση σε ακροατήριο: υποβολή αίτησης
κήρυξης ακυρότητας σε δικαστικό συμβούλιο από κατηγορούμενο και αίτηση επανάληψης.
Ειδικά για απευθείας κλήση: πριν την επίδοση κλητήριου θεσπίσματος (περατώνει προδικασία)
=> υποβολή αίτησης σε δικαστικό συμβούλιο για κήρυξη ακυρότητας.
Συνέπειες κήρυξης ακυρότητας: δυνατότητα εκ νέου άσκησης ποινικής δίωξης.
Κεφάλαιο 3ο:
Η προδικασία

Ι. Η ποινική δίωξη
Α. Βασικές αρχές:
1. Η αρχή της κρατικής δίωξης των εγκλημάτων (= δημόσιας κατηγορίας):
• Έναρξη ποινικής δίωξης στο όνομα της Πολιτείας.
• Έργο ποινικής δίωξης, που σε πολλές περιπτώσεις συνεπάγεται εις βάρος των ατόμων τα οποία θα
περιέλθουν σε θέση κατηγορουμένου, ανήκει μόνο στην Πολιτεία => αντικειμενική και
αμερόληπτη κρίση. Αντίθετα, η αρχή ιδιωτικής δίωξης (= δυνατότητα παθόντος είτε να τιμωρήσει
είτε να ζητήσει δίωξη) ενέχει κίνδυνο να μετατραπεί η δίωξη σε όργανο εκδικήσεων ή εκβιασμών,
ενώ η αρχή λαϊκής δίωξης (= ευχέρεια κάθε πολίτη να ζητήσει δίωξη) απαιτεί προηγμένη
αντίληψη κοινωνικής απαξίας εγκληματικής συμπεριφοράς.

2. Η αρχή της αυτεπάγγελτης δίωξης: εξαίρεση η έγκληση ή η αίτηση δίωξης

3. Η αρχή της αυτοτελούς δίωξης: η έναρξη και η άσκηση της δίωξης ενεργείται από ιδιαίτερα
κρατικά όργανα διαφορετικά από δικαστές.

4. Η αρχή της νομιμότητας: ο εισαγγελέας είναι υποχρεωμένος να προβαίνει σε δίωξη μόλις λάβει
γνώση με οποιοδήποτε τρόπο ότι τελέστηκε έγκλημα, εφόσον προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις
κίνησης δίωξης. Ο εισαγγελέας δεν είναι υποχρεωμένος να ασκήσει δίωξη όταν η καταγγελία είναι
νομικά αστήρικτη, όταν είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, όταν είναι προφανώς ουσία αβάσιμη
και όταν δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις. Εξάλειψη κινδύνου αυθαιρεσίας.
Υποχρέωση προκαταρκτικής εξέτασης μόνο στα κακουργήματα: φαλκίδευση προηγούμενης
δικαιοκρατικής έρευνας, ανάγκη επιτάχυνσης διαδικασίας.

5. Η αρχή της in rem δίωξης των εγκλημάτων: είναι απόλυτα δυνατή η κίνηση της δίωξης και όταν
δεν υπάρχει καμία υπόνοια ως προς το δράστη. Είναι δυνατή η δίωξη ταυτόχρονα ή μεταγενέστερα
εναντίον ορισμένου προσώπου που φέρεται ως ύποπτος, ή, εφόσον έχει ήδη ασκηθεί δίωξη, η
επέκτασή της και εναντίον όλων όσων φέρονται ως συμμέτοχοι. Βέβαια, ως το τέλος της
προδικασίας πρέπει να εξατομικευτεί η δίωξη.

Β. Τρόποι γνώσης των τελούμενων εγκλημάτων:


1. Προσωπική γνώση
2. Καταγγελία:
(ι) Έγκληση: από φορέα εννόμου αγαθού ή αδικηθέντα
(ιι) Μήνυση: από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο
Είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα ή μηνύοντα ή με ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της
πληρεξουσιότητας δίδεται και με απλή έγγραφη δήλωση ή και προφορικά (απαιτείται σύνταξη
έκθεσης).
(ιιι) Αίτηση για δίωξη: ορίζεται από το νόμο ότι απαιτείται η αίτηση ορισμένης κρατικής αρχής.
Υποβάλλεται σε οποιονδήποτε εκπρόσωπο εισαγγελικής αρχής εγγράφως ή προφορικώς.
3. Ανακοίνωση:
(ι) Από ανακριτικούς υπαλλήλους αυτεπαγγέλτως
(ιι) Από δημοσίους υπαλλήλους αυτεπαγγέλτως
(ιιι) Από δικαστές αυτεπαγγέλτως
4. Αναγγελία από ιδιώτες:
(ι) Σε όσες περιπτώσεις ορίζεται
(ιι) Αν πρόκειται για αξιόποινη πράξη διωκόμενη αυτεπαγγέλτως, και
(ιιι) Αν την αντιληφθούν οι ίδιοι
5. Αστυνομική προανάκριση: πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα ή απειλείται
άμεσος κίνδυνος από αναβολή => όλοι οι ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν
τις απαραίτητες για τη βεβαίωση του εγκλήματος και ανακάλυψη του δράστη προανακριτικές
πράξεις χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα, αλλά οφείλουν να τον ειδοποιήσουν με το
ταχύτερο μέσο και να του υποβάλουν χωρίς καθυστέρηση εκθέσεις
(ι) Αυτόφωρο έγκλημα:
α. Γνήσιο: το έγκλημα την ώρα που γίνεται, ή
β. Μη γνήσιο: το έγκλημα που έγινε πρόσφατα => καταχρηστική εξομοίωση, αν:
 Άμεση μετά την πράξη καταδίωξη του δράστη από δημόσια δύναμη / παθόντα / με δημόσια
κραυγή
 Κατάληψη δράστη οπουδήποτε με αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συνάγεται ότι διέπραξε το
έγκλημα σε εγγύτατο χρόνο
Χρονικός περιορισμός: 48 ώρες μετά την τέλεση. Δεν αρκεί όμως μόνο η μη παρέλευση του
ανώτατου χρονικού ορίου του αυτοφώρου, αλλά χρειάζεται η πιθανολόγηση της φερόμενης ως
τελεσθείσας αξιόποινης πράξης και της ενοχής του φερόμενου ως δράστη να προσεγγίζει τη
βεβαιότητα.
(ιι) Κίνδυνος από την αναβολή: υπάρχει εύλογη πιθανότητα ότι, αν δεν ενεργηθεί αμέσως η
προανακριτική πράξη, θα προκύψει αδυναμία ή δυσχέρεια πραγματοποίησής της στο μέλλον.
6. Οποιαδήποτε άλλη είδηση: και η παράτυπη μήνυση ή έγκληση

Γ. Έναρξη της ποινικής δίωξης:


1. Η θέση στο αρχείο της μήνυσης / αναφοράς και η απόρριψη της έγκλησης:
Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μόλις λάβει τη μήνυση, την αναφορά, την έγκληση ή την είδηση,
πρέπει να εξετάσει:
(ι) Νομικά αστήρικτη: τα αναφερόμενα γεγονότα, έστω και αληθινά, δε στοιχειοθετούν έγκλημα.
Δεν είναι νομικά αστήρικτη αν ελλείπει η ικανότητα για καταλογισμό, γιατί αυτή δεν αποκλείει την
κύρωση αλλά την ποινή. Είναι νομικά αστήρικτη και όταν ελλείπει δικονομική προϋπόθεση
απαραίτητη για την έναρξη δίωξης.
(ιι) Ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης: τα γεγονότα είναι τόσο ακατανόητα, ακατάληπτα ή αντιφατικά
ώστε να καθίσταται αδύνατη η ποινική αξιολόγηση, έστω και με την ενέργεια περαιτέρω εξέτασης.
(ιιι) Ουσία αβάσιμη: όσα αναφέρονται δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, δεν υπάρχει καμία, έστω
αμυδρή, υπόνοια ότι τελέστηκε αξιόποινη πράξη.
Αν ισχύει κάτι από τα παραπάνω, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών:
• θέτει στο αρχείο τη μήνυση ή αναφορά ή είδηση και υποβάλλει αντίγραφο σε εισαγγελέα
εφετών, εκθέτοντας τους λόγους που τον οδήγησαν στη μη κίνηση της δίωξης.
Ανάλογα πράττει αν μετά την προκαταρκτική εξέταση ή ανακριτικές πράξεις ή ΕΔΕ κρίνει
αιτιολογημένα την ανυπαρξία επαρκών ενδείξεων.
Ο εισαγγελέας εφετών δικαιούται:
α. να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση αν απαιτείται ή να κινηθεί η δίωξη
β. αν έχει γίνει προκαταρκτική ή ανακριτικές πράξεις ή ΕΔΕ, να παραγγείλει κίνηση δίωξης
• απορρίπτει την έγκληση με διάταξη που επιδίδεται στον εγκαλούντα. Αυτός έχει δικαίωμα
μέσα σε 15 μέρες να προσφύγει σε εισαγγελέα εφετών εναντίον της διάταξης. Αν ο ΕισΕφ
δεχτεί την προσφυγή, παραγγέλλει προκαταρκτική ή δίωξη. Αναλογική εφαρμογή ενόψει της
παραπομπής στο 43 παρ. 2 τελ. εδ. από το 48 ΚΠΔ.
Ισχύει και εδώ το ne bis in idem για την προσφυγή κατά της διάταξης.
Ωστόσο, η θέση στο αρχείο δεν παράγει δεδικασμένο. Δυνατότητα να ανασύρει τη δικογραφία αν
προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά. Δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα μεταγενέστερης κίνησης
δίωξης, παρά μόνο αν αρθούν λόγοι που την εμπόδιζαν προηγουμένως.

2. Η προκαταρκτική εξέταση: Υποχρεωτική μόνο για κακουργήματα (ν. 4055/12).


(ι) Σημασία: η διενέργεια δεν συνεπάγεται την άσκηση δίωξης => αν δεν προκύψουν επαρκείς
ενδείξεις, ο εισαγγελέας θέτει το αρχείο. Αποφυγή άδικης ταλαιπωρίας αθώων πολιτών και άσκοπη
απασχόληση δικαστικών αρχών με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση διερεύνησης σοβαρών
εγκλημάτων.
(ιι) Δικαιώματα προσώπου:
• Παράσταση με συνήγορο
• Άρνηση εν όλω ή εν μέρει της παροχής εξηγήσεων
• Λήψη προθεσμίας ως 48 ώρες για παροχή εξηγήσεων
• Αίτηση παράτασης της προθεσμίας
• Αίτηση χορήγησης αντιγράφων διαδικασίας
• Πρόταση μαρτύρων προς εξέταση και προσαγωγή αποδεικτικών μέσων
• Άσκηση δικαιωμάτων αυτοπροσώπως ή με συνήγορο (96 παρ.2 ΚΠΔ), εκτός κι αν κρίνεται
αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του από εκείνον που διενεργεί προκαταρκτική.
Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα
παράστασης με συνήγορο δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει
στοιχείο της εισαγγελίας => προστασία μετέπειτα κατηγορουμένου που ενδέχεται να καταθέσει
επιβαρυντικά γι’ αυτόν περιστατικά τα οποία διαφορετικά, αν δηλαδή εξετάζονταν με τις εγγυήσεις
που προβλέπονται, θα φρόντιζε να μην καταθέσει. Η μη τήρηση της διάταξης συνεπάγεται απόλυτη
ακυρότητα.
Επαρκείς ενδείξεις για κίνηση ποινικής δίωξης: πιθανολογούν με βασιμότητα τη δικαιολόγηση
κίνησης δίωξης για να βεβαιωθεί η τέλεση αξιόποινης πράξης και, αν στρέφεται κατά προσώπου,
πως προκύπτουν τέτοιες ενδείξεις και γι’ αυτό. Απαιτείται αιτιολογημένη κρίση εισαγγελέα στην
έγγραφη παραγγελία για κίνηση δίωξης.
Δυνατότητα προκαταρκτικής για όλους τους τρόπους γνώσης της τέλεσης εγκλήματος.
(ιιι) Θέση πολιτικώς ενάγοντα: Προφανής η βλάβη των δικαιωμάτων του, ειδικά σε περίπτωση
αρχειοθέτησης ή απορριπτικής διάταξης (ακόμα κι αν έχει δικαίωμα προσφυγής, δεν προβλέπεται
ρητά η δυνατότητα λήψης της δικογραφίας – ίσως 20 σε συνδυασμό με 25 Σ). Υποστηρίζεται πως
πρέπει να δίδεται στον πολιτικώς ενάγοντα δυνατότητα διατύπωσης απόψεων ως προς ισχυρισμούς
υπόψη με αναγκαία προϋπόθεση την προηγούμενη γνώση αποδεικτικού υλικού.

3. Αναβολή, αναστολή και αποχή από δίωξη:


(ι) Αναβολή: πολιτικά εγκλήματα και εγκλήματα από τα οποία είναι δυνατόν να διαταραχθούν οι
διεθνείς σχέσεις του κράτους
(ιι) Αναστολή: πλημμέλημα, όταν η ποινή και οι προβλεπόμενες άλλες συνέπειες είναι μηδαμινές σε
σύγκριση με την ποινή που επιβλήθηκε για άλλη πράξη και την οποία ο ύποπτος εκτίει. Απαιτείται
έγκριση ΕισΕφ.
Παρόμοια αναβολή ή αναστολή μπορεί να διαταχτεί με τις ίδιες προϋποθέσεις και όταν ο
κατηγορούμενος έχει ήδη παραπεμφθεί στο ακροατήριο για τη βαρύτερη πράξη, εκτός αν η δίωξη
για την ελαφρότερη είναι αναγκαία για την εν γένει ανακάλυψη της αλήθειας ή για την εκτίμηση της
προσωπικότητας του κατηγορουμένου.
Δυνατότητα μετέπειτα διάταξης δίωξης:
• Η εκτέλεση της ποινής για την οποία διατάχτηκε αναβολή ή αναστολή, έπαυσε
• Μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της εκκρεμούς κατηγορίας που έγινε αφορμή για την αναβολή ή
αναστολή
(ιιι) Αποχή από δίωξη:
• Εκβίαση με απειλή αποκάλυψης άλλης αξιόποινης πράξης ή απάτης που αν την καταμήνυε ο
αδικηθείς θα ήταν ενδεχόμενη η αποκάλυψη ενοχής του.
• Ανήλικος τέλεσε αξιόποινη πράξη (πταίσμα ή πλημμέλημα), αν, κρίνοντας από περιστάσεις και
προσωπικότητα ανηλίκου, η δίωξη δεν είναι αναγκαία για συγκράτησή του από τέλεση νέων
αξιόποινων πράξεων.
• Βιασμός, αν δηλωθεί από το θύμα ή από τα κατά το 118 ΠΚ πρόσωπα ότι η δημοσιότητα θα έχει
συνέπεια το σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του.
4. Μορφές έναρξης δίωξης:
(ι) Παραγγελία κύριας ανάκρισης:
• Για κακουργήματα
• Για πλημμελήματα, εφόσον κατά την κρίση του εισαγγελέα συντρέχει περίπτωση επιβολής
περιοριστικών όρων
Παραγγελία στον ανακριτή δίδεται και μετά το τέλος της προανάκρισης, εφόσον προκύπτει η τέλεση
κακουργήματος, οπότε μάλιστα μπορεί να διακοπεί η προανάκριση. Δίδεται και σε κάθε στάδιο της
προανάκρισης και αμέσως μετά την άσκηση δίωξης.
Ποινική δίωξη in rem: η παραγγελία δε χρειάζεται να αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα. Ο ανακριτής
δεν μπορεί να περιορίσει τη δίωξη σε ορισμένα πρόσωπα (εξαίρεση: 250 παρ. 1 ΚΠΔ, για επέκταση
δίωξης – και όχι περιορισμό – σε άλλους συμμετόχους).
Πρακτική: σε περιπτώσεις in rem κίνησης, επέκταση δίωξης με απαγγελία κατηγορίας σε συμμέτοχο
που προέκυψε κατά την κύρια ανάκριση, χωρίς όμως να του έχει δοθεί δυνατότητα παροχής
εξηγήσεων. Παραβίαση 20 Σ και 6 ΕΣΔΑ, άρα το 250 παρ. 1 ΚΠΔ οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα 43
παρ. 1 και 31 παρ. 2 ΚΠΔ.
(ιι) Παραγγελία προανάκρισης:
• Για πλημμελήματα τριμελούς πλημμελειοδικείου
• Για πλημμελήματα που τελέστηκαν από πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας
• Όταν έχει ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση
• Όταν συντρέχουν ειδικά μνημονευόμενοι σε παραγγελία εισαγγελέα εξαιρετικοί λόγοι που
επιβάλλουν διεξαγωγή συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων.
(ιιι) Εισαγωγή της υπόθεσης με απευθείας κλήση στο ακροατήριο: πλημμελήματα στα οποία ο
δράστης έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω. Προϋποτίθεται η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για παραπομπή
και όχι για κίνηση δίωξης, οι οποίες συντρέχουν όταν από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού
πιθανολογείται με βασιμότητα ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη. ΑΠ: οι ενδείξεις
που πιθανολογούν ενοχή ή προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να
υποβάλει σε δοκιμασία ακροατηρίου τα πραγματικά περιστατικά – όχι όταν δεν πιθανολογείται η
ενοχή και κλονίζονται οι ενδείξεις από άλλα αποδεικτικά στοιχεία επαρκή για να οδηγήσουν
δικαστήριο σε απαλλαγή.

Δ. Συνέπειες έναρξης δίωξης


1. Μη ανακλητό:
Ο εισαγγελέας δεν μπορεί να υπαναχωρήσει

2. Προσδιορισμός αντικειμένου δίωξης:


Καθορισμός πλαισίου μέσα στο οποίο μπορεί και πρέπει να εκταθεί η περαιτέρω άσκηση της δίωξης
και η διερευνητική δραστηριότητα των φορέων της ανάκρισης, των δικαστικών συμβουλίων και του
δικαστηρίου. Η τυχόν βελτίωση της κατηγορίας δεν επιτρέπεται να επεκτείνεται και σε άλλη
εγκληματική πράξη εκτός από εκείνη για την οποία κινήθηκε η δίωξη (απόλυτη ακυρότητα, ο
εισαγγελέας μόνο διώκει). Μας ενδιαφέρει η εγκληματική συμπεριφορά ανεξάρτητα από το νομικό
χαρακτηρισμό, ο οποίος μπορεί να μεταβάλλεται αν δεν μεταβάλλεται η υπόσταση της πράξης κατά
τόπο, χρόνο και ιστορικές περιστάσεις (απόλυτη ακυρότητα).

3. Εκκρεμοδικία:
Δεν υπάρχει ρητή διάταξη

4. Αμετάβλητο αρμοδιότητας
ΙΙ. Οι διάδικοι
Α. Ο κατηγορούμενος
1. Προσδιορισμός:
(ι) Χαρακτηριστικά:
Κεντρικό πρόσωπο ποινικής δίκης
Ύπαρξη στο στάδιο προδικασίας και ανακρίσεως θέτει σε ενέργεια σειρά δικονομικών διατάξεων
Πάντα υποκείμενο ποινικής δίκης λόγω 2 παρ. 1 Σ (ενεργητικό ή παθητικό) – ποτέ αποδεικτικό μέσο
με την έννοια του αντικειμένου απόδειξης: δυνατή μόνο η εξέταση εφόσον επιθυμεί να λάβει μέρος
στη διαδικασία και να δώσει εξηγήσεις, εντελώς εξαιρετικά επιβολή μέτρων δικονομικού
καταναγκασμού ή προσβολής ατομικών δικαιωμάτων
(ιι) 72 ΚΠΔ: κατηγορούμενος είναι
α. Εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητώς την ποινική δίωξη
β. Εκείνος στον οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη σε κάθε στάση της ανάκρισης
(ιιι) 43 παρ. 1 ΚΠΔ: υπόνοιες επαρκείς για κίνηση ποινικής δίωξης => αν έχουν προκύψει τέτοιες
υπόνοιες σε ορισμένη στάση της ανάκρισης εξετάζεται ως μάρτυρας, η κατάθεση δεν μπορεί να
ληφθεί υπόψη σε περαιτέρω διαδικασία (απόλυτη ακυρότητα 171 παρ. 1 δ’ ΚΠΔ)
Το δικαστικό συμβούλιο ή ο ΑΠ σε συμβούλιο, που κρίνουν τυχόν ακυρότητα, ερευνούν αν κατά το
χρόνο της εξέτασης ως μάρτυρα του μετέπειτα κατηγορουμένου υπήρχαν ή όχι επαρκείς υπόνοιες
ενοχής εναντίον του.
(ιν) Διάρκεια και παύση:
73 ΚΠΔ = η ιδιότητα διατηρείται μέχρι αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ή αμετάκλητη
καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση
Απαιτείται δικαστική περάτωση ιδιότητας μόνο αν αυτή αποκτήθηκε με ρητή άσκηση ποινικής
δίωξης εναντίον του
Αν απαγγελθεί κατηγορία κατά τη διάρκεια προανάκρισης χωρίς εισαγγελική παραγγελία βάσει του
243 παρ. 2 ΚΠΔ και ο εισαγγελέας δεν την αποδέχεται, δε χρειάζεται δικαστική απόφαση για παύση
δικαστικής ιδιότητας, εφόσον η δραστηριότητα των ανακριτικών υπαλλήλων δεν αποτελεί έναρξη
ποινικής δίωξης
Ανάκτηση ιδιότητας: 57 παρ. 2 ΚΠΔ
(ν) Προσδιορισμός ακριβούς ταυτότητας:
75 ΚΠΔ = αδυναμία βεβαίωσης της ταυτότητας δεν εμποδίζει πρόοδο ποινικής δίωξης αν
αποδεικνύεται ότι είναι εκείνος στον οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη. Αν μνημονεύτηκε με
ψευδές όνομα / ιδιότητες δεν επηρεάζει διαδικασία (διόρθωση). Αν όμως υπάρχουν αμφιβολίες για το
ότι το πρόσωπο που εμφανίστηκε στην ανάκριση είναι αυτός που διώκεται, ο ανακριτής σε κάθε
στάση της διαδικασίας προβαίνει σε βεβαίωση ταυτότητας με κάθε αποδεικτικό μέσο
Πλάνη περί πρόσωπο κατηγορουμένου: δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο αποφαίνεται ότι η δίωξη
θεωρείται σα να μην έγινε (79 ΚΠΔ). Ανάλογη εφαρμογή αν:
α. Ο κατηγορούμενος είναι πρόσωπο ανύπαρκτο
β. Ο κατηγορούμενος αποβίωσε πριν την άσκηση δίωξης
γ. Ο κατηγορούμενος δεν έχει συμπληρώσει το 8ο έτος της ηλικίας του
δ. Ο κατηγορούμενος είναι ψυχικώς νοσούν

2. Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου


(ι) Δικαίωμα ακρόασης (20 παρ. 1 Σ):
α. Συμπαράσταση με δικηγόρο. Διορισμός με προφορική ή έγγραφη δήλωση.
Αίτηση να του παρασχεθεί δικηγόρος δωρεάν – υποχρέωση ανακριτή να διορίσει αν ζητηθεί (ακόμα
και σε προκαταρκτική, προανάκριση χωρίς εισαγγελική παραγγελία και κανονική ανάκριση).
Αυτεπάγγελτος διορισμός και όταν ο ανακριτής πρόκειται να διατάξει εισαγωγή σε ψυχιατρείο.
Προανάκριση κατά το 243 παρ. 1 ΚΠΔ: εκπροσώπηση από συνήγορο εκτός αν θεωρείται αναγκαία η
αυτοπρόσωπη εμφάνιση
β. Δικαίωμα παράστασης με συνήγορο και επικοινωνίας μαζί του (ερμ.) κατά την απολογία και κάθε
εξέταση, έστω και κατ’ αντιπαράσταση με μάρτυρες ή άλλους κατηγορουμένους. Κλήτευση 24 ώρες
πριν κάθε τέτοια ανακριτική ενέργεια. Αν από αναβολή επίκειται κίνδυνος (βεβαίωση ειδικά με
έκθεση) επιτρέπεται η σύντμηση της προθεσμίας.
Επικοινωνία: απαγόρευση ελέγχου, δεν κάμπτεται ούτε σε περιπτώσεις 19 β’ Σ. Δεν επιτρέπεται η
θέσπιση περιορισμών. Ελεύθερη και η γραπτή επικοινωνία. Ισχύει και για κατηγορούμενο που δεν
κρατείται.
γ. Δικαίωμα, όταν προσέρχεται προς απολογία, να λαμβάνει γνώση του κατηγορητηρίου και των
εγγράφων της ανάκρισης και αίτησης αντιγράφων.
Περιλαμβάνει και έγγραφα που βρίσκεται σε οικεία δικογραφία αλλά αφορούν άλλη υπόθεση;
Όχι: παραβίαση μυστικότητας ανάκρισης και νόμου περί προσωπικών δεδομένων, κίνδυνος
καθυστέρησης ανάκρισης
Ναι: ΕΣΔΑ, Σ, νομ. ΕΔΔΑ, αποτελεσματική αντίκρουση κατηγορίας, χωρίς να τίθεται ζήτημα
παραβίασης αρχής μυστικότητας, αφού τα έγγραφα χορηγούνται σε διάδικο κατηγορούμενο και όχι
σε τρίτους, ενώ το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου υπερτερεί προσωπικών δεδομένων
άλλου κατηγορουμένου.
Καρράς: ναι, δικαίωμα κατηγορουμένου σε έγγραφα και στοιχεία που σχετίζονται με εύρος
αποδιδόμενης κατηγορίας.
Δεν αρκεί προφορική ανακοίνωση κατηγορίας.
Αν κληθεί σε συμπληρωματική απολογία, λήψη γνώση ς εγγράφων και αίτησης αντιγράφων
Αν η κύρια ανάκριση διαρκέσει πάνω από μήνα από απολογία, δικαίωμα μια φορά το μήνα να
λαμβάνει γνώση εγγράφων και να αιτείται αντίγραφα. Δεν αφορά σε προανάκριση.
Μετά το πέρας της ανάκρισης και πριν τη διαβίβαση της δικογραφίας: κλήση για γνώση
δικογραφίας. Αφορά και προανάκριση.
δ. Δικαίωμα λήψης 48ωρης προθεσμίας πριν την απολογία και δυνατότητα αίτησης παράτασης, δεν
υπάρχει υποχρέωση απολογίας πριν την πάροδο της προθεσμίας. Ισχύει για κάθε απολογία.
ε. Δικαίωμα ενημέρωσης για τα δικαιώματά του, αμέσως μετά τη βεβαίωση της ταυτότητας (πχ
παράσταση με συνήγορο, λήψη γνώση των εγγράφων, προθεσμία προς απολογία …). Δεν
επιτρέπεται λήψη ανώμοτης κατάθεσης = απολογία χωρίς προηγούμενη ενημέρωση για δικαιώματα
= απόλυτη ακυρότητα.
στ. Δικαίωμα παράστασης σε ανακριτικές πράξεις είτε αυτοπροσώπως είτε δια συνηγόρου. Αν
κρατείται πρέπει να προσαχθεί, ακόμα κι αν κρατείται σε άλλο τόπο, εκτός αν υπάρχει δυσχέρεια. Αν
η παρουσία του είναι αδύνατη, η πράξη ενεργείται χωρίς αυτόν, αλλά έχει δικαίωμα να αιτηθεί
αναβολή, αν αυτό μπορεί να γίνει χωρίς βλάβη της ανάκρισης. Προσχηματική επίκληση άμεσης
βλάβης = απαγόρευση περαιτέρω χρήσης και αξιοποίησης πραγματικών περιστατικών ή
αποδεικτικών πορισμάτων ανακριτικής πράξης αφού ενεργήθηκε χωρίς την παρουσία του.
Εξαίρεση: 97 παρ. 1 α’ ΚΠΔ => μη παράσταση κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια μαρτυρικών
καταθέσεων; Καρράς: όχι! Ανεπίτρεπτο
ζ. Δικαίωμα απεύθυνσης ερωτήσεων και υποβολής παρατηρήσεων.
η. Δικαίωμα σαφούς ενημέρωσης για την κατηγορούμενη πράξη
θ. Δικαίωμα απολογίας. Δικαίωμα γραπτής απολογίας, οπότε ο ανακρίνων απευθύνει ερωτήσεις.
Πρέπει να προσκαλείται σε απολογία, κι αν αυτό δε γίνει, δεν περατώνεται η ανάκριση ή η
προανάκριση. Πρέπει να καλύπτει κάθε επιβαρυντικό γι’ αυτόν στοιχείο. Αν μετά την απολογία του
συγκεντρωθεί κι άλλο επιβαρυντικό αποδεικτικό υλικό, υποχρεωτικά κλητεύεται εκ νέου σε
συμπληρωματική απολογία (ερμ.).
ι. Δικαίωμα αίτησης εξέτασης κάθε προτεινόμενου για την υπεράσπισή του αποδεικτικού μέσου και
διενέργειας κάθε ανακριτικής πράξης που κατά τη γνώμη του συμβάλλει σε υπεράσπισή του. Ο
ανακριτής δικαιούται να εκτιμήσει την προσφορότητά του από πλευράς ανακάλυψης της αλήθειας.
Μη κλήτευση για παράσταση ή απολογία => απόλυτη ακυρότητα
(ιι) Δικαίωμα σιωπής (273 παρ. 2 β’ ΚΠΔ):
Δεν υπάρχει υποχρέωση κατάθεσης. Υποχρέωση ανακριτικών οργάνων να ενημερώνουν για το
δικαίωμα αυτό στην ανάκριση (από το έλασσον στο μείζον) και στην προκαταρκτική. Απαγόρευση
χρήσης σιωπής εις βάρος του.
Ολική και προσωρινή σιωπή: δεν αξιολογούνται ποτέ εις βάρος
Μερική σιωπή: η αξιολόγησή της αμφισβητείται σοβαρώς. Επικρατέστερη άποψη = επιτρέπεται η
αξιολόγηση (αμφ.).
Δικαίωμα ψευδούς άρνησης κατηγορίας αλλά όχι ψευδούς ανάπτυξης με επίκληση ανακριβών
περιστατικών ή προσαγωγή αναληθών αποδείξεων. Δικαίωμα μόνο έγγραφης απολογίας.
(ιιι) Δικαίωμα αίτησης εξαίρεσης.

3. Θέση συνηγόρου υπεράσπισης:


(ι) Δε δικαιούται να δράσει εις βάρος συμφερόντων κατηγορουμένου (απιστία δικηγόρου)
(ιι) Δεν επιτρέπεται να προσπαθεί να παραπλανήσει το δικαστήριο για ενοχή κατηγορουμένου
(υπόθαλψη εγκληματία)
(ιιι) Δεν μπορεί να φανερώσει όσα του εκμυστηρεύτηκε ο κατηγορούμενος (παραβίαση
επαγγελματικής εχεμύθειας)
(ιν) Συμπαράσταση με κατηγορούμενο σε κάθε εξέταση και επικοινωνία δεν αποκλείονται ποτέ
(ν) Υποχρεωτικός σε μερικές περιπτώσεις ο διορισμός συνηγόρου
(νι) Δυνατότητα αυτοτελούς δράσεις σε αρκετές περιπτώσεις

Β. Ο πολιτικώς ενάγων
1. Προσδιορισμός:
(ι) 63 ΚΠΔ: η πολιτική αγωγή για αποκατάσταση ζημίας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί ενώπιον ποινικού δικαστηρίου από δικαιούμενους
βάσει ΑΚ
Επιτελεί και ποινική λειτουργία (δυνατή δικαιολόγηση εκδίκασης ιδιωτικών διαφορών από ποινικά
δικαστήρια, αλλιώς: πρόβλημα συνταγματικότητας)
Καρράς: πρέπει να παρίσταται κάθε πρόσωπο που φέρεται ότι αδικήθηκε. Εξισορρόπηση
ενδεχόμενης αδράνειας και αδυναμίας κρατικών οργάνων, υποστήριξη κατηγορίας κατά του δράστη,
δυνατότητα παράστασης χωρίς συγχρόνως αίτησης αποζημίωσης.
Περιορισμός:
α. Παθόντες από αξιόποινη πράξη
β. Αμέσως ζημιωθέντες
ΝΠ: ηθική βλάβη κατ’ εξαίρεση αν η προσβολή αφορά σε πίστη, υπόληψη, δραστηριότητα, ή
μέλλον, απαιτείται πρακτικό ΔΣ ΑΕ για λήψη απόφασης ανάθεσης σε τρίτο της εκπροσώπησης, όχι
πολιτικώς ενάγοντες τα μέλη
Καρράς: τυπολατρική προσέγγιση, τα μέλη είναι που επιδεικνύουν το ενδιαφέρον για την
αποκάλυψη και τιμωρία των δραστών. Προβληματική προσέγγιση ιδιαίτερα εμφανής σε περιπτώσεις
εταιριών όπου ναι μεν η τυπική περιουσία τους ανήκει σε ξεχωριστό νπ εταιρίας, κατ’ ουσία ανήκει
όμως σε μεριδούχους (Βλάβη περιουσίας τους). ΑΠ διαφοροποίηση ανάλογα με είδος εταιρίας.
Απαιτείται προσωπική προσβολή από το έγκλημα. Κατ’ εξαίρεση μέλη οικογένειας θύματος σε
περίπτωση θανάτου λόγω 932 γ’ ΑΚ. Οικογένεια: τα πρόσωπα που συνδέονται με παθόντα με στενό
δεσμό συγγένειας και αγάπης.
Στα εγκλήματα κατά του κράτους και κοινωνικού συνόλου δεν παρίσταται πολιτική αγωγή αφού
προστατεύονται αγαθά μη ατομικά. Κατ’ εξαίρεση: αν ταυτόχρονα θίγεται και ατομικό αγαθό. Όμως,
τα έννομα αγαθά του κράτους είναι και έννομα αγαθά κάθε πολίτη μέλους του κοινωνικού συνόλου.
(ιι) Μόνο για υποστήριξη κατηγορίας και ενοχής: Έφεση από εισαγγελέα: παράσταση μόνο για
υποστήριξη κατηγορίας
(ιιι) Άσκηση σε στάδιο ανάκρισης με δήλωση δικαιουμένου => απόκτηση ιδιότητας διαδίκου και
δικαιωμάτων
Δήλωση δια έγκλησης ή με άλλο έγγραφο ως περάτωση ανάκρισης (έκδοση πρωτόδικου
βουλεύματος, εκτός αν εκδόθηκε βούλευμα που διατάσσει περαιτέρω ανάκριση, στην οποία μπορεί
να γίνει δήλωση, έστω κι αν πρόκειται για βούλευμα του ΣυμβΕφ)
Ανήλικος: πολιτική αγωγή βάσει 1510 ΑΚ από γονείς
66 παρ. 1 ΚΠΔ: η πολιτική αγωγή δεν εισάγεται σε ποινική διαδικασία αν έχει ήδη εγερθεί ενώπιον
πολιτικού δικαστηρίου και εκδόθηκε οριστική απόφαση. Αν εισάχθηκε μέρος και έγινε επιφύλαξη για
υπόλοιπο, σύννομα παρίσταται σε ποινικό. Αν όμως εκδόθηκε οριστική απόφαση δεν επιτρέπεται
παράσταση για μέρος της αξίωσης με επιφύλαξη για το υπόλοιπο. Οριστική είναι αυτή που
τερματίζει τη δίκη σε δικαστήριο εφόσον η κρίση εξαντλήσει όλες τις δυνατές βαθμίδες δικονομικής
αξιολόγησης. Αν η απόφαση αφορά μόνο αποζημίωση μπορεί να ζητηθεί από ποινικό δικαστήριο
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, αφού υπάρχει διαφορά ως προς αντικείμενο
πολιτικής αγωγής.
(ιν) Απαράδεκτη δήλωση που δεν περιέχει συνοπτική έκθεση υπόθεσης, λόγους, διορισμό
αντικλήτου:
α. Αξιόποινη συμπεριφορά
β. Ζημία
γ. Αιτιώδη συνάφεια
δ. Στοιχεία ενεργητικής νομιμοποίησης πολιτικώς ενάγοντος και παθητικής νομιμοποίησης
κατηγορουμένου
ε. Είδος παράστασης (τι ζητείται;)
Καρράς: δεν είναι απαραίτητη η εξειδίκευση κατά το στάδιο της προδικασίας του είδους της
επικαλούμενης ζημίας. Δε θεωρείται αναγκαία η μνεία του ποσού.
στ. Διορισμός αντικλήτου αν διαμένει αλλού
Απαράδεκτο: βαριά και δυσανάλογη κύρωση
(ν) Διατύπωση («θα», «θέλω να παραστώ»):
Αντιφατική νομολογία:
Α’ άποψη: αναφέρεται σε μέλλον
Β’ άποψη: αφορά σε ενεστώτα χρόνο
Πρωταρχική σημασία έχει η ουσιαστική νομιμοποίηση που πρέπει να προκύπτει ενώ η τυπική
εκφορά της δεν πρέπει να επηρεάζει την κρίση για το παραδεκτό εφόσον δεν αφήνει αμφιβολίες για
ουσιαστική νομιμοποίηση.
(νι) Δυνατότητα κατηγορουμένου να υποβάλλει αντιρρήσεις κατά της δήλωσης του πολιτικώς
ενάγοντος ως την έκδοση οριστικού βουλεύματος. Κατά την εκδίκαση των αντιρρήσεων δεν
προβλέπεται ρητά η κλήτευση του πολιτικώς ενάγοντος, αλλά συνάγεται ερμηνευτικά η ανάγκη της
για την τήρηση της ισότητας δικαστικής ακρόασης. Αν δεν τηρηθεί όμως, δυνατή μόνο η αναίρεση
για κατάχρηση εξουσίας.
(νιι) Δυνατότητα παραίτησης από την αγωγή σε κάθε στάση της δίκης με δήλωση ενώπιον του
εισαγγελέα

2. Τα δικαιώματα του πολιτικώς ενάγοντα:


(ι) Αντιπροσώπευσης από συνήγορο.
(ιι) Παράστασης μαζί ή διά του συνηγόρου του κατά την ενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης.
Εξαίρεση σε εξέταση μαρτύρων και κατηγορουμένων.
(ιιι) Απεύθυνσης ερωτήσεων και υποβολής παρατηρήσεων.
(ιν) Λήψη γνώσης αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου όλων των εγγράφων της ανάκρισης και έγγραφης
αίτησης αντιγράφων
(ν) Αίτηση διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης
(νι) Αίτηση εξαίρεσης ανακριτή ή γραμματέα, εισαγγελέα, …
III. Τα αποδεικτικά μέσα και οι ανακριτικές πράξεις
Α. Τα αποδεικτικά μέσα
1. Οι ενδείξεις:
Ως ενδείξεις μπορούν να οριστούν τα πραγματικά εκείνα περιστατικά από τα οποία μπορεί κανείς να
συμπεράνει με λογική ακολουθία την ύπαρξη ή ανυπαρξία κάποιου άλλου γεγονότος που συνδέεται
με την τέλεση ορισμένου εγκλήματος και κυρίως με την ενοχή ή αθωότητα κάποιου προσώπου.

2. Η αυτοψία:
• Το αντίστοιχο αποδεικτικό μέσο
• Η αντίστοιχη ανακριτική πράξη
Ειδικότερα αντικείμενα:
(ι) Αυτοψία τόπων
(ιι) Αυτοψία πραγμάτων
(ιιι) Αυτοψία ανθρώπων

3. Η πραγματογνωμοσύνη:
• Το αντίστοιχο αποδεικτικό μέσο (γνωμάτευση πραγματογνωμόνων)
• Η αντίστοιχη ανακριτική πράξη (διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης)
Πραγματογνώμονες: τα πρόσωπα που, λόγω των ειδικών γνώσεών τους σε ορισμένη επιστήμη ή
τέχνη, καλούνται είτε προς ακριβή διάγνωση ορισμένου γεγονότος, οπότε ανακοινώνουν τα
πορίσματα των ερευνών τους ως προς το είδος, τους χαρακτήρες και την αποδεικτική αξία του
γεγονότος αυτού, είτε για να εκφέρουν γνώμες ή κρίσεις σχετικά με ορισμένη κατάσταση προσώπων
ή πραγμάτων ή με τους όρους κάτω από τους οποίους τελέσθηκε ή μπορούσε να τελεσθεί ορισμένο
γεγονός. Είναι βοηθοί του δικαστή, καθότι τον επικουρούν στην ορθή εκτίμηση του πραγματικού
υλικού. Υπόκεινται σε εξαίρεση και καταβάλλεται ιδιαίτερη προσπάθεια διασφάλισης της
αμεροληψίας τους με σειρά ρυθμίσεων.
Τεχνικοί σύμβουλοι είναι τα πρόσωπα που μπορούν να διορίζονται από τον κατηγορούμενο, τον
πολιτικώς ενάγοντα και τον αστικώς υπεύθυνο για να παρακολουθήσουν τη διεξαγωγή της
πραγματογνωμοσύνης και να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με αυτή (σύστημα ελεγχόμενης
πραγματογνωμοσύνης).

4. Η ομολογία και η απολογία του κατηγορουμένου:


(ι) Ομολογία είναι η αβίαστη παραδοχή εκ μέρους του κατηγορουμένου πραγματικών περιστατικών
που συνιστούν τη βάση της κατηγορίας εναντίον του. Απαραίτητη προϋπόθεση για το επιτρεπτό της
ομολογίας ως αποδεικτικού μέσου είναι ότι ο κατηγορούμενος προχώρησε στην ενέργεια αυτή
αβίαστα.
(ιι) Η απολογία του κατηγορουμένου συνιστά τον πυρήνα του δικαιώματος ακρόασης και
κατοχυρώνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την περάτωση της κύριας ανάκρισης. Είναι φανερό
ότι θα πρέπει ο κατηγορούμενος να έχει τη δυνατότητα να απολογείται για το σύνολο του
ανακριτικού υλικού που έχει συγκεντρωθεί κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης και πολύ
περισσότερο για κάθε στοιχείο που είναι ενδεχομένως επιβαρυντικό γι’ αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι αν
μετά την απολογία συγκεντρωθεί και άλλο επιβαρυντικό αποδεικτικό υλικό πρέπει υποχρεωτικά να
καλείται σε συμπληρωματική απολογία. Δεν προβλέπεται αλλά προκύπτει ερμηνευτικά από το 20
παρ. 1 Σ. Αντίστοιχα, η προανάκριση περατώνεται αφού προηγουμένως κληθεί σε απολογία ο
κατηγορούμενος πριν από 48 τουλάχιστον ώρες.

5. Οι μάρτυρες:
(ι) Ορισμός: Ως μάρτυρες νοούνται τα πρόσωπα που καλούνται να καταθέσουν ορισμένα γεγονότα
που αφορούν στην ανακρινόμενη ή δικαζόμενη υπόθεση και υπέπεσαν στην αντίληψή τους.
(ιι) Εξέταση: Κατ’ εξαίρεση από τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι μάρτυρες καταθέτουν μόνο
γεγονότα, αναγνωρίζεται η δυνατότητα κλήτευσης και εξέτασης ως μαρτύρων ορισμένων προσώπων
τα οποία διαθέτουν ιδιάζουσες γνώσεις και εκθέτουν την κρίση τους για τη διάγνωση κατάστασης
πραγμάτων που δεν υπάρχει πια. Δεν απευθύνονται ερωτήσεις στο μάρτυρα για προσωπικές κρίσεις,
παρά μόνο όταν αυτές συνδέονται αναπόσπαστα με τα γεγονότα που καταθέτει. Επιτρέπεται η
κατάθεση γεγονότων που περιήλθαν σε γνώση του εξ ακοής. Οφείλει όμως να κατονομάζει
ταυτόχρονα και εκείνους από τους οποίους πληροφορήθηκε όσα καταθέτει. Δε λαμβάνεται υπόψη η
κατάθεση του μάρτυρα που δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του (ποινή ακυρότητας, μη
ρητά οριζόμενη «δε λαμβάνεται υπόψη» = «είναι άκυρη»).
(ιιι) Διαφορά από πραγματογνώμονες: Μάρτυρες καταθέτουν γεγονότα τα οποία οι ίδιοι
αντιλήφθηκαν ή πληροφορήθηκαν από άλλους και αναφέρονται με κάθε τρόπο στην υπόθεση,
εφόσον η κατάθεσή τους βασίζεται στην ιστορική σχέση τους με τα γεγονότα αυτά.
Πραγματογνώμονες καταθέτουν κρίσεις για γεγονότα που προέρχονται από ειδικές γνώσεις σε
επιστήμη ή τέχνη χωρίς να έχει προϋπάρξει προηγούμενη επαφή με αυτά εκτός από εκείνη που
λαμβάνει χώρα εξαιτίας της υπόθεσης με σκοπό να τους καταστήσει ικανούς να διατυπώσουν τις
κρίσεις τους.
(ιν) Περιεχόμενο υποχρέωσης μαρτυρίας:
α. Υποχρέωση εμφάνισης (εξαιρέσεις: 215, 216 ΚΠΔ)
β. Υποχρέωση όρκισης (εξαιρέσεις: 221 ΚΠΔ)
γ. Υποχρέωση κατάθεσης της αλήθειας (εξαιρέσεις: 222, 212 ΚΠΔ. Η προβληματική μη ταύτιση 212
με 317 ΚΠΔ αίρει το άδικο, καθότι υπάρχει σύγκρουση καθηκόντων).

6. Τα έγγραφα:
Έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός με έννομη
σημασία και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει τέτοιο γεγονός. Και κάθε μέσο που
χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή
άλλο τρόπο. Δημόσια έγγραφα: τεκμήριο γνησιότητας.

Β. Οι σημαντικότερες ανακριτικές πράξεις


1. Η ενέργεια αυτοψίας:
(ι) Από τον ανακριτή στην κύρια ανάκριση, από τον εισαγγελέα ή ανακριτικό υπάλληλο στην
προανάκριση και προκαταρκτική.
(ιι) Σε κάθε στάδιο της ανάκρισης προς βεβαίωση της τέλεσης εγκλήματος και των περιστάσεων
κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε και προς εξακρίβωση της ενοχής ή αθωότητας ορισμένου
προσώπου.
(ιιι) Η ενέργεια ανήκει στην ελεύθερη εκτίμηση του ανακρίνοντος οποίος θα κρίνει αν στη
συγκεκριμένη περίπτωση η ανακριτική πράξη μπορεί να συμβάλλει στην ανακάλυψη της αλήθειας.
Βέβαια, στα καθήκοντα του ανακρίνοντος περιλαμβάνεται και η μετάβαση επί τόπου προς ενέργεια
αυτοψίας. Αν υποβληθεί αίτηση διεξαγωγής αυτοψίας από διαδίκους ή εισαγγελέα όταν ενεργείται
κύρια ανάκριση και ο ανακρίνων φρονεί ότι δεν πρέπει να ενεργήσει αυτοψία, οφείλει να απορρίψει
την αίτηση με αιτιολογημένη διάταξη. Η διαφορά επιλύεται από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο.
Αν μάλιστα η αίτηση υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο, πρέπει να απορρίπτεται με την ειδική
αιτιολογία ότι δε συμβάλλει στην ανακάλυψη της αλήθειας (ποινή απόλυτης ακυρότητας).
(ιν) Επιτρέπεται η ενέργεια αυτοψίας ακόμα κι όταν εναντιώνεται σε αυτή εκείνος εις βάρος του
οποίου πρόκειται να ενεργηθεί, εφόσον τηρούνται ακριβώς οι αρχές προσήκοντος βαθμού υπονοιών,
αναγκαιότητας, αναγκαίας αναλογίας, απαγόρευσης υπέρμετρου και απαγόρευσης δυσμενούς
μεταχείρισης.

2. Οι έρευνες:
(ι) Ορισμός: Έρευνα είναι η ανακριτική πράξη με την οποία επιδιώκεται η ανεύρεση στοιχείων τα
οποία είναι χρήσιμα είτε για τη βεβαίωση ορισμένου εγκλήματος είτε για την ανακάλυψη και
σύλληψη των δραστών του είτε για τη βεβαίωση ή αποκατάσταση της ζημίας που προξενήθηκε.
(ιι) Προϋποθέσεις:
α. Να διεξάγεται ανάκριση, δηλαδή να έχει παραγγελθεί κύρια ανάκριση ή προανάκριση είτε να
ενεργείται προανάκριση χωρίς εισαγγελική παραγγελία.
β. Να είναι δυνατόν να υποτεθεί εύλογα ότι μόνο με αυτό το μέσο μπορεί να κατορθωθεί ή να
διευκολυνθεί η βεβαίωση του εγκλήματος, η ανακάλυψη ή η σύλληψη των δραστών ή η βεβαίωση ή
αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας.
(ιιι) Έρευνα κατοικίας: Ως κατοικία νοείται κάθε χώρος όπου διαμένει κανείς μόνιμα ή προσωρινά,
μόνος ή με άλλους, εφόσον είναι επαρκώς περιφραγμένος, ανεξάρτητα από το αν είναι στεγασμένος
ή όχι, ώστε να μην είναι προσιτός σε οποιονδήποτε. Όχι μόνο η οικία και κάθε τι που συνέχεται με
αυτή, το δωμάτιο ξενοδοχείου και κάθε χώρος εργασίας, ακόμα και στις μη εργάσιμες ώρες.
Προϋπόθεση: να μην είναι ελεύθερη η είσοδος σε οποιονδήποτε. Επιτρέπεται έρευνα όχι μόνο όταν
διεξάγεται ανάκριση αλλά και όταν πρόκειται να συλληφθεί πρόσωπο που έχει ήδη καταδικαστεί ή
για την ανεύρεση και κατάσχεση αντικειμένων σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης (η διενέργεια
ανάκρισης αποτελεί την ελάχιστη προϋπόθεση της ανακριτικής πράξης). Διατάξεις: 255 ΚΠΔ, 9 παρ.
1 Σ, ανεφάρμοστη η 254 παρ. 1 α’ ΚΠΔ λόγω συνταγματικής πρόβλεψης.
Νυχτερινή έρευνα κατοικίας αν πρόκειται να συλληφθεί πρόσωπο που διώκεται νόμιμα, αν
αυτόφωρο εντός της κατοικίας κακούργημα ή πλημμέλημα και αν γίνεται συγκέντρωση σε κατοικία
όπου παίζονται κατ’ επάγγελμα τυχερά παιχνίδια ή χρησιμοποιείται ως τόπος κατ’ επάγγελμα
ακολασίας (προσπορισμός προς το ζην!).
(ιν) Σωματική έρευνα: 257 ΚΠΔ
α. Κατηγορουμένων: όταν ο ανακρίνων κρίνει βάσει σπουδαίων λόγων ότι η διεξαγωγή τους είναι
χρήσιμη για την ανακάλυψη της αλήθειας
β. Τρίτων: βαρεία και βάσιμη υπόνοια ή απόλυτη ανάγκη.
Να μη θίγει το αίσθημα ντροπής του προσώπου.
(ν) Απαγορευμένες έρευνες:
α. Έρευνα κατοικίας και γραφείου δικηγόρου και σωματική έρευνά του σε κάθε ώρα της μέρας ή
νύχτας εφόσον είναι πληρεξούσιος ή συνήγορος κατηγορουμένου.
β. Χώροι διπλωματικών αποστολών κλπ.
(νι) Έκθεση (όπως και σε κάθε μορφής έρευνα) μόλις περατωθεί η έρευνα -> αντίγραφο στον ένοικο
της οικίας κατόπιν προφορικής αίτησης -> τα πράγματα που ανευρέθηκαν υποβάλλονται σε
κατάσχεση και μεσεγγύηση.

3. Η κατάσχεση:
(ι) Ορισμός: ανακριτική πράξη με την οποία αφαιρούνται από την κατοχή ορισμένου προσώπου
αντικείμενα ή έγγραφα που σχετίζονται με κάποιο έγκλημα.
Προϊόντα εγκλήματος εν ευρεία εννοία (αντικείμενα που παρήχθησαν από το έγκλημα, το τίμημά
τους και όσα τυχόν αποκτήθηκαν από ανωτέρω αντικείμενα) και τα μέσα τέλεσης του εγκλήματος,
δηλαδή τα αντικείμενα τα οποία χρησίμευσαν ή ήταν προορισμένα να χρησιμεύσουν για διάπραξη
εγκλήματος.
(ιι) Σκοπός: εξασφάλιση αντικειμένων αναγκαίων για διεξαγωγή απόδειξης.
(ιιι) Τραπεζική κατάσχεση:
α. Από ανακριτή ή ανακριτικό υπάλληλο.
β. Αντικείμενα κάθε είδους τίτλοι αξιών, χρήματα και ξένο νόμισμα.
γ. Ιδρύματα πιστωτικά (ταμιευτήρια, ενεχυροδανειστήρια, …)
δ. Κιβώτια ασφαλείας ανοίγονται και βιαίως.
(ιν) Άτομα 212 ΚΠΔ: παραδίδουν έγγραφα και κάθε αντικείμενο (261 ΚΠΔ).
(ν) Απαγόρευση κατάσχεσης:
α. Στο τηλεγραφικό γραφείο ή αρχείο σχετικής υπηρεσίας ΟΤΕ και χρήση από αρχές πρωτότυπων
τηλεγραφημάτων που φυλάσσονται εκεί.
β. Οποιουδήποτε εγγράφου στα χέρια πληρεξούσιου δικηγόρου.
γ. Εφημερίδων ή εντύπων πριν ή μετά την κυκλοφορία τους (εξαίρεση: επιτρέπεται μετά την
κυκλοφορία για συγκεκριμένες περιπτώσεις 14 Σ).
δ. Αντικείμενα σε χώρους διπλωματικών αποστολών χωρών που υπέγραψαν Σύμβαση Βιέννης.
(νι) Ασφάλιση κατασχεθέντος αν παρουσιάζεται ανάγκη από ενεργούνται κατάσχεση.
(νιι) Άρση κατάσχεσης: διατάσσεται από δικαστικό συμβούλιο κατά την προδικασία εφόσον δε
φαίνεται πιθανό ότι αυτό θα δυσχεράνει ανακάλυψη της αλήθειας. Αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη
αλλά η κατάσχεση διατάχθηκε κατά την προανάκριση χωρίς εισαγγελική παραγγελία, η άρση
διατάσσεται από εισαγγελέα.

4. Η εξέταση των μαρτύρων:


(ι) Παραβίαση διατάξεων θεμελιώνει απόλυτη ακυρότητα, αν οι μαρτυρικές καταθέσεις επιβαρύνουν
τη θέση του κατηγορουμένου (βλ. δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που επιτάσσει και ορθή διεξαγωγή
ανάκρισης).
(ιι) Έγγραφη κλήτευση. Αν είναι παράτυπη ο μάρτυρας δεν υποχρεούται σε εμφάνιση και κατάθεση.
(ιιι) Δεν επιτρέπεται κατά την εξέταση η παρουσία άλλων προσώπων. Κατ’ εξαίρεση, αν ενεργείται
κύρια ανάκριση και ο ανακριτής θεωρεί πιθανώς αδύνατη την εμφάνιση μάρτυρα στο ακροατήριο,
οφείλει να καλεί τον κατηγορούμενο και τον πολιτικώς ενάγοντα ή τους συνηγόρους τους να
παραστούν σε ένορκη εξέταση μάρτυρα μέσα σε αναγκαία προθεσμία. Επιδιώκεται η εξασφάλιση
της κατ’ αντιδικία εξέτασης μάρτυρα ώστε να αποφεύγεται ο μονομερής προσανατολισμός της
κατάθεσης σύμφωνα με την αντίστοιχη κατεύθυνση του ανακριτή.
(ιν) Δικαίωμα μάρτυρα να παρίσταται με συνήγορο, απορρέει ευθέως από 20 Σ. εφόσον δικαίωμα
ακρόασης έχει καθένας που μπορεί να προσβάλλεται αμέσως στα δικαιώματα ή συμφέροντά του, αν
καλείται ως μάρτυρας, πρέπει να επιτρέπεται η συμπαράσταση με δικηγόρο.
(ν) Η παράλειψη του διευθύνοντος τη συζήτηση να ρωτήσει τους μάρτυρες για τα στοιχεία της
ταυτότητάς τους δεν επάγεται ακυρότητα της διαδικασίας (δεν προβλέπεται).
(νι) Θέμα μαρτυρίας: θέμα απόδειξης = η ενοχή και η αθωότητα του κατηγορουμένου, η
προσωπικότητά του (αν έχει επιρροή στην επιμέτρηση της ποινής). Δικονομική σημασία, καθότι δεν
επιτρέπεται ο μάρτυρας να διακόπτεται στην εξέταση όταν δεν εξέρχεται από το θέμα. Ουσιαστική
σημασία, ενόψει απειλούμενης τιμωρίας αν αποκρύψει όσα γνωρίζει (υποχρέωση κατάθεσης μόνο
όσων περιλαμβάνονται στο θέμα της μαρτυρίας).
(νιι) Ερωτάται για ορισμένα γεγονότα και όχι για προσωπικές κρίσεις, εκτός αν συνδέονται
αναπόσπαστα με τα γεγονότα. Επιτρέπεται κατάθεση προσωπικής κρίσης μόνο όταν χωρίς αυτή, που
βασίζεται σε συνολική εκτίμηση πραγμάτων, είναι αδύνατη η κατάθεση του γεγονότος. Μόνο μετά
την περάτωση της κατάθεσης και εφόσον παρουσιάζεται ανάγκη συμπλήρωσής της επιτρέπεται η
υποβολή ερωτήσεων.
(νιιι) Μη υποχρέωση κατάθεσης περιστατικών από τα οποία είναι ενδεχόμενο να προκύψει ενοχή του
για αξιόποινη πράξη. Μολονότι δεν προβλέπεται ρητώς υποχρέωση ενημέρωσης σχετικά με το
δικαίωμα αυτό, πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ εφαρμογή της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης.
(ιχ) Απαγορεύονται οι παραπειστικές ερωτήσεις, εκείνες δηλαδή στις οποίες εμφανίζονται ως
αληθινά γεγονότα, τα οποία δεν έχουν ακόμα αποδειχθεί ή μπορούν να παρεξηγηθούν, γιατί έχουν
διπλή σημασία, ή εκείνες με τις οποίες ευρύτερα υποβάλλεται ο μάρτυρας για να απαντήσεις
σύμφωνα με την επιθυμία του (υποβλητικές).
(χ) Ξεχωριστή εξέταση κάθε μάρτυρα – επιτρεπτή η κατ’ αντιπαράσταση με άλλο μάρτυρα ή τον
κατηγορούμενο.
(χι) Αν κάποιος πρόκειται να προβεί σε αναγνώριση προσώπων ή πραγμάτων, προσκαλείται
προηγουμένως να τα περιγράψει με μεγάλη ακρίβεια. Η παραβίαση της διάταξης όσον αφορά
αναγνώριση του κατηγορουμένου προκαλεί απόλυτη ακυρότητα.
(χι) Υποχρέωση γνωστοποίησης της πηγής. Ο Ανδρουλάκης αποδέχεται τη δυνατότητα αξιοποίησης
μαρτυριών που δε φανερώνουν την πηγή, με την προϋπόθεση ότι αποκλείεται η θεμελίωση
καταδικαστικής ή παραπεμπτικής κρίσης αποκλειστικά και μόνο σε καταθέσεις αυτού του είδους,
αλλά είναι αναγκαία η επιστήριξή τους και από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (συμφωνεί ο ΑΠ,
διαφωνεί ο Καρράς).
(χιι) Αν κλητευτεί νόμιμα και δεν προσέλθει, ο καλέσας εκδίδει ένταλμα βίαιης προσαγωγής.

5. Η εξέταση του κατηγορουμένου:


(ι) Από τον ανακρίνοντα με έγγραφη κλήση που πρέπει να αναφέρει την κολάσιμη πράξη για την
οποία γίνεται η ανάκριση, να φέρει την επίσημη σφραγίδα και υπογραφή ανακρίνοντος και
γραμματέως (αν υπάρχει) και να επιδίδεται σε κλητευόμενο 24 τουλάχιστον ώρες πριν την ημέρα
που ορίζεται προς εμφάνιση.
(ιι) Αν δεν εμφανιστεί, δυνατή η έκδοση εντάλματος βίαιης προσαγωγής ή, όταν ενεργείται κύρια
ανάκριση, ένταλμα σύλληψης, εφόσον όμως προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ή εφαρμόζεται το
308Β ΚΠΔ. Η κλήση προς τον κατηγορούμενο εκδίδεται και όταν συγχωρείται προσωρινή κράτηση.
ΔΗΛΑΔΗ:
α. Δεν επιτρέπεται προσωρινή κράτηση -> κλήση προς εμφάνιση -> μη εμφάνιση -> βίαιη
προσαγωγή
β. Επιτρέπεται προσωρινή κράτηση -> κλήση προς εμφάνιση (εφόσον δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής)
-> μη εμφάνιση ή κίνδυνος φυγής -> βίαιη προσαγωγή ή ένταλμα σύλληψης. Αν κίνδυνος διάπραξης
και άλλων εγκλημάτων, κλήση ή ένταλμα σύλληψης (κρίση ανακριτή).
Η σύλληψη χωρίς κλήση προς εμφάνιση παραβιάζει το 20 Σ και μπορεί να δικαιολογείται μόνο σε
σπάνιες περιστάσεις αποδεδειγμένης συνδρομής του 283 παρ. 3 ΚΠΔ.
(ιιι) Βίαιη προσαγωγή μόνο όταν κατά την κρίση του ανακριτή η εμφάνιση του κατηγορουμένου
είναι απολύτως αναγκαία για την αποκάλυψη της αλήθειας (+ δικαίωμα σιωπής => σε τι βοηθά
λοιπόν η προσαγωγή;). Δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο χρονικό όριο εξέτασης.
Παράνομη η κράτηση ενόψει μελλοντικής εξέτασης ή προς ενέργεια νέας συμπληρωματικής
εξέτασης.
(ιν) Καρράς: δεν επιτρέπεται έκδοση εντάλματος βίαιης προσαγωγής χωρίς προηγούμενη κλήση,
ακόμα κι αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι που πείθουν ανακριτή ότι η κλήση θα είναι ατελέσφορη.
(ν) Κάθε έγγραφο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο και κάθε ποινικό δικόγραφο
επιδίδεται εγκύρως στον κατηγορούμενο μόνο στη διεύθυνση κατοικίας που δηλώνει όταν καλείται
προς απολογία, εκτός κι αν δηλώσει νομίμως μεταβολή της διεύθυνσης πριν την επίδοση. Αν
υπάρχουν περισσότερες δηλώσεις κατοικίας, έγκυρες οι επιδόσεις αν γίνουν σε αυτή που δηλώθηκε
τελευταία. Αν είναι ανύπαρκτη ή δε δηλώθηκε, επίδοση σε γραμματέα εισαγγελίας -> γνωστής
διαμονής.
(νι) Εξακρίβωση ταυτότητας => επεξήγηση δικαιωμάτων => αν δεν ασκηθούν δεν επιφέρουν
ακυρότητα. Επιτρέπεται παραίτηση με μορφή συγκατάθεσης ή συναίνεσης για συγκεκριμένη
περίπτωση, εφόσον είναι αναμφισβήτητη και δίδεται από πρόσωπο με πλήρη ελευθερία βούλησης
(δε συντρέχει επί κρατουμένων). => παραίτηση εκ μέρους κατηγορουμένων που κρατούνται δεν
πρέπει να λαμβάνονται υπόψη (105 ΚΠΔ).
=> επεξήγηση με σαφήνεια της πράξης για την οποία κατηγορείται και πρόσκληση προς απολογία.
(νιι) Διαδικασία:
α. Δεν πρέπει να διακόπτεται.
β. Δεν πρέπει να του απευθύνονται παραπειστικές ερωτήσεις.
γ. Κάθε κατηγορούμενος εξετάζεται χωριστά αλλά επιτρέπεται η κατ’ αντιπαράσταση με μάρτυρα ή
άλλο κατηγορούμενο όταν κρίνεται αναγκαίο.
δ. Όταν πρόκειται να προβεί σε αναγνώριση προσώπων προσκαλείται προηγουμένως να τα
περιγράψει με ακρίβεια.
ε. Καλείται να εκθέτει πλήρως τους λόγους που συμβάλλουν σε υπεράσπιση – υποχρέωση
εξετάζοντος να ερευνά με επιμέλεια κάθε περιστατικό που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο
κατηγορούμενος αν είναι χρήσιμο προς εξακρίβωση αλήθειας. => άρση ατόπου αντιδικίας
εξετάζοντος και εξεταζομένου => εξασφάλιση πλήρους και ανεμπόδιστης δυνατότητας
κατηγορουμένου να αναπτύσσει απόψεις εναντίον κατηγορίας που του αποδίδεται ενόψει δυσχερούς
θέσης.
στ. Πρόταση αποδεικτικού μέσου κατηγορουμένου και μη εξέταση από εξετάζοντα: δεν προβλέπεται
ειδική αιτιολογία της απόρριψης, υποστηρίζεται δικαίωμα προσφυγής (διαφωνία ανακριτή και
κατηγορουμένου), όμως η μη τήρηση της διάταξης που καθορίζει υπεράσπιση κατηγορουμένου
επιφέρει ακυρότητα. Δυνατότητες: 1. Προσφυγή σε δικαστικό συμβούλιο για κήρυξη ακυρότητας, 2.
Πρόταση απόλυτης ακυρότητας ως λόγο έφεσης. Εφαρμογή και σε προανάκριση.

6. Η σύλληψη του κατηγορουμένου


(ι) Δικαστικό ένταλμα:
α. Πρέπει να έχει εκδοθεί είτε από δικαστικό συμβούλιο είτε από ανακριτή μετά από προηγούμενη
γνώμη του εισαγγελέα. Επικρατέστερη άποψη: σε περίπτωση αντίθεσης εισαγγελέα, η διαφωνία
επιλύεται από το δικαστικό συμβούλιο.
Εξαίρεση: και στα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα δικαιούται ο εισαγγελέας
πλημμελειοδικών να εκδίδει ένταλμα σύλληψης το οποίο μπορεί να ανακαλεί ή καταργεί.
β. Ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο, σημείωση εγκλήματος, άρθρου, σοβαρών ενδείξεων
ενοχής και λόγων για τους οποίους η σύλληψη κρίνεται απολύτως αναγκαία για πρόληψη τέλεσης
άλλων εγκλημάτων ή παρεμπόδιση κατηγορουμένου.
γ. Να περιέχει ονοματεπώνυμο, κατοικία και ακριβή περιγραφή αυτού που πρόκειται να συλληφθεί
και να φέρει επίσημη σφραγίδα και υπογραφή ανακριτή και γραμματέα.
δ. Δυνατή η έκδοση μόνο για κακούργημα και κατ’ εξαίρεση για πλημμέλημα ανθρωποκτονίας εξ
αμελείας κατά συρροή (μόνο τότε επιτρέπεται προσωρινή κράτηση), ή όταν ο κατηγορούμενος
κλήθηκε σε απολογία κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης αλλά δεν προσήλθε από απείθεια
(περάτωση κύριας ανάκρισης με έκδοση εντάλματος σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής, εφόσον ο
ανακριτής κρίνει πως υπάρχουν ενδείξεις εναντίον του κατηγορουμένου). Απαιτούνται σοβαρές
ενδείξεις ενοχής και η σύλληψη να κρίνεται απολύτως αναγκαία για πρόληψη τέλεσης και άλλων
εγκλημάτων ή για παρεμπόδιση φυγής με βάση συγκεκριμένα κριτήρια νόμου, αλλιώς μόνο ένταλμα
βίαιης προσαγωγής.
ε. Επίδοση τη στιγμή της σύλληψης.
Αν τηρηθούν τα παραπάνω, εκτελεστό ένταλμα σε όλη την επικράτεια. Αν όχι, κάθε αρμόδια αρχή
οφείλει να απέχει από εκτέλεσή του είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αντίρρηση κατηγορουμένου
(279 παρ. 2 ΚΠΔ). Εκτελεστό το ένταλμα κι αν ελλείπει ονοματεπώνυμο ή κατοικία, όταν αυτά δεν
είναι γνωστά, αλλά πάντως περιγράφεται το πρόσωπο του δράστη ώστε να μην αμφισβητείται η
φυσική του ταυτότητα.
Ισχύς εντάλματος ως περάτωση ανάκρισης είτε με έκδοση βουλεύματος είτε με παραπομπή σε
ακροατήριο. Στο μεταξύ μπορεί να ανακληθεί από ανακριτή ύστερα από ακρόαση εισαγγελέα, αν
εκλείψουν λόγοι έκδοσης.
(ιι) Επ’ αυτοφώρω: υποχρέωση σύλληψης και άμεσης οδήγησης σε εισαγγελέα (εξαίρεση: κατ’
έγκληση).
α. Δεν μπορεί να εκτελεστεί σύλληψη κατά τη διάρκεια ιερουργίας και κατά τη διάρκεια της νύχτας
σε ιδιωτική οικία (εξ. 254 ΚΠΔ). Καλύπτεται και η περίπτωση τεκμαιρόμενης ζήτησης της
σύλληψης.
β. Υποχρέωση συμπεριφοράς στο συλληφθέντα με τη μεγαλύτερη δυνατή ευγένεια.
γ. Προσαγωγή σε εισαγγελέα (δεν παραβιάζει το 6 Σ αφού ο εισαγγελέας έχει επιμέλεια εκτέλεσης
εγκλημάτων και είναι λειτουργικά αρμόδιος για προσδιορισμό πορείας διαδικασίας σε περιπτώσεις
σύλληψης δραστών επ’ αυτοφώρω εγκλημάτων. Διαδικασία: 6 Σ, 279 παρ. 1 α’ ΚΠΔ χωρίς αναβολή
μέσα σε 24 ώρες από σύλληψη ή στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για μεταφορά. Στενή ερμηνεία
διατάξεων, δεν υπάρχει περιθώριο κράτησης από την αστυνομία πέραν του απολύτως αναγκαίου
χρόνου. Η προθεσμία των 24 ωρών τίθεται ως ανώτατο όριο.
• Δε δικαιολογείται καθυστέρηση προσαγωγής που δεν οφείλεται σε άλλους εκτός από τις
δυσχέρειες της μεταγωγής λόγους.
• 24ωρη προθεσμία προσαγωγής δεν παρατείνεται έστω και αν η επόμενη από τη σύλληψη είναι
εξαιρετέα.
• Δεν είναι νόμιμη η κράτηση από την αστυνομία και η μη άμεση προσαγωγή με δικαιολογία
ανάγκης διενέργειας προβλεπόμενων προανακριτικών πράξεων.
δ. Αμφισβήτηση συλληφθέντος της ταυτότητας που του αποδίδεται ή της ισχύος του εντάλματος ή
βουλεύματος: φέρεται ενώπιον γενικού ανακριτικού υπαλλήλου τόπου σύλληψης ο οποίος εξετάζει
ζήτημα ταυτότητας και ζητεί πληροφορίες για ισχύ εντάλματος ή βουλεύματος με ταχύτερο μέσο.
Άμεση απόλυση αν δεν αποδειχθεί η ταυτότητα ή το ένταλμα ή βούλευμα δεν έχει ισχύ. Διαφορετικά
ο συλληφθείς αποστέλλεται μαζί με συντασσόμενη έκθεση στην αρχή που ζήτησε σύλληψη.
ε. Ο εισαγγελέας στον οποίο προσάγεται ο συλληφθείς:
-> Αν η σύλληψη έγινε βάσει εντάλματος του ανακριτή ή πρόκειται για κακούργημα, παραπέμπει
στον ανακριτή αμέσως.
-> Αν πρόκειται για πλημμέλημα:
i. Απολύει συλληφθέντα κρίνοντας ότι η μήνυση / αναφορά / έγκληση βάσει της οποίας έγινε
αστυνομική προανάκριση είναι νομικά αστήρικτη ή ουσία αβάσιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής
εκτίμησης ή ότι δεν προκύπτουν επαρκείς αποδείξεις για κίνηση ποινικής δίωξης.
ii. Εισάγει υπόθεση με απευθείας κλήση στο ακροατήριο, αν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για
παραπομπή και συντρέχουν λόγοι για μη εφαρμογή ειδικής συνοπτικής διαδικασίας 418 επ.
ΚΠΔ.
iii. Παραπέμπει σε ανακριτή, αν κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί προσωρινή κράτηση
(ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά συρροή) ή να επιβληθούν περιοριστικοί όροι, αν το
πλημμέλημα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών, ή ότι η αστυνομική
προανάκριση που ενεργήθηκε χρειάζεται να συμπληρωθεί με κύρια ανάκριση.
iv. Εισάγει την υπόθεση με απευθείας κλήση στο ακροατήριο βάσει της διαδικασίας των 418 επ.
ΚΠΔ αν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή.
v. Παραγγέλλει προανάκριση απολύοντας το συλληφθέντα.
Η προσωπική ελευθερία του συλληφθέντος προστατεύεται εφόσον, μετά την προσαγωγή, είτε
απολύεται είτε παραπέμπεται σε ανακριτή ή δικαστήριο (δικαστικά όργανα που παρέχουν εγγυήσεις
για ρύθμιση θέσης του). επιβάλλεται άμεση παραπομπή από εισαγγελέα σε ανακριτή / δικαστήριο
(συνταγματική προθεσμία 24 ωρών για προσαγωγή σε ανακριτή).
στ. Αν η σύλληψη έγινε με ένταλμα ανακριτή ή παραπέμπεται σε ανακριτή με παραγγελία
εισαγγελέα, αυτός οφείλει 3 μέρες μετά την προσαγωγή είτε να απολύσει είτε να εκδώσει ένταλμα
προσωρινής κράτησης. Εξαιρετικώς παρατείνεται η προθεσμία για 2 μέρες ή με αίτηση του
συλληφθέντος ή σε περίπτωση ανωτέρας βίας που βεβαιώνεται αμέσως με βούλευμα δικαστικού
συμβουλίου (ανίσχυρη η 419 β’ ΚΠΔ λόγω του 6 παρ. 2 β’ και γ’ Σ). Η προθεσμία δε σημαίνει ότι ο
ανακριτής έχει ευχέρεια να αποφασίσει για ελευθερία προσαχθέντος όποτε θέλει, μέσα στο
αντίστοιχο χρονικό διάστημα, αλλά είναι υποχρεωμένος να ενεργήσει αμέσως για εκκαθάριση
εκκρεμότητας.
ζ. Αν παρέλθουν άπρακτες οι προθεσμίες, υποχρέωση απόλυσης.
(ιιι) Έγγραφα και αντικείμενα που ανευρέθηκαν στο συλληφθέντα και σχετίζονται με έγκλημα,
κατάσχονται και παραδίδονται μαζί με έκθεση και συλληφθέντα σε ανακριτή ή εισαγγελέα.

7. Η επιβολή περιοριστικών όρων ή η προσωρινή κράτηση


(ι) Δικαιολόγηση: 6 Σ, 5 ΕΣΔΑ. Στέρηση προσωπικής ελευθερίας και αποκοπή κατηγορουμένου από
επαγγελματική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή, βαρύτατη προσβολή προσωπικότητας σε αντίθεση
με τεκμήριο αθωότητας. Τελευταίο καταφύγιο μετά την εξαντλητική εκτίμηση προβλεπόμενων
περιοριστικών όρων.
(ιι) Κατά τη διάρκεια της προδικασίας είναι δυνατή η διαταγή περιοριστικών όρων ή προσωρινής
κράτησης, εφόσον:
α. Προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής (υψηλός βαθμός πιθανολόγησης ότι ο κατηγορούμενος
είναι ο δράστης του διωκόμενος εγκλήματος).
β. Διεξάγεται κύρια ανάκριση για κακούργημα ή πλημμέλημα που απειλείται με ποινή φυλάκισης
τουλάχιστον τριών μηνών (περιοριστικοί όροι) ή για κακούργημα ή ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά
συρροή (προσωρινή κράτηση). Ειδικά για την ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά συρροή απαιτείται
αιτιολόγηση ότι δεν αρκούν οι περιοριστικοί όροι και πως προκύπτει κίνδυνος φυγής.
γ. Κρίνεται απολύτως αναγκαίο για επίτευξη σκοπών (αποτροπή τέλεσης νέων εγκλημάτων,
εξασφάλιση ότι ο κατηγορούμενος θα παραστεί οπωσδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα
υποβληθεί σε εκτέλεση απόφασης).
Ειδικά για προσωρινή κράτηση: και κίνδυνος διάπραξης άλλων εγκλημάτων ή φυγής
κατηγορουμένου. Δεν είναι λόγος η διέγερση της κοινής γνώμης.
Κρίση ότι, αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα αιτιολογημένη,
βασιζόμενη είτε σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πράξης (αν αυτή απειλείται με ισόβια κάθειρξη ή
πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα 20 έτη) ή, αν κατηγορείται για άλλη πράξη, σε
προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις. Μόνο η βαρύτητα της
πράξης δεν αρκεί.
Δυνατότητα προσωρινής κράτησης και σε ανήλικο κατηγορούμενο άνω των 15 εφόσον η πράξη για
την οποία κατηγορείται απειλείται με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών, ενώ η διάρκειά της δεν
μπορεί να υπερβαίνει τους 6 μήνες.
(ιιι) Ο κίνδυνος φυγής:
α. Ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα.
β. Ο κατηγορούμενος προέβη σε προπαρασκευαστικές ενέργειες για διευκόλυνση φυγής.
γ. Ο κατηγορούμενος υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος.
δ. Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου.
ε. Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για παραβίαση περιορισμών διαμονής.
(ιν) Η πρόληψη τέλεσης νέων εγκλημάτων: αναφέρεται σε κίνδυνο τέλεσης άλλων εγκλημάτων από
μεριάς κατηγορουμένου και όχι σε ενδεχόμενη διάπραξη εγκλημάτων από πλευρά θύματος κλπ.
(ν) Ο ανακριτής, αμέσως μετά την απολογία του κατηγορουμένου, μπορεί να τον αφήσει ελεύθερο ή
να εκδώσει διάταξη με την οποία θέτει περιοριστικούς ή άλλους όρους ή να εκδώσει ειδικά και
εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα προσωρινής κράτησης, αφού λάβει έγγραφη σύμφωνη
γνώμη εισαγγελέα. Ο εισαγγελέας πριν εκφράσει γνώμη οφείλει να ακούσει κατηγορούμενο και
συνήγορο. Αν ανακύπτει διαφωνία μεταξύ τους, αποφαίνεται το δικαστικό συμβούλιο. Τυπικές
προϋποθέσεις προσωρινής κράτησης:
α. Προηγούμενη απολογία κατηγορουμένου (απορρέει από αρχή δικαστικής ακρόασης).
β. Προηγούμενη ακρόαση από εισαγγελέα του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του.
γ. Σύμφωνη έγγραφη γνώμη εισαγγελέα.
δ. 283 παρ. 2, 276 παρ. 3 ΚΠΔ, αλλιώς δεν εκτελείται (277 παρ. 1 α’ ΚΠΔ).
(νι) Υποχρέωση αιτιολόγησης διάταξης επιβολής περιοριστικών όρων ή προσωρινής κράτησης: 139
ΚΠΔ, 6 παρ. 1 Σ. Περιεχόμενο: πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν λήψη μέτρου,
εξειδίκευση προϋποθέσεων άρθρου. Ειδικά για προσωρινή κράτηση, οι λόγοι για τους οποίους
κρίθηκε ότι οι περιοριστικοί όροι δεν επαρκούν για αποτροπή κινδύνου διάπραξης άλλων
εγκλημάτων ή κινδύνου φυγής (διπλή αιτιολογία).
(νιι) Προσφυγή κατά εντάλματος προσωρινής κράτησης / διάταξης επιβολής περιοριστικών όρων σε
ΣυμΠλημμ: μέσα σε 5 μέρες από προσωρινή κράτηση (από ημέρα παράδοσης σε φυλακές). Για
περιοριστικούς όρους εφαρμόζεται η γενική διάταξη 473 παρ. 1 ΚΠΔ (η προθεσμία αρχίζει από
επίδοση). Η προσφυγή δεν αναστέλλει ούτε εμποδίζει πρόοδο ανάκρισης. Αν όμως το ένταλμα
προσωρινής κράτησης εκδίδεται βάσει βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου μετά από επίλυση
διαφωνίας ανακριτή και εισαγγελέα, δεν επιτρέπεται προσφυγή.
ΣυμΠλημμ επιλαμβάνεται προσφυγής και: αίρει προσωρινή κράτηση, την αντικαθιστά με
περιοριστικούς όρους που κρίνει αναγκαίους, αντικαθιστά τεθέντες όρους με άλλους ή αίρει όρους.
Κατηγορούμενος μπορεί να υποβάλλει αίτηση σε ανακριτή άρσης όρων ή αντικατάστασης
προσωρινής κράτησης ή όρων με άλλους. Εναντίον της διάταξης του ανακριτή επιτρέπεται
προσφυγή σε συμβούλιο μέσα σε 5 μέρες από κοινοποίηση.
(νιιι) Καθόλη τη διάρκεια της ανάκρισης ο ανακριτής έχει τη δυνατότητα είτε αυτεπαγγέλτως είτε
μετά από πρόταση εισαγγελέα, αν προκύπτει ότι δεν υπάρχει πια λόγος προσωρινής κράτησης ή
περιοριστικών όρων, να τους άρει ή να υποβάλει αίτηση στο συμβούλιο για άρση τους. Εναντίον
τυχόν απορριπτικής διάταξης ΣυμΠλημμ ο κατηγορούμενος προσφεύγει μέσα σε 10 μέρες από
επίδοση βουλεύματος σε ΣυμΕφ.
Επίσης, ο ανακριτής ύστερα από έγγραφη γνώμη εισαγγελέα αντικαθιστά με αιτιολογημένη διάταξη
την προσωρινή κράτηση με όρους ή τους όρους με προσωρινή κράτηση, εκδίδοντας σε αυτήν την
περίπτωση ένταλμα σύλληψης, αν:
α. Χωρίς να υπάρχουν εύλογα κωλύματα που καθιστούν την εμφάνισή του αδύνατη, ο
κατηγορούμενος δεν εμφανίζεται, παρότι κλητεύτηκε νόμιμα, ενώπιον του ανακριτή.
β. Φεύγει ή ετοιμάζεται να φύγει (κατάδηλη και όχι υποψία φυγής).
γ. Παραβαίνει τεθέντες όρους ή δε δηλώσει μεταβολή κατοικίας.
δ. Αναφανούν εναντίον του σοβαρές υπόνοιες για άλλο κακούργημα για το οποίο επιτρέπεται νέα
προσωρινή κράτηση.
Περιοριστική και όχι ενδεικτική απαρίθμηση.
Εναντίον της ανωτέρω διάταξης επιτρέπεται σε εισαγγελέα ή κατηγορούμενο προσφυγή ενώπιον
ΣυμΠλημμ μέσα σε 10 μέρες (από έκδοση διάταξης για εισαγγελέα, από επίδοση για
κατηγορούμενο), χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα.
(ιχ) Διάρκεια προσωρινής κράτησης για το ίδιο έγκλημα:
α. Ως ένα έτος για κακουργήματα (παράταση για έξι μήνες)
β. Ως έξι μήνες για πλημμελήματα (παράταση για τρεις μήνες).
• Αν η προσωρινή κράτηση διαρκέσει έξι ή (για ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά συρροή) τρεις
μήνες, το δικαστικό συμβούλιο αποφαίνεται με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα αν πρέπει να
απολυθεί ο κατηγορούμενος ή να εξακολουθήσει η κράτηση.
-> Αν η ανάκριση συνεχίζεται:
5 μέρες πριν τη συμπλήρωση του χρονικού διαστήματος, ο ανακριτής αναφέρει σε ΕισΕφ λόγους για
τους οποίους δεν περατώθηκε η ανάκριση και διαβιβάζει δικογραφία σε ΕισΠλημμ
ΕισΠλημμ μέσα σε 10 μέρες εισάγει δικογραφία σε ΣυμΠλημμ (αν η ανάκριση ενεργείται από εφέτη
(29 ΚΠΔ), αρμόδιο είναι το ΣυμΕφ).
Η ανάκριση συνεχίζεται
5 μέρες πριν τη συνεδρίαση ειδοποιείται ο κατηγορούμενος να εμφανιστεί και να εκφράσει τις
απόψεις του
Αμετάκλητη απόφαση συμβουλίου.
-> Αν η ανάκριση περατώθηκε:
Εισαγγελέας δικάζοντος ή ΕισΕφ (αν ασκήθηκε έφεση κατά βουλεύματος) εισάγει δικογραφία σε
ΣυμΕφ (αν έφεση καταβουλεύματος ή εισάχθηκε σε ακροατήριο εφετείου ή μικτού ροκωτού ή
αρμόδιο αυτό το συμβούλιο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό) ή σε κάθε άλλη περίπτωση σε
ΣυμΠλημμ [αναλογική εφαρμογή των υπόλοιπων που αναφέρθηκαν ανωτέρω].
• Αν η προσωρινή κράτηση διαρκέσει 1 έτος και δεν εκδοθεί οριστική απόφαση, παράταση για το
πολύ 6 μήνες σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, αν η κατηγορία αφορά σε εγκλήματα για τα
οποία προβλέπεται ποινή ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης (με ανώτατο όριο 20 έτη) με βούλευμα:
i. ΣυμΕφ αν η υπόθεση εκκρεμεί σε αυτό μετά από έφεση κατά βουλεύματος ή εισήχθη σε
ακροατήριο εφετείου ή μικτού ορκωτού ή αν το συμβούλιο αυτό είναι αρμόδιο σε πρώτο και
τελευταίο βαθμό.
ii. ΣυμΠλημμ σε κάθε άλλη περίπτωση.
Ο αρμόδιος εισαγγελέας 25 μέρες τουλάχιστον πριν τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου
προσωρινής κάθειρξης ή πριν το τέλος της παράτασης που χορηγήθηκε, υποβάλλει πρόταση για
παράταση ή διακοπή σε αρμόδιο συμβούλιο.
Αν η υπόθεση εκκρεμεί σε ανακριτή και συνεχίζεται η προσωρινή κράτηση, αυτός 30 μέρες πριν τη
συμπλήρωση ανώτατου ορίου διαβιβάζει δικογραφία σε εισαγγελέα, ο οποίος μέσα σε 15 μέρες
εισάγει με πρόταση σε συμβούλιο.
(χ) Παράταση: απαιτείται παράθεση και ανάλυση εξαιρετικών λόγων που τη δικαιολογούν. Το
βούλευμα για την παράταση πρέπει να εκδίδεται πριν τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου, αλλιώς
απόλυση (287 παρ. 3 ΚΠΔ). Κάθε αμφιβολία για παράταση ή συμπλήρωση ανώτατων ορίων
επιλύεται από δικαστικό συμβούλιο.
(χι) Συρροή:
α. Κατ’ ιδέαν συρροή και άλλου εγκλήματος με εκείνο για το οποίο διατάχθηκε προσωρινή κράτηση
ή κατ’ εξακολούθηση τέλεση: οι ανωτέρω προθεσμίες υπολογίζονται από τότε που κρατήθηκε ο
κατηγορούμενος για πρώτη φορά για ένα από τα συρρέοντα ή για μια από τις μερικότερες πράξεις.
β. Πραγματική συρροή προθεσμία υπολογίζεται χωριστά για κάθε ένα από τα συρρέοντα.
(χιι) Νέα προσωρινή κράτηση απαγορεύεται (288 ΚΠΔ), εκτός αν:
α. Αληθής πραγματική συρροή, και
β. Αδυναμία άσκησης ποινικής δίωξης ή απαγγελίας κατηγορίας για άλλη πράξη ταυτόχρονα με
ποινική δίωξη λόγω της οποίας επιβλήθηκε προσωρινή κράτηση μέσα σε εύλογο διάστημα απ’ αυτή
(Καρράς: εύλογο δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους 6 μήνες), ή
γ. Η ποινική δίωξη για την άλλη πράξη δεν μπορούσε να ασκηθεί παρά μόνο μέσα σε 3 τελευταίους
μήνες πριν την πάροδο του χρονικού ορίου διάρκειας προηγούμενης προσωρινής κράτηση ή την
τυχόν απόλυση. Το χρονικό όριο της διάρκειας της προηγούμενης προσωρινής κράτησης, που
αποτελεί και αφετηρία υπολογισμού τριμήνου πλαισίου δυνατότητας επιβολής νέας προσωρινής
κράτησης, προσδιορίζεται με βάση αρχική διάταξη επιβολής προσωρινής κράτησης σε συνδυασμό
με περαιτέρω έλεγχο διάρκειας σε 6 μήνες, το έτος και τους 18 μήνες (287 ΚΠΔ).
Σε κάθε περίπτωση η νέα προσωρινή κράτηση δεν υπερβαίνει το έτος και δεν παρατείνεται.
(χιιι) Εξακολούθηση προσωρινής κράτησης και μετά την παραπομπή σε δίκη: το αρμόδιο συμβούλιο
σε κάθε χρόνο ή το δικαστήριο, όταν αναβάλλεται ή ματαιώνεται για οποιονδήποτε λόγο η εκδίκαση,
μπορεί μετά από αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα ή αυτεπαγγέλτως να διατάξει να επιβληθούν
περιοριστικοί όροι αντί για προσωρινή κράτηση. Αρμόδιο συμβούλιο: εφετών κι αν ακόμα το
ΣυμΠλημμ είχε ήδη αποφανθεί για προσωρινή κράτηση, εκτός αν η υπόθεση εκκρεμεί σε
πλημμελειοδικείο. Επιτρέπεται και άρση προσωρινής κράτησης.
Αν το ανώτατο όριο προσωρινής κράτησης συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια κύριας διαδικασίας στο
ακροατήριο, ποιο είναι το αρμόδιο δικαστικό όργανο για παράταση ή μη;
Καρράς: το δικάζον, παρά το αντίθετο επιχείρημα υπέρ Εφετών, καθώς η προτεινόμενη ρύθμιση
συμπορεύεται περισσότερο με τη διάταξη του τελ. εδ. του 291 παρ. 2 ΚΠΔ που παρέχει τη
δυνατότητα αυτή στο δικαστήριο σε περίπτωση που το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης
συμπληρώνεται στις επόμενες 30 μέρες από ενδεχόμενη αναβολή (δικαιολογείται προδήλως από το
γεγονός ότι ο φάκελος βρίσκεται στο δικάζον – ευχέρεια ορθότερης εκτίμησης).
Συμπλήρωση ορίου παράτασης κατά την εκδίκαση: απόλυση κατηγορουμένου, όχι επιβολή
περιοριστικών όρων (6 παρ. 4 Σ).
Από την περάτωση της κύριας ανάκρισης ως την παραπομπή σε ακροατήριο: αρμόδιο το ΣυμΠλημμ,
εφόσον η λειτουργική αρμοδιότητα ανακριτή ισχύει για κύρια ανάκριση μόνο.

8. Η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα


(ι) Για κακούργημα ή πλημμελήματα λαθρεμπορίας, δόλιας χρεωκοπίας, απάτης (ιδιαίτερα μεγάλη
προξενηθείσα ζημία) και κλοπής (ιδιαίτερα μεγάλης αξίας).
(ιι) Η υπόθεση παραπέμπεται σε κύρια ανάκριση.
(ιιι) Δυνατότητα εισαγγελέα.
(ιν) Επιβάλλεται από λόγους ασφαλείας ή δημόσιου συμφέροντος.
Η απαγορευτική διάταξη κοινοποιείται σε κατηγορούμενο και αποβάλλει αυτοδικαίως την ισχύ της
αν δεν επικυρωθεί μέσα σε 15 μέρες από αρμόδιο ΣυμΠλημμ. Δυνατότητα προσφυγής
κατηγορουμένου. Παύση ισχύος μετά την απολογία.
ΙV. Η περάτωση της ανάκρισης
Α. Η περάτωση της προανάκρισης
Μετά την ολοκλήρωση των αναγκαίων ανακριτικών πράξεων ο αρμόδιος ΕισΠλημμ έχει δυνατότητα
να:
1. Απευθυνθεί με πρόταση σε δικαστικό συμβούλιο, εφόσον κρίνει πως δεν υπάρχουν επαρκείς
ενδείξεις για παραπομπή κατηγορουμένου σε ακροατήριο.
Επαρκείς = αποχρώσες = από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων πιθανολογείται με βασιμότητα
ότι ο κατηγορούμενος είναι ο δράστης.
Διαφορετικός ο βαθμός επαρκών ενδείξεων που απαιτούνται για έναρξη δίωξης (αρκεί να
θεμελιώνουν πιθανολόγηση τέλεσης αξιόποινης πράξης και ενδεχομένως υπαιτίου) από εκείνες που
είναι αναγκαίες για παραπομπή (πιθανολόγηση υπαιτιότητας).
Αν υπάρχουν περισσότεροι κατηγορούμενοι (όχι κατ’ ανάγκη συμμέτοχοι) και δεν προκύπτουν
ενδείξεις εναντίον μερικών απ’ αυτούς (ή αν για μερικούς πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να
παύσει οριστικά ή προσωρινά η δίωξη): δυνατότητα χωρισμού και εισαγωγή μόνο ως προς κάποιους
σε δικαστικό συμβούλιο. Κίνδυνος αντιφατικών κρίσεων.
Πρόταση σε δικαστικό συμβούλιο και όταν ο εισαγγελέας εφετών (πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας,
αρμοδιότητας τριμελούς) κρίνει ότι δε συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή σε ακροατήριο
και παραγγέλλει εισαγωγή σε αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Όμως: αν ο εισαγγελέας
Πλημμελειοδικών διαφωνεί με απαλλακτική κρίση εισαγγελέα εφετών και εισάγει με παραπεμπτική
σε ΣυμΠλημμ (ουσιαστική ακύρωση λειτουργικής παρέμβασης εισαγγελέα εφετών που προβλέπεται
προδήλως ενόψει μεγαλύτερης εμπειρίας και εμπιστοσύνης). Αντίρρηση: ελευθερία έκφρασης
γνώμης εισαγγελικού λειτουργού κατά εκτέλεση παραγγελιών προϊσταμένων. Επίλυση:
(ι) Είτε διαβίβαση σε ΣυμΠλημμ της δικογραφίας με παραγγελία ΕισΕφ χωρίς πρόταση ΕισΠλημμ
(ιι) Είτε υποβολή δικογραφίας σε ΣυμΕφ («αρμόδιο» δικαστικό => επιτρέπει εισαγωγή αφού
πρόκειται για πρόσωπα που υπάγονται σε τριμελές εφετείο).
2. Παραπέμψει κατηγορούμενο σε ακροατήριο με κατευθείαν κλήση όταν φρονεί ότι υπάρχουν
επαρκείς ενδείξεις για τέλεση εγκλήματος και ενοχή προσώπου.
3. Παραγγείλει κύρια ανάκριση, εφόσον προκύπτει τέλεση κακουργήματος.
4. Κυρίως όταν διενεργήθηκε προανάκριση από προανακριτικό υπάλληλο, να παραγγείλει
συμπληρωματική προανάκριση με την οποία δεν περατώνεται η ανάκριση αλλά εμπλουτίζεται το
αποδεικτικό υλικό.
5. Ειδικά στις εκκρεμείς υποθέσεις, ως προς τις οποίες συμπληρώνεται ο χρόνος παραγραφής, να
διατάξει παύση ποινικής δίωξης θέτοντας δικογραφία σε αρχείο.
6. Αν δεν προέκυψε ταυτότητα δράστη, η δικογραφία τίθεται στο αρχείο με πράξη αρμόδιου
εισαγγελέα. Αν ακολούθως αποκαλυφθεί δράστης, ανασύρεται από το αρχείο και συνεχίζεται η
ποινική διαδικασία.

Β. Η περάτωση της κύριας ανάκρισης


1. Τυπική περάτωση:
Μετά την ενέργεια και της τελευταίας ανακριτικής πράξςη ο ανακριτής οφείλει, πριν τη διαβίβαση
της δικογραφίας σε εισαγγελέα, να γνωστοποιήσει στους διαδίκους την περάτωση της κύριας
ανάκρισης (τυπική) για να ασκήσουν δικαιώματα λήψης εγγράφων κλπ. Η παραβίαση της
υποχρέωσης συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα για τον κατηγορούμενο (ΑΠ: και όχι για τον πολιτικώς
ενάγοντα). Ισχύει και μετά την περάτωση της συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης. Μετά τη
διαβίβαση της δικογραφίας στον εισαγγελέα ή την περαιτέρω εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστικό
συμβούλιο επιτρέπεται η υποβολή υπομνημάτων και αποδεικτικών μέσων.
Τυπική περάτωση κύριας ανάκρισης κατ’ εξαίρεση χωρίς γνωστοποίηση:
(ι) Αν δεν προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, ακόμα κι αν δεν παρουσιάστηκε για απολογία
μετά από κλήτευση, μπορεί η ανάκριση να θεωρηθεί τελειωμένη. Απαιτείται πάντα κλήτευση και
επίδοση, για να υπάρξει αντικείμενο προσβολής (το απαλλακτικό βούλευμα), και απολογία.
Βούλευμα ΣυμΕφ που διατάσσει περαιτέρω κύρια ανάκριση για λήψη απολογίας κατηγορουμένου
που δε λήφθηκε από ανακριτή: επιτρέπεται να περιλαμβάνει αιτιολογία σύμφωνα με την οποία από
την αναλυτική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού προκύπτει ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις
ενοχής εναντίον του, αφού με αυτή την αιτιολογία εμφιλοχωρεί άμεση ή έστω έμμεση πρόκριση
ενοχής χωρίς να προηγηθεί απολογία του (παραβίαση τεκμηρίου αθωότητας); ΑΠ: όχι. Το δικαστικό
συμβούλιο έχει ίδια εξουσία να καταλήξει σε αντίθετη εκτίμηση του υλικού της ανάκρισης από
εκείνη του ανακριτή αλλά και υποχρέωση εκ του νόμου να αιτιολογήσει την κρίση του. επομένως
δεν κωλύεται, όταν διατάσσει περαιτέρω ανάκριση, να εκτιμήσει, έστω και αν αυτό δεν απαιτείται
από 309 δ’ και 312 ΚΠΔ, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Το βούλευμα έχει εκ του
διατακτικού του χαρακτήρα προπαρασκευαστικής μόνο απόφασης, δεσμευτικής για τον ανακριτή
μόνο ως προς την ανάγκη διενέργειας της διατασσόμενης ανακριτικής πράξης, χωρίς να
παρεμποδίζεται έτσι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προτείνει άλλα αποδεικτικά μέσα ή να
ασκήσει υπερασπιστικά δικαιώματα. Τέτοια εκτίμηση του δικαστικού συμβουλίου δεν παραβιάζει
καμιά συγκεκριμένη διάταξη του ΚΠΔ που αφορά την υπεράσπιση, ούτε πλήττεται το τεκμήριο
αθωότητας.
Καρράς: Το δικαστικό συμβούλιο δεν μπορεί να αχθεί στην ίδια με τον ανακριτή αρνητική κρίση επί
της κατηγορίας και διατάσσοντας περαιτέρω κύρια ανάκριση για να ληφθεί η απολογία του
κατηγορουμένου, δεν μπορεί ταυτοχρόνως να ερευνήσει αν από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν
επαρκείς ενδείξεις ενοχής, πολύ περισσότερο να διατυπώσει γνώμη περί συνδρομής τέτοιων
ενδείξεων σε βάρος του κατηγορουμένου. Επιπλέον η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για την
ύπαρξη επαρκών ενδείξεων μπορεί να συναχθεί μόνο μετά την ολοκλήρωση της ανάκρισης
(απολογία). Συνέπεια: απόλυτη ακυρότητα λόγω παράβασης τεκμηρίου αθωότητας.
(ιι) Αν ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία αλλά από απείθεια δεν παρουσιάζεται και ο
ανακριτής κρίνει ότι υπάρχουν ενδείξεις, η ανάκριση θεωρείται τελειωμένη με την έκδοση
εντάλματος σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής, έστω και αν δεν εκτελεστούν. Αν εκτελεστούν ως την
ουσιαστική περάτωση της ανάκρισης, είναι αναγκαία η λήψη της απολογίας. Απαιτείται νόμιμη
κλήτευση και σοβαρές ενδείξεις ενοχής και η σύλληψη να κρίνεται απόλυτα αναγκαία για την
πρόληψη τέλεσης άλλων εγκλημάτων ή την παρεμπόδιση της φυγής.
(ιιι) Ο κατηγορούμενος που κλήθηκε σε απολογία μπορεί να μην εμφανίζεται λόγω κωλύματος.
Μοναδική λύση: περάτωση κύριας ανάκρισης με κλήση και άπρακτη παρέλευση προθεσμίας για
εμφάνιση.

2. Ουσιαστική περάτωση:
308 παρ. 1 α’ ΚΠΔ: κηρύσσεται από ΣυμΠλημμ. Τα έγγραφα διαβιβάζονται σε Εισαγγελέα ο οποίος,
αν κρίνει ότι δε χρειάζεται να τα επιστρέψει στον ανακριτή για να συμπληρωθεί η ανάκριση μέσα σε
2 μήνες ή, αν η φύση της υπόθεσης το επιβάλλει, μέσα σε 3 μήνες, υποβάλλει πρόταση στο
Συμβούλιο για να παύσει οριστικά ή προσωρινά η δίωξη ή για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος
στο ακροατήριο ή για να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του.
Δικαίωμα γνωστοποίησης διαδίκων ότι επιθυμούν να γνωρίσουν πρόταση εισαγγελέα.
Παράδοξη διχογνωμία σχετικά με ζήτημα αν η υποχρέωση του εισαγγελέα να ειδοποιήσει διάδικο
για προσέλευση και λήψη γνώσης πρότασης ισχύει μόνο όταν ο διάδικος υπέβαλε σχετικό αίτημα σε
εισαγγελέα ή και με έκθεση άσκησης ενδίκου μέσου έφεσης.
Καρράς: και με έφεση, αλλιώς τυπολατρία.
Η παραβίαση της διάταξης προκαλεί απόλυτη ακυρότητα. Παρέχεται απολύτως αναγκαίος χρόνος σε
διαδίκους για αντίκρουση συμπερασμάτων κατηγορούσας αρχής αφού ακριβώς αυτός είναι ο σκοπός
της ανωτέρω ρύθμισης (αρχή δικαστικής ακρόασης). Κατά το χρόνο αυτό η δικογραφία παραμένει
στην εισαγγελία και δεν εισάγεται στο δικαστικό συμβούλιο, ώστε να μπορούν οι διάδικοι να
υποβάλλουν υπόμνημα.
Ισχύει και όταν η υπόθεση εισάγεται σε δικαστικό συμβούλιο με πρόταση εισαγγελέα ύστερα από
διενέργεια προανάκρισης.
Εξαιρέσεις:
Εγκλήματα που προβλέπει το αρ. 1 του Ν. 1608/50 => περάτωση ανάκρισης από συμβούλιο εφετών
με βούλευμα. Λειτουργικά αρμόδιο και όταν από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει ότι δε
θεμελιώνεται προβλεπόμενο από ανωτέρω νόμο έγκλημα. Μολονότι ρητά ορίζεται ότι το συμβούλιο
εφετών αποφασίζει αμετάκλητα, ΝΟΜ ΑΠ: ο εισαγγελέας ΑΠ μπορεί να ζητήσει αναίρεση των
απαλλακτικών (όχι παραπεμπτικών) βουλευμάτων (308 παρ. 1 δ’, 483 παρ. 3 ΚΠΔ), επειδή η
δεύτερη διάταξη είναι ειδικότερη. Λειτουργικά αρμόδιο και για συναφή πλημμελήματα ή
κακουργήματα.
308 παρ. 3 ΚΠΔ: η κύρια ανάκριση στα πλημμελήματα περατώνεται και με απευθείας κλήση του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο με διαταγή εισαγγελέα και σύμφωνη γνώμη ανακριτή.
Για ορισμένα κακουργήματα (Ν. 2168/93, 2523/97, 374 και 380 ΠΚ …) η κύρια ανάκριση
περατώνεται με παραπομπή της υπόθεσης σε ακροατήριο με την έκδοση κλητήριου θεσπίσματος του
αρμόδιου ΕισΕφ + σύμφωνη γνώμη προέδρου εφετών (δεν επιτρέπεται προσφυγή). => προσβολή
δικαιωμάτων υπεράσπισης και προβληματική εκτίμηση υποθέσεων.
Περάτωση ανάκρισης => δικογραφία από ΕισΠλημμ σε ΕισΕφ => αν κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς
ενδείξεις για παραπομπή και ότι δε χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση => πρόταση σε Πρόεδρο
Εφετών να εισαχθεί η υπόθεση μαζί με τυχόν συναφή σε ακροατήριο => κατάρτιση πρότασης και
πριν την υποβολή της σε Πρόεδρο Εφετών, ενημέρωση διαδίκων αν υπέβαλαν σχετικό αίτημα =>
1) σύμφωνη γνώμη Προέδρου Εφετών => έκδοση κλητήριου θεσπίσματος από ΕισΕφ κατά του
οποίου δεν επιτρέπεται προσφυγή => παραπομπή => Πρόεδρος Εφετών αποφαίνεται με διάταξη,
εναντίον της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή, για διάρκεια ισχύος εντάλματος σύλληψης και για
διατήρηση ή όχι της προσωρινής κράτησης ή των περιοριστικών όρων.
2) αντίρρηση Προέδρου Εφετών ή κρίση ΕισΕφ ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδειξεις => διαβίβαση
δικογραφίας σε ΕισΠλημμ => εισαγωγή σε ΣυμΠλημμ
Αν περισσότεροι κατηγορούμενοι και ανάγκη χωρισμού λόγω μη ύπαρξης επαρκών ενδείξεων για
όλους: αποφασίζει το ΣυμΕφ (αντίστοιχα και για συναφή)
Αν το ΣυμΕφ διατάξει περαιτέρω ανάκριση, η παραπομπή γίνεται μετά την ολοκλήρωσή της με βάση
την ανωτέρω διαδικασία. Σε περίπτωση παραπομπής, το ΣυμΕφ αποφασίζει για ισχύ εντάλματος
σύλληψης και για προσωρινή κράτηση και την αντικατάστασή τους με περιοριστικούς όρους.
Αντίθεση των παραπάνω με το 20 Σ (αδυναμία προσφυγής) => δικαίωμα υπεράσπισης και ακρόασης.
Μετριασμός με δικαίωμα γνώσης της εισαγγελικής πρότασης πριν την υποβολή στον Πρόεδρο
Εφετών και δυνατότητα αντίκρουσης της ενδεχόμενης πρότασης παραπομπής με υπόμνημα.
ΑΠ: το 20 Σ δεν απαγορεύει στο νομοθέτη να θεσπίσει για ορισμένη κατηγορία υποθέσεων ειδικές
διατάξεις στη διαδικασία εκδίκασής τους και ειδικότερα διατάξεις που περιορίζουν την προδικασία
στο στάδιο της ανάκρισης, αποκλείοντας και τη διαδικασία ενώπιον δικαστικού συμβουλίου ή την
άσκηση ένδικων μέσων.
Καρράς: η απαγόρευση της προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης στερεί τη δυνατότητα άσκησης
δικαιώματος ακρόασης, έστω και μεταγενεστέρως, μολονότι η παραπομπή στο ακροατήριο αποτελεί
διαδικαστική πράξη, η οποία προδήλως προσβάλλει αμέσως δικαιώματα και συμφέροντα. Η
επικαλούμενη ευχέρεια του νομοθέτη θέσπισης ειδικών διατάξεων που περιορίζουν την προδικασία
στο στάδιο της ανάκρισης με περαιτέρω αποκλεισμό και των ένδικων μέσων δεν είναι απόλυτη αλλά
ισχύει υπό προϋπόθεση ότι δεν προκαλεί αποστέρηση του δικαιώματος ακρόασης, ενώ η μη
κατοχύρωση από το δικαίωμα ακρόασης και της θέσπισης ένδικων μέσων αναφέρεται σε καθιέρωση
δύο ή περισσότερων βαθμών δικαιοδοσίας, όχι στην εξέλιξη της πρωτοβάθμιας διαδικασίας.
Αν όμως δεχτούμε το νόμο, πρέπει:
(α) Η οικεία εισαγγελική πρόταση να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη
(β) Η σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών να είναι επίσης ειδικά και εμπεριστατωμένα
αιτιολογημένη
(γ) 324 ΚΠΔ: αν η άσκηση προσφυγής κατά απευθείας κλήσης απαγορεύεται ειδικά, ο προσφεύγων
μπορεί να προβάλλει τις αντιρρήσεις του ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να
κηρύξει απαράδεκτη την εισαγωγή της υπόθεσης ως την απόφαση του ΕισΕφ
(δ) Απαραίτητη προϋπόθεση για εισαγωγή με απευθείας κλήσης η περάτωση της κύριας ανάκρισης.
V. Η διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων
Α. Εισαγωγή
1. Γενική αρμοδιότητα:
308 παρ. 1 α’ ΚΠΔ: το τέλος της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από ΣυμΠλημμ (ουσιαστική
αποπεράτωση κύριας ανάκρισης)

2. Συμμετοχή των διαδίκων:


306 α’ ΚΠΔ: οι συνεδριάσεις των δικαστικών συμβουλίων δεν είναι δημόσιες
309 παρ. 2 α-ε’ ΚΠΔ: το συμβούλιο είτε έχει τη δυνατότητα αυτεπαγγέλτως είτε είναι υποχρεωμένο
κατόπιν αίτησης ενός από τους διαδίκους να διατάσσει την εμφάνιση του συνηγόρου του ενώπιόν
του με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσει κάθε διευκρίνιση, ενώ σε εξαιρετικές
περιπτώσεις μπορεί να επιτρέψει και την ενώπιόν του εμφάνιση του αιτούντος διαδίκου και επί
υποθέσεων σε βαθμό κακουργήματος, αν ο αιτών δεν έχει συνήγορο, διατάσσεται υποχρεωτικά η
εμφάνισή του.
Η αναιτιολόγητη ή σιωπηρή απόρριψη της αίτησης εμφάνισης του κατηγορουμένου προκαλεί
απόλυτη ακυρότητα, όπως και η απόφαση του συμβουλίου πριν υποβληθεί η οικεία εισαγγελική
πρόταση για την αίτηση του κατηγορουμένου. Αν μετά την περάτωση της ανάκρισης και την
υποβολή των εγγράφων στον εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο συμβούλιο από κάποιο διάδικο έγγραφα
ή οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ασκούν κατά την κρίση του συμβουλίου
ουσιαστική επιρροή, οφείλει αυτό αυτεπαγγέλτως να καλέσει και τους άλλους διαδίκους ή τους
αντικλήτους τους για να λάβουν γνώση και να προσφέρουν τις παρατηρήσεις τους.

3. Αντικείμενο της κρίσης:


Τα δικαστικά συμβούλια έχουν εξουσία να αποφασίζουν μόνο για εκείνο ή εκείνα τα εγκλήματα για
τα οποία ασκήθηκε νόμιμη ποινική δίωξη και όχι για άλλο ή άλλα, έστω και συναφή. Αν τυχόν
ανακύψει ενώπιόν του γεγονός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως έγκλημα που διώκεται
αυτεπαγγέλτως ή έγκλημα που δε διώκεται αυτεπαγγέλτως αλλά έχει υποβληθεί στην αρμόδια αρχή
η απαιτούμενη έγκληση και για το οποίο δεν έχει ασκηθεί δίωξη, το δικαστικό συμβούλιο οφείλει να
συντάξει έκθεση και να τη διαβιβάσει στον εισαγγελέα (38 ΚΠΔ).
Αν ενδεχομένως προκύπτουν υπόνοιες εναντίον προσώπου ότι ενέχεται στην ανακρινόμενη πράξη,
τότε το δικαστικό συμβούλιο διατάσσει περαιτέρω ανάκριση για να απαγγελθεί κατηγορία εναντίον
του από τον ανακριτή (72, 250 παρ.1, 312 α’ ΚΠΔ). Ενόψει της νέας ρύθμισης που απαιτεί
προηγούμενη παροχή εξηγήσεων και άσκηση δικαιωμάτων του υπόπτου (31 ΚΠΔ), πριν από την
απαγγελία κατηγορίας εναντίον του, που συχνά συνιστά άσκηση δίωξης, επιβάλλεται να προηγηθεί
αντίστοιχη διαδικασία.
Μόνο τα δικαστικά συμβούλια έχουν εξουσία να αποφασίζουν στη συγκεκριμένη υπόθεση, μόνο αν
αυτή εισήχθη ενώπιόν τους με πρόταση του αρμόδιου εισαγγελέα.

4. Λήψη εγγράφων:
Μολονότι δεν προβλέπεται ρητά, προκύπτει από δικαίωμα ακρόασης.

5. Διαδικασία απόφασης:
Με πλειοψηφία και πάντοτε αφού ακουστεί και αποχωρήσει ο εισαγγελέας.

Β. Η λειτουργική αρμοδιότητα του ΣυμΠλημμ μετά την περάτωση της ανάκρισης:


1. Απαλλακτικά βουλεύματα:
(ι) Το ΣυμΠλημμ έχει τη δυνατότητα ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία:
α. Όταν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις, ή
β. Όσες υπάρχουν δεν είναι επαρκείς για παραπομπή σε ακροατήριο, εκτός αν πρόκειται για
έγκλημα, για το οποίο πρέπει να παύσει προσωρινώς η δίωξη, ή όταν το γεγονός δεν περιέχει
αξιόποινη πράξη ή όταν υπάρχουν λόγοι οι οποίοι αποκλείουν το άδικο ή τον καταλογισμό.
(ιι) Διάκριση απαλλακτικών βουλευμάτων:
• Απαλλακτικά εν στενή εννοία: περιπτώσεις που δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που
υπάρχουν δεν είναι αποχρώσες ή το γεγονός δε συνιστά αξιόποινη πράξη
• Απαλλακτικά εν ευρεία εννοία: περιλαμβάνουν περιπτώσεις που υπάρχουν λόγοι που αποκλείουν
το άδικο ή τον καταλογισμό. Υπάγεται γενικότερα και κάθε περίπτωση κατά την οποία ο
κατηγορούμενος τέλεσε αξιόποινη πράξη αλλά κρίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία
εναντίον του για οποιονδήποτε λόγο.

2. Παύση ποινικής δίωξης:


α. Έγινε παραίτηση από την έγκληση, αν το έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση.
β. Έγινε ανάκληση από την έγκληση.
γ. Παραγράφηκε το αξιόποινο.
δ. Η αξιόποινη πράξη αμνηστεύτηκε.
ε. Ο κατηγορούμενος αποβίωσε.

3. Κήρυξη της δίωξης ως απαράδεκτης:


α. Αν συντρέχει δεδικασμένο.
β. Αν δεν υπάρχει η έγκληση, αίτηση ή άδεια που απαιτείται.
γ. Αν ελλείπει κάθε δικονομική προϋπόθεση ή αν συντρέχει διαδικαστικό κώλυμα.

4. Προσωρινή παύση ποινικής δίωξης:


Το συμβούλιο παύει προσωρινώς την ποινική δίωξη και απολύει τον τυχόν προσωρινώς κρατούμενο
όταν υπάρχουν μεν ενδείξεις αλλά δεν είναι επαρκείς για την παραπομπή στο ακροατήριο, ειδικά στα
κακουργήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση – ληστείας – εκβίασης – κλοπής – ζωοκλοπής –
εμπρησμού.
Ο κατηγορούμενος τότε μόνο μπορεί να διωχθεί πάλι για την ίδια πράξη όταν οι ενδείξεις οι οποίες
υπήρχαν εναντίον του και δεν είχαν κριθεί επαρκείς, ενισχυθούν με νέες οι οποίες δεν είχαν
υποβληθεί στην κρίση του συμβουλίου.
Εφόσον συντρέχουν και άλλα συναφή εγκλήματα, η ποινική δίωξη πρέπει να παύει προσωρινά από
το Συμβούλιο, αν η συναφής πράξη είναι συνυφασμένη με την κύρια πράξη ώστε να μην μπορεί να
νοηθεί η διάπραξή της χωρίς να διαπιστωθεί ότι έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά που
στοιχειοθετούν την τυπική μορφή της κύριας πράξης. Η μεταγενέστερη δίωξη είναι επιτρεπτή μόνο
εφόσον ανακύψουν νέες ενδείξεις, έστω κι αν αυτές προϋπήρχαν, αλλά για οποιοδήποτε λόγο δεν
είχαν τεθεί υπόψη του δικαστικού συμβουλίου.
Ο κατηγορούμενος μπορεί να προκαλέσει νέα δίωξη με σχετική αίτησή του σε εισαγγελέα, στον
οποίο θα υποβάλει συγχρόνως και τις νέες ενδείξεις.

5. Διαταγή περαιτέρω ανάκρισης:


Το συμβούλιο διατάσσει περαιτέρω ανάκριση όταν θεωρεί αναγκαία την ενέργεια ορισμένων
ανακριτικών πράξεων ή την απαγγελία κατηγορίας εναντίον ορισμένου προσώπου, για το οποίο
υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην ανακρινόμενη πράξη. Αν διατάχθηκε περαιτέρω ανάκριση,
αυτή ενεργείται από τον ανακριτή αλλά είναι δυνατόν κατά την κρίση του συμβουλίου να γίνει και
από ανακριτικό υπάλληλο, εφόσον έχει προηγηθεί μόνο προανάκριση.
ΑΠ: το συμβούλιο κρίνει κυριαρχικά για την ανάγκη συμπλήρωσης της ανάκρισης και η κρίση του
αυτή δεν υπόκειται στον έλεγχο του ΑΠ. Όμως, εφόσον κάθε βούλευμα πρέπει να περιλαμβάνει
επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και η έλλειψη αιτιολογίας αποτελεί λόγο αναίρεσης
βουλευμάτων, είναι επόμενο και η διάταξη του βουλεύματος που αποφαίνεται για την ανάγκη
διεξαγωγής ή όχι περαιτέρω ανάκρισης να μπορεί να αναιρεθεί για τον ανώτερο λόγο. Δεν απαιτείται
παράθεση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την απόρριψη του αιτήματος των διαδίκων
για ενέργεια περαιτέρω κύριας ανάκρισης, καθώς το προσβαλλόμενο βούλευμα με την αιτιολογία ως
προς την παραπομπή ή την απόφαση να μη γίνει κατηγορία έχει ήδη κρίνει πως δεν ήταν αναγκαία
περαιτέρω κύρια ανάκριση. Καρράς: άτοπο αποτέλεσμα να μην αξιολογούνται ειδικά όλα τα
αιτήματα που υποβάλλουν οι διάδικοι κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης με την επίκληση ότι η
ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παραπομπής ή απόφασης ότι δεν πρέπει να γίνει
κατηγορία καλύπτει και οποιοδήποτε αίτημα. Τεκμαίρεται δηλαδή αμάχητα η αξιολόγηση κάθε
σχετικού αιτήματος => λήψη του ζητουμένου. Παραβίαση 139 ΚΠΔ, από την οποία απορρέει
υποχρέωση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και οποιασδήποτε παρεμπίπτουσας διάταξης
βουλεύματος, ενώ σε κάθε περίπτωση καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής ο έλεγχος αν το συμβούλιο
πραγματικά ασχολήθηκε με το αντίστοιχο αίτημα του διαδίκου.

6. Παραπεμπτικά βουλεύματα:
Το δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του
αρμόδιου δικαστηρίου όταν διαπιστώσει την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων εναντίον του για τη στήριξη
κατηγορίας για ορισμένη πράξη (313 ΚΠΔ). Επαρκείς ενδείξεις (υπόνοιες) ενοχής: από το σύνολο
του αποδεικτικού υλικού πιθανολογείται με βασιμότητα ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την
αξιόποινη πράξη.
ΑΠ: επαρκείς είναι οι ενδείξεις που πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή όταν από το
αποδεικτικό υλικό προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να
υποβάλει στη δοκιμασία της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά στα οποία
στηρίζονται οι ενδείξεις. Αντίθετα δε θεωρούνται σοβαρές οι ενδείξεις όταν, καθ’ εαυτές κρινόμενες,
δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορουμένου και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά
στοιχεία που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απαλλαγή του.
Όταν το βούλευμα γίνει αμετάκλητο γίνεται κλήση του κατηγορουμένου. Είναι απαραίτητη η
επίδοση του βουλεύματος και η περαιτέρω διεξαγωγή της διαδικασίας στο ακροατήριο που
προϋποθέτει αμετάκλητη παραπομπή, επειδή διαφορετικά η κλήση είναι άκυρη, αφού δεν έχει
περιέλθει σε γνώση του κατηγορουμένου η κατηγορούμενη πράξη, ενώ περαιτέρω η ενδεχόμενη
απόφαση του δικαστηρίου υπόκειται σε αναίρεση για υπέρβαση εξουσίας, εφόσον μόνο η
αμετάκλητη παραπομπή θεμελιώνει δικαιοδοσία του για εκδίκαση της συγκεκριμένης πράξης. Δεν
επιτρέπεται να γίνεται επίδοση αποσπάσματος μόνο του βουλεύματος.
Αν ο κατηγορούμενος κρατείται προσωρινώς ή τελεί υπό περιοριστικούς όρους, το συμβούλιο
αποφαίνεται συγχρόνως και για την απόλυσή του ή για τη συνέχιση της προσωρινής του κράτησης,
καθώς και για τη διατήρηση ή όχι της ισχύος των περιοριστικών όρων ή για την αντικατάσταση τους.
Αν εκδόθηκε εναντίον του κατηγορουμένου ένταλμα σύλληψης και αυτός διέφυγε, το συμβούλιο
διατάσσει συγχρόνως κατάργηση ή διατήρησή του και προσωρινή κράτηση σε περίπτωση σύλληψης
(315 παρ. 1, 2 ΚΠΔ). Αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, το συμβούλιο, παραπέμποντας τον
κατηγορούμενο στο ακροατήριο, επιβάλλει περιοριστικούς όρους ή διατάσσει τη σύλληψη και
προσωρινή κράτησή του, έστω και χωρίς έκδοση εντάλματος (315 παρ. 3 ΚΠΔ). Αν ωστόσο το
συμβούλιο διατάσσει περαιτέρω ανάκριση, απέχει από απόφαση για περιοριστικούς όρους ή
προσωρινή κράτηση. Η παρ. 2 του 315 ΚΠΔ εφαρμόζεται αναλόγως και στην περίπτωση που η
κύρια ανάκριση ολοκληρώνεται βάσει του 308 παρ. 2 ΚΠΔ με απευθείας κλήση στο ακροατήριο,
επειδή ανακύπτει κενό.

Γ. Η λειτουργική αρμοδιότητα του συμβουλίου Εφετών


1. Έφεση κατά βουλευμάτων του ΣυμΠλημμ:
Απόφαση του Τριμελούς Εφετείου για τις εφέσεις:
(ι) Δεν πρέπει να γίνει κατηγορία: κατάργηση και εντάλματος σύλληψης ή προσωρινής κράτησης και
απόλυση κατηγορουμένου.
(ιι) Παύση δίωξης: ‘’ ‘’ ‘’
(ιιι) Κήρυξη απαράδεκτης της δίωξης: ‘’ ‘’ ‘’
(ιν) Διάταξη περαιτέρω ανάκρισης: άμεση αποστολή εγγράφων από ΕισΕφ σε ανακριτή
Πλημμελειοδικείου ή σε εφέτη. Μετά την ανάκριση, το ΣυμΕφ αποφασίζει εκ νέου.
(ν) Παραπομπή κατηγορουμένου στο ακροατήριο: αν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για υποστήριξη
κατηγορίας και η πράξη χαρακτηρίζεται ορθώς, επικυρώνεται το βούλευμα του ΣυμΠλημμ και
γίνεται η περαιτέρω διαδικασία. Μόνο αν χαρακτηρίστηκε εσφαλμένως, χαρακτηρίζεται ορθώς στο
βούλευμα του ΣυμΕφ. Νόμιμη επίδοση σε κατηγορούμενο και διαδίκους από ΕισΕφ ή ΕισΠλημ.
Μόλις καταστεί αμετάκλητο, γίνεται κλήση κατηγορουμένου.
(νι) Αν το προσβαλλόμενο βούλευμα εκδόθηκε ακύρως, το ΣυμΕφ το ακυρώνει, κρατεί το ίδιο την
υπόθεση και αποφασίζει.
2. Προτάσεις ΕισΕφ:
Κι αν δεν έγινε έφεση, το Τριμελές Εφετείο έχει λειτουργική αρμοδιότητα να αποφαίνεται σχετικά
με προτάσεις ΕισΕφ σε βούλευμα και με τις οποίες ζητά αναθεώρηση διαδικασίας.
Ο ΕισΕφ με την παραλαβή των εγγράφων και την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας έφεσης,
ελέγχει την κατηγορία μέσα σε προθεσμία (όχι ανατρεπτική) 3 ημερών και αν κρίνει ότι δεν υπάρχει
κακούργημα ή ότι το κακούργημα δε χαρακτηρίστηκε ορθώς ή ότι η κατηγορία δεν είναι βάσιμη (για
οποιονδήποτε λόγο) ή ότι δεν αποδείχτηκε ακόμη όσο πρέπει ή ότι το δικαστήριο στο οποίο
παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος είναι αναρμόδιο, φέρει την υπόθεση στο ΣυμΕφ με αιτιολογημένη
πρότασή του. Η ανωτέρω ρύθμιση εφαρμόζεται μόνο στα κακουργήματα.

3. Απόφαση σε πρώτο και τελευταίο βαθμό:


(ι) Περιπτώσεις του 322 παρ. 3 ΚΠΔ,
(ιι) Εγκλήματα που προβλέπονται σε αρ. 1 Ν. 1608/1950 και για συναφή πλημμελήματα και
κακουργήματα
(ιιι) Κατηγορία που αφορά αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται σε αρ. 10 παρ. 1 α’ Ν. 3123/2003,
εφόσον έχουν χαρακτήρα κακουργήματος.
Καρράς: οι διατάξεις αυτές που επιτρέπουν παραπομπή στο ακροατήριο χωρίς παρεμβολή
ΣυμΠλημμ, δεν είναι αντίθετες με 20 παρ. 1 Σ, δηλαδή δεν αποστερούν το δικαίωμα ακρόασης,
εφόσον παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να διατυπώσει τις απόψεις του κατά της
παραπομπής στο συμβούλιο εφετών
Κεφάλαιο 4ο:
Η διαδικασία στο ακροατήριο

Ι. Η προπαρασκευαστική διαδικασία
Α. Σκοπός
(ι) Εμφάνιση προσώπων των οποίων η συμμετοχή στην κύρια διαδικασία κρίνεται απαραίτητη.
(ιι) Προσδιορισμός δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου και του χρόνου, κατά τον οποίο θα διεξαχθεί η
κύρια διαδικασία.
(ιιι) Ακριβής καθορισμός αντικειμένου κύριας διαδικασίας.
-> Κλήτευση κατηγορουμένου:
• Κλητήριο θέσπισμα: 245 παρ. 1 α’, 308 παρ. 3 και 308Α ΚΠΔ (απευθείας κλήση στο ακροατήριο)
• Κλήση: 308 παρ. 1, 308Β ΚΠΔ και σε όσες περιπτώσεις ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο
ακροατήριο μέσω της διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων.
Ζητήματα:
α. Εισαγωγή υπόθεσης σε ακροατήριο χωρίς να έχει καταστεί αμετάκλητο το παραπεμπτικό
βούλευμα: υπέρβαση εξουσίας
β. Εισαγωγή υπόθεσης σε ακροατήριο χωρίς να έχει επιδοθεί στον κατηγορούμενο το παραπεμπτικό
βούλευμα, έστω και αν του επιδόθηκε κλήση για εμφάνιση: απόλυτη ακυρότητα 171 παρ. 1 δ’ ΚΠΔ.
γ. Επίδοση κλήσης στον κατηγορούμενο χωρίς να έχει καταστεί αμετάκλητο το παραπεμπτικό
βούλευμα αλλά διεξαγωγή της συζήτησης μετά το αμετάκλητο: παραβίαση 314 β’ και 319 παρ. 5 β’
ΚΠΔ, ωστόσο δεν ορίζεται ρητά ακυρότητα, ώστε να μπορεί να εφαρμόζεται το 170 παρ. 1 ΚΠΔ.
επομένως δεν προκαλείται σχετική ακυρότητα (σημείωση: για την έναρξη αναστολής της
παραγραφής απαιτείται όχι μόνο επίδοση έγκυρης κλήσης αλλά και αμετάκλητο παραπομπής).

Β. Οι αναγκαίες πράξεις
1. Σύνταξη κλητήριου θεσπίσματος ή κλήσης προς εμφάνιση:
(ι) Κλητήριο θέσπισμα:
α. Ονοματεπώνυμο και αν υπάρχει ανάγκη κι άλλα στοιχεία που καθορίζουν ταυτότητα
κατηγορουμένου
β. Προσδιορισμό δικαστηρίου
γ. Χρονολογία, ημέρα και ώρα εμφάνισης
δ. Ακριβή καθορισμό πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου που την προβλέπει.
Βασικό στοιχείο υπεράσπισης. ΕΣΔΑ: ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορείται τη φύση
και το λόγο της κατηγορίας εναντίον του εν λεπτομερεία.
Ακριβής καθορισμός της πράξης: αναφορά συγκεκριμένα όλων των θετικών προϋποθέσεων του
εγκλήματος, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
ε. Αριθμό, σφραγίδα, υπογραφή εισαγγελέα
(ιι) Κλήση προς εμφάνιση:
α’ – γ’ και ε’ ενώ για κατηγορούμενη πράξη να αναφέρεται σε παραπεμπτικό βούλευμα.
Αν ελλείπει και στα δύο κάποιο στοιχείο: ακυρότητα (321 παρ. 4 ΚΠΔ).

2. Επίδοση κλητήριου θεσπίσματος ή κλήσης προς εμφάνιση:


(ι) Σε κατηγορούμενο και αστικώς υπεύθυνο και αντίγραφο σε πολιτικώς ενάγοντα.
(ιι) 15 μέρες πριν, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από ειδική διάταξη νόμου: ποινή ακυρότητας.
Δυνατότητα παραίτησης από προθεσμία ή συναίνεσης στη σύντμησή του με έγγραφη ή προφορική
δήλωση ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας. Ανάκληση δεν επιτρέπεται εκτός
αν μετά τη δήλωση επήλθαν λόγοι που δικαιολογούν την παροχή νέας προθεσμίας στον
παραιτηθέντα.
(ιιι) Δυνατότητα σύντμησης της προθεσμίας εμφάνισης (169 παρ. 1 ΚΠΔ).
(ιν) Δυνατότητα του εισαγγελέα να αποσύρει την υπόθεση από τη δικάσιμο που ορίστηκε μόνο αν ο
κατηγορούμενος δικαιολογημένα ανακάλεσε τη δήλωση παραίτησης από προθεσμία επίδοσης ή
σύντμησης και ζήτησε νέα δικάσιμο ή αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι επιβάλλεται η ενέργεια κύριας
ανάκρισης για λόγους οι οποίοι προσδίδουν βαρύτερο χαρακτήρα στο πλημμέλημα, οπότε έχει
δυνατότητα να αποσύρει την υπόθεση και να διατάξει κύρια ανάκριση.
(ν) Επικρατέστερη άποψη: με επίδοση αρχίζει η κύρια διαδικασία. Αντίθετη και ορθότερη άποψη: η
κύρια διαδικασία αρχίζει με έναρξη εκδίκασης. Πρακτική συνέπεια: αναστολή προθεσμίας
παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η
καταδικαστική απόφαση.
-> Η επίδοση επιφέρει αναστολή παραγραφής μόνο όταν αφορά εμφάνιση σε αρμόδιο δικαστήριο.
Εξαίρεση: αφορά σε αρμόδιο λόγω συνάφειας, το οποίο, επειδή εκλείπουν στη συνέχεια οι λόγοι της
συνάφειας, καθίσταται αναρμόδιο. Εδώ αναστέλλεται η παραγραφή.
-> Η επίδοση επιφέρει αναστολή παραγραφής μόνο εφόσον είναι έγκυρη (155 επ. ΚΠΔ).
-> Η επίδοση επιφέρει αναστολή της παραγραφής μόνο εφόσον το κλητήριο θέσπισμα ή η κλήση
είναι έγκυρα, επειδή διαφορετικά το αντίστοιχο εισαγωγικό δικόγραφο θεωρείται ανύπαρκτο και η
κήρυξη της ακυρότητας ανατρέπει την αναστολή της παραγραφής.

Γ. Η προσφυγή εναντίον της απευθείας κλήσης


1. Δικαίωμα προσφυγής:
(ι) Κλήτευση με κλητήριο θέσπισμα απευθείας σε ακροατήριο τριμελούς πλημμελειοδικείου
(ιι) Γνώση ενεργηθείσας προανάκρισης
(ιιι) Προθεσμία δέκα ημερών από επίδοση, δεν παρεκτείνεται εξαιτίας της απόστασης
=> δικαίωμα προσφυγής σε εισαγγελέα εφετών. Αντίστοιχο δικαίωμα έχει και ο κατηγορούμενος που
κλητεύεται απευθείας σε ακροατήριο τριμελούς πλημμελειοδικείου για πλημμέλημα με σύμφωνη
γνώμη εισαγγελέα πλημμελειοδικών και ανακριτή μετά την κύρια ανάκριση.

2. Κατάργηση προσφυγής:
Αντίθετη με κατοχυρωμένη συνταγματικά αρχή δικαστικής ακρόασης, εφόσον ο παραπεμπόμενος με
απευθείας κλήση κατηγορούμενος δεν μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του εναντίον δικονομικής
πράξης παραπομπής που καταδήλως προσβάλλει άμεσα συμφέροντά του.
Β’ άποψη: η μικρή κατά βάση βαρύτητα των εγκλημάτων αρμοδιότητας ΜονΠρωτ καθιστά ανεκτή
την απαγόρευση προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης. Όμως πλέον στο ΜονΠρωτ υπάγονται και
πλημμελήματα με απειλούμενη ποινή φυλάκισης με ελάχιστο όριο κατώτερο του ενός έτους.
Επομένως η συναγόμενη από το 322 παρ. 1 ΚΠΔ απαγόρευση προσφυγής κατά της απευθείας
κλήσης στο ακροατήριο του ΜονΠλημμ είναι αντίθετη με το 20 Σ.

3. Αρμοδιότητα εισαγγελέα εφετών:


(ι) Διαταγή διενέργειας κύριας ανάκρισης, μετά την περάτωση της οποίας εφαρμόζονται όσα
ανωτέρω αναφέρθηκαν σχετικά με περάτωση κύριας ανάκρισης σε πλημμελήματα, με απευθείας
κλήση σε ακροατήριο, εφόσον συμφωνούν ανακριτής και ΕισΠλημμ, οπότε, όμως, δεν επιτρέπεται
νέα προσφυγή.
(ιι) Προσφυγή μετά από κλήτευση σε ΤριμΠλημμ για πλημμέλημα: ο ΕισΕφ διατάσσει είτε την
υποβολή στο Συμβούλιο είτε τη συμπλήρωση της ανάκρισης, οπότε αυτή περατώνεται με βούλευμα
του Συμβουλίου.
(ιιι) Δικαίωμα να διατάξει υποβολή υπόθεσης σε δικαστικό συμβούλιο εφόσον κρίνει ότι δεν
υπάρχουν υπόνοιες ή ότι οι υπάρχουσες δεν είναι επαρκείς, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη
προανάκριση ή συμπλήρωσή της.
Η δεκαήμερη προθεσμία απόφασης είναι επιτακτική.
(ιν) Εφόσον δεχτεί την προσφυγή είτε αμέσως είτε μετά από αρχική ή συμπληρωματική
προανάκριση και διατάξει εισαγωγή σε συμβούλιο, ανακύπτει ζήτημα αν ο διατασσόμενος
ΕισΠλημμ δεσμεύεται ως προς περιεχόμενο πρότασης και δεν μπορεί να υποβάλλει παραπεμπτική
πρόταση.
Α’ άποψη: δεσμεύεται, αφενός γιατί ενεργεί εν ονόματι ΕισΕφ και αφετέρου καθώς μπορεί να
απευθύνεται σε συμβούλιο μετά τη διενέργεια προανάκρισης μόνο όταν δεν υπάρχουν επαρκείς
ενδείξεις.
Β’ άποψη: αρχή της ελευθερίας της γνώμης των κατώτερων εισαγγελέων έναντι προσταγών
ανωτέρων, παραγνωρίζει λειτουργία προσφυγής ως ένδικο μέσο που συνίσταται σε έλεγχο ορθότητας
παραπεμπτικής κρίσης ΕισΠλημ από ανώτερο => δεν είναι δυνατό ο ελεγχόμενος ουσιαστικά για
εσφαλμένη εκτίμηση να εξακολουθεί να επηρεάζει δυσμενώς τον κατηγορούμενο για περαιτέρω
πορεία υπόθεσης.
=> Επίλυση: ο ΕισΠλημμ δεν είναι απαραίτητο να συντάξει δική του απαλλακτική πρόταση εφόσον
διαφωνεί με ΕισΕφ -> εισαγωγή σε ΣυμΠλημμ με απλή διαβιβαστική πρόταση. Κάλυψη τύπου και
ουσίας.

4. Κλήτευση σε Τριμελές Εφετείο:


Δικαίωμα κατηγορουμένου, αφού λάβει γνώση της ενεργηθείσας προανάκρισης, να προσφύγει σε
ΣυμΕφ μέσα σε 10 μέρες.
Απόφαση μέσα σε 10 μέρες. Αν απόρριψη προσφυγής => η απορριπτική διάταξη (όπως και η
διάταξη ΕισΕφ) επιδίδεται στον κατηγορούμενο. Αν από επίδοση ως δικάσιμο που αρχικά είχε
οριστεί μεσολαβεί ήμισυ τουλάχιστον προθεσμίας κλήτευσης, υποχρέωση εμφάνισης σε αυτή χωρίς
νέα κλήτευση. Αν όχι, κλήτευση με κλήση προς εμφάνιση. Αδυναμία νέας άσκησης προσφυγής.

5. Χαρακτηριστικά προσφυγής:
(ι) Σκοπός: έλεγχος ορθότητας προηγούμενης κρίσης.
(ιι) Επεκτατικό αποτέλεσμα (ωφελεί και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους – 469 ΚΠΔ αναλογικά).
(ιιι) Αναστέλλει εκδίκαση υπόθεσης μέχρι την απόφαση Εισαγγελέα ή ΣυμΕφ.
(ιν) Ασκείται μία μόνο φορά.
(ν) Μεταβιβάζει την υπόθεση σε άλλο ανώτερο όργανο.
(νι) Μπορεί να ασκηθεί και εμπροθέσμως (λόγοι ανωτέρας βίας που αναφέρονται ρητώς σε έκθεση
προσφυγής).
(νιι) Επεκτείνεται και σε συναφή εγκλήματα.
(νιιι) Μπορεί να ασκηθεί αυτοπροσώπως και μέσω αντιπροσώπου.
(ιχ) Λόγοι προφυγής: δικονομικοί και ουσιαστικοί. Παραδεκτά και η ακυρότητα πράξεων
προδικασίας, υποχρέωση ΕισΕφ να αποφανθεί για βασιμότητα.
(χ) Όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως ή απαγορεύεται με ειδική διάταξη δεν εφαρμόζεται το 322 επ.
ΚΠΔ, ο προσφεύγων, εφόσον έχει αντιρρήσεις, τις προβάλλει ενώπιον δικάζοντος δικαστηρίου, το
οποίο, αν τις δεχτεί, κηρύσσει απαράδεκτη την εισαγωγή της υπόθεσης μέχρις ότου αποφασίσει για
προσφυγή ο ΕισΕφ ή το ΣυμΕφ.
• Πρέπει να έχει υποβληθεί σχετική προσφυγή.
• Η προσφυγή πρέπει να έχει απορριφθεί από εισαγγελέα ή ΣυμΕφ.
• Οι αντιρρήσεις του κατηγορουμένου αφορούν μόνο παραδεκτό προσφυγής, ότι δηλαδή
εσφαλμένως κρίθηκε πως αυτή ήταν εκπρόθεσμη ή απαγορευόταν η άσκησή της.
• Το δικαστήριο αποφασίζει αντιστοίχως για το αν η προσφυγή ασκήθηκε παραδεκτώς.
• Εφόσον το δικαστήριο αποφασίσει πως ασκήθηκε παραδεκτώς, ο ΕισΕφ ή το ΣυμΕφ αποφασίζει
περαιτέρω για ουσιαστική βασιμότητα.
ΙΙ. Η κύρια διαδικασία – Οι θεμελιώδεις αρχές
1. Η αρχή της δημοσιότητας
Καθιέρωση εμπιστοσύνης πολιτών σε αμερόληπτη απονομή δικαιοσύνης. Η επ’ ακροατηρίου
συζήτηση γίνεται δημοσίως και επιτρέπεται σε οποιονδήποτε να παρευρίσκεται ακωλύτως στις
συνεδριάσεις. Εξαιρέσεις:
(ι) Απαγόρευση παρουσίας ατόμων κάτω των 17 (ελεύθερη κρίση δικαστηρίου).
(ιι) Έλεγχος αριθμού εισερχομένων.
(ιιι) 93 παρ. 2 Σ: επιβλαβής δημοσιότητα για χρηστά ήθη ή ειδικοί λόγοι προστασίας ιδιωτικής ή
οικογενειακής ζωής διαδίκων.
(ιν) 96 παρ. 3 Σ: συνεδριάσεις δικαστηρίων ανηλίκων.

2. Η αρχή της προφορικότητας:


Συνδέεται με αρχή δημοσιότητας καθώς διευκολύνει την παρακολούθηση της δίκης από το κοινό.
Επιτυγχάνεται η ζωντανή επικοινωνία των δικαστών με το προσαγόμενο αποδεικτικό υλικό και ιδίως
με τα προσωπικά αποδεικτικά μέσα, εκτιμάται πληρέστερα η προσωπικότητα κατηγορουμένου.
Τα τυχόν προσαγόμενα κατά τη συζήτηση έγγραφα πρέπει να προφορικοποιηθούν, να αναγνωστούν
ώστε να τεθούν υπό τον έλεγχο των παραγόντων της δίκης. Επίσης, η απαγγελία της απόφασης
πρέπει να γίνει προφορικά.
Η δημοσιότητα της διαδικασίας ανάγεται όχι μόνο στην ελευθερία ακώλυτης παρακολούθησης της
συζήτησης αλλά και στη διεξαγωγή της δίκης με προφορικό λόγο. Επομένως κάθε παραβίαση αρχής
προφορικότητας συνεπάγεται παραβίαση αρχής δημοσιότητας και θα πρέπει να οδηγεί σε αναίρεση.
Συνεπώς, η ανάγνωση καταθέσεων μαρτύρων που δεν εμφανίστηκαν επειδή δεν κλητεύθηκαν ή δεν
προσήλθαν, μολονότι κλητεύθηκαν, καταργεί την προφορική διαδικασία. Δεν επιτυγχάνεται η
ζωντανή επικοινωνία μάρτυρα – δικαστή.

3. Η αρχή της συγκεντρωτικής διαδικασίας:


Για να καθίσταται δυνατή η αποδοτική λειτουργία της προφορικότητας είναι απαραίτητο η
διαδικασία να διεξάγεται συνεχώς και η απόφαση να εκδίδεται αμέσως ύστερα από αυτή, γιατί έτσι
μόνο εξακολουθούν να διατηρούνται στην αντίληψη των δικαστών οι εντυπώσεις και τα αποδεικτικά
μέσα.

4. Η αρχή της συνεχούς παρουσίας ή ενότητας της εκδίκασης:


Η αποδοτική λειτουργία της αρχής της προφορικότητας απαιτεί συνεχή παρουσία κατά την εκδίκαση
των δικαστών (αλλιώς δε θα είχαν άμεση και προσωπική αντίληψη όσων έλαβαν χώρα στην
αποδεικτική διαδικασία) αλλά και του κατηγορουμένου ή τουλάχιστον του συνηγόρου του (δυνατός
ο έλεγχος όσων διαδραματίζονται).
(ι) Προς διασφάλιση εκδίκασης από τους ίδιους δικαστές: πρόσληψη αναπληρωματικού.
(ιι) Δικαίωμα παράστασης κατηγορουμένου: Κυρίως ο ίδιος, αλλά κατ’ εξαίρεση και μέσω
συνηγόρου. Συνάγεται από τον ΚΠΔ, και συγκεκριμένα από το δικαίωμα αίτησης αναβολής του
κατηγορουμένου αν ανακύψει ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισής του σε αυτή. Η αποχώρησή του κατά
τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει καθόλου την πρόοδο της διαδικασίας, επιτρέπεται όμως στο
συνήγορό του να παραστεί αντί γι’ αυτόν. Αναβολή δίκης ή εκπροσώπηση από συνήγορο αν ο
προσωρινώς κρατούμενος δεν μπορεί να εμφανιστεί στη δίκη λόγω νόμιμου κωλύματος (ανωτέρα
βία ή ανυπέρβλητο αίτιο). ΑΠ, ΕΣΔΑ: ο νομοθέτης δε δικαιούται να τιμωρεί τον κατηγορούμενο με
την αποστέρηση του δικαιώματος υπεράσπισής του από συνήγορο και όταν ακόμη η απουσία του
είναι ηθελημένη και αδικαιολόγητη.
Α’ άποψη: ο κατηγορούμενος υποχρεούται να παρίσταται συνεχώς κατά τη διάρκεια της δίκης
(αποτελεί συνέπεια ανάγκης χρησιμοποίησής του ως αποδεικτικού μέσου, αρχή αναζήτησης
ουσιαστικής αλήθειας).
Αντίρρηση: υποκείμενο, όχι αντικείμενο ή μέσο της δίκης, δικαίωμα άρνησης απάντησης στην
κατηγορία, δεν μπορεί κανείς να τον εξαναγκάσει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. ΕΣΔΑ: Κάθε
κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή να αναθέσει την υπεράσπισή του σε
συνήγορο επιλογής του. ο εθνικός νομοθέτης δεν εμποδίζεται να αποθαρρύνει την αδικαιολόγητη
απουσία του κατηγορουμένου, ενόψει της σημασίας που έχει για τη διεξαγωγή της δίκης η
αυτοπρόσωπη εμφάνισή του, τα μέτρα όμως αυτά δεν μπορούν να καταλύουν το θεμελιώδες
δικαίωμα υπεράσπισης.

5. Η αρχή της κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης:


(ι) Δικαίωμα διαδίκων και συνηγόρων τους να λαμβάνουν το λόγο όταν το ζητούν (δηλώσεις,
αιτήσεις ή ενστάσεις).
(ιι) Δικαίωμα υποβολής απευθείας ερωτήσεων σε μάρτυρες ή πραγματογνώμονες.
(ιιι) Μετά την εξέταση αποδεικτικού υλικού, δικαίωμα διαδίκων να αναφέρουν οτιδήποτε μπορεί να
προσδιορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του.
Φαινομενική αντιδικία εισαγγελέα: απαγγελία με συνοπτική ακρίβεια της κατηγορίας, δικαίωμα να
απαιτεί από μάρτυρες τις διασαφήσεις που θεωρεί χρήσιμες για εξακρίβωση αλήθειας και
απεύθυνσης ερωτήσεων στον κατηγορούμενο, …

6. Η αρχή της κατ’ αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης:


Εξασφάλιση της δυνατότητας παράστασης όλων των διαδίκων. Η προϋπόθεση αυτή καλύπτεται στην
κύρια διαδικασία εφόσον ο κατηγορούμενος και ο αστικώς υπεύθυνος κλητεύονται στο ακροατήριο.
Εφόσον ο εισαγγελέας «αντιδικεί», οφείλει να παρίσταται.

7. Η αρχή της ισότητας των όπλων:


Δικαιώματα διαδίκων και συνηγόρων τους: 33 παρ. 2, 357 παρ. 3, 358, 369 παρ. 1 και 2 β’ ΚΠΔ.
Ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του μιλούν πάντα τελευταίοι. Η θέση του κατηγορουμένου στην
κύρια επ’ ακροατηρίου διαδικασία είναι ιδιαίτερα δυσμενής (αγωνία, με αποτέλεσμα να μην
κατορθώνει να αντιμετωπίζει επαρκώς την κατηγορία). Το δικαίωμα της τελευταίας λέξης είναι ένα
επαρκές αντιστάθμισμα.
Η αρχή της ισότητας των όπλων κατοχυρώνεται και για τον εισαγγελέα.

8. Η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως:


Εφόσον λάβει το λόγο ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος ή κάποιος διάδικος, έχουν δικαίωμα να
το λάβουν και οι υπόλοιποι, ενώ παράλληλα επιφυλάσσεται ρητά το δικαίωμα του κατηγορουμένου
ή συνηγόρου του να ομιλήσουν πάντοτε τελευταίοι. Παρέχεται δυνατότητα άμεσης αντίκρουσης
δηλώσεων, αιτήσεων, ενστάσεων και απόψεων οι οποίες προβάλλονται από εκείνο που έλαβε το
λόγο, εκ μέρους των υπόλοιπων διαδίκων ή του εισαγγελέα, ώστε ο δικαστής να έχει υπόψη του σε
κάθε θέμα και σε κάθε φάση τις απόψεις όλων των πλευρών.

9. Η αρχή της ολόπλευρης διερεύνησης της υπόθεσης:


Υποχρέωση ποινικού δικαστηρίου να διερευνήσει ολόπλευρα την υπόθεση, με τον ουσιαστικό
περιορισμό που επιβάλλει το 250 παρ. 1 ΚΠΔ.
Η αρχή απορρέει από γενικότερο ερευνητικό ή διαγνωστικό καθήκον ποινικού δικαστή, φορέων
ανάκρισης και δικαστικών συμβουλίων.
Συνέπεια: η πράξη για την οποία κινήθηκε δίωξη αποτελεί αντικείμενο δίκης, όχι όμως στατικό,
αλλά δυναμικό => τροποποιείται και διαμορφώνεται στην πορεία της διαδικασίας ανάλογα με τα
στοιχεία που συγκεντρώνονται και την αντίστοιχη εκτίμησή τους με την απαραίτητη προϋπόθεση
πως δε μεταβάλλεται η υπόσταση της πράξης σε σημείο τέτοιο, ώστε να πρόκειται για άλλη πια
πράξη.
Η τυχόν τροποποίηση της κατηγορίας κατά την κύρια διαδικασία δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο για
υπεράσπιση κατηγορουμένου. Γίνεται φανερό πως ο κατηγορούμενος αιφνιδιάζεται από
τροποποίηση με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να αντιμετωπίσει με επιτυχία τα νέα στοιχεία τα
οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δε γνώριζε και που, ενδεχομένως, παραλλάσσουν σημαντικά την
κατηγορία. Όμως, η υποχρέωση επίδοσης του κλητήριου θεσπίσματος ή της κλήσης προς εμφάνιση
επιδιώκει πληροφόρηση κατηγορουμένου για κατηγορία. Επομένως εδώ παραβιάζεται βασικό
δικαίωμα υπεράσπισης, εφόσον δεν του παρέχεται η δυνατότητα να προετοιμαστεί κατάλληλα και
έγκαιρα για αντίκρουση νέας μορφής κατηγορίας. Θα πρέπει να εφαρμόζεται το 174 παρ. 2 ΚΠΔ
(σχετική ακυρότητα).
ΙΙΙ. Η κύρια διαδικασία – Μερικότερα στάδια
Α. Η έναρξη της εκδίκασης
1. Διάκριση:
(ι) Τυπική: εκφώνηση ονοματεπώνυμου κατηγορουμένου. Αποτελεί (κατά την ορθότερη αλλά όχι
κρατούσα άποψη) το σημείο έναρξης της αναστολής της προθεσμίας παραγραφής.
(ιι) Ουσιαστική: απαγγελία κατηγορίας. Αυτή είναι και το κρίσιμο σημείο για υποβολή αιτήσεων (πχ
αίτηση εξαίρεσης) και αντιρρήσεων. Στο στάδιο αυτό φανερά αρχίζει η εκδίκαση ή συζήτηση.

2. Διορισμός συνηγόρου:
Αμέσως μετά την εκφώνηση του ονοματεπώνυμου. Δικαίωμα να διορίσει ως 3 δικηγόρους είτε
προφορικά είτε εγγράφως. Ο διορισμός παρέχει στο συνήγορο την εξουσία εκπροσώπησης του
κατηγορουμένου σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις. Αν μάλιστα πρόκειται για κακούργημα, ο
πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει υποχρεωτικώς συνήγορο.
Υποχρεωτικός διορισμός συνηγόρου: δε συνδέεται με οικονομική αδυναμία κατηγορουμένου και δεν
απαιτείται υποβολή αιτήματος. Χρειάζεται να παρέχεται επαρκής χρόνος στο διοριζόμενο συνήγορο
για μελέτη δικογραφίας -> διακοπή εκδίκασης για όσο διάστημα αυτός ζητήσει. Η υποχρέωση
διορισμού συνηγόρου ανακύπτει και αν αποχωρήσει κατά τη διάρκεια της εκδίκασης ο συνήγορος
του κατηγορουμένου. Ο διορισμός συνηγόρου γίνεται έστω και αν ο κατηγορούμενος εκφράζει
αντίθεση, επειδή ακριβώς η Πολιτεία ενδιαφέρεται και υποχρεούται να εξασφαλίζει δίκαιη δίκη
(κατά τεκμήριο εξυπηρετείται με ύπαρξη συνηγόρου). Όμως, αν ο κατηγορούμενος αρνείται
διορισμό εκφράζοντας ρητή αντίρρηση στο πρόσωπο του συνηγόρου και επιμένοντας παράσταση
του δικού του συνηγόρου που δεν μπορεί ωστόσο να παραστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση λόγω
κωλύματος -> η επιμονή για διορισμό υποχρεωτικού συνηγόρου αντιτίθεται σε δικαίωμα ελεύθερης
επιλογής συνηγόρου (δίκαιη δίκη). Η μόνη συνεπής εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων οδηγεί σε
αποδοχή λύσης ότι σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο, ο πρόεδρος διορίζει
υποχρεωτικό συνήγορο αλλά αν δηλώνεται ρητά η έλλειψη εμπιστοσύνης στο διοριζόμενο συνήγορο
ή γενικά επιμένει σε διορισμό δικού του συνηγόρου, πρέπει να θεωρείται πως η υποχρέωση
εκπληρώθηκε με αρχικό διορισμό και η διαδικασία επιτρέπεται να γίνεται χωρίς τη συμπαράσταση
δικηγόρου.
Επιτρέπεται καταρχήν ο διορισμός συνηγόρου άλλου συγκατηγορουμένου, εκτός φυσικά αν οι
κατηγορούμενοι έχουν αντίθετα συμφέροντα ή ο διοριζόμενος προβάλλει αδυναμία υπεράσπισης του
κατηγορουμένου αυτού. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει δωρεάν παράσταση
συνηγόρου.

3. Εμφάνιση κατηγορουμένου:
Ο κατηγορούμενος που εμφανίζεται πρέπει να προτείνει τις αντιρρήσεις του για την τυχόν
ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητήριου θεσπίσματος και του καταλόγου των
μαρτύρων καθώς και την ακυρότητα της επίδοσης ή κοινοποίησης των ανωτέρω εγγράφων και της
πολιτικής αγωγής ή την ακυρότητα από τη μη τήρηση των προβλεπόμενων προθεσμιών εμφάνισης,
γιατί διαφορετικά οι ακυρότητες καλύπτονται.
Απών κατηγορούμενος: το δικαστήριο εξετάζει νομιμότητα κλήτευσης. Αν δεν έγινε νόμιμα,
απαράδεκτη η συζήτηση. Αν έγινε νόμιμα, ή αν παραπέμφθηκε για κακούργημα και είναι ή θεωρείται
γνωστής διαμονής, εκδίκαση οσεί παρών. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο αθωωθείς στον πρώτο βαθμό
για κακούργημα δεν εμφανιστεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου για να δικαστεί μετά από έφεση
που άσκησε ο εισαγγελέας επιδιώκοντας καταδίκη του.
Οσεί παρών: η απουσία δε συνεπάγεται δυσμενή δικονομική συνέπεια και το δικαστήριο
υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ενοχή και αθωότητα.
Αν η εμφάνιση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του εμποδίζεται από λόγους ανωτέρας βίας ή
άλλα ανυπέρβλητα αίτια, δικαιούται, αφού καταστήσει γνωστό στο δικαστήριο με οποιοδήποτε μέσο
το κώλυμα, να ζητήσει αναβολή.
Κατηγορούμενος για πλημμέλημα που κλητεύθηκε ως απών από κατοικία και αγνώστου διαμονής:
αν εμφανιστεί, η συζήτηση προχωρεί κανονικώς. Αν δεν εμφανιστεί, κάθε εξ αίματος μέχρι δ’ βαθμό
ή εξ αγχιστείας μέχρι β’ βαθμό συγγενής μπορεί να εμφανιστεί και να διορίσει στον απόντα
κατηγορούμενο συνήγορο, ο οποίος τον υπερασπίζεται οσεί παρών.
Κατηγορούμενος για κακούργημα αγνώστου διαμονής και δεν παρουσιάζεται / συλλαμβάνεται μέσα
ε 1 μήνα από επίδοση παραπεμπτικού βουλεύματος: αναστολή διαδικασίας στο ακροατήριο με
διάταξη εισαγγελέα εφετείου ώσπου να συλληφθεί ή να εμφανιστεί.

4. Εμφάνιση αδικηθέντος:
Έχει πάντα δικαίωμα (ανεξάρτητα από δήλωση παράστασης κατά την ανάκριση) να εμφανιστεί
ενώπιον του δικαστηρίου και να επιδιώξει απαιτήσεις αποζημίωσης και αποκατάστασης.
(ι) Αν προτίθεται να επιδιώξει απαιτήσεις αποζημίωσης και αποκατάστασης, οφείλει να επιδώσει
δικόγραφο αντίστοιχης πολιτικής αγωγής στον κατηγορούμενο πέντε μέρες πριν τη δικάσιμο.
(ιι) Αν όμως θέλει να επιδιώξει μόνο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης,
μπορεί να υποβάλει απαίτηση χωρίς έγγραφη προδικασία.
Είναι δυνατό να εισαχθεί η πολιτική αγωγή που έχει ήδη εγερθεί ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου,
εφόσον όμως δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση.
Ο δικαιούμενος να ασκήσει πολιτική αγωγή εμφανίζεται ως την έναρξη αποδεικτικής διαδικασίας
(εξέταση πρώτου μάρτυρα) και δηλώνει ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων.
Η απόφαση για την ενεργητική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντα θα πρέπει να λαμβάνεται
αμέσως μετά την υποβολή σχετικής ένστασης του κατηγορουμένου και σε κάθε περίπτωση πριν την
έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας.
ΑΠ: όταν υπάρχει, σύμφωνα με τη δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος και την αξιόποινη πράξη,
ενεργητική νομιμοποίηση που αμφισβητείται κατ’ ουσία από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου
και η κρίση του ζητήματος εξαρτάται από εκτίμηση αποδεικτικού υλικού, μπορεί το δικαστήριο να
αποφασίζει αποβολή πολιτικής αγωγής μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις
αγορεύσεις των συνηγόρων.
Καρράς: δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση της ΝΟΜ ΑΠ, γιατί παρέχει τη δυνατότητα
συμμετοχής στην κύρια διαδικασία στο ακροατήριο ενός προσώπου που δεν έχει δικαίωμα αυτό,
ώστε η τυχόν μεταγενέστερη αποβολή του δεν ακυρώνει επιρροή που τυχόν ασκήθηκε σε
διαμόρφωση καταδικαστικής απόφασης από συμμετοχή του.
Η δήλωση παράστασης του πολιτικώς ενάγοντα μπορεί να κηρυχθεί απαράδεκτη κατόπιν πρότασης
του εισαγγελέα ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε οποιαδήποτε στάση της κύριας διαδικασίας.
Η μη εμφάνιση του πολιτικώς ενάγοντος ως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας δεν μπορεί σε
οποιαδήποτε περίπτωση να δικαιολογήσει αναβολή της δίκης. Αν αυτός εμφανιστεί εγκαίρως αλλά
αποχωρήσει κατά τη διάρκεια της συζήτησης, είναι δυνατόν να αποβληθεί.

5. Ουσιαστική έναρξη:
Με τη λήψη της ταυτότητας του κατηγορουμένου και τη νομιμοποίηση των άλλων διαδίκων
ολοκληρώνεται η τυπική έναρξη και έτσι μπορεί να αρχίσει ουσιαστικά η διαδικασία, αφού πλέον
παρευρίσκονται τα πρόσωπα που ενδιαφέρονται αμέσως.
Έτσι ακολουθεί η ουσιαστική έναρξη:
(ι) Απαγγελία με συνοπτική ακρίβεια της κατηγορίας από δημόσιο κατήγορο ή εισαγγελέα:
διευκόλυνση διεξαγωγής δημοσιότητας.
(ιι) Ο διευθύνων τη συζήτηση ζητά από κατηγορούμενο πληροφορίες για την πράξη ενώ συγχρόνως
του υπενθυμίζει ότι η απολογία του θα γίνει μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας.
(ιιι) Εκφώνηση καταλόγου μαρτύρων και πραγματογνωμόνων. Αν δεν εμφανιστεί κάποιος, του
οποίου η μαρτυρία κρίνεται αναγκαία για ανακάλυψη αλήθειας:
• Αν ο κατηγορούμενος ή ένας απ’ τους κατηγορουμένους κρατείται προσωρινώς, το δικαστήριο
διατάσσει υποχρεωτικά τη διακοπή της δίκης ως το πολύ 8 μέρες και τη βίαιη προσαγωγή του
απόντος.
• Αν κανένας δεν κρατείται προσωρινά ή αν κατά την επανάληψη της διακοπείσας δίκης
απουσιάζουν και πάλι οι ίδιοι λόγω μη εκτέλεσης της βίαιης προσαγωγής, το δικαστήριο
αναβάλλει για το πολύ 60 μέρες, αν το κρίνει αναγκαίο. Η προθεσμία για εμφάνιση και η
παρέκτασή της συντέμνονται στο ήμισυ, ενώ το ίδιο ισχύει για δεύτερη αναβολή δίκης για
οποιοδήποτε λόγο.
6. Αναβολή:
(ι) Δυνατότητα να διατάξει αναβολή και για συλλογή αποδείξεων. Αν όμως κρίνει ότι κατά τη
διάρκεια της συνεδρίασης είναι δυνατό να προσέλθει μάρτυρας που δεν κλητεύθηκε ή του οποίου το
όνομα δε γνωστοποιήθηκε και του οποίου τη μαρτυρία θεωρεί αναγκαία, μπορεί να διατάξει άμεση
εμφάνιση και εξέταση.
ΑΠ: δεν υπάρχει έλλειψη ακρόασης από τη μη εξέταση μάρτυρα του οποίου διατάχτηκε η βίαιη
προσαγωγή κατά τη συνεδρίαση αλλά δεν επιτεύχθηκε – δεν υπόκειται στον έλεγχο του ΑΠ η κρίση
του δικαστηρίου της ουσίας να διατάξει βίαιη προσαγωγή μάρτυρα. Καρράς: υπόκειται όμως η
αιτιολογία της απόφασης.
Αν το δικαστήριο αναβάλει για ισχυρότερες αποδείξεις ή διακόψει για να εμφανιστούν νέοι
μάρτυρες, οφείλει να διατάξει και κλήτευση νέων μαρτύρων που ο κατηγορούμενος πρότεινε (327
παρ. 2 ΚΠΔ).
(ιι) Δυνατότητα να διατάξει αναβολή για λόγους ανωτέρας βίας: μετά από πρόταση εισαγγελέα ή και
αυτεπαγγέλτως.
(ιιι) Δυνατότητα να διατάξει αναβολή για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανωτέρας βίας: με
αίτημα διαδίκου. Η αναβολή δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 3 μήνες.
Δεύτερη αναβολή μπορεί να δοθεί για τους ίδιους ως άνω λόγους και σύμφωνα με τους ως άνω
όρους, ενώ απαγορεύεται κάθε άλλη αναβολή. Δυνατότητα διακοπής δίκης ή συνεδρίασης για 15
μέρες το πολύ και μέχρι 2 φορές.
Αναβολή σε ρητή δικάσιμο. Αν ο λόγος αναγγέλθηκε από συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό
απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο, η απόφαση για την αναβολή επέχει
θέση κλήτευσης.
Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανωτέρας βίας για αναβολή και δεν περιλαμβάνεται σε
ανωτέρω περιορισμούς.
Καρράς: η προσπάθεια περιορισμού της δυνατότητας χορήγησης αναβολών, παρότι κατανοητή,
συνιστά ρύθμιση που προσβάλλει εσωτερική λειτουργική ανεξαρτησία δικαστών, που σημαίνει ότι οι
δικαστές κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους δρουν χωρίς να εξαρτώνται ή να δέχονται
οδηγίες από τα όργανα των δύο άλλων λειτουργιών. Κι αυτό επειδή ο νόμος τους απαγορεύει να
χορηγήσουν επιπλέον αναβολή, ακόμα κι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνουν ότι η υπόθεση
δεν μπορεί να δικαστεί λόγω αδυναμιών ή ελλείψεων.
(ιν) Δυνατότητα αναβολής όταν υπάρχει εκκρεμής δίκη ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου για ζήτημα
το οποίο ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων αλλά έχει σχέση με την ποινική δίκη.
(ν) Δυνατότητα αναβολής όταν η απόφαση σε ορισμένη ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση
για την οποία ασκήθηκε δίωξη. Προϋποθέσεις:
α. Ύπαρξη δύο ποινικών δικών: πρέπει να έχει ήδη αρχίσει η προδικαστική ποινική δίκη.
β. Εκκρεμότητα δύο δικών.
γ. Εξάρτηση δύο δικών: στενός σύνδεσμος ώστε να καθίσταται προφανές ότι η προδικαστική δίκη
ασκεί αποφασιστική επίδραση στην κύρια. Τέτοια εξάρτηση υπάρχει πάντα στις περιπτώσεις 224,
229, 362 και 363 ΠΚ, αν για το γεγονός για το οποίο δόθηκε όρκος / έγινε καταμήνυση / ισχυρίστηκε
ή διέδωσε ο υπαίτιος ασκήθηκε δίωξη. Από τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της ευθύνης των συμμετόχων
συνάγεται πως δεν κωλύεται η δίωξη ή καταδίκη άλλου και επομένως από μόνη τη συμμετοχή
περισσότερων ατόμων στην ίδια ποινικώς αξιόλογη αδικοπραξία δε δημιουργείται η εξάρτηση που
απαιτείται κατά το 59 ΠΚ της δίκης κάποιου από τη δίκη άλλου, ώστε να αναβληθεί η εξαρτώμενη.
Αν υποβάλλεται αίτηση αναβολής από κατηγορούμενο / συνήγορό του / εισαγγελέα: υποχρέωση του
δικαστηρίου να απαντήσει αιτιολογημένα, αλλιώς ακυρότητα.
Σε κάθε περίπτωση αναβολής ή ματαίωσης: δυνατότητα να αντικαταστήσει προσωρινή κράτηση με
περιοριστικούς όρους.

Β. Η αποδεικτική διαδικασία
1. Εισαγωγή:
Δε χρειάζονται απόδειξη:
(ι) Πασίδηλα, πραγματικά γεγονότα τόσο πασίγνωστα ώστε να μην υπάρχει εύλογη αμφιβολία ότι
είναι αληθινά.
(ιι) Γνωστά στο δικαστήριο, πραγματικά περιστατικά γνωστά από άλλη δικαστική ενέργεια, αν η
αλήθεια ισχύει απέναντι σε όλους.
(ιιι) Διδάγματα κοινής πείρας.
(ιν) Δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας.
Και στα ανωτέρω χρειάζεται παροχή δηλώσεων και εξηγήσεων από διαδίκους και εισαγγελέα.
Έναρξη αποδεικτικής διαδικασίας με την έναρξη εξέτασης οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου – λήξη
με κήρυξη από εκείνο που διευθύνει τη συζήτηση.

2. Οι βασικές αρχές:
(ι) Υποχρέωση διασάφησης κατηγορούμενης πράξης:
351 παρ. 1 ΚΠΔ: εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση φροντίζει με επιμέλεια ώστε με τη σειρά που θα
προσδιορίσει για εξέταση μαρτύρων και αποδείξεων να διασαφηνιστούν όσο το δυνατό πληρέστερα
τα σχετικά με την πράξη, την κατηγορία ή υπεράσπιση, να διαλυθεί κάθε σύγχυση και να προκύψει
βέβαιη πεποίθηση για δικαζόμενη κατηγορία, στηριγμένη σε βάσιμες αποδείξεις.
Το δικαστήριο πρέπει να ερευνήσει όλα τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με
κατηγορούμενη πράξη καθώς και να αναζητήσει όλα τα αποδεικτικά μέσα που είναι απαραίτητα για
την απόδειξη αυτών των περιστατικών.
Υποχρέωση δικαστηρίου να συγκεντρώνει αυτεπαγγέλτως αποδεικτικό υλικό. Δε φέρει βάρος
απόδειξης, καθώς η μη συγκέντρωση αποδείξεων δε συνεπάγεται απώλεια της δίκης.
(ιι) Δικαίωμα υποβολής αιτήσεων διεξαγωγής αποδείξεων:
333 παρ. 3 β’ ΚΠΔ: υποχρέωση δικαστηρίου να εξετάζει αιτήσεις και να ερευνά με επιμέλεια κάθε
περιστατικό που επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος υπέρ αυτού, εφόσον είναι χρήσιμο για ανακάλυψη
αλήθειας (βλ. και 274 β’ ΚΠΔ).
(ιιι) Αρχή αμεσότητας:
α. Ζωντανή επικοινωνία των παραγόντων της δίκης και των δικαστών με όσα λαμβάνουν χώρα στην
ακροαματική διαδικασία, άμεση αντίληψη αποδεικτικού υλικού => ο δικαστής οφείλει να βασίσει
την κρίση του μόνο σε εκείνα τα αποδεικτικά στοιχεία που αντιλήφθηκε αμέσως και προσωπικώς.
β. Ο δικαστής πρέπει να αναζητεί το αποδεικτικό υλικό στο οποίο θα βασίσει την κρίση του όσο το
δυνατόν περισσότερο άμεσα ώστε να χρησιμοποιείται κάθε φορά εκείνο το μέσο που θα μπορεί να
παράσχει την καλύτερη δυνατή απόδειξη – η άμεση απόδειξη ενός γεγονότος είναι φυσικό να
παρέχει μεγαλύτερη αξιοπιστία από την έμμεση. Το αμεσότερο αποδεικτικό μέσο πρέπει να
αποκλείει το απώτερο ή λιγότερο άμεσο ή τουλάχιστον να προτιμάται από αυτό (ουσιαστική
αμεσότητα – αρχή εγγύτερου αποδεικτικού μέσου). Στο ελληνικό δίκαιο δεν ισχύει (224 ΚΠΔ).
γ. Αρχή αμεσότητας με έννοια άμεσης προσωπικής επαφής ή εντύπωσης του δικάζοντος:
• Το δικαστήριο εξετάζει το ίδιο και ενώπιόν του τους μάρτυρες / κατηγορουμένους /
πραγματογνώμονες.
• Το δικαστήριο απαγορεύεται κατά κανόνα να αναγνώσει τις καταθέσεις των μαρτύρων /
κατηγορουμένων που λήφθηκαν στην προδικασία.
• Το δικαστήριο διενεργεί το ίδιο αυτοψία σε τόπους – πράγματα – ανθρώπους (βλ. και 363 ΚΠΔ).
• Ενώπιον του δικαστηρίου διαβάζονται στο ακροατήριο οι νομότυπες εκθέσεις ανακριτικών
υπαλλήλων.
(ιν) Αρχή της ελεύθερης εκτίμησης αποδείξεων:
α. Ελεύθερη εκτίμηση αποδείξεων: 177 ΚΠΔ = οι δικαστές πρέπει να αποφασίζουν σύμφωνα με την
πεποίθησή τους ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησης και οδηγούμενοι από απροσωπόληπτη κρίση
που προκύπτει από συζήτηση σχετικά με αλήθεια πραγματικών γεγονότων, για αξιοπιστία μαρτύρων
και αποδείξεων. Οι δικαστές είναι ελεύθεροι να διαμορφώνουν την πεποίθησή τους εκτιμώντας και
αξιολογώντας τις προσαγόμενες αποδείξεις χωρίς να δεσμεύονται από νομικούς κανόνες αλλά
σύμφωνα με τις επιταγές της συνείδησής τους. Η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων αποτελεί
βοηθητικό μέσο για πραγμάτωση ουσιαστικού δικαίου και απαραίτητη για το σκοπό αυτό
διαπίστωση αλήθειας. Αποδεσμεύεται ο ποινικός δικαστής και δεν υποτάσσεται σε προκαθορισμένο
σύστημα αξιολόγησης αποδεικτικών μέσων, αλλά παράλληλα είναι υποχρεωμένος να προβαίνει σε
αξιολόγηση σταθμίζοντας με αντικειμενικότητα τη σημασία τους ώστε τελικά το αποδεικτικό του
συμπέρασμα να αποτελεί σύνθεση όλων των προσαχθέντων κατά την αποδεικτική διαδικασία
αποδεικτικών μέσων.
Αντίθετο σύστημα: νομικές αποδείξεις = απόλυτα δεσμευτική ισχύς αποδεικτικών μέσων, αδυναμία
εκτίμησης. Η δυσχέρεια των δικαστών να ανακαλύψουν δράστες εγκλημάτων οδήγησε σε χρήση
απάνθρωπων και εξουθενωτικών μεθόδων.
β. Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις: η τυχόν αξιολόγηση ενός αποδεικτικού μέσου αποκτηθέντος κατά
τρόπο αντικείμενο σε διάταξη νόμου ενέχει πρόδηλη αυτοτελή και αυθύπαρκτη απαξία η οποία δεν
καλύπτεται από το ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη δικονομική διάταξη που να απαγορεύει τη χρήση ή να
προβλέπει αναιρετικό έλεγχο. Η αξιοποίηση παράνομα αποκτηθέντος αποδεικτικού μέσου
παραβιάζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και προκαλεί (171 ΚΠΔ) απόλυτη ακυρότητα. Συνιστά
υπέρβαση εξουσίας με την έννοια υπέρβασης της λειτουργικής αρμοδιότητας.
Ανδρουλάκης: υπάρχει απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποίησης ενός αποδεικτικού μέσου όταν
προβλέπεται ρητά ή προκύπτει σαφώς από νόημα σχετικής διάταξης ή η παρανομία θα έβρισκε με
την αξιοποίηση και δικονομική έκφραση και συνέχιση, με την έννοια ότι η ίδια η αξιοποίηση θα
συνιστούσε περαιτέρω προσβολή του τρωθέντος με την παράνομη κτήση αγαθού ή αποτελεί προϊόν
στάθμισης της απαξίας που έχουν η εν λόγω παρανομία από τη μια μεριά και η βέβαιη ή δυνατή
τρώση της ποινικής λειτουργίας από την άλλη, όπου η απαξία της πρώτης πρέπει να είναι υπέρτερη,
οπότε η απαγόρευση επεκτείνεται και στις έμμεσα κτηθείσες αποδείξεις, ενώ ποτέ δεν απαγορεύεται
η αξιοποίηση προς όφελος του κατηγορουμένου.
Άλλη άποψη: είναι ανεπίτρεπτη η αξιολόγηση αποδεικτικού μέσου που απέκτησαν κρατικά όργανα
παραβιάζοντας συνταγματικές ή άλλες διατάξεις, ή ιδιώτες κατά βάναυση προσβολή ανθρώπινων
δικαιωμάτων, γιατί τότε η αξιολόγηση αυτή θα ήταν μια συνέχιση της προσβολής, ενώ πρέπει να
σταθμίζεται από το δικαστήριο κάθε περίπτωση με βάση την αποδεικτική κατάσταση ανάγκης
(αδυναμία συγκέντρωσης αποδείξεων με νόμιμο τρόπο) όταν πρόκειται για αποδεικτικό μέσο που
απέκτησε ιδιώτης χωρίς τη συγκατάθεση του προσβαλλομένου.
177 παρ. 2 ΚΠΔ: αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών δε
λαμβάνονται υπόψη.
19 παρ. 3 Σ: απαγορεύεται απόλυτα και αδιακρίτως η χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων.
Ωστόσο αίρεται η απαγόρευση όταν συντρέχει λόγος που αποκλείει το άδικο (ρητή εξαίρεση:
βασανιστήρια). Δε λαμβάνονται υπόψη = λόγω του είδους και της έκτασης της αντίφασης προς το
ουσιαστικό ή το δικονομικό δίκαιο θεωρείται ανύπαρκτη ως προς δικονομική αξιολόγηση και ο
φορέας της επόμενης φάσης πρέπει να την παραβλέψει. Η κατηγορία των μη ληπτέων υπόψη
κατατάσσεται στην ανώτατη βαθμίδα των παρατυπιών, που μάλιστα δε χρειάζονται ρητή δικαστική
διαπίστωση της ανυπαρξίας τους. Γίνεται όμως δεκτό για ασφάλεια δικαίου ότι μπορούν να
υπόκεινται σε προσβολή με ένδικα μέσα. Σε κάθε περίπτωση, προκαλείται ακυρότητα απόλυτη.
Η ανωτέρω διάταξη δεν καλύπτει όλες τις περιπτώσεις παράνομων αποδεικτικών μέσων. Για την
αξιολόγηση αυτών διατυπώθηκε η θεωρία της στάθμισης.
Καρράς: η στάθμιση έχει γίνει ήδη από το Σ. Επίσης, όπου κρίνεται απαραίτητο, προβλέπεται ρητά η
δυνατότητα χρησιμοποίησης και αξιοποίησης του οικείου αποδεικτικού μέσου. Αν αντιθέτως στην
οικεία διάταξη δεν προβλέπεται εξαίρεση από την αποδεικτική απαγόρευση, ο νομοθέτης έχει ήδη
επιλέξει. Μόνο εξαιρετικά, επομένως, υπάρχει περιθώριο στάθμισης, κι αυτό όταν η παρανομία είναι
μια απλή παρατυπία.
-> Η απαγόρευση δεν ισχύει εφόσον το αποδεικτικό μέσο είναι νόμιμο καθ’ εαυτό, προέρχεται όμως
από ένα άλλο παράνομο αποδεικτικό μέσο, αλλά παράλληλα δεν εξαρτάται από αυτό (175 α’ ΚΠΔ).
Θα πρέπει να παραμένουν αξιοποιήσιμα τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία που έχουν μόνο μια ασθενή
αιτιώδη σχέση με την παράνομη αποδεικτική πράξη. Η παραδοχή της αναπόφευκτης αποκάλυψης
(δυνατότητας αξιολόγησης παράνομα αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων με βάση την υπόθεση πως
αυτά θα είχαν αναπόφευκτα αποκαλυφθεί και με νόμιμο τρόπο) είναι επικίνδυνη.
-> Η απαγόρευση δεν ισχύει εφόσον το αποδεικτικό μέσο έχει ευθέως εγκληματικό περιεχόμενο. Το
Σ δεν προστατεύει το έγκλημα.
-> Η απαγόρευση δεν ισχύει εφόσον το αποδεικτικό μέσο αποδεικνύει την αθωότητα ενός προσώπου
που αδίκως κατηγορείται.
(ν) Αρχή in dubio pro reo:
Όταν δεν καθίσταται δυνατή η απόδειξη της ενοχής, ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος, όταν
δηλαδή ο δικαστής δεν μπόρεσε να σχηματίσει δικανική πεποίθηση (έστω και ελάχιστες αμφιβολίες
για την ενοχή)
Γ. Τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα και η εξέτασή τους
1. Η απολογία του κατηγορουμένου:
Μετά την εξέταση όλων των αποδεικτικών μέσων, ο διευθύνων καλεί τον κατηγορούμενο να
απολογηθεί => παροχή δυνατότητας αντίκρουσης όλων των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία
ενδεχομένως ανέκυψαν εις βάρος του κατά την απόδειξη. Η τήρηση της σειράς αυτής είναι δικαίωμα
του κατηγορουμένου και η παραβίασή της επιφέρει απόλυτη ακυρότητα. Ο κατηγορούμενος έχει
δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει. Κατά την απολογία του δεν πρέπει να διακόπτεται, εκτός κι αν
απομακρύνεται από το θέμα, καθώς και να μην παρακωλύεται στην αφήγηση των περιστατικών με
τα οποία αποκρούει την κατηγορία. Παρά την αρχή της προφορικότητας, δεν μπορεί να αποκλείεται
η δυνατότητα έγγραφης απολογίας, αν ο κατηγορούμενος επικαλείται αδυναμία ή δυσχέρεια
προφορικής ανάπτυξης των απόψεών του.

2. Η εξέταση του κατηγορουμένου:


Δεν επιτρέπεται να του απευθύνονται παραπειστικές ερωτήσεις. Αν όσα εκθέτει είναι στο σύνολό
τους ή εν μέρει διαφορετικά απ’ όσα εξέθεσε στην προδικασία, είναι δυνατό να του αναγνωστούν οι
αντίθετες περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση και να ζητηθούν εξηγήσεις, χωρίς ωστόσο
να αναγιγνώσκεται ολόκληρη η κατάθεση του κατηγορουμένου (αρχή αμεσότητας).

Δ. Προστασία του απόντος καταδικασθέντος κατηγορουμένου


1. Η αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας:
Αν ο κατηγορούμενος δεν μπόρεσε εγκαίρως λόγω ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητων αιτίων να
καταστήσει γνωστό με οποιοδήποτε μέσο στο δικαστήριο το ανυπέρβλητο κώλυμα της εμφάνισης
και να ζητήσει αναβολή ή εκπροσώπηση από συνήγορο, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί απών, έχει
δυνατότητα να υποβάλλει αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας.
(ι) Τυπικές προϋποθέσεις:
α. Καταδίκη για πλημμέλημα (βλ. όμως 435 ΚΠΔ).
β. Ανέκκλητη απόφαση.
γ. Υποβολή αίτησης μέσα σε 15 μέρες. Επιτρέπεται και εκπρόθεσμη υποβολή εφόσον το κώλυμα
ανέκυψε κατά την τελευταία μέρα της προθεσμίας και διήρκεσε ως την ημέρα υποβολής της αίτησης.
δ. Οι λόγοι ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος πρέπει να αναφέρονται ειδικά στην αίτηση.
Ως ανυπέρβλητα κωλύματα ή λόγοι ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητα αίτια μπορούν να θεωρηθούν πχ
έκτακτη ασθένεια είτε του κατηγορουμένου είτε στενού συγγενικού του προσώπου και ακόμα και η
μη ή κακή κλήτευσή του.
ε. Η αίτηση να υποβληθεί ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση.
Δεν αναστέλλει, εκτός κι αν αυτό διαταχτεί από τον Εισαγγελέα του εκδίδοντος δικαστηρίου. Αν δε
χορηγηθεί αναστολή, ο αιτών μπορεί να προσφύγει στο ΣυμΠλημμ (αν η απόφαση εκδόθηκε από
πλημμελειοδικείο) ή ΣυμΕφ (αν η απόφαση εκδόθηκε από εφετείο).
Είναι απαράδεκτη νέα αίτηση για ακύρωση της ίδιας διαδικασίας. Ωστόσο, κανείς δεν υποχρεούται
στα αδύνατα. Επομένως (Καρράς), θα πρέπει να γίνει δεκτή αίτηση ακύρωσης, έστω κι αν ο
κατηγορούμενος κατέστησε γνωστός το δικαστήριο το κώλυμα και ζήτησε αναβολή, αλλά το
δικαστήριο την απέρριψε αδικαιολογήτως ή όταν με την αίτηση ακύρωσης προβάλλεται ότι από
λόγους ανωτέρας βίας ή άλλα ανυπέρβλητα αίτια δεν μπόρεσε εγκαίρως να αποστείλει στο
δικαστήριο τα στοιχεία που ενδεχομένως αποδεικνύουν το ανυπέρβλητο κώλυμα ή όταν δεν μπόρεσε
εγκαίρως να καταστήσει γνωστό στο δικαστήριο άλλο ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισης, διαφορετικό
από αυτό που προβλήθηκε.
(ιι) Απόφαση:
-> Δεκτή: ακύρωση απόφασης και νέα συζήτηση, στην οποία ο κατηγορούμενος προσέρχεται χωρίς
κλήτευση.
-> Απορριπτέα: απαγόρευση νέας αίτησης. Αμφισβητείται η συνταγματικότητα της διάταξης.
2. Η αίτηση ακύρωσης της απόφασης:
(ι) Κατηγορούμενος για πλημμέλημα.
(ιι) Κρίθηκε ότι απουσιάζει από τον τόπο κατοικίας του και είναι άγνωστη η διαμονή του, και
επομένως κλητεύθηκε βάσει 156 ΚΠΔ.
(ιιι) Δεν εμφανίζεται ούτε εκπροσωπείται και καταδικάζεται απών.
(ιν) Χωρίς να ασκήσει ένδικα μέσα.
(ν) Καθορίζοντας τον τόπο στον οποίο διέμενε και το χρόνο της επίδοσης του κλητήριου
θεσπίσματος.
(νι) Μέσα σε 8 μέρες από την εκτέλεση ενώπιον του εκδίδοντος ή του δικαστηρίου του τόπου
εκτέλεσης.
Δικαίωμα αίτησης ακύρωσης της απόφασης, επικαλούμενος ότι κατά την επίδοση του κλητήριου
θεσπίσματος δεν ήταν απών και είχε γνωστή διαμονή, καθορίζοντας ταυτόχρονα τον τόπο που έμενε.
Δεν αναστέλλει – δυνατότητα Εισαγγελέα να διατάξει αναστολή ή διακοπή εκτέλεσης.
Σε περίπτωση άσκησης έφεσης ο Εισαγγελέας μπορεί να διατάξει αναβολή ή και διακοπή εκτέλεσης.
Επιτρέπεται ακόμα κι αν ο κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε σε δίκη από συγγενή του, καθώς κάτι
τέτοιο θα ήταν άδικο και θα έκανε το συγγενή να διστάζει να παρέμβει εν απουσία του
κατηγορουμένου, ενώ παράλληλα θα καθιστούσε τον κατηγορούμενο δέσμιο μιας υπεράσπισης το
περιεχόμενο και τη μορφή της οποίας καθόρισε τρίτος.
Δεν πρέπει να καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής η άσκηση του δικαιώματος, όπως συμβαίνει με την
προβλεπόμενη από το 429 παρ. 2 β’ ΚΠΔ άμεση εκτέλεση της απόφασης. Η εκτέλεση είναι αντίθετη
με το 20 Σ, ακόμα κι αν υπάρχει δυνατότητα αναβολής ή διακοπής της.
Συνέπειες:
-> Μη εμφάνιση: απόρριψη ως ανυποστήρικτης και αδυναμία νέας άσκησης, εκτός κι αν
προβληθούν λόγοι ανωτέρας βίας από συγγενή.
-> Απαράδεκτη ή αβάσιμη.
-> Βάσιμη: ακύρωση απόφασης και απόλυση κατηγορουμένου, ορισμός νέας δικασίμου στην οποία
εμφανίζεται χωρίς κλήτευση.
-> Παραγραφή:
Α’ άποψη: δεν επέρχεται αναστολή της προθεσμίας παραγραφής και ο χρόνος της παραγραφής
συμπληρώνεται με συνυπολογισμό χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί.
Β’ άποψη: δεν ανατρέπεται η αναστολή της παραγραφής που αρχίζει από επίδοση κλητήριου
θεσπίσματος ή κλήσης.
Γ’ άποψη: η αναστολή της παραγραφής ανατρέπεται μόνο εφόσον με την καταδικαστική απόφαση
ακυρώνεται και το κλητήριο θέσπισμα.
-> Δυνατότητα προσφυγής κατά του κλητήριου θεσπίσματος:
Α’ άποψη: δεν επιτρέπεται, επειδή διαφορετικά η υπόθεση επανέρχεται ανεπίτρεπτα στο στάδιο της
προπαρασκευαστικής διαδικασίας ενώ καθιερώνει κατά τρόπο μη σύννομο ειδικό ένδικο μέσο που
ανατρέπει την άμεση εκδίκαση και υποθάλπει τη φυγοδικία.
Β’ άποψη: επιτρέπεται αν μαζί με την απόφαση ακυρώνεται και το κλητήριο θέσπισμα.
Γ’ άποψη: επιτρέπεται ανεξάρτητα από την προηγούμενη ακύρωση του κλητήριου θεσπίσματος,
επειδή μετά την ακύρωση η υπόθεση επανέρχεται στο αρχικό στάδιο, πριν την άκυρη κλήτευση, ενώ
περαιτέρω η προθεσμία άσκησης της προσφυγής δεν έχει ακόμα αρχίσει, αφού δεν έγινε νομότυπη
επίδοση, η οποία δεν μπορεί να λάβει χώρα στο στάδιο αυτό της διαδικασίας. Επομένως, η μόνη
διέξοδος είναι να θεωρηθεί ως έναρξη της προθεσμίας η ακύρωση της απόφασης.
Κρατούσα: κατά την εκδίκαση δεν παρίσταται ο πολιτικώς ενάγων.
Η νέα συζήτηση γίνεται στο εκδίδον.
-> Παράνομη ερημοδικία:
Κρατούσα: αναλογική εφαρμογή 341 ΚΠΔ
Καρράς: 430, 431 ΚΠΔ.
Κεφάλαιο 5ο:
Ένδικα μέσα

Ι. Γενικοί ορισμοί
Α. Εισαγωγική επισκόπηση
1. Δικαιοπολιτική θεμελίωση και έννοια:
(ι) Θεμελίωση: Ένα κράτος δικαίου δεν μπορεί να ανέχεται την επερχόμενη από τη δραστηριότητα
κρατικών οργάνων που ασκούν κρατική εξουσία προσβολή μεμονωμένων ατόμων, που ενδέχεται
μάλιστα να είναι και ανεπανόρθωτη. Παρέχεται δυνατότητα ελέγχου και εμπεδώνεται η εμπιστοσύνη
των πολιτών στην ιδέα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Ανάγονται στο γενικότερο δικαίωμα
έννομης προστασίας (Καρράς).
(ιι) Διάκριση:
Τακτικά: προσβάλλονται αποφάσεις χωρίς δεδικασμένο
Έκτακτα: προσβάλλονται αποφάσεις που έχουν δεδικασμένο.
(ιιι) Ένδικα βοηθήματα: οι δικονομικές πράξεις με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα στον
ενδιαφερόμενο να ζητήσει επανεκτίμηση ορισμένης απόφασης που εκδίδεται από οποιοδήποτε
όργανο απονομής δικαιοσύνης με σκοπό την εξαφάνιση ή μεταρρύθμισή της. Το ένδικο βοήθημα
ομοιάζει με το ένδικο μέσο (και στις δύο περιπτώσεις ζητείται εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση
απόφασης), αλλά και διαφέρει (με το ένδικο βοήθημα δεν αποδίδεται αναγκαστικά σφάλμα στην
προσβαλλομένη).
(ιν) Παραδεκτό και βάσιμο:
Παραδεκτό: συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που τάσσονται από το νόμο και συνδέονται με την
άσκηση.
Βάσιμο: ένας τουλάχιστον από τους προτεινόμενους λόγους ουσιαστικής παραδοχής κρίνεται ορθός.

2. Βασικές αρχές:
(ι) 463 β’ ΚΠΔ: απαιτείται πάντα έννομο συμφέρον.
Βλάβη από την απόφαση και επιδιωκόμενο όφελος.
Συμφέρον ατομικό (για τον εισαγγελέα απορρέει από νομική του θέση).
(ιι) Ne bis in idem: κατ’ εξαίρεση μόνο αν το ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο γιατί δεν
τηρήθηκαν οι οριζόμενες από τον νόμο για την άσκησή του διατυπώσεις επιτρέπεται η άσκηση εκ
νέου του ίδιου ένδικου μέσου κατά της ίδιας απόφασης από το ίδιο πρόσωπο.
(ιιι) Η κάταρξη της διαδικασίας των ένδικων μέσων είναι δυνατή μόνο αν οι διάδικοι ή ο εισαγγελέας
ασκήσουν ένδικο μέσο που δικαιούνται (αρχή διαθέσεως).

Β. Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού


1. Παροχή από το νόμο του δικαιώματος:
• 463 α’ ΚΠΔ: ένδικο μέσο ασκεί μόνο αυτός που το δικαιούται.
(ι) Όταν επιτρέπεται η προσβολή απόφασης με ένδικο μέσο χωρίς να προσδιορίζονται τα υποκείμενα
που επιτρέπεται να το ασκήσουν, το δικαίωμα άσκησης το έχουν όλα τα υποκείμενα της δίκης.
(ιι) Όταν ο νόμος χορηγεί το δικαίωμα άσκησης σε ένα μόνο πρόσωπο, τα υπόλοιπα δεν το έχουν,
εκτός κι αν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας.
• 464 ΚΠΔ: ο ΕισΕφ και ο ΕισΠλημμ σε όσες περιπτώσεις ο νόμος τους χορηγεί ένδικο μέσο
μπορούν να το ασκήσουν οποιαδήποτε γνώμη ή πρόταση προέβαλαν κατά τη συζήτηση.
• 465 ΚΠΔ: το ένδικο μέσο που ανήκει στον καταδικασθέντα ασκείται και από συνήγορο, νόμιμο
αντιπρόσωπο και κάποιους συγγενείς. Εδώ εντάσσονται και οι αποφάσεις που απορρίπτουν έφεση
ως ανυποστήρικτη ή απαράδεκτη.
• 467 ΚΠΔ: αν δεν ορίζεται διαφορετικά, ο αστικώς υπεύθυνος ασκεί κάθε ένδικο μέσο του
κατηγορουμένου.
• 468 ΚΠΔ: ο πολιτικώς ενάγων προσβάλλει την απόφαση αν ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε
ποινή μόνο όσον αφορά τις απαιτήσεις του για αποζημίωση.

2. Να πρόκειται για απόφαση ή βούλευμα που υπόκειται σε ένδικο μέσο.

3. Το ένδικο μέσο να ασκείται εμπρόθεσμα:


10ήμερη προθεσμία από δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την
απαγγελία της απόφασης, η ανωτέρω προθεσμία αρχίζει από επίδοση.
Κατά βουλεύματος: 10ήμερη αν δεν ορίζεται διαφορετικά.
Επιτρέπεται η εκπρόθεσμη άσκηση για λόγους ανωτέρας βίας (γεγονός απρόβλεπτο και εξαιρετικό
που δεν μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και
σύνεσης) ή ανυπέρβλητου κωλύματος (γεγονός που οπωσδήποτε δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του
ασκούντος το ένδικο μέσο διαδίκου και δεν μπορούσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανένα τρόπο).
Άγνοια επίδοσης: κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα => επιτρέπεται η εκπρόθεσμη άσκηση (αμφ.).
Περίπτωση άκυρης επίδοσης: η προθεσμία τρέχει μόνο αν η επίδοση είναι έγκυρη.

4. Το ένδικο μέσο να ασκείται σύμφωνα με τις οριζόμενες διατυπώσεις:


(ι) 465 παρ. 1 ΚΠΔ: είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω Αντιπροσώπου. Εντολή και με απλή έγγραφη
δήλωση, αρκεί και γενική. Ο συνήγορος της προδικασίας ή διαδικασίας σε ακροατήριο λογίζεται
πληρεξούσιος και ασκεί ένδικα μέσα, εφόσον αυτό μνημονεύεται στο διορισμό.
(ιι) Με δήλωση στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε.
(ιιι) Δεν μπορεί να ασκηθεί με δικόγραφο. Η έλλειψη της υπογραφής του γραμματέα αναπληρούται
με την παροχή της δυνατότητας επανάσκησης του ένδικου μέσου (θεωρείται λόγος ανωτέρας βίας).
Να αναγράφεται η ημ/νία άσκησής της.
(ιν) 474 παρ. 2 ΚΠΔ: να αναφέρονται στην έκθεση άσκησης του ένδικου μέσου και οι λόγοι για τους
οποίους αυτό ασκείται, διαφορετικά απαράδεκτο και δε λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο
(εκτός αν πρόκειται για λόγους που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως).
Ειδικά για την αναίρεση:
α. Αν ελλείπει εντελώς η αιτιολογία, να προβάλλεται η ανυπαρξία σε σχέση με συγκεκριμένα
κεφάλαια.
β. Αν υπάρχει αιτιολογία αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται σε τι
συνίσταται η έλλειψη σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα κεφάλαια.

5. Να μην έχει λάβει χώρα νόμιμα παραίτηση

6. Η κήρυξη του ένδικου μέσου ως απαράδεκτου:


(ι) Λόγοι: μη τήρηση των ανωτέρω τυπικών προϋποθέσεων.
(ιι) Αρμοδιότητα: δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο (ως συμβούλιο) μετά από πρόταση εισαγγελέα
και αφού ακούσει τους διαδίκους που θα εμφανιστούν. Ο εισαγγελέας υποχρεούται να ειδοποιήσει το
διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του 24 τουλάχιστον ώρες πριν. Ισότητα των
όπλων, ενημέρωση και των υπόλοιπων διαδίκων.
(ιιι) Συνέπειες: εκτέλεση απόφασης ή βουλεύματος. Κήρυξη ενδίκου μέσου απαράδεκτου. Εναντίον
της απόφασης αυτής επιτρέπεται αναίρεση του εισαγγελέα και των διαδίκων για υπέρβαση εξουσίας.

Γ. Το αποτέλεσμα της άσκησης ένδικων μέσων


1. Ανασταλτικό αποτέλεσμα:
471 παρ. 1 α’ ΚΠΔ: αναστολή εκτέλεσης απόφασης ή βουλεύματος.
Ειδικές διατάξεις προβλέπουν διαφορετικά, παραβιάζοντας το τεκμήριο αθωότητας. Καρράς: σε κάθε
περίπτωση το δικαστήριο που εξέδωσε είναι αρμόδιο να διατάξει αναστολή εκτέλεσης.
(ι) Δεν αναστέλλεται η διάταξη του προσβαλλόμενου βουλεύματος που αναφέρεται σε σύλληψη και
προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου.
(ιι) Δεν αναστέλλεται η απόλυση από τις φυλακές.
(ιιι) Μόνο η παραδεκτή έφεση αναστέλλει – όχι η προθεσμία άσκησής της, εκτός αν επιβλήθηκε
ποινή φυλάκισης ως 3 έτη (αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα). Σε ποινή μεγαλύτερη, η έφεση
έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα εκτός αν το δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά. Αν επιβλήθηκε ποινή
πρόσκαιρης κάθειρξης, η κρίση για το ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικάζον. Σε περίπτωση
που το δικαστήριο δεν αναστείλει, ο κατηγορούμενος μπορεί να το αιτηθεί.

2. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα:
Εφόσον ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των ένδικων μέσων είναι η απόδοση σφάλματος σε
απόφαση, είναι εύλογη η ανάθεση του ελέγχου του φερόμενου ως λαβόντος χώρα σφάλματος σε
δικαστήριο ανώτερο από το εκδίδον. Έτσι εμπεδώνεται περισσότερο η εμπιστοσύνη των πολιτών
στην ιδέα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Ο δικαιούμενος να ασκήσει το ένδικο μέσο καθορίζει και το πλαίσιο μέσα στο οποίο έχει την
εξουσία να κινηθεί το δικαστήριο. Τόσο μεταβιβάζεται όσο προσβάλλεται.
(ι) Η μερική μεταβίβαση μπορεί να είναι είτε ρητή ή σιωπηρή. Αν δεν είναι σαφές, είναι καθολική.
(ιι) Τα μέρη της απόφασης ή του βουλεύματος πρέπει να μπορούν να διαχωριστούν και να μην
υπάρχει σχέση αλληλεξάρτησης. Κατ’ εξαίρεση η έκταση του μεταβιβαστικού εξαρτάται από
ιδιότητα ασκούντος ένδικο μέσο:
α. Η έφεση εισαγγελέα εναντίον αθωωτικής μεταβιβάζει ποινικό μέρος και όχι μέρος ιδιωτικών
απαιτήσεων.
β. Η έφεση και η αίτηση αναίρεσης του πολιτικώς ενάγοντος αφορούν πολιτικό μέρος.

3. Η απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου:


Αντίθετη στη δικαιολογητική βάση του θεσμού των ένδικων μέσων. Ισχύει εφόσον η επανεκδίκαση
δε λαμβάνει χώρα κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου εναντίον του κατηγορουμένου. Χειροτέρευση της
θέσης υπάρχει όταν λαμβάνει χώρα:
(ι) Επίταση του είδους ή του ύψους της επιβληθείσας ποινής.
(ιι) Ανάκληση ευεργετημάτων.
(ιιι) Μεταβάλλεται δυσμενέστερα χαρακτηρισμός της πράξης. Αν το δευτεροβάθμιο κρίνει πως ο
κατηγορούμενος πρέπει να ανακηρυχθεί ένοχος για βαρύτερο έγκλημα (ΑΠ), οφείλει να τον κηρύξει
ένοχο για το έγκλημα που καταδικάστηκε πρωτοδίκως, αιτιολογώντας την κρίση του, ενώ αν εκφέρει
αιτιολογία και για το βαρύτερο, αυτή είναι περιττή (δεν οδηγεί σε αναίρεση – αντίρρηση
Ανδρουλάκη). Αν το δευτεροβάθμιο αποδεχτεί περιστάσεις (πχ εν ψυχρώ), η πρόσθετη αυτή
αναφορά δεν αποτελεί πρόβλημα, αφού πρόκειται για την ίδια πράξη. Συνιστά όμως απαγορευμένη
χειροτέρευση η περίπτωση που με το νέο χαρακτηρισμό η πράξη διώκεται αυτεπαγγέλτως.
(ιν) Επαυξάνεται το ποσό της αποζημίωσης.
(ν) Διατηρείται μεν η ίδια συνολική ποινή αλλά αθωώνεται ο κατηγορούμενος για ένα από τα
συρρέοντα εγκλήματα.
(νι) Παραμερίζεται ο υπολογισμός της προσωρινής κράτησης.
(νιι) Γίνεται δεκτός διαφορετικός χρόνος τέλεσης της πράξης με αποτέλεσμα να αποκλείεται η
παραγραφή (εδώ μεταβάλλεται και η κατηγορία). Η απαγόρευση της χειροτέρευσης ισχύει και όταν
διατάχτηκε νέα συζήτηση κατόπιν αίτησης αναίρεσης που έγινε μόνο από ή υπέρ του
καταδικασθέντος, οπότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση. Εδώ
επίσης περιλαμβάνεται και η περίπτωση που αναιρείται η απόφαση του δευτεροβαθμίου η οποία
επέβαλε ποινή μικρότερη εκείνης που είχε επιβάλει το πρωτοβάθμιο και ο κατηγορούμενος δεν
εμφανίζεται, οπότε τυχόν απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης θα αναβίωνε την πρωτοδίκως
επιβληθείσα μεγαλύτερη ποινή.
Δεν υπάρχει πρόβλημα χειροτέρευσης, αν:
• Πρόκειται να επιβληθεί παρεπόμενη ποινή που δεν επιβλήθηκε λόγω παραδρομής.
• Πρόκειται να επιβληθεί μέτρο ασφαλείας από τα προβλεπόμενα στον ΠΚ.

4. Το επεκτατικό αποτέλεσμα:
469 α’ ΚΠΔ: αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη του ενός εξαρτάται
από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορούμενους, ακόμη κι
αν χορηγείται μόνο σ’ αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν
αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Το
επεκτατικό αποτέλεσμα εφαρμόζεται ειδικά:
(ι) Αν έλαβαν μέρος ως συμμέτοχοι περισσότεροι.
(ιι) Αν η ποινική ευθύνη ενός εξαρτάται από την ευθύνη άλλου (πχ εποπτεία ανηλίκου).
(ιιι) Αν περισσότερα συναφή εγκλήματα δικάστηκαν από το ίδιο δικαστήριο.
Το επεκτατικό αποτέλεσμα εφαρμόζεται μόνο αν ωφελεί και τους άλλους κατηγορουμένους. Αν το
ΣυμΕφ που επιλαμβάνεται μετά από έφεση ενός από τους συμμετόχους, αποφασίζει και για κεφάλαια
ή διατάξεις του πρωτοβάθμιου βουλεύματος που αναφέρονται σε άλλο συμμέτοχο, ο οποίος δεν
άσκησε έφεση, διαπράττει υπέρβαση εξουσίας, επειδή υπερβαίνει τη λειτουργική αρμοδιότητά του
που καθορίζεται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, αφού δεν έχει τέτοια λειτουργική
εξουσία.
Το επεκτατικό ισχύει εφόσον όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν με την ίδια απόφαση. Εφαρμόζεται
έστω και αν το δικαστήριο παρέλειψε να πράξει τούτο, με συμπληρωματική απόφασή του, που
προκαλείται ύστερα από αίτηση εισαγγελέα ή κατηγορουμένου, υπέρ του οποίου δεν εφαρμόστηκε
από παραδρομή η επέκταση, χωρίς να αποκλείεται αυτεπάγγελτη ενέργεια.
Συνέπεια: και ο μη ασκήσας το ένδικο μέσο κατηγορούμενος λαμβάνει μέρος στη δίκη. Δεν είναι
αναγκαία όμως η κλήτευση του ωφελούμενου κατηγορουμένου. Αν εμφανιστεί αποκτά όλα τα
δικαιώματα του ασκήσαντος. Αν δεν εμφανιστεί όμως, εφόσον το δικαστήριο βελτιώνει τη θέση του
ασκήσαντος, πρέπει να βελτιώσει και τη δική του. Αν όμως ο ασκήσας παραιτηθεί, παύει η έκταση
του ένδικου μέσου στους μη ασκήσαντες.
Το ένδικο μέσο που άσκησε ο αστικώς υπεύθυνος επεκτείνεται και στον κατηγορούμενο.
Το ένδικο μέσο που ασκεί ο εισαγγελέας υπέρ ή κατά κατηγορουμένου εφαρμόζεται και στο
πρόσωπο των υπολοίπων μόνο αν γίνει δεκτό για λόγο που δεν αρμόζει αποκλειστικά στο πρόσωπο
του ενός.
Αμφισβητείται αν εκείνος που δεν άσκησε ένδικο μέσο δικαιούται να προτείνει προσθέτους λόγους.
Θεωρία: ναι,
ΑΠ: όχι.
Καρράς: οι λόγοι που προτάθηκαν από τον ασκήσαντα και εξετάζονται αυτεπαγγέλτως επεκτείνονται
εξίσου
ΙΙ. Η έφεση
Α. Εναντίον βουλευμάτων

1. Δικαιούμενα πρόσωπα και προσβαλλόμενα βουλεύματα:


477 ΚΠΔ: έφεση κατά βουλευμάτων επιτρέπεται σε κατηγορούμενο και εισαγγελέα.
(ι) Κατηγορούμενος: μόνο κατά του βουλεύματος στο ΣυμΠΛημμ που τον παραπέμπει στο
δικαστήριο για κακούργημα και μόνο για τους λόγους της απόλυτης ακυρότητας και της εσφαλμένης
ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Δραστικός περιορισμός δικαιώματος
έφεσης, ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να επικαλεστεί εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων (καρδιά
έφεσης).
Βλ. εκ πλαγίου παράβαση διάταξης (έλλειψη νομίμου βάσεως): ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει
έλεγχο βουλεύματος και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (93 παρ. 3 Σ).
Η κατάργηση της έφεσης κατά βουλεύματος που παραπέμπει για πλημμέλημα δε φαίνεται να
εναρμονίζεται με τα 4 και 20 Σ. Προδήλως εσφαλμένη εμφανίζεται και η κατάργηση της ρύθμισης
που προέβλεπε ότι αν το βούλευμα παρέπεμπε για περισσότερα εγκλήματα ή γενικά συναφή, τότε το
δικαίωμα της έφεσης επεκτεινόταν και σε αυτά. Κι αυτό γιατί εφόσον ο μοναδικός σκοπός της
απαγόρευσης των ένδικων μέσων στα ελαφρά πλημμελήματα ήταν η αποτροπή της παρέλκυσης της
εκδίκασής τους, προφανώς ο λόγος εξέλιπε όταν η υπόθεση οδηγείτο στο ανώτερο δικαστήριο με την
άσκηση του ένδικου μέσου για το βαρύτερο έγκλημα. Έτσι αποτρεπόταν ο κίνδυνος να
απαλλάσσεται ο κατηγορούμενος για το βαρύτερο και να παραπέμπεται για το ελαφρότερο, μολονότι
το βούλευμα ήταν καταφανώς εσφαλμένο και για το έγκλημα αυτό.
Με βάση την τελολογική ερμηνεία, θα έπρεπε να γίνει δεκτή η άποψη ότι το δικαίωμα έφεσης του
ενός κατηγορουμένου εκτεινόταν και στα συρρέοντα συναφή για τα οποία συμπαραπέμπονταν και οι
υπόλοιποι συγκατηγορούμενοι, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά δεν επιτρεπόταν αυτοτελώς η
έφεση από αυτούς, εφόσον το βούλευμα με την έφεση του δικαιουμένου θα οδηγείτο στο ανώτερο
δικαστήριο, οπότε ο σκοπός της αποφυγής της παρέλκυσης της εκδίκασης των ελαφρότερων
πλημμελημάτων εξέλιπε, ενώ αντίθετα θα δημιουργείτο κίνδυνος να απαλλαγεί ο κατηγορούμενος
για το βαρύτερο έγκλημα και να παραπεμφθεί ο συγκατηγορούμενός τους για το ελαφρότερο
πλημμέλημα, μολονότι το βούλευμα ήταν εσφαλμένο και γι’ αυτό.
(ιι) Εισαγγελέας εφετών: προσβάλλει οποιοδήποτε βούλευμα του ΣυμΠλημμ μέσα σε προθεσμία 1
μήνα από την έκδοσή του. Η προθεσμία και η έφεση δεν αναστέλλουν. Ειδικότερα, εκκαλεί
βουλεύματα που:
α. Παραπέμπουν τον κατηγορούμενο για κακούργημα.
β. Παύουν προσωρινά τη δίωξη.
γ. Αποφαίνονται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία.
δ. Παύουν οριστικά τη δίωξη.
ε. Κηρύσσουν απαράδεκτη τη δίωξη.
479 ΚΠΔ: παρέχεται δικαίωμα έφεσης σε ΕισΠλημμ εναντίον του βουλεύματος που αποφαίνεται ότι
δεν πρέπει να γίνει κατηγορία λόγω έμπρακτης μετάνοιας ή με αιτιολογία που θίγει χωρίς να υπάρχει
ανάγκη την υπόληψη του κατηγορουμένου.
Δικαίωμα ΕισΕφ να εκκαλεί και οποιοδήποτε άλλο βούλευμα, έστω και προδικαστικό ή
παρεμπίπτον.
ΕισΑΠ δεν έχει δικαίωμα να ασκεί έφεση κατά βουλευμάτων ΣυμΠλημμ αλλά δικαιούται να δώσει
σχετική παραγγελία σε ΕισΕφ, την οποία ο τελευταίος οφείλει να εκτελέσει.
(ιιι) Ο πολιτικώς ενάγων δεν έχει πλέον δυνατότητα να εκκαλεί βουλεύματα ΣυμΠλημμ αλλά
μπορεί να το ζητήσει από ΕισΕφ (δικαίωμα σε επίπεδο δικλείδων ασφαλείας). Παραβίαση
δικαιώματος ακρόασης που επιτείνεται, ενόψει της παροχής αντίστοιχου δικαιώματος στον
κατηγορούμενο υπό τη μορφή της περαιτέρω παραβίασης της ισότητας ακρόασης (επιβάλλει ίση
μεταχείριση διαδίκων από το νόμο με απονομή ίδιων δικαιωμάτων = ισότητα όπλων, εκτός εντελώς
εξαιρετικών ρυθμίσεων υπέρ κατηγορουμένου).
2. Διαδικασία ενώπιον ΣυμΕφ:
Εφόσον δεν αναγνωρίζονται πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, λόγοι που προβάλλονται για πρώτη φορά με
υπόμνημα είναι απαράδεκτοι εκτός αν ανάγονται σε διαδικαστικές προϋποθέσεις που ερευνώνται
αυτεπαγγέλτως.
Αν το προσβαλλόμενο βούλευμα εκδόθηκε ακύρως, το ΣυμΕφ το ακυρώνει και κρατά την υπόθεση.
176 παρ. 2 α’ ΚΠΔ: Το ΣυμΕφ κηρύσσει ακυρότητα και διατάσσει επανάληψη άκυρων πράξεων που
την προκάλεσαν. Αν μάλιστα δεν τηρήθηκαν διατάξεις που αφορούν δικαιώματα κατηγορουμένου, η
παροχή της δυνατότητας άσκησής τους συνιστά υποχρέωση (25 παρ. 1 Σ).
Αν το ΣυμΕφ διαπιστώνει εξετάζοντας την έφεση του κατηγορουμένου εναντίον του πρωτόδικου
παραπεμπτικού βουλεύματος για κακούργημα ότι το ΣυμΠλημμ ερμήνευσε ή εφάρμοσε εσφαλμένα
την ουσιαστική ποινική διάταξη, ενεργεί βάσει 518 ΚΠΔ.

Β. Εναντίον αποφάσεων
1. Δικαιούμενα πρόσωπα και προσβαλλόμενες αποφάσεις:
(ι) Εναντίον αθωωτικής απόφασης πταισματοδικείου, ΜονΠλημμ, ΤριμΠλημμ και Εφετείου όταν
δικάζει πλημμέλημμα, καθώς και Μικτού Ορκωτού και ΤριμΕφΚακ:
α. Ο κατηγορούμενος μόνο αν αθωώθηκε λόγω έμπρακτης μετάνοιας ή με αιτιολογία που θίγει χωρίς
να υπάρχει ανάγκη την υπόληψή του.
β. Ο πολιτικώς ενάγων και ο μηνυτής ή ο εγκαλών, αν καταδικάστηκαν σε αποζημίωση.
γ. Ο ΕισΠλημμ μόνο κατά αποφάσεων πταισματοδικείων, πλημμελειοδικείων και δικαστηρίου
ανηλίκων στα οποία διατελεί.
δ. Ο ΕισΕφ μόνο εναντίον αποφάσεων Εφετείου που ασκεί καθήκοντα και μέσα σε 10 μέρες
εναντίον αποφάσεων πλημμελειοδικείων περιφέρειάς του.
ΑΠ: η αξιούμενη αιτιολογία σχετικά με έφεση εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί
πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου μέσου – απαιτείται να εκτίθενται με σαφήνεια και
πληρότητα πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες προσβαλλομένης, ενώ αν αυτή δεν έχει την
αιτιολογία και το β’ βάθμιο την απορρίψει ως απαράδεκτη δεν υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση
εξουσίας ούτε παραβιάζεται το δικαίωμά του για ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο και για δίκαιη
δίκη ούτε καταλύεται αυτό, με επακόλουθες δυσμενείς συνέπειες για πολιτικώς ενάγοντες.
Η προθεσμία του εισαγγελέα είναι εντελώς ανεπαρκής με αποτέλεσμα το δικαίωμα αυτό να έχει
ουσιαστικώς καταλυθεί.
Καρράς: η προθεσμία που αρχίζει από δημοσίευση απόφασης είναι αντίθετη σε δίκαιη δίκη και
επομένως πρέπει να εφαρμόζεται για κάλυψη κενού το 479 παρ. 2 ΚΠΔ.
(ιι) Εναντίον καταδικαστικής απόφασης:
α. Ο πολιτικώς ενάγων μόνο για το μέρος αυτής με το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή του ως μη
στηριζόμενη στο νόμο ή του επιδικάστηκε χρηματική ικανοποίηση ή αποζημίωση.
β. Ο κατηγορούμενος:
• Εναντίον απόφασης πταισματοδικείου και ειρηνοδικείου, αν καταδικάστηκε σε κράτηση
περισσότερο από 20 μέρες ή πρόστιμο πάνω από 550 ευρώ ή αποζημίωση πάνω από 100 ευρώ.
• Εναντίον απόφασης ΜονΠλημμ, αν καταδικάστηκε σε φυλάκιση πάνω από 3 μήνες ή σε
χρηματική ποινή άνω των 2000 ευρώ ή σε αποζημίωση πάνω από 250 ευρώ ή σε στέρηση
πολιτικών δικαιωμάτων ή σε έκπτωση από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική υπηρεσία ή
ανικανότητα διορισμού ή σε έκτιση άλλης ποινής που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από 3
μήνες ή συνεπάγεται ίδια αποτελέσματα.
• Εναντίον απόφασης ΤριμΠλημμ και απόφασης Εφετείου για πλημμέλημα, αν καταδικάστηκε σε
ποινή φυλάκισης πάνω από 5 μήνες ή σε ποινή πάνω από 3000 ευρώ ή σε ποινή που συνεπάγεται
τις ως άνω στερήσεις και ανικανότητες ή σε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής 4
μηνών και άνω που είχε ανασταλεί ή συνεπάγεται τις ως άνω στερήσεις ή ανικανότητες ή σε
αποζημίωση άνω των 500 ευρώ.
• Εναντίον της απόφασης του Μικτού Ορκωτού και του ΤριμΕφ με την οποία καταδικάστηκε σε
ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον 3 ετών για κακούργημα και 2 ετών για
πλημμέλημα.
γ. Ο εισαγγελέας ή δημόσιος κατήγορος σε όλες τις ως άνω περιπτώσεις όπως ακριβώς και ο
κατηγορούμενος.
Ο ΕισΠλημμ έχει τη δυνατότητα να εκκαλεί κάθε καταδικαστική απόφαση πταισματοδικείων και
ΜονΠλημμ περιφερείας του και ο ΕισΕφ κάθε καταδικαστική απόφαση Μον και ΤριμΠλημμ και
δικαστηρίων ανηλίκων περιφέρειας εφετείου μέσα σε 10 μέρες από τη δημοσίευση είτε υπέρ είτε
κατά του καταδικασθέντος, καθώς επίσης και κάθε καταδικαστική απόφαση του Μικτού Ορκωτού
και του ΤριμΕφ της περιφέρειας του Εφετείου του είτε υπέρ είτε κατά του καταδικασθέντος μέσα σε
15 μέρες από τη δημοσίευση.
(ιιι) Καθορισμός εκκλητού απόφασης:
α. Συρρέοντα εγκλήματα: πρέπει να γίνει διάκριση ανάλογα με το αν εκδικάστηκαν μαζί ή χωριστά.
• Μαζί και εκδόθηκε μία απόφαση: για το εκκλητό αυτής λαμβάνεται υπόψη η συνολική ποινή – η
έφεση εκτείνεται σε όλα τα συρρέοντα.
• Χωριστά και εκδόθηκαν περισσότερες αποφάσεις ενώ η συνολική ποινή καθορίστηκε πριν
καταστούν όλες αμετάκλητες: για το εκκλητό της απόφασης που προσδιόρισε τη συνολική ποινή
λαμβάνεται υπόψη η ποινή αυτή και η έφεση εναντίον της απόφασης εκτείνεται και σε εκείνες τις
επιμέρους αποφάσεις που δεν κατέστησαν αμετάκλητες, έστω και αν απαγγέλθηκαν ανεκκλήτως ή
παρήλθε η προθεσμία άσκησης εφέσεως εναντίον τους.
β. Εναντίον απόφασης με την οποία το δικαστήριο καθίσταται αναρμόδιο και παραπέμπει υπόθεση
σε αρμόδιο ή σε εισαγγελέα, επιτρέπεται έφεση σε κατηγορούμενο και εισαγγελέα.
γ. Οι αποφάσεις με τις οποίες η δίωξη παύεται οριστικώς ή κηρύσσεται απαράδεκτη δεν επιτρέπεται
να προσβάλλονται με έφεση.
δ. Στα συναφή η έφεση επεκτείνεται σε όλα, έστω κι αν επιτρέπεται μόνο για ένα. Επιδίωξη ορθής
συνολικής εκτίμησης υπόθεσης. Όταν η διάταξη της απόφασης που αναφέρεται σε ένα από τα
συναφή υπόκειται σε έφεση, η έφεση επεκτείνεται και στα συναφή είτε του ιδίου είτε των
συγκατηγορουμένων, έστω και αν οι αντίστοιχες διατάξεις δεν επιτρέπεται να προσβληθούν
αυτοτελώς.

2. Η διαδικασία ενώπιον του β’ βάθμιου:


(ι) Αν ο εκκαλών δεν εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου:
340 απρ. 2 ΚΠΔ => απόρριψη έφεσης ως ανυποστήρικτης, κατάπτωση εγγύησης αλλά όχι
παρεμπόδιση εκδίκασης έφεσης άλλου διαδίκου ή εισαγγελέα.
Αν μετά την έναρξη της συζήτησης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή και κατά τη νέα συζήτηση ο
κατηγορούμενος, αν και νομίμως κλητευθείς, δεν εμφανιστεί, δικάζεται οσεί παρών.
Δεν πρέπει να απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη η έφεση του κατηγορουμένου, έστω κι αν δεν
εμφανίζεται, όταν η συζήτηση της έφεσης γίνεται ύστερα από αναίρεση, οπότε δεν είναι νοητό καν
να υποστηριχθεί ότι ο εκκαλών, που επιδίωξε και πέτυχε αναίρεση, παραιτήθηκε δήθεν σιωπηρά από
έφεση. Τίθεται και ζήτημα χειροτέρευσης της θέσης του (θα ήταν δυνατή η αναβίωση της
πρωτόβαθμης). Παρέχεται δικαίωμα σε εκκαλούντα που δεν μπορεί να εμφανιστεί αυτοπροσώπως να
ζητήσει αναβολή ή να εκπροσωπηθεί από συνήγορο (θεωρείται παρών).
Αν δεν μπόρεσε λόγω ανωτέρας βίας ή άλλων ανυπέρβλητων αιτίων να καταστήσει εγκαίρως γνωστό
με οποιοδήποτε μέσο στο δικαστήριο το ανυπέρβλητο κώλυμα και να ζητήσει αναβολή: αίτηση
ακύρωσης (341 ΚΠΔ αναλόγως). Αίτηση ακύρωσης θα πρέπει να επιτρέπεται ακόμα και αν ο
εκκαλών κατέστησε γνωστό το κώλυμα και ζήτησε αναβολή αλλά αυτή απορρίφθηκε, εφόσον
προβάλλεται ότι για λόγους ανωτέρας βίας δεν μπόρεσε να καταστήσει γνωστό άλλο κώλυμα ή δεν
μπόρεσε να αποστείλει στοιχεία που το αποδεικνύουν.
Στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος για πλημμέλημα κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής και
καταδικάστηκε απών: ακύρωση απόφασης (430 – 431 ΚΠΔ αναλόγως).
Εναντίον απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η έφεση ως ανυποστήρικτη: μόνο αναίρεση, η οποία
επιτρέπεται να περιλαμβάνει αιτιάσεις που αναφέρονται μόνο σε προσβαλλομένη.
Η απόρριψη της έφεσης του υπολειπόμενου κατηγορουμένου δεν εμποδίζει συζήτηση έφεσης άλλου
διαδίκου.
Αν η έφεση ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως και συντρέχει περίπτωση 370 β’ και γ’ ΚΠΔ το
δικαστήριο προχωρεί σε έκδοση απόφασης (501 παρ. 3 ΚΠΔ).
ΑΠ: το β’ βάθμιο οφείλει πριν την απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης να εξετάσει
εμπρόθεσμο και παραδεκτό έφεσης και προϋποθέσεις οριστικής παύσης δίωξης λόγω παραγραφής.
(ιι) Αν ο εκκαλών εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου:
Συνοπτική ανάπτυξη εκ μέρους του Εισαγγελέα της έκθεσης έφεσης => η προσβαλλομένη ατονεί, η
δίωξη είναι εκκρεμής κατά το μέρος αυτό και η υπόθεση επανέρχεται στη στάση της διαδικασίας
πριν την έκδοση προσβαλλομένης. Η μη ανάγνωση της έκθεσης όμως δεν επιφέρει απόλυτη
ακυρότητα.
(ιιι) Αν επιτράπηκε εκπροσώπηση εκκαλούντος που δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως για λόγους
ανωτέρας βίας αλλά η υπόθεση αναβλήθηκε για οποιονδήποτε λόγο σε νέα δικάσιμο, δεν ισχύει η
προγενέστερη απόφαση για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, οπότε, αν δε ζητηθεί η εκπροσώπηση από
συνήγορο, απόρριψη ως ανυποστήρικτης.

3. Λειτουργική αρμοδιότητα β’ βαθμίου:


Δέσμευση από μεταβιβαστικό.
Αν η έφεση ασκήθηκε για αναρμοδιότητα και κριθεί από β’ βάθμιο βάσιμη, δικάζει κατ’ ουσίαν
εφόσον υπάγεται στην αρμοδιότητά του ή σε αρμοδιότητα κατώτερου, αλλιώς παραπέμπει.
Αν ακυρωθεί η πρωτόδικη για ακυρότητα, το β’ βάθμιο δικάζει κατ’ ουσία ανεκκλήτως.
Αν συντρέχουν ακυρότητες που αφορούν στέρηση δικαιώματος ακρόασης, η ρύθμιση είναι αντίθετη
στο 20 Σ οπότε το β’ βάθμιο οφείλει (176 παρ. 2 α’ ΚΠΔ) να διατάξει επανάληψη άκυρης πράξης.
Αν γίνει δεκτή έφεση πολιτικώς ενάγοντος εναντίον απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή
του: παραπομπή σε αρμόδιο.
ΙΙΙ. Η Αίτηση Αναίρεσης

Α. Εναντίον βουλευμάτων
1. Προσβαλλόμενα βουλεύματα και δικαιούμενα πρόσωπα:
(ι) Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, όταν αυτό
παραπέμπει τον κατηγορούμενο για κακούργημα, όταν αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει
κατηγορία και όταν παύει προσωρινά ή οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη.
(ιι) Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εισαγγελέας εφετών για τα βουλεύματα του συμβουλίου των εφετών.
(ιιι) Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος.
Όπως προκύπτει από 98 Σ, ο εισαγγελέας είναι δικαστικός λειτουργός και με την ιδιότητά του αυτή
ενεργεί ως εκπρόσωπος Πολιτείας εντός κύκλου νόμιμων αρμοδιοτήτων του, προς διασφάλιση
κοινωνικής συμβίωσης χωρίς να ταυτίζεται ή να εξομοιώνεται με διαδίκους ποινικής διαδικασίας.
Υπόκειται και το αμετάκλητο βούλευμα και εκείνο που απορρίπτει ένδικο μέσο έφεσης εναντίον
βουλεύματος ως απαράδεκτο.
(ιν) Κανείς άλλος δεν μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατά βουλεύματος. Αποδόμηση του ισόρροπου
συστήματος ενδιάμεσης διαδικασίας δικαστικών συμβουλίων με επίκληση βελτίωσης και
επιτάχυνσης ποινικής διαδικασίας που θα συντελεσθεί με απελευθέρωση ΑΠ και ανύψωση ποιότητας
παραγόμενου σε επίπεδο αποφάσεων ακυρωτικού έργου. Ωστόσο: αντίθετη προς 20 Σ και 6 ΕΣΔΑ
=> αποστέρηση δικαιώματος νομικού ελέγχου κατηγορίας πριν την εισαγωγή στο ακροατήριο
(ουσιώδες δικαίωμα κατηγορουμένου και πολιτικώς ενάγοντος). Τυχόν παραπομπή σε ακροατήριο
χωρίς νομικού ελέγχου κατηγορίας από δικαστήριο ΑΠ καθιστά εμφανές δικαιοκρατικό έλλειμμα
που έγκειται, αναφορικά με κατηγορούμενο, σε περαιτέρω ταλαιπωρία, και αναφορικά με πολιτικώς
ενάγοντα, σε αίσθηση πως δεν ολοκληρώθηκε η δικαστική του προστασία.
Οι διάδικοι συνήθως υποβάλλουν αίτηση σε εισαγγελέα για να αναιρέσει. Καρράς: υποχρέωση
αιτιολογημένης απόφανσης. Ο διάδικος, όταν απορρίπτεται η αίτησή του, δεν μπορεί να προσφύγει
σε άλλον εισαγγελέα, εκτός αν η απόρριψη ήταν αναιτιολόγητη.

2. Λόγοι αναίρεσης:
(ι) Απόλυτη ακυρότητα:
α. Κακή σύνθεση.
β. Μη κίνηση ποινικής δίωξης από εισαγγελέα (πχ ενέργεια προανάκρισης χωρίς παραγγελία
εισαγγελέα). Εδώ περιλαμβάνεται και η μεταβολή κατηγορίας (τα πραγματικά περιστατικά που
συγκροτούν την πράξη για την οποία αποφαίνεται το συμβούλιο είναι εντελώς διαφορετικά από
εκείνα που συνιστούν την πράξη για την οποία κινήθηκε η δίωξη). Η μεταβολή του χρόνου είναι
απαγορευμένη μόνο όταν επιδρά σε παραγραφή ή αξιόποινο. Ο διαφορετικός νομικός
χαρακτηρισμός, η μεταβολή τρόπου συμμετοχής στο έγκλημα ή ο ακριβέστερος προσδιορισμός των
πραγματικών περιστατικών δεν αποτελούν μεταβολή κατηγορίας.
γ. Μη υποχρεωτική συμμετοχή εισαγγελέα σε πράξεις προδικασίας: πχ έλλειψη πρότασης
Εισαγγελέα επί της ουσίας.
δ. Μη αναστολή δίωξης σε όσες περιπτώσεις είναι υποχρεωτική. Δεν αφορά σε περιπτώσεις
αναβολής.
ε. Μη τήρηση διατάξεων που καθορίζουν εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση κατηγορουμένου
καθώς και άσκηση δικαιωμάτων που του παρέχονται από νόμο, ΕΣΔΑ και ΔΣΑΠΔ.
• Εμφάνιση: προσωπική συμμετοχή σε ποινική διαδικασία.
• Εκπροσώπηση: δυνατότητα και τρόπος αντιπροσώπευσης σε ποινική διαδικασία μέσω άλλου
προσώπου.
• Υπεράσπιση: κάθε διάταξη που συμβάλλει σε υπεράσπιση κατηγορουμένου.
• Πρόταση ακυρότητας και με αυτοτελή αίτηση σε δικαστικό συμβούλιο. αν δεν επιτρέπεται
προσφυγή κατά παραπομπής με απευθείας κλήση, ο κατηγορούμενος μπορεί να προτείνει
ακυρότητα ως την επίδοση κλητήριου θεσπίσματος, αφού με τη διαδικαστική αυτή πράξη αρχίζει
η διαδικασία στο ακροατήριο.
• 175, 176 ΚΠΔ: αυτοτελής δυνατότητα αίτησης κήρυξης ακυρότητας και επανάληψης άκυρων
πράξεων – δυνατή η υποβολή όχι μόνο εντός προθεσμίας άσκησης ένδικου μέσου αλλά και μετά
την άσκησή του, αν ασκήθηκε παραδεκτώς, ως την έκδοση απόφασης επ’ αυτού.
• Ακυρότητες προδικασίας: δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας κλητήριου θεσπίσματος – εφόσον δεν
προτάθηκαν ενώπιον δικαστικού, προτείνονται με προσφυγή ενώπιον ΕισΕφ (322 ΚΠΔ).
δυνατότητα διαταγής συμπλήρωσης ενεργηθείσας προανάκρισης. Αν όμως δεν προβλήθηκαν με
προσφυγή ή απορρίφθηκαν, δεν επιδρούν σε κύρος παραπομπής σε ακροατήριο και δεν
προβάλλονται ως λόγος ακυρότητας.
• Παραβίαση αρχής μη αυτοενοχοποίησης, παράλειψη ενημέρωσης για δικαίωμα άρνησης
απάντησης στην κατηγορία…

(ιι) Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης:


Ουσιαστική ποινική διάταξη: ΠΚ, ΚΠΔ, ειδικοί νόμοι.
Εσφαλμένη ερμηνεία: το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει
πραγματικά.
Εσφαλμένη εφαρμογή: το συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην έννοιά του τα
πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν από ανάκριση, αλλά σε άλλη διάταξη νόμου που
δεν προσαρμόζεται σε αυτά.
Εκ πλαγίου παράβαση: στο πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό διατακτικού
με σκεπτικό βουλεύματος και ανάγεται σε στοιχεία και ταυτότητα εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει
ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά και δεν εκτίθενται σαφώς, πλήρως και ορισμένως τα πραγματικά
περιστατικά ή εκτίθενται με τρόπο αντιφατικό ή εμφιλοχωρούν κενά ή υπάρχει αντίφαση μεταξύ
διατακτικού και αιτιολογικού ή το διατακτικό περιέχει αντίφαση ώστε να μην είναι δυνατός ο
έλεγχος από τον ΑΠ της ορθής ή όχι εφαρμογής του νόμου.
Υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή όταν η ορθή ή εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής
διάταξης εξαρτάται από εφαρμογή ή ερμηνεία άλλης διάταξης.

(ιιι) Παράβαση δεδικασμένου: το βούλευμα παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο ενώ
με προγενέστερο αμετάκλητο βούλευμα ή απόφαση κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή
αθωώθηκε ή καταδικάστηκε ή η δίωξη έπαυσε οριστικώς.

(ιν) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας: παράβαση 6 ΕΣΔΑ.


Δεν υπάρχει, όταν αναφέρονται:
α. Τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από ανάκριση και στα οποία θεμελιώνεται η
εγκληματική πράξη, όπως ακριβώς περιγράφεται στο νόμο, καθώς και του προσώπου που φέρεται
ότι τέλεσε την πράξη με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά σύμφωνα με
την αξιολόγηση και συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που συγκεντρώθηκαν, ώστε το
αποδεικτικό πόρισμα να είναι συμπέρασμα λογικού συλλογισμού που να θεμελιώνεται πειστικά σε
συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα.
β. Όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν με την αντίστοιχη εκτίμηση καθενός και
αξιολογική συσχέτισή τους. Ανδρουλάκης: απαιτείται μόνο γι’ αυτά που στηρίζουν θέση κατηγορίας
ή υπεράσπισης.
Η διάκριση μεταξύ σημαντικών και ασήμαντων αποδεικτικών μέσων πρέπει να περιλαμβάνεται,
ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος. Δεν είναι ορθή η σκέψη ότι ο ΚΠΔ δεν αναγνωρίζει θεσμό
επίκλησης και προσαγωγής αποδεικτικών μέσων. Η συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού
ενεργείται αυτεπαγγέλτως.
Η επίκληση της ελεύθερης εκτίμησης αποδείξεων ως όριο αναιρετικού ελέγχου μέσω έλλειψης
αιτιολογίας δεν ανταποκρίνεται στον πυρήνα του ζητήματος. Ο αναιρετικός δικαστής, ελέγχοντας
ύπαρξη αιτιολογίας, δε θίγει εκτίμηση αποδείξεων αλλά εξετάζει αν ο δικαστής της ουσίας εξηγεί
πειστικά στο σκεπτικό του το συμπέρασμά του που αποτελεί και την κρίση του με βάση τα
αντίστοιχα αποδεικτικά μέσα που γίνονται δεκτά από αυτόν ως πιο αξιόπιστα έναντι εκείνων που
αποκρούονται με την ανάλογη θεμελίωση. Έτσι δεν επηρεάζεται η ελευθερία αξιολόγησης κατά την
κρίση του δικαστή της ουσίας.
γ. Τις σκέψεις και τους συλλογισμούς βάσει των οποίων το συμβούλιο οδηγήθηκε στο συμπέρασμα
για την παραδοχή ή την απόρριψη ορισμένων πραγματικών περιστατικών. Απαιτείται λογική
ακολουθία ανάμεσα σε πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά μέσα.
Έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει και όταν η έκθεση των περιστατικών ήταν ελλιπής, ασαφής ή
αντιφατική ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της
πράξης.
Απαιτείται αιτιολόγηση και της απόρριψης των αιτήσεων των διαδίκων περί εξέτασης αποδεικτικών
μέσων ή ενέργειας πράξεων συγκέντρωσης αποδεικτικού υλικού.
Υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας όταν:
• Αντί για την παραδοχή για ύπαρξη επαρκών ενδείξεων παραπομπής, αναφέρεται πως καθίσταται
αναγκαίος ο ακροαματικός έλεγχος.
• Γίνεται ειδική αναφορά μόνο στις καταθέσεις ορισμένων μαρτύρων, χωρίς να παρατίθενται
συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία συνάγεται έλλειψη αποχρωσών ενδείξεων και χωρίς να
αξιολογούνται και υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, το είδος των οποίων δεν προσδιορίζεται, ακόμα δε
γίνεται αξιολογική συσχέτιση καταθέσεων όλων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στην υπόθεση
ούτε περιέχονται οι αναγκαίοι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους εδραιώνεται απαλλακτική
κρίση.
• Το συμβούλιο δεν αξιολογεί μαρτυρικές καταθέσεις και λοιπά αποδεικτικά μέσα.
• Το συμβούλιο για το σχηματισμό απαλλακτικής κρίσης δεν έλαβε υπόψη απολογία
κατηγορουμένου και απολογητικό του υπόμνημα.
• Ειδικά για απαλλακτικά βουλεύματα: «Το οριστικό και αμετάκλητο κλείσιμο της υπόθεσης
προϋποθέτει βεβαιότητα έξω από κάθε λογική αμφιβολία» (Ανδρουλάκης). Καρράς: στις
περιπτώσεις που δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις, δεν ανακύπτει πρόβλημα. Στις περιπτώσεις,
όμως, που υπάρχουν ενδείξεις ενοχής αλλά δεν είναι επαρκείς ή αποχρώσες, δεν είναι πειστικός ο
Ανδρουλάκης, καθότι μια τέτοια πρόβλεψη είναι ιδιαίτερα δυσχερής και θα είχε ως αποτέλεσμα
αθρόα παραπομπή υποθέσεων στο ακροατήριο εις βάρος τόσο των ατόμων όσο και της
δικαιοσύνης.

(ν) Παρά το νόμο απόρριψη της έφεσης εναντίον βουλεύματος ως απαράδεκτης: παρανόμως
όταν πχ το συμβούλιο θεωρεί ως μη δικαιούμενο διάδικο για την άσκηση της έφεσης τον ασκήσαντα
το ένδικο μέσο πολιτικώς ενάγοντα επειδή δεν προσδιόρισε το ποσό της αποζημίωσης.

(νι) Υπέρβαση εξουσίας: ενδεικτική περιπτωσιολογία.


α. Το συμβούλιο υπεισέρχεται σε καθήκοντα άλλων εξουσιών.
β. Το συμβούλιο επιλαμβάνεται και αποφασίζει σε υπόθεση που δεν ανήκει στα ποινικά δικαστήρια.
γ. Το συμβούλιο επιλαμβάνεται και αποφασίζει σε υπόθεση που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητά του.
δ. Το συμβούλιο επιλαμβάνεται και αποφασίζει μολονότι δεν υπάρχει ειδική δικονομική προϋπόθεση
απαραίτητη για έναρξη ή κίνηση δίωξης (έγκληση, αίτηση, άδεια δίωξης, έκδοση).

(νιι) Αυτεπάγγελτη εξέταση λόγων αναίρεσης: αν η αναίρεση είναι εμπρόθεσμη και νομότυπη.
Υποχρέωση ΑΠ. Αν παρέλειψε εξέταση λόγου μπορεί να επανέλθει χωρίς να παραβιάζει 370 και 514
ΚΠΔ, αφού δεν υπάρχει απόφαση επί λόγου που δεν εξετάστηκε.

Β. Εναντίον αποφάσεων
1. Προσβαλλόμενες αποφάσεις και δικαιούμενα πρόσωπα:
(ι) 504 παρ. 1 ΚΠΔ: όταν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, επιτρέπεται μόνο κατά ανέκκλητης
απόφασης – όχι κατά απόφασης που τελεσιδίκησε γιατί παρήλθε η προθεσμία έφεσης.
Ανέκκλητο απόφασης σκοπείται εν σχέσει με αναιρεσείοντα και όχι με όλους τους διαδίκους – η
αναίρεση δεν είναι απαράδεκτη αν στρέφεται εναντίον απόφασης που δεν προσβάλλεται με έφεση
από αναιρεσείοντα αλλά από εισαγγελέα ή άλλον.
Δεν επιτρέπεται αίτηση αναίρεσης και όταν τελεσιδίκησε με παραίτηση από έφεση ή μετά από
απόρριψη έφεσης ως απαράδεκτης ή κατά απόφασης β’ βαθμίου που έκρινε έφεση.
Θα πρέπει να αποφάσισε το δικαστήριο τελειωτικά σχετικά με την κατηγορία ή να έπαυσε οριστικά
δίωξη ή να την κήρυξε απαράδεκτη.
Οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις δεν υπόκεινται σε αυτοτελή αίτηση αναίρεσης γιατί
ανακαλούνται ως την οριστική εκδίκαση.
Αν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα κατά της ανέκκλητης για τον κατηγορούμενο απόφασης, αν
τυχόν ο κατηγορούμενος ασκεί αναίρεση, απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Δεν υπόκειται σε αναίρεση η απόφαση που εκδίδεται για αίτηση ακύρωσης.
504 παρ. 2 ΚΠΔ: επιτρέπεται και κατά απόφασης που κηρύσσει δικαστήριο καθ’ ύλην αναρμόδιο.
Συμπροσβάλλονται και οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις.
(ιι) Ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει αναίρεση:
α. Καταδικαστικής απόφασης.
β. Απόφασης που παύει οριστικά δίωξη, εφόσον έχει συμφέρον.
γ. Απόφασης που κήρυξε απαράδεκτη τη δίωξη.
δ. Απόφασης που κήρυξε δικαστήριο καθ’ ύλην αναρμόδιο.
ε. Αθωωτικής απόφασης, αν αθωώθηκε για έμπρακτη μετάνοια.
στ. Του μέρους της απόφασης που αναφέρεται σε απόδοση αφαιρεθέντων πραγμάτων.
(ιιι) Ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να ζητήσει αναίρεση καταδικαστικής μόνο για μέρος που επιδικάζει
αποζημίωση ή απορρίπτει αγωγή του.
468 ΚΠΔ: μπορεί να προσβάλει και αθωωτική απόφαση, αν με αυτήν καταδικάστηκε σε αποζημίωση
ή η αγωγή του απορρίφθηκε.
Ορθότερο φαίνεται να παρέχεται στον πολιτικώς ενάγοντα δικαίωμα αίτησης αναίρεσης απόφασης
που παύει οριστικώς δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη.
(ιν) Ο εισαγγελέας μπορεί να ζητήσει αναίρεση καταδικαστικών αποφάσεων και αποφάσεων με τις
οποίες η δίωξη παύει οριστικά ή κηρύσσεται απαράδεκτη είτε το δικαστήριο κηρύσσεται αναρμόδιο
καθ’ ύλην και των αθωωτικών αποφάσεων, μόνο όμως για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή
ουσιαστικής ποινικής διάταξης:
α. ΕισΠλημμ: όλες αποφάσεις δικαστηρίου που διατελεί, ΜονΠλημμ και πταισματοδικείων
περιφερείας του.
β. Εισαγγελέας Μικτού Ορκωτού: όλες αποφάσεις δικαστηρίου του.
γ. ΕισΕφ: αποφάσεις εφετείου, μικτών ορκωτών και πλημμελειοδικείων περιφερείας του.
δ. ΕισΑΠ: οποιαδήποτε απόφαση μέσα σε 30 μέρες από καθαρογραφή. Για αθωωτικές, για όλους
τους λόγους του 510 παρ. 1 ΚΠΔ.

2. Ειδικές ρυθμίσεις για προθεσμία και διατυπώσεις:


(ι) 507 παρ. 1 ΚΠΔ: προθεσμία ορίζεται από 473 ΚΠΔ.
α. Για εισαγγελέα που δεν υπηρετεί σε εκδίδον: 15 από καθαρογραφή.
β. Κατά αποφάσεων πταισματοδικείου που επιβάλλουν ποινη προστίμου σε απόντα κατηγορούμενο:
1 μήνας από δημοσίευση.
γ. Κατά αποφάσεων πλημμελειοδικείων που επιβάλλουν ανεκκλήτως μόνο χρηματική ποινή στον
απόντα: 2 μήνες από δημοσίευση.
δ. Κατά καταδικαστικής: από τον καταδικασθέντα και με δήλωση που περιέχει λόγους αναίρεσης και
επιδίδεται.
ΑΠ: η επίδοση στον ΕισΑΠ πρέπει να γίνεται μόνο με δικαστικό επιμελητή μέσα σε 20 μέρες.
Η καθαρογραφή πρέπει να γίνεται μέσα σε 15 μέρες.
(ιι) Τελεσίδικες και ανέκκλητες: Ανέκκλητες είναι και οι αποφάσεις που από τη γέννησή τους δεν
υπόκεινται σε έφεση.
(ιιι) Διατυπώσεις: 473 παρ. 2 και 474 ΚΠΔ.
Δυνατότητα πρόσθετων λόγων αναίρεσης (509 ΚΠΔ).

3. Οι λόγοι αναίρεσης:
(ι) Απόλυτη ακυρότητα:
α. Κακή σύνθεση δικαστηρίου.
β. Μη κίνηση δίωξης από εισαγγελέα και ειδικότερα μεταβολή κατηγορίας: ο ακριβέστερος
προσδιορισμός της πράξης με βάση τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από
αποδεικτική διαδικασία δεν αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας. Είναι καταρχήν επιτρεπτή η
παραδοχή επιβαρυντικών περιστάσεων ή διαφορετικού χρόνου τέλεσης, εκτός αν επηρεάζουν
παραγραφή. Δε συντρέχει μεταβολή όταν προσδίδεται διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός. Δεν
αποτελεί μεταβολή κατηγορίας η διαφοροποίηση του σκοπού του δράστη.
Ανεπίτρεπτη είναι η μεταβολή από αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος σε κλοπή, επειδή το
πρώτο είναι ιδιώνυμο, αυτοτελές και ανεξάρτητο από το δεύτερο, ή από πλαστογραφία σε χρήση
πλαστού.
γ. Μη υποχρεωτική συμμετοχή εισαγγελέα στην επ’ ακροατηρίου διαδικασία.
δ. Μη αναστολή δίωξης όταν είναι υποχρεωτική.
ε. Μη τήρηση διατάξεων για εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση κατηγορουμένου.
ΝΟΜ ΑΠ: απόλυτη ακυρότητα όταν δε δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο να συνεχίσει την
απολογία του, όταν κατά τη διάρκειά της μεσολάβησε η ανάγνωση εγγράφων, η λήψη υπόψη
εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν …
Δεν απαιτείται προσφυγή του κατηγορουμένου, αν η παράβαση γίνεται με διάταξη του προέδρου του
δικαστηρίου, δεδομένου ότι από την τυχόν μη άσκηση ενός ενδίκου μέσου (προσφυγής) δε συνάγεται
απώλεια άλλου (αναίρεσης).
-> Προκαλεί απόλυτη ακυρότητα η αποδεικτική αξιοποίηση στη διαδικασία στο ακροατήριο
αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν παράνομα;
19 παρ. 3 Σ: δε συνάγεται διαφοροποίηση ανάμεσα σε πράξεις προδικασίας (η ακυρότητα των
οποίων καλύπτεται με παράλειψη προσβολής ως αμετάκλητη παραπομπή σε ακροατήριο) και
πράξεων της κύριας διαδικασίας. Επομένως δεν επιτρέπεται λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου, έστω
κι αν η ακυρότητα καλύφθηκε.
-> 366 παρ. 2 ΠΚ: Δυσφήμηση και δίκαιη δίκη.
Υποστηρίζεται πως η διάταξη δεν είναι δεσμευτική επειδή ο δικαστής έχει καθήκον να διαμορφώνει
δικανική πεποίθηση χωρίς να είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί νομικούς κανόνες, αλλά συνιστά
μόνο μια αποδεικτική υπόδειξη. Η θέσπιση αμάχητου τεκμηρίου παραβιάζει δικαίωμα σε δίκαιη
δίκη. Βλάπτονται υπερασπιστικά δικαιώματα κατηγορουμένου.
στ. Παράνομη παράσταση πολιτικώς ενάγοντος.

(ιι) Σχετική ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, εφόσον δεν καλύφθηκε κατά τα
173 και 174 ΚΠΔ και η έλλειψη ακρόασης:
α. 170 παρ. 1 ΚΠΔ: ακυρότητα πράξης ή εγγράφου ποινικής διαδικασίας μόνο όταν ρητά
απαγγέλλεται από νόμο. Μπορεί να προταθεί από εισαγγελέα ή διάδικο με έννομο συμφέρον, όχι
όμως αν προήλθε από ενέργεια ή παράλειψή του ή όταν την αποδέχτηκε ρητά. Πρέπει να προταθεί
μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης για κατηγορία σε τελευταίο βαθμό, γιατί αλλιώς καλύπτεται.
β. 170 παρ. 2 ΚΠΔ: ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται ακόμα κι αν ο
κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας ζήτησε να ασκήσει δικαίωμα, που του
παρέχεται από νόμο και το δικαστήριο το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφασίσει.
Διαφορά με 171 παρ. 1 δ’ ΚΠΔ:
Μπουρόπουλος: Στο 171, ως δικαιώματα που προσήκουν στον κατηγορούμενο νοούνται εκείνα τα
οποία συνάπτονται αμέσως με την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή του, ενώ στο
170 ο νόμος έχει υπόψη κάθε άλλο δικαίωμα που δίνεται στον κατηγορούμενο κατά τη συζήτηση στο
ακροατήριο.
Ανδρουλάκης: Ανασφάλεια παραπάνω άποψης – δε στηρίζεται στο νόμο.
Ζησιάδης: Διάκριση μεταξύ περιπτώσεων κατά τις οποίες ο δικαστής υποχρεούται από το νόμο
οίκοθεν να προκαλέσει άσκηση εκ μέρους του κατηγορουμένου δικαιωμάτων που προσήκουν σε
αυτόν, οπότε η αντίστοιχη παράβαση αποτελεί απόλυτη ακυρότητα, και εκείνων κατά τις οποίες
παρέχεται απλώς από το νόμο η ευχέρεια στον κατηγορούμενο ή στο συνήγορό του να ζητήσει αν το
θελήσει άσκηση δικαιώματος που ρητώς του παρέχεται, οπότε η αντίστοιχη παράβαση επιφέρει
έλλειψη ακρόασης. Δεν είναι όμως νόμιμη η κάλυψη περιπτώσεων απόλυτων ακυροτήτων με
υποβιβασμό τους σε απλές περιπτώσεις σχετικών ακυροτήτων που φυσικά δεν έχουν ίδια δικονομική
μεταχείριση.
Καρράς: εφόσον δεν τηρείται μια διάταξη που καθορίζει άσκηση δικαιώματος υπεράσπισης
κατηγορουμένου προκαλείται απόλυτη ακυρότητα και, σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο
συνήγορός του ζήτησαν να το ασκήσουν αλλά το δικαστήριο του το αρνήθηκε ή παρέλειψε να
αποφανθεί, παράλληλα σχετική (έλλειψη ακρόασης). Ενόψει αυτού, πρέπει να γίνεται δεκτή η
απόλυτη ακυρότητα, που παρέχει υπέρτερη δικονομική προστασία στον κατηγορούμενο και να μη
λαμβάνεται υπόψη η σχετική ακυρότητα.

(ιιι) Η παράβαση διατάξεων που αναφέρονται σε δημοσιότητα: η τήρησή τους πρέπει να


προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης. Η δημοσιότητα ανάγεται όχι μόνο στην ελευθερία
καθενός που θέλει να παρακολουθήσει τη συζήτηση και να παρευρίσκεται στον τόπο της
συνεδρίασης αλλά και στη δημόσια και προφορική ανάπτυξη της δίκης και της υπεράσπισης, τη
δημόσια εξέταση των μαρτύρων και την ανάγνωση των εγγράφων, και γενικά πρέπει να διεξάγεται
δημόσια οτιδήποτε συντελεί στη διαμόρφωση της γνώμης του δικαστή.

(ιν) Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλεται συνταγματικά: η δικαστική απόφαση είναι
αιτιολογημένη όταν αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά
περιστατικά που αποδείχτηκαν σχετικά με αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος,
οι αποδείξεις που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και οι συλλογισμοί. Δεν απαιτείται
αιτιολογία του δόλου, επειδή αυτή ανακύπτει από τα περιστατικά. Παρότι συνήθως ο δόλος
ενδεικνύεται από πλήρωση ΑντΥπ και επομένως η ειδική αιτιολογία της παραδοχής των
αντικειμενικών στοιχείων της πράξης αρκεί για την κατάφασή του, είναι ορθότερη η άποψη πως σε
κάθε περίσταση επιβάλλεται ειδική αιτιολογία του σκοπού παραγωγής αποτελέσματος ή η εν γνώσει
τέλεση πράξης κατ’ αποκλεισμό ενδεχόμενου δόλου.
ΑΠ: δεν υπάρχει απαιτούμενη αιτιολογία όταν παρατίθεται εντελώς τυπική αιτιολογία προς την
οποία εξομοιούται και εκείνη που παραπέμπει με ολική αναφορά σε πραγματικά περιστατικά
διατακτικού ή όταν επαναλαμβάνεται το διατακτικό στο οποίο παρατίθεται απλώς το κατηγορητήριο.
Ναι μεν το αιτιολογικό και το διατακτικό αποτελούν ενιαίο όλο και είναι παραδεκτή η
αλληλοσυμπλήρωση, ωστόσο αυτή δεν μπορεί να φτάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς σε
περιστατικά που περιγράφονται σε διατακτικό απόφασης.
Δεν είναι ορθή η ενδοιαστική αιτιολογία (εκείνη που δε διευκρινίζει με σαφήνεια αν δέχεται ή όχι
ισχυρισμό κατηγορούμενου ή δε λαμβάνει θέση για τη συνδρομή ή όχι πραγματικών περιστατικών).
-> Αιτιολογία αθωωτικών αποφάσεων:
Υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση πραγματικά περιστατικά είτε όταν
δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του
κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα. Δεν απαιτείται έκθεση περιστατικών που πείθουν για
αθωότητα.
Η αποδοχή αποδεικτικού μέσου με διαφορετικό περιεχόμενο ή διαμόρφωση αιτιολογικού με
παραδοχές που δεν προκύπτουν από τα αποδεικτικά μέσα ή βασίζονται σε ανύπαρκτα αποδεικτικά
μέσα αποτελεί περίπτωση ελλιπούς αιτιολογίας.
-> Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί: υποχρέωση δικαστηρίου ουσίας να απαντά σε αυτούς.
Έννοια: κρίση που διατυπώνεται από κατηγορούμενο ή συνήγορό του ως και από τον εισαγγελέα για
τη νομική σημασία πραγματικού περιστατικού που προβάλλεται και το οποίο ασκεί καταλυτική
επίδραση στη στοιχειοθέτηση συστατικού στοιχείου έννοιας εγκλήματος (14 ΠΚ).
ΑΠ: αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που κατατείνουν σε άρση αδίκου – αποκλεισμό καταλογισμού –
απόσβεση αξιοποίνου ή μείωση της ποινής. Πρέπει να προβάλλονται με τρόπο σαφή και ορισμένο,
ώστε να μπορούν να εκτιμηθούν (επίκληση πραγματικών περιστατικών που απαιτούνται για
θεμελίωση) και να αποδεικνύεται η πρόταση και η περαιτέρω ανάπτυξή τους από τα πρακτικά.
Καρράς: ανεπίτρεπτη ταύτιση με ενστάσεις πολιτικής δίκης.
α. Ουσιώδεις: δύνανται να επηρεάσουν ουσιαστικά την κρίση του δικαστηρίου.
β. Προτείνονται με σαφήνεια: εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη
θεμελίωσή τους.
γ. Αποδεικνύεται η πρότασή τους από έγγραφα στοιχεία.
Δεν έχει σημασία η δικονομική μορφή τους. Η υποχρέωση απάντησης σε αυτούς απορρέει και από
το 20 Σ.
(ν) Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης:
ΑΠ: εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης (αναλύθηκε ανωτέρω).
Πχ δεν εκτίθεται ποιο από τα δύο είδη αμέλειας γίνεται δεκτό.

(νι) Παραβίαση δεδικασμένου, για την ύπαρξη του οποίου απαιτούνται:


α. Αμετάκλητη απόφαση για βασιμότητα κατηγορίας ή που παύει δίωξη ή που την κηρύσσει
απαράδεκτη.
β. Ταυτότητα πράξης.
γ. Ταυτότητα προσώπων.

(νιι) Καθ’ ύλην αναρμοδιότητα δικάζοντος.

(νιιι) Υπέρβαση εξουσίας (αναλύθηκε ανωτέρω):


Καρράς: υπάρχει υπέρβαση εξουσίας αν ο πολιτικώς ενάγων ζήτησε μέρος απαίτησης με επιφύλαξη
για το υπόλοιπο ποσό από πολιτικό δικαστήριο. Επιτρέπεται όμως η παράλληλη αναζήτηση
αποζημίωσης, αφού υπάρχει διαφορά προς αντικείμενο πολιτικής αγωγής.
Εντάσσονται και οι ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Τοπική αναρμοδιότητα, εφόσον προβλήθηκε εγκαίρως (ως έναρξη αποδεικτικής διαδικασίας)
ενώπιον πρωτοβαθμίου και επαναλήφθηκε ενώπιον δευτεροβαθμίου, εκτός αν τα περιστατικά στα
οποία βασίζεται η αναρμοδιότητα προέκυψαν από τη διαδικασία, οπότε μπορεί να προταθεί
μεταγενέστερα και μάλιστα για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου.
β. Η παραβίαση του μεταβιβαστικού, όταν δηλαδή το δευτεροβάθμιο αποφασίζει για μέρη
πρωτόδικης στα οποία δεν αναφέρονται λόγοι έφεσης.
γ. Χειροτέρευση θέσης κατηγορουμένου.
δ. Η παρά το νόμο απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης.
ε. Η παρά το νόμο περάτωση της ποινικής δίκης.
στ. Η παρά το νόμο κήρυξη καθ’ ύλην αναρμοδιότητας.
ζ. Η παρά το νόμο απόφαση του Μικτού ορκωτού για ζήτημα που υπάγεται σε τακτικά ή αντίθετα.
η. Η παραβίαση επεκτατικού αποτελέσματος (θετική ή αρνητική).
Παραδείγματα από νομολογία:
-> Αρνητική υπέρβαση εξουσίας: αθώωσε για συκοφαντική δυσφήμιση αλλά δεν εξέτασε απλή
δυσφήμιση ή εξύβριση.
-> Απόρριψη έφεσης ως ανυποστήρικτης ενώ δεν είχε κλητευθεί νομίμως ο κατηγορούμενος.

4. Διαδικασία ενώπιον ΑΠ:


(ι) Μη εμφάνιση αναιρεσείοντος: απόρριψη αίτησης αναίρεσης – δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο. Όμως
αν δεν έλαβε χώρα κλήτευση, επιτρέπεται ανάκληση είτε αυτεπαγγέλτως ή μετά από πρόταση
εισαγγελέα ή αίτηση αναιρεσείοντος. Κατ’ εξαίρεση, ο ΑΠ αυτεπαγγέλτως παραθέτει το σχετικό
άρθρο ποινικού νόμου και εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως επιεικέστερο νόμο.
(ιι) Ne bis in idem: 514 γ’ ΚΠΔ.
(ιιι) Αυτεπάγγελτη εξέταση λόγων αναίρεσης.
(ιν) Εφαρμογή επιεικέστερου ποινικού νόμου και όταν αυτός δεν είχε ακόμα ισχύσει όταν ασκήθηκε
η αναίρεση.
(ν) Μόνο των στοιχείων α’, γ’, δ’, ε’, στ’ και η’ της παρ. 1 του 510 ΚΠΔ.
(νι) Αν από παραδρομή δεν εξετάστηκε κάποιος που ερευνάται αυτεπαγγέλτως αλλά δεν προτάθηκε,
δεν μπορεί ο ΑΠ να επανέλθει.
(νιι) Δυνατότητα επανεξέτασης αίτησης αναίρεσης, η οποία με προηγούμενη απόφαση απορρίφθηκε
σε σχέση με λόγο ή λόγους που δεν ερευνήθηκαν αλλά προτάθηκαν παραδεκτά και είναι αυτοτελείς
και διαφορετικοί.

5. Λειτουργική αρμοδιότητα ΑΠ:


(ι) Απόρριψη ως απαράδεκτης.
(ιι) Βάσιμη:
α. Αναρμοδιότητα καθ’ ύλην: αποφασίζει και παραπέμπει.
β. Για παράβαση δεδικασμένου: ακύρωση και κήρυξη απαράδεκτης της δίωξης.
γ. Αναίρεση λόγω ανύπαρκτου δεδικασμένου ή για υπέρβαση εξουσίας: παραπομπή για νέα
συζήτηση.
δ. Για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή: δεν παραπέμπει αλλά εφαρμόζει.
-> Λείπει όρος αξιοποίνου για τον οποίο παρέλειψε να αποφανθεί το δικαστήριο, παρότι αυτός
περιλαμβανόταν σε παραπεμπτικό βούλευμα ή κλητήριο θέσπισμα: παραπομπή.
-> Δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη: αθώωση.
ε. Για κάποιον από τους λόγους που εξετάζονται αυτεπάγγελτα: παραπομπή.
Μετά την παραπομπή σε νέα δίκη, η κράτηση του κατηγορουμένου λογίζεται ως προσωρινή
κράτηση.

6. Η διαδικασία μετά την αναίρεση


(ι) Το δικαστήριο της παραπομπής είναι υποχρεωτικά αρμόδιο, εφόσον ορίστηκε ύστερα από
αναίρεση λόγω αναρμοδιότητας. Αν όμως από την ενώπιόν του διαδικασία προκύψουν νέα γεγονότα,
οφείλει να κηρυχθεί αναρμόδιο.
(ιι) Αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που έγινε μόνο από καταδικασθέντα ή υπέρ
αυτού, απαγόρευση χειροτέρευσης θέσης.
(ιιι) Ερευνάται όλη η υπόθεση μόνο αν η απόφαση αναιρέθηκε εξ ολοκλήρου.
(ιν) Δέσμευση από απόφαση ΑΠ ως προς νομικά ζητήματα που επέλυσε.
(ν) Αν αναίρεση για δικονομικές παραβάσεις που επάγονται ακυρότητα και άρα ακύρωση μαζί με
απόφαση και διαδικασίας στην οποία στηρίχτηκε, μεταβίβαση προς επανεκδίκαση στο σημείο της
τελευταίας έγκυρης διαδικαστικής πράξης.
Κεφαλαιο 6ο:
Ορισμένες ειδικότερες παρατηρήσεις επί του συνόλου της ποινικής
δικονομίας

Α. Αρμοδιότητα

Συναφή εγκλήματα ίδιας βαρύτητας που υπάγονται σε δικαστήριο ίδιου βαθμού: αρμόδιο αυτό που
επιλήφθηκε πρώτο
Αν οι συναφείς πράξεις ίδιας βαρύτητας είναι κακουργήματα, ο παραπάνω κανόνας ισχύει μόνο όταν
όλα υπάγονται στο ίδιο δικαστήριο (εφετείο ή ΜΟΔ). Αν όχι:
1η άποψη: χωρισμός
2η άποψη: πάντα αρμόδιο το ΜΟΔ λόγω συνταγματικής πρόβλεψης (νομ)

Αν αναρμόδιο το δικαστήριο: κηρύσσεται αναρμόδιο και παραπέμπει, δεν μπορεί να πάψει δίωξη
λόγω παραγραφής

Αν γίνει δεκτό το κριτήριο της βαρύτητας των συναφών, υπάρχει περίπτωση σε μερικές ακραίες
περιστάσεις να δικαστούν οι συναφείς από κατώτερο που είναι αρμόδιο να δικάσει το βαρύτερο.
Λύση: στις περιστάσεις αυτές να δικάζονται στο ανώτερο

Αν αποφασιστεί συνεκδίκαση εγκλήματος που τέλεσε ανήλικος και ενήλικας, αρμόδιο είναι εκείνο
που δικάζει τον ενήλικα

Κατ’ εξακολούθηση:
1. Αρχή αυτοτέλειας: ρυθμίζει ζήτημα παραγραφής και δεδικασμένου
2. Αρχή ενότητας: ρυθμίζει ζήτημα καθ’ ύλην αρμοδιότητας
Για τις αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν από ανήλικο, ο οποίος στη συνέχεια ενηλικιώθηκε και
συνέχισε (κατ’ εξακολούθηση) να τις τελεί, η υλική αρμοδιότητα κρίνεται από τη μη αυτοτέλεια των
επί μέρους πράξεων του κατ’ εξακολούθηση αλλά από την αρχή της ενότητας -> καθ’ ύλην αρμόδιο
το κοινό δικαστήριο των ενηλίκων

Συμμετοχικές πράξεις ενηλίκου και ανηλίκου σε πλημμέλημα που δεν έχουν ίδιο αξιόποινο
χαρακτήρα (η μία βασική, η άλλη διακεκριμένη παραλλαγή) -> εκδίκαση από εκείνο που είναι
αρμόδιο να δικάσει τη βαρύτερη, αν αποφασιστεί η συνεκδίκαση

131 ΚΠΔ, αλλά: σε περίπτωση που οι λόγοι της συνάφειας ή συμμετοχής εκλείψουν μετά την έναρξη
της αποδεικτικής διαδικασίας (αφού λάβει χώρα η επί της ουσίας συζήτηση), η αρμοδιότητα δεν
εκλείπει, αν η πράξη υπάγεται κανονικά σε κατώτερο δικαστήριο (αναλογικά το 119 παρ. 2 ΚΠΔ).

Έφεση κατά απόφασης δικαστηρίου που κηρύττει εαυτόν αναρμόδιο -> αν το εφετείο κρίνει την
έφεση αβάσιμη, την απορρίπτει και διαβιβάζει την υπόθεση στο αρμόδιο, στο οποίο έγινε
παραπομπή από το πρωτοβάθμιο. Αν την κρίνει βάσιμη, ακυρώνει την προσβαλλομένη και ή δικάζει
την υπόθεση(αν υπάγεται στη δική του, ως πρωτοβάθμιου, αρμοδιότητα ή σε αρμοδιότητα
κατώτερου που εδρεύει στην περιφέρειά του) ή την παραπέμπει στο αρμόδιο, λειτουργώντας ως
δικαστικό συμβούλιο και πράττοντας ό,τι και το συμβούλιο που εκδίδει παραπεμπτικό βούλευμα.
Αν η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης μονομελούς πλημμελειοδικείου και πταισματοδικείου με
την οποία αυτό κηρύχθηκε αναρμόδιο καθ’ ύλην και παραπέμπει σε εισαγγελέα:
Εφετείο κρίνει έφεση αβάσιμη: απορρίπτει και διαβιβάζει σε εισαγγελέα για να ενεργήσει ό,τι ορίζει
το 120 παρ. 3 ΚΠΔ, δεν παραπέμπει σε αρμόδιο. Αν το κάνει, υπέρβαση εξουσίας (παραπέμπει
απευθείας στο αρμόδιο, που μπορεί να είναι και ανώτερο, ενώ η πρωτοβάθμια παρέπεμψε σε
εισαγγελέα -> ο ΚΑΤ στερείται στάδιο προδικασίας)
Εφετείο κρίνει έφεση βάσιμη: ακυρώνει πρωτόδικη περί καθ’ ύλη αναρμοδιότητας και ή δικάζει το
ίδιο αμέσως την υπόθεση κατ’ ουσίαν αν υπάγεται στη δική του καθ’ ύλην αρμοδιότητα ή σε
αρμοδιότητα κατώτερου απ’ αυτού δικαστηρίου της περιφέρειάς του ή παραπέμπει στο αρμόδιο,
λειτουργώντας ως συμβούλιο.

126 παρ. 1 ΚΠΔ: όμως, μόνο αν το ότι το δικαστήριο είναι κατά τόπο αναρμόδιο προκύπτει από τη
διαδικασία μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα ή να προταθεί με ένσταση η κατά τόπον
αναρμοδιότητα και μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας.

Κατά τόπον αναρμοδιότητα εξετάζεται:


(α) Αυτεπάγγελτα από εισαγγελέα κατά την προανάκριση, από δικ. Συμβ. κατά την ανάκριση και από
δικαστήριο
(β) με υποβολή ένστασης αναρμοδιότητας από εισαγγελέα ή διάδικο ως την έναρξη της αποδεικτικής
διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο ακροατήριο
Αλλιώς καλύπτεται (εξαίρεση αναφέρθηκε παραπάνω) και δεν μπορεί να προταθεί ούτε σε δεύτερο
βαθμό, εκτός αν στον πρώτο βαθμό ο ΚΑΤ δικάστηκε παράνομα ερήμην

Η ένσταση που προτάθηκε έγκαιρα και απορρίφθηκε από πρωτοβάθμιο μπορεί να επαναληφθεί
ενώπιον εφετείου προ έναρξης αποδεικτικής διαδικασίας από αυτόν που την πρότεινε πρωτόδικα (αν
είναι ο εκκαλών), ως λόγος έφεσης.
Άλλη άποψη: η ορθή έννοια της λέξης επαναληφθεί του 126 παρ. 2 ΚΠΔ είναι ότι μόνο ο εκκαλών
μπορεί να υποβάλει σε δευτεροβάθμιο ένσταση κατά τόπον αναρμοδιότητας που είχε υποβάλει
έγκαιρα στο πρωτοβάθμιο, γιατί μόνο αυτός, οδηγώντας την υπόθεση σ’ αυτό, μπορεί να επαναλάβει
την ένσταση, έστω κι αν δεν προβάλλεται ως λόγος έφεσης.

Σύγκρουση αρμοδιότητας και ανάγκη κανονισμού της μόνο αν τα περισσότερα δικαστήρια ή


ανακριτικοί υπάλληλοι δεν υπάγονται το ένα στο άλλο. Ο κανονισμός αρμοδιότητας αποκλείεται
όταν το ανώτερο δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο επιλαμβάνεται της απόφασης ή του
βουλεύματος του κατώτερου μετά από ένδικο μέσο και μεταρρυθμίζει την απόφαση αποφαινόμενο
διαφορετικά για αρμοδιότητα.
Β. Προδικασία

Για τον υπολογισμό της προθεσμίας υποβολής έγκλησης υπολογίζεται και η μέρα της γνώσης

1η άποψη: επιτρέπεται υποβολή έγκλησης υπό όρους / προθεσμία, αφού δεν ορίζεται ρητά το
αντίθετο (Καρράς)
2η άποψη: δεν είναι έγκυρη η υποβολή έγκλησης υπό όρους ή προθεσμία (Μπουρόπουλος, Ζησιάδης
κ.α.)

Υποβολή έγκλησης από τον ένα γονιό του ανηλίκου, σε περίπτωση επείγοντος (ο άλλος αδρανεί, δεν
μπορεί να συμπράξει, διαφωνεί). Αλλιώς, και από τους 2 (1510 ΑΚ). Ο ανήλικος δε δικαιούται, όταν
ενηλικιωθεί, να ανακαλέσει την έγκληση λόγω της αυτοτέλειας του δικαιώματος υποβολής έγκλησης
κάθε δικαιούμενου (118 παρ. 3 ΠΚ).

Η απόρριψη της μήνυσης, έγκλησης ή αναφοράς με μορφή αρχειοθέτησης ή επίδοσης απορριπτικής


διάταξης από Εισαγγελέα ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ.

Ο νομικός χαρακτηρισμός της πράξης όπως περιλαμβάνεται στην έγκληση δεν είναι ούτε
καθοριστικός ούτε δεσμευτικός για όργανα απονομής δικαιοσύνης. Αυτό που έχει σημασία είναι η
περιεχόμενη δήλωση βούλησης για δίωξη βιοτικού συμβάντος του οποίου τα πραγματικά
περιστατικά περιγράφονται στην έγκληση.

Μήνυση και προφορικά.

Πρόταση εισαγγελέα σε συμβούλιο για περάτωση προανάκρισης για εγκλήματα τριμελούς


πλημμελειοδικείου μόνο αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής (απαλλακτική
πρόταση).

Αστυνομική προανάκριση:
(α) αν απειλείται άμεσος κίνδυνος από την καθυστέρηση (απώλειας ή δυσχέρανσης συγκέντρωσης
και διασφάλισης αποδείξεων) ή
(β) αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα

Ποιο είναι το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο σε περίπτωση προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας;


1η άποψη (Παπαδαμάκης): Συμβούλιο Πλημμελειοδικών + ο εισπλημμ μπορεί να διαφωνήσει με
εισεφ και να εισαγάγει υπόθεση με παραπεμπτική πρόταση
2η άποψη (Καρράς): η ανωτέρω άποψη ακυρώνει ουσιαστικά τη λειτουργική παρέμβαση του εσεφ
που προβλέπεται λόγω της κατά τεκμήριο μεγαλύτερης εμπειρίας και εμπιστοσύνης. Βέβαια, ο
εισπλημμ έχει ελευθερία γνώμης κατά την εκτέλεση των παραγγελιών των προϊσταμένων του.
ΛΥΣΗ: Είτε διαβίβαση υπόθεσης σε ΣυμΠλημμ με αντίστοιχη πρόταση ΕισΕφ χωρίς πρόταση
ΕισΠλημμ είτε υποβολή δικογραφίας σε ΣυμΕφ, αφού το άρθρο λέει «αρμόδιο δικαστικό
συμβούλιο» και άρα επιτρέπει εισαγωγή αυτή (τα εγκλήματα υπάγονται σε ΤριμΕφ)]
Παραγγελία για κύρια ανάκριση δίδεται και πριν το τέλος της προανάκρισης, όταν από αυτήν
προκύπτει ότι η πράξη είναι κακούργημα.
Παράλειψη κλήσης κατηγορουμένου προς απολογία -> ακυρότητα προανάκρισης -> ακυρότητα
παραπομπής

Αυτόφωρο – συνέπειες:
(α) Οι ανακριτικοί και γενικά αστυνομικοί υπάλληλοι υποχρεούνται να συλλάβουν το δράστη – οι
πολίτες δικαιούνται
(β) Οι ανακριτικοί υπάλληλοι έχουν υποχρέωση να διενεργήσουν αστυνομική προανάκριση χωρίς
εισαγγελική παραγγελία
(γ) Στα πλημμελήματα μπορεί να ακολουθήσει απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο (417 επ)
(δ) Διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας τη νύχτα από δικαστικό λειτουργό

Προϋπόθεση ύπαρξης αυτοφώρου: να ειδοποιήθηκε αμέσως μετά την πράξη η δημόσια δύναμη κι
αυτή να προβαίνει σε άμεση καταδίωξη του δράστη. Αν η άμεση ειδοποίηση και καταδίωξη δεν
υπήρχε, δεν έχουμε αυτόφωρο, έστω κι αν δεν έχει παρέλθει το χρονικό όριο του αυτόφωρου (48
ώρες).

Καλλιέργεια και κατοχή ναρκωτικών: διαρκή εγκλήματα => πάντα αυτόφωρα (ως την άρση της
παράνομης κατάστασης που δημιουργήθηκε)

Το 307 περ. γ’ ΚΠΔ αφορά διαφωνία που προέκυψε στην κύρια ανάκριση αι όχι στην προανάκριση
(η διεύθυνση της οποίας ανήκει κατά το 33 παρ. 1 ΚΠΔ στον ΕισΠλημμ και επομένως αυτός
αναλαμβάνει επίλυση διαφωνιών). Άρα δεν υπάρχει προσφυγή σε συμβούλιο κατά την προανάκριση.
Είναι δυνατή μόνο προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης. Ο Καρράς υποστηρίζει πως το 307 περ. γ’
ΚΠΔ αφορά και την προανάκριση αφού μιλά για «προδικασία».

Παράλειψη γνωστοποίησης ονόματος πραγματογνώμονα στον κατηγορούμενο -> απόλυτη


ακυρότητα ανάκρισης

48ωρη προθεσμία απολογίας: δεν μπορεί να συντμηθεί αν συντμηθεί η προθεσμία κλήτευσης, αφού
η δεύτερη αφορά μόνο αναζήτηση συνηγόρου. Δεν πρέπει να περιλαμβάνεται εντός Σ/Κ ή αργία
γιατί φαλκιδεύεται το δικαίωμα προετοιμασίας που είναι ήδη χρονικά περιορισμένο. Κατά την
κρατούσα άποψη, η παράταση της προθεσμίας εναπόκειται σε διακριτική ευχέρεια ανακρίνοντος. Ο
Καρράς υποστηρίζει ότι ο ανακρίνων έχει υποχρέωση να χορηγήσει παράταση που ζητείται αν η
μελέτη της υπόθεσης λόγω ειδικών συνθηκών δεν μπορεί προφανώς να γίνει εντός 48 ωρών.

Κλήση προς απολογία -> ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων ενοχής -> Ο ΚΑΤ δεν εμφανίζεται να
απολογηθεί από απείθεια -> έκδοση εντάλματος σύλληψης (ή βίαιης προσαγωγής) -> έγκυρη
επίδοσή του -> δεν είναι υποχρεωμένος ο ανακριτής να του γνωστοποιήσει το πέρας της ανάκρισης
Αν ο ΚΑΤ συλληφθεί μέχρι ουσιαστική περάτωση ανάκρισης -> λήψη απολογίας -> γνωστοποίηση
τέλους ανάκρισης
Λήξη κύριας ανάκρισης:
(α) Απολογία κατηγορουμένου
(β) Τυπικές κλήσεις: ο κατηγορούμενος δεν παρουσιάζεται προς απολογία / δεν προκύπτουν
αποχρώσες ενδείξεις -> ο ανακριτής διαβιβάζει την έτοιμη δικογραφία στον εισαγγελέα -> έκδοση
τυπικής κλήσης που ΔΕΝ ΕΠΙΔΙΔΕΤΑΙ στον ΚΑΤ αλλά παραμένει στη δικογραφία.
Αν ο Εις ή το ΔικΣυμβ συμφωνήσουν με ανακριτή ως προς ανυπαρξία ενδείξεων -> έκδοση
απαλλακτικού βουλεύματος
Αν διαφωνήσει ο Εις -> επιστρέφει δικογραφία σε ανακριτή για να κλητεύσει αληθινά τον ΚΑΤ και
να πάρει την απολογία του (αντίστοιχα οφείλει να πράξει το δικαστικό συμβούλιο -> δεν πρέπει να
εκδώσει παραπεμπτικό βούλευμα γιατί προκαλείται απόλυτη ακυρότητα).

Αν κατά την πορεία της ανάκρισης ανακαλυφθούν και άλλες αξιόποινες πράξεις που διώκονται
αυτεπαγγέλτως ο ανακριτής τις ανακοινώνει στον εισαγγελέα και ενεργεί μόνο κατεπείγουσες
ανακριτικές πράξεις για βεβαίωσή τους (43 ΚΠΔ)

Έχει δικαίωμα ο ανακριτής να μεταβάλει νομικό χαρακτηρισμό πράξης που παραγγέλθηκε να


ανακρίνει;
Α’ άποψη: ναι - μπορεί να αλλάξει ποινική διάταξη, μορφή συμμετοχής, χρόνο τέλεσης, μορφή
υπαιτιότητας ΑΛΛΑ να μη διαφοροποιείται η κατηγορία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να προκύπτει
διαφορετική πράξη από εκείνη για την οποία ασκήθηκε δίωξη (απόλυτη ακυρότητα)
Β’ άποψη: υπέρβαση εξουσίας αν μεταβάλει νομικό χαρακτηρισμό.
Ωστόσο: νόμιμα ο ανακριτής επεκτείνει κατηγορία και απαγγέλλει κατηγορία για επιβαρυντικές ή
ελαφρυντικές περιστάσεις του ίδιου εγκλήματος, δίνοντας ορθό νομικό χαρακτηρισμό.

Από 248 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι ο ΚΑΤ και οι άλλοι διάδικοι δε δικαιούνται να εμποδίσουν
ανακριτή να ενεργήσει ανακριτικές πράξεις που κρίνονται αναγκαίες, ζητώντας έλεγχο
σκοπιμότητας.

Δικαίωμα ΚΑΤ και διαδίκων να ζητήσουν εμφάνιση ενώπιον ΔικΣυμβ του συνηγόρου τους για
παροχή διευκρινίσεων ΜΟΝΟ όταν μετά το πέρας της ανάκρισης το συμβούλιο πρόκειται να προβεί
σε ουσιαστική εκτίμηση υπόθεσης (εξαίρεση αν ορίζεται ρητά απ’ το νόμο, πχ προσωρινή κράτηση).

Έκδοση εντάλματος σύλληψης επειδή ο ΚΑΤ δεν εμφανίστηκε από απείθεια:


Πρέπει να ελέγχεται νομιμότητα προηγούμενης κλήσης. Αν αυτή διαπιστώνεται, πρέπει να ελέγχεται
μήπως η μη προσέλευση οφείλεται σε ασθένεια. Αν υπάρχει τέτοιο κώλυμα:
(α) και πρόκειται να αρθεί σύντομα, ο ανακριτής πρέπει να περιμένει
(β) και δεν πρόκειται να αρθεί σύντομα, ο ανακριτής πρέπει ή να μεταβεί στον τόπο νοσηλείας και
να λάβει την απολογία του ΚΑΤ (ο ίδιος, ή εξουσιοδοτώντας υπάλληλο) ή, αν δεν μπορεί να γίνει
αυτό, να περατώσει τυπικά ανάκριση με απλή κλήση και άπρακτη πάροδο προθεσμίας προς
απολογία.

Α’ άποψη: Αν δεν υπάρχει προηγούμενη νόμιμη κλήση, η πλασματική περάτωση ανάκρισης με


έκδοση εντάλματος σύλληψης => αποστέρηση ΚΑΤ από θεμελιώδες δικαίωμα ακρόασης (απολογία)
-> ακυρότητα
Β’ άποψη: η κύρια ανάκριση νόμιμα περατώνεται τυπικά με έκδοση εντάλματος σύλληψης, ασχέτως
από το νόμιμο ή μη της κλήσης, αφού ο ανακριτής μπορεί να καλέσει προς εξέταση τον ΚΑΤ (271
παρ. 1 ΚΠΔ). Εσφαλμένη κατά τον Καρρά άποψη, γιατί παραβλέπει ότι αποτελεί διαφορετική
ρύθμιση η εξασφάλιση της εμφάνισης του ΚΑΤ στον ανακριτή για απολογία με έκδοση εντάλματος
σύλληψης από εκείνη της περάτωσης της ανάκρισης με έκδοση εντάλματος σύλληψης

Έκδοση εντάλματος σύλληψης κατά το 270 παρ.2 ΚΠΔ:


(α) προηγούμενη νόμιμη κλήτευση προς απολογία
(β) απείθεια και μη εμφάνιση
(γ) προϋποθέσεις 276 παρ. 2 ΚΠΔ
(δ) προϋποθέσεις 282 ΚΠΔ

Αν αντί για ένταλμα σύλληψης εκδοθεί ένταλμα βίαιης προσαγωγής:


(α) Καλφέλης: ακυρώσιμο το πρωτοβάθμιο βούλευμα και περάτωση ανάκρισης με ένταλμα
σύλληψης ή με λήψη απολογίας
(β) Ζησιάδης: η ουσιαστική περάτωση της ανάκρισης ωρίς την έκδοση του εντάλματος σύλληψης
παραβιάζει διατάξεις εμφάνισης και εκπροσώπησης ΚΑΤ. Το ένταλμα σύλληψης διαφέρει από το
ένταλμα βίαιης προσαγωγής (τυπικά και ουσιαστικά), ενώ η σύλληψη σε περιπτώσεις που
επιτρέπεται προσωρινή κράτηση δεν τείνει μόνο σε διασφάλιση εμφάνισης ΚΑΤ στο δικαστήριο
αλλά επιπλέον σκοπεύει και σε επίτευξη προσαγωγής του υπόπτου στον ανακριτή με την ελπίδα
άντλησης στοιχείων από απολογία του.
(γ) Μπουρόπουλος: δεν προκαλείται απόλυτη ακυρότητα, γιατί ο ΚΑΤ είχε ήδη νόμιμα κληθεί σε
απολογία και δεν προσήλθε από απείθεια. Ούτε σχετική ακυρότητα προκαλείται (το 270 παρ. 2
ΚΠΔ) δεν αναφέρει κάτι τέτοιο.

Νυκτερινή έρευνα σε κήπο κατοικίας χωρίς σύμπραξη δικαστικού λειτουργού: παραβιάζει οικιακό
άσυλο και είναι παράνομη. Δεν είναι όμως άκυρη (δεν απαγγέλλεται τέτοια ακυρότητα). Δεν είναι
ούτε απόλυτα άκυρη γιατί δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα 253 – 255 ΚΠΔ παρέχουν δικαιώματα ή
ρυθμίζουν υπεράσπιση, εμφάνιση ή εκπροσώπηση. Η κύρωση είναι πως αν χρησιμοποιηθούν τα
ευρήματα μιας τέτοιας έρευνας προκαλείται απόλυτη ακυρότητα (ΕΣΔΑ, Σ, 177 παρ. 2 ΚΠΔ).
Τέτοια ακυρότητα δεν προκαλείται μόνο αν συναινεί ο θιγόμενος.

Κατάσχονται μόνο αντικείμενα που είναι σώμα εγκλήματος (corpus delicti), προϊόντα εγκλήματος ή
μέσα τέλεσής του.

Παράνομη ένταλμα προσωρινής κράτησης: ο ΚΑΤ μπορεί, όσο εκκρεμεί η υπόθεση στον ανακριτή,
να προσφύγει σε αρμόδιο συμβούλιο (285 ΚΠΔ) ή να υποβάλει αίτηση σε ανακριτή (286 παρ. 2
ΚΠΔ).

Επιβολή προσωρινής κράτησης σε ανήλικο:


(α) άνω των 15
(β) πράξη που απειλείται με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών
Επιβολή περιοριστικών όρων σε ανήλικο άνω των 15:
(α) Καρράς: δυνατή υπό προϋποθέσεις 282 παρ. 2 ΚΠΔ
(β) Παπαδαμάκης: οι πράξεις ανηλίκων άνω των 13 είναι πλημμελήματα, άρα δεν είναι δυνατή η
προσωρινή κράτηση και η επιβολή περιοριστικών όρων. Κατ’ εξαίρεση ο νομοθέτης επιτρέπει
προσωρινή κράτηση για όσες πράξεις απειλούνται με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών - για τις
υπόλοιπες: πλημμελήματα -> μόνο ποινικός σωφρονισμός.

Για όσες πράξεις τελούνται από ανηλίκους και είναι κακουργήματα που τρέπονται σε πλημμελήματα,
πρέπει να διενεργηθεί κύρια ανάκριση!

Αφού τρέπονται σε πλημμελήματα, οι ανήλικοι δεν μπορούν να προσφύγουν με έφεση-αναίρεση


κατά παραπεμπτικών βουλευμάτων => Κουράκης: Διεθνές Σύμφωνο για Ατομικά και Πολιτικά
Δικαιώματα, Διεθνής Σύμβαση για Δικαιώματα Παιδιού => θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο για
παραπεμπτικά βουλεύματα για κακούργημα ότι ο δικαστής πρέπει να λαμβάνει υπόψη την
απειλούμενη γενικά για τα εγκλήματα ποινή και όχι πλασματικό πλημμέλημα που κατοχυρώνει το 18
ΠΚ.

Επίδοση κλήσης προς εμφάνιση και συζήτηση υπόθεσης χωρίς να επιδοθεί το παραπεμπτικό
βούλευμα:
Για έγκυρη επίδοση κλήσης προς εμφάνιση απαιτείται προηγούμενη επίδοση παραπεμπτικού
βουλεύματος. Αλλιώς, απόλυτη ακυρότητα γιατί δεν τηρήθηκαν διατάξεις για δίκαιη δίκη κλπ
(δικαίωμα ΚΑΤ να μαθαίνει λεπτομερώς λόγο και φύση κατηγορίας)
Επίδοση κλήσης πριν το παραπεμπτικό βούλευμα να γίνει αμετάκλητο:
Υπέρβαση εξουσίας, γιατί η αρμοδιότητα του δικαστηρίου να δικάσει την υπόθεση υπάρχει μόλις το
βούλευμα γίνει αμετάκλητο.

Κρίση για το αν απαιτείται συμπληρωματική ανάκριση: ανήκει κυριαρχικά σε συμβούλιο και δεν
ελέγχεται από ΑΠ – Καρράς: 139 γ’ ΚΠΔ: έλεγχος για αιτιολογία.
Βούλευμα για περαιτέρω ανάκριση όχι οριστικό αλλά παρεμπίπτον (το συμβ. δεν εξαντλεί
δικαιοδοσία του). Τα παρεμπίπτοντα δεν προσβάλλονται με ένδικα μέσα από διαδίκους. Υπόκεινται
όμως σε ανάκληση-> δυνατότητα διαδίκου να αιτηθεί από το συμβούλιο ανάκληση.

Μερική παραίτηση από ένδικο μέσο δυνατή = παραίτηση από ορισμένους μόνο λόγους
Ο εισαγγελέας δεν παραιτείται ποτέ (απόρροια της αρχής ότι δεν ανακαλεί δίωξη που άσκησε ο
ίδιος)

Η αρχή μη χειροτέρευσης αφορά ένδικα μέσα κατά αποφάσεων και ΟΧΙ κατά βουλευμάτων

Τα δικαστικά συμβούλια πλημμ και εφ δε δεσμεύονται από νομικό χαρακτηρισμό εισαγγελέα και
υποχρεούνται να δώσουν τον προσήκοντα. Δεν είναι όμως δυνατή μεταβολή του χαρακτηρισμού
προς το χειρότερο από το δικαστήριο που εκδικάζει ένδικο μέσο ασκηθέν από κατηγορούμενο ή υπέρ
αυτού (υπέρβαση εξουσίας λόγω έμμεσης χειροτέρευσης θέσης ΚΑΤ – αναιρετέα απόφαση)
Επεκτατικό: ισχύει μόνο αν ωφελεί μη ασκήσαντες
Α’ άποψη: Το συμεφ δεν μπορεί να επεκταθεί σε κεφάλαια πρωτοβάθμιου βουλεύματος που αφορούν
ευθύνη άλλου συγκατηγορουμένου που δεν άσκησε ένδικο μέσο, ούτε να χειροτερεύσει τη θέση του
-> υπέρβαση εξουσίας (λόγος αναίρεσης)
Β’ άποψη: αν η συμμετοχή των λοιπών συγκατηγορουμένων κρίθηκε ηπιότερα από πρωτόδικο
βούλευμα ή δόθηκε ως προς αυτούς διαφορετικός χαρακτηρισμός στην πράξη, το συμεφ μπορεί, αν
πρέπει, να χειροτερεύσει τη θέση των λοιπών συμμετόχων που δεν άσκησαν έφεση ή δε δικαιούνταν
να την ασκήσουν. Αυτό πρέπει να γίνει για να κριθεί στο σύνολό της η υπόθεση και να αποφανθεί
ενιαία το συμεφ ώστε να αποτραπεί ο χωρισμός και ο χαρακτηρισμός με παραπομπή άλλων για
κακούργημα και άλλων για πλημμέλημα (αποφυγή αντιφατικών αποφάσεων).
Καρράς: εσφαλμένη άποψη, η συμπαραπομπή στο ΜΟΔ ή στο τριμεφ είναι δυνατή (130 παρ. 1
ΚΠΔ) και δεν έχει σχέση με παραπομπή μη ασκήσαντα έφεση συμμετόχου για κακούργημα ή σε
βαθμό κακουργήματος, ενώ με το πρωτοβάθμιο παραπεμπόταν για πλημμέλημα ή σε βαθμό
πλημμελήματος.

You might also like