You are on page 1of 2

Το Νόμπελ Λογοτεχνίας έπρεπε να πάει στον Χαρούκι Μουρακάμι

Ο σημαντικότερος μεταπολεμικός διάδοχος των τριών μεγάλων της ιαπωνικής λογοτεχνίας,


του Μισίμα, του Καουαμπάτα και του Τανιζάκι, μεταφραστής, μανιώδης συλλέκτης της τζαζ
(σε δίσκους βινυλίου), δρομέας μεγάλων αποστάσεων, λάτρης των γατών, της βαρελίσιας
μπύρας Samuel Adams (Summer Ale) και των γυναικείων λοβών (!), ο Χαρούκι Μουρακάμι
γεννήθηκε το 1949 στο Κιότο και μεγάλωσε στο Κόμπε. Το 1974 άνοιξε το τζαζ κλαμπ Peter
Cat και το πούλησε εφτά χρόνια αργότερα για ν' αφοσιωθεί στο γράψιμο – αλλά και στο
τρέξιμο, αφού έχει λάβει μέρος σε καμιά τριανταριά μαραθώνιους σε όλο τον κόσμο.

«Ποτέ δεν είχα φιλοδοξίες να γίνω μυθιστοριογράφος», λέει στο αυτοβιογραφικό Για τι
πράγμα μιλάω, όταν μιλάω για το τρέξιμο (2007). «Απλώς είχα την ισχυρή επιθυμία να
γράψω ένα μυθιστόρημα. Δεν είχα καμιά συγκεκριμένη εικόνα τι ακριβώς ήθελα να γράψω,
ήμουν όμως σίγουρος πως αν έγραφα κάτι, θα ήταν πειστικό».

Πράγματι, τα δυο πρώτα μυθιστορήματά του, Hear the wind sing (1979) και Pinball, 1973
(1980) ήταν και τα δυο υποψήφια για το έγκριτο βραβείο Ακουταγκάουα. Από τότε
ακολούθησαν περισσότερα από τριάντα μυθιστορήματα, διηγήματα, παιδικά και δοκίμια,
που έχουν μεταφραστεί σε πάνω από σαράντα γλώσσες, αλλά και πολλές διακρίσεις,
ανάμεσά τους και το βραβείο για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς, Noma (A wild sheep
chase, 1982), το Tanizaki (Hard-Boiled wonderland and the End of the world, 1985) και το
Yomiuri (1996) για το Κουρδιστό πουλί (1994). Επιπλέον, έχει μεταφράσει στη γλώσσα του
έργα των αγαπημένων του συγγραφέων Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Tρούμαν Kαπότε, Tζον Ίρβινγκ
και Pέιμοντ Kάρβερ. «Είναι απλώς ένα χόμπι», λέει, «όχι δουλειά».

Για τον Χαρούκι Μουρακάμι μου πρωτομίλησε μια φίλη φωτογράφος. Το μεγάλο της όνειρο
ήταν να πάει στην Ιαπωνία για να τον γνωρίσει. «Το ταξίδι είναι ο Μουρακάμι», μου είχε
πει εκείνο το καλοκαίρι, πριν δεκαπέντε χρόνια, και μου ’δωσε να διαβάσω την αγγλική
έκδοση του Κουρδιστού πουλιού. (Δεν ξέρω αν τον γνώρισε τελικά, αλλά πλέον ζει στην
Ιαπωνία.)

Το πρώτο βιβλίο του που μετέφρασα στα ελληνικά ήταν οι έξι ιστορίες τού Μετά το σεισμό:
τις έγραψε το 1995 συγκλονισμένος απ’ το διπλό πλήγμα των συμπατριωτών του, τον
καταστροφικό σεισμό στο Κόμπε, που άφησε πίσω του περισσότερους από 4.000 νεκρούς
και 300.000 άστεγους –ανάμεσα στους οποίους και τους γονείς του–, αλλά και την
τρομοκρατική επίθεση με το δηλητηριώδες χημικό αέριο σαρίν στο μετρό του Τόκιο, τον
Μάρτιο της ίδιας χρονιάς. «Τις έγραψα με την ελπίδα ότι θα σχηματίσουν μια ενιαία εικόνα
στο μυαλό του αναγνώστη», λέει, «γι’ αυτό αποτελούν ένα “οργανικό σύνολο” παρά μια
συλλογή διηγημάτων».

Με παρέσυρε η απόκοσμη σαγήνη του, η ευκολία με την οποία σε πείθει ότι μια μέρα
μπορεί να συμβεί και σ' εσένα να γυρίσεις σπίτι κι εκεί, στο σαλόνι σου, να σε περιμένει
ένας γιγάντιος βάτραχος για να σου πει: «Ήρθα να σώσω την πόλη σου από έναν
καταστροφικό σεισμό» («Σούπερ βάτραχος σώζει το Τόκιο»). Ο Μουρακάμι γνωρίζει πολύ
καλά πως ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις το εξωπραγματικό να φαίνεται αληθινά
εξωπραγματικό, είναι να το περιγράψεις σαν να είναι πραγματικό.

Εκείνο όμως που με τράβηξε περισσότερο στα βιβλία του ήταν η εμμονή του με την
απώλεια: «Ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι αυτό το συναίσθημα», λέει ο ίδιος. «Γερνάμε, και η
ζωή που μας απομένει, ολοένα λιγοστεύει. Μέρα με τη μέρα, ο χρόνος γλιστράει μέσ’ από
τα δάχτυλά μας, το ίδιο κι οι δυνατότητες. Χάνονται τα νιάτα, χάνονται οι πράξεις μας – τα
πάντα, κατά μια έννοια. Μάλλον μιλάω για τη θλίψη».

Στο μυθιστόρημά του που ο ξένος Τύπος έσπευσε να χαρακτηρίσει ως την «ιαπωνική
απάντηση στην Καζαμπλάνκα», το Νότια των συνόρων, δυτικά του ήλιου (1992), πάλι έναν
άτυχο έρωτα διηγείται – με μουσική υπόκρουση το Star crossed-lovers, το τζαζ κομμάτι για
τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα που έγραψε στη δεκαετία του ’50 ο Ντιουκ Έλινγκτον με τον
Μπίλι Στρέιχορν. «Πάντα άκουγα τζαζ με τόση προσήλωση και προσοχή, που πλέον έχω το
ρυθμό μέσα μου», ομολογεί. «Έτσι όταν γράφω, πάντα πιάνω το ρυθμό».

Με την Ελλάδα τον συνδέουν πολύ περισσότερα πράγματα από τις σπουδές του (λογοτεχνία
κι αρχαίο ελληνικό θέατρο στο Πανεπιστήμιο Ουασέντα στο Τόκιο): ύστερα από την
εξωφρενική εμπορική επιτυχία του Νορβηγικού δάσους (1987), στη Μεσόγειο απέδρασε
μαζί με τη γυναίκα του, Γιόκο: «Ζούσαμε σ’ ένα ελληνικό νησί έξω από τη Ρόδο, ήταν το
τέλειο μέρος για ένα συγγραφέα». Κι απ' αυτή την εμπειρία θ' αντλήσει αργότερα για να
στήσει το σκηνικό του Σπούτνικ αγαπημένη (1999), ένα μυθιστόρημα όπου και πάλι θα
μιλήσει για την αδυναμία επικοινωνίας και τους αδιέξοδους έρωτες.

Και σ’ άλλα έργα του υπάρχει η Ελλάδα, όπως τότε που έτρεξε ανάποδα (!) την κλασική
διαδρομή του μαραθώνιου δρόμου, ένα καλοκαίρι με καύσωνα, για λογαριασμό κάποιου
ιαπωνικού περιοδικού (Για τι πράγμα μιλάω, όταν μιλάω για το τρέξιμο) ή όταν μιλάει για
μια ηλικιωμένη Αθηναία που την έφαγαν οι γάτες της (στο διήγημα «Man-eating cats» από
το αμετάφραστο στα ελληνικά Blind willow, sleeping woman, Knopf 2006).

Στην επικοινωνία που είχαμε εκ μέρους της Ωκεανίδας, ήταν πάντα λακωνικός. Του
στέλναμε να εγκρίνει τα εξώφυλλα των ελληνικών εκδόσεων των βιβλίων του κι απαντούσε
μονολεκτικά – συνήθως με απανωτά όχι, πριν το τελικό ναι. Γενικά προτιμούσε να
αποφεύγουμε τις κλασικές ασιατικές φυσιογνωμίες. Ίσως πάλι να έφταιγε το άγχος του
ατζέντη του να διαφυλάξει το παγκόσμιο προφίλ του συγγραφέα του.

Κάποτε τον προσκαλέσαμε στην Ελλάδα για μια μεγάλη εκδήλωση προς τιμήν του. Μας
απάντησε ως εξής: «1) Θα ήθελα μια μικρή, cosy εκδήλωση. 2) Θα διαβάσω απλώς
αποσπάσματα από διάφορα έργα μου. 3) Θα μιλήσω στα ιαπωνικά».

You might also like