You are on page 1of 14

1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της λειτουργίας της ρηματικής αύξησης στη
Νέα Ελληνική. Πιο συγκεκριμένα, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η αύξηση αποτελεί
μορφολογικό ή φωνολογικό στοιχείο. Μετά από μια σύντομη διαχρονική εξέταση του
φαινομένου, θα ακολουθήσει αναλυτική περιγραφή των συγχρονικών δεδομένων της Κοινής
Νέας Ελληνικής. Στη συνέχεια, θα παρουσιάσουμε τις διαφορετικές απόψεις επί του θέματος
και θα υποστηριχθεί ότι η αύξηση εξακολουθεί να αποτελεί ένα μορφολογικό στοιχείο
σχηματισμού του ρήματος στους ιστορικούς χρόνους, η κατανομή του οποίου, όμως, εξαρτάται
από συγκεκριμένες φωνολογικές πληροφορίες.

1.ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΑΥΞΗΣΗΣ

Με τον όρο «αύξηση» αναφερόμαστε στο γλωσσικό στοιχείο που χρησιμοποιείται στους
ιστορικούς χρόνους (παρατατικό, αόριστο, υπερσυντέλικο) της οριστικής για να δηλώσει την
έννοια του παρωχημένου και διακρίνεται στα Ελληνικά σε συλλαβική και χρονική. Η
συλλαβική αύξηση είναι η προσθήκη του προθήματος [e-] στην αρχή του θέματος των
ρημάτων που αρχίζουν από σύμφωνο. Η χρονική αύξηση απαντά σε ρήματα που αρχίζουν από
φωνήεν ή δίφθογγο και ισοδυναμεί με έκταση του αρχικού τους βραχύχρονου φωνήεντος .
Το φαινόμενο της αύξησης θεωρείται ότι εμφανίζεται ήδη στην ΙΕ Πρωτογλώσσα, γεγονός
που αποδεικνύεται από τη χρήση της και σε άλλες ΙΕ γλώσσες πλην των Ελληνικών, όπως τη
Σανσκριτική, την Αρμενική και τη Φρυγική¹. Παρ’όλα αυτά, η χρήση της αύξησης σ’αυτό το
στάδιο δεν είναι ακόμα υποχρεωτική. Έχει υποστηριχθεί² ότι η αύξηση αρχικά ήταν ένα
ανεξάρτητο επίρρημα που δεν ήταν ένα αναγκαίο και αναπόσπαστο μέρος του ρήματος, όπως
αργότερα. Αυτή η κατάσταση της αύξησης διατηρείται τόσο στη Μυκηναϊκή, όσο και στη
γλώσσα των Ομηρικών Επών.
Στα Μυκηναϊκά³ η αύξηση, τουλάχιστον η συλλαβική, μαρτυρείται σπανιότατα. Απ’ τους
επτά αορίστους οριστικής, οι έξι είναι αναύξητοι (do-ke : δωκε = έδωκε, wi-de : fίδε = ειδεν,
te-ke : θηκε = έθηκε, de-ka-sa-to : δέξατο = εδέξατο, da-sa-to : δάσ(σ)ατο = εδάσατο < ρ.
δατέομαι, pa-ro-ke-ne-to : παρογένετο = παρεγένετο, αλλά a-pe-do-ke : απέδωκε.)4
Συνεπώς τα Μυκηναϊκά δεδομένα διδάσκουν ότι η αύξηση εμφανίζεται στην Ελληνική τον
14ο-13ο αιώνα. Στα Ομηρικά Έπη απαντούν αρκετοί αναύξητοι τύποι (π.χ. πλάγχθη αλλά και
έπερσεν α 2, ίδεν αλλά και έγνω α 3, πάθεν α 4, φύγον α 11, λύτο σ 212 ) γεγονός που δεν
2

οφείλεται σε μετρικούς λόγους, αλλά στο ότι, όταν συνετέθησαν, η αύξηση δεν είχε ακόμη
καταστεί απαραίτητο στοιχείο της μορφολογίας του ρήματος.
Αστάθεια στη χρήση της αύξησης εξακολουθεί να παρατηρείται στη λυρική ποιήση με
εναλλαγές τύπων με ή χωρίς αύξηση,συχνά λόγω των περιορισμών που επιβάλλει η χρήση
των μέτρων στα διάφορα ποιητικά είδη.
Π.χ. Αρχίλοχος 7D έκλυσεν , Τυρταίος 4D φευγον αλλά και έτρεψε
Απ’την εποχή του Ηροδότου και εξής, η χρήση της αύξησης αρχίζει να παγιώνεται.
Ωστόσο, στον Ηρόδοτο και στην Ιωνική διάλεκτο γενικότερα, υπάρχουν συγκεκριμένες
περιπτώσεις παράληψης της αύξησης. Έτσι, ο παρατατικός των θαμιστικών ρημάτων σε –
σκον, –σκόμην δε λαμβάνει ούτε συλλαβική, ούτε χρονική αύξηση (π.χ. φεύγεσκον, άγεσκον,
ποιέεσκον). Επίσης στον υπερσυντέλικο λείπει πολλές φορές η συλλαβική αύξηση (π.χ.
δέδοκτο, καταλέλειπτο), ενώ η χρονική αύξηση απουσιάζει πάντα σε ρήματα όπως αγίνεω,
αμείβομαι και σε όλα τα ρήματα που αρχίζουν από: αι, αυ, ει, ευ, οι.
Η χρήση της αύξησης, συλλαβικής και χρονικής, σταθεροποιείται στους κλασικούς
χρόνους, τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση και αποτελεί πλέον χαρακτηριστικό
γνώρισμα της μορφολογίας του ρήματος στους παρωχημένους χρόνους.
Π.χ.Πεζογραφία
Δημοσθένης : εβουλόμεθα Α΄Ολυνθ. 14, 18 απηγγέλλετο Α΄Ολυνθ. 9, 21
Θουκυδίδης : εκομίσαντο Β΄, 7, 16 ευτραπίζοντο Β΄, 18, 7
Πλάτων : εκεκτήμεθα Φαίδρος 233 D 2 ημάρτηκεν Φαίδρος 235 Ε 3
Ποιήση
Αισχύλος : εστρατήγησεν Ευμενίδες 25 εξημείψατο Προμηθ. Δεσμ. 223
Σοφοκλής : εξέλυσας Οιδ. Τυραν. 35 διώλεσα Οιδ. Τυραν. 318
Ευριπίδης : απηλλάχθη Ηλέκτρα 32 εθαύμαζες Ηλέκτρα 84

Η Αλεξανδρινή Κοινή διατηρεί κανονικά τη συλλαβική αύξηση. Η χρονική, ωστόσο,


αύξηση, αν και διατηρείται στη γραφή (π.χ. ώρμησεν : Κ.Διαθήκη, Μαρκ, 5, 1-20) αρχίζει να
κλονίζεται λόγω της κατάργησης της προσωδίας, που οδήγησε σε σύμπτωση στην προφορά
ορισμένων αυξημένων και αναύξητων τύπων (π.χ. ορίζω – ώριζον ) και κατά συνέπεια σε
ομοηχία μεταξύ ενεστωτικών και παρελθοντικών τύπων. Η ανάγκη για διαφοροποίηση των
τύπων αυτών οδήγησε στη δημιουργία νέων μέσων διάκρισης (επέκταση του ληκτικού – α
του αορίστου α΄ στον αόριστο β΄ και τον παρατατικό, κατάληξη – σαν στο γ΄ πληθυντικό)
που επεκτάθηκαν σταδιακά, καθιστώντας την αύξηση (και τη συλλαβική) μη απαραίτητη για
τη διάκριση ενεστωτικών και ιστορικών χρόνων5.
3

Στη Μεσαιωνική Ελληνική επικρατεί περίπου η ίδια κατάσταση, με τη συλλαβική αύξηση


να φυλάσσεται ως σταθερό σχηματιστικό στοιχείο του ρήματος και τη χρονική να χάνει
βαθμιαία έδαφος και να περιορίζεται σε ορισμένες μόνο κατηγορίες ρημάτων.
Συνοψίζοντας μπορούμε να παρατηρήσουμε πως η αύξηση στην Ελληνική ξεκίνησε ως ένα
προαιρετικό στοιχείο, εξελίχθηκε κατά τους κλασικούς χρόνους σε ένα υποχρεωτικό
μορφολογικό στοιχείο του ρήματος και αρχίζει να κλονίζεται πρώτα η χρονική και αργότερα η
συλλαβική στους ελληνιστικούς χρόνους, λόγω των φωνολογικών αλλαγών που
πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο αυτή.
Στους νεότερους χρόνους παρατηρείται ποικιλία ως προς τη χρήση της αύξησης, καθώς τα
διάφορα νεοελληνικά ιδιώματα ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους για τη δήλωση της
διάκρισης ενεστωτικών και παρελθοντικών χρόνων, άλλα διατηρώντας και άλλα
αποβάλλοντας την αύξηση.Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε την κατάσταση που επικρατεί
στην Κοινή Νέα Ελληνική (ΚΝΕ).

2.ΣΥΓΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΥΞΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΝΕ6

Η αύξηση στα Νέα Ελληνικά διακρίνεται σε τρία είδη :


1. Συλλαβική, που ισοδυναμεί με το πρόθημα ε- σε ρήματα των οποίων το θέμα αρχίζει από
σύμφωνο.
2. Χρονική ή φωνηεντική7, που ισοδυναμεί με μεταβολή του αρχικού φωνήεντος σε η- και
εφαρμόζεται σε περιορισμένο αριθμό ρημάτων και
3. Εσωτερική, που μπορεί να είναι συλλαβική ή φωνηεντική και απαντά σε ρήματα σύνθετα
με προθετικά προθήματα .

2.1 Συλλαβική
Στην ΚΝΕ η χρήση της συλλαβικής αύξησης έχει περιοριστεί αισθητά σε σύγκριση με τις
προηγούμενες περιόδους της γλώσσας και είναι υποχρεωτική μόνο όταν είναι φορέας τόνου.
Λόγω της τάσης του νεοελληνικού ρήματος για προπαροξύτονο τονισμό 8 στους
παρελθοντικούς χρόνους (παρατατικό, αόριστο9), η αύξηση προστίθεται υποχρεωτικά σε
ρήματα με μονοσύλλαβο θέμα και μονοσύλλαβη κατάληξη, αυξάνοντας τον αριθμό των
συλλαβών σε τρεις, ώστε να είναι εφικτός ο τονισμός στην προπαραλήγουσα.
4

Αναλυτικότερα:
 Αύξηση αναπτύσσεται υποχρεωτικά στα ρήματα της α΄ συζυγίας που έχουν
μονοσύλλαβο θέμα στη ρίζα τους σε όλο τον ενικό και στο γ΄ πληθ. του ενεργητικού
παρατατικού και αορίστου .
Π.χ. λύν- έλυνα , έλυνες , έλυνε , έλυναν
έλυσα , έλυσες , έλυσε , έλυσαν
Στο γ΄ πληθ. δεν αναπτύσσεται αύξηση αν η ληκτική συλλαβή είναι ανοικτή.
έλυναν αλλά και λύνανε
έλυσαν αλλά και λύσανε
 Δεν αναπτύσσεται αύξηση (τουλάχιστον όχι υποχρεωτική10):
1) στα ρήματα της α΄ συζυγίας με υπερμονοσύλλαβο θέμα στην ρίζα τους.
Π.χ. κερδίζ- κέρδιζα , κέρδιζες , κέρδιζε , κέρδιζαν
κέρδισα , κέρδισες , κέρδισε , κέρδισαν
2) στα ρήματα της β΄ συζυγίας ασχέτως αριθμού συλλαβών.
Π.χ. μιλώ μιλούσα / μίλαγα μίλησα
3) στον μεσοπαθητικό αόριστο των ρημάτων της α΄ συζυγίας, που λόγω κατάληξης είναι
τουλάχιστον τρισύλλαβος.
Π.χ. λύνω λύθηκα
4) στον μεσοπαθητικό αόριστο των ρημάτων της α΄ συζυγίας, γιατί υπάρχουν ήδη τρεις
συλλαβές και λόγω του ιδιόμορφου τονισμού των τριών προσώπων του ενικού που
τονίζονται στην παραλήγουσα11.
Π.χ. λύνω λυνόμουν , λυνόσουν , λυνόταν
 Μια μικρή ομάδα ρημάτων, ενώ σχηματίζει κανονικά τον παρατατικό, έχει αναύξητο
δισύλλαβο αόριστο που σχηματίζεται από αλλόμορφο του ρήματος:
βγαίνω έβγαινα βγήκα
μπαίνω έμπαινα μπήκα
βρίσκω έβρισκα βρήκα
παίρνω έπαιρνα πήρα
πηγαίνω πήγαινα πήγα12
 Αύξηση, αν και άτονη, διατηρείται σε ορισμένους ρηματικούς τύπους λόγιας
προέλευσης, π.χ. πρόκειται  επρόκειτο. Σ’αυτή την κατηγορία ανήκουν, επίσης, τύποι
παθητικού αορίστου, π.χ. εστάλη, ελέχθη, ελήφθη. Πρόκειται για μεμονωμένους
τύπους που προέρχονται από την Αρχαία Ελληνική και έχουν επιβιώσει αυτούσιοι στα
5

Νέα μέσω (και λόγω) της Καθαρεύουσας, χωρίς να εντάσσονται στο μορφολογικό
παράδειγμα του ρήματος.
Παράλληλα με αυτούς τους τύπους χρησιμοποιούνται και οι νεότεροι σχηματισμοί σε
–θήκα, -θήκες, -θήκε, -θήκαν, που είναι σύμφωνοι με τους κανόνες κλίσης του
ρήματος της Νέας Ελληνικής και δεν παίρνουν αύξηση, εφόσον δεν είναι απαραίτητη,
π.χ. στάλθηκε, λέχθηκε (αλλά και ειπώθηκε), λήφθηκε.

2.2 Φωνηεντική
Η φωνηεντική αύξηση (η-) χρησιμοποιείται προαιρετικά από ορισμένους ομιλητές
σε έναν πολύ περιορισμένο αριθμό ρημάτων και μόνο εφόσον τονίζεται13.
Π.χ. ελπίζω ήλπιζα (αλλά και έλπιζα) αλλά ελπίζαμε
ελέγχω ήλεγξα (αλλά και έλεγξα) αλλά ελέγξαμε
Με αύξηση η- σχηματίζουν τους ιστορικούς χρόνους και τα ρήματα θέλω, ξέρω και
πίνω, αν και δεν αρχίζουν από φωνήεν.
θέλω παρατ. ήθελα (αλλά θέλαμε)
ξέρω παρατ. και αορ. ήξερα (αλλά ξέραμε)
πίνω αορ. ήπια (η- σε όλα τα πρόσωπα)

2.3 Εσωτερική
 Η εσωτερική συλλαβική αύξηση ακολουθεί τους κανόνες της απλής συλλαβικής
αύξησης, δηλαδή αναπτύσσεται σε δισύλλαβα ρήματα της α΄ συζυγίας όταν είναι
φορέας τόνου. Πολλά από τα σύνθετα ρήματα με προθέσεις προέρχονται από την
λόγια παράδοση.
Π.χ. διαφέρω - διέφερα, εκλέγω – εξέλεξα, συμβάλλω – συνέβαλα, εμπνέω – ενέπνευσα14
Προθέσεις που λήγουν σε φωνήεν χάνουν το τελικό τους φωνήεν πριν από την
αύξηση. Εξαιρέσεις αποτελούν τα περί και προ που διατηρούν το φωνήεν τους πάντα.
Π.χ. απορρίπτω – απέρριψα αλλά περιπλέκω – περιέπλεξα, προβάλλω – προέβαλα
Ωστόσο, σε ανεπίσημες μορφές επικοινωνίας και κυρίως στον προφορικό λόγο, η
αύξηση μπορεί και να παραλείπεται, εφόσον δεν παραβιάζεται και ο προπαροξύτονος
τονισμός.
Π.χ. προβάλλω προέβαλα αλλά και πρόβαλα
υποφέρω υπέφερα αλλά και υπόφερα
6

Η εσωτερική συλλαβική αύξηση εμφανίζεται επίσης, αν και άτονη, σε τύπους με λόγιες


καταλήξεις και ειδικότερα σε επιβιώσεις του παθητικού αορίστου, όπως συμβαίνει και
στα αντίστοιχα απλά ρήματα, π.χ. συλλαμβάνω – συνελήφθη, αποστέλλω – απεστάλη.
Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι ενώ για τα απλά ρήματα υπάρχει κατά κανόνα και νεότερος
αναύξητος τύπος σε –θήκα, στα σύνθετα ρήματα τέτοιοι σχηματισμοί δεν είναι πάντα
αποδεκτοί ή δεν συνηθίζονται.
Π.χ. ανακοινώνω ανεκοινώθη και ανακοινώθηκε
Αλλά αποστέλλω απεστάλη και ; αποστάλθηκε
συλλαμβάνω συνελήφθη αλλά *συλλήφθηκε
Από τα νεότερα σύνθετα ρήματα με πρόθεση, ορισμένα δεν παίρνουν ποτέ εσωτερική
αύξηση ακόμη και αν αυτή θα τονιζόταν.
Π.χ. προφταίνω πρόφτασα και όχι *προέφτασα
καταλαβαίνω κατάλαβα και όχι κατέλαβα (αορ. του ρ. καταλαμβάνω)
Παρατηρούμε ότι γενικότερα υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος της
αύξησης στα σύνθετα ρήματα με παλαιότερα και νεότερα προθήματα. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αποτελούν σύνθετα ρήματα με α΄ συνθετικό το «παρά». Στα παλαιότερα
σύνθετα, όπου το παρά είναι η αρχαία πρόθεση, κανονικά διατηρείται η αύξηση, χωρίς να
αποκλείεται ο αναύξητος τύπος (ιδίως στον προφορικό λόγο). Στα νεότερα σύνθετα, όπου το
παρά λειτουργεί ως προρρηματικό με την σημασία του «πολύ», η αύξηση μπορεί να
διατηρείται ταυτόχρονα με το ληκτικό φωνήεν του προρρηματικού ή να αποβάλλεται.
Επιπλέον, στις περιπτώσεις αυτές παρατηρείται συχνά και σημασιολογική διαφορά μεταξύ
των δύο συνθέτων15.
Π.χ. παραδίδω (εργασία) παραδίνω (σημασία)
*παραέδωσα παραέδωσα
παρέδωσα *παρέδωσα
; παράδωσα (προφορικό) ; παράδωσα
Στο παραπάνω παράδειγμα παρατηρείται επίσης και διαφοροποίηση του θέματος του
ρήματος (δίδω, δίνω). Την «διτυπία» αυτή συναντάμε και σε άλλα ρήματα που σχηματίζουν
με διαφορετικό θέμα τα παλαιότερα απ’τα νεότερα σύνθετα. Και στις περιπτώσεις αυτές
ισχύουν όσα αναφέραμε παραπάνω για την αύξηση.
Π.χ. μεταφέρω ξαναφέρνω
*μεταέφερα ξαναέφερα
μετέφερα *ξανέφερα
; μετάφερα (προφορικό) ξανάφερα
7

Στο πλαίσιο της λεξικής φωνολογίας, (βλ. Μαλικούτη-Drachman & Drachman 1988, σελ.
136, και 1991 σελ. 88) η παραπάνω διαφορά αντιμετωπίζεται ως διάκριση μεταξύ κυκλικών
και μετακυκλικών προθημάτων. Τα μεν παλαιότερα προθήματα είναι κυκλικά, δηλαδή
αποτελούν τονική ενότητα με τη ρηματική βάση και μετέχουν στους κύριους νόμους
τονισμού, ενώ τα νεότερα είναι μετακυκλικά, δηλαδή είναι ουδέτερα στον τονισμό και
προστίθενται στην ήδη σχηματισμένη λέξη.
 Η εσωτερική φωνηεντική αύξηση είναι πιο συνηθισμένη από την εξωτερική
φωνηεντική αύξηση. Είναι υποχρεωτική στον παρατατικό και τον αόριστο του
εύχρηστου ρήματος υπάρχω (υπήρχα , υπήρξα), καθώς και στα λιγότερο συνήθη
εξαίρω (εξήρα) και εξάπτω (εξήψα). Είναι προαιρετική σε ρήματα όπως παραγγέλλω
(παρήγγειλα αλλά και παράγγειλα), απεργώ (απήργησα αλλά και απέργησα), απαντώ
(απήντησα αλλά και απήντησα).
 Παρατηρείται, τέλος, πολύ συχνά επέκταση της εσωτερικής αύξησης (συλλαβικής και
φωνηεντικής) από τους παρελθοντικούς χρόνους στο β΄ ενικό της προστακτικής.
Π.χ. επιστρέφω επέστρεψε (αντί επίστρεψε)
επαναλαμβάνω επανέλαβε (αντί επανάλαβε)
παραγγέλλω παρήγγειλε (αντί παράγγειλε)
Σύμφωνα με τους κανόνες της ρυθμιστικής γραμματικής, οι τέτοιου είδους χρήσεις
συνιστούν λάθος, εφόσον η προστακτική ποτέ δεν δέχεται αύξηση. Παρ’όλα αυτά, οι
τύποι αυτοί έχουν επικρατήσει και γίνονται αισθητοί από πολλούς ομιλητές ως πιο
«φυσικοί» από τους τυπικά «ορθότερους» αναύξητους.

2.4 Κοινωνιογλωσσικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη χρήση της αύξησης.


Μέχρι τώρα προσπαθήσαμε να δώσουμε μια αναλυτική περιγραφή της χρήσης της
αύξησης στην ΚΝΕ. Στη συνέχεια θα γίνει μια σύντομη αναφορά στην ποικιλία που
εμφανίζει η χρήση αυτή κατά άτομα και κοινωνικές ομάδες. Η επιλογή αυξημένου ή
αναύξητου τύπου (όπου αυτό είναι δυνατό) εξαρτάται από ποικίλους κοινωνιογλωσσικούς
παράγοντες όπως η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, οι στάσεις ατόμων και ομάδων απέναντι
στη γλώσσα και το εξωγλωσσικό περιβάλλον.
Σε γενικές γραμμές είναι πιο πιθανή η χρήση αυξημένων τύπων από ομιλητές μεγάλης
ηλικίας, υψηλού μορφωτικού επιπέδου, από άτομα και ομάδες με συντηρητικότερες
απόψεις στα ζητήματα της γλώσσας, σε επίσημες επικοινωνιακές περιστάσεις, στον
γραπτό περισσότερο από τον προφορικό λόγο κλπ. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι
οι επιλογές που κάνει κάθε ομιλητής σχετικά με το ζήτημα της αύξησης (όπως σε όλα τα
8

ζητήματα της γλώσσας άλλωστε) διαμορφώνουν το προσωπικό του ύφος (την ιδιόλεκτό
του) και επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τις απαιτήσεις και τους στόχους της
εκάστοτε επικοινωνιακής περίστασης16.
Το όλο θέμα της αύξησης και οι παράγοντες που το επηρεάζουν σχετίζονται φυσικά με
το γνωστό γλωσσικό ζήτημα, την επικράτηση για πολλές δεκαετίες της καθαρεύουσας και
την διδασκαλία της στην εκπαίδευση. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα αφενός να
διατηρηθούν αρκετοί αυξημένοι λόγιοι τύποι (π.χ. εστάλη, συνελήφθη) που δεν μπορούν
να εξηγηθούν συγχρονικά, γιατί δεν προσαρμόζονται στους κανόνες κλίσης του ΝΕ
ρήματος, αφετέρου να παραμείνει η έννοια της αύξησης ζωντανή για το κοινό γλωσσικό
αίσθημα, γεγονός που αποδεικνύεται απ’τη συχνή χρήση αυξήσεων (π.χ. παρέδωσε) που
θα μπορούσαν να έχουν αποβληθεί17.

3.Η ΑΥΞΗΣΗ ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ Η ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΟ


ΣΤΟΙΧΕΙΟ ;

H διαχρονική εξέταση που προηγήθηκε και η συγχρονική περιγραφή των δεδομένων


της Νέας Ελληνικής, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κατανομή της αύξησης
παρουσιάζει σημαντική μεταβολή σήμερα σε σύγκριση με προηγούμενες περιόδους της
γλώσσας (Αρχαία Ελληνικά: υποχρεωτική πάντοτε στους παρωχημένους χρόνους –
Νέα Ελληνικά: υποχρεωτική στους παρωχημένους χρόνους μόνο όταν τονίζεται). Η
κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα απαιτεί μια ερμηνεία. Πιο συγκεκριμένα, το
ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η αύξηση στα Νέα Ελληνικά εξακολουθεί να
αποτελεί ένα καθαρά μορφολογικό στοιχείο, όπως ίσχυε στα Αρχαία Ελληνικά και μέχρι το
τέλος των Μεσαιωνικών χρόνων, ή αν έχει εξελιχθεί σε φωνολογικό στοιχείο. Το ζήτημα
έχει απασχολήσει την έρευνα και έχουν υποστηριχθεί διαφορετικές απόψεις, τις οποίες
παρουσιάζουμε παρακάτω.
Μια ομάδα μελετητών υποστηρίζει ότι η λειτουργία της αύξησης στα Νέα Ελληνικά
είναι κυρίως φωνολογική, θεωρώντας ότι ο ρόλος της είναι καθαρά λειτουργικός,
υποστηρικτικός του τόνου: αυξάνει τον αριθμό των συλλαβών στα δισύλλαβα ρήματα
προκειμένου να ικανοποιηθεί ο περιορισμός του προπαροξύτονου τονισμού που
χαρακτηρίζει τους παρωχημένους χρόνους. Ωστόσο, οι παραπάνω μελετητές είτε
αποφεύγουν να χαρακτηρίσουν ανοιχτά τη λειτουργία της αύξησης (Holton – Mackridge -
Φιλλιπάκη - Warburton 1999), είτε προτιμούν τον ενδιάμεσο όρο «μορφοφωνολογικός»18
(Κλαίρης – Μπαμπινιώτης 1999 σελ. 142).
9

Παρ’όλα αυτά, η παραπάνω άποψη αφενός συναντά αντιρρήσεις σε θεωρητικό επίπεδο,


αφετέρου δεν εξηγεί όλες τις περιπτώσεις χρήσης της αύξησης στη Νέα Ελληνική.
Αρχίζοντας απ’τις θεωρητικές ενστάσεις, αν δεχθούμε ότι η αύξηση αποτελεί φωνολογικό
στοιχείο, τότε υποστηρίζουμε πως έχουμε να κάνουμε με εξέλιξη ενός μορφολογικού
στοιχείου σε φωνολογικό, δηλαδή με μια διαδικασία απομορφολογοποίησης
(demorphologization). Σύμφωνα όμως με τους Joseph και Janda (1988), μια τέτοια
εξέλιξη είναι εξαιρετικά σπάνια στην ιστορία των γλωσσών. Αντίθετα, αυτό που συνήθως
παρατηρείται είναι η μορφολογοποίηση (morphologization), η διαδικασία δηλαδή κατά
την οποία ένα φωνολογικό ή συντακτικό στοιχείο τρέπεται σε μορφολογικό. Η
επικράτηση των περιπτώσεων μορφολογοποίησης έναντι της απομορφολογοποίησης
εξηγείται από τους Joseph και Janda λόγω της κεντρικής θέσης της μορφολογίας στη
γραμματική, η οποία αποδεικνύεται από το γεγονός ότι κανένα άλλο επίπεδο της
γραμματικής δεν αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα στο βαθμό που το κάνει η μορφολογία.
Εκτός απ’τις θεωρητικές αντιρρήσεις, η άποψη που υποστηρίζει ότι η αύξηση είναι ένα
φωνολογικό στοιχείο αδυνατεί να εξηγήσει τις παρακάτω περιπτώσεις19:
α) Οι τύποι με άτονη αύξηση (π.χ. επέρασα, εμίλησα), αν και δεν συνηθίζονται,
βρίσκονται εν χρήσει από κάποιους ομιλητές και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να
θεωρηθούν αντιγραμματικοί.
β) Η διατήρηση της εσωτερικής αύξησης σε σύνθετα ρήματα (π.χ. παρέδωσα, επέστρεψα)
αν και τονισμένη θα μπορούσε να έχει αποβληθεί, δεδομένου ότι το πρόθημα παρέχει τον
απαραίτητο αριθμό συλλαβών για τον προπαροξύτονο τονισμό.
γ) Αν και η τάση για προπαροξύτονο τονισμό εμφανίζεται πέραν των ιστορικών χρόνων
και στο β΄ ενικό ενεργητικής φωνής της προστακτικής (π.χ. δοκιμάζω → δοκίμασε), δεν
παρατηρείται ποτέ αντίστοιχη ανάπτυξη αύξησης σε ρήματα με μονοσύλλαβο θέμα, που
θα μπορούσε να λειτουργήσει ως φορέας τόνου (π.χ. γράφω → γράψε και όχι *έγραψε).
Συνεπώς αποδεικνύεται ότι η αύξηση δεν έχει χάσει την έννοια του παρωχημένου και
χρησιμοποιείται μόνο στους ιστορικούς χρόνους20.
δ) Αν δεχτούμε ότι μόνος ρόλος της αύξησης είναι να φέρει τον τόνο, τότε σε περίπτωση
παρουσίας του προκλιτικού η αύξηση θα έπρεπε κανονικά να αποβάλλεται, γιατί ο
αναβιβασμός του τόνου στο προκλιτικό θα έδινε τον επιθυμητό προπαροξύτονο τονισμό.
Αυτό όμως συμβαίνει μόνο όταν το προκλιτικό λήγει σε φωνήεν και όχι σε σύμφωνο,
παρ’όλο που και σ’αυτή την περίπτωση το προκλιτικό δίνει την απαραίτητη συλλαβή και
επιπλέον τα συμφωνικά συμπλέγματα που προκύπτουν απ’την αποβολή του φωνήεντος
είναι αποδεκτά.
10

Π.χ. to éfera → tófera mu éfere → múfere


αλλά ton éfera → *tónfera tus éfere → *túsfere

Συνεπώς, η αύξηση στην πρώτη περίπτωση δεν αποβάλλεται λόγω της ύπαρξης του
προκλιτικού, αλλά λόγω της συμπλοκής της με το ληκτικό του φωνήεν που προκαλεί
χασμωδία, η οποία αίρεται με αποβολή του δεύτερου φωνήεντος και αυτόματη μεταφορά
του τόνου στο προκλιτικό. Αντίστοιχη συμπεριφορά με τα προκλιτικά στην συμπλοκή
τους με την αύξηση παρουσιάζουν και τα νεότερα (μετακυκλικά) προθήματα (ξανα-,
παρα-), όπως είδαμε παραπάνω.
Όλες οι παραπάνω ενστάσεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να
δεχτούμε καθαρά φωνολογική λειτουργία της αύξησης στη Νέα Ελληνική. Στηριζόμενοι
στις αδυναμίες αυτές, κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η αύξηση στα Νέα Ελληνικά
διατηρεί την μορφολογική της υπόσταση. Παρακάτω θα παραθέσουμε τις αναλύσεις που
στηρίζονται σ’αυτήν την άποψη.
Μια μορφολογική ανάλυση της αύξησης βρίσκουμε στον Hamp21 , κατά τον οποίο η

αύξηση αποτελεί μέρος του ασυνεχούς μορφήματος { (έ)  -α- } που δηλώνει το
παρωχημένο και εμφανίζει μια σειρά αλλομόρφων ανάλογα με την ρηματική βάση και
την συμπλοκή του με τα υπόλοιποα μορφήματα. Το πρώτο μέρος (έ) του ασυνεχούς
αυτού μορφήματος, η γνωστή μας αύξηση, εμφανίζεται, λόγω του υποχωρητικού
τονισμού, όταν ο αριθμός των συλλαβών (δηλαδή δύο) επιτρέπει να ανέβει ο τόνος πέραν
της ρηματικής βάσης.
Θα πρέπει, ωστόσο, να παρατηρήσουμε ότι ο Hamp, παρόλο που αναλύει το όλο
ζήτημα μορφολογικά, χαρακτηρίζει την αύξηση «μορφοφωνηματικό» στοιχείο, που
επιτελεί τις βασικές τονικές ιδιότητες του επιθέματος του παρωχημένου (δηλαδή τον
προπαροξύτονο τονισμό).
Ανάλογη αντιμετώπιση του ζητήματος συναντάμε στους Μαλικούτη-Drachman &
Drachman, οι οποίοι δέχονται ότι η αύξηση είναι μορφολογικό στοιχείο του ρήματος, που
χαρακτηρίζει τους παρωχημένους χρόνους. Σύμφωνα με την ανάλυσή τους 22, «το
μόρφημα αυτό αντιπροσωπεύεται στο λεξικό με φωνήεν κενό / V / , που συμπληρώνεται
με τα ΔΧ του αχαρακτήριστου (default) φωνήεντος της Ελληνικής e, με την γνωστή
κατανομή : υποχρεωτικά μεν όταν το φωνήεν τονίζεται, προαιρετικά όμως όταν είναι
11

άτονο. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον το κενό φωνήεν δεν συμπληρωθεί μένει
αυτομάτως ανεκφώνητο».
Η συγκεκριμένη ανάλυση καλύπτει τις προβληματικές περιπτώσεις που προαναφέραμε
και ακολουθεί το θεωρητικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο είναι σπάνια η εξέλιξη των
μορφολογικών στοιχείων σε φωνολογικά.
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση του φαινομένου της αύξησης υπό το πρίσμα
της θεωρίας της γραμματικοποίησης. Έτσι, οι Μαλικούτη-Drachman & Drachman
αντιμετωπίζουν αλλού23 την διαχρονική εξέλιξη της αύξησης στα Ελληνικά ως πορεία
γραμματικοποίησης ενός αρχικά ανεξάρτητου επιρρηματικού στοιχείου, το οποίο
γραμματικοποιήθηκε εν μέρει στην Αρχαία Ελληνική αποτελώντας ένα κλιτικό ή
παραγωγικό μόρφημα24 και εξελίχθηκε στην ΚΝΕ σε ένα πλήρως γραμματικοποιημένο
στοιχείο που ανήκει στην κλίση. Η ανάλυση αυτή ενισχύει την άποψη των Joseph και
Janda, σύμφωνα με την οποία η εξέλιξη της αύξησης στα Ελληνικά δεν συνιστά
περίπτωση απομορφολογοποίησης.

4.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η χρήση της αύξησης στα Νέα Ελληνικά έχει αναμφισβήτητα μεταβληθεί σε σχέση με
παλιότερες περιόδους της γλώσσας, δεδομένου ότι στη Ν.Ε. η εμφάνισή της εξαρτάται
από τον αριθμό των συλλαβών και τη θέση του τόνου του ρήματος, γεγονός που σε καμιά
περίπτωση δεν ίσχυε στα Αρχαία Ελληνικά. Ωστόσο, μια καθαρά φωνολογική
προσσέγγιση του ζητήματος, αν και ανταποκρίνεται σε ένα μεγάλο μέρος των δεδομένων,
συναντά θεωρητικές αντιρρήσεις και προσκρούει σε πρακτικά προβλήματα. Εξάλλου, η
αποδοχή μιας τέτοιας άποψης αποσυνδέει την αύξηση από την έννοια του παρωχημένου,
πράγμα που δεν επαληθεύεται απ’ τα δεδομένα, εφόσον η χρήση της περιορίζεται στους
παρωχημένους ρηματικούς τύπους.
Ακόμα και αν υποθέταμε ότι τα δεδομένα μας οδηγούσαν σε μια φωνολογική λύση του
ζητήματος, σύμφωνα και με τους Joseph & Janda (σελ. 201) θα είχαμε να κάνουμε με μια
μορφολογική διαδικασία που δεν φωνολογοποιήθηκε πλήρως, αλλά έγινε κατά κάποιο
τρόπο «περισσότερο φωνολογική» στην φύση της.
Συνεπώς, οδηγούμαστε στο να αποδεχτούμε ότι η αύξηση στα Νέα Ελληνικά
εξακολουθεί να αποτελεί ένα μορφολογικό στοιχείο σχηματισμού του ρήματος στους
ιστορικούς χρόνους, δεν μπορούμε όμως να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι η κατανομή
12

του στοιχείου αυτού καθορίζεται από ορισμένες φωνολογικές πληροφορίες, όπως είναι ο
αριθμός των συλλαβών και η θέση του τόνου.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. βλ. Chantraine, 19612 σελ. 309 : Ελλ. έ-φερε, Σανσκ. ά-bharat, Αρμ. e-ber.
2. βλ. L.R.Palmer, «Η γλώσσα του Ομήρου» στο Wace-Stubbings, σελ. 146.
3. βλ. Προμπονάς, 19902 σελ. 62-63 .
4. Το γεγονός της μη εμφάνισης της αύξησης στα Μυκηναϊκά οφείλεται πιθανώς στους κανόνες γραφής
της Γραμμικής Β΄ βλ. Μαλικούτη-Drachman & Drachman , 2000 υποσημ. 6.
5. βλ. Τριανταφυλλίδης, 1936 σελ. 239.
6. Για την περιγραφή των δεδομένων της ΚΝΕ έχουμε ακολουθήσει σε γενικές γραμμές τους Κλαίρη-
Μπαμπινιώτη 1999, Holton– Mackridge– Φιλιππάκη-Warburton 1999, Mackridge 1990. Οι
αντιρρήσεις που υπάρχουν για τον τρόπο αντιμετώπισης του ζητήματος από τους παραπάνω μελετητές
εξετάζονται στο κεφάλαιο 3.
7. Ο όρος «φωνηεντική» προτείνεται από τους Holton – Mackridge – Φιλιππάκη-Warburton και θεωρείται
προτιμητέος, καθώς ο όρος «χρονική» αναφέρεται στην έκταση του αρχικού βραχύχρονου φωνήεντος
που συνέβαινε στα Αρχαία Ελληνικά, αλλά δεν ισχύει πλέον.
8. Κατά τους Μαλικούτη-Drachman & Drachman 1988 και 1991, ο προπαροξύτονος τονισμός δεν
συνιστά οπισθοχωρητική κίνηση του τόνου, αλλά σύμφωνα με την μετρική ανάλυση είναι αποτέλεσμα
δισύλλαβου τροχαϊκού πόδα και εξωμετρικότητας της ληκτικής συλλαβής.
9. Δεν εξετάζεται πλέον ο υπερσυντέλικος λόγω του περιφραστικού σχηματισμού του στην Ν.Ε.
10. Δεν αποκλείεται η χρήση της αύξησης όταν δεν είναι υποχρεωτική (π.χ. εμίλησα) από κάποιους
ομιλητές.
11. Βέβαια, με παρέκταση της ληκτικής συλλαβής σε α / ε προκύπτουν τύποι που συμμορφώνονται με την
τάση για προπαροξύτονo τονισμό, π.χ. λυνόμουνα, λυνόσουνα, λυνότανε.
12. Εντελώς ιδιόμορφη είναι η περίπτωση του ρήματος βλέπω με αόριστο είδα και τoυ ρήματος λέω με
αόριστο είπα.
13. Εξαίρεση αποτελεί το ρήμα αίρω που στους παρωχημένους χρόνους χρησιμοποιείται κανονικά με
αύξηση : αίρω-ήρα και μεσοπαθητικός αόριστος ήρθη (αλλά και άρθηκε).
14. Με τις προθέσεις εκ-, εν- και συν- έχουμε ποικίλες φωνολογικές μεταβολές ανάλογα με το ρήμα που
ακολουθεί (βλ. Holton– Mackridge– Φιλιππάκη-Warburton 1999, σελ. 163).
15. Πρβλ. Και την αντίστοιχη σημασιολογική διαφοροποίηση ανάμεσα στην ιδιωματική έκφραση «Το
παράκανες πια!» και την έκφραση «Παραέκανε κρύο εκείνη την ημέρα» (βλ. Mackridge 1990, σελ.
283), καθώς και την διαφορά μεταξύ των τύπων «παρέβλεπα (τα λάθη του)» και «παραέβλεπε
(τηλεόραση)».
13

16. Δεν αποκλείεται η χρήση αυξημένων τύπων σε περιπτώσεις που δεν απαιτείται, να οφείλεται και σε
φαινόμενα υπερδιόρθωσης, ιδίως σε ομιλητές με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο.
17. Αν δεχτούμε ότι η αύξηση στα Νέα Ελληνικά παίζει ρόλο υποστηρικτικό του τόνου, τύποι σαν το
«παρέδωσε» θα μπορούσαν να είναι αναύξητοι, γιατί έχουν τον απαραίτητο αριθμό συλλαβών για να
ικανοποιηθεί ο προπαροξύτονος τονισμός.
18. Πρβλ. και τον όρο «μορφοφωνηματικός» που χρησιμοποιεί ο Hamp 1961, σελ. 112.
19. βλ. Μαλικούτη-Drachman & Drachman 1991, σελ. 86-87 και Joseph-Janda 1988, σελ. 201.
20. Βέβαια, όπως έχει ήδη αναφερθεί, παρατηρείται επέκταση της εσωτερικής αύξησης στην προστακτική
των σύνθετων ρημάτων, γεγονός που προκαλεί προβληματισμό γιατί στην προκειμένη περίπτωση η
χρήση της αύξησης έχει αποσυνδεθεί από την έννοια του παρωχημένου.
21. βλ. Hamp 1961 κυρίως σελ. 112-115.
22. βλ. Μαλικούτη-Drachman & Drachman 1991, σελ. 88.
23. βλ. Μαλικούτη-Drachman & Drachman 2000
24. Σ’αυτό το στάδιο γραμματικοποίησης παρέμεινε η αύξηση σε ορισμένες νεοελληνικές διαλέκτους,
όπως στην Ποντιακή και στο ιδίωμα της Χίου.
14

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 Chantraine, P. 1961 : Morphologie historique du Grec. Paris: Klincksieck.
2

 Hamp, E. 1961: “Το ρήμα εν τη σημερινή ομιλουμένη Ελληνική Γλώσση”. Αθηνά 65,
σελ 101 – 128.
 Holton, D – Mackridge, P – Φιλλιπάκη-Warburton, E. 1999: Γραμματική της Ελληνικής
Γλώσσας. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
 Joseph, Br – Janta, R. 1988: “The How and Why of Diachronic Morphologization and
Demorphologization”. Στο M. Hammond & M. Noonan (eds) Theoretical Morphology:
Approaches in Modern Linguistics. σελ 193 – 210. Αcademic Press.
 Κλαίρης, Χρ – Μπαμπινιώτης, Γ. 19992: Γραμματική της Νέας Ελληνικής.
Δομολειτουργική –Επικοινωνιακή. ΙΙ Το ρήμα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
 Mackridge, P. 1990: Η Νεοελληνική Γλώσσα, μεταφρ. Κ. Ν. Πετρόπουλος. Αθήνα:
Εκδόσεις Πατάκη.
 Μαλικούτη-Drachman, A – Drachman, G.1988: “Τονισμός στα Ελληνικά”. Μελέτες για
την ελληνική γλώσσα, Πρακτικά της 9ης ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της
Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. σελ 127-145.
 Μαλικούτη-Drachman, A – Drachman, G. 1991: “Θεωρητικά προβλήματα του τονισμού
των κλιτικών στα Νέα Ελληνικά”. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα, Πρακτικά της 12 ης
ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ.
σελ 83 -105.
 Μαλικούτη-Drachman, A – Drachman, G. 1992: “Σύγκριση του ρηματικού τονισμού
κοινής και διαλέκτων”. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα, Πρακτικά της 13 ης ετήσιας
Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. σελ 143 -161.
 Μαλικούτη-Drachman, A – Drachman, G. 2000: “Concrete Morphology, affix typology,
and Concord Chains”. Στα πρακτικά του International Conference of Modern Greek
Dialects and Linguistic Theory.Πάτρα .
 Μπαμπινιώτης, Γ. 1986: Συνοπτική ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Aθήνα.
 Palmer, L.R. 1984: “Η γλώσσα του Ομήρου”, μεταφρ. Α. Κατσούρης. Στο Α. Wace & Fr.
Stubbings: A Companion to Homer. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα ,σελ 96 – 212.
 Προμπονάς, Ι. Κ. 19902: Σύντομος εισαγωγή εις την Μυκηναϊκήν Φιλολογίαν. Αθήναι.
 Τριανταφυλλίδης, Μ. 1936: “Η ελληνική αύξηση, ο κλονισμός της και το ξεχώρισμα των
ομόηχων τύπων”. Glotta 25, σελ 238 – 248.

You might also like