You are on page 1of 29

Η ντοπιολαλιά του Βάλτου

Αιτωλοακαρνανίας

Α
Αβασκαίνω= Ματιάζω

Αβγατίζω -Αβγαταίνω =Αυξάνω

Αγάλια αγάλια =Σιγά σιγά

Αγγιό= Αγγείο, δοχείο

Αγγόνα = αγγουνή εγγονή

Αγκαθός =η γωνία του ψωμιού

Αγκαστρωμένη =έγκυος

Αγκλίτσα =η γκλίτσα των ποιμένων


Αγκλιτσόξυλο =το ξύλο στο οποίο στερεώνεται η σκαλισμένη κεφαλή της
γκλίτσας

Αγκωνάρι =πολύ μεγάλη πέτρα

Αϊ =Αντε πήγαινε

Αιπνασόμπ ο διάουλους = Αντε που να σου μπει ο διάολος

Ακουρμάσ’= Άκου, δώσε προσοχή

Ακ'σα =Άκουσα

Αλσίβα =Απορρυπαντικό φτιαγμένο με στάχτη

Αλχτάω =Γαυγίζω

Αμόλτσα =Αφησα, ελευθέρωσα

Αμούντ =Εξαφανισμένο, χαμένο

Αμπουριά =Πόρτα σε φράχτη

Αμπούκα =Μάγουλο

Αμπώχνω =Σπρώχνω

Αναβατίζω =Αφήνω το ζυμάρι για το ψωμί να φουσκώσει

Αναμέρα =Κάνε στην άκρη

Αναφανταλιά =Μου ήρθε απότομα και τα έχασα, ζαλίστηκα

Αντάρα =Ομίχλη, θολούρα

Αντράλα,=Φασαρία

Αντράκλα= το χόρτο γλιστρίδα

Απ’θώνω =Ακουμπάω κάτι κάπου

Απάν-απκάτ =πάνω -κάτω

Απαφτώνω =Κάνω έρωτα

Απδισιά =Πήδημα

Απέκεια =Από εκεί

Απθαμή =πιθαμή
Απίστουμα =Μπρούμητα

Απόγονο =Απάνεμο

Απόστασα =Κουράστηκα

Απουδώθε =Από την εδώ πλευρά

Απούθι =Από πού

Απουμόθκα =Πνίγηκα, δεν παίρνω αναπνοή

Απστόμσε =Αναποδογύρισε

Αρίλογος =Κόσκινο

Αρμάθα =στην καπνοκαλλιέργεια φύλλα καπνού περασμένα σε σπάγγο

Αρτμένο =Μη νηστίσιμο φαγητό

Αστόησα- Αστουχάω =Ξέχασα- ξεχνάω

Αφιουρ =Καθαρό

Αχαμνός =Αδύνατος

Β
Βάβω =Γιαγιά

Βαζόγαλο =Κουτί με γάλα (εβαπορέ)

Βαζούρα =Βοή θόρυβος

Βαίζω =λυγίζω Βάϊσα =Γύρισα στο πλάι, έγειρα

Βάντα =Κλωνάρι δέντρου

Βαντάκι =7-8 αρμάθες ξηραμένου καπνού

Βαρκό =Χωράφι που έχει συνέχεια νερό

Βαρυγκόμιασα =Είμαι στεναχωρημένος, έπεσα σε κατάθλιψη

Βερβερίτσα =Σκίουρος

Βζανιάρκο =Αυτό που θηλάζει ακόμα


Βζουθήκ' =Σουτιέν

Βζουπιάνου =Βοηθάω το νεογέννητο να θηλάσει

Βιλάνι =Βελανίδι

Βιλέντζα =Χοντρή υφαντή κουβέρτα

Βίραγγας =Νερόλακος στην κοίτη του ποταμού

Βιτούλι =Κατσίκι ενός έτους

Βολύμ(ι) =μολύβι

Βόμπρας =Μικρό παιδί, μικροκαμωμένος

Βούζας (ο), βουζούλας =Ο Εύρωστος, αυτός που είναι γερός.

Βούρτσα =Ξύλινος κάδος για την παρασκευή βουτύρου

Βουρτσόξ'λο =Το ξύλο με το οποίο χτύπαγαν το γάλα στη βούρτσα

Βρακοζώνι =Κορδόνι που χρησιμεύει για ζώνη του παντελονιού

Γ
Γαζέπ' =Δυνατή βροχή

Γαλάρια =Τα ζώα που έχουν γάλα

Γάνα =Μουντζούρα από κάρβουνο

Γατσόμαλλα =Οι μικρές τρίχες στο σβέρκο

Γατσούλι =Γατάκι

Γατσούμπρα =Άγρια βατόμουρα

Γδάρτς =Αυτός που γδέρνει

Γελαδοβνιά =Κόπρανα αγελάδας

Γεροκούσιαλο =Ο γέρος, ο πολύ ταλαιπωρημένος

Γιαλίσκα =Καθρεφτίστηκα

Γίγκει =έγινε
Γιέρεψα =Γιατρεύτηκα, έγινα καλά

Γίκος =Σωρός από στρωσίδια και κουβέρτες

Γιουμώνω =Γεμίζω

Γιουρτάσιου =Γιορτή

Γκαβός =Αλλήθωρος, τυφλός

Γκαβούλιακας =Στραβάδι, δε βλέπει καλά

Γκαβώθκα =Τυφλώθηκα

Γκιόσα =Μεγάλη γίδα που δε γεννάει, κακάσχημη γυναίκα

Γκιοσέμ' =Ο ευνουχισμένος τράγος αρχηγός του κοπαδιού

Γκουρλώνω =Γουρλώνω τα μάτια (τα γκούρλωσε: πέθανε)

Γλαβανή =Καταπακτή στο ταβάνι

Γλέπω =Βλέπω

Γλίστρες =σκουλήκια

Γνέμα =Το νήμα

Γούπατο =Εσοχή, κοίλωμα στη γη

Γούρνα =Λάκκος

Γουρνάρ'ς =Βοσκός ή έμπορος γουρουνιών

Γουρνοτσάρχα =Αυτοσχέδια μοκασίνια από το δέρμα του γουρουνιού

Γραδώνω= Στριμώχνομαι, σκαλώνω, μπλέκομαι

Γρατσνίστκα =Γρατσουνίστηκα

Γρέκι =Το μέρος που κοιμούνται τα ζώα τη νύχτα

Γρούνι =Το γουρούνι

Γυνί =Η μύτη από το αλέτρι, το υνί

Γυρβουλιά =Στροφή γύρω γύρω


Δ
Δαμάλι =Ταύρος

Δαχλιά =Δακτυλικό αποτύπωμα

Δαχ'λου =Δάχτυλο

Διακονιάρ'ς =Ζητιάνος

Διαολοκνιέμαι =Εχω νευριάσει, είμαι ανήσυχος

Διασίδ' =Το στημόνι, οι κατά μήκος κλωστές του υφαντού

Διαταή =Διαταγή

Διάτανους =Σατανάς, διάβολος

Δικριάν' =Ξύλινο εργαλείο γι τα σπαρτά

Δ'καμ' =Δικά μου

Δλειά =Δουλειά

Δρασκέλατο =Απήδατο, πήδηξε το

Ε
Εβγα =Βγες

Εδωϊά =Εδώ σε αυτό το σημείο

Εζαψα =Εφαγα ή ήπια πολύ

Ειδίσματα =Αντικείμενα, συνήθως όλα τα πράγματα του σπιτιού (ρουχισμός,


σκεύη κτλ)

Επσαμε =Ψήσαμε

Επ'σα =Επεσα

Ερμους =Ερημος , μόνος που τον ξέχασαν όλοι

Εφιρις =Εφερες
Ζ
Ζαβλακώθ'κα =Νύσταξα ή δεν ξέρω που είμαι

Ζαβός =Στραβός, ανάποδος άνθρωπος

Ζαγάρ =Σκυλί, κυνηγόσκυλο

Ζαλ'γκόθ'κα =Μεταφέρω κάτι στην πλάτη (συνήθως ξύλα)

Ζαλίγκι =Το φόρτωμα στην πλάτη

Ζαμάνι =Μεγάλο χρονικό διάστημα

Ζάρκου =Γυμνό, ξεμπλέτσοτο

Ζ'βάου =Σβήνω

Ζ'γαρλάω =Ανακατεύω, πειράζω, ξύνω

Ζ’γιάζουμι =Ζυγίζομαι

Ζ'γούρ' =Ζυγούρι, πρόβατο μέχρι ενός έτους

Ζ'γώνου= Πλησιάζω

Ζερβά =Αριστερά, περιοχή που δεν την βλέπει ήλιος

Ζέχνω =Βρομάω

Ζίβα =Σβήσε

Ζ'λάπ =Το ζώο γενικώς, ατίθασος άνθρωπος

Ζ'μαρ' =Ζυμάρι

Ζματάει =Καίει Ζματίστκα =Κάηκα

Ζ'ματούρα =Παπάρα με καυτό νερό,ψωμί και τυρί

Ζ'μι =Ζουμί

Ζ'μπάου =Πιέζω - σπρώχνω

Ζ'μών'ς; =Ζυμώνεις;

Ζούδια =Άγρια μικρά ζώα ερπετά


Ζουγκλιάζω =Ζουλάω κάτι δυνατά για να αλλάξει σχήμα

Ζουντόβολο =Ζώο

Ζουρλαίνω =Τρελαίνω

Ζουστήρα =Λωρίδα δέρματος, η ζώνη

Ζώστρα =Λουρί που δένει το σαμάρι

Η
Ηβρα = Βρήκα

Θ
Θ' κομ, Θ'κος = Δικό μου, δικό σου

Θειάκου= θείτσα Θεία

Θέμελου =Θεμέλιο

Θεραπαύ'κα =Ευχαριστήθηκα, Ικανοποιήθηκα

Θέρμη =Πυρετός με ρίγος Θερμός Πολύ ζεστό

Θέρσα =Θέρισα

Θηλ'κώνου =Κουμπώνω

Θηρίους =Τεράστιος

Θ'λικι =κούμπωμα

Θριφτάρ' =Καλοταϊσμένο

Θυμητ'κό =Η μνήμη

Θυμιατήρ' =Λιβανιστήρι

Ι
Ικειό =Εκείνο

Ιμένα =Εμένα

Ισιακάτ, ισιαπέρα, Ισιαπάν' =Δήλωση κατεύθυνσης : ευθεία κάτω, πέρα, πάνω..


Ισκα = Μυκητας δέντρων που χρησιμεύει για το άναμμα της φωτιάς

Κ
Κφάλα =Κοίλωμα δένδρου ή τρύπα δοντιού

Κ’φόβρασ’ =Ζέστη με υγρασία

Καθάργιο =Καθαρό, το λευκό ψωμί από σιτάρι

Κακαράντζα =Περιττώματα κατσίκας

Κακαρώνου =Πεθαίνω

Καλιάζω - Κάλιασε =Συνδυάζω, έτυχε

Καλτσούνια =Κάλτσες

Καμάρ =Καμάρι

Κανούτα =Η γίδα με σταχτοκίτρινο τρίχωμα

Κάπα =Μάλλινο βαρύ πανωφόρι από μαλλί γίδας

Καπίστρι =χαλινάρι

Καραουλίζου =Κοιτάζω μακριά

Καρδάρα =Μεταλλικός ή ξύλινος κουβάς για το γάλα

Καρδελάγγος =Λαιμός

Καροτσίν =Χειράμαξα

Καρκαλέτς =Κοκίτης

Καρκαλοϊέται =Κακαρίζει (η κότα) Καρκαλοϊτό Ανακοίνωση νέου αυγού από την


κότα

Καρκόθ'κα =Πνίγηκα

Κάρνου =Κάρβουνο
Καρτέρα =Περίμενε

Καρυδώνου =Πνίγω (θα τον καρυδώσω)

Καρύκι =Το μήλο του Αδάμ στο λαιμό

Κατ' =Κάτω Καταϊ =Κάτω

Κατακεφαλιά =Δυνατό χαστούκι, σφαλιάρα

Κατανέμ'=Δεν έχει αξία, άχρηστο (είσαι ντιπ κατανέμ')

Κατασάουρα =Κάτω στο πάτωμα

Καταψιά =Μπουκιά ή γουλιά

Κατεβασιά =Απότομη αύξηση νερού χειμάρρου λόγω δυνατής βροχής

Κατράω =Ουρώ Κατρίσκα =Κατουρήθηκα

Κατσιά =Καθισιά

Κατσιούλα=Η κουκούλα από πανωφόρι

Κατσίτι =Καθήστε

Καφοκούτ' =Το κουτί του καφέ

Καφούλ'ς =Καφές

Καψαλάω =Καίω τις τρίχες

Καψώνου =Ζεσταίνομαι

Κεντρώνου =Μπολιάζω καρποφόρο δέντρο

Κενώνω =Βάζω φαγητό στα πιάτα

Κθαρ'= Κριθάρι

Κι απέ =Και λοιπόν

Κίκαρη =Φλιτζάνι

Κ'κιά =Κουκιά

Κλάθκα =Κουλάθηκα

Κλαμπατσίμπανα =Όργανα, ορχήστρα


Κλάρα =Κλαδί Κλαρίζω =Κλαδεύω

Κλιτσινάρ' =Το κόκαλο της κνήμης του αρνιού, μεταφορικά ο Αδύνατος

Κλιψ’μέικους =Κλεμμένος

Κλούρα =Κουλούρα

Κλουργιάσκα =Κουλουριάστικα

Κ'ναβ =Κουνάβι

Κοδέλα =Κλειστή στροφή

Κόθρος =Η γωνία από το ψωμί ή την πίτα

Κοκονάκι =Στάση καθίσματος με λυγισμένα πόδια

Κόκουτας =Κόκορας

Κόνξα =Το νάζι

Κον'σμα =Εικόνισμα

Κορδομπούλιασε =Σβόλιασε

Κόρφους (ο) = το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος

Κοσί =Γρήγορα Κουσί Τρέξιμο, τρέχοντας Κουσιεύω Τρέχω

Κοτάω =Τολμώ

Κότσιαλο =Το εσωτερικό του Καλαμποκιού

Κουκουμέλα =Μανιτάρι

Κουμάσι =Γουρουνόσπιτο

Κουμματσιούλ’ =Κομμάτι ψωμιού

Κουμπουθιάζου =Δένω κόμπο

Κουνόμα =Το κέρδος

Κουντουζγώνου =Πλησιάζω έρχομαι κοντά

Κούντρισα =Χτύπησα το κεφάλι μου

Κουπά (κοπά) =Πηγαίνω ευθεία όχι από τις στροφές


Κουπρουσκλίαζου =Χαζέυω, γυρίζω εδώ και εκεί χωρίς λόγο

Κουρνιαχτός =Σκόνη

Κουρομπλιά =Κορομηλιά Κουρόμπλο =Κορόμηλο

Κουσιά =Εργαλείο με μακρύ ξύλο που κόβει τριφύλλι ή χόρτα

Κουτάω =Τολμώ, έχω θάρρος

Κουτέλι =Αλητοσκυλο

Κουτόπλα =Κοτόπουλα

Κουτ'ρού =Στην τύχη

Κουτρώνα =Μεγάλη πέτρα

Κουτσ'κέλα =Τσαλιμι

Κούτσκος =Μικρός

Κουτσοκέρα =Γίδα με σπασμένο κέρατο

Κουτσιουμπλή Μύτη =κοντή, πλατιά και άσχημη

Κραμποκούκι =Ψωμί από καλαμποκάλευρο

Κραμπολάχανο =Λάχανο

Κρένου =Μιλάω

Κριάς =Κρέας

Κρικέλι =Κρίκος

Κριματζαλιέμαι =Κρεμιέμαι από κάπου

Κριτσιάν'σιε =Ετριξε δυνατά

Κρούνα =Καϋμένη, κακομοίρα

Κρυότ' =Το κρύο

Κ'ταβ =Κουτάβι

Κ'τάλι =Κουτάλι

Κτσιάφτς =Χωρίς αυτιά


Κ'τσιούμπ =Ξύλο χωρίς κλαδιά, μεταφορικά ο αμόρφωτος

Κ'τσός =Κουτσός

Κύκαρι =Φλιτζάνι

Κφάλα =Κουφάλα

Κωλοφωτιά =Πυγολαμπίδα

Λ
Λαϊάζου =Κάθομαι κάτω ακίνητος, λουφάζω

Λάιος =Μαύρος

Λακάω =Φεύγω, την κοπανάω Λάκισα =Πήρα δρόμο, έφυγα τρέχοντας

Λάλας =Ο αδερφός

Λαμπόϋαλο =Το γυαλί της λάμπας πετρελαίου

Λαρώνου =Ησυχάζω, σωπαίνω

Λαχαίνει =Συμβαίνει στην τύχη

Λειτουργιά =Το πρόσφορο

Λεφούσι =Πλήθος

Λιάδα =Τύφλα στο μεθύσι

Λιανόματα =Κέρματα, λίγα χρήματα

Λιανοπαίδι =Μικρό παιδί Λιανούρια =Μικρά παιδιά

Λίμπα =Βαθύ μεταλλικό πιάτο

Λόβα =Η βρώμα, Βρωμιά

Λογγά =Χωράφι δίπλα σε ποτάμι

Λουβουδιά =Κηπευτικό χόρτο

Λούμπα =Λακκούβα με νερό

Λούρος =Μακρύ και λεπτό ξύλο .


Λούσκα =Λούστηκα

Λ'τάρι =Λεπτό σχοινί

Μ
Μαβλάου =Φωνάζω προσκαλώ (τις κότες, τα πρόβατα κτλ)

Μαγκούφ'ς =Μόνος και φτωχός

Μαζέφκι =Μαζεύτηκε

Μαζόθκα =Μαζεύτηκα

Μακελέφκα= Χτύπησα πολύ

Μαναρ' =Αρνί ή κατσίκι που τρέφεται στο σπίτι

Μαντρί =Στάβλος

Μαργώνω =Κρυώνω

Μαρκαλάου =Κάνω σεξ

Μάσια =Εργαλείο για το τζάκι

Ματζαφλάρ' =Κάτι μακρύ

Ματουϊάλια =Γυαλιά οράσεως

Ματσαλιάζω =Το κάνω λιώμα Ματσιάζω =Πλακώνω, πιέζω κάτι και το λιώνω

Ματσ'λάου (Ματσιαλάου) =Μασάω

Μερακλώθκα =Ηρθα σε κέφι

Μίνια =Μια

Μίρλα =Μιζέρια, γκρίνια Μιρλίζω - Μιρλάω =Μυξοκλαίω

Μισάλι =Τραπεζομάντηλο

Μ'όκοψε =Σκέφτηκα, μου ήρθε στο μυαλό

Μονάντερος =Αχόρταγος

Μουβόρκος =Αιμοβόρος
Μουλόημα =Οταν συζητείται κάποιος αρνητικά για κάτι που έκανε

Μουλουγάω =Αφηγούμαι, εξιστορώ

Μούτεψα (τον) = σώπασα

Μούτιλ' =Χώμα, λάσπη μέσα στο νερό

Μούτος =Μουγκός

Μπάκα =Κοιλιά

Μπάκακας -άκι =Βάτραχος -άκι

Μπακανιάρικου =Το παιδί που έχει πρησμένη κοιλιά

Μπακάνιασα =Πρήστηκα από το πολύ νερό, ποτό

Μπάλα =Το μέτωπο ή δέμα από τριφύλλι -άχυρο

Μπανιαρίσκα =Πήρα το μπάνιο μου

Μπάτσος =Σφαλιάρα

Μπικιόνι =Ποτήρι με χερούλι

Μπιτ =Καθόλου

Μπλάνα =Συμπαγή κομμάτι χώματος κατά το όργωμα

Μπλάρ' =Μουλάρι

Μπλιόρα =Γίδα δύο ετών

Μπλιτσιανάου =Πλατσουρίζω ή κάνω μπάνιο σε ρηχά νερά

Μπόλ'κο =Αρκετό

Μπομπότα =Το ψωμί από καλαμπόκι

Μπούγλα =Τενεκές

Μπουνόρα =Πρωί πρωί

Μπουρμπότσιαλος =Εντομο

Μπσιάκα =Βατράχι

Μπσιακό =Μισό μισό, συνεταιρικά


Μπσκάρ' =Μοσχάρι

Μπχαρής =Καμινάδα

Μσαφραίοι =Επισκέπτες

Ν
Νεροφαϊά =Διάβρωση εδάφους από το νερό

Νίλα =Μεγάλη καταστροφή, ζημιά, εξευτελισμός

Νιροτροβγιά =Μεγάλος ξύλινος κάδος που πέφτει ορμητικά νερό για καθαρισμό
και κατεργασία μάλλινων ρούχων

Νιρουμπλετσι =Αραιό – άνοστο

Νίφκα - Νίβουμι =Επλυνα το πρόσωπο μου - Πλένομαι Νιψ' Πλύσου

Νόρλος =Η ουρά του ζώου

Νουματαίοι =Άτομα, πρόσωπα

Ντάβανος =Ειδος αλογόμυγας, έντομο

Νταβάς =Τσίγκινο ή χάλκινο ταψί

Νταούλιασι =Πρήστηκε

Νταραβέρ' =Συναλλαγή, σχέσεις

Νταρντάνα =Η ψηλή και ωραία γυναίκα

Ντερέκι =Πολύ μεγάλος, ψηλός, θεόρατος άνθρωπος

Ντερώνομαι =Τεντώνομαι

Ντζιόρας =Ισχυρογνώμονας, αγύριστο κεφάλι

Ντιπ =Καθόλου

Ντιρλικώνου =Τρώω πάρα πολύ, του σκασμού

Ντουγρού =Ισια, κατευθείαν


Ντουρός =Ιχνη, πατημασιές

Ντούρος =Γερός, δυνατός

Ντράβαλα =Μπελάδες

Ντύθκα =Ντύθηκα

Ξ
Ξαίνου =Αραιώνω το μαλλί

Ξαμώνου =Απλώνω χέρι

Ξαποσταίνου =Ξεκουράζομαι

Ξαστόϊσα =Ξέχασα

Ξεβγάνω =Ξεπλένω τα ρούχα, Συνοδεύω τον επισκέπτη έξω από το σπίτι

Ξεζάρκωμα =Ξεγύμνωμα

Ξεζάρκωτος =Γυμνός

Ξεμπλέτσουτους Ο γυμνός, που δεν φοράει ρούχα

Ξεζώς =Ξεκούμπωσε τη ζώνη σου, γδύσου

Ξεθλικόνω =Ξεκουμπώνω

Ξεκαπίστρουτους =Αυτός που δε φοράει καπίστρι

Ξεκλιτσνιάσκει =Διαλύθηκε

Ξεκολόθκα =Κουράστηκα πολύ

Ξεκολώνω =Ξεριζώνω

Ξεκούτ’ς =Ανόητος, τα έχει χαμένα

Ξελουιάζου =Ξεμυαλίζω

Ξεμοτόχου =Αποκλειστικά

Ξεπαϊάζου =Κρυώνω πάρα πολύ

Ξεπατώθκα =Τα 'παιξα, κουράστηκα


Ξερκά =Χωράφια που δεν ποτίζονται

Ξεσγαλάου =Βγάζω την πέτσα ή τη φλούδα του δένδρου

Ξεσγαλίστ΄κα =Γραντζουνήθηκα , έφυγε κομμάτι από το δέρμα μου

Ξεσκαλτσούνοτους =Χωρίς κάλτσες

Ξεφλαω =Ξεφυλλίζω

Ξεχάραξε =Η κότα άρχισε να γεννάει αυγά

Ξιαρίζου =Καθαρίζω, τραβάω το χώμα

Ξιέμαι =Ξύνομαι

Ξιμουτόχ’ =Επίτηδες, επί τούτου

Ξιουρίσκα =Ξυρίστηκα

Ξιτσαουλιάστκα =Μου έφυγε το στόμα μου έφυγε το σαγόνι

Ξουδγιάζου =Ξοδεύω, δαπανώ

Ξουρέξια =Ξεχωριστή περιποίηση στο φαγητό

Ξυθάλι =Ξύλο για να ανακατώνουν τα κάρβουνα

Ο
Όξου =Έξω

Οργιά =Μονάδα μέτρησης ίση με το άνοιγμα των χεριών

Όρνιου (τσ’καλάνας)=Μεγάλο πτωματοφάγο πτηνό των βουνών (της καλάνας).

Ουϊδίζου =Μοιάζω

Ουλόρθος =Εντελώς όρθιος

Ουλότελα =Εντελώς

Ουλουένα =Πάντοτε

Ουλούθι =Παντού

Ουργώντ΄ς; =Οργώνεις?
Ουρμήνια =Καθοδήγηση, συμβουλή

Π
Π’θαμή =Παλάμη

Π’στρώνου =Διπλώνω λίγο προς τα μέσα

Π’τσαράς =Ο τολμηρός, ο άξιος, ο λεβέντης άντρας

Πααίνου =Προχωράω, πηγαίνω

Παγάνα =Ομαδικό κυνήγι

Παγούρ’ =Μικρό δοχείο νερού

Πάει καλιά τ΄ =Πέθανε, εξαφανίστηκε

Παλάντζα =Ζυγαριά με δύο δίσκους

Παλιοπράτνα =Μεγάλη σε ηλικία προβατίνα

Πανγκύρ' =Πανηγύρι

Παραγκώμ’ =Παρατσούκλι Παραγκώμιάζω =Βγάζω σε κάποιον παρατσούκλι

Παραθάρρετα =Πήρε πολύ θάρρος, ξεπέρασε τα όρια

Παραμέρσα =Εκανα στην άκρη

Παραπερούλια =Λίγο παραπέρα

Παρασάνταλους =Κακοκαμωμένος

Παρασόλ’σα =Φοβήθηκα, τρελάθηκα

Παρέκια =Πιο 'κει

Παρμάρα =Δεν μπορώ να κουνηθώ, ασθένεια των προβάτων

Πατ’κώνου =Πιέζω τα πράγματα σε σακί ή βαλίτσα

Παταγουδγιάζου =Κρυώνω πολύ

Πατάκα =Πατάτα

Πατατούκα =Υφαντό μάλλινο σακάκι


Πατσαούρ = χειροπετσέτα

Πάφλας =Τενεκές τσίγκινος

Πετροβουλάου =Ρίχνω πέτρες

Πέτρου (το) =Φύλλο ζύμης

Πετσί =Επιδερμίδα

Πιδικλώνου =Δένω μεταξύ τους με σκοινί τα πόδια του ζώου, βάζω τρικλοποδιά

Πιδιλόγα =Στριμμένο πανί που βάζαν οι γυναίκες στο κεφάλι για να κουβαλάνε
ταψιά ή άλλα αντικείμενα

Πιρίδρουμους =Το πολύ φαγητό

Πιρουνιάζου =Τρυπάω

Πκάμσου =Πουκάμισο

Πλαϊάζω =Πέφτω για ύπνο

Πλακίδα =Η μικρή κότα

Πλαντάζου =Σκάω από στενοχώρια (πλάνταξε στο κλάμα)

Πλαστάρι =Καρβέλι ψωμί

Πλόχερο =Ποσότητα ίση με αυτή που χωράει η χούφτα

Πλύθκα =Πλύθηκα

Πλύματα =Νερό με αποφάγια-τροφη για γουρούνια

Ποστιάζου =Βάζω το ένα πάνω στο άλλο

Πουδένομαι =Βάζω τα παπούτσια μου

Πουντιάζου =Κρυολογώ, Κρυώνω

Πουσνάδια =Πίτουρα

Πραζ' =Πειράζει Πράζου =Πειράζω

Πράματα =Τα ζώα (πρόβατα, γίδια κ.λπ..)

Πρατίνα =Προβατίνα

Πρήσ'κα =Πρήστηκα
Προυγκάου =διώχνω με φωνές

Προυμάδα =Φέτα ψωμιού που ψήνεται στο τζάκι

Προυσφάι =Ότι τρώμε μαζί με το ψωμί

Πτσαρίνα =Η πολύ δυναμική γυναίκα

Πυρουστιά =Σιδερένιος τριγωνικός τρίποδας

Ρ
Ρ’μαδγιακό =Εγκαταλειμμένο σπίτι

Ρ’μουσέλ’ς =Απροστάτευτος, ολομόναχος, ρεμάλι

Ραχατιάζω =Ξεκουράζομαι-λαγοκοιμάμαι

Ρεκάζω =Φωνάζω δυνατά από τον πόνο Ρέκος =Σπαρακτικό κλάμα

Ρέμπελος =Τεμπέλης, ανεπρόκοπος

Ριμούλα =Απάτη

Ριντίκουλου =Γελοίος

Ρ'κόφλο =Φύλλο καλαμποκιού

Ρόκα =Α) Καλαμπόκι Β) Ξύλο μυτερό που μπαίνει η τουλούπα για γνέσιμο

Ρουγοβύζι =Η πιπίλα

Ρουκίσιου =Ψωμί από καλαμπόκι

Σ
Σ’καπ’θώνω =Τα ανακατεύω, φέρνω τα πάνω κάτω, σηκώνομαι και κάθομαι

Σ΄χαρίκια =Τα καλά νέα

Σακατέφκα =Χτύπησα πολύ

Σαλαγάου =Προσταγή του βοσκού


Σαούρα =Μαζεύομαι φοβισμένος

Σαρμανίτσα =Ξύλινη κούνια μικρού παιδιού

Σαρώνου =Σκουπίζω

Σατίλι =Κουβάς

Σαφραγκιασμένο =Ζαρωμένο, μαραμένο, κακομοίρικο, ισχνό

Σβαρνιάρης =Αυτός που σέρνεται, ασουλούπωτος

Σβερκαριά =Ο σβέρκος

Σερβάντα =Ντουλάπι ή βιτρίνα

Σερκός =Αρσενικός

Σιαδ' =Ίσιωμα, μεταφορικά δεν ξέρω τίποτα, δεν έμαθα (το 'χω σίαδ')

Σιαδώ, σιακεί =Προς τα εδώ, προς τα εκεί

Σιαπάν-Σιακάτ =Προ τα επάνω- προς τα κάτω

Σιαπέρα =Προς τα πέρα, μεταφορικά αυτός που δεν έχει τα λογικά του

Σιαπού =Σε ποιό μέρος

Σίμπα- Σ'μπάω =Πείραξε, φτιάξε τη φωτιά

Σιμπράγκαλα =Μικροαντικείμενα, εργαλεία

Σιουγκράου =Ακουμπάω κάποιον

Σιουράου =Σφυρίζω

Σιούτο =Το ζώο που δεν έχει κέρατα

Σκαφίδα =Σκάφη

Σ'κλί =Σκυλί

Σ'κομαϊδα =Αποξηραμένα σύκα

Σκουτουμπλιά =Πέσιμο, τούμπα

Σκρούμπος =Καμένο μάλλινο ύφασμα

Σ'ναρίζομαι =Ετοιμάζομαι, φτιάχνομαι


Σουλτουκι =Χοντρό παλτό

Σούρλα =Το ρύγχος του γουρουνιού

Σουργούνι =Ρεζίλεμα, εξευτελισμός

Σουφλιμάς =Κοντοσούβλι

Στανιό =Ζόρι, βία

Στέρφα= Δεν έχει γάλα, δεν γέννησε αυτή τη χρονιά

Στμόνι =Τα νήματα κατά μήκος του αργαλειού

Στρέομαι =Συμφωνώ

Σύσταση =Διεύθυνση

Σφαλάγγι =Αράχνη Σφαλαγγούδια =Αράχνες

Σφουγκίσ' =Σκουπίσου

Σφουντύλι =Ξύλινο βαρίδι για να δίνει βάρος στο αδράχτι

Σώθ'κε =Τελείωσε

Τ
Τ’λούπα =Τούφα μαλλιού που δένεται στη ρόκα για να γίνει νήμα

Ταϊσάρ =Μάλλινο σακούλι που κρεμιέται στο κεφάλι του ζώου γεμάτο τροφή.

Ταμ'τελα =Δαντέλα

Ταπίστομα =Μπρούμυτα

Ταρναρίζου =Χορεύω το μικρό παιδί στα γόνατα

Τάχατις =Δήθεν

Τεμπελχανάς =Αρχιτεμπέλης

Τένιες =Αθλητικά πάνινα παπούτσια

Τζίφλια =(τα) Μάτια

Τίγκα =Γεμάτο όσο δεν παίρνει άλλο


Τιλάκι =Ψιλό καρφί

Τιλεύουμι =Εξαντλούμαι, τελειώνω, πεθαίνω

Τιρτίπια =Κόλπα, κατεργαριές

Τλώνου =Γεμίζω ασφυκτικά

Τραΐ =Ο τράγος, το αρσενικό γίδι

Τρανός =Μεγάλος

Τράου (τήρα 'κει) =Κοιτάζω, παρατηρώ (κοίτα εκεί)

Τραπέτσ' =Πάρα πολύ ξινό

Τρίτσα =Ψάθινο καπέλο

Τριχιά =Χοντρό μάλλινο σκοινί

Τριψιάνα =Γάλα με τριμμένο ψωμί

Τσακίς =Βιάσου

Τσακίσκα =Επεσα και χτύπησα πολύ

Τσιακμάκι =Αναπτήρας

Τσακτσίρα =Υφαντό παντελόνι

Τσακώνω =Πιάνω

Τσαντίλα =Αραιοϋφασμένο πανί που στραγγίζουν το τυρί

Τσάχαλο =Σκουπιδάκι ή σκόνη που μπαίνει στο μάτι

Τσιάκα =Φάκα για ποντίκια ή πουλιά

Τσιακλατάου =Χτυπάω τα αυγά, ανακατεύω

Τσιακναρίδα =Πολύ λεπτή γάμπα

Τσιαλατίνα =Πλαστική σακούλα

Τσιαούλι =Σαγόνι

Τσιατάλι =Ξερό γυμνό κλαδί που προεξέχει από τον κορμό του δέντρου Τσιάφ’

Πάχνη= λεπτό στρώμα πάγου στο χορτάρι


Τσιγαρίδες =Τηγανισμένα κομματάκια χοιρινού λίπους

Τσιγκλάω =Πειράζω, εκνευρίζω

Τσίκα =Σπίθα από τη φωτιά

Τσιλιβίθρα =Μικρόσωμη, αδύνατη

Τσίμα τσίμα =Ισα ίσα

Τσιμπλί =Λυχνάρι

Τσίμπσε =Τσίμπησε

Τσιόβολου =Το κρανίο

Τσιόκανο =Ξύλινο εργαλείο με το οποίο ευνουχίζουν τα ζώα

Τσιόκι =Το σφυρί

Τσιόκος ή Τζιόκος =Τα γεννητικά όργανα του άνδρα (να μου ιδείς τον τσιόκο)

Τσιόλι =Χοντρό στρωσίδι από τραγόμαλλο

Τσιουγκάρ’ =Μεγάλος βράχος

Τσιουκανάω= Ευνουχίζω

Τσιουκάνι =Κουδούνι προβάτου

Τσιουπέλα =Aποξηραμένα σύκα σε αρμάθα

Τσίρλα =Ρευστά κόπρανα

Τσιρμιάζου =Μουδιάζω

Τσιροπούλι =Μικρό πουλί

Τσουράπια =Μάλλινες πλεκτές κάλτσες

Τσ'τώνω =Χορταίνω

Τωραϊά =Τώρα δα

Υ
Φ
Φ’κάρ =Η θήκη του μαχαιριού

Φ’λεύου = προσφέρω γλυκό, ποτό

Φαρμακώθκα =Στεναχωρήθηκα

Φεβγούλα =Το να φεύγω γρήγορα

Φεγκλίδια =Κομμάτια

Φελάει =Ωφελεί

Φιλάου =Είμαι χρήσιμος

Φίσκα =Πολύ γεμάτο

Φκιάρ =Το φτυάρι

Φλετράου =Πετάω

Φλουκάτ’ =Χοντρή μάλλινη κουβέρτα με κρόσσια

Φλουμόνω =Γεμίζω

Φούλ’ς, φούλα =Αδελφούλης, αδελφούλα

Φουρδάκλα =Φουσκάλα

Φούρκα =Διχαλωτός ξύλινος πάσσαλος

Φούσκα =Η ουροδόχος κύστη των γουρουνιών

Φούσκους =Δυνατό χαστούκι

Φριτζιάτο =Υπόστεγο φτιαγμένο με κλαδιά

Φτάου =Φτύνω

Φυλλιρούδ’ =Κομμάτι από παλιό ρούχο

Φώλι =Το μόνιμο αυγό στη φωλιά της κότας

Φώρα =Φανερά

Φωρτοτήρα =Ξύλο με διχάλα που βοηθάει στο φόρτωμα


Φωτίκια =Βαπτιστικά ρούχα

Φλετράω=Πετάω

Χ
Χ’νόπουρου =Φθινόπωρο

Χαϊβάν’ =Χαζός, αφελής

Χαϊμαλί =Φυλακτό

Χαϊρ’ =Προκοπή (Χαϊρ’ να ιδείς)

Χαλεύου =Ζητάω

Χαράμ' =Άδικα, ανώφελα

Χαραμουφάης =Αυτός που ζει σε βάρος άλλου

Χάρβαλο =Χαλασμένο, ετοιμόρροπο

Χασουμεράου =Καθυστερώ, χάνω το χρόνο μου

Χαψιά =Μπουκιά

Χειρομάντλο =Μαντήλι για τη μύτη

Χιζουβόλισα =Χέστηκα!

Χιζουλόγους =Αποχωρητήριο

Χιράμ' =Στρωσίδι

Χλεμπουνιάρ’ς= Πολύ χλωμός, κιτρινιάρης

Χλιάρ’ =Κουτάλι

Χλίβουμι =Θλίβομαι, στενοχωριέμαι

Χλιμάρα =Κακομοιριά, έντονη μιζέρια

Χλουρόπ’τα =Πίτα με χλωρό τυρί

Χνέρ’ =Πάθημα, απάτη

Χόβουλ’ =Η άσβηστη στάχτη της φωτιάς


Χούϊ =Συνήθεια, ιδιοτροπία

Χουϊάζου =Φωνάζω από μακριά μεγαλόφωνα

Χουλουσκάου =Σκάω από τη στενοχώρια μου

Χόχλους =Το νερό όταν βράζει

Χρυσή =Ικτερος

Χτικιάζου =Προσβάλλομαι από φυματίωση

Χτικιό =Ανίατη Αρρώστια

Ψ
Ψ’μάδ’ =Αρνί ή κατσίκι που γεννήθηκε την άνοιξη και όχι τον χειμώνα

Ψαχαλεύου =Ψάχνω

Ψένου =Ψήνω

Ψίδ’ =Κομμάτι δέρματος

Ψιλολόϊα =Μικροαντικείμενα

Ψουμουτύρ'= Ψωμί και τυρί

Ψ'το =Ψητό

Ω
Με μεγάλη βοήθεια και από το

http://www.chalkiopouloi.gr

http://keramidi-valtou.blogspot.gr

Γιώργος Γυρνάς

You might also like