You are on page 1of 9

http://hallofpeople.

com/gr/

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΙΔΗΣ

Αποσπάσματα

[...] Η Ελλάς, κατηνάλωσεν ολόκληρον τεσσαρακονταετίαν εις αγόνους


συζητήσεις περί κομμάτων και κομματαρχών` άπαν δε το χρήμα, αντί
έργων χρησίμων προς πόλεμον ή προς ειρήνην, εδαπάνησεν εις συντήρησιν
κοπαδίου κομματικών κηφήνων, χάριν των οποίων στέργει την πενίαν, την
κακοπραγίαν, την ασημότητα και τους εμπαιγμούς του κόσμου όλου.
Ομολογούμεν ότι λαός επί τοσούτον χρόνον τοιαύτα ανεχθείς είναι εν
μέρει άξιος της τύχης του` δεν αρνούμεθα ότι οι οπωσδήποτε
αποκτήσαντες την πλειονοψηφίαν είχον την συνταγματικήν αρμοδιότητα να
διανείμωσι το αίμα και τον ιδρώτά του μέχρι τελευταίας σταγόνος εις τους
οπαδούς των` προθύμως αναγνωρίζομεν ότι και οι διάδοχοί των έχουσι το
κοινοβουλευτικόν δικαίωμα να εξακολουθήσωσι την χαραχθείσαν αύλακα
μέχρι παντελούς ολέθρου και χρεωκοπίας` αλλ΄αν υπό τον αριστερόν
μαστόν έχουσι καρδίαν και όχι πέτραν, νομίζομεν ότι καιρός είναι πλέον να
παύσωσι σφαγιάζοντες ολόκληρον έθνος προς συντήρησιν αγέλης
κατασκευαστών πλειονοψηφίας."
" Επιμένω να θεωρώ [το πολιτικόν μας πρόβλημα] ως εγκείμενον εις την
ανικανότητα πάσης ελληνικής κυβερνήσεως να συμβιβάση την διατήρησιν
της πλειονοψηφίας μετά της εκτελέσεως των όσα πανθομολογουμένως
επιβάλλει το κοινόν καλόν. Η προφανής και ανοικονόμητος αντίθεσις, η
υφισταμένη μεταξύ του συμφέροντος της χώρας και του των
αντιπροσώπων αυτής είναι η πηγή και τούτου όπως παντός άλλου κακού."

" Όσον ευκολώτερα πιστεύομεν και ταχύτερα λησμονούμεν, τόσον


μεγαλειτέρα είναι η ασυνειδησία εκείνων που μας απατούν. Όσον πλέον
κουτός, άκακος και απονήρευτος είναι ο λαός, τόσον περισσότερον έπρεπε
να τον συμπαθούν και να τον λυπούνται, αντί να νομίζουν πως η κουταμάρα
και η καλωσύνη του τους δίνει το δικαίωμα να τον γδαίρνουν ως το
κόκκαλο, να τον καταδικάζουν εις την βρώμαν, την αρρώστιαν και την
ατιμίαν, να φέρνωνται μαζί του καθώς οι άκαρδοι εκείνοι καραγωγείς που
σκοτώνουν τ' άλογα από το πολύ το φόρτωμα και το πολύ το ξύλο για το
λόγο που δεν δαγκάνουν και δεν κλωτσούν. Αν έχης μέσα στο στήθος σου
καρδιά και όχι πέτρα, μη λες πως φταίει ο λαός, αλλά φώναξε μαζί μου: "
Ανάθεμα εις τους λαοπλάνους!"

Τα "ανθελληνικά"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΟΕΣ
Αναδημοσίευση από
ofisofi. blogspot. gr/
Αρθρο του Ροίδη στο περιοδικό.
Εστία, στις , 22.5.1896

Αθηναϊκοί περίπατοι

Πολύ περισσότερον παρ’ όσα από τον καιρόν του Αμπού έως σήμερον
έτυχε να διαβάσω εις τον ξένον τύπον υβριστικά διά την Ελλάδα, μ’ έκαμαν
να εντρέπωμαι αι κατά τας παραμονάς των Ολυμπιακών αγώνων συστάσεις
των ιδικών μας εφημερίδων, προς την αστυνομίαν και τους οικοκυραίους,
να επιμεληθούν προς χάριν των ξένων την καθαριότητα των δρόμων και να
φροντίσουν να μη βρωμούν αι μάνδραι και να μην είναι τα πεζοδρόμια
παραρτήματα μακελλείων και λαχανοπωλείων. Όλα αυτά εζητούντο ως και
όταν επρόκειτο να επισκεφθούν τας Αθήνας οι αυτοκράτορες Δον Πέτρος
και Γουλιέλμος, ως μέτρα έκτακτα, με την υπόμνησιν μάλιστα ότι δεν θα
παρετείνοντο επί πολλάς ημέρας αι τοιαύται περί καθαριότητος
ενοχλήσεις. Τι άλλο δύναταί τις εκ των συστάσεων τούτων να συμπεράνει
παρά μόνον ότι, καθώς οι Τζιφούτηδες της Βλαχίας αλλάζουν και κυνηγούν
τας ψείρας των μόνον κατά τας μεγάλας των θρησκευτικάς εορτάς, ούτω
και οι κάτοικοι των Αθηνών μόνον εις εκτάκτους περιστάσεις πρέπει ν’
αναπνεύουν άοσμον αέρα, και να μη γλιστρούν εις αίματα και να μη
σκοντάπτουν εις σάπια πορτοκάλια και λείψανα γάτων και ορνίθων;
Μη βιασθείτε να με κατατάξητε εις το γένος των αναμασητικών ζώων
αν σας ομιλώ διά την κατάστασιν των αθηναϊκών δρόμων. Ούτε καμήλα
είμαι ούτε επικήδειος ρήτωρ διά να μου αρέσουν τα αναμασήματα. Τούτο
όμως εσυλλογίσθην, ότι μετά τους Ολυμπιακούς αγώνας οι Αθηναίοι,
εξιπασθέντες από την λαμπρότητα της πανηγύρεως, την συρροήν του
τόσου κόσμου, την παρουσίαν του βασιλέως και των πριγκίπων, τας
σημαίας, τα σαλπίσματα, τας φωτοχυσίας, τας μουσικάς και του Λούη τας
τιμάς, εκατάντησαν όλοι αθλομανείς. Η Πλάκα, προ πάντων, όπου κατοικώ,
έγινεν όλη ένα είδος Σταδίου. Καθ’ ημέραν κινδυνεύω ν’ ανατραπώ από
υποψηφίους μαραθωνοδρόμους ή να σπάσουν οι δισκοβόλοι την κεφαλήν
μου. Διά να σχηματίσετε ιδέαν του βαθμού εις τον οποίον έφθασεν η
αγωνομανία, αρκεί να σας είπω ότι κάθε απόγευμα περί την δύσιν του ηλίου
ημπορεί ο διαβάτης να καμαρώσει περί τον πλάτανον της Πλάκας και το
φανάρι του Διογένους, εκτός των παίδων και νεανίσκων, και κάμποσα, όχι
μόνον μικρά αλλά και αρκετά μεγάλα αγοροκόριτζα να σηκώνουν βάρη, να
πηδούν, να ρίπτουν δίσκους και να τρέχουν, χωρίς φόβον να δείξουν το
χρώμα της καλτσοδέτας των, συμμεριζόμεναι, ως φαίνεται, τας περί
εξισώσεως των δύο φύλων προοδευτικάς ιδέας της Εφημερίδας των
Κυριών.
Καλά θα εκάμνατε να στείλετε εκεί κανένα από τους ρεπόρτερ σας να
περιγράψει αυτά τα σπαρτιατικά παιγνίδια, διότι αξίζουν τον κόπον. Εγώ
ήθελα μόνον να σας υποδείξω ότι, αφού από τόσα έτη βοά όλος ο κόσμος
κατά του κονιορτού, της λάσπης τω λάκκων και της δυσωδίας και ματαίως
αγωνίζεται όλος ο τύπος να φέρει εις θεογνωσίαν του δημοτικούς μας
άρχοντας και την αστυνομίαν, καλόν ίσως θα ήτο ν’ αποταθεί σήμερον προς
διόρθωσιν του κακού εις την αγωνομανίαν, να προσπαθήσει δηλαδή να
πείσει τους φιλάθλους ότι χωρίς πνεύμονας υγιείς αδύνατον είναι να
υπάρξουν μυώνες ισχυροί· ότι εφόσον εξακολουθούν ν’ αναπνέουν τας
αναθυμιάσεις της Πλάκας, της Βάθιας, της Παλαιάς Αγοράς, του Ροδακιού
και του Βαθρακονησίου, χάνουν τον καιρόν των γυμναζόμενοι και
ονειρευόμενοι τας δάφνας του Λούη, του ροφώντος καθαρόν αέρα εις το
Μαρούσι, ή των αθλητών της Αμερικής, όπου σκουπίζονται οι δρόμοι
τετράκις την ημέραν και καταδικάζονται εις βαρύ πρόστιμον οι ρίπτοντες
από το παράθυρον, όχι κοφίνια σκουπιδιών, αλλά και μίαν μαραμένην
ανθοδέσμην. Το επιχείρημα τούτο είναι ίσως το μόνον δυνάμενον να
συγκινήσει τους αγωνιστάς μας, αφού ούτε περί της υγείας των
πολυφροντίζουν ούτε φαίνεται να τους ενοχλεί πολύ η ακαθαρσία.
Οι πανηγυρισταί της Θείας Προνοίας συγκαταλέγουν εις τα
ευεργετήματα αυτής την επιδεκτικότητα των αισθήσεών μας να καταντούν
με τον καιρόν και την συνήθειαν αναίσθητοι εις τα δυσάρεστα θεάματα,
ακούσματα και μυρίσματα. Και έχουν μέγα δίκαιον. Πρόχειρον τούτου
απόδειξιν μας δίδουν οι ενορίται του Αγίου Γεωργίου, των οποίων, ως
εσυνήθισαν τ’ αυτία την ρινοφωνίαν του ψάλτου, ούτω πλησιάζουν και οι
οφθαλμοί να συνηθίσουν την νεοχάρακτον επί του τοίχου του ναού
εξάπηχυν εκείνην γελοιογραφίαν, ήτις τόσον πολύ τους εσκανδάλισε κατά
τας πρώτας ημέρας. Η όσφρησις προ πάντων είναι εξ όλων μας των
αισθήσεων η επιδεκτικωτέρα να μεταβληθεί διά της έξεως εις
αναισθησίαν. Γνωρίζετε βεβαίως το περίφημον ποίημα του Βωδελαίρ, «Το
ψοφίμι» (Lacharogne), με την ανοικτήν κοιλίαν, όπου βόσκουν κοπρόμυγες,
μαμούνια, σκώληκες και ασκαρίδες. Ο ποιητής εύρισκε τρόπον να μυρίζεται
το πράγμα τούτο «ως άνθος» και όλοι τον ενόμισαν τρελόν, δέκα έτη πριν
τρελαθεί. Το κατόρθωμα του Βωδελαίρ δύναται βεβαίως να θεωρηθεί ως
εξαιρετικόν, ουδεμίαν όμως επιδέχεται αμφισβήτησιν ότι ούτε οι
ζωογδάρται, ούτε οι ταμπάκηδες, ούτε οι σκουπιδοξύστες, ούτε οι
βαλσαμωταί ορνέων, ούτε οι κάτοικοι των οδών «Αίαντος» και
«Πρωτογένους» ενοχλούνται πολύ από την ποιότητα του αέρος τον οποίον
αναπνέουν. Η μύτη των καταντά με τον καιρόν στωική. Το κακόν είναι ότι
δεν ηυδόκησεν η Θεία Πρόνοια να καταστήσει και τους πνεύμονας ημών
επίσης επιδεκτικούς να εξοικειωθούν με τα μολύσματα της ατμοσφαίρας.
Δεν εννοώ βεβαίως ότι όλοι οι μετερχόμενοι ακάθαρτα επαγγέλματα
και όλοι οι γείτονες κοπρώνων αποθνήσκουν από φθίσιν, κακοήθη
πυρετόν, κοιλιακόν τύφον ή σηψαιμίαν, αλλά μόνον ότι δεν έχομεν δίκαιον
να περιφρονώμεν τόσον πολύ τους ιατροστατιστικούς πίνακας, εκ των
οποίων προκύπτει ότι εις όλας τας πόλεις της Ευρώπης ο αριθμός των
νόσων και ο μέσος όρος της ανθρωπίνης ζωής διαφέρει πολύ κατά τα
επαγγέλματα και τας συνοικίας. Δεν έχω πρόχειρον τον Bouchardat[1], διά
να σας παρατάξω αριθμούς και τι λέγει περί της ευρωστίας των
équarisseurs[2], τωνboyaudiers[3], των chiffonniers[4] και των άλλων
καταδικασμένων εκ του επαγγέλματός των ν’ αναπνέουν εις το Παρίσι
αθηναϊκόν αέρα· δεν βλέπω όμως και την ανάγκην ν’ αναζητήσω ξένα
παραδείγματα, αφού πρόχειρα και πειστικώτατα είναι τα δικά μας. Σοφός
καθηγητής του πανεπιστημίου μας μου έλεγε, προ τινων μηνών, ότι εις
μόνην την περισσοτέραν ακαθαρσίαν του Γαζοχωρίου, της Αγίας Τριάδος,
και εν γένει των κάτω μαχαλάδων, πρέπει ν’ αποδοθεί ο μεγαλύτερος
αριθμός των προώρων θανάτων. Εύκολον και ασφαλέστατον μέσον
αποδείξεως θα ήτο η επί τη βάσει της επιγραφής των επικηδείων πλακών
ή σταυρών εξακρίβωσις του μέσου όρου της ηλικίας εις την οποίαν
απέθανον οι αναπαυόμενοι εις το κοιμητήριον της Βάθιας και οι
ευτυχήσαντες ν’ αναπνεύσουν καθαρώτατον αέρα πριν ενταφιασθούν εις το
Α΄νεκροταφείον. Η διαφορά θα ήτο, πιστεύω, μεγάλη, σφού και εκ πρώτης
όψεως προξενεί αλγεινήν έκπληξιν εις τον επισκέπτην του λαϊκού
Β΄νεκροταφείου το μέγα πλήθος των παιδικών και νεανικών σταυρών.
Αλλά σκοπός μου σήμερον δεν είναι να θρηνήσω επ’ αυτών, αλλά μόνον
να υποδείξω ότι η σημερινή αγωνομανία παρέχει εις τον τύπον μοναδικήν
ευκαιρίαν να την εκμεταλλευθεί υπέρ της καθαριότητος και της
ευπρεπείας των δρόμων της πρωτευούσης. Την ελπίδα επιτυχίας ενισχύει
η σύμπτωσις ότι η αγωνιστίτις αύτη επέσκηψεν οξυτέρα επί των
κατοικούντων τας ρυπαράς συνοικίας. Τούτους πρόκειται ο τύπος να
πείσει όχι ότι κινδυνεύει το στήθος των από φθίσιν, αφού δεν τους μέλει
περί τούτου, αλλ’ οι μυώνες των από ατροφίαν, και μάταιον είναι να
γυμνάζονται, να τρέχουν, να δισκοβολούν και να βλέπουν εις τον ύπνον
των ολυμπιακά βραβεία, εφ’ όσον εξακολουθούν να τρέφουν τους
πνεύμονάς των με τελμάτων, σφαγείων και βόθρων αναθυμιάσεις.

Αναδημοσίευση από sarantakos.com


Η Πάπισσα Ιωάννα.

Έκδοσις τρίτη εν Αθήναις, 1879,


(αποσπάσματα από Β Μέρος)

Δέκα ἀκόμη ἡμέρας διῆλθον ἐντὸς τοῦ στενοῦ ἐκείνου κελλίου, γράφοντες,
τρώγοντες, ἀσπαζόμενοι καὶ ἄλλο ἐλάττωμα μὴ εὑρίσκοντες εἰς τὸν καιρόν, ὅστις
ἦτο ὡραῖος, εἰμὴ μόνον ὅτι ἔφευγε ταχύς. Ἀλλὰ τέλος ἀνέτειλεν ἡ ἀποφρὰς τοῦ
χωρισμοῦ ἡμέρα. Ἡ ἀντιγραφὴ τοῦ Ἁγ. Παύλου εἶχε τελειώσει πρὸ πολλοῦ, ὁ δὲ
ἡγούμενος ἔπεμπεν εἰς τὸν Φρουμέντιον ἡμίονον καὶ ῥητὴν διαταγὴν νὰ
ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν μάνδραν. Ὁ δυστυχὴς νεανίσκος καταρώμενος τοὺς ὅρκους
του, τὸν Προεστῶτα καὶ τοὺς ἁγίους πάντας ὑπῆγε ν' ἀποχαιρετήσῃ τὴν φίλην
του, κρατῶν εἰς τὰς χεῖράς του τὴν ὁδοιπορικὴν βακτηρίαν, ἀλλὰ τὰ δάκρυα
αὐτοῦ δὲν ἠδύνατο νὰ κρατήσῃ. Ἡ Ἰωάννα δὲν ἔκλαιε, διότι τινὲς τῶν συντρόφων
της ἦσαν παροῦσαι, αἱ δὲ γυναῖκες, ὅσῳ εὐαίσθητοι καὶ ἂν ἦναι, κλαίουσι μόνον
ὁσάκις καὶ ὅπου πρέπει. Παράδειγμα τούτου ἔστωσαν αἱ εὐπαθεῑς ἐκεῑναι
Ἀγγλίδες, αἵτινες πορευόμεναι ν' ἀκούσωσι τὴν Ῥιστόρη σημειοῦσιν εἰς τὸ
περιθώριον τῆς Μύῤῥας καὶ Μηδείας, ποῦ πρέπει νὰ δακρύσωσιν.

Ἀλλ' ἅμα ἔμεινε καὶ πάλιν μόνη ἡ Ἰωάννα, ᾐσθάνθη τὸ βάρος ἐκεῖνο εἰς τὸν
στόμαχον, ὅπερ καταλαμβάνει ἡμᾶς, ἀφοῦ πολυφαγήσωμεν ἢ χάσωμεν μητέρα,
ἐρωμένην ἢ περιουσίαν. Κατὰ τὸν γέροντα Πλούταρχον τοῦ ἀληθοῦς ἔρωτος
οὐδὲ τὴν σκιὰν γνωρίζουσιν αἱ γυναῖκες. (Ἐγὼ δὲ φρονῶ ὅτι οὗτος εἶναι παρ'
αὐταῖς συμπτωματική νόσος, αἰτίαν ἔχουσα τὴν πλήξιν καὶ τὴν μοναξίαν). Αἱ
γυναῖκες τοῦ κόσμου ἀπὸ ἑνὸς εἰς ἄλλου ἀνδρὸς τὴν ἀγκάλην μεταβαίνουσαι
καθ' ἑσπέραν (εἰς τὸν χορὸν ἐννοῶ) οὔτε νὰ στενάζωσιν ἔχουσι καιρὸν οὔτε ν'
ἀγαπήσωσιν ἄλλο τι πλὴν τοῦ ριπιδίου των. Ὁμοιάζουσι τὸν ὄνον ἐκεῖνον, ὅστις
ἔμενε νῆστις ἐν μέσῳ τεσσάρων σωρῶν τριφυλλίου, μὴ γνωρίζων ποῖον πρῶτον
νὰ προτιμήσῃ. Πιθανὸν ν' ἀπατῶμαι, ἀλλ' ὅσας ἐρωτολήπτους ἐγνώρισα, ἦσαν ἢ
κατάκλειστοι ἢ κορασίδες φρουρούμεναι ὑπὸ ἀγρύπνων γονέων ὡς τὰ μῆλα τῶν
Ἑσπερίδων, ἢ ὥριμοι δέσποιναι, ἀριθμοῦσαι περισσότερα ἔτη ἢ θαυμαστάς. Ἡ
ἀθυμία τῆς πτωχῆς Ἰωάννας μόνης μεταξὺ τῶν τεσσάρων ἐκείνων τοίχων, ὅπου
χθὲς ἀκόμη ἀντήχουν τοσοῦτοι ἐρωτικοὶ ὅρκοι καὶ φιλήματα, ηὔξανε καθ'
ἡμέραν. Ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος, ὁσάκις ἐμελαγχόλα, ἐκυλίετο εἰς τὸν βόρβορον ὡς
εἰς εὔοσμον λουτρόν, ἡ Ἁγία Γενοβέφα ἐδάκρυε μέχρις οὗ ἠναγκάζετο ν' ἀλλάξῃ
ὑποκάμισον, ὁ Ἅγιος Φραγκῖσκος ἐνηγκαλίζετο χιονοσκεπῆ ἀγάλματα, ἡ Ἁγία
Λιμπανία ἔσχιζε τὰς σάρκας της διὰ σιδηροῦ κτενίου καὶ ἡ Ἁγία Λιουτβίργη
ἔπνιγε ποντικούς. Ἡ δὲ ἡμετέρα ἡρωῒς φρονιμωτέρα πάντων τούτων κατέκειτο
εἰς γωνίαν τινὰ τοῦ κελλίου της καὶ διὰ ῥιπιδίου ἐκ πτερῶν περιστερᾶς (τῶν
μόνον θεμιτῶν ἐν τοῖς Μοναστηρίοις) ἐπειρᾶτο νὰ διώξῃ τὰς μυίας καὶ τοὺς
ὀχληροὺς λογισμούς. Ἡ θερμότης τοῦ Ἰουνίου καθίστα ἔτι καυστικωτέραν τὴν
λύπην της, αἱ δὲ ἡμέραι ἐφαίνοντο αὐτῇ μακρότεραι τῆς ζωῆς γέροντος θείου εἰς
τοὺς κληρονόμους. Κατὰ τοὺς παροξυσμοὺς τῆς ἀπελπισίας της κατέφευγεν
ἐνίοτε, ἵνα ἀπομακρύνῃ τὰ περικυκλοῦντα αὐτὴν ὀχληρὰ φαντάσματα, εἰς τῶν
Συναξαρίων τὰς εὐσεβεῖς συνταγάς, ὁτὲ μὲν μαστιγουμένη διὰ τῆς ζώνης, ὁτὲ δὲ
βρέχουσα τὰς σινδόνας τῆς διὰ παγετώδους ὕδατος ἢ ζητοῦσα νὰ πνίξῃ τὴν
λύπην αὐτῆς εἰς τὸν οἶνον κατὰ τὴν συμβουλὴν τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ. Ἀλλὰ πάντα
τὰ θαυματουργὰ ταῦτα ἀντιφάρμακα, καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ ἁγνόχορτον, τοῦ
ὁποίου μόνη ἡ ὀσμὴ ἤρκει, κατὰ τοὺς ἁγιογράφους ἵνα ἀποδιώξῃ τὸν ἔρωτα,
οὐδὲν ἴσχυον κατὰ τῆς πικρίας τοῡ χωρισμοῡ.

Ὁ καιρός, λέγουσι, θεραπεύει πάσας τὰς πληγάς· ἀλλ' οὐχί, νομίζω, τὸν ἔρωτα
καὶ τὴν πεῖναν. Ἀπ' ἐναντίας ὅσῳ περισσότερον μένῃ τὶς σώφρων ἢ νῆστις,
τοσούτῳ ἡ ὄρεξις αὐτοῦ αὐξάνει, μέχρις οὗ καταντήσῃ νὰ φάγῃ τὰ ὑποδήματά
του, ὡς οἱ στρατιῶται τοῦ Ναπολέοντος ἐν Ῥωσσίᾳ, ἢ ν' ἀγαπήσῃ τὰς αἶγάς του
ὡς οἱ ποιμένες τῶν Πυρηναίων. Εἰς τοιαύτην περίπου κατάστασιν εὑρίσκετο καὶ
ἡ ἡμετέρα ἡρωΐς, ὅτε ἑσπέραν τινά, ἐνῶ ἐκάθητο παρὰ τὸ χεῖλος τοῦ
ἰχθυοτροφείου μοιράζουσα μελαγχολικῶς τὸ δεῖπνόν της εἰς τοὺς κυπρίνους,
ἐπλησίασεν αὐτὴν μυστηριωδῶς ὁ κηπουρὸς τῆς Μονῆς, καὶ στρέψας κύκλῳ
ἀνήσυχα βλέμματα, ἐνεχείρισεν αὐτῇ μηστηριωδῶς ἐπιστολήν γεγραμμένην διὰ
πορφυρᾶς μελάνης ἐπὶ λεπτοῦ δέρματος θνησιγενοῦς ἀρνίου. Ἡ Ἰωάννα
ἀναπτύξασα αὐτήν, ἐν μέσῳ ἀνθίνων στεφάνων, καρδιῶν τετρωμένων,
ἀσπαζομένων περιστερῶν, φλεγουσῶν λαμπάδων καὶ ἄλλων περιπαθῶν
συμβόλων, δι' ὧν οἱ τότε ἐρασταὶ ἐκόσμουν τὰς ἐπιστολάς των, ὡς παρ' ἡμῖν οἱ
θαλασσινοὶ τοὺς βραχίονας καὶ τὰς κνήμας των, ἀνέγνωσε τὰ ἑξῆς:

Φρουμέντιος τῇ ἀδελφῇ αὐτοῡ Ἰωάννᾳ χαίρειν ἐν Ὑψίστῳ

«Ὡς ἡ ἔλαφος ἐπιποθεῖ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτω καὶ ἡ ψυχή μου ἐδίψησε
πρὸς σέ, ἀδελφή μου. Θρῆνος κατέλαβέ με καὶ ὕδωρ ῥέουσι τὰ βλέφαρά μου. Τὰ
δάκρυά μου εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ἡμέρας καὶ τῶν νυκτῶν μου ὁ ὕπνος. Ὁ πεινῶν
ὀνειρεύεται ἄρτους, κἀγὼ σὲ εἶδον καθ' ὕπνους, Ἰωάννα˚ ἀλλ' ἐξύπνησα καὶ δὲν
σὲ εὗρον πλησίον μου. Ἀναβὰς τότε τὸν ὄνον μου τὸν μαῦρον ἦλθον εἰς τὸ
σκήνωμά σου τὸ ἅγιον. Παρὰ τὸν τάφον τῆς Ἁγίας Βόμμας σὲ περιμένω. Ἐλθέ,
περιστερά μου, ἐκλεκτὴ ὡς ὁ ἥλιος[7], ἐλθὲ διὰ τῶν ἀκτίνων σου νὰ ἐπισκιάσῃς
τὴν σελήνην.»

You might also like