You are on page 1of 233

ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΜΙΧ.

ΠΑΚΑ

Ο ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
ΣΤΗΝ ΟΡΘΟ∆ΟΞΗ ΠΑΡΑ∆ΟΣΗ

Εργασία που υποβλήθηκε στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου


Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης για τη λήψη διδακτορικού διπλώµατος.
Σύµβουλος Καθηγητής: Απόστολος Αθ. Γλαβίνας.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2001
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η µελέτη που ανέλαβα στο πλαίσιο της εκπόνησης της διδακτορικής διατριβής έχει τον
τίτλο: «Ο Πρωτοµάρτυρας Στέφανος στην Ορθόδοξη Παράδοση». Ο σύµβουλος καθηγητής
κ. Απόστολος Αθ. Γλαβίνας µου πρότεινε το συγκεκριµένο θέµα και µε χαρά δέχτηκα να το
αναλάβω, γιατί ο Πρωτοµάρτυρας Στέφανος αποτελεί µία από τις πιο σηµαντικές µορφές της
ιστορίας της Εκκλησίας µας. Με το εκούσιο µαρτύριο του για το Θεάνθρωπο Ιησού
σηµατοδότησε την αρχή της πορείας των µαρτύρων προς τον ουρανό και άφησε ανεξίτηλα τα
σηµάδια της παρουσίας του στην αρχέγονη χριστιανική ιστορία.
Οφείλω να εκφράσω τις θερµές ευχαριστίες µου στον κ. Απόστολο Αθ. Γλαβίνα,
σύµβουλο καθηγητή, για την εποπτεία της εργασίας, την πρόθυµη συµπαράστασή του σε
κάθε απορία µου και την πολύτιµη βοήθεια που µου παρείχε. Ευχαριστίες οφείλω ακόµη και
στους καθηγητές κ. Πέτρο Βασιλειάδη και κ. ∆ηµήτριο Τσάµη, µέλη της Συµβουλευτικής
Επιτροπής, για τη βοήθεια και καθοδήγηση που µου παρείχαν καθ’ όλη τη διάρκεια της
µελέτης και καταγραφής του υλικού, καθώς και στο σύζυγό µου και στους γονείς µου, για την
ηθική και ουσιαστική βοήθειά τους καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής της παρούσας
µελέτης.

Θεσσαλονίκη 2001.

2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 3
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 4

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ 5
1. Η χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύµων. 13
2. Η εκλογή των Επτά και ο Θεσµός των ∆ιακόνων. 21
3. Οι Ελληνιστές του Στεφάνου και οι πηγές σκέψης του αρχιδιακόνου. 31

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΧΙ∆ΙΑΚΟΝΟΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
1. Η καταγωγή και η διακονία του Πρωτοµάρτυρα. 39
2. Η οµιλία του στο Συνέδριο. 47
3. Το µαρτύριό του. 59
4. Η εύρεση, ανακοµιδή και µεταφορά του λειψάνου του στην Κωνσταντινούπολη. 69
5. Εκκλησίες προς τιµήν του αγίου Στεφάνου. 76
6. Εορτές προς τιµήν του αγίου Στεφάνου σε Ανατολή και ∆ύση. 86

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
1. Πηγές της εκκλησιαστικής γραµµατολογίας. 93
2. Γνήσιοι εγκωµιαστικοί λόγοι και ποιητική υµνολογία:
α) Γενική εικόνα του αρχιδιακόνου. 96
β) Παρουσίαση της προσωπικότητας του αρχιδιακόνου
µε τη σειρά των γεγονότων των Πράξεων. 108
3. Νόθοι εγκωµιαστικοί λόγοι. 134

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 148
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 156
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 213
ΠΑΝΟΜΟΙΟΤΥΠΑ 225
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

AB Analecta Bollandiana
ΑΕR The American Ecclesiastical Review
ATR Anglican Theological Review
ΑUCT Auctarium Bibliothecae Hagiographicae Graecae
ΒΕΠEΣ Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και
Εκκλησιαστικών Συγγραφέων
BHG Bibliotheca Hagiographica Graeca
BHL Bibliotheca Hagiographica Latina
Bib Biblica
ΒΖ Byzantinische Zeitschrift
CBQ The Catholic Biblical Quarterly
ΓΠ Γρηγόριος ο Παλαµάς
∆ΒΜ ∆ελτίον Βιβλικών Μελετών
DOS Dumbarton Oaks Studies
∆ΧΑΕ ∆ελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας
ΕΑ Εκκλησιαστική Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως
ΕΕΒΣ Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών
ΕΕΘΣΠΘ Επιστηµονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστηµίου
Θεσσαλονίκης.
ΕΕΛ Ελευθερουδάκη Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν
ΕΜΑ Επετηρίς Μεσαιωνικού Αρχείου
EO Έchos D’ Orient
ΕΠΕ Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας
EQ The Evangelical Quarterly
ET The Expository Times
ΕΚΚΛ. Φ. Εκκλησιαστικός Φάρος
ΕΦΣΚ Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως
ΙΕΕ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
INT Interpretation
JBL Journal of Biblical Literature
JEH Journal of Ecclesiastical History
JTS The Journal of Theological Studies
ΛΒΘ Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας
ΜΑΕ Μεγάλη Αµερικανική Εγκυκλοπαίδεια
ΜΕΕ Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια
ΝΕ Νέος Ελληνοµνήµων
ΝΣ Νέα Σιών
NT Novum Testamentum
NTS New Testament Studies
ΠΑΑ Πρακτικά της Ακαδηµίας Αθηνών
PG J-P. Migne Patrologia e cursus completus Series Graeca
PL J-P. Migne Patrologia e cursus completus Series Latina
PO Patrologia Orientalis
ΠΙΠΜ Πατριαρχικόν Ίδρυµα Πατερικών Μελετών
TZ Theologische Zeitschrift
ΘΗΕ Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία
ZNW Zeitschrift für die Neutestamentliche Wissenschaft und die
Kunde der Älteren Kirche

4
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ο όρος Παράδοση ή Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας µας είναι η διδασκαλία του Χριστού
και των αποστόλων που παραδόθηκε στην Εκκλησία προφορικά, είτε µε τη µορφή των
ευαγγελίων, είτε µε τη µορφή των συγγραµµάτων των Πατέρων και τις αποφάσεις των
Οικουµενικών Συνόδων.
Η Παράδοση αναφέρεται στο ευρύ περιεχόµενο των αληθειών της χριστιανικής πίστης,
µέρος των οποίων περιλαµβάνεται και στην Αγία Γραφή. Η Παράδοση είναι η δεύτερη πηγή
της χριστιανικής πίστης και είναι ισότιµη και ισόκυρη µε την Αγία Γραφή1, την οποία
ερµηνεύει και συµπληρώνει. Κριτήρια για τη διακρίβωση του υγιούς και ανοθεύτου της Ιεράς
Παράδοσης, η οποία ως γνωστό διευρύνθηκε και αλλοιώθηκε από τη Ρωµαιοκαθολική
Εκκλησία, είναι η αρχαιότητα, η καθολικότητα και η υφ’ όλων συµφωνία.
Φύλακας της Ιεράς Παράδοσης, όπως και της Αγίας Γραφής, είναι η Εκκλησία στο
σύνολό της, η οποία αποτελεί και το µοναδικό όργανο χορηγήσεως αυτής στον άνθρωπο. Και
αυτό, γιατί εκτός του σώµατος της Εκκλησίας είναι µεν δυνατό να µελετήσει κάποιος και να
θαυµάσει το περιεχόµενο της Ιεράς Παράδοσης, όπως και της Αγίας Γραφής, αλλά χωρίς την
µέσα και δια της Εκκλησίας εκχεόµενη θεία Χάρη δεν µπορεί να δεχθεί τη σωτηριώδη
επίδρασή της. Η Ιερά Παράδοση, ως ζωντανή Παράδοση της θείας Αποκάλυψης, χορηγείται
από το ίδιο το Άγιο Πνεύµα στην Εκκλησία, στους πιστούς, προς αποδοχή και διαβίωση σ’
αυτή και µετοχή στην εν Χριστώ σωτηρία. Η σωτηριολογική όµως σηµασία του
περιεχοµένου της εν Χριστώ Αποκάλυψης ερµηνεύει και την ανάγκη διαφύλαξης
απαραχαράκτου του περιεχοµένου της γι’ αυτό και είναι απαραίτητος ο αυθεντικός
καθορισµός βασικών δογµάτων της πίστης κάτω από την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύµατος
στις Οικουµενικές Συνόδους για την προφύλαξή της από τους αιρετικούς, που την πολεµούν
και την αλλοιώνουν2.
Εκτός από την Παράδοση, και συγκεκριµένα από τους εγκωµιαστικούς λόγους των
Πατέρων της Εκκλησίας µας και τα κείµενα της ποιητικής υµνολογίας, πληροφορίες για τον
Πρωτοµάρτυρα Στέφανο αντλούµε και από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων του
ευαγγελιστή Λουκά.
Το βιβλίο «Πράξεις Αποστόλων» ή «Πράξεις των Αποστόλων»3 στους αρχαίους κανόνες
της Κ.∆. και στα χειρόγραφα ακολουθεί συνήθως µετά τα τέσσερα ευαγγέλια. Στην
πραγµατικότητα το βιβλίο αυτό περιγράφει τη δραστηριότητα δύο κορυφαίων αποστόλων,
του Πέτρου και του Παύλου, ενώ των λοιπών αποστόλων, αν εξαιρέσουµε τον κατάλογο του
στίχου 1,13 και τη µνεία των Ιούδα, Ιωάννη και Ιακώβου σε άλλα χωρία, δεν εξιστορείται η
δραστηριότητα. Πάντως µέχρι το µέσο περίπου του βιβλίου οι απόστολοι µνηµονεύονται
πολλές φορές ως οµάδα (2,14. 5,18. 6,2. 8,11. 9,27. 11,1. 15,2-22), διαπίστωση που
δικαιολογεί την ονοµασία του βιβλίου. Παράλληλα γίνεται λόγος για ορισµένες άλλες µορφές
της πρώτης Εκκλησίας που ανέπτυξαν αξιόλογη δραστηριότητα, όπως π.χ. οι Βαρνάβας (ο
οποίος στα χωρία 14,4.14,14 ονοµάζεται απόστολος), Στέφανος (6,8-8,3), Φίλιππος και
Απολλώς. Σε όλες τις περιπτώσεις οι «πράξεις» δεν νοούνται ως έργα ή κατορθώµατα των
αποστόλων κατά το πρότυπο των κατορθωµάτων των «θείων ανδρών» του ελληνικού κόσµου
ή των βασιλέων και στρατηγών αλλά ως διακονία και ιεραποστολική προσφορά των
1
Γεωργίου Θ. Βεργωτή, Λεξικόν λειτουργικών και τελετουργικών όρων, γ΄ έκδοση, βελτιωµένη και επαυξηµένη,
Θεσσαλονίκη 1995, σ. 173 Κ. Ι. ∆υοβουνιώτη, «Παράδοσις Ιερά», ΜΕΕ, τ. 19, Παύλου ∆ανδράκη, έκδοσις
δευτέρα ενηµερωµένη δια συµπληρωµάτων, εκδοτικός οργανισµός «Ο Φοίνιξ», Ε.Π.Ε., Αθήναι, α.ε., σ. 617.
2
Νικ. Ε. Μητσόπουλου, «Παράδοσις, Ιερά», ΘΗΕ, τ. 10, στ. 25-26.
3
Περισσότερα για το πρόβληµα του τίτλου του βιβλίου βλ. Β. Χ. Ιωαννίδου, Εισαγωγή εις την Καινήν ∆ιαθήκην,
εν Αθήναις 1960, σ. 171 Π. Ν. Τρεµπέλα, Υπόµνηµα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, Αδελφότης Θεολόγων η
«Ζωή», Αθήναι 1955, σ. 7 Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν ∆ιαθήκην, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 134 πρβλ.
Χρήστου Κ. Οικονόµου, Οι απαρχές του Χριστιανισµού στην Κύπρο. Ιστορική -Φιλολογική-Θεολογική και
Θρησκειοϊστορική ανάλυση της διηγήσεως των Πράξεων 13,1-12, ∆ιδακτορική διατριβή που υποβλήθηκε στο
τµήµα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 172.

5
αποστόλων ως µελών της πρώτης Εκκλησίας προς τον κόσµο. Ο τρόπος έκθεσης αυτών των
«πράξεων» αναδεικνύει το Λουκά όχι απλώς ιστορικό συγγραφέα που αφηγείται τη ζωή και
τη δραστηριότητα της πρώτης Εκκλησίας αλλά κυρίως θεολόγο που βλέπει αυτή τη ζωή και
δραστηριότητα να καθοδηγούνται από το Άγιο Πνεύµα. Στην ουσία πρόκειται για «πράξεις
της Εκκλησίας» ή «πράξεις του Αγίου Πνεύµατος». Με τη θεώρηση αυτή υπερβαίνεται το
δίληµµα που απασχόλησε σε παλαιότερες κυρίως δεκαετίες τους ερευνητές αν ο Λουκάς
παρουσιάζει τις «Πράξεις» των αποστόλων ως ιστορικός ή ως θεολόγος1.
Η Βιβλική επιστήµη πάνω από ένα αιώνα απεγνωσµένα προσπαθούσε στηριζόµενη στις
αρχές του ιστορισµού να ερµηνεύσει τις απαρχές του Χριστιανισµού µε βάση την «ιστορική»
και όχι τη «θεολογική» κατανόηση του βιβλίου των Πράξεων. Έτσι, µε βάση τη διατύπωση
«πασιν ακριβως καθεξης σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε» (Λκ. 1,3) και τα περίφηµα «ηµείς»-
εδάφια των Πράξεων, (wir-Berichte, ή we-passages), τεµάχια δηλαδή του έργου, όπου η
διήγηση γίνεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο2, δηµιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι Πράξεις,
όπως και όλα τα λεγόµενα ιστορικά βιβλία της Αγίας Γραφής, µπορούσαν και εποµένως
όφειλαν, να προσεγγίζονται ως η ιστορική καταγραφή της χριστιανικής πίστης. Ευτυχώς
σήµερα, χάρη στα αδιαφιλονίκητα συµπεράσµατα της ιστορικοκριτικής ερµηνείας της Αγίας
Γραφής έχει γίνει σταδιακά ευρύτατα αποδεκτό, ακόµα και µεταξύ ορθοδόξων
προτεσταντών, ότι προηγήθηκε η εµπειρία της Εκκλησίας και ακολούθησε το κήρυγµα, ο
λόγος, η Γραφή, ως το αναγκαίο επακόλουθο της εσχατολογικής εκείνης εµπειρίας.
Ο Λουκάς στις Πράξεις γράφει «παραδειγµατική»3 και όχι αυστηρά «ιστορική» διήγηση.
Στο ιουδαιο-χριστιανικό σύστηµα δεν υπάρχει καµιά απολύτως έννοια ιστορικής
απόστασης από το παρελθόν, µε αποτέλεσµα το παρελθόν να ενυπάρχει στο παρόν και το
παρόν να προσδιορίζεται παραδειγµατικά από το παρελθόν. Στην ιερά ιστορία το κάθε
µοναδικό γεγονός του παρελθόντος µετατρέπεται σε «παράδειγµα» κάθε εποχής και γεγονός
όλων των περιόδων του χρόνου: παρελθόντος, παρόντος, µέλλοντος.
Σύµφωνα µε τις αρχές που διέπουν τον ιστορισµό4 η κατανόηση του χρόνου
προσδιορίζεται: α. από ευθύγραµµη, µονοδιάστατη, µονοκατευθυνόµενη ιστορική περιγραφή,
β. από ακριβή διήγηση, και γ. από σαφή διαχωρισµό παρελθόντος, παρόντος, στην
παραδοσιακή ιουδαιο-χριστιανική αντίληψη του χρόνου έχουµε α. κυκλική, πολυδιάστατη,
1
Ιωάννη ∆. Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή στην Καινή ∆ιαθήκη, Βιβλική Βιβλιοθήκη 1, εκδόσεις Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 244-245 πρβλ. Πέτρου Βασιλειάδη, «Αποστολή-∆ιακονία –Επισκοπή (Η συµβολή του
βιβλίου των Πράξεων στη διαµόρφωση της [πρωτο]χριστιανικής εκκλησιολογίας)», Εισηγήσεις Ε΄ συνάξεως
Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων, Οι Πράξεις των Αποστόλων, Φραγκάβιλλα Ηλείας, 26-30 Οκτωβρίου, 1988, σ.
35 Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σσ. 38 και 166-173. Το πρόβληµα αν ο Λουκάς γράφει ως ιστορικός ή ως
θεολόγος έχει απασχολήσει έντονα την επιστηµονική έρευνα. Ιδές Γεωργίου Αντ. Γαλίτη, Ερµηνεία περικοπών
εκ της Κ. ∆ιαθήκης, Πανεπιστηµιακαί παραδόσεις, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 46-47
Γεωργίου Π. Πατρώνου, Προλεγόµενα στην έρευνα των Πράξεων, Βιβλική βιβλιοθήκη 8, εκδόσεις Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 207-218 Σάββα Χρ. Αγουρίδου, Εισαγωγή εις την Καινήν ∆ιαθήκην, Αθήναι 1971, σ.
101 Ιωάννου Παναγόπουλου, Εισαγωγή στην Καινή ∆ιαθήκη, Αθήνα 1995, σσ. 157-163 και 167-171 του ιδίου,
«Αι Πράξεις Αποστόλων και η κριτική αυτών έρευνα», Θεολογία 42(1971)582-601 και 43(1972)350-368 και
682-691 Χρήστου Σπ. Βούλγαρη, «Ιστορική ανασκόπησις της περί τον Λουκάν και τας Πράξεις ερεύνης», ∆ΒΜ
1(1972)329-352 Βασιλείου Π. Στογιάννου, «Η Αποστολική Σύνοδος», ΕΕΘΣΠΘ 18(1973)127-135 και 186
Γρηγορίου Ζιάκα, «Βασίλειος Π. Στογιάννος (1939-1985). Η προσωπικότητα και το έργο του», ΕΕΘΣΠΘ 29
(1989) κγ΄.
C. K. Barett, Luke the Historian in recent study, London 1961, σ. 13 εξ. H. Conzelmann, The theology of Saint
Luke, London 1969, σ. 149 εξ. I. H. Marshall, Luke: Historian and Theologian, The Paternoster Press 1970, σ.
21 εξ. O Βασίλειος Στογιάννος στα έργα του: «Η Πεντηκοστή (Πρ. 2,1-13)», ΕΕΘΣΠΘ 24 (1979) 139 και Η
Αποστολική, ό.π., σ. 186 υπογραµµίζει ότι ο Λουκάς αντιµετωπίζεται ολοένα και περισσότερο ως θεολόγος και
λιγότερο ως ιστορικός του αρχεγόνου Χριστιανισµού-ίσως µε κάποια υπερβολή, που τείνει να λησµονήσει πώς
το έργο του είναι και ιστορικό.
2
Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή, ό.π., σ. 246.
3
Όρος της σύγχρονης σηµειωτικής βλ. σχετικά Πέτρου Βασιλειάδη, «Η παραδειγµατική ερµηνεία των
Πράξεων» στα υπό έκδοση Πρακτικά του Γ΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου µε θέµα: «Κεφαλληνία. Η Μελίτη των
Πράξεων» και στο έργο του: Μετανεωτερικότητα και Ορθοδοξία, Αθήνα 2001.
4
Περί ιστορίας βλ. σχετικά Βασιλείου Π. Στογιάννου, «Η Ανάστασις των νεκρών. Εισαγωγικά προβλήµατα και
ερµηνεία του Α΄ Κορ. 15», ΕΕΘΣΠΘ, παράρτηµα αρ. 20 του 20ου τόµου, Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 36-67.

6
πολυκατευθυνόµενη εσχατολογική περιγραφή, β. παραδειγµατική διήγηση, και γ. πρόσµιξη
παρόντος και παρελθόντος, µε σαφή προσανατολισµό κυρίως στο χριστιανισµό και προς τα
έσχατα.
Όπως ο Γιαχβιστής και ο ∆ευτερονοµιστής στην Π.∆.1 έτσι και οι ευαγγελιστές και ο
συγγραφέας του βιβλίου των Πράξεων ακολουθούν την «παραδειγµατική» περιγραφή, η
οποία σε γενικές γραµµές επιδιώκει µέσα από κάποιο µεταγενέστερο θεολογικό πρίσµα να
περιγράψει κάποια περίοδο της ιεράς ιστορίας. Γι’ αυτό και στη λατρεία τόσο του
Χριστιανισµού, όσο και του Ιουδαϊσµού, η «παραδειγµατική» µορφή έκφρασης και
διατύπωσης παίρνει τη θέση της αυστηρά «ιστορικής». ∆εν έχει κανείς παρά να ανατρέξει
πρόχειρα στην ερµηνεία του «σήµερον» στην προς Εβραίους επιστολή (πρβλ. την τριπλή
αναφορά στα κεφάλαια 3 και 4 του σήµερον του Ψαλµού 95 [Ο΄ 94] και την ερµηνεία αυτού
του σήµερον διαχρονικά) αλλά και στη συνεχή χρήση του στις ευχές (κυρίως των
Θεοφανείων) και τους ύµνους της Ανατολικής Εκκλησίας.
Όπως ακριβώς οι προφήτες και οι συγγραφείς των Ψαλµών της Π.∆., έτσι και ο
συγγραφέας των Πράξεων, µάλιστα κυρίως αυτός, δεν αναζητεί την ιστορική αλληλουχία των
γεγονότων. Το ίδιο και η ευχαριστιακή κοινότητα στη διαχρονικότητά της και σε όλα τα µήκη
και πλάτη της γης διαβάζει την Αγία Γραφή µε ένα ενδόµυχο ενδιαφέρον για τα ιστορικά, τα
ανθρώπινα γεγονότα. Μέσα από την ιστορία αναζητεί το αιώνιο, το α-ιστορικό, στο χρόνο
επιζητεί το παντοτινό, στην καθηµερινή πραγµατικότητα επικαλείται το ζωοποιό Πνεύµα.
Την ύψιστη στιγµή της ευχαριστιακής σύναξης οι πιστοί δεν καλούνται απλώς να θυµηθούν
τα σωτήρια γεγονότα του παρελθόντος αλλά να βιώσουν προληπτικά τη βασιλεία των
εσχάτων, όπως ακριβώς και στον Ιουδαϊσµό η πασχάλια Haggadah δεν καλεί τον Ισραήλ του
Θεού απλώς να αναπολήσει, αλλά να βιώσει ως παρούσα κατάσταση τη στιγµή της Εξόδου
από την Αίγυπτο. Στην ιερά λοιπόν ιστορία έχουµε να κάνουµε µε µια κατάσταση, όπου το
παρελθόν είναι πάντοτε παρόν και το παρόν ανακεφαλαίωση και επαναθέσπιση του
παρελθόντος2.
Ο «πρώτος λόγος» που υπαινίσσεται ο συγγραφέας στον πρόλογο του έργου του (Πρ. 1,1)
είναι προφανώς το κατά Λουκάν ευαγγέλιο έτσι οι Πράξεις θα µπορούσαν να ονοµαστούν ο
«δεύτερος λόγος» του ίδιου συγγραφέα, ο οποίος αφού παρουσίασε τις πράξεις και τα λόγια
του Ιησού, τώρα περιγράφει τις πράξεις αλλά και τα λόγια των αποστόλων 3.
Ότι συγγραφέας των δύο έργων είναι το ίδιο πρόσωπο συνάγεται από την ταυτότητα του
λεξιλογίου, του ύφους και των θεολογικών διδασκαλιών, όπως και από την αφιέρωση στο
ίδιο πρόσωπο, το Θεόφιλο. Η συνέχεια των δύο έργων φαίνεται από το γεγονός ότι η διήγηση
για την ανάληψη του Χριστού µε την οποία τελειώνει το ευαγγέλιο βρίσκεται στην αρχή των
Πράξεων. Πολλοί µάλιστα ερευνητές που πιστεύουν ότι τα δύο βιβλία κυκλοφορούσαν
αρχικά ως ενιαίο έργο και ότι διαιρέθηκαν αργότερα. Ωστόσο, στη χειρόγραφη παράδοση δεν
έχουµε στήριγµα για την άποψη αυτή4.
Ότι συγγραφέας των Πράξεων είναι ο Λουκάς, φαίνεται, κατά την επιχειρηµατολογία που
επικράτησε στη σύγχρονη έρευνα, από τα λεγόµενα «ηµείς- εδάφια»5 πράγµα το οπoίο
δηλώνει ότι πρόκειται για προσωπικό ηµερολόγιο του συγγραφέα. Από άποψη ύφους και
γλώσσας τα εδάφια αυτά δεν διαφέρουν από το υπόλοιπο κείµενο των Πράξεων6. Επιπλέον

1
Για τις παραδόσεις αυτές βλ. σχετικά ∆αµιανού Αθ. ∆όικου, Εισαγωγή στην Παλαιά ∆ιαθήκη, Γενική
Εισαγωγή, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 47-48 Παν. Ι. Μπρατσιώτη, «Πεντάτευχος», ΘΗΕ, τ. 10, στ. 275-276.
2
Βασιλειάδη, Η παραδειγµατική, ό.π., (είναι υπό έκδοση) πρβλ. Στογιάννου, Η Αποστολική, ό.π., σ. 186.
3
Ο W. C. Van Unnik, «The ‘Book of Acts’ the Confirmation of the Gospel», NT 4 (1960) 26 εξ. θεωρεί το
βιβλίο των Πράξεων επιβεβαίωση του ευαγγελίου.
4
Ιδές σχετικά Χρήστου Σπ. Βούλγαρη, Η περί σωτηρίας διδασκαλία του ευαγγελιστού Λουκά, Αθήναι 1971, σσ.
292-293.
5
Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή, ό.π., σ. 246: Τα εδάφια αυτά είναι τα εξής: 16,10-17.20,5-16.21,1-17.27,1-28,26
(ο κώδικας D έχει «ηµείς-εδάφιο» και στο 11,28, στη διήγηση δηλαδή κατά την οποία ο Παύλος βρίσκεται στην
Αντιόχεια).
6
Του ιδίου, Εισαγωγή, ό.π., σσ. 245-246.

7
από το πλήθος των ιατρικών όρων και εκφράσεων που περιλαµβάνονται στο βιβλίο των
Πράξεων συνάγεται ότι ο συγγραφέας τους είναι ιατρός, όπως ήταν πράγµατι ο Λουκάς1.
Ο συγγραφέας επιδιώκει να δείξει ότι το φως του ευαγγελίου µε τις «πράξεις» των
αποστόλων µεταλαµπαδεύεται από πόλη σε πόλη και συνεπώς από τη Μητέρα Εκκλησία της
Ιερουσαλήµ διαχέεται στον εθνικό κόσµο και διατρέχει όλη την αυτοκρατορία για να φθάσει
στην καρδιά της, τη Ρώµη. Την εξάπλωση αυτή του χριστιανικού ευαγγελίου επιτέλεσε το
΄Αγιο Πνεύµα, το οποίο εµφανίζεται σε όλη τη διάρκεια των Πράξεων να ενεργεί δραστικά2.
Σχετικά µε το θέµα των πηγών, που χρησιµοποίησε ο Λουκάς για τη συγγραφή του
βιβλίου των Πράξεων µπορούµε να πούµε µε κάποια βεβαιότητα ότι, και στα δύο έργα του,
το ευαγγέλιο και τις Πράξεις, χρησιµοποίησε κάποιες παλαιότερες πηγές, ιδιαίτερα για τα
γεγονότα εκείνα που ο ίδιος δεν είχε προσωπική εµπειρία και γνώση. Και όπως
χρησιµοποίησε το ευαγγέλιο του Μάρκου, την Πηγή των Λογίων (Q)3 και προφορικές πηγές
για τη συγγραφή του ευαγγελίου του, όµοια θα χρησιµοποίησε κάποιες γραπτές πηγές και
προφορικές παραδόσεις και για τη σύνταξη των Πράξεων, µε προτίµηση στα πρώτα
δεκαπέντε κεφάλαια του έργου των Πράξεων (κεφ. 1-15)4.
Εποµένως όσα γράφει ο Λουκάς στον πρόλογο του ευαγγελίου του ισχύουν ασφαλώς και
για τις Πράξεις: Παίρνει πληροφορίες από αυτόπτες µάρτυρες, εκθέτει γεγονότα από την
αρχή, πλήρως, ακριβώς και µε χρονολογική σειρά. Η Αντιόχεια προβάλλεται στις Πράξεις ως
κέντρο των ιεραποστολών και υπάρχει παράδοση ότι από εκεί καταγόταν ο Λουκάς. Είναι
λοιπόν πολύ πιθανόν ότι εκεί συγκέντρωσε ο Λουκάς πολλές πληροφορίες για την πρώτη
Εκκλησία από τέτοιους αυτόπτους µάρτυρες προέρχονται τα λεγόµενα Summaria ή
«συνόψεις»5: 2,42-47. 4,32-35. 5,12-16. 5,42. 6,7. 8,25. 9,31. 12,24. 19,8-10,20.
Λεπτοµερέστερες περιγραφές και πληροφορίες παρέχει ο Λουκάς για τα ταξίδια 6 του
Παύλου, στα οποία ήταν και ο ίδιος παρών, όπως φαίνεται από τα λεγόµενα «ηµείς-εδάφια»,
τα οποία και αποκαλύπτουν την ταυτότητα του συγγραφέα των Πράξεων7.
Από τη στιγµή που γίνεται αποδεκτό ότι συγγραφέας των Πράξεων είναι ένας ακόλουθος
του αποστόλου Παύλου, τότε ανοίγει ο δρόµος να δεχθούµε άνετα ότι για ένα µικρό
τουλάχιστον µέρος του έργου αυτού ο Λουκάς θα πρέπει να είχε επίσης και µία προσωπική
γνώση και εµπειρία, που δεν την είχε πιθανώς όταν έγραφε το τρίτο ευαγγέλιο. Ο Λουκάς,
ένας ιατρός από την Αντιόχεια, που ακολούθησε τον Παύλο στο δεύτερο αποστολικό ταξίδι
και επέστρεψε στα Ιεροσόλυµα µαζί του µετά το τέλος της τρίτης περιοδείας και που για

1
Ιωαννίδη, Αποστόλων, ό.π., στ. 1206.
2
Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή, ό.π., σσ. 246-247 πρβλ. Βούλγαρη, Ιστορική, ό.π., σ. 331 Παναγόπουλου,
Εισαγωγή, ό.π., σ. 164 Van Unnik, The Book, ό.π., σ. 26 Joseph M. Gettys, «The Book of Acts», Int 5 (1951)
219. Ιδές Βασιλειάδη, Αποστολή, ό.π., σσ. 42-43, όπου αναφέρεται ότι: «Στις Πράξεις, πιο έντονα από ότι σε
οποιοδήποτε άλλο βιβλίο της Κ.∆., επιχειρείται η σύνθεση της «ιστορικής» και της «εσχατολογικής» διάστασης
της Εκκλησίας, του «ήδη» και του «ούπω» της Βασιλείας του Θεού. Χωρίς να απαλείφεται η ένταση ανάµεσα
στην ιστορία και τα έσχατα παρουσιάζεται η εικονική φανέρωση της Βασιλείας του Θεού στη συγκεκριµένη
δοµή του κολλεγίου των αποστόλων (Πρ. 1,13 εξ.). Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο E. Schweizer, η έννοια
της Εκκλησίας στην Κ.∆. καθορίζεται από τη διαλεκτική δύο ουσιαστικά αντίθετων και αντίρροπων
καταστάσεων: της αντίληψης ότι η Εκκλησία είναι ο πραγµατικός διάδοχος του Ισραήλ (συνέχεια), και της
πεποίθησης ότι έχει εγκαινιασθεί µια νέα εποχή, η εποχή του Αγίου Πνεύµατος (ασυνέχεια). Αυτό το δεύτερο
είναι που επιχειρεί να καταγράψει ο συγγραφέας του βιβλίου των Πράξεων. Ό,τι συνέβη στον ιστορικό Ιησού
συνεχίζεται στην Εκκλησία µέχρι την Παρουσία. Η Εκκλησία ουσιαστικά συνεχίζει το έργο και την αποστολή
του Ιησού. Η εσχατολογική εποχή που εγκαινίασε ο Ιησούς συνεχίζεται µέχρι τα έσχατα, και σ’ όλη αυτή την
πορεία το Άγιο Πνεύµα είναι εκείνο που καθορίζει την υπόσταση και τις εκδηλώσεις της Εκκλησίας».
3
Ιδές Πέτρου Βασιλειάδου, Η περί της Πηγής των Λογίων θεωρία. Κριτική θεώρησις των σύγχρονων
φιλολογικών και θεολογικών προβληµάτων της Πηγής των Λογίων, ∆ιατριβή επί διδακτορία υποβληθείσα εις την
Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστηµίου Αθηνών, Αθήναι 1977, σ. 82.
4
Πατρώνου, Προλεγόµενα, ό.π., σ. 99.
5
Περισσότερα για τα Summaria ιδές Παναγόπουλου, Εισαγωγή, ό.π., σσ.. 162-163.
6
Οι περιοδείες αυτές είναι γνωστές ως «οδοιπορικό», το οποίο περιλαµβάνει τις διηγήσεις Πρ. 13,1-14,28.
15,35-21,16 και οι οποίες αναφέρονται στα ιεραποστολικά ταξίδια του Παύλου βλ. σχετικά Οικονόµου, Οι
απαρχές, ό.π., σ. 137, υποσ. 3.
7
Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή, ό.π., σ. 250.

8
χρόνια παρέµεινε στενός συνεργάτης του αποστόλου, θα µπορούσε πολύ εύκολα να
συγκεντρώσει ακριβείς πληροφορίες και για τα υπόλοιπα γεγονότα που κατέγραψε στο έργο
των Πράξεων των Αποστόλων. Για παράδειγµα στο σηµείο αυτό θα αναφέρουµε το θάνατο
του Στεφάνου και τη συµµετοχή του Παύλου σ’ αυτό το γεγονός, και µπορούµε να πούµε ότι
ο Λουκάς κάτι θα είχε ακούσει από διάφορες πληροφορίες. Έχουµε τη δυνατότητα να
υποθέσουµε ότι ο ιερός συγγραφέας θα χρησιµοποίησε τον Παύλο, ιδιαίτερα για
λεπτοµέρειες που τον ενδιέφεραν και που αργότερα τις κατέγραψε στο κείµενό του1. Η θέση
την οποία κατέχει το Άγιο Πνεύµα στα δύο έργα του Λουκά, στο τρίτο ευαγγέλιο και στις
Πράξεις, ο οικουµενικός χαρακτήρας της διδασκαλίας και δράσης του Ιησού, ο τονισµός της
χάρης του Θεού και της µετάνοιας φέρνουν το Λουκά πολύ κοντά στη θεολογία του Παύλου.
Πολλοί υποστηρίζουν σήµερα την επίδραση της θεολογίας του Παύλου στο Λουκά, επίδραση
που φαίνεται και στο λεξιλόγιό του (σωτηρία, χάρις, ευαγγελίζεσθαι, κατηχείν, απολύτρωσις
κτλ.)2.
Στον πρόλογο του ευαγγελίου του, µας εξηγεί ο Λουκάς, µε πόση προσοχή και πέρα από
τις γραπτές πηγές συγκέντρωσε τις προφορικές πληροφορίες των γεγονότων από αυτόπτες
µάρτυρες (Λκ. 1,1-2). Και από την ανάλογη χρησιµοποίηση της πηγής του Μάρκου είναι
δυνατό να συµπεράνουµε, µε πόση πιστότητα και συνέπεια µεταχειρίσθηκε και αυτές τις
πληροφορίες για τη σύνταξη των Πράξεων. Ο Λουκάς, από όσα γνωρίζουµε, είχε πετύχει να
συνδεθεί µε πολλούς και αξιόπιστους µάρτυρες των γεγονότων που σχεδίαζε να καταγράψει
στις Πράξεις. Οι αρχικές πληροφορίες του προέρχονταν βασικά από τους ίδιους τους
αυτόπτες µάρτυρες των γεγονότων αυτών. Τέτοια πρόσωπα, αυτόπτες µάρτυρες, θα ήσαν
µεταξύ των άλλων και οι βασικοί πρωταγωνιστές του έργου οι απόστολοι Πέτρος και
Παύλος. Επίσης πηγή πληροφοριών θα ήταν η επικοινωνία και η σχέση του Λουκά µε τον
Ιάκωβο τον αδελφόθεο, το Βαρνάβα, το Σίλα και τον Φίλιππο, έναν από τους επτά
∆ιακόνους, καθώς το Μνάσωνα3 τον Κύπριο «αρχαίω µαθητη» και ασφαλώς µε το Μάρκο
(βλ. Λκ. 1,1-4. Πρ. 21,16 εξ.)4.
Πολλοί ερευνητές είναι εκείνοι οι οποίοι αποδέχονται τελικά την άποψη ότι ο Λουκάς για
τη σύνταξη ιδιαίτερα του πρώτου µέρους χρησιµοποίησε προγενέστερές του πηγές, µερικές
από τις οποίες είχαν σαφή αραµαϊκή προέλευση. Έχει όµως επισηµανθεί ότι είναι πολύ
εύκολο να εντοπισθούν στο κείµενο γενικότερα τρεις διακεκριµένες πηγές, όπως η
ιεροσολυµιτική πηγή, η πηγή της Καισάρειας και η τρίτη της Αντιόχειας. Όλες, βέβαια οι
προσπάθειες να φτάσουµε κάποτε επακριβώς πίσω από τις πηγές αυτές, να τις εντοπίσουµε,
να τις διακρίνουµε και να τις οριοθετήσουµε µέσα στο ίδιο το κείµενο, δεν στέφθηκαν ως
σήµερα από πλήρη επιτυχία5. Το πρόβληµα των πηγών του Λουκά, τόσο στο ευαγγέλιό του,
όσο και στις Πράξεις, είναι από τα πιο ακανθώδη και πολυσυζητηµένα σήµερα στην
επιστηµονική έρευνα6.
Θεωρείται πολύ πιθανό η πρώτη πηγή του Λουκά να προήλθε από την Εκκλησία των
Ιεροσολύµων7 και να συσχετίζεται άµεσα µε τα ονόµατα του αποστόλου και µετέπειτα
ευαγγελιστή Ιωάννη και του ευαγγελιστή Μάρκου. Η ιεροσολυµιτική αυτή παράδοση
µπορούµε να υποθέσουµε ότι εµπεριέχεται εξ ολοκλήρου κυρίως στο πρώτο µέρος των
Πράξεων. Το µέρος αυτό θα πρέπει να στηρίχθηκε σε συλλογές διηγήσεων που σχετίζονταν

1
Πατρώνου, Προλεγόµενα, ό.π., σσ. 99-100
2
Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή, ό.π., σσ. 207-208.
3
«Ο Μνάσων ήταν Ελληνιστής χριστιανός, λόγω της καταγωγής του και πιθανόν µαθητής του Στεφάνου». Ιδές
Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σ. 164.
4
Πατρώνου, Προλεγόµενα, ό.π., σσ. 100-101 πρβλ. Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σσ. 153-154.
5
Πατρώνου, Προλεγόµενα, ό.π., σσ. 102-103.
6
Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή, ό.π., σ. 251 πρβλ. Παναγόπουλου, Εισαγωγή, ό.π., σσ. 167-171, όπου
διακρίνονται τέσσερις φάσεις της ιστορικής και κριτικής έρευνας του βιβλίου των Πράξεων, οι οποίες είναι οι
εξής: α) η «κριτική των τάσεων», β) η «κριτική των πηγών», γ) η «ιστορία των µορφών», δ) η «κριτική της
συντάξεως». Ιδές του ιδίου, Αι Πράξεις, ό.π., σσ. 586-601 του ιδίου, Αι Πράξεις, ό.π., σσ. 350-368 και 682-
691 Βούλγαρη, Ιστορική, ό.π., σσ. 329-352 Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σσ. 136-151
7
Πρβλ. Αγουρίδου, Εισαγωγή, ό.π., σ. 106.

9
άµεσα µε τα Ιεροσόλυµα και πιθανώς να ήταν σε αραµαϊκή γλώσσα, οπότε βρισκόµαστε
µπροστά σε πολύ παλιό υλικό. Είναι πολύ πιθανό, επίσης, οι οµιλίες του Πέτρου να
εκπροσωπούν το αρχικό ιεροσολυµιτικό κήρυγµα και γι’ αυτό παρουσιάζουν αρκετούς
αραµαϊσµούς. Η χριστολογική ορολογία εδώ είναι οπωσδήποτε προπαύλεια.
Η δεύτερη πηγή των Πράξεων πιθανώς να σχετίζεται µε τον Φίλιππο και τους επτά
∆ιακόνους και ως εκ τούτου προέρχεται αυτή από την Εκκλησία της Καισάρειας. Από την
ίδια πηγή πιθανολογείται να προέρχεται το υλικό για τη διήγηση της Πεντηκοστής (Πρ. κεφ.
2). Οι διηγήσεις των κεφαλαίων έξι και επτά, όπου βρίσκουµε ενσωµατωµένες παραδόσεις
προερχόµενες κυρίως από περιοχές που εξέφραζαν την οικουµενικότητα µια ιεραποστολικής
Εκκλησίας, µας οδηγούν και αυτές στην Καισάρεια του Φιλίππου.
Τέλος και η τρίτη, η Αντιοχειανή πηγή1, µας παρουσιάζει δια µέσου της δικής της
παράδοσης ένα εκτεταµένο υλικό που εµπεριέχεται κυρίως στα τµήµατα των Πράξεων (9,1-
30. 11,19-30. 12,24-14,28) και πιθανώς το (15,36-16,9). Εδώ βλέπουµε ότι η πηγή της
Αντιόχειας, πιθανότατα της πατρίδας του Λουκά, να καλύπτει και τα µεγαλύτερα τµήµατα
του πρώτου µέρους των Πράξεων. Και ασφαλώς υπάρχει εύλογη ερµηνεία και γι’ αυτό.
Πάντως όταν µιλάµε εδώ για τρεις «διακεκριµένες» παραδόσεις δεν εννοούµε ασφαλώς
ότι το υλικό του Λουκά προερχόταν µόνο από κάποιες συγκεκριµένες γεωγραφικές περιοχές.
Το πιθανότερο είναι οι παραδόσεις αυτές να εκφράζονται από κάποια συγκεκριµένα πρόσωπα
που προέρχονταν από τα κέντρα αυτά και µε τα οποία ο Λουκάς βρισκόταν σε στενή επαφή.
Έτσι, οι δρόµοι αυτοί πληροφοριών γίνονται πηγές µιας ζωντανής παράδοσης, που η κάθε µια
είχε και εξέφραζε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα της κοινότητας προέλευσής της2.
Κατά τη συνήθεια των αρχαίων ιστοριογράφων ο Λουκάς παρεµβάλλει στη διήγησή του
λόγους των αποστόλων ή άλλων προσώπων αυτοί είναι οι επτά λόγοι του Πέτρου (1,16-22.
2,14-39. 3,12-26. 4,9-12. 10,34-43. 11,5-17. 15,7-11), οι έξι λόγοι του Παύλου (13,15-41.
16,22-31. 20,18-35. 22,1-12. 24,10-21. 26,2-23), ένας µεγάλος λόγος του Στεφάνου (7,2-53)
και ένας άλλος πιο σύντοµος του Ιακώβου στην Αποστολική Σύνοδο (15,14-21). Επίσης
παραθέτει και µικρούς λόγους ή φράσεις µη χριστιανών που αναφέρονται σε ζητήµατα των
χριστιανών ιεραποστόλων, όπως π.χ. τους λόγους του Γαµαλιήλ (5,35-39), του Γαλλίωνα
(18,14-15), του γραµµατέα της Εφέσου (19,35-40) και του ρήτορα Τέρτυλλου (24,2-8).
Σχετικά µε τις πηγές από τις οποίες ο Λουκάς άντλησε τους παραπάνω λόγους υπάρχουν δύο
απόψεις: Η άποψη ότι είναι δικά του φιλολογικά κατασκευάσµατα δεν ευσταθεί, όπως επίσης
και η αντίθετη άποψη ότι αποδίδονται κατά λέξη οι λόγοι αυτοί όπως ακριβώς
εκφωνήθηκαν. Ορθότερο είναι να δεχτούµε ότι βάσει προσωπικών αναµνήσεων ή
σηµειωµάτων ή βάσει πληροφοριών από άλλα πρόσωπα επεξεργάζεται ο Λουκάς τους λόγους
αυτούς βάζοντας ασφαλώς και τη δική του σφραγίδα, θεολογική και γλωσσική. Έτσι καµιά
διαφορά ύφους και λεξιλογίου δεν παρατηρείται µεταξύ των λόγων του Πέτρου ή του
Παύλου ή του υπόλοιπου αφηγηµατικού µέρους των Πράξεων3.
Η σχολή της Τυβίγγης (κατά τον 19ο αιώνα) τοποθετούσε τη συγγραφή των Πράξεων στον
ο
2 αιώνα µ.Χ. εξαιτίας της εξιδανικευµένης εικόνας της Εκκλησίας που επικρατεί σ’ αυτές
και την πλήρη συµφιλίωση των ιουδαιοχριστιανικών και εθνοχριστιανικών. Η σχολή αυτή, µε
κύριο εκπρόσωπο τον F. Ch. Baur, προϋπέθετε ένταση στους πρώτους χρόνους της
Εκκλησίας µεταξύ των ιουδαϊζόντων µε αρχηγό τον Πέτρο και αντιϊουδαϊζόντων µε αρχηγό

1
Ιδές, στο άρθρο του Lewis R. Donelson, «Cult Histories and the Sources of Acts», Bib 68 (1987) 2-4, τις
απόψεις του Haenchen για τις πηγές του Λουκά και κυρίως την Αντιοχειανή πηγή πρβλ. Joseph T. Lienhard,
«Acts 6:1-6: A Redactional View», CBQ 37(1975)229. Θιασώτες της άποψης ότι η ενότητα 6,1-8,4 που
αναφέρεται στο Στέφανο προέρχεται από την Αντιοχειανή πηγή εµφανίζονται οι Harnack, Wendt, Jeremias,
Bultmann και Weiss βλ. σχετικά Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σσ. 145-150 Johannes Weiss, Ο αρχέγονος
χριστιανισµός. Η ιστορία της περιόδου 30-150 µ.Χ., Βασικές Αγιογραφικές Μελέτες 6, Κέντρο Βιβλικών
Μελετών “΄Αρτος Ζωής”, Αθήνα 1983, σ. 21.
2
Πατρώνου, Προλεγόµενα, ό.π., σσ. 99-104. Ιδές Στεργίου Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν ∆ιαθήκην, Β΄
έκδοσις, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 132-133.
3
Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή, ό.π., σ. 251 πρβλ. Martin Dibelius, Studies in the Acts of the Apostles, edited by
Heinrich Greeven, SCM Press LTD 1956, σ. 183.

10
τον Παύλο και πίστευε πως µόνο όσα βιβλία της Κ.∆. απηχούν αυτή την πάλη και την ένταση
είναι γνήσια έργα των αποστολικών χρόνων. Οι απόψεις της Σχολής αυτής σήµερα έχουν
εγκαταλειφθεί. Η συγγραφή των Πράξεων τοποθετείται απ’ άλλους µεταξύ του 80-90 µ.Χ.,
από άλλους µεταξύ του 70-80, και από άλλους, τέλος, µεταξύ 63-70. Ως τόπος συγγραφής
προτείνεται η Ρώµη, η Έφεσος, η Ελλάδα γενικά, ενώ άλλοι δηλώνουν αδυναµία
προσδιορισµού. Ίσως το χρονικό διάστηµα της άνετης διετούς φυλάκισης του Παύλου στη
Ρώµη (61-63) αποτέλεσε την κατάλληλη ευκαιρία για το Λουκά να τακτοποιήσει το υλικό
του έργου του, το οποίο βέβαια εκδόθηκε αργότερα1.
Στα χειρόγραφα που διασώζουν το κείµενο της Κ.∆. υπάρχουν ορισµένες παραλλαγές.
Ιδιαίτερο πρόβληµα παρουσιάζει το κείµενο των Πράξεων, το οποίο διασώζεται σε δύο
µορφές. Η α΄ εκπροσωπείται από τους κώδικες Βατικανό, Σιναϊτικό, Αλεξανδρινό, Εφραίµ,
τους παπύρους 45 και 74 και τους αλεξανδρινούς πατέρες. Το «αλεξανδρινό» αυτό κείµενο,
που δεν διαφέρει ουσιαστικά από το εκκλησιαστικό, το προτιµούν οι ειδικοί και το βρίσκουµε
συνήθως στις κριτικές εκδόσεις της Κ.∆. Η β΄ µορφή διασώζεται στον κώδικα Βέζα (D), στις
αρχαίες λατινικές µεταφράσεις, στους παπύρους 38,41 και 48, στους λατίνους πατέρες και
στις σηµειώσεις στο περιθώριο της Ηρακλειανής Συριακής µετάφρασης. Το κείµενο αυτό, το
λεγόµενο «δυτικό», παρουσιάζει πολλές αλλοιώσεις, προσθήκες και άλλες παραλλαγές. Έτσι
π.χ. στα χωρία 5,15.39 εισάγονται εντός του κειµένου επεξηγηµατικές παρατηρήσεις, στο
15,20.29 το διάταγµα της Αποστολικής Συνόδου υφίσταται ηθική επέκταση, αλλού
παρατηρούνται προσπάθειες εξοµάλυνσης και εναρµονισµού, τα «ηµείς-εδάφια» αρχίζουν
από το χωρίο 11,28, και τέλος παρέχονται µερικές πρόσθετες, επουσιώδεις µάλλον,
πληροφορίες, όπως π.χ. ότι η σκάλα της φυλακής από την οποία θαυµατουργικά βγήκε ο
Πέτρος µε τη συνοδεία αγγέλου είχε επτά βαθµίδες (12,10) ή ότι ο Παύλος δίδασκε στη
σχολή Τυράννου στην Έφεσο «από ώρας ε΄ έως δεκάτης» (19,9) κτλ.
Παλαιότερα διατυπώθηκε η άποψη, χωρίς όµως να βρει πολλούς υποστηρικτές, ότι το
«δυτικό» αποτελεί το πρώτο σχεδίασµα του Λουκά, ενώ το «αλεξανδρινό» είναι η τελική
µορφή που επεξεργάστηκε ο ίδιος ο Λουκάς για να τη στείλει στο Θεόφιλο. Σήµερα οι
κριτικοί δέχονται ως αυθεντικό κείµενο το αλεξανδρινό, στο οποίο στηρίζονται και οι
εκδόσεις της Κ.∆. Οι παραλλαγές του δυτικού κειµένου σηµειώνονται στον κριτικό
µηχανισµό των εκδόσεων2.
΄Οσον αφορά το περιεχόµενο του βιβλίου, η πιο συνηθισµένη διαίρεση των Πράξεων
είναι η διµερής το πρώτο µισό περίπου (κεφ. 1-12) περιλαµβάνει τη δράση του αποστόλου
Πέτρου µετά τα γεγονότα τα σχετικά µε την Πεντηκοστή και το δεύτερο µισό (κεφ.13-28)
περιλαµβάνει τα µεγάλα ιεραποστολικά ταξίδια του αποστόλου των εθνών Παύλου.
Θεωρώ όµως ορθότερη την τριµερή διαίρεση του έργου που υιοθετεί ο καθηγητής Σ.
Αγουρίδης3 και η οποία έχει ως εξής:
Εισαγωγή (1,1-26): Ο Αναστηµένος Ιησούς και οι απόστολοι. Μέρος α) Η Εκκλησία των
Ιεροσολύµων (2,1-8,3): Η έκχυση του Πνεύµατος (2,1-47), Πράξεις Πέτρου και Ιωάννη (3,1-
4,31), η Εκκλησία των Ιεροσολύµων (4,32-511), Πράξεις των δώδεκα (5,12-6,7), Πράξεις
Στεφάνου(6,8-8,3). Μέρος β) Η Εκκλησία στη Συρία και στη Μ. Ασία (8,4-15,39): Πράξεις
Φιλίππου, Παύλου και Πέτρου (8,4-11,18), το πρόβληµα της εισδοχής των εθνικών εντός της
Εκκλησίας (11,19-30), η Εκκλησία και ο Ηρώδης (12,1), Πράξεις Βαρνάβα και Σαύλου

1
Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή, ό.π., σσ. 256-257.
2
Του ιδίου,Εισαγωγή, ό.π., σσ. 258-259. Περισσότερα για το πρόβληµα του κειµένου βλ. σχετικά Ι.
Καραβιδόπουλου, «Το κείµενο των Πράξεων των Αποστόλων στον κώδικα Βέζα (D)», Εισηγήσεις Ε΄ συνάξεως
Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων, Οι Πράξεις των Αποστόλων, Φραγκάβιλλα Ηλείας, 26-30 Οκτωβρίου 1988,
σσ. 99-112 του ιδίου, Βιβλικές Μελέτες, Βιβλική Βιβλιοθήκη 9, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1995,
σσ. 224-249 πρβλ. Παναγόπουλου, Εισαγωγή, ό.π., σσ. 171-172 Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σσ. 173-175 B. H.
Streeter, «The Primitive text of the Acts», JTS 34 (1933) 232-241. Οι δύο παραλλαγές του κειµένου υπάρχουν
στο έργο: The Beginnings of Christianity, edited by F. J. Foakes Jackson and Kirsopp Lake, vol. III: The text of
Acts by James Hardy Ropes, Macmillan and Co, London 1926.
3
Αγουρίδου, Εισαγωγή, ό.π., σσ. 101-102.

11
(12,25-15,39). Μέρος γ) Η Εκκλησία στη Ρωµαϊκή αυτοκρατορία: Πράξεις Παύλου και Σίλα
(15,40-18,11), Πράξεις Παύλου (18,12-28,31).
Από την παραπάνω διαίρεση του περιεχοµένου των Πράξεων, διαπιστώνουµε ότι για τον
Πρωτοµάρτυρα Στέφανο αφιερώνονται δύο κεφάλαια (6,8-8,3) γεγονός που υποδηλώνει ότι
διαδραµάτισε σηµαντικό ρόλο στη χριστιανική κοινότητα της Εκκλησίας των Ιεροσολύµων.
Στο σηµείο αυτό νοµίζω ότι είναι χρήσιµο να δοθούν κάποιες πληροφορίες σχετικές µε τη
διάρθρωση της εργασίας και το περιεχόµενο των κεφαλαίων που την απαρτίζουν, όπως
επίσης και στοιχεία για το υλικό, στο οποίο στηρίχθηκα για την εκπόνηση της παρούσας
διατριβής.
Σκοπός της διατριβής είναι να παρουσιάσει πώς η µορφή του Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου
εµφανίζεται στα συγγράµµατα των Πατέρων της Εκκλησίας και πώς έχει καθιερωθεί στη
συνείδηση των πιστών ανά τους αιώνες µέχρι τις ηµέρες µας.
Για την επίτευξη του σκοπού της εργασίας κρίθηκε απαραίτητο να δοθούν εισαγωγικά
κάποια στοιχεία σχετικά µε την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας µας, καθώς τα συγγράµµατα
των Πατέρων, η µία πηγή µελέτης, αποτελούν ένα µεγάλο µέρος αυτής επίσης αναγκαία
κρίθηκε και η εισαγωγή στοιχείων σχετικών µε τη συγγραφή του βιβλίου των Πράξεων από
τον ευαγγελιστή Λουκά, της δεύτερης πηγής µας. Στα εισαγωγικά περιλαµβάνονται τρεις
επιµέρους ενότητες. Στην πρώτη δίνονται πληροφορίες σχετικές µε την οργάνωση της
χριστιανικής ιεροσολυµιτικής κοινότητας µέσα στην οποία έδρασε ο αρχιδιάκονος. Στη
δεύτερη εξετάζεται ο θεσµός των ∆ιακόνων, όπως εµφανίζεται κατά την Αποστολική εποχή
στην Εκκλησία των Ιεροσολύµων, µια που ο Στέφανος είχε εκλεγεί πρώτος στη θέση αυτή
και η σχέση του µε τον υπάρχοντα σήµερα ιερατικό βαθµό των ∆ιακόνων. Στην τρίτη
µελετάται τέλος ο όρος «Ελληνιστές» και οι πηγές σκέψης του Στεφάνου, αφού θεωρείται ότι
ο αρχιδιάκονος εξέφραζε και υπεράσπιζε τις απόψεις τους, οι οποίες έρχονταν σε αντίθεση
προς τον παραδοσιακό Ιουδαϊσµό. Για τη µελέτη όλων των παραπάνω χρησιµοποιήθηκαν
δηµοσιευµένες πηγές και βοηθήµατα.
Στη συνέχεια ακολουθούν δύο κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο το οποίο χωρίζεται σε έξι
επιµέρους ενότητες, περιλαµβάνονται, όπως έχουν καταχωρηθεί, η µελέτη της καταγωγής του
αρχιδιακόνου, η οµιλία του προς το συνέδριο των Ιουδαίων, στο οποίο κλήθηκε να
απολογηθεί, το µαρτύριό του, όσες πληροφορίες υπάρχουν σχετικά µε τα λείψανά του, τις
Εκκλησίες που ανεγέρθησαν προς τιµήν του και τις γιορτές που καθιέρωσε η Εκκλησία µας
προκειµένου να τιµήσει τον πρώτο µιµητή του Κυρίου. Γίνεται µάλιστα στην τελευταία αυτή
ενότητα κάποια αναφορά στις αντίστοιχες εορτές που καθιέρωσε η ∆υτική Εκκλησία για να
τιµήσει και εκείνη τον άγιο Στέφανο. Για την περάτωση του κεφαλαίου αυτού
χρησιµοποιήθηκε ανέκδοτο υλικό, το οποίο αντλήθηκε από το Πατριαρχικό Ίδρυµα
Πατερικών Μελετών της Μονής Βλατάδων, κυρίως από κώδικες των Μονών του Αγίου
Όρους, δηµοσιευµένες πηγές και βοηθήµατα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, µετά την παράθεση των πηγών της εκκλησιαστικής
γραµµατολογίας, που χρησιµοποιούνται για τη σύνταξη της παρούσας εργασίας, σε µία
ενότητα, ακολουθεί µία άλλη, όπου µελετάται το πώς εµφανίζεται η µορφή του
Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου µέσα από τα συγκεκριµένα αυτά κείµενα. Η δεύτερη αυτή ενότητα
χωρίζεται σε δύο υποενότητες, από τις οποίες, στη µία δίνονται κάποια στοιχεία για την
προσωπικότητα του αρχιδιακόνου, τα οποία συναντώνται σε όλα σχεδόν τα κείµενα της της
εκκλησιαστικής γραµµατολογίας, τα οποία αποτελούν τις πηγές της µελέτης µας και στην
άλλη, ακολουθώντας τη σειρά των γεγονότων των Πράξεων παρουσιάζουµε τον χαρακτήρα
του Πρωτοµάρτυρα, όπως διαφαίνεται µέσα από τους γνήσιους εγκωµιαστικούς λόγους και
την ποιητική υµνολογία της Εκκλησίας µας. Για τη συγγραφή των ενοτήτων και υποενοτήτων
αυτών βασίστηκα κυρίως σε ανέκδοτο υλικό που άντλησα και πάλι από το Πατριαρχικό
Ίδρυµα της Μονής Βλατάδων, από κώδικες Μονών του Αγίου Όρους, από δηµοσιευµένες
πηγές και βοηθήµατα.

12
Στο ίδιο κεφάλαιο, σε µια τρίτη ενότητα, γίνεται µια σύντοµη αναφορά στην παρουσίαση
του Πρωτοµάρτυρα µέσα από τα νόθα εγκωµιαστικά έργα που συντάχθηκαν προς τιµήν του
επειδή ανήκουν και αυτά στο είδος που ονοµάζεται εκκλησιαστική γραµµατολογία.
Στη µελέτη της παρούσας εργασίας δεν περιλήφθηκαν ενότητες που θα αφορούσαν τα
θαύµατα του αγίου και το πώς εµφανίζεται η µορφή του αρχιδιακόνου στην εικονογραφική
παράδοση της Εκκλησίας µας, γιατί καθένα από αυτά θα µπορούσε να αποτελέσει ιδιαίτερο
θέµα διατριβής και δεν σχετίζονται επίσης µε την ιστορικοφιλολογική παρουσίαση του
Πρωτοµάρτυρα, που επιχειρείται στην παρούσα µελέτη.
Πριν προχωρήσουµε όµως στη µελέτη της προσωπικότητας και της δράσης του
αρχιδιακόνου Στεφάνου, θεωρούµε απαραίτητο να παρουσιάσουµε πώς ήταν διαµορφωµένη
και πώς λειτουργούσε η χριστιανική κοινότητα της Ιερουσαλήµ, µέσα στην οποία έδρασε.

1. Η χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύµων.

Ο Λουκάς στο ευαγγέλιό του έχει κατ’ επανάληψη τονίσει ότι τον Ιησού περιέβαλε ένα
µεγάλο πλήθος µαθητών1 ανάµεσα από τους οποίους διάλεξε τους δώδεκα 2. Οι δώδεκα αυτοί
«ούς και αποστόλους ωνόµασεν»3 αποτελούν στο βιβλίο των Πράξεων την καρδιά και τον
πυρήνα της αρχικής χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύµων4 είναι η κλειστή οµάδα των
επικεφαλής5.
Στην αρχή, το χριστιανικό κίνηµα περιοριζόταν µόνο στην Ιερουσαλήµ. Εκεί ήταν το
κέντρο του και οι χριστιανοί των γειτονικών περιοχών, όταν ήθελαν να ζητήσουν κάτι από
τους αποστόλους, έρχονταν στην πόλη6. Το προγενέστερο αυτό στάδιο φαίνεται µε σαφήνεια
σε µια σηµαντική έκφραση του Παύλου. Όταν µιλάει χωρίς άλλη επεξήγηση για τους
«αγίους»7 και εννοεί µε αυτό τους «αγίους τους εν Ιερουσαλήµ»8, η φρασεολογία του είναι
προφανώς κατάλοιπο µιας εποχής που η κοινότητα περιοριζόταν στην Ιερουσαλήµ και που αν
υπήρχαν έξω από την αγία πόλη µερικοί ή ίσως πολλοί µαθητές δεν υπήρχε ωστόσο
οργανωµένη κοινότητα9.
Τις δύο πρώτες δεκαετίες µετά την Πεντηκοστή η πρώτη χριστιανική κοινότητα
κατανόησε την ύπαρξή της ως την γνήσια έκφραση του λαού του Θεού. Με µια σειρά από
όρους που είχαν ληφθεί από την Π.∆.,τονίζεται στην Κ.∆., πως η Εκκλησία είναι «ο Ισραήλ
του Θεού»10 «οι άγιοι»1, «οι εκλεκτοί»2, «το εκλεκτόν γένος»3, το «βασίλειον ιεράτευµα»4, ο

1
Λκ. 19,37.
2
Λκ. 6,13
3
Λκ. 6,13
4
Πρ. 1,13. Ιδές Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σσ. 112-113, όπου αναφέρεται ότι: «Οι απόστολοι, µε έδρα της
πρώτης Εκκλησίας τα Ιεροσόλυµα, σύµφωνα µε τις µαρτυρίες των Πράξεων, περιόρισαν την ιεραποστολική
τους δραστηριότητα ήδη από την ηµέρα της Πεντηκοστής στους ανθρώπους οι οποίοι κατοικούσαν ή
βρίσκονταν στην πόλη αυτή. Στα Ιεροσόλυµα βρίσκονταν τότε εκτός από τους Ιουδαίους της Παλαιστίνης και
άλλοι ευσεβείς Ιουδαίοι, οι οποίοι προέρχονταν από διάφορα µέρη του κόσµου (Πρ. 2,5,14). Η ζωή της πρώτης
χριστιανικής κοινότητας διοργανώθηκε µέσα σ’ αυτή την ιουδαϊκή κοινωνία, χωρίς να γίνεται ακόµη αισθητή η
διαφοροποίησή της από τον Ιουδαϊσµό. Βεβαίως ο αναστηµένος Χριστός διακήρυξε µε σαφήνεια τον
οικουµενικό χαρακτήρα του ευαγγελίου, µε την εντολή που έδωσε στους µαθητές να στραφούν προς τα έθνη
(Μτ. 28,19). Αλλά οι συνθήκες µέσα στις οποίες αναπτυσσόταν η πρώτη Εκκλησία δεν επέτρεψαν τουλάχιστον
στα πρώτα χρόνια την εφαρµογή της εντολής του Κυρίου. Η στροφή της Εκκλησίας προς τον εθνικό κόσµο
αρχίζει µε την κριτική του νόµου και την πολεµική κατά του ναού, την οποία άσκησε πρώτος ο Στέφανος».
5
Weiss, Ο αρχέγονος, ό.π., σσ. 58-59 πρβλ. Joseph B. Tyson, «The emerging Church and the problem of
Authority in Acts», Int 42(1988)136-137 Walter Grundmann, «Das problem des hellenistischen Christentums
innerhalb der Jerusalemer Urgemeinde», ZNW 38(1939)48 Βασιλειάδη, Αποστολή, ό.π., σ. 37, όπου αναφέρεται
ότι «για τον ευαγγελιστή ο ρόλος των αποστόλων, του νέου δωδεκάφυλου του λαού του Θεού, του νέου Ισραήλ,
είναι η διακονία κατά την εσχατολογική βασιλεία του Θεού».
6
Πρ. 5,16.
7
Α΄ Κορ. 16,1.
8
Ρωµ. 15,26.
9
Weiss, Ο αρχέγονος, ό.π., σ. 58.
10
Γαλ. 6,16.

13
άγιος δηλαδή λαός του Θεού κατά τους έσχατους χρόνους, για τον οποίον ισχύουν όλες οι
επαγγελίες της Γραφής. Ό,τι δηλαδή αναφέρει η ΄Εξοδος για τον Ισραήλ5, η αρχική
χριστιανική κοινότητα πίστευε ότι ίσχυε για τον εαυτό της. Ένα πολύ σηµαντικό στοιχείο
είναι ότι η πρωτοχριστιανική κοινότητα χρησιµοποίησε τον όρο «εκκλησία», που µε τη
σηµασία που είχε στην Π.∆. αντιστοιχεί στην εβραϊκή λέξη qahal, έναν όρο δηλαδή που
αναφέρεται και εκφράζει την κοινότητα, το λαό δηλαδή του Ισραήλ, είτε εν συνάξει, είτε
γενικώς. Οι εβδοµήκοντα (Ο΄) ποτέ δεν µεταφράζουν ως «εκκλησία» το εβραϊκό edhah, που
συνήθως αντιστοιχεί στον όρο «συναγωγή». Με βάση την παλαιοδιαθηκική αντίληψη περί
συλλογικής προσωπικότητας (corporate personality) και τη σχετική ορολογία, αυτό που
διέκρινε την Εκκλησία στα πρώτα της βήµατα από τις διάφορες συντεχνίες και θρησκευτικές
ή κοινωνικές οργανώσεις ήταν η επίγνωση πως, όταν ο Θεός κάλεσε τον Ισραήλ στην Παλαιά
και το «Νέο Ισραήλ», δηλαδή την Εκκλησία, στην Καινή ∆ιαθήκη, δηµιούργησε ένα «λαό»
και όχι µια συνηθισµένη θρησκεία, µε την όποια ιεραρχική δοµή. Η νέα κοινότητα είναι ένας
λαός, που τον ενώνει η αγάπη και το πνεύµα που απορρέει από το Θεό δια Χριστού και όχι
εξωτερικής φύσεως οργανικές δοµές. Είναι χαρακτηριστική η ορολογία του Λουκά στις
Πράξεις για τα διαδραµατισθέντα κατά την Αποστολική Σύνοδο, µετά την αναφορά του
Παύλου και του Βαρνάβα για «όσα εποίησεν ο Θεός σηµεια και τέρατα εν τοις έθνεσιν δι’
αυτων». Εκεί αναφέρεται ότι «Συµεών εξηγήσατο καθώς πρωτον ο Θεός επεσκέψατο λαβειν εξ
εθνων λαόν τω ονόµατι αυτου» (Πρ. 15,14). Την ίδια ακριβώς αλήθεια διατρανώνει και το
χωρίο της Α΄ Πέτρου, όπου οι πιστοί χαρακτηρίζονται «οί ποτε ου λαός, νυν δε λαός Θεου»
(2,10). Σε αυτή την πρώιµη περίοδο χωρίς καµία απολύτως αµφιβολία τα µέλη της
χριστιανικής κοινότητας ταυτίζονται µε την Εκκλησία, είναι η Εκκλησία, δεν είναι απλώς
µέσα στην Εκκλησία, δεν αποτελούν δηλαδή µέλη ενός οργανισµού ή µιας, θρησκευτικής
έστω, οµάδας6.
Αυτή τη χαρισµατική αντίληψη για την Εκκλησία παραλαµβάνει ο απόστολος Παύλος, της
δίνει όµως παράλληλα ένα παγκόσµιο και οικουµενικό χαρακτήρα. Στην Εκκλησία ανήκουν
δυνάµει όλοι οι άνθρωποι, Ιουδαίοι και Εθνικοί, αφού οι δεύτεροι µπολιάστηκαν στον ίδιο
κορµό του λαού του Θεού (Ρωµ. 11,11 εξ.). Η Εκκλησία, έτσι, ως ο νέος Ισραήλ
συγκροτείται όχι µε εξωτερικά κριτήρια (περιτοµή κτλ.), αλλά µε βάση την πίστη της στον
Ιησού Χριστό.«Ου γάρ οι πάντες οι εξ Ισραήλ ουτοι Ισραήλ» (Ρωµ. 9,6)7.
Εκεί όµως που επισηµοποιείται η χαρισµατική αυτή αντίληψη της Εκκλησίας είναι στο
χαρακτηρισµό της από τον απόστολο ως «σώµατος Χριστού»8. Υποστηρίζεται η ενότητα της
Εκκλησίας µέσα από την εικόνα του ανθρώπινου σώµατος, το οποίο αν και έχει πολλά µέλη
εντούτοις είναι ένα9. Με τη µεταφορική αυτή έκφραση ο Παύλος θέλει να τονίσει
παραστατικά πως στην Εκκλησία υπάρχει ένας αρκετά µεγάλος αριθµός από διακονήµατα και
λειτουργήµατα, µια ποικιλία δηλαδή χαρισµάτων, που είναι απαραίτητα για την οικοδοµή του

1
Πρ. 9,32.41.26,10 Ρωµ. 1,7.8,27.12,13.15,25.16,5 Α΄Κορ. 1,2 κτλ.
2
Ρωµ. 8,33 Κολ. 3,12 κτλ.
3
Α΄ Πε 2,9.
4
Α΄ Πε 2,9.
5
Εξοδ. 19,6.3,12 εξ.
6
Βασιλειάδη, Αποστολή, ό.π., σσ. 40-41 και 42 του ιδίου, «Εκκλησιολογικές απόψεις του Απ. Παύλου»,
Βιβλικές Ερµηνευτικές Μελέτες, Βιβλική Βιβλιοθήκη 6, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 397 πρβλ.
Eduard Lohse, Επίτοµη Θεολογία της Καινής ∆ιαθήκης, δεύτερη έκδοση, µετάφραση: Σάββα Αγουρίδη, Βασικές
Αγιογραφικές Μελέτες 2, Κέντρο Βιβλικών Μελετών «Άρτος Ζωής», Αθήνα 1990, σσ. 89-90.
7
Πέτρου Βασιλειάδη, «Η Εκκλησία ως χαρισµατικός θεσµός (Σχόλιο στο Α΄ Κορ. 12,27)», ΓΠ 70 (1987) 196-
197 του ιδίου, Εκκλησιολογικές, ό.π., σσ. 400-401 του ιδίου, Χάρις-Κοινωνία-∆ιακονία. Ο κοινωνικός
χαρακτήρας του Παύλειου προγράµµατος της λογείας (Εισαγωγή και ερµηνευτικό υπόµνηµα στο Β΄Κορ.8-9),
Βιβλική Βιβλιοθήκη 2, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 140.
8
«Το κεντρικό πρόσωπο γύρω από το οποίο περιστρέφεται ολόκληρη η θεολογική σκέψη του αποστόλου
Παύλου είναι ο Χριστός» βλ. σχετικά Πέτρου Β. Βασιλειάδη, «Σταυρός και Σωτηρία. Το σωτηριολογικό
υπόβαθρο της παύλειας διδασκαλίας του Σταυρού υπό το πρίσµα της προ-παύλειας ερµηνείας του θανάτου του
Ιησού», ΕΕΘΣΠΘ, παράρτηµα αρ. 35 του 27ου τόµου 1982, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 73.
9
Του ιδίου, Εκκλησιολογικές, ό.π., σσ. 401-402.

14
σώµατος αυτού του Χριστού και την προκοπή του συνόλου. Συνέπεια αυτής της αντίληψης
για την Εκκλησία υπήρξε και η έµφαση στην υπεροχή του αποστολικού αξιώµατος (Α΄ Κορ.
12,28 εξ.) απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη εξουσία. Γι’ αυτό άλλωστε και ο απόστολος
Παύλος υπερασπίζεται στις περισσότερες επιστολές του µε τόσο πάθος το αποστολικό του
αξίωµα. Είναι ύψιστης σπουδαιότητας ότι σ’ αυτήν την αποφασιστική περίοδο διαµόρφωσης
της χριστιανικής θεολογίας, ο κορυφαίος αυτός θεολόγος του χριστιανισµού είναι
πεπεισµένος και το διακηρύττει ότι είναι «απόστολος ουκ απ’ ανθρώπων ουδέ δι’ ανθρώπων,
αλλά δια Ιησου Χριστου και θεου πατρός» (Γαλ. 1,1). Με τον τρόπο αυτό όµως ο κορυφαίος
απόστολος των εθνών αµφισβητούσε την αποκλειστική αυθεντία οποιασδήποτε ηγετικής
µερίδας, είτε από τον κύκλο των «δώδεκα», είτε γενικότερα από τον κύκλο της
ιεροσολυµιτικής κοινότητας1.
Το κύριο ερµηνευτικό πρόβληµα σχετικά µε τον όρο «σωµα Χριστου» είναι η προέλευσή
του. Οι µέχρι τώρα προτάσεις για γνωστικό, µυθικό, σοφιολογικό, φιλωνικό κτλ. υπόβαθρο
του θεµελιώδους αυτού εκκλησιολογικού όρου του αποστόλου Παύλου δεν έχουν τύχει
ευρύτερης αποδοχής. Πιθανότερη είναι η εκδοχή για την προέλευσή του από την
ευχαριστιακή παράδοση της πρώτης Εκκλησίας, ή τουλάχιστον για την κατανόησή του από
τον κορυφαίο απόστολο µέσα σ’ αυτή την παράδοση. ∆εν πρέπει να είναι τυχαίο το γεγονός
ότι οι δύο ευχαριστιακές αναφορές της Α΄ Κορ. έχουν πολλά κοινά µε την ενότητα στην
οποία ανήκει ο εξεταζόµενος στίχος. Εποµένως η Εκκλησία για τον απόστολο Παύλο δεν
είναι παρά µια εσχατολογική χαρισµατική ευχαριστιακή κοινότητα2.
Είναι φανερό από τις µαρτυρίες της Κ.∆. ότι κατά την περίοδο της συγγραφής των
παύλειων κειµένων η χαρισµατική ευχαριστιακή κοινότητα ήταν υπεύθυνη για ολόκληρο το
φάσµα της εκκλησιαστικής ζωής. Συλλογικά η κοινότητα υπό την καθοδήγηση του Αγίου
Πνεύµατος ξεχωρίζει τους ιεραποστόλους (Πρ. 13,2), αποστέλλει µε συγκεκριµένα
καθήκοντα τους διαφόρους απεσταλµένους (Φιλιπ. 2,25. Β΄ Κορ. 8,19). Ακόµη και τα
απαιτούµενα πειθαρχικά µέτρα λαµβάνονταν από το σύνολο της κοινότητας (Α΄ Κορ. 4,3. 5,3
εξ.). Σε περιπτώσεις µάλιστα διαφορετικών εκτιµήσεων ή προβληµατικών καταστάσεων
καλείται το σύνολο της κοινότητας για να αποφασίσει (Πρ. 15,22.30. 6,2.5), κάτι που
απετέλεσε το θεµέλιο και τη βάση του συνοδικού συστήµατος3. Κάλλιστα µπορεί να
υποστηριχθεί πως από τη γέννησή της η Εκκλησία ποτέ δεν έζησε χωρίς «τάξη». Σε καµιά
περίπτωση όµως δεν απώλεσε τον προφητικό και χαρισµατικό της χαρακτήρα4.
Εκείνο που πρέπει να σηµειωθεί τέλος είναι ο εσχατολογικός χαρακτήρας που κυριαρχεί
στην κατανόηση από τον απόστολο Παύλο του µυστηρίου της Εκκλησίας από το πρώτο
κιόλας γραπτό του κείµενο. Οι εκκλησιολογικοί όροι στις ηθικές παραινέσεις των στίχων
5,12 εξ. της πρώτης επιστολής του προς τους Θεσσαλονικείς σαφέστατα επικεντρώνονται στο
εσχατολογικό γεγονός της Παρουσίας του Κυρίου («και ολόκληρον υµων το πνευµα και η
ψυχή και το σωµα αµέµπτως εν τη παρουσία του κυρίου ηµων Ιησου Χριστου τηρηθείη» 5,23
πρβλ. και την ευρύτερη συνάφεια 5,1 εξ. ακόµη και 4,13 εξ.). Απευθυνόµενος άλλωστε λίγο
πιο πριν στο σύνολο της κοινότητας της Θεσσαλονίκης ο απόστολος αποκαλεί τα µέλη της
«υιούς φωτός» και «υιούς ηµέρας», όρους παρµένους από την ιουδαϊκή παράδοση, που
υποδηλώνουν ότι ο Ισραήλ κατά την ιστορική του πορεία και κυρίως κατά τα έσχατα
αποτελούσε φως του κόσµου. Στη σκέψη του Παύλου η κατάσταση είναι ήδη παρούσα, αφού
πρόκειται για µια προληπτική εσχατολογική πραγµάτωση του νέου Ισραήλ στο πρόσωπο της
Εκκλησίας για µια έµµεση, πλην όµως σαφέστατη, φανέρωση των εσχάτων στην Εκκλησία

1
Βασιλειάδη, Η Εκκλησία, ό.π., σσ. 197-198 του ιδίου, Εκκλησιολογικές, ό.π., σ. 403
2
Πρβλ. Α΄ Κορ.: «τουτο µου εστιν το σωµα» (11,24) µε «τον άρτον ον κλωµεν, ουχί κοινωνία του σώµατος του
Χριστου εστιν; ότι εις άρτος, έν σωµα οι πολλοί εσµεν» (10,16 εξ.). Ιδές Βασιλειάδη, Εκκλησιολογικές, ό.π., σσ.
403-404 του ιδίου, Η Εκκλησία, ό.π., σ. 198 του ιδίου, Αποστολή, ό.π., σ. 41.
3
Βασιλειάδη, Εκκλησιολογικές, ό.π., σσ. 404-405 πρβλ. Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σ. 225.
4
Βασιλειάδη, Η Εκκλησία, ό.π., σ. 198 του ιδίου, Εκκλησιολογικές, ό.π., σ. 408.

15
της Θεσσαλονίκης και κατ’ επέκταση στην Οικουµενική Εκκλησία1: «πάντες υµεις υιοί φωτός
εστέ και υιοί ηµέρας».
Η χριστολογική βάση της παύλειας εκκλησιολογίας, µέσα σ’ αυτή την εσχατολογική
προοπτική, είναι ολοφάνερη στην κατανόηση του µυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Την
Εκκλησία θα τονίσουν αργότερα οι Πατέρες, συνιστούν τα µυστήρια, που όλα τους
συνεπάγονται µια εσωτερική µετοχή στο θάνατο και στην Ανάσταση του Χριστού και µία
προσωπική «κοινωνία» µαζί Του. Στους Κορινθίους ο απόστολος θα τονίσει ότι στην καρδιά
της Εκκλησίας, στο µυστήριο δηλαδή της Θείας Ευχαριστίας, «τον θάνατον του Κυρίου
καταγγέλοµεν…άχρι ου έλθη» (Α΄ Κορ. 11,26). Αυτή την εσχατολογική προοπτική
διακρίνουµε εξελισσόµενη σε ολόκληρο το φάσµα της πρωτοχριστανικής γραµµατείας. Η
Εκκλησία ως προληπτική φανέρωση και έκφραση της βασιλείας του Θεού δεν αντέγραψε την
ιεραρχικά δοµηµένη ιερατική τάξη της Ισραηλιτικής θρησκείας, αλλά περιστράφηκε γύρω
από το πρόσωπο του Χριστού. Παρέµεινε δηλαδή ουσιαστικά πιστή στον πρωτογενή ορισµό
από τον απόστολο Παύλο της Εκκλησίας, ως «σώµατος Χριστού»2.
Εποµένως µε την εσχατολογική σύλληψη του µυστηρίου της Εκκλησίας η αρχέγονη
χριστιανική κοινότητα ήθελε να δείξει πως δεν ήταν απλώς µια ιεραρχικά δοµηµένη
θρησκευτική κοινότητα, αλλά η αντανάκλαση της εσχατολογικής φανέρωσης της βασιλείας
του Θεού, ουσιαστικά δηλαδή το σώµα του ζώντος Χριστού, όπως θεόπνευστα διατυπώνει ο
απόστολος Παύλος3.
Το γεγονός του σταυρικού θανάτου του Ιησού δεν είναι µόνο ιστορικά αποδεδειγµένο.
Κατέχει και την κεντρικότερη θέση στο πρωτοχριστιανικό κήρυγµα. Αυτό αποδεικνύεται
καθαρά από τη διατύπωση των πρωτοχριστιανικών οµολογιών και κυρίως από τη αρχαιότερη
σωζόµενη στα κείµενα της Κ.∆. (Α΄ Κορ. 15,3-5), όπως επίσης και από τα παραδοσιακά
κοµµάτια των λόγων των Πράξεων και κυρίως των λόγων του Πέτρου4. Επιβεβαιώνεται
όµως, πέρα από κάθε αµφισβήτηση, από την καθιέρωση στους κόλπους της αρχέγονης
ορθοδοξίας συγκεκριµένου φιλολογικού είδους εξιστόρησης της επίγειας δραστηριότητας του
Ιησού κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο.
Τέσσερα είναι τα κύρια φιλολογικά είδη που µε βάση την ιστορικοκριτική ανάλυση των
βιβλικών κειµένων πιστεύεται ότι αναπτύχθηκαν κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο για την
εξιστόρηση της επίγειας δραστηριότητας του Ιησού: οι συλλογές λογίων του Ιησού, οι
συλλογές θαυµάτων του Ιησού, οι αποκαλύψεις του Ιησού και τα ευαγγέλια. Από αυτά, τα
τρία πρώτα ήταν γνωστά κατά την εποχή της εµφάνισης του Χριστιανισµού και αποτέλεσαν
ιδεώδες µέσο για τη διάδοση της αντιµαχόµενης την αρχέγονη ορθοδοξία αιρετικής σκέψης,
κύρια της γνωστικής.
Αντίθετα το ευαγγέλιο, ως φιλολογικό είδος, αποτελεί αποκλειστικό προϊόν του
Χριστιανισµού. Μετά την κατάρριψη της «Μάρκειας υπόθεσης»5 (Marcan Hypothesis) έγινε
ευρύτατα αντιληπτό πως τα ευαγγέλια, και κυρίως το κατά Μάρκον, δεν ήταν
«αποµνηµονεύµατα» ή βιβλιογραφίες κατά τα ρωµαϊκά πρότυπα. Τον πυρήνα του ευαγγελίου
αποτελούν οι διηγήσεις του πάθους και της ανάστασης, όπως ακριβώς τον πυρήνα του
αρχικού κηρύγµατος αποτελούν ο σταυρός και η ανάσταση του Κυρίου.
Βασικό, λοιπόν, χαρακτηριστικό αυτού του φιλολογικού είδους ήταν η πίστη στο σταυρό
και την ανάσταση του Ιησού, το πάθος δηλαδή και τη δικαίωση του υιού του Θεού, την
ενσάρκωση της παντοδυναµίας του Θεού στην αδυναµία του ανθρωπίνου γένους. Το
επιγραµµατικό σύµβολο πίστης αυτού του φιλολογικού είδους ήταν το ακόλουθο: «Ο Ιησούς
1
Πρβλ. Βασιλειάδη, Αποστολή, ό.π., σ. 43.
2
Του ιδίου, Εκκλησιολογικές, ό.π., σσ. 408-410.
3
Του ιδίου, Εκκλησιολογικές, ό.π., σ. 411.
4
Πρβλ. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, «Η προέλευσις των εν ταις πράξεσι των Αποστόλων λόγων», Θεολογία 24
(1953) 110.
5
Είναι η θεωρία, που αναπτύχθηκε τον περασµένο αιώνα και επέζησε µέχρι την καθιέρωση της µορφοϊστορικής
ανάλυσης στη µελέτη των καινοδιαθηκικών κειµένων, σύµφωνα µε την οποία το κατά Μάρκον αποτελεί καθαρά
«ιστορικό» κείµενο µε το οποίο µπορούµε να αναπαραστήσουµε τη ζωή και τη διδασκαλία του ιστορικού Ιησού
βλ. σχετικά Βασιλειάδη, Σταυρός, ό.π., σ. 46, υποσ. 29.

16
είναι ο σταυρωθείς και αναστάς Χριστός». Όλα τα άλλα στοιχεία της επίγειας
δραστηριότητας του Ιησού, που διαδραµάτιζαν πρωταρχικό ρόλο στα υπόλοιπα φιλολογικά
είδη, έγιναν δεκτά σ’ αυτό το κατεξοχήν χριστιανικό φιλολογικό είδος µόνο µέσα στο πλαίσιο
του σταυρού και της ανάστασης1.
Οι παύλειες αυθεντικές επιστολές και τα συνοπτικά ευαγγέλια δεν αποτελούν τις πρώτες
προσπάθειες ερµηνείας του σταυρικού θανάτου του Ιησού. Πολύ πριν καταγράψει τις
εµπειρίες της η πρώτη Εκκλησία τις εξέφρασε µε ύµνους και οµολογίες, ίχνη των οποίων
µπορούµε να ανακαλύψουµε µε τη µορφοϊστορική µέθοδο. Με την ίδια µέθοδο µπορούµε να
διακρίνουµε τις απαρχές της ερµηνευτικής προσπάθειας της πρωτο-χριστιανικής Εκκλησίας
στην προσπάθειά της να δώσει κάποια εξήγηση στο τραγικό και ανεξήγητο για τις
µεσσιανικές προσδοκίες της εποχής εκείνης βίαιο τέλος του ιδρυτή της.
Πέντε είναι οι πιο ευδιάκριτες αποκρυσταλλωµένες ερµηνευτικές προσπάθειες, µε τις
οποίες η αρχέγονη χριστιανική κοινότητα επιχείρησε να δώσει κάποια εξήγηση στο σταυρικό
θάνατο του Ιησού: α) η «προφητική» ερµηνεία, ίχνη της οποίας βρίσκουµε στην αρχαιότερη
επιστολή του Παύλου, στις Πράξεις, στη Μάρκεια παράδοση και στην Πηγή των Λογίων 2 β)
η «διαλεκτική», που και αυτή απαντάται στα αρχαιότερα και πιο παραδοσιακά στρώµατα της
Παύλειας γραµµατείας και των Πράξεων γ) η «αποκαλυπτική» ή «εσχατολογική», η οποία
µαρτυρείται κυρίως στη συνοπτική παράδοση, ίχνη της όµως βρίσκουµε και στα
παραδοσιακά τµήµατα της παύλειας γραµµατείας δ) η «ευχαριστιακή» ή «διαθηκική», η
οποία διακρίνεται σε παραδοσιακά χωρία τόσο της παύλειας, όσο και της συνοπτικής
γραµµατείας και τέλος ε) η «σωτηριολογική», που κυριαρχεί στην παύλεια και µετα-παύλεια
γραµµατεία, µαρτυρείται σε µία τουλάχιστο προ-παύλεια οµολογία, απουσιάζει όµως από τα
αρχαιότερα στρώµατα της καινοδιαθηκικής γραµµατείας3.
Το γεγονός της απουσίας άµεσων αναφορών στην προφητική ερµηνεία στα µεταγενέστερα
στρώµατα της καινοδιαθηκικής γραµµατείας, σε συνδυασµό µε την επικράτηση στα
στρώµατα αυτά της σωτηριολογικής ερµηνείας, µας κάνει να πιστεύουµε στην ύπαρξη µιας
συνεχούς εξελικτικής επανερµηνείας από την πρώτη Εκκλησία του σηµαντικού αυτού
γεγονότος της θείας Οικονοµίας.
Εκτός από τη σχέση αυτή ανάµεσα στη σωτηριολογική και στην ευχαριστιακή ερµηνεία
µπορεί µε κάποια βεβαιότητα να υποστηριχθεί ότι η αντιθετική αλλά και η αποκαλυπτική
ερµηνεία, αποτελούν εξέλιξη και επανερµηνεία της πρωτογενούς προφητικής ερµηνείας. Το
αν η σωτηριολογική ερµηνεία επικράτησε στη µεταγενέστερη καινοδιαθηκική γραµµατεία,
αυτό κατά την προσωπική µας άποψη πρέπει να οφείλεται στο ελληνιστικό της υπόβαθρο σε
αντιδιαστολή προς το καθαρά ιουδαϊκό υπόβαθρο των λοιπών ερµηνειών. Με το άνοιγµα της
χριστιανικής κοινότητας προς τον εκτός του Ιουδαϊσµού εθνικό χώρο, ήταν φυσικό να δοθεί
µεγαλύτερη έµφαση σε κατηγορίες σκέψης και θεολογικές ερµηνείες περισσότερο
κατανοητές στον Ελληνικό κόσµο4.
Σύµφωνα µε το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων (1,15. 2,44-45. 4,32-37. 6,1-7), η
κοινωνική οργάνωση της Εκκλησίας εµφανίζεται ήδη από τις πρώτες µέρες µετά την
Πεντηκοστή, µε την καθιέρωση του θεσµού της κοινοκτηµοσύνης5, ο οποίος διατηρήθηκε

1
Βασιλειάδη, Σταυρός, ό.π., σσ. 45-47 Πέτρου Βασιλειάδη, «Αιρέσεις ή Θεολογικές τάσεις στον Αρχέγονο
Χριστιανισµό», Εισηγήσεις Β΄ Συνάξεως Ελλήνων Βιβλικών Θεολόγων Πανεπιστηµίων Αθηνών και
Θεσσαλονίκης (Κρήτη 16-21 Σεπτεµβρίου 1977) - Θέµα: «Αιρέσεις και Αιρετικοί κατά την εποχήν του
Αποστόλου Παύλου», ∆ΒΜ 5 (1977-1978)112-115.
2
Το Sitz im Leben της προφητικής ερµηνείας του σταυρικού θανάτου του Ιησού πρέπει να αναζητηθεί στην
έντονη αντιπαράθεση της πρωτο-χριστιανικής κοινότητας µε την ιουδαϊκή συναγωγή και στην προσπάθειά της
να δείξει µε πιστευτό τρόπο ότι ο ατιµωτικός θάνατος του Κυρίου ήταν κάτι το συνηθισµένο στην ιστορία του
λαού του Θεού ήταν η συνέχεια του τραγικού τέλους όλων των απεσταλµένων του Θεού µε τελευταίο και πιο
σηµαντικό το σταυρικό θάνατο του ίδιου του υιού Του βλ. σχετικά Βασιλειάδη, Σταυρός, ό.π., σ. 53.
3
Του ιδίου, Σταυρός, ό.π., σσ. 48-49.
4
Του ιδίου, Σταυρός, ό.π., σσ. 70-71.
5
Πρ. 1,15. 2,44-45. 4,32-37. 6,1-7. Ιδές Σάββα Αγουρίδου, Η Κοινοκτηµοσύνη εν τη Πρώτη Εκκλησία,
Θεσσαλονίκη 1963, σ. 3.

17
µέχρι την πρώτη καταστροφή της (70 µ.Χ.) από τον αυτοκράτορα Τίτο1. Τόση µεγάλη ήταν η
αγάπη των χριστιανών µεταξύ τους, ώστε δεν θεωρούσαν τα υπάρχοντα τους ως
αποκλειστικά δικά τους αλλά ως κοινά2 µάλιστα πολλές φορές τα πουλούσαν και τα χρήµατα
που εισέπρατταν τα έδιναν στους αποστόλους για το κοινό ταµείο, ώστε να τα διανείµουν
στους φτωχούς ανάλογα µε τις ανάγκες τους. Από τη συµπεριφορά αυτή διαπιστώνουµε ότι
στους πρώτους χριστιανούς δεν υπήρχε κοινωνία αγαθών, κοινωνία κτήσεως, αλλά µόνο
κοινωνία χρήσεως, αφού ο καθένας που είχε ανάγκη µπορούσε να επικαλεσθεί τη βοήθεια
του πλησίον θεωρώντας τα υπάρχοντά εκείνου ως δικά του3. Με το θεσµό αυτό δεν
εξυπηρετούνταν µόνο οι ανάγκες των οικονοµικά ασθενέστερων µελών της Εκκλησίας, κάτι
το οποίο θα µπορούσε και µε άλλο τρόπο να τακτοποιηθεί, όπως π.χ. µε εράνους, αλλά
εκφραζόταν συγχρόνως στην καθηµερινή ζωή της η εν Χριστώ ισότητα και ενότητα των
πιστών. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσιαστική πλευρά του θέµατος, όπως και ο ίδιος ο
Λουκάς υπογραµµίζει µε τον όρο «κοινωνία»4 στις Πράξεις: «ησαν δε προσκαρτερουντες τη
διδαχη των αποστόλων και τη κοινωνία, τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαις»5.
Η πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύµων εµφανίζεται κατά τις µαρτυρίες αυτές ως ενωµένη
όχι µόνο στην πίστη και τη λατρεία αλλά και στη χρήση των µέσων της συντήρησης. Στην
ιστορία του αρχικού Χριστιανισµού, όσο αυτή µας είναι γνωστή, η κοινοκτηµοσύνη των
αγαθών στην Εκκλησία των Ιεροσολύµων υπήρξε κάτι το µοναδικό6. Και αυτός είναι ίσως ο
λόγος για τον οποίο εκφράστηκαν άστοχοι ενδοιασµοί από ορισµένους για την ιστορικότητα
των πληροφοριών του Λουκά στις Πράξεις για την κοινοκτηµοσύνη των αγαθών στην πρώτη
Εκκλησία των Ιεροσολύµων7.
Όµως, όπως µπορούµε να υποθέσουµε µε βάση το χωρίο της Β΄ Θεσ. 3,6εξ. ο θεσµός της
κοινοκτηµοσύνης εφαρµόσθηκε και σε χριστιανικές κοινότητες εκτός της Παλαιστίνης από
τον Παύλο, ο οποίος εµφανίζεται να ευθυγραµµίζεται απόλυτα προς την οργάνωση της
κοινότητας των Ιεροσολύµων. Αν και το σχετικό κείµενο δεν είναι απόλυτα σαφές, ο Παύλος
εµφανίζεται να απευθύνεται προς την κοινότητα της Θεσσαλονίκης, για να σωφρονήσει και
στην ανάγκη να αποµακρύνει τους «ατάκτως περιπατουντας», οι οποίοι έτρωγαν δωρεάν τον
άρτον, χωρίς να εργάζονται, τονίζει όµως ότι «ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, µηδέ εσθιέτω». Η
όλη διατύπωση του κειµένου, κατά τον καθηγητή Σάββα Αγουρίδη8, συνηγορεί υπέρ της
άποψης, ότι η κατάχρηση των παρεκτρεποµένων δεν αφορούσε στο ιδιαίτερο ταµείο κάποιων
µελών της κοινότητας, ούτε στη δωρεάν σίτιση αυτών κατά τα δείπνα που τελούνταν µία

1
∆ηµητρίου Γ. Σερεµέτη, «Τινά περί των πρώτων κανόνων και της απονοµής της δικαιοσύνης κατά την περίοδο
του αρχέγονου Χριστιανισµού», Αρµενόπουλος 27 (1973) 579 Γερασίµου Ι. Κονιδάρη, «Η φερόµενη διαφορά
µορφών του Εκκλησιαστικού πολιτεύµατος εν τω αρχικώ Χριστιανισµώ (34-156 µ.Χ.)», ΠΑΑ 32 (1957) 27.
2
Πρ. 4,32.
3
Πρ. 2,45 Κ. Ι. ∆υοβουνιώτη, «Η περίθαλψις των ενδεών», Ιερός Σύνδεσµος, έτος Θ΄, περίοδος Β΄, αρ. 10,
1905, σσ. 3-4. Κατά τον Lohse, Επίτοµη, ό.π., δεύτερη έκδοση, σ. 93, ο τρόπος αυτός ζωής δεν µπορεί να
χαρακτηριστεί ως κοµµουνιστικός, γιατί δεν υπήρχαν µέσα παραγωγής στη διάθεση της κονότητας, αλλά ο
καθένας-χωρίς αυτό να αποτελεί νόµο-συνεισέφερε την προσωπική του περιουσία στην περιουσία της
κοινότητας.
4
«Είναι χαρακτηριστικό ότι ο όρος «κοινωνία» είχε προσλάβει ειδική σηµασία τόσο για τον απόστολο Παύλο,
όσο και για την αρχική χριστιανική κοινότητα στην ευχαριστιακή συνάφεια. Ο όρος «κοινωνία» κυριολεκτείται
µε την µυστηριακή µετάδοση και κατ’ επέκταση ενοίκηση του Χριστού στους πιστούς. Κατά συνέπεια κοινωνία
µεταξύ των µελών της Εκκλησίας είναι θείος δεσµός, αποτέλεσµα της κοινωνίας µε τον Κύριο εκάστου εξ
αυτών» βλ. σχετικά Βασιλείου Π. Στογιάννου, Πέτρος παρά Παύλω, Εναίσιµος επί διδακτορία διατριβή
υποβληθείσα εις την Θεολογικήν Σχολήν του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου, Θεσσαλονίκη 1968, σ. 124.
5
Πρ. 2,42 Χρήστου Σπ. Βούλγαρη, Η ενότης της Αποστολικής Εκκλησίας, Ανάλεκτα Βλατάδων 19, ΠΙΠΜ,
Θεσσαλονίκη 1974, σ. 383 πρβλ. Αγουρίδου, Η Κοινοκτηµοσύνη, ό.π., σ. 27.
6
Του ιδίου, Η Κοινοκτηµοσύνη, ό.π., σ. 3. Κατά τη γνώµη του καθηγητή Σ. Αγουρίδη δύο είναι οι λόγοι για
τους οποίους το αίσθηµα της ενότητας µεταξύ των χριστιανών εκφράσθηκε µέσα στους κόλπους της πρώτης
Εκκλησίας µε τη µορφή της κοινοκτηµοσύνης. Ο πρώτος σχετίζεται µε το ιεραποστολικό έργο της Μητρός των
Εκκλησιών και ο δεύτερος µε τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής, στις οποίες αναφέρεται στα δύο πρώτα
κεφάλαια του έργου του: Η Κοινοκτηµοσύνη, ό.π., σσ. 5-19.
7
Περισσότερα για το θέµα αυτό βλ. σχετικά Αγουρίδου, Η Κοινοκτηµοσύνη, ό.π., σσ. 19-26.
8
Του ιδίου, Η Κοινοκτηµοσύνη, ό.π., σσ. 13-14.

18
φορά την εβδοµάδα, αλλά στο κοινό ταµείο της κοινότητας, από το οποίο είχαν την αξίωση
να συντηρούνται καθηµερινά χωρίς να εργάζονται.
Παρά το γεγονός ότι στερούµαστε περισσότερες πληροφορίες για το θεσµό της
κοινοκτηµοσύνης και σε άλλες κοινότητες, εντούτοις πλήθος άλλων µαρτυριών µας παρέχει
τη δυνατότητα να διακρίνουµε σε κάθε κοινότητα την υφιστάµενη άρτια οργάνωση της
κοινωνικής µέριµνάς της για τα µέλη της που βρίσκονταν σε κατάσταση ανάγκης1.
Από το χωρίο Α΄ Κορ. 11,17-34, φαίνεται ότι προς τη µέριµνα αυτή ήταν συνυφασµένος
και ο θεσµός των κοινών δείπνων που τελούνταν µία φορά την εβδοµάδα και τα οποία
ονοµάζονταν «Αγάπες»2. Με τη λέξη «Αγάπες» δηλώνεται κάποιο αδελφικό γεύµα το οποίο
τελούσαν οι χριστιανοί κατά τους πρώτους αιώνες και το οποίο ήταν τρόπο τινά η πρακτική
βεβαίωση της µεταξύ τους ενότητας και αδελφικής αγάπης, σύµφωνα προς την εντολή του
Κυρίου «αγαπάτε αλλήλους»3.
Τα δείπνα αυτά αποτελούσαν εξέλιξη του θεσµού της κοινοκτηµοσύνης, εφόσον οι
πάντες, κυρίως οι εύποροι, πρόσφεραν τα δικά τους εδέσµατα, ο καθένας για κοινή σίτιση,
και έτσι υπογραµµιζόταν η ισότητα και η ενότητα µεταξύ όλων των µελών της κοινότητας,
πολύ περισσότερο µάλλον εφόσον το δείπνο ήταν συνυφασµένο µε το Μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας4. Εποµένως το κεντρικό αυτό γεγονός της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας
ήταν στενά συνδεδεµένο µε την κοινωνική µέριµνα, τη φροντίδα των φτωχών και των
χηρών5.
Έτσι τα δείπνα αυτά αποτελούσαν έκφραση της κοινωνίας των πιστών εν Χριστώ στο
µυστηριακό-πνευµατικό επίπεδο της ζωής τους. Γι’ αυτό και ο Παύλος µε δριµύτητα
καταδικάζει την καταστρατήγηση της αρχής αυτής και της ουσιαστικής σπουδαιότητας των
δείπνων από µερικούς πλούσιους, µέλη της κοινότητας της Κορίνθου. Την στάση τους αυτή
θεωρεί ο Παύλος ως αρνητική προσφορά υπέρ της ιδέας και της πραγµατικότητας της
ενότητας της Εκκλησίας, γιατί αυτή αποδεικνύει έλλειψη εκκλησιαστικού φρονήµατος («της
εκκλησίας του θεου καταφρονειτε και καταισχύνετε τους µη έχοντας»)6. Η αποστέρηση των
φτωχότερων µελών της κοινότητας από τα αναγκαία προς το ζην, καθόλου δεν µπορεί να
συµβιβασθεί µε την έννοια και το γεγονός της «κοινωνίας» όλων των πιστών από του ίδιου
αίµατος και σώµατος του Χριστού κατά τη Θεία Ευχαριστία, γιατί «ο εσθίων και πίνων κρίµα
εαυτω εσθίει και πίνει µη διακρίνων το σωµα»7.
Με την αύξηση του αριθµού των χριστιανών λόγοι τάξεως επέβαλαν κατόπιν το χωρισµό
του κοινού δείπνου από την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας 8. Μετά το χωρισµό τους το κοινό

1
Πρβλ. Ρωµ. 12,10-13. 15,26. Α΄ Κορ. 11,17-22. 16,1-2. Β΄ Κορ. 8,4. Γαλ. 2,10. Φιλιπ. 4,15. Α΄ Θεσ. 4,9. Εβρ.
13,16. Β΄ Πετρ. 1,7. Ιακ. 2,2 εξ. 15 εξ. 1,27. Α΄ Ιω. 1,6-7 3,17 κτλ. Βούλγαρη, Η ενότης, ό.π., σ. 384, υποσ. 1.
2
Βούλγαρη, Η ενότης, ό.π., σ. 384 ∆υοβουνιώτη, Η περίθαλψις, ό.π., σ. 4, όπου αναφέρεται επίσης ότι: «εκ της
εκκλησίας των Ιεροσολύµων, ένθα κατ’ αρχάς ανεφάνησαν αι Αγάπαι, διεδόθησαν αυται και εις άλλας
εκκλησίας και εις αυτάς τας εξ εθνων, ούτω δ’ ετελουντο εις όλας τας εκκλησίας, εν ω όµως εν Ιεροσολύµοις
ετελουντο αυται καθ’ εκάστην ηµέραν (Πρ. 2,46), εν ταις εξ εθνων εκκλησίαις ετελουντο συνήθως καθ’
εκάστην Κυριακήν».
3
Πρβλ. Πρ. 2,46. Ιδές Ιακώβου Αρχατζικάκη, «Αι Αγάπαι εν τη αρχαία Χριστανική Εκκλησία», ΝΣ 13 (1913)
686.
4
Βούλγαρη, Η ενότης, ό.π., σ. 384 πρβλ. ∆ηµ. Σ. Λουκάτου, «Αγάπη», ΘΗΕ, τ. 1, στ. 138, όπου αναφέρονται
και τέσσερις θεωρίες σχετικά µε την παλαιότητα και τη συνάφεια των αγαπών µε το µυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας.
5
Βασιλειάδη, Χάρις, ό.π., σσ. 135-136.
6
Α΄ Κορ. 11,22 πρβλ. Βούλγαρη, Η ενότης, ό.π., σ. 384.
7
Α΄ Κορ. 11,29 πρβλ. Βούλγαρη, Η ενότης, ό.π., σ. 384.
8
Αγουρίδου, Η Κοινοκτηµοσύνη, ό.π., σ. 13: «Πάντως µε το χωρισµό αυτό αναγνώρισε η Εκκλησία ότι η κατά
µίµηση του τελευταίου δείπνου του Ιησού µε τους µαθητές του ταυτόχρονη τέλεση της Ευχαριστίας και των
κοινών δείπνων δεν οφειλόταν σε οποιουσδήποτε θεολογικούς λόγους. Το καταγγέλλειν το θάνατο του Κυρίου
και την ανάσταση στην Ευχαριστία προϋποθέτει την ενότητα της Εκκλησίας εντός των ανθρώπινων
δυνατοτήτων και των επιτρεπόµενων από το κοινωνικό περιβάλλον µορφών. Τα δύο αυτά συνδέονται θεολογικά
δεν ήταν όµως ποτέ αναγκαία η ταυτόχρονη τέλεση της Ευχαριστίας και των κοινών δείπνων. Σε κάθε
περίπτωση, αν στην Κόρινθο είναι βέβαιο ότι υπήρχε µόνο κοινό δείπνο, δεν είναι αυτό το ίδιο βέβαιο και για
τη Θεσσαλονίκη».

19
δείπνο λάµβανε χώρα το βράδυ ενώ η Ευχαριστία τελούνταν το πρωί 1 και σιγά σιγά ατόνησαν
αργότερα εντελώς τα κοινά δείπνα.
Την επίβλεψη του κοινού ταµείου, όπως και των κοινών τραπεζών, είχαν οι Απόστολοι,
συγχρόνως µε τη διδασκαλία και τη λατρευτική αγωγή της κοινότητας 2. Επειδή όµως
θεώρησαν αναγκαιότερο να ασχοληθούν οι ίδιοι απερίσπαστα µε το κήρυγµα του λόγου του
Θεού, προτίµησαν να αναθέσουν τη φροντίδα των δείπνων αυτών σε επτά άνδρες (Πρ. 6). Για
το λόγο αυτό εκλέχτηκαν οι επτά πρώτοι ∆ιάκονοι και οι οποίοι ονοµάστηκαν έτσι γιατί ήταν
επιφορτισµένοι µε τη διακονία αυτών των τραπεζών3. Περισσότερα όµως για την εκλογή των
επτά ∆ιακόνων θα αναφερθούν στην ενότητα που ακολουθεί.
Ο απόστολος των εθνών Παύλος στην πρώτη επιστολή του προς τους Κορινθίους4 κάνει
αναφορά στη λογεία, δηλαδή τη συλλογή εράνων που γινόταν µεταξύ των χριστιανών για την
κάλυψη των οικονοµικών αναγκών άλλων αδελφών της νεοπαγούς Εκκλησίας.
Το πρόγραµµα της λογείας, το τόσο εκτεταµένο, όπως τουλάχιστο διαφαίνεται στις
γνήσιες επιστολές του αποστόλου Παύλου, πρόγραµµα οικονοµικής στήριξης των πτωχών
της ιεροσολυµιτικής κοινότητας, που στη συνείδηση της πρώτης Εκκλησίας θεωρήθηκε ότι
είχε οικουµενικό, εκκλησιολογικό, εσχατολογικό και κοινωνικό χαρακτήρα, αποσιωπάται
όµως σχεδόν παντελώς από το συγγραφέα των Πράξεων. ∆εν υπάρχει άλλη πτυχή της
ιεραποστολικής του δραστηριότητας, η οποία να καλύπτει περισσότερη έκταση στην παύλεια
σκέψη και πρακτική, που τόσο εµφατικά να αγνοείται από τη διήγηση των Πράξεων.
Είναι οµολογουµένως αξιοσηµείωτο, ότι το σηµαντικότατο αυτό παύλειο πρόγραµµα, ένα
πρόγραµµα που θεωρήθηκε ως χειροπιαστό σηµάδι ενότητας της Εκκλησίας, ακλόνητη
απόδειξη ότι ο Θεός είχε καλέσει και τους εθνικούς στην πίστη, που αποτελούσε
εσχατολογικό προσκύνηµα των εξ εθνών χριστιανών στα Ιεροσόλυµα, και του οποίου
απώτερος στόχος ήταν η ισοκατανοµή και κοινωνία των υλικών αγαθών, ο συγγραφέας των
Πράξεων το διασώζει µε µία µόνο, και αυτή κάπως διαστρεβλωµένη αναφορά: «δι’ ετων δε
πλειόνων ελεηµοσύνας ποιήσων εις το έθνος µου παρεγενόµην και προσφοράς» (Πρ. 24,17)
καθώς και ένα υπαινιγµό: «αργυρίου ή χρυσίου ή ιµατισµου ουδενός επεθύµησα αυτοί
γινώσκετε ότι ταις χρείαις µου και τοις ουσιν µετ’ εµου υπηρέτησαν αι χειρες αυται» (Πρ. 20,33
εξ.) και το κυριότερο, αποφεύγει να συσχετίσει τη µετάβαση του Παύλου στα Ιεροσόλυµα
κατά την τελευταία (τρίτη) ιεραποστολική του περιοδεία µε τη λογεία (Πρ. 19,21. 20,1 εξ.),
σκοπός της οποίας σύµφωνα µε την προς Ρωµαίους (15,24 εξ.), και κατά πάσα πιθανότητα
αποκλειστικός, ήταν η µεταφορά της λογείας5.
Προσπαθώντας να ερµηνεύσει µέχρι πρόσφατα η κλασική, στη γερµανική της κυρίως
εκδοχή, βιβλική εξηγητική την παράξενη αυτή αποσιώπηση από το Λουκά ενός τόσου
σηµαντικού γεγονότος του αρχέγονου χριστιανισµού, υπέθεσε είτε α. ότι ο συγγραφέας των
Πράξεων αγνοούσε πραγµατικά το πρόγραµµα είτε β. ότι η αναφορά στη λογεία πιθανώς να
υποβάθµιζε την αυθεντία του Παύλου είτε γ. ότι η µνεία του προγράµµατος θα κατέστρεφε
την εικόνα των σχέσεων Παύλου-ιεροσολυµιτών είτε δ. τέλος ότι εσκεµµένα απέφυγε
οποιαδήποτε αναφορά σε ένα κατουσίαν παράνοµο νοµικά πρόγραµµα, επειδή δεν ταίριαζε
στο θεολογικό πλάνο του, το οποίο ήταν να παρουσιάσει µια καλή εικόνα του χριστιανικού
κινήµατος στις ρωµαϊκές αρχές.
Η αποσιώπηση αυτή οφείλεται σε θεολογικά κίνητρα και σκοπούς του ευαγγελιστή Λουκά
και κατανοείται µε βάση τη διαφορετική κατανόηση της ιστορίας και την εντελώς αντίθετη
προς τον ιστορισµό αντίληψη του χρόνου6.

1
Αρχατζικάκη, Αι Αγάπαι, ό.π., σ. 705.
2
Κ.Ι.∆(υοβουνιώτη), «Ο Πρωτοµάρτυς», Ιερός Σύνδεσµος, έτος Θ΄, περίοδος Β΄, αρ. 207, 1913, σ. 4.
3
∆υοβουνιώτη, Η περίθαλψις, ό.π., σ. 5.
4
Α΄ Κορ. 16,1.
5
Βασιλειάδη, Η παραδειγµατική, ό.π., (υπό έκδοση) Πέτρου Βασιλειάδη, «Η κοινωνική διάσταση της
θεολογίας του Απ. Παύλου» (Η παύλεια ερµηνεία στο «Γεννηθήτω το θέληµά σου»), Βιβλικές Ερµηνευτικές
Μελέτες, Βιβλική Βιβλιοθήκη 6, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 358-361.
6
Βασιλειάδη, Η κοινωνική, ό.π., σ. 359, υποσ. 23 του ιδίου, Η παραδειγµατική, ό.π., (υπό έκδοση).

20
Υπογραµµίζοντας ο Παύλος το ενδιαφέρον του για τους πτωχούς της Ιερουσαλήµ1, όριζε
µάλιστα και τον τρόπο της συγκέντρωσης των χρηµάτων γράφοντας: «Κατά µίαν Σαββάτων,
έκαστος υµων παρ εαυτω τιθέτω θησαυρίζων, ό τι αν ευοδωται, ίνα µη όταν έλθω τότε λογειαι
γίνωνται»2. Σύµφωνα µε αυτά η λογεία συνδέθηκε µε την «µίαν Σαββάτων», η οποία στη
συνέχεια θα είναι γνωστή ως ηµέρα αφιερωµένη στον Κύριο, ως Κυριακή3. Κατά την οδηγία
του αποστόλου, κάθε Κυριακή οι χριστιανοί όφειλαν να καταθέτουν το προϊόν των
οικονοµιών τους και όταν συγκεντρωνόταν ένα σηµαντικό ποσό, αυτό έπρεπε να σταλεί στα
Ιεροσόλυµα µε άνδρες εκλεγµένους από την ίδια την Εκκλησία4.
Η νεότερη βιβλική έρευνα δεν έχει ακόµη αποφανθεί, αν η οικονοµική ενίσχυση
προοριζόταν για το σύνολο της ιεροσολυµιτικής κοινότητας ή για τους φτωχούς της, όπως
φαίνεται να υποστηρίζει το παράλληλο χωρίο της προς Ρωµαίους5: «ευδόκησαν γάρ
Μακεδονία και Αχαΐα κοινωνίαν τινά ποιήσασθαι εις τους πτωχούς των αγίων των εν
Ιερουσαλήµ». Στην πρώτη περίπτωση η λογεία µπορεί να εκληφθεί ως υποχρέωση της
ιεραποστολής του Παύλου στα έθνη προς την αρχική ιουδαιοχριστιανική κοινότητα των
Ιεροσολύµων. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση δεν µπορεί να αγνοηθεί ως βασικό κίνητρο
της προσπάθειας του αποστόλου, παράλληλα προς το εκκλησιολογικό και το ανθρωπιστικό
µε ανυπολόγιστες κοινωνιολογικές προεκτάσεις6.
Ο τελικός σκοπός της λογείας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ήταν το κοινωνικό ιδεώδες
της ισοκατανοµής και της κοινωνίας των υλικών αγαθών. Χρησιµοποιώντας µια θαυµαστή
ποικιλία από όρους για την περιγραφή του προγράµµατος της λογείας, όπως «χάρις»,
«κοινωνία», «διακονία», «λειτουργία», «ευχαριστία» κτλ. ο απόστολος Παύλος κατανοούσε
τη λογεία ως την κοινωνική ανταπόκριση της Εκκλησίας (ως σώµατος του Χριστού) στο
θέληµα του Θεού. Ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια της Βασιλείας του Θεού, του καινούριου
δηλαδή κόσµου που εγκαινιάσθηκε από τον Κύριο Ιησού Χριστό7.

2. Η εκλογή των Επτά και ο Θεσµός των ∆ιακόνων.

Ενώπιον της συνεχόµενης αύξησης των πιστών8 οι ολιγάριθµοι απόστολοι δεν


επαρκούσαν για την επιτέλεση όλων των εργασιών της κοινότητας 9. Η ιεροσολυµιτική
κοινότητα εκείνη την εποχή αποτελούνταν, όπως φαίνεται από το κείµενο των Πράξεων (6,1),
από Εβραίους και Ελληνιστές10.
Εβραίοι καλούνταν αυτοί που µιλούσαν αραµαϊκά και είχαν γεννηθεί στην Παλαιστίνη11.
Ο ιερός Χρυσόστοµος (354-407) ερµηνεύοντας τον όρο «Ελληνιστές» αναφέρει: «καλειν τους
Ελληνιστί φθεγγοµένους ουτοι γαρ Ελληνιστί διελέγοντο, Εβραιοι όντες»12. Εννοούσε εκείνους
1
Β΄ Κορ.8,1-5 πρβλ. Γαλατ. 2,10 πρβλ. Αγουρίδου, Η Κοινοκτηµοσύνη, ό.π., σ. 26.
2
Α΄ Κορ. 16,1-2.
3
Γεωργίου Γρατσέα, «Λογία», ΘΗΕ, τ. 8 , στ. 325.
4
∆υοβουνιώτη, Η περίθαλψις, ό.π., σ. 3.
5
Ρωµ. 15,26.
6
Βασιλειάδη, Χάρις, ό.π., σσ. 140-141.
7
Του ιδίου, Η κοινωνική, ό.π., σ. 360.
8
Πρ. 6,1.
9
∆(υοβουνιώτη), Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 4.
10
«Στο στίχο αυτό έχουµε την πρώτη σαφή αναφορά για τους Ελληνιστές χριστιανούς σε αντιπαραβολή µε τους
Εβραίους χριστιανούς. Και στα προηγούµενα κεφάλαια των Πράξεων αν και δεν χρησιµοποιούνται οι όροι
αυτοί, υπάρχουν σαφείς υπαινιγµοί για την παρουσία των ανθρώπων αυτών στη ζωή της Εκκλησίας.
Συγκεκριµένα µεταξύ του πλήθους κατά την ηµέρα της Πεντηκοστής ήσαν και Ελληνιστές και Εβραίοι:
«Ιουδαίοι τε και προσήλυτοι» (Πρ. 2,11). Επίσης η αναφορά στο Βαρνάβα ότι ήταν «Κύπριος τω γένει» (Πρ.
4,36) και πάλι υποδηλώνει σαφώς την ύπαρξη των Ελληνιστών και τη συµµετοχή τους στη ζωή της πρώτης
Εκκλησίας. Εξάλλου ο στίχος 6,1 εκτός από τη χρήση των όρων «Ελληνιστές» και «Εβραίοι», έχει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον για τους ερευνητές, γιατί αναφέρεται στην ύπαρξη δύο οµάδων χριστιανών και υπαινίσσεται κάποιες
διαφορές τους µέσα στην πρώτη χριστιανική κοινότητα» ιδές Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σ. 106, υποσ. 137.
11
Τρεµπέλα, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 205.
12
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Υπόµνηµα στις Πράξεις των Αποστόλων (οµιλίες Α΄-ΚΓ΄)», τ. 15, Κείµενο-
Μετάφραση-Σχόλια από τον Χρίστο Θ. Κρικώνη, ΕΠΕ, αρ. 58, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαµάς»,

21
δηλαδή που µιλούσαν την ελληνική γλώσσα αν και ήταν Εβραίοι 1. Αυτοί προήλθαν από
Ιουδαίους της ∆ιασποράς2, που είχαν εγκατασταθεί (ίσως από πολλές γενιές) στα
Ιεροσόλυµα. Η εγκατάσταση αυτή µαρτυρείται από το γεγονός ότι υπήρχαν στα Ιεροσόλυµα
συναγωγές ελληνοφώνων Ιουδαίων3, όπως προκύπτει από τις Πράξεις των Αποστόλων4, από
το Ταλµούδ και από µια ελληνική επιγραφή, που ανήκει σε συναγωγή των Ιεροσολύµων5.
Αυτούς τους διέκρινε το οικουµενικό πνεύµα λόγω της συµβίωσής τους µε τους εθνικούς και
της γενικότερης επαφής τους µε το ελληνιστικό πνεύµα και την ελληνιστική παιδεία6.
Ανάµεσα σε αυτές τις δύο οµάδες προέκυψε διαµάχη και οι Ελληνιστές διαµαρτύρονταν
προς τους Εβραίους «ότι παρεθεωρουντο εν τη διακονια τη καθηµερινη αι χηραι αυτων»7.Ο
παρατατικός του ρήµατος που χρησιµοποιείται, δηλώνει ότι η παραθεώρηση αυτή συνέβαινε
εδώ και κάποιο διάστηµα και ήταν συνηθισµένο φαινόµενο8.Ο αρχιεπίσκοπος της
Βουλγαρίας Θεοφύλακτος (11ος -12ος αιώνας) σηµειώνει ότι: «Τη διακονία τη καθηµερινη
καθηµερινή άρα διακονία ην ταις χηραις9. ∆ιακονίαν καλει το της ελεηµοσύνης10 έργον. Ουκ ην
δε κακίας, το παρορασθαι τάς χήρας, αλλά ραθυµίας των πολλων»11. Εποµένως, καθηµερινή
ήταν η φροντίδα για τις χήρες12 και διευκρινίζει ότι µε τον όρο «διακονίαν» εννοείται το έργο
της ελεηµοσύνης. Η παραθεώρηση των χηρών δεν προκλήθηκε σκόπιµα αλλά επειδή δεν
λήφθηκε πρόνοια για να υπηρετούν τα κατάλληλα πρόσωπα στην καθηµερινή φροντίδα των
αναγκών των άλλων µελών της κοινότητας, µια που οι απόστολοι ήταν επιβαρυµένοι µε το
δύσκολο έργο της διδασκαλίας και τη διεύθυνση της λατρείας 13 και δεν µπορούσαν
συγχρόνως να ανταποκρίνονται σε όλα τα καθήκοντά τους 14.

Θεσσαλονίκη 1983, Ι∆΄, στιχ. 5-6, σ. 394. Ο όρος «Ελληνιστές» χρησιµοποιείται και στο χωρίο 9,29 των
Πράξεων. Περισσότερα όµως για τη σηµασία του όρου «Ελληνιστές» καθώς και για την ιδεολογία που
αντιπροσώπευαν αναφέρονται στην επόµενη ενότητα.
1
Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., Ι∆΄, στιχ. 6, σ. 395 πρβλ. Windisch, «Έλλην, Ελλάς, Ελληνικός, Ελληνίς,
Ελληνιστής, Ελληνιστί», Theological Dictionary of the New Testament edited by Gerhard Kittel, Translator and
editor Geoffrey W. Bromiley, Volume II (∆-Η), wm. B. Eerdmans Publishing Company, Grand Rapids,
Michigan, 1978, σ. 509.
2
Περισσότερα για τους Ιουδαίους της ∆ιασποράς ιδές Ιωάννη Λ. Γαλάνη, Το ιστορικό πλαίσιο της Καινής
∆ιαθήκης. Συνοπτική ιστορία της εποχής της Καινής ∆ιαθήκης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης,
έκδοση: Υπηρεσία ∆ηµοσιευµάτων, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 127-135.
3
Ο Π. Ν. Τρεµπέλας, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 347 παρατηρεί ότι ο Λουκάς µε τον όρο «Ιουδαίοι» δηλώνει «τους
κατά το θρήσκευµα Ιουδαίους, τους τε λαλουντας την αραµαϊκήν και τους οµιλουντας την ελληνικήν, τους
περιτετµηµένους». Για τον όρο «Ιουδαίοι» ιδές και Στογιάννου, Η Πεντηκοστή, ό.π., σσ. 225-226.
4
Πρ. 6,9.
5
Ιω. Ζηζιούλα, «Το πρόβληµα των «Ελληνιστών» της Καινής ∆ιαθήκης. Ελληνισµός και Χριστιανισµός κατά
τους τρεις πρώτους αιώνες», ΙΕΕ, τ. 6, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1976, σ. 528 πρβλ. Παναγιώτη Κ. Χρήστου,
Ελληνική παρουσία στην Παλαιστίνη, εκδοτικός οίκος Κυροµάνος, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 112-113.
6
Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σ. 104.
7
Πρ. 6,1.
8
Τρεµπέλα, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 205.
9
Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., Ι∆΄, στιχ. 28-29, σ. 400 πρβλ. Catenae Graecorum Patrum in Novum
Testamentum, Edidit John Antony Cramer, III Catena in Acta SS. Apostolorum, Hildesheim, 1967, σ. 99.
10
Claude Wiéner (µετάφραση Σάββα Αγουρίδου), «Ελεηµοσύνη», ΛΒΘ, Μεταφρασµένο από τα γαλλικά µε την
εποπτεία των Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν και Γεωργίου Γρατσέα, Γαβριήλ Μαραγκού, Γεωργίου
Ρηγόπουλου, Σεβαστιανού Φέρη, Καίτης Χιωτέλλη, εκδόσεις Βιβλικό Κέντρο «΄Αρτος Ζωής», Αθήνα 1980, στ.
349-350. Ιδές W. A. Spooner, «Stephen», Dictionary of the Apostolic Church edited by James Hastings with the
assistance of John A. Selbie and John C. Lambert, volume II (Macedonia-Zion) with indexes, Edinburgh, T. &
T. Clark, 1954, σ. 525 και «Stephen», The New Westminster Dictionary of the Bible edited by Henry Snyder
Gehman, The Westminster Press, Philadelphia 1976, σ. 906.
11
Θεοφύλακτου, «Υπόθεσις της Βίβλου των Πράξεων συν τοις κεφαλαίοις αυτών», PG 125 , ς΄, στ. 600Α.
12
Pierre Sandevoir (µετάφραση Πέτρου Βασιλειάδη), «Χήρες», ΛΒΘ, ό.π., στ. 1006.
13
Βούλγαρη, Η ενότης, ό.π., σ. 394.
14
Αποστόλου Κ. Μακράκη, Ερµηνεία κατά βάθος και πλάτος εις τας Πράξεις των Αποστόλων, Ορθόδοξος
Χριστιανικός Σύλλογος «Ιωάννης ο Βαπτιστής», εν Αθήναις 1974, σ. 131. Ο Weiss υποστηρίζει ότι η
«παραθεώρηση» των χηρών δεν γινόταν τόσο στα κοινά δείπνα όσο στην καθηµερινή διανοµή ψωµιού ή
χρηµάτων-που µπορεί εξίσου να καλύπτει η φράση «διακονία καθηµερινή» βλ. σχετικά Weiss, Ο αρχέγονος,
ό.π., σ. 80 πρβλ. Tyson, The Emerging, ό.π., σ. 138.

22
Ο χαρακτηρισµός των γυναικών αυτών ως χήρες υποδηλώνει την υπάρχουσα ήδη τάξη
των χηρών κατά την εποχή της συγγραφής του βιβλίου των Πράξεων. Προφανώς οι γυναίκες
αυτές αποτελούσαν µαζί µε άλλους ενδεείς, το αντικείµενο της υλικής εκδήλωσης της αγάπης
της ιεροσολυµιτικής κοινότητας. Πάντως το γεγονός ότι τη διαµαρτυρία των χηρών
µεταφέρουν οι άνδρες προς τους προϊσταµένους της κοινότητας και ότι για την
αποκατάσταση της τάξης εκλέχτηκαν µόνον άνδρες, µαρτυρεί τη θέση που είχε η γυναίκα
στην Εκκλησία της Ιερουσαλήµ1 και γενικά στην κοινωνική ζωή της κοινότητας2.
Οι άγιοι απόστολοι, προκειµένου να αποµακρυνθεί κάθε υπόνοια που έβλαπτε την
παραδειγµατική ενότητα και αδελφική αγάπη η οποία κυριαρχούσε στην Εκκλησία των
Ιεροσολύµων3, συγκέντρωσαν το «πληθος των µαθητων»4, τη χριστιανική δηλαδή κοινότητα
και πρότειναν σε αυτήν να εκλέξει επτά άνδρες από τα µέλη της, που να έχουν καλή
µαρτυρία5 και να είναι πλήρεις πνεύµατος6 και σοφίας7, για να αναλάβουν τη διακονία8 των

1
Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, Αποφυγή ασκήσεως ιεραποστολής εις την αρχαίαν Εκκλησίαν, Εναίσιµος επί
διδακτορία διατριβή υποβληθείσα εις την Θεολογικήν Σχολήν του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου
Αθηνών, εν Αθήναις 1969, σσ. 62-63.
2
F. Scott Spencer, «Neglected Widows in Acts 6: 1-7», CBQ 56 (1994) 715-733.
3
∆αµασκηνού Κοράβου, «Η διαδικασία συνοδικής διοικήσεως στην Αρχαία Εκκλησία κατά τας Πράξεις των
Αποστόλων», Εισηγήσεις Ε΄ συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων, Οι Πράξεις των Αποστόλων,
Φραγκάβιλλα Ηλείας, 26-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 59.
4
Πρ. 6,2.
5
«Με τη φράση αυτή εννοεί την καλή φήµη. Το προσόν αυτό αποτελεί βασική προϋπόθεση της επιλογής, γιατί
εξασφαλίζει την κοινή αποδοχή. Η καλή µαρτυρία δεν αναφέρεται µόνο σε ικανότητες, απαραίτητες για τη
συγκεκριµένη αποστολή, αλλά πιο πολύ στο χαρακτήρα του επιλεγοµένου, στη δίκαιη κρίση του, στην
αξιοπιστία του, στην καλοσύνη του και γενικά στην ανεπίληπτη πολιτεία του» βλ. σχετικά Ιωάννου Λ. Γαλάνη,
«Οι προϋποθέσεις της σωστής διακονίας (Σχόλιο στο Πρξ. 6,1-7)», ΓΠ 70 (1987) 424. Για τον όρο «Μαρτυρία»
ιδές και Maurice Prat and Pierre Grelot (µετάφραση Βασιλείου Στογιάννου), «Μαρτυρία», ΛΒΘ, ό.π., στ. 634-
635.
6
«Το Άγιο Πνεύµα κατανοείται ως η θεϊκή δύναµη που ισχυροποιεί τον άνθρωπο, µέσω της οποίας ο αποδέκτης
ξεφεύγει από την παλιά αµαρτωλή παρουσία του και εισέρχεται σε µια νέα σύµφωνα µε τη βούληση του Θεού
ζωή» βλ. σχετικά Otto Glombitza, «Zur Charakterisierung des Stephanus in Act 6 und 7», ZNW 53 (1962) 240.
7
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις το χήρα καταλεγέσθω µη ελάττων ετών εξήκοντα γεγονυία και περί παίδων
ανατροφής και περί ελεηµοσύνης», Εισαγωγή, Κείµενο- Μετάφραση- Σχόλια από το Σπύρο Μουστάκα, ΕΠΕ, τ.
27, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαµάς», εκδοτικός οίκος «Το Βυζάντιον» Ελ. Μερετάκη, Θεσσαλονίκη
1987, σσ 500-502 πρβλ. Γαλάνη, Οι προϋποθέσεις, ό.π., σ. 425: «Η σοφία αυτή δεν έχει κοσµικό χαρακτήρα,
γιατί όπως λέγει και ο Παύλος, «η σοφία του κόσµου τούτου µωρία παρά τω Θεω εστιν» (Α΄ Κορ.3,19). Η
χριστιανική σοφία δεν αποκτάται µε ανθρώπινη προσπάθεια, αλλά µεταδίδεται στον πιστό από το Πνεύµα του
Θεού. Το «διακονείν τραπέζαις», όπως και κάθε άλλη διακονία, αυτή τη σοφία απαιτεί, δηλαδή τη σύνεση και τη
σωφροσύνη που χαρίζει το Άγιο Πνεύµα».
8
Σχετικά µε τον όρο «διακονία»: «Το «διακονείν» είναι έννοια αντίθετη και ασυµβίβαστη µε την έννοια του
«εξουσιάζειν». Η διακονία ήταν γνώρισµα των δούλων, ενώ η εξουσία των κυρίων. Οι δύο αυτές έννοιες
χαρακτήριζαν τη δοµή της προχριστιανικής και εξωχριστιανικής κοινωνίας. Στην Π.∆. η έννοια της διακονίας
αναφέρεται κυρίως στην υπηρεσία προς τους βασιλείς ή στην υπηρεσία των βασιλέων, των προφητών και των
ιερέων προς το Θεό. Στον ελληνικό και ρωµαϊκό κόσµο το «διακονείν» ήταν µειωτικό για τον ελεύθερο
άνθρωπο, γιατί ήταν αποκλειστικό «προνόµιο» των δούλων. Ο Πλάτων όµως θεωρεί τη διακονία ως απαραίτητη
µόνο για τον άρχοντα, ο οποίος πρέπει να είναι «διάκονος της πόλεως» (Γοργ. 508α). Η σηµασιολογική εξέλιξη
του όρου «διακονία» στην Κ.∆. αρχίζει από τη συγκεκριµένη έννοια της υπηρεσίας στην τράπεζα (βλ. Πρ.
6,1εξ., Λκ. 17,8), συνεχίζει στην προσφορά των αναγκαίων (Λκ. 8,3. 10,40), για να καταλήξει στην υπηρεσία µε
την γενικότερη έννοια (Ματθ. 25,44). Σε αντίθεση µε τον ελληνικό και γενικότερα τον εθνικό κόσµο, η έννοια
της διακονίας στον Ιουδαϊσµό αποκτά θετική σηµασία. Η ύψιστη µορφή σχέσης του ανθρώπου µε τον Θεό είναι
σχέση «διακονίας». Ο ίδιος ο Ιησούς επαναπροσδιορίζει την αντίληψη της διακονίας ως την ύψιστη µορφή
σχέσεων µεταξύ των ανθρώπων (Λκ. 9,48. 22,24εξ. Ιω. 13,4εξ.). Προχωρά όµως ακόµη πιο πέρα. Ερµηνεύει την
επίγεια δράση του µέσα από το πρίσµα της διακονίας προσδίδοντας έτσι στον όρο και χριστολογική χροιά:
«οίδατε ότι οι δοκουντες άρχειν των εθνων κατακυριεύουσιν αυτων και οι µεγάλοι αυτων κατεξουσιάζουσιν
αυτων. Ουχ ούτως δε εστιν εν υµιν, αλλ’ ος αν θέλη µέγας γενέσθαι εν υµιν έσται υµων διάκονος και ος αν θέλη εν
υµιν είναι πρωτος έσται πάντων δουλος και γάρ ο Υιός του ανθρώπου ουκ ηλθεν διακονηθηναι αλλά διακονησαι
και δουναι την ψυχήν αυτου λύτρον αντί πολλων» (Μαρκ. 10,42-45, Ματθ. 20,28 και Λκ. 22,26-27). Συνέπεια
της αυτοσυνειδησίας του Θεανθρώπου αποτελεί και η διδασκαλία, ότι η διακονία για χάρη των ταπεινών και
καταφρονεµένων ισοδυναµεί µε διακονία στον ίδιο το Θεό (Ματθ. 25,31εξ.). Ο Παύλος χαρακτηρίζει το έργο
του ως διακονία (Ρωµ. 15,25), την οποία µάλιστα κατατάσσει στα χαρίσµατα του αγίου Πνεύµατος (Α΄ Κορ.

23
τραπεζών (Πρ.6,2-3), ώστε να µπορούν οι ίδιοι απερίσπαστοι να κηρύττουν το λόγο του Θεού
(Πρ.6,4)1 και να επιτελούν τη λειτουργία του µυστηρίου της Ευχαριστίας2. Περιµένουν για
την εργασία στην κοινότητα βοηθούς, οι οποίοι βρίσκονται κάτω από την επίδραση του
Αγίου Πνεύµατος και οι οποίοι ταυτόχρονα σέβονται τη θεϊκή βούληση, όπως εµφανίζεται
στους µεσσιανικά κατανοητούς νόµους του Μωυσή, άνδρες δηλαδή που προασπίζουν σωστά
τη σχέση του παλιού µε το καινούριο σύµφωνα µε τις πράξεις του Θεού3.
Οι απόστολοι θα µπορούσαν να εκλέξουν τους «επτά», «πνεύµατι κινούµενοι»4, αλλά
εισάγουν µια νέα διαδικασία, πολύ σηµαντική για τη ζωή και την πορεία της Εκκλησίας, τη
µετάθεση της ευθύνης στους πιστούς5. Αυτοί πρέπει να επιλέξουν τα κατάλληλα πρόσωπα, τα
οποία θα προέρχονται από τα µέλη της Εκκλησίας. Το «διακονειν τραπέζαις» άλλωστε δεν
είναι πνευµατικό ζήτηµα, ώστε να ανήκει στην αρµοδιότητα των αποστόλων. ΄Ηταν θέµα
πολύ γνώριµο στους νεοφώτιστους πιστούς, γιατί αφορούσε τις βιοτικές τους ανάγκες6.
∆ιαπιστώνουµε συνεπώς ότι στην πρώτη Εκκλησία τίθενται οι βάσεις του συνοδικού
συστήµατος, της συνοδικότητας7. Αξιοµνηµόνευτο είναι το γεγονός ότι στην περίπτωση αυτή
δεν µνηµονεύεται το πρόσωπο που µίλησε στη σύναξη των πιστών εκ µέρους των
αποστόλων. Ο άγιος ευαγγελιστής Λουκάς θεώρησε ότι αυτό ήταν πολύ µικρής σηµασίας για
να το µνηµονεύσει. Αυτός µνηµονεύει µόνο το σπουδαίο, ότι δηλαδή «οι δώδεκα»

12,5). Η επιλογή των προσώπων ανατίθεται από τους αποστόλους στους ίδιους τους πιστούς, δηλαδή στην
Εκκλησία» βλ. σχετικά Γαλάνη, Οι προϋποθέσεις, ό.π., σσ. 423-424 Βασιλειάδη, Χάρις, ό.π., σ. 136, ο οποίος
αναφέρει ότι: Στους εβδοµήκοντα (Ο΄) δεν βρίσκουµε τον όρο «διακονία», η σχετική όµως αντίληψη
προσδιορίζεται από µια σειρά παραπλήσιους όρους, όπως «δουλόω», «λατρεύω», «λειτουργέω», κτλ. πρβλ.
Pierre Grelot (µετάφραση Γεώργιος Ρηγόπουλος), «∆ιακονία», ΛΒΘ, ό.π., στ. 258 H. W. Beyer, «∆ιακονέω,
∆ιακονία, ∆ιάκονος», Theological Dictionary of the New Testament, vol. II, ό.π., σ. 87 πρβλ. R. R. Williams,
Authority in the Apostolic Age with two Essays on the modern problem of Authority, SCM Press LTD, 1950, σσ.
49-50 Γεωργίου Αντ. Γαλίτη, Μαρτυρία και ∆ιακονία εν τη Καινή ∆ιαθήκη, Αθήναι 1967, σσ. 11-15
Καραβιδόπουλου, Βιβλικές, ό.π., σσ. 307 και 309-313 Ηλία Ι. Πατσαβού, Η είσοδος στον κλήρο κατά τους
πρώτους πέντε αιώνας, Εναίσιµος επί διδακτορία διατριβή υποβληθείσα εις την Θεολογικήν Σχολήν του
Πανεπιστηµίου Αθηνών, Αθήναι 1973, σ. 20 Lienhard, Acts, ό.π., σ. 234.
1
Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., Ι∆΄, στιχ. 7-9, 18-20, 26-28, σ. 402: «(Την εκλογή των επτά διακόνων) ουκ
οικεία γνώµη πράττουσιν , αλλά πρότερον απολογουνται τω πλήθει ουτω και νυν γίνεσθαι έδει… Και όρα την
κρίσιν αυτοις επιτρέπουσι, και τους πασι αρέσκοντας και υπό πάντων µαρτυρουµένους εκείνους
προβάλλονται…΄Αλλως δε το µεν ορίσαι τον αριθµόν , και χειροτονησαι , και το εν χρεία τοιαύτη , αυτων ην , το
δε ελέσθαι τους άνδρας εκείνοις επιτρέπουσιν , ίνα µη δόξωσιν αυτοί χαρίζεσθαι…».
2
Μακράκη, Ερµηνεία, ό.π., σ. 132.
3
Glombitza, Zur Charakterisierung, ό.π., σ. 242.
4
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Οµιλίαι εις τας Πράξεις των Αποστόλων», PG 60, Ι∆΄, γ΄, στ. 115.
5
πρβλ. Robert F. O’ Toole, «Η Αυθεντία στην Εκκλησία κατά τα κείµενα Λουκάς-Πράξεις», ∆ΒΜ 15(1996)28
Karl Ludwig Schmidt, «Amt und Aemter im Neuen Testament», TZ 1(1945)311.
6
Γαλάνη, Οι Προϋποθέσεις, ό.π., σ. 424 πρβλ. Edward Echlin, «Report of permanent diaconate», AER 164
(1971)193 Βούλγαρη, Η ενότης, ό.π., σ. 394.
7
Βασιλειάδη, Αποστολή, ό.π., σ. 39 Κοράβου, Η διαδικασία, ό.π., σ. 60.

24
συγκέντρωσαν τους πιστούς και οι ίδιοι έκαναν την πρόταση της εκλογής των επτά1
∆ιακόνων (στ. 2-3)2.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος ερµηνεύοντας το χωρίο των Πράξεων (6,1-6,6)
σηµειώνει τα εξής: «θαυµάσαι άξιον, πως ουχ εσχίσθη το πληθος επί τη αιρέσει των ανδρων
πως ουκ απεδοκιµάσθηκαν υπ’ αυτων οι Απόστολοι»3. ∆εν εξέφρασαν δηλαδή τα µέλη της
κοινότητας διαφορετικές προτιµήσεις ο καθένας, αλλά υπήρξε οµοφωνία σχετικά µε την
εκλογή των προσώπων.
Η πρόταση των αποστόλων έγινε αποδεκτή από τη χριστιανική κοινότητα, η οποία εξέλεξε
επτά άνδρες4 και τους παρουσίασε στους αποστόλους οι οποίοι τους χειροτόνησαν, µε
προσευχές επικλήσεως και µεταδόσεως της χάριτος του Αγίου Πνεύµατος, στη διακονία που
έπρεπε να εκπληρώσουν (Πρ.6,5-6). Οι επτά ∆ιάκονοι ήταν όλοι, εκτός από τον Νικόλαο, εξ
Ιουδαίων χριστιανοί. Ο συγγραφέας των Πράξεων χαρακτηρίζει ρητά τον Νικόλαο ως
προσήλυτο (Πρ.6,5), δείχνοντας έτσι ότι οι υπόλοιποι ήταν εξ Ιουδαίων χριστιανοί. Το
ερώτηµα που µπορεί να τεθεί είναι εάν οι ∆ιάκονοι που εκλέχτηκαν ήταν Ελληνιστές ή
Εβραίοι. Επικρατέστερη είναι η άποψη ότι οι έξι ∆ιάκονοι ήταν Ελληνιστές. Αυτό
βεβαιώνουν και τα ονόµατά τους, αν και Εβραίοι έφεραν ελληνικά ονόµατα, όπως είναι ο
απόστολος Ανδρέας5. Επίσης φαίνεται πιο πιθανό, ότι οι γογγυσµοί των Ελληνιστών θα
παρακάµπτονταν ευκολότερα µε την εκλογή Ελληνιστών6.
Στους επτά άνδρες που εκλέχτηκαν δεν δόθηκε κάποιος ιδιαίτερος τίτλος στις Πράξεις,
αλλά αυτοί συχνά αποκαλούνταν οι «επτά ∆ιάκονοι», αφού η εργασία που έκαναν ήταν όµοια
µε εκείνη που γινόταν από τους ∆ιακόνους όχι πολύ αργότερα. Ο ρηµατικός τύπος
«διακονείν» µε τη γενική έννοια, που σηµαίνει υπηρετώ ή παρέχω, χορηγώ, χρησιµοποιήθηκε
γι’ αυτούς7.
Θα µπορούσε άραγε να υποστηριχθεί ότι µε την εκλογή και τη χειροτονία των επτά
∆ιακόνων, που περιγράφουν οι Πράξεις των Αποστόλων τίθενται οι βάσεις του ιερατικού
βαθµού των ∆ιακόνων; Από το σκοπό για τον οποίο έγινε η εκλογή και η χειροτονία αυτών,
φαίνεται ότι πρόκειται για αξίωµα εκκλησιαστικό, «όπως αναπληρωνται οι Απόστολοι εις τα

1
Σπύρου Κ. Τσιτσίγκου, «Ποιο ήταν το έργο των επτά διακόνων;», Εκκλησία (1993), αρ.12, σ. 450, ο οποίος
σχετικά µε τον αριθµό «επτά», σηµειώνει τα εξής: ο αριθµός επτά (7) ήταν, βέβαια, ανέκαθεν ιερός αριθµός
ιδίως στους Ιουδαίους, των οποίων όχι µόνο οι τοπικές αρχές αποτελούνταν από επτά µέλη, αλλά και οι
υπηρέτες της συναγωγής.΄Ετσι µια µίµηση της πρακτικής οργάνωσης των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων των
Ιουδαιοχριστιανών φαίνεται πολύ πιθανή.΄Αλλωστε και στους µετέπειτα χρόνους η Εκκλησία από σεβασµό
προς το έθιµο αυτό της Ιεράς Παράδοσης διατήρησε συνοδικούς κανόνες, που προέβλεπαν, για τους
«ιερατικούς» πια ∆ιακόνους (µε την τρέχουσα έννοια), τη µη υπέρβαση του αριθµού αυτού των επτά
(∆ιακόνων) σε οποιαδήποτε πόλη. Πρέπει να σηµειωθεί ότι οι κανόνες αυτοί δεν «εφαρµόστηκαν παντού και
πάντοτε». Επίσης για τον αριθµό «επτά» βλ. σχετικά Jean De Fraine and Pierre Grelot (µετάφραση Μίρκας
Σκάρα), «Αριθµοί», ΛΒΘ, ό.π., στ. 141 και 143 Rengstorf, «Επτά, Επτάκις, Επτακισχίλιοι, Έβδοµος,
Εβδοµήκοντα, Εβδοµηκοντάκις», Theological Dictionary of the New Testament, vol. II, ό.π., σσ. 627-635 πρβλ.
Kirsopp Lake, «The Communism of Acts», The Beginnings of Christianity, part I: The Acts of the Apostles,
edited by F. J. Foakes Jackson and Kirsopp Lake, vol. V: Additional Notes to the Commentary edited by Kirsopp
Lake and Henry J. Cadbury, Macmillan and Co., London 1933, σ. 149, όπου αναφέρεται ότι προτιµήθηκε ο
αριθµός επτά επειδή η Ιερουσαλήµ ήταν χωρισµένη σε επτά συνοικίες.
2
Κοράβου, Η διαδικασία, ό.π., σ. 60 πρβλ. ∆οσιθέου Πατριάρχου Ιεροσολύµων, Ιστορία περί των εν
Ιεροσολύµοις Πατριαρχευσάντων διηρηµένη εν δώδεκα βιβλίοις άλλως καλουµένη ∆ωδεκάβιβλος ∆οσιθέου,
εισαγωγή αρχιµ. Ειρηναίου ∆εληδήµου, εκδόσεις Βασιλ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1982, βιβλίον Α΄, κεφ. Ε΄,
παράγραφος Β΄, σ. 68.
3
Πηδάλιον, εκδόσεις Αλ. Και Ε. Παπαδηµητρίου, Αθήναι 1970, σ. 233.
4
«…Στέφανον, άνδρα πλήρης πίστεως καί πνεύµατος αγίου, καί Φίλιππον καί Πρόχορον καί Νικάνωρα καί
Τίµωνα καί Παρµεναν καί Νικόλαον προσήλυτον Αντιοχέα…»(Πρ. 6,5).
5
Αρχιµανδρίτη Ιωήλ Ν. Γιαννακόπουλου, Πράξεις Αποστόλων, (Αναλύσεις κειµένων-κοινωνικά θέµατα),
Κάλαµαι 1954, σ. 104.
6
∆(υοβουνιώτη), Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 4 πρβλ. Γαλάνη, Το ιστορικό, ό.π., σ. 88.
7
Philip Carrington, The Early Christian Church, vol. 1: The first Christian century. Cambridge, at the University
Press, 1957, σ. 44. Ιδές Floyd F. Filson, A New Testament History. New Testament Library. SCM Press, London
1965, σ. 178 J. E. L. Oulton, «The Holy Spirit, Baptism and Laying on of Hands in Acts», ET 66 (1954-55)
236.

25
έργα της διακονίας των τραπεζων» και όχι για βαθµό ιερατικό1. Από τις Πράξεις γνωρίζουµε
ότι το έργο των επτά ∆ιακόνων ήταν «διακονειν τραπέζαις»2.
Αλλά ποιο αξίωµα είχαν οι ∆ιάκονοι και ποια χειροτονία δέχθηκαν; «Άρα την των
διακόνων;» διερωτάται ο ιερός Χρυσόστοµος, «και µην τουτο εν ταις Εκκλησίαις ουκ εστιν,
αλλά των πρεσβυτέρων εστίν η οικονοµία καίτοι ουδέπω ουδείς επίσκοπος ην, αλλ’ οι
απόστολοι µόνον. Όθεν ούτε διακόνων, ούτε πρεσβυτέρων οιµαι το όνοµα είναι δηλον και
φανερόν αλλά τέως εις τουτο εχειροτονήθησαν».3 Ο Χρυσόστοµος πιστεύει εποµένως ότι οι
∆ιάκονοι αυτοί δεν είχαν το αξίωµα των µυστηρίων, όπως έχουν σήµερα, ούτε το αξίωµα των
πρεσβυτέρων, αφού αυτά δεν ήταν ακόµη θεσµοθετηµένα στην Εκκλησία4. ∆εν ήταν
∆ιάκονοι µυστηρίων, αλλά τραπεζών.
Παρόµοια και ο δέκατος έκτος κανόνας της έκτης Οικουµενικής Συνόδου (681) ορίζει τα
εξής: «Επειδή η των πράξεων βίβλος ζ΄ υπό των Αποστόλων ∆ιακόνους καταστηναι
παραδίδωσιν, οι δε της κατά Νεοκαισάρειαν Συνόδου, ούτως εν τοις εκτεθεισι παρ αυτων
Κανόσι σαφως διεξηλθον, ότι ∆ιάκονοι επτά οφείλουσιν είναι κατά τον Κανόνα, καν πάνυ
µεγάλη η πόλις η, πεισθηση δε εκ της βίβλου των πράξεων ηµεις τω Αποστολικω ρητω τον νουν
εφαρµόσαντες των Πατέρων, εύροµεν, ως ο λόγος αυτοις, ου περί των τοις µυστηρίοις
διακονουµένων ανδρων ην, αλλά περί της εν ταις χρείαις των τραπεζων υπουργίας»5.
Επίσης ο Οικουµένιος Τρίκκης (10ος αιώνας) υποστηρίζοντας την ίδια θέση σχετικά µε τη
χειροτονία των ∆ιακόνων χαρακτηριστικά σηµειώνει: «Όθεν τους εκλεγέντας εις διακόνους
εχειροτόνησαν, ου κατά τον νυν εν ταις εκκλησίαις βαθµόν, αλλά του διανέµειν µετά ακριβείας
και ορφανοις και χηραις τα προς διατροφήν και µη κατηµεληµένως, µάλιστα δε χήραις και
ορφανοις δι ους µάλιστα ο γογγυσµός»6.
Από τα παραπάνω αβίαστα συµπεραίνεται, ότι οι επτά χειροτονήθηκαν ∆ιάκονοι
προκειµένου να εξυπηρετούν τις ανάγκες που υπήρχαν στις τράπεζες7, χωρίς αυτό να
σηµαίνει ότι κατείχαν κάποιον ιερατικό βαθµό. Συνδέονταν µόνο έµµεσα µε το µυστήριο της
Θείας Ευχαριστίας, ενώ το κύριο έργο τους συνίστατο στη θεραπεία των αναγκών της
αυξανόµενης σε πληθυσµό κοινότητας και στην αρτιότερη οργάνωση της ζωής της8.
Εποµένως η εκλογή των επτά ∆ιακόνων για τη φροντίδα των κοινών συσσιτίων πρέπει να
θεωρηθεί ως έργο τελείως παροδικό και πρόσκαιρο προς ενίσχυση του έργου των αποστόλων
και όχι ως κάποιο µόνιµο και ειδικό εκκλησιαστικό αξίωµα9. Εφόσον το λειτούργηµά τους

1
π. ∆ηµητρίου Βακάρου, Η Ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραµµατεία των πέντε πρώτων αιώνων, ∆ιατριβή επί
διδακτορία υποβληθείσα εις το τµήµα Ποιµαντικής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 179 πρβλ. Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σ. 229.
2
Πρ. 6,2.
3
Χρυσοστόµου, Οµιλίαι, ό.π., Ι∆΄, γ΄, στ. 116 Βακάρου, Η Ιερωσύνη, ό.π., σ. 179 πρβλ. Θεοφύλακτου,
«Ερµηνεία εις τας Πράξεις των Αποστόλων εκ του κώδικος Βατικανού», PG 125, ζ΄, στ. 901C.
4
Πηδάλιον, ό.π., σ. 234 πρβλ. Γερασίµου Ι. Κονιδάρη, «Ο ιστορικός, η Εκκλησία και το περιεχόµενον της
παραδόσεως κατά τους δύο πρώτους αιώνας», ΓΠ 44 (1961) 69-70.
5
Πηδάλιον, ό.π., σ. 233 πρβλ. Βακάρου, H Ιερωσύνη, ό.π., σσ. 179-180.
6
«Εξήγησις των πάλαι αγίων ανδρών υπό Ανωνύµου ή και υπό Οικουµενίου εκ διαφόρων υποµνηµάτων
συλλεχθεισα τε και ακριβωθεισα εις σύνοψιν εις τας Πράξεις των Αποστόλων», PG 118, ζ΄, στ. 124C.
7
Ιδές Αρχιµανδρίτου Ιλαρίωνος Κοϊβεράκη, «Ποία η χρήσις και η έννοια των λέξεων Πρεσβύτερος και
∆ιάκονος», Εκκλ. Φ. 31 (1932) 302 πρβλ. Robert Deffinbaugh, Acts Christ at Work through His Church,
Biblical Studies Press 1997, σ. 17. Το βιβλίο του Robert Deffinbaugh, Acts, ό.π., το βρήκα στην ηλεκτρονική
διεύθυνση του Internet: http://www.bible.org/docs/nt/books/act/deffin/acts-12.htm και η σελίδα στην οποία
παραπέµπω δεν ανταποκρίνεται στην αντίστοιχη του βιβλίου αλλά ο εκτυπωτής την αρίθµησε έτσι στην
προσπάθειά µου να εκτυπώσω το Lesson 10: Waiting on the Widows από το βιβλίο.
8
Βούλγαρη, Η ενότης, ό.π., σ. 394. Ιδές Αρχιµ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία. Απ’ αρχής
µέχρι σήµερον, β΄ έκδοσις, Αθήναι 1959, σ. 43, όπου σηµειώνεται ότι οι πρώτες µαρτυρίες ότι οι επτά ήταν
∆ιάκονοι, προέρχονται από την τρίτη εκατονταετηρίδα και εξέφραζαν την αντίληψη της Εκκλησίας της Ρώµης.
Σε µας για πρώτη φορά συναντάται στο δέκατο πέµπτο κανόνα της συνόδου της Νεοκαισαρείας (314-325) πρβλ.
Πρόδροµου Ι. Ακανθόπουλου, Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόµων, β΄ έκδοση, εκδοτικός
οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 224.
9
∆ηµ. Ν. Μωραΐτη, «∆ιακονία», ΘΗΕ, τ.4, στ. 1139 πρβλ. Χρήστου Σπ. Βούλγαρη, «Το Μυστήριον της
Ιερωσύνης κατά την Αγ. Γραφήν», Θεολογία 62/2 (1991) 682-683 Lienhard, Acts, ό.π., σ. 236.

26
εξαρτιόταν από τους αποστόλους από τους οποίους και χειροτονήθηκαν, οι ∆ιάκονοι ήταν
στην πραγµατικότητα εκπρόσωποί τους σε συγκεκριµένο τοµέα της εκκλησιαστικής ζωής.
Ότι όµως κάποιοι από αυτούς ασκούσαν και κηρυκτικό έργο, όπως ο Στέφανος (Πρ. 6,8 εξ.)
και ο Φίλιππος (Πρ. 21,8 εξ.), δεν σηµαίνει ότι αυτονοµήθηκαν έναντι των αποστόλων, αλλά
ασκούσαν το έργο αυτό µε την έγκριση και την εποπτεία τους1. Από τη δραστηριότητά τους
αυτή φαίνεται όµως ότι συνυφαινόταν άριστα το χαρισµατικό µε το διοικητικό στοιχείο των
∆ιακόνων αυτών2.
Παρ’ όλα αυτά µπορεί κάποιος να δεχθεί ότι στους επτά έχουµε την αρχή ή τουλάχιστον
τη βάση του υπουργήµατος των ∆ιακόνων. Ως παράδειγµα αναφέρουµε το Φίλιππο, ο οποίος
είχε χειροτονηθεί ως ∆ιάκονος, αλλά στη Σαµάρεια όταν ανέλαβε έργο ευαγγελιστή (Πρ.
8,5), δηλαδή έργο κυρίως χαρισµατούχου, δεν έλαβε νέα σχετική επίθεση των χειρών, είτε
διότι τότε στους κυρίως χαρισµατούχους δεν ανατίθεντο πρόσθετα εκκλησιαστικά
καθήκοντα, είτε διότι ο Φίλιππος έφυγε εσπευσµένως από την Ιερουσαλήµ, κατά το διωγµό
που ακολούθησε το θάνατο του Στεφάνου. Γι’ αυτό ο Φίλιππος είχε το δικαίωµα να
εκχριστιανίσει τους Σαµαρείτες, αλλά δεν επιτρεπόταν να επιθέσει τα χέρια του στους
βαπτισµένους Σαµαρείτες. Γι’ αυτό στάλθηκαν από την Ιερουσαλήµ οι απόστολοι Πέτρος και
Ιωάννης οι οποίοι επέθεσαν τα χέρια επάνω τους (Πρ. 8,14-17)3.
Στις Αποστολικές ∆ιαταγές4 υπάρχει η πληροφορία ότι ο Στέφανος χειροτονήθηκε
∆ιάκονος µετά την ανάληψη του Κυρίου από τον Ιάκωβο, όµως δεν φαίνεται να είναι
αυθεντική5.
Στις ευχές της χειροτονίας του ∆ιακόνου ο χειροτονούµενος φαίνεται ότι παίρνει από τον
Κύριο ως δωρεά: «την χάριν, ην εδωρήσω Στεφάνω τω πρωτοµάρτυρί σου, ον εκάλεσας
πρωτον εις το έργον της διακονίας σου»6. O Κύριος επίσης, όπως προκύπτει από την
παρακάτω ευχή, καθόρισε τη διακονία: «Ο Θεός ο Σωτήρ ηµων, ο τη αφθάρτω σου φωνη τοις
Αποστόλοις σου θεσπίσας τον της διακονίας νόµον, και τον πρωτοµάρτυρα Στέφανον τοιουτον
αναδείξας, και πρωτον αυτόν κηρύξας το του διακόνου πληρουντα έργον, καθώς γέγραπται εν
τω αγίω Ευαγγελίω σου»7. Aπό τη σύγκριση των ευχών χειροτονίας του ∆ιακόνου των
Αποστολικών ∆ιαταγών µέχρι τις Βυζαντινές χειροτονίες γίνεται αναφορά είτε στους επτά
∆ιακόνους των Πράξεων είτε ονοµαστικά αναφέρεται ο Πρωτοµάρτυρας Στέφανος. Η
αναφορά όµως αυτή γίνεται για να τονισθεί η διακονία και το έργο της διακονίας, παρά ο
ιερατικός βαθµός8.
Η έµφαση στην ευχή της χειροτονίας του ∆ιακόνου βρίσκεται στην επίκληση του Αγίου
Πνεύµατος να κατέβει στο χειροτονούµενο: «πλησον αυτόν Πνεύµατος αγίου, και δυνάµεως ,
ως έπλησας Στέφανον τον µάρτυρα και µιµητήν των παθηµάτων του Χριστου σου»9.
Ο άγιος Νικόδηµος ο Αγιορείτης (+1809) σχολιάζοντας στο Πηδάλιο τον ιστ΄ κανόνα της
ΣΤ΄ Οικουµενικής Συνόδου, όπου αναφέρεται ότι: «οι ∆ιάκονοι ουτοι δεν ησαν των
µυστηρίων, αλλά της κοινης χρείας, και των σιτηρεσίων των τότε χριστιανων»10,υπογραµµίζει:
«Εντευθεν τινες, παρακινούµενοι, λέγουν ότι οι επτά ∆ιάκονοι ουτοι δεν πρέπει να
ζωγραφουνται ως Μυστηρίων ∆ιάκονοι µετά θυµιατου, στιχαρίου, και οραρίου, και ασκεπεις.
1
Βούλγαρη, Το Μυστήριον, ό.π., σ. 683 πρβλ. Γαλίτη, Μαρτυρία, ό.π., σσ. 16-17.
2
Βούλγαρη, Η ενότης, ό.π., σ. 394.
3
Ισιδώρου Πηλουσιώτη, «Επιστολαί», PG 78, βιβλίον Ι, ΥΝ΄- Αντιόχω, στ. 429C. Ο Οικουµένιος τονίζει µε
σαφήνεια ότι «ουτοι (οι επτά ∆ιάκονοι) γάρ δυνάµεις µεν έλαβον ποιειν σηµεια, ουχί δε και Πνευµα διδόναι
ετέροις τουτο γάρ ην το των αποστόλων εξαίρετον», PG 118, Ι΄, στ. 160 πρβλ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική, ό.π.,
σ. 44, υποσ. 2.
4
«∆ιαταγαί Αποστόλων», PG 1, 8,46, στ. 1153C-1156A.
5
Βακάρου, Η Ιερωσύνη, ό.π., σ. 180.
6
Jacobus Goar, Euchologion sive rituale Graecorum, Akademische Druck, Austria 1960, σ. 208 πρβλ. Βακάρου,
Η Ιερωσύνη, ό.π., σ.180. Ιδές Παναγιώτου Ν. Τρεµπέλα, «Τάξεις χειροθεσιών και χειροτονιών», Θεολογία 19
(1941-1948) 637.
7
Goar, Euchologion, ό.π., σ. 209 πρβλ. Βακάρου, Η Ιερωσύνη, ό.π., σ. 180. Ιδές Τρεµπέλα, Τάξεις, ό.π., σ. 638.
8
Βακάρου, Η Ιερωσύνη, ό.π., σ. 180.
9
«∆ιαταγαί Αποστόλων», PG 1, 8,18, στ. 1116C πρβλ. Βακάρου, Η Ιερωσύνη, ό.π., σσ. 180-181.
10
Πηδάλιον, ό.π., σ. 234 πρβλ. Βακάρου, Η Ιερωσύνη, ό.π., σ. 181.

27
Εγώ δε, βλέπω από το ένα µέρος τον Θεοφόρον Ιγνάτιον να γραφη εν τη προς Τραλλησίους
επιστολη, ότι ο Αρχιδιάκονος Στέφανος ελειτούργει εις τον Αδελφόθεον Ιάκωβον λειτουργίαν
καθαράν και άµωµον, και από το άλλο, βλέπων εις το δ΄. και µς΄. Κεφάλαιον του η΄. βιβλίου
των Αποστολικων ∆ιαταγων να αριθµουνται οι επτά ∆ιάκονοι µετά τους Επισκόπους και
Πρεσβυτέρους, και µε αυτούς να συναριθµουνται, ων εις ην και ο Στέφανος, νοµίζω ότι αυτοί
να ησαν και Μυστηρίων ∆ιάκονοι, και ακολούθως ότι δεν είναι άτοπον και να εικονίζωνται και
ως ∆ιάκονοι Μυστηρίων»1. Πρέπει να σηµειωθεί όµως ότι καταλήγει σε αυτό το συµπέρασµα
στηριζόµενος στην εκτενέστερη µορφή της επιστολής του Ιγνατίου προς Τραλλησίους και
στο τέταρτο και τεσσαρακοστό έκτο κεφάλαιο του όγδοου βιβλίου των Αποστολικών
∆ιαταγών που δεν είναι αυθεντικές πηγές2.
∆ιαπιστώσαµε ότι ο θεσµός των ∆ιακόνων είχε χαρακτήρα κοινωνικό και συνδεόταν µε τα
κοινά γεύµατα της κοινότητας. Όπως πληροφορούµαστε από τον Παύλο3, οι συνεστιάσεις
αυτές γίνονταν µετά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, ως έκφραση της ενότητας που
βίωναν στην καθηµερινή τους ζωή οι πιστοί µέσω του µυστηρίου τόσο µε το Χριστό όσο και
µεταξύ τους. Στην πρώτη χριστιανική κοινότητα δηλαδή, δεν υπήρχε διάκριση ανάµεσα στη
λατρευτική και στην κοινωνική διακονία, όπως προκύπτει µε σαφήνεια από την περίπτωση
των ∆ιακόνων4.Όµως, όπως επίσης καταγγέλλει ο Παύλος, σύντοµα άρχισαν να
εκδηλώνονται στις συνεστιάσεις σοβαρές ατασθαλίες, οι οποίες και συνετέλεσαν στην
εσπευσµένη κατάργησή τους. Τότε πιθανώς, οι ∆ιάκονοι των τραπεζών αυτών, των
συνεστιάσεων, µετακινήθηκαν στη διακονία της τράπεζας του Χριστού, της Θείας
Ευχαριστίας, µε την οποία και παρέµειναν έκτοτε συνδεδεµένοι. Την πρώιµη αυτή εξέλιξη
του θεσµού των ∆ιακόνων εκφράζουν, προφανώς οι ∆ιάκονοι των Φιλίππων5 και της
περιοχής6 της Εφέσου7. Μάλιστα ο Παύλος στην πρώτη επιστολή του προς Τιµόθεο (3,8-13),
περιγράφει τα προσόντα και τα καθήκοντα των ∆ιακόνων8, πράγµα που σηµαίνει ότι οι
∆ιάκονοι από την εποχή των αποστόλων απέκτησαν ιερατικό χαρακτήρα9.
Κατά την αποστολική εποχή εκτός από την τάξη των ∆ιακόνων ανδρών, παρουσιάσθηκε
και γυναικεία10 διακονική τάξη. Πρώτη µαρτυρία περί «διακόνων γυναικών» θεωρείται το
χωρίο (16,1-2) της προς Ρωµαίους επιστολής του αποστόλου Παύλου, στο οποίο
µνηµονεύεται η Φοίβη, η οποία ήταν «διάκονος της εκκλησίας της εν Κεγχρεαις» και
«προστάτις πολλων εγενήθη» ακόµη και του ίδιου του Παύλου. Τα καθήκοντα της Φοίβης
όµως δεν είναι αναγκαστικά της ίδιας τάξης µε τα αντίστοιχα των ανδρών ∆ιακόνων, γιατί οι
εντολές του Παύλου για το ρόλο των γυναικών στις λατρευτικές συνάξεις (Α΄ Κορ. 11,1-16
14,33 εξ.) είναι από τις πιο αυστηρές11.Ο λόγος που επέβαλε την εµφάνιση της γυναικείας
διακονικής τάξης ήταν η χωριστή ζωή που περνούσαν οι γυναίκες της Ανατολής στους
γυναικωνίτες. Οι γυναίκες ∆ιάκονοι θα µπορούσαν να εισχωρούν στους γυναικείους
θαλάµους και να γίνονται φορείς του ιεραποστολικού έργου της Εκκλησίας στο γυναικείο
κόσµο. Εποµένως η γυναικεία διακονία ήταν ευθύς εξ αρχής αναγκαία για την ευπρεπή,
κόσµια και ανεπίληπτη τέλεση του µυστηρίου του βαπτίσµατος των γυναικών.

1
Πηδάλιον, ό.π., σ. 234, υποσ. 1 πρβλ. Βακάρου, Η Ιερωσύνη, ό.π., σ. 181.
2
Βακάρου, Η Ιερωσύνη, ό.π., σ. 181.
3
Α΄ Κορ. 11,17-34.
4
Πρ. 6,1εξ. Βασιλειάδη, Χάρις, ό.π., σ. 137.
5
Φιλιπ. 1,1.
6
Α΄ Τιµ. 3,8-13.
7
Βούλγαρη, Το Μυστήριον, ό.π., σσ. 682-683 πρβλ. Τσιτσίγκου, Ποιο ήταν, ό.π., σ. 451.
8
Σωφρονίου Ευστρατιάδου, Μητροπολίτου Λεοντοπόλεως, «∆ιάκονος», Λεξικόν της Καινής ∆ιαθήκης, εν
Αλεξανδρεία, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, 1910, σ. 204 πρβλ. Bishop Athenagoras, «The Hierarchy of
the Christian Church», The Greek Orthodox Theological Review 4 (1958-59) 39.
9
Βακάρου, Η Ιερωσύνη, ό.π., σ. 181.
10
Ιδές Dale Moody, «Charismatic and Official Ministries. A study of the New Testament concept», Int 19
(1965) 179-181.
11
Grelot, ∆ιακονία, ό.π., στ. 259-260.

28
Σχετικά µε την εκλογή των διακονισσών, διακόνισσες εκλέγονταν από την Εκκλησία «µετ’
ακριβους δοκιµασίας» εκλεκτές χριστιανές γυναίκες, οι οποίες πληρούσαν ορισµένες
προϋποθέσεις. Οι περισσότερες από τις διακόνισσες στρατολογούνταν από των τάξεων των
αφιερωµένων στο Θεό «παρθένων», οι οποίες ζούσαν είτε µόνες τους, είτε σ’ ένα
«παρθενώνα» ή «οίκον παρθένων», νηστεύοντας, ψάλλοντας, προσευχόµενες, διαβάζοντας
την Αγία Γραφή και ασχολούµενες µε γυναικείες εργασίες (υφαντική, ραπτική κτλ.). Εκτός
των παρθένων, διακόνισσες γίνονταν και πολλές χήρες. Λίαν ευπρόσδεκτες ήταν στις τάξεις
των διακονισσών ιδίως οι χήρες, οι οποίες υπήρξαν εκλεκτές χριστιανές µητέρες, εφ’ όσον
αυτές µε την πείρα, την οποία είχαν αποκτήσει από την ανατροφή των τέκνων τους,
µπορούσαν να καθοδηγούν τις νεαρές χριστιανές µητέρες στο πολυσχιδές έργο τους. Επίσης
διακόνισσες εκλέγονταν και σύζυγοι επισκόπων. Ο τεσσαρακοστός όγδοος κανόνας της εν
Τρούλλω Συνόδου (787) ορίζει, ότι η σύζυγος του επισκόπου, «ει και αξία φανείη, προς το της
διακονίας αναβιβαζέσθω αξίωµα». Έτσι, για παράδειγµα η Θεοδοσία, σύζυγος του Γρηγορίου
Νύσσης, χειροτονήθηκε διακόνισσα µόλις ο σύζυγός της ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο.
Έπειτα διακόνισσες χειροτονούνταν και πολλές επίλεκτες εκπρόσωποι των γυναικείων
µοναστηριών. Κατά τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους επικρατούσε η συνήθεια να
εκλέγονται ως διακόνισσες µεγαλοσχήµονες µοναχές και µάλιστα ηγούµενες γυναικείων
µοναστηριών1.
Όσον αφορά τη θέση των διακονισσών στον κλήρο πρέπει να τονισθεί ότι οι διακόνισσες
ουδέποτε είχαν ιερατικά καθήκοντα και από την αποστολική εποχή επικρατεί µέχρι σήµερα
στην Εκκλησία µόνιµη και σταθερή παράδοση. Έτσι απαγορευόταν στις γυναίκες ∆ιακόνους
να κηρύττουν στην εκκλησιαστική συνάθροιση, να βαπτίζουν και να τελούν τα ιερατικά-
πρεσβυτερικά καθήκοντα. Ο άγιος Επιφάνιος τονίζει χαρακτηριστικά, «ότι µεν διακονισσων
τάγµα εστιν εις την Εκκλησίαν, αλλ’ ουχί εις το ιερατεύειν»2.
Η διαδικασία εγκατάστασης στο αξίωµα του ∆ιακόνου ήταν η «χειροτονία»3, δηλαδή η
προσευχή και η επίθεση των χειρών4 του χειροτονούντος στο χειροτονούµενο5. Ο ιερός
Χρυσόστοµος, στη δέκατη τέταρτη οµιλία του στις Πράξεις των Αποστόλων, σηµειώνει:
«Όρα πως ουκ έστι περιττός ο συγγραφεύς ου γάρ λέγει πως, αλλ’ απλως ότι εχειροτονήθησαν
διά προσευχης τουτο γάρ η χειροτονία εστίν. Η χείρ επίκειται του ανδρός, το δε παν ο Θεός
εργάζεται, και η αυτου χείρ εστιν η απτοµένη της κεφαλης του χειροτονούµενου, εάν, ως δει,
χειροτονηται»6. Αυτός που χειροτονούσε αποτελούσε το µέσο µε το οποίο διοχετευόταν
µυστηριωδώς το ιερατικό αξίωµα του Χριστού στο χειροτονούµενο, ο οποίος καθίστατο έτσι,
όπως και ο χειροτονών, όχι κάτοχος και ιδιοκτήτης της ιερωσύνης αυτόνοµα, αλλά µέτοχος
και κοινωνός της ιερωσύνης του Χριστού7.
Η περίπτωση των επτά ∆ιακόνων µπορεί κατά βάση να θεωρηθεί ως αποµίµηση παλαιάς
συνήθειας των κατοίκων των ιουδαϊκών πόλεων της Παλαιστίνης, σύµφωνα µε την οποία
αυτοί εξέλεγαν επτά εξέχοντα πρόσωπα προς διαχείριση κοινών υποθέσεων, ως εκπροσώπους
όλων των κατοίκων. Αλλά η εγκατάσταση αυτών δεν γινόταν µε χειροθεσία. Την έννοια της
εκπροσώπησης παρατηρούµε και στους επτά ∆ιακόνους, αλλά τίθεται το εξής ερώτηµα:
Ποιοι ήταν οι εκπροσωπούµενοι; Πολλοί νεότεροι ερµηνευτές τόνισαν, ότι οι ∆ιάκονοι
εξελέγησαν και χειροτονήθηκαν από «το πληθος» των πιστών, τους οποίους έτσι και

1
Ευάγγελου Θεοδώρου, «∆ιακόνισσα», ΘΗΕ, τ. 4, στ. 1144-1145.
2
Θεοδώρου, ∆ιακόνισσα, ό.π., στ. 1147-1148.
3
Ιδές Moody, Charismatic, ό.π., σσ. 175-176 πρβλ. Lake, The Communism, ό.π., σ. 150, όπου σηµειώνεται ότι
«χειροτονία» µε το άπλωµα των χεριών είναι µια ιουδαϊκή πρακτική και η συγκεκριµένη περίπτωση είναι ένα
από τα πολλά παραδείγµατα στα οποία αυτή η µέθοδος χρησιµοποιήθηκε για να περάσει από το ένα πρόσωπο
στο άλλο κάποια δύναµη ή υπευθυνότητα ή έργο. Η σηµασία των Πράξεων είναι ότι οι απόστολοι
«χειροτόνησαν» τους επτά για να διοικούν στη φιλανθρωπία. ∆εν είναι απαραίτητο να σηµαίνει περισσότερα.
4
Jean-Baptiste Brunon (µετάφραση Γεωργίου Μουστάκη), «Επίθεση των χειρών», ΛΒΘ, ό.π., στ. 385-386.
5
Βούλγαρη, Το Μυστήριον, ό.π., σ. 687 πρβλ. Aµµωνίου, «Υποµνήµατα εις τας Πράξεις των Αποστόλων», PG
85, στ΄, στ. 1529 πρβλ. Θεοφύλακτου, Ερµηνεία, ό.π., PG 125, ζ΄, στ. 901BC.
6
Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., Ι∆΄, στιχ. 18-23, σ. 404.
7
Βούλγαρη, Το Μυστήριον, ό.π., σ. 688.

29
εκπροσωπούσαν. Αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως να ενισχύει και η διατύπωση των Πράξεων
6,6 «ους έστησαν ενώπιον των αποστόλων, και προσευξάµενοι επέθηκαν αυτοις τας χειρας…».
Προσεκτικότερη όµως µελέτη της περικοπής οδηγεί σε διαφορετικό συµπέρασµα. Από τη
µελέτη γίνεται σαφές ότι το έργο στο οποίο κλήθηκαν οι ∆ιάκονοι, ήταν υπό την ευθύνη των
αποστόλων, τους οποίους και θα αντικαθιστούσαν. Στις Πρ. 6,3 από τα ρήµατα
«επισκέψασθε» και «καταστήσωµεν», εξάλλου, φαίνεται ότι τα µέλη της Εκκλησίας θα
εξέλεγαν τους ∆ιακόνους, ενώ οι απόστολοι θα τους εγκαθιστούσαν στο έργο. Η διαδικασία
της εγκατάστασης δηλαδή, στην οποία περιλαµβανόταν η προσευχή και η χειροθεσία,
αφορούσε τους αποστόλους, τους οποίους και θα εκπροσωπούσαν αυτοί. Τίθεται όµως το
ερώτηµα: γιατί εφόσον επρόκειτο για κοινωνικό έργο, χρειαζόταν η χειροθεσία τους µε
προσευχή; Η απάντηση είναι ότι στην Εκκλησία κάθε εξουσία και λειτουργία πηγάζει από το
Χριστό και όχι από τα µέλη της. Ο Χριστός διοικεί και ποιµαίνει την Εκκλησία Tου ως
«αρχιποιµήν»1 µε τους αποστόλους του και τους διαδόχους τους, και αυτοί µε τη σειρά τους
τη διοικούν «θείω δικαίω»2 ως εκπρόσωποι του Χριστού και του Θεού. Κάθε αξίωµα λοιπόν
και λειτούργηµα στην Εκκλησία, καθώς πηγάζει από το Θεό, ασκείται εν ονόµατι Αυτού και
του Χριστού. Γι αυτό, σε κάθε περίπτωση αυτός που εγκαθιστά στο αξίωµα ή στο
λειτούργηµα είναι ο Θεός ή ο Χριστός, τη δύναµη και τη χάρη του Οποίου επικαλούνται οι
λειτουργοί Του µε την προσευχή3.
Μετά από την εκλογή των ∆ιακόνων οι Πράξεις4 αναφέρουν ότι καρποφορούσε το
κήρυγµα του λόγου του Θεού και αυξανόταν σηµαντικά ο αριθµός των πιστών στα
Ιεροσόλυµα και πλήθος πολύ από τους ιερείς αποδεχόταν τις αλήθειες της χριστιανικής
πίστης. Απαλλαγµένοι πλέον οι απόστολοι από τις βιοτικές φροντίδες και τις διοικητικές
µέριµνες µετά την εκλογή των επτά ∆ιακόνων µπορούσαν να ασχοληθούν ολοκληρωτικά
πλέον µε τη διδασκαλία του λόγου του Θεού και να αγωνισθούν για την καρποφορία του 5. Ο
ιερός Χρυσόστοµος σχολιάζοντας τον παραπάνω στίχο, λέγει: «Ουχ απλως ειπε τουτο, αλλ’
ίνα δείξη όση της ελεηµοσύνης ισχύς και της διατάξεως. Και µέλλει λοιπόν διηγεισθαι τά κατά
Στέφανον, διό και τάς αιτίας αυτων προτίθησι…Και επληθύνετο ο αριθµός των µαθητων εν
Ιερουσαλήµ. Εν Ιεροσολύµοις επεδίδου το πληθος. Το θαυµαστόν, ένθα εσφάγη ο Χριστός, εκει
ηύξετο το κήρυγµα. Και ου µόνον εσκανδαλίσθησάν τινες των µαθητων ορωντες τους µεν
Αποστόλους µαστιζοµένους, τους δε απειλουντας, άλλους το Πνευµα πειράζοντες, ετέρους δε
γογγύζοντας, αλλά µάλιστα και προσετίθετο των πιστευσάντων ο αριθµός». Σύµφωνα µε όσα
αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος ο Λουκάς µε το στίχο αυτό ήθελε να δείξει πόση
είναι η δύναµη της ελεηµοσύνης και της σωστής διευθέτησης των πραγµάτων. Επειδή
πρόκειται στη συνέχεια να διηγηθεί τα σχετικά µε το Στέφανο για το λόγο αυτό
προηγουµένως αναφέρει τις αιτίες αυτών. Το περίεργο είναι ότι εκεί που σταυρώθηκε ο
Χριστός, εκεί αυξανόταν το κήρυγµα. Και όχι µόνο δεν σκανδαλίσθηκαν µερικοί από τους
µαθητές, βλέποντας τους µεν αποστόλους να µαστιγώνονται, άλλους να απειλούν, άλλους να
πειράζουν το Πνεύµα, άλλους να γογγύζουν, αλλά πολύ περισσότερο αυξανόταν ο αριθµός
εκείνων, που πίστεψαν6.
Πριν προχωρήσουµε όµως να µελετήσουµε το βίο του Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου,
θεωρούµε απαραίτητο να δούµε ποια ήταν η θέση των Ελληνιστών Ιουδαίων µέσα στη
χριστιανική ιεροσολυµιτική κοινότητα, των οποίων µάλιστα θεωρήθηκε αρχηγός ο
αρχιδιάκονος, όπως και ποια ήταν η σχέση της οµάδας αυτής µε τον επίσηµο Ιουδαϊσµό. Οι
απαντήσεις στα δύο αυτά θέµατα διαφαίνονται ξεκάθαρα µέσα από τη µελέτη των απόψεων
τους για το ναό και το τελετουργικό τυπικό του. Η εξέταση των στοιχείων αυτών πιστεύουµε

1
Α΄ Πετρ. 5,4.
2
Φιλαρέτου Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόµος Α΄: Αρχαία Εκκλησιαστική Ιστορία 1-700 µ.Χ., εν
Κωνσταντινουπόλει 1884, σ. 46.
3
Βούλγαρη, Το Μυστήριον, ό.π., σσ. 688-689.
4
Πρ. 6,7.
5
Τρεµπέλα, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 211.
6
Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., Ι∆΄, στιχ. 24-30, σσ. 404-406, στιχ. 3-9, σσ. 408-409.

30
ότι θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση της προσωπικότητας, της ιδεολογίας του
Στεφάνου καθώς και του µαρτυρίου του.

3. Οι Ελληνιστές του Στεφάνου και οι πηγές σκέψης του αρχιδιακόνου.

Αναφέρθηκε στο προηγούµενο κεφάλαιο ότι η λέξη «Ελληνιστές» του στίχου 6,1 των
Πράξεων ερµηνεύτηκε από τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστοµο ως όρος που δηλώνει τους
Ιουδαίους της ∆ιασποράς οι οποίοι µιλούσαν κυρίως τα ελληνικά. Αξίζει να επισηµανθεί ότι
οι απόψεις σχεδόν όλων των νεότερων ερευνητών συµπίπτουν µε την ερµηνεία του ιερού
Χρυσοστόµου1.
Υπάρχουν όµως και µερικοί από τους νεότερους ερευνητές οι οποίοι εξέφρασαν διάφορες
θεωρίες: Ενδεικτικά αναφέρουµε τον E. C. Blackman2, ο οποίος θεωρεί τους Ελληνιστές
Ιουδαίους προσήλυτους. Γεννήθηκαν εθνικοί αλλά µεταστράφηκαν πρώτα στον Ιουδαϊσµό
και µετά στο Χριστιανισµό. Επίσης ο H. J. Cadbury3, υποστήριξε ότι Ελληνιστής σηµαίνει
Έλληνας, και είναι παράγωγο του ελληνίζω, µε την έννοια «ζω ως Έλληνας» και όχι «µιλώ
ελληνικά». Γι’ αυτόν τον ερευνητή ο όρος «Ελληνιστής» ήταν τίτλος για τους εθνικούς µέλη
της Εκκλησίας των Ιεροσολύµων. Ο M. Simon4, θεωρεί τους Ελληνιστές ως «εθνικίζοντες
Ιουδαίους». Ο C. F. D. Moule5, δέχεται ότι ο όρος «Ελληνιστές» σηµαίνει «Ιουδαίους οι
οποίοι µιλούν µόνο ελληνικά», ενώ «Εβραίοι» είναι «Ιουδαίοι οι οποίοι ενώ µπορούν να
µιλήσουν ελληνικά, γνωρίζουν αντίστοιχα και µια σηµιτική γλώσσα». Τέλος ο S. G. Wilson6,
αντικρούει µε ιδιαίτερη έµφαση τις απόψεις του Cadbury και καταλήγει ότι οι Ελληνιστές
των Πράξεων (6,1 και 9,29) ήταν Ιουδαίοι της ∆ιασποράς που µιλούσαν ελληνικά, αλλά όχι
εθνικοί.
Οι Ελληνιστές των Πράξεων 6,1 είναι Ιουδαίοι χριστιανοί, που µιλούν την ελληνική
γλώσσα και αποδέχονται πιθανόν την ελληνική παιδεία. Ξεχωρίζουν από τους Εβραίους, οι
οποίοι είναι Ιουδαίοι που µιλούν την αραµαϊκή γλώσσα και πιστεύουν µόνο στην ιουδαϊκή
µόρφωση7. Οι Ελληνιστές είναι Ιουδαίοι και προήλθαν από τη διασπορά των Ελλήνων που
είχαν µετακινηθεί προς την Ιερουσαλήµ ενώ οι Εβραίοι, ιθαγενείς Ιουδαίοι που γεννήθηκαν
στην Ιερουσαλήµ. Έτσι η πρώτη κοινότητα αποτελούνταν από δύο οµάδες Ιουδαίων
χριστιανών που διακρίνονταν από τη γλώσσα και την παιδεία. Είναι πιθανόν ότι οι
Ελληνιστές τελούσαν πιθανόν τη λατρεία τους στα ελληνικά στις δικές τους συναγωγές8.
Είχαν υιοθετήσει µια λιγότερο αλύγιστη θέση σε σχέση µε τους Εβραίους απέναντι στο νόµο

1
Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σσ. 107-108.
2
E. C. Blackman, «The Hellenists of Acts 6:1», ET 48 (1936-37) 524 εξ. πρβλ. Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σ.
107, υποσ. 139.
3
H. J. Cadbury, The Beginnings of Christianity, Note VII: «The Hellenists», V (1933) 59-74 και IV, σ. 64 πρβλ.
Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σ. 107, υποσ. 139.
4
Marcel Simon, St. Stephen and the Hellenists in the Primitive Church, London 1958, σσ. 34-35 πρβλ.
Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σ. 107, υποσ. 139.
5
C. F. D. Moule, «Once More, Who Were the Hellenists», ET 70 (1958-59) 100-102 πρβλ. Οικονόµου, Οι
απαρχές, ό.π., σ. 107, υποσ. 139.
6
S. G. Wilson, The Gentiles and the Gentile Mission in Luke-Acts, Cambridge 1974, σ. 129 εξ. πρβλ.
Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σ. 107, υποσ. 139.
7
Ενδεικτικά αναφέρουµε: Oscar Cullmann, «L’ opposition contre le Temple de Jerusalem, motif commun de la
Theolpgie Johannique et du Monde Ambiant», NTS 5 (1958-59) 161 Kwesi A. Dickson, The story of the Early
Church as found in the Acts of the Apostles, Darton, Longman & Todd, London 1976, σ. 46 Raymond E. Brown,
An Introduction to the New Testament. The Anchor Bible Reference Library, New York 1996, σ. 293 M. É.
Boismard (µετάφραση Terrence Prendergast), «Stephen», The Anchor Bible Dictionary, vol. 6, New York 1992,
σ. 208 Howard Marshall, «Palestinian and Hellenistic Christianity: Some Critical Comments», NTS 19 (1972-73)
277-279. Ο Marshall πιστεύει ότι η χρήση των όρων «Παλαιστινός/Ελληνιστικός» είναι λανθασµένη και θα
ήταν καλύτερα να καταφύγουµε σε όρους όπως: Παλαιστινιακός Ιουδαϊσµός και Ιουδαϊσµός της ∆ιασποράς ή
ιουδαϊκή ή µη ιουδαϊκή (ελληνιστική) σκέψη βλ. σχετικά Marshall, Palestinian, ό.π., σ. 286.
8
Filson, A New, ό.π., σ. 177. Ιδές Jerome Crowe, The Acts, New Testament Message 8, Veritan Publications,
Dublin 1979, σ. 41.

31
ενώ συγχρόνως δεν ακολουθούσαν µε ακρίβεια στη ζωή τους τους ιουδαϊκούς
εκκλησιαστικούς τύπους1.
Στο στίχο όµως 11,20 των Πράξεων η λέξη «Ελληνιστής» έχει διαφορετική σηµασία:
«Ησαν δε τινες εξ αυτων άνδρες Κύπριοι και Κυρηναιοι, οίτινες ελθόντες εις Αντιόχειαν
ελάλουν και προς τους Ελληνιστάς ευαγγελιζόµενοι τον Κύριον Ιησουν». Πρέπει να σηµειωθεί
ότι στο δυτικό κείµενο και σε µερικά χειρόγραφα υπάρχει και η γραφή «Έλληνας»2. Έπειτα
και ο ιερός Χρυσόστοµος3 ταυτίζει στο στίχο αυτό το «Ελληνιστής» µε το «Έλληνες»,
δηλαδή τους εθνικούς: «Όρα, Έλλησιν ευαγγελίζονται. Εικός γάρ αυτούς τε λοιπόν ειδέναι
Ελληνιστί, και εν Αντιοχεία τοιούτους είναι πολλούς». Οµόφωνα και οι νεότεροι ερµηνευτές
ταυτίζουν το «Ελληνιστής» του στίχου, µε το «Έλληνας-εθνικός».Πάντως όποια από τις δύο
γραφές και αν προτιµήσει κανείς ένα είναι το γεγονός: ότι η λέξη «Ελληνιστής» ή «Έλληνας»
χρησιµοποιείται από το Λουκά στο στίχο 11,20, για να δείξει το αντίθετο του «Ιουδαίοις» του
προηγούµενου στίχου 194.
∆εν είναι αδύνατο να υποστηριχθεί ότι οι Ελληνιστές είναι µια πρώιµη χριστιανική οµάδα
µε κατά κάποιο τρόπο παγιωµένες θεολογικές αντιλήψεις5, όπως θα φανεί στη συνέχεια και
από την οµιλία του Στεφάνου, και ονοµάστηκε έτσι γιατί τα µέλη της ήταν χριστιανοί που δεν
ζούσαν σύµφωνα µε το νόµο6. ∆εν είναι γνωστό το πότε συγκροτήθηκε η πρώτη οµάδα της
Εκκλησίας στην Ιερουσαλήµ από τους Ελληνιστές ούτε αν είχαν ιδιαίτερες αντιλήψεις σε
κάποια επιπλέον θεολογικά θέµατα7.
Με την εµφάνιση της ελληνιστικής–ιουδαιοχριστιανικής οµάδας υπό την ηγεσία του
Στεφάνου, ο οποίος ασκούσε κριτική ως προς το ναό και ως προς το νόµο (Πρ. 6,13), τέθηκε
για πρώτη φορά το πρόβληµα ποια θα έπρεπε να είναι η στάση της χριστιανικής κοινότητας
προς τον Ιουδαϊσµό8.
Αν ανατρέξει κάποιος στο έβδοµο κεφάλαιο του δευτέρου βιβλίου των Βασιλειών (7,1-
29), όπου περιέχεται η συνοµιλία του βασιλιά ∆αυίδ µε τον προφήτη Νάθαν σχετικά µε τον
οίκο του Θεού, παράλληλα µε την µελέτη του εβδόµου κεφαλαίου των Πράξεων των
Αποστόλων, όπου περιέχεται η οµιλία του αρχιδιακόνου προς το ιουδαϊκό συνέδριο, θα
διαπιστώσει εύκολα ότι το πρώτο κείµενο είναι ένα πολύ σηµαντικό κοµµάτι και παίζει
σπουδαίο ρόλο στην εξήγηση της σκέψης του Στεφάνου9. Η αρχή αυτού του κεφαλαίου, όπου
πρόκειται να ειπωθεί η άρνηση του Θεού να έχει έναν οίκο κατασκευασµένο γι’ Αυτόν,
προβλέπει το αληθινό θεµέλιο της στάσης του Στεφάνου απέναντι στο ναό10. Το έχθρικό
πνεύµα του Στεφάνου απέναντι στο ναό και τη λατρεία του βρίσκεται στη ίδια γραµµή µε τη
στάση του απέναντι στο νόµο (Τορά). Πίστευε ότι ο Μωυσής στο Σινά έλαβε «λόγια
ζωντα»11, που είναι ο νόµος, τον οποίο οι Ιουδαίοι ποτέ δεν τήρησαν. Αυτή η επαναστατική

1
Joseph B. Tyson, A Study of Early Christianity, Macmillan Publishing Co, Inc. New York, Collier Macmillan
Publishers, London 1973, σ. 281.
2
Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σ. 108, υποσ. 141 πρβλ. B. B. Warfield, «The Reading Έλληνας and Ελληνιστάς
Acts XI, 20» JBL 3 (1883) 113-127
3
Χρυσοστόµου, Οµιλίαι, ό.π., PG 60, ΚΕ΄, α΄, στ. 191.
4
Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σ. 108.
5
Βασιλειάδη, Αιρέσεις, ό.π., σ. 111.
6
Windisch, «Έλλην, Ελλάς, Ελληνικός, Ελληνίς, Ελληνιστής, Ελληνιστί», Theological Dictionary of the New
Testament, ό.π., σσ. 511-512 πρβλ. Simon, «The Historical setting Who were the Hellenists?», στο έργο του: St.
Stephen, ό.π., σσ. 1-19.
7
Βασιλείου Π. Στογιάννου, Χριστός και Νόµος. Η Χριστοκεντρική θεώρησις του Νόµου εις την προς Γαλάτας
επιστολήν του Αποστόλου Παύλου, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 45.
8
Lohse, Επίτοµη, ό.π., δεύτερη έκδοση, σ. 91, όπου αναφέρεται ότι το θέµα, που τέθηκε από τον κύκλο του
Στεφάνου, γίνεται µετά γνωστό και αναλύεται διεξοδικά ως προς τη βασική σηµασία του από την Παύλεια
θεολογία.
9
F. C. Synge, «Studies in Texts-Acts 7.46», Theology: A Journal of Historic Christianity 55 (1952) 25.
10
Β΄ Βασ. 7,5 εξ. Marcel Simon, «Saint Stephen and the Jerusalem Temple», JEΗ 2 (1951) 129 του ιδίου, St.
Stephen, ό.π., σ. 80.
11
Πρ. 7,38.

32
θέση του επιβεβαιώνεται και από την κατηγορία, που του απαγγέλθηκε στη δίκη του: «ο
άνθρωπος ουτος ου παύεται λαλων ρήµατα κατά του τόπου του αγίου τούτου και του νόµου»1.
Οι λόγοι του προφήτη Νάθαν και του Στεφάνου για την αντίθεση τους προς το ναό δεν
είναι όµως ακριβώς οι ίδιοι. Αυτό που ο Νάθαν αντιπροσωπεύει δεν είναι µια θρησκεία χωρίς
καθόλου εξωτερικούς τύπους λατρείας, χωρίς ένα θυσιαστήριο και χωρίς τελετουργικά, αλλά
ακριβώς ένας άλλος τύπος λατρείας, εκείνος που είχε ως κέντρο τη σκηνή του µαρτυρίου.
Εκφράζει την παλιά νοµαδική έχθρα απέναντι στη θρησκεία των καθιστικών ανθρώπων. Ένα
µόνιµο ιερό είναι στα µάτια του, στενά συνδεδεµένο µε τη λατρεία των Χαναανιτών και έτσι
απολύτως ασυµβίβαστο µε τη λατρεία του µόνου αληθινού Θεού. Η διαµαρτυρία του είναι
πάνω στις ίδιες γραµµές, όπως η διαµαρτυρία των Ρεκαβιτών, που κατοικούν σε σκηνές και
όχι σε οίκους, εναντίον κάθε φόρµας καθιστικού πολιτισµού. Είναι ένας συντηρητικός και όχι
ένας προοδευτικός µεταρρυθµιστής. Αντιπροσωπεύει το παρελθόν µάλλον παρά το µέλλον.
Την παράδοση της ερήµου µάλλον παρά την προφητική επανάσταση.
Ο Στέφανος, αντίθετα στέκεται πάνω σε διαφορετικό έδαφος. Μιλά στο όνοµα όχι µόνο
της παράδοσης, αλλά του πνεύµατος και µιας πνευµατικής αντίληψης για το Θεό2 και
συνεπώς µιας λατρείας που ταιριάζει σ’ Αυτόν. Αυτό απεικονίζεται ξεκάθαρα από το χωρίο
του Ησαΐα3, µε το οποίο υποστηρίζει την επίθεσή του προς το ναό: «ο ουρανός µοι θρόνος, η
δε γη υποπόδιον των ποδων µου ποιον οικον οικοδοµήσετέ µοι, λέγει κύριος, ή τις τόπος της
καταπαύσεώς µου; ουχί η χείρ µου εποίησεν ταυτα πάντα;». Του Θεού η υπερφυής κυριότητα,
η απανταχού παρουσία Του, το γεγονός ότι Αυτός είναι ο Θεός, ο ∆ηµιουργός, µας
απαγορεύει να σκεφτούµε Αυτόν να κατοικεί σε σπίτι. Όπως δείχνει το χωρίο, ο Στέφανος
ανήκει στην ίδια γραµµή σκέψης µε τους πιο πνευµατώδεις ανάµεσα στους προφήτες. Και το
µήνυµα αυτών των προφητών µπορεί να σηµειωθεί σαν µια γραµµή στην παράδοση που
ξεκινά µε τον Νάθαν και προχωρά δια µέσω των αιώνων της Ισραηλιτικής ιστορίας4.
Εποµένως συνάγεται ότι ο Στέφανος5 στέκεται στην ίδια γραµµή σκέψης µε τους
προφήτες και σίγουρα επηρεάστηκε από το µήνυµά τους. Χωρίς αµφιβολία όµως, είναι πιο
επαναστατικός από τους προφήτες στην καταδίκη του για το ναό και τη λατρεία του. Γιατί οι
επιθέσεις των προφητών συνήθως κατευθύνονταν εναντίον της υπερβολής της τυπολατρείας
µάλλον παρά της ίδιας της τυπολατρείας, εναντίον της κατάχρησης µάλλον παρά της αρχής
της θυσιαστικής λατρείας. Ο Στέφανος, όταν επίσηµα διακηρύττει στην πόλη της
Ιερουσαλήµ, ότι ο Θεός δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, πράγµατι εννοεί ό,τι
ισχυρίζεται. Ο Στέφανος προχωρά πιο µπροστά στο θέµα αυτό από τους προφήτες. Η µόνη
προσέγγιση στις απόψεις του Στεφάνου υπάρχει στον ελληνιστικό Ιουδαϊσµό της ∆ιασποράς
και µάλιστα φαίνεται και σε κάποια µεµονωµένα κείµενα6.
Η ∆ιασπορά περιλάµβανε ανθρώπους που διέφεραν πολύ από κάθε άλλον άνθρωπο στην
κουλτούρα και στις προσδοκίες, ακόµη και πάνω στα θρησκευτικά συµβαίνοντα. Πρέπει να
υπογραµµίσουµε ότι οι Ιουδαίοι της ∆ιασποράς ήταν κάπως απελευθερωµένοι ιδεολογικά και

1
Πρ. 6,13 L. W. Barnard, «Saint Stephen and Early Alexandrian Christianity», NTS 7 (1960) 32.
2
Ιδές G. B. Gaird, The Apostolic Age, Gerald Duckworth & Co LTD, 1955, σ. 85, ο οποίος αναφέρει ότι η
αληθινή πηγή για το δόγµα του Στεφάνου ήταν η διδασκαλία του Ιησού. Μέχρι σ’ αυτό το σηµείο οι χριστιανοί
των Ιεροσολύµων είχαν δώσει έµφαση σ’ εκείνα τα στοιχεία του κηρύγµατος του Ιησού που τους ένωναν µε τον
Ιουδαϊσµό. Ο Στέφανος έδωσε προσοχή σ’ εκείνα τα στοιχεία που είχαν οδηγήσει τον Ιησού σε σύγκρουση µε
τις θρησκευτικές αρχές και δεν ήταν τυχαίο ότι η κατηγορία που διατυπώθηκε εναντίον του πρώτου χριστιανού
µάρτυρα είχε διατυπωθεί εναντίον του Κυρίου του. Περισσότερα για την κοινή κατηγορία που διατυπώθηκε
εναντίον τους παραθέτονται στο κεφάλαιο που αφορά την οµιλία του µάρτυρα προς το συνέδριο.
3
Ησαΐας 66,1-2.
4
Simon, Saint Stephen, ό.π., σσ. 131-132.
5
Κάποιες γραµµές της θεολογίας του Στεφάνου έχουν εξιχνιαστεί στην Επιστολή προς Εβραίους, στην
Επιστολή Βαρνάβα, τα Ψευδο-Κληµέντεια συγγράµµατα και σε χριστιανούς απολογητές βλ. σχετικά Everett
Ferguson, «Stephen», Encyclopedia of Early Christianity, Garland Publishing Inc., New York and London,
1990, σ. 868 Γεωργίου Γρατσέα, Η προς Εβραίους επιστολή, Ερµηνεία Καινής ∆ιαθήκης 13, εκδόσεις Π.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 41 C. F. D. Moule, «Sanctuary and sacrifice in the Church of the New
Testament», JTS 1 (1950) 30-31 Barnard, Saint Stephen, ό.π., σ. 37.
6
Barnard, Saint Stephen, ό.π., σ. 32.

33
γεµάτοι ταπεινοφροσύνη ενώ παράλληλα θεωρούσαν τους εαυτούς τους σαν δεύτερης αξίας
Ιουδαίους, ακριβώς επειδή ζούσαν έξω από την Ιερουσαλήµ και δεν µπορούσαν να πάρουν
µέρος στην λειτουργία του ενός και µόνου ιερού. Η άποψη αυτή επαληθευόταν από την
πλειοψηφία τους. Ο ζήλος µε τον οποίο αυτοί συνήθιζαν να συµµετέχουν στα προσκυνήµατα
της Ιερουσαλήµ αποτελεί µια εκτενή απόδειξη. Αλλά κάποιοι άλλοι, ελάχιστοι ανάµεσά τους,
η αναλογία φυσικά δεν µπορεί να καθοριστεί µε ακρίβεια, δεν είχαν την ίδια διάθεση1.
Εκείνοι που ενδιαφέρονταν για την ελληνική κουλτούρα και φιλοσοφία καταφέρονταν
εναντίον του ναού της Ιερουσαλήµ, του τελετουργικού και των θυσιών του και ασκούσαν την
ίδια κριτική, όπως έκαναν κάποιοι Έλληνες φιλόσοφοι για να µιλήσουν εναντίον της
παραδοσιακής ειδωλολατρικής θρησκείας, για τους ναούς της και το τελετουργικό της.
Κάποιοι από αυτούς τους Ιουδαίους επεξηγούσαν το µήνυµα των προφητών µε τον πιο
ριζοσπαστικό τρόπο και έφτασαν να σκεφτούν ότι δεν ήταν ένα σηµάδι κατωτερότητας αλλά
πράγµατι ένα προνόµιο, το να ζουν δηλαδή µακριά από την Ιερουσαλήµ και έτσι να
εξαιρούνται από τη συµµετοχή στις θυσίες και τη λατρεία αυτού, που κατά τη γνώµη τους,
θεωρούνταν λανθασµένα ως ο οίκος του Θεού2.
Ο Τρύφων, ένας αντιπρόσωπος του ελληνιστικού Ιουδαϊσµού της Εφέσου, κάνει
διαχωρισµό ανάµεσα στον κατώτερο τύπο λατρείας της Ιερουσαλήµ, που σχετίζεται µε τις
θυσίες και τη λατρεία του ναού και της λατρείας του «πνεύµατος και αληθείας», που
επικρατούσε στις συναγωγές της ∆ιασποράς. Η θέση του αυτή πλησιάζει τις απόψεις του
Στεφάνου για τη λατρεία του ναού3.
Σ’ ένα πολύ σηµαντικό κοµµάτι του «∆ιαλόγου» του µάρτυρα Ιουστίνου, το οποίο
ασχολείται µε τον τελετουργικό νόµο, διαβάζουµε ότι ο Ιουστίνος, απευθυνόµενος σε
Ιουδαίους αντιπάλους του, αναφέρει ότι δεν µπορούν να καταλάβουν πως τις θυσίες που
πρόσφεραν στην Ιερουσαλήµ ο Θεός δεν τις δέχτηκε, ενώ ο Ίδιος είπε πως δέχτηκε τις
προσευχές των Ιουδαίων που ζούσαν στη ∆ιασπορά, αποκαλώντας αυτές τις προσευχές
θυσίες. Το απόσπασµα αυτό του «∆ιαλόγου» παρουσιάζει ενδιαφέρον σε πολλά σηµεία.
∆είχνει ότι κάποιοι Ιουδαίοι, αποδέχτηκαν τις απόψεις του συγγραφέα που αφορούσαν τη
σχετική αξία των προσευχών και των θυσιών και παραδέχτηκαν τη χριστιανική επιβεβαίωση
ότι οι θυσίες συνέθεταν έναν κατώτερο τύπο λατρείας4.
Αυτή η θέση, όπως αποκαλύπτεται στο «∆ιάλογο» του Ιουστίνου, αποτελεί φυσικά
συνέπεια της καταστροφής του ναού και ίσως θα µπορούσε να θεωρηθεί σαν µια
µεταγενέστερη εξήγηση του γεγονότος: ο ναός καταστράφηκε, σύµφωνα µε το θέληµα του
Θεού, µε σκοπό να προάγει ανάµεσα στους Ιουδαίους έναν πιο πνευµατικό τύπο θρησκείας.
Αλλά όταν βλέπουµε ότι ο Στέφανος κρατά την ίδια θέση, τον καιρό που ο ναός εξακολουθεί
ακόµη να υπάρχει, δικαιούµαστε να υποθέσουµε ότι η άποψη αυτή δεν ήταν τελείως ξένη στη
∆ιασπορά, ακόµη και πριν το 70 µ.Χ.
Είναι χαρακτηριστικό επίσης, ότι ο απόστολος Παύλος στο χωρίο 17,24 των Πράξεων
αναφέρει το ίδιο επιχείρηµα που χρησιµοποιεί ο Στέφανος στην οµιλία του (Πρ. 7,49-50),
επικαλούµενος το χωρίο του προφήτη Ησαΐα (66,1-2), για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω.
Λέγει λοιπόν ο Παύλος ότι: «ο Θεός ο ποιήσας τον κόσµον και πάντα τα εν αυτω, ουτος
ουρανου και γης υπάρχων κύριος ουκ εν χειροποιήτοις ναοις κατοικει». Στο βάθος των δύο
οµιλιών αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει µόνο η βιβλική καταδίκη της ειδωλολατρείας, αλλά
επίσης και ένα δείγµα φιλοσοφικής απόδειξης µε επιχειρήµατα5.
1
Simon, Saint Stephen, ό.π., σ. 132 του ιδίου, St. Stephen, ό.π., σσ. 84-85 πρβλ. Στογιάννου, Η Πεντηκοστή,
ό.π., σ. 225.
2
Simon, Saint Stephen, ό.π., σ. 132.
3
Barnard, Saint Stephen, ό.π., σσ. 32-33.
4
Simon, St. Stephen, ό.π., σσ. 84-85 του ιδίου, Saint Stephen, ό.π., σ. 136.
5
Η οµοιότητα ανάµεσα στις οµιλίες του Παύλου και το λόγο του Στεφάνου εξηγείται από το ότι ο Παύλος
άκουσε το λόγο αυτό και του έκανε πολλή µεγάλη εντύπωση βλ. σχετικά Χρήστου, Η προέλευσις, ό.π., σ. 106.
Για τη φιλολογική σχέση ανάµεσα στις δύο οµιλίες ιδές: Dibelius, Studies, ό.π., σσ. 26-77 πρβλ. Ευαγγέλου
Αντωνιάδου, Η εν Αρείω Πάγω οµιλία και η νεωτέρα κριτική επιστήµη, Ανατύπωσις εκ του πανηγυρικού τόµου:
Εβδοµηκονταπενταετηρίς της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής (1844-1919), εν Αθήναις «τύποις

34
Η κριτική που ασκήθηκε από τον Παύλο εναντίον της ειδωλολατρείας, όπως επίσης η
κριτική που ασκήθηκε από το Στέφανο εναντίον του ναού της Ιερουσαλήµ και του
τελετουργικού τυπικού του, ειλικρινά αντηχεί αυτό που κάποιοι ειδωλολάτρες διανοούµενοι
εξέφρασαν εναντίον της παραδοσιακής θρησκείας των εθνικών για τη λατρεία, τους ναούς, τα
είδωλα και τις θυσίες. Και είναι πιο πιθανό ότι εκείνοι οι Ιουδαίοι, τη σκέψη των οποίων
εξέφρασε ο Στέφανος και οι οποίοι είχαν αρχικά καταδικάσει τους ειδωλολατρικούς ναούς
και τις θυσίες, οδηγήθηκαν λογικά κατόπιν, κάτω από την πίεση της φιλοσοφικής απόδειξης
µε επιχειρήµατα και µιας διαφωτιστικής αντίληψης της λατρείας, να εκτείνουν την καταδίκη
τους ακόµη και στο ναό της Ιερουσαλήµ και στις Ισραηλιτικές θυσίες. Αυτό εµφανίζεται
πολύ ξεκάθαρα σε κάποια κοµµάτια του τέταρτου βιβλίου των «Σιβυλλικών Χρησµών»1 που,
ενώ παίρνουν το παρόν σχήµα τους µετά το 70 µ.Χ., σίγουρα εικονίζουν στη σκέψη µια
παράδοση προϋπάρχουσα της καταστροφής του ναού. Αναφέρει λοιπόν κάποιο από αυτά τα
κοµµάτια ότι: «Ο Θεός δεν κατοικεί σε κάποια πέτρα που υψώθηκε σε ναό…Ούτε µπορούµε
να Τον δούµε από τη γη, ούτε να Τον µετρήσουµε µε τα θνητά µάτια δεν κατασκευάστηκε
από φθαρτά χέρια µπορεί να µας δει όλους µε µια µατιά, αλλά κανείς δεν είναι ικανός να Τον
δει»2. Αυτό είναι το συνηθισµένο επιχείρηµα εναντίον της ειδωλολατρείας, και συναντάται
στην ιουδαϊκή και στη χριστιανική απολογητική.
Η λέξη «χειροποίητος», κατασκευασµένος µε τα χέρια, συναντάται στους «Σιβυλλικούς
Χρησµούς» όπως επίσης και στις οµιλίες του Παύλου και του Στεφάνου και έχει ιδιαίτερη
σηµασία. Θα λέγαµε ότι είναι ο τεχνικός όρος µε τον οποίον η ελληνική και η ελληνιστική
σκέψη, και οι δύο η εθνική και η ιουδαϊκή, περιγράφουν πρώτα απ’ όλα τα είδωλα, δεύτερον
τους ειδωλολατρικούς χώρους, τους ειδωλολατρικούς ναούς, και τρίτον σποραδικά, όπως
στην περίπτωση των «Σιβυλλικών» συγγραµµάτων και του Στεφάνου, ακόµη και τα ιερά
οικοδοµήµατα και τις ιεροτελεστίες της Ιερουσαλήµ3.
Είναι εποµένως ολοφάνερο ότι ο Στέφανος στέκεται στη συµβολή δύο παραδόσεων: τη
προφητική παράδοση της Βίβλου και τη φιλοσοφική παράδοση των εθνικών. Αν είναι τόσο
ριζοσπαστικός στην καταδίκη του, αυτό συµβαίνει γιατί η κριτική για την ειδωλολατρική
λατρεία, όπως αναπτύχθηκε από τους Έλληνες φιλοσόφους και τους Ιουδαίους-Ελληνιστές
συγγραφείς, τον οδήγησαν όχι µόνο να λάβει την προφητική κριτική της ιουδαϊκής λατρείας
µε τη στενότατη σηµασία της, αλλά επίσης, όπως ακριβώς ο συγγραφέας των «Σιβυλλικών
Χρησµών», να προχωρήσει καλύτερα παραπέρα από κάθε προφήτη και να συνταυτίσει την
ιουδαϊκή λατρεία µε την ειδωλολατρεία: γιατί µοιάζει η λατρεία του ειδωλολάτρη, η οποία
παριστάνεται µε το ίδιο θυτήριο σχήµα, µε ένα ναό που κατασκευάστηκε µε τα χέρια. Σ’ αυτό
το σηµείο τουλάχιστον ο Στέφανος είναι πράγµατι ένας Ελληνιστής, αφού ακολουθεί τους
Έλληνες. Τους µιµείται, όχι στην ειδωλολατρεία και την αθεΐα τους, αλλά στην κριτική τους,
όπως αναπτύχθηκε από τους φιλοσόφους, για ένα τύπο λατρείας που δεν είναι «πνεύµατος
και αληθείας».
Σε ποιο µέτρο η ∆ιασπορά µετείχε σ’ αυτές τις απόψεις πριν το 70 µ.Χ., είναι αδύνατο να
το πούµε γιατί στερούµαστε ντοκουµέντων. Αλλά νοµίζουµε ότι αυτές γενικά πρέπει να ήταν
αποδεκτές4. ∆εν θα είναι σωστό να λησµονηθεί ότι η επίθεση που εκτοξεύθηκε εναντίον του
Στεφάνου, εξαιτίας των «βλασφηµιών» του, άρχισε από τους ελληνικά οµιλούντες κύκλους
της ∆ιασποράς5. Επίσης θα πρέπει να σηµειωθεί ότι ο Φίλων6, ο πιο γνωστός και τυπικός
αντιπρόσωπος της ιουδαϊκής-ελληνιστικής σκέψης, είναι στο θέµα της κατοικίας του Θεού

Εκκλησιαστικού Κήρυκος», 1920, σ. 17, ο οποίος δεν δέχεται ότι ανάµεσα στις δύο οµιλίες υπάρχει η
παραµικρή οµοιότητα ή αναλογία.
1
Παν. Κ. Πάλλη, «Σίβυλλα», ΘΗΕ, τ. 11, στ. 133.
2
Simon, Saint Stephen, ό.π., σσ. 136-137 Barnard, Saint Stephen, ό.π., σ. 33.
3
Simon, St. Stephen, ό.π., σσ. 86-87.
4
Ο Barnard πιστεύει ότι τέτοιου είδους απόψεις µπορούσαν να υιοθετηθούν µόνο από µια µικρή µερίδα
ανθρώπων, από «προχωρηµένους» σκεπτικιστές βλ. σχετικά Barnard, Saint Stephen, ό.π., σ. 33.
5
Πρ. 6,9.
6
Γενικά στοιχεία για τον Ιουδαίο Ελληνιστή φιλόσοφο Φίλωνα του Αλεξανδρέα βλ. σχετικά Γεωργίου Ν.
Ματσάκη, «Οι εν Αλεξάνδρεια Ελληνισταί Ιουδαίοι επί του Ιησού Χριστού», ΝΣ 9 (1909) 50-55.

35
πολύ συντηρητικός. Γι’ αυτόν, δεν υπάρχει η παραµικρή αµφιβολία ότι ο ναός της
Ιερουσαλήµ είναι ο ναός του Θεού. Είναι φυσικά κατασκευασµένος µε τα χέρια, αλλά έτσι
κατασκευάστηκε και η σκηνή του µαρτυρίου. Εποµένως δεν δέχεται πως υπάρχει κάποια
διαφορά ανάµεσα στα δύο ιερά πιστεύοντας στη νοµιµότητά τους. Χρησιµοποιεί και για τα
δύο µία λέξη που είναι συνώνυµη µε τη λέξη «χειροποίητος» αλλά η οποία στα µάτια του δεν
έχει µάλλον την ίδια αποτρεπτική µικρή απόχρωση, όπως εκείνη. Γι’ αυτόν η πιο κατάλληλη
λέξη είναι ο όρος «χειρόκµητος»1. Η προσφυγή σ’ αυτόν τον όρο δύσκολα µπορεί να
θεωρηθεί τυχαία. Πίστευε ότι η χρησιµοποίηση της λέξης «χειροποίητος» είναι ταπεινωτική
για την ιουδαϊκή σκέψη. Ο Φίλων χρησιµοποιεί τη λέξη «χειροποίητος», είτε για πανωλεθρίες
που προκαλούνται από την καταστροφική ενέργεια του ανθρώπου καθώς εναντιώνεται στις
φυσικές καταστροφές, ή στα έργα της ειδωλολατρείας. Συµφωνεί έτσι µε την παράδοση που
εκφράζεται στη µετάφραση της Αγίας Γραφής από τους Εβδοµήκοντα (Ο΄), όπου η λέξη
«χειροποίητος» αµετάβλητα χρησιµοποιείται σε πράγµατα συνδεδεµένα µε την
ειδωλολατρεία και στο ελληνικό κείµενο, ακόµη και όταν δεν υπάρχει ισάξια λέξη στα
εβραϊκά, το «χειροποίητον» χρησιµοποιείται σαν ουσιαστικό και συχνά µεταφράζεται elil:
εποµένως δεν περιγράφει µόνο τα είδωλα, αλλά είναι συνώνυµο µε τη λέξη «είδωλο»2. Το
γεγονός ότι αποφεύγει ο Φίλων να χρησιµοποιήσει τη λέξη για το ναό και τη σκηνή δείχνει
ότι βρίσκεται µακριά ώστε να µοιράζεται την ίδια άποψη για το θέµα µε το Στέφανο. Ο
Στέφανος γνωρίζει και αναφέρει ότι η σκηνή κατασκευάστηκε σύµφωνα µε την παραγγελία
του Θεού και «κατά τον τύπον ο εωράκει». Αυτός είναι πιθανόν ο λόγος για τον οποίο
µολονότι κατασκευάστηκε από το Μωυσή η σκηνή, δεν τη θεωρεί «χειροποίητη», όπως το
ναό3. Το κινητό ιερό των πρώτων ηµερών ανταποκρίνεται στην ιδέα της πάντοτε προς τα
εµπρός κλήσης του Θεού προς το λαό Του, ενώ ο στατικός ναός όχι4.
Εποµένως αποδεικνύεται ότι η χρήση του όρου που έκανε ο Στέφανος για το ναό ήταν
πράγµατι επαναστατική και, από την ιουδαϊκή άποψη του θέµατος, βλάσφηµη. Ο Φίλων
πιθανώς ταράχτηκε στα βάθη της καρδιάς του, επειδή τη θυσιαστική λατρεία και την κοινή
παράσταση του ναού ως πραγµατική κατοικία του Θεού, καθόλου δεν µπορεί πλέον να τους
προστατέψει από την ολέθρια κριτική που ασκήθηκε εναντίον τους, επειδή χρησιµοποιεί την
αλληγορική µέθοδο εξήγησης. Με το Στέφανο δεν υπάρχει καθόλου χώρος για αλληγορία,
και η καταδίκη του για τα «χειροποίητα» δεν µετριάζεται: πρέπει να σηµειωθεί ότι στην
οµιλία του και τα δύο, ο ναός και το χρυσό µοσχάρι περιγράφονται µε όµοιους όρους, σαν
«κατασκευασµένα µε τα χέρια»5. Γι’ αυτό και η καταδίκη του ναού συµπεριλαµβάνει
καταδίκη και της θυσιαστικής λατρείας εφόσον οι θυσίες αναφέρονται από το Στέφανο, όχι
σε σύνδεση µε το ναό, αλλά σε σχέση µε το µοσχάρι6.
Υπάρχουν κάποιοι ερευνητές που διατύπωσαν την άποψη ότι οι Επτά κατά κάποιο τρόπο
συνδέονται µε την αίρεση του Κουµράν7. Η άποψη αυτή είναι βέβαια πολύ ελκυστική. Αλλά
παρ’ όλο που η αφοµοίωση µοιάζει πιθανή, εντούτοις υπάρχουν µερικές σηµαντικές διαφορές
ανάµεσα στις δύο οµάδες. Αυτό που οι Εσσαίοι8 καταδικάζουν είναι πιθανόν όχι ο ναός ο
ίδιος και η θυσιαστική λατρεία του, αφού πιστεύουν ότι η λατρεία του θα επαναληφθεί στο
1
Simon, Saint Stephen, ό.π., σσ. 134-135 του ιδίου, St. Stephen, ό.π., σσ. 88-89.
2
Ησαΐας 2,18. 16,12. 19,1. 21,9. 31,7 κτλ.
3
Simon, Saint Stephen, ό.π., σσ. 134-135. Ιδές Ιωάννου Παναγόπουλου, Ο Θεός και η Εκκλησία. Η θεολογική
µαρτυρία των Πράξεων Αποστόλων, ∆ιδακτορική διατριβή υποβληθείσα εις την Θεολογικήν Σχολήν του
Πανεπιστηµίου Αθηνών, Αθήναι 1969, σσ. 85-86, ο οποίος αναφέρει ότι «η σκηνή του µαρτυρίου» ανάγεται,
σύµφωνα µε τα χωρία της Εξόδου 25,40 και 26,30 (πρβλ. Εβρ. 8,5 συριακή Αποκάλυψη Βαρούχ 4,5) σε ουράνιο
πρωτότυπο. Η προσφερόµενη σ’ αυτή λατρεία αποκλείει κάθε υπόνοια ειδωλολατρείας. Η σκηνή αυτή («της
διαθήκης» Εξ. 25,1 εξ.) κατασκευάσθηκε σύµφωνα µε τις υποδείξεις του Θεού και οδήγησε τους Ισραηλίτες στη
σωτηρία.
4
Simon, St. Stephen, ό.π., σ. 101.
5
Πρ. 7,41 και 7,47. Ιδές Simon , St. Stephen, ό.π., σσ. 88-89 του ιδίου, Saint Stephen, ό.π., σ. 133.
6
Simon, Saint Stephen, ό.π., σ. 134.
7
Pierre Geoltrain, «Esséniens et Hellénistes», ΤΖ 15 (1959) 253 Oscar Cullmann, «The significance of the
Qumran texts for researche into the beginnings of Christianity», JBL 74 (1955) 220.
8
Γενικά για την κοινότητα των Εσσαίων βλ. σχετικά Σάββα Αγουρίδου, «Εσσαίοι», ΘΗΕ, τ. 5, στ. 918-925.

36
εσχατολογικό µέλλον1, αλλά ο ναός, όπως υφίσταται τώρα και οι θυσίες που τελούνται2, γιατί
το ιερό και η λατρεία είναι µολυσµένα από µια ανάξια ιεροσύνη. Οι Εσσαίοι που αποτελούν
µια ιερατική αίρεση, ισχυρίζονται ότι αντιπροσωπεύουν την αυθεντική διοίκηση.
Εποµένως δεν υπάρχει η παραµικρή αµφιβολία για το σαφή χαρακτήρα, όπως επίσης και
για την έκταση της αντίθεσης των Εσσαίων προς το ναό. ∆εν υπάρχει σχέση µε την αντίθεση
του Στεφάνου προς το ναό. Επίσης, η παρουσία από τη µια µεριά, η απουσία από την άλλη
της αλληγορικής εξήγησης, λογαριάζεται ως διαφορά στις απόψεις ανάµεσα στους Εσσαίους
και τους Ελληνιστές3.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι θα µπορούσαµε ίσως να δεχτούµε ότι η αίρεση του Κουµράν
βρισκόταν κοντά µε τους Ελληνιστές4. Οι ιερείς, που λέγεται ότι ενώθηκαν µε την Εκκλησία
της Ιερουσαλήµ ανταποκρινόµενοι στο κάλεσµα του Στεφάνου, ίσως να µην ήταν κάποιοι
δηµόσιοι λειτουργοί του ναού αλλά µέλη κάποιας ιερατικής αίρεσης, όπως αυτής των
Εσσαίων5. Εντούτοις όµως φαίνεται δύσκολο να συνταυτιστούν οι Εσσαίοι µε τους
Ελληνιστές, γιατί δεν στέκονται ακριβώς στο ίδιο έδαφος6. Λέξεις και εικόνες στη
χριστιανική φιλολογία και στην αίρεση του Κουµράν αντλούνται από κοινές πηγές ενώ
χρησιµοποιούνται παράλληλα έννοιες, εικόνες, θεσµοί, ακόµη και διδασκαλίες. Για το λόγο
αυτό σε ορισµένα σηµεία εµφανίζεται στενή συγγένεια ανάµεσά τους. Το συνολικό πνεύµα
που διατρέχει όµως τις δύο διδασκαλίες είναι διαφορετικό7.
Ο Cullmann, στο άρθρο του που µνηµονεύσαµε προηγούµενα8, προσπαθεί να βρει στενή
σχέση ανάµεσα στους Ελληνιστές της ιεροσολυµιτικής κοινότητας και το τέταρτο ευαγγέλιο,
επειδή γενικά παρατηρείται κάποια προσέγγιση ως προς τη θεολογική ορολογία ανάµεσα στα
χειρόγραφα του Κουµράν και το τέταρτο ευαγγέλιο και κατ’ επέκταση συνδέει τους
Ελληνιστές µε την αίρεση του Κουµράν. Ως κοινό και χαρακτηριστικό σηµείο ανάµεσα στα
χειρόγραφα του Κουµράν, το τέταρτο Ευαγγέλιο και τους Ελληνιστές εξαίρεται η αντίθεση
προς το ναό. Ο καθηγητής Σάββας Αγουρίδης, απορρίπτει την υπόθεση που κάνει ο Cullmann
σηµειώνοντας τα αδύνατα σηµεία αυτής της σκέψης και τα οποία είναι τα εξής: α) θεωρεί
τους Ελληνιστές των Ιεροσολύµων ως κάποια συγκρητιστική ιουδαϊκή αίρεση, β) συσχετίζει
τη δράση τους στη Σαµάρεια προς τη διδασκαλία του Ιησού για την περιοχή αυτή κατά το
τέταρτο ευαγγέλιο και γ) προϋποθέτει την αντίθεση των Εσσαίων προς τον ίδιο το ναό,
πράγµα για το οποίο δεν υπάρχει καµιά σίγουρη απόδειξη, ενώ το όλο θέµα της στάσης τους
απέναντι στη λατρεία του ναού συζητείται ακόµη από τους ερευνητές9.
Ο διωγµός που ακολούθησε το θάνατο του αρχιδιακόνου Στεφάνου είχε σαν αποτέλεσµα η
οµάδα των Ελληνιστών να εγκαταλείψει τα Ιεροσόλυµα ενώ το Παλαιστινο-
ιουδαιοχριστιανικό τµήµα της αρχικής κοινότητας, υπό την ηγεσία των δώδεκα, µπορούσε

1
Barnard, Saint Stephen, ό.π., σ. 32.
2
Αγουρίδου, Εσσαίοι, ό.π., στ. 923: «Ως προς το θέµα των θυσιών δεν υπάρχει πλήρης σαφήνεια εις τας πηγάς
περί του τι έπραττον οι Εσσαίοι. Φαίνεται ότι εθεώρουν τας ιδικάς των θυσίας ως εγκυροτέρας των θυσιών του
Ναού της Ιερουσαλήµ, προς τον οποίον απέστελλον µόνον αφιερώµατα».
3
Simon, St. Stephen, ό.π., σσ. 90-91.
4
A. F. J. Klijn, «Stephen’s Speech-Acts VII, 2-53», NTS 4 (1957-58) 31 Bertil Gärtner, The Temple and the
community in Qumran and the New Testament, A comparative study of the Qumran Texts and the New
Testament, Gambridge, at the University Press, 1965, σ. 112
5
Πρ. 6,7 πρβλ. Cullmann, The significance, ό.π., σ. 224.
6
Simon, St. Stephen, ό.π., σσ. 90-91.
7
Σάββα Αγουρίδου, Τα γνωστικά χειρόγραφα NAG HAMMADI και ο κώδιξ JUNG- O πάπυρος BODMER «του
κατά Ιωάννην» Ευαγγελίου- Τα χειρόγραφα της Νεκράς Θαλάσσης και η Καινή ∆ιαθήκη, Αθήναι 1959, σ. 80
πρβλ. Γεωργίου Γρατσέα, «Νεκράς Θαλάσσης, Χειρόγραφα», ΘΗΕ, τ. 9, στ. 376 Gärtner, The Temple, ό.π., σ.
101.
8
Cullmann, The significance, ό.π., σσ. 222-223.
9
Αγουρίδου, Τα γνωστικά, ό.π., σσ. 48-49.

37
αντίθετα να παραµείνει στην πόλη1.Ο διασκορπισµός τους βοήθησε στη διάδοση του
χριστιανικού µηνύµατος στη Σαµάρεια2 αρχικά και έπειτα στη Συρία µέχρι την Αντιόχεια3.
Έτσι το πρόβληµα που έθεσαν επιπλέον οι Ελληνιστές προς τους Εβραίους ήταν το
άνοιγµα του Χριστιανισµού στον ειδωλολατρικό κόσµο. Οι Ελληνιστές ήταν ευνοϊκά
διατεθειµένοι σ’ αυτή την κίνηση4, σχεδόν από την παιδική τους ηλικία θα έλεγε κάποιος,
ανατρέφονταν µε αυτή την ιδέα, ενώ οι Εβραίοι περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά
αντιτάσσονταν σ’ αυτό, βασιζόµενοι στα λεγόµενα του Ιησού: «Τούτους τους δώδεκα
απέστειλεν ο Ιησους παραγγείλας αυτοις λέγων εις οδόν εθνων µη απέλθητε και εις πόλιν
Σαµαριτων µη εισέλθητε πορεύεσθε δε µαλλον προς τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ»5.
Πίστευαν δηλαδή οι Εβραίοι ότι το κήρυγµα του Ιησού από τη Ναζαρέτ προοριζόταν µόνο
για τα κατά σάρκα τέκνα του Αβραάµ και γι’ αυτό είχαν σοβαρούς ενδοιασµούς για την
επέκταση του ευαγγελίου έξω από τα όρια του Οίκου Ισραήλ 6.
Συµπερασµατικά λοιπόν θα λέγαµε ότι η αληθινή πηγή της σκέψης του Στεφάνου ήταν η
διδασκαλία του Ιησού. Πιθανόν να άκουσε κάποιες εκφράσεις του Ιησού που αφορούσαν την
καταστροφή του ναού. Αν αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της επίγειας δράσης του Ιησού ή
µετά το θάνατό Του, δεν µπορούµε να πούµε. Ο Στέφανος ίσως ήταν παρών κατά τη διάρκεια
του Πάθους, ή αµέσως µετά, και ίσως άκουσε από κάποιους αυτόπτες µάρτυρες ότι ο Ιησούς
καταδικάστηκε επειδή βλασφήµησε εναντίον του ναού. Ίσως να αναγνώρισε στον Ιησού,
επειδή κι εκείνος είχε παρόµοιες ιδέες µε τις δικές Του, τον Προφήτη που προσδοκούσαν και
ο οποίος, κατά την έλευσή του, θα ανέτρεπε το ναό και τις θυσίες. Το γεγονός ότι φονεύθηκε
από τους άπιστους Ιουδαίους ήταν µια επιπλέον απόδειξη της θείας αποστολής Του. Αυτό
αποδεικνύεται από το λόγο που ξεστοµίζει εναντίον των Ιουδαίων στην οµιλία του: «τίνα των
προφητων ουκ εδίωξαν οι πατέρες υµων και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περί της
ελεύσεως του δικαίου;». Σκότωσαν εκείνους, που µίλησαν για την έλευση του ∆ικαίου.
Σκότωσαν Εκείνον, του Οποίου έγιναν προδότες και δολοφόνοι7.
Ο Στέφανος όµως είδαµε ότι στέκεται στην ίδια γραµµή σκέψης µε τους προφήτες και
σίγουρα επηρεάστηκε από το µήνυµά τους. Χωρίς αµφιβολία όµως, είναι πιο επαναστατικός
από τους προφήτες στην καταδίκη του για το ναό και τη λατρεία του. Ο Στέφανος προχωρά
πιο µπροστά στο θέµα αυτό από τους προφήτες και µπορούµε να επισηµάνουµε στη σκέψη
του αρκετές θρησκευτικές επιδράσεις από την ελληνικά οµιλούσα ∆ιασπορά. Εποµένως
στέκεται στη συµβολή δύο παραδόσεων: τη προφητική παράδοση της Βίβλου και τη
φιλοσοφική παράδοση των εθνικών. Ακολουθεί τους Έλληνες. Τους µιµείται, στην κριτική
τους, όπως αναπτύχθηκε από τους φιλοσόφους, για ένα τύπο λατρείας που δεν είναι
1
Πρ. 8,1. Ιδές Lohse, Επίτοµη, ό.π., σ. 91.
2
Ο Cullmann δέχεται ότι οι Eλληνιστές µετά το διασκορπισµό τους από τα Ιεροσόλυµα κατέφυγαν αρχικά στη
Σαµάρεια, ήταν άλλωστε χώρα µε συγκρητιστικές τάσεις και οι Σαµαρείτες, όπως οι Eλληνιστές, απέρριπταν τη
λατρεία του ναού, όχι επειδή είχαν κάποια πνευµατιστική αντίληψη, όπως εκείνοι, αλλά προς χάρη του δικού
τους ιερού στο όρος Γαριζίν. Εξαιτίας µάλιστα αυτής της θέσης τους αποκόπηκαν από τους Ιουδαίους βλ.
σχετικά Oscar Cullmann, «Samaria and the Origins of the Christian Mission», στο βιβλίο του: The Early
Church, edited by A. J. B. Higgins, SCM Press LTD, London 1956, σ. 191 του ιδίου, Salvation in History, New
Testament Library, SCM Press LTD, London 1967, σ. 281.
3
Πρ. 8,4-40 11,19-30. Ιδές Lohse, Επίτοµη, ό.π., σ. 103 πρβλ. Μάρκου Α. Σιώτου, Ο πολιτικός χαρακτήρ των
αντιπάλων του Αποστόλου Παύλου, Εισηγήσεις Β΄ Συνάξεως, Ελλήνων Βιβλικών Θεολόγων Πανεπιστηµίων
Αθηνών και Θεσσαλονίκης (Κρήτη 16-21 Σεπτεµβρίου 1977) –Θέµα: «Αιρέσεις και Αιρετικοί κατά την εποχήν
του Αποστόλου Παύλου», ∆ΒΜ 5 (1977-1978)148.
4
Ιδές F. D. Gealy, «Stephen», The Interpreter’s Dictionary of the Bible, An Illustrated Encyclopedia identifying
and explaining all proper names and significant terms and subjects in the Holy Scriptures, including the
Apocrypha, with attention to Archaeological Discoveries and Researches into the life and faith of Ancient
Times, Abingdon Nashville, 1962, σ. 441 πρβλ. Marshall, Palestinian, ό.π., σ. 280 πρβλ. Synge, Studies, ό.π.,
σσ. 25-26.
5
Ματθ. 10,5-6 Boismard, Stephen», ό.π., σ. 208.
6
Γ. Κονιδάρη, «Η 1900η επέτειος του Οικουµενικού Χριστιανισµού και της Εκκλησίας Ιεροσολύµων και ο
Μακεδονικός Ελληνισµός», ΓΠ 31(1949) 168 πρβλ. Corwin C. Roach, «The Purpose of the Past (The Preacher’s
Use of the Biblical Study)», Int 2 (1948) 61.
7
Simon, St. Stephen, ό.π., σσ. 95-96.

38
«πνεύµατος και αληθείας». Ο ίδιος άλλωστε εισηγούνταν και εκπροσωπούσε έναν Ιουδαϊσµό
που δεν ήταν εξαρτηµένος από ναούς ή θυσίες ή αγίους τόπους. Έναν Ιουδαϊσµό που δεν θα
περιοριζόταν στα στενά όρια της Ιερουσαλήµ αλλά θα εκτεινόταν σε µεγαλύτερη κλίµακα1.
Έτσι η Ελληνιστική κοινότητα βγαίνει από το στενό κλοιό του Ιουδαϊκού εθνικισµού της
Ιουδαιοχριστιανικής κοινότητας και για λόγους ιεραποστολικούς διευρύνει την έννοια του
όρου «λαός του Θεού» δίνοντας σ’ αυτόν µία καθολική έννοια, µε την οποία ανοίγεται η
θύρα της σωτηρίας για όλους ανεξαιρέτως2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

O AΓΙΟΣ ΑΡΧΙ∆ΙΑΚΟΝΟΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ.

1. Η καταγωγή και η διακονία του Πρωτοµάρτυρα3.

«Στέφανος δε πλήρης χάριτος και δυνάµεως εποίει τέρατα και σηµεια µεγάλα εν τω λαω.
Ανέστησαν δε τινες των εκ της συναγωγης της λεγοµένης Λιβερτίνων και Κυρηναίων και
Αλεξανδρέων και των από Κιλικίας και Ασίας συζητουντες τω Στεφάνω, και ουκ ίσχυον
αντιστηναι τη σοφία και τω πνεύµατι ω ελάλει. Τότε υπέβαλον άνδρας λέγοντας ότι ακηκόαµεν
αυτου λαλουντος ρήµατα βλάσφηµα εις Μωϋσην και τον Θεόν. Συνεκίνησάν τε τον λαόν και
τους πρεσβυτέρους και τους γραµµατεις και επιστάντες συνήρπασαν αυτόν και ήγαγον εις τον
συνέδριον, έστησαν τε µάρτυρας ψευδεις λέγοντας ο άνθρωπος ουτος ου παύεται λαλων ρήµατα
κατά του τόπου του αγίου τούτου και του νόµου ακηκόαµεν γάρ αυτου λέγοντος ότι Ιησους ο
Ναζωραιος ουτος καταλύσει τον τόπον τουτον και αλλάξει τα έθη ά παρέδωκεν ηµιν Μωϋσης.
Και ατενίσαντες εις αυτόν πάντες οι καθεζόµενοι εν τω συνεδρίω ειδον το πρόσωπον αυτου
ωσεί πρόσωπον αγγέλου»4.

Πληροφορίες για τη ζωή του αρχιδιακόνου Στεφάνου αντλούµε κυρίως από το βιβλίο των
Πράξεων των Αποστόλων5. Σ’ αυτόν αφιερώνονται δύο κεφάλαια (6,8-8,3) που µας δίνουν
αρκετά στοιχεία, ικανά να µας βοηθήσουν να σκιαγραφήσουµε την προσωπικότητα του
πρώτου χριστιανού µάρτυρα.
Από ανέκδοτη οµιλία6 της ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου παίρνουµε πληροφορίες σχετικά
µε την καταγωγή, τους γονείς και τη ζωή του Πρωτοµάρτυρα, που αποσιωπούν οι Πράξεις,
τις οποίες πρέπει να αποδεχτούµε, αν είναι δυνατόν, µε µεγάλη επιφυλακτικότητα αφού δεν
µπορούµε να τις επιβεβαιώσουµε από καµία άλλη πηγή. Αναφέρεται λοιπόν ότι στην

1
Carrington, The Early, ό.π., σ. 54.
2
Μητροπολίτου Γαρδικίου Χρυσοστόµου, «Τα προευαγγελικά κείµενα. Η µαρτυρία των Πατέρων περί της
αρχικής µορφής της Ευαγγελικής Παραδόσεως και η αξία των Πατερικών βιβλικών παραθέσεων», Θεολογία 49
(1978) 786.
3
Για την καλύτερη διαπραγµάτευση του θέµατος προτιµήθηκε η εξέταση του βίου του αρχιδιακόνου Στεφάνου
µε βάση το κείµενο των Πράξεων σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα εξετάζεται ο βίος του Πρωτοµάρτυρα
µέχρι τη στιγµή που εµφανίζεται στο συνέδριο για να υπερασπιστεί την πίστη του (6,8-15) στη δεύτερη ενότητα
µελετάται η απολογία του προς το ιουδαϊκό συνέδριο (7,1-53) και στην τρίτη το µαρτύριο, στο οποίο
υποβλήθηκε (7,54-8,2).
4
Πρ. 6,8-15.
5
David Hugh Farmer, «Stephen», The Oxford Dictionary of the Saints, Clarendon Press, Oxford, σ. 361.
6
Κώδικας Μονής Κωνσταµονίτου 501: (φφ. 1r-23r) «Νικήτα φιλοσόφου και ρήτορος λόγος διηγηµατικός και
βίος εγκωµιαστικός, περί της αθλήσεως και ευρέσεως των λειψάνων του αγίου ενδόξου αποστόλου,
πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου, µεταφρασθείς παρά τινος ευτελους ιεροµονάχου εις ιδιωτικήν
φράσιν» πρβλ. Σπυρίδωνος Π. Λάµπρου, Κατάλογος των εν ταις Βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους Ελληνικών
Κωδίκων, τόµος πρώτος, εν Καταβριγία της Αγγλίας, 1895, σ. 41. Πρέπει να σηµειωθεί ότι οι τίτλοι όλων των
κωδίκων, που χρησιµοποιήθηκαν στην εργασία, σηµειώθηκαν όπως ακριβώς υπάρχουν στο χειρόγραφο που
σώθηκαν.

39
Ιερουσαλήµ κατοικούσαν άνθρωποι που υπηρετούσαν στις θυσίες του ναού και ονοµάζονταν
λευΐτες και οι οποίοι κατάγονταν από το γένος Αβραάµ, τη φυλή Βενιαµίν1. Ο πρωτότοκος
των λευιτών, ονόµατι Ματθίας γέννησε τον Ιωδά και ο Ιωδάς γέννησε τον Ιωδαέ τον ιερέα.
Από αυτόν λοιπόν γεννήθηκε ο µακάριος Στέφανος, ενώ η µητέρα του ονοµαζόταν Εσία. Οι
γονείς του κατάγονταν από τη φυλή Βενιαµίν, όπως και ο νοµοδιδάσκαλος Γαµαλιήλ και ο
αργότερα απόστολος των εθνών Παύλος. Όταν έγινε ο Στέφανος επτά χρόνων, τον έβαλαν οι
γονείς του να µάθει τα ιερά γράµµατα και σε λίγο καιρό έγινε «σοφός και γραµµατεύς», και
δεν µπορούσε κανείς άλλος από τους συνοµηλίκους του να τον φτάσει στα µαθήµατα γιατί
ήταν εκ φύσεως οξύτατος στον νου και επιδέξιος σε όλα τα επιτηδεύµατα. Τον καιρό που ο
Στέφανος συµπλήρωσε το εικοστό έτος της ηλικίας, τότε άρχισε και ο Κύριος την δηµόσια
δράση του, διδάσκοντας τον απειθή λαό των Ιουδαίων και κάνοντας θαύµατα. Βλέποντας ο
Στέφανος τα θαύµατα του Κυρίου, πίστευσε αδίστακτα στη θεότητα Του. Ήταν παρών στη
βάπτιση του Χριστού, στο θαύµα του χορτασµού των πέντε χιλιάδων ψυχών και γενικά σε
όλη τη διάρκεια της επίγειας δράσης του Κυρίου ήταν κοντά Του. Η πίστη του ότι ο Ιησούς
ήταν ο αληθινός Θεός εδραιώθηκε µε τα γεγονότα του Πάθους και τα φοβερά φαινόµενα που
συνέβησαν κατά τη διάρκειά του. Λόγω της πίστης του συγκαταλεγόταν από νωρίς στο χορό
των αποστόλων, όχι µόνο των εβδοµήκοντα αλλά και των πρωτοκορυφαίων. Βρισκόταν
ανάµεσά τους επίσης την ηµέρα της Πεντηκοστής αναµένοντας στο υπερώο τη χάρη και την
επιφοίτηση του Αγίου Πνεύµατος. Λόγω της καθαρότητας που είχε στη ψυχή του και στην
καρδιά του γέµισε µε σοφία, χάρη και δύναµη του Θεού, ενώ ο θείος πόθος και ο υπέρ
Χριστού και της αγάπης Αυτού θείος ζήλος έγινε η φλόγα που τον έκαιγε, σαν να ήταν καµίνι
που φλεγόταν. Και γι’ αυτό φαινόταν από όλους τους αποστόλους προθυµότερος και
αναδείχθηκε υπέρµαχος αγωνιστής της πίστης2.
Πληροφορίες σχετικές µε το συγγενικό περιβάλλον του Πρωτοµάρτυρα κυκλοφορούν
όµως και µεµονωµένες. Έτσι στο έργο του Ιωάννη, επισκόπου Μαϊουµά, διαδόχου Πέτρου
του Ίβηρος, µε τον τίτλο «Πληροφορίαι» και το οποίο γράφτηκε µετά το 512, γίνεται λόγος
για την αδερφή του αγίου Στεφάνου. Συγκεκριµένα αναφέρεται ότι: «Ο µακάριος Στέφανος,
όστις ητο πρότερον Αρχιδιάκονος εν Ιερουσαλήµ, ένθερµος δε ορθόδοξος, ειχεν αγίαν αδελφήν,
ήτις κατά τας ευλογηµένας της νηστείας ηµέρας εξήρχετο ανά παν Σάββατον και καθ’ όλον το
επίλοιπον του έτους τάς παραµονάς των εορτων και ήρχετο συνεχως εν τω Μαρτυρίω του αγίου
Στεφάνου και αγίου Ιωάννου του Βαπτιστου εν ω διήρχετο την νύκτα…»3. Επίσης, από

1
Κώδικας Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας ∆-83: Βίοι Αγίων: (φφ. 166ra-173ra) «Μηνί τω αυτω ΚΖ: Μαρτύριον
του αγίου πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου», φ. 166ν πρβλ. Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως
Σωφρονίου Ευστρατιάδου, Κατάλογος των κωδίκων της Μεγίστης Λαύρας (της εν Αγίω Όρει), τεύχος Β΄ και Γ΄
(Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη), συνταχθείς υπό Σπυρίδωνος Μοναχού Λαυριώτου ιατρού, επεξεργασθείς δε και
διασκευασθείς υπό Σωφρονίου Ευστρατιάδου Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, επλουτίσθη και δια των εν
τέλει δύο παραρτηµάτων και των αναγκαιούντων ευρετηρίων πινάκων, Παρίσι 1925, σ. 72. Το ίδιο µαρτύριο
περιλαµβάνεται και στον Κώδικα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας 43: (φφ. 50r-64r) «Μηνί τω αυτω ΚΖ:
Μαρτύριον του αγίου πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου», φ. 50ν πρβλ. Ευστρατιάδου, Κατάλογος, ό.π.,
σ. 41. Την ίδια πληροφορία σχετικά µε το γένος και τη φυλή από την οποία καταγόταν ο Στέφανος, διασώζουν
και οι εξής κώδικες των Μονών του Αγίου Όρους, που έχουν όµως κοινό περιεχόµενο µεταξύ τους: Κώδικας
Ιεράς Μονής Βλατάδων 7: Βίοι αγίων και άλλα διάφορα: (φφ. 76r-80r) «Μαρτύριον του αγίου πρωτοµάρτυρος
και αρχιδιακόνου Στεφάνου», φ. 76ν πρβλ. Σωφρονίου Ευστρατιάδου (πρ. Λεοντοπόλεως), Κατάλογος των εν τη
Μονή Βλατέων (Τσαούς Μοναστήρι) αποκειµένων κωδίκων, εν Θεσσαλονίκη, τύποις Σ. Παντελή και Ν.
Ξενοφωντίδου, 1918, σ. 20 Κώδικας Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας Γ-87: Βίοι Αγίων: (φφ. 7r-11ν)
«Μαρτύριον του αγίου πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου», φ. 7ν πρβλ. Ευστρατιάδου, Κατάλογος,
ό.π., σ. 44 Κώδικας Ιεράς Μονής Παντελεήµονος 814: Μαρτύριον Αγίου Στεφάνου: (φφ. 2r-19ν) «Μαρτύριον
του αγίου και ενδόξου πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου», φ. 3ν πρβλ. Σπυρίδωνος Π. Λάµπρου,
Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους Ελληνικών Κωδίκων, τόµος δεύτερος, εν Καταβριγία της
Αγγλίας, 1900, σ. 439.
2
Νικήτα, λόγος, ό.π., φφ. 4r-8r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 41.
3
Αρχιµ. Καλλίστου, «Το εν Ιερουσαλήµ Μοναστήριον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόµου και Βαπτιστού», ΝΣ
18 (1923) 104.

40
ξενόγλωσσο κατάλογο χειρογράφων µαθαίνουµε ότι ο Πρόχορος, ένας από τους επτά
διακόνους ήταν ανεψιός του Στεφάνου1.
Σύµφωνα µε τις Πράξεις των Αποστόλων ο Στέφανος ήταν ένας από τους επτά άνδρες
που εκλέχτηκαν να υπηρετήσουν στις τράπεζες που οργάνωνε η ιεροσολυµιτική κοινότητα
για τους ενδεείς (6,5). Αναφέρεται µάλιστα πρώτος στη σειρά εκλογής των ∆ιακόνων, γι’
αυτό και φέρει τον τίτλο «αρχιδιάκονος», κυρίως για τα µεγάλα και για τα έξοχα πνευµατικά
χαρίσµατά του2.Ο Αστέριος Αµασείας (4ος αιώνας)3 τον αποκαλεί: «πρωτον των διακόνων»
και ο Ιωάννης ο ∆αµασκηνός: «πρωτοδιάκονο Χριστου»4 όχι µόνο γιατί στον κατάλογο του
Λουκά τάσσεται πρώτος, αλλά και για τη συνολική δράση του και το ζήλο του προς τη
χριστιανική θρησκεία5. Επιπλέον, ο τίτλος «πρωτοµάρτυρας» του αποδόθηκε επειδή είναι ο
πρώτος χριστιανός που πρόσφερε το αίµα του για το Χριστό µετά από την Ανάστασή Του και
το µαρτύριο του αποτέλεσε πρότυπο για τα επόµενα άλλων χριστιανών6. Ο Αστέριος
Αµασείας τον αποκαλεί µάλιστα: «απαρχή των µαρτύρων, διδάσκαλο των υπέρ Χριστου
πόνων», γιατί, όπως αναφέρει: «Πρό γάρ Στεφάνου ουδείς υπέρ του Ευαγγελίου εξέχεεν
αιµα»7. Και ο Ευσέβιος (4ος αιώνας) στην Εκκλησιαστική Ιστορία του σηµειώνει: «Ος (ενν.
Στέφανος) και πρωτος µετά τον κύριον άµα τη χειροτονία, ώσπερ εις αυτό τουτο προαχθείς,
λίθοις εις θάνατον προς των κυριοκτόνων βάλλεται, και ταύτη πρωτος τον αυτω φερώνυµον
των αξιονίκων του Χριστου µαρτύρων αποφέρεται στέφανον»8.
Σχετικά µε την καταγωγή και τη µόρφωση του αγίου Στεφάνου διατυπώθηκαν και
διάφορες άλλες απόψεις. Έτσι κατά τον Επιφάνιο Κύπρου (4ος αιώνας)9 ήταν ένας από τους
εβδοµήντα ή εβδοµήντα δύο µαθητές που απέστειλε ο Κύριος για να φέρουν το µήνυµα της
σωτηρίας σε όλη την οικουµένη. Επιπλέον, ανάµεσα στους εβδοµήντα ή εβδοµήντα δύο
µαθητές10του Κυρίου, συγκαταλέγουν τον αρχιδιάκονο Στέφανο ο Ιππόλυτος Ρώµης11 (+235)
και ο ∆ωρόθεος Τύριος12 (3ος-4ος αιώνας). Το θέµα του ακριβούς αριθµού των µαθητών
αυτών εκκρεµεί ακόµη και σήµερα στην έρευνα.
Κάποιοι άλλοι κάνουν λόγο για επίδραση του Στεφάνου από τη Σαµαρειτική παράδοση, η
οποία διαφαίνεται, όπως ισχυρίζονται πιο καθαρά στην απολογία του προς το συνέδριο ή
ακόµη ότι ήταν ο ίδιος Σαµαρείτης13.
Επίσης διατυπώθηκε και η άποψη ότι ήταν ανεψιός του Παύλου!14. Κάτι τέτοιο µάλλον
δεν ευσταθεί, εάν αναλογιστούµε ότι ο ίδιος ο Σαύλος (ακόµη δεν είχε ασπαστεί το

1
C. Van De Vorst et H. Delehaye, Catalogus Codicum Hagiographicorum Graecorum Germaniae, Belgii,
Angliae, (Subsidia Hagiographica 13), Bruxellis, apud Socios Bollandianos, 1913, κώδικας 477, σ. 382.
2
Ευστρατιάδου, Λεξικόν, ό.π., σ. 770.
3
Αστερίου Αµασείας, «Εγκώµιον εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα Στέφανον, PG 40, ΙΒ΄, στ. 341D.
4
Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως», PG 94, IΕ΄, στ. 1168Β.
5
∆(υοβουνιώτη), Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 5.
6
Κ. Ν. Παπαδόπουλου (πρεσβυτέρου), «Το Μαρτύριον Ιακώβου του Αδελφοθέου», ∆ΒΜ 2 (1982) 43.
7
Αστερίου, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, IB΄, στ. 340B.
8
Ευσεβίου Καισαρείας, «Εκκλησιαστική Ιστορία Β΄», 1, 16-20, BΕΠΕΣ, τ.19 (Τίτος Βόστρων, Θεόδωρος
Ηρακλείας, Αλέξανδρος Λυκοπόλεως, Ευσέβιος Καισαρείας [Μέρος Α΄] ), Έκδοσις της Αποστολικής ∆ιακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1959, σ. 225.
9
Επιφανίου, «Κατά αιρέσεων Ογδοήκοντα», PG 41, βιβλίο Ι΄, τόµος 1, Αίρεση ΧΧ΄, ∆΄, στ. 277D-280A.
10
Bruce M. Metzger, Historical and Literary Studies. Pagan, Jewish and Christian . Leiden: E. J. Brill, 1968, σσ.
67-76 πρβλ. Αρχιµ. Χρυσόστοµου Α. Παπαδόπουλου, «Περί των Ο΄ Αποστόλων», Εκκλ. Φ. 16 (1917) 457-465.
Ιδές Μπρατσιώτη Παναγιώτη Ι., «Εβδοµήκοντα Απόστολοι», ΜΕΕ, τ. 9, σ. 632 Λουκά Χαρ. Φίλη, Το πρόβληµα
των Εβδοµήκοντα Αποστόλων του Κυρίου, δευτέρα έκδοσις συµπεπληρωµένη, εν Αθήναις 1977, σ. 206.
11
Ιππολύτου, «Περί των Ο΄ Αποστόλων», PG 10, στ. 953C.
12
∆ωροθέου Τύριου, «Σύγγραµµα Εκκλησιαστικόν περί των Ο΄ µαθητων του Κυρίου», PG 92, VIII, στ. 1061A,
427ς΄.
13
R. J. Coggins, «The Samaritans and Acts», NTS 28 (1982) 423-434 Earl Richard, «Acts 7- An Investigation of
the Samaritan Evidence», CBQ 39(1977)190-208 Charles H. H. Scobie, «The Origins and Development of
Samaritan Christianity», NTS 19 (1972-73) 390-414 του ιδίου, «The Use of Source Material in the Speeches of
Acts III and VII», ΝTS 25 (1978-79) 399-421 Wayne Litke, «Acts 7,3 and Samaritan Chronology», NTS 42
(1996) 156-160 πρβλ. Carrington, The Early, ό.π., σ. 50 Brown, An Introduction, ό.π., σ. 296.
14
Οικουµένιου Τρίκκης, «Υπόθεσις των Πράξεων των Αποστόλων», PG 118, στ. 29Α.

41
Χριστιανισµό) ήταν εκείνος που φύλαγε τα ιµάτια των λιθοβολούντων ενθαρρύνοντας έτσι το
θάνατό του. Επιπλέον δεν υπάρχουν ενδείξεις για την υποστήριξη µιας τέτοιας άποψης.
Ορισµένοι ισχυρίζονται ότι ήταν ένας Έλληνας προσήλυτος. Το όνοµα Στέφανος, που στα
Ελληνικά σηµαίνει εστεµµένος, είναι πράγµατι ελληνικής καταγωγής1.
Κάποιοι άλλοι δέχονται ότι ήταν Ελληνιστής και ίσως είχε έρθει από το εξωτερικό2.
Το πιθανότερο είναι ότι ο άγιος Στέφανος ήταν στην καταγωγή Ελληνιστής Ιουδαίος.
Αυτό µαρτυρεί το ελληνικό του όνοµα και η οµιλία του στο συνέδριο3. Ο λόγος του προς το
συνέδριο προδίδει ότι είχε αλεξανδρινή εκπαίδευση στον τρόπο ερµηνείας της Γραφής και
σχέσεις µε το Φίλωνα4.
Ο άγιος Στέφανος θα πρέπει να ήταν γνωστός και αγαπητός για τις αρετές του και την
πίστη του στην χριστιανική ιεροσολυµιτική κοινότητα. Για το λόγο αυτό εκλέχτηκε από το
σύνολό της, ώστε να υπηρετήσει στο δύσκολο έργο της φιλανθρωπίας και κατόπιν
χειροτονήθηκε από τους αποστόλους χωρίς δισταγµό, µια που, όπως αποδεικνύεται,
πληρούσε τα προσόντα που έθεσαν οι απόστολοι5. Πράγµατι, ο Λουκάς σηµειώνει γι’ αυτόν
ότι ήταν: «άνδρας πλήρης πίστεως και πνεύµατος αγίου»6.∆ιακρινόταν δηλαδή για την πίστη
και την ευλάβειά του µεταξύ των χριστιανών των Ιεροσολύµων. Η πλήρης πίστη που
χαρακτήριζε το Στέφανο δεν ήταν πίστη διανοητική, πίστη σε µια ιδεολογία, σε µερικά
δόγµατα θεωρητικά, αλλά πίστη βιωµατική, εµπειρική. Πίστη, που σηµαίνει, κοινωνία µε το
Θεό, µετοχή στις άκτιστες θείες ενέργειές Του και είναι σχέση ζωής και επαφής µαζί του7.
Ενώ όµως του είχε ανατεθεί το έργο της φιλανθρωπίας, προκειµένου να ανακουφίσει τους
«αδύναµους» της κοινότητας, παρατηρούµε ότι ασχολείται επιπλέον µε το κήρυγµα του

1
Gian Domenico Gordini, «Stefano, protomartire, santo», Bibliotheca Sanctorum, vol. XI., Instituto Giovanni
XXIII. Della Pontificia Universita Lateranense, 1968, σ. 1376 πρβλ. Ernest Renan, Οι Απόστολοι, Πλήρης
µετάφρασις εκ του Γαλλικού, εκδότης Ι. Ν. Σιδέρης, Αθήναι, α.ε., σ. 156.
2
«Stephen», The New Westminster, ό.π., σ. 906 John D. Davis, «Stephen», Dictionary of the Bible, fourth
revised edition, London Pickering & Inglis LTD, σ. 785.
3
Αρχιµ. Χρυσόστοµου Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς Στέφανος (Βίος- Η ζωή του στη ζωή µας. Παράκλησις-
Χαιρετισµοί- Εγκώµιον), Αρναία 1985, σ. 17. Ιδές The Great Texts of the Bible, edited by James Hastings, Acts-
Romans I-VIII, volume XIII, Wm. B. Eerdmans Publishing Company Grand Rapids, Michigan [1958], σ. 87
Βασιλείου Μουστάκη, «Στέφανος», Λεξικόν της Αγίας Γραφής, Αθήναι 1956, σ. 179 Παναγιώτη Ι. Μπρατσιώτη,
«Στέφανος (Πρωτοµάρτυς)», ΕΕΛ, τ. 11, εκδοτικός οίκος «Ελευθερουδάκης» Α.Ε., εν Αθήναις 1931, σ. 778.
Επίσης ο αρχιδιάκονος Στέφανος προσδιορίζεται πιο συγκεκριµένα και ως Ιεροσολυµίτης Ιουδαίος βλ. σχετικά
Ε.Γ. Παντελάκη, «Στέφανος ο πρωτοµάρτυς», ΜΕΕ, τ. 22, εκδοτικός οργανισµός «ο Φοίνιξ» Ε.Π.Ε., Αθήναι, σ.
370 και Madeleine S. Miller and J. Lane Miller, «Stephen», Black’s Bible Dictionary, Adam and Charles Black,
London 1973, (eighth edition), σ. 705. Ιδές Εταιρεία ο «Ελληνισµός», Η Εκκλησία Ιεροσολύµων κατά τους
τέσσαρας τελευταίους αιώνας (1517-1900), Αθήνησιν, εκ του τυπογραφείου Π. ∆. Σακελλαρίου, 1900, σ. 14,
όπου αναφέρεται ότι η οµιλία του προς το συνέδριο έγινε στα ελληνικά, όπως µαρτυρεί το ύφος του λόγου και η
χρήση των χωρίων της Αγίας Γραφής κατά την ελληνική µετάφραση των εβδοµήκοντα (Ο΄). Επιπλέον, η
µεγαλύτερη απόδειξη ότι η οµιλία του εκφωνήθηκε στα ελληνικά είναι ότι δικαζόταν προς τους Ελληνιστές, οι
οποίοι αγνοούσαν εντελώς την αραµαϊκή γλώσσα. Ιδές Π. Καρολίδου, Περί της εθνικής καταγωγής των
Ορθοδόξων χριστιανών Συρίας και Παλαιστίνης, εν Αθήναις, τύποις Π. ∆. Σακελλαρίου, 1909, σ. 235.
4
Τρεµπέλα, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 212 πρβλ. Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 17, υποσ. 1 Carrington, The
Early, ό.π., σ. 50 Barnard, St. Stephen, ό.π., σσ. 44-45, ο οποίος αναφέρει ότι είναι πιθανό αλλά δεν µπορεί να
αποδειχθεί ότι ο Στέφανος είχε επαφές µε την Αλεξάνδρεια, από την οποία είναι σχεδόν σίγουρη η προέλευση
της επιστολής Βαρνάβα, που παρουσιάζει οµοιότητες µε την οµιλία του Στεφάνου. Ο Simon, St. Stephen, ό.π.,
σσ. 43-44, υποσ. 14, αναφέρει ότι ο Στέφανος δίνει ιδιαίτερη έµφαση στο ότι κάποια από τα σηµαντικότερα
γεγονότα της Ισραηλιτικής ιστορίας έλαβαν χώρα έξω από την Παλαιστίνη: η κλήση του Αβραάµ στη
Μεσοποταµία, η εκδίωξη του Ιωσήφ, όπως επίσης και η κλήση του Μωυσή στην Αίγυπτο. ∆ίνει µάλιστα
ιδιαίτερη σηµασία στο ότι ο Μωυσής ανατράφηκε εντρυφώντας στη σοφία των Αιγυπτίων (Πρ. 7,22). Για όλα
αυτά τα στοιχεία ο Στέφανος βρίσκεται σε συµφωνία µε το Φίλωνα (Ο βίος του Μωυσέως, X, 20 εξ.). Αυτό ίσως
δεν είναι τυχαίο γεγονός και ίσως υποδηλώνει ότι ο Στέφανος ήταν Αλεξανδρινής καταγωγής ή τουλάχιστον
ανήκε στην Αλεξανδρινή παράδοση σκέψης.
5
Πρ. 6,3.
6
Πρ. 6,5.
7
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 51. Ιδές Glombitza, Zur Charakterisierung, ό.π., σ. 243.

42
λόγου του Θεού1 και προβαίνει σε θαυµατουργικές ενέργειες ανάµεσα στο λαό ενισχυµένος
από τη χάρη του Αγίου Πνεύµατος, αφού ήταν «πλήρης χάριτος2 και δυνάµεως», όπως
σηµειώνουν οι Πράξεις (6,8).
Ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλος (+446), σχολιάζει τα χαρίσµατα αυτά
του αρχιδιακόνου λέγοντας: «Χάρις και δύναµις τω Στεφάνω τον στέφανον έπλεκον εξ
εκατέρας χειρός προς τον αγωνα τον καλόν συνετίθετο. Η µεν προς την πίστην αυτόν, η δε προς
το µαρτύριον ήρµοζεν. Η µεν προς την διακονίαν, η δε προς τον λόγον ωδήγησεν. Η µεν προς
παρρησίαν, η δε προς υποµονήν διερρύθµιζεν. Η µεν προς θαύµατα, η δε προς κατορθώµατα
παρεσκεύαζεν. Χάρις και δύναµις, οµότιµον φύτευµα χάρις και δύναµις, οµόχρονον βλάστηµα
χάρις και δύναµις, οµόρριζον κλάδευµα χάρις και δύναµις, οµοδίαιτος συζυγία χάρις και
δύναµις, το διττόν της πίστεως µόσχευµα χάρις και δύναµις, οµόηχος συµφωνία χάρις και
δύναµις, οι καλλιβλέφαροι της ορθοδοξίας οφθαλµοί χάρις και δύναµις οι δίδυµοι της
Εκκλησίας µισθοί χάρις και δύναµις, αι οµόσκηνοι του Χριστου στρατιώτιδες χάρις και
δύναµις, οι του Στεφάνου άγρυπνοι φύλακες»3. Επίσης ο Αστέριος Αµασείας λέγει γι’ αυτόν
χαρακτηριστικά: «…ο Στέφανος, ηγιασµένος τη χάριτι, σκευος πεπληρωµένον του Πνεύµατος,
καθ’ ηµέραν βεβαιων τους οικείους, και τους πλανωµένους προς την ευθειαν υποστρέφων
οδόν»4.Όντας κάτοχος των χαρισµάτων, της χάρης και της δύναµης, ο αρχιδιάκονος
αποτελούσε το τέλειο παράδειγµα βίωσης της χριστιανικής πίστης αφού µπορούσε κάλλιστα
να επιδίδεται στη διακονία, που του ανατέθηκε, να κηρύττει και να επιτελεί θαύµατα
ανάµεσα στο λαό, ενώ συγχρόνως επιδίωκε να φτάσει στο τέλος το δρόµο του µαρτυρίου που
εκούσια ακολούθησε.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος σχετικά µε τα θαύµατα που επιτελούσε στο λαό,
ενισχυµένος από τη χάρη του Αγίου Πνεύµατος ο αρχιδιάκονος, παρατηρεί: «Όρα, πως και εν
τοις επτά ην τις πρόκριτος και τα πρωτεια ειχεν. Ει γαρ και η χειροτονία κοινή, αλλ’ όµως
ουτος επεσπάσατο χάριν πλείονα. Πρό τούτου δε ουκ εποίει σηµεια, αλλ’ ότε δηλος γέγονεν, ίνα
δειχθη, ότι ουκ αρκει µόνη η χάρις, αλλά δει και της χειροτονίας ώστε προσθήκη Πνεύµατος

1
Πρ. 6,9-10 πρβλ. και André Feuillet and Pierre Grelot (µετάφραση Μίρκας Σκάρα), «Λόγος του Θεού», ΛΒΘ,
ό.π., στ. 608 και 612-613.
2
Η «χάρις» στον ευαγγελιστή Λουκά εµφανίζεται σαν µία δύναµη φωτός και ακτινοβολίας και ως κατάκτηση.
Ο παραλληλισµός µεταξύ των όρων «χάρις» και «δύναµις» είναι έκδηλος στη διήγηση του Στεφάνου (Πρ. 6,8
εξ.) βλ. σχετικά Αθανασίου Κ. Θεοχάρη, «Η έννοια της χάριτος εις τα έργα του Ευαγγελιστού Λουκά
(οµώνυµον Ευαγγέλιον και Πράξεις των Αποστόλων)», Κληρονοµία 22 (1990) 53.
3
Πρόκλου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, «Εγκώµιον εις τον άγιον Πρωτοµάρτυρα Στέφανον», PG 65,
Γ΄, στ. 812BC.
Η λέξη «χάρισµα» έχει την ίδια ρίζα µε τη λέξη «χάρις». Στην Κ.∆. η λέξη «χάρισµα» δεν είναι πάντοτε
τεχνικός όρος. Μπορεί να σηµαίνει όλες τις δωρεές του Θεού που είναι αµετάκλητες (Ρωµ. 11,29), ιδιαίτερα
αυτή τη «δωρεά της χάριτος» που µας έρχεται από το Χριστό (Ρωµ. 5,15 εξ.) και η οποία εξελίσσεται σε ζωή
αιώνια (Ρωµ. 6,23). Πράγµατι, «εν τω Χριστω» ο Θεός µας «εχαρίτωσεν» (Εφ. 1,6) «και σύν αυτω τά πάντα ηµιν
χαρίσεται» (Ρωµ. 8,32). Αλλά το πρώτο από τα χαρίσµατα αυτά είναι το ίδιο το Άγιο Πνεύµα, που είναι διάχυτο
στις καρδιές µας και βάζει σ’ αυτές την αγάπη (Ρωµ. 5,5. βλ. 8,15). Η τεχνική χρήση της λέξεως «χάρισµα»
γίνεται στην ουσία κατανοητή µέσα στην προοπτική της παρουσίας αυτής του Πνεύµατος, που φανερώνεται µε
κάθε είδους «δωρεά» (1 Κορ. 12,1-4). Η χρήση των δωρεών αυτών θέτει προβλήµατα που εξετάζονται κυρίως
στις επιστολές του Παύλου.
Στις Πράξεις των Αποστόλων το Πνεύµα φανερώνεται από την ηµέρα κιόλας της Πεντηκοστής, όταν οι
απόστολοι κηρύττουν σε όλες τις γλώσσες «τα µεγαλεια του Θεου» (Πρ. 2,4.8-11), σύµφωνα µε τις Γραφές
(2,15-21). Αυτό είναι το ενδεικτικό σηµείο ότι ο Χριστός αφού υψώθηκε στα δεξιά του Θεού, «την επαγγελίαν
του Αγίου Πνεύµατος λαβών παρά του Πατρός, εξέχεεν τουτο» πάνω στους ανθρώπους (Πρ. 2,33). Στη συνέχεια η
παρουσία του Πνεύµατος εκδηλώνεται µε διάφορους τρόπους: µε την επανάληψη των σηµείων της
Πεντηκοστής (Πρ. 4,31. 10,44 εξ.) κυρίως µετά το βάπτισµα και την επίθεση των χειρών (Πρ. 8,17 εξ. 19,6), µε
τη δράση των προφητών (11,27 εξ. 15,32. 21,10 εξ.), των διδασκάλων (13,1 εξ.), των κηρύκων του ευαγγελίου
(6,8 εξ.), µε τα θαύµατα (6,8. 8,5 εξ.) και τα οράµατα (7,55). Τα ιδιαίτερα αυτά χαρίσµατα δόθηκαν πρώτα
στους αποστόλους, αλλά τα συναντά κανείς και σε ανθρώπους του περιβάλλοντός τους, συχνά σε σχέση µε την
άσκηση ορισµένων επίσηµων λειτουργηµάτων (Στέφανος, Φίλιππος, Βαρνάβας), πάντοτε όµως προς όφελος της
κοινότητας, που µεγαλώνει µε την επίδραση του Αγίου Πνεύµατος βλ. σχετικά Jacques Guillet (µετάφραση
Χαράλαµπου Σωτηρόπουλου), «Χάρη», ΛΒΘ, ό.π., στ. 1001-1002.
4
Αστερίου, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, IB΄, στ. 341D.

43
εγένετο. Ει δε και προ τούτου πλήρεις Πνεύµατος ησαν, αλλά του από του λουτρου»1. Μολονότι
ο Στέφανος εκλέχτηκε µαζί µε άλλους έξι άνδρες για τη φιλανθρωπική διακονία της
χριστιανικής κοινότητας, παρ’ όλ’ αυτά, ήταν ο εκλεκτός ανάµεσά τους και εκείνος που
δέχτηκε περισσότερο από τους άλλους τη χάρη του Αγίου Πνεύµατος. Πριν από τη
χειροτονία του δεν είχε επιδοθεί στην επιτέλεση θαυµατουργικών ενεργειών κι αυτό µε
σκοπό να καταστεί σαφές ότι δεν αρκεί µόνον η χάρη του Θεού που είχε αποκτήσει µε το
βάπτισµα, αλλά ότι ήταν απαραίτητη και η χειροτονία, για να λάβει περισσότερη δύναµη του
Αγίου Πνεύµατος επάνω του. Κι αυτό έγινε φανερό µε την επιτέλεση των θαυµάτων, στα
οποία προέβη, συνδυάζοντας έτσι την κοινωνική διακονία µε τη θαυµατουργική. Ο
θαυµαστός συνδυασµός της χάρης και της δύναµης µαζί µε τη χειροτονία που δέχτηκε µετά
την εκλογή του, συνιστούσαν τα απαραίτητα εφόδια του αγίου, προκειµένου να ανταποκριθεί
στο έργο που του είχε ανατεθεί.
Κατά τον απόστολο Παύλο τα θαύµατα, τα οποία ενεργούν οι απόστολοι, εκδηλώνουν
συγκεκριµένα τη σωτήρια δύναµη του αναστηµένου Ιησού2και οδηγούν τους ανθρώπους
προς την πίστη, περιβάλλοντας µε κύρος τους κήρυκες3 του ευαγγελικού Λόγου. Έτσι
επιβεβαιώνεται ο απαραίτητος δεσµός των θαυµάτων µε το Λόγο και η διπλή όψη του
σκοπού τους, η απολογητική και η σωτήρια. Έτσι επίσης καταφαίνεται η ιεραρχία των
σηµείων: η ιδιότητα του αυτήκοου µάρτυρα4, η σταθερότητα5, η βεβαιότητα και η
ανιδιοτέλεια6των αποστόλων συµπορεύονται µε τα «σηµεια και τέρατα» και διαχωρίζουν
τους ψευδοπροφήτες από τους πραγµατικούς αγγελιοφόρους του Θεού7. Όλα γίνονται µε τη
δύναµη8 του Αγίου Πνεύµατος9.
Στους στίχους 6,9-10 των Πράξεων διαβάζουµε στη συνέχεια: «ανέστησαν δε τινες των εκ
της συναγωγης της λεγοµένων Λιβερτίνων και Κυρηναίων και Αλεξανδρέων και των από
Κιλικίας και Ασίας συζητουντες τω Στεφάνω, και ουκ ίσχυον αντιστηναι τη σοφία και τω
πνεύµατι ω ελάλει»10. Στην Ιερουσαλήµ υπήρχαν πολλές ιουδαϊκές συναγωγές, όπου
µελετούσαν το νόµο και προσεύχονταν οι Ιουδαίοι. Κάποιες από αυτές ανήκαν στους
Εβραίους της ∆ιασποράς, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, επειδή µιλούσαν την ελληνική
γλώσσα ονοµάζονταν Ελληνιστές11.∆εν φαίνεται όµως ξεκάθαρα από τους παραπάνω στίχους
των Πράξεων, εάν επρόκειτο για πέντε ξεχωριστές συναγωγές ή για µία ή δύο12, στις οποίες
ανήκαν οι Εβραίοι που αναφέρονται. Συγκεκριµένα οι Λιβερτίνοι ήταν Εβραίοι αιχµάλωτοι
των Ρωµαίων, οι οποίοι αφέθηκαν ελεύθεροι13, άλλωστε ο όρος «Λιβερτίνοι» είναι µια
άριστη φυσική µεταγλώττιση της λατινικής λέξης «Libertini», που σηµαίνει απελεύθεροι14,
ενώ οι Κυρηναίοι ήταν εκείνοι που ζούσαν µακριά από την Αλεξάνδρεια και οι οποίοι είχαν
1
Xρυσοστόµου, Οµιλίαι, ό.π., PG 60, ΙΕ΄, α΄, στ. 119 Θεοφύλακτου, Υπόθεσις, ό.π., PG 125, ς΄, στ. 601C πρβλ.
Οικουµένιου, Εξήγησις, ό.π., PG 118, η΄, στ. 125C.
2
Πρ. 3,6.12.16 πρβλ. Ρωµ. 1,4.
3
Μκ. 16,20 πρβλ. Α΄ Κορ. 2,4.
4
Εβρ. 2,3εξ.
5
Β΄ Κορ. 12,12.
6
Α΄ Θεσ. 2,2-12.
7
Πρ. 8,9-24 13,4-12.
8
Α΄ Θεσ. 1,5. Α΄ Κορ. 2,4. Ρωµ. 15,19.
9
Paul Ternant (µετάφραση Μίρκας Σκάρα), «Θαύµα», ΛΒΘ, ό.π., στ. 469.
10
«Είναι προφανής η τάση να υπογραµµισθεί το ανίκητο του Στεφάνου», βλ. σχετικά Καραβιδόπουλου, Το
κείµενο, ό.π., σ. 105.
11
Γιαννακόπουλου, Πράξεις, ό.π., σ. 109.
12
C. S. C. Williams, A commentary on the Acts of the Apostles, Adam & Charles Black, London 1957, σ. 99.
Ιδές Α. Μακράκη, Ερµηνεία της Καινής ∆ιαθήκης: Αι Πράξεις και Επιστολαί, Αθήναι 1891, σ. 1385 πρβλ. Γ.
Γαλίτη, Σηµειώσεις ιστορίας των χρόνων της Καινής ∆ιαθήκης, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1970, σ.
69 Χρήστου, Ελληνική, ό.π., σ. 113, υποσ. 50 Johann Bihler, «Der Stephanusbericht (Apg 6,8-15 und 7,54-
8,2)», ΤΖ 3 (1959) 268-269 Lake and Cadbury, Acts of the Apostles, The Beginnings of Christianity, ό.π., vol.
IV, σ. 66.
13
Γιαννακόπουλου, Πράξεις, ό.π., σ. 109. Περισσότερα για τους Λιβερτίνους βλ. σχετικά Τρεµπέλα, Υπόµνηµα,
ό.π., σ. 213.
14
Lake and Cadbury, The Beginnings of Christianity, Part I: Acts of the Apostles, ό.π., vol. IV, σ. 67.

44
συναγωγές, ίσως όµως και να διέµεναν στα Ιεροσόλυµα, για να µην αναγκάζονται συνεχώς
να αποδηµούν1.
Ο Στέφανος πολύ νωρίς ανέπτυξε τάσεις που σηµαδεύτηκαν από µια ταχύτατη και
αποφασιστική σύγκρουση µε τον Ιουδαϊσµό. Φαίνεται ότι πρόβαλε εικόνες από το
παραδοσιακό εθιµοτυπικό του έθνους και από το µωσαϊκό νόµο που δεν ήταν ιουδαϊκές,
φυσικά όχι ιουδαϊκές µε φαρισαϊκό ή σαδουκικό υπόβαθρο και οι οποίες προκάλεσαν την
οργή και των πιο συντηρητικών Ελληνιστών Ιουδαίων2, που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήµ
και οι οποίοι πήραν την πρωτοβουλία και κατόρθωσαν τη σύλληψή και τη δίκη του3.
Στις συζητήσεις που διεξήχθησαν στις συναγωγές της Ιερουσαλήµ, που αναφέρθηκαν
παραπάνω, φαινόταν ο Στέφανος να ανατρέπει παντελώς το νόµο και σχετικά µε τη σηµασία
της Π.∆. µετά την έλευση του Ιησού Χριστού ο αρχιδιάκονος διατύπωσε ορθά τη γνώµη, ότι
η Π.∆. απώλεσε τη σηµασία που είχε για το λαό και ότι οι άνθρωποι σώζονται πλέον µόνο δια
του Ιησού Χριστού4.
Ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλος, σχετικά µε το περιεχόµενο της
συζήτησης που είχε ο Στέφανος µαζί τους, αναφέρει αναλυτικά τα εξής: «Και περί τινος η
ζήτησις; περί του αρρήτως κυοφορηθέντος περί του παρά φύσιν τεχθέντος περί του υπέρ λόγον
θηλάσαντος. Πως δίχα µίξεως η Παρθένος µήτηρ εγένετο πως µετά ωδινας πάλιν παρθένος
ηυρίσκετο πως η φύσις τω θαύµατι παρεχώρησε πως επί της Μαρίας τους ιδίους ουκ εξεζήτησεν
όρους πως ο αχώρητος εις βρέφος συνεστέλλετο πως έµβρυον ην, και τα πανταχου διέπλαττεν
έµβρυα πως ετίκτετο, και πασι παρειχε το τίκτεσθαι πως εθήλαζε, και πασι τοις θηλάζουσι τάς
πηγάς εχορήγει του γάλακτος. Πόση του νόµου και της χάριτος η διαφορά πως ο µεν
κατακρίνει, η δε συγχωρει ο µεν κολάζει, η δε διασώζει ο µεν υπηρετει, η δε αυθεντει ο µεν την
αµαρτίαν επιτρίβει, η δε την αµαρτίαν εξαφανίζει ο µεν το ξίφος επιτείνεται, η δε το έλεος
µεταχειρίζεται ο µεν δηµίου τάξιν επέχει, η δε βασιλικως εξουσιάζει ο µεν τω καταδίκω το
σπαρτιον περιτίθησιν, η δε φιλανθρώπω δεξια το του θανάτου σύµβολον αφαιρειται»5. Ο
Στέφανος λοιπόν παρουσίαζε τα δόγµατα της νέας θρησκείας και τη διαφορά ανάµεσα στο
Νόµο της Π.∆. και στον Καινό Νόµο που εγκαινίασε ο Χριστός6.

1
Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., ΙΕ΄, στιχ. 5-8, σσ. 422-423.
2
Kenneth Scott Latourette, A History of the expansion of Christianity (volume I), The first five centuries, Harper
& Brother publishers, New York and London, 1937, σ. 70.
3
Barnard, Saint Stephen, ό.π., σ. 31.
4
Χρυσοστόµου Α. Παπαδόπουλου, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύµων, εν Ιεροσολύµοις και Αλεξανδρεία, εκ
του πατριαρχικού τυπογραφείου Αλεξανδρείας, 1910, σσ. 10-11.
5
Πρόκλου, Εγκώµιον, ό.π., PG 65, Ε΄, στ. 813C-816A.
6
Ιδές Ματθ. 5,17: «Μη νοµίσητε ότι ηλθον καταλυσαι τον νόµον ή τους προφήτας ουκ ηλθον καταλυσαι αλλά
πληρωσαι» πρβλ. Στογιάννου, Χριστός, ό.π., σ. 42, όπου υπογραµµίζεται ότι: «η έναντι του νόµου του Ιησού
είναι η πλήρης αυθεντίας στάσις του τελειωτού της πίστεως, ο οποίος δεν επανερµηνεύει ούτε τελειοποιεί ούτε
άλλως πως ανακαινίζει τον παλαιόν νόµον, αλλ’ οδηγεί την δια του νόµου εκφρασθείσαν παλαιότερον βουλήν
του Θεού δια την σωτηρίαν του ανθρώπου εις την τελείωσίν της εν τω προσώπω και τω έργω του». Ιδές
Παναγιώτου Σιµωτά, «Ιουδαϊσµός και Ελληνική Ορθοδοξία», Θεολογία 42 (1971) 357 και Βούλγαρη, Η ενότης,
ό.π., σσ. 357-358, όπου αναφέρεται ότι η πρωταρχική αιτία της αντίδρασης του Ιουδαϊσµού εναντίον της
Εκκλησίας οφειλόταν στην απόρριψη από αυτήν των συµβόλων της εθνικής αυτού υπόστασης και της εθνικής
του ενότητας. Η αντίδραση αυτή επιτεινόταν και από τη δυσµενέστατη πολιτική κατάσταση που επικρατούσε
τότε για τον Ιουδαϊσµό, εξαιτίας της οποίας αναπτύχθηκαν στους κόλπους του οµάδες φανατικών Ιουδαίων,
όπως οι Ζηλωτές, οι οποίες αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της βασιλείας του Ισραήλ (πρβλ. Πρ. 1,6).
Γενικά επικρατούσε η άποψη ότι ο κύριος λόγος της εχθρότητας του Bar Cocheba έναντι των εξ Ιουδαίων
χριστιανών οφειλόταν στην πίστη αυτών, ότι όχι αυτός, αλλά ο από Ναζαρέτ Ιησούς ήταν ο Μεσσίας του
Ισραήλ. Η κατάσταση αυτή καθόλου δεν επέτρεπε στον Ιουδαϊσµό περιθώρια ολιγωρίας ή επιείκειας έναντι της
Εκκλησίας και µάλιστα κατ’ εκείνο το χρόνο που προετοιµαζόταν µε κάθε επιµέλεια η εξέγερση του Ιουδαϊκού
πληθυσµού εναντίον της Ρωµαϊκής κυριαρχίας. Σε µία τέτοια στιγµή προείχε παντός άλλου ο υπερτονισµός των
συµβόλων, τα οποία συνιστούν τη βάση της εθνικής υπόστασης και της εθνικής ενότητας του απανταχού
Ιουδαϊσµού. Έτσι µπορούµε να κατανοήσουµε την αντίδραση του Ιουδαϊκού όχλου, που υποκινήθηκε και
ενθαρρύνθηκε από το Μεγάλο Συνέδριο εναντίον του Στεφάνου, ο οποίος ξεστόµισε «ρήµατα κατά του τόπου
του αγίου τούτου και του νόµου» και ότι «Ιησους ο Ναζωραιος ουτος καταλύσει τον τόπον τουτον και αλλάξει τα
έθη ά παρέδωκεν ηµιν Μωυσης» (Πρ. 6,11-12). Τόση ήταν η οργή των Ιουδαίων, ώστε δεν αρκέσθηκαν µόνο
στη θανάτωση του Στεφάνου, αλλά και προκάλεσαν «διωγµόν µέγαν επί την Εκκλησίαν την εν Ιεροσολύµοις»

45
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος σχολιάζοντας τη χαρισµατική ικανότητα του λόγου που
διέθετε ο Στέφανος επισηµαίνει: «…εν προοιµίοις του κηρύγµατος ο Στέφανος υπέρ τους
ποταµούς ρέων και πάντας επιστοµίζων, ο τάς αναισχύντους αποφράττων Ιουδαίων γλώττας, ω
ουδείς αντιστηναι ηδύνατο1…». Επιβεβαιώνονται συνεπώς τα λόγια του Χριστού που
περιέχονται στο Λκ. 21,15: «εγώ γάρ δώσω υµιν στόµα και σοφίαν η ου δυνήσονται αντιστηναι
ή αντειπειν άπαντες οι αντικείµενοι υµιν»2. Κατανοείται εποµένως η σοφία ως επίδραση του
Αγίου Πνεύµατος3.
Επειδή όµως αδυνατούσαν να αντικρούσουν αυτά που τους έλεγε, δωροδόκησαν κάποιους
άνδρες να ψευδοµαρτυρήσουν4 εναντίον του ότι τάχα βλασφήµησε προς το Θεό και το
Μωυσή. Ξεσήκωσαν µάλιστα το λαό, τους πρεσβυτέρους και τους γραµµατείς εναντίον του
και τον οδήγησαν στο συνέδριο για να απολογηθεί.
Όπως όρµησαν µε µαχαίρια και ξύλα στο κήπο της Γεσθηµανής5, συνέλαβαν τον Κύριο
και τον οδήγησαν στο συνέδριο6, το ίδιο παρατηρούµε και στον άγιο Στέφανο: «Πανταχου
του ληστρικου έχονται. Χριστόν µέν µετά φονώντων ανθρώπων υπό λαµπάσι και φανοις και
µαχαιροφορούντων συλλαµβάνοντες. Πέτρον και τους λοιπούς αποστόλους από του ιερου, και
νυν δε Στέφανον από του διδασκαλικου τόπου επί το συνέδριον κριθησόµενον αρπάζοντες»7.
Εκεί παρουσιάστηκαν οι ψευδοµάρτυρες, οι οποίοι τον κατηγόρησαν λέγοντας: «ο άνθρωπος
ουτος ου παύεται λαλων ρήµατα κατά του τόπου του αγίου τούτου και του νόµου ακηκόαµεν γάρ
αυτου λέγοντος ότι Ιησους ο Ναζωραιος ουτος καταλύσει τον τόπον τουτον και αλλάξει τα έθη ά
παρέδωκεν ηµιν Μωϋσης»8.
Και ενώ όλοι περίµεναν ν’ αρχίσει την απολογία του ο Στέφανος, είδαν το πρόσωπό του
να φωτίζεται σαν πρόσωπο αγγέλου9. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος αναφερόµενος σ’
αυτό το συγκεκριµένο γεγονός παρατηρεί: «Ούτως έστι και εν ελάττονι όντας βαθµω λάµπειν.
Τι γαρ, ειπέ µοι, των Αποστόλων ουτος έλαττον έσχεν; ουχί σηµεια ειργάσατο; ου πολλήν
επεδείξατο τήν παρρησίαν; Ειδον το πρόσωπον αυτου ωσεί πρόσωπον αγγέλου, φησί. Τουτο
άρα η χάρις ην, τουτο και η δόξα Μωϋσέως ην. Επίχαριν δε αυτόν δοκει µοι ποιησαι τον Θεόν,
τάχα επεί έµελλέ τινα ερειν, και ίνα ευθέως τη προσόψει καταπλήξη αυτούς (έστι γαρ, έστι και
πρόσωπα, χάριτος γέµοντα πνευµατικης, επέραστα τοις ποθουσιν είναι και αιδέσιµα τοις
µισουσι φοβερά) ή και ως αιτίαν τουτο ειπε, δι’ ην ηνέσχοντο της δηµηγορίας αυτου»10. Τόσο
πολύ ήταν δυνατό, αναφέρει ο άγιος Ιωάννης και εκείνοι που βρίσκονταν σε µικρότερο
βαθµό, να λάµπουν. ∆ιότι σε τι, ήταν κατώτερος από τους αποστόλους; ∆εν έκανε θαύµατα;
δεν έδειξε µεγάλο θάρρος; «Είδαν το πρόσωπό του να είναι σαν πρόσωπο αγγέλου», λέγει ο
Λουκάς. Μου φαίνεται, συµπληρώνει ο άγιος Ιωάννης, ότι ο Θεός τον γέµισε από χάρη, ίσως

συνέπεια του οποίου υπήρξε ο διασκορπισµός των χριστιανών «κατά τας χώρας της Ιουδαίας και της
Σαµάρειας» (Πρ. 8,1 4,11. 19 εξ.). Το εθνικό φρόνηµα των χριστιανών δεν είχε εκλείψει τελείως. Το αντίθετο,
τόσο η οµιλία από την οµιλία του Στεφάνου, όσο και από την όλη σκέψη του Παύλου συµπεραίνουµε ότι αυτό
διατηρούνταν σε υψηλά επίπεδα µε τη διαφορά ότι αυτό δεν είχε πολιτικά, αλλά καθαρά σωτηριολογικά
κίνητρα.
1
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Οµιλία προς τους σκανδαλισθέντας», Εισαγωγή, Κείµενο- Μετάφραση- Σχόλια από
τον Σπύρο Μουστάκα, ΕΠΕ, τ. 33, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαµάς», εκδοτικός οίκος «Το
Βυζάντιον» Ελ. Μερετάκη, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 586.
2
Πρβλ. Max Turner, «The Spirit of prophecy and the power of authoritative preaching in Luke-Acts. A Question
of origins», NTS 38 (1992) 69.
3
Glombitza, Zur Charakterisierung, ό.π., σ. 240.
4
Όπως και στην περίπτωση του Χριστού βλ. σχετικά Ματθ. 26,60. Ιδές Σάββα Χ. Αγουρίδη, Ιστορία των
χρόνων της Καινής ∆ιαθήκης, ∆΄ έκδοση, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 299, ο οποίος αναφέρει
ότι ο Ιησούς και ο Στέφανος καταδικάστηκαν σαν ένοχοι βλασφηµίας πρβλ. M. D. Goulder, Type and History
in Acts, London, S.P.C.K. 1964, σ. 42.
5
Ματθ. 26,47.
6
Allison A. Trites, «The Importance of the Legal scenes and the Language in the Book of Acts», NT 16 (1974)
282-283.
7
Οικουµένιου, Εξήγησις, ό.π., PG 118, η΄, στ 128D-129A πρβλ. Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 49.
8
Πρ. 7,13-14 πρβλ. Μαρκ. 14,58. Ιδές Goulder, Type, ό.π., σ. 42.
9
Πρ. 6,11-15.
10
Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., ΙΕ΄, στιχ. 10-20, σσ. 424-425.

46
γιατί επρόκειτο να πει µερικούς λόγους και για να καταπλήξει αµέσως αυτούς µε το θαύµα
του προσώπου του (διότι υπάρχουν, πρόσωπα γεµάτα µε πνευµατική χάρη, που είναι
αξιαγάπητα σ’ αυτούς που τα αγαπούν, και σεβαστά και φοβερά σ’ αυτούς που τα µισούν) ή
και σαν αιτία το είπε αυτό ο συγγραφέας, για την οποία ανέχθηκαν την οµιλία του.
Πράγµατι, µέχρι κάποιο σηµείο οι Ιουδαίοι, επειδή είχαν εκπλαγεί από τη θέα του
αγγελικού προσώπου του Στεφάνου, άκουσαν την πύρινη οµιλία του σιωπηλά1.
Εύλογα συνάγεται εποµένως ότι ο αρχιδιάκονος Στέφανος δεν υστερεί σε τίποτα από τους
αποστόλους µια και ο ίδιος κήρυττε το Λόγο του Θεού και έκανε και θαύµατα, κατά τον άγιο
Ιωάννη, ανεξάρτητα από το αν είχε χειροτονηθεί για να υπηρετήσει στον κοινωνικό τοµέα
της φιλανθρωπίας. Ο άγιος Ιωάννης ο ∆αµασκηνός τον αποκαλεί µάλιστα και «απόστολο
Χριστού»2, ενώ ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης3 σηµειώνει: «Και µηδείς τω της διακονίας ονόµατι,
δευτερεύειν αυτόν παρά την αποστολικήν αξίαν υπονοείτω».
Η χάρη του Θεού, η εντυπωµένη στην καρδιά και στην ψυχή του Στεφάνου, δεν ήταν
δυνατόν να µην γίνει φανερή και εξωτερικά4. Η εσωτερική του καθαρότητα, η αγνότητα, η
αγιότητα, έλαµψαν στο πρόσωπό του. Ο Κύριος µάλιστα είχε πει ότι «οι δίκαιοι θα λάµψουν
σαν τους φωστήρες»5. Έτσι, ενώ όλοι περίµεναν ν’ αρχίσει ο Στέφανος την απολογία του,
είδαν το πρόσωπό του να λάµπει σαν το πρόσωπο αγγέλου. Γιατί ήταν ένας άγγελος στη γη6.
Επιτελούσε την ίδια διακονία µε τους αγγέλους. Οι άγγελοι είναι «λειτουργικά πνεύµατα εις
διακονίαν αποστελλόµενα»7 και ο Στέφανος είναι «διάκονος της Εκκλησίας», σε διακονία
αποστελλόµενος από την Εκκλησία. Όµοιοι στη διακονία, όµοιοι και στην όψη. Ήταν
άγγελος στην ψυχή και φάνηκε άγγελος και στο πρόσωπο 8.

2. Η οµιλία του στο Συνέδριο.

Η προσπάθεια κατανόησης του µηνύµατος του Στεφάνου και της επίδρασης που είχε αυτό
στο περιβάλλον του προκάλεσε µια πλατιά διάσταση απόψεων.
Για κάποιους9 παρέµεινε στην ουσία ένας Ιουδαίος ακόµη και µετά τη µεταστροφή του,
αν και προερχόταν από φιλελεύθερη γενιά, και του οποίου σκοπός ήταν να διαδόσει έναν
τύπο Ιουδαϊσµού που θα ήταν ισχυρά αντιτιθέµενος του ναού και της λατρείας του. Για την
άποψη αυτή ο Στέφανος στέκεται στη γραµµή του Νάθαν, του Ωσηέ, του Τριτο-Ησαΐα, των
Ρεκαβιτών, κάποιων Εσσαϊκών κύκλων και των Εβιονιτών, όπως περιγράφεται στα Ψευδο-
Κληµέντεια συγγράµµατα υποστηρίζοντας όχι έναν υλικό τύπο λατρείας, όπως δεχόταν ο
αυθεντικός Ιουδαϊσµός, αλλά ένα τύπο λατρείας ανεξάρτητο από τη λατρεία του ναού.
Άλλοι πιστεύουν ότι ο Στέφανος επιδέξια κήρυξε τον Ιησού στην ερµηνεία του για τον
Ιωσήφ, το Μωυσή και τον Ιωσία. Από την άποψη αυτή είναι ένας τυπολόγος και του οποίου
σκοπός ήταν να δείξει ότι το πάθος του Ιησού έχει προεικονιστεί στους διωγµούς, τους
οποίους, σύµφωνα µε το θέληµα του Θεού, οι δίκαιοι υπηρέτες Του έπρεπε πάντα να
υποµένουν10.

1
Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, Οι Μάρτυρες της Ορθοδοξίας, τ. Α΄: Η Θεολογία του Μαρτυρίου, εκδόσεις
«Ορθόδοξου Τύπου», Αθήναι 1973, σ. 111.
2
∆αµασκηνού, Έκδοσις, ό.π., PG 94, ΙΕ΄, στ. 1168Β.
3
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 705C.
4
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 56. Ιδές Βασιλείου Ψευτογκά, «Θεοφάνεια και Θεοπτία στα αρχαία και τα
νέα µαρτυρολόγια», Κληρονοµία 24 (1992) 304 και Νικολάου Καβάσιλα, «22 εις την Θείαν Λειτουργίαν και
Περί της εν Χριστω Ζωής», Εισαγωγή, Κείµενον -Μετάφρασις-Σχόλια υπό Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Φιλοκαλία
των Νηπτικών και των Ασκητικών, ΕΠΕ, τ. 22, Θεσσαλονίκη 1979, σσ. 383 και 543.
5
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 21.
6
Kittel, «Άγγελος», Theological Dictionary of the New Testament, vol. 1(Α-Γ), ό.π., σ. 83.
7
Προς Εβρ. 1,14 πρβλ. Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 56.
8
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 56 πρβλ. Glombitza, Zur charakteriesierung, ό.π., σ. 244.
9
Simon, St. Stephen, σ. 111 του ιδίου, Saint Stephen, ό.π., σ. 141.
10
Barnard, Saint Stephen, ό.π., σ. 31.

47
Ορισµένοι θεώρησαν την οµιλία του σαν µια προσπάθεια να δείξει ότι οι Ισραηλίτες πάντα
στασιάζουν ενάντια στη διαθήκη του Θεού1, ενώ κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να συνδυάσουν
τις διάφορες απόψεις που υπάρχουν2.
Για να καταλήξουµε τελικά στο τι ακριβώς πρέσβευε ο αρχιδιάκονος Στέφανος θεωρούµε
απαραίτητη την εξέταση της οµιλίας του, µέσα από την οποία διακρίνονται ξεκάθαρα οι
απόψεις του για την λατρεία που αρµόζει να αποδίδεται στο Θεό από τους Ιουδαίους καθώς
και η στάση του απέναντι στο ναό και το τελετουργικό του.
Η οµιλία του Στεφάνου είναι η πιο εκτενής3 οµιλία που περιέχεται στο βιβλίο των
Πράξεων καταλαµβάνει σχεδόν ολόκληρο το κεφάλαιο επτά του βιβλίου (7,2-53)4.
Αναφέρθηκε στην προηγούµενη ενότητα πως ο Στέφανος οδηγήθηκε από τους Ιουδαίους
στο συνέδριο5 για να απολογηθεί, επειδή τον κατηγορούσαν ψευδοµάρτυρες ότι: «ου παύεται
λαλων ρήµατα κατά του τόπου6 του αγίου τούτου και του νόµου»7, δηλαδή ότι ο Στέφανος στο
κήρυγµα του καταφέρεται απροκάλυπτα εναντίον της θρησκευτικής αποκλειστικότητας και
της υπεροχής του ιερού της Ιερουσαλήµ (του ναού του Σολοµώντος) και του µωσαϊκού
νόµου8. Ανέφεραν στο συνέδριο χαρακτηριστικά: «ακηκόαµεν γάρ αυτου λέγοντος ότι Ιησους
ο Ναζωραιος ουτος καταλύσει τον τόπον τουτον και αλλάξει τα έθη ά παρέδωκεν ηµιν
Μωυσης» (6,14). Αναφορικά µε τις λεπτοµέρειες του κηρύγµατος του Στεφάνου δεν έχουµε
καµιά άλλη πληροφορία που να αντλείται από το σηµείο αυτό. Φαίνεται ότι ο Λουκάς µε τη
συγκεκριµένη οµιλία θέλει να διαφωτίσει τα δύο σηµαντικά θέµατα, του ναού των
Ιεροσολύµων και του νόµου9.

1
Klijn, Stephen’s, ό.π., σ. 28. Ιδές John J. Kilgallen, «The Function of Stephen’s Speech (Acts 7,2-53)», Bib 70
(1989) 185.
2
Lake and Cadbury, The Beginnings of Christianity, ό.π., vol. IV, σ. 70.
3
Ο John T. Townsend, «The Speeches in Acts», AΤR 42 (1960) 156, αναφέρει ότι ο Λουκάς έδωσε τέτοια
έκταση στην οµιλία του Στεφάνου επειδή αυτή είχε σαν αποτέλεσµα τη διάδοση του ευαγγελίου στους εθνικούς.
Η ιστορία που αφορά τον ίδιο το Στέφανο περιλαµβάνεται σε λίγους µόνο στίχους (Πρ. 6,8-15. 7,54-60. 8,1). Ο
Λουκάς εισάγοντας µια εκτενή οµιλία µέσα στην ιστορία, έδωσε στη συγκεκριµένη διήγηση ένα µήκος
σύµφωνα µε τη σπουδαιότητά της.
Πράγµατι η αντίθεση του Στεφάνου προς το ναό και το νόµο, τα θεµέλια του Ιουδαϊσµού και η κριτική που
άσκησε στους Ιουδαίους για τη µέχρι τώρα συµπεριφορά τους στο σωτηριολογικό σχέδιο του Θεού, είχε ως
αποτέλεσµα την πρώτη οξεία κρίση στις σχέσεις της Εκκλησίας προς τον Ιουδαϊσµό, αλλά και την αφετηρία
συγχρόνως για την αποδέσµευσή της από τον Παλαιστινιακό χώρο και τη στροφή προς τον Ελληνορωµαϊκό
κόσµο πρβλ. Στογιάννου, Η Αποστολική, ό.π., σ. 205. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Λουκάς
συµπεριέλαβε στο βιβλίο των Πράξεων τη διήγηση για τον αρχιδιάκονο και της έδωσε τέτοια έκταση.
4
Paul Schubert, «The final cycle of speeches in the book of Acts», JBL 87(1968)1.
5
Ιδές Λεωνίδα Ιω. Φιλιππίδου, Ιστορία της εποχής της Καινής ∆ιαθήκης εξ απόψεως παγκοσµίου και
πανθρησκειακής, Αθήναι 1958, σσ. 457-458 ο οποίος αναφέρει ότι το Μέγα Συνέδριο συνερχόταν συνήθως στον
τόπο που ονοµαζόταν Βουλή ή Βουλευτήριο, το οποίο βρισκόταν έξω από την πόλη, κοντά στην περιοχή που
αποκαλούνταν «Ξυστό» και µάλιστα προς τα ανατολικά του, στο λόφο που βρισκόταν και ο ναός, στη δυτική
πλευρά του. Η σύγκληση του συνεδρίου που δίκασε τον Κύριο ηµών Ιησού Χριστό στην οικία του Αρχιερέως
(Μαρκ. 14,53 εξ. Ματθ. 26,3,57 εξ.) αποτελεί παρατυπία, στην οποία κατέφυγαν οι συνωµότες για να
αποφύγουν την πρόκληση της δηµόσιας γνώµης. Εκτός από αυτό, η συγκέντρωση των συνωµοτών µελών του
Μ. Συνεδρίου είχε αρχίσει ήδη από τις νυκτερινές ώρες, όταν οι θύρες της περιοχής του ναού ήταν κλειστές
πρβλ. Γαλάνη, Το ιστορικό, ό.π., σ. 113 Σάββα Αγουρίδου, Ιστορία των χρόνων της Κ. ∆ιαθήκης, Μέρος Α΄, από
τας παραδόσεις του καθηγητού, εκδόσεις Παν. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1968, σ. 95 H. V. Morton, In the steps
of St. Paul, New York, 1955, σ. 22
6
Ο όρος «Άγιος Τόπος» δηλώνει το ναό της Ιερουσαλήµ, που ήταν το κέντρο της Ιουδαϊκής θρησκευτικής ζωής,
ο τόπος της παρουσίας του Θεού βλ. σχετικά Boismard, Stephen, ό.π., σ. 209 πρβλ. Bihler, Der
Stephanusbericht, ό.π., σ. 255, ο οποίος αναφέρει ότι ο όρος «τόπος» δεν φανερώνει κάτι συγκεκριµένο,
αναφέρεται ωστόσο στην πόλη Ιερουσαλήµ ή στο ναό!
7
Πρ. 6,13. Ο Αµµώνιος σχολιάζει την κατηγορία των ψευδοµαρτύρων λέγοντας: «Σηµειωτέον ότι οι
ψευδοµάρτυρες αληθη προεφήτευον, και µη βουλόµενοι, περί της του ναού απωλείας και της εναλλαγης της κατά
τον νόµον σαρκικης λατρείας» βλ. σχετικά Αµµωνίου, Υποµνήµατα, ό.π., PG 85, στ΄, στ. 1529 πρβλ. C. F.
Evans, «The Kerygma», JTS, N.S. 7 (1956) 32-33.
8
Οι κατηγορίες για το Χριστό και το Στέφανο ήταν περίπου οι ίδιες. Τους κατηγορούσαν για το ναό και το νόµο
βλ. σχετικά Ματθ. 26,61 πρβλ. Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 49.
9
Παναγόπουλου, Ο Θεός, ό.π., σ. 96.

48
Πριν προχωρήσουµε να δούµε όµως αναλυτικά την απολογία του Στεφάνου προς το
συνέδριο, πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να εκτεθούν κάποια στοιχεία γενικά που αφορούν τη
θέση των δύο βασικών θεµελίων του Ιουδαϊσµού στη σκέψη των Ιουδαίων και του Λουκά.
Οι Ιουδαίοι πίστευαν ότι ο κόσµος στηρίζεται σε τρεις κολόνες: στους νόµους του Μωυσή,
στη συµµετοχή στο ναό των Ιεροσολύµων και στην απόδειξη της αγάπης. Εξαιτίας του ναού
αποτελεί η Ιερουσαλήµ την ιερή πόλη, καθώς σ’ εκείνον κατοικεί το όνοµα του Γιαχβέ1. Εκεί
τελείται η γιορτή της συναδέλφωσης που εξαλείφει τις αµαρτίες. Εκεί εκτελεί το καθήκον του
ο ανώτερος ιερέας. Εξαιτίας του νόµου είναι ο λαός ο εκλεγµένος και ο αγαπηµένος του
Γιαχβέ, ο Οποίος, αφού εµπιστεύθηκε, τους υπάρχοντες νόµους πριν τη δηµιουργία του
κόσµου, στον Ισραήλ µε το Μωυσή, εξύψωσε εκείνον ως εγγυητή της λύτρωσης και της
ζωής, επειδή η εκπλήρωση του νόµου αποτελεί το δρόµο προς τη σωτηρία2.

Η θετική τοποθέτηση του Λουκά απέναντι στο ναό φαίνεται ξεκάθαρα στο έργο του. Το
ευαγγέλιό του αρχίζει (1,5-22) και τελειώνει (24,53) µε αναφορά στο ναό των Ιεροσολύµων,
όπου ο Ιησούς δίδασκε κανονικά (19,47. 21,37. 22,53). Στην ιεροσολυµιτική ενότητα των
Πράξεων, ο Λουκάς παρουσιάζει τους αποστόλους να συχνάζουν καθηµερινά στο ναό (2,46-
47 εξ.). Σχετικά µε την αφήγησή του για τον καθαρισµό του ναού (Λκ. 19,45-46) αποδίδεται
στον Ιησού η ίδια στάση απέναντι του ιερού που βρίσκουµε στο Στέφανο: ο ναός ήταν ο
οίκος του Θεού για την προσευχή προς Αυτόν, αλλά οι άνθρωποι παρανόησαν τη
χρησιµότητά του: «και έσται ο οικος µου οικος προσευχης, υµεις δε αυτόν εποιήσατε σπήλαιον
ληστων»3. Όµως στο χωρίο του Μάρκου 11,17, ορίζεται ο δικαιούχος του ήδη κεκαθαρµένου
ναού: «τοις έθνεσιν»4, µια που οι Ιουδαίοι δεν µπόρεσαν να κατανοήσουν τον αληθινό
χαρακτήρα της οικοδόµησής του.
Κατήγγειλαν οι ψευδοµάρτυρες στο συνέδριο ότι τον άκουσαν να λέγει πως ο «Ιησους ο
Ναζωραιος ουτος καταλύσει τον τόπον τουτον και αλλάξει τα έθη ά παρέδωκεν ηµιν Μωυσης»
(Πρ. 6,14). Ο Ιησούς δηλαδή θα καταλύσει το ναό των Ιεροσολύµων και θα τροποποιήσει τα
παραδεδοµένα από το Μωυσή λατρευτικά έθη5.
Βλέπουµε ότι χρησιµοποιείται εναντίον του Στεφάνου η ίδια κατηγορία, όπως στη δίκη
του Ιησού (Μαρκ. 14,58): «ηµεις ηκούσαµεν αυτου λέγοντος ότι εγώ καταλύσω τον ναόν
τουτον τον χειροποίητον και δια τριων ηµερων άλλον αχειροποίητον οικοδοµήσω». Στην
κατηγορία που εκφράστηκε εναντίον του Στεφάνου βλέπουµε όµως ότι ο Λουκάς
χρησιµοποίησε µόνο το πρώτο µέρος από την κατηγορία εναντίον του Ιησού. Είναι κοινή
επίσης η χρήση της λέξης «χειροποίητος» που υπάρχει και στα δύο κείµενα. Στο χωρίο του
Μάρκου το αληθινό νόηµα του στίχου είναι ότι όταν ο Ιησούς πεθαίνει ο ναός καταλύεται,
παύει να είναι το µέρος, όπου κατοικεί ο Θεός και στην Ανάστασή Του το σώµα Του γίνεται
ο νέος, αχειροποίητος ναός. Όπως ο Ιησούς και ο Στέφανος και ο Παύλος επίσης
κατηγορήθηκαν ότι επιτέθηκαν εναντίον του ναού (Πρ. 21,28. 25,8). Φαίνεται λοιπόν ότι ο
Λουκάς πήρε την ευκαιρία στο διάστηµα της εκτενής οµιλίας του Στεφάνου να απαντήσει
στην κατηγορία που χρησιµοποιήθηκε εναντίον του Χριστιανισµού γενικά6.
Θα πρέπει να επισηµανθεί επιπλέον ότι το ρήµα «καταλύειν» χρησιµοποιείται και στους
συνοπτικούς7 από τον Κύριο, ο οποίος προλέγει την καταστροφή του ναού, ως αναπόφευκτη
τιµωρία για την πεισµατική απιστία των Ιουδαίων στο θέληµα του Θεού8.
Με βάση κάποια λεκτική στατιστική έρευνα διαπιστώνουµε ότι η λέξη «έθος» συναντάται
στα έργα του Λουκά σχεδόν αποκλειστικά µε την ειδική έννοια των λατρευτικών διατάξεων

1
Ιδές Παναγόπουλου, Ο Θεός, ό.π., σ. 86.
2
Grundmann, Das problem, ό.π., σ. 63.
3
P. Doble, «The Son of Man saying in Stephen’ s Witnessing: Acts 6.8-8.2», NTS 31 (1985) 80.
4
Παναγόπουλου, Ο Θεός, ό.π., σ. 97.
5
Του ιδίου, Ο Θεός, ό.π., σ. 98.
6
O’Neil J.C., The Theology of Acts in its Historical Setting, London S.P.C.K., 1961, σσ. 73-74.
7
Πρβλ. Ματθ. 23,38. 24,2.
8
Τρεµπέλα, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 216.

49
των Ιουδαίων και όχι της «συνήθειας», του «εθισµού», όπως συµβαίνει στα σχετικά χωρία
της Κ.∆. (πρβλ. Ιωαν. 19,40. Εβρ. 10,25. Λκ. 22,29. Πρ. 25,16). Εδώ λοιπόν πρόκειται όχι για
συνεκδοχική υπονόηση όλου του νόµου του Μωυσή, αλλά της παραδεδοµένης στους
Ιουδαίους λατρευτικής νοµοθεσίας, η οποία βέβαια έχει την αρχή της στο Μωυσή (πρβλ. Πρ.
15,1. 16,21. 21,21. 26,3. 28,17). Αυτή λοιπόν τη λατρευτική νοµοθεσία των Ιουδαίων, που
είναι συνδεδεµένη µε το ναό, πρόκειται να τροποποιήσει ο Ιησούς, σύµφωνα µε το κήρυγµα
του Στεφάνου1. Εδώ λοιπόν έχουµε µία σκόπιµη επεξήγηση του στίχου 6,13β, η οποία εννοεί
µεν το νόµο των Ιουδαίων, εναντίον του οποίου µιλά ο Στέφανος, στην πραγµατικότητα
αναφέρεται όµως στον Μωυσή και στα έθη, που παρέδωσε στους Ιουδαίους. Εποµένως ο
Λουκάς µας δείχνει πρωθύστερα την αντίθεση που εµφανίζεται στην οµιλία του Στεφάνου για
τον πραγµατικό Μωυσή, «ος εδέξατο λόγια ζωντα δουναι υµιν» προς το Μωυσή των
Ιουδαίων. Η αντίθεση αυτή συνοψίζεται στην ακόλουθη διαπίστωση: Τα υπό του Θεού στο
Μωυσή δοθέντα «ζώντα λόγια» µεταποιήθηκαν από τους Ιουδαίους σε «έθη», σε λατρευτική,
τελετουργική κτλ. νοµοθεσία2.
Είναι άµεσα αντιληπτό, αν παρατηρήσει κάποιος την οµιλία, ότι µέχρι το στίχο 34 δεν
υπάρχει η οποιαδήποτε έκθεση προβλήµατος ούτε είναι φανερή η ένδειξη κάποιου
επιδιωκόµενου σκοπού. Υπάρχει µόνον η παράθεση της ιστορίας του Ισραήλ µε αναφορά
στις κυριώτερες φάσεις της3.
Το περιεχόµενο της οµιλίας του Στεφάνου αποτελείται από τις εξής διηγήσεις: 1) την
ιστορία του Αβραάµ (στ. 2-8), 2) τη διήγηση του Ιωσήφ (στ. 9-19), 3) την ιστορική διήγηση
για το Μωυσή (στ. 20-43) και 4) την ιστορία για τη σκηνή του µαρτυρίου, την πρόθεση του
∆αυίδ να αντικαταστήσει τη σκηνή του µαρτυρίου µε ένα χειροποίητο ναό για το Θεό και την
οικοδόµηση του ναού από το Σολοµώντα (στ. 44-47). Ας εξετάσουµε όµως ποια γεγονότα
περικλείει και ποιος είναι ο σκοπός που εξυπηρετεί κάθε διήγηση.
Στην ερώτηση του αρχιερέα: «Ει ταυτα ούτως έχει;» (στ. 7,1) ο Στέφανος αρχίζει την
απολογία του αποκαλώντας τους παρευρισκόµενους: «Άνδρες αδελφοί και πατέρες» (στ. 7,2).
Ο ιερός Χρυσόστοµος σχολιάζοντας τους συγκεκριµένους στίχους, παρατηρεί: «Ορας, πως
µετά επιεικείας η ερώτησις, και ουδέν τέως φορτικόν έχουσα; ∆ιά τουτο Και αυτός από
προσηνείας άρχεται των ρηµάτων, και φησιν Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε»4. Ο
αρχιερέας του απευθύνει την ερώτηση µε ήρεµο τρόπο γι’ αυτό και ο Στέφανος αρχίζει την
οµιλία του µε ηπιότητα5.
Στην πρώτη διήγηση αναφέρεται στην αποκαλυπτική εµφάνιση του Θεού στον Αβραάµ,
στη Μεσοποταµία (στ. 2) και στην εξαγγελία της καθοδήγησής του να εγκαταλείψει τη γη
που τώρα κατοικεί και να κατευθυνθεί «εις την γην αν σοι δείξω» (στ. 3). Υπακούοντας στα
1
Πρβλ. Bihler, Der Stephanusbericht, ό.π., σσ. 258-259.
2
Ο Simon Marcel, στο έργο του: St. Stephen, ό.π., σ. 48, αναφέρει ότι ο Στέφανος κάνει διάκριση ανάµεσα στα
θεϊκά παραδεδοµένα «ζώντα λόγια» δηλαδή στον αυθεντικό νόµο του Μωυσή και στις διατάξεις που αφορούν
τις θυσίες και το ναό, που επινοήθηκαν από τους Ιουδαίους. Ιδές Arland J. Hultgren, «Paul’s Pre-Christian
Presecutions of the Church: Their Purpose, Locale, and Nature», JBL 95 (1976) 98, υποσ. 4.
3
Παναγόπουλου, Ο Θεός, ό.π., σσ. 96-98. Έχει διατυπωθεί ακόµη η άποψη ότι η οµιλία παρεµβάλλεται στην
ενότητα του µαρτυρίου του Στεφάνου και διασπά τη σύνδεση ανάµεσα στους στίχους 7,1 και 54. Αυτό σηµαίνει
ότι η οµιλία σχετίζει το µαρτύριο µε τη συνολική άποψη της ιστορίας του Λουκά και εφοδιάζει τη θεωρητική
προετοιµασία για τη µεταφορά της αποστολής στους εθνικούς βλ. σχετικά Hans Conzelmann, «Acts of the
Apostles. A Commentary on the Acts of the Apostles», translated by James Limburg, A. Thomas Kraabel and
Donald H. Juel, Hermeneia, edited by Eldon Jay Epp with Christopher R. Matthews, Philadelphia: Fortress
Press, 1987, σ. 57 πρβλ. B. L. Blackburn, «Stephen», Dictionary of the Later New Testament and its
Developments, editors Ralph P. Martin and Peter H. Davids, InterVarsity Press, Leicester England 1997, σ. 1124.
4
Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., ΙΕ΄, στιχ. 21-24, σ. 424.
5
Πρέπει να σηµειωθεί ότι, ξεκινώντας την οµιλία του ο Στέφανος αποκαλεί το Θεό: «Θεό της δόξης (στ. 2)
επειδή τους ατίµους ενδόξους πεποίηκε, και ίνα διδάξη ότι, ει εκείνους εδόξασε, πολλω µαλλον αυτούς. Ορας πως
αυτούς απάγει των σωµατικων, και από του τόπου πρωτον, επειδή περί τόπου ο λόγος ην; Ο Θεός της δόξης»,
όπως σχολιάζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος. Και σε µια υπόθεση που κάνει ο άγιος Ιωάννης, εάν είναι ο
Θεός πράγµατι Θεός της δόξας, καταλήγει λέγοντας, ότι δεν χρειάζεται τη δική µας δόξα, ούτε εκείνη που
προέρχεται από το ναό, γιατί Αυτός είναι η πηγή της δόξας βλ. σχετικά Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., ΙΕ΄,
στιχ. 10-15, σσ. 426-427.

50
λόγια του Θεού ο Αβραάµ κατοικεί αρχικά στη Χαρράν1 και κατόπιν εγκαθίσταται στη γη
που του υποσχέθηκε ο Θεός στη γη αυτή κατοικούν οι Ιουδαίοι προς τους οποίους
απολογείται τώρα ο Στέφανος. Απευθυνόµενος προς αυτούς την προσδιορίζει λέγοντας: «εις
ήν υµεις νυν κατοικειτε» (στ. 4). Ο Θεός έδωσε τη γη στον Αβραάµ ως επαγγελία και όχι ως
κληρονοµιά και η υπόσχεση αυτή επεκτεινόταν και στο σπέρµα του, µολονότι δεν είχε παιδιά
(στ. 5)2. Το «σπέρµα» του θα έπρεπε να ζήσει ως δούλος σε ξένη χώρα, όπου θα
κακοποιούνταν για τετρακόσια χρόνια (στ. 6) και κατόπιν θα το ελευθέρωνε ο Θεός και θα το
οδηγούσε σε εκείνο τον τόπο, όπου θα έπρεπε να Τον λατρεύσει (στ. 7). Κατόπιν του έδωσε
«διαθήκην περιτοµης» ως εγγύηση για όσα του υποσχέθηκε. Έτσι στη συνέχεια γεννήθηκε ο
Ισαάκ και από αυτόν ο Ιακώβ και µετέπειτα οι δώδεκα πατριάρχες (στ. 8). Η διαθήκη δηλαδή
αρχίζει να ισχύει από τους κατά σάρκα απογόνους του Αβραάµ, ενώ η επαγγελία, που
συνδέεται µε αυτήν για τη γη Χαναάν, ισχύει και για τους πνευµατικούς απογόνους του
Αβραάµ. Σύµφωνα µε αυτά, για τους κατά σάρκα απογόνους του Αβραάµ ισχύει η διαθήκη
της περιτοµής. Όταν αυτή πληρείται δίνεται η επαγγελία της γης Χαναάν. Η επαγγελία που
δόθηκε στον Αβραάµ δεν εκπληρώθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του εποµένως η γη
Χαναάν έχει πνευµατική έννοια3.
Ο Στέφανος θέλοντας να αποδείξει, ότι ο ναός δεν υπήρχε ανέκαθεν στους Ισραηλίτες,
αναφέρει την ιστορία του Ιωσήφ, όπου φαίνεται, ότι ο Θεός ήταν κοντά του, όπως και στους
άλλους πατριάρχες στην ξένη χώρα, στην Αίγυπτο, µολονότι δεν υπήρχε ακόµη ο ναός4.
Στη δεύτερη διήγηση, τον Ιωσήφ5 τον πούλησαν οι πατριάρχες (τα αδέλφια του) ως δούλο
στην Αίγυπτο6. Ο Θεός όµως ήταν συνεχώς µαζί του (στ. 9), τον απάλλαξε από όλες τις
θλίψεις του, τον βοήθησε να αποκτήσει την εύνοια του Φαραώ χαρίζοντάς του χάρη και
σοφία, και του έδωσε επιπλέον υψηλή θέση ανακηρύσσοντάς τον ηγεµόνα στην Αίγυπτο (στ.
10). Ο λιµός που ακολούθησε, ανάγκασε τον Ιακώβ να στείλει τα παιδιά του στην Αίγυπτο
για να βρουν τροφές (στ. 11-12). Στη δεύτερη επίσκεψή τους στην Αίγυπτο αποκαλύφθηκε σ’
αυτούς ο Ιωσήφ και φρόντισε ν’ αποκτήσουν την εύνοια του Φαραώ (στ. 13). Κατόπιν
εγκαθίστανται στην Αίγυπτο ο Ιακώβ και οι πατριάρχες µε όλους τους συγγενείς τους (στ. 14-
15α), συνολικά εβδοµήντα πέντε ψυχές7. Εκεί απεβίωσαν ο Ιακώβ και οι πατριάρχες και
1
Albert C. Clark, The Acts of the Apostles, A Critical Edition with Introduction and Notes on selected passages,
Oxford, at The Clarendon Press, 1933, σσ. 343-344: Σύµφωνα µε τη Γένεση 11, 31-32 και 12, 1-5, η Σάρα πήγε
µαζί µε τον Αβραάµ από την Ούρ στη Χαρράν και πέθανε εκεί. Μετά το θάνατό της έλαβε ο Αβραάµ την κλήση
του Θεού και αναχώρησε από τη Χαρράν για τη Χαναάν. Σύµφωνα, όµως, µε τη Γένεση 15,7 ο Αβραάµ µετά
την εγκατάστασή του στη Χεβρών είχε ένα όραµα στο οποίο ο Θεός του είπε: «Εγώ ο Θεός ο εξαγαγών σε εκ
χώρας Χαλδαίων ώστε δουναί σοι την γην ταύτην κληρονοµησαι». Η παράδοση αυτή διασώζεται στον Ιώσηππο
(Ant. i. 7. I 154) ως εξής: «και καταλείπει την Χαλδαίαν εβδοµήκοντα πέντε γεγονώς έτη του Θεου κελεύσαντος εις
την Χαναναίαν µετελθειν». Επίσης στο Φίλωνα (De migration Abr. 32) ως εξής: «πρότερον µεν εκ της Χαλδαϊκης
αναστάς γης Αβραάµ ώκησεν εις Χαρράν τελευτήσαντος δε αυτω του πατρός εκειθε και εκ ταύτης µετανίσταται». Ο
Στέφανος στη σηµείο αυτό ακολουθεί την παράδοση που αναφέρθηκε τελευταία αντίθετα προς τα χωρία της
Γένεσης που παρατέθηκαν αρχικά πρβλ. Crowe, The Acts, ό.π., σ. 48.
2
Albert Vanhoye (µετάφραση Μίρκας Σκάρα), «∆ωρεά», ΛΒΘ, ό.π., στ. 305-306.
3
Παναγόπουλου, Ο Θεός, ό.π., σ. 99 πρβλ. Mundle, Die Stephanusrede, ό.π., σ. 140, ο οποίος αναφέρει ότι: «Ο
σκοπός των αναφορών αυτών δεν µπορεί να παραγνωριστεί, δεν έχει, ωστόσο, καµιά σχέση µε την κατάσταση
του ιστορικού Στεφάνου και µε τη λατρεία του ναού: ο Αβραάµ και ο γιος του είναι πάροικοι σε ξένη χώρα,
όπως είναι πάροικοι σήµερα και οι χριστιανοί. Καθώς οι χριστιανοί είναι ο λαός της υπόσχεσης, αποτελούν τον
αληθινό απόγονο του Αβραάµ (προς Ρωµ. 4,18). Και ό,τι ισχύει γι’ αυτούς, ίσχυε ήδη και για το λαό του
πατριάρχη Αβραάµ».
4
Γιαννακόπουλου, Πράξεις, ό.π., σ. 115.
5
O Earl Richard στο άρθρο του, «The Polemical Character of the Joseph Episode in Acts 7», JBL 98/2 (1979)
255-267, υποστηρίζει ότι η ιστορία του Ιωσήφ έχει πολεµικό χαρακτήρα πρβλ. Mundle, Die Stephanusrede, ό.π.,
σ. 145.
6
Κάτι τέτοιο συνέβη και στην περίπτωση του Χριστού, αφού ο Ιωσήφ ήταν τύπος Αυτού. Γι’ αυτό και
υπονοώντας αυτό ο Στέφανος διηγείται µέχρι τέλος την ιστορία του Ιωσήφ βλ. σχετικά Χρυσοστόµου,
Υπόµνηµα, ό.π., ΙΣΤ΄, στιχ. 1-6, σ. 451 πρβλ. Τρεµπέλα, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 225.
7
Υπενθυµίζει ο Στέφανος στο συνέδριο τον ασήµαντο αριθµό, από τον οποίο προήλθε το ισραηλιτικό έθνος.
Και αυτό για να καταρρίψει κάθε αλαζονικό εγωισµό τους, για να παρακινήσει στις καρδιές τους σε ταπείνωση
και φόβο Θεού βλ. σχετικά Τρεµπέλα, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 228.

51
ενταφιάστηκαν τα οστά τους µεταφέρθηκαν αργότερα στη Συχέµ, στη Χαναάν, στο µνήµα
που αγόρασε ο Αβραάµ από τους γιούς του Εµµώρ του Συχεµίτη(στ. 15β-16), για να θάψει
εκεί τη Σάρρα1. Καθώς όµως πλησίαζε ο χρόνος κατά τον οποίο επρόκειτο να
πραγµατοποιηθεί η εκπλήρωση της επαγγελίας που ο Θεός έδωσε στον Αβραάµ, στην
Αίγυπτο αυξήθηκε ο λαός σε δύναµη και πλήθυνε σε αριθµό (στ. 17-19), ώσπου εµφανίστηκε
άλλος βασιλιάς, που δεν γνώριζε τον Ιωσήφ.
Με τα παραπάνω ο Στέφανος θέλει να τονίσει ότι ισχύει ακόµη ανάµεσα στο λαό η
«διαθήκη της περιτοµής». Στην Αίγυπτο ο Ιωσήφ και έπειτα ο ιουδαϊκός λαός ζούσαν χωρίς
ναό και όµως ο Θεός ήταν συνεχώς µαζί τους. Εποµένως ο ναός δεν ήταν ανέκαθεν κάτι
απαραίτητο στον ισραηλιτικό λαό. Έγινε κατόπιν. Άρα µπορεί να τροποποιηθεί, να
καταργηθεί από τον αναµενόµενο Μεσσία2. Ο Στέφανος εξακολουθεί την επιχειρηµατολογία
του, της οποίας σκοπός είναι επίσης να αποδείξει, ότι οι Ιουδαίοι παραγνώρισαν τον Ιησού,
όπως οι πατέρες τους τον Μωυσή3. Η διήγηση όµως δεν φαίνεται να έχει πολεµικό
χαρακτήρα4. Πολεµικά στοιχεία µπορούν να εντοπισθούν στους στίχους 7,9.27-29.39-42 της
οµιλίας.
Στην τρίτη διήγηση, ενώ εξακολουθεί ακόµη η καταδυνάστευση και δουλεία του λαού
στην Αίγυπτο, εµφανίζεται στο προσκήνιο η ιστορική παρουσία του Μωυσή, τον οποίον ο
Θεός περιβάλλει µε όλο Του το ενδιαφέρον. Μετά από τη γέννησή του και την τρίµηνη
παραµονή του «εν τω οίκω του πατρός» (στ. 20), διασώζεται από την κόρη του Φαραώ και
ανατρέφεται από αυτήν σαν να ήταν γιος της (στ. 21). Ο Μωυσής µελέτησε όλη τη σοφία των
Αιγυπτίων και έγινε πολύ δυνατός στα λόγια και τα έργα του (στ. 22)5. Όταν έγινε σαράντα
χρόνων ένιωσε την επιθυµία να επισκεφτεί τους οµοεθνείς του Ισραηλίτες και σε µία
συµπλοκή ενός Ισραηλίτη µε κάποιον Αιγύπτιο σκότωσε τον Αιγύπτιο γιατί πίστεψε ο ίδιος,
ότι ο Θεός διαµέσου αυτού έδινε τη σωτηρία στους Ισραηλίτες που είχαν πάρει µέρος στην
συµπλοκή (στ. 25). Την εποµένη µέρα είδε µερικούς να αλληλοχτυπιούνται και προσπάθησε
να τους κάνει να οµονοήσουν λέγοντας: «άνδρες, αδελφοί εστε ίνα τι αδικειτε αλλήλους;».
Τότε εκείνος, που χτυπούσε τον άλλον, τον έσπρωξε και του είπε: «τις σε κατέστησεν άρχοντα
και δικαστήν εφ’ ηµων; µη ανελειν µε σύ θέλεις όν τρόπον ανειλες εχθές τον Αιγύπτιον;». Τον
έβλεπαν δηλαδή µε δυσπιστία και τον αποµάκρυναν από κοντά τους. Πικραµένος πήγε τότε
στην Μαδιάµ και εγκαταστάθηκε εκεί, όπου και έκανε δύο γιους6 (στ. 23-29). Μετά από

1
Αµµωνίου, Υποµνήµατα, ό.π., PG 85, στ΄, στ. 1529. Ιδές Lake and Cadbury, The Beginnings of Christianity,
ό.π., vol. IV, σ. 74, όπου αναφέρεται ότι ο Λουκάς έθεσε µια αφήγηση µέσα στην άλλη: α) την αγορά της
σπηλιάς στη Χεβρών από τον Εφρών το Χετταίο (Γεν. 23,3-16), όπου ο Αβραάµ, η Σάρρα, ο Ισαάκ, η Ρεβέκκα,
η Λεία και ο Ιακώβ θάφτηκαν εκεί (Γεν. 49,31) και β) την αγορά από τα παιδιά του Εµώρ του Συχεµίτη (Γεν.
33,19), όπου θάφτηκε ο Ιωσήφ.
2
Γιαννακόπουλου, Πράξεις, ό.π., σσ. 116-117. «Η αποκόλλησις της Εκκλησίας από τον ναόν δεν εσήµανεν
απαλλαγήν εκ του τελετουργικού µέρους του νόµου, αλλ’ οριστικήν ρήξιν προς τον Ιουδαϊσµόν, εις το
επίκεντρον του οποίου ευρίσκετο η λατρεία» βλ. σχετικά Στογιάννου, Χριστός, ό.π., σ. 46.
3
Τρεµπέλα, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 229.
4
Παναγόπουλου, Ο Θεός, ό.π., σ. 100.
5
∆ιδύµου Αλεξανδρέως, «Εξηγητικά εις τας Πράξεις των Αποστόλων», PG 39, Ζ΄, στ. 1665 Α: «Εκ του
προκειµένου φανερουται, ως ουκ αποβλητέα πάντη εστίν η των έξωθεν της Γραφης παίδευσις. Τρόπω γάρ
εγκωµίου είρηται, ως επαιδεύθη Μωϋσης πάση σοφία Αιγυπτίων».
6
Τα σχετικά µε το γάµο του Μωυσή µε την Σεπφώρα εξιστορούνται στο Εξ. 2,16 εξ. Ο Στέφανος λέγοντας αυτά
για το Μωυσή στους δικαστές του είχε στο νου του την κατηγορία ότι βλασφηµούσε κατά του Μωυσή. Και προς
απάντησή τους, τους υπενθυµίζει την ελεεινή και αγνώµονα συµπεριφορά των προγόνων τους προς το Μωυσή,
για την οποία θα έπρεπε αυτοί, ως απόγονοι εκείνων, να ντρέπονται και να ταπεινώνονται, αντί να διεγείρουν
υπό το πρόσχηµα τιµής προς το Μωυσή έριδα φιλονικίας προς το Στέφανο, ο οποίος έτρεφε το µέγιστο σεβασµό
προς το Μωυσή. Επιπλέον, προβάλλοντας το παράδειγµα του ελεεινού εκείνου Ισραηλίτη, ήταν σαν να εφιστά
την προσοχή τους, να µην πέσουν και αυτοί σ’ αυτό το βαρύτατο σφάλµα, πολεµώντας το Χριστό και το
ευαγγέλιό Του, να στραφούν εναντίον Εκείνου, τον οποίον ο Θεός έστειλε ως ελευθερωτή από τη σκληρή και
άσχηµη δουλεία, την οποία υπέµεναν, ώστε να κινδυνεύουν να χάσουν τα πάντα και να οδηγηθούν σε πλήρη και
αιώνιο όλεθρο. Απορρίπτοντας τον Ιησού διέτρεχαν τον κίνδυνο όχι απλώς να αναβληθεί για σαράντα ή για
περισσότερα χρόνια η επέµβασή Του για τη σωτηρία τους, αλλά να χάσουν αυτόν δια παντός, γιατί ο Ιησούς θα
ερχόταν ως Σωτήρας στα έθνη και οι Ισραηλίτες θα αποξενώνονταν από την επαγγελία βλ. σχετικά Τρεµπέλα,

52
σαράντα χρόνια ακολούθησε η εµφάνιση του Θεού στο Μωυσή στο όρος Σινά µε το θαύµα
της καιοµένης βάτου1 και η εξαγγελία της αποστολής του ως «άρχοντα και λυτρωτήν» του
λαού Του στην Αίγυπτο (στ. 30-35)2. Ο Στέφανος διακόπτει τη διήγησή του σε αυτό το
σηµείο, για να χαρακτηρίσει το Μωυσή3 και την εποχή των συγχρόνων του µε υπονοούµενο
βάθος το Χριστό και τους συγχρόνους του Ιουδαίους: «Τουτον τον Μωϋσην, όν ηρνήσατο
ειπόντες τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν; τουτον ο Θεός άρχοντα και λυτρωτήν
απέστειλεν εν χειρί αγγέλου του οφθέντος αυτω εν τη βάτω». Ενώ δηλαδή οι οµοεθνείς του τον
απέρριψαν λέγοντάς του: «τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν;», ο Θεός τον διαλέγει και
του αναθέτει το δύσκολο έργο της λύτρωσης του λαού Του από τους Αιγυπτίους. Το
κατόρθωµα αυτό πετυχαίνει βέβαια αναµφισβήτητα µε τη βοήθεια του Θεού, ο οποίος
επιβεβαιώνει την παρουσία Του µε τα συνεχή θαύµατα4 που επιτελεί ο Μωυσής στην
Αίγυπτο, στην Ερυθρά Θάλασσα και στην έρηµο σαράντα ολόκληρα χρόνια (στ. 35-36).
∆ιαµέσου του Μωυσή δίνεται η επαγγελία στους Ιουδαίους της ανάστασης ενός προφήτη
ανάµεσά τους σαν το Μωυσή5 (στ. 37) και παραδίνονται από τον άγγελο στο Μωυσή «λόγια
ζώντα»6 (στ. 38)7. Οι Ισραηλίτες όµως δεν υπάκουσαν στα «ζώντα λόγια» του Θεού, έδιωξαν

Υπόµνηµα, ό.π., σ. 237. Ο Γιαννακόπουλος συµπληρώνει τα παραπάνω λέγοντας ότι, ο Στέφανος πιθανώς ήθελε
να τονίσει, εκτός από όσα αναφέρθηκαν και ότι οι θείες αποκαλύψεις δεν συνδέονται κατά την περίοδο του
Μωυσή ούτε µε το ναό ούτε µε την Παλαιστίνη, εποµένως ο ναός και η λατρεία σ’ αυτόν δεν έχει µόνιµο
χαρακτήρα βλ. σχετικά Γιαννακόπουλου, Πράξεις, ό.π., σ. 120.
1
Bertram, «Θαύµα, Θαυµάζω, Θαυµάσιος, Θαυµαστός», Theological Dictionary of the New Testament, vol. III
(Θ-Κ), ό.π., σ. 40.
2
Η ασχετοσύνη πολλών κοµµατιών της οµιλίας του Στεφάνου έχει αποτελέσει ένα αληθινό πρόβληµα που
χρειάζεται εξήγηση. Είναι αδύνατο πράγµατι, να βρεθεί σύνδεση ανάµεσα στην αφήγηση της ιστορίας του
Ισραήλ τον καιρό του Μωυσή (7,2-19) και την κατηγορία εναντίον του Στεφάνου. Ούτε υπάρχει καµία
κατηγορία εναντίον των Ιουδαίων που θα µπορούσε να εφοδιάσει την ιστορική θεµελίωση για την επίθεση στο
τέλος της οµιλίας, βρισκόµενο γενικά σ’ αυτό το κοµµάτι βλ. σχετικά Dibelius, Studies, ό.π., σ. 167. Στο έργο
των Foakes Jackson-Kirsopp Lake, The Beginnings of Christinity, ό.π., vol. IV, σ. 69 αναφέρεται ότι η οµιλία
του Στεφάνου δεν είναι µία ανταπάντηση στις κατηγορίες που πρόβαλαν εναντίον του. Ο Kirsopp Lake στο
άρθρο του «Paul’s Controversies» στο έργο The Beginnings of Christianity, ό.π., vol. V, σ. 214, αναφέρει ότι
ήταν συνηθισµένο για τους µεταρρυθµιστές, όταν συλλαµβάνονταν να µην απαντούν στην κατηγορία, αλλά να
κατασκευάζουν µία οµιλία προς χάρη της µεταρρύθµισης που επιθυµούν.
Ο O’ Neill στο έργο του The Theology, ό.π., σ. 73 απαντώντας στην αρχική τοποθέτηση των Foakes Jackson-
Kirsopp Lake σηµειώνει ότι κατά µία έννοια αυτό είναι αλήθεια. Ο Στέφανος δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του
κάνοντας µηνύσεις, όπως ένας άνθρωπος που θέλει να σώσει τη ζωή του, αλλά είναι λανθασµένο αν υποτεθεί
ότι δεν υπάρχει µια ολοκληρωµένη σχέση ανάµεσα στις κατηγορίες και την υπεράσπιση πρβλ. Robert C.
Tannehill, «Israel in Luke-Acts: A Tragic story», JBL 104 (1985) 80-81.
3
Η αναφορά στο Μωυσή, που υπάρχει στην οµιλία του Στεφάνου (7,37) υποδηλώνει κάποια τυπολογία Μωυσή-
Ιησού που ο Λουκάς ίσως ανέπτυσσε. Η εικόνα του Μωυσή που έχει τα «ζώντα λόγια» απορρίφθηκε από τους
Ιουδαίους, οι οποίοι εγκαταλείφθηκαν από το Θεό επειδή έχασε τον αντιπρόσωπό Του και πάλι κανείς δεν
µπορεί να βοηθήσει για να υπάρξει µια σχέση ανάµεσα στους Ισραηλίτες και το Θεό, αφού και πάλι απέρριψαν
τον αντιπρόσωπό του, τον Ιησού βλ. σχετικά Kilgallen, The Function, ό.π., σ. 186 πρβλ. Simon, St. Stephen,
ό.π., σσ. 57 and 60 Conzelmann, Acts, ό.π., σ. 54 Lake and Cadbury, The Beginnings of Christianity, ό.π., vol.
IV, σ. 73.
4
Περιλαµβάνοντας στο στίχο αυτό ο Στέφανος το έργο του Μωυσή, που αναφέρεται στην απολύτρωση των
αδελφών του, αρνείται την εναντίον του κατηγορία, ότι µιλούσε βλάσφηµα κατά του Μωυσή βλ. σχετικά
Τρεµπέλα, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 242.
5
Ιδές Simon, St. Stephen, ό.π., σ. 65.
6
Ο Στέφανος είπε ότι ο Μωυσής έλαβε «λόγια ζώντα». Οι χριστιανοί ήταν εκείνοι που αναγεννήθηκαν µέσω
του «ζώντος λόγου» του Θεού. Στην Π.∆. τα «λόγια ζωντα» λαµβάνονται από το νόµο του Θεού (Τορά) και των
προφητών. Η Τορά αποκαλούνταν το δέντρο της ζωής και το νερό της ζωής. Όπως ακριβώς το νερό δίνει ζωή
στον κόσµο, έτσι και οι λέξεις της Τορά δίνουν ζωή στον κόσµο. Όπως το νερό καθαρίζει το βρώµικο άνθρωπο
από τη µόλυνση µε τις πλύσεις, έτσι και τα λόγια της Τορά στρέφουν τον άνθρωπο από τον κακό στον καλό
τρόπο ζωής βλ. σχετικά George Welsey Buchanan, The Consequences of the Covenant, Leiden, E. J. Brill, 1970,
σ. 132.
7
Ιδές Στογιάννου, Χριστός, ό.π., σ. 84, όπου αναφέρεται ότι «την θέσιν του Μωυσέως ως µεσίτου απηχούν και
οι λόγοι του Στεφάνου εν Πρ. 7,38, έστω και αν ο Λουκάς δεν χρησιµοποιεί τον όρον «µεσίτης» «ουτος εστιν ο
γενόµενος εν τη εκκλησία εν τη ερήµω µετά του αγγέλου του λαλουντος αυτω εν τω όρει Σινα και των πατέρων
ηµων, ος εδέξατο λόγια ζωντα δουναι υµιν». Ο Μωυσής εκπροσωπεί το λαό κατά τη νοµοδοσία σύµφωνα µε το

53
το Μωυσή και «εστράφησαν εν ταις καρδίαις αυτων» (στ. 39). Παρακάλεσαν τον Ααρών να
τους κατασκευάσει θεούς που να πηγαίνουν µπροστά τους και, όσον αφορά το Μωυσή,
οµολόγησαν ότι «ουκ οίδαµεν τι εγένετο αυτω» (στ. 40). Κατασκεύασαν ένα µόσχο και
πρόσφεραν θυσία στο είδωλο, το ανύψωσαν σε θεό και «ευφραίνοντο εν τοις έργοις των
χειρων αυτων» (στ. 41). Τόσο αχάριστοι αποδείχτηκαν οι Ισραηλίτες, οι οποίοι λησµόνησαν
τις ευεργεσίες και τις επαγγελίες που τους πρόσφερε ο Θεός µετά τη σωτηρία τους από την
Αίγυπτο, ώστε προτίµησαν να αποµακρυνθούν από κοντά Του και να αρνηθούν τον
απεσταλµένο Του. Αλλά ο Θεός για να τους τιµωρήσει, µεταστράφηκε και τους παρέδωσε να
λατρεύουν τη στρατιά του ουρανού, όπως είναι γραµµένο στο βιβλίο των προφητών1: «µη
σφάγια και θυσίας προσηνέγκατέ µοι έτη τεσσαράκοντα εν τη ερήµω, οικος Ισραήλ; και
ανελάβετε την σκηνήν του Μολόχ και το άστρον του θεου [υµων] Ραιφάν, τους τύπους ούς
εποιήσατε προσκυνειν αυτοις, και µετοικιω υµας επέκεινα Βαβυλωνος»2 (στ. 42-43). Τους
άφησε να κυλιστούν στην ειδωλολατρεία πράγµα που σήµαινε ότι, ενώ τους προετοίµασε για
την τελική εκπλήρωση της επαγγελίας που είχε δώσει, αυτή δεν θα πραγµατοποιούνταν
εξαιτίας της δικής τους συµπεριφοράς.
Στο σηµείο αυτό του λόγου ο Στέφανος αναιρεί την εναντίον του κατηγορία, ότι µίλησε
βλάσφηµα κατά του τόπου του αγίου. Μετά από την επαγγελία που έδωσε ο Θεός προς τον
Αβραάµ, καθ’ όλη την περίοδο των πατριαρχών και µέχρι την εποχή του Μωυσή δεν υπήρχε
ούτε ναός, ούτε θυσιαστήριο. Χωρίς να αναφέρει κάποιον ασεβή λόγο ή περιφρονητικό κατά
του ναού, αρνείται απλώς την απόλυτη αξία του ως τόπου λατρείας του Θεού και αποδίδει σ’
αυτόν σχετική µόνον αξία3.
Στην τέταρτη και τελευταία διήγηση, τον καιρό που ο λαός περιπλανιόταν στην έρηµο, ο
Θεός ανέθεσε στο Μωυσή την κατασκευή της «σκηνής του µαρτυρίου» σύµφωνα µε πρότυπο
που του αποκάλυψε, και η οποία θα αποτελούσε το σηµείο της ορατής παρουσίας του Θεού
ανάµεσα στο λαό Του (στ. 44). Ο Ιησούς του Ναυή τη µετέφερε στη Χαναάν και µέχρι την
εποχή του ∆αυίδ αποτελούσε το σηµείο που συµβόλιζε την παρουσία του Θεού (στ. 45). Ο
βασιλιάς ∆αυίδ κατόπιν, µε δική του πρωτοβουλία, θέλησε να χτίσει χειροποίητο ναό (στ.
46), να αντικαταστήσει δηλαδή τη σκηνή, την οποία προτίµησε ο Θεός να αποτελεί το µέσο
το οποίο θα υποδήλωνε την παρουσία Του. Επειδή µεριµνούσε όµως ο Θεός, ώστε να µην
εκπέσει ο ∆αυίδ της θείας χάριτος µε την πραγµατοποίηση της συγκεκριµένης πράξης, δεν
τον άφησε να το κάνει4. Ο Σολοµών, ήταν το πρόσωπο στο οποίο ο Θεός επέτρεψε να προβεί
στην οικοδόµηση του ναού Του. Ο Στέφανος καταλήγει λέγοντας ότι ο Ύψιστος δεν κατοικεί
σε χειροποίητους ναούς και παραθέτει το χωρίο από τον προφήτη Ησαΐα5: «ο ουρανός µοι
θρόνος, η δε γη υποπόδιον των ποδων µου ποιον οικον οικοδοµήσετέ µοι, λέγει κύριος, ή τις

πνεύµα του ∆ευτερονοµίου 5,5 µε τη βασική προς το κείµενο αυτό διαφορά ότι λαµβάνει το νόµο εκ του
αγγέλου».
1
Αµώς, 5,25-27 πρβλ. Simon, St. Stephen, ό.π., σσ. 48-49, όπου αναφέρεται πως ο,τιδήποτε στο νόµο
παραγγέλθηκε πριν τη κατασκευή του µοσχαριού είναι πράγµατι θεϊκό, ό,τι ήρθε µετά πρέπει να απορριφθεί.
Γιατί ο Στέφανος στην οµιλία του λέγει ότι αµέσως µετά την κατασκευή του µοσχαριού: «έστρεψεν δε ο Θεός
και παρέδωκεν αυτούς λατρεύειν τη στρατια του ουρανου καθώς γέγραπται εν βίβλω των προφητων». Αυτή η
ενέργεια του Θεού φαίνεται στα µάτια του όχι σαν ανανέωση της διαθήκης: η ειδωλολατρεία συνδέεται µε τη
λατρεία του χρυσού µοσχαριού, διαρκεί και γίνεται προφανώς ένα µόνιµο χαρακτηριστικό στην ιστορία του
Ισραήλ. Έχοντας κάνει την επιλογή τους οι Ιουδαίοι, τελικά εγκαταλείπονται σ’ αυτήν από το Θεό.
2
Earl Richard, «The Creative Use of Amos by the Author of Acts», NT 24 (1982) 42: Στην αρχή της οµιλίας
αναφέρεται ότι ο Θεός µεταφέρει τον Αβραάµ από την πατρίδα του, τη Μεσοποταµία, στη Χαρράν και από εκεί
στην Παλαιστίνη και τελικά, σαν αποτέλεσµα της ειδωλολατρείας των ανθρώπων, ο συγγραφέας αναφέρει το
χωρίο του Αµώς ότι ο Θεός θα µεταφέρει τους Ισραηλίτες πίσω στην ίδια περιοχή ή «επέκεινα Βαβυλωνος». Ο
σχετικός κύκλος µε το χώρο ολοκληρώνεται. Ξεκινά και τελειώνει «επέκεινα Βαβυλωνος». Ιδές Huub van de
Sandt, «Why is Amos 5,25-27 quoted in Acts 7,42f.?», ZNW 82 (1991) 67-87.
3
Τρεµπέλα, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 248.
4
Παναγόπουλου, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 101.
5
T. C. G. Thornton, «Stephen’s use of Isaiah LXVI, 1», JTS 25 (1974) 432-434 πρβλ. Σάκκου, Εισαγωγή, ό.π.,
σ. 131.

54
τόπος της καταπαύσεώς µου; ουχί η χείρ µου εποίησεν ταυτα πάντα;» (66,1 εξ.)1. Εποµένως ο
ναός δεν έχει τόση σπουδαιότητα όση του απέδιδαν οι Ιουδαίοι, αφού ο Θεός και τον καιρό
που ο ναός δεν υπήρχε, είχε προβεί σε αρκετές σωτήριες πράξεις για το λαό Του, όπως π.χ.
τον καιρό της περιπλάνησής του στην έρηµο. Έτσι το πρόβληµα του Στεφάνου δεν αφορά τον
ίδιο το ναό αλλά τη γενική αντίληψη γι’ αυτόν σαν «οίκο» του Θεού2.
Εποµένως ο Στέφανος διαµαρτύρεται κατά του δεισιδαίµονος σεβασµού των Ιουδαίων
προς το ναό και κατά της ιδέας ότι ο Θεός κατοικεί αποκλειστικά στο ναό. Η παρουσία του
Θεού δεν περιορίζεται σε κάποιο τόπο και όλες οι ευεργεσίες Του δεν είναι συνδεδεµένες µε
ορισµένο χώρο. ∆εν επιδιώκει να αποδείξει το ανωφελές του ναού, αλλά τη σχετική αξία
του3. Αποδεικνύει µε τη χρήση χωρίων από τις Γραφές ότι ο Θεός έκανε πάντοτε γνωστή την
παρουσία του στους πιστούς υπηρέτες Του σε οποιοδήποτε µέρος του κόσµου και αν
συνέβαινε να βρίσκονται. Έτσι λοιπόν η κατασκευή του ναού του Σολοµώντα ήταν µια
άρνηση της αληθινής φύσης του Θεού4 και εποµένως καµία σωτηριολογική σηµασία δεν
µπορεί να έχει για τη Θεία Οικονοµία5. Έτσι διακήρυξε µε παρρησία την αλήθεια περί της
απολύτου πνευµατικότητας της θρησκείας («ουχ ο ύψιστος εν χειροποιήτοις ναοις κατοικει»)6.

Η εκπλήρωση της προφητείας παίζει ένα σηµαντικό ρόλο στο έργο του Λουκά, τόσο στο
ευαγγέλιο όσο και στις Πράξεις. Προφητεία και εκπλήρωση είναι το νήµα που δένει τη
διήγηση του Λουκά θεολογικά και αφηγηµατικά7.
Ο Θεός αποστέλλει στον Ισραήλ κήρυκες του θελήµατός Του δείχνοντας έτσι την
προτίµησή Του προς αυτόν. Αυτή βεβαιώνει πάντοτε µε επαγγελίες και λυτρωτικές
επεµβάσεις8. Αρχικά ο Στέφανος αναφέρει τον Αβραάµ, ο οποίος δεν έλαβε τη χώρα της
Χαναάν σαν κληρονοµιά αλλά ως επαγγελία (Πρ. 7,5). Η κληρονοµιά της γης Χαναάν
επεκτεινόταν στο σπέρµα του. Ήταν σηµαντικό ότι υπήρξε ο άνθρωπος µέσω του οποίου
έδωσε ο Θεός στους ανθρώπους ως εγγύηση της υπόσχεσής του τη διαθήκη της περιτοµής9.
Έτσι το σχέδιο της σωτηρίας άρχισε µε τον Αβραάµ. Στη συνέχεια ο Στέφανος αναφέρει τον
Ιωσήφ, όχι µόνο σαν ένα παράδειγµα εκλογής του Θεού, αλλά εξετάζοντας το γεγονός ότι οι
«πατέρες» τους τον αντιπαθούν ενώ ο Θεός είναι συνεχώς µαζί του (Πρ. 7,9) αφήνει χώρο για
µια προσεκτική διάκριση ανάµεσα στους «πατέρες ηµων» (Πρ. 7,19) και τους «πατέρες
υµων» (Πρ. 7,52) η οποία καθρεπτίζει το διαχωρισµό ανάµεσα σ’ εκείνους που αποδέχονται
τη δραστηριότητα του Θεού στον Ιησού και σ’ εκείνους που την απορρίπτουν. H ιστορία
συνοψίζεται µε τέτοιο τρόπο δίνοντας έµφαση στην κακοµεταχείριση του Ιωσήφ από τους
«πατέρες» τους και η αφήγηση ακολουθεί το σχήµα «ταπείνωση -δικαίωση-δοξασµός»10. Στο
σηµείο αυτό ο Στέφανος ενεργεί ως τυπολόγος.
Το τρίτο και πιο πλήρες παράδειγµα είναι η ιστορία της ζωής του Μωυσή (Πρ. 7,17 εξ.).
Σαν βρέφος ο Μωυσής βρήκε χάρη ενώπιον του Θεού, κατανόησε ότι ο Θεός τον όρισε να
ελευθερώσει τον Ισραήλ, µέσω της θεοφάνειας του Σινά ορίστηκε πράκτορας του Θεού και
αποστάλθηκε ως οδηγός και λυτρωτής των αιχµαλώτων Ιουδαίων στην Αίγυπτο. Ο Μωυσής
ήταν ο µεσολαβητής της διαθήκης στο Σινά. Κάλλιστα µπορεί κάποιος τη βιβλική αφήγηση,

1
Ιδές Dennis D. Sylva, «The meaning and function of Acts 7,46-50», JBL 106 (1987) 261-275.
2
Kilgallen, The Function, ό.π., σ. 178, υποσ. 10 πρβλ. Simon, St. Stephen, ό.π., σσ. 25 and 90, ο οποίος πιστεύει
ότι ο Στέφανος είχε µια εντελώς εχθρική στάση απέναντι στο ναό. Και στη σελίδα 51 της ίδια µελέτης αναφέρει
ότι για το Στέφανο η οικοδόµηση του ναού φαίνεται ότι αποτελεί κατά µέσο όρο παρόµοια ενέργεια µε την
κατασκευή του χρυσού µοσχαριού και ένα αποτέλεσµά της.
3
Τρεµπέλα, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 251.
4
Gaird, The Apostolic, ό.π., σ. 85.
5
Παναγόπουλου, Ο Θεός, ό.π., σ. 87.
6
Γ. Κονιδάρη, Γενική Εκκλησιαστική Ιστορία, Εισαγωγή Α΄ και Β΄, Βιβλίον Α΄. Περίοδος Α΄: Του
Ελληνορωµαϊκού καθολικισµού, έκδοσις β΄ επηυξηµένη, εν Αθήναις 1957, σ. 104.
7
Johan Ferreira, «The Plan of God and Preaching in Acts», EQ 71 (1999) 210.
8
Παναγόπουλου, Ο Θεός, ό.π., σ. 104.
9
Πρβλ. Πρ. 3,25 εξ.
10
Doble, The Son, ό.π., σ. 77.

55
η οποία περιγράφει το δισταγµό του Μωυσή να αναλάβει την αποστολή του από το Θεό, να
τη συνδυάσει µε τα λόγια, τα οποία απευθύνεται ο Θεός στο Μωυσή: «Έσοµαι µετά σου» (Εξ.
3,12), µε την αφήγηση του Ιωσήφ (Πρ. 7,10) και του Ιησού (Πρ. 10,38) και να διαπιστώσει
ότι µέσω αυτών των προσώπων ο Θεός ήταν πάντοτε παρών.
Ο Ισραήλ µη κατανοώντας το βαθύτερο νόηµα των θείων ενεργειών, µέσω των
επαγγελιών και των λυτρωτικών επεµβάσεων, διώκει τους απεσταλµένους Του και επιζητεί
µε δικά του κατασκευάσµατα να ευαρεστήσει το Θεό. Ο Θεός όµως απορρίπτει την
προσφερόµενη σ’ Αυτόν λατρεία, η οποία προέρχεται από καθαρά ανθρώπινη πρωτοβουλία1.

Τα επιχειρήµατα του Στεφάνου έδειξαν ότι ο Ισραήλ εναντιωνόταν στον ίδιο το Μωυσή,
και αυτό εν µέρει αναιρεί την αρχική κατηγορία που εκτοξεύτηκε εναντίον του (Πρ. 6.11,14).
Αναφέρει στην οµιλία του ο µάρτυρας ότι ο Μωυσής: «ενόµιζεν δε συνιέναι τους αδελφούς ότι
ο Θεός δια χειρός αυτου δίδωσιν σωτηρίαν αυτοις οι δε ου συνηκαν» (Πρ. 7,25). Έχοντας
αναφέρει τους τρόπους µε τους οποίους ο Θεός διάλεξε να δράσει µέσω του Μωυσή, ο
Στέφανος προχώρησε και θέλησε να δώσει έµφαση στο ότι αυτός ήταν ο Μωυσής, του
οποίου την εξουσία αµφισβήτησε ο Ισραήλ, αρνήθηκε να υπακούσει και ειρωνεύτηκαν τις
οδηγίες που τους έδωσε και οι οποίες αφορούσαν τη λατρεία, όχι µόνο κατά τη διάρκεια της
περιπλάνησής τους στην έρηµο αλλά και στην ίδια τους τη χώρα. Επίσης τη σκηνή του
Μαρτυρίου, η οποία κατασκευάστηκε από το Μωυσή σύµφωνα µε υπόδειγµα που του έδειξε
ο Θεός, τη χρησιµοποίησαν λανθασµένα µέχρι που χτίστηκε ο ναός του Σολοµώντα, ώστε να
γίνει το σπίτι των ειδώλων και το πανδοχείο του ουρανού και το οποίο συµβόλιζε την
ανυπακοή του Ισραήλ στο θέληµα του Θεού. Έτσι ο Στέφανος χρησιµοποιεί το ναό στην
οµιλία του σαν ένα παράδειγµα της απόρριψης από τον Ισραήλ όχι µόνο του προσώπου του
Μωυσή αλλά και της διδασκαλίας του και εποµένως του θελήµατος του Θεού2. Με την
αναφορά αυτή ο Στέφανος ασχολήθηκε και µε τα δύο θέµατα για τα οποία τον κατηγόρησαν,
του ναού και του νόµου, αποδεικνύοντας ότι οι κατήγοροί του και οι πατέρες τους είχαν
επίµονα αρνηθεί να αναγνωρίσουν το Θεό µέσω των έργων των εκλεγµένων από Αυτόν
προσώπων3.
Τον έσχατο των απεσταλµένων του Θεού τον «δίκαιον», απορρίπτουν τέλος οι Ιουδαίοι,
του Οποίου µάλιστα έγιναν προδότες και φονιάδες. Ο κύκλος των θεµάτων αυτών είναι
γνωστός τόσο στη συνοπτική παράδοση, όπως αναφέρθηκε, αλλά και στο κήρυγµα της
πρώτης Εκκλησίας, όπως το βρίσκουµε στις οµιλίες του Πέτρου και την υπόλοιπη
Καινοδιαθηκική γραµµατεία. Από το δεδοµένο αυτό µπορούµε να οδηγηθούµε στο
συµπέρασµα ότι η συµβολή του Λουκά στη σύνθεση της παρούσας οµιλίας είναι
περιορισµένος4.
Ο Στέφανος µε την ιστορική έκθεση στην αρχή θέλησε πιθανότατα να συγκεντρώσει το
αποδεικτικό υλικό, µε το οποίο θ’ αποδείκνυε κατόπιν τις θέσεις του και θα έβγαζε τα
συµπεράσµατά του. Επειδή όµως διακόπηκε απότοµα από τους Ιουδαίους5 αφήνει ηµιτελή
αυτή την έκθεση και τη συναγωγή συµπερασµάτων από αυτήν και στρέφει το λόγο αµέσως

1
Παναγόπουλου, Ο Θεός, ό.π., σ. 104.
2
Edvin Larsson, «Temple-Criticism and the Jewish Heritage: Some Reflexions on Acts 6-7», NTS 39 (1993)
395, υποσ. 40.
3
Doble, The Son, ό.π., σσ. 77-78.
4
Πρβλ. Α΄ Θεσ. 2,15. Εβρ. 2,10. Α΄ Πετρ. 1,20. Α΄ Ιωαν. 2,1 κτλ. βλ. σχετικά Παναγόπουλου, Ο Θεός, ό.π., σ.
104.
5
Ιδές Πατρώνου, Προλεγόµενα, ό.π., σσ. 157-158, όπου αναφέρεται ότι ο Στέφανος, ερµηνεύοντας την αρχική
πίστη της Εκκλησίας, προσπαθεί να καταδείξει ότι η ιστορία και η προσδοκία της Παλαιάς ∆ιαθήκης
εκπληρώνονται στο πρόσωπο του Ιησού. Το ακροατήριο µε την κλασική ιουδαϊκή του παράδοση περί Μεσσία
κατανόησε το χριστολογικό αυτό περιεχόµενο της οµιλίας του Στεφάνου και γι’ αυτό αντέδρασε βίαια και
προχώρησε στο λιθοβολισµό του. Το µαρτύριο του Στεφάνου είναι µια µαρτυρία της πίστεως του αρχικού
κηρύγµατος της Εκκλησίας προς το πρόσωπο του Ιησού του Ναζωραίου ως του Χριστού και Κυρίου, έστω και
αν δεν χρησιµοποιήθηκε τη στιγµή εκείνη ούτε µια φορά ο µεσσιανικός τίτλος «Χριστός» πρβλ. Simon, St
Stephen, ό.π., σσ. 39-40 Παπαδόπουλου, Ιστορία, ό.π., σσ. 11-12 Σιώτου, Ο πολιτικός, ό.π., σ. 138.

56
κατά των Ιουδαίων1: «Σκληροτράχηλοι2 κι απερίτµητοι3καρδίαις και τοις ωσίν, υµεις αεί τω
πνεύµατι τω αγίω αντιπίπτετε4 ως οι πατέρες5 υµων και υµεις»6. Καταφέρεται µε δριµύτητα
εναντίον τους και τους ταυτίζει µε τους προγόνους τους. Το πιο ενδιαφέρον σηµείο όµως του
λόγου του Στεφάνου είναι η σηµασία που δίνει στο σταυρικό θάνατο του Ιησού. «Τίνα των
προφητων ουκ εδίωξαν οι πατέρες υµων; και απέκτειναν τους προκαταγγείλαντας περί της
ελεύσεως7 του δικαίου, ου νυν υµεις προδόται και φονεις εγένεσθε, οίτινες ελάβετε τον νόµον
εις διαταγάς αγγέλων8 και ουκ εφυλάξατε»9. Χαρακτηριστικά το κείµενο των Πράξεων

1
∆(υοβουνιώτη), Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 5.
2
Η προοδευτική σκληρότητα του ανθρώπου που χωρίστηκε από το Θεό ονοµάζεται σκλήρυνση, τύφλωση.
Σκλήρυνση είναι η πάχυνση της καρδιάς, το κλείσιµο των αυτιών, η κάλυψη των µατιών, η επίδειξη πνεύµατος
παραφροσύνης, αναισθησίας, ψεύδους µε αποτέλεσµα να είναι κανείς σκληροτράχηλος και σκληρόκαρδος.
Αυτή η κατάσταση µπορεί να προσβάλλει όλους τους ανθρώπους, τους ειδωλολάτρες, τους Ισραηλίτες, ακόµη
και τους µαθητές του Ιησού. Η σκλήρυνση χαρακτηρίζει την κατάσταση του αµαρτωλού, ο οποίος αρνείται να
µετανοήσει και παραµένει χωρισµένος από το Θεό βλ. σχετικά Xavier Léon-Dufour (µετάφραση Χαράλαµπου
Σωτηρόπουλου), «Σκλήρυνση», ΛΒΘ, ό.π., στ. 901.
3
Η περιτοµή εφαρµόζεται από πολυάριθµους λαούς και συνδέεται γενικά µε την είσοδο στην κοινότητα των
ενηλίκων ή στο γάµο. Ο Ισραήλ πρέπει να την παρέλαβε σαν αρχαίο έθιµο: εµφανίζεται σε κείµενα πολύ
αρχαϊκά στην µορφή, όπου αναφέρεται η χρήση πέτρινων λεπίδων (Εξ. 4,24 εξ. Ιησούς του Ναυή 5,2-9), κι
ωστόσο δεν επιβάλλεται πουθενά στα πραγµατικά αρχαία κείµενα. Η περιτοµή είναι συνεπώς ένα γεγονός που
δεν συζητείται ούτε δικαιολογείται. Και είναι «ονειδισµός» να µην έχει κανείς περιτµηθεί (Ιησούς του Ναυή 5,9.
Γεν. 34,14). Ο Ισραήλ αισθάνεται πάντα απέχθεια για τους απερίτµητους (Κρ. 14,3. 1 Βασιλ. 17,26.36. 1 Παρ.
10,4. Αβ. 2,16. Ιεζ. 44,7 εξ.) ο απερίτµητος δεν είναι πραγµατικά άνθρωπος. Η περιτοµή είναι λοιπόν πριν απ’
όλα µια τελετουργία που σηµαίνει ότι κάποιος ανήκει σε µια κοινότητα. Όµως αυτή η τελετουργία έχει
αναπόφευκτα και θρησκευτική σηµασία: η περιτοµή γίνεται ύστερα από εντολή του Γιαχβέ (Ιησούς του Ναυή
5,2) ή για ν’ αποφευχθεί η οργή του (Εξ. 4,24). Ένα αποφασιστικό βήµα επιτελείται όταν αυτή η τελετουργία
αποβαίνει, κυρίως στην ιερατική γραµµατεία, το φυσικό σηµείο της ∆ιαθήκης, που κάθε άρρενας Ισραηλίτης
οφείλει να φέρει στο σώµα του από την όγδοη ηµέρα της ζωής του. Και το αίµα που χύνεται έτσι (βλ. Εξ. 4,26)
θα ονοµάζεται συχνά (τουλάχιστον στον µεταγενέστερο ιουδαϊσµό) «αίµα της διαθήκης». Συνδεµένη µε τον
Αβραάµ, τον πατέρα του λαού (Γεν. 17,9-14. 21,4), επικυρωµένη µέσα στο νόµο (Λευ 12,3), η περιτοµή είναι
αναγκαία προϋπόθεση για τη δυνατότητα εορτασµού του Πάσχα, όπου ο Ισραήλ διακηρύσσεται ως λαός
εκλεγµένος και σωσµένος από το Γιαχβέ (Εξ. 12,44.48) βλ. σχετικά Claude Wiéner (µετάφραση Βασιλείου
Στογιάννου), «Περιτοµή», ΛΒΘ, ό.π., στ. 798.
4
F. F. Bruce, «The Holy Spirit in the Acts of the Apostles», Ιnt 27 (1973)180.
5
«Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Χριστός τους κατηγορούσε, επειδή πάντοτε καυχώνταν υπερβολικά για τους
προγόνους τους» βλ. σχετικά Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., ΙΖ΄, στιχ. 10-11, σ. 491.
6
Πρ. 7,51. Ιδές Βούλγαρη, Η ενότης, ό.π., σ. 364, υποσ. 4, όπου αναφέρεται ότι στους λόγους του Στεφάνου:
«Σκληροτράχηλοι …υµεις» (Πρ. 7,51) µπορούµε να διακρίνουµε την απογοήτευση και συγχρόνως την
αγανάκτηση της Εκκλησίας για την στάση του Ιουδαϊσµού έναντι της σωτηρίας του Χριστού. Αν και το
ευαγγέλιο απευθυνόταν «πρώτον» πάντοτε στον Ισραήλ, εντούτοις η εναντίον αυτού εχθρική στάση του
Ιουδαϊσµού γινόταν νωρίς αντιληπτή από την Εκκλησία και για το λόγο αυτό εξαιτίας του χρέους της δεν
µπορούσε να καθυστερήσει το κήρυγµα προς τους εθνικούς. Έτσι υπό το φως αυτών των δεδοµένων µπορούµε
ανεπιφύλακτα να πούµε ότι η οµιλία του Στεφάνου, η γνησιότητα της οποίας τόσο αµφισβητήθηκε από τη
σύγχρονη έρευνα, αντικατοπτρίζει, τόσο τα αισθήµατα όσο και το κήρυγµα της αρχέγονης Εκκλησίας των
Ιεροσολύµων.
7
G. D. Kilpatrick, «Acts VII. 52 Έλευσις», JTS 46 (1945) 136-145.
8
Ιδές Simon, St. Stephen, ό.π., σ. 48, ο οποίος αναφέρει ότι οι άγγελοι αντιπαραβάλλονται στο κείµενο, όχι µε
το Θεό, αλλά µε τους Ιουδαίους: δίνεται έµφαση στο γεγονός ότι ο νόµος έχει δοθεί µε τη µεσολάβηση αγγέλων,
και θέλει να τονίσει στους ακροατές του ότι έχει πράγµατι ουράνια και όχι επίγεια καταγωγή, θεϊκό και όχι
ανθρώπινο χαρακτήρα (Συνήθως τονίζεται ότι ο Στέφανος χρησιµοποιεί εδώ και στο στιχ. 38 την παράδοση
προς έξαρση της αξίας του νόµου σε αντίθεση µε τον Παύλο, ο οποίος τονίζει τη µειονεκτική του θέση ιδές
Στογιάννου, Χριστός, ό.π., σ. 80). Όπως ένας άγγελος αναφέρεται σε σύνδεση µε τη φλεγόµενη βάτο (Πρ. 7,30)
και µε το χωρίο των Πράξεων (7,38) είναι φανερό ότι στην περίπτωση της δηµοσίευσης του νόµου, ακριβώς
όπως και στα δύο άλλα παραδείγµατα, ο σκοπός είναι να αποφευχθεί µια ανθρωποµορφική αντίληψη της
θεότητας: ο Θεός δεν εµφανίζεται ο ίδιος, αλλά ενεργεί µέσω της µεσολάβησης ενός αγγέλου.
9
«Ότε ουκ εβούλετο θυσίας είναι, υµεις εθύετε ότε βούλετε, πάλιν ου θύετε ότε ουκ ήθελε δουναι υµιν
παραγγέλµατα, επισπάσασθε ότε ελάβετε, ηµελήσατε. Πάλιν, ότε ειστήκει ο ναός, είδωλα εθεραπεύετε ότε βούλεται
χωρίς ναου θεραπεύεσθαι, το εναντίον ποιειτε» βλ. σχετικά Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., ΙΖ΄, στιχ. 4-8, σ. 490
του ιδίου, «Κατά Ιουδαίων, Λόγος ∆΄», ΕΠΕ, τ. 34, επόπτης Παν. Κ. Χρήστου, επιµελητής εκδόσεως
Ελευθέριος Γ. Μερετάκης, εκδοτικός οίκος «Το Βυζάντιον», Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαµάς»,
Θεσσαλονίκη 1988, σ. 206 Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 23, υποσ. 14.

57
αναφέρει ότι στο άκουσµα των λόγων αυτών οι Ιουδαίοι: «διεπρίοντο ταις καρδίαις αυτων και
έβρυχον τους οδόντας επ’ αυτόν»1.
Σήµερα έχει γίνει ευρύτατα αποδεκτό από την καινοδιαθηκική έρευνα ότι τα κεφάλαια έξι
και οκτώ των Πράξεων, που αναφέρονται στη δράση των ∆ιακόνων Στεφάνου και Φιλίππου,
ανάγονται σε παραδόσεις πολύ αρχαιότερες της συγγραφής των Πράξεων, όπως ήδη
αναφέρθηκε. Είναι πολύ πιθανό να αντανακλούν τη θεολογική διδασκαλία των Ελληνιστών
της πρώτης ιεροσολυµιτικής κοινότητας. Κι εδώ η αναφορά στο θάνατο του Ιησού γίνεται
χωρίς σωτηριολογικούς υπαινιγµούς. Τόσο η φιλολογική ανάλυση των όρων2, που
χρησιµοποιούνται για να αποδώσουν το σταυρικό θάνατο του Ιησού, όσο και η δοµική
σύνθεση του στίχου3, οδηγούν στο συµπέρασµα, πως στο στρώµα αυτό της
πρωτοχριστιανικής παράδοσης ο θάνατος του Ιησού πρέπει µάλλον να κατανοούνταν ως
συνέχεια του βίαιου τέλους των προφητών4.
Εποµένως η αγνώµονα και αντιδραστική στάση των Ιουδαίων έναντι του Θεού, η οποία
εκδηλώνεται στην απόρριψη των θείων απεσταλµένων, του Ιωσήφ, του Μωυσή και των
πατριαρχών, έπειτα του «δικαίου», η εµφάνιση του Οποίου προκαταγγέλθηκε από το νόµο
και τους προφήτες, ανακόπτει την πλήρωση του σωτηριολογικού σχεδίου του Θεού. Η
βιβλική δηλαδή επιχειρηµατολογία του Στεφάνου αποσκοπεί στην έξαρση της γενικής
αρνητικής στάσης των Ιουδαίων5, η οποία χαρακτηρίζει την ιστορία τους. Σύµφωνα µε αυτά
είναι φανερό ότι η διάταξη του υλικού εξυπηρετεί την αναγκαιότητα των νέων προοπτικών.
Κέντρο του κηρύγµατος δεν είναι πλέον το πρόσωπο του Ιησού, το σωτήριο έργο του και η
θεότητά του, αλλά ο Θεός του Ισραήλ, στην πιστότητά του, στην εκδήλωση της απεριορίστου
αγάπης Του για τον εκλεκτό λαό. Επειδή όµως η πιστότητα αυτή είναι ιστορική, γιατί
ακριβώς αφορά τον ιστορικό Ισραήλ, για το λόγο αυτό αυτή θα πραγµατοποιηθεί. Οι Ιουδαίοι
αποδείχθηκαν µε τη στάση τους ανάξιοι της προτίµησης του Θεού. Αυτό αποδεικνύεται και
από τη στάση τους έναντι του έσχατου απεσταλµένου του Θεού, του «δικαίου»6. Η απόρριψη
αυτού συνεπάγεται τον εκούσιο αποκλεισµό των Ιουδαίων από τη σωτηριολογική ιστορία, η
οποία αναπόφευκτα συνεχίζεται. Οι βουλές του Θεού και οι επαγγελίες Του θα πληρωθούν
οπωσδήποτε. Η µετάβαση στην ιεραποστολή των εθνών είναι σύµφωνα µε αυτά
προγεγραµµένη. Έτσι κατά το Λουκά η σωτηριολογική ιστορία του Ισραήλ, στερουµένου του
εθνικιστικού της χαρακτήρα εξυπηρετεί την ιδέα της οικουµενικής χριστιανικής
ιεραποστολής. Ο Ισραήλ δεν είναι πλέον ο µόνιµος και αποκλειστικός δικαιούχος των
σωτηριολογικών αγαθών7.
Σχετικά µε το θέµα της σύνδεσης της οµιλίας του Στεφάνου µε το µαρτύριο που
ακολούθησε, κανείς από τους ερευνητές δεν θεωρεί αυτή ιστορικά και οργανικά συνδεδεµένη
µε το µαρτύριο8. Μη µπορώντας να εµβαθύνουµε στο συγκεκριµένο πρόβληµα για να
δώσουµε µια σίγουρη απάντηση αρκούµαστε να πούµε ότι η σύλληψη του Στεφάνου και το
µαρτύριό του οφείλεται στη ριζοσπαστικότητα των απόψεών του που αφορούσαν τη στάση
του Ισραήλ στο σωτηριολογικό σχέδιο του Θεού και τη σχέση τους µαζί Του, τη θέση τους
απέναντι στο ναό και τη χριστιανική άποψη για τη θρησκευτική θέση του ναού, την κριτική
που άσκησε για τη στάση τους απέναντι στους προφήτες και τον Ιησού. Πιστεύουµε ότι οι

1
Πρ. 7,54.
2
Πρβλ. τους όρους «απέκτειναν», «φονεις» βλ. σχετικά Βασιλειάδη, Σταυρός, ό.π., σ. 51.
3
Είναι χαρακτηριστική η αντιστοιχία των λέξεων «υµων» και «υµεις» βλ. σχετικά Βασιλειάδη, Σταυρός, ό.π., σ.
51.
4
Βασιλειάδη, Σταυρός, ό.π., σσ. 44-45.
5
Ιδές Gealy, Stephen, ό.π., σ. 442 Kilgallen, The Function, ό.π., σ. 176 Simon, St. Stephen, ό.π., σ. 41. Ο O’
Neil αναφέρει ότι η οµιλία του Στεφάνου είναι για το βιβλίο των Πράξεων µια θεωρητική δικαίωση στην πορεία
του Χριστιανισµού για την αποµάκρυνσή του από τους Ιουδαίους προς τους εθνικούς, λόγω της έµµονης
αρνητικής στάσης των πρώτων απέναντι στο Θεό. Αυτός είναι ο κύριος σκοπός της οµιλίας του Στεφάνου για το
συγγραφέα των Πράξεων.
6
Πρβλ. Bihler, Der Stephanusbericht, ό.π., σσ. 265-266.
7
Παναγόπουλου, Ο Θεός, ό.π., σσ. 105-106 πρβλ. Boismard, Stephen, ό.π., σ. 209.
8
O’ Neil, Theology, ό.π., σσ. 71 εξ. πρβλ. Townsend, The Speeches, ό.π., σ. 156.

58
απόψεις που εκφράστηκαν από το Στέφανο δικαιολογούν τη βίαιη αντίδρασή τους εύλογα
αφού τα στοιχεία αυτά ενυπήρχαν στο χριστιανικό κήρυγµα1, ποτέ όµως δεν τονίσθηκαν τόσο
απροκάλυπτα από τους αποστόλους2.
Θα λέγαµε εποµένως ότι ο Στέφανος εξέθεσε απερίφραστα µια πνευµατική αντίληψη για
το Θεό και τη λατρεία που θα έπρεπε να του αποδίδεται και έδειξε ότι οι Ιουδαίοι πάντοτε
αντιτίθεντο στο θέληµα του Θεού µε αποτέλεσµα τον αποκλεισµό τους από τη
σωτηριολογική ιστορία και τη µετάθεση του σωτηριολογικού µηνύµατος στα έθνη.
O ιερός Χρυσόστοµος, ερµηνεύοντας στις Πράξεις των Αποστόλων τη γεµάτη παρρησία
επίθεση κατά πρόσωπο εναντίον των Ιουδαίων από µέρους του Στεφάνου, σχολιάζει: «Και
τίνος ένεκεν, φησίν, ενταυθα καταφορικως τω λόγω κέχρηται; Πολλή ην η παρρησία µέλλοντος
αυτου αποθνήσκειν και γάρ και τουτο οιµαι αυτόν αποκαλύψεως ειδέναι. Σκληροτράχηλοι και
απερίτµητοι ταις καρδίας και τοις ωσί. Και τουτο προφητικόν ουδέν αυτου ίδιον». Και για ποιο
λόγο, αναριωτιέται ο άγιος Ιωάννης, εδώ µιλά µε τόση σφοδρότητα; Ήταν µεγάλο το θάρρος
του, επειδή επρόκειτο να πεθάνει, απαντά, διότι και αυτό το γνώριζε εξ αποκαλύψεως.
Σκληροτράχηλοι και αναίσθητοι στην καρδιά και την ακοή σας, είναι τα λόγια µε τα οποία
επιτίθεται στους Ιουδαίους. Και αυτά τα λόγια είναι προφητικά τίποτε απ’ όσα λέγει δεν είναι
δικό του3.
3. Το µαρτύριό του4.
1
Πρβλ. Μκ. 14,58. Α΄ Κορ. 3,16. 6,19. Β΄ Κορ. 6,16 εξ. Εφ. 2,20 εξ. Α΄ Πετρ. 4,17 βλ. σχετικά Παναγόπουλου,
Ο Θεός, ό.π., σ. 106.
2
Παναγόπουλου, Ο Θεός, ό.π., σ. 106. ∆εν έλειψαν βέβαια και οι µονοµερείς απόψεις τονισµού της σύλληψης
και του µαρτυρίου του Στεφάνου πρβλ. Στογιάννου, Χριστός, ό.π., σ. 47, όπου αναφέρεται ότι: «ο πρώτος
χριστιανός µάρτυς δεν λιθοβολείται για την πίστιν του εις το µεσσιακόν αξίωµα του Ιησού, αλλά δια την
φιλελευθέραν και κριτικήν στάσιν του έναντι του νόµου». Επίσης ο Frances M. Young στο άρθρο του: «Temple
Cult and Law in Early Christianity. A study in the relationship between Jews and Christians in the Early
Centuries», NTS 19 (1972-73) 334-335, αναφέρει ότι ο Στέφανος πέθανε, όχι γιατί ισχυρίστηκε ότι ο Ιησούς από
τη Ναζαρέτ ήταν ο Μεσσίας, αλλά γιατί επιτέθηκε στα θεµέλια του Ιουδαϊσµού, το ναό και το νόµο πρβλ.
Robert P. Casey, «Note V: Μάρτυς», The Beginnings of Christianity, ό.π., Vol. V, σ. 33, που αναφέρει ότι ο
θάνατος του Στεφάνου δεν αποτελούσε ουσιώδες µέρος της µαρτυρίας του για τον «υιό του ανθρώπου». Ο
Στέφανος, όπως και ο Παύλος, πέθανε εξαιτίας της µαρτυρίας του και αυτό δεν τον έκανε περισσότερο ή
λιγότερο µάρτυρα από τον Παύλο.
3
Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., ΙΖ΄, στιχ. 26-31, σσ. 489-491 πρβλ. Doble, The Son, ό.π., σ. 72, ο οποίος
αναφέρει ότι ο Στέφανος είναι ένα παράδειγµα για την εκπλήρωση των υποσχέσεων του Ιησού, όπως
αναφέρονται στα χωρία του Λουκά 12,11 και 21,12-15 Ανδρέου Ιωάννου Φυτράκη, Λείψανα και Τάφοι
Μαρτύρων κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, Αθήνα 1955, σ. 15 Πάσχου, Άγιοι οι φίλοι του Θεού, Εισαγωγή
στην Αγιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Υµναγιολογικά κείµενα και µελέτες-2, Εκδόσεις Αρµός, 1995, σ.
54, ο οποίος σηµειώνει ότι ο ίδιος ο Χριστός παίρνει τη θέση του µάρτυρα και συναγωνίζεται και συµπάσχει
µαζί του αντιµετωπίζοντας το διάβολο και τα όργανά του, που λαµβάνουν µέρος στους διωγµούς και στα
µαρτύρια των χριστιανών.
4
Στην ενότητα της παρούσας εργασίας γίνεται αναφορά στο µαρτύριο του αρχιδιακόνου Στεφάνου µε βάση το
κείµενο των Πράξεων και στο διωγµό που ακολούθησε το λιθοβολισµό του, µε άµεση συνέπεια τη διάδοση του
ευαγγελίου στον κόσµο των εθνικών. Πληροφορίες σχετικές µε το µαρτύριο του αγίου παίρνουµε και από τους
κώδικες που αναφέραµε στην ενότητα τη σχετική µε την καταγωγή και τη διακονία του Πρωτοµάρτυρα, σ. 39
υποσ. 5. Οι κώδικες αυτοί µας προσφέρουν δύο παραλλαγές του µαρτυρίου, οι οποίες είναι αµφισβητούµενης
ιστορικής αξίας και τη διάρθρωση των οποίων θα παραθέσουµε στη συνέχεια. Οι κώδικες της Ιεράς Μονής
Μεγίστης Λαύρας 43 και ∆-83 µας παρέχουν την µία παραλλαγή και οι κώδικες των Ιερών Μονών Βλατάδων 7,
Μεγίστης Λαύρας Γ-87 και Παντελεήµονος 814 τη δεύτερη. Στους κώδικες της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας
43 και ∆-83 αναφέρεται ότι επτά χρόνια µετά την Ανάληψη του Κυρίου σηµειώθηκε το επεισόδιο το σχετικό µε
το Στέφανο. Γινόταν κάποια συζήτηση µεταξύ Ιουδαίων, Σαδουκκαίων Φαρισαίων και Ελληνιστών και η οποία
αφορούσε τον Κύριο ηµών Ιησού Χριστό, πώς γεννήθηκε, ανατράφηκε κατά σάρκα, πώς σταυρώθηκε, πέθανε
και αναστήθηκε εκ νεκρών. ∆εν µπορούσαν όµως να συµφωνήσουν µεταξύ τους και έκαναν πολλή φασαρία.
Ήρθε τότε ο Στέφανος και αφού ανέβηκε σε κάποιο ψηλό σηµείο για να τον βλέπουν και να τον ακούν όλοι,
εξέθεσε τη χριστιανική διδασκαλία για το ποιος είναι πράγµατι ο Ιησούς από την Ναζαρέτ. Κατόπιν τον
οδήγησαν στο συνέδριο να απολογηθεί, επειδή «ουκ ίσχυον αντιστηναι τη σοφία και τω πνεύµατι ω ελάλει» και
εµφανίστηκαν ψευδοµάρτυρες που κατέθεσαν εναντίον του ότι µιλούσε βλάσφηµα κατά του τόπου του αγίου
και του νόµου και πως ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα καταλύσει αυτόν τον τόπο και θα αλλάξει τα έθη που
παρέδωσε σ’ αυτούς ο Μωυσής. Πριν ξεκινήσει ο Στέφανος την απολογία του, η οποία είναι ίδια µε αυτήν που
περιέχεται στις Πράξεις, είδαν όλοι όσοι βρίσκονταν στο συνέδριο το πρόσωπό του να λάµπει σαν πρόσωπο

59
Μετά από το δριµύ έλεγχο που άσκησε εναντίον τους ο Στέφανος, οι Ιουδαίοι αισθάνονταν
τις καρδιές τους να γεµίζουν από άγριο θυµό και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του (στ.
54).
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος σχολιάζοντας τη στάση τους αναφέρει: «Πως ουκ έλαβον
εκ των ειρηµένων αφορµήν εις το ανελειν αυτόν, αλλ’ έτι µαίνονται και ζητουσιν αιτίαν,
θαυµάσαι άξιον…Εβούλοντο µέν ουν ανελειν, αλλ’ ου ποιουσι τουτο, αιτίαν θέλοντες εύλογον
περιθειναι τω τολµήµατι»1. Επιδίωκαν να τον θανατώσουν αλλά δεν το έκαναν, επειδή ήθελαν
να βρουν γι’ αυτό τους το τόλµηµα πιο λογική αιτία. Για την ύβρη εναντίον τους µπορούσαν

αγγέλου. Μετά το τέλος της οµιλίας του όλοι οι Ιουδαίοι που παρευρίσκονταν στο συνέδριο «διεπρίοντο εν ταις
καρδίαις αυτων και έβρυχον τους οδόντας επ’ αυτόν». Κατόπιν αναφέρεται το όραµα του Στεφάνου, ο οποίος
είδε τη δόξα του Θεού, η διάρρηξη των στολών από τους αρχιερείς στο άκουσµα των λόγων του και η απόφαση
ότι έπρεπε να λιθοβοληθεί, γιατί ξεστόµισε ρήµατα βλάσφηµα. Έτσι αφού τον έβγαλαν έξω από τα Ιεροσόλυµα
δόθηκε εντολή από το Σαύλο να τον λιθοβολήσουν και ο ίδιος καθισµένος στο θρόνο του θα παρακολουθούσε
το θέαµα. Ακολουθεί η επιδοκιµασία του Σαύλου από τον Γαµαλιήλ και µάλιστα ο ραπισµός του από το
δάσκαλό του και κατόπιν µια συνοµιλία µεταξύ τους για την απόφαση του Σαύλου να λιθοβολήσουν το
µάρτυρα. Στη συνέχεια αναφέρεται η διαταγή του Σαύλου για την εκτέλεση της απόφασης του, το όραµα του
Στεφάνου και η απάντησή του προς το Σαύλο. Η συγχώρεση των φονιάδων από το Στέφανο και ο διωγµός που
ακολούθησε το θάνατό του. Η κηδεία του Στεφάνου και η παράκληση κατόπιν του Γαµαλιήλ προς τους
αποστόλους να θάψει το σώµα του Στεφάνου στο χωριό του. Η πραγµατοποίηση της επιθυµίας του, ο θάνατος
του Νικοδήµου και η ταφή του κοντά στον άγιο Στέφανο.
Η διάρθρωση της δεύτερης παραλλαγής που διασώζουν οι κώδικες των Ιερών Μονών Βλατάδων 7, Μεγίστης
Λαύρας Γ-87 και Παντελεήµονος 814 έχει ως εξής: Μέχρι το σηµείο που οδηγείται Στέφανος στο συνέδριο
προκειµένου να απολογηθεί για τη διδασκαλία που ανέπτυξε για τον Ιησού στη συζήτηση µε τους Ιουδαίους και
τους λοιπούς ακολουθείται η ίδια σειρά, όπως στους κώδικες που προαναφέρθηκαν. Κατόπιν παρουσιάζεται ο
Στέφανος µπροστά στον Πιλάτο για να απολογηθεί και επειδή εκείνος δεν βρίσκει καµία κατηγορία που να τον
βαραίνει τον βγάζουν στο ύπαιθρο οι Φαρισαίοι και αναρωτιούνται τι ακριβώς πρέπει να κάνουν µαζί του. Στο
µεταξύ ο Στέφανος προσεύχεται στον Κύριο προκειµένου να τους συγχωρέσει για την αµαρτία που διαπράττουν.
Τρεις µέρες και νύχτες συζητά ο Στέφανος µε τους σοφούς των Ιουδαίων και αυτοί δεν µπορούν να τα βγάλουν
πέρα µαζί του. Την τέταρτη µέρα αφού έκαναν συµβούλιο οι αρχές των Ιουδαίων προσκάλεσαν το Σαύλο από
την Ταρσό της Κιλικίας, ο οποίος είχε εξουσία από τους αρχιερείς να οδηγεί, όλους όσους οµολογούσαν πίστη
στο Χριστό, σιδηροδέσµιους στους αρχιερείς και τους γραµµατείς των Ιεροσολύµων. Την επόµενη µέρα ο
Σαύλος καθισµένος στα σκαλοπάτια διατάζει να φέρουν µπροστά του το µάρτυρα και ακολουθεί µια συνοµιλία
µεταξύ τους. Σηµειώνεται ο θυµός του Σαύλου και η διάρρηξη της εσθήτας του καθώς και ο ραπισµός του
Στεφάνου από τον ίδιο. Ο ραπισµός του Σαύλου από τον Γαµαλιήλ, η αποδοκιµασία του από αυτόν και η
συνοµιλία που ακολουθεί µεταξύ τους. Η αντίδραση των αρχιερέων και η διαταγή του Σαύλου να φυλακίσουν
το Στέφανο και το Γαµαλιήλ. Την επόµενη µέρα δίνεται διαταγή από το Σαύλο να σταυρωθεί ο Στέφανος και
ακολουθεί περιγραφή των βασανιστηρίων που υπέστη και του θαύµατος που αξιώθηκε ο αρχιδιάκονος καθώς
άγγελος Κυρίου θεράπευσε τις πληγές των βασάνων του. Αποτέλεσµα είναι η αύξηση του αριθµού των µελών
της Εκκλησίας. Την άλλη µέρα γίνεται συµβούλιο από τους αρχιερείς και τους γραµµατείς και οδηγούν το
Στέφανο έξω από την πόλη, όπου ανεβασµένος σε κάποιο ψηλό σηµείο, κοντά στο Όρος των Ελαιών,
απολογείται για την πίστη του. Στη συνέχεια αξιώνεται το όραµα της δόξας του Θεού και σηµειώνεται η
αντίδραση των Ιουδαίων. Ακολουθεί η υπεράσπισή του από το Γαµαλιήλ και η συνοµιλία του Υιού και του
Πατρός στον ουρανό, σχετικά µε τη συµπεριφορά των Ιουδαίων στο πρόσωπο του Ιησού. Ο Στέφανος οδηγείται
στη συνέχεια στον Αλέξανδρο τον γραµµατέα και ακολουθεί η µε θαυµατουργικό τρόπο εµψύχωση του
αρχιδιακόνου µε τη φανέρωση από το Χριστό των βραβείων που τον περίµεναν στον ουρανό. Συµβούλιο των
αρχιερέων για την απόφαση λιθοβολισµού του µάρτυρα και οµιλία του Σαύλου σ’ αυτό. Απάντηση του
Στεφάνου προς το Σαύλο και λιθοβολισµός του. Θάνατος του Άβιβου και του Νικοδήµου, εκτός του Γαµαλιήλ
στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν το Στέφανο από τα χτυπήµατα των λίθων. Προσευχή του µάρτυρα
προς τον Κύριο για τη συγχώρεση των φονιάδων του. ∆ολοφονία ευσεβών ανδρών από τους Ιουδαίους λόγω της
θλίψης τους για τους αγίους που χάθηκαν. Θαύµα που ακολούθησε και έγινε ορατό στους Ιουδαίους σχετικά µε
την υποδοχή των πνευµάτων των ευσεβών ανδρών στον ουρανό. Μέγας κοπετός και κηδεία του αγίου.
Παράκληση του αγίου προς τον Κύριο να µεταφερθούν σε άλλο µέρος τα λείψανα του για µεγαλύτερη ασφάλεια
µέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγµή για να αποκαλυφθούν. Πραγµατοποίηση της επιθυµίας του.
Σχετικά µε τις διηγήσεις των µαρτυρίων βλ. σχετικά ∆ηµητρίου Γ. Τσάµη, Αγιολογία της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 21 πρβλ. Παναγιώτη Κ. Χρήστου, «Μαρτυρολόγιον»,
ΘΗΕ, τ. 8, στ. 795 Φυτράκη, Λείψανα, ό.π., σ. 75 Μπιλάλη, Οι Μάρτυρες, ό.π., σσ. 16-17.
1
Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., ΙΗ΄, στιχ. 5-7, 16-18, σ. 504 πρβλ. Οικουµένιου, Υπόθεσις, ό.π., PG 118, στ.
152C.

60
να τον φυλακίσουν ή να τον µαστιγώσουν, αλλά για να τον φονεύσουν δεν ήταν εύλογη
αιτία1.
Μέσα σ’ αυτή την ατµόσφαιρα ο άγιος Στέφανος βλέπει σε όραµα τη «δόξα2 του Θεου» και
τον Ιησού Χριστό να στέκεται στα δεξιά του Θεού. Η όραση αυτή του αγίου Στεφάνου είναι
περίπτωση θεοπτίας αξιώνεται να δει τον Θεό αξιώνεται από τη ζωή αυτή να δει µε τους
σωµατικούς του οφθαλµούς τον ίδιο τον Κύριο. Βεβαίως τον είχε δει, όταν ήταν εδώ κάτω
στη γη. Τώρα όµως τον βλέπει εν δόξη βλέπει δόξα Θεού. Η δόξα αναφέρεται κυριολεκτικώς
στο στεφάνι του ήλιου, όταν ο ήλιος βρίσκεται κατά το µεσηµέρι στην πιο µεγάλη
φωτεινότητά του. Το φωτεινό στεφάνι, που λάµπει γύρω από τον ήλιο ονοµάζεται δόξα3.
Ο πρεσβύτερος Αλεξανδρείας Αµµώνιος (µέσα 3ου αιώνα) σηµειώνει: «Θεόν ιδειν
αδύνατον διό ειπε, δόξαν Θεου ταύτην την δόξαν καλει Θεόν καταχρηστικως. ∆ιό σηµειωτέον
ότι οι λεγόµενοι εωρακέναι Θεόν, δόξαν εώρουν θείαν, ή εν πυρί, ή εν στύλω νεφέλης, ή εν
σαπφειροειδει οράµατι, ή ηλεκτροειδει»4. Το Θεό δηλαδή δεν µπορεί κανείς να Τον δει. Γι’
αυτό είπε ότι είδε τη δόξα του Θεού ονοµάζοντας έτσι καταχρηστικά τον ίδιο το Θεό. ∆ιότι
πρέπει να σηµειωθεί ότι εκείνοι που έλεγαν ότι έβλεπαν το Θεό, έβλεπαν θεία δόξα, ή σαν
φωτιά, ή σαν στήλη νεφέλης, ή σαν να έβλεπαν ζαφείρι, ή κεχριµπάρι5.
Ο κανόνας που είναι αφιερωµένος στον άγιο Στέφανο και φέρει την ακροστοιχίδα:
«Στέφος λόγων σοι, µαρτύρων, πλέκω, στέφος», στο πρώτο τροπάριο της έβδοµης ωδής
αναφέρει ότι: «Νοΐ καθαρεύοντι/ ενατενίσας/ πατρός το απαύγασµα/ τεθέασαι, µακάριε»6. Με
καθαρό νου δηλαδή ο µάρτυρας είδε τη λαµπρότητα του Θεού.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης (335-394) σε εγκώµιο που έγραψε για τον Πρωτοµάρτυρα
διερωτάται: πώς µπόρεσε ο Στέφανος και είδε την υπερουράνια δόξα; Άραγε: «τις αυτω τάς
πύλας των ουρανων διεπέτασεν; Αρ’ ανθρωπίνης δυνάµεως ην το κατόρθωµα; αρα τινος των
αγγέλων προς το ύψος εκεινο την κάτω κειµένην φύσιν αναβιβάσαντος; Ουκ εστι ταυτα ου γάρ
ούτως η κατ’ αυτόν ιστορία φησίν, ότι Στέφανος δε πολύς κατά την δύναµιν ών, ή της αγγελικης
βοηθείας πλήρης γενόµενος, ειδεν ά ειδεν. Αλλά τι λέγει; Στέφανος δε πλήρης ων Πνεύµατος
αγίου, ειδε την δόξαν του Θεου και τον µονογενη του Θεου Υιόν»7, «Ο γάρ Στέφανος ουκ εν τη
ανθρωπίνη φύσει τε και δυνάµει µένων το Θειον βλέπει αλλά προς την του αγίου Πνεύµατος
χάριν ανακραθείς, δι’ εκείνου υψώθη προς την του Θεου κατανόησιν»8. Έχοντας δηλαδή το
χάρισµα της πνευµατικής δύναµης µε την οποία τον ενίσχυε το Άγιο Πνεύµα, αξιώθηκε να
δει τα αθέατα9 και να πάρει µια πρόγευση της ουράνιας βασιλείας. Την ίδια άποψη
υποστηρίζει και ο Κύριλλος Ιεροσολύµων (4ος αιώνας), ο οποίος µιλώντας για το Άγιο
Πνεύµα στην ιζ΄ κατήχησή του, αναφέρεται και στην περίπτωση του αρχιδιακόνου Στεφάνου
λέγοντας, ότι το όραµα που είδε µετά το τέλος της απολογίας του το: «ειδε δέ ουκ εξ οικείας
δυνάµεως, αλλ’ ως η θεία γραφή φησιν υπάρχων δε πλήρης πνεύµατος αγίου»10.
Κατά το Γρηγόριο Νύσσης «ουκ εν τη ανθρωπίνει φύσει τε και δυνάµει µένων το θειον
βλέπει, αλλά προς την του αγίου πνεύµατος χάριν ανακραθείς, ότι τω οµοίω καθορασθαι τα
όµοια παρά της γραφης µεµαρτύρηται»11. Στην Αγία Γραφή που παραπέµπει το κείµενο (Α΄
1
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 23, υποσ. 15.
2
Donatien Mollat (µετάφραση Χαράλαµπου Σωτηρόπουλου), «∆όξα», ΛΒΘ, ό.π., στ. 291.
3
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 61.
4
Αµµωνίου, Υποµνήµατα, PG 85, ζ΄, στ. 1529.
5
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ . 61.
6
Analecta Hymnica Graeca, e codicibus eruta Italiae inferioris, Ioseph Schiró consilio et ductu edita IV canones
Decembris Athanasius Kominis collegit et instruxit, Istituto di Studi Bizantini e Neoellenici, Universita di Roma,
Roma 1976, σ. 671.
7
Γρηγορίου Νύσσης, «Εγκώµιον εις τον άγιον Στέφανον τον Πρωτοµάρτυρα», PG 46, στ 716D-717Α.
8
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 717Β.
9
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 713C.
10
Κυρίλλου Ιεροσολύµων, «Κατήχησις ΙΖ΄», επιµέλεια Κωνσταντίνου Γ. Μπόνη, Κ∆΄, ΒΕΠΕΣ, τ.39 (Γελάσιος
Καισαρείας, Κύριλλος Ιεροσολύµων), Έκδοσις της Αποστολικής ∆ιακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι
1969, σ. 226.
11
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 717Β Γρηγορίου του Παλαµά, «Αντιρρητικός προς
Ακίνδυνον», στη σειρά: Γρηγορίου του Παλαµά, Συγγράµµατα, τόµος Γ΄: Αντιρρητικοί προς Ακίνδυνον.

61
Ιωαν. 3,2) αναφέρεται πως: «οίδαµεν ότι εάν φανερωθη, όµοιοι αυτω εσόµεθα, ότι οψόµεθα
αυτόν καθώς εστιν». Άρα ο Στέφανος δεν βλέπει το Θεό µένοντας στην ανθρώπινη φύση και
δύναµη, αλλά αφού «αναµιχθεί» µε τη χάρη του αγίου Πνεύµατος. Αναφέρει επίσης ο άγιος
Γρηγόριος1 ο Παλαµάς (1296-1359) ότι: «Ει δε εν φωτί πατρικω τω πνεύµατι φως ορωµεν τον
υιόν, εστιν αρ’ ηµιν ένωσίς τις άµεσος προς τον θεόν…», συνεπώς υπάρχει ένωση µε το Θεό η
θέα του Θεού είναι η συνάντηση του Θεού µε τον άνθρωπο. Για να γίνει αυτή η συνάντηση ο
Θεός «κενούται», ανθρωποποιείται, συγκαταβαίνει προς το ανθρώπινο. Από την άλλη
πλευρά όµως ο άνθρωπος πρέπει να ανέλθει προς το Θεό, να θεοποιηθεί. Και τότε ακριβώς
συµβαίνει η αποκάλυψη του Θεού. Αλλά και η θεοποίηση του ανθρώπου είναι πάλι έργο του
Θεού. Και σύµφωνα µε τη Γραφή αυτό επιτυγχάνεται µε την πίστη και µε το Πνεύµα το Άγιο.
Θεώθηκε ο Στέφανος, γι’ αυτό και είδε το Θεό2.
Ήταν µάλιστα τόση η συγκίνησή του από τη θεωρία των αθεάτων που αξιώθηκε, ώστε
αναφώνησε: «ιδού θεωρω τους ουρανούς3 διηνοιγµένους και τον υιόν του ανθρώπου4 εκ
δεξιων5 εστωτα του Θεου»6.
Ο Μοναχός Κοσµάς ο Αιγύπτιος (6ος αιώνας), αναφερόµενος στο όραµα του αγίου
Στεφάνου και κυρίως στη χαρακτηριστική όρθια στάση του Υιού του ανθρώπου, παρατηρεί:
«Ουτος ο Στέφανος ο της Νέας ∆ιαθήκης πρωτοµάρτυς, και πρωτοδιάκονος,…ο µόνος µετά
πάσης συναγωγης αγωνιζόµενος, ο τον αγωνοθέτην προς την θέαν εξαναστήσας. Ουτος ο
θεωρων τους ουρανούς διηνοιγµένους, και τον Υιόν του ανθρώπου εστωτα εκ δεξιων του Θεου.

Προλογίζει Π. Χρήστου, εκδίδουν Λ. Κοντογιάννης, Β. Φανουργάκης, 2,16,76,24-27, Θεσσαλονίκη 1970, σ.


138 πρβλ. Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 63.
1
Γρηγορίου Παλαµά, «Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων των υστέρων ο τρίτος περί φωτός ιερού και
φωτισµού θείου και ιεράς ευδαιµονίας και της εν Χριστώ τελειότητος (Απόκρισις τρίτη)», στη σειρά: Γρηγορίου
του Παλαµά, Συγγράµµατα, τόµος Α΄: Αποδεικτικοί, Αντεπιγραφαί Επιστολαί προς Βαρλαάµ και Ακίνδυνον,
Υπέρ Ησυχαζόντων, εκδοτικός οίκος «Το Βυζάντιον» Ελ. Μερετάκη, εκδίδουν B. Bobrinsky, Π.
Παπαευαγγέλου, J. Meyendorff, Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1988, 27,9-11, σ. 562 πρβλ. Μαϊδώνη, Ο
Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 63.
2
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 63.
3
Ο ουρανός είναι ο τόπος, όπου εµφανίζεται η µεγαλοπρέπεια του Θεού. Ωστόσο, αποκρύβει τη µεγαλοπρέπεια
αυτή (µε τα σύννεφα) από τους ανθρώπους. Μόνο οι επιλεγµένοι επιτρέπεται να βλέπουν τον ανοιχτό ουρανό.
Στο στίχο 55 ο Λουκάς αναγάγει αυτή την οραµατική εµπειρία στην επίδραση του Αγίου Πνεύµατος βλ. σχετικά
Bihler, Der Stephanusbericht, ό.π., σ. 259.
4
Eduard Schweizer, «The Son of Man», JBL 79 (1960) 123 πρβλ. Lohse, Επίτοµη, ό.π., σσ 79-80. Ιδές Bihler,
Der Stephanusbericht, ό.π., σ. 266, όπου τίθεται η ερώτηση από πού προέρχεται η έκφραση «εστώς». Σύµφωνα
µε το Λουκά 22,69: «από του νυν δε έσται ο υιός του ανθρώπου καθήµενος εκ δεξιων της δυνάµεως του Θεου», ο
Ιησούς αναγγέλλει τη θέση του στα δεξιά του Θεού. Η έκφραση «στα δεξιά του Θεού» υπονεί τη γνωστή
τιµητική θέση δίπλα στο Θεό. Οι προσπάθειες ερµηνείας αυτής της ιδιόµορφης αντίληψης για τον «υιό του
ανθρώπου» πηγάζουν σχεδόν πάντα από την εικόνα καθισµένου. Σύµφωνα µε ένα παλιό έθιµο εκφράζει η
εικόνα του καθισµένου δικαστική λειτουργία. Η σκέψη στο δικαστήριο ως εσχατολογικό, µελλοντικό γεγονός
δεν διαγράφεται από το Λουκά ή της δίνει άλλη σηµασία. Θέλει, όµως, να εκφράσει το εξής: είναι ήδη από τώρα
δυνατό να δει κάποιος τον «υιό του ανθρώπου». Ο Λουκάς δεν συνέδεσε τον Ψαλµό 110 µε την παρουσία, αλλά
χρησιµοποίησε το κείµενο αυτό ως απόδειξη για την εξύψωση. ∆εν τονίζεται, λοιπόν, η καθιστική στάση αλλά η
εξύψωσή του στα δεξιά του Θεού πρβλ. Grundmann, Das Problem, ό.π., σ. 65 Simon, St. Stephen, ό.π., σσ. 20-
21. Κάπως διαφορετικά ο H. P. Owen, «Stephen’s Vision in Acts VII. 55-6», NTS 1(1954-55) 225-226, θέλει να
κατανοήσει το «εστώς» ως περιγραφή ενός ιδιαίτερου χρονικού επιπέδου µεταξύ εξύψωσης και παρουσίας. Ο
George D. Kilpatrick, «Acts vii.56: Son of Man?», TZ 21 (1965) 209 δέχεται ότι ο Λουκάς χρησιµοποιεί τα
χωρία του Μάρκου 14,62: «όψεσθε τον υιόν του ανθρώπου εκ δεξιων καθήµενον της δυνάµεως και ερχόµενον
µετά των νεφελων του ουρανου» και του Λουκά 22,69 αλλά δύσκολα µπορεί κάποιος να κάνει δεκτό ότι ο
Στέφανος είχε ένα όραµα της Τελικής Κρίσης. Ιδές Conzelmann, Acts, ό.π., σ. 60.
5
«…επί του Στεφάνου, η του Υιου στάσις το ίσον και επί της δόξης του Πατρός συνενδείκνυται» βλ. σχετικά
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 720C. «Ώσπερ γάρ ο Υιός ου µόνον κάθηται εκ δεξιων του
Πατρός, αλλά και εκ δεξιων ίσταται. Φησί γάρ ο Στέφανος Ειδον τους ουρανούς ανεωγµένους ούτω και ο Πατήρ
ίστασθαι εκ δεξιων λέγεται του Υιου, ίνα µίαν ηµεις αξίαν Υιου και Πατρός µάθωµεν» βλ. σχετικά Ησυχίου
Ιεροσολύµων, «Σχόλια στις Πράξεις των Αποστόλων», PG 93, στ. 1388C.
6
Πρ. 7,56. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος στο χωρίο 26,64, όπως και ο Μάρκος στο 14,62, αναφέρει ότι ο Χριστός
είπε στο συνέδριο πως: «απ’ άρτι όψεσθε τον υιόν του ανθρώπου καθήµενον εκ δεξιων της δυνάµεως…», όπως ο
άγιος Στέφανος που οµολόγησε ότι είδε τον Χριστό να στέκεται στα δεξιά του Θεού.

62
Πάσης γάρ θείας Γραφης καθήµενον λεγούσης, ουτος εστωτα ειδεν η γάρ σφοδρότης του
αγωνος επί την θέαν τον αγωνοθέτην εξανέστησεν»1. Ο Οικουµένιος αναφερόµενος επίσης στη
χαρακτηριστική όρθια στάση του Ιησού στο συγκεκριµένο όραµα δίνει την εξής εξήγηση:
«Εστωτα και ου καθήµενον ο µακάριος Στέφανος ορα τον Ιησουν ίνα δείξη την εις αυτόν, και
πολλήν τω αθλητη την προθυµίαν παράσχη, το του βοηθουντος επιδεικνύµενος σχηµα»2. Πιο
χαρακτηριστικά απ’ όλους ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλος, αναφέρεται στην
«αιτία που πιθανώς έκανε τον Ιησού να σηκωθεί», προκειµένου να γίνει ορατός από τον
Στέφανο: «Τι ουν το αίτιον του νυν αυτόν εστάναι; ποία σπουδή εκ των πατρικων εγείρεσθαι
θρόνων; Ειδε τον αθλητήν αγωνιζόµενον, και βραβευσαι αυτω την νίκην, ανέστη. Ειδε τον
αεροπόρον ναύτην επειγόµενον άνω, και τους ουρανούς αυτω αντί λιµένος ηνέωξε. Μη
φοβηθης, φησίν, ω Στέφανε. Ουδείς σου την πάλην παραβραβεύσει. ∆εξιάν σοι βουλόµενος
δουναι, εκ των θρόνων ανέστην. Εις εµέ τον σταυρωθέντα βλέπων, της συµπλοκης
κατατόλµησον. Εκεινος ειµι ον ειδες εν τω ξύλω κρεµάµενον σαρκί τη προσηλώσει εν αυτή σε
βραβεύσω. Αγωνοθέτης ειµί αλλά γάρ και αθλητής µαρτυρίου γεγένηµαι. Επί του σταυρου, ως
επί παλαίστρας επάλαισα. Εν τω µε συλλαβεισθαι, τον αντίπαλον διάβολον έρρηξα. Μη
φοβηθης τους λιθάζοντας άκοντές σοι κλίµακα προς ουρανόν προστιθέασι µη φοβηθης τους
λιθάζοντας, βαθµοί σοι προς ουρανόν οι λίθοι γενήσονται µη φοβηθης τους λίθους, τον
ακρογωνιαιον λίθον ένδοθεν περιφέρων Ιησουν Χριστόν Θεόν ω η δόξα και το κράτος εις τους
αιωνας των αιώνων. Αµήν»3. Αξιώνεται ο αρχιδιάκονος να δει τον Τριαδικό Θεό και τον
Κύριο Ιησού Χριστό να τον ενθαρρύνει και να τον επιβεβαιώνει ότι τη δύσκολη αυτή ώρα
είναι κοντά του τον προτρέπει να µην φοβηθεί τους λίθους που θα δεχτεί γιατί αυτοί θα
γίνουν κλίµακα που θα τον οδηγήσουν στον ουρανό του υπενθυµίζει ότι Αυτός πρώτος έδωσε
το παράδειγµα του µαρτυρίου και νίκησε το διάβολο και είναι Εκείνος που θα τον βραβεύσει
για την προσήλωσή του στην πίστη του του δίνει κουράγιο λέγοντας του ότι θα ανοίξει τους
ουρανούς να τον δεχτεί και θα του δώσει µια θέση στα δεξιά Του εξασφαλίζοντας του έτσι
την αιώνια ζωή4.
Το όραµα που είδε ο Πρωτοµάρτυρας του Χριστού κατέχει µια ξεχωριστή θέση στις
θεολογικές προτιµήσεις των ησυχαστών πατέρων5. Έτσι αναφορές σ’ αυτό γίνονται από το
Μάξιµο τον Οµολογητή6(+662), το Συµεών το Νέο Θεολόγο7(10ος –11ος αιώνας), το
Γρηγόριο Παλαµά8 (14ος αιώνας) κά.
Οι Ιουδαίοι, επειδή δεν ανέχονταν να ακούν τα λόγια του έκλεισαν τα αυτιά τους 9 µε τα
χέρια τους και όρµησαν µε µανία όλοι επάνω του. Κραυγάζοντας εναντίον του τον έσυραν
έξω από την πόλη1 και τον λιθοβόλησαν2.
1
Κοσµά, Αιγυπτίου Μοναχού, «Χριστιανική Τοπογραφία», PG 88, Λόγος Ε΄, στ. 297ΑΒ.
2
Οικουµένιου, Υπόθεσις, ό.π., PG 118, στ 152-153.
3
Πρόκλου, Εγκώµιον, ό.π., PG 65, Ζ΄, στ. 817A-C.
4
Πρβλ. Herbert Lockyer, All the prayers of the Bible, A Devotional and Expositional Classic, London, Pickering
& Inglis LTD, 1974, σ. 232.
5
Ψευτογκά, Θεοφάνεια, ό.π., σ. 301.
6
Μάξιµου Οµολογητή, «Κεφάλαια περί Αγάπης, Εκατοντάδα Α΄», Φιλοκαλία των Νηπτικών και των
Ασκητικών, τ. 14 (Μυσταγωγία, Κεφάλαια περί Αγάπης, Λόγος Ασκητικός, Κεφάλαια Θεολογικά), ΕΠΕ,
Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαµάς», Θεσσαλονίκη 1985, σ. 183.
7
Συµεών ο Νέος Θεολόγος, «Ύµνος ΙΑ΄», Φιλοκαλία των Νηπτικών και των Ασκητικών, τ. 19/Ε, επόπτης
Παναγιώτης Κ. Χρήστου, επιµελητής εκδόσεως Ελευθέριος Γ. Μερετάκης, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο
Παλαµάς», εκδοτικός οίκος Ελ Μερετάκη «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, σ. 113 πρβλ. Γερασίµου
µοναχού Μικραγιαννανίτου, Κατάλογος χειρογράφων κωδίκων της βιβλιοθήκης του Κυριακού της κατά το
Αγιώνυµον Όρος του Άθω Ιεράς και Μεγαλωνύµου Σκήτης της Αγίας Θεοµήτορος Άννης, µετά πινάκων
συνταχθέντων υπό Κωνσταντίνου Α. Μανάφη, έκδοσις της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, εν Αθήναις 1961,
αρ. 60, σ. 38.
8
Γρηγορίου Παλαµά, «Συγγράµµατα», τ. Α΄, ό.π., σσ. 441-442, 518, 545, 561-562, 599, 684.
9
Το κλείσιµο των αυτιών είναι προφανές δείγµα της θεληµατικής και επίµονης απιστίας τους βλ. σχετικά
Τρεµπέλα, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 258. Ιδές Joseph Plevnik, «Son of Man Seated at the Right Hand of God: Luke
22,69 in Lucan Christology», Bib 72 (1991) 340, όπου αναφέρεται ότι οι Ιουδαίοι µην αντέχοντας να ακούν την
αναγνώριση του Ιησού από το Στέφανο ως Υιό του Ανθρώπου τον έβγαλαν έξω από την πόλη και τον
λιθοβόλησαν.

63
Ως προς τον τόπο του µαρτυρίου του Στεφάνου, έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις.
Κάποιοι ορίζουν τον τόπο λιθοβολισµού του αγίου στα βόρεια της Ιερουσαλήµ, στην πύλη
της ∆αµασκού, ορισµένοι στην πύλη του Ηρώδη και άλλοι στο φαράγγι των Κέδρων. Η τρίτη
αυτή άποψη συµφωνεί προς την αρχαία παράδοση και τις νεότερες3επιστηµονικές έρευνες4.
Βρέθηκε µάλιστα και επιγραφή5 που επιβεβαιώνει ότι στους ανατολικούς πρόποδες του
λόφου Μορία, πάνω από τη δυτική όχθη του χειµάρρου των Κέδρων και απέναντι από το Ναό
της Γεσθηµανής, βρισκόταν ο τόπος όπου λιθοβόλησαν τον άγιο.
Αναφορικά µε το γεγονός εάν η θανάτωση του Πρωτοµάρτυρα ήταν αποτέλεσµα µιας
νόµιµης δικαστικής διαδικασίας ή εάν ήταν συνέπεια ενός ανεξέλεγκτου ξεσπάσµατος των
Ιουδαίων ακροατών της απολογίας του, η πληθώρα των ερευνητών συγκλίνει στη δεύτερη
άποψη6. Την άποψη αυτή τεκµηριώνει σαφέστατα ο Λεωνίδας Φιλιππίδης ύστερα από έρευνα
που έκανε σε περιπτώσεις σύλληψης και ανάκρισης προσώπων από το συνέδριο µετά τον
Ιησού και οι οποίες µνηµονεύονται στις Πράξεις των Αποστόλων. Κατέληξε µάλιστα σε
γενικά συµπεράσµατα, που ίσχυαν ως κανόνες δικαίου στο ποινικό πεδίο και στη σφαίρα των
σχέσεων µεταξύ του υπό κατοχή Ιουδαϊσµού και της ρωµαϊκής Αρχής, που κατείχε το έδαφος
του. Σε κάποιο από αυτά τα συµπεράσµατα ξεκαθάρισε ότι: κάθε Εβραίος που θεωρούνταν
ένοχος θρησκευτικού αδικήµατος γιατί προσέβαλε τον ιουδαϊκό νόµο, συλλαµβανόταν,
φυλακιζόταν, ανακρινόταν, δικαζόταν και καταδικαζόταν χωρίς την επίκληση ή την
παρέµβαση της ρωµαϊκής Αρχής και η οποία ανεγνώριζε στους Εβραίους αποκλειστική
αρµοδιότητα, αστυνοµική και δικαστική, έναντι ενδοεβραϊκών διενέξεων, ακόµη και επί
ρωµαιοκρατούµενου εδάφους, χωρίς απαραίτητα να είναι εβραϊκό, να αποτελείται όµως και
από εβραϊκές παροικίες.
Σε περίπτωση απόφασης, µε την οποία καταδικαζόταν σε θάνατο κάποιος που ήταν
Εβραίος στο γένος και στην υπηκοότητα, δεν είχε όµως την ιδιότητα του ρωµαίου πολίτη, το
δικαίωµα της εκτέλεσης της απόφασης, δηλαδή της θανάτωσης, είχαν κρατήσει γι’ αυτούς οι
Ρωµαίοι «δικαίω ξίφους» (jure gladii), δηλαδή σύµφωνα µε το δίκαιο της κατοχικής
στρατιωτικής ισχύος. Εποµένως τα εβραϊκά τοπικά δικαστήρια µπορούσαν µόνο να
επιβάλλουν την ποινή του θανάτου σύµφωνα µε δικό τους νόµο, αλλά δεν είχαν το δικαίωµα
να προβαίνουν και στην εκτέλεση του θανατοποινίτη όφειλαν να ζητούν την έγκριση της
1
Ο Ιωάννης Χρυσόστοµος σηµειώνει: «Πάλιν έξω της πόλεως ο θάνατος, ώσπερ επί του Χριστου, και εν αυτω τω
θανάτω η οµολογία και το κήρυγµα διαλεγόµενον», δηλαδή πάλι έξω από την πόλη έγινε η θανάτωση, όπως
ακριβώς και στην περίπτωση του Χριστού και µε αυτό το θάνατο διακηρύσσεται η οµολογία και το κήρυγµα βλ.
σχετικά Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., ΙΗ΄, στιχ. 24-26, σσ. 506-507 πρβλ. Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π.,
σ. 50.
2
Πρ. 7,57. Ιδές Γεωργίου Γρατσέα, «Λιθοβολισµός», ΘΗΕ, τ. 8, στ. 304.
3
S. Vailhé, «Αι εκκλησίαι του αγίου Στεφάνου εν Ιερουσαλήµ (εκ της «επιθεωρήσεως της χριστιανικής
Ανατολής)», µεταφρ. υπό Ι. Φωκυλίδου, ΝΣ 7 (1908) 123.
4
Παπαδόπουλου, Ιστορία, ό.π., σ. 13, υποσ. 1 πρβλ. Ευστρατιάδου, Λεξικόν, ό.π., σσ. 770-771 Χρήστου Π.
Κορύλλου, Τα Ιεροσόλυµα, Αθήναι 1927, 8 ο, σ. 263 Αλέξανδρου Καριώτογλου, Μήτηρ των Εκκλησιών-
Ιερουσαλήµ-Θεού κατοικητήριον, εκδόσεις Μίλητος, Αθήνα 1996, σ. 63.
5
Πολυκράτης Λούβαρης, «Επιγραφαί εκ του τόπου µαρτυρίου του Πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου
Στεφάνου», ΝΣ 4 (1906) 248-249 πρβλ. Σωτ. Ν. Καδά, Προσκυνητάρια των Αγίων Τόπων. ∆έκα Ελληνικά
χειρόγραφα 16ου-18ου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 187, 205, 274.
6
Filson, A New, ό.π., σ. 181 Gaird, The Apostolic, ό.π., σ. 85 Weiss, Ο αρχέγονος, ό.π., σ. 178 J. Duncan – M.
Derrett, Law in the New Testament, edited by Darton, Longman & Todd, London 1970, σ. 425 Henry J.
Cadbury and the Editors, «The Greek and Jewish Traditions of writing History», The Beginnings of Christianity,
ό.π., Vol. II, σ. 150 Conzelmann, Acts, ό.π., σ. 61 Lake and Cadbury, The Beginnings of Christianity, ό.π., vol.
IV, σ. 85 Renan, Οι Απόστολοι, ό.π., σ. 174 «Stephen», The New Westminster, ό.π., σ. 906 «Stephen», The
Oxford Dictionary, ό.π., σ. 1308 Μπρατσιώτη, Στέφανος, ό.π., σ. 778 ∆(υοβουνιώτης), Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π.,
σσ. 5-6. Ο Spooner, «Stephen», ό.π., σ. 526 δέχεται ότι ο λιθοβολισµός του Στεφάνου οφείλεται σε ένα
ξέσπασµα της οργής των Ιουδαίων που συνέβη κατά τη διάρκεια µιας σύγχρονης κενότητας στην επαρχιακή
εξουσία ή µιας κενότητας στο ρωµαϊκό θρόνο. Αντίθετα από όλους ο Gealy, «Stephen», ό.π., σ. 442 πιστεύει ότι
ο λιθοβολισµός δεν ήταν µια οχλοκρατική πράξη αλλά επίσηµη. Οι Robert H. Gundry, A Survey of the New
Testament, The Patrnoster Press, Great Britain 1970, σ. 224 και Boismard, «Stephen», ό.π., σ. 209 περιγράφουν
ακολουθώντας τη διήγηση του ∆ευτερονοµίου 17,7 τον τρόπο εκτέλεσης κάποιου θανατοποινίτη µε
λιθοβολισµό.

64
ρωµαϊκής Αρχής. Η έγκριση αυτή δεν ήταν τυπική, αλλά ουσιαστική. Παρεχόταν ύστερα από
την προηγούµενη εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και αναψηλάφηση της δίκης από την
ρωµαϊκή Αρχή ενώπιον των εβραίων κατηγόρων. Σε περίπτωση επικύρωσης της θανατικής
ποινής, αυτή εκτελούνταν σύµφωνα µε τον τρόπο θανάτωσης που ίσχυε στους ρωµαίους,
αλλά µε εβραϊκά όργανα και µε τη συµµετοχή και εποπτεία ρωµαϊκού στρατιωτικού
αποσπάσµατος. Από το σηµείο αυτό προκύπτει η παρεξήγηση, ότι είχαν δικαίωµα θανατικής
εκτέλεσης οι Εβραίοι. Συνεπώς ο λιθοβολισµός του Στεφάνου και προηγούµενες απόπειρες
λιθοβολισµού, της µοιχαλίδας και του Ιησού (Ιω. 8,5 εξ. 59.10,31 εξ. 39.11,8) πρέπει να
θεωρηθούν ως αυθαίρετες εξάψεις των παθών του όχλου και παράνοµες και όχι ως
δικαστικές εκτελέσεις. Αυτό που λέχθηκε από τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστοµο1: «ότι γε
ανήρουν και άλλω τρόπω ανήρουν, δείκνυσιν ο Στέφανος λιθαζόµενος» πρέπει να θεωρηθεί
όχι σαν πόρισµα επιστηµονικής έρευνας, αλλά ως ρητορική επίταση για την υπογράµµιση της
εβραϊκής ευθύνης2.
Όσον αφορά τον προσδιορισµό της χρονολογίας του λιθοβολισµού του Πρωτοµάρτυρα δεν
υπάρχει οµοφωνία µεταξύ των ερευνητών. Έτσι άλλοι τοποθετούν το έτος του µαρτυρίου του
γύρω στο 30 µ.Χ.3 ή 31(35) µ.Χ.4, άλλοι στο 33 µ.Χ.5, στο 34 µ.Χ.6, στο 34 ή στο 35 µ.Χ.7,
στο 35 µ.Χ.8, στο 36 µ.Χ.9, µεταξύ του 36-37 µ.Χ10, στο 37 µ.Χ.11. Ο Μοναχός Επιφάνιος
(8ος-9ος αιώνας), σε οµιλία που έγραψε αναφερόµενος στη ζωή της Υπεραγίας Θεοτόκου,
αναφέρει: «αλλά και εν τη λιθοβολία του πρωτοµάρτυρος Στεφάνου, ήτις γέγονεν µετά επτά έτη
της αναλήψεως του Χριστου, πάντες διεσπάρησαν πλήν των δώδεκα»12. Επίσης ο Μιχαήλ
Γλυκάς13(13ος αιώνας) αναφέρει: «και κατά τινας µεν ιστορικούς, και µαλλον Ιππόλυτον τον
Θηβαιον (10ος αιώνας), ενιαυτοί διηλθον ζ΄ µετά την του Κυρίου εκ νεκρων ανάστασιν, και ο

1
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Υπόµνηµα εις τον άγιον Ιωάννην τον Απόστολον και Ευαγγελιστήν: Οµιλία ΠΓ΄»,
PG 59, στ. 452.
2
Φιλιππίδου, Ιστορία, ό.π., σ. 456 Αγουρίδου, Ιστορία, ό.π., 1968, σ. 95 Γαλάνη, Το ιστορικό, ό.π., σσ.
63,65,112.
3
Αρχιµ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία. Απ’ αρχής µέχρι σήµερον, β΄ έκδοσις, Αθήναι 1959,
σ. 35 Γεωργίου Α. Στογιόγλου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόµος πρώτος: Από την ίδρυση της Εκκλησίας µέχρι το
τέλος του έβδοµου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 29 Πάσχου, Άγιοι, ό.π., σ. 169.
4
Κωνσταντίνου Γ. Μπόνη, «Εισαγωγή εις την αρχαίαν χριστιανικήν γραµµατείαν (96-325 µ.Χ.)», Αρχείον
περιοδικού «Θεολογία» 1, Αθήναι 1974, σ. 155. To 35 µ.Χ. δέχεται και ο Farmer, «Stephen», ό.π., σ. 361.
5
Robert Young, «Stephen», Analytical Concordance to the Holy Bible, conlzining about 311.000 references
subdivided under the Hebrew and Greek originals with the literal meaning and pronunciation of each. Also
Lexicons to the Old and New Testaments, being a guide to parallel passages, prepared by professor wm. B.
Stevenson with a complete list of Scripture proper names by the Same Author, eighth edition, thoroughly
revised, United Society for Christian Literature, Lutterworth Press, London 1966, σ. 934 Γιαννακόπουλου,
Πράξεις, ό.π., σ. 136
6
«Εορτολόγιον ∆εκεµβρίου», Ιερός Σύνδεσµος, έτος Θ΄, περίοδος β΄, 1913, αρ. 207, σ. 12 Σάββα Αγουρίδη,
«Παύλος», ΘΗΕ, τ. 10, στ. 187 Buttler’s lives of the Saints, edited, revised and supplemented by Herbert
Thurston and Donald Attwater, IV: October, November, December, Burns & Oates, London 1956, σ. 616 F. E.
Peters, The Harvest of Hellenism. A History of the Near East from Alexander the Great to the Triumph of
Christianity, New York 1970, σ. 488 C. J. Cadoux, «The Chronological Divisions of Acts», JTS 19 (1918) 339.
7
Ιωάννου Αν. Τσαγγαλίδη, «Η προς Εβραίους Επιστολή (Μια νέα άποψη για τους αποδέκτες της)», Θεολογία
64 (1993) 215 Χρήστου Σ. Βούλγαρη, Χρονολογία των γεγονότων του βίου του Αποστόλου Παύλου, β΄ έκδοσις,
Αθήναι 1983, σ. 122.
8
«Στέφανος», ΜΑΕ, τ. 19, εκδόσεις «Κ. Εµµανουήλ – ∆. Κίτσια & Σία», Αθήναι 1968, σσ. 642-643 Farmer,
«Stephen», ό.π., σ. 361 Βαφείδου, Εκκλησιαστική, ό.π., σ. 30.
9
∆ιοµήδους Κυριακού, Εκκλησιαστική Ιστορία από της ιδρύσεως της Εκκλησίας µέχρι των καθ’ ηµας χρόνων εκ
διαφόρων πηγών ερανισθείσα, έκδοσις δευτέρα επηυξηµένη, τόµος πρώτος, εν Αθήναις 1897, σ. 56 Clyde Curry
Smith, «Stephen», The New International Dictionary of the Christian Church, J. D. Douglas general editor,
Εxeter The Paternoster Press LTD, 1974 by the Zondervan Corporation, Grand Rapids Michigan, σ. 930.
10
S. Dockx, «Date de la mort d’ Etienne le Protomartyr», Bib 55 (1974) 73.
11
Βλασίου Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, Αθήναι 1992, σ. 35 Spooner, «Stephen», ό.π., σ. 526.
12
Επιφανίου Μοναχού και Πρεσβυτέρου, «Λόγος περί του βίου της Υπεραγίας Θεοτόκου και των αυτής
χρόνων», PG 120, στ. 212.
13
Μιχαήλ Γλυκά Σικελιώτου, «Βίβλος χρονική από κτίσεως κόσµου µέχρι Αλεξίου του Κοµνηνού», PG 158,
τµήµα τρίτον, στ. 429C.

65
πρωτοµάρτυς Στέφανος το µακάριον τέλος εδέξατο». Επίσης οι κώδικες της Ιεράς Μονής
Μεγίστης Λαύρας ∆-83 και 43, οι οποίοι, όπως είδαµε, αναφέρονται στο µαρτύριο του
αρχιδιακόνου Στεφάνου, έχουν την εξής σηµείωση: «Εγένετο κατά τον καιρόν εκεινον, µετά
επταετη χρόνον του αναληφθηναι του Κυρίου ηµων Ιησουν Χριστόν…»1. Επίσης διατυπώθηκε
η άποψη ότι ο λιθοβολισµός του αγίου συνέβη εννέα µήνες µετά από τη Σταύρωση του
Χριστού2. Στη σηµείωση που υπάρχει στα ανώνυµα «Χρονικά»3 σε κώδικα του Κυριακού
της Σκήτης Καυσοκαλυβίων, αναφέρεται ότι: «…Και από της αναλήψεως µέχρι της
λιθοβολίας του αγίου Στεφάνου του πρωτοµάρτυρος έτη ζ΄ από δε της µαρτυρίας του αγίου
Στεφάνου µέχρι του φανέντος τω Παύλω φωτός µηνες έξ…».
Οµολογουµένως µε επιφύλαξη η άποψη του καθηγητή Β. Στογιάννου, ο οποίος τοποθετεί
το λιθοβολισµό του Πρωτοµάρτυρα γύρω στο 30/31 µ.Χ. βρίσκεται πλησιέστερα στην πιθανή
ηµεροµηνία του θανάτου του. Η χρονολόγηση της Αποστολικής Συνόδου γύρω στο 48/49
µ.Χ.4 οδηγεί στο 31/33 µ.Χ. ως έτος επιστροφής του Παύλου5 και σε ένα ή δύο χρόνια6
νωρίτερα στο µαρτύριο του Στεφάνου7.
Στη συνέχεια του κειµένου των Πράξεων (7,58) υπάρχει η διήγηση ότι, αφού οδήγησαν
τον Στέφανο στον τόπο όπου επρόκειτο να τον λιθοβολήσουν, οι µάρτυρες, οι οποίοι
σύµφωνα µε το νόµο8 όφειλαν να ρίξουν τους πρώτους λίθους, έβγαλαν και άφησαν τα ιµάτιά
τους στα πόδια ενός νέου, ο οποίος λόγω του νεαρού9 της ηλικίας δεν µπορούσε να λάβει
µέρος στο λιθοβολισµό. Ο νέος αυτός ονοµαζόταν Σαύλος. Η ενέργειά τους αυτή
δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο Σαύλος ήταν γνωστός στους Ιουδαίους ως εχθρός
αδιάλλακτος των Χριστιανών10.
Κι ενώ το πλήθος λιθοβολούσε µε µανία τον άγιο, εκείνος ήρεµος, µε τα µάτια στραµµένα
στον ουρανό, προσεύχεται στον Κύριό του λέγοντας: «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνευµα µου».
O ∆ίδυµος Αλεξανδρείας11(4ος αιώνας) σηµειώνει ότι: «ουδέ γάρ άλλο τι εν τούτοις έλεγε το
πνευµα εαυτου ή την ψυχήν».

1
Κώδικας Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας ∆-83: Βίοι Αγίων: «Μηνί τω αυτω ΚΖ: Μαρτύριον, ό.π., φ. 50 πρβλ.
Ευστρατιάδου, Κατάλογος, ό.π., σ. 72 Κώδικας της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας 43: «Μηνί τω αυτω ΚΖ:
Μαρτύριον, ό.π., φ. 166 πρβλ. Ευστρατιάδου, Κατάλογος, ό.π., σ. 41.
2
Κορύλλου, Τα Ιεροσόλυµα, ό.π., σ. 197, υποσ. α.
3
Κώδικας του Κυριακού της Σκήτης Καυσοκαλυβίων : 28 (φ. 259α) «Αδήλου Χρονικά ακέφ.» πρβλ. Κατάλογος
των κωδίκων της Ιεράς Σκήτης Καυσοκαλυβίων και των καλύβων αυτής συνταχθείς υπό Ευλογίου Κουρίλα
Λαυριώτου και εκδιδόµενος µετά προλεγοµένων και πινάκων υπό Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως Σωφρονίου
Ευστρατιάδου, Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη αρ. 5, Paris 1930, σ. 19.
4
Στογιάννου, Πέτρος, ό.π., σ. 116.
5
Ιδές Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σ. 118, όπου αναφέρεται ότι οι περισσότεροι ερευνητές τοποθετούν τη
µεταστροφή του Παύλου γύρω στο 34 µ.Χ. πρβλ Αγουρίδη, Παύλος, ό.π., στ. 187 Βούλγαρη, Χρονολογία, ό.π.,
σ. 122, ο οποίος την τοποθετεί στο 34/35.
6
Ιδές Στογιάννου, Η Απ. Σύνοδος, σσ. 202-203, όπου σηµειώνεται ότι: «Είναι λογικώς και ιστορικώς αδύνατον
να δεχθωµεν ότι εις διάστηµα ολίγων µόνον µηνων συνέβησαν η εξάπλωσις της πίστεως µέχρι της πρωτευούσης
της Συρίας, το µαρτύριον του Στεφάνου και η µεταστροφή του Παύλου. Τα γεγονότα των εννέα πρώτων
κεφαλαίων των Πράξεων απαιτούν οπωσδήποτε διάστηµα τουλάχιστον δύο ή τριών ετών».
7
Στογιάννου, Χριστός, ό.π., σ. 44, υποσ. 81 σχετικά µε τα προβλήµατα της χρονολόγησης της µεταστροφής του
Παύλου και της σύγκλησης της Απ. Συνόδου ιδές του ιδίου, Πέτρος, ό.π., σ. 97, υποσ. 3 και Η Απ. Σύνοδος,
ό.π., σσ. 197-204.
8
∆ευτερονόµιο 17,7 Renan, Οι Απόστολοι, ό.π., σ. 173.
9
Π. Β. Πάσχου, ΄Ερως Ορθοδοξίας. Βίοι Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας και κατανυκτικά κεφάλαια
ορθοδόξου πνευµατικότητος στολισµένα µε πολλές βυζαντινές εικόνες, εκδόσεις Αποστολικής ∆ιακονίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1973, σ. 280.
10
Τρεµπέλα, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 258. Ο Hultgren, Paul’s, ό.π., σ. 111 υποστηρίζει ότι ο Παύλος δεν συναίνεσε
στο λιθοβολισµό του Στεφάνου, όπως ισχυρίζεται ο Λουκάς στις Πράξεις (8,1), εκτός, λέει, αν ο Λουκάς µε τη
σιωπή εννοεί τη συναίνεση. Ο θάνατος του Στεφάνου θα µπορούσε να εκληφθεί από τον Παύλο, καθώς ήταν,
µια βίαιη πράξη χωρίς δικαστική µεσολάβηση και αποµάκρυνση έξω από την πόλη έχοντας την έννοια του
διωγµού, όπως τον αντιλαµβανόταν γενικά.
11
∆ιδύµου Αλεξανδρέως, «Κατά Μανιχαίων», επιµέλεια Κωνσταντίνου Γ. Μπόνη, ΒΕΠΕΣ, τ. 43, στ΄, 36-39,
έκδοσις της Αποστολικής ∆ιακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1972, σ. 214.

66
Χρησιµοποιώντας ο Στέφανος τον τίτλο Κύριος, ο οποίος κατά την Π.∆. αποδιδόταν µόνο
στο Θεό, οµολογεί σαφέστατα τη θεότητά του και µάλιστα ακόµη και το όνοµά Του. Στο
σηµείο αυτό παρουσιάζεται οµοιότητα µε το θάνατο του Χριστού1, ο οποίος απευθύνεται
προς τον Πατέρα Του και λέγει: «Πάτερ, εις χειρας σου παρατίθεµαι το πνευµα µου»2.
Μιµείται τον Κύριο ακόµη και στην αγάπη Του προς τους εχθρούς όταν αυτός λέγει:
«Πάτερ, άφες αυτοις, ου γάρ οίδασιν τι ποιουσιν» (Λκ. 23,34). Λυγίζοντας τα γόνατα από τα
χτυπήµατα ο Στέφανος παρακαλεί φωνάζοντας δυνατά3: «Κύριε, µη στήσης αυτοις ταύτην την
αµαρτίαν». Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις πριν από το µαρτυρικό θάνατό του4. Στη
συνέχεια το κείµενο των Πράξεων αναφέρει ότι «συνεκόµισαν δε τον Στέφανον άνδρες
ευλαβεις και εποίησαν κοπετόν µέγαν επ’ αυτω»5.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος σχετικά µε τον θρήνο των ευλαβών ανδρών παρατηρεί
τα εξής: «Γιατί αν και ήταν ευλαβείς τον θρήνησαν; Ή δεν ήταν ακόµη τέλειοι, ή διότι ήταν
γεµάτος από θεία χάρη και σεβάσµιος, και γι’ αυτό και θρηνούν γι’ αυτόν. Συγχρόνως δείχνει
όχι µόνον ο φόβος, αλλά και η λύπη και ο θρήνος, ότι και αυτοί είναι άνθρωποι. Γιατί ποιος

1
Πρβλ. Λκ. 23,46. Ιδές Prat and Grelot, Μαρτυρία, ό.π., στ. 637
2
Τρεµπέλα, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 259 πρβλ. Goulder, Type, ό.π., σ. 42 Stephen S. Smalley, «Spirit, Kingdom and
Prayer», ΝΤ 15 (1973) 59-60.
3
Η έκφραση «έκραξεν φωνη µεγάλη» ανήκει ουσιαστικά στην έκκληση που αναφέρεται στο στίχο 59β (στο
Λουκά 23,46), συνδέεται όµως στο Λουκά µε την παράκληση για συγχώρεση. Ίσως ήθελε ο Λουκάς µε τον
τρόπο αυτό να αντιπαραθέσει τη στάση του Στεφάνου στη συµπεριφορά των Ιουδαίων: οι Ιουδαίοι φωνάζουν
και σκοτώνουν (7,57) ο Στέφανος φωνάζει και συγχωρεί (7,60). Η οµοιότητα του λιθοβολισµού του Στεφάνου
µε τα Πάθη του Ιησού δεν πρέπει να αµφισβητείται παρά τις διαφορές και προβάλλει µια συγκεκριµένη
θεολογική άποψη: ο µαθητής µοιάζει στο ∆άσκαλό του ακόµη και στο θάνατο βλ. σχετικά Bihler, Der
Stephanusbericht, ό.π., σ. 261.
4
Goulder, Type, ό.π., σσ. 42-43.
5
Πρ. 8,2 πρβλ. Παπαδόπουλου, Ιστορία, ό.π., σσ. 12-13 Πάσχου, Άγιοι, ό.π., σ. 144. Στον κώδικα της Ιεράς
Μονής Κωνσταµονίτου αρ. 501: (φφ. 1r-23r) «Νικήτα φιλοσόφου και ρήτορος λόγος διηγηµατικός και βίος
εγκωµιαστικός, περί της αθλήσεως κα ευρέσεως των λειψάνων του αγίου ενδόξου αποστόλου, πρωτοµάρτυρος και
αρχιδιακόνου Στεφάνου, µεταφρασθείς παρά τινος ευτελους ιεροµονάχου εις ιδιωτικήν φράσιν», φφ. 22r-22ν
αναφέρεται ότι: «το δε πάντιµον και τρισόλβιον σωµα, µένον κατεχωσµένον υπό του πλήθους των λίθων, και
πάντη αγνώριστον, µόλις και µε κόπον πολύν τινές θεοφιλεις, και ευλαβεις άνθρωποι, εξέχωσαν αυτό, το οποίον
δοξάσας, ο παρ’ αυτου δοξαζόµενος Κύριος, έδωκεν αυτω πλουσίαν και υπερπληρη την χάριν των θαυµάτων,
ώστε τη ώρα εκείνη όσοι ασθενεις αλείφθησαν από το πολύτιµον και πανάγιον αυτου αιµα, παρευθύς έλαβαν την
ποθουµένην υγείαν τους. Μετά ταυτα έκαµαν σεντουκι κατά πολλά ωραιότατον, από ξύλα ευώδη και κάλλιστα, και
εν αυτω αποταµιεύσαντες τον ασύληπτον εκεινον θησαυρόν, και πολύτιµον πλουτον, το λαµπρότατον σκηνος του
πολυάθλου και πρωτοάθλου Στεφάνου, εκήδευσαν αυτό εις το δεξιόν µέρος του ιερου θυσιαστηρίου» πρβλ.
Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 41. Στον κώδικα της Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου 62, που εσφαλµένως
αποδίδεται στον φιλόσοφο Νικήτα αναφέρεται ότι µετά την ταφή του λειψάνου του αγίου στο δεξιό µέρος της
αγίας Σιών ήρθε ο Γαµαλιήλ, ο οποίος ήταν µάλιστα και συγγενής του Στεφάνου και ζήτησε από τους
αποστόλους να πάρει το λείψανό του για λόγους ασφαλείας και να το θάψει στο χωριό του, το οποίο απείχε
είκοσι µίλια από τα Ιεροσόλυµα βλ. σχετικά Κώδικα της Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου 62: (φφ. 47r-67r) «Λόγος
ιστορικός οµου και θαυµάσιος του φιλοσόφου Νικήτα, όστις διαλαµβάνει, περί της ευρέσεως και ανακοµιδης του
ιερου λειψάνου, του αγίου ενδόξου αποστόλου πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου, µεταφρασθείς παρά
τινος ευτελους ιεροµονάχου της αυτης Μονης», φφ. 48r-50r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 40. Όσα
αναφέρθηκαν παραπάνω για την πρώτη και δεύτερη ταφή του αγίου επιβεβαιώνονται και στον Κώδικα της Ιεράς
Μονής Κωνσταµονίτου 501: (φφ. 24r-42r) «Λόγος ιστορικός άµα και εγκωµιαστικός περί της ∆ευτέρας
ανακοµηδης του Τιµίου λειψάνου του αγίου ενδόξου αποστόλου πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου δια
τας Θερµάς Μεσιτείας οπου έκαµεν Γαµαλεήλ εις τους αγίους αποστόλους έλαβεν απ’ αυτούς του αγίου το
λείψανον ως θέλη την δηλωσει ο εφεξης ρηθησόµενος λόγος», φφ. 24r-26ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ.
41, όπως και στον Κώδικα της ίδιας Μονής 64: (φφ. 19r-39r) Αυγούστου Β΄: «Εις την ανακοµηδήν λειψάνου,
του αγίου ενδόξου πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου», φφ. 19r-20ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π.,
σ. 41. Για την ανακοµιδή του λειψάνου του αγίου Ιδές Κώδικα Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας Ω 154: (φφ. τνβ-
τνδ) Βίοι Αγίων: Μηνί Αυγούστου Β΄: «Λόγος εις την ανακοµιδήν του λειψάνου του αγίου πρωτοµάρτυρος
Στεφάνου», πρβλ. Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως Σωφρονίου Ευστρατιάδου, Συµπλήρωµα Αγιορειτικών
Καταλόγων Βατοπεδίου και Λαύρας (Μνηµεία Αγιολογικά), Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη αρ. 4, Παρίσι 1930, σ. 72.
Το κείµενο του κώδικα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας Ω 154 έχει δηµοσιευθεί στο έργο του Vasilius
Latysev, Anonymi Menologii Byzantini, Η ανακοµιδή του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρος,
σσ. 238-241.

67
δεν θα έκλαιγε, βλέποντας τον ήµερο εκείνο, το άκακο αρνί, να είναι λιθοβοληµένος και να
είναι κάτω νεκρός;»1. Και ο ∆ίδυµος Αλεξανδρείας2 παρατηρεί ότι θρηνούσαν για την
απώλεια του Στεφάνου, ο οποίος τους δίδασκε τη θεοσέβεια, γιατί συναισθάνονταν το κενό
που δηµιουργούσε ο θάνατός του στις συναναστροφές τους. Άλλωστε είναι φυσικό το να
λυπάται κάποιος για το θάνατο προσφιλούς προσώπου του. Και ο ίδιος ο Κύριος µάλιστα
δάκρυσε όταν έµαθε για το θάνατο του Λαζάρου.
O Σαύλος γεµάτος µίσος εναντίον των χριστιανών έµπαινε στα σπίτια τους και, αφού τους
συνελάµβανε, χωρίς εξαίρεση άνδρες και γυναίκες, τους παρέδιδε στην Ιερουσαλήµ, στους
θρησκευτικούς ηγέτες των Εβραίων, για να τους δικάσουν3. Αυτό ασφαλώς θα τους
υποχρέωνε, προκειµένου να αποφύγουν την οργή των Ιουδαίων ν’ αποχωρήσουν από την
Ιερουσαλήµ και να πάρουν µαζί τους και τις οικογένειές τους4. Για την ιεραποστολική
δραστηριότητα που ανέπτυξαν οι φυγάδες αυτοί γίνεται λόγος στη συνέχεια.
Ο ρόλος του Στεφάνου στην πρωτοχριστιανική περίοδο υπήρξε από τους πιο καίριους. Η
επαναστατική ιδέα της πνευµατικότητας της θρησκείας, της απελευθέρωσης του Ιουδαϊσµού
από την τυπολατρεία και της απόσπασης του Χριστιανισµού από τον ιουδαϊκό ναό
συνελήφθη από το Στέφανο σε µια εποχή που οι πρώτοι χριστιανοί ακόµη συνέχιζαν να
λατρεύουν το Θεό στο ναό των Ιεροσολύµων. Συνεπώς, ο Στέφανος, ως εκπρόσωπος των
Ελληνιστών, εµφανίζεται ως ο πρώτος κήρυκας της αποµάκρυνσης των χριστιανών από τη
λατρεία του ιουδαϊκού ναού. Την ιδέα αυτή δεν φαίνεται να συµµερίζεται αρχικά ούτε ο
Πέτρος ούτε οι δώδεκα, που συντονίζουν την οργάνωση της χριστιανικής κοινότητας των
Ιεροσολύµων. Το γεγονός ότι δεν εθίγησαν από του διωγµού οι απόστολοι υπαινίσσεται
σαφώς ότι αιτία του διωγµού δεν ήταν η πίστη στον Ιησού ως Μεσσία, αλλά και η κριτική
που άσκησαν έναντι του νόµου οι Ελληνιστές, θέση την οποία δεν συµµερίζονταν, πρακτικά
τουλάχιστον ακόµη, οι γηγενείς χριστιανοί5. Γι’ αυτό και στο διωγµό που ακολούθησε το
θάνατο του Στεφάνου και ο οποίος στράφηκε εναντίον όλων των χριστιανών, όχι µόνο κατά
της φιλελεύθερης µερίδας των Ελληνιστών, συνέβαλε στη διασπορά χριστιανών «κατά τας
χώρας της Ιουδαίας και Σαµαρείας πλήν των Αποστόλων»6. Οι απόστολοι µπορούσαν να
παραµείνουν στα Ιεροσόλυµα χωρίς κανένα πρόβληµα.
Αξίζει στο σηµείο αυτό να τονίσουµε ότι στόχος των Ιουδαίων οι οποίοι εξαπέλυσαν το
διωγµό ήταν να εµποδίσουν ουσιαστικά το κήρυγµα του Στεφάνου και των µαθητών του να
διαδοθεί στους Ιουδαίους της Ιερουσαλήµ. Αυτό όµως έγινε η αιτία για την εξάπλωση του
Χριστιανισµού σ’ όλη τη Ρωµαϊκή αυτοκρατορία και προς τους Ελληνιστές Ιουδαίους και
προς τους εθνικούς (Πρ. 11,19-20)7. Είναι πολύ σπουδαίο το γεγονός ότι οι Ελληνιστές
διέδωσαν το χριστιανισµό µέχρι «Φοινίκης και Κύπρου και Αντιοχείας µηδενί λαλουντες τον
λόγον ει µη µόνον Ιουδαίοις»8, καθ’ όσον χρόνον ο Σαύλος «ελυµαίνετο την εκκλησίαν»9.

1
Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., ΙΗ΄, στιχ. 28-4, σσ. 509-511 πρβλ. Οικουµένιου, Εξήγησις, ό.π., PG 118, θ΄,
στ. 156 Α.
2
∆ιδύµου Αλεξανδρέως, Εξηγητικά, ό.π., PG 39, Η΄, στ. 1668C.
3
Κωνσταντίνου Γ. Μπόνη, «Σωφρονίου Ιεροσολύµων, Ωδαί εις τον Απόστολον Παύλον», Θεολογία 22 (1951)
217. Ιδές Hultgren, Paul’s, ό.π., σσ. 97-98, όπου αναφέρεται ότι ο Παύλος κατεδίωξε την ελληνιστική µερίδα
της Εκκλησίας µόνο και το έκανε γιατί ήταν ένας ενθουσιώδης Φαρισαίος του νόµου, που αντιλαµβανόταν ότι
οι χριστιανοί Ελληνιστές δίδασκαν ένα δρόµο σωτηρίας ξέχωρο από το νόµο πρβλ. Στογιόγλου, Εκκλησιαστική,
ό.π., σσ. 34-35.
4
Τον Ελληνιστή Φίλιππο συναντούµε αργότερα µε την οικογένειά του στην Καισάρεια (Πρ. 21,8), αφού
προηγουµένως εργάστηκε ιεραποστολικά στη Σαµάρεια (Πρ. 8,5,40) βλ. σχετικά Βουλγαράκη, Αποφυγή, ό.π.,
σσ. 63-64.
5
Στογιάννου, Χριστός, ό.π., σσ. 47-48.
6
Πρ. 8,1. Ιδές Κονιδάρη, Γενική, ό.π., σ. 104 πρβλ. Pierson Parker, «Three Variant Readings in Luke-Acts»,
JBL 83 (1964) 167 Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σσ. 105-106 Στογιάννου, Χριστός, ό.π., σσ. 47-48.
7
Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σ. 114 πρβλ. Στογιάννου, Η Αποστολική, ό.π., σ. 205.
8
Πρ. 11,19. Ο Wilson, The Gentiles, ό.π., σ. 129, επισηµαίνει ότι για το Λουκά οι Ελληνιστές µέχρι και το
κεφάλαιο 10 των Πράξεων, ήσαν Ιουδαίοι και όχι εθνικοί, αφού ο πρώτος εθνικός που µεταστράφηκε ήταν µόνο
ο Κορνήλιος (Πρ. 10,1 εξ.) πρβλ. Οικονόµου, Οι απαρχές, ό.π., σ. 107, υποσ. 138.
9
Πρ. 8,3.

68
Χαρακτηριστικά ο άλλος Ελληνιστής από τους «επτά», ο Φίλιππος, µολονότι και αυτός
είχε εκλεγεί για τη «διακονία των τραπεζών» διαπιστώνουµε ότι ακολουθεί το παράδειγµα
του Στεφάνου και επιδίδεται και ο ίδιος στο κήρυγµα του λόγου του Θεού. Αρχίζει τη
χριστιανική ιεραποστολή στη Σαµάρεια και έτσι γίνεται το πρώτο βήµα της απόσπασης του
Χριστιανισµού από το στενό εθνικιστικό ιουδαϊκό περιβάλλον. Οι Ιουδαίοι µισούσαν τόσο
πολύ τους Σαµαρείτες, ώστε δεν είχαν καµία επαφή µαζί τους. Ο Πέτρος και ο Ιωάννης
αποστέλλονται από τους δώδεκα στη Σαµάρεια µετά την ιεραποστολική εργασία εκεί των
Ελληνιστών1.

4. Η εύρεση, ανακοµιδή και µεταφορά του λειψάνου του στην Κωνσταντινούπολη.

«Έχεις Σιών, πάµπολλα θεια και ξένα,


Νεκρόν Στεφάνου δός πόλει Κωνσταντίνου
∆ευτερίη νέκυος Στεφάνου γίνετ’ ανακοµιδή»2.

Μετά το λιθοβολισµό του άνδρες ευλαβείς3 έρχονται, παίρνουν το τίµιο λείψανο του
µάρτυρα και το τοποθετούν σε φέρετρο κατασκευασµένο από ξύλο ροδακινιάς4. Στην πλαγιά
ενός βουνού, ενταφίασαν τον Πρωτοµάρτυρα. Πάνω στον τάφο έβαλαν µε εβραϊκά γράµµατα
την επιγραφή «Χιλιήλ»5, που στα ελληνικά ερµηνεύεται Στέφανος6. Ο Γαµαλιήλ, ο γνωστός
νοµοδιδάσκαλος, ο οποίος γνώριζε το Στέφανο, πήρε το θάρρος και πήγε τη νύχτα στους
αποστόλους και τους παρακάλεσε να τον αφήσουν να πάρει το λείψανο του αγίου και να το
θάψει µε δική του ευθύνη, στο χωριό του το οποίο βρισκόταν λίγο έξω από τα Ιεροσόλυµα7.

1
Πρ. 8,14 πρβλ. Ιωάν. 4,38: «άλλοι κεκοπιάκασι και υµεις εις τον κόπον αυτων εισεληλύθατε». Ιδές Ζηζιούλα, Το
πρόβληµα, ό.π., σ. 528.
2
∆ουκάκη Κ., Μέγας Συναξαριστής πάντων των αγίων, εν Αθήναις 1889-1896, VIII, σ. 24. Ιδές Ecclesiae
Graecae Martyrologium Metricum ex Menaeis cod. Chiffletiano actisque sanct : Nunc Primum colligit,
interpretatur, illustrat L. Urbanus godof. Siverus antiq. eccl. in Acbid. Lips. P.P. et AD. D. TH. Ecclesiast.
Lipsiae in Officina Lancisiana , MDCCXXVII, σ. 249.
3
Ο ιερός Αυγουστίνος αναφέρει παράδοση σύµφωνα µε την οποία η ταφή έγινε από το Γαµαλιήλ και το
Νικόδηµο σε τάφο, όπου και οι ίδιοι τοποθετήθηκαν αργότερα βλ. σχετικά Τρεµπέλα, Υπόµνηµα, ό.π., σ. 263.
Μετά το λιθοβολισµό του Στεφάνου δόθηκε διαταγή από τους αρχιερείς να µην ταφεί το σώµα του αλλά να γίνει
βορά των ορνέων και των θηρίων. Ο Γαµαλιήλ µε δική του πρωτοβουλία, έχοντας όµως ενηµερώσει
προηγουµένως τους αποστόλους, έστειλε δικούς του άνδρες ευσεβείς να πάρουν το σώµα και να το θάψουν
σύµφωνα µε τις υποδείξεις του, έχοντας ο ίδιος όλη την ευθύνη βλ. σχετικά Ανωνύµου, «Μαρτύριον του αγίου
πρωτοµάρτυρος Στεφάνου και η εύρεσις των λειψάνων αυτού», στο έργο του Α. Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα Ιεροσολυµιτικής Σταχυολογίας ή Συλλογή ανεκδότων και σπανίων Ελληνικών συγγραφών περί των κατά
την Εώαν ορθοδόξων Ελληνικών Εκκλησιών και µάλιστα της των Παλαιστινών συλλεγέντα µέν και εκδιδόµενα, τ.
Ε΄, Πετρουπόλει, 1888, II, 4.14-27, σ. 32. Το ίδιο κείµενο αναφέρει ότι οι ευσεβείς άνδρες που έλαβαν το
λείψανο του αγίου το έθαψαν στην πλαγιά του βουνού και έβαλαν και επιγραφή µε την ένδειξη «Χιλιήλ» βλ.
σχετικά Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 1.22-27, σ. 29 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 29.
4
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 26.
5
Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 1.25, σ. 29 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 29. Ο
Βασίλειος Σελευκείας την αποκαλεί «Χελιήλ» και ο Φωτικής Φλωρέντιος «Χαλελεήλ» βλ. σχετικά Βασιλείου
Σελευκείας, «Εγκώµιον εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα του Χριστού Στέφανον και περί της των τιµίων αυτού
λειψάνων ανευρέσεως», PG 85, στ. 468D και Φλωρεντίου επισκόπου Φωτικής, «Εγκώµιον εις τον άγιον
Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», V, 6.4, σ. 80, το οποίο περιλαµβάνεται στο έργο του Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα, ό.π., σ. 80.
6
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σσ. 26-27.
7
Ο Βασίλειος Σελευκείας αναφέρει την περιοχή ως: «Παργαµαλά», ενώ ο επίσκοπος Φωτικής Φλωρέντιος ως
«Καπαργαµαλά» επίσης ο Νικήτας Παφλαγόνος σηµειώνει: «Λαλαγαβραάµ καλουσιν, Ελλάς δε γλωσσα τουτο
χωρίον ερµηνεύει Θεου» βλ. σχετικά Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 468C Φλωρεντίου,
εγκώµιον, ό.π.,V, 6.19, σ. 79 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 79 Νικήτα Παφλαγόνος,
«Λόγος εγκωµιαστικός άµα και ιστορικός περί της εν Κωνσταντινουπόλει ελεύσεως του τιµίου λειψάνου του εν
αγίοις πρωτοµάρτυρος του Χριστού και αρχιδιακόνου Στεφάνου», ΙΙΙ, 6.28-29, σ. 61, ο οποίος περιλαµβάνεται
στο έργο του Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 61. Για τη γνησιότητα της οµιλίας του Νικήτα
Παφλαγόνος, την οποία αµφισβήτησε και ο Παπαδόπουλος-Κεραµεύς βλ. σχετικά Συµεών Α. Πασχαλίδη,
Νικήτας ∆αβίδ Παφλαγών το πρόσωπο και το έργο του. Συµβολή στη µελέτη της προσωπογραφίας και της

69
Πραγµατικά οι απόστολοι του έδωσαν την άδεια να προβεί σ’ αυτή την ενέργεια και έτσι
εκείνος έθαψε τον άγιο σε καινούριο µνήµα που είχε κατασκευάσει για τον εαυτό του.
Παράλληλα τηρήθηκαν όλα τα απαραίτητα έθιµα για το θάνατό του, που γίνονταν σύµφωνα
µε το νόµο για σαράντα µέρες1.
Η ανακάλυψη των λειψάνων του αγίου Στεφάνου 2 έγινε στα χρόνια του αυτοκράτορα του
Βυζαντίου Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού3 (408-450).
Η έκθεση της εύρεσης του σώµατος του Στεφάνου συντάχθηκε από το ίδιο πρόσωπο που
βρήκε τα λείψανα, τον ιερέα Λουκιανό4, στα ελληνικά. Το κείµενο µεταφράστηκε αµέσως
στα λατινικά από τον Πορτογάλο ιερέα της επισκοπής Βράγης, Άβιτο5, ο οποίος πρόσθεσε
πολλά δικά του στοιχεία και απόψεις6 και έστειλε τη µετάφραση του κειµένου του Λουκιανού
στον επίσκοπό του µαζί µε επιστολή που τη συνόδευε1.

αγιολογικής γραµµατείας της προµεταφραστικής περιόδου, Βυζαντινά κείµενα και µελέται αρ. 28, Κέντρο
Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 216-218.
Αναφορικά µε τις οµιλίες του Βασιλείου Σελευκείας και του Φλωρεντίου, επισκόπου Φωτικής, υπάρχει το
εξής πρόβληµα: Τµήµα της οµιλίας, που αποδίδεται στον Φλωρέντιο, αποτελεί συγχρόνως µέρος του εγκωµίου
του Βασιλείου Σελευκείας προς τον άγιο Στέφανο. Το τµήµα του λόγου που αποτελεί την αιτία του
προβληµατισµού αρχίζει από: «Τάς µεν ουν λαµπράς και ολοφαεις… και τελειώνει στο… τον του Στεφάνου
στέφανον. Αυτω η δόξα εις τους αιωνας. Αµήν». Γνωρίζουµε ότι ο Βασίλειος Σελευκείας έζησε τον πέµπτο αιώνα
µ.Χ. (+ 468), ενώ για το Φλωρέντιο Φωτικής δεν έχουµε καµία πληροφορία για το πότε ακριβώς έζησε και
ασχολήθηκε µε τη συγγραφή έργων. Το µόνο σίγουρο είναι ότι έχει γίνει αντιγραφή του ενός λόγου από τον
άλλο. Για την οµιλία του Φλωρεντίου υπάρχει υποσηµείωση στο έργο του Α. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, η
οποία αναφέρει ότι ο κώδικας, που την περιλαµβάνει, γράφτηκε το δωδέκατο αιώνα και ότι σύµφωνα µε τον
ανέκδοτο κατάλογο ελληνικών κωδίκων, που είχε υπ’ όψη του ο Α. Παπαδόπουλος-Κεραµεύς από τη µονή
Κοσινίτζης, ο κώδικας που την περιλάµβανε ήταν του δεκάτου πέµπτου αιώνα και είχε τον τίτλο: «Φλωρεντίου
πρεσβυτέρου Ιεροσολύµων εγκώµιον εις τον άγιον Στέφανον». Έχω τη γνώµη, την οποία εκφράζω µε κάθε
επιφύλαξη, ότι µε τα δεδοµένα που έχουµε στη διάθεσή µας δεν είναι δυνατό να εξαχθεί ασφαλές συµπέρασµα,
για το ποιος συγγγραφέας αντέγραψε τον άλλο, αφού αγνοούµε το πότε ακριβώς έζησε ο Φλωρέντιος, γιατί η
χρονολόγηση των κωδίκων δεν σηµαίνει απαραίτητα και ότι η οµιλία γράφτηκε τότε. Μπορεί να αντιπαραθέσει
κάποιος το επιχείρηµα ότι ίσως αντιγράφτηκε από παλαιότερο κώδικα βλ. σχετικά Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα, ό.π., σ. 74, υποσ. 1 πρβλ. Vailhé, Αι Εκκλησίαι, ό.π., σ. 134.
Το χωριό του Γαµαλιήλ, όπου θάφτηκε το σώµα του αγίου βρισκόταν σε απόσταση είκοσι µιλίων από την
πόλη των Ιεροσολύµων βλ. σχετικά Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 2.5-7, σ. 30 πρβλ. Παπαδόπουλου-
Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 30 Εις την ανακοµηδήν, ό.π., φ. 20 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 41 Λόγος
ιστορικός, ό.π., φ. 26 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 41 Νικήτα, Λόγος ιστορικός, ό.π., φ. 49ν πρβλ.
Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 40 «Hymns of the Greek Church», translated by the Rev. G. R. Woodward, The
Christian East, 3 (1922) 82.
1
Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 2.22-2.7, σσ. 29-30 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 29-
30 Γ. Θ. Βεργωτή, Εγχειρίδιον Αγιολογίας, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 58. Ιδές Γεωργίου Ι. Παπαδόπουλου,
Συµβολαί εις την ιστορίαν της παρ’ ηµίν εκκλησιαστικής µουσικής και οι από των Αποστολικών χρόνων άχρι των
ηµερών ηµών ακµάσαντες επιφανέστεροι µελωδοί, υµνογράφοι, µουσικοί και µουσικολόγοι, εκδόσεις
«Κουλτούρα» 2, Αθήνα 1977, σσ. 51-52.
2
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σσ. 27-28 πρβλ. Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 4.15, σ. 31: «Εν υπατεία
Ονωρίου το δέκατον και Θεοδοσίου το έκτον» πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 31.
3
Ιδές Ι. Φειδά, «Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός», ΘΗΕ, τ. 6, στ. 160-161.
4
Ο Paul Peeters στο βιβλίο του: Le tréfonds oriental de l’ hagiographie byzantine, Subsidia Hagiographica 26,
Bruxelles 1950, σσ. 55 and 57, ισχυρίζεται ότι: ο πραγµατικός συγγραφέας της αφήγησης του Λουκιανού ήταν ο
Άβιτος, Πορτογάλος ιερέας της επισκοπής Βράγης, που έδωσε µια λατινική έκδοση πιο απλοποιηµένη στη
σύνταξη, εξαιτίας του οποίου υπάρχει η αφήγηση. Oι λεπτοµέρειες που παρατίθενται προσδίδουν αυθεντικό
χαρακτήρα στο κείµενο. Πιστεύει ότι η ελληνική σύνταξη ήταν αντίγραφο της αφήγησης του ίδιου του
Λουκιανού (ισχυρίζεται ότι ο Λουκιανός δεν ήταν απαραίτητα και ο συντάκτης του κειµένου µια που ήξερε
αρκετά ελληνικά για να µιλά, όχι όµως και να γράφει!). Κανένα άλλο συριακό ή ελληνικό κείµενο που πηγάζει
από αυτό το τελευταίο δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη ιστορική αξία, που θα επέτρεπε να συγκριθεί µε τη λατινική
εκδοχή του Άβιτο.
5
Simeon Vailhe, «Les Monastéres et les Églises Saint-Étienne a Jérusalem», ΕO 8 (1905) 136. Το κείµενο της
µετάφρασης του Αβίτου βρίσκεται στην PL, t. 41, 807-815 (αριστερή στήλη). Μια κριτική έκδοσή της ιδές S.
Vanderlinden, «Revelatio Sancti Stephani», Revue des etudes Byzantines 4 (1946) 178-217.
6
Peeters, Le tréfonds, ό.π., σ. 56.
Η ελληνική επιστολή του ιερέα Λουκιανού δεν εκδόθηκε τουλάχιστον ως διακεκριµένο έγγραφο. Όσον
αφορά όµως τη λατινική µετάφραση του Αβίτου ή άλλων συγγραφέων, έχουµε δύο εκδόσεις της που

70
Οι άλλες µεταφράσεις στα κοπτικά κτλ., που ακολούθησαν, πληροφόρησαν το χριστιανικό
κόσµο για την τυχερή εύρεση.
Ο Πάπας Γελάσιος (492-496) µε ένα διάταγµα καταδίκασε µια «Αποκάλυψη του
Στεφάνου» ως µη αυθεντικό βιβλίο. ∆εν γνωρίζουµε εάν αυτό το κείµενο ταυτίζεται µε την
έκθεση του ιερέα Λουκιανού2.

παρουσιάζουν πολλές διαφορές. Η δεύτερη έκδοση, που έγινε από τον Αλλάτιο προσεγγίζει περισσότερο προς
το πρωτότυπο κείµενο του Λουκιανού, παρά η πρώτη. Ο Αλλάτιος µετέφρασε το έργο του ιερέα Ευστρατίου
(Έλληνα συγγραφέα του στ΄ αιώνα, που παρέθεσε µακρό απόσπασµα προερχόµενο αναµφίβολα από το
ελληνικό πρωτότυπο), στο De utriusque ecclesiae occidentalis atque orientalis perpetua in dogmate de purgatorio
consensione, Ρώµη 1655, σσ. 319-580 και δηµοσιεύθηκε στο Theologiae cursus completus του Migne, Παρίσι
1841, τ. ΙΙΙ, στ. 461-514.
Ο Land δηµοσίευσε την ασσυριακή µετάφραση της επιστολής του Λουκιανού, σύµφωνα µε χειρόγραφο του
τέλους του στ΄ ή των αρχών του ζ΄ αιώνα, ενώ αυτή η µετάφραση ανταποκρίνεται, στο σύνολο, προς τα
αποσπάσµατα του Ευστρατίου και προς το κείµενο της δεύτερης λατινικής έκδοσης. Εκτός όµως από αυτό, ο Α.
Παπαδόπουλος- Κεραµέας δηµοσίευσε το µέχρι τότε ανέκδοτο ελληνικό κείµενο της επιστολής του Λουκιανού,
κατά δύο χειρόγραφα του αγίου Σάββα. Ο αββάς Νω θεωρώντας ανέκδοτο το κείµενο, έδωσε σύντοµη ανάλυσή
του κατά πολλά χειρόγραφα ελληνικά της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού και παρέβαλε το ελληνικό
κείµενο αυτό προς την πιο πάνω µνηµονευθείσα ασσυριακή µετάφραση, τεκµηριώνοντας ότι το ελληνικό
κείµενο είναι «το πρωτότυπον της ασσυριακης µεταφράσεως, ήτις σώζεται εν χειρογράφω του στ΄ µέχρι του ζ΄
αιωνος και εξεδόθη παρά του Land».
Αφού όµως η ασσυριακή µετάφραση, που περιλαµβανόταν στο χειρόγραφο στ΄-ζ΄ αιώνα, προσεγγίζει πολύ
περισσότερο προς τη δεύτερη λατινική έκδοση, παρά προς την πρώτη, συνάγουµε το ίδιο συµπέρασµα ως προς
το ελληνικό κείµενο, που εκδόθηκε από τον Παπαδόπουλο- Κεραµέα, το οποίο κατά τον αββά Νω είναι «το
πρωτότυπον της ασσυριακης µεταφράσεως». Αυτό απέδειξε ο πατήρ Lagrange το 1900 µιλώντας για τα κείµενα
που δηµοσιεύθηκαν από το σοφό Έλληνα: «Ει και έλεγε, το εκδοθέν κείµενον περιλαµβάνει χωρία τινα
συγγενεύοντα προς την πρώτην έκδοσιν, δεν εινε αµφίβολον ότι κατ’ ουσίαν εινε το κείµενον της δευτέρας
λατινικης εκδόσεως, ως δεικνύουσι τουτο περιστατικά ιδιαίτατα, άπερ αγνοει το πρωτον, επί παραδ. το βάπτισµα
παρά του Πέτρου και Ιωάννου του Νικοδήµου, αι αικίαι, αίτινες κατέστησαν αυτόν οιονεί µάρτυρα, τα δύο αυτά
περιστατικά τα παρά Φωτίου σηµειούµενα ως και η περιγραφή του τόπου του µαρτυρίου». Με ακαταµάχητους
συλλογισµούς φθάσαµε στο συµπέρασµα αυτό ότι η δεύτερη έκδοση ανταποκρίνεται συνολικά 1) στο ελληνικό
κείµενο του Λουκιανού, το οποίο χρησιµοποίησε ο ιερέας Ευστράτιος τον έκτο αιώνα, 2) στην ασσυριακή
µετάφραση, που περιλαµβάνεται σε χειρόγραφο του έκτου µέχρι του έβδοµου αιώνα, 3) στο ελληνικό κείµενο
που εκδόθηκε από τον Παπαδόπουλο-Κεραµέα και αναλύθηκε από τον Κ. Νω, το οποίο είναι κατά τον
τελευταίο «το πρωτότυπον της ασσυριακης µεταφράσεως». Έτσι λοιπόν δεν βλέπουµε γιατί η πρώτη λατινική
έκδοση να προτιµηθεί της δεύτερης, εφ’ όσον έχουµε τόσο σπουδαίους λόγους, για να εκτιµήσουµε την δεύτερη
από την πρώτη. Εξάγεται όµως ακόµη ένα συµπέρασµα. Αν το ελληνικό κείµενο του Λουκιανού, το οποίο
δηµοσιεύθηκε από τον Παπαδόπουλο-Κεραµέα, είναι «το πρωτότυπον της ασσυριακης µεταφράσεως», που
περιλαµβάνεται σε χειρόγραφο του έκτου µέχρι του εβδόµου αιώνα, επειδή διαφορετικά ανταποκρίνεται στο
κείµενο της επιστολής του Λουκιανού, το οποίο χρησιµοποιήθηκε από τον ιερέα Ευστράτιο κατά τον έκτο
αιώνα, κατά πάσα πιθανότητα είναι το πρωτότυπο αυτό κείµενο του ιερέα Λουκιανού βλ. σχετικά Vailhé, Αι
εκκλησίαι, ό.π., σσ. 136 και 137, υποσ. 3, σ. 138, υποσ. 1,3,4 και σσ. 139-140 Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα, V, ό.π., σσ. 28-40.
1
Την επιστολή που συνέταξε ο Άβιτος ιδές: «Epistola Aviti ad Palchonium de reliquiis Sancti Stephani, et de
Luciani Epistola a se e Graeco in Latinum Versa», PL 41, 805-808.
Ο Peeters, Le tréfonds, ό.π., σ. 55, αναφέρει ότι µαζί µε τα κείµενα στάλθηκε µέσω του Οροσίου και µέρος των
λειψάνων του αγίου στον επίσκοπό του, που τα πήρε (κρυφά;) ο Άβιτος από το Λουκιανό. Η αποστολή όµως
αυτή δεν έµελλε να φθάσει στον προορισµό της. Τα κείµενα και τα λείψανα διασκορπίστηκαν ανάµεσα στη
Minorque και στην Usalis της Αφρικής. Αυτές οι µεταβιβάσεις έδωσαν ώθηση σ’ ένα κίνηµα προσκυνητών και
µια λατρεία πολλή ενθουσιώδη, όπως καταµαρτυρείται από τη συλλογή θαυµάτων του αγίου από τον άγιο
Αυγουστίνο και από τη συλλογή Miraculla Usalis βλ. σχετικά Vanderlinden, Revelatio, ό.π., σ. 179. Για τη
συλλογή θαυµάτων του αγίου από τον επίσκοπο Αυγουστίνο βλ. σχετικά το έργο του: De Civitate Dei, Lib.
XXII, c. 8, 10-20 που περιλαµβάνεται στην PL 41, 766-771 πρβλ. Berthold Altaner, «Augustinus: Und die
Neutestamentlichen Apocryphen Sibyllinen und Sextussprüche. Eine quellenkritische Untersuchung», AB 67
(1949) 244.
2
Gordini, Stefano, ό.π., σ. 1380 Ο Johannes Quasten στο βιβλίο του Patrology, vol. 1: The beginnings of
Patristic Literature, Spectrum Publishers, The Newman Press, Westminster, 1962, σ. 149, υποστηρίζει ότι
πιθανόν η «Αποκάλυψη Στεφάνου» είναι η αφήγηση της εύρεσης και ανακοµιδής των λειψάνων του αγίου
Στεφάνου, που ο Έλληνας πρεσβύτερος Λουκιανός συνέθεσε το 415. O Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ελληνική
Πατρολογία, τόµος Β΄: Γραµµατεία της Περιόδου των ∆ιωγµών, 2 Χριστιανική Γραµµατολογία, ΠΙΠΜ,
Θεσσαλονίκη 1978, σ. 341, διαφωνεί λέγοντας ότι εφόσον το διάταγµα του Πάπα Γελασίου µιλά σαφώς για

71
Με το κείµενο του Λουκιανού συνδέεται και αφήγηση σχετική µε την έλευση του
λειψάνου του αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη1, η οποία, παρατίθεται στη συνέχεια
του κεφαλαίου, αµέσως µετά τη διήγηση του Λουκιανού για την εύρεση των τιµίων λειψάνων
και η οποία παρουσιάζει διάφορες εκδοχές. Ιδιαίτερα γνωστή σε λατινική µετάφραση είναι η
αφήγηση του Βιβλιοθηκαρίου Αναστασίου. Ένα ελληνικό απόσπασµα έχει εκδοθεί επίσης
από τον Banduri. Επίσης τα ίδια γεγονότα τα βρίσκουµε και στο συναξάρι της δευτέρας
Αυγούστου. Στο πρώτο µέρος της διήγησης του συναξαριού αναφέρονται τα γεγονότα της
εύρεσης των λειψάνων και τα σχετικά µε τον Αλέξανδρο, ενώ στο δεύτερο µέρος τα
γεγονότα, µετά το 415, τα σχετικά µε τη µετάβαση των λειψάνων στην Κωνσταντινούπολη2.
Σύµφωνα λοιπόν µε το κείµενο του Λουκιανού, στις 3 ∆εκεµβρίου3 του 4154, ηµέρα
Παρασκευή5, εµφανίστηκε σε όραµα στον ιερέα του χωριού, τον πρεσβύτερο Λουκιανό6 ο
ίδιος ο άγιος Στέφανος7, και του έδωσε την εντολή να µεταβεί στον αρχιερέα των
Ιεροσολύµων8 για να κάνουν ανακοµιδή των λειψάνων τόσο του δικού του όσο και του
Γαµαλιήλ, του γιου9 του και του ανεψιού του Νικοδήµου, που ήταν θαµµένοι µαζί του. Ο
Λουκιανός δεν υπάκουσε όµως στην υπόδειξη του αγίου γιατί σκέφτηκε ότι, εάν πράγµατι
είναι αληθινά τα όσα του φανερώθηκαν, θα ακολουθήσει και δεύτερη και τρίτη εµφάνιση του
αγίου, φοβούµενος µήπως το όραµα αυτό προερχόταν από τον πονηρό. Πράγµατι, τις
επόµενες δύο Παρασκευές παρουσιάστηκε ξανά ο άγιος στον ιερέα, τον αποδοκίµασε για τη
σιωπή του και του υπέδειξε τον τόπο όπου βρισκόταν κρυµµένα τα λείψανα10.
Ο Λουκιανός, ύστερα από αυτά, πήγε στον επίσκοπο Ιωάννη και τον ενηµέρωσε για τα
οράµατα που είχε11. Εκείνος περιχαρής, αφού ευχαρίστησε το Θεό για τα θαυµάσια που τους

Αποκάλυψη, δεν ισχύει ο παραπάνω ισχυρισµός. Ο Κωνσταντίνος Μπόνης ισχυρίζεται ότι κακώς το ∆ιάταγµα
του Πάπα Γελασίου χαρακτηρίζει το έργο ως Αποκάλυψη. Πρόκειται, κατά τη γνώµη του, για αφηγήσεις σαν
ένα είδος Συναξαρίου σχετικές µε την ανεύρεση των λειψάνων του αγίου Στεφάνου. Συσχετίζει εποµένως το
κείµενο της «Αποκάλυψης του Στεφάνου» µε την αφήγηση της εύρεσης και ανακοµιδής των λειψάνων του
αγίου Στεφάνου, που ο Έλληνας πρεσβύτερος Λουκιανός συνέθεσε το 415 βλ. σχετικά Μπόνη, Εισαγωγή, ό.π.,
σ. 231 πρβλ. P. v. Winterfeld, «Revelatio Sancti Stephani», ZNW 3 (1902) 358 M. L. Enslin, «Stephen,
Revelation of», The Interpreter’s, ό.π., σσ. 442-443 Bruce M. Metzer, An Introduction to the Apocrypha, New
York, Oxford University Press 1957, σ. 251 Βασιλείου Χ. Ιωαννίδη, «Απόκρυφα (Κ. ∆ιαθήκη)», ΘΗΕ, τ. 2, στ.
1111.
1
Τη διήγηση αυτή περιέχουν οι εξής κώδικες: α) Κώδικας της Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου 62: (φφ. 69r-103r)
Μηνί Αυγούστου Β΄: «Λόγος ιστορικός άµα και εγκωµιαστικός περί της εν Κωνσταντινουπόλει ελεύσεως του
Τιµίου λειψάνου του αγίου ενδόξου αποστόλου πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου» πρβλ. Λάµπρου,
Κατάλογος, ό.π., σ. 40 και β) Κώδικας της Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου 501: (φφ. 42v-65r) «Λόγος ιστορικός
περί της εν Κωνσταντινουπόλει ελεύσεως του Τιµίου λειψάνου του αγίου ενδόξου πρωτοµάρτυρος και
αρχιδιακόνου Στεφάνου» πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 41.
2
H. Delehaye, «Quelques dates du Martyrologe Hiéronymien», AB 49 (1931) 27. Για το Μαρτυρολόγιο του
αγίου Ιερωνύµου βλ. σχετικά Πάσχου, Άγιοι, ό.π., σ. 52.
3
Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 4.14, σ. 31 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 31.
4
Παπαδόπουλου, Ιστορία, ό.π., σ. 163.
5
Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 4.13, σ. 31 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 31.
6
Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 4.6, σ. 32 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 32. Ο Νικήτας
Παφλαγόνος τον ονοµάζει «Λουκιλλιανό» βλ. σχετικά Νικήτα Παφλαγόνος, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., ΙΙΙ,
4.10, σ. 59 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 59.
7
Ιδές Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 4.11-7.1, σσ. 31-36, όπου γίνεται λόγος για τρεις εµφανίσεις του
Γαµαλιήλ στον πρεσβύτερο Λουκιανό, αντί του αγίου Στεφάνου πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα,
ό.π., σσ. 31-36. Ιδές Gordini, Stefano, ό.π., σ. 1380.
8
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 28: Στο θρόνο των Ιεροσολύµων βρισκόταν ο Ιωάννης Β΄ (386-417). Ιδές
Ιω. Χ. Κωνσταντινίδη, «Ιουβενάλιος», ΘΗΕ, τ. 6, στ. 920.
9
Ο Νικήτας Παφλαγόνος τον ονοµάζει «Αβελβούς», ενώ ο ανώνυµος συγγραφέας του Μαρτυρίου του αγίου
τον αποκαλεί «Άβιβο» βλ. σχετικά Νικήτα Παφλαγόνος, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., ΙΙΙ, 4.33, σ. 60 πρβλ.
Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 60 Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 4.15, σ. 33 πρβλ.
Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 33.
10
Ανωνύµου, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., ΙΙΙ, 4.11-7.31, σσ. 59-61 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα,
ό.π., σσ. 59-61.
11
Ιδές Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 7.4-10, σ. 37, όπου αναφέρεται ότι ο Λουκιανός, πριν ανακοινώσει στον
επίσκοπο Ιωάννη τα οράµατα που είχε σχετικά µε την ανεύρεση των λειψάνων του αγίου Στεφάνου και των

72
φανέρωσε, του έδωσε την άδεια της ανεύρεσης των λειψάνων και βοηθούς στο έργο του1. Σε
όραµα που είχε τη νύχτα ο Λουκιανός εµφανίστηκε και πάλι ο άγιος Στέφανος δίνοντάς του
περισσότερες οδηγίες για το σηµείο όπου ήταν θαµµένα τα λείψανα. Σύµφωνα µε αυτές
λοιπόν, ανακάλυψαν αρχικά µια µονόλιθη στήλη όπου ήταν γραµµένο µε εβραϊκά στοιχεία:
«Τουτο το χωρίον κοπετός δικαίων και αγίων θρηνος ωνόµασται»2 και κατόπιν το επίγραµµα,
που είχε επάνω τα ονόµατά τους: «Χιλιήλ, Νασόµ, Γαµαλιήλ και Άβιβος ο υιός αυτου».
Αναφέρθηκε και προηγουµένως ότι το «Χιλιήλ» ερµηνεύεται στα ελληνικά Στέφανος, ενώ το
«Νασόµ» Νικόδηµος3. Κατόπιν βρήκαν τον πολύτιµο κρυµµένο θησαυρό, που αποτελούνταν
από τέσσερις θήκες, έχοντας κάθε µία τα λείψανα ενός µόνο προσώπου. Ξαφνικά έγινε
µεγάλος σεισµός και ευωδία πληµµύρισε τον τόπο, ενώ ακούγονταν αγγελικές φωνές από τον
ουρανό να ψάλλουν: «∆όξα εν υψίστοις Θεω και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Και
όχι µόνο αυτό αλλά και πολλά θαύµατα συντελέστηκαν, τα οποία διακήρυτταν µε σαφήνεια
τη χάρη του Πρωτοµάρτυρα4.
Αµέσως µόλις έγιναν γνωστά τα νέα της ανεύρεσης των λειψάνων ο επίσκοπος Ιωάννης
µαζί µε άλλους δύο επισκόπους5, ιερείς και πλήθος λαού έφτασαν στον τόπο, όπου είχε
υποδείξει ο άγιος Στέφανος και µε ψαλµούς , ύµνους και την πρέπουσα δοξολογία έκαναν την
ανακοµιδή του ιερού λειψάνου. Στις 26 ∆εκεµβρίου6 415 µε λαµπρή ποµπή µεταφέρθηκε το
ιερό λείψανο στα Ιεροσόλυµα και τοποθετήθηκε στο ναό της Αγίας Σιών7, στο διακονικό8,
µέχρι να ανεγερθεί προς τιµήν του Πρωτοµάρτυρα Εκκλησία αντάξιά του.
Όταν στο θρόνο των Ιεροσολύµων ήταν ο Ιουβενάλιος9(422-458) οικοδοµήθηκε η πρώτη
Εκκλησία προς τιµήν του αγίου Στεφάνου µε τη συνδροµή κάποιου ευλαβούς συγκλητικού,
ονόµατι Αλεξάνδρου10, ο οποίος έτρεφε µεγάλη ευλάβεια προς το µάρτυρα. Η Εκκλησία

λοιπών, πήγε και ζήτησε τη συµβουλή αξιόπιστων πρεσβυτέρων σχετικά µε το τι έπρεπε να πράξει πρβλ.
Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 37.
1
Νικήτα Παφλαγόνος, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., ΙΙΙ, 7.32-7.7, σ. 62 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα, ό.π., σ. 62.
2
Νικήτα Παφλαγόνος,, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., ΙΙΙ, 7.19-20, σ. 62 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα, ό.π., σ. 62.
3
Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 8.6-9, σ. 39 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 39.
4
Νικήτα Παφλαγόνος,, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., ΙΙΙ, 7.10-8.4, σσ. 62-63 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 62-63 Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 8.4-18, σσ. 38-39 Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 38-39.
5
Οι άλλοι δύο επίσκοποι ήταν: ο Σεβαστής Ευτόνιος και ο Ιεριχούντων Ελευθέριος βλ. σχετικά Ανωνύµου,
Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 9.21-22, σσ. 39-40 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 39-40.
6
Ο ∆(υοβουνιώτης), Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 6 αναφέρει ότι πιθανότατα η µετακοµιδή του λειψάνου του
αρχιδιακόνου στα Ιεροσόλυµα έγινε στις 26 ∆εκεµβρίου, επειδή την ηµέρα αυτή εορταζόταν η µνήµη του αγίου
Στεφάνου. Ιδές Ιω. Σπ. Ράµφου, «Στέφανος», ΘΗΕ, τ. 11, στ. 469.
7
Για το ναό της «Αγίας Σιών» βλ. σχετικά Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου, «Σιών», ΘΗΕ, τ. 11, στ. 205-206 πρβλ. M.
Van Esbroeck, «Jean II De Jérusalem et les Cultes de S. Étienne, de la Sainte-Sion et de la Croix», AB 102
(1984) 100.
8
Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 9.2-3, σσ. 39-40 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 39-40
Νικήτα Παφλαγόνος, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., ΙΙΙ, 9.12, σ. 63 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα,
ό.π., σ. 63. Ένα µικρό µέρος των οστών του Στεφάνου έµεινε στην κατοχή του Λουκιανού, ενώ το µεγαλύτερο
µέρος του σώµατος µεταφέρθηκε προσωρινά στην Ιερουσαλήµ, στην Εκκλησία της Σιών στις 26 ∆εκεµβρίου
415 βλ. σχετικά Gordini, Stefano, σ. 1382. «Αυτού εις την αγίαν Σιών είναι ο τάφος του προφήτου ∆αβίδ και
του αγίου πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου» βλ. σχετικά Καδά, Προσκυνητάρια, ό.π., σσ. 81, 89,
100,115,140,160-161,178, 236-237, 272 πρβλ. Ανωνύµου, «Απόδειξις περί των Ιεροσολύµων», PG 133, στ.
976D. Πιο συγκεκριµένα «το 1185 ο τάφος του πρωτοµάρτυρος ορίζεται επί της Σιών και µερικώτερον εν τω
οικήµατι, εν ω, των θυρών κεκλεισµένων, εισηλθεν ο Ιησούς. Ένεκα δέ τούτου η πύλη η εις Γεσθηµανην και τον
τόπον άγουσα καλειται µέχρι σήµερον πύλη του αγίου Στεφάνου» βλ. σχετικά Αρχιεπισκόπου Ιορδάνου Τ. Π.
Θέµελη, «Πώς έβλεπεν ο Μ. Κωνσταντίνος τους Αγίους Τόπους», ΝΣ 23 (1928) 69 πρβλ. Αρχιεπισκόπου
Ιορδάνου Τ. Π. Θέµελη, « Πύλαι και Πύργοι της Ιερουσαλήµ», ΝΣ 21 (1926) 122-124 E. Power, «A new pre-
crusade sanctuary of St. Stephen?», Bib 10 (1929) 92, υποσ. 4.
9
Για τον επίσκοπο Ιεροσολύµων Ιουβενάλιο βλ. Κωνσταντινίδη, Ιουβενάλιος, ό.π., στ. 918-920.
10
Στα έργα: Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 9.4-19, σ. 40 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ.
40 Νικήτα Παφλαγόνος, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., ΙΙΙ, 9.13-16, σ. 63 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα, ό.π., σ. 63 και Norman H. Baynes, «The supernatural defenders of Constantinople», AB 67(1949)168,

73
κτίστηκε στον τόπο του µαρτυρίου και λιθοβολισµού του αγίου Στεφάνου, ανατολικά της
πόλης, στη βάση της κοιλάδας των Κέδρων, κοντά στο δρόµο προς την Ιεριχώ και κοντά σε
Εκκλησία που ήταν αφιερωµένη στον άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή1.
Ο Βασίλειος Σελευκείας αναφέρεται χαρακτηριστικά στην οικοδόµηση του ναού αυτού, ο
οποίος θα έπρεπε να είναι αντάξιος του λαµπρού µαρτυρίου που υπέστη ο άγιος Στέφανος και
ο λόγος του αποτελεί µια επιπλέον απόδειξη για το ποιος προέβη στην ανοικοδόµησή του:
«Αποτίθεται δε του µακαρίου το λείψανον κατά το αυτου του Στεφάνου θέληµα πρό των τειχίων
της Ιερουσαλήµ, ένθα λιθοβοληθείς, τον απανταχου της οικουµένης βοώµενον επιδόξως
αοίδιµον υποµείνας θάνατον, τους λαµπρούς του µαρτυρίου ανεδήσατο στεφάνους επαξίας της
εκείνου µνήµης, και των εκείνου πόνων, και των ευκλεεστέρων αγώνων της Εκκλησίας
οικοδοµηθείσης υπό των νυν τον ένδοξον και περίβλεπτον θρόνον Ιακώβου διακοσµουντος
Ιουβεναλίου»2. Στο ναό αυτό τοποθετήθηκαν τα τίµια λείψανα του Πρωτοµάρτυρα3.
Τα εγκαίνια του ναού4 έγιναν στις 15 Μαΐου 438 ή 439 από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας
Κύριλλο (4ος αιώνας), ο οποίος προσκλήθηκε για το σκοπό αυτό, και παραβρέθηκε µε πλήθος
επισκόπων από την Αίγυπτο. Στα εγκαίνια ήταν παρούσα και η αυτοκράτειρα Ευδοκία 5, η
οποία βρισκόταν στα Ιεροσόλυµα κατά την πρώτη επίσκεψή της6.
Η αυτοκράτειρα πρόσφερε στους ναούς ιερά αναθήµατα και µεγάλες δωρεές υπέρ των
αναγκών γενικά της Εκκλησίας Ιεροσολύµων. Αφού προσκύνησε τον Τίµιο Σταυρό και τους
Άγιους Τόπους, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη έχοντας µαζί της πολλά ιερά κειµήλια7
από την αγία Πόλη, ενώ η αγία Μελάνη (383-439)8 τη συνόδευσε µέχρι την Καισάρεια. Οκτώ
χρόνια αργότερα η αυτοκράτειρα επανήλθε στα Ιεροσόλυµα (447-448), όπου και έµεινε µέχρι
το τέλος της ζωής της, έχοντας αποφασίσει να αποµακρυνθεί εντελώς από τους θορύβους των
ανακτόρων9.
Σχετικά µε τη µεταφορά των λειψάνων του αγίου στην Κωνσταντινούπολη θα
παραθέσουµε στη συνέχεια µια αφήγηση που, όπως αναφέρθηκε, δεν είναι τελείως
ανεξάρτητη από το κείµενο του ιερέα Λουκιανού. Σύµφωνα µε αυτή αναφέρεται ότι:
∆εν πέρασαν περισσότερα από πέντε χρόνια και ο συγκλητικός Αλέξανδρος ασθένησε,
απεβίωσε και τοποθετήθηκε σε φέρετρο, όµοια κατασκευασµένο µε εκείνο του αγίου
Στεφάνου και σύµφωνα µε την επιθυµία του τάφηκε δίπλα στον άγιο. Οκτώ χρόνια µετά το
θάνατό του η γυναίκα του Ιουλιανή θέλησε να µεταφέρει το λείψανο του συζύγου της στην
Κωνσταντινούπολη. Παρακάλεσε τον επίσκοπο Ιεροσολύµων Κύριλλο (313-386) να της

αναφέρεται ότι ύστερα από µικρό χρονικό διάστηµα, χτίζεται στα Ιεροσόλυµα ναός προς τιµήν του
Πρωτοµάρτυρα από το συγκλητικό Αλέξανδρο, ο οποίος µάλιστα παρακάλεσε τον επίσκοπο να εναποτεθεί εκεί
το άγιο λείψανο µόλις η ανέγερση του ναού ολοκληρωθεί βλ. σχετικά Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 29.
1
Vailhé, Αι εκκλησίαι, ό.π., σ. 122.
2
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 469 Α.
3
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 29 πρβλ. Παπαδόπουλου, Ιστορία, ό.π., σ. 163 Vailhé, Αι εκκλησίαι, ό.π.,
σ. 142 Αρχιµ. Καλλίστου, «Οι άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ’ αυτών δίκαια του Ελληνικού Έθνους», ΝΣ
19 (1924) 188-189.
4
Στο βίο της αγίας Μελάνης αναφέρεται ότι στις 26 ∆εκεµβρίου 439 επισκέφθηκε και προσκύνησε η αγία στο
ναό του αγίου Στεφάνου και µετά από έξι ηµέρες πέθανε βλ. σχετικά Vailhé, Αι εκκλησίαι, ό.π., σσ. 123-124,
129 Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 29, υποσ. 38.
5
Αρχιµανδρίτου Γαβριήλ Καραπατάκη, Αι περιπέτειαι των εν Ιεροσολύµοις και των πέριξ ιερών προσκυνηµάτων
και το Ελληνικόν Έθνος από Χριστού µέχρι σήµερον, εν Κωνσταντινουπόλει 1910, σ. 36, υποσ. 1, όπου
αναφέρεται ότι η αυτοκράτειρα καταγόταν από την Αθήνα και ονοµαζόταν Αθηναΐς. Βαπτίστηκε στο ναό του
αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη και µετονοµάσθηκε σε Ευδοκία. Όταν ήλθε στα Ιεροσόλυµα
απευθύνθηκε στον ελληνικό λαό γλαφυρώτατα λέγοντας τη γνωστή φράση: «ηµετέρας γενεης τε και αίµατος
εύχοµαι είναι».
6
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 29.
7
Ιδές M. Avi-Yonah, The Jews of Palestine. A political history from the Bar Kouhba War to the Arab Conquest.
Basil Blackwell, Oxford 1976, σ. 221, όπου αναφέρεται ότι πήρε µαζί της ένα µέρος από τα λείψανα του αγίου
Στεφάνου. Αργότερα, όταν οικοδόµησε µια θαυµάσια εκκλησία έξω από τη βόρεια πύλη της Ιερουσαλήµ
µετέφερε το υπόλοιπο λείψανο.
8
Νικ. Ε. Τζιράκη, «Μελάνη η Νεωτέρα», ΘΗΕ, τ. 8, στ. 921.
9
Καλλίστου, Οι άγιοι, ό.π., σ. 190.

74
επιτρέψει να πάρει το σκήνωµα του άνδρα της. Εκείνος της αρνήθηκε και τότε εκείνη
απευθύνθηκε µέσω του πατέρα της στο βασιλιά Κωνσταντίνο (~280-337), προκειµένου να
εξασφαλίσει την ποθούµενη άδεια. Μπροστά στην έγκριση του αυτοκράτορα, ο πατριάρχης,
διστάζοντας να αντιδράσει, κάλεσε την Ιουλιανή και εξέφρασε την απορία του, πώς θα
µπορούσε να ξεχωρίσει τα δύο φέρετρα εφόσον του συζύγου της ήταν όµοιο µε εκείνο του
αγίου. Εκείνη επέµενε ότι το γνώριζε πολύ καλά, επειδή το κατασκεύασε η ίδια.
Όµως η Ιουλιανή, κατά παραπλάνηση της θείας πρόνοιας, αντί να πάρει το λείψανο του
άνδρα της πήρε το λείψανο του αγίου Στεφάνου και το έβαλε πάνω στην άµαξα που θα την
µετέφερε. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σηµειώθηκαν πολλά θαύµατα, συνεχείς θεοπρεπείς
δοξολογίες ακούγονταν από τον ουρανό, ενώ µια οσµή ευωδίας σαν µύρο κατέκλυζε τον
τόπο. Όλοι φυσικά κατάλαβαν το λάθος που είχε γίνει1.
Όταν έφθασαν στις Συκιές, στην περιοχή του σηµερινού Γαλατά2, έµαθε ο πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνης (306-314) τα σχετικά µε το λάθος που είχε γίνει και ότι
το πλήθος του λαού κατέβηκε να δει τη δύναµη του ιερού λειψάνου πήγε τότε στον
αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και τον ενηµέρωσε για τα όσα συνέβαιναν. Ο αυτοκράτορας
ζήτησε να µάθει τον τρόπο µε τον οποίο το λείψανο βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη και
του παρουσίασαν µπροστά του την Ιουλιανή, η οποία του διηγήθηκε τα όσα συνέβησαν.
Έστειλε µάλιστα ο αυτοκράτορας και κάποιον Εβραίο να διαβάσει την επιγραφή που έφερε
το φέρετρο. Το διαβεβαίωσαν ότι ήταν πράγµατι του αγίου Στεφάνου. Κάλεσε τότε τον
Μητροφάνη και του είπε να οδηγήσει το πλήθος του λαού στο πλοίο που βρισκόταν το
φέρετρο και εκείνος θα έστελνε ηµιόνους που θα µετέφεραν το άγιο λείψανο στο παλάτι.
Όταν έφθασε η άµαξα µε το ιερό λείψανο στην περιοχή που ονοµαζόταν «Κωνσταντινιαναίς
θέρµαις»3 συνέβη κάτι παράδοξο. Τα ζώα δεν κουνιόντουσαν από τη θέση τους και δεν
προχωρούσαν καθόλου, µολονότι τα µαστίγωναν, σαν να τα είχε δέσει κάποιος. Παρότι ο
βασιλιάς έστειλε και άλλα δώδεκα ζώα προκειµένου να τραβήξουν την άµαξα δεν γινόταν
τίποτα4. Κάποιο µάλιστα από αυτά, λέγεται ότι µίλησε µε ανθρώπινη φωνή και είπε ότι στο
µέρος αυτό έπρεπε να κατατεθεί το λείψανο του αγίου Στεφάνου5.

1
Νικήτα Παφλαγόνος, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., ΙΙΙ, 10.21-14.8, σσ. 63-67 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 63-67 πρβλ. Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 10.1-13.6, σσ. 40-45 πρβλ. Παπαδόπουλου-
Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 40-45.
2
R. Janin, La Géographie Ecclésiastique de L’ Empire Byzantin, prémiere partie: Le siége de Constantinople et
le Patriarcat Oecuménique, tomé III: Les Églises et les Monastéres, deuxiéme édition, publications de l’ Institut
Francais d’ Études Byzantines, Paris 1969, σσ. 143, 313 πρβλ. Philip Mansel, Κωνσταντινούπολη, η περιπόθητη
πόλη (1453-1924), µετάφραση: Παύλος Κόλλιας, εκδόσεις Οδυσσέας, 1999, σ. 37, υποσ. 1: «(Ο Γαλατάς) είναι
αρχαίος χριστιανικός συνοικισµός, αφού υπήρχε πριν την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου µε την ονοµασία
(Συκαί)…».
3
Για τις «Κωνσταντινιαναίς θέρµαις» ιδές (Κωνστάντιου Α΄ πατριάρχου), Κωνσταντινιάς παλαιά τε και νεωτέρα
ήτοι περιγραφή Κωνσταντινουπόλεως, συνταχθείσα παρά ανδρός φιλολόγου και φιλαρχαιολόγου, εν Βενετία
1824, γ΄ έκδοση, εκδόσεις Νέας Πορείας, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 36 και υποσ. 1: «…∆έκατος Ρεγιών,
συµπεριελάµβανε τον τέταρτον λόφον και εµπεριείχε…και το του Μ. Κωνσταντίνου λαµπρότατον λουτρόν, το οποίο
ίσταται εισέτι ηµιφθαρέν µεταξύ του Σουλτάν Μεχµέτ και Σουλτάν Σελήµ Τεµενών, κοινώς Τζικούρ Χαµάµ
λεγόµενον, και µετεβλήθη ήδη εις χρησιν κεγχροφυλακίου. Τουτο ο µεν Σωκράτης, δηµόσιον λουτρόν τω εν
Κωνσταντιαναις, ο δε Ελλάδιος Αλεξανδρεύς κατά τον Σουίδαν Λουτρόν των Κωνστανιανων καλουσι το δε
Αλεξανδρινόν Χρονικόν διηγείται, ότι επί των Υπάτων Αµαντίου και Αλβίνου, Κωνσταντιαναί, δηµόσιον (λουτρόν)
εν Κωνσταντινουπόλει, πλησίον των Αγίων Αποστόλων, ήρξατο κτίζεσθαι υπό Κωνσταντίου Αυγούστου» πρβλ.
«Εκκλησιαστικόν Ηµερολόγιον», ΕΑ 2 (1881)185 Καλοµενόπουλου Νικολάου, «Κωνσταντινιανά», ΜΕΕ, τ. 15,
Παύλου ∆ανδράκη, έκδοσις β΄ ενηµερωµένη δια συµπληρωµάτων, εκδοτικός οργανισµός «Ο Φοίνιξ», Αθήναι,
α.ε., σ. 558, ο οποίος αναφέρει ότι η συνοικία «Κωνσταντινιανά» βρισκόταν κοντά στον Κεράτιο Κόλπο και
προς ∆υτικά της σηµερινής µεγάλης γέφυρας του Γαλατά.
4
Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 14.1-15.19, σσ. 45-47 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σσ.
45-47 Νικήτα Παφλαγόνος, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., ΙΙΙ, 13.8-16.19, σσ. 66-68 πρβλ. Παπαδόπουλου-
Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 66-68.
5
Νικήτα Παφλαγόνος, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., ΙΙΙ, 16.21-25, σ. 68 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα, ό.π., σ. 68.

75
Τότε ο επίσκοπος1 πήρε το ιερό λείψανο από την άµαξα και για πέντε µήνες το
τοποθέτησε σε ευκτήριο οίκο, όπου ο λαός είχε την ευκαιρία να το προσκυνήσει και να τύχει
της χάρης και ευλογίας του2.

5. Εκκλησίες προς τιµήν του αγίου Στεφάνου.

Η δεύτερη έλευση της αυτοκράτειρας Ευδοκίας στα Ιεροσόλυµα (448-460) υπήρξε πολύ
σπουδαία, διότι κατά την παραµονή της διέθεσε όλους τους βασιλικούς της θησαυρούς υπέρ
των αγίων Τόπων και υπέρ της ανέγερσης πολλών εκκλησιών, µοναστηριών και διαφόρων
φιλανθρωπικών ιδρυµάτων και γενικά µε τις ευεργεσίες της ξεπέρασε τη γενναιοδωρία και
αυτής ακόµη της αγίας Ελένης3. Σχετικά µε τα οικοδοµήµατα που ανήγειρε η Ευδοκία στα
Ιεροσόλυµα και στα περίχωρά τους καθώς και για τις δωρεές που έκανε σ’ αυτά, ο
Νικηφόρος Κάλλιστος (14ος αιώνας) αναφέρει τα εξής: «Ένθα γεγενηµένην, πλειστα προς
τιµήν Χριστου διαπράξασθαι πολλά τε των ευαγων µοναστηρίων ανήγειρε, και τάς καλουµένας
λαύρας και φροντιστήρια θεια εδείµατο…Και τοίνυν η βασιλίς Ευδοκία πολλοις τοιούτοις
περιτυχουσα, πολλά τε, ως είρηται, µοναστων ενδιαιτήµατά τε και καταγώγια δειµαµένη, και τα
των Ιεροσολύµων τείχη ευρύνασα και ανανεώσασα, και προς το ευπρεπέστερον
διασκευασαµένη, και το επισκοπειον εκ βάθρων αυτων ανίστα, αποχαρισαµένη τούτω και
1
Αγίου Μητροφάνους, «εγκώµιον επί τη καταθέσει του Αγίου Λειψάνου εν Κωνσταντινουπόλει», το οποίο
παρατίθεται στο: Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Βίκτωρος Ματθαίου, τ. Η΄ (Μην
Αύγουστος), έκδοσις Α΄, 1950, σσ. 39-43.
2
Ανωνύµου, Μαρτύριον, ό.π., ΙΙ, 15.23-29, σσ. 47-48 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 47-
48. Το ιερό λείψανο αφού µεταφέρθηκε από την Παλαιστίνη στην Κωνσταντινούπολη, κατατέθηκε προσωρινά
στο ναό του αγίου Λαυρεντίου, ο οποίος βρισκόταν κοντά στο Χρυσό Κέρας (=Κεράτιος Κόλπος), ανάµεσα στα
άκρα του τέταρτου και πέµπτου λόφου βλ. σχετικά Ηλ. Αλεξανδρίδη, «Μαρτυρείον (Ναός) του αγίου Στεφάνου
του Πρωτοµάρτυρος», Ορθοδοξία 1(1926) 412 Janin, La Géographie, ό.π., σ. 303 Mansel, Κωνσταντινούπολη,
ό.π., σ. 20, υποσ. 2. Ο Αλεξανδρίδης, Μαρτυρείον, ό.π., σσ. 411-416 αναφέρει ότι το λείψανο από το ναό του
αγίου Λαυρεντίου µεταφέρθηκε κατόπιν στο ναό που οικοδοµήθηκε «πλησίον Κωνσταντινιανων» προς τιµήν
του Πρωτοµάρτυρα. Ισχυρίζεται ότι ο ναός κτίσθηκε από το Μ. Κωνσταντίνο και ανακαινίσθηκε από το
Θεοδόσιο το Β΄ και ότι η απόσταση του ναού του αγίου Στεφάνου µέχρι των Κωνσταντινιανών λουτρών ήταν
700 πόδια. Η άποψη του στηρίζεται στην πληροφορία που µας δίνει το κείµενο που αναφέρεται στην έλευση
του λειψάνου του αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη, όπου σηµειώνεται ότι: «(Ο Κωνσταντίνος ο µέγας)
χειρί πολλη και σπουδη τον εν αυτω τω τόπω (Κωνσταντινιανά) σεβάσµιον [ωκοδοµήσατο] τω αγίω πρωτάθλω
ναόν, όπου δη το σεβσσµιώτατον του µακαριωτάτου αποστόλου και πρωτοµάρτυρος Στεφάνου λείψανον κατά την
δευτέραν αυγούστου σεβασµίως κατατεθέν…» βλ. σχετικά Νικήτα Παφλαγόνος, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., ΙΙΙ,
17.29-33, σσ. 68-69. Θιασώτης της άποψης αυτής είναι και ο Καλοµενόπουλος Νικόλαος, «Κωνσταντινιανά»,
ό.π., σ. 558. Το παραπάνω κείµενο περιέχει όµως δύο αναχρονισµούς, γιατί η εύρεση των ιερών λειψάνων του
Πρωτοµάρτυρα έγινε το 415, έναν αιώνα δηλαδή αργότερα από τη θητεία του Μ. Κωνσταντίνου, ως
αυτοκράτορα του Βυζαντίου (324-337) και του πατριάρχη Μητροφάνη και επιπλέον, όπως υπογραµµίζει ο
Janin, όταν ήταν επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Μητροφάνης ο Κωνσταντίνος δεν είχε εγκατασταθεί ακόµη
στο Βυζάντιο πρβλ. Janin, La Géographie, ό.π., σσ. 474-475.
Σχετικά µε την οικοδόµηση της Εκκλησίας του αγίου πιο πιθανή φαίνεται η άποψη που υποστηρίζει ο Janin,
La Géographie, ό.π., σσ. 474-476, ο οποίος αναφέρει ότι ιδρύτρια αυτής της Εκκλησίας του αγίου Στεφάνου
ήταν η Ιουλιανή Anicia, που εισήγαγε το σώµα του αγίου στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή ήταν κόρη του
Αnicius Olybrius και της Πλακιδίας, εγγονή από τη µητέρα της του Βαλεντίνου του ΙΙΙ και της Λικινίας
Ευδοξίας, δισέγγονη από τη γιαγιά της του Θεοδοσίου του ΙΙ και της Αιλίας Ευδοκίας. Σαν δισέγγονη της
Ευδοκίας, στην οποία οφείλεται η βασιλική του αγίου στην Ιερουσαλήµ, είναι φυσικό και η Ιουλιανή να έφερε
τα λείψανα του αγίου στην Κωνσταντινούπολη και να κατασκεύασε µια Εκκλησία γι’ αυτά. Στην Εκκλησία
αυτή τελούνταν η σύναξη των πιστών την ηµέρα της µνήµης του αγίου στις 27 ∆εκεµβρίου και στις 2
Αυγούστου βλ. σχετικά Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae e codice Sirmondiano nunc Berolinensi
adiectis synaxariis selectis opera et studio Hippolyti Delehaye, Bruxellis, apud socios Bollandianos 1902, σσ.
350 και 864. Ο Μανουήλ Ιω. Γεδεών, Βυζαντινόν Εορτολόγιον. Μνήµαι των από του ∆΄ µέχρι των µέσων του ΙΕ΄
αιώνος εορταζοµένων αγίων εν Κωνσταντινουπόλει, ανετυπώθει εκ των τόµων Κ∆΄και ΚΣΤ΄ του Ελληνικού
Φιλολογικού Συλλόγου, Κωνσταντινούπολις 1899, σσ. 143 και 212-213, δέχεται ότι η σύναξη των πιστών στην
συγκεκριµένη Εκκλησία γινόταν µόνο στις 27 ∆εκεµβρίου ενώ η σύναξη για την ανακοµιδή του λειψάνου του
αγίου Στεφάνου τελούνταν στο ναό, που έκτισε η Πουλχερία προς τιµήν του, για την οποία γίνεται λόγος στη
συνέχεια.
3
Καλλίστου, Οι άγιοι, ό.π., σσ. 190-191.

76
πρόσοδον νοµισµάτων χιλίων. Εν δε Φορδισίοις πτωχειον ανίστη, εν ω τετρακόσιοι τη ιερά
νόσω προσειληµµένοι ενδιαίτηµα ειχον. Και άλλα δε πτωχεια και ξενωνας και γηροκοµεια
ανήγειρε και το περιόν αυτή της ουσίας τοις τοιούτοις απεκλήρωσεν εκκλησίαις, νοσοκοµείοις
και σεµνείοις ευαγέσι, και διαιτήµασι µοναχων ανδρων τε και γυναικων, δύο µυριάδας και
τετρακόσια και ογδοήκοντα χρυσίου λίτρας νοµισµάτων τούτοις αφιερώσασα, άνευ των άλλοτε
προσαφιερωθέντων θείων προσόδων, και των διαφόρως αυτω κειµηλίων ιερως γεγενηµένων,
τόποις ευαγέσι τισί. Και ποτε τη του Πάσχα ηµέρα εις την αγίαν του Χριστου ανάστασιν
εισελθουσα, εις λόγον φώτων εδωρειτο ελαίου ξέστας µυρίους και τοις χοροις των σπουδαστων
της αγίας Χριστου ηµων αναστάσεως πρόσοδον ενιαύσιον νοµίσµατα τετρακόσια»1.
Έξω από την Ιερουσαλήµ γνωρίζουµε ως ιδρύµατα της Ευδοκίας την Εκκλησία και τη
δεξαµενή του αγίου Πέτρου είκοσι στάδια µακριά από το Μοναστήρι του αγίου Ευθυµίου,
τον ξενώνα και την Εκκλησία του αγίου Στεφάνου στα παραθαλάσσια της Ιάµνειας2.
Αλλά το µεγαλύτερο έργο της υπήρξε η µεγαλοπρεπέστατη βασιλική που ανήγειρε το 455
µ.Χ. προς τιµήν του αγίου Πρωτοµάρτυρα και αρχιδιακόνου βόρεια της πόλης, στο δρόµο για
τη ∆αµασκό3.
Ο Νικηφόρος Κάλλιστος4 αναφέρει ότι ο ναός του αγίου Στεφάνου, που έχτισε η
αυτοκράτειρα Ευδοκία, βρισκόταν όχι µακριά από τα Ιεροσόλυµα, σε απόσταση σχεδόν ενός
σταδίου: «Τελευταιον δε πάντων µέγα ανίστη, εξοχη τε και κάλλει προύχον, τω πρώτω εν
διακόνοις και µάρτυσι Στεφάνω τω θαυµαστω εξ εσχάτων κρηπίδων αυτων, ου πάνυ τι διεστώς
Ιεροσολύµων, πλήν όσον σταδίου ενός».
Το σχέδιο της βασιλικής ήταν παρόµοιο µ’ εκείνο της βασιλικής του αγίου Τάφου, γιατί ο
τρούλος δεν αναδεικνυόταν ακόµη στη βυζαντινή αρχιτεκτονική. Ήταν ένας «άπειρος» χώρος
φωτιζόµενος από παράθυρα µε τοίχους πλάγιους και παράλληλες κολώνες µε κιονόκρανα
κορινθιακού ρυθµού που είχε στο βάθος αψίδα ηµικυκλική, η οποία χωριζόταν από το χορό
µε έναν άµβωνα, στέγη από ξύλο κέδρου κοσµηµένου από επιχρυσωµένες ζωγραφιές και στο
τέλος µια υπόγεια εκκλησία, η οποία χρησίµευε ως τάφος του αγίου Στεφάνου. Οι διαστάσεις
της βασιλικής ήταν 33 µε 19,30 µ. (108 µε 63 πόδια)5. Από τα ονόµατα των µαρτύρων,
λείψανα των οποίων κατετέθησαν για τα εγκαίνια, έχουν διασωθεί τα ονόµατα Καλλίνικος,
∆οµνίνος και Θέκλα6.
Τα εγκαίνια αυτής της βασιλικής έγιναν, πριν ακόµη ολοκληρωθεί, στις 15 Ιουνίου,
τέσσερις µήνες πριν από το θάνατο της αυτοκράτειρας Ευδοκίας, στις 20 Οκτωβρίου του
4607.
Από τον Κύριλλο Σκυθοπολίτη (6ος αιώνας) µαθαίνουµε ότι τα εγκαίνια της βασιλικής
αυτής, αλλά και πολλών άλλων Εκκλησιών που έχτισε η αυτοκράτειρα Ευδοκία, έγιναν πολύ
εσπευσµένα µετά από τη συνάντηση που είχε η αυγούστα µε τον άγιο Ευθύµιο, κατά την
οποία ο άγιος της προείπε ότι επρόκειτο σύντοµα να αποδηµήσει προς τον Κύριο. Ξεχώρισε
µάλιστα για την Εκκλησία του αγίου Στεφάνου πολλά έσοδα και εγκατέστησε κυρίαρχο όλης

1
Νικηφόρου Καλλίστου, «Εκκλησιαστική Ιστορία», PG 146, Ν΄, βιβλίον 14, στ. 1233D-1240D ∆οσιθέου,
Ιστορία, ό.π., βιβλίον γ΄, σ. 223 πρβλ. Καλλίστου, Οι άγιοι, ό.π., σσ. 194-195 Καραπατάκη, Αι περιπέτειαι, ό.π.,
σ. 36.
2
Καλλίστου, Οι άγιοι, ό.π., σ. 191. Περισσότερες λεπτοµέρειες για το Μοναστήρι του αγίου Στεφάνου στη
Μάουζα της Ιάµνειας ιδές Vailhe, Les monastéres, ό.π., σ. 80.
3
Vailhe, Les monastéres, ό.π., σ. 78 Καλλίστου, Οι άγιοι, ό.π., σσ. 191-192.
4
Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική, ό.π., PG 146, στ. 1240C Καραπατάκη, Αι περιπέτειαι, ό.π., σ. 78.
5
Gregory T. Armstrong, «Fifth and sixth century church buildings in the Holy Land», The Greek Orthodox
Theological Review 14 (1969)19 Καλλίστου, Οι άγιοι, ό.π., σ. 192.
6
Ιωάννου Μεϊµάρη, «∆ύο επιγραφές της αυγούστης Ευδοκίας (423-460 µ.Χ.) από την Εµµάθα παρά τα Γάδαρα
και από τα Ιεροσόλυµα», Θεολογία 54/1 (1983) 396.
7
Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, «Βίος του Αγίου Πατρός ηµών Ευθυµίου», Εισαγωγή, Κείµενον – Μετάφρασις -
Σχόλια υπό Αικατερίνη Γκόλτσου, Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, τ. 5, ΕΠΕ, Πατερικαί εκδόσεις
«Γρηγόριος ο Παλαµάς», εκδοτικός οίκος «Το Βυζάντιον» Ελ. Μερετάκη, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 123, υποσ. 58
πρβλ. Καλλίστου, Οι άγιοι, ό.π., σ. 192.

77
της διοίκησης τον Γαβριήλιο1. Εκτελεστής των τελευταίων θελήσεων της Αυγούστας υπήρξε
ο Πατριάρχης Αναστάσιος, ο οποίος διαδέχθηκε το 458 τον Ιουβενάλιο2.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η αυτοκράτειρα Ευδοκία βαπτίστηκε στην Εκκλησία του αγίου
Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη και θάφτηκε στη βασιλική, την οποία ανήγειρε προς
τιµήν του στην Ιερουσαλήµ3. Η Εκκλησία των Ιεροσολύµων για τα µεγάλα της έργα στην
αγία Πόλη και για τον ενάρετο βίο της τιµά τη µνήµη της στις 19 Οκτωβρίου4.
Πριν από το θάνατό της η αυτοκράτειρα αφιέρωσε «προσόδους» στις Εκκλησίες που
ίδρυσε για τη συντήρησή τους καθώς και για τη συµπλήρωση των εργασιών, οι οποίες
έµειναν ηµιτελείς κατά το θάνατό της. Ο Κύριλλος Σκυθοπολίτης στο βίο του αγίου Ευθυµίου
σηµειώνει σχετικά: «Και περιήρχετο πάσας τας υπ’ αυτης κτισθείσας Εκκλησίας εγκαινίζουσα
προσόδους και εκάστη αρκουσαν αφορίζουσα πρόσοδον»5.
Αλλά και ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β΄, ακολουθώντας το παράδειγµα της γυναίκας
του, δεν καθυστέρησε να παράσχει στους αγίους Τόπους τα πλούσια δώρα και αναθήµατά
του. Έτσι το 418 έστειλε στον αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύµων Πραΐλιο (417-422) πολλά χρήµατα
για να τα διαθέσει στους φτωχούς και σταυρό χρυσό µε πολύτιµα πετράδια, για να σταλεί στο
Γολγοθά. Για να ανταποδώσει τη χειρονοµία ο αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύµων έστειλε λείψανα
της «δεξιάς χείρας» του Πρωτοµάρτυρα στην Κωνσταντινούπολη µε τον πατέρα
Πασσαρίωνα6. Είναι αναντίρρητο ότι τα λείψανα της «δεξιάς χείρας» του αγίου Στεφάνου
µεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Σεπτεµβρίου του 428 και τοποθετήθηκαν στο
ναό του αγίου Λαυρεντίου, επειδή δεν υπήρχε ακόµη Εκκλησία προς τιµήν του
Πρωτοµάρτυρα. Στο µεταξύ η αυτοκράτειρα Πουλχερία7(399-453), (νύφη της Ευδοκίας8,
αδελφή δηλαδή του Θεοδοσίου του Β΄) ανήγειρε ναό επ’ ονόµατι του αγίου στο ανάκτορο
της ∆άφνης9, όπου και µεταφέρθηκαν τα λείψανα της «δεξιάς» του αγίου Στεφάνου10.

1
Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Βίος, ό.π., 35, στ. 19-31, σ. 123. Ιδές Μεϊµάρη, ∆ύο επιγραφές, ό.π., σ. 396
2
Καλλίστου, Οι άγιοι, ό.π., σ. 196.
3
Εκεί θάφτηκε και η εγγονή της, που ήταν κόρη της Ευδοξίας, συζύγου του βασιλιά της ∆ύσης Ουαλεντινιανού
(423-455)και η οποία ήταν κόρη του Θεοδοσίου και της Ευδοκίας. Αυτή εγκαταλείποντας τον αρειανό σύζυγό
της Ονωρίχο, γιο του Γεζερίχου, αρχηγού της Καρχηδόνας, ήρθε στους αγίους Τόπους και αφού έζησε κάποιο
διάστηµα πέθανε και θάφτηκε µαζί µε τη γιαγιά της, την αυτοκράτειρα Ευδοκία βλ. σχετικά ∆οσιθέου, Ιστορία,
ό.π., βιβλίον ∆΄, σ. 435 Καλλίστου, Οι άγιοι, ό.π., σσ. 196-197 και 541 Κοικυλίδου, Περί των εν Παλαιστίνη,
ό.π., σ. 37.
4
Καλλίστου, Οι άγιοι, ό.π., σ. 196. Ιδές Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική, ό.π., PG 146, στ. 1240D, ο
οποίος αναφέρει ότι πέθανε σε ηλικία 67 ετών.
5
Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Βίος, ό.π., 38, στιχ. 26-27, σ. 122. Ιδές Καλλίστου, Οι άγιοι, ό.π., σ. 196, υποσ. 1.
6
Θεοφάνους, «Χρονογραφία», PG 108, στ. 233 Α Γεωργίου Κεδρηνού, «Σύνοψις ιστοριών», PG 121, στ. 644Β
πρβλ. ∆οσιθέου, Ιστορία, ό.π., βιβλίο Γ΄, σ. 224 Καραπατάκη, Αι περιπέτειαι, ό.π., σ. 79 Χρυσοστόµου Α.
Παπαδόπουλου, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύµων, έκδοσις δευτέρα επηυξηµένη, εν Αθήναις 1970, σ. 167.
7
Ο χρονογράφος Θεοφάνης (12ος αιώνας) ιστορεί ότι όταν έφτασε το άγιο λείψανο στην Χαλκηδόνα
εµφανίστηκε στην Πουλχερία ο άγιος Στέφανος την ώρα που κοιµόταν, λέγοντάς της: «Ιδού η προσευχή σου
εισηκούσθη, και η αίτησίς σου γέγονε, και ηλθεν εις Χαλκηδόνα». Εκείνη, αφού σηκώθηκε έχοντας µαζί τον
αδελφό της πήγε να προϋπαντήσει το άγιο λείψανο το πήρε στο παλάτι και εκεί έχτισε ναό προς τιµήν του
Πρωτοµάρτυρα, όπου και τοποθέτησε το άγιο λείψανο βλ. σχετικά Θεοφάνους, Χρονογραφία, ό.π., PG 108, στ.
233ΑΒ Γεωργίου του Κεδρηνού, Σύνοψις, ό.π., PG 121, στ. 644Β.
8
John Philip Thomas, «Private Religious Foundations in the Byzantine Empire», DOS 24 (1987) 23-24.
9
Ιδές Σκαρλάτου ∆. του Βυζαντίου, Η Κωνσταντινούπολις ή περιγραφή τοπογραφική, αρχαιολογική και ιστορική
της περιωνύµου ταύτης µεγαλοπόλεως και των εκατέρωθεν του κόλπου και του Βοσπόρου προαστείων αυτής, απ’
αυτών που των αρχαιοτάτων χρόνων άχρι και καθ’ ηµάς µετά πολλών και ποικίλων εικόνων και των
απαιτουµένων τοπογραφικών τε και χρονολογικών πινάκων προς διασάφησιν της Βυζαντινής Ιστορίας,
συνδροµή φιλοτίµω του ευγενεστάτου άρχοντος Ποστέλνικου Σωτηρίου Καλλιάδου, τόµος Α΄, Αθήνησιν, εκ
του τυπογραφείου Ανδρέου Κοροµηλά, 1851, σ. 219, ο οποίος αναφέρει ότι η ονοµασία ∆άφνη, στην περιοχή
που βρισκόταν το Παλάτι, δόθηκε είτε από δέντρο, είτε από κάποιο άγαλµα της ∆άφνης ενώ υπάρχει και τρίτη
άποψη, ότι υπήρχε δηλαδή συνήθεια στην περιοχή αυτή την πρώτη Ιανουαρίου να λαµβάνουν οι Συγκλητικοί
δάφνες από το δήµο.
10
Γεδεών, Βυζαντινόν, ό.π., σ. 143. Υπάρχει επίσης η άποψη ότι το ναό του αγίου Στεφάνου της ∆άφνης τον
έκτισε ο µέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος ανήγειρε εκεί ένα χειµερινό κοιτώνα βλ. σχετικά Σκαρλάτου ∆. του
Βυζαντίου, Η Κωνσταντινούπολις, ό.π., σ. 219 Janin, La Géographie, ό.π., σ. 473.

78
Ο αυτοκράτορας Ζήνων (426-491) το 477 τοποθέτησε στην Εκκλησία αυτή το ευαγγέλιο
του αγίου Ματθαίου, που βρήκε στα λείψανα του αγίου Βαρνάβα στην Κύπρο 1. Από το
ευαγγγέλιο αυτό διαβαζόταν κάθε χρόνο τη Μεγάλη Πέµπτη το ευαγγέλιο στο Ναό του αγίου
Στεφάνου της ∆άφνης και σ’ αυτόν τελούνταν και ο Μέγας Αγιασµός της παραµονής των
Φώτων2.
Ο άγιος Στέφανος της ∆άφνης χρησιµοποιούνταν για τις στέψεις και τους γάµους των
αυτοκρατόρων. Ο Γεδεών Μανουήλ3 αναφέρει ότι «µέχρι του Ι΄ αιώνος ο γάµος των
βασιλέων, ήγουν η του στεφανώµατος ακολουθία, ετελείτο εν τω ναω του αγίου Στεφάνου της
∆άφνης…». Ο Ηράκλειος στέφθηκε εκεί µε τη γυναίκα του Επιφανεία-Ευδοκία, όπως και ο
γιος του Ηράκλειος ο νεώτερος. Ο Λέων ο ∆΄ ο Χάζαρος (775-780) παντρεύτηκε την Ειρήνη
την Αθηναία, όπως και ο Θεόφιλος τη Θεοδώρα την ηµέρα της Πεντηκοστής. ∆εν
γνωρίζουµε πολλά για το µέγεθος της εκκλησίας αλλά πρέπει να ήταν περιορισµένου
µεγέθους γιατί πολλά κείµενα την αποκαλούν ευκτήριο. Ο ρόλος του ναού αυτού ήταν
µεγάλος και στις τελετές της αυλής. Η βασιλική ακολουθία σταµατούσε συχνά εκεί όταν
επέστρεφε από την αγία Σοφία4, την ηµέρα της Πεντηκοστής5, τα Χριστούγεννα6, τα
Θεοφάνεια7, των Βαΐων8 και τη Μεγάλη Πέµπτη. Για την ίδια εκκλησία αναφέρεται πως
«Ηράκλειος υπό του ιδίου πατρός από της του Καίσαρος αξίας ανήχθη εις το σχηµα της
βασιλείας, και πως ο ∆αβίδ ο αδελφός αυτου γέγονε Καισαρ»9. Την 1η Αυγούστου
τοποθετήθηκε στον άγιο Στέφανο της ∆άφνης «ο µέγας σταυρός του Αγίου και µεγάλου
Κωνσταντίνου»10.
∆ίπλα στη βασιλική του αγίου Στεφάνου η αυτοκράτειρα Ευδοκία έχτισε ένα µοναστήρι11.
Πέτυχε µάλιστα µε τη βοήθεια του αγίου Ευθυµίου την προσέλευση κάποιων µοναχών από τη
Λαύρα του αγίου και οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο µοναστήρι. Στους µοναχούς αυτούς
ανατέθηκε και η διακόσµηση της βασιλικής του αγίου Στεφάνου12. Ηγούµενος του
µοναστηριού διορίσθηκε από τους µοναχούς της Λαύρας του αγίου Ευθυµίου, ο αδελφός του
Χρυσίππου, Γαβριήλιος ο οποίος µιλούσε ελληνικά, λατινικά και συριακά13. Ο Γαβριήλιος
πέθανε στις 26 Ιανουαρίου του 49014.
Μετά από εικοσιτέσσερα χρόνια ηγουµενίας, το 48415 ο ηγούµενος του µοναστηριού της
Ευδοκίας, Γαβριήλιος που είχε µεγάλη αγάπη για την ασκητική ζωή, «εδείµατο εαυτω βραχύ
φροντιστήριον εν τη προς έω κοιλάδι του σεβασµίου ναου, ός από της αγίας ωνόµαστο
Αναλήψεως», όπου, κατά το παράδειγµα του αγίου Ευθυµίου, αποσυρόταν µετά το πρώτο
οκταήµερο των Θεοφανείων µέχρι το Πάσχα. Έχτισε δηλαδή ένα µικρότερο µοναστήρι µέσα

1
Θεοδώρου αναγνώστου, «Εκλογαί εκ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας», PG 86/1, βιβλίον ΙΙ, στ. 184C
Σκαρλάτου ∆. του Βυζαντίου, Η Κωνσταντινούπολις, ό.π., σ. 219 Janin, La Géographie, ό.π., σ 473.
2
Σκαρλάτου ∆. του Βυζαντίου, Η Κωνσταντινούπολις, ό.π., σ. 219.
3
Γεδεών Μανουήλ, «Βυζαντινόν Εορτολόγιον», ΕΦΣΚ 23 (1891-92) 139 του ιδίου, Βυζαντινόν, ό.π., σ. 27.
4
Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, «Έκθεσις της βασιλείου τάξεως», PG 112, βιβλίον Ι, κεφ. Ι, στ. 112, 120 Α,
181 Α.
5
Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, Έκθεσις, ό.π., PG 112, βιβλίον Ι, κεφ. Θ΄, στ. 268 Α.
6
Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, Έκθεσις, ό.π., PG 112, βιβλίον Ι, κεφ. ΚΓ΄, στ. 364 Β.
7
Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, Έκθεσις, ό.π., PG 112, βιβλίον Ι, κεφ. ΚΕ΄, στ. 376 Β, 384 ΑΒ.
8
Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, Έκθεσις, ό.π., PG 112, βιβλίον Ι, κεφ. ΛΒ΄, στ. 416 C, 417 Β.
9
Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, Έκθεσις, ό.π., PG 112, βιβλίον Ι, κεφ. ΜΓ΄, στ. 472 C του ιδίου, Έκθεσις,
ό.π., PG 112, βιβλίον ΙΙ, κεφ. ΚΖ΄, στ. 1165 Α
10
Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, Έκθεσις, ό.π., PG 112, βιβλίον ΙΙ, κεφ. Μ, στ. 1188Β Janin, La
Géographie, ό.π., σσ. 473-474.
11
Vailhe, Les monastéres, ό.π., σ. 79 πρβλ. Καραπατάκη, Αι περιπέτειαι, ό.π., σ. 36, υποσ. 2, ο οποίος αναφέρει
ότι οι µονές, που έχτισε η Ευδοκία, είτε είχαν ιδρυθεί ως προσκυνήµατα είτε όχι, ήταν σταυροπηγιακές. Από
αυτές προσλαµβάνονταν έπειτα µοναχοί, που κατατάσσονταν στον κλήρο του αγίου Τάφου για να υπηρετούν
και το λαό.
12
Κλεόπα Μ. Κοικυλίδου, Περί των εν Παλαιστίνη αρχαίων και νεωτέρων Ελληνικών Μοναστηρίων επί τη βάσει
του συγγράµµατος του Σ. Π. Κ. Vailhe, τεύχος Α΄, εν Ιεροσολύµοις 1906, σ. 37.
13
Vailhe, Les monastéres, ό.π., σ. 79.
14
Παπαδόπουλου, Ιστορία, ό.π. σ. 175.
15
Καραπατάκη, Αι περιπέτειαι, ό.π., σ. 38.

79
στην κοιλάδα προς τα ανατολικά του σεβασµίου βουνού της αγίας Αναλήψεως.Το µοναστήρι
αυτό, του οποίου προΐσταντο τρεις ιερείς, βρισκόταν δηλαδή στην κοιλάδα ανατολικά του
όρους των Ελαιών και της Εκκλησίας της Αναλήψεως, η οποία πιθανώς ήταν η των Κέδρων ή
του Ιωσαφάτ1.
Το 513 στη βασιλική του αγίου Στεφάνου συναθροίσθησαν δέκα χιλιάδες ορθόδοξοι
µοναχοί. «Συνελθόντες ουν άπαντες οί τε µοναχοί και οι πολιται εν τω µνηµονευθέντι
σεβασµίω οίκω, συνηλθεν ό τε Αναστάσιος ο δούξ και Ζαχαρίας ο Υπατικός…» για τα
ζητήµατα των Μονοφυσιτών2.
Κατά τους ∆οµινικανούς, πριν από το 450 η Εκκλησία του αγίου Στεφάνου ονοµαζόταν
µαρτύριον ή ναός, τοποθετούνταν στον τόπο του µαρτυρίου, πριν από τα τείχη της
Ιερουσαλήµ και έξω από τη βόρεια πύλη της πόλης, η οποία οδηγούσε στο δρόµο για την
Καισάρεια. Τα ίδια δεδοµένα έχουµε και µετά το 450. Η Εκκλησία λέγεται µαρτύριον ή ναός
και βασιλική, βρίσκεται στον τόπο του λιθοβολισµού έξω από τη βόρεια πύλη, σε κάποια
απόσταση από τα τείχη της πόλης και κοντά στο δρόµο που οδηγούσε στην Καισάρεια.
Η βασιλική της Ευδοκίας καταστράφηκε από τους Πέρσες το 614 και µέχρι το
Φεβρουάριο του 638 δεν είχε ανεγερθεί. Είναι αξιοσηµείωτο ότι στην πολιορκία που έκαναν
οι Άραβες για την κατάληψη της Ιερουσαλήµ το 637 κατασκήνωσαν πάνω στα ερείπια της
βασιλικής του αγίου Στεφάνου. Το Φεβρουάριο του 638 στο σηµείο αυτό ο Πατριάρχης
Σωφρόνιος3 (634-638) ίδρυσε ευκτήριο προς τιµήν του αγίου Στεφάνου4. Μεταξύ των
Ελλήνων στρατιωτών που αιχµαλωτίσθηκαν στη Γάζα και µεταφέρθηκαν στην Ιερουσαλήµ
για να αρνηθούν την πίστη τους, δέκα από αυτούς, για τον παραδειγµατισµό των άλλων,
αποκεφαλίσθηκαν µπροστά στις πύλες της πόλης µε διαταγή του Amr. ben el-As στις 6
Νοεµβρίου του 638. Αυτούς ο Πατριάρχης Σωφρόνιος τους έθαψε στο ευκτήριο του αγίου
Στεφάνου. Το 724, όταν οµάδα στρατιωτών µαρτύρησε, ο Θεοφιλέστατος Ιωάννης ήλθε από
την Καισάρεια στην Ιερουσαλήµ «και ηγόρασεν εν τοις Εξωπύλοις πλησίον του ναου του αγίου
Στεφάνου τόπον, ω και γειτνιάσαι οι άγιοι επεπόθησαν και ητήσατο µεθ’ ηµέρας τινάς
κατενεχθηναι τα σώµατα των αγίων εξήκοντα µαρτύρων και κατέθετο εν τω προµνηµονευθέντι
τόπω εις δοξολογίαν και ετήσιον εορτήν…», η οποία τελούνταν στο εξής από τους
Ιεροσολυµίτες στις 21 Οκτωβρίου. Το ευκτήριο αναφέρεται και στο Ιεροσολυµιτικό
Κανονάριο και στις 27 Ιουνίου µνηµονεύει την κατάθεση των αγίων Ταράχου, Πρόβου και
Ανδρόνικου. Το Commemoratorum de Casis Dei5, γύρω στο 808 αναφέρει: «εν αγίω
Στεφάνω, εν τω τόπω της ταφης του υπάρχουσι δύο κληρικοί και 15 λεπροί». Έκτοτε µέχρι
τέλους του 11ου αιώνα ο άγιος Στέφανος τιµάται στη Σιών. Ήδη από τον 6ο αιώνα η Εκκλησία
κατείχε λίθο, που είχε χρησιµοποιηθεί κατά το λιθοβολισµό του6. Την εποχή των
Σταυροφόρων το παρεκκλήσι του Σωφρονίου µνηµονεύεται. Αλλά µε την προσέγγιση του
Σαλαδίνου (1187) γκρεµίζεται από τους χριστιανούς, για να µη χρησιµοποιηθεί ως
οχυρωµατική θέση.
Η βασιλική της Ευδοκίας και τα γύρω από αυτήν µετά την καταστροφή της ανεγερθέντα
ευκτήρια έµειναν στα ερείπια χωµένα για πολλούς αιώνες.

1
Κοικυλίδου, Περί των εν Παλαιστίνη, ό.π., σ. 38 Vailhe, Les monastéres, ό.π., σ. 82 Κυρίλλου Σκυθοπολίτη,
«Βίος του Οσίου Σάββα», Εισαγωγή, Κείµενο- Μετάφραση- Σχόλια υπό Αικατερίνη Γκόλτσου, Φιλοκαλία των
Νηπτικών και των Ασκητικών, ΕΠΕ, τ. 5, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαµάς», εκδοτικός οίκος «Το
Βυζάντιον» Ελ. Μερετάκη, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 342.
2
Αρχιεπισκόπου Ιορδάνου Τ. Π. Θέµελη, «∆ιάφοραι Μοναί», ΝΣ 26 (1931) 4 πρβλ. Κοικυλίδου, Περί των εν
Παλαιστίνη, ό.π., σσ. 37-38.
3
Παν. Γ. Νικολόπουλου, «Σωφρόνιος», ΘΗΕ, τ. 11, στ. 644-645.
4
Ιδές Vailhe, Les monastéres, ό.π., σ. 81.
5
Vailhe, Αι Εκκλησίαι, ό.π., σ. 125.
6
Ιδές Θέµελη, ∆ιάφοραι, ό.π., σ. 6, υποσ. 1, ο οποίος αναφέρει ότι στην Αγκώνα ιδρύθηκε ο περίφηµος ναός του
αγίου Στεφάνου πάνω σε λίθο από εκείνους που χρησιµοποιήθηκαν κατά το λιθοβολισµό του Πρωτοµάρτυρα.
Σύµφωνα µε παράδοση που µνηµονεύεται από τον ιερό Αυγουστίνο, ο λίθος µεταφέρθηκε από την Ιερουσαλήµ,
από άνθρωπο που ήταν παρών κατά το λιθοβολισµό του Στεφάνου και ο οποίος έγινε ο πρώτος απόστολος στην
Αγκώνα.

80
Το 1881 κάποιος Έλληνας υποδηµατοποιός στο οικόπεδό του, που βρισκόταν στα βόρεια
της Ιερουσαλήµ, και το οποίο είναι γνωστό µε το όνοµα «χάν ελφρέντζ», βρήκε τα ερείπια
µικρής Εκκλησίας. Το εύρηµα αυτό υπενθύµισε την Εκκλησία του αγίου Στεφάνου στους
Σταυροφόρους και τους κίνησε την όρεξη να το αγοράσουν, εφόσον οι Σταυροφόροι
επιπόλαια είχαν συνδυάσει την Εκκλησία αυτή µε τον τόπο του λιθοβολισµού του αγίου
Στεφάνου. Οι ανασκαφές στο οικόπεδο του υποδηµατοποιού συνέπεσαν µε την άφιξη στην
Ιερουσαλήµ του ∆οµινικανού Ματθαίου Lecomte (1882), ο οποίος βαυκαλίσθηκε από την
ιδέα, ότι στα ερείπια εκείνα υποκρύπτεται η βασιλική της Ευδοκίας. Φρόντισε και µε την
επέµβαση του Marie-Alphonse Ratisbonne και του Προξένου της Γαλλίας Langlais αγόρασε
το οικόπεδο για το τάγµα των ∆οµινικανών αντί 45.500 φράγκων στις 28 ∆εκεµβρίου 1882.
Στο µικρό παρεκκλήσι που βρέθηκε η πρώτη λειτουργία έγινε στις 6 ∆εκεµβρίου 1887
προς τιµήν του αγίου Στεφάνου. Στην περιοχή αυτή οι ∆οµινικανοί ίδρυσαν Μονή και ωραία
Εκκλησία επ’ ονόµατι του αγίου. Ο θεµέλιος λίθος τέθηκε στις 10 ∆εκεµβρίου 1895 και τα
εγκαίνια τελέσθηκαν στις 13 Μαΐου 1900. Στις 15 Νοεµβρίου 1890 ο Πατήρ Lagrange άνοιξε
εκεί σύγχρονη Γαλλική – Βιβλική και Αρχαιολογική Σχολή(Ecole Biblique)1.
Θα αναρωτιόταν όµως κάποιος γιατί η αυτοκράτειρα Ευδοκία θέλησε να χτίσει δεύτερη
Εκκλησία του αγίου Στεφάνου στην Ιερουσαλήµ, από τη στιγµή που υπήρχε ήδη άλλη, στον
τόπο του λιθοβολισµού; Σίγουρα θα είχε γι’ αυτό κάποιους ιδιαίτερους λόγους. Αναφέρθηκε
ότι βαπτίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη σε Εκκλησία αφιερωµένη στον άγιο Στέφανο. Σε
κάθε περίπτωση είναι βέβαιο ότι απέδιδε στον αρχιδιάκονο τη θεραπεία παραρθρήµατος του
γονάτου του αριστερού ποδιού2 της, το οποίο έπαθε στην Ιερουσαλήµ, κατά τη διάρκεια του
πρώτου ταξιδιού της στα 438. Αναφέρεται ότι οικοδόµησε εκκλησίες του αγίου Στεφάνου
στην Θεοδωρούπολη ή άλλη στην Μαούζα κοντά στην Ιάµνεια, ίσως όµως και άλλες σε άλλα
µέρη. ∆εν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο ότι θέλησε να οικοδοµήσει προς τιµήν του
Εκκλησία σ’ αυτή την πόλη του µαρτυρίου του. Επειδή όµως υπήρχε ήδη Εκκλησία του
αγίου Στεφάνου στον τόπο του λιθοβολισµού του, στην κοιλάδα προς τα ανατολικά της
πόλης, οικοδόµησε µεγαλόπρεπη βασιλική προς βορρά της πόλης στον τόπο, ο οποίος ίσως
διέσωζε κάποια ανάµνηση του πρώτου ∆ιακόνου. Εκεί έκτισε µεγαλοπρεπές µαυσωλείο,
όπου κατατέθηκαν τα λείψανα του Πρωτοµάρτυρα, έχτισε επίσης πολύ κοντά τον τάφο της,
για να αναπαυθεί κοντά στον ένδοξο ευεργέτη της 3.
Ο Κλεόπας Κοικυλίδης4 υποστήριξε όµως ότι η αυτοκράτειρα Ευδοκία ανήγειρε την
Εκκλησία του αγίου Στεφάνου για τον εξιλασµό των µονοφυσιτικών της αποπλανήσεων, τις
οποίες υιοθέτησε κατά την απουσία του Πατριάρχου Ιουβεναλίου, ο οποίος συµµετείχε στην
∆΄ Οικουµενική Σύνοδο, και την άνοδο στον Πατριαρχικό θρόνο των Ιεροσολύµων του
µονοφυσίτη Μοναχού Θεοδοσίου.
Γνωρίζουµε από το βίο της αγίας Μελάνης ότι η αγία είχε αποσυρθεί στο Όρος των
Ελαιών, όπου και έκτισε µονή για εννενήντα παρθένες. Από υπερβολική ταπεινοφροσύνη δεν
καταδέχτηκε να είναι η ηγουµένη τους και ανέθεσε σε άλλη µοναχή το πνευµατικό αυτό
έργο. Η ίδια φρόντιζε συνεχώς να τους διδάσκει για τα πνευµατικά έργα και τις αρετές ώστε
να διατηρήσουν άσπιλη την παρθενία των ψυχών και των σωµάτων τους καθ’ όλη τη
διάρκεια της επίγειας παρουσίας τους. Στο ευκτήριο που έκτισε στο µοναστήρι µετέφερε και
λείψανα αγίων µαρτύρων, όπως του Ζαχαρία του προφήτη, του Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου,

1
Θέµελη, ∆ιάφοραι, ό.π., σσ. 4-9 Καλλίστου, Οι άγιοι, ό.π., σσ. 39-40 Boismard, Stephen, ό.π., σ. 210 πρβλ. P.
Peteers, «Le Sanctuaire de la Lapidation de S. Étienne», ΑΒ 27 (1908) 359-368.
2
Τελικά η θεραπεία της πάθησης αυτής αποδόθηκε στην αγία Μελάνη και στον προστάτη της Πρωτοµάρτυρα
Στέφανο, απ’ ότι αναφέρει σχετική επιγραφή που βρέθηκε στα Ευχάιτα της Παφλαγονίας βλ. σχετικά Μεϊµάρη,
∆ύο επιγραφές, ό.π., σσ. 394-395.
3
Vailhé, Αι Εκκλησίαι, ό.π., σ. 143 Γεωργίου του Κεδρηνού, Σύνοψις, ό.π., PG 121, στ. 644 A.
4
Κοικυλίδου, Περί των εν Παλαιστίνη, ό.π., σ. 37. Περισσότερα για την ανάµιξη της αυτοκράτειρας Ευδοκίας
στην αίρεση του µονοφυσιτισµού και τη µεταστροφή της βλ. σχετικά Καλλίστου, Οι άγιοι, ό.π., σσ. 192-193.

81
των τεσσαράκοντα αγίων µαρτύρων της Σεβάστειας και άλλων1. Η Εκκλησία αυτή χτίστηκε
από την αγία Μελάνη για τις µοναχές της2. Αργότερα, η αγία Μελάνη τέσσερα χρόνια µετά
από το θάνατο του αδελφού της θέλησε να χτίσει ένα ανδρικό µοναστήρι στο Όρος των
Ελαιών, κοντά στο ιερό της Αναλήψεως και όρισε ηγούµενο του κοινοβίου τον ιερέα
Γερόντιο3, το µετέπειτα βιογράφο της. Και σ’ αυτό επίσης υπήρχε ναός, όπου είχαν κατατεθεί
λείψανα του Πρωτοµάρτυρα4.
Ο Μανουήλ Γεδεών στο «Βυζαντινό Εορτολόγιό» του ασχολείται µε ναούς, που
οικοδοµήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη προς τιµήν του αγίου Στεφάνου. Έτσι κάνει λόγο
για το ναό του Αυρηλιανού, του αγίου Στεφάνου των Ρωµαίων, το ευκτήριο του αγίου στην
«Καµάρα του Βοός», του ναού στο Ζεύγµα, το οποίο ήταν χωριό κοντά στην
Κωνσταντινούπολη, την Εκκλησία του αγίου Στεφάνου των Ναυατιανών του τετάρτου
αιώνα5, το ναό του αγίου πλησίον των Πλακιδίων, την Εκκλησία του αγίου στον Ιππόδροµο,
και το ναό προς τιµήν του Πρωτοµάρτυρα κοντά στο Σίγµα.
Ο ναός του αγίου Στεφάνου «εν ταις Αυρηλιαναις» υπήρχε από το τέλος του 5ου αιώνα,
όπως ιστορεί ο Θεόδωρος ο αναγνώστης6 καθώς και συγγραφείς µεταγενέστεροι. Η Εκκλησία
κατασκευάστηκε στην αρχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Αναστασίου (491-518) και είχε
πιθανότατα ιδρυθεί από τον Αυρηλιανό, ο οποίος ήταν ύπατος το 400, στα χρόνια της
βασιλείας του Θεοδοσίου του µεγάλου και του Αρκαδίου. Επίσης ο βίος του αγίου Ισαάκ,
ηγουµένου της µονής των ∆αλµάτων (+424 ή 425), επιβεβαιώνει το γεγονός, καθώς αναφέρει
ότι το σώµα του αγίου είχε ταφεί από τον Αυρηλιανό στο ιερό του αγίου Στεφάνου στα
«δεξιά της ιερης τραπέζης»7. Ο Μανουήλ Γεδεών σηµειώνει στο «Βυζαντινό Εορτολόγιό»
του8 ότι υπήρχε κάτω από το θυσιαστήριό του ναού «πηγή ύδατος αξιουµένη θείας εποψίας».
Μετά το Θεοφάνη, ο αυτοκράτορας Αναστάσιος κόσµησε µε τοιχογραφίες το ναό του
αγίου Στεφάνου των Αυρηλιανών σύµφωνα µε µια παράδοση. Η Εκκλησία ήταν
καταστραµµένη εντελώς τον 9ο αιώνα, όταν ο Βασίλειος ο Μακεδών (+867) την
ανοικοδόµησε από τα θεµέλια. Τρεις αιώνες αργότερα ο σεβαστοκράτωρ Ισαάκιος (1151-52),
γιος του Αλεξίου του πρώτου του Κοµνηνού (1081-1118), την επισκεύασε κατά το γυρισµό
από την περιοδεία του από το µοναστήρι της Θεοτόκου της Κοσµοσωτείρας που ίδρυσε στη
Βήρα της Θράκης, για να αποτελέσει µετόχι της Μονής της Κοσµοσωτείρας στην
Κωνσταντινούπολη. Τρεις µήνες φιλοξενήθηκε στην Εκκλησία του αγίου Στεφάνου µαζί µε
αδελφούς από τη Βήρα, που κατευθύνονταν στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό επιβεβαιώνεται
και από το τυπικό του Μοναστηριού της Κοσµοσωτείρας το 1152. Σχετικά µε την τοποθεσία
που βρισκόταν γνωρίζουµε ότι η Εκκλησία ήταν χτισµένη δίπλα στο παλάτι που λεγόταν
Ελενιαναί, δίπλα στο µοναστήρι της Περιβλέπτου, στα νότια του Μοναστηριού του αγίου
Ισαάκ (∆αλµάτων) και µια πλευρά του συνόρευε µε το δρόµο. Είναι γνωστό επίσης ότι το
ανάκτορο Ελενιαναί βρισκόταν δίπλα στον Ξερόλοφο αλλά δεν µπορούµε να προσδιορίσουµε
το ακριβές σηµείο της τοποθεσίας της Εκκλησίας του αγίου Στεφάνου. Η γειτνίαση µε τη
Μονή της Περιβλέπτου δείχνει πως βρισκόταν ανατολικά ή νοτιο-ανατολικά αυτού του
Μοναστηριού. Σήµερα δεν τίποτε δεν υπάρχει που να θυµίζει την αρχαία Εκκλησία και το
1
«S. Melaniae Junioris. Acta Graeca», κεφ. 41, στιχ. 21-25, 33-35, κεφ. 42, στιχ. 12-15, κεφ. 48, στιχ. 29-37, AB
22 (1903) 29 και 33-34. Ιδές Vailhe, Les Monastéres, ό.π., σσ. 79 και 86, υποσ. 6 Τζιράκη, Μελάνη, ό.π., στ.
921.
2
Vailhe, Les Monastéres, ό.π., σ. 85.
3
Χρυσοστόµου Παπαδόπουλου, «Η Εορτή των Χριστουγέννων εν τη Εκκλησία Ιεροσολύµων», παράρτηµα ΝΣ
65 (1970) 337.
4
S. Melaniae Junioris, ό.π., κεφ. 49, στιχ. 1-8, 10-15, κεφ. 63, στιχ. 19-21, σσ. 34 και 45 Τζιράκη, Μελάνη, ό.π.,
στ. 921.
5
Γεδεών, Βυζαντινόν, ό.π., σ. 212.
6
Θεοδώρου αναγνώστου, «Τεµάχια της Εκκλησιαστικής Ιστορίας», PG 86/1, στ. 221C-224AB Νικηφόρου
Καλλίστου, Εκκλησιαστική, ό.π., PG 146, ΚΓ΄, βιβλίον 13, στ. 1008D.
7
Θεοδώρου αναγνώστου, Τεµάχια, ό.π., PG 86/1, στ. 221ΒC.
8
Γεδεών, Βυζαντινόν, ό.π., σ. 212 πρβλ. Ηούς Λαµπίρη, Ο Άγιος Στέφανος (ο άγιος, το χωρίον, ο ναός), έκδοσις
Ι. Μητροπόλεως ∆έρκων επί τη εκατονπεντηκονταετηρίδι του Ιερού Ναού του Αγίου Στεφάνου Γεσήλκιοϊ 1845-
1995, σ. 68.

82
µετόχι. Καµιά γιορτή ξεχωριστή δεν υπάρχει σηµειωµένη στα συναξάρια για τον άγιο
Στέφανο των Αυρηλιανών. Αγνοήθηκε εντελώς1.
Η Μονή του αγίου Στεφάνου των Ρωµαίων βρισκόταν κοντά στο Πέτριον. Ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Θωµάς «ώρισε Θεοδώρω τω Συκιώτη προς κατοικίαν». Το 610
ηγούµενος της Μονής του αγίου Στεφάνου των Ρωµαίων χρηµάτισε ο Χριστόφορος και µετά
το θάνατό του ο Ζωΐλος2.
Το Ευκτήριο του αγίου Στεφάνου στην «Καµάρα του Βοός» (σηµερινή ονοµασία Aksaray)
αναφέρεται στον 9ο αιώνα3.
Ο ναός του αγίου Στεφάνου στο Ζεύγµα αναφέρεται στο «Βυζαντινό Εορτολόγιο» του Μ.
Γεδεών4 ως εξής: «…ο εν τω Ζεύγµατι Ναός κατ’ εµέ ο δους την ονοµασίαν εις το παρά την
Κωνσταντινούπολιν χωρίον Άγιος Στέφανος». ∆εν πρέπει να επιχειρήσουµε να ταυτίσουµε την
Εκκλησία αυτή µε εκείνη των Κωνσταντινιανών που δεν βρισκόταν και πολύ µακριά. Στις 2
Αυγούστου η γιορτή της µεταφοράς των λειψάνων του αγίου Στεφάνου ξεκινούσε από την
Εκκλησία στο Ζεύγµα για να επιστρέψει στο ναό των Κωνσταντινιανών, όπου λάµβανε χώρα
η σύναξη5.
Ναός του αγίου Στεφάνου υπήρχε και στη Μονή του ∆ίου, όπως και παρεκκλήσι6.
Ο ναός του αγίου Στεφάνου των Ναυατιανών: Στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα
οι Ναυατιανοί κατείχαν στην Κωνσταντινούπολη µια Εκκλησία προς τιµήν του αγίου
Στεφάνου που έχτισε ο επίσκοπός τους Σισίνιος (395-407). Βρισκόταν στην περιοχή των
Αυρηλιανών7, αλλά δεν πρέπει εξαιτίας αυτού να συγχέεται µε την Εκκλησία την οποία
κατείχαν οι καθολικοί8.
Ο ναός του αγίου Στεφάνου πλησίον των Πλακιδίων: Στις 23 ∆εκεµβρίου τα συναξάρια
αναφέρουν τη µνήµη των 10 µαρτύρων της Κρήτης, που θανατώθηκαν υπό ∆εκίου µέσα σε
µια Εκκλησία του αγίου Στεφάνου γειτονικά των Πλακιδίων: «εν τω µαρτυρείω του αγίου
Στεφάνου πλησίον των Πλακιδίων». Στις 11 Ιανουαρίου υπάρχει επίσης αναφορά στα
συναξάρια: του αγίου Στεφάνου εν Πλακιδιαναίς. Αυτές είναι οι µοναδικές πληροφορίες που
υπάρχουν για το συγκεκριµένο ιερό. Όσον αφορά την τοποθεσία που βρισκόταν η Εκκλησία
αυτή είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Η Πλακιδία, κόρη του Θεοδοσίου του Μεγάλου (379-
395), είχε δύο παλάτια στην Κωνσταντινούπολη. Ένα στην πρώτη περιοχή (διαµέρισµα) και
ένα στην πέµπτη. Τίποτα δεν προσδιορίζει σε ποια από τις δύο περιοχές βρισκόταν η
Εκκλησία του αγίου. Ίσως θα µπορούσαµε να υποθέσουµε ότι ήταν η πέµπτη που
περιλάµβανε και την ανατολική πλευρά των Κωνσταντιανών9. Ο ναός αυτός υπήρχε κατά τα
πρώτα χρόνια του ΙΓ΄αιώνα, σύµφωνα µε την αφήγηση ρώσου προσκυνητή10.
Ο ναός του αγίου Στεφάνου του Ιπποδρόµου: Η ύπαρξη αυτής της Εκκλησίας είναι βέβαιη
όχι όµως και η τοποθεσία της. Πιθανόν δεν βρισκόταν µέσα στον Ιππόδροµο, αλλά κάπου
στην είσοδό του. Εκεί γινόντουσαν οι προαγωγές των πατρικίων και του προέδρου της

1
Janin, La Géographie, ό.π., σ. 473 Γεωργίου Κ. Παπάζογλου, Τυπικόν Ισαακίου Αλεξίου Κοµνηνού της Μονής
Θεοτόκου της Κοσµοσωτείρας (1152/53), ∆ηµοκρίτειο Πανεπιστήµιο Θράκης, Θρακική Βιβλιοθήκη, Κοµοτηνή
1994, σ. 144, σχ. 1978.
2
Γεδεών, Βυζαντινόν, ό.π., σ. 212 πρβλ. Λαµπίρη, Ο Άγιος Στέφανος, ό.π., σ. 68 Janin, La Géographie, ό.π., σ.
477.
3
Γεδεών, Βυζαντινόν, ό.π., σ. 212 πρβλ. Λαµπίρη, Ο Άγιος Στέφανος, ό.π., σ. 68 Janin, La Géographie, ό.π., σ.
473.
4
Γεδεών, Βυζαντινόν, ό.π., σσ. 199 και 212-213 πρβλ. Λαµπίρη, Ο Άγιος Στέφανος, ό.π., σ. 68
5
Janin, La Géographie, ό.π., σ. 474.
6
Γεδεών, Βυζαντινόν, ό.π., σ. 285 πρβλ. Λαµπίρη, Ο Άγιος Στέφανος, ό.π., σ. 69.
7
Σωζοµένου, «Εκκλησιαστική Ιστορία», PG 67, βιβλίον VIII, κεφ. Χ∆΄, στ. 1577Β.
8
Janin, La Géographie, ό.π., σ. 476 πρβλ. Λαµπίρη, Ο Άγιος Στέφανος, ό.π., σ. 69.
9
Janin, La Géographie, ό.π., σ. 476 πρβλ. Σκαρλάτου ∆. του Βυζαντίου, Η Κωνσταντινούπολις, ό.π., σσ. 347-
348, ο οποίος ταυτίζει την τοποθεσία «Πλακιδιαναίς» µε την τοποθεσία «Πουλχεριαναίς», που βρισκόταν στην
περιοχή «πέριξ του πέµπτου λόφου» µολονότι αναφέρει ως «Πλακιδιαναίς» και την περιοχή «εν τω πρώτω
Ρεγεώνι». Ιδές Γεδεών, Βυζαντινόν, ό.π., σσ. 57 και 203.
10
Γεδεών, Βυζαντινόν, ό.π., σ. 57.

83
Συγκλήτου1. ∆εν γνωρίζουµε τον ιδρυτή της και την ηµεροµηνία ίδρυσής της, αλλά
πληροφορούµαστε από το βιβλίο των Τελετών ότι υπήρχε τον 5ο αιώνα2.
Ο ναός του αγίου Στεφάνου κοντά στο Σίγµα: Η ανέγερση της Εκκλησίας αυτής έγινε από
το Μέγα Κωνσταντίνο. Ο Γεώργιος Κωδινός αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «τον άγιον
Στέφανον τον πλησίον του Σίγµατος ο µέγας Κωνσταντίνος έκτισεν. Ο δε βασιλεύς Λέων ο
φιλόσοφος εσµίκρυνε τουτον, και την ύλην πασαν, τα τε µάρµαρα και κίονας και τας χρυσάς
ψηφίδας απέθετο εις τους Αγίους Πάντας, όπου κειται τα λείψανα του αγίου Ισαακίου»3. Η
παρουσία του σώµατος του οσίου Ισαακίου µας κάνει να σκεφτούµε τον άγιο Στέφανο των
Αυρηλιανών αφού γνωρίζουµε ότι το σώµα του τοποθετήθηκε σ’ εκείνο το ιερό. Πρέπει να
σηµειωθεί ότι οι ιστορικοί δεν αναφέρονται στον άγιο Στέφανο των Αυρηλιανών, οπότε
πιστεύουµε ότι η Εκκλησία κοντά στο Σίγµα βρισκόταν προς τα δυτικά της τοποθεσίας που
βρισκόταν αυτή των Αυρηλιανών4.
Στην Κωνσταντινούπολη είναι γνωστά επίσης δύο µοναστήρια αφιερωµένα στον άγιο
Στέφανο. Το πρώτο ιδρύθηκε ή αναστηλώθηκε κατά τους χρόνους του Μιχαήλ VIIΙ του
Παλαιολόγου (1259-1282) από τον Κωνσταντίνο Νεστονγό. Αυτή η πληροφορία µας δίνεται
από ένα επίγραµµα του Μανώλη Φίλου που αφιερώνεται στην προσωπικότητα του
Νεστονγού καθώς και ο τάφος του Νεστογνού που βρίσκεται στην Εκκλησία του
Μοναστηριού επιβεβαιώνει την ίδια πληροφορία. Πιθανότατα στη µονή αυτή συναντήθηκαν
και συµφώνησαν οι επίσκοποι οι αντιπαλαµικοί για να αναθεµατίσουν τον πατριάρχη
Ισίδωρο (+1349), του οποίου τη στέψη είχε πετύχει ο Παλαµάς. Ο Ιγνάτιος του Σµολένσκ
(1389-1405) τοποθέτησε τα λείψανα του αγίου Στεφάνου τη δεύτερη µέρα του Αυγούστου
στο Μοναστήρι που φέρει το όνοµά του. Υπάρχει επίσης η άποψη ότι τα λείψανα βρίσκονταν
στην Εκκλησία που κατασκευάστηκε στα Κωνσταντιανά για να τα τοποθετήσουν εκεί.
Πρέπει λοιπόν να ταυτίσουµε τα δύο ιερά. Στα τέλη του 14ου αιώνα κάποιος Αγάθων έδωσε
στο Μοναστήρι του αγίου τον κώδικα Βατικ. gr. 403, που ανήκε στον πατριάρχη Μακάριο
(1373-1379), και αναφέρεται στο Μοναστήρι των Κωνσταντιανών πιθανότατα παρά στο
επόµενο, του οποίου η ύπαρξη είναι αµφίβολη τον 14ο αιώνα5.
Ένα δεύτερο Μοναστήρι υπήρχε έξω από την Πόλη. Αναφέρεται από τον Geoffroy των
Βιλλεαρδουΐνων ότι ήταν στην όχθη της θάλασσας, τρεις λεύγες πριν την Κωνσταντινούπολη.
Εκεί διέµειναν οι Σταυροφόροι τρεις ηµέρες πριν φθάσουν στην Πόλη (1203). Στην Εκκλησία
έγινε και η συνάντηση του συµβουλίου των κεφαλών της σταυροφορίας. Καµιά πληροφορία
από βυζαντινό κείµενο δεν υπάρχει για το Μοναστήρι αυτό. Γνωρίζουµε µόνο από ένα
γράµµα του Μιχαήλ Ψελλού (11ος αιώνας) ότι υπήρχε ένας χώρος ονοµαζόµενος άγιος
Στέφανος στη Θρακική επαρχία. Στο γράµµα αυτό ζητούσε, από τον πρωτοπρόεδρο της
Βίγλης στο όνοµα του αυτοκράτορα, την άδεια να ανταλλάξει τις κυριότητες του Kyklobion
και του αγίου Στεφάνου µε το προάστειο του Καλαί. Αν το Kyklobion ήταν ανατολικά του
Hebdomon, στο ακρωτήριο που λέγεται Zeytinburnu, ο άγιος Στέφανος όφειλε να βρίσκεται
λίγο πιο µακριά, όπου βρίσκεται σήµερα ο άγιος Στέφανος στο Γεσήλκιοϊ, όπου έγινε η
συνθήκη ανάµεσα στη Ρωσία και την Τουρκία το 1878.
Το Μοναστήρι που βρισκόταν στα προάστεια πέρασε στα χέρια των Σιστερσιάνων κατά
τη διάρκεια της λατινικής κατοχής και το 1247 είχε κάποιον αβά ως ηγούµενο6.

1
Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, Έκθεσις, ό.π., PG 112, βιβλίον Ι, κεφ. ΜΗ΄, στ. 509C, 512C του ιδίου,
Έκθεσις, ό.π., PG 112, βιβλίον Ι, κεφ. ζ΄, στ. 820 Α.
2
Janin, La Géographie, ό.π., σ. 474.
3
Γεωργίου Κωδινού, «Περί κτισµάτων της Κωνσταντινουπόλεως», PG 157, στ. 609 Β.
4
Janin, La Géographie, ό.π., σ. 477.
5
Robertus Devreesse, Codices Vaticani Graeci, tomus II: Codices 330-603, in Bibliotheca Vaticana
MCMXXXVII, σ. 106 πρβλ. Janin, La Géographie, ό.π., σ. 477.
6
Janin, La Géographie, ό.π., σσ. 477-478.

84
Στις µέρες µας υπάρχουν Μοναστήρια αφιερωµένα1στον άγιο Στέφανο, όπως: η Μονή
Κωνσταµονίτου2 ή Κασταµονίτου3 του Αγίου Όρους, η Μονή του Αγίου Στεφάνου
Μετεώρων4, η Μονή του Αγίου Στεφάνου Βροντάδος, βόρεια της πόλης της Χίου5, η Μονή
του Αγίου Στεφάνου στο Κιάτο Κορινθίας6 και η Μονή του Αγίου Στεφάνου στη Σίφνο7.
Έχουν χτισθεί όµως και Εκκλησίες προς τιµήν του: αρχαία Βασιλική Αγίου Στεφάνου
Μανταµάδου Λέσβου, Αρναίας, Παρισιού, Βιέννης8, Τρικάλων9, στο χωριό ∆ρακώνα
Κισάµου 10κ.ά.
Τµήµατα των λειψάνων του αγίου Στεφάνου υπάρχουν στο Άγιο Όρος: στη Μονή
Μεγίστης Λαύρας11, στη Μονή Βατοπεδίου (τµήµα της ωµοπλάτης του αρχιδιακόνου)12, στην
Μονή Ιβήρων13, στη Μονή ∆ιονυσίου (το κάτω σαγόνι του αγίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου14
µε έξι δόντια αργυροδεµένο)15, στη Μονή Παντοκράτορος (ολόκληρη η κάρα και το σαγόνι
του αγίου)16, στην Μονή Ζωγράφου1, στη Μονή Σταυρονικήτα2(τµήµα του ενός χεριού του

1
Η µέχρι σήµερα υπάρχουσα Μονή της αγίας Θεοδώρας της Θεσσαλονίκης ήταν αφιερωµένη αρχικά στον άγιο
Στέφανο. Η ίδρυσή της ανάγεται πριν τα µέσα του 9ου αιώνα. Προϋπήρχε δηλαδή µοναστήρι προς τιµήν του
Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου αλλά προσέλαβε «το όνοµα της οσίας που εµόνασε, αγίασε και ανέδειξε µετά την
κοίµησή της τη µονή της µετανοίας της σε σπουδαίο µοναστικό κέντρο». Η Θεοδώρα ήταν 25 ετών όταν από την
Αίγινα ήρθε στη Θεσσαλονίκη, εγκαταβίωσε στη Μονή του αγίου Στεφάνου και της αφιέρωσε ολόκληρη την
περιουσία της. Η µετονοµασία σε Μονή της αγίας Θεοδώρας έγινε αµέσως µετά τη µετακοµιδή του λειψάνου
της, χωρίς οι ερευνητές να αποκλείουν αυτό να συνέβη τον 14ο αιώνα βλ. σχετικά Ευαγγέλου Π. Λέκκου, Τα
Μοναστήρια του Ελληνισµού (Ιστορία –Παράδοση –Τέχνη), τ. Α΄: Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρος, Θεσσαλία,
Στερεά Ελλάδα, εκδόσεις «Ιχνηλάτης», 1997, σ. 82.
2
∆ηµητρίου Θ. Κόκορη, Ορθόδοξα Ελληνικά Μοναστήρια (Προσκυνηµατικός οδηγός), δευτέρα έκδοσις
επηυξηµένη, Αθήναι 1997, σ. 407. Ιδές Γερασίµου Σµυρνάκη, Το Άγιον Όρος, εκδόσεις «Πανσέληνος», Καρυές
Αγίου Όρους, 1988, σ. 686, όπου αναφέρεται ότι στο Καθολικό του αγίου Στεφάνου της Μονής
Κωνσταµονίτου, σώζεται µία θαυµατουργική εικόνα του αγίου στην ανατολική δεξιά κολώνα (1,20:0,70).
Κάθετα διασχίζεται από µια γραµµή και στο κάτω µέρος φαίνεται καµένη, όπως αναφέρει η παράδοση στους
χρόνους της εικονοµαχίας. Το κάλυµµά της είναι ασηµένιο και επιχρυσωµένο και κατασκευάστηκε το 1864, µε
δαπάνη του αρχιµανδρίτη Φιλαρέτου. Λένε ότι ήρθε µόνη της από τα Ιεροσόλυµα, κατά θαυµατουργικό τρόπο
επί Αλεξίου Α΄ του Κοµνηνού και Ιλαρίωνος, Πρώτου του Όρους, σ’ αυτή τη Μονή βλ. σχετικά και Παναγιώτη
Κ. Χρήστου, Το Άγιον Όρος. Αθωνική Πολιτεία-Ιστορία, Τέχνη, Ζωή, ΠΙΠΜ, εκδόσεις Εποπτεία, Αθήναι 1987,
σσ. 376 και 427 Του ιδίου, Οδοιπορικό στο Άγιον Όρος. Η Μοναχική Πολιτεία, η Ιστορία, η Ζωή και οι Θησαυροί
της, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 171 Π. Κ. Χρήστου-Θωµά Μ. Προβατάκη, Το Άγιον Όρος -Ιστορία, Μνηµεία, Ζωή,
ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 106 Προηγουµένου Ευθυµίου Παντοκρατορινού-Πρέπη, Προσκυνηµατικός και
Ιστορικός οδηγός Αγίου Όρους, Αθήναι 1970, σ. 229 Ερατώ Αικατερίνη Μέλλου, Ταξίδι στην Ουρανούπολη και
το Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 75.
3
Χρήστου, Το Άγιον Όρος, ό.π., σ. 376.
4
Β. Σκουβαρά, «Μετέωρα», ΘΗΕ, τ. 8, στ. 1076.
5
Κόκορη, Ορθόδοξα, ό.π., σ. 389.
6
Του ιδίου, Ορθόδοξα, ό.π., σ. 206.
7
Μιχαήλ Χαρ. Γκητάκου, Ανέκδοτοι επιγραφαί και χαράγµατα εκ Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνηµείων της
Ελλάδος, εν Αθήναις 1957, σ. 112.
8
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 31.
9
Ν. Ι. Γιαννακόπουλου, «Αι παλαιαί εκκλησίαι Τρικκάλων και οι δύο Βησσαρίωνες Λαρίσης», ∆ΧΑΕ 3 (1926)
29.
10
Σταύρου Νικολάου Μαδεράκη, «Θέµατα της εικονογραφικής παράδοσης της Κρήτης», Θεολογία 61/2 (1990)
754.
11
Σµυρνάκη, Το Άγιον Όρος, ό.π., σ. 393.
12
Του ιδίου, Το Άγιον Όρος, ό.π., σ. 446.
13
Του ιδίου, Το Άγιον Όρος, ό.π., σ. 481.
14
Του ιδίου, Το Άγιον Όρος, ό.π., σ. 512. Ιδές και Σωτ. Ν. Καδά, Η Ιερά Μονή Αγίου ∆ιονυσίου, Ιστορία-Τέχνη-
Κειµήλια. Προσκυνηµατικός οδηγός, β΄ έκδοση, Άγιον Όρος 2000, σ. 136.
15
Κώδιξ της Ιεράς και Βασιλικής Μονής ∆ιονυσίου, αρ. 627: (φφ. 119-122) «Καταγραφή των αγίων λειψάνων
όπου ευρίσκονται εντός το µοναστήριον, και τιµίους σταυρούς. Γενοµένην διά υποταγης του Σεβασµιοτάτου και
ηγουµένου και πατρός ηµων κυρίω κυρίω ∆αµασκηνου ιεροµονάχου, επί της δευτέρας αυτου ηγουµενίας, 1814
Σεπτεµβρίου», φ. 119ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου (µοναχού), Συµπληρωµατικός κατάλογος Ελληνικών
χειρογράφων Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου Αγίου Όρους, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, έτος ΚΖ΄, Αθήναι
1957, σ. 242.
16
Σµυρνάκη, Το Άγιον Όρος, ό.π., σ. 535. Ιδές και ∆ηµητρίου Βαµβακά (επιµέλεια), Προσκυνητάριον της Ιεράς
Μονής Παντοκράτορος Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 59.

85
Πρωτοµάρτυρα)3, στη Μονή Ξενοφώντος (τµήµα της κάρας του αρχιδιακόνου Στεφάνου)4,
στην µονή Ρώσικου5, στη Μονή Κωνσταµονίτου (η δεξιά του αγίου Στεφάνου, αφιέρωµα του
Θεοδοσίου του Μικρού)6, στη Μονή Ξηροποτάµου7και στη Μονή Αγίου Παύλου8.
Επίσης λείψανα του αγίου σώζονται και σε άλλα µοναστήρια του Ελλαδικού χώρου όπως:
στο Μοναστήρι «Κοιµήσεως Θεοτόκου Γηροµερίου» (Θεσπρωτίας)9, στη Μονή «Παναγίας
της Ροβελίστας» (Άρτας)10, στη Μονή «Ζωοδόχου Πηγής Άνω Ξενιάς» (Μαγνησίας)11, στη
Μονή «Κοιµήσεως Θεοτόκου Κάτω Ξενιάς» (Μαγνησίας)12, στη Μονή «Κοιµήσεως
Θεοτόκου Γκούρας» (Τρικάλων)13, στη Μονή «Υπεραγίας Θεοτόκου Αµπελακιωτίσσης»
(Αιτωλοακαρνανίας)14, στη Μονή «Αγίου Χαραλάµπους Καλαµακίου» (Κορίνθου)15, στη
Μονή «Παρακλήτου» (Ωρωπού Αττικής)16, στη Μονή «Αγίου Παντελεήµονος» (Ραπεντώσης
Αττικής)17. Τµήµα της τιµίας κάρας του Πρωτοµάρτυρα µεταφέρθηκε το 1925 από την Νότια
Ανατολική Ρωµυλία στον ιερό Ναό της Κοιµήσεως της Θεοτόκου Νέας Μεσήµβριας
Θεσσαλονίκης και είναι φυλαγµένο σε Λάρνακα µαζί µε τµήµατα τιµίων λειψάνων των αγίων
Μοδέστου, Εύπλου και Θεοδώρου του Τήρωνος18. Λείψανα του αγίου Στεφάνου σώζονται
επίσης στο ιερό Σκευοφυλάκιο του Παναγίου Τάφου19.
Από έγγραφο που έχει ηµεροµηνία 17 Απριλίου 1917 και το οποίο αποτελεί κατάλογο
κλοπιµαίων από το σκευοφυλάκιο, το καθολικό και τη βιβλιοθήκη της Μονής
Εικοσιφοίνισσας πληροφορούµαστε ότι κλάπηκαν από τη Μονή, ένα αργυροδεµένο κιβώτιο
µε λείψανα του αγίου Στεφάνου από το σκευοφυλάκιο και από το ναό ένα κιβώτιο
αργυροδεµένο σε σχήµα µονής κατ’ αποµίµηση του Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου, το οποίο
κρατούσε στο αριστερό χέρι ο ιεροδιάκονος θυµιάζοντας κατά την ακολουθία του εσπερινού
και του όρθρου20.

6. Εορτές προς τιµήν του αγίου Στεφάνου σε Ανατολή και ∆ύση.

1
Σµυρνάκη, Το Άγιον Όρος, ό.π., σ. 561.
2
Του ιδίου, Το Άγιον Όρος, ό.π., σ. 617.
3
Ανδρέου Σιµωνοπετρίτου, Προπύργιον Ορθοδοξίας και Έθνους ήτοι: α) Ιστορία του Αγίου Όρους Άθω, β)
Παράρτηµα εορτασµού χιλιετηρίδος Ι. Μονής Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους, γ) Λεύκωµα έγχρωµων
φωτογραφιών Αγίου Όρους, Αθήνα 1969, σ. 126.
4
Σµυρνάκη, Το Άγιον Όρος, ό.π., σ. 624 Ανδρέου Σιµωνοπετρίτου, Προπύργιον, ό.π., σ. 129.
5
Σµυρνάκη, Το Άγιον Όρος, ό.π., σ. 674.
6
Του ιδίου, Το Άγιον Όρος, ό.π., σ. 686 Λεωνίδα ∆. Γάλλη, Το Άγιον Όρος. Εντυπώσεις- Ιστορία-Θρύλοι,
Αθήναι, 1963, σ. 108 Ανδρέου Σιµωνοπετρίτου, Προπύργιον, ό.π., σ. 155 Χρήστου, Οδοιπορικό, ό.π., σ. 172.
7
Ανδρέου Σιµωνοπετρίτου, Προπύργιον, ό.π., σ. 89 πρβλ. Καραπατάκη, Αι περιπέτειαι, ό.π., σ. 79, υποσ. 1, ο
οποίος αναφέρει ότι στη Μονή του Ξηροποτάµου του Αγίου Όρους σώζεται πύργος, που φέρει τα πλήγµατα
πολλών αιώνων, είναι ετοιµόρροπος και αποκαλείται πύργος της παρθένου Πουλχερίας, η οποία µνηµονεύεται
και ως κτήτορας της Μονής. Εκεί υπάρχουν λείψανα του ενός χεριού του αγίου Στεφάνου, τα οποία µόνα τους
βρέθηκαν εκεί και το οποίο, όπως σηµειώνει ο αρχιµανδρίτης Καραπατάκης δεν είναι καθόλου παράδοξο.
8
Μωυσέως Μοναχού Αγιορείτου, Προσκυνητάριον της Ιεράς Μονής του Αγίου Παύλου, Άγιον Όρος 1997, σ. 74.
9
Λέκκου, Τα Μοναστήρια, ό.π., σ. 155.
10
Του ιδίου, Τα Μοναστήρια ό.π., σ. 162.
11
Του ιδίου, Τα Μοναστήρια ό.π., σ. 179.
12
Του ιδίου, Τα Μοναστήρια ό.π., σ. 183.
13
Του ιδίου, Τα Μοναστήρια ό.π., σ. 221.
14
Του ιδίου, Τα Μοναστήρια ό.π., σ. 244.
15
Του ιδίου, Τα Μοναστήρια ό.π., σσ. 352-353.
16
Του ιδίου, Τα Μοναστήρια ό.π., σ. 304.
17
Του ιδίου, Τα Μοναστήρια ό.π., σ. 314.
18
Ιερέως Πέτρου Αγ. Ματθίδη, Ιεραί Ακολουθίαι Παναγίας της Μεγαριωτίσσης, Πολιούχου Νέας Μεσήµβριας
Θεσσαλονίκης της Θαυµατουργού, των Αγίων Λειψάνων (Στεφάνου, Μοδέστου, Εύπλου, Θεοδώρου του Τήρωνος),
Παρακλητικοί Κανόνες, 1957, σ. 34.
19
Καλλίστου, Το εν Ιερουσαλήµ, ό.π., σ. 291.
20
Γεωργίου Κ. Παπάζογλου, Χειρόγραφα και Βιβλιοθήκες της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, τ. Α΄,
∆ηµοκρίτειο Πανεπιστήµιο Θράκης, Θρακική Βιβλιοθήκη, Κοµοτηνή 1993, σ. 19∆.

86
Σχετικά µε την απόδοση τιµής στον άγιο Πρωτοµάρτυρα Στέφανο τους πρώτους
χριστιανικούς αιώνες δεν έχουµε µαρτυρίες. Η καθιέρωση του εορτασµού της µνήµης του
στις 27 ∆εκεµβρίου συνδέεται άµεσα µε το πρόβληµα που είχε ανακύψει σχετικά µε την
καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων στις 25 ∆εκεµβρίου, η οποία σαν ιδιαίτερη εορτή
διαµορφώθηκε πολύ αργά χρονικά και τον αποχωρισµό της συγκεκριµένης αυτής εορτής από
τη άλλη σπουδαία εορτή, των Επιφανίων ή Θεοφανείων, που τελούνταν µαζί στις 6
Ιανουαρίου1.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος, σε οµιλία που εκφώνησε στην Αντιόχεια το 386 στις 20
∆εκεµβρίου στη µνήµη του µάρτυρα Φιλογονίου, παρεκκλίνει από την κύρια υπόθεση του
λόγου για να συστήσει στους ακροατές του την εορτή των Χριστουγέννων που πλησίαζε και
να αποδείξει ότι αυτή είναι η αρχή και η υπόθεση όλων των άλλων εορτών της χριστιανικής
Εκκλησίας. Γράφει λοιπόν: «Εορτή, µέλλει πρσελαύνειν, η πασων εορτων σεµνοτάτη και
φρικωδεστάτη, ην ουκ αν τις αµάρτοι, µητρόπολιν πασων των εορτων προσειπών τις δε εστιν
αύτη; η κατά σάρκα του Χριστου γέννησις… ει γάρ µη ετέχθη κατά σάρκα ο Χριστός, ουκ αν
εβαπτίσθη, όπερ εστί τα Θεοφάνεια ουκ αν εσταυρώθη, όπερ εστί το Πάσχα ουκ αν το Πνευµα
κατέπεµψεν, όπερ εστίν η Πεντηκοστή ώστε εντευθεν, ώσπερ από τινος πηγη ποταµοί διάφοροι
ρυέντες, αυται ετέχθησαν ηµιν αι εορταί…∆ια τουτο δέοµαι πάντων υµων και αντιβολω µετά
πάσης σπουδης και προθυµίας παραγενέσθαι, την οικίαν έκαστον κενώσαντα την εαυτου ίνα
ίδωµεν τον ∆εσπότην ηµων επί φάτνης κείµενον»2.
Ο χωρισµός της εορτής των Χριστουγέννων από την εορτή των Επιφανίων έγινε στη
∆ύση, κατά τα µέσα του 4ου αιώνα και επικράτησε στην Εκκλησία της Ρώµης επί Πάπα
Λιβερίου (352-366). Με το χρόνο η εορτή µεταδόθηκε και στις Εκκλησίες της Ανατολής,
αλλά τελευταία από όλες την αποδέχθηκε η Εκκλησία των Ιεροσολύµων3.
Είναι αναντίρρητο ότι η αληθινή αρχή της εορτής των Χριστουγέννων οφείλεται στη
∆υτική Εκκλησία, όπου µάλιστα είχε καθιερωθεί πολύ χρόνο πριν από τον 4ο αιώνα. Ο
εορτασµός της οφείλεται, είτε στη µέριµνα, που από πολύ νωρίς έλαβε η Ρώµη για να
καθορίσει την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού, είτε στον αγώνα που ανέλαβε
εναντίον των αιρετικών εκείνων, οι οποίοι την αρνούνταν, όπως οι Γνωστικοί, οι Μανιχαίοι,
οι ∆ονατιστές, οι Πρισκυλλιανιστές κτλ. Άλλοι, οι οποίοι ασχολούνταν µε την αρχαιολογία,
διατύπωσαν την άποψη ότι η εορτή της γεννήσεως του Χριστού εισήχθη αρχικά στην
Εκκλησία της Ρώµης και εορταζόταν στις 25 ∆εκεµβρίου, σε αντίθεση προς τις εορτές που
τελούσαν οι εθνικοί την ίδια ηµέρα, τη πιο σύντοµη του έτους, τα Βρουµάλια, ως ηµέρα
γεννήσεως του αήττητου Ήλιου, τα Σιγιλλάρια, που τελούνταν στις 24 ∆εκεµβρίου, κατά τα
οποία οι εθνικοί έστελναν µεταξύ τους διάφορα είδωλα από κερί ή από πηλό και τα Κρόνια,
εορτή του Κρόνου, η οποία εορταζόταν πέντε µέρες, από τις 17-24, ∆εκεµβρίου και τέλος
προς αντίθεση για την αρχή του νέου έτους, η οποία ονοµαζόταν strena ή strenae4.
Από τη ∆ύση εισήχθη η εορτή των Χριστουγέννων ταχύτατα και στις Εκκλησίες της
Ανατολής και µάλιστα πρώτα στην Εκκλησία της Συρίας το 376 και την ίδια χρονιά και στην
Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Έπειτα στην Εκκλησία της Κύπρου, στην Εκκλησία της
Μεσοποταµίας το 378 και στην Εκκλησία των Ιεροσολύµων κατά τις αρχές του 5ου αιώνα5.
Επειδή όµως η εορτή των Χριστουγέννων ήταν άγνωστη µέχρι κάποιο διάστηµα σε ορισµένες
Εκκλησίες, για το λόγο αυτό µερικές από αυτές τελούσαν τη συγκεκριµένη εορτή µαζί µε την

1
Παπαδόπουλου, Η Εορτή, ό.π., σ. 323.
2
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Λόγος έκτος: Εις τον µακάριον Φιλογόνιον γενόµενον από δικολόγου επίσκοπον, και
ότι του προνοειν των κοινη συµφερόντων ίσον εις ευδοκίµησιν παρά τω Θεω, και ότι το ραθύµως προσιέναι τοις
θείοις µυστηρίοις κόλασιν αφόρητον έχει, κάν άπαξ του ενιαυτου τουτο τολµήσωµεν. Ελέχθη δε προ πέντε
ηµερων της Χριστου γεννήσεως», PG 48, στ. 752-753.
3
Παπαδόπουλου, Η Εορτή, ό.π., σ. 323.
4
Αρχιµ. Ιακώβου Αρχατζικάκη, «Περί της Εορτής της του Χριστού Γεννήσεως», ΝΣ 8-9 (1909) 402-403.
5
Ιδές Στεφανίδου Βασιλείου Κ., Εκκλησιαστική Ιστορία. Απ’ αρχής µέχρι σήµερον, εκδοτικός οίκος «Αστήρ»,
Αλ. & Ε. Παπαδηµητρίου, Αθήναι 1948, σ. 287, ο οποίος αναφέρει ότι «Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (379)
εισήγαγεν αυτήν έπειτα εις την εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως, Κύριλλος δε ο Αλεξανδρείας εις την
εκκλησίαν αυτου περί το 433. Εις την εκκλησίαν της Ιερουσαλήµ εισήχθη τέλη της έκτης εκατονταετηρίδος».

87
εορτή των Θεοφανείων στις 6 Ιανουαρίου. Ως λόγο για το συνεορτασµό αυτό οι Εκκλησίες
πρόβαλλαν τη φράση του ευαγγελιστή Λουκά «Και αυτός ην ο Ιησους ωσεί ετων τριάκοντα
αρχόµενος» (3,23), από την οποία συµπέραναν ότι ο Ιησούς βαπτίσθηκε κατά την ηµέρα που
γεννήθηκε πριν από τριάντα χρόνια. Εξαιτίας αυτού όλοι οι Πατέρες της Ανατολικής
Εκκλησίας µιλούσαν πολύ συχνά για τις εορτές αυτές µε το όνοµα Επιφάνια και Θεοφάνεια1.
Πρώτος ο Ιουβενάλιος εισήγαγε στην Εκκλησία Ιεροσολύµων την προ πολλού ήδη στη
Ρώµη και αλλού τελούµενη εορτή των Γενεθλίων του Σωτήρα στις 25 ∆εκεµβρίου. Ο
Βασίλειος Σελευκείας, σύγχρονος του Ιουβεναλίου, κατά τα έτη 455-458 που απήγγειλε
οµιλία προς τιµήν του αγίου Στεφάνου και επαινώντας τον Ιουβενάλιο για την Εκκλησία που
ανήγειρε προς τιµήν του Πρωτοµάρτυρα στον τόπο του λιθοβολισµού πρόσθεσε τα εξής για
τον επίσκοπο: «όστις και την επίδοξον και σωτηριώδη του Κυρίου προσκυνουµένην αρξάµενος
επετέλεσε γένναν»2. Μετά το θάνατο του Ιουβεναλίου ο οποίος συνέβη κατά τους πρώτους
µήνες του 458, οι Ιεροσολυµίτες επανήλθαν και πάλι στην παλιά εορτή, πανηγυρίζοντας στις
25 ∆εκεµβρίου τη µνήµη ∆αυίδ και Ιακώβου, ενώ την εορτή των Χριστουγέννων τη
συµπανηγύριζαν µαζί µε την εορτή των Θεοφανείων στις 6 Ιανουαρίου3.
Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, µνηµονεύοντας τον καθορισµό της εορτής της
Υπαπαντής του Σωτήρα από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό (527-565), σηµείωσε: «τάττει δε (ο
Ιουστινιανός) και την του Σωτηρος Υπαπαντήν άρτι πρώτης απανταχου της γης εορτάζεσθαι,
ώσπερ Ιουστινος την του Χριστου αγίαν Γέννησιν και Μαυρίκιος, ου πολλω ύστερον, την της
πανάγνου και θεοµήτορος κοίµησιν κατά την ιε΄ του αυγούστου µηνός»4. Πρόκειται πάντως για
τον Ιουστίνο Β΄ (565-578), στον οποίο αποδίδει ο Νικηφόρος την εισαγωγή της εορτής των
Χριστουγέννων, µε τρόπο που άλλοι αυτοκράτορες εισήγαγαν ή µετέθεσαν άλλες εορτές.
Η εορτή της Υπαπαντής είχε καθορισθεί αρχικά να τελείται στα Ιεροσόλυµα στις 14
Φεβρουαρίου, την τεσσαρακοστή ηµέρα από τη γιορτή της Επιφανίας (6 Ιανουαρίου)5. Ο
αυτοκράτορας Ιουστινιανός όρισε τη µετάθεση της εορτής της Υπαπαντής στις 2
Φεβρουαρίου. Αυτή η µετάθεση έγινε το 542 για την απαλλαγή της Κωνσταντινούπολης από
λοιµώδη νόσο. Εποµένως και στην Εκκλησία των Ιεροσολύµων µετατέθηκε η εορτή αυτή
στις 2 Φεβρουαρίου, η οποία ήταν η τεσσαρακοστή ηµέρα, όχι από τις 6 Ιανουαρίου, αλλά
από τις 25 ∆εκεµβρίου. Αλλά και µετά από αυτή τη µετάθεση οι Ιεροσολυµίτες
εξακολουθούσαν να εορτάζουν τα Χριστούγεννα όχι στις 25 ∆εκεµβρίου, αλλά στις 6
Ιανουαρίου µαζί µε την εορτή των Επιφανίων. Για την άρση αυτής της ανωµαλίας εκδόθηκε
η διαταγή από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο Β΄, όπως προαναφέραµε. Έτσι δεν οφείλεται σ’
αυτόν η αρχική εισαγωγή της εορτής των Χριστουγέννων, αλλά η επιβολή αυτής εκεί που δεν
υπήρχε6.
Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστοµος Παπαδόπουλος αναφέρει ότι από τον επιτάφιο
λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου για το Μ. Βασίλειο, που εκφωνήθηκε το 381 στην
Καισάρεια της Καππαδοκίας, υποδηλώνεται πως επικράτησε η συνήθεια, µετά την εορτή των
Γενεθλίων του Σωτήρα και πριν από την 1 Ιανουαρίου να εορτάζεται η µνήµη του αγίων
Στεφάνου, Πέτρου, Ιακώβου, Ιωάννου και Παύλου, διαπίστωση που δεν επιβεβαιώθηκε από
τη δική µου έρευνα στο συγκεκριµένο λόγο. Είναι γνωστό ότι το συριακό µαρτυρολόγιο που
διασώθηκε σε κώδικα του 411 και µεταφράσθηκε από τα ελληνικά αναγράφει τις µνήµες των
αγίων ως εξής: 26 ∆εκεµβρίου αγίου Στεφάνου, 27 ∆εκεµβρίου αγίων Ιακώβου και Ιωάννη,
28 ∆εκεµβρίου Πέτρου και Παύλου7.
1
Αρχατζικάκη, Περί της Εορτής, ό.π., σσ. 405-406.
2
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 469.
3
Παπαδόπουλου, Η Εορτή, ό.π., σσ. 335-336 και 338.
4
Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου, «Εκκλησιαστική Ιστορία», PG 147, ΚΗ΄, βιβλίον 17, στ. 292Α.
5
Παπαδόπουλου, Η Εορτή, ό.π., σσ. 340-341.
6
Παπαδόπουλου, Η Εορτή, ό.π., σ. 343 πρβλ. Θεοδώρου Ξύδη, Ο Στέφανος των Απολυτικίων του ενιαυτού,
ανατύπωσις εκ της «Ορθοδοξίας», Σταµπούλ τύποις Αδελφών Τσιτουρή, 1950, σ. 23.
7
Παπαδόπουλου, Η Εορτή, ό.π., σσ. 346-347. Ιδές ∆(υοβουνιώτη), Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 6, όπου
αναφέρεται ότι κατά τον πέµπτο ή τον έκτο αιώνα όρισε η Εκκλησία να εορτάζεται η µνήµη του αγίου
Στεφάνου στις 27 ∆εκεµβρίου.

88
Έτσι, η µνήµη του αγίου Στεφάνου ορίσθηκε αρχικά στις 26 ∆εκεµβρίου, όπως αυτό
προκύπτει από το συριακό µαρτυρολόγιο, που διασώθηκε σε κώδικα του 411, και από αρχαία
δυτικά µαρτυρολόγια, µε εξαίρεση αυτού της Καρθαγένης και του µικρού ρωµαϊκού, τα
οποία µιλούν αόριστα για το θέµα αυτό1. Η Εκκλησία τελούσε την εορτή του αρχικά τη
δεύτερη µέρα µετά από τη γέννηση του Χριστού, για να αναδείξει αυτόν τον άγιο, πρώτο
µάρτυρα του Χριστού, που γεννήθηκε την προηγούµενη ηµέρα και να δηλώσει ότι χωρίς τη
γέννηση του Σωτήρα δεν θα µπορούσε να λάβει τη δύναµη που τον βοήθησε να αντέξει το
µαρτύριο2.
Στη Μικρά Ασία επικρατούσε η εορτή των αποστόλων Πέτρου και Παύλου στις 28
∆εκεµβρίου, όπως και στον Πόντο. Αυτό φαίνεται από τον επιτάφιο λόγο του Γρηγορίου
Νύσσης για το Μ. Βασίλειο, που εκφωνήθηκε πιθανώτατα στις 27 ∆εκεµβρίου 368, όπως
υποστηρίζει ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστοµος Παπαδόπουλος Αντίθετα παραποµπή
του ιδίου στον εγκωµιαστικό λόγο προς τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο του Αστερίου
Αµασείας δεν οδηγεί στο ίδιο συµπέρασµα. Προκύπτει δηλαδή ότι στις 26 ∆εκεµβρίου
εορταζόταν η µνήµη του αρχιδιακόνου Στεφάνου, στις 27 ∆εκεµβρίου των αποστόλων
Πέτρου, Ιακώβου και Ιωάννη, ενώ στις 28 ∆εκεµβρίου ιδιαίτερα η µνήµη του αποστόλου
Παύλου3.
Ότι η µνήµη του αγίου Στεφάνου εορταζόταν πριν από την εύρεση των λειψάνων του το
415 φαίνεται και από το γεγονός ότι Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Γρηγόριος Νύσσης, ο
Αστέριος Αµασείας, ο Βασίλειος Σελευκείας4 κτλ. απήγγειλαν οµιλίες στη µνήµη του. Και
από αυτές προκύπτει ότι η 26η ∆εκεµβρίου ήταν η ηµέρα εορτασµού του αγίου5.
Χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης6 αναφέρει: «Ιδού γαρ εορτήν εξ εορτης και χάριν
αντιλαµβάνοµεν χάριτος. Χθές ηµας ο του παντός ∆εσπότης ειστίασε, σήµερον, ο µιµητής του
∆εσπότου. Πως ουτος ή πως εκεινος; Εκεινος, τον άνθρωπον υπέρ ηµων ενδυσάµενος, ουτος,
τον άνθρωπον υπέρ εκείνου αποδυσάµενος. Εκεινος, το του βίου σπήλαιον δι’ ηµας
υπερχόµενος, ουτος, του σπηλαίου δι’ εκεινον υπεξερχόµενος. Εκεινος, υπέρ ηµων
σπαργανούµενος, ουτος, υπέρ εκείνου καταλιθούµενος. Εκεινος αναιρων τον θάνατον, ουτος
επεµβαίνων τω θανάτω κειµένω». Αναφερόµενος στο ίδιο γεγονός ο Αστέριος Αµασείας7
σηµειώνει: «Χθές µέν ουν εµάθοµεν διά της εγκυκλίου και συνήθους εορτης, ότι εγεννήθη ο του
κόσµου Σωτήρ, …Σήµερον δε βλέποµεν τον γενναιον αγωνιστήν υπέρ εκείνου καταλιθούµενον,
εν αίµατι αποτίση την υπέρ αίµατος χάριν».
Τελικά όταν Πατριάρχης Ιεροσολύµων ήταν ο Σωφρόνιος, στην αρχή του 7ου αιώνα
επικράτησε στην Εκκλησία, όπου προΐστατο, η ιδιαίτερη εορτή των Χριστουγέννων στις 25
∆εκεµβρίου χωριστά από την εορτή των Επιφανίων στις 6 Ιανουαρίου. Από τα ποιήµατα του
αγίου Σωφρονίου και τους ύµνους του συνάγονται ικανές ενδείξεις για το εορτολόγιο της
Εκκλησίας Ιεροσολύµων, όπως αυτό κανονίστηκε σύµφωνα µε την παραπάνω οριστική
µεταβολή. Οι ενδείξεις αυτές επαναλαµβάνονται και στο «Κανονάριο»8 (Τυπικό) της
Εκκλησίας Ιεροσολύµων, του έβδοµου αιώνα, το οποίο διασώθηκε σε γεωργιανή µετάφραση.
Έτσι η εορτή του προφήτη ∆αυίδ και του αποστόλου Ιακώβου, η οποία τελούνταν στις 25
∆εκεµβρίου, µετά την επικράτηση της εορτολογικής µεταρρύθµισης, µετατέθηκε στις 26
∆εκεµβρίου και ορίσθηκαν ως εξής και οι υπόλοιπες εορτές των κοντινών ηµερών:

1
Ράµφου, Στέφανος, ό.π., στ. 469. Ιδές Παπαδόπουλου, Η Εορτή, ό.π., σ. 346 «Martyrologe du IV(e) siécle»,
PO, t. 10, par F. Nau, σ. 11. Περισσότερα για τα αρχαιότερα µαρτυρολόγια ιδές Στεφανίδου, Εκκλησιαστική,
ό.π., 1948, σ. 289.
2
Κωνσταντίνου Κοντογόνου, Εκκλησιαστική Ιστορία από της Θείας συστάσεως της Εκκλησίας µέχρι των καθ’
ηµας χρόνων, πρώτος τόµος, τύποις Νικολάου Ρουσόπουλου, εν Αθήναις 1876, σσ. 621-622.
3
Γρηγορίου Νύσσης, «Επιτάφιος λόγος εις τον ίδιον αδελφόν τον Μέγαν Βασίλειον», PG 46, στ. 789Α
Παπαδόπουλου, Η Εορτή, ό.π., σ. 347.
4
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 461-471.
5
Gordini, Stephen, ό.π., σσ. 1382-1383.
6
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 701C-704A.
7
Αστερίου Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 340ΑΒ.
8
Μ.Κ., «Ιεροσολυµιτικό Κανονάριον», ΝΣ 20 (1925) 660.

89
25 ∆εκεµβρίου, των Γενεθλίων, 26 ∆εκεµβρίου ∆αυίδ και Ιακώβου, 27 ∆εκεµβρίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα, 28 ∆εκεµβρίου Πέτρου και Παύλου, 29 ∆εκεµβρίου Ιακώβου
και Ιωάννου Ζεβεδαίου. Έτσι λοιπόν τελευταία από όλες και µετά την πάροδο δύο αιώνων,
ύστερα από τις άλλες Εκκλησίες της Ανατολής, η Εκκλησία των Ιεροσολύµων αποδέχθηκε
την εορτή που διαµορφώθηκε στη ∆ύση στις 25 ∆εκεµβρίου, ως ιδιαίτερη εορτή των
Χριστουγέννων και κανόνισε τις συναφείς προς αυτήν εορτές.
Αυτές οι χρονολογήσεις, περισσότερο από το να δείχνουν την ηµέρα του µαρτυρίου, είναι
ως επί το πλείστον εκδηλώσεις που θέλουν να εορτάσουν κοντά στα Χριστούγεννα τους
µεγάλους αγίους, που ήταν οι πρώτοι µάρτυρες του Θεανθρώπου Χριστού. Ο άγιος
Γρηγόριος Νύσσης1 πράγµατι θυµίζει ως εορτασµούς της περιόδου των Χριστουγέννων: Άγιο
Πέτρο, Παύλο, Ιάκωβο και Ιωάννη.
Αργότερα, υπό την επίδραση της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, και στην Εκκλησία
Ιεροσολύµων επικράτησε άλλη σειρά εορτών, σύµφωνα µε την οποία στις 26 ∆εκεµβρίου
εορταζόταν η «Σύναξη» της Θεοτόκου ή «τα επιλόχια» της Θεοτόκου ή «η φυγή εις
Αίγυπτον», ενώ η εορτή της µνήµης του ∆αυίδ και του Ιακώβου µετατέθηκε στην πρώτη
Κυριακή µετά την 25η ∆εκεµβρίου. Η εορτή των αποστόλων Πέτρου και Παύλου από τις 28
∆εκεµβρίου µετατέθηκε στις 29 Ιουνίου2. Ορίσθηκε να γίνεται δηλαδή κατά τις 26
∆εκεµβρίου, η σύναξη στο ναό για τη δοξολογία της Θεοτόκου, επειδή έφερε στον κόσµο
υπερφυσικά τον Υιό και Λόγο του Θεού, και έγινε έτσι το όργανο που βοήθησε για τη
σωτηρία των ανθρώπων. Κατά συνέπεια η εορτή του Πρωτοµάρτυρα µετατέθηκε την τρίτη
ηµέρα των γενεθλίων του Χριστού3. Χαρακτηριστικά στην οµιλία του Σωφρονίου
Ιεροσολύµων4 προς τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, των οποίων η µνήµη εορταζόταν
ακόµη την τέταρτη ηµέρα των Χριστουγέννων αναφέρεται ότι: «τρίτην γάρ µετά του Χριστου
σωτήριον γέννησιν Στεφάνω δεδωκότες πανήγυριν». Εποµένως η εορτή στις 29 Ιουνίου δεν
τελούνταν στα χρόνια του Σωφρονίου5.
Σήµερα η Ανατολική Εκκλησία εορτάζει τη µνήµη του αγίου Στεφάνου στις 27
∆εκεµβρίου, την εύρεση των ιερών λειψάνων του στις 15 Σεπτεµβρίου ενώ την ανακοµιδή
του ιερού λειψάνου στα Ιεροσόλυµα στις 2 Αυγούστου6.
1
Γρηγορίου Νύσσης, «Έτερον Εγκώµιον εις τον άγιον Στέφανον τον Πρωτοµάρτυρα», PG 46, στ. 725C, 729B,
732B, 733C πρβλ. Παπαδόπουλου, Η Εορτή, ό.π., σ. 345 Σωφρονίου αρχιεπισκόπου Ιεροσολύµων, «Εις τους
αγίους Πέτρον και Παυλον τους µακαρίους αποστόλους τη δ΄ ηµέρα των Γενεθλίων», PG 87/3, στ. 3361Β
Gordini, Stephen, ό.π., σ. 1383.
2
Παπαδόπουλου, Η Εορτή, ό.π., σσ. 345-346.
3
Κοντογόνου, Εκκλησιαστική, ό.π., σ. 466.
4
Σωφρονίου, Εις τους αγίους, ό.π., PG 87/3, στ. 3361Β.
5
Παπαδόπουλου, Η Εορτή, ό.π., σ. 349.
6
Ράµφου, Στέφανος, ό.π., στ. 469 «Στέφανος», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, έκδοση
συνεργασίας Grande Encyclipédie Larousse, Encyclopaedia Britannica, Εκδοτικός Οργανισµός Πάπυρος, τ. 55,
εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1993, σ. 238 πρβλ. Πάσχου, Οι άγιοι, ό.π., σσ. 154-155 Νικοδήµου Αγιορείτου,
Συναξαριστής των ∆ώδεκα Μηνών του Ενιαυτού, τόµος πρώτος (Σεπτέµβριος- Οκτώβριος), έκδοση πέµπτη
«Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1981, σ. 152, υποσ. 78 Κωνσταντίνου Πλατανίτου, Εορτολόγιον της
Ορθοδόξου Εκκλησίας, εν Αθήναις 1974, σ. 79.
Στο άρθρο του Ράµφου, Στέφανος, ό.π., στ. 469 αναφέρεται ότι: «η «δεξιά» του Πρωτοµάρτυρα µεταφέρθηκε
στην Κωνσταντινούπολη και έγινε δεκτή από την Πουλχερία στις 27 Σεπτεµβρίου του 428 και τοποθετήθηκε
στο ναό του Αγίου Λαυρεντίου, επειδή δεν υπήρχε ακόµη ναός προς τιµήν του αγίου Στεφάνου. Στο µεταξύ η
Πουλχερία ανήγειρε ναό στο όνοµα του αγίου Στεφάνου στο ανάκτορο της ∆άφνης, όπου και µεταφέρθηκε η
«δεξιά» του Πρωτοµάρτυρα. Αργότερα επί Αναστασίου του Α΄ (491-518) µεταφέρθηκαν από τα Ιεροσόλυµα
στην Κωνσταντινούπολη τα λείψανα περισσότερο πλήρη και άρχισε να τιµάται η µνήµη της µετακοµιδής στις 2
Αυγούστου. Σύµφωνα µε µαρτυρία του Θεοδώρου του Αναγνώστου οι Κωνσταντινουπολίτες εξακολουθούσαν
να θυµούνται και την πρώτη κατάθεση των ιερών λειψάνων του Πρωτοµάρτυρα στο ναό του αγίου Λαυρεντίου
το Σεπτέµβριο. Η µνήµη της δεύτερης κατάθεσης παρέµεινε στα Ανατολικά Μηνολόγια και Συναξάρια, στα
οποία ύστερα από ανακριβή ανάγνωση αντί ανακοµιδής και κατάθεσης σηµειώθηκε «εύρεσις των λειψάνων τη
15η ∆εκεµβρίου» και όχι «τη 27η». Mετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Ενετούς (1204) τα
λείψανα του αγίου Στεφάνου αρπάχτηκαν και µεταφέρθηκαν στη Μονή του αγίου Γεωργίου της Βενετίας».
Στηριγµένος στις πληροφορίες που δίνει ο Ράµφος στο συγκεκριµένο άρθρο του ο αρχιµ. Μαϊδώνης, Ο
Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 30, αναφέρει ότι: «τρεις φορές το χρόνο εορτάζει τον Πρωτοµάρτυρα Στέφανο η

90
Υπάρχει µαρτυρία για τη περιοχή της Κωνσταντινούπολης ότι η εορτή της δευτέρας
Αυγούστου τελούνταν κατά τον 9ο αιώνα αλλά και κατά τον 5ο, όπως φαίνεται από την
ανέκδοτη βιογραφία των οσίων Ισαακίου, ∆αλµάτου και Φαύστου1.
Στη ∆ύση τον τέταρτο αιώνα δεν υπήρχε ακόµη µεγάλη λατρεία προς τον άγιο Στέφανο.
Η «Ρωµαϊκή Κατάθεση Μαρτύρων» δεν προβλέπει ακόµη αυτό τον εορτασµό που αντίθετα
µνηµονεύεται στο Καρχηδονιακό ηµερολόγιο2.
Τον 5ο αιώνα η έκρηξη της λατρείας για τον άγιο Στέφανο ήταν πραγµατικά µοναδική και
αυτό οφείλεται στην έκθεση του Λουκιανού και στη διάδοση των λειψάνων σε κάθε µέρος
του καθολικού κόσµου. Η φήµη του θαυµατουργού αγίου αύξησε έπειτα περισσότερο τη
λατρεία, τόσο πολύ που στο παράδειγµα του αγίου Αυγουστίνου άρχισαν να γράφουν
διηγήµατα των θαυµάτων που συνέβησαν. Έτσι οι λειτουργικές εορτές πολλαπλασιάστηκαν
είτε εξαιτίας της ανακοµιδής των λειψάνων είτε εξαιτίας της αφιερώσεως κάποιων ναών στο
όνοµα του αγίου.
Στη ∆ύση εκτός από την εορτή της 26ης ∆εκεµβρίου µπήκε στο λειτουργικό κύκλο, µετά
τον 10ο αιώνα, µια γιορτή στις 2 ή 3 Αυγούστου (ανεύρεση του σώµατος) που καταργήθηκε
το 1961. Τέτοιος εορτασµός µνήµης, σε αντίθεση µε την ηµεροµηνία που αναφέρεται από την
έκθεση του Λουκιανού, φαίνεται να δηµιουργήθηκε σε σχέση µε το λειτουργικό εορτασµό
του Πάπα Στεφάνου Α΄ που εορτάζεται στη Ρώµη στις 2 Αυγούστου. Πάνω σ’ αυτή την
ερµηνεία δεν υπάρχει συµφωνία. Ο Delehaye θεωρεί ότι στις 2 Αυγούστου εορταζόταν η
αφιέρωση της Εκκλησίας του αγίου Στεφάνου της Αγκώνα, όπου η µνήµη του αγίου ήταν
πολύ ζωντανή3. Άλλοι αντίθετα θεωρούν ότι στις 2 Αυγούστου ήταν η µνήµη της αφιέρωσης
ενός µεγάλου βασιλικού ναού της Ρώµης προς τιµήν του µάρτυρα.
Στην Εκκλησία της Χαλδαίας και στην Κοπτική Εκκλησία υπήρχε εορτή αφιερωµένη στον
άγιο στις 8 Ιανουαρίου, ενώ στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας στις 15 Σεπτεµβρίου.
Στη Ρώµη, το Μεσαίωνα, µεταξύ Εκκλησιών και παρεκκλησιών προς τιµήν του
Πρωτοµάρτυρα µετριόντουσαν γύρω στις τριάντα. Η πιο φηµισµένη είναι εκείνη του αγίου
Στεφάνου Ροτόντο στο βουνό Τσέλιο, που ανεγέρθη υπό του Σεµπλικίου, όπου πήγαιναν οι
Ποντίφηκες µε µεγάλη λαµπρότητα στις 26 ∆εκεµβρίου. Σύµφωνα µε µια θρυλική αφήγηση
τα λείψανα του µάρτυρα θα πρέπει να µεταφέρθηκαν από την Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη
στα τέλη του 6ου αιώνα κατά τη διάρκεια της θητείας του Πάπα Πελαγίου Β΄ και θα πρέπει να
τακτοποιήθηκαν στην βασιλική του αγίου Λορέντζο (Λαυρεντίου) έξω από τα τείχη.
Μοναδική η λατρεία του αγίου στις 2 Αυγούστου εµφανίζεται και στην Αγκώνα. Άλλες
Ιταλικές τοποθεσίες όπως η Ραβέννα, η Νάπολη, το Μιλάνο είχαν µεγάλους εορτασµούς για
το ∆ιάκονο-µάρτυρα.
Υπάρχουν µαρτυρίες λατρείας επίσης για την Ισπανία4. Αναφέρεται ότι λείψανα
χαρίστηκαν από το Λουκιανό στον επίσκοπο Ορόσιο της Μινόρκα.
Κυρίως στην Αφρική5 ο Πρωτοµάρτυρας µετά την εύρεση του 415 ήταν αντικείµενο
µεγάλης λατρείας: στην Ουτσαλούµ, στην Κάλαµα υπό του Επισκόπου Ποσιδίου και στην

Εκκλησία µας, στις 27 ∆εκεµβρίου ότε µεταφέρθηκε στα Ιεροσόλυµα, στις 15 Σεπτεµβρίου η µεταφορά της
δεξιάς χειρός εις Κων/λη, στις 2 Αυγούστου µεταφορά περισσοτέρων λειψάνων εις Κων/λη». Και οι δύο
συγγραφείς χωρίς διευκρινήσεις παραπέµπουν σε πληροφορίες που δεν είναι δυνατό να τεκµηριωθούν. Ο
Ράµφος αναφέρεται στο Θεόδωρο τον αναγνώστη χωρίς να τεκµηριώνει την παραποµπή του και ο αρχιµ.
Μαϊδώνης στηριγµένος στις πληροφορίες του Ράµφου υιοθέτησε κάποιες απόψεις, τις οποίες δεν στάθηκε
δυνατό να διασταυρώσω.
1
Γεδεών, Βυζαντινόν, ό.π., σ. 143.
2
Gordini, Stephen, ό.π., σ. 1383.
3
Delehaye, Quelques, ό.π., σσ. 22-30.
4
E. D. Hunt, «St. Stephen in Minorca. An Episode in Jewish-Christian Relations in the Early 5th Century A.D.»,
JTS , NS 33 (1982) 106-123 πρβλ. Henry Chadwick, Heresy and Orthodoxy in the Early Church, Variorum
1991, σ. 437.
5
W. H. C. Frend, The Early Christian Church in Carthage in Town and Country in the Early Christian
Centuries, Variorum Reprints, London 1980, σ. 32.

91
Ιππόνα1κατά τη διάρκεια της θητείας του αγίου Αυγουστίνου. Τέλος και στη Γαλλία
υπάρχουν αρχαίες µαρτυρίες λατρείας.
Μόνο η στατιστική των βασιλικών ναών, των καθεδρικών, των παρεκκλησιών, των
µοναστηριών, που είναι αφιερωµένα στον Πρωτοµάρτυρα, τόσο στα µικρά όσο και στα
µεγάλα αστικά κέντρα θα έδινε µονάχα στη µεσαιωνική περίοδο, πολύ υψηλά νούµερα.
Επίσης πολλά χωριά του δυτικού κόσµου (Ιταλία, Γαλλία κτλ.) φέρουν το όνοµα του πρώτου
χριστιανού µάρτυρα2. Όλα αυτά αποτελούν αναµφισβήτητες ενδείξεις της έκτασης της
λατρείας του αρχιδιακόνου στον καθολικό κόσµο.

1
Για τη λατρεία του Αγίου στην Ιππόνα ιδές Cyrille Lambot, «Les sermons de Saint Augustin pour les fêtes de
martyrs», AB 67 (1949) 263.
2
Gordini, Stephen, ό.π., σσ. 1383-1385.

92
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

1) Πηγές της εκκλησιαστικής γραµµατολογίας.

Ο Πρωτοµάρτυρας Στέφανος αποτελεί µία από τις πιο εξέχουσες µορφές της ιστορίας της
Εκκλησίας µας. Το µεγαλείο της χριστιανικής αγάπης, η δύναµη της πίστης καθώς και οι
αρετές, που τον διέκριναν, σε συνδυασµό µε την παρρησία, που διέθετε για την υπεράσπιση
της πίστης του ενώπιον των εχθρών του, καθώς και µε το νεαρό της ηλικίας του, αποτελούν
εύλογες αιτίες για τις οποίες θεωρείται ο αρχιδιάκονος, άξιο παράδειγµα προς µίµηση για
τους χριστιανούς κάθε εποχής. Αρκετοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς και υµνογράφοι της
Εκκλησίας µας, ασχολήθηκαν µε τη µορφή του αγίου Στεφάνου εγκωµιάζοντας την
προσωπικότητα και τα κατορθώµατά του, µε στόχο την πνευµατική οικοδοµή και ενίσχυση
των πιστών. Συνέπεια αυτού του γεγονότος, είναι η πληθώρα των εγκωµιαστικών λόγων,
γνήσιων και νόθων καθώς και τα έργα της ποιητικής υµνολογίας που υπάρχουν σήµερα, και
τα οποία µας δίνουν, µια ξεκάθαρη εικόνα για την προσωπικότητα και τη συµβολή του
πρώτου χριστιανού µάρτυρα στην ιστορία της Εκκλησίας.
Γνήσιες εγκωµιαστικές οµιλίες προς τιµή του αγίου, µας άφησαν οι εξής εκκλησιαστικοί
συγγραφείς: ο Πρόκλος, αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως (PG 65,809-818), ο Αστέριος
Αµασείας (PG 40,337-352), ο Γρηγόριος Νύσσης1 δύο οµιλίες (PG 46,701-722 και 46,721-
736), ο Ανατόλιος2, επίσκοπος Θεσσαλονίκης (Ι΄αιώνας)3, ο Βασίλειος Σελευκείας (PG 85,
461-474), ο Φλωρέντιος4, επίσκοπος Φωτικής, ο Ησύχιος5, πρεσβύτερος Ιεροσολύµων, και ο
αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ο σοφός (886-912)6. Υπάρχει ακόµη ένας πανηγυρικός λόγος για

1
Η δεύτερη οµιλία του αγίου Γρηγορίου, που περιέχεται στην PG του Migne, τ. 46, στ. 721-736, αποτελεί
συνέχεια της οµιλίας, που περιέχεται στον ίδιο τόµο της PG του Migne, στ. 701-722. Εκφωνήθηκαν αντίστοιχα
οι οµιλίες αυτές στις 26 και 27 ∆εκεµβρίου του 386 από τον Γρηγόριο Νύσσης. Ιδές ΒΕΠΕΣ, τ. 65, Γρηγόριος
Νύσσης, (Μέρος Α΄, Ι), Γενική επιστασία και επιµέλεια Ηλία ∆. Μουτσούλα, έκδοσις της Αποστολικής
∆ιακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1996, σσ. 285-286.
2
Ανατολίου επισκόπου Θεσσαλονίκης, «Εγκώµιον εις τον πρωτοµάρτυρα Στέφανον», (φφ. Σκη[ν]-Σλα[γ]) πρβλ.
Πατµιακή Βιβλιοθήκη ήτοι αναγραφή των εν τη βιβλιοθήκη της κατά την νήσον Πάτµον Γεράρας και Βασιλικής
Μονής του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου τεθησαυρισµένων χειρογράφων τευχών
πάλαι µεν εκπονηθείσα υπό Ιωάννου Σακκελίωνος νυν δε φιλοτίµω προνοία και αναλώµασι του Φιλολογικού
Συλλόγου Παρνασσού εκδιδόµενη ης εν τέλει προσετέθησαν και επτά πίνακες πανοµοιότυπα περιέχοντες της των
διαφόρων εκατονταετηρίδων γραφής, Αθήνησιν 1890, σ. 174.
3
Martin Jordan, «Ανατόλιος», ΘΗΕ, τ. 2, στ. 644 R. Janin, «Anatole», Dictionnaire d’ Histoire et de
Géographie Ecclésiastiques, publié sous la direction de Mgr Alfred Baudrillart recteur de l’ institut Catholique
de Paris P. Richard, U. Rouziés et A. Vogt, t. deuxiéme, Paris, 1914, σ. 1501 J. M. Hoeck, «Anatolios», Lexikon
für Theologie und Kirche, B.1, στ. 497-498 «Anatolius Thessalonicensis», EO 21(1922) 265-266
Παπαδόπουλου, Συµβολαί, ό.π., 1890, σσ. 253-254.
4
Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, σσ. 74-81 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 74-81.
5
Ησυχίου, πρεσβυτέρου Ιεροσολύµων, «Εγκώµιον εις τον άγιον Στέφανον», που περιέχεται στο έργο του Michel
Aubineau, Les homélies festales d’ Hésychius de Jérusalem, vol. I: les homélies I-XV, Subsidia Hagiographica,
no 59, Société des Bollandistes, Bruxelles 1978, σσ. 328-250.
6
Κώδικας Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών 2101: (φφ. 153v-159v) «Λέοντος εν Χριστω βασιλει αιωνίω βασιλέως.
Λόγος εις τον πρωτον σ’ αυτω εκ του παραδείσου της Εκκλησίας προσενεχθέντα έµψυχον Στέφανον» πρβλ.
Francois Halkin, Catalogue des manuscrits hagiographiques de la Bibliothéque Nationale d’ Athénes , Subsidia
Hagiographica, no 66, Sociéte des Bollandistes, Bruxelles 1883, σ. 115. Για τον αυτοκράτορα Λέοντα ιδές: Ιω.
Χ. Κωνσταντινίδη, «Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός», ΘΗΕ, τ. 8, στ. 267-269, ενώ για το συγγραφικό έργο του βλ. σχετικά
Theodora Antonopoulou, The Homilies of the Emperor Leo VI, Brill, Leiden, New York, Koln 1997. Η οµιλία
του Λέοντα του Σοφού δηµοσιεύθηκε από τον ιεροµόναχο Ακάκιο στο έργο του, που είχε τον τίτλο: Λέοντος του
σοφού πανυγηρικοί(sic) λόγοι, εκδοθέντες σπουδή και επιµελεία Ακακίου ιεροµονάχου εκ του Αγίου Όρους του
Άθωνος, 8ο , Αθήναι 1868. Για τη µελέτη αυτή του Ακακίου ιδές το άρθρο του L. Petit, «Note sur les homélies
de Léon le Sage», EO 3 (1900) 245-249. Προσωπικά στάθηκε αδύνατο να δω το προαναφερθέν έργο του
Ακακίου, αλλά όλες οι παραποµπές του λόγου, που χρησιµοποιούνται στη συνέχεια της εργασίας, γίνονται στο
χειρόγραφο της οµιλίας της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Αθηνών.

93
τον άγιο Στέφανο που επιγράφεται: «λόγος πανηγυρικός εις τον πρωτοµάρτυρα του Χριστου
Στέφανον. Συντεθείς παρά Στεφάνω, υιω του γαληνοτάτου, και φιλοχρίστου ηγεµόνος πάσης
Ουγκροβλαχίας κυρίου κυρίου Ιωάννη Κωνσταντίνου Μπασαράµπα»1, ένα ανώνυµο2 εγκώµιο
για τον Πρωτοµάρτυρα και µια οµιλία του Νικήτα Παφλαγόνος µε τον τίτλο: «λόγος
εγκωµιαστικός άµα και ιστορικός περί της εν Κωνσταντινουπόλει ελεύσεως του τιµίου λειψάνου
του εν αγίοις πρωτοµάρτυρος του Χριστου και αρχιδιακόνου Στεφάνου»3.
Πλάι στις γνήσιες εγκωµιαστικές οµιλίες προστίθενται προς τιµήν του αγίου και οι νόθες,
που εσφαλµένα αποδίδονται στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστοµο4.
Τέλος, οι πηγές, απ’ όπου αντλείται το υλικό της ποιητικής υµνολογίας, που
χρησιµοποιείται στην παρούσα εργασία, είναι οι εξής: α) Ακολουθία του αγίου Στεφάνου του
µηνός ∆εκεµβρίου από την Ιερά Μονή ∆ιονυσίου του Αγίου Όρους, του 18ου αιώνα5, β)
Ακολουθία του αγίου Πρωτοµάρτυρος Στεφάνου του µηνός ∆εκεµβρίου από την Ιερά Μονή
Βατοπεδίου του Αγίου Όρους του 18ου αιώνα6, γ) Μηναίον ∆εκεµβρίου από την Ιερά Μονή

1
Κώδικας Μονής Κωνσταµονίτου 64: (φφ. 4r-11r) «λόγος πανηγυρικός εις τον πρωτοµάρτυρα του Χριστου
Στέφανον. Συντεθείς παρά Στεφάνω, υιω του γαληνοτάτου, και φιλοχρίστου ηγεµόνος πάσης Ουγκροβλαχίας
κυρίου κυρίου Ιωάννη Κωνσταντίνου Μπασαράµπα» πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41. Η οµιλία αυτή
περιλαµβάνεται στο έργο του Émile Legrand, Bibliographie Hellénique ou description raisonnée des ouvrages
publies par Grecs au dix-huitiéme, par Louis Petit et Hubert Pernot, tome premier, Paris 1918, σσ. 10-11 και έχει
τον τίτλο: «Λόγος πανηγυρικός εις τον Πρωτοµάρτυρα του Χριστου Στέφανον. Συντεθείς παρά Στεφάνω, Υιω Του
γαληνοτάτου και φιλοχρίστου Ηγεµόνος πάσης Ουγκροβλαχίας κυρίου κυρίου Ιωάννου Κωνσταντίνου
Μπασσαράµπα. Παρ’ αυτου δε, αυτω τω αηττήτω Αθλητη, και των Μαρτύρων Στρατηγω, ταπεινως αφιερωθείς.
Ετυπώθη, εν Βουκουρεστίω, αψά. Παρά Ανθίµω Ιεροµονάχω τω εξ Ιβηρίας». Το κείµενο της οµιλίας
παρατίθεται στο παράρτηµα ανεκδότων κειµένων, όχι ως ανέκδοτο κείµενο, αλλά ως γνήσια πηγή έρευνας,
επειδή πρακτικά δεν στάθηκε δυνατό να επιβεβαιώσω τη δηµοσίευσή του από το Legrand, ο οποίος σηµειώνει
ότι το κείµενο της οµιλίας περιλαµβάνεται στη σειρά των Bianu et Hodow, Bibliographie roumaine, tome I, σ.
421, αρ. 129, που υπάρχει µόνο στο Βουκουρέστι. Στην οµιλία αυτή βρίσκουµε την πληροφορία, που
αναφέραµε στο σχετικό κεφάλαιο µε την καταγωγή του αγίου, ότι δηλαδή προερχόταν από γονείς λευΐτες.
Συγκεκριµένα στο φ. 5r εξαίρεται η «θαυµαστή σοφία του ιερωτάτου λευΐτου», που δεν είναι άλλος από το
Στέφανο.
2
Ανωνύµου, «Εγκώµιον εις τον πρωτοµάρτυρα Στέφανον», στο έργο του Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα,
ό.π., σσ. 70-73.
3
Νικήτα Παφλαγόνος, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., III, σσ. 54-69 στο έργο του Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 54-69.
4
Για τη µη γνησιότητα των οµιλιών αυτών ιδές: Aldama, Repertotium, ό.π., σσ. 111, 144, 153, 169,172. Οι
οµιλίες αυτές περιέχονται στην PG του Migne, τρεις λόγοι εις τον άγιον Στέφανον, τόµος 63: α) στ. 929-932, β)
στ. 931-934, γ) στ. 933-934 και δύο λόγοι στον τόµο 59: α) στ. 501-508, β) στ. 700-702 (η οµιλία αυτή αποτελεί
έργο του επισκόπου Θεσσαλονίκης Ανατολίου, βλ. σχετικά Πατµιακή Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 174 και Aldama,
Repertotium, ό.π., σ. 144). Στο έργο: Homiliae Pseudochrysostomicae, Instrumentum studiorum, volumen I, in
memoriam Bernardi de Montfaucon (1655-1741), editio princeps quam curaverunt Karl-Heinz Uthemann,
Remco F. Regtuit, Johannes M. Tevel, Brepols 1994, περιέχεται µία οµιλία εγκωµιαστική για τον άγιο µε τον
τίτλο: «[Του εν αγίοις πατρός ηµων Ιωάννου του Χρυσοστόµου] εγκώµιον εις τον άγιον Στέφανον τον
πρωτοµάρτυρα», σσ. 139-145. Επίσης στον κώδικα 12 της Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου µία εγκωµιαστική
οµιλία για τον άγιο Στέφανο: (φφ. 149r-215v) «Του εν αγίοις πατρός ηµων Ιωάννου αρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόµου και οικουµενικου µεγάλου φωστηρος. Οµιλία εγκωµιαστική, εις τον άγιον
ένδοξον πρωτοµάρτυρα και αρχιδιάκονον Στέφανον συντεθεισαν εις ιδιωτικήν και απλήν φρασιν, παρά τινος
ευτελους ιεροµονάχου» πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Τέλος στον κώδικα 776 της Ιεράς Μονής
∆ιονυσίου υπάρχει εγκωµιαστική οµιλία (φφ. 69r-91r), που φέρει τον τίτλο: «Του εν αγίοις πατρός ηµων
Ιωάννου αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόµου. Οµιλία εγκωµιαστική εις τον άγιον Στέφανον τον
πρωτοµάρτυρα» πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 264. Η µη γνησιότητα της τελευταίας
αυτής οµιλίας, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το περιεχόµενό της είναι σχεδόν όµοιο µε εκείνο της οµιλίας,
που περιέχεται στην PG 59, στ. 501-508 και της οµιλίας της Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου, στον κώδικα 12.
5
Κώδικας Μονής ∆ιονυσίου 687: (φφ. 1r-38r) «Ακολουθία του αγίου ενδόξου αποστόλου πρωτοµάρτυρος και
αρχιδιακόνου Στεφάνου», πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
6
Κώδικας Μονής Βατοπεδίου 832: (φφ. 294r-328r) «Ακολουθία του αγίου πρωτοµάρτυρος Στεφάνου (∆εκ. κζ΄)»
πρβλ. Κατάλογος των εν τη Ιερα Μονη Βατοπεδίου αποκειµένων κωδίκων υπό Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως
Σωφρονίου Ευστρατιάδου και Γέροντος Αρκαδίου Ιεροδιακόνου Βατοπεδινού (Αγιορειτική Βιβλιοθήκη), τεύχος
Α΄, Paris 1924, σ. 161.

94
Παντελεήµονος του Αγίου Όρους του 16ου αιώνα1, δ) Μηναίον ∆εκεµβρίου από την Ιερά
Μονή ∆ιονυσίου του Αγίου Όρους του 17ου αιώνα2, ε) Μηναίον ∆εκεµβρίου από την Ιερά
Μονή Ξηροποτάµου του Αγίου Όρους του 17ου αιώνα3, στ) κοντάκιο του αγίου Στεφάνου,
που φέρει την ακροστοιχίδα: «Του ταπεινου Ρωµανου»4, ζ)δεύτερο κοντάκιο του Ρωµανού
για τον άγιο Στέφανο, που υπάρχει σε κώδικες της Μεγίστης Λαύρας5, καθώς και ένα τρίτο
του ίδιου υµνογράφου αφιερωµένο στην ανακοµιδή6 του αγίου, η) κανόνας στον άγιο
Στέφανο, που έχει την ακροστοιχίδα: «Στέφανος ηµιν ανυµνείσθω αξίως»7, θ) κανόνας, που
φέρει την ακροστοιχίδα: «Στέφος λόγων σοι, µαρτύρων, πλέκω, στέφος»8, ι) ανέκδοτος
κανόνας στον άγιο Στέφανο της Μονής Παντελεήµονος του Αγίου Όρους9, ια) παρακλητικός
κανόνας στον Πρωτοµάρτυρα10, ιβ) οίκοι κατ’ αλφάβητον εις τον Πρωτοµάρτυρα
Στέφανον11, ιγ) ύµνος στον Πρωτοµάρτυρα, του Σωφρονίου επισκόπου Ιεροσολύµων (580-
638)12, ιδ) τα µηναία του ∆εκεµβρίου13 και του Αυγούστου14, ιε) η ακολουθία του αγίου από

1
Κώδικας Μονής Παντελεήµονος 372: (φφ. 337r-350r) «Μηναίον ∆εκεµβρίου», πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος,
ό.π., τόµος δεύτερος, σ. 367.
2
Κώδικας Μονής ∆ιονυσίου 624: (φφ. 168r-181r) «Μηναίον ∆εκεµβρίου, 15-31», πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου,
Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 240.
3
Κώδικας Μονής Ξηροποτάµου 158: (φφ. 382r-397r) «Μηναίον του µηνός ∆εκεµβρίου, περιέχον τας ακολουθίας
των Αγίων του µηνός αυτού», πρβλ. Προηγουµένου Ευδοκίµου Ξηροποταµινού (π. ∆ουρουντάκη) του Κρητός,
Κατάλογος αναλυτικός των χειρογράφων κωδίκων της βιβλιοθήκης της εν Αγίω Όρει του Άθω Ιεράς και
Σεβασµίας Βασιλικής, Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής του Ξηροποτάµου, Θεσσαλονίκη 1932, σ. 72.
4
∆ιονυσίου ∆ηµ. Ρούσσα, «ΛΒ΄ Ύµνος εις τον πρωτοµάρτυρα Στέφανον», στον τόµο: Ρωµανού του Μελωδού,
Ύµνοι, έκδοσις κριτική, τόµος τρίτος, µέρος Α΄: Κονδακάρια του Σινά, µέρος Β΄: Ύµνοι ΚΘ΄- ΛΣ. Μετ’
εισαγωγών, σχολίων, µεταφράσεως και πινάκων. Αφιέρωµα εις Ν. Β. Τωµαδάκην, Αθήναι 1957, σσ. 145-175.
5
Κώδικας Γ-27 της Μεγίστης Λαύρας: Κοντάκια Ρωµανού: 22(φ. 14) «Μηνί τω αυτω Κονδ(άκιον) εις τον άγιον
Πρωτοµάρτυρα Στέφανον» και οίκοι τρεις και Κώδικας Γ-28: Κοντάκια Ρωµανού: 79(φφ. 84β-85β): «…ΚΖ
Κονδ(άκιον) του αγίου Στεφάνου του πρωτοµάρτυρος φέρων ακροστοιχίδα τήνδε: ωδή τω Στεφάνω». Οίκοι οι
τρεις πρώτοι. «Ωδή…» πρβλ. Ν. Τωµαδάκη, Συµπληρωµατικός κατάλογος χειρογράφων κωδίκων Ιεράς Μονής
Μεγίστης Λαύρας, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, έτος ΚΗ΄, Αθήναι 1958, σ. 131 και 142.
6
Κώδικας Γ-27 της Μεγίστης Λαύρας: Κοντάκια Ρωµανού: 79(φφ. 55v-56r) «Μηνί τω αυτω Β΄ Κονδ(άκιον) εις
την ανακοµιδήν του αγίου Στεφάνου και οίκοι δύο» πρβλ. Τωµαδάκη, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 135.
7
Κανόνες ασµατικοί τέσσαρες εις την αειπάρθενον Θεοτόκον Μαρίαν, εις τον Κύριον ηµων Ιησουν Χριστόν, εις
τον άγιον απόστολον, αρχιδιάκονον και πρωτοµάρτυρα Στέφανον, εις τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Φιλοπονηθέντες υπό Μιχαήλ Στεφάνου Ιδρωµένου του Κερκυραίου. Αφιερωθέντες δε τω Εµµανουήλ Βαρώνι
Θεοτόκη. Κερκύρα 1833, σσ. 16-21.
8
Analecta, ό.π., σσ. 664-675.
9
Κώδικας Μονής Παντελεήµονος 471: (φφ. 100r-106r) «Έτερος κανών του αγίου αποστόλου πρωτοµάρτυρος και
αρχήδιακόνου Στεφάνου. Ωδή α΄ ήχος α΄ Χριστός γενναται», πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., τόµος δεύτερος,
σσ. 377-378. Αναφορά στο συγκεκριµένο κανόνα γίνεται στο έργο της Ε. Παπαηλιοπούλου-Φωτοπούλου,
Ταµείον Ανέκδοτων Βυζαντινών Ασµατικών Κανόνων, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιµων βιβλίων, Αθήναι 1996,
σσ. 134-135.
10
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σσ 73-80.
11
Κώδικας Μονής Παντελεήµονος 472: «Οίκοι κατ’ αλφάβητον εις τον απόστολον, αρχιδιάκονον και
πρωτοµάρτυρα Στέφανον», σσ. 1-23 ( ή φφ. 1-12, γιατί ο παρών κώδικας αριθµείται και µε σελίδες και µε φύλλα.
Εµείς θα χρησιµοποιήσουµε την αρίθµηση των σελίδων, επειδή είναι πιο σίγουρη) πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος,
ό.π., τόµος δεύτερος, σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σσ. 81-89 (στο έργο του Αρχιµ.
Χρυσόστοµου Μαϊδώνη το ποίηµα αυτό αποδίδεται στον Ιωάννη Μοναχό Αγιοµαυρίτη).
12
Σωφρονίου Ιεροσολύµων, «Οµιλία εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα Στέφανον», PG 87/3, στ. 3789-3796.
13
Μηναίον του ∆εκεµβρίου, Περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτω ακολουθίαν, έκδοσις της Αποστολικής
∆ιακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις 1973, σσ. 223-230 πρβλ. Αθανασίου Καραµάνη, Νέα
Μουσική Κυψέλη, τόµος Γ΄, µέρος πρώτον, Θεσσαλονίκη 1965, σσ. 350-360 Γεωργιάδου Τριανταφύλλου,
Κήπος Χαρίτων, τόµος τέταρτος: Σεπτέµβριος-Ιανουάριος, Αθήναι 1974, σσ. 263-278 Αστερίου Κ. ∆εβρελή,
Πηδάλιον Βυζαντινής Μουσικής: ∆ωδεκαήµερον, Θεσσαλονίκη 1978, σσ. 144-158 ∆οξαστάριον, Περιέχον τα
∆οξαστικά όλων των ∆εσποτικών και Θεοµητορικών Εορτών των Εορταζοµένων Αγίων του όλου Ενιαυτού,
τόµος Α΄, µελοποιηθέν υπό Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας κατά πιστήν
αντιγραφήν της Πατριαρχικής εν Κωνσταντινουπόλει εκδόσεως του 1844, εκδόσεις βιβλίων Βυζαντινής
Μουσικής «Ο Μιχ. Ι. Πολυχρονάκης», Νεάπολις-Κρήτης, [198;].
14
Μηναίον του Αύγουστου, Περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτω ακολουθίαν, έκδοσις της Αποστολικής
∆ιακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις 1973, σσ. 15-20.

95
το τυπικό του Αγίου Παύλου, του Ιακώβου Αγιορείτου του εκ Κυθήρων1, ιστ) τις ιερές
ακολουθίες της Παναγίας της Μεγαριωτίσσης, Πολιούχου Νέας Μεσήµβριας Θεσσαλονίκης
της Θαυµατουργού και των Αγίων Λειψάνων (Στεφάνου, Μοδέστου, Εύπλου, Θεοδώρου του
Τήρωνος) και τον παρακλητικό κανόνα2 αυτών, ιζ) απολυτικία, κοντάκια και µεγαλυνάρια
του αγίου, από τον υµνογράφο µοναχό Γεράσιµο Μικραγιαννανίτη3.
Στην ενότητα που ακολουθεί, θα εξετάσουµε τις γνήσιες εγκωµιαστικές οµιλίες, που
συντάχθηκαν προς τιµή του αγίου Στεφάνου σε συνδυασµό µε τα έργα της ποιητικής
υµνολογίας, που αναφέρονται στον ίδιο, προκειµένου να διαφανεί ξεκάθαρη η εικόνα του
µέσα από αυτά και κατόπιν θα µελετηθούν οι νόθες οµιλίες.
Προτιµήθηκε η µελέτη των δύο αυτών ειδών της εκκλησιαστικής γραµµατολογίας σε
συνδυασµό, γιατί κανένα από τα δύο αυτά είδη δεν προσφέρει ούτε ένα ιστορικό στοιχείο,
ώστε να φωτίσει το σκοτάδι που καλύπτει την ζωή του αγίου καθ’ όλη τη διάρκεια της
επίγειας παρουσίας του, αλλά απλώς εγκωµιάζουν την προσωπικότητα και τα κατορθώµατά
του. Θα ήταν άσκοπο, νοµίζω, να εξετασθούν χωριστά από τη στιγµή που αναφέρουν σχεδόν
τα ίδια πράγµατα µε διαφορετικά λόγια.
Για την καλύτερη παράθεση των στοιχείων που προέκυψαν από τη µελέτη των γνήσιων
εγκωµιαστικών λόγων και της ποιητικής υµνολογίας, προτιµήθηκε η χρήση δύο ενοτήτων,
από τις οποίες, στη µεν πρώτη παρουσιάζεται η µορφή του Πρωτοµάρτυρα µε βάση κάποιες
κοινές παρατηρήσεις και στοιχεία των δύο ειδών και στην άλλη, µε βάση τα δεδοµένα των
πηγών της εκκλησιαστικής γραµµατολογίας, που χρησιµοποιούνται, ακολουθώντας τη σειρά
των γεγονότων, όπως ακριβώς αυτά παραθέτονται στις Πράξεις των Αποστόλων.

2)Γνήσιοι εγκωµιαστικοί λόγοι και ποιητική υµνολογία

α) Γενική εικόνα του αρχιδιακόνου.

«Πρωτος εν διακόνοις διαπρέψας εν τη γη θεσπέσιε


πρωτος ποτήριον πιειν µαρτυρίου κατηξίωσαι
πρωτος στέφανον αφθαρσίας κληρωσάµενος
Στέφανε πάντων αρχή των αθλοφόρων»4.

Το τροπάριο που παρατέθηκε στην αρχή της ενότητας προέρχεται από, τον ανέκδοτο
κανόνα του αγίου Στεφάνου της Ιεράς Μονής Παντελεήµονος του Αγίου Όρους που έχουµε
στη διάθεσή µας, και ο οποίος παρατίθεται ολόκληρος στο παράρτηµα της εργασίας. Είναι το
δεύτερο τροπάριο της έβδοµης ωδής του κανόνα και ανακεφαλαιώνει συνοπτικά τη ζωή και
το µαρτύριο του αρχιδιακόνου Στεφάνου κατά την επίγεια παρουσία του καθώς και τη
βράβευσή του στον ουρανό από τον Κύριο. Όλα αυτά βέβαια τα στοιχεία θα φανούν πιο
αναλυτικά µέσα από τα κείµενα της εκκλησιαστικής γραµµατολογίας, που είναι και το κύριο
θέµα των ενοτήτων που έπονται. Απλώς µε το συγκεκριµένο τροπάριο, δίνεται µια πρόγευση
στον αναγνώστη για το περιεχόµενο και το ύφος των κειµένων, που θα ακολουθήσουν.
Η έλευση του Κυρίου ηµών Ιησού Χριστού στον κόσµο, µε σκοπό τη σωτηρία των
ανθρώπων από το κράτος του διαβόλου καθώς και ο σταυρικός θάνατος και η Ανάστασή Του
δεν ήταν δυνατό να αφήσουν ανεπηρέαστους τους ανθρώπους, που πίστεψαν σ’ Αυτόν. Η
αγάπη και η θυσία Του αποτέλεσαν πρότυπα µίµησης για όσους ήθελαν να αποδείξουν ότι
παρέµειναν πιστοί µαθητές Του. Κι ο άγιος Στέφανος θα φανεί ότι υπήρξε ένας χριστιανός,

1
Ιακώβου Αγιορείτου του εκ Κυθήρων, Τυπικόν Αγίου Παύλου, 1850, σσ. 110-113.
2
Ματθίδη, Ιεραί, ό.π., σσ. 34-53.
3
Ο ενιαύσιος Στέφανος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Απολυτίκια, Κοντάκια και Μεγαλυνάρια υπό
Γερασίµου µοναχού Μικραγιαννανίτου. Υµνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας τη εγκρίσει της
Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, έκδοσις β΄, Αθήναι 1986, σσ. 125-126.
4
Έτερος κανών, ό.π., φ. 103r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 377-378.

96
που βίωσε τη χριστιανική πίστη κι απέδειξε πρώτος, ακολουθώντας το δρόµο του µαρτυρίου,
την αγάπη του για τον Αναστηµένο Κύριο. Θα δούµε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο
Αστέριος Αµασείας1, «τον γενναιον αγωνιστήν υπέρ εκείνου καταλιθούµενον, ίνα αίµατι
αποτίση την υπέρ αίµατος χάριν».
Ο αρχιδιάκονος προχωρούσε στη ζωή του, στηριγµένος πάντοτε στις αρχές και τη
διδασκαλία που άφησε ο Κύριος στους µαθητές Του και δεν παρέκκλινε καθόλου από αυτές:
«τον επί πέτραν ζωης/ τας βάσεις/ ασάλευτον έχοντα»2. Ακολουθώντας Τον σε κάθε βήµα του,
κατάφερε να αναδειχθεί, µαζί µε τους άλλους µαθητές Του, σε µαθητή και απόστολο του
Χριστού και ένθερµο κήρυκα της δεύτερης ένδοξης έλευσής Του στον κόσµο: «Τω θείω
∆ιδάκτορι, ακολουθήσας Μακάριε, αυτου εχρηµάτισας/ συν τοις λοιποις Μαθητής, και
Απόστολος, και ένθερµος τοις/ πασι, Χριστου της ελεύσεως, κήρυξ ω Στέφανε»3.
∆ικαιολογηµένα κατά τη γνώµη µου, όπως θα φανεί και από τα παρακάτω κείµενα, ο
άγιος Γρηγόριος Νύσσης4 τον χαρακτήρισε ως «µιµητή του ∆εσπότου» λέγοντας: «Εκεινος,
τον άνθρωπον υπέρ ηµων ενδυσάµενος, ουτος, τον άνθρωπον υπέρ εκείνου αποδυσάµενος.
Εκεινος, το του βίου σπήλαιον δι’ ηµας υπερχόµενος, ουτος, του σπηλαίου δι’ εκείνον
υπεξερχόµενος. Εκεινος, υπέρ ηµων σπαργανούµενος, ουτος, υπέρ εκείνου καταλιθούµενος.
Εκεινος αναιρων τον θάνατον, ουτος επεµβαίνων τω θανάτω κειµένω». Ο Θεός λοιπόν, κατά
τον άγιο Γρηγόριο, έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία του κόσµου, ενώ ο Στέφανος έβγαλε τον
άνθρωπο από πάνω του ξεπερνώντας τον ανθρώπινο εαυτό του. Ο Κύριος νίκησε το θάνατο,
ενώ ο Στέφανος µε το λιθοβολισµό, που υπέστη από αγάπη για το Χριστό, επιτέθηκε στο
θάνατο.
Τον ίδιο χαρακτηρισµό του απέδωσαν ο Βασίλειος Σελευκείας και ο Φλωρέντιος 5,
επίσκοπος Φωτικής, οι οποίοι τον αποκάλεσαν: «µιµητή του λίθου του ακρογωνιαίου».
Η γνώµη του αγίου Γρηγορίου, όπως και των Βασιλείου Σελευκείας και Φλωρεντίου,
επιβεβαιώνεται από το µεγαλυνάριο του αγίου, όπου σηµειώνεται ότι: «Πρωτος διακόνων
αναδειχθείς, πρωτος του ∆εσπότου, εχρηµάτισας µιµητής»6, καθώς και από το θεοτόκιο της
τέταρτης ωδής του κανόνα7 του αγίου, που περιέχεται στην ακολουθία του ∆εκεµβρίου της
Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου, όπου ψάλλεται: «Σύ µεν υπέρ ανθρώπων Χριστέ τον άνθρωπον εκ/
παρθένου φορέσας, ως βρέφος εσπαρ/γάνωσας ο σός δε χωννύµενος πρω/τοµάρτυς λίθων
βολαις τον άνθρωπον αποδύεται». Επίσης, στον ανέκδοτο κανόνα του αγίου Στεφάνου της
Ιεράς Μονής Παντελεήµονος στην έκτη ωδή αναφέρεται ότι: «Χθές ο ποιητής του βίου το
σπήλαιον υπηλθεν σαρ/κί πτωχός γενόµενος ο πλουτίσας δε την Εκεί/νου και χάριν και
έλλαµψιν την σπηλάδα της σαρ/κός εναποτίθεται πλανων ταις χερσί κτεινό/µενος ο πανάγιος
σήµερον Στέφανος»8. Η ίδια ιδέα κυριαρχεί και στο κοντάκιο του αγίου Στεφάνου, που η
Εκκλησία µας ψάλλει την ηµέρα της µνήµης του: «Ο ∆εσπότης χθές ηµιν δια σαρκός επεφάνη
και/ ο δουλος σήµερον από σαρκός εξεδήµει./ Χθές ο βασιλεύς της δόξης σαρκί ετέχθη σή/µερον
ο οικέτης λιθοβολειται. ∆ι’ αυτόν γάρ/ και τελειουται ο πρωτοµάρτυς και θειος Στέφανος»9.
Πολλές φορές θα δούµε, στα κείµενα που εξετάζονται, να χρησιµοποιείται η εικόνα του
Χριστού βασιλιά και του στρατιώτη Στεφάνου, προκειµένου να αποδοθεί παραστατικά η
απόλυτη εµπιστοσύνη και υπακοή που είχε ο ∆ιάκονος στον Κύριο. Ακολουθώντας το
παράδειγµα του βασιλιά του ο γενναίος στρατιώτης οπλίστηκε εναντίον του θανάτου, όχι για

1
Αστερίου Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 340Β.
2
Analecta, ό.π., σ. 673.
3
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 16.
4
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 704 Α
5
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 465 Α Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 3.8, σ. 77 πρβλ.
Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 77.
6
Μικραγιαννανίτου, Ο ενιαύσιος, ό.π., σ. 126.
7
Ακολουθία, ό.π., φφ. 13ν-14 πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
8
Έτερος κανών, ό.π., φ. 102ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 377-378.
9
Κώδικας Γ-27 Μεγίστης Λαύρας: Κονδάκιον, ό.π., φ. 14 πρβλ. Τωµαδάκη, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 131.
Ιδές Μηναίον του ∆εκεµβρίου, ό.π., σ. 433.

97
να µην πεθάνει, αλλά για να ζήσει µετά από το θάνατο: «Πρωτος ο βασιλεύς, δεύτερος ο
γενναιος στρατιώτης κατά θανάτου ωπλίσατο, ουχ ίνα µη αποθάνη, αλλ’ αποθανών ζήση»1.
Η ίδια εικόνα χρησιµοποιείται επίσης και στα αποσπάσµατα των κειµένων που
ακολουθούν. Έτσι, στην οµιλία του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄2 περιγράφεται η εικόνα του
Χριστού ως βασιλιά του στρατιώτη Στεφάνου, ο οποίος στέκεται έχοντας τα τρόπαια της
νίκης µαζί του, και ο µάρτυρας που φέρει το στεφάνι της νίκης, ως αριστεύσας κοντά στο
βασιλιά: «Τω µέν ως βασιλει στρατιώτου παρεστηκότος τροπαιοφορουντος. Τω δε ως αριστει
παρά βασιλέως νικητικω αναδουµένω στέφει». Η εικόνα του στρατιώτη Στεφάνου κυριαρχεί
επίσης και σε πολλά τροπάρια της ακολουθίας του. Ενδεικτικά εδώ αναφέρουµε ένα τροπάριο
της τρίτης ωδής του κανόνα του αγίου, που ψάλλει η Εκκλησία µας την ηµέρα της µνήµης
του και µας διασώζει η ακολουθία του ∆εκεµβρίου της Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου: «Νοµίµως
ως Χριστου στρατιώτης ο Στέφανος/ προς τους θεοκτόνους παραταξάµε/νος το ακαταγώνιστον
αυτου, στένος ενδεδυµένος των παρανόµων ε/θριάµβευσεν άπασαν την βλάσφηµον ένστασιν»3.
Επίσης στον εικοστό πρώτο οίκο του έργου του Ιωάννη µοναχού Αγιοµαυρίτη ο
Πρωτοµάρτυρας προσφωνείται ως: «παµβασιλέως του Χριστου στρατιωτης»4. Παρατηρούµε
ότι στις πιο πάνω περιγραφές ο µάρτυρας απεικονίζεται σαν οπλίτης. Υπάρχει όµως επίσης
και η απεικόνισή του ως αρχιστράτηγο του Χριστού βασιλέα, η οποία περιγράφεται σε
τροπάριο του κανόνα του, που ψάλλεται στο Απόδειπνο. Αυτό έχει ως εξής: «Βαβαί των σων
µυστηρίων Χριστέ! Πως τη ση γεννήσει, Στεφάνου την άθλησιν, ως Στέφανον ευπρεπη φέρων
προσήρµωσας, δεικνύων ως βασιλεύς, τον αρχιστράτηγος έχειν επόµενον»5.
Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ο άγιος προσπάθησε να ζήσει σαν γνήσιος µαθητής του
Χριστού. Συνεχώς η ψυχή του φλεγόταν από θείο έρωτα και έφτασε µέχρι το σηµείο να
αρνηθεί τη ζωή του εδώ στη γη για να βρεθεί κοντά στον Αναστηµένο Κύριο: «..Ου τω
οικείω έρωτι/ αιµα εξέχεε, και τον ωδε, βίον εξηρνήσατο, συν Χριστω µαλλον/ είναι
ελόµενος»6.Ο Ιωάννης µοναχός Αγιοµαυρίτης τον αποκάλεσε µάλιστα χαρακτηριστικά: «του
Χριστου αρνίον πειθήνιον»7.
Ο διακαής πόθος της ψυχής του, να γίνει µέτοχος της βασιλείας του Θεού ήταν ο λόγος για
τον οποίο προσπάθησε να µιµηθεί τον Κύριο σε όλα τα σηµεία της ζωής και της
συµπεριφοράς Του. Προσέγγισε όσο περισσότερο µπορούσε το φρόνηµα του Χριστού, το
λόγο Του µε την παρρησία, τη χρηστότητα του Κυρίου µε την υποδειγµατική χρηστή
συµπεριφορά του, την αιώνια ζωή της βασιλείας Του µε τον εκούσιο θάνατο, έτσι ώστε
πεθαίνοντας να ζήσει για πάντα κοντά Του: «Τα οικεια ο µαθητής προσεγγίζει τοις του
Χριστου το φρόνηµα τω φρονήµατι, τον λόγον τη παρρησία, την χρηστότητα τη χρηστότητι, την
ζωήν τω θανάτω, τον θάνατον τη ζωη, την πανήγυριν τη πανηγύρει. Και δια πάντων τούτων
φέρει του προς αυτόν ακριβους πόθου και της ενώσεως ακραιφνη τα γνωρίσµατα»8. Άλλωστε
είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι την ώρα του µαρτυρίου του συγχώρεσε τους Ιουδαίους
που τον λιθοβολούσαν, λέγοντας: «Κύριε, µη στήσης αυτοις ταύτην την αµαρτίαν»9, όπως ο
Χριστός συγχώρεσε τους σταυρωτές Του10.
Ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης Ανατόλιος, αναφερόµενος στη στάση ζωής του ∆ιακόνου
µέχρι και την στιγµή του θανάτου του, σηµειώνει ότι σε κάθε εκδήλωσή της νόµιζε κανείς
πως έβλεπε τον ίδιο τον Κύριο να αγωνίζεται και την ύστατη στιγµή του τέλους µιµήθηκε και

1
Ανωνύµου, Εγκώµιον, ό.π., IV, στιχ. 1.10-12, σ. 70. Ιδές Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ.
468Β Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 5.10, σ. 79 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 70
και 79.
2
Λέοντος, Λόγος, ό.π., φ. 159 πρβλ. Halkin, Catalogue, ό.π., σ. 115.
3
Ακολουθία, ό.π., φ. 15ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
4
Οίκοι, ό.π., σ. 20 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 88.
5
Ιακώβου Αγιορείτου, Τυπικόν, ό.π., σ. 111.
6
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 20.
7
Οίκοι, ό.π., σ. 6 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 83.
8
Λέοντος, Λόγος, ό.π., φφ. 159r-159v πρβλ. Halkin, Catalogue, ό.π., σ. 115.
9
Πρ. 7,59.
10
Λκ. 23,34.

98
πάλι το Σωτήρα Χριστό: «Εποίει γάρ την εαυτου πολιτείαν εποµένην έδειξεν πανταχου τω
δεσπότη αγωνίζεται εις την τελευτήν οµοίαν εργάσασθαι φυλάττειν ως µαθητής του διδασκάλου
την τάξιν»1. Ο υµνογράφος Ρωµανός ο Μελωδός (~ τέλη 5ου- αρχές 6ου αιώνα) στον δέκατο
έβδοµο οίκο του κοντακίου2 του για τον άγιο, σηµειώνει: «ούτως τας εντολάς διετήρησας
πάσας/ του εύχεσθαι υπέρ των επηρεαζόντων/ ως διδάσκει Χριστός απεπλήρωσας»3. Με τον
τρόπο που έζησε, διατήρησε όλες τις εντολές του Θεού και προπαντός την εντολή του
Χριστού, που διδάσκει, ότι πρέπει να ευχόµαστε υπέρ εκείνων οι οποίοι µε οποιονδήποτε
τρόπο µας βλάπτουν. Επίσης στον κανόνα του αγίου στην ακολουθία του ∆εκεµβρίου της
Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου ψάλλεται σε προσόµοιο κατά τον µικρό εσπερινό: «Στέφανος χάριτος
πλήρης τε και/ δυνάµεως και της Θεου σοφίας/ εραστής εκµιµείται το πάθος/ του Κυρίου,
ευχόµενος γάρ και τοις/ λίθοις βαλλόµενος γονυκλιτων/ ανεβόα προς τον Χριστόν υπέρ των/
λιθολευστούντων αυτω»4. Και σε τροπάριο της έκτης ωδής5 του ίδιου κανόνα: «Μιµητής
πανάριστος χρηµατίσας/ δέσποτα Χριστέ του τιµίου πάθους σου ο Στέφανος τους φονευτάς, δι’
ευλογίας αµύνεται».
Ο αρχιδιάκονος Στέφανος, υπήρξε ο πρώτος άνθρωπος µετά την Ανάληψη του Χριστού
που, αφού υπερασπίστηκε την πίστη του απολογούµενος στο Ιουδαϊκό συνέδριο, έδωσε τη
ζωή του γι’ Αυτόν, εγκαινιάζοντας µε τον τρόπο αυτό το δρόµο του µαρτυρίου, που οδηγεί
στον Κύριο: «Χριστου το πάθος πρωτος υπέστης», αναφέρει ο Σωφρόνιος Ιεροσολύµων στον
ύµνο, που συνέταξε για τον άγιο6. «Πρωτος το αιµα δια Χριστόν / επί γης εξέχεας, µακάριε»7,
αναφέρει ο Ρωµανός ο Μελωδός στον ιδιόµελο προοίµιο του κοντακίου του για τον
Πρωτοµάρτυρα. «…Ο την Τριάδα άπασι/ κηρύξας σέβεσθαι, και αίµατος ιδίου τοις ρείθροις,
πρωτος εκσφρα/γίσας την σήν οµολογίαν», αναφέρει ο Μιχαήλ Ιδρωµένος σε τροπάριο της
όγδοης ωδής του κανόνα του8 για τον άγιο.
Ο Βασίλειος Σελευκείας, όπως και ο Φλωρέντιος9 σηµειώνουν ότι ο αρχιδιάκονος δεν
παρακινήθηκε από κάποιον άλλο, που προηγήθηκε του ίδιου, να µαρτυρήσει για το Χριστό,
ούτε κανείς άλλος οµολόγησε πριν από αυτόν την πίστη του για τον Κύριο, ούτε και υπέστη
τα σωτηριώδη πάθη του µαρτυρίου για χάρη του ∆εσπότη Χριστού. Αλλά «µόνος ουτος ο
µακάριος το αρχέτυπον του µαρτυρίου εκ της οικείας είλκυσεν προαιρέσεως. Αυτός εαυτου
διδάσκαλος γενόµενος, υπέδειξεν την οδόν της σωτηρίας. Ενοµοθέτησε την δι’ αίµατος περί
Χριστου διάθεσιν». Θέλησε πρώτος να φέρει σε πέρας «τον αγωνα τον καλόν»10, να
ακολουθήσει το δρόµο του µαρτυρίου, αποδεικνύοντας έτσι την αγάπη του για το ∆εσπότη
Χριστό και αυτό είχε σαν αποτέλεσµα, να γίνει ο «τύπος», το πρότυπο, για όλους όσους θα
ήθελαν να αγωνισθούν και να µαρτυρήσουν για τον Κύριο Ιησού: «…όθεν Αθλοφόρων,
πρωτεύων Πρωτοµάρτυς, τύπος αυτοις εγένου, Πρώταθλε Στέφανε», όπως αναφέρει το
µεγαλυνάριο του αγίου11.
Αντίστοιχα, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης12 αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: «ο µέγας
Στέφανος, πρωτος τον στέφανον της οµολογίας αναδησάµενος, πρωτος τω χορω των µαρτύρων

1
Ανατολίου, Εγκώµιον, ό.π., φ. Σκη[ν] πρβλ. Πατµιακή Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 174.
2
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σ. 174.
3
Ο Νικόλαος Α. Λιβαδάρας, στο έργο του: Το πρόβληµα της γνησιότητος των αγιολογικών ύµνων του Ρωµανού,
Εναίσιµος επί διδακτορία διατριβή υποβληθείσα εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν του Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστηµίου Αθηνών, Αθήναι 1959, σσ. 19 και 125, εµφανίζεται υποστηρικτής της άποψης ότι ο παρών
ύµνος που αποδίδεται στον Ρωµανό τον Μελωδό δεν είναι γνήσιος.
4
Ακολουθία, ό.π., φ. 1ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
5
Ακολουθία, ό.π., φφ. 21ν-22r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
6
Σωφρονίου Ιεροσολύµων, Οµιλία, ό.π., στ. 3793.
7
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σ. 160.
8
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 20.
9
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 465Β Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 4.25-3, σσ. 77-
78 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 77-78.
10
Εµµ. Γ. Παντελάκη, «Συµβολαί εις την Χριστιανικήν Ελληνικήν ποίησιν», Αθηνά 44 (1932) 160.
11
Μικραγιαννανίτου, Ο ενιαύσιος, ό.π., σ. 126.
12
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 704 ΑΒ. Ιδές Ακολουθία, ό.π., φ. 6ν πρβλ. Ευθυµίου
∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252

99
οδοποιήσας την είσοδον, πρωτος αντικαταστάς προς την αµαρτίαν µέχρις αίµατος». Πρώτος ο
«µέγας» Στέφανος, όπως τον κατονοµάζει, οµολόγησε την πίστη του για το Χριστό, και
άνοιξε το δρόµο για όσους θα ήθελαν να µαρτυρήσουν γι’ Αυτόν, ξεπληρώνοντας την
αµαρτία µε το αίµα του. Επίσης ο Ανατόλιος1 εκφράζεται µε παρόµοια λόγια για τον
Πρωτοµάρτυρα λέγοντας: «Στέφανος ο και των αγώνων πρωτος και των επαίνων εξαίρετος, ο
και τοις ίχνεσιν του δεσπότου επόµενος και αρχή των αθλούντων γινόµενος». Ακολούθησε τα
ίχνη του ∆εσπότη Χριστού και έγινε η αρχή και το παράδειγµα, µε το µαρτύριό του, όλων
όσων επιθυµούν να αγωνισθούν για τον Κύριο. Γι’ αυτό και οι έπαινοι, που εξαίρουν τις
αρετές του, του ταιριάζουν απόλυτα.
Παρόµοιες σκέψεις για τον Πρωτοµάρτυρα κυριαρχούν και στα αποσπάσµατα των
εγκωµιαστικών λόγων και των ύµνων που ακολουθούν.
Έτσι, στο λόγο του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄2 αναφέρεται ότι: «πρωτος µεν επί γης
αθλητικόν τρόπαιον στήσας», «ο πρωτοµάρτυς τον αντίπαλον πρωτος καταπαλαίσας»3. Πρώτος
ο άγιος Στέφανος µετά από τον Κύριο, αφού πάλεψε µε το διάβολο και τον νίκησε, έστησε
αθλητικό τρόπαιο στη γη. Στον ανώνυµο εγκωµιαστικό και ιστορικό συγχρόνως λόγο του
Νικήτα Παφλαγόνος4 αναφέρεται ως: «πρωτος εν αθλοφόροις, ως πρωτος της µαρτυρικης
αγωνίας σταδιοδρόµος και πρωτος το ποτήριον του πάθους πιών του Χριστου και οδόν
µαρτυρίου τοις όλοις αγίοις υποδείξας και τοις εποµένοις αυτω πασι τον άβατον βατόν
κατασκευασάµενος».
Στην οµιλία του Βασιλείου Σελευκείας καθώς και του Φλωρεντίου 5, χαρακτηρίζεται ως:
«κορυφή πάντων των αθλησάντων», «έξαρχος της εις Χριστόν οµολογίας», «στεφανίτης της
οικουµένης», ο οποίος «ηγωνίσατο τους εκουσίους αγωνας, υπέµεινε το αυτοπροαίρετον
µαρτύριον τον αυθαίρετον ανεδέξατο θάνατον, πρωτος υπέρ Χριστου µαρτυρήσας προ πάντων
και τους Χριστου στεφάνους εδέξατο». Μετά από το εκούσιο µαρτύριό του για το Σωτήρα
Χριστό, αφού οµολόγησε την πίστη του για Εκείνον, ακολούθησε η βράβευσή του από τον
ίδιο τον Κύριο.
Σε κάθισµα της τρίτης ωδής του κανόνα του αγίου, που φέρει την ακροστοιχίδα: «Στέφος
λόγων σοι, µαρτύρων, πλέκω, στέφος», αναφέρεται ότι: «της άνω/ βασιλείας την πύλην/ τοις
µάρτυσιν ήνοιξας/ ως της πίστεως πρώταθλος/ πρωτοµάρτυς γάρ Στέφανε»6. Κάτι ανάλογο
αναφέρεται και σε τροπάριο της έκτης ωδής του ανέκδοτου κανόνα για τον άγιο της Ιεράς
Μονής Παντελεήµονος. Σηµειώνεται λοιπόν ότι: «Πρωτος αθλητων, υπηλθεν το στάδιον και
πρω/τος αυτοις θύραν ανέωξας της αθλήσεως / προποµπή τε και µίµησις ενθέως των µε/τέπειτα
άγιος εχρηµάτησας όθεν πρώτα/θλον ειδότες σε οι πιστοί µακαρίζοµεν Στέφανε»7.
Ακόµη στο ιδιόµελο προοίµιο του κοντακίου του Ρωµανού αναφέρεται ότι: «Πρωτος υπ’
αυτου/ τον της νίκης στέφανον/ ανεδήσω εν ουρανοις/ ως αθλητων προοίµιον,/ στεφανιτα των
µαρτύρων ο πρώταθλος»8. Επίσης στον πανηγυρικό λόγο, που συνέταξε ο γιος του ηγεµόνα
της Ουγγροβλαχίας, Στέφανος9 χαρακτηρίζεται ο αρχιδιάκονος ως: «ο γενναιότατος αθλητής»
και σε τροπάριο της ενάτης ωδής της ακολουθίας10 του ως: «αθλήσεως µαρτύρων η απαρχή».
Επιπλέον στα αντίφωνο του µεγάλου εσπερινού, στην ίδια ακολουθία του ∆εκεµβρίου της
Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου χαρακτηρίζεται ως: «αθλητων ακροθήνιον»11 και «των αθλητων το

1
Ανατολίου, Εγκώµιον, ό.π., φ. Σκη[ν] πρβλ. Πατµιακή Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 174.
2
Λέοντος, Λόγος, ό.π., φ. 159ν πρβλ. Halkin, Catalogue, ό.π., σ. 115.
3
Λέοντος, Λόγος, ό.π., φ. 158ν πρβλ. Halkin, Catalogue, ό.π., σ. 115.
4
Νικήτα Παφλαγόνος, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., III, στιχ. 1.11-14, σ. 55 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα, ό.π., σ. 55.
5
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 461C, 464C Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 1.5-6,
2.20-23, σσ. 74 και 76 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 74 και 76.
6
Analecta, ό.π., σ. 667.
7
Έτερος κανών, ό.π., φ. 102ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 377-378.
8
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σ. 160.
9
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 7ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.
10
Ακολουθία, ό.π., φ. 30r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
11
Ακολουθία, ό.π., φ. 3ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.

100
εγκαλλώπισµα»1. Από όλα τα παραπάνω αποσπάσµατα των οµιλιών και τους στίχους των
ύµνων και των τροπαρίων που παρατέθηκαν, φαίνεται ότι ο µάρτυρας εµφανίζεται συχνά ως
αθλητής και το µαρτύριό του ως άθληση.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, στο δεύτερο εγκώµιο2, που συνέταξε προς τιµήν του αγίου
Στεφάνου, χαρακτηρίζει τον µάρτυρα ως «πρωτον προοίµιον ευσεβείας, και πρώτην απαρχήν
της γεωργίας…άγιον άνδρα…οια δη τινα στέφανον αληθως εκ πολλων και διαφόρων αρετων
συνηρµοσµένον». Ο αρχιδιάκονος αποτελεί υπόδειγµα ευσέβειας και έναν από τους πρώτους
καρπούς του κηρύγµατος του ευαγγελίου, που χαρακτηρίζεται από ποικίλες αρετές άριστα
συνδυασµένες µεταξύ τους. Στην οµιλία, επίσης, που έγραψε ο γιος του ηγεµόνα της
Ουγγροβλαχίας, Στέφανος3, χαρακτηρίζεται ως «φιλόχριστος νέος µε καρτεράν και ηρωϊκήν
καρδίαν, ο ανδρικώτατος αρχηγός του µαρτυρικου στρατεύµατος, ανίκητος και στεφηφόρος».
Αντιλαµβάνοµαι, αναφέρει ο γνωστός υµνογράφος Ρωµανός ο Μελωδός4, στον πρώτο
οίκο του κοντακίου του προς τιµήν του Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου, τα άνθη του παραδείσου,
τα οποία ευωδιάζουν µε το ευχάριστο άρωµά τους όλη την οικουµένη και αυτό που προκαλεί
κατάπληξη είναι ότι ανθίζουν σε µια περίοδο παγερού χειµώνα, φαινόµενο ασυνήθιστο για τα
άνθη. Έτσι και ο µάρτυρας του Χριστού, ο οποίος «άνθησε» και έγινε θύρα εισόδου για
όσους νοµίµως αγωνίζονται και ανθούν πνευµατικά στην περίοδο, που ο Θεός τιµωρεί τους
ανθρώπους για τη στάση ζωής τους απέναντί Του, είναι εκείνος που έδειξε σε όλους, όσους
θέλουν να αγωνισθούν, τη σίγουρη οδό που πρέπει να ακολουθήσουν. Είναι ο καλός
σταδιάρχης, αυτός που έλαµψε µέσα από τους πόνους, ο στεφανίτης των µαρτύρων ο
πρώταθλος: «Του παραδείσου τα άνθη ορω/ τη ευοσµία αυτων τη τερπνη/ πληρουντα πασαν την
οικουµένην/ και το ξένον αυτων καταπλήττει µε θέαµα / εν παγετω χειµωνος πλέον ανθουσι
µαλλον, /όπερ ξένον εν άνθεσι,/ και µάρτυς του Χριστου ο εξανθήσας πρωτος/και θύρα γεγονώς
των νοµίµως αθλούντων/ και ανθούντων κρυµω των κολάσεων,/οδόν ο δείξας άπασιν απλανη/
τοις βουλοµένοις αθλειν,/ ο καλός σταδιάρχης, ο τοις πόνοις αναλάµψας,/ στεφανίτης των
µαρτύρων ο πρώταθλος».
Στην ποιητική υµνολογία χρησιµοποιείται επίσης η εικόνα του σπόρου, που σπέρνεται από
τον ουράνιο γεωργό πάνω στη γη και ο σπόρος αυτός δεν είναι άλλος από τον Πρωτοµάρτυρα
Στέφανο καθώς και η εικόνα της νοητής αµπέλου της οποίας ο αρχιδιάκονος αποτελεί καρπό.
Είναι µάλιστα τόσο σταθερά πιστός στον Κύριο (=νοητή άµπελος) και στη διδασκαλία Του,
πράγµα το οποίο φαίνεται έµπρακτα στη ζωή του, ώστε να παροµοιάζεται µε ώριµο σταφύλι.
«Πρωτος εσπάρης επί γης/ υπό του ουρανίου γεωργου, πανεύφηµε5». «Κλιµα της νοητης
αναδειχθείς/ αµπέλου και ώριµος ως βότρυς/ Στέφανε προσηνέχθης λαµπρως/ τω γεωργω και
Θεω»6.
Ο ίδιος ο διάβολος «ο πατήρ του ψεύδους»7 είναι ο εχθρός του Πρωτοµάρτυρα και ο
οποίος «ποικίλως εαυτόν τοις Ιουδαίοις ενδιασπείρας πάντα γίνεται τω Στεφάνω, κατήγορος,
δικαστής, δήµιος και η λοιπή του θανάτου υπηρεσία»8. «Κατήγορος κριτής τε και δήµιος ο/
βροτοκτόνος και πατήρ του ψεύ/δους δείκνυτε Στέφανε αλλ’ εαυτόν/ ανατρέπει τους βρόχους
τους αυτου τεκταινόµενος»9. Ο διάβολος είναι εκείνος, ο οποίος παίρνοντας τη µορφή των
Ιουδαίων, γίνεται κατήγορος, κριτής και δήµιος του ∆ιακόνου. Ο αρχιδιάκονος
περιβαλλόµενος από τη χάρη του Θεού, την οποία έφερε σαν ιµάτιο επάνω του, απογύµνωσε
στο τέλος κάθε κακία του διαβόλου: «Υφαντόν εκ της άνωθεν χάριτος,/ Στέφανε ιµάτιον
περιβαλόµενος/ του διαβόλου άπασαν/ την κακίαν εις τέλος εγύµνωσας». Έτσι αναδείχθηκε
1
Ακολουθία, ό.π., φ. 4r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
2
Γρηγορίου Νύσσης, Έτερον Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 721Β.
3
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φφ. 4ν-5r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.
4
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σ. 161.
5
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σ. 160.
6
Ακολουθία, ό.π., φ. 2r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252. Ιδές Analecta, ό.π., στιχ.
55-56, σ. 668.
7
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 705D.
8
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 708B.
9
Ακολουθία, ό.π., φ. 18r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.

101
«υπέρτερος του προσπαλαίοντος»1. Επίσης στον ένατο οίκο του ποιήµατος του Ιωάννη
µοναχού Αγιοµαυρίτη, αναφέρεται ότι ο άγιος «έχθιστον τον άσπονδον καταργήσας
κραταιως» και γι’ αυτό προσφωνείται ως: «ανώτερος του πικρου θανάτου, υπέρτερος του
δολίου εχθρου»2.
Τη µάχη του αγίου Στεφάνου µε το διάβολο παραλληλίζει ο Αστέριος Αµασείας3 µε τον
αγώνα του ∆αβίδ µε τον Γολιάθ λέγοντας: «πρωτος τον διάβολον παραταξάµενος, και πρωτος
νικήσας, µιµησάµενος τον ∆αβίδ, ει και δι’ αντιστρόφου του πράγµατος; Λίθοις ο ∆αβίδ τον
Γολιάθ ενίκησε, λίθοις και Στέφανος τον διάβολον αλλ’ ο µεν οις έβαλεν ο δε, οις εβλήθη».
Κανένα όµως από τα χτυπήµατα που δέχτηκε από τον αρχέκακο δεν έκαναν τον άγιο να
λυγίσει, το αντίθετο µάλιστα. Ενδυνάµωναν και σταθεροποιούσαν την πίστη του.
Χαρακτηριστικά στην οµιλία, που συνέθεσε ο Βασίλειος Σελευκείας4, αναφέρει ότι: «τας
τρικυµίας προσηγεν, και την πέτραν ουκ εκίνει. Την πανοπλίαν ετίναξεν, και τον στρατιώτην
ουκ έτρωσεν τα πεπυρωµένα βέλη ετόξευσεν, και τον αριστέα ουκ έβαλεν. Εβάλλετο µεν γάρ,
και ου κατεβάλετο. Το δένδρον ετίναξεν, του δε καρπου ουχ ήψατο. Το σωµα ετραύετο, και η
πίστις ενεανιεύετο το αιµα εχύνετο, και η πίστις επήγαζεν».
Και αν αξίζει έπαινος και τιµή να αποδίδεται στους µάρτυρες, πόσο µάλλον στον
Πρωτοµάρτυρα, αναφέρει ο ανώνυµος5 συγγραφέας του εγκωµίου του αγίου: «Πάντας µέν
τους µάρτυρας τιµαν άξιον, τον δε Στέφανον πολλω µαλλον» και επεξηγεί το λόγο της τιµής,
που του αξίζει, λέγοντας: «Πρωτος Στέφανος µετά τον Κύριον την των αντικειµένων έρρηξεν
φάλαγγα, πρωτος διέβη επί τα ίχνη του δεσπότου, πρωτος άνθρωπος ενέπαιξεν θανάτω».
Πρωτος ο Στέφανος µετά από τον Κύριο διέλυσε τη στρατιά των εχθρών, πρώτος
ακολούθησε τα ίχνη του ∆εσπότη Χριστού, πρώτος από τους ανθρώπους κορόιδεψε το
θάνατο. Απέδειξε στους συγχρόνους του, ότι ο θάνατος αποτελεί πλέον παιχνίδι για τον
άνθρωπο, ότι η δύναµη της αµαρτίας έχει περιοριστεί και ότι ζει και εργάζεται συνεχώς για
τους ανθρώπους ο Κύριος των πάντων: «Ουτος ο ανήρ καλήν θύραν τοις οµοδούλοις έδειξεν,
δείξας ότι θάνατος λοιπόν ανθρώποις παίγνιον, ότι το κέντρον αυτου κέκριται, ότι η δύναµις
της αµαρτίας περιήρηται, ότι η κατάρα εσβέσθη, ότι ζη ο βασιλεύς και ζων εργάζεται»6. Αγίασε
µε το αίµα του τη γη πρώτος απ’ όλους στον ευσεβή αγώνα που έδωσε για την πίστη του:
«Στέφανος ο τρισµακάριος πρωτος τω οικείω αίµατι την γην δια των ευσεβων αγωνισµάτων
ηγίασεν»7. Ο Σωφρόνιος Ιεροσολύµων σηµειώνει µάλιστα, ότι, λόγω της ευσέβειας και του
θάρρους που έδειξε κατά το µαρτύριό του, αναδείχθηκε σε αρχηγό του µαρτυρικού
στρατεύµατος: «Μαρτυρικης στρατιης αρχός ετύχθη/ είνεκεν ευσεβίης, είνεκα θάρσους»8.
Χαρακτηρίζεται επίσης από τον Αστέριο Αµασείας9 ως: «ανήρ τοις χρόνοις των αποστόλων
δεύτερος, τοις δε ανδραγαθήµασι πρωτος». Ακολουθώντας τα βήµατα του ∆εσπότη Χριστού,
εγκαινίασε την οδό του µαρτυρίου πρώτος και αναδείχθηκε σε πρότυπο µίµησης ακόµη και
για τους αποστόλους µε τα κατορθώµατά του. Γι’ αυτό, και όπως σηµειώνει ο ανώνυµος10
συγγραφέας του εγκωµίου του Πρωτοµάρτυρα: «οι µέν γάρ µετά τον Στέφανον εις Στέφανον
αποβλέπουσιν, ο δε Στέφανος [εις] τον Ιησουν».
Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης11δεν µπορεί να νοηθούν µάρτυρες χωρίς τους
αποστόλους, όπως ούτε απόστολοι χωρίς τους µάρτυρες. Γιατί διδάσκαλοι των µαρτύρων
είναι οι απόστολοι και εικόνες των αποστόλων οι µάρτυρες. Ο Πρωτοµάρτυρας Στέφανος, ως

1
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 708D.
2
Οίκοι, ό.π., σσ. 9-10 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 84.
3
Αστερίου Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 341Β.
4
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 472Β.
5
Ανωνύµου, Εγκώµιον, ό.π., IV, στιχ. 1.1-2, 6-8, σ. 70 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 70.
6
Ανωνύµου, Εγκώµιον, ό.π., IV, στιχ. 2.6-10, σ. 71 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 71.
7
Αστερίου Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 340C.
8
Σωφρονίου Ιεροσολύµων, Οµιλία, ό.π., στ. 3793.
9
Αστερίου Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 340C πρβλ. Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85,
στ. 472D-473A
10
Ανωνύµου, Εγκώµιον, ό.π., IV, στιχ. 1,2-3, σ. 70 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 70.
11
Γρηγορίου Νύσσης, Έτερον Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 724 C.

102
εικόνα των αποστόλων: «σταυρόν, και δια του θανάτου πρωτος του µαρτυρίου τον στέφανον
ανεδήσατο». Γι’ αυτό και στη συνέχεια του λόγου1 του, αναφερόµενος ο άγιος Γρηγόριος
στους τρεις µεγάλους αποστόλους τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τοποθετεί δίπλα
τους και τον αρχιδιάκονο Στέφανο, στηριζόµενος στο γεγονός ότι υπήρξε µάρτυρας και
µεταξύ αυτών υπάρχει άµεση σχέση.
Στον ενδέκατο οίκο του κοντακίου2 του Ρωµανού για τον άγιο σηµειώνεται ότι, του
οφείλεται αιώνιος ύµνος ακόµη και από ιερείς, πατριάρχες, βασιλείς και µεγιστάνες, και από
κάθε ανθρώπινη εξουσία γιατί υπέδειξε σε όλους, σε ένα Θεό να στρέψουν την προσοχή τους
και να είναι προσηλωµένη προς τα άνω κυρίως η σκέψη τους, γιατί και εκείνος, έχοντας
καθαρή την καρδιά του, κατόρθωσε να δει ευδιάκριτα το Θεό, όπως ο ίδιος ο Χριστός είπε:
εκείνοι που θα έχουν καθαρή την καρδιά θα δουν το Θεό. Έτσι φαίνεται από όλα αυτά, ότι ο
Πρωτοµάρτυρας είναι περισσότερο µακάριος παρά απλά όσιος, πιο σπουδαίος από τους
άλλους Αγίους, οι οποίοι αγωνίσθηκαν για την πίστη: «Ύµνος αεί εποφείλεταί σοι/ εξ ιερέων
και πατριαρχων/ εκ βασιλέων και µεγιστάνων/ και εκ πάσης αρχης, πρωτοµάρτυς πανεύφηµε /
έδειξας γάρ τοις πασιν ενί Θεω προσέχειν/ και τηρειν άνω πάντοτε / και γάρ αυτός τη ση
καθαρά καρδία/ κατειδες τον Θεόν, ως Χριστός αυτός έφη: τον Θεόν γάρ ουτοι όψονται./
Μακαριώτερος ούτως ει συ/ ή οσιώτερος/ προτερεύεις Αγίων των εν πίστει αθλησάντων».
Εξ αιτίας του κατορθώµατος του η φήµη του ακούστηκε σ’ όλη την οικουµένη και συχνά
στις εγκωµιαστικές οµιλίες παροµοιάζεται µε τον αισθητό ήλιο. Συγκεκριµένα, στην οµιλία
του πρεσβυτέρου Ιεροσολύµων Ησυχίου3 παραλληλίζεται µε τον ήλιο, ο οποίος ανατέλλει
από µια γωνιά του ουρανού και φωτίζει όλο τον κόσµο. Κατά παρόµοιο τρόπο και ο
αρχιδιάκονος Στέφανος εµφανίστηκε στην Ιερουσαλήµ και η διδασκαλία του διαδόθηκε σε
όλη τη γη: «Έσπειρεν πανταχου της ευσεβείας τα δόγµατα, όλαις φιλοτιµεισθαι ταις εκκλησίαις
τω φωτί της αυτου διδασκαλίας έδωκεν. Και καθάπερ εκ µιας τινος γωνίας της κατ’ ουρανόν
ανατέλλων ο ήλιος φωτίζειν όλην την κτίσην την ορωµένην έλαχεν, ούτως εξ Ιερουσαλήµ
αστράψας ο των χαρίτων Στέφανος πόλεις όλας και χώρας, έθνη και λαούς, φυλάς και γλώσσας
ασβέστου θεολογίας ενέπλησεν». Παρουσιάζεται σαν ένας άλλος ήλιος, ο οποίος όµως
καταυγάζει νοητά, όσους προστρέχουν σ’ αυτόν µε δυνατή πίστη: «Επεφάνη σήµερον ο
πρωτοµάρτυς ώσπερ άλλος ήλιος, και καταυγάζει νοητως τους εκ ψυχης ανακράζοντας ώφθη
εφάνη µαρτύρων ο πρώταθλος»4.
Επίσης, η αντιπαραβολή του αγίου Στεφάνου προς τον ήλιο φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά
και στην οµιλία του Πρόκλου5, όπου αναφέρεται ότι ο Κύριος: «Στέφανον δε τον
πρωτοµάρτυρα συνανατολέα των αθανάτων ακτίνων πεποίηται». Ο Πρόκλος, επεξηγώντας τον
προσδιορισµό που αποδόθηκε στον αρχιδιάκονο, συνεχίζει την οµιλία του συγκρίνοντας το
διαφορετικό, αλλά παρόµοιο ρόλο που διαδραµατίζει ο Στέφανος, σε σύγκριση µε τον
αισθητό ήλιο, στον κόσµο. Αναφέρει λοιπόν ότι: «Εκεινος µεν την αρκτώαν εις την νοτιαίαν
τρίβον ελαύνων, ποτέ µεν συστέλλει, ποτέ δε πλατύνει της ηµέρας τα µέτρα ουτος δε, τη προς
ηµας εξ ουρανων επιδηµία την δικαιοσύνην αυξήσας, αµίαντον και αµείωτον το ταύτης ετήρησε
φέγγος εκεινος νυκτός διάδοχος, ουτος θανάτου αντίπαλος εκεινος σκότους φυγαδευτής, ουτος
αµαρτίας ανατροπεύς εκεινος δωδεκάωρον φέγγει, ουτος δι’ αιωνος αστράπτει. Εκεινος δι’
αστέρων οδεύει, ουτος δι’ αποστόλων εκλάµπει εκεινος δια καιρων και χρόνων περιέρχεται,
ουτος δια προφητων και ευαγγελιστων κηρύττεται εκεινος τας ώρας τω δρόµω υφαίνει, ουτος
τω λόγω της εκκλησίας µεγαλύνει».

1
Γρηγορίου Νύσσης, Έτερον Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 729 Β.
2
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σσ. 169-170.
3
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 1,3-1,9, σ. 328 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σ. 328. Ιδές Βασιλείου
Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 472D.
4
Ιακώβου Αγιορείτου, Τυπικόν, ό.π., σ. 112.
5
Πρόκλου, Εγκώµιον, ό.π., PG 65, Α, στ. 809ΑΒ Ιδές Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 461D
Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 1.17-2, σσ. 74-75 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σσ.
74-75.

103
Στην ποιητική υµνολογία, επίσης, ο άγιος προσδιορίζεται ως «του αισθητου ηλίου
λαµπρότερος» και «του νοητου ηλίου το κάτοπτρον»1. Ο παραλληλισµός του Πρωτοµάρτυρα
µε τον αισθητό ήλιο αναφέρεται και στον κανόνα2 του στην ακολουθία του ∆εκεµβρίου της
Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου, ως εξής: «έλαµψεν ως ήλιος ο πρωτοµάρτυς/ σου, των ουρανίων
Χριστέ αψίδων γεγο/νώς υπέρτερος και δόξης αρρή/του εκφορηθείς φιλάνθρωπε».
Την αντιπαραβολή του Στεφάνου προς τον αισθητό ήλιο χρησιµοποίησε και ο Θεόδωρος
Πρόδροµος3 στο τετράστιχο που συνέθεσε αναφερόµενος στην εκλογή των επτά ∆ιακόνων.
Αναφέρει λοιπόν: «Ήλιος άναξ επτά των πλανωµένων/ Στέφανος άναξ επτά των διακόνων/ Ο
µεν τριων ύπερθε, και τριων κάτω, / ο δε προ των εξ ευλόγως τεταγµένος».
Ο Βασίλειος Σελευκείας, όπως και ο Φλωρέντιος, αναφερόµενοι στην ευλάβεια του
αρχιδιακόνου, τον αποκαλούν: «αγωνιστή της ευσεβείας»4 και αλλού «στήλη της ευσεβείας και
διδάσκαλο της χάριτος»5. Παρουσιάζουν µάλιστα στα κείµενά τους µια εικόνα του, που
ανταποκρίνεται στους χαρακτηρισµούς, που του προσέδωσαν. Αναφέρουν λοιπόν ότι, όσο
καιρό βρισκόταν στη γη ο Πρωτοµάρτυρας ανέβλυζε σαν πηγή την ευσέβεια και ενδυνάµωνε
τις ελπίδες των χριστιανών. Πήγαζαν από αυτόν τα νάµατα της διδασκαλίας του Χριστού,
ανθούσαν οι αρετές της ευσέβειας επάνω του καθώς άναβε στους ακροατές του τον πόθο για
τον Θεό. ∆εν δεχόταν τις ευφηµίες που του προσέδιδαν, αλλά εξυµνούσε νύχτα και µέρα µε
ψαλµωδίες το Θεό και µιλούσε γι’ Αυτόν. Κέρδος για τον αρχιδιάκονο αποτελούσε η βρώση
και η πόση των πνευµατικών αγαθών. Φιλόχριστος στον τρόπο συµπεριφοράς του, απέβλεπε
συνεχώς στην αρετή εκδηλώνοντας διαφορετικά κάθε φορά έργα ευσέβειας. Βρισκόµενος
συνεχώς σε εγρήγορση για την εκτέλεση έργων ευλάβειας, δίδασκε συγχρόνως την αλήθεια,
και υπερασπιζόταν το δίκαιο ακούραστα. Ενεργοποιώντας τις παραινέσεις, δίδασκε τις
αλήθειες του Χριστού και χαιρόταν µε κάθε ευχάριστο συναίσθηµα που προερχόταν από τα
παθήµατα του Κυρίου, που αντιµετώπιζε ο ίδιος. Γι’ αυτόν ανάπαυση θεωρούνταν, να
κακοπάθει για την ευσέβεια. Χαιρόταν µε τους κινδύνους, µιλούσε µε παρρησία στους
θεοφιλείς, έλεγχε τους Φαρισαίους για τις πράξεις τους, µε προφητικά µηνύµατα µιλούσε για
τα παθήµατα του Χριστού, χαλιναγωγούσε τις γλωσσικές ικανότητες των ρητόρων. Ανέκοπτε
το πέλαγος της ειδωλολατρείας, συνηγορούσε στη θεολογία και έλεγχε την αγνωσία που
προερχόταν από άγνοια: «Παρά µεν γάρ τον καιρόν της κατά τον βίον επιδηµίας έβρυεν την
ευσέβειαν, κοµων τας µακαρίας των χριστιανων ελπίδας επήγαζεν τα νάµατα της διδασκαλίας
ήνθει τας αρετάς της ευσεβείας επυρπόλει τας αισθήσεις τοις κατά Θεόν πόθοις αναπτόµενος
ώξυνεν γλωτταν ταις ευφηµίαις ευρυτάτω στόµατι ενεχρόνιζεν ταις ψαλµωδίαις τω όµµα της
καρδίας νύκτωρ τε και µεθ’ ηµέραν εκίνει προς θεολογίαν. Κέρδος αυτω τα πνευµατικά βρωσις
αυτω, και πόσις τα θεοφιλη φιλόχριστος τον τρόπον όλος προς αρετήν βλέπων ποικίλλων τα της
ευσεβείας κατορθώµατα νύκτωρ άυπνος εγρηγορώς την ευλάβειαν διεγειγερµένος τον λόγον
ακαταµάχητος προς την αλήθειαν, υπερασπίζων του δικαίου, ακάµας την διδασκαλίαν,
εντελεχων ταις παραινέσεις διδάσκων τα φιλόχριστα υπέρ πασαν ηδονήν τοις Χριστου
παθήµασιν εφαιδρύνετο ανάπαυσις αυτω, το παθειν υπέρ της ευσεβείας. Έχαιρε τοις κινδύνοις,
επαρρισιάζετο τοις θεοφιλέσιν συνήσχυνεν Ιουδαίους διακατηλέγχετο Φαρισαίους τοις
προφητικοις µηνύµασι τα του Χριστου παθήµατα σαφως επεδείκνυεν, εχαλίνου τας των
ρητόρων ευγλωττείας, έτεµνεν το πέλαγος της ειδωλολατρείας ταις θεολογίαις συνηγόρει, της
αγνοίας ήλεγχε την αγνωσίαν»6.

1
Οίκοι, ό.π., σ. 6 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 83.
2
Ακολουθία, ό.π., φ. 20r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
3
Θεοδώρου Προδρόµου, «Εις την Καινήν ∆ιαθήκην Τετράστιχα: Πράξεις Αποστόλων», PG 133, στ. 1212Β.
4
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 464 Α Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 1.15, σ. 75
πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 75.
5
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 465Β Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 4.24-25, σ. 77
πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 77.
6
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 464Β-C Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 2.17-7, σσ.
75-76 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 75-76.

104
∆ικαιολογηµένα λοιπόν η Εκκλησία µας, αναφερόµενη στην ευσέβειά του, αποκαλεί1 τον
Πρωτοµάρτυρα ψάλλοντας: «Ο ακλινής, της Εκκλησίας και άσειστος/ και εδραιος στύλος
ανατέταλται/ από της γης, έως ουρανου αίγλη ευ/σεβείας φωτίζων πάντα τα πέ/ρατα ο Στέφανος
ο µέγας αλη/θείας ο κήρυξ της αθλήσεως όντως/ ο πρόβολος».
Γι’ αυτό, σηµειώνει ο Ησύχιος, του οφείλουµε δικαίως εορτές ίσες µε τους πολυάριθµους
τίτλους του, επειδή «πολίτης εστίν του Σταυρου, της Βηθλεέµ οικειος, της Αναστάσεως
έκγονος, της Σιών τραπεζοποιός, κηρυξ της Αναλήψεως»2.
Ο εορτασµός της µνήµης του θανάτου του αγίου Στεφάνου καρποφόρησε αρκετές φορές
νέους µάρτυρες της χριστιανικής πίστης: «Πόσαις φοραις η λαµπροτάτη πανήγυρις του
πρωτοµάρτυρος εκαρποφόρησε νέους αθλητάς της ορθοδόξου πίστεως; πόσαις φοραις οι
αιµατόβαφοι λίθοι του πρωτοάθλου και πρωτοµάρτυρος εγέννησαν µαρτύρων διαδήµατα;
εγκωµιάζετο και επαινειτο από την Εκκλησιαστικήν ευγλωττίαν ο µέγας ανταγωνιστής, των
ιερων ανταγωνιστων το καύχηµα των σεπτων διακόνων το εγκαλλώπισµα και τότε οι αληθινοί
του Χριστου στρατιώται και µάρτυρες, ακούοντες τα εγκώµια, εµελετουσαν τα µαρτύρια»3. Όσο
πολύτιµη είναι η κόρη για τον οφθαλµό, τόσο απαραίτητος είναι και ο πολλά υποµείνας
αρχιδιάκονος ως πρότυπο µίµησης για τους απανταχού µάρτυρες. Έχοντάς τον σαν οδηγό
στην οδό του µαρτυρίου που βαδίζουν, δεν λυγίζουν από τα βάσανα αφού ο άγιος έκανε και
τα παθήµατα να µοιάζουν παιχνίδι µπροστά στην δόξα του Θεού, που αξιώθηκε να δει και να
κερδίσει: «Όπερ γάρ εστιν κόρη εν οφθαλµω, τουτό εστιν ο πολύτλας Στέφανος εν τοις
απανταχου µάρτυσιν ιδρύµενος, τοις βασιλείοις των παθηµάτων αγλαϊζόµενος4».
Χαρακτηρίζεται µάλιστα από τον Ιωάννη µοναχό Αγιοµαυρίτη ως: «στολή και ρυθµός των
µαρτύρων»5.
Είναι αξιοσηµείωτο το γεγονός ότι, σε πολλά από τα κείµενα που εξετάζουµε,
εγκωµιαστικούς λόγους αλλά και ύµνους, παρατηρείται ένας αδιάκοπος χείµαρρος
χαρακτηρισµών του Πρωτοµάρτυρα, που κατά το συγγραφέα, θεωρείται φτωχός µπροστά στο
µεγαλείο του αγίου, το οποίο θεωρεί πως είναι ανίκανος να περιγράψει ο ίδιος: «Ρήµασι τις
ικανοι ευφηµειν/ όσα ετέλεσας τα θαυµαστά/ εις γην εστωτα ύψει πάντα;», σηµειώνει ο
Ρωµανός ο Μελωδός στο δωδέκατο οίκο του κοντακίου6 του για τον άγιο. Ποιος δηλαδή,
είναι ικανός να επαινέσει µε λόγια, όσα θαυµαστά έκανε στη γη, όλα ιστάµενα υψηλά;
Αδυνατεί κάθε ανθρώπινος νους να πλέξει εγκώµια ισάξια προς τα κατορθώµατα του
µάρτυρα, επισηµαίνει η Εκκλησία µας σε τροπάριο της ενάτης ωδής του κανόνα του αγίου
που περιέχεται στην ακολουθία του ∆εκεµβρίου της Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου, που ψάλλει7:
«Των επαίνων Στέφανε υπερέβης ά/παντα θεσµόν και φέρεις κατά/ παντός, λόγου αψευδως και
τα νικητήρια αδυνατει, βρότειος γάρ νους πλέξασθαι στέφανον εγκωµίων σοι επάξιον». «Πως
επαινέσω τον Στέφανον, ον η χάρις τοις οικείοις δακτύλοις επλέξατο;», αναρωτιέται ο
Πρόκλος8 και συνεχίζει λέγοντας: «τι χαρίσωµαι τω Στεφάνω, πασαν κεφαλήν µαρτύρων
στεφανουντι; τι δύναµαι προσθηναι τω τη χάριτι πεπλεγµένω στεφάνω; ποίω λόγω κοσµήσω
τον παντός φαιδρότερον κόσµου; ποίοις ρήµασι θαυµάσω τον µυρίοις κοµωντα τοις θαύµασι;».
Στην οµιλία που συνέθεσε ο Βασίλειος Σελευκείας9 ο αρχιδιάκονος χαρακτηρίζεται ως: «ο
έξαρχος των µαρτύρων, η κορυφή των οµολογητων, η ακρόπολη των αθλούντων, το στήριγµα
των αγωνιζοµένων, ο προγραµµός των πυκτευοµένων τοις ανηµέροις δαίµοσιν, η πόλις η
οχυρά, το τειχος το αρραγές, ο εύδιος λιµήν, το καλλώπισµα των θεοφιλων, το ενδιαίτηµα των

1
Ακολουθία, ό.π., φ. 19r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
2
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 2,1-2,4, σ. 328 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σ. 328.
3
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 4 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.
4
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 461D- 464 A Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 1.7-9, σ.
75 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 75.
5
Οίκοι, ό.π., σ. 17 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 87.
6
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σ. 170.
7
Ακολουθία, ό.π., φ. 29ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
8
Πρόκλου, Εγκώµιον, ό.π., PG 65, Γ΄, στ. 812Β Ιδές Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 461C-
D Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 1.10-17, σ. 74 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 74.
9
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 472C, 473 Α.

105
ευλαβων, των εστώτων η ασφάλεια, των πεπτωκότων η ανόρθωσις, η µάστιγα των δαιµόνων,
σωµάτων αρρωστούντων το ιατήριον, ο βοηθός των οδοιπορούντων, ο αρωγός των
ξενιτευόντων, η ελευθερία των δεδουλωµένων, η σωτηρία των φυλακιζοµένων».
Επίσης ο Πρόκλος1 χρησιµοποιεί µια σειρά από τίτλους, τους οποίους προσδίδει στον
Πρωτοµάρτυρα και οι οποίοι έχουν ως εξής: «Στέφανος, ο φερώνυµος µάρτυς Στέφανος, ο
έµψυχος στέφανος Στέφανος, το αυτόπλεκτον διάδηµα Στέφανος, το αυτοχάλκευτον περίθεµα
Στέφανος, το αυτοφυές της ιδίας κορυφης στεφάνωµα Στέφανος, το πολυανθές της πίστεως
βλάστηµα Στέφανος, το της αγάπης ευωδέστατον ρόδον Στέφανος, το της ελπίδος αµάραντον
άνθος Στέφανος, ο της χάριτος ευθαλέστατος στάχυς Στέφανος, ο της αειζώου αµπέλου το
πολυφόρον κληµα Στέφανος, της αθανασίας ο µελίστακτος βότρυς Στέφανος, η του
σταυρωθέντος ουρανοµήκης παραφυάς Στέφανος, παντός αγαθου έργου και λόγου το πλήρωµα
Στέφανος, ο της οµολογίας ακαθαίρετος πύργος Στέφανος, ο της υποµονης ασάλευτος πρόβολος
Στέφανος, ο της εγκρατείας σταυροφόρος οπλίτης Στέφανος, ο της ευσεβείας αήττητος
στρατιώτης Στέφανος, ο έµψυχος στρατηλάτης Στέφανος, ο κατά των χριστοκτόνων θαρσαλαιος
ρήτωρ».
Αναφέρουµε ακόµη τους χαρακτηρισµούς, που προσδίδει ο Ησύχιος2 στον αρχιδιάκονο.
Τον αποκαλεί: «Μάρτυρα του φωτός, διάκονον της ζωης, στρατιώτην του Χριστου, λυχνίαν του
Λόγου, µαργαρίτην του Πνεύµατος, υποµονης άνθος, φιλοσοφίας κρηπιδα, απαθείας υπόδειγµα,
διδασκάλων απαρχήν, στυλον εκκλησίας, παιδαγωγόν χάριτος, αρετων κλίµακα, προκοπης
στήλην, πρόδροµον των αποστόλων, των µαρτύρων πρωτότοκον, ηγεµόνα της γνώσεως».
Επίσης ο ίδιος3χρησιµοποιεί δύο υπέροχες παροµοιώσεις για το µάρτυρα στον αγώνα που
κάνει εναντίον των Ιουδαίων υπερασπιζόµενος τον Ιησού το Ναζωραίο. Τον παρουσιάζει σαν
αµνό, που µάχεται τους λύκους για χάρη του ποιµένα και σαν περιστερά, που υποτάσσει στον
αετό τους δράκοντες: «Αµνός ων, υπέρ του ποιµένος προς τους λύκους εµάχετο περιστερά
τυγχάνων, υπέταττε τω αετω τους δράκοντας». Ο ποιµήν και ο αετός δεν είναι άλλος από το
Σωτήρα Χριστό για χάρη του Οποίου ο άγιος υπέµεινε τα πάντα.
Εξετάζοντας την κατηγορία των εγκωµιαστικών λόγων, µένει να παραθέσουµε τους
χαρακτηρισµούς που αποδίδουν στον Πρωτοµάρτυρα ο Βασίλειος Σελευκείας και ο
Φλωρέντιος4, οι οποίοι αναφέρουν τα εξής: «Ω καλλίνικε! ω παναοίδιµε και τρισόλβιε και
µακάριε! ω Στέφανε µάρτυς τα άνθη ευωδιάζων της ευσεβείας! ω εργαστήριον αρετων! ω
πανδοχειον πνευµατικων κατορθωµάτων! ω λαµπτήρ ο τω πρωΐ ανατέλλων. Και γάρ σύν
ανθρώποις βιωτεύων, διέλαµπες σηµεια, και τέρατα και διάφορα ιάµατα επιδεικνύµενος τας
αντικειµένας δυνάµεις κολάζων, και τους αντιταττοµένους δαίµονας βασανίζων ταις ενεργείαις.
Πρωτοστάτα των µαρτύρων, συνόµιλε των αποστόλων».
Όσον αφορά την ποιητική υµνολογία, ο άγιος Στέφανος χαρακτηρίζεται ως: «ο των
αρρήτων µύστης, των µαρτύρων ο πρωτος, ο υψηλόνους µάρτυς5, ο διακόνων πρωτος, αρχή
των µαρτύρων6και προτροπή7, των αγγέλων συµµέτοχος, κλίµα της νοητής αµπέλου8, µαρτύρων
πρωτόαθλος9, καύχηµα µαρτύρων, αθλητων ακροθήνιον10, των αθλητων το εγκαλλώπισµα, των
πιστων το στήριγµα, η δόξα των δικαίων11, ο σοφία καταγλαϊσθείς12, γενναιος του Χριστου

1
Πρόκλου, Εγκώµιον, ό.π., PG 65, Β΄, στ. 809D-812A πρβλ. Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ.
472 Α.
2
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 4,2-4,8, σ. 330 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σ. 330.
3
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 6,6-6,7, σ. 330 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σ. 330.
4
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 469Β Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 7.3-11, σ. 81
πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 81.
5
Ακολουθία, ό.π., φ. 1r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
6
Ακολουθία, ό.π., φ. 1ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
7
Έτερος κανών, ό.π., φ. 100r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ 377-378.
8
Ακολουθία, ό.π., φ. 2r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
9
Ακολουθία, ό.π., φφ. 2ν-3r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
10
Ακολουθία, ό.π., φ. 3ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
11
Ακολουθία, ό.π., φ. 4r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
12
Ακολουθία, ό.π., φ. 7r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.

106
θεράπων, ουρανοπολίτης Χριστου1, των κινδύνων ρυόµενος2, ο θεραπεύων τας νόσους, των
παθων απαλλάττων, νοσηµάτων λυτρούµενος3, η πύλη των µαρτύρων, το καύχηµα των
αποστόλων4, των µαρτύρων ακρότης5, διακόνων πρόκριτος, προστάτης χηρων6, µαρτύρων
στεφάνωµα, ακροθήνιον µαρτυρικου στέφους7, θησαυρός πολύτιµος, πλουτος µη δαπανώµενος,
αναφέρετος όλβος, περιουσία ανώλεθρη, µαρτύρων αγλάισµα8, κήρυξ της θείας ζωης9, των
µαρτύρων αρχηγός, ιερολόγος ιερός και θεολόγος10, αγγέλων συνόµιλος11, ο ακλινής στύλος της
Εκκλησίας, της αθλήσεως ο πρόβολος12, ο κλεινός ταξίαρχος των µαρτύρων13, στεφανίτης των
µαρτύρων, ο καλός σταδιάρχης, ο τοις πόνοις αναλάµψας14, των διακόνων κρηπίς, αποστόλων
εκλόγιον15, κατοικητήριον της υπερσόφου σοφίας16, τροπαιοφόρος την αλήθειαν17, κοινωνός
παθηµάτων, µιµητής του Χριστου18, η καλλονή των µαρτύρων, απαρχή τε και κορυφή των
διακόνων, οµότροπος των θείων αποστόλων19, των απόρων η θεία παράκλησις, των πτωχων
και των χηρων η ανάκλησις, το ύψος των δογµάτων και ορθή στάθµη ακριβής, βάθος θεωρίας
θεολογίας υψηλης20, λαµπτήρ φωτίζων υφήλιον, φωστήρ και θειον κειµήλιον, του ∆ιδασκάλου ο
θελκτήριος έρως21, πυρσός αληθους σοφίας, βυθός της Θεου προνοίας22, Πατρός ανάρχου
θεωρός φωτοφόρος23, της πίστεως ακράδαντον έρεισµα24, διακόνων το θειον απάνθισµα,
πιστευόντων γλυκύτατον ήδυσµα25, ρήτωρ πυρίπνους26, ο της αγάπης γνώµων και οµονοίας,
σταθµός ειρήνης κατάλληλος, θεσµός της πίστεως άρρηκτος27, τειχος των διακόνων28, πηγή της
Θεου σοφίας, αυγή µυστικης ηµέρας29, φωτοφόρος των αθλοφόρων στέφανος30, Χριστου ιερόν
ανάθηµα31, µαρτύρων το κλέος32, κορωνίς µαρτύρων και αθλητων33, στέφος αµαράντινον της
πίστεως34». Συνοψίζοντας όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, θα λέγαµε ότι ο αρχιδιάκονος
υπήρξε ένας χριστιανός, που βίωσε τη χριστιανική πίστη κι απέδειξε πρώτος, ακολουθώντας
το δρόµο του µαρτυρίου, την αγάπη του για τον Αναστηµένο Κύριο. Έδειξε την οδό που
οφείλουν να ακολουθήσουν όσοι θελήσουν να αγωνισθούν για Εκείνον, αποβαίνοντας στο
1
Ακολουθία, ό.π., φ. 7ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
2
Ακολουθία, ό.π., φφ. 8ν-9r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
3
Ακολουθία, ό.π., φ. 9r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
4
Ακολουθία, ό.π., φ. 9ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
5
Ακολουθία, ό.π., φ. 11r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
6
Ακολουθία, ό.π., φ. 13ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
7
Ακολουθία, ό.π., φ. 14r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
8
Ακολουθία, ό.π., φ. 14ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
9
Ακολουθία, ό.π., φ. 15ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
10
Ακολουθία, ό.π., φ. 16r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
11
Ακολουθία, ό.π., φφ. 16r-16ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
12
Ακολουθία, ό.π., φ. 19r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
13
Ακολουθία, ό.π., φ. 21ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
14
Ακολουθία, ό.π., φ. 23r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
15
Ακολουθία, ό.π., φ. 32r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
16
Ακολουθία, ό.π., φ. 32ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
17
Ακολουθία, ό.π., φ. 33ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
18
Παρακλητικός κανών, ό.π., σ. 78 πρβλ. Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 78.
19
Παρακλητικός κανών, ό.π., σ. 80 πρβλ. Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 78.
20
Oίκοι, ό.π., σσ. 2-3 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 81.
21
Οίκοι, ό.π., σσ. 3-4 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 82.
22
Οίκοι, ό.π., σ. 6 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 82.
23
Οίκοι, ό.π., σ. 8 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 83.
24
Οίκοι, ό.π., σ. 10 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 84.
25
Οίκοι, ό.π., σ. 11 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 85.
26
Οίκοι, ό.π., σ. 16 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 86.
27
Οίκοι, ό.π., σ. 17 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 87.
28
Οίκοι, ό.π., σ. 18 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 87.
29
Οίκοι, ό.π., σ. 89 πρβλ. Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 89.
30
Analecta, ό.π., σ. 664.
31
Έτερος κανών, ό.π., φ. 100r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 377-378.
32
Έτερος κανών, ό.π., φ. 104ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 377-378.
33
Ματθίδη, Ιεραί, ό.π., σ. 43.
34
Ματθίδη, Ιεραί, ό.π., σ. 49

107
τέλος ο ίδιος πρότυπο µίµησης ακόµη και για τους ίδιους τους πρωτοκορυφαίους
αποστόλους. Αναδείχθηκε άξιος «µιµητής του ∆εσπότου», τόσο στο φρόνηµα όσο και στα
έργα. Κυρίως η προσευχή, µε την οποία ζήτησε από το Θεό τη συγχώρεση των Ιουδαίων που
τον λιθοβολούσαν, αποτελεί αδιάψευστο τεκµήριο ότι υπήρξε γνήσιος µαθητής του Χριστού.

β) Παρουσίαση της προσωπικότητας του αρχιδιακόνου µε τη σειρά των γεγονότων των


Πράξεων.

Αναφέρθηκε στα πρώτα κεφάλαια της εργασίας ότι ο άγιος Στέφανος εκλέχτηκε αρχικά
µαζί µε άλλους επτά άνδρες από τη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύµων προκειµένου να
υπηρετήσουν στο έργο της διακονίας των τραπεζών για να µπορούν πλέον οι απόστολοι
απερίσπαστοι να επιδίδονται στο κήρυγµα του λόγου του Θεού προς τα έθνη.
Νέος στην ηλικία, ακτινοβολούσε γενικά µε το χαρακτήρα, την ωραιότητα του σώµατος
και της ψυχής του: «Νέος ηλικία χρηµατίζων, φρονήσει εξέλαµπες Σοφέ, σώµατος/ ωραιότητι,
και της ψυχης Μακάριε, τω κάλλει θαυµαζόµενος,/ Τριάδος θείας Απόστολε»1.
∆ιακρινόταν σαν άνθρωπος, όπως και ο ∆ιδάσκαλός του, για τον ήπιο χαρακτήρα του και
την ταπείνωση, η οποία προέρχεται από την αγάπη του Θεού και ήταν ο πιο εκλεκτός από
τους ∆ιακόνους που ορίσθηκαν, προκειµένου να προστατεύσουν τις χήρες των Ελληνιστών
στις καθηµερινές διανοµές των τροφών, από τις τυχόν αδικίες που συνέβαιναν: «Φέρων του
διδασκάλου, το πραον φρό/νηµα και την εκ της αγάπης θεο/ποιόν ταπείνωσιν αξίως ο
Στέφα/νος διακόνων πρόκριτος και προ/στάτης χηρων γεγένηται»,«σύ προς επικουρίαν, των
αποστόλων/ επαξίως εκλήθης / και ως πιστός/ διάκονος φερώνυµε Στέφανε / χρηµατίσας»2,
αναφέρεται στο πρώτο και δεύτερο τροπάριο της πρώτης ωδής του κανόνα του αγίου στην
ακολουθία του ∆εκεµβρίου της Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου. Στον δεύτερο οίκο του κοντακίου
του για τον Πρωτοµάρτυρα ο υµνογράφος Ρωµανός ο Μελωδός σηµειώνει: «οι του Χριστου
µαθηταί τον σεπτόν/ προεχειρίσαντο διακονειν/ αυτων εν τη διδασκαλία όντων/ επιµελως προς
το των εθνων κήρυγµα./ Πρόχορον σύν Φιλίππω σύν και τισιν ανδράσιν/ εγκατέστησαν
Στέφανον/ προς το υπηρετειν των βρωµάτων τη χρεία»3.
Εκλέχτηκε επίσης από τους αποστόλους, γιατί σαν άνθρωπος ήταν γνωστός για τη
σταθερότητα της πίστης του και προικισµένος από το Άγιο Πνεύµα µε πνευµατική σοφία,
όπως αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης4: «Πρωτον µεν γάρ ο θαυµάσιος ουτος ανήρ την
των χηρων επιµέλειαν επιστεύετο, µαρτυρηθείς κρίσει και εκλογη των αποστόλων ανήρ είναι
πιστός, και πλήρης Πνεύµατος αγίου, έπειτα δυνάµει πνευµατικης σοφίας». Χαρακτηριστικά
στο δεύτερο τροπάριο των αίνων της ακολουθίας5 του αγίου σηµειώνεται ότι: «…αρετάς
περιθέµενος τω σω/ τραχήλω, σοφίας γέγονας της υ/περσόφου κατοικητήριον ήν/περ ετίµησας
περιποιησάµε/νος, φίλην σαυτω δι’ ης και τε/τίµησαι, δόξη και χάριτι». Επίσης στο δεύτερο
τροπάριο της πρώτης ωδής του κανόνα, που συνέταξε ο Μιχαήλ Ιδρωµένος για τον άγιο,
αναφέρεται ότι: «Εν πίστει ευρόντες σε, εστηριγµένον Απόστολοι, σοφίας δε έµ/πλεων, και
χαρισµάτων πολλοις, των του Πνεύµατος, ψυχήν/ αγλαϊσµένον, σε θείων ∆ιάκονον,
προεχειρήσαντο»6.
Ακτινοβολώντας τη χάρη του Αγίου Πνεύµατος, η οποία τον επισκίαζε και τον ενίσχυε,
φώτιζε µε τη δύναµη του λόγου του όσους πίστευαν στο Χριστό και έδιωχνε κάθε είδος
κατάθλιψης, που µπορούσε να προέλθει από δική τους ασέβεια: «Φωτός ουρανίου ταις ακτίσι,
λαµπόµενος ένδοξε σαφως, άπαντας/ κατεφώτισας, τους τω Χριστω πιστεύσαντας, και την
αχλύν εδίωξας,/ της ασεβείας Απόστολε»7. Υπήρξε λοιπόν καταπληκτικός διδάσκαλος και

1
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 17.
2
Ακολουθία, ό.π., φ. 13ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
3
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σσ. 161-162.
4
Γρηγορίου Νύσσης, Έτερον Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 721-724ΒΑ.
5
Ακολουθία, ό.π., φ. 32ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
6
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 16.
7
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 16.

108
ρήτορας, του οποίου η διδασκαλία έγινε γνωστή σε όλη την οικουµένη, όπως εξυµνείται στην
οµιλία του Ησυχίου1: «πασαν γαρ εφεξης τοις λόγοις εγεώργησεν, και νόµων ιερων πανδηµί
την οικουµένην ενέπλησεν». «Ενταυθα [ενν. στην Ιερουσαλήµ]…έχει…της διδασκαλίας τον
αγρόν, της ρητορείας το θέατρον». Η Ιερουσαλήµ έγινε ο αγρός της διδασκαλίας του και το
θέατρο της ρητορείας του. Όσον αφορά τη διδασκαλία του, αυτή ήταν: «νόµου κατήχησις,
προφητων γνωσις, ευαγγελίων είδησις, η θεωρία των κατ’ ουρανόν, µαλλον δε των υπέρ
ουρανόν, µυστηρίων εξήγησις». ∆ηλαδή κατήχηση του νόµου, γνώση των προφητών και των
ευαγγελίων, η θεωρία όσων συνέβαιναν στον ουρανό, κυρίως η εξήγηση των ουρανίων
µυστηρίων. Γι’ αυτό άλλωστε προσφωνείται ως: «Χριστου των µυστηρίων ∆ιάκονος»2, στον
ειρµό της πρώτης ωδής του ανέκδοτου κανόνα του της Ιεράς Μονής Παντελεήµονος. Στο
τρίτο τροπάριο της ίδιας ωδής του παραπάνω κανόνα, αναφέρεται συγκεκριµένα, ότι του
δόθηκε η ικανότητα από το Θεό και η ευλογία της χάρης Του να εξηγεί τα µυστήρια της
βασιλείας Του: «Ισχύς άνωθεν δέδεται και χάρις ουν τοις χεί/λεσι κέχυται λαλειν Θεου τα
µυστήρια»3.
«Ήνοιγεν το στόµα, και πασαν ακοήν εθήρα», σηµειώνει ο Ησύχιος4, κατακτούσε το
ακροατήριό του µε το λόγο του. Φαίνεται δίκαιο λοιπόν να του αποδίδονται χαρακτηρισµοί,
όπως: «διδασκάλων απαρχήν, παιδαγωγόν της χάριτος, ηγεµόνα της γνώσεως»5.
Στο τρίτο τροπάριο της έβδοµης ωδής του κανόνα που συνέταξε ο Μιχαήλ Ιδρωµένος για
τον άγιο, αναφέρεται ότι µε χαρά φρόντιζε για την πνευµατική στήριξη των µελών της
κοινότητας και ευχαρίστως συζητούσε µε τους απίστους τα διδάγµατα της νέας διδασκαλίας
µαλακώνοντας τις ψυχές τους µε τα λόγια του και τηρώντας φυσικά πάντοτε τις εντολές του
Θεού, που οδηγούν στο φως της αλήθειας. Η ψυχική του αυτή ευφορία ήταν ορατή και
αντιληπτή σε όλους όσους τον παρακολουθούσαν: «Ιλαρώτατος τοις πασιν, ώφθης Στέφανε,
πιστούς στηρίζων µεν,/ απίστων δε τας ψυχάς, µαλάσσων τοις λόγοις σου, και του ∆ε/σπότου
σου τηρων πάντοτε, τα ιερά εντάλµατα, προς το φως τα/ οδηγουντα»6.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης7 αναφέρει µάλιστα χαρακτηριστικά ότι: «το Πνευµα το άγιον,
εν τη του Στεφάνου µεγαλοφυΐα γενόµενον, εκδηλοτέρας εποίει τας ακτινας της χάριτος».
Παρόµοια αντίληψη κυριαρχεί και στην ανώνυµη εγκωµιαστική οµιλία8 που έχουµε στη
διάθεσή µας και στην οποία αναφέρεται ότι: «Στέφανος ο πλήρης πνεύµατος αγίου και χάριτος
και δυνάµεως διά του αγίου πνεύµατος µαρτυρούµενος, ο εν τοις αποστόλοις απόστολος και εν
προφήταις προφήτης και διδάσκαλος εν διδασκάλοις, ο πρωτος εν διακόνοις, ως της
αποστολικης ακροθίνιον εκλογης». Με τη χάρη του αγίου πνεύµατος ο αρχιδιάκονος Στέφανος
αναδείχθηκε απόστολος, προφήτης και διδάσκαλος, ενώ αποτελούσε και το πιο εκλεκτό
µέλος της εκλογής των αποστόλων.
Επίσης στο δέκατο τρίτο οίκο του ποιήµατος, που έγραψε ο Ιωάννης µοναχός
Αγιοµαυρίτης για τον άγιο, σηµειώνεται χαρακτηριστικά ότι: «Νέους έδειξε µύστας, ο Σωτήρ
τε και/ Κτίστης, τους θείους και λαµπρούς Αποστόλους,/ αντ’ αυτων των κλει/νων Προφητων,
ων/ ο Θειος εν αυτοις λάµψας Στέφανος, Κη/ρυξ λαµπρός εγένετο ελεύσεως αυτου»9.
Συγκαταλέγεται λοιπόν, σύµφωνα µε τον ποιητή, µεταξύ των αποστόλων του Χριστού και
των προφητών Του και ο αρχιδιάκονος Στέφανος, ο οποίος αναδεικνύεται σε έξοχο κήρυκα
της έλευσής Του στον κόσµο. Για την ικανότητά του αυτή ο µοναχός τον αποκαλεί

1
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 1,1-1,3 2,6-2,8 3,8-3,10, σσ. 329-330 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σσ.
329-330.
2
Έτερος κανών, ό.π., φ. 100r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 377-378.
3
Έτερος κανών, ό.π., φ. 100r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 377-378.
4
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 6,3-4, σ. 330 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σ. 330.
5
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 4,5-4,8, σ. 330 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σ. 330.
6
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 19.
7
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 705C.
8
Νικήτα Παφλαγόνος, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., III, στιχ. 1.6-11, σ. 55 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα, ό.π., σ. 55.
9
Οίκοι, ό.π., σσ. 12-13 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 85.

109
εγκωµιαστικά1 ως: «το άνθος των αποστόλων/, δι’αυγή µαργαρίτη και έκλαµπρο/, αστέρα
φαεινό αγλαόµορφο/, βροντή ηχουσα τα πέρατα/, φωνή βροντωσα διδάγµατα/, Χριστόν Θεου
Λόγον βροντήσας»2.
«Ο λόγος του πρωτοµάρτυρος δεν ητον κενός τον ακολουθουσαν τα θαύµατα εχάριζε χωλοις
µεν τον δρόµον,παρέστοις δε την υγείαν ανέπεµπε, παντίαις τε ασθενίαις συνεχοµένοις, την
ευρωστίαν εδωρειτο»3. Ο ποιητής Ιωάννης µοναχός Αγιοµαυρίτης τον αποκαλεί: «θησαυρό
τεραστίων ακένωτο, αυτουργό θαυµασίων εξαίσιο»4. Στον τρίτο οίκο του κοντακίου του για
τον άγιο, ο Ρωµανός ο Μελωδός αναφέρει ότι: «υπό της χάριτος ελλαµφθείς/ έµπλεως ων τη
δυνάµει Χριστου/ εποίει τέρατα µεγάλα/ και σηµεια πολλά τοις ορωσιν»5. Φωτισµένος από τη
χάρη του Αγίου Πνεύµατος και ενισχυµένος από τη δύναµη του Χριστού ο Πρωτοµάρτυρας
έκανε πολλά και µεγάλα θαύµατα ενώπιον όσων τον παρακολουθούσαν. Το ίδιο συνάγεται
και από τροπάριο της πέµπτης ωδής του κανόνα του αγίου στης ακολουθία6 του ∆εκεµβρίου
της Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου, στο οποίο σηµειώνεται: «Ως ωραιος ως όρθρος κόσµω
πεφανέρωσαι ένδοξε Στέφανε την α/χλήν διώκων και δαιµόνων ελαύνων/ τα φάσµατα και
νοσούντων τα πά/θη και ψυχικων αρρωστηµάτων/ θεραπεύων τα έλκη θεόπνευστε». Συνάγεται
λοιπόν, απ’ όσα αναφέρθηκαν, ότι µιµήθηκε τον Κύριο στα λόγια και στα έργα και µε τα
θαύµατα που επιτελούσε ο αρχιδιάκονος δοξαζόταν ο Ιησούς, στο όνοµα του Οποίου τα
πραγµατοποιούσε: «Βλέπε τον µακάριον εν έργοις τε και λόγοις αυτόν τον δεσπότην
µιµούµενον εδόξαζεν τον Σωτηρα των σηµείων η δύναµις µακαρίζεται και εν τούτω η χάρις του
µάρτυρος»7.
Ο Πρόκλος 8σχολιάζοντας το στίχο των Πράξεων, στον οποίο αναφέρεται ότι: «Στέφανος
δε πλήρης χάριτος και δυνάµεως εποίει τέρατα και σηµεια µεγάλα εν τω λαω»9, χρησιµοποιεί
µια σειρά από καταπληκτικές παροµοιώσεις θέλοντας να δείξει ότι ο αρχιδιάκονος, όντας
κάτοχος της χάριτος του Θεού, µπορούσε άριστα να επιτελεί θαύµατα, να προσφέρει τις
υπηρεσίες του ως «∆ιάκονος τραπεζών», να επιδίδεται µε επιτυχία στο έργο της κοινωνικής
φιλανθρωπίας. Να κηρύττει το λόγο του Θεού αναφερόµενος στους Προφήτες, να θεολογεί
πάνω στα Πάθη του Χριστού και τέλος, να επιτίθεται εναντίον της Ιουδαϊκής ηγεσίας:
«Θυµιατήριον της χάριτος ην ο Στέφανος, το της αγιωσύνης περιπνέον θυµίαµα. Πηγή ην της
χάριτος, αεννάοις αρετης πληµµυρων τοις νάµασι. Νειλος ην της χάριτος, τω της ευσεβείας
περιβλύζων ρεύµατι. Αθλητής ην της χάριτος, προς πασαν ανταγωνιστων αντιφερόµενος
δύναµιν. Στρατιώτης ην της χάριτος, προς πασαν των εναντίων µηχανήν, των τε θορύβων τα
παντοια, και την επανάστασιν επιφερόµενος απαντων τοις τοξεύµασι τοις διωγµοις εγκαρτερων
τοις θαύµασιν εγχορεύων τα πάθη διώκων τας νότους φυγαδεύων τους δαίµονας απελαύνων
τοις πτωχοις υπηρετων τους αρρώστους παραµυθούµενος ταις χήραις επαµύνων ορφανων
προϊστάµενος αδικουµένων προασπίζων το κήρυγµα πλατύνων την πίστιν διαγγέλων τον σταυρό
θεολογων τοις ήλοις εγκαυχούµενος τον κάλαµον εκθειάζων τα δεσµά µεγαλύνων την λόγχην
διακηρύττων την υπέρ του κόσµου πληγεισαν πλευράν ευφηµων το θανατοκτόνον πάθος
προσκυνων την φάτνην προβαλλόµενος τοις σπαργάνοις εγγαυρούµενος τω ραπίσµατι
σεµνυνόµενος το Πιλάτου δικαστήριον ουκ επαισχυνόµενος τον τάφον ουκ επικρυπτόµενος την
ανάστασιν µεγαλαυχούµενος Ιουδαίους ελέγχων Φαρισαίους εντρέπων Σαδδουκαίους
ονειδίζων γραµµατεις επιστοµίζων τον νόµον ερµηνεύων τους προφήτας διερευνώµενος τας
Γραφάς διανοίγων λάµποντα τον Χριστόν εν αυτοις εκκαλύπτων τοις σταυρώσασιν επεµβαίνων

1
Οίκοι, ό.π., σ. 13 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 85.
2
Οίκοι, ό.π., σ. 14 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 86.
3
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 6r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.
4
Οίκοι, ό.π., σ. 22 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 89.
5
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σ. 162.
6
Ακολουθία, ό.π., φφ. 20ν-21r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
7
Ανατολίου, Εγκώµιον, ό.π., φ. Σκθ[γ] πρβλ. Πατµιακή Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 174.
8
Πρόκλου, Εγκώµιον, ό.π., PG 65, ∆΄, στ. 812 Α-813Β πρβλ. Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ.
473Α
9
Πρ. 6,8.

110
τοις παρανόµοις επιτιµων τοις ασεβέσιν εναλλόµενος τους απίστους τη πίστει καταγωνιζόµενος
τοις πανταχόθεν επιδηµουσιν Ιουδαίοις περί του κηρύγµατος συµπλεκόµενος».
Τη θαυµαστή ικανότητα του Στεφάνου, να συνδυάζει κατά τον καλύτερο τρόπο το
κήρυγµα του λόγου του Θεού µε το έργο της κοινωνικής διακονίας, εξυµνεί και ο άγιος
Γρηγόριος Νύσσης1 λέγοντας: «Ου γάρ εδικαίωσεν εµπόδιον αυτω τι γενέσθαι τη περί τας
χήρας σπουδη, αλλά και ταύτης είχετο προθύµως, κακείνης ουκ απελιµπάνετο και ην επ’ αυτω
µέγα το θαυµα, και φιλοπόνου διανοίας πλεονέκτηµα. Χήρας επιστεύετο, και ψυχάς
ενεπορεύετο, τας µεν άρτω τρέφων, τας δε λόγω παιδεύων, και ταις µεν σωµατικήν τράπεζαν
προτιθείς, ταις δε πνευµατικήν εστίαν προβαλλόµενος». Στον δεύτερο οίκο (ήχος γ΄) του
κοντακίου του αγίου, που σώζεται σε κώδικες της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας2
σηµειώνεται ότι, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως ∆ιάκονος, ο Στέφανος πλουσιοπάροχα
έδινε σε χήρες και φτωχούς όσα είχαν ανάγκη, φροντίζοντας να µην τρέφονται µόνο τα
στόµατα αλλά βασικό µέληµά του ήταν επίσης και η πνευµατική τροφοδοσία των ψυχών
τους: «…∆ιακόνων Χριστου πρόκριτος εχρηµάτισε χερ/σίν αποστόλων χειροθετούµενος και
διέδιδον/ χήρες και πένησιν πλουσίως τα δέοντα/ ου µόνον τούτω τρέφων τα σώµατα αλλά/ και
ψυχάς αυτων επότιζεν».
Στον δεύτερο οίκο του κοντακίου του για τον Πρωτοµάρτυρα ο Ρωµανός ο Μελωδός
σηµειώνει ότι: «Ουτος δε ο καλός εστιάτωρ/ ου µόνον εις φθοράν τα χωρουντα ηυτρέπιζεν,/
αλλά και τα εντρέφοντα ψυχήν/ παρετίθει αεί/ των θαυµάτων τα θεια του Χριστου ανακηρύττων
/ όθεν λάµπει των µαρτύρων ο πρώταθλος»3. Ο καλός εστιάτωρ, ο Στέφανος δηλαδή, δεν
ασχολούνταν µόνο µε τα φθαρτά αγαθά, τα οποία αφού διατεθούν για τις ανάγκες του
σώµατος στη συνέχεια καταστρέφονται, αλλά και µ’ εκείνα, τα οποία είναι απαραίτητα για τη
συντήρηση και ενίσχυση της ψυχής, προβαίνοντας ο ίδιος, όπως ο Χριστός, στην επιτέλεση
θαυµάτων. Για το λόγο αυτό λάµπει ο πρώτος αθλητής των µαρτύρων.
Στον τρίτο οίκο του ίδιου κοντακίου σηµειώνεται ότι έχοντας µορφή αγγέλου ο
αρχιδιάκονος, γιατί ο φωτισµός της ψυχής του αντανακλόταν στο πρόσωπό του, διακρινόταν
µεταξύ όλων και διακήρυττε µε λαµπρότητα την πίστη προς το Χριστό σε όλους όσους
τηρούσαν ασάλευτο το Λόγο του, ενώ, σε όσους κρατούσαν εχθρική στάση απέναντι στον
Ιησού, τους κατέκαιε σαν χόρτο καταισχύνοντας την παραφροσύνη τους. Για τα έργα του
αυτά αναδείχθηκε πρώταθλος των µαρτύρων: «όθεν µορφη αγγέλου εν πασιν εθεωρειτο/
λαµπρυνόµενος πάντοτε/ και ως ηλιακαις ακτισι την πίστιν/ την επί τον Χριστόν κατελάµπρυνε
πασι/ τοις τον Λόγον τηρουσιν ασάλευτον,/ τους δε εχθραίνοντας τω Ιησου/ άρδην κατέφλεγε/
καταισχύνων την τούτων άπασαν φρενοβλάβειαν / δι’ ων ώφθη των µαρτύρων ο πρώταθλος»4.
Στο πρώτο στιχηρό προσόµοιο (ήχος δ΄) στους αίνους, στην ακολουθία του αγίου του µηνός
Αυγούστου αναφέρεται ότι ο αρχιδιάκονος, όντας επίγειος άγγελος, είδε και µυήθηκε στην
απρόσιτη δόξα, όσο αυτό ήταν δυνατό, και στα άρρητα µυστήρια της Θεότητας. Γι’ αυτό και
διακήρυττε µε παρρησία την παντοδυναµία του Σωτήρα Ιησού: «Άγγελος επίγειος, ο
Πρωτοµάρτυς γενόµενος,/ προς ουρανούς ανερχόµενος, επήρθη µετάρ/σιος, και την θείαν ειδεν,
ως εχώρει δόξαν, της/ απροσίτου µυηθείς, και υπέρ νουν Τριάδος µυ/στήρια διό την
ακατάληπτον, ανακηρύττει σου/ δύναµιν, Ιησου παντοδύναµε, ο Σωτήρ των ψυχ/ων ηµων»5.
Σύµφωνα µε τη διήγηση των Πράξεων6«ανέστησαν δε τινες των εκ της συναγωγης της
λεγοµένης Λιβερτίνων και Κυρηναίων και Αλεξανδρέων και των από Κιλικίας και Ασίας

1
Γρηγορίου Νύσσης, Έτερον Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 724 Α. Ιδές Λέοντος, Λόγος, ό.π., φ. 155r πρβλ.
Halkin, Catalogue, ό.π., σ. 115.
2
Κώδικας Γ-27 Μεγίστης Λαύρας: Κονδάκιον, ό.π., φφ. 14r-14ν και κώδικας Γ-28: Κονδάκιον, ό.π., φ. 85r
πρβλ. Τωµαδάκη, Συµπληρωµατικός, ό.π., σσ. 131 και 142.
3
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σ. 162.
4
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σ. 162.
5
Μηναίον του Αυγούστου, ό.π., σ. 20.
6
Πρ. 6,9-10.

111
συζητουντες τω Στεφάνω και ουκ ίσχυον αντιστηναι τη σοφία και τω πνεύµατι ω ελάλει»1.
Νόµισαν οι άνοµοι ότι το πλήθος των συζητητών θα τρόµαζε τον Πρωτοµάρτυρα και θα του
προξενούσε φόβο ο µεγάλος αριθµός τους2. ∆εν µπορούσαν να καταλάβουν, ότι τα έβαζαν µε
κάποιον που τον ενίσχυε η δύναµη του Θεού και η χάρη του αγίου Πνεύµατος: «Παρρησία δε
και δυνάµει του Πνεύµατος, τους εχθρούς της αληθείας επιστοµίζων. Πασι γουν αντέκρουε, και
πάντας τω λόγω της αληθείας κατηγωνίζετο, λογισµούς καθαιρων, και παν ύψωµα επαιρόµενον
κατά της γνώσεως του Θεου»3, ενώ ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄4 σηµειώνει στην οµιλία του:
«Ο δε ως πελέκει τη θεοφθόγγω γλώσση τούτους εξέτεµνεν. Εκειθεν το άλλο της αποστασίας
πληθος επηγεν αυτω. Άλλ’ ώσπερ καλάµη ή χόρτος υπό της εν αυτω του πνεύµατος
ενεµπιµπρωντο δυνάµεως. Και ήδη µέν αυτοις η των λόγων επελελοίπει άµυνα. Ουδέ γάρ ειχε
διαµιλλασθαι το ψευδος προς την αλήθειαν». Ο µάρτυρας σαν πελέκι µε τη γλώσσα του, που
ξεστόµιζε θείους λόγους, τους αποστόµωνε τους εχθρούς της αλήθειας. Πήγαν να τον
συναντήσουν, αλλά όπως ακριβώς τα καλάµια ή τα χόρτα καίγονται από τη φωτιά, έτσι και
αυτοί πυρπολήθηκαν από τη δύναµη του πνεύµατός του και εγκατέλειψαν την επίθεση
εναντίον του. Γι’ αυτό δικαιολογηµένα χαρακτηρίστηκε ως: «µήνις ασεβούντων ρύστης»5 και
«προς θεοµάχους το πρηστήριον βέλος»6.
Με ένθεο ζήλο διακήρυττε τη θεότητα του Ιησού Χριστού στους εχθρούς του, οι οποίοι
δεν µπορούσαν κατόπιν να προβάλλουν κανένα επιχείρηµα εναντίον του, όπως
χαρακτηριστικά αναφέρουν ο δεύτερος και ο τρίτος οίκος του ποιήµατος του Ιωάννη µοναχού
Αγιοµαυρίτη7: «Βλέπων ο θειος µύστης, των Εβραίων τους δήµους, Ελλήνων Φαρισαίων τα
στίφη,/ εις Χριστόν βλασφηµουντας δεινως, ζήλω θεί/ω πλησθείς τη ψυχή έκραζε, Χριστός εστί/
Θεός αληθής άναρχος ω ένθους ψάλλω», «γνωσιν θείαν εξ ύψους, και σοφίαν αρίστην, ο
Στέφανος πλουτισθείς ενδόξως, απεφίνου λαούς δεινούς οι και τη σοφία τη αυτου άπαντες,
αντειπειν ουδόλως ίσχυον». Γι’ αυτό και στον έβδοµο οίκο του ίδιου ποιήµατος ο άγιος
Στέφανος αποκαλείται ως: «Χριστου του Θεου ο µύστης, αµνου Θεου Λόγου κηρυξ, των
ανόµων εχθρων αµηντήριον, ευσεβούντων πιστων το προσφύγιον»8. Χαρακτηριστικά ο
Πρόκλος9, αναφερόµενος στην επίθεση των ανόµων εναντίον του ∆ιακόνου και στα
αποτελέσµατα της, σηµειώνει: «Πολλά τα κύµατα αλλ’ επουράνιος ο κυβερνήτης. Πυκναί αι
θύελλαι αλλά σταυροφόρον το πλοιον. Επάλληλαι αι καταιγίδες αλλ’ η τρόπις άνωθεν
εσφιγµένη. Ου δύνανται τα κύµατα προς ουρανόν αντεγείρεσθαι ου δύναται πνευµα πονηρόν
τω άνωθεν Πνεύµατι µάχεσθαι ου δύναται λυθηναι το σκάφος τη ζωη κυβερνώµενον». Ο άγιος,
παρ’ όλες τις επιθέσεις που δέχεται, εξακολουθεί να συζητά και να θεολογεί µαζί τους: «Και
µ’ όλον τουτο δεν παύει θεολογων ο Στέφανος, λύει προβλήµατα, και σαφηνίζει απορίας»10.
Αντιµετώπιζε ως γνήσιος µαθητής του Χριστού, «ο διάκονος της αληθείας»11, όπως τον
αποκάλεσε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «τον φόβον δια της παρρησίας, την απειλήν δια της
υπεροψίας, την πικρίαν δια της ευποιΐας, το ψευδος δια της αληθείας»12.
Οι Ιουδαίοι όµως, δεν δίστασαν να τον σύρουν και στο συνέδριο για να απολογηθεί για τη
διδασκαλία του πλήρωσαν µάλιστα και ψευδοµάρτυρες για να καταθέσουν εναντίον του,
ακολουθώντας έτσι την ίδια τακτική, όπως έκαναν και στην περίπτωση του Ιησού13: «Όρα δή
1
Για το περιεχόµενο της συζήτησης, που διεξαγόταν ανάµεσα στο Στέφανο και τους διαφόρους αντιπροσώπους
των παραπάνω συναγωγών παρατέθηκε η άποψη του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Πρόκλου, στην
ενότητα, «η καταγωγή και η διακονία του Πρωτοµάρτυρα», σ. 45.
2
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 5r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.
3
Γρηγορίου Νύσσης, Έτερον Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 724 Β.
4
Λέοντος, Λόγος, ό.π., φ. 156ν πρβλ. Halkin, Catalogue, ό.π., σ. 115.
5
Οίκοι, ό.π., σ. 4 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 82.
6
Οίκοι, ό.π., σ. 4 πρβλ Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 82.
7
Οίκοι, ό.π., σ. 3 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 82.
8
Οίκοι, ό.π., σσ. 7-8 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 83.
9
Πρόκλου, Εγκώµιον, ό.π., PG 65, ∆΄, στ. 813C.
10
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 5r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.
11
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµον, ό.π., PG 46, στ. 705D.
12
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 712 D.
13
Πρβλ. Ματθ. 26,59-61.

112
πονηρίαν και χρηστότητα διαµιλλουµένην εν τω παρόντι»1, «συναρπάζου ειδέ τον ρήτορα της
συνέσεως επί το της µανίας συνέδριον»2, «τουτον συνέχοντες οι θεοστυγεις/εις το συνέδριον
αυτων το πικρόν»3, «εισηλθεν εις το συνέδριον των Χριστοφόνων ο Χριστοφόρος εισεπήδησεν
εις την συναγωγήν των λύκων το πρόβατον αλλ’ ην ουχ ως απλως πρόβατον θηριάλωτον, αλλά
πρόβατον υπό Χριστου ποιµαινόµενον, και προς τους λύκους αγωνιζόµενον»4. Στο απόσπασµα
του εγκωµίου του Γρηγορίου Νύσσης, που παρατέθηκε τελευταίο, βλέπουµε να
παροµοιάζεται ο άγιος Στέφανος µε αµνό που δεν κατασπαράζεται από τα θηρία αλλά
αγωνίζεται εναντίον των λύκων έχοντας πάντα την καθοδήγηση του Χριστού ποιµένα. Είναι
αξιοπρόσεκτοι επίσης και οι χαρακτηρισµοί που χρησιµοποιούνται από τους συγγραφείς για
να περιγράψουν το συνέδριο των Ιουδαίων, στο οποίο έπρεπε να απολογηθεί ο αρχιδιάκονος.
Αναφέρεται λοιπόν ως: «το της µανίας συνέδριον», «το συνέδριον αυτων το πικρόν», «το
συνέδριον των Χριστοφόνων», « την συναγωγήν των λύκων».
Τον κατηγόρησαν λέγοντας ότι: «ο άνθρωπος ουτος ου παύεται λαλων ρήµατα κατά του
τόπου του αγίου τούτου και του νόµου»5. Ο Ησύχιος6, σχολιάζοντας τη φράση: «ο άνθρωπος
ουτος», αναφέρει: «Ποιος; Ο τα υπέρ άνθρωπον σηµεια θαυµατουργων και τέρατα ο της
σοφίας την πηγήν αντλήσας όλην ο κενώσας εις εαυτόν τα ταµεια της χάριτος ο δυνάµεις ποιων,
ας ηµεις καρτερειν ου δυνάµεθα ου προς τον ζηλον και προς τον φθόνον τετήκαµεν ω κωφός
υπακούει καλούµενος και τυφλός βλέπει προς αυτόν, παρ’ αυτου λαβών όµµατα και χωλός αιτει
πόδας, από της τούτου γλώττης και χειρας δανεισάµενος δι’ όν εκενώθη τα των αρρώστων
κλινίδια, δι’ όν υγιαινόντων και νοσούντων ουκ εστιν διαφορά, δι’ όν οι λεπροί του πάθους
επελήσθησαν, δι’ όν ουκ εστιν των ιατρων χρεία, δι’ όν περιττά τα τριβόµενα φάρµακα».
Συκοφαντείται ο άνθρωπος αυτός, που βοήθησε θαυµατουργικά συνανθρώπους του, που
γεµάτος σοφία και χάρη έκανε θαύµατα ανάµεσα στο λαό.
Οι ψευδοµάρτυρες οµολόγησαν ότι τον άκουσαν να µιλά βλάσφηµα για το Μωϋσή και το
Θεό. Ο Πρόκλος7 επικρίνοντας τη συµπεριφορά των Ιουδαίων φέρει διάφορα επιχειρήµατα,
που όλα αποδεικνύουν την υποκρισία και την κακία που τους διακρίνει απέναντι στους
απεσταλµένους του Θεού: «νυν Μωϋσέα θαυµάζεις, ω συκοφάντα; νυν ως νοµοθέτην τιµας, όν
ζωντα διέπτυες; νυν ως ζηλωτής του νόµου διαθερµαίνεις; νυν υπέρ Θεου αγανακτεις; νυν ως
βλασφηµούµενον εκδικεις; ου προ πάντων κατά Μωϋσέως λίθους έβαλες; ου του Θεου λίθους,
και ξύλα, και ξόανα προετίµησες πάντοτε; και νυν ίνα ποιήσης φόνον, ευλάβειαν επαγγέλλης;
ίνα εκχύσης αιµα αθωον, θεοσέβειαν σχηµατίζης; ο και τότε, και νυν την αλήθειαν
συνταράσσων ο και τότε τολµηρως ενυβρίζων, και νυν ανοσίως τιµων ο κακων αγοράζειν
αίµατα µελετήσας ο πάντοτε ψευδοµαρτύρων εργαστήριον συγκροτων».
Ο Μιχαήλ Ιδρωµένος, στον κανόνα που συνέταξε για τον άγιο και συγκεκριµένα στο
δεύτερο τροπάριο της έκτης ωδής, αναφέρει ότι οι Ιουδαίοι έβλεπαν το µάρτυρα να νικά
εύκολα τις δολιότητες που σοφίζονταν εναντίον του. Τον θεωρούσαν µάλιστα πολέµιο του
νόµου, ενώ αυτοί σεβόντουσαν και υπεράσπιζαν δήθεν το νόµο. Χρησιµοποιούσαν ψευδή
επιχειρήµατα εναντίον του, µε αποτέλεσµα στο τέλος να πετύχουν αυτό που επιδίωκαν, το
θάνατό του: «Νικαν ορωντες τον Στέφανον, ραδίως τας υµων δολιότητας, νόµω πολέµιον, τον
Νόµον δηθεν σεβόµενοι, ψευδως κατηγορουντες, πικρως εκτείνατε»8. Υπογραµµίζεται δηλαδή
ξεκάθαρα η υποκρισία που τους διέκρινε καθώς και η ατιµία των µέσων που
χρησιµοποιούσαν.
Όσες συκοφαντίες όµως και αν ειπωθούν, καµιά δεν µπορεί να βλάψει τον κήρυκα της
αλήθειας. Παρ’ όλα τα χτυπήµατα που δέχεται, αυτός παραµένει ακλόνητος και ακέραιος:

1
Λέοντος, Λόγος, ό.π., φ. 156ν πρβλ Halkin, Catalogue, ό.π., σ. 115.
2
Λέοντος, Λόγος, ό.π., φ. 156ν πρβλ. Halkin, Catalogue, ό.π., σ. 115.
3
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σ. 163.
4
Γρηγορίου Νύσσης, Έτερον Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 724D-725A.
5
Πρ. 6,13.
6
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 7,3-14, σ. 332 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σ. 332.
7
Πρόκλου, Εγκώµιον, ό.π., PG 65, ΣΤ΄, στ. 816C.
8
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 18.

113
«Όσα γαρ αν ο συκοφάντης τοξεύση, ο της αληθείας εργάτης ου τιτρώσκεται όσα βέλη ο
πονηρός αφίησιν, µάτην κινειται και πέµπεται ου κεντει γαρ τον ευθη, ου πλήττει τον άκακον,
ου δάκνει τον ακέραιον»1.
Οι µάρτυρες καταθέτουν επίσης ότι τον άκουσαν να λέγει πως ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα
καταλύσει αυτόν τον τόπο και θα αλλάξει τα έθιµα και τις συνήθειες, που παρέδωσε στον
Ισραήλ ο Μωϋσής2. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης3, αναφερόµενος στη συγκεκριµένη αυτή
κατηγορία, που διατυπώθηκε εναντίον του αρχιδιακόνου, σηµειώνει τα εξής: «Ειτα,
κατηγορειται µεν Ιησους ο Ναζωραιος η δε της τιµωρίας ψηφος, επί τον Στέφανον φέρεται. Καί
τοι ει ο αδικων κινει την οργήν, αδίκηµα δε εστιν, η του τόπου και των εθων µεταποίησις ταυτα
δε ου παρά Στεφάνου, αλλά παρά Ιησου γίνεσθαι φησιν ο κατήγορος, επί τον κατηγορηθέντα
πάντως έδει συγκινεισθαι το δικαστήριον. Ω της αδίκου των ακουόντων ψήφου! Επειδή, φησίν,
ο Ιησους µεταποιήσει τους νόµους, καταλευσθήτω ο Στέφανος». Κατά τον άγιο Γρηγόριο
κατηγορήθηκε δηλαδή αδίκως ο αρχιδιάκονος για κάτι, που είπε ότι θ’ αλλάξει ο Ιησούς ο
Ναζωραίος. Και ο Πρόκλος4 σηµειώνει: «Ω του παραδόξου θαύµατος! ω του παραλόγου
πράγµατος! Θεός απεφήνατο, και άνθρωπος κρίνεται. Χριστός κατεψηφίσατο, και Στέφανος
δίδωσι δίκας. Ο βασιλεύς ηλήθευσε, και ο στρατιώτης ευθύνεται. Σύ της τοιαύτης αποφάσεως
αίτιος ει, ω Ιουδαιε». Είναι αξιοσηµείωτο ότι, όπως συκοφαντήθηκε για το ναό ο Κύριος,
«λύσατε γαρ φησίν τον ναόν τουτον και εν τρισίν ηµέρας οικοδοµήσω αυτόν» κατηγορείται και
ο µάρτυρας γι’ αυτόν: «ο άνθρωπος ουτος ου παύεται λαλων ρήµατα κατά του τόπου του αγίου
τούτου και του νόµου»5.
Την ώρα όµως που οι ψευδοµάρτυρες κατέθεταν τις κατηγορίες εναντίον του, όλοι όσοι
παρευρίσκονταν στο συνέδριο είδαν το πρόσωπο του µάρτυρα να µεταµορφώνεται και να
λάµπει σαν πρόσωπο αγγέλου6. «Μακάριος όντως ει, όλη ψυχη τον Κύριον, σοφως υπέρ
άπαντα/ φιλήσας, και αµοιβαίως παρ’ αυτου αγαπηθείς. Το πρόσωπον θείως/ δ’ ελλαµφθείς,
τας των κατηγόρων σου διανοίας εξέστησας»7, αναφέρει ο Μιχαήλ Ιδρωµένος στον ειρµό της
πέµπτης ωδής του κανόνα του. Μακάριος είναι ο άγιος Στέφανος γιατί αγάπησε µε όλη του
την ψυχή τον Κύριο για όλα όσα έκανε για τον κόσµο και Εκείνος µε τη σειρά Του
ανταπέδωσε την αγάπη Του. Το πρόσωπο του µάρτυρα, που έλαµψε θεϊκά, ξάφνιασε τους
κατηγόρους του. «Ξένον θαυµα κατειδον, συνεδρίου οι πάντες, ωσεί πρόσω/πον και γάρ
Αγγέλου, το σόν πρόσωπον ειδον σοφέ/ πληρες δόξης απαστράπτον και χάριτος δια τουτο και,
τούτων/ αισχυθέντων, σύ έψαλλες απαύστως Αλληλούϊα», αναφέρει ο Ιωάννης µοναχός
Αγιοµαυρίτης στον δέκατο τέταρτο οίκο του έργου του για τον Πρωτοµάρτυρα8. Από το
τελευταίο αυτό απόσπασµα πληροφορούµαστε το εξής καινούριο στοιχείο, ότι δηλαδή οι
Ιουδαίοι αισθάνθηκαν ντροπή όταν αντίκρισαν το, γεµάτο θεία δόξα και χάρη, λαµπερό
πρόσωπο του κατηγορουµένου Στεφάνου, πράγµα που δεν αναφέρεται στο βιβλίο των
Πράξεων.
Ανάλογος φωτισµός προσώπου είχε συµβεί και στο Μωϋσή µετά την παράδοση του νόµου
σ’ αυτόν από το Θεό: «όταν εκατέβαινε, µετά την τεσσαρακονθήµερον συνοµιλίαν, από το Σινα
Όρος ο θεόπτης Μωϋσης, και έφερνε τας πλάκας του Νόµου εις τους Εβραίους, ητον τόσο
δεδοξασµένος, οπου µε τον να µην εχώρει µέσα το υπέρµετρον φως η ψυχή, επληµµύριζεν έξω
εις το πρόσωπόν του η λάµψις αµη των Εβραίων η τυφλότης εκάλυψε το …µορφον µέτωπον του
Μωϋσέως. Τουτο συµβαίνει την σήµερον και εις τον πρωτοµάρτυρα. Εξηγει τον Νόµον,
ερµηνεύει τους προφήτας, κηρύττει Ιησουν τον Ναζωραιον, και το πρόσωπόν του αστράπτει από
την ευµορφίαν»9.
1
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 6,12-15, σ. 332 πρβλ Aubineau, Les homélies, ό.π., σ. 332.
2
Πρ. 6,13-14.
3
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 709Β.
4
Πρόκλου, Εγκώµιον, ό.π., PG 65, ΣΤ΄, στ. 816D-817Α
5
Ανατολίου, Εγκώµιον, ό.π., φ. Σκθ[γ] πρβλ. Πατµιακή Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 174. Ιδές Ματθ. 26,61.
6
Πρ. 6,15.
7
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 18.
8
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 86.
9
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 6r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.

114
Ο Βασίλειος Σελευκείας, όπως και ο Φλωρέντιος1 σχολιάζουν το συγκεκριµένο γεγονός
λέγοντας: «Σου και το θεοείκελον πρόσωπον τας αγγελικάς µαρµαρυγάς τηλαυγως
διαλεγοµένου απέστιλβεν, θεια νάµατα µαρτυρούσης της θεοπρεπους Γραφης. Εµβλέψαντες
γάρ, φησίν, Ιουδαιοι εις το πρόσωπον αυτου, ίδον αυτό ωσεί πρόσωπον αγγέλου». Το πρόσωπο
του µάρτυρα Στεφάνου ακτινοβολούσε σαν πρόσωπο αγγέλου, που κοινωνούσε θεία νάµατα.
Γι’ αυτό και τον αποκαλούν: «επίγειο άγγελο» και «επουράνιο άνθρωπο»2. «Ακτινοβόλοις
αστραπαις του πνεύµατος, καταλαµπόµενος», αναφέρει γι’ αυτόν η ακολουθία3 του
∆εκεµβρίου της Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου. Και στο δεύτερο προσόµοιο του µικρού εσπερινού
της ίδιας ακολουθίας η Εκκλησία ψάλλει: «Προς θεωρίαν της άνω, θεοφανείας/ αρθείς ο
υψηλόνους µάρτυς, της/ Χριστου παρουσίας. Την άφραστον/ εκείνην, δόξαν ιδών. Εδοξάσθη το/
πρόσωπον υπέρ του πάλαι/ Μωϋσέως εν τω Σινα. Τα οπίσθια/ ιδόντος του Θεου»4 και στο
πρώτο αντίφωνο του µεγάλου εσπερινού επίσης: «Τη του πνεύµατος χάριτι λαµπρυνθείς την/
διάνοιαν την µορφήν ως άγγελος/ ώφθης Στέφανε διαδοθείσης τω/ σώµατι της ένδον
λαµπρότητος/ και την αίγλην της ψυχης φανερού/σης τοις βλέπουσι δι’ ης έτυχες και/ φωτός
θεωρίας, ουρανων σοι πα/ραδόξως ανοιγέντων αρχή µαρ/τύρων και καύχηµα»5. Με τη χάρη
του αγίου Πνεύµατος λάµπρυνε η διάνοια του µάρτυρα και φάνηκε η λάµψη αυτή στην
µορφή του φανερώνοντας την αίγλη της ψυχής σ’ αυτούς που τον παρακολουθούσαν και
κάνοντας γνωστό το γεγονός της θεοπτίας και του ανοίγµατος του ουρανού για τον µάρτυρα.
Αξιώθηκε να δει την άφραστη δόξα του Θεού και δοξάστηκε το πρόσωπό του, όπως το
πρόσωπο του Μωϋσή στο Σινά, που είδε τα οπίσθια του Θεού. Το ίδιο επίσης υπερφυές
γεγονός εξυµνεί η Εκκλησία µας µε ένα ακόµη τροπάριο της όγδοης ωδής6 του ίδιου κανόνα:
«Υπερφυη λαµπόµενος φωταυγί/α πανάριστε και την του προ/σώπου σου µορφήν ισάγγελον/
εδείκνυ της χάριτος διαδοθείσης Στέ/φανε της εν τη ψυχη σου, κεκρυµ/µένος πλουσίως εντευθεν
ανεβόας ιερεις ευλογειτε λαός υπερυψουτε». Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης7 εξηγεί ότι, µε αυτό
το γεγονός, της έλλαµψης του προσώπου του µάρτυρα Στεφάνου, σκοπός ήταν να
κατανοήσουν όλοι, το πώς µπορεί να µεταµορφώσει τα πάντα η καινή χάρη του Θεού: «και
ανθρώπου µεν φύσιν ενδεδυµένος, αγγέλου δε όψιν και σχηµα µεταµορφωσάµενος (και τούτων
ουδέν απεικός έπρεπε γαρ αληθως εν τω Πρωτοµάρτυρι δειχθηναι των µαρτύρων το αξίωµα,
και γνωναι λοιπόν άπαντας της καινης χάριτος τα έργα)».
Όπως ακριβώς η ηµέρα, είναι όµορφη αφού έχει την ωραιότητα του φωτός και τις ηλιακές
ακτίνες, έτσι και η χάρη του Θεού επειδή λάµπει επάνω του, συντελεί στο να είναι όµορφος
στη µορφή. Και ως προς τη διδασκαλία του, είναι ηµέρα που φέρνει το φως. Με τη
διδασκαλία του γέµισε µε φως τις ψυχές που πλανιόνταν στο σκοτάδι και τις έφερε σ’ εκείνη
τη φωτεινή κατάσταση της γνώσεως του Θεού. Και το φως αυτό της γνώσεως δεν σβήνει
ποτέ από επάνω του και φωτίζει πάντοτε τους ανθρώπους που είναι πάνω στη γη. Κατά την
αυγή ακόµη φαίνεται σαν φωστήρας και µε τη φωνή του προσκαλεί όλους τους ανθρώπους
για να τους φωτίσει µε το φως της γνώσεως, αναφέρει ο Ρωµανός ο Μελωδός στον δέκατο
τρίτο οίκο του κοντακίου8 του για τον Πρωτοµάρτυρα: «Ώσπερ ηµέρα εστίν ευπρεπής/ το
κάλλος έχουσα του φωτός/ και του ηλίου τας ακτινας,/ ούτως η χάρις Θεου επι σοι
επιλάµπουσα/ ωραιος ει τω κάλλει, τη δε διδασκαλία/ φωτοφόρος ηµέρα,/ η κατηύγασας ψυχάς
πλανωµένας εν σκότει/ και ήξας προς το φως το της θεογνωσίας / και έστιν σοι τι φως

1
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 464D Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 3.25-27, σ. 76
πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 76.
2
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 464D Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 3.1-2, σ. 77
πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 77.
3
Ακολουθία, ό.π., φ. 14r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
4
Ακολουθία, ό.π., φ. 1ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
5
Ακολουθία, ό.π., φφ. 3r-3ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252. Ιδές Analecta, ό.π.,
στιχ. 164-168, σ. 673.
6
Ακολουθία, ό.π., φφ. 27ν-28r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
7
Γρηγορίου Νύσσης, Έτερον Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 725C.
8
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σσ. 170-171.

115
ανέσπερον,/ αεί γαρ λάµπεις τοις επί της γης/ και τη αυγη ως φωστήρ/ και φωνη τους
ανθρώπους [προτρέπεις και ]καλεις φωτίσαι πάντας».
Στην ερώτηση του αρχιερέα αν αληθεύουν όσα τον κατηγορούν, ο άγιος ξεκινά την
απολογία του µε την ήπια φράση: «Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε»1. Ο Αστέριος
Αµασείας2 χαρακτηρίζει «σοφό» το προοίµιο που χρησιµοποίησε ο Στέφανος, γιατί µιλούσε
σε λαό που ήδη ήταν ξαναµµένος από θυµό. Κατέστειλε µε τον τρόπο αυτό προσωρινά την
οργή τους: «Σοφόν το προοίµιον, αρίστη προς δηµον θερµαινόµενον η της δηµηγορίας αρχή.
Τα γαρ µειλίχια και προσηνη των ρηµάτων, οιον µέλιτος τινος µετέχοντα, ή ελαίω απαλω
παραπλήσια, την φλεγµονήν των θηρίων κατέστελλεν». Και, όπως αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος
Νύσσης3: «ουκ απέκοπτε φόβω τον λόγον, ουδέ πάρετος προς την ελπίδα των κινδύνων εγίνετο,
ουδέ προς τον θάνατον έβλεπεν αλλ’ επί το ύψος την ψυχήν έχων, και τα εν ποσί πάντα
περιορων, ως παιδία µάτην αφραίνοντα, επαιδαγώνει τω λόγω». ∆εν σταµατούσε την
απολογία του προς το συνέδριο εξ αιτίας του φόβου, που τον είχε τυχόν καταλάβει, ούτε ήταν
αιχµάλωτος του κινδύνου, που παραφυλούσε, ούτε είχε στραµµένα τα µάτια του προς το
θάνατο, που καραδοκούσε να τον αιχµαλωτίσει, αλλά έχοντας την ψυχή του σε ύψος και
βλέποντας ολόγυρα, όσους βρίσκονταν στα πόδια του, σαν παιδιά µαταίως ανόητα,
παιδαγωγούσε τους Ιουδαίους µε το λόγο.
Στο δεύτερο τροπάριο της τέταρτης ωδής του κανόνα, που συνέταξε ο Μιχαήλ Ιδρωµένος
για τον άγιο Στέφανο, αναφέρει ότι βρισκόµενος ο µάρτυρας στο συνέδριο των παρανόµων
Ιουδαίων δεν φοβήθηκε να τους ελέγξει, ότι απειθούσαν πάντοτε στο θέληµα του Θεού και το
οποίο τους γνωστοποιούνταν µε τους προφήτες, που στέλνονταν από τον ίδιο τον Θεό προς
αυτούς: «Συνεδρίω παρανόµων, παραστάς θειε Στέφανε, εξελέγξαι πάν/τας, ουδέν επτοήθης
Απόστολε, ως απειθουντας αεί Θεου τω/ Πνεύµατι, δια στόµατος των Προφητων τω
λαλήσαντι»4.
Η απολογία του αποτελεί µια συνοπτική θεώρηση της ιστορίας του Ισραήλ, µε στόχο να
φανεί η συνεχής ανυπακοή των Ιουδαίων στο θέληµα του Θεού. Με τροπάριο της πέµπτης
ωδής ψάλλει η Εκκλησία στην ακολουθία5 του αγίου την ηµέρα της µνήµης του ότι: «Των
ανόµων Εβραίων το της µα/ταιότητος όντως συνέδριον κρα/ταιως ελέγξας». Και στον όρθρο
ψάλλει επίσης: «Την του πνεύµατος πηγήν εν τη καρδία ε/στηκως κεκτηµένος του Χριστου ο
πρω/τοµάρτυς αληθως των Ιουδαίων/ απήλεγξας την δυσέβειαν και έδει/ξας αυτοις, τον Υιόν
του Θεου εκ σπέρ/µατος ∆αυίδ, αναβλαστήσαντα τω της σοφίας και χάριτος πληρώµατι»6. Ο
Ησύχιος7 αναφέρει ότι: «όν ελέγχων Στέφανος ο θεολόγος παρ’ αυτων ονοµάζεται βλάσφηµος»

1
Πρ. 7,2.
2
Αστερίου Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 344Β.
3
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 713Β.
4
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 17.
5
Ακολουθία, ό.π., φ. 20ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
6
Ακολουθία, ό.π., φφ. 10r-10ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
7
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 20,3-4, σσ. 342-344 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σσ. 342-344: Μέσα σε
µια µακροσκελή παρένθεση ο Ησύχιος παρουσιάζεται ως δικηγόρος του Στεφάνου για ν’ αποδείξει ότι η
διδασκαλία του δεν περιείχε καµία βλασφηµία. Συνέταξε µια συλλογή µε κείµενα προφητικά, βαριές απειλές και
κατάρες εναντίον της Ιερουσαλήµ. Τα οχτώ αυτά κείµενα της Π.∆. που χρησιµοποίησε είναι τα εξής: Απειλές
του Μιχαία (3,12), απειλές του Ησαΐα (1,8), απειλές του ∆αυίδ (στο ψαλµό 136,7), κατάρες του Μωϋσή στο
Λευιτικό (26,21-22), απειλές του Μωϋσή στο ∆ευτερονόµιο (28,30-31), απειλές του Μωϋσή στο ∆ευτερονόµιο
(28,32-66), προφητείες του Ζαχαρία (14,6-8), νέες απειλές του Μωϋσή στο ∆ευτερονόµιο (28,67). Ο µάρτυρας
δεν πρόσθεσε στην απολογία του τίποτε καινούριο αλλά επανέλαβε τις ίδιες κατάρες, µε τις οποίες ο Θεός
καταράστηκε την Ιερουσαλήµ. Οι απειλές µετατράπηκαν σε τιµωρία εξ αιτίας της αρνητικής στάσης των
Ιουδαίων απέναντι στο πρόσωπο του Χριστού, που πέθανε και αναστήθηκε. Αυτές οι προφητείες ενάντια στους
Ιουδαίους, σηµειώνει ο Ησύχιος, είναι ο ίδιος ο Θεός που τις εξήγγειλε δια µέσου του Μωϋσή, µέσα στο νόµο:
«Ταυτα ο νόµος και Μωϋσης δι’ αυτου, εν εκατέρω δε τούτων µαλλον ο θεός µαρτύρεται τον λαόν τον αγνώµονα».
Πως λοιπόν κατηγορείται ο Στέφανος ως βλάσφηµος; Η συνηγορία επιτυγχάνεται µ’ ένα επιχείρηµα, που
απευθύνεται στον αρχιερέα: «Ου γάρ οιδας όπως έχει; Ου σύ τον δόλον εσκεύασας; Ου σύ τους συκοφάντας
εµισθώσω; Ου σοί µισθαρνουσιν οι της απάτης µάρτυρες;», και η απάντηση του αρχιερέα: «αλλά χρεία, ψεύδους
και υποκρίσεως και δόλου προς την παγίδα την προβληθεισαν χρήζοµεν. Ούτω τον Ιωσήφ πεπράκαµεν, τον

116
επειδή ο Στέφανος άσκησε κριτική στο λαό για τη στάση του απέναντι στο θέληµα του Θεού,
ο «θεολόγος» ονοµάστηκε βλάσφηµος ενάντια στο Θεό από τους Ιουδαίους. Με το επίθετο
«θεολόγος» που του προσδίδει, εννοεί αυτόν που γνωρίζει το Θεό και µιλάει γι’ Αυτόν1. Ο
ίδιος χαρακτηρισµός αποδίδεται στο µάρτυρα και από τροπάριο της τρίτης ωδής της
ακολουθίας2 του. Ψάλλει λοιπόν η Εκκλησία µας: «Ιερολόγος ιερός και θεολόγος εδείχθης/
συµπλεκόµενος Εβραίων τοις δήµοις/ διελέγχων ασφαλως την τούτων αθεότητα και θεοµάχον
γνώµην/ Στέφανε µάρτυς πανάριστε». Με το τρίτο στιχηρό προσόµοιο (ήχος δ΄) των αίνων,
στην ακολουθία του αγίου του µηνός Αυγούστου, φαίνεται πως µε τη γλωσσική ευφράδεια
που διέθετε ο µάρτυρας, όταν επεξηγούσε όλες τις διδασκαλίες, αποκαλυπτόταν η ευσέβεια
του χαρακτήρα του: «Κάλαµος υπέρτιµος, οξυγραφων την ευσέβειαν,/ ανεδείχθη η γλωσσά
σου, δι’ ης κατεφώτι/σας, Πρωτοµάρτυς πάντας, ταις διδασκαλίαις…»3.
Αναφερόµενος ο Ανατόλιος4 στο περιεχόµενο της οµιλίας του αγίου προς το συνέδριο
λέγει τα εξής: «Αρξάµενος γαρ από της κατά Αβραάµ οπτασίας και διελθών καθεξης
ακολούθως επιµέµνηται µεν των κυριοτέρων προσώπων και πραγµάτων εισάγει δε την εις
Χριστόν προφητείαν και δείκνυσιν αεί τους Ιουδαίους τον Θεόν παροργίζοντας». Αρχίζοντας
από την οπτασία του πατριάρχη Αβραάµ και συνεχίζοντας µε τα κυριότερα πρόσωπα και
γεγονότα της ιστορίας του Ισραήλ, φτάνει στις προφητείες για το Χριστό και αποδεικνύει ότι
οι Ιουδαίοι συνεχώς έδειχναν απείθεια στο θέληµα του Θεού. Έκανε µια αναδροµή στο
παρελθόν για ν’ αποδείξει ότι όλα όσα γνώριζε για την ιστορία του Ισραήλ τα είχε µάθει από
εκείνους, για τα οποία τώρα τον κατηγορούσαν.5
Συνοπτικά και πιο συγκεκριµένα, στον πέµπτο, έκτο και έβδοµο οίκο του κοντακίου6 του
Ρωµανού του Μελωδού για τον άγιο, αναφέρονται τα επιχειρήµατα µε τα οποία ο
αρχιδιάκονος εξιστόρησε τις προφητείες των Γραφών για το Χριστό. Είπε λοιπόν ο
Πρωτοµάρτυρας προς το συνέδριο: «Άγιον δίκαιον και αληθως/ Θεόν υπάρχοντα το πρίν/
µηδέν υµας ηδικηκότα,/ αλλά θαυµατουργουντα τα τοιαυτα παράδοξα/ επρίεσθε ορωντες
νόσους διωκοµένας/ οι νοσουντες τα ανίατα,/ τυφλόν εκ γενητης του Χριστου δόντος φάος/ οι
πνεύµατι τυφλοί εθυµουσθε εν τούτω,/ ον ανόµως κατεπολεµήσατε,/ τω παραλύτω δε πάλιν τα
αυτά/ οι παρειµένοι τον νουν/ ενεδείξασθε ότι κλινηφόρον ορατε./ Στεφανιτα των µαρτύρων ο
πρώταθλος».
«Παραδεδώκατε τουτον Σταυρω/ ανθ’ ων τιµησαι εχρη, ω φονεις,/ και την σκληράν υµων
καρδίαν/ ουκ ηπάλυνεν κτίσις η σκότος φορέσασα,/ ου νύξ η γενοµένη µεσούσης της ηµέρας/
ούτε καταπέτασµα το του ναου/ υµων το ραγέν πρίν εις δύο/ µη φέρον κατιδειν του δεσπότου
την ύβριν,/ ούτε πέτραι ούτε των νεκρων έγερσις/ προς οικτον όλως ήγαγεν ηµας,/ αλλά τους
φύλακας/ ενοθεύσατε λέγειν ότι κέκλεπται εν τάφω./ Στεφανιτα των µαρτύρων (ο πρώταθλος)».
«Εν ουρανω άνω συν τω Πατρί/ τον του ανθρώπου Υιόν θεωρω/ εκ δεξιων εστωτα, φησίν,/
ον κεκλέφθαι εκ των µαθητων εφήσατε./ Πως ουν ον ετηρειτε κάτω επί του τάφου εν τοις
ουρανοις ηύρηται;/ Τοιούτοις ο σεµνός ερρητόρευσε λόγοις/ και εκ πάσης γραφης αυτοις
θεοπνεύστου/ παρίστατο περί Χριστου προφητεύµατα./ Όσον δε ουτος υψουτο προς Θεόν/ τη
ρητορεία αυτου/ διεκρίνοντο [οι θυµώδεις] πλείω και εζήτουν αποκτειναί σε,/ στεφανιτα (των
µαρτύρων ο πρώταθλος)».
«∆οξάζει Χριστέ σε εν µέσω κριτων παρανόµων αδίκως κρινόµενον», σηµειώνεται στο
δεύτερο τροπάριο της πέµπτης ωδής του κανόνα του αγίου της Ιεράς Μονής Παντελεήµονος7.
Με όσα αναφέρει ο µάρτυρας στην απολογία του δοξάζει τον Κύριο Ιησού, µολονότι
βρίσκεται σε συνέδριο να δικάζεται αδίκως από παράνοµους κριτές.

Ναβουθαί πεφονεύκαµεν, τον Χριστόν εσταυρώσαµεν». Βλ. σχετικά Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 20,1-2 και
20,4-10, σσ. 342-344 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σσ. 344-346, 295-297, 299, 301.
1
Aubineau, Les homélies, ό.π., σ. 305.
2
Ακολουθία, ό.π., φ. 16r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
3
Μηναίον του Αυγούστου, ό.π., σ. 20.
4
Ανατολίου, Εγκώµιον, ό.π., φ. Σκθ[γ] πρβλ. Πατµιακή Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 174.
5
Ανωνύµου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 3.21-23, σ. 71 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 71.
6
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σσ. 164-166.
7
Έτερος κανών, ό.π., φ. 102r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 377-378.

117
Η απολογία του προς το συνέδριο τον ανέδειξε σε ισχυρό αντίπαλο των Ιουδαίων, ο
οποίος τους ντρόπιασε, αποδεικνύοντας µε τα εκπληρωµένα κηρύγµατα των Προφητών την
πλάνη τους, ότι ο Μεσσίας, που περίµεναν, ήρθε και ήταν µάλιστα, ο Ιησούς που θανάτωσαν:
«Όλως ώφθης Ιουδαίοις, ισχυρός αντικείµενος, καταισχύνων του/των, πλάνην ταις βρονταις
των ρηµάτων σου, των Προφητων νυν/ πεπλήρωνται, φθεγγόµενος, τα κηρύγµατα, όντως
Χριστός γάρ/ ελήλυθε»1. Και ο πρώτος οίκος του κοντακίου (ήχος γ΄) προς τιµήν του αγίου,
που σώζεται σε κώδικα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, σηµειώνει: «…των Ιουδαίων
µόνον ηµαύρωσεν την πασαν/ δυσέβειαν σοφία λόγου τούτους διήλλεγξεν/ από των Γραφων
διαλεγόµενος και πείθων/ τούτοις τον γεννηθέντα εκ της Παρθένου/ Ιησουν υιόν είναι και Θεόν
και κατήσχυνε του/των την ασεβη κακουργίαν ο πρωτοµάρτυς και θειος Στέφανος»2.
Βλέποντας όµως το αµετάπειστο της γνώµης τους και την κακία τους να µην µαλακώνει,
δεν δίστασε µε παρρησία να τους αποκαλέσει «σκληροτράχηλους και απερίτµητους» στην
καρδιά και στα αυτιά, αφού «υµεις αεί τω πνεύµατι τω αγίω αντιπίπτετε ως οι πατέρες υµων
και υµεις»3. «Επεί δε την κακίαν είδεν ανένδοτον, και την γνώµην αµάλθακτον τότε λοιπόν,
παρρησίας πλησθείς, και απαγορεύσας προς την ενθάδε ζωήν, πασαν δε καταλιπών τέχνην την
κολακεύουσαν, απαρακαλύπτως αυτούς προσηγόρευσε σκληροτραχήλους, τη καρδία
απεριτµήτους, τω νόµω µαχοµένους, πολεµουντας τω Πνεύµατι, και τινα άττα». Ο Μέγας
Βασίλειος σηµειώνει σχετικά: «Ακούσατε τι φησίν η απαρχή των µαρτύρων Στέφανος, το
δυσπειθές και ανυπότακτον τω λαω ονειδίζων υµεις, φησίν, αεί τω Πνεύµατι τω Αγίω
αντιπίπτετε»4.
Τους απειθείς Εβραίους, επειδή πολεµούσαν το Χριστό, τους ρεζίλεψε µε τα
επιχειρήµατά του. Εκείνων των σκληρών ανθρώπων την εγωιστική φύση, έλεγξε µε τη
θαυµαστή του αντεπίθεση. Με λόγους οξείς σαν τα βούκεντρα, τραυµάτισε σοβαρά τη σκέψη
τους, επειδή δεν αναγνώρισαν σαν Θεό το Χριστό και τους µαστίγωσε µε τα εξαίρετα
επιχειρήµατά του, αναφέρει ο Ρωµανός ο Μελωδός στον δέκατο τέταρτο οίκο του κοντακίου5
του για τον άγιο: «Τους δ’ απειθεις Εβραίους ως χριστοµάχους όντας/ διελέγξας κατήσχυνας /
εκείνων των σκληρων την δυσαύχενον φύσιν/ εξέτησας τη ση θαυµαστη αντιθέσει,/ ως οξέσι
βουκέντροις λόγοις σου/ κατετραυµάτισας αυτων τον νουν/ µη επιγνόντας Χριστόν/ µυκτηρίσας,
µαστίξας ρήµασι τοις εξαιρέτοις».
«Χαίροις η Ιερά Κεφαλή, καταπηλέγξασα, Ιουδαίων παράνοµον, βουλήν και/
σκληροκαρδίαν, οι τον ∆εσπότην Χριστόν, Σταυρικω θανάτω συνανήρεσαν,/ λόγω στοµώσασα,
σκληροτράχηλον φρόνηµα, αντιτυπτόντων, φιλευσπλάγχνω». Εγκωµιάζεται, µε το στιχηρό
αυτό προσόµοιο6 (ήχος πλ. ά) της ακολουθίας του Όρθρου στους αίνους, ο µάρτυρας, που δεν
δίστασε µε παρρησία να ελέγξει τους Ιουδαίους, για την παράνοµη απόφαση και
σκληροκαρδία τους να θανατώσουν µε σταυρικό θάνατο το ∆εσπότη Χριστό, και να τους
αποστοµώσει.
Το τροπάριο της έκτης ωδής του κανόνα του αγίου, που περιέχεται στην ακολουθία7 του
∆εκεµβρίου της Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου, αναφέρεται αντίστοιχα στην αντίδραση των
Ιουδαίων στα λόγια του Στεφάνου. Σηµειώνεται λοιπόν ότι η απολογία του µάρτυρα ήχησε
σαν βροντή ανάµεσά τους έτσι ώστε, τα αυτιά τους καταβρόντησε και την όψη τους
αµαύρωσε: «Ρηµάτων µάκαρ των σων των θε/οπνεύστων η δύναµις ως ηχος ο/ της βροντης τα
ωτα θεόληπτε/ σαφως κατεβρόντησε τα των πα/ρανόµων και τας όψεις απηµαύρωσεν».

1
Ιδρωµένος, Κανόνες, ό.π., σ. 17.
2
Κώδικας Γ-27 Μεγίστης Λαύρας: Κονδάκιον, ό.π., φ. 14r πρβλ. Τωµαδάκη, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 131.
Ιδές Μηναίον του ∆εκεµβρίου, ό.π., σ. 433.
3
Πρ. 7,51.
4
Αστερίου Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 344C πρβλ. Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σ. 166 Μ. Βασιλείου,
«Περί του Αγίου Πνεύµατος», Γενική επιστασία Κωνσταντίνου Γ. Μπόνη, ΒΕΠΕΣ, τ. 52 (Μέγας Βασίλειος,
Μέρος Β΄), ΙΘ΄, στιχ. 30-32, έκδοσις της Αποστολικής ∆ιακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1975, σ.
273
5
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σσ. 171-172.
6
Ματθίδη, Ιεραί, ό.π., σ. 42.
7
Ακολουθία, ό.π., φφ. 22r-22ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.

118
Ο Μιχαήλ Ιδρωµένος επίσης, στον κανόνα που συνέταξε για τον άγιο, κάνει λόγο για τον
τρόπο µε τον οποίο αντέδρασαν οι Ιουδαίοι στην οµιλία του µάρτυρα. Αναφέρει λοιπόν ότι,
µην έχοντας να προβάλλουν κανένα επιχείρηµα στα όσα τους είπε ο άγιος, δεν τόλµησαν να
ανοίξουν τα χείλη τους για να µιλήσουν, όλοι όµως αισθάνονταν τις καρδιές τους να γεµίζουν
από άγριο θυµό και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του στα στόµατά τους, γιατί δεν άντεχαν
την παρρησία µε την οποία µιλούσε ο απόστολος του Χριστού: «Ηττηθέντες των σων λόγων,
και ανοιξαι οι άθλιοι, χείλη µη/ τολµωντες, πάντες ταις καρδίαις επρίοντο, και τους οδόντας/
ενέβρυχον τω στόµατι, σου µη φέροντες την παρρησίαν Απόστολε»1. Στο δεύτερο τροπάριο της
τρίτης ωδής του ανέκδοτου κανόνα του αγίου Στεφάνου της Ιεράς Μονής Παντελεήµονος
σηµειώνεται επίσης το εξής σχετικό µε την παρρησία του Πρωτοµάρτυρα: «Στόµατι λαµπρός,
ελευθέρα φωνη τε εκή/ρυξε µέσον ανόµων ο εν πρώτοις των µαρτύ/ρων το στέφος»2.
Ο Ησύχιος3, περιγράφει επίσης πολύ παραστατικά την αντίδραση των Ιουδαίων σε όσα
άκουγαν, µε τα οποία τους κατηγορούσε ο άγιος. Έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του, όπως
τα θηρία, που βιάζονται να κατασπαράξουν το θήραµά τους: «Ου µην εκαρτέρουν οι παιδες
των Ιουδαίων ταυτα τα ρήµατα, αλλά τους οδόντας καθάπερ θηρες έβρυχον, έτι ρητορεύοντα
τον Στέφανον καταπιειν επειγόµενοι». Στο συνέδριο, η ατµόσφαιρα που επικρατούσε, είχε τη
µυρωδιά του φόνου. Ο µάρτυρας τους δυσαρεστούσε µε όσα έλεγε κι αυτοί αντιδρούσαν
εναντίον του σαν να ήταν λιοντάρια: «Ειστήκει Στέφανος εις µέσον πνεόντων φόνον»4, «Οι
µεν έβρυχον τους οδόντας, ο δε ώσπερ λεόντων εκήδετο»5. Γιατί οι ακάθαρτες ψυχές των
Ιουδαίων δεν µπορούσαν ν’ ακούσουν τα λόγια του Στεφάνου, που ήταν εµπνευσµένα από τη
χάρη του Θεού, ούτε και ο νους τους, που είχε διεφθαρθεί από τα διάφορα πάθη, µπορούσε
να δεχτεί τα ουράνια µυστήρια: «ου γάρ ην αξία ψυχή βέβηλος ουρανίων κατακροασθαι
λόγων, ουδέ νους πάθεσι παντοίοις διεφθορώς µυστήρια καταδέχεσθαι Θεου»6.
Ο άγιος όµως είχε το βλέµµα στραµµένο, όχι προς αυτούς, αλλά προς τον ουρανό, όπου
βιαζόταν να βρεθεί, «όπου γάρ ο πόθος, εκει και ο οφθαλµός»7. «Στέφανος δε ου προς αυτούς,
αλλά προς τον Θεόν τους οφθαλµούς ειχεν, και της γης αφέµενος εις τας αυλάς των ουρανων
ηπείγετο»8. Η ψυχή του γεµάτη από θερµό ζήλο και αγάπη για τον Αναστηµένο Κύριο
φλεγόταν υπερβολικά από τον πόθο να βρεθεί στη δόξα του Ιησού: «εµφύτω τινί ζήλου
θερµότητι και αγάπης θείας υπερβολη καταφλεγόµενος, πάντων µαλλον των κατ’ αυτόν αγίων
υπέρ της του Ιησου δόξης ωρατο ζηλοτυπων»9. Ένιωθε την ανυποµονησία που έχει κάποιος
αλλοδαπός σε ξένη χώρα, ο οποίος θέλει να επιστρέψει στην πατρίδα του ή κάποιος που
βρίσκεται στην έρηµο ή σε µια πόλη γεµάτη ξηρασία και θέλει να επιστρέψει σε µια εύπορη
χώρα: «Έσπευσε γάρ ως επί τινα µετοικίαν ως εξ αλλοδαπης επί πατρίδα ως εις πόλιν λαµπράν
από γης ερήµου και αυχµηρας»10.
Και τόση ήταν µάλιστα η χαρά του από το θέαµα που αντίκρισε, ώστε αναφώνησε δυνατά:
«ιδού θεωρω τους ουρανούς διηνοιγµένους και τον υιόν του ανθρώπου εκ δεξιων εστωτα του
Θεου»11. Ο Ιωάννης µοναχός Αγιοµαυρίτης στο ποίηµά του, αναφερόµενος στο γεγονός της
θεοπτίας του µάρτυρα, προβαίνει στους εξής χαρακτηρισµούς για τον αρχιδιάκονο. Τον
αποκαλεί: «τερπνή θεωρίας λύρα,/ χρυσή παραδείσου θύρα12, οφθαλµό του Θεου Λόγου, θεωρό

1
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 17.
2
Έτερος κανών, ό.π., φ. 100ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 377-378.
3
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 23,1-3, σσ. 344-346 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σσ. 344-346.
4
Ανωνύµου, Εγκώµιον, ό.π., IV, στιχ. 3.21, σ. 71 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 71.
5
Λέοντος, Λόγος, ό.π., φ. 156ν πρβλ. Halkin, Catalogue, ό.π., σ. 115.
6
Νικήτα Παφλαγόνος, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., III, στιχ. 2.27-29, σ. 56 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα, ό.π., σ. 56.
7
Ανωνύµου, Εγκώµιον, ό.π., IV, στιχ. 4.8-9, σ. 72 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 72.
8
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 23,6-8, σ. 346 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σ. 346.
9
Νικήτα Παφλαγόνος, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., III, στιχ. 2.21-24, σ. 55 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως,
Ανάλεκτα, ό.π., σ. 55.
10
Αστέριος Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 348 C.
11
Πρ. 7,55-56.
12
Οίκοι, ό.π., σσ. 16-17 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 87.

119
Πατρός ανάρχου, υπεισδυείσαντα τον γνόφον τον άδυτον, οφθαλµοις ιδόντα τον Προάναρχον, ο
την Τριάδα θεωρήσας αµέσως, ο τον Πατέρα προσκυνήσας αµέµπτως, Χριστόν σαρκωθέντα
ενδείξας1, της παρουσίας του Χριστου δηµηγόρος, της πανολβίου δόξης ο θεηγόρος2».
Στο κάθισµα (ήχος α΄) της τρίτης ωδής του κανόνα που φέρει την ακροστοιχίδα: «Στέφος
λόγων σοι, µαρτύρων, πλέκω, στέφος», ψάλλονται τα εξής: «Των λίθων βαλλοµένων υπό των
Ιουδαίων/ καρτερικως υποφέρων τους πόνους των αλγηµάτων/ εώρα εν υψίστοις Ιησουν/
καθήµενον Πατρός εν δεξια/ και δια τουτο εβόα/ ο πρωτοµάρτυς εν φωνη ο Στέφανος/ δόξα τη
ευσπλαγχνία σου, Χριστέ,/ δόξα τη βασιλεία σου,/ δόξα τη οικονοµία σου, µόνε φιλάνθρωπε»3.
Το Λόγο τον προάναρχο είδε να στέκεται στα δεξιά του Θεού Πατέρα και φως απόρρητο
κάλυψε την όψη του. Οι προσβολές των λίθων που πρόσφεραν οι Ιουδαίοι στον αρχιδιάκονο,
τον βοήθησαν να λάβει θείο τέλος και να κοσµηθεί µε τη δόξα των µαρτύρων, αναφέρει το
εξαποστειλάριο που ακολουθεί µετά την ενάτη ωδή στην ακολουθία του, του µηνός
∆εκεµβρίου4: «Εκ δεξιων ιστάµενον του πατρός εθε/άσω τον λόγον τον προάναρχον/ και
φωτός απορρήτου τας όψεις ε/πεπλήρωσο αποστόλων καύχηµα/ και των µαρτύρων η δόξα
εκοσµή/θης δε στέφει ταις των λίθων προς/βολαις και τέλος έλαβες θειον».
Ο Αστέριος Αµασείας, αναφερόµενος στη χαρά του µάρτυρα για το θέαµα που αντίκρισε
λέγει ότι, ο Στέφανος είχε την εντύπωση, πως αναφωνώντας και κάνοντας γνωστά όσα
έβλεπε θα κινούσε σε µετάνοια και συγκατάβαση τους παρευρισκόµενους: «Ενόµισε γαρ άµα
του εξαγορευσαι την οπτασίαν, τους απίστους ελκυσαι εις συγκατάθεσιν»5. Αλλά µάταια!
Οι Ιουδαίοι, µε περισσότερη οργή και µανία, κλείνοντας τα αυτιά τους σε όλ’ αυτά,
όρµησαν και έσυραν τον άγιο έξω από την πόλη, όπου άρχισαν να τον λιθοβολούν6.
Βλέποντας οι Ιουδαίοι κάθε επιχείρηµά τους να καταρρέει, έκλεισαν τα αυτιά τους µε τα
χέρια τους θεωρώντας βλάσφηµο κάθε λόγο του Στεφάνου και τον εξόντωσαν µε λίθους:
«Νικώµενον βλέποντες, παν αυτων επιχείρηµα, οι της ασεβείας/ τυφλοί παιδες, ταις µιαιφόνοις
ωτα συνέσχον χερσί, βλασφήµους Στεφάνου τους σεπτούς, λόγους εκλαµβάνοντες, και τοις
λίθοις κατέλευσαν»7. Την τακτοποιηµένη θεολογική σκέψη του Στεφάνου διαδέχθηκαν βοές
άτακτες, η µία µετά την άλλη και ο εκσφενδονισµός των λίθων ακολούθησε τα δόγµατα των
ιερών νόµων: «Βοαί δε την εν τάξει θεολογίαν άτακτοι, και βοαί τας βοάς διεδέχοντο και
σφενδόναι λίθων τοις των ιερων νόµων επηκολούθουν δόγµασιν»8. Τα θεία ρήµατα, που
ξεστόµιζε ο µάρτυρας, χτυπούσαν σαν λίθοι τους Ιουδαίους, που τον σηµάδευαν µε άπειρες
βολές λίθων, καθώς εκείνοι προσπαθούσαν να τον εξοντώσουν µε χειροπιαστά αντικείµενα,
διευκολύνοντας έτσι τη γρήγορη επιβράβευσή του από τον Κύριο: «Θεηγόρου στόµατος
νιφάσιν έβαλες/ τους µιαιφόνους ο πρωτοµάρτυς/ υπ’ αυτων απείροις δε των λίθων/ νιφάσιν,
ως νικητής εστέφετο», αναφέρει το δεύτερο τροπάριο της πέµπτης ωδής του κανόνα του αγίου
που περιέχεται στην ακολουθία του ∆εκεµβρίου της Ιεράς Μονής Παντελεήµονος9.
Με µανία και όντες σκληρότεροι στην καρδιά, σε σχέση µε τους λίθους που κρατούσαν
στα χέρια τους, τραυµάτιζαν το µάρτυρα, ο οποίος παρακαλούσε το Θεό να τους συγχωρήσει
για την αµαρτία τους αυτή: «Μανικως οι µιαιφόνοι, λίθοις βάλλοντες, τον θειον Στέφανον, οι/
τας καρδίας αυτων, των λίθων σκληρότεροι, κατετραυµάτιζον, µη/ Φιλάνθρωπε, αυτων επίδης
κράζοντα, τη τοιαύτη αµαρτία»10.
Ο Αστέριος Αµασείας αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι Ιουδαίοι, µην αντέχοντας να ακούν
τα λόγια που ξεστόµιζε ο µάρτυρας, έκλεισαν τα αυτιά τους και αποφάσισαν αµέσως την
εκτέλεσή του µε την κατηγορία του βλάσφηµου. Μάλιστα, τον έβγαλαν έξω από την πόλη
1
Οίκοι, ό.π., σ. 15 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 86.
2
Οίκοι, ό.π., σ. 19 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 87.
3
Analecta, ό.π., σ. 666.
4
Μηναίον, ό.π., φ. 182 πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 240.
5
Αστέριος Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 348 Α.
6
Πρ. 7,57-58.
7
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 18.
8
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 25,1-3, σ. 346 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σ. 346.
9
Μηναίον, ό.π., φ. 342r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 367.
10
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 19.

120
των Ιεροσολύµων, για να τον εκτελέσουν, το «Χριστοφόρο» αυτόν άνθρωπο, όπως τον
αποκαλεί ο Αστέριος Αµασείας, που στην υποµονή έµοιαζε τον Κύριο, όπως Εκείνος
κουβαλούσε το Σταυρό πηγαίνοντας στο Γολγοθά. Και όπως φόνευσαν Εκείνον, έτσι και το
δούλο Του, µόνο που τώρα αντικατέστησαν το Σταυρό µε τους λίθους. Και αφού τον έστησαν
σε έναν ισόπεδο χώρο και έκαναν έναν κύκλο τριγύρω του, ενώ αυτός στεκόταν όρθιος στη
µέση του κύκλου, µιµούµενοι την αγένεια που κυριαρχεί στους πολέµους και έχοντας σκοπό
να τον φονεύσουν, τον σηµάδευαν, όπως ο τοξότης που σηµαδεύει το στόχο: «Οι δε
(Ιουδαίοι), το λεχθέν πλείονος οργης και µανίας αφορµήν ποιησάµενοι, επιφραξάµενοί τε τας
ακοάς προς τον λόγον, ως βλάσφηµον, είχοντο παραχρηµα του φόνου. Ελκύσαντες δε έξω της
πόλεως τον Χριστοφόρον άνθρωπον, βαστάζοντα την υποµονήν, ως ο Κύριος τον σταυρόν,
κακω το κακόν ιωνται, και φόνω υπέρ του φόνου απολογουνται, και τω σταυρω τους λίθους
συνάπτουσι. Στήσαντες δε τον τρισµακάριον επί τινος ισοπέδου χωρίου, το µακρόν εκεινο
σωµα, και υψηλόν των µαρτύρων τρόπαιον και κύκλω περισχόντες αυτόν ο των αιµάτων και
της οργης δηµος, και την καλουµένην εν τοις πολέµοις µιµησάµενοι αγηνίαν, έβαλον λίθοις τον
του ακρογωνιαίου λίθου διάκονον και πασα χείρ Εβραϊκή τον φόνον ενήργει σκοπός δε ην των
αφιέντων ο µάρτυς, εστώς κατά µέσον ως σηµειον τοξότου»1.
Σε ιδιόµελο τροπάριο2 της λιτής της ακολουθίας του ∆εκεµβρίου της Ιεράς Μονής
∆ιονυσίου σηµειώνεται µάλιστα ότι ο µάρτυρας δεν οδηγήθηκε στο θάνατο από τίµιους
λίθους, που δίκαια του απένειµαν οι Ιουδαίοι: «Τω βασιλει και δεσπότη του παν/τός τεχθέντος
επί γης Στέφανος/ υπέρλαµπρος προσφέρεται ου/κ εκ λίθων τιµίων αιµάτων διηνθισµέ/νος».
Επίσης, στον ειρµό της έκτης ωδής του κανόνα, που συνέταξε ο Μιχαήλ Ιδρωµένος για τον
άγιο, σηµειώνεται: «Αιµάτων χειρας οι άθλιοι, των του ∆εσπότου ούπω απέπλυ/ναν, αλλά και
δεύτερον, αυτου τον δουλον φονεύσαντες, αδίκως/ τον αθωον κατεµολύνθησαν»3. Οι Ιουδαίοι
ξέπλυναν τα χέρια τους µε το αίµα από το φόνο του ∆εσπότη και στη συνέχεια φόνευσαν
άδικα το δούλο Του µε αποτέλεσµα να µολυνθούν ξανά.
Ο πρώτος οίκος (ήχος πλ. β΄) του κοντακίου, που είναι αφιερωµένο στην ανακοµιδή του
αγίου και περιέχεται στον κώδικα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας 4, µιλά για τη
συµπεριφορά των Ιουδαίων και τον τρόπο που φέρθηκαν απέναντι στο ∆ιάκονο καθώς και
για την αιτία, που τον λιθοβόλησαν. Αναφέρει λοιπόν ότι: «…ώσπερ λύκοι ωµότατοι οι του
Χριστου προδόται οι συγκεκαλυµµένοι και ζωφώδεις υπάρχοντες εκράτησαν αυτόν προσφυγήν
ως αρνίον τοις λίθοις κτείναντες καθότι οµολόγει τεθέασθε την δόξαν την άφραστον Χριστου
ανάστασιν κηρύττοντα την εκ νεκρων φανέρωσιν διό και αναιρουσιν έξω Ιεροσολύµων
δοξάζοντα τον ∆ιδούντα βραβειον της άνω κλήσεως».
Ο Ησύχιος5, και όχι µόνον αυτός, επιµένει στην προοπτική της θυσίας του θανάτου του
µάρτυρα λέγοντας: «…και της πόλεως έξω λαβόντες έθυον», «…αλλά και τον αµνόν εχρην
παρά τον αµνόν τον του ποιµένος σφάζεσθαι», «εµαυτόν ετοίµως εις θυσίαν επέδωκα, και το
αιµα καθάπερ εις κρατηρα δια της οµολογίας εις τας σας χειρας εκένωσα». Αφού τον έσυραν
έξω από την Ιερουσαλήµ τον θυσίασαν. Έπρεπε αυτός ο αµνός να σφαχτεί µπροστά στον
Αµνό του Θεού. Παρέδωσα, οµολογεί ο άγιος, τον εαυτό µου στη θυσία και έχυσα το αίµα
µου στα χέρια σας σαν ένας κρατήρας εξαιτίας της οµολογίας µου. Την ίδια αντίληψη
συναντούµε και στην οµιλία του Πρόκλου6, όπου αναφέρεται ότι: «τω ποιµένι το πρόβατον
συγκατέθυσας ότι τω βασιλει τον στρατιώτην συγκατέσφαξας». Επίσης ο άγιος Γρηγόριος
Νύσσης7 σηµειώνει: «ο δε, καθάπερ τις ιερεύς, κατά τον πνευµατικόν νόµον ευαγη θυσίαν
ιερουργων, ουκ αλλότριον, αλλά το ίδιον προσάγων σωµα, και αντί σπονδης απορραίνων του

1
Αστέριος Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 348 ΑΒ.
2
Ακολουθία, ό.π., φ. 7r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
3
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 18.
4
Κονδάκιον εις την ανακοµιδήν, ό.π., φ. 56 πρβλ. Τωµαδάκη, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 135.
5
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 25,5-8, σ. 346, στιχ. 28,7-8, σ. 350 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σσ. 346
και 350.
6
Πρόκλου, Εγκώµιον, ό.π., PG 65, στ. 816D.
7
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 712Α

121
αίµατος». Τέλος, στον κανόνα που φέρει την ακροστιχίδα: «Στέφος λόγων σοι, µαρτύρων,
πλέκω, στέφος», προσδιορίζεται ο µάρτυρας ως «το αρνίον του Χριστου,/ το τυθέν υπέρ
αυτου»1.
Όπως σταύρωσαν το Χριστό έξω από την πόλη έτσι και το Στέφανο έξω από την πόλη τον
λιθοβόλησαν. Την τακτική, που ακολούθησαν στον Κύριο, εφάρµοσαν και στο µαθητή: «Έξω
της πόλεως ο ∆εσπότης σταυρουται έξω της πόλεως και ο µάρτυς λιθάζεται. Εκβάλλοντες γαρ
αυτόν έξω της πόλεως ελιθοβόλουν. Ιουδαιοι σταυρουσι τον Κύριον, Ιουδαιοι λιθάζουσι και τον
Στέφανον»2. «Ει µεγάλη δόξα του Στεφάνου ένθα τον βασιλέα εσταύρωσαν, εκει τον
στρατιώτην βαλλουσι λίθους ο Χριστός έξω της πύλης έπαθε και ο Στέφανος οµοίως της
πόλεως ελιθοβολήθη»3. «Προ της πόλεως ελιθάζετο ο πάσης πόλεως πρόµαχος το τειχος το
αρραγές προ των τείχεων εφονεύετο»4.
Το µεγαλείο του Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου αναδεικνύεται άριστα από τη στάση που
κράτησε απέναντι στους Ιουδαίους καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης και του µαρτυρίου του.
Αντιµετώπισε, κάθε είδους κακία που εκδήλωσαν οι Ιουδαίοι εναντίον του, µε την ποικιλία
των αρετών που διέθετε, χρησιµοποιώντας κάθε φορά τον κατάλληλο χειρισµό για την
απόκρουσή τους. Την άψογη αυτή στάση του υπογραµµίζει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης
λέγοντας: «Και εν µέσω τοιούτων και τοσούτων εστώς, και πάση τη αντικειµένη δυνάµει τη εν
τοις µιαιφόνοις ενεργουµένη εαυτόν αντεγείρων, διά πάντων υπερέσχε τω µεγαλοφυει του
φρονήµατος αντιτιθείς τω µεν θυµω την µακροθυµίαν, ταις δε απειλαις την υπεροψίαν, τω δε
του θανάτου φόβω την της ζωης καταφρόνησιν, τω δε µίσει την αγάπην τη δυσµενεία, την
ευµένειαν τη συκοφαντία, την της αληθείας φανέρωσιν. Ου γάρ δι’ ενός τρόπου νικητής ο της
αληθείας αγωνιστής απεδείκνυτο αλλά προς παν ειδος κακίας της τότε τοις Ιουδαίοις
ενεργουµένης εαυτόν δια της ποικίλης αρετης καταµερίσας, και πασι συνεπλάκη, και
καθυπερέσχε των πάντων»5.
Το µεγαλείο του αρχιδιακόνου αναδεικνύεται επίσης και από το απόσπασµα της
πανηγυρικής οµιλίας6 που συντάχθηκε προς τιµήν του αγίου Στεφάνου από το γιο του
ηγεµόνα της Ουγγροβλαχίας, Στέφανο, και το οποίο παρατίθεται στη συνέχεια: «Άς
συντροφιάσωµεν εις το στάδιον τον νέον οπλίτην ας ακολουθήσωµεν έξω της πόλεως τον
Στέφανον τον βλέπετε εκει; νέον εις τους χρόνους, απαλόν εις την ηλικίαν, µε πόσην
µεγαλοψυχίαν καρτερει µε πόσην καρτερίαν υποµένει µε πόσην υποµονήν υποφέρει και
υποφέροντας … την µεγάλην ορµήν, και οργήν των αντιπολεµούντων Ιουδαίων, ιδέτε τον πως
στέκει δυνατός την ψυχήν, κραταιός την γνώµην, γενναιος το φρόνηµα, ισχυρός την καρδίαν,
πως αφόβως καταβάλλει τους κατ’ αυτου απεριτµήτους την καρδίαν. Εκεινοι τον σύρνουν ως
παράνοµον, ως ένοχον θανάτου και ο Στέφανος γελα άλλοι τον υβρίζουν ως βλάσφηµον, τον
βλασφηµουν ως παραβάτην του νόµου και ο Στέφανος γελα. Άλλοι τον σύρουσιν, άλλοι τον
βαρουσιν, όλοι κράζουσι µια φωνη, λιθοβολίσθω Στέφανος και ο Στέφανος γελα», «εις τον
αυτόν τρόπον εφάνη και ο Στέφανος, των επί Χριστω µαρτυρησάντων, πραος, γενναιος,
ειρηνικός λοιδορούµενος, δεν αντελοιδόρει, εµπεζόµενος υπέµενε την ύβριν ελογίαζεν ως τιµήν
ως άστρα τους λίθους το αιµα, οπου έβρεχεν από την ιεράν του σάρκα, το εµελέτα ως ένα
πέλαγος, δια να υπάγη περνωντας το, προς τον ∆εσπότην και Κύριον»7.
Για τα χαρίσµατά του αυτά ο Ιωάννης µοναχός Αγιοµαυρίτης τον αποκάλεσε: «το στέφος
της καρτερίας»8. Η καρτερικότητα του Πρωτοµάρτυρα εξαίρεται όµως και στην ακολουθία
του ∆εκεµβρίου, της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, µε το εξής τροπάριο: «Ούτως ως αληθως

1
Analecta, ό.π., σ. 673.
2
Ανατολίου, Εγκώµιον, ό.π., φφ. Σκθ[γ]-Σκθ[ν] πρβλ. Πατµιακή Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 174.
3
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 6r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.
4
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 465C Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 4.10-12, σ. 78
πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 78.
5
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 712C.
6
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 6ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.
7
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 7ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.
8
Οίκοι, ό.π., σ. 20 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 88.

122
θαυµαστόν, της καρτερίας τε της σης µάκαρ Στέφανε, το κλέος ένδοξε µάρτυς, ως γάρ φαιδρός
αριστεύς, διαλύεις πασαν αξιάγαστε, Εβραίων κακόνιαν»1.
Στο τρίτο τροπάριο της τρίτης ωδής του παρακλητικού κανόνα των αγίων Λειψάνων
(Στεφάνου, Μοδέστου, Εύπλου και Θεοδώρου του Τήρωνος) αναφέρεται ότι µε πολλή
µεγάλη χαρά ο αρχιδιάκονος αντιµετώπισε το µαρτύριο, στο οποίο τον υπέβαλαν οι άνοµοι
Ιουδαίοι: «Μαρτύριον την τρίβον, περιχαρως ήνυσας, µέσω Ιουδαίων ανόµων»2.
Πρέπει να υπογραµµιστεί όµως, ότι µια τέτοια στάση, σαν αυτή που τήρησε ο
Πρωτοµάρτυρας Στέφανος απέναντι στο µαρτύριο, µπορούσε να προέλθει µόνο από την
ύπαρξη του αγίου Πνεύµατος µέσα του και το θείο φωτισµό που τον διέκρινε. Η αντίληψη
αυτή κάλλιστα συνάγεται και από τροπάριο της έβδοµης ωδής του κανόνα του αγίου που
περιέχεται στην ακολουθία3 του ∆εκεµβρίου της Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου. Ψάλλει λοιπόν η
Εκκλησία µας: «Τους οδόντες βρύχοντες φονικως/ παράνοµοι ως θηρες αρπάζοντες ανήρουν
τον Στέφανον εν/θέως µελωδουντα ο Θεός ευλογητός ει» και από ένα ακόµη της ίδιας ωδής:
«Ως θηρες αρπάσαντες οι θεοκτόνοι τον/ θεοφάντορα µιαιφόνοις παλά/µαις τουτον ανήρουν
υπερευχό/µενον των ανερούντων συµφώνως και ψάλλοντα ευλογητός ο Θεός»4.
Πόση όµως φιλανθρωπία έδειξε ο ∆ηµιουργός προς τον αθλητή, που αγωνιζόταν για τον
Ίδιο. Οι Πράξεις5 αναφέρουν ότι ο µάρτυρας «ατενίσας εις τον ουρανόν ειδεν δόξαν Θεού και
τον υιό του ανθρώπου εστωτα εκ δεξιων του Θεου».
«Μέγα των αγώνων τούτων το στάδιον», σχολιάζει ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης Ανατόλιος
και συνεχίζει λέγοντας: «Ο γάρ αθλητής καταπαλαίει και ο αγωνοθέτης εξ ουρανων
καθοπτεύει. Εκεινος αγωνίζεται πυκτεύων ενταυθα, κακεινος άνωθεν συναγωνίζεται στήκων.
Ου γάρ καθεζόµενον αλλά εστωτα θεωρει τον Σωτηρα. Ω πόση της αξίας η δύναµις»6.
Αγωνίζεται ο µάρτυρας κάτω στη γη και ο Κύριος από τον ουρανό παρακολουθεί τη σκηνή
όρθιος. Ο Ανατόλιος σηµειώνει, ότι αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισµα του αγωνοθέτη, να
στέκεται και να παρακολουθεί όρθιος τον αγώνα, γεγονός που υποδηλώνει τη σπουδαιότητα
της αναµέτρησης. Γιατί, όπως αναφέρει στη συνέχεια, σηκώνονται οι αγωνοθέτες από τις
θέσεις τους, όταν ελέγχεται η επίδοση των αθλητών, όταν υπάρχει αγωνία στην έκβαση του
αγώνα και όταν αποδίδεται τιµή στους αθλητές: «τότε γάρ οι αγωνοθέται των θρόνων
ανίστανται ότε το στερρόν των αθλούντων ελέγχεται, ότε το θερµόν των αγώνων ανάπτεται, ότε
το χρέος τιµης αποδίδοται»7.
Σε τροπάριο της έβδοµης ωδής του κανόνα του αγίου που περιέχεται στην ακολουθία 8 του
∆εκεµβρίου της Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου υπάρχει η αντίληψη της εµψύχωσης του αθλητή από
τον Κύριο, ο Οποίος του δείχνει τα βραβεία της νίκης, που τον περιµένουν µετά το τέλος του
αγώνα στον ουρανό και εξηγείται έτσι, η όρθια στάση του Χριστού κατά την ώρα του
µαρτυρίου του αρχιδιακόνου: «Ροή των αιµάτων σου τας ουρανίους/ πύλας ανέωξε και τον
αγωνοθέτην/ παρεστηκότα και προτεινόµενον/ σοι τους στεφάνους υπέδειξε κρά/ζοντα
ευλογητός ο Θεός ο των πατέρων». Η αντίληψη αυτή εδραιώνεται και από το τροπάριο της
έκτης ωδής του κανόνα του αγίου που περιέχεται στην ακολουθία9 του ∆εκεµβρίου της Ιεράς
Μονής ∆ιονυσίου, που ψάλλει η Εκκλησία µας την ηµέρα της µνήµης του. Αυτό έχει ως εξής:
«Την δόξαν την πατρικήν θεάσασθαι κατηξίωσαι και ταύτης το συµφυές απαύγασµα Στέφανε
των άθλων µηνύων σοι τους λαµπρούς στεφάνους θεηγόρε πανσεβάσµιε».
Ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄, αναφερόµενος επίσης στην όραση του αρχιδιακόνου κατά την
ώρα του µαρτυρίου του, σηµειώνει: «Οις εν ορθίω σχήµατι ο αγωνοθέτης ορα τα παλαίσµατα.
1
Ακολουθία, ό.π., φ. 304r πρβλ. Ευστρατιάδου και Γέροντος Αρκαδίου, Κατάλογος, ό.π., σ. 161.
2
Ματθίδη, Ιεραί, ό.π., σ. 49.
3
Ακολουθία, ό.π., φ. 25ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
4
Ακολουθία, ό.π., φφ. 26r-26ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
5
Πρ. 7,55.
6
Ανατολίου, Εγκώµιον, ό.π., φ. Σκθ[γ] πρβλ. Πατµιακή Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 174. Ιδές Κοσµά Μοναχού,
«Χριστιανική Τοπογραφία, Λόγος Ε΄», PG 88, στ. 297ΑΒ.
7
Ανατολίου, Εγκώµιον, ό.π., φ. Σκθ[γ] πρβλ. Πατµιακή Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 174.
8
Ακολουθία, ό.π., φ. 26r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
9
Ακολουθία, ό.π., φ. 22ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.

123
Και ταύτη διπλη των ανταγωνιστων κρατουντος τη τε παρ’ εαυτου προθυµία. Και δι’ ων ούτως
ειχε των αγώνων θεατήν τον δεσπότην επί πλέον τω γεννάδα της ανδρείας εγειροµένης»1.
Στόχος λοιπόν της όρθιας στάσης του Κυρίου ήταν να διπλασιάσει την προθυµία για αγώνα
των αντιπάλων και να κρατήσει ζωντανή την ανδρεία του µάρτυρα. Ο αυτοκράτορας, στη
συνέχεια του λόγου του, ερµηνεύει τη στάση του Κυρίου, σαν στάση ενός φίλου σε φίλο του,
που πάσχει. Αναφέρει µάλιστα τα εξής: «Καθάπερ ει βασιλέως τινος προς αθλητικούς πόνους
εκβεβηκότος φίλου. Εκεινος του βασιλείου εξαναστάς θρόνου. Ούτω τον κάµατον καταθεωτο.
Άµα µέν δια τούτου την στοργήν δεικνύων τω φίλω. Άµα δε και τους πόνους ελαφρύνων αυτω
εκ του ηδέως οραν την εκείνου ανδραγαθίαν. Εν τοιαύτη όψει ο µέγας ηµων βασιλεύς τω φίλω
αθλουντι ο πιάνεται»2.
Επίσης, ο Αστέριος Αµασείας αναφέρει ότι εµφανίστηκε ο ίδιος ο Κύριος στο µάρτυρα για
να τον εµψυχώσει και να εµποδίσει τη δειλία, εξ αιτίας του φόβου, να εξαφανίσει την
προθυµία της αυτοθυσίας. Και γι’ αυτό το λόγο, «ούτε άγγελον αυτω έπεµψεν βοηθόν, ως τοις
αποστόλοις εν τω δεσµωτηρίω ούτε τινα δύναµιν λειτουργικήν, και οµόδουλον αλλ’ αυτός
εαυτόν ενεφάνισεν»3 λέγοντας τα ακόλουθα: «Μηδέν αγεννές πάθης, ω Στέφανε. Ουδένα έχεις
ανθρώπων σύµµαχον ουδείς σοι παρέστηκε των φίλων εν καιρω των δεινων αλλ’ εγώ µετά του
Αγαπητου εποπτεύω τα δρώµενα. Ετοίµη η ανάπαυσις, αναπεπταµέναι του παραδείσου αι
πύλαι. Μικρόν καρτερίσας, κατάλιπε βίον τον πρόσκαιρον, και σπευσον προς ζωήν την αΐδιον,
και ατέλεστον. Έτι τυγχάνων εν τη σαρκί βλέπεις Θεόν, πραγµα πάσης εγκοσµίου φύσεως
µειζον. Εµυσταγωγήθης παρά των πρεσβυτέρων αποστόλων, ότι ο Πατήρ έχει Υιόν γνήσιον
αγαπητόν. Ιδού εγώ µεν σοι εαυτόν εµφανίζω, ως δύνασαι φέρειν. Παρέστηκε δε µοι και ο Υιός
εκ δεξιων, ίνα τη σχέσει του τόπου γνως την τιµήν. Εσκανδάλιζε τότε τους πολλούς, ει Θεός εν
γη σάρκα περιεβάλετο αλλ’ όρα νυν αυτόν εν τω ύψει µετ’ εµου, ουράνιον, και υπερουράνιον
φέροντα του ανθρώπου µορφήν, εις βεβαίωσιν της τελεσθείσης οικονοµίας. Υπέρ τούτου
καταλιθούµενος, µη οχλάσης, µη ατονήσης. Βλέπων δε τον αγωνοθέτην, µη φοβηθης τον
αγωνα. Άφες το σωµα, καταφρονων ως δεσµόν γήϊνον, ως οικον σαθρόν, ως σκευος κεραµέως
εύφθαρτον. Ανάδραµε προς την ενθάδε λήξιν ελεύθερος έτοιµος γαρ σοι της ανδραγαθίας ο
στέφανος Μετάστηθι προς τον ουρανόν εκ της γης. Άφες το σωµα τοις µιαιφόνοις, ως βρωµα
κυσί. Κατάλιπε λυσσωντα δηµον, και ελθέ προς χορόν αγγέλων»4.
Άλλωστε η άθληση του αγίου Στεφάνου αποτελούσε την πρώτη πράξη αυτοθυσίας µετά
τη Σταύρωση του Κυρίου και θα έπρεπε να αποτελεί µια πράξη άξια µίµησης για τους
µάρτυρες, που θα ακολουθούσαν. ∆εν θα έπρεπε αυτοί να γίνουν µιµητές δειλίας αλλά το
µαρτύριό του Στεφάνου θα έπρεπε να αποτελεί ισχυρό έναυσµα κίνησης προς µίµηση.
Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αστέριος Αµασείας5 το παράδειγµα του στρατιώτη, που µάχεται
θαρραλέα ή δειλιάζει στη µάχη και τον αντίκτυπο που έχει η πράξη αυτή στους άλλους: «Εις
γαρ στρατιώτης πρόσµαχος, ο του έργου παρασχών το ενδόσιµον νικήσας µεν και
ανδρισάµενος, πάντας τους ιδίους απέρρωσε, και τους υπεναντίους κατέπληξεν ασθενές δε τι
παθών, ευθύς κατακλα, και δειλίας πληροι τας των οµοφύλων ψυχάς, και φυγης γίνεται
σύνθηµα». Γι’ αυτό το λόγο αναφέρει «ο Θεός ουρανόθεν εφάνη».
Ο άγιος Στέφανος αναδείχθηκε, µε την οπτασία που αξιώθηκε να δει, «των αγγέλων
ανώτερος, των εξουσιων υψηλότερος, των θεόνων και των κυριοτήτων επέκεινα». Γιατί
αναφέρει ο Ανατόλιος6, «εκει γάρ ο µάρτυς ατενίζει το βλέµµα όπου τα χερουβίµ κάµπτει τα
πρόσωπα. Εκεινα καθορα, ά προσκλέψαι τα σεραφίµ ου τολµα». Αξιώθηκε να δει αυτά που
ούτε οι ανώτερες πνευµατικές δυνάµεις δεν είναι ικανές να αντικρίσουν. Γι’ αυτό και η
Εκκλησία µας ψάλλει, την ηµέρα της µνήµης του στον µικρό εσπερινό, το εξής προσόµοιο

1
Λέοντος, Λόγος, ό.π., φ. 157ν πρβλ. Halkin, Catalogue, ό.π., σ. 115
2
Λέοντος, Λόγος, ό.π., φ. 157ν πρβλ. Halkin, Catalogue, ό.π., σ. 115.
3
Αστερίου Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 345C.
4
Αστερίου Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 345A-C.
5
Αστερίου Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 345D. Ιδές Ανωνύµου, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π., στιχ.
2.26-32, σσ. 55-56 πρβλ. Α. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 55-56.
6
Ανατολίου, Εγκώµιον, ό.π., φ. Σλ[γ] πρβλ. Πατµιακή Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 174.

124
(ήχος ά): «Των ουρανίων αψίδων υπεριπτάµενος/ ο των αρρήτων µύστης των µαρ/τύρων ο
πρωτος ειδεν άπερ ειδεν,/ άλλος ουδείς. Τους ουρανούς διεστω/τας: τε, και τον Υιόν του
ανθρώπου/ εκ δεξιων παρεστωτα του ανάρχου Πατρός»1.
Επειδή πρώτος ο άγιος Στέφανος άνοιξε την οδό του µαρτυρίου για τον Κύριο, έπρεπε
επίσης, πρώτος αυτός να ανοίξει και τις πύλες του ουρανού, σηµειώνει ο αυτοκράτορας Λέων
ΣΤ΄2 στην οµιλία του: «Έπρεπε γάρ πρώτω την του µαρτυρίου οδόν διανοίξαντι. Πρώτω και
την των ουρανων είσοδον ανοιγηναι».
Στην πανηγυρική οµιλία, που συντάχθηκε από το γιο του ηγεµόνα της Ουγγροβλαχίας,
Στέφανο, σχετικά µε την έκφραση του Πρωτοµάρτυρα: «ιδού θεωρω τους ουρανούς
διηνοιγµένους»3, υπάρχει η αντίληψη ότι, ανοίχτηκαν οι ουρανοί διάπλατα για να υποδεχτούν
τον αρχιδιάκονο και δεν αρκούσε µια θύρα µονάχα για να περάσει ο Πρωτοµάρτυρας.
Παραλληλίζει µάλιστα την είσοδο του αγίου στον παράδεισο, µ’ εκείνη των Ολυµπιονικών
στην πατρίδα τους. Αναφέρει λοιπόν χαρακτηριστικά: «Και δεν έφθανε να ανοιχθη µία θύρα;
Όχι. ∆ιατί καθώς όταν ενικουσαν εις τα Ολύµπια, και εισήρχοντο εις την πατρίδα οι νικηταί
αθλοφόροι, δεν επερνουσαν από την θύραν της πόλεως την κοινήν, αµή απ’ εκείνην οπου τους
άνοιγαν οι πολιται πλατειαν, και µεγαλοπρεπη. Οµοιτρόπως, και όταν εξήρχετο θριαµβευτής ο
Στέφανος, όχι από τα Ολύµπια, ως οι παλαιοί, αλλ’ από την µάχην του διαβολικου
στρατεύµατος, και έµελλε να εισέλθη µέσα εις την µητρόπολιν της ουρανίου βασιλείας,
επρόσταξεν ο αυτοκράτωρ της κτίσεως νέον ανεωγµόν εις τους ουρανούς και δια να µην
εισέλθη ο πρωτοµάρτυς από την κοινήν θύραν, οπου ειδεν ο Ιωάννης και ιδού θύρα ηνεωγµένη
εν τω ουρανω του εκατασκεύασεν ο πάνσοφος αρχιτέκτων πλατυτέραν την είσοδον εις την
χαράν και την αγαλλίασιν»4. Ο λόγος για τον οποίο ο µάρτυρας είχε αυτή τη διαφορετική
υποδοχή στον ουρανό, κατά τον συντάκτη της οµιλίας, είναι ότι αυτός επρόκειτο µε τους
λόγους του να οδηγήσει και άλλους µάρτυρες στον παράδεισο. Άλλωστε αυτός ήταν «ο
πρωτος οπου οδήγησεν εις την άνω µακαριότητα όλους εκείνους, οπου τον ηκολούθησαν εις το
µαρτύριον»5.
Αναφέρθηκε εν συντοµία προηγουµένως ότι τη στιγµή που οι Ιουδαίοι τον λιθοβολούσαν,
ο άγιος Στέφανος παρακαλούσε τον Κύριο να τον δεχτεί κοντά του και να συγχωρήσει όσους
τον φόνευαν. Με την πράξη του αυτή αποδείχθηκε µιµητής για µια ακόµη φορά του ∆εσπότη
Χριστού, ενώ συγχρόνως τα λόγια του αποκάλυπταν τη µακροθυµία της ψυχής του, την
υποµονή και τη γενναιότητα, που τον διέκριναν. «Και ελιθοβόλουν τον Στέφανον
επικαλούµενον και λέγοντα Κύριε Ιησου, δέξαι το πνευµα µου. Θείς δε τα γόνατα έκραξεν φωνη
µεγάλη Κύριε, µη στήσης αυτοις ταύτην την αµαρτίαν»6. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος7
σηµειώνει χαρακτηριστικά: «Ουκ αν παρέλθοιµ’ ουδέ το Στεφάνου το καλόν, ον οιδ’ απαρχήν
µαρτύρων και θυµάτων. Λίθοις εχώννυτ’ αλλ’ όµως του θαύµατος! Μέσος λιθασµου, φθόγγος
εξηκούετο, αυτός τε συγχώρησιν, ως ευεργέταις, διδούς λιθασταις, τον Θεόν τ’ αιτούµενος». Ο
αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄8, στην οµιλία του για τον Πρωτοµάρτυρα, σηµειώνει πως τα λόγια
που ξεστόµισε ο αρχιδιάκονος αποδεικνύουν ότι πράγµατι υπήρξε µαθητής του Χριστού και
αυτό είναι ξεκάθαρο, όχι µόνον από τον αγώνα που ανέλαβε εναντίον του θανάτου, αλλά και
από τη συγχώρεση, που δίδει ο ίδιος στους εχθρούς του: «Όντως Χριστου µαθητής ο
αγωνιστής. Εκείνου τραφείς το της χρηστότητος βρωµα. Ου µόνον τα αθλητικά γυµνασθείς. ∆ια
τουτο ουδέ παλαίει µόνον τω θανάτω υπέρ αυτου. Αλλά και την αυτήν ευωδίαν του µακαρίου
στόµατος εξερείγεται».
1
Ακολουθία, ό.π., φ. 1r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
2
Λέοντος, Λόγος, ό.π., φ. 157r πρβλ. Halkin, Catalogue, ό.π., σ. 115.
3
Πρ. 7,56.
4
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 9r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.
5
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 9r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.
6
Πρ. 7,59-60.
7
Γρηγορίου Θεολόγου, «Έπη θεολογικά, ηθικά, µέρος δ΄: ΚΕ΄: Κατά θυµού», Γενική επιστασία Κωνσταντίνου
Γ. Μπόνη, ΒΕΠΕΣ, τ. 61 (Γρηγόριος ο Θεολόγος, Μέρος ∆΄), στιχ. 28-33, έκδοσις της Αποστολικής ∆ιακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1981, σ. 176
8
Λέοντος, Λόγος, ό.π., φ. 158r πρβλ. Halkin, Catalogue, ό.π., σ. 115.

125
Αναδύει από το στόµα του ευωδία πνευµατική, γι’ αυτό και η Εκκλησία τον αποκαλεί
«θύµα ευωδέστατον». Ο χαρακτηρισµός αυτός προκύπτει από τροπάριο της ενάτης ωδής του
κανόνα του αγίου, που περιέχεται στην ακολουθία1 του ∆εκεµβρίου της Ιεράς Μονής
∆ιονυσίου, το οποίο αναφέρει: «ώ της µακαρίας σου ης εφθέγξω Στέ/φανε φωνης µη στήσης
τοις φο/νευταις δέσποτα βοων Χριστέ το/ ανόµηµα αλλ’ ως Θεός και δηµι/ουργός δέξαι το
πνευµα µου ώσπερ/ θύµα ευωδέστατον». Και ο Κοσµάς ο Ιεροσολυµίτης2, σχολιάζοντας τα
έπη του Γρηγορίου του Θεολόγου σηµειώνει: «ου µόνον κακοις ουκ ηµείψατο λόγοις τους
φονευτάς, αλλά γάρ της θείας ψυχης ως ευωδες θυµίαµα την υπέρ των φονευτων αµνησίκακον
προσευχήν προπέµψας, ούτω ταύτην παρεποµένην εις χειρας Θεου παραδέδωκεν».
«Απονέµει συγνώµην ο ∆εσπότης σταυρούµενος πάτερ γαρ φησίν άφες αυτοις ου γαρ οίδασιν
τι ποιουσιν, παρακαλει τα όµοια περί αυτων και ο µάρτυς. Θείς δε τα γόνατα προσηύχετο λέγων
Κύριε µη στήσης αυτοις την αµαρτίαν ταύτην. Ουδέ εν λόγοις ουδέ εν έργοις παρέλειπεν ο
µάρτυς ακολουθων τω ∆εσπότη, αλλ’ έδειξεν εις το της ψυχης ανεξίκακον και της υποµονης το
ανδρειον»3.
Ο Ρωµανός ο Μελωδός στους οίκους δεκαπέντε και δεκαέξι του κοντακίου4 του για τον
Πρωτοµάρτυρα σχολιάζει πως όλα τα κατορθώµατά του υπήρξαν άξια επαίνων και καλής
φήµης και έτσι, ποιος µπορεί να τα απαριθµήσει και να µιλήσει ξεχωριστά για το καθένα;
Γιατί όλα είναι καταπληκτικά και για να παραλείψει τα περισσότερα των πρώτων και αυτά
κατά το µέσον της ζωής του και τα τελευταία. Επειδή πολλές αρετές του σαν πηγές
αναβλύζουν γλυκά ύδατα σε όσους πλησιάζουν µε πίστη. Ξεχώρισε όµως µία αρετή του, η
οποία ευχαρίστησε το Θεό και τους αγγέλους στον ουρανό και τους θνητούς και η οποία είναι
ασυνήθιστη και θεία και θαυµαστή στο έπακρο. Με στέµµατα από σύννεφα στέφθηκε η
κεφαλή του για όσα ευχήθηκε για εκείνους, οι οποίοι τον φόνευσαν µε τους λίθους, και
αποδείχθηκε πραγµατικός µαθητής του Χριστού και απόστολος. Εκείνος, αφού υπέφερε
εκουσίως το µαρτύριο µε ειλικρινή διάθεση, ευχήθηκε υπέρ των σταυρωτών Του. Το ίδιο και
ο δούλος Του υπέρ εκείνων, οι οποίοι τον φόνευσαν, παρακάλεσε Κύριο το Θεό να τους
δώσει άφεση γι’ αυτό το φόνο, που του ετοίµασαν. Ποιος λοιπόν σιωπά; ποιος δεν αναφωνεί
εκπέµποντας ύµνους προς αυτόν; ποιος δεν θα εκφρασθεί γι’ αυτόν µεγαλόφρονα, ποιος δεν
θα χτυπήσει από χαρά τα χέρια του;
Στη συνέχεια παρατίθενται τα κείµενα των οίκων που αναφέρθηκαν, και τα οποία έχουν
ως εξής: «Άπαντα επαινετά ην τα σά/ και εύφηµα πρωτοµάρτυς Χριστου/ και ούτως τις αριθµειν
ισχύσει/ το καθ’ έν εξειπειν; Πέλουσι γάρ κατάπληκτα/ και ίνα παραδράµω τα πλείονα των
πρώτων/ και τα µέσα και τα έσχατα/ των πολλων σου αρετων, ως πηγων εκβλυζόντων/ γλυκέα
νάµατα τοις πιστως προσιουσι,/ µίαν παρεισήγαγον αρετήν σου,/ ήτις τον Θεόν επεύφρανε και
αγγέλους/ εν τω ουρανω και τους βροτούς/ ξένη ουσα και θεία και εις άκρον θαυµασία,/
στεφανιτα (των µαρτύρων ο πρώταθλος)», «Νέφη στεµµάτων η ση κεφαλή/ περιεστέφθη, οις
ηύξω/ των σε αποκτεινάντων εν τοις λίθοις,/ ότι ώφθης Χριστου µαθητής και απόστολος /
Εκεινος εκουσίως φέρων τα πάθη πόθω/ τοις σταυρώσασιν ηύξατο/ και σύ υπέρ των σε
φονευσάντων ητήσω/ Κύριον τον Θεόν άφεσιν αυτοις δοθηναι/ υπέρ φόνου, ου σοι
κατηρτίσαντο. Τις ουν σιγα; τις ουκ αναβοα/ ύµνους εκπέµπων σοι;/ Τις ου µεγαλαυχήσει, τις
τας χειρας ου κροτήσει,/ στεφανιτα των µαρτύρων ο πρώταθλος;».
Ο Αστέριος Αµασείας5 στην οµιλία του για τον Πρωτοµάρτυρα σχολιάζει πολύ
περιγραφικά, πώς το σώµα του αγίου λουσµένο στο αίµα από τα χτυπήµατα των λίθων, έπεσε
στο χώµα: «Κατεσείετο δε και ηπείλει την πτωσιν, ώσπερ τις υψηλή πλάτανος, παρά πολλων
1
Ακολουθία, ό.π., φ. 29ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
2
Κοσµά Ιεροσολυµίτου, «Σχόλια εις τα έπη Γρηγορίου του Θεολόγου», Γενική επιστασία Ηλία ∆. Μουτσούλα,
ΒΕΠΕΣ, τ. 64 (Γρηγόριος ο Θεολόγος Μέρος Ζ΄), στιχ. 8-11, έκδοσις της Αποστολικής ∆ιακονίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1986, σ. 203.
3
Ανατολίου, Εγκώµιον, ό.π., φ. Σκθ[γ] πρβλ. Πατµιακή Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 174 Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις
τον σταυρόν, ελέχθη εις την αγίαν και µεγάλην Παρασκευήν και εις την εξοµολόγησιν του ληστου, και ότι χρή
ηµας υπέρ των εχθρων εύχεσθαι», PG 49, στ. 415-416.
4
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σσ. 172-173.
5
Αστερίου Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 348BC.

126
κατεργασθεισα τεκτόνων ου δε την πτωσιν έπαθε κατά τους πολλούς απρεπως. Ου γαρ πρηνής
εξετάθη, ουδέ εις πλάγιον κατηνέχθη, ουδέ εις το ύπτιον ανεκλίθη σχηµα αλλά θείς τα γόνατα εν
τω ευπρεπει του ευχοµένου σχήµατι, κατέλυσεν, επιταχύνων τη ψυχη δια της προσευχης τον της
σαρκός χωρισµόν, και κράζων προς τον ορώµενον Κύριον Κύριε Ιησου Χριστέ, δέξαι το πνευµα
µου».
Είναι ολοφάνερο ότι η ευλάβεια και η αξιοπρέπεια που διέκριναν τον αρχιδιάκονο, σ’ όλη
του την ζωή, δεν τον εγκατέλειψαν ούτε την ύστατη αυτή στιγµή του µαρτυρίου, και
ρύθµιζαν κάθε κίνηση του πνεύµατος αλλά και του σώµατός του.
Ο πανηγυρικός λόγος που συντάχθηκε προς τιµήν του αγίου Στεφάνου, από το γιο του
ηγεµόνα της Ουγγροβλαχίας, Στέφανο1, µας δίνει το περιεχόµενο της φράσης του µάρτυρα,
«Κύριε Ιησου Χριστέ, δέξαι το πνευµα µου» και το οποίο, σύµφωνα µε την οµιλία, έχει ως
εξής: «Ιησου δέξαι το πνευµα µου Κύριε Ιησου, εσύ ο ζωης χοριγός λάβε το πνευµα µου εσύ ο
εµψυχώσας φυσίµατι τον άνθρωπον, χώρησον τώρα την ψυχήν µου του σώµατος Κύριε δέξαι το
πνευµα µου, εσύ ο κρατων των ψυχων, µετάστησον την ασώµατον τον γάρ δρόµον τετέλεκα την
πίστην τετήρηκα αιτουµαι σε Κύριε µου, δέξαι όσον τάχος, λάβε εκει πάνω εις τας ουρανίους
σου µονάς, εις τας λαµπρότητας των αγίων σου την κεκοπιασµένην µου ψυχήν το έργον µου
ετελείωσα εκήρυξα το όνοµά σου, εφανέρωσα την θεότητά σου, δεν έκρυψα την δόξαν σου
αντεστάθην όσον σθένος τοις εχθροις σου, αιχµάλωτον κατέστησα τον κοσµοκράτορα, ύβρις δια
σε υπέµεινα, λιθασµόν εδέχθην. Έδειξα βροτοις, πως αι δια σε πληγάς είναι αθανασίας πηγαί οι
υπέρ σου πόνοι είναι ηδοναί η δια σε νέκρωσις είναι ανάπαυσις ο υπέρ σου θάνατος είναι
ύπνος δέξαι λοιπόν Κύριε το πνευµα µου κάµε µε κληρονόµον της βασιλείας σου, την οποία
εβίασα µε τόσους λίθους, µε όσους καταβάλουνε οι αγνώµονες εχθροί της θεότητός σου χάρισαί
µοι τον της δικαιοσύνης στέφανον εκει πάνω εις τον ουρανόν, τον οποιον εδώ εις την γην οι
αγωνες µου έπλεξαν Κύριε δέξαι το πνευµα µου».
Σύµφωνα µε τον Ησύχιο2, το περιεχόµενο της φράσης αυτής του µάρτυρα, εξηγείται ως
εξής: «Κύριε Ιησου, δέξαι το πνευµα µου, τουτέστιν Σύ λάβε το σόν ήν έδωκας παραθήκην
ανάλαβε όν επίστευσας µαργαρίτην υπόδεξαι ό κατ’ εικόνα σήν έχω, τουτο πέµπω προς σε.
∆έξαι το πνευµα µου ουκέτι γάρ εις άδου κλαυθµωνος αι ψυχαί των δικαίων εισέρχονται ουκέτι
τα ζοφερά του θανάτου χωρία τα των ζώντων παραλαµβάνει πνεύµατα. Μετά σε των ζώντων
απαρχήν και νεκρόν άµα γενόµενον, ίνα και νεκρων και ζώντων κυριεύσης, όλων θαρρει των
νεκρων, ουκ έξω λόγου το φύραµα. ∆έξαι τοίνυν το πνευµα µου. Μη συγχωρήσης το σόν
στρουθίον λοχησαι τοις θηρεύουσι µηδέ τοις συναντωσιν εν πύλαις εχθροις την εµήν από της
γης αποδηµίαν λυµαίνεσθαι µηδέ θορυβησαί µοι την εις ουρανούς άνοδον». Με τις φράσεις, τις
οποίες απευθύνεται ο µάρτυρας προς τον Κύριο: «σύ λάβε το σόν ήν έδωκας παραθήκην»,
«ανάλαβε όν επίστευσας µαργαρίτην» και «υπόδεξαι ό κατ’ εικόνα σήν έχω», ο Ησύχιος
παρουσιάζει τον άγιο να στρέφει όλο το είναι του προς το Θεό και να χαίρεται.
Οι Ιουδαίοι µε τον λιθοβολισµό του, επίσπευσαν την άνοδο του µάρτυρα στον ουρανό και
την κατάταξή του ανάµεσα στους εκλεκτούς του Θεού. Ο Πρωτοµάρτυρας δεν έβλεπε τους
διώκτες του σαν κακούργους αλλά σαν ευεργέτες, επειδή δεν τον απασχολούσε το
συγκεκριµένο γεγονός του µαρτυρίου αλλά η προοπτική που ανοιγόταν µπροστά του,
εξαιτίας του λιθοβολισµού: «Ου κακούργους ηγούµενος τους αναιρουντας, αλλ’ ευεργέτας
νοµίζων ου γαρ το γινόµενον εσκόπει, αλλά την συµπλήρωσιν της προαιρέσεως έβλεπεν»3. Του
πρόσφεραν χαρά µε την ενέργειά τους αυτή, αντί λύπης, όπως νόµιζαν: «Ενόµισαν φθορα
παραδεδωκέναι και χαρίζονται αυτω ουκ αυτοί, αλλ’ ο άφθαρτος αφθαρσίαν»4. Γιατί, όπως
σηµειώνει ο Αστέριος Αµασείας, τον ευεργετούσαν χωρίς να το θέλουν, τον έσωζαν από την
αµαρτία λιθοβολώντας τον, τον ζωοποιούσαν φονεύοντάς τον και χωρίζοντας το σώµα από
την ψυχή τον παρέπεµπαν στη βασιλεία του Θεού: «Ευεργέτουν γάρ άκοντες, και λιθάζοντες

1
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 8ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.
2
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 26,3-15, σ. 348 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σ. 348.
3
Ανωνύµου, Εγκώµιον, ό.π., IV, στιχ. 4.18-21, σ. 72 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 72.
4
Ανωνύµου, Εγκώµιον, ό.π., IV, στιχ. 4.24-26, σ. 72 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 72.

127
έσωζον, και φονεύοντες εζωοποίουν και του πηλου χωρίζοντες τη βασιλεία παρέπεµπον»1. Γι’
αυτό σηµειώνεται στην ακολουθία2 του, ότι γεµάτος χαρά δεόταν στον Κύριο να τους
συγχωρήσει γι’ αυτή τους την αµαρτία: «εν χα/ρα ανεκραύγαζες υπέρ των λιθαζόν/των µη
στήσης αυτοις την αµαρτί/αν ταύτην». «Επειδή και της επαγγελίας ήκουσε, και την ελπίδα τοις
φαινοµένοις ειδε συµβαίνουσαν», αναφέρει χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης3. Γι’
αυτό δεχόταν και τους λίθους, ως άνθη που του προσφέρονταν, όπως ψάλλει η Εκκλησία µας
µε τροπάριο της έβδοµης ωδής του κανόνα του αγίου που περιέχεται στην ακολουθία 4 του
∆εκεµβρίου της Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου: «Ως ποικίλοις άνθεσι και ωραιοις Στέφα/νε τοις
λίθοις κοσµούµενος σαυ/τόν προσενήνοχας Χριστω τω ζωοδότη/ µελωδων ευλογητός ει».
Ανάλογα, στον ανέκδοτο κανόνα του αγίου της Ιεράς Μονής Παντελεήµονος και
συγκεκριµένα στο δεύτερο τροπάριο της τέταρτης ωδής, αναφέρεται ότι: «Τεχθέντι σοι µόνε
Βασιλευ ως Στέφανος πο/λύτιµος διηνθισµένος θείοις άνθεσι ως/ µαργαριταις τερπνοις λίθοις
πολυτίµοις/ τε όλος φωταυγης ωραϊσµένος προσφέ/ρεται σοι Χριστέ Στέφανος ο πρωτος εν
µάρτυσιν»5. Την ίδια αντίληψη συναντούµε και στον πανηγυρικό λόγο του γιού του ηγεµόνα
της Ουγγροβλαχίας, Στεφάνου, όπου αναφέρεται ότι: «τους λίθους ως άνθη δεχόµενος»6 και
σε άλλο σηµείο της ίδιας οµιλίας σηµειώνεται: «ή πάλιν ηµπορουµεν να ειπουµεν, πως
εστοχάζετο το πλήθος των λίθων ως ένα όρος, εις το οποιον αναβαίνοντας ήθελε φθάη
ευκολώτερα εις τους ουρανούς, οπου έβλεπεν ανεωγµένους»7. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης8
αναφερόµενος στο πως ακριβώς αντιµετώπιζε τους λίθους ο Στέφανος σηµειώνει
χαρακτηριστικά ότι: «Ουκουν οι διώκοντες δια την εις τον Κύριον οµολογίαν, και τα
δυσβάστακτα των κολαστηρίων επινοουντες, ιατρείαν τινα τας ψυχαις δια των πόνων
προσάγουσι, ταις των αλγεινων προσβολαις την καθ’ ηδονήν θεραπεύοντες νόσον. Ούτω
δέχεται τον σταυρόν ο Παυλος το ξίφος Ιάκωβος τους λίθους Στέφανος…».
Στην εκκλησιαστική γραµµατολογία γνωστή είναι επίσης και η εικόνα των λίθων, οι
οποίοι αποτελούν κλίµακες, µέσω των οποίων διευκολύνεται η άνοδος του Πρωτοµάρτυρα
κοντά στο Χριστό: «Χαίροις/ και τοις λίθοις καταχωννύµενος/ έχαιρες οις επιβαίνων οιον ει
επί/ κλίµακος»9, «ως βαθµίδες και κλίµακες προς/ ουράνιον άνοδον αι των λίθων/ νιφάδες σοι
γεγόνασι»10.
Οι λίθοι, µε τους οποίους τον λιθοβόλησαν, αποτελούσαν τον µοναδικό τρόπο πλήρωσης
του µαρτυρίου και της εισόδου του στη βασιλεία των ουρανών: «Και το θαυµαστότερον ότι ου
πυρί, ου σιδήρω, ου θηρίοις, ουχ ετέροις δεινοις το του δικαίου πληρουται µαρτύριον, αλλά
µόνη των λίθων βολη. Έδει γάρ έδει λίθοις µόνοις κοσµηθηναι τον Στέφανον και δέξασθαι της
βασιλείας την χάριν εκ της των λίθων προσθήκης. Καθάπερ γάρ εν χρυσω ούτως και η των
λίθων ετέθη βολή και µάλιστα εν τη πανταχόθεν περιρεοµένη τω αίµατι κεφαλη»11.
Στον ανέκδοτο κανόνα του αγίου Στεφάνου της Ιεράς Μονής Παντελεήµονος και µάλιστα
στον ειρµό της έβδοµης ωδής, αναφέρεται ότι µετά το λιθοβολισµό ο µάρτυρας, σκοτωµένος
από τους λίθους των Ιουδαίων και λουσµένος µέσα στα αίµατα, µετέβη χωρίς αµφιβολία προς
τον Κύριο και στεφανώθηκε µε τα αµάραντα στεφάνια της βασιλείας του Θεού για την
γενναία πράξη της αυτοθυσίας του: «Χωννύµενος τοις λίθοις προς την πέτραν της/ ζωης, την

1
Αστερίου Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 345D.
2
Ακολουθία, ό.π., φ. 1r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
3
Γρηγορίου Νύσσης, «Εις τους Μακαρισµούς, Λόγος Η΄», PG 44, στ. 1296C.
4
Ακολουθία, ό.π., φφ. 25ν-26r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
5
Έτερος κανών, ό.π., φφ. 101r-101ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 377-378.
6
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 7r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41. Ιδές
Λέοντος, Λόγος, ό.π., φ. 158r πρβλ. Halkin, Catalogue, ό.π., σ. 115.
7
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 7ν.
8
Γρηγορίου Νύσσης, Εις τους Μακαρισµούς, ό.π., PG 44, στ. 1297D.
9
Ακολουθία, ό.π., φφ. 8r-8ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
10
Ακολουθία, ό.π., φ. 3ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252. Ιδές Analecta, ό.π., στιχ.
103-105, σ. 670.
11
Ανατολίου, Εγκώµιον, ό.π., φ. Σλ[γ] πρβλ. Πατµιακή Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 174.

128
άρρηκτον µετεβιβάσθης εµφανως/ λελουµένος τοις σοις αίµασιν και στεφάνοις αµα/ράντοις
εγκοσµούµενος στεφανηφόρε Χριστου, µαρτύρων κλέος»1.
Αναφερόµενος ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης2 στη στάση του Πρωτοµάρτυρα απέναντι στους
διώκτες του και στο µαρτύριο, που τον υπέβαλαν, σηµειώνει ότι ο αρχιδιάκονος αντιµετώπιζε
το µαρτύριο, στο οποίο υποβαλλόταν, σαν ένα στεφάνι νίκης, που του απονεµόταν για την
πίστη του πλεγµένο από τους διώκτες του. Γι’ αυτό και τους υπερασπίζεται µε καλά λόγια
χωρίς να απαιτεί να υποστούν τις άσχηµες συνέπειες της πράξης τους. Η στάση αυτή εύκολα
εξηγείται αν αναλογιστεί κανείς ότι ο άγιος είχε πάντα στο µυαλό του τις συµβουλές του
Κυρίου, ο οποίος δίδαξε την αγάπη προς τους εχθρούς, την καλοσύνη σε όσους µας µισούν
και την προσευχή γι’ αυτούς που µας πολεµούν: «Τω γάρ περί αυτόν των καταλευόντων
κύκλω στεφανωθείς, ούτως εδέξατο το γινόµενον, ως στέφανον νικητήριον εν ταις χερσί των
εναντίων πλεκόµενον. ∆ιό και ευλογία τους µιαιοφόνους αµύνεται, ουκ αξιων προς τας
εναντίας εκβάσεις την επ’ αυτω πραξιν καταµερίζεσθαι, ως εκείνω µεν την ζωήν, τοις δε
αντικειµένοις φέρειν τον όλεθρον αλλ’ ων αυτός ηξίωτο και τους πολεµίους ως αγαθων αυτω
συναιτίους µη εκπεσειν. Ούτως οιδεν ο Χριστός βλέπων τοις πολεµουσι προσφέρεσθαι. Επειδή
γάρ ειδε της µακροθυµίας τον νοµοθέτην, υπεµνήσθη των νόµων των αγαπαν τους εχθρούς
κελευόντων, και καλως ποειν τοις µισουσι, και υπέρ των πολεµούντων προσεύχεσθαι». ∆εν
φάνηκε µικρόψυχος απέναντί τους επιδιώκοντας να λάβουν πρώτα την καταφρόνησή του και
κατόπιν να προσευχηθεί για τη σωτηρία τους, αλλά, σαν αντίδωρο στην αχαριστία τους,
πρόσφερε τη συγχωρητική προσευχή του: «∆εν ανέµεινε να συγχωρήση αφ’ ου χωνεύση την
καταφρόνησιν, αµή εσυγχώρει καταφρονούµενος και εις την ακµήν του ονειδισµου του Κύριε µη
στήσης αυτοις την αµαρτίαν ταύτην. Επεθύµα να λάβουν από τον Σωτηρα και Θεόν ζωήν
αθάνατον»3. Με παρόµοια λόγια εκφράζεται και ο γιος του ηγεµόνα της Ουγγροβλαχίας,
Στέφανος, στην πανηγυρική οµιλία που συνέταξε προς τιµήν του αγίου: «Πλουσιωτάτην
αµοιβήν εχάρισεν εις τους αχαρίστους ο Στέφανος αντί λοιδωρίας ευχήν αξιέπαινον αντί
λιθοβολισµου, πηγήν χαρίτων, ποταµούς χρυσου πολυτίµου ω ψυχή γενναιοτάτη του
πρωτοµάρτυρος»4. Ο Βασίλειος Σελευκείας, όπως και ο Φλωρέντιος για το ίδιο γεγονός,
σηµειώνουν: «λιθοβολούµενος υπέρ των βαλλόντων λίθους, ηύχετο. Ουκ εχώρισεν αυτόν της
ευχης ο κίνδυνος. Ου διέλυσεν αυτου την οµολογίαν το βροτοκτόνον των Ιουδαίων,…ουκ
ηρέµησεν η γλωσσα της ευφηµίας ουχ ησύχασεν το στόµα της ευφωνίας. Ουκ επαύσατο η ψυχή
της θεολογίας. Και το µεν σωµα τοις λίθοις συνετρίβετο, το δε πνευµα τη ευχαριστία
εσφίγγετο»5.
Ο Αστέριος Αµασείας6 αναλύοντας στην οµιλία του τη συγχωρητική φράση του αγίου για
τους εχθρούς του, που ξεστόµισε λίγο πριν παραδώσει στο Θεό το πνεύµα του, αναφέρει:
«τουτέστι ∆ός φόβον κατανύξεως άγαγε προς µεταµέλειαν των τετολµηµένων µη συγχωρήσης
εναποθανειν τη περιτοµη έλκυσον δια µετανοίας προς την σήν επίγνωσιν άναψον εν ταις
καρδίαις την φλόγα του Πνεύµατος. Αν γάρ ούτως βελτιωθωσι, πρόδηλον δε ως τότε ου στήσης
την αµαρτίαν αλλά το λουτρόν της χάριτος, και το σόν, και το εµόν αιµα νιψόµενοι, ελεύθεροι
των εγκληµάτων γενήσονται. Ταυτα εγένετο, και ετελέσθη το δραµα». Ο Ησύχιος7,
αναφερόµενος επίσης στην προσευχή του µάρτυρα για τους Ιουδαίους, που τον
λιθοβολούσαν, λέγει: «Μη αναγάγης αυτήν εις τον ζυγόν της κρίσεως µη βαρήσης εξ εµου τους
αφ’ εαυτων βεβαρηµένους µηδέ η εµή ευλογία ετέροις γένηται κατάρας αφορµή, µη το εµόν
κέρδος ζηµίας τοις Ιουδαίοις πρόξενον. Ου βούλοµαι την εµήν θυσίαν βλάβος γενέσθαι τοις
θύουσιν. Ει γάρ και πονηρω θύουσιν λογισµω, αλλ’ όµως αισχύνοµαι τούτους, οίτινες αφορµήν
1
Έτερος κανών, ό.π., φ. 103r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 377-378.
2
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµον, ό.π., PG 46, στ. 713D-716Α
3
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 8r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.
4
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 8r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.
5
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 465C-D Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 4.8-10, 12-
15, σ. 78 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 78.
6
Αστερίου Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 348D-349Α
7
Ησυχίου, Εγκώµιον, ό.π., στιχ. 27,9-13 28, 1-10, σσ. 348-350 πρβλ. Aubineau, Les homélies, ό.π., σσ. 348-
350.

129
και παρά γνώµην εµοί της προς σε παρουσίας, της των ουρανων βασιλείας, της απαλλαγης του
πηλου, της άνω µεταθέσεως, µαρτυρίου νίκης, οµολογίας της εις σε και παρά σου. Σή γάρ εστιν
προς ηµας φωνή, η προτραπείς εµαυτόν ετοίµως εις θυσίαν επέδωκα, και το αιµα καθάπερ εις
κρατηρα δια της οµολογίας εις τας σας χειρας εκένωσα Πας όστις οµολογήσει εν εµοί
έµπροσθεν των ανθρώπων, οµολογήσω καγώ εν αυτω έµπροσθεν του Πατρός µου του εν
ουρανοις».
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης1 αναφέρει µάλιστα ότι οι Ιουδαίοι δεν έδειξαν διάθεση να
µετανοήσουν για το λιθοβολισµό του µάρτυρα και όταν ακόµη εκείνος προσευχόταν γι’
αυτούς στο Χριστό. Αλλά θα έλεγε κανείς ότι το άκουσµα της προσευχής τους ερέθιζε
περισσότερο να τον δολοφονήσουν. Αποκαλεί επίσης τον Πρωτοµάρτυρα «µέγα», για τη
µακροθυµία που έδειξε απέναντι στους διώκτες του: «Και ο µεν, εξήλειφεν αυτων δι’ ευχης
την αµαρτίαν, ην ταις παρανόµοις αυτων χερσίν οι µιαιφόνοι εχειρογράφουν οι δε και προς την
ευχήν παρωξύνοντο, και ου πρότερον ανίεσαν βάλλοντες, έως ου ο µέγας Στέφανος καθάπερ
άνθεσιν απαλοις, ή δρόσω τινί κούφη περιρρεόµενος εις τον γλυκύν και µακάριον ύπνον
εκλίθη».
Ο Βασίλειος Σελευκείας, όπως και ο Φλωρέντιος2 αναφέρουν, ότι µετά το θάνατό του
άνοιξαν οι ουρανοί για να υποδεχτούν τον Πρωτοµάρτυρα οι ουράνιες δυνάµεις
παρατηρούσαν από µακριά την αθάνατη δόξα των παθηµάτων του και ο Κύριος επόπτευε τα
κατορθώµατα του µαρτυρίου του: «Σχίζονται οι ουρανοί προς την σήν επάνοδον
ευτρεπιζόµενοι. Αι κατ’ ουρανόν δυνάµεις κατοπτεύουσι των σων παθηµάτων το αθάνατον
κλέος. Ο αρχιστράτηγος της κατ’ ουρανόν ευταξίας εφορα του σου µαρτυρίου τα
κατορθώµατα».
Πολύ παραστατικά η οµιλία, του γιου του ηγεµόνα της Ουγγροβλαχίας, Στεφάνου,
περιγράφει την ατµόσφαιρα που επικρατούσε στον ουρανό µετά την είσοδο του αγίου σ’
αυτόν. Αναφέρει λοιπόν ότι: «Ποια γλωσσα να διηγηθη την τιµήν και την δόξαν, µε την οποίαν
τον εδέχθησαν αι ουράνιαι δυνάµεις; ποιον στόµα να ειπη τους κρότους των αγγέλων; τους
επαίνους των αρχαγγέλων; τους ασπασµούς των προφητων; των µακαρίων και νοερων ουσιων
τα σκιρτήµατα; φθάνει µόνον να ειπουµεν, πως έβλεπεν ο θεοφιλέστατος πρωτοµάρτυς τον
Ιησου εστωτα, δηλαδή έτοιµον να τον στεφανώση, ως γενναιώτατον αθλητήν»3.
Ο Αστέριος Αµασείας4 περιγράφει επίσης πολύ χαρακτηριστικά µετά το θάνατο του αγίου,
την άνοδό του στους ουρανούς, την κατάταξή του ανάµεσα στους αγγέλους, καθώς και την
ήττα του διαβόλου: «Και στρατιαί µέν των αγγέλων ευφραίνοντο, τον αγωνα θαυµάζουσαι, και
µετά πολλης της δορυφορίας τον Στέφανον εις τον ίδιον ανάγουσαι κληρον ο δε διάβολος
απεστράφη κενός, ηπορηµένος δεινως». Σύµφωνα µε την ακολουθία του, ο Πρωτοµάρτυρας
συγκαταλέχθηκε µε τη χάρη του Αγίου Πνεύµατος στη χοροστασία των αγγέλων γι’ αυτό και
αποκαλείται «συµµέτοχος των αγγέλων»5: «και τω πνεύµατι/ της χάριτος εις ουρανούς
ανελαµβάνε/το και διατουτο ταις χοροστασίαις/ των αγγέλων συναυλιζόµενος»6. Κατά τον άγιο
Γρηγόριο Νύσσης7: «άγγελοι τον εαυτων χορευτήν απελάµβανον, µαλλον αυτόν άνωθεν
βάλλοντες ταις ευφηµίαις, ή εν τοις λίθοις κάτωθεν Ιουδαιοι. Αλλ’ ο µεν Στέφανος ούτω τον
καλόν αγωνισάµενος αγωνα, τον εν ουρανοις κληρον εδέξατο».
Για τους αγώνες που υπέµεινε ο αρχιδιάκονος για τον Κύριο Ιησού του απονεµήθηκε σαν
βραβείο, βασιλικό στέµµα, όπως αναφέρει το απολυτίκιό του: «βασίλιον διάδηµα εστέφθης σύ

1
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµον, ό.π., PG 46, στ. 712Α
2
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 468 Α Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 5.26-1, σσ. 78-
79 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σσ. 78-79.
3
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φφ. 10r-10ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41. Ιδές Βασιλείου Σελευκείας,
Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 469C Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 7.15-20, σ. 81 πρβλ. Παπαδόπουλου-
Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 81.
4
Αστερίου Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 349 Α. Ιδές Νικήτα Παφλαγόνος, Λόγος εγκωµιαστικός, ό.π.,
ΙΙΙ, στιχ. 2.7-15, σ. 57 πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 57.
5
Ακολουθία, ό.π., φ. 2r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
6
Ακολουθία, ό.π., φ. 8r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
7
Γρηγορίου Νύσσης, Έτερον Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 725 C.

130
κορυ/φη εξ άθλων ων υπέµεινας υ/πέρ Χριστου του Θεου µαρτύρων πρωτό/αθλε»1, και η
αδαπάνητη ευχαρίστηση της οράσεως του Θεού, λόγω της βροχής των λίθων, που δέχθηκε
για Εκείνον: «Ταις βροχαις ταις εκ λίθων καταρραινόµενος,/ πρωτοµάρτυς Κυρίου,
εκαρποφόρησας/ εν τη γη τη αγαθη της καρδίας σου/ την αδάπανον τρυφήν, ην εδέξω εκ
Θεου»2. Τα βραβεία αυτά ήταν φυσικό να του προκαλούν πραγµατική χαρά, όπως
περιγράφει, ψάλλοντας η Εκκλησία µας την ηµέρα της µνήµης του, αναφερόµενη στη
βράβευσή του κατά την είσοδό του στη βασιλεία των ουρανών3: «νυν χαίροις αληθως
νικηφόρον στεφάνω/µα δεξάµενος εν ηµέρα τη φαιδρα και/ φωσφόρω».
Ο αγώνας άλλωστε, τον οποίο έκανε εκουσίως, δεν απέβλεπε στο να εξασφαλίσει τη δόξα
από µέρος των ανθρώπων αλλά να ξεπεράσει την ανθρώπινη φύση και να τον δοξάσει ο
Κύριος Ιησούς: «Ουδέ γάρ ο σκοπός της αθλήσεως προς την εξ ανθρώπων έβλεπε δόξαν αλλ’
υπερβάς πάντα τον κόσµον τη µεγαλοφυΐα του κατορθώµατος, και τα µέτρα της ανθρωπίνης
δυνάµεως συµπαρέδραµε, πασαν εγκωµιστικήν δύναµιν κατόπιν εαυτου ρίψας»4.
Είναι γνωστό από τις Πράξεις των Αποστόλων ότι συνεργός στο µαρτύριο του Στεφάνου
ήταν και ο µετέπειτα απόστολος των εθνών, Παύλος. Σύµφωνα µε το κείµενο των Πράξεων:
«οι µάρτυρες απέθεντο τα ιµάτια αυτων παρά τους πόδας νεανίου καλουµένου Σαύλου»5. Η
παρουσία του εξυπηρετούσε το φύλαγµα των ιµατίων, αυτών που λιθοβολούσαν το µάρτυρα.
Υπάρχει όµως και η άποψη της ηθικής συνεργίας του Παύλου στη θανάτωση του
αρχιδιακόνου και η οποία υποστηρίζεται από το τρίτο τροπάριο της έκτης ωδής του κανόνα
του Μιχαήλ Ιδρωµένου για τον άγιο, το οποίο αναφέρει ότι: «Υψίστου λόγου Απόστολον,
λιθασαι Ιουδαιοι οι άνοµοι, ανόµως/ θέλοντες, Παύλου αυτων τα ιµάτια, τότε οµογνωµουντος,
ποσί/ κατέθεντο»6. ∆εν έριξε λίθους εναντίον του Πρωτοµάρτυρα ο νεανίας Σαύλος, έδωσε
όµως τη ψήφο του υπέρ της θανατικής εκτέλεσης µε τη φύλαξη των ιµατίων των
λιθοβολούντων. Ο Σαύλος λιθοβόλησε το Στέφανο µε τα χέρια όλων των δηµίων, των οποίων
φύλαξε τα ιµάτια: «Όρα, πως ακριβως τα περί του Παύλου διηγειται, ίνα σοι δείξη το επ’ αυτω
έργον Θεου γενόµενον µετά ταυτα. Τέως δε ου µόνος εκεινος ου πιστεύει, αλλά και µυρίαις
αυτόν χερσί βάλλει των φονέων», αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος7. Επίσης ο
Αστέριος Αµασείας8 σηµειώνει ανάλογα γι’ αυτόν τα εξής: «Τι δε και προς Παυλον τον ιερόν;
εις γάρ ην και ουτος των φονευτων, αληθής Βενιαµίν λύκος άρπαξ» και συνεχίζει: «ει γάρ και
αυτός µη ελίθαζεν, αλλ’ ετήρει την των λιθαζόντων εσθητα, και υπηρέτει δηµίω δήµου». Ακόµη
το χωρίο των Πράξεων9, που αναφέρεται στη συνοµιλία που είχε ο Παύλος µε τον Κύριο
κατά την µεταστροφή του στη ∆αµασκό, επιβεβαιώνει την παραπάνω άποψη: «και ότε
εξεχύννετο το αιµα Στεφάνου του µάρτυρός σου, και αυτός ήµην εφεστώς και συνευδοκων και
φυλάσσων τα ιµάτια των αναιρούντων αυτόν». Το χωρίο όµως αυτό εκτός από την ηθική
συνεργία του στο φόνο του Στεφάνου αποδεικνύει και το πόσο βαθιά σηµάδεψε τον
µετέπειτα απόστολο των εθνών ο λιθοβολισµός του Πρωτοµάρτυρα. Αν αναλογιστεί κανείς
ότι µιλά προς τους Ιουδαίους γι’ αυτό το συµβάν τριάντα πέντε περίπου χρόνια10 αργότερα,
όταν τον συλλαµβάνουν µετά τη δίωξή του από το ναό των Ιεροσολύµων11, και
αναφερόµενος στη µεταστροφή του, δεν παραλείπει να µιλήσει και για την παρουσία του
κατά το λιθοβολισµό του Πρωτοµάρτυρα.

1
Ακολουθία, ό.π., φ. 2ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.
2
Analecta, ό.π., σ. 667.
3
Μηναίον, ό.π., φ. 389β πρβλ. Ευδοκίµου Ξηροποταµηνού, Κατάλογος, ό.π., σ. 72.
4
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 716Β.
5
Πρ. 7,58.
6
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 18.
7
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Υπόµνηµα, ό.π., ΙΗ΄, 2, στιχ. 17-20, σ. 510 πρβλ. Μπιλάλη, Οι Μάρτυρες, ό.π., σ. 114.
8
Αστερίου Αµασείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 40, στ. 349Β.
9
Πρ. 22,20.
10
Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 65.
11
Πρ. 21,27-22,20.

131
Αξίζει επίσης να σηµειωθεί αυτό που αναφέρει ο Φλωρέντιος1 στην οµιλία του, και αφορά
την επιρροή του αρχιδιακόνου στον µετέπειτα απόστολο των εθνών, ότι δηλαδή διδάσκαλος
του αποστόλου Παύλου υπήρξε ο Πρωτοµάρτυρας Στέφανος. Τόσο ο Παύλος όσο και ο
Στέφανος ακτινοβολούσαν τη φιλοσοφία του Χριστού και κήρυξαν τη σωτηρία ο καθένας µε
τη σειρά του: «µαλλον δε αυτου του Παύλου διδάσκαλος γινόµενος ό µεν γάρ πρωτος, ό δε
δεύτερος την περί Χριστου ηύγασεν φιλοσοφίαν ο µέν γάρ Παυλος µετά τον Στέφανον
εδηµηγόρει τα της ευσεβείας κηρύγµατα».
Αναφέρθηκε σε προηγούµενη ενότητα της εργασίας, ότι µετά το θάνατο του αγίου
Στεφάνου, ξέσπασε άγριος διωγµός εναντίον των χριστιανών των Ιεροσολύµων, µε
αποτέλεσµα αυτοί να διασκορπιστούν σε διάφορα σηµεία της γης. Το γεγονός αυτό βοήθησε
σηµαντικά στη διάδοση του λόγου του Θεού έξω από τα όρια της Ιερουσαλήµ και στην
αύξηση του αριθµού των χριστιανών. Ανοίχτηκε πλέον µε το θάνατο του αγίου ο δρόµος της
οικουµένης να δεχτεί τους αποστόλους, οι οποίοι θα κήρυτταν τον Εσταυρωµένο Κύριο. Το
µαρτύριό του αποτέλεσε το κλειδί, µε το οποίο άνοιξε η πόρτα του ευαγγελισµού των εθνών.
Χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης2 αναφερόµενος στο συγκεκριµένο θέµα λέγει τα
εξής: «Εντευθεν γάρ γίνεται τοις αποστόλοις επί την οικουµένην ο δρόµος αύτη της πανταχου
του λόγου διαφοιτήσεως η αρχή. Ει γάρ µη τη κατ’ εκείνου µιαιφονία ο δηµος των Ιουδαίων
κατά των αποστόλων εµάνη, µόνοις αν τάχα Ιεροσολύµοις η του Ευαγγελίου χάρις εναπεκλείετο
νυνί δε διωχθέντες παρά των Ιουδαίων, άλλος αλλαχη των κατά την οικουµένην εθνων
διεσπάρη, πανταχόθεν τον διάβολον δια της των µυστηρίων διδασκαλίας εξείργοντες. Ούτω
δέχεται τον λόγον η Σαµάρεια ούτως οδου πάρεργον η του ευνούχω σωτηρία παρά του
Φιλίππου γίνεται ούτω το µέγα σκευος της Εκκλησίας Παυλος, θυµω και απειλη παρά του
διαβόλου καθοπλισθείς, επ’ αυτόν τρέπει τον οπλίτην τας ακίδας, πάσης αυτόν υπερορίζων της
οικουµένης, ως µηδένα τόπον καταλιπειν τη πίστει του Χριστου ανεπίβατον. Εντευθεν Αιγύπτιοι,
Σύροι, Πάρθοι και Μεσοποταµιται, Ιταλοί και Γαλάται, Ιλλυριοί, Μακεδόνες, και τα
πανταχόθεν έθνη προσάγει τη πίστει διατρέχων ο λόγος. Ορας του Στεφάνου την αθλητικήν
επιστήµην; πόσοις συνετρίβη πτώµασιν ο αντίπαλος, δόξας δια της συκοφαντίας υπέρτερος του
προσπαλαίοντος γενέσθαι;».
Στην πανηγυρική οµιλία του γιου του ηγεµόνα της Ουγγροβλαχίας, Στεφάνου3 τίθεται το
εξής ερώτηµα: ποιο είναι άραγε το κέρδος της πανηγυρικής υµνολογίας του αγίου Στεφάνου;
Ο ίδιος ο συγγραφέας απαντά στην ερώτηση που θέτει, λέγοντας: «ο γενναιότατος και
ανδρικώτατος αθλητής, και πρωτοµάρτυς του Χριστου Στέφανος, ηµπορει µε την δύναµίν του,
και χάριν, να παρηγορήση τους τεθλιµµένους …να παρακινήση τους οργίλους, και µνησίκακους
εις αγάπην … τους λειτουργούς του Θεου εις ευσέβειαν … κάθε άνθρωπον εις υποµονήν, εις την
πίστην». Γι’ αυτό και στον παρακλητικό κανόνα του και συγκεκριµένα στο τρίτο τροπάριο
της έβδοµης ωδής αναφέρεται ότι αποτελεί ο άγιος: «θησαυρόν σωτηρίας και γαλήνιον όρµον
και εν κινδύνοις ταχύν, προστάτην τοις καλουσιν»4. Στον ένατο οίκο του κοντακίου του για τον
Πρωτοµάρτυρα ο Ρωµανός ο Μελωδός αναφέρει ότι, στους νέους, στους ηλικιωµένους,
στους πλούσιους, στους φτωχούς, στους σοφούς και στους αγράµµατους υπέδειξε συγχρόνως
ο Πρωτοµάρτυρας, µε ποιο τρόπο οφείλει ο κάθε άνθρωπος να αποκτήσει τη βασιλεία του
Θεού. Υπέδειξε στους ανθρώπους να µην θυσιάζουν στα ξόανα, που δεν είναι παρά δαίµονες,
αλλά το Χριστό, το Θεό, που είναι δηµιουργός όλου του κόσµου, Αυτόν µαζί µε τον Πατέρα
και το Άγιο Πνεύµα, να προσκυνούν, να δοξάζουν και να σέβονται. Αυτά είναι τα βραβεία
για τους αγώνες του Στεφάνου, µε τα οποία έγινε παράδειγµα σε όσους θέλουν να
αγωνισθούν και να στεφανωθούν από το χέρι του Θεού: «Νέοις, πρεσβύταις, πλουσίοις,

1
Βασιλείου Σελευκείας, Εγκώµιον, ό.π., PG 85, στ. 464C Φλωρεντίου, Εγκώµιον, ό.π., V, στιχ. 2.13-17, σ. 76
πρβλ. Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα, ό.π., σ. 76. Ιδές Μαρίνου, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 858, όπου
αναφέρεται αυτό που σηµείωσε ο ιερός Αυγουστίνος για τον Παύλο: «Ει µη ο Στέφανος προσηύχετο, η
Εκκλησία δεν θα είχε Παύλον. Si Stephanus non orasset, Ecclesia Paulum non haberet».
2
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον, ό.π., PG 46, στ. 708CD.
3
Λόγος πανηγυρικός, ό.π., φ. 4ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σσ. 40-41.
4
Παρακλητικός κανών, ό.π., σ. 78 πρβλ. Μαϊδώνη, Ο Πρωτοµάρτυς, ό.π., σ. 78.

132
πτωχοις,/ σοφοις τε και ιδιώταις οµου/ υπέδειξεν ο πρωτοµάρτυς/ βασιλείαν του Θεου πως
οφείλει τις κτήσασθαι./ Έδειξε τοις ανθώποις τοις ξοάνοις µη θύειν,/ οίτινες εισί δαίµονες,/
Χριστόν δε τον Θεόν κτίστην όντα των πάντων/ αυτόν [δε] προσκυνειν και δοξάζειν και σέβειν
συν τω Πατρί και τω Πνεύµατι./ Ταυτα Στεφάνου έπαθλα,/ δι’ ων τύπος εγένετο/ των θελόντων
αθλησαι και στεφθηναι εκ χειρός Θεου»..
Επίσης ο ίδιος υµνογράφος στον δέκατο οίκο του κοντακίου1 του για τον άγιο σηµειώνει
ότι αυτός, ο Στέφανος δηλαδή, µετά την ταφή του για χάρη όλων παρατίθεται ως πνευµατική
τροφή, η οποία στηρίζει ασφαλώς και ενδυναµώνει επίµονα τη θέληση αυτών που πεινούν
πνευµατικά για τη γνώση του Χριστού. Ο άγιος παρέχει, σ’ αυτούς που µετέχουν, ωφέλεια
στην ίδια τους τη ψυχή, και τους κάνει ικανούς να κερδίσουν την αιωνιότητα: «ουτος µετά
ταφήν πασι πρόκειται άρτος/ στηρίζων ασφαλως και νευρων επιµόνως/ προς την γνωσιν του
Χριστου του λιµώττοντας/ εξ ουπερ τρώγοντας/ ζωοποιου κέρδους πορίζει/ ψυχης της ιδίας και
φθάνει τα αιώνια κρατησαι».
Για τους λόγους αυτούς, ο Ιωάννης µοναχός Αγιοµαυρίτης τον αποκάλεσε δίκαια: «κλίµαξ
χρυσοστόλιστε και οδός προς ουρανόν» καθώς και «γέφυρα ανάγουσα τους πιστούς προς τον
Θεόν»2.
Αποδεικνύεται απ’ όλα τα παραπάνω ότι ο Πρωτοµάρτυρας αποτελεί για όλους τους
χριστιανούς το τέλειο παράδειγµα βίωσης της χριστιανικής πίστης και αγάπης, που µπορεί ο
κάθε άνθρωπος, ξεπερνώντας το εγώ του, να µιµηθεί. Μιµούµενος κανείς τον
Πρωτοµάρτυρα, µιµείται συγχρόνως τον ίδιο τον Ιησού, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο
Ανατόλιος3: «όπου Εγώ ειµί, εκει και ο διάκονος ο εµός έστω». Απευθύνει ο Πρωτοµάρτυρας
την προτροπή της µίµησης του προς τον καθένα, «προ του Παύλου», όπως αναφέρει ο
Ανατόλιος4, λέγοντας: «µιµηταί µου γίνεσθε καθώς καγώ Χριστου». «Ηκολούθησα γάρ φησί
και βίω και τελευτη. Σπουδάσατε και υµεις έκαστα τούτων, συν εµοί ακολουθουντες,
ακολουθειν τω δεσπότη».
Στον ειρµό και στο δεύτερο τροπάριο της ένατης ωδής του κανόνα, που συνέταξε ο
Μιχαήλ Ιδρωµένος για τον άγιο, γίνεται λόγος για την εύρεση του ιερού λειψάνου του. Το
λείψανο του Πρωτοµάρτυρα αποτελεί ζωντανή ένδειξη της χάριτος του Θεού, αναδύοντας
απερίγραπτη ευωδία και σηµειώνοντας θεραπείες ασθενειών σε ανθρώπους, αυτών κυρίως
που το πλησιάζουν µε πίστη. Ο άγιος Στέφανος µπορεί όµως επίσης να µεσιτεύει στο Χριστό
για τη συγχώρεση των αµαρτιών των ανθρώπων, προκειµένου να µην εκδηλωθεί η οργή του
Θεού στον κόσµο για τα ανοµήµατά τους: «Ξένον επί σοι, Απόστολε γέγονεν, εν γη ταφέντος
σου, θαυµα/ και παράδοξον, το σόν γάρ σωµα σωον εις ένδειξιν, ης απολαύεις/ χάριτος, προς
Θεου έµεινεν, ευωδίας, γέµον και ιάσεων, πιστοις πασι/ τοις προχέων τας χάριτας», «Ίλεων
ηµιν, Απόστολε άπασι, Χριστόν απέργασαι, ηµων οργιζό/µενον, δικαίως πάνυ τοις ανοµήµασι,
τους εκ των λίθων µώλωπας/ αυτω δεικνύµενος, ως τα άστρα, όντως τους εκλάµποντας, εν τω/
θείω σου έτι σκηνώµατι»5.
Εποµένως, στον αγώνα του χριστιανού για την αιώνια ζωή ο Πρωτοµάρτυρας, δεν
αποτελεί µόνο το τέλειο πρότυπο µίµησης, το οποίο τον κατευθύνει στην πορεία του αλλά και
το στήριγµα στις δύσκολες στιγµές της ανηφορικής προσέγγισης του Θεού. Τα χαριτωµένα
από το Θεό λείψανά του αποτελούν ζωντανές ενδείξεις της συνεχούς παρουσίας του ανάµεσα
στους χριστιανούς και της µετάδοσης της χάρης του Θεού, σε όσους τα προσεγγίζουν µε
καθαρή καρδιά. Αποτελεί ο αρχιδιάκονος, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ποιητής Ιωάννης
µοναχός Αγιοµαυρίτης, «το άνθος της αφθαρσίας» και «τρυφης νυν τρυφων αφθαρσίας»6. Γι’

1
Ρούσσα, ΛΒ΄ Ύµνος, ό.π., σσ. 168-169.
2
Οίκοι, ό.π., σ. 4 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, ό.π., σ. 82.
3
Ανατολίου, Εγκώµιον, ό.π., φ. Σλ[γ] πρβλ. Πατµιακή Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 174. Ιδές Ιω. 12,26.
4
Ανατολίου, Εγκώµιον, ό.π., φφ. Σλ[γ]-Σλα[γ] πρβλ. Πατµιακή Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 174.
5
Ιδρωµένου, Κανόνες, ό.π., σ. 20. Ιδές Απολυτίκια, Κοντάκια και Μεγαλυνάρια του Ενιαυσίου Μηνολογίου
συµπληρωθέντα υπό Γερασίµου Μικραγιαννανίτου µοναχού. Εκδίδονται επιµέλεια Ιωάννου Σπ. Ράµφου
πρωτοπρεσβυτέρου, εγκρίσει της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις 1957, σσ. 182-183.
6
Οίκοι, ό.π., σσ. 20-21 πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 378. Ιδές Μαϊδώνη, ό.π., σ. 88.

133
αυτό και η Εκκλησία µας ψάλλει στον όρθρο της ακολουθίας1 του αγίου την ηµέρα της
µνήµης του: «ως θείαν σε πηγήν των θαυµάτων ευ/ρόντες την ρωσιν δαψιλως οι νο/σουντες
πλουτουσιν εν πίστει/ τοις λειψάνοις σου πρωτοµάρτυς/ προστρέχοντες σύ γάρ άγιε, τας/ δωρεάς
του Υψίστου νέµεις άπα/σι διακονειν ειθισµένος πανεύ/φηµε Στέφανε».
Είναι άλλωστε µεγάλη χαρά για τον κάθε χριστιανό να γνωρίζει ότι ο άγιος, σε κάθε
δυσκολία που συναντά, είναι δίπλα του και µπορεί να ζητήσει τη µεσολάβησή του προς τον
Κύριο και τη στήριξή του: «Την φαιδράν σου Στέφανε, µνήµην τελουντες τον Σωτηρα Κύριον,
καθ’ ικετεύων εκτενως σε δυσωπουµεν µακάριε, άνθησαι πασι πταισµάτων συγχώρησιν»2. Το
συναίσθηµα αυτό περιγράφεται πολύ χαρακτηριστικά στο τροπάριο της ακολουθίας του
παρακλητικού κανόνα των αγίων Λειψάνων (Στεφάνου, Μοδέστου, Εύπλου και Θεοδώρου
του Τήρωνος), και το οποίο ψάλλεται αµέσως µετά το «Άξιον εστί» και τα µεγαλυνάρια του
Ναού της Κοιµήσεως της Θεοτόκου της Νέας Μεσήµβριας Θεσσαλονίκης: «Χαίροις των
Μαρτύρων η απαρχή, Στέφανε παµµάκαρ, Αθλοφόρων η κορωνίς/ την αφθαρτωθεισαν
παντιµίαν Σου Κάραν, τη λάρνακι κειµένην, έχοντες χαίροµεν»3.

3) Νόθοι εγκωµιαστικοί λόγοι.

Είδαµε στην προηγούµενη ενότητα, η οποία αφορούσε την εξέταση των γνήσιων
εγκωµιαστικών λόγων και της ποιητικής υµνολογίας προς τιµήν του αγίου Στεφάνου, το πώς
παρουσιάζεται η µορφή του Πρωτοµάρτυρα στα συγκεκριµένα αυτά κείµενα. Με τον ίδιο
τρόπο θα προσπαθήσουµε να παρουσιάσουµε τη µορφή του αγίου µέσα από τις νόθες
εγκωµιαστικές οµιλίες, προκειµένου να αποκρυσταλλώσουµε µια συνολική εικόνα για τον
αρχιδιάκονο µέσα από το συγκεκριµένο αυτό είδος της εκκλησιαστικής γραµµατολογίας, µια
που τόσο οι γνήσιοι όσο και οι νόθοι λόγοι αποτελούν µέρη του ίδιου συνόλου.
Στο σηµείο αυτό νοµίζουµε ότι πρέπει να σηµειωθεί, πως ανάµεσα στα δύο αυτά µέρη του
ίδιου συνόλου δεν παρατηρούνται ουσιαστικές διαφορές, υπάρχουν όµως ελάχιστες
αποκλίσεις, που επιβάλλουν για την καλύτερη παρουσίαση της προσωπικότητας του αγίου
την ξεχωριστή µελέτη τους.
Οι συγγραφείς των νόθων οµιλιών υποστηρίζουν ότι κανένας εγκωµιαστικός λόγος δεν
είναι αρκετός για να εξυµνήσει τις αρετές και τα κατορθώµατα του Πρωτοµάρτυρα. Την
άποψη αυτή υπενθυµίζουµε ότι συναντήσαµε και στην ενότητα των γνήσιων οµιλιών προς
τιµήν του Πρωτοµάρτυρα. Ό,τι και αν ειπωθεί από τη µεριά τους, λόγω της αδυναµίας της
γλώσσας τους, θεωρείται λίγο και ταπεινό, µπροστά στο µεγαλείο του αγίου, που καλούνται
να εγκωµιάσουν4: «Τις τοίνυν θνητων αξίους επαίνους τω αγωνιστη προσαγάγη; τις ανθρώπων
ανάλογον της αυτου πολιτείας εγκώµιον διαπλέξει; ποία γλωσσα τας του αριστέως εξειπειν
δυνήσεται δόξας; ποιον στόµα προς έπαινον των του Στεφάνου αγωνισµάτων ανοιγήσεται; ποια
χείλη επαρκέσει τας ανδραγαθίας ειπειν του πρωτοµάρτυρος;»5.
Ο άγιος Στέφανος θεωρείται η αρχή των ∆εσποτικών αθλητών6, αφού πρώτος απ’ όλους
θέλησε να θυσιαστεί για την αγάπη του Χριστού και πρώτος στεφανώθηκε το στεφάνι του
µαρτυρίου, µετά τον Κύριο: «Πρωτος δια Χριστόν τα του Χριστου ανεδέξατο πάθη»7, «πρωτος
ανεδύσατο του µαρτυρίου τον στέφανον»8. ∆ιακαής πόθος της ψυχής του ήταν να αξιωθεί των
βραβείων, που απονέµει ο Κύριος Ιησούς στους αγωνιστές Του: «Εκεινον επόθει τον θρόνον

1
Ακολουθία, ό.π., φ. 2ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252. Ιδές Ιακώβου Αγιορείτου,
Τυπικόν, ό.π., σ. 112.
2
Ακολουθία, ό.π., φ. 312r πρβλ. Ευστρατιάδου και Γέροντος Αρκαδίου, Κατάλογος, ό.π., σ. 161.
3
Ματθίδη, Ιεραί, ό.π., σ. 52.
4
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία, φ. 193r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές και Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φ. 85r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 264.
Ιδές Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 932.
5
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 501.
6
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 930-931.
7
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 501.
8
Homiliae, ό.π., στιχ. 30, σ. 139.

134
τον βασιλικόν, προς εκεινα έτρεχε τα βραβεια της άνω κλήσεως, εκεινας επόθει τας βασιλικάς
δωρεάς τας παρά του επουρανίου βασιλέως διανεµοµένας τοις οικείοις αυτου αγωνισταις»1.
Μολονότι βρισκόταν στη γη, µαχόταν για την αλήθεια του Χριστού και αποσκοπούσε
πάντοτε στα ουράνια αγαθά χωρίς να νοιάζεται για τα εγκόσµια. Συναναστρεφόταν τους
ανθρώπους αλλά µε τη συµπεριφορά του και τον τρόπο ζωής του συγκαταλεγόταν από τώρα
ανάµεσα στους αθανάτους, αφού βάδισε στα ίχνη του «αρχιµάρτυρα» Ιησού κάθε στιγµή της
επίγειας παρουσίας του: «Επί της γης γάρ επάλαιε, και τα εν ουρανοις περιεσκέπτετο εν τω βίω
παρην, και τα εν υψίστοις περιώδευε µετά των θνητων διελέγετο, και αθανάτοις συνετάττετο
ανθρώποις απεµάχετο, και συνεχόρευεν αγγέλοις»2, «ός πρωτος του αρχιµάρτυρος τοις ίχνεσιν
ηκολούθησεν κατά πάντα»3.
Ο αρχιδιάκονος Στέφανος άνοιξε πρώτος τις πύλες του µαρτυρίου προς τον Κύριο,
οδηγώντας κοντά Του κάθε έναν και κάθε µία, που είχε διάθεση να θυσιαστεί για το
∆εσπότη: «Στεφάνου τοίνυν ανοίξαντος του µαρτυρίου τας πύλας, πασα λοιπόν ηλικία επί το
µαρτύριον τρεχέτω»4. Κάθε ένας που επιθυµεί να αγωνιστεί για την αλήθεια του Χριστού έχει
ως δάσκαλο τον Πρωτοµάρτυρα. Με τους πόνους που πέρασε κατά το λιθοβολισµό του,
δίδαξε στους µετέπειτα αγωνιζόµενους για την πίστη χριστιανούς, ότι το σώµα µόνο µπορούν
να σηµαδέψουν οι εχθροί, ενώ η ψυχή θα διατηρηθεί άτρωτη από τα χτυπήµατα: «Παιδευτής
εγένετο των µετ’ αυτόν αγωνισαµένων διά των οικείων πόνων, και πρωτος αρπάσας τους
στεφάνους, ευχειρώτους έδειξε και τοις εξης τους πολεµουντας, του σώµατος µόνον
καταστοχαζοµένους, την δε ψυχήν άτρωτον καταλιµπάνοντας»5. Είχε πάντα στο µυαλό του τα
λόγια του Κυρίου, ο οποίος αποστέλλοντας τους δώδεκα µαθητές Του στον κόσµο, τους
συµβούλεψε λέγοντας: «Μη φοβηθητε γάρ από των αποκτεινόντων το σωµα, την δε ψυχήν µη
δυναµένων αποκτειναι»6. Με το παράδειγµά του δίνει θάρρος στους άλλους µάρτυρες, ώστε
να µπορέσουν και αυτοί να πετύχουν τη νίκη, που κέρδισε ο ίδιος ο αγιασµός των µαρτύρων
αυτών αποβαίνει δόξα του Πρωτοµάρτυρα: «Ευθαρσέστερους τους άλλους προς την νίκην
εποίησεν ώστε και τον των άλλων µαρτύρων αγιασµόν δόξαν γενέσθαι Στεφάνου»7. Ο
συγγραφέας της οµιλίας αυτής, για την αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων, συµπληρώνει τη
σκέψη του λέγοντας ότι: «ου καθαιρω των άλλων µαρτύρων την εικόνα, αλλά θαυµάζω τον
αρχηγόν»8.
Όποιος αποφασίσει επίσης να πολεµήσει για το Χριστό εναντίον του κακού έχει σαν
οδηγό και διδάσκαλο στον αγώνα του τον αρχιδιάκονο, ο οποίος πρώτος ανέλαβε µια τέτοια
µάχη, και εποµένως αποβαίνει µιµητής του: «Ός γάρ αν δια Χριστόν άρξηται παλαίειν,
Στέφανον ευρίσκει διδάσκαλον όστις µαρτυρικων εφάψεται αγώνων, Στέφανον µιµειται». Γιατί
ο Στέφανος αποτελεί «το ακροθίνιον των δια Χριστόν αγωνιζοµένων», είναι «η κρηπίς των δι’
αυτόν αποθνησκόντων»9.
Όπως στους γνήσιους εγκωµιαστικούς λόγους, έτσι και στους νόθους, χρησιµοποιούνται
συχνά οι εικόνες του αθλητή και του οπλίτη προκειµένου να περιγραφούν κατά τον καλύτερο
τρόπο τα χαρίσµατα και τα κατορθώµατα του Πρωτοµάρτυρα. Βλέπουµε λοιπόν να τον
αποκαλούν ως: «τον πρωτον ανοίξαντα το της ευσεβείας στάδιον, και πρωτον καταρξάµενον
των αθλητικων γυµνασίων»10. Αυτόν που ξεπέρασε τους αποστολικούς λογάδες στους αγώνες
και έφθασε πιο γρήγορα στο τέλος του µαρτυρίου αγωνιζόµενος στη γη, πετυχαίνοντας την
άνοδό του στους ουρανούς: «Τω προπηδήσαντι των αποστολικων λογάδων επί τους αγωνας,

1
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 932.
2
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 501.
3
Homiliae, ό.π., στιχ. 36-37, σ. 139.
4
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 501. Ιδές Homiliae, ό.π.,
στιχ. 35-36, σ. 139.
5
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 931.
6
Ματθ. 10,28.
7
Homiliae, ό.π., στιχ. 41-43, σ. 140.
8
Homiliae, ό.π., στιχ. 44-46, σ. 140.
9
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 502.
10
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 930-931.

135
και οξυτέρω τω δρόµω φθάσαντι προς το του µαρτυρίου τέλος, τω επί γης αγωνισαµένω, και εν
ουρανοις αναρρηθέντι»1. Αναδείχθηκε πρώτος νικητής µεταξύ των µαρτύρων και ο
στρατηγός, όσων αγωνίζονται για το Χριστό: «Στέφανος ο πρωτος των µαρτύρων
τροπαιουχος, ο στρατηγός των δια Χριστόν αγωνιζοµένων»2. Ο µακάριος Στέφανος κατάφερε
να κερδίσει πολλά τρόπαια από τη µάχη µε τους εχθρούς του και ούτε ακόµη και ο θάνατος
µπόρεσε να τον αποσπάσει από την ευσεβή παράταξη των µαθητών του Χριστού. Όσο ζούσε
πολεµούσε τους Ιουδαίους, και πεθαίνοντας αποτελεί ο ίδιος, µε την πίστη του στην αγία
Τριάδα, ακαταγώνιστο όπλο εναντίον των αιρετικών: «Πολλά και θαυµαστά του µακαρίου
Στεφάνου τα τρόπαια, και ουδέ θάνατος αυτόν της ευσεβους παρατάξεως απέσπασε. Ζων µεν
γάρ προς Ιουδαίους εµάχετο, και αποθανών δε κατά αιρετικων οπλίζεται, όπλον έχων
ακαταγώνιστον, της Τριάδος την πίστιν»3.
Η πίστη και η δύναµη της χάριτος του αγίου Πνεύµατος, µε τις οποίες ήταν οπλισµένος ο
µάρτυρας, τον έκαναν ικανό να νικήσει τον αρχέκακο διάβολο, να καταπλήξει τους
Ιουδαίους και να κερδίσει αυτή τη µάχη, που τόσο επιθυµούσε: «πανταχόθεν περιεπέφρακτο ο
του Χριστου στρατιώτης εκατέρωθεν ετεθεωράκισο ο ευσεβής πολεµάρχης πλήρης πίστεως και
δυνάµεως επήρκεσαν φησί ταυτα προς νίκην εξίσχυσαν ταυτα παρασχειν το τρόπαιον πίστις γάρ
και δύναµις, και τον αρχέκακον ενίκα, και Ιουδαίους κατέπληττε»4. Στο σηµείο αυτό βλέπουµε
τον Πρωτοµάρτυρα να εµφανίζεται ως στρατιώτης και πολεµάρχης του Χριστού.
Παροµοιάζεται επίσης µε λιβάδι, που είναι γεµάτο από κάθε ευωδία ποτισµένος µε το αίµα
του Χριστού, πληµµυρισµένος από τη µυρωδιά του αγίου Πνεύµατος, ευωδίαζε το σύµπαν µε
την παρουσία του: «Λειµών γάρ εστιν ο µακάριος Στέφανος, πάσης ευωδίας πεπληρωµένος, τω
αίµατι του Χριστου αρδευόµενος, τω Πνεύµατι τω αγίω καταµυριζόµενος, και ευωδιάζων τα
σύµπαντα»5. Κυρίως µετά το θάνατο του µάρτυρα, όλο το σύµπαν αγιάστηκε. Ο ουρανός
δέχτηκε το πνεύµα του, η γη το σώµα του, ο αέρας και όλα πληρώθηκαν από το µύρο της
πνευµατικής ευωδίας, που ανέδυε: «ο ουρανός το πνευµα δεξάµενος, η γη το σωµα
υποδεξαµένη, ο αήρ οµου και τα πάντα του µύρου της ευωδίας πεπλήρωται»6.
Χρησιµοποιείται επιπλέον και σ’ αυτές τις οµιλίες, όπως και στις γνήσιες εγκωµιαστικές,
ένα πλήθος χαρακτηρισµών για τον άγιο, προκειµένου να αποδοθούν οι αρετές και τα αγαθά
του έργα. Έτσι λοιπόν χαρακτηρίζεται ως: «ο πρωτος προµαχών, της ευσεβείας ο πύργος ο
ακαταγώνιστος7, η κορυφή των µαρτύρων, ο στέφανος των Εκκλησιων8, ο της ευσεβείας
αθλητής, ο του Χριστου µαθητής, ο των Ιουδαίων έλεγχος, ο των µαρτύρων έξαρχος, ο των
χηρων προστάτης, ο των πεινώντων τροφέας, ο των καταπονουµένων αντιλήπτωρ, ο φρουρός
της αγίας Χριστου πόλεως, ο των καλων διακόνων στέφανος, ο στυλος της Εκκλησίας, το των
µαρτύρων το αγλάισµα, το της οικουµένης καύχηµα, το εδραίωµα της πίστεως, ο φύλαξ των
ηµετέρων ψυχων, ο υπέρ των λιθαζόντων υπεραπολογούµενος, ο πρωταθλητής του Χριστου9, το
καλλώπισµα του χορου των αποστόλων10».
Σφοδρός εχθρός του Πρωτοµάρτυρα ήταν ο διάβολος, ο οποίος ήταν η αιτία, για κάθε
αναµέτρηση στην οποία τον προκαλούσαν οι Ιουδαίοι. Ο άγιος, εναντίον του, πολεµούσε
µόνος του µε όπλα την πίστη και την ελπίδα για την αιώνια ζωή: «Στέφανος κατά ασωµάτου
στρατιας παρετάξατο µόνος. Πίστις γάρ αυτω τους αγωνας κατώρθου ελπίς µετά τέλος

1
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 932.
2
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 502.
3
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον γ΄», PG 63, στ. 933.
4
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φ. 71r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός,
ό.π., σ. 264. Ο κώδικας στον οποίο περιέχεται η παρούσα οµιλία δεν έχει αρίθµηση. Η παραποµπή σε
συγκεκριµένα φύλλα προκύπτει από την αρίθµηση των φύλλων του κώδικα µε δική µου πρωτοβουλία. Ιδές
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα, PG 59, στ. 502.
5
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον β΄», PG 63, στ. 931-932.
6
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον β΄», PG 63, στ. 932.
7
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 931.
8
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 932.
9
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον β΄», PG 63, στ. 933.
10
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον β», PG 63, στ. 933-934.

136
προετρέπετο παλαίειν»1. Φυσικά πρέπει να υπογραµµιστεί και η συµβολή της χάριτος του
αγίου Πνεύµατος, σε συνδυασµό µε την πίστη του αγίου, χωρίς την οποία δεν θα κατόρθωνε
ούτε το διάβολο να νικήσει, ούτε και τους Ιουδαίους να καταπλήξει: «Πίστις γάρ και δύναµις
και τον αρχέκακον ενίκα, και Ιουδαίους κατέπληττε»2.
Ο αρχιδιάκονος Στέφανος πολέµησε µε προθυµία µαζί του, αντιστάθηκε µε γενναιότητα
στα χτυπήµατα του διαβόλου, έχοντας σκοπό να φανεί αντάξιος µαθητής του Κυρίου και
τελικά τον νίκησε: «Στέφανος, ο αιχµάλωτον τον αρχέκακον δείξας, ο προαιρέσει γενναία κατ’
αυτου τρόπαια εγείρας, ο δαίµονας παρασκευάσας θρηνειν, και ανθρώπους χορεύειν»3. Ήταν
έτσι ο πρώτος άνθρωπος µετά την Ανάσταση του Χριστού, που έδωσε το παράδειγµα της
ανάληψης τέτοιων αγώνων και της νικηφόρας έκβασής τους: «Πρωτος γάρ Στέφανος τω
τυράννω αντέστη, πρωτος τας κατ’ αυτου ανεδέξατο νίκας, πρωτος των καλλινίκων εκείνων
απήρξατο αγώνων»4. Γιατί πρώτος πάτησε τα κέντρα του θανάτου και πάλεψε µαζί του µε
αποτέλεσµα ο «αρχέκακος», όπως αποκαλείται στις οµιλίες αυτές ο διάβολος, να νικηθεί:
«Πρωτος γάρ τα του θανάτου επάτησε κέντρα»5, «Στέφανος γάρ επάλαισε, και ο αρχέκακος
έπεσεν»6. Με την πράξη του αυτή υπέδειξε στους ανθρώπους ότι ο θάνατος είναι πλέον
παιχνίδι γι’ αυτούς που πιστεύουν στο Χριστό, πως η νέκρωση δεν πρέπει να προκαλεί φόβο
και δίδαξε πώς µπορεί κάποιος εν ζωή να προγευτεί την ουράνια δόξα: «Υπέδειξε θνητοις,
πως παίζεται θάνατος έδειξεν ανθρώποις, πως νέκρωσις γέλως έσται εγνώρισε τοις εν τω βίω
τας ουρανίους ανόδους»7.
Αναφέρθηκε ήδη στα εισαγωγικά της εργασίας8 ότι ήταν τόσο µεγάλη η αγάπη των
πρώτων χριστιανών µεταξύ τους, ώστε είχαν τα πάντα κοινά. Έτσι οι πιο ευκατάστατοι
κατέθεταν τα χρήµατά τους στο κοινό ταµείο και αυτά διανέµονταν στους ενδεείς. Την
επίβλεψη του κοινού αυτού ταµείου είχαν φυσικά οι απόστολοι, οι οποίοι βοηθούνταν από
τους ∆ιακόνους, που είχαν εκλέξει. Σχετικά µε τη συµβολή του µάρτυρα σ’ αυτόν τον τοµέα
της κοινωνικής διακονίας, αναφέρονται τα εξής: «Εν δε τοις πρώτοις του λόγου κηρύγµασι,
δαψιλως ανθούσης της πίστεως και παραχρηµα οι µέν πλουτουντες απετίθεντο των χρηµάτων
τον φόρτον, οι δε ενδεεις το λειπον ελάµβανον. Της ούτω καλης αρµονίας και τάξεως
οικονόµος υπηρχεν ο Στέφανος, και τουτον ειχεν η πενία προστάτην και σύµµαχον, ο δε
πλουτος ηνίοχον. Επανεπαύετο µεν επ’ αυτόν η του Πνεύµατος δύναµις, και τον άνθρωπον
ίδιον οικον ειχεν η χάρις»9.
Στο σηµείο αυτό νοµίζουµε ότι είναι απαραίτητο να επισηµάνουµε το εξής: ενώ το κείµενο
των Πράξεων αναφέρει ότι εκλέχτηκαν οι επτά ∆ιάκονοι για να ασχοληθούν µε τη «διακονία
των τραπεζών»10, στο εγκώµιο11 του αγίου Στεφάνου, αναφέρεται ότι: «ο Στέφανος πρωτος
ηριθµήθη κατά τον κληρον, ου στέφειν αισθητοις µόνον σιτίοις, αλλά τρέφειν λαόν πνευµατικοις
λόγοις». Η χαρισµατική ικανότητα του αρχιδιακόνου να χειραγωγεί µε το λόγο του το λαό και
η οποία αξιοποιήθηκε µετά την εκλογή του, αναφέρεται από το συγγραφέα του παρόντος
εγκωµίου ως καθήκον που του ανατέθηκε από την αρχή της θητείας του στο λειτούργηµα της
διακονίας.
Επίσης, το χάρισµά του να βοηθάει και θαυµατουργικά τους συνανθρώπους του µε τη
βοήθεια του αγίου Πνεύµατος, φροντίζοντας συγχρόνως για την καθηµερινή τους διαβίωση,
τον ανέδειξε σε άξιο και ικανό εργάτη του Θεού: «Εις µείζονα προκοπήν τον Στέφανον η του

1
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 501.
2
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φ. 71r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός,
ό.π., σ. 264. Ιδές Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 502.
3
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 501-502.
4
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 501.
5
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον γ΄», PG 63, στ. 933.
6
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 501.
7
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 501.
8
«Η χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύµων», σ. 17.
9
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον β΄», PG 63, στ. 934.
10
Πρ. 6,3.
11
Homiliae, ό.π., στιχ. 129-131, σ. 142.

137
Πνεύµατος προεβίβαζε χάρις το γάρ άµετρον της αυτου πίστεως παρηγγυατο το βέβαιον.
∆ιάκονος γάρ ταγείς, µάρτυς ανεδείχθη εις χηρων κατασταθείς χρείαν, εις θαυµάτων προέκοψε
χάριν τραπεζων ετάγη διάκονος, και τεραστίων ανεδείχθη εργάτης»1. Σε «Ποίω λαω;», «των
αχαρίστων Ιουδαίων. Τίνα τα θαύµατα; τους µεν κρατηµένους και κουλούς, ιάτρευε τους πόδας
τους, και δρόµον τους εχάριζε να περιπατουν τους δε παραλυτικούς απέστειλεν υγιεις διατί
τουτο έκαµεν; ίνα παρακινήση εις φθόνον τους αρχιερεις διότι πολλά επεθύµα να γευτη γοργόν
θάνατον δια την αγάπην του Χριστου»2. Έκανε εποµένως κάθε τι που θα βοηθούσε τους
συνανθρώπους του και θα προκαλούσε την οργή των Ιουδαίων.
∆εν δίσταζε ακόµη και να κηρύττει την αλήθεια για τον Κύριο Ιησού εναντίον των
«θεοµάχων» λέγοντας τα εξής: «Μέγας ο Κύριος ηµων. Μέγας γλώττης γάρ ουχ υπόκειται
µέτρω µέγας διανοίας γάρ υπερβαίνει φαντασίαν µέγας ίδιον γάρ της θείας φύσεως το
απερίγραπτον µέγας εκ κόλπων γάρ πατρικων ανάρχως ανέτειλε µέγας ως γάρ Λόγος απαθως
εγεννήθη µέγας η γάρ θεία ωδίς την ουσίαν ουκ εµέρισε µέγας επί του θρόνου γάρ κάθηται, ουκ
εις το υποπόδιον έρριπται µέγας οία γάρ η ρίζα, τοιουτος και ο κλάδος µέγας ο γάρ εωρακώς
τον Υιόν, εώρακε τον Πατέρα µέγας ουδέν γάρ άνισον εν τη Τριάδι µέγας δι’ ύδατος γάρ
πολλούς ανεγέννησε µέγας ορώµενος γάρ ου παλαιουται µέγας µικρόν γάρ Πατέρα ουκ ειχε.
Μέγας ουν ο Κύριος ο Υιός, καν τις γείτοσι µη δοκη. Παντοκράτωρ ο Υιός πάντα γάρ δι’ αυτου
εγένετο βασιλεύς άναρχος ο Υιός ο γάρ βασιλεύς ηµων προ αιωνος οµοούσιος τω Πατρί ο Υιός
Εγώ γάρ εκ του Θεου εξηλθον και ήκω φως αληθινόν ο Υιός Εγώ γάρ ειµι το φως του κόσµου.
Τι πολλά λέγω: Θεός και παντοκράτωρ, ο εκ Παρθένου σαρκωθείς Υιός του Θεου, και
ποιµαίνειν την Εκκλησίαν, ως µαρτυρει ο προφήτης λέγων Επισκεψάσθω Κύριος ο Θεός ο
παντοκράτωρ το ποίµνιον αυτου»3.
Το κήρυγµα του δεν άφησε αδιάφορους τους Ιουδαίους, οι οποίοι επιχείρησαν να τον
αποθαρρύνουν, επειδή µιλούσε µε παρρησία για τον Αναστηµένο Κύριο, και για το λόγο αυτό
τον προκάλεσαν σε συζήτηση: «Ώ πόσον πληθος ανθρώπων η κακία εσιµάζωξεν ώ πόσον
κόσµον ο φθόνος εις οµόνοιαν παρανοµίας περικύκλωσε Λιβερτίνους, Κυρηναίους,
Αλεξανδρεις και τους από Κιλικίας και Ασίας. Εδώ µας φανερώνη ο ευαγγελιστής Λουκας, πως
εσυναθροίσθη άνετα ο σύλλογος κατά Στεφάνου ενός στρατιώτου άµετρα πλήθη, άπειρος
κόσµος, ώρµησαν εις έναν καλόν πολεµιστήν και πρόµαχον πέντε πόλεων ανδρειωµένοι,…οι
τόσοι ταύροι, εις έναν νεανίαν τρυφερόν…ενόµισαν τον µάρτυρα να κατατροµάξουν από αυτης
της θεωρίας του πολλου κόσµου και θέλησαν να φοβήσουν τον ανδρειωµένον»4. Εκείνος όµως,
όχι µόνον δεν φοβήθηκε βλέποντάς τους αλλά, «ώσπερ τινός σκιας θεώµενος, ούτω
κατεφρόνει των παρόντων»5.
Τα ερωτήµατα που του έθεταν, αφορούσαν την ενανθρώπηση του Ιησού και την
Ανάστασή Του. ∆εν µπορούσαν να δεχτούν ότι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ ήταν ο Μεσσίας
του κόσµου και τον απειλούσαν µε θάνατο αν δεν σταµατούσε να διδάσκει, όσα έλεγε: «Τι,
φασίν, ω νεανία, απερισκέπτως υβρίζεις το Θειον; τι µεµελετηµένοις λόγοις πείθεις τον όχλον;
τι θαυµάτων απάτη διασκεδάζεις το έθνος; Ωδε των ζητηµάτων το πέρας Θεός εστιν ο εκ
Μαρίας τεχθείς; ∆ηµιουργός ο του τέκτονος υιός; ου Βηθλεέµ τούτου κώµη, και τροφός η
Ναζαρέτ; Θεόν φαντάζη τον επί γης τεχθέντα; Θεός, ο δι’ ευτέλειαν σπαργανωθείς εν τη φάτνη;
ο αποδράσας οργισθέντα τον Ηρώδην; ο προς κάθαρσιν λουτρόν δεξάµενος Ιορδάνην; ο πείνη
δουλεύσας και δίψη; ο κόπου αισθόµενος; και ύπνον ο κρατηθείς, και µη ισχύσας διαδρασαι; ο
ραπισθείς και εαυτόν µη εκδικήσας; ο αναρτηθείς, και κατελθειν µη ισχύσας; ο επέρατον και
εφύβριστον ευρόµενος τέλος; Τον εν τάφω τεθέντα, εν ουρανοις είναι φαντάζη; τον
1
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 501.
2
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φφ. 159r-159ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φ. 71ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, ό.π., σ. 264. Ιδές και Ιωάννου
Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 502.
3
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον γ»΄, PG 63, στ. 934.
4
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία , ό.π., φφ. 160r-160ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φφ. 71ν-72r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π.,
σ. 264. Ιδές και Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 502.
5
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 931.

138
παραπλήσιον θνητοις , νεκρων ζωήν είναι κηρύττεις; Κατεδέχετο ουν Θεός ταυτα παθειν; ουκ
εκέλευσε, και τους επελθόντας ενέκρου; ουχί προστάττων αιφνίδιον επηγε τον θάνατον; Ή
παυσαι τοίνυν της πλάνης, ή τον ίσον αυτου δέχου και σύ θάνατον»1. Με αναφορά στο Μωϋσή
και στους προφήτες που µίλησαν για την έλευση του Ιησού στον κόσµο, όπως το Μιχαία, τον
Αββακούµ, το ∆αυίδ και τον Ησαΐα, ο µάρτυρας απαντά στα ερωτήµατα που του θέτουν για
τον Κύριο2.
Με τη χάρη του αγίου Πνεύµατος και µε γλώσσα ακονισµένη είχε φροντίσει ο Κύριος να
τον προετοιµάσει για να αντιµετωπίσει τους αντιπάλους του, οι οποίοι θα τον πολεµούσαν σε
λίγο µε τα χέρια τους: «Ήλειψεν αυτόν η χάρις του Πνεύµατος, επαιδοτρίβησε δε προς τα
παλαίσµατα ο αγωνοθέτης ο ουράνιος, ου σώµατι πυκτεύοντα, ουδέ τας χειρας εις άµιλλαν
προβαλλόµενον, αλλά την γλωτταν ακονων κατά των ταις χερσί πολεµούντων»3. Γι’ αυτό και
αναφέρουν οι Πράξεις ότι αυτοί που συζητούσαν µαζί του «ουκ ίσχυον αντιστηναι τη σοφία
και τω πνεύµατι ω ελάλει»4. Η σιωπή κυριαρχούσε ανάµεσά τους και δεν εξέφραζαν την
κακία που είχε κυριέψει τις ψυχές τους: «Εις σιωπήν ουν ωθουντο την γλωσσαν συνέκλειον
άπαντες τα οικεια χείλη, ανέστελλον των λόγων τα βέλη, απεκράτησαν των ρηµάτων τα τόξα,
υπό την γλωσσαν έκρυψαν της κακίας το δόρυ»5.
«Ποία σοφία;», δεν µπορούσαν να αντικρούσουν; «Τω Χριστω τω συντυχένοντι υπό του
στόµατος του Στεφάνου»6. Αυτός που µιλούσε λοιπόν δεν ήταν ο άγιος Στέφανος αλλά ο
Χριστός µε τη γλώσσα του Στεφάνου. Και «Ποίω Πνεύµατι; Τω Παρακλήτω»7. Με τη χάρη
του Θεού ο Στέφανος ήταν κατάλληλα προετοιµασµένος να αγωνιστεί εναντίον των εχθρών
του, που δεν ήταν άλλοι από τους Ιουδαίους, που σταύρωσαν τον Ιησού. Με παρρησία και µε
τη δύναµη του αγίου Πνεύµατος τους αποστόµωνε, λέγοντας την αλήθεια. Εκείνοι φαίνεται
πως δεν είχαν ικανοποιηθεί από τη θανάτωση του Χριστού και έψαχναν να βρουν κάποια
αιτία για να πετύχουν το φόνο του µαθητή Του: «Τους γαρ αυτούς ειχεν ανταγωνιστάς και κατ’
εκείνου θρασυνοµένους αλλ’ όµως ουκ ενέπλησεν αυτοις την ωµότητα το σωτήριον πάθος, αλλ’
έτι διψωσιν αίµατος οι πρώην ∆εσποτικόν αιµα εκχέαντες, και φρονουσιν οµοίως κατά των
δούλων οι τον ∆εσποτικόν εργασάµενοι φόνον»8.
Για το λόγο αυτό, εξαγόρασαν οι αρχιερείς ψευδοµάρτυρες µε σκοπό να καταθέσουν
εναντίον του αρχιδιακόνου και τους συµβούλεψαν τα εξής: «∆ευτε, λέγοντες, ω τίµιοι άνδρες,
τοις ηµετέροις τα υµέτερα διακονήσατε εν τοις ηµων σκέµµασιν η υµων υπουργήσειε γλωσσα
τοις ηµετέροις βουλεύµασιν υπηρετήσειε το υµέτερον στόµα. Έκδικος γάρ τις του Γαλιλαίου
ανέστη, υπέρµαχος εκείνου ηγέρθη και αντίµαχος. Θεόν εν τάφω κείµενον γεραίρει ∆ηµιουργόν
τον εν τύµβω συγκλεισθέντα κηρύττει. Τον εν µνηµείω τεθέντα εν τοις ουρανοις φαντάζεται
είναι τον υπό στρατιωτων εµπαιχθέντα, συν τη στρατια του ουρανου φηµίζει παραγενέσθαι τον
µήτε εαυτόν εκδικησαι ισχύσαντα, κριτήν επαγγέλλεται της κτίσεως. Ιωσήφ απέθετο το τούτου
σωµα εν µνηµείω, και ουτος αυτόν εκ δεξιων του Θεου φαντάζεται υπάρχειν. Οι µαθηταί αυτόν

1
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φφ. 72r-72ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου,
Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 264. Ιδές Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φφ. 161ν-163ν πρβλ. Λάµπρου,
Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ.
502-503
2
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φφ. 164r-167r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές και Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φφ. 73r-74r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ.
264.
3
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 931.
4
Πρ. 6,10.
5
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 503. Ιδές Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φ. 74r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 264.
6
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φφ. 168ν-169r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φφ. 74ν-75r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ.
264. Ιδές και Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 503.
7
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φφ. 168ν-169r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φ. 75r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 264.
Ιδές και Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 504
8
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 931.

139
ηρνήσαντο, ως απατεωνα, και ουτος λέγει, ότι πασα γλωσσα αυτω εξοµολογήσεται εκ του
σταυρου ουκ ίσχυσε καταβηναι, και δευτέραν αυτου παρουσίαν ουτος εκ των ουρανων
επαγγέλλεται οι κακουργοι αυτόν εβλασφήµουν µη δυνάµενον µήτε εαυτόν σωσαι, µήτε εκείνους
και ουτος τρανότατα κράζει, ότι αυτός εστιν ο Σωτήρ του κόσµου. Είδετέ ποτε τοιουτον
τόλµηµα; ηκούσατε δε όλως τοιαύτης απονοίας και βλασφηµίας ρήµατα; υπουργήσατε τοίνυν τη
σκήψει, και επίκοινον παρά των νυν κοµίσεσθε κλέος»1. Ακολουθώντας λοιπόν τις οδηγίες που
πήραν, οµολόγησαν ότι άκουσαν τον διάκονο να µιλά βλάσφηµα εναντίον του Μωυσή και
του Θεού2.
Τα λόγια τους αυτά προκάλεσαν την οργή του λαού, όπως ήταν φυσικό, και στη συνέχεια,
αφού τον άρπαξαν, τον οδήγησαν στο συνέδριο για να απολογηθεί: «Εις οργήν τον λαόν
συνεκίνησαν, και ήρπασαν αυτόν»3.Όπως στις γνήσιες εγκωµιαστικές οµιλίες, έτσι και στις
νόθες, παρουσιάζεται η ίδια εικόνα: ο µάρτυρας ως πρόβατο, αρπάζεται και οδηγείται στο
συνέδριο: «ήρπασαν οι θηρες το πρόβατον, και ήγαγον εις το συνέδριον, το υποκρίσεως
ανάµεστον και φθόνου εις το συνέδριον το αλλότριον αληθείας, και χηρευον δικαίου»4.
Εµφανίστηκαν τότε οι ψευδοµάρτυρες και κατέθεσαν ότι: «ο άνθρωπος ουτος ου παύεται
λαλων ρήµατα κατά του τόπου του αγίου τούτου και του νόµου ακηκόαµεν γάρ αυτου λέγοντος
ότι Ιησους ο Ναζωραιος ουτος καταλύσει τον τόπον τουτον και αλλάξει τα έθη ά παρέδωκεν
ηµιν Μωϋσης»5. Πιο αναλυτικά: «Το ιερόν, φησί, τον τόπον τουτον ουκ ηρυθρίασεν ενυβρίσαι,
όπου τα θεια αναγινώσκονται ρήµατα, όπου των προφητων σαλπίζονται τα συγγράµµατα, ένθα
αι πλάκες και το ουράνιον µάννα, όπου η κιβωτός και η του Ααρών ράβδος, όπου αρχιερέων
πολιά, και πρεσβυτέρων αξίωµα, και γραµµατέων τιµή αλλά παίγνιον ηγειται τον τόπον, ευτελές
το ιερόν αποφαίνεται. Και ου µόνον κατά του τόπου ετόλµησε φθέγξασθαι, αλλά και κατά του
νόµου. Σκιάν τον νόµον είναι φαντάζεται τύπον την Παλαιάν ανυποστόλως κηρύττει µείζονα
τον Γαλιλαιον είναι λέγει Μωϋσέως, ισχυρότερον τον εκ Μαρίας του νοµοθέτου κηρύττει ουκ
ηρυθρίασε των πρεσβυτέρων την αξίαν, ουκ εδειλάνθη των γραµµατέων τα πλήθη, αλλ’
εβλασφήµησε κατά του τόπου και του νόµου.
Και µάθετε αυτου των λόγων την πείραν. Ακηκόαµεν γάρ αυτου λέγοντος, ότι Ιησους ο
Ναζωραιος καταλύσει τον τόπον τουτον, και αλλάξει τα έθη, ά παρέδωκεν ηµιν Μωυσης.
Νεκρόν ηµιν επαπειλειται ∆εσπότην, τεθνεωτα ηµιν επαγγέλλεται Κύριον. Ιησους ο Ναζωραιος
αναστήσεται, και καταλύσει τον τόπον τουτον. Εφαντάσθη, φησίν, ουτος ο νεανίας ηγνόησε του
περιβοήτου ναου την τέρψιν διέλαθον αυτόν των εν αυτω τελεσθέντων οι πόνοι. Η Σολοµωντος
σοφία τουτον διέγραψε τον οικον σύµµαχον έσχεν ο σοφός την άνωθεν χάριν πολλούς αγωνας
εν τη κτίσει υπέµεινε του έργου και ογδοήκοντα µέν χιλιάδες ελατόµουν εν τω όρει έβδοµήκοντα
δε χιλιάδες εξέτεµνον το ξύλον τριάκοντα χιλιάδες παρεκόµιζον τον λίθον τρισχίλιοι εξακόσιοι
επεστάτουν τω έργω φιλότιµον χειρα τω ιερω επεξέτεινε, και εν τεσσαράκοντα και έξ έτεσι
µόλις ηδυνήθη κατασκευάσαι το έργον και ουτος λέγει, ότι Ιησους ο Ναζωραιος καταλύσει τον
τόπον τουτον και ου µόνον τουτο, αλλά Και αλλάξει τα έθη, ά παρέδωκεν ηµιν Μωυσης. Το
πανάγιον Σάββατον υπ’ εκείνου καταλυθήσεσθαι λέγει την έννοµον περιτοµήν υπό του
Ναζωραίου ανατραπήσεσθαι απεφήνατο τας νεοµηνίας ηµων ως ευτελεις παραγράφεσθαι λέγει
των Σκηνοπηγιων την τέρψιν τον εκ Μαρίας ου διαδέχεσθαι κηρύττει τας θυσίας ηµων
απροσδέκτους παρά τω Θεω είναι φαντάζεται τους ραντισµούς και τα συνήθη καθάρσια τον
θανόντα ανατρέψαι αποφαίνεται. Τις τοιγαρουν ουκ οιδε του Ναζωραίου το τέλος; πότε δε
θνητός τους ζωντας αµύνασθαι δύναται; Ησαΐας επρίσθη, και ουδαµου ο τας δίκας εισπράττων
1
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 504. Ιδές Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φφ. 169ν-172r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές και Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φφ. 75r-76r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ.
264.
2
Πρ. 6,11.
3
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 504.
4
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 504. Ιδές Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φ. 174r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές και Ιωάννου Χρυσοστόµου,
Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φφ. 76ν-77r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 264.
5
Πρ. 6,13-14.

140
Ιερεµίας επνίγη, και επεξελθειν ουκ ηδυνήθη ο Ναβουθέ λίθοις ανηρέθη, και ουδαµου ο έκδικος
τούτου Ζαχαρίας εσφάγη, και µένοµεν έως της δευρο ανέγκλητοι και του Ναζωραίου θανόντος
υπέρµαχος ίσταται ουτος. Ως κριτήν ηµιν τον νεκρόν επαπειλειται ως δικαστήν τον εν τύµβω
καταγγέλλεται πλανώµενος”1.
Μετά την απαγγελία των κατηγοριών εναντίον του, όσοι βρίσκονταν στο συνέδριο,
εξωτερικεύοντας την κακία τους, γεµάτοι οργή, «µε φοβερόν βλέµµα τον εστραβωκείταξαν»2,
ήθελαν να φοβήσουν µε τον τρόπο αυτό τον αγωνιστή του Χριστού. Η συµπεριφορά τους
αυτή όµως άφησε τον άγιο ανεπηρέαστο και γυρίζοντας να δουν την αντίδρασή του, είδαν
τον πρόσωπο του να λάµπει σαν πρόσωπο αγγέλου, όπως αναφέρουν οι Πράξεις3:
«ατενίσαντες εις αυτόν πάντες οι καθεζόµενοι εν τω συνεδρίω ειδον το πρόσωπον αυτου ωσεί
πρόσωπον αγγέλου». Η χαρά, για το µαρτύριο που θα ακολουθούσε, είχε εκδηλωθεί στην όψη
του ακτινοβολούσε αγγελικές χάρες το πρόσωπο του νεαρού µάρτυρα.
Όπως έλαµψαν τα πρόσωπα του Μωυσή και του Ηλία, κατά την Μεταµόρφωση του
Κυρίου στο όρος Θαβώρ, την ώρα που συνοµιλούσαν µαζί Του, έτσι έλαµψε και το πρόσωπο
του µάρτυρα. Όπως κατά τον ίδιο τρόπο θα λάµψουν τα πρόσωπα των δικαίων στη βασιλεία
των ουρανών4: «Τοιουτοτρόπως έλαµψαν Μωϋσης και Ηλίας εν τω Θαβωρίω όρει ότε
εµετεµορφώθη ο Ιησους και συνελάµπουν αυτω ώστε ιδόντες οι µαθηταί την λάµψιν των
προσώπων αυτων, και µη φέροντες τη λαµπρότητα εις γην κατέπεσον επί πρόσωπον. Έτζη
θέλουν να λάµψουν όλοι οι δίκαιοι εν τη βασιλεία του Θεου και Πατρός». Φαίνεται λοιπόν ότι
ο µάρτυρας είχε καταταχθεί από τώρα ανάµεσα στους αθανάτους και αυτό έπρεπε να γίνει
γνωστό.
Απευθυνόµενος κατόπιν ο αρχιερέας5 προς τον µάρτυρα τον ρώτησε: «άρα ταυτα ούτως
έχει;», και συνέχισε λέγοντας: «ω λόγια γεµάτα πανουργίαν ω συντυχήµατα φθονερά και µετά
πονηρίας του νου εστολισµένα εάν έτζη τα ειπες καθώς αυτοί τα εµαρτύρισαν, µεγάλων κακων
είναι άξια εάν ειπες τέτοια λόγια βλάσφηµα και θανάσιµα, καθώς τα ειπαν αυτοί οι αληθινοί
µάρτυρες, άξια είναι θανάτου». Αφού επανέλαβε την ερώτηση προς τον διάκονο «ει άρα ταυτα
ούτως έχει», συνέχισε, λέγοντας τα ακόλουθα: «Άνθρωπε πως έκαµες έτζη, πως αποκότισας
ούτως, πως δεν εφοβήθης τον Θεόν πως δεν εντράπεις τους ουρανούς. Πως δεν ελυπηθης την
ζωήν σου, όπου εισαι ακόµη νέος. Τον Μωϋσην υβρίζεις; τον νοµοθέτην ατιµάζεις; και έγινες
αντίθεος δεν εβλέπεις πως εσυκώθεις καταπάνω του Θεου; ο υβρίζων τον άγιον του Θεου, τον
Θεόν υβρίζει. Εάν ειπες κατά του παναγίου τόπου τούτου, τέτοιαις αδιάντροπες βλασφηµίαις,
εάν τον παλαιόν νόµον καταργης και άνεργον τον εκ Θεου δοθέντι νοµίζης, εάν υπολαµβάνης
µε τον νουν σου ότι Ιησους ο Ναζωραιος, θέλει να αλλάξει τα παραδεδωµένα του Μωϋσέως, να
δώση εις τον κόσµον νέαν διαθήκην; µεγάλων κακων επροξένησες του λόγου σου ουτωσί
έσκαψες τον φόνον σου».
«Πόθεν λάβη Στέφανος συνήγορον; Πόθεν µισθώσηται ρήτορας;», αναρωτιέται ο
συγγραφέας του εγκωµίου του αγίου. Και απαντά στη συνέχεια ο ίδιος λέγοντας: «Απόστολός
εστιν ο ανήρ, ακτήµων παντελως. Ουκ έχει χρήµατα πρίασθαι φωνήν συνηγόρων»6.

1
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 504-505. Ιδές Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φφ. 174v-178v πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές και Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φφ. 77r-79r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ.
264.
2
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φ. 179r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φ. 79r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 264.
Ιδές και Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 505.
3
Πρ. 6,15.
4
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φφ. 179v-180r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές και Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φφ. 79r-79v πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π.,
σ. 264. Ιδές Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 505.
5
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φφ. 180r-181r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές Ιωάννου
Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 505.
6
Homiliae, ό.π., στιχ. 123-125, σ. 142.

141
Εποµένως, ξεκινά µόνος του ο µάρτυρας την απολογία του προς το συνέδριο µε τη
φράση: «Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε»1. ∆εν χρησιµοποίησε το ρήµα «πείσθητε» ο
Πρωτοµάρτυρας, γιατί γνώριζε ότι πάντοτε οι Ιουδαίοι έδειχναν απείθεια στα προστάγµατα
του Θεού και κάθε προσπάθεια για να τους πείσει θα έµενε άκαρπη. «Ακούσατε, ου λέγω,
Πείσθητε το γάρ άπιστον της υµετέρας επίσταµαι γνώµης»2.
Ξεκινώντας από τον Αβραάµ, το Νώε και συνεχίζοντας στους δώδεκα πατριάρχες, το
Μωϋσή, το ∆αυίδ και το Σολοµώντα, ο άγιος καταλήγει στο συµπέρασµα, ότι πάντοτε οι
Ιουδαίοι απιστούσαν στα παραγγέλµατα του Θεού και έδειχναν απείθεια στο θέληµά Του3.
∆εν διστάζει να τους αποκαλέσει µάλιστα «σκληροτράχηλους, ακαµπεις και αδάµαστους»4.
Όπως οι πατέρες τους εκδίωξαν όλους τους προφήτες του Θεού, έτσι και αυτοί δεν δίστασαν
να σταυρώσουν ακόµη και τον Υιό Του. Τους αποκαλεί: «κληρονόµους κακης διαδοχης, την
εκείνων µανίαν ζηλώσαντες ως οι πατέρες υµων και υµεις την πατρικήν διεδέξασθε
µιαιφονίαν»5.
Όπως ακριβώς ανάβει µια φωτιά στο δάσος από µια σπίθα, έτσι και η οργή τους φούντωσε
από τα λόγια που ξεστόµισε σαν τοξότης που έριξε εναντίον τους τα βέλη του: «Ταυτα του
στεφάνου των Εκκλησιων τα ρήµατα, τοιαυτα του στεφανίτου κατά των εναντίων τα τοξεύµατα
και καθάπερ άλσους τις ανεγείρων φλόγα, ούτω δή και ο πρωτοµάρτυς πλέον καθ’ εαυτου την
εκείνων µανίαν ερέθιζεν»6.
Είναι αξιοσηµείωτο ότι στην παραπάνω παράγραφο παρουσιάζεται η εικόνα του τοξότη
Στεφάνου που ρίχνει τα τοξεύµατά του, τα λόγια του, και εξοργίζει τον εχθρό, τους
Ιουδαίους. Η εικόνα αυτή του Πρωτοµάρτυρα, ως τοξότη, εµφανίζεται µόνο στις νόθες
οµιλίες.
Έχοντας το βλέµµα στραµµένο προς τον ουρανό ο µάρτυρας, γεµάτος χαρά αναφώνησε
ότι έβλεπε τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Πατρός: «Ιδού θεωρω
τους ουρανούς διηνοιγµένους και τον υιό του ανθρώπου εκ δεξιων εστωτα του Θεου»7. Τόσο
καθαρή ήταν η καρδιά του µάρτυρα ώστε όχι µόνον τον αισθητό ήλιο αντίκριζε αλλά
αξιώθηκε να δει και τον της δικαιοσύνης ήλιο, να στέκεται στα δεξιά του Θεού και Πατέρα:
«Ο δε Στέφανος τοσουτον δεδικαίωται, τοσουτον προεκαθαρίσθησαν αυτου της καρδίας οι
οφθαλµοί, ώστε ου µόνον τον αισθητόν ήλιον ουδέ τον ουρανόν, αλλά αυτόν τον της
δικαιοσύνης ήλιον (Μαλ. 3,20) ειδεν εκ δεξιων του θεου (Πρ. 7,56) και πατρός»8.
Σηκώθηκε ο Κύριος όρθιος για να δείξει την εύνοια που έτρεφε προς τον αθλητή και έτσι
να τον ενισχύσει να συνεχίσει τον αγώνα του: «Έστηκεν γάρ Ιησους, ίνα µαλλον δείξη την περί
τον αθλητήν εύνοιαν», «…ίνα µαλλον αυτόν τονώση προς τον αγωνα»9. Έβλεπε τον Ιησού να
στέκεται όρθιος, έτοιµος να απλώσει το χέρι του στον αθλητή και να τον τραβήξει προς τον
ουρανό για να τον βραβεύσει για τον αγώνα του: «Εώρα γάρ προς τον ουράνιον αγωνοθέτην,
τον τοις οικείοις αθληταις την χειραν προτείνοντα, και προς ουρανόν αυτούς έλκοντα, όπου των
αγώνων απόκειται τα έπαθλα, όπου των στεφάνων ανάρρησις γίνεται»10. Επειγόταν να φθάσει

1
Πρ. 7,2.
2
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φ. 80r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός,
ό.π., σ. 264. Ιδές Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φφ. 181r-181v πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37.
Ιδές Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 505.
3
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φφ. 80r-84r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου,
Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 264. Ιδές Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG
59, στ. 505-507.
4
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φ. 83v πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός,
ό.π., σ. 264. Ιδές Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 507.
5
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 932.
6
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 932.
7
Πρ. 7,55-56.
8
Homiliae, ό.π., στιχ. 207-211, σ. 144.
9
Homiliae, ό.π., στιχ. 178-179, 185-186, σ. 143.
10
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 932 πρβλ. Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον
άγιον Στέφανον γ΄», PG 63, στ. 933.

142
κοντά στο ∆εσπότη, ο οποίος τον καλούσε από τον ουρανό, υπακούοντας στη θεία φωνή που
έλεγε: «Όπου ειµί εγώ, εκει και ο διάκονος ο εµός»1.
Οι Ιουδαίοι «ως λέοντες κατ’ αυτου τοις οδουσι έβρυχον»2 και «µη έχοντες τι
απολογηθηναι, και την νίκην µη υποφέροντες»3, έβγαλαν τον µάρτυρα έξω από την πόλη για
να τον λιθοβολήσουν4.
Όπως σταύρωσαν το Χριστό έξω από την πόλη, έτσι και το µαθητή του τον λιθοβόλησαν
έξω από τα Ιεροσόλυµα: «εκει όπου εσταύρωσαν τον βασιλέα, εκει και τον στρατιώτην
ελίθασαν»5. Και σ’ αυτές τις οµιλίες, όπως στις γνήσιες, βλέπουµε πως εµφανίζεται η εικόνα
του στρατιώτη Στεφάνου.
«Ώ γλώττης σάλπιγγος µεγαλοφωνοτέρας! ω ψυχης ακαταπλήκτου, παντός αδάµαντος
στερροτέρας!»6, αναφωνεί µε ενθουσιασµό ο συγγραφέας της οµιλίας, στην οποία
παραπέµπουµε. Είναι αξιοπρόσεκτο το πόση ψυχική δύναµη διέθετε ο άγιος, ο οποίος δεν
λύγιζε στα χτυπήµατα των εχθρών του αλλά προκαλούσε το τέλος του, προκειµένου να φανεί
άξιος µαθητής του Κυρίου και να κερδίσει την ουράνια βασιλεία. Εκείνο που του χάριζε τη
δύναµη αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η πίστη του, η οποία τον διατηρούσε άκαµπτο στα
τραύµατα, που του προκαλούσαν οι Ιουδαίοι.
Ο άγιος Στέφανος µε καρτερικότητα ευτρέπιζε τη ψυχή του και µε το κάλλος της
προσπαθούσε να παραβγεί του ίδιου του ουρανού: «τον ακλινη διέσωσεν η πίστις καθάπερ
τισίν ασφαλεστάτοις ερείσµασιν επερειδόµενος, ούτω µεµένηκεν άτρωτος, τοις µεν τραύµασι το
σωµα ποικιλλόµενος, τη δε καρτερία την ψυχήν καλλωπιζόµενος, και τω οικείω κάλλει προς
τον ουρανόν αµιλλώµενος»7. Όπως ακριβώς ο ουρανός φαίνεται περιποιηµένος, καθώς είναι
στολισµένος µε τη συλλογή των άστρων, έτσι και ο γενναίος αυτός µάρτυρας, φορώντας τον
∆εσποτικό χιτώνα, τα τραύµατα, καλλωπιζόταν σαν να ήταν ντυµένος µε ποικίλα ενδύµατα
και χαιρόταν για τα σηµάδια που έφερε στο σώµα, όπως ακριβώς ο Κύριος κατά το Πάθος:
«Ώσπερ γάρ εκεινος περικαλλής δείκνυται τη των άστρων χορεία διηνθισµένος, ούτω δή και ο
θαυµάσιος ουτος αθλητής τον χιτωνα τον ∆εσποτικόν έχων, τοις τραύµασιν, ως ποικίλοις
ηµφιεσµένος ενδύµασιν, ωραΐζετο, και εγεγήθει τα στίγµατα του Κυρίου εν τω σώµατι
βαστάζων ώσπερ χαρακτηρας ∆εσποτικούς»8.
Τους λίθους, που στρέφονταν κατά πάνω του, τους δεχόταν µε ευχαρίστηση. ∆εν του
προκαλούσαν πόνο. Σαν να οικοδοµούνταν κάποιος πύργος γι’ αυτόν από τους λίθους και
µπορούσε µέσω αυτού να φθάσει στον ουρανό9.
Προκειµένου να φανεί η σταθερότητα και η δύναµη της πίστης του αγίου Στεφάνου
χρησιµοποιείται επίσης η παροµοίωσή του µε κάποιο φυτό, που το µήκος του φτάνει µέχρι
τον ουρανό, αλλά είναι βαθιά ριζωµένο στη γη. Όπως λοιπόν αυτό έχει τη δυνατότητα και
µένει σταθερό, έτσι και ο µάρτυρας έµενε ακλόνητος, ενώ δεχόταν τις βολές των λίθων και
δεν κατέρρεε: «Ου περιήγαγον οι λίθοι τον αθλητήν, αλλ’ ώσπερ τι φυτόν ουρανοµηκες επί γης
ερριζωµένον, ούτω και ακαµπής εφυλάττετο, δεχόµενος τας των λίθων βολάς, και µη
καταπίπτων»10.
Κοσµούνταν το σώµα του µε τα ποικίλα τραύµατα, και λουζόταν από το αίµα που έτρεχε
από τις πληγές των τραυµάτων καθώς δεχόταν αλλεπάλληλα τις βολές των λίθων, αλλά η

1
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 932 πρβλ. Ιω. 12,26.
2
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον γ΄», PG 63, στ. 933.
3
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φ. 189v πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37.
4
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φφ. 181r-189r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές Ιωάννου
Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 505-508.
5
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φ. 189v πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φ. 84r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 264.
Ιδές και Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 508.
6
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 931.
7
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 931.
8
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 931.
9
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 931.
10
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 931.

143
πίστη του γινόταν όλο και πιο δυνατή και πιο άκαµπτη: «Εφοινίσσετο µέν ουν το σωµα, και
περιερρειτο τοις των αιµάτων ρεύµασιν, επάλληλα δεχόµενος των λίθων τα κύµατα, πολλω δε
πλέον τη πίστει πετρούµενος»1.
Έχοντας συνεχώς τα µάτια στραµµένα προς τον ουρανό, δεν νοιαζόταν καθόλου για τα
χτυπήµατα και τα τραύµατα, που συνέβαιναν στο σώµα του. «Εώρα γάρ τον ποθούµενον, και
επόθει τον θεωρούµενον»2. Αναφέρονται µάλιστα και κάποια λόγια που πιθανώς ξεστόµισε ο
άγιος, καθώς είχε στραµµένο το βλέµµα του προς τον Ιησού. Αυτά σηµειώνονται ως εξής:
«Του έξωθεν ενδύµατος καταστοχάζεσθε, και κατά του σώµατος πέµπετε τους λίθους αλλά
λέληθεν υµας, ως έοικεν, ότι δή µοι πληρουτε τον πόθον. Και γάρ και αυτός και προ του
Παύλου σπεύδω τον έξωθεν άνθρωπον απεκδύσασθαι, ίνα γυµνη τη ψυχη προς ουρανόν
αναπτω, και το αιθέριον πέλαγος περαιωσάµενος, συµβασιλεύσω τω ∆εσπότη. Ουτος µόνος ο
πλους ουκ έχει ναυάγιον, αύτη η θαλαττοπορία αχειµάστους διασώζει τους πλέοντες ακινδύνως
µου πλει το σκάφος ουράνιον γάρ έχω τον κυβερνήτην, τον τοις νοητοις αυτου πηδαλίοις
κατευθύνοντα. Φοινίξατέ µοι το σωµα τοις τραύµασι και γάρ τον Ιωσήφ χιτωνα εφοίνιξαν τω
αίµατι οι πατέρες υµων, ως και υµεις. Πρέπον γάρ αυτοις συνεχως λέγεσθαι το παρά του
µάρτυρος ειρηµένον. Εκεινον εµιµήσασθε τους την κακήν κληρονοµίαν υµιν καταλελοιπότας
αλλά κακεινοι τον Ιωσήφ αποδόµενοι, διήµαρτον της ελπίδος, και οι τον τον σωµατικόν ναόν
λιθάζοντες, στερρόν ναόν οικοδοµειτε περικαλλέστερον οραν αυτου µοι τα προπύλαια έπεισιν
από γάρ της γης εις τον ουρανόν εστήρικται»3.
Παρακαλεί τον Κύριο να τον δεχτεί κοντά του λέγοντας: «Κύριε Ιησου Χριστέ, δέξαι το
πνευµα µου»4. Στην ικεσία του αυτή, σηµειώνονται ότι αναφέρθηκαν και τα εξής: «Κύριε
Ιησου, εσύ Θεέ µου, µε το θέληµα του οµοουσίου και ανάρχου Πατρός, εκαταδέχθεις και
υπέµεινας τα πάθη δια την του κόσµου σωτηρία. Τους ραβδισµούς, τους εµπαιγµούς, και
εµπτυσµούς, τα ονείδη και τον σταυρόν. Κύριε Ιησου Χριστέ, ο βουλήµατι του γεννήσαντός σε,
θάνατον επονείδιστον υπέµεινας. ∆έξαι το πνευµα µου λοιπόν ξεχώρισαι την ψυχήν από του
σώµατος, την ασώµατον µετάστησον δέξαι το πνευµα διότι τον δρόµον του µαρτυρίου, ου µόνον
ανέδειξα, αλλά και ετελείωσα. Και την πίστιν και την αγάπην την εδικήν σου ετήρησα και
εφύλαξα. διό παρακαλω, υπόδεξαι το πνευµα µου διότι ενόσω ευρίσκοµαι εις τουτο το φθαρτόν
κορµί, ακόµη έχω φόβον έως ου ακόµη φορω την γήϊνην σάρκαν και φοβουµαι µη µετά τους
πόνους του µαρτυρίου, απολέσω και χάσω τους πόνους ιλιγγιω και ολιγοθυµω, και ταραχή και
σκότος γίνεται από την καρδιά µου, µετά τοσούτους πόνους των λιθασµων να µην αποµείνω
πάλαι αστεφάνωτος και µετά τους αγωνες να µην χάσω τα βραβεια και τα χαρίσµατα δέξαι
λοιπόν το πνευµα µου και κλάψει θέλει ο διάβολος ως απολέσαντα και χάσαντα την νίκην
θρηνήσει θέλει ο αρχέκακος δράκων, πως δεν ηδυνήθη να νικήση τον άνθρωπον τον θνητόν,
όπου φορει κορµί, και αυτός ως ασώµατος ευρέθη και ευρίσκεται πάντοτε νικηµένος
οδυρέσθωσαν και κλαυσάτωσαν τα της πονηρίας ασώµατα πνεύµατα, ότι οι φορουντες την
γήϊνην σάρκα, αναγεµωσι τα πάθη και τα µαρτύρια δέξαι το πνευµα µου»5.
Από τα λόγια που παρατέθηκαν παραπάνω φαίνεται ξεκάθαρα η διάθεση του µάρτυρα να
φανεί άξιος µαθητής αλλά και µιµητής του πάθους του Κυρίου. Γίνεται φανερός ο φόβος του
να µην χάσει τα βραβεία, που απονέµει ο Θεός στους γενναίους αγωνιστές Του καθώς και η
επιθυµία του να µην χαρίσει στο διάβολο τη νίκη της µάχης που είχε µαζί του, αλλά τον
θρήνο για την απώλειά της.
Με το χάρισµα της γλώσσας ο µάρτυρας απέκρουε αποτελεσµατικά τους αντιπάλους του
και αναδεικνυόταν δυνατότερος από εκείνους, που τον πολεµούσαν µε τους λίθους. Τους

1
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 931-932.
2
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 932.
3
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 932.
4
Πρ. 7,59.
5
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φφ. 189v-191r πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φ. 84v πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 264.
Ιδές και Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 508 Ιδές και Ιωάννου
Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 932.

144
τραυµάτιζε µε τα λόγια του πολύ άσχηµα και προκαλούσε τον πόλεµο εναντίον του,
προκειµένου να µεταβεί συντοµότερα κοντά στο ∆ηµιουργό: «τη γλώσση τιτρώσκων τους το
σωµα τοις λίθοις κατατοξεύοντας, εδείκνυτο τοις λόγοις των εκείνων βελων δυνατώτερος και
τω µεν σώµατι εδέχετο το δια των λίθων τραύµατα, τοις δε γε ρήµασι πικρότερον ετίτρωσκε
τους βάλλοντας, και ανερέθιζε προς τον κατ’ αυτου πόλεµον, ίνα συντοµωτέραν αυτω την
οδοιπορίαν κατασκευάσωσι την εις ουρανούς αναπέµπουσαν»1.
Ούτε µια στιγµή η δειλία ή ο φόβος δεν έκαναν το µάρτυρα να ολιγοψυχήσει. ∆εν
φοβήθηκε στο συνέδριο ούτε τη µανία των αρχιερέων, ούτε τη θρασύτητα των ιερέων. ∆εν
τον κατέβαλαν τα λόγια των πρεσβυτέρων, όπως επίσης δεν τον τάραξε ούτε η απειλή των
γραµµατέων. Τα λόγια των συκοφαντών δεν ανέκοψαν την προθυµία του να µαρτυρήσει για
το Χριστό, αλλά έχοντας γενναίο φρόνηµα βιαζόταν να επιδοθεί στον αγώνα για τον Κύριο:
«Τούτου δε του νεανίου βουληθέντος µαρτυρικάς αναδέξασθαι νίκας, πασα απελήλαται
δυσχέρεια δειλία δε και φόβος αργειν εµελέτησεν. Ούτε των αρχιερέων εφοβήθη µανίαν, ουχ
ιερέων εδειλίασε θρασύτητα, ούτε πρεσβυτέρων αυτόν κατέπληξαν λόγοι, ου γραµµατέων αυτόν
απειλή διετάραξεν, ου λόγοι συκοφαντων την αυτου προθυµίαν ενέκοψαν, γενναίω δε τινι
φρονήµατι εις τους υπέρ Χριστου αγωνας κατέσπευδε»2. Απέκρουε µε τις νιφάδες των λόγων
του τις νιφάδες των λίθων, που δεχόταν και οι µεν Ιουδαίοι του έδιδαν λίθους για την πίστη
του, ενώ οι ουράνιες δυνάµεις του έδιναν το στεφάνι της νίκης: «νιφάδας λίθων ται νιφάσι
των λόγων απεκρούετο και οι µεν έβαλλον, οι δε έφερον, και τον στέφανον επεδίδουν τω
Στεφάνω»3.
Αξιοσηµείωτη επίσης είναι η ικεσία του αγίου προς τον Κύριο προκειµένου να
συγχωρήσει τους εχθρούς του. Αναφέρεται λοιπόν ότι ο άγιος, όχι απλώς προσεύχεται για τη
συγχώρεση των εχθρών του προς το Θεό αλλά, λυγίζοντας τα γόνατα, µε κατάνυξη, πολλή
συµπάθεια προς αυτούς και πραότητα, προσεύχεται για τη σωτηρία τους: «µετά σπουδης και
προθυµίας εύχεται, και όχι ως απλως και ως έτυχε ιστάµενος εύχεται, και µάλιστα λιθαζόµενος,
αλλά Θείς τα γόνατα, ειπε µετά κατανύξεως, µετά πολλης συµπάθειας και ηµερότητος Κύριε, µη
στήσης την αµαρτίαν ταύτην και τουτο ειπών εκοιµήθη»4. Είναι ολοφάνερο ότι στο σηµείο
αυτό δικαιώνεται ο χαρακτηρισµός που του αποδόθηκε, ως «µιµητή του ∆εσπότου»5, καθώς η
φράση, που ξεστόµισε ο µάρτυρας λίγο πριν αποδηµήσει εις Κύριον, θυµίζει τον Ιησού πάνω
στο σταυρό, που παρακαλεί το Θεό Πατέρα Του να συγχωρήσει τους σταυρωτές Του 6.
Φύλαξε ως γνήσιος µαθητής του Χριστού τη διδασκαλία Του ζωντανή µέσα στην καρδιά του.
Αυτή συνιστούσε την προσευχή για όσους µας διώκουν και την ευλογία για όσους µας
αναθεµατίζουν. Και, ενώ οι Ιουδαίοι πρόσφεραν σκληρούς λίθους στο µάρτυρα για την
απολογία του, αυτός προσευχόταν µε θέρµη στον Κύριο για τη σωτηρία τους: «Καλως ουν ο
Στέφανος ως Χριστου µαθητής τυγχάνων τας του Χριστου φθέγγεται φωνάς καλως εφύλαξεν το
κήρυγµα Προσεύχεσθε γάρ υπέρ των διωκόντων υµας (Ματθ. 5,44) ευλογειτε τους
καταρωµένους υµας (Λκ. 6,28). Εκεινοι λίθους έπεµπον σκληρούς, Στέφανος δε ανέπεµπεν
ευχήν ευπρόσδεκτον (ΙΙ Κορ. 8,12) τω Χριστω τω αληθινω θεω και σωτηρι ηµων»7.
Η φιλανθρωπία και η πραότητα χαρακτήριζαν πάντοτε τη στάση και τη συµπεριφορά του
απέναντι στους συνανθρώπους του. ∆ε λογάριαζε τους δικούς του πόνους αλλά νοιαζόταν για
τους εχθρούς του αντιµετώπιζε την ένδεια του πλησίον σαν να ήταν δικιά του, όπως και την
αρρώστια του άλλου τη θεράπευε γιατί θεωρούσε ότι ήταν σαν να είχε προσβάλλει τον ίδιο:
«ηµερότητι εκράτει πάντων ανθρώπων και φιλάνθρωπον ειχεν εξαίρετον, και ουδ’ ούτω τοις

1
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 931.
2
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 501.
3
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον γ΄», PG 63, στ. 933.
4
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία, ό.π., φφ. 191r-191v πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., σ. 37. Ιδές Ιωάννου
Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φφ. 84v-85r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π.,
σ. 264. Ιδές και Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 508.
5
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 931.
6
Λκ. 23,34.
7
Homiliae, ό.π., στιχ. 245-252, σ. 145.

145
αυτου πόνοις, ως τοις αλλοτρίοις ενύττετο, και την του πλησίον ένδειαν ιδίαν ενόµιζε, και το
προσόν πάθος ετέρω αυτω προσόν εθεράπευεν»1.
Στη συνέχεια οι Πράξεις των αποστόλων2 αναφέρουν ότι ο άγιος «εκοιµήθη». ∆εν
χαρακτηρίζεται η παράδοση της ψυχής του αγίου Στεφάνου στο Θεό ως θάνατος, αλλά ως
ύπνος. Χρησιµοποιήθηκε η λέξη «εκοιµήθη» επειδή υπάρχει η αντίληψη ότι οι δίκαιοι
άνθρωποι δεν χάνονται µε το θάνατο αλλά απλά αναπαύονται για να απολαύσουν κατά τη
∆ευτέρα παρουσία του Κυρίου τα αιώνια αγαθά, που ετοίµασε γι’ αυτούς ο Θεός: «Ύπνος γάρ
τοις δικαίοις ο θάνατος, ανάπαυσις τοις σοφοις η νέκρωσις. ∆ια τουτο γάρ ύπνος ο θάνατός
εστιν, ίνα ώσπερ εκ κάρου τινός εν τη αναστάσει διεγερθέντες, των αιωνίων αγαθων
απολαύσωσιν»3.
Οι εγκωµιαστικοί λόγοι, που εκφωνούνται προς τιµήν του αγίου Στεφάνου αλλά και προς
τιµήν όλων των αγίων, δεν έχουν σκοπό να τους κάνουν λαµπρότερους, αφού αυτοί έλαβαν
ήδη τον έπαινο από τον ίδιο το Θεό, αλλά έχουν ως στόχο να κάνουν τους ακροατές
προθυµότερους στη µίµησή τους. ∆εν πρέπει να λησµονηθεί όµως και ότι οι άγιοι τους
ευεργετούν µε τα θαύµατα συχνά στη ζωή τους4. Ο Πρωτοµάρτυρας Στέφανος, δείχνοντας
φλέγοντα πόθο να µιµηθεί και να πεθάνει για το Σωτήρα Χριστό, προτρέπει τους χριστιανούς
κάθε εποχής να ακολουθήσουν το παράδειγµα του. Πλήρης πολλών αρετών, αναδείχθηκε σε
υπόδειγµα χριστιανικής συµπεριφοράς, την οποία καλούνται όλοι οι χριστιανοί µε τη βοήθεια
της χάρης του Θεού να µιµηθούν, προκειµένου να στεφανωθούν και αυτοί το στεφάνι της
νίκης κατά του κακού, όπως ο αρχιδιάκονος: «Τούτου τον πόθον ζηλώσωµεν, και την αρετήν
µιµησώµεθα, ίνα των αποκειµένων στεφάνων απολαύσωµεν, χάριτι του µονογενους Υιου του
Θεου, µεθ’ ου τω Πατρί δόξα συν τω αγίω Πνεύµατι, νυν και αεί, και εις τους αιωνας. Αµήν»5.
Από όσα εκτέθηκαν στις ενότητες τις σχετικές µε τους εγκωµιαστικούς λόγους (γνήσιους
και νόθους), συνάγονται τα εξής συµπεράσµατα:
Η µορφή του Πρωτοµάρτυρα εµφανίζεται χωρίς ουσιαστικές αποκλίσεις, κατά παρόµοιο
τρόπο στις γνήσιες, όπως και στις νόθες οµιλίες. Χρησιµοποιείται ένας χείµαρρος
χαρακτηρισµών για τον άγιο, ο οποίος παρουσιάζει µε συνοπτικό αλλά µεστό τρόπο τα
χαρίσµατα, τις αρετές και τα αγαθά έργα του αρχιδιακόνου Στεφάνου.
Κυριαρχούν και στα δύο είδη οι εικόνες του αθλητή και του οπλίτη, προκειµένου να
αποδοθεί πιο παραστατικά ο αγώνας στον οποίο επιδόθηκε ο µάρτυρας. Ενδεικτικά για το
λόγο αυτό χρησιµοποιούνται για τον άγιο χαρακτηρισµοί, όπως: «ο γενναίος αγωνιστής, ο του
Χριστού στρατιώτης, η κορυφή πάντων των αθλησάντων, ο πρώτος εν αθλοφόροις, ο πρώτος
της µαρτυρικής αγωνίας σταδιοδρόµος, η ακρόπολη των αθλούντων, ο πρώτος ανοίξας το της
ευσεβείας στάδιον και πρώτος καταρξάµενος των αθλητικών γυµνασίων». Στις νόθες οµιλίες
χρησιµοποιείται επιπλέον και η παρόµοια εικόνα του τοξότη Στεφάνου, σαν αγωνιστή, ο
οποίος µε τα τοξεύµατά του, τα λόγια του, εξοργίζει τους Ιουδαίους.
Είναι χαρακτηριστική επίσης η κοινή εικόνα του προβάτου, που χρησιµοποιείται, το οποίο
αρπάζεται και οδηγείται στο συνέδριο, για να ακολουθήσει η σφαγή του για το Σωτήρα
Χριστό.
«Ως µιµητής του ∆εσπότου», «ως µιµητής του λίθου του ακρογωνιαίου», αποκαλείται ο
Πρωτοµάρτυρας και στα δύο είδη των οµιλιών, µια που στόχος της ζωής του ήταν να
αναδειχθεί γνήσιος µαθητής του Χριστού και να κερδίσει µια θέση στην ουράνια βασιλεία
Του. Μιµήθηκε τον Κύριο τόσο µε τα λόγια όσο και µε τις πράξεις του. Κυρίως η
συγχωρητική ευχή του µάρτυρα Στεφάνου, προς τους Ιουδαίους που τον λιθοβολούσαν,

1
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον β΄», PG 63, στ. 934.
2
Πρ. 7,60.
3
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον», PG 59, στ. 508. Ιδές και Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία
εγκωµιαστική, ό.π., φ. 85r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 264
4
Ιωάννου Χρυσοστόµου, Οµιλία εγκωµιαστική, ό.π., φφ. 85r-85v, 88r πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου,
Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 264
5
Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις τον άγιον Στέφανον α΄», PG 63, στ. 932.

146
αποδεικνύει ξεκάθαρα το µέγεθος της αγαθότητας και της φιλανθρωπίας που χαρακτήριζε τη
ψυχή του αγίου, όπως τον Κύριο πάνω στο Σταυρό.
Και στα δύο είδη ακολουθείται η σειρά της αφήγησης των Πράξεων.
Στις νόθες οµιλίες παραθέτονται, ως γνωστόν, κάποιες λεπτοµέρειες, που απουσιάζουν
από τις γνήσιες αλλά και από την αφήγηση των Πράξεων και συµπληρώνουν είτε τα κενά της
ιστορίας του Πρωτοµάρτυρα, είτε τίθενται για εµπλουτισµό της αφήγησης. Για παράδειγµα,
οι συµβουλές των αρχιερέων προς τους ψευδοµάρτυρες για το τι ακριβώς έπρεπε να
καταθέσουν στο συνέδριο καθώς και τα λόγια µε τα οποία απευθύνθηκε ο αρχιερέας στον
άγιο, για να τον παρακινήσει να ξεκινήσει την απολογία του.
Κάτι παρόµοιο σηµειώνεται και στις γνήσιες οµιλίες, στο σηµείο που αφορά την παρουσία
του Κυρίου Ιησού, προκειµένου να εµψυχώσει τον άγιο στον αγώνα, που δίνει για την πίστη
του και να τον βραβεύσει για την νίκη του εναντίον του κακού.

147
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Κύριος στόχος της παρούσας µελέτης ήταν να παρουσιάσει το πώς εµφανίζεται η µορφή
του αρχιδιακόνου Στεφάνου µέσα από τα κείµενα των Πατέρων της Εκκλησίας και πώς έχει
καθιερωθεί στη συνείδηση των πιστών ανά τους αιώνες µέχρι τις ηµέρες µας. Η επίτευξη του
στόχου αυτού περιλάµβανε βέβαια, εκτός από τη µελέτη των κειµένων της εκκλησιαστικής
γραµµατολογίας, και την εξέταση όλων των ιστορικών πηγών που έχουµε στη διάθεσή µας
για τον Πρωτοµάρτυρα, οι οποίες µας ενηµερώνουν για την παρουσία του στην Ιερουσαλήµ
καθώς και τις µαρτυρίες για τα λείψανα και τη διάδοση της λατρείας του.
Πληροφορίες για τον Πρωτοµάρτυρα Στέφανο αντλούµε από την Παράδοση και
συγκεκριµένα από τους εγκωµιαστικούς λόγους των Πατέρων και τα κείµενα της ποιητικής
υµνολογίας της Εκκλησίας µας, καθώς και από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων του
ευαγγελιστή Λουκά.
Ο Λουκάς στις Πράξεις γράφει «παραδειγµατική» και όχι αυστηρά «ιστορική» διήγηση.
Κάθε µοναδικό γεγονός του παρελθόντος µετατρέπεται σε «παράδειγµα» κάθε εποχής και
γεγονός όλων των περιόδων του χρόνου: παρελθόντος, παρόντος, µέλλοντος. Όπως ο
Γιαχβιστής και ο ∆ευτερονοµιστής στην Π.∆. έτσι και οι ευαγγελιστές και ο συγγραφέας του
βιβλίου των Πράξεων ακολουθούν την «παραδειγµατική» περιγραφή, η οποία σε γενικές
γραµµές επιδιώκει µέσα από κάποιο µεταγενέστερο θεολογικό πρίσµα να περιγράψει κάποια
περίοδο της ιεράς ιστορίας. Γι’ αυτό και στη λατρεία τόσο του Χριστιανισµού, όσο και του
Ιουδαϊσµού, η «παραδειγµατική» µορφή έκφρασης και διατύπωσης παίρνει τη θέση της
αυστηρά «ιστορικής». Ο συγγραφέας των Πράξεων, µάλιστα κυρίως αυτός, δεν αναζητεί την
ιστορική αλληλουχία των γεγονότων. Μέσα από την ιστορία αναζητεί το αιώνιο, το α-
ιστορικό στο χρόνο επιζητεί το παντοτινό στην καθηµερινή πραγµατικότητα επικαλείται το
ζωοποιό Πνεύµα. Ο τρόπος έκθεσης των πράξεων των αποστόλων αναδεικνύει το Λουκά όχι
απλώς ιστορικό συγγραφέα που αφηγείται τη ζωή και τη δραστηριότητα της πρώτης
Εκκλησίας αλλά κυρίως θεολόγο που βλέπει αυτή τη ζωή και δραστηριότητα να
καθοδηγούνται από το Άγιο Πνεύµα.
Ο συγγραφέας µε το έργο αυτό επιδιώκει να δείξει ότι το φως του ευαγγελίου µε τις
πράξεις των αποστόλων µεταλαµπαδεύεται από πόλη σε πόλη και συνεπώς από τη Μητέρα
Εκκλησία της Ιερουσαλήµ διαχέεται στον εθνικό κόσµο και διατρέχει όλη την αυτοκρατορία
για να φθάσει στην καρδιά της, τη Ρώµη.
Σύµφωνα µε το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, η κοινωνική οργάνωση της
Εκκλησίας εµφανίζεται ήδη από τις πρώτες µέρες µετά την Πεντηκοστή, µε την καθιέρωση
του θεσµού της κοινοκτηµοσύνης, ο οποίος διατηρήθηκε µέχρι την πρώτη καταστροφή της
(70 µ.Χ.) από τον αυτοκράτορα Τίτο. Με το θεσµό αυτό δεν εξυπηρετούνταν µόνο οι ανάγκες
των οικονοµικά ασθενέστερων µελών της Εκκλησίας αλλά εκφραζόταν συγχρόνως στην
καθηµερινή ζωή της η εν Χριστώ ισότητα και ενότητα των πιστών.
Με τη µέριµνα αυτών που βρίσκονταν σε κατάσταση ανάγκης ήταν συνυφασµένος επίσης
και ο θεσµός των κοινών δείπνων που ονοµάζονταν «Αγάπες». Τα δείπνα αυτά αποτελούσαν
εξέλιξη του θεσµού της κοινοκτηµοσύνης, εφόσον οι πάντες, κυρίως οι εύποροι, πρόσφεραν
τα δικά τους εδέσµατα, ο καθένας για κοινή σίτιση, και έτσι υπογραµµιζόταν η ισότητα και η
ενότητα µεταξύ όλων των µελών της κοινότητας, πολύ περισσότερο µάλλον εφόσον το
δείπνο ήταν συνυφασµένο µε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Εποµένως το κεντρικό
αυτό γεγονός της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας ήταν στενά συνδεδεµένο µε την
κοινωνική µέριµνα, τη φροντίδα των φτωχών και των χηρών.
Ο απόστολος Παύλος στην επιστολή του Α΄ Κορ. 16,1 κάνει αναφορά στη λογεία δηλαδή
τη συλλογή εράνων που γινόταν µεταξύ των χριστιανών για την κάλυψη των οικονοµικών
αναγκών άλλων αδελφών της νεοπαγούς Εκκλησίας των Ιεροσολύµων. Το πρόγραµµα της
λογείας, το τόσο εκτεταµένο, όπως τουλάχιστο διαφαίνεται στις γνήσιες επιστολές του
αποστόλου Παύλου, πρόγραµµα οικονοµικής στήριξης των πτωχών της ιεροσολυµιτικής
κοινότητας, που στη συνείδηση της πρώτης Εκκλησίας θεωρήθηκε ότι είχε οικουµενικό,

148
εκκλησιολογικό, εσχατολογικό και κοινωνικό χαρακτήρα, αποσιωπάται σχεδόν εντελώς από
το συγγραφέα των Πράξεων. Η αποσιώπηση αυτή οφείλεται σε θεολογικά κίνητρα και
σκοπούς του ευαγγελιστή Λουκά και κατανοείται µε βάση τη διαφορετική κατανόηση της
ιστορίας και την εντελώς αντίθετη προς τον ιστορισµό αντίληψη του χρόνου. Ο τελικός
σκοπός της λογείας, σύµφωνα µε τον Παύλο, ήταν το κοινωνικό ιδεώδες της ισοκατανοµής
και της κοινωνίας των υλικών αγαθών. Ο απόστολος κατανοούσε δηλαδή τη λογεία ως την
κοινωνική ανταπόκριση της Εκκλησίας, ως σώµατος του Χριστού, στο θέληµα του Θεού.
Την επίβλεψη του κοινού ταµείου, όπως και των κοινών τραπεζών, είχαν οι απόστολοι,
συγχρόνως µε τη διδασκαλία και τη λατρευτική αγωγή της κοινότητας. Επειδή όµως
θεώρησαν αναγκαιότερο να ασχοληθούν οι ίδιοι απερίσπαστα µε το κήρυγµα του λόγου του
Θεού, προτίµησαν να αναθέσουν τη φροντίδα των δείπνων αυτών σε επτά άνδρες (Πρ. 6),
µετά τη διαµάχη που ξέσπασε ανάµεσα στους Ελληνιστές και τους Εβραίους «ότι
παρεθεωρουντο εν τη διακονία τη καθηµερινη αι χηραι αυτων», δηλαδή των Ελληνιστών. Για
το λόγο αυτό εκλέχτηκαν οι επτά πρώτοι ∆ιάκονοι και οι οποίοι ονοµάστηκαν έτσι, επειδή
ήταν επιφορτισµένοι µε τη διακονία αυτών των τραπεζών. Ο Στέφανος ήταν µάλιστα ο
πρώτος που εκλέχτηκε σ’ αυτή τη θέση, όπως προκύπτει και από τη σειρά που παραθέτουν τα
ονόµατα τους οι Πράξεις (6,5). Τέθηκε όµως το ερώτηµα εάν µε την εκλογή και τη
χειροτονία των επτά Ελληνιστών ∆ιακόνων, που περιγράφουν οι Πράξεις τέθηκαν οι βάσεις
του ιερατικού βαθµού των ∆ιακόνων Η απάντηση που δόθηκε είναι ότι οι επτά
χειροτονήθηκαν ∆ιάκονοι προκειµένου να εξυπηρετούν τις ανάγκες που υπήρχαν στις
τράπεζες χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι κατείχαν κάποιον ιερατικό βαθµό. Συνδέονταν µόνο
έµµεσα µε το µυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ενώ το κύριο έργο τους συνίστατο στη
θεραπεία των αναγκών της αυξανόµενης σε πληθυσµό κοινότητας και στην αρτιότερη
οργάνωση της ζωής της. Εποµένως η εκλογή των επτά ∆ιακόνων για τη φροντίδα των κοινών
συσσιτίων πρέπει να θεωρηθεί ως έργο τελείως παροδικό και πρόσκαιρο προς ενίσχυση του
έργου των αποστόλων και όχι ως κάποιο µόνιµο και ειδικό εκκλησιαστικό αξίωµα. Εφόσον
το λειτούργηµά τους εξαρτιόταν από τους αποστόλους, από τους οποίους και
χειροτονήθηκαν, οι ∆ιάκονοι ήταν στην πραγµατικότητα εκπρόσωποί τους σε συγκεκριµένο
τοµέα της εκκλησιαστικής ζωής. Παρ’ όλα αυτά µπορεί κάποιος να δεχθεί ότι στους επτά
έχουµε την αρχή ή τουλάχιστον τη βάση του υπουργήµατος των ∆ιακόνων. Ως παράδειγµα
αναφέρουµε το Φίλιππο, ο οποίος είχε το δικαίωµα να εκχριστιανίσει τους Σαµαρείτες, αλλά
δεν επιτρεπόταν να επιθέσει τα χέρια του επάνω τους. Τέθηκε όµως και το εξής ερώτηµα:
γιατί χρειαζόταν η χειροθεσία των ∆ιακόνων µε προσευχή εφόσον επρόκειτο για φορείς
κοινωνικού έργου Η απάντηση είναι ότι στην Εκκλησία κάθε εξουσία και λειτουργία πηγάζει
από το Χριστό και όχι από τα µέλη της. Ο Χριστός διοικεί και ποιµαίνει την Εκκλησία Του
ως «αρχιποιµήν» µε τους αποστόλους και τους διαδόχους τους και αυτοί µε τη σειρά τους τη
διοικούν «θείω δικαίω» ως εκπρόσωποι του Χριστού και του Θεού. Κάθε αξίωµα λοιπόν και
λειτούργηµα στην Εκκλησία, καθώς πηγάζει από το Θεό, ασκείται εν ονόµατι Αυτού και του
Χριστού. Γι’ αυτό σε κάθε περίπτωση αυτός που εγκαθιστά στο αξίωµα και στο λειτούργηµα
είναι ο Θεός ή ο Χριστός, τη δύναµη και τη χάρη του Οποίου επικαλούνται οι λειτουργοί του
µε την προσευχή.
∆ιαπιστώσαµε επίσης ότι ο θεσµός των ∆ιακόνων είχε χαρακτήρα κοινωνικό και
συνδεόταν µε τα κοινά γεύµατα της κοινότητας. Όπως πληροφορούµαστε από τον απόστολο
Παύλο (Α΄ Κορ. 11,17-34), οι συνεστιάσεις αυτές γίνονταν µετά την τέλεση της Θείας
Ευχαριστίας, ως έκφραση της ενότητας που βίωναν οι πιστοί στην καθηµερινή τους ζωή
µέσω του µυστηρίου µε τόσο µε το Χριστό όσο και µεταξύ τους.
Στην πρώτη χριστιανική κοινότητα δεν υπήρχε διάκριση ανάµεσα στη λατρευτική και στην
κοινωνική διακονία, όπως προκύπτει µε σαφήνεια από την περίπτωση των ∆ιακόνων. Όµως,
όπως επίσης καταγγέλλει ο Παύλος (Φιλιπ. 1,1, Α΄ Τιµ. 3,8-13), σύντοµα άρχισαν να
εκδηλώνονται στις συνεστιάσεις σοβαρές ατασθαλίες, οι οποίες και συνετέλεσαν στην
εσπευσµένη κατάργησή τους. Τότε πιθανώς, οι ∆ιάκονοι των τραπεζών αυτών µετακινήθηκαν

149
στη διακονία της τράπεζας του Χριστού, της Θείας Ευχαριστίας, µε την οποία και παρέµειναν
έκτοτε συνδεδεµένοι.
Κατά την αποστολική εποχή εκτός από την τάξη των ∆ιακόνων ανδρών, παρουσιάσθηκε
και γυναικεία διακονική τάξη. Πρώτη µαρτυρία γι’ αυτήν, µας παρέχει το χωρίο της προς
Ρωµαίους επιστολής (16,1-2). Όσον αφορά τη θέση των διακονισσών στον κλήρο πρέπει να
τονισθεί ότι, οι διακόνισσες ουδέποτε είχαν ιερατικά καθήκοντα και από την αποστολική
εποχή επικρατεί µέχρι σήµερα στην Εκκλησία µόνιµη και σταθερή παράδοση.
Πληροφορίες για τη ζωή του αρχιδιακόνου Στεφάνου αντλούµε κυρίως από το βιβλίο των
Πράξεων των Αποστόλων. Υπάρχουν επίσης µαρτυρίες, από ανέκδοτους κώδικες, για την
καταγωγή, την ανατροφή και τη ζωή του αγίου, µέχρι τη στιγµή της εκλογής του στο
εκκλησιαστικό αξίωµα του ∆ιακόνου αλλά πρέπει αυτές να τις αντιµετωπίζουµε µε
επιφυλακτικότητα γιατί είναι µεµονωµένες και δεν βρέθηκαν µέχρι στιγµής άλλες έγκυρες
πηγές που να τις επιβεβαιώνουν. Έχουν διατυπωθεί επίσης, από διάφορους ερευνητές,
απόψεις για την καταγωγή του και για το συγγενικό του περιβάλλον που φθάνουν µέχρι την
υπερβολή. Υπενθυµίζουµε την άποψη που θέλει το Στέφανο να είναι ανεψιός του Παύλου.
Εποµένως τίποτα σχετικό µε την καταγωγή του, την ανατροφή του και τη ζωή του αγίου
µέχρι τη στιγµή της εκλογής του στο εκκλησιαστικό αξίωµα του ∆ιακόνου δεν µπορεί να
υποστηριχθεί µε σιγουριά και σε κάθε συναγωγή συµπεράσµατος υπάρχει το δεδοµένο της
επιφύλαξης.
Ο άγιος Στέφανος ήταν Ελληνιστής Ιουδαίος µε αλεξανδρινή εκπαίδευση στον τρόπο
ερµηνείας της Γραφής. Φέρει τον τίτλο «αρχιδιάκονος», κυρίως για τα µεγάλα και έξοχα
πνευµατικά χαρίσµατά του, ενώ ο τίτλος «πρωτοµάρτυρας» του αποδόθηκε επειδή είναι ο
πρώτος χριστιανός που πρόσφερε το αίµα του για το Χριστό µετά από την Ανάστασή Του και
το µαρτύριο του αποτέλεσε πρότυπο για τα επόµενα άλλων χριστιανών. Αγίασε µε το αίµα
του τη γη, πρώτος απ’ όλους στον ευσεβή αγώνα που έδωσε για την πίστη του αναδείχθηκε
σε πρότυπο µίµησης ακόµη και για τους αποστόλους µε τα κατορθώµατά του. Όσο πολύτιµη
είναι η κόρη για τον οφθαλµό, τόσο απαραίτητος είναι και ο πολλά υποµείνας αρχιδιάκονος,
ως πρότυπο µίµησης για τους απανταχού µάρτυρες. Έχοντάς τον σαν οδηγό στην οδό του
µαρτυρίου που βαδίζουν, δεν λυγίζουν από τα βάσανα αφού ο άγιος έκανε και τα παθήµατα
να µοιάζουν παιχνίδι µπροστά στην δόξα του Θεού, που αξιώθηκε να δει και να κερδίσει.
Νέος στην ηλικία, ακτινοβολούσε γενικά µε το χαρακτήρα, την ωραιότητα του σώµατος
και της ψυχής του. ∆ιακρινόταν σαν άνθρωπος, όπως και ο ∆ιδάσκαλός του, για τον ήπιο
χαρακτήρα του και την ταπείνωση, η οποία προέρχεται από την αγάπη του Θεού και ήταν ο
πιο εκλεκτός από τους ∆ιακόνους που ορίσθηκαν, προκειµένου να προστατεύσουν τις χήρες
των Ελληνιστών, στις καθηµερινές διανοµές των τροφών, από τις τυχόν αδικίες που
συνέβαιναν. Εκλέχτηκε από τους αποστόλους στο εκκλησιαστικό αυτό αξίωµα, γιατί σαν
άνθρωπος ήταν γνωστός για τη σταθερότητα της πίστης του και προικισµένος από το Άγιο
Πνεύµα µε πνευµατική σοφία.
Όντας κάτοχος των χαρισµάτων, της χάρης και της δύναµης, ο αρχιδιάκονος αποτελούσε
το τέλειο παράδειγµα βίωσης της χριστιανικής πίστης αφού µπορούσε κάλλιστα να επιδίδεται
στη διακονία που του ανατέθηκε, να κηρύττει και να επιτελεί θαύµατα ανάµεσα στο λαό.
Εποµένως δεν υστερούσε σε τίποτα από τους αποστόλους, ανεξάρτητα από το αν είχε
χειροτονηθεί να υπηρετήσει στον κοινωνικό τοµέα της φιλανθρωπίας. Ο άγιος Ιωάννης ο
∆αµασκηνός τον αποκαλεί µάλιστα «απόστολο Χριστού» ενώ ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης
σηµειώνει: «και µηδείς τω της διακονίας ονόµατι, δευτερεύειν αυτόν παρά την αποστολικήν
αξίαν υπονοείτω».
Υπήρξε καταπληκτικός διδάσκαλος και ρήτορας, του οποίου η διδασκαλία έγινε γνωστή
σε όλη την οικουµένη. Η Ιερουσαλήµ έγινε ο αγρός της διδασκαλίας του και το θέατρο της
ρητορείας του, όπως χαρακτηριστικά σηµειώνει ο Ησύχιος Ιεροσολύµων στο εγκώµιο που
συνέταξε για τον Πρωτοµάρτυρα. Γνώριζε άριστα τις εντολές του νόµου, τους προφήτες και
το ευαγγέλιο. Αξιώθηκε µε τη θεωρία όσων συνέβαιναν στον ουρανό κατά την ώρα του
µαρτυρίου του ενώ του είχε δοθεί από το Θεό και το χάρισµα της εξήγησης των ουρανίων

150
µυστηρίων. Φαίνεται δίκαιο λοιπόν το ότι του αποδόθηκαν οι χαρακτηρισµοί της:
«διδασκάλων απαρχής», του «παιδαγωγού της χάριτος», του «ηγεµόνα της γνώσεως». Τον
αποκάλεσαν επίσης «θεολόγο» και εννοούσαν αυτόν που γνωρίζει το Θεό και µιλάει γι’
Αυτόν.
Χαρακτηρίστηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως «αγωνιστής της ευσεβείας» και ως
«στήλη της ευσεβείας», γιατί όσο καιρό βρισκόταν στη γη ο Πρωτοµάρτυρας, ανέβλυζε σαν
πηγή την ευσέβεια και ενδυνάµωνε τις ελπίδες των χριστιανών στον αγώνα τους µε το κακό.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας συχνά τον παραλληλίζουν µε τον ήλιο, ο οποίος ανατέλλει από
µια γωνιά του ουρανού και φωτίζει όλο τον κόσµο. Παρουσιάζεται σαν ένας άλλος ήλιος, ο
οποίος όµως καταυγάζει νοητά, όσους προστρέχουν σ’ αυτόν µε δυνατή πίστη.
Ο αρχιδιάκονος υπήρξε ένας χριστιανός, που βίωσε τη χριστιανική πίστη κι απέδειξε
πρώτος, ακολουθώντας το δρόµο του µαρτυρίου, την αγάπη του για τον Αναστηµένο Κύριο.
Προχωρούσε στη ζωή του, στηριγµένος πάντοτε στις αρχές και τη διδασκαλία που άφησε ο
Χριστός στους µαθητές Του και δεν παρέκκλινε καθόλου από αυτές. Οι Πατέρες της
Εκκλησίας χρησιµοποιούν συχνά την εικόνα του Χριστού βασιλιά και του στρατιώτη
Στεφάνου, προκειµένου να αποδώσουν παραστατικά την απόλυτη εµπιστοσύνη και υπακοή
που είχε ο ∆ιάκονος στον Κύριο. Τον αποκάλεσαν µάλιστα «του Χριστου αρνίον πειθήνιον»
για τις αρετές του αυτές.
Ο µάρτυρας εµφανίζεται επίσης επανειληµµένα στην εκκλησιαστική γραµµατολογία ως
αθλητής και το µαρτύριό του ως άθληση. Αποτελεί υπόδειγµα ευσέβειας και έναν από τους
πρώτους καρπούς του κηρύγµατος του ευαγγελίου µε ποικίλες αρετές άριστα συνδυασµένες
µεταξύ τους. Είναι ο «καλός σταδιάρχης», αυτός που έλαµψε µέσα από τους πόνους, ο
«στεφανίτης των µαρτύρων ο πρώταθλος». Στην ποιητική υµνολογία χρησιµοποιείται ακόµη
και η εικόνα του σπόρου, που σπέρνεται από τον ουράνιο γεωργό πάνω στη γη και ο σπόρος
αυτός δεν είναι άλλος από τον Πρωτοµάρτυρα Στέφανο καθώς και η εικόνα της νοητής
αµπέλου, της οποίας ο αρχιδιάκονος αποτελεί καρπό. Η σταθερότητα της πίστης του, προς
τον Κύριο (=νοητή άµπελος) και τη διδασκαλία Του, αποδίδεται µε τον παραλληλισµό του µε
ώριµο σταφύλι.
Ο διακαής πόθος της ψυχής του, να γίνει µέτοχος της βασιλείας του Θεού ήταν ο λόγος για
τον οποίο προσπάθησε να µιµηθεί τον Κύριο σε όλα τα σηµεία της ζωής και της
συµπεριφοράς Του. Προσέγγισε όσο περισσότερο µπορούσε το φρόνηµα του Χριστού, το
λόγο Του µε την παρρησία, τη χρηστότητα του Κυρίου µε την υποδειγµατική χρηστή
συµπεριφορά του, την αιώνια ζωή της βασιλείας Του µε τον εκούσιο θάνατο, έτσι ώστε
πεθαίνοντας να ζήσει για πάντα κοντά Του.
Η αληθινή πηγή της σκέψης του Στεφάνου ήταν η διδασκαλία του Ιησού. Ο Στέφανος
στέκεται στην ίδια γραµµή σκέψης µε τους προφήτες και σίγουρα επηρεάστηκε από το
µήνυµά τους. Χωρίς αµφιβολία όµως, είναι πιο επαναστατικός από τους προφήτες στην
καταδίκη του για το ναό και τη λατρεία του. Προχωρά πιο µπροστά στο θέµα αυτό από τους
προφήτες και µπορούµε να επισηµάνουµε στη σκέψη του αρκετές θρησκευτικές επιδράσεις
από την ελληνικά οµιλούσα ∆ιασπορά. Ο ίδιος εισηγούνταν και εκπροσωπούσε έναν
Ιουδαϊσµό που δεν ήταν εξαρτηµένος από ναούς ή θυσίες ή αγίους τόπους. Μιλούσε στο
όνοµα, όχι µόνο της παράδοσης, αλλά του πνεύµατος και µιας πνευµατικής αντίληψης για το
Θεό και µιας λατρείας που ταίριαζε σ’ Αυτόν. Εισηγούνταν επίσης έναν Ιουδαϊσµό που δεν
θα περιοριζόταν στα στενά όρια της Ιερουσαλήµ αλλά θα εκτεινόταν σε µεγαλύτερη κλίµακα
και θα περιλάµβανε και τους Εθνικούς. Έτσι ο διωγµός που ακολούθησε το θάνατο του
αρχιδιακόνου είχε σαν αποτέλεσµα η οµάδα των Ελληνιστών να εγκαταλείψει τα Ιεροσόλυµα
ενώ το Παλαιστινο-ιουδαιοχριστιανικό τµήµα της αρχικής κοινότητας, υπό την ηγεσία των
δώδεκα, µπορούσε αντίθετα να παραµείνει στην πόλη. Ο διασκορπισµός τους βοήθησε στη
διάδοση του χριστιανικού µηνύµατος στη Σαµάρεια αρχικά και έπειτα στη Συρία µέχρι την
Αντιόχεια.
Ο Στέφανος θεωρήθηκε εκπρόσωπος των Ελληνιστών, τις αντιλήψεις των οποίων και
εξέφραζε. Όσον αφορά τη σηµασία του όρου «Ελληνιστές» η επικρατούσα άποψη είναι ότι οι

151
Ελληνιστές των Πράξεων 6,1 ήταν Ιουδαίοι χριστιανοί, που µιλούσαν την ελληνική γλώσσα
και αποδέχονταν πιθανόν την ελληνική παιδεία. Ξεχώριζαν από τους «Εβραίους», οι οποίοι
ήταν Ιουδαίοι που µιλούσαν την αραµαϊκή γλώσσα και πίστευαν µόνο στην ιουδαϊκή
µόρφωση. Είναι πιθανόν ότι οι Ελληνιστές τελούσαν τη λατρεία τους στα ελληνικά στις δικές
τους συναγωγές. Είχαν υιοθετήσει µια λιγότερο αλύγιστη θέση σε σχέση µε τους Εβραίους
απέναντι στο νόµο ενώ συγχρόνως δεν ακολουθούσαν µε ακρίβεια στη ζωή τους τους
ιουδαϊκούς εκκλησιαστικούς τύπους.
Από όσα ειπώθηκαν στο αντίστοιχο κεφάλαιο συµπεραίνεται ότι οι Ελληνιστές ήταν µια
πρώιµη χριστιανική οµάδα µε κατά κάποιο τρόπο παγιωµένες θεολογικές αντιλήψεις και
ονοµάστηκε έτσι γιατί τα µέλη της ήταν χριστιανοί που δεν ζούσαν σύµφωνα µε το νόµο.
Υποστηρίχθηκε από κάποιους η άποψη ότι ίσως θα µπορούσε να βρεθεί κάποια σχέση
ανάµεσα στους Ελληνιστές της ιεροσολυµιτικής κοινότητας και στην αίρεση του Κουµράν. Η
απάντηση στον ισχυρισµό αυτό είναι ότι, παρ’ όλες τις οµοιότητες που µπορούν να
διακριθούν ανάµεσά τους, το συνολικό πνεύµα που διατρέχει τις δύο διδασκαλίες είναι
διαφορετικό.
Σύµφωνα µε τους Πατέρες της Εκκλησίας µας ο διάβολος είναι εκείνος, ο οποίος
παίρνοντας τη µορφή των Ιουδαίων, γίνεται κατήγορος, κριτής και δήµιος του ∆ιακόνου. Ο
αρχιδιάκονος περιβαλλόµενος από τη χάρη του Θεού, την οποία έφερε σαν ιµάτιο επάνω του,
απογύµνωσε στο τέλος κάθε κακία του διαβόλου. Κανένα από τα χτυπήµατα που δέχτηκε από
τον «αρχέκακο» δεν έκαναν τον άγιο να λυγίσει, το αντίθετο µάλιστα. Ενδυνάµωναν και
σταθεροποιούσαν την πίστη του. Έλεγχε τους Φαρισαίους για τις πράξεις τους, µε προφητικά
µηνύµατα µιλούσε για τα παθήµατα του Χριστού, χαλιναγωγούσε τις γλωσσικές ικανότητες
των ρητόρων.
Ο αρχιδιάκονος, όντας επίγειος άγγελος, είδε και µυήθηκε στην απρόσιτη δόξα και στα
άρρητα µυστήρια της Θεότητας. Γι’ αυτό και διακήρυττε µε παρρησία την παντοδυναµία του
Σωτήρα Ιησού. Οι Ιουδαίοι όµως, δεν δίστασαν να τον σύρουν στο συνέδριο για να
απολογηθεί για τη διδασκαλία του. Πλήρωσαν µάλιστα και ψευδοµάρτυρες για να
καταθέσουν εναντίον του, ακολουθώντας έτσι την ίδια τακτική, όπως έκαναν και στην
περίπτωση του Ιησού. Όπως συκοφαντήθηκε για το Ναό ο Κύριος, «λύσατε γαρ φησίν τον
ναόν τουτον και εν τρισίν ηµέρας οικοδοµήσω αυτόν» κατηγορείται και ο µάρτυρας γι’ αυτόν:
«ο άνθρωπος ουτος ου παύεται λαλων ρήµατα κατά του τόπου του αγίου τούτου και του
νόµου». Τον κατηγόρησαν επίσης ότι µε τα λόγια που ξεστόµιζε βλασφηµούσε εναντίον του
Θεού και του Μωυσή.
Η απολογία του αποτελεί µια συνοπτική θεώρηση της ιστορίας του Ισραήλ, µε στόχο να
φανεί η συνεχής ανυπακοή των Ιουδαίων στο θέληµα του Θεού, το οποίο είχε ως αποτέλεσµα
τον αποκλεισµό τους από τη σωτηριολογική ιστορία και τη µετάθεση του σωτηριολογικού
µηνύµατος στα έθνη.
Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς χρησιµοποιούν µάλιστα την εικόνα του αµνού για τον άγιο
Στέφανο, ο οποίος δεν κατασπαράζεται από τα θηρία αλλά αγωνίζεται στο «συνέδριον των
Χριστοφόνων» εναντίον των λύκων, έχοντας πάντα την καθοδήγηση του Χριστού ποιµένα.
Η σύλληψη του Στεφάνου και το µαρτύριό του οφείλονται στη ριζοσπαστικότητα των
απόψεών του που αφορούσαν στη στάση του Ισραήλ στο σωτηριολογικό σχέδιο του Θεού και
τη σχέση τους µαζί Του, τη θέση τους απέναντι στο ναό και τη χριστιανική άποψη για τη
θρησκευτική θέση του ναού, την κριτική που άσκησε για τη στάση τους απέναντι στους
προφήτες και τον Ιησού. ∆ύο υπέροχες παροµοιώσεις χρησιµοποιούνται επίσης για το
µάρτυρα στον αγώνα που κάνει εναντίον των Ιουδαίων υπερασπιζόµενος τον Ιησού το
Ναζωραίο. Ο πρεσβύτερος των Ιεροσολύµων Ησύχιος τον παρουσιάζει χαρακτηριστικά σαν
αµνό, που µάχεται τους λύκους για χάρη του ποιµένα και σαν περιστερά, που υποτάσσει στον
αετό τους δράκοντες. Υπάρχει όµως και η εικόνα του τοξότη Στεφάνου που ρίχνει τα
τοξεύµατά του, τα λόγια του και εξοργίζει τον εχθρό, τους Ιουδαίους και η οποία εµφανίζεται
µόνο στις νόθες οµιλίες.

152
Η απολογία του προς το συνέδριο τον ανέδειξε σε ισχυρό αντίπαλο των Ιουδαίων, ο
οποίος τους ντρόπιασε, αποδεικνύοντας µε τα εκπληρωµένα κηρύγµατα των προφητών την
πλάνη τους, ότι ο Μεσσίας, που περίµεναν, ήρθε και ήταν µάλιστα, ο Ιησούς που θανάτωσαν.
Το πρόσωπο του µάρτυρα Στεφάνου καθ’ όλη τη διάρκεια της απολογίας του
ακτινοβολούσε σαν πρόσωπο αγγέλου, που κοινωνούσε θεία νάµατα γι’ αυτό και οι
εκκλησιαστικοί συγγραφείς τον αποκαλούν «επίγειο άγγελο» και «επουράνιο άνθρωπο». Με
τη χάρη του αγίου Πνεύµατος λάµπρυνε η διάνοια του µάρτυρα και φάνηκε η λάµψη αυτή
στην µορφή του, φανερώνοντας την αίγλη της ψυχής του σ’ αυτούς που τον
παρακολουθούσαν. Ο αρχιδιάκονος, αναφέρουν χαρακτηριστικά οι Πατέρες της Εκκλησίας,
δεν σταµατούσε την απολογία του προς το συνέδριο εξ αιτίας του φόβου, που τον είχε τυχόν
καταλάβει, ούτε ήταν αιχµάλωτος του κινδύνου, που παραφυλούσε, ούτε είχε στραµµένα τα
µάτια του προς το θάνατο, που καραδοκούσε να τον αιχµαλωτίσει, αλλά έχοντας την ψυχή
του σε ύψος και βλέποντας ολόγυρα, όσους βρίσκονταν στα πόδια του, σαν παιδιά µαταίως
ανόητα, παιδαγωγούσε τους Ιουδαίους µε το λόγο.
Το µεγαλείο του Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου αναδεικνύεται άριστα από τη στάση που
κράτησε απέναντι στους Ιουδαίους καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης και του µαρτυρίου του.
Αντιµετώπισε, κάθε είδους κακία, που εξέφρασαν οι Ιουδαίοι εναντίον του, µε την ποικιλία
των αρετών που διέθετε, εκδηλώνοντας κάθε φορά την κατάλληλη για την απόκρουσή τους.
Αντέταξε στο θυµό τους τη µακροθυµία., στις απειλές την υπεροψία, στο φόβο του θανάτου
την καταφρόνηση της ζωής, στο µίσος την αγάπη, στη δυσµένεια την ευµένεια, στη
συκοφαντία την φανέρωση της αλήθειας.
Ο Αστέριος Αµασείας αναφέρει ότι οι Ιουδαίοι, µην αντέχοντας να ακούν τα λόγια που
ξεστόµιζε ο µάρτυρας, έκλεισαν τα αυτιά τους και αποφάσισαν αµέσως την εκτέλεσή του µε
την κατηγορία του βλάσφηµου. Έβγαλαν µάλιστα έξω από την πόλη των Ιεροσολύµων για να
εκτελέσουν, το «Χριστοφόρο» αυτόν άνθρωπο, όπως τον αποκαλεί ο Αστέριος Αµασείας, που
στην υποµονή έµοιαζε τον Κύριο, όπως Εκείνος κουβαλούσε το Σταυρό πηγαίνοντας στο
Γολγοθά. Γι’ αυτό και τον αποκάλεσαν το «στέφος της καρτερίας».
Με µανία και όντες σκληρότεροι στην καρδιά, σε σχέση µε τους λίθους που κρατούσαν
στα χέρια τους οι Ιουδαίοι, τραυµάτιζαν το µάρτυρα, ο οποίος παρακαλούσε το Θεό να τους
συγχωρήσει για την αµαρτία τους αυτή. Και, όπως φόνευσαν Εκείνον, έτσι και το δούλο Του,
µόνο που τώρα αντικατέστησαν το Σταυρό µε τους λίθους. Όπως σταύρωσαν το Χριστό έξω
από την πόλη, έτσι και το Στέφανο, έξω από την πόλη τον λιθοβόλησαν. Την τακτική, που
ακολούθησαν στον Κύριο, εφάρµοσαν και στο µαθητή.
Στους ανατολικούς πρόποδες του λόφου Μορία, πάνω από τη δυτική όχθη του χειµάρρου
των Κέδρων και απέναντι από το Ναό της Γεσθηµανής, βρισκόταν ο τόπος όπου
λιθοβόλησαν τον άγιο. Ο θάνατός του, γύρω στο 30/31 µ.Χ., ήταν αποτέλεσµα µιας βίαιης
αντίδρασης του πλήθους, παρά συνέπεια νόµιµης δικαστικής καταδίκης.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας επιµένουν στην προοπτική της θυσίας του θανάτου του
µάρτυρα λέγοντας: «…και της πόλεως έξω λαβόντες έθυον», «…αλλά και τον αµνόν εχρην
παρά τον αµνόν τον του ποιµένος σφάζεσθαι». Προσδιορίζεται ο µάρτυρας ως «το αρνίον του
Χριστου,/ το τυθέν υπέρ αυτου».
Με πολλή µεγάλη χαρά ο αρχιδιάκονος αντιµετώπισε το µαρτύριο, στο οποίο τον
υπέβαλαν οι άνοµοι Ιουδαίοι. Μια τέτοια στάση, σαν αυτή που τήρησε ο Πρωτοµάρτυρας
Στέφανος απέναντι στο µαρτύριο, µπορούσε να προέλθει µόνο από την ύπαρξη του αγίου
Πνεύµατος µέσα του και από το θείο φωτισµό που τον διέκρινε.
Οι Ιουδαίοι µε τον λιθοβολισµό του, επίσπευσαν την άνοδο του µάρτυρα στον ουρανό και
την κατάταξή του ανάµεσα στους εκλεκτούς του Θεού. Ο Πρωτοµάρτυρας δεν έβλεπε τους
διώκτες του σαν κακούργους αλλά σαν ευεργέτες, επειδή δεν τον απασχολούσε το
συγκεκριµένο γεγονός του µαρτυρίου αλλά η προοπτική που ανοιγόταν µπροστά του,
εξαιτίας του λιθοβολισµού. Γι’ αυτό δεχόταν και τους λίθους, ως άνθη που του
προσφέρονταν. Στην εκκλησιαστική γραµµατολογία γνωστή είναι επίσης και η εικόνα των

153
λίθων, οι οποίοι αποτελούν κλίµακες, µέσω των οποίων διευκολύνεται η άνοδος του
Πρωτοµάρτυρα κοντά στο Χριστό.
∆εν φάνηκε µικρόψυχος απέναντι στους Ιουδαίους για την πράξη τους αυτή εναντίον του,
επιδιώκοντας να λάβουν πρώτα την καταφρόνησή του και κατόπιν να προσευχηθεί για τη
σωτηρία τους, αλλά, σαν αντίδωρο στην αχαριστία τους, πρόσφερε τη συγχωρητική
προσευχή του προς τον Κύριο: «Κύριε, µη στήσης αυτοις ταύτην την αµαρτίαν». Αναδείχθηκε
άξιος «µιµητής του ∆εσπότου», τόσο στο φρόνηµα όσο και στα έργα. Κυρίως η προσευχή, µε
την οποία ζήτησε από το Θεό τη συγχώρεση των Ιουδαίων που τον λιθοβολούσαν, αποτελεί
αδιάψευστο τεκµήριο ότι υπήρξε γνήσιος µαθητής του Χριστού. Τα λόγια του αποκάλυπταν
τη µακροθυµία της ψυχής του, την υποµονή και τη γενναιότητα, που τον διέκριναν γι’ αυτό
και η Εκκλησία µας τον αποκαλεί «θύµα ευωδέστατον». Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης τον
αποκαλεί µάλιστα «µέγα», για τη µακροθυµία που έδειξε απέναντι στους διώκτες του.
Ο Πρωτοµάρτυρας κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι πιο σπουδαίος από τους άλλους
αγίους, οι οποίοι αγωνίσθηκαν για την πίστη, γιατί αξιώθηκε να δει ευδιάκριτα το Θεό µε τα
ίδια του τα µάτια, επαληθεύοντας τα λόγια του Κυρίου, ο οποίος τόνισε ότι όσοι έχουν την
καρδιά τους καθαρή, αυτοί µπορούν να αντικρίσουν το Θεό. Αξιώθηκε να δει αυτά, που ούτε
οι ανώτερες πνευµατικές δυνάµεις δεν είναι ικανές να αντικρίσουν. Εποµένως, αναδείχθηκε,
µε την οπτασία που αξιώθηκε, «των αγγέλων ανώτερος, των εξουσιων υψηλότερος, των
θεόνων και των κυριοτήτων επέκεινα».
Στόχος της όρθιας στάσης του Κυρίου, κατά την ώρα του µαρτυρίου του αγίου, ήταν,
σύµφωνα µε τα κείµενα της εκκλησιαστικής γραµµατολογίας, να διπλασιάσει την προθυµία
για αγώνα των αντιπάλων και να κρατήσει ζωντανή την ανδρεία του µάρτυρα. Υπάρχει
βέβαια και η αντίληψη της εµψύχωσης του αθλητή από τον Κύριο, ο οποίος του δείχνει τα
βραβεία της νίκης, που τον περιµένουν, µετά το τέλος του αγώνα, στον ουρανό.
Για τους αγώνες, που υπέµεινε ο αρχιδιάκονος για τον Κύριο Ιησού, του απονεµήθηκε σαν
βραβείο, βασιλικό στέµµα, όπως αναφέρει το απολυτίκιό του: «βασίλιον διάδηµα εστέφθης σύ
κορυ/φη εξ άθλων ων υπέµεινας υ/πέρ Χριστου του Θεου µαρτύρων πρωτό/αθλε» και η
αδαπάνητη ευχαρίστηση της οράσεως του Θεού, λόγω της βροχής των λίθων, που δέχθηκε
για Εκείνον. Υπάρχει η αντίληψη σε κείµενο που εξετάσαµε, ότι ανοίχτηκαν οι ουρανοί
διάπλατα για να υποδεχτούν τον αρχιδιάκονο και δεν αρκούσε µια θύρα µονάχα για να
περάσει ο Πρωτοµάρτυρας. Επειδή πρώτος ο άγιος Στέφανος άνοιξε την οδό του µαρτυρίου
για τον Κύριο, έπρεπε επίσης, πρώτος αυτός να ανοίξει και τις πύλες του ουρανού.
Παραλληλίζεται η είσοδος του αγίου στον παράδεισο µ’ εκείνη των Ολυµπιονικών στην
πατρίδα τους. Ο Πρωτοµάρτυρας είχε αυτή τη διαφορετική υποδοχή στον ουρανό, επειδή
αυτός επρόκειτο µε το παράδειγµά του να οδηγήσει και άλλους µάρτυρες στον παράδεισο.
Σύµφωνα µε την ακολουθία του συγκαταλέχθηκε µε τη χάρη του Αγίου Πνεύµατος στη
χοροστασία των αγγέλων, γι’ αυτό και αποκαλείται «συµµέτοχος των αγγέλων».
Η έκθεση της εύρεσης του σώµατος του Στεφάνου συντάχθηκε από το ίδιο πρόσωπο που
βρήκε τα λείψανα, τον ιερέα Λουκιανό, στα ελληνικά. Το κείµενο µεταφράστηκε αµέσως στα
λατινικά από τον Πορτογάλο ιερέα της επισκοπής Βράγης Άβιτο, ο οποίος πρόσθεσε πολλά
δικά του στοιχεία και απόψεις και έστειλε τη µετάφραση του κειµένου του Λουκιανού στον
επίσκοπό του µαζί µε επιστολή που τη συνόδευε. Με το κείµενο του Λουκιανού συνδέεται
και αφήγηση σχετική µε την έλευση του λειψάνου του αγίου Στεφάνου στην
Κωνσταντινούπολη και η οποία παρουσιάζει διάφορες εκδοχές. Επίσης τα ίδια γεγονότα τα
βρίσκουµε και στο συναξάρι της δευτέρας Αυγούστου. Στο πρώτο µέρος της διήγησης του
συναξαρίου αναφέρονται τα γεγονότα της εύρεσης των λειψάνων και τα σχετικά µε τον
Αλέξανδρο, ενώ στο δεύτερο µέρος τα γεγονότα, µετά το 415, τα σχετικά µε τη µετάβαση
των λειψάνων στην Κωνσταντινούπολη
Ότι η µνήµη του αγίου Στεφάνου εορταζόταν πριν από την εύρεση των λειψάνων του το
415 φαίνεται και από το γεγονός ότι Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Γρηγόριος Νύσσης, ο
Αστέριος Αµασείας, ο Βασίλειος Σελευκείας εκφώνησαν οµιλίες προς τιµήν του. Η µνήµη
του αγίου Στεφάνου ορίσθηκε αρχικά στις 26 ∆εκεµβρίου, όπως αυτό προκύπτει από το

154
συριακό µαρτυρολόγιο, που διασώθηκε σε κώδικα του 411, και από αρχαία δυτικά
µαρτυρολόγια, µε εξαίρεση αυτού της Καρθαγένης και του µικρού ρωµαϊκού, τα οποία
µιλούν αόριστα για το θέµα αυτό. Ο καθορισµός του εορτασµού της µνήµης του αγίου
συνδεόταν µε το πρόβληµα της εορτής των Χριστουγέννων που εορτάζονταν µαζί µε τα
Θεοφάνεια. Κατά τον 5o ή τον 6o αιώνα όρισε η Εκκλησία να εορτάζεται η µνήµη του αγίου
Στεφάνου στις 27 ∆εκεµβρίου. Όταν Πατριάρχης Ιεροσολύµων ήταν ο Σωφρόνιος, στην αρχή
του έβδοµου αιώνα, επικράτησε στην Εκκλησία, όπου προΐστατο, η ιδιαίτερη εορτή των
Χριστουγέννων στις 25 ∆εκεµβρίου χωριστά από την εορτή των Επιφανίων στις 6
Ιανουαρίου. Έτσι λοιπόν τελευταία από όλες και µετά την πάροδο δύο αιώνων, ύστερα από
τις άλλες Εκκλησίες της Ανατολής, η Εκκλησία των Ιεροσολύµων αποδέχθηκε την εορτή που
διαµορφώθηκε στη ∆ύση στις 25 ∆εκεµβρίου, ως ιδιαίτερη εορτή των Χριστουγέννων και
κανόνισε τις συναφείς προς αυτήν εορτές. Σήµερα η Ανατολική Εκκλησία εορτάζει τη µνήµη
του αγίου Στεφάνου στις 27 ∆εκεµβρίου, την εύρεση των ιερών λειψάνων του στις 15
Σεπτεµβρίου ενώ την ανακοµιδή στα Ιεροσόλυµα στις 2 Αυγούστου.
«Ο γενναιότατος και ανδρικώτατος αθλητής, και πρωτοµάρτυς του Χριστου Στέφανος,
ηµπορει µε την δύναµίν του, και χάριν, να παρηγορήση τους τεθλιµµένους …να παρακινήση
τους οργίλους, και µνησίκακους εις αγάπην … τους λειτουργούς του Θεου εις ευσέβειαν … κάθε
άνθρωπον εις υποµονήν, εις την πίστην». Γι’ αυτό και στον παρακλητικό κανόνα του και
συγκεκριµένα στο τρίτο τροπάριο της έβδοµης ωδής αναφέρεται ότι αποτελεί ο άγιος:
«θησαυρόν σωτηρίας και γαλήνιον όρµον και εν κινδύνοις ταχύν, προστάτην τοις καλουσιν». Ο
Στέφανος δηλαδή, µετά την ταφή του για χάρη όλων παρατίθεται ως πνευµατική τροφή, η
οποία στηρίζει ασφαλώς και ενδυναµώνει επίµονα τη θέληση αυτών που πεινούν πνευµατικά
για τη γνώση του Χριστού. Ο άγιος παρέχει, σ’ αυτούς που µετέχουν, ωφέλεια στην ίδια τους
τη ψυχή, και τους κάνει ικανούς να κερδίσουν την αιωνιότητα. Για τους λόγους αυτούς, ο
Ιωάννης µοναχός Αγιοµαυρίτης τον αποκάλεσε δίκαια: «κλίµαξ χρυσοστόλιστε και οδός προς
ουρανόν» καθώς και «γέφυρα ανάγουσα τους πιστούς προς τον Θεόν». Αποτελεί «το άνθος της
αφθαρσίας» και «τρυφης νυν τρυφων αφθαρσίας».
Συνοψίζοντας όσα αναφέρθηκαν παραπάνω θα λέγαµε λοιπόν ότι ο αρχιδιάκονος
παρουσιάζεται στα κείµενα της εκκλησιαστικής γραµµατολογίας ως ένας ευσεβής άνθρωπος,
πλήρης πνεύµατος αγίου και χάριτος του Θεού, πλήρης αρετών, πλήρης αγάπης ακόµη και
για τους εχθρούς του, µε καρτερία και υποµονή προκειµένου να αντιµετωπίσει κάθε
αντιξοότητα που θα συναντούσε για χάρη της πίστης του, ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, που
σταύρωσαν οι Ιουδαίοι, ήταν πράγµατι ο Μεσσίας και λυτρωτής του κόσµου. Επιπλέον, η
µεγάλη αγάπη που διέθετε για το Χριστό τον οδήγησε στην επιθυµία του να Τον µιµηθεί
φθάνοντας µέχρι την αυτοθυσία. Έτσι άνοιξε πρώτος το δρόµο του µαρτυρίου προς Αυτόν, µε
τη ριζοσπαστικότητα των απόψεων που πρόβαλε για το νόµο, το ναό και τη λατρεία του, για
τον Ιησού και την κριτική, που άσκησε στους Ιουδαίους για τη στάση τους απέναντι στο
σωτηριολογικό σχέδιο του Θεού. Εκλεγµένος από τη χριστιανική κοινότητα να υπηρετήσει
στο έργο της κοινωνικής διακονίας, αναδείχθηκε διδάσκαλος της χριστιανικής ζωής και
τέλειο πρότυπο µίµησης ακόµη και για τους ίδιους τους αποστόλους. Το παράδειγµά του,
ζωντανό µέχρι και σήµερα, λειτουργεί σαν φάρος που κατευθύνει όσους θέλουν να
αγωνισθούν για τον Κύριο και ν’ αξιωθούν της βράβευσής Του.

155
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

A. ΕΛΛΗΝΙΚΗ

1) Πηγές Ανέκδοτες:

Κώδικας Ιεράς Μονής Βλατάδων αρ. 7: (φφ. 76r-80r) «Μαρτύριον του αγίου πρωτοµάρτυρος
και αρχιδιακόνου Στεφάνου».

Κώδικας Ιεράς και Βασιλικής Μονής ∆ιονυσίου, αρ. 627: (φφ. 119r-122r) «Καταγραφή των
αγίων λειψάνων οπου ευρίσκωνται εντός το µοναστήριον, και τιµίους
σταυρούς. Γενοµένην διά υποταγης του Σεβασµιοτάτου και ηγουµένου και
πατρός ηµων κυρίω κυρίω ∆αµασκηνου ιεροµονάχου, επί της δευτέρας
αυτου ηγουµενίας, 1814, Σεπτεµβρίου».

Κώδικας Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου αρ. 776: (φφ. 69r-91r) «Του εν αγίοις πατρός ηµων Ιωάννου
αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόµου. Οµιλία
εγκωµιαστική εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα».

Κώδικας Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου αρ. 62: (φφ. 47r-67r) «Λόγος ιστορικός οµου και
θαυµάσιος του φιλοσόφου Νικήτα, όστις διαλαµβάνει, περί της ευρέσεως
και ανακοµιδης του ιερου λειψάνου, του αγίου ενδόξου αποστόλου
πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου, µεταφρασθείς παρά τινος
ευτελους ιεροµονάχου της αυτης Μονης».

Κώδικας Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου αρ. 62: (φφ. 69r-103r) «Μηνί Αυγούστου Β΄ Λόγος
ιστορικός άµα και εγκωµιαστικός περί της εν Κωνσταντινουπόλει
ελεύσεως του Τιµίου λειψάνου του αγίου ενδόξου αποστόλου
πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου».

Κώδικας Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου αρ. 62: (φφ. 114r-135r) «Του εν αγίοις πατρός ηµων
Ιωάννου αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόµου και
οικουµενικου µεγάλου φωστηρος. Οµιλία εγκωµιαστική, εις τον άγιον
ένδοξον πρωτοµάρτυρα και αρχιδιάκονον Στέφανον συντεθεισαν εις
ιδιωτικήν και απλήν φρασιν, παρά τινος ευτελους ιεροµονάχου».

Κώδικας Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου αρ. 64: (φφ. 19r-39r) «Αυγούστου Β΄: Εις την
ανακοµηδήν του λειψάνου, του αγίου ενδόξου πρωτοµάρτυρος και
αρχιδιακόνου Στεφάνου».

Κώδικας Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου αρ. 64: (φφ. 4r-11r) «Λόγος πανηγυρικός εις τον
πρωτοµάρτυρα του Χριστου Στέφανον. Συνταθης παρά Στεφάνω, υιω του
γαληνοτάτου, και φιλοχρίστου ηγεµόνος πάσης Ουγκροβλαχίας κυρίου
κυρίου Ιωάννη Κωνσταντίνου Μπασαράµπα».

Κώδικας Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου αρ. 501: (φφ. 24r-42r) «Λόγος ιστορικός άµα και
εγκωµιαστικός περί της ∆ευτέρας ανακοµηδης του Τιµίου λειψάνου του
αγίου ενδόξου αποστόλου πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου δια
τας Θερµάς Μεσιτείας οπου έκαµεν Γαµαλεήλ εις τους αγίους αποστόλους
έλαβεν απ’ αυτούς του αγίου το λείψανον ως θέλη την δηλωσει ο εφεξης
ρηθησόµενος λόγος».

156
Κώδικας Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου αρ. 501: (φφ. 42v-65r) «Λόγος ιστορικός περί της εν
Κωνσταντινουπόλει ελεύσεως του Τιµίου λειψάνου του αγίου ενδόξου
πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου».

Κώδικας Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου αρ. 501: (φφ. 1r-23r) «Νικήτα φιλοσόφου και ρήτορος
λόγος διηγηµατικός και βίος εγκωµιαστικός, περί της αθλήσεως και
ευρέσεως των λειψάνων του αγίου ενδόξου αποστόλου, πρωτοµάρτυρος
και αρχιδιακόνου Στεφάνου, µεταφρασθείς παρά τινος ευτελους
ιεροµονάχου εις ιδιωτικήν φράσιν».

Κώδικας Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας αρ. 43: (φφ. 50r-64r) «Μηνί τω αυτω ΚΖ:
Μαρτύριον του αγίου πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου».

Κώδικας Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας Γ-28: (φφ. 84v-85v) «Μηνί ∆εκεµβρίω ΚΖ΄:
Κονδ(άκιον) του αγίου Στεφάνου του πρωτοµάρτυρος φέρων ακροστοιχίδα
τήνδε: ωδή τω στεφάνω».

Κώδικας Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας Γ-87: (φφ. 7r-11v) «Μαρτύριον του αγίου
πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου».

Κώδικας Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας ∆-83: (φφ. 166r-173r) «Μηνί τω αυτω ΚΖ΄:
Μαρτύριον του αγίου πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου».

Κώδικας Ιεράς Μονής Παντελεήµονος αρ. 471: (φφ. 100r-106r) «Έτερος Κανών του αγίου
αποστόλου πρωτοµάρτυρος και αρχηδιακόνου Στεφάνου. Ωδή α΄ ήχος α΄:
Χριστός γενναται».

Κώδικας Ιεράς Μονής Παντελεήµονος αρ. 814: (φφ. 2r-19v) «Μαρτύριον του αγίου και
ενδόξου πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου».

2) Πηγές ∆ηµοσιευµένες:

Aµµωνίου Αλεξανδρείας, «Yποµνήµατα εις τας Πράξεις των Αποστόλων»,


PG 85, στ΄, στ. 1529.

Ανωνύµου, «Απόδειξις περί των Ιεροσολύµων», PG 133, στ. 973-990.

Αστερίου Αµασείας, «Εγκώµιον εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα Στέφανον», PG 40, ΙΒ΄, στ.
337-352.

**1Βασιλείου Β΄ αυτοκράτορος, «Μηνολόγιον Ελληνικόν», PG 117, στ. 228-229, 569.

Βασιλείου Σελευκείας, «Εγκώµιον εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα του Χριστού Στέφανον και
περί της των τιµίων αυτού λειψάνων ανευρέσεως», PG 85, στ. 461-471.

Γεωργίου Κεδρηνού, «Σύνοψις ιστοριών», PG 121, στ. 644.

Γεωργίου Κωδινού, «Περί κτισµάτων της Κωνσταντινουπόλεως», PG 157, στ. 569Β, 609Β.

1
Με το σηµάδι αυτό σηµειώνονται όσες πηγές και βοηθήµατα σχετίζονται µε το θέµα της παρούσας εργασίας
αλλά δεν χρησιµοποιήθηκαν κατά την επεξεργασία του υλικού.

157
Γρηγορίου Θεολόγου, «Έπη θεολογικά, ηθικά, µέρος δ΄: ΚΕ΄: Κατά θυµού», Γενική
επιστασία Κωνσταντίνου Γ. Μπόνη, ΒΕΠΕΣ, τ. 61( Γρηγόριος ο
Θεολόγος Μέρος ∆΄), έκδοσις της Αποστολικής ∆ιακονίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1981, σσ. 170-185.

Γρηγορίου Νύσσης, «Εγκώµιον εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 46, στ. 701-
722.

Γρηγορίου Νύσσης, «Εις τους Μακαρισµούς», PG 44, Λόγος Η΄, στ. 1291-1302.

Γρηγορίου Νύσσης, «Επιτάφιος λόγος εις τον ίδιον αδελφόν τον Μέγαν Βασίλειον», PG 46,
στ. 787-818.

Γρηγορίου Νύσσης, «Έτερον εγκώµιον εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 46,
στ. 721-736.

Γρηγορίου του Παλαµά, Συγγράµµατα, τ. Α΄: Αποδεικτικοί Αντεπιγραφαί επιστολαί προς


Βαρλαάµ και Ακίνδυνον υπέρ Ησυχαζόντων, έκδοσις β΄, εκδίδουν B.
Bobrinsky, Π. Παπαευαγγέλου, J. Meyendorff, Π. Χρήστου,
Θεσσαλονίκη 1988.

Γρηγορίου του Παλαµά, Συγγράµµατα, τ. Γ΄: Αντιρρητικοί προς Ακίνδυνον. Προλογίζει Π.


Χρήστου, εκδίδουν Λ. Κοντογιάννης, Β. Φανουργάκης, Θεσσαλονίκη
1970.

«∆ιαταγαί Αποστόλων», PG 1, 8,18, στ. 1116C.

_ PG 1, 8,46, στ. 1153C-1156A.

∆ιδύµου Αλεξανδρέως, «Εξηγητικά εις τας Πράξεις των Αποστόλων», PG 39, στ. 1653-1678.

_ «Κατά Μανιχαίων», επιµέλεια Κωνσταντίνου Γ. Μπόνη, ΒΕΠΕΣ, τ. 39,


στ΄, 36-39, έκδοσις της Αποστολικής ∆ιακονίας της Εκκλησίας της
Ελλάδος, Αθήναι 1972, σσ. 211-222.

∆οσιθέου Πατριάρχου Ιεροσολύµων, Ιστορία περί των εν Ιεροσολύµοις Πατριαρχευσάντων


διηρηµένη εν δώδεκα βιβλίοις άλλως καλουµένη ∆ωδεκάβιβλος ∆οσιθέου,
εισαγωγή αρχιµ. Ειρηναίου ∆εληδήµου, εκδόσεις Βασιλ. Ρηγόπουλου,
Θεσσαλονίκη 1982.

∆ωροθέου Τύριου, «Σύγγραµµα Εκκλησιαστικόν περί των Ο΄ µαθητων του Κυρίου», PG 92,
στ. 1060-1074.

«Eξήγησις των πάλαι αγίων ανδρών υπό Ανωνύµου ή και υπό Οικουµενίου εκ διαφόρων
υποµνηµάτων συλλεχθείσα τε και ακριβωθείσα εις σύνοψιν εις τας
Πράξεις των Αποστόλων», PG 118, στ. 43-308.

Επιφανίου Μοναχού και Πρεσβυτέρου, «Λόγος περί του βίου της Υπεραγίας Θεοτόκου και
των αυτής χρόνων», PG 120, στ. 185-216.

Επιφανίου, «Κατά αιρέσεων Ογδοήκοντα», PG 41, βιβλίο Ι΄, τ. 1, Αίρεση ΧΧ΄, ∆΄, στ. 269-
280.

158
Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου (µοναχού), Συµπληρωµατικός κατάλογος ελληνικών χειρογράφων
ιεράς Μονής ∆ιονυσίου Αγίου Όρους, ΕΕΒΣ, έτος ΚΖ΄, Αθήναι 1957.

Ευσεβίου Καισαρείας, «Εκκλησιαστική Ιστορία Β΄», 1, ΒΕΠΕΣ, τ. 19 (Τίτος Βόστρων,


Θεόδωρος Ηρακλείας, Αλέξανδρος Λυκοπόλεως, Ευσέβιος Καισαρείας
[Μέρος Α΄] ), Έκδοσις της Αποστολικής ∆ιακονίας της Εκκλησίας της
Ελλάδος, Αθήναι 1959, σσ. 225-227.

Ευστρατιάδου Σωφρονίου (πρ. Λεοντοπόλεως), Κατάλογος των εν τη Μονή Βλατέων (Τσαούς-


Μοναστήρι) αποκειµένων κωδίκων, εν Θεσσαλονίκη, τύποις Σ. Παντελή
και Ν. Ξενοφωντίδου, 1918.

Ευστρατιάδου Σωφρονίου (πρ. Λεοντοπόλεως), Κατάλογος των κωδίκων της Μεγίστης


Λαύρας (της εν Αγίω Όρει), τεύχος β΄ και γ΄, (Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη),
συνταχθείς υπό Σπυρίδωνος µοναχού Λαυριώτου ιατρού, επεξεργασθείς
δε και διασκευασθείς υπό Σωφρονίου Ευστριατιάδου Μητροπολίτου πρ.
Λεοντοπόλεως, επλουτίσθη και δια των εντέλει δύο παραρτηµάτων και
των αναγκαιούντων ευρετηρίων πινάκων, Παρίσι 1925.

Ευστρατιάδου Σωφρονίου (πρ. Λεοντοπόλεως), Συµπλήρωµα Αγιορειτικών καταλόγων


Βατοπεδίου και Λαύρας (Μνηµεία Αγιολογικά), Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη
αρ. 4, Παρίσι 1930.

Ησυχίου, «Εγκώµιον εις τον άγιον Στέφανον» στο έργο του Michel Aubineau, Les homélies
festales d’ Hésychius de Jérusalem, vol. I: les homélies I-XV, Subsidia
Hagiographica, no 59, Société des Bollandistes, Bruxelles 1978, σσ. 328-
250.

Ησυχίου, «Σχόλια στις Πράξεις των Αποστόλων», PG 93, στ. 1387-1390.

Θεοδώρου αναγνώστου, «Τεµάχια Εκκλησιαστικής Ιστορίας», PG 86/1, στ. 221 Α-225C.

_ «Εκλογαί Εκκλησιαστικής Ιστορίας», PG 86/1, στ. 184 C.

Θεοδώρου Προδρόµου, «Εις την Καινήν ∆ιαθήκην Τετράστιχα: Πράξεις Αποστόλων», PG


133, στ. 1212Β.

Θεοφάνους, «Χρονογραφία», PG 108, στ. 232C-233 A.

Θεοφύλακτου, «Ερµηνεία εις τας Πράξεις των Αποστόλων εκ του κώδικος Βατικανού», PG
125, ζ΄, στ. 900-901.

_ «Υπόθεσις της Βίβλου των Πράξεων συν τοις κεφαλαίοις αυτων», PG 125,
στ. 483-848.

Ιππολύτου, «Περί των Ο΄ Αποστόλων», PG 10, στ. 953-958.

Ισιδώρου Πηλουσιώτη, «Επιστολαί», PG 78, βιβλίον Ι, ΥΝ΄- Αντιόχω, στ. 429C.

Ιωάννου ∆αµασκηνού, «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως», PG 94, στ. 1164-1168.

Ιωάννου Χρυσοστόµου, «Εις το χηρα καταλεγέσθω µη ελάττων ετων εξήκοντα γεγονυια και
περί παίδων ανατροφης και περί ελεηµοσύνης, Εισαγωγή, Κείµενο-
Μετάφραση- Σχόλια, ΕΠΕ, τ. 27, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο

159
Παλαµάς», εκδοτικός οίκος «Το Βυζάντιον» Ελ. Μερετάκη,
Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 458-511.

_ «Εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα», PG 59, στ. 501-508.

_ «Εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα Στέφανον», PG 59, στ. 700-702.

_ «Εις τον άγιον Στέφανον, α΄», PG 63, στ. 929-932.

_ «Εις τον άγιον Στέφανον, β΄», PG 63, στ. 931-934.

_ «Εις τον άγιον Στέφανον, γ΄», PG 63, στ. 933-934.

_ «Εις τον µακάριον Φιλογόνιον γενόµενον από δικολόγου επίσκοπον, και


ότι του προνοειν των κοινη συµφερόντων ίσον εις ευδοκίµησιν παρά τω
Θεω, και ότι το ραθύµως προσιέναι τοις θείοις µυστηρίοις κόλασιν
αφόρητον έχει, κάν άπαξ του ενιαυτου τουτο τολµήσωµεν. Ελέχθη δε
προ πέντε ηµερων της Χριστου γεννήσεως», PG 48, στ. 747-756.

_ «Εις τον σταυρόν, ελέχθη εις την αγίαν και µεγάλην Παρασκευήν και εις
την εξοµολόγησιν του ληστου, και ότι χρή ηµας υπέρ των εχθρων
εύχεσθαι», PG 49, στ. 407-418.

_ «Κατά Ιουδαίων, Λόγος ∆΄», ΕΠΕ, τ. 34, επόπτης Παν. Κ. Χρήστου,


επιµελητής εκδόσεως Ελευθέριος Γ. Μερετάκης, εκδοτικός οίκος «Το
Βυζάντιον», Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαµάς», Θεσσαλονίκη
1988, σσ. 192-225.

_ «Υπόµνηµα εις τον άγιον Ιωάννην τον Απόστολον και


Ευαγγελιστήν», PG 59, Οµιλία ΠΓ΄, στ. 447-456.

_ «Οµιλία προς τους σκανδαλισθέντας», Εισαγωγή, Κείµενο- Μετάφραση-


Σχόλια από τον Σπύρο Μουστάκα, ΕΠΕ, τ. 33, Πατερικαί εκδόσεις
«Γρηγόριος ο Παλαµάς», εκδοτικός οίκος «Το Βυζάντιον»,
Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 177-635.

_ «Οµιλίαι εις τας Πράξεις των Αποστόλων», PG 60, στ. 111-144.

_ «Υπόµνηµα στις Πράξεις των Αποστόλων (οµιλίες Α΄-ΚΓ΄)», τ.15,


Κείµενο – µετάφραση – σχόλια από τον Χρίστο Θ. Κρικώνη, ΕΠΕ,
αρ.58. Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαµάς», Θεσσαλονίκη 1983.

Κατάλογος των εν τη ιερά Μονή Βατοπεδίου αποκειµένων κωδίκων υπό Μητροπολίτου πρ.
Λεοντοπόλεως Σωφρονίου Ευστρατιάδου και Γέροντος Αρκαδίου
ιεροδιακόνου Βατοπεδινού (Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη), τεύχος Α΄, Paris
1924.

Κατάλογος των κωδίκων της Ιεράς Σκήτης Καυσοκαλυβίων και των καλύβων αυτής
συνταχθείς υπό Ευλογίου Κουρίλα Λαυριώτου και εκδιδόµενος µετά
προλεγοµένων και πινάκων υπό Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως
Σωφρονίου Ευστρατιάδου, Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη αρ. 5, Paris 1930.

160
Κοσµά Ιεροσολυµίτου, «Σχόλια εις τα έπη Γρηγορίου του Θεολόγου», Γενική επιστασία Ηλία
∆. Μουτσούλα, ΒΕΠΕΣ, τ. 64 (Γρηγόριος ο Θεολόγος Μέρος Ζ΄),
έκδοσις της Αποστολικής ∆ιακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος,
Αθήναι 1986, σσ. 196-205.

Κοσµά, Αιγυπτίου Μοναχού, «Χριστιανική Τοπογραφία», PG 88, Λόγος Ε΄, στ. 191-320.

Κυρίλλου Ιεροσολύµων, «Κατήχησις ΙΖ΄», Κ∆΄, ΒΕΠΕΣ, τ. 39 (Γελάσιος Καισαρείας,


Κύριλλος Ιεροσολύµων), επιµέλεια Κωνσταντίνου Γ. Μπόνη, έκδοσις
της Αποστολικής ∆ιακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1969.

Κυρίλλου Σκυθοπολίτη, «Βίος του Αγίου Πατρός ηµών Ευθυµίου», Εισαγωγή, Κείµενον –
Μετάφρασις – Σχόλια υπό Αικατερίνη Γκόλτσου, Φιλοκαλία των
Νηπτικών και των Ασκητικών, τ. 5, ΕΠΕ, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος
ο Παλαµάς», εκδοτικός οίκος «Το Βυζάντιον» Ελ. Μερετάκη,
Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 17-193.

Κυρίλλου Σκυθοπολίτη, «Βίος του Οσίου Σάββα», Εισαγωγή, Κείµενο- Μετάφραση-Σχόλια


υπό Αικατερίνη Γκόλτσου, Φιλοκαλία των Νηπτικών και των Ασκητικών,
τ. 5, ΕΠΕ, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαµάς», εκδοτικός οίκος
«Το Βυζάντιον» Ελ. Μερετάκη, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 195-445.

Kώδικας Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών αρ. 2101: (φφ. 153v-159v) «Λέοντος εν Χριστω
βασιλει αιωνίω βασιλέως. Λόγος εις τον πρωτον σ’ αυτω εκ του
παραδείσου της Εκκλησίας προσενεχθέντα έµψυχον Στέφανον».

Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, «Έκθεσις της βασιλείου τάξεως», PG 112, στ. 112-1188.

Λάµπρου Π. Σπυρίδωνος, Κατάλογος των εν ταις Βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους Ελληνικών
Κωδίκων, τόµος πρώτος, εν Καταβρυγία της Αγγλίας 1895.

Λάµπρου Π. Σπυρίδωνος, Κατάλογος των εν ταις Βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους Ελληνικών
Κωδίκων, τόµος δεύτερος, εν Καταβρυγία της Αγγλίας 1900.

**Μ. Βασιλείου, «Περί του Αγίου Πνεύµατος», Γενική επιστασία Κωνσταντίνου Γ. Μπόνη,
ΒΕΠΕΣ, τ. 52 (Μέγας Βασίλειος, Μέρος Β΄), ΙΘ΄, Έκδοσις της
Αποστολικής ∆ιακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1975, σσ.
271-274.

Μάξιµου του Οµολογητή, «Κεφάλαια περί Αγάπης, Εκατοντάδα Α΄», Φιλοκαλία των
Νηπτικών και των Ασκητικών, τ. 14 (Μυσταγωγία, Κεφάλαια περί
Αγάπης, Λόγος Ασκητικός, Κεφάλαια Θεολογικά), ΕΠΕ, Πατερικαί
εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαµάς», Θεσσαλονίκη 1985.

Μικραγιαννανίτου Γερασίµου µοναχού, Κατάλογος χειρογράφων κωδίκων της Βιβλιοθήκης


του Κυριακού της κατά το Αγιώνυµον Όρος του Άθω Ιεράς και
Μεγαλωνύµου Σκήτης της Αγίας Θεοµήτορος Άννης, µετά πινάκων
συνταχθέντων υπό Κωνσταντίνου Α. Μαναφή, έκδοσις Εταιρείας
Βυζαντινών Σποδών, εν Αθήναις 1961, αρ. 60, σσ. 38-42.

Μιχαήλ του Γλυκά Σικελιώτου, «Βίβλος χρονική από κτίσεως κόσµου µέχρι Αλεξίου του
Κοµνηνού», PG 158, τµήµα τρίτον, στ. 385-466.

161
Νικολάου Καβάσιλα, «22 εις την Θείαν Λειτουργίαν και Περί της εν Χριστω Ζωής»,
Εισαγωγή, Κείµενον – Μετάφρασις- Σχόλια υπό Παναγιώτου Κ.
Χρήστου, Φιλοκαλία των Νηπτικών και των Ασκητικών, ΕΠΕ, τ.22,
Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαµάς», Θεσσαλονίκη 1979.

Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου, «Εκκλησιαστική Ιστορία», PG 146, Ν΄, βιβλίον 14, στ.
1008D, 1233C- 1242A.

Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου, «Εκκλησιαστική Ιστορία», PG 147, ΚΗ΄, βιβλίον 17,


στ. 289-292.

Οικουµένιου Τρίκκης, «Υπόθεσις των Πράξεων των Αποστόλων», PG 118, στ. 25-308.

Πατµιακή Βιβλιοθήκη ήτοι αναγραφή των εν τη βιβλιοθήκη της κατά την νησον Πάτµον
Γεραρας και Βασιλικης Μονης του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστου
Ιωάννου του Θεολόγου τεθησαυρισµένων χειρογράφων τευχων πάλαι µεν
εκπονηθεισα υπό Ιωάννου Σακκελίωνος νυν δε φιλοτίµω προνοία και
αναλώµασι του Φιλολογικου Συλλόγου Παρνασσου εκδιδόµενη ης εν τέλει
προσετέθησαν και επτά πίνακες πανοµοιότυπα περιέχοντες της των
διαφόρων εκατονταετηρίδων γραφης, Αθήνησιν 1890.

Πολίτη Λίνου (µε τη συνεργασία Μ. Ι. Μανούσακα), Συµπληρωµατικοί κατάλογοι


χειρογράφων Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη 1973.

Προηγουµένου Ευδοκίµου Ξηροποταµηνού (π. ∆ουρουντάκη) του Κρητός, Κατάλογος


αναλυτικός των χειρογράφων κωδίκων της βιβλιοθήκης την εν Αγίω Όρει
του Άθω ιεράς και σεβασµίας Βασιλικής, Πατριαρχικής και
Σταυροπηγιακής Μονής του Ξηροποτάµου, Θεσσαλονίκη 1932.

Πρόκλου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, «Εγκώµιον εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα


Στέφανον», PG 65, στ. 809-818.

Συµεών του Νέου Θεολόγου, «Ύµνος ΙΑ΄», Φιλοκαλία των Νηπτικών και των Ασκητικών, τ.
19/Ε, επόπτης Παναγιώτης Κ. Χρήστου, επιµελητής εκδόσεως
Ελευθέριος Γ. Μερετάκης, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαµάς»,
εκδοτικός οίκος Ελ. Μερετάκη «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, σσ.
112-119.

Σωζοµένου, «Εκκλησιαστική Ιστορία», PG 67, βιβλίον VIII, κεφ. Χ∆΄, στ. 1577Β.

Σωφρονίου Ιεροσολύµων, «Εις τους αγίους Πέτρον και Παυλον τους µακαρίους αποστόλους
τη δ΄ ηµέρα των Γενεθλίων», PG 87/3, στ. 3365-3364.

Σωφρονίου Ιεροσολύµων, «Οµιλία εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα Στέφανον», PG 87/3, στ.
3789-3796.

Τωµαδάκη Νικολάου Β., «Συµπληρωµατικός κατάλογος χειρογράφων κωδίκων Ιεράς Μονής


Μεγίστης Λαύρας», ΕΕΒΣ 28 (1958) 87-203.

∆εν στάθηκε δυνατό να συµβουλευτώ τους κώδικες των παρακάτω καταλόγων:

Βέη Νίκου Α., «Κατάλογος των χειρογράφων κωδίκων της Αγιωτάτης Μητροπόλεως
Αργυροκάστρου», ΕΜΑ 4(1951-52)146: 21)(φ. πη[α]- [β]) «Μαρτύριον
του αγίου …και αρχιδιακόνου Στεφάνου…». Άρχ.: ∆ια την του Σωτηρος,

162
και Θεου ευσπλαγχνίαν…- Ελλιπές στη σελ. πη[β], όπου το χάσµα άρχ µε
τις λέξεις: …προπορεύσεται, και κύκλω αυτου καταιγίς σφόδρα τότε
πληθος αγγέλων και αρχαγγέλων ανα…, τελ πριν από τις λέξεις: «λέγοντες
τι ποιήσωµεν τον άνθρωπον τουτον…- Κολοβό. Τελ.: απέδωκε την ψυχήν
τω Κυρίω περί την ώραν δεκάτην επιπεσόντες δε άνδρες ευσεβεις…

Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, Μαυρογορδάτειος


Βιβλιοθήκη ήτοι Γενικός περιγραφικός κατάλογος των εν ταις ανά
την Ανατολήν βιβλιοθήκαις ευρισκοµένων ελληνικών χειρογράφων
καταρτισθείσα και συνταχθείσα κατ’ εντολήν του εν
Κωνσταντινουπόλει Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου υπό Α.
Παπαδόπουλου του Κεραµέως, «Κατάλογος των εν τη Μονή του
Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου αποκειµένων χειρογράφων», ΕΦΣΚ,
ΙΕ΄ (1880-81) παράρτηµα, σσ. 146-161: 1) σ. 147: Χειρόγραφο,
αριθµός 7: 4. (φ. 18β) Γρηγορίου Νύσσης, «εγκώµιον εις τον άγιον
πρωτοµάρτυρα και πρωτοδιάκονον Στέφανον». Άρχ. Ως καλή των
αγαθων… (PG 46, στ. 701).

Κατάλογος των κωδίκων της Ιεράς Σκήτης Καυσοκαλυβίων και των καλύβων αυτής
συνταχθέντος υπό Ευλογίου Κουρίλα Λαυριώτου και εκδιδόµενος
µετά προλεγοµένων και πινάκων υπό Μητροπολίτου πρ.
Λεοντοπόλεως Σωφρονίου Ευστρατιάδου, (Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη
αρ. 5), Παρίσι 1930: 1) σ. 19: Κώδικες του Κυριακού της Σκήτης των
Καυσοκαλυβίων: 28. (φ. 259α) [Αδήλου χρονικά] ακέφαλον: «…Και
από της αναλήψεως µέχρι της λιθοβολίας του αγίου Στεφάνου του
πρωτοµάρτυρος έτη ζ΄ από δε της µαρτυρίας του αγίου Στεφάνου µέχρι του
φανέντος τω Παύλω φωτός µηνες έξ…». 2) σ. 77: Κώδικες εν τη
Καλύβη της Αδελφότητος των Ιωσαφαίων: 5. (φ. 36) «Εκ των του
Μιχαήλ Ψελλου Λόγος επί την ανακοµιδή του λειψάνου του
πρωτοµάρτυρος Στεφάνου». Άρχ. Ο Κύριος ηµων Ιησους Χριστός ο
Σωτήρ πάντων των ελπιζόντων επ’ αυτόν… (Εκδόθηκε από τον
Παπαδόπουλο-Κεραµέα, Ανάλεκτα, V, ό.π., σσ. 54-69).

Λάππα-Ζιζήκα Ευρυδίκη - Ρίζου-Κουρούπου Ματούλα, Κατάλογος ελληνικών


χειρογράφων του Μουσείου Μπενάκη (10ος-16ος αι.), Μουσείο
Μπενάκη, Institut de recherché et d’ histoire des textes, Αθήνα 1991:
1) σ. 36: Κώδικας 13(Μπ. 24): 12. (φφ. 114v-122) ∆εκεµβρίου 26:
Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώµιον εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα Στέφανον
(PG 46, 701-721 βλ. Ehrhard, Uberlieferung II, 496 BHGa 1654). 2) σ.
38: Κώδικας 15(Mπ. 32): Μηναίον Αυγούστου. (φφ. 1-187v) Μηναίον
Αυγούστου 2-30 µε συναξάρια και περικοπές: Αύγουστος 2, Η
ανακοµιδή του λειψάνου του αγίου Πρωτοµάρτυρος Στεφάνου, ακέφ.
Ωδή στ΄…Κοντάκιον, ηχ πλ δ΄] Πρωτος εσπάρης επί γης…κολ.

Μητροπολίτου Αθηναγόρα, «Περιγραφικός κατάλογος των χειρογράφων των εν τη


νήσω Χάλκη Ιεράς Μονής της Παναγίας», ΕΕΒΣ 10 (1933) 236-292:
1) σ. 254: 13)(φ. 115[β]-128[β]) Του εν αγίοις πατρός ηµων Ιωάννου
Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόµου οµιλία
εγκωµιαστική εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα. Αρχή:
«Πολλων ακούω λεγόντων ότι παρόντες µέν». 14) (φ. 128[β]-137) Του εν
αγίοις πατρός ηµων Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης εγκώµιον εις τον
άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα.

163
- «Κατάλογος των χειρογράφων της εν Χάλκη Μονής της Παναγίας»,
ΕΕΒΣ 11(1935)151-191: 1) σ. 180: 5. (φ. 108β) «Τω τιµιωτάτω α[χ]
κυρω Στεφάνω διαπορουµένω περί εξαντιφράξεως του ουρανίου σώµατος,
τον εναπολειφθέντα αέρα σκότος βαθύ διεδέξατο».

Παπαδόπουλου του Κεραµέως Α., Κατάλογος των χειρογράφων της εν Σµύρνη


Βιβλιοθήκης της Ευαγγελικής Σχολής µετά παραρτήµατος
περιέχοντος και τινα ανέκδοτα, Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών 21,
Σµύρνη 1877: 1) σ. 10: Χειρόγραφο Α-4: 80) «Του εν αγίοις πατρός
ηµων Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης, εγκώµιον εις τον άγιον
πρωτοµάρτυρα Στέφανον». Άρχ. Ως καλή η των αγαθων ακολουθία. 2) σ.
10: Χειρόγραφο Α-4: 81) «Του εν αγίοις πατρός ηµων Πρόκλου
αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, εγκώµιον εις τον άγιον
πρωτοµάρτυρα και αρχιδιάκονον Στέφανον». Άρχ. Ο µεν αισθητός ήλιος
υπέρ γης.

Παπάζογλου Γεωργίου Κ., Τα χειρόγραφα της Εικοσιφοινίσσης (κατάλογοι και


καταγραφές), Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιµων βιβλίων, Αθήναι
1991, σ. 60: [17] 28*: Μαρτύριο Πολυκάρπου Σµύρνης, πράξεις
αποστόλων, Ιωάννου Θεολόγου «εις την κοίµησιν της Θεοτόκου»,
Φλωρεντίου πρεσβυτέρου εγκώµιο, 12 και 15 αι.: Παπαδόπουλου-
Κεραµέως, Ανάλεκτα, V, ό.π., σ. 74, υποσ. 1(: «[…]κατά τον τύποις
ανέκδοτόν µου κατάλογον των εν τη µονη Κοσινίτζης ελληνικων κωδίκων
επιγέγραπται τουτο το κείµενον (αρ. 28, φ. 4) ούτω «Φλωρεντίου
πρεσβυτέρου Ιεροσολύµων εγκώµιον εις τον άγιον Στέφανον». Εγράφη δε
ουτος ο κωδιξ τη ιε΄ εκατ.»). Υποσ. 23: Το χειρόγραφο βρίσκεται σήµερα
στη Σόφια, Balgarska Akademija na Naukite αρ. 64.

Σοφιανού ∆ηµητρίου Ζ., Τα χειρόγραφα των Μετεώρων. Κατάλογος περιγραφικός των


χειρογράφων κωδίκων των αποκειµένων εις τας Μονάς των
Μετεώρων, τόµος Γ΄: Τα χειρόγραφα της Μονής Αγίου Στεφάνου,
Αθήναι 1986: 1) σ. 29: Κώδικας 14: 3(φ. 7α) «Ακολουθία του µικρού
αγιασµού». Μεταξύ των φύλλων 12 και 13 χάσµα, διότι έχει εκπέσει έν ή
και περισσότερα φύλλα. Εκ των υστέρων, µεταξύ των πραναφερθέντων
φύλλων, προσετέθη έτερον φύλλον, φέρον σήµερον την αρίθµησιν 12 Α,
όπου τροπάρια του αγίου Στεφάνου και του αγίου Χαραλάµπους, δια
χειρός αµαθούς τινός γεγραµµένα. 2) σ. 107: Κώδικας 41: 1.(φ. 1α)
«Του […] Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης εγκώµιον εις τον άγιον
απόστολον (και) πρωτοµάρτυρα Στέφανον». Το κείµενο παρατίθεται σε
απλή ελληνική µετάφραση (το αρχικό, σε λόγια γλώσσα, κείµενο
υπάρχει στην PG 46, 701 πρβλ. και BHG 1654). Άρχ.: Πολλά καλόν και
ωφέλιµον πργµα και είναι και λέγεται αδελφοί, να ακούη ο αν(θρωπ)ος µε
προθυµί(αν) τα καλά έργα και να τα ακολουθάη µε πόθον πολύν[…]. 3)
σσ. 107-108: Κώδικας 41: 2.(φ. 19β) «Λόγος ιστορικός άµα και
εγκωµιαστικός περί της εν Κωνσταντίνου πόλει ελεύσεως του τιµίου
λειψάνου του εν αγίοις πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου».Το
κείµενο παρατίθεται σε απλή ελληνική µετάφραση (για το κείµενο, σε
λόγια γλώσσα του Νικήτα Παφλαγόνος ή Μιχαήλ Ψελλού βλ. BHG
1651). Άρχ.: Ο κύριος ηµων Ιησους Χ(ριστό)ς ο σ(ωτ)ήρ πάντ(ων) των
ελπιζόντ(ων) επ’ αυτ(όν) φορώντας την ανρωπίνην τούτην και ταπεινήν
σάρκα την εδικήν µας[…]. 4) σ. 108: Κώδικας 41: 3.(φ. 35β) Ιωάννου
Χρυσοστόµου «εκ της ερµηνεί(ας) τ(ων) πράξεων τ(ων) αγί(ων)

164
αποστόλ(ων) οµιλία ιε΄ εις τον […] πρωτοµάρτυρα Στέφανον». Το
κείµενο παρατίθεται σε απλή ελληνική µετάφραση. Άρχ.: Ο δεσπότης και
παντοδύναµος Θ(εό)ς αδελφοί εδηµιούργησεν όλον τουτον τον φαινόµενον
κόσµον και τον µη φαινόµενον[…].

Σοφιανού ∆ηµητρίου Ζ., Τα χειρόγραφα των Μετεώρων. Κατάλογος περιγραφικός των


χειρογράφων κωδίκων των αποκειµένων εις τας Μονάς των
Μετεώρων, τόµος ∆΄, Τα χειρόγραφα της Μονής Αγίας Τριάδος,
Μέρος πρώτον, Αθήναι 1993: 1) σ. 129: Κώδικας αρ. 4: Β΄ «Μηνί τω
αυτ(ω) Β΄. Η ανακοµιδή του λειψάνου του αγίου πρωτοµ(άρτυ)ρ(ος) και
αρχιδιακόνου Στεφάνου». Έχεις Σιών πάµπολλα θεια και ξένα,/ νεκρόν
Στεφάνου δος πόλει Κωνσταντίνου./ ∆ευτερίη νέκυος Στεφάνου γένετ’
ανακοµιδή.
Ακολουθεί (φ. 163α-164α) η διήγησις της ανακοµιδής (BHG 1651e).
Άρχ.: Μετά πολλου χρόνου παραδροµ(ήν) της του αγίου δια Χ(ριστό)
µαρτυρίας […]. (φ. 164α) Τελ.: […] και παραχρηµα εν αυτω τω τόπω
σεβάσµιον εγείρει τω πρωτάθλω ναόν […] τελειτ(αι) (δε) η αυτου σύναξις
εν τω αγιωτάτω αυτου µαρτυρίω τω όντι πλησίον Κωνσταντιανων. 2) σ.
217: Κώδικας 14: ιε΄ (φ. 29α) «Η εύρεσις του λειψάνου του αγ(ίου)
Στεφάνου του πρωτοµάρτυρος». Εύρηµα κοινόν ο Στέφανος τη κτίσει,/
Θ(εο)υ µεγίστου πρωταγωνιστής µέγας. 3) σ. 308: Κώδικας 14: κζ΄
«Μηνί τω αυτ(ω) κζ΄. Μνήµη του αγ(ίου) αποστόλου και αρχιδιακόνου
Στεφάνου, ενός τ(ων) ζ΄ διακόν(ων)». Λόγων στεφάνοις οια τιµίοις
λίθοις/ στέφω Στέφανον ον προέστεψαν λίθοι./ Εικάδι λάινος Στέφανον
µόρος εβδόµη ειλ(εν).
Ακολουθεί συναξάριον του αγίου. Άρχ.: Ουτος ζητήσεώς ποτε γενοµένης
µεταξύ Ιουδαίων και Σαδδουκαί(ων) κ(αί) Ελλήνων […]. Τελ.: […]
τελειται δε η αυτου σύναξις εν τω µαρτυρίω αυτου τω όντι πλησίον
Κωνσταντιανων.

Σοφιανού ∆ηµητρίου Ζ., Τα χειρόγραφα των Μετεώρων. Κατάλογος περιγραφικός των


χειρογράφων κωδίκων των αποκειµένων εις τας Μονάς των
Μετεώρων, τόµος ∆΄, Τα χειρόγραφα της Μονής Αγίας Τριάδος,
Μέρος δεύτερον, Αθήναι 1993: 1) σ. 669: Κώδικας 94: Θ΄ (φφ. 70α-
77β) «Λόγος κε΄» (PG 60,191). Άρχ.: Οι µεν ουν διασπαρέντες από της
θλίψεως της γενοµένης επί Στεφάνω, διηλθον έως Φοινίκης […]. Τελ.:
[…] περιβαλώµεθα το κάλλος εκεινο, ίνα και ενταυθα επαινεθωµεν […]
αµήν.

Στεφανίδη Β. Κ., «Οι κώδικες της Αδριανουπόλεως», ΒΖ 16(1907) 266-284: 1) σ.


271:104, Κώδικας 1043: α) Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως, εγκώµιον
εις τον Πρωτοµάρτυρα Στέφανον. β) Ιωάννου του Χρυσοστόµου, λόγος
εις τον πρωτοµάρτυρα Στέφανον. γ) Του αυτού, λόγος εις τον αυτόν
άγιον.

Τα χειρόγραφα των Μετεώρων. Κατάλογος περιγραφικός των χειρογράφων κωδίκων των


αποκειµένων εις τας Μονάς των Μετεώρων, εκδιδόµενος εκ των
καταλοίπων Νίκου Α. Βέη, τόµος Α΄, Τα χειρόγραφα της Μονής
Μεταµορφώσεως, προλεγόµενα υπό Λ. Βρανούση, Αθήναι 1967: 1) σ.
335: Κώδικας 320: 23 (φ. 210α) [∆ιήγησις περί της ευρέσεως του
λειψάνου του πρωτοµάρτυρος Στεφάνου].- Ακέφαλος και κολοβή. Άρχ. :
… Νικοδήµου πολλοί χρόνοι επέρασαν και πολλά θαύµατα έγιναν… Τελ.:

165
… εσείστη δε και η σωρός του αγίου Στεφάνου και άνοιξεν…. [Ο κώδιξ
έχει γραφη αµελως και υπό βαναύσων χειρών…]. 2) σ. 576: Κώδικας
558: 46.(φ. 301α) Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως λόγος εις τον άγιον
Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα.

Τα χειρόγραφα των Μετεώρων. Κατάλογος περιγραφικός των χειρογράφων κωδίκων των


αποκειµένων εις τας Μονάς των Μετεώρων, εκδιδόµενος εκ των
καταλοίπων Νίκου Α. Βέη, τόµος Β΄: Τα χειρόγραφα της Μονής
Βαρλαάµ, Αθήναι 1984: 1) σ. 156: Κώδικας 136: 32(φ. 246β)
Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως λόγος εις τον πρωτοµάρτυρα
Στέφανον.

Χαριτάκη Γ., «Αγιογραφικοί κώδικες Μετεώρων», ΝΕ 21(1927)305-331: 1) σ. 308:


Χειρόγραφο Μονής Μετεώρου 549: 13.(φ. 96α) «Μηνί τω αυτω ΚΖ΄.
Λόγος ΙΗ΄. Γρηγορίου Νύσσης εγκώµιον εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα
Στέφανον». (Migne τ. 46, στ. 701).(Το φύλλο 101 αντικαταστάθηκε µε
νέο. Λείπει το τέλος του εγκωµίου. Φ. 101α κενό). 2) σ. 314:
Χειρόγραφο Μονής Μετεώρου 563: 6. (φ. 85α) «Μαρτύριον του αγίου
και ενδόξου πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου». Άρχ.: Μετά
την του κυρίου ηµων Ιησου Χριστου κατά σάρκαν επιδηµίαν και τα πάθη
του σταυρου και τον θάνατον.

3) Βοηθήµατα:

Αγουρίδου Σάββα, Εισαγωγή εις την Καινήν ∆ιαθήκην, Αθήναι 1971.

_ «Εσσαίοι», ΘΗΕ, τ. 5, στ. 918-925.

_ Η Κοινοκτηµοσύνη εν τη Πρώτη Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1963.

_ «Ιερουσαλήµ. Από της εποχής του Ηρώδου έως της καταστροφής υπό του
Τίτου», ΘΗΕ, τ. 6, στ. 824-827.

_ Ιστορία των χρόνων της Καινής ∆ιαθήκης, Μέρος Α΄, από τις παραδόσεις του
καθηγητού, εκδόσεις Παν. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1968.

_ Ιστορία των χρόνων της Καινής ∆ιαθήκης, ∆΄ έκδοση, εκδόσεις Π. Πουρναρά,


Θεσσαλονίκη 1985.

_ «Παύλος», ΘΗΕ, τ. 10, στ. 187-210.

_ Τα γνωστικά χειρόγραφα NAG HAMMADI και ο κώδιξ JUNG- Oπάπυρος


BODMER «του κατά Ιωάννην» Ευαγγελίου - Τα χειρόγραφα της Νεκράς
Θαλάσσης και η Καινή ∆ιαθήκη, Αθήναι 1959.

Ακανθόπουλου Πρόδροµου Ι., Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόµων, β΄


έκδοση, εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991.

Αλεξανδρίδη Ηλ., «Μαρτυρείον (Ναός) του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρος»,


Ορθοδοξία 1(1926) 411-416.

Ανδρέου Σιµωνοπετρίτου, Προπύργιον Ορθοδοξίας και Έθνους ήτοι: α) Ιστορία του Αγίου
Όρους Άθω, β) Παράρτηµα εορτασµού χιλιετηρίδος Ι. Μονής Μεγίστης

166
Λαύρας Αγίου Όρους, γ) Λεύκωµα έγχρωµων φωτογραφιών Αγίου
Όρους, Αθήνα 1969.

Αντωνιάδου Ευαγγέλου, Η εν Αρείω Πάγω οµιλία και η νεωτέρα κριτική επιστήµη.


Ανατύπωσις εκ του πανηγυρικού τόµου: Εβδοµηκονταπενταετηρίς της
Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής (1844-1919), εν Αθήναις, «τύποις
Εκκλησιαστικού Κήρυκος», 1920.

Απολυτίκια, Κοντάκια και Μεγαλυνάρια του Ενιαυσίου Μηνολογίου συµπληρωθέντα υπό


Γερασίµου Μικραγιαννανίτου µοναχού. Εκδίδονται επιµέλεια Ιωάννου
Σπ. Ράµφου πρωτοπρεσβυτέρου, εγκρίσει της Ιεράς Συνόδου της
Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις 1957.

Αρχατζικάκη Ιακώβου, «Αι Αγάπαι εν τη αρχαία Χριστιανική Εκκλησία», ΝΣ 13(1913) 686-


708.

Αρχατζικάκη Ιακώβου αρχιµ., «Περί της Εορτής της του Χριστού Γεννήσεως», ΝΣ 8-9
(1909) 391-407.

Αρχιµ. Καλλίστου, «Οι άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ’ αυτών δίκαια του Ελληνικού
Έθνους», ΝΣ 19(1924)182-197 και 531-542.

_ «Το εν Ιερουσαλήµ Μοναστήριον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόµου και


Βαπτιστού», ΝΣ 18(1923) 94-109 και 278-292.

Αρχιµανδρίτου Γαβριήλ Καραπατάκη, Αι περιπέτειαι των εν Ιεροσολύµοις και των πέριξ ιερών
προσκυνηµάτων και το Ελληνικόν Έθνος από Χριστού µέχρι σήµερον, εν
Κωνσταντινουπόλει 1910.

Βακάρου ∆ηµητρίου π., Η Ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραµµατεία των πέντε πρώτων
αιώνων, ∆ιατριβή επί διδακτορία υποβληθείσα εις το τµήµα Ποιµαντικής
της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1986.

Βαµβακά ∆ηµητρίου (επιµέλεια), Προσκυνητάριον της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος Αγίου


Όρους, Θεσσαλονίκη 1993.

Βασιλειάδη Πέτρου Β., «Αιρέσεις ή Θεολογικές τάσεις στον Αρχέγονο Χριστιανισµό»,


Εισηγήσεις Β΄ Συνάξεως Ελλήνων Βιβλικών Θεολόγων Πανεπιστηµίων
Αθηνών και Θεσσαλονίκης (Κρήτη 16-21 Σεπτεµβρίου 1977) –Θέµα:
«Αιρέσεις και Αιρετικοί κατά την εποχήν του Αποστόλου Παύλου»,
∆ΒΜ 5 (1977-1978)101-118.

_ Αποστολή-∆ιακονία-Επισκοπή, (Η συµβολή του βιβλίου των Πράξεων


στη διαµόρφωση της [πρωτο]χριστιανικής εκκλησιολογίας), Οι Πράξεις
των Αποστόλων, Εισηγήσεις Ε΄ συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών
Θεολόγων, Φραγκάβιλλα Ηλείας, 26-30 Οκτωβρίου, 1988, σσ. 29-44.

_ Βιβλικές Ερµηνευτικές Μελέτες, Βιβλική Βιβλιοθήκη 6, εκδόσεις Π.


Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1988.

_ «Η Εκκλησία ως χαρισµατικός θεσµός (Σχόλιο στο Α΄ Κορ.12,27)», ΓΠ


70 (1987)195-199.

167
_ «Η παραδειγµατική ερµηνεία των Πράξεων» στα υπό έκδοση Πρακτικά
του Γ΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου µε θέµα: «Κεφαλληνία. Η Μελίτη των
Πράξεων» και στο έργο του: Μετανεωτερικότητα και Ορθοδοξία, Αθήνα
2001.

_ Η περί της Πηγής των Λογίων θεωρία. Κριτική θεώρησις των σύγχρονων
φιλολογικών και θεολογικών προβληµάτων της Πηγής των Λογίων.
∆ιατριβή επί διδακτορία. Υποβληθείσα εις την Θεολογικήν Σχολήν του
Πανεπιστηµίου Αθηνών, Αθήναι 1977.

_ Σταυρός και Σωτηρία. Το σωτηριολογικό υπόβαθρο της παύλειας


διδασκαλίας του Σταυρού υπό το πρίσµα της προ-παύλειας ερµηνείας
του θανάτου του Ιησού, ΕΕΘΣΠΘ, παράρτηµα αρ. 35 του 27ου τόµου
1982, Θεσσαλονίκη 1983.

_ Χάρις – Κοινωνία – ∆ιακονία. Ο κοινωνικός χαρακτήρας του Παύλειου


προγράµµατος της λογείας, (Εισαγωγή και ερµηνευτικό υπόµνηµα στο Β΄
Κορ.8-9), Βιβλική Βιβλιοθήκη 2, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
1994.

Βαφείδου Φιλαρέτου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόµος Α΄: Αρχαία Εκκλησιαστική Ιστορία 1-


700 µ.Χ., εν Κωνσταντινουπόλει 1884.

Βέη Νίκου Α., «Κατάλογος των χειρογράφων κωδίκων της Αγιωτάτης Μητροπόλεως
Αργυροκάστρου», ΕΜΑ 4 (1951-52) 129-200.

Βεργωτή Γ. Θ., Εγχειρίδιον Αγιολογίας, Θεσσαλονίκη 1992.

Βεργωτή Γεωργίου Θ., Λεξικόν λειτουργικών και τελετουργικών όρων, γ΄ έκδοση βελτιωµένη
και επαυξηµένη, Θεσσαλονίκη 1995.

**Βουδούρη Αγγέλου Λ., Μηνολόγιον, έκδοσις πρώτη, Ευρωπαϊκό Κέντρο Τέχνης, Αθήναι
1994.

Βουλγαράκη Ηλία Αντ., Αποφυγή ασκήσεως ιεραποστολής εις την αρχαίαν Εκκλησίαν,
Εναίσιµος επί διδακτορία διατριβή υποβληθείσα εις την Θεολογικήν
Σχολήν του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών, εν
Αθήναις 1969.

Βούλγαρη Χρήστου Σπ., Η ενότης της Αποστολικής Εκκλησίας, Ανάλεκτα Βλατάδων 19,
ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη 1974.

_ Η περί σωτηρίας διδασκαλία του ευαγγελιστού Λουκά, Αθήναι 1971.

_ «Ιστορική ανασκόπησις της περί τον Λουκάν και τας Πράξεις ερεύνης»,
∆ΒΜ 1 (1972) 329-352

_ «Το Μυστήριον της Ιερωσύνης κατά την Αγ. Γραφήν», Θεολογία 62/2
(1991) 661-693.

_ Χρονολογία των γεγονότων του βίου του Αποστόλου Παύλου, β΄ έκδοσις,


Αθήναι 1983.

168
Γαλάνη Ιωάννου Λ., «Οι προϋποθέσεις της σωστής διακονίας (Σχόλιο στο Πρ. 6,1-7)», ΓΠ 70
(1987) 422-426.

_ Το ιστορικό πλαίσιο της Καινής ∆ιαθήκης. Συνοπτική ιστορία της Καινής


∆ιαθήκης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, έκδοση:
Υπηρεσία ∆ηµοσιευµάτων, Θεσσαλονίκη 1991.

Γαλανού Μιχαήλ Ι., Οι Βίοι των Αγίων του Μηνολογίου της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας,
έκδοσις δευτέρα, Βιβλιοθήκη Αποστολικής ∆ιακονίας 30, Αθήναι 1951,
τεύχος ιβ΄, σσ. 177-181.

Γαλίτη Γ., Μαρτυρία και ∆ιακονία εν τη Καινή ∆ιαθήκη, Αθήναι 1967.

_ Σηµειώσεις ιστορίας των χρόνων της Καινής ∆ιαθήκης, εκδόσεις Π.


Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1970.

Γαλίτη Γεωργίου Αντ., Ερµηνεία περικοπών εκ της Κ. ∆ιαθήκης, Πανεπιστηµιακαί


παραδόσεις, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993.

Γάλλη Λεωνίδα ∆., Το Άγιον Όρος. Εντυπώσεις- Ιστορία- Θρύλοι, Αθήναι 1963.

**Γαρδίκα Γ., «Θουκυδίδης», ΕΕΛ, τ.6, εκδοτικός οίκος «Ελευθερουδάκης» Α.Ε., εν


Αθήναις 1929, σ. 572.

Γεδεών Μανουήλ, «Βυζαντινόν Εορτολόγιον», ΕΦΣΚ 23 (1891-92) 123-158.

Γεδεών Μανουήλ Ιω., Βυζαντινόν Εορτολόγιον. Μνήµαι από του ∆΄ µέχρι των µέσων του ΙΕ΄
αιώνος εορταζοµένων αγίων εν Κωνσταντινουπόλει, ανετυπώθει εκ των
τόµων Κ∆΄ και ΚΣΤ΄ του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου,
Κωνσταντινούπολις 1899.

Γεωργιάδου Τριανταφύλλου, Κήπος Χαρίτων, τόµος τέταρτος: Σεπτέµβριος-Ιανουάριος,


Αθήναι 1974.

Γιαννακόπουλου Ιωήλ Ν. αρχιµ., «Αι παλαιαί εκκλησίαι Τρικκάλων και οι δύο Βησσαρίωνες
Λαρίσης», ∆ΧΑΕ, περίοδος β΄, τ. Γ΄, τεύχη Α΄ και Β΄, έτος 1926, σσ. 15-
33.

_ Πράξεις Αποστόλων, (Αναλύσεις κειµένων –κοινωνικά θέµατα), Κάλαµαι


1954.

Γκητάκου Μιχαήλ Χαρ., Ανέκδοτοι επιγραφαί και χαράγµατα εκ Βυζαντινών και


Μεταβυζαντινών Μνηµείων της Ελλάδος, εν Αθήναις 1957.

**Γρατσέα Γεωργίου, Η προς Εβραίους Επιστολή, Ερµηνεία Καινής ∆ιαθήκης 13, Εκδόσεις
Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999.

_ «Λιθοβολισµός», ΘΗΕ, τ. 8, στ. 302-304.

_ «Λογία», ΘΗΕ, τ.8, στ. 325-326.

_ «Νεκράς Θαλάσσης, Χειρόγραφα», ΘΗΕ, τ. 9, στ. 342-377.

Γριτσόπουλου Τάσου Αθ., «Σιών», ΘΗΕ, τ. 11, στ. 205-206.

169
∆εβρελή Αστερίου Κ., Πηδάλιον Βυζαντινής Μουσικής: ∆ωδεκαήµερον, Θεσσαλονίκη 1978.

∆όικου ∆αµιανού Αθ., Εισαγωγή στην Παλαιά ∆ιαθήκη, Γενική Εισαγωγή, Θεσσαλονίκη
1984.

∆οξαστάριον, Περιέχον τα ∆οξαστικά όλων των ∆εσποτικών και Θεοµητορικών Εορτών των
Εορταζοµένων Αγίων του όλου Ενιαυτού, τόµος Α΄, Μελοποιηθέν υπό
Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας
κατά πιστήν αντιγραφήν της Πατριαρχικής εν Κωνσταντινουπόλει
εκδόσεως του 1844, εκδόσεις βιβλίων Βυζαντινής Μουσικής «Ο Μιχ. Ι.
Πολυχρονάκης», Νεάπολις-Κρήτης [198;].

∆ουκάκη Κ., Μέγας Συναξαριστής πάντων των αγίων, εν Αθήναις 1889-1896, VIII, σ. 24.

∆(υοβουνιώτη) Κ.Ι., «Ο Πρωτοµάρτυς Στέφανος», Ιερός Σύνδεσµος, έτος Θ΄, περίοδος Β΄,
αρ. 207, 1913, σσ 4-6.

∆υοβουνιώτη Κ. Ι., «Η περίθαλψη των ενδεών», Ιερός Σύνδεσµος, έτος Θ΄, αρ. 10, περίοδος
Β΄, 1905, σσ.1-5.

_ «Παράδοσις Ιερά», ΜΕΕ, τ. 19, Παύλου ∆ανδράκη, έκδοσις δευτέρα


ενηµερωµένη δια συµπληρωµάτων, εκδοτικός οργανισµός «Ο Φοίνιξ»,
Ε.Π.Ε., Αθήναι 1967, σ. 617.

**«Εκκλησιαστικόν Ηµερολόγιον», ΕΑ 2 (1881)184-185.

«Εορτολόγιον ∆εκεµβρίου», Ιερός Σύνδεσµος, έτος Θ΄, περίοδος β΄, 1913, αρ. 207, σσ. 10-13.

Εταιρεία ο «Ελληνισµός», Η Εκκλησία Ιεροσολύµων κατά τους τέσσαρας τελευταίους αιώνας


(1517-1900), Αθήνησιν, εκ του τυπογραφείου Π. ∆. Σακελλαρίου, 1900.

**Ευστρατιάδου Σωφρονίου, Πρ. Λεοντοπόλεως, «Ιωάννης ο Κουκουζέλης, ο Μαΐστωρ, και


ο χρόνος της ακµής αυτού», ΕΕΒΣ 14 (1938) 3-86.

** _ «Ο Άγιος Ιωάννης ο ∆αµασκηνός και τα ποιητικά αυτού έργα», ΝΣ


27 (1932) 111-123.

Ευστρατιάδου Σωφρονίου, Μητροπολίτου Λεοντοπόλεως, Λεξικόν της Καινής ∆ιαθήκης, εν


Αλεξανδρεία, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, 1910.

Ζιάκα Γρηγορίου, «Βασίλειος Π. Στογιάννος (1939-1985). Η προσωπικότητα και το έργο


του», ΕΕΘΣΠΘ 29 (1989) ιε΄-ξβ΄.

Ζηζιούλα Ιω., «Το πρόβληµα των «Ελληνιστών» της Καινής ∆ιαθήκης. Ελληνισµός και
Χριστιανισµός κατά τους τρεις πρώτους αιώνες», ΙΕΕ, τ.6, Εκδοτική
Αθηνών Α.Ε., 1976, σσ. 527-528.

Θέµελη Τ. Π. αρχιεπισκόπου Ιορδάνου, «∆ιάφοραι Μοναί», ΝΣ 26 (1931) 3-24.

** _ «Ο τόπος του λιθασµού, του αγίου Στεφάνου και οι εκκλησίαι αυτού εν


Ιερουσαλήµ», ΝΣ (1942) και ανάτυπο.

_ « Πύλαι και Πύργοι της Ιερουσαλήµ», ΝΣ 21 (1926) 116-126.

170
_ «Πως έβλεπεν ο Μ. Κωνσταντίνος τους Αγίους Τόπους», ΝΣ 23 (1928)
65-82.

Θεοχάρη Αθανασίου Κ., «Η έννοια της χάριτος εις τα έργα του Ευαγγελιστού Λουκά
(οµώνυµον Ευαγγέλιον και Πράξεις των Αποστόλων)», Κληρονοµία 22
(1990) 41-61.

Θεοδώρου Ευάγγελου, «∆ιακόνισσα», ΘΗΕ, τ. 4, στ. 1144-1151.

Ιακώβου Αγιορείτου του εκ Κυθήρων, Τυπικόν Αγίου Παύλου, 1850.

Ιωαννίδη Βασιλείου Χ., «Απόκρυφα (Κ. ∆ιαθήκη)», ΘΗΕ, τ. 2, στ. 1108-1111.

_ «Αποστόλων, Πράξεις», ΘΗΕ, τ.2, στ. 1204-1218.

_ Εισαγωγή εις την Καινήν ∆ιαθήκην, εν Αθήναις 1960.

Καδά Σωτηρίου Ν., Η Ιερά Μονή Αγίου ∆ιονυσίου, Ιστορία-Τέχνη-Κειµήλια.


Προσκυνηµατικός οδηγός, β΄ έκδοση, Άγιον Όρος 2000.

_ Προσκυνητάρια των Αγίων Τόπων. ∆έκα ελληνικά χειρόγραφα 16ου-18ου


αι., Θεσσαλονίκη 1986.

Καλοµενόπουλου Νικολάου, «Κωνσταντινιανά», ΜΕΕ, τ. 15, Παύλου ∆ανδράκη, έκδοσις β΄


ενηµερωµένη δια συµπληρωµάτων, εκδοτικός οργανισµός «Ο Φοίνιξ»,
Αθήναι, α.ε., σ. 558.

Κανόνες ασµατικοί τέσσαρες εις την αειπάρθενον Θεοτόκον Μαρίαν, εις τον Κύριον ηµων
Ιησουν Χριστόν, εις τον άγιον απόστολον, αρχιδιάκονον και
πρωτοµάρτυρα Στέφανον, εις τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Φιλοπονηθέντες υπό Μιχαήλ Στεφάνου Ιδρωµένου του Κερκυραίου.
Αφιερωθέντες δε τω Εµµανουήλ Βαρώνι Θεοτόκη, Κερκύρα 1833.

Καραβιδόπουλου Ιωάννη ∆., Βιβλικές Μελέτες, Βιβλική Βιβλιοθήκη 9, εκδόσεις Π.


Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1995.

_ Εισαγωγή στην Καινή ∆ιαθήκη, Βιβλική Βιβλιοθήκη 1, εκδόσεις Π.


Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998.

** _ Ελληνική Βιβλική Βιβλιογραφία του 20ου αιώνα (1900-1995), Βιβλική


Βιβλιοθήκη 10, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1997.

_ «Το κείµενο των Πράξεων των Αποστόλων στον κώδικα Βέζα (D)»,
Εισηγήσεις Ε΄ συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων, Οι Πράξεις
των Αποστόλων, Φραγκάβιλλα Ηλείας, 26-30 Οκτωβρίου 1988, σσ. 99-
114.

Καραµάνη Αθανασίου, Νέα Μουσική Κυψέλη, τόµος Γ΄, µέρος πρώτον, Θεσσαλονίκη 1965.

Καριώτογλου Αλεξάνδρου, Μήτηρ των Εκκλησιών-Ιερουσαλήµ-Θεού κατοικητήριον, εκδόσεις


Μίλητος, Αθήνα 1996.

Καρολίδου Π., Περί της εθνικής καταγωγής των Ορθοδόξων χριστιανών Συρίας και
Παλαιστίνης, εν Αθήναις, τύποις Π. ∆. Σακελλαρίου, 1909.

171
Κοϊβεράκη Ιλαρίωνος αρχιµανδρίτου, « Ποία η χρήσις και η έννοια των λέξεων Πρεσβύτερος
και ∆ιάκονος», Εκκλ. Φ. 31 (1932) 299-303.

Κοικυλίδου Κλεόπα Μ., Περί των εν Παλαιστίνη αρχαίων και νεωτέρων Ελληνικών
Μοναστηρίων επί τη βάσει του συγγράµµατος του Σ. Π. Κ. Vailhé, τεύχος
Α΄, εν Ιεροσολύµοις 1906.

Κόκορη ∆ηµητρίου Θ., Ορθόδοξα Ελληνικά Μοναστήρια (Προσκυνηµατικός οδηγός), δευτέρα


έκδοσις επηυξηµένη, Αθήναι 1997.

Κονιδάρη Γ., Γενική Εκκλησιαστική Ιστορία, Εισαγωγή Α΄ και Β΄, Βιβλίον Α΄. Περίοδος Α΄:
(Του Ελληνορωµαϊκού καθολικισµού), έκδοσις β΄ επηυξηµένη, εν
Αθήναις 1957.

_ «Η 1900η επέτειος του Οικουµενικού Χριστιανισµού και της Εκκλησίας


Ιεροσολύµων και ο Μακεδονικός Ελληνισµός», ΓΠ 31(1949)164-171.

_ «Η φερόµενη διαφορά µορφών του Εκκλησιαστικού πολιτεύµατος εν τω


αρχικώ Χριστιανισµώ (34-156 µ.Χ.), ΠΑΑ 32(1957)17-45.

_ «Ο ιστορικός, η Εκκλησία και το περιεχόµενον της παραδόσεως κατά


τους δύο πρώτους αιώνας», ΓΠ 44 (1961) 65-71.

Κοντογόνου Κωνσταντίνου, Εκκλησιαστική Ιστορία, από της Θείας συστάσεως της Εκκλησίας
µέχρι των καθ’ ηµας χρόνων, πρώτος τόµος, τύποις Νικολάου
Ρουσόπουλου, εν Αθήναις 1876.

Κοράβου ∆αµασκηνού, «Η διαδικασία της συνοδικής διοικήσεως στην Αρχαία Εκκλησία


κατά τας Πράξεις των Αποστόλων», Εισηγήσεις Ε΄ Συνάξεως
Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων, Οι Πράξεις των Αποστόλων,
Φραγκάβιλλα Ηλείας, 26-30 Οκτωβρίου 1988, σσ. 7-62.

Κορύλλου Χρήστου Π., Τα Ιεροσόλυµα, Αθήναι 1927, 8ο.

Κυριακού ∆ιοµήδους, Εκκλησιαστική Ιστορία από της ιδρύσεως της Εκκλησίας µέχρι των καθ’
ηµας χρόνων εκ διαφόρων πηγών ερανισθείσα, έκδοσις δευτέρα
επηυξηµένη, τόµος πρώτος, εν Αθήναις 1897.

Κωνσταντινίδη Ιω. Χ., «Ιουβενάλιος», ΘΗΕ, τ. 6, στ. 918-920.

Κωνσταντινίδη Ιω. Χ., «Λέων Στ΄ ο σοφός», ΘΗΕ, τ. 8, στ. 267-269.

(Κωνστάντιου Α΄ πατριάρχου), Κωνσταντινιάς παλαιά τε και νεωτέρα ήτοι περιγραφή


Κωνσταντινουπόλεως, συνταχθείσα παρά ανδρός φιλολόγου και
φιλαρχαιολόγου, εν Βενετία 1824, γ΄ έκδοση, εκδόσεις Νέας Πορείας,
Θεσσαλονίκη 1979.

Λαµπίρη Ηούς, Ο Άγιος Στέφανος (ο Άγιος, το Χωρίον, ο Ναός), έκδοσις Ι. Μητροπόλεως


∆έρκων επί τη εκατοπεντηκονταετηρίδι του Ιερού Ναού του Αγίου
Στεφάνου Γεσήλκιοϊ 1845-1995.

**Λαούρδα Βασιλείου, «Μιχαήλ Αποστόλη, ανέκδοτα επιγράµµατα», ΕΕΒΣ 20(1950)172-


208.

172
Λαυριώτου Σπυρίδωνος, «Απολυτίκια και Κοντάκια του όλου ενιαυτού µη περιεχόµενα εν
τοις ωρολογίοις τοις εντύποις», Άθως, περίοδος Βα, παράρτηµα, Αθήναι
1929.

Λέκκου Ευαγγέλου Π., Τα Μοναστήρια του Ελληνισµού (Ιστορία-Παράδοση-Τέχνη), τ. Α΄:


Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρος, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, εκδόσεις
«Ιχνηλάτης», 1997.

Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, µεταφρασµένο από τα γαλλικά µε την εποπτεία των Σάββα
Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν και Γεωργίου Γρατσέα, Γαβριήλ
Μαραγκού, Γεωργίου Ρηγόπουλου, Σεβαστιανού Φέρη, Καίτης
Χιωτέλλη, Εκδόσεις Βιβλικό Κέντρο «Άρτος Ζωής», Αθήνα 1980.

Λέοντος του σοφού πανυγηρικοί (sic) λόγοι, εκδοθέντες σπουδή και επιµελεία Ακακίου
ιεροµονάχου εκ του Αγίου Όρους του Άθωνος, 8ο, Αθήναι 1868.

Λιβαδάρα Νικολάου Α., Το πρόβληµα της γνησιότητος των αγιολογικών ύµνων του Ρωµανού,
Αθήναι 1959.

**Λόγοι και παραινέσεις του Οσίου πατρός ηµών Εφραίµ του Σύρου, εις απλήν φράσιν
µεταγλωτισθέντες και µερικοί βίοι αγίων τινών, µεταφρασθέντες και
αυτοί εκ της ελληνικής γλώσσης, εις ωφέλειαν των ευσεβών χριστιανών,
παρ’ Ιεροθέου Ιεροµονάχου Ιβηρίτου, και νυν το πρώτον τύποις
εκδοθέντες αναλώµασι ∆ιονυσίου εκ νήσου Πάρου, του πανοσιωτάτου
προηγουµένου της Ιεράς και Βασιλικής Μονής των Ιβήρων, της κατά το
Αγιώνυµον Όρος του Άθω κειµένης, ενετίησι, αψκά, παρά Αντωνίω τω
Βόρτολι, [σσ. 358-364 για τον άγιο Στέφανο].

Λούβαρη Πολυκράτη, «Επιγραφαί εκ του τόπου του µαρτυρίου του πρωτοµάρτυρος και
αρχιδιακόνου Στεφάνου», ΝΣ 4 (1906) 247-249.

Λουκάτου ∆ηµ. Σ., «Αγάπη», ΘΗΕ, τ. 1, στ. 138-139.

Μ. Κ. , «Ιεροσολυµιτικό Κανονάριον», ΝΣ 20 (1925) 659-666.

Μαϊδώνη Χρυσοστόµου, αρχιµ., Ο Πρωτοµάρτυς Στέφανος (Βίος- Η ζωή του στη ζωή µας.
Παράκλησις- Χαιρετισµοί- Εγκώµιον), Αρναία 1985.

Μακράκη Αποστόλου Κ., Ερµηνεία κατά βάθος και πλάτος εις τας Πράξεις των Αποστόλων,
Ορθόδοξος Χριστιανικός Σύλλογος «Ιωάννης ο Βαπτιστής», εν Αθήναις
1974.

Μαρίνου ∆., «Ο Πρωτοµάρτυς Στέφανος», Ανάπλασις, έτος ∆΄, αρ. 66, (1890-91) 856-858.

Ματθίδη Πέτρου Αγ. (ιερέως)-(Βυζαντίου), Ιεραί Ακολουθίαι Παναγίας της Μεγαριωτίσσης,


Πολιούχου Νέας Μεσήµβριας Θεσσαλονίκης της Θαυµατουργού, των
Αγίων Λειψάνων (Στεφάνου, Μοδέστου, Εύπλου, Θεοδώρου του
Τήρωνος), Παρακλητικοί Κανόνες, 1957.

Ματσάκη Γεωργίου Ν., «Οι εν Αλεξάνδρεια Ελληνισταί Ιουδαίοι επί του Ιησού Χριστού»,
ΝΣ 9 (1909) 50-55.

Μεϊµάρη Ιωάννου, «∆ύο επιγραφές της αυγούστης Ευδοκίας (423-460) από την Εµµάθα
παρά τα Γάδαρα και από τα Ιεροσόλυµα», Θεολογία 54/1 (1983)388-398.

173
Μέλλου Ερατώ Αικατερίνη, Ταξίδι στην Ουρανούπολη και το Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη
1972.

Μηναίον του Αυγούστου, Περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτώ ακολουθίαν, έκδοσις της
Αποστολικής ∆ιακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις 1973.

Μηναίον του ∆εκεµβρίου, Περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτώ ακολουθίαν, έκδοσις της
Αποστολικής ∆ιακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις 1973.

Μητροπολίτου Γαρδικίου Χρυσοστόµου, «Τα προευαγγελικά κείµενα. Η µαρτυρία των


Πατέρων περί της αρχικής µορφής της Ευαγγελικής Παραδόσεως και η
αξία των Πατερικών βιβλικών παραθέσεων», Θεολογία 49 (1978) 775-
818.

Μητσάκη Καριοφίλη, Βυζαντινή Υµνογραφία, τόµος Α΄: Από την Καινή ∆ιαθήκη έως την
Εικονοµαχία, Χριστιανική Γραµµατολογία 1, ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη
1971.

Μητσόπουλου Νικ. Ε., «Παράδοσις, Ιερά», ΘΗΕ, τ. 10, στ. 24-27.

Μικραγιαννανίτου Γερασίµου µοναχού, Απολυτίκια, Κοντάκια και Μεγαλυνάρια του


Ενιαυσίου Μηνολογίου, εκδίδονται επιµέλεια Ιωάννου Σπ. Ράµφου,
εγκρίσει της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις
1957.

_ Κατάλογος χειρογράφων κωδίκων της βιβλιοθήκης του Κυριακού της


κατά το Αγιώνυµον Όρος του Άθω Ιεράς και Μεγαλωνύµου Σκήτης της
Αγίας Θεοµήτορος Άννης, µετά πινάκων συνταχθέντων υπό
Κωνσταντίνου Α. Μαναφή, έκδοσις της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών,
εν Αθήναις 1961.

Mουστάκη Βασιλείου, Λεξικόν της Αγίας Γραφής, Αθήναι 1956, σ.179.

** _ Οι Βίοι των Αγίων. Τα Συναξάρια όλων των Αγίων και των Εορτών που
περιλαµβάνονται στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας µας, εκδοτικός
οίκος «Αστήρ», Αλ. & Ε. Παπαδηµητρίου, Αθήναι 1973.

Μπιλάλη Σπυρίδωνος Σπ., Οι Μάρτυρες της Ορθοδοξίας, τ.Α΄: Η Θεολογία του Μαρτυρίου,
εκδόσεις «Ορθόδοξου Τύπου», Αθήναι 1973.

Μπόνη Κωνσταντίνου Γ., «Εισαγωγή εις την αρχαίαν χριστιανικήν γραµµατείαν (96-325
µ.Χ.)», Αρχείον περιοδικού «Θεολογία» 1, Αθήναι 1974.

_ «Σωφρονίου Ιεροσολύµων, Ωδαί εις τον Απόστολον Παύλον», Θεολογία


22 (1951) 213-225.

Μπρατσιώτη Παναγιώτη Ι., «Εβδοµήκοντα Απόστολοι», ΜΕΕ, Παύλου ∆ανδράκη, τ. 9,


έκδοσις δευτέρα ενηµερωµένη δια συµπληρωµάτων, εκδοτικός
οργανισµός «Ο Φοίνιξ» Ε.Π.Ε., Αθήναι, α.ε., σ. 632.

_ «Πεντάτευχος», ΘΗΕ, τ. 10, στ. 275-276.

174
_ «Στέφανος (Πρωτοµάρτυς)», ΕΕΛ, τόµος 11, εκδοτικός οίκος
«Ελευθερουδάκης» Α.Ε., εν Αθήναις 1931, σ. 778.

Μωραΐτη ∆ηµ. Ν., «∆ιακονία», ΘΗΕ, τ. 4, στ. 1139-1140.

Μωυσέως Μοναχού Αγιορείτου, Προσκυνητάριον της Ιεράς Μονής του Αγίου Παύλου, Άγιον
Όρος 1977.

Ν.Ε.Τ., «Μελάνη η Νεωτέρα», ΘΗΕ, τ. 8, στ. 921-922.

Νικοδήµου Αγιορείτου, Συναξαριστής των ∆ώδεκα Μηνών του Ενιαυτού, τόµος πρώτος
(Σεπτέµβριος- Οκτώβριος), έκδοση πέµπτη «Ορθόδοξος Κυψέλη»,
Θεσσαλονίκη 1981.

Νικολόπουλου Παν. Γ., «Σωφρόνιος», ΘΗΕ, τ. 11, στ. 644-645.

Ξύδη Θεοδώρου, Ο Στέφανος των Απολυτικίων του ενιαυτού, ανατύπωσις εκ της


«Ορθοδοξίας», Σταµπούλ τύποις Αδελφών Τσιτουρή, 1950.

Ο ενιαύσιος Στέφανος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Απολυτίκια, Κοντάκια και


Μεγαλυνάρια υπό Γερασίµου µοναχού Μικραγιαννανίτου. Υµνογράφου
της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας τη εγκρίσει της Ιεράς Συνόδου της
Εκκλησίας της Ελλάδος, έκδοσις β΄, Αθήναι 1986.

Οικονόµου Γεωργίου Ρήγα, Τυπικόν, Λειτουργικά Βλατάδων αρ. 1, ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη


1994.

Οικονόµου Χρήστου Κ., Οι Απαρχές του Χριστιανισµού στην Κύπρο. Ιστορική-Φιλολογική-


Θεολογική και Θρησκειοϊστορική ανάλυση της διηγήσεως των Πράξεων
13,1-12, ∆ιδακτορική διατριβή που υποβλήθηκε στο τµήµα Θεολογίας
του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης,Θεσσαλονίκη 1986.

Πάλλη Παν. Κ., «Σίβυλλα», ΘΗΕ, τ. 11, στ. 132-133.

Παναγόπουλου Ιωάννου, «Αι Πράξεις Αποστόλων και η κριτική αυτών έρευνα», Θεολογία 42
(1971) 582-601 και 43 (1972) 350-368 και 682-691.

Παναγόπουλου Ιωάννου, Εισαγωγή στην Καινή ∆ιαθήκη, Αθήνα 1995.

Παναγόπουλου Ιωάννου, Ο Θεός και η Εκκλησία. Η θεολογική µαρτυρία των Πράξεων


Αποστόλων, ∆ιδακτορική διατριβή υποβληθείσα εις την Θεολογικήν
Σχολήν του Πανεπιστηµίου Αθηνών, Αθήναι 1969.

Παντελάκη Ε.Γ., «Στέφανος ο πρωτοµάρτυς», ΜΕΕ, τ. 22, έκδοσις δευτέρα ενηµερωµένη δια
συµπληρωµάτων, εκδοτικός οργανισµός «Ο Φοίνιξ» Ε.Π.Ε., Αθήναι,
α.ε., σ. 370.

Παντελάκη Εµµ. Γ., «Συµβολαί εις την Χριστιανικήν Ελληνικήν ποίησιν», Αθηνά 44
(1932)153-170.

Παντοκρατορινού-Πρέπη Ευθυµίου προηγουµένου, Προσκυνηµατικός και Ιστορικός οδηγός


Αγίου Όρους, Αθήναι 1970.

175
Παπαδόπουλου Γεωργίου Ι., Συµβολαί εις την ιστορίαν της παρ’ ηµίν εκκλησιαστικής µουσικής
και οι από των Αποστολικών χρόνων άχρι των ηµερών ηµών ακµάσαντες
επιφανέστεροι µελωδοί, υµνογράφοι, µουσικοί και µουσικολόγοι, εν
Αθήναις 1890.

Παπαδόπουλου Γεωργίου Ι., Συµβολαί εις την ιστορίαν της παρ’ ηµίν εκκλησιαστικής µουσικής
και οι από των Αποστολικών χρόνων άχρι των ηµερών ηµών ακµάσαντες
επιφανέστεροι µελωδοί, υµνογράφοι, µουσικοί και µουσικολόγοι, εκδόσεις
«Κουλτούρα» 2, Αθήνα 1977.

Παπαδόπουλου Κ. Ν. (πρεσβυτέρου), «Το Μαρτύριον Ιακώβου του Αδελφοθέου», ∆ΒΜ 2


(1982) 41-46.

Παπαδόπουλου Χρυσόστοµου Α. αρχιµ., «Η Εορτή των Χριστουγέννων εν τη Εκκλησία


Ιεροσολύµων», παράρτηµα, ΝΣ 65(1970)323-351.

_ Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύµων, εν Ιεροσολύµοις και Αλεξανδρεία,


εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου Αλεξανδρείας, 1910.

_ Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύµων, έκδοσις δευτέρα επηυξηµένη, εν


Αθήναις 1970.

_ «Περί των Ο΄ Αποστόλων», Εκκλ.Φ. 16 (1917) 457-465.

Παπαδόπουλου-Κεραµέως Α., Ανάλεκτα Ιεροσολυµιτικής Σταχυολογίας ή Συλλογή ανεκδότων


και σπανίων Ελληνικών συγγραφών περί των κατά την Εώαν ορθοδόξων
Ελληνικών Εκκλησιών και µάλιστα της των Παλαιστινών συλλεγέντα µέν
και εκδιδόµενα, τ. Ε΄, Πετρούπολις 1898.

Παπάζογλου Γεωργίου Κ., Τυπικόν Ισαακίου Αλεξίου Κοµνηνού της Μονής Θεοτόκου της
Κοσµοσωτείρας (1151/52), ∆ηµοκρίτειο Πανεπιστήµιο Θράκης, Θρακική
Βιβλιοθήκη, Κοµοτηνή 1994.

Παπάζογλου Γεωργίου Κ., Χειρόγραφα και Βιβλιοθήκες της Ανατολικής Μακεδονίας και
Θράκης, τ. Α΄, ∆ηµοκρίτειο Πανεπιστήµιο Θράκης, Θρακική
Βιβλιοθήκη, Κοµοτηνή 1993.

Παπαηλιοπούλου-Φωτοπούλου Ε., Ταµείον Ανέκδοτων Βυζαντινών Ασµατικών Κανόνων,


Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιµων βιβλίων, Αθήναι 1996.

**Παπαστράτου Ντόρης, Χάρτινες εικόνες. Ορθόδοξα θρησκευτικά χαρακτικά 1665-1899,


τόµοι Ι-ΙΙ, εκδόσεις Παπαστράτος ΑΒΕΣ, Αθήνα 1986.

Πασχαλίδη Συµεών Α., Νικήτας ∆αβίδ Παφλαγών το πρόσωπο και το έργο του. Συµβολή στη
µελέτη της προσωπογραφίας και της αγιολογικής γραµµατείας της
προµεταφραστικής περιόδου, Βυζαντινά κείµενα και µελέται αρ. 28,
Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1999.

Πάσχου Π. Β., Άγιοι οι φίλοι του Θεού, Εισαγωγή στην Αγιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
Υµναγιολογικά κείµενα και µελέτες-2, Εκδόσεις Αρµός, 1995.

_ Έρως Ορθοδοξίας. Βίοι Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας και κατανυκτικά


κεφάλαια ορθοδόξου πνευµατικότητος στολισµένα µε πολλές βυζαντινές

176
εικόνες, εκδόσεις Αποστολικής ∆ιακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος,
Αθήναι 1973.

Πατρώνου Γεωργίου Π., «Απόστολος και Αποστολή. (Μία απόπειρα ορθοδόξου βιβλικής
θεµελιώσεως του θέµατος)», ∆ΒΜ 2 (1974) 230-247.

_ Προλεγόµενα στην έρευνα των Πράξεων, Βιβλική Βιβλιοθήκη 8, εκδόσεις


Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1990.

Πατσαβού Ηλία Ι., Η είσοδος εις τον κλήρον κατά τους πέντε πρώτους αιώνας, Εναίσιµος επί
διδακτορία διατριβή υποβληθείσα εις την Θεολογικήν Σχολήν του
Πανεπιστηµίου Αθηνών, Αθήναι 1973.

Πηδάλιον, εκδ. Αλ και Ε. Παπαδηµητρίου, Αθήναι 1970.

Πλατανίτου Κωνσταντίνου, Εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εν Αθήναις 1974.

Ράµφου Ιω. Σπ., «Στέφανος», ΘΗΕ, τ. 11, στ. 468-470.

Ρούσσα ∆ηµ. ∆ιονυσίου, ΛΒ΄ Ύµνος εις τον πρωτοµάρτυρα Στέφανον, στον τόµο: Ρωµανού
του Μελωδού, Ύµνοι, έκδοσις κριτική, τόµος τρίτος, µέρος Α΄:
Κονδακάρια του Σινά, µέρος Β΄: Ύµνοι ΚΘ΄- ΛΣ΄. Μετ’ εισαγωγών,
σχολίων, µεταφράσεως και πινάκων. Αφιέρωµα εις Ν. Β. Τωµαδάκην,
Αθήναι 1957, σσ. 145-175

Ρωµανού του Μελωδού, Ύµνοι, εκδιδόµενοι εκ πατµιακών κωδίκων µετά προλεγοµένων υπό
Ν. Β. Τωµαδάκη, τόµος δεύτερος, Αθήναι 1954.

Σάκκου Στεργίου Ν., Εισαγωγή εις την Καινήν ∆ιαθήκην, έκδοσις β΄, Θεσσαλονίκη 1984.

Σερεµέτη ∆ηµητρίου Γ., «Τινά περί των πρώτων κανόνων και της απονοµής της δικαιοσύνης
κατά την περίοδο του αρχέγονου Χριστιανισµού», Αρµενόπουλος 27
(1973) 578-585.

Σιµωτά Παναγιώτου, «Ιουδαϊσµός και Ελληνική Ορθοδοξία», Θεολογία 42 (1971) 354-361.

Σιώτου Μάρκου Α., «Ο πολιτικός χαρακτήρας των αντιπάλων του Αποστόλου Παύλου»,
Εισηγήσεις Β΄ Συνάξεως Ελλήνων Βιβλικών Θεολόγων Πανεπιστηµίων
Αθηνών και Θεσσαλονίκης (Κρήτη 16-21 Σεπτεµβρίου 1977) –Θέµα:
«Αιρέσεις και Αιρετικοί κατά την εποχήν του Αποστόλου Παύλου»,
∆ΒΜ 5 (1977-1978)136-177.

Σκαρλάτου ∆. του Βυζαντίου, Η Κωνσταντινούπολις ή περιγραφή τοπογραφική, αρχαιολογική


και ιστορική της περιωνύµου ταύτης µεγαλοπόλεως και των εκατέρωθεν
του κόλπου και του Βοσπόρου προαστείων αυτής, απ’ αυτών που των
αρχαιοτάτων χρόνων άχρι και καθ’ ηµάς, µετά πολλών και ποικίλων
εικόνων και των απαιτουµένων τοπογραφικών τε και χρονολογικών
πινάκων, προς διασάφησιν της Βυζαντινής Ιστορίας, συνδροµή φιλοτίµω
του ευγενεστάτου άρχοντος Ποστέλνικου Σωτηρίου Καλλιάδου, τόµος
Α΄, Αθήνησιν, εκ του τυπογραφείου Ανδρέου Κοροµηλά, 1851, τόµος
Β΄, Αθήνησιν, εκ του τυπογραφείου Ανδρέου Κοροµηλά, 1862, τόµος Γ΄,
Αθήνησιν, εκ του τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, 1869.

177
Σκουβαρά Β., «Μετέωρα»,ΘΗΕ, τ. 8, στ. 1075-1093.

Σµυρνάκη Γερασίµου, Το Άγιον Όρος, εκδόσεις «Πανσέληνος», Καρυές Αγίου Όρους 1988.

Στεφανίδου Βασιλείου Κ., αρχιµ., Εκκλησιαστική Ιστορία. Απ’ αρχής µέχρι σήµερον, β΄
έκδοσις, Αθήναι 1948 και 1959.

«Στέφανος», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, έκδοση συνεργασίας Grande


Encyclipédie Larousse, Encyclopaedia Britannica, Εκδοτικός
Οργανισµός Πάπυρος, τ. 55, εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1993, σ. 238.

«Στέφανος», ΜΑΕ, τ. 19, εκδόσεις «Κ. Εµµανουήλ – ∆. Κίτσια & Σία», Αθήναι 1968, σσ.
642-643.

Στογιάννου Βασιλείου Π., «Η Ανάστασις των νεκρών. Εισαγωγικά προβλήµατα και ερµηνεία
του Α΄ Κορ. 15», ΕΕΘΣΠΘ, παράρτηµα αρ. 20 του 20ου τόµου,
Θεσσαλονίκη 1977.

_ «Η Αποστολική Σύνοδος», ΕΕΘΣΠΘ 18 (1973) 29-218.

_ «Η Πεντηκοστή (Πρ. 2,1-13)», ΕΕΘΣΠΘ 24 (1979) 135-323.

_ Πέτρος παρά Παύλω, Εναίσιµος επί διδακτορία διατριβή υποβληθείσα


εις την Θεολογικήν Σχολήν του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου,
Θεσσαλονίκη 1968.

_ Χριστός και Νόµος. Η Χριστοκεντρική θεώρησις του Νόµου εις την


προς Γαλάτας επιστολήν του Αποστόλου Παύλου, εκδόσεις Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 1976.

Στογιόγλου Γεωργίου Α., Εκκλησιαστική Ιστορία, τόµος πρώτος: Από την ίδρυση της
Εκκλησίας µέχρι το τέλος του έβδοµου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1989.

Τρεµπέλα Π. Ν., Υπόµνηµα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, Αδελφότης Θεολόγων η «Ζωή»,
Αθήναι 1955.

Τρεµπέλα Παναγιώτου Ν., «Τάξεις χειροθεσιών και χειροτονιών», Θεολογία 19 (1941-1948)


451-465 και 619-649.

Τσαγγαλίδη Ιωάννου Αν., «Η προς Εβραίους Επιστολή (Μια νέα άποψη για τους αποδέκτες
της)», Θεολογία 64 (1993) 209-217.

Τσάµη ∆ηµητρίου Γ., Αγιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδόσεις Π. Πουρναρά,


Θεσσαλονίκη 1999.

Τσιτσίγκου Σπύρου Κ., «Ποιο ήταν το έργο των επτά διακόνων;», Εκκλησία (1993), αρ.12,
σσ. 450-454.

**Τσούλια Θωµά Αχ., Τα Πανάγια Προσκυνήµατα των Αγίων Τόπων και του Θεοβαδίστου
Όρους Σινά, σύγχρονος προσκυνηµατικός οδηγός, Κατερίνη 1990.

Τωµαδάκη Ν., Συµπληρωµατικός κατάλογος χειρογράφων κωδίκων Ιεράς Μονής Μεγίστης


Λαύρας, ΕΕΒΣ, έτος ΚΗ΄, Αθήναι 1958.

178
Τζιράκη Νικ. Ε, «Μελάνη η νεωτέρα», ΘΗΕ, τ. 8, στ. 921-922.

Φειδά Βλ. Ι., «Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός», ΘΗΕ, τ. 6, στ. 160-161.

Φειδά Βλασίου Ιω., Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, Αθήναι 1992.

Φίλη Λουκά Χαρ., Το πρόβληµα των Εβδοµήκοντα Αποστόλων του Κυρίου, δευτέρα έκδοσις
συµπεπληρωµένη, εν Αθήναις 1977.

Φιλιππίδου Λεωνίδα Ι., Ιστορία της εποχής της Καινής ∆ιαθήκης εξ απόψεως παγκοσµίου και
πανθρησκειακής, Αθήναι 1958.

Φυτράκη Ανδρέου Ιωάννου, Λείψανα και Τάφοι Μαρτύρων κατά τους τρεις πρώτους αιώνας,
Αθήνα 1955.

Χρήστου Π. Κ. - Προβατάκη Θωµά Μ., Το Άγιον Όρος -Ιστορία, Μνηµεία, Ζωή, ΠΙΠΜ,
Θεσσαλονίκη 1970.

Χρήστου Παναγιώτη Κ., Ελληνική Πατρολογία, τόµος Β΄: Γραµµατεία της Περιόδου των
∆ιωγµών, 2 Χριστιανική Γραµµατολογία, ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη 1978.

_ Ελληνική παρουσία στην Παλαιστίνη, εκδοτικός οίκος Κυροµάνος,


Θεσσαλονίκη 1990.

_ «Η προέλευσις των εν ταις πράξεσι των Αποστόλων λόγων», Θεολογία 24


(1953) 94-116.

_ «Μαρτυρολόγιον», ΘΗΕ, τ. 8, στ. 795.

_ Οδοιπορικό στο Άγιον Όρος. Η Μοναχική Πολιτεία, η Ιστορία, η Ζωή και


οι Θησαυροί της, Θεσσαλονίκη 1994.

_ Το Άγιον Όρος. Αθωνική πολιτεία-Ιστορία, Τέχνη, Ζωή, ΠΙΠΜ, εκδόσεις


Εποπτεία, Αθήναι 1987.

Ψευτογκά Βασιλείου, «Θεοφάνεια και Θεοπτία στα αρχαία και τα νέα µαρτυρολόγια»,
Κληρονοµία 24 (1992) 291-310.

Β. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ

1) Κατάλογοι χειρογράφων1:

∆εν στάθηκε δυνατό να συµβουλευτώ επίσης τους κώδικες των παρακάτω καταλόγων:

«Ad Catalogum Codicum Hagiographicorum Graecorum Bibliothecae Vaticanae


Supplementum», AB 21 (1902) 5-22: 1) σ. 18: Κώδικας Vatic. 2048:
13 (φφ. 54-55v) Μαρτύριον του αγίου πρωτοµάρτυρος Στεφάνου =
Vatic. 1631/18. 14 (φφ. 55v-57v) Επάνοδος του λειψάνου του αγίου
πρωτοµάρτυρος Στεφάνου = Vatic. 455/1. 2) σ. 19: Κώδικας Vatic.
2072: 6. (φφ. 190v-193) Μαρτύριον του αγίου µεγαλοµάρτυρος
Στεφάνου και πρώτου διακόνου = Vatic. 1631/18.
1
Επισηµαίνουµε ότι κάποιοι κώδικες διαφοροποιούνται όσον αφορά τις γνωστές ηµεροµηνίες εορτασµού του
αγίου, αλλ’ όµως παρατέθηκαν ακριβώς όπως βρέθηκαν στους καταλόγους µαζί µε τις παραποµπές τους, όπως
και όλοι οι κώδικες που καταγράφονται.

179
Aubineau Michel, Codices Chrysostomici Graeci, I: Britanniae et Hiberniae, centre
national de la recherché scientifique, 1968: Από την Oxford Bodleian
Library:1) σ. 128: Κώδικας Auctarium E. 3. 9. (olim Miscell. 51[9]):
42.(φφ. 537r-539r) Στον άγιο Στέφανο (Ιδές Μigne 59, στ. 699-702), 2)
σ. 143: Kώδικας Auctarium Ε. 3. 15. (olim Miscell. 51[15]):
34.(φφ.215v-220v) Στον άγιο Στέφανο οµιλίες 1-3 (Ιδές Migne 63, στ.
929-934): (φφ. 215v-218v) οµιλία 1, (φφ. 218v-219v) οµιλία 2, (φφ.
219v-220v) οµιλία 3, 3) σ. 156: Kώδικας Auctarium Ε. 4. 4. (olim
Miscell. 51[20]): 10.(φφ. 562r-580r) Στον άγιο Στέφανο τον
Πρωτοµάρτυρα (Ιδές Migne, 59, στ. 501-508).

Boyens Ios, «Catalogus Codicum Hagiographicorum Graecorum Bibliothecae


Monasterii Deiparae in Chalce Insula», ΑΒ 20 (1901) 45-70: 1) σ. 50:
Codex 10: 13. (φφ. 115v-128v) Του εν αγίοις πατρός ηµων Ιωάννου
αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόµου οµιλία
εγκωµιαστική εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα (∆εκ. 27. Άρχ.
Πολλών ακούω λεγόντων ότι παρόντες µεν και της ακροάσεως). 14. (φφ.
128v-137) Του εν αγίοις πατρός ηµων Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης
εγκώµιον εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα (PG 46, στ. 701-21
[∆εκ.27]).

C. Van De Vorst et H. Delehaye, Catalogus Codicum Hagiographicorum Graecorum


Germaniae, Belgii, Angliae, (Subsidia Hagiographica 13), Bruxellis,
apud Socios Bollandianos, 1913, 1) σ. 56: Κώδικας 75: 6.(φφ. 32v-
41v) Λόγος εγκωµιαστικός άµα και ιστορικός περί της εν
Κωνσταντινουπόλει ελεύσεως του τιµίου λειψάνου του αγίου
πρωτοµάρτυρα Στεφάνου (Ιδές BHG 1651, Αύγουστος 2). 2) σ. 104:
Κώδικας 134: 9.(φφ. 142r-156v) Στεφάνου. 3) σ. 138: Κώδικας 173:
24.(φφ. 169r,172r,172v) Του εν αγίοις πατρός ηµων Ιωάννου
αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόµου εγκώµιον εις
τον άγιον πρωτοµάρτυρα Στέφανον (Ιδές BHG 1659, ∆εκέµβριος 26). 4)
σ. 183: Κώδικας 241: 2.(φφ. 23r-45r) Νικήτα ρήτορος λόγος
διηγηµατικός περί της αθλήσεως και ευρέσεως και ανακοµιδής των
λειψάνων του αγίου πρωτοµάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου (Ιδές
BHG 1651). 5) σ. 195: Κώδικας 254: 2.(φφ.18r-26r) Του εν αγίοις
πατρός ηµων Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης εγκώµιον εις τον άγιον
µεγαλοµάρτυρα και αρχιδιάκονον Στέφανον (Ιδές BHG 1654). 6) σ. 223:
Κώδικας 278: 28.(φφ. 246r-253v) Λόγος εγκωµιαστικός άµα και
ιστορικός περί της εν Κωνσταντινουπόλει ελεύσεως του τιµίου λειψάνου
του αγίου πρωτοµάρτυρος Στεφάνου (Ιδές BHG 1651, Αύγουστος 2). 7)
σ. 268: Κώδικας 325: 12.(φφ. 187v-199) Στεφάνου. 8) σ. 286: Κώδικας
348: 10.(φφ. 92v-96) Πρόκλου αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως
εγκώµιον εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα Στέφανον (Ιδές BHG 1657). 9) σ.
341: Κώδικας 420: 6.(φφ. 79v-88v) Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης
εγκώµιον εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα Στέφανον (Ιδές BHG 1654). 10)
σ. 363: Κώδικας 448: 12.(φφ. 147-165) Του εν αγίοις πατρός ηµων
Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης εγκώµιον εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα
Στέφανον (Ιδές BHG 1654). 11) σ. 372: Κώδικας 466: 13.(φφ. 271v-
280v) Του αγίου Γρηγορίου Νύσσης λόγος εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα
Στέφανον (Ιδές BHG 1654). 12) σ. 382: Κώδικας 477: 2.(φφ. 458-502)
Περίοδοι ήτοι θαύµατα του αγίου Ιωάννου του θεολόγου συγγραφείσα

180
παρά Προχώρου µαθητού αυτού ενός των επτά διακόνων ανεψιού του
αγίου πρωτοµάρτυρος αρχιδιακόνου Στεφάνου (Ιδές BHG 916).

Carter Robert E., Codices Chrysostomici Craeci, II: Germaniae, centre national de la
recherché scientifique, Paris 1968: 1) σ. 75: Kώδικας 524: 7.(φφ.
169[r-v]-172[r-v]) Στον άγιο Στέφανο. (Ιδές και Migne 59, 699-702).

Carter Robert E., Codices Chrysostomici Craeci, IIΙ: Americae et Europae Occidentalis,
centre national de la recherché scientifique, Paris 1970: 1) σ. 136:
Kώδικας 43: «Πολλων ακούω λεγόντων ότι Παρόντες µέν – σκηνάς ο
άγιος και πρώταθλος Στέφανος µετά παρρησίας πολλης, ης γένοιτο…».
Στον άγιο Στέφανο τον Πρωτοµάρτυρα. (Ιδές BHG 1665a και Migne 59,
502, lin. 9-508, lin 29).

Catalogi Manuscriptorum Graecorum qui, in periodico «Νέος Ελληνοµνήµων», olim


publici iuris facti, adhuc usui sunt. Volumen primum (accuraverunt)
José Dellercu, Jacques Noret, Constant De Vocht. Publicaties van de
redactie van het corpus Christianorum, series Graeca. Éditions
culture et civilisation, Bruxelles 1981: Β΄: Κώδικες της Ιστορικής και
Εθνολογικής Εταιρείας: 1) σ. 21 Ζ΄: Νο. 70: 1.(φ. 1α).Αποσπάσµατα
βραχέα των ακολουθιών των Χριστουγέννων, του αγίου Στεφάνου και
της υψώσεως του Σταυρού µετά σηµαδοφώνων. 2) σ. 49 Η΄: Ο
Μαρκιανός κώδιξ 524: 89 (φ. 37α). «Επί τω παρά του ∆ρυωνίτου
κυρου Φωτίου νεουργηθέντι ναω και τη εικόνι του αγίου Στεφάνου του
πρωτοµάρτυρος». Άρχ. Τω σω πόθω, πρώταθλε, καθάπερ λίθω…τελ.
Στέφανε, σός Φώτιος ο ∆ρυωνίτης. 3) σ. 166 Η΄: Ο Μαρκιανός κώδιξ
524: 281(φ. 120β) «Εις εικόνα του αγίου Στεφάνου του
πρωτοµάρτυρος». Στίχοι 16. Άρχ. Τον δίχα χειρός εξ όρους τετµηµένον
λίθον τον ακρόγωνον εν ψυχη φέρων…τελ. Βασίλειος δε Καρύκης, πιστός
λάτρις…εν τη κρίσει δε την Εδέµ κληρον νέµοις. 4) σ. 183 Η΄: Ο
Μαρκιανός κώδιξ 524: 360 (φ. 189β). «Εις τον άγιον Στέφανον». Άρχ.
Εκαρτέρει Στέφανος ανδριοφρόνως…τελ. Προς τας βολάς υπηρχε των
λίθων λίθος.

Catalogo di manoscritti Greci esistenti nelle Biblioteche Italiane, vol. I, a cura di Elpidio
Mioni, Roma, instituto poligrafico dello stato, 1965: 1) σ. 72: Codex
41.CAESENAS, Bibl. Malatestiana, Plut. D. XXIX 2: 2.(φ. 141v) Στις
2 Αυγούστου ο άγιος Στέφανος, 2) σ. 160: Codex 95. Mediussensis
Bibl. Monsterii S. Maria Gratiarum, 2: 27.(φ. 233-233v) Μαρτύριο
του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. Άρχ. Απηλθεν απ’ αυτου και
α[ναστ]άς Στέφανος,…τελ. Αξιωθήειµεν απολαυσαι των αιωνίων
αγαθων…αµήν. [27 ∆εκεµβρίου].

Catalogus Codicum Hagiographicorum, Bibliothecae Regiae Bruxellensis, pars I. Codices


latini membranei, tomus I, ediderunt Hagiographi Bollandiani
(Analect. Boll. Tom. II-V), Bruxellis 1886: 1) σ. 13: Κώδικας Νο 64:
57.(φφ. 145r-146r) Εύρεση του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα. 2) σ. 35: Κώδικας Νο 98-100: 63(φφ. 122v-123v) Στην
αποκάλυψη των αγίων Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα, Νικόδηµου,
Γαµαλιήλ και Αβίβου 3) σ. 36: Κώδικας Νο 98-100: 64(φφ. 123v-125r)
Πώς έγινε η µετακοµιδή του λειψάνου του Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου
από τα Ιεροσόλυµα στην Κωνσταντινούπολη (Ιδές PL 41, 817-822) 4) σ.
36: Κώδικας Νο 98-100: 65(φφ. 125r-126v) Μετακοµιδή του λειψάνου

181
του Πρωτοµάρτυρα από την Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη. 5) σ. 36:
Κώδικας Νο 98-100: 66(φφ. 126v-129v) ∆ιήγηση των θαυµάτων του
Πρωτοµάρτυρα. 6) σ. 184: Κώδικας Νο 219-221: 10(φφ. 165v-167r)
∆ιήγηση για τη µετακοµιδή του λειψάνου του αγίου Πρωτοµάρτυρα
Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη. 7) σ. 216: Κώδικας Νο 380-82:
54(φφ. 145r-147v) Στην εύρεση του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα
που τιµάται στις 3 Αυγούστου. 8) σ. 516: Κώδικας 5485-98: 1(φφ. 61r-
62v) Οµιλία του αγίου Αυγουστίνου για τα θαύµατα του µακαρίου
Στεφάνου του µάρτυρα (Ιδές PL 41, στ.766-771).

Catalogus Codicum Hagiographicorum, Bibliothecae Regiae Bruxellensis, Subsidia


Hagiographica no 1, pars I. Codices latini membranei, tomus II,
ediderunt Hagiographi Bollandiani (Analect. Boll. Tom. V-VIII,
Bruxellis 1889: 1) σ. 131: Κώδικας Νο 7808: 12.(φφ. 220-227) [Στα
θαύµατα] του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα, (Ιδές PL 41, στ. 766-
771, αρ. 10-21). 2) σ. 237: Κώδικας Νο 8690-8702: 8(φφ. 86v-93r) Η
εύρεση του λειψάνου του µακαρίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου και των
οικείων του. 3) σ. 256: Κώδικας Νο 8860-67: Για τον άγιο Στέφανο το
µάρτυρα 4) σ. 307: Κώδικας Νο 9290: 72(φφ. 155r-156r) Μετακοµιδή
του λειψάνου του αγίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου από τα Ιεροσόλυµα
στην Κωνσταντινούπολη, (Ιδές PL 41, στ. 817-822). 5) σ. 309: Κώδικας
Νο 9290: 97(φφ. 182r-183v) Μετακοµιδή του αγίου Στεφάνου στη
Ρώµη. 6) σ. 325: Κώδικας Νο 9332-46 : 13(φ. 174r) Στην εύρεση των
λειψάνων των αγίων Λαυρεντίου και Στεφάνου (Ιδές AB, τ. 5, σ. 192). 7)
σ. 326: Κώδικας Νο 9368: 3(φφ. 9v-12v) Στην εύρεση του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. 8) σ. 326: Κώδικας Νο 9368: 4(φφ.
12v-15r) Στη µετακοµιδή του από την Ιερουσαλήµ στην
Κωνσταντινούπολη, (Ιδές PL 41, στ. 817εξ.). 9) σ. 333: Κώδικας Νο
9378: 11(φφ. 40r-42r) Ακολουθούν θαύµατα του ίδιου [αγίου Στεφάνου]
(Ιδές αγίου Αυγουστίνου, Η Πολιτεία του Θεού, βιβλίο ΧΧΙΙ, κεφ. 8, αρ.
10-22, τ. 6, σσ. 668-672). 10) σ. 359: Κώδικας Νο 9742: 37(φφ. 111r-
114r) Εύρεση του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα, του Γαµαλιήλ,
του Νικόδηµου και του Αβίβου. 11) σ. 402: Κώδικας Νο 9871-4: 29(φφ.
115r-117r) ∆ιήγηση για την εύρεση των λειψάνων του αγίου Στεφάνου
του Πρωτοµάρτυρα, του Γαµαλιήλ και των άλλων. 12) σ. 407: Κώδικας
Νο 12131-50: 5(φφ. 151v-157r) Θαύµατα του µακαρίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα (Ιδές PL 41, στ. 766, 767, 833εξ. και στο «Η Πολιτεία
του Θεού» του αγίου Αυγουστίνου, βιβλίο ΧΧΙΙ, αρ. 10-17). 13) σ. 407:
Κώδικας Νο 12131-50: 6(φφ. 157r-159r) Μετακοµιδή του αγίου
Στεφάνου. 14) σ. 407: Κώδικας Νο 12131-50: 8(φφ.160r-161r)
Θαύµατα του αγίου Στεφάνου. 15) σ. 407: Κώδικας Νο 12131-50: 9(φφ.
161r-161v) Άλλα θαύµατα του αγίου Στεφάνου. 16) σ. 459: Κώδικας D.
PHILL. 364: 7(φ. 67r) Εναντίον εκείνων που την αποκάλυψη του
µακαρίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου θεωρούν απόκρυφη από την οµιλία
του αγίου Αυγουστίνου στο Ιωάννης CXVII, από το βιβλίο του
Γενναδίου «οι επιφανείς άνδρες» (Ιδές PL 35, στ. 1954 για τα κεφάλαια
46 και 47 από το βιβλίο του Γενναδίου ιδές PL 58, στ. 1084,1085). 17) σ.
459: Κώδικας D. PHILL. 364: 8(φφ. 67r-67v) Τεκµήριο για την
αποκάλυψη του λειψάνου του Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου. 18) σ. 459:
Κώδικας D. PHILL. 364: 9(φφ. 67v-71v) Αποκάλυψη του λειψάνου
του αγίου Στεφάνου, (Ιδές PL 41, στ. 807εξ). 19) σ. 459: Κώδικας D.
PHILL. 364:10(φφ. 71v-74v) Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου

182
Στεφάνου από τα Ιεροσόλυµα στην Κωνσταντινούπολη, (Ιδές PL 41, στ.
817εξ). 20) σ. 459: Κώδικας D. PHILL. 364:11(φφ. 74v-77v)
Περιγραφή του τρόπου µε τον οποίο ο βραχίονας του Πρωτοµάρτυρα
Στεφάνου από την πόλη Bisonticam µεταφέρθηκε στο ναό του
αυτοκράτορα Θεοδοσίου του νεώτερου. 21) σ. 459: Κώδικας D.
PHILL. 364:12(φφ. 77v-80r) Περιγραφή του τρόπου µε τον οποίο
κλάπηκε ο βραχίονας του αγίου Στεφάνου και αναµφίβολα ένα ρεύµα
προβλήθηκε θαυµαστών ενεργειών που επιτεύχθηκαν. 22) σ. 459:
Κώδικας D. PHILL. 364:14(φφ. 81r-83r) O Γρηγόριος Turonensis για
το µακάριο Στέφανο. 23)σ. 460: Κώδικας D. PHILL. 364:16(φφ. 83v-
104v) Λόγος θεϊκού συγγράµµατος για τα σηµεία των θαυµαστών
ενεργειών του µακαρίου Στεφάνου που σηµειώθηκαν, νέα που
συνέβησαν λόγω της πίστης στον Ευόδιο στην Εκκλησία Ουζάλης, της
οποίας την εκκλησιαστική διοίκηση είχε ο Αυρήλιος, σύγχρονος του
Αυγουστίνου στην Ιππώνα. 24)σ. 460: Κώδικας D. PHILL. 364:17(φφ.
104v-114r) O άγιος Στέφανος, (Ιδές PL 38, σ. 1442, 1443-1145, και το
βιβλίο ΧΧΙΙ από το έργο του αγίου Αυγουστίνου «Η Πολιτεία του
Θεού», αρ. 10-19, 21, κεφάλαιο 9). 25) σ. 460: Κώδικας D. PHILL.
364: 16 (φφ. 83v-104v) Κείµενο που εκθειάζει τις ευεργεσίες του αγίου
Στεφάνου που σηµειώθηκαν στην Εκκλησία Ουζάλης (;) 17 (φφ. 104v-
114v) Για τον άγιο Στέφανο 18(φφ. 115r-122v) Επιστολή Σεβήρου
επισκόπου για τα θαύµατα του αγίου Στεφάνου, (Ιδές PL 41, στ. 821εξ).
26) σ. 523: Κώδικας D. PHILL. 12461: 28(φφ. 148r-149v) Πάθος του
αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα που τιµάται στις 7 Ιανουαρίου. 27)
σ. 523: Κώδικας D. PHILL. 12461: 29(φφ. 149v-152r) Στις 3 του µηνός
Αυγούστου η εύρεση του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα και των αγίων Γαµαλιήλ, Νικόδηµου και Αβίβου. 28) σ.
523: Κώδικας D. PHILL. 12461: 30(φφ. 152r-154r) Οµιλία του αγίου
Αυγουστίνου για τα θαύµατα του αγίου Στεφάνου, (Ιδές από το βιβλίο
ΧΧΙΙ «Η Πολιτεία του Θεού», αρ. 10, κεφάλαιο 9 ή PL 41, στ. 766εξ).

Catalogus codicum hagiographicorum Graecorum, Bibliothecae comitis de Leicester,


Holkhamiae in Anglia: 1) σ. 461: Κώδικας 89.r: 25 (φφ. 273v-280v)
Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης εγκώµιον εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα
και αρχιδιάκονον Στέφανον (27 ∆εκ.). (Ιδές PG 46, στ. 701-721).

Catalogus Codicum Hagiographicorum Latinorum antiquiorum saeculo XVI, qui


asservantur in Bibliotheca Nationali Parisiensi, ediderunt
Hagiographi Bollandiani, tomus I, Bruxellis, 1889:1) σ. 58: Κώδικας
1646: 1.(φφ. 51v-53v) Πάθος του άξιου Πρωτοµάρτυρα και πρώτου
λευίτη Στεφάνου από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων (Ιδές Πρ.
κεφ. 6 7 8. 1,2). 2) σ. 58: Κώδικας 1646: 2.(φφ. 58v-61r) Εύρεση είτε
αποκάλυψη του λειψάνου του αγίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου και των
αγίων Γαµαλιήλ και Αβίβου (Ιδές PL 41, στ. 807-15). 3) σ. 58:
Κώδικας 1646: 3.(φφ. 56r-58r) Θαύµατα του αγίου Στεφάνου που
εκδόθηκαν από τον µακάριο επίσκοπο Αυγουστίνο ή ξεχώρισαν από το
βιβλίο του «Η Πολιτεία του Θεού» (Ιδές αγίου Αυγουστίνου, Η Πολιτεία
του Θεού, βιβλίο ΧΧΙΙ, κεφ. 8, αρ. 10 και PL 41, στ. 766-71). 4) σ. 58:
Κώδικας 1646: 4.(φφ. 61r-63v) Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα του Χριστού (Ιδές PL 41, στ. 817-22). 5)
σ. 58: Κώδικας 1646: 5.(φφ. 63v-64v) Θαύµατα του αγίου Γρηγορίου
επισκόπου Turonensis κατά του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα

183
(Ιδές PL 71, στ. 735). 6) σ. 125: Κώδικας 2449: (φφ. 138r-140v) Στη
µετακοµιδή του αγίου Στεφάνου από τα Ιεροσόλυµα στην πόλη του
Βυζαντίου (Ιδές PL 41, στ. 817-22). 7) σ. 129: Kώδικας 2498: 2.(φφ.
53r-56v) Μετακοµιδή του αγίου Στεφάνου από τα Ιεροσόλυµα στην
Κωνσταντινούπολη (Ιδές PL 41, στ. 817-22). 8) σ. 129: Kώδικας 2498:
3.(φφ. 56v-62r) Μετακοµιδή του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα
στη Ρώµη στις 2 Μαΐου. 9) σ. 223: Κώδικας 2873 Α.: 14.(φφ. 117r-
121v) Αποκάλυψη του λειψάνου του Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου (Ιδές
επιστολή Λουκιανού στην PL 41, στ. 807-15). 10) σ. 233: Κώδικας
3464: (φφ. 203v-206r) Με ποιο τρόπο το λείψανο του αγίου Στεφάνου
του Πρωτοµάρτυρα µεταφέρθηκε στο Βυζάντιο (Ιδές PL 41, στ. 817-22).
11) σ. 238: Κώδικας 3777: 1.(φφ. 44r-46r) Οµιλία του αγίου
Αυγουστίνου για τα θαύµατα του µακαρίου µάρτυρα Στεφάνου (Ιδές
αγίου Αυγουστίνου, Η Πολιτεία του Θεού, βιβλίο ΧΧΙΙ, κεφ. 8, αρ. 10-
22). 12) σ. 276: Κώδικας 3782: 1.(φφ. 50r-52r) Οµιλία του αγίου
Αυγουστίνου για τα θαύµατα του µακαρίου µάρτυρα Στεφάνου (Ιδές
Αυγουστίνου, Η Πολιτεία, αρ. 10-22). 13) σ. 278: Κώδικας 3786: 1.(φφ.
72r-74r) Οµιλία του αγίου Αυγουστίνου για τα θαύµατα του αγίου
Στεφάνου (Ιδές Αυγουστίνου, Η Πολιτεία, αρ. 10-22). 14) σ. 297:
Κώδικας 3789: 45.(φφ. 203v-208v) Στις 3 Αυγούστου, η εύρεση στα
Ιεροσόλυµα του λειψάνου του αγίου Στεφάνου και των αγίων Γαµαλιήλ
και Νικόδηµου (Ιδές PL 41, στ. 807-15). 15) σ. 307: Κώδικας 3793:
12.(φφ. 140v-145v) Αποκάλυψη του λειψάνου του µακαρίου µάρτυρα
Στεφάνου από τον πρεσβύτερο Λουκιανό µε σηµείο (Ιδές PL 41, στ. 807-
15). 16) σ. 326: Κώδικας 3800: 1.(φφ. 55v-56v) Στην εύρεση του αγίου
Στεφάνου οµιλία του µακαρίου Αυγουστίνου για τα θαύµατα του αγίου
πρωτοµάρτυρα Στεφάνου (Ιδές Αυγουστίνου, Η Πολιτεία, αρ. 10-21 και
PL 41, στ. 766-769). 17) σ. 332: Κώδικας 3807: 3.(φφ. 116v-120v)
Οµιλία του αγίου Αυγουστίνου επισκόπου για τα θαύµατα του µακαρίου
πρωτοµάρτυρα Στεφάνου (Ιδές Αυγουστίνου, Η Πολιτεία, αρ. 10-22).
18) σ. 361: Κώδικας 3815: 1.(φφ. 117r-118v) Στην εύρεση του αγίου
Στεφάνου οµιλία του µακαρίου Αυγουστίνου επισκόπου για τα θαύµατα
του Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου (Ιδές Αυγουστίνου, Η Πολιτεία, αρ. 10-
22). 19) σ. 361: Κώδικας 3816: 1.(φφ. 71v-72v) Εύρεση του λειψάνου
του αγίου Στεφάνου (Ιδές PL 41, στ. 766-769). 20) σ. 362: Κώδικας
3817: 5.(φφ. 186v-187v) Εύρεση του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα (Ιδές PL 41, στ. 766-69). 21) σ. 365: Κώδικας 3820: 10.
(φφ. 36v-39r) Αποκάλυψη του λειψάνου του µακαρίου Πρωτοµάρτυρα
Στεφάνου στον πρεσβύτερο Λουκιανό µε σηµείο (Ιδές PL 41, στ. 807-
15). 22) σ. 373: Κώδικας 3822: 1.(φφ. 33r-34v) Επιστολή του
πρεσβυτέρου Αβίτου προς τον πάπα Βαλκόνιο [για τα λείψανα του αγίου
Στεφάνου και την επιστολή του Λουκιανού στα λατινικά](Ιδές PL 41, στ.
805-8). 23) σ. 374: Κώδικας 3822: 2.(φφ. 34v-41r) Όραµα του
πρεσβυτέρου Λουκιανού [επιστολή για την ανακάλυψη του λειψάνου
του αγίου Στεφάνου] (Ιδές PL 41, στ. 807-17). 24) σ. 374: Κώδικας
3822: 3.(φφ. 41r-76v) Θαύµατα του αγίου Στεφάνου (Ιδές PL 41, στ.
833-54). 25) σ. 374: Κώδικας 3822: 4.(φφ. 76v-82r) Στον ανθρώπινο
ιατρό, γενικά στα λόγια του αγίου Στεφάνου (Iδές PL 38, στ. 1442-47).
26) σ. 374: Κώδικας 3822: 5.(φφ. 90v-95r) ∆ιήγηση για τη µετακοµιδή
του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα από τα
Ιεροσόλυµα στην Κωνσταντινούπολη (Ιδές PL 41, στ. 817-822). 27) σ.
374: Κώδικας 3822: 6.(φφ. 95v-99v) Οµιλία του αγίου Αυγουστίνου για

184
τα θαύµατα του ίδιου µακαρίου µάρτυρα (Ιδές Αυγουστίνου, Η Πολιτεία,
αρ. 10-19,21 και PL 41, στ. 766-71). 28) σ. 377: Κώδικας 3851 Α.:
15.(φφ. 54v-56v) Στις 3 Αυγούστου εύρεση στα Ιεροσόλυµα του
λειψάνου του µακαρίου Στεφάνου και των αγίων Γαµαλιήλ, Νικόδηµου
και Αβίβου (Ιδές επιστολή Λουκιανού στην PL 41, στ. 807-15). 29) σ.
406: Κώδικας 5269: 2.(φφ. 3r-7r) Πάθος [και θαύµατα] του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. 30) σ. 434: Κώδικας 5274: 23(φφ. 115v-
118v) Eύρεση του λειψάνου του αγίου Στεφάνου (Ιδές PL 41, στ. 807-
15). 31) σ. 460: Κώδικας 5276: 14.(φφ. 71v-72r) Επιστολή Αβίτου
πρεσβυτέρου προς τον πάπα Βαλκόνιο για την εύρεση του αγίου
Στεφάνου του µάρτυρα και των οικείων του (Ιδές PL 41, στ. 805-8). 32)
σ. 460: Κώδικας 5276: 15.(φφ. 72r-75r) Στην αποκάλυψη των αγίων
Στεφάνου, Νικόδηµου, Γαµαλιήλ και Αβίβου (Ιδές PL 41, στ. 807-17).
33) σ. 470: Κώδικας 5278: 69.(φφ. 146r-147r) Εύρεση του λειψάνου
του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. 34) σ. 470: Κώδικας 5278:
70.(φφ. 147r-149r) Εύρεση του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα
(Ιδές επιστολή Λουκιανού στην PL 41, στ. 808-15). 35) σ. 478:
Κώδικας 5278: 148.(φφ. 422r-423v) Μετακοµιδή του λειψάνου του
αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα από την Κωνσταντινούπολη στη
Ρώµη την προτέρα του µηνός Μαΐου, εκδόθηκε από τον άγιο Λούκιο
αρχιδιάκονο της αγίας Ρωµαϊκής εκκλησίας. 36) σ. 575: Κώδικας 5296:
71.(φφ. 157v-159r) Στην αποκάλυψη του λειψάνου του αγίου Στεφάνου
(Ιδές PL 90, στ. 559-60). 37) σ. 575: Κώδικας 5296: 72.(φφ. 159r-161r)
Λίβελλος για τα θαύµατά του (Ιδές PL 41, στ. 817-22 και 38,1443-45).
38) σ. 589: Κώδικας 5296 Β.: 28.(σσ. 304-305) Επιστολή Αβίτου
πρεσβυτέρου για την εύρεση του µακαρίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα (Ιδές PL 41, στ. 805-8). 39) σ. 589: Κώδικας 5296 Β.:
29.(σσ. 305-309) Αποκάλυψη του λειψάνου του αγίου Στεφάνου (Ιδές
PL 41, στ. 807-17). 40) σ. 589: Κώδικας 5296 Β.: 30.(σσ. 309-313)
Μετακοµιδή του λειψάνου του µακαρίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου από
τα Ιεροσόλυµα στην Κωνσταντινούπολη (Ιδές PL 41, στ. 817-22). 41) σ.
589: Κώδικας 5296 Β.: 34.(σσ. 344-367) Λόγος θεϊκού συγγράµµατος
για τα σηµεία των θαυµαστών ενεργειών του µακαρίου Πρωτοµάρτυρα
Στεφάνου, νέα που σηµειώθηκαν στον Ευόδιο από την πίστη του στην
Εκκλησία Ουζάλης, της οποίας πόλης την εκκλησιαστική διοίκηση είχε ο
Αυρήλιος, σύγχρονος του Αυγουστίνου στην Ιππώνα. (Ιδές PL 41, στ.
833-54). 42) σ. 589: Κώδικας 5296 Β.: 35.(σσ. 367-369) Άλλα θαύµατα
του αγίου Στεφάνου (Ιδές PL 38, στ. 1142-45).

Catalogus Codicum Hagiographicorum Latinorum antiquiorum saeculo XVI, qui


asservantur in Bibliotheca Nationali Parisiensi, ediderunt
Hagiographi Bollandiani, tomus II, Bruxellis, 1890:1) σ. 17: Κώδικας
5298: (φφ. 54r-55v) Αποκάλυψη του λειψάνου του Πρωτοµάρτυρα
Στεφάνου. 2) σ. 25: Κώδικας 5301: 23.(φφ. 145v-150v) Στις 3
Αυγούστου εύρεση του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. 3) σ. 37:
Κώδικας 5302: 10.(φφ. 82v-84r) Πάθος του αγίου Στεφάνου του
[Πρωτοµάρτυρα] που δηλώνεται στις 7 Ιανουαρίου. 4) σ. 37: Κώδικας
5302: 10. (φφ. 82v-84v) Μαρτύριο του αγίου Στεφάνου [του
Πρωτοµάρτυρα], που δηλώνεται στις 7 Ιανουαρίου. 11.(φφ. 85v-87v)
Οµιλία του αγίου Αυγουστίνου για τα θαύµατα του αγίου Στεφάνου του
µάρτυρα. 5) σ. 39: Κώδικας 5304: 2.(φφ. 7r-8v) Μαρτύριο του αγίου
Στεφάνου που υπάρχει στις 7 Ιανουαρίου. 6) σ. 39: Κώδικας 5304:

185
3.(φφ. 8v-10v) Για τα θαύµατα του αγίου από το βιβλίο του µακαρίου
Αυγουστίνου «Η Πολιτεία του Θεού». 7) σ. 44: Κώδικας 5306: 2.(φφ.
5r-6r) Θαύµατα του αγίου και µακαρίου Στεφάνου του µάρτυρα. 8) σ.
59: Κώδικας 5306: 125.(φφ. 205v-206v) Στις 3 Αυγούστου η εύρεση
του λειψάνου του µακαρίου αγίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου (Ιδές
επιστολή Λουκιανού). 9) σ. 85: Κώδικας 5312: 47.(φφ. 149v-152r)
Εύρεση του λειψάνου του µακαρίου Στεφάνου µάρτυρα (Ιδές επιστολή
που έστειλε ο Άβιτος στον πάπα Βαλκόνιο). 10) σ. 223: Κώδικας 5323:
108.(φφ. 179r-180v) Αποκάλυψη άµα και εύρεση του αγίου Στεφάνου,
Πρωτοµάρτυρα του Χριστού, που τιµάται στις 3 Αυγούστου. 11) σ. 380:
Κώδικας 5365: 26.(φ. 60) Αποκάλυψη στον πρεσβύτερο Λουκιανό του
λειψάνου του µακαρίου Στεφάνου (Ιδές επιστολή Λουκιανού). 12) σ.
473: Κώδικας 5566: 4.(φφ. 60r-67v) Αποκάλυψη του λειψάνου του
[αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα] στον πρεσβύτερο Λουκιανό µε
σηµείο (Ιδές PL 41, στ. 808-18). 13) σ. 484: Κώδικας 5575: 5.(φφ. 44r-
47r) Εύρεση του αγίου Στεφάνου. 14) σ. 561: Κώδικας 8995: 4.(φφ. 9r-
12r) Εύρεση του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. 15) σ. 589:
Κώδικας 9742: 4.(φφ. 25-29) Στην αποκάλυψη του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα. 16) σ. 589: Κώδικας 9742: 5.(φφ. 29-32) Μετακοµιδή
του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα από τα Ιεροσόλυµα στην
Κωνσταντινούπολη. 17) σ. 589: Κώδικας 9742: 6.(φφ. 32-36)
Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα από
την Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη. 18) σ. 598: Κώδικας 10844: 1.(φφ.
27v-32v) Αποκάλυψη του [αγίου] Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου. 19) σ. 598:
Κώδικας 10844: 2.(φφ. 32v-43v) Με ποιο τρόπο ο βραχίονας του
µακαρίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου αρπάχτηκε από το Βισόντιο(;). 20)
σ. 598: Κώδικας 10844: 4.(φφ. 45r-72r) Θεϊκό σύγγραµµα που περιέχει
σηµεία θαυµαστών ενεργειών του µακαρίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου.
21) σ. 598: Κώδικας 10844: 6.(φφ. 73r-77r) Βιβλίο για τα θαύµατα του
Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου από τον άγιο Αυγουστίνο, όπως είχε
υποσχεθεί (Ιδές βιβλίο 22 της «Πολιτείας του Θεού» του Αυγουστίνου.
22) σ. 611: Κώδικας 10864: 6.(φφ. 38r-42r) Μετακοµιδή του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα [από την Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη].

Catalogus Codicum Hagiographicorum Latinorum antiquiorum saeculo XVI, qui


asservantur in Bibliotheca Nationali Parisiensi, ediderunt
Hagiographi Bollandiani (Subsidia hagiographica no 2), tomus III,
Bruxellis, 1893: 1) σ. 51: Κώδικας 11753: 25.(φφ. 85v-87v) Στις 3
Αυγούστου η µεταφορά του λειψάνου του µακαρίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα στο όρος Σιών. 2) σ. 96: Κώδικας 11758: 36.(φφ. 97r-
98v) Στις 3 Αυγούστου εορτάζεται η αποκάλυψη του αγίου
Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου και των αγίων Γαµαλιήλ, Νικόδηµου και
Αβίβου. 3) σ. 126: Κώδικας 12600: 10.(φφ. 142r-148r) Στην εύρεση των
αγίων Στεφάνου, Νικόδηµου, Γαµαλιήλ και Αβίβου. 4) σ. 145: Κώδικας
12606: 35.(φφ. 73r-73v) Μετακοµιδή του λειψάνου του µάρτυρα
Στεφάνου από τα Ιεροσόλυµα στο Βυζάντιο. 5) σ. 145: Κώδικας 12606:
36.(φφ. 73v-74v) Αποκάλυψη του λειψάνου του αγίου Πρωτοµάρτυρα
Στεφάνου. 6) σ. 150: Κώδικας 12606: 95.(φφ. 182r-182v) Θαύµατα του
αγίου Στεφάνου. 7) σ. 196: Κώδικας 13758: 17.(φφ. 160v-163v) Η
εύρεση του αγίου Στεφάνου που τιµάται στις 3 Αυγούστου. 8) σ. 198:
Κώδικας 13761: 3.(φφ. 50v-55r) Η εύρεση των λειψάνων του µακαρίου
Στεφάνου, του πρώτου µάρτυρα και του Γαµαλιήλ, του Νικόδηµου και

186
του Αβίβου, που τιµάται στις 3 Αυγούστου. 9) σ. 251: Κώδικας 14436:
(φφ. 225r-233v) Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα από τα Ιεροσόλυµα στην Κωνσταντινούπολη. 10) σ. 285:
Κώδικας 15029: 1.(φφ. 2r-6r) Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα από την Ιερουσαλήµ στην πόλη του
Βυζαντίου. 11) σ. 285: Κώδικας 15029: 2.(φφ. 6r-12r) Μετακοµιδή του
αγίου από την Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη. 12) σ. 320: Κώδικας
15437: 31.(φφ. 98r-100v) Εύρεση των λειψάνων του αγίου Στεφάνου και
των οικείων του, Γαµαλιήλ, Νικόδηµου και Αβίβου, που τιµάται στις 3
Αυγούστου. 13) σ. 361: Κώδικας 16820: (φ. 103v) Εύρεση του
Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου. 14) σ. 362: Κώδικας 16821: 6.(φφ. 129v-
131r) Εύρεση του αγίου Στεφάνου (Ιδές PL 123,315-17). 15) σ. 393:
Κώδικας 17005: 34.(φφ. 93r-94v) Αποκάλυψη του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα. 16) σ. 457: Κώδικας Ν. Α. 1405: 2.(φ. 57v)
Μετακοµιδή του αγίου Στεφάνου από την Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη.
17) σ. 457: Κώδικας Ν. Α. 1405: 3.(φφ. 58r-60r) Επιστολή του
Λουκιανού του πρεσβυτέρου για την µετακοµιδή του αγίου
Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου. 18) σ. 458: Κώδικας Ν. Α. 1405: 4.(φφ. 60r-
63v) Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου από
τα Ιεροσόλυµα στην Κωνσταντινούπολη. 19) σ. 458: Κώδικας Ν. Α.
1423: 1.(φφ. 167v-169v) Μετακοµιδή του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα από την Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη. 20) σ. 476:
Κώδικας Ν. Α. 2179: 4.(φφ. 19r-22r) Συλλογή εκκλησιαστική για τα
θαύµατα του αγίου Στεφάνου του µάρτυρα του Χριστού από τα βιβλία
«Η Πολιτεία του Θεού» του επισκόπου Αυγουστίνου, ηµέρα εβδόµη
ηµερολογιακά του Ιανουαρίου. 21) σ. 507: Κώδικας Ν. Α. 2180: 9.(φφ.
40v-44r) Συλλογή για τα θαύµατα του αγίου Στεφάνου, από τα βιβλία «Η
Πολιτεία του Θεού» του αγίου Αυγουστίνου επισκόπου. 22) σ. 518:
Κώδικας Ν. Α. 2289: 12.(φφ. 89v-94r) Εύρεση του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα. 23) σ. 523: Κώδικας 793: (φ. 119r) Εύρεση Στεφάνου
του Πρωτοµάρτυρα. 24) σ. 543: Κώδικας 3278: 9.(φφ. 91v-93r) Εύρεση
του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. 25) σ. 543: Κώδικας 3278:
10.(φφ. 93r-95v) Μετακοµιδή του λειψάνου του µακαρίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα από την Ιερουσαλήµ στην Κωνσταντινούπολη. 26) σ.
543: Κώδικας 3278: 11.(φφ. 95v-99r) Η µεταφορά του λειψάνου του
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα από την Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη την
προτέρα του µηνός Μαΐου, εκδόθηκε από τον άγιο Λουκιανό τον
αρχιδιάκονο της αγίας Ρωµαϊκής εκκλησίας. 27) σ. 561: Κώδικας
11754: 3.(φφ. 15v-17v) Εύρεση του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα.

Codices Manuscripti Graeci Ottoboniani, Bibliothecae Vaticanae, descripti praeside


Alphonso Cardinali Capecelatro, recensuerunt E. Feron et F.
Battaglini, Romae, Ex typographeo vaticano, MDCCCXCIII:1) σ.
14: Κώδικας 12.(φ.162v) Λόγος.. περί της ελεύσεως του…λειψάνου
του…Πρωτοµάρτυρος Στεφάνου. 2) σ. 84: Κώδικας 150.(φ. 160)
Ιωάννου Χρυσοστόµου αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, εις τον
άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα. 3) σ. 84: Κώδικας 150 (φ. 162)
Πρόκλου αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, εις τον άγιον
Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα. 4) σ. 140: Κώδικας 247.(φ.35)
Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης, εγκώµιον εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα
Στέφανον. 5) σ. 149: Κώδικας 264.(φ. 116v) Ιωάννου του

187
Χρυσοστόµου, εγκώµιον εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα Στέφανον. 6) σ.
163: Κώδικας 305.(φ. 108v) του Γρηγορίου Νύσσης, εγκώµιον εις τον
άγιον πρωτοµάρτυρα Στέφανον. 7) σ. 202: Κώδικας 387.(φ. 164v)
Μαρτύριον του αγίου Στεφάνου. 8) σ. 206: Κώδικας 393.(φ. 90)
Συναξάριο του αγίου Στεφάνου. 9) σ. 213: Κώδικας 402.(φ. 203) Του
Γριγορίου (sic)…Νύσης (sic) εγκόµιον (sic) εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα
Στέφανον. 10) σ. 222: Κώδικας 411.(φ. 325v) Iωάννου του
Χρυσοστόµου, εγκώµιον εις τον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα.

Codices Manuscripti Palatini Graeci Bibliothecae Vaticanae descripti praeside I. B.


Cardinali Pitra, recensuit et digessit Henricus Stevenson. Romae. Ex
Typographeo Vaticano MDCCCLXXXV: 1) σσ 19-20: Κώδικας 35:
(φ. 128) Οµιλία στον άγιο Στέφανο τον Πρωτοµάρτυρα. Άρχ. Πάντες µεν
των µαρτύρων αγωνες επίδοξοι. 2) σσ 181-182: Κώδικας 317: (φ. 92)
Μετακοµιδή λειψάνων του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. Άρχ.
Εγένετο το εισκοµισθηναι το λείψανον του αγίου Στεφάνου.

Codices Vaticani Graeci, tomus II: codices 330-603, recensuit: Robertus Devreesse in
Bibliotheca Vaticana, MCMXXXVII: 1)σ. 106: Κώδικας 402: (φ.2v)
+ αύτη η βίβλος π(ατ)ριάρχ(ου) Μακαρίου, και γράµµατα αυτου +
απεχαρίσθη δε αύτη τω Αγάθωνι: και παρ’ αυτου ανετέθη και αφιερώθη τη
σεβασµία µονη του πανενδόξου και πανευφήµου αποστόλου και
πρωτοµάρτυρος Στεφάνου. 2) σ. 213: Κώδικας 455: 10(φφ. 123-126v)
Mετακοµιδή των λειψάνων του αγίου Στεφάνου από τα Ιεροσόλυµα στην
Κωνσταντινούπολη εν ηµέραις Κυρίλου επισκόπ(ου) Ιεροσολύµων και εν
ηµέραις Ευσεβίου επισκόπ(ου) Κωνστ(αντινου)πό(λεως), εν υπατία
Κωνσταντίνου του ευσεβεστάτου βασιλέως το οκτώ και δέκατον (Iδές και
BHG 1650). (φφ. 126v-133) αγίου Γρηγορίου Νύσσης εγκώµιο εις τον
άγιο Στέφανο τον πρωτοµάρτυρα (Ιδές και Migne 46, 701-721).

Codices Vaticani Graeci, tomus III: codices 604-866, recensuit: Robertus Devreesse,
Bibliothecae Vaticanae vicepraefectus, In Bibliotheca Vaticana,
MCML: 1) σ. 137: Κώδικας Vaticanus Graecus 679: 13 άγιος
Στέφανος, µηνί τω αυτω (∆εκέµβριος) 27, (φφ. 179v-187v) Νικήτα
δούλου Ιησού Χριστού λόγος διηγηµατικός περί τε του µαρτυρίου, της τε
ευρέσεως και ανακοµιδής των λειψάνων του Στεφάνου (εκδ.
Παπαδόπουλου-Κεραµέως, Ανάλεκτα,V, ό.π., σσ. 54-69 BHG 1651),
(φφ. 187v-191v) Μαρτύριον. Άρχ. Εγένετο κατά τον καιρόν εκεινον µετά
επταετους χρόνου, τελ. Ετελειώθη δε ο άγιος πρωτοµάρτυς του Χριστου
και αρχιδιάκονος Στέφανος µηνί δεκεµβρίω εικάδι εβδόµη βασιλεύοντος
του κυρίου ηµων κτλ. 2) σ. 439: Κώδικας Vaticanus Graecus 866:
Αύγουστος 2 (φφ. 363v-365v) στην ανακάλυψη του λειψάνου του αγίου
Στεφάνου, αποκάλυψις αποκαλυφθεισα Λουκιανω πρεσβυτέρω – εν
ηµέραις Ιωάννου επισκόπου Ιεροσολύµων. Άρχ. Τοις κατά πόλιν και
χώραν- εν Θεω χαίρειν. Ο αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός, τελ.
Επ΄ευλογίαις και πληρόµατος του Κυρίου ηµων Ιησου Χριστου. Υπάρχουν
αποκαλύψεις τρεις για την εύρεση αυτή και τη µετακοµιδή (Ιδές Revue
Biblique, 1938, σσ. 556-557).

Codices Vaticani Graeci, Codices 1485-1683, recensuit Cyrus Giannelli, Bibliothecae


Vaticanae scriptor, in Bibliotheca Vaticana MCML: 1) σ. 311:
Κώδικας 1631: 18.(φφ. 111v-114) Μαρτύριο του αγίου Στεφάνου του

188
Πρωτοµάρτυρα. Άρχ. Βασιλεύοντος Ηρώδου και Αρχελάου εν τοις
εκεινων χρόνοις κατά δε χριστιανούς βασιλεύοντος του κυρίου ηµ. Ι. Χρ.,
τελ εν δε αζύµοις ετελεύτησεν τελειουται δε ο µακάριος Στέφανος
βασιλεύοντος Ηρωδου εν Ιερωσολήµοις της Ιουδαίας κτλ. (27
∆εκεµβρίου.). 2) σ. 321: Κώδικας 1633: 22.(φφ. 66-69) Αποκάλυψις
αποκαλυφθησα Λουκιανω πρεσβ Περι των λειψάνων του αγ. Στεφάνου
κτλ.. Άρχ. Τοις κατά πόλιν και χωραν αγιωτάτοις και θεοσεβεστάτοις
επισκόποις, τελ ηγαπήσατε το υµέτερον εν Χριστω µελος, πρόέσπειρα γάρ’
ίνα πάντως και θερήσω επ’ ευλογίαις και πληρώµατος του κ. η. Ι. Χ. µεθ’
ου η δόξα κτλ. 3) σ. 321: Κώδικας 1633: 23(φφ. 69-71) Μετακοµιδή του
λειψάνου του αγίου Στεφάνου από τα Ιεροσόλυµα στην
Κωνσταντινούπολη (Ιδές BHG 1650). 4) σσ 333-334: Kώδικας 1636:
17.(φφ. 63-65v) Μετακοµιδή από τα Ιεροσόλυµα στην
Κωνσταντινούπολη του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHG
1650, [27 ∆εκεµβρίου]). 5) σ. 350: Kώδικας 1641: 25.(φφ. 128-131)
Αποκάλυψις των λειψάνων του αγίου Στεφάνου του πρωτοµάρτυρος και
πρωτοδιακόνου. Άρχ. Αποκάλυψις απόκαλυφθεισα Λουκιανω τω
πρεσβυτέρω…τοις κατά πόλιν και χώραν αγιωτάτοις και θεοσεβεστάτοις
επισκόποις, τελ <αγα>πήσατε το υµέτερον εν Χριστω µέλος πρό έσπειρα
γάρ’ ίνα πάντως και θερήσω επ’ ευλογίαις και πληρώµατος του κ. η. Ι. Χ. ,
µεθ’ ου η δόξα κτλ. (27 ∆εκεµβρίου). 6) σ. 350: Kώδικας 1641: 26(φφ.
131-133) ) Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου Στεφάνου από τα
Ιεροσόλυµα στην Κωνσταντινούπολη (Ιδές BHG 1650). 7) σ. 350:
Kώδικας 1641: 27.(φφ. 133-135) Πρόκλου αρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως εγκώµιον στον άγιο Στέφανο (Ιδές PG 65, 809-
817 και BHG 1657). 8) σσ 421-422: Kώδικας 1671: 3.(φφ. 33-45)
Μαρτύριο και εύρεση του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. Τελ.
δυνάµεις εγένοντο επί των ασθενούντων εν ταις ηµέραις εκείναις εις δόξαν
πατρός κτλ. (Ιδές και Παπαδόπουλου–Κεραµέως, Ανάλεκτα, V, ό.π.,
στιχ. 1, σ. 48 και BHG 1649, [2 Αυγούστου]).

Codices Vaticani Graeci. Codices 1745-1962. Recensuit Pavlus Canart. Tomus I: codicum
enarrationes. In Bibliotheca Vaticana MCMLXX: 1) σ. 626: Κώδικας
1904: (φ. 204r-v) Οµιλία πανηγυρική προς τιµήν των αγίων Λαυρεντίου,
Στεφάνου και Αγνής (Ιδές BHG n. 978g). Άρχ. τα δίκτυα των
διαλυθέντων την ιατρείαν του Στεφάνου τον λιθοβόλλητον στέφανον, τελ.
εγώ ειµι µη φοβεισθαι όπου γάρ Θεός πάρεστιν απελήλαται κίνδυνος ω η
δόξα συν τω ανάρχω αυτου πατρί και τω…πνεύµατι, νυν κτλ. 2) σ. 67:
Κώδικας 1759: (φφ. 17-28) Αγίου Γρηγορίου Νύσσης εγκώµιο στον
άγιο Στέφανο. (Ιδές BHG [3] 1654 PG 46, 701-721 O. Lendle,
Gregorius Nyssenus, Encomium in S. Stephanum protomartyrem, Leiden
1968 και στον κώδικα nostrov. σσ. 112, 134-135, 142).

Ehrhard Albert, Überlieferung und bestand der hagiographischen und homiletischen


literatur der Griechischen Kirche 1. Lieferung, I Band, 1937, Leipzig,
J. C. Hinrichs Verlag. Printed in Germany: 1) σσ 146-148: Cod.
Sinait. gr. 493[3]: θ) Εύρεσις των λιµψάνων (!) του αγίου
πρωτοµάρτυρος Στεφάνου. Έτους τριακοσιοστου επτακαιδεκάτου της
επιδηµίας του µεγάλου θεου (83v-101), ι) Εγκώµιον εις τον άγιον
Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα ρηθέν παρά του µακαριωτάτου Γρηγορίου
επισκόπου Νύσσης: «Ως καλή των αγαθων η ακολουθία» (101v-103v),
ια) Ιωάννου επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως εις τον άγιον Στέφανον

189
εγκώµιον: «Επεδήµησεν τω κόσµω Χριστός εις σωτηρίαν» (132-139), ιβ)
Εγκώµιον εις τον άγιον Στέφανον ρηθέν υπό του µακαριωτάτου
Πρόκλου επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως: «Ο µεν αισθητός ήλιος»
(139-153v), ιγ) Ησυχίου πρεσβυτέρου Ιεροσολύµων εγκώµιον εις τον
άγιον Στέφανον: «Στεφάνω πασα µεν η γη τελειται την πανήγυριν» (154-
177). 2) σ. 156: Cod. Athen. 1027 m. s. 12: 30 (27 ∆εκεµβρίου):
Στέφανος Πρωτοµάρτυς: Μαρτύριον: Μνήµης αγαθης προκειµένης ηµιν.
3) σ. 161: Cod. Scorial. gr. 261 (yII9) m. s. 11: 24 (27 ∆εκεµβρίου):
Στέφανος Πρωτοµάρτυς: Μαρτύριον: Εν ταις ηµέραις εκ. Στέφανος
πλήρης πίστεως. 4) σ. 185: Cod. 7 (44) της Μονής των Βλαταίων στη
Θεσσαλονίκη m. s. 11 και 12:14 (27 ∆εκεµβρίου) Στέφανος
Πρωτοµάρτυς. Μαρτύριον: ∆ια την του σωτηρος και θεου ευσπλαγχνίαν.
5) σ. 185: Cod. 7 (44) της Μονής των Βλαταίων στη Θεσσαλονίκη m.
s. 11 και 12:15 (27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Εγκώµιον
Γρηγορίου Νύσσης. Ως καλή. 6) σ. 211: Cod. Athon. Lawra 327 (Γ 87)
m. s. 11:1(27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Μαρτύριον: ∆ια
την του σωτηρος. 7) σ. 232: Cod. Athon. Esphigmenu 44 m. s. 12-
13:10(27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Μετακοµιδή του
λειψάνου. Μετά δε έτη πέντα (!). 8) σ. 247: Cod. Scorial. gr. 311 (yII6)
m. s. 12: 20(27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Μαρτύριον.
Μνήµης αγαθης. 9) σ. 256: Cod. Patmiac. 272: 1) Σακκελίων Σ. (φφ.
178-188): (27 ∆εκεµβρίου): Γέννησις, ανατροφή, θαυµα του αγίου και
ενδόξου Πρωτοµάρτυρος Στεφάνου. Άρατε, αδελφοί, τους οφθαλµούς
υµων. 10) σ. 301: Cod. Angelic. gr. 108 (B2.2) m. s. 11-12: 50 (2
Αυγούστου): Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου Στεφάνου. Εν τοις
καιροις των Ιουδαίων. 11) σ. 303: Cod. Vatic. gr. 2048: 19 (27
∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Μαρτύριον. Βασιλεύοντος
Ηρώδου. 12) σ. 303: Cod. Vatic. gr. 2048: 20 (27 ∆εκεµβρίου):
Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Μετακοµιδή του λειψάνου. Εγένετο µετά το
εισκοµισθηναι. 13) σ. 307: Cod. Ambros. gr. 213 (C 123 sup) m. s. 11-
12: (27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς: Εγκώµιον (ανώνυµον).
Όταν των εν χερσίν εορτων την ακολουθίαν. 14) σ. 324: Cod. Vatic. gr.
1631 m. s. 12: 18 (27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς.
Μαρτύριον. Βασιλεύοντος Ηρώδου και Αρχελάου. 15) σ. 390: Cod.
Paris. gr. 1451 m. s. 11: Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Εγκώµιον; (φ. 127):
Άρχ. των αποστόλων των δεξαµένων την χάριν το πνευµα διαµερισθέν εν
εκάστω εγένετο ήδη δε προς το παράδοξον του κατά την φωνήν και την
γλωσσαν θαύµατος κτλ.- (φ. 130v) τελ. και τα εν ποσί πάντα περιορων ως
παιδία µάτην αφραίνοντα επαιδαγώγει τω λόγω τοις παρ’ αυτων εκείνοις
πιστευοµένοις εις απόδειξιν του.-(φ. 131): Άρχ. ουκουν ο µεν εχέτω κατά
παντός ανθρωπίνου λόγου τα νικητήρια, ηµιν δε συναγωνιζέσθω τη καθ’
εαυτόν ιστορία προς την των ψυχων σωτηρίαν κτλ.-(φ. 132v): τελ. ο της
εικόνος διασωθείη λόγος ή παν ότιπέρ εστιν εν τούτω νοού(µενον). 16) σ.
677: Cod. Paris. Suppl. gr. 241 m. s. 10: 1 (2 Αυγούστου): Μετακοµιδή
του λειψάνου στην Κωνσταντινούπολη. Εγένετο µετά το εισκοµισθηναι.
(φ. 1 τελ. από των ανθρώπων δεινως ελαυνόµενα κτλ.).

Ehrhard Albert, Überlieferung und bestand der hagiographischen und homiletischen


literatur der Griechischen Kirche 1. Lieferung, II Band, 1938, Leipzig,
J. C. Hinrichs Verlag. Printed in Germany: 1) σ. 4: Cod. Scorial. gr.
236 (Φ ΙΙΙ 20) m. s. 9:10 (27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς.
Εγκώµιο του Ιωάννου Χρυσοστόµου. Πάντες µεν οι των µαρτύρων

190
αγωνες. 2) σ. 4: Cod. Scorial. gr. 236 (Φ ΙΙΙ 20) m. s. 9:10 (27
∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Εγκώµιο του Ιωάννου
Χρυσοστόµου. Νόµος εστίν εν τοις γυµνικοις αγωσιν. 3) σ. 5: Cod.
Scorial. gr. 236 (Φ ΙΙΙ 20) m. s. 9:15 (27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος
Πρωτοµάρτυς. Εγκώµιο του Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως. Ο µεν
αισθητός ήλιος. 4) σ. 5: Cod. Scorial. gr. 236 (Φ ΙΙΙ 20) m. s. 9:15 (27
∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Εγκώµιο του Γρηγορίου
Νύσσης. Ως καλή. 5) σ. 5: Cod. Scorial. gr. 236 (Φ ΙΙΙ 20) m. s. 9:15
(27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Πράξεις. Στέφανος πλήρης
χάριτος. 6) σ. 88: Cod. 28, m. s. 12 στο µοναστήρι της Κοσίνιτζα:
Φλωρέντιος πρεσβύτερος Ιεροσολύµων για τον Στέφανο τον
Πρωτοµάρτυρα (27 ∆εκεµβρίου): Τας µεν ουν λαµπράς. 7) σ. 88: Cod.
28, m. s. 12 στο µοναστήρι της Κοσίνιτζα: (27 ∆εκεµβρίου)
Μαρτύριον. Μνήµης αγαθης ηµιν προκειµένης. 8) σ. 116: Cod. Vatic. gr.
455 m. s. 10: 45 (2 Αυγούστου): Μετακοµιδή του λειψάνου του
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. Εγένετο µετά το εισκοµισθηναι. 9) σ. 116:
Cod. Vatic. gr. 455 m. s. 10: 45 (2 Αυγούστου): Μετακοµιδή του
λειψάνου του Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. Εγκώµιον του Γρηγορίου
Νύσσης. Ως καλή. 10) σ. 127: Cod. Patmiac. 380: 25 (27 ∆εκεµβρίου):
Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Οµιλία Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως. Ο
µεν αισθητός ήλιος. 11) σ. 127: Cod. Patmiac. 380: 25 (27 ∆εκεµβρίου):
Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Οµιλία Ανατολίου, Β. Αντιοχείας. 11) σ. 157:
Cod. Vatic. Barber. gr. 547 (V43) m. s. 11: (27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος
Πρωτοµάρτυς. (φφ. 18-22v τελ. µετά πάσης ασφαλείας, ιάσεις δε και
δυνάµεις εγίνοντο επί των ασθενούντων εν ταις ηµέραις εκείναις εις δόξαν
του πατρός κτλ.) (BHG 1650). 12) σ. 188: Cod. Ambros. gr. 405 (G 23
sup.) m. s. 11-12: (27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς.
Μετακοµιδή του λειψάνου. Εγένετο µετά. 13) σ. 191: Cod. Messan. s.
Salv. 63 m. s. 13: 24 (27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς.
Αποκάλυψη του λειψάνου του. Τοις κατά πόλιν και χώραν. 14) σ. 191:
Cod. Messan. s. Salv. 63 m. s. 13: 25 (27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος
Πρωτοµάρτυς. Μετακοµιδή του λειψάνου στην Κωνσταντινούπολη.
Εγένετο µετά το εισκοµισθηναι. 15) σ. 191: Cod. Messan. s. Salv. 63 m.
s. 13: 26 (27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Εγκώµιο του
Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως. Ο µεν αισθητός ήλιος. 16) σ. 231:
Cod. Athon. Batopedi 408 (360) m. s. 10: 24 (27 ∆εκεµβρίου):
Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Νόµος άνωθεν αθλητικός. 17) σ. 235: Sinait.
gr. 522, Ambrosian. gr. 358 m. s. 13-14, Paris gr. 1201 ch. s. 16,
Vatic. gr. m. s. 16, Marcian II 190 ch. a. 1587, Veron 121 (110) ch. s.
16: 20 (27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Νόµος άνωθεν. 18) σ.
486: Cod. Athen. 990 m. s. 12, Cod. Athos Batopedi 498 (427) m. s.
12: (27 ∆εκεµβρίου) Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Εγκώµιο Γρηγορίου
Νύσσης. Ως καλή (181-186v) 19) σ. 487: 8. Lawra 1560 (Λ 70): (27
∆εκεµβρίου) Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Μαρτύριον. Εγένετο κατά τον κ.
εκ. µετά επτά έτη (φφ. 190-197), Εγκώµιο Γρηγορίου Νύσσης. Ως καλή.
20) σ. 487: 9. Protatu 19 m. s. 12: (27 ∆εκεµβρίου) Εγκώµιο
Γρηγορίου Νύσσης για το Στέφανο τον Πρωτοµάρτυρα. Ως καλή.

Ehrhard Albert, Überlieferung und bestand der hagiographischen und homiletischen


literatur der Griechischen Kirche, III Band, 1. Lieferung 1939,
Leipzig, J. C. Hinrichs Verlag. Printed in Germany: 1) σ. 138: Cod.
Athen. 1048 ch. s. 16-17: 10 (27 ∆εκεµβρίου): Στέφανος Πρωτοµάρτυς.

191
Οµιλία Γρηγορίου Νύσσης. Χθές ηµας ο του παντός δεσπότης. 2) σ. 151:
Codd. Coisl. 306 und 307: (27 ∆εκεµβρίου) Στέφανος Πρωτοµάρτυς.
Εγκώµιο Γρηγορίου Νύσσης: Ως καλή και του Ιωάννου Χρυσοστόµου:
Πολλων ακούω 3) σ. 178: Cod. Ambros. gr. 262 (D 107 sup.):(27
∆εκεµβρίου) Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Μαρτύριον. Μετά την του κυρίου
ηµων. 4) σ. 273: Cod. Hieros. Patr. 135 und 136 (ch. s. 14):(27
∆εκεµβρίου) Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Εγκώµιο του Πρόκλου
Κωνσταντινουπόλεως: Ο µέν αισθητός ήλιος και του Ιωάννου
Χρυσοστόµου: Πάντες µεν οι των µαρτύρων 5) σ. 277: Cod. Hieros.
Patr. 135 und 136 (ch. s. 14):35. (2 Αυγούστου) Μετακοµιδή του
λειψάνου του Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα από την Ιερουσαλήµ στην
Κωνσταντινούπολη. ∆ιήγησις κτλ. Μετά το εισκοµισθηναι. 6) σ. 511:
Cod. Athon. Xeropotamu 120 ch. a. 1617: 10 (27 ∆εκεµβρίου)
Στέφανος Πρωτοµάρτυς. Εγκώµιον Ιωάννου του Χρυσοστόµου:
Πολλων ακούω λεγόντων και του Γρηγορίου Νύσσης: Ως καλή. 7) σ.
513: Cod. 610 (418) der Rumänischen Akad. d. Wiss. in Bukarest,
Seite 426-623: 5. (2 Αυγούστου) Μετακοµιδή του λειψάνου του
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. Στέφανος ηµιν ο εν διακόνοις πρωτος.

Ehrhard Albert, Überlieferung und bestand der hagiographischen und homiletischen


literatur der Griechischen Kirche, III Band, in 2 hälften, Lieferung 1-
2, 1937, Leipzig, J. C. Hinrichs Verlag: 1) σ. 724: Cambridge, Univ.
Dd IV 42 m. s. 13: Μηναίον ∆εκεµβρίου: (27 ∆εκεµβρίου) Μαρτύριο
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. Ζητήσεως µεταξύ των Ιουδαίων 2) σ. 780:
E) Vatic. gr. 1986 (Basil. 25) m. s. 10: Στέφανος Πρωτοµάρτυς. 3) σ.
787: b) Vatic. gr. 2072 (Basil. 111): Στέφανος Πρωτοµάρτυς. 4) σ.
787:d) Paris gr. 1217 m. s. 11-12: Στέφανος Πρωτοµάρτυς. 5) σ. 794: 2.
Athos Coutloum. 28m: Στέφανος Πρωτοµάρτυς (27 ∆εκεµβρίου, δύο
κείµενα). 6) σ. 795: 6. Meteoren, Hauptkloster 563m: Στέφανος
Πρωτοµάρτυς (27 ∆εκεµβρίου). 7) σ. 799: 12 Vatic. gr. 679: Στέφανος
Πρωτοµάρτυς (27 ∆εκεµβρίου). 8) σ. 810: 5. Lesbos Kloster Joh’s des
Theol. Cod. 7m: Στέφανος Πρωτοµάρτυς. 9) σ. 811: 6. Cod. Ambros.
gr. 846: Στέφανος Πρωτοµάρτυς (φφ. 146-160v). 10) σ. 820: 12. Athos
Laura 1368 (K 81): Στέφανος Πρωτοµάρτυς. 11) σ. 971: 4. Στέφανος,
Athos Panteleim. 471: (φφ. 17-105). Εγκώµιο Γρηγορίου Νύσσης. Ως
καλή.

Gregorio De Andres, Catalogo de los Codices Griegos de la Biblioteca Nacional,


Ministerio de Cultura, Madrid 1987: 1) σ. 445: Kώδικας 4828 (275):
2.(φφ. 229v-297v) Πάθος και εύρεση του αγίου Στεφάνου του ∆ιακόνου.

H. D., «Catalogus Codicum Hagiographicorum Gracorum Regii Monasterii S. Laurentii


Scorialensis», ΑΒ 28 (1909) 353-398: α) σσ. 356-357: Codex Φ. ΙΙΙ. 20
(Μ. 236):1) (φφ. 86v-89) Του εν αγίοις πατρός ηµων Ιωάννου
αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόµου εγκώµιον εις
τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα. [PG 59, 699-702]. 2) (φφ. 89-
95v) Του εν αγίοις πατρός ηµων Ιωάννου του Χρυσοστόµου εγκώµιον
εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα. Άρχ. Νόµος εστίν εν τοις
γυµνικοις αγωσιν – Τελ. εκεινοι λίθους έπεµπον σκληρούς Στέφανος δε
έπεµπεν ευχήν…αµήν. 3) (φφ. 95v-101) Πρόκλου αρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως εγκώµιον εις τον άγιον πρωτοµάρτυρα Στέφανον
[PG 65, 809-17]. 4) (φφ. 101-114) Του εν αγίοις πατρός ηµων

192
Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης εγκώµιον εις τον άγιον Στέφανον τον
πρωτοµάρτυρα [PG 46, 701-21]. 5) (φφ. 114-132v) Πράξις ήτοι
µαρτύριον και ανεύρεσις των λειψάνων του αγίου πρωτοµάρτυρος
Στεφάνου [ Papadopoulos-Kerameus, Ανάλεκτα, V, ό.π., σσ. 28-53 Τελ.
ιάσεις δε και δυνάµεις εγίνοντο εις τους ασθενουντας εν ταις ηµέραις
εκείναις εις δόξαν…αµήν. β) σ. 360: Codex y. II. 9 (M. 261): 21 (φφ.
132v-135) Μαρτύριον του αγίου πρωτοµάρτυρος Στεφάνου. Άρχ. Εν ταις
ηµέραις εκείναις Στέφανος πλήρης πίστεως και δυνάµεως – Τελ. εις
χειρας του ζωντος Θεου πρεσβεύων υπέρ των αµαρτωλων…αµήν. γ) σ.
372: Codex y. II. 6 (Μ. 311): 19 (φφ. 275-280) Μαρτύριον του αγίου
πρωτοµάρτυρος Στεφάνου. Άρχ. Μνήµης αγαθης ηµιν προκειµένης,
αγαπητοί, ηναγκάσθην αποχαράξαι τη του Χριστου εκκλησία – Τελ. εν δε
τη νυκτί εκείνη άγγελος κατελθών του ουρανου, µετέθηκαν τα
λείψανα…αµήν.

_ «Catalogus Codicum Hagiographicorum Graecorum Bibliothecae D. Marci


Venetiarum», ΑΒ 24 (1905) 169-256: 1) σ. 228: Codex VII. 29. (φ.
58v) για τον άγιο Στέφανο (άρχ. Συνεκάλεσεν ηµας και νυν ο χορός των
µαρτύρων), (φ. 60v) για τον ίδιο από τον Πρόκλο (PG 65, στ. 809-17).

_ «Catalogus Codicum Hagiographicorum Graecorum Bibliothecae Scholae


Theologicae in Chalce Insula», AB 44 (1926) 5-63: 1) σ. 45: Κώδικας
Schol. 37. : 4 (φφ. 112v-125) Του εν αγίοις πατρός ηµων Ιωάννου
αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόµου οµιλία
εγκωµιαστική εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα (PG 57, στ. 55-
62, ∆εκ. 27). 5 (φφ. 125-134v) Του εν αγίοις πατρός ηµων Γρηγορίου
επισκόπου Νύσσης εγκώµιον εις τον άγιον Στέφανον τον πρωτοµάρτυρα
(Ιδές BHG 1654).

_ «Saints de Chypre», AB 26 (1907) 161-297: 1) σ. 294: 28ο Εις τον πρωτοδιάκονον


Στέφανον

Halkin Francois, Catalogue des Manuscrits hagiographiques de la Bibliothéque nationale


d’ Athénes, (Subsidia Hagiographica, no 66), Société des Bollandistes,
Bruxelles, 1983: 1) σ. 10: Κώδικας 217: 41.(φφ. 305-308) Εγκώµιο για
τον άγιο Στέφανο από τον Πρόκλο (Ιδές BHG 1657). 2) σ. 18: Κώδικας
243: 5.(φφ. 33v-39v) Στέφανος (Ιδές BHG 1665a). 3) σ. 23: Κώδικας
260: 21.(φφ. 230v-234) Εγκώµιο για τον άγιο Στέφανο από τον Πρόκλο
(Ιδές BHG 1657). 4) σ. 31: Κώδικας 284: 1.(φφ. 1-21) Στέφανος,
µετακοµιδή (Ιδές BHG 1651). 5) σ. 40: Κώδικας 333: (φφ. 13-16)
Ανωνύµου, Λόγος για το Στέφανο (Ιδές BHG 1665c). 6) σ. 43: Κώδικας
351: 4.(φφ. 24-30) Στέφανος (Ιδές BHG 1665a). 7) σ. 57: Κώδικας 460:
5.(φφ. 19-26) Στέφανος (Ιδές BHG 1665a). 8) σ. 70: Κώδικας 981:
30.(φφ. 316v-322v) Εγκώµιο Γρηγορίου Νύσσης για Στέφανο (Ιδές
BHG 1654). 9) σ. 77: Κώδικας 992: 16.(φφ. 183-190v) Εγκώµιο
Γρηγορίου Νύσσης για Στέφανο (Ιδές BHG 1654). 10) σ. 87: Κώδικας
1027: 33.(φφ. 171v-177) Στέφανος (Ιδές BHG 1649d). 11) σ. 89:
Κώδικας 1031: 29.(φφ. 355-357v) Στέφανος, µετακοµιδή (Ιδές BHG
1651e). 12) σ. 93: Κώδικας 1036: 32. Αύγουστος 2, Μετακοµιδή
Στεφάνου (Ιδές Auct. 1651e). 13) σ. 96: Κώδικας 1039: 29. Αύγουστος
2, Μετακοµιδή Στεφάνου (Ιδές Auct. 1651e). 14) σ. 97: Κώδικας 1040:
25. Αύγουστος 2, Μετακοµιδή Στεφάνου (Ιδές Auct. 1651e). 15) σ. 101:

193
Κώδικας 1046: 63.(φφ. 149v-151v) Στέφανος, µετακοµιδή (Ιδές BHG
1651c). 16) σ. 103: Κώδικας 1048: 13.(φφ. 149v-160) Εγκώµιο
Γρηγορίου Νύσσης για Στέφανο (Ιδές BHG 1654). 17) σ. 115: Κώδικας
2101: 17.(φφ. 146-153v) Εγκώµιο Γρηγορίου Νύσσης για Στέφανο (Ιδές
BHG 1654). 18) σ. 115: Κώδικας 2101: 18.(φφ. 153v-159v). 19) σ. 119:
Κώδικας 2106: 19.(φφ. 324-333) Εγκώµιο Γρηγορίου Νύσσης για
Στέφανο (Ιδές BHG 1654). 20) σ. 127: Κώδικας 2433: 9.(φφ. 111v-
123v) Λόγος Λέοντα αυτοκράτορα για Στέφανο (Ιδές BHG 1663). 21)
σ. 129: Κώδικας 2435: 41.(φφ. 169-170) Μετακοµιδή Στεφάνου (Ιδές
Auct. 1651e). 22) σ. 134: Κώδικας 2482: 20.(φφ. 126-130v) Εγκώµιο
Γρηγορίου Νύσσης για Στέφανο (Ιδές BHG 1654). 23) σ. 149: Κώδικας
2617: 1.(φφ. 18v-21) Στέφανος (Ιδές BHG 1651e). 24) σ. 152: Κώδικας
2654: 1.(φφ. 14v-15v) Μετακοµιδή Στεφάνου (Ιδές BHG 1651e). 25) σ.
157: Κώδικας 2679: 33.(φφ. 144v-145v) Μετακοµιδή Στεφάνου (Ιδές
BHG 1651e). 26) σ. 162: Κώδικας 2805: 2.(φφ. 5v-6v) Στέφανος (Ιδές
BHG 1665a). 27) σ. 162: Κώδικας 2807: 5.(φφ. 27-32) Στέφανος (Ιδές
BHG 1665a). 28) σ. 171: Κώδικας Metochii 244: 36.(φφ. 295v-303v)
Εγκώµιο Γρηγορίου Νύσσης για Στέφανο (Ιδές BHG 1654). 29) σ. 179:
Κώδικας Metochii 773: 7.(φφ. 115-119v) Εγκώµιο Γρηγορίου Νύσσης
για Στέφανο (Ιδές BHG 1654).

Halkin F., Manuscrits Grecs de Paris inventaire hagiographique (Subsidia Hagiographica,


no 44), Société des Bollandistes, Bruxelles, 1968:1) σ. 5: Κώδικας
Grec 137: 12-13.(φφ. 208v-212v, 212v-214v) Στέφανος, εγκώµια
Χρυσοστόµου (Ιδές BHG 1657, 1659). 2) σ. 20: Κώδικας Grec 503:
4.(φφ. 230-235) Στέφανος (Ιδές BHG 1654). 3) σ. 25: Κώδικας Grec
521: 4.(φφ. 191-222) Στέφανος, εγκώµιο (Ιδές BHG 1654…τε
λειτουργούντων [PG 46, στ. 704β5]. 4) σ. 33: Κώδικας Grec 548: 4.(φφ.
33-37v) Στέφανος, µετακοµιδή (Ιδές BHG 1650). 5) σ. 39: Κώδικας
Grec 582: 1.(φφ. 1-12) Στέφανος, οµιλία (Ιδές BHG 1654,…φονία ο
δήµος [PG 46, στ. 708c4]. 6) σ. 41: Κώδικας Grec 585: 3.(φφ. 19v-
26v) Στέφανος (Ιδές BHG 1654). 7) σ. 41: Κώδικας Grec 586: 3.(φφ.
139v-47) Στέφανος, (Ιδές BHG 1654). 8) σ. 55: Κώδικας Grec 721:
2.(φφ. 391-392) Στέφανος, µετακοµιδή (Ιδές BHG 1650, σχόλιο: Άρχ.
νη η ελευθερία τον ναύκληρον; τελ που φύγωµεν τήν. 9) σ. 55: Κώδικας
Grec 721: 3.(φφ. 393-394) Στέφανος, οµιλία (Ιδές BHG 1659). 10) σ. 67:
Κώδικας Grec 770: 25.(φφ. 252v-257) Στέφανος, εγκώµιο Πρόκλου
(Ιδές BHG 1657). 11) σ. 78: Κώδικας Grec 819: 30.(φφ. 169v-175)
Στέφανος, εγκώµιο Γρηγορίου Νύσσης (Ιδές BHG 1654). 12) σ. 83:
Κώδικας Grec 881: 5.(φφ. 213-222) Στέφανος, πάθος (Ιδές BHG
a1649). 13) σ. 90: Κώδικας Grec 921: 14.(φφ. 60-66v) Στέφανος,
εγκώµιο Γρηγορίου Νύσσης (Ιδές BHG 1654). 14) σ. 98: Κώδικας
Grec 979: 7.(φφ. 37v-42) Στέφανος, εγκώµιο Πρόκλου (Ιδές BHG
1657). 15) σ. 120: Κώδικας Grec 1172: 21.(φφ. 127v-133v) Στέφανος,
εγκώµιο Βασιλείου επισκόπου Ισαυρίας (Ιδές BHG 1652-53). 16) σ.
126: Κώδικας Grec 1176: 22.(φφ. 158-163v) Στέφανος, εγκώµιο
Γρηγορίου Νύσσης (Ιδές BHG 1654). 17) σ. 126: Κώδικας Grec 1176:
42.(φφ. 278-285) Στέφανος, ανεύρεση λειψάνου (Ιδές BHG 1649). 18) σ.
127: Κώδικας Grec 1177: 17.(φφ. 147v-149v) Στέφανος, εγκώµιο
Χρυσοστόµου (Ιδές BHG 1659). 19) σ. 129: Κώδικας Grec 1179:
19.(φφ. 106v-109v) Στέφανος, εύρεση λειψάνου (Ιδές BHG 1649g). 20)
σ. 131: Κώδικας Grec 1180: 32.(φφ. 259v-267v) Στέφανος, οµιλία

194
αφηγηµατική του Νικήτα Παφλαγόνος (Ιδές BHG 1651). 21) σ. 140:
Κώδικας Grec 1195: 33.(φφ. 340v-347) Στέφανος, οµιλία Γρηγορίου
Νύσσης (Ιδές BHG 1654). 22) σ. 140: Κώδικας Grec 1195: 41.(φφ.
422v-427v) Στέφανος, οµιλία Χρυσοστόµου (Ιδές BHG 1665a). 23) σ.
142: Κώδικας Grec 1199: 10.(φφ. 94-107) Στέφανος, εγκώµιο
Γρηγορίου Νύσσης (Ιδές BHG 1654). 24) σ. 143: Κώδικας Grec 1201:
20.(φφ. 314-31) Στέφανος, (Ιδές BHG 1663). 25) σ. 148: Κώδικας Grec
1217: 14.(φφ. 208-217v) Στέφανος, εγκώµιο Γρηγορίου Νύσσης (Ιδές
BHG 1654). 26) σ. 161: Κώδικας Grec 1451: 8.(φφ. 127-132v)
Στέφανος, εγκώµιο ακέφαλο και κολοβό (Ιδές BHGa 1665b). 27) σ. 170:
Κώδικας Grec 1466: 14.(φφ. 250v-260v) Στέφανος, εγκώµιο
Γρηγορίου Νύσσης (Ιδές BHG 1654). 28) σ. 173: Κώδικας Grec 1470:
33.(φφ. 165-168) Στέφανος, µετακοµιδή (Ιδές BHG 1650). 29) σ. 176:
Κώδικας Grec 1478: 7.(φφ. 65-77) Στέφανος, εγκώµιο Γρηγορίου
Νύσσης (Ιδές BHG 1654). 30) σ. 182: Κώδικας Grec 1490: 13.(φφ.
191v-201) Στέφανος, εγκώµιο Γρηγορίου Νύσσης (Ιδές BHG 1654). 31)
σ. 183: Κώδικας Grec 1491: 29.(φφ. 219v-221) Στέφανος, εγκώµιο
Χρυσοστόµου (Ιδές BHG 1659). 32) σ. 183: Κώδικας Grec 1491:
30.(φφ. 221-224) Στέφανος, εγκώµιο Πρόκλου (Ιδές BHG 1657). 33) σ.
185: Κώδικας Grec 1496: 25.(φφ. 356-366) Στέφανος, εγκώµιο
Γρηγορίου Νύσσης (Ιδές BHG 1654). 34) σ. 199: Κώδικας Grec 1531:
19.(φφ. 252v-9v) Στέφανος, εγκώµιο Γρηγορίου Νύσσης (Ιδές BHG
1654). 35) σ. 214: Κώδικας Grec 1559: 15.(φφ. 172-177) Στέφανος,
εγκώµιο Γρηγορίου Νύσσης (Ιδές BHG 1654). 36) σ. 218: Κώδικας
Grec 1586: 7.(φφ. 151-157) Στέφανος, µετακοµιδή (Ιδές BHG 1650). 37)
σ. 246: Κώδικας Coislin 105: 21.(φφ. 171v-175) Στέφανος, εγκώµιο
Πρόκλου (Ιδές BHG 1657). 38) σ. 251: Κώδικας Coislin 121: 26.(φφ.
60v-62) Στέφανος, εγκώµιο Πρόκλου (Ιδές BHG a1657). 39) σ. 258:
Κώδικας Coislin 223: 57.(φφ. 250v-2v) Στέφανος, n. 1651e. 40) σ. 275:
Κώδικας Coislin 306: 36.(φφ. 462v-468) Στέφανος, εγκώµιο
Γρηγορίου Νύσσης (Ιδές BHG 1654). 41) σ. 275: Κώδικας Coislin
306: 38.(φφ. 471-479v) Στέφανος, εγκώµιο Χρυσοστόµου (Ιδές BHG
1665ab) 42) σ. 276: Κώδικας Coislin 307: 52. (φφ. 478v-486)
Στέφανος, µετακοµιδή του Νικήτα Παφλαγόνος (Ιδές BHG 1651). 43)
σ. 285: Κώδικας Suppl. Gr. 152: 8.(φφ. 176v-7) Στέφανος, n. 1651e.
44) σ. 288: Κώδικας Suppl. Gr. 241: 1.(φφ. 1-2) Στέφανος, µετακοµιδή
(Ιδές BHG a 1650). 45) σ. 298: Κώδικας Suppl. Gr. 1011: 5.(φφ. 26-
31v) Στέφανος 1665a. 46) σ. 299: Κώδικας Suppl. Gr. 1016: 18.(φφ.
133-4v) Στέφανος, n. 1651e. 47) σ. 306: Κώδικας Suppl. Gr. 1274:
9.(φφ. 63v-71) Στέφανος, εγκώµιο Γρηγορίου Νύσσης (Ιδές BHG
1654).

Halkin Francois, «Suppléments Ambrosiens A La Bibliotheca Hagiographica Graeca»,


AB 72 (1954) 325-342: 1) σ. 330: Ms. 259 (D. 92 sup.) φφ. 94v-96:
Μαρτύριο του αγίου Στεφάνου. Αρχ. Βασιλεύοντος Ηρώδου και
Αρχελάου εν τοις εκείνων χρόνοις – Τελ. εν δε αζύµοις ετελεύτησεν
τελειουται δε…εν Ιεροσολύµοις της Ιουδαίας…αµήν. Από δε του πάθους
του Κυρίου και της αναλήψεως αυτου µέχρι της λιθοβολήσεως του αγίου
Στεφάνου του πρωτοµάρτυρος έτη επτά.

Hunger Herbert, Katalog der Griechischen haudschriften der österreichischen National


bibliothek, teil 1: Codices Historici. Codices philosophici et

195
phililologici, Wien 1961: 1) σ. 50: Κώδικας Η 45: Μηνολόγιον του
µηνός Αυγούστου: 4 (φφ. 32v-41v) [Νικήτας Παφλαγών], Λόγος
εγκωµιαστικός άµα και ιστορικός περί της εν Κωνσταντινουπόλει
ελεύσεως του τιµίου λειψάνου του αγίου πρωτοµάρτυρος Στεφάνου
[Εγκώµιο για τη µετακοµιδή των λειψάνων του αγίου Στεφάνου = BHG
[3] 1651] (εκδόθηκε από τον Παπαδόπουλο-Κεραµέα στο Ανάλεκτα,V,
ό.π., σσ. 54-59).2) σ. 105: Κώδικας Η 96: 9 (φφ. 142r-147v) Ανωνύµου,
Μαρτύριο του αγίου Στεφάνου (= BHG [3] 1649] (εκδόθηκε από τον
Παπαδόπουλο-Κεραµέα, Ανάλεκτα, V, ό.π., σ. 28εξ.).

Joseph van der Straeten, Les Manuscrits Hagiographiques d’ Arras et de Boulogne-sur-


mer avec quelques textes inédits, (Subsidia Hagiographica, no 50),
Société des Bollandistes, Bruxelles, 1971: 1) σ. 17: Κώδικας D’ Arras
14(23): 6.(φφ. 12-14v) Στέφανος ο Πρωτοµάρτυρας: α) (φφ. 12-12v)
Μετακοµιδή στην Κωνσταντινούπολη (Ιδές BHL 7858). 2) σ. 17:
Κώδικας D’ Arras 14(23): β) (φφ. 12v-14v) ∆εύτερη µετακοµιδή από
την Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη (Ιδές BHL 7878-7880). 3) σ. 23:
Κώδικας D’ Arras 178(309): 16.(φ. 126v) Οµιλία για την αποκάλυψη
των λειψάνων των αγίων Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα, Νικόδηµου,
Γαµαλιήλ (Ιδές BHL 7851 και PL 41, στ. 807-810). 4) σ. 28: Κώδικας
D’ Arras 344: 17.(φφ. 93-94) Εύρεση του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHL 7851 και PL 41, στ. 815). 5) σ. 43: Κώδικας
D’ Arras 573(462): 6.(φφ. 11-12) Στον άγιο Στέφανο: α) (φ. 11) Εύρεση
του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHL 7851).
6) σ. 43: Κώδικας D’ Arras 573(462): β) (φφ. 11v-12) Μετακοµιδή
στην Κωνσταντινούπολη (Ιδές BHL 7858). 7) Κώδικας D’ Arras 600:
35.(φφ. 98-99v) Εύρεση του λειψάνου του αγίου Στεφάνου και των
άλλων (Ιδές BHL 7851 και Mombritius, τ. 2, σ. 495 [43]).

Joseph van der Straeten, Les Manuscrits Hagiographiques de Charleville Verdun et Saint-
Mihiel avec plusieurs textes inédits, (Subsidia Hagiographica, no 56),
Société des Bollandistes, Bruxelles, 1974: 1) σ. 24: Κώδικας de
Charleville 117: 4.(φφ. 140-163v) Στον άγιο Στέφανο: α) (φφ. 140-
146v) Εύρεση του Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου και των αγίων Νικόδηµου,
Γαµαλιήλ και Αβίβου (Ιδές BHL 7851). 2) σ. 24: Κώδικας de
Charleville 117: β) (φφ. 147-163v) Επιστολή Σεβήρου εναντίον
Ιουδαίων για τα θαύµατα του αγίου Στεφάνου που συνέβησαν στη
Μινόρκα (Ιδές BHL 7859). 3) σ. 43: Κώδικας de Charleville 200:
32.(φφ. 107v-109) Μετακοµιδή του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα
που εκδόθηκε από τον Πάπα Αναστάσιο από τα ελληνικά στα λατινικά
(Ιδές BHL 7858, [Αύγουστος 3]). 4) σ. 51: Κώδικας de Charleville 213:
54.(φφ. 190v-191v) Μετακοµιδή του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα που εκδόθηκε από τον Αναστάσιο από τα ελληνικά στα
λατινικά (Ιδές BHL 7858). 5) σ. 52: Κώδικας de Charleville 214: 8.(φφ.
39-41v) Αποκάλυψη του µακαρίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα και
των αγίων Γαµαλιήλ, Νικόδηµου και Αβίβου (Ιδές BHL 7854-7855,
[Αύγουστος 3]). 6) σ. 65: Κώδικας de Charleville 254 ΙΙΙ: 14.(φφ. 57-
59v) Αποκάλυψη των αγίων Στεφάνου, Νικόδηµου, Γαµαλιήλ, και
Αβίβου (Ιδές BHL 7851, [Αύγουστος 3]). 7) σ. 71: Κώδικας de
Charleville 275: 1.(φφ. 168v-170v) Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα από την Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη
(Ιδές BHL 7883). 8) σ. 105: Κώδικας de Verdun: 25.(φφ. 53-54)

196
Αποκάλυψη στον πρεσβύτερο Λουκιανό του λειψάνου του
Πρωτοµάρτυρα και ∆ιακόνου Στεφάνου (Ιδές BHL 7851, [Αύγουστος
3]).

Joseph van der Straeten, Les Manuscrits Hagiographiques D’ Orléans tours et Angers
avec plusieurs textes inédits,(Subsidia Hagiographica, no 64), Société
des Bollandistes, Bruxelles, 1982: 1) σ. 33: Κώδικας D’ Orléans 195:
2.(φφ. 24v-30) Στον άγιο Στέφανο τον Πρωτοµάρτυρα (26 ∆εκεµβρίου):
α) (φφ. 24v-25v) Οµιλία αγίου Φουλκεντίου επισκόπου στην γενέθλια
ηµέρα του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές PL 65, στ. 729-
732). 2) σ. 33: Κώδικας D’ Orléans 195: β) (φφ. 25v-27) Οµιλία
[Ψευδο]Αυγουστίνου επισκόπου στην γενέθλια ηµέρα του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές PL 39, στ. 2137-2140). 3) σ. 34:
Κώδικας D’ Orléans 195: γ) (φφ. 27-28) Οµιλία [Ψευδο]Αυγουστίνου
επισκόπου στην γενέθλια ηµέρα του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα
(Ιδές PL 39, στ. 1684-1686). 4) σ. 34: Κώδικας D’ Orléans 195: δ) (φφ.
28-29) Οµιλία αγίου Μαξίµου επισκόπου στην γενέθλια ηµέρα του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές PL 39, στ. 2137-2140). 5) σ. 34:
Κώδικας D’ Orléans 195: ε) (φφ. 29-30) Συλλογή οµιλιών για τον ίδιο
από το µακάριο πρεσβύτερο Ιερώνυµο (Ιδές PL 26, στ. 172c-175c). 6) σ.
44: Κώδικας D’ Orléans 197: 1(σσ 1-11) Στον άγιο Στέφανο: α) (σσ 1-
4) Στη γενέθλια ηµέρα του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα του
Χριστού (Ιδές PL 65, στ. 729-732). 7) σ. 44: Κώδικας D’ Orléans 197:
β) (σσ 4-6) Οµοίως στη γενέθλια ηµέρα του µάρτυρα Στεφάνου (Ιδές PL
57, στ. 379-384). 8) σ. 44: Κώδικας D’ Orléans 197: γ) (σ.7) Οµιλία
[Ψευδο]Αυγουστίνου (Ιδές PL 39, στ. 2142). 9) σ. 45: Κώδικας D’
Orléans 197: δ) (σσ 8-11) Προοίµιο θαυµάτων του Στεφάνου εξαίρετου
Πρωτοµάρτυρα του Χριστού (Ιδές PL 41, στ. 836-839, κεφ. 6, 4, 5, 11,
12, 9, 10). 10) σ. 65: Κώδικας D’ Orléans 337: 1.(σσ 1-113) Στον άγιο
Στέφανο τον Πρωτοµάρτυρα: α)(σσ 1-15) Αποκάλυψη και εύρεση του
λειψάνου του αγίου Στεφάνου του µάρτυρα (Ιδές BHL 7851). 11) σ. 66:
Κώδικας D’ Orléans 337: β)(σσ 16-82) Βιβλίο θαυµάτων του µακαρίου
Στεφάνου του µάρτυρα. 12) σ. 66: Κώδικας D’ Orléans 337: γ) (σσ 83-
96) Τα κατορθώµατα και άλλων ενδόξων µαρτύρων. 13) σ. 66: Κώδικας
D’ Orléans 337: δ) (σσ 97-105) Στη γενέθλια ηµέρα του αγίου Στεφάνου
του Πρωτοµάρτυρα του Χριστού. Οµιλία του Φουλγκεντίου επισκόπου
Καρθαγένης (Ιδές PL 65, στ. 729-732). 14) σ. 66: Κώδικας D’ Orléans
337: ε) (σσ 105-107) Ωσαύτως άλλη οµιλία (Ιδές PL 39, στ. 2142). 15) σ.
66: Κώδικας D’ Orléans 337: στ) (σσ 108-113) Ωσαύτως άλλη οµιλία
(Ιδές PL 39, στ. 1685-1686). 16) σ. 68: Κώδικας D’ Orléans 341: 5.(σσ
64-69) Ωσαύτως στη γενέθλια ηµέρα του αγίου Στεφάνου (26
∆εκεµβρίου). 17) σ. 111: Κώδικας De Tours 157: 23.(φφ. 101v-107)
Στην εύρεση του αγίου Στεφάνου (Ιδές BHL 7854 και PL 41, στ. 816,
υποσ. 5, [3 Αυγούστου]). 18) σ. 123: Κώδικας De Tours 1013: 12.(φφ.
65-67v) Αποκάλυψη του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHL
7854 και PL 41, στ. 814, παράγραφος 5[9], [3 Αυγούστου]). 19) σ. 146:
Κώδικας De Tours 1040: 5.(φφ. 84-89) Στην εύρεση του αγίου
Στεφάνου (Ιδές BHL 7851, [3 Αυγούστου]). 20) σ. 199: Κώδικας D’
Angers 121: 1.(φφ. 1-4v) Στον άγιο Στέφανο τον Πρωτοµάρτυρα (26
∆εκεµβρίου): α)(φφ. 1-2) Γενέθλια ηµέρα του αγίου Στεφάνου µάρτυρα,
VIII συλλογή (Ιδές BHL 7848 [Πράξεις Αποστόλων 6, 14-8,2). 21) σ.
199: Κώδικας D’ Angers 121: β)(φφ. 2-4v) Οµιλία αγίου Φουλγκεντίου

197
επισκόπου (Ιδές PL 65, στ. 729-732). 22) σ. 204: Κώδικας D’ Angers
121: 38.(φφ. 95-97) Στην εύρεση του λειψάνου του αγίου Στεφάνου, VIII
συλλογή (Ιδές BHL 7854 και PL 41, 816, [3 Αυγούστου]). 23) σ. 214:
Κώδικας D’ Angers 123: 1.(φφ. 1-4v) Στη γενέθλια ηµέρα του αγίου
Στεφάνου, VIII συλλογή, (26 ∆εκεµβρίου): α)(φφ. 1-2) Συλλογή I-IV
(Ιδές BHL 7848 [Πράξεις Αποστόλων 6, 14-8,2]). 24) σ. 214: Κώδικας
D’ Angers 123: β) (φφ. 2-4v) Συλλογή V-VIII (Οµιλία αγίου
Φουλγκεντίου επισκόπου) (Ιδές PL 65, στ. 729-732). 25) σ. 220:
Κώδικας D’ Angers 123: 45.(φφ. 135-137v) Στην εύρεση του αγίου
Στεφάνου, VIII συλλογή (Ιδές BHL 7854 και PL 41, στ. 814,
παράγραφος 5[16], [3 Αυγούστου]). 26) σ. 227: Κώδικας D’ Angers
123: 91(φφ. 278-279v) Στη γενέθλια ηµέρα του αγίου Στεφάνου (Ιδές PL
26, 172-175). 27) σ. 227: Κώδικας D’ Angers 123: 94(φφ. 282-283) H
µνήµη του αγίου Στεφάνου αποτελεί δεσποτική εορτή; (Ιδές PL 118, στ.
64-67). 28) σ. 233: Κώδικας D’ Angers 281: 2.(φφ. 8-10) Οµιλία αγίου
Αυγουστίνου στη γενέθλια ηµέρα του αγίου Στεφάνου του µάρτυρα
(Ιδές PL 57, στ. 379-384). 29) σ. 248: Κώδικας D’ Angers 804: 3.(φφ.
12-14v) Στον άγιο Στέφανο (26 ∆εκεµβρίου): α)(φφ. 12-13) Στη
γενέθλια ηµέρα του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. Οµιλία
Φουλγκεντίου επισκόπου Καρθαγένης (Ιδές PL 65, στ. 729-732). 30) σ.
249: Κώδικας D’ Angers 804: β) (φ. 13) Οµιλία αγίου Καισαρείας της
Arel (Ιδές PL 57, στ. 379-384. 31) σ. 249: Κώδικας D’ Angers 804: γ)
(φφ. 13v-14v) Οµιλία από τα σχόλια του Β. Ιερωνύµου (Ιδές PL 26, στ.
172-175). 32) σ. 273: Κώδικας D’ Angers 819: 2.(φφ. 118-122) Εύρεση
του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHL 7851).

Martini Aemidius – Bassi Dominicus, Catalogus Codicum Craecorum Bibliothecae


Ambrosianae, 2 Bände in 1 Band, 1978 George Olms Verlag,
Hildesheim, New York: 1) σ. 685: Κώδικας 684: 112. Βίος και
µαρτύριο(;) του ∆ιακόνου Στεφάνου.

Poncelet Albertus, Catalogus Codicum Hagiographicorum Latinorum, Bibliothecarum


Romanarum, praeter quam vaticanae, prodiit in appendice ad
Analecta Bollandiana tom. XXIV-XXVIII, Bruxellis 1909: 1) σ. 21:
Κώδικας Α. 6: 22. (φφ. 87-89) Θαύµατα του αγίου Στεφάνου (BHL
7866). 2) σ. 23: Κώδικας Α. 6: 62. (φφ. 233v-236) Μετακοµιδή του
λειψάνου του µακαρίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα στη Ρώµη (BHL
7878-7880). 3) σ. 25: Kώδικας Α. 7: 56. (φφ. 178-179v) Μετακοµιδή
του λειψάνου του µακαρίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα στη Ρώµη
(BHL 7878-7880). 104.(φφ. 238-239). 4) σ. 27: Kώδικας Α. 7: 104.
(φφ. 238-239) Εύρεση του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα (BHL 7851). 5) σ. 32: Κώδικας Α. 8 και Α. 9: 64.(Η.
68-69, G. 125v-127) Μετακοµιδή του µακαρίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα στη Ρώµη (BHL 7878). 6) σ. 34: Κώδικας Α. 8 και Α.
9: 117(H. 127-128v, G. 240v-243) Εύρεση του λειψάνου του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. 7) σ. 51: Κώδικας Α. 67: 76. (φφ. 125-
126v) Εύρεση του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. 8) σ. 63:
Κώδικας Α. 80: 9.(φφ. 33-34v) Μετακοµιδή του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα (BHL 7851- [Aύγουστος 3]). 9) σ. 71: Κώδικας Α. 81:
18.(φφ. 42-43v) Εύρεση των λειψάνων των αγίων, του µακαρίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα, Νικόδηµου, Γαµαλιήλ και Αβίβου γιου
του Γαµαλιήλ (BHL 7851). 10) σ. 71: Κώδικας Α. 81: 19.(φφ. 43v-45)

198
Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου Στεφάνου (BHL 7858). 11) σ. 82:
Κώδικας Α: 14.(φφ. 66v-68v) Εύρεση του λειψάνου του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (BHL 7851- [∆εκέµβριος 26]). 12) σ. 82:
Κώδικας Α: 15.(φφ. 68v-70) Μετακοµιδή του αγίου Στεφάνου από την
Ιερουσαλήµ στην Κωνσταντινούπολη (BHL 7858). 13) σ. 82: Κώδικας
Α: 16.(φφ. 70-72v) Μετακοµιδή του αγίου Στεφάνου από την
Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη (BHL 7878). 14) σ. 98: Κώδικας Sessor.
5: 6.(φφ. 26-27) Όπως ακριβώς πιο πάνω δηλαδή για τον άγιο Στέφανο
(BHL 7866). 15) σ. 102: Κώδικας Sessor. 5: 69.(φφ. 181v-183) Εύρεση
του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (BHL 7851-[Αύγουστος 3]). 16)
σ. 102: Κώδικας Sessor. 5: 71(φφ. 185v-187) Το θαύµα της εύρεσης
του λειψάνου του µακαρίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (BHL 7858).
17) σ. 187: Κώδικας 96: 61.(φφ. 537-540) Μετακοµιδή του αγίου
Στεφάνου στη Ρώµη (BHL 7881, 7880a, 7880). 18) σ. 187: Κώδικας 96:
62(φφ. 543-547v) Μετακοµιδή του αγίου Στεφάνου στην
Κωνσταντινούπολη (BHL 7858). 19) σ. 188: Κώδικας 96: 63.(φφ. 549-
552) Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου από
την Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη και εκδόθηκε από τον µακάριο και
άγιο Λουκιανό τον αρχιδιάκονο της αγίας αποστολικής έδρας (BHL
7878,7880,7879). 20) σ. 188: Κώδικας 96: 64(φφ. 553-566v)
Μετακοµιδή του αγίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου από την
Κωνσταντινούπολη στη Βενετία (BHL 7891-7893). 21) σ. 207: Κώδικας
1269: 5.(φφ. 39-43) XXXII. Αποκάλυψη του λειψάνου του
Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου (BHL 7851). 22) σ. 220: Κώδικας 457: 3.(φφ.
5-6v) Στην εύρεση του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Αύγουστος
3). 23) σ. 225: Κώδικας 463: 3.(φφ. 79-81) Μετακοµιδή του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα από τα Ιεροσόλυµα στην
Κωνσταντινούπολη (BHL 7857, 7858). 24) σ. 225: Κώδικας 463:
4.(φφ. 81-83v) Μετακοµιδή του αγίου Στεφάνου στη Ρώµη (BHL 7884-
[Μάιος 6]). 25) σ. 239: Κώδικας 719: 35.(φφ. 72v-73v) Εύρεση των
λειψάνων των αγίων Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα, Γαµαλιήλ,
Νικόδηµου και Αβίβου (BHL 7851- [Αύγουστος 3]). 26) σ. 239:
Κώδικας 719: 36.(φφ. 73v-74v) Μετακοµιδή του λειψάνου του
µακαρίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη (BHL 7858- [Aύγουστος
3]). 27) σ. 260: Κώδικας 1410: 18.(φφ. 26v-27v) Στην εύρεση του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. 28) σ. 291: Bibliotheca Vallicellana:
Tomus Ι: 14. (φφ. 46-48) Οµιλία σχετική µε τη µετακοµιδή του
Στεφάνου. 15. (φφ. 48-49v) Οµιλία για τη µετακοµιδή του αγίου
Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη. 29) σ. 299: Tomus II: 9.(φφ. 38v-
39v) Οµιλία του αγίου Αυγουστίνου επισκόπου στα βιβλία του «Η
Πολιτεία του Θεού». Θαύµατα του µακαρίου µάρτυρα Στεφάνου (BHL
7866). 30) σ. 301: Tomus III: 12.(φφ. 50v-53) Μετακοµιδή του
λειψάνου του αγίου Στεφάνου του λευίτη στην Κωνσταντινούπολη (BHL
7858). 31) σ. 306: Tomus IV: 3.(φφ. 29-32) Μετακοµιδή του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα στην Κωνσταντινούπολη (BHL 7858). 32)
σ. 312: Tomus VI: 15.(φφ. 64-65v) Οµιλία για τη µετακοµιδή του αγίου
Στεφάνου (BHL 7858). 33) σ. 316: Tomus VII: 27.(φφ. 50v-51v) Στην
ογδόη ώρα (;) του αγίου Στεφάνου. Οµιλία του αγίου Αυγουστίνου.
(BHL 7863). 34) σ. 320: Tomus VII: 99.(φφ. 133v-134v) Mετακοµιδή
του αγίου Στεφάνου στη Ρώµη (BHL 7878). 35) σ. 323: Tomus VII:
166.(φφ. 202-203) Εύρεση του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα (Αύγουστος 3). 36) σ. 323: Tomus VII:167.(φφ. 203-

199
204) Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου Στεφάνου στην
Κωνσταντινούπολη (BHL. 7858). 37) σ. 344: Tomus X: 99.(φ. 297v)
Μετακοµιδή του λειψάνου του µακαρίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα.
38) Tomus XIV: σ. 349: Bibliotheca Vallicellana: 1. (φφ. 43-47v)
Εύρεση του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα. 39) σ. 351: Tomus
XV: 3.(φφ. 86-88) Εύρεση του Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου. Οµιλία του
µακαρίου Αυγουστίνου επισκόπου για τα θαύµατα του αγίου
Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου (BHL 7863). 40) σ. 385: Κώδικας C. 16:
1.(φφ. 124-135) Επιστολή του επισκόπου Σεβήρου εγκωµιαστική και για
τα θαύµατα του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (BHL 7859). 41) σ.
434: Κώδικας Η. 13: 19. (φφ. 234v-239v) Μετακοµιδή του λειψάνου
του αγίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου από την Κωνσταντινούπολη στη
Ρώµη εκδόθηκε από το µακάριο και άγιο Λουκιανό αρχιδιάκονο της
αγίας αποστολικής έδρας (BHL 7878, 7880, 7879). 42) σ. 435: Κώδικας
Η. 13: 25.(φφ. 310-314v) Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου
Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου. 43) σ. 442: Κώδικας Η. 18: 29.(φφ. 495v-
497) Στην εορταστική µετακοµιδή του λειψάνου του αγίου Στεφάνου
από την Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη (=κώδικα G.99[5]). 44) σ. 442:
Κώδικας Η. 18: 30.(φφ. 497-498v) Στην εορταστική µετακοµιδή του
λειψάνου του αγίου Στεφάνου από τα Ιεροσόλυµα στην
Κωνσταντινούπολη, που ήταν και η πρώτη µεταφορά τους (=κώδικας G.
99[6]). 45) σ. 447: Κώδικας Η. 25: 73.(φφ. 327-328v) Εύρεση του
λειψάνου του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (BHL 7851-
[Αύγουστος 3]). 46) σ. 450: Κώδικας Η. 30: 5.(φφ. 264-267v, 273-279)
Μετακοµιδή του αγίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου από την
Κωνσταντινούπολη στη Βενετία (BHL 7891). 47) σ. 450: Κώδικας Η.
30:6.(φ. 279v) Αποκάλυψη του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα (BHL 7893).

Poncelet Albertus, Catalogus Codicum Hagiographicorum Latinorum, Bibliothecae


Vaticanae, (Subsidia Hagiographica 11), Bruxellis 1910: 1) σ. 31:
Κώδικας Vatic. 1188: 29.(φ. 82v) Επιστολή του Αβίτου πρεσβυτέρου
Ισπανού προς τον πάπα Βαλκόνιο για τα λείψανα και την αποκάλυψη
του Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου (Ιδές BHL 7850). 2) σ. 31: Κώδικας
Vatic. 1188: 30.(φφ. 82v-84v) Αποκάλυψη στον πρεσβύτερο Λουκιανό
των λειψάνων του µακαρίου Στεφάνου του πρώτου ∆ιακόνου και
πρώτου µάρτυρα του Χριστού (Ιδές BHL 7854, 7855). 3) σ. 31:
Κώδικας Vatic. 1188: 31.(φφ. 84v-86) ∆ιήγηση για τη µετακοµιδή του
λειψάνου του αγίου Στεφάνου από τα Ιεροσόλυµα στην
Κωνσταντινούπολη (Ιδές BHL 7858). 4) σ. 31: Κώδικας Vatic. 1188:
32.(φφ. 86-91v) Επιστολή Σεβήρου επισκόπου εγκωµιαστική και για τα
θαύµατα του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHL 7859). 5) σ.
31: Κώδικας Vatic. 1188: 33.(φφ. 91v-100v) Από τα θαύµατα του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHL 7860-7862). 6) σ. 45: Κώδικας
Vatic. 1191: 54.(φφ. 144-146v) Αποκάλυψη του λειψάνου του µακαρίου
Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου και των οικείων του, που εκδόθηκε από τον
Λουκιανό (Ιδές BHL 7851). 7) σ. 45: Κώδικας Vatic. 1191: 55.(φφ.
146v-149) Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου Στεφάνου από τα
Ιεροσόλυµα στην Κωνσταντινούπολη (Ιδές BHL 7858). 8) σ. 45:
Κώδικας Vatic. 1191: 56.(φφ. 149-151) Μετακοµιδή του λειψάνου του
αγίου Στεφάνου από την Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη (Ιδές BHL 7881,
7879. 9) σ. 65: Κώδικας Vatic. 1197: 17.(φφ. 87-89) Ογδόη ώρα; του

200
αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHL 7858). 10) σ. 86:
Κώδικας Vatic. 1267: 1.(φφ. 108-110) Οµιλία του αγίου Αυγουστίνου
για τα θαύµατα του αγίου Στεφάνου (Ιδές BHL 7866). 11) σ. 86:
Κώδικας Vatic. 1267: 2.(φφ. 112-112v) Επίλογος της µετακοµιδής του
λειψάνου του αγίου Στεφάνου (Ιδές BHL 7858). 12) σ. 94: Κώδικας
Vatic. 1276: 1.(φφ. 54v-56v) Οµιλία του αγίου Αυγουστίνου επισκόπου
για τα θαύµατα του αγίου Στεφάνου του µάρτυρα (Ιδές BHL 7866). 13)
σ. 95: Κώδικας Vatic. 1277:1.(φφ. 74-76v) Θαύµατα του αγίου
Στεφάνου, όπως υπάρχουν στο βιβλίο XXII,του µακαρίου Αυγουστίνου
επισκόπου «Η Πολιτεία του Θεού». (Ιδές BHL 7866). 14) σ. 137:
Κώδικας Vatic. 5696: 36.(φφ. 157-158v) Μετακοµιδή του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα στην Κωνσταντινούπολη (Ιδές BHL
7858). 15) σ. 137: Κώδικας Vatic. 5696: 37.(φφ. 158v-160)
Μετακοµιδή του αγίου Στεφάνου στη Ρώµη (Ιδές BHL 7881, 7880 a,
7880). 16) σ. 159: Κώδικας Vatic. 6073: 4.(φφ. 42-42v) Πάθος του
αγίου Στεφάνου του Λευίτη και Πρωτοµάρτυρα. 17) σ. 159: Κώδικας
Vatic. 6073: 5.(φφ. 42v-45v) Εύρεση του λειψάνου του αγίου Στεφάνου
του Λευίτη από το Λουκιανό τον πρεσβύτερο. 18) σ. 174: Κώδικας
Vatic. 6075: 72.(φφ. 182v-183v) Μετακοµιδή του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα [∆εκ. 14], (Ιδές BHL 7858). 19) σ. 175: Κώδικας Vatic.
6075: 73.(φφ. 183v-185) Εύρεση του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHL 7851). 20) σ. 175: Κώδικας Vatic. 6075:
74.(φφ. 185-186v) Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα που εκδόθηκε από τον άγιο Λούκιο τον
αρχιδιάκονο.[Μάιος 6], (Ιδές BHL 7878,7800,7879). 21) σ. 187:
Κώδικας Vatic. 6450: 1.(φφ. 31v-32v) Οµιλία του αγίου Αυγουστίνου
από το βιβλίο ΧΧΙΙ της «Πολιτείας του Θεού» (Ιδές BHL 7866). 22) σ.
189: Κώδικας Vatic. 6453: 22.(φφ. 54v-56v) Στην εύρεση του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHL 7851). 23) σ. 226: Κώδικας
Vatic. 8541: 13.(φ. 44v, εικόνα 2) άγιος Στέφανος ο Πρωτοµάρτυρας.
23) σ. 228: Κώδικας Vatic. 8565:13.(σσ 184-187) Πάθος του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (∆εκέµβριος 26). 24) σ. 228: Κώδικας
Vatic. 8565: 14.(σσ 187-192) Οµιλία του αγίου Αυγουστίνου για τα
θαύµατα του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHL 7866). 25)
σ. 255: Κώδικας Palatini 257: 1.(φφ. 139v-142) Οµιλία του αγίου
Αυγουστίνου για τον άγιο Στέφανο (Ιδές BHL 7866). 26) σ. 265:
Κώδικας Palatini 477: 98.(φφ. 132-133v) Στην εύρεση του αγίου
Στεφάνου. 27) σ. 280: Κώδικας Palatini 856: 1.(φφ. 1v-15v) Θαύµατα
του αγίου Στεφάνου που συνέβησαν πράγµατι στη συνοικία ή στο ναό
της Μινόρκα (Ιδές BHL 7859). 28) σ. 280: Κώδικας Palatini 856:
2.(φφ. 16-23v) Θαύµατα του αγίου Στεφάνου που συνέβησαν πράγµατι
στην Ουζάλη (Ιδές BHL 7860). 29) σ. 280: Κώδικας Palatini 856:
3.(φφ. 23v-24) Θαύµατα του αγίου Στεφάνου που συνέβησαν πράγµατι
στην Ουζάλη (Ιδές BHL 7861, κεφ. ΙΙΙ). 30) σ. 290: Κώδικας Urbinates
48: 23.(φφ. 203-204v) Μετακοµιδή του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα στην Κωνσταντινούπολη (Ιδές BHL 7858). 31) σ. 290:
Κώδικας Urbinates 48: 24.(φφ. 204v-205v) Μετακοµιδή του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα στη Ρώµη (Ιδές BHL 7881,7880). 32) σ.
307: Κώδικας Reginae 125: 5.(φφ. 85v-87v) Οµιλία του Β.
Αυγουστίνου επισκόπου για τα θαύµατα του µακαρίου µάρτυρα
Στεφάνου (Ιδές BHL 7866). 33) σ. 311: Κώδικας Reginae 247: (φφ. 97-
100) Εύρεση του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHL 7855).

201
34) σ. 354: Κώδικας Reginae 528: 3.(φφ. 42-45) Οµιλία του αγίου
Αυγουστίνου για τα θαύµατα του µακαρίου Στεφάνου του µάρτυρα (Ιδές
BHL 7866). 35) σ. 354: Κώδικας Reginae 528: 4.(φφ. 45v-49v) Στα
Ιεροσόλυµα εύρεση του λειψάνου του µακαρίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα και των αγίων Γαµαλιήλ, Νικόδηµου και Αβίβου (Ιδές
BHL 7851). 36) σ. 358: Κώδικας Reginae 532: 4.(φφ. 11v-17v) Στη
µετακοµιδή του αγίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου από την
Κωνσταντινούπολη στη Βενετία (Ιδές BHL 7891). 37) σ. 367: Κώδικας
Reginae 541: 53.(φφ. 142V-144) Εύρεση του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα του Χριστού και του Νικόδηµου, του Γαµαλιήλ και του
Αβίβου (Ιδές BHL 7851). 38) σ. 374: Κώδικας Reginae 566: 5.(φφ. 29v-
32v) Εύρεση του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHL 7853).
39) σ. 393: Κώδικας Reginae 636: 16.(φφ. 8v-9) Στην εύρεση του
µάρτυρα Στεφάνου. 40) σ. 395: Κώδικας Γ. 94 : (φφ. 27-28v) Στη
µετακοµιδή του αγίου Στεφάνου στη Ρώµη (Ιδές BHL 7881, 7880α,
7880). 41) σ. 400 : Κώδικας G. 99: 5. (φφ. 31-32v) Έξι λόγοι για τη
µετακοµιδή του λειψάνου του αγίου Στεφάνου από την
Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη (Ιδές BHL 7878 [6 Μαΐου]) 6) (φφ. 32v-
33v) Έξι λόγοι για τη µετακοµιδή του λειψάνου από τα Ιεροσόλυµα στην
Κωνσταντινούπολη (Ιδές BHL 7858). 42) σ. 412: Κώδικας Η. 5: 5. (φφ.
165-167) Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου
από την Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη και η οποία εκδόθηκε από το
µακάριο και άγιο Λουκιανό τον αρχιδιάκονο (Ιδές BHL 7878, 7880,
7879). 43) σ. 418: Κώδικας Ottoboniani 141: (φφ. 109-118v)
Αποκάλυψη του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές
BHL 7850,7851). 44) σ. 432 : Κώδικας Η. 12: 20 (φφ. 151-157) Στη
µετακοµιδή του αγίου Πρωτοµάρτυρος Στεφάνου από την
Κωνσταντινούπολη στη Βενετία (Ιδές BHL 7891) 21 (φφ. 157-161v) Στα
θαύµατα του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHL 7892) 22
(φ. 162) Εύρεση του λειψάνου του αγίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου (Ιδές
BHL 7893). 45) σ. 434: Κώδικας Η. 13:19 (φφ. 234v-239v) Μετακοµιδή
του λειψάνου του αγίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου από την
Κωνσταντινούπολη στη Ρώµη και η οποία εκδόθηκε από το µακάριο και
άγιο Λουκιανό αρχιδιάκονο της Αγίας Αποστολικής Έδρας (Ιδές BHL
7878, 7880, 7879). 46) σ. 434 : Κώδικας Η. 13 : 25 (φφ. 310-314v)
Μετακοµιδή του λειψάνου του αγίου Πρωτοµάρτυρα Στεφάνου. 47) σ.
447: Κώδικας Burghesiani 297: 59.(φφ. 127v-128) Επιστολή του
Αβίτου του πρεσβυτέρου στον πάπα Βαλκόνιο για την εύρεση του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHL 7850). 48) σ. 447: Κώδικας
Burghesiani 297: 60.(φφ. 128-129v) LV. Οµοίως στην αποκάλυψη του
αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρα στον πρεσβύτερο Λουκιανό µε
σηµείο. (Ιδές BHL 7855). 49) σ. 463: Κώδικας Barberiniani 586:
78.(φφ. 228v-230) Εύρεση του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα (Ιδές BHL 7851).

Villhaber Godefridus-O. Praem, «De Codice Hagiographico c. r. Bibliothecae Palatinae


Vindobonensis cat. 420 (olim. Salisburg. 39)», AB 26 (1907) 33-65: 1)
σ. 38: 11. (φφ. 42-46) Εύρεση του λειψάνου του αγίου Στεφάνου του
Πρωτοµάρτυρα. 3 Αυγ.= BHL. 7851.

Voicu Sever – Noret Jacques, «Le Palimpseste Italo-Greg Vatic. Barberinianus Gr.
455», AB 89(1971) 322-342: 1) σ. 333: (27 ∆εκεµβρίου) Μαρτύριον του

202
αγίου πρωτοµάρτυρος Στεφάνου (Ιδές BHGa 1649a. Το κείµενο
σχολιάζει το στίχο των Πράξεων 6,1: Εν ταις ηµέραις εκείναις
πληθυνόντων των µαθητων). Φ. 68v, ελλειπές σε τέσσερα φύλλα, φ. 69.
Φ. 68v Τελ. τον λόγον (Πράξεις 6,2). Φ. 69 Άρχ. ηµέραις εκείναις
[Πράξεις 7,41], Τελ. επ’ αυτόν. Υπάρχων [Πράξεις 7,55].

2) Βοηθήµατα:

Altaner Berthold, «Augustinus: Und die Neutestamentlichen Apocryphen Sibyllinen und


Sextussprüche. Eine quellenkritische Untersuchung», AB 67 (1949) 236-
248.

Analecta Hymnica Graeca, e codicibus eruta Italiae inferioris, Ioseph Schiró consilio et ductu
edita IV canones Decembris Athanasius Kominis collegit et instruxit,
Istituto di Studi Bizantini e Neoellenici, Universita di Roma, Roma 1976.

«Anatolius Thessalonicensis», ΕO 21(1922) 265-266.

Antonopoulou Theodora, The Homilies of the Emperor Leo VI, Brill, Leiden, New York,
Koln, 1997.

Armstrong Gregory T., «Fifth and sixth century church buildings in the Holy Land», The
Greek Orthodox Theological Review 14 (1969) 17-30.

Athenagoras Bishop, «The Hierarchy of the Christian Church», The Greek Orthodox
Theological Review 4 (1958-59) 35-43.

Aubineau Michel, Les homélies festales d’ Hésychius de Jérusalem, vol. I: I-XV, Subsidia
Hagiographica, no 59, Société des Bollandistes, Bruxelles 1978.

Augustinus, «De Civitate Dei», PL 41, Lib. XXII, c. 8, 10-20, στ. 766-771.

Avi-Yonah M., The Jews of Palestine. A political history from the Bar Kouhba War to the
Arab Conquest, Basil Blackwell, Oxford 1976.

Barett C. K., Luke the Historian in recent study, London 1961.

Barnard L. W., «Saint Stephen and Early Alexandrian Christianity», NTS 7 (1960) 31-45.

Baynes Norman H., «The supernatural defenders of Constantinople», AB 67 (1949) 165-170.

Bihler Johann, «Der Stephanusbericht (Apg 6,8-15 und 7,54-8,2)», ΤΖ 3 (1959) 254-270.

Blackburn B. L., «Stephen», Dictionary of the Later New Testament & its Developments,
editors Ralph P. Martin, Peter H. Davids, InterVarsity Press, Leicester
England 1997, σσ. 1123-1126.

Blackman E. C., «The Hellenists of Acts 6:1», ET 48 (1936-37) 524-525.

Boismard M.- E. (Trans. Terrence Prendergast), «Stephen», The Anchor Bible Dictionary,
vol. 6, N.Y., 1992, σσ. 207-210.

**Brandon S.G.F., The Fall of Jerusalem and the Christian Church. A study of the effects of
the Jewish overthrow of A.D. 70 on Christianity, London S.P.C.K., 1957.

203
Brown Raymond E., An Introduction to the New Testament, The Anchor Bible Reference
Library, New York 1996.

**Bruce F. F., The Acts of the Apostles, Michigan 1975.

Bruce F. F., «The Holy Spirit in the Acts of the Apostles», Ιnt 27 (1973)166-183.

Buchanan George Welsey, The Consequences of the Covenant, Leiden, E. J. Brill, 1970.

Βuttler’s lives of the Saints, edited, revised and supplemented by Herbert Thurston and
Donald Attwater. IV: October, November, December, Burns & Oates,
London 1956, σσ. 616-617.

Cadoux C. J., «The Chronological Divisions of Acts», JTS 19 (1918) 333-341.

Carrington Philip, The Early Christian Church, vol. 1: The first Christian century,
Cambridge, at the University Press, 1957.

Catenae Graecorum Patrum in Novum Testamentum, Edidit John Antony Cramer, III Catena
in Acta SS. Apostolorum, Hildesheim 1967.

Chadwick Henry, Heresy and Orthodoxy in the Early Church, Variorum 1991.

Clark Albert C., The Acts of the Apostles. A Critical Edition with Introduction and Notes on
selected passages, Oxford, at The Clarendon Press, 1933.

Coggins R. J., «The Samaritans and Acts», NTS 28 (1982) 423-434.

Conzelmann Hans, «Acts of the Apostles. A Commentary on the Acts of the Apostles»,
translated by James Limburg, A. Thomas Kraabel and Donald H. Juel,
Hermeneia, edited by Eldon Jay Epp with Christopher R. Matthews,
Philadelphia: Fortress Press 1987.

_ The Theology of Saint Luke, London 1969.

_ The Theology of St. Luke, translated by Geoffrey Buswell, Faber and Faber,
London 1960.

Crowe Jerome, The Acts, New Testament Message 8, Veritan Publications, Dublin 1979.

Cullmann Oscar, «L’ opposition contre le Temple de Jerusalem, motif commun de la


Theolpgie Johannique et du Monde Ambiant», NTS 5 (1958-59)157-173.

_ Salvation in History, New Testament Library, SCM Press LTD, Bloomsbury


Street, London 1967.

_ The Early Church, edited by Angus John Brockhurst Higgins, SCM Press
LTD, 1956.

_ «The significance of the Qumran texts for research into the beginnings of
Christianity», JBL 74 (1955) 213-226.

** _ Χριστός και Χρόνος. Χρόνος και Ιστορία στη ζωή του αρχέγονου χριστιανισµού,
Βασικές Αγιογραφικές Μελέτες 1, Γενική φροντίδα: Καθηγητής Σ.

204
Αγουρίδης, Αρχική Μετάφραση: Αρχιµ. Παλ. Κουµάντος, Επιµέλεια
Κειµένου: Αικατερίνη Χιωτέλη, Κέντρο Βιβλικών Μελετών «Άρτος
Ζωής», Αθήνα 1980.

Davis John D., «Stephen», Dictionary of the Bible, fourth revised edition, London Pickering
& Inglis LTD, σσ. 785-786.

De Aldama J.A., Repertotium Pseudochrysostomicum, Documents, etudes et repertoires


publies par l’ Institut de Recherché et d’ Histoire des Textes, Editions du
Centre National de la Recherché Scientifique, Paris 1965.

Deffinbaugh Robert, Acts Christ at Work through His Church, Biblical Studies Press 1997.

Delehaye H., «Qyelques dates du Martyrologe Hiéronymien», AB 49 (1931) 23-50.

Dickson Kwesi A., The story of the Early Church as found in the Acts of the Apostles, Darton,
Longman & Todd, London 1976.

Dibelius Martin, Studies in the Acts of the Apostles, Edited by H. Greeven, SCM Press LTD,
1956.

Doble P., «The Son of Man saying in Stephen’ s Witnessing: Acts 6.8-8.2», NTS 31 (1985)
68-84.

Dockx S., «Date de la mort d’ Etienne le Protomartyr», Bib 55 (1974) 65-73.

Donelson Lewis R., «Cult Histories and the Sources of Acts», Bib 68 (1987) 1-21.

Duncan J. –Derrett M., Law in the New Testament, edited by Darton, Longman & Todd,
London 1970.

Earl Richard, «Acts 7- An investigation of the Samaritan Evidence», CBQ 39 (1977)190-208.

_ «The Creative use of Amos by the Author of Acts», NT, XXIV 1(1982)37-53.

_ «The Polemical Character of the Joseph episode in Acts 7», JBL 98 (1979) 255-
267.

Ecclesiae Graecae Martyrologium Metricum ex Menaeis cod. Chiffletiano actisque sanct:


Nunc Primum colligit, interpretatur illustrat L. Urbanus godof. Siverus
antq. eccl. in Acbid Lips P.P. et AD. D. TH. Ecclesiast. Lipsiae in Officina
Lancisiana, MDCCXXVII, σσ. 249,445,466,474.

Echlin Edward, «Report of permanent diaconate», AER 164 (1971) 190-204.

**Émereau C., «Hymnographi Byzantini quorum nomina in litteras digessit notulisque


adornavit», EO 22 (1923) 12-25.

«Epistola Aviti ad Palchonium de reliquiis Sancti Stephani, et de Luciani Epistola a se e


Graeco in Latinum Versa», PL 41, 805-808.

Esbroeck M. Van, «Jean II De Jérusalem et les Cultes de S. Étienne, de la Sainte-Sion et de la


Croix», AB 102 (1984) 99-134.

205
Evans C. F., «The Kerygma», JTS, NS 7 (1956) 25-41.

Farmer David Hugh, «Stephen», The Oxford Dictionary of the Saints, Clarendon Press,
Oxford, σσ. 361-362.

Ferreira Johan, «The Plan of God and Preaching in Acts», EQ 71 (1999) 209-215.

Ferguson Everett, «Stephen», Encyclopedia of Early Christianity, Garland Publishing Inc.,


New York and London 1990, σ. 868.

Filson Floyd F., A New Testament History, New Testament Library, SCM Press, London
1965.

Frend W. H. C., The Early Christian Church in Carthage in Town and Country in the Early
Christian Centuries, Variorum Reprints, London 1980.

Gaird G. B., The Apostolic Age, Gerald Duckworth & Co LTD, 1955.

Gärtner Bertil, The Temple and the community in Qumran and the New Testament, A
comparative study of the Qumran Texts and the New Testament,
Gambridge, at the University Press, 1965.

**Gaventa Beverly Roberts, «Toward a theology of Acts: Reading and Rereading», Int 42
(2,88)146-157.

Geoltrain Pierre, «Esséniens et Hellénistes», ΤΖ 15 (1959) 241-254.

Gettys Joseph M., «The Book of Acts», Int 5 (1951) 216-230.

Glombitza Otto, «Zur Charakterisierung des Stephanus in Act 6 und 7», ZNW 53 (1962) 238-
244.

Goar Jacobus, Euchologion sive rituale Graecorum, Akademische Druck, Austria 1960.

Gordini Gian Domenico, «Stefano, protomartire, santo», Bibliotheca Sanctorum, τ. XI,


Instituto Giovanni XXIII, Della Pontificia Universita Lateranense, 1968,
στ. 1376-1387.

Goulder M. D., Type and History in Acts, London, S.P.C.K. 1964.

Grundmann Walter, «Das problem des hellenistischen Christentums innerhalb der


Jerusalemer Urgemeinde», ZNW 38 (1939) 45-73.

Gundry Robert H., A Survey of the New Testament, The Patrnoster Press, Great Britain 1970.

**Gurthie Donald, The Gospels and Acts, New Testament Introduction, London: The Tyndale
Press 1966.

Halkin Francois, Auctarium Bibliothecae Hagiographicae Graecae, Subsidia Hagiographica,


no 47, Société des Bollandistes, Bruxelles 1969

206
_ Bibliotheca Hagiographica Graeca 3d, Subsidia Hagiographica 8 a, Bruxelles
1957.

_ Catalogue des Manuscrits hagiographiques de la Bibliothéque nationale d’


Athénes, (Subsidia Hagiographica, no 66), Société des Bollandistes,
Bruxelles 1983.

**Harvey A. E., The New English Bible companion to the New Testament, Oxford University
Press, Cambridge University Press 1973.

**Hengel M., «Between Jesus and Paul: The “Hellenists” , the “Seven” and Stephen (Acts
6:1-15, 7:54-8:3)» in Between Jesus and Paul (Philadelphia Fortress,
1983), 1-29.

Hoeck J. M., «Anatolios», Lexikon für Theologie und Kirche, B. 1, 497-498.

Homiliae Pseudochrysostomicae, Instrumentum studiorum, volumen I, in memoriam Bernardi


de Montfaucon (1655-1741), editio princeps quam curaverunt Karl-Heinz
Uthemann, Remco F. Regtuit, Johannes M. Tevel, Brepols 1994.

**Horsley G. H. R., «Speeches and Dialogue in Acts», NTS 32 (1986) 609-614.

Hultgren Arland J., «Paul’s Pre-Christian Presecutions of the Church: Their Purpose, Locale,
and Nature», JBL 95 (1976) 97-111.

Hunt E. D., «St. Stephen in Minorca. An Episode in Jewish-Christian Relations in the Early
5th Century A.D.», JTS , NS 33 (1982) 106-123.

Huub van de Sandt, «Why is Amos 5,25-27 quoted in Acts 7,42f.?», ZNW 82(1991) 67-87.

«Hymns of the Greek Church», translated by the Rev. G. R. Woodward, The Christian East 3
(1922)73-82.

Janin R., «Anatole», Dictionnaire d’ Histoire et de Géographie Ecclésiastiques, publié sous la


direction de Mgr Alfred Baudrillart recteur de l’ institut Catholique de
Paris P. Richard, U. Rouziés et A. Vogt, t. deuxiéme, Paris 1914, σ.
1501.

_ La Géographie Ecclésiastique de L’ Empire Byzantin, premiére partie: Le


siége de Constantinople et le Patriarcat Oecuménique, tomé III: Les
Églises et les Monastéres, deuxiéme édition, publications de l’ Institut
Francais d’ Études Byzantines, Paris 1969.

Jordan Martin, Ανατόλιος, ΘΗΕ, τ. 2, στ. 644.

Kilgallen John J., «The Function of Stephen’s Speech (Acts 7,2-53)», Bib 70 (1989) 173-193.

Kilpatrick G. D., «Acts VII. 52 Έλευσις», JTS 46 (1945)136-145.

Kilpatrick George D., «Acts vii.56: Son of Man?», TZ 21 (1965) 209.

Klijn A. F. N., «Stephen’s Speech – Acts VII, 2-53», NTS 4 (1957-58) 25-31.

207
**Lagrange M.- J., Saint Étienne et son sanctuaire á Jérusalem, Parigi 1894.

Lambot Cyrille, «Les sermons de Saint Augustin pour les fêtes de martyrs», AB 67(1949)249-
266.

Larsson Edvin, «Temple-Criticism and the Jewish Heritage: Some Reflexions on Acts 6-7»,
NTS 39 (1993) 379-395.

Latourette Kenneth Scott, A History of the expansion of Christianity (Volume I), The first five
centuries, Harper & Brother publishers, New York and London 1937.

Latysev Vasilius, Anonymi Menologii Byzantini, Η ανακοµιδή του λειψάνου του αγίου
Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρος, σσ. 238-241.

Legrand Émile, Bibliographie Hellénique ou description raisonnée des ouvrages publies par
des Grecs au dix-huitiéme siécle par Louis Petit et Hubert Pernot, tome
premier, Paris 1918, σσ. 10-11 βλ. σχετικά Εφραίµ του Σύρου, Λόγοι,
ό.π., σσ. 358-364].

Lienhard Joseph T., «Acts 6:1-6: A Redactional View», CBQ 37(1975) 228-236.

Litke Wayne, «Acts 7,3 and Samaritan Chronology», NTS 42 (1996) 156-160.

Lockyer Herbert, All the prayers of the Bible. A Devotional and Expositional Classic,
London, Pickering & Inglis LTD, 1974.

Lohse Eduard, Επίτοµη Θεολογία της Καινής ∆ιαθήκης, µετάφραση: Σάββα Αγουρίδη,
Βασικές Αγιογραφικές Μελέτες 2, Κέντρο Βιβλικών Μελετών «Άρτος
Ζωής», Αθήνα 1980 και δεύτερη έκδοση, Αθήνα 1990.

Mansel Philip, Κωνσταντινούπολη, η περιπόθητη πόλη (1453-1924), µετάφραση: Παύλος


Κόλλιας, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1999.

**Manson W., The Epistle to the Hebrews (1951).

Marshall Howard, Luke: Historian and Theologian, The Paternoster Press, 1970.

Marshall Howard, «Palestinian and Hellenistic Christianity: Some Critical Comments», NTS
19 (1972-73) 277-279.

Martyrologe du IV (e) siecle, PO, t. 10, par F. Nau, σσ. 11-30.

Mattill A. J. and Bedford Mattill Mary, A Classified Bibliography of Literature on the Acts of
the Apostles, Leiden, E. J. Brill, 1966.

**Mealand David L., «Hellenistic Historians and the Style of Acts», ZNW 82 (1991) 42-66.

Metzer Bruce M., An Introduction to the Apocrypha, New York, Oxford University Press
1957.

_ Historical and Literary Studies, Pagan, Jewish and Christian, Leiden: E. J.


Brill, 1968, σσ. 67-76.

208
Miller Madeleine S. and Miller J. Lane, «Stephen», Black’s Bible Dictionary, Adam and
Charles Black, London, 1973, (eighth edition), σ. 705.

**Moessner David P., «The Christ must suffer: New light on the Jesus-Peter, Stephen, Paul
parallels in Luke-Acts», NT 28 (1986) 220-256.

Moody Dale, «Charismatic and Official Ministries. A study of the New Testament concept»,
Int 19 (1965) 168-181.

Morton H. V., In the Steps of St. Paul, New York 1995.

Moule C.F.D., «Once More, Who Were the Hellenists», ΕΤ 70 (1958-59)100-102.

_ «Sanctuary and sacrifice in the church of the New Testament», JTS 1 (1950)
29-41.

**Mundle Wilhelm, «Die Stephanusrede Apg. 7: eine Märtyrerapologie», ΖNW 20 (1921)


133-147.

**Neil William, The Acts of the Apostles, The New Century Bible Commentary, London
1981.

O’ Neill J. C., The Theology of Acts in its Historical Setting, London S.P.C.K., 1961.

O’ Toole Robert F., «Η Αυθεντία στην Εκκλησία κατά τα κείµενα Λουκάς-Πράξεις», ∆ΒΜ
15 (1996)10-47.

Oulton J. E. L., «The Holy Spirit, Baptism and Laying on of Hands in Acts», ET 66 (1954-
55) 236-240.

Owen H. P., «Stephen’s Vision in Acts VII. 55-6», NTS 1 (1954-55) 224-226.

Parker Pierson, «Three Variant Readings in Luke-Acts», JBL 83 (1964) 165-170.

Peteers P., «Le Sanctuaire de la Lapidation de S. Étienne», ΑΒ 27 (1908) 359-368.

Peteers Paul, Le Tréfonds Oriental de l’ Hagiographie Byzantine, Subsidia Hagiographica 26,


Bruxelles 1950.

Peters F. E., The Harvest of Hellenism. A History of the Near East from Alexander the Great
to the Triumph of Christianity, New York 1970.

**Petit Louis, Bibliographie des Acolouthies Gregues, Subsidia Hagiographica 16, Société
des Bollandistes, Bruxelles 1926.

_ «Note sur les homélies de Léon le Sage», EO 3 (1900) 245-249.

**Pettem Michael, «Luke’s omission and view of the law», NTS 42 (1996) 35-54.

Plevnik Joseph, «Son of Man Seated at the Right Hand of God: Luke 22,69 in Lucan
Christology», Bib 72 (1991) 331-347.

Power E., «A new pre-crusade sanctuary of St. Stephen?», Bib 10 (1929) 85-93.

209
**Propylaeum ad Acta sanctorum Novembris. Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae e
codice Sirmondiano. Nunc Berolinensi adiectis synaxariis selectis opera et
studio Hippolyti Delehaye, Bruxellis-Apud socios Bollandianos, 1902, σσ.
349-350 και 861-864.

Quasten Johannes, Patrology, vol 1: The beginnings of Patristic Literature, Spectrum


publishers, The Newman Press, Westminster 1962.

**Rackham R. B., «The Acts of the Apostles. A plea for an Early Date», JTS 1(1900) 76-87.

Renan Ernest, Οι Απόστολοι, Πλήρης µετάφρασις εκ του Γαλλικού Εκδότης Ι. Ν. Σιδέρης,


Αθήναι, α.ε., 8ο.

Roach Corwin C., «The Purpose of the Past (The Preacher’s Use of the Biblical Study)», Int 2
(1948) 39-62.

«S. Melaniae Junioris, Acta Graeca», AB 22 (1903) 5-49.

**Scharlemann M., Stephen: A Singular Saint (AnBib 34, Rome: Pontifical Biblical Institute,
1968).

Schmidt Karl Ludwig, «Amt und Aemter im Neuen Testament», ΤZ 1(1945)309-311.

Schubert Paul, «The final cycle of speeches in the book of Acts», JBL 87 (1968)1-16.

Schweizer Eduard, «The Son of Man», JBL 79(1960)119-129.

Scobie Charles H. H., «The origins and development of Samaritan Christianity», NTS 19
(1972-73) 390-414.

_ «The Use of Source Material in the Speeches of Acts III and VII», NTS
25 (1978-79) 399-421.

Simon Marcel, «Saint Stephen and the Jerusalem Temple», JEH 2 (1951)127-142.

_ St. Stephen and the Hellenists in the Primitive Church, London 1958.

Smalley Stephen S., «Spirit, Kingdom and Prayer», ΝΤ 15 (1973) 59-71.

Smith Clyde Curry, «Stephen», The New International Dictionary of the Christian Church, J.
D. Douglas general editor, Εxeter The Paternoster Press LTD, 1974 by
the Zondervan Corporation, Grand Rapids Michigan, σ. 930.

Spencer F. Scott, «Neglected Widows in Acts 6: 1-7», CBQ 56 (1994) 715-733.

Spooner W. A., «Stephen», Dictionary of the Apostolic Church edited by James Hastings with
the assistance of John A. Selbie and John C. Lambert, volume II
(Macedonia-Zion) with indexes, Edinburgh, T. & T. Clark, 1954, σσ.
525-526.

«Stephen», The New Westminster Dictionary of the Bible edited by Henry Snyder Gelman,
The Westminster Press, Philadelphia 1976, σ. 906.

**Streeter B. H., «The Primitive text of Acts», JTS 34 (1933) 232-241.

210
Sylva Dennis D., «The meaning and function of Acts 7,46-50», JBL 106 (1987) 261-275.

Synaxariym Ecclesiae Constantinopolitanae e codice Sirmondiano nunc Berlinensi adiectis


synaxariis selectis opera et studio Hippolyti Delehaye, Bruxellis, apud
socios Bollandianos 1902.

Synge F. C., «Studies in Texts-Acts 7.46», Theology: A Journal of Historic Christianity 55


(1952) 25-26.

Tannehill Robert C., «Israel in Luke-Acts: A Tragic story», JBL 104 (1985) 69-85.

The Beginnings of Christianity, part I: The Acts of the Apostles, edited by F. J. Foakes
Jackson and Kirsopp Lake, vol. I: Prolegomena I: The Jewish, Gentile
and Christian Backgrounds, Macmillan and Co., London, 1942, vol. III:
The text of Acts by James Hardy Ropes, London 1926, vol. IV: English
Translation and Commentary by Kirsopp Lake and Henry J. Cadbury,
London 1933, vol. V: Additional notes to the commentary, edited by
Kirsopp Lake and Henry J. Cadbury, London 1933.

The Great Texts of the Bible, edited by James Hastings. «Acts-Romans I-VIII», Volume XIII,
Wm. B. Eerdmans Publishing Company Grand Rapids, Michigan [1958].

The Interpreter’s Dictionary of the Bible, An Illustrated Encyclopedia identifying and


explaining all proper names and significant terms and subjects in the Holy
Scriptures, including the Apocrypha. With attention to Archaeological
Discoveries and Researches into the life and faith of Ancient Times,
Abingdon Nashville 1962.

Theological Dictionary of the New Testament edited by Gerhard Kittel, Translator and editor
Geoffrey W. Bromiley, volume Ι(Α-Γ), II (∆-Η), wm. B. Eerdmans
publishing company, Grand Rapids, Michigan 1964 και 1978 αντίστοιχα.

Thomas John Philip, «Private Religious Foundations in the Byzantine Empire», DOS 24
(1987) 23-24.

Thornton T. C. G., «Stephen’s use of Isaiah LXVI, 1», JTS 25 (1974) 432-434.

Townsend John T., «The Speeches in Acts», ATR 42 (1960) 150-159.

Trites Allison A., «The Importance of the Legal scenes and the Language in the Book of
Acts», NT 16 (1974) 278-284.

Turner Max, «The Spirit of prophecy and the power of authoritative preaching in Luke-Acts.
A Question of origins», NTS 38 (1992) 66-88.

Tyson Joseph B., A Study of Early Christianity, Macmillan Publishing Co, Inc. New York,
Collier Macmillan Publishers, London 1973.

Tyson Joseph B., «The Emerging Church and the problem of Authority in Acts», Int. 42
(1988)132-145.

Vailhé S., «Αι Εκκλησίαι του αγίου Στεφάνου εν Ιερουσαλήµ (εκ της «επιθεωρήσεως της
Χριστιανικής Ανατολής»)», µετάφρασις υπό Ι. Φωκυλίδου, ΝΣ 7
(1908)122-143.

211
Vailhé Simeon, «Les Monastéres et les Églises Saint-Étienne a Jérusalem», ΕO 8 (1905)78-
86.

Van Unnik W. C., «The Book of Acts the Confirmation of the Gospel», NT 4 (1960) 26-59.

Vanderlinden S., «Revelatio Sancti Stephani», Revue des etudes Byzantines 4 (1946)178-217.

Warfield B. B., «The Reading Έλληνας and Ελληνιστάς Acts XI, 20», JBL 3 (1883) 113-127.

Weiss Johannes, Ο αρχέγονος χριστιανισµός. Η ιστορία της περιόδου 30-150 µ.Χ., Βασικές
Αγιογραφικές Μελέτες αρ.6, Κέντρο Βιβλικών Μελετών «΄Αρτος Ζωής»,
Αθήνα 1983.

Williams C. S. C., A commentary on the Acts of the Apostles, Adam & Charles Black, London
1957.

Williams R. R., Authority in the Apostolic Age with two Essays on the modern problem of
Authority, SCM Press LTD, 1950.

Wilson S. G., The Gentiles and the Gentile Mission in Luke-Acts, Cambridge 1974.

Winterfeld P. v., «Revelatio Sancti Stephani», ZNW 3 (1902) 358.

Young Frances M., «Temple Cult and Law in Early Christianity. A study in the relationship
between Jews and Christians in the Early Centuries», NTS 19 (1972-73)
325-338.

Young Robert, «Stephen», Analytical Concordance to the Holy Bible, conlzining about
311.000 references subdivided under the Hebrew and Greek originals
with the literal meaning and pronunciation of each. Also Lexicons to the
Old and New Testaments, being a guide to parallel passages, prepared by
professor wm. B. Stevenson with a complete list of Scripture proper
names by the Same Author, eighth edition, thoroughly revised, United
Society for Christian Literature, Lutterworth Press, London 1966.

212
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ1

Στο παράρτηµα δηµοσιεύονται ενδεικτικά τα παρακάτω ανέκδοτα κείµενα κατ’ αλφαβητική


σειρά των Μονών στις οποίες ανήκουν:

Α2) Κώδικας Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου αρ. 64: (φφ. 4r-11r) «Λόγος πανηγυρικός εις τον
πρωτοµάρτυρα του Χριστου Στέφανον συντεθείς παρά Στεφάνω, υιω του γαληνοτάτου, και
φιλοχρίστου ηγεµόνος πάσης Ουγκροβλαχίας κυρίου κυρίου Ιωάννου Κωνσταντίνου
Μπασαράµπα».

Β) Κώδικας Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας Γ-28: (φφ. 84ν-85ν) «Μηνί ∆εκεµβρίω ΚΖ΄:
Κονδ(άκιον) του αγίου Στεφάνου του πρωτοµάρτυρος φέρων ακροστοιχίδα τήνδε: «ωδή τω
στεφάνω». Το κοντάκιο µαζί µε τους δύο πρώτους οίκους περιέχεται και στον κώδικα της
Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας Γ-27 (φφ. 14r-15r). Το προοίµιο µε τον πρώτο στίχο των
τριών οίκων δηµοσιεύτηκε στη µελέτη του Μάρκου Ν. Ναουµίδου, «Ο Πατµιακός κώδιξ
212» στη σειρά: Ρωµανού του Μελωδού, Ύµνοι, ό.π., σσ. ρκβ΄-ρκγ΄ ενώ στο Μηναίον του
∆εκεµβρίου, ό.π., σ. 227, υπάρχει δηµοσιευµένο το κοντάκιο µαζί µε τον πρώτο οίκο.

Γ) Κώδικας Ιεράς Μονής Παντελεήµονος αρ. 471: (φφ. 100r-106r) «Έτερος Κανών του αγίου
αποστόλου πρωτοµάρτυρος και αρχηδιακόνου Στεφάνου. Ωδή α΄ ήχος α΄: Χριστός γενναται».
Μέρος του κανόνα περιέχεται και στον κώδικα της Ιεράς Μονής Κουτλουµουσίου αρ. 3453,
που έχει τον τίτλο: «Ακολουθίαι- Ευχαί- Ύµνοι» (φφ. 70r-82r) πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος,
ό.π., τόµος δεύτερος, σ. 313.

1
Στο σηµείο αυτό οφείλω να εκφράσω οµολογουµένως τις επιφυλάξεις µου ως προς την ορθή ανάγνωση και
µεταγραφή των χειρογράφων, στα οποία δεν τηρήθηκε πιστά η ορθογραφία και η στίξη.
2
Παρατίθεται ως γνήσια πηγή έρευνας και όχι ως ανέκδοτο κείµενο.

213
A) Λόγος πανηγυρικός εις τον πρωτοµάρτυρα του Xριστου Στέφανον συντεθείς παρά Στεφάνω, υιω του
γαληνοτάτου, και φιλοχρίστου ηγεµόνος πάσης Ουγκροβλαχίας κυρίου κυρίου Ιωάννη Κωνσταντίνου
Μπασαράµπa1:

Μακαριώτατοι και καλότυχοι ησαν εκεινοι οι καιροί εις τους οποίους η µαρτυρολογία των αγίων, όπως
εκηρύτετο και διαλαλήτον, επαρακίνα τους ακροατάς εις µίµησιν των µαρτύρων τόσαις φοραις η λαµπροτάτη
πανήγυρις του πρωτοµάρτυρος εκαρποφόρησε νέους αθλητάς της ορθοδόξου πίστεως; πόσαις φοραις οι
αιµατόβαφοι λίθοι του πρωτοάθλου και πρωτοµάρτυρος εγέννησαν µαρτύρων διαδήµατα; εγκωµιάζετο και
επαινειτο από την εκκλησιαστικήν ευγλωττίαν ο µέγας ανταγωνιστής, των ιερων ανταγωνιστων το καύχηµα
των σεπτων διακόνων το εγκαλλώπισµα και τότε οι αληθινοί του Χριστου στρατιώται και µάρτυρες,
ακούοντες
τα εγκώµια, εµελετουσαν τα µαρτύρια και άλλος εζήτα γλυκασµόν εις τους πόνους του από τους αιµατωµένους
λίθους εθήλασαν µέλι εκ πέτρας άλλος εσπούδαζε να εκβάλη έλαψεν δια να έχη δύναµιν εις την πάλην ήγους
εις το µαρτύριον και έλαιον εκ στερεας πέτρας όλοι τους ήθελαν ως θεµέλια σταθερότητος ήγουν σιγορότητος
δια να µην πέσουν πολεµούµενοι από την των τυράνων απανθρωπίαν έστησαν επί πέτραν τους πόδας µου
αλλ’ επειδή και πόρα δεν ενοχλειται τόσον η ευσέβεια, και δεν ανθουσι πλέον εις τόσον πληθος οι µάρτυρες,
ποιον είναι των επαίνων το όφελος; ποιον της πανηγυρικης υµνολογίας το κέρδος; ο γενναιότατος και
ανδρικώτατος αθλητής, και πρωτοµάρτυς του Χριστου Στέφανος, ηµπορει µε την δύναµίν του, και χάριν να
παρηγορήση τους τεθλιµµένους και ελιθοβόλουν τον στέφανον να νουθήση τους ιερούς διδασκάλους και ουκ
ίσχυον αντιστηναι τη σοφία, και τω πνεύµατι, ω ελάλει να παρακινήση τους οργίλους, και µνησίκακους εις
αγάπην κύριε µη στήσης αυτοις την αµαρτίαν ταύτην τους λειτουργούς του θεου εις ευσέβειαν πολύς τε όχλος
των ιερέων υπήκοον τη πίστει κάθε άνθρωπον εις υποµονήν, εις την πίστην Στέφανος δε πλήρης πίστεως και
δυνάµεως εποίει τέρατα και σηµεια µεγάλα εν τω λαω προσέχετε λοιπόν εις την ιστορίαν του ανικήτου
στεφάνου και στεφηφόρου οσοι ηστε φιλοµάρτυρες, δηλονόθι φίλοι των µαρτύρων και άρχοµαι:
Όλοι οι µάρτυρες έδειξαν βέβαια µεγάλην αρετήν εις τον κόσµον αµή ο ανδρικώτατος αρχηγός του
µαρτυρικου στρατεύµατος εφάνη χάριτος τόσον έµπλεος και γεµάτος, άµα δε και δυνάµεως, όπου ανίσως και
η αρετή, καθώς έπλαττον οι παλαιοί µυθορρήµονες, ήθελε κατέβη από τον ουρανόν δια να ενσαρκωθη δεν
ήθελεν εύρη επιτηδειότερον δοχειον από την καρτεράν , και ηρωϊκήν καρδίαν του στεφάνου φαίνεται πώς να
επρόβλεπαν και οι εχθροί του την πολλήν δύναµιν, οπου ειχεν ο φιλόχριστος νέος µάλιστα οπου έβλεπαν και
τα θαύµατα εποίει τέρατα, και σηµεια µεγάλα εν τω λαω και δια τουτο εσυνάχθησαν περισσότεροι εναντίον
του, δια να νικήσουν ίσως ευκολώτερα ανέστησαν δε τινες των εκ της συναγωγης της λεγοµένης λιβερτίνων
και κυριναίων, και αλεξανδρέων, και των από κιλικίας, και ασίας συζητουντες τω στεφάνω µεγάλη
επανάστασις εναντίον ενός και µόνου πολύ πληθος καθ’ ενός ώρµησεν αριστέως πέντε πόλεων άνδρες εφ’
ένα κατέδραµον νεανίαν µία ακαίρεος πεντάπολις κατάµόνου ηγέρθη του Στεφάνου ώ πόσον όχλον η κακΐα
συνήγαγεν ώ πόσον δηµον ο φθόνος συνήθροισε λιβερτίνους, κηρηναίους, αλεξανδρεις και τους από κιλικίας
και ασίας ελογίαζαν οι παµπόνηροι και εξ αυτης της θέας να εκφοβήσουν τον ανίκητον αριστέα και µ’ όλον
τουτο δεν παύει θεολογων ο Στέφανος, λύει προβλήµατα, και σαφηνίζει απορίας, και νικα το συνέδριον και
ουκ ίσχυον αντιστηναι τη σοφία, και τω πνεύµατι, ω ελάλει τους υβρίζει µε παρρησίαν ο άγιος, δια να συγχίση
την ασθενη τους αυθάδειαν υµεις τω πνεύµατι τω αγίω αντιπίπτετε θαυµαστή σοφία του ιερωτάτου λευΐτου
πως εκατάλαβες τους τολµηρούς λιβερτίνους, τους φιλόµαχες κυρηναίους, τους µαλακούς αλεξανδρεις, και
φιλήδονας, τα ψεύδη της κιλικίας, και την αισχράν της ασίας υπερηφάνειαν πως δεν εφοβήθης την αρχιερέων
µανίαν, δεν εδειλίασες των ιερέων την θρασύτητα, πως δεν σε κατέπληξαν οι λόγοι των πρεσβυτέρων πως δεν
σε ετάραξεν των γραµµατέων η απειλή, πως δεν απέκοψαν την µεγάλην σου προθυµΐαν των συκοφαντων τα
ψεύδη µεγάλην δύναµιν έχει η αλήθεια και µάλιστα όταν αναφέρεται µετά καλά έργα ώ πόσοι έχουσι το στόµα
µαλίρροον και φαρµακεράν την καρδίαν χρυσόστοµοι άνδρες και σιδηροκάρδιοι πόσοι, ωσάν οι γνώµονες
οπου περιέρχονται τριγύρου εις τα ωρολόγια, δείχνουσι τας ώρας, και νουθετουσι τους άλλους, µένοντες αυτοί
πάντοτε άγνωστοι, και αµαθεις ο λόγος του πρωτοµάρτυρος δεν ητον κενός τον ακολουθουσαν τα θαύµατα
εχάριζε χωλοις µεν τον δρόµον, παρέστοις δε την υγείαν ανέπεµπε, παντίαις τε ασθενίαις συνεχοµένοις, την
ευρωστίαν εδωρειτο εποίει τέρατα και σηµεια ητον ο λόγος του φωνη ορατή, και φωνή ωσάν εκείνη, οπου
ειδεν εις την θείαν αποκάλυψιν ο µυστογράφος ιωάννης επέτρεψας βλέπειν την φωνήν ήτις ελάλησε µετ’ εµου

1
Το κείµενο της οµιλίας παρατέθηκε ενιαίο γιατί οι παράγραφοι δεν ήταν ευδιάκριτες στο χειρόγραφο.

214
και επιστρέψας ειδον επτά λυχνίας χρυσας οπου ησαν οι φωταυγέστατοι χαρακτηρες της ουρανίου φωνης
όµως όσον είναι φιλαληθής ο Στέφανος, και οµολογει παρρησία, πως βλέπει τους ουρανούς ανεωγµένους, και
τον ιησουν εστωτα εκ δεξιων του θεου, τόσον πλέον σκληρύνονται οι εχθροί του διεπρίοντο τας καρδίαις
αυτων, και έβρυχον τους οδόντας επ’ αυτόν όταν εκατέβαινε, µετά την τεσσαρακονθήµερον συνοµιλίαν, από
το σινα όρος ο θεόπτης Μωϋσης, και έφερνε τας πλάκας του νόµου εις τους Εβραίους, ητον τόσον
δεδοξασµένος, οπου µε το να µην εχώρει µέσα το υπέρµετρον φως η ψυχή, επληµµύριζεν έξω εις το
πρόσωπόν του η λάµψις αµή των εβραίων η τυφλότης εκάλυψε το εύµορφον µέτωπον του Μωϋσέως. Τουτο
συµβαίνει την σήµερον και εις τον πρωτοµάρτυρα εξηγει τον νόµον, ερµηνεύει τους προφήτας, κηρύττει
ιησουν τον ναζωραιον, και το πρόσωπόν του αστράπτει από την ευµορφίαν ειδον το πρόσωπον αυτου ωσάν
πρόσωπον αγγέλου τόσον οπου µη δυνάµενοι να υποφέρουν τας ακτινας οι ασεβέστατοι, προστρέχουν εις τους
λίθους, διότι δεν ηµπορουσι να αντισταθουν µε την αµετάπειστόν τους αµάθειαν ουκ ηδύναντο αντιστηναι
διατουτου έβρυχον τους οδόντας και τουτο δεν φθάνει, σπουδάζουσιιν οι θηριωδέστατοι να τον
λιθοβολήσουν, να τον θανατώσουν και ώρµησαν οµοθυµαδόν επ’ αυτόν, και εκβαλόντες έξω της πόλεως
ελιθοβόλουν έξω της πόλεως; ώ µεγάλη δόξα του Στεφάνου ένθα τον βασιλέα εσταύρωσαν, εκει τον
στρατιώτην βάλλουσι λίθοις ο χριστός έξω της πύλης έπαθε και ο στέφανος οµοίως της πόλεως ελιθοβολίθη
και εκβαλλόντες έξω της πόλεως ελιθοβόλουν άγετε λοιπόν, ω φιλοµάρτυρες, ηγέρθητε, τι καθεύδοµεν; ας
ακολουθήσωµεν και ηµεις εις τον αγωνα τον αθλητήν ας συνοδεύσωµεν εις την άθλησιν τον αγωνοθέτην ας
συντροφιάσωµεν εις το στάδιον τον νέον οπλίτην ας ακολουθήσωµεν έξω της πόλεως την στέφανον τον
βλέπετε εκει; νέον εις τους χρόνους, απαλόν εις την ηλικίαν, µε πόσην µεγαλοψυχίαν καρτερει µε πόσην
καρτερίαν υποµένει µε πόσην υποµονήν υποφέρει και υποφέροντας καταφρονει την µεγάλην ορµήν, και οργήν
των αντιπολεµούντων ιουδαίων ιδέτε τον πως στέκει δυνατός την ψυχήν κραταιός την γνώµην, γενναιος το
φρόνηµα, ισχυρός την καρδίαν, πως αφόβως καταβάλλει τους κατ’ αυτου απεριτµήτους την καρδίαν εκεινοι
τον σύρνουν ως παράνοµον, ως ένοχον θανάτου και ο Στέφανος γελα άλλοι τον υβρίζουν ως βλάσφηµον, τον
βλασφηµουν ως παραβάτην του νόµου και ο Στέφανος γελα άλλοι τον σύρουσιν, άλλοι τον βαρουσιν, όλοι
κράζουσι µια φωνη, λιθοβολίσθω Στέφανος και ο Στέφανος γελα εκεινοι µεγάλη φωνη κράζοντες, συνέχουσι
τα ωτα αυτων, και ως άγριοι λύκοι ορµουσιν οµοθυµαδόν επ’ αυτόν και ο στέφανος έχωντας µετά µάτια τας
χείρας του ανατεταµένας εις τον ουρανόν, κράζει εκ βάθους καρδίας κύριε µη στήσης αυτοις την αµαρτίαν
ταύτην οι ιουδαιοι διψασµένοι, θέλουν να σβύσουν την δίψαν τους µε αιµα, και ο Στέφανος θαυµάσατε
γενναιότητα και ο στέφανος διψόντας την σωτηρίαν τους, τους κερνα το εδικόν του οι ιουδαιοι αγωνίζονται
να του φέρουσι θάνατον και ο Στέφανος εύχεται να λάβουν συγχώρησιν οι ιουδαιοι τρέχουσιν εις τους λίθους
και ο στέφανος γυρίζει εις τας ευχάς οι ιουδαιοι φράττουσι τα ωτα αυτων και ο Στέφανος ανοίγει
επικαλούµενος το στόµα του οι ιουδαιοι δεν παύουσι λιθοβολουντες και ο Στέφανος διά τοιαύτην τιµωρίαν,
δεν σιωπα ποσως την θεολογίαν; αµή µε άτροπον γνώµην, και καρδίαν άτροµον κηρύττει ώ σταθερότης ώ
ανδρεία ώ γενναιώτης του στεφάνου κηρύττει τον χριστόν λιθοβολούµενος, τους λίθους ως άνθη δεχόµενος
µεγάλην υποµονήν καταλήθειαν έδειξεν εδώ ο νέος αριστεύς να µην οργίζεται να µην θυµώνεται όσοι ζουµεν
εις τον κόσµον, όλοι, καθώς η δοκιµή το αποδείχνει, έχοµεν την εδικήν µας δυστυχίαν: πασιν ο βίος αβίωτος
και µε όλον τουτο, άλλοι ανάπτουσιν ως το θειάφι και δίδουσι µυσαράν δυσωδία αποθυµόν, και απάθειαν
εναντίον εις το θέληµα του παντοκράτορος άλλοι καίονται ως η δάφνη κτυπουντες, και γογγύζοντες µέσα εις
την φλόγα της ταλαιπωρίας, και της θλίψεως οπου τους δοκιµάζει και άλλοι, ως τα µυριστικά βότανα, και
αρώµατα πέµπουσι χαριεστάτην ευωδίαν χωρίς γογγυσµόν, χωρίς θόρυβον εις τον αυτόν τρόπον εφάνη και ο
στέφανος, των επί χριστω µαρτυρησάντων, πραος, γενναιος, ειρηνικός, λοιδορούµενος, δεν αντελοιδόρει,
εµπεζόµενος υπέµενε την ύβριν ελογίαζεν ως τιµήν ως άστρα τους λίθους το αιµα, οπου έβρεχεν από την
ιεράν του σάρκα, το εµελέτα ως ένα πέλαγος, δια να υπάγη περνωντας το, προς τον δεσπότην, και κύριον
χρηµατήσας ένθα χριστός (το ψάλλει χαριέστατα και η εκκλησία) χρηµατίσας ένθα χριστός δι’ αίµατος
µεταβέβηκεν (εις τον κανόνα ωδή, α. Τροπάριον γ΄.) ή πάλιν ηµπορουµεν να ειπουµεν, πως εστοχάζετο το
πλήθος των λίθων ως ένα όρος, εις το οποιον αναβαίνοντας ήθελε φθάση ευκολώτερα εις τους ουρανούς,
οπου έβλεπεν ανεωγµένους, καθώς το προειπε µε στόµα προφητικόν ο Ιεζεκιήλ εν όρει αγίω θεου εγεννήθης
σύ εν µέσω λίθων πυρίνων εγεννήθης και καλως ειπε λίθων πυρίνων διατί ησαν λίθοι κεκαυµένοι από την
οργήν, από τον θυµόν των ιουδαίων, οι οποιοι διεπρίοντο ταις καρδίαις αυτων, και έβρυχον τους οδόντας επ’
αυτων υπέµεινε λοιπόν ο γενναιότατος αθλητής, την ορµήν, την αγριότητα των εβραίων, µάλιστα και τους
ηγάπα, µιµητής επιµελέστατος του χριστου, οπου λέγει αγαπάτε τους εχθρούς ηµων τουτο το έργον είναι ένα
χρησιµώτατον βιβλίον, µέσα εις το οποιον έπρεπε κάθε χριστιανός να αναγνώση το χρέος του ελιθοβολειτο

215
από τους ιουδαίους ο προθυµώτατος, και όχι µόνον δεν εφρόντιζε την ύβριν, αµή εζητα και συγχώρησιν από
τον πανοικτίρµονα δια τους υβριστάς δεν ανέµεινε να συγχωρήδη αφ’ ου χωνεύση την καταφρόνησιν, αµή
εσυγχώρει καταφρονούµενος, και εις την ακµήν του ονειδισµου του κύριε µη στήσης αυτοις την αµαρτίαν
ταύτην επεθύµα να λάβουν από τον σωτηρα και θεόν ζωήν αθάνατον όταν επολεµειτο από τους δυσεβεις,
εδέχετο µετά χαρας τον πόλεµον, και ορθός αµή όταν ήθελε να προσευχηθη δια τους εχθρούς του εγονάτιζε,
και εµψύχωνε όλας τας ρανίδας του ιδίου του αίµατος, δια να του ήθελαν βοηθήση, ως εύλαλοι φωναί προς
τον ύψιστον ζωοδότην θείς δε τα γόνατα έκραξε φωνη µεγάλη, κύριε µη στήσης αυτοις την αµαρτίαν ταύτην ώ
φωνή, ή µαλλον ειπειν ηχώ της φωνης εκείνης, οπου εκει πάνω εις τον γολγοθα εξηλθεν από το ζωοδόχον
στόµα του σταυρωθέντος Εµµανουήλ πάτερ άφες αυτοις πλουσιωτάτην αµοιβήν εχάρισεν εις τους αχαρίστους
ο στέφανος αντι λοιδωρίας ευχήν αξιέπαινον αντί λιθοβολισµου, πηγή χαρίτων, ποταµούς χρυσου πολυτίµου
ώ ψυχή γενναιοτάτη του πρωτοµάρτυρος τώρα οπου επληρώθη το στάδιον, ύπαγε εις την ετοιµασµένην δόξαν
ιησου δέξαι το πνευµα µου κύριε ιησου εσύ ο ζωης χοριγός λάβε το πνευµα µου εσύ ο εµψυχώσας φυσίµατι
τον άνθρωπον, χώρησον τώρα την ψυχήν µου του σώµατος κύριε δέξαι το πνευµα µου, εσύ ο κρατων των
ψυχων, µετάστησον την ασώµατον τον γαρ δρόµον τετέλεκα την πίστιν τετήρικα αιτουµαι σε κύριε µου, δέξαι
όσον τάχος, λάβε εκει πάνω εις τας ουρανίας σου µονάς, εις τας λαµπρότητας των αγίων σου την
κεκοπιασµένην µου ψυχήν το έργον µου ετελείωσα εκήρυξα το όνοµά σου, εφανέρωσα την θεότητά σου, δεν
έκρυψα την δόξαν σου αντεστάθην όσον σθένος τοις εχθροις σου, αιχµάλωτον κατέστησα τον κοσµοκράτορα,
ύβρις δια σε υπέµεινα, λιθασµόν εδέχθην έδειξα βροτοις, πως αι δια σε πληγαί είναι αθανασίας πηγαί οι υπέρ
σου πόνοι, είναι ηδοναί η δια σε νέκρωσις είναι ανάπαυσις ο υπέρ σου θάνατος είναι ύπνος δέξαι λοιπόν
κύριε το πνευµα µου κάµεµε κληρονόµον της βασιλείας σου, την οποία εβίασα µε τόσους λίθους, µε όσους
καταβάλουνε οι αγνώµονες εχθροί της θεότητός σου χάρισαί µοι τον της δικαιοσύνης στέφανον εκει πάνω εις
τον ουρανόν, τον οποιον εδώ εις την γην οι αγωνες µου έπλεξαν κύριε δέξαι το πνευµα µου αλλ’ ιδού, θεωρω
τους ουρανούς ανεωγµένους τους ουρανούς ανεωγµένους; ναι και δεν έφθανε να ανοιχθη µία θύρα; δια τον
στέφανον; όχι διατί καθώς όταν ενικουσαν εις τα ολύµπια, και εισήρχοντο εις τον πατρίδα οι νικηταί
αθλοφόροι, δεν επερνουσαν από την θύραν της πόλεως την κοινήν, αµή απ’ εκείνην οπου τους άνοιγαν οι
πολιται πλατειαν, και µεγαλοπρεπη οµοιοτρόπως, και όταν εξήρχετο θριαµβευτής ο στέφανος, όχι από τα
ολύµπια, ως οι παλαιοί, αλλά από την µάχην του διαβολικου στρατεύµατος, και ήµελλε να εισέλθη µέσα εις
την µητρόπολιν της ουρανίου βασιλείας, επρόσταξεν ο αυτοκράτωρ της κτίσεως νέον ανεωγµόν εις τους
ουρανούς και δια να µην εισέλθη ο πρωτοµάρτυς από την κοινήν θύραν, οπου ειδεν ο ιωάννης και ιδού θύρα
ηνεωγµένη εν τω ουρανω του εκατασκεύασεν ο πάνσοφος αρχιτέκτων πλατυτέραν την είσοδον εις την χαράν
και αγαλλίασιν θεωρω τους ουρανούς ανεωγµένους και ητον κατά πολλά πρεποδέστατον, να περάση από νέαν
θύραν ο Στέφανος, ο πρωτος οπου οδήγησεν εις την άνω µακαριότητα όλους εκείνους, οπου τον ηκολούθησαν
εις το µαρτύριον διατί έµελλε να σύρη µε λόγου του και άλλους µάρτυρας δια τουτο του ηνοίχθη ο παράδεισος
πολλούς τω κυρίω προσήγαγες µάρτυρας, δι’ ο ουρανός σοι ηνοίγη ψάλλει η εκκλησία την σήµερον όσοι
ανέβησαν έπειτα, και εισηλθον εις την µυστικήν ιερουσαλήµ, όλοι χρεοστουσοι εις τον στέφανον την
εισέλευσιν κράζωσας µάρτυρας του λόγου µου, εσάς τους τροπαιοφόρους Γεωργίους, ∆ηµητρίους τους
µυροβλήτας Γοβδιλαίους τους γενναιοτάτους, Χαραλάµπεις τους αηττήτους, Βλαδιµήρους τους αξιαγάστι
ελατε και εσεις Θέκλαι, Βαρβάραι, αι Κατερίναι, και όσοι ειστε από το τροπαιοφόρον σύστηµα των
µαρτύρων, οπου µε την χύσιν του αίµατός σας εβάψετε την πορφύραν της εκκλησίας φθάσατε, λέγω, το
ογληγορώτετον, µαρτυρήσατε την αλήθειαν, δεν σας έδειξεν ο Στέφανος τον δρόµον δια να εισέλθητε εκει
πάνω εις τας αιωνίους αναπαύσεις; φαίνεταί µου, ει και σιωπωντες, όλους να ακούσω εκειθεν αξπό τας
ουρανίας µονάς, µια φωνη να µαρτυρίσουν ηµεις δια την µακαριώτητα οπου χερόµεθα, οµολογουµεν χάριν
του στεφάνου τουτον όλοι τιµωµεν ως διδάσκαλον τουτον όλοι εβάδισαν, τον µαρτυρικόν δρόµον, όλοι, όλοι
τον δοξάζουσιν ως αρχιγόν τους και αυτός ο παυλος, οπου ηρπάγη έως τρίτου ουρανου ηρπάγη δια µέσου του
πρωτοµάρτυρος και ανίσως και ζωντας ακόµι επάνω εις την γην εκαυχάτο πως ηττον πολίτης του ουρανου
ηµων γάρ το πολίτευµα εν ουρανοις υπάρχει (προς φιλιπ. κεφ.) άς έχη την ευχαριστίαν ο στέφανος, οπου του
άνοιξε την θύραν ώ δόξα του πρωτοµάρτυρος διηγουνται οι φισιολόγοι πως ηγη δεν δέχεται πλέον µάλιστα
µέσα εις τα σπλάγχνα της εκεινον τον όφιν, οπου εδάγκασε τινά πικρως και θανασίµως και τουτο συνέβη
δικαιότατα εις εκεινον τον φαρµακερόν όφιν, τον αδελφοκτόνον Κάϊν όθεν εβόα µε λύπην ο αθλιότατος
έσοµαι στένων, και τρέµων επί της γης, και έσται πας ο ευρίσκων µε αποκτενειµε βλέποντας λοιπόν ο
πρωτοµάρτυς, πως οι παράνοµοι εβραιοι, οπου ησαν γεννήµατα εχιδνων τον εδάγκασαν φαρµακερως, διότι
έβρυχον τους οδόντας, και τον ελιθοβόλουν δια να µην αποµείνουν διωγµένοι από την γην µε την δύναµιν των

216
ευχων του, κύριε µη στήσης αυτοις την αµαρτίαν ταύτην, τους ανοίγη τον ουρανόν θεωρω τους ουρανούς
ανεωγµένους και µε το να ευρίσκετο µε τούτους τους λιθοβολιστάς, ως συµβοηθός, και ο παυλος σαυλος δε ην
συνευδοκων τη ανερέση αυτου µην υποφέρνοντάς τον πλέον η γη, εµεσίτευσεν ο στέφανος προς τον
φιλάνθρωπον θεόν, και εκατέβη να τον υψώση έως εις τον ουρανόν, καθώς το οµολογει µε το ίδιον το στόµα
ο αυτός παυλος οιδα ουρανόν εν Χριστω προετων δεκατεσσάρων είτε εν σώµατι, ουκ οιδα, είτε εκτός του
σώµατος, ουκ οιδα, ο θεός οιδεν αρπαγέντα τον τοιουτον έως τρίτου ουρανου ανίσως λοιπόν και ηνοίχθη ο
παράδεισος, όχι δια τον Στέφανον µόνον, αλλά και δια όλον το πληθος, οπου τον ηκολούθησε, ποια γλωσσα
να διηγηθη την τιµήν, και την δόξαν, µε την οποίαν τον εδέχθησαν οι ουράνιαι δυνάµεις; ποιον στόµα να ειπή
τους κρότους των αγγέλων; τους επαίνους των αρχαγγέλων; τους ασπασµούς των προφητων; των µακαρίων,
και νοερων ουσιων τα σκιρτήµατα; φθάνει µόνον να ειπουµεν, πως έβλεπεν ο θεοφιλέστατος πρωτοµάρτυς
τον ιησουν εστωτα, δηλαδή έτοιµον να τον στεφανώση, ως γενναιώτατον αθλητήν συγκροτουµεν και ηµεις
πιστοί, και συµπανηγυρίζωµεν την επ’ ουράνιον ευφροσύνην καλλίνικε του Χριστου πρωτοµάρτυς τιµωµεν
τους λίθους οπου επύρωσες µε τον ζηλον σου, οπου έβαψες µε το αιµα σου τιµουµεν το πρόσωπόν σου, οπου
εφάνη ως πρόσωπον αγγέλου την καρδίαν σου, οπου εφάνη καρδία έρωτος δειξαι µας ερωτικώτατε άγιε της
εκκλησίας, να αγαπουµεν τον πλησίον µας, να αγαπουµεν τους εχθρούς µας, να γινουµεν µιµηταί σου
επιµελέστατοι εύχου τον ιησουν, οπου ειδες εστωτα εκ δεξιων του προανάρχου γεννήτορος, να φυλάττη σωαν,
και πανευδαίµονα µίαν ζωντανήν εικόνα της αρετης σου, τον φιλόχριστον, και χριστιανικώτατον ηµων
ηγεµόνα, και κύριον δεήθητι αυτου του εσταυρωµέου Ναζωραίου, του οποίου την θεότητα µέχρι θανάτου
εκήρυξες να διατηρήσοι τους ευγενεστάτους άρχοντας, µέλη τίµια, και άξια τοιαύτης ευσεβούς πολιτείας
τρισευδαίµον ο νυν καιρός, οπου ηµπορει µε παρρησίαν να κηρύττη ο ρήτωρ, και να εγκωµιάζει την
πραότητα, την φιλαδελφίαν ώ πόσον χαροποιειται η εναρετωτάτη σου ψυχή µε την κήρυξιν, και έπαινον
τοιούτων αρετων, θεοφρούρητε, και θεόσκεπτε ηγεµών σηµειον είναι βέβαια, επειδή και χαίρεσαι ακούωντας
κηρυττοµένην, και εγκωµιαζοµένην την ευµένειαν, και την φιλοφροσύνην, πως έχεις µέρος εις το κήρυγµα,
πως έχεις µέρος εις το εγκώµιον διατί, έκαστος οις ήδεται (καθώς εγνωµοθέτησαν οι επιστήµονες) τούτοις και
τιµώµενος γάννυται µε τοιουτον αξιωπρεπέστατον κηδεµόνα, µε τοιαύτην ενάρετον κεφαλήν, άπρεπον
φαίνεται να µην ευρίσκονται όλα τα µέλη σύµµορφα, και µε την ιδίαν τους χάριν και συναριθµειται τάχα µε
τον εκλεκτόν λαόν του σωτηρος τινάς µισάδελφος, ή χαιρέκακος; διασκορπισθήτωσαν τέλος πάντων, τα νέφη,
οπου χωρίζουσι τον άνθρωπον από το άκρον αγαθόν φύγεται µαταιότης, πλάνη, φιληδονία δεν ανέµεινε πλέον
τόπος δια λόγου σας εις την καρδίαν µας θέλοµεν να µιµηθουµεν τον πρωτοµάρτυρα µα µάθωµεν από την
διδαχήν του και διδασκαλίαν του την οδόν την σωτηρία ηµων αµήν:

Στέφανε µαρτύρων η καλωνή, εκ των διακόνων, απ’ αρχήν τε και κοριφή, θείων αποστόλων, οµότροπον ων
ύµνοις διό σε ευφηµουµεν σε µακαρίζοµεν.

217
Β) «Μηνί ∆εκεµβρίω ΚΖ΄: Κονδ(άκιον) του αγίου Στεφάνου του Πρωτοµάρτυρος φέρων
ακροστοιχίδα τήνδε: ωδή τω Στεφάνω».

Ήχος γ΄: Η Παρθένος σήµερον

Ο ∆εσπότης χθές ηµιν δια σαρκός επεφάνη


και ο δουλος σήµερον από σαρκός εξεδήµει
χθές ο βασιλεύων σαρκί ετέχθη,
σήµερον ο οικέτης λιθοβολειται
δι’ αυτόν γαρ τελειουται
ο Πρωτοµάρτυς και θειος Στέφανος.

Ως αστήρ φαεινός σήµερον συνεξέλαµψεν


τη γεννήσει Χριστου ο πρωτοµάρτυς Στέφανος
αστράπτων, φωτίζων της γης τα πέρατα
των Ιουδαίων µόνον ηµαύρωσεν την πασαν δυσέβειαν
σοφία λόγου τουτο καταδιήλεγχεν από των γραφων διαλεγόµενος
και πείθων αυτοις τον γεννηθέντα εκ παρθένου υιόν Θεου
είναι και Θεόν και κατήσχυνεν τούτων την ασεβει κακουργίαν
ο Πρωτοµάρτυς και θειος Στέφανος.

∆ιαπρέψας καλως εν ακριβεία πίστεως διακόνων Χριστου


πρόκριτος εχρηµάτισε χερσίν αποστόλων χειροθέσει θης δε
και διεδίδον χειρες και πένησιν πλουσίως τα δέοντα ου µόνον τούτων
τρέφων τα στόµατα αλλά και ψυχαις αυτων επότιζεν
υποστηρίζων την Εκκλησίαν του θεοκλήτου λαου
των πιστευόντων τω Χριστω
και διέλαµπεν τούτοις ως φαιδρός εωσφόρος
ο Πρωτοµάρτυς και θειος Στέφανος.

Η καλή απαρχή των αθλοφόρων ο Στέφανος


ο πληρέστατος ών χάριτος και δυνάµεως εποίη σηµεια εν δόξη µεγάλα
τους ασθενουντας πάντας ιώµενος ψυχη τε και σώµατι
τους πιστευκότας επαραµυθούµενος λύων των δεσµων
των παραπτώσεων χριστοµιµείτως
λεπρούς καθέρων και παρηµένοις ανθρώπων θείων
και τους εκ πλάνης οδηγων προς επίγνωσιν τούτους επάγων της τριάδος
ο Πρωτοµάρτυς και θειος Στέφανος.

Γ) «Έτερος Κανών του αγίου αποστόλου πρωτοµάρτυρος και αρχηδιακόνου Στεφάνου ωδή α΄ ηχος πλ.
α΄: Χριστός γεννάται». Ο ειρµός

*Μικρας δουλείας ρυσθείς Ισραήλ


την άβατον διήλθεν ως ήπειρον
εχθρόν καθορων ποντούµενον
ύµνον ως ευεργέτη άδει Θεω
τω τερατουργουντι βραχίονι υψηλω
ότι δεδόξασται.

Χριστου κειµίλιον έµψυχον Χριστου των µυστηρίων ∆ιάκονε


Χριστου ιερόν ανάθηµα πάντων αρχή

218
µαρτύρων την απαρχήν δέξαι µου τον
λόγον χαριτωσας µου τον νουν του ανυµνύσεσαι.

Ρηµάτων θείων υπήκοος Χριστου του σαρκωθέντος


γεγένησαι και τούτου τρανων την έλευσιν
λόγω σου τη σοφία. Τους απαθείς ήλεγξας
Εβραίους αναιρουντας σε δεινως πάνσοφε Στέφανε.

Ισχύς άνωθεν δέδοται και χάρις ουν τοις χείλεσι


κέχυται λαλειν Θεου τα µυστήρια τέρατα
και σηµεια επιτελειν Στέφανε µαρτύρων
απαρχή και προτροπή και ακροθίνιον.

Σαρκός φανεις οµοιώµατι εκ σου ο


αναφείς εσπαργάνωται και λύεις αρας
πανάµωµε. Ταις των αµαρτηµάτων και *
πάντα αφθαρσία, την ζωήν ως αγαθός και παντοδύναµος.

Ωδή γ΄ Τω προτωµάρτυρι

*Μη εν τη σοφία και τω πλούτω


καυχάσθω θνητός τω αυτου ανά
τη πίστει του Κυρίου, ορθοδόξως
κραυγάζων Χριστω τω Θεω και µέλπων αεί.
Επί την πέτραν των σων εντολων, στήριξόν µε δέσποτα.

Των εκλελεγµένον, εκλογή αποστόλων γενόµενος


πίστεως πλήρης ως υπάρχων και δυνάµεως
θείας σοφέ χρείαις διηκόνησας ταις των
αγιοπαύστως βοων άγιος ει Κύριε.

Όλην δεδεγµένος, την του πνεύµατος χάριν κλονεις


προφανως και διελέγχεις ανοµούσαν την πληθύν
των Εβραίων σοφέ Στέφανε µακάριε και λιθαζόµενος
όντως βοας άγιος ει Κύριε.

Στόµατι λαµπρός, ελευθέρα φωνή τε εκήρυξε


µέσον ανόµων ο εν πρώτοις των µαρτύρων
το στέφος Χριστέ επαναδησάµενος παντουργικη
σου χειρί µελωδόν, άγιος ει Κύριε.

Πως σεµνύει ειλίσυντο καθορώµενον βρέφος


σπαργάνοις υιέ πως επί φάτνης ανακλίνω
την ανάκλησιν πάντων βροτων γάλακτι πως
θρέψω σαι τον διατρέφωντα πασα πνοήν
έλεγεν η πάναγνος.

*Ακήκοε πάλαι Αββακούµ


Χριστέ σου ο θαυµάσιος
την ακοήν και φόβω εκραύγαζεν
αποθανών ο Θεός ήξει και ο άγιος

219
όρους εκ δασέως κατασκίον
του σωσαι τους χριστιανούς.
∆όξα τη δυνάµει σου Κύριε.

Κάθισµα ήχος πλάγιος: Τον συνάναρχον

Τη του πνεύµατος αίγλη καταλαµπόµενος και την όντως


σοφίας δύναµιν υψούµενος των Ιουδαίων την αχλύν
απηµαύρωσας και εν σταδίω τον εχθρόν αθλητικως
καταβαλεις µαρτύρων Στέφανος ώφθης
∆ιό πρέσβευε τω Κυρίω ελεηθηναι τας ψυχάς ηµων.

Ωδή δ΄ Ράβδος έκτης ρήξις…

Ρήγνυται χειρόγραφον Αδάµ σπαργάνοις ειληθέντος


σου και ουρανός και γη ευφραίνεται
τεχθέντος σου βασιλευ και Εδέµ ανοίγεται
εν Βηθλεέµ φανερωθέντος και σπήλαιον
ως τερπνόν, λόγει υπελθόντος παλάτιον.

Τεχθέντι σοι µόνε βασιλευ ως Στέφανος


πολύτιµος διηνθισµένος θείοις άνθεσι ως
µαργαρίταις τερπνοις λίθοις πολυτίµοις
τε όλος φωταυγης ωραϊσµένος προσφέρεται
σοι Χριστέ Στέφανος ο πρωτος εν µάρτυσιν.

Χειρας δε αναιρούµενος σοφέ γενόµενος


µετέωρος των ουρανων ανεωγότων σοι εν δεξια
του πατρός, τον υιόν ιστάµενον και σοι δεξιάν ως
αθλοθέτην προτείνοντα ιερας νίκης τε
τον στέφανον Στέφανε.

Πτωχεύσαντα γνώµη σε υιέ ως πλουτον


φέρω άσυλον καταπλουτουντα την πτωχεύσασα
ανθρώπων φύσιν δεινη, παραβάσει πρότερον η του
πλαστουργου εβόα µήτηρ κρατουσα Τουτον χερσίν
ουν ως Θεοτόκον δοξάζοµεν.

Ωδή ε΄ Θεός …

*Το φως σου το άδυτον λάµψον


Χριστέ τας καρδίας των πίστει
υµνούντων σε ερήµην παρεχόµενος
ηµιν την υπέρ νουν όθεν
εξ αγνωσίας νυκτός προς την ηµέραν
τω φωτί σου τρέχοντες δοξολογουµεν
σε Στέφανε.

Συνεύχοντα ωτα κοφεύσει νοός, οι παράφρονες


και ώσπερ λέοντες, εφόρµησαν τον
Στέφανον δολίως ανελειν όν και λιθολευστουντες
προς ακρογονιαιον διεβίβασαν λίθον

220
όρους τµηθέντα της θεόπαιδος.

Υπάρχων, δυνάµεως πλήρης Θεου επετέλει σηµεια


Στέφανος ιώµενος νοσήµατα και πνεύµατα σοβων
όθεν Εβραιοι φθόνω αυτόν ως τον δεσπότην
αναιρουντι µαρτύρων την θύραν, πρωτον υπανοίγοντα.

∆οξάζει Χριστέ σε εν µέσω κριτων παρανόµων


αδίκως κρινόµενον εώρων γάρ σου Στέφανε
το πρόσωπον φαιδρόν ως πρόσωπον αγγέλου
της ένδοθεν πλουσίως τη εκτός ορωµένη
διαδοθήσης ευµορφία σου.

Οι µάγοι κρατουσαν ως ειδον χερσίν τον τα πάντα


κρατουντα χειρί κραταιά τα δώρα προσεκόµιζον
βοωντες οι αγνοί πόθεν σοι τουτο κόρη
το κλέος νυν εφάνη πως Θεου ώφθης µήτηρ του σαρκωθέντος
υπέρ έννοιαν.

Ωδή στ΄: Σπλάγχνον Ιωνά έµβριον…

*Όλος εκ παθων, αµέτρων


συνέχοµεν και κήτει κακων
συγκαταπέπωκα αλλ’ ανάγαγε
εκ φθορας ο Θεός µε ως
πριν Ιωναν και εν πίστει την
απάθειαν µοι δώρησαι όπως
εν φωνη αινέσεως σωτηρίας τε
πνεύµατι θύσω σοι.

Όχηµα τερπνόν βαθµίδες και κλίµακες σε προς ουρανων


αναβιβάζουσαι αι των λίθων σοι, θαυµάσι νιφάδες γεγόνασι.
∆ι’ ων, αίµατι οικείω σου σταζόµενος µάκαρ προς Θεόν
ανέδραµες τοις της νίκης στεφάνοις κοσµούµενος.

Χθές ο ποιητής του βίου το σπήλαιον υπηλθεν σαρκί


πτωχός γενόµενος ο πλουτίσας δε την εκείνου και χάριν
και έλλαµψιν την σπηλάδα της σαρκός εναποτίθεται
πλάνων ταις χερσί κτεινόµενος ο πανάγιος σήµερον Στέφανος.

Πρωτος αθλητων, υπηλθεν το στάδιον και πρωτος


αυτοις θύραν ανέωξας της αθλήσεως
προποµπή τε και µίµησις ενθέως των µετέπειτα άγιος εχρηµάτησας
όθεν πρώταθλον ειδότι σε οι πιστοί µακαρίζοµεν Στέφανε.

Έδειξεν αστήρ, τον άδυτον ήλιον τοις µάγοις ποτέ


σπηλαίω κείµενον εκ νεφέλης δεµένον, προελθόντα
παρθένου αρρήτως σαρκί την δε γην καταφαιδρύναντα
τη λάµψει αυτου όθεν ταύτη µεµακάρισαν ως µητέρα Θεου παναµώµητον.

*Υπήλθωµεν νυµφωνα της καµίνου

221
την φλόγαν την άσβεστον
οι δι’ ευσέβειαν ποτέ
παιδες άγιοι δειχθέντες
σαφως και συµφωνως
ανυµνουντες ύµνον έµετρον
όπως πνευµατικων Θεός ευλογητός ει.

Ωδή ζ΄ Οι παιδες ευσεβεία συντραφέντες

Χωννύµενος τοις λίθοις προς την πέτραν της


ζωης, την άρρηκτον µετεβιβάσθης εµφανως
λελουµένος τοις σοις αίµασιν και στεφάνοις
αµαράντοις εγκοσµούµενος στεφανηφόρε Χριστου, µαρτύρων κλέος.

Πρωτος εν διακόνοις διαπρέψας εν τη γη θεσπέσιε


πρωτος ποτήριον πιειν µαρτυρίου κατηξίωσαι
πρωτος στέφανον αφθαρσίας κληρωσάµενος
Στέφανε πάντων αρχή των αθλοφόρων.

Τέρατα και σηµεια εκτελων θεοπρεπως ο Στέφανος


καθάπερ άγγελος εν γη τοις ορωσιν εγνωρίζετο
προς επίγνωσιν λαούς έλκων σωτήριον
και µελωδόν ο Θεός ευλογητός ει.

Ποιµένες µετά µάγων τον σον τόκον ιερώς


ανύµνησαν εν τω σπηλαίω Βηθλεέµ καθορωντες
βρέφος κείµενον τον συνάναρχον πατρί και θείω
πνεύµατι Θεός ο γεννήτορ αγνή ευλογηµένη.

*Τέρατος υπερφυους έδειξε τύπον


η πυρένδροσος κάµινος πάλαι.
Το γάρ πυρ ουκ έφλεξε νέους παιδας
Χριστου δηλών, τον ασπόρως εκ
παρθένου θείαν γέννησιν. ∆ιό
ανυµνουντες αναµέλψωµεν,
ευλογήτω η κτίσις πασα τον Κύριον και
υπερυψουται εις πάντας τους αιώνας.

Ωδή η΄ Θαύµατος υπερφυούς

Θαύµατα επιτελουντα και σηµεια καθορωντες


οι θεοκτόνοι τη δυνάµει Στέφανε του τεχθέντος
εν Βηθλεέµ συγγινουντα ανελειν σε οι
παράφρονες αυτός δε θεω χαίρων εκραύγαζες
ευλογήτω η κτήσις πάσα τον κόσµον και υπερυψουτε.

Γέγονας των ευκλεών αρχή µαρτύρων ουρανούς


θεώµενος ανεωγότας και πατρός τον σύνθρονον Θεόν
Λόγον εκ δεξιων παρεστώτα και το στέφος
σοι προτείνοντα προς όν ανεβόας αγαλόµενος
ευλογήτω η κτήσις πάσα τον κόσµον και υπερυψούτε.

222
Στέφανος εκ λογικων πάντες ανθέων προσάγων
τω στεφηφόρω αθλητη νικήσαντι τάς ενέδρας
του πονηρου και βραβείων αθανάτων απολαβόντι
και µετα µαρτύρων αναµέλποντι
ευλογήτω η κτήσις πασα τον κόσµον και υπερυψουτε.

Φέρουσα τον πλαστουργων ταις σαις αγγάλαις Θεόν


εις ανάπλασιν τοις συντριβήσας, θεϊκης φύσεως
τον ανθρώπων τέκνον εµόν ανεβόας πως ορω σε Λόγε
νίπιον τον πάντων αιώνιον αρχαιότερον ευλογώ σε
και µετά µάγων δοξάζω σε και µετά ποιµένων ανυµνολογω σε.

Ωδή θ΄ Μυστήριον ξένων ορω.

*Ωραιον αυτου απόρρητον το της


παρθένου µυστήριον ουρανός γάρ
αύτη θρόνος χερουβικός ο φωσ-
φόρος παστάς ανεδείχθης Χριστου.
Τον Θεόν του παντοκράτορος
αυτήν ευσεβως ως Θεοτόκον µεγαλύνοµεν.

Ιάσεων βρύεις πελάγη τοις χρίζουσι λύεις αρρωστήµατα


παύεις τας ψυχικάς ασθενίας όθεν
ιατρούς ψυχων και σωµάτων ευµοιρήσαντες
πιστως µακαρίζοµεν µαρτύρων ακροθήνιον.

Ωραιον σου, ώφθη το πρόσωπον Στέφανε οπηνίκα


δηµος σε µέσον των Ιουδαίων καρτερως
εναθλουντα διο λίθοις τουτον αναιρούµενος
ευχαις αντιµίβον τους πικρως λιθολευστουντας σε.

Συντησώµεθα πάντες εν οίκω Θεου ηµων χορούς και


προσοίσωµεν άµα ώσπερ στεφάνους τους ύµνους,
πίστει τω πρωτάθλω Χριστου τη γεννήσει γάρ εξέλαµψεν
αυτου η πανήγυρις ηµας καταφωτίζουυσα.

Η µνήµη σου, τοις Γενεθλίοις δεδόξαστε του ηλίου Στέφανε


τους εκ παρθενικης πρό ελθόντος, µηδενός ασπόρως
όν ουν εκδυσωπει του φωτίζεσθαι ηµας και
πειρασµων απολυτρωσασθαι.

Φορέσας µε, εκ γυναικός ο υπέρθεος τίκτεται ως άνθρωπος


πόλει τοις Βηθλεέµ εν σπηλαίω. Τουτον πασα κτήσις
φωναις ασιγητοις µεγαλύνοντες αυτόν την τεκουσαν
επαξίως µακαρίζοµεν εν πνεύµατι τω εν Χριστω.

Εκ δεξιων ιστάµενος του πατρός εθεάσω τον Λόγον


τον πρό άναρχον και φωτός απροσίτου τας όψεις
επεπλήρωσω αποστόλων καύχηµα και των µαρτύρων
το κλέος εκοµίσω δε Στέφανος ταις εκ λίθων προσβολαις
και τέλος είληφας θείον αισθώς την θείαν δόξαν.

223
Ήχος α΄.

**Αθλοφορικόν στέφανον, τω πρωτάθλω οι πιστοί


οίσωµεν, εκ λογικων ανθέων ούτως γάρ την
των µαρτύρων, προοιτίµασεν οδων και εν
χαραν εβόα ιδού τους ουρανούς ανεωγµένους
θεωρω και τον υιόν του Θεου εκ δεξιων εστωτα του
αοράτου πατρός.

Ήχος β΄.

**Πρωτος εν διακόνοις πρωτος και εν µάρτυσι


εδείχθης, παµέγιστε Στέφανε οδός γάρ εγένου τοις
αγίοις και πολλούς τω Κυρίω προσήγαγες µαρτύρων.
∆ιό ουρανός σοι ανοίγη, και Θεός σοι εφάνη αυτου
ικέτευε σωθηναι τας ψυχάς ηµων.

Ήχος β΄.

**Αγιωσύνην ενεδύσω Στέφανε µακάριε πρωτοµάρτυς


και πρωτοδιάκονε των αγγέλων συµµέτοχε
δυσωπήθητι και πρέσβευε υπέρ ηµων προς
τον Σωτηρα Κύριον τον αναµάρτητον.

Ήχος δ΄.

**Στέφανε ένδοξε ουρανοπολιτα Χριστου θεράποντα µακάριε


πρεσβείαν ποίησον, υπέρ των ψυχων ηµων.

**Πρωτοµάρτυς απόστολε και πρωτοδιάκονε η πύλη των


µαρτύρων η δόξα των δικαίων των αποστόλων το
καύχηµα σύ ουρανούς εθεάσω ανεωγµένους,
εν ω σταδίω εστως και τον υιόν του Θεου, εκ δεξιων
εστωτα του αοράτου πατρός διό ως άγγελος εκλάµψας
τω προσώπω εν χαρα εκραύγαζες υπέρ
των λιθαζόντων µη στήσης αυτης την αµαρτίαν
ταύτην και νυν αίτησαι τοις εκ πόθου ευφηµουσι
σε ιλασµόν αµαρτιών και το µέγα έλεος.

* Περιέχονται και στον κώδικα της Ιεράς Μονής Κουτλουµουσίου αρ. 3453: Ακολουθίαι,
ό.π., φφ. 70, 71ν, 73, 74ν, 76, 77ν, 79, 80ν πρβλ. Λάµπρου, Κατάλογος, ό.π., τόµος πρώτος,
σ. 313.
**Περιέχονται και στον κώδικα της Ιεράς Μονής ∆ιονυσίου αρ. 687: Ακολουθία, ό.π., φφ.
1ν, 6ν, 7ν, 9-9ν πρβλ. Ευθυµίου ∆ιονυσιάτου, Συµπληρωµατικός, ό.π., σ. 252.

224
225
226
ΠΑΝΟΜΟΙΟΤΥΠΑ

Ενδεικτικά, ως δείγµα γραφής παραθέτουµε τα ακόλουθα πανοµοιότυπα των χειρογράφων:

1) Από τον Κώδικα της Ιεράς Μονής Κωνσταµονίτου αρ. 64: (φφ. 4r-11r) «Λόγος
πανηγυρικός εις τον πρωτοµάρτυρα του Χριστου Στέφανον συντεθείς παρά Στεφάνω, υιω
τω γαληνοτάτου, και φιλοχρίστου ηγεµόνος πάσης Ουγκροβλαχίας κυρίου κυρίου Ιωάννου
Κωνσταντίνου Μπασαράµπα», φ. 8v.

2) Από τον Κώδικα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας Γ-28: (φφ. 84v-85v) «Μηνί
∆εκεµβρίω ΚΖ΄: Κονδ(άκιον) του αγίου Στεφάνου του πρωτοµάρτυρος φέρων ακροστοιχίδα
τήνδε: ωδή τω στεφάνω», φφ. 84v-85v.

3) Από τον Κώδικα της Ιεράς Μονής Παντελεήµονος αρ. 471: (φφ. 100r-105v) «Έτερος
κανών του αγίου αποστόλου πρωτοµάρτυρος και αρχηδιακόνου Στεφάνου. Ωδή α΄ ήχος α΄:
Χριστός γενναται», φ. 102v.

225

You might also like