Professional Documents
Culture Documents
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ B. ΣΤΟΓΙΑΝΝΙ∆Η
∆Ι∆ΑΚΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΑΤΡΙΒΗ
ΥΠΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ B. ΣΤΟΓΙΑΝΝΙ∆Η
ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΓΙΑΝΝΙ∆Η
Η ∆Ι∆ΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΩΝ
ΤΗΣ ΟΡΘΟ∆ΟΞΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008
Στη µνήµη του πατέρα µου
Βασιλείου
«Είµαστε οι νόµιµοι κληρονόµοι του χριστιανικού
συµβολισµού, αλλά την κληρονοµιά αυτή την έχουµε
καταστρέψει. Αφήσαµε να καταρρεύσει το σπίτι που έχτισαν
οι πατέρες µας και προσπαθούµε τώρα να εισβάλλουµε στα
ανατολίτικα παλάτια που οι πατέρες µας δεν γνώριζαν.
Όποιος έχει χάσει τα ιστορικά σύµβολα και δεν µπορεί να
ικανοποιηθεί µε ″υποκατάστατα″, βρίσκεται σήµερα σε
πολύ δύσκολη θέση. […] Ο νους µας έχει κατορθώσει
πολλά πράγµατα, ενώ έχει καταρρεύσει η πνευµατική µας
οικία».
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Σελ.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 19
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 21
Α’ Κεφάλαιο:
ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ
ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ
1.1. Η θεολογία της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας
για το σύμβολο 35
1.1.1. Η αναγκαιότητα ύπαρξης των συμβόλων στην
Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. 35
1.1.2. Ο συμβατικός‐αντιμαγικός χαρακτήρας και η
κτιστότητα των συμβόλων της Ορθόδοξης
Καθολικής Εκκλησίας. 47
1.1.3. Τα φυσικά και τα μη φυσικά σύμβολα της
Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. 53
1.1.4. Τα χαρισματικά σύμβολα της Ορθόδοξης
Καθολικής Εκκλησίας. 58
1.1.5. Η περίπτωση των ιερών εικόνων της
Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας ως
παράδειγμα χαρισματικών απεικονίσεων των
εσχάτων. 79
8
1.1.6. Η ανάγνωση του βαθύτερου περιεχομένου των
συμβόλων ως αγιοπνευματική εμπειρία. 91
1.2. Σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις του
συμβόλου. 97
1.2.1. Το σύμβολο στην αναλυτική ψυχολογία: Carl
Gustav Jung. 97
1.2.2. Ερμηνευτική προσέγγιση του συμβόλου: Paul
Ricoeur. 104
1.2.3. Σημειωτική προσέγγιση του συμβόλου: Charles
Sanders Peirce και Umberto Eco. 110
1.3. Οι σύγχρονες προσεγγίσεις της έννοιας του
συμβόλου σε σχέση με τη θεολογία του συμβόλου
της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. 126
Β’ Κεφάλαιο:
ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ
ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΩΝ
2.1. Η ερμηνευτική κατεύθυνση (Hermeneutik). 135
2.1.1. Η ερμηνευτική κατεύθυνση και η βιωματική‐
αναγωγική μέθοδος διδασκαλίας των
συμβόλων. Τα σύμβολα ως φανέρωση της
αρχετυπικής θρησκευτικότητας. 136
2.1.1.1. Το Μάθημα των Θρησκευτικών ως
διδασκαλία της θρησκευτικής
εμπειρίας και ως καλλιέργεια μιας
πνευματικής όρασης των πραγμάτων. 137
9
2.1.1.2. Η ψυχαναλυτική θεωρία των
αρχετύπων ως θεωρητικό υπόβαθρο
της βιωματικής‐αναγωγικής μεθόδου. 140
2.1.1.3. Ο διαμεσολαβητικός χαρακτήρας των
συμβόλων ως κινητήριος μοχλός
μάθησης κατά τη βιωματική‐
αναγωγική διδασκαλία. 144
2.1.1.4. Ο μηχανισμός λειτουργίας της
βιωματικής‐αναγωγικής μεθόδου. 148
2.1.1.5. Η βιωματική ‐ μη νοησιαρχική
κατανόηση των συμβόλων ως
παράγοντας καθορισμού των σκοπών
και των περιεχομένων της
βιωματικής‐αναγωγικής διδασκαλίας
στο Μάθημα των Θρησκευτικών 152
2.1.2. Η ιστορικοκριτική ‐ επαγωγική μέθοδος
διδασκαλίας των συμβόλων. Κατανόηση των
συμβόλων ως μέθεξη στο περιεχόμενό τους
μέσω της μεταφοράς. 157
2.1.2.1. Η ερμηνευτική θεωρία του Paul
Ricoeur ως φιλοσοφικό υπόβαθρο της
ιστορικοκριτικής‐επαγωγικής
διδασκαλίας. 159
2.1.2.2. Η λουθηρανική θεολογία της θείας
Ευχαριστίας και η σύγχρονη
προτεσταντική θεολογία της
σταυρώσεως ως θεολογικό υπόβαθρο
της ιστορικοκριτικής‐επαγωγικής
διδασκαλίας. 161
10
2.1.2.3. Ο παραπεμπτικός και
διαμεσολαβητικός χαρακτήρας των
συμβόλων ως αντικείμενο
διδασκαλίας. 166
2.1.2.4. Μεταφορική ερμηνεία,
ιστορικοκριτική ανάλυση και
επαγωγική σκέψη ως βασικά
εργαλεία της διδασκαλίας των
συμβόλων. 170
2.1.2.5. Η επανανακάλυψη του πραγματικού
νοήματος των χριστιανικών
συμβόλων ως αντικείμενο της
επαγωγικής‐ιστορικοκριτικής
διδασκαλίας. 176
2.2. Η σημειωτική κατεύθυνση (semiotics) και η
σημειωτική μέθοδος διδασκαλίας των συμβόλων:
Κατανόηση των συμβόλων ως ανάγνωση του
κώδικα επικοινωνίας. 179
2.2.1. Σημειωτική και θεολογία. Ο συμβατικός
χαρακτήρας των θρησκευτικών σημείων και η
επικοινωνιακή διάσταση του Χριστιανισμού. 181
2.2.2. Αντικείμενο και σκοπός ενός σημειωτικά
προσανατολισμένου Θρησκευτικού
Μαθήματος. 187
2.2.3. Η σημασία της λατρευτικής αγωγής μέσα στο
πλαίσιο της σημειωτικής διδακτικής. 190
2.2.4. Μάθηση με ανακάλυψη και προσανατολιστική
μάθηση: οι δύο φάσεις της σημειωτικής
διδακτικής. 193
11
2.2.5. Η κατανόηση του όρου «θρησκεία» ως κεντρικό
σημείο αναφοράς της σημειωτικής διδακτικής. 196
2.2.6. Η σημειωτική διδακτική απέναντι στο ερώτημα
για την αλήθεια των πραγμάτων. Η διάκριση
ανάμεσα στην πίστη και στη μάθηση. 199
2.3. Ο διάλογος μεταξύ ερμηνευτικής και σημειωτικής
κατεύθυνσης στη διδασκαλία των συμβόλων. 208
2.4. Η ερμηνευτική και η σημειωτική κατεύθυνση
διδασκαλίας των συμβόλων σε σχέση με τους
προσανατολισμούς της Παιδαγωγικής που
αναπτύχθηκε μέσα στο χώρο της ορθόδοξης
παράδοσης και ζωής. 215
2.4.1. Η βιωματική‐αναγωγική μέθοδος μέσα στο
πλαίσιο της διδασκαλίας των συμβόλων της
Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. Δυνατές
παρερμηνείες και συγκλίσεις. 215
2.4.1.1. Η διδασκαλία των συμβόλων στο
πλαίσιο του πληροφοριακού και
ερμηνευτικού χαρακτήρα του
Μαθήματος των Θρησκευτικών. 216
2.4.1.2. Τα όρια της μάθησης κατά τη
διδασκαλία των συμβόλων σε σχέση
με την αγιοπνευματική εμπειρία της
Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. 231
2.4.1.3. Η βιωματική διδασκαλία στη
διδακτική των συμβόλων ως
εμπειρική προσέγγιση του προς
μάθησιν αντικειμένου. 237
12
2.4.1.4. Η διδασκαλία των συμβόλων ως
ερμηνευτική πρόταση ζωής και το
όραμα της καθολικότητας στην
Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. 241
2.4.1.5. Η αρχετυπική θρησκευτική γλώσσα
και ο Τριαδικός Θεός ως Αρχέτυπο της
δημιουργίας. Ένα σημείο σύγκλισης
και ταυτόχρονα απόκλισης μεταξύ
βιωματικής‐αναγωγικής μεθόδου και
διδασκαλίας του ορθοδόξου
συμβόλου.
245
2.4.2. Η ιστορικοκριτική‐επαγωγική μέθοδος μέσα
στο πλαίσιο της Παιδαγωγικής που
καλλιεργήθηκε με βάση τους
ανθρωπολογικούς προσανατολισμούς της
Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. Σημεία
απόκλισης και σύγκλισης. 249
2.4.2.1. Η αμφισημία της έννοιας
«πραγματική παρουσία του
συμβολιζόμενου» (Realpräsenz). 253
2.4.2.2. Η μεταφορική ερμηνεία ως στοιχείο
της ορθόδοξης λατρευτικής ζωής. 257
2.4.2.3. Η διδασκαλία των συμβόλων της
Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας ως
υπέρβαση του προβληματικού
διαχωρισμού μεταξύ πρώτης‐
κυριολεκτικής και δεύτερης‐νοητής
σημασίας. 261
13
2.4.2.4. Η εποπτική δύναμη του φυσικού
συμβολισμού ως μία δημιουργική
αξιοποίηση της μεταφοράς μέσα στο
πλαίσιο της διδασκαλίας των
συμβόλων της Ορθόδοξης Καθολικής
Εκκλησίας. 264
2.4.3. Η σημειωτική μέθοδος διδασκαλίας των
συμβόλων μέσα στο πλαίσιο της ορθόδοξης
χριστιανικής πίστης και ζωής. Όρια και
δυνατότητες ενός γόνιμου διαλόγου. 268
2.4.3.1. Συγκλίσεις ως προς τη έννοια του
συμβόλου μεταξύ σημειωτικής
διδακτικής και ορθόδοξης θεολογίας
του συμβόλου. 269
2.4.3.2. Αποκλίσεις ως προς τη έννοια του
συμβόλου μεταξύ σημειωτικής
διδακτικής και ορθόδοξης θεολογίας
του συμβόλου. 275
2.4.3.3. Δημιουργική αξιοποίηση της
σημειωτικής Α’: Η επικοινωνιακή και
σημειωτική διάσταση της
διδασκαλίας. 287
2.4.3.4. Δημιουργική αξιοποίηση της
σημειωτικής Β’: Η αναγκαία
συνύπαρξη πληροφορίας και
ερμηνείας. 295
2.4.3.5. Δημιουργική αξιοποίηση της
σημειωτικής Γ’: Η αποκωδικοποίηση
της γλώσσας των μαθητών. 298
14
2.4.3.6. Δημιουργική αξιοποίηση της
σημειωτικής Δ’: Η θεία Λατρεία ως το
εμπειρικό Instrumentarium της
διδακτικής των συμβόλων. 301
Γ’ Κεφάλαιο:
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ
ΤΗΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗΣ
ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΩΝ
ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
3.1. Η συμβολή της ψυχολογίας του βάθους στη
διερεύνηση της θρησκευτικής ανάπτυξης των
μαθητών. 313
3.1.1. Βασικές έννοιες και κύριοι εκπρόσωποι της
ψυχολογίας του βάθους. 313
3.1.2. Η θεωρία του Erik Erikson για την
ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του ανθρώπου. 321
3.1.2.1. Βασικές έννοιες της θεωρίας του Erik
Erikson για την ψυχοκοινωνική
ανάπτυξη του ανθρώπου. 321
3.1.2.2. Ο κύκλος της ζωής του ανθρώπου και
οι οχτώ εποχές του. 329
3.1.2.3. Ενστάσεις απέναντι στη θεωρία του
Erik Erikson για την ψυχοκοινωνική
ανάπτυξη του ανθρώπου και τρόποι
συσχέτισής της με τα σύμβολα. 338
15
3.2. Οι θεωρίες για τη γνωστική ανάπτυξη του
ανθρώπου και η συμβολή τους στη μελέτη της
θρησκευτικής του ανάπτυξης. 344
3.2.1. Η θεωρία του Jean Piaget για τη νοητική
ανάπτυξη του ανθρώπου και οι επιδράσεις της
στη μελέτη της ανάπτυξης της θρησκευτικής
σκέψης. 344
3.2.1.1. Βασικές έννοιες και στάδια
ανάπτυξης της ανθρώπινης νόησης
κατά τον Jean Piaget. 345
3.2.1.2. Αμφισβήτηση της θεωρίας του Piaget
και τα προβληματικά της σημεία
αναφορικά με την ανάπτυξη της
θρησκευτικής σκέψης. 353
3.2.1.3. Η θεωρία του Ronald Goldman ως
εφαρμογή της πιαζετιανής θεωρίας
στη μελέτη των σταδίων ανάπτυξης
της θρησκευτικής σκέψης. 356
3.2.2. Η θεωρία των Fritz Oser και Paul Gmünder για
την ανάπτυξη της θρησκευτικής κρίσης. 360
3.2.2.1. Τα επιστημονικά θεμέλια της θεωρίας
των Oser / Gmünder: Jean Piaget και
Lawrence Kohlberg. 361
3.2.2.2. Η έννοια της θρησκευτικής κρίσης και
τα στάδια ανάπτυξής της κατά τους
Fritz Oser και Paul Gmünder. 363
3.2.2.3. Ενστάσεις απέναντι στη θεωρία των
Oser και Gmünder. 374
16
3.2.3. Η θεωρία του James W. Fowler για τα στάδια
της πίστης. 379
3.2.3.1. Το θεολογικό και επιστημονικό
υπόβαθρο της θεωρίας του James W.
Fowler. (Paul Tillich, Winfried Cantwell
Smith, Helmut Richard Niebuhr, Jean
Piaget, Lawrence Kohlberg, Erik
Erikson). 380
3.2.3.2. Τα στάδια ανάπτυξης της πίστης
κατά τον James W. Fowler. 388
3.2.3.3. Κριτικές που ασκήθηκαν στο έργο του
James W. Fowler. 396
3.3. Τα ψυχοπαιδαγωγικά δεδομένα για την ανάπτυξη
της θρησκευτικότητας και η διδασκαλία των
συμβόλων της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. 400
3.3.1. Το ιδεολογικό υπόβαθρο των θεωριών που
διερεύνησαν την ανάπτυξη της
θρησκευτικότητας. 400
3.3.2. Θρησκεία, θρησκευτικότητα, πνευματικότητα
και ορθόδοξη πνευματική ζωή. 403
3.3.3. Η σκέψη γενικότερα και η θρησκευτική σκέψη
ειδικότερα μέσα στο πλαίσιο της
αγιοπνευματικής εμπειρίας. 407
3.4. Η διδασκαλία των συμβόλων σε σχέση με την
ανάπτυξη της θρησκευτικής σκέψης. 417
17
3.4.1. Οι παράγοντες που διαμορφώνουν το επίπεδο
της συμβολικής σκέψης των μαθητών. 417
3.4.2. Η διδασκαλία των συμβόλων στην
Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. 421
3.4.3. Η διδασκαλία των συμβόλων στη
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. 427
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 433
ZUSAMMENFASSUNG 445
ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 459
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 471
18
19
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία είναι μία θεανθρώπινη κοινωνία,
όπου το θείο και το ανθρώπινο συνυπάρχουν. Η ζωή της Εκκλησίας είναι
μία ασκητική και ευχαριστιακή πορεία που οδηγεί τόσο τον άνθρωπο όσο
και την κτίση ολάκερη στην εν Χριστώ μεταμόρφωσή τους. Στην πορεία
αυτή ο άνθρωπος συνεργάζεται με τον Θεό, προκειμένου να
πραγματωθεί ο σκοπός του Θεού για τον άνθρωπο, δηλ. η θέωση του
ανθρώπου. Η συνεργία Θεού και ανθρώπου θεμελιώνεται στο
χριστολογικό δόγμα της Χαλκηδόνας, στο γεγονός δηλ. πως στο
πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού ενώθηκαν αχωρίστως,
αδιαιρέτως, ασυγχύτως και ατρέπτως η θεία και η ανθρώπινη φύση.
Τούτο έχει μια εκπληκτική σπουδαιότητα για τη ζωή της Εκκλησίας
μας: μέσα στο χώρο της Εκκλησίας τίποτε το ανθρώπινο δεν
αποβάλλεται, αλλά τουναντίον προσλαμβάνεται, θεραπεύεται,
τοποθετείται στην εν Χριστώ τελείωσή του και αγιάζεται.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η χρήση των συμβόλων κατά
τη λειτουργική πράξη της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. Τα
σύμβολα πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο ότι το επίγειο
εκλαμπρύνεται από τις άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού. Αυτό
συνεπάγεται πως μέσω των συμβόλων μπορούμε να προσεγγίσουμε το
βαθύτερο νόημα της ορθόδοξης πνευματικής ζωής: την εν Χριστώ
ανακαίνιση και ζωοποίηση του ανθρώπου και του κόσμου.
Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς ότι, επειδή τα σύμβολα
διαδραματίζουν ένα σπουδαίο ρόλο στη ζωή της Εκκλησίας, αποτελούν
ίσως το πιο κατάλληλο μέσο διδασκαλίας που μπορεί να περιγράψει τη
χαρισματική αυτή ζωή. Κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει
από το αναλυτικό πρόγραμμα του Μαθήματος των Θρησκευτικών η
διδασκαλία των συμβόλων, ένα θέμα το οποίο πραγματεύεται διεξοδικά
η ανά χείρας μελέτη.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον σύμβουλο
Καθηγητή μου και Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κ. Ιωάννη Κογκούλη, για
την επιλογή του θέματος, για τις διορθώσεις του πάνω στο κείμενο και
για το ότι με πολύ αγάπη, υπομονή, μεράκι και ακαδημαϊκή συνέπεια με
καθοδήγησε στη συγγραφή της εργασίας αυτής. Επίσης, θα ήθελα να
20
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Θα μπορούσαμε να επισημάνουμε δύο βασικούς παράγοντες που
επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη ζωή των συγχρόνων κοινωνιών. Ο
πρώτος έχει να κάνει με τον πλουραλισμό και την πολυφωνία των
νοηματοδοτήσεων για το περιεχόμενο της ανθρώπινης ζωής.1 Η
παντοδυναμία και η μονοκρατορία του ορθολογισμού ήδη από την
εποχή της μετανεωτερικότητας έχει κλονιστεί. Στις μέρες μας, σε μια
εποχή που χαρακτηρίστηκε είτε ως zweite Moderne (δεύτερη
νεωτερικότητα)2 είτε ως Postmoderne Moderne (μετανεωτερική
νεωτερικότητα)3 είτε ως Spätmoderne (όψιμη νεωτερικότητα),4 ο ορθός
λόγος εξακολουθεί να διαδραματίζει ένα σπουδαίο ρόλο, όχι όμως ως
παντοδύναμος και αρμόδιος επί παντός επιστητού. Γίνεται λόγος για
ποικίλες μορφές ορθολογικότητας (Rationalitätstypen), δηλ. για
διαφορετικά μεταξύ τους συστήματα λογικής και αντίληψης της
πραγματικότητας.5 Αυτό συμβαίνει διότι ήρθαν στο προσκήνιο
αναρίθμητες αντιλήψεις οι οποίες διεκδικούν μία θέση αναγνώρισης
μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Η άκρατη πίστη στον ορθολογισμό ως
απόλυτο και μοναδικό κριτήριο της αλήθειας αποδείχθηκε ως μία
μεταφυσική πλάνη, που ξεσκεπάστηκε από τις ατέλειες και τα
υπαρξιακά προβλήματα που ο ίδιος δημιούργησε στον άνθρωπο.6
Καινούριες ιδέες έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους στο κοινωνικό
γίγνεσθαι, προβάλλοντας για τον εαυτό τους κάθε μία από αυτές την
αξίωση του γνήσιου ερμηνευτή της αλήθειας. Το θετικό στοιχείο από
όλη αυτήν την υπόθεση είναι το γεγονός, ότι η αλήθεια των
1 Πρβλ. Friedrich Schweitzer, Die Suche nach eigenem Glauben. Einführung in die
Religionspädagogik des Jugendalters, Gütersloh 2 1998, σελ. 154.
2 Ulrich Beck, Was ist Globalisierung, Frankfurt a.M. 1997.
3 Wolfgang Welsch, Unsere postmoderne Moderne, Berlin 5 1997.
4 Wilhelm Gräb / Gerhard Rau u.a. (Hrsg.), Christentum und Spätmoderne: ein
internationaler Diskurs über Praktische Theologie und Ethik, Stuttgart, Berlin, Köln,
Kohlkammer 2000.
5 Wolfgang Welsch, Unsere postmoderne Moderne, ό.π., σελ. 295.
6 Πρβλ. Gianni Vattimo, Apologie des Nihilismus, στο: του ιδίου, Das Ende der Moderne,
(Aus dem Italienischen übersetzt und herausgegeben von Rafael Capurro), Stuttgart
1990, σελ. 23‐35.
22
Virtualität, στο συλλογικό έργο: Sybille Krämer (Hrsg.), Medien. Computer. Realität,
Frankfurt am Main 2 2000, σελ. 169.
23
σε αυτό που ζούμε ως υπάρξεις με σάρκα και οστά αλλά σε αυτό που
βλέπουμε σκηνοθετημένο και αριστοτεχνικά δραματοποιημένο.
Μια δεύτερη απορία για τον παιδαγωγό: Πώς θα ανακαλύψουν τα
παιδιά και οι νέοι την πραγματικότητα, αυτή που τους περιβάλλει,
αυτή που βιώνουν και όχι αυτήν την οποία προσπαθούν να
περιβάλλουν με τη φαντασία τους; Πώς οι νέοι σήμερα θα ξεχωρίσουν
το πραγματικό από το εικονικό, το γνήσιο και αυθόρμητο από το
υποκριτικό και το επίπλαστο; Ερώτημα επίσης δύσκολο. Και η
απάντηση χρήζει μεγάλης προσοχής. Ζούμε σε έναν αιώνα, στον οποίον
ενώ χρησιμοποιούμε στο έπακρο τις αισθήσεις μας, κινδυνεύομε να
χάσουμε την αίσθηση του πραγματικού – ή με άλλη διατύπωση – την
αίσθηση της ζωής.
Τα δύο παραπάνω στοιχεία της σύγχρονης ζωής μας εγκυμονούν
κινδύνους. Είναι όμως και οι μεγάλες παιδαγωγικές προκλήσεις των
καιρών. Η πλουραλιστικότητα νοήματος δείχνει ότι η αναζήτηση της
αλήθειας δεν μπορεί να βασίζεται σε έναν κοινό παρανομαστή που
έφερε το όνομα ορθολογισμός. Η αλήθεια πρέπει να είναι κάτι
παραπάνω από σκέψη, χωρίς να πάψει ποτέ να αναφέρεται σε αυτήν. Η
αλήθεια πρέπει να προσεγγίζεται όχι μόνο με το πνεύμα, αλλά και με
το σώμα. Από την άλλη πλευρά, η εικονική πραγματικότητα
ενδεχομένως να μαρτυρεί την ανάγκη των νέων να βρουν ένα νόημα,
μία πραγματικότητα πιο συναρπαστική, που να γεμίζει με
ενθουσιασμό και ενδιαφέρον τη ζωή τους, και το κυριότερο: να
ενσαρκώσουν με τις αισθήσεις τους την επιθυμία τους αυτή. Η
αναζήτηση της τεχνητής πραγματικότητας είναι μάλλον μία
ασυνείδητη κραυγή διαμαρτυρίας ή και μία φυσιολογική αντίδραση
των σύγχρονων νέων απέναντι σε μια κοινωνία που στερείται
αξιολογικών προσανατολισμών. Γιατί επιδιώκουν τα νέα άτομα να
φτιάξουν τη δική τους εικονική πραγματικότητα μέσα από το
περιβάλλον των video games; Ίσως γιατί τα πρότυπα της κοινωνίας
στερούνται επαφής με την πραγματικότητα, γεμίζοντας τις ψυχές των
νέων με αμφισβήτηση και απόγνωση.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι δύο τινά αναζητούν οι
άνθρωποι στην εποχή μας: μία καθολική αλήθεια που να αγγίζει
κάθε χορδή της ανθρώπινης ψυχής και ένα νόημα, μία ζωή που να
τους χαρίζει πληρότητα και ευτυχία. Οι άνθρωποι διψούν να ζήσουν τη
24
ζωή, να τη γευθούν με τις αισθήσεις τους και να γεμίσουν με νόημα την
ύπαρξή τους.
Αν όντως αληθεύουν όλες οι παραπάνω σκέψεις, τότε δεν θα ήταν
παράλογο να ισχυριστούμε, πως η εποχή μας είναι η εποχή των
συμβόλων. Και τούτο για δύο λόγους. Πρώτον, διότι η κάθε
κοσμοθεωρία δεν αρκείται στην οικοδόμηση των ιδεών πάνω σε ένα
ορθολογικό σύστημα·8 χρειάζεται και κάτι παραπάνω. Δεύτερον, διότι
οι ίδιοι οι άνθρωποι αναζητούν κάτι παραπάνω από μία ορθολογική
ερμηνεία του κόσμου και της ζωής.
Δεν είναι τυχαίο για το ότι βλέπουμε σήμερα αμέτρητα θρησκευτικά
κυρίως σύμβολα να γίνονται αντικείμενο μόδας ή οικιακής
διακόσμησης. Όπως επίσης δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός, πως,
ήδη εδώ και μερικές δεκαετίες, χιλιάδες κόσμου, προερχόμενου από
τον χώρο της Δύσης, επιδεικνύουν ένα υπερβολικό ενδιαφέρον για
τους μυστικούς συμβολισμούς της Ανατολής.9 Η δυτική θεολογική
σκέψη, επηρεασμένη από τη θεολογία του ιερού Αυγουστίνου είχε
εγκλωβίσει τη θρησκευτική εμπειρία στο χώρο του πνεύματος
αδιαφορώντας για το χώρο του σώματος10, εξορκίζοντας ως
ειδωλολατρία τη συγκινησιακή φόρτιση του συμβολικού κόσμου. Αν η
δυτική Χριστιανοσύνη σήμερα έχει χρεοκοπήσει πνευματικά, το
οφείλει εν μέρει και στην αδιαφορία που επέδειξε απέναντι στις
αισθήσεις του ανθρώπινου σώματος.
8 Πρβλ. Eurich Johannes, Symbol und Musik: Die religiöse Vermittlungsleistung des
Symbolbegriffs in der Postmoderne unter Berücksichtigung sozialwissenschaftlicher,
psychoanalytischer und semiotischer Aspekte, dargestellt am Beispiel der Musik, Münster 2002,
σελ. 79.
9 Καρλ Γιουνγκ, Συνειδητό και ασυνείδητο. Μελέτες πάνω στην Ψυχολογία,
(Μετάφραση: Σταύρος Καμπουρίδης), Αθήνα α.χ., σελ. 25. Βλ. επίσης: Αρσενίου
Μέσκου, Η υπόθεση των λογικών κβάντων. Ερμηνεύοντας την Κβαντική Φυσική με
την βοήθεια της ελληνικής φιλοσοφικής και θεολογικής παράδοσης, Θεσσαλονίκη
2007, σελ. 190‐191.
10 Αναστασίου Γιαννουλάτου, Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Σχέσεις της Ορθοδοξίας με
τις άλλες θρησκείες, στον τόμο: Andrew Walker / Κώστας Καρράς, Ζωντανή
Ορθοδοξία στον σύγχρονο κόσμο, (Μετάφραση από τα αγγλικά: Ιωσήφ Ροηλίδης),
Αθήνα 2001, σελ. 50.
25
11 Πρβλ. Manfred Pirner, Symbolische Kommunikation gibt zu lernen. Aspekte einer
medienpädagogisch relevanten religionspädagogischen Symboldidaktik, στο συλλογικό έργο:
Jürgen Belgrad / Horst Niesyto (Hrsg.), Symbol. Verstehen und Produktion in pädagogischen
Kontexten, 2001, σελ. 86‐93.
12 Πρβλ. Gillian Crow, Το ορθόδοξο όραμα της καθολικότητας, στον τόμο: Andrew
αισθητική της Ορθοδοξίας, Αθήνα 2004, σελ. 16.
26
14 Αλέξανδρος Σμέμαν, Ημερολόγιο π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, (Μετάφραση: Ιωσήφ
Ροηλίδης), Αθήνα 2002, σελ. 403.
15 Bern Beuscher / Dietrich Zilleßen, Religion und Profanität. Entwurf einer profanen
Religionspädagogik, Weinheim 1998, σελ. 115. Βλ. επίσης: Michael Meyer‐Blanck, Vom
Symbol zum Zeichen. Symboldidaktik und Semiotik, Hannover 1995, σελ. 115.
16 Για τις μεθόδους έρευνας βλ. τη μελέτη: Gajendra K. Verma / Kanka Mallick,
17 Στο σημείο αυτό οφείλουμε να υπεισέλθουμε σε έναν εννοιολογικό
προσδιορισμό, τον οποίο και θα επιχειρήσουμε στηριζόμενοι στις θέσεις του Ιωάννη
Κογκούλη. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Κογκούλη, στο χώρο της δυτικής
Χριστιανοσύνης εμφανίσθηκε ο όρος «θρησκευτική Παιδαγωγική» ή
«Θρησκειοπαιδαγωγική» („Religionspädagogik“) για να δηλώσει έναν επιμέρους
κλάδο της Παιδαγωγικής. Ο κλάδος αυτός ασχολείται με παιδαγωγικά ζητήματα
28
που αφορούν όχι σε μία συγκεκριμένη θρησκεία αλλά στο θρησκευτικό φαινόμενο
γενικότερα. Με τον τρόπο αυτό, όμως, στη θρησκευτική Παιδαγωγική εγκυμονεί ο
κίνδυνος της ανιστορικότητας και της αποστασιοποίησης από τους
ανθρωπολογικούς προβληματισμούς μιας συγκεκριμένης κοινωνίας που
διαμορφώνεται μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια. Το θρησκευτικό φαινόμενο
δεν είναι γενικό και αόριστο αλλά ενσαρκώνεται μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά
και κοινωνικά πλαίσια. Επίσης, αξίζει να σημειώσουμε ότι η θρησκευτική
Παιδαγωγική αποτέλεσε στη Δύση έναν δευτερεύοντα κλάδο της Παιδαγωγικής,
διότι εκεί υποστηρίχθηκε πως το θρησκευτικό φαινόμενο εκφράζει μία επιμέρους
εκδήλωση της ανθρώπινης ζωής. Αντίθετα, στο χώρο της ορθόδοξης
Χριστιανοσύνης η θρησκεία δεν αποτελεί μία ξεχωριστή διάσταση της ανθρώπινης
ύπαρξης, αλλά είναι ζήτημα που συνδέεται άμεσα με την ταυτότητα του
ανθρώπου, τη σχέση του με τον Θεό, τους συνανθρώπους του και ολόκληρη την
κτίση. Γι’ αυτό λοιπόν το λόγο, η ορθόδοξη θεολογία δεν ομιλεί περί της
χριστιανικής θρησκείας αλλά περί της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. Δηλ. ο
Χριστιανισμός δεν κατανοείται ως μία ιδιαίτερη διάσταση της ανθρώπινης ζωής,
αλλά ως ένας καθολικός τρόπος ζωής που νοηματοδοτεί κάθε πτυχή του
ανθρώπινου βίου, χωρίς να ταυτίζεται με καμία μορφή εξουσίας του κόσμου τούτου
και χωρίς να ειδωλοποιεί κανένα κτιστό πράγμα, διότι έσχατη αναφορά της
Εκκλησίας είναι μόνον ο Τριαδικός Θεός. Ερμηνεύοντας τις παραπάνω θέσεις
έχουμε να επισημάνουμε τα εξής: Αν πρέπει να υφίσταται μία Παιδαγωγική που
να αναφέρεται στο θρησκευτικό φαινόμενο, όπως αυτό εμφανίζεται στην ορθόδοξη
Χριστιανοσύνη, τότε η Παιδαγωγική αυτή δεν μπορεί να είναι ένας δευτερεύον
κλάδος αλλά να καλύπτει το σύνολο της παιδαγωγικής επιστήμης, διότι θα πρέπει
να αναφέρεται στο σύνολο της ανθρώπινης ύπαρξης. Επομένως, θα ήταν ίσως
αδόκιμο να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «θρησκευτική Παιδαγωγική», όταν
αναφερόμαστε στην ορθόδοξη Χριστιανοσύνη. (Βέβαια ο όρος «θρησκευτική
Παιδαγωγική» εμφανίζεται και σε συγγράμματα επιστημόνων που προέρχονται
από τον ορθόδοξο χώρο. Μία τέτοια πρακτική μόνο καταχρηστικώς θα μπορούσε
να εφαρμοσθεί, με τη μόνη δικαιολογία ότι ο όρος αυτός αποτελεί πλέον terminus
technicus στη διεθνή βιβλιογραφία). Με βάση τους προσανατολισμούς της
ορθόδοξης ανθρωπολογίας καλλιεργήθηκε όχι ένας ιδιαίτερος κλάδος της
Παιδαγωγικής, αλλά η ίδια η Παιδαγωγική επιστήμη, ως κατεξοχήν κύρια και
αυτόνομη επιστημονική περιοχή, που ως προς τις μεθόδους της είναι κοινή
παντού, όπως συμβαίνει και με τις άλλες επιστήμες, και έτσι υλοποιείται
ταυτόχρονα με τις ίδιες μεθόδους σε διαφορετικά μεταξύ τους πολιτισμικά
περιβάλλοντα. Η μόνη διαφορά είναι ότι εδώ, στο χώρο της ορθόδοξης Ανατολής, οι
σκοποί της Παιδαγωγικής επηρεάστηκαν βαθύτατα από την ορθόδοξη παράδοση
και ζωή. Αναλυτικότερα για το περιεχόμενο του όρου «Θρησκειοπαιδαγωγική»
καθώς και για τη σχέση της με την ορθόδοξη παράδοση και ζωή βλ.: Ιωάννη
29
Κογκούλη, Κατηχητική και Χριστιανική Παιδαγωγική, Θεσσαλονίκη 2 2000, σελ. 27‐
30.
30
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Θεσσαλονίκη 2003.
19 Βασιλόπουλου Χρήστου, Διδακτική του Μαθήματος των Θρησκευτικών,
Θεσσαλονίκη 2 1996.
31
οπτική γωνία της Παιδαγωγικής που γεννήθηκε μέσα στο χώρο της
ορθόδοξης ανθρωπολογίας· ταυτόχρονα εντοπίζονται τα σημεία
διαφοροποίησής τους, ενώ παράλληλα προτείνονται και τρόποι
δημιουργικής αξιοποίησής τους (§ 2.4.).
Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο διερευνούμε τη σημασία της ανάπτυξης
της θρησκευτικής σκέψης ως απαραίτητης ψυχοπαιδαγωγικής
προϋπόθεσης της διδακτικής των συμβόλων. Για το λόγο αυτό βασικό
θέμα ανάλυσης του κεφαλαίου αυτού είναι ορισμένες ψυχολογικές
θεωρίες που αφορούν στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του ανθρώπου
(§ 3.1.), στη γνωστική ανάπτυξη και στην ανάπτυξη της θρησκευτικής
σκέψης (§ 3.2.). Και στο κεφάλαιο αυτό οι επιμέρους απόψεις των
επιστημόνων τοποθετούνται διαλογικά απέναντι στους σκοπούς και
στις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις της Παιδαγωγικής που
συνδέθηκε με την ορθόδοξη παράδοση και ζωή· παράλληλα
επισημαίνονται σημεία σύγκλισης και απόκλισης (§ 3.3.). Το κεφάλαιο
κλείνει με κάποιες προτάσεις σχετικά με τη διδασκαλία των
συμβόλων στην Πρωτοβάθμια και στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση (§
3.4.). Οι προτάσεις αυτές αποτελούν σύνθεση των διδακτικών
μεθόδων που αναλύονται στο δεύτερο κεφάλαιο και των ψυχολογικών
θεωριών που αναφέρονται στην ανάπτυξη της θρησκευτικής σκέψης.
Να σημειώσουμε, ακόμη, ότι όλα τα πρωτότυπα γερμανικά κείμενα
που αναφέρονται στην παρούσα εργασία, παρατίθενται σε δική μας
μετάφραση στα ελληνικά.
Ευελπιστούμε με την εργασία αυτή να έχουμε επιτελέσει ένα
μικρό βήμα στην ανακάλυψη της μέχρι τώρα ανεξερεύνητης περιοχής
της διδακτικής των συμβόλων. Πιστεύουμε ότι θα έχουμε εκπληρώσει
τους στόχους μας, εάν έχουμε καταφέρει με τη μελέτη μας να
θέσουμε ερωτήματα και προβληματισμούς που θα οδηγήσουν στη
διαμόρφωση μιας επιστημονικής βάσης για την παιδαγωγική έρευνα
των συμβόλων.
33
Α’ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ
34
35
γὰρ λογικοῦ τὸ μέν ἐστι θεωρητικὸν, τὸ δὲ πρακτικὸν, θεωρητικὸν μἐν τὸ
κατανοοῦν, ὡς ἔχει τὰ ὄντα, πρακτικὸν δὲ τὸ βουλευτικὸν, τὸ ὁρίζον τοῖς πρακτοῖς
τὸν ὀρθὸν λόγον. Καὶ καλοῦσι τὸ μὲν θεωρητικὸν νοῦν, τὸ δὲ πρακτικὸν λόγον».
4 Αθανασίου Στογιαννίδη, Φιλοσοφία της Παιδείας και Χριστιανισμός, ό.π., σελ. 211.
5 Αθανασίου Στογιαννίδη, Φιλοσοφία της Παιδείας και Χριστιανισμός, ό.π., σελ. 211.
Για τη σχέση νου και λόγου βλ. επίσης: Παναγιώτη Νέλλα (επιμέλεια), Επί τας
πηγάς. Τόμος Α’. Μυσταγωγία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, (Εισαγωγή‐
σχόλια: Δημητρίου Στανίλοαε, μετάφραση από τα γαλλικά: Ιγνατίου Σάκαλη),
Αθήνα 2 1989, σελ. 132: «τῆς μὲν νοερᾶς δυνάμεως κινητικὸν εἶναι τὸν νοῦν· τῆς δὲ
ζωτικῆς προνοητικὸν ὑπάρχειν τὸν λόγον· τὸν μὲν εἶναί τε καὶ καλεῖσθαι σοφίαν·
[…] καὶ τὸν μὲν λόγον ὡσαύτως φρόνησιν καὶ εἶναι καὶ καλεῖσθαι». Βλ. επίσης:
Μαξίμου Ομολογητοῦ, Μυσταγωγία, PG 91, 673 Α.
6 Αθανασίου Στογιαννίδη, Φιλοσοφία της Παιδείας και Χριστιανισμός, ό.π., σελ. 217.
37
7 Αθανασίου Στογιαννίδη, Φιλοσοφία της Παιδείας και Χριστιανισμός, ό.π., σελ. 217.
8 Ιωάννου Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ό.π., σελ. 42: «ὁ
ἡμέτερος λόγος ἐκ τοῦ νοῦ προερχόμενος οὔτε δι’ ὅλου ὁ αὐτός ἐστι τῷ νῷ οὔτε
παντάπασιν ἕτερος ‐ ἐκ τοῦ νοῦ μὲν γὰρ ὤν ἄλλος ἐστὶ παρ’ αὐτόν, αὐτὸν δὲ τὸν
νοῦν εἰς τὸ ἐμφανὲς ἄγων οὐκέτι παντάπασιν ἕτερός ἐστι παρὰ τὸν νοῦν».
9 Πρβλ. Χρυσοστόμου μοναχού Διονυσιάτου, Θεός Λόγος και ανθρώπινος λόγος. Οι
ενέργειες της ψυχής στην πατερική ανθρωπολογία, Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου,
Άγιον Όρος 1998, σελ. 71: «η νόηση επιστρατεύεται για να κατανοηθεί πληρέστερα
η αληθινή κατάσταση της στοιχειώδους ύλης. Με τις σύγχρονες θεωρίες η ύλη στο
υποατομικό επίπεδο συμπεριφέρεται άλλοτε ως σωματίδιο και άλλοτε ως κύμα.
Στην ουσία του όμως ένα ηλεκτρόνιο δεν είναι ούτε σωματίδιο, ούτε κύμα. Ως
πύκνωση ενεργείας στο ατομικό πεδίο μπορεί να πάρει την μία μορφή ή την άλλη.
[…] Μόνο ο ανθρώπινος νους έχει αυτήν την ικανότητα της στιγμιαίας και
ταυτόχρονης ενοράσεως των δύο καταστάσεων σε μία συζευγμένη μορφή. Η
λογική σκέψη μπορεί να αναλύσει και να ξεχωρίσει τις δύο καταστάσεις διαδοχικά,
ποτέ όμως ταυτόχρονα· […] Μόνον ο νους μπορεί να συλλάβει την
″συμπληρωματική εικόνα″ της κυματοσωματιδιακής συμπεριφοράς των
ηλεκτρονίων». (Η υπογράμμιση βρίσκεται στο πρωτότυπο κείμενο).
38
αυτών των πραγμάτων που μπορεί κανείς να εκφράσει μέσω μίας
λογικά σκεπτόμενης γλώσσας.10 Μεταξύ γλώσσας και κόσμου
υφίσταται μία κοινή συνιστώστα, και αυτή είναι η λογική δομή.11
Όπως κατανοώ τον κόσμο με λογικό τρόπο, ομοίως αποτυπώνω τις
σκέψεις στη γλώσσα με μία λογικότητα. Γι’ αυτό και «τα όρια της
γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου»12, δηλ. τα όρια
αυτού που μπορώ να εκφράσω γλωσσικά συμπίπτουν με τα όρια
αυτού που μπορώ να κατανοήσω λογικά για τον κόσμο που με
περιβάλλει.
Τι είναι όμως η λογική; Η λογική είναι μία ερμηνευτική εικόνα του
κόσμου13 και έχει τόση μικρή «συγγένεια» με τον κόσμο, όση έχει το
καπέλο που φορά κάποιος με αυτά που έχει μέσα στο κεφάλι του.14
Αυτό σημαίνει ότι η λογική δεν ταυτίζεται με την πραγματικότητα.15
Ο Wittgenstein συνδέει αναπόσπαστα τη γλώσσα με τη σκέψη. Κοινός
παρονομαστής ανάμεσα στις δύο είναι η λογική. Με την έννοια
«γλώσσα» μπορούμε να εννοούμε δύο πράγματα που
αλληλοπεριχωρούνται: τη σκέψη και τη διατύπωση‐εξωτερίκευση της
σκέψης. Εις το εξής θα χρησιμοποιούμε την έννοια «γλώσσα» με αυτή
τη διττή σημασιολογία, δηλ. ως συνάφεια σκέψης και έκφρασης.
12 Ludwig Wittgenstein, Tractatus Logico‐Philosophicus, ό.π., 5.6.
13 Ludwig Wittgenstein, Tractatus Logico‐Philosophicus, ό.π., 6.13.
14 Ζήσιμου Λορεντζάτος, Παρουσίαση (στο έργο του Ludwig Wittgenstein, Tractatus
Logico‐Philosophicus), ό.π., σελ. 14.
15 Η άποψη αυτή του Wittgenstein έχει μεγάλη σημασία για τη φιλοσοφία των
φυσικών επιστημών. Για το θέμα αυτό βλ.: Αθανασίου Στογιαννίδη, Η γλώσσα της
σχολικής διδασκαλίας ως σύνολο σημείων διαφορετικών σημασιολογικών πεδίων και
ο ρόλος του Μαθήματος των Θρησκευτικών, Πρακτικά 2ου Εκπαιδευτικού Συνεδρίου
που οργάνωσε η Περιφερειακή Διεύθυνση Ηπείρου με τίτλο «Γλώσσα, Σκέψη και
Πράξη στην Εκπαίδευση», Ιωάννινα 19‐21 Οκτωβρίου 2007. Ο τόμος των πρακτικών
δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα: http://ipeir.pde.sch.gr/educonf/2
39
16 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’. Εισαγωγή στη θεολογική
γνωσιολογία, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 63.
17 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 64.
18 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 64.
40
19 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 84.
20 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 65.
21 Kallistos Ware, Der Aufstieg zu Gott. Glaube und geistliches Leben nach ostkirchlicher
Überlieferung, Freiburg im Breisgau 1983, σελ. 68.
22 Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Προς Θαλάσσιον περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 90, 416C.
41
23 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 67.
24 Ιεροθέου Βλάχου, Μητροπολίτη Ναυπάκτου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Λεβαδειά 5
1995, σελ. 194.
25 Αθανάσιου Στογιαννίδη, ό.π. σελ. 210.
42
26 Όπως θα δούμε και στην ενότητα 1.2.3., κατά τον Charles Sanders Peirce, οι νόμοι
των φυσικών επιστημών δεν εκφράζουν την αλήθεια αυτή καθ’ εαυτήν για τον
κόσμο, αλλά αποτελούν ερμηνευτικές υποθέσεις. Για το θέμα αυτό βλ. Michael
Meyer‐Blanck, Semiotik und Praktische Theologie, στο περιοδικό: International Journal of
Practical Theology, vol. 5 / 2001, σελ. 114.
27 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 79.
28 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ.79.
43
29 Βασιλείου Γιούλτση, Κοινωνιολογία της θρησκείας, Θεσσαλονίκη 3 1996, σελ. 235:
«Εδώ πρέπει να αναγνωρίσουμε μια ιδιομορφία της ανθρώπινης συνειδήσεως να
αναζητά σε συμβολισμούς ″αυτό″, που δεν περιορίζεται σε χωροχρονικές
δεσμεύσεις, ″αυτό″, για το οποίο δεν αρκούν οι περιγραφές, ″αυτό″ με το οποίο δεν
είναι δυνατή μια σχέση σαφήνειας και κατανοήσεως»
30 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 69.
32 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken. Bildungstheorien zwischen Theosis und
Rechtfertigung. Eine Untersuchung zum Verhältnis von Evangelischer und Orthodoxer
Religionspädagogik, Münster 2003, σελ. 276.
33 Νίκης Παπαγεωργίου, Μεταμορφώσεις του ιερού. Κοινωνιολογία και θρησκεία στο
έργο του Marcel Mauss, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 308.
45
ενότητα.34 Το σύμβολο ήταν ένα απλό τεμάχιο που αποτελούσε το
μισό ενός διασπασμένου στα δύο πράγματος· το μισό αυτό τεμάχιο
συνταίριαζε απόλυτα με το άλλο μισό.35 Το σύμβολο αποτελούσε ένα
σημείο αναγνώρισης και υπενθύμισης.36 Το ρήμα «συμβάλλω» απέδιδε
το νόημα εκείνης της πράξης, κατά την οποία οι κάτοχοι των δύο
αυτών τεμαχίων ένωναν αυτά τα διασπασμένα κομμάτια μεταξύ
τους, και σχημάτιζαν έτσι το ενιαίο πρωταρχικό αντικείμενο.37 Με την
έννοια αυτή σύμβολο ήταν κάτι το οποίο θύμιζε στους ανθρώπους μια
μορφή ενότητας. Η ενότητα αυτή μπορεί να ήταν μία συμμαχία, μία
φιλία ή μία υπόσχεση αγάπης ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια
γυναίκα. Π.χ. δύο φίλοι, όταν αποχωρίζονταν ο ένας από τον άλλο,
έσπαζαν στη μέση ένα κεραμίδι. Στη συνέχεια ο καθένας διατηρούσε
το κομμάτι αυτό. Όταν, μετά την πάροδο ενός ικανού χρονικού
διαστήματος, συναντιούνταν και πάλι, τοποθετούσαν τα δύο
κομμάτια το ένα δίπλα στο άλλο, δείχνοντας έτσι την αδιάσπαστη και
αχώριστη φιλία τους.38
Το σύμβολο επομένως είναι ένα αισθητό αντικείμενο που
υποδεικνύει την παρουσία κάποιας ενότητας, κάποιας συνέχειας. Μια
μορφή ενότητας είναι και η ερμηνεία για τον κόσμο, για τον άνθρωπο,
καθώς και για τη σχέση του με τον Θεό. Η ερμηνείες αυτές γνωστές
ως κοσμοθεωρίες, ‐ ή ως μύθοι στην αρχαία Ελλάδα ‐
αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα ως ένα συμπαντικό όλον, όπου
κάθε μέρος έχει τη δική του λειτουργική θέση. Στην Ορθόδοξη
Καθολική Εκκλησία η θεωρία αυτή δεν είναι μία ανθρωποκεντρική
προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου μήτε κάποια ιδεολογία, αλλά
κατεξοχήν έκφραση της αγιοπνευματικής εμπειρίας που βιώνει η ίδια
ως Σώμα του Χριστού.39 Κοντολογίς, τα σύμβολα – είτε πρόκειται για
34 Peter Biehl, Festsymbole. Zum Beispiel: Ostern. Kreative Wahrnehmung als Ort der
Symboldidaktik, Nuekirchen – Vluyn, 1999, σελ. 97.
35 Νίκης Παπαγεωργίου, Μεταμορφώσεις του ιερού, ό.π., σελ. 309.
36 Νίκης Παπαγεωργίου, Μεταμορφώσεις του ιερού, ό.π., σελ. 308.
37 Νίκης Παπαγεωργίου, Μεταμορφώσεις του ιερού, ό.π., σελ. 309.
38 Peter Biehl, Festsymbole, ό.π., σελ. 97.
39 Αθανασίου Στογιαννίδη, Φιλοσοφία της Παιδείας και Χριστιανισμός, ό.π., σελ. 220‐
221: «Στην ορθόδοξη θεολογία η πνευματικότητα […] δεν είναι κάποια ιδέα ή
κάποια ιδεολογία αλλά εξάπαντος υπαρξιακή εμπειρία, η οποία αφορά και
46
αγκαλιάζει όλο τον άνθρωπο. […] Η ενοίκηση της χάρης του Θεού μέσα στον
άνθρωπο είναι εν τέλει αυτό που ονομάσαμε ″αγιοπνευματικότητα″».
40 Βέβαια υπάρχει και ένα σύμβολο που δεν είναι κτιστό, όπως θα αναφέρουμε
παρακάτω. Αυτό είναι το άκτιστο φως.
41 H. Stenger, Botschaft und Symbol. Über den Umgang mit biblischen Texten und Symbolen
in der kirchlichen Praxis, στο περιοδικό: Theologie der Gegenwart, 26 Jg., 1983, H. 3, σελ.
174.
42 H. Stenger, Botschaft und Symbol, ό.π., σελ. 174.
43 Gillian Crow, Το ορθόδοξο όραμα της καθολικότητας, στον τόμο: Andrew Walker /
Κώστας Καρράς, Ζωντανή Ορθοδοξία στον σύγχρονο κόσμο, (Μετάφραση από τα
αγγλικά: Ιωσήφ Ροηλίδης), Αθήνα 2001, σελ. 26‐42.
47
προσεγγίζονται μέσα από το όραμα μιας κοσμικής ενότητας όπου δεν
μένει θέση για κανένα είδος διαχωρισμού ανάμεσα στην πίστη και
στα έργα, στο κοσμικό και στο ιερό, στο υλικό και στο πνευματικό.44
Ο συμβολικός λόγος, επειδή ακριβώς δεν περιγράφει το επιμέρους
αλλά το καθόλου, απευθύνεται στον άνθρωπο αντιμετωπίζοντάς τον
όχι αποσπασματικά αλλά καθολικά. Συνέπεια τούτου είναι να μην
αφορά μόνο στο στοχασμό του ανθρώπου, αλλά στο σύνολο των
υπαρξιακών του δυνάμεων: στο συναίσθημα, στη βούληση, στο νου,
στις αισθήσεις κτλ. Δεν είναι τυχαίο ότι το Σύμβολο της Πίστεως
χαρακτηρίζει την Εκκλησία όχι μόνο μία, αγία και αποστολική αλλά
και καθολική. Η Ορθόδοξη Εκκλησία διασώζει την καθολικότητα· γι’
αυτό και ορθότερα θα πρέπει να ονομάζεται Ορθόδοξη Καθολική
Εκκλησία.
1.1.2. Ο συμβατικός‐αντιμαγικός χαρακτήρας και η κτιστότητα των
συμβόλων της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας.
Ο μεγάλος δογματολόγος, άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός επιχειρεί
να παραθέσει μία εξήγηση για την αιτία που οδήγησε τον άνθρωπο
να χρησιμοποιεί σύμβολα: «Ἐπεὶ δὲ πλεῖστα περὶ Θεοῦ
σωματικώτερον ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ συμβολικῶς εἰρημένα εὑρίσκομεν,
εἰδέναι χρή, ὡς ἀνθρώπους ὄντας ἡμᾶς καὶ τὸ παχὺ τοῦτο σαρκίον
περικειμένους τὰς θείας καὶ ὑψηλὰς καὶ ἀύλους τῆς θεότητος
ἐνεργείας νοεῖν ἤ λέγειν ἀδύνατον, εἰ μὴ εἰκόσι καὶ τύποις καὶ
συμβόλοις τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρησαίμεθα».45 Επειδή ο άνθρωπος
περιβάλλεται από σάρκα, από το παχύ σαρκίο όπως το ονομάζει ο εν
44 Gillian Crow, Το Ορθόδοξο όραμα της καθολικότητας, ό.π., σελ. 29: «Η Ορθοδοξία,
αντί να χωρίζει την πίστη από τα έργα, το ιερό από το βέβηλο, την πίστη από τη
λατρεία ή το υλικό από το πνευματικό, διακρίνει σ’ όλα αυτά ένα μυστήριο
ενότητας. Η Εκκλησία στέκεται με φόβο μπροστά στον Θεό της αγάπης και βιώνει
την πίστη και τη λατρεία ως όλον, το ανθρώπινο πρόσωπο ως ολότητα, τη ζωή
δίχως να χωρίζεται σε θρησκευτική και μη‐θρησκευτική σφαίρα, ωσάν ο άπειρος
Θεός να μπορούσε να στριμωχθεί σε ανθρώπινες διαστάσεις».
45 Ιωάννου του Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ό.π., σελ. 74.
48
λόγω Πατήρ, έχει ανάγκη να αναφέρεται στις αόρατες ενέργειες του
Τριαδικού Θεού μέσω ορατών πραγμάτων. Τα αόρατα του Θεού
αισθητοποιούνται στον αδύναμο άνθρωπο με τη βοήθεια των
συμβόλων. Ωστόσο, τα σύμβολα δεν είναι πράγματα υπερφυσικά από
μόνα τους. Δεν κατέχουν αφ’ εαυτών μία μαγική δύναμη. Το μεγαλείο
των συμβόλων αποκαλύπτεται με την αναφορά στο συμβολιζόμενο. Ο
άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μάς παρέχει ένα υπόδειγμα
απομυθοποίησης των συμβόλων: «Ὀφθαλμοὺς μὲν οὖν Θεοῦ καὶ
βλέφαρα καὶ ὅρασιν τὴν τῶν ἁπάντων ἐποπτικὴν αὐτοῦ δύναμιν καὶ
τὸ ἀλάθητον τῆς αὐτοῦ γνώσεως ἐννοήσωμεν ἀπὸ τοῦ παρ’ ἡμῖν διὰ
ταύτης τῆς αἰσθήσεως ἐντελεστέραν γνῶσίν τε καῖ πληροφορίαν
ἐγγίγνεσθαι».46 Τα σύμβολα απομυθοποιούνται και δεν έχουν ισχύ
από μόνα τους, αλλά πάντοτε αποκτούν σημασία εξαιτίας της
αναφοράς τους στο συμβολιζόμενο. Με την έννοια αυτή η φράση «τα
μάτια του Θεού» δεν μας αποκαλύπτει την ουσία του Θεού, αλλά
απλώς είναι μια μεταφορά που από μόνη της δεν λέει τίποτα, εκτός
εάν θέλει να δηλώσει ότι ο Θεός είναι παντεπόπτης και αλάθητος στις
κρίσεις του.
Παρόμοια στοιχεία βρίσκουμε και στον Μέγα Βασίλειο, όταν
προσπαθούσε να ανασκευάσει τα επιχειρήματα του αιρετικού
Ευνομίου.47 Ο Ευνόμιος είχε υιοθετήσει την άποψη ότι τα ονόματα που
αναφέρονται στον Θεό, φανερώνουν την ουσία του· αυτό
συνεπάγονταν πως, θα μπορούσε κανείς να γνωρίσει τον Θεό απλώς
και μόνο γνωρίζοντας τα ονόματα που αποδίδονταν στον Θεό. Ο
Μέγας Βασίλειος απαντάει πολύ εύστοχα σ’ αυτές τις προκλήσεις:
«Ἀγέννητον δὲ λέγοντες, οὐκ ὀνόματι μόνον, κατ’ ἐπίνοιαν
ἀνθρωπίνην, σεμνύειν οἰόμεθα δεῖν. […] Τὰ γὰρ τοι κατ’ ἐπίνοιαν
λεγόμενα, ἐν ὀνόμασιν μόνον καὶ προφορᾷ τὸ εἶναι ἔχοντα».48 Για τον
Μέγα Βασίλειο τα ονόματα που αναφέρονται στον Θεό δεν είναι
46 Ιωάννου του Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ό.π., σελ. 74.
47 Νίκου Ματσούκα, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ.
Βασιλείου, Θεσσαλονίκη 2 1990, σελ. 135.
48 Μεγάλου Βασιλείου, Κατ’ Εύνομίου Α’, PG 29, 520 C. Βλ. επίσης: Νίκου Ματσούκα,
49 Νίκου Ματσούκα, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ.
Βασιλείου, Θεσσαλονίκη 2 1990, σελ. 136: «Ο Μέγας Βασίλειος δέχεται ότι τα
ονόματα είναι σημεία που θέτει κατ’ επίνοιαν η διάνοια για να εκφράσει αυτό που
μπόρεσε ο άνθρωπος να γνωρίσει». Βλ. επίσης: Στυλιανού Παπαδόπουλου,
Θεολογία και Γλώσσα. Εμπειρική θεολογία – Συμβατική γλώσσα, Αθήνα 3 2002, σελ.
56: «Οι λέξεις όμως, τις οποίες ο θεολόγος επιλέγει ως λογικό όργανο, είναι μόνο
σημαντικές ή δηλωτικές ή σημειωτικές της αλήθειας. Οι λέξεις στη θεολογία μόνο
σημαίνουν ή δηλώνουν την αλήθεια, δεν την περιέχουν ούτε ταυτίζονται με αυτήν
μερικά ή ολικά». Για τη σχέση που υφίσταται ανάμεσα στη γλώσσα και στη
θεολογία βλ. επίσης: Στυλιανού Παπαδόπουλου, Θεολογία και γλώσσα. Εμπειρική
θεολογία – συμβατική γλώσσα, Αθήνα 3 2002, σελ. 41‐66.
50 Νίκου Ματσούκα, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ.
Βασιλείου, ό.π., σελ. 136.
51 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής. (Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη), Αθήνα 3
1994, σελ. 83. Για το θέμα αυτό θα μιλήσουμε αναλυτικότερα στην ενότητα 1.2.3.
της παρούσας μελέτης.
50
52 Πρβλ. Ιωάννη Βρεττού, Δραστηριοποίηση κινήτρων μάθησης στο μάθημα των
θρησκευτικών: εικαστική διατύπωση της θεολογικής θεματικής, στο συλλογικό έργο:
Κώστα Δεληκωσταντή (Επιμέλεια), Η Ορθοδοξία ως πρόταση ζωής, Αθήνα 1993,
σελ. 198‐199: «ένα έργο τέχνης – μια εικόνα δεν μπορεί να αποτελεί πιστή
απεικόνιση της πραγματικότητας αλλά θεώρηση ενός θέματος από μία
″προσωπική″ οπτική γωνία. Αυτό σημαίνει ότι ο δημιουργός βιώνει την
πραγματικότητα μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες και την αποδίδει
ανάλογα».
53 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της,
Διατριβή επί διδακτορία, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 19.
51
άσβεστα στην ιστορική της μνήμη και τα οποία διατηρούνται σε όλες
τις απεικονίσεις του Χριστού, της Θεοτόκου, των αγίων κτλ.54 Η
Εκκλησία ακολουθώντας πιστά την ιστορική αυτή μνήμη και εμπειρία
της αναφορικά με κάποιο τιμώμενο πρόσωπο, μέσω των
Οικουμενικών Συνόδων θεσμοθετεί ποια θα είναι τα συγκεκριμένα
αυτά ιστορικά χαρακτηριστικά των υποστάσεων, τα οποία ο
αγιογράφος οφείλει να τηρεί απαρέγκλιτα: «Οὐ ζωγράφων ἐφεύρεσις
ἡ τῶν εἰκόνων ποίησις, ἀλλὰ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἔγκριτος
θεσμοφορία και παράδοσις».55 Ακόμη, η Εκκλησία θεσμοθετεί και τον
τρόπο της καλλιτεχνικής απεικόνισης των μορφών. Έτσι
χρησιμοποιείται π.χ. η τεχνική της αντεστραμμένης προοπτικής 56,
επιλέγονται κάποια συγκεκριμένα χρώματα κ.ά. Ας υπογραμμίσουμε
για μία ακόμη φορά: Το επίθετο «συμβατικός» σε καμία περίπτωση
δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με το επίθετο «αυθαίρετος». Δεν είναι
αυθαίρετη η απεικόνιση των προσώπων των ιερών εικόνων, αλλά
54 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία σημειωτικής, ό.π., σελ. 315: «Αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν
κώδικες αναγνώρισης, τότε αυτοί […] φροντίζουν να μεταφέρουν τα διακριτικά
χαρακτηριστικά του περιεχομένου. Η αναγνωρισιμότητα του εικονικού σημείου
εξαρτάται από την επιλογή αυτών των χαρακτηριστικών. Όμως τα διακριτικά
χαρακτηριστικά θα πρέπει να εκφραστούν. Επομένως θα πρέπει να υπάρχει ένας
εικονικός κώδικας που θα καθιερώνει την ισοδυναμία ανάμεσα σε μια
συγκεκριμένη γραφική επινόηση και σ’ ένα διακριτικό χαρακτηριστικό του κώδικα
αναγνώρισης». Βλέπουμε ότι ο Umberto Eco, αναφερόμενος στα εικονικά σημεία,
υποστηρίζει ότι ακόμα και αυτά υπακούν σε συγκεκριμένους κώδικες που ορίζουν
πώς θα απεικονίζεται κάτι. Μεταφέροντας τη τοποθέτηση αυτή στην ορθόδοξη
εικονολογία, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι αναγνωρίζουμε την εικόνα του
Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων, διότι η Εκκλησία με βάση τις ιστορικές της
μνήμες θεσμοθέτησε κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά με τα οποία θα
αναγνωρίζουμε το πρόσωπο του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων. Τα
χαρακτηριστικά αυτά δεν αποδίδουν πλήρως όλη την αλήθεια για τις υποστάσεις
των εικονιζόμενων προσώπων, εντούτοις είναι χαρακτηριστικά
αναγνωρισιμότητας.
55 Mansi 15, 252 C. (Η υπογράμμιση από τον συγγραφέα της παρούσας μελέτης). Βλ.
επίσης: Παύλου Ευδοκίμωφ, Η τέχνη της εικόνας. (Μετάφραση από τα γαλλικά:
Κώστας Χαραλαμπίδης), Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 164.
56 Ανδρομάχης Βουτσινά, Αγιογραφία – Εικαστική θεώρηση και δυναμική, στον τόμο:
απασχολεί την ορθόδοξη πνευματική ζωή είναι ένα άλλο θέμα: με
ποιον τρόπο τα σύμβολα εκφράζουν την εμπειρία του σώματος της
Εκκλησίας; Ποια σχέση υφίσταται ανάμεσα στο σύμβολο και στο
συμβολιζόμενο; Είναι πάντοτε η ίδια σχέση ή μήπως έχουμε ποικίλες
διαβαθμίσεις ως προς το σημείο αυτό; Αυτό θα είναι το θέμα της
ενότητας που ακολουθεί.
1.1.3. Τα φυσικά και τα μη φυσικά σύμβολα της Ορθόδοξης
Καθολικής Εκκλησίας.
Εάν θέλουμε να αναφερθούμε στα σύμβολα της Ορθόδοξης
Καθολικής Εκκλησίας με ακρίβεια, θα πρέπει – κατά τη γνώμη μας –
να διακρίνουμε τρεις διαφορετικές κατηγορίες. Πώς προκύπτουν
αυτές; Αρχικά, και έχοντας ως αφετηρία τη θεολογία του αγίου
Γρηγορίου του Παλαμά, διακρίνουμε δύο κατηγορίες: α. τα φυσικά ή
ουσιώδη σύμβολα και β. τα συμβατικά ή μη φυσικά σύμβολα.57
Τα φυσικά σύμβολα συνδέονται με το συμβολιζόμενο βάσει μίας
φυσικής μεταξύ τους σχέσης. Δηλ. στην περίπτωση αυτή το σύμβολο
είναι μέρος της φύσης του συμβολιζόμενου πράγματος.58 Έτσι οι
αχτίνες του ηλίου είναι φυσικό σύμβολο του ήλιου.59 Ο καθαγιασμένος
άρτος και οίνος είναι φυσικό σύμβολο του σώματος και του αίματος
του Χριστού. Για τα καθαγιασμένα τίμια δώρα οφείλουμε να
τονίσουμε ότι δεν πρόκειται ούτε για μετουσίωση (Transubstantion)
όπου σύμφωνα με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αλλάζει η ουσία
αλλά δεν μεταβάλλεται το συμβεβηκός, δηλ. οι εξωτερικές ποιότητες
57 Γρηγορίου Παλαμά, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3, 1, 14. Βλ. επίσης: Παναγιώτη
Χρήστου, Το Μυστήριο του Θεού, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 108. Βλ. επίσης:
Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της,
ό.π., σελ. 86. Εδώ η λέξη «συμβατικά» κατανοείται με τη έννοια ότι κάποια σύμβολα
θεσμοθετούνται κατόπιν μιας κοινωνικής σύμβασης.
58 Παναγιώτη Χρήστου, Το Μυστήριο του Θεού, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 108.
59 Σε κάτι αντίστοιχο, κάτω βέβαια από διαφορετικές προϋποθέσεις, αναφέρεται και
ο Umberto Eco, όταν κάνει λόγο για τα φυσικά σημεία. Περισσότερα βλ.: Umberto
Eco, Θεωρία σημειωτικής, ό.π., σελ. 40‐42.
54
που απλώς εμφανίζονται στην ουσία ενός πράγματος , όπως π.χ. στο
ψωμί η γεύση του, το σχήμα του, το χρώμα του κτλ. Ούτε ακόμη
πρόκειται για την ασύγχυτη και άτρεπτη ένωση του Χριστού με την
ουσία του άρτου και του οίνου, όπως υποστηρίζει η λουθηρανική
ομολογία (ubiquitas).60 Για την ορθόδοξη θεολογία, όλες οι παραπάνω
ερμηνείες δεν είναι παρά προσπάθειες ορθολογικής κατανόησης του
μεγάλου αυτού μυστηρίου. Στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία ο
καθαγιασμένος άρτος και οίνος δεν είναι απλώς φορείς της θείας
χάρης, αλλά το ίδιο το σώμα και το αίμα του Χριστού. Ο άγιος Ιωάννης
ο Δαμασκηνός είναι πολύ ξεκάθαρος στο θέμα αυτό: «Σῶμα ἐστιν
ἀληθῶς ἡνωμένον θεότητι, τὸ ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου σῶμα, οὐχ ὅτι
αὐτὸ τὸ σῶμα τὸ ἀναληφθὲν ἐξ οὐρανῶν κατέρχεται, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς ὁ
ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταποιεῖται εἰς σῶμα καὶ αἷμα Θεοῦ».61 Τέλος,
επιστρέφοντας στο συζήτηση σχετικά με τα φυσικά σύμβολα, πρέπει
ν’ αναφερθούμε και στο άκτιστο φως. Το φως που είδαν οι μαθητές
του Χριστού στο όρος Θαβώρ, που είναι ίδιο με το φως που βλέπουν
μέχρι σήμερα οι θεόπτες άγιοι της εποχής μας, δεν είναι απλώς
κάποιο σημάδι που στέλνει ο Θεός για να δώσει στους ανθρώπους ένα
μήνυμα, αλλά είναι ο ίδιος ο Θεός παρών. Γι’ αυτό και το φως αυτό δεν
ονομάζεται κτιστό, εφόσον δεν είναι μέρος της δημιουργίας, αλλά
άκτιστο62 διότι είναι οι ίδιες οι ενέργειες του Τριαδικού Θεού. Τα
φυσικά σύμβολα του Θεού είναι τελικά ένα είδος θεοφάνειας,
αυτοφανέρωσης του Τριαδικού Θεού.63 Ας συγκρατήσουμε καλά τη
διαφορά αυτή μεταξύ κτιστού και ακτίστου, γιατί είναι κεντρικής
σημασίας για την ορθόδοξη θεολογία.64
60 Για τις έννοιες „Transubstantion“ και „ubiquitas“ βλ. αναλυτικότερα: Δημητρίου
Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λουθήρου. Συμβολή στη μελέτη της θεολογίας του
Λουθήρου από ορθόδοξη άποψη, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 117‐130.
61 Ιωάννου του Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ό.π., σελ. 368.
62 Παναγιώτη Χρήστου, Το Μυστήριο του Θεού, ό.π., σελ. 109. Περισσότερα για το
64 Η ορθόδοξη θεολογία διακρίνει την υπαρκτική ποιότητα των όντων σε δύο
Θεό. Η δεύτερη συμπεριλαμβάνει όλες τις υπάρξεις της ορατής και νοητής
δημιουργίας. Για το θέμα αυτό βλ.: Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική
Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 146.
65 Παναγιώτη Χρήστου, Το Μυστήριο του Θεού, ό.π., σελ. 108.
66 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, ό.π., σελ. 83‐84: «Η σημειακή συνάρτηση
ανακύπτει όταν μια έκφραση συσχετίζεται μ’ ένα περιεχόμενο». […] «Οποτεδήποτε
υπάρχει ένας τέτοιος συσχετισμός και αναγνωρίζεται από μιαν ανθρώπινη
κοινωνία, υπάρχει ένα σημείο». […] Η παραδοχή αυτή συνεπάγεται κάποιες
συνέπειες: α) το σημείο δεν είναι φυσική οντότητα, το πολύ‐πολύ φυσική οντότητα
είναι η απτή εμφάνιση του εκφραστικού διακριτικού στοιχείου. β) Το σημείο δεν
είναι καθορισμένη σημειωτική οντότητα, αλλά μάλλον το έδαφος συνάντησης
ανεξαρτήτων στοιχείων». Ο Umberto Eco υποστηρίζει ότι το σημείο δεν έχει καμία
απολύτως σχέση με το σημαινόμενο πράγμα. Το σημείο είναι ένας τρόπος
έκφρασης και το σημαινόμενο κάτι το οποίο συμβατικά συσχετίζεται με αυτόν.
Επίσης και ο Γερμανός θεολόγος Paul Tillich στο έργο του: Die Frage nach dem
Unbedingten. Schriften zur Religionsphilosophie, Gesammelte Werke. Band V, Stuttgart 1964,
σελ. 283, μιλώντας για το περιεχόμενο της έννοιας „Zeichen“ (σημείο) υποστηρίζει
μια παρόμοια άποψη, ότι δηλ. το σημείο δεν μετέχει της φύσης του σημαινόμενου
πράγματος.
56
συναντάει κανείς στις κατακόμβες της Ρώμης όπως ο ιχθύς, η άγκυρα,
η άμπελος, το ψωμί, το κρασί, το πτηνό φοίνιξ, ο καλός ποιμήν.67
Επίσης είναι το κερί που ανάβουμε στην Εκκλησία, το θυμίαμα, το
φως των καντηλιών μπροστά από τις εικόνες των αγίων, το
φωτοστέφανο των εικονιζόμενων αγίων κτλ.68
Το θεωρητικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η
λειτουργία των μη φυσικών συμβόλων, θα πρέπει να το
αναζητήσουμε στους λεγόμενους φυσικούς συμβολισμούς.69 Ωστόσο
ας μην γίνει σε καμία περίπτωση σύγχυση του όρου «φυσικοί
συμβολισμοί» με τα φυσικά σύμβολα. Πρόκειται για δύο εντελώς
διαφορετικά πράγματα. Οι φυσικοί συμβολισμοί ονομάζονται έτσι, όχι
διότι παραπέμπουν σε μία φυσική σχέση μεταξύ συμβόλου και
συμβολιζομένου, αλλά επειδή σχετίζονται είτε με στοιχεία του
φυσικού κόσμου, όπως είναι το νερό, το φως του κεριού, ο ήλιος, κ.ά.
είτε με το ίδιο το ανθρώπινο σώμα, όπως οι αισθήσεις, η κλίση του
αυχένα, η μετάνοια, η γονυκλισία, η προσκύνηση, η νίψη των χεριών
κ.ά. Έτσι διαβάζουμε στο ψαλτήρι τον στίχο: «Κατευθυνθήτω ἡ
προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου».70 Η ανοδική πορεία του
καπνού αισθητοποιεί το γεγονός ότι η προσευχή του πιστού
εισακούεται από τον Θεό, ο οποίος σύμφωνα με μία ανθρωπομορφική
αντίληψη που απαντάται συχνά στην Αγία Γραφή, κατοικεί ψηλά
στον ουρανό.71 Παράλληλα η ευωδία του θυμιάματος αισθητοποιεί
στον πιστό ότι η ικεσία του ως πνευματική ευωδία και τέρψη γίνεται
67 Παύλου Ευδοκίμωφ, Η τέχνη της εικόνας, ό.π., σελ. 138. Ο Ευδοκίμωφ θεωρεί όλες
αυτές τις παραστάσεις σημεία σε αντιδιαστολή με τα σύμβολα. Τα σημεία για τον
Ευδοκίμωφ έχουν απλώς έναν διδακτικό σκοπό· σε καμία περίπτωση δεν είναι
φορείς της θείας χάρης.
68 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της,
Διατριβή επί διδακτορία, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 86.
69 Για το θέμα αυτό βλ.: Ελίσαμπεθ Θεόκριτοφ, Φυσικός Συμβολισμός και
71 Πρβλ. τη φράση της κυριακής προσευχής «Πάτερ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
57
σχόλια, πίνακες, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1991, σελ. 441. Βλ. επίσης:
Χρήστου Χριστοφορίδη, ό.π., σελ. 54.
74 Πώλ Ρικαίρ, Λόγος και Σύμβολο. (Μετάφραση από τα γαλλικά: Μαβίνα
Πανταζάρα), Αθήνα 2002, σελ. 54‐57: «Η λειτουργία της μεταφοράς […] συνιστά
μία εσκεμμένη παρανόηση: εξομοιώνει πράγματα που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους.
[…] Η μεταφορά δεν έχει μόνο συγκινησιακή αξία. Περιέχει μία καινούρια
πληροφορία. Πράγματι, μέσω μιας κατηγοριακής παρανοήσεως οι νέοι συσχετισμοί
ανοίγουν νέα σημασιολογικά πεδία. Κοντολογίς, η μεταφορά καινοποιεί την
πραγματικότητα». Για τη μεταφορά θα πούμε πολλά περισσότερα στην ενότητα
1.2.2., όπου θα γίνει εκτενής αναφορά στον Paul Ricoeur.
58
πρέπει να λάμπουν όπως το φως κτλ. Οι φυσικοί συμβολισμοί
λειτουργούν ως αναγωγικά μέσα, δηλ. ως εχέγγυα που υποβοηθούν
τον πιστό να γευθεί με τις αισθήσεις του την παρουσία του Θεού. Τα
μη φυσικά σύμβολα θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει και ως
αναγωγικά ή αλληγορικά σύμβολα.75 Οι ιδιότητες των στοιχείων του
φυσικού κόσμου που είναι άμεσα αισθητές στην αντίληψη του
ανθρώπου, γίνονται με λίγα λόγια οδοδείκτες προς μία υπέρ την
αίσθηση πραγματικότητα.76 Μέσω των αισθητών πραγμάτων και
οδεύοντας πάνω στο όχημα του μεταφορικού τρόπου σκέψης
διευρύνεται η αντίληψή μας για την πραγματικότητα. Το αποτέλεσμα
είναι να αντιλαμβανόμαστε ότι η πραγματικότητα δεν είναι μονάχα
αυτό που βλέπουμε, αλλά και άλλα πράγματα που δεν εμπίπτουν
αμέσως στις αισθήσεις μας. Με τους φυσικούς συμβολισμούς
κατανοούμε και αισθανόμαστε σωματικά την ύπαρξη μιας υπέρ την
αίσθηση πραγματικότητας ή όπως σημειώνει ο Απόστολος Παύλος
«τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα
καθορᾶται ἤ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης».77
1.1.4. Τα χαρισματικά σύμβολα της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας.
Συνεχίζοντας την ταξινόμηση των συμβόλων περνούμε σε μία τρίτη
κατηγορία78, η οποία δεν αναφέρεται βέβαια στη ταξινόμηση του
αγίου Γρηγορίου του Παλαμά· ωστόσο αποτελεί μία ολοζώντανη
πραγματικότητα μέσα στη ζωή της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας.
Πρόκειται για εκείνα τα σύμβολα μέσα στα οποία είναι χαρισματικά
Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της, Διατριβή επί
διδακτορία, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 86.
76 Χρήστου Χριστοφορίδη, Η φύση του συμβόλου και η κτιστή πραγματικότητα, ό.π.,
σελ. 64.
77 Πρὸς Ρωμαίους, 1, 20.
78 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της,
ό.π., σελ. 86.
59
79 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της,
ό.π., σελ. 86.
80 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της,
ό.π., σελ. 86.
81 Ἀθανασίου του Μεγάλου, Λόγος εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, PG 28, 1080 C. Βλ. επίσης:
αναφέραμε; Για ν’ απαντήσουμε οφείλουμε να διερευνήσουμε κάποιες
βασικές θεολογικές προϋποθέσεις. Ένας διάλογος με τη δυτική
θεολογική σκέψη θα μας δώσει πολύ ενδιαφέροντες
προσανατολισμούς.
Πολύ συχνά, όταν στις καθημερινές μας συνομιλίες χρησιμοποιούμε
τις λέξεις «σύμβολο», «συμβολικό», «συμβολικώς» για να δηλώσουμε
ότι ένα αντικείμενο, μία φράση οδηγεί το νου μας, με τρόπο
αναγωγικό, σε ένα πράγμα, σε μία σκέψη, σ’ ένα γεγονός κτλ. Π.χ. το
δώρο που προσφέρουμε στον οικοδεσπότη, όταν μας καλεί για δείπνο,
είναι σύμβολο της φιλίας μας, της ευγνωμοσύνης μας, της
συμπάθειάς μας κτλ. Αυτός ο τρόπος σκέψης καλλιεργήθηκε σε
μεγάλο βαθμό μέσα στο χώρο της δυτικής θεολογίας. Εκεί έγινε
χρήση των όρων «ρεαλισμός» (Realismus) και «πραγματικότητα»
(Realität) προκειμένου να δηλωθούν ιδιότητες που ανήκουν
αποκλειστικά και μόνο στον αισθητό‐νοητό κόσμο (das Dingliche).82
Μοναδική πραγματικότητα είναι ο ορατός κόσμος που γίνεται
αντιληπτός διά μέσου των αισθήσεων. Για τη δυτική σχολαστική
θεολογική σκέψη η αποκάλυψη του Θεού ως φανέρωση της θείας
χάρης στον κόσμο, είναι ένα γεγονός που υπερβαίνει τις ιδιότητες και
τις δυνατότητες του ορατού κόσμου. Έτσι γίνεται λόγος για μία
υπερφυσική αποκάλυψη.83 Εάν όμως η πραγματικότητα του κόσμου
περιορίζεται μόνο στα αισθητά, τότε θα πρέπει να επινοηθεί μία άλλη
έννοια η οποία να μπορεί να εκφράζει την πραγματικότητα του Θεού
όπως επίσης και τη θρησκευτική εμπειρία. Αυτός ο προβληματισμός
οδήγησε στην καλλιέργεια της έννοιας «Μεταφυσική» για να
εκφράσει το περιεχόμενο μίας μετα‐πραγματικότητας που θα μπορεί
να κινείται πέρα από τα όρια του κόσμου των ορατών και αισθητών
αντικειμένων.84 Ως συνέπεια αυτού του διαχωρισμού επήλθε και κάτι
82 Anastasios Kallis, Orthodoxie. Was ist das?, Mainz 1978, σελ. 48.
83 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 197 κ.ε. Για τη
δυτική, σχολαστική θεολογική σκέψη γενικότερα ισχύει: Εκτός από την υπερφυσική
αποκάλυψη υπάρχει και η φυσική, η οποία όμως βασίζεται στη φύση και στο
ανθρώπινη σώμα. Αυτό συνεπάγεται (σύμφωνα πάντα με τη σχολαστική
θεολογική σκέψη) πως, όταν η αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο
πραγματοποιείται με τη θεία χάρη, τότε μιλούμε μόνο για υπερφυσική αποκάλυψη.
84 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 280.
61
85 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 280.
86 Αναστασίου Γιαννουλάτου, Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Σχέσεις της Ορθοδοξίας με
τις άλλες θρησκείες, στον τόμο: Andrew Walker / Κώστας Καρράς, Ζωντανή
Ορθοδοξία στον σύγχρονο κόσμο, (Μετάφραση από τα αγγλικά: Ιωσήφ Ροηλίδης),
Αθήνα 2001, σελ. 50.
87 Αναστασίου Γιαννουλάτου, Σχέσεις της Ορθοδοξίας με τις άλλες θρησκείες, ό.π.,
σελ. 50.
62
ρεαλισμός που οικοδομείται αποκλειστικά και μόνο στα συγκεκριμένα
ορατά αντικείμενα που εμπίπτουν άμεσα στις αισθήσεις μας.88 Αν
επεκτείνουμε τον παραπάνω συλλογισμό στο επίπεδο των σχέσεων
Θεού και ανθρώπου, τότε καταλήγουμε σε μια θεολογία η οποία
αρνείται κατηγορηματικά τη δυνατότητα μετοχής της θείας χάρης
μέσα από ορατά και απτά αντικείμενα. Και τούτο διότι η ενασχόληση
με τη θεία πραγματικότητα είναι ένα αποκλειστικό έργο του
ανθρώπινου πνεύματος και όχι του σώματος. Αυτός είναι και ο
ουσιαστικός λόγος για τον οποίο στη Δύση οι εικόνες δεν θεωρήθηκαν
ιερά πράγματα μήτε και έγιναν αντικείμενα τιμητικής προσκύνησης.89
Εάν μεταφερθούμε στον ελληνικό τρόπο σκέψης, τότε συναντούμε
μία διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση. Για τους Έλληνες της
κλασσικής αρχαιότητας η γνώση δεν είναι κάτι που αποσκοπεί μόνο
στην ικανοποίηση χρηστικών αναγκών. Είναι άλλωστε γνωστό σε
όλους το ρητό του Πλάτωνα: «Πᾶσα τε ἐπιστήμη χωριζόμενη τῆς
δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται».90 Η
γνώση συμβάλλει κατά πρώτο λόγο στον εξανθρωπισμό του
ανθρώπου. Ο Έλληνας, είτε ως φιλόσοφος της κλασσικής
αρχαιότητας είτε ως Πατέρας της Εκκλησίας θέτει πάντοτε ως σημείο
εκκίνησης στο στοχασμό του, ότι το πνεύμα και η ύλη, η
πνευματικότητα και λογική, ο μύθος και ο λόγος συνθέτουν ένα
λειτουργικό όλον.91 Αλλά και ο Θεός βρίσκεται σε μία αρμονική σχέση
με την κτίση και όχι σε μία αντιπαράθεση.92 Ας αναφέρουμε ένα απλό
παράδειγμα: μέσα από την ενότητα μεταξύ θρησκευτικής εμπειρίας
88 Anastasios Kallis, Orthodoxie. Was ist das?, ό.π., σελ. 48.
89 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της,
ό.π., σελ. 162 κ.ε.
90 Πλάτων, Μενέξενος, 247a. Βλ. επίσης: Ιωάννη Κογκούλη, Εισαγωγή στην
Παιδαγωγική, Θεσσαλονίκη 5 2005, σελ. 157.
91 Αθανασίου Στογιαννίδη, Φιλοσοφία της Παιδείας και Χριστιανισμός, ό.π., σελ. 210‐
261. Βλ. επίσης: Νίκου Ματσούκα, Λόγος και μύθος. Με βάση την αρχαία ελληνική
φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη3 1997, σελ. 145‐151.
92 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’. Έκθεση της ορθόδοξης
πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη, Θεσσαλονίκη 2 1996, σελ. 164:
«η άκτιστη ενέργεια, δημιουργική και τελειωτική των πάντων, δεν μπορεί να
συγκρουστεί προς την κτιστή πραγματικότητα».
63
93 Nikos Matsoukas, Orthodoxe Theologie im Kontext einer kulturellen Vielfalt, στον τόμο:
Bischof Evmenios von Lefka, A. Basdekis, N. Thon im Auftrag der Griechisch‐
Orthodoxen Metropolie und der Kommission der Orthodoxen Kirchen in Deutschland
(Hrsg.), Die Orthodoxe Kirche. Eine Standortsbestimmung an der Jahrtausendwende. Festgabe
für Prof. Dr. Dr. Anastasios Kallis, Frankfurt a.M. 2 2000, σελ. 144.
64
που απαντάται στον κόσμο των ιδεών.94 Η φιλοσοφική αυτή θεώρηση
υιοθετείται από τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας και
εμπλουτίζεται με μία εντελώς καινούρια σημασία. Για την ορθόδοξη
θεολογία, ο ορατός κόσμος δεν είναι πλέον μία σκιά του αοράτου. Δεν
τίθεται πια ζήτημα προτεραιότητας ή ιεραρχίας.95 Οι δύο κόσμοι
συνθέτουν τη μία δημιουργία του Τριαδικού Θεού που φέρει το όνομα
κτίση. Η κτίση είναι οντολογικά διαφορετική από τον άκτιστο
Δημιουργό της. Εντούτοις συνδέεται μαζί του ενεργειακά.96 Έχουμε
μιλήσει και προηγουμένως για τις άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού
Θεού. Τι εννοούμε ακριβώς; Στον Θεό κάνουμε μία διάκριση ανάμεσα
στην άκτιστη θεία ουσία Του και στις άκτιστες θείες ενέργειές Του.97 Η
έννοια θεία ουσία αναφέρεται στην απρόσιτη φύση του Τριαδικού
Θεού, την οποία ο άνθρωπος ουδέποτε θα μπορούσε ούτε να
προσεγγίσει ούτε να γνωρίσει. Η έννοια θείες ενέργειες υποδηλώνουν
τη δράση Του και την παρουσία Του μέσα στη δημιουργία και στην
ιστορία. 98 Οι ενέργειες είναι μεθεκτές και προσιτές για τον άνθρωπο
και τον κόσμο, «γιατί σκορπούν σ’ όλον τον κόσμο τη χάρη, τη ζωή και
τη δράση του Τριαδικού Θεού».99 Ο άνθρωπος βιώνει τη θεϊκή
παρουσία μέσω των θείων ενεργειών, οι οποίες δεν είναι ένα
δημιούργημα του Θεού αλλά ο ίδιος ο Θεός.100
Ikonenverständnis der orthodoxen Kirche, στο: του ιδίου, Brennender, nicht verbrennender
Dornbusch. Reflexionen orthodoxer Theologie, Münster 1999, σελ. 159.
95 Kallistos Ware, Der Aufstieg zu Gott. Glaube und geistliches Leben nach ostkirchlicher
Überlieferung, Freiburg im Breisgau 1983, σελ. 68.
96 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 147.
97 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 163.
98 Kallistos Ware, Der Aufstieg zu Gott, ό.π., σελ. 35.
99 Kallistos Ware, Der Aufstieg zu Gott, ό.π., σελ. 35.
100 Για έναν ορθόδοξο θεολόγο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο
Αυτό σημαίνει ότι ο Τριαδικός Θεός συγκρατεί και συνέχει όλη την
κτίση με τις άκτιστες ενέργειές του. Οι ενέργειες του Τριαδικού Θεού
με τον τρόπο αυτό παρέχουν τη λειτουργική ενότητα όλων των
επιμέρους τμημάτων της κτίσεως, δηλ. συνθέτουν την κτίση ως ένα
συμπαντικό όλον. Συνεπώς για την ορθόδοξη θεολογία δεν μπορούμε
να εντοπίσουμε κάποια διάσπαση και οριοθέτηση μεταξύ δύο κόσμων.
Ο κόσμος είναι ένας, είναι η μία κτίση που δημιούργησε ο Θεός και
διακρίνεται σε νοητή και αισθητή. Η μοναδική διάκριση που γνωρίζει
η ορθόδοξη θεολογία είναι αυτή μεταξύ της κτίσης από τη μια πλευρά
και του άκτιστου Τριαδικού Θεού από την άλλη.101 Πνεύμα και ύλη
συναποτελούν ένα λειτουργικό όλον, το οποίο στην κατά φύση του
πορεία εκλαμπρύνεται από την παρουσία και τη φωτοχυσία του
Θεού. Αυτό συνεπάγεται ότι το χάσμα μεταξύ φυσικού και
υπερφυσικού γεφυρώνεται.
Με βάση όλα τα παραπάνω αντιλαμβάνεται κανείς ότι στην
ορθόδοξη θεολογία η έννοια «πραγματικότητα» δεν παραπέμπει
μονάχα στον ορατό και αισθητό κόσμο, αλλά στη μία δημιουργία του
Θεού που είναι και ορατή και νοητή. Η ύλη και το πνεύμα, η
δημιουργία και ο Δημιουργός κοινωνούν μεταξύ τους. Τούτο
εγκαινιάζεται με το απολυτρωτικό έργο του Χριστού. Στην ορθόδοξη
πατερική γραμματεία γίνεται λόγος για μία υποστατική ένωση,102 κατά
την οποία δύο διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα παραμένουν και
αδιαίρετα και ενωμένα, χωρίς όμως να έχουν υποστεί κάποια
μεταλλαγή εξαιτίας της ένωσής τους αυτής. Τα δύο αυτά πράγματα
είναι η θεία και η ανθρώπινη φύση, οι οποίες ενώνονται μεταξύ τους
στην υπόσταση του Υιού και Λόγου του Θεού. Το χριστολογικό δόγμα
της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου περιγράφει την ένωση αυτή χωρίς να
υποδηλώνει μήτε ανάμιξη μήτε συγχώνευση Θεού και ανθρώπου
αλλά το συναμφότερον, δηλ. συνύπαρξη των διαφορετικών· τα
101 Georg Galitis / Georg Mantzaridis / Paul Wiertz, Glauben aus dem Herzen. Eine
Einfürhung in die Ortohodoxie, München 3 1994, σελ. 97. Βλ. επίσης: Νίκου Ματσούκα,
Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, Θεσσαλονίκη 2
1990, σελ. 21.
102 Anastasios Kallis, Vergöttlichung. Patristische Eschatologie der Gottebenbildlichkeit, στο:
103 Νίκου Ματσούκα, Ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως. Το δόγμα της Χαλκηδόνας και η
σημασία του, στο: του ιδίου, Μυστήριον ἐπί τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων και άλλα
μελετήματα, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 189‐208.
104 Ιωάννου Κογκούλη / Χρήστου Οικονόμου / Παναγιώτη Σκαλτσή, Η Θεία
Λειτουργία Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Θεσσαλονίκη 4 1995, σελ. 50.
105 Νίκου Ματσούκα, Ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως. Το δόγμα της Χαλκηδόνας και η
σημασία του, στο: του ιδίου, Μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων, ό.π., σελ. 207.
106 Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, Περὶ Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, PG 25, 192 B.
107 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η συμβολή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στον
καλείται να μετάσχει στις άκτιστες θείες ενέργειες, με σκοπό να
μεταμορφωθεί εν Χριστώ, να γίνει Θεός κατά χάριν χωρίς να πάψει
ούτε στιγμή να είναι ένας τέλειος άνθρωπος.108 Αυτή είναι και η
μοναδική δυνατότητα για την επίτευξη της αληθινής ολοκλήρωσης.109
Εάν ο Θεός γίνεται άνθρωπος, εάν ο ίδιος ο Θεός φανερώνει τη
λειτουργική ενότητα των πνευματικών και των υλικών πραγμάτων,
τότε ο άνθρωπος όταν αναφέρεται στον Θεό δεν είναι ανάγκη να
αυτοαιχμαλωτίζεται στο πνεύμα του· έχει κάθε δικαίωμα να λάβει
υπόψη και το σώμα του. Η θρησκευτική εμπειρία πρέπει να εκφράζει
πάνω από τις κτιστές, φυσικές δυνατότητές του. Όπως λέει, πολύ επιτυχώς, ο άγιος
Μάξιμος, ″πάσχομεν ὡς ὑπὲρ φύσιν οὖσαν κατἀ χάριν, ἀλλ’ οὐ ποιοῦμεν τὴν
θέωσιν· οὐ γὰρ ἔχομεν φύσει δεκτικὴν τῆς θεώσεως δύναμιν″. Η θέωση αποτελεί
σκοπό του Θεού για τον άνθρωπο και άκτιστη δωρεά του προς αυτόν».
Σχολιάζοντας το παραπάνω απόσπασμα, που προέρχεται από σχετικό κείμενο του
Δημητρίου Τσελεγγίδη, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στην ορθόδοξη
πνευματική ζωή θα ήταν εντελώς αδόκιμο να μιλούμε για ιδανικά, για ιδεώδη ή –
εν πάσει περιπτώσει – για κάποιο είδος αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου. Τα
ιδανικά και οι ιδέες παραπέμπουν σε μία ιδεαλιστική φιλοσοφία, κατά την οποία ο
άνθρωπος διαθέτει όλον τον απαραίτητο υπαρξιακό εξοπλισμό, προκειμένου να
επιτύχει μόνος του έναν ιδεατό σκοπο που ο ίδιος έχει θέσει ή που του είναι
έμφυτος. Τέτοιες απόψεις συναντούμε π.χ. στο έργο ενός μεγάλου εκπροσώπου του
γερμανικού Ιδεαλισμού, Wilhelm von Humboldt. (Για τον Wilhelm von Humboldt
καθώς και για τον τρόπο με τον οποίον οι θέσεις του συνδέονται με την παιδεία βλ.:
Karl Ernst Nipkow, Bildung in einer pluralen Welt. Band 1. Moralpädagogik im Plural,
Gütersloh 1998, σελ. 187‐188). Στην ορθόδοξη πνευματική ζωή, όμως, όταν
αναφερόμαστε στην έννοια της θέωσης, δεν είναι δυνατόν να ομιλούμε περί
αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου ούτε περί ιδανικών. Και τούτο, διότι η θέωση δεν
είναι κάποιο ιδανικό το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να κατορθώσει, βασιζόμενος στις
δικές του δυνάμεις, αλλά ο σκοπός που θέτει ο Θεός για τον άνθρωπο και που μόνο
ο Θεός μπορεί να πραγματώσει για τον άνθρωπο. Συνεπώς, η θέωση δεν είναι μία
μορφή αυτοπραγμάτωσης, δηλ. αυτοεκπλήρωσης ενός επιδιωκόμενου ή έμφυτου
σκοπού, αλλά εξάπαντος μία θεία δωρεά που υπερβαίνει τις κτιστές οντολογικές
προδιαγραφές της ανθρώπινης ύπαρξης.
108 Anastasios Kallis, Bild und Gleichnis Gottes. Der Mensch als Mikrokosmos in der Sicht der
την παιδεία έχουμε κάνει εκτενή αναφορά σε παλαιότερη μελέτη μας. Βλ.
Αθανασίου Στογιαννίδη, Φιλοσοφία της Παιδείας και Χριστιανισμός, ό.π., σελ. 65‐76.
68
τη λειτουργική ενότητα. Ο άνθρωπος μπορεί να μιλάει για τον Θεό
και προς τον Θεό τόσο με το πνεύμα του όσο και με τις αισθήσεις του.
Τι θα πρέπει επομένως να είναι ένα σύμβολο που λειτουργεί ως
φορέας της θείας Χάρης μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας; Πρώτα απ’
όλα θα πρέπει να είναι ένα αντικείμενο ορατό, ένα τμήμα του
αισθητού κόσμου. Θα πρέπει συγχρόνως να εκφράζει την ενότητα
ορατών και νοητών πραγμάτων. Αυτό καθίσταται δυνατό, όταν το
σύμβολο είναι ένα τέτοιο ορατό αντικείμενο το οποίο διευρύνει τη
σημασία που έχει για τον αισθητό κόσμο για να την επεκτείνει και
στο νοητό. Γίνεται σύμβολο, διότι – όπως άλλωστε υποδηλώνει η
ετυμολογία του110 – φέρνει δύο πράγματα το ένα κοντά στο άλλο ( =
συμβάλλει ), τον ορατό κόσμο και τον αόρατο, την ύλη και το πνεύμα
και εν τέλει το ενδοκοσμικό με το υπερβατικό, δηλ. τα ανθρώπινα
πράγματα με τις άκτιστες θείες ενέργειες. Η θεία χάρη καθοράται
αλλά και γίνεται μεθεκτή μέσω των αισθήσεων, όπως επισημαίνει ο
Απόστολος Παύλος: «τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς
ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται ἤ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ
θειότης».111
Στην ορθόδοξη θεολογία απαντάται η έννοια «συμβολικός
ρεαλισμός». Ο Αναστάσιος Κάλλης τονίζει τα εξής: «Η αντίθεση
ανάμεσα στην αδυναμία του ανθρώπου να εννοήσει τα θεία
Μυστήρια με ενδοκοσμικές κατηγορίες από τη μια, και στην ανάγκη
να εκφράσει ο άνθρωπος ενδοκοσμικά το μήνυμα του Ευαγγελίου ως
την αλήθεια της αγιαστικής και θεωτικής εμπειρίας της Εκκλησίας,
υπερβαίνεται μέσω του συμβολικού ρεαλισμού».112 Το σύμβολο
110 Αλεξάνδρου Σμέμαν, Ευχαριστία. Το Μυστήριο της Βασιλείας, (Μετάφραση από
τα αγγλικά: Ιωσήφ Ροηλίδης), Αθήνα 2 2000, σελ. 56.
111 Πρὸς Ρωμαίους, 1, 20. Το ίδιο χωρίο αναφέραμε και σε προηγούμενη συνάφεια
στην εργασία μας αυτή, όταν αναφερθήκαμε στα αναγωγικά σύμβολα (§ 1.1.3.).
Εδώ θα πρέπει να ερμηνεύσουμε το ρήμα «καθορᾶται» με δύο διαφορετικές
σημασίες. Άλλο πράγμα να αισθητοποιείς την παρουσία του Θεού με τη βοήθεια
αναγωγικών μέσων, και άλλο τα ίδια τα μέσα να είναι φορείς των ακτίστων
ενεργειών του Θεού.
112 Anastasios Kallis, Orthodoxie. Was ist das?, ό.π., σελ. 49. Βλ. επίσης: Παναγιώτη
Σκαλτσή, Η των συμβόλων αλήθεια, ό.π., σελ. 41: «ο συμβολισμός της Γραφής είναι
69
αναλαμβάνει το έργο να απεικονίσει μία νοητή πραγματικότητα μέσα
από αισθητές κατηγορίες. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να εκφράσει
η Εκκλησία την αγιαστική της εμπειρία.113 Η Ορθόδοξη Καθολική
Εκκλησία, επειδή ακριβώς κατεργάζεται το μεγάλο γεγονός της εν
Χριστώ μεταμόρφωσης του ανθρώπου και όλης της κτίσης «είναι η
Εκκλησία της Μεταμορφώσεως. […] Ολόκληρος ο κόσμος, η ίδια η ύλη
μεταμορφώνεται με τη χάρη του Θεού».114 Η εν Χριστώ μεταμόρφωση
του ανθρώπου είναι μεταμόρφωση ολόκληρου του ανθρώπου και όχι
ενός τμήματός του. Ειδάλλως η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του
Θεού δεν θα είχε κανένα νόημα. Γι’ αυτό και οι Πατέρες της
Εκκλησίας αγωνίστηκαν ενάντια σε κάθε μορφή μονοφυσιτισμού.115
Ο συμβολικός ρεαλισμός μάς λέει με λίγα λόγια ότι στο σύμβολο δεν
ενυπάρχει κάποια ιδέα αλλά κάποιο πράγμα· ότι η πραγματικότητα
και όχι κάποια φαντασίωση είναι εκείνο που εμπεριέχεται στα
σύμβολα. Το χημικό σύμβολο H2O δεν συνδέεται οντολογικά με το
νερό όπως όλοι γνωρίζουμε, αλλά είναι ένα συμβατικό σύμβολο, δηλ.
κάτι που δηλώνει μία συμβατική σχέση ανάμεσα στο σύμβολο και στο
συμβολιζόμενο. Τα σύμβολα της τρίτης κατηγορίας στην Ορθόδοξη
Καθολική Εκκλησία δεν είναι τέτοιου είδους· δεν μεταφέρουν ένα
νόημα, δεν εκφράζουν απλώς κάποια μεταφορά ή κάποια αλληγορία
που θα μας οδηγήσει στην ανακάλυψη μιας δεύτερης έννοιας, αλλά
είναι κατεξοχήν δοχεία της θείας Χάρης. Η χάρη του Θεού είναι
πραγματικά παρούσα σε αυτά.116 Τα σύμβολα αυτά, ενώ είναι κτιστά
ρεαλιστικός και όχι αλληγορικός. Δεν μπορούν όλα αυτά να κοιταχθούν με το μάτι
της Αλεξανδρινής σχολής του Ωριγένη».
113 Πρβλ. Αλεξάνδρου Σμέμαν, Ευχαριστία, ό.π., σελ. 56.
114 Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χρόνος και άνθρωπος, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 141. Βλ.
επίσης: Gillian Crow, Το ορθόδοξο όραμα της καθολικότητας, στο: Andrew Walker /
Κώστας Καρράς, ό.π., σελ. 37: «η Ορθοδοξία βλέπει ολόκληρη τη ζωή μυστηριακά,
ικανή να μεταβληθεί σε παρουσία της Βασιλείας του Θεού με τη βοήθεια του αγίου
Πνεύματος».
115 Αναλυτικότερα βλ. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’, ό.π.,
σελ. 217‐249.
116 Nikos Nissiotis, Die Theologie der Ostkirche im ökumenischen Dialog. Kirche und Welt in
orthodoxer Sicht, Stuttgart 1968, σελ. 109: «Σύμβολο στη λειτουργική γλώσσα της
Εκκλησίας δεν είναι απλώς μία μεταφορά ή αλληγορία, αλλά θεμελιώνεται στην
πραγματικότητα της ενανθρώπησης του Θεού και της επίσκεψης του Αγίου
70
Πνεύματος εν χρόνω […] σύμβολο είναι το μέσο δια του οποίου οι άνθρωποι
εκφράζουν την παρουσία του Θεού ανάμεσα τους· το σύμβολο αναπαριστά την
κοινότητα των πιστών η οποία προετοιμάζεται να συναντήσει μία κεκρυμμένη και
βαθύτερη πραγματικότητα: την επιστροφή του Χριστού δυνάμει του Αγίου
Πνεύματος».
117 Παναγιώτης Σκαλτσής, Η των συμβόλων αλήθεια, ό.π., σελ. 45.
118 Αναλυτικότερα βλ.: Πέτρου Βασιλειάδη, Η θεολογική κατανόηση των Μυστηρίων
στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, στο: του ιδίου, Lex Orandi. Μελέτες λειτουργικές
θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 55‐73.
119 Τα σύμβολα της τρίτης αυτής κατηγορίας συσχετίζονται πάντοτε με
αντίστοιχες λατρευτικές πράξεις, οι οποίες άλλοτε μπορεί να είναι αναγωγικά
μέσα και άλλοτε να εκφράζουν μια πραγματικότητα, όπως π.χ. η τριπλή κατάδυση
και ανάδυση του παιδιού μέσα στην κολυμβήθρα δεν είναι ένα αναγωγικό σύμβολο
αλλά όπως θα δούμε στη συνέχεια πραγματική μετοχή στο θάνατο και στην
ανάσταση του Χριστού.
120 Νικολάου Καβάσιλα, «Ἑρμηνεία τῆς θείας λειτουργίας, PG 150, 452 C.
71
121 Χρήστου Χριστοφορίδη, Η φύση του συμβόλου και η κτιστή πραγματικότητα, ό.π.,
σελ. 61.
122 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία
της, ό.π., σελ. 87: «Οι εικόνες είναι σύμβολα της Εκκλησίας με την έννοια ότι
συμβάλλουν στην κατανόηση της πραγματικότητας που επιχειρούν να εκφράσουν.
Στην κατανόηση αυτή οδηγούν οι εικόνες παρουσιάζοντας την ορατή πλευρά της
αόρατης πραγματικότητας, που εικονίζουν».
123 Συνοδικός Τόμος του 1351. Το χωρίο αυτό βρίσκεται στο βιβλίο του Νίκου
14: «η θρησκευτική γλώσσα είναι συμβολική ή μυθολογική κι όχι περιγραφική ή
κυριολεκτική. […] Για το λόγο δε αυτό οι χρησιμοποιούμενοι όροι δεν κατανοούνται
στην άμεση αναφορά τους, αφού οι πραγματικότητες που αντιπροσωπεύουν
υπερβαίνουν τον κόσμο της κατ’ αίσθηση εμπειρίας».
125 Ἀθανασίου του Μεγάλου, Λόγος εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, PG 28, 1080 C. Βλ. επίσης:
Παναγιώτη Σκαλτσή, Η των συμβόλων αλήθεια, ό.π., σελ. 45.
126 Αλεξάνδρου Σμέμαν, Ευχαριστία, ό.π., σελ. 56‐57: «Το εμπειρικό (ή ″ορατό″) και
το πνευματικό (ή ″αόρατο″) δεν ενώνονται […] αναλογικά (″αυτό αναπαριστά
εκείνο″), […] αλλά θεοφανικά (″δι’ επιφανείας″). Η μία πραγματικότητα φανερώνει
(επιφαίνει) και επικοινωνεί με την άλλη· και το σπουδαιότερο, μόνο στο βαθμό που
το ίδιο το σύμβολο είναι συμμετοχή στην πνευματική πραγματικότητα που έχει
κληθεί να υλοποιήσει».
127 Βλέπουμε με πόσο όμορφο τρόπο η ορθόδοξη θεολογία καλλιέργησε την έννοια
του συμβόλου ήδη αιώνες πριν την εμφάνιση της νεότερης φιλοσοφικής σκέψης της
Δύσης. O Αυστριακός χριστιανοπαιδαγωγός Anton Bucher εκφράζει όμως μία
διαφορετική θέση: «Σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να αποδώσουμε στους
Έλληνες την πρωτοτυπία, ότι διαμόρφωσαν την έννοια του συμβόλου με μία ιδεατή
ή αφηρημένη διάσταση, π.χ. ως μία συνάφεια μεταξύ ορατών και αοράτων. […]
73
Υπάρχουν όμως βάσιμοι λόγοι να αποδεχτούμε, ότι μία τέτοια κατανόηση του
συμβόλου θεμελιώνεται στις κατηγορίες της φιλοσοφικής σκέψης των νεότερων
χρόνων». (βλ. Anton Bucher, Symbol – Symbolbildung – Symbolerziehung, St. Ottilien
1990, σελ. 35‐36). Η ανάλυση που παραθέτουμε στο κείμενό μας αποδεικνύει ότι η
θέση αυτή δεν μπορεί να είναι ακριβής και τεκμηριωμένη. Ο Bucher όταν
αναφέρεται στους Έλληνες προφανώς εννοεί τους Έλληνες της αρχαιότητας. Οι
Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας δυστυχώς δεν συνυπολογίζονται. Προφανώς ο εν
λόγω Αυστριακός ερευνητής είτε δεν γνωρίζει τη θεολογία του συμβόλου που
αναπτύχθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας, είτε για κάποιο λόγο, που δεν μας
αναφέρει, αποφεύγει την ενασχόληση μαζί της.
128 Αλέξανδρου Σμέμαν, Ευχαριστία, ό.π., σελ. 57: «Στο σύμβολο τα πάντα
φανερώνουν την πνευματική πραγματικότητα, αλλά το καθετί που ανήκει στην
πνευματική πραγματικότητα δεν εμφανίζεται ως μέρος του συμβόλου». Το
σύμβολο είναι πάντοτε μερικό, ατελές».
129 Προς Κορινθίους Α’ 13, 9‐10.
130 Νίκου Ματσούκα, Λόγος και Μύθος, ό.π., σελ. 172.
(Εισαγωγή – κείμενο –μετάφραση – σχόλια), Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 63 κ.ε.
74
Ορθόδοξη λατρεία. (Ιδιαίτερα στη θεία Ευχαριστία), στο περιοδικό: ΣΥΝΑΞΗ 71 /
1999, σελ. 16.
133 Για το ζήτημα της εσχατολογίας βλ.: Πέτρου Βασιλειάδη, Εσχατολογία, Εκκλησία
135 Michael Meyer‐Blanck, Liturgie und Liturgik. Der Evangelische Gottesdienst aus
Quellentexten erklärt, Gütersloh 2001, σελ. 127.
136 Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, ό.π., σελ. 427.
76
αυτή τα χαρισματικά σύμβολα δεν είναι μόνο φορείς των ακτίστων
ενεργειών του Θεού αλλά συνάμα και χαρισματικές απεικονίσεις·
γίνονται όχημα της χάριτος και ταυτόχρονα εκφραστές της θείας
Οικονομίας. Έτσι διαφαίνεται ο διττός τους χαρακτήρας: είναι μέσα της
χάριτος και ταυτόχρονα ορατά σημεία της χάριτος. 137
Ως χαρισματικές απεικονίσεις είναι επόμενο να παραπέμπουν σε
μία σχέση που υφίσταται ανάμεσα σ’ ένα πρωτότυπο και στην εικόνα
του. Η εικόνα δεν είναι όμοια κατά πάντα με το πρωτότυπο. Το
χαρισματικό σύμβολο ως χαρισματική απεικόνιση των εσχάτων είναι
τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά από το πρωτότυπο που εικονίζει.
Κοντά, διότι μας δίνει μία εσχατολογική πρόγευση· μακριά διότι η ζωή
των εσχάτων θα φανερωθεί στην πληρότητά της κατά τη Δευτέρα
Παρουσία του Χριστού.
Αφορμή για τον παραπάνω εννοιολογικό νεολογισμό στάθηκαν οι
θέσεις κάποιων Πατέρων της Εκκλησίας, τις οποίες και αναφέρουμε
ευθύς αμέσως. Στη Μυσταγωγία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού
βλέπουμε η λέξη «εικόνα» να έχει μία πολύ ευρεία σημασία.138 Η
Εκκλησία είναι εικόνα της ενότητας του Θεού139, β. εικόνα της
ενότητας όλης της κτίσης (ορατός και αόρατος κόσμος),140 γ. εικόνα
της ενότητας μόνο της ορατής κτίσης,141 δ. εικόνα της ψυχοσωματικής
ενότητας του ανθρώπου142 και ε. εικόνα της ενότητας του λογικού,
δηλ. της ενότητας ανάμεσα στο νου και στο λόγο του ανθρώπου.143 Η
λέξη εικόνα θέλει να δηλώσει μία σχέση ανάμεσα στο πρωτότυπο και
στο αντίγραφο. Το αντίγραφο αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τις
140 Ομοίως, PG 91, 668C.
141 Ομοίως, PG 91, 672A.
142 Ομοίως, PG 91, 672B.
143 Ομοίως, PG 91, 672D.
77
Ἱεραρχίαν, PG 4, 137.
145 Πρβλ. Ιωάννη Ζηζιούλα, Μητροπολίτου Περγάμου, Συμβολισμός και Ρεαλισμός
στην Ορθόδοξη Λατρεία, ό.π., σελ. 12: «Ο δεύτερος πόλος του συμβολισμού είναι
ακριβώς εκείνος που κινείται μεταξύ της Αναστάσεως και του μέλλοντος στην
εσχάτη του μορφή. Ο συμβολισμός αυτός […] που μόνον η Ορθόδοξη λατρεία
προσφέρει θα μπορούσε να ονομασθεί εικονολογικός».
146 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 286.
147 Ιωάννου του Δαμασκηνού, Περὶ Εἰκόνων, PG 94, 1337 A‐B.
78
θέλει να αποτυπώσει με αισθητά μέσα αυτό που είναι αόρατο, κρυφό
και αθέατο. Κάτω από αυτή την προοπτική τα χαρισματικά σύμβολα
είναι χαρισματικές απεικονίσεις, διότι αποτελούν παραδείγματα της
μέλλουσας ζωής, παραδείγματα τα οποία ως μεταμορφωμένες
πραγματικότητες δεν απεικονίζουν φυσικά τον Τριαδικό Θεό αλλά
δεικνύουν αισθητά την παρουσία Του και εικονίζουν πραγματικά τη ζωή
των εσχάτων. Σε αυτό αναφέρεται και ο Νίκος Νησίωτης όταν γράφει
πως: «Τα σύμβολα είναι η γλώσσα της Εκκλησίας μεταξύ σταυρού,
ανάστασης και Δευτέρας Παρουσίας. Τα σύμβολα προσπαθούν εκ των
προτέρων να απεικονίσουν τη μεγαλοπρέπεια των εσχάτων, η οποία
ήδη άρχισε να φανερώνεται εν χρόνω».148
Συνοψίζοντας όλα όσα αναλύσαμε για τα χαρισματικά σύμβολα,
πιστεύουμε ότι έγινε ευδιάκριτο, ποιος είναι εν τέλει ο κοινός
παρονομαστής τους. Είναι η χαρισματική παρουσία του Θεού. Αυτό το
συναντούμε στις εικόνες της Εκκλησίας. Όχι όμως μόνο εκεί.
Συνεπώς, δεν υπάρχει κάποιος λόγος που θα μας εμπόδιζε να
επεκτείνουμε την τρίτη κατηγορία των συμβόλων που περιγράφει ο
Δημήτριος Τσελεγγίδης σε όλες τις περιπτώσεις όπου η θεία χάρη
είναι παρούσα. Οι εικόνες βέβαια αποτελούν τον πυρήνα της
ορθόδοξης θεολογικής σκέψης. Η έννοια της χαρισματικής παρουσίας
του Θεού είναι επίσης χαρακτηριστικό στοιχείο των εικόνων. Μία
διερεύνηση του βαθύτερου περιεχομένου τους θα μας βοηθούσε,
εξάλλου, στο να περιγράψουμε με πιο ολοκληρωμένο τρόπο την
κατηγορία των χαρισματικών συμβόλων. Αυτό θα επιχειρήσουμε
στην ενότητα που ακολουθεί.
Nikos Nissiotis, Die Theologie der Ostkirche im ökumenischen Dialog. Kirche und Welt in
148
orthodoxer Sicht, Stuttgart 1968, σελ. 109. (Πρωτότυπο κείμενο στα γερμανικά.
Απόδοση από τον συγγραφέα).
79
149 Henry Liddell – Robert Scott, Μέγα λεξικόν τῆς ἐλληνικῆς γλώσσης, (μετάφραση:
Ξ. Μόσχου), τόμος 2, Αθήναι 1907, σελ. 30. Βλ. επίσης: Anastasios Kallis, Teilhabe am
unsichtbaren Transzendenten. Hinführung zum Ikonenverständnis der orthodoxen Kirche, στο:
του ιδίου, Brennender, nicht verbrennender Dornbusch. Reflexionen orthodoxer Theologie,
Münster 1999, σελ. 149.
150 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία
της, ό.π., σελ. 19.
151 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία
της, ό.π., σελ. 24.
152 Προς Κολασσαείς, 2, 15.
153 Ιωάννου του Δαμασκηνού, Περὶ Εἰκόνων, PG 94, 1340 AB. Βλ. επίσης: Δημητρίου
Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της, ό.π., σελ. 27.
80
προτεραιότητας ανάμεσα στον Υιό και στον Πατέρα.154 Από την άλλη
πλευρά οι τεχνητές εικόνες ομοιάζουν με το πρωτότυπό τους όχι ως
προς την ουσία αλλά ως προς την υπόσταση.155 Με άλλα λόγια η
τεχνητή εικόνα «αναφέρεται μόνο στα εξωτερικά, ορατά
χαρακτηριστικά της υποστάσεως του πρωτοτύπου».156 Στην κατηγορία
των τεχνητών εικόνων υπάγονται όλες οι εικόνες του Χριστού, της
Θεοτόκου, των προφητών, των προπατόρων και γενικότερα όλων των
αγίων, όπως επίσης και ιστορικά γεγονότα από την Παλαιά ή την
Καινή Διαθήκη αλλά και από τη μεταγενέστερη ιστορική πορεία της
Εκκλησίας.
Η θεολογία των εικόνων καθιερώθηκε με τις αποφάσεις της Ζ’
Οικουμενικής Συνόδου (Νίκαια 787).157 Στη Νίκαια παίρνει τέλος η
πρώτη φάση μιας αιρετικής κακοδοξίας, που είχε συνταράξει την
ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία και έμεινε γνωστή στην ιστορία ως
Εικονομαχία. Στην πρώτη αυτή περίοδο η πρωταγωνιστική μορφή που
ανέλαβε τη διατύπωση και προάσπιση του ορθόδοξου φρονήματος και
δόγματος ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η Ζ’ Οικουμενική
Σύνοδος αναφέρθηκε σε δύο έννοιες, τις οποίες και διέκρινε
σαφέστατα: άλλο πράγμα είναι ο ασπασμός και η τιμητική
προσκύνηση, και άλλο η λατρεία.158 Οι εικόνες είναι αντικείμενα
τιμητικής προσκύνησης, ενώ η λατρεία ανήκει μόνο στον Τριαδικό
Θεό.
της, ό.π., σελ. 27.
155 Θεοδώρου Στουδίτου, Ἀντιρρητικός 3, PG 99, 405 A: «Παντός εἰκονιζομένου, οὐχ ἡ
φύσις, ἀλλ’ ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται». Βλ. επίσης: Παύλου Ευδοκίμωφ, Η τέχνη της
εικόνας. Θεολογία της ωραιότητας. (Μετάφραση από τα γαλλικά: Κώστα
Χαραλαμπίδη), Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 160.
156 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία
της, ό.π., σελ. 32.
157 Περιληπτικά στοιχεία για την Εικονομαχία βλ.: Παύλου Ευδοκίμωφ, Η τέχνη της
εικόνας,ό.π., σελ. 131‐137 και 151‐163. Βλ. επίσης: Günter Lange, Bild und Wort. Die
Katechetischen Funktionen des Bildes in der griechischen Theologie des sechsten bis neuzehnten
Jarhunderts, Paderborn 2 1999.
158 Friedrich Heiler, Die Ostkirchen. Neuarbeitung von „Urkirche und Ostkirche“, München
1971, σελ. 194.
81
159 Anastasios Kallis, Teilhabe am unsichtbaren Transzendenten, ό.π., σελ. 164.
160 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία
της, ό.π., σελ. 121.
161 Ιωάννου του Δαμασκηνού, Περὶ Εἰκόνων, PG 94, 1264 C. Βλ. επίσης: Δημητρίου
Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της, ό.π., σελ.
123‐125.
82
υπόθεση που αφορά στον όλο άνθρωπο, τότε πρέπει να εγγίζει κάθε
μόριο της ύπαρξής του. Είναι πραγματικά εκπληκτική και
αφοπλιστική η παραπάνω ρήση του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού.
Πόθος του ορθόδοξου χριστιανού είναι να βλέπει τα άγια πράγματα
με τις αισθήσεις του. Η θέα των εικόνων δίνει στον άνθρωπο τη
δυνατότητα να αντιλαμβάνεται σωματικώς τη νοητή πραγματικότητα
των αγίων. Σε αυτό ακριβώς εντοπίζεται το βαθύτερο νόημα των
εικόνων: το νοητό να γίνει προσιτό μέσω των αισθήσεων.
Όπως είδαμε στην περίπτωση των χαρισματικών συμβόλων, έτσι και
εδώ το χριστολογικό δόγμα της Χαλκηδόνας θεμελιώνει τη θεολογία
των εικόνων: Ο Θεός έγινε άνθρωπος, πήρε σάρκα και οστά· άρα
μπορούμε να τον δούμε στο πρόσωπο του Χριστού και μπορούμε να
απεικονίζουμε αυτό που είδαμε.162 Ο Θεός καθίσταται ορατός μέσω
των αισθήσεων. Οι ανθρώπινες αισθήσεις έχουν πλέον τη δυνατότητα
να ατενίσουν τη θεία πραγματικότητα. Η πνευματική διάσταση
αναπαριστάνεται, απεικονίζεται μέσω της υλικής. Το ότι μπορούμε
και απεικονίζουμε τη θεωμένη ανθρώπινη φύση του Χριστού, μάς
δίνει τη δυνατότητα να απεικονίσουμε τα μεταμορφωμένα εν Χριστώ
πρόσωπα των αγίων. Περί τούτο σημειώνει ο Δημήτριος Τσελεγγίδης:
«Αν η εικονογράφηση του Χριστού και της Θεοτόκου βεβαιώνει και
διακηρύσσει την εναθρώπηση του Θεού Λόγου, η εικονογράφηση των
αγίων φανερώνει τα δοξασμένα μέλη του μυστηριακού και
θεανθρώπινου σώματος του Χριστού. Ενώ λοιπόν οι εικόνες του
Χριστού και της Θεοτόκου εκφράζουν πρωταρχικά το χριστολογικό
δόγμα, οι εικόνες των αγίων αποκαλύπτουν τις οντολογικές‐ηθικές
συνέπειες του χριστολογικού δόγματος στην εν Χριστώ ύπαρξη των
εικονιζομένων προσώπων».163 Η θεολογία της ενανθρώπησης είναι
εκείνη που θεμελιώνει τη θεολογία της εικόνας και όχι η πλατωνική
της, ό.π. σελ. 93: «Η Εκκλησία θεμελιώνει την εικονογράφηση του Χριστού πάνω
στην πραγματικότητα της εναθρωπήσεως. Έτσι η εικόνα του Χριστού βεβαιώνει και
διακηρύσσει την ενανθρώπησή του».
163 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία
της, ό.π., σελ. 115.
83
164 F. Heiler, Die Ostkirchen, ό.π., σελ. 195: «Η πλατωνική διδασκαλία, σύμφωνα με
την οποία τα επίγεια φαινόμενα είναι απεικονίσεις του επέκεινα, του καθαρώς
πνευματικού πρωτοτύπου, δεν στάθηκε απλώς μία θεολογική νοηματοδότηση της
τιμητικής προσκύνησης των εικόνων, αλλά έγινε γενικός κανόνας της βυζαντινής
και της ρωσικής τεχνοτροπίας».
165165 Sergeij Bulgakow, Die Orthodoxie. Die Lehre der orthodoxen Kirche. (Übersetzt aus
dem Russischen und eingeleitet von Thomas Bremer), Trier 1996, σελ. 212 κ.ε.
166 Παύλου Ευδοκίμωφ, Η τέχνη της εικόνας, ό.π., σελ. 153.
της, ό.π., σελ. 34 κ.ε.
168 Mansi 15, 252 C. Βλ. επίσης: Παύλου Ευδοκίμωφ, Η τέχνη της εικόνας, ό.π., σελ.
164.
169 Ιωάννου Ζηζιούλα, Μητροπολίτου Περγάμου, Συμβολισμός και Ρεαλισμός στην
Ορθόδοξη λατρεία, ό.π., σελ. 13 κ.ε.
84
κάθε πράγμα που συνδέεται μαζί του:170 τα ενδύματα ενός αγίου, το
σπίτι του κ.ά. όπως επίσης και τα αντικείμενα που τον εξεικονίζουν. Η
εν Χριστώ μεταμόρφωση ενός ανθρώπου διαπερνά κάθε μόριο της
ύπαρξής του, άρα και την υπόστασή του. Οι υποστάσεις των αγίων
ανθρώπων συμμετέχουν στην αγιαστική χάρη του Θεού,
εξαγιάζονται. Οι άγιοι, σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, είναι
χαρισματικά παρόντες στις εικόνες τους.171 Οι εικόνες καθίστανται
χαρισματικώς δοχεία των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Δεν είναι
τυχαίο που ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός χαρακτηρίζει τις εικόνες
«θείας ἐνεργείας δοχεία».172 Τούτο όμως κάνει εμφανές, ότι αυτό που
αγιάζει δεν είναι ο εικονιζόμενος άγιος αλλά η παρουσία της χάρης
του Θεού.
Οι πιστοί δεν προσκυνούν σε καμία περίπτωση το υλικό από το
οποίο είναι φτιαγμένες οι εικόνες, αλλά την υπόσταση που
εικονίζεται. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει: «Ἀμέλει
πολλάκις μὴ κατὰ νοῦν ἔχοντες τὸ τοῦ Κυρίου πάθος, τὴν εἰκόνα της
Χριστοῦ σταυρώσεως ἰδόντες, τοῦ σωτηρίου πάθους εἰς ἀνάμνησιν
ἐλθόντες, πεσόντες προσκυνοῦμεν οὐ τῇ ὕλη, ἀλλὰ τῷ εἰκονιζομένῳ,
ὥσπερ οὐ τῇ ὕλῃ τοῦ εὐαγγελίου οὐδὲ τῇ τοῦ σταυροῦ ὕλῃ
προσκυνοῦμεν, ἀλλὰ τῷ ἐκτυπώματι. […] ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ πρὸς τὸ
πρωτότυπον διαβαίνει».173 Προσκύνηση των εικόνων σημαίνει
προσκύνηση των εικονιζόμενων υποστάσεων, η οποίες είναι
χαρισματικά παρούσες στις εικόνες τους.174 Οι άγιοι παραπέμπουν
στον κατεξοχήν άγιο, στον Ιησού Χριστό· γι’ αυτό όχι μόνο η εικόνα
της, ό.π., σελ. 158.
171 Hans‐Joachim Schulz, Die byzantinische Liturgie. Glaubenszeugnis und Symbolgestalt,
Trier 1980, σελ. 101: «Πρέπει λοιπόν να απεικονίζουμε το πορτραίτο του Χριστού,
των αγγέλων και των αγίων, διότι για τους πιστούς η συνεχής τους παρουσία μέσα
στα λειτουργικά δρώμενα είναι για μας μία πραγματικότητα».
172 Ιωάννου του Δαμασκηνού, Περὶ Εἰκόνων, PG 94, 1353 B.
173 Ιωάννου Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ό.π, σελ. 394.
174 Sergeij Bulgakov, Die Orthodoxie, ό.π., σελ. 213: «Η προσκύνηση των ιερών εικόνων
του Χριστού αλλά και η εικόνα της Θεοτόκου και όλων των αγίων
είναι αντικείμενα τιμητικής προσκύνησης. Οι άγιοι είναι εν Χριστώ
μεταμορφωμένοι άνθρωποι. Φέρουν μέσα τους τον Χριστό.175 Με αυτή
την έννοια η τιμητική προσκύνηση των εικόνων αποκτά μία βαθύτερη
σημασία: είναι η μία προσκύνηση του Ιησού Χριστού. Η πεποίθηση
αυτή προστατεύει το σώμα της Εκκλησίας από κάθε είδος
δυσειδαιμονίας.176 Με την έννοια αυτή μπορούμε να πούμε ότι το
συμβολιζόμενο πράγμα στις εικόνες είναι οι άκτιστες θείες ενέργειες οι
οποίες θεώνουν τις ανθρώπινες υποστάσεις. Προσκυνώντας την
εικόνα ενός αγίου ουσιαστικά προσκυνούμε τον Τριαδικό Θεό. Αυτό
λοιπόν που απεικονίζεται στις εικόνες δεν είναι απλώς μία υπόσταση,
αλλά το αποτέλεσμα της θεωτικής ενέργειας του Τριαδικού Θεού, δηλ.
η εν Χριστώ μεταμόρφωση του ανθρώπου.
Με βάση τα παραπάνω κατανοεί εύκολα κανείς, ότι η προσκύνηση
των εικόνων καθίσταται αφορμή λατρείας του Θεού και ομολογίας
του σωτηριώδους έργου του.177 Η ομολογία αυτή εκφράζει την αλήθεια
ότι ο Θεός σώζει τον άνθρωπο μέσω της ύλης, ότι ο Θεός
μεταμορφώνει και εξαγιάζει την ύλη, εφόσον ο ίδιος για χάρη του
ανθρώπου έγινε ύλη, όπως ομολογεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός:
«Προσκυνῶ τὸν τῆς ὕλης δημιουργόν, τὸν ὕλην δι’ εμέ γενόμενον, καὶ
ἐν ὕλῃ τὴν ἐνοίκησιν θέμενον καὶ δι’ ὕλης τὴν σωτηρίαν μου
ἐργασάμενον».178
Η τεχνοτροπία που εφαρμόζεται στην εικονογραφία της Ορθόδοξης
Καθολικής Εκκλησίας υπηρετεί την αλήθεια της εν Χριστώ
μεταμόρφωσης και εκλάμπρυνσης της ύλης. Ο κλασσικός τρόπος
απεικόνισης υπακούει στην αρχή της αντεστραμμένης προοπτικής.179
Απουσιάζει η ευρύτατα διαδεδομένη στη Δύση διάσταση του βάθους,
της, ό.π., σελ. 53.
176 Anastasios Kallis, Teilhabe am unsichtbaren Transzendenten, ό.π., σελ. 153.
177 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 292.
178 Ιωάννου του Δαμασκηνού, Περὶ Εἰκόνων, PG 94, 1300 B. Βλ. επίσης: Δημητρίου
Τσελεγγίδη, ό.π., σελ. 126.
179 Ανδρομάχης Βουτσινά, Αγιογραφία – Εικαστική θεώρηση και δυναμική, στον τόμο:
180 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 293.
181 Ανδρομάχης Βουτσινά, Αγιογραφία – Εικαστική θεώρηση και δυναμική, ό.π., σελ.
56: «Παρατηρώντας τη γέννηση του Χριστού, βλέπουμε πως η Παναγία με το Θείο
Βρέφος έχουν πολύ μεγαλύτερο μέγεθος από τους μάγους δίπλα τους και ο
άγγελος από το βοσκό μπροστά του. […] Δεν υπάρχει καμία σχέση με την
κλασσική προοπτική της φύσης που συναντάμε στην αναγέννηση». Βλ. επίσης:
Ευσταθίου Γιαννή, «Εικών παιδαγωγούσα. Η παιδαγωγική διάσταση της ορθόδοξης
εικονογραφίας και η αξιοποίηση της εικόνας στο μάθημα των θρησκευτικών,
Διδακτορική Διατριβή, Φλώρινα 1996, σελ. 30: «Στην εικόνα της Πεντηκοστής, για
παράδειγμα, όπου οι Απόστολοι εικονίζονται καθισμένοι σε Σύνθρονο, με τον
Πέτρο και τον Παύλο στο μέσον, ενώ λογικά θα έπρεπε οι δύο αυτοί Απόστολοι να
είναι μικρότεροι σε όγκο από τους λοιπούς, που κάθονται στα πλάγια και
πλησιέστερα προς το θεατή, εντούτοις οι Πρωτοκορυφαίοι των Αποστόλων
ζωγραφίζονται μεγαλύτεροι σε όγκο. Η προοπτική εδώ αγνοείται ηθελημένα, λόγω
ακριβώς της σημασίας και της σπουδαιότητας των Πρωτοκορυφαίων για την
Εκκλησία».
182 Ευσταθίου Γιαννή, Εικών παιδαγωγούσα. Η παιδαγωγική διάσταση της ορθόδοξης
Η τεχνοτροπία της ορθόδοξης εικονογραφίας φέρνει στο προσκήνιο
το διαφορετικό τρόπο σκέψης και ζωής ανάμεσα στην χριστιανοσύνη
της Ανατολής και της Δύσης. Η Δύση ακολουθεί άλλη ιστορία.
Υπερτονίζει την κοινή ουσία και το θεσμό, προσπαθώντας στη
συνέχεια να προσδιορίσει το πρόσωπο.184 Τα υποστατικά ιδιώματα των
προσώπων της Αγίας Τριάδος προσδιορίζονται με βάση την κοινή τους
ουσία. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον η εκπόρευση του Αγίου
Πνεύματος από τον Πατέρα και από τον Υιό (filioque) δεν φαίνεται να
δημιούργησε και ιδιαίτερα προβλήματα στη δυτική θεολογία.
Θέλοντας να περιγράψουμε τη συνέχεια που έπεται, θα πρέπει να
δανειστούμε τη γλώσσα του Γερμανού φιλοσόφου Hegel, λέγοντας ότι
το υποκείμενο (Subjekt) διαλύεται και εξαλείφεται μέσα στην έννοια
της κοινής ουσίας (Substanz).185 Από εκεί και πέρα ο θεσμός προσπαθεί
μέσω γενικευμένων κατηγοριών, όπως το δίκαιο και η διδασκαλία, να
εντοπίσει το πρόσωπο. Ένα μεγάλο μέρος της Δύσης θ’ αντιδράσει με
τρόπο ακραίο, διότι αισθάνεται να διακυβεύεται η μοναδικότητα του
προσώπου. Συνέπεια τούτου ήταν το ξεκίνημα της Μεταρρύθμισης,
που έθεσε ένα βασικό στόχο: την διάσωση και ανάδειξη του
προσώπου.186 Στον Προτεσταντισμό η φιλοσοφία του Hegel επιστρέφει
και πάλι στο προσκήνιο, έχοντας πάρει μία διαμετρικά αντίθετη
μορφή: η κοινή ουσία εξαλείφεται μέσα στην έννοια του
υποκειμένου.187 Τα πάντα γίνονται αποκλειστική υπόθεση του ατόμου.
Έτσι διασπάται η σχέση ανάμεσα στο θεσμό και στο πρόσωπο,
Natur und Mensch – und die Zukunft der Schöpfung. Beiträge zur systematischen Theologie,
Band 2, Göttingen 2000, σελ. 159.
186 Για τις ιστορικές συγκυρίες που ευνόησαν την Μεταρρύθμιση του Λούθηρου βλ.
αναλυτικότερα: Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λουθήρου. Συμβολή στη
μελέτη της θεολογίας του Λουθήρου από ορθόδοξη άποψη, Θεσσαλονίκη 1998, σελ.
13‐26.
187 Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον ο Γερμανός προτεστάντης θεολόγος
Wolfhart Pannenberg δείχνει να προτιμά τον όρο «πρόσωπο» (Person) από τον όρο
«υποκείμενο» (Subjekt). Το πρόσωπο παραπέμπει σ’ έναν πιο ανοιχτό τρόπο
υπάρξεως από ό,τι το υποκείμενο. Περισσότερα για το θέμα αυτό βλ.: Wolfhart
Pannenberg, Christliche Anthropologie und Personalität, ό.π., σελ. 159 κ.έ.
88
188 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 294.
189 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 294.
190 Για την υποστατική αρχή βλ.: Ζαχαρία Ζάχαρου, αρχιμανδρίτου, Αναφορά στη
θεολογία του γέροντος Σωφρονίου, Έσσεξ Αγγλίας 2000, σελ. 27: «ο Θεός είναι Ζων,
γιατί είναι Υποστατικός. Ζει κατεξοχήν η Υπόσταση που κατέχει τη Φύση και την
Ενέργειά Της. Το ουσιώδες περιεχόμενο της ζωής αυτής είναι η Αγάπη, ενώ ο
υποστατικός τρόπος υπάρξεως είναι η κοινωνία της αγάπης σε όλο το πλήρωμα και
την απειρότητά της. […] Η αγάπη αυτή είναι κενωτική και χαρακτηρίζει
θεμελιωδώς τη Θεία Ζωή των Τριών Υποστάσεων. […] Η αμοιβαία αυτή κενωτική
αγάπη εκφράζεται στη θεολογία με τον όρο ʺπεριχώρησιςʺ».
191 Χρυσοστόμου Σταμούλη, Περί Φωτός. Προσωπικές ή φυσικές ενέργειες; Συμβολή
στη σύγχρονη περί Αγίας Τριάδος προβληματική στον Ορθόδοξο χώρο, Θεσσαλονίκη
1999, σελ. 117.
192 Χρυσοστόμου Σταμούλη, Περί Φωτός, ό.π., σελ.
Σωφρονίου, ό.π., σελ. 27‐30.
89
και να αγκαλιάσει μέσα στα σπλάχνα της ύπαρξής του όλους τους
ανθρώπους, να γίνει παγκόσμιος άνθρωπος.
Η Ορθόδοξη θεολογία τονίζει τη σημασία της υποστάσεως, του
προσώπου και βλέπει την ανάπτυξη του ανθρώπου ως ανάπτυξη της
κοινής φύσης που φέρουν πάνω τους τα ανθρώπινα πρόσωπα.
Πρόσωπο και ουσία, υποκείμενο και θεσμός βρίσκονται σε μία
λειτουργική σχέση μεταξύ τους.194 Αυτό ακριβώς αναπαριστά η
ορθόδοξη εικονογραφία: οι άγιες μορφές είναι εξαγιασμένες διότι η
φύση τους μεταμορφώθηκε από το άκτιστο φως του Τριαδικού Θεού.
Οι υποστάσεις των αγίων ανθρώπων δεν αναπαριστώνται ούτε ως
απλές μονάδες ενός όλου ούτε όμως και ως ανεξάρτητες οντότητες
διαχωρισμένες από το όλον. Το πρόσωπο στην ορθόδοξη
εικονογραφία φωτίζεται, εκλαμπρύνεται από την παρουσία του Θεού
και ταυτόχρονα φέρει μέσα του την ενότητα των πάντων.195 Το όλο και
το πρόσωπο συνυπάρχουν. Το πρόσωπο μεταμορφώνεται σε
Εκκλησία, όχι απλώς σε ένα καινούριο πρόσωπο αλλά σε καινή κτίση,
δηλ. σε μία οικουμενική και παγκόσμια πραγματικότητα που
αγκαλιάζει αγαπητικά κάθε παραμικρό μόριο της δημιουργίας,196 ενώ
την ίδια στιγμή παραμένει μία ανεπανάληπτη και μοναδική οντότητα.
Τα πρόσωπα εικονίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε το βλέμμα τους να
προσανατολίζεται αμέσως πάνω στο βλέμμα του θεατή.197 Σχηματίζει
κανείς την εντύπωση ότι οι μορφές των εικόνων επικοινωνούν με τον
θεατή πρόσωπο προς πρόσωπο.198 Και πάλι η υποστατική αρχή στο
προσκήνιο. Οι εικονιζόμενες υποστάσεις έχουν μεγάλα μάτια, φαρδιά
194 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 294.
195 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 294.
196 Β’ Κορ. 5, 17: «εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινὴ κτίσις». Βλ. επίσης: Ιωάννη Γαλάνη,
Θέματα θεολογία της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 64. Βλ. επίσης:
Ισαάκ Σύρου, Λόγος 81: «καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπὲρ τῶν
ἀνθρώπων καὶ τῶν ὀρνέων καὶ τῶν ζώων καὶ τῶν δαιμόνων, καὶ ὑπὲρ παντὸς
κτίσματος». Βλ. επίσης: Γεωργίου Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη πνευματική ζωή,
Θεσσαλονίκη 2 1993, σελ. 59.
197 Anastasios Kallis, Teilhabe am unsichtbaren Transzendenten, ό.π., σελ. 152.
198 Michael Staikos, Metropolit von Österreich, Auferstehung. Von erlebter orthodoxer
Spiritualität, Wien 2000, σελ. 89 κ.ε.
90
μέτωπα και λεπτά χείλια.199 Δεν γελούνε· ούτε όμως και είναι
λυπημένα. Η εμπειρία των αγίων δεν πηγάζει από τον κόσμο αυτό,
αλλά από τον κόσμο της θείας δόξας, εκεί όπου είναι το φυσικό τους
περιβάλλον. Η όλη απεικόνιση μαρτυρεί ένα ιδιόμορφο τύπο
σουρεαλισμού.200 Δεν διατίθεται χώρος για νατουραλιστικά στοιχεία.
Στην εικόνα όλα είναι ανθρώπινα και ταυτόχρονα δείχνουν να
προέρχονται από έναν άλλο κόσμο. Εν τέλει κύριο θέμα των ιερών
εικόνων, όπως και κύρια υπόθεση όλων των χαρισματικών συμβόλων,
είναι η μεταμόρφωση όλης της κτίσεως, η οποία ξεκίνησε ήδη κατά το
νυν αιώνα, για να ολοκληρωθεί στον μέλλοντα.201 Πνεύμα και ύλη
συνυπάρχουν λειτουργικά και αλληλοπεριχωρούνται, οικοδομώντας
μία αδιάσπαστη ενότητα.202
Οι εικόνες της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας βρίσκονται στον
αντίποδα του μανιχαϊσμού και του μονοφυσιτισμού, διότι αποτελούν
τρανή μαρτυρία και ομολογία της ενανθρώπησης του Θεού Λόγου.203
Η ανθρώπινη φύση και μαζί της ολόκληρη η κτίση αποκτούν ένα
απαράμιλλο κάλλος. Εδώ η λέξη κάλλος δεν παραπέμπει μόνο στο
αρχέγονο κάλλος των πρωτοπλάστων, αλλά πρωτίστως στην
εσχατολογική κοινωνία Θεού και κτίσης. Η κτίση ωραιοποιείται, διότι
μεταμορφώνεται εν Χριστώ. Η κατηγορία του κάλλους μεταφράζεται
ως μία οντολογική κατηγορία204, δηλ. ως ιδιότητα που αναφέρεται
στην ποιότητα της μεταμορφωμένης ανθρώπινης φύσης. Οι εικόνες
199 Anastasios Kallis, Teilhabe am unsichtbaren Transzendenten, ό.π., σελ. 152.
200 Ανδρομάχης Βουτσινά, Αγιογραφία – Εικαστική θεώρηση και δυναμική, ό.π., σελ.
55: «Στην Κοίμηση της Θεοτόκου οι ψυχές των Αγίων μέσα σε σύννεφα περιμένουν
να προϋπαντήσουν την ψυχή της Παναγίας. Δεν είναι αυτά τα σύμβολα σαν να
βγαίνουν μέσα από όνειρα; Το ίδιο δεν κάνει το κίνημα του σουρεαλισμού τον
εικοστό αιώνα που στόχο έχει να αναμείξει το λογικό με το άλογο, να δημιουργήσει
μια νέα υπέρ‐πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας τα όνειρα και τα σύμβολα μέσα
σε αυτά;»
201 Πέτρου Βασιλειάδη, Εικόνα και Εκκλησία στην Αποκάλυψη, στο: του ιδίου,
Βιβλικές ερμηνευτικές μελέτες, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 416.
202 Πέτρου Βασιλειάδη, Εικόνα και Εκκλησία στην Αποκάλυψη, ό.π., σελ. 417.
203 Nikos Matsoukas, Orthodoxe Theologie im Kontext einer kulturellen Vielfalt, ό.π., σελ.
142.
204 Αντωνίου Αλυγιζάκη, Ήχος και φως στη Βυζαντινή ψαλτική, στον τόμο:
Χρυσοστόμου Σταμούλη, Θεολογία και Τέχνη, ό.π., σελ. 41.
91
και γενικότερα όλα τα χαρισματικά σύμβολα θέλουν να δείξουν στον
πιστό την ωραιότητα των εσχάτων, και συγχρόνως την ωραιότητα αυτή
να την κάνουν χαρισματικά αντικείμενο εμπειρίας για τους πιστούς.205
Το εσχατολογικά ωραίο, δηλ. η εν Χριστώ μεταμόρφωση του κόσμου,
γίνεται μεθεκτό από τον άνθρωπο ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Αποτυπώνοντας το εσχατολογικό κάλλος της Βασιλείας των ουρανών
τα χαρισματικά σύμβολα αποδεικνύονται όχι μόνο χαρισματικές
απεικονίσεις του παραδείσου, αλλά ταυτόχρονα έκφραση ενός τρόπου
ζωής, ερμηνευτική πρόταση ανάγνωσης της κτίσεως, φορείς ενός
πολιτισμού που βροντοφωνάζει το γεγονός της εν Χριστώ
μεταμόρφωσης του κόσμου.206
1.1.6. Η ανάγνωση του βαθύτερου περιεχομένου των συμβόλων ως
αγιοπνευματική εμπειρία.
Στην προηγούμενη ενότητα (§ 1.1.5.) έγινε σαφές, πως οι ιερές
εικόνες, παρόλο που είναι χαρισματικές απεικονίσεις της
εσχατολογικής ωραιότητας, εντούτοις δεν φανερώνουν πλήρως την
πραγματικότητα αυτή που συμβολίζουν. Μετέχουν χαρισματικά στις
άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού. Πρέπει όμως να τονίσουμε για
μία ακόμη φορά, ότι όλα τα χαρισματικά σύμβολα ποτέ δεν
εξαντλούν την αλήθεια για το συμβολιζόμενο πράγμα. Οι εικόνες,
αλλά και όλα τα χαρισματικά σύμβολα, από τη μια πλευρά μετέχουν
του συμβολιζόμενου πράγματος, από την άλλη, επειδή ακριβώς δεν
αποκαλύπτουν πλήρως το περιεχόμενό του, παραπέμπουν προς
αυτό.207 Αποκαλύπτουν, όχι όμως εξολοκλήρου. Αποκαλύπτουν και
συνάμα παραπέμπουν σε κάτι άλλο που ξεπερνά τα κτιστά τους όρια.
Φανέρωση και ταυτόχρονα απόκρυψη. Δεν είναι δυνατό τα κτιστά
205 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 295.
206 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 296.
207 Ιωάννη Βρεττoύ, Δραστηριοποίηση κινήτρων μάθησης στο μάθημα των
πράγματα να φανερώνουν πλήρως το άκτιστο. Και τούτο, διότι το
συμβολιζόμενο πράγμα δεν είναι κάτι το κτιστό, αλλά είναι οι
άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού, οι οποίες και μεταμορφώνουν
την κτιστή πραγματικότητα: μεταμορφώνουν το λάδι σε ευχέλαιο,
πραγματώνουν την χαρισματική παρουσία των αγίων στις εικόνες
τους κ.ά. Γι’ αυτό και το χαρισματικό σύμβολο ερμηνεύεται πάντοτε
σε σχέση με την αγιαστική χάρη του Τριαδικού Θεού. Στο σημείο αυτό
κάνει την εμφάνισή του ένα καίριο παιδαγωγικό ερώτημα: Μπορεί
κάθε άνθρωπος χωρίς ορισμένες προϋποθέσεις ν’ ανακαλύψει από
μόνος του την αθέατη αυτή πλευρά των χαρισματικών συμβόλων;
Για τη διερεύνηση αυτού του θέματος οφείλουμε πρώτα απ’ όλα να
επισημάνουμε μία βασική πτυχή της ορθόδοξης θεολογικής
γνωσιολογίας: γνώση ενός πράγματος – αισθητού ή νοητού –
σημαίνει θέα δηλ. εν μέρει ή εν όλω μετοχή στην αλήθεια αυτού του
πράγματος.208 Τόσο ο αρχαιοελληνικός όσο και ο πατερικός τρόπος
σκέψης δεν έθεσε κανένα πρόβλημα προτεραιότητας ανάμεσα στο
είναι και στο συνειδέναι, ανάμεσα σ’ αυτό που πραγματικά υπάρχει
και στην εντύπωση που σχηματίζει ο άνθρωπος σχετικά με αυτό που
πραγματικά υπάρχει· για τον Έλληνα στοχαστή υφίσταται πάντοτε η
εξής διάκριση: άλλο πράγμα είναι η αλήθεια, το τι δηλ. πραγματικά
υπάρχει, και άλλο η γνώση της αλήθειας που είναι μετοχή του
ανθρώπου σ’ αυτό που υπάρχει.209 Στη δυτική φιλοσοφία δεν έγινε η
παραπάνω διάκριση με συνέπεια να δημιουργηθούν εντάσεις γύρω
από το ζήτημα της γνωσιολογίας. Ένα τέτοιο πρόβλημα εμφανίσθηκε
κατά το 17ο αιώνα στη δυτική φιλοσοφία και εκφράσθηκε ως μία
μακρόχρονη διαμάχη μεταξύ του Ιδεαλισμού και του Ρεαλισμού.210 Για
την ελληνική γνωσιολογία, είτε αρχαιοελληνική είτε βυζαντινή, δεν
δημιουργήθηκε καμία είδους διαμάχη σχετικά με το αν η
πραγματικότητα είναι προϊόν των ιδεών του ανθρώπινου πνεύματος ή
κάτι που υφίσταται ανεξάρτητα από τη συνείδησή μας. Σημεία
208 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 16.
209 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 17.
210 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 14.
93
211 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 296. Πρβλ.: Νίκου
Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 80‐81.
212 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 80.
213 Αθανασίου Στογιαννίδη, Φιλοσοφία της Παιδείας και Χριστιανισμός, ό.π., σελ.
251. Πρβλ.: Κώστα Δεληκωσταντή, Σύγχρονη παιδαγωγική και παιδεία Ορθοδοξίας,
στο: του ιδίου (Επιμέλεια), Η Ορθοδοξία ως πρόταση ζωής, Αθήνα 1993, σελ. 249.
Πρβλ. επίσης: Ιωάννου Παναγόπουλου, Η παιδεία του προσώπου, στο: Κώστα
Δεληκωσταντή, (Επιμέλεια), Η Ορθοδοξία ως πρόταση ζωής, ό.π., σελ. 165.
94
εγγυάται και δεν μας εξασφαλίζει αφ’ εαυτού το σύμβολο.214 Με άλλα
λόγια, δεν μπορεί κανείς να μετέχει της θείας χάριτος χωρίς πίστη και
χωρίς πνευματική καθαρότητα.215 Η χαρισματική παρουσία των
ακτίστων ενεργειών του Θεού είναι το συμβολιζόμενο πράγμα, το
οποίο εντούτοις προσεγγίζεται πάντοτε ως ένα υπαρξιακό γεγονός
σχέσης ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο. Η γνώση του Θεού
προϋποθέτει τόσο τον ασκητικό αγώνα ενάντια στα πάθη όσο και τη
μετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας. Και τούτο διότι η εκκλησιολογία
της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας είναι ασκητική και ταυτόχρονα
ευχαριστιακή.216
Συνοψίζοντας, η ποιότητα του ανθρώπινου προσώπου προδιαγράφει
και την ποιότητα της συνάντησης Θεού και ανθρώπου. Παρατηρείται
ένα είδος «ιατρικής φυσιολογίας» δηλ. ένας τρόπος συνεργασίας και
αλληλεξάρτησης των επιμέρους δυνάμεων του ανθρώπου. Η γνώση
εξαρτάται από την ποιότητα της ύπαρξης.217 Ο άνθρωπος, που είναι
αιχμάλωτος στα πάθη του, έχει σκοτισμένο νου και δεν μπορεί να δει
την πραγματικότητα των ακτίστων ενεργειών.
Η ορθόδοξη θεολογική γνωσιολογία κάνει σαφές το γεγονός, ότι τα
σύμβολα της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας είναι σημεία που δεν
αποκαλύπτουν αυτόματα το περιεχόμενό τους, αλλά καλούν τον
πιστό να τα «διαβάσει», να τα ερμηνεύσει κάτω από μία συγκεκριμένη
οπτική γωνία. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με τα θαύματα του
Χριστού:218 οι πιστοί μαθητές του τα αντιλαμβανόντουσαν ως
214 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 297.
215 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία
της, ό.π., σελ. 159.
216 Χρυσοστόμου Σταμούλη, Φύση και Αγάπη. Η εφαρμογή του Τριαδικού σχήματος
στο διάλογο των Χριστιανικών Εκκλησιών της Οικουμένης, στο: του ιδίου, Φύση και
Αγάπη. Και άλλα μελετήματα, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 37‐65.
217 Νίκου Ματσούκα, Λόγος και Μύθος. Με βάση την αρχαία ελληνική φιλοσοφία,
ό.π., σελ. 14: «η θεογνωσία είναι μια καθαρή „φυσιολογία“. Πώς μπορείς να
γνωρίσεις το Θεό και το συνάνθρωπό σου, αν είσαι αλαζόνας, φθονερός,
φιλάργυρος, πορνικός, οργίλος, άπληστος και οκνηρός; Και τούτα τα πάθη δεν
εννοούνται ηθικά, αλλά „φυσιολογικά“».
218 Bernhard Dressler, Zeichen und Wunder. Didaktische Aufenthalte in fremden Welten. Zur
φανέρωση της θεότητάς του και ως εγκαινιασμό της Βασιλείας των
εσχάτων. Οι Φαρισαίοι βλέποντας τα ίδια θαύματα, κατηγορούσαν
τον Χριστό ότι ενεργεί στο όνομα του διαβόλου. Ο άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος με λογοτεχνική ευφράδεια υποστηρίζει ότι τα μυστήρια
της Εκκλησίας δεν κατανοούνται μόνο με τα μάτια του σώματος·
χρειάζεται να ανοιχθούν και τα μάτια της ψυχής από το Άγιο Πνεύμα.
Χωρίς την χάρη του Θεού καταλαβαίνουμε άλλα αντί άλλων: «Οὐ γὰρ
τῇ ὄψει κρίνω τα φαινόμενα, ἀλλὰ τοῖς ὀφθαλμοῖς τῆς διανοίας.
Ἀκούω σώμα Χριστοῦ· ἑτέρως ἐγὼ νοῶ τὸ εἰρημένον, ἑτέρως ὁ
ἄπιστος.219 […] οἱ μὲν ἄπιστοι, καίτοι γε ἀκούοντες, οὐ δοκοῦσιν
ἀκούειν· οἱ δὲ πιστοὶ τὴν διά τοῦ πνεύματος ἔχοντες ἐμπειρίαν, ὁρῶσι
τῶν ἐναποκειμένων τὴν δύναμιν».220
Το ότι η αγιοπνευματική εμπειρία αποτελεί προϋπόθεση ανάγνωσης
των συμβολισμών ισχύει σε κάθε περίπτωση για τα χαρισματικά
σύμβολα, τα οποία είναι φορείς των ακτίστων ενεργειών του
Τριαδικού Θεού. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα υπόλοιπα σύμβολα
εξαιρούνται. Αν τα χαρισματικά σύμβολα φέρουν μέσα τους τη θεία
χάρη, τότε τα αναγωγικά‐αλληγορικά σύμβολα θέλουν μέσω της
μεταφορικής σκέψης να αισθητοποιήσουν την παρουσία της θείας
χάρης. Όμως μέχρι ποιο σημείο μπορεί η μεταφορική σκέψη να πείσει
τον άνθρωπο ότι ο Θεός είναι παρών; Είτε με τον ένα είτε με τον άλλο
τρόπο, δηλ. είτε αναφερόμαστε στα χαρισματικά σύμβολα είτε στα
αλληγορικά σύμβολα, αρχή και τέλος κάθε συμβολισμού, μέσα στο
χώρο της ορθόδοξης παράδοσης και ζωής, είναι ο Θεός. Και είτε με τον
ένα είτε με τον άλλο τρόπο η γνώση του Θεού έχει αγιοπνευματικές
πάντοτε προϋποθέσεις. Συνοψίζοντας, ας συγκρατήσουμε από την
ενότητα αυτή το εξής σημαντικό στοιχείο, που αποτελεί και θέση της
παρούσας μελέτης: για να λειτουργήσει ένα κτιστό αντικείμενο ως
σύμβολο πρέπει να συμμετέχουν τρία διαφορετικά πράγματα: α. Ο
Θεός, οποίος μέσω των ακτίστων ενεργειών του είναι παρών. Η
παρουσία του Θεού είτε εξαγιάζει το σύμβολο, είτε το καθιστά
Sekundarstufe, στο: του ιδίου (Hrsg.), Religion zeigen. Zeichendidaktische Entwürfe, Loccum
2002, σελ. 57‐59.
219 Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Α’ πρὸς Κορινθίους, PG 61, 55.61.
220 Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Α’ πρὸς Κορινθίους, PG 61, 56.24.
96
αναγωγικό μέσο που παραπέμπει σ’ αυτήν. Ακόμη η παρουσία του Θεού
ικανώνει τον άνθρωπο να βιώσει το βαθύτερο περιεχόμενο του
συμβόλου. β. Ένα κτιστό αντικείμενο το οποίο με βάση την ιστορική και
λατρευτική εμπειρία της Εκκλησίας θεσμοθετείται να λειτουργεί ως
σύμβολο, δηλ. ως έκφραση της καθολικότητας της Εκκλησίας και γ. Ο
άνθρωπος ο οποίος καλείται, κάνοντας σωστή χρήση του αυτεξουσίου
του, να «ανοιχθεί» υπαρξιακά απέναντι στον Θεό, να «διαβάσει» σωστά
το σύμβολο, προκειμένου να μετέχει στην εμπειρία του σώματος της
Εκκλησίας. Μόνο η παρουσία του Θεού μπορεί να εξαγιάσει το
σύμβολο, όχι όμως και να εξαναγκάσει τον άνθρωπο να αποδεχτεί το
μήνυμά του ή την αγιαστική χάρη που μεταδίδει. Μόνη η παρουσία
του συμβόλου χωρίς την αναφορά στον Θεό δεν εξασφαλίζει τίποτε,
πρώτον διότι το σύμβολο από μόνο του είναι ένα κτιστό και
πεπερασμένο αντικείμενο και δεύτερον, διότι δεν μπορεί να
εκπληρώσει το έργο του, εάν δεν ερμηνευθεί από τον άνθρωπο. Μόνη
η παρουσία του ανθρώπου δεν εγγυάται μία επιτυχή «ανάγνωση» του
συμβόλου, διότι αν κάποιος «ανοίγει» τα μάτια της διανοίας του
ανθρώπου, τότε αυτός είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, το
Άγιο Πνεύμα. Μόνο η ταυτόχρονη παρουσία και των τριών
παραγόντων κάνει το σύμβολο να λειτουργεί εποικοδομητικά για τον
άνθρωπο.
97
1.2. Σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις του συμβόλου.
Μετά από την παρουσίαση και ανάλυση της έννοιας «σύμβολο»,
όπως αυτή αναπτύχθηκε μέσα στο πλαίσιο της ορθόδοξης θεολογίας,
θα προχωρήσουμε στο επόμενό μας βήμα, που είναι μία συνοπτική
έκθεση τριών διαφορετικών θεωριών. Αυτές ασχολήθηκαν
επισταμένως με την έννοια του συμβόλου καθώς και με τη σημασία
που έχει για τον άνθρωπο. Οι σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις
γύρω από το θέμα αυτό είναι βέβαια πολλές και ποικίλης ιδεολογικής
προέλευσης. Εμείς όμως θα περιοριστούμε σε τρεις βασικές
κατευθύνσεις: α. στην αναλυτική ψυχολογία του Carl Gustav Jung,
στην ερμηνευτική θεωρία του Paul Ricoeur και στη σημειωτικές
θεωρίες των Charles Sanders Peirce και Umberto Eco. Ο λόγος που μάς
επιβάλλει την επιλογή αυτή είναι ο εξής: το θεωρητικό και
φιλοσοφικό υπόβαθρο των τριών σημαντικών μεθόδων διδασκαλίας
των συμβόλων, με τις οποίες συνδιαλεγόμαστε στο δεύτερο κεφάλαιο
της εργασίας μας, θα πρέπει να το αναζητήσουμε στις τρεις
παραπάνω φιλοσοφικές κατευθύνσεις.
1.2.1. Το σύμβολο στην αναλυτική ψυχολογία: Carl Gustav Jung.
Η σχολή της αναλυτικής ψυχολογίας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για
τη μελέτη μας, διότι προσπαθεί να ερμηνεύσει το σύμβολο
ερμηνεύοντας το απύθμενο βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Ο κύριος
εισηγητής της σχολής αυτής είναι ο Carl Gustav Jung. Γαλουχημένος
και εμποτισμένος μέσα στα νάματα της ψυχαναλυτικής θεωρίας του
Sigmund Freud, ο Jung συνδέει το σύμβολο με το όνειρο. Ωστόσο,
αποκλίνει από τις ιδέες του Freud, όπως θα δούμε στη συνέχεια, διότι
προσδίδει ένα διαφορετικό περιεχόμενο τόσο στην έννοια του ονείρου
όσο και σε αυτήν που αναφέρεται στο ασυνείδητο.
Για τον Jung υφίσταται μία διάκριση ανάμεσα στα σημεία και στα
σύμβολα: τα πρώτα αποκτούν νόημα με βάση μία κοινωνική
σύμβαση‐συμφωνία, ενώ τα δεύτερα εκφράζουν κάτι βαθύτερο και
98
221 Καρλ Γιουνγκ , Ο άνθρωπος και τα σύμβολά του, (Μετάφραση: Αντιγόνη
Χατζηθεοδώρου), Αθήνα α.χ. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό με
τη συντομογραφία: «Καρλ Γιουνγκ 1».
222 Καρλ Γιουνγκ 1, 37.
223 Καρλ Γιουνγκ 1, 37.
224 Καρλ Γιουνγκ, Συνειδητό και ασυνείδητο. Μελέτες πάνω στην Ψυχολογία,
(Μετάφραση: Σταύρος Καμπουρίδης), Αθήνα α.χ., σελ. 31.
225 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 36.
226 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 23.
99
227 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 43.
228 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 52.
229 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 52.
230 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 49.
231 Κώστα Νικολάου, Εισαγωγή, στο έργο του Καρλ Γιουνγκ, Η ψυχολογία του
ασυνειδήτου, Αθήνα 1956, σελ. 9. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό
με τη συντομογραφία: «Καρλ Γιουνγκ 3».
232 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 67.
100
το ανθρώπινο σώμα βασίζεται σε ένα γενικό τύπο κατασκευής των
θηλαστικών, έτσι και η ανθρώπινη ψυχή διαθέτει ένα κοινό υλικό
παραστάσεων και συγκινήσεων που ανάγεται στις απαρχές της
εμφάνισης του ανθρώπου πάνω στη γη. Αν η βιολογία διερευνά την
ανατομία του ανθρωπίνου σώματος, η οποία είναι κοινή για όλους,
τότε η αναλυτική ψυχολογία εστιάζει την προσοχή της στο κοινό για
όλους τους ανθρώπους υλικό του ασυνειδήτου. Το ομαδικό ασυνείδητο
είναι μία ψυχική κληρονομιά που φέρνει μέσα του ο άνθρωπος από τη
στιγμή της σύλληψής του ως εβρύου.
Το ομαδικό ασυνείδητο, όπως είπαμε, εμπεριέχει παραστάσεις,
εικόνες και συγκινήσεις. Όλες αυτές οι παραστάσεις του ομαδικού
ασυνειδήτου ονομάζονται από τον Jung «αρχέτυπα».233 Η επιλογή
αυτού του χαρακτηρισμού εξηγείται ως ακολούθως: Τα αρχέτυπα του
ομαδικού ασυνειδήτου φανερώνουν έναν κοινό τρόπο παραγωγής
εικόνων, παραστάσεων και συγκινήσεων, δηλ. μία κοινή ικανότητα
του φαντάζεσθαι,234 και αποτελούν μία μορφή συμβολικής φανέρωσης
των ενστίκτων του ασυνειδήτου. Δεν μπορούμε να μιλούμε για
αρχέτυπα χωρίς να αναφερόμαστε στο συνδυασμό παραστάσεων και
συγκινήσεων.235 Έτσι, λοιπόν, τα αρχέτυπα είναι μοντέλα ερμηνείας
όλου του πεδίου της ανθρώπινης εμπειρίας και ταυτόχρονα μοντέλα
συμβολικής αναπαράστασης αυτής της ερμηνείας.
Αν η συνείδηση σκέφτεται με τη λογική, τότε το ασυνείδητο
κατευθύνεται από τα αρχέτυπα. Τα αρχέτυπα είναι ο τρόπος σκέψης
του ασυνειδήτου.236 Μπορούμε να επισημάνουμε πολλά αρχέτυπα.
Ένα από αυτά είναι και το αρχέτυπο του ήρωα, μίας δηλ.
χαρισματικής προσωπικότητας που έρχεται στον κόσμο για να σώσει
την ανθρωπότητα, αφού πρώτα παλέψει με όλες τις δυνάμεις που
απειλούν τη ζωή.237
Η πηγή των αρχετύπων δεν είναι άλλη παρά ο πλούτος της
ανθρώπινης εμπειρίας που συσσωρεύτηκε εδώ και εκατομμύρια
233 Καρλ Γιουνγκ 3, σελ. 10.
234 Καρλ Γιουνγκ 3, σελ. 90.
235 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 96.
236 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 78.
237 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 73.
101
χρόνια. Οι άνθρωποι καθ’ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας,
επειδή μετέχουν στο ομαδικό ασυνείδητο και στα αρχέτυπά του,
ερμηνεύουν διάφορα ζητήματα και αναπαριστούν την ερμηνεία τους
αυτή (η οποία αποτελεί το πεντόσταγμα της εμπειρίας τους) με έναν
κοινό τρόπο. Τα αρχέτυπα λοιπόν είναι έκφραση μιας τυπικής δηλ.
συνεχώς επαναλαμβανόμενης εμπειρίας ζωής και ταυτόχρονα μία
ορμητική δύναμη που εδράζεται στο ασυνείδητο και αναγκάζει τον
άνθρωπο να επαναλάβει τη συγκεκριμένη αυτή εμπειρία και στο
μέλλον.238 Είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους είτε διότι
μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά ως πολιτισμικό υλικό είτε διότι
κληρονομούνται από γενιά σε γενιά ως γενετικό υλικό, το οποίο
αποκτά πανανθρώπινες διαστάσεις εξαιτίας των φυλετικών
διασταυρώσεων.239
Όπως τα σύμβολα που πηγάζουν μέσα από το ατομικό ασυνείδητο
μπορούν να συμβάλλουν στην ψυχική ισορροπία του ανθρώπου,
ομοίως και τα αρχέτυπα αποτελούν ένα είδος πνευματικής
θεραπευτικής σε συλλογικό όμως επίπεδο: είναι η ερμηνευτική
προσέγγιση του ανθρώπου απέναντι σε θέματα που αφορούν την
ανθρωπότητα ως σύνολο, όπως π.χ. ο θάνατος, η ζωή, ο Θεός, αλλά
και ο πόλεμος, η φτώχεια, ο πλούτος, η πείνα, η καταπίεση, η δουλεία
κ.ά.240
Το ασυνείδητο και τα αρχέτυπα συνδέονται στην αναλυτική
ψυχολογία του Jung με την έννοια της θρησκείας. Για την αναλυτική
ψυχολογία η θρησκεία δεν αναφέρονται στις θεσμοποιημένες μορφές
θρησκευτικότητας αλλά περιλαμβάνει ένα πολύ ευρύτερο
περιεχόμενο. Η θρησκεία συνδέεται με έναν παράγοντα στον οποίο ο
άνθρωπος αποδίδει την ιδιότητα μιας θεϊκής δύναμης, που κατευθύνει
με υπέρλογο τρόπο όλη τη συμπεριφορά του και τη βούλησή του.241 Η
θεϊκή αυτή δύναμη δεν είναι κατ’ ανάγκην ο θεός ούτε ένα υψηλό
ιδανικό· θα μπορούσε να είναι μία ιδέα, μία αντίληψη ή ακόμη και να
238 Καρλ Γιουνγκ 3, σελ. 95.
239 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 69.
240 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 79.
241 C. G. Jung, Ψυχολογία και Θρησκεία, (Μετάφραση: Κώστας Καλογερόπουλος),
Αθήνα 2001, σελ. 13‐15.
102
έχει ένα αρνητικό περιεχόμενο όπως π.χ. μία εμμονή. Η θρησκεία ή –
με άλλη διατύπωση – η άμεση θρησκευτική εμπειρία, εμφανίζεται εκεί
όπου ο άνθρωπος αισθάνεται κυριευμένος από μία μυστηριώδη δύναμη,
την οποία δεν μπορεί να ελέγξει μήτε και να υπάγει στη λογική
επεξεργασία της συνείδησής του και γι’ αυτό της αποδίδει την ονομασία
«θεός».242 Όλες αυτές οι ιδέες, τα ένστικτα, οι παρορμήσεις και οι
απρόσωπες δυνάμεις που ενδεχομένως να αντιταχθούν στη
συνείδηση του ανθρώπου οδηγώντας τον σε ψυχοπαθολογικά
φαινόμενα, έχουν την πηγή τους στο ασυνείδητο. Οι δυνάμεις αυτές
πρέπει να έρθουν σε μία ισορροπία με τη συνείδηση, προκειμένου ο
άνθρωπος να χαίρει ψυχικής υγείας. Στο σημείο αυτό ακριβώς
επισημαίνει ο Jung το ρόλο της θεσμοθετημένης θρησκείας, δηλ. αυτό
που κατά κοινήν ομολογία αποκαλείται «θρησκεία». Οι
θεσμοθετημένες θρησκείες, όπως ο Χριστιανισμός, ο Βουδδισμός, το
Ισλάμ κ.ά. μέσα από τις συμβολικές τους παραστάσεις και τα δόγματά
τους, προσφέρουν στον άνθρωπο ένα μοντέλο υγιούς και
εξισορροπημένης διαπραγμάτευσης της συνείδησής τους με τις
άλογες δυνάμεις του ασυνειδήτου.243
Κατά τον Jung η θρησκεία παρέχει στον άνθρωπο τα λεγόμενα
«πνευματικά σύμβολα», τα οποία διακρίνονται από τα φυσικά.244 Τα
φυσικά σύμβολα προέρχονται κατευθείαν από το χώρο του
ασυνειδήτου και συνδέονται με τα αρχέτυπα. Τα πνευματικά
σύμβολα, ενώ πηγάζουν από τα αρχέτυπα, έχουν διέλθει από μία
διαδικασία λογικής‐συνειδητής επεξεργασίας με σκοπό να εκφράσουν
τις αιώνιες αλήθειες της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα θρησκευτικά
σύμβολα μπορούν να προκαλέσουν συγκινήσεις και να γοητεύσουν
τον άνθρωπο διότι κατάγονται από τα αρχέτυπα· ταυτόχρονα
μπορούν να μεταφέρουν νοήματα, υψηλές ιδέες και ιδανικά, τα οποία
έχει ανάγκη σήμερα ο άνθρωπος για να γεμίσει τη ζωή του με νόημα,
αξίες και περιεχόμενο.
Δυστυχώς όμως η εμμονή του ανθρώπου να αναζητά για όλα τα
πράγματα μία ορθολογική ερμηνεία και να απορρίπτει οτιδήποτε δεν
242 C. G. Jung, Ψυχολογία και Θρησκεία, ό.π., σελ. 109.
243 C. G. Jung, Ψυχολογία και Θρησκεία, ό.π., σελ. 60‐61.
244 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 93.
103
εντάσσεται στο επιστητό της, οδήγησε σε μία αδιαφορία για τον
πλούτο των συγκινήσεων και των μηνυμάτων του ασυνειδήτου.245 Η
καταπίεση και η απώθηση του ασυνειδήτου έκανε τον άνθρωπο να
εξοβελίσει από τη ζωή του τον Θεό και τη θρησκευτική εμπειρία. Ο
σύγχρονος άνθρωπος θέλει να αισθάνεται παντοδύναμος και ότι δεν
έχει την ανάγκη μιας υπέρλογης πραγματικότητας για να δώσει
νόημα στη ζωή του· αρκεί η λογική του, ο μοναδικός του θεός. Ο
άνθρωπος προσπάθησε να εξορκίσει το ασυνείδητο, κάνοντάς το
όμως με τον τρόπο αυτό επαναστάτη και προκαλώντας στον ίδιο του
τον εαυτό νευρώσεις και ψυχικές διαταραχές.246 Νόμισε ότι θα
απαλλαχθεί από τους θεούς και τους δαίμονες του ασυνειδήτου·
ωστόσο αυτοί εξακολουθούν να υπάρχουν και να του δημιουργούν
φοβίες, ψυχικά σύνδρομα, ακόρεστα πάθη και εξαρτήσεις όπως το
αλκοόλ, η χαρτοπαιξία, το κάπνισμα κ.ά.247
Η εναντίωση του ανθρώπου απέναντι στις ασυνείδητες δυνάμεις
του, ουσιαστικά, ήταν μια εναντίωση απέναντι σε κάθε μυστήριο της
ζωής, σε κάθε δύναμη και αξία που γεμίζει τη ζωή του με ένα νόημα
και ένα περιεχόμενο ασύλληπτο στη νόηση. Και όλα αυτά τα έκανε
στο όνομα μιας φωτισμένης σκέψης, νομίζοντας ότι θα απαλλαχθεί
από τη δεισιδαιμονία. Στο τέλος όμως κατάστρεψε κάθε μορφή
ηθικότητας και πνευματικότητας.248
Ο ρόλος των θεσμοθετημένων θρησκειών είναι εξαιρετικά
σπουδαίος και θεραπευτικός: φανερώνουν τα μυστικά της
ανθρώπινης ψυχής.249 Μέσα από τα σύμβολα που παρουσιάζουν,
ξαναξυπνούν στην ψυχή του ανθρώπου την αιώνια ανάγκη του να
εξαρτά την ύπαρξή του από κάτι που υπερβαίνει τις δυνάμεις του και
που του παρέχει την αίσθηση της σιγουριάς και της ασφάλειας στη
ζωή του.250 Τα θρησκευτικά σύμβολα είναι φορείς νοήματος και το
κυριότερο: διαμεσολαβητές μεταξύ συνείδησης και ασυνείδητου. Έτσι
245 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 45‐47.
246 C. G. Jung, Ψυχολογία και Θρησκεία, ό.π., σελ. 107.
247 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 82.
248 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 94.
249 Καρλ Γιουνγκ, Συνειδητό και ασυνείδητο. Μελέτες πάνω στην Ψυχολογία,
(Μετάφραση: Σταύρος Καμπουρίδης), Αθήνα α.χ., σελ. 17.
250 Καρλ Γιουνγκ 1, σελ. 89.
104
εξασφαλίζουν στον άνθρωπο την καθολικότητά του, το γεγονός δηλ.
ότι η ζωή του δεν συνίσταται μόνο στην ορθολογική ερμηνεία αλλά
και στο μυστήριο της ζωής.
1.2.2. Ερμηνευτική προσέγγιση του συμβόλου: Paul Ricoeur.
Στην ενότητα αυτή θα παρουσιάσουμε έναν άλλο τρόπο
προσέγγισης του συμβόλου, ο οποίος ομοιάζει και ταυτόχρονα
διαφοροποιείται απέναντι στην ψυχολογία του βάθους. Η ομοιότητα
έγκειται στο ότι και εδώ αναζητείται πίσω από τα σύμβολα ένα
κρυμμένο και βαθύτερο νόημα. Από την άλλη πλευρά, η
διαφοροποίηση έχει να κάνει με το ότι το νόημα αυτό δεν εντοπίζεται
σε μία αρχετυπική και πανανθρώπινη θρησκευτική εμπειρία.
Κύριος εισηγητής της θεωρίας αυτής είναι ο Paul Ricoeur. Κορυφαία
μορφή του σύγχρονου φιλοσοφικού στοχασμού, προερχόμενος από
τον χώρο της γαλλικής διανόησης, ο Ricoeur θέτει ως κύριο στόχο της
φιλοσοφίας την ανακάλυψη του κρυμμένου και αληθινού νοήματος
που βρίσκεται πίσω από τα πράγματα και την ιστορία.251 Η θέση του
αυτή αντανακλάται άμεσα και στη θεωρία του για το σύμβολο. Το
σύμβολο εκφράζει ένα νόημα, τα οποίο προϋπάρχει ως αίνιγμα μέσα
στις εμπειρίες και τα βιώματα της ανθρώπινης ύπαρξης.252 Γι’ αυτόν
ακριβώς το λόγο, ο τρόπος με τον οποίον ο άνθρωπος ερμηνεύει τα
σύμβολα είναι ουσιαστικά ο τρόπος με τον οποίον υπάρχει ως
οντότητα.253
Ο Ricouer διερευνά την έννοια του συμβόλου σε συνάρτηση με αυτήν
της μεταφοράς. Αποσαφηνίζοντας το περιεχόμενο της μεταφοράς
προτείνει έναν τρόπο ανάγνωσης του συμβόλου. Ο Ricoeur θεωρεί
πως η παραδοσιακή προσέγγιση της μεταφοράς ως ένα ρητορικό
251 Ευδοξίας Δελλή, Εισαγωγή, στο έργο: Πωλ Ρικαίρ, Λόγος και Σύμβολο.
(Μετάφραση: Μαβίνα Παντζάρα, Εισαγωγή: Ευδοξία Δελλή), Αθήνα 2002, σελ. 13‐
14.
252 Ευδοξίας Δελλή, Εισαγωγή, ό.π., σελ. 27.
253 Ευδοξίας Δελλή, Εισαγωγή, ό.π., σελ. 26.
105
254 Πωλ Ρικαίρ, Λόγος και Σύμβολο. (Μετάφραση: Μαβίνα Παντζάρα, Εισαγωγή:
Ευδοξία Δελλή), Αθήνα 2002, σελ. 48. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα
αυτό με τη συντομογραφία: «Πωλ Ρικαίρ 2002».
255 Πωλ Ρικαίρ 2002, σελ. 50.
256 Πωλ Ρικαίρ 2002, σελ. 52.
257 Πωλ Ρικαίρ 2002, σελ. 52.
106
258 Πωλ Ρικαίρ 2002, σελ. 57.
259 Πωλ Ρικαίρ 2002, σελ. 40.
107
260 Πωλ Ρικαίρ 2002, σελ. 42.
261 Πωλ Ρικαίρ 2002, σελ. 60‐61.
262 Πωλ Ρικαίρ 2002, σελ. 62.
263 Paul Ricoeur, Die Interpretation. Ein Versuch über Freud, Frankfurt am Main 1974, σελ.
44 κ.ε.
108
προκαλεί και προσκαλεί τον άνθρωπο να κινητοποιήσει τη σκέψη του
για να ερμηνεύσει τη βαθύτερη σημασία του συμβόλου.264
Συνεπώς, βλέπουμε ότι στο σύμβολο εμπλέκονται δύο νοήματα, ένα
πρωτογενές και ένα δευτερογενές. Ο Ricoeur θεωρεί ότι το σύμβολο
είναι «κάθε σημασιολογική δομή όπου ένα νόημα άμεσο, στοιχειώδες,
κυριολεκτικό, δηλώνει ένα άλλο επιπλέον νόημα έμμεσο,
δευτερογενές και μεταφορικό, που δεν μπορεί να συλληφθεί παρά δια
του πρώτου».265 Για να κατανοήσουμε τη συμβολική σημασία του
συμβόλου οφείλουμε να κινηθούμε ερμηνευτικά από την πρωτογενή
προς τη δευτερογενή. Η πρώτη μετέχει της δεύτερης. Εάν
συμμετέχουμε στην πρώτη τότε ανοίγεται ο ορίζοντας και για τη
δεύτερη. Στην ερμηνευτική αυτή κίνηση της σκέψης σπουδαίο ρόλο
διαδραματίζει η μεταφορά.
Το γεγονός ότι μπορούμε να σκεφτούμε κάποια πράγματα για το
σύμβολο, συνεπάγεται ότι μπορούμε και να μιλήσουμε γι’ αυτό. Αυτό
είναι και το σημείο επαφής μεταξύ συμβόλου και μεταφοράς. Ο
μοναδικός τρόπος να «έρθει» στη γλώσσα η εμπειρία του συμβόλου είναι
η χρήση της μεταφοράς, η οποία και κομίζει την άρρητη διάσταση του
συμβόλου.266 Η εμπειρία του συμβόλου δεν μπορεί να διατυπωθεί
λογικά, εντούτοις μπορεί να καταγραφεί στο λόγο μέσω της έντασης,
της αλογίας και της αντίφασης που δημιουργεί η μεταφορά. Η μεταφορά
δημιουργεί ένταση μεταξύ δύο όρων και δύο νοημάτων. Η μεταφορά,
όπως δηλώνει και η ίδια η λέξη, μάς μεταφέρει από το επίπεδο της
κυριολεξίας στο επίπεδο μίας νέας και ασύλληπτης μέχρι τότε
σημασίας.
Ωστόσο, το σύμβολο εκφράζει πολύ περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι
μπορεί να εκφράσει μεταφορά. Αν η μεταφορά βρίσκεται στο επίπεδο
του λόγου και των εννοιών, τότε το σύμβολο κινείται πολύ πιο μακριά
υπερβαίνοντας τον λόγο και εγγίζοντας το βαθύτερο υπόστρωμα της
264 Peter Biehl (unter Mitarbeit von Ute Hinze, Rudolf Tammeus und Dirk Tiedemann),
Symbole geben zu lernen, 2. Zum Beispiel: Brot, Wasser und Kreuz. Beiträge zur Symbol ‐
Sakramentendidaktik, Neukrichen – Vluyn 1993, σελ. 52
265 Ευδοξίας Δελλή, Εισαγωγή, ό.π., σελ. 27. Βλ. επίσης: Paul Ricoeur, Die
Interpretation. Ein Versuch über Freud, ό.π., σελ. 29.
266 Πωλ Ρικαίρ 2002, σελ. 93.
109
267 Πωλ Ρικαίρ 2002, σελ. 70.
268 Πωλ Ρικαίρ 2002, σελ. 69.
269 Πωλ Ρικαίρ 2002, σελ. 79.
270 Πωλ Ρικαίρ 2002, σελ. 79. Για τον Paul Ricoeur τέτοιες δυνάμεις είναι π.χ. οι
Symbole geben zu lernen, 2, ό.π., σελ. 55.
110
272 Peter Biehl (unter Mitarbeit von Ute Hinze, Rudolf Tammeus und Dirk Tiedemann),
Symbole geben zu lernen, 2., ό.π., σελ. 55.
273 Peter Biehl (unter Mitarbeit von Ute Hinze, Rudolf Tammeus und Dirk Tiedemann),
Symbole geben zu lernen, 2., ό.π., σελ. 55‐57.
111
274 Winfried Nöth, Handbuch der Semiotik, Stuttgart 1985, σελ. 21. Στο εξής θα
παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό με τη συντομογραφία „Winfried Nöth 1985“.
275 Max Pohlenz, Die Stoa. Geschichte eine geistigen Bewegung, Göttingen 3 1964, σελ. 39.
276 Michael Meyer‐Blanck, Vom Symbol zum Zeichen, Rheinbach 2002, σελ. 57‐58. Στο
εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό με τη συντομογραφία „Michael
Meyer‐Blanck 2002“.
277 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, (Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη), Αθήνα 3
1994, σελ. 36‐37, όπου και παρατίθεται το πρωτότυπο κείμενο στα γαλλικά και μαζί
η μετάφραση στα ελληνικά.
112
278 Winfried Nöth 1985, σελ. 33.
279Michael Meyer‐Blanck 2002, σελ. 61.
280 Klaus Oehler, Idee und Grundriß der Peirceschen Semiotik, στο συλλογικό έργο:
Krampen Martin u.a., Die Welt als Zeichen, Severin und Siedler, Berlin 1981, σελ. 18. Στο
εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό με τη συντομογραφία „Klaus Oehler
1981“.
281 Klaus Oehler 1981, σελ. 32.
282 Charles Sanders Peirce, Collected Papers. Επιμέλεια: C. Hartshorne, P. Weiss and A.
Burks Harvard University Press, Cambridge 1931‐58, 5.323: „All thought is in signs“.
(Στις υποσημειώσεις οι οποίες αναφέρονται στο πρωτότυπο έργο του Charles
Sanders Peirce, το πρώτο νούμερο δηλώνει τον τόμο και το δεύτερο τον αριθμό
σελίδας, δηλ. π.χ. Peirce 5.323 = Τόμος 5, σελ. 323).
113
ωστόσο μπορούμε να συνθέτουμε υποθέσεις και ερμηνευτικά μοντέλα
για αυτήν. Με αυτή την έννοια το ανθρώπινο μυαλό μπορεί και
αντιλαμβάνεται την ύπαρξη των πραγμάτων του κόσμου που το
περιβάλλουν, εντούτοις τα αντιμετωπίζει όλα αυτά ως σημεία, δηλ. ως
αντικείμενα που δεν προσφέρουν μία άμεση και βέβαιη γνώση αλλά
εξάπαντος χρήζουν ερμηνείας. Έτσι λοιπόν, εφόσον ο άνθρωπος
αντιλαμβάνεται το τι υπάρχει πραγματικά γύρω του, συνεπάγεται το
εξής: ότι αυτό το οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφτεί, δεν
υπάρχει κιόλας.283 Από την άλλη πλευρά, ό, τι και αν γνωρίζει ο
άνθρωπος ενέχει τον χαρακτήρα του πιθανού. Γι’ αυτό τον λόγο, αυτό
που υπάρχει πραγματικά είναι ανεξάρτητο από αυτό το οποίο
σκεφτόμαστε, δηλ. η γνώση μας για τον κόσμο δεν συμπίπτει με την
απόλυτη αλήθεια για τον κόσμο.284
Ύστερα από αυτές τις θεμελιώδεις ανθρωπολογικές επισημάνσεις
ας δούμε ποιο είναι το περιεχόμενο της έννοιας «σημείο» για τον
Peirce. Ένα σημείο ‐ Zeichen ‐ είναι κάτι το οποίο αφενός μεν μέσω
μιας αναπαράστασης (α) – Repräsentamen – αντιπροσωπεύει κάποιο
αντικείμενο (β) – Objekt – , αφετέρου δε προκαλεί σε κάποιον τρίτο μία
ερμηνευτική προσέγγιση (γ) – Interpretant – μέσω της οποίας ‐ αυτός ο
τρίτος ‐ προσδίδει μία σημασία σε αυτό (στο σημείο).285 Βλέπουμε
λοιπόν, ότι στην έννοια του σημείου συνυπάρχουν τρία διαφορετικά
πράγματα.
Το πρώτο στοιχείο (α) ονομάζεται αντιπροσωπεύον (Repräsentamen),
και αναφέρεται στην υλική υπόσταση του σημείου, σε αυτό δηλ. που
αντιλαμβάνεται άμεσα ο άνθρωπος με τις αισθήσεις του, όταν θέλει
να ερμηνεύσει ένα σημείο.286 Ο Peirce διακρίνει τρία είδη287: α) σημεία
283 Charles Sanders Peirce, Collected Papers, ό.π., 5.251: „If we seek the light of external
facts, the only cases of thought which we can find are of thought in signs. Plainly, no
other thought can be evidenced by external facts. But we have seen that only by
external facts can thought be known at all. The only thought, then, which can possibly
be cognized is thought in signs. But thought which cannot cognized does not exist. All
thought, therefore, must necessarily be in signs “.
284 Charles Sanders Peirce, Schriften I. Zur Entstehung des Pragmatismus, Hrsg. von Karl‐
Otto Apel, Frankfurt am Main 1967, σελ. 257.
285 Klaus Oehler 1981, σελ. 23.
286 Winfried Nöth 1985, σελ. 37.
114
287 Michael Meyer‐Blanck 2002, σελ. 65.
288 Winfried Nöth 1985, σελ. 37.
289 Klaus Oelher 1981, σελ. 24.
290 Klaus Oehler 1981, σελ. 23.
291 Michael Meyer‐Blanck 2002, σελ. 66.
292 Michael Meyer‐Blanck 2002, σελ. 66.
293 Michael Meyer‐Blanck 2002, σελ. 66.
294 Klaus Oehler 1981, σελ. 24.
115
Το τρίτο στοιχείο (γ) ενός σημείου είναι το διερμηνεύον (Interpretant),
δηλ. η ερμηνευτική πλευρά του, η σημασιοδότησή του, ως προς την
οποία και πάλι διακρίνουμε τρία είδη:295 α) το άμεσο διερμηνεύον , το
οποίο αποτελεί μία προσωπική προσπάθεια του ανθρώπου που
ερμηνεύει τι είναι εκείνο που αναπαριστά το σημείο, δηλ. προσπαθεί
να ανακαλύψει το άμεσο αντικείμενο· β) το δυναμικό διερμηνεύον το
οποίο οδηγεί τον άνθρωπο σε μία συγκεκριμένη ενέργεια‐πράξη και
γ) το τελικό διερμηνεύον το οποίο είναι μία συλλογική προσπάθεια,
διότι αποτελεί την ολοκληρωμένη και πλήρη νοηματοδόηση ενός
σημείου η οποία έχει καθιερωθεί στην κοινωνία ως νόμος και ως κοινή
λογική. Το παρακάτω τρίγωνο περιγράφει τη τριαδική σχέση του
σημείου:
γ. Διερμηνεύον
α. Αντιπροσωπεύον β. Αντικείμενο
Π.χ. ο καπνός ως σημείο έχει για αντιπροσωπεύον ένα σημείο
ποιότητας, δηλ. ένα οπτικό ερέθισμα, κάτι που φαίνεται δια της
όρασης· ως άμεσο αντικείμενο αποτελεί δείκτης δηλ. έχει μια φυσική
συγγένεια με το πράγμα στο οποίο αναφέρεται, ενώ ως
διερμενηνεύον θα μπορούσε να έχει τη φράση: «κοιτάξτε, προφανώς
άναψε μια φωτιά κάπου εδώ γύρω». Το δυναμικό αντικείμενο στην
περίπτωση αυτή είναι η φωτιά, η οποία δεν φαίνεται, και έτσι είναι
έξω από την τριαδική αυτή σχέση του σημείου.
295 Klaus Oehler 1981, σελ. 24‐25.
116
Δεν θα υπεισέλθουμε περαιτέρω στη σημειωτική θεωρία του Peirce.
Ο λόγος που αναφέρθηκαν όλα αυτά είναι για να επισημάνουμε, ότι
το σημείο δεν αποκαλύπτει από μόνο του μία αλήθεια, αλλά αποτελεί
ένα γεγονός σχέσης μεταξύ τριών παραγόντων, του
αντιπροσωπεύοντος, του αντικειμένου και του διερμηνεύοντος. Ίσως
το παράδειγμα με τον καπνό και τη φωτιά να φαίνεται κάπως
απλοϊκό. Το μήνυμα όμως που κομίζει είναι εξαιρετικής
σπουδαιότητας, διότι θέτει τα όρια της ανθρώπινης σκέψης. Με τη
διάκριση ανάμεσα σε δυναμικό και άμεσο αντικείμενο ο Peirce θέλει να
μας πει ότι η πραγματικότητα δεν προσεγγίζεται κατευθείαν, αλλά
εμμέσως. Δεν έχουμε καμία δύναμη που να μας επιτρέπει να
διεισδύσουμε στην ουσία των πραγμάτων. Πάντοτε τα πράγματα θα
είναι για μας αντικείμενα που μάς προτρέπουν να τα ερμηνεύσουμε. Και
αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο χώρο των φυσικών επιστημών· εκεί δεν
υπάρχει τίποτε το βέβαιο και αμετάβλητο. Η γνώση του ανθρώπου για
το σύμπαν αναθεωρείται και διευρύνεται συνεχώς.
Με τη σημειωτική θεωρία, όπως ήδη τονίσαμε, ο Peirce επιδιώκει να
διερευνήσει τη λειτουργία της λογικής σκέψης. Η σκέψη όμως
συνδέεται άμεσα με τον τρόπο που ο άνθρωπος προσδιορίζει το νόημα
των εννοιών που χρησιμοποιεί στον προφορικό και στο γραπτό του
λόγο. Ο σκοπός της φιλοσοφίας κατά τον Peirce είναι ο ακριβής
προσδιορισμός του νοήματος των εννοιών, δηλ. η απάντηση στο
ερώτημα «τι εννοούμε επακριβώς όταν χρησιμοποιούμε μία λέξη». Το
βασικό αξίωμα που πρεσβεύει ο Peirce είναι το ακόλουθο: «Εξετάστε
ποια αποτελέσματα, που θα μπορούσαν κατά τρόπο νοητό να έχουν
πρακτικές συνέπειες, αντιλαμβανόμαστε ότι έχει το αντικείμενο της
έννοιάς μας. Τότε η έννοια αυτών των αποτελεσμάτων, είναι η
συνολική έννοια του αντικειμένου».296 Με άλλα λόγια: όταν
συγκεντρώσουμε όλες τις δυνατές (πιθανές) πρακτικές συνέπειες που
μπορεί να έχει ένα αντικείμενο είτε απέναντι σε άλλα αντικείμενα
Charles Sanders Peirce, Collected Papers, ό.π., 5.402. Για την ελληνική απόδοση του
296
θεωρίας του Charles S. Peirce, ό.π., σελ. 369.
298 Δήμητρας Σφενδόνη‐Μέντζου, Η θεωρία των σημείων του C. S. Peirce: σημειωτική,
θεωρίας του Charles S. Peirce, ό.π., σελ. 374.
300 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, (Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη), Αθήνα 3
1994, σελ. 210. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό με τη
συντομογραφία: «Ουμπέρτο Έκο 1994».
301 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 26.
119
302 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 27.
303 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 28.
304 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 56.
305 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 60.
306 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 60.
307 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 83.
308 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 39.
120
σημείο. Εδώ φαίνεται και η αντίθεση του Eco με τη θεωρία της
πληροφορίας. Ας δούμε αναλυτικά το όλο θέμα.
Η θεωρία της πληροφορίας έχει ως αντικείμενο έρευνας τα σήματα
και ερεθίσματα που μεταδίδονται από έναν πομπό· αντιμετωπίζει την
πληροφορία με μία μαθηματική έννοια, δηλ. προσπαθεί με βάση τις
ιδιότητες του πομπού να εξάγει όλα τα πιθανά μηνύματα που μπορεί
να λάβει ο δέκτης.309 Με το σκεπτικό αυτό η θεωρία της πληροφορίας
θα μας πει ότι το πληκτρολόγιο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή μάς
παρέχει 851500 συνδυασμούς ακολουθίας γραμμάτων για να
παράγουμε μηνύματα μέσα σε μία σελίδα.310 Μπορούμε π.χ. να
γράψουμε το μήνυμα «εαβγδεζηθ» που είναι μια ακολουθία στοιχείων
χωρίς όμως να σημαίνει απολύτως τίποτε. Επομένως η θεωρία της
πληροφορίας δεν ενδιαφέρεται για το συγκεκριμένο περιεχόμενο που
συναρτάται σε ένα σημείο, το οποίο λειτουργεί με τη συγκεκριμένη
πρόθεση να παράγει επικοινωνία, δηλαδή να μεταφέρει σημασίες,
αλλά αντίθετα με τους πιθανούς συνδυασμούς μηνυμάτων που
μπορεί να εκπέμψει μία πηγή. Η σημειωτική σε αντίθεση με τη θεωρία
της πληροφορίας διερευνά τα συστήματα σημασιών και ενδιαφέρεται
για τις πληροφορίες, μόνο όταν αυτές χρησιμοποιούνται για να
μεταφέρουν σημασίες.
Εντούτοις, η σημειωτική δεν ασχολείται με το αν το περιεχόμενο που
συναρτάται σε ένα σημείο είναι αληθές ή ψευδές. Όπως πολύ
χαρακτηριστικά σημειώνει ο Eco «κάθε φορά που υπάρχει ψεύδος,
υπάρχει σημασία. Κάθε φορά που υπάρχει σημασία, υπάρχει η
δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί με σκοπό το ψεύδος».311 Αυτό
συνεπάγεται ότι η συνάρτηση μεταξύ σημείου και περιεχομένου δεν
γίνεται με βάση την πραγματική υπόσταση κάποιων παραγόντων.
Όπως επίσης συνεπάγεται και το ότι το σημείο δεν μπορεί αφ’ εαυτού
να μεταφέρει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Το σημείο συναρτάται
με ένα περιεχόμενο αναλόγως με την πρόθεση του δέκτη αλλά και
του πομπού: στέλνω ένα μήνυμα με σκοπό να παρουσιάσω ένα
309 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 75.
310 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 80.
311 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 98.
121
περιεχόμενο, και αντίστοιχα ερμηνεύω ένα μήνυμα με βάση το πώς
θέλω ή το πώς μπορώ να το ερμηνεύσω.
Η πιο σημαντική παράμετρος που μελετάει η σημειωτική είναι ο
τρόπος με τον οποίον τα σημεία συναρτώνται σε συγκεκριμένα
περιεχόμενα με σκοπό να δημιουργήσουν ένα γεγονός επικοινωνίας.
Αυτή η παράμετρος ονομάζεται κώδικας.312 Η έννοια του κώδικα είναι
ειλημμένη από την στρουκτουλαστική φιλοσοφία του Claude Levi
Strauss.313 Κατά τον Eco o κώδικας δεν μάς προσφέρει απλώς μία
αντιστοίχηση μεταξύ σημείου και περιεχομένου αλλά μάς παρέχει τα
εχέγγυα για μία βαθύτερη ερμηνευτική προσέγγιση των
συμφραζομένων.314 Γι’ αυτό το λόγο μιλούμε για ένα γεγονός
επικοινωνίας, όπου εκτός από σημασίες μεταφέρονται συστήματα
αξιών, βιοθεωρίες κτλ. τα οποία και ερμηνεύουν τις σημασίες. Π.χ. δεν
αρκεί να γνωρίζει κανείς ότι στα σημεία «ωκεανός της αγάπης του
Θεού» αντιστοιχούν πέντε λέξεις που κομίζουν ένα περιεχόμενο·
χρειάζεται να γνωρίζει για ποιο λόγο και με ποια πρόθεση η αγάπη
του Θεού παρομοιάζεται με ωκεανό. Με το σκεπτικό αυτό ένας
κώδικας παρέχει ερμηνευτικές πληροφορίες για τον τρόπο σκέψης ενός
πολιτισμού, για την κοσμοθεωρία του, για τις αντιλήψεις του, για τον
τρόπο που εκφράζεται, για το πώς δημιουργεί τέχνη και επιστήμες, για
το πώς κατανοεί το δίκαιο και το άδικο, το όμορφο και το άσχημο, το
ηθικό και το ανήθικο κτλ.315
Εάν σε ένα γεγονός επικοινωνίας αυτό που διαδραματίζει τον
εξέχοντα ρόλο είναι η σημασία που μεταφέρεται, τότε η σημειωτική
έρευνα εστιάζει το ενδιαφέρον της ακριβώς στη σημασία αυτή,
αδιαφορώντας για το αν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ή όχι. Η
σημειωτική προσπαθεί να αντλήσει πληροφορίες για όλες τις
εκφάνσεις του ανθρώπινου πολιτισμού· δεν προσπαθεί να τις
κριτικάρει, ούτε να ελέγξει την ορθότητα του περιεχομένου τους. Ο
312 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 85.
313 Umberto Eco, Einführung in die Semiotik, München 1972, σελ. 381. Σύμφωνα με τη
Σχολή του Στρουκτουραλισμού η επικοινωνία πραγματώνεται όταν με βάση έναν
επεξεργασμένο κώδικα αποκωδικοποιείται από έναν πομπό το μήνυμα που
αποστέλλει ένας δέκτης.
314 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 84‐85.
315 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 102.
122
Eco αναφέρει ότι, για να καταλάβει κανείς το θεολογικό νόημα του
όρου «μετουσίωση», δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει εάν πράγματι
στη σημασία αυτή αντιστοιχεί μία υπαρκτή πραγματικότητα.316
Καταλαβαίνουμε λοιπόν, γιατί ο Eco από το σημειωτικό τρίγωνο του
Peirce αφαιρεί την τρίτη διάσταση, αυτήν που αναφέρεται στο
αντικείμενο του σημείου. Ο Eco επικεντρώνει την προσοχή μόνο στους
δύο παράγοντες: στο σημείο (το οποίο κατά τον Peirce ονομάζεται
«αναπαράσταση») και στο νόημα του σημείου. Το περιεχόμενο ενός
σημείου ονομάζεται από τον Eco «πολιτισμική μονάδα», η οποία
παραπέμπει σε κάθε τι που θεωρείται ως υπαρκτή οντότητα μέσα από
τα μάτια ενός πολιτισμού.317 Ο τρόπος με τον οποίον ερμηνεύεται ένα
σύνολο πολιτισμικών μονάδων απαρτίζει ένα σημασιολογικό πεδίο.
Και το σύνολο των σημασιολογικών πεδίων συναποτελεί ένα
Καθολικό Σημασιολογικό Σύστημα, το οποίο περιγράφει την
κοσμοθεωρία ενός πολιτισμού.318 Άλλες είναι οι πολιτισμικές μονάδες,
τα σημασιολογικά πεδία και συστήματα του ελληνικού πολιτισμού,
άλλα του γερμανικού, άλλα του ιαπωνικού, άλλα του αγγλικού, άλλα
του αραβικού κ.ο.κ. Έτσι λοιπόν γίνεται εύκολα αντιληπτό, για ποιον
λόγο ο Eco υποστηρίζει ότι το περιεχόμενο που μεταφέρει ένα σημείο
δεν είναι απλώς ένα μήνυμα αλλά ένα σύνολο πολλών μαζί
πληροφοριών, δηλ. ένα ολόκληρο κείμενο.319
Η σημειωτική εμμένει στη διερεύνηση των σημασιών, δηλ. των
πολιτισμικών μονάδων, διότι πρεσβεύει πως οι σημασίες αποτελούν
κοινωνικές δυνάμεις. Ως τέτοιες μπορούν να κινητοποιήσουν και να
δρομολογήσουν κοινωνικές εξελίξεις. Ο Eco αναφέρει το παράδειγμα
με τη δογματική ομολογία της Εκκλησίας σχετικά με τις δύο φύσεις
του Χριστού. Η ομολογία αυτή συνοψίζεται στη φράση: «Ο Χριστός
είχε δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεία, και ένα Πρόσωπο».320 Η
φράση αυτή, κατά τον Eco πάντα, εμπεριείχε πολιτισμικές μονάδες οι
οποίες επηρέαζαν τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Ως εκ τούτου η
316 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 102‐103.
317 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 110.
318 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 136.
319 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 96.
320 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 112.
123
φράση αυτή αποτέλεσε για αιώνες αιτία αντιπαραθέσεων και αγώνων
που αποσκοπούσαν είτε στην υπεράσπιση είτε στην απόρριψή της.321
Ένα άλλο παράδειγμα που αναφέρεται στη δύναμη των σημείων ως
κοινωνικές δυνάμεις είναι και το ακόλουθο: «Στο τέλος της μεγάλης
σύρραξης, η βόμβα που έπεσε στη Χιροσίμα δεν είχε κανένα άμεσο
καταστρεπτικό σκοπό και, το ξέρουμε πια σίγουρα, δε χρησίμευε καν
για να λυγίσει η Ιαπωνία που έτσι κι αλλιώς βρισκότανε στο χείλος
του γκρεμού. Ήταν ένα μήνυμα που οι Ενωμένες Πολιτείες στέλνανε
προς τη Σοβιετική Ένωση: ″πρόσεξε γιατί μπορείς να πάθεις τα
ίδια″».322
Επίσης, ένα άλλο θέμα που αξίζει την προσοχή μας σχετικά με τη
σημειωτική θεωρία του Umberto Eco, είναι ο τρόπος θεώρησης του
ανθρώπινου υποκειμένου. Η ερμηνεία που δίνει ένας άνθρωπος σε
ένα σημείο δεν είναι αποτέλεσμα μόνο των δικών του αντιλήψεων και
νοητικών δυνατοτήτων· ο κάθε άνθρωπος ως μέλος μιας
συγκεκριμένες κοινωνίας είναι ταυτόχρονα εκφραστής και μεταδότης
της πολιτισμικής συνείδησης της κοινωνίας αυτής. Αυτό σημαίνει
πρακτικά: όποιες αντιλήψεις και κοσμοθεωρίες και αν έχουμε, όποιον
τρόπο θέασης του κόσμου και ερμηνείας της πραγματικότητας και αν
ενστερνιζόμαστε, είναι αποτέλεσμα μιας μαθησιακής διαδικασίας
που λαμβάνει χώρα μέσα σε μια κοινωνία. Με άλλα λόγια
αντιλαμβανόμαστε το καλό και το κακό, το ηθικό και το ανήθικο κ.τ.ό.
με το χ ή ψ τρόπο, επειδή έτσι έχουμε μάθει από την περιρρέουσα
πολιτισμική ατμόσφαιρα στην οποία μεγαλώσαμε. Το αν στο χ ή ψ
σημείο επισυνάπτουμε ένα χ ή ψ περιεχόμενο, αυτό είναι κάτι που
οφείλεται στο Καθολικό Σημασιολογικό Σύστημα του πολιτισμού
μέσα στον οποίον έχουμε γαλουχηθεί ενσωματώνοντας ασυνείδητα
321 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 112. Από την πλευρά της ορθόδοξης θεολογίας όμως
έχουμε να σημειώσουμε ότι μία τέτοια άποψη δεν είναι αποδεκτή. Και τούτο για
τον απλούστατο λόγο ότι το δόγμα δεν είναι θεωρητική δημιουργία της σκέψης
αλλά έκφραση εμπειρίας. Αν λοιπόν οι Πατέρες της Εκκλησίας αγωνίστηκαν για
την υπεράσπιση του χριστολογικού δόγματος, το έκαναν για να διασώσουν την
αλήθεια της εμπειρίας της Εκκλησίας, δηλ. της δυνατότητας θέωσης του ανθρώπου
και εν Χριστώ μεταμόρφωσής του.
322 Umberto Eco, Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή, (Επιμέλεια: Θόδωρος
Ιωαννίδης), Αθήνα 3 1999, σελ. 46.
124
την κοσμοθεωρία του. Ο άνθρωπος, λοιπόν, για τη σημειωτική έρευνα
είναι μέρος του σημασιολογικού συστήματος ενός πολιτισμού.323 Αυτό
δεν συνεπάγεται ότι ο άνθρωπος αδυνατεί να παράγει πολιτισμό ως
μία επώνυμη οντότητα. Η εξάρτηση του ανθρώπου από την κοινωνία
είναι μία βασική θέση που αφορά στη σημειωτική έρευνα των
σημασιολογικών συστημάτων. Για το ζήτημα αυτό ο Eco αναφέρει το
εξής παράδειγμα: «Ο Jerzy Pelc, ένας Πολωνός που ασχολείται με τη
λογική, παρατήρησε με σαρκασμό ότι όταν βλέπει μια ωραία γυναίκα
δε σκέφτεται κανένα σημείο, αλλά νιώθει μια υγιή και αληθινή
ερωτική επιθυμία. Του απαντήσαμε ότι δεν το καταλαβαίνει, αλλά η
γυναίκα τον τραβάει γιατί μοιάζει με το τελευταίο μοντέλο που
προτείνει ο κινηματογράφος ή ο τύπος: μακιγιάζ, χτένισμα, απουσία
του μακιγιάζ, αχτένιστα μαλλιά, όλα λειτουργούν σαν ″αναφορά″ στο
ιδανικό, στο πρότυπο, που η κουλτούρα του προτείνει».324
Τέλος, θα κλείσουμε κάνοντας μια σύντομα αναφορά στο
περιεχόμενο που προσδίδει ο Eco στην έννοια «σύμβολο». Η
τοποθέτησή του συμβαδίζει με τα όσα εκθέσαμε παραπάνω σχετικά
με την έννοια του σημείου και του κώδικα. Για τον Eco το σύμβολο δεν
είναι ένα ιδιαίτερο σημείο, ούτε και κατέχει μία μυστηριώδη δύναμη αφ’
εαυτού προκειμένου να μεταφέρει μηνύματα μιας νοητής
πραγματικότητας. Το σύμβολο είναι περισσότερο ένας τρόπος
παραγωγής και ανάγνωσης ενός κειμένου.325 Δηλ. ερμηνεύω κάτι
συμβολικά με την έννοια ότι αναζητώ μία άλλη σημασία πέρα από το
αισθητό επίπεδο της κυριολεξίας. Το να διαβάζει κανείς κάτι με τρόπο
συμβολικό είναι αποτέλεσμα της θέλησής του. Με άλλα λόγια, ένα
σημείο μετατρέπεται σε σύμβολο, όταν υπάρχει ξεκάθαρη πρόθεση
ένα πράγμα να χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο. Η χρήση των σημείων
323 Ουμπέρτο Έκο 1994, σελ. 463: «το υποκείμενο κάθε σημειωτικής έρευνας δεν είναι
παρά το σημειωτικό υποκείμενο της σημείωσης, δηλαδή το ιστορικό και κοινωνικό
αποτέλεσμα της κατάτμησης του κόσμου την οποία κάνει προσιτή η μελέτη του
Σημασιολογικού Χώρου. Το υποκείμενο αυτό είναι ένας τρόπος θέασης του κόσμου».
(Η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
324 Umberto Eco, Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή, ό.π., σελ. 15.
325 Umberto Eco, Semiotics and the Philosophy of Language, London 1984, σελ. 162.
125
είναι εκείνος ο παράγοντας που μετατρέπει ορισμένα αντικείμενα σε
σύμβολα και όχι η φύση τους.326
326 Michael Meyer‐Blanck 2002, σελ. 89.
126
327 C. G. Jung, Ψυχολογία και Θρησκεία, ό.π., σελ. 109.
328 C. G. Jung, Ψυχολογία και Θρησκεία, ό.π., σελ. 60‐61.
127
329 Πρβλ. Ιεροθέου Βλάχου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία. Πατερική θεραπευτική αγωγή,
Λειβαδιά 5 1995, σελ. 194: «Η διάνοια δεν είναι εκείνη που γνωρίζει τους
επουράνιους θησαυρούς, πράγμα το οποίο κάνει ο νους του ανθρώπου. Η διάνοια
απλώς κάνει διανοητά όσα εμπειρικώς ζει ο νους του ανθρώπου. Στου νου
αποκαλύπτεται ο Θεός, η δε διάνοια καταγράφει την εμπειρία αυτή σε λογικές
προτάσεις».
330 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 220.
331 Νίκου Ματσούκα, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ.
Βασιλείου, ό.π., σελ. 174.
332 Γεωργίου Μαρτζέλου, Λογική και Αποκάλυψη κατά τον Λούθηρο και την Ορθόδοξη
παράδοση, στο έργο: του ιδίου, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός Β’,
Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 238.
128
παράδοση και ζωή δεν είναι ένα εκφραστικό μέσο κατάργησης της
λογικότητας αλλά λειτουργικής της συνύπαρξης με όλες τις δυνάμεις
του ανθρώπου. Στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία ο πιστός που
γεύεται την εμπειρία των χαρισματικών συμβόλων δεν αναγκάζεται να
θυσιάσει για το σκοπό αυτό την υπαρξιακή του ενότητα, και ως εκ
τούτου πάντοτε λειτουργεί ως ένα ον που δεν στερείται λογικότητας.
Επίσης, μπορούμε να παρατηρήσουμε ένα άλλο βασικό σημείο
διαλόγου και προβληματισμού αναφορικά με τη θεωρία του Jung.
Πρόκειται για την οντολογική σχέση μεταξύ των συμβόλων και των
συμβολιζομένων, και τούτο δικαιολογείται επειδή τα σύμβολα δεν
επιλέγονται τυχαία αλλά εκφράζουν τις πανανθρώπινες αρχετυπικές
εμπειρίες.333 Στα χαρισματικά σύμβολα της Ορθόδοξης Καθολικής
Εκκλησίας έχουμε μία παρόμοια σύνδεση μεταξύ συμβόλου και
συμβολιζομένου με μία όμως ουσιώδη διαφορά: αυτό που ενοικεί στο
σύμβολο δεν είναι ένα συμβολιζόμενο νόημα (όπως δέχεται ο Jung) αλλά
μία χαρισματική πραγματικότητα, δηλ. οι άκτιστες ενέργειες του
Τριαδικού Θεού.
Περνώντας τώρα στην ερμηνευτική σχολή του Paul Ricoeur,
μπορούμε να εντοπίσουμε αρκετά σημεία επαφής με τη θεολογία του
συμβόλου που καλλιεργήθηκε στους κόλπους της Ορθόδοξης
Καθολικής Εκκλησίας. Καταρχήν ο Ricoeur τονίζει πως η σημασία του
συμβόλου για τη ζωή μας είναι πολύ μεγάλη, διότι μέσω αυτού
μπορούμε και αναφερόμαστε σε μία διάσταση της πραγματικότητας,
την οποία δεν μπορούμε να περιγράψουμε άμεσα με τις αισθήσεις
μας.334 Αν οι αισθήσεις λειτουργούν στηριζόμενες στη δύναμη της
επιστημονικής‐λογικής σκέψης, τότε η πραγματικότητα την οποία
θέλει να αποκαλύψει το σύμβολο δεν προσεγγίζεται με τις αισθήσεις
ούτε και αναλύεται επαρκώς με τη λογική. Γι’ αυτό και το σύμβολο,
κατά τον Ricoeur «μαρτυρεί το αρχέγονο ρίζωμα του Λόγου στη
Ζωή».335 Αυτό σημαίνει ότι το σύμβολο υπερβαίνει οποιαδήποτε μορφή
λογικής τεκμηρίωσης, διότι εδράζεται στα βάθη της ανθρώπινης
εμπειρίας, εκεί όπου ο λόγος δεν είναι η μοναδική δύναμη εξουσίας. Η
333 Καρλ Γιουνγκ, Ο άνθρωπος και τα σύμβολά του, σελ. 93.
334 Πωλ Ρικαίρ, Λόγος και Σύμβολο, ό.π., σελ. 62.
335 Πωλ Ρικαίρ, Λόγος και Σύμβολο, ό.π., σελ. 70.
129
ζωή του ανθρώπου είναι ένα σύνολο εμπειριών και βιωμάτων, τα
οποία δεν μπορούν να ερμηνευθούν και να αναλυθούν πλήρως από
τον ανθρώπινο λόγο. Ο λόγος, η λογική, η διάνοια του ανθρώπου δεν
είναι παντοδύναμη, αλλά μέρος, τμήμα του συνόλου της ανθρώπινης
εμπειρίας.
Ωστόσο, το σύμβολο κατά τον Ricoeur δεν είναι και εντελώς άσχετο
με το λόγο, διότι συνδέεται με τη μεταφορά. Η μεταφορά με μία
λεκτική διατύπωση φέρνει στο φως το μήνυμα που κομίζει το
σύμβολο, χωρίς όμως και να εξαντλεί το περιεχόμενο του μηνύματος
αυτού. Το σύμβολο κινείται μεταξύ λόγου και ζωής, μεταξύ του
επιμέρους και της καθολικότητας. Ο Ricoeur διατυπώνει την άποψη
ότι στο σύμβολο ενυπάρχει μία περίσσεια νοήματος, δηλ. ένα νόημα
που υπερβαίνει όλα τα νοήματα που μας παρέχει η άμεση εμπειρία
των αισθήσεων.336 Το σύμβολο είναι ένας τρόπος να συλλάβουμε την
καθολικότητα της ζωής.
Και ακριβώς στο σημείο αυτό εντοπίζουμε και τη μεγάλη ομοιότητα
της θεωρίας του Ricoeur με την ορθόδοξη θεολογία του συμβόλου.
Είδαμε στην ενότητα 1.1.1., ότι για την ορθόδοξη παράδοση και ζωή το
σύμβολο χρησιμοποιείται για να αποτυπώσει καθολικά βιώματα και
εμπειρίες του ανθρώπου, δηλ. πράγματα, έννοιες και καταστάσεις
που δεν μπορούν να «χωρέσουν» στις περιορισμένες δυνατότητες των
λογικών προτάσεων.337 Το σύμβολο υπερβαίνει την περιορισμένη
επιστημονική‐λογική σκέψη, χωρίς όμως και να απομακρύνεται
παντελώς από τον ανθρώπινο λόγο: το σύμβολο είναι ένα είδος
λόγου, διαφορετικού από αυτόν της επιστήμης.
Για την ορθόδοξη θεολογία η συμβολική γλώσσα είναι ένας τρόπος
διεύρυνσης των ορίων της πραγματικότητας: η αλήθεια για τον κόσμο
που μας περιβάλλει δεν εξαντλείται στην εμπειρία των αισθήσεων μήτε
και στις προτάσεις της λογικής‐επιστημονικής σκέψης· είναι κάτι
παραπάνω, είναι κάτι πολύ περισσότερο. Το ίδιο υποστηρίζει και ο
Ricoeur, όταν λέει πως η μεταφορά, η οποία είναι το όργανο λεκτικής και
λογικής εκφοράς του συμβόλου, αποτελεί ένα μέσον καινοποίησης της
πραγματικότητας, δηλ. ένας τρόπος να βλέπουμε τα πράγματα με μία
336 Πωλ Ρικαίρ, Λόγος και Σύμβολο, ό.π., σελ. 60‐61.
337 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π. σελ. 79.
130
338 Paul Ricoeur, Die Interpretation. Ein Versuch über Freud, Frankfurt am Main 1974, σελ.
44 κ.ε.
339 Αναστασίου Γιαννουλάτου, Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Σχέσεις της Ορθοδοξίας
με τις άλλες θρησκείες, στον τόμο: Andrew Walker / Κώστας Καρράς, Ζωντανή
Ορθοδοξία στον σύγχρονο κόσμο, (Μετάφραση από τα αγγλικά: Ιωσήφ Ροηλίδης),
Αθήνα 2001, σελ. 50.
131
όχι οιονεί ιδέες. Στην ορθόδοξη παράδοση και ζωή η χάρις του Θεού
μεταμορφώνει την κτίση και τον άνθρωπο, δεν του προσδίδει απλώς
ένα νόημα. Γι’ αυτό το λόγο η ορθόδοξη πνευματική ζωή δεν είναι μία
ιδεολογία αλλά η Εκκλησία της Μεταμόρφωσης, όπως ορθά
επισημαίνει ο Γεώργιος Μαντζαρίδης.340
Τέλος, όσον αφορά τη σημειωτική σχολή, βλέπουμε ότι η οντολογική
σχέση μεταξύ συμβόλου και συμβολιζομένου είναι κάτι το οποίο οι
εκπρόσωποι της φιλοσοφικής αυτής κατεύθυνσης αρνούνται
κατηγορηματικά. Αυτός είναι και λόγος για τον οποίον η σημειωτική
σχολή μιλάει για σημεία και όχι για σύμβολα. Κατά τον Charles
Sanders Peirce το σημείο παραπέμπει σε μία τριαδική σχέση μεταξύ
αναπαράστασης, αντικειμένου και διερμηνεύοντος.341 Αυτό
συνεπάγεται ότι το σημείο δεν φέρει αφ’ εαυτού ένα νόημα. Το νόημα
του σημείου εξαρτάται από το ποια ερμηνεία θα δοθεί σε αυτό. Κατά
τον Umberto Eco «σημείο είναι οτιδήποτε μπορεί να εκληφθεί ως
σημασιακό υποκατάστατο κάποιου άλλου πράγματος. Αυτό το κάτι
άλλο δεν οφείλει κατ’ ανάγκη να υπάρχει».342 Κατά τον Eco η
σημειωτική δεν ενδιαφέρεται να διαπιστώσει εάν το νόημα που
συναρτάται σε ένα σημείο είναι αληθές ή ψευδές. Η σημειωτική
ασχολείται αποκλειστικά με τις σημασίες των σημείων, όποιες και αν
είναι αυτές. Έτσι λοιπόν, το σημείο μπορεί να μεταφέρει αλήθειες
μπορεί όμως και να θέλει να παραπλανήσει ή να χρησιμοποιείται με
μία παραπλανητική ερμηνευτική προσέγγιση.343 Τόσο οι θέσεις του
Peirce όσο και αυτές του Eco δείχνουν ότι το σημείο δεν έχει καμία
οντολογική συνάφεια με το διερμηνεύον του, δηλ. με το νόημα που
αποδίδεται σε αυτό. Το νόημα είναι αποτέλεσμα μίας κοινωνικής
σύμβασης και τίποτε παραπάνω.
Η απουσία της οντολογικής σχέσης μεταξύ συμβόλου και
συμβολιζομένου είναι κάτι που μπορεί να γίνει αποδεκτό από την
340 Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χρόνος και άνθρωπος, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 141.
341 Klaus Oehler, Idee und Grundriß der Peirceschen Semiotik, στο συλλογικό έργο:
Krampen Martin u.a., Die Welt als Zeichen, Severin und Siedler, Berlin 1981, σελ. 23.
342 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, ό.π., σελ. 26.
343 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, ό.π., σελ. 98: «κάθε φορά που υπάρχει
ψεύδος, υπάρχει σημασία. Κάθε φορά που υπάρχει σημασία, υπάρχει η δυνατότητα
να χρησιμοποιηθεί με σκοπό το ψεύδος».
132
ορθόδοξη θεολογία περί συμβόλου μόνο σε σχέση με τα λεγόμενα
αναγωγικά ή αλληγορικά σύμβολα. Στην περίπτωση όμως των
χαρισματικών συμβόλων δεν είναι δυνατόν να μιλούμε για μη
οντολογική σχέση, διότι όπως ήδη αναφέραμε τα χαρισματικά
σύμβολα καθίστανται δοχεία της χάρης του Θεού. Εντούτοις, ως προς
τη συμβατικότητα των συμβόλων η ορθόδοξη θεολογία δεν θα
μπορούσε να είναι ενάντια, και τούτο διότι πρεσβεύει πως τα σύμβολα
ως κτιστά αντικείμενα διακρίνονται για τον κατεξοχήν αντιμαγικό
τους χαρακτήρα, δηλ. δεν κομίζουν αφ’ εαυτών και εξαιτίας της
κτιστής τους φύσης είτε ένα συμβολικό νόημα (αναγωγικά σύμβολα)
είτε μία χαρισματική πραγματικότητα (χαρισματικά σύμβολα).Το
Σώμα της Εκκλησίας και οι άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού
είναι εκείνοι οι παράγοντες που μετατρέπουν τα κτιστά αντικείμενα
του κόσμου σε σύμβολα. Το μυστήριο των συμβόλων, συνεπώς,
εντοπίζεται στον Τριαδικό Θεό και όχι στη φύση των συμβόλων.
Συνοψίζοντας, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Ορθόδοξη παράδοση και
ζωή, ενώ παρουσιάζει ορισμένα σημεία επαφής με τη σύγχρονη σκέψη
ως προς την προσέγγιση της έννοιας του συμβόλου, εντούτοις κινείται
σε μία εντελώς διαφορετική διάσταση, διότι, ξεκινώντας από την εν
Χριστώ εμπειρία που η ίδια γεύεται διαρκώς, διακηρύσσει τη
δυνατότητα του ανθρώπου και της κτίσης ολόκληρης να μετέχουν στη
δόξα του Τριαδικού Θεού και έτσι να μεταμορφώνονται σε
χαρισματικές πραγματικότητες. Η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία ζει
και ευαγγελίζεται την ευκαιρία και τη δυνατότητα των ανθρώπων να
αναφέρονται οντολογικά προς τον Θεό και να γεμίζουν τη ζωή τους
με τη θεία Του δόξα. 344 Αυτή η αλήθεια της οντολογικής ανακαίνισης
αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά της ορθόδοξης παράδοσης και
ζωής απέναντι σε κάθε φιλοσοφική ή ψυχολογική θεωρία. Στο θέμα
αυτό όμως θα επανέλθουμε αναλυτικότερα στην παράγραφο 2.4.3.,
όπου και θα επιχειρήσουμε ένα διάλογο μεταξύ της Παιδαγωγικής
που αναπτύχθηκε υπό το φως της ανθρωπολογίας της Ορθόδοξης
Καθολικής Εκκλησίας και των διδακτικών κατευθύνσεων και μεθόδων
που αναπτύχθηκαν γύρω από τη διδασκαλία του συμβόλου.
Δημητρίου Στανιλοάε, Dieu est amour, (μετάφραση από τα γαλλικά: Νίκου
344
Ματσούκα), Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 32, υποσημείωση 66.
133
Β’ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ
ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΩΝ
134
135
2.1. Η ερμηνευτική κατεύθυνση (Hermeneutik).
Ο όρος «ερμηνεία» αναφέρεται στις επιστήμες του πνεύματος και
παραπέμπει σε μία διαδικασία κατά την οποία, όπως θα δούμε στη
συνέχεια, γίνεται προσπάθεια να αποκαλυφθεί η αλήθεια ενός
πράγματος.1 Η ερμηνευτική έρευνα επιδιώκει να εξιχνιάσει π.χ. ποιο
είναι το βαθύτερο νόημα που κρύβεται πίσω από μία έκφραση, μία
λέξη ή ένα σύμβολο.2 Όσον αφορά το κεντρικό θέμα της εργασίας
μας, σημείο αφετηρίας της ερμηνευτικής κατεύθυνσης, αποτελεί η
προϋπόθεση ότι τα σύμβολα είναι αυτόνομοι φορείς νοήματος. Αυτό
σημαίνει ότι ενέχουν αφ’ εαυτών μία δύναμη να προκαλούν στον
άνθρωπο σκέψεις και συναισθήματα. Στο διδακτικό επίπεδο ο σκοπός
της ερμηνευτικής είναι να υποβοηθήσει τους μαθητές να καταλάβουν
το αληθινό περιεχόμενο που κρύβεται πίσω από το αντικείμενο της
μάθησης και της διδασκαλίας. Για την ερμηνευτική κατεύθυνση τα
σύμβολα συνδέονται είτε με κάποιες αλήθειες της ανθρώπινης
ύπαρξης είτε με κάποιες αλήθειες της Εκκλησίας· ως εκ τούτου
σκοπός της διδασκαλίας των συμβόλων είναι η αποκάλυψη του
πραγματικού τους νοήματος.
Ο λόγος για τον οποίον θα αναφερθούμε στην ερμηνευτική
κατεύθυνση στο πλαίσιο μιας διδακτικής, που έχει ως αντικείμενό της
τα σύμβολα της ορθόδοξης παράδοσης και ζωής, είναι ο εξής: στα
σύμβολα της Εκκλησίας φανερώνεται η αλήθειά της, η οποία μέσω
της διδασκαλίας των συμβόλων θα πρέπει να προσφερθεί ως μία
ερμηνευτική πρόταση ζωής. Δηλ. εφαρμόζοντας τον ερμηνευτικό τρόπο
σκέψης στα σύμβολα καλούμαστε ως διδάσκοντες να απαντήσουμε στο
ερώτημα για την αξία και το νόημα της ζωής, παρουσιάζοντας ως
προσανατολισμό τον τρόπο ζωής της Εκκλησίας.
1 Πρβλ. Bernhard Dressler / Thomas Klie / Lena Kuhl, Religiöse Zeichen ins Spiel bringen.
Grundzüge einer Zeichendidaktik, ό.π., σελ. 12.
136
3 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge. Religionsdidaktische Anstöße, Düsseldorf 7 1997.
4 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 44.
5 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 44.
137
6 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 44.
7 Anke Edelbrock, Symboldidaktik am Beispiel von Hubertus Halbfas und Peter Biehl, στο
περιοδικό: Jahrbuch der Religionspädagogik, Band 18 (2002), σελ. 81.
8 Anke Edelbrock, Symboldidaktik am Beispiel von Hubertus Halbfas und Peter Biehl, ό.π.,
σελ. 81.
9 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 302.
10 Georg Baudler, Christlicher Religions‐ Unterricht. Zur Grundlegung einer interreligiös‐
dialogischen, biblisch‐christologisch fundierten Symboldidaktik – verdeutlicht am Thema Angst,
στο περιοδικό: Katechetische Blätter, Jg. 118, 1993 / H. 5, σελ. 301.
11 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 45: «Μόνο μέσω μίας συστηματικής
τυπικής θρησκευτικής διάπλασης οι μαθητές μπορούν να κατέχουν τις θεμελιώδεις
κατηγορίες κατανόησης που ισχύουν για όλους τους τρόπους θρησκευτικής
138
έκφρασης. Οι αισθήσεις τους ειδικεύονται να αντιλαμβάνονται κάθε έκφραση και
με την πρέπουσα μεθοδικότητα να θέτουν ερωτήματα, για οτιδήποτε γνωρίζουν,
είτε αυτό έχει τη μορφή μιας γλωσσικής διατύπωσης, είτε μιας εικόνας, είτε μιας
χειρονομίας, είτε αυτό απαντάται στο Χριστιανισμό είτε σε άλλες θρησκείες».
12 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 49: «Ο κοινωνικός και ο θεολογικός
χώρος (οι κατηγορίες εγώ / κόσμος και θρησκεία / Εκκλησία) δεν θα πρέπει να μην
τεθούν ο ένας απέναντι στον άλλον και απλώς να συνδεθούν μέσω
διασταυρώσεων, αλλά βάσει κάποιας θεωρίας να αλληλοπεριχωρηθούν».
13 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π. σελ. 303.
14 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 85.
139
15 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 86.
16 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 86.
17 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 86.
18 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 87.
19 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 86: «Εάν μαζί με τις επιστήμες και
πέρα από το όριά τους δεν εμφανιστεί το χάρισμα του τρίτου ματιού, τότε ο
άνθρωπος παραμένει εγκλωβισμένος στο κέλυφος των δικών του (φανταστικών)
ορισμών και αναλύσεων. Γι’ αυτό το λόγο είναι απαραίτητο, να μην διερευνούμε τα
σύμβολα μόνο κάτω από το σκεπτικό των επιμέρους επιστημών».
140
20 Για τη θεωρία του Jung βλ. την ενότητα 1.2.1. στην παρούσα μελέτη.
21 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 304.
22 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 304.
141
26 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 305.
27 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 105.
142
28 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 105.
29 Hubertus Halbfas, Wurzelwerk. Geschichtliche Dimensionen der Religionsdidaktik,
Düsseldorf 1989, σελ. 59: «η ανθρώπινη φύση χαρακτηρίζεται από έναν διαρκώς
επαναλαμβανόμενο συνδυασμό αρχετυπικών σχηματισμών, οι οποίοι εξηγούν το
γεγονός ότι η ποικιλία συμβολικών μορφών έκφρασης, που συναντά κανείς στην
ιστορία των θρησκειών και των πολιτισμών, διέπεται από αμετάβλητες δομικές
αναλογίες που υφίστανται μεταξύ τους. Εάν κανείς δεν θέλει να αποδεχτεί τη
θεωρία αυτή, θα πρέπει να βρει κάποια άλλη εξήγηση που να δίνει τη λύση από
μόνη της· από όσο όμως διαπιστώνω, δεν υπάρχει μία τέτοια εναλλακτική
δυνατότητα».
30 Erich Neumann, Ursprungsgeschichte des Bewusstseins, München 1974.
31 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 106.
143
ως εκ τούτου εξάγεται το συμπέρασμα ότι η θεμελιώδης δομή και
έννοια των συμβόλων κατέχει μία διαχρονική ισχύ. Τα περιεχόμενά
τους όμως εμφανίζουν μία ποικιλομορφία, έναν επιμερισμό μέσα στο
διάβα της ιστορίας, διότι διαφορετικοί πολιτισμοί αποδίδουν
διαφορετικές κάθε φορά σημασίες.32 Κοντολογίς, αναφορικά με τα
σύμβολα δύο πράγματα μπορεί κανείς να επισημάνει: τη θεμελιώδη
αρχετυπική δομή και σημασία των συμβόλων από τη μια, και την
ποικιλομορφία των ιστορικών μορφών έκφρασης αυτής της
θεμελιώδους δομής από την άλλη. Παρά την ποικιλομορφία τους, τα
σύμβολα φανερώνουν την πανανθρώπινη θρησκευτική εμπειρία.33
Είναι φανερό ότι πίσω από την τοποθέτηση αυτή υποδηλώνεται
εμμέσως πλην σαφώς, ότι όλες οι ιστορικές θρησκείες παραπέμπουν
σε μία μορφή πανανθρώπινης θρησκευτικότητας.34
Ο Halbfas τονίζει ιδιαίτερα τη διαφορά ανάμεσα στο σύμβολο και
στο σημείο.35 Το σύμβολο διακρίνεται για την πολυσημία του και
απευθύνεται σε όλες τις δυνάμεις της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ το
περιεχόμενό του δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια.
Απεναντίας το σημείο διαθέτει μία και μοναδική σημασία, αφορά
αποκλειστικά στη διάνοια του ανθρώπου και μπορεί να το περιγράψει
κανείς με πολλή μεγάλη ακρίβεια. Π.χ. το νερό είναι ένα σύμβολο,
όμως το πράσινο φως ενός σηματοδότη που ρυθμίζει την κυκλοφορία
αυτοκινήτων είναι ένα σημείο.
32 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 107: «ένα θιβετιανό μαντάλα, οι
ολυμπιακοί δακτύλιοι […] όλα αυτά τα σύμβολα μετέχουν της αρχετυπικής δομής
και της πρωταρχικής θεμελιώδους σημασίας, και όμως κάθε σύμβολο εμφανίζεται
κάτω από ιστορικές προϋποθέσεις και αποτελεί έκφραση ενός συγκεκριμένου
τρόπου σκέψης».
33 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 305.
34 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 306.
35 Hubertus Halbfas, Religionsunterricht in Sekundarschulen. Lehrerhandbuch 6, Düsseldorf
1993, σελ. 173.
144
36 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 118.
37 Hubertus Halbfas, Religionsunterricht in Sekundarschulen. Lehrerhandbuch 6, Düsseldorf
1993, σελ. 173.
38 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 118: «Το σύμβολο βοηθάει τον
άνθρωπο πάντοτε να υπερβεί την πραγματικότητα και να γίνει ευαίσθητος και
ικανός να γευθεί την πραγματικότητα εκείνη που δεν μπορεί να καταγραφεί με
έννοιες και τύπους».
39 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 121: «Κάθε αληθινό σύμβολο είναι
γεμάτο νόημα. Όποιος υπεισέρχεται σε μία εσωτερική επικοινωνία με αυτό το
σύμβολο, αυτός βιώνει ταυτόχρονα το προσανατολιστικό βαθύτερο νόημά του, το
οποίο αναφορικά με το ζήτημα εξεύρεσης ενός νοήματος ζωής παρέχει μία
πολυδιάστατη και ταυτόχρονα ανεξάντλητη […] λύση».
40 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 121.
145
Το σύμβολο αυτό καθ’ εαυτό είναι φορέας μίας αλήθειας, ενός
βαθύτερου νοήματος, το οποίο όμως αποκαλύπτει την καθολικότητα
και ολιστικότητα του κόσμου, όταν υφίσταται μία ιδιαίτερη μορφή
επικοινωνίας ανάμεσα σε αυτό και στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος
οφείλει να μετέχει στην αλήθεια του συμβόλου, εάν θέλει να
επωφεληθεί από τη δυνατότητα που έχει το σύμβολο να προσφέρει
νόημα ζωής (Sinnstiftungspotenzial).41
Οι παραπάνω σκέψεις οδηγούν τον Halbfas στο συμπέρασμα, ότι στη
διδακτική πράξη το σύμβολο όντως αναλαμβάνει την ιδιότητα του
διαμεσολαβητή μεταξύ των επιμέρους επιπέδων της
πραγματικότητας, μόνο όταν κατανοήσουν οι μαθητές ότι η γλώσσα
της θρησκείας είναι το φυσικό περιβάλλον του συμβόλου.42 Έτσι
γίνεται αντιληπτή η μεγάλη σημασία που έχει η διδακτική του
συμβόλου για την Παιδαγωγική γενικότερα. Εάν το σύμβολο
συνδέεται στενά με τη θρησκεία (διότι αποκαλύπτει την αρχετυπική
θρησκευτικότητα του ανθρώπου), τότε δεν υπάρχει άλλος τρόπος
γνωριμίας με αυτήν παρά μόνο μέσω του συμβόλου. Όπως
χαρακτηριστικά σημειώνει ο ίδιος ο Halbfas: «Η διδακτική του
συμβόλου δεν είναι κάποια ιδιαίτερη προτίμηση ανάμεσα σε πολλές
άλλες, αλλά προϋπόθεση ἐκ τῶν ὤν οὐκ ἄνευ με τη στενή έννοια, στο
σημείο βέβαια που η θρησκευτική αγωγή και διδασκαλία δεν θα
πρέπει να θεωρούνται επιφανειακά ως μία ετικέτα του εμπορίου,
αλλά ως ένας ″εμβαπτισμός μέσα στην πηγή″» (Sprung in den
Brunnen).43
Οι προθέσεις και οι ενστάσεις του Halbfas, οι οποίες και
αναφέρθηκαν στη αρχή της ενότητας αυτής, διαμορφώνουν κατά
βάση το περιεχόμενο και τον σκοπό της συμβολικής διδακτικής που
προτείνει. Θα πρέπει να προσεγγίσουμε τη διδακτική του συμβόλου
41 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 122: «Εφόσον ο άνθρωπος θέτει τον
εαυτό του μέσα στη διάσταση του συμβολικού ιστού, και εφόσον αφήνεται να
κατανοήσει τον εαυτό του μέσα από το σκόπιμο ολιστικό προσανατολισμό του
συμβόλου, τότε μόνο συμμετέχει ο άνθρωπος στη δυνατότητα που έχει το σύμβολο
να προσφέρει ένα νόημα ζωής».
42 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 108 κ.ε.
43 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 123.
146
ως «μία θεωρία διδασκαλίας της συμβολικής αίσθησης» (Theorie einer
Vermittlung symbolischen Sinnes).44 Η διδακτική αυτή θα θέτει ως
πρωταρχικό σκοπό να καλλιεργήσει στην ψυχή των μαθητών τη
συμβολική αίσθηση.45 Ο μαθητής μέσω της γνωριμίας και της
εμπειρικής προσέγγισης του κόσμου των συμβόλων θα πρέπει να
ανοίξει τους υπαρξιακούς του ορίζοντες και να αναπτύξει την
ικανότητα της πνευματικής ενόρασης (διαίσθηση), αυτό δηλ. που ο
Halbfas ονομάζει «τρίτο μάτι» (Das dritte Auge).46 Με την καλλιέργεια
της ικανότητας αυτής ο μαθητής μπορεί σιγά‐σιγά να διαβάζει την
αρχετυπική θρησκευτική εμπειρία που αποτυπώνεται στα σύμβολα. Η
διδακτική πράξη με τα σύμβολα είναι στην ουσία βιωματική αναγωγή
στην αρχετυπική θρησκευτικότητα. Ερμηνεύουμε τα σύμβολα
βιωματικά για να αναχθούμε στην αρχετυπική θρησκευτικότητα ή – με
άλλη διατύπωση – με τρόπο αναγωγικό βιώνουμε τα σύμβολα ως
φανερώσεις των αρχετύπων. Γι’ αυτό και μιλούμε για μία βιωματική ‐
αναγωγική μέθοδο διδασκαλίας που αποσκοπεί στη φανέρωση της
αρχετυπικής θρησκευτικότητας.
Εμβάθυνση και γνωριμία με τον κόσμο των συμβόλων δεν σημαίνει
σε καμία περίπτωση ορθολογική‐επιστημονική ερμηνεία, αλλά βίωση
του νοήματός τους μέσω των συναισθημάτων.47 Το σύμβολο βρίσκεται
στον αντίποδα οποιασδήποτε ερμηνείας· το περιεχόμενό του δεν
μπορεί να καθοριστεί επιστημονικά, διότι η οποιαδήποτε προσπάθεια
προσδιορισμού υπόκειται στους περιορισμούς που θέτει η ορθολογική
σκέψη.48 Με πιο απλά λόγια δεν μπορούμε να πούμε ξεκάθαρα τι είναι
το σύμβολο.49 Το σύμβολο από διδακτικής άποψης δεν θα πρέπει να
εξηγείται και να αναλύεται επιστημονικά, αλλά να καθίστται
44 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 130.
45 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 130.
46 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 130.
47 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 130.
48 Anke Edelbrock, Symboldidaktik am Beispiel von Hubertus Halbfas und Peter Biehl, στο
περιοδικό: Jahrbuch der Religionspädagogik, Band 18 / 2002, σελ. 77.
49 Anke Edelbrock, Symboldidaktik am Beispiel von Hubertus Halbfas und Peter Biehl, ό.π.,
σελ. 77.
147
50 Hubertus Halbfas, Religionsunterricht in Sekundarschulen. Lehrerhandbuch 6, Düsseldorf
1993, σελ. 92.
51 Hubertus Halbfas, Eine Sprache, die Ereignis werden will, στο περιοδικό: Katechetische
Blätter, Jg. 111 / 1986, H. 12, σελ. 907.
52 Hubertus Halbfas, Religionsunterricht in der Grundschule. Lehrerhandbuch 2, Düsseldorf
1984, σελ. 445.
53 Hubertus Halbfas, Religionsunterricht in der Grundschule, Lehrerhandbuch 2, ό.π., σελ.
445: «Τα σύμβολα δεν θέλουν να γίνουν αντικείμενο γνώσης, αλλά αντικείμενο
εμπειρίας. Ένας καλός δάσκαλος αρνείται τη διδασκαλία ″περί″ συμβόλων· […] Με
την ακριβή έννοια του όρου το σύμβολο δεν είναι ένα ″αντικείμενο″ διδασκαλίας,
είναι μία διάσταση που διαβαίνει από το χώρο της εμπειρίας των αισθητών
πραγμάτων στο χώρο των μετα‐αισθητών, μια διάσταση την οποία εγγίζουμε
περισσότερο όχι κατευθείαν αλλά μάλλον μέσω της πλαγίας οδού».
148
συνολικά‐καθολικά. Η διδακτική αυτή δεν μιλάει μόνο στο μυαλό του
μαθητή, αλλά κυρίως στο συναίσθημά του, δεν προσανατολίζεται
στην ορατή πραγματικότητα, αλλά κυρίως στη βαθύτερη, πνευματική
και αθέατη πλευρά της.
2.1.1.4. Ο μηχανισμός λειτουργίας της βιωματικής‐αναγωγικής
μεθόδου.
Ως εργαλείο ανακάλυψης της σημασίας των συμβόλων ο Halbfas
παρουσιάζει τη μεσαιωνική ερμηνευτική μέθοδο της τετραπλής
ερμηνείας μιας εικόνας ή ενός κειμένου. Αν για τον Paul Ricoeur «το
σύμβολο ωθεί τον άνθρωπο στον στοχασμό», για τον Halbfas το
περιεχόμενο του συμβόλου δεν μπορεί να περιοριστεί στο πεδίο του
στοχασμού, αλλά μπορεί να βιωθεί ως μία εμπειρία που οργανώνεται
τρόπον τινά με βάση το διαλογισμό, που θεμελιώνεται στην τετραπλή
ερμηνευτική μέθοδο του Μεσαίωνα. 54 Η τετραπλή ερμηνεία ξεκινάει
από την πεποίθηση ότι ο κόσμος αυτός καθ’ εαυτόν είναι ένα
κεκρυμμένο μυστήριο, που μπορεί να εξιχνιαστεί μέσω μίας
πολυδιάστατης προσέγγισης.55
Το πρώτο επίπεδο της τετραπλής ερμηνείας είναι ο κόσμος των
αισθητών γεγονότων και αντικειμένων, ο κόσμος όλων αυτών των
πραγμάτων, η ύπαρξη των οποίων γίνεται αποδεκτή από όλους τους
ανθρώπους ανεξαιρέτως. Στο στάδιο αυτό διερευνάται η ιστορική
54 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 125: «Αντί του υπερτονισμού της
γνωστικής‐συλλογιστικής διαδικασίας που συναντά κανείς στο βασικό αξίωμα του
Paul Ricoeur ″το σύμβολο ωθεί τον άνθρωπο στο στοχασμό″, υπάρχουν στην
αρχαία ερμηνευτική τέσσερις ″νοήσεις″, δηλ. μία μέθοδος παρατήρησης και
εμβάθυνσης που διεξάγεται σε τέσσερα βήματα, χωρίς τα οποία είναι αδύνατη η
βίωση όλου του μυστηρίου που κρύβει ένα κείμενο ή μία εικόνα».
55 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 65 κ.ε. και επίσης σελ. 125 κ.ε. , όπου
56 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 308.
57 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 308.
58 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 308.
59 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 308.
60 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 127.
150
61 Hubertus Halbfas, Religionsbuch für das 3. Schuljahr, Zürich; Köln 1985, σελ. 89‐98.
62 Hubertus Halbfas, Religionsbuch für das 3. Schuljahr, ό.π., σελ. 91.
63 Hubertus Halbfas, Religionsbuch für das 3. Schuljahr, ό.π., σελ. 92.
64 Anton Bucher, Symbol – Symbolbildung – Symbolerziehung, St. Ottilien 1990, σελ. 387.
65 Anke Edelbrock, Symboldidaktik am Beispiel von Hubertus Halbfas und Peter Biehl, ό.π.,
σελ. 78‐79, όπου και αναλύονται τα τέσσερα αυτά στάδια.
151
σχετικά με τη χρήση των κεριών: πότε ανάβουμε κεριά στο σπίτι μας,
για ποιο λόγο, τι θέλουμε να εκφράσουμε κτλ. Στο τέταρτο και
τελευταίο στάδιο οι μαθητές καλούνται να διοργανώσουν μια
εκδήλωση στην οποία θα χρησιμοποιούν τα κεριά.
Πώς όμως ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να θέσει σε εφαρμογή
την παραπάνω αναγωγική‐ερμηνευτική διαδικασία; Εδώ οφείλουμε
να εξηγήσουμε με δυο λόγια τις θεολογικές προϋποθέσεις πάνω στις
οποίες στηρίζεται η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση. Για τον Hubertus
Halbfas ο άνθρωπος κατέχει από μόνος του τη δυνατότητα να φτάσει
στο σημείο μιας εμπειρικής βίωσης του περιεχομένου των συμβόλων.
Η διδακτική διαδικασία έχει μόνο στόχο να εγείρει τρόπον τινά στην
ψυχή του μαθητή την ικανότητα αυτή και να την υποβοηθήσει να
τελειοποιηθεί. Είναι ολοφάνερο ότι το θεολογικό υπόβαθρο του
Halbfas είναι η φυσική θεολογία.66 Ένας από τους βασικούς εκφραστές
της ήταν και ο δομηνικανός μοναχός Meister Eckhart (περίπου 1260 –
1328). Αυτός θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του όψιμου
γερμανικού μυστικισμού. 67 Μία από τις βασικές θέσεις του είναι το
γεγονός, ότι μέσα στην ψυχή του ανθρώπου ενυπάρχει το θείο
στοιχείο, ο σπινθήρας της ψυχής (Seelenfünklein).68 Αυτό σημαίνει ότι ο
Θεός κατοικεί μέσα στον άνθρωπο και ότι ο άνθρωπος είναι ένα
κομμάτι του Θεού.69 Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο. Απλώς θα
επιμείνουμε στο ότι ο Halbfas στηρίζεται στον Meister Eckhart70
εκφράζοντας την πεποίθηση ότι «η οδός της θεογνωσίας δεν διέρχεται
δίπλα ή πίσω από τις καθημερινές ανθρώπινες εμπειρίες, αλλά
βρίσκεται μέσα σε αυτές».71 Η ανθρώπινη φύση είναι ο κατεξοχήν
χώρος αποκάλυψης της θείας πραγματικότητας. Με αυτή την έννοια
τίθενται τα θεμέλια μιας theologia naturalis (φυσικής θεολογίας),72
66 Anke Edelbrock, Symboldidaktik am Beispiel von Hubertus Halbfas und Peter Biehl, ό.π.,
σελ. 80.
67 Αθανασίου Στογιαννίδη, Φιλοσοφία της Παιδείας και Χριστιανισμός, ό.π., σελ. 96.
68 Αθανασίου Στογιαννίδη, Φιλοσοφία της Παιδείας και Χριστιανισμός, ό.π., σελ. 97.
69 Jürgen Linnewedel, Meister Eckharts Mystik, Stuttgart 1983, σελ. 45.
70 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 156‐158.
71 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 156.
72 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 155.
152
δηλ. μιας θεολογίας σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος έχει μία
έμφυτη φυσική ικανότητα να γνωρίσει τον Θεό.
2.1.1.5. Η βιωματική ‐ μη νοησιαρχική κατανόηση των συμβόλων ως
παράγοντας καθορισμού των σκοπών και των περιεχομένων της
βιωματικής‐αναγωγικής διδασκαλίας στο Μάθημα των Θρησκευτικών.
Ολοκληρώνοντας την περιγραφή της αρχετυπικής ‐ αναγωγικής
μεθόδου, είναι σκόπιμο να πούμε και λίγα λόγια για τη διδακτέα ύλη.
Κατά τον Halbfas πάντα, η διδασκαλία του συμβόλου δεν
επικεντρώνεται σε μία συγκεκριμένη θρησκεία αλλά περιλαμβάνει τη
συμβολική παράδοση όλης της ανθρωπότητας. Και τούτο διότι πίσω
από την ποικιλομορφία των συμβόλων που συναντά κανείς σε
διαφορετικές θρησκείες και πολιτισμούς, κρύβεται μία αρχετυπική
συμβολική γλώσσα, η οποία και παρέχει πληροφορίες για το
παναθρώπινο περιεχόμενο της θρησκευτικής εμπειρίας.73 Μύθοι,
παραμύθια, θρύλοι, λατρευτικά τυπικά, εικόνες, συμβολικές
εκφράσεις, αντικείμενα με συμβολικό περιεχόμενο κ.ά., που
προέρχονται από την πολιτισμική‐θρησκευτική παράδοση όλης της
ανθρωπότητας, αποτελούν την ύλη κατά τη διδασκαλία των
συμβόλων. Μέσα από αυτή τη γνωριμία με το συμβολικό πλούτο της
ανθρωπότητας οι μαθητές μπορούν να ανακαλύψουν τη μία και
ενιαία αρχετυπική συμβολική γλώσσα και κατά συνέπεια να
διευρύνουν την αντίληψη που έχουν για την πραγματικότητα. Κατά
τον Halbfas, η ανάπτυξη αυτής της ενορατικής‐διαισθητικής
ικανότητας ερμηνείας και βίωσης των συμβόλων χτίζει τα θεμέλια για
73 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 132: «Δεν υπάρχουν δύο ειδών
την κατανόηση των κειμένων της Αγίας Γραφής, όπως επίσης και των
μυστηρίων της Εκκλησίας. Ο σκοπός της διδακτικής των συμβόλων
επεκτείνεται σε όλο το εύρος του Μαθήματος των Θρησκευτικών.
Πρωταρχικό καθήκον του Θρησκευτικού Μαθήματος πρέπει να είναι
η αφύπνιση του τρίτου ματιού, η διάπλαση της ενορατικής‐
διαισθητικής ικανότητας μέσω της οποίας ο μαθητής υπεισέρχεται και
μετέχει στην αλήθεια που μεταφέρει το σύμβολο. Εάν ο μαθητής
μπορεί και βιώνει τη αρχετυπική θρησκευτική εμπειρία, που είναι
κοινή για όλους τους ανθρώπους, τότε είναι σε θέση να ασχοληθεί
κατόπιν με τα κείμενα της Βίβλου καθώς και με τα μυστήρια της
Εκκλησίας. Πρώτα αναζητείται το κοινό πανανθρώπινο θρησκευτικό
βίωμα και κατόπιν ακολουθεί η μύηση στον Χριστιανισμό.74
Κοντολογίς, είτε πρόκειται για βιβλικά κείμενα είτε για παραμύθια
και θρύλους ενός λαού, η αρχετυπική γλώσσα είναι μία και μοναδική.
Όλα τα σύμβολα εκφράζουν την ίδια αρχετυπική θρησκευτική
εμπειρία.75 Με αυτό το σκεπτικό είναι ευνόητο να υποστηρίζει κανείς
ότι υφίστανται κάποια θρησκευτικά αργχέγονα σύμβολα, όπως το
φως, ο ήλιος, η σελήνη, τα αστέρια κ.ά.76
Το πρόγραμμα που περιγράφει ο Hubertus Halbfas ξεκινάει από την
πρώτη τάξη του Δημοτικού. Και τούτο διότι, όπως ο ίδιος υποστηρίζει,
οι μαθητές δεν θα καταφέρουν στις επόμενες τάξεις να ερμηνεύσουν
τα βιβλικά και εκκλησιαστικά κείμενα και σύμβολα, εάν πρωτίστως
δεν εξιχνιάσουν εξαρχής την ιδιαιτερότητα και τα χαρακτηριστικά της
συμβολικής γλώσσας εν γένει.77
Στο σημείο αυτό προκύπτει ένα πολύ σοβαρό ερώτημα που άπτεται
της αναπτυξιακής ψυχολογίας του μαθητή. Στο τρίτο κεφάλαιο της
παρούσας μελέτης θα δούμε ότι η ανθρώπινη σκέψη και κατ’
επέκτασιν ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τα
θρησκευτικά θέματα και τα σύμβολα, ακολουθεί μία εξελικτική
πορεία, η οποία ξεκινάει από τη στιγμή της γέννησής του και
74 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 130.
75 Hubertus Halbfas, Eine Sprache, die Ereignis werden will, ό.π., σελ. 911.
76 Georg Baudler, Interrelgiöse Symbolerziehung. RU im „Weltdorf Erde“ – drei Thesen, στο
περιοδικό: Christlich‐pädagogische Blätter, Jg. 110, 1997 / H. 1, σελ. 6.
77 Hubertus Halbfas, Eine Sprache, die Ereignis werden will, ό.π., σελ. 911.
154
ολοκληρώνεται με το θάνατό του. Η πορεία αυτή διαμορφώνεται από
ποικίλους παράγοντες, ένας από τους οποίους είναι και η ηλικία.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του τρίτου κεφαλαίου διαπιστώσαμε
ότι η αφηρημένη και υποθετική σκέψη εμφανίζεται στο παιδί μετά το
14ο έτος της ηλικίας του. Η υποθετική σκέψη είναι απαραίτητη,
προκειμένου ο μαθητής να συλλογίζεται και να εξάγει
συμπεράσματα χωρίς να δεσμεύεται από τα συγκεκριμένα απτά
αντικείμενα που έχει μπροστά του. Με αυτόν το μηχανισμό έχει τη
δυνατότητα να κατανοεί π.χ. τις μεταφορές, αλλά και όλα εκείνα τα
αντικείμενα που παραπέμπουν σε κάτι άλλο, αθέατο, και
ονομάζονται γενικότερα «σύμβολα». Η συμβολική σκέψη του μαθητή
διέρχεται μέσα από ορισμένα στάδια εξέλιξης. Ο μαθητής της πρώτης
Δημοτικού δεν διαθέτει μία τέτοιου είδους γνωστική δυνατότητα, ώστε
να κατανοήσει σε βάθος τη φράση «γνωρίζω κάτι από μέσα». Στο
αναλυτικό πρόγραμμα του Halbfas βλέπουμε ότι στην ύλη της πρώτης
Δημοτικού υπεισέρχονται απλές μεταφορές που δημιουργούνται με
βάση το σύμβολο του φωτός, της καρδιάς και της θύρας.78
Ο Halbfas, αν και κάνει μνεία της πιαζετιανής αναπτυξιακής
ψυχολογίας, εντούτοις θεωρεί ότι όλες αυτές οι ψυχολογικές έρευνες
έχουν μελετήσει τη διδασκαλία αποσπασματικά και όχι ως ένα
καθολικό φαινόμενο, όχι δηλ. ως μία διαδικασία που να αφορά στο
σύνολο των υπαρξιακών δυνάμεων του μαθητή.79 Πρώτα απ’ όλα αυτό
που πρέπει να ξεκαθαρίσει κανείς συγγράφοντας τα αναλυτικά
προγράμματα είναι η έννοια της μαθησιακής κατανόησης. Ο εν λόγω
ερευνητής διερωτάται, για το ποια είναι εκείνη η επιστήμη που
υπαγορεύει το περιεχόμενο της λέξης «μαθησιακή κατανόηση».80
Κατά πάσα πιθανότητα οι περισσότεροι ψυχολόγοι προσδιορίζουν το
περιεχόμενο της έννοια αυτής με βάση αυτό που οι ενήλικες
κατανοούν μέσω του προφορικού και γραπτού λόγου, δηλ. μέσω των
78 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 45.
79 Friedrich Schzweitzer, Symbole im Kindes‐ und Jugendalter: Mehr Fragen als Antworten,
στο περιοδικό: Evangelischer Erzieher, Jg. 46, 1994 / H. 1, σελ. 18.
80 Hubertus Halbfas, Auf dem Weg zur zweiten Unmittelbarkeit. Ein Interview mit Hubertus
Halbfas, στο περιοδικό: Katechetisch Blätter, Jg. 113, 1988 / H. 6, σελ. 447.
155
81 Hubertus Halbfas, Auf dem Weg zur zweiten Unmittelbarkeit, ό.π., σελ. 447.
82 Hubertus Halbfas, Auf dem Weg zur zweiten Unmittelbarkeit, ό.π., σελ. 448.
83 Hubertus Halbfas, Auf dem Weg zur zweiten Unmittelbarkeit, ό.π., σελ. 448.
84 Gerhard Büttner, Zwischen Halbfas und Biehl. Diskussionsbeiträge zur Symboldidaktik, στο
περιοδικό: Evangelischer Erzieher, Jg. 46, 1994 / H. 1, σελ. 57.
85 Hubertus Halbfas, Religionsunterricht in der Grundschule. Lehrbuch 1., Zürich &
Düsseldorf 1983, σελ. 257.
86 W. Albrecht, Neuere Erträge der Symboldidaktik. Eine Quersumme – im Blick auf
περιοδικό: Evangelischer Erzieher, Jg. 46, 1994 / H. 1, σελ. 57.
156
88 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 260.
89 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 260.
90 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 309.
91 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 260: «Για να μην απομείνει ο αισθητός
Katechetische Blätter 104 (1979), σελ. 542: «Αυτόν τον τρόπο αναγωγικής σκέψης που
καλλιέργησε ο μυστικισμός, έναν τρόπο σκέψης που στέκεται πολύ μακριά από τα
κριτήρια της νοησιαρχικής λογικής, πρέπει ο άνθρωπος κατά πρώτο λόγο να
157
εξασκήσει – αλλά και να μάθει να μην τον περιφρονεί θεωρώντας τον ως κάτι το
ανόητο και άσκοπο».
93 Astrid Greve, Erinnern lernen. Didaktische Entdeckungen in der jüdischen Kultur des
Erinnerns, Neukirchen – Vluyn 1999, σελ. 151.
94 Anke Edelbrock, Symboldidaktik am Beispiel von Hubertus Halbfas und Peter Biehl, στο
περιοδικό: Jahrbuch der Religionspädagogik, Band 18 (2002), σελ. 89.
158
απήχηση.95 Η αναφορά μας σ’ αυτόν οπωσδήποτε θα αποτελέσει ένα
πολύ τρανταχτό παράδειγμα ιστορικοκριτικής προσέγγισης της
διδακτικής του συμβόλου και δημιουργικής αξιοποίησης της
επαγωγικής μεθόδου.
Οι θέσεις του Biehl δεν εκτίθενται σ’ ένα ενιαίο και αυτοτελές έργο.
Μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε τρεις διαφορετικές φάσεις, κατά τις
οποίες αναπτύσσει τη θεωρία του γύρω από την έννοια του
συμβόλου.96 Η πρώτη εκπροσωπείται με το βιβλίο του „Symbole geben zu
lernen“.97 Εδώ καταβάλλεται προσπάθεια να ενταχθεί αρμονικά μέσα
στο θεολογικό και χριστιανοπαιδαγωγικό γίγνεσθαι η ερμηνευτική
θεωρία του Γάλλου φιλοσόφου Paul Ricoeur. Στη δεύτερη φάση o Biehl
συγγράφει ένα δεύτερο τόμο, επέκταση της αρχικής του προσπάθειας,
με τίτλο: „Symbole geben zu lernen, 2“ 98 όπου και θεμελιώνει την έννοια
του συμβόλου πάνω σε δύο διδασκαλίες: στη λουθηρανική θεολογία
της θείας Ευχαριστίας (Abendmahlslehre) και στη σύγχρονη
προτεσταντική θεολογία της σταυρικής θυσίας του Χριστού
(Kreuzestheologie). Η τελευταία φάση καταγράφεται στο βιβλίο του
„Festsymbole“.99 Εκεί διεξάγει έναν διάλογο με επιστήμονες, οι οποίοι
ξεκινώντας από σημειωτικές φιλοσοφικές προϋποθέσεις, άσκησαν
έντονη κριτική στο έργο του. Δεν θα αναφερθούμε όμως στην τρίτη
φάση, παρά μόνο αργότερα και πάντα σε σχέση με τη σημειωτική
ερμηνευτική. Αυτό που μας ενδιαφέρει στην ενότητα αυτή είναι να
περιγράψουμε την ιστορικοκριτική‐αναγωγική μέθοδο και όχι το
95 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 315.
96 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 315.
97 Peter Biehl (unter Mitarbeit von Ute Hinze und Rudolf Tammeus), Symbole geben zu
lernen. Einführung in die Symboldidaktik anhand der Symbole Hand, Haus und Weg,
Neukirchen – Vluyn 1991. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό με τη
συντομογραφία: „Peter Biehl 1“.
98 Peter Biehl (unter Mitarbeit von Ute Hinze, Rudolf Tammeus und Dirk Tiedemann),
Symbole geben zu lernen, 2. Zum Beispiel: Brot, Wasser und Kreuz. Beiträge zur Symbol‐
Sakramentendidaktik, Neukrichen – Vluyn 1993. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο
σύγγραμμα αυτό με τη συντομογραφία: „Peter Biehl 2“.
99 Peter Biehl, Festsymbole. Zum Beispiel: Ostern. Kreative Wahrnehmung als Ort der
Symboldidaktik, Neukirchen – Vluyn 1999.
159
σύνολο των θέσεων του εν λόγω ερευνητή. Το έργο του Biehl
επομένως λειτουργεί για μας όχι ως αυτοσκοπός αλλά ως μέσο.
2.1.2.1. Η ερμηνευτική θεωρία του Paul Ricoeur ως φιλοσοφικό υπόβαθρο
της ιστορικοκριτικής‐επαγωγικής διδασκαλίας.
Το έτος 1991 εκδίδεται το έργο του Peter Biehl „Symbole geben zu lernen.
Einführung in die Symboldidaktik anhand der Hand, Haus und Weg“ . Ακόμα
και ο τίτλος φέρνει στο νου μας το γνωστό ρητό του Paul Ricoeur «το
σύμβολο ωθεί τον άνθρωπο στο στοχασμό».100 Αρχικά ο Biehl θέτει ως
θεωρητικό υπόβαθρο τα πορίσματα της φαινομενολογίας της
θρησκείας, σύμφωνα με την οποία σε κάθε θρησκευτικό σύμβολο
διακρίνουμε την πρώτη και τη δεύτερη σημασία.101 Η πρώτη σημασία
αφορά στην ορατή και κυριολεκτική σημασία του συμβόλου ως υλικού
αντικειμένου, ενώ η δεύτερη παραπέμπει στην αθέατη και
κεκρυμμένη πραγματικότητα. Μεταξύ των δύο σημασιών υφίσταται
μία αδιάσπαστη ενότητα.102 Η πρώτη παραπέμπει κατευθείαν στη
δεύτερη, ή – με διαφορετική διατύπωση – η δεύτερη είναι πραγματικά
παρούσα (real präsent) δηλ. ενοικεί μέσα στην πρώτη:103 «το σύμβολο
παρέχει αυτό ακριβώς που σημαίνει. Μου επιτρέπει να μετέχω σε
αυτό, το οποίο διακηρύσσει».104
Η φαινομενολογική‐θρησκειολογική προσέγγιση του συμβόλου
συνεξετάζεται κατόπιν κάτω από το φως της φιλοσοφίας του Paul
Ricoeur. Τρία αλληλοεξαρτώμενα στοιχεία, που ήδη είχαμε
περιγράψει στη σχετική ενότητα (§ 1.2.2.), δανείζεται ο Biehl από τον
Γάλλο διανοούμενο. Ας τα επαναλάβουμε εν συντομία. Το πρώτο
είναι η πληθωρικότητα της γλώσσας, το δεύτερο ο αντιμαγικός και
παραπεμπτικός χαρακτήρας των συμβόλων και το τρίτο η ερμηνευτική
100 Για τον Paul Ricoeur βλ. την ενότητα 1.2.2. της παρούσας μελέτης.
101 Peter Biehl 1, σελ. 52‐53.
102 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 315.
103 Peter Biehl 1, σελ. 53.
104 Peter Biehl 1, σελ. 52.
160
105 Athanassios Stogiannidis, ό.π., σελ. 316‐317.
106 Πωλ Ρικαίρ, Λόγος και Σύμβολο. (Μετάφραση από τα γαλλικά: Μαβίνα
Πανταζάρα), Αθήνα 2002, σελ. 54‐57:
107 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 317.
108 Peter Biehl 1, σελ. 56‐57, όπου ο Biehl παραθέτει μία σχηματική απεικόνιση της
θεωρίας του Paul Ricoeur.
161
109 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 316.
110 Paul Tillich, Die Frage nach dem Unbedingten. Schriften zur Religionsphilosophie,
Gesammelte Werke. Band V, Stuttgart 1964, σελ. 283.
111 Peter Biehl 2, σελ. 23.
112 Για το χωρίο βλ. Peter Biehl 2, σελ. 24. Βλ. επίσης: Wüttenbergische Ausgabe Tr 4,
666.
162
αποτελεί σημείο κάποιου πράγματος που είναι απών, ενώ το δεύτερο
αποτελεί σημείο ενός πράγματος που είναι παρών. Δηλαδή το
φιλοσοφικό σύμβολο δεν έχει κάποια σχέση ενότητας με το
συμβολιζόμενο. Αντιθέτως, το θεολογικό σύμβολο είναι πάντοτε
ενωμένο με τη συμβολιζόμενη πραγματικότητα. Το συμβολιζόμενο
είναι πάντοτε παρών μαζί με την εμφάνιση του συμβόλου. Στον άρτο
και στον οίνο είναι πραγματικά παρόν το σώμα και το αίμα του
Χριστού. Ο Λούθηρος επεκτείνει λίγο ακόμα τη διδασκαλία αυτή
συνδέοντας τον άρτο και τον οίνο με την εν Χριστώ εσχατολογική
υπόσχεση.113 Το όλο βάρος δεν πέφτει στα υλικά στοιχεία της θείας
Ευχαριστίας αλλά στο λόγο του Θεού.114 Η υπόσχεση του Θεού
παραπέμπει στο λόγο του Θεού. Ο λόγος αυτός δεν παρέχει απλώς
ένα νόημα, αλλά είναι δρων και ενεργών λόγος.115 Ο Θεός
πραγματώνει τα μυστήρια μέσω του λόγου του. Τα σύμβολα του
άρτου και του οίνου αναλαμβάνουν την αρμοδιότητα να
αισθητοποιήσουν την παρουσία του λόγου του Θεού μέσα στο όλο
γεγονός της μυστηριακής ιερουργίας.116 Ο άρτος και ο οίνος
καθίστανται έτσι σημεία της εσχατολογικής υπόσχεσης του Θεού.
Κοντολογίς, ο Θεός είναι παρών μόνο μέσω του λόγου του, ενώ τα
τίμια δώρα αποτελούν σημεία αυτής της πραγματικής παρουσίας του
λόγου.
Η άποψη του Λούθηρου που μόλις περιγράψαμε, οδηγεί τον Biehl
στο αβίαστο συμπέρασμα, πως η πραγματική παρουσία (Realpräsenz)
του συμβολιζομένου πράγματος είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό του
113 Peter Biehl 2, σελ. 24.
114 Για τη διδασκαλία του Λούθηρου αναφορικά με τη θεία Ευχαριστία βλ.:
Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λουθήρου. Συμβολή στη μελέτη της
θεολογίας του Λουθήρου από ορθόδοξη άποψη, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 117‐130. Βλ.
επίσης: Αθανασίου Στογιαννίδη, Η σημασία και η θέση της σημειωτικής στο χώρο
της ευαγγελικής και της ορθόδοξης χριστιανικής αγωγής, στο συλλογικό έργο:
Ιωάννη Κογκούλη / Χρήστου Βασιλόπουλου / Δημητρίου Λάππα (Επιμέλεια),
Κατηχητική Διακονία. Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Κωνσταντίνο Φράγκο,
Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 224‐225.
115 Peter Biehl 2, σελ. 24.
116 Peter Biehl 2, σελ. 25.
163
117 Peter Biehl 2, σελ. 24.
118 Peter Biehl 2, σελ. 57.
119 Peter Biehl 2, σελ. 58.
120 Peter Biehl 2, σελ. 58: «Το σύμβολο μας επιτρέπει να μετέχουμε σε μία κίνηση από
την πρώτη, κυριολεκτική σημασία, στη δεύτερη, μεταφορική σημασία».
164
121 Peter Biehl 2, σελ. 58.
122 Peter Biehl 2, σελ. 40.
123 Peter Biehl 2, σελ. 41: «Αυτή την καταστροφή της πρώτης σημασίας, που
λαμβάνει χώρα μέσα στη γλώσσα και μέσω της γλώσσας εξαιτίας μίας δεύτερης
σημασίας, ονομάζει ο Bader ″θυσία του λόγου″».
124 Peter Biehl 2, σελ. 40: «Εάν τα λόγια μεταμορφώνονται από κάτι που λένε σε
μένα μέσω της δικής μου αντίληψης σε αυτό που λένε από μόνα τους, τότε τα
παλαιά λόγια γίνονται καινούρια».
125 Peter Biehl 2, σελ. 41. Για το θέμα αυτό βλ. επίσης: Günter Bader, Symbolik des Todes
Jesu, Tübingen 1988, σελ. 240. Βλ. επίσης: Günter Bader, Abendmahlsfeier, Tübingen
1993, σελ. 80 κ.ε.
126 Peter Biehl 2, σελ. 40.
165
προσανατολισμό: όλα τα βιβλικά‐χριστιανικά σύμβολα κατανοούνται,
μόνο όταν μέσω της θυσίας της λέξης καταστούν πράγματα που
μιλούνε στο άνθρωπο από μόνα τους. Ο Biehl σημειώνει τα εξής:
«Έτσι φαίνεται ότι στο σταυρό του Χριστού διαφαίνεται με ακρίβεια το
βαθύτερο περιεχόμενο ενός συμβόλου. Το σύμβολο είναι ένα
δημιούργημα της γλώσσας, το οποίο περιλαμβάνει μη λεκτικά και
εικονολογικά στοιχεία, Στο σύμβολο δύο πράγματα γίνονται
συγχρόνως αντιληπτά: η εικόνα και η διάλυση της εικόνας».127 Μέσω
της γλώσσας αποτυπώνονται νοερά εικονικές παραστάσεις, των
οποίων η κυριολεκτική σημασία διαλύεται προκειμένου να φανερωθεί
η δεύτερη, μεταφορική σημασία.
Το σύμβολο του σταυρού αποδεικνύεται ως το κέντρο όχι μόνο όλων
των βιβλικών‐χριστιανικών συμβολισμών αλλά εν γένει όλων των
συμβόλων.128 Ο Biehl εκφράζει την έντονη αντίθεσή του απέναντι
στην αρχετυπική ερμηνευτική του Hubertus Halbfas, διότι αυτή
καταργεί και παραγνωρίζει τη μοναδικότητα της θυσίας του Χριστού.
Ο σταυρός του Χριστού είναι ένα μοναδικό και ένα ανεπανάληπτο
ιστορικό γεγονός, το οποίο αγκαλιάζει όλους τους πριν από αυτόν
συμβολισμούς δίνοντάς τους ένα εντελώς καινούριο νόημα. Σύμφωνα
με την αυτοσυνειδησία της χριστιανικής πίστης η μοναδικότητα του
ιστορικού γεγονότος προσδιορίζει τον τρόπο λειτουργίας των
συμβόλων σε πανανθρώπινη κλίμακα· το συγκεκριμένο και ιστορικό
νοηματοδοτεί το γενικό και καθολικό.129 Ποτέ δεν θα μπορούσε να
συμβεί το αντίθετο. Στο σημείο αυτό μπορούμε πλέον να
επισημάνουμε με ακρίβεια τη διαφορά ανάμεσα στην βιωματική‐
αναγωγική και στην ιστορικοκριτική‐επαγωγική μέθοδο: εάν η πρώτη
στρέφει την προσοχή της σε μία πανανθρώπινη και αρχετυπική
127 Peter Biehl 2, σελ. 53. Ο Heinz Schmidt στη βιβλιοκριτική που έγραψε (στο
περιοδικό Theologische Literaturzeitung 119, 3 / 1994, σελ. 268‐270) για το βιβλίο του
Peter Biehl „Symbole geben zu lernen, 2“ γράφει τα ακόλουθα: «Τέτοιου είδους
ορισμοί κατανοούνται μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας οντολογικής ή αρχετυπικής
θεμελίωσης των συμβόλων, από τις οποίες όμως ο Biehl υποστηρίζει ότι παίρνει
αποστάσεις».
128 Peter Biehl 2, σελ. 41.
129 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 324.
166
133 Peter Biehl 1, σελ. 47.
167
σύμβολο είναι στενά συνδεδεμένο με το συμβολιζόμενο πράγμα. Ένα
απλό παράδειγμα ίσως αποσαφηνίσει κάπως την έννοια της
πραγματικής παρουσίας:134 στην ελληνική κλασσική αρχαιότητα δύο
φίλοι τη στιγμή του αποχωρισμού τους έγραφαν το όνομά τους σε ένα
κομμάτι από πηλό και κατόπιν το έσπαζαν σε δύο κομμάτια. Καθένας
κρατούσε και από ένα διατηρώντας το ως επιβεβαίωση και ανάμνηση
της φιλίας τους. Στο παράδειγμα αυτό η συμβολιζόμενη
πραγματικότητα είναι η φιλία μεταξύ δύο ανθρώπων. Η φιλία είναι
κατά κάποιον τρόπο «παρούσα» μέσα στα δύο αυτά πήλινα κομμάτια,
διότι τα κομμάτια αυτά ξυπνούν αυθόρμητα στις ψυχές των δύο
ανθρώπων τη φιλία που έχουν μεταξύ τους· επομένως τα δύο αυτά
πήλινα κομμάτια λειτουργούν ως σύμβολα, διότι όχι μόνο
παραπέμπουν στη πραγματικότητα της φιλίας, όχι μόνο προκαλούν
την ενθύμισή της, αλλά συνάμα παρέχουν την ίδια τη φιλία ως
γεγονός σχέσης μεταξύ δύο ανθρώπων.135 Με πιο απλά λόγια, η
συμβολιζόμενη πραγματικότητα εμφανίζεται, όταν εμφανίζεται και
το σύμβολο. (Στο παράδειγμά μας η φιλία φανερώνεται και
αποκαλύπτεται μέσα από τα δύο πήλινα κομμάτια). γ. προχωρώντας
στην παρουσίαση των ιδιοτήτων ενός συμβόλου ο Biehl επισημαίνει
την κοινωνική του διάσταση. Τα σύμβολα, ενώ ξεπηδούν από τις
ανθρώπινες ασύνειδες ψυχικές καταβολές, εντούτοις οι ερμηνείες
τους είναι ποικίλες και γι’ αυτό στην ιστορική τους πορεία
λειτουργούν ως σύμβολα μόνο όταν αναγνωρίζονται ως τέτοια από μία
κοινότητα ανθρώπων.136 Ο παραπεμπτικός συμβολισμός
προσδιορίζεται από την ομάδα των ανθρώπων που χρησιμοποιεί τα
σύμβολα.137 δ. Συνεπώς δεν μπορούν να ερμηνευθούν έξω από την
ιστορική και την κοινωνική τους συνάφεια.138 ε. αυτό τελικά που
134 Peter Biehl 1, σελ. 46.
135 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 318.
136 Peter Biehl 1, σελ. 47.
137 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 318.
138 Peter Biehl 1, σελ. 48: «Τα σύμβολα έχουν την εποχή τους, εξαρτώνται από την
ιστορία και από την κοινωνία. Εάν εξασθενήσει η κοινωνική τους αναγνώριση,
πεθαίνουν. Είναι πιθανόν να αναστηθούν και πάλι αργότερα μέσα από τον πλούτο
των αναμνήσεων μιας κοινότητας».
168
139 Peter Biehl 1, σελ. 49.
140 Peter Biehl 1, σελ. 49: «Τα σύμβολα συνδέουν μία εσωτερική και μία εξωτερική
πραγματικότητα, τη συνείδηση με το ασυνείδητο».
141 Peter Biehl 1, σελ. 49.
142 Peter Biehl 1, σε. 59: «Η εμφάνιση των χριστολογικών συμβόλων (που στρέφονται
γύρω από τις ονομασίες που αποδίδουν στον Χριστό ιδιότητες όπως Υιός του
Ανθρώπου, Υιός του Θεού, Κύριος) δεν μπορεί να κατανοηθεί και ερμηνευθεί χωρίς
αναφορά στις ιστορικές διαδικασίες, οι οποίες παραμένουν στοιχεία ενεργά μέσα
στη ζωή των συμβόλων αυτών, επιφορτισμένα όμως με μία άλλη εξαιρετικά
ανώτερη και πρωτότυπη σημασιολογία σε σχέση με τις τετριμμένες».
143 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 319.
144 Peter Biehl 1, σελ. 59.
169
πρώτον παραπέμπουν πίσω στο ιστορικό παρελθόν του ερχομού του Θεού στον
κόσμο εν Χριστώ Ιησού, και δεύτερον όταν […] παραπέμπουν στο υπεσχημένο
μέλλον της Βασιλείας του Θεού».
149 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 319.
150 Peter Biehl 1, σελ. 182‐183.
170
και νοήματος. Γι’ αυτό και προσφέρονται ως ένα κατεξοχήν διδακτικό
υλικό στο Μάθημα των Θρησκευτικών. Τα σύμβολα υποβοηθούν τον
άνθρωπο να μάθει (Symbole geben zu lernen) – όπως άλλωστε είναι και ο
τίτλος των δύο πρώτων βιβλίων που εξέδωσε ο Biehl γύρω από το
θέμα της διδακτικής των συμβόλων.
Για να αποσαφηνίσουμε περισσότερο την έννοια της
διαμεσολάβησης (Vermittlung) ας σημειώσουμε ότι για τον Biehl
υφίσταται κάποιο είδος συγγένειας ανάμεσα στα σύμβολα που
καθιέρωσε και χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα η εκκοσμικευμένη
νεωτερική κοινωνία και στα σύμβολα που εκφράζουν το χριστιανικό
μήνυμα.151 Τα χριστιανικά σύμβολα δεν είναι τίποτε άλλο παρά
χριστολογικές νοηματοδοτήσεις και επανερμηνείες των συμβόλων
που εμφανίσθηκαν στην ιστορία πριν από την εποχή του Χριστού.152
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η χριστιανική πίστη και
εμπειρία δεν μπορεί να αδιαφορεί για την ιστορία και για την
καθημερινότητα των ανθρώπων, διότι σε αυτές στηρίζεται για να
λάβει σάρκα και οστά, για να ενσαρκώνεται μέσα στην ανθρώπινη
πραγματικότητα.153 Με την έννοια αυτή τα σύμβολα έχουν τον
χαρακτήρα ενός διαμεσολαβητή και γεφυρώνουν το χάσμα ανάμεσα
στην εκκοσμικευμένη κοινωνία και στη χριστιανική‐βιβλική
παράδοση.
2.1.2.4. Μεταφορική ερμηνεία, ιστορικοκριτική ανάλυση και επαγωγική
σκέψη ως βασικά εργαλεία της διδασκαλίας των συμβόλων.
Το ερώτημα που προκύπτει ύστερα από τη θεωρητική θεμελίωση,
άπτεται του μαθησιακού ενδιαφέροντος: με ποιον τρόπο τα σύμβολα
της χριστιανικής πίστης μπορούν να γίνουν αντικείμενο διδασκαλίας
και να μεταδοθεί το περιεχόμενό τους στους μαθητές; Για την
151 Peter Biehl 1, σελ. 173.
152 Peter Biehl 1, σελ. 69.
153 Peter Biehl 1, σελ. 70.
171
154 Michael Meyer‐Blanck, Vom Symbol zum Zeichen. Symboldidaktik und Semiotik,
Rheinbach 2 2002, σελ. 96.
155Πωλ Ρικαίρ, Λόγος και Σύμβολο, ό.π., σελ. 54‐57
156 Beter Biehl 1, σελ. 66 κ.ε.
157 Peter Biehl 1, σελ. 72.
158 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 320.
172
162 Peter Biehl 1, σελ. 166.
173
163 Peter Biehl 1, σελ. 173.
164 Peter Biehl 1, σελ. 176.
165 Peter Biehl 1, σελ. 166.
166 Henning Schröer, Zwischen Wort und Zeichen. Biblischen Kriterien einer Symboldidaktik
des Evangeliums, στο περιοδικό: Evangelischer Erzieher 46 / 1994, σελ. 10.
167 Peter Biehl 1, σελ. 176.
168 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 321.
174
169 Peter Biehl 1, σελ. 72: «Θέτουμε διδακτικώς ως σημείο εκκίνησης της μαθησιακής
διαδικασίας τα σύμβολα της Βίβλου και τα συσχετίζουμε με βιβλικά και εξωβιβλικά
κείμενα. Ωστόσο το αποφασιστικό χριστιανοπαιδαγωγικό πρόβλημα δεν είναι […]
η κατανόηση των συμβόλων αυτών, αλλά αντιθέτως το ερώτημα, πώς μπορεί να
περιορισθεί […] η πληθωρικότητα των ερμηνειών των συμβόλων».
170 Anke Edelbrock, Symboldidaktik am Beispiel von Hubertus Halbfas und Peter Biehl, στο
περιοδικό: Jahrbuch der Religionspädagogik, Band 18 (2002), σελ. 82.
171 Peter Biehl 1, σελ. 188.
172 Astrid Greve, Erinnern lernen. Didaktische Entdeckungen in der jüdischen Kultur des
Erinnerns, Neukirchen – Vluyn 1999, σελ. 153.
175
σύμβολο «οίκος». Η διδασκαλία του διέρχεται από οχτώ στάδια.173 Στο
πρώτο οι μαθητές αφήνονται να εξωτερικεύσουν τις επιθυμίες και
γενικότερα όλες τις παραστάσεις που έρχονται στο μυαλό τους, εάν
υποθέσουν ότι βρίσκονταν μέσα σε ένα σπίτι. Στο δεύτερο στάδιο
γράφουν μικρές ιστοριούλες προσπαθώντας να κατανοήσουν τη
θετική σημασία ενός σπιτιού, ότι δηλ. το σπίτι προσφέρει ασφάλεια,
διαμονή, ζεστασιά τις κρύες νύχτες του χειμώνα, κ.ά. Στη συνέχεια
καλούνται οι μαθητές να περιγράψουν αρνητικές και θετικές
εμπειρίες που συνδέονται με την κατοικία τους. Στο τέταρτο στάδιο
θα πρέπει να ανακαλύψουν ότι το σπίτι αποτελεί ένα σύμβολο, που
γίνεται ένα κομμάτι της προσωπικότητας του ανθρώπου, εφόσον
μέσα στο σπίτι αναπτύσσεται η οικογένειά του, οι χαρές και οι λύπες
των μελών της όπως και άλλα συγκλονιστικά γεγονότα λαμβάνουν
χώρα κυρίως μέσα σ’ αυτό. Στο επόμενο στάδιο ζητείται από τους
μαθητές να περιγράψουν, πώς επιθυμούν να είναι διαμορφωμένο το
σπίτι όπου θα στεγάζεται η οικογένεια που θα δημιουργήσουν στο
μέλλον οι ίδιοι. Κατόπιν ο δάσκαλος δείχνει στους μαθητές κάποιες
επιγραφές που ήταν γραμμένες σε εξωτερικά σημεία παλαιών οίκων·
μέσα από τις επιγραφές αυτές διαπιστώνεται ότι για τους ανθρώπους
του παρελθόντος το σπίτι ως κτήριο αποτελούσε χώρο διακήρυξης
των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Στο προτελευταίο στάδιο οι
μαθητές αναζητούν σημεία επαφής μεταξύ θρησκείας και κοινωνικής
ζωής αναφορικά πάντοτε με το σύμβολο «σπίτι». Προς αυτή την
κατεύθυνση οδηγεί μία διαφημιστική εξαγγελία που χρησιμοποιεί τη
φράση «Ο ουρανός στη γη μας!». Εδώ οι μαθητές καλούνται να
εξετάσουν με κριτικό πνεύμα, κατά πόσο ο ουρανός έρχεται στη γη με
την αγορά του προϊόντος που διαφημίζεται κάνοντας αντιπαράθεση
με τη βιβλική φράση «Βασιλεία του Θεού» ή «Βασιλεία των ουρανών».
Στο όγδοο και τελευταίο στάδιο μπορούν να συγκεκριμενοποιήσουν
το χριστιανικό περιεχόμενο του συμβόλου «οίκος» με σαφείς
αναφορές στις παραβολές του Χριστού αλλά και σε χωρία που
173 Friedrich Schweitzer, Sinn, Phantasie und Symbol. Religionspädagogische Annäherungen
an den Zusammenhang von Lernen und Imagination, στο συλλογικό έργο: Peter Fauser
u.a. (Hrsg.), Vorstellungen bilden, Velber : Friedrich 1996, σελ. 98‐99, όπου και
περιγράφονται τα οχτώ αυτά στάδια.
176
174 Gerhard Büttner, Zwischen Halbfas und Biehl. Diskussionsbeiträge zur Symboldidaktik,
στο περιοδικό: Evangelischer Erzieher, Jg. 46, 1994 / H. 1, σελ. 63.
175 Peter Biehl 1, σελ. 61.
177
η εμπειρία και το νόημα ζωής που κρύβουν μέσα τους τα σύμβολα της
χριστιανικής πίστης, να γίνουν προσωπικά βιώματα του μαθητή.176
Κάποια χριστιανικά σύμβολα έχουν χάσει το πρωταρχικό τους νόημα
και μετατράπηκαν είτε σε είδωλα είτε σε κλισσέ. Ζητούμενο από τους
μαθητές, στην περίπτωση αυτή, είναι να φέρουν στην επιφάνεια το
πραγματικό νόημα των χριστιανικών συμβόλων, τα οποία για
πολλούς και διαφόρους λόγους μέσα στη ζωή της εκκοσμικευμένης
κοινωνίας έχουν χάσει το πρωταρχικό τους νόημα.
Με την επανανακάλυψη του πραγματικού νοήματος το σύμβολο
«ζωοποειται», αποκτά και πάλι μία ζωντανή σχέση με τον άνθρωπο,
αφού τού προσφέρει ένα νόημα ζωής. Τότε τα σύμβολα καθίστανται
«ζωντανά σύμβολα» και διαδραματίζουν τον ρόλο του διαμεσολαβητή
μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής πραγματικότητας, μεταξύ
δημιουργίας και εσχατολογίας, όπως επίσης και μεταξύ ανθρώπινης
εμπειρίας και εμπειρίας που αποκαλύπτει το Ευαγγέλιο.177
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι ο απώτερος στόχος της κριτικής και
επαγωγικής αυτής ανάλυσης είναι να αποκαλυφθεί το περιεχόμενο
των συμβόλων, ώστε οι μαθητές να ξέρουν τι αντιπροσωπεύουν τα
σύγχρονα σύμβολα της κοινωνίας. Και στη συνέχεια να
προβληματιστούν σχετικά με το ποια σύμβολα εν τέλει μπορούν να
εμπιστεύονται, «τα σύμβολα του ″έχειν″, της δύναμης, την κυριαρχίας,
του καταναλωτισμού ή τα σύμβολα του ″είναι″, της αγάπης, της
ελπίδας, της πίστης;»178 Η μοντέρνα κοινωνία προσφέρει οπωσδήποτε
γέφυρες επικοινωνίας με τους βιβλικούς συμβολισμούς, παράλληλα
176 Eurich Johannes, Symbol und Musik: Die religiöse Vermittlungsleistung des Symbolbegriffs
Religionsunterrichts, Frankfurt a.M. 1980, σελ. 80: «Τα ζωντανά σύμβολα γεφυρώνουν
την εσωτερική με την εξωτερική πραγματικότητα του νέου ανθρώπου· γεφυρώνουν
τις επιμέρους χρονικές περιόδους ενός ανθρώπου, π.χ. δίνουν τη δυνατότητα στον
άνθρωπο να θυμηθεί εμπειρίες της παιδικής του ηλικίας και να προσδιορίσει
μελλοντικές δυνατότητες· […] τέλος γεφυρώνουν τις εμπειρίες της καθημερινής
ζωής των συγχρόνων ανθρώπων με τις θεμελιώδεις παραδόσεις της χριστιανικής
κοινότητας».
178 Peter Biehl 1, σελ. 176.
178
179 Πρβλ. Πρβλ. Bernhard Dressler / Thomas Klie / Lena Kuhl, Religiöse Zeichen ins Spiel
αξιών και προσανατολισμών. Με τη σημειωτική μέθοδο αναζητούμε τις
προϋποθέσεις μιας σωστής πληροφόρησης γύρω από τα σύμβολα και τη
χαρισματική ζωή της Εκκλησίας.
Στη συνέχεια θα μελετήσουμε μία τελείως διαφορετική πρόταση
διδασκαλίας σε σχέση με αυτές που περιγράψαμε προηγουμένως. Η
ειδοποιός διαφορά της έγκειται στο ότι η μέθοδος αυτή δεν διερευνά
το σύμβολο ως ένα ιδιαίτερο υλικό αντικείμενο ανάμεσα σε άλλα.
Στην περίπτωση αυτή έρχεται στο προσκήνιο όλη η σημειωτική
θεωρία που παρουσιάσαμε στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας μας.
Εδώ το σύμβολο λειτουργεί απλώς ως σημείο, δια μέσου του οποίου
πραγματώνεται η επικοινωνία των μελών μιας ομάδας. Αν
διαβάσουμε σωστά τον κώδικα της συγκεκριμένης κάθε φορά
επικοινωνίας, τότε μπορούμε να ανακαλύψουμε και το νόημα που
μεταφέρουν τα χρησιμοποιούμενα σημεία. Για όλα αυτά θα
μιλήσουμε εκτενώς στη συνέχεια.
Ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της σημειωτικής
διδακτικής των συμβόλων είναι ο Γερμανός προτεστάντης
χριστιανοπαιδαγωγός Michael Meyer‐Blanck, ο οποίος και πρώτος
έστρεψε το ενδιαφέρον της έρευνας προς την κατεύθυνση αυτή. Με το
βιβλίο του „Vom Symbol zum Zeichen“180 εγκαινίασε μία καινούρια
οπτική γωνία επιχειρώντας μία σημειωτική αναθεώρηση όλων των
μέχρι τότε μεθόδων διδασκαλίας των συμβόλων.181 Δηλαδή η
σημειωτική ανάλυση εφαρμόζεται στη διδακτική των συμβόλων για
πρώτη φορά από τον Meyer‐Blanck. Επειδή λοιπόν είναι ο θεμελιωτής
της μεθόδου αυτής, θα στηριχθούμε βιβλιογραφικά στο έργο του· αυτό
θα αποτελέσει για μας οδηγό στην περιγραφή και κατανόηση της
σημειωτικής μεθόδου.
180 Michael Meyer‐Blanck, Vom Symbol zum Zeichen. Symboldidaktik und Semiotik,
Hannover 1995. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό με τη
συντομογραφία: „Michael Meyer‐Blanck 1995“.
181 Michael Meyer‐Blanck, Vom Symbol zum Zeichen. Plädoyer für eine semiotische Revision
182 Michael Meyer‐Blanck, Semiotik und Praktische Theologie, στο περιοδικό: International
Journal of Practical Theology, Vol. 5, Berlin‐New York 2001, σελ. 114. Στο εξής θα
παραπέμπουμε στο κείμενο αυτό με τη συντομογραφία: „Michael Meyer‐Blanck
2001“. Για τη θεωρία του Peirce βλ. επίσης την ενότητα 1.2.3. της ανά χείρας μελέτης
μας.
183 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 60: «Δεν υπάρχει σημείο που μπορεί να γίνει
κατανοητό έξω από τη διαδικασία της πρόσληψης και της νοηματοδότησης».
184 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 338.
182
αυτό ένας αυτόκλητος φορέας περιεχομένων. Αν το σύμβολο έχει κάτι
να πει, τούτο συμβαίνει διότι ο άνθρωπος προσδίδει σ’ αυτό μία
ορισμένη σημασία, όταν το ερμηνεύει. Συνεπώς δεν μπορούμε να
αναλύουμε στους μαθητές το βαθύτερο περιεχόμενο κάποιων
συμβόλων, γιατί απλούστατα δεν υφίσταται κάποιο συγκεκριμένο
περιεχόμενο αυτό καθ’ εαυτό αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με την
ερμηνεία του. Διαφορετικές ερμηνείες προσδίδουν στα ίδια σύμβολα
διαφορετικά περιεχόμενα. Τα σύμβολα είναι απλώς σημεία
επικοινωνίας που πρέπει να ερμηνευθούν και τίποτε παραπάνω. Αυτό
όμως που μπορούμε να διδάξουμε είναι ο συμβολικός τρόπος
ερμηνείας ενός θρησκευτικού σημείου ή κειμένου.185
Ο δεύτερος στοχαστής που επηρεάζει τη σκέψη του Meyer‐Blanck
είναι ο Ιταλός σημειολόγος Umberto Eco. Για τον Eco ισχύει το
ακόλουθο: «σημείο είναι οτιδήποτε μπορεί να εκληφθεί ως σημασιακό
υποκατάστατο κάποιου άλλου πράγματος. Αυτό το κάτι άλλο δεν
οφείλει κατ’ ανάγκη να υπάρχει».186 Το σημείο είναι μία μορφή
έκφρασης η οποία κατόπιν μιας κοινωνικής σύμβασης‐συμφωνίας
αντιστοιχίζεται σ’ ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο.187 Με αυτή την
τοποθέτηση ο Eco ουσιαστικά θεωρεί πως καμία γλώσσα και κανένα
σύμβολο δεν μπορεί αφ’ εαυτού να παίξει το ρόλο ενός
διαμεσολαβητή της αλήθειας. Δηλαδή δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη
δύναμη μέσα στη γλώσσα και στα σύμβολα που να τα καθιστά
απεικονίσεις της αλήθειας.188 Η συνάρτηση μεταξύ έκφρασης και
περιεχομένου είναι η λυδία λίθος κάθε μορφής επικοινωνίας.
Επικοινωνώ σημαίνει εκπέμπω και αποδέχομαι σημεία, τα οποία
πρέπει να ερμηνευθούν με μία συγκεκριμένη κάθε φορά σημασία
προκειμένου να μεταφέρουν ένα συγκεκριμένο κάθε φορά μήνυμα. Η
185 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 71.
186 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής. (Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη), Αθήνα 3
1994, σελ. 26.
187 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, ό.π., σελ. 83.
188 Karl‐Heinrich Bieritz, Umberto Eco: Umrisse einer atheistischen Theologie, στο
συλλογικό έργο: Wilfried Engemann und Rainer Volp (Hrsg.), Gib mir ein Zeichen: zur
Bedeutung der Semiotik für theologische Praxis‐ und Denkmodelle, Berlin; New York 1992,
σελ. 64‐65.
183
192 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, ό.π., σελ. 58.
193 Michael Meyer‐Blanck 2001, σελ. 112.
184
194 Micahel Meyer‐Blanck 1995, σελ. 75.
195 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, ό.π., σελ. 463: «Το υποκείμενο κάθε
σημειωτικής έρευνας δεν είναι παρά το σημειωτικό υποκείμενο της σημείωσης,
δηλαδή το ιστορικό και κοινωνικό αποτέλεσμα της κατάτμησης του κόσμου την οποία
κάνει προσιτή η μελέτη του Σημασιολογικού Χώρου». (Η υπογράμμιση στο
πρωτότυπο).
196 Michael Meyer‐Blanck 1998, σελ. 16.
197 Michael Meyer‐Blanck 1998, σελ. 16.
198 Michael Meyer‐Blanck 1998, σελ. 16.
185
199 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 76.
200 Michael Meyer‐Blanck 1998, σελ. 18.
201 Πρβλ. Dietrich Zilleßen, Abschied von der Symboldidaktik? Was die Symboldidaktik zu
lernen gegeben hat, στο περιοδικό: Evangelischer Erzieher 46. Jg. / 1994, Η. 1, σελ. 31: «Ο
άρτος π.χ. θεωρείται ως σύμβολο της ζωής, ως σύμβολο της ελπίδας για τη ζωή, και
ενίοτε ως ελπίδα επιβίωσης. Η ύλη του άρτου, δηλ. το υλικό σώμα του […]
παραπέμπει σε εμπειρίες του ανθρώπου που σχετίζονται με τον άρτο, εμπειρίες οι
οποίες τρόπον τινά ενσαρκώνονται μέσα στον άρτο. Με την έννοια αυτή όμως δεν
είναι σε καμία περίπτωση ο άρτος […] ως προς την υλική του υπόσταση, εκείνο το
στοιχείο που θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτόκλητος φορέας όλων αυτών των
σημασιών. Μία τέτοια θετικιστική και εξαντικειμενοποιημένη κατανόηση του
άρτου ως αμιγώς φυσικό αντικείμενο είναι μία φυσιοκρατική φαντασίωση».
202 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 340.
203 Michael Meyer‐Blanck 1998, σελ. 15.
186
204 Die Bekenntnisschriften der evangelisch‐lutherischen Kirche. Herausgegeben im
Gedankenjahr der Augsburgischen Konfession 1930, Göttingen 6 1967, σελ. 1010.
205 Αθανασίου Στογιαννίδη, Η σημασία και η θέση της σημειωτικής στο χώρο της
ευαγγελικής και της ορθόδοξης χριστιανικής αγωγής, στο συλλογικό έργο: Ιωάννη
Κογκούλη / Χρήστου Βασιλόπουλου / Δημητρίου Λάππα (Επιμέλεια), Κατηχητική
Διακονία. Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Κωνσταντίνο Φράγκο, Θεσσαλονίκη
2003, σελ. 224‐225. Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι Λουθηρανοί δεν κάνουν λόγο για
μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού, αλλά απλώς για μία
πνευματική παρουσία του Χριστού μέσα στον άρτο και τον οίνο.
206 Michael Meyer‐Blanck 1998, σελ. 14: «Κάποια πράγματα υφίστανται ως σύμβολα
και ως σημεία μόνο μέσα από τη χρήση τους (in usu), μέσα σε μία επικοινωνιακή
διαδικασία ανάμεσα στο σημείο και στον αποδέκτη».
207 Michael Meyer‐Blanck 1998, σελ. 14
187
208 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 116.
209 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 342.
210 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 116: «Στη θρησκευτική αγωγή εντάσσεται η
212 Uwe Böhm, Gerd Buschmann, Popmusik – Religion – Unterricht. Modelle und
Materialien zur Didaktik von Popularkultur, Münster 2000.
213 Gerd Buschmann, Das Exodus‐ und Weg‐Symbol in der Werbung. Zur religiösen
Grundierung der Warenästhetik, στο περιοδικό: medien praktisch, 25 Jg. 2001 / H. 2, σελ.
54‐59.
214 Bernd Abesser, Religion ist im Spiel – Zeichendeutung in PC – und Video‐Spielen.
Praxiselemente für die Sekundarstufen I und II, στο συλλογικό έργο: Bernhard Dressler
(Hrsg.), Religion zeigen. Zeichendidaktische Entwürfe, Loccum 2002, σελ. 72‐80.
215 Michael Meyer‐Blanck 1998, σελ. 20: «μία διδακτική των συμβόλων που
αναθεωρείται από σημειωτική σκοπιά δεν θα είχε ως πρωταρχικό στόχο την
κατανόηση των συμβόλων, αλλά τη συνεννόηση και την αυτοκατανόηση των
μαθητών ως υποκειμένων που μπορούν να αναπαριστάνουν τον εαυτό τους μέσω
συμβολικών τρόπων έκφρασης».
189
σκοπό να προκαλέσει στην ψυχή των μαθητών κάποια βιώματα. Το
αντικείμενο διδασκαλίας δεν είναι τα σύμβολα αυτά καθ’ εαυτά αλλά ο
τρόπος, η «λογική» ‐ αν θέλετε ‐ με την οποία ο άνθρωπος και η
χριστιανική κοινότητα αναπαριστούν τις θρησκευτικές τους
εμπειρίες.216
Η διδακτική μέθοδος του Meyer‐Blanck, κοντολογίς, δεν προτείνει
μία ερμηνευτική του περιεχομένου των συμβόλων
(Symbolhermeneutik) αλλά μία ερμηνευτική του τρόπου σύνθεσης
συμβολικών ερμηνειών (Symbolisierungshermeneutik). Γι’ αυτό και η
μέθοδός του ονομάζεται διδακτική θρησκευτικών‐χριστιανικών
σημειωτικών διαδικασιών (Didaktik religiös‐christlicher
Zeichenprozesse). 217
216 Michael Meyer‐Blanck, Gesten – Gesänge – Gegenstände: Umrisse einer
zeichentheoretischen Religionsdidaktik. Religionspädagogischer Studientag Marburg, 10. Mai
2003, στο δικτυακό τόπο (που επισκεφτήκαμε το έτος 2007):
http://peopele.freenet.de/meyer‐blanck/Vortrag 04.doc., σελ. 10. Στο εξής θα
παραπέμπουμε στο κείμενο αυτό με τη συντομογραφία: „Michael Meyer‐Blanck
2003“.
217 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 116.
218 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 100.
219 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 100.
190
223 Michael Meyer‐Blanck 2002b, σελ. 82‐83.
191
224 Michael Meyer‐Blanck, Phänomene und Zeichen. Phänomenologie und Semiotik in der
Religionspädagogik, στο συλλογικό έργο: Thomas Klie (Hrsg.), Spiegelflächen.
Phänomenologie – Religionspädagogik – Werbung, Münster 1999, σελ. 100: «Η βασική αρχή
έρευνας στη θεωρία των σημείων δεν είναι η αναζήτηση βαθύτερων δομών της
πραγματικότητας, αλλά η αναζήτηση δομών σχέσεων μέσα σε ιστορικές
διαδικασίες». Στο εξής θα παραπέμπουμε στο κείμενο αυτό με τη συντομογραφία:
„Michael Meyer‐Blanck 1999“.
225 Michael Meyer‐Blanck, Liturgie und Ritual. Kirchlicher Gottesdienst oder Inszenierung
227 Michael Meyer‐Blanck 2000, σελ. 352.
228 Michael Meyer‐Blanck 2000, σελ. 353.
229 Με το ζήτημα της δραματοποίησης ή δραματουργίας έχουν ασχοληθεί και άλλοι
χριστιανοπαιδαγωγοί. Βλ. π.χ. τις ακόλουθες μελέτες: 1) Bernhard Dressler, Die
Schule entdeckt die Kirche als Ort von Religion, στο συλλογικό έργο: Thomas Klie (Hrsg.),
Der Religion Raum geben. Kirchenpädagogik und religiöses Lernen, Münster 2 2000, σελ. 77‐
92. 2) Gerhard Marcel Martin, Inszenierung biblischer Texte in sakralen Räumen, στο
συλλογικό έργο: Thomas Klie (Hrsg.), Der Religion Raum geben, ό.π., σελ. 104‐111.
230 Για το θέμα αυτό βλ. το συλλογικό έργο: Thomas Klie (Hrsg.), Der Religion Raum
geben. Kirchenpädagogik und religiöses Lernen, Münster 2 2000. Βλ. επίσης: Athanassios
Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 364‐375.
231 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 118.
193
232 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 119.
233 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 119.
234 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 344.
194
235 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, ό.π., σελ. 96: «ένας και μόνο σημειακός
φορέας μεταφέρει πολλά συνυφασμένα περιεχόμενα και ότι επομένως αυτό που
συνήθως αποκαλείται ″μήνυμα″ είναι στην πραγματικότητα ένα κείμενο, του
οποίου το περιεχόμενο είναι ένας πολύπτυχος λόγος». (Η υπογράμμιση στο
πρωτότυπο).
236 Umberto Eco, Τα όρια της ερμηνείας, (Μετάφραση: Μαριάννα Κονδύλη), Αθήνα
1993, σελ. 34. Αναφορικά με την ερμηνεία ενός κειμένου γράφει τα εξής:
«χρειάζεται να αναζητήσουμε στο κείμενο αυτό που το ίδιο το κείμενο λέει ως προς
τη συμφραστική του συνεκτικότητα και την περίσταση των συστημάτων
σημασιοδότησης στα οποία ανατρέχει».
237 Bernhard Dressler / Thomas Klie / Lena Kuhl, Religiöse Zeichen ins Spiel bringen.
238 Michael Meyer‐Blanck 1999, σελ. 99.
239 Michael Meyer‐Blanck 1998, σελ. 20: «στη διδασκαλία θα πρέπει να εξιχνιάζεται
και να καθίσταται αντικείμενο συζήτησης ο διαφορετικός τρόπος συμβολικής
κωδικοποίησης των σημείων από υποκείμενα, ομάδες ή θεσμούς, έτσι ώστε στη
συνέχεια όλα αυτά να αξιολογηθούν μέσα στο πλαίσιο ενός ομολογιακού
θεολογικού προβληματισμού».
240 Michael Meyer‐Blanck 1998, σελ. 20: «Το σημειωτικό ερώτημα που αφορά στην
επικοινωνία και το μετασημειωτικό ερώτημα που αφορά στην αλήθεια των
σημείων (σύμφωνα με τη σημειωτική του Umberto Eco) να διαχωρίζονται ξεκάθαρα
μεταξύ τους».
196
να δοκιμάσουν. Στη δεύτερη φάση οι μαθητές πρέπει να πάρουν τα
απαραίτητα εχέγγυα ερμηνευτικού προσανατολισμού και να κάνουν
κτήμα τους το μήνυμα του Ευαγγελίου. Γίνεται λοιπόν ένας σαφής
διαχωρισμός ανάμεσα στους ενδοκοσμικούς ερμηνευτικούς κώδικες
της καθημερινότητας από τη μια και στον υπερβατικό κώδικα του
Χριστιανισμού από την άλλη.241 Ο χριστιανικός ερμηνευτικός κώδικας
δεν είναι άλλος, παρά εκείνος που παραπέμπει στην εσχατολογική
Βασιλεία του Θεού.242 Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν λάβει κανείς
υπόψη του ότι όλα τα σημεία που παρουσιάζει ο Χριστός κατά τη
διάρκεια της επίγειας ζωής του μπροστά στα μάτια των ανθρώπων
πρέπει να διαβασθούν σωστά: η πίστη στον Χριστό ως
ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού είναι η κατάλληλη ερμηνεία
όλων των σημείων του.243
Η σημειωτική μέθοδος διδασκαλίας των συμβόλων που εισηγείται ο
Meyer‐Blanck, δεν αποδίδει βαρύτητα μόνο στον εσχατολογικό κώδικα
του Ευαγγελίου αλλά ταυτόχρονα και στα προσωπικά βιώματα των
μαθητών. Η προσέγγιση αυτή υποκινείται από βαθύτερες θεολογικές
σκοπιμότητες του εν λόγω ερευνητή, για τις οποίες θα μιλήσουμε
στην αμέσως επόμενη ενότητα.
2.2.5. Η κατανόηση του όρου «θρησκεία» ως κεντρικό σημείο
αναφοράς της σημειωτικής διδακτικής.
Στην υφηγεσία του ο Meyer‐Blanck εκθέτει την άποψη ότι η
πρακτική θεολογία ως κλάδος δεν πρέπει να εθίζεται σε θεολογικούς
υψιπετείς στοχασμούς, αλλά να έχει ως κύριο δεδομένο τη ζωή της
χριστιανικής πίστης και κατόπιν να στοχάζεται αναφορικά με αυτήν,
241 Michael Meyer‐Blanck 1998, σελ. 24.
242 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 106.
243 Bernhard Dressler, Zeichen und Wunder. Didaktische Aufenthalte in fremden Welten. Zur
244 Michael Meyer‐Blanck, Leben, Leib, Liturgie: Die praktische Theologie Wilhelm Stählins,
Berlin – New York 1994, σελ. 401. Παρόμοιες απόψεις μέσα στο χώρο του σύγχρονου
Προτεσταντισμού διαβάζει κανείς στο εξής σύγγραμμα: Eberhard Hauschildt /
Martin Laube / Ursula Roth (Hrsg.), Praktische Theologie als Topographie des Christentums.
Eine phänomenologische Wissenschaft und ihre hermeneutische Dimension, Rheinbach 2000.
245 Michael Meyer‐Blanck 1999, σελ. 90 κ.ε.
υποκείμενο συσχετίζεται με την παράδοση, τότε συμβαίνει κάτι άλλο
που δεν εξαντλείται ούτε μόνο στην έννοια του υποκειμένου ούτε
μόνο στην έννοια της παράδοσης: το υποκείμενο και η παράδοση
γίνονται αντικείμενο έρευνας της πρακτικής θεολογίας μόνο όταν
αλληλοσυσχετίζονται.248
Στο σημείο αυτό προκύπτει ένα μεγάλο θέμα σχετικά με το πώς
συνυπάρχουν στον σύγχρονο Προτεσταντισμό η παράδοση και το
άτομο. Ο Meyer‐Blanck μάς λύνει πολύ εύκολα την απορία αυτή,
εκθέτοντας έναν ορισμό σχετικά με το τι είναι θρησκεία: «η θρησκεία
δεν είναι ούτε κάτι το υποκειμενικό ούτε και κάτι αντικειμενικά
δεδομένο»,249 «η θρησκεία δεν είναι ούτε μία αντικειμενική
πραγματικότητα, ούτε μία ακατανόητη κατάσταση· η θρησκεία είναι
πάντοτε συγκεκριμένη έκφραση (Ι) μίας προσωπικής ερμηνείας (ΙΙ)
αναφορικά με μία αντικειμενική κατάσταση (ΙΙΙ)».250 Οι τρεις λατινικοί
αριθμοί δηλώνουν τη τριαδική σημειωτική σχέση μεταξύ των τριών
παραγόντων.
Για τον Meyer‐Blanck η θρησκεία είναι ένα σημειωτικό φαινόμενο,
εφόσον αποτελεί ένα είδος αλληλοπεριχώρησης μεταξύ παράδοσης και
υποκειμένου. Η παράδοση δεν μπορεί να έχει κάποιο νόημα, διότι το
νόημα δίδεται από τον άνθρωπο. Αλλά και ο άνθρωπος μένει χωρίς
προσανατολισμό όταν εκλείψει η παράδοση. Αν θρησκεία σημαίνουν
όλα τα παραπάνω, τότε το Μάθημα των Θρησκευτικών δεν έχει παρά
να διδάξει τι ακριβώς είναι η θρησκεία, δηλ. τον τρόπο λειτουργίας της
θρησκείας, όπως επίσης και τον τρόπο με τον οποίο η περιγραφή της
να τίθεται ζήτημα προτεραιότητας μεταξύ προσώπου και παράδοσης, αλλά μόνο
το ζήτημα του τρόπου με τον οποίον τα πρόσωπα κατανοούν κάποια πράγματα
όταν έρθουν σε επαφή με την παράδοση».
248 Michael Meyer‐Blanck 1999, σελ. 91: «Το ερώτημα δεν συνίσταται πλέον στο τι
είναι το υποκείμενο ή τι είναι η παράδοση αλλά κάτι άλλο: «τι ακριβώς συμβαίνει,
όταν το υποκείμενο έρχεται σε κάποιου είδους συσχετισμό με την παράδοση; […]
Το πρόσωπο γίνεται αντικείμενο θεολογικής έρευνας, μόνο ως προς τη σχέση του
με την παράδοση». Για το ίδιο θέμα βλ. επίσης: Michael Meyer‐Blanck, Der Ertrag
semiotischer Theorien für die Praktische Theologie, στο περιοδικό: Berliner Theologische
Zeitschrift 1997 / 14, σελ. 216‐217.
249 Michael Meyer‐Blanck 2003, σελ. 11.
250 Michael Meyer‐Blanck 2003, σελ. 15.
199
251 Michael Meyer‐Blanck 2003, σελ. 12.
252 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 77.
200
255 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 349.
201
(Matth. 16,3). Semiotische und didaktische Überlegungen zur Frage nach Gott, στο
συλλογικό έργο: Bernhard Dressler (Hrsg.), Religion zeigen. Zeichendidaktische Entwürfe,
Loccum 2002, σελ. 86. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο κείμενο αυτό με τη
συντομογραφία: „Michael Meyer‐Blanck 2002b“.
259 Bernhard Dressler / Thomas Klie / Lena Kuhl, Religiöse Zeichen ins Spiel bringen.
Grundzüge einer zeichendidaktik, στο συλλογικό έργο: Bernhard Dressler (Hrsg.), Religion
zeigen. Zeichendidaktische Entwürfe, Loccum 2002, σελ. 9.
260 Michael Meyer‐Blanck 2002b, σελ. 86.
202
βίωμα αυτό καθ’ εαυτό· τα σημεία δεν ταυτίζονται με τη θρησκεία,
αλλά είναι εργαλεία αναπαράστασής της.261 Τα θρησκευτικά σημεία
κινούνται μεταξύ δύο πόλων: της διάψευσης, του σφάλματος
(Fallibilismus) να προσδιορίσουν με ακρίβεια το θρησκευτικό βίωμα
από τη μια, και του ρεαλισμού (Realismus) δηλ. της ανάγκης που έχει ο
άνθρωπος, παρά την αδυναμία του να εξωτερικεύσει με κάποιο τρόπο
το βίωμά του αυτό.262
Ο άνθρωπος λοιπόν χρησιμοποιεί πάντοτε σημεία για να εκφράσει
τις εμπειρίες του κατά τη συνάντησή του με την υπερβατική
πραγματικότητα. Τα σημεία αυτά μπορεί να είναι λέξεις, αντικείμενα,
κινήσεις των χεριών ή του σώματος κ.ά. Μέσα από όλα αυτά ο
άνθρωπος θέλει να επικοινωνήσει με τον Θεό, εξωτερικεύοντας την
πίστη που φωλιάζει στον εσωτερικό του κόσμο. Αυτό είναι το
βιωματικό επίπεδο της θρησκευτικής γλώσσας. Ο άνθρωπος που
χειρίζεται τη γλώσσα αυτή μιλάει με τον Θεό. Υπάρχει όμως και μία
άλλη γλώσσα εντελώς διαφορετική από την πρώτη, και είναι αυτή
που μιλάει για τον Θεό.
Ο Meyer‐Blanck, όντας συνεπής στις φιλοσοφικές και θεολογικές του
προϋποθέσεις, προχωρεί αντίστοιχα και σε έναν ακόμη διαχωρισμό:
άλλο πράγμα ο θρησκευτικός λόγος που εξωτερικεύεται σε μία
βιωματική κατάσταση (Vollzug religiöser Rede), και άλλο ο λόγος που
περιγράφει τα πράγματα της θρησκείας (Reden über die Religion).263 Ο
πρώτος είναι προσωπική υπόθεση του πιστού. Ο λόγος αυτός είναι
λόγος πίστεως, είναι λόγος αληθινός διότι απευθυνόμενος στον Θεό
αναφέρεται στην αλήθεια των πραγμάτων.264 Τα βιώματα που κομίζει
ο λόγος αυτός δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο ούτε επιστημονικής
απόδειξης ούτε διδακτικής διαδικασίας. Στη δεύτερη περίπτωση ο
λόγος που επεξεργάζεται το θρησκευτικό γεγονός δεν αναφέρεται
στα προσωπικά βιώματα του πιστού, αλλά απλώς περιγράφει μία
261 Michael Meyer‐Blanck 2002b, σελ. 86.
262 Hermann Deuser, Christliche Religion – Zeichen unter Zeichen?, στο συλλογικό έργο:
Wilfried Engemann und Rainer Volp (Hrsg.), Gib mir ein Zeichen: zur Bedeutung der
Semiotik für theologische Praxis‐ und Denkmodelle, Berlin; New York 1992, σελ. 42.
263 Michael Meyer‐Blanck 2001, σελ. 129.
264 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 349.
203
κατάσταση εξωτερικά, εξ’ αποστάσεως. Ο δεύτερος αυτός λόγος είναι
αντικείμενο της σημειωτικής έρευνας και ως εκ τούτου μπορεί να
καταστεί και αντικείμενο μαθησιακής διαδικασίας. Το πρώτο είδος
λόγου εκφράζει αληθινές εμπειρίες, ενώ το δεύτερο πηγάζει από το
πρώτο περιγράφοντας σημειωτικά τις εμπειρίες αυτές.265
Το Μάθημα των Θρησκευτικών δεν παρέχει μια παιδεία που
στοχεύει στη βιωματική γνώση της αλήθειας της πίστεως (Bildung auf
die Wahrheit hin), αλλά μια παιδεία που οικοδομείται στη μετάδοση
ενδοκοσμικών πραγμάτων, τα οποία εκφράζουν και προέρχονται από
την αλήθεια της πίστεως (Bildung von der Wahrheit her).266
Ύστερα από όσα είπαμε, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς, γιατί ο
Meyer‐Blanck προτείνει δύο φάσεις κατά τη διδασκαλία των
θρησκευτικών‐χριστιανικών σημειωτικών διαδικασιών, μία
σημειωτική και μία μετασημειωτική, δηλ. μία επικοινωνιακή και μία
ερμηνευτική‐θεολογική. Ο εν λόγω ερευνητής ουσιαστικά κάνει μία
βασική διάκριση μεταξύ πίστης και μάθησης.267 Πάγια θέση της
λουθηρανικής θεολογίας είναι ότι η αγωγή και συνεπώς και η μάθηση
είναι μία ενδοκοσμική υπόθεση, παρέχοντας στον ενδιαφερόμενο
πληροφορίες που αφορούν στην επίγεια ζωή του και βοηθώντας να
ανταπεξέλθει στα δώρα της θείας χάρης.268 Αντιθέτως, η πίστη δεν
κατακτάται με τις ανθρώπινες δυνάμεις, αλλά αποτελεί εξάπαντος
δωρεά και αποκάλυψη του Θεού.269 Η πίστη στον Θεό δεν είναι κάτι
που μπορεί να μεταδοθεί στους μαθητές μέσω μιας διδακτικής
διαδικασίας. Αλλά και σε κανέναν άνθρωπο δεν μπορεί να μεταδοθεί
η πίστη μέσω ενδοκοσμικών πραγμάτων.
Ο Meyer‐Blanck επιδεικύοντας μια εκπληκτική συνέπεια στις
θεολογικές αρχές του Προτεσταντισμού, τονίζει με σαφήνεια πως
κανένα υλικό και επίγειο πράγμα δεν μπορεί να μιλήσει για την
αλήθεια του Θεού. Η αλήθεια φανερώνεται όχι από γήινα πράγματα
265 Michael Meyer‐Blanck 2002b, σελ. 145.
266 Michael Meyer‐Blanck 2002b, σελ. 144.
267 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 125.
268 Αθανασίου Στογιαννίδη, Φιλοσοφία της Παιδείας και Χριστιανισμός, ό.π., σελ.
136.
269 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 348.
204
δηλ. μέσω συμβόλων αλλά μόνο από τον ίδιο τον Θεό. Η πίστη δεν
παρέχεται με κανένα επίγειο και ανθρώπινο μέσο (Unverfügbarkeit
des Glaubens).270 Αυτός είναι και ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο η
σημειωτική διδακτική των χριστιανικών σημείων αρνείται
κατηγορηματικά να θεωρήσει τα σύμβολα ως αυτόνομους φορείς της
αλήθειας της πίστεως.271 Τα σύμβολα δεν μπορούν να μάς μιλήσουν
για την αλήθεια, για τον απλούστατο λόγο, πως η αλήθεια της
Αποκάλυψης βρίσκεται πέρα και έξω από οποιεσδήποτε ανθρώπινες
κατηγορίες.272 Διδακτέο όμως είναι κάτι άλλο: ο τρόπος χρήσης των
σημείων, η λειτουργία τους μέσα σε δεδομένες επικοινωνιακές
συνάφειες.
Η σημειωτική προσέγγιση δεν κινείται στον χώρο της πίστης αλλά
στο χώρο της μάθησης. Συνάμα περιγράφει όλες τις σημειωτικές
διαδικασίες που λειτουργούν ως εκφραστικά μέσα της πίστης. Αυτό
σημαίνει ότι οι μαθητές με τη βοήθεια της σημειωτικής ανάλυσης έχουν
τη δυνατότητα να πληροφορηθούν για το περιεχόμενο της πίστης χωρίς
να είναι εξαναγκασμένοι να πιστέψουν στο μήνυμά της.273 Η σημειωτική
βλέπει τα πράγματα από απόσταση και έτσι εκπληρώνει τον
πληροφοριακό σκοπό του Μαθήματος των Θρησκευτικών. Και
επιπλέον παρέχει στους μαθητές – οι οποίοι δεν προέρχονται
εξολοκλήρου από οικογένειες που καλλιεργούν τη χριστιανική πίστη –
τη δυνατότητα να συνδιαλεχθούν, να κριτικάρουν, ακόμα και να
αμφισβητήσουν το μήνυμα του Ευαγγελίου.274 Η αποστασιοποίηση
από ένα πράγμα σου δίνει την ευκαιρία να το εξετάσεις με κριτικό
πνεύμα. Μέσα στο πλαίσιο της αποστασιοποίησης θα πρέπει να
εντάξουμε και την έννοια της δραματοποίησης (Inszenierung), για την
οποία μιλήσαμε πρωτύτερα.
Με τη σημειωτική διδακτική οι μαθητές εξετάζουν, δοκιμάζουν και
κριτικάρουν τη χρήση των σημείων. Συζητούν μεταξύ τους ως μία
270 Frank Frühling, Symboldidaktik: entweder – oder?, στο περιοδικό: Loccumer Pelikan
1998 / Η. 3, σελ. 148.
271 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 125.
272 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 125.
273 Michael Meyer‐Blanck 2002a, σελ. 176.
274 Michael Meyer‐Blanck 2001, σελ. 105.
205
275 Michael Meyer‐Blanck 2002a, σελ. 166.
276 Michael Meyer‐Blanck, Einveständnis und Überwältigung, στο περιοδικό: Loccumer
Pelikan 1998 / H.3, σελ. 149: «Το ερώτημα για την αλήθεια των πραγμάτων κερδίζει
τη μεγάλη του σημασία από το γεγονός ότι δεν μπορεί να απαντηθεί τόσο εύκολα».
277 Michael Meyer‐Blanck 2001, σελ. 109.
278 Michael Meyer‐Blanck 2003, σελ. 15.
206
279 Michael Meyer‐Blanck 2002a, σελ. 175.
280 Michael Meyer‐Blanck 2001, σελ. 109.
207
Blanck επιμένει λέγοντας ότι η μελέτη της θρησκευτικής επικοινωνίας
είναι ο θεμελιώδης εκείνος παράγοντας που κινητοποιεί τον
στοχασμό γύρω από το νόημα των συμβόλων („Die religiöse
Kommunikation gibt zu denken“).281
281 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 118.
208
282 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 326‐327.
209
283 Peter Biehl 2, σελ. 24.
284 Peter Biehl 2, σελ. 52.
285 Michael Meyer‐Blanck 2002a, σελ. 145.
286 Wolfgang Konukiewitz, Welche Didaktik braucht die Religionspädagogik? Zu wenig
beachteten Problemen religiösen Lernens, στο περιοδικό: Der Evangelischer Erzieher, 49.
Jg., 1997, H. 2, σελ. 127.
287 Michael Meyer‐Blanck 2001, σελ. 104.
210
288 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 71.
289 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 119.
290 Michael Meyer‐Blanck 1998, σελ. 20.
211
291 Peter Biehl, Festsymbole. Zum Beispiel: Ostern. Kreative Wahrnehmung als Ort der
Symboldidaktik, Neukirchen – Vluyn 1999, σελ. 13: «Ο Meyer‐Blanck αποσιωπά μαζί με
τον Eco το ερώτημα για την αλήθεια των πραγμάτων. […] Η θεωρία αυτή οδηγεί σε
ένα διαχωρισμό ανάμεσα σε […] θρησκευτικές μαθησιακές διαδικασίες στις οποίες
το ερώτημα για την αλήθεια από πλευρά διδασκομένων δεν έχει καμία θέση, και σε
θεολογικές συζητήσεις – πώς άραγε μπορεί να εφαρμοσθεί αυτό στην πράξη; ‐ και
εν τέλει σε έναν διαχωρισμό μεταξύ διδακτικής και θεολογίας μέσα στο πεδίο
δράσης της θρησκευτικής παιδαγωγικής».
292 Michael Meyer‐Blanck 2003, σελ. 12.
293 Michael Meyer‐Blanck 2003, σελ. 15.
294 Michael Meyer‐Blanck 2002a, σελ. 130.
212
295 Για το χωρίο βλ. Peter Biehl 2, σελ. 24. Βλ. επίσης: Wüttenbergische Ausgabe Tr 4,
666.
296 Die Bekenntnisschriften der evangelisch‐lutherischen Kirche. Herausgegeben im
Gedankenjahr der Augsburgischen Konfession 1930, Göttingen 6 1967, σελ. 1010: „Nihil
enim rationem sacramenti habere potest extra mandatum Die et usum a Christo
institutum ut supra monuimus“.
297 Peter Biehl, Festsymbole, ό.π., σελ. 18.
213
298 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 7.
299 Michael Meyer‐Blanck 1998, σελ. 12.
300 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 29.
214
301 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 44.
302 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 302.
303 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 87.
216
304 Εν προκειμένω, δεν ταυτίζουμε σε καμία περίπτωση τον όρο «πληροφοριακός»
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Οδηγίες για τη διδακτέα ύλη και τη διδασκαλία των
μαθημάτων στο Γυμνάσιο και στο Ενιαίο Λύκειο κατά το σχολικό έτος 2006‐2007.
Τέυχος Γ’, Αθήνα 2006, σελ. 18: «Σκοπός του μαθήματος της Ορθόδοξης
Χριστιανικής Αγωγής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είναι: 1. Να ενημερωθούν οι
μαθητές για την υφή του θρησκευτικού φαινομένου. 2. Να γνωρίσουν ιδιαίτερα το
Χριστιανισμό, κατεξοχήν την Ορθοδοξία και να τοποθετηθούν υπεύθυνα. 3. Να
αξιοποιήσουν τη προσφορά του μαθήματος, ώστε να συνειδητοποιήσουν τη δύναμη
του λυτρωτικού μηνύματος του Ευαγγελίου και να καλλιεργήσουν το ήθος και την
προσωπικότητά τους, να ευαισθητοποιηθούν απέναντι στο σύγχρονο κοινωνικό
προβληματισμό και να βοηθηθούν να πάρουν έμπρακτα θέση».
306 Ιωάννη Κογκούλη, Διδακτική των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια και
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 128.
307 Α’ Ιωάννου 1, 2.
218
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίον το Μάθημα των Θρησκευτικών έχει
πληροφοριακό χαρακτήρα είναι η ίδια η σύνθεση της σύγχρονης
κοινωνίας. Ο τρόπος ζωής έχει κάπως αλλάξει. Οι ηθικές αρχές και η
θρησκευτική πίστη δεν τίθενται κάτω από έναν κοινό παρονομαστή
για όλα τα μέλη της κοινωνίας. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η πίστη
δεν έχει θέση στη σύγχρονη εποχή,308 αλλά ότι δεν υφίσταται μία
συγκεκριμένη και ενιαία αντίληψη περί ηθικής και πίστης που να
συνενώνει μεταξύ τους όλα τα μέλη μιας κοινωνίας. Με άλλα λόγια η
κοινωνία μας κατά την ύστερη νεωτερικότητα διακρίνεται για τον
πλουραστικό της χαρακτήρα.
Στον ελλαδικό χώρο σήμερα δεν μπορούμε φυσικά να
αμφιβάλλουμε για την επιρροή που ασκεί η Ορθόδοξη Καθολική
Εκκλησία και για τον έντονο δεσμό που υπάρχει ανάμεσα σε αυτήν
και τους Έλληνες. Η ελληνική κοινωνία είναι βέβαια μία σύγχρονη
ευρωπαϊκή κοινωνία. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον
παρατηρούμε – εκτός από την Ορθόδοξη παράδοση και ζωή – να
ξεπροβάλλουν καθημερινώς αναρίθμητες θρησκευτικές πεποιθήσεις
και προσπάθειες νοηματόδοτησης της ανθρώπινης ζωής και του
κόσμου.309 Αυτό είναι το στοιχείο της πλουραλιστικότητας. Για να το
διαπιστώσουμε αρκεί να κάνουμε μία απλή σφυγμομέτρηση και να
θέσουμε σε ορισμένους πολίτες του ελληνικού κράτους ένα απλό
ερώτημα π.χ. «τι γνωρίζεις για το πρόσωπο του Χριστού;».
Ενδεχομένως να εκπλαγούμε για την ποικιλία των απαντήσεων που
θα λάβουμε.
308 Για το θέμα αυτό βλ.: Gianni Vattimo, Glauben‐Philosophieren, Stuttgart 1997, σελ. 13:
«Το φαινόμενο της επιστροφής της θρησκείας στο σύγχρονο πολιτισμό μας
φαίνεται να συνδέεται με το γεγονός, ότι οι άνθρωποι της ύστερης νεωτερικότητας
έχουν τεθεί προσφάτως αντιμέτωποι με έναν τεράστιο αριθμό προβλημάτων, τα
οποία προφανώς δεν μπορούν να επιλυθούν μέσω της λογικής και της
τεχνολογίας». Βλ. επίσης: Αθανασίου Στογιαννίδη, Μεταμοντέρνο και Ορθόδοξη
Χριστιανική Αγωγή. Ένας διάλογος με τους Jean‐François Lyotard, Wolfgang Welsch και
Gianni Vattimo, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 111‐132.
309 Πρβλ. Friedrich Schweitzer, Die Suche nach eigenem Glauben. Einführung in die
Religionspädagogik des Jugendalters, Gütersloh 2 1998, σελ. 154.
219
310 Antony Giddens, Κοινωνιολογία. (Μετάφραση και επιμέλεια: Δημήτρης Γ.
Τσαούσης), Αθήνα 2002, σελ. 610: «Είναι προφανές ότι τα επίπεδα εκκλησιασμού
και ο βαθμός της κοινωνικής επιρροής των Εκκλησιών δεν αποτελούν αναγκαστικά
την έκφραση των ακολουθουμένων πεποιθήσεων ή ιδανικών. Πολλοί από εκείνους
που έχουν θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν πάνε τακτικά στην εκκλησία. Από την
άλλη μεριά, ο τακτικός εκκλησιασμός ή η ενεργός συμμετοχή δεν σημαίνει
αναγκαστικά την ύπαρξη έντονης θρησκευτικής πίστης – οι άνθρωποι μπορούν να
μετέχουν από συνήθεια ή γιατί η κοινότητα περιμένει από αυτούς μια τέτοια
συμπεριφορά».
220
απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο σε Ορθόδοξους μαθητές, τότε οπωσδήποτε τα
πράγματα αλλάζουν και αποκτούν έναν εντελώς διαφορετικό προσανατολισμό.
Στην περίπτωση αυτή το Μάθημα των Θρησκευτικών εντάσσεται στο πλαίσιο της
Ορθόδοξης Χριστιανικής Αγωγής και συνεπώς η καλλιέργεια στάσεων ζωής που
γεννήθηκαν και εμποτίστηκαν μέσα στα νάματα της ορθόδοξης παράδοσης είναι
ένας επιδιωκόμενος στόχος. Αν όμως περιορίσουμε τη διδασκαλία του Μαθήματος
των Θρησκευτικών στο χώρο των Ορθόδοξων μαθητών, τότε αυτόματα
αποκλείουμε όλους τους άλλους (μη Ορθόδοξους) από αυτό και κατά συνέπεια
τούς στερούμε τη δυνατότητα να γνωρίσουν μια βασική, ίσως τη βασικότερη,
πλευρά του νεοελληνικού πολιτισμού, που δεν είναι άλλη παρά η χαρισματική ζωή
της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. Γι’ αυτό, λοιπόν, εμείς, στα πλαίσια της
εργασίας αυτής, αναφερόμαστε μόνο στον τρόπο με τον οποίον το Μάθημα των
Θρησκευτικών μπορεί να αποτελέσει ένα μάθημα Γενικής Παιδείας που να
απευθύνεται σε όλα τα Ελληνόπουλα, ανεξάρτητα από το σε ποια θρησκεία ανήκουν,
δηλ. αναφερόμαστε στον τρόπο με τον οποίον το Μάθημα των Θρησκευτικών μπορεί
να καταστεί ένα μάθημα με δημόσιο λόγο στο πλαίσιο μιας πλουραλιστικής
κοινωνίας. Αυτή η λεπτή επισήμανση θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα,
προκειμένου να αποφευχθούν οποιεσδήποτε παρεξηγήσεις ή παρερμηνείες των
όσων αναφέρονται στην εργασία αυτή σχετικά με το χαρακτήρα του Μαθήματος
των Θρησκευτικών.
312 Χρήστου Βασιλόπουλου, Διδακτική του Μαθήματος των Θρησκευτικών,
Θεσσαλονίκη 2 1996, σελ. 84.
221
313 Ιωάννη Τσάγκα, Η διδακτική πράξη στο Μάθημα των Θρησκευτικών. Διεξαγωγή
μιας δειγματικής διδασκαλίας στην Α’ Τάξη του Λυκείου. Ανάτυπο από το περιοδικό
ΚΟΙΝΩΝΙΑ, Αθήνα 1995, σελ. 6.
314 Στάθη Πελαγίδη, Το Μάθημα των Θρησκευτικών στην Πέμπτη (Ε’) και έκτη (ΣΤ’)
τάξη του δημοτικού σχολείου, στο περιοδικό: ΜΑΚΕΔΝΟΝ 11 / 2003, σελ. 31.
315 Αδελφής Μαγδαληνής, Σκέψεις για τα παιδιά στην Ορθόδοξη Εκκλησία σήμερα,
Έσσεξ 6 2004, σελ. 56: «Η θρησκευτική μόρφωση των παιδιών επιτυγχάνεται κυρίως
με το παράδειγμα και με την ατμόσφαιρα αγάπης και προσευχής μέσα στο σπίτι.
[…] Η εργασία μας ως γονείς ή κατηχητές είναι συχνά αφανής, και μας δίνει την
εμπειρία της ″φοβερής″ όψεως της ανθρώπινης ελευθερίας: ότι δηλαδή κανείς δεν
μπορεί να επιβάλλει σε άλλον άνθρωπο την αγάπη για τον Θεό».
222
320 Χαράλαμπου Κωνσταντίνου, Η πρακτική του Εκπαιδευτικού στην παιδαγωγική
επικοινωνία, ό.π., σελ. 19: «Μέσα από […] από τις διαδικασίες της αγωγής
(διαπαιδαγώγησης) και της κοινωνικοποίησης, το σχολείο ″εξοικειώνει″ τους
μαθητές με τα πολιτισμικά στοιχεία που σχετίζονται με τις αξίες, τους κανόνες, τις
225
Εάν το σχολείο έχει να επιτελέσει έναν σκοπό, τότε αυτό
συνεπάγεται ότι όλη η παιδαγωγική διαδικασία πρέπει να υπηρετεί το
σκοπό αυτό και άρα να διακρίνεται για τον τελολογικό της
χαρακτήρα.322 Ιδεολογικά ουδέτερη αγωγή δεν υφίσταται για τον
απλούστατο λόγο, ότι κάθε παιδαγωγική δράση απαιτεί κάποια
θεμελίωση, κάποια δικαιολόγηση, κάποια νομιμοποίηση. Το ερώτημα
«τι είναι η παιδεία και η αγωγή» παραπέμπει αβίαστα στο ερώτημα
«γιατί ο άνθρωπος πρέπει να μορφώνεται και να εκπαιδεύεται».323
Αυτό το «γιατί», προκειμένου να απαντηθεί, χρειάζεται να τεθεί κάτω
από το φως μιας ανθρωπολογίας που να δίνει ένα νόημα στη ζωή του
ανθρώπου. Γι’ αυτό και η αγωγή ακολουθεί κάθε φορά έναν
συγκεκριμένο σκοπό, οποίος συνδέεται με το νόημα της ανθρώπινης
ύπαρξης.324
Οι παιδαγωγικοί αυτοί προβληματισμοί οδηγούν στο συμπέρασμα,
ότι δεν είναι δυνατόν να απουσιάζει από το σχολείο ο
κοσμοθεωρητικός προσανατολισμός, δηλ. ένα πλαίσιο αρχών και
κατευθύνσεων που αντιπροσωπεύει μία οπτική γωνία γύρω από τον
κόσμο και τον άνθρωπο. Ο προσανατολισμός αυτός δεν μπορεί παρά
να προσδιορίζεται από την περιρρέουσα πολιτισμική ατμόσφαιρα. Η
Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία αποτελεί κεντρικό στοιχείο
διαμόρφωσης της νεοελληνικής μας ταυτότητας.325 Τούτο δεν
ομολογείται μόνο από θεολόγους αλλά και από διανοούμενους της
θύραθεν σοφίας. Π.χ. ο Νίκος Μουζέλης υποστηρίζει ότι μπορούμε ως
αντιλήψεις, τις πρακτικές και τους προσανατολισμούς της κοινωνικής
πραγματικότητας, στην οποία ανήκουν ή προορίζονται να ανήκουν».
322 Ιωάννη Κογκούλη, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική, Θεσσαλονίκη 5 2005, σελ. 267:
2000, σελ. 11‐13.
324 Ιωάννη Κογκούλη, Κατηχητική και Χριστιανική Παιδαγωγική, Θεσσαλονίκη 2
2000, σελ. 199: «Η αγωγή παίρνει συγκεκριμένο περιεχόμενο από το περιεχόμενο
που δίνεται στην ανθρώπινη ζωή και από το σκοπό που αυτή επιδιώκει».
325 Ιωάννη Κογκούλη, Διδακτική των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια και
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ό.π., σελ. 48.
226
326 Νίκου Μουζέλη, Η διδασκαλία των Θρησκευτικών. Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 16‐10‐
έργο του Marcel Mauss, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 323‐324.
328 Για τη σχέση θρησκείας και πολιτισμού βλ.: Umberto Eco, Σημειώματα
Κωμωδία κι όχι το Άσμα Ασμάτων; (κι ας μην ξεχνάμε ότι, αν αγνοούμε το Άσμα, δε
μπορούμε να κατανοήσουμε τον Δάντη)». (Η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
329 Dietrich Benner, Bildung und Religion. Überlegungen zu ihrem problematischen
Verhältnis und zu den Aufgaben eines öffentlichen Religionsunterrichts heute, στο συλλογικό
έργο: A. Batke / Th. Fitzner / R. Isak / U. Lochmann (Hrsg.), Schulentwicklung – Religion
– Religionsunterricht. Profil und Chance von Religion in der Schule der Zukunft, Freiburg im
Breisgau 2002, σελ. 64.
330 Friedrich Schweitzer, Das Recht des Kindes auf Religion. Ermutigungen für Eltern und
Erzieher, Gütersloh 2000, σελ. 73.
228
μαθητές, με σκοπό να μπορέσουν αυτοί να πάρουν θέση απέναντι
στα μεγάλα θεολογικά, υπαρξιακά, κοινωνικά κ.ά. προβλήματα.
Δίπλα στον πληροφοριακό εμφανίζεται και ο ερμηνευτικός χαρακτήρας
του Θρησκευτικού Μαθήματος. Ο θεολόγος καθηγητής πληροφορεί
τους μαθητές όχι απλώς για να ενημερώσει αλλά και για να
ερμηνεύσει. Η διδασκαλία γίνεται έτσι ερμηνεία της πραγματικότητας
και ανοιχτή πρόσκληση προς τον ορθόδοξο τρόπο ζωής.331
Ερμηνεύω σημαίνει προσπαθώ να βρω την αλήθεια των
πραγμάτων, εξετάζοντάς τα από μία συγκεκριμένη οπτική γωνία,
μέσα από το πρίσμα μίας κοσμοθεωρίας. Αυτή η ερμηνευτική
λειτουργία καθίσταται ένας από τους βασικούς σκοπούς του
Μαθήματος των Θρησκευτικών.332 Και τούτο διότι οι μαθητές σήμερα
έχουν ανάγκη τον κοσμοθεωρητικό προσανατολισμό περισσότερο
από κάθε άλλη εποχή. Μέσα στην ποικιλία των νοηματοδοτήσεων
που προσφέρει στις μέρες μας και με κάθε τρόπο ο κοινωνικός
περίγυρος, τα παιδιά έχουν κάθε δικαίωμα να διαθέτουν μία
εκγυμνασμένη ικανότητα κριτικής αντιπαράθεσης για να μπορούν να
συνδιαλλέγονται με κάθε στάση ζωής, με κάθε βιο‐ και κοσμοθεωρία.
Και η ικανότητα αυτή (Urteilsfähigkeit) καλλιεργείται πάντοτε μέσω
του παιδαγωγικού, κοσμοθεωρητικού προσανατολισμού.333 Τα παιδιά
δεν μπορούν να αποφασίσουν μόνα τους για το περιεχόμενο της
ταυτότητάς τους. Δεν μπορούν να βρουν τον δρόμο της ζωής του μόνα
τους. Άλλωστε, εάν τους στερήσουμε τη διδασκαλία των
Θρησκευτικών, ουσιαστικά είναι σαν να θέλουμε να αφήσουμε
αναπάντητα τα ερωτήματα υπαρξιακού προβληματισμού που αυτά
331 Με αυτές τις προϋποθέσεις θα πρέπει να κατανοήσουμε τη θέση του Ιωάννη
Κογκούλη, ότι στο Μάθημα των Θρησκευτικών «καλούμαστε όχι απλώς να
μιλήσουμε για τον Θεό, για κάποιες ίσως θαυματουργικές Του ενέργειες, αλλά να
βοηθήσουμε τους μαθητές να αποκτήσουν μια προσωπική εμπειρία, μία δυναμική
συνάντηση με τον Θεό». (Ιωάννη Κογκούλη, Θεία Λατρεία, αναλυτικά προγράμματα
και εκκλησιαστική ζωή των μαθητών, στο περιοδικό ΚΟΙΝΩΝΙΑ 31 / 1988, σελ. 72).
332 Χρήστου Βασιλόπουλου, Η θέση του μαθήματος των θρησκευτικών στη Δημόσια
Εκπαίδευση, στην: Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ., Τόμος 4 /
1994, σελ. 567.
333 Friedrich Schweitzer, Die Suche nach eigenem Glauben, ό.π., σελ. 154.
229
334 Friedrich Schweitzer, Das Recht des Kindes auf Religion, ό.π., σελ. 73.
335 Ιωάννη Κογκούλη, Διδακτική των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια και
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ό.π., σελ. 54: «Όλα τα παιδιά ανεξάρτητα, από τη
θρησκευτική ή ιδεολογική τοποθέτηση των γονέων τους, εφόσον φοιτούν σε
ελληνικό σχολείο, φέρουν την υποχρέωση να μάθουν τη γλώσσα και την παράδοση
του τόπου, στον οποίο ζουν. Η δική μας παράδοση είναι η ελληνορθόδοξη. […] Η
γνώση απ’ όλους τους μαθητές της ελληνορθόδοξης παράδοσης, όπως και της
ελληνικής γλώσσας και ιστορίας, δεν σημαίνει προσηλυτισμό ή ιδεολογικό
διαποτισμό».
336 Ιωάννη Κογκούλη, Κατηχητική και Χριστιανική Παιδαγωγική, ό.π., σελ. 200.
επιθυμητούς καρπούς που μπορεί να επιφέρει το μάθημα μελλοντικά.
Η οικείωση της πίστης από διδακτικής άποψης είναι δευτερογενές
ζήτημα, διότι πρωτογενούς σημασίας είναι η κατανόηση της
πληροφορίας και η δυνατότητα κριτικής αντιπαράθεσης απέναντι στα
ποικίλα ερεθίσματα του κόσμου με γνώμονα την κοσμοθεωρία της
Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. Η προσπάθεια να πληροφορήσουμε
τους μαθητές και να τους βοηθήσουμε να έχουν στη ζωή τους ένα
κριτήριο αξιολόγησης των πραγμάτων, συνθέτει το πρωταρχικό
μέλημα του Θρησκευτικού Μαθήματος. Από την επίτευξη αυτού του
σκοπού εξαρτάται και η επιτυχία του μαθήματος. Κάτω από αυτές τις
προϋποθέσεις δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι είναι ζήτημα
πρωτογενούς σημασίας, το αν ο μαθητής έχει βιώσει το περιεχόμενο
της θρησκευτικής γνώσης που κατέκτησε, όπως υποστηρίζεται.338
Βέβαια κάτι τέτοιο είναι οπωσδήποτε ευχής έργον και ευσεβής πόθος
κάθε θεολόγου. Δεν είναι όμως αυτό που νομιμοποιεί την παρουσία
ενός «ανοιχτού» Μαθήματος των Θρησκευτικών στο δημόσιο σχολείο.
Μεταφερόμενοι στο χώρο της διδασκαλίας των συμβόλων, εάν
λάβουμε υπόψη μας ότι τα σύμβολα εκφράζουν ένα νόημα και μία
χαρισματική πραγματικότητα, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η
διδακτική ενασχόληση μαζί τους δεν μπορεί να αποσκοπεί στο πώς θα
κάνουμε τους μαθητές να πιστέψουν στον Χριστό ή στο πώς θα τους
βοηθήσουμε να βιώσουν το βαθύτερο νόημα των συμβόλων, αλλά
οφείλουμε να στρέψουμε την προσοχή μας σε κάτι άλλο: στο πώς θα
προσανατολίσουμε τη σκέψη και γενικότερα όλη την ύπαρξη των
μαθητών με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορούν να πάρουν θέση απέναντι
στην ορθόδοξη πρόταση ζωής, να διαλεχθούν μαζί της και – γιατί όχι –
να αποφασίσουν υπεύθυνα και συνειδητά, εάν το επιθυμούν, να
ταυτιστούν με το κοσμοσωτήριο μήνυμα της Ορθόδοξης Καθολικής
Εκκλησίας. Η διδασκαλία των συμβόλων, για την Παιδαγωγική που
καλλιεργήθηκε πάνω στο έδαφος της ορθόδοξης παράδοσης και ζωής,
Στάθη Πελαγίδη, Το Μάθημα των Θρησκευτικών στην Πέμπτη (Ε’) και έκτη (ΣΤ’)
338
τάξη του δημοτικού σχολείου, στο περιοδικό ΜΑΚΕΔΝΟΝ 2003 / 11, σελ. 51: «Το
μέτρο επιτυχίας ενός θρησκευτικού μαθήματος στην Ε’ και Στ’ τάξη συναρτάται με
το βαθμό της αυτενέργειας, δηλαδή της ανακάλυψης της νέας θρησκευτικής
γνώσης, και της βίωσης, δηλαδή της μετουσίωσής της σε μήνυμα και κανόνα ζωής».
231
339 Αθανασίου Στογιαννίδη, Φιλοσοφία της Παιδείας και Χριστιανισμός, ό.π., σελ. 97.
340 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 155.
232
διαμορφώθηκε με βάση την ορθόδοξη παράδοση και ζωή έχει να
εκφράσει τις εξής αντιρρήσεις: α. Μπορεί η εν Χριστώ εμπειρία να
μεταβιβασθεί διδακτικά κατά την ώρα της διδασκαλίας του
Θρησκευτικού Μαθήματος; β. Είναι η εν Χριστώ εμπειρία κάτι που
δημιουργεί ο άνθρωπος με τις δικές του δυνάμεις;
Μελετώντας τα πορίσματα της παιδαγωγικής ψυχολογίας
διαπιστώνουμε τι είναι εκείνο που μπορεί τελικά να μάθει ο μαθητής
κατά τη διδακτική διαδικασία. Κατά τη διδασκαλία εκείνος που
παράγει τη μάθηση δεν είναι ο δάσκαλος αλλά ο μαθητής.341 Η άποψη
αυτή θεμελιώνεται στη γνωστική ψυχολογία, σύμφωνα με την οποία
τα λεγόμενα του καθηγητή δεν είναι έτοιμες γνώσεις, αλλά
πληροφορίες. Οι μαθητές με τη βοήθεια των αισθητηρίων οργάνων
τους λαμβάνουν τις πληροφορίες αυτές και στη συνέχεια μέσω του
νοητικού του εξοπλισμού τις επεξεργάζονται.342 Η μάθηση δηλ.
αποτελεί το προϊόν μιας πολύπλοκης νοητικής επεξεργασίας των
πληροφοριών. Με την έννοια αυτή ο μαθητής αποκωδικοποιεί τα
ερεθίσματα που λαμβάνει από το περιβάλλον του και τα
διαμορφώνει, ώστε να συγχρονίζονται με τους δικούς του κώδικες
κατανόησης και αντίληψης.343 Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την
διαδικασία αυτή με τη λειτουργία της πέψης:344 η τροφή εισέρχεται
στον οργανισμό και στη συνέχεια υφίσταται ένα μετασχηματισμό
(βιοδιάσπαση) δια του οποίου οι θρεπτικές ουσίες διοχετεύονται στους
ιστούς και οι περιττές αποβάλλονται· κάτι ανάλογο συμβαίνει και με
τις πληροφορίες που λαμβάνουμε.
Η μάθηση φανερώνεται στη ζωή του μαθητή ως μία αλλαγή στον
τρόπο με τον οποίο αυτός κατανοεί μια κατάσταση.345 Μαθαίνω
341 Χρήστου Φράγκου, Ψυχοπαιδαγωγική. Θέματα παιδαγωγικής ψυχολογίας,
παιδείας, διδακτικής και μάθησης, Αθήνα 1977, σελ. 267.
342 Κώστα Πόρποδα, Η διαδικασία της μάθησης. Α’: Θέματα Γνωστικής Ψυχολογίας,
Αθήνα 1985, σελ. 73.
343 Thomas Good / Jere Brophy, Education Psychology: A Realisitic Approach, New York
etc. 2 1980, σελ. 105.
344 Κώστα Πόρποδα, ό.π., σελ. 73.
προβλημάτων, Αθήνα 3 1980, σελ. 267.
233
228.
349 Δημητρίου Τσάμη, Αγιολογία, Θεσσαλονίκη 2 1991, σελ. 78.
234
προόδου) και βιώνοντας μία κατά χάριν μυστική ένωση με τον
Τριαδικό Θεό. Τα τρία αυτά στάδια είναι ευρύτερα γνωστά με τις
ονομασίες κάθαρση, φωτισμός και θέωση.350 Το κοινό χαρακτηριστικό
στοιχείο τους αποτελεί το γεγονός, ότι οι πνευματικές κατακτήσεις
του ανθρώπου δεν εκδηλώνονται ως μία φυσική εξέλιξη και πρόοδο
των φυσικών του δυνάμεων αλλά εξάπαντος ως δωρεά του Αγίου
Πνεύματος. Η αγιοπνευματική εμπειρία δεν κατακτάται χάρις το
φυσικό εξοπλισμό του ανθρώπου, όπως σημειώνει ο άγιος Μάξιμος ο
Ομολογητής: «οὐ γὰρ ἔχομεν φύσει δεκτικὴν τῆς θεώσεως δύναμιν».351
Ο άνθρωπος είναι αδύναμος και ανίκανος να φτάσει μόνος του στη
θέωση.
Ωστόσο, το πνευματικό πολίτευμα της ορθόδοξης πνευματικής ζωής
διακρίνεται για το θεανθρωποκεντρικό του χαρακτήρα.352 Αυτό
σημαίνει ότι δεν παραθεωρείται ο παράγοντας «ανθρώπινη φύση»·
συνεπώς ο άνθρωπος δύναται να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στο
γεγονός της εν Χριστώ μεταμόρφωσής του. Ο ρόλος του αυτός
συνοψίζεται στην ακλόνητη απόφασή του για μετάνοια και επιστροφή
στην πηγή της ζωής.353 Η συμμετοχή του ανθρώπου στο έργο της
σωτηρίας του εκφράζεται στη γλώσσα της ορθόδοξης θεολογίας με
τον όρο «συνεργία» (= συνεργασία).354 Ο Θεός καλεί τον άνθρωπο
ελεύθερα να αποδεχτεί το λυτρωτικό Του μήνυμα. Και ο άνθρωπος
ελεύθερα πρέπει να το οικειωθεί. Η συγκατάθεση του ανθρώπου
εκφράζεται ως διαρκής πνευματικός αγώνας που αποσκοπεί στο να
γίνει η ύπαρξή του δεκτική της χάρης του Αγίου Πνεύματος.355 Ο
αγώνας αυτός πραγματώνεται ως εν Χριστώ πραγματούμενη άσκηση
350 Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, Θεσσαλονίκη 4 1995, σελ. 319‐320.
351 Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα θεολογικὰ καὶ οἰκονομικὰ, PG 90,
1209C. Βλ. επίσης για το σχετικό χωρίο: Γεωργίου Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη
πνευματική ζωή, Θεσσαλονίκη 2 1993, σελ. 159.
352 Ιωάννη Κογκούλη, Ο εκκλησιασμός των μαθητών. Συμβολή στη λατρευτική
αγωγή, Θεσσαλονίκη 2 2005, σελ. 121.
353 Georg Galitis / Georg Mantzaridis / Paul Wierz, Glauben aus dem Herzen. Eine
Einführung in die Orthodoxie, München 3 1994, σελ. 204.
354 Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, ό.π., σελ. 107.
355 Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, ό.π., σελ. 107.
235
356 Αθανασίου Στογιαννίδη, Φιλοσοφία της παιδείας και Χριστιανισμός, ό.π., σελ.
276: «Η άσκηση είναι μία εκγύμναση των αισθήσεων, την οποία αναλαμβάνει ο
άνθρωπος οικειοθελώς, μαχόμενος ενάντια στην ιδιοτελή και εγωκεντρική χρήση
τους».
357 Ιωάννου Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ό.π., σελ. 302: «Ἡ
δὲ λογικὴ φύσις ἔχει μὲν τὴν φυσικὴν ὄρεξιν κινουμένην, ὑπὸ δὲ τοῦ λόγου
ἄγομένην τε και ρυθμιζομένην ἐπὶ τῶν φυλασσόντων τὸ κατὰ φύσιν· τοῦ γὰρ
λόγου το προτέρημα τοῦτό ἐστιν, ἡ αὐτεξούσιος θέλησις, ἥντινα φυσικήν ἐν τῷ
λογικῷ φαμεν κίνησιν». Για το θέμα αυτό βλ. επίσης: Γεωργίου Μαρτζέλου, Λογικό
και αυτεξούσιο κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, στο: του ιδίου, Ορθόδοξο δόγμα
και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β’,
Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 107‐126.
358 Αθανασίου Στογιαννίδη, Φιλοσοφία της Παιδείας και Χριστιανισμός, ό.π., σελ.
161.
236
359 Πρβλ. Ιωάννη Κογκούλη, Ο εκκλησιασμός των μαθητών. Συμβολή στη λατρευτική
αγωγή, Θεσσαλονίκη 2 2005, σελ. 108.
360 Αλέξανδρου Κακαβούλη, Γνωστική ανάπτυξη και αγωγή. Μάθηση – Νοημοσύνη –
Γλώσσα –Δημιουργικότητα – Νοητική ανάπτυξη, Αθήνα 1989, σελ. 51.
361 Γιώργου Τσιγάρα, Συζήτηση επί των εισηγήσεων της Α’ Συνεδρίας, στο συλλογικό
του σώματος της Εκκλησίας· πρέπει το Άγιο Πνεύμα να μιλήσει μέσα
στις καρδιές των μαθητών αλλά και οι μαθητές πρέπει ελεύθερα και
συνειδητά να αποδεχτούν το μήνυμα της Εκκλησίας.362 Η μυστηριακή
και αγιαστική ζωή της Εκκλησίας κινείται πέρα από κάθε μορφή
μαγικότητας και ανελευθερίας.363 Ας επαναλάβουμε αυτό που είπαμε
στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας μας. Χωρίς την χάρη του Θεού
καταλαβαίνουμε άλλα αντί άλλων: «Οὐ γὰρ τῇ ὄψει κρίνω τα
φαινόμενα, ἀλλὰ τοῖς ὀφθαλμοῖς τῆς διανοίας. Ἀκούω σώμα Χριστοῦ·
ἑτέρως ἐγὼ νοῶ τὸ εἰρημένον, ἑτέρως ὁ ἄπιστος.364 […] οἱ μὲν ἄπιστοι,
καίτοι γε ἀκούοντες, οὐ δοκοῦσιν ἀκοῦειν· οἱ δὲ πιστοὶ τὴν διᾶ τοῦ
πνεύματος ἔχοντες ἐμπειρίαν, ὁρῶσι τῶν ἐναποκειμένων τὴν
δύναμιν».365
2.4.1.3. Η βιωματική διδασκαλία στη διδακτική των συμβόλων ως
εμπειρική προσέγγιση του προς μάθησιν αντικειμένου.
Είναι στο χέρι μας, ως διδασκόντων, να επιφέρουμε ορισμένα
αποτελέσματα μέσω των διδακτικών στρατηγικών: να
πληροφορήσουμε και να καθοδηγήσουμε την κριτική σκέψη των
μαθητών παρέχοντας ερμηνευτικά εχέγγυα. Για να επιτύχουμε με τον
καλύτερο δυνατό τρόπο την πληροφόρηση και την ερμηνευτική
διαδικασία θα μεταχειριστούμε όλα τα απαραίτητα παιδαγωγικά
362 Πρβλ. Κωνσταντίνου Γρηγοριάδη, Η ανθρωπολογική διάσταση της αγωγής στους
Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στο περιοδικό ΚΟΙΝΩΝΙΑ 1998 / 4, σελ. 721: «Η
ενυπόσταση Αλήθεια του Ευαγγελίου προσφέρει μια γνώση, που απευθύνεται σε
πρόσωπα και το θεμέλιό της εκπηγάζει από το Πρόσωπο του Χριστού. Η
πρόσκτηση αυτών των υπαρξιακών αληθειών γίνεται από τη στιγμή, που ο
άνθρωπος ( = παιδαγωγούμενος) αποδέχεται να φιλοξενήσει στην ύπαρξή του την
προσφερομένη ζωή του Χριστού».
363 Χρυσόστομου Σταμούλη, Ορθόδοξη πίστη και ζωή σε μια σύγχρονη
εκκοσμικευμένη κοινωνία, στο: του ιδίου, Φύση και Αγάπη και άλλα μελετήματα,
Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 23.
364 Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους, PG 61, 55.61.
365 Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους, PG 61, 56.24.
238
μέσα. Μέσα από αυτό το πρίσμα μπορούμε να κατανοήσουμε και την
έννοια της βιωματικής διδασκαλίας, ως δηλ. μία διδακτική διαδικασία
η οποία δεν απευθύνεται μόνο στο νοητικό‐γνωστικό επίπεδο των
μαθητών, αλλά συνυπολογίζει όλες τις δυνάμεις της ύπαρξής του,
όπως επίσης και όλα τα επίπεδα μέσα στα οποία κινείται η
καθημερινή του ζωή.366 Όταν αναφερόμαστε στην αρχή της
βιωματικότητας, είναι ίσως ορθότερο να κάνουμε ταυτόχρονα λόγο για
μία εμπειρική προσέγγιση του προς μάθησιν αντικειμένου στην οποίαν
συμμετέχει ο όλος άνθρωπος. Και όταν λέμε «ο όλος άνθρωπος»
εννοούμε όλες τις δυνάμεις της ανθρώπινης προσωπικότητας και όλες
τις δραστηριότητες του βίου της. Μόνο υπό αυτήν την προοπτική της
καθολικότητας του ανθρωπίνου προσώπου θα χρησιμοποιούμε στο
εξής την έννοια «βιωματική διδασκαλία». Η παρατήρησή μας αυτή
οφείλεται στο ότι η έννοια «βίωμα» ενδεχομένως να παρερμηνευθεί
και να συσχετιστεί μόνο με το συναίσθημα. Μία τέτοια παρεξήγηση
ίσως να οδηγήσει σε μία αντιπαράθεση μεταξύ βιώματος‐
συναισθήματος από τη μια και λογικής επεξεργασίας από την άλλη.
Στην Παιδαγωγική που συνδέθηκε με το περιεχόμενο της ορθόδοξης
πνευματικής ζωής χρησιμοποιείται περισσότερο η λέξη «εμπειρία»
αντί της λέξης «βίωμα», για να τονίσει την ενότητα του ανθρωπίνου
προσώπου.367
Οι μαθητές ούτε άψυχες υπολογιστικές μηχανές είναι, ούτε όμως
και τα όσα βιώνουν στη ζωή τους κινούνται αποκλειστικά στο επίπεδο
του συναισθήματος. Για την ορθόδοξη ανθρωπολογία οι μαθητές
είναι πρώτα από όλα άνθρωποι που διαθέτουν όχι μόνο λόγο, αλλά
366 Πρβλ. Κώστα Χρυσαφίδη, Βιωματική‐Επικοινωνιακή διδασκαλία. Η εισαγωγή της
μεθόδου Projekt στο σχολείο, Αθήνα 2006, σελ. 17: «Ο όρος βιωματική‐επικοινωνιακή
διδασκαλία, εμπεριέχει δυο επιμέρους όρους, το βίωμα και την επικοινωνία.
Λέγοντας βιωματική διδασκαλία εννοούμε ένα πλέγμα διδακτικών διαδικασιών
που έχουν ως αφόρμηση βιωματικές καταστάσεις. Είναι δηλαδή ανάγκες,
προβλήματα, απορίες του παιδιού, που πηγάζουν από την καθημερινή ζωή καθώς
και από τις εμπειρίες και ανησυχίες που του δημιουργούνται μέσα στον κοινωνικό
περίγυρο όπου ζει και ενσωματώνεται».
367 Ιωάννη Κογκούλη, Κατηχητική και Χριστιανική Παιδαγωγική, ό.π., σελ. 190‐191.
239
368 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 219.
369 Bernd Weidenmann / Andreas Krapp / Manfred Hofer / Günter L. Huber / Heinz
Mandl (Hrsg.), Pädagogische Psychologie. Ein Lehrbuch, Weiheim und München 3 1986,
σελ. 254.
370 Ομοίως, σελ. 254‐255.
240
μαθητών.371 Το Μάθημα των Θρησκευτικών δεν θα πρέπει να είναι
συναισθηματικά «στεγνό» και «ανούσιο». Μέσα σε μια «ζεστή» και
άνετη ατμόσφαιρα το παιδί προσεγγίζει τη γνώση με μεράκι και
αγάπη.
Τρίτον: Το προς μάθησιν αντικείμενο θα ήταν εύλογο να το
προσεγγίσουν οι μαθητές εμπειρικά, δηλ. ως ψυχοσωματικές
υπάρξεις. Εάν θέλουμε να χαρίσουμε στους μαθητές πραγματικές
ευκαιρίες εμπειρικής προσέγγισης των παρεχόμενων πληροφοριών,
τότε αντί να διατρέχουμε τον κίνδυνο να περιπίπτουμε σε ρηχούς
συναισθηματισμούς,372 οφείλουμε να κάνουμε κάτι άλλο πιο
συγκεκριμένο: να τους δώσουμε την ευκαιρία να ζήσουν από κοντά τα
όσα λέγονται και αναλύονται στο Μάθημα των Θρησκευτικών. Επειδή η
ορθόδοξη πνευματική ζωή δεν είναι απλώς μία ιδεολογία ή διδασκαλία,
η εν Χριστώ μεταμορφωτική εμπειρία της καλλιεργείται ως ορθή
δοξολογία του Τριαδικού Θεού. Δηλ. οι εμπειρίες δεν αναζητούνται με
μία μορφή στοχασμού ή πνευματικού διαλογισμού, αλλά φανερώνονται
μέσα στη λατρεία του Τριαδικού Θεού.373
Γι’ αυτόν το λόγο, δεν υπάρχει αρτιότερος και καταλληλότερος
τόπος φανέρωσης της εμπειρίας του σώματος της Εκκλησίας από τη
θεία Λειτουργία. Εκεί η Εκκλησία συνάζεται και καθίσταται Σώμα
Χριστού. Μέσα στη θεία Λειτουργία ο μαθητής μπορεί να πάρει όλες
τις πληροφορίες που του προσφέρονται στο Μάθημα των
371 Ιωάννη Κογκούλη, Η διαπροσωπική εμπιστοσύνη στην παιδαγωγική επικοινωνία
διδάσκοντος και διδασκομένου και οι τρεις Ιεράρχες, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 24.
372 Ιωάννη Κογκούλη, Διδακτική των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια και
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ό.π., σελ. 151.
373 Anastasios Kallis (Hrsg. und Erläuterung), Die göttliche Liturgie der orthodoxen Kirche,
Münster 2000, Vorwort, σελ. ΙΧ: «Η ταυτότητα της Ορθοδοξίας δεν οικοδομείται
πάνω σε μία διδασκαλία ή ακόμη σε ένα σύστημα οργάνωσης, αλλά στην ορθή
δοξολογία του Τριαδικού Θεού, η οποία έχει ως κέντρο την τέλεση της θείας
Ευχαριστίας, τη λειτουργία με όλη τη σημασία της λέξεως, μέσω της οποίας η
κοινότητα που συνάσσεται στο όνομα του Ιησού Χριστού, γίνεται σώμα Του,
Εκκλησία».
241
374 Πρβλ.: Ιωάννη Κογκούλη, Ἡ εὐχαριστιακὴ ἀγωγή εἰς τὴν παιδικὴν ἠλικίαν των 6‐
13 ἐτῶν. Ορθόδοξος θεώρησις καὶ συμβολὴ εἰς τὴν μυστηριακὴν ἀγωγὴν,
Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 161.
375 Hubertus Halbfas, Das dritte Auge, ό.π., σελ. 49.
242
376 Kallistos Ware, Der Aufstieg zu Gott. Glaube und geistliches Leben nach ostkirchlicher
Überlieferung, Freiburg im Breisgau 1983, σελ. 68.
377 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π. σελ. 79.
243
ότι ο άνθρωπος και η κτίση γενικότερα έχουν τη δυνατότητα να γίνουν
μέτοχοι και κοινωνοί των ακτίστων ενεργειών του Τριαδικού Θεού.
Τα σύμβολα είναι το καλύτερο μέσο για να περιγράψουμε στους
μαθητές το όραμα της καθολικότητας378 που χαρακτηρίζει την
Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Το όραμα αυτό παραπέμπει στην
υπέρβαση κάθε είδους διχοτόμησης μεταξύ κοσμικού και ιερού,
υλικού και πνευματικού, ορατού και αόρατου.379 Ο Θεός είναι δρων
μέσα στην ιστορία, κοντά στον άνθρωπο για χάρη του ανθρώπου, και
ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στη θεία αγάπη, να
γευτεί τη χάρη του Θεού και εν τέλει να γίνει ο ίδιος θεός κατά χάρη.
Εάν τα σύμβολα φανερώνουν τη ζωή της Ορθοδοξίας ως την εν
Χριστώ μεταμόρφωση του κόσμου, τότε και η διδασκαλία τους οφείλει
να συμπλέει προς την ίδια κατεύθυνση.
Η βιωματική‐αναγωγική μέθοδος μάς δίνει το έναυσμα να
προβληματιστούμε ως ορθόδοξοι χριστιανοπαιδαγωγοί και να
λάβουμε σοβαρά υπόψη μας, ότι η διδασκαλία των συμβόλων δεν
μπορεί να παρεκτρέπεται σε θεωρητικές ακροβασίες, αλλά
απεναντίας να συνδέεται εξάπαντος με την ίδια τη ζωή και σε αυτήν
πάντοτε να παραπέμπει. Και τούτο διότι σκοπός της διδασκαλίας δεν
μπορεί να είναι μόνο η συσσώρευση πληροφοριών από πλευράς του
μαθητή, αλλά και η ολοκλήρωσή του ως μία πολύπλευρη
προσωπικότητα, που ατενίζει όχι μόνο τη χρηστική διάσταση της ζωής
αλλά και την πνευματική.380 Γι’ αυτό και γίνεται λόγος για τον
καθολικό χαρακτήρα της διδασκαλίας· μιας διδασκαλίας που δεν
απευθύνεται μόνο στο μυαλό του μαθητή, αλλά θέλει να μιλήσει σε
όλες τις διαστάσεις της ύπαρξής του.381 Για να το επιτύχουμε αυτό,
378 Gillian Crow, Το ορθόδοξο όραμα της καθολικότητας, στον τόμο: Andrew Walker /
Κώστας Καρράς, Ζωντανή Ορθοδοξία στον σύγχρονο κόσμο, (Μετάφραση από τα
αγγλικά: Ιωσήφ Ροηλίδης), Αθήνα 2001, σελ. 26‐42.
379 Gillian Crow, Το Ορθόδοξο όραμα της καθολικότητας, ό.π., σελ. 29.
380 Athanassios Stogiannidis, Die Korrelation von Theorie und Praxis. Ein Pädagogisches
Gespräch zwischen Johannes von Damaskus und Friedrich Schleiermacher, στο περιοδικό:
Evangelische Theologie, 67 Jg. H. 4 / 2007, σελ. 322‐328.
381 Ιωάννη Κογκόυλη, Διδακτική των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια και
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ό.π., σελ. 49: «Η καθολική αγωγή αντιμετωπίζει το
244
οφείλουμε διδακτικώς όχι απλώς να ερμηνεύσουμε τα σύμβολα, αλλά
να τα παρουσιάσουμε ως πράγματα που εκφράζουν έναν τρόπο ζωής,
ο οποίος φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα.
Ας επαναλάβουμε κάτι που υπογραμμίσαμε στο πρώτο κεφάλαιο
της παρούσας μελέτης και αποτελεί βασική μας θέση: Το σύμβολο ως
κτιστό αντικείμενο δεν μιλάει από μόνο του χωρίς την αναφορά στη
χαρισματική ζωή της Εκκλησίας, μια ζωή που εκλαμπρύνεται από τις
άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού. Άλλωστε, όλα τα κτιστά
αντικείμενα του κόσμου αποκτούν νόημα και αξία μέσω της
αναφοράς τους στον Τριαδικό Θεό. Όλη η κτίση είναι αποτέλεσμα του
δημιουργικού Του θελήματος. Επομένως δεν υπάρχει κανένα πράγμα
στον κόσμο που να έχει την αιτία της ύπαρξής του αφ’ εαυτού. Το
νόημα της δημιουργίας συνοψίζεται στον Δημιουργό της. Με τη
βοήθεια της γλώσσας των συμβόλων ο Παύλος Ευδοκίμωφ
περιγράφει αυτή τη ενεργειακή‐ζωτική σχέση μεταξύ Θεού και κτίσης
ως εξής: «Ο Θεός είναι ο Τύπος κάθε τύπου, η Εικόνα κάθε εικόνας, το
Αρχέτυπο, που περιέχει το παν».382 Η φράση αυτή του Παύλου
Ευδοκίμωφ εξηγείται, αν λάβουμε υπόψη μας δύο πράγματα: α. την
κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν δημιουργία του ανθρώπου και β. τους
λόγους των όντων. Εδώ όμως εισερχόμαστε σε ένα άλλο πολύ μεγάλο
θέμα που θα εξετάσουμε εν συντομία ευθύς αμέσως.
μαθητή ως πρόσωπο, ως επώνυμη προσωπική οντότητα». Βλ. επίσης: Ιωάννη
Κογκούλη, Η σχολική τάξη ως κοινωνική ομάδα και η ομαδοσυνεργατική διδασκαλία
και μάθηση, Θεσσαλονίκη 2 2004, σελ. 183: «η οποιαδήποτε γνώση […] λειτουργεί ή
πρέπει να λειτουργεί ως παιδαγωγία του ανθρώπου, ως εφόδιο ζωής και
ολοκλήρωσής του, προς επίτευξη του έσχατου σκοπού της ζωής του».
382 Παύλου Ευδοκίμωφ, Η τέχνη της εικόνας, ό.π., σελ. 160.
245
385 Theodor Nikolaou, Askese, Mönchtum und Mystik in der Orthodoxen Kirche, St. Ottilien,
1995, σελ. 22.
386 Το γεγονός αυτό θεμελιώνει περίτρανα την ισότητα των δύο φύλων. Για το θέμα
«φύλο και θρησκεία» βλ. το συλλογικό τόμο: Παντελή Καλαϊτζίδη / Νίκου Ντόντου
(Επιμέλεια), Φύλο και Θρησκεία. Η θέση της Γυναίκας στην Εκκλησία, Αθήνα 2004.
387 Χρυσοστόμου Σταμούλη, Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Κατά Ανθρωπομορφιτών.
(Εισαγωγή – κείμενο – μετάφραση – σχόλια), Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 128.
247
του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού συναντούμε τη θεολογική έννοια
«λόγοι των όντων». Οι λόγοι των όντων συνιστούν τη δημιουργία ως
ένα προαιώνιο σχέδιο του Θεού, το οποίο ενυπάρχει αϊδίως στη
δημιουργική Του θέληση. Οι λόγοι είναι οι αιτίες της ύπαρξης των
όντων και ο σκοπός της δημιουργίας τους.388 Οι λόγοι των όντων
ανακεφαλαιώνονται στον δημιουργό τους, δηλαδή γίνονται
περίτρανοι μάρτυρες της δόξας του Θεού 389 κατά το ψαλμικό χωρίο
«οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ
ἀναγγέλει τὸ στερέωμα».390
Βλέπουμε λοιπόν ότι η έννοια του αρχέτυπου δεν είναι κάτι που
έγινε γνωστό για πρώτη φορά από τον εισηγητή της ψυχολογίας του
βάθους Carl Gustav Jung, πάνω στον οποίο στηρίζεται η βιωματική‐
αναγωγική μέθοδος. Εάν πίσω από τα σύμβολα κρύβεται μια μεγάλη
αλήθεια, η οποία εδράζεται στις ψυχές όλων των ανθρώπων ως ένα
κοινό ανθρωπολογικό υλικό, τότε σκοπός της βιωματική‐αναγωγικής
μεθόδου είναι να υποβοηθήσει τους μαθητές να ερμηνεύσουν τα
σύμβολα με τέτοιον τρόπο, ώστε να ανακαλύψουν το κοινό αυτό
υλικό. Γι’ αυτό και η μέθοδος αυτή εντάσσεται στην ενότητα των
ερμηνευτικών μεθόδων διδασκαλίας.
Για τον Hubertus Halbas το μόνο που έχουν να κάνουν οι μαθητές
είναι μέσω της διδασκαλίας να μάθουν να εξιχνιάζουν τα αρχετυπικά
βιώματα που είναι κρυμμένα μέσα τους και πηγάζουν από το ομαδικό
ασυνείδητο. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος, σύμφωνα με την
βιωματική‐αναγωγική μέθοδο, έχει τη δυνατότητα με τις δικές του
δυνάμεις να ανακαλύψει και να βιώσει την αλήθεια των συμβόλων.
Εξ’ ου και ο μεγάλος δεσμός του Hubertus Halbfas με την theologia
naturalis.
Όμως, για την Παιδαγωγική που συνδέθηκε με τους
ανθρωπολογικούς προσανατολισμούς της Ορθοδοξίας, η εμπειρία της
αλήθειας των συμβόλων της Εκκλησίας είναι μία χαρισματική
388 Αναλυτικότερα βλ. : Παναγιώτη Χρήστου, Το Μυστήριο του Θεού, Θεσσαλονίκη
1983, σελ. 73‐75.
389 Ανέστη Κεσελόπουλου, Ανθρωπος και φυσικό περιβάλλον. Σπουδή στον άγιο
Συμεών το νέο θεολόγο, Αθήνα 1992, σελ. 135‐143.
390 Ψαλμ. 18,1.
248
Βλ. τις ενότητες 1.1.6. και 2.2.2. της παρούσας μελέτης.
391
Ακόμα και μακριά από τον Θεό ο άνθρωπος φέρει πάνω του το κατ’ εικόνα,
392
ωστόσο αμαυρωμένο όπως επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: Εἰκών εἰμι
τῆς ἀρρήτου δόξης σου, εἰ καὶ στίγματα φέρω πταισμάτων». Βλ. Αποστολική
Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ακολουθία Νεκρώσιμος, Αθήναι 1983,
ευλογητάρια, σελ. 23. Βλ. επίσης και: Dumitru Staniloae, Orthodoxe Dogmatik, Bd. 1 .
(Aus dem Rumänischen übersetzt von Hermann Piteers), Gütersloh 1984, σελ. 435.
249
Πανταζάρα), Αθήνα 2002, σελ. 54‐57
394 Peter Biehl 1, σελ. 72.
395 Peter Biehl 1, σελ. 166.
251
και τον άγιο Γρηγόριο τον θεολόγο η ενέργεια των υποστάσεων της
Αγίας Τριάδος είναι κοινή.396 Η χριστοκεντρική προσέγγιση των
συμβόλων θέλει απλώς να υπογραμμίσει το οντολογικό κέντρο
αναφοράς τους. Θα μπορούσαμε κάλλιστα για μεγαλύτερη
αποσαφήνιση να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «τριαδοκεντρικότητα».
Η χριστοκεντρική ερμηνεία των συμβόλων για έναν ορθόδοξο
χριστιανοπαιδαγωγό υποδηλώνει ακόμη ότι μία διδακτική διαδικασία
αναφορικά με τα σύμβολα θα πρέπει να έχει έναν ερμηνευτικό στόχο, ο
οποίος δεν θα εξαντλείται στην επεξήγηση των συμβολιζομένων αλλά
θα παρουσιάζει ένα νόημα ζωής. Δεν είναι τα σύμβολα που κατέχουν
μια αλήθεια αφ’ εαυτών, αλλά ο Χριστός και το Σώμα Του που εν χρόνω
τα επιλέγουν ως σύμβολά τους προσδίδοντάς τους μία σημασία. Για τον
Biehl η διδασκαλία των συμβόλων αποκτάει βαρύνουσα σημασία,
επειδή παρουσιάζει στους μαθητές ένα νόημα ζωής, μία βιοθεωρία,
προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να δώσουν μια απάντηση στο
ζήτημα της ταυτότητάς τους.397
Στο σημείο αυτό όμως να ξεκαθαρίσουμε κάτι που έχει να κάνει
γενικότερα με τη στάση της διδακτικής των συμβόλων της ορθόδοξης
παράδοσης απέναντι στην ερμηνευτική μέθοδο. Στο θέμα αυτό
αναφερθήκαμε και πρωτύτερα. Ας επισημάνουμε απλώς εδώ ότι άλλο
περιεχόμενο έχει για τον Biehl η έννοια «ερμηνεία» και άλλο για την
Παιδαγωγική που διαμορφώθηκε με βάση τους προσανατολισμούς
της ορθόδοξης πνευματικής ζωής. Κατά τον Biehl η ερμηνεία είναι
ανακάλυψη από πλευράς των παιδιών μιας αλήθειας, γι’ αυτό και ο εν
λόγω ερευνητής θέτει ως στόχο της διδακτικής των συμβόλων τη „Re‐
Symbolisierung“, δηλ. την επανανακάλυψη του πραγματικού
νοήματος που κρύβουν μέσα τους οι χριστιανικοί συμβολισμοί.398 Με
άλλα λόγια, ο σκοπός της διδασκαλίας των συμβόλων στην ιστορικο‐
κριτική μέθοδο είναι να πεισθούν τελικά οι μαθητές για την αλήθεια
των χριστιανικών συμβόλων. Και ο μοναδικός τρόπος για να πεισθούν
είναι, κατά τον Biehl πάντα, η μεταφορική ερμηνεία η οποία έχει τη
396 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’, ό.π., σελ. 95.
397 Peter Biehl 1, σελ. 177.
398 Peter Biehl 1, σελ. 61.
252
δύναμη να μεταφέρει τον άνθρωπο από μία κυριολεκτική σε μία
πνευματική σημασία. Απεναντίας, για τη διδακτική του ορθόδοξου
συμβόλου μία τέτοια «αποδεικτική» διαδικασία κινείται πολύ μακριά
από τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις. Ο λόγος είναι απλός: η βίωση
αυτής της αλήθειας, όπως ήδη επισημάναμε σε άλλη συνάφεια399, είναι
εξάπαντος δώρο του Αγίου Πνεύματος και εξαρτάται από την ελεύθερη
συγκατάθεση του ανθρώπου να οδεύσει στον δρόμο της πίστης.
Επομένως, η έννοια «ερμηνεία» δεν είναι ταυτόσημη με την έννοια
«απόδειξη».
«Ερμηνεύω» σημαίνει προτείνω, παρουσιάζω τα πράγματα από μία
οπτική γωνία, η οποία κατά τη γνώμη μου είναι η πιο πετυχημένη και
αληθής προσέγγιση των πραγμάτων. Ας σημειώσουμε παρενθετικά
και το εξής: Εάν ο διδάσκων ερμηνεύει χωρίς να είναι σίγουρος ότι η
οπτική γωνία μέσα από την οποία βλέπει τα πράγματα είναι σωστή,
τότε καλύτερα να μην ερμηνεύσει, διότι στην περίπτωση αυτή δεν θα
προσανατολίσει τη σκέψη των μαθητών αλλά θα προκαλέσει
σύγχυση. Αν θέλουμε λοιπόν να ερμηνεύσουμε με συνέπεια, τότε
οφείλουμε να έχουμε ένα κέντρο αναφοράς που για εμάς θα αποτελεί
έσχατο κριτήριο της αλήθειας.
Βασική μας θέση είναι ότι στην διδακτική του συμβόλου της
ορθόδοξης παράδοσης και ζωής πληροφορούμε και ερμηνεύουμε,
ποτέ όμως δεν προσπαθούμε να αποδείξουμε κάτι. Μέσω της
ερμηνείας επιδιώκουμε να παρουσιάσουμε έναν τρόπο ζωής, δηλ. μία
ολοκληρωμένη βιοθεωρία. Αυτή η βιοθεωρία είναι ο τρόπος ζωής της
Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας ως χαρισματική εν Χριστώ
μεταμόρφωση του κόσμου. Εξασφαλίζουμε το στόχο μας αυτό χωρίς
να προσπαθούμε να αποδείξουμε κάτι, και χωρίς να αποσκοπούμε να
πείσουμε τους μαθητές ή να τους εξαναγκάσουμε να πεισθούν για
κάτι.
Αφού αποσαφηνίσαμε το περιεχόμενο της λέξης «ερμηνεία» θα
διερευνήσουμε στη συνέχεια πώς μπορούμε ως ορθόδοξοι
χριστιανοπαιδαγωγοί να αντλήσουμε γόνιμα και δημιουργικά
ερεθίσματα μέσα από την ιστορικοκριτική επαγωγική μέθοδο.
399 § 1.1.6. και § 2.2.2. της παρούσας μελέτης.
253
400 Peter Biehl 2, σελ. 24.
401 Peter Biehl 2, σελ. 58.
254
αυτό το «άλλο» είναι μία δεύτερη‐νοητή σημασία. Η «παραπεμπτική»
αυτή διαδικασία επιτυγχάνεται, διότι το σύμβολο δημιουργεί στην
ψυχή του ανθρώπου ένα βίωμα, το οποίο και εκδηλώνεται ως μία
ψυχολογική κίνηση μεταπήδησης από αυτό που είναι ορατό σε κάτι
που είναι αόρατο.402 Το σύμβολο αποτελεί λοιπόν ένα είδος αισθητής
απεικόνισης μίας νοητής πραγματικότητας.403 Γι’ αυτό και τα
συστατικά στοιχεία του είναι πάντοτε δύο: αφενός μεν η υλική του
υπόσταση, αφετέρου δε το νόημα που κομίζει.404 Την άποψη αυτή
ενστερνίζεται ο Biehl προσθέτοντας, παράλληλα, ότι το σύμβολο έχει
αφ’ εαυτού μία δύναμη να κινητοποιεί την ψυχή του ανθρώπου και να
τον οδηγεί προς την αναζήτηση της δεύτερης σημασίας, η οποία και
είναι πραγματικά παρούσα στο σύμβολο.
Ερχόμενοι τώρα στο επίπεδο του ορθόδοξου θεολογικού
προβληματισμού, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η παραπάνω προσέγγιση
της έννοιας του συμβόλου ως αλληγορία και ιδιαίτερα της έννοιας
«πραγματική παρουσία» δεν μπορεί να έχει απήχηση στην περίπτωση
των λεγόμενων χαρισματικών συμβόλων της Ορθόδοξης Καθολικής
Εκκλησίας. Αυτού του είδους τα σύμβολα μέσα στη λατρευτική ζωή
μετατρέπονται σε δοχεία της χάρης του Αγίου Πνεύματος. Στα
χαρισματικά σύμβολα δεν ενυπάρχει κάποια ιδέα αλλά κάποιο
πράγμα, όπως σημειώνει ο Μέγας Αθανάσιος: «Ὧν εἶδες τὰ σύμβολα
τούτων ἀποδέχου τα πράγματα».405 Η πραγματικότητα που φέρουν
μέσα τους τα χαρισματικά σύμβολα είναι οι άκτιστες ενέργειες του
Τριαδικού Θεού. Συνεπώς, αυτό που συνδέουν τα χαρισματικά
σύμβολα δεν είναι δύο έννοιες, μία κυριολεκτική και μία μεταφορική,
402 Heinz Grosch, Schwierigkeiten mit Symbolen (II) oder: Auferstehung beginnt mit dem
Hinsehen, στο περιοδικό: Der Evangelische Erzieher 42. Jg., 1990, H. 5/6, σελ. 524‐525.
403 Alfred Genrich, Religionspsychologische Lernprozesse in der Bibel und im heutigen
Unterricht, στο περιοδικό: Archiv für Religionspsychologie, 22. Jg., 1990, H. 20, σελ. 125.
404 Ulrich Hemel, Ist eine religionspädagogische Theorie des Symbols möglich? Zum Verhältnis
406 Nikos Nissiotis, Die Theologie der Ostkirche im ökumenischen Dialog. Kirche und Welt in
orthodoxer Sicht, ό.π., σελ. 109.
407 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 329.
408 Πρβλ.: Ιωάννου Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ό.π., σελ.
370: «Οὐκ ἔστι τύπος ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ‐ μὴ
γένοιτο, ἀλλ’ αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου τεθεωμένον».
409 Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, ό.π., σελ. 368.
256
410 Ιωάννη Ζηζιούλα, Μητροπολίτη Περγάμου, Συμβολισμός και Ρεαλισμός στην
Ορθόδοξη Λατρεία (ιδιαίτερα στη Θ. Ευχαριστία), στο περιοδικό: ΣΥΝΑΞΗ 71 / 1999,
σελ. 11.
257
411Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις. (Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση,
περιοδικό: ΣΥΝΑΞΗ 87 / 2003, σελ. 61.
413 Ιωάννη Ζηζιούλα, Μητροπολίτη Περγάμου, Συμβολισμός και Ρεαλισμός στην
Ορθόδοξη Λατρεία, ό.π., σελ. 11.
258
414 Ιώαννη Κογκούλη / Χρήστου Οικονόμου / Παναγιώτη Σκαλτσή, Το Βάπτισμα,
Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 64‐70.
415 Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, ό.π., σελ. 423.
416 Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, ό.π., σελ. 425: «Εὺθὺς γ’ οὖν
εἰσελθόντες, ἀπεδύεσθε τὸν χιτῶνα· καὶ τοῦτο ἦν εἰκὼν τοῦ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον
ἀπεκδύσασθαι σὺν ταῖς πράξεσιν».
417 Ελίζαμπεθ Θεόκριτοφ, Φυσικός συμβολισμός και Δημιουργία. (Μετάφραση: Εύη
Βουλγαράκη ‐Πισίνα), στο περιοδικό: ΣΥΝΑΞΗ 81 / 2002, σελ. 33: «Για να
καθιερώσει τα σύμβολά Του, ο Κύριος μεταχειρίζεται μια υφιστάμενη συμβολική
″γλώσσα″, που ο λαός Του κατανοεί. Αυτή η γλώσσα είναι συνδυασμός των
αντικειμενικών ιδιοτήτων των φυσικών αντικειμένων, και του τρόπου με τον οποίο
οι ιδιότητες γίνονται αντιληπτές σε ένα δεδομένο πολιτισμό».
259
«Φαίνεται λοιπόν ότι ο Θεός ενεργεί στην ιστορία κατά τρόπο που οικοδομεί πάνω
σε φυσικά σύμβολα, ενώ ασφαλώς δεν περιορίζεται απ’ αυτά. Σημαίνει όμως αυτό
ότι η επιλογή των συμβόλων από το Χριστό, πράγματι ″εξαρτάται″ από ιδιότητες
του κτιστού; Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα οδηγούσε σε παρανοήσεις, καθώς αυτές οι
ίδιες οι ιδιότητες εξαρτώνται από την ελεύθερη, δημιουργική Του βούληση. […] Εδώ
τουλάχιστον φαίνεται ότι ο Κύριος, ενεργώντας μέσα στην ιστορία, επιλέγει τα
σύμβολά Του ειδικά ώστε να υπογραμμίζουν την ″υπογραφή″ του δικού Του
εργοχείρου στις ″φυσικές″ ιδιότητες με τις οποίες προίκισε τον κόσμο Του».
419 Ελίζαμπεθ Θεόκριτοφ, Φυσικός συμβολισμός και Δημιουργία, ό.π., σελ. 35. Βλ.
επίσης: Επιφάνιου Σαλαμίνος, Ἔλεγχος ψευδωνύμου γνώσεως, Δ’, 18,4.
260
μέτρα και σταθμά, για το ποιο είναι το μέγεθος της δύναμης του
Θεού.420
Τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο αναλογία; Σκεφτόμαστε αναλογικά
όταν παρατηρούμε μία ιδιότητα στην πρώτη‐κυριολεκτική σημασία
ενός αντικειμένου, και στη συνέχεια κατά ανάλογο τρόπο
προσπαθούμε να εικάσουμε κάτι αντίστοιχο μεταφερόμενοι σε ένα
πνευματικό‐νοητό επίπεδο· έτσι μεταπηδούμε σε μία δεύτερη‐
μεταφορική σημασία.421 Η αναλογική σκέψη εμπεριέχει τον
χαρακτήρα μιας προπαιδείας. Παραδείγματα αναλογικού
συλλογισμού είναι τα ακόλουθα: όπως ο άρτος τρέφει το ανθρώπινο
σώμα έτσι και ο ουράνιος άρτος, δηλ. το σώμα του Χριστού τρέφει την
ανθρώπινη ψυχή· όπως το φως δίνει στον κόσμο ζωή και κάνει τα
πράγματα φανερά, έτσι και ο Θεός είναι το φως του κόσμου που δίνει
ζωή στον άνθρωπο και φανερώνει τον πνευματικό δρόμο της
τελείωσής του· όπως το νερό καθαρίζει το ανθρώπινο σώμα από τη
βρωμιά, έτσι και το νερό του βαπτίσματος καθαρίζει την ανθρώπινη
ψυχή από την αμαρτία. Κατά την τέλεση των μυστηριακών πράξεων
χρησιμοποιούνται τέτοιου είδους αλληγορίες.422 Δεν εξαντλούν όμως οι
αλληγορίες αυτές το νόημα των συμβολισμών αλλά αποτελούν
βοηθητικά‐αναγωγικά μέσα.
420 Χρήστου Βασιλόπουλου, Οι Κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων.
Ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 2 1998, σελ. 112‐113. Βλ. επίσης: Αγίου
Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, ό.π., σελ. 165: «Θείαν τοίνυν φύσιν ἰδεῖν
σαρκὸς ὄμμασιν, ἀδύνατον· ἐκ δὲ τῶν ἔργων τῶν θείων, εἰς φαντασίαν τῆς
δυνάμεως ἐλθεῖν δυνατόν, κατὰ τὸν Σολομῶντα τὸν λέγοντα· Ἐκ γὰρ μεγέθους καὶ
καλλονῆς κτισμάτων ὁ γενεσιουργὸς αὐτῶν θεωρεῖται. Οῦ γὰρ εἶπεν, ὅτι ἐκ τῶν
κτισμάτων ὁ γενεσιουργὸς θεωρεῖται· ἀλλὰ προσέθηκεν, ὅτι αναλόγως».
421 Χρήστου Χριστοφορίδη, Η φύση του συμβόλου και η κτιστή πραγματικότητα, ό.π.,
σελ. 57: «Το σύμβολο άρα αινίσσεται, διαγγέλει σωματικότερα […] Πρόκειται
δηλαδή για μία υπαινικτική συνθήκη, η οποία βασιζόμενη σε αισθητές αφετηρίες
λειτουργεί αναλογικά, αντιστικτικά και συνειρμικά, ο δε σκοπός της είναι άκρως
διδακτικός και διασαφηστικός».
422 Χρήστου Χριστοφορίδη, Η φύση του συμβόλου και η κτιστή πραγματικότητα, ό.π.,
σελ. 61.
261
423 Peter Biehl 2, σελ. 40.
424 Peter Biehl 2, σελ. 41.
262
διαβάζουμε τα ακόλουθα: «Ἐπειδή γὰρ διπλοῦς ὁ ἄνθρωπος, ἐκ ψυχῆς
καὶ σώματος, διπλῆν ὑμῖν ἔδωκε καὶ τὴν κάθαρσιν δι’ ὕδατός τε καὶ
Πνεύματος· τοῦ μὲν Πνεύματος τὸ ″κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν″ ἐν
ἡμῖν ἀνακαινίζοντος, τοῦ δὲ ὕδατος διὰ τῆς τοῦ Πνεύματος χάριτος το
σῶμα τῆς ἀμαρτίας καθαίροντος».425 Το χωρίο αυτό στοιχειοθετεί
κατά τη γνώμη μας έναν καταπληκτικό συγκερασμό μεταξύ
μεταφορικής ερμηνείας και χαρισματικού συμβόλου. Από τη μια
πλευρά το νερό καθίσταται δοχείο της χάρης του Θεού· από την άλλη
η καθαρτική ιδιότητα του νερού υποβοηθεί τον πιστό να αναχθεί
αναλογικά στην έννοια της πνευματικής κάθαρσης της ψυχής.
Ωστόσο, η πνευματική αυτή διάσταση δεν αφορά μόνο στην ψυχή
αλλά και στο σώμα. Το άγιο Πνεύμα δεν ανακαινίζει μόνο την ψυχή
αλλά και το σώμα. Αυτός είναι και ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο ο
άνθρωπος ως μέλος της Εκκλησίας θέλει να γεύεται με αισθητά μέσα
την παρουσία του Θεού. Το νερό ως φυσικό αντικείμενο γίνεται
φορέας των ακτίστων ενεργειών του Τριαδικού Θεού· ταυτόχρονα
όμως αποτελεί και αναγωγικό μέσο που αισθητοποιεί στον πιστό μία
αόρατη πραγματικότητα.
Με τις παραπάνω σκέψεις επιδιώκουμε να καταλήξουμε στο εξής
συμπέρασμα: τα σύμβολα μέσα στην ορθόδοξη λατρευτική ζωή, είτε
αναγωγικά είναι είτε χαρισματικά, δεν χάνουν την κυριολεκτική τους
σημασία, αλλά τη διευρύνουν καθώς επεκτείνονται στο χώρο της
νοητής και αόρατης πραγματικότητας. Το νερό του Βαπτίσματος δεν
χρειάζεται να πάψει να είναι νερό προκειμένου να γίνει φορέας της
χάρης του Θεού. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το θυμίαμα:
δεν χρειάζεται να ξεχάσουμε την ευχάριστη ευωδία του, προκειμένου
να υψωθεί η ψυχή μας προς τον ουρανό. Όπως σημειώνει ο
Χρυσόστομος Σταμούλης, «Τι θα ήταν το θυμίαμα χωρίς το άρωμά
του, δια του οποίου αγιάζεται ο χώρος και η όσφρηση; Οπωσδήποτε
όχι θυμίαμα».426 Αλλά ακόμα και στα σύμβολα της θείας ευχαριστίας
που αποτελούν φυσικά σύμβολα του σώματος και του αίματος του
Ιωάννου του Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ό.π., σελ. 346.
425
Χρυσοστόμου Σταμούλη, Κάλλος το άγιον. Προλεγόμενα στη φιλόκαλη αισθητική
426
της Ορθοδοξίας, Αθήνα 2004, σελ. 235‐236.
263
Χριστού, η επαφή με το φυσικό κόσμο επιτυγχάνεται με δύο τρόπους:
αφενός μεν τα τίμια δώρα που προσφέρονται στη θεία ευχαριστία
είναι ο άρτος και ο οίνος· αφετέρου δε ο ίδιος ο Χριστός συνδέει το
μυστήριο των μυστηρίων με την μεταφορική‐αλληγορική φράση του:
«ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα».427
Η ορθόδοξη αξιοποίηση της μεταφοράς αποσκοπεί στη σύζευξη μεταξύ
ορατού και νοητού κόσμου και όχι στη διάξευξή τους. Σκοπός είναι τα
ορατά αντικείμενα διά των φυσικών τους ιδιοτήτων να γίνουν για τον
πιστό δείκτες της παρουσίας του Θεού μέσα στον κόσμο. Άλλωστε η
δημιουργία είναι έργο του Θεού και κατά συνέπειαν παραπέμπει σε
αυτόν.
Μέσα από την προοπτική αυτή καταλαβαίνει κανείς ότι για την
ορθόδοξη πνευματική ζωή ο σταυρός του Χριστού δεν χρειάζεται να
πάψει να είναι ένα αντικείμενο θανάτωσης προκειμένου να
μετατραπεί μεταφορικά σε προσευχή. Στην Ορθοδοξία δεν
θυσιάζουμε την φρικτή έννοια της σταύρωσης για να μεταφερθούμε
στην έννοια της προσευχής και της αγάπης για όλη την
ανθρωπότητα. Ο Απόστολος Παύλος διακυρήσσει: «Χριστῷ
συνεσταύρωμαι»428. Τούτο δείχνει περίτρανα ότι στην Ορθόδοξη
Καθολική Εκκλησία δεν γίνεται λόγος μόνο για μία θεολογία που
βασίζεται στη σταυρική θυσία του Χριστού, αλλά παράλληλα και για
μία θεολογία που θέτει ως στόχο τη σταύρωση του εγωπαθούς
θελήματος του ανθρώπου.429 Ο σταυρός του Χριστού είναι το σύμβολο
της απέραντης αγάπης του Θεού προς την ανθρωπότητα και
συγχρόνως ένας δρόμος μετοχής του ανθρώπου στο θείο πάθος Του,
και ως εκ τούτου μία οδός υπερνίκησης της άλογης φιλαυτίας του.
Συνοψίζοντας, βλέπουμε ότι η ορθόδοξα νοούμενη μεταφορική
ερμηνεία ως εργαλείο της διδακτικής των συμβόλων θέλει να
φανερώσει την καθολικότητα της χαρισματικής ζωής της Εκκλησίας
και κυρίως να τονίσει ότι δεν είναι αναγκαίο να απωλέσει η φύση τις
ιδιότητές της προκειμένου να χαριτωθεί μέσα στη φωτοχυσία του
427 Ιωαν. 15,5.
428 Γαλ. 2, 19. Πρβλ. επίσης: Φιλιππ. 3, 10‐11.
429 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 329.
264
της Εκκλησίας δεν γίνεται για μείωση της φύσεως μέσα από την αφαίρεση‐
αφαίμαξη των φυσικών της ιδιοτήτων, αλλά για τον αγιασμό της, δηλαδή
εξομάλυνση της ανωμαλίας της, που την προστατεύει από τη διαφθορά και της
χαρίζει εδώ και τώρα, εντός του λειτουργικού χωροχρόνου – σήμερον – την
εσχατολογική της ακεραιότητα».
431 Χρυσόστομου Σταμούλη, Κάλλος το άγιον, ό.π.,σελ. 236: «Τελικά, ο καινός κόσμος
θα είναι ένας άλλος κόσμος, ένας κόσμος μείον τη φύση του ή ο δημιουργημένος
κόσμος με τη φύση του μεταμορφωμένος από τη χάρη του Θεού, που τον
δημιούργησε;»
432 Πρβλ.: Μ. Βασιλείου, Εἰς τὴν Ἑξαήμερον, PG 29, 16BC: «ἐπινενοῆσθαι τὸν κόσμον,
εἴπερ τῷ ὄντι ψυχῶν λογικῶν διδασκαλεῖον καὶ θεογνωσίας ἐστὶ παιδευτήριον διὰ
τῶν ὁρωμένων καὶ αἰσθητῶν χειραγωγίαν τῷ νῷ παρεχόμενος». Βλ. επίσης: Νίκου
Ματσούκα, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου,
Θεσσαλονίκη 2 1990, σελ. 172. Βλ. επίσης: Βασιλείου Χαρώνη, Παιδαγωγική
Ανθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου. Τόμος Β’, Αθήνα 2003, λήμμα: «θεογνωσία»,
σελ. 326: «Ἐάν τε οὐρανόν […] ἴδης, καὶ τὴν ἐν αὐτῷ τάξιν, πίστεώς ἐστιν ὁδηγός·
265
έντεχνο και ποιητικό παραπέμπει στον δημιουργό και πλάστη της. Αυτό
είναι και το νόημα του λεγόμενου φυσικού συμβολισμού, δηλ. της
συμβολικής‐αλληγορικής ανάγνωσης των υλικών πραγμάτων με
βάση τις φυσικές τους ιδιότητες.433
Το γεγονός πως η φύση μπορεί να λειτουργήσει συμβολικά ως
καθρέπτης της θείας παρουσίας, συνεπάγεται, από διδακτικής
πλευράς, ότι η φύση αποτελεί έναν απέραντο θησαυρό εποπτικών
παραστάσεων. Όταν μιλούμε για την έννοια της εποπτείας, θέλουμε
παιδαγωγικώς να εκφράσουμε δύο πράγματα434: αφενός μεν την
αντίληψη που σχηματίζει ο άνθρωπος είτε μόνο με τη βοήθεια της
όρασης είτε με τη συνδρομή των υπολοίπων αισθήσεων· αφετέρου δε
τις νοητές παραστάσεις που δημιουργεί ο άνθρωπος με τη βοήθεια της
φαντασίας και της μνήμης. Συνεπώς έχουμε δύο είδη εποπτειών: α)
τις κατ’ αίσθηση και β) τις πνευματικές.435 Οι πρώτες συντίθενται από
τα αντικείμενα του φυσικού κόσμου που μας περιβάλλει, ενώ οι
δεύτερες αναφέρονται σε πράγματα που δεν τα βλέπουμε μπροστά
μας, ωστόσο μπορούμε να τα φανταστούμε και να τα προσεγγίσουμε
νοητώς. Το μεγάλο πλεονέκτημα της εποπτείας είναι το γεγονός ότι η
πληροφορία δεν παρέχεται μόνο νοησιαρχικά αλλά απευθύνεται στο
σύνολο των αντιληπτικών δυνάμεων του ανθρώπου: η φαντασία και η
αίσθηση συνεπικουρούν στην προσπάθεια του μαθητή να παράγει τη
γνώση.
Η μεταφορά γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας
συνδυασμός μίας κατ’ αίσθησιν και μίας πνευματικής εποπτείας.
Μέσω της πρώτης αντλούμε ερεθίσματα από το περιβάλλον· μέσω της
δείκνυσι γάρ τὸν τεχνίτην δι’ ἑαυτοῦ· ἐάν τε τὰς περὶ τὴν γῆν διακοσμήσεις, πάλιν
καὶ διὰ τούτων αὔξεταί σοι ἡ περὶ τὸν Θεὸν πίστις». (Ὁμιλία εἰς ΛΒ’ Ψαλμ., PG 29,
329).
433 Αναφέρουμε ένα παράδειγμα προς διασάφηση. Η συμβολική‐αλληγορική
ανάγνωση του νερού θα ήταν η ακόλουθη: το νερό έχει τη φυσική ιδιότητα να
καθαρίζει. Μεταφορικά το νερό καθίσταται μέσο αισθητοποίησης της κάθαρσης
της ψυχής.
434 Ιωάννη Κογκούλη, Η διδασκαλία με εποπτικά μέσα, στο περιοδικό: ΜΕΛΕΤΕΣ 12 /
1981, σελ. 4.
435 Χρήστου Βασιλόπουλου, Διδακτική του Μαθήματος των Θρησκευτικών,
Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 118.
266
119‐120.
437 Anton Bucher, Symbolerziehung, στο συλλογικό έργο: Friedrich Schweitzer (Hrsg.),
Religion in der Grundschule, Frankfurt am Main 1994, σελ. 120.
267
είναι ικανοί να αναζητούν στις κατ’ αίσθηση εποπτικές παραστάσεις
τους κάποιο νόημα και κάποιο σκοπό.438 Με άλλα λόγια οι μαθητές
καλούνται να γυμνάσουν πνευματικά τις αισθήσεις τους.439 Πέρα από
αυτά που βλέπουμε υπάρχει μία νοητή πραγματικότητα, ένα νόημα,
ένας σκοπός, που μπορούμε να τον ανακαλύψουμε, αν διαβάσουμε
συμβολικά τα πράγματα του φυσικού κόσμου.440 Σε αυτό άλλωστε θα
μπορούσε να συνίσταται και η παιδαγωγική προσφορά του
Μαθήματος των Θρησκευτικών: στη δημιουργία προβληματισμού
σχετικά με το βαθύτερο νόημα που μπορεί να έχει ο κόσμος που μας
περιβάλλει και η ζωή μας γενικότερα, ώστε οι μαθητές να μην
μείνουν εγκλωβισμένοι σε μία μονοδιάστατη και ορθολογιστική
αντίληψη περί ζωής και κόσμου.441
Ως ορθόδοξοι χριστιανοπαιδαγωγοί, συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε
να πούμε τα εξής: μπορούμε να αξιοποιήσουμε δημιουργικά τη
μεταφορική ερμηνεία με σκοπό να υποβοηθήσουμε τους μαθητές να
διευρύνουν τους γνωστικούς τους ορίζοντες για το πεδίο της
πραγματικότητας. Διά της μεταφοράς δίδεται στους μαθητές η
ευκαιρία να προβληματισθούν σχετικά με την παρουσία μιας άλλης
διάστασης πέρα από αυτήν που εμπίπτει άμεσα στις αισθήσεις τους.
Από την καθημερινότητα αναγόμαστε στα ουράνια και στα
πνευματικότερα· και τούτο όχι για να θέσουμε ένα διαχωριστικό όριο
438 Ομοίως. Anton Bucher, Symbolerziehung, ό.π., σελ. 120.
439 Όταν λέμε «πνευματική εκγύμναση των αισθήσεων» δεν εννοούμε κατ’
ανάγκην και «αγιοπνευματική εκγύμναση». Η πνευματική εκγύμναση των
αισθήσεων στη συνάφεια αυτή παραπέμπει σε μία αμιγώς παιδαγωγική διαδικασία
κατά την οποία οι μαθητές παρατηρώντας τα στοιχεία του φυσικού κόσμου
προβληματίζονται και προσπαθούν να αναζητήσουν ένα νόημα πίσω από αυτά. Η
αγιοπνευματική ανάγνωση του κόσμου είναι κάτι άλλο: παραπέμπει σε εκείνο το
στάδιο της αγιοπνευματικότητας, το οποίο στην ορθόδοξη πατερική παράδοση
ονομάζεται φυσική θεωρία και είναι εξάπαντος δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Κατά
το στάδιο αυτό ο άνθρωπος γνωρίζει τους λόγους των όντων. Περισσότερα για τη
φυσική θεωρία βλ.: Ανέστη Κεσελόπουλου, Ανθρωπος και φυσικό περιβάλλον.
Σπουδή στον άγιο Συμεών το νέο θεολόγο, Αθήνα 1992, σελ. 135‐143.
440 Rudi Ott, Die Sakramente verstehen lernen, στο περιοδικό: Lebendige Katechese, 3. Jg.,
1981, H. 1, σελ. 17.
441 Rudi Ott, Die Sakramente verstehen lernen, ό.π., σελ. 17.
268
μεταξύ τους, αλλά για να δείξουμε ότι τα υλικά πράγματα συνθέτουν
μία ενότητα με τα νοητά, την κτίση, η οποία προάγεται οντολογικά από
τις άκτιστες θείες ενέργειες του Τριαδικού Θεού. Με άλλα λόγια,
αξιοποιώντας ερμηνευτικά τη μεταφορική ερμηνεία έχουμε την
ευκαιρία να παρουσιάσουμε στους μαθητές τον τρόπο ζωής της
Εκκλησίας ως βιωτή που μετέχει χαρισματικά στη δόξα του Τριαδικού
Θεού. Ωστόσο, να υπογραμμίσουμε ότι η μεταφορική ανάγνωση των
εμπειριών και των παραστάσεων της καθημερινότητας δεν μπορεί να
γίνεται με βάση τις υποκειμενικές ερμηνευτικές διαθέσεις του
καθενός, αλλά να είναι προσανατολισμένη στην αναζήτηση της
παρουσίας του Θεού μέσα στην κτίση, επιτελώντας πάντοτε μία
νοητή κίνηση αναφοράς από την κτίση στον Κτίστη.
2.4.3. Η σημειωτική μέθοδος διδασκαλίας των συμβόλων μέσα στο
πλαίσιο της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης και ζωής. Όρια και
δυνατότητες ενός γόνιμου διαλόγου.
Για να επιτύχουμε έναν γόνιμο διάλογο μεταξύ σημειωτικής και
διδακτικής των συμβόλων της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας,
πρέπει να έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας το βασικό αξίωμα της
σημειωτικής, όπως διατυπώθηκε από τον Ιταλό σημειολόγο, Umberto
Eco: «σημείο είναι οτιδήποτε μπορεί να εκληφθεί ως σημασιακό
υποκατάστατο κάποιου άλλου πράγματος. Αυτό το κάτι άλλο δεν
οφείλει κατ’ ανάγκη να υπάρχει».442 Επομένως, τα σύμβολα δεν είναι
αντικείμενα που μεταφέρουν αφ’ εαυτών κάποια περιεχόμενα· τα
σύμβολα είναι απλώς σημεία, δηλ. πράγματα που χρήζουν ερμηνείας,
και τα οποία με βάση έναν κώδικα κατανοούνται με τον χ ή ψ τρόπο.
Η σημειωτική μέθοδος διδασκαλίας των συμβόλων παρουσιάζει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη διδακτική πράξη, διότι συνδέει την
πληροφορία ενός μηνύματος με έναν κώδικα επικοινωνίας. Ο
442 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, ό.π., σελ. 26.
269
443 Michael Meyer‐Blanck 1998, σελ. 16.
270
οἰόμεθα δεῖν. […] Τὰ γὰρ τοι κατ’ ἐπίνοιαν λεγόμενα, ἐν ὀνόμασιν
μόνον καὶ προφορᾷ τὸ εἶναι ἔχοντα».444 Ο ιερός πατήρ με τα λόγια
αυτά απαντάει στον Ευνόμιο λέγοντάς του ότι τα ονόματα που
αναφέρονται στον Θεό δεν αποκαλύπτουν την ουσία του, διότι είναι
κατασκευάσματα της ανθρώπινης δημιουργικής ικανότητας. Θα
μπορούσαμε αναφορικά με την έννοια του συμβόλου να
συμπληρώσουμε τη φράση «κατ’ ἐπίνοιαν ἀνθρωπίνην»
προσθέτοντας το «κατ’ ἐπίνοιαν Θεού» με την έννοια ότι ο Χριστός
επιλέγει κάποια αντικείμενα ως σύμβολά του, όχι επειδή αυτά
κρύβουν κάποια ιδιαίτερη δύναμη, αλλά διότι αυτά μπορούν να
μεταφέρουν με τον καλύτερο τρόπο το μήνυμά του.445 Επισημάναμε
ακόμη ότι η καλλιτεχνική απεικόνιση των μορφών στις ιερές εικόνες
βασίζεται σε κάποια παράδοση και θεσμοθέτηση της Εκκλησίας: «Οὐ
ζωγράφων ἐφεύρεσις ἡ τῶν εἰκόνων ποίησις, ἀλλὰ τῆς καθολικῆς
ἐκκλησίας ἔγκριτος θεσμοφορία και παράδοσις».446
Όλα αυτά τα αναφέρουμε για να δείξουμε ότι τα σύμβολα της
Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας διακρίνονται για τον αντιμαγικό
τους χαρακτήρα, δηλ. δεν είναι «μαγικά» αντικείμενα που ενέχουν
αφ’ εαυτών μία υπερφυσική δύναμη. Μόνο η αναφορά στην Αγία
Τριάδα, η ιστορική εμπειρία του Σώματος της Εκκλησίας καθώς και οι
αγιαστικές‐μυστηριακές πράξεις της μεταβάλλουν τα κτιστά αυτά
αντικείμενα σε δοχεία της χάρης του Θεού. Επομένως, η έννοια της
συμβατικότητας συμπλέει με την έννοια της κτιστότητας. Τα σύμβολα
δεν γεννιούνται αλλά γίνονται.
444 Μεγάλου Βασιλείου, Κατ’ Εύνομίου Α’, PG 29, 520 C. Βλ. επίσης: Νίκου Ματσούκα,
φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, Θεσσαλονίκη 2 1990, σελ.
136.
445 Ελίζαμπεθ Θεόκριτοφ, Φυσικός συμβολισμός και Δημιουργία, ό.π., σελ. 33: «Για να
Ευδοκίμωφ, Η τέχνη της εικόνας, ό.π., σελ. 164.
271
447 Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους, PG 61, 55.61.: «Οὐ γὰρ τῇ
ὄψει κρίνω τα φαινόμενα, ἀλλὰ τοῖς ὀφθαλμοῖς τῆς διανοίας. Ἀκούω σώμα Χριστοῦ·
ἑτέρως ἐγὼ νοῶ τὸ εἰρημένον, ἑτέρως ὁ ἄπιστος». Βλ. επίσης: Ιωάννου του
Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους, PG 61, 56.24.: «οἱ μὲν ἄπιστοι, καίτοι γε
ἀκούοντες, οὐ δοκοῦσιν ἀκοῦειν· οἱ δὲ πιστοὶ τὴν διᾶ τοῦ πνεύματος ἔχοντες
ἐμπειρίαν, ὁρῶσι τῶν ἐναποκειμένων τὴν δύναμιν».
272
από αυτά.448 Για τη θρησκευτική Παιδαγωγική τούτο συνεπάγεται ότι
τα σύμβολα έχουν παραπεμπτικό χαρακτήρα· παραπέμπουν σε μία
υπερβατική πραγματικότητα, στην εν Χριστώ Αποκάλυψη.449
Μεταφερόμενοι στο χώρο της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας
διαπιστώσαμε ότι τα χαρισματικά σύμβολα είναι κτιστά αντικείμενα
που μεταμορφώνονται εν Χριστώ σε χαρισματικές πραγματικότητες.
Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι έτσι παύουν και να είναι κτιστά. Ως
κτιστά δεν θα μπορούσαν ουδέποτε να εξαντλήσουν την αλήθεια του
συμβολιζόμενου πράγματος, που δεν είναι άλλο παρά οι άκτιστες
ενέργειες του Τριαδικού Θεού. Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν λέγει για το
θέμα αυτό τα εξής: «Στο σύμβολο τα πάντα φανερώνουν την
πνευματική πραγματικότητα, αλλά το καθετί που ανήκει στην
πνευματική πραγματικότητα δεν εμφανίζεται ως μέρος του
συμβόλου. Το σύμβολο είναι πάντοτε μερικό, ατελές».450 Και αυτό
συμβαίνει διότι το άκτιστο δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί πλήρως
από το κτιστό. Όταν ο άνθρωπος βιώνει την μυστική εμπειρία της
θεώσεως, τότε κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη περιπίπτει σε
μία κατάσταση όπου βασιλεύει η ολοκληρωτική «ἀλογία καὶ
ἀνοησία».451 Τότε ο άνθρωπος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει καμία
γήινη κατηγορία σκέψης για να εκφράσει την εμπειρία του αυτή. Κάτι
παρόμοιο συναντούμε και στα λόγια του Αποστόλου Παύλου, όταν ο
Θεός τού χάρισε μία εμπειρία του παραδείσου: «οἶδα ἄνθρωπον ἐν
Χριστῷ […] ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. […] ὅτι
ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἅ οὐκ ἐξὸν
ἀνθρώπω λαλῆσαι».452 Τη στιγμή που ο άνθρωπος στέκεται
εκστατικός απέναντι στον άκτιστο Θεό, τότε τα λόγια και η
δημιουργική σκέψη φαίνονται εντελώς αδύνατες να εξωτερικεύσουν
448 Michael Meyer‐Blanck 2001, σελ. 122.
449 Michael Meyer‐Blanck 2002b, σελ. 86.
450 Αλέξανδρου Σμέμαν, Ευχαριστία, ό.π., σελ. 57.
451 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί μυστικῆς θεολογίας, PG 3, 1033B. Βλ. επίσης: Νίκου
Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 204.
452 Κορ. Β’ 12, 2‐5.
273
το γεγονός αυτό.453 Και τούτο διότι ο άκτιστος Θεός υπερβαίνει κάθε
κτιστή πραγματικότητα.
Εξάλλου, τα χαρισματικά σύμβολα εκφράζουν με τον καλύτερο
τρόπο την εσχατολογική διάσταση της Εκκλησίας, δηλ. το γεγονός ότι
η Βασιλεία του Θεού ήδη ξεκίνησε μέσα στον κόσμο αυτό που ζούμε
και άρα τα έσχατα έχουν διεισδύσει μέσα στη ζωή μας. Εντούτοις, η
Βασιλεία του Θεού δεν ταυτίζεται με την επίγεια πραγματικότητα,
διότι θα ολοκληρωθεί στο μέλλον.454 Αυτό μάς κάνει να σκεφτούμε ότι
η εσχατολογική Βασιλεία του Θεού, όπως αυτή θα αποκαλυφθεί στην
πλήρη της μορφή κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, είναι μία
πραγματικότητα για την οποία ο άνθρωπος ούτε και μπορεί να
γνωρίζει τίποτε, ούτε και μπορεί να προδιαγράψει ποιοι θα είναι
τελικά εκείνοι που θα αξιωθούν να τη γευθούν.455 Αυτό που θα πράξει
ο Χριστός κατά τη μέλλουσα κρίση δεν μπορεί να προσδιορισθεί με
ακρίβεια από τις ανθρώπινες κατηγορίες. Με την έννοια αυτή τα
χαρισματικά σύμβολα ως μεταμορφωμένες εν Χριστώ
πραγματικότητες είναι παράθυρα που μας δείχνουν «δι’ ἐσόπτρου ἐν
453 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 204: «Όταν
όμως αφήνει ο θεολόγος τα αιτιατά και ανάγεται στον ″ὑπὲρ νοῦν γνόφον″ […] όλα
τα ονόματα της καταφατικής θεολογίας τα βάζει παράμερα, μια και βρίσκεται στην
οδό της αποφατικής εμπειρίας και γνώσης».
454 Πέτρου Βασιλειάδη, Εσχατολογία, Εκκλησία και Κοινωνία, στο συλλογικό έργο:
ότι πρέπει να κατανοείται «ως υπεράσπιση του αναφέραιτου δικαιώματος του
Κυρίου, του ζώντος Θεού, να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε όλα τα
πράγματα». Βλ.: Δημήτρη Μπεκριδάκη, Μετανεωρικότητα, Θρησκεία και Ορθόδοξη
Θεολογία, στο συλλογικό έργο: Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος. Ακαδημία
Θεολογικών Σπουδών (Εποπτεία – Συντονισμός ύλης: Παντελή Καλαϊτζίδη / Νίκου
Ντόντου), Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα, Αθήνα 2007, σελ. 454.
274
αἰνίγματι»456 τη Βασιλεία των Εσχάτων. Μέσα από αυτή την οπτική
γωνία μπορούμε να κάνουμε λόγο για τον παραπεμπτικό και αποφατικό
χαρακτήρα των ορθόδοξων συμβόλων. Αυτό το οποίο κρύβουν μέσα τους
κατά χάριν όπως επίσης και η Βασιλεία του Θεού στην οποία
παραπέμπουν είναι κάτι το οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να συλλάβει
πλήρως μήτε και να περιγράψει ολοκληρωτικά.
Ωστόσο ο άκτιστος Θεός και η εσχατολογική Βασιλεία του δεν είναι
πράγμτα εντελώς απρόσιτα στον άνθρωπο της παρούσας ζωής. Η
Βασιλεία του Θεού έχει ήδη ξεκινήσει, και αυτό συνεπάγεται ότι το
δημιούργημα δύναται ήδη από το παρόν να γευθεί τη δόξα του
Δημιουργού του μετέχοντας στις άκτιστες θείες ενέργειες. Η κτίση
μπορεί να αγιασθεί: «εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινὴ κτίσις· τὰ ἀρχαῖα
παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα».457 Ο άνθρωπος θέλει να
εκφράσει τη βεβαιότητά του για την αλήθεια αυτής της
μεταμορφωτικής εμπειρίας και γι’ αυτό χρησιμοποιεί όχι μόνο τη
γλώσσα της αποφατικής αλλά και αυτήν της καταφατικής θεολογίας.
Η καταφατική θεολογία διασώζει την αλήθεια για τη δυνατότητα της
χαρισματικής κοινωνίας ανάμεσα στον Κτίστη και στην κτίση.458
Αποφατική και καταφατική θεολογία συνυπάρχουν λειτουργικά μέσα
στην ορθόδοξη σκέψη και ζωή για να αποφευχθούν δύο κίνδυνοι:459 Η
αποκλειστική χρήση της καταφατικής θεολογίας ίσως θα περιόριζε
τον Θεό στις κτιστές κατηγορίες μετατρέποντάς τον σε ένα φυσικό
μέγεθος· η αποκλειστική χρήση της αποφατικής θεολογίας θα
οδηγούσε σε μία διακοπή της χαρισματικής σχέσης μεταξύ Θεού και
κόσμου.
Τα ορθόδοξα χαρισματικά σύμβολα όντως παραπέμπουν σε κάτι
που υπερβαίνει την κτιστότητά τους. Ωστόσο, δεν είναι και εντελώς
ξένα προς την υπερβατική αυτή πραγματικότητα, διότι μετέχουν σε
αυτήν κατά χάριν. Μεταξύ συμβόλου και συμβολιζομένου
456 Προς Κορινθίους Α’ 13,12: «βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ
πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ
ἐπεγνώσθην».
457 Προς Κορινθίους Β’ 5,17.
458 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 205.
459 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 205.
275
τον Eco δεν υπάρχει καμία γλώσσα, έκφραση, σύμβολο κτλ. που να
είναι ένας κατεξοχήν αληθινός καθρέπτης και φορέας της
πραγματικότητας.463 Το κάθε σύμβολο δεν έχει μόνο μία ερμηνεία,
αλλά ποικίλες οι οποίες προσδιορίζονται από έναν κώδικα
επικοινωνίας.
Για τη σημειωτική φιλοσοφική παράδοση μεταξύ μηνύματος και
σημείου ή – με διαφορετική διατύπωση – μεταξύ σημαίνοντος και
σημαινομένου δεν υφίσταται καμία οντολογική σχέση, δηλ. δεν
υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία που είναι φορείς συγκεκριμένων και
μεμονωμένων νοημάτων. Αυτό είναι μία αξιωματική θέση.
Ενδεχομένως με το καθεστώς αυτό να επιδιώκουν οι σημειολόγοι να
εξηγήσουν την ποικιλομορφία των μορφών επικοινωνίας που
συναντάει κανείς σε διαφορετικούς μεταξύ τους πολιτισμούς. Αν το
κάθε σημείο είχε μόνο μία εξήγηση, τότε δεν θα μπορούσαμε να
δικαιολογήσουμε το δεδομένο ότι για το ίδιο σημείο έχουμε
διαφορετικές νοηματοδοτήσεις που προέρχονται από διαφορετικές
κοινωνίες. Ίσως αυτό να είναι ένα σοβαρό επιχείρημα. Τι γίνεται όμως
στην περίπτωση κατά την οποία σε έναν πολιτισμό η επικοινωνία
διεξάγεται με τέτοιο τρόπο, ώστε το μεταφερόμενο μήνυμα να δίνει
την ερμηνεία ότι το σημαίνον μετέχει στο σημαινόμενο;
Το ότι η σημειωτική αποκλείει ευθύς εξ’ αρχής την οποιαδήποτε
σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου, ενδεχομένως να οδηγεί
την σημειωτική επιστημονική έρευνα σε ένα δογματισμό.464 Εάν η
σημειωτική δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το αν τα σημεία
μεταφέρουν αληθινά ή ψευδή περιεχόμενα, παρά μόνο για το τι
μηνύματα μεταφέρουν465, τότε οφείλει να μην προσδιορίζει εκ των
προτέρων το περιεχόμενο της λέξης «επικοινωνία»· πολύ περισσότερο
πρέπει να ακούσει τη «φωνή» των ίδιων των κοινωνικών ομάδων και
να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίον αυτές οι ίδιες χρησιμοποιούν
463 Karl‐Heinrich Bieritz, Umberto Eco: Umrisse einer atheistischen Theologie, στο
συλλογικό έργο: Wilfried Engemann und Rainer Volp (Hrsg.), Gib mir ein Zeichen: zur
Bedeutung der Semiotik für theologische Praxis‐ und Denkmodelle, Berlin; New York 1992,
σελ. 64‐65.
464 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 351.
465 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, ό.π., σελ. 105‐107.
277
τα σημεία και τους κώδικές τους. Είναι προφανές ότι ακόμα και οι
λέξεις «σημείο» και «επικοινωνία» θα πρέπει να είναι αντικείμενο της
σημειωτικής έρευνας και να ερμηνεύονται πάντοτε με βάση τους
ισχύοντες κώδικες μιας κοινωνίας.466
Περνώντας στην ορθόδοξη θεολογία του συμβόλου είδαμε στο
πρώτο κεφάλαιο ότι όλα τα σύμβολα δεν είναι ίδια. Τα αλληγορικά‐
αναγωγικά σύμβολα παραπέμπουν στον Θεό, χωρίς όμως να
μετέχουν στις άκτιστες θείες ενέργειές του. Ωστόσο, στα χαρισματικά
σύμβολα μία συνεπής σημειωτική ανάλυση κατά το πρότυπο του
Peirce, θα μας έδινε μια άλλη μορφή επικοινωνίας, κατά την οποία η
ερμηνεία που προκύπτει δείχνει ότι το σημαίνον μετέχει οντολογικά
του σημαινόμενου πράγματος. Ας πάρουμε δύο παραδείγματα που
αναλύσαμε και σε προηγούμενη μελέτη μας:467 α. τον άρτο και τον
οίνο κατά τη θεία Ευχαριστία και β. τις ιερές εικόνες.
α. Σημειωτική ανάλυση των συμβόλων του άρτου και του οίνου
C. Ερμηνεία ή Διερμηνεύον ή Σημαινόμενο:
Ο Ιησούς Χριστός ταυτίζεται με το σημείο.
Μεταβολή των τιμίων δώρων σε σώμα και αίμα Χριστού.
A. Σημείο ή Σημαίνον ή B. Αντικείμενο ή Πράγμα:
Αντιπροσωπεύον: άρτος και οίνος Ιησούς Χριστός
Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 355.
466
Αθανασίου Στογιαννίδη, Η σημασία και η θέση της σημειωτικής στο χώρο της
467
ευαγγελικής και της ορθόδοξης χριστιανικής αγωγής, στο συλλογικό έργο: Ιωάννη
Κογκούλη / Χρήστου Βασιλόπουλου / Δημητρίου Λάππα, Κατηχητική Διακονία.
Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Κωνσταντίνο Φράγκο, Θεσσαλονίκη 2003, σελ.
227‐229.
278
β. Σημειωτική ανάλυση των ιερών εικόνων.
C. Ερμηνεία ή Διερμηνεύον ή Σημαινόμενο:
Το αρχέτυπο είναι χαρισματικά παρόν στην εικόνα. Η εικόνα μετέχει των
ακτίστων ενεργειών του Τριαδικού Θεού.
A. Σημείο ή Σημαίνον ή B. Αντικείμενο ή Πράγμα:
Αντιπροσωπεύον: Άκτιστες θείες ενέργειες στις οποίες
Εικόνα μετέχει το πρωτότυπο της εικόνας
Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε την πάγια θέση της ορθόδοξης
θεολογίας, ότι η επίγεια πραγματικότητα μπορεί να μεταμορφωθεί εν
Χριστώ μετέχοντας χαρισματικά (κατά χάριν) στις άκτιστες ενέργειες
του Τριαδικού Θεού. Το θέμα αυτό αναλύσαμε εξονυχιστικά στο
πρώτο κεφάλαιο της εργασίας μας. Εδώ απλώς θα επισημάνουμε ότι η
επικοινωνία που αναπτύσσεται μεταξύ Θεού και ανθρώπου μέσω των
χαρισματικών συμβόλων της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας, δεν
είναι μία συνηθισμένη μορφή επικοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση
μπορούμε να μιλούμε για ένα επικοινωνιακό γεγονός. Και τούτο διότι
μηνύματα και πληροφορίες ανταλλάσσονται μεταξύ των πιστών
αλλά και μεταξύ των πιστών και του Θεού και όλα αυτά μέσω
σημείων. Η σύναξη του λαού του Θεού μέσα στον ιερό ναό
χρησιμοποιεί κάποια σημεία, για να εκφράσει τη χαρισματική
εμπειρία που βιώνει και ταυτόχρονα για να αναπέμψει ύμνους
279
δοξολογίας και παρακλήσεως στον Θεό.468 Το όλο αυτό επικοινωνιακό
γεγονός εκτυλίσσεται όμως με τέτοιον τρόπο, ώστε κάποια από τα
σημεία αυτά, τα λεγόμενα χαρισματικά σύμβολα, δεν μεταφέρουν
απλώς μηνύματα, αλλά επιπλέον καθίστανται χαρισματικά
πράγματα που φυλάσσουν μέσα τους τη θεία χάρη. Αυτή λοιπόν είναι
η ιδιαίτερη μορφή επικοινωνίας στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία·
και είναι ιδιαίτερη, επειδή κινείται στο επίπεδο της οντολογίας, δηλ.
επιφέρει οντολογικές αλλαγές (π.χ. το νερό της κολυμβύθρας γίνεται
λουτρό παλλιγενεσίας κτλ.).
Την ιδιαιτερότητα της ορθόδοξης μυσταγωγικής – θα λέγαμε –
επικοινωνίας, έχει παρατηρήσει και ο ίδιος ο Meyer‐Blanck, ο οποίος
είχε γράψει στη Λειτουργική του τα εξής: «Εμείς οι Προτεστάντες
μπορούμε να μάθουμε κάτι σημαντικό από τον τρόπο με τον οποίον οι
Ορθόδοξοι κατανοούν τη θεία Λειτουργία: κατά τη θεία Λειτουργία
λαμβάνει χώρα η κατεξοχήν θρησκευτική επικοινωνία, η οποία είναι
διαφορετική από άλλες μορφές επικοινωνίας (όπως η παιδαγωγική
Τα χαρισματικά σύμβολα εκφράζουν μία υπαρξιακή εμπειρία του ανθρώπου,
468
την εμπειρία της ενεργειακής σχέσης του με τον Θεό. Ακόμα και τα λεγόμενα
αναγωγικά σύμβολα, τα οποία, σημειωτέον, δεν μετέχουν των ακτίστων ενεργειών
του Θεού, θέλουν να εξωτερικεύσουν με έναν αναλογικό τρόπο την χαρισματική
αυτή εμπειρία του ανθρώπου. Βλέπουμε λοιπόν ότι γενικότερα όλα τα σύμβολα
μέσα στη ζωή της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας δεν αποτελούν μία ξύλινη και
τυπική γλώσσα έκφρασης αλλά αποτύπωση μιας κατάστασης που βιώνουν τα μέλη
της. Η ξύλινη αυτή γλώσσα εμφανίζεται, όταν παρατηρείται κάποιο χάσμα
ανάμεσα στην εμπειρία και στην έκφραση, κάτι που μόνο ως φθορά και ως
εγωιστική έκπτωση μπορεί να προκύψει. Πρβλ. Κωνσταντίνου Γρηγοριάδη, Η
συμβολή του ευαγγελικού λόγου, της γλώσσας και της εικόνας στη δια‐μόρφωση του
ανθρώπου, στο περιοδικό: Εκκλησιαστικός Κήρυκας (Θεολογική Επετηρίδα Ιεράς
Μητροπόλεως Κιτίου), Τόμος Ζ’ / 1995, σελ. 16‐17: «Η λανθασμένη λειτουργία της
υπάρξεως αποδυναμώνει το ουσιαστικό περιεχόμενο της γλώσσας και την καθιστά
″ξύλινη″. […] Η οποιαδήποτε αυτονομία της γλώσσας από τον ″ενδιάθετο λόγο″
συνεπάγεται την υποταγή στις αυθαιρεσίες της εγωκεντρικότητας, που με τις
ποικίλες εκφράσεις της ″διαβάλλει″ – ″διασκεδάζει″ (= διασκορπίζει) την
αλληλοπεριχώρηση των προσώπων».
280
469 Michael Meyer‐Blanck, Liturgie und Liturgik. Der Evangelische Gottesdienst aus
Quellentexten erklärt, Gütersloh 2001, σελ. 128.
470 Michael Meyer‐Blanck 2002a, σελ. 114‐115.
471 Bernhard Dressler, Finden Wunder nicht statt? Didaktische Überlegungen anlässlich eins
Blicks in Religionsbücher, στο περιοδικό: Zeitschrift für Pädagogik und Theologie, H. 1 /
1999, σελ. 55.
472 Bernhard Dressler, Zeichen und Wunder. Didaktische Aufenthalte in fremden Welten. Zur
ερμηνεία του. Το ότι τα θαύματα αποτελούν σημεία που πρέπει να
αναγνωσθούν σωστά δηλ. με πίστη, για να αποκαλυφθεί το νόημα
τους, είναι κάτι που υποστηρίζεται και από την ορθόδοξη πλευρά. Και
τούτο ισχύει όχι μόνο για τα θαύματα αλλά για όλα τα σύμβολα. Εάν
απουσιάζει η χάρη του Θεού που διανοίγει τους πνευματικούς
οφθαλμούς, ο άνθρωπος καταλαβαίνει άλλα αντί άλλων. Το όλο
ζήτημα τίθεται σε εντελώς διαφορετική βάση: οι διηγήσεις για τα
θαύματα λειτουργούν με τη μορφή σημείων ως διηγήσεις πραγματικών
γεγονότων, δηλ. ο Χριστός πράττει κάτι στ’ αλήθεια, κάτι το οποίο ναι
μεν συμβαίνει αλλά πρέπει να διαβασθεί σωστά. Το ότι κάτι
συμβαίνει δεν συνεπάγεται και την άμεση αποδοχή από την πλευρά
του ανθρώπου.
Για την ορθόδοξη παράδοση και ζωή η γνώση είναι πάντοτε μετοχή
στο προς διερεύνησιν πράγμα.473 Το πράγμα υφίσταται αντικειμενικά·
ο άνθρωπος όμως το προσεγγίζει είτε εν μέρει είτε καθ’ ολοκληρίαν.
Κατά παρόμοιο τρόπο τα θαύματα είναι πραγματικά γεγονότα που
ενέχουν το χαρακτήρα σημείων, εφόσον μόνο εκείνος που έχει πίστη
στον Χριστό μπορεί και να τα κατανοήσει. Το ότι οι διηγήσεις των
θαυμάτων λειτουργούν ως σημεία που ερμηνεύονται με βάση την
πίστη, δεν σημαίνει ότι οι βιβλικές αυτές διηγήσεις δεν ασχολούνται
με την πραγματικότητα του γεγονότος. Αν αίρουμε από τα θαύματα
την αναφορά στην πραγματικότητα, δημιουργούνται πολλά
προβλήματα: Εάν τα θαύματα δεν είναι ιστορικά γεγονότα αλλά
σημεία που πρέπει να ερμηνευθούν, τότε τι έχουμε να πούμε για το
θαύμα των θαυμάτων, την εναθρώπηση του Θεού; Εάν ο Χριστός δεν
πήρε πάνω του πραγματικά την ανθρώπινη φύση, τότε ποια είναι η
σημασία του χριστολογικού δόγματος της Χαλκηδόνας για τον
άνθρωπο; Μελετώντας προσεχτικά την Αγία Γραφή, βλέπουμε ότι ο
Υιός του Θεού ήρθε στον κόσμο όχι μόνο για να προσφέρει ένα
καινούριο νόημα ζωής αλλά για να προσφέρει την ίδια του τη ζωή
στους ανθρώπους. Οι Ευαγγελιστές περιγράφουν τον ερχομό του
καινούριου κόσμου της Βασιλείας του Θεού, και αναφέρονται σε
γεγονότα για τα οποία οι ίδιοι είναι ακράδαντα πεποισμένοι ότι
473 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, ό.π., σελ. 16.
282
474 Ιωαν. 21, 24: «Οὖτός ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα,
καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ».
475 Ματθ. 12, 39‐40: «γενεά πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ
δοθήσεται αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. ὥσπερ γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς ὁ
προφήτης ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται καὶ ὁ
Υιὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας».
476 Ματθ. 28, 16‐17: «Οἱ δὲ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὸ
ὄρος οὖ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς. καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ».
477 Α’ Ιωαν. 1,3: «καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ
ἀπαγγέλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἱώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη
ἡμῖν».
478 Ιωαν. 1,14: «Καὶ ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καὶ εσκήνωσεν ἑν ὑμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα
τὴν δόξαν αὐτοῦ».
283
και τη φιλαυτία υπαρξιακών δυνάμεων του ανθρώπου.479 Ο άνθρωπος
πολλές φορές προτιμάει την εύκολη λύση, θέλοντας να αποφύγει τον
κόπο και τη θυσία. Έτσι αρνείται την πρόσκληση του Χριστού,
διαβαίνει τον δικό του «εύκολο» δρόμο και τελικά δεν θέλει να
πιστέψει στο απολυτρωτικό μήνυμα του Ευαγγελίου.480 Τότε, όντως,
μπορεί να πει κανείς, αδυνατεί να διαβάσει σωστά τα σημεία της εν
Χριστώ Αποκάλυψης.
Οι σκέψεις και γενικότερα όλοι οι ενδοιασμοί που προηγήθηκαν
φέρνουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τις βαθιά ριζωμένες
προτεσταντικές θεολογικές προϋποθέσεις της σημειωτικής
διδακτικής. Ο λόγος για τον οποίον ο Meyer‐Blanck καθώς και άλλοι
εκπρόσωποι του ίδιου ρεύματος, αντιμετωπίζουν τις διηγήσεις για τα
θαυμαστά έργα του Χριστού μόνο ως σημεία και όχι ως ιστορίες που
έχουν αντίκρισμα στην πραγματικότητα, θα πρέπει να τον
αναζητήσουμε στη θεολογία του Μαρτίνου Λούθηρου.
Με τον προπάτορα του Προτεσταντισμού έχουμε ασχοληθεί
αναλυτικά σε προηγούμενη εργασία μας.481 Εδώ θα περιορισθούμε
στα ακόλουθα: Ο Λούθηρος υποστηρίζει ότι το απολυτρωτικό έργο
του Χριστού παρέχει στον άνθρωπο τη λεγόμενη «δικαίωση»
(Rechtfertigung), μια λέξη που ισοδυναμεί με την έκφραση «ενοίκηση
του Χριστού» (Einwohnung Christi).482 Η δικαίωση παραπέμπει σ’ ένα
νέο τρόπο ζωής, κατά τον οποίον ο άνθρωπος αντιμετωπίζει την
πραγματικότητα μέσα από μία νέα οπτική γωνία, μέσω της εμπειρίας
της πίστης στο Θεό. Η πίστη αυτή είναι μία δωρεά του Θεού, η οποία
παρέχει στον πιστό τη μετοχή στη ζωή του Χριστού. Είναι ένα γεγονός
479 Ιωαν. 12, 37.43: «Τοσαὐτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ
ἐπίστευον εἰς αὐτὸν. ἡγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μὰλλον ἤπερ τὴν
δόξαν τοῦ Θεοῦ».
480 Ματθ. 7, 13‐14: «Εἰσέλθετε διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πλατεῖα ἡ πύλη καὶ
εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εὶς τὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι
δι’ αυτῆς. τί στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εὶς τὴν ζωήν, καὶ
ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν!»
481 Αθανασίου Στογιαννίδη, Φιλοσοφία της Παιδείας και Χριστιανισμός, ό.π., σελ.
104‐143.
482 Rheinhard Flogaus, Theosis bei Palamas und Luhter. Ein Beitrag zum ökumenischen
Gespräch, Göttingen 1997, σελ. 311.
284
485 Gerhard Sauter, λήμμα: „Rechtfertigung IV“, στην εγκυκλοπαίδεια: Theologische
Real‐Enzyklopädie, 1997, Bd. 28, σελ. σελ. 319. (Η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
285
486 Rheinhard Flogaus, Theosis bei Palamas und Luhter, ό.π., σελ. 324.
487 Gerhard Sauter, λήμμα: „Rechtfertigung IV“, στην: TRE (Theologische
Real‐Enzyklopädie), 1997, Bd. 28, σελ. 315‐328.
488 Περισσότερα για τη θεολογία του Προτεσταντισμού και τη σχέση του με την
ορθόδοξη παράδοση και ζωή βλ. τις μελέτες: α) Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η
σωτηριολογία του Λουθήρου. Συμβολή στη μελέτη της Θεολογίας του Λουθήρου από
ορθόδοξη άποψη, Θεσσαλονίκη 1998. β) Νίκου Ματσούκα, Ο Προτεσταντισμός,
Θεσσαλονίκη 3 2000.
489 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ΙΔ’
αιώνα. Συμβολή στη σωτηριολογία της ορθόδοξης Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1987,σελ.
29‐30.
286
Μονογενοῦς, (Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια), Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 154
(PG 75, 1229B). (Η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
491 Athanassios Stogiannidis, Leben und Denken, ό.π., σελ. 358. (Υποσημείωση 20).
287
μεταφοράς μηνυμάτων, που οικοδομείται πάνω σε συμβάσεις.492 Κατά
την επικοινωνία αυτή όμως συναντιούνται και συμπλέκονται μεταξύ
τους δύο ή περισσότερα σημασιολογικά συστήματα: η γλώσσα του
εκπαιδευτικού και η γλώσσα ή οι γλώσσες των μαθητών. Η κάθε
γλώσσα έχει και το δικό της κώδικα, η γνώση του οποίου είναι άκρως
απαραίτητη για την κατανόησή της. Στο επίπεδο της διδακτικής
πράξης αυτό μεταφράζεται ως εξής: δεν έχει μόνο σημασία το τι
διδάσκουμε εμείς ως εκπαιδευτικοί, αλλά και το τι αντιλαμβάνονται οι
μαθητές ως αποδέκτες του μηνύματός μας. Και αντίστροφα: δεν έχει
μόνο σημασία το τι εκφράζουν οι μαθητές αλλά και το τι μπορούμε
εμείς ως εκπαιδευτικοί να κατανοήσουμε για τον κόσμο τους. Αν τα
λόγια του εκπαιδευτικού είναι τα σημαίνοντα, τότε η κατανόηση από
πλευράς των μαθητών είναι τα σημαινόμενα και αντίστροφα. Έτσι, η
διδασκαλία εκτυλίσσεται ως ένα γεγονός αμοιβαίας σχέσης μεταξύ
δασκάλου και μαθητών.
Θα μπορούσαμε τις παραπάνω παρατηρήσεις να τις επισυνάψουμε
στην ψυχολογία της μάθησης εξάγοντας γόνιμα συμπεράσματα.
Κατά τη διδασκαλία, η γνώση δεν προσφέρεται αυτόματα από τον
δάσκαλο αλλά παράγεται μέσω μίας νοητικής επεξεργασίας από τον
ίδιο το μαθητή.493 Ο δάσκαλος παρέχει τα ερεθίσματα, τις
πληροφορίες, τις οποίες ο μαθητής επεξεργάζεται βάσει του νοητικού
του εξοπλισμού. Συνεπώς, τρία στοιχεία συμμετέχουν για την
κατάκτηση της γνώσης: το ερέθισμα που παρέχει είτε ο εκπαιδευτικός
είτε οποιαδήποτε άλλη πηγή, οι νοητικές δυνάμεις του μαθητή και το
αποτέλεσμα της επεξεργασίας των ερεθισμάτων. Αυτή η τριάδα είναι
γνωστή στη μαθησιακή ψυχολογία με τα αρχικά: S – O – R, όπου
S=Stimulus (ερέθισμα), Ο=Organismus (οργανισμός δηλ. φυσικός
νοητικός εξοπλισμός) και R=Reactio (αντίδραση του μαθητή).494
Ας θυμηθούμε τώρα λίγο τη σημειωτική θεωρία του Umberto Eco,
σύμφωνα με τον οποίον, όταν οποιαδήποτε έκφραση χρησιμοποιείται
για να μεταφέρει κάποιο περιεχόμενο, τότε έχουμε μία σημειακή
492 Michael Meyer‐Blanck 1998, σελ. 16.
493 Χρήστου Φράγκου, Ψυχοπαιδαγωγική. Θέματα παιδαγωγικής ψυχολογίας,
παιδείας, διδακτικής και μάθησης, Αθήνα 1977, σελ. 267.
494 Αχιλλέα Καψάλη, Μάθηση και διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 22‐24.
289
495 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, ό.π., σελ. 83.
496 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, ό.π., σελ. 85.
290
υπόθεση μόνο του διδάσκοντος, αλλά ως το συλλογικό προϊόν της
επικοινωνίας μεταξύ εκπαιδευτικού‐μαθητών, που λαμβάνει χώρα
μέσα στην τάξη. Η διδασκαλία έχει πάντοτε ένα ομαδικό‐κοινοτικό
χαρακτήρα· αυτό φυσικά δεν ισχύει, όταν ο διδάσκων αγνοεί
παντελώς το μαθησιακό περιβάλλον και τα ερεθίσματα που δέχεται
από τους μαθητές, οπότε και περιπίπτει σε «πλάνες».
Ο χαρακτήρας της διδασκαλίας ως αμοιβαίας εκπομπής και
ερμηνείας σημείων διαφαίνεται καλύτερα, εάν συσχετίσουμε το
γνωστό διδακτικό τρίγωνο με τη σημειωτική τριάδα του Ch. S. Peirce.
Για την παιδαγωγική επιστήμη ισχύει η ακόλουθη τριαδική σχέση ή
αλλιώς το γνωστό διδακτικό τρίγωνο:497
Καθηγητής
Μαθητής Αντικείμενο διδασκαλίας
Αφήνοντας τώρα το διδακτικό τρίγωνο και μεταφερόμενοι σε κάτι
άλλο, στο σημειωτικό τρίγωνο του Peirce, βλέπουμε ότι το σημείο
υπάρχει ως μία αμοιβαία αλληλεξάρτηση τριών παραγόντων: α) της
αναπαράστασης (υλική υπόσταση του σημείου), β) του αντικειμένου
και γ) του διερμηνεύοντος.498 Εάν στην αναπαράσταση του σημείου
497 Ιωάννου Κογκούλη, Η διδασκαλία με εποπτικά μέσα, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 9.
Βλ. επίσης: Bernhard Dressler / Thomas Klie / Lena Kuhl, Religiöse Zeichen ins Spiel
bringen. Grundzüge einer Zeichendidaktik, στο συλλογικό έργο: Bernhard Dressler
(Hrsg.), Religion zeigen. Zeichendidaktische Entwürfe, Loccum 2002, σελ. 11.
498 Klaus Oehler, Idee und Grundriß der Peirceschen Semiotik, στο συλλογικό έργο: Martin
Krampen u.a. (Hrsg.), Die Welt als Zeichen. Klassiker der modernen Semiotik, Berlin 1981,
σελ. 23.
291
Α. Το ερέθισμα που στέλνει ο πομπός, Β. Αντικείμενο
η ύπαρξη του οποίου διδασκαλίας
αποτελεί σημείο για τον δέκτη.
Κατά τον Ιωάννη Κογκούλη, εάν παρεμβάλουμε τα
οπτικοακουστικά μέσα διδασκαλίας, το παιδαγωγικό τρίγωνο
Για το σημειωτικό τρίγωνο του Peirce βλ.: Winfried Nöth, Handbuch der Semiotik,
499
Stuttgart 1985, σελ. 37.
292
Γ. Σημεία Δ. Καθηγητής
Το παραπάνω διδακτικό τετράγωνο ερμηνεύεται ως εξής: ο
καθηγητής εκπέμπει σημεία‐πληροφορίες για να μεταφέρει στους
μαθητές του το αντικείμενο της διδασκαλίας. Επίσης βλέπουμε ότι και
οι μαθητές στέλνουν στον καθηγητή τους σημεία τα οποία
αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο αυτοί κατανοούν το
αντικείμενο της διδασκαλίας, όπως βέβαια αυτό προσφέρεται μέσω
των σημείων του καθηγητή. Τα βέλη δύο κατευθύνσεων δείχνουν ότι
τόσο ο καθηγητής όσο και οι μαθητές επικοινωνούν μεταξύ τους
αναλαμβάνοντας το ρόλο του πομπού και ταυτόχρονα του δέκτη.
500 Ιωάννου Κογκούλη, Η διδασκαλία με εποπτικά μέσα, ό.π., σελ. 9‐10.
293
Η θέση αυτή έχει τις ακόλουθες διδακτικές συνέπειες: όταν διδάσκει
κάποιος χρησιμοποιεί σημεία είτε γλωσσικά είτε εικονικά κτλ. για να
εξωτερικεύσει τη σκέψη του. Τα σημεία αυτά τα οργανώνει με βάση
έναν κώδικα, δηλαδή ερμηνεύει ο ίδιος τα σημεία‐ερεθίσματα που
εκπέμπει. Από την άλλη πλευρά, οι μαθητές που καθίστανται δέκτες
ενός μηνύματος προσπαθούν να εννοήσουν ποια είναι η σημασία των
όσων λέει και δείχνει ο διδάσκων, δηλ. προσπαθούν να εξιχνιάσουν
τον κώδικα επικοινωνίας του διδάσκοντος· ωστόσο αυτό τους το
εγχείρημα, υποστηρίζεται από έναν κώδικα επικοινωνίας που οι ίδιοι
επιλέγουν. Οι μαθητές προσπαθούν με βάση έναν κώδικα
επικοινωνίας να ερμηνεύσουν τη γλώσσα του δασκάλου. Αλλά και ο
δάσκαλος προσπαθεί με βάση έναν κώδικα επικοινωνίας να
ερμηνεύσει τα λόγια των μαθητών. Εάν η αμοιβαία αυτή
αποκωδικοποίηση (=μετάφραση) μεταξύ των σημείων που εκπέμπει ο
διδάσκων και αυτών που εκπέμπουν οι μαθητές δεν είναι επιτυχής,
τότε δεν υφίσταται αποτελεσματική διδασκαλία, διότι άλλα διδάσκει ο
εκπαιδευτικός και άλλα κατανοούν οι μαθητές και αντίστροφα άλλα
λένε και πράττουν οι μαθητές και άλλα κατανοεί ο δάσκαλος.
Η σημειωτική ανάλυση της διδασκαλίας που περιγράψαμε δείχνει
με τον καλύτερο τρόπο ότι η αποτελεσματική διδακτική πράξη είναι
στην ουσία μία ομαδική πράξη, ένα γεγονός επικοινωνίας και
αμοιβαίας κατανόησης δηλ. αποκωδικοποίησης των σημείων μεταξύ
των μελών της τάξης: όταν τα μέλη μίας τάξης
συμπεριλαμβανομένου και του δασκάλου μιλούν την ίδια «γλώσσα»
τότε τίθενται τα διδακτικά θεμέλια απόκτησης της γνώσης. Με αυτό
το σκεπτικό αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα, ότι στην περίπτωση αυτή
ο πιο πρόσφορος τρόπος διεξαγωγής της διδασκαλίας των συμβόλων
είναι η λεγόμενη ομαδοσυνεργατική διδασκαλία, διότι αφενός μεν,
ευνοεί τον διάλογο μεταξύ καθηγητού και μαθητών και αφετέρου δε,
δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις προκειμένου οι μαθητές να
εξωτερικεύσουν αβίαστα τις προσωπικές τους εμπειρίες.501 Αυτό όμως
δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση ότι θα πρέπει να αποφύγουμε
Ιωάννη Κογκούλη, Η σχολική τάξη ως κοινωνική ομάδα και η ομαδοσυνεργατική
501
διδασκαλία και μάθηση, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 200‐201.
294
502 Ηλία Ματσαγγούρα, Θεωρία και πράξη της διδασκαλίας. Η σχολική τάξη. Χώρος
– Ομάδα – Πειθαρχία – Μέθοδος, Αθήνα 1999, σελ. 391.
503 Ηλία Ματσαγγούρα, Θεωρία και πράξη της διδασκαλίας, ό.π., σελ. 391:
«Αναγνωρίζεται […] η δυνατότητα του εκπαιδευτικού να διαμεσολαβεί άμεσα στη
γνώση και υποστηρίζεται ότι τούτο είναι αναγκαίο να γίνεται συστηματικά σε
δεδομένες φάσεις της διδακτικής διαδικασίας».
504 Αδαμάντιου Παπασταμάτη, Τα ολιγοθέσια σχολεία της ελληνικής υπαίθρου,
Αθήνα 2 1998, σελ. 188: «Η μετωπική διδασκαλία φαίνεται ότι προσφέρει πειθαρχία,
έλεγχο, σκοπό και προσοχή».
505 Αδαμάντιου Παπασταμάτη, Τα ολιγοθέσια σχολεία της ελληνικής υπαίθρου, ό.π.,
163.
295
Umberto Eco, Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή, (Επιμέλεια: Θόδωρος
507
Ιωαννίδης), Αθήνα 3 1999, σελ. 35.
296
508 Michael Meyer‐Blanck 2002a, σελ. 175: «Ο δάσκαλος συμμετέχει ενεργά στη
διαδικασία της μάθησης. Δεν διευθετεί μόνο τη διδακτική διάρθρωση του
μαθήματος ούτε απλώς αναλύει κάνοντας συσχετίσεις πραγμάτων, δεν
προσαρμόζει απλώς το μάθημα στο επίπεδο των μαθητών, επιλέγοντας από τη
ζωή των μαθητών και από τη ζωή της θρησκευτικής παράδοσης το καταλληλότερο
στοιχείο. Καθηγήτριες και καθηγητές είναι, πέρα από όλα τα παραπάνω, αυτοί οι
ίδιοι θρησκευτικά σημεία, διότι χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχε κατά την ώρα της
διδασκαλίας κανένα σύμβολο που να μπορούσε να εκτεθεί μπροστά στα μάτια των
μαθητών. Με τη θετική έννοια αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατόν η προσωπική
θρησκευτική πεποίθηση να μεταφερθεί, να καταδειχθεί και να αποτελέσει σημείο
για τους μαθητές».
509 Peter Biehl 1, σελ. 61. Βλ. επίσης: Peter Biehl 1, σελ. 176.
510 Michael Meyer‐Blanck 2002b, σελ. 86.
511 Michael Meyer‐Blanck 2003, σελ. 15.
297
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 128.
298
πράγματι η Ορθοδοξία μπορεί ή όχι να έχει νόημα για τη ζωή του
ανθρώπου. Δεν μπορείς άλλα να πιστεύεις και άλλα να εκφράζεις· η
σημειωτική απέδειξε περίτρανα ότι αυτά που λέει κάποιος,
στηρίζονται σε αυτά που πιστεύει, και τούτο διότι τα λεγόμενα είναι
σημεία που οργανώνονται με βάση ορισμένους ερμηνευτικούς
κώδικες.
2.4.3.5. Δημιουργική αξιοποίηση της σημειωτικής Γ’: Η αποκωδικοποίηση
της γλώσσας των μαθητών.
Περνώντας τώρα σε μία τρίτη συνεισφορά της σημειωτικής μεθόδου,
ας εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στον τρόπο σκέψης και έκφρασης
των μαθητών. Αν μία διδακτική διαδικασία θέλει να επιφέρει
ουσιαστικά αποτελέσματα, τότε οφείλει να παρέχει τους καλύτερους
δυνατούς τρόπους κατάκτησης της γνώσης. Ένας από αυτούς είναι
και το κατά πόσο συνυπολογίζει ο εκπαιδευτικός τους μαθητές ως
παράγοντες που διαμορφώνουν τη γνώση. Πρακτικά αυτό
μεταφράζεται ως την καλή διάθεση του εκπαιδευτικού να προσέχει
και να διαβάζει σωστά τα λόγια και τις αντιδράσεις των μαθητών του.
Έχει παρατηρηθεί ότι η κατανόηση της συμβολικής θρησκευτικής
γλώσσας από τους μαθητές μπορεί να επιτευχθεί μόνο, όταν η
διδασκαλία συνδέεται με τις άμεσες προσωπικές εμπειρίες τους και
όταν ικανοποιεί τις θεμελιώδεις ανάγκες τους.514 Αυτό ισχύει διότι ο
λόγος του διδάσκοντος αναφορικά με το περιεχόμενο της
αγιοπνευματικής χαρισματικής εμπειρίας αποτελεί για τον μαθητή‐
αποδέκτη ένα μήνυμα, για το οποίο ο μαθητής πρέπει να διαβάσει τον
514 Χρήστου Βασιλόπουλου, Συμβολή των προσωπικών εμπειριών στην κατανόηση της
κώδικά του και να το ερμηνεύσει.515 Για να είναι επιτυχής η
προσπάθεια αυτή του μαθητή, ο εκπαιδευτικός οφείλει να
προσαρμόσει το μήνυμά του στον κώδικα που χρησιμοποιεί ο
μαθητής. Και εδώ εντοπίζουμε τη μεγάλη συνεισφορά της
σημειωτικής διδακτικής.
Ο θεολόγος δεν θα μπορούσε ποτέ να περιγράψει και να διδάξει
επιτυχώς τα σύμβολα της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας, εάν
πρωτύτερα δεν έχει διδαχθεί ο ίδιος από τη σύμβολα των μαθητών.
Πώς να μιλήσεις στους μαθητές για έναν κόσμο, χωρίς προηγουμένως
να κατανοήσεις το δικό τους κόσμο; Η συμβολική γλώσσα των
μαθητών, ο κώδικας που χρησιμοποιούν ενίοτε είναι εντελώς
διαφορετικός από τον κώδικα της ορθόδοξης θεολογίας του συμβόλου.
Είναι δυνατόν οι μαθητές να χρησιμοποιούν σύμβολα της Εκκλησίας
με διαφορετικά σημαινόμενα (ερμηνείες). Βλέπουμε π.χ. να γράφουν
στους τοίχους των δημόσιων δρόμων συνθήματα με τα οποία
αποκαλούν την χ ποδοσφαιρική ομάδα «Θεό» ή «Θρησκεία».
Συμβαίνει όμως και το αντίστροφο: για σημαινόμενα που έχουν
έμμεσα θρησκευτικό περιεχόμενο να χρησιμοποιούν μη θρησκευτικά
σύμβολα. Έτσι παρατηρούμε τους νέους, ιδιαίτερα σε συναυλίες
μουσικής ροκ, να ενθουσιάζονται με το πρόσωπο του τραγουδιστή και
να τον θεωρούν ως κάτι που τους δίνει νόημα στη ζωή τους, δηλ. ως
κάτι που θέλουν να το τιμήσουν με μία θρησκευτική ευλάβεια. Γι’
αυτό το λόγο αναρτούν τεράστιες αφίσες με τη φωτογραφία ροκ
συγκροτημάτων στους τοίχους των δωματίων τους, εκεί όπου ένας
άλλος νέος ίσως θα αναρτούσε την εικόνα του Χριστού ή ενός αγίου.
Το ίδιο φαινόμενο εντοπίζεται και στη σχέση των νέων, κυρίως των
αγοριών, με πολλούς διάσημους ποδοσφαιριστές.516
515 Χρήστου Βασιλόπουλου, Αγιοπνευματική εμπειρία και αγωγή στο σύγχρονο
σημαινόμενα πρβλ. τις πολύ ενδιαφέρουσες μελέτες: α) Uwe Böhm, Gerd
Buschmann, Popmusik – Religion – Unterricht. Modelle und Materialien zur Didaktik von
Popularkultur, Münster 2000. β) Gerd Buschmann, Das Exodus‐ und Weg‐Symbol in der
Werbung. Zur religiösen Grundierung der Warenästhetik, στο περιοδικό: medien praktisch,
300
Τα παραπάνω μας κάνουν να σκεφτούμε ότι οι μαθητές έχουν μία
δική τους γλώσσα, ένα δικό τους ξεχωριστό τρόπο συμβολικής
κατανόησης και απεικόνισης της πραγματικότητας. Εάν ο θεολόγος
θέλει να μιλήσει στα παιδιά για τα σύμβολα της Ορθόδοξης Καθολικής
Εκκλησίας και για το μήνυμα της εν Χριστώ μεταμόρφωσης του κόσμου,
οφείλει πρωτίστως να αφήσει τα παιδιά να μιλήσουν για τη δική τους
θρησκεία, για τους δικούς τους «μεσσίες», για τους δικούς τους
«παραδείσους». Ο κώδικας της χριστιανικής θρησκείας μπορεί να
αποκωδικοποιηθεί στη σκέψη των μαθητών, εάν το μήνυμα της
Εκκλησίας «προσγειωθεί» στην πραγματικότητα των μαθητών· και
αυτό μπορεί να επιτευχθεί, μονάχα όταν ο ίδιος ο καθηγητής
προσγειωθεί και γνωρίσει επακριβώς την πραγματικότητα αυτή. Το
να διδάσκεις πληροφορώντας για κάτι, διδακτικώς δεν λέει τίποτε.
Αυτό που έχει αξία είναι το να διδάσκεις και να σε αντιλαμβάνονται
αυτοί που σε ακούνε, επειδή ομιλείς τη γλώσσα τους και κατανοείς
τον κόσμο και τα όνειρά τους. Ο καθηγητής πρέπει να ανιχνεύσει τις
θρησκευτικές αναζητήσεις των μαθητών, όπου και αν αυτές
σημαίνονται, ώστε στη συνέχεια να αποκρυπτογραφήσει στα μάτια
τους την εκκλησιαστική εμπειρία της ορθόδοξης χριστιανοσύνης,
όπως αυτή φανερώνεται μέσω των συμβόλων. Όταν ο καθηγητής
απαντήσει σε ερωτήματα του τύπου «τι αναζητάει ο μαθητής μέσα
από ένα σύγχρονο είδωλο της μουσικής ροκ» κτλ. τότε μπορεί να
κατανοήσει τις ανάγκες του νέου, και τότε – αν θέλετε – δικαιούται να
μιλήσει για τον Χριστό και την Εκκλησία του.
Βασικό μέλημα του εκπαιδευτικού είναι, επομένως, να εξετάζει κατά
πόσο τα σημεία‐πληροφορίες τις οποίες εκπέμπει με βάση ορισμένες
κοινωνικές‐πολιτισμικές συμβάσεις, μπορούν να αποκωδικοποιηθούν
και να διαβασθούν αποτελεσματικά από τους μαθητές. Με άλλα
λόγια, το ζήτημα είναι, εάν οι κοινωνικές συμβάσεις στις οποίες
στηρίζεται ο λόγος του διδάσκοντος ή του σχολικού εγχειριδίου
σημειολογικά συμπίπτουν με εκείνες οι οποίες εκφράζουν τον
25 Jg. 2001 / H. 2, σελ. 54‐59 και γ) Bernd Abesser, Religion ist im Spiel – Zeichendeutung
in PC – und Video‐Spielen. Praxiselemente für die Sekundarstufen I und II, στο συλλογικό
έργο: Bernhard Dressler (Hrsg.), Religion zeigen. Zeichendidaktische Entwürfe, Loccum
2002, σελ. 72‐80.
301
517 Πρβλ. Βάσω Τοκατλίδου, Η κωδικοποίηση του οπτικού μηνύματος στα σχολικά
519 Γαλ. 3,2.
302
523 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, ό.π., σελ. 26.
524 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 76.
303
Η θέση αυτή έχει σημαντικές διδακτικές συνέπειες: για τη μετάδοση
και κατανόηση μιας πληροφορίας δεν είναι απαραίτητη η εξιχνίαση
της σχέσης της με την αλήθεια. Μπορεί κανείς να μεταδίδει πράγματα
ανυπόστατα, και πράγματα υπαρκτά. Το θέμα είναι, εάν τα μεταδίδει
με τρόπο κατανοητό από τους άλλους. Με το ίδιο σκεπτικό μπορούμε
να πούμε, ότι εάν η πίστη στον Θεό προϋποθέτει την πληροφόρηση,
τότε η πληροφόρηση δεν προϋποθέτει την πίστη από την πλευρά
αυτών που τη λαμβάνουν, αλλά μονάχα την αποκρυπτογράφηση του
κώδικα. Για να καταλάβει κανείς το περιεχόμενο της πίστης δεν είναι
ανάγκη να πιστεύει ο ίδιος, αλλά να γνωρίζει πώς πρέπει να διαβάσει
σωστά τα σημεία. Επί τούτου ο Umberto Eco γράφει τα ακόλουθα: «Για
να καταλάβουμε την ιστορία της χριστιανικής θεολογίας δεν
χρειάζεται να ξέρουμε αν στον όρο /μετουσίωση/ αντιστοιχεί ένα
συγκεκριμένο πραγματικό φαινόμενο (παρ’ όλο που για πολλούς η
δοξασία αυτή ήταν ζωτικής σημασίας). Όμως χρειάζεται να ξέρουμε
ποια πολιτισμική μονάδα (ποιο σε βάθος αναλύσιμο σύνολο
πολιτισμικών ιδιοτήτων) αντιστοιχούσε στο περιεχόμενο αυτής της
λέξης.525 Με τον όρο «πολιτισμική μονάδα» ο Eco αναφέρεται σε
οτιδήποτε αναγνωρίζει ως υπαρκτή οντότητα ένας πολιτισμός, δηλ.
οτιδήποτε αποτελεί ζωντανή πραγματικότητα για την κοσμοθεώρηση
ενός συγκεκριμένου πολιτισμού.526 Πέρα από κάποιες αντιρρήσεις που
θα μπορούσε να εκφέρει κανείς σε θεολογικό επίπεδο απέναντι στα
λεγόμενα του Eco, αυτό που μας ενδιαφέρει άμεσα από διδακτικής
πλευράς είναι το γεγονός ότι η μετάδοση και η κατανόηση μιας
πληροφορίας ως μήνυμα που μεταδίδεται από ένα πομπό σε έναν δέκτη
δεν προϋποθέτει την πίστη στην ορθότητα ή μη της πληροφορίας αυτής
αλλά μονάχα τη γνώση του κώδικα.
Μεταφερόμενοι στο χώρο της διδακτικής των συμβόλων της
ορθόδοξης παράδοσης, μεταφράζουμε το παραπάνω συμπέρασμα,
λέγοντας ότι μπορούμε να πληροφορήσουμε για τη χαρισματική
εμπειρία της Εκκλησίας, όπως αυτή φανερώνεται συμβολικά, χωρίς
να απαιτείται από την πλευρά των μαθητών η εμπειρική βίωση αυτής
525 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, ό.π., σελ. 102‐103.
526 Ουμπέρτο Έκο, Θεωρία Σημειωτικής, ό.π., σελ. 110.
304
της αλήθειας. Άλλο πράγμα είναι η πληροφορία και άλλο η βίωση και
η πίστη στην αλήθεια της πληροφορίας αυτής. Έτσι ερχόμαστε και
πάλι στα λόγια του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος διαχωρίζει την ἀκοὴ
τῆς πίστεως από την πίστη αυτή καθ’ εαυτήν. Υφίσταται λοιπόν η
δυνατότητα να μεταφέρουμε ως πληροφορία το μήνυμα που κομίζουν
τα σύμβολα, δηλ. να μιλήσουμε στους μαθητές για το πώς τα
σύμβολα φανερώνουν τη χαρισματική ζωή της Εκκλησίας, χωρίς να
είναι απαραίτητο οι μαθητές να βιώνουν εμπειρικά με όλη τους την
ύπαρξη την αλήθεια της πληροφορίας αυτής.
Η πληροφορία όμως αποτελεί σημείο, το σημείο βασίζεται σ’ έναν
κώδικα και ο κώδικας αποκαλύπτει την ερμηνεία του σημείου μέσα
στην επικοινωνία που αναπτύσσεται μεταξύ πομπού και δέκτη. Για τη
σημειωτική διδακτική, όπως αυτή διαμορφώθηκε με βάση τον Meyer‐
Blanck, τα σημεία είναι δυνατόν να αποκωδικοποιηθούν μόνο μέσα
στην επικοινωνία, διότι τότε επισημαίνεται ο συγκεκριμένος τρόπος
χρήσης τους.527 Η συγκεκριμένη χρήση ενός σημείου παραπέμπει στο
περιεχόμενό του και όχι το σημείο αυτό καθ’ εαυτό. Διαφορετικές
χρήσεις του ίδιου σημείου συνεπάγονται και διαφορετικές ερμηνείες,
ενώ πολλές φορές η ίδια ερμηνεία αντιστοιχεί σε δύο διαφορετικά
σημεία. Π.χ. στην Ελλάδα η αγάπη για την πατρίδα συνδυάζεται με το
γαλάζιο και άσπρο χρώμα, ενώ στην Ιαπωνία με το κόκκινο. Η
ανάλυση του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιεί κανείς τα σημεία
είναι ο μοναδικός τρόπος ανακάλυψης ενός περιεχομένου. Γι’ αυτό και
το σύνθημα της σημειωτικής διδακτικής είναι „nihil extra usum“
(=κανένα σημείο δεν υφίσταται, όταν δεν συνδέεται με μία
συγκεκριμένη χρήση).528 Και η χρήση αυτή φανερώνεται μέσα στην
επικοινωνία. Το ερώτημα που προκύπτει τώρα είναι το εξής: μέσα σε
ποιο περιβάλλον μπορούν οι μαθητές να γνωρίσουν την επικοινωνία
που λαμβάνει χώρα με τη χρήση των συγκεκριμένων συμβόλων της
χριστιανικής παράδοσης;
Ο Meyer‐Blanck, όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα (§ 2.4.3.5.),
απαντάει αβίαστα στο ερώτημα αυτό (αναφορικά με την
527 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 86.
528 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 85.
305
529 Michael Meyer‐Blanck 1995, σελ. 116.
530 Ιωάννη Κογκούλη, Ἡ εὐχαριστιακὴ ἀγωγή εἰς τὴν παιδικὴν ἠλικίαν των 6‐13 ἐτῶν.
Ορθόδοξος θεώρησις καὶ συμβολὴ εἰς τὴν μυστηριακὴν ἀγωγὴν, Θεσσαλονίκη 1980,
σελ. 161‐162.
531 Κωνσταντίνου Γρηγοριάδη, Η ανθρωπολογική διάσταση της αγωγής στους
πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στο περιοδικό: ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 1998 / 4ο Τεύχος ,
σελ. 722.
532 Ψαλμ. 33,9.
306
στα πρόσωπα που εικονίζουν οι ιερές εικόνες· ανάβουν τα καντήλια
και τα κεριά τόσο για να αισθητοποιήσουν την παρουσία του Θεού,
όσο και για να δώσουν μία ορατή διάσταση στην προσευχή τους, για
να συνειδητοποιήσουν ότι ο Θεός είναι δίπλα τους και ακούει τις
παρακλήσεις τους για τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Ακόμη,
μεταλαμβάνουν το σώμα και το αίμα του Χριστού και σύμφωνα με τις
ευχές που έχουν προηγηθεί αλλά και σύμφωνα με τα όσα ψέλνονται
τη στιγμή εκείνη, αντιλαμβανόμαστε ότι για τους πιστούς η μετάληψη
σημαίνει ένωση με τον Χριστό· ακόμη χρίονται με το λάδι του
ευχελαίου για να λάβουν τη χάρη του Θεού. Πίνουν τον Μεγάλο
Αγιασμό για θεραπεία ψυχών και σωμάτων. Κάνουν το σταυρό τους
ομολογώντας το σωτηριώδες έργο της θείας οικονομίας και
δοξάζοντας τον Τριαδικό Θεό. Μέσα από τα λόγια της ακολουθίας του
Βαπτίσματος και μέσω της τριπλής κατάδυσης και ανάδυσης του
νεοφώτιστου κατανοούμε ότι το νερό είναι χαρισματικό σύμβολο του
τάφου του Χριστού και άρα καθίσταται πηγή αγιασμού.
Θα μπορούσαμε να γράψουμε χιλιάδες σελίδες αναλύοντας την
ιδιαίτερη χρήση των συμβόλων μέσα στη ορθόδοξη λατρευτική ζωή.
Ας επιμείνουμε όμως σ’ ένα βασικό στοιχείο: στον πληροφορικό και
ερμηνευτικό χαρακτήρα της θείας Λατρείας. Ο εκκλησιασμός δεν είναι
μόνο μια λατρευτική εκδήλωση μέσω της οποίας οι μαθητές
οικειώνονται τη θεία χάρη. Ο εκκλησιασμός είναι ένα μεγάλο σχολείο,
διότι ανεξάρτητα από τις προσωπικές πεποιθήσεις των μαθητών και
των οικογενειών τους, παρέχει τη δυνατότητα βιωματικής προσέγγισης
του προς μάθησιν αντικειμένου. Αν το Μάθημα των Θρησκευτικών
πρέπει να αποκρυπτογραφήσει στη σκέψη των μαθητών τον κώδικα
των χριστιανικών συμβόλων, τότε ο κώδικας αυτός αποκαλύπτεται
εξάπαντος μέσα στη λατρευτική ζωή της Ορθόδοξης Καθολικής
Εκκλησίας, διότι εκεί φανερώνεται ο τρόπος χρήσης τους. Ο
εκκλησιασμός δεν είναι μονάχα πηγή αγιασμού, αλλά ταυτόχρονα
είναι και πηγή διδασκαλίας και ευκαιρία αποκωδικοποίησης της
θεωρίας ενός ολόκληρου πολιτισμού.533 Αν η θρησκεία συνδέεται με τον
Πρβλ. Ιωάννη Κογκούλη, Ο Εκκλησιασμός των Μαθητών. Συμβολή στη
533
Λατρευτική αγωγή, Θεσσαλονίκη 2 2005, σελ. 119.
307
πολιτισμό και αν το Μάθημα των Θρησκευτικών μέσω της διδασκαλίας
των συμβόλων επιδιώκει να παρουσιάσει στους μαθητές τον πολιτισμό
αυτόν ως μία ζωντανή παράδοση και ως υπόθεση ζωής, ως το ορθόδοξο
όραμα της καθολικότητας, τότε δεν υπάρχει καταλληλότερος χώρος
από αυτόν του ιερού ναού και καταλληλότερος χρόνος από αυτόν της
θείας Λατρείας. Άλλωστε, ο πολιτισμός δεν είναι κάτι το νεκρό και
στατικό, αλλά κάτι που συνδέεται με την ίδια τη ζωή. Γι’ αυτό και το
πιο ζωντανό παράδειγμα του πολιτισμού της Ορθόδοξης Καθολικής
Εκκλησίας δεν θα μπορούσε να είναι άλλο, παρά η ίδια η ζωή της,
όπως αυτή ενσαρκώνεται μέσα στη θεία λατρεία.534 Θα ήταν δυνατό
να ισχυριστούμε το εξής, ίσως προκλητικό για κάποιους: Δεν μπορεί
κανείς να γνωρίσει τον ελληνικό πολιτισμό χωρίς να παρακολουθήσει
μία παράσταση αρχαίου δράματος. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να
κατανοήσει κανείς τον ελληνικό πολιτισμό, εάν έστω και μια φορά
στη ζωή του δεν παραβρεθεί σε μία λατρευτική ακολουθία της
Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας.535
534 Κατά τον Ιωάννη Κογκούλη η θεία Λατρεία παρέχει στα παιδιά «″ζωντανά
παραδείγματα″ βίωσης της εν Χριστώ ζωής, όπως τη Θεοτόκο τους αποστόλους και
τους λοιπούς αγίους της Εκκλησίας». Βλ. Ιωάννη Κογκούλη, Ο Εκκλησιασμός των
Μαθητών. Συμβολή στη Λατρευτική αγωγή, ό.π., σελ. 124.
535 Πρβλ. Ερατοσθένη Καψωμένου, Τυπολογικά κριτήρια για Σημειωτική της
γνώρισμα της ορθόδοξης θεολογίας. Ένα τρανταχτό παράδειγμα είναι η ακολουθία
του Μεγάλου Αγιασμού κατά την ημέρα των Θεοφανείων, όταν ο ιερέας διαβάζει
την ευχή του Σωφρονίου πατριάρχου Ιεροσολύμων: «Σήμερον ὁ ἄδυτος Ἥλιος
ἀνέτειλε, καὶ ὁ κόσμος τῷ φωτὶ Κυρίου καταυγάζεται. […] Σήμερον ρείθροις
μυστικοῖς πᾶσα ἡ κτίσις άρδεύεται. […] Σήμερον τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει, καὶ
τὰ κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ». Τα λόγια αυτά δείχνουν ότι οι αντιστοιχίες μεταξύ
ορθόδοξης λατρείας και νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι περισσότερο από
εμφανείς. Η θεία Λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και γενικότερα όλη η
ορθόδοξη παράδοση και ζωή αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες διαμόρφωσης
του νεοελληνικού πνεύματος. Για το θέμα των σχέσεων της νεοελληνικής
λογοτεχνίας με την ορθόδοξη παράδοση και ζωή βλ. επίσης τη μελέτη: Ηρακλή Μ.
Ρεράκη, Θρησκευτικά και Πολιτισμικά Πρότυπα στο έργο του Δ. Σολωμού, Αθήνα 2
2003.
536 Ιωάννη Κογκούλη, Ο Εκκλησιασμός των Μαθητών, ό.π., σελ. 66‐67.
309
υποστηρίζει ότι η διαμάχη σχετικά με τη συμμετοχή των παιδιών στις
λατρευτικές ακολουθίες είναι ουσιαστικά μία ιδεολογική
αντιπαράθεση.537
Εμείς θα προσθέσουμε στην παραπάνω άποψη ότι το όλο θέμα
τέθηκε σε λάθως βάση. Ο διάλογος δεν θα έπρεπε να γίνει πάνω σε
ιδεολογικά ή φιλοσοφικά δεδομένα, αλλά πάνω σε παιδαγωγικές και
διδακτικές αναγκαιότητες. Το παιδαγωγικό ερώτημα της δημόσιας
εκπαίδευσης δεν είναι αν οι νέοι άνθρωποι μέσω της παρεχόμενης
παιδείας θα γίνουν συνειδητοί χριστιανοί ή όχι, αλλά αν θα
γνωρίσουν σωστά την περιρρέουσα πολιτισμική τους ατμόσφαιρα και
φυσικά εάν θα έχουν στη διάθεσή τους μία πρόταση ζωής για να
μπορέσουν να προσανατολιστούν δημιουργικά, απέναντι είτε στα
προσωπικά τους προβλήματα, είτε στα προβλήματα της κοινωνίας,
είτε εν γένει στα εναγώνια υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου. Με
τα επιχειρήματα που εκθέσαμε πρωτύτερα, συμπεραίνουμε ότι ο
υποχρεωτικός εκκλησιασμός των μαθητών δεν αποτελεί ζήτημα
ιδεολογίας, αλλά διδακτική απαίτηση. Και τούτο μαρτυρείται από
ανθρώπους που ζούνε σε εκκοσμικευμένες και πολυπολιτισμικές
κοινωνίες, όπως η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ο
Meyer‐Blanck, ο κορυφαίος εκπρόσωπος της σημειωτικής διδακτικής,
πρεσβεύει ανεπιφύλακτα ότι η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας είναι το
εργαστήριο του Μαθήματος των Θρησκευτικών.538 Για εμάς αυτό
σημαίνει ότι, αν η διδασκαλία της φυσικής ή της χημείας είναι
αδιανόητη χωρίς το πείραμα, άλλο τόσο αδιανόητο είναι να διδάσκεις
στους μαθητές τα σύμβολα της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας
μακριά από το φυσικό τους περιβάλλον και έξω από το πραγματικό
πλαίσιο χρήσης τους.
Ιωάννη Κογκούλη, Ο Εκκλησιασμός των Μαθητών, ό.π., σελ. 68.
537
Συνοψίζοντας, η θεία Λατρεία ενέχει μία διδακτική διάσταση, είναι
το Instrumentarium της διδακτικής των συμβόλων. Αυτό εξηγείται, αν
σκεφτεί κανείς ότι παρέχει πληροφορίες για τον τρόπο χρήσης τους.
Με τον σχολικό εκκλησιασμό οι μαθητές έχουν την ευκαιρία να
πετύχουν τους δύο θεμελιώδεις διδακτικούς στόχους του Μαθήματος
των Θρησκευτικών γενικότερα και της διδασκαλίας των συμβόλων
ειδικότερα, που δεν είναι άλλοι από την πληροφόρηση και την
ερμηνεία. Με μία προσεχτική ματιά στα δρώμενα της θείας Λατρείας οι
μαθητές μπορούν α. να πληροφορηθούν σωστά για το περιεχόμενο των
συμβόλων παρατηρώντας τον τρόπο χρήσης τους, και β. να κατανοήσουν
ότι το περιεχόμενο αυτό αποτελεί μία πρόταση ζωής και όχι μία
ιδεολογία ή μία φαντασίωση· τούτο το δεύτερο μπορούν να το
κατορθώσουν παρατηρώντας τις αντιδράσεις των ανθρώπων που
μετέχουν ενεργά και συνειδητά στα τελούμενα. Ως εκ τούτου μέσω του
εκκλησιασμού παρέχεται στους μαθητές η δυνατότητα να
αποκωδικοποιήσουν με μία βιωματική προσέγγιση τον – ίσως –
εντελώς άγνωστο γι’ αυτούς κώδικα επικοινωνίας της Ορθόδοξης
Καθολικής Εκκλησίας.
311
Γ’ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ
ΤΗΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗΣ
ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΩΝ
ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
312
313
1 Friedrich Schweitzer, Lebensgeschichte und Religion. Religiöse Entwicklung im Kindes‐ und
Jugendalter, Gütersloh 5 2004, σελ. 63. Βλ. επίσης τη μελέτη: Sigmund Freud,
314
εβραϊκής καταγωγής Βιεννέζος ψυχίατρος έθεσε για πρώτη φορά στα
ιατρικά πράγματα2 της Δυτικής Ευρώπης3 το ζήτημα της ύπαρξης μιας
ανεξερεύνητης μέχρι τότε περιοχής του ψυχικού κόσμου του
Traumdeutung, στο συλλογή των έργων του εν λόγω ερευνητή: A. Mitscherlich u.a.
(Hrsg.), Sigmund Freud. Studienausgabe. Bd. II, Frankfurt am Main 1969 ff.
2 Κατά τον Κώστα Νικολάου, η έννοια του ασυνειδήτου ήταν βέβαια γνωστή στη
Δυτική Ευρώπη και πριν από τον Freud, ωστόσο προσεγγίζονταν με ένα
ιρρασιοναλιστικό και μυστικιστικό τρόπο. Ο Freud ήταν εκείνος που έθεσε για
πρώτη φορά το ζήτημα του ασυνειδήτου πάνω σε μία ιατρική και επιστημονική
βάση. Περισσότερα για το θέμα αυτό βλ. Κώστα Νικολάου, Η θέση του Γιουγκ στην
ιστορία της Ψυχανάλυσης, Εισαγωγή στο έργο: Γιουνγκ Καρλ, Η ψυχολογία του
ασυνειδήτου, Αθήνα 1956, σελ. 3.
3 Καλό είναι να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η έννοια του βάθους της ψυχής ή –
4 Πρβλ. Βασιλείου Χαρώνη, Το θρησκευτικό βίωμα. (Κριτική της θεωρίας του
Φρόϋντ), Αθήνα 1999.
5 Sigmund Freud, Das Unbewusste, στο συλλογή των έργων του εν λόγω ερευνητή: A.
Mitscherlich u.a. (Hrsg.), Sigmund Freud. Studienausgabe. Bd. III, Frankfurt am Main 1969
ff.
6 Friedrich Schweitzer, Lebensgeschichte und Religion, ό.π., σελ. 64.
7 Κώστα Νικολάου, Η θέση του Γιουγκ στην ιστορία της Ψυχανάλυσης, Εισαγωγή στο
έργο: Καρλ Γιουνγκ, Η ψυχολογία του ασυνειδήτου, Αθήνα 1956, σελ. 4‐5.
8 Friedrich Schweitzer, Lebensgeschichte und Religion, ό.π., σελ. 64.
316
9 Friedrich Schweitzer, Lebensgeschichte und Religion, ό.π., σελ. 67.
10 Sigmund Freud, Drei Abhandlungen zur Sexualtheorie, στη συλλογή των έργων του εν
λόγω ερευνητή: A. Mitscherlich u.a. (Hrsg.), Sigmund Freud. Studienausgabe. Bd. V,
Frankfurt am Main 1969 ff, σελ. 37‐146.
11 Sigmund Freud, Das Ich und das Es, στη συλλογή των έργων του εν λόγω ερευνητή:
A. Mitscherlich u.a. (Hrsg.), Sigmund Freud. Studienausgabe. Bd. III, Frankfurt am Main
1969 ff, σελ. 273‐330.
317
«αυτό» αναφέρεται στις επιθυμίες και στις ορμές του ανθρώπου, το
«εγώ» είναι ο λογικός διαμεσολαβητής μεταξύ επιθυμιών και
εκπλήρωσής τους στο επίπεδο της πραγματικότητας, ενώ το «υπέρ‐
εγώ» είναι οι ηθικοί νόμοι καθώς και οι απαγορεύσεις που
ενστερνίζεται ο άνθρωπος.
Κατά τον Freud, κάθε μορφή ηθικού νόμου και απαγόρευσης είναι
άμεσα συνδεδεμένη με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα.12 Αυτό εμφανίζεται
κατά τη λεγόμενη φαλλική φάση της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης
του ανθρώπου. Τότε το αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται η
σεξουαλική επιθυμία του αγοριού είναι η μάνα και του κοριτσιού ο
πατέρας. Τόσο το αγόρι όσο και το κορίτσι περιπίπτουν σε μία
κατάσταση διλλήματος. Το αγόρι θέλει να γίνει σαν τον πατέρα για
να «κερδίσει» τη μητέρα· γι’ αυτό θέλει να εκτοπίσει τον πατέρα.
Φοβάται όμως ότι, εάν θα πράξει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να περιμένει
την ανταπόδοση του πανίσχυρου πατέρα του. Η λύση αυτού του
διλήμματος επιτυγχάνεται, όταν το αγόρι καταπιέσει τις παράλογες
σεξουαλικές του ορμές, νιώσει ενοχές για τις επιθυμίες του και στη
συνέχεια συνειδητά και εκούσια εσωτερικεύσει το νόμο του πατέρα
του, αποδεχτεί δηλ. την τάξη της οικογένειας που υπαγορεύει ότι ο
πατέρας είναι ο σεξουαλικός σύντροφος της μητέρας. Κατά βάθος
αυτό που πρέπει να εσωτερικεύσει το αγόρι είναι όλες οι αξίες, τα
ιδανικά, οι απαγορεύσεις κ.ά. που έχει ενστερνιστεί η οικογένεια.
Παρόμοια πράγματα συμβαίνουν και από την πλευρά του κοριτσιού,
μόνο που κατά την περίπτωση αυτή ο αντίπαλος δεν είναι ο πατέρας
αλλά η μητέρα.
Στο υπέρ‐εγώ καθώς και στο αίσθημα ενοχής που αναφύεται από
αυτό μπορούμε να εντοπίσουμε, κατά τον Freud πάντοτε, τον
ψυχολογικό πυρήνα μέσα από τον οποίον αναπτύσσονται όλες οι
θρησκείες.13 Αν το αίσθημα ενοχής και η καταπίεση της σεξουαλικής
12 Sigmund Freud, Vorlesungen zur Einführung in die Psychoanalyse, , στη συλλογή των
έργων του εν λόγω ερευνητή: A. Mitscherlich u.a. (Hrsg.), Sigmund Freud.
Studienausgabe. Bd. I, Frankfurt am Main 1969 ff, σελ. 34‐447.
13 Sigmund Freud, Zwangshandlungen und Religionsübungen, στη συλλογή των έργων
του εν λόγω ερευνητή: A. Mitscherlich u.a. (Hrsg.), Sigmund Freud. Studienausgabe. Bd.
VII, Frankfurt am Main 1969 ff, σελ. 11‐22.
318
14 Sigmund Freud, Zwangshandlungen und Religionsübungen, στη συλλογή των έργων
του εν λόγω ερευνητή: A. Mitscherlich u.a. (Hrsg.), Sigmund Freud. Studienausgabe. Bd.
VI I, Frankfurt am Main 1969 ff, σελ. 21.
15 Για την κριτική της θεωρίας του Freud από την πλευρά της Παιδαγωγικής που
στο έργο: Καρλ Γιουνγκ, Η ψυχολογία του ασυνειδήτου, Αθήνα 1956, σελ. 6‐7.
319
Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Λεβαδειά 1995, σελ. 24.
18 Κώστα Νικολάου, Η θέση του Γιουγκ στην ιστορία της Ψυχανάλυσης, Εισαγωγή
στο έργο: Καρλ Γιουνγκ, Η ψυχολογία του ασυνειδήτου, Αθήνα 1956, σελ. 7.
19 Καρλ Γιουνγκ, Ο άνθρωπος και τα σύμβολά του, (Μετάφραση: Αντιγόνη
Χατζηθεοδώρου), Αθήνα α.χ., σελ. 43.
20 Κώστα Νικολάου, Εισαγωγή, στο έργο του Καρλ Γιουνγκ, Η ψυχολογία του
ασυνειδήτου, Αθήνα 1956, σελ. 9.
21 Καρλ Γιουνγκ, Η ψυχολογία του ασυνειδήτου, Αθήνα 1956, σελ. 90.
320
ως συνώνυμο των λέξεων «σκοπός» και «νόημα».22 Με την έννοια
αυτή η λογοθεραπεία του Frankl είναι εκείνη η κατεύθυνση της
ψυχολογίας του βάθους, η οποία αποσκοπεί στο να υποβοηθήσει τον
άνθρωπο στην προσπάθειά του να βρει ένα νόημα στη ζωή του.23 Αυτή
η αναζήτηση νοήματος είναι ο κινητήριος μοχλός κάθε ανθρώπινης
εκδήλωσης.24 Αν λοιπόν κατά τον Freud η ανθρώπινη δράση
προσδιορίζεται από τη θέληση για ηδονή και κατά τον Adler από τη
θέληση για δύναμη και επιβολή, τότε για τον Frankl οι ανθρώπινες
ενέργειες πηγάζουν και κατευθύνονται από τη θέληση και την
προσπάθεια του ανθρώπου για την πραγμάτωση ενός βασικού
σκοπού που προσδίδει νόημα, περιεχόμενο και αξία στη ζωή του.25
Τέλος, ένας ακόμη σημαντικός εκπρόσωπος της ψυχολογίας του
βάθους ήταν και ο νεοφροϋδιστής ψυχίατρος Erik Erikson. Θα
επιμείνουμε ιδιαίτερα στις απόψεις, παρουσιάζοντας αναλυτικά τη
θεωρία του στην ενότητα που ακολουθεί. Ο λόγος αυτής της επιλογής
είναι ότι ο Erikson, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στον τρόπο
διαμόρφωσης της ανθρώπινης ταυτότητας, επηρέασε σε μεγάλο
βαθμό τη σκέψη και τους προσανατολισμούς της σύγχρονης
θρησκευτικής Παιδαγωγικής.26
22 Viktor E. Frankl, Αναζητώντας νόημα ζωής και ελευθερίας σ’ ένα στρατόπεδο
Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Λεβαδειά 1995, σελ. 18.
24 Viktor E. Frankl, Αναζητώντας νόημα ζωής και ελευθερίας σ’ ένα στρατόπεδο
συγκεντρώσεως. Εισαγωγή στη Λογοθεραπεία, ό.π., σελ. 133
25 Viktor E. Frankl, Αναζητώντας νόημα ζωής και ελευθερίας σ’ ένα στρατόπεδο
συγκεντρώσεως. Εισαγωγή στη Λογοθεραπεία, ό.π., σελ. 133.
26 Friedrich Schweitzer, Lebensgeschichte und Religion, ό.π., σελ. 60.
321
Friedrich Schweitzer, Lebensgeschichte und Religion, ό.π., σελ. 209‐211.
27
Friedrich Schweitzer, Lebensgeschichte und Religion, ό.π., σελ. 72. Στο εξής θα
28
σελ. 8. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό με τη συντομογραφία: «Ε.
Περσελή 2000».
31 Erik Erikson, Identität und Lebenszyklus. Drei Aufsätze, Frankfurt am Main 12 1991, σελ.
55. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό με τη συντομογραφία: „Erik
Erikson 1991“.
32 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 98‐99.
33 Gabriele Klappenecker 1998, σελ. 122.
34 Gabriele Klappenecker 1998, σελ. 122.
35 Erik Erikson 1991, σελ. 191.
323
Το υποκείμενο όμως που οργανώνει τους ρόλους του ατόμου και τη
δράση του απέναντι στο κοινωνικό σύνολο είναι το «εγώ».36 Η
ταυτότητα του εγώ είναι εν τέλει όλη η προσωπική διεργασία που
επιτελεί το άτομο, προκειμένου να ενσωματώσει τους κοινωνικούς
ρόλους που του αποδίδονται και έτσι να γνωρίσει τον εαυτό του.37
Μέσα από αυτή την οπτική γωνία η ταυτότητα του εγώ θα μπορούσε
να ονομασθεί και ταυτότητα του εαυτού.38 Το θετικό αποτέλεσμα της
επεξεργασίας των κοινωνικών ρόλων είναι η σύνθεση μίας εγώ‐
ταυτότητας που θα αποτελεί μία μεταβλητή της ομαδικής
ταυτότητας. Αυτό συμβαίνει, διότι η εγώ‐ταυτότητα είναι μία
αρμονική σύνθεση όλων των προσδοκιών που είχε η κοινωνία για το
άτομο.39
Η αμοιβαία σχέση αλληλεπίδρασης ατόμου και κοινωνίας ξεκινάει
από την πρώτη ημέρα της ζωής του ανθρώπου και τερματίζεται με το
θάνατό του. Όλη αυτή η πορεία ζωής, που εκτυλίσσεται μέσα από
διαδοχικά στάδια, χαρακτηρίζεται από τον Erikson ως κύκλος της ζωής
(Lebenszyklus).40 Η έννοια αυτή έχει πολύ μεγάλη σημασία διότι δείχνει
ξεκάθαρα τη διαφοροποίηση του Erikson από τις σχολές της
γνωστικής ψυχολογίας: Η πορεία ανάπτυξης της προσωπικότητας
θεωρείται ως ένας κύκλος της ζωής, διότι συνίσταται σε επιμέρους
στάδια, από τα οποία το κάθε ένα είναι ένα λειτουργικό μέρος, που
επηρεάζει την ανθρώπινη ύπαρξη καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου της.
Θα δούμε στις επόμενες ενότητες, ότι σύμφωνα με τη γνωστική
ψυχολογία, κατά την εμφάνιση των ανώτερων και πολυπλοκότερων
σταδίων εξαφανίζονται και ενσωματώνονται σ’ αυτά τα κατώτερα και
απλούστερα. Στη θεωρία της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης δεν
συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Τα στάδια διαδέχονται το ένα το άλλο,
χωρίς να καταργείται το πρότερο από το μεταγενέστερο, διότι το κάθε
στάδιο αντιμετωπίζεται ως ένα σημείου ενός κύκλου, δηλ. ως ισάξιο
36 Erik Erikson 1991, σελ. 191.
37 Erik Erikson 1991, σελ. 191.
38 Erik Erikson 1991, σελ. 191.
39 Γεωργογιάννη Παντελή, Θεωρίες ταυτότητας του Krappmann και Erikson, στο
41 Erik Erikson 1991, σελ. 57.
42 Erik Erikson 1991, σελ. 59.
43 Erik Erikson 1991, σελ. 60.
325
44 Ε. Περσελή 2000, σελ. 10.
45 Gabriele Klappenecker 1998, σελ. 116.
326
46 Ε. Περσελή 2000, σελ. 11.
47 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 75. Βλ. επίσης: Erik Erikson 1991, σελ. 149.
327
48 Έρικ Έρικσον, Η παιδική ηλικία και η κοινωνία, (Μετάφραση: Μ. Κουτρουμπάκη),
Αθήνα 1990, σελ. 287, υποσημείωση 13. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα
αυτό με τη συντομογραφία: «Έρικ Έρικσον 1990».
49 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 73.
50 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 65.
51 Έρικ Έρικσον 1990, σελ. 286.
328
Επίσης, σε κάθε εποχή ο άνθρωπος συνδέεται και με έναν βασικό
θεσμό της κοινωνικής ζωής, όπως π.χ. η θρησκεία, η δικαιοσύνη κ.ά.52
Ο κύκλος της ζωής του ανθρώπου και οι κοινωνικοί θεσμοί
εξελίσσονται ταυτόχρονα.53 Η σχέση αυτή του ανθρώπου με τις
θεσμοθετημένες πλευρές της κοινωνίας είναι κατά βάση μία σχέση
ανάμεσα στις αναζητήσεις του ατόμου και στις αναζητήσεις της
κοινωνίας.54 Η σχέση αυτή στηρίζεται στην εκμάθηση κάποιων
στερεότυπων μορφών κοινωνικής συμπεριφοράς (Ritualisierung) από την
πλευρά του ατόμου.55 Η εκμάθηση των στερεοτύπων προσανατολίζει
το άτομο ως προς την ποιότητα και τη σημασία της συμπεριφοράς του
απέναντι στους άλλους και άρα μαθαίνει έναν τρόπο συνύπαρξης με
άλλα άτομα. Τέτοιες στερεότυπες μορφές κοινωνικής συμπεριφοράς
είναι π.χ. όταν η μητέρα προσφωνεί το όνομα του βρέφους της και
αυτό αντιδράει στο άκουσμα της, αναζητώντας το πρόσωπο που του
παρέχει φροντίδα και ζεστασιά· αυτό το στερεότυπο παρέχει στο παιδί
τη βίωση της θεϊκής παρουσίας (numinose Ritualisierung).56 Μία άλλη
μορφή στερεοτύπου είναι η έννοια της απόδοσης δικαιοσύνης ως ενός
τρόπου συμπεριφοράς, χάρη στον οποίον εξασφαλίζεται ο
αυτοέλεγχος και αυτονομία του ατόμου μέσα στην κοινωνία
(richterliche Ritualisierung). Σε κάθε εποχή αναλογεί και μία μορφή
στερεότυπης κοινωνικής συμπεριφοράς. Η εκμάθηση των στεροτύπων
κατά τον Erikson δεν έχει μόνο θετικές συνέπειες αλλά και αρνητικές,
οι οποίες κάνουν την εμφάνισή τους όταν το άτομο εγκλωβίζεται
τυπολατρικά (Ritualismus) και ειδωλοποιεί τις κοινωνικές μορφές
συμπεριφοράς. Τότε η επαφή με το θείο στοιχείο μετατρέπεται σε
ειδωλολατρία (Idolismus), η απόδοση της δικαιοσύνης σε προσήλωση
στο γράμμα και όχι στην ουσία του νόμου (Legalismus), η ανάγκη για
ηθικότητα σε ηθικισμό (Moralismus) κτλ.57
52 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 82.
53 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 82.
54 Gabriele Klappenecker 1998, σελ. 135.
55 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 82.
56 Gabriele Klappenecker 1998, σελ. 135.
57 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 81.
329
58 Έρικ Έρικσον 1990, σελ. 288, υποσημείωση 13.
59 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 80.
60 Erik Erikson 1991, σελ. 62.
330
61 Erik Erikson 1991, σελ. 63.
62 Erik Erikson 1991, σελ. 72.
63 Ε. Περσελή 2000, σελ. 16.
64 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 81.
331
65 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 81.
66 Erik Erikson 1991, σελ. 76.
67 Erik Erikson 1991, σελ. 78.
68 Erik Erikson 1991, σελ. 78.
69 Erik Erikson 1991, σελ. 80.
70 Erik Erikson 1991, σελ. 78‐79.
332
71 Ε. Περσελή 2000, σελ. 21.
72 Erik Erikson 1991, σελ. 85.
73 Friedrich Schweitzer 1991, σελ. 81.
74 Friedrich Schweitzer 1991, σελ. 81.
75 Erik Erikson 1991, σελ.87.
76 Erik Erikson 1991, σελ. 93.
77 Erik Erikson 1991, σελ. 93.
333
παιδί δεν ντρέπεται μόνο για πράξεις που έγιναν γνωστές, αλλά και
για πράξεις του που δεν αποκαλύφτηκαν στα μάτια των μεγάλων.78
Ως εκ τούτου η τρίτη εποχή του ανθρώπου είναι ο χρόνος εμφάνισης
της συνείδησης. Αυτό σημαίνει ότι η τρίτη ψυχοκοινωνική κρίση
συνδέεται άμεσα με την έννοια της ηθικότητας 79 και ο κοινωνικός
θεσμός που υποδηλώνεται είναι η παρουσία ηθικών αξιών.80
Το αναμενόμενο θετικό αποτέλεσμα του σταδίου αυτού είναι η
ανάπτυξη της πρωτοβουλίας με βάση τον έλεγχο της συνείδησης.
Πρακτικά, το παιδί θα πρέπει να μάθει να προσαρμόζεται μέσα στο
σχολικό του περιβάλλον, να αποδέχεται και να εσωτερικεύει κανόνες
συμπεριφοράς, με σκοπό να μπορεί να συνεργάζεται αρμονικά με
τους συμμαθητές του.81
Βασική αρετή της εποχής αυτής είναι εξεύρεση κατεύθυνσης και
σκοπού στις πράξεις.82 Παθολογικό φαινόμενο είναι η αναστολή και η
αδυναμία πρωτοβουλίας λόγω αίσθησης της ενοχής.83 Στερεότυπη
μορφή κοινωνικής συμπεριφοράς είναι το παιχνίδι, με το οποίο το
παιδί ενεργοποιεί τις δυνατότητες πρωτοβουλίας του απέναντι στους
άλλους, ενώ η αρνητική της μορφή οδηγεί στον καταναγκασμό και
στον ηθικισμό.84
Δ’ Εποχή: Εργατικότητα ενάντια στην κατωτερότητα. Το στάδιο αυτό
συμπίπτει χρονικά με την είσοδο του παιδιού στο σχολικό περιβάλλον.
Ψυχοσεξουαλικά βρίσκεται στη λανθάνουσα φάση, κατά την οποία οι
ορμές καθησυχάζονται. Ως εκ τούτου η ψυχοσεξουαλική
ενεργητικότητα του παιδιού διοχετεύεται σε άλλα πράγματα πιο
πρακτικά, όπως π.χ. αντικείμενα που μπορεί να κατασκευάσει με τα
χέρια του ή να ζωγραφίσει κτλ.85 Στην εποχή αυτή οι δύο αντίθετοι
πόλοι είναι το συναίσθημα της εργατικότητας και το συναίσθημα της
κατωτερότητας. Το πρώτο συνδέεται με την ικανοποίηση που νιώθει
78 Erik Erikson 1991, σελ. 93.
79 Ε. Περσελή 2000, σελ. 24.
80 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 81.
81 Erik Erikson 1991, σελ. 96.
82 Έρικ Έρικσον 1990, σελ. 288, υποσημείωση 13.
83 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 81.
84 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 81.
85 Erik Erikson 1991, σελ. 103.
334
86 Erik Erikson 1991, σελ. 102.
87 Erik Erikson 1991, σελ. 104.
88 Έρικ Έρικσον 1990, σελ. 272.
89 Ε. Περσελή 2000, σελ. 28.
90 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 81.
91 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 81.
92 Ε. Περσελή 2000, σελ. 28.
335
προσωπική ταυτότητα, γι’ αυτό και αναζητούν είδωλα και ιδανικά τα
οποία θα δώσουν νόημα στη ζωή τους.93 Αυτή η αναζήτηση μπορεί να
πάρει δύο αντίθετες κατευθύνσεις:94 είτε α. προσανατολίζεται προς
την καθολικότητα (Ganzheit) με την έννοια ότι επιλέγονται ιδεολογίες
που είναι «ανοιχτές» στο διαφορετικό, αντιμετωπίζοντας την
ανθρωπότητα ως ένα λειτουργικό όλον που συναποτελείται από
επιμέρους ιδεολογίες, είτε β. προσανατολίζεται προς τον
ολοκληρωτισμό (Totalität), ο οποίος θέλει να θέτει διαχωριστικά όρια
μεταξύ του οικείου και του ξένου, αντιμετωπίζοντας μάλιστα τον ξένο
εχθρικά και αμυντικά. Ο κίνδυνος της εποχής αυτής είναι μία
σύγχυση ταυτότητας, η οποία στην πράξη φανερώνεται ως αδυναμία
επιλογής ενός επαγγέλματος.95 Ο αμυντικός μηχανισμός του εφήβου
απέναντι σε αυτή τη σύγχυση είναι η ένταξή του σε κλίκες και η
ταύτισή του με τις ιδεολογίες της.96
Η βασική αρετή που θα πρέπει να προκύψει ως θετικό αποτέλεσμα
αυτής της ψυχοκοινωνικής σύγκρουσης είναι η αφοσίωση και η πίστη
σε κάποιες συγκεκριμένες αρχές που παρέχουν στη ζωή του
ανθρώπου νόημα και ελπίδα,97 παρά την ποικιλία συστημάτων αξιών
και θρησκευτικών παραδόσεων.98 Το παθολογικό φαινόμενο είναι η
άρνηση, η αμφισβήτηση και η αδυναμία προσέγγισης ενός
συστήματος αξιών. Στο σημείο αυτό ο Erikson τονίζει τη σημασία της
θρησκείας ως κοσμοθεωρητικής πρότασης που μπορεί να
προσανατολίσει τους εφήβους στη διαμόρφωση της ταυτότητάς τους.99
Ο κοινωνικός θεσμός που αντιστοιχεί στην 5η εποχή του κύκλου της
ζωής είναι η λειτουργία της κοσμοθεωρίας μέσα σ’ ένα κοινωνικό
σύνολο. Η ιδεολογία ή η θρησκεία θα πρέπει ωστόσο να παρέχει
νόημα ζωής με τρόπο που να αναλογεί στο δημοκρατικό πολίτευμα
των συγχρόνων κοινωνιών. Αδήρητη ανάγκη, κατά τον Erikson, είναι
93 Ε. Περσελή 2000, σελ. 30.
94 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 86.
95 Erik Erikson 1991, σελ. 110.
96 Erik Erikson 1991, σελ. 110.
97 Έρικ Έρικσον 1990, σελ. 288, υποσημείωση 13.
98 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 87.
99 Gabrielle Klappenecker 1998, σελ. 122.
336
100 Ε. Περσελή 2000, σελ. 31.
101 Ε. Περσελή 2000, σελ. 34.
102 Ε. Περσελή 2000, σελ. 35.
103 Έρικ Έρικσον 1990, σελ. 288, υποσημείωση 13.
104 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 81.
105 Erik Erikson 1991, σελ. 115.
106 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 81.
107 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 81.
337
108 Ε. Περσελής 2000, σελ. 36.
109 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 81.
110 Έρικ Έρικσον 1990, σελ. 280.
111 Έρικ Έρικσον 1990, σελ. 288, υποσημείωση 13.
112 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 81.
113 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 81.
114 Ε. Περσελής 2000, σελ. 38.
338
115 Erik Erikson 1991, σελ. 119.
116 Erik Erikson 1991, σελ. 119.
117 Ε. Περσελής 2000, σελ. 39.
118 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 102.
339
119 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 99‐100.
120 Ε. Περσελής 2000, σελ. 51.
121 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 100.
122 Ε. Περσελής 2000, σελ. 48.
340
Η θεωρία του Erikson έδωσε το έναυσμα σε αρκετούς επιστήμονες
να διερευνήσουν τη σχέση μεταξύ ψυχοκοινωνικών συγκρούσεων και
θρησκευτικών συμβόλων. Κατά τον Hans‐Jürgen Fraas τα σύμβολα
μπορούν να διαδραματίσουν ένα σημαντικότατο ρόλο στην επίλυση
κάποιων ψυχοκοινωνικών συγκρούσεων, όπως επίσης και στην
αντιμετώπιση των αρνητικών αποτελεσμάτων που συνδέονται με
αυτές. Με τη χρήση, τη γνώση και την βίωση του περιεχομένου
συγκεκριμένων συμβόλων ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να
επιλύσει προβληματικές καταστάσεις του παρελθόντος του, οι οποίες
τον επηρεάζουν αρνητικά στο παρόν.123 Σε κάθε ηλικία αντιστοιχούν
και κάποια ορισμένα σύμβολα.
Με την πρώτη εποχή συνδέονται σύμβολα που παραπέμπουν στην
έννοια της δημιουργίας. Το πρόσωπο της μάνας είναι η μοναδική
διαμεσολαβητική παρουσία μεταξύ του άγνωστου, χαοτικού κόσμου
και του βρέφους. Η μάνα εμφανίζεται ως μία δύναμη εγγύησης, ότι
απέναντι στον άγνωστο κόσμο υπάρχει τάξη και οργάνωση· ο κόσμος
είναι μία δημιουργία και όχι ένα χάος.124 Η απεριόριστη εμπιστοσύνη
στο πρόσωπο της μάνας εκφράσει μία άνευ όρων εμπιστοσύνη,
σιγουριά, ασφάλεια και βεβαιότητα, διότι η μάνα είναι η πηγή ζωής
για το παιδί. Ως εκ τούτου, στην ίδια εποχή επισυνάπτονται και τα
σύμβολα που έχουν να κάνουν με την έννοια της πρόνοιας και της
παρουσίας του Θεού. Τέτοια είναι τα σύμβολα της διατροφής, του
ποτού και του φαγητού, δηλ. όλες οι βιβλικές διηγήσεις που
φανερώνουν έναν Θεό, οποίος προνοεί και συντηρεί σωματικά και
πνευματικά τον άνθρωπο.125 Όλα αυτά είναι στοιχεία που
παραπέμπουν στην αναζήτηση του Θεού και στη βίωση της ελπίδας.
Με τη δεύτερη εποχή συνδέονται βιβλικές διηγήσεις που τονίζει την
πατρική φροντίδα αλλά και ταυτόχρονα τη δικαιοσύνη του Θεού,
όπως π.χ. η παραβολή του σπλαχνικού πατέρα (του ασώτου υιού).126 Ο
123 Hans‐Jürgen Fraas, Glaube und Identität. Grundlegung einer Didaktik religiöser
Lernprozesse, Göttingen 1983, σελ. 106‐107. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο
σύγγραμμα αυτό με τη συντομογραφία „Hans‐Jürgen Fraas 1983“.
124 Hans‐Jürgen Fraas 1983, σελ. 110.
125 Hans‐Jürgen Fraas 1983, σελ. 114.
126 Hans‐Jürgen Fraas 1983, σελ. 121.
341
Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο αλλά συγχρόνως του έδωσε
τις συντεταγμένες του δρόμου της αρετής. Αν παρ’ ελπίδα ο
άνθρωπος παρεκλίνει, ο Θεός είναι και πάλι δίπλα του για να του
υποδείξει την ελευθερία του αλλά και την ανάγκη που έχει να ζήσει
κοντά στο Θεό. Ένα άλλο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η
ιστορία της διάβασης της Ερυθράς θάλασσας, η οποία συνδυάζει το
στοιχείο της υπακοής και της ελευθερίας.127
Η τρίτη ψυχοκοινωνική κρίση συνυπάρχει με την εμφάνιση του
οιδιπόδειου συμπλέγματος, η λύση του οποίου είναι μία θετική στάση
απέναντι στις νόρμες, τα ιδανικά και τις αξίες του στενού
οικογενειακού περιβάλλοντος. Η έννοια του πατέρα ή της μητέρας δεν
θα πρέπει να εκφρασθεί με τρόπο αρνητικό και απολυταρχικό. Προς
αυτήν την κατεύθυνση κινούνται τα σύμβολα που παρουσιάζουν τον
Θεό‐πατέρα όχι ως δυνάστη και εξουσιαστή αλλά ως βοηθό του
ανθρώπου στις δύσκολες στιγμές του. Διηγήσεις όπως αυτή που
αναφέρεται στον Αβραάμ και τον Ισαάκ, ή στον Δαυίδ και τον Γολιάθ,
μπορούν να συμβάλλουν αναδρομικά στη σωστή επίλυση του
οιδιπόδειου συμπλέγματος.128 Επίσης, επειδή η τρίτη εποχή συμβαδίζει
με την ανάπτυξη της ηθικής συνείδησης, ενδείκνυνται παράλληλα και
σύμβολα ή διηγήσεις που υπογραμμίζουν τη σχέση μεταξύ αμαρτίας
και άφεσης‐χάρης όπως επίσης και τη δυνατότητα της μετάνοιας.129
Στην τέταρτη ψυχοκοινωνική κρίση η αναμενόμενη βασική αρετή
είναι η επάρκεια δεξιοτήτων που θα καλλιεργήσει στο παιδί την
αίσθηση ότι έχει τη δυνατότητα να φέρει κάτι εις πέρας. Βιβλικές
διηγήσεις που αναφέρονται στην εντολή του Θεού προς τους
πρωτοπλάστους να «κατακυριεύσουν» τη γη, ή στην κλίση των
προφητών, των κριτών, των αποστόλων κ.ά. συμβάλλουν θετικά.
Τα σύμβολα που θα προσφέρουν πολλά στις αναζητήσεις της
πέμπτης εποχής, δηλ. της εφηβείας, είναι εκείνα που έχουν έναν
διπλό προσανατολισμό: αφενός μεν να ικανοποιήσουν το αίσθημα της
ανεπάρκειας για την επίλυση των μεγάλων υπαρξιακών
προβλημάτων, παρέχοντας τη βεβαιότητα ότι ανήκουν κάπου, και
127 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 202.
128 Hans‐Jürgen Fraas 1983, σελ. 125.
129 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 202.
342
αφετέρου δε, να δώσουν ώθηση για να αναλάβουν οι έφηβοι
πρωτοβουλία, να «στηριχθούν στα πόδια τους», να καταστήσουν τους
εαυτούς τους ικανούς να συμπεριφέρονται ως αυτόνομες υπάρξεις.130
Μέσα από αυτά τα σύμβολα διαφαίνεται αφενός μεν η σχέση με το
Θεό, αφετέρου δε η ανεξαρτητοποίηση του ανθρώπου, που όμως με τη
βοήθεια του Θεού δεν οδηγεί τελικά στην καταστροφή αλλά σε ένα
καινούριο ξεκίνημα. Τα σύμβολα της εφηβείας δεν θα πρέπει να
παραπέμπουν σε ένα παραδεισένιο παρελθόν αλλά σε ένα πολλά
υποσχόμενο μέλλον, όχι δηλ. στην αρχέγονη κατάσταση των
πρωτοπλάστων αλλά στην εσχατολογική κοινωνία Θεού και κτίσης.
Σκοπός είναι να συνδυάζουν από τη μια πλευρά την απολύτρωση, την
αίσθηση σιγουριάς και ασφάλειας, τη συστολή και την ανεπάρκεια,
και από την άλλη την αυτονόμηση, την πρόοδο, τη δύναμη και την
ελπίδα. Τέτοια σύμβολα είναι η διήγηση για την κιβωτό του Νώε, για
την τριήμερη παραμονή του Ιωνά μέσα στο κήτος. Είναι ακόμη το
σύμβολο του σταυρού ως ένδειξη μιας υπέρτατης δύναμης, που όμως
πηγάζει μέσα από την αίσθηση της αδυναμίας και της ανεπάρκειας,131
όπως επίσης και μέσα από την ταπείνωση και τη σταύρωση του
εγωισμού.
Περνώντας στην 6η ψυχοκοινωνική κρίση ενδείκνυνται σύμβολα
που εκφράζουν την έννοια της κοινότητας.132 Στο πλαίσιο αυτό
εντάσσονται τα δόγματα που αφορούν στη χριστολογία, διότι μέσα
από αυτά διαφαίνεται ο δεσμός Θεού και ανθρώπου, δηλ. η κοινότητα
Θεού και ανθρώπου. Κατόπιν, στο έβδομο στάδιο του κύκλου της ζωής
αντιστοιχούν σύμβολα που αναφέρονται στην έννοια της κλήσης που
απευθύνει ο Θεός προς τον άνθρωπο, ζητώντας να αναλάβει έργα
αγάπης απέναντι στο συνάνθρωπό του και απέναντι στην κτίση.133
Τέτοιου είδους σύμβολα είναι οι βιβλικές διηγήσεις σχετικά με τη
δημιουργία του κόσμου, αλλά και σχετικά με την κλήση που δέχτηκαν
σπουδαίες μορφές είτε της Παλαιάς είτε της Καινής Διαθήκης. Τέλος,
είδαμε ότι η 8η ψυχοκοινωνική κρίση στρέφεται γύρω από τα μεγάλα
130 Hans‐Jürgen Fraas 1983, σελ. 145.
131 Hans‐Jürgen Fraas 1983, σελ. 145.
132 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 202.
133 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 202.
343
υπαρξιακά ζητήματα του ανθρώπου. Γι’ αυτό το λόγο, τα σύμβολα
που μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στη θετική επίλυση
αυτής της κρίσης εκείνα που αναφέρονται στην έννοια του ιερού
καθώς και όλα εκείνα που ως κεντρικό τους θέμα έχουν τα σοβαρά
ερωτήματα που απασχολούν τον άνθρωπο, όπως ο θάνατος, ο πόνος,
το νόημα της ζωής κ.ά. 134
134 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 202.
344
3.2. Οι θεωρίες για τη γνωστική ανάπτυξη του ανθρώπου και η
συμβολή τους στη μελέτη της θρησκευτικής του ανάπτυξης.
3.2.1. Η θεωρία του Jean Piaget για τη νοητική ανάπτυξη του
ανθρώπου και οι επιδράσεις της στη μελέτη της ανάπτυξης της
θρησκευτικής σκέψης.
Σταθμό στην ιστορία της επιστήμης της ψυχολογίας αποτέλεσαν οι
εργασίες του Ελβετού Jean Piaget. Θεωρείται ο πατέρας της γενετικής
επιστημολογίας, δηλ. της επιστήμης εκείνης που ερευνάει τον τρόπο
λειτουργίας ανάπτυξης της ανθρώπινης νόησης και κατάκτησης της
γνώσης.135 Ο Piaget μάς έδωσε μία εμπεριστατωμένη εικόνα σχετικά
με τα εξελικτικές φάσεις μέσα από τις οποίες διέρχεται η ανθρώπινη
σκέψη. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η έρευνά του
αποτέλεσαν επίκεντρο συζητήσεων μεταξύ των επιστημόνων,
δίνοντας το έναυσμα σε πολλούς να φέρουν στο φως καινούριες
επιστημονικές θεωρίες που διερευνούσαν το ίδιο επίσης γνωστικό
αντικείμενο. Έτσι η μελέτη της νοητικής ικανότητας του ανθρώπου
εξελίχθηκε σε ολόκληρη επιστήμη.
Η θεωρία του Piaget έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη διδακτική των
συμβόλων υπό την εξής έννοια: δημιούργησε τις προϋποθέσεις και
έθεσε τις βάσεις για μεταγενέστερες θεωρίες που αφορούσαν την
ανάπτυξη της θρησκευτικής σκέψης, την οποία αν δεν λάβουμε υπόψη
μας δεν θα μπορούσαμε να θέσουμε με συνέπεια το πλαίσιο
ψυχοπαιδαγωγικής εφαρμογής της διδασκαλίας των συμβόλων.
135 Εμμανουήλ Περσελή, Θεωρίες θρησκευτικής ανάπτυξης και αγωγής, Αθήνα 2000,
σελ. 58. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό με τη συντομογραφία:
«Ε. Περσελή 2000»
345
3.2.1.1. Βασικές έννοιες και στάδια ανάπτυξης της ανθρώπινης νόησης
κατά τον Jean Piaget.
Για να κατανοήσουμε τη θεωρία του Piaget θα πρέπει πρωτίστως να
δώσουμε ορισμένες διευκρινήσεις για τις έννοιες που
χρησιμοποιούνται. Καταρχήν με τον όρο «ανάπτυξη» αναφερόμαστε
σε όλες εκείνες τις μεταβολές που παρατηρούμε σε έναν οργανισμό
και οποίες δεν συμβαίνουν τυχαία αλλά ακολουθούν κάποιο σχέδιο,
δηλ. διέπονται από την αρχή της κανονικότητας.136 Η κάθε μεταβολή
στηρίζεται στα δεδομένα που επέφερε η προηγούμενη και η διάρκειά
της έχει ένα σχετικά μεγάλο εύρος χρόνου.137
Ένα δεύτερο πράγμα που αξίζει την προσοχή μας είναι η έννοια της
γνώσης. Για τον Piaget η γνώση δεν παράγεται αυτόματα, αλλά είναι
το αποτέλεσμα μιας αλληλεπίδρασης που λαμβάνει χώρα μεταξύ της
ανθρώπινης νόησης από τη μια και των ερεθισμάτων που προσφέρει
το εξωτερικό περιβάλλον από την άλλη.138 Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι
η γνώση δεν είναι μία αντιγραφή της πραγματικότητας αλλά μία
ερμηνευτική και διερευνητική ματιά απέναντί της, ένας
μετασχηματισμός της πραγματικότητας που επιτυγχάνεται μέσω της
νόησης.139 Ως εκ τούτου, το ανθρώπινο υποκείμενο συμμετέχει ενεργά
στη διαμόρφωση της εικόνας που έχει για την πραγματικότητα, δηλ.
το ανθρώπινο υποκείμενο δεν είναι ένας παθητικός δέκτης αλλά ένα
μέρος της γνώσης την οποία κατασκευάζει για τα πράγματα που
αντιλαμβάνεται.140 Η πραγματικότητα προσλαμβάνεται ως ερέθισμα
και μετασχηματίζεται για να γίνει γνώση.141 Αυτός ο
μετασχηματισμός συντελεί στη διαμόρφωση των νοητικών δομών.
136 Δημητρίου Πνευματικού, Η ανάπτυξη της θρησκευτικής σκέψης στην παιδική και
εφηβική ηλικία. (Εμπειρική έρευνα), Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 39. Στο εξής θα
παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό με τη συντομογραφία: «Δ. Πνευματικού
1998».
137 Δ. Πνευματικού 1998, σελ. 39.
138 Ε. Περσελή 2000, σελ. 87.
139 Ε. Περσελή 2000, σελ. 87.
140 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 108.
141 Jean Piaget, Ψυχολογία και Παιδαγωγική, (Μετάφραση: Α. Βερβερίδη). Αθήνα
1979, σελ. 38
346
Οι νοητικές δομές είναι μια τρίτη έννοια που οφείλουμε να
αποσαφηνίσουμε. Πρόκειται για ένα σχέδιο οργάνωσης της
ανθρώπινης νόησης142 που προκύπτει ως αποτέλεσμα της
αλληλεπίδρασης μεταξύ της ανθρώπινης δράσης και των
ερεθισμάτων του περιβάλλοντος.143 Οι νοητικές δομές απαρτίζονται
από τα σχήματα, που αποτελούν τις βασικές μονάδες γνώσης.144 Το
σχήμα είναι ένα οργανωμένο σύνολο πληροφοριών καθώς και ο
τρόπος δράσης αναφορικά με ένα αντικείμενο του περιβάλλοντος.
Έτσι, σχήμα μπορεί να είναι η εικόνα ενός αντικειμένου αλλά και μία
λογική αριθμητική πράξη.145
Οι νοητικές δομές διαδραματίζουν εξέχοντα ρόλο κατά την εξέλιξη
της ανθρώπινης σκέψης. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των επιμέρους
σταδίων νοητικής ανάπτυξης έγκειται στην ύπαρξη διαφορετικών
νοητικών δομών. Με άλλα λόγια οι δομές αναπτύσσονται και
εξελίσσονται σε ανώτερες μορφές κατά τη μετάβαση από το ένα
στάδιο στο επόμενο. Με το σκεπτικό αυτό μπορούμε να μιλούμε για
ολικές δομές, δηλ. για συγκεκριμένους τρόπους οργάνωσης της
σκέψης, οι οποίοι σε κάθε στάδιο εξέλιξης προσδίδουν σε όλες τις
επιμέρους ικανότητες του ανθρώπου κοινά ποιοτικά
χαρακτηριστικά.146
Ένα ακόμη ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι ο τρόπος
γένεσης και εξέλιξης των νοητικών δομών. Πώς ο άνθρωπος
διαμορφώνει τη σκέψη του μετασχηματίζοντας το ερέθισμα που
δέχεται σε γνώση;
Κατά τον Piaget η διαμόρφωση της σκέψης περιλαμβάνει τις εξής
τρεις διαδικασίες: α) την αφομοίωση (assimilation) β) τη συμμόρφωση
(accomondation)147 και γ) την εξισορρόπηση (equilibration)148 Με την
142 Δ. Πνευματικού 1998, σελ. 57.
143 Ε. Περσελή, 2000, σελ. 88.
144 Αλέξανδρου Κακαβούλη, Γνωστική ανάπτυξη και αγωγή, Αθήνα 2 1993, σελ. 257.
Στο εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό με τη συντομογραφία: «Α.
Κακαβούλη 1993».
145 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 257‐258.
146 Δ. Πνευματικού 1998, σελ. 58.
147 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 259‐260.
148 Ε. Περσελή 2000, σελ. 91.
347
Ε. Περσελή 2000, σελ. 91.
149
Jean Piaget / B. Inhelder, Η ψυχολογία του παιδιού, (Μετάφραση: Κ. Κίτσου),
150
Αθήνα α.χ., σελ. 117‐119.
348
ανύπαρκτες.151 Η νοημοσύνη κατά το στάδιο αυτό δεν αποσκοπεί στην
κατάκτηση της γνώσης αλλά στην επιδίωξη συγκεκριμένων
πρακτικών πραγμάτων, όπως π.χ. το χτύπημα μιας κουδουνίστρας. Το
μοναδικό εχέγγυο του παιδιού για αυτές τις πρακτικές του
αναζητήσεις είναι η αισθητηριακή αντίληψη και η κίνηση.152 Ήδη από
τον πρώτο μήνα επαναλαμβάνει απλώς κάποια ανακλαστικά
σχήματα, όπως π.χ. η κίνηση του θηλάσματος που κάνει το βρέφος με
το στόμα του, όταν κανείς φέρει κοντά στο στόμα του ένα
οποιοδήποτε αντικείμενο.153 Από την αρχή του δεύτερου μήνα
εμφανίζονται τα πρώτα εξαρτημένα αντανακλαστικά.154 Μεταξύ 4ου
και 8ου μήνα οι κινήσεις του προσπαθούν να εξυπηρετήσουν κάποιο
σκοπό του.155 Από τον 8ο μήνα και εξής διαμορφώνεται η έννοια της
μονιμότητας του αντικειμένου, δηλ. το παιδί καταλαβαίνει ότι, αν
κρύψουμε κάποιο παιχνίδι του κάτω από ένα κάλυμμα, αυτό
εξακολουθεί να υπάρχει παρόλο που δεν φαίνεται.156 Μέχρι τον 24ο
μήνα έχει ήδη συνθέσει κάποιες υποτυπώδεις παραστάσεις για τις
αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων, π.χ. κατανοεί ότι για να
ανοίξει μία συρόμενη πόρτα πρέπει να ασκήσει δύναμη και να τη
σύρει.157 Καθ’ όλη τη διάρκεια του σταδίου αυτού η εικόνα που
σχηματίζει το παιδί για τον κόσμο βασίζεται αποκλειστικά στις
εμπειρίες του· οι άλλοι άνθρωποι γύρω του δεν λαμβάνονται υπόψη.158
Β’: Προλειτουργική ή προεπιχειρησιακή περίοδος (3ο – 7ο έτος). Το
στάδιο αυτό ονομάζεται προλειτουργικό, διότι όλες οι νοητικές
παραστάσεις που αποκτά το παιδί είναι ατελείς με την έννοια ότι δεν
έχουν οργανωθεί ακόμη σε ένα πλήρες λογικό σύστημα.159 Η περίοδος
151 Αχιλλέα Καψάλη, Παιδαγωγική Ψυχολογία, Θεσσαλονίκη 3 2005, σελ. 212. Στο
εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό με τη συντομογραφία: «Α. Καψάλη
2005».
152 Α. Καψάλη 2005, σελ. 212.
153 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 261.
154 Α. Καψάλη 2005, σελ. 212.
155 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 264‐265.
156 Α. Καψάλη 2005, σελ. 213.
157 Α. Κακαβούλη 2005, σελ. 267.
158 Α. Καψάλη 2005, σελ. 231.
159 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 269.
349
160 Ε. Περσελή 2000, σελ. 97.
161 Jean Piaget, Η ψυχολογία της νοημοσύνης, (Μετάφραση: Ελένης Βέλτσου), Αθήνα
1986, σελ. 145‐146.
162 Α. Καψάλη 2005, σελ. 201. Στον αντίποδα αυτής της άποψης βρίσκεται η θεωρία
του L. Vygotsky. Για περισσότερα στοιχεία βλ. τη μελέτη: L. Vygotsky, Thought and
Language, Cambridge Mass. 1962.
163 Ε. Περσελή 2000, σελ. 100.
350
τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να μιμούνται είτε διάφορα επαγγέλματα
είτε το ρόλο της μητέρας είτε του πατέρα· ακόμη χρησιμοποιούν
διάφορα αντικείμενα τα οποία με συμβολικό τρόπο αντικαθιστούν
κάτι άλλο που υπάρχει στην πραγματικότητα, π.χ. παίζουν με ένα
μικρό κουτί το οποίο θεωρούν ότι είναι ένα πλοίο ή ένα μεγάλο
φορτηγό.
Μια ιδιαίτερη πτυχή του νοητικού αυτού σταδίου είναι η εξαγωγή
συμπερασμάτων μέσω ενός τρόπου σκέψης που δεν είναι ούτε
παραγωγικός ούτε επαγωγικός, αλλά κάτι το ενδιάμεσο, και
ονομάζεται αναγωγικός. Η αναγωγή (transduction) είναι ένα είδος
πρώιμης σκέψης που επιχειρεί συλλογισμούς, ξεκινώντας από το
μερικό και καταλήγωντας πάλι στο μερικό,164 π.χ. ένα παιδί μπορεί να
πει «δεν κοιμήθηκα το μεσημέρι, γι’ αυτό δεν είναι ακόμη
απόγευμα».165 Κύριο γνώρισμα της αναγωγικής σκέψης και
γενικότερα της προεννοιολογικής περιόδου είναι η έλλειψη
γενικότητας στη διαμόρφωση των εννοιών.166
Διαισθητική σκέψη: Κατά στο στάδιο αυτό παρατηρείται μία
εγωκεντρική μονομέρεια στην αντίληψη που σχηματίζει το παιδί για
το περιβάλλον του καθώς και στα συμπεράσματα που εξάγει.167
Αδυνατεί να μεταφερθεί στη θέση των άλλων και αντιλαμβάνεται τα
πράγματα του κόσμου αποκλειστικά μέσα από τη δική του οπτική
γωνία. Ακόμη φαινόμενα που εμφανίζονται την ίδια χρονική περίοδο
είναι ο ανθρωπομορφισμός, ο ανιμισμός και ο αρτιφισιαλισμός
(artificialism = η έννοια της δημιουργίας).168 Ανθρωπομορφισμός
σημαίνει την απόδοση ανθρώπινων ιδιοτήτων σε άψυχα αντικείμενα.
Το παιδί αυτής της ηλικίας θεωρεί ότι ο ήλιος δύει επειδή ενδεχομένως
πάει να κοιμηθεί. Ο ανιμισμός είναι κάτι αντίστοιχο με τον
ανθρωπομορφισμό· είναι μία αντίληψη σύμφωνα με την οποίαν όλα
τα πράγματα του κόσμου έχουν ψυχή δηλ. είναι ζωντανές υπάρξεις με
σκέψη, συναισθήματα κτλ. π.χ. ένα χαλασμένο αυτοκινητάκι είναι
164 Δ. Πνευματικού 1998, σελ. 46.
165 Ε. Περσελή 2000, σελ. 104.
166 Jean Piaget, Η ψυχολογία της νοημοσύνης, ό.π., σελ. 150.
167 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 280.
168 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 283‐284.
351
μάλλον λυπημένο. Ο αρτιφισιαλισμός έχει να κάνει με την τάση των
παιδιών να συνδέουν τα διάφορα αντικείμενα του περιβάλλοντός τους
με κάποιον δημιουργό. Ο αρτιφισιαλισμός διέρχεται από τρεις
φάσεις:169 α. το μυθολογικό αρτιφισιαλισμό (mythological artificialism),
όπου το παιδί αποδίδει τη δημιουργία των πραγμάτων του κόσμου,
όπως του ήλιου και του φεγγαριού, έμμεσα στον άνθρωπο, β. τον
τεχνικό αρτιφισιαλισμό (technical artificialism), όπου το παιδί θεωρεί
εν μέρει τον άνθρωπο και εν μέρει κάποια φυσικά φαινόμενα ως
δημιουργικές αιτίες κάποιων αντικειμένων και γ. τον ενδοκοσμικό
αρτιφισιαλισμό (immanent artificialism), όπου τα παιδιά θεωρούν όχι
τον άνθρωπο αλλά μόνο κάποια φυσικά φαινόμενα ως δημιουργούς
των πραγμάτων του κόσμου.
Επίσης, κάτι άλλο που παρατηρείται κατά την περίοδο της
διαισθητικής σκέψης είναι η λανθασμένη λογική στη σχέσεις που
υφίστανται μεταξύ των πραγμάτων.170 Το παιδί δεν μπορεί να
διακρίνει ομοιογενείς από ανομοιογενείς ιδέες και καταστάσεις με
αποτέλεσμα να τα συγχέει όλα μεταξύ τους και να τα εντάσσει σε ένα
ενιαίο σύνολο. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται συγκρητισμός
(syncretism). Π.χ. ένα παιδί μπορεί να υποστηρίζει ότι ο ήλιος δεν
πέφτει αλλά παραμένει εκεί ψηλά, διότι είναι ζεστός. Κάτι συναφές
που εμφανίζεται ταυτόχρονα με τον συγκρητισμό είναι και η
λεγόμενη αναιτιολόγητη παράθεση (juxtaposition), κατά την οποία το
παιδί παραθέτει πράγματα, γεγονότα και καταστάσεις μην
μπορώντας να εντοπίσει τη σχέση που υφίσταται μεταξύ αιτίας και
αιτιατού. Π.χ. μπορεί να πει «δεν έφαγα, επειδή πεινάω πολύ».
Η ειδοποιός διαφορά της διαισθητικής σκέψης έναντι της
προεννοιολογικής συνίσταται στο ότι τώρα το παιδί μπορεί να
οργανώσει καλύτερα τους συλλογισμούς του, προσπαθώντας να
διαμορφώσει τη σκέψη του – όχι βέβαια επιτυχώς – με βάση ορισμένες
γενικότητες και σχηματισμούς συνόλου.171 Π.χ. κατά την
προεννοιολογική περίοδο δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς
σημαίνει το γεγονός ότι ένα παιδί είναι τρία ή τεσσάρων ετών. Η
169 Ε. Περσελή 2000, σελ. 68‐69.
170 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 282.
171 Jean Piaget, Η ψυχολογία της νοημοσύνης, ό.π., σελ. 159‐161.
352
ηλικία συγχεέται πολλές φορές με το ύψος ενός ανθρώπου. Κατά τη
διαισθητική περίοδο μπορεί να κατανοήσει κάποιες αιτιώδεις σχέσεις
μεταξύ ατόμων διαφορετικής ηλικίας, π.χ. ότι ο πατέρας γεννήθηκε
πριν από το παιδί, ωστόσο εξακολουθεί να συνδέει την ηλικία με το
ύψος.172
Γ’: περίοδος της συγκεκριμένης λειτουργικής σκέψης (7ο – 12ο έτος). Η
περίοδος αυτή ονομάζεται λειτουργική, διότι η λογική του παιδιού έχει
εξελιχθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε να επεξεργάζεται με συνέπεια τα
ερεθίσματα του περιβάλλοντός του και έτσι να είναι ικανή να
λειτουργεί ως ένα οργανωμένο ενιαίο σύστημα.173 Οι σχέσεις αιτίας
και αιτιατού ξεκαθαρίζουν πλέον στην ηλικία αυτή. Το παιδί μπορεί
να βγάλει ασφαλή λογικά συμπεράσματα, χωρίς να περιπίπτει σε
οποιεσδήποτε συγχύσεις. Ωστόσο, ο λογικός συλλογισμός του παιδιού
που βρίσκεται στο στάδιο αυτό ανάπτυξης της νόησης, στηρίζεται
μόνο στα αντικείμενα που εμπίπτουν άμεσα στις αισθήσεις του. Το
παιδί μπορεί να σκέφτεται με λογική συνέπεια μόνο αναφορικά με
πράγματα που μπορεί να αντιληφθεί άμεσα.174 Αυτός είναι και ο
λόγος για τον οποίο η σκέψη του παιδιού χαρακτηρίζεται κατά την
περίοδο αυτή ως συγκεκριμένη, διότι αναφέρεται σε συγκεκριμένα
δηλ. αισθητά πράγματα.
Δ’: περίοδος της τυπικής λειτουργικής σκέψης (12ο – 16ο έτος). Ο
σκόπελος που ανάγκαζε τα παιδιά του προηγούμενου σταδίου να
περιορίζουν τη σκέψη τους μόνο σε συγκεκριμένα πράγματα,
υπερβαίνεται στο τέταρτο στάδιο ανάπτυξης της νόησης. Το παιδί
αρχίζει να γίνεται σιγά‐σιγά έφηβος. Η σκέψη τελειοποιείται καθώς
αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα όχι όπως είναι αλλά όπως θα
μπορούσε να είναι.175 Η σκέψη δεν περιορίζεται μόνο στο
συγκεκριμένο αλλά επεκτείνεται και σε αφηρημένα πράγματα τα
οποία προσεγγίζει διατυπώνοντας υποθέσεις176 και ελέγχοντας κατά
πόσο είναι λογικά ορθές. Κυρίαρχο γνώρισμα της περιόδου αυτής
172 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 288.
173 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 294.
174 Jean Piaget / B. Inhelder, Η ψυχολογία του παιδιού, ό.π., σελ. 102.
175 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 306.
176 Jean Piaget / B. Inhelder, Η ψυχολογία του παιδιού, ό.π., σελ. 111.
353
177 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 307.
178 Δ. Πνευματικού 1998, σελ. 58.
179 Δ. Πνευματικού 1998, σελ. 59.
180 Δ. Πνευματικού 1998, σελ. 59.
354
άλλο. Καινούρια ερευνητικά δεδομένα έφεραν στο φως το γεγονός ότι
αφενός μεν δεν υφίσταται κάποια συγκεκριμένη ηλικία κατά την
οποία το παιδί μεταβαίνει από το ένα στάδιο στο άλλο, αφετέρου δε οι
ικανότητες δεν εξελίσσονται όλες με τον ίδιο ρυθμό αλλά ακολουθούν
ενίοτε παράλληλες ανεξάρτητες πορείες.181
Μία πολύ δυναμική τροποποίηση και αναθεώρηση του μοντέλου του
Piaget επιχειρήθηκε από τους Δημητρίου και Ευκλείδη. Οι δύο αυτοί
νεοπιαζετιανοί επιστήμονες ουσιαστικά ανέπτυξαν μία εντελώς
καινούρια θεωρία για την ανάπτυξη της ανθρώπινης νόησης, που
ονομάστηκε θεωρία του εμπειρικού βιωματικού δομισμού (experiential
structuralism).182 Η θεωρία αυτή εξηγεί το λόγο για τον οποίο το
γνωστικό σύστημα του ανθρώπου δημιουργεί ιδιαίτερες νοητικές
δομές, ενώ παράλληλα περιγράφει το διαφορετικό περιεχόμενο των
επιμέρους δομών προτείνοντας και ένα μοντέλο ερμηνείας που αφορά
στο ρυθμό και στο χρόνο εμφάνισης των αναπτυξιακών αλλαγών.183
Ένα δεύτερο στοιχείο της θεωρίας του Piaget, άξιο ιδιαίτερου
προβληματισμού, είναι το γεγονός ότι η ανάπτυξη της ανθρώπινης
σκέψης παρουσιάζεται ως μία ανοδική πορεία του νου, που ξεκινάει
από τα ανώριμα επίπεδα της λογικής σκέψης και κορυφώνεται στα
ανώτερα επίπεδα λογικότητας. Σύμφωνα με αυτή την εξελικτική
πορεία ο τέλεια αναπτυγμένος νοητικά νους θεωρείται εκείνος που
έχει αποβάλει κάθε μαγική, ανιμιστική, ανθρωπομορφική αλλά και
θρησκευτική αντίληψη, και χρησιμοποιεί με συνεπή τρόπο μόνο το
λογικό συλλογισμό, ελέγχοντας την ορθότητα των πληροφοριών που
λαμβάνει μέσω του πειράματος και της επαλήθευσης.184 Η γνωστική
ωριμότητα είναι μία κατάσταση όπου όλα τα αυθόρμητα, προλογικά
και προεννοιολογικά στοιχεία της παιδικής ηλικίας αποβάλλονται,
για να κυριαρχήσει η μοναδική πηγή γνώσης του ανθρώπου, που δεν
είναι άλλος παρά ο ορθός λόγος.
181 Δ. Πνευματικού 1998, σελ. 67.
182 A. Demetriou / A. Efklides / M. Platsidou, The architecture and dynamics of
developmental mind: Experiential structuralism as a frame for unfying cognitive development
theories, στο περιοδικό: Mongraphs of the Society for Research in Child Development,
58 (5, Serial No. 234)
183 Δ. Πνευματικού 1998, σελ. 71.
184 Ε. Περσελή 2000, σελ. 116.
355
Η θέση αυτή αμφισβητήθηκε έντονα από τον L. Vygotsky, ο οποίος
υποστήριξε πως οι αυθόρμητες έννοιες των πρώτων σταδίων
ανάπτυξης δεν εξαλείφονται για να δώσουν τη θέση τους στις
επιστημονικές έννοιες, αλλά τουναντίον και οι δύο μορφές σκέψης
βρίσκονται σε μία σχέση συνεχούς αλληλεπίδρασης. Αυτό πρακτικά
σημαίνει δύο πράγματα: α. ότι η εμφάνιση των επιστημονικών
εννοιών επηρεάζει και διαφοροποιεί τις αυθόρμητες έννοιες, και β. ότι
οι επιστημονικές έννοιες δεν προκύπτουν αυτόματα μέσω μόνο της
διδασκαλίας αλλά ταυτόχρονα γεννιούνται μέσα από το ήδη υπάρχον
εννοιολογικό δυναμικό που διαθέτει το παιδί.185 Οι σχέση μεταξύ
αυθόρμητων και επιστημονικών εννοιών δεν είναι σχέση
ανταγωνισμού αλλά αμοιβαίας δράσης.
Να σημειώσουμε όμως ότι η στάση αυτή του Piaget, να θεωρεί
ύψιστο επίπεδο νοητικής ανάπτυξης τον εξοβελισμό κάθε μαγικού
προεννοιολογικού στοιχείου, συνδέεται τόσο με τη βιογραφία του όσο
και με τη βιοθεωρία του. Ο πατέρας του ήταν ένας ειδήμων της
ιστορίας του μεσαίωνα και των νεότερων χρόνων, ενώ στο
θρησκευτικό τομέα αδιάφορος και απομακρυσμένος από τη
λατρευτική ζωή της εκκλησίας. Η μητέρα του όμως ήταν μια πάρα
πολύ πιστή οπαδός του Προτεσταντισμού, και ήθελε με κάθε τρόπο ο
γιος της να γαλουχηθεί στα νάματα της προτεσταντικής κατήχησης.186
Αυτό θα τον οδηγήσει σε μια προσπάθεια συμβιβασμού μεταξύ
ορθολογισμού και θρησκευτικής εμπειρίας. Ως έφηβος ο Piaget βιώνει
τη μεγάλη αναστάτωση και το σοκ που επέφερε στις ψυχές των
περισσοτέρων ανθρώπων ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, κατά τον
οποίο οι μεγάλες αξίες της χριστιανικής Δύσης μάλλον είχαν
καταρρεύσει ολοκληρωτικά. Η προσωπική του αντίδραση απέναντι σε
αυτή την πνευματική αλλοτρίωση εκφράστηκε ως ένας προσωπικός
αγώνας για μία ηθική ανανέωση της διαλυμένης ηθικά κοινωνίας της
εποχής του. Έτσι αντιμετώπισε τη θρησκεία ως μία έκφραση
Ε. Περσελή 2000, σελ. 120‐121.
185
Anton Bucher (Unter Mitarbeit von Micha Brumlik und K. Helmut Reich),
186
ηθικότητας και την επιστήμη ως μοναδική πηγή της γνώσης.187 Για τον
Piaget, η θρησκεία έχει να προσφέρει στους ανθρώπους όχι ένα είδος
γνώσης αλλά ένα σύνολο ηθικών αξιών. Επομένως, ο υπερβατικός
Θεός της Βίβλου καθώς και όλα τα θαυμαστά έργα του δεν είναι
τίποτε άλλο παρά συμβολικές εκφράσεις που αρμόζουν στη
μυθολογική και παιδική φαντασία. Ο πραγματικός Θεός δεν είναι
υπερβατικός αλλά ενδοκοσμικός. Ο Θεός του ώριμου και αυτόνομου
ανθρώπου είναι η εσωτερίκευση των σπουδαίων ηθικών αξιών, οι
οποίες δίνουν νόημα και σκοπό στην ύπαρξή του.188 Με το σκεπτικό
αυτό ο Piaget κατόρθωσε τελικά να συνδυάσει την θρησκευτική
αδιαφορία του πατέρα του με την υπερβολική θρησκευτική εμμονή
της μητέρας του: θρησκεία και επιστήμη πρέπει να συμπορεύονται
δημιουργικά, η πρώτη για να ηθικοποιήσει τον άνθρωπο και να
οργανώσει ηθικά την κοινωνική συμβίωση, η δεύτερη για να
προσφέρει στον άνθρωπο τη γνώση του κόσμου.189
3.2.1.3. Η θεωρία του Ronald Goldman ως εφαρμογή της πιαζετιανής
θεωρίας στη μελέτη των σταδίων ανάπτυξης της θρησκευτικής σκέψης.
Η θεωρία του Piaget για τη νοητική ανάπτυξη αξιοποιήθηκε από τον
Ronald Goldman190 στην προσπάθειά του να ερευνήσει τον τρόπο με
τον οποίον τα παιδιά κατανοούν τις βιβλικές διηγήσεις.191 Σε παιδιά
ηλικίας 6 – 15 ετών διάβασε τρία κείμενα από την Αγία Γραφή: το
περιστατικό με την καιόμενη βάτο και τον Μωυσή, τη διάβαση της
Ερυθράς θάλασσας και τους πειρασμούς του Χριστού. Ο Goldmann,
μελετώντας την ανάπτυξη της θρησκευτικής σκέψης διέκρινε εκτός
από τα τρία βασικά στάδια του Piaget (προεννοιολογικό,
187 Anton Bucher, Psychographien religiöser Entwicklung, ό.π., σελ. 135.
188 Anton Bucher, Psychographien religiöser Entwicklung, ό.π., σελ. 132.
189 Anton Bucher, Psychographien religiöser Entwicklung, ό.π., σελ. 130.
190 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 111.
191 Για λεπτομέρειες βλ. τις μελέτες: α) Ronald Goldman, Religious Thinking from
Childhood to Adolescence, London 1964, β) Ronald Goldman, Readiness for Religion. A Basis
for Developmental Religious Education, London 1977.
357
192 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 282.
193 Χρήστου Βασιλόπουλου, Διδακτική του Μαθήματος των Θρησκευτικών,
Θεσσαλονίκη 2 1996, σελ. 58. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό με
τη συντομογραφία: «Χ. Βασιλόπουλου 1996».
194 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 282.
195 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 282.
2000, σελ. 262.
197 Χ. Βασιλόπουλου 1996, σελ. 58.
358
επιτυχία.198 Όταν το παιδί που βρίσκεται σε αυτό το στάδιο ερωτάται
«Για ποιο λόγο φοβήθηκε ο Μωυσής;» ίσως απαντήσει λέγοντας
«επειδή έτσι μάς το λέει η ιστορία».199
Γ’: Συγκεκριμένη θρησκευτική σκέψη (Από 7/8 ετών έως 13/14 ετών).
Στο στάδιο αυτό τα παιδιά μπορούν να οργανώσουν τη σκέψη τους
λογικά, αναφέρονται όμως μόνο σε συγκεκριμένα πράγματα που
εμπίπτουν άμεσα στις αισθήσεις τους. Είναι η φάση κατά την οποία οι
ανθρωπομορφικές και μυθικές αντιλήψεις διαδραματίζουν
σημαντικότατο ρόλο.200 Γι’ αυτό βλέπουμε στην παραπάνω ερώτηση
σχετικά με το λόγο για τον οποίο φοβήθηκε ο Μωυσής, όταν αντίκρισε
την καιόμενη βάτο, τα παιδιά απαντούν «επειδή ο Θεός είναι ένα
παντοδύναμο και φοβερό πρόσωπο».201 Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός
προσεγγίζεται ως ένα υπερφυσικό ον που διαθέτει εκπληκτικές
μαγικές δυνάμεις. Η θρησκευτικότητα κατά την περίοδο αυτή
διακρίνεται αφενός μεν για την εμμονή της στο επίπεδο των αισθητών
και άμεσα αντιληπτών αντικειμένων, και αφετέρου δε, για έναν
υλιστικό προσανατολισμό, που αποτυπώνεται στο περιεχόμενο των
προσευχών τους (ικανοποίηση υλιστικών επιθυμιών).202 Η
συγκεκριμένη λειτουργική σκέψη δεν αφήνει κανένα περιθώριο
υπέρβασης των ανθρωπομορφικών αντιλήψεων.
Δ’: Ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ συγκεκριμένης και αφηρημένης
θρησκευτικής σκέψης. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την
έντονη προσπάθεια των παιδιών να ξεπεράσουν την εμμονή τους στα
συγκεκριμένα πράγματα του περιβάλλοντος και να αναχθούν σε ένα
αφηρημένο επίπεδο αντίληψης.203 Χρησιμοποιούν τις θρησκευτικές
έννοιες χωρίς όμως και να κατανοούν πλήρως το νόημά τους.
Καταβάλλεται από την πλευρά των μαθητών αγώνας για να
παραμεριστούν οι ανθρωπομορφικές αντιλήψεις, οι οποίες μάλλον
198 Χ. Βασιλόπουλου 1996, 58.
199 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 282.
200 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 283.
201 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 283.
202 Ιωάννη Κογκούλη, Κατηχητική και Χριστιανική Παιδαγωγική, ό.π., σελ. 262. Στο
εξής θα παραπέμπουμε στο σύγγραμμα αυτό με τη συντομογραφία: «Ι. Κογκούλη
2000».
203 Χ. Βασιλόπουλου 1996, σελ. 59.
359
διαρκούν έως και το 13 έτος της ηλικίας τους.204 Ο Θεός κατανοείται ως
ένα μυθικό και υπερφυσικό ον που κατοικεί ψηλά στον ουρανό, ενώ οι
προσευχές αντί για υλιστικό αρχίζουν να αποκτούν έναν
αλτρουιστικό χαρακτήρα.205
Ε’: Αφηρημένη θρησκευτική σκέψη (Εμφανίζεται μετά το 13/14 έτος).
Εδώ πλέον απαλλάσσεται το παιδί από όλα τα εμπόδια που έθετε
μέχρι τώρα η συγκεκριμένη λειτουργική σκέψη και ξεκινάει να
διατυπώνει υποθέσεις, δηλ. να συλλαμβάνει την πραγματικότητα
στην αφηρημένη της διάσταση.206 Αποφασιστικό εχέγγυο στην
προσπάθειά αυτή του παιδιού είναι ο λογικός έλεγχος των υποθέσεων
αλλά και όλων των προτάσεων εν γένει.207 Η μεταφορική και
συμβολική σημασία των θρησκευτικών εννοιών είναι θέματα που
μπορεί πια να τα προσεγγίσει με ευκολία.208 Στο γνωστό ερώτημα που
αναφέρεται στον Μωυσή, το παιδί αυτής της ηλικίας ενδεχόμενως να
δώσει την ακόλουθη απάντηση: «επειδή ο Μωυσής ένιωσε το μεγαλείο
του Θεού».209 Η θρησκευτική εμπειρία των ανθρώπων δεν κατανοείται
πλέον μέσω στοιχείων της αισθητής πραγματικότητας· η θρησκευτική
εμπειρία είναι κάτι το βαθύτερο, εσωτερικό και πνευματικό.210
Ο Ronald Goldman μελετώντας την ανάπτυξη της θρησκευτικής
σκέψης των παιδιών κατέληξε σε τρία βασικά συμπεράσματα: α. η
αφηρημένη θρησκευτική σκέψη εμφανίζεται κατά δύο χρόνια
αργότερα σε σχέση με τη θεωρία του Piaget,211 β. αυτό δικαιολογείται
εν μέρει από το δευτερογενή χαρακτήρα της θρησκευτικής σκέψης,
από το γεγονός δηλ. ότι η θρησκευτική σκέψη επειδή είναι
αφηρημένη, οικοδομείται στις πρωτογενείς χειροπιαστές εμπειρίες
που αποκτάει το παιδί μέσω αντικειμένων της αισθητής
πραγματικότητας και τις οποίες επεξεργάζεται με αναλογικό τρόπο 212
204 Ι. Κογκούλη 2000, σελ. 263.
205 Ι. Κογκούλη 2000, σελ. 263.
206 Χ. Βασιλόπουλου 1996, σελ. 59.
207 Χ. Βασιλόπουλο 1996, σελ. 59.
208 Α. Κακαβούλη 1993, σελ. 283.
209 Α. Κακβούλη 1993, σελ. 283.
210 Ι. Κογκούλη 2000, σελ. 263.
211 Χ. Βασιλόπουλου 1996, σελ. 57.
212 Χ. Βασιλόπουλου 1996, σελ. 60.
360
π.χ. η συμβολική έννοια «Θεός πατέρας» κατανοείται σύμφωνα με τα
βιώματα που έχει δημιουργήσει το παιδί σχετικά με την έννοια της
πατρότητας. Με άλλα λόγια η αφηρημένη θρησκευτική σκέψη απαιτεί
μία καλή επεξεργασία των πληροφοριών κατά το στάδιο της
συγκεκριμένης λειτουργικής σκέψης. γ. Η θρησκευτική σκέψη
εξαρτάται όχι μόνο από το επίπεδο γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού
αλλά και από άλλους παράγοντες όπως είναι π.χ. η στάση των
γονέων απέναντι στη θρησκεία, η προσωπική συναισθηματική
κατάσταση του παιδιού απέναντι στα θρησκευτικά θέματα, οι
προσωπικές θρησκευτικές του εμπειρίες κ.ά.213
3.2.2. Η θεωρία των Fritz Oser και Paul Gmünder για την ανάπτυξη
της θρησκευτικής κρίσης.
Στις ενότητες που ακολουθούν θα μελετήσουμε μία αξιόλογη
έρευνα που εκπονήθηκε από τους χριστιανοπαιδαγωγούς Fritz Oser
και Paul Gmünder, με σκοπό να μελετήσουν τις εξελικτικές φάσεις
από τις οποίες διέρχεται η θρησκευτική σκέψη του ανθρώπου. Η
θεωρητική υποδομή του εγχειρήματός τους ανάγεται τόσο στη
γενετική επιστημολογία του Jean Piaget όσο και στην έρευνα του
Lawrence Kohlberg για τη μελέτη της ηθικής σκέψης του ανθρώπου.
Το γεγονός αυτό επιβάλλει, κατά τη γνώμη μας, να πούμε λίγα λόγια
για τα επιστημονικά θεμέλια των Oser και Gmünder, προτού
εκθέσουμε αναλυτικά τη θεωρία τους.
213 Χ. Βασιλόπουλου 1996, σελ. 62.
361
3.2.2.1. Τα επιστημονικά θεμέλια της θεωρίας των Oser / Gmünder: Jean
Piaget και Lawrence Kohlberg.
Η πιαζετιανή θεωρία για την νοητική ανάπτυξη του ανθρώπου
αποτέλεσε για τους Oser και Gmünder λυδία λίθος. Πιο συγκεκριμένα,
η ιδέα του Piaget για μία εξελικτική πορεία διαδοχικών σταδίων που
ακολουθεί η ανθρώπινη σκέψη, ήταν και η πηγή έμπνευσης για τους
εν λόγω επιστήμονες. Αν η σκέψη εξελίσσεται με βάση κάποιες δομές
που εναλλάσσονται από τις απλούστερες στις συνθετότερες, τότε θα
πρέπει να υπάρχουν κάποιες άλλες αντίστοιχες δομές οι οποίες θα
χαρακτηρίζουν το επίπεδο της θρησκευτικής σκέψης του ανθρώπου.
Ως εκ τούτου το βασικό ερευνητικό αντικείμενο των δύο επιστημόνων
ήταν η διερεύνηση των γνωστικών δομών που αναφέρονται σε
θρησκευτικά θέματα.214
Από τον Kohlberg οι Oser / Gmünder υιοθέτησαν αφενός μεν τον
τρόπο έρευνας μέσω των ηθικών διλημμάτων, αφετέρου δε την
αναπτυξιακή πορεία των 6 διαδοχικών σταδίων. Στο σημείο
οφείλουμε να αναφερθούμε εν συντομία στη θεωρία του Kohlberg,
έτσι ώστε ο αναγνώστης να κατανοήσει καλύτερα τη θεωρία των Oser
/ Gmünder.
O Kohlberg, για να μελετήσει την ηθική σκέψη, παράθεσε στους
συμμετέχοντες στην έρευνα (παιδιά και ενήλικες) κάποιες ιστορίες
στις οποίες καλούνταν να τοποθετηθούν απέναντι σε κάποιο ηθικό
δίλημμα, όπως π.χ. η περίπτωση ενός τίμιου ανθρώπου που για
οικονομικούς λόγους έπρεπε να κλέψει ένα πανάκριβο φάρμακο
προκειμένου να θεραπευθεί η γυναίκα του. Από τις απαντήσεις που
συγκέντρωσε ο Kohlberg διαπίστωσε ότι η σκέψη του ανθρώπου γύρω
από ηθικά ζητήματα ακολουθεί μία εξελικτική πορεία 6 σταδίων που
αντιστοιχούν σε τρία επίπεδα:215
214 Fritz Oser / Paul Gmünder, Der Mensch – Stufen seiner religiösen Entwicklung. Ein
strukturgenetischer Ansatz, Gütersloh 2 1988, σελ. 10. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο
σύγγραμμα αυτό με τη συντομογραφία: «Fritz Oser / Paul Gmünder 1988».
215 Αλεξάνδρου Κακαβούλη, Ηθική ανάπτυξη και αγωγή, Αθήνα 2 2003, σελ. 93‐101.
Βλ. επίσης: Ι. Κογκούλη 2000, σελ. 260‐262. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. τη
μελέτη: Lawrence Kohlberg, Moral stages and moralization: Cognitive‐developmental
362
approach, στο συλλογικό έργο: T. Lickona (Ed.), Moral Development Development and
behavior: Theory, research, and social issues, New York 1976.
363
από το πέμπτο και το έκτο στάδιο. Κατά το πέμπτο στάδιο ο
άνθρωπος αντιμετωπίζει τους νόμους της κοινωνίας ως προϊόν
συμφωνίας, γι’ αυτό και οι νόμοι παρουσιάζουν μια εκπληκτική
ποικιλομορφία από τόπο σε τόπο. Οι νόμοι πρέπει να τηρούνται όχι
γιατί είναι τέλειοι και ηθικοί αφ’ εαυτών, αλλά γιατί εξασφαλίζουν
μία ομαλή κοινωνική συμβίωση. Πρόκειται για το στάδιο της
κοινωνικής χρησιμότητας. Το έκτο στάδιο αντανακλάει την ανώτατη
μορφή ηθικής σκέψης του ανθρώπου. Τα άτομα του σταδίου αυτού
κρίνουν την ηθικότητα μίας πράξης με βάση τις πανανθρώπινες
ηθικές αξίες αλλά και την προσωπική ηθική τους συνείδηση. Κατά τον
Kohlberg λίγα άτομα κατορθώνουν να φτάσουν στο επίπεδο αυτό,
όπως π.χ. Ο Σωκράτης, ο Martin Luther King, η Αδερφή Τερέζα.
3.2.2.2. Η έννοια της θρησκευτικής κρίσης και τα στάδια ανάπτυξής της
κατά τους Fritz Oser και Paul Gmünder.
Πριν αναλύσουμε τα επιμέρους στάδια της εν λόγω θεωρίας, θα
πρέπει να αναφερθούμε σε κάποιες βασικές έννοιες τις οποίες
χρησιμοποιούν. Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε τη σημασία της
θρησκευτικής ανάπτυξης. Για τους Oser / Gmünder η θρησκευτική
ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα μίας αμοιβαίας σχέσης,
αλληλεπίδρασης και εξισορρόπησης μεταξύ δύο παραγόντων:216 α. του
ατόμου, συναποτελούμενου φυσικά από όλα τα ιδιαίτερα κοινωνικά,
βιογραφικά, γονιδιακά κτλ. γνωρίσματα που φέρει πάνω του, και β.
μίας έσχατης αναφοράς (das Letztgültige) που λειτουργεί απέναντι
στο άτομο ως μία ανώτατη δύναμη (das Ultimate) που νομιμοποιεί και
νοηματοδοτεί τις πράξεις του. Η δύναμη αυτή μπορεί να είναι ο Θεός
ή κάποια ιδέα στην οποία το άτομο προσδίδει την έννοια της
απολυτότητας.
Προκειμένου να μελετήσουν την αμοιβαία αυτή σχέση οι δύο
επιστήμονες εστίασαν το ενδιαφέρον τους στη διερεύνηση της
216 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 20.
364
217 Η λέξη «κρίση» στη συνάφεια αυτή χρησιμοποιείται με την έννοια της
διατύπωσης θέσης και άποψης απέναντι σε ένα ζήτημα.
218 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 30.
219 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 28.
220 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 30.
221 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 32.
365
θρησκευτικής κρίσης. Ειδικότερα, να σημειώσουμε ότι κατά τους Oser /
Gmünder το κάθε μεταγενέστερο στάδιο αναφορικά με το
προηγούμενο εκφράζει μία πιο ισορροπημένη σχέση μεταξύ των
προαναφερθέντων πόλων.222
Αυτό που πρέπει να αποσαφηνιστεί στη συνέχεια είναι η έννοια των
θρησκευτικών δομών. Οι Oser / Gmünder θεωρούν ότι υφίσταται
κάποια διαφορά μεταξύ δομών γνώσεως (Wissensstrukturen) και των
δομών βάθους που συνδέονται με τη θρησκευτική κρίση
(Tiefenstrukturen des religiösen Urteils).223 Οι πρώτες αναφέρονται σε
κάτι που μπορούμε να γνωρίσουμε και ενδεχομένως στο μέλλον να το
ξεχάσουμε. Απεναντίας οι δομές βάθους δεν εξαλείφονται, διότι
εκφράζουν τον τρόπο σκέψης και αντίληψης ενός ατόμου απέναντι σε
σημαντικά ζητήματα της ζωής. Ακριβώς αυτά τα ζητήματα
αποτελούν και τη γενεσιουργό αιτία εμφάνισης της θρησκευτικής
κρίσης. Θεμελιώδους σημασίας ζητήματα για την ανθρώπινη ζωή
είναι όλες εκείνες οι οριακές καταστάσεις στις οποίες ο άνθρωπος
αγωνίζεται να βρει ένα νόημα για να τις κατανοήσει σε βάθος. Η
προσπάθεια αυτή χαρακτηρίζεται ως επιτυχής αντιμετώπιση της
οριακότητας (Kontigenzbewältigung).224 Μέσω της προσπάθειας αυτής
ενεργοποιούνται οι δομές βάθους του θρησκευτικού συστήματος του
ατόμου με σκοπό να πάρει θέση και να διατυπώσει μια κρίση. Ας
λάβουμε όμως υπόψη μας ότι η αναζήτηση του νοήματος της ζωής
παραπέμπει σε μία στάση απέναντι στη ζωή και άρα συνδέεται άμεσα
με τη θρησκευτική διάσταση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η
θρησκευτική κρίση εμφανίζεται εκεί όπου ο άνθρωπος καλείται να
πάρει θέση απέναντι στα υπαρξιακά θέματα. Ωστόσο η κρίση αυτή
είναι προϊόν της ανθρώπινης σκέψης και οικοδομείται πάνω σε
κάποιες ιδιαίτερες γνωστικές δομές που ασχολούνται μόνο με τον
τρόπο αντιμετώπισης των υπαρξιακών ζητημάτων (kognitive
Strukturen der Wirklichkeitsbewätligung).225 Αυτές είναι οι λεγόμενες
γνωστικές θρησκευτικές δομές (kognitive religiöse Strukturen).
222 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 41.
223 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 41.
224 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 43‐47.
225 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 48.
366
Η ιδιαιτερότητα των γνωστικών θρησκευτικών δομών υπαγορεύεται
άμεσα από την ιδιαιτερότητα του θρησκευτικού προβληματισμού, ο
οποίος συνιστά έναν εντελώς ξεχωριστό τομέα της ανθρώπινης ζωής,
το περιεχόμενο του οποίου δεν εξαντλείται στην έννοια της ηθικής.226
Η ηθική απλώς υποβοηθεί τη φανέρωσή του. Οι γνωστικές
θρησκευτικές δομές είναι άλλου είδους από τις νοητικές δομές που
περιέγραψε ο Piaget. Οι Oser / Gmünder δανείζονται από τον Piaget
τον όρο «μητρικές δομές» (Mutter‐Struktur), δηλ. δομές οι οποίες δεν
προκύπτουν ως μετασχηματισμοί ή ως παράγωγα αλλά ως
δημιουργική πηγή άλλων δομών.227 Οι γνωστικές θρησκευτικές δομές
είναι μητρικές, και τούτο για δύο κυρίως λόγους: α. μέσω αυτών το
άτομο αναζητάει ένα καθολικό νόημα για την πραγματικότητα, και β.
μέσω αυτών το άτομο αναζητάει μία ανώτατη δύναμη, έναν ύστατο
λόγο ο οποίος παρέχει την καθολικότητα αυτή.228 Οι θρησκευτικές
δομές χαρακτηρίζονται ως γνωστικές διότι αντιστοιχούν κάθε φορά
και σε ένα ανάλογο επίπεδο σκέψης. Αυτό σημαίνει ότι λειτουργικές
επιχειρήσεις και έργα (με την πιαζετιανή σημασία) δεν έχουμε μόνο
στο χώρο των μαθηματικών και των επιστημών γενικότερα, αλλά και
στο χώρο της θρησκείας: η αναζήτηση νοήματος για τη ζωή είναι ένα
κατεξοχήν γνωστικό έργο, ιδιαίτερης βέβαια μορφής, στο οποίο ο
άνθρωπος επιστρατεύει τις γνωστικές θρησκευτικές του δομές.
Έτσι λοιπόν, αν ο Piaget ενδιαφέρεται για τη γνωστική σχέση
υποκειμένου/ανθρώπου και αντικειμένου/περιβάλλοντος, αν ο
Kohlberg αναλύει την ηθική σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους, τότε
οι Oser / Gmünder επικεντρώνουν το ενδιαφέρουν τους στη μελέτη της
αλληλεπίδρασης μεταξύ ανθρώπου και ανώτατης δύναμης.229
Η αλληλεπίδραση αυτή διαμορφώνεται με βάση την ισορροπία
μεταξύ των 7 ζευγών πόλων που αναφέραμε παραπάνω. Η
οποιαδήποτε διαφοροποίηση συνεπάγεται και τη μετάβαση σε ένα
καινούριο στάδιο. Χαρακτηριστικό στοιχείο του κάθε σταδίου είναι η
226 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 58.
227 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 61.
228 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 63.
229 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 69.
367
230 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 71. Βλ. επίσης: Friedrich Schweitzer 2004, σελ.
118.
368
άτομα που είχαν λάβει μέρος στην έρευνα. Θα αναφερθούμε στο
δίλημμα του Παύλου (Paul‐Dilemma), όπως ονομάζεται από τους Oser
/ Gmünder.231 Ο Παύλος είναι ένας νέος γιατρός από την Ελβετία, που
σχετίζεται με μία γυναίκα, στην οποία και υποσχέθηκε ότι θα την
παντρευτεί. Πριν από τον επικείμενο γάμο τους ο Παύλος
πραγματοποιεί μόνος του ένα ταξίδι στην Αγγλία, που του το
προσφέρουν οι γονείς του, επειδή αποφοίτησε από την ιατρική σχολή.
Κατά τη διάρκεια της πτήσης ο κινητήρας παρουσιάζει σοβαρή βλάβη
και το αεροπλάνο αρχίζει να πέφτει. Τότε ο Παύλος γεμάτος αγωνία
και φόβο αρχίζει να προσεύχεται. Υπόσχεται στον Θεό ότι, εάν
γλυτώσει από το θάνατο, θα αφιερώσει όλη του την ιατρική καριέρα
στις τριτοκοσμικές χώρες της Αφρικής, προσφέροντας αφιλοκερδώς
τις υπηρεσίες του στους δύστυχους ανθρώπους των υποανάπτυκτων
χωρών. Μάλιστα θα ζητήσει από τη μέλλουσα γυναίκα του να τον
ακολουθήσει, ειδάλλως δεν θα την παντρευτεί. Τελικά το αεροπλάνο
συντρίβεται αλλά ο Παύλος – ω του θαύματος! – επιβιώνει. Λίγες
μέρες μετά από το συνταρακτικό αυτό γεγονός, ο Παύλος επιλέγεται
ανάμεσα σε πολλούς άλλους συναδέλφους του να αναλάβει μία
σημαντική θέση σε κάποια κλινική, κάτι που θα του εξασφαλίσει ένα
λαμπρό μέλλον. Ωστόσο, ο Παύλος τότε θυμάται την προσευχή του
μέσα στο αεροπλάνο και την υπόσχεση που είχε δώσει στον Θεό. Το
δίλημμα είναι: τι θα πρέπει να κάνει ο Παύλος; Να τηρήσει την
υπόσχεσή του και να εγκαταλείψει τη μέλλουσα γυναίκα του και τη
λαμπρή του σταδιοδρομία ή να ξεχάσει την υπόσχεσή του κάνοντας
σαν να μη συνέβη τίποτε;
Το παραπάνω δίλημμα τέθηκε στους εξεταζόμενους. Από τις
απαντήσεις που έδωσαν οι Oser / Gmünder συγκρότησαν έναν πίνακα
6 σταδίων που αντιστοιχούν στις διαδοχικές φάσεις ανάπτυξης της
θρησκευτικής κρίσης. Να σημειώσουμε μόνο ότι υπάρχει και κάποιο
μηδενικό στάδιο (Stufe O) το οποίο χαρακτηρίζεται ως αθρησκευτική
στάση, επειδή το παιδί, απόλυτα εγωκεντρικό και μην μπορώντας να
διακρίνει κάποιον άλλο ρυθμιστικό παράγοντα της ζωής του έξω από
231 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 119.
369
τον εαυτό του, αδυνατεί να κατανοήσει την έννοια της απόλυτης
δύναμης (das Ultimate).232
Α’ στάδιο: Απόλυτη Ετερονομία, απόλυτη εξουσία της ανώτατης
δύναμης, κατανόηση του Θεού ως από μηχανής Θεού (Deus ex machina).233
Μία χαρακτηριστική απάντηση που συγκαταλέγεται στο στάδιο ήταν
και η ακόλουθη: «Ο Παύλος οφείλει να πάει στην Αφρική – διότι είχε
πει στον Θεό ότι θα πήγαινε στην Αφρική και ότι δεν θα έμενε πια
στην Ελβετία. […] Δεν θα ήταν σωστό να αθετήσει την υπόσχεσή του
απέναντι στον Θεό».234 Το παιδί αντιλαμβάνεται ότι η ζωή του
κατευθύνεται από μία ανώτατη δύναμη που βρίσκεται έξω από τον
εαυτό του. Η δύναμη αυτή διαχωρίζεται σαφώς από την αυθεντία των
γονιών και των δασκάλων. Η στάση του παιδιού είναι καθαρά
παθητική, εφόσον το μόνο που έχει να κάνει είναι να υπακούει
απόλυτα στις εντολές της ανώτατης δύναμης. Η πρόοδος σε σχέση με
το μηδενικό στάδιο εντοπίζεται στην ανακάλυψη εκ μέρους του
παιδιού μιας μεγάλης και απόλυτης δύναμης, η οποία μπορεί να
ρυθμίζει τη ζωή του.
Β’ στάδιο: Σχέση δούναι και λαβείν (Du ut des – Perspektive).235 Μία από
τις απαντήσεις που εκφράζουν το στάδιο αυτό είναι και η ακόλουθη:
«Ναι, ο Παύλος πρέπει να κρατήσει την υπόσχεσή του· άλλωστε ο
Θεός τον είχε σώσει. Μπορεί μάλιστα ο Θεός να τον είχε σώσει, γιατί
ήταν αγαπητός σε αυτόν. Ο Παύλος δεν είχε κάνει πολλές κακές
πράξεις. Εάν δηλαδή είμαστε σωστοί απέναντι στον Θεό, τότε ο Θεός
θα μας βοηθήσει ενδεχομένως και στο μέλλον. […] Εάν ο Θεός μάς
βοηθάει στις δύσκολες στιγμές μας, τότε μπορούμε και εμείς κάποτε
να κάνουμε κάτι γι’ αυτόν».236 Το παιδί του σταδίου αυτού
αντιμετωπίζει τον Θεό ως μία ανώτατη δύναμη, η οποία όμως μπορεί
να επηρεαστεί θετικά είτε από μία ορθή συμπεριφορά του ανθρώπου
είτε από την προσευχή είτε από τάματα. Σε σχέση με το προηγούμενο
232 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 81.
233 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 81‐84.
234 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 131. Την απάντηση αυτή έδωσε ένα κορίτσι 8
ετών.
235 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 84‐86.
236 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 136. Την απάντηση αυτή έδωσε ένα αγόρι 9
ετών.
370
237 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 86‐89.
238 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 143. Την απάντηση αυτή έδωσε ένας έφηβος
17 ετών.
239 Σωκράτη Γκίκα, Λεξικό εννοιών γενικής παιδείας, Αθήνα 1995, σελ. 339, λήμμα:
«Ντεϊσμός».
240 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 89‐91.
371
απαντήσεις που αντιστοιχούν στο Δ’ στάδιο είναι η εξής: «Θα έλεγα
απλά ότι το να πιστέψει και να δοθεί κανείς αυτεξούσια στον Θεό
είναι βασική προϋπόθεση για μία γνήσια θρησκευτική στάση ζωής.
[…] Με αυτήν την έννοια θα απαντούσα ότι ο Παύλος πρέπει να πάει
στην Αφρική· εάν όντως πιστεύει στον Θεό, τότε προκύπτουν αβίαστα
ορισμένες υποχρεώσεις, οι οποίες όμως πηγάζουν περισσότερο από
μία εσωτερική ανάγκη καθώς και από την ίδια την ελευθερία του
ανθρώπου να επιλέγει υπεύθυνα αυτό που πραγματικά θέλει στη ζωή
του».241 Το άτομα του σταδίου αυτού επανασυνάπτουν και πάλι
σχέσεις εξάρτησης και αποδοχής απέναντι σε μία ύψιστη δύναμη. Ο
Θεός παρουσιάζεται ως εκείνος ο παράγοντας που δίνει στον
άνθρωπο τη δύναμη να αποφασίζει και να ενεργεί ελεύθερα. Επίσης,
ο Θεός δεν επιδράει άμεσα στον άνθρωπο αλλά έμμεσα· έτσι
εμφανίζεται ως ανώτατη δύναμη που δημιουργεί τους νόμους της
φύσης, ως ανώτατη δύναμη που δίνει νόημα στην πορεία του
πολιτισμού, ως ανώτατη δύναμη που προσφέρει στον άνθρωπο την
ικανότητα να αγαπάει. Η πρόοδος έναντι του 3ου σταδίου συνίσταται
στο ότι ο άνθρωπος είναι πλέον σε θέση να ελέγχει την απολυτότητα
της αυτονομίας του, δηλ. κατανοεί ότι ως άτομο δεν είναι πλέον σε
θέση να δώσει μια απάντηση βασιζόμενος στις δικές του εμπειρίες.
Έχει ανάγκη ένα σημείο αναφοράς έξω από αυτόν. Γι’ αυτό και η
αυτονομία του 4ου σταδίου είναι περιορισμένη. Ο άνθρωπος μπορεί να
κάνει πολλά πράγματα, έχοντας συνείδηση των πράξεών του και
δυνατότητα επιλογής. Ωστόσο, όλα αυτά εντάσσονται σε ένα θεϊκό,
προκαθορισμένο σχέδιο επιλογών και δυνατοτήτων, το οποίο και
θέτει όρια στην ανθρώπινη δράση ή – ορθότερα – αποτελεί την
κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης δράσης.
Ε’ στάδιο: Συνύπαρξη άμεσης θρησκευτικής εμπειρίας και ύψιστης
θρησκευτικής αυτονομίας.242 Το στάδιο αυτό οι Oser / Gmünder δεν
μπόρεσαν να το εντοπίσουν σε κανέναν εξεταζόμενο. Μόνο οι άγιοι,
οι σοφοί και οι μεγάλοι διανοητές ενδεχομένως να ενσαρκώνουν τα
ποιοτικά γνωρίσματα του σταδίου αυτού. Οι Oser και Gmünder
241 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 148‐149. Την απάντηση αυτή έδωσε ένας
ενήλικας 53 ετών.
242 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 92‐94.
372
243 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 156.
373
Στ’ στάδιο: Η ανώτατη δύναμη ως απόλυτο νόημα της ζωής του
ανθρώπου. Το στάδιο αυτό έχει έναν υποθετικό χαρακτήρα.244
Εμπειρικά παραδείγματα ανθρώπων που βρίσκονται στο στάδιο αυτό
δεν αναφέρονται. Οι Oser / Gmünder με το 6ο στάδιο απλώς θέλουν να
δείξουν ένα ύστατο σημείο ολοκλήρωσης της θρησκευτικής
ανάπτυξης, που μάλλον προσδιορίζεται από θεολογικά παρά
εμπειρικά δεδομένα. Το 6ο στάδιο εκφράζει μία ποιοτική
διαφοροποίηση σε σχέση με το 5ο ως προς το ότι η ανώτατη δύναμη
δίνει νόημα όχι μόνο στην ελεύθερη διαπροσωπική επικοινωνία του
ανθρώπου αλλά και σε κάθε πτυχή της ζωής του. Ο Θεός είναι το
νόημα της ευτυχίας αλλά και της δυστυχίας, της οποιασδήποτε
αδυναμίας του ανθρώπου και της αγάπης. Η επικοινωνία του
ανθρώπου διαμορφώνεται ως άμεσο αποτέλεσμα της εμπειρίας που
βιώνει στη σχέση του με τον Θεό.
Όσον αφορά τώρα στις ηλικίες κατά τις οποίες εμφανίζονται τα
επιμέρους στάδια, δεν υπήρξε δυνατόν από πλευράς των ερευνητών
να εξάγουν κάποιες ομαδοποιήσεις.245 Ωστόσο, μπορούμε να πούμε ότι
τα δύο πρώτα στάδια εμφανίζονται συνήθως στην παιδική ηλικία
χωρίς αυτό να είναι απόλυτο. Το τρίτο στάδιο μπορεί να παρατηρηθεί
είτε στην εφηβεία246 είτε σε μεταγενέστερες ηλικίες. Οι ηλικίες των
υπολοίπων σταδίων επίσης ποικίλουν.247
244 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 94‐96.
245 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 131.
246 Friedrich Schweitzer / Anton Bucher, Schwierigkeiten mit Religion zur subjektiven
Wahrnehmung religiöser Entwicklung, στο συλλογικό έργο: Anton Bucher / K. Helmut
Reich (Hrsg.), Entwicklung von Religiosität. Grundlagen. Theorieprobleme. Praktische
Anwendung, Freiburg (Schweiz) 1989, σελ. 141.
247 Για τις ηλικίες των ατόμων που συμμετείχαν στην έρευνα των Oser / Gmünder
καθώς και για ενδεικτικές απαντήσεις πάνω στα διλήμματα που τους έθεσαν βλ.
Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 131‐158 και 174‐201.
374
3.2.2.3. Ενστάσεις απέναντι στη θεωρία των Oser και Gmünder.
Η θεωρία των Oser και Gmünder δεν έγινε εξολοκλήρου αποδεκτή.
Διατυπώθηκαν κατά καιρούς κάποιες ενστάσεις που αφορούν τόσο το
αποτελέσματα της έρευνάς τους όσο και το ιδεολογικό υπόβαθρο
πάνω στο οποίο οικοδόμησαν τη θεωρία τους.
Μία πρώτη και βασική ένσταση έχει να κάνει με το κατά πόσο το
δίλημμα του Παύλου έχει επαφή με την πραγματικότητα. Είναι άραγε
τόσο συχνά τα γεγονότα που περιγράφει η ιστορία του νεαρού
γιατρού από την Ελβετία; Δεν θα ήταν επιστημονικά ορθό να
καταγραφούν τα στάδια ανάπτυξης της θρησκευτικής σκέψης με
βάση ένα γεγονός που αποτελεί κατά το μάλλον ή ήττον εξαίρεση για
τα ανθρώπινα δεδομένα.248
Ακόμη, πολλά ερωτηματικά δημιούργησαν τα ποιοτικά γνωρίσματα
του τρίτου σταδίου, κατά το οποίο το άτομο διαχωρίζει εντελώς τη
θέση του από την απόλυτη δύναμη και έτσι ανεξαρτητοποιείται. Το
ερώτημα είναι, σε τι συνίσταται η πρόοδος ως προς την ανάπτυξη της
θρησκευτικής σκέψης; Αν το τρίτο στάδιο εκφράζει την αποδέσμευση
του ανθρώπου από την ανώτατη δύναμη, τότε η κατάσταση αυτή της
αμφισβήτησης σε τι είδους θρησκευτικότητα μπορεί να αντιστοιχεί;
Για ορισμένους ανθρώπους το τρίτο στάδιο της θρησκευτικής κρίσης
σηματοδοτεί και το τέλος της θρησκευτικής τους ανάπτυξης. Πώς
λοιπόν είναι δυνατόν από τη μια να έχουμε πρόοδο ως προς την
ανάπτυξη της θρησκευτικής σκέψης, και συγχρόνως το τέλος της
θρησκευτικότητας;
Κατά τους Friedrich Schweitzer και Anton Bucher χρειάζεται να γίνει
στο σημείο αυτό μία σαφής διάκριση μεταξύ λογικών επιχειρήσεων
πρώτης και δεύτερης τάξεως (Operationen erster und zweiter
Ordnung).249 Αν οι επιχειρήσεις πρώτης τάξεως αντιστοιχούν στις
νοητικές διεργασίες, τότε οι επιχειρήσεις δεύτερης τάξεως εκφράζουν
ένα είδος μεταγνώσης (Metakognition), δηλ. υιοθέτηση μιας
προσωπικής στάσης απέναντι στο αντικείμενο της γνώσης. Αν η
Friedrich Schweitzer 2004, ό.π., σελ. 134.
248
Wahrnehmung religiöser Entwicklung, ό.π., σελ. 142.
375
250 Friedrich Schweitzer / Anton Bucher, Schwierigkeiten mit Religion zur subjektiven
Wahrnehmung religiöser Entwicklung, ό.π., σελ. 142.
251 Friedrich Schweitzer / Anton Bucher, Schwierigkeiten mit Religion zur subjektiven
Wahrnehmung religiöser Entwicklung, ό.π., σελ. 144.
376
252 Fritz Oser, Genese und Logik der Entwicklung des religiösen Bewusstseins: Eine
Entgegnung auf Kritiken, στο συλλογικό έργο: Karl Ernst Nipkow / Friedrich Schweitzer
/ James W. Fowler (Hrsg.), Glaubensentwicklung und Erziehung, Gütersloh 1988, σελ. 79.
253 Clark Power, Harte oder weiche Stufen der Entwicklung des Glaubens und des religiösen
Urteils? Eine Piagetsche Kritik, στο συλλογικό έργο: Karl Ernst Nipkow / Friedrich
Schweitzer / James W. Fowler (Hrsg.), Glaubensentwicklung und Erziehung, ό.π., σελ. 110.
254 Clark Power, Harte oder weiche Stufen der Entwicklung des Glaubens und des religiösen
Urteils?, ό.π., σελ. 112.
255 Clark Power, Harte oder weiche Stufen der Entwicklung des Glaubens und des religiösen
Urteils?, ό.π., σελ. 122.
256 Clark Power, Harte oder weiche Stufen der Entwicklung des Glaubens und des religiösen
Urteils?, ό.π., σελ. 117‐118.
377
κρίσης.257 Θα ήταν δυνατόν να διερευνηθούν και άλλες πτυχές που
αφορούν στην ύπαρξη του ανθρώπου καθώς και στη θρησκευτική του
αυτοσυνειδησία.258 Επίσης η θεωρία των Oser / Gmünder αν και
περιορίζεται στο επίπεδο των συμπαγών δομών, εντούτοις δεν θα
ήταν επιστημονικά γόνιμο να προσεγγίσει τη θρησκευτική διάσταση
μέσω των δομών που ενεργοποιούνται για την επίλυση προβλημάτων.
Η φύση του αντικειμένου της θρησκείας είναι τέτοια που δεν μας
επιτρέπει να δούμε τη θρησκευτική σφαίρα ως ένα πρόβλημα που
ζητεί την επίλυσή του. Η ανώτατη δύναμη (das Ultimate) ή ο Θεός δεν
μπορούν να εξομοιωθούν με τα αντικείμενα του φυσικού μας
περιβάλλοντος και που επιδρούν στον άνθρωπο κατά την οργάνωση
της σκέψης του σύμφωνα με τα πιαζετιανά πρότυπα.259
Μία άλλη ένσταση σχετίζεται με την ελλιπή αναφορά στην
λατρευτική διάσταση της θρησκευτικότητας. Στην εν λόγω θεωρία
μόνο στα πρώτα δύο στάδια ο άνθρωπος κατανοεί τον Θεό ως μία
υπερφυσική δύναμη που διαθέτει μαγικές ιδιότητες. Μάλιστα στο
δεύτερο στάδιο μπορεί μέσω ενός λατρευτικού τυπικού π.χ. της
προσευχής να επηρεάσει θετικά την στάση του Θεού απέναντί του.
Αυτό συμβαίνει διότι στο ζεύγος των πόλων «ανερμήνευτο, γεμάτο
μυστήριο και λειτουργικό που εμπίπτει άμεσα στις αισθήσεις»
(Unerklärliches‐Magisches und funktional Durchschaubares) υπερισχύει
ο πρώτος, δηλ. το μαγικό και μυστηριακό στοιχείο. Από το τρίτο μέχρι
το έκτο στάδιο δεν γίνεται κανένας λόγος για την παρουσία του
μαγικού, μυστηριακού και λατρευτικού στοιχείου ή – με άλλη
διατύπωση – του τελετουργικού και της ιεροτελεστίας (= Ritual). Και
τούτο διότι η ανάπτυξη των γνωστικών θρησκευτικών δομών
απελευθερώνει διαδοχικά τον άνθρωπο από κάθε μορφή ανιμισμού,
ανθρωπομορφισμού, μαγείας και μυσταγωγίας. Στο σημείο αυτό ο
Hans‐Günter Heimbrock εκφράζει βάσιμες αμφιβολίες, για το κατά
πόσον απουσιάζουν πραγματικά οι μορφές τελετουργικού στα
257 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 132.
258 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 135.
259Clark Power, Harte oder weiche Stufen der Entwicklung des Glaubens und des religiösen
Urteils? Eine Piagetsche Kritik, ό.π., σελ. 122.
378
260 Hans‐Günter Heimbrock, Religiöse Entwicklung und die rituelle Dimension, στο
συλλογικό έργο: Karl Ernst Nipkow / Friedrich Schweitzer / James W. Fowler (Hrsg.),
Glaubensentwicklung und Erziehung, ό.π., σελ. 195.
261 Hans‐Günter Heimbrock, Religiöse Entwicklung und die rituelle Dimension, ό.π., σελ.
199.
262 Αναλυτικότερα βλ. τη μελέτη: Mary Douglas, Ritual, Tabu und Körpersymbolik:
263 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 138.
380
264 James W. Fowler, Stufen des Glaubens: die Psychologie der menschlichen Entwicklung und
die Suche nach Sinn, Gütersloh 1991, σελ. 26. Στο εξής θα παραπέμπουμε στο
σύγγραμμα αυτό με τη συντομογραφία: „James W. Fowler 1991“.
381
Για να συνθέσει με μεγαλύτερη ακρίβεια την έννοια της πίστης, ο
Fowler καταφεύγει σε τρεις άλλους επιστήμονες που ασχολήθηκαν
επίσης με το ίδιο θέμα. Η πρώτη αναφορά γίνεται στον Γερμανό
θεολόγο Paul Tillich, σύμφωνα με τον οποίο η αξία «Θεός»
αντιπροσωπεύει όλα αυτά τα πράγματα που μάς αφορούν άμεσα,
δηλ. όλα αυτά που είναι θεμελιώδους σημασίας για την πορεία της
ζωής μας και για το περιεχόμενο της υπάρξεώς μας.265 Μέσα από
αυτήν την οπτική γωνία η πίστη είναι μία πανανθρώπινη ανάγκη που
δεν σχετίζεται με συγκεκριμένες θρησκείες αλλά εξάπαντος με τις
υπαρξιακές ανησυχίες του ανθρώπου.
Η δεύτερη αναφορά γίνεται στον ιστορικό των θρησκειών Wilfred
Cantwell Smith, ο οποίος προτείνει μία τυπολογία κατά την οποία
γίνεται διάκριση μεταξύ τριών εννοιών, που φαίνεται να έχουν ένα
παρεμφερές περιεχόμενο: religion, faith, belief.266 H έννοια „faith“
(=πίστη) αποδίδεται στα γερμανικά με τον όρο „Glaube“, εκφράζει
κάτι πολύ προσωπικό και δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος
ή μία ομάδα ανθρώπων συνδέεται με το υπερβατικό. Η έννοια
„religion“ (=θρησκεία) αποδίδεται στα γερμανικά με τον όρο
„Religion“, είναι κάτι γενικότερο και δηλώνει όλες εκείνες τις
ιστορικές μορφές έκφρασης και αποτύπωσης της πίστης· όταν η πίστη
ως προσωπικό βίωμα ενσαρκώνεται μέσα στα ανθρώπινα σχήματα
της ιστορίας τότε δημιουργείται η θρησκεία. Τέλος η έννοια „belief“
(=ομολογία) αποδίδεται στα γερμανικά με τον όρο „Glaubensinhalte“
και δηλώνει το περιεχόμενο της διδασκαλίας μία θρησκείας. Μάλιστα,
ο Fowler αναφέρει την εξής παρατήρηση του Smith: η γερμανική λέξη
„Glaube“ έχει κοινή ετυμολογική ρίζα με τις αρχαίες αγγλικές λέξεις
„loef“ και „liof“ οι οποίες σχετίζονται με το αγγλικό επίσης ρήμα
„geleofan“ που στα γερμανικά μεταφράζεται με το ρήμα „lieben“
(=αγαπώ) ή με τη περιφραστική έκφραση „als liebenswürdig ansehen“
(=θεωρώ κάτι άξιο της αγάπης μου).267 Βλέπουμε λοιπόν ότι η
ετυμολογική ρίζα της γερμανικής λέξης „Glaube“ (=πίστη) δεν
265 Βλ. τη μελέτη: Paul Tillich, Dynamics of Faith, New York 1957.
266 Βλ. τη μελέτη: Winfried Cantwell Smith, The meaning and End of Religion, New York
1962.
267 James W. Fowler 1991, σελ. 33‐34.
382
δηλώνει ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό περιεχόμενο αλλά μία σχέση
εμπιστοσύνης και αγάπης. Ένα παρόμοιο περιεχόμενο επιδιώκει να
προσδώσει και ο Fowler στην έννοια „faith“ ως δηλ. εμπιστοσύνη και
αφοσίωση απέναντι σε ένα καθολικό νόημα ζωής που έχει για τον
άνθρωπο απόλυτο χαρακτήρα και προσδιορίζει αντίστοιχα την
εμπιστοσύνη και την αφοσίωσή του απέναντι σε άλλους ανθρώπους.
Τέλος η τρίτη αναφορά γίνεται στον Αμερικανό θεολόγο Richard H.
Niebuhr, ο οποίος επιχείρησε να περιγράψει τον τρόπο επικοινωνίας
που βασίζεται στην πίστη.268 Κατά τον Niebuhr, το γεγονός της πίστης
εκφράζεται στις σχέσεις εμπιστοσύνης που αναπτύσσονται μεταξύ
του «εγώ» και του «εσύ». Η αμοιβαία όμως αυτή εμπιστοσύνη
οικοδομείται πάνω σε έναν τρίτο παράγοντα που διαδραματίζει το
ρόλο μιας υπερβατικής πραγματικότητας, δηλ. ενός εσχάτου σημείου
αναφοράς που ισχύει και για το «εγώ» και για το «εσύ», και το οποίο
δίνει νόημα και περιεχόμενο στη σχέση.269 Με άλλα λόγια, οι σχέσεις
εμπιστοσύνης‐πίστης μεταξύ των ανθρώπων θεμελιώνονται στη
σχέση εμπιστοσύνης‐πίστης που έχει ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά
απέναντι σε ένα κοινά αποδεκτό υπερβατικό σημείο αναφοράς, σε μία
κοινά αποδεκτή έννοια του απόλυτου.
Συνθέτοντας όλες τις προαναφερθείσες απόψεις, ο Fowler μάς
δίνει έναν δικό του ορισμό για την πίστη. Η πίστη θα μπορούσε να
αποτυπωθεί σχηματικά με τη μορφή ενός τριγώνου (Die triadische
Form des Glaubens).270 Στην κορυφή αυτού του τριγώνου βρίσκεται
το κοινά αποδεκτό αξιολογικό κέντρο (Gemeinsame Wert‐ und
Machtzentrum). Το κέντρο αυτό λειτουργεί ως κατευθυντήριος
δύναμη της επικοινωνίας και προσδιορίζει τις σχέσεις
εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών μιας ομάδας. Στις δύο άκρες του
τριγώνου αυτού βρίσκονται ο εαυτός μας και ο άλλος αντίστοιχα.
268 Βλ. τη μελέτη: Richard H. Niebuhr, The Responsible Self: An Essay in Christian Moral
Philosophy, San Francisco 2 1978.
269 Gabriele Klappenecker, Glaubensentwicklung und Lebensgeschichte. Eine
Auseinandersetzung mit der Ethik James W. Fowlers, zugleich ein Beitrag zur Rezeption von H.
Richard Niebuhr, Lawrence Kohlberg und Erik H. Erikson, Stuttgart ; Berlin; Köln 1998, σελ.
80‐81.
270 James W. Fowler 1991, σελ. 37‐38.
383
Ο Fowler κάνει λόγο για την τριαδική μορφή της πίστης, η οποία
αναπαρίσταται ως ακολούθως:
Κοινά αποδεκτό αξιολογικό κέντρο, έννοια του απόλυτου
Ο εαυτός μας Ο άλλος
Ερμηνεύοντας το παραπάνω σχήμα βλέπουμε στην πίστη να
συνυπάρχουν τρεις παράγοντες. Ο εαυτός μας, ο άλλος και οι αξίες
που δίνουν νόημα στη ζωή μας. Η πίστη στην πρακτική της πλευρά
εκδηλώνεται ως σχέση εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται μεταξύ του
εαυτού μας και των συνανθρώπων μας που ανήκουν στην ίδια
κοινωνική ομάδα με εμάς. Η εμπιστοσύνη αυτή βασίζεται σε μία
σχέση εμπιστοσύνης και αφοσίωσης του κάθε ενός μέλους ξεχωριστά
απέναντι σε μία υπέρτατη δύναμη, σε μία βιοθεωρία, σε ένα έσχατο
σημείο αναφοράς, το οποίο δίνει νόημα στη ζωή μιας κοινωνικής
ομάδας. Ο Fowler εντοπίζει τη γένεση της τριαδικής μορφής της
πίστης μέσα στην οικογένεια.271 Όταν έρχεται ένα καινούριο παιδί
στον κόσμο, οι γονείς το φροντίζουν με περισσή επιμέλεια και αγάπη.
Έτσι δημιουργείται μια βαθιά εμπιστοσύνη μεταξύ του παιδιού και
των γονιών του. Οι γονείς μεταφέρουν στο παιδί το αίσθημα
ασφάλειας και σιγουριάς, καθώς επίσης και τη βεβαιότητα ότι το
παιδί μπορεί να έχει σ’ αυτούς απόλυτη εμπιστοσύνη. Μαζί όμως με
όλα αυτά οι γονείς μεταφέρουν στο παιδί τους τις σχέσεις
εμπιστοσύνης απέναντι σε άλλους ανθρώπους, που βρίσκονται εκτός
του οικογενειακού περιβάλλοντος, και ταυτόχρονα τις σχέσεις
εμπιστοσύνης απέναντι στις ιδέες, τους θεσμούς και τις αξίες που
γεμίζουν με νόημα τη ζωή τους.
271 James W. Fowler 1991, σελ. 37.
384
272 James W. Fowler 1991, σελ. 54.
273 James W. Fowler 1991, σελ. 113.
274 James W. Fowler 1991, σελ. 45‐49.
275 James W. Fowler 1991, σελ. 49.
385
νόησης και αντίληψης του κόσμου. 276 Σπουδαία επίσης συμβολή του
Piaget είναι η καθιέρωση της έννοιας της δομής, δηλ. ενός συνόλου
κοινών ποιοτικών χαρακτηριστικών που προσδιορίζουν τον τρόπο
οργάνωσης της σκέψης σε κάθε φάση της ανάπτυξής της. Η
πιαζετιανή έννοια της δομής οδήγησε τον Fowler στην υπόθεση, ότι
ενδεχομένως να υπάρχουν κάποια κοινά και πανανθρώπινα ποιοτικά
χαρακτηριστικά τα οποία να αναφέρονται στην πίστη.277 Ωστόσο στον
Fowler μεγαλύτερη έλξη και γοητεία άσκησε το έργο του Lawrence
Kohlberg, και τούτο διότι αυτός ο δεύτερος άνοιξε το δρόμο για μία
ευρύτερη κατανόηση των νοητικών διαδικασιών. Κατά τον Fowler, o
Piaget αντιλαμβάνεται την έννοια της γνώσης ως κάτι που δεν
σχετίζεται ούτε με το συναίσθημα ούτε με άλλες πτυχές της
ανθρώπινης προσωπικότητας.278 Η γνώση περιορίζεται στο επίπεδο
της αντικειμενικότητας και επομένως δεν μπορεί να συνυπολογίζει
υποκειμενικούς παράγοντες, όπως π.χ. το συναίσθημα. Σκοπός του
Kohlberg, ο οποίος, σημειωτέον, είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό
από τη φιλοσοφία του Kant, ήταν να συνθέσει μία πανανθρώπινη
ανθρωπολογική εικόνα, σύμφωνα με την οποία αφενός μεν οι ηθικές
αρχές δεν είναι σχετικές αλλά έμφυτες στην ανθρώπινη σκέψη, και
αφετέρου δε οι αρχές αυτές ακολουθούν με βάση τις νοητικές δομές
μία εξελικτική πορεία από τις απλούστερες προς τις συνθετότερες και
ωριμότερες μορφές.279 Ο Kohlberg, αν και ακολουθεί τον Piaget ως
προς την έννοια της γνώσης, εντούτοις μελετάει πιο σύνθετα
πράγματα απ’ ό,τι ο Piaget και προτείνει ένα σχήμα εξέλιξης της
νόησης αναφορικά με τον ηθικό προβληματισμό, δηλ. όπως πιστεύει ο
Fowler, αναφορικά με θέματα που αντικατοπτρίζουν την πολύπλοκη
έννοια της πίστης.280 Τα στάδια του Kohlberg ανάπτυξης της ηθικής
σκέψης έδωσαν στον Fowler το έναυσμα να συνδέσει τη νοητική
εξέλιξη με τον έσχατο αξιολογικό προσανατολισμό, με αυτό δηλ. που
αποκαλεί ο ίδιος «πίστη». Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον ο
276 James W. Fowler 1991, σελ. 117.
277 James W. Fowler 1991, σελ. 118.
278 James W. Fowler 1991, σελ. 120.
279 Gabriele Klappenecker, Glaubensentwicklung und Lebensgeschichte, ό.π., σελ. 92‐93.
280 Gabriele Klappenecker, Glaubensentwicklung und Lebensgeschichte, ό.π., σελ. 92‐93.
386
Fowler υποστηρίζει ότι τα στάδια ανάπτυξης της πίστης θα πρέπει να
προκύψουν από μία σύνθεση των σταδίων νοητικής και ηθικής
ανάπτυξης που διαμόρφωσαν οι Piaget και Kohlberg, χωρίς όμως να
ταυτίζονται απόλυτα με αυτά.
Ο Fowler θέλει να διευρύνει ακόμη περισσότερο την έννοια της
νόησης που υιοθετεί από τον Kohlberg. Έτσι επιχειρεί μία διάκριση
ανάμεσα σε δύο είδη σκέψης:281 α. στη λογική της ορθολογιστικής
βεβαιότητας (Logik der rationalen Gewissheit) και β. στη λογική της
πεποίθησης (Logik der Überzeugung). Η πρώτη μορφή νόησης
θεωρείται από κάποιους ως μία αντικειμενική μορφή αντίληψης του
κόσμου, όπου το υποκειμενικό στοιχείο δεν έχει θέση. Όμως, η
ουδετερότητα της ορθολογικής σκέψης κατά τον Fowler είναι μία
ψευδαίσθηση, αφού ο τρόπος οργάνωσης της νόησης, δηλ. οι δομές,
είναι αποτέλεσμα της δράσης του υποκειμένου απέναντι στο
περιβάλλον. Με άλλα λόγια, η γνώση εξαρτάται από τον τρόπο με τον
οποίον ο άνθρωπος οργανώνει τη σκέψη του. Ας θεωρήσουμε την
ορθολογιστική σκέψη ως νοητικό εργαλείο των φυσικών επιστημών,
μέσω του οποίου επιτυγχάνεται μία όσο το δυνατόν μεγαλύτερη
αποστασιοποίηση από υποκειμενικές εκτιμήσεις. Ωστόσο, η
ορθολογιστική σκέψη δεν είναι εντελώς αυτόνομη και ανεξάρτητη,
αλλά υπάγεται σε μία ευρύτερη μορφή νόησης η οποία θεμελιώνει και
νομιμοποιεί τις οποιεσδήποτε βεβαιότητες του ορθού λόγου. Η
δεύτερη αυτή μορφή σκέψης ονομάζεται λογική της πεποίθησης. Όλες
οι ενέργειες του ανθρώπου, ακόμα και οι επιστημονικές ενασχολήσεις
ξεκινούν από μία βαθιά πεποίθηση, από ένα πλαίσιο ιδανικών, αξιών
και αρχών που τις προσδίδουν νόημα και περιεχόμενο.
Για τον Fowler, μία δομική‐γνωστική (structural‐developmental)
θεωρία μελέτης των σταδίων της πίστης οφείλει να λαμβάνει υπόψη
της και τη γνώση και την πράξη του ατόμου. Ακόμη θα πρέπει να
αντιλαμβάνεται τρία πράγματα: α. ότι οι οποιεσδήποτε αποφάσεις ή
ενέργειες της ζωής μας θεμελιώνονται σε μία νοητή εικόνα που
έχουμε για τον κόσμο και τα πράγματα, β. ότι η εικόνα αυτή
επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις κοσμοθεωρητικές εικόνες που
δεχόμαστε μέσα σε μια κοινότητα ανθρώπων όπου συμμετέχουμε και
281 James W. Fowler 1991, σελ. 121.
387
γ. να συνεξετάζουμε τις φάσεις νοητικής ανάπτυξης του ανθρώπου με
την αντίστοιχη βιογραφία του, ώστε να αποκομίζουμε μία
συνολικότερη εικόνα για το περιεχόμενο της πίστης του. Στο σημείο
αυτό ο Fowler επισημαίνει την ιδιαίτερη συμβολή του Erik Erikson: αν
ο Piaget και ο Kohlberg έθεσαν τις βάσεις για τη μελέτη των νοητικών
δομών της πίστης, τότε ο Erikson συνέβαλε αποφασιστικά στην
διερεύνηση της λειτουργικής διάστασης της πίστης, δηλ. του τρόπου
με τον οποίον η πίστη μπορεί να υποβοηθήσει τον άνθρωπο να
αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει τις διάφορες ψυχοκοινωνικές κρίσεις
από τις οποίες διέρχεται.282 Για το πώς ο Erikson βλέπει τη λειτουργία
της πίστης καθ’ όλη τη διάρκεια του ανθρώπινου βίου, έχουμε μιλήσει
αναλυτικά στην ενότητα 3.1.2.2. Εδώ απλώς να υπενθυμίσουμε ότι για
τον Erikson η πίστη, ως συναίσθημα εμπιστοσύνης απέναντι σε μία
δύναμη που υπερβαίνει τον άνθρωπο, διαδραματίζει σημαντικότατο
ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του. Επίσης, ο Fowler
προσπαθεί να βρει μία αντιστοιχία μεταξύ των 7 σταδίων ανάπτυξης
της πίστης που προτείνει ο ίδιος και των οχτώ ψυχοκοινωνικών
κρίσεων του ανθρώπου που επισημαίνει ο Erik Erikson.283 Για τον
Fowler το πρώτο στάδιο του Erikson (βασική εμπιστοσύνη ενάντια στη
βασική δυσπιστία) συμπίπτει χρονικά με την αδιαφοροποίητη πίστη
της βρεφικής ηλικίας. Τα δεύτερο στάδιο (αυτονομία ενάντια στην
ντροπή και την αμφιβολία) και το τρίτο στάδιο (πρωτοβουλία ενάντια
στην ενοχή) του Erikson αντιστοιχούν στη διαισθητική πίστη της
πρώιμης παιδικής ηλικίας. H τέταρτη ψυχοκοινωνική κρίση
(εργατικότητα ενάντια στην κατωτερότητα) ηλικιακά συμπορεύεται
με τη μυθική‐ανθρωπομορφική πίστη της σχολικής ηλικίας. Το
επόμενο βήμα της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του ανθρώπου
(ταυτότητα ενάντια στη σύγχυση ρόλων) συνδέεται με τη
συνδυαστική‐συμβατική πίστη της εφηβικής ηλικίας. Το έκτο στάδιο
(οικειότητα ενάντια στη μόνωση) αντιστοιχεί στην ατομική‐κριτική
πίστη της νεότητας. Το έβδομο στάδιο (γενεσιουργικότητα ενάντια
στη στασιμότητα) συμβαδίζει με την συνδετική‐συνεκτική πίστη της
282 James W. Fowler 1991, σελ. 128.
283 James W. Fowler 1991, σελ. 132.
388
μέση και ώριμης ηλικίας. Και το τελευταίο στάδιο της θεωρίας του
Erikson (ακεραιότητα του εγώ ενάντια στην απόγνωση) παραπέμπει
στην παγκόσμια‐οικουμενική πίστη.
3.2.3.2. Τα στάδια ανάπτυξης της πίστης κατά τον James W. Fowler.
Μηδενικό Στάδιο: Βρεφική ηλικία, αδιαφοροποίητη‐προλογική πίστη
(Undifferenzierter Glaube) – βρεφική ηλικία.284 Στο στάδιο αυτό τίθενται
τα θεμέλια της εμπιστοσύνης, της ελπίδας και της αγάπης μ’ έναν
τρόπο βέβαια που δεν έχει γίνει απόλυτα συνειδητός. Γι’ αυτό και
γίνεται λόγος για μία αδιαφοροποίητη και προλογική πίστη. Το
βρέφος βιώνει τη στοργή των γονέων του και γαλουχείται μέσα σ’ ένα
κλίμα εμπιστοσύνης και τρυφερότητας. Από την ποιότητα της
εμπιστοσύνης και της αγάπης που θα καλλιεργηθεί στην ψυχή του
βρέφους κατά την ηλικία αυτή εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό οι
κατοπινότερες, ηλικιακά, μορφές εμπιστοσύνης του ανθρώπου είτε
απέναντι σε ένα αξιολογικό κέντρο είτε απέναντι σε άλλους
ανθρώπους.
Α’ Στάδιο: Διαισθητική πίστη, που λειτουργεί με προβολές (Intuitiv‐
projektiver Glaube)‐ 3 ‐ 7 ετών.285 Χαρακτηριστικά στοιχεία του σταδίου
αυτού είναι η εγωκεντρική μονομέρεια, η μαγική σκέψη και η απουσία
συλλογισμών. Η πίστη των παιδιών είναι ετερόνομη, διότι βασίζεται
αποκλειστικά στις στάσεις ζωής, τις αντιλήψεις αλλά και τις ιστορίες
των μεγάλων, τις οποίες και προβάλλει μέσω της φαντασίας. Η
φαντασία των παιδιών με βάση τα όσα λαμβάνει από την πίστη των
μεγάλων παράγει εικόνες και συναισθήματα, τα οποία όμως δεν
οργανώνονται με μία λογική σειρά. Ωστόσο, οι εικόνες αυτές
αποτελούν τη βάση για τη μεταγενέστερη αυτοσυνειδησία των
παιδιών. Η πρόοδος του σταδίου αυτού συνίσταται στην εμφάνιση της
δημιουργικής φαντασίας των παιδιών, με τη βοήθεια της οποίας ο
κόσμος των μεγάλων αποτυπώνεται σε εικόνες και συναισθήματα.
284 James W. Fowler 1991, σελ. 136‐138.
285 James W. Fowler 1991, σελ. 139‐151.
389
Κατά το στάδιο αυτό η κατανόηση των συμβόλων είναι μαγική (magisch‐
numinose Verstehen).286 Αυτό συνεπάγεται ότι τα παιδιά αυτής της
ηλικίας δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το σύμβολο από το
συμβολιζόμενο, όπως επίσης και το τεχνητό από το πραγματικό. Έτσι
βλέπουμε τα μικρά παιδιά π.χ. όταν βλέπουν στην τηλεόραση κάποιο
άγριο ζώο (ένα λιοντάρι, μία τίγρη κτλ.) να φοβούνται, διότι νομίζουν
ότι απειλείται η ζωή τους.
Β’ Στάδιο: Μυθική πίστη, που μένει εγκλωβισμένη στην κατά λέξη
κατανόηση των διηγήσεων (mythisch‐wörtlicher Glaube) – σχολική
ηλικία.287 Κατά τη φάση αυτή η πίστη των παιδιών επηρεάζεται από
τις διηγήσεις των μεγάλων. Οι ιστορίες που διηγούνται οι μεγάλοι
γίνονται αποδεκτές από τα παιδιά χωρίς καμία αμφιβολία, σαν να
επρόκειτο για ηθικούς κανόνες. Η πίστη των παιδιών τεκμηριώνεται
μέσα στη διήγηση, δηλ. κάτι είναι αληθινό και σωστό «επειδή το λέει η
ιστορία». Οι διηγήσεις όμως κατανοούνται μονοδιάστατα, κάτι που
αναγκάζει τα παιδιά να εγλωβίζονται στην κατά λέξη ερμηνεία των
όσων ακούνε. Ως εκ τούτου αδυνατούν να εξάγουν κάποιο κεντρικό
νόημα ή κάποιο συμβολικό περιεχόμενο, που ενδεχομένως κρύβεται
πίσω από τις διηγήσεις. Τα σύμβολα ερμηνεύονται επίσης μονοδιάστατα
δηλ. η σημασία τους περιορίζεται στις συγκεκριμένες παραστάσεις του
αισθητού κόσμου με τις οποίες συνδέονται (eindimensionales‐wörtliches
Verstehen).288 Συμβολικές έννοιες όπως «ουρανός», «βασιλεία του
Θεού», «το χέρι του Θεού» κατανοούνται κατά λέξη. Ο τρόπος αυτός
κατανόησης αφήνει ελεύθερο χώρο για τη δημιουργία
ανθρωπομορφικών και μυθολογικών παραστάσεων, π.χ. ότι ο Θεός
μοιάζει οπτικά με τον άνθρωπο και έχει ένα παλάτι στον ουρανό. Η
πρόοδος του σταδίου αυτού έγκειται στο ότι τα παιδιά μπορούν πλέον
να συνδέσουν την πίστη τους με μία διήγηση (story), δηλ. τις αξίες τις
οποίες θέλουν να υπηρετήσουν να τις συγκεκριμενοποιήσουν
τοποθετώντας τες στο πλαίσιο μιας διήγησης.
286 Friedirch Schweitzer 2004, σελ. 206.
287 James W. Fowler 1991, σελ. 151‐167.
288 Friedirch Schweitzer 2004, σελ. 206‐207.
390
289 James W. Fowler 1991, σελ. 167‐192.
290 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 207.
391
291 Είναι άξιο απορίας το πόσο πετυχημένο ή όχι είναι το παράδειγμα αυτό, όπως
επίσης και το κατά πόσο μπορεί να αποτελεί ένα στάδιο εξέλιξης της θρησκευτικής
σκέψης. Υπάρχει άραγε άνθρωπος σήμερα που να μην αντιδράει βλέποντας τη
σημαία του κράτους του να γίνεται αντικείμενο εμπαιγμού; Ας θέσουμε ένα
ερωτηματικό, για το εάν η αντίδραση αυτή είναι δείγμα μίας όχι ολοκληρωμένης
μορφής της θρησκευτικής και συμβολικής ανάπτυξης της σκέψης. (Ο Fowler
εντάσσει την αντίδραση αυτή στο τρίτο στάδιο θρησκευτικής ανάπτυξης).
292 James W. Fowler 1991, σελ. 192‐201.
293 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 207‐208.
392
294 James W. Fowler 1991, σελ. 201‐217.
393
295 Friedirch Schweitzer 2004, σελ. 208.
296 James W. Fowler 1991, σελ. 217‐222.
394
επιτέλους την υπέρβαση αυτής της παράδοξης έντασης και ειρωνείας
του 5ου σταδίου. Ο άλλος, ο διαφορετικός, γίνεται πλέον αποδεκτός
εξολοκλήρου. Το άτομο νιώθει πια την υποχρέωση να εφαρμόσει στην
πράξη την ενότητα όλων των ανθρώπων που οραματιζόταν. Μια
ενότητα που θα στηρίζεται σε μία υπερβατική δύναμη. Ο άνθρωπος
είναι έτοιμος να θυσιάσει τα προσωπικά του δικαιώματα για χάρη του
άλλου. Δεν περιορίζεται από τις ιδέες μιας συγκεκριμένης
θρησκευτικής παράδοσης, διότι αντιμετωπίζει όλους τους ανθρώπους
ως πραγματικά αδέλφια. Απόλυτη αγάπη, απόλυτη θυσία και αγώνας
για μια παγκόσμια δικαιοσύνη συνιστούν τα γνωρίσματα του σταδίου
αυτού. Η πίστη γίνεται αφορμή βίωσης μιας οικουμενικής και
πανανθρώπινης ενότητας. Η ενότητα αυτή δεν προσδιορίζεται από τα
κριτήρια μιας συγκεκριμένης θρησκείας. Θεμελιώδες κριτήριο είναι η
αδελφοποίηση των ανθρώπων, το πώς δηλ. οι άνθρωποι θα
συμβιώσουν μεταξύ τους, απεικονίζοντας την ενότητα που
επαγγέλλεται το υπερβατικό, το απόλυτο. Η ενότητα αυτή θα
μπορούσε να παρομοιαστεί με μία μεγάλη οικογένεια, της οποίας τα
μέλη δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε μεταξύ τους. Πίσω από την
ποικιλομορφία των παραδόσεων υφίσταται η ενότητα και απλότητα
της απόλυτης αλήθειας, στην οποία οι παραδόσεις παραπέμπουν εν
μέρει. Για τον χαρακτηρισμό της παγκόσμιας αυτής ενότητας ο Fowler
χρησιμοποιεί την έννοια «Βασιλεία του Θεού».297 Η Βασιλεία του Θεού
δεν επιβάλλει την ομογενοποίηση των λαών. Είναι περισσότερο ένα
μελλοντικό όραμα, που υπόσχεται, ότι παρά την τωρινή πολυμορφία,
η τελική‐εσχατολογική μορφή της ανθρωπότητας θα είναι η ενότητα
και όχι ο διαχωρισμός. Το όραμα αυτό κινητοποιεί και τις πράξεις των
ατόμων που βρίσκονται στο στάδιο αυτό. Κατά το 6ο στάδιο δοξάζεται
η διαφορετικότητα και το επιμέρους ως στοιχεία που βαδίζουν προς τη
μελλοντική ενότητα των πάντων.
Ένα άλλο επίσης γνώρισμα του σταδίου αυτού είναι η αντίληψη ότι
η κάθε επιμέρους θρησκευτική παράδοση αποτελεί ένα διαφορετικό
τρόπο βίωσης του απόλυτου. Ο Fowler κάνει λόγο για την
απολυτότητα του επιμέρους (Absolutheit des Partikularen), 298 θέλοντας να
297 James W. Fowler 1991, σελ. 223.
298 James W. Fowler 1991, σελ. 225‐227.
395
299 Friedirch Schweitzer 2004, σελ. 208.
396
σύμφωνα με την έρευνα του Fowler, έδωσαν απαντήσεις που δεν
μπορούν να ενταχθούν σε ένα ανώτερο στάδιο πέραν του 4ου.300
3.2.3.3. Κριτικές που ασκήθηκαν στο έργο του James W. Fowler.
Έντονες συζητήσεις προκάλεσε το περιεχόμενο του 6ου σταδίου.
Πολλοί πρόσαψαν στον Fowler την κατηγορία ότι συνδέει μία
επιστημονική έρευνα με ένα συγκεκριμένο θεολογικό περιεχόμενο, το
οποίο στην περίπτωσή μας ήταν η έννοια της Βασιλείας του Θεού. Ο
Fowler απάντησε στις ενστάσεις αυτές υποστηρίζοντας δύο
πράγματα: Πρώτον ότι η έννοια «Βασιλεία του Θεού»
χρησιμοποιήθηκε όχι με τη θεολογική της διάσταση, αλλά ως
μεταφορά που αποσκοπεί στο να εκφράσει το όραμα της ενότητας
όλων των ανθρώπων καθώς και τον τρόπο δράσης των ατόμων που
βρίσκονται στο 6ο στάδιο.301 Δεύτερον, το 6ο στάδιο τεκμηριώνεται
πράγματι σε ένα θεολογικό υπόβαθρο, το οποίο λειτουργεί ως μία
πρόταση και ως μία εικόνα της ύψιστης μορφής ολοκλήρωσης του
ανθρώπου. Η εικόνα αυτή μιας τελικής ολοκλήρωσης δεν είναι
στοιχείο που συναντάει κανείς μόνο στη θεωρία του Fowler. Στον
Marx, στον Erikson, στον Kohlberg, και στον Habermas εντοπίζονται
τέτοιου είδους οράματα ολοκλήρωσης και τελείωσης. (π.χ. στον Marx
έχουμε την εικόνα της αταξικής κοινωνίας). Ο σκοπός, το τέλος, η
τέλεια‐ιδανική μορφή μιας θεωρίας που περιγράφει κάποια στάδια
ανάπτυξης και εξέλιξης είναι στοιχείο που δεν θεμελιώνεται σε καμία
περίπτωση πειραματικά και εμπειρικά, ωστόσο λειτουργεί ως
κανονιστικό και νομιμοποιητικό όραμα (normative Vision), ως δηλ.
ένας παράγοντας που προσδιορίζει το σημείο ολοκλήρωσης της
εξελικτικής πορείας.302 Χωρίς το τελικό αυτό σημείο δεν είναι δυνατόν
να οικοδομήσει κανείς μία εξελικτική θεωρία. Η εξέλιξη είναι
300 Friedirch Schweitzer 2004, σελ. 152.
301 James W. Fowler, Die Berufung der Theorie der Glaubensentwicklung: Richtungen und
Modifikationen seit 1981, στο συλλογικό έργο: Karl Ernst Nipkow / Friedrich Schweitzer
/ James W. Fowler (Hrsg.), Glaubensentwicklung und Erziehung, Gütersloh 1988, σελ. 34.
302 James W. Fowler, Die Berufung der Theorie der Glaubensentwicklung, ό.π., σελ. 46.
397
303 Sharon Parks, James Fowler Theorie der Glaubensentwicklung in der nordamerikanischen
Μία άλλη πτυχή της θεωρίας του Fowler που αμφισβητήθηκε, ήταν
κατά πόσον περιγράφει στάδια θρησκευτικής ανάπτυξης της
ανθρώπινης προσωπικότητας που να έχουν γενική ισχύ.
Υποστηρίχθηκε ότι ο Fowler συγχέει τη θεολογία πάνω στην οποία
θεμελιώνει τη θεωρία του με τα συμπεράσματα που εξήγαγε μέσα
από τις συνεντεύξεις όσων συμμετείχαν στην έρευνά του.307 Ως εκ
τούτου δίνει την εντύπωση ότι τα επιμέρους επίπεδα εκφράζουν
περισσότερο διαφορετικές φάσεις θεώρησης του κόσμου και της ζωής.
Πρόκειται για επίπεδα ανάπτυξης ως προς την κοσμοθεωρητική
αντίληψη και όχι ως προς την οργάνωση της θρησκευτικής σκέψης.308
Σε επίπεδο καθαρά θεολογικό ο Fowler δέχθηκε αυστηρή κριτική
από την πλευρά της προτεσταντικής θεολογίας. Όταν ο άνθρωπος
γίνεται αποδεκτός από τη χάρη του Θεού, τότε δικαιώνεται και
εναποθέτει όλη του τη ζωή στον Θεό χωρίς να επιδιώκει κανένα είδος
304 Sharon Parks, James Fowler Theorie der Glaubensentwicklung in der nordamerikanischen
Diskussion, ό.π., σελ. 97.
305 Sharon Parks, James Fowler Theorie der Glaubensentwicklung in der nordamerikanischen
Diskussion, ό.π., σελ. 102.
306 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 154.
307 Clark Power, Harte oder weiche Stufen der Entwicklung des Glaubens und des religiösen
Urteils?, ό.π., σελ. 121.
308 Clark Power, Harte oder weiche Stufen der Entwicklung des Glaubens und des religiösen
Urteils?, ό.π., σελ. 121.
399
309 Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 157.
400
310 Karl Ernst Nipkow, Stufentheorien der Glaubensentwicklung als eine Herausforderung für
Religionspädagogik und Praktische Theologie, στο συλλογικό έργο: Karl Ernst Nipkow /
Friedrich Schweitzer / James W. Fowler (Hrsg.), Glaubensentwicklung und Erziehung,
Gütersloh 1988, σελ. 272.
401
311 John M. Hull, Menschliche Entwicklung in der modernen kapitalistischen Gesellschaft, στο
συλλογικό έργο: Karl Ernst Nipkow / Friedrich Schweitzer / James W. Fowler (Hrsg.),
Glaubensentwicklung und Erziehung, Gütersloh 1988, σελ. 216. Πρβλ. επίσης: Εβρ. 6,1
κ.ε.
312 John M. Hull, Menschliche Entwicklung in der modernen kapitalistischen Gesellschaft, ό.π.,
σελ. 216.
402
313 Karl Ernst Nipkow, Stufentheorien der Glaubensentwicklung als eine Herausforderung für
Religionspädagogik und Praktische Theologie, ό.π., σελ. 274 και σελ. 289.
314 James W. Fowler, Die Berufung der Theorie der Glaubensentwicklung: Richtungen und
Modifikationen seit 1981, στο συλλογικό έργο: Karl Ernst Nipkow / Friedrich Schweitzer
/ James W. Fowler (Hrsg.), Glaubensentwicklung und Erziehung, Gütersloh 1988, σελ. 46.
315 Karl Ernst Nipkow, Stufentheorien der Glaubensentwicklung als eine Herausforderung für
Religionspädagogik und Praktische Theologie, ό.π., σελ. 273, υποσημείωση 1.
403
316 Karl Ernst Nipkow, Stufentheorien der Glaubensentwicklung als eine Herausforderung für
Religionspädagogik und Praktische Theologie, ό.π., σελ. 289.
317 Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, Περὶ Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, PG 25, 192 B.
404
318 Anastasios Kallis, Bild und Gleichnis Gottes. Der Mensch als Mikrokosmos in der Sicht der
Kirchenväter, στο: του ιδίου, Brennender, nicht verbrennender Dornbusch. Reflexionen
orthodoxer Theologie, Münster 1999, σελ. 294‐295.
319 Νίκου Ματσούκα, Ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως. Το δόγμα της Χαλκηδόνας και η
σημασία του, στο: του ιδίου, Μυστήριον ἐπί τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων και άλλα
μελετήματα, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 189‐208.
320 Β’ Κορ. 5, 17
405
αγιότητας που αγκαλιάζει κάθε μόριο της ανθρώπινης ζωής. Μέσα σε
αυτήν καλείται ο άνθρωπος να τελειωθεί εν Χριστώ καθοδηγούμενος
και φωτιζόμενος από το Άγιο Πνεύμα.321 Βασική θέση της ορθόδοξης
παράδοσης και ζωής είναι ότι σε αντίθεση με άλλες φιλοσοφίες ή
μορφές θρησκευτικότητας, δέχεται την άποψη ότι οι άνθρωποι
μπορούν ν’ αναφέρονται οντολογικά προς τον Θεό και συνεπώς να
γεμίζουν τη ζωή τους με τη ζωή Του. 322
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον η Εκκλησία ονομάζεται
«καθολική», διότι αφορά στον όλο άνθρωπο και όχι μόνο σε μία
κατηγορία των ενδιαφερόντων του.323 Βέβαια, η καθολικότητα της
Εκκλησίας σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συνδέεται με κάποιο
είδος θεοκρατίας, καισαροπαπισμού ή με οποιαδήποτε άλλη μορφή
εξουσίας. Η καθολικότητα δεν παραπέμπει σε μία δήθεν αρμοδιότητα
της Εκκλησίας να χειρίζεται κάθε λεπτομέρεια του κοινωνικού βίου. Η
καθολικότητα αποτελεί εκκλησιολογική έννοια και αναφέρεται
γενικότερα στην πληρότητα της αλήθειας που εκφράζει η Εκκλησία.
Κοντολογίς, η θρησκευτική εμπειρία που προσφέρει το Σώμα του
Χριστού είναι καθολική, διότι υπερβαίνει την έννοια της
θρησκευτικότητας. Υπερβαίνει όμως και την συναφή έννοια της
πνευματικότητας.
Αν η «πνευματικότητα» αναφέρεται σε μία ιδιαίτερη ενασχόληση
του ανθρώπου με μη υλικά πράγματα, όπως φιλοσοφικές θεωρίες,
κοινωνικούς προβληματισμούς κ.ά., τότε δεν είναι ο κατάλληλος και
πλήρης όρος για να εκφράσει την εν Χριστώ εμπειρία του ανθρώπου.
Στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία θα ήταν ίσως ορθότερο να
μιλούμε όχι για πνευματικότητα, αλλά για αγιοπνευματικότητα ή για
την αγιοπνευματική ζωή.324 Η αγιοπνευματικότητα δεν είναι απλώς
321 Πρβλ. Ανέστη Κεσελόπουλου, Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον. Σπουδή στον
άγιο Συμεών το νέο θεολόγο, Αθήνα 1992, σελ. 194‐206.
322 Δημητρίου Στανιλοάε, Dieu est amour, (μετάφραση από τα γαλλικά: Νίκου
Ματσούκα), Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 32, υποσημείωση 66.
323 Πρβλ. Ιωάννη Κογκούλη, Διδακτική των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια και
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ό.π., σελ. 49.
324 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η συμβολή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στον
στον ομότιμο Καθηγητή Δημήτριο Τσάμη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 267: «η
χαρισματική θέωση του πιστού ταυτίζεται ουσιαστικά με την αγιοπνευματική ζωή
του. […] οι θεολογικές προϋποθέσεις αυτής της ζωής είναι η θεοφάνεια – διά της
ελλάμψεως της θεοποιού Χάριτος – και η θεοπτία».
325 Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η συμβολή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στον
Ησυχασμό, ό.π., σελ. 267.
326 Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, Θεσσαλονίκη 4 1995, σελ. 319‐320.
327 Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, ό.π., σελ. 215‐217.
328 Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, ό.π., σελ. 217.
407
Οι εν Χριστώ ελεύθεροι άνθρωποι ακολουθούν πιστά τις εντολές του
Χριστού, όχι γιατί αισθάνονται εξαναγκασμένοι να πράξουν κάτι
τέτοιο, αλλά γιατί νιώθουν απέραντη αγάπη για τον Χριστό, διότι τον
αισθάνονται ως πατέρα τους. Ο εν Χριστώ ελεύθερος άνθρωπος
γεύεται τις άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού, μετέχει στη χάρη
της υιοθεσίας, καθίσταται πραγματικός υιός του Θεού και κοινωνός
της δόξας Του. Αυτή η εμπειρία προσδιορίζει και το ποιόν και το
κίνητρο των πράξεών του, που δεν είναι ο φόβος, δεν είναι η
ιδιοτέλεια, αλλά η αγάπη.
Τα στάδια που περιγράφουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, διαπιστώνει
κανείς, ότι δεν περιορίζονται μόνο στο επίπεδο της σκέψης, ή του
συναισθήματος, αλλά περιλαμβάνουν το σύνολο της ανθρώπινης
προσωπικότητας. Άλλη μια άμεση συνέπεια αυτού, που πολύ
πετυχημένα ονόμασε η Gillian Crow «ορθόδοξο όραμα της
Καθολικότητας».329
3.3.3. Η σκέψη γενικότερα και η θρησκευτική σκέψη ειδικότερα μέσα
στο πλαίσιο της αγιοπνευματικής εμπειρίας.
Επιστρέφοντας και πάλι στο χριστολογικό δόγμα της Χαλκηδόνας,
αξίζει να επισημάνουμε μία άλλη πτυχή του: ο Υιός και Λόγος του
Θεού προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, την θεώνει. Η
άνθρωπινη φύση όμως που παίρνει πάνω της το δεύτερο πρόσωπο της
Αγίας Τριάδας δεν είναι λειψή και κολοβωμένη αλλά πλήρης και
τέλεια. Ο Ιησούς Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Σκοπός της ενανθρώπησης είναι η σωτηρία του ανθρώπου. Σωτηρία
όμως τι σημαίνει; Κατά τον Ανέστη Κεσελόπουλο η λέξη σωτηρία
329 Gillian Crow, Το ορθόδοξο όραμα της καθολικότητας, στον τόμο: Andrew Walker /
Κώστας Καρράς, Ζωντανή Ορθοδοξία στον σύγχρονο κόσμο, (Μετάφραση από τα
αγγλικά: Ιωσήφ Ροηλίδης), Αθήνα 2001, σελ. 26‐42
408
συνδέεται με το επίθετο «σώος».330 Σωτηρία σημαίνει να διατηρηθεί ο
όλος άνθρωπος σώος, δηλ. ανέπαφος από τη φθορά και το θάνατο.
Ο τρόπος ζωής της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας είναι σαφώς
θεανθρωποκεντρικός.331 Κέντρο της δεν είναι ούτε μόνο ο Θεός ούτε
μόνο ο άνθρωπος, αλλά το συναμφότερον, ο Θεάνθρωπος Ιησούς
Χριστός. Αυτό σημαίνει ότι καμία πτυχή της ανθρώπινης ζωής δεν
περιθωριοποιείται, αλλά καλείται να λάβει μέρος στο γεγονός της εν
Χριστώ μεταμόρφωσης.
Η σκέψη, ο στοχασμός, η νόηση γενικότερα είναι μέρος της
ανθρώπινης ύπαρξης. Επειδή μετέχει όλος ο άνθρωπος στην
αγιοπνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, τότε μετέχει οπωσδήποτε και
ο στοχασμός.
Η ανθρώπινη νόηση είναι ένα πολύ δυνατό όπλο που χάρισε ο Θεός
στον άνθρωπο. Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή η κίνηση της
ψυχής που αναζητάει και θέλει να γνωρίσει τον Θεό, γίνεται «κατὰ
νοῦν καὶ λόγον καὶ αἴσθησιν».332 Ο υπαρξιακός εξοπλισμός που
διαθέτει ο άνθρωπος είναι ο νους, ο λόγος και οι αισθήσεις. Πέρα και
έξω από αυτά τα αντιληπτικά όργανα δεν μπορεί ο άνθρωπος να
γνωρίσει τον Θεό.333 Το μεγαλύτερο βάρος όμως πέφτει στο νου, διότι
εκείνος αποτελεί τον κατεξοχήν χώρο όπου αποκαλύπτεται ο Θεός.
Μέσω του νου ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο και μέσω του νου
ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό.334 Βέβαια, απαραίτητη προϋπόθεση
αυτής της αποκάλυψης είναι η κάθαρση του νου από τα φθοροποιά πάθη
της ψυχής και η συμμετοχή του ανθρώπου στη μυστηριακή ζωή της
330 Ανέστη Κεσελόπουλου, Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον. Σπουδή στον άγιο
Συμεών το νέο θεολόγο, Αθήνα 1992, σελ. 204.
331 Πρβλ. Ιωάννη Κογκούλη, Ο εκκλησιασμός των μαθητών. Συμβολή στη λατρευτική
αγωγή, Θεσσαλονίκη 2 2005, σελ. 121.
332 Αθανασίου Βλέτση, Το προπατορικό αμάρτημα στην θεολογία Μαξίμου του
Ομολογητού. Έρευνα στις απαρχές μιας οντολογίας των κτιστών, Κατερίνη 1998, σελ.
108.
333 Νίκου Ματσούκα, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ.
Βασιλείου, Θεσσαλονίκη 2 1990, σελ. 174.
334 Πρβλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Λογική και Αποκάλυψη κατά το Λούθηρο και την
ορθόδοξη παράδοση, στο έργο: του ιδίου, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β’, Θεσσαλονίκη 2000, σελ.234.
409
Εκκλησίας.335 Μάλιστα ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής παρομοιάζει το
νου με το θείο θυσιαστήριο του ιερού ναού, όπου φανερώνεται η
μυστική θεολογία, δηλ. ο ύψιστος βαθμός μέθεξης του ανθρώπου στις
άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού: «καὶ ὡς διὰ νοὸς τοῦ θείου
θυσιαστηρίου, τὴν μυστικὴν θεολογίαν ἐμφαίνουσα».336
Αν ο νους και ο λόγος συνδέονται με τη νόηση και τη λογική, δηλ.
πραγματώνουν τη λειτουργία της σκέψης γενικότερα, τότε
καταλαβαίνουμε εύκολα, ότι η σκέψη δεν είναι κάτι που πρέπει να
θυσιαστεί για χάρη της αγιοπονευματικότητας. Πολύ περισσότερο, η
σκέψη είναι κάτι μέσω του οποίου η ο άνθρωπος μπορεί να γευθεί τη
χαρισματική εμπειρία της Εκκλησίας. Πολύ ορθά επισημαίνει ο Δ.
Πνευματικός ότι «η σκέψη δόθηκε ως εργαλείο στον άνθρωπο, όχι για
να γνωρίσει περί Θεού αλλά προκειμένου να γνωρίσει τον Θεό».337
Η σκέψη, δηλ. το λογικό του ανθρώπου, συνδέεται με την έννοια της
ελεύθερης θέλησης ή – με άλλη διατύπωση – με αυτό που αποκαλούν
οι Πατέρες της Εκκλησίας «αυτεξούσιον». Ως προς το ζήτημα αυτό ο
άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει τα εξής: «Ἡ δὲ λογικὴ φύσις ἔχει
μὲν τὴν φυσικὴν ὄρεξιν κινουμένην, ὑπὸ δὲ τοῦ λόγου ἀγομένην τε
και ρυθμιζομένην ἐπὶ τῶν φυλασσόντων τὸ κατὰ φύσιν· τοῦ γὰρ
λόγου το προτέρημα τοῦτό ἐστιν, ἡ αὐτεξούσιος θέλησις, ἥντινα
φυσικήν ἐν τῷ λογικῷ φαμεν κίνησιν».338 Ο ιερός πατήρ ουσιαστικά
λέει ότι δεν διαθέτει ελεύθερη θέληση ένα ον που δεν διαθέτει
λογικότητα.339 Απουσία λογικότητας συνεπάγεται και απουσία
ελευθερίας. Στη θέωση όμως ο άνθρωπος συναντάει τον Θεό
335 Νίκου Ματσούκα, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ.
Βασιλείου, ό.π., σελ. 170.
336 Μαξίμου του Ομολογητού, Μυσταγωγία, PG 91, 672B. Βλ. επίσης: Παναγιώτη
Νέλλα (επιμέλεια), Επί τας πηγάς. Τόμος Α’. Μυσταγωγία του αγίου Μαξίμου του
Ομολογητού, (Εισαγωγή‐σχόλια: Δημητρίου Στανίλοαέ, μετάφραση από τα
γαλλικά: Ιγνατίου Σάκαλη), Αθήνα 2 1989, σελ. 126.
337 Δ. Πνευματικού 1998, σελ. 29.
338 Ιωάννου του Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ό.π., σελ. 302.
339 Πρβλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον Άγιο Ιωάννη τον
340 Πρβλ. Αθανασίου Στογιαννίδη, Μεταμοντέρνο και Ορθόδοξη Χριστιανική Αγωγή.
Ένας διάλογος με τους Jean François Lyotard, Wolfgang Welsch και Gianni Vattimo,
Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 137.
341 Γεωργίου Μαρτζέλου, Λογική και Αποκάλυψη κατά το Λούθηρο και την ορθόδοξη
παράδοση, ό.π., σελ. 235.
342 Παναγιώτη Νέλλα (επιμέλεια), Επί τας πηγάς. Τόμος Α’. Μυσταγωγία του αγίου
σημασιολογία, αλλά με την αριστοτελική. Διαλεκτικός συλλογισμός είναι εκείνος ο
τρόπος σκέψης, ο οποίος διερευνά τις αρχές μιας επιστημονικής περιοχής. Η
διαλεκτική επιτυγχάνεται μέσω διαφορετικών μεταξύ τους διαδικασιών
παραγωγής κρίσεων, όπως π.χ. η απαγωγική μέθοδος, η επαγωγική μεθοδος κτλ.
Αυτού του είδους η αποδεικτική διαδικασία είναι ιδιαίτερα αδύναμη αναφορικά με
το ζήτημα της θεογνωσίας. Στις επιστήμες η διαλεκτική σκέψη συνοδεύεται από
την αποδεικτική. Η απόδειξη, όπως το λέει και η λέξη, αποδεικνύει, πιστοποιεί
μέσω κάποιου εμπειρικά προσιτού πράγματος την ύπαρξη τού προς διερεύνηση
411
λειτουργία, στη διαλεκτική δύναμη του λόγου, η οποία οικοδομείται πάνω στις a
priori ρυθμιστικές αρχές που επιβάλλει απροϋπόθετα ο νους. Η διαλεκτική σκέψη
της διανοίας (λόγου) δεν είναι αυτόνομη, αλλά, όπως είδαμε, βρίσκεται πάντα σε
άμεση συνάφεια με το νου. Το ζήτημα είναι ότι η συλλογιστική διαδικασία έχει ως
αφετηρία τις παραστάσεις και τις αυταπόδεικτες προϋποθέσεις του νου, σε καμία
περίπτωση όμως μία εμπειρία που προέρχεται έξω από τον άνθρωπο. Η διαλεκτική,
ως μηχανισμός του λόγου, δεν σχετίζεται με την εμπειρία. Η εμπειρία έχει να κάνει
με την αποδεικτική μέθοδο.
345 Βέβαια, πάντοτε στο πλαίσιο μίας συνεργίας ανάμεσα στον Θεό και στον
άνθρωπο. Ο άνθρωπος ανοίγεται απέναντι στον Θεό μέσω της άσκησης και της
μετοχής στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Έτσι, επιβεβαιώνει την απόφασή του
να στραφεί προς τον Θεό.
346 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, σελ. 167.
412
άκτιστο φως καθιστά δυνατή τη θέα του και όχι οι ανθρώπινες
ικανότητες: το φως βλέπει το φώς·347 ο άνθρωπος βλέπει τον Θεό μέσα
από τα μάτια του Θεού· θεάται το φως μέσα από το φως που έχει
εισχωρήσει βαθιά μέσα στο νου του, το λόγο και τις αισθήσεις του, με
συνέπεια να τον μεταμορφώσει συνολικά σε μία θεϊκή
πραγματικότητα κατά χάρη – και όχι κατ’ ουσίαν.348 Η θέα του
ακτίστου φωτός αποτελεί γεγονός που υπερβαίνει τις δυνατότητες της
ανθρώπινης φύσης, όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει ο άγιος
Μάξιμος ο Ομολογητής: «οὐ γὰρ ἔχομεν φύσει δεκτικὴν τῆς θεώσεως
δύναμιν».349
Σε κάθε περίπτωση ο νους δεν φτάνει στον Θεό μέσω των
συλλογισμών. Άλλο πράγμα οι συλλογισμοί του νου που οδηγούν στη
γνώση του κόσμου και άλλο η εμπειρία της χάριτος που οδηγεί στη
γνώση του Θεού και που προϋποθέτει την άσκηση και τα μυστήρια. Ο
άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και μαζί μ’ αυτόν εξέχουσες
φυσιογνωμίες της εκκλησιαστικής Γραμματείας της Ανατολής
εφαρμόζουν ως προς το ζήτημα της γνώσης μία διπλή γνωσιολογική
μέθοδο:350 για την εμπειρική γνώση του ακτίστου είναι απαραίτητη η
εμπειρία του ακτίστου φωτός, που αποτελεί θεία δωρεά και
επιτυγχάνεται με τον ασκητικό αγώνα ενάντια στα αμαρτωλά πάθη,
καθώς και με τη συμμετοχή στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Η
εμπειρία αυτή ονομάζεται απόδειξη ή αλλιώς γνώση μέσω της
αποδεικτικής μεθόδου, κάτι που χρησιμοποιούν και οι επιστήμες.
347 Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ονομάζει το άκτιστο φως «αὐτοπτικόν» και
«αὐτονόητον», δηλ. φως που μόνο αυτό βλέπει και νοεί τον εαυτό του. Βλ.
αναλυτικότερα: Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, σελ. 167.
348 Reinhard Flogaus, Theosis bei Luther und Palamas, ό.π., σελ. 177 «Ενωμένος με τον
Θεό βλέπει ο άνθρωπος τον Θεό μέσω του Θεού (διἀ Θεοῦ Θεόν ὁρῶν) […] Το
όργανο της αίσθησης, που ικανώνει τον άνθρωπο να δει τον Θεό, δεν έχει να κάνει
με τις φυσικές προδιαγραφές των αισθήσεων του ανθρώπου. Το όργανο της
αίσθησης του φωτός είναι το Πνεύμα του Θεού, δηλ. για τον Παλαμά οι θείες
ενέργειες. Ως εκ τούτου μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς το άκτιστο φως ως
„αὐτοπτικόν“.»
349 Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα θεολογικὰ καὶ οἰκονομικὰ, PG 90,
1209C. Βλ. επίσης για το σχετικό χωρίο: Γεωργίου Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη
πνευματική ζωή, Θεσσαλονίκη 2 1993, σελ. 159.
350 Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’, σελ. 138‐139.
413
Αυτές όμως λαμβάνουν την εμπειρία μόνο του κτιστού. Το πεδίο της
αγιοπνευματικότητας για την ορθόδοξη ανθρωπολογία αναφέρεται
στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον κτιστό άνθρωπο και στον
άκτιστο Θεό. Γι’ αυτό και μιλούμε όχι απλά για πνευματικότητα αλλά
για αγιοπνευματικότητα. Από την άλλη πλευρά, η διαλεκτική μέθοδος
αποβαίνει ιδιαίτερα χρήσιμη και κατάλληλη για τη γνώση των κτιστών
πραγμάτων, τόσο για τη μελέτη της δημιουργίας όσο και για τη
φιλοσοφική έρευνα. Αυτή η γνώση βασίζεται ταυτόχρονα τόσο στο
συλλογιστικό μηχανισμό του λόγου, όσο και στις εμπειρίες που
προέρχονται από την παρατήρηση της κτίσης. Συνεπώς, φράσεις όπως
«η συμμετοχή των νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου, θεωρήθηκε
αναγκαία ακόμη και στον ύψιστο βαθμό υπαρξιακής τελείωσης, τη
θέωση»351 θα πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή και διάκριση,
τονίζοντας ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν η συλλογιστική
διαδικασία του νου να οδηγήσει τον άνθρωπο στη γνώση του Θεού. Ο
νους συμμετέχει στη θεωτική εμπειρία του ανθρώπου, διότι αφενός
μεν καθίσταται τόπος φανέρωσης του Θεού, και αφετέρου συντελεί
μαζί με το λόγο στην εξωτερίκευση, περιγραφή, λεκτική διατύπωση,
δηλ. στον εννοιολογικό προσδιορισμό της εμπειρίας αυτής. Τα
δόγματα της Εκκλησίας, ενώ θεμελιώνονται στην εμπειρία της, για να
διατυπωθούν βασίζονται στις ικανότητες του νου και του λόγου.352
Συμπεραίνουμε από τα παραπάνω ότι η ανθρώπινη σκέψη για να
γνωρίσει τον κτιστό κόσμο λειτουργεί με βάση τους συλλογισμούς και
τη διαλεκτική, ενώ για να γνωρίσει τον Θεό καταφεύγει στη
χαρισματική εμπειρία της Εκκλησίας. Θέτει αρχές οι οποίες είναι
ερμηνευτικές εικόνες του κόσμου, τις οποίες και τεκμηριώνει πάνω
στις εμπειρίες που λαμβάνει μέσω των αισθήσεων. Πάνω σε αυτές
προσπαθεί να οικοδομήσει μία λογική σειρά συμπερασμάτων, για να
οργανώσει σε ένα λογικό σύστημα τον κόσμο. Αυτόν ακριβώς τον
τρόπο οικοδόμησης προσπάθησε να μελετήσει πρώτος ο Jean Piaget,
λέγοντας ότι η σκέψη βασίζεται σε νοητικές δομές και ότι οι δομές
είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ περιβάλλοντος και
Δ. Πνευματικού 1998, σελ. 37.
351
(πατερική θεραπευτική αγωγή),Λεβαδειά 5 1995, σελ. 194.
414
ανθρώπινης δράσης. Είδαμε στην ενότητα 3.2.1.1. ότι η σκέψη είναι μία
αφαιρετική λειτουργία, μέσω της οποίας ο άνθρωπος δημιουργεί μία
εικόνα για την πραγματικότητα. Η σκέψη είναι ένας
μετασχηματισμός της πραγματικότητας σε νοητικές δομές και στη
συνέχεια σε έννοιες.
Αν η σκέψη είναι ό,τι περιγράψαμε μέχρι τώρα, τότε η θρησκευτική
σκέψη τι θα μπορούσε να είναι; Η θρησκευτική σκέψη δεν είναι ένα
ιδιαίτερο μέρος της σκέψης, δεν είναι κάποια άλλη μορφή της, αλλά
μία συγκεκριμένη λειτουργία της, με τη βοήθεια της οποίας ο
άνθρωπος επεξεργάζεται λογικά όλα τα ερεθίσματα που λαμβάνει
από το επίπεδο της θρησκευτικής του ζωής, προσπαθώντας να
κατανοήσει τις θρησκευτικές έννοιες.353 Οι έννοιες που αναφέρονται
στη θρησκεία έχουν μία ιδιαιτερότητα: ενώ βασίζονται στον κόσμο της
κατ’ αίσθηση εμπειρίας, τελικά τόν υπερβαίνουν.354 Αυτό σημαίνει
πρακτικά ότι οι θρησκευτικές έννοιες είναι συμβολικές και η
θρησκευτική σκέψη είναι κατεξοχήν μία συμβολική σκέψη. Όπως
όμως θα δούμε στη συνέχεια, η κατανόηση του συμβόλου δεν είναι
προνόμιο μόνο των εφήβων και των ενηλίκων. Και τα παιδιά της
σχολικής ηλικίας μπορούν με το δικό τους τρόπο να προσεγγίσουν τα
σύμβολα της Εκκλησίας.
Εάν η θρησκευτική σκέψη αναφέρεται στις θρησκευτικές έννοιες,
τότε οι θεωρίες για την ανάπτυξη της θρησκευτικότητας φιλοδοξούν
να δώσουν μία τυπολογία για το σταδιακό και εξελικτικό τρόπο με τον
οποίον ο άνθρωπος οργανώνει λογικά και κατανοεί τις έννοιες αυτές.
Η διερεύνηση της θρησκευτικής σκέψης οπωσδήποτε αποτελεί
σημαντικότατο ερμηνευτικό εργαλείο για την Παιδαγωγική που
συνδέθηκε με την ανθρωπολογία της Ορθόδοξης Καθολικής
Εκκλησίας, διότι προσανατολίζει ως προς το πλαίσιο μέσα στο οποίο
θα πρέπει να διδαχθεί το προς μάθησιν αντικείμενο. Όλες οι ηλικίες
δεν είναι δυνατόν να αντιλαμβάνονται το περιεχόμενο ενός
Δ. Πνευματικού 1998, σελ. 30.
353
Χρήστου Βασιλόπουλου, Συμβολή των προσωπικών εμπειριών στην κατανόηση της
354
μαθήματος με τον ίδιο τρόπο. Μόνο υπό αυτήν την προοπτική της
διερεύνησης του τρόπου οργάνωσης των θρησκευτικών εννοιών, θα
μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε δημιουργικά τις θεωρίες που
παρουσιάσθηκαν στο κεφάλαιο αυτό. Και τούτο διότι καθίσταται σαφές
ότι μεταξύ των μαθητών, ως προς τον τρόπο κατανόησης της
διδασκαλίας, υφίστανται διαφορές, οι οποίες οφείλονται στη
διαφορετική οργάνωση και δομή της σκέψης ανάλογα με την ηλικία
και την προσωπική βιογραφία τους. Αν όμως οι θεωρίες αυτές
χρησιμοποιούνταν στον ορθόδοξο χώρο για να μας δώσουν μία εικόνα
για την έννοια της θρησκευτικότητας καθώς και για την πνευματική
πρόοδο του ανθρώπου στην πίστη, τότε η Παιδαγωγική που
αναπτύχθηκε μέσα στο πλαίσιο της ορθόδοξης ανθρωπολογίας θα
ήταν εντελώς αντίθετη με ένα τέτοιο εγχείρημα. Ο λόγος είναι
ευνόητος: οι θεολογικές και ανθρωπολογικές προϋποθέσεις της είναι
εντελώς διαφορετικές από εκείνες στις οποίες βασίσθηκαν οι θεωρίες
που παρουσιάσαμε.
Τέλος, εντοπίσαμε μία άλλη πτυχή των θεωριών που αναφέρονται
στη νοητική δομή της θρησκευτικής σκέψης, η οποία μάς δημιούργησε
κάποια ερωτηματικά: αν η θρησκευτική σκέψη διαμορφώνεται και
επηρεάζεται άμεσα από τις θρησκευτικές εμπειρίες του ανθρώπου
όπως έδειξε πρόσφατη έρευνα,355 τότε ποιες είναι εκείνες οι εμπειρίες
που πρέπει να ληφθούν υπόψη σε μια έρευνα που θέλει να
διατυπώσει μια τυπολογία για την ανάπτυξη της θρησκευτικής
σκέψης; Θα διατυπώσουμε το ερώτημά μας διαφορετικά: Ποια είναι
εκείνα τα θρησκευτικά έργα στα οποία τα εξεταζόμενα υποκείμενα
μιας έρευνας θα κληθούν να επιλύσουν, προκειμένου να έρθουν στο
προσκήνιο τα επιμέρους στάδια ανάπτυξης της θρησκευτικής σκέψης;
Με ποια κριτήρια προσδιορίζονται τα θρησκευτικά έργα; Με άλλα
λόγια: ποιες έννοιες για τον Θεό χρησιμοποιούνται σε μία έρευνα, και
τις οποίες τα εξεταζόμενα υποκείμενα θα κληθούν να κατανοήσουν;
Δεν ανήκει, φυσικά, ούτε στις προθέσεις ούτε στην αρμοδιότητα της
παρούσας εργασίας να απαντήσει στο ερώτημα αυτό. Εμείς απλώς
θέτουμε έναν προβληματισμό, για το αν οι διαφορετικές θρησκευτικές
εμπειρίες επηρεάζουν ή όχι τις θρησκευτικές νοητικές δομές. Αυτό
355 Δ. Πνευματικού 1998, σελ. 204.
416
356 Πρβλ. Friedrich Schweitzer 2004, σελ. 226.
357 Fritz Oser / Paul Gmünder 1988, σελ. 175.
418
αιτία τις διαφορετικές εμπειρίες του κάθε ανθρώπου. Αυτό το δεύτερο
έχει επιβεβαιωθεί και πειραματικά. Τα αποτελέσματα της έρευνας
που διεξήγαγε στον ελληνικό χώρο ο Δημήτρης Πνευματικός έδειξαν
ότι «η αίσθηση της παρουσίας της ύπαρξης υπερβατικής
πραγματικότητας δημιουργεί μια πνευματική εμπειρία, η ύπαρξη της
οποίας επηρεάζει και το επίπεδο της θρησκευτικής σκέψης. Η απουσία
της δρα ως ανασταλτικός παράγοντας στην ανάπτυξη της σκέψης,
μια και αποθαρρύνει το άτομο να προβληματιστεί με θρησκευτικά
προβλήματα».358 Οι εμπειρίες που βιώνει το άτομο στο επίπεδο της
θρησκευτικής του ζωής διαμορφώνουν και το αντίστοιχο επίπεδο
κατανόησης των θρησκευτικών εννοιών. Μία ζωή πλούσια σε
θρησκευτικές εμπειρίες θέτει τα θεμέλια μιας αναπτυγμένης
θρησκευτικής σκέψης.
Οι προβληματισμοί που εκτέθηκαν δείχνουν ότι η έννοια της
γνωστικής θρησκευτικής δομής, παρόλο που δεν θα πρέπει σε καμία
περίπτωση να διαφεύγει της προσοχής μας,359 εντούτοις δεν μπορεί να
μας δώσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο διδασκαλίας των συμβόλων. Θα
πρέπει να λάβουμε υπόψη μας περισσότερα δεδομένα εκτός από τη
νοητική δομή. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον ασχοληθήκαμε
στο κεφάλαιο αυτό με την ψυχοκοινωνική θεωρία του Erik Erikson.
Κατά τον Friedrich Schweitzer, η διδακτική του συμβόλου οφείλει να
συνυπολογίζει πέντε παράγοντες:360 α. τις ψυχοκοινωνικές
συγκρούσεις των μαθητών, β. το επίπεδο νοητικής ανάπτυξης των
358 Δ. Πνευματικού 1998, σελ. 204.
359 Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι η γνώση του νοητικού επιπέδου στο οποίο
βρίσκονται οι μαθητές αποτελεί μία διδακτική αρχή την οποίαν είχε διατυπώσει,
πολύ παλαιότερα, (όχι βέβαια κάτω από τις ίδιες επιστημονικές προϋποθέσεις της
σύγχρονης ψυχολογίας), ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, λέγοντας τα εξής:
«Ἁπαλῇ μὲν γὰρ οὔσῃ τῇ διανοίᾳ μὴ τοσοῦτον ἐπιτίθει βάρος, ἵνα μὴ καταπλήξεις».
Για το σχετικό χωρίο βλ. Βασιλείου Χαρώνη / Ουρανίας Λανάρα, Παιδαγωγική
Ανθρωπολογία Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Τόμος Β’, Αθήνα 1994, λήμμα:
«Διδασκαλία – Διδακτική», σελ. 392‐393. (Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τῶν
τέκνων, PG 30, 670).
360 Friedrich Schweitzer, Wie wird das Symbol zu einem pädagogischen und
Πρβλ. Hans‐Jürgen Fraas, Glaube und Identität. Grundlegung einer Didaktik religiöser
361
Lernprozesse, Göttingen 1983, σελ. 106‐107.
421
Εκθέτουμε αυτήν την πρόταση εντελώς ενδεικτικά, ως ένα στοιχείο
προσανατολισμού που δεν έχει φυσικά τον χαρακτήρα μιας
κανονιστικής αρχής αλλά ενός σχεδίου εργασίας, δηλ. η πρότασή μας
κινείται στο επίπεδο της Deskriptivität και όχι της Normativität.362 Τα
όσα περιγράψαμε στο δεύτερο και στο τρίτο κεφάλαιο της εργασίας
μπορούν να βρουν άριστη εφαρμογή κατά την εφηβική ηλικία. Γι’
αυτό δεν θα επαναλάβουμε ήδη γνωστά πράγματα. Εδώ θα
εστιάσουμε την προσοχή μας κυρίως στην παιδική ηλικία και στη
συνέχεια θα αναφερθούμε εν συντομία στην ψυχοκοινωνική κρίση
της εφηβείας ως παράγοντα συνδιαμόρφωσης της συμβολικής σκέψης
των μαθητών.
3.4.2. Η διδασκαλία των συμβόλων στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση.
Μιλώντας για τα παιδιά του Δημοτικού έχουμε να επισημάνουμε τα
εξής: καταρχήν πότε δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε τη σκέψη τους.
Πολύ σωστά έχει λεχθεί ότι τα παιδιά είναι μικροί φιλόσοφοι και
θεολόγοι.363 Η σκέψη τους δεν είναι χειρότερη από αυτήν των ενηλίκων
αλλά διαφορετική. Η ύπαρξη της παιδικής θεολογίας (Kindertheologie)
φαίνεται από το γεγονός, ότι τα παιδιά έχουν να δώσουν πάντα μία
δική τους προσωπική εκτίμηση‐απάντηση για όλα τα θέματα που
αφορούν στην πίστη.364 Έτσι λοιπόν, κατά τη διδακτική πράξη με τα
παιδιά του Δημοτικού σχολείου ας έχουμε υπόψη μας ότι έχουμε
362 Η λέξη „Deskriptivität“ (=Περιγραφικότητα) απλώς περιγράφει μία μεμονωμένη
κατάσταση, ενώ η „Normativität“ (=Κανονιστικότητα) εκφράζει θέσεις που ισχύουν
πάντοτε ή που θα πρέπει να ισχύουν σε μία ιδανική κατάσταση. Περισσότερα για
τις έννοιες αυτές βλ. Bernhard Dressler / Thomas Klie / Lena Kuhl, Religiöse Zeichen ins
Spiel bringen. Grundzüge einer Zeichendidaktik, στο συλλογικό έργο: Bernhard Dressler
(Hrsg.), Religion zeigen. Zeichendidaktische Entwürfe, Loccum 2002, σελ. 13.
363 Friedrich Schweitzer, Das Recht des Kindes auf Religion. Ermutigungen für Eltern und
Erzieher, Gütersloh 2000, σελ. 91.
364 Friedrich Schweitzer, Das Recht des Kindes auf Religion, ό.π., σελ. 95.
422
Σοφία Κουλόμζιν, Το ορθόδοξο βίωμα και τα παιδιά μας, Αθήνα 3 1995, σελ. 58.
365
Χρήστου Βασιλόπουλου, Διδακτική του Μαθήματος των Θρησκευτικών, ό.π., σελ.
366
60.
423
Σκοπός της διδασκαλίας κατά την περίοδο αυτή θα πρέπει να είναι η
παρατήρηση της δημιουργίας και η κατανόηση ότι πίσω από τα θαύματα
του κόσμου και πίσω από την ομορφιά του κρύβεται μία προνοητική
δύναμη, ο Θεός.367 Έτσι υπάρχει ένας σκοπός στη δημιουργία, ο οποίος
φανερώνεται στο θαυμαστό τρόπο με τον οποίον λειτουργούν τα
κτίσματα.368 Ως εκ τούτου, υποβοηθούμε τα παιδιά να υποψιάζονται
σιγά‐σιγά ότι τα αντικείμενα του φυσικού μας κόσμου οδηγούν τη
σκέψη μας σε κάτι άλλο, στον Δημιουργό, δηλ. ότι τα αντικείμενα
γύρω μας ενδεχομένως να έχουν μία άλλη σημασία πέρα από αυτήν
που κατανοούμε άμεσα. Με τη βοήθεια τηλεοπτικού υλικού έχουμε
την ευκαιρία να δείξουμε στα παιδιά, πώς αναπτύσσεται ένα φυτό
από την ώρα της σποράς μέχρι τη στιγμή της ανθοφορίας, ή επίσης
πώς αναπτύσσεται ένα παιδί από τη στιγμή της σύλληψής του μέχρι
τον ένατο μήνα.369 Αυτά τα ντοκουμέντα προκαλούν θαυμασμό στα
παιδιά, εγείρουν το ενδιαφέρον τους, επειδή είναι πράγματα που δεν
τα συναντούν στην καθημερινή τους ζωή. Με το τηλεοπτικό αυτό
υλικό μαθαίνουν μέσα από απτές εμπειρίες πόσο θαυμαστός
πραγματικά είναι ο κόσμος της καθημερινότητάς τους.
Η διδακτική του συμβόλου δεν περιορίζεται βέβαια μόνο στην
εκμάθηση της μεταφοράς. Τα όσα ελέχθησαν προηγουμένως
αποτελούν ένα διδακτικό προστάδιο για την εφαρμογή της
ερμηνευτικής‐ιστορικοκριτικής μεθόδου διδασκαλίας των συμβόλων.
Υπάρχουν όμως και άλλες μέθοδοι.
367 Αναφορικά με τη διδακτική ωφέλεια που προσφέρει η προσεκτική παρατήρηση
του κόσμου, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος υποστηρίζει τα εξής: : «Εἷς μὲν οὖν
θεογνωσίας τρόπος, ὁ διὰ τῆς κτίσεως ἁπάσης. […] Ἥ τε γὰρ κτίσις, διὰ τῆς ὄψεως
ἐκπλήττουσα τὸν θεατήν, εἰς τὸ τοῦ ποιήσαντος αὐτὴν θαῦμα παραπέμπει τὸν
ὁρῶντα ἅπαντα». Για το σχετικό χωρίο βλ. Βασιλείου Χαρώνη / Ουρανίας Λανάρα,
Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Τόμος Γ’, Αθήνα 1995,
λήμμα: «θεογνωσία», σελ. 150‐151. (Περὶ Ἄννης, Ὁμιλία Α’, PG 54, 636).
368 Anton Bucher, Symbolerziehung, στο συλλογικό έργο: Friedrich Schweitzer (Hrsg.),
Religion in der Grundschule, Frankfurt am Main 1994, σελ. 120.
369 Πρβλ. Σοφία Κουλόμζιν, Το ορθόδοξο βίωμα και τα παιδιά μας, ό.π. σελ. 58‐59.
424
Η σημειωτική μέθοδος υποστηρίζει ότι το περιεχόμενο του συμβόλου
αποκαλύπτεται μέσα από τη χρήση του.370 Τα σύμβολα της Ορθόδοξης
Καθολικής Εκκλησίας χρησιμοποιούνται είτε ως αναγωγικά μέσα
(π.χ. θυμίαμα, κερί κτλ.) είτε ως ιερά αντικείμενα προσκύνησης
(εικόνες) είτε ως μέσα της χάριτος (άρτος και οίνος, λάδι, νερό κ.ά.).
Μπορεί το παιδί να μην κατανοεί την αναγωγικότητα των συμβόλων,
κατανοεί όμως εύκολα τη χρήση τους, όταν έχει στη διάθεσή του
χειροπιαστές εμπειρίες. Και αυτές τις προσφέρει ο εκκλησιασμός.
Μέσα στη λατρευτική σύναξη ο μαθητής του Δημοτικού μπορεί να
καταλάβει ότι το θυμίαμα χρησιμοποιείται για την προσευχή, οι
εικόνες είναι αντικείμενα ιδιαίτερου σεβασμού, η θεία Κοινωνία, το
Ευχέλαιο και όλα τα χαρισματικά σύμβολα της Εκκλησίας
θεωρούνται ότι χαρίζουν στον άνθρωπο δύναμη, σιγουριά και
ασφάλεια.
Είναι δύσκολο να κατανοήσουν την έννοια της αόρατης χάρης. Για
τα παιδιά ο Θεός δεν είναι ένα αόρατο πνεύμα, αλλά κάποιος νέος ή
κάποιος ηλικιωμένος που κατοικεί ψηλά στον ουρανό. Μπορούν όμως
να αντιληφθούν ότι ο Θεός ως παντοδύναμος και ως δημιουργός του
σύμπαντος είναι ο προστάτης του ανθρώπου, αυτός που τον αγαπάει.
Θα πρέπει να υπάρχει ένας τρόπος, με τον οποίον η αγάπη του Θεού
μπορεί να εμφανίζεται στα παιδιά. Τα μυστήρια της Εκκλησίας
μπορούν να εκληφθούν ως δώρα του Θεού προς τον άνθρωπο. Τα παιδιά
είναι εξοικειωμένα με τα δώρα. Τα περιμένουν πως και πως. Δώρα
λαμβάνουν από κάποιον που τους αγαπάει και θέλει να τους τιμήσει.
Με το παραπάνω σκεπτικό, μπορεί να είναι δύσκολο να εξηγήσουμε
στα παιδιά την πίστη της Εκκλησίας για τη θεία Κοινωνία, ότι δηλ.
είναι σώμα και αίμα του Χριστού. Μπορούμε όμως πολύ εύκολα να
τους πληροφορήσουμε, ότι η θεία Κοινωνία είναι το μεγαλύτερο και το
πιο σπουδαίο δώρο του Θεού προς τους ανθρώπους, ένα δώρο που
τους χαρίζει δύναμη από τη δύναμή του.371 Έτσι, ο νιώθουν την
παρουσία του Θεού μέσα από την αποδοχή των δώρων του. Ο Θεός
370 Michael Meyer‐Blanck, Vom Symbol zum Zeichen. Plädoyer für eine semiotische Revision
είναι κοντά μας, είναι μαζί μας, και κυρίως μας αγαπάει, γιατί μας
χαρίζει μεγάλα και σπουδαία δώρα, τα οποία δεν είναι άλλα παρά τα
χαρισματικά σύμβολα της Εκκλησίας. Αυτός μπορεί να είναι,
ενδεχομένως, ο τρόπος σκέψης των παιδιών κυρίως της Γ’ και Δ’ τάξης
του Δημοτικού. Αν αυτή η αντίληψη φαίνεται κάπως παιδαριώδης για
τα παιδιά της προεφηβείας (ΣΤ’ τάξη), τότε μπορούμε να
επισημάνουμε τον αγιαστικό χαρακτήρα των χαρισματικών
συμβόλων, αξιοποιώντας το νόμο της αιτίας και του αποτελέσματος,
αναφέροντας διηγήσεις για θαύματα που σχετίζονται με τα σύμβολα,
π.χ. η ίαση μιας δύσκολης ασθένειας ύστερα από τη μετάληψη του
σώματος και του αίματος του Χριστού. Σε αυτό το θέμα θα πρέπει να
είμαστε προσεκτικοί, γιατί η επιτυχία του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό
από τα πειστήρια και τα αποδεικτικά στοιχεία που θα προσκομίσουμε
στα παιδιά. Διηγήσεις θαυμάτων χωρίς ντοκουμέντα ενδεχομένως να
μην κινήσουν το ενδιαφέρον των παιδιών.
Επίσης, πληροφορίες για τον τρόπο χρήσης των συμβόλων μπορούν
να αντλήσουν τα παιδιά στο πλαίσιο μίας εργασίας, με την οποίαν
αναζητούν ιστορικά στοιχεία για το πώς καθιερώθηκε ένα σύμβολο
στη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας.372
Τέλος, ένα άλλο στοιχείο που δεν θα πρέπει να προβληματίσει κατά
την ηλικία αυτή είναι η κατά λέξη ερμηνεία των συμβολικών
εκφράσεων. Ο Θεός είναι ανθρωπόμορφος και κατοικεί στον ουρανό.
Η αντίληψη αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκη δείγμα νηπιασμού και
πνευματικής ανωριμότητας, όπως θα ήθελε προφανώς ο James W.
Fowler. Κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας «αἰτία τοίνυν καὶ
πρόφασις ἀληθὴς τοῦ σωματικῶς περὶ Θεοῦ τοὺς πρὸς ἡμᾶς λόγους
ποιεῖσθαι τὴν θεόπνευστον Γραφὴν, καὶ νοῦ καὶ γλώττης ἐν ἡμῖν
πτωχεία».373 Η αδυναμία του ανθρώπου να συλλάβει με το νου τον
άπειρο Τριαδικό Θεό, τόν οδήγησε στη διατύπωση ανθρωπομορφικών
372 Πρβλ. Harald Schroeter, Zwischen Fest und Alltag. Symboldidaktische Anmerkungen zur
Gestaltung christlicher Religion in der Primarstufe, στο περιοδικό: Der Evangelischer
Erzieher, 46. Jg., H.1, σελ. 46.
373 Χρυσοστόμου Σταμούλη, Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Κατά Ανθρωπομορφιτών.
(Εισαγωγή – κείμενο – μετάφραση – σχόλια), Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 106.
426
εκφράσεων, οι οποίες υπάρχουν ακόμα και σε κείμενα της Αγίας
Γραφής.
Επίσης, το να θεωρείς τον Θεό με ανθρώπινα χαρακτηριστικά δεν
είναι εντελώς έξω από το δόγματα της Ορθόδοξης Καθολικής
Εκκλησίας. Ο ίδιος ο Χριστός δεν είναι μόνο τέλειος Θεός αλλά και
τέλειος άνθρωπος. Το να απεικονίζεται ο Θεός με ανθρώπινα
χαρακτηριστικά, επιβεβαιώνει τη μεγάλη αλήθεια της πίστης μας ότι
«ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ὑμῖν».374 Και αυτήν ακριβώς
την αλήθεια έχουν ως θέμα τους οι ιερές εικόνες. Με αυτές τα παιδιά
αλλά και οι ενήλικες έχουν απτές παραστάσεις για το πρόσωπο του
Θεού. Βλέπουν την ανθρώπινη φύση του Χριστού και τον αισθάνονται
πολύ κοντά τους. Το ίδιο ισχύει και για τις εικόνες των αγίων. Ο Θεός
παριστάνεται ως άνθρωπος και οι άγιοι ως χαρισματικοί άνθρωποι,
ως ιδιαίτερες υπάρξεις που είναι ευλογημένες και ζουν κοντά στον
Θεό. Δηλ. με την εικόνα του Χριστού το παιδί λαμβάνει το μήνυμα ότι
ο Θεός έχει εμφάνιση ανθρώπου, ενώ με τις εικόνες των αγίων
αντιλαμβάνεται ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει κάτι το ιδιαίτερο, κάτι
ανώτερο από αυτό που είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Οι ιερές
εικόνες γίνονται αντικείμενο τιμητικής προσκύνησης. Οι εικόνες
προσκυνούνται τιμητικά, διότι απεικονίζουν είτε την υπόσταση του
Χριστού είτε τις υποστάσεις των αγίων δηλ. των χαρισματικών
ανθρώπων που αναδείχθηκαν για την πίστη τους και για την αγάπη
τους απέναντι στον Χριστό.
Δεν θα υπήρχε καλύτερος τρόπος για να εκφραστεί το όραμα της
καθολικότητας της Εκκλησίας από τη χρήση των εικόνων, διότι μέσω
αυτών κατανοεί το παιδί πως η υπόθεση θεός δεν είναι κάτι το αόρατο
και αδιανόητο αλλά κάτι που έχει εισχωρήσει για τα καλά μέσα στη
ζωή μας.375 Απέναντι λοιπόν σε κάθε άποψη που βλέπει τον
ανθρωπομορφισμό ως ένα είδος πνευματικής ανωριμότητας, εμείς ως
ορθόδοξοι χριστιανοπαιδαγωγοί θα απαντήσουμε με τα λόγια του
αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού:«Σὺ μὲν, ὡς τυχόν, ὑψηλός τε καὶ
ἄϋλος, καὶ ὑπέρ σώμα γενόμενος, καὶ οἶον ἄσαρκος, καταπτύεις πᾶν
Ιωαν. 1,14.
374
Πρβλ. Πέτρου Βασιλειάδη, Εικόνα και Εκκλησία στην Αποκάλυψη, στο: του ιδίου,
375
Βιβλικές ερμηνευτικές μελέτες, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 416‐417.
427
τὸ ὁρώμενον· ἀλλ’ ἐγώ ἐπεὶ ἄνθρωπος εἰμί καὶ σῶμα περίκειμαι, ποθῶ
καὶ σωματικῶς ὁμιλεῖν καὶ ὁρᾶν τὰ ἅγια».376 Ο ανθρωπομορφισμός
είναι δείγμα πνευματικής ανωριμότητας, όταν προκαλεί την
εσφαλμένη εντύπωση ότι ο Θεός είναι μόνο άνθρωπος, κάτι όμως που
το παιδί, αργότερα κατά την εφηβική ηλικία, θα αποκλείσει εύκολα
λόγω της νοητικής του ανάπτυξης.
3.4.3. Η διδασκαλία των συμβόλων στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Περνώντας στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου (Α’ και Β’) ο μαθητής
έχει ήδη διαβεί από το κατώφλι της προεφηβείας και η σκέψη του
αρχίζει να λειτουργεί σιγά‐σιγά με αφαιρετικό τρόπο. Ενδεχομένως
να είναι σε θέση να κατανοεί ότι άλλο πράγμα είναι ένα σύμβολο και
άλλο η σημασία του, ή επίσης ότι ο Τριαδικός Θεός είναι αόρατος και
ότι μονάχα ο Υιός και Λόγος του Θεού πήρε πάνω του την ανθρώπινη
φύση. Ωστόσο, ας μην ξεφύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι η
χρονική αυτή περίοδος που διανύουν οι μαθητές ίσως να έχει τον
χαρακτήρα μίας μετάβασης από τη συγκεκριμένη στην αφηρημένη
σκέψη.377 Γι’ αυτό, ό,τι και αν αναλύουμε κατά τη διδακτική πράξη θα
πρέπει να συνδέεται με απτές εμπειρίες οι οποίες μπορεί να
αντλούνται από κείμενα, διηγήσεις, περιστατικά κ.ά. Δεν είναι
καθόλου τυχαίο το ότι σήμερα στην Α’ Γυμνασίου οι μαθητές
διδάσκονται την Παλαιά Διαθήκη, στη Β’ Γυμνασίου την Καινή και
στη Γ’ την Εκκλησιαστική Ιστορία. Το μεταβατικό στάδιο έχει ανάγκη
από τα συγκεκριμένα γεγονότα.
376 Ιωάννου του Δαμασκηνού, Περὶ Εἰκόνων, PG 94, 1264 C. Βλ. επίσης: Δημητρίου
Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της, ό.π., σελ.
123‐125.
377 Στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε, σύμφωνα με τον Ronald Goldman, με
το Ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ συγκεκριμένης και αφηρημένης θρησκευτικής σκέψης.
Βλ. Χρήστου Βασιλόπουλου, Διδακτική του Μαθήματος των Θρησκευτικών, ό.π., σελ.
59.
428
Τέλος, στις τάξεις του Λυκείου και ίσως και στη Γ’ Γυμνασίου,
είμαστε έτοιμοι να εφαρμόσουμε χωρίς επιφυλάξεις τις διδακτικές
μεθόδους που αναφέραμε στο 2ο κεφάλαιο. Εδώ όμως έχουμε να
παλέψουμε με άλλου είδους δυσκολίες, όπως πχ. την αμφισβήτηση
κάθε αξίας από την πλευρά των εφήβων. Η διδασκαλία των
συμβόλων κατά τη φάση αυτή θα πρέπει να αποκαλύπτει το νόημα
και τον σκοπό της: δεν διδάσκουμε τα σύμβολα μόνο και μόνο για να
γνωρίσουν οι μαθητές το συμβολικό κόσμο της Εκκλησίας, αλλά για
να προσεγγίσουν καλύτερα το όραμα της καθολικότητάς της.
Αν οι έφηβοι έχουν ανάγκη από έναν προσανατολισμό στα όνειρά
τους,378 τότε μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα σύμβολα ως μία
ευκαιρία για να τους πληροφορήσουμε για τη ζωή της Εκκλησίας. Η
εφηβεία είναι κατεξοχήν η εποχή της έντονης αναζήτησης
ταυτότητας.379 Με τη σημειωτική μέθοδο μπορούμε να ανακαλύψουμε
τις μεταφορικές σημασίες που χρησιμοποιούν στον καθημερινό τους
λόγο, προσπαθώντας έτσι να τους κάνουμε να υποψιαστούν ότι πίσω
από τις συμβολικές ερμηνείες δεν κρύβονται απλώς σκέψεις αλλά
ολόκληροι κόσμοι ιδεών και αξιών. Διερχόμενοι μέσα από τον δικό
τους κόσμο, μπορούμε να δράξουμε την ευκαιρία για να μιλήσουμε
για τον κόσμο της Εκκλησίας, για τη γλώσσα της και για τη
χαρισματική της εμπειρία. Και όλα αυτά αποκωδικοποιούνται μέσα
των συμβόλων της.
Ο προσανατολισμός που προσφέρεται παιδαγωγικά μέσω της
διδασκαλίας των συμβόλων, επιδιώκει να παρουσιάσει μία πρόταση
ζωής. Συνεπώς ο προσανατολισμός αυτός οφείλει να συνδέεται άμεσα
με εμπειρίες. Με τον τρόπο αυτό οι μαθητές αντιλαμβάνονται ότι η
ορθόδοξη παράδοση δεν είναι μία αφηρημένη κοσμοθεωρία, αλλά
κάτι που συνδέεται άμεσα με την ίδια τη ζωή. Επιπλέον, μέσω των
εμπειριών η σκέψη των μαθητών αποκτά ερεθίσματα και εναύσματα
προκειμένου να διαμορφώσει τις έννοιες. Η σκέψη για να λειτουργήσει
χρειάζεται εμπειρίες. Αυτό είναι η κοινή συνισταμένη όλων των
θεωριών που σχολιάσθηκαν στο κεφάλαιο αυτό. Χωρίς την εμπειρία η
οποιαδήποτε εννοιολογική προσέγγιση μοιάζει με βήμα στο κενό. Και
378 Ε. Περσελή 2000, σελ. 30.
379 Ιωάννη Κογκούλη, Ο εκκλησιασμός των μαθητών, ό.π., σελ. 113.
429
380 Πρβλ. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική θεολογία Α’, ό.π., σελ. 79.
430
381 Πρβλ. Norbert Weidinger, Bevor die Grasbüschel verdorren: Mit Brauchtum lernen, στο
περιοδικό: Katechetische Blätter, 126. Jg., 2001, H. 2, σελ. 110. Κατά τον Weidinger η
διδακτική του συμβόλου πρέπει να ακολουθεί τέσσερα βήματα: α. βίωμα,
κατανόηση που μέσω των αισθήσεων και μέσω της πράξης, γ. νοηματοδότηση και
κριτική αντιπαράθεση, δ. συνειδητή χρήση του συμβόλου.
382 Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, ό.π., σελ. 418.
383 Ε. Περσελή 2000, σελ. 87.
384 Πρβλ. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική θεολογία Α’, ό.π., σελ. 204‐205.
431
στη διδασκαλία: «Οὐ γὰρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ
ἀλήθειά τε καὶ ἡ εὐσέβεια».385
385 Συνοδικός Τόμος του 1351. Το χωρίο αυτό βρίσκεται στο βιβλίο του Νίκου
433
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Με την παρούσα εργασία προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε τους
βασικούς άξονες, πάνω στους οποίους μπορεί να διεξάγεται η
διδασκαλία των συμβόλων της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας στο
πλαίσιο του Μαθήματος των Θρησκευτικών, το οποίο διδάσκεται
σήμερα στην Πρωτοβάθμια και στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Από την εξέταση του θέματος προκύπτουν τα ακόλουθα
συμπεράσματα:
1. Η συμβολική γλώσσα αποτυπώνει πάνω της βιώματα του
ανθρώπου τα οποία δεν μπορούν να «χωρέσουν» στις περιορισμένες
δυνατότητες των λογικών προτάσεων. Τα σύμβολα στην ορθόδοξη
παράδοση και ζωή – είτε πρόκειται για απτά αντικείμενα είτε για
γλωσσικές διατυπώσεις – είναι συμβατικά και κτιστά πράγματα
επιφορτισμένα με την αρμοδιότητα να εκφράζουν καθολικές
ερμηνείες για τη ζωή και τον κόσμο, να εκφράζουν δηλ. την εξ’
αποκαλύψεως εμπειρία και θεωρία της Ορθόδοξης Καθολικής
Εκκλησίας για τον Θεό, τον άνθρωπο και την κτίση.
2. Έχοντας ως αφετηρία τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου του
Παλαμά, διακρίνουμε δύο κατηγορίες συμβόλων: α. τα φυσικά ή
ουσιώδη σύμβολα και β. τα συμβατικά, μη φυσικά σύμβολα. Τα
φυσικά σύμβολα συνδέονται με το συμβολιζόμενο βάσει μίας φυσικής
μεταξύ τους σχέσης, όπως π.χ. ο άρτος και ο οίνος της Θείας
Ευχαριστίας. Στη δεύτερη κατηγορία συμβόλων η λέξη «συμβατικός»
εκφράζει μία εξωτερική και όχι φυσική σχέση μεταξύ συμβόλου και
συμβολιζομένου. Τα μη φυσικά σύμβολα θα μπορούσε κανείς να τα
χαρακτηρίσει και ως αναγωγικά ή αλληγορικά σύμβολα όπως π.χ. η
άμπελος, το θυμίαμα κ.ά.
Μπορούμε όμως να διακρίνουμε και μία τρίτη κατηγορία συμβόλων,
τα χαρισματικά σύμβολα. Αυτά είναι φορείς των ακτίστων ενεργειών
του Τριαδικού Θεού αλλά συνάμα και χαρισματικές απεικονίσεις·
γίνονται όχημα της χάριτος και ταυτόχρονα εκφραστές της θείας
Οικονομίας. Τα χαρισματικά σύμβολα είναι μέσα της χάριτος. Ο
434
κατανοήσει τη δική τους γλώσσα, δηλ. το δικό τους σημασιολογικό
σύστημα εννοιών και αξιών.
16. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο θεολόγος καθηγητής κατά τη
διδασκαλία αποτελεί ένα ιδιαίτερο σημασιολογικό σύστημα εννοιών
και αξιών, με το οποίο συνειδητά ή ασύνειδα ο ίδιος εξωτερικεύει τα
πιστεύω του. Με άλλα λόγια, η πληροφορία του μηνύματός του
ασύνειδα φέρει πάνω της την προσωπική ερμηνευτική σφραγίδα του,
η οποία ενδεχομένως να επηρεάζει τους μαθητές ως προς το εάν
πράγματι το αντικείμενο που διδάσκει, στην περίπτωσή μας η ζωή της
Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας, μπορεί να έχει νόημα για τη ζωή
του ανθρώπου ή όχι.
17. Αν η θρησκεία συνδέεται με τον πολιτισμό και αν το Μάθημα των
Θρησκευτικών μέσω της διδασκαλίας των συμβόλων στοχεύει στο να
παρουσιάσει στους μαθητές τον πολιτισμό αυτό ως μία ζωντανή
παράδοση δηλ. ως μία υπόθεση και πρόταση ζωής, τότε δεν υπάρχει
καταλληλότερος χώρος από αυτόν του ιερού ναού και
καταλληλότερος χρόνος από αυτόν της θείας Λατρείας. Η θεία
Λατρεία είναι το εμπειρικό Instrumentarium της διδασκαλίας των
συμβόλων.
18. Οι θεωρίες που αναφέρονται στην ανάπτυξη της θρησκευτικής
σκέψης μάς παρέχουν έναν προσανατολισμό σχετικά με τις
προϋποθέσεις εφαρμογής των διδακτικών μεθόδων που αναλύσαμε.
Αναφερθήκαμε στις θεωρίες των: Jean Piaget, Ronald Goldman,
Lawrence Kohlberg, Fritz Oser / Paul Gmünder, και James W. Fowler.
Τέλος παρουσιάσαμε τη θεωρία του Erik Erikson για την
ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του ανθρώπου. Ο βασικός στόχος των
θεωριών που διερεύνησαν τη θρησκευτική σκέψη του ανθρώπου ήταν
η επισήμανση των διαδοχικών σταδίων μέσα από τα οποία διέρχονται
εξελικτικά οι γνωστικές θρησκευτικές δομές. Θα μπορούσαμε να
ισχυριστούμε πως όλες αυτές οι θεωρίες που περιγράφουν μια
εξελικτική πορεία είναι γέννημα θρέμμα της εποχής της
νεωτερικότητας. Οι θεωρίες για την ανάπτυξη της θρησκευτικότητας
μάς παρέχουν ούτε λίγο ούτε πολύ μοντέλα απομύθευσης
442
ZUSAMMENFASSUNG
In der anliegenden Doktorarbeit haben wir als Ziel angesetzt, die
Grundlinien der Symboldidaktik, welche der Theologie der Orthodox‐
Katholischen Kirche zugrunde liegt, ins Auge zu fassen. Bei der
Behandlung unseres Themas ist nur auf den schulischen
Religionsunterricht, der heutzutage in der Primar –und Sekundarstufe
des öffentlichen Bildungswesens Griechenlands erteilt wird, Bezug
genommen worden.
Die Analyse hat die folgenden Ergebnisse erbracht:
1. Die symbolische Sprache drückt jene Erfahrungen des Menschen aus,
welche durch die eingeschränkten Fähigkeiten der logisch aufgebauten
Sätze keinesfalls vermittelt werden können. Die Symbole sind
konventionelle und geschaffene Sachen, entweder es sich dabei um
betastbare Dinge oder sprachliche Ausdrücke handelt. Die werden
benutzt, damit holistische Lebens‐ und Weltanschauungen
versinnbildlicht werden können. Bei den Symbolen der Orthodox‐
Katholischen Kirche geht es nämlich um die Darstellungen ihrer
charismatischen Erfahrung und ihrer Anschauung über Gott, den
Menschen und die Welt.
2. In Anlehnung an die Theologie von heiligem Gregorios Palamas,
können wir die Symbole in zwei Kategorien klassifizieren: a. die
naturhaften Symbolen und b. die konventionellen Symbolen. Die
naturhaften Symbole verbinden sich mit dem Symbolisierten auf Grund
eines naturhaften Verhältnisses, wie z.B. das Brot und der Wein der
heiligen Eucharistie. Bei der zweiten Kategorie drückt das Adjektiv
„konventionell“ ein äußeres und nicht naturhaftes Verhältnis zwischen
Symbol und Symbolisiertem aus. Die konventionellen Symbole können
noch auch als allegorische Symbole apostrophiert werden. Solche
Symbole sind z.B. der Weihrauch, der Weinstock etc.
Darüber hinaus können wir zusätzlich eine dritte Symbolkategorie
pointieren. Dabei geht es um die sogenannten charismatischen Symbole
der Kirche, welche nicht nur Träger der ungeschaffenen Energien Gottes
446
nach das Symbol eine Bedeutung der Bedeutung darstellt bzw. die
Herausarbeitung zweiten Grades eines primären wortwörtlichen Sinnes
herbeiführt. c. Die Semiotik plädiert dafür, dass die Symbole schlicht als
Zeichen angesehen werden sollen, weil sie von sich selbst bzw. auf Grund
ihrer materiellen Beschaffenheit keine Signifikation tragen können. Sie
bekommen eine Bedeutung aber erst, nachdem ein Interpretationsprozess
stattfindet, wobei es den Zeichen irgendeines Signifikat konventionell
zugeschrieben wird.
5. Die grundlegenden symboldidaktischen Richtungen sind hauptsächlich
zwei: a. Die Hermeneutik und b. die Semiotik. Die erste setzt sich dafür
ein, den Inhalt eines Symbols zu begreifen bzw. die Wahrheit, die
dahinten steckt, ins Licht zu bringen. Die zweite versucht die Weise
aufzuspüren, in der die Botschaft eines Symbols als ein
Kommunikationsprozess vermittelt wird.
6. Bei der hermeneutischen Perspektive ist der Begriff Hermeneia (=
Interpretation) in den Geisteswissenschaften anzutreffen. Dieser Begriff
verweist auf jene Prozedur, wobei es intendiert wird, die Wahrheit einer
Sache enthüllt zu werden. Grundanliegen der hermeneutischen
Forschung ist es, den Tieferen Sinn eines Symbols auszublenden. Indem
wir im Rahmen der der orthodoxen Anthropologie zugrunde liegende
Pädagogik die hermeneutische Perspektive auf die Symbolinterpretation
anwenden, haben wir die Gelegenheit, die Frage nach dem Wert und dem
Sinn des Lebens zu thematisieren. Im Rahmen des Religionsunterrichts
heißt es, den Schülern die weltanschauliche Orientierung der Kirche vor
Augen zu stellen.
7. Zu der hermeneutischen Richtung zählt die Erlebnis‐orientierte
symboldidaktische Methode von dem Deutschen, römisch‐katholischen
Religionspädagogen, Hubertus Halbfas. Halbfas spricht nicht von einer
Religionsdidaktik sondern von einer Didaktik der religiösen Erfahrung
bzw. von einer religiösen Didaktik. Der Unterrichtsgegenstand rekurriert
nicht auf das Christentum sondern im Allgemeinen auf die religiöse
Erfahrung jedes Menschen. Halbfas stützt sich symboltheoretisch auf die
psychoanalytische Schule von Carl Gustav Jung, um seine didaktische
448
eigentlich angewandt werden kann. Indem wir die Metapher ins Spiel
bringen, bieten wir den Schülern die Gelegenheit an, die Existenz einer
unsichtbaren Dimension, die sich weit von ihrer konkret‐sinnlichen
Erfahrungen erstreckt, wahrzunehmen. Durch die Elemente des
Alltagslebens können sie auf die himmlische Welt hin geführt werden.
Dieses geistige Emporsteigen impliziert aber auch keine Unterscheidung
zwischen den sichtbaren und unsichtbaren Dingen, sondern drückt
vielmehr aus, dass die materiellen und die immateriellen Dinge eine
untrennbare Einheit miteinander bilden. Auf der anderen Seite ist es aber
dabei festzuhalten, dass die metaphorische Lektüre der alltäglichen
Erfahrungen und der sinnlichen Elementen der Welt keiner beliebigen
und subjektiven Interpretation des Einzelnen unterliegen darf. Das
Referenzzentrum dieses Prozess soll auf jeden Fall von der Suche des
Menschen nach der Präsenz Gottes innerhalb der Schöpfung geleitet und
angedeutet werden.
11. Reden wir von den Pionieren der semiotischen Richtung angesichts
der symboldidaktischen Debatte, ist ohnehin der Ansatz des Deutschen
evangelischen Religionspädagogen Michael Meyer‐Blancks ins Wort
kommen zu lassen. Den theoretischen Hintergrund seiner Konzeption
bilden zwei grundlegende Repräsentanten der Semiotik: der Amerikaner
Charles Sanders Peirce und der Italiener Umberto Eco. Nach Meyer‐
Blancks Ansicht scheint es unmöglich und didaktisch erfolglos zu sein,
den Schülern mit den Inhalten bestimmten Symbolen vertraut zu machen,
weil freilich denselbigen Symbolen unterschiedliche Signifikationen je
nachdem zugeschrieben werden können. Aus diesem Grund redet Meyer‐
Blanck von einer Didaktik der religiös‐christlichen Zeichenprozessen.
Das religiöse Ereignis ist, nach Meyer‐Blanck, als ein Teil der
Gesamtkultur einer Gesellschaft semiotisch zu betrachten. Der
Unterrichtsgegenstand soll dementsprechend nicht die Symbole an sich
bzw. die Symbole als autonome Entitäten sein, sondern die „Logik“, auf
der die christliche Gemeinschaft der Gläubigen ihre religiösen
Erfahrungen zu vergegenwärtigen versucht.
Das entdeckende Lernen und das theologisch‐orientierende Lernen
setzen die zwei Phasen einer Didaktik der religiös‐christlichen
Zeichenprozessen zusammen. Die erste Phase fragt nach dem Gebrauch
452
der Zeichen und nach der bestimmten Kodierung, auf Grund derer die
zeichen dekodiert werden können. Die zweite Phase befasst sich mit der
theologischen Gültigkeit der vielfältigen Zeichendeutungen. Dadurch
wird intendiert, die mannigfaltigen Kodierungen mit der Kodierung des
Evangeliums in Berührung zu bringen.
In der semiotischen Didaktik spielt das Studieren der liturgischen
Zeichen eine relevante Rolle, indem sie in aussprechlicher Weise zum
Ausdruck bringen, dass das Christentum nicht nur ein denkerisch‐
philosophisches Phänomen ist, sondern auch und nicht zuletzt eine
feiernde und mit Hilfe der Zeichen zu kommunizierende Religion. Durch
die Zeichen wird die Botschaft des Christentums als ein
Kommunikationsereignis mitgeteilt und dargestellt.
Die Religion ist, so Meyer‐Blanck, ein gegenseitiges Ineinander
zwischen dem Subjektiven und dem Objektiven oder – anders formuliert
– eine gegenseitige Beziehung zwischen drei Faktoren: a. der kirchlichen
Überlieferung, b. den Zeichen der kirchlichen Überlieferung und c. den
Interpretationen und den Signifikanten, welche jeder Gläubige als
Mitglied einer Gemeinschaft gegenüber den zur Verfügung stehenden
Zeichen der kirchlichen Überlieferung vornehmen kann. Die Betrachtung
kann den Schülern deutlich machen, dass sich die Wahrheit des
Evangeliums keineswegs auf einem weltlichen Ding bzw. auf den
Symbolen niederschlagen könnte. Dementsprechend ist diese göttliche
Wahrheit des Evangeliums nicht auf den Symbolen zu finden, sondern
auf den Kommunikationsprozess der kirchlichen Gemeinschaft, bei dem
die Symbole als Zeichen mittels bestimmter Kodierungen angedeutet
werden. Die Wahrheit des Evangeliums bzw. die Realität Gottes ist etwas,
das sich außerhalb der zeichenhaften Kommunikation erstreckt, aber
zugleich nur mit Hilfe der religiösen Zeichen kommuniziert werden
kann.
12. Von einem semiotischen Blickwinkel ausgesehen sind die Symbole
schlichte Zeichen, welche gelesen werden sollen. Die Lektüre setzt
indessen das Verstehen der entsprechenden Kodierungen voraus. Das ist
ein Anschlusspunkt an die orthodoxe Theologie: die Symbole der
Orthodox‐Katholischen Kirche sind durch ihre eine besondere Kodierung,
bzw. die Kodierung welche den heiligen Geist offenbart, bedingt.
453
13. Wir können zusätzlich von dem hinweisenden und apophatischen
Charakter der Symbolen der Orthodox‐Katholischen Kirche reden.
Sowohl die charismatische Realität, welche sie in ihr tragen, als auch das
eschatologische Reich Gottes, auf das sie hinweisen, sind Sachen, die der
Mensch niemals völlig beschreiben oder total begreifen könnte.
14. Die semiotische Perspektive des zeichenhaften
Kommunikationsprozesses schließt ohne weiteres irgendein
ontologisches Verhältnis zwischen Signantem und Signifikantem aus. Im
Rahmen der Orthodox‐Katholischen Kirche ist die Kommunikation,
welche zwischen Gott und den Menschen stattfindet, kein üblicher
Kommunikationsprozess. Die sogennanten charismatischen Symbole
tragen in sich nicht nur einige Informationen und Botschaften, sondern
werden noch auch zu charismatischen Realitäten, welche die Heilige
Gnade in sich bewahren. Dabei handelt es sich um das mystagogische
Kommunikationsverfahren der Orthodox‐Katholischen Kirche, die sich
auf der ontologischen Ebene bewegt.
15. Die semiotische Symboldidaktik erweitert unsere didaktischen
Horizonte, indem sie unser Augenmerk darauf richtet, dass der
Lehrprozess sich als eine lebendige Kommunikation zwischen den
Schülern und dem Lehrer und also als ein gegenseitiges Senden und
Empfangen von unterschiedlichen Zeichen vollzieht.
Damit der Religionslehrer die Schülern sowohl über die Symbole der
Orthodox‐Katholischen Kirche als auch über die Botschaft der in Christus
Verklärung der Welt informieren kann, soll er sie zuerst von ihrer eigenen
Religion, ihren eigenen Erlöser und ihren eigenen Paradiesen reden
lassen. Dadurch hat der Lehrer die Möglichkeit, die Sprache der Schüler
bzw. ihr eigenes Deutungs‐ und Wertsystem zu begreifen und sich in ihre
Lebenswelt zu versetzen.
16. Die Sprache, welche der Religionslehrer bei dem Unterrichtsverfahren
gebraucht, beruht auf einem besonderen Deutungs‐ und Wertsystem.
Über diese Sprache äußert der Lehrer allerdings, bewusst oder
unbewusst, seine weltanschaulichen Grundeinstellungen. Die
454
Information der Botschaft, die der Lehrer vermittelt, ist also von seinen
persönlichen Lebenshaltungen geprägt. Diese Botschaft mag eventuell die
Schüler beeinflussen bzw. orientieren, in Bezug darauf, ob der
Unterrichtsgegenstand, (im Falle unserer Untersuchung sei es das Leben
der Orthodox‐Katholischen Kirche zu thematisieren), einen Sinn für das
Leben des Menschen darzubieten hat oder nicht.
17. Nehmen wir an, erstens dass die Religion eng mit der Kultur
verbunden ist, und zweitens dass der Religionsunterricht darauf abzielt,
den Schülern diese Kultur als eine lebendige Tradition bzw. als eine
Lebenssache vor Augen zu stellen. In dem Falle scheint es, der geeignetste
Raum und die geeignetste Zeit dazu das Kirchengebäude und die damit
verbundene Liturgie zu sein. Die Liturgie ist im Grunde genommen das
empirische Instrumentarium der Symboldidaktik.
18. Die Ansätze, welche sich mit der kognitiv‐religiösen Entwicklung
beschäftigt haben, können uns eine Orientierung im Blick auf die
Umsetzungsbedingungen bzw. auf die Praxis der bereits skizzierten
didaktischen Methoden verschaffen. Es waren die Konzeptionen von Jean
Piaget, Ronald Goldman, Lawrence Kohlberg, Fritz Oser / Paul Gmünder
und James W. Fowler zu thematisieren. Außerdem haben wir auf den
Ansatz von Erik Erikson Bezug genommen, welcher die psychosoziale
Entwicklung des Menschen behandelt hat. All diese Ansätze haben sich
dafür eingesetzt, die Stufen, in denen sich die kognitiv‐religiösen
Strukturen des Menschen evolutionsgemäß entwickeln lassen, zu
untersuchen. Wir können die These aufstellen, dass die Ansätze, welche
auf die Idee der Evolution angewiesen sind, als geistige Früchte der
Moderne anzusehen sind. Die stellen uns Entmythologisierungs‐ und
Rationalisierungsmodelle im Blick auf das religiöse Phänomen vor
Augen. Die Idee der Evolution und des Fortschritts, wobei der Fortschritt
durch die Weiterentwicklung des rationalen Denkens erfolgt, scheint es
bewusst oder unbewusst das Leitmotiv all dieser Konzeptionen zu sein.
Indessen mögen aber diese rationalen Religiositätslektüren einem
praktischen bzw. apologetischen Zweck dienen, nämlich der
Verteidigung der Religion innerhalb der Grenzen einer modernen und
säkularisierten Gesellschaft.
455
19. Die Begriffe „Geistigkeit“, „Spiritualität“ und „Religiosität“ sind
westlich‐theologischer Provenienz und sie betreffen jenen Aspekt des
menschlichen Lebens, der sich auf immateriellen Sachen, wie z.B.
philosophischen Konzeptionen, gesellschaftlichen Fragestellungen, die
Suche nach Sinn, die Frage nach Gott usw., bezieht. In dem Sinn erweisen
sie sich aber als unzureichende Begriffe, die dem Kontext der orthodoxen
Theologie nicht gerecht werden könnten. In der Orthodox‐Katholischen
Kirche wäre es angemessener über eine von dem Heiligen Geiste zu
empfangende Spiritualität, bzw. über das orthodoxe geistig‐geistliche
Leben zu sprechen. Das orthodoxe geistig‐geistliches Leben erweist sich
weder als eine Lebenshaltung noch als eine philosophische Anschauung,
sondern vielmehr als eine von dem Heiligen Geiste unternommene
Erleuchtung und Verklärung des Menschen; es geht nämlich um eine
charismatische religiöse Erfahrung des Menschen, welche er als Mitglied
des Leibes Christi einholt. In dem Sinn haben sich daher die Kirchenväter
mit der Frage nach den Stufen der religiösen Entwicklung nie befasst. Die
Frage ist allerdings ganz anders gestellt: welche sind die Stufen der in
Christus Vollkommenheit des Menschen? Nach den Kirchenväter lässt
sich die in Christus Vollkommenheit in drei Stadien vollziehen: a.
Katharsis bzw. Reinigung des menschlichen Geistes von den
Leidenschaften, b. Einleuchtung (des Geistes) und c. Theosis bzw.
Vergöttlichung des Menschen.
20. Indem, nach der orthodoxen Theologie, der ganze Mensch als eine
existenzielle Einheit an der charismatischen Erfahrung der Kirche teilhat,
hat folgenrichtig noch auch das Denken des Menschen daran teil. In dem
Geiste (Nous) des Menschen offenbart sich Gott. Unentbehrliche
Voraussetzung dafür ist zum einen die Reinigung des menschlichen
Geistes von den zur Korruption führenden Leidenschaften der Seele, und
zum anderen die Teilhabe des Menschen an den Mysterienhandlungen
der Kirche. Der Geist des Menschen könnte niemals auf Grund eines
dialektisch‐rationalen Syllogismus auf Gott emporsteigen bzw. Gott
erkennen.
456
Spiel setzen und also deutlich machen, dass die symbolischen Deutungen
ihrer Sprache einigen Lebens‐ und Weltanschauungen zugrunde liegen.
Indem wir ihre eigene Lebenswelt und ihre eigene Sprache erfassen,
haben wir die Möglichkeit ihnen über die symbolische Sprache der
Kirche, über ihre „Welt“ und über ihr charismatisches Leben zu sprechen.
25. Über die altersbezogenen didaktischen Fragestellungen hinweg sollen
wir darauf aufmerksam machen, dass die erfolgreiche und effektive
Informierung der Schüler über den Unterrichtsgegenstand sich nicht nur
in den Wörtern bzw. in der schulischen Lehrprozedur ausschöpfen lässt.
Sie soll darüber hinaus auf die realen Umstände des Lebens und auf die
Erfahrungen der Schüler, welche letzten Endes die Wörter und das
Unterrichtsverfahren andeuten, angewiesen sein.
458
459
ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλυγιζάκη Αντωνίου, Ήχος και φως στη Βυζαντινή ψαλτική, στον
τόμο: Χρυσοστόμου Σταμούλη, (Επιμέλεια), Θεολογία και Τέχνη,
Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 27‐49.
Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ακολουθία
Νεκρώσιμος, Αθήναι 1983.
Βασιλειάδη Πέτρου, Εικόνα και Εκκλησία στην Αποκάλυψη, στο: του
ιδίου, Βιβλικές ερμηνευτικές μελέτες, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 414‐
434.
Βασιλειάδη Πέτρου, Εσχατολογία, Εκκλησία και Κοινωνία, στον τόμο:
Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος (Επιμέλεια: Παντελής
Καλαϊτζίδης), Εκκλησία κα Εσχατολογία, Αθήνα 2003, σελ. 47‐62.
Βασιλειάδη Πέτρου, Η θεολογική κατανόηση των Μυστηρίων στο κατά
Ιωάννην Ευαγγέλιο, στο: του ιδίου, Lex Orandi. Μελέτες
λειτουργικές θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 55‐73.
Βασιλόπουλου Χρήστου, Αγιοπνευματική εμπειρία και αγωγή στο
σύγχρονο κόσμο, Ανάτυπο από: Επιστημονική Επετηρίδα
Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ., Τμήμα Θεολογίας, Τόμος 8,
Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 97‐103.
Βασιλόπουλου Χρήστου, Διδακτική του Μαθήματος των Θρησκευτικών,
Θεσσαλονίκη 2 1996.
Βασιλόπουλου Χρήστου, Η θέση του μαθήματος των θρησκευτικών στη
Δημόσια Εκπαίδευση, Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος
Θεολογίας Α.Π.Θ., Τόμος 4 / 1994, σελ. 553‐567.
Βασιλόπουλου Χρήστου, Οι Κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων.
Ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 2 1998.
Βασιλόπουλου Χρήστου, Συμβολή των προσωπικών εμπειριών στην
κατανόηση της θρησκευτικής γλώσσας κατά την εφηβική ηλικία,
460
Γιούλτση Βασιλείου, Κοινωνιολογία της θρησκείας, Θεσσαλονίκη 3 1996.
Γιουνγκ Καρλ, Η ψυχολογία του ασυνειδήτου, Αθήνα 1956.
Γιουνγκ Καρλ, Συνειδητό και ασυνείδητο, (Μετάφραση: Σταύρος
Καμπουρίδης), Αθήνα α.χ.
Γκίκα Σωκράτη, Λεξικό εννοιών γενικής παιδείας, Αθήνα 1995
Γρηγοριάδη Κωνσταντίνου, Η ανθρωπολογική διάσταση της αγωγής
στους Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στο περιοδικό
ΘΕΟΛΟΓΙΑ 1998 / 4, σελ. 708‐722.
Γρηγοριάδη Κωνσταντίνου, Η συμβολή του ευαγγελικού λόγου, της
γλώσσας και της εικόνας στη διαμόρφωση του ανθρώπου, στο
περιοδικό: Εκκλησιαστικός Κήρυκας (Θεολογική Επετηρίδα Ιεράς
Μητροπόλεως Κιτίου), Τόμος Ζ’ / 1995, σελ. 9‐28.
Δεληκωσταντή Κώστα, Σύγχρονη παιδαγωγική και παιδεία
Ορθοδοξίας, στο: του ιδίου (Επιμέλεια), Η Ορθοδοξία ως πρόταση
ζωής, Αθήνα 1993, σελ. 247‐270.
Δελλή Ευδοξία, Εισαγωγή, στο έργο: Πωλ Ρικαίρ, Λόγος και Σύμβολο.
(Μετάφραση: Μαβίνα Παντζάρα, Εισαγωγή: Ευδοξία Δελλή),
Αθήνα 2002, σελ. 5‐37.
Έκο Ουμπέρτο, Θεωρία Σημειωτικής, (Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη),
Αθήνα 3 1994.
Έρικσον Έρικ, Η παιδική ηλικία και η κοινωνία, (Μετάφραση: Μ.
Κουτρουμπάκη), Αθήνα 1990.
Ευδοκίμωφ Παύλου, Η τέχνη της εικόνας. (Μετάφραση από τα
γαλλικά: Κώστας Χαραλαμπίδης), Θεσσαλονίκη 1993.
Ζάχαρου Ζαχαρία, αρχιμανδρίτου, Αναφορά στη θεολογία του
γέροντος Σωφρονίου, Έσσεξ Αγγλίας 2000.
Ζηζιούλα Ιωάννου, Μητροπολίτου Περγάμου, Συμβολισμός και
Ρεαλισμός στην Ορθόδοξη λατρεία. (Ιδιαίτερα στη θεία
Ευχαριστία), στο περιοδικό: ΣΥΝΑΞΗ 71 / 1999, σελ. 6‐21.
462
Μαντζαρίδη Γεωργίου, Χρόνος και άνθρωπος, Θεσσαλονίκη 1992.
Μαρτζέλου Γεωργίου, Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον Άγιο Ιωάννη τον
Δαμασκηνό, στο: του ιδίου, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β’,
Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 107‐126.
Μαρτζέλου Γεωργίου, Λογική και Αποκάλυψη κατά το Λούθηρο και την
ορθόδοξη παράδοση, στο έργο: του ιδίου, Ορθόδοξο δόγμα και
θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας
Β’, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 219‐245.
Ματσαγγούρα Ηλία, Θεωρία και πράξη της διδασκαλίας. Η σχολική
τάξη. Χώρος – Ομάδα – Πειθαρχία – Μέθοδος, Αθήνα 1999.
Ματσούκα Νίκου, Δογματική και Συμβολική θεολογία Α’. Εισαγωγή
στη θεολογική γνωσιολογία, Θεσσαλονίκη 1996.
Ματσούκα Νίκου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’. Έκθεση της
ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη,
Θεσσαλονίκη 2 1996.
Ματσούκα Νίκου, Εκκλησία και Βασιλεία του Θεού, Ιστορία και
Εσχατολογία, στον τόμο: Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος
(Επιμέλεια: Παντελής Καλαϊτζίδης), Αθήνα 2003, σελ. 63‐79.
Ματσούκα Νίκου, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο
του Μ. Βασιλείου, Θεσσαλονίκη 2 1990.
Ματσούκα Νίκου, Λόγος και μύθος. Με βάση την αρχαία ελληνική
φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη3 1997.
Ματσούκα Νίκου, Ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως. Το δόγμα της
Χαλκηδόνας και η σημασία του, στο: του ιδίου, Μυστήριον ἐπί τῶν
ἱερῶς κεκοιμημένων και άλλα μελετήματα, Θεσσαλονίκη 1992,
σελ. 189‐208.
Ματσούκα Νίκου, Ο Προτεσταντισμός, Θεσσαλονίκη 3 2000.
465
Μέσκου Αρσενίου, Η υπόθεση των λογικών Κβάντων. Ερμηνεύοντας την
Κβαντική Φυσική με την βοήθεια της ελληνικής φιλοσοφικής και
θεολογικής παράδοσης, Θεσσαλονίκη 2007.
Μουζέλη Νίκου, Η διδασκαλία των Θρησκευτικών. Εφημερίδα ΤΟ
ΒΗΜΑ, 16‐10‐1995.
Μπεκριδάκη Δημήτρη, Μετανεωρικότητα, Θρησκεία και Ορθόδοξη
Θεολογία, στο συλλογικό έργο: Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος.
Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών (Εποπτεία – Συντονισμός ύλης:
Καλαϊτζίδη Παντελή / Ντόντου Νίκου), Ορθοδοξία και
Νεωτερικότητα, Αθήνα 2007, σελ. 435‐457.
Νέλλα Παναγιώτη (Επιμέλεια), Επί τας πηγάς. Τόμος Α’. Μυσταγωγία
του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, (Εισαγωγή‐σχόλια:
Δημητρίου Στανίλοαέ, μετάφραση από τα γαλλικά: Ιγνατίου
Σάκαλη), Αθήνα 2 1989.
Νικολάου Κώστα, Η θέση του Γιουγκ στην ιστορία της Ψυχανάλυσης,
Εισαγωγή στο έργο: Γιουνγκ Καρλ, Η ψυχολογία του
ασυνειδήτου, Αθήνα 1956, σελ. 3‐16.
Παναγόπουλου Ιωάννου, Η παιδεία του προσώπου, στο συλλογικό
έργο: Κώστα Δεληκωσταντή, (Επιμέλεια), Η Ορθοδοξία ως
πρόταση ζωής, Αθήνα 1993, σελ. 149‐172.
Παπαγεωργίου Νίκης, Μεταμορφώσεις του ιερού. Κοινωνιολογία και
θρησκεία στο έργο του Marcel Mauss, Θεσσαλονίκη 2005.
Παπαδόπουλου Στυλιανού, Θεολογία και Γλώσσα. Εμπειρική θεολογία
– Συμβατική γλώσσα, Αθήνα 3 2002.
Παπασταμάτη Αδαμάντιου, Τα ολιγοθέσια σχολεία της ελληνικής
υπαίθρου, Αθήνα 2 1998.
Πελαγίδη Στάθη, Το Μάθημα των Θρησκευτικών στην Πέμπτη (Ε’) και
έκτη (ΣΤ’) τάξη του δημοτικού σχολείου, στο περιοδικό:
ΜΑΚΕΔΝΟΝ 11 / 2003, σελ. 47‐64.
Περσελή Εμμανουήλ, Θεωρίες θρησκευτικής ανάπτυξης και αγωγής,
Αθήνα 2000.
466
Φιλοσοφική Εταιρία και ο Τομέας Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1985, Αθήνα 1986, σελ. 130‐139.
Σφενδόνη‐Μέντζου Δήμητρα, Ο δυναμικός χαρακτήρας της
πραγματιστικής θεωρίας του Charles S. Peirce, Ανάτυπο από την
Επετηρίδα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας,
Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 1982, σελ. 359‐378.
Τοκατλίδου Βάσω, Η κωδικοποίηση του οπτικού μηνύματος στα σχολικά
βιβλία, στο συλλογικό έργο: Ελληνική Σημειωτική Εταιρία
(Έκδοση), Άνθρωπος ο σημαίνον. Τόμος ΙΙ. Λόγος και Ιδεολογία,
Πρακτικά από το 4ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής
Σημειωτικής Εταιρίας, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 222‐228.
Τσάγκα Ιωάννη, Η διδακτική πράξη στο Μάθημα των Θρησκευτικών.
Διεξαγωγή μιας δειγματικής διδασκαλίας στην Α’ Τάξη του
Λυκείου. Ανάτυπο από το περιοδικό: ΚΟΙΝΩΝΙΑ, Αθήνα 1995,
σελ. 5‐18.
Τσάμη Δημητρίου, Αγιολογία, Θεσσαλονίκη 2 1991.
Τσελεγγίδη Δημητρίου, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική
σημασία της, Διατριβή επί διδακτορία, Θεσσαλονίκη 1984.
Τσελεγγίδη Δημητρίου, Η συμβολή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
στον Ησυχασμό. Θεολογικές προϋποθέσεις της εν Αγίω Πνεύματι
ζωής, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, Τμήμα
Θεολογίας, Τόμος 14, Τιμητικό αφιέρωμα στον ομότιμο Καθηγητή
Δημήτριο Τσάμη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 255‐268.
Τσελεγγίδη Δημητρίου, Η σωτηριολογία του Λουθήρου. Συμβολή στη
μελέτη της θεολογίας του Λουθήρου από ορθόδοξη άποψη,
Θεσσαλονίκη 1998.
Τσελεγγίδη Δημητρίου, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική
παράδοση του ΙΔ’ αιώνα. Συμβολή στη σωτηριολογία της ορθόδοξης
Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1987.
Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.
Τμήμα Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Οδηγίες για τη διδακτέα
469
ύλη και τη διδασκαλία των μαθημάτων στο Γυμνάσιο και στο Ενιαίο
Λύκειο κατά το σχολικό έτος 2006‐2007. Τέυχος Γ’, Αθήνα 2006
Φράγκου Χρήστου, Ψυχοπαιδαγωγική. Θέματα παιδαγωγικής
ψυχολογίας, παιδείας, διδακτικής και μάθησης, Αθήνα 1977.
Χαρώνη Βασιλείου, Το θρησκευτικό βίωμα. (Κριτική της θεωρίας του
Φρόϋντ), Αθήνα 1999.
Χαρώνη Βασιλείου, Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου.
Τόμος Β’, Αθήνα 2003, λήμμα: «Θεογνωσία», σελ. 326.
Χαρώνη Βασιλείου / Λανάρα Ουρανίας, Παιδαγωγική Ανθρωπολογία
Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Τόμος Β’, Αθήνα 1994, λήμμα:
«Διδασκαλία – Διδακτική», σελ. 392‐393.
Χαρώνη Βασιλείου / Λανάρα Ουρανίας, Παιδαγωγική Ανθρωπολογία
Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Τόμος Γ’, Αθήνα 1995, λήμμα:
«Θεογνωσία», σελ. 150‐151.
Χοντολίδου Ελένη, λήμμα: «Γλωσσικοί Κώδικες», στο λεξικό:
Παναγιώτη Δ. Ξωχέλλη (Επιμέλεια), Λεξικό της Παιδαγωγικής,
Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 100‐101.
Χρήστου Παναγιώτη, Το Μυστήριο του Θεού, Θεσσαλονίκη 1983.
Χριστοφορίδη Χρήστου, Η φύση του συμβόλου και η κτιστή
πραγματικότητα, στο περιοδικό: ΣΥΝΑΞΗ 87 / 2003, σελ. 51‐70.
Χρυσαφίδη Κώστα, Βιωματική‐Επικοινωνιακή διδασκαλία. Η εισαγωγή
της μεθόδου Projekt στο σχολείο, Αθήνα 2006.
Χρυσοστόμου μοναχού Διονυσιάτου, Θεός Λόγος και ανθρώπινος
λόγος. Οι ενέργειες της ψυχής στην πατερική ανθρωπολογία, Ιερά
Μονή Αγίου Διονυσίου, Άγιον Όρος 1998.
Crow Gillian, Το ορθόδοξο όραμα της καθολικότητας, στον τόμο:
Andrew Walker / Κώστας Καρράς, Ζωντανή Ορθοδοξία στον
σύγχρονο κόσμο, (Μετάφραση από τα αγγλικά: Ιωσήφ Ροηλίδης),
Αθήνα 2001, σελ. 26‐42
470
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Abesser Bernd, Religion ist im Spiel – Zeichendeutung in PC – und Video‐
Spielen. Praxiselemente für die Sekundarstufen I und II, στο συλλογικό
έργο: Dressler Bernhard (Hrsg.), Religion zeigen. Zeichendidaktische
Entwürfe, Loccum 2002, σελ. 72‐80.
Albrecht W., Neuere Erträge der Symboldidaktik. Eine Quersumme – im Blick
auf religionspädagogische Anliegen der Gegenwart, στο περιοδικό:
Theologie der Gegenwart, Jg. 30, 1987 / H. 3, σελ. 181‐191.
Bader Günter, Abendmahlsfeier, Tübingen 1993.
Baudler Georg, Christlicher Religions‐ Unterricht. Zur Grundlegung einer
interreligiös‐dialogischen, biblisch‐christologisch fundierten Symboldidaktik
– verdeutlicht am Thema Angst, στο περιοδικό: Katechetische Blätter,
Jg. 118, 1993 / H. 5, σελ. 298‐303.
Baudler Georg, Interrelgiöse Symbolerziehung. RU im „Weltdorf Erde“ – drei
Thesen, στο περιοδικό: Christlich‐pädagogische Blätter, Jg. 110, 1997 /
H. 1, σελ. 6‐8.
Beck Ulrich, Was ist Globalisierung, Frankfurt a.M. 1997.
Benner Dietrich, Bildung und Religion. Überlegungen zu ihrem
problematischen Verhältnis und zu den Aufgaben eines öffentlichen
Religionsunterrichts heute, στο συλλογικό έργο: Batke A. / Fitzner Th.
/ Isak R. / Lochmann U. (Hrsg.), Schulentwicklung – Religion –
Religionsunterricht. Profil und Chance von Religion in der Schule der
Zukunft, Freiburg im Breisgau 2002, σελ. 51‐70.
Beuscher Bern / Zilleßen Dietrich, Religion und Profanität. Entwurf einer
profanen Religionspädagogik, Weinheim 1998.
Biehl Peter – Baudler Georg, Erfahrung – Symbol – Glaube. Grundfragen des
Religionsunterrichts, Frankfurt a.M. 1980.
472
Biehl Peter (unter Mitarbeit von Ute Hinze und Rudolf Tammeus),
Symbole geben zu lernen. Einführung in die Symboldidaktik anhand der
Symbole Hand, Haus und Weg, Neukirchen – Vluyn 1991.
Biehl Peter (unter Mitarbeit von Ute Hinze, Rudolf Tammeus und Dirk
Tiedemann), Symbole geben zu lernen, 2. Zum Beispiel: Brot, Wasser und
Kreuz. Beiträge zur Symbol‐ Sakramentendidaktik, Neukrichen – Vluyn
1993.
Biehl Peter, Festsymbole. Zum Beispiel: Ostern. Kreative Wahrnehmung als Ort
der Symboldidaktik, Nuekirchen – Vluyn, 1999.
Bieritz Karl‐Heinrich, Umberto Eco: Umrisse einer atheistischen Theologie,
στο συλλογικό έργο: Engemann Wilfried und Volp Rainer (Hrsg.),
Gib mir ein Zeichen: zur Bedeutung der Semiotik für theologische Praxis‐
und Denkmodelle, Berlin; New York 1992, σελ. 63‐71.
Böhm Uwe / Buschmann Gerd, Popmusik – Religion – Unterricht. Modelle
und Materialien zur Didaktik von Popularkultur, Münster 2000.
Bucher Anton (Unter Mitarbeit von Brumlik Micha und Reich K. Helmut),
Psychographien religiöser Entwicklung. Glaubensprofile zwischen
Individualität und Universalität, Stuttgart 2004.
Bucher Anton, Symbol – Symbolbildung – Symbolerziehung, St. Ottilien 1990.
Bucher Anton, Symbolerziehung, στο συλλογικό έργο: Schweitzer
Friedrich (Hrsg.), Religion in der Grundschule, Frankfurt am Main
1994, σελ. 118‐125.
Bulgakow Sergeij, Die Orthodoxie. Die Lehre der orthodoxen Kirche.
(Übersetzt aus dem Russischen und eingeleitet von Thomas Bremer),
Trier 1996.
Buschmann Gerd, Das Exodus‐ und Weg‐Symbol in der Werbung. Zur
religiösen Grundierung der Warenästhetik, στο περιοδικό: medien
praktisch, 25 Jg. 2001 / H. 2, σελ. 54‐59.
Büttner Gerhard, Zwischen Halbfas und Biehl. Diskussionsbeiträge zur
Symboldidaktik, στο περιοδικό: Evangelischer Erzieher, Jg. 46, 1994 /
H. 1, 56‐65.
473
Flogaus Rheinhard, Theosis bei Palamas und Luhter. Ein Beitrag zum
ökumenischen Gespräch, Göttingen 1997.
Fowler James W., Die Berufung der Theorie der Glaubensentwicklung:
Richtungen und Modifikationen seit 1981, στο συλλογικό έργο:
Nipkow Karl Ernst / Schweitzer Friedrich / Fowler James W. (Hrsg.),
Glaubensentwicklung und Erziehung, Gütersloh 1988, σελ. 29‐47.
Fowler James W., Stufen des Glaubens: die Psychologie der menschlichen
Entwicklung und die Suche nach Sinn, Gütersloh 1991.
Fraas Hans‐Jürgen, Bildung und Menschenbild in theologischer Perspektive,
Gütersloh 2000.
Fraas Hans‐Jürgen, Glaube und Identität. Grundlegung einer Didaktik
religiöser Lernprozesse, Göttingen 1983
Freud Sigmund, Das Unbewusste, στη συλλογή των έργων του εν λόγω
ερευνητή: A. Mitscherlich u.a. (Hrsg.), Sigmund Freud.
Studienausgabe. Bd. III, Frankfurt am Main 1969 ff.
475
Halbfas Hubertus, Eine Sprache, die Ereignis werden will, στο περιοδικό:
Katechetische Blätter, Jg. 111 / 1986, H. 12, σελ. 907‐911.
Halbfas Hubertus, Paradoxe Sprechweise und mystische Erfahrung, στο
περιοδικό: Katechetische Blätter 104 (1979), σελ. 542‐544.
Halbfas Hubertus, Religionsbuch für das 3. Schuljahr, Zürich; Köln 1985.
Halbfas Hubertus, Religionsunterricht in der Grundschule. Lehrerhandbuch 2,
Düsseldorf 1984.
Halbfas Hubertus, Religionsunterricht in Sekundarschulen. Lehrerhandbuch 6,
Düsseldorf 1993
Halbfas Hubertus, Wurzelwerk. Geschichtliche Dimensionen der
Religionsdidaktik, Düsseldorf 1989.
Halbfas, Hubertus Religionsunterricht in der Grundschule. Lehrbuch 1.,
Zürich & Düsseldorf 1983.
Hauschildt Eberhard / Laube Martin / Roth Ursula (Hrsg.), Praktische
Theologie als Topographie des Christentums. Eine phänomenologische
Wissenschaft und ihre hermeneutische Dimension, Rheinbach 2000.
Heiler Friedrich, Die Ostkirchen. Neuarbeitung von „Urkirche und Ostkirche“,
München 1971.
Heimbrock Hans‐Günter, Religiöse Entwicklung und die rituelle Dimension,
στο συλλογικό έργο: Nipkow Karl Ernst / Schweitzer Friedrich /
477
Linnewedel Jürgen, Meister Eckharts Mystik, Stuttgart 1983.
Luther Martin, Von der Freiheit eines Christenmenschen, στο: Hermann
Lorenzer (Hrsg.). Martin Luther. Pädagogische Schriften, Paderborn,
1969.
Martin Gerhard Marcel, Inszenierung biblischer Texte in sakralen Räumen,
στο συλλογικό έργο: Klie Thomas (Hrsg.), Der Religion Raum geben,
ό.π., σελ. 104‐111.
Matsoukas Nikos, Orthodoxe Theologie im Kontext einer kulturellen Vielfalt,
στον τόμο: Bischof Evmenios von Lefka, A. Basdekis, N. Thon im
Auftrag der Griechisch‐Orthodoxen Metropolie und der Kommission
der Orthodoxen Kirchen in Deutschland (Hrsg.), Die Orthodoxe
Kirche. Eine Standortsbestimmung an der Jahrtausendwende. Festgabe für
Prof. Dr. Dr. Anastasios Kallis, Frankfurt a.M. 2 2000, σελ. 134‐146.
Meyer‐Blanck Michael, „…Könnt ihr dann nicht auch über die Zeichen der
Zeit urteilen? (Matth. 16,3). Semiotische und didaktische Überlegungen
479
zur Frage nach Gott, στο συλλογικό έργο: Bernhard Dressler (Hrsg.),
Religion zeigen. Zeichendidaktische Entwürfe, Loccum 2002, σελ. 81‐100.
Meyer‐Blanck Michael, Einveständnis und Überwältigung, στο περιοδικό:
Loccumer Pelikan 1998 / H.3, σελ. 149
Meyer‐Blanck Michael, Gesten – Gesänge – Gegenstände: Umrisse einer
zeichentheoretischen Religionsdidaktik. Religionspädagogischer Studientag
Marburg, 10. Mai 2003, στο δικτυακό τόπο (που επισκεφτήκαμε το
έτος 2007): http://peopele.freenet.de/meyer‐blanck/Vortrag 04.doc.
Meyer‐Blanck Michael, Leben, Leib, Liturgie: Die praktische Theologie Wilhelm
Stählins, Berlin – New York 1994.
Meyer‐Blanck Michael, Liturgie und Liturgik. Der Evangelische Gottesdienst
aus Quellentexten erklärt, Gütersloh 2001.
Meyer‐Blanck Michael, Liturgie und Ritual. Kirchlicher Gottesdienst oder
Inszenierung von Religion durch Jugendliche? Neue Wahrnehmungs‐, und
Gestaltungs‐ und Handlungsaufgaben für Religionsunterricht, στο
συλλογικό έργο: Groß Engelbert / Könnig Klaus (Hrsg.), Religiöses
Lernen der Kirchen im globalen Dialog: Weltweit akute Herausforderungen
und Praxis einer Weggemeinschaft für Eine‐Welt‐Religionspädagogik,
Münster 2000, σελ. 349‐358.
Meyer‐Blanck Michael, Phänomene und Zeichen. Phänomenologie und
Semiotik in der Religionspädagogik, στο συλλογικό έργο: Klie Thomas
(Hrsg.), Spiegelflächen. Phänomenologie – Religionspädagogik – Werbung,
Münster 1999, σελ. 90‐100
Meyer‐Blanck Michael, Semiotik und Praktische Theologie, στο περιοδικό:
International Journal of Practical Theology, vol. 5 / 2001, σελ. 94‐133.
Meyer‐Blanck Michael, Vom Symbol zum Zeichen. Plädoyer für eine
semiotische Revision der Symboldidaktik, στο συλλογικό έργο: Meyer‐
Blanck Michael / Dressler Bernhard (Hrsg.), Religion zeigen.
Religionspädagogik und Semiotik, Münster 1998, σελ. 10‐26.
Meyer‐Blanck Michael, Vom Symbol zum Zeichen. Symboldidaktik und
Semiotik, Hannover 1995.
480
Oser Fritz, Genese und Logik der Entwicklung des religiösen Bewusstseins: Eine
Entgegnung auf Kritiken, στο συλλογικό έργο: Nipkow Karl Ernst /
Schweitzer Friedrich / Fowler James W. (Hrsg.), Glaubensentwicklung
und Erziehung, Gütersloh 1988, σελ. 48‐88.
Ott Rudi, Die Sakramente verstehen lernen, στο περιοδικό: Lebendige
Katechese, 3. Jg., 1981, H. 1, σελ. 16‐24.
Pannenberg Wolfhart, Christliche Anthropologie und Personalität, στον
τόμο: του ιδίου, Natur und Mensch – und die Zukunft der Schöpfung.
Beiträge zur systematischen Theologie, Band 2, Göttingen 2000, σελ. 150‐
161.
Parks Sharon, James Fowler Theorie der Glaubensentwicklung in der
nordamerikanischen Diskussion – Eine Zusammenfassung der
Hauptkritikpunkte, στο συλλογικό έργο: Nipkow Karl Ernst /
Schweitzer Friedrich / Fowler James W. (Hrsg.), Glaubensentwicklung
und Erziehung, Gütersloh 1988, σελ. 91‐107.
Peirce Charles Sanders, Collected Papers. Επιμέλεια: C. Hartshorne, P.
Weiss and A. Burks Harvard University Press, Cambridge 1931‐58.
Peirce Charles Sanders, Schriften I. Zur Entstehung des Pragmatismus, Hrsg.
von Karl‐Otto Apel, Frankfurt am Main 1967.
Pirner Manfred, Symbolische Kommunikation gibt zu lernen. Aspekte einer
medienpädagogisch relevanten religionspädagogischen Symboldidaktik, στο
συλλογικό έργο: Jürgen Belgrad / Horst Niesyto (Hrsg.), Symbol.
Verstehen und Produktion in pädagogischen Kontexten, 2001, σελ. 86‐93.
Pohlenz Max, Die Stoa. Geschichte einer geistigen Bewegung, Göttingen 3
1964.
Power Clark, Harte oder weiche Stufen der Entwicklung des Glaubens und des
religiösen Urteils? Eine Piagetsche Kritik, στο συλλογικό έργο: Nipkow
Karl Ernst / Schweitzer Friedrich / Fowler James W. (Hrsg.),
Glaubensentwicklung und Erziehung, ό.π., σελ. 108‐123.
Ricoeur Paul, Die Interpretation. Ein Versuch über Freud, Frankfurt am
Main 1974.
482
Schweitzer Friedrich, Wie wird das Symbol zu einem pädagogischen und
religionspädagogischen Thema? Pädagogische Kriterien und Aufgaben einer
Didaktik der Symbole, στο συλλογικό έργο: Oelkers Jürgen u.a.
(Hrsg.) Mit Beitragen von Lorenzer Alfred u.a., Das Symbol – Brücke
des Verstehens, Stuttgart 1991, σελ. 169‐181.
Schweitzer, Friedrich Sinn, Phantasie und Symbol. Religionspädagogische
Annäherungen an den Zusammenhang von Lernen und Imagination, στο
συλλογικό έργο: Fauser Peter u.a. (Hrsg.), Vorstellungen bilden,
Velber : Friedrich 1996, σελ. 91‐106.
Schzweitzer Friedrich, Symbole im Kindes‐ und Jugendalter: Mehr Fragen als
Antworten, στο περιοδικό: Evangelischer Erzieher, Jg. 46, 1994 / H. 1,
σελ. 16‐23.
Smith Winfried Cantwell, The meaning and End of Religion, New York 1962.
Staikos Michael, Metropolit von Österreich, Auferstehung. Von erlebter
orthodoxer Spiritualität, Wien 2000.
Staniloae Dumitru, Orthodoxe Dogmatik, Bd. 1 . (Aus dem Rumänischen
übersetzt von Hermann Piteers), Gütersloh 1984.
Stenger H., Botschaft und Symbol. Über den Umgang mit biblischen Texten
und Symbolen in der kirchlichen Praxis, στο περιοδικό: Theologie der
Gegenwart, 26 Jg., 1983, H. 3, σελ. 171‐178.
Stogiannidis Athanassios, Die Korrelation von Theorie und Praxis. Ein
Pädagogisches Gespräch zwischen Johannes von Damaskus und Friedrich
Schleiermacher, στο περιοδικό: Evangelische Theologie, 67 Jg. H. 4 /
2007, σελ. 322‐328.
Stogiannidis Athanassios, Leben und Denken. Bildungstheorien zwischen
Theosis und Rechtfertigung. Eine Untersuchung zum Verhältnis von
Evangelischer und Orthodoxer Religionspädagogik, Münster 2003.
Tillich Paul, Die Frage nach dem Unbedingten. Schriften zur
Religionsphilosophie, Gesammelte Werke. Band V, Stuttgart 1964.
Tillich Paul, Dynamics of Faith, New York 1957.
484
Vattimo Gianni, Apologie des Nihilismus, στο: του ιδίου, Das Ende der
Moderne, (Aus dem Italienischen übersetzt und herausgegeben von
Rafael Capurro), Stuttgart 1990, σελ. 23‐35.
Vattimo Gianni, Glauben – Philosophieren, (Aus dem Italienischen übersetzt
von Christiane Schultz), Stuttgart 1997.
Vygotsky L., Thought and Language, Cambridge Mass. 1962.
Ware Kallistos, Der Aufstieg zu Gott. Glaube und geistliches Leben nach
ostkirchlicher Überlieferung, Freiburg im Breisgau 1983.
Weidenmann Bernd / Krapp Andreas / Hofer Manfred / Huber Günter L.
/ Mandl Heinz (Hrsg.), Pädagogische Psychologie. Ein Lehrbuch,
Weiheim und München 3 1986.
Weidinger Norbert, Bevor die Grasbüschel verdorren: Mit Brauchtum lernen,
στο περιοδικό: Katechetische Blätter, 126. Jg., 2001, H. 2, σελ. 109‐
111.
Welsch Wolfgang, Unsere postmoderne Moderne, Berlin 5 1997.
Welsch Wolfgang, „Wirklich“. Bedeutungsvarianten – Modelle ¬–
Wirklichkeit und Virtualität, στο συλλογικό έργο: Sybille Krämer
(Hrsg.), Medien. Computer. Realität, Frankfurt am Main 2 2000, σελ.
169‐212.
Zilleßen Dietrich, Abschied von der Symboldidaktik? Was die Symboldidaktik
zu lernen gegeben hat, στο περιοδικό: Evangelischer Erzieher 46. Jg. /
1994, Η. 1, σελ. 31‐39.