You are on page 1of 15

The New

Build Up Your Listening Skills


English-Greek Glossary
for the ECPE
Copyright Hellenic American Union, 2011

Unit 1 (not) have a clue (phr) δεν έχω Exam Practice Transcript
την παραμικρή ιδέα
starving (adj) πεθαμένος στην
be stumped (phr) σηκώνω ψηλά relief (n) ανακούφιση πείνα
τα χέρια, μένω με την απορία
reservations (pl n) επιφυλάξεις buck (n) δολάριο
break up (phr v) τα χαλάω με τον/
την σύντροφό μου, διαλύω self-assertiveness carbohydrate (n) υδατάνθρακας
σχέση, χωρίζω (n) δυναμικότητα, dump (n) αχούρι
αποφασιστικότητα
call off (phr v) ακυρώνω family therapist (n)
that’ll be the day (phr) σιγά μη οικογενειακός σύμβουλος
can’t wait (phr) δεν βλέπω την γίνει αυτό, να το δω και να μην
ώρα το πιστέψω obsess (v) έχω εμμονή/ψύχωση
catch (a game) (v) καταφέρνω να that’s a load off my mind (phr) participant (n) συμμετέχων
δω αγώνα ησύχασα τώρα set (me) back (phr v) μου κοστίζει
complex (adj) περίπλοκος, total (v) τρακάρω ολοσχερώς, skip (v) παραλείπω
σύνθετος διαλύω (αυτοκίνητο)
tempting (adj) δελεαστικός
despise (v) περιφρονώ, uncertainty (n) αβεβαιότητα
απεχθάνομαι
under the weather (phr)
fall behind (phr v) μένω πίσω αδιάθετος
get outta here (phr) άντε από δω! wreck (v) διαλύω, καταστρέφω Unit 2
get over sth (phr v) ξεπερνώ you’ve gotta be kidding me (phr) access (n) πρόσβαση
(δυσκολία, ασθένεια, κλπ) πλάκα μου κάνεις be fed up (with) (phr) μπουχτίζω
give sb a piece of my mind (phr)
τη λέω σε κάποιον, τα λέω bruise (v) μελανιάζω, μωλωπίζω
χύμα σε κάποιον Unit 1 Transcript convention (n) συνέδριο
grant (v) κάνω δεκτό, ικανοποιώ, scratch (n) γρατζουνιά graduation (n) αποφοίτηση
εκπληρώ session (n) συνεδρία honeymoon (n) μήνας του μέλιτος
gross (adj) αηδιαστικός spoil (kids) (phr) κακομαθαίνω, ID (n) ταυτότητα
have a point (phr) έχω ένα καλομαθαίνω
in top form (phr) σε άριστη
(κάποιο) δίκιο you bet (phr) αμέ φυσική κατάσταση
have second thoughts (phr)
intake (n) λήψη τροφής
ξανασκέφτομαι κάτι, έχω
αμφιβολίες Exam Practice jam (v) σφηνώνω
in principle (phr) στη θεωρία, επί impress (v) εντυπωσιάζω pill (n) χάπι
της αρχής commitment (n) υποχρέωση, plaid (n) καρό
interfere (v) επεμβαίνω δέσμευση
proposed (adj) προτεινόμενος
it’s a deal (phr) έγινε, σύμφωνοι daycare (n) παιδικός σταθμός
sergeant (n) (στρ.) λοχίας,
knock off (phr v) σχολάω από τη facility (n) παροχή, υπηρεσία, (αστ.) αρχιφύλακας
δουλειά υποδομή
urgent (adj) επείγων
transfer (v) δίνω/παίρνω
μετάθεση
© 2011 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
1
Unit 2 Transcript veer (v) αλλάζω κατεύθυνση, hang-out (n) στέκι
αλλαξοδρομώ immigration (n) μετανάστευση
checkpoint (n) σημείο ελέγχου,
μπλόκο impact (n) αντίκτυπος
protest (v) διαμαρτύρομαι insignificant (adj) ασήμαντος
revoke (v) ανακαλώ, ακυρώνω Unit 3 integration (n) ενοποίηση,
thesis (n) διατριβή adaptation (n) διασκευή ενσωμάτωση
wedding reception (n) δεξίωση address (v) προσφωνώ, εκφωνώ intervene (v) μεσολαβώ
γάμου λόγο justified (adj) δικαιολογημένος
aggressive (adj) επιθετικός legitimate (adj) θεμιτός, βάσιμος
Exam Practice alter (v) αλλάζω, μεταβάλλω melting pot (n) χωνευτήρι
considerate (adj) αυτός που animated (adj) κινούμενα (για misgivings (pl n) επιφυλάξεις
σκέφτεται και σέβεται τους ταινία κινουμένων σχεδίων)
άλλους multiculturalism (n)
appeal (n) απήχηση, πολυπολιτισμικότητα
crack down (on) (phr v) ελκυστικότητα
καταστέλλω, λαμβάνω μέτρα overshadow (v) επισκιάζω
εναντίον arcade (n) αίθουσα ηλεκτρονικών
overwhelmingly (adv)
παιχνιδιών
demonstrator (n) διαδηλωτής συντριπτικά
assert (v) διεκδικώ
drugstore (n) φαρμακείο parlor (n) αίθουσα
bean curd (n) τόφου, τυρί από
efficient (adj) αποτελεσματικός, pattern (n) σχέδιο, μοτίβο
σόγια
αποδοτικός perception (n) αντίληψη
board game (n) επιτραπέζιο
get a word in edgewise (phr) παιχνίδι permeate (v) διεισδύω, διαπερνώ
καταφέρνω να πω μια
borough (n) δήμος, διοικητική portray (v) απεικονίζω
κουβέντα
περφέρεια prompt (v) παρακινώ
play it by ear (phr) αυτοσχεδιάζω,
βλέποντας και κάνοντας capital punishment (n) θανατική proximity (n) εγγύτητα
ποινή
rundown (adj) σε κακή reflectivity (n)
κατάσταση, εξαθλιωμένος CEO (n) (= chief executive officer) αντανακλαστικότητα
διευθύνων σύμβουλος
shareholder (n) μέτοχος regional (adj) τοπικός
current (n) ρεύμα
sold out (adj) εξαντλημένος, restriction (n) περιορισμός
ξεπουλημένος depiction (n) απεικόνιση,
περιγραφή retired (adj) συνταξιούχος
summit (n) συνάντηση κορυφής shape up (phr v) διαμορφώνομαι
dismiss (v) απορρίπτω
diversity (n) ποικιλία, skepticism (n) σκεπτικισμός
Exam Practice Transcript διαφορετικότητα territory (n) περιοχή
at short notice (phr) την dominance (n) κυριαρχία transpiration (n) διαπνοή
τελευταία στιγμή, χωρίς
έγκαιρη προειδοποίηση
drought (n) ξηρασία vibrate (v) δονούμαι
conference (n) συμβούλιο employ (a method) (v) villain (n) κακός
χρησιμοποιώ, εφαρμόζω (μια
fuss (n) φασαρία, αναστάτωση μέθοδο)
global warming (n) αναθέρμανση envision (v) οραματίζομαι Unit 3 Transcript
του πλανήτη, παγκόσμια exaggerate (v) υπερβάλλω
υπερθέρμανση
expansion (n) επέκταση,
εξάπλωση, διεύρυνση fluff (n) κουραφέξαλα
insensitive (adj) αναίσθητος
globalization (n) grossly (adv) κατάφωρα,
laid back (adj) αμέριμνος, ήρεμος, παγκοσμιοποίηση οφθαλμοφανώς
χαλαρός
gorgeous (adj) πανέμορφος substantial (adj) ουσιαστικός
rehearse (v) προβάρω, κάνω
πρόβα
greedy (adj) άπληστος

© 2011 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
2
tune in (phr v) συντονίζομαι (με Unit 4 guarantee (n) εγγύηση
ραδιοφωνικό/τηλεοπτικό installment (n) δόση πληρωμής
σταθμό) (I don’t) get it (phr) (δεν) το
καταλαβαίνω/πιάνω intensive care (n) εντατική
vice versa (adv) αντιστρόφως
(my) eyes are bigger than (my) intern (n) εκπαιδευόμενος (συν.
with all due respect (phr) με όλο γιατρός)
το σεβασμό stomach (phr) έκφραση που
λέγεται όταν έχουμε πάρει invoice (n) τιμολόγιο
μεγαλύτερη μερίδα φαγητού IT (n) (= information technology)
Exam Practice απ’ό,τι μπορούμε να φάμε πληροφορική
connoisseur (n) ειδήμονας appeal (a grade) (v) κάνω know (sth/sb) like the back of
outlet (n) πρατήριο, σημείο ένσταση για τη βαθμολογία (my) hand (phr) ξέρω κάτι
πώλησης μου, ζητώ αναβαθμολόγηση απ’έξω κι ανακατωτά
slave (n) σκλάβος assignment (n) σχολική/ leave (n) άδεια (απουσίας)
ακαδημαϊκή εργασία
widespread (adj) διαδεδομένος merchandise (n) εμπόρευμα
be beat (phr) είμαι ψόφιος
not stand a chance (phr) δεν έχω
be out of the woods (phr) τη την παραμικρή ελπίδα
Exam Practice Transcript γλιτώνω, βρίσκομαι εκτός
adage (n) ρητό κινδύνου persistent (adj) επίμονος
bounty (n) υπεραφθονία be tied up (phr) είμαι prescribe (v) (για γιατρό)
απασχολημένος, πνίγομαι υποδεικνύω αγωγή, συνιστώ
breadbasket (n) σιτοβολώνας φάρμακο, συνταγογραφώ
board meeting (n) συνέλευση
categorization (n) διοικητικού συμβουλίου refund (n) επιστροφή χρημάτων
κατηγοριοποίηση
check in (phr v) κάνω εισαγωγή retail (n) λιανική πώληση
colonial (adj) αποικιακός στο νοσοκομείο semester (n) ακαδημαϊκό
conjure up (phr v) φέρω στο νου checking account (n) εξάμηνο
continent (n) ήπειρος λογαριασμός όψεως sophomore (n) πρωτοετής
culinary (adj) μαγειρικός conference call (n) κλήση φοιτητής
σύσκεψης video conference (n)
defy (v) αψηφώ, αντιστέκομαι σε
cram (for an exam) (v) μελετώ βιντεοσύσκεψη
element (n) στοιχείο
εντατικά την τελευταία στιγμή wholesale (n) χονδρική πώληση
factor (n) παράγοντας
crash (v) πέφτω ξερός για ύπνο withdraw (v) 1. αποσύρω 2. κάνω
fuse (v) συγχωνεύω ανάληψη
debit (v) χρεώνω
noodle (n) ζυμαρικό αβγού work out (phr v) γυμνάζομαι
deposit (n) κατάθεση
(χυλοπίτα, κλπ)
doggie bag (n) πακέτο για το work up a sweat (phr) ιδρώνω
profound (adj) έντονος, βαθύς
σπίτι, στο οποίο βάζει το
relevant (adj) σχετικός εστιατόριο ό,τι δεν φαγώθηκε
Unit 4 Transcript
roast (n) ψητό dot all the “i”s and cross all
the “t”s (phr) δίνω σημασία be out of (my) depth (phr) είμαι
segment (n) μέρος, απόσπασμα έξω από τα νερά μου
στη λεπτομέρεια, είμαι
stew (n) βρασμένο φαγητό σχολαστικός challenging (adj) απαιτητικός,
vastness (n) απεραντοσύνη draft (n) προσχέδιο δύσκολος
wholesome (adj) υγιεινός, due (adj) οφειλόμενος, check out (a book) (phr v)
ωφέλιμος αναμενόμενος δανείζομαι βιβλίο από
δανειστική βιβλιοθήκη
exert (v) ασκώ
check out (of a hotel) (phr v)
extension (n) παράταση αναχωρώ από ξενοδοχείο
faculty (n) διδακτικό προσωπικό πληρώνοντας το λογαριασμό
get sb’s hopes up (phr) δίνω come down with (phr v)
ελπίδες σε κάποιον αρρωσταίνω, κολλάω

© 2011 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
3
document (n) έγγραφο Exam Practice Transcript weird (adj) παράξενος
emergency room (n) αίθουσα convenient (adj) βολικός
επειγόντων περιστατικών
get the hang of sth (phr) παίρνω Unit 5 Transcript
get off track (phr) ξεφεύγω, το κολάι binge (on) (v) περιδρομιάζω,
μπαίνω σε κακό δρόμο
hectic (adj) πυρετώδης, χαοτικός, τρώω ανεξέλεγκτα
give (me) a break (phr) κάνε μου ταραχώδης candidate (n) υποψήφιος
τη χάρη, άντε μπράβο, έλα
infect (v) μολύνω confirm (v) επιβεβαιώνω
τώρα
outline (v) σκιαγραφώ, exempt (from) (adj) εξαιρούμενος
hard drive (n) σκληρός δίσκος
περιγράφω συνοπτικά από
honk (my) horn (phr) κορνάρω
raise (n) αύξηση expose (v) εκθέτω
interior design (n) διακόσμηση
stack (n) στοίβα foul (mood) (adj) αποκρουστική
εσωτερικών χώρων
thumb through (phr v) ξεφυλλίζω (διάθεση)
knack (n) ικανότητα, ταλέντο
trade-in value (n) αξία on the right track (phr) στο
make-up (exam) (n)
ανταλλαγής/συναλλαγής σωστό δρόμο
αναπληρωματικό διαγώνισμα
virus (n) ιός revert (v) επανέρχομαι,
midterm (n) εξετάσεις περιόδου
επιστρέφω
(στα μισά του εξαμήνου)
pick sth up (phr v) πηγαίνω και
παίρνω, παραλαμβάνω Unit 5 Exam Practice
pull sth off (phr v) καταφέρνω, (my) turn (n) σειρά (μου)
πετυχαίνω (κάτι δύσκολο) appreciative (adj) ευγνώμων
caretaker (n) κηδεμόνας
put (a book) on reserve (phr) come up with (phr v) επινοώ,
βρίσκω (ιδέα/σχέδιο/ craving (n) λιγούρα
βάζω βιβλίο δανειστικής
βιβλιοθήκης ξεχωριστά για απάντηση κλπ) escort (v) συνοδεύω
χρήση από συγκεκριμένα drizzle (n) ψιλόβροχο (to tie up) loose ends (phr)
άτομα (τακτοποιώ/ρυθμίζω)
evacuate (v) εκκενώνω
reboot (v) επανεκκινώ εκκρεμότητες
flee (v) τρέπομαι σε φυγή
υπολογιστή lose (my) temper (phr) χάνω την
govern (v) διέπω, κυβερνώ ψυχραιμία μου
refill (n) δεύτερο ποτό ή
ξαναγέμισμα του ποτηριού have a change of heart (phr) option (n) επιλογή
αλλάζω γνώμη
retrieve (v) επανακτώ put (sth) to the test (phr) τίθεμαι
(have) no regrets (phr) δεν σε δοκιμασία, υπό δοκιμή
stand a chance (phr) έχω ελπίδα/
μετανιώνω
πιθανότητα επιτυχίας reveal (v) αποκαλύπτω
overseas (adv) στο εξωτερικό
submit (v) υποβάλλω the last straw (phr) η σταγόνα
premises (pl n) χώρος, που ξεχείλισε το ποτήρι
εγκαταστάσεις
Exam Practice turn out (phr v) αποβαίνω
put (sb) on (phr) δουλεύω κάποιον,
digital (adj) ψηφιακός κάνω πλάκα σε κάποιον
get hold of (phr) εντοπίζω, qualify (v) είμαι κατάλληλος Exam Practice Transcript
επικοινωνώ με, εξασφαλίζω για κάτι, διαθέτω τα τυπικά be entitled to (v) δικαιούμαι
librarian (n) βιβλιοθηκάριος προσόντα, πληρώ τις
προϋποθέσεις
how come (phr) πώς και…;, γιατί
manual (n) εγχειρίδιο mandatory (adj) υποχρεωτικός
scholarship (n) υποτροφία
medication (n) φάρμακο pale (adj) χλωμός
slip (my) mind (phr) μου
promote (v) προάγω, προωθώ διαφεύγει, ξεχνώ pass (sb) over (phr v)
violate (v) παραβιάζω παρακάμπτω, παραβλέπω (για
time off (work) (phr) άδεια
προαγωγή, πρόσληψη, κλπ)
(απουσίας)
turnout (n) προσέλευση perky (adj) κεφάτος, ζωηρός

© 2011 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
4
senior citizen (n) άτομο τρίτης forage (v) ψάχνω (κυρ. για τροφή meadow (n) λιβάδι
ηλικίας ή προμήθειες) nutrient (n) θρεπτικό συστατικό
shift (n) βάρδια hive (n) κυψέλη pond (n) λιμνούλα
sweep away (phr v) παρασύρω setting (n) περιβάλλον, σκηνικό,
tweaking (n) μικροδιορθώσεις, hustle and bustle (phr) τοποθεσία
μικρορυθμίσεις πηγαινέλα, πέρα δώθε,
terrarium (n) θερμική γυάλα
φασαρία
(what/who etc.) on earth (phr) φυτών ή ορισμένων ζώων,
(τι/ποιος κλπ) στο καλό…; insulation (n) μόνωση όπως χελωνών ή φιδιών
interact (v) αλληλεπιδρώ urban planning (n) αστικός/
larva (n) προνύμφη πολεοδομικός σχεδιασμός

Unit 6 lean (adj) ισχνός, φτωχός


manipulate (v) χειραγωγώ Exam Practice
alternative (adj) εναλλακτικός
mode (n) (σε συσκευή) application (n) εφαρμογή
approach (n) προσέγγιση
λειτουργία, επιλογή, ρύθμιση byproduct (n) υποπροϊόν
assemble (v) συγκεντρώνω
(-ομαι)
moist (adj) υγρός controversy (n) διένεξη
at leisure (phr) με την ησυχία μου, molecule (n) μόριο frame (n) σκελετός
με το πάσο μου, όποτε θέλω overall (adv) συνολικά, γενικά marine (adj) θαλάσσιος
biodiversity (n) βιοποικιλότητα particle (n) σωματίδιο originate (v) πηγάζω, προέρχομαι
blubber (n) λίπος φάλαινας pesticide (n) εντομοκτόνο potentially (adv) δυνάμει,
cluster (v) συνωθούμαι, play on (sb’s) emotions (phr) ενδεχομένως
μαζεύομαι εκμεταλλεύομαι τις
ευαισθησίες κάποιου, κάνω
community (n) κοινότητα Exam Practice Transcript
ψυχολογικό πόλεμο σε
comprehensive (adj) εκτενής κάποιον blood stream (n) κυκλοφορία του
conclusive (adj) αδιαμφισβήτητος pollen (n) γύρη αίματος
contaminate (v) μολύνω register (v) εγγράφομαι, κάνω break down (phr v) διασπώ
cooperate (v) συνεργάζομαι εγγραφή cell (n) κύτταρο
coordinate (v) συντονίζω regulate (v) ρυθμίζω conflict (v) έρχομαι σε αντίθεση
royal jelly (n) βασιλικός πολτός με
curriculum (n) πρόγραμμα
μαθημάτων/σπουδών, self-explanatory (adj) consistent (adj) σταθερός
αναλυτικό πρόγραμμα αυτονόητος eliminate (v) αποβάλλω
dense (adj) πυκνός soar (v) βρίσκομαι στα ύψη implication (n) σημασία,
digestive system (n) πεπτικό societal (adj) κοινωνικός συνέπεια, επίπτωση
σύστημα inject (v) χορηγώ με σύριγγα,
spawn (v) γεννώ
discipline (n) επιστημονικός κάνω ένεση
κλάδος/τομέας
sustain (v) συντηρώ, στηρίζω
literally (adv) κυριολεκτικά
drone (n) κηφήνας swarm (v) κινούμαι μαζικά
notion (n) άποψη, αντίληψη, ιδέα
dweller (n) κάτοικος uniform (adj) ομοιόμορφος
odor (n) μυρωδιά, οσμή
ecosystem (n) οικοσύστημα oyster (n) στρείδι
engage (v) απασχολώ Unit 6 Transcript
perception (n) αντίληψη
equip (v) εξοπλίζω composting (n) κομποστοποίηση
plant (n) εργοστάσιο
expel (v) αποβάλλω, διώχνω fish tank (n) ενυδρείο
shaft (n) λαβή, κοντάρι
fertile (adj) γόνιμος habitat (n) φυσικό περιβάλλον
shellfish (n) οστρακοειδές
field (n) τομέας, πεδίο δράσης landscape architecture (n)
αρχιτεκτονική κήπων
tube (n) σωλήνας, σωληνάριο

© 2011 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
5
unintended (adj) loosen up (phr v) χαλαρώνω take (sb) up on (an offer) (phr v)
απροσχεδίαστος, αθέλητος make (sth) out (phr v) διακρίνω, δέχομαι (πρόταση/πρόσκληση
waste treatment (n) επεξεργασία ξεχωρίζω κάτι κάποιου)
λυμάτων martial arts (pl n) πολεμικές take (sth) up (phr v)
τέχνες 1. καταπιάνομαι με, αρχίζω να
ασχολούμαι με, αναλαμβάνω
Unit 7 measure up (phr v) 2. κονταίνω ρούχο
ανταποκρίνομαι (σε
back down (from) (phr v) απαιτήσεις/προσδοκίες) take up (phr v) 1. εξετάζω/συζητώ
υποχωρώ θέμα 2. τρώω, καταλαμβάνω,
negotiating table (n) το τραπέζι καταναλώνω (χώρο/χρόνο)
back out (of sth) (phr v) των διαπραγματεύσεων
υπαναχωρώ throw (sb) off (phr v)
pick (sb) up (phr v) 1. πηγαίνω αποσυντονίζω
be taken aback (phr v) και παίρνω κάποιον (συν. με
ξαφνιάζομαι, μένω έκπληκτος αυτοκίνητο) 2. συλλαμβάνω, troublemaker (n) ταραξίας,
πιάνω ταραχοποιός
be up to (sth) (phr) σκαρώνω
pick (sth) up (phr v) turn in (phr v) πάω για ύπνο
break down (phr v) καταρρέω
1. παραλαμβάνω 2. μαθαίνω, turn (sb) in (phr v) καταδίδω
buckle down (phr v) πέφτω με τα πιάνω 3. πιάνω (σήμα/σταθμό/
μούτρα (στη δουλειά) turn (sth) in (phr v) παραδίδω σε
εκπομπή κλπ) κάποιον
call (sth) off (phr v) ακυρώνω pick up on (sth) (phr v) πιάνω, union (n) 1. ένωση 2. εργατικό
check (sth) out (phr v) κοιτάζω , καταλαβαίνω, διακρίνω, σωματείο, συνδικάτο
εξετάζω παρατηρώ
wear (sb) out (phr v) εξαντλώ
clinch (a deal) (v) κλείνω pull (sth) off (phr v) πετυχαίνω,
(συμφωνία) καταφέρνω (κάτι δύσκολο)
come by (sth) (phr v) αποκτώ, pull through (phr v) επιβιώνω, τη Unit 7 Transcript
βρίσκω (κάτι σπάνιο/ γλιτώνω, ξεπερνώ (ασθένεια/ abstract (adj) αφηρημένος
δυσεύρετο/αναπάντεχο) δυσκολία)
apply (myself) (v) επιδίδομαι
consult (v) συμβουλεύομαι put (sb) up (phr v) φιλοξενώ το
βράδυ call it a day/night (phr) παρατάω
deadline (n) προθεσμία τη δουλειά για σήμερα/απόψε,
put (sb) up to (sth) (phr v) αρκετά για σήμερα/απόψε
extensive (adj) εκτενής
ενθαρρύνω/βάζω κάποιον να
fade away (phr v) σβήνω, φθίνω, κάνει κάτι (παράτολμο/ανόητο coach (n) προπονητής
χάνομαι κλπ) coat (of paint) (n) επίστρωμα
fill in for (sb) (phr v) αντικαθιστώ, put up (money) (phr v) δίνω, (μπογιάς)
παίρνω τη θέση κάποιου παρέχω, πληρώνω downsize (v) μειώνω το εργατικό
get ahead (phr v) πάω μπροστά put up with (phr v) ανέχομαι δυναμικό
get around to (phr v) αξιώνομαι reference book (n) βιβλίο drift (v) παρασύρομαι,
να κάνω κάτι (που ανέβαλλα αναφοράς περιπλανώμαι
επί καιρό) enrollment (n) εγγραφή
serve (on a committee) (v)
hold (sb/sth) up (phr v) υπηρετώ ως (μέλος have (my) hands full (phr) τρέχω
καθυστερώ κάποιον/κάτι επιτροπής) και δεν φτάνω, είμαι πολύ
irritation (n) εκνευρισμός set (sb) back (phr v) μου κοστίζει, απασχολημένος
lay (sb) off (phr v) απολύω πληρώνω off the top of (my) head (phr) στα
shell out (money) (phr v) ξοδεύω, κουτουρού, χωρίς σκέψη
live up to (sth) (phr v)
ανταποκρίνομαι σε πληρώνω shabby (adj) ξεφτισμένος,
(απαιτήσεις/υπόσχεση κλπ) stick with it (phr v) επιμένω, δεν παραμελημένος
look (sth) up (phr v) πάω να δω εγκαταλείπω, δεν τα παρατάω slowpoke (n) κοιμίσης,
κάποιον (συν. έκτακτα όταν swing by (phr v) πετάγομαι από αργοκίνητο καράβι, τα ζώα
βρίσκομαι στην περιοχή του) κάπου, περνώ να δω κάποιον μου αργά
look up to (sb) (phr v) θαυμάζω tailor (n) ράφτης
κάποιον
© 2011 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
6
standoff (n) διμερής διένεξη go astray (phr) παίρνω τον κακό Exam Practice Transcript
(όπου καμία πλευρά δεν έχει δρόμο, ξεστρατίζω
audition (n) ακρόαση, οντισιόν
πλεονέκτημα) go bankrupt (phr) πτωχεύω,
graph (n) διάγραμμα, γραφική
state-of-the-art (adj) τελευταία κηρύσσω πτώχευση
παράσταση
λέξη της τεχνολογίας, go under (phr v) καταστρέφομαι
υπερσύγχρονος illustrate (v) επεξηγώ/
οικονομικά, βουλιάζω,
διασαφηνίζω με
tense (adj) νευρικός, σε χρεωκοπώ
παραδείγματα
υπερένταση guidelines (pl n) κατευθυντήριες
stock (n) μετοχή, χρεόγραφο,
the lull before the storm (phr) γραμμές, οδηγίες
τίτλος κεφαλαίου
η νηνεμία πριν από την helpline (n) τηλεφωνική γραμμή
καταιγίδα βοήθειας
in hindsight (phr) με στερνή
Exam Practice γνώση, εκ των υστέρων Unit 9
compensate (v) αποζημιώνω it’s just as well (phr) καλύτερα alliance (n) συμμαχία
(που)
deteriorate (v) φθείρομαι, aqueduct (n) υδραγωγείο
επιδεινώνομαι jam (n) δύσκολη θέση, μπλέξιμο
arch (n) αψίδα, καμάρα
resign (v) παραιτούμαι, jump at (phr v) αρπάζω,
υποβάλλω παραίτηση επωφελούμαι από (ευκαιρία/ assemble (v) συγκεντρώνω (-ομαι)
κατάσταση) ban (n) απαγόρευση
priority (n) προτεραιότητα clout (n) επιρροή
Exam Practice Transcript
prospect (n) προοπτική declare (v) κηρύσσω
come out of (my) shell (phr)
βγαίνω από το καβούκι μου reassign (v) επαναπροσδιορίζω deprive (of) (v) στερώ
cost a bundle (phr) κοστίζω ένα relegate (v) υποβιβάζω dismay (n) ανησυχία,
κάρο λεφτά relocate (v) μεταθέτω/ απογοήτευση
do away with (sth) (phr v) μετατίθεμαι, μεταφέρω (-ομαι) dispute (n) διένεξη, διαμάχη
καταργώ αλλού
enact (v) θεσπίζω
erratic (adj) αλλοπρόσαλλος retaliation (n) αντεκδίκηση
enforce (v) επιβάλλω, εφαρμόζω
palate (n) 1. ουρανίσκος 2. take out (a loan) (phr v) παίρνω
gradient (n) κλίση
γούστο στο φαγητό/ποτό (δάνειο/επίσημο έγγραφο κλπ)
incentive (n) κίνητρο
rush hour (n) ώρα αιχμής
inscription (n) επιγραφή
settle in (phr v) προσαρμόζομαι, Unit 8 Transcript
τακτοποιούμαι σε καινούργιο levy (v) επιβάλλω φόρο
collapse (v) καταρρέω
περιβάλλον lucrative (adj) επικερδής
finding (n) πόρισμα, εύρημα
shuttle bus (n) λεωφορείο με normal practice (phr)
τακτικό δρομολόγιο mudslide (n) κατολίσθηση καθιερωμένη/συνήθης
λάσπης πρακτική
term paper (n) εργασία εξαμήνου rage (n) οργή
Unit 8 skirmish (n) ακροβολισμός,
Exam Practice αψιμαχία
arms (pl n) όπλα sort out (phr v) επιλύω,
let up (phr v) το βάζω κάτω,
as a last resort (phr) ως έσχατη σταματώ ξεκαθαρίζω
ανάγκη/λύση/περίπτωση
may as well (phr) ας (κάνω κάτι), subordinate (n) υφιστάμενος
devastated (adj) συντετριμμένος δε βαριέσαι unfounded (adj) αβάσιμος
drop (sb) off (phr v) αφήνω out of the question (phr)
κάποιον κάπου με το αποκλείεται
αυτοκίνητο
out of touch (phr) εκτός
exclusion (n) εξαίρεση επικοινωνίας

© 2011 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
7
Unit 9 Transcript sewer system (n) αποχετευτικό Unit 10
σύστημα
absurd (adj) παράλογος
stub out (a cigarette) (phr v) a slap on the wrist (phr)
back (sb/sth) up (phr v) (υπο) ελαφρά τιμωρία ή απλή
σβήνω (τσιγάρο)
στηρίζω προειδοποίηση
succinctly (adv) λακωνικά,
bar stool (n) ψηλό σκαμπό be in a tight spot (phr)
περιληπτικά
bivalve (n) δίθυρο, όστρακο με βρίσκομαι σε δύσκολη θέση,
surpass (v) ξεπερνώ, υπερτερώ στριμώχνομαι
διπλό κέλυφος
susceptible (adj) επιρρεπής be in the same boat (phr) στο ίδιο
border (n) σύνορα
tap in(to) (phr v) αντλώ, τραβώ, καζάνι βράζουμε
bore (v) (δι)ανοίγω
κάνω χρήση be next in line (phr) έχω σειρά,
bottom line (n) 1. τελικό
terrain (n) έδαφος, εδαφικός είμαι ο επόμενος
αποτέλεσμα 2. τελικό κέρδος
σχηματισμός be on top of things (phr) έχω τα
breach (n) ρήγμα
testament (n) τεκμήριο, απόδειξη πράγματα υπό έλεγχο
buffer (n) προστατευτικό μέσο,
treaty (n) σύμφωνο, συνθήκη be out of line (phr)
ασπίδα προστασίας
undertaking (n) έργο παρεκτρέπομαι, ξεπερνώ τα
buildup (n) συσσώρευση όρια της ευπρέπειας/ευγένειας
uneasy (adj) ανήσυχος
chum (n) φιλαράκι bowtie (n) παπιγιόν
cistern (n) δεξαμενή, στέρνα call the shots (phr) κάνω
coating (n) στρώση, στρώμα Exam Practice κουμάντο, παίρνω τις
bond (v) δένομαι αποφάσεις
controversy (n) διένεξη
intriguing (adj) συναρπαστικός, clear the air (phr) ξεκαθαρίζω τα
debris (n) μπάζα, κατάλοιπα πράγματα
γοητευτικός
disprove (v) αποδεικνύω ότι κάτι come clean (phr) ομολογώ την
είναι λάθος
show off (phr v) κάνω επίδειξη
αλήθεια, παραδέχομαι τα
dissolved (adj) διαλυμένος σφάλματά μου
era (n) (ιστορική) εποχή, Exam Practice Transcript come to grips with sth (phr)
περίοδος beak (n) ράμφος, μουσούδα, αντιμετωπίζω (δυσκολία/
μύτη κατάσταση)
explosive (adj) εκρηκτικός
bottlenose (dolphin) (n) criminal justice system (n)
fling (v) εκσφενδονίζω ποινική δικαιοσύνη
ρινοδέλφινο δελφίνι
frustration (n) απογοήτευση diligent (adj) επιμελής
conch (n) κόγχη, είδος όστρακου
go berserk (phr) παθαίνω αμόκ down in the dumps (phr) στις
drain (v) στραγγίζω
gravity (n) βαρύτητα μαύρες μου
flush out (phr v) βγάζω κάποιον
implement (v) εφαρμόζω, από την κρυψώνα του excessive (adj) υπερβολικός
πραγματοποιώ
mollusk (n) μαλάκιο foot the bill (phr) πληρώνω το
inhale (v) εισπνέω λογαριασμό
prey (n) λεία, θήραμα
intrastate (adj) ενδοπολιτειακός, frank (adj) ειλικρινής
μεταξύ πολιτειών shelter (v) βρίσκω καταφύγιο
get cold feet (phr) μου κόβονται
mineral (n) μεταλλικό άλας sighting (n) εντοπισμός, τα πόδια, δειλιάζω
επισήμανση
oversee (v) επιβλέπω get off to a flying start (phr)
speculate (v) εικάζω ξεκινώ κάτι με μεγάλη
patron (n) θαμώνας, πελάτης
stun (v) ζαλίζω, ρίχνω αναίσθητο επιτυχία
plumbing (n) υδραυλικά,
υδραυλική εγκατάσταση surmise (v) εικάζω, υποθέτω get the axe (phr) παίρνω πόδι
punch (v) ρίχνω μπουνιά vertically (adv) κάθετα go through the roof (phr) (για
τιμή) φτάνω στα ύψη
randomly (adv) τυχαία, στην τύχη
have it in for (sb) (phr) έχω
rationale (n) λογική, σκεπτικό κάποιον στο μάτι, την έχω
reservoir (n) δεξαμενή φυλαγμένη σε κάποιον

© 2011 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
8
heart-to-heart (n) από καρδιάς Unit 10 Transcript fireworks (pl n) βεγγαλικά,
συζήτηση πυροτεχνήματα
distract (v) αποσπώ την προσοχή
impose (v) επιβάλλω housewarming (party) (n) πάρτι
entry (n) συμμετοχή (σε
in the pipeline (phr) στα σκαριά για τα καλορίζικα νέου σπιτιού
διαγωνισμό, κλπ)
interrogation (n) ανάκριση jump the gun (phr) προτρέχω
gullible (adj) εύπιστος
lay down the law (phr) πατάω lurk (v) παραμονεύω, καραδοκώ
maternity (n) μητρότητα
πόδι, επιβάλλω την πειθαρχία nosedive (n) βουτιά
rejection (n) απόρριψη
lenient (adj) επιεικής outfit (n) σύνολο ρούχων,
sake (n) (για) χάρη, (προς) όφελος
let/blow off steam (phr) συνολάκι
surf the net (phr) σερφάρω στο
εκτονώνομαι overalls (pl n) φόρμα εργασίας
διαδίκτυο
light at the end of the tunnel (phr) recession (n) ύφεση
φως στην άκρη του τούνελ rule (sth) out (phr v) αποκλείω
long face (phr) κατεβασμένη Exam Practice
run up (a debt) (phr v)
μούρη eligible (adj) δικαιούχος συσσωρεύω (χρέος)
lose face (phr) ρεζιλεύομαι, χάνω pick on (sb) (phr v) τσιγκλώ, set aside (phr v) βάζω στην άκρη
το κύρος μου πειράζω
spectacular (adj) θεαματικός
over the top (phr) υπερβολικός, vendor (n) μικροπωλητής
εξωφρενικός stalk (v) παρακολουθώ κρυφά,
παραφυλάω
pull (sb’s) leg (phr) δουλεύω Exam Practice Transcript
κάποιον, κάνω πλάκα σε start from scratch (phr) αρχίζω
κάποιον mortgage (n) υποθήκη, δόση από την αρχή, αρχίζω από το
στεγαστικού δανείου μηδέν
put (sb) in the picture (phr)
ενημερώνω κάποιον για τη put (sb) on the spot (phr) φέρνω take (sth) in (phr v) πηγαίνω να
γενική εικόνα κάποιον σε δύσκολη θέση, δω (ταινία/θεατρικό έργο κλπ)
προκαλώ αμηχανία vicinity (n) γύρω περιοχή,
reluctant (adj) διστακτικός,
απρόθυμος slack (adj) αμελής, απρόσεχτος, περίχωρα
χαλαρός
see eye to eye (phr) συμπίπτουν
οι απόψεις μου με κάποιον straight “A”s (phr) όλα άριστα Unit 11 Transcript
settle down (phr v) κατασταλάζω, surveillance camera (n) κάμερα on purpose (phr) επίτηδες
στεριώνω κάπου παρακολούθησης
slack off (phr v) αδρανώ,
τεμπελιάζω Exam Practice
successor (n) διάδοχος Unit 11 absent-minded (adj) αφηρημένος
tension (n) ένταση thorny (adj) ακανθώδης,
a slip of the tongue (phr) δύσκολος
throw (my) weight around (phr) γλωσσικό ολίσθημα, σφάλμα
εκμεταλλεύομαι τη θέση/ upfront (adv) μπροστά,
εξουσία μου για να δίνω
an arm and a leg (phr) μια προκαταβολικά
περιουσία
διαταγές
tuxedo (n) φράκο browse (v) ρίχνω μια ματιά,
χαζεύω Exam Practice Transcript
under (my) belt (phr) στο convert (v) μετατρέπω
ενεργητικό μου
connection (n) κονέ, γνωριμία,
μέσο ground (v) τιμωρώ κάποιον
walk all over (sb) (phr) απαγορεύοντάς του την έξοδο
κάνω κάποιον ό,τι θέλω,
cut back on (phr v) μειώνω, κόβω
εκμεταλλεύομαι κάποιον cut into (phr v) κόβω, τέμνω, loft (n) υπερυψωμένο δωμάτιο,
χωρίζω σοφίτα, υπερώο
welfare (n) 1. ευημερία 2.
κοινωνική πρόνοια drop a hint (phr) πετάω σπόντα
errand (n) θέλημα, εξωτερική
δουλειά

© 2011 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
9
Unit 12 contain (itself) (v) συγκρατούμαι, reconnaissance (n) αναγνώριση
ελέγχομαι εδάφους
aftershock (n) μετασεισμός data (n) στοιχεία, πληροφορίες region (n) περιοχή
amid (adv) εν μέσω decay (v) αποσυντίθεμαι, σαπίζω relief (n) 1. ανακούφιση 2. αρωγή,
bring about (phr v) επιφέρω deploy (v) επιστρατεύω βοήθεια
deforestation (n) αποδάσωση derail (v) εκτροχιάζομαι satellite (n) δορυφόρος
document (v) τεκμηριώνω die-off (n) αφανισμός seal (n) φώκια
deplete (v) εξαντλώ displace (v) εκτοπίζω, διώχνω set off (phr v) προκαλώ,
πυροδοτώ
give rise to (phr) επιφέρω, disruption (n) διάλυση, διακοπή,
προκαλώ αποδιοργάνωση so what? (phr) και τι έγινε;
gold rush (n) πυρετώδης diverge (v) αποκλίνω, διαφωνώ spruce (n) ερυθροέλατο
εξόρμηση χρυσοθηρίας submerge (v) βυθίζω (-ομαι)
engulf (v) καταπίνω, πνίγω,
migration (n) αποδημία, καταβροχθίζω sure enough (phr) πράγματι
μετανάστευση
erupt (v) εκρήγνυμαι suspend (v) 1. αναστέλλω
plunge (v) βουτώ, κάνω βουτιά 2. αποβάλλω
exceed (v) υπερβαίνω
prior to (adv) πριν από task force (n) ειδικό σώμα, ομάδα
fall back on (phr v) χρησιμοποιώ
prompt (v) παρακινώ ως έσχατη λύση, έχω ως δράσης
reconciliation (n) συμφιλίωση καβάντζα tremor (n) σεισμική δόνηση
reinforced (adj) ενισχυμένος heave (v) 1. ρίχνω/μετατοπίζω ultimately (adv) τελικά
με κόπο 2. πάλλομαι, underlying (adj) βαθύτερος
skyrocket (v) πετάγομαι στα ύψη ανεβοκατεβαίνω
slash (v) πετσοκόβω unprecedented (adj) χωρίς
hit the headlines (phr) βγαίνω, προηγούμενο
spark off (phr v) δίνω έναυσμα σε γίνομαι πρωτοσέλιδο
volcano (n) ηφαίστειο
traffic congestion (n) ice cap (n) πολικός πάγος
κυκλοφοριακή συμφόρηση walrus (n) θαλάσσιος ίππος
ignite (v) πυροδοτώ
trigger (v) πυροδοτώ wheat (n) σιτάρι
infestation (n) προσβολή,
unhygienic (adj) ανθυγιεινός μάστιγα
wash away (phr v) παρασύρομαι inland (adv) προς την ενδοχώρα Exam Practice
(από νερό) in succession (phr) στη σειρά, mix-up (n) μπέρδεμα
διαδοχικά radiation (n) ακτινοβολία
Unit 12 Transcript jeopardize (v) θέτω σε κίνδυνο reactor (n) αντιδραστήρας
bark (n) φλοιός κορμού δένδρου lay waste (to) (phr) αφανίζω,
εξολοθρεύω
beetle (n) σκαθάρι Exam Practice Transcript
magnitude (n) μέγεθος
blaze (v) φλέγομαι, λαμπαδιάζω backup (n) εφεδρεία
matter (n) ύλη, ουσία
broad (adj) ευρύς commend (v) επιδοκιμάζω
moisture (n) υγρασία
build up (phr v) συσσωρεύομαι core (n) πυρήνας
outlying (adj) απώτερος,
commuter (n) αυτός που deliberately (adv) σκόπιμα,
απομακρυσμένος
μετακινείται/πηγαινοέρχεται επίτηδες
προς και από τη δουλειά paired with (phr) σε συνδυασμό
με depression (n) 1. κατάθλιψη
compel (v) αναγκάζω, υποχρεώνω 2. οικονομική ύφεση
pest (n) επιβλαβές έντομο/ζώο/ 3. κοιλότητα, λακούβα
consecutive (adj) διαδοχικός,
φυτό
αλλεπάλληλος emission (n) εκπομπή (αερίων/
prefecture (n) νομαρχία ρύπων κλπ)
consensus (n) ομοφωνία, κοινή
συναίνεση rapidly (adv) ταχύτατα generator (n) γεννήτρια

© 2011 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
10
ingenuity (n) ευστροφία, feature (n) χαρακτηριστικό discerning (adj) διορατικός, αυτός
εφευρετικότητα funds (pl n) χρήματα, πόροι που ξέρει να διακρίνει
leak (n) διαρροή intense (adj) έντονος dispose (v) τακτοποιώ, ταξινομώ
meltdown (n) τήξη πυρηνικού primate (n) πρωτεύον θηλαστικό distinct (adj) ευδιάκριτος,
αντιδραστήρα ευκρινής
scan (v) ανιχνεύω, εξετάζω
plant (n) εργοστάσιο distinctively (adv)
stable (adj) σταθερός χαρακτηριστικά, διακριτικά
recede (v) υποχωρώ
universe (n) σύμπαν distinguished (adj)
rubble (n) χαλάσματα
vocational (adj) επαγγελματικός διακεκριμένος, διαπρεπής
ticking time bomb (phr)
ωρολογιακή βόμβα drown out (phr v) (κατα)πνίγω
valve (n) βαλβίδα Grammar essential (adj) ουσιώδης,
απαραίτητος
administration (n) διοίκηση
exploit (v) εκμεταλλεύομαι
assume (v) υποθέτω, θεωρώ
flock (n) σμήνος, κοπάδι
Final Exam Practice be at a loss for words (phr) δε
βρίσκω λόγια, δεν ξέρω τι να herd (n) κοπάδι
Listening πω hospitable (adj) φιλόξενος
Part 1 conduct (v) πραγματοποιώ, hostile (adj) εχθρικός
be to blame (phr) φταίω, είμαι διεξάγω
inhabitable (adj) κατοικήσιμος
υπεύθυνος impending (adj) επικείμενος
mate (n) ταίρι
review (n) κριτική intestinal (adj) εντερικός
means (n) μέσο
threaten (v) απειλώ on condition (phr) με την
nooks and crannies (phr) γωνιές,
vacancy (n) κενή θέση εργασίας προϋπόθεση
εσοχές
plot (n) πλοκή
overcome (v) ξεπερνώ
Part 2 precious (adj) πολύτιμος
pitch (n) ύψος, τόνος (φωνής)
cross (my) mind (phr) περνάει από preserve (v) διαφυλάσσω,
pose (v) θέτω, παρουσιάζω
το μυαλό μου διασώζω, διατηρώ
prey (n) λεία
expire (v) λήγω resource (n) (πλουτοπαραγωγική)
πηγή refuge (n) καταφύγιο
in the region of (phr) χονδρικά,
πάνω-κάτω touching (adj) συγκινητικός retain (v) συγκρατώ, παρακρατώ
lousy (adj) χάλια work (sth) out (phr v) βγάζω scarcity (n) ανεπάρκεια
άκρη, λύνω (πρόβλημα) scrap (n) ψίχουλο, ψήγμα
slim (adj) αμυδρός, πενιχρός
stuffy (adj) αποπνικτικός, αυτός seldom (adv) σπάνια
που μυρίζει κλεισούρα Cloze sequence (n) σειρά, αλληλουχία
volume (n) όγκος adversary (n) αντίπαλος, sewage (n) αποχέτευση
ανταγωνιστής
sustenance (n) τροφή
Part 3
adverse (n) δυσμενής, αντίξοος
trash can (n) σκουπιδοτενεκές
ancestor (n) πρόγονος afford (v) παρέχω, προσφέρω
vegetation (n) βλάστηση
be descended from (phr) audible (adj) αυτός που μπορεί να
ακουστεί, ηχηρός version (n) εκδοχή
κατάγομαι από
discriminate (v) διακρίνω, κάνω cacophony (n) κακοφωνία
διάκριση contend (v) μάχομαι, αγωνίζομαι, Vocabulary
παλεύω air (v) αερίζω
enlighten (v) διαφωτίζω
evolve (v) εξελίσσομαι din (n) οχλοβοή, φασαρία alteration (n) μετατροπή
facial (adj) του προσώπου discard (v) πετώ (κάτι άχρηστο), altercation (n) λογομαχία
ξεφορτώνομαι

© 2011 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
11
alternation (n) εναλλαγή earnings (pl n) αποδοχές indict (v) ασκώ δίωξη, απαγγέλλω
appalling (adj) φρικιαστικός, embark (on) (v) βάζω μπροστά, επίσημη κατηγορία
φρικτός ξεκινώ (δραστηριότητα) input (n) προσφορά (ιδεών,
ascertain (v) βεβαιώνομαι, emission (n) εκπομπή (αερίου, εργασίας, πληροφοριών
σιγουρεύομαι ρύπων κλπ) κλπ), εισαγωγή δεδομένων,
εισερχόμενο ερέθισμα
assert (v) διαβεβαιώνω endangered (adj) (είδος) υπό
εξαφάνιση inspiring (adj) αυτός που εμπνέει
at breakneck speed (phr) με
ιλιγγιώδη ταχύτητα endorse (v) επιδοκιμάζω, instance (n) περίπτωση,
επικυρώνω περιστατικό, παράδειγμα
attribute (to) (v) αποδίδω (σε),
αιτιολογώ eradicate (v) εξαλείφω instantaneous (adj) στιγμιαίος,
ακαριαίος, άμεσος
banknote (n) χαρτονόμισμα erase (v) σβήνω
intact (adj) σώος
beam (v) λάμπω, ακτινοβολώ exterminate (v) εξολοθρεύω
intersect (v) τέμνω, διασταυρώνω
blink (v) ανοιγοκλείνω τα extinct (adj) (είδος) που έχει
βλέφαρα εκλείψει intuitive (adj) διαισθητικός
blockade (n) (στρατιωτικός) extinguish (v) σβήνω (φωτιά, investor (n) επενδυτής
αποκλεισμός φως, συναίσθημα, ιδέα) irrelevant (adj) άσχετος
boost (v) ενισχύω, προωθώ figure (v) θεωρώ, υπολογίζω keen (adj) οξύς
branch out (phr v) επεκτείνω firm up (phr v) 1. (συσ)φίγγω 2. leap (v) κάνω άλμα
τις δραστηριότητές μου, παγιώνω massive (adj) τεράστιος, ισχυρός,
διακλαδώνομαι fond (adj) στοργικός εντυπωσιακός
bump (n) γδούπος forceful (adj) ισχυρός mediocre (adj) μέτριος, της σειράς
carbon dioxide (n) διοξείδιο του forthcoming (adj) προσεχής moderate (adj) μέτριος,
άνθρακα μετρημένος, συγκρατημένος
frailty (n) αδυναμία,
compelling (adj) επιτακτικός, ασθενικότητα nature reserve (n) βιότοπος
πιεστικός
fraud (n) απάτη network (v) δικτυώνομαι
concede (v) παραδέχομαι κοινωνική δικτύωση
fruitless (adj) άκαρπος
conceive (v) συλλαμβάνω (ιδέα) notion (n) ιδέα, αντίληψη
gamble (v) τζογάρω
condensation (n) υγρασία, πάχνη offside (n) οφσάιντ
glare (v) κάνω αντανάκλαση
condone (v) συγχωρώ, on impulse (phr) παρορμητικά
παραβλέπω go it alone (phr) ενεργώ μόνος
grimace (v) κάνω μορφασμό onset (n) έναρξη, αρχή
constellation (n) αστερισμός
gross (adj) μικτός output (n) παραγωγή
consternation (n) ταραχή,
αναστάτωση hazard (v) αποτολμώ, overlook (v) παραβλέπω
consultation (n) γνωμάτευση διακινδυνεύω padlock (n) λουκέτο
core (n) πυρήνας hit bottom (phr) πιάνω πάτο, partial (adj) μερικός
πατώνω perpetuate (v) διαιωνίζω,
crunch (n) κριτσίνισμα, ροκάνισμα
impasse (n) αδιέξοδο παρατείνω
curb (v) περιορίζω, συγκρατώ
impeach (v) απαγγέλλω persevere (v) επιμένω (σε
cut off (phr v) κόβω (παροχή) κατηγορία, καταγγέλλω προσπάθεια)
deride (v) χλευάζω impeccable (adj) άψογος prevail (v) υπερισχύω, επικρατώ
dock (v) δένω (πλοίο) impervious (to) (adj) prolong (v) παρατείνω,
draconian measures (pl n) απρόσβλητος, ανεπηρέαστος επιμηκύνω
δρακόντεια μέτρα inadequate (adj) ανεπαρκής reassure (v) καθησυχάζω
drilling (n) γεώτρηση incidental (adj) συμπτωματικός, recall (v) ανακαλώ, αποσύρω
dwindle (v) λιγοστεύω τυχαίος (προϊόν)
eager (adj) πρόθυμος indelible (adj) ανεξίτηλος

© 2011 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
12
reflection (n) 1. αντανάκλαση Reading diverse (adj) ποικίλος
2. στοχασμός drive out (phr v) διώχνω,
abundant (adj) επαρκής, άφθονος
remuneration (n) αμοιβή αποπέμπω
accessible (adj) προσβάσιμος
renounce (v) αποκηρύσσω dust (n) σκόνη
advocate (n) υποστηρικτής
resign (v) παραιτούμαι déjà vu (n) το ήδη ειδωμένο
agriculture (n) γεωργία
resolve (v) 1. λύνω, επιλύω (η εντύπωση ότι θυμάσαι
agrochemical (adj) αγροχημικός να έχεις ξαναζήσει την ίδια
(πρόβλημα) 2. (to do sth)
αποφασίζω alien (adj) ξένος εμπειρία)

resume (v) επαναλαμβάνω, analogous (adj) ανάλογος, elk (n) άλκη


ξαναρχίζω (μετά από παύση) παρόμοιος emerge (v) ξεπροβάλλω,
ruthless (adj) ανελέητος arid (adj) ξηρός προκύπτω

serial (n) (τηλεοπτική κλπ) σειρά arouse (v) ξεσηκώνω encompass (v) περικλείω
sheltered (adj) προφυλαγμένος array (n) συλλογή, σειρά end use (n) τελική χρήση
slide (n) (δι)ολίσθηση, κατρακύλα basin (n) λεκανοπέδιο, κοιλάδα enhance (v) εντείνω, ενισχύω
(ποταμού κλπ) era (n) (ιστορική) εποχή
sneer (at) (v) χλευάζω
beaver (n) κάστορας estimate (n) υπολογισμός
span (v) καλύπτω (χρονικό
διάστημα ή έκταση) bison (n) βίσονας evident (adj) εμφανής
split up (phr v) τεμαχίζω, μοιράζω boom (n) ακμή, άνθηση, έξαρση evocative (adj) αυτός που
spur (n) κίνητρο, ενθάρρυνση brood (n) κλωσσόπουλα μιας προκαλεί συναίσθημα ή
συγκεκριμένης επώασης ανάμνηση
stretch (of road) (n) κομμάτι
(δρόμου) call (n) κάλεσμα exhaust (v) εξαντλώ
struggle (v) πασχίζω, παλεύω, challenge (n) πρόκληση existential (adj) υπαρξιακός
αγωνίζομαι chart (v) χαρτογραφώ extract (v) εξάγω, αντλώ
stubborn (adj) πεισματάρης chick (n) κοτοπουλάκι, νεoσσός extremity (n) άκρο, ακρότητα
succumb (to) (v) υποκύπτω co- (pref ) συν- fabled (adj) θρυλικός
summon (v) καλώ collapse (v) καταρρέω fascinate (v) συναρπάζω
sweeping (adj) σαρωτικός commodity (n) καταναλωτικό fertilizer (n) λίπασμα
thwart (v) εμποδίζω, σταματώ αγαθό flank (n) πλευρό
ultimate (adj) υπέρτατος, competence (n) ικανότητα focus (v) εστιάζω
απώτερος complication (n) επιπλοκή forge (v) πλαστογραφώ,
undertake (v) αναλαμβάνω confiscate (v) κατάσχω αντιγράφω
uproot (v) ξεριζώνω, εκριζώνω conflict (n) σύγκρουση fossil fuel (n) ορυκτό καύσιμο
upshot (n) κατάληξη conspicuous (adj) εμφανής foster (adj) θετός
urge (n) έντονη επιθυμία continent (n) ήπειρος game (n) κυνήγι
vacate (v) αδειάζω, εκκενώνω copious (adj) άφθονος general public (n) το ευρύ κοινό
venture (v) αποτολμώ, επιχειρώ corporation (n) ανώνυμη ή generate (v) παράγω
vouch (for) (v) εγγυώμαι μετοχική εταιρεία genetic engineering (n) γενετική
waver (v) αμφιταλαντεύομαι, creek (n) ρέμα geyser (n) θερμοπίδακας, γκέιζερ
παραπαίω current (adj) τρέχων, τωρινός glaring (adj) εξόφθαλμος
wax (v) αυξάνομαι, μεγαλώνω detect (v) αντιλαμβάνομαι, goods (pl n) αγαθά
wedge (n) σφήνα εντοπίζω
gorge (n) φαράγγι
wipe out (phr v) εξολοθρεύω, dictate (v) υπαγορεύω
grandeur (n) μεγαλοπρέπεια
αφανίζω dissimilar (adj) ανόμοιος
graze (v) βοσκώ

© 2011 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
13
grid (n) ηλεκτρικό δίκτυο nuclear power (n) πυρηνική virgin (adj) παρθένος
grope (v) ψηλαφώ, ψάχνω με τα ενέργεια virtual (adj) σχεδόν ολοκληρωτικός
χέρια σαν τυφλός operation (n) εγχείρημα vividly (adv) έντονα, παραστατικά
hail (v) χαιρετίζω optimistic (adj) αισιόδοξος wary (adj) επιφυλακτικός
hatch (v) εκκολάπτω (-ομαι) ore (n) μετάλλευμα weed (n) ζιζάνιο
hence (adv) ως εκ τούτου ornithologist (n) ορνιθολόγος worldwide (adj) παγκοσμίως
hi-tech (adj) υψηλής τεχνολογίας outcome (n) έκβαση, αποτέλεσμα yield (n) σοδειά
host (n) ξενιστής outlaw (n) άτομο εκτός νόμου,
hydrogen (n) υδρογόνο επικηρυγμένος
Transcript
idealistic (adj) ιδεαλιστικός parasite (n) παράσιτο
Part 1
imitate (v) μιμούμαι peak (n) κορυφή
credentials (pl n) διαπιστευτήρια,
imposter (n) απατεώνας, pelt (n) τομάρι δικαιολογητικά
τσαρλατάνος (κάποιος που plunder (v) λεηλατώ get (sth) over with (phr)
υποδύεται άλλον) preclude (v) αποκλείω ξεμπερδεύω με κάτι
industrial revolution (n) projection (n) πρόβλεψη, get into (sb) (phr) παθαίνω
βιομηχανική επανάσταση εκτίμηση give (sb) the benefit of the doubt
inevitable (adj) αναπόφευκτος reserve (n) απόθεμα (phr) δέχομαι τα λεγόμενα
infiltrate (v) διεισδύω resistance (n) αντίσταση κάποιου κι ας έχω αμφιβολίες
inflict (v) επιβάλλω rugged (adj) βραχώδης, give (sth) a shot (phr) κάνω μια
intricate (adj) περίτεχνος απότομος, ανώμαλος απόπειρα/προσπάθεια

lay (eggs) (v) κάνω αβγά rule out (phr v) αποκλείω hype (n) υπερβολική ή
παραπλανητική προβολή/
legacy (n) κληρονομιά sand dune (n) αμμόλοφος διαφήμιση
manufacture (v) κατασκευάζω seek (v) αναζητώ let it slip (phr) μου ξεφεύγει
marking (n) διακριτικό σχέδιο/ settlement (n) αποικία (κουβέντα/μυστικό)
χρώμα/σημάδι sibling (n) αδελφός/-ή not a moment too soon (phr)
military (adj) στρατιωτικός πάνω στην ώρα
slaughter (n) σφαγή
millennium (n) χιλιετηρίδα out of this world (phr)
Spaniard (n) Ισπανός φανταστικός
mimic (n) μίμος speculator (n) καιροσκόπος pick up where (I) left off (phr)
mindset (n) νοοτροπία, στάση spine (n) ραχοκοκκαλιά συνεχίζω από εκεί που έχω
miner (n) εργάτης ορυχείου strategist (n) γνώστης της
μείνει
minute (adj) μικροσκοπικός, στρατηγικής short on cash (phr) άφραγκος
παραμικρός stretch (v) (επ)εκτείνομαι single-handedly (adv)
moose (n) άλκη tailor (v) κόβω και ράβω στα
ολομόναχος, χωρίς βοήθεια
movement (n) κίνημα μέτρα μου take on (phr v) προσλαμβάνω
native (adj) ιθαγενής tawny (adj) καφεκίτρινος, up and running (phr) σε πλήρη
σταράτος λειτουργία
natural selection (n) φυσική
επιλογή (δαρβινική θεωρία) territory (n) περιοχή your guess is as good as mine
(phr) ό,τι ξέρεις, ξέρω
navigate (v) διασχίζω tolerant (adj) ανεκτικός
naïve (adj) αφελής transcontinental (adj)
διηπειρωτικός Part 2
nest (n) φωλιά
transmission (n) μετάδοση be excused (phr) ζητώ άδεια να
nomadic (adj) νομαδικός φύγω
notably (adv) σημαντικά, tribe (n) φυλή
be of two minds (about) (phr)
αξιοσημείωτα unforeseen (adj) απρόβλεπτος είμαι διχασμένος

© 2011 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
14
carton (n) χαρτονένια posture (n) στάση, τοποθέτηση, (segment 3)
συσκευασία πόζα able-bodied (adj) αρτιμελής,
expiration date (n) ημερομηνία predominantly (adv) κυρίως εύρωστος
λήξης puzzle (n) γρίφος aggravate (v) επιδεινώνω
have a shot at sth (phr) κάνω μια quest (n) αναζήτηση Department of Labor (n)
απόπειρα/προσπάθεια Υπουργείο Εργασίας
whereby (adv) με/κατά τον οποίο,
landlord (n) σπιτονοικοκύρης δια του οποίου disability (n) αναπηρία
notice (n) κοινοποίηση disincentive (n) αντικίνητρο
παραίτησης ή απόλυσης
(segment 2) disproportionately (adv)
on good terms (phr) (έχω) καλές δυσανάλογα
σχέσεις bewildered (adj) μπερδεμένος,
ταραγμένος federal (adj) ομοσπονδιακός
renovation (n) ανακαίνιση
collide (v) συγκρούομαι institution (n) ίδρυμα
come to be (phr) γίνομαι, marketable (adj) εμπορεύσιμος
Part 3 καταλήγω, καταντώ
(segment 1) minority (n) μειονότητα
component (n) μέρος, κομμάτι,
age-old (adj) διαχρονικός motivated (adj) πρόθυμος, που
τμήμα
έχει κίνητρο να κάνει κάτι
ally (n) σύμμαχος die out (phr v) εκλείπω, σβήνω
obstacle (n) εμπόδιο
antagonist (n) αντίπαλος, immense (adj) τεράστιος
αντίζηλος
on the bright side (phr) (βλέπω
in many respects (phr) από κάτι) από την καλή του
arguably (adv) συζητήσιμος, πολλές απόψεις πλευρά
αυτός που σηκώνει κουβέντα
initial (adj) αρχικός potential (n) εν δυνάμει, πιθανός
conspecific (n) του ίδιου είδους
investigation (n) έρευνα ramp (n) ράμπα
drift (v) παρασύρομαι
merge (v) συγχωνεύω (-ομαι) regulation (n) κανονισμός
fellow (adj) συν-, ομο-
particle (n) σωματίδιο rehabilitation (n) αποκατάσταση
foe (n) εχθρός
posit (v) θεωρώ, εικάζω reluctant (adj) διστακτικός
gaze (n) επίμονο/ατενές βλέμμα
preoccupy (v) απασχολώ (τη stair lift (n) ανελκυστήρας
gripping (adj) συναρπαστικός σκέψη) σκάλας
illumination (n) 1. φωτισμός, resemble (v) μοιάζω με surpass (v) ξεπερνώ, υπερβαίνω
φωταγώγηση 2. διαφώτιση
subsequent (adj) μετέπειτα, underemployed (adj)
kin (n) συγγενής επακόλουθος ημιαπασχολούμενος
naturalist (n) φυσιοδίφης transform (v) μετατρέπω
orientation (n) προσανατολισμός ultraviolet (adj) υπεριώδης

© 2011 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
15

You might also like