You are on page 1of 1

Η Επέλαση των Βαλκυριών

Δεν ξέρω πια ποιος είμαι. Πριν τον πόλεμο ήμουν πυγμάχος. Πριν ένα μήνα ήμουν ο Σόλωμον. Τώρα είμαι μόνο ένας
αριθμός. 14834. Μου δόθηκε από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου σε αυτό το κολαστήριο. Ίσως και να
την κέρδισα, αφού άντεξα μια ημέρα γυμνός και νηστικός μέσα στο κρύο. Έτσι, ένας αριθμός ζωγραφισμένος με
ανεξίτηλο μελάνι στο βραχίονα μου, για να μην ξεχάσω ποτέ, και ένα ζευγάρι πιζάμες έγιναν όλα μου τα υπάρχοντα.
Τα είχα χάσει όλα. Τη μάνα μου και τις αδελφές μου τις έστειλαν από την πρώτη μέρα στο θάλαμο αερίων. Είχα χάσει
και τη Σάρα. «Να είχε επιζήσει;», αναρωτιόμουν. Σφύριζα τις μελωδίες που έπαιζε σε αυτό το τεράστιο πιάνο με ουρά
που υπήρχε στη  μεγάλη σάλα του σπιτιού της στη Θεσσαλονίκη και την κρατούσα ζωντανή μέσα μου.
Την είχα αγαπήσει. Είχα αγαπήσει και τις νότες της που είχαν εξοβελίσει τους αμανέδες και τα ρεμπέτικα των
καφενέδων και τα ελαφρά τραγούδια που έλεγαν τα κορίτσια στα μπορδέλα της πόλης. Έκτοτε ο Μότσαρτ, ο Μπαχ, ο
Χέντελ, με ακολουθούσαν παντού. Ακόμα και τις νύχτες που ξάπλωνα στο μονό κρεβάτι της κάμαρής μου. Όταν
ακουμπούσε η βελόνα στην πλάκα του γραμμοφώνου μέσα μου συντελούνταν ένας μυστικός χορός συναισθημάτων.
Αυτή η μουσική με μεταμόρφωνε ακόμα και  στις προπονήσεις μου, αλλά και όταν ανέβαινα πάνω στο ρινγκ. Ήταν να
σαν να έβγαινε από μέσα μου, σαν να υπήρχε πάντα μέσα μου. Συγχρόνιζα τις κινήσεις μου με τη μελωδία και
νικούσα.  Έτσι επιβίωσα και εδώ και ας μου έμεινε ο τίτλος της μπαλαρίνας. Μου τον έδωσε ο Χανς, ο διοικητής του
στρατοπέδου, όταν έριξα νοκ άουτ τον τσεχοσλοβάκο πυγμάχο. «Δεν σου φαινόταν ρε μπαλαρίνα», μου είπε
μετρώντας με το βλέμμα του τους εκατόν εξήντα επτά πόντους του κορμιού μου. Στην αρχή με πείραξε. Με πείραξαν
και τα γέλια των γερμανών. Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν ο τρόπος που κινούσα τα πόδια μου στο αυτοσχέδιο ρινγκ
που χάραξε στο χώμα ο Χανς, που μου χάρισε τον τίτλο.
Τώρα πορεύομαι με αυτόν και τη μουσική μου και αγωνίζομαι. Ξέρω ότι έχω γίνει ο διασκεδαστής των γερμανών
αλλά είναι ο μόνος τρόπος για να επιζήσω. Γεμίζω το κεφάλι μου με την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν και
την Επέλαση των Βαλκυριών του Βάγκνερ. Τον μισώ τον Βάγκνερ. Τον μισώ όσο μίσησε και αυτός τη γενιά μου.
Αλλά το ντε κρεσέντο της μουσικής του οπλίζει το χέρι μου για να δώσω το τελειωτικό χτύπημα στον αντίπαλο.
Βλέπεις το στοίχημα είναι ή αυτός ή εγώ. Δεν υπάρχουν κανόνες.  Δεν υπάρχει νοκ άουτ. Υπάρχει θάνατος.
Και όταν οι Γερμανοί πάρουν το αίμα που θέλουν με στέλνουν στην κουζίνα. Αποτραβιέμαι με σκυφτό το κεφάλι
σιγομουρμουρίζοντας ένα ρέκβιεμ για τον αντίπαλο. Για τους δεκάδες αντιπάλους που υποκύπτοντας στα χτυπήματά
μου δίνουν παράταση στη ζωή μου. Ή σιγοτραγουδάω μια άρια όταν δίνω στους συγκρατούμενούς μου τα καρβέλια
με το ψωμί που έχω καταφέρει να κλέψω.  Και λυτρώνομαι. Μια συμφωνική ηχεί μέσα μου όταν βλέπω την
ευγνωμοσύνη στα μάτια τους, αυτών  που δουλεύουν από τις τέσσερις το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα. Αυτών που αντί
για καληνύχτα λένε μόνο «κοιμήσου».
 
Ατυχής κατάληξη
Το ήξερα από την αρχή ότι δεν θα είχε καλή κατάληξη αυτή η βραδιά. Ένα μήνα τώρα απέφευγα να βγούμε για
φαγητό. Ήθελα να με γνωρίσει λίγο περισσότερο. Βλέπεις δεν της είχα πει ότι ήμουν χορτοφάγος.  Και πώς να της το
πω ρε φίλε. Όλες κλωτσούσαν μόλις το ξεστόμιζα. Είχα βαρεθεί να εξηγώ ότι οι πρώτοι άνθρωποι έτρωγαν καρπούς
και δεν κανιβάλιζαν. Και όλες έδειχναν να το αποδέχονται μέχρι που έφτανε η στιγμή της αλήθειας. Γιατί δεν ήταν
μόνο ότι δεν έτρωγα, με ενοχλούσαν και οι χώροι που συνωστίζονταν τα  ανθρώπινα βαμπίρ.
Με την Ηλέκτρα όμως ήταν αλλιώς. Την γούσταρα. Για αυτό και το πήγαινα σιγά σιγά. Να δεθούμε λίγο. Να με μάθει
πριν με κρίνει. Βέβαια η ίδια είχε εκδηλώσει αμέσως τις προτιμήσεις της. Της άρεσαν τα ωραία και η χλίδα. Παρόλα
αυτά με ακολουθούσε σε όλα τα εναλλακτικά μέρη που πήγαινα. Ήμασταν σε καλό δρόμο γιατί έδειχνε ότι γουστάρει
και αυτή.
Και έτσι ανοίχτηκα. Τι το ήθελα να δεχτώ να πάμε σε αυτό το μοδάτο εστιατόριο του Κολωνακίου;   Όμως είπα «δεν
βαριέσαι, μια σαλάτα θα βρω να τη φάω». Αλλά δεν την βρήκα, γιατί  ο σεφ δεν πείραζε τα πιάτα του. Έτσι έφτασε
μπροστά μου το μαρουλάκι στημένο σε μια πιατέλα με φλούδες παρμεζάνας και κρουτόν γκρατιναρισμένα με ζωικό
βούτυρο. Για να το φάω ούτε λόγος. Αρκέστηκα στο να σκαλίζω τα χορταράκια όσο άκουγα την Ηλέκτρα να μου
μιλάει για τη νέα της θέση στην εταιρεία που δούλευε. Και ευχαριστούσα το Θεό που ο ενθουσιασμός της ήταν
τέτοιος που δεν με πρόσεχε. Όχι ότι και εγώ πρόσεχα τι μου έλεγε. Μόνο τη ζωηρή της διάθεση παρατηρούσα και το
αίμα που χυνόταν μόλις το ατσάλινο μαχαίρι χάραζε τη σάρκα του φιλέτου. Άρχισα να ζαλίζομαι από την πτωμαΐνη
που αναδυόταν, να έχω παραισθήσεις. Ακόμα και αυτή την έβλεπα σαν τον σφαγέα, τον κυρ Θόδωρο, που ερχόταν
στο αγρόκτημά μας όταν τα ζώα ήταν έτοιμα για σφαγή με τα σύνεργα της δολοφονίας. Με τις φαλτσέτες, τους
μπαλτάδες και τα μαχαίρια εκδοράς. Ακόμα και το κρασί στο ποτήρι έφτασε να μου μοιάζει με αίμα. Πρέπει να ήμουν
πολύ χάλια αφού κατάφερα να τραβήξω την προσοχή της.
Καλύτερα να μην με ρώταγε. Καλύτερα να μην μου πρότεινε να δοκιμάσω το φιλέτο της.  Καλύτερα να μην της έλεγα
ότι είμαι raw foodist. Η έκπληξη στο βλέμμα της συνοδεύτηκε από μια υποτιμητική  έκφραση «τρως ωμή τροφή;». Ναι
ρε φίλε. Ήταν ανήκουστο για αυτή να τρώει κάποιος ωμό το ραδικάκι, ενώ ήταν απολύτως φυσιολογικό να ξεσκίζει με
τα δόντια του το κρέας από το μωρό το μοσχαράκι και να τρώει την πατάτα βουτηγμένη στο αίμα του. Και ήταν τόσο
απαξιωτικό το βλέμμα της, σαν να μην έβλεπε πια μπροστά της τον Κώστα, αλλά ένα κάτοικο της πεδιάδας των
Χούνζα στον Ινδό ποταμό. 

You might also like