Professional Documents
Culture Documents
Μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀρετὲς τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ καὶ ἀπὸ τὰ
ἐξοχώτερα γνωρίσματα τοῦ χριστιανικοῦ χαρακτῆρα εἶναι ἡ ἀνεξικακία.
Δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ Χριστιανός, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἕτοιμος νὰ συγχωρεῖ
κάθε σφάλμα, κάθε προσβολή, κάθε ἀδικία, ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ πλησίον. Οὔτε
εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν ὁμαλὲς σχέσεις πρὸς τὸν πλησίον -εἴτε μέλος
τῆς οἰκογένειάς μας εἶναι ὁ πλησίον, εἴτε μέλος τῆς κοινωνίας- ὅταν δὲν
ἐπικρατεῖ ἡ ἀνεξικακία, δηλαδὴ ἡ ἀπὸ καρδίας συγχώρηση τοῦ ἄλλου.
Μέγιστη σημασία ἔδωσε ὁ Κύριος στὴν ἀρετὴ αὐτή. Καὶ γι᾽ αὐτὸ μίλησε
μὲν περὶ αὐτῆς στὴν περίφημη ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία Του· δίδαξε δὲ καὶ ἰδιαί-
τερη παραβολή, τὴν παραβολὴν τοῦ ἀσπλάγχνου δούλου, τοῦ ὀφειλέτου
τῶν μυρίων ταλάντων.
Μία ἐρώτηση τοῦ Πέτρου ἔδωσε στὸν Κύριο τὴν ἀφορμὴ νὰ διδάξει τὴν
τόσο σπουδαία παραβολή. «Κύριε ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός
μου, καὶ ἀφήσω αὐτῷ; ἕως ἑπτάκις;» (στίχ. 21). Δὲν εἶχε λησμονήσει ὁ Πέ-
τρος τὴν περὶ συγχωρήσεως διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔγινε ἐπὶ τοῦ
ὅρους τῆς Γαλιλαίας. Θὰ τοῦ ἔκανε ἴσως καὶ ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὅτι στὴν
τόσο σύντομη ἐκείνη προσευχή, στὴν λεγόμενη «Κυριακὴν προσευχήν»
(δηλαδὴ στὸ «Πάτερ ἡμῶν»), ὁ Κύριος ἕθεσε σαφῆ καὶ ὡρισμένο ὅρο, ἀπὸ
τὸν ὁποῖο ἐξαρ-τᾶται ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων μας· ὅρισε νὰ λέμε
«ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις
ἡμῶν». Καθὼς ἐπίσης ὅτι ἐπέστησε τὴν προσοχὴ κάθε Χριστιανοῦ, ποὺ
χρησιμοποιεῖ τὴν προσευχὴ αὐτή, πρὸ παντὸς στὴν ὑπόσχεση, ποὺ δίνει
στὸν Θεό, ὅτι δηλαδὴ συγχωρεῖ τοὺς ὀφειλέτες του. Διότι μετὰ τὸ τέλος
αὐτῆς ἐπανέλαβε, ὅτι ἐὰν συγχωρήσετε στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τὰ σφάλ-
ματα καὶ τὰ ἀδικήματα, ποὺ σᾶς ἔκαναν, θὰ συγχωρήσει καὶ ὁ Πατέρας σας
τὰ δικά σας ἁμαρτήματα· ἀλλ᾽ ἐὰν δὲν συγχωρήσετε σεῖς τοὺς ἄλλους
ἀνθρώπους, οὔτε ὁ Πατέρας σας ὁ ἐπουράνιος θὰ σᾶς συγχωρήσει (Ματθ. στ´,
12, 14, 15). Παρεδέχεται, λοιπόν, μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ ὁ Πέτρος, ὅτι δὲν
ἐπιτρέπεται νὰ κρατάει ἔχθρα κατὰ τοῦ πλησίον, οὔτε νὰ ζητάει ἐκδίκηση
γιὰ τὴν ἀδικία, ποὺ τοῦ ἔκανε, ἀλλὰ νὰ λησμονεῖ ὅλα καὶ νὰ τὸν θεωρεῖ φίλο.
Ἀλλὰ πάντως φαντάζονταν ὁ Πέτρος, ὅτι ὑπάρχει στὴ συγχώρηση κά-
ποιο ὅριο. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ρωτάει: «πόσες φορές, Κύριε, πρέπει νὰ συγχω-
1
ρήσω τὸν ἀδελφό μου, τὸν πλησίον μου, ὁ ὁποῖος μοῦ ἔπταισε, ἢ μὲ
ἀδίκησε; εἶναι ἀρκετὸ ἕως ἑπτὰ1 φορές;». Ὅταν ρώτησε «ἕως ἑπτάκις;»
δὲν ἐννοοῦσεν ἕως ἑπτὰ φορὲς τὴν ἡμέρα, ἀλλὰ ἑπτὰ σὲ ὅλη του τὴ ζωή.
Διότι ὁ Πέτρος, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε ἀκόμη ἀναγεννηθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα,
φαντάζονταν ὅτι ἐὰν συγχωροῦσε ἑπτὰ φορές, ἔκανε μέγα κατόρθωμα καὶ
ἔδειχνε μεγάλη γενναιοψυχία. Εἶχε ὑπ᾽ ὄψη του ἄλλως τε, ὅτι οἱ μὲν
Ἕλληνες θεωροῦσαν ὡς ἀρετὴ τὴν εὐεργεσία τῶν φίλων καὶ τὴν ἐκδίκηση
τῶν ἐχθρῶν, οἱ δὲ συμπατριῶτες του Ἰουδαῖοι εἶχαν ὡς νόμο τὴν ἐκδίκηση,
καὶ αὐτοὶ οἱ Ραβ-βῖνοι δίδασκαν ὅτι μόνο τρεῖς φορὲς πρέπει νὰ συγχωρεῖς
τὸν ἄλλο. Αὐτός, λοιπόν, νόμιζε ὅτι ἐξυψώνετε ὑπεράνω ὅλων αὐτῶν, ἐὰν
συγχωροῦσε ἕως ἑπτὰ φορές.
Καὶ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ διδάξει καὶ τὸν Πέτρο καὶ τὸν κόσμο ὅλο τὴ νέα, τὴν
οὐράνια, τὴ θεία ἠθική, ποὺ ἔφερε στὴ γῆ, ἀπάντησε στὸν Πέτρον: «οὐ λέγω
σοι, ἕως ἑπτάκις, ἀλλ᾽ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (στίχ. 22). Μὲ τὴν ἀπάντηση
αὐτὴ εἶναι ὡς νὰ λέει: «μὴ κρατᾶς λογαριασμὸν καὶ κατάστιχα· καὶ μὴ πε-
ριορίζεις σὲ ἀριθμοὺς τὴ συγχώρηση, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι, ἂν περάσεις τὸν
ὁρισμένο ἀριθμό, ἔχεις τάχα δικαίωμα νὰ ἐκδικεῖσαι πλέον, ἀλλὰ νὰ
συγχωρεῖς πάντοτε καὶ ἐπ᾽ ἄπειρον. Ὅταν συγχωρεῖς πάντοτε, δὲν χάνεις
κανένα δικαίωμά σου, ἀλλ᾿ ἐκτελεῖς τὸ καθῆκόν σου, ἐξυπηρετεῖς τὸ συμ-
φέρον σου, μιμῆσαι αὐτὸν τὸν Θεό».
Γιὰ νὰ μὴ νομίσει ὁ Πέτρος, ἢ ἄλλος κανείς -λέει ὁ Χρυσόστομος- ὅτι μὲ
τὴν ἐντολὴ αὐτὴ νὰ συγχωροῦμε πάντοτε, ἐπιβάλλει ὁ Κύριος φορτίο μέγα,
πρόσθεσε τὴν παραβολή, στὴν ὁποία δείχνει ὅτι δὲν εἶναι βαρὺ καὶ δύσκολο
καθῆκον ἡ συγχώρηση, ἀλλὰ πολὺ εὔκολο. Καὶ γι᾽ αὐτό, ἐξακολουθεῖ ὁ Χρυ-
σόστομος, φέρει στὸ μέσο τὴ δική Του φιλανθρωπία, γιὰ νὰ μάθεις ὅτι καὶ
ἐὰν πάντοτε συγχωρεῖς ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἁμαρτήματα τοῦ πλησίον, πάλι
«ὅσο ἡ σταγόνα τοῦ νεροῦ μπροστὰ στὸ ἄπειρο πέλαγος», τόση εἶναι ἡ φι-
λανθρωπία σου, συγκρινόμενη μὲ τὴ δική Του φιλανθρωπία.
Τὸ μέγα ἔλεος
Ἀλλὰ ποιοὺς θησαυροὺς ἀγαθότητος καὶ ἐλέους φανερώνει τώρα ἡ πα-
ραβολή! Ὁ δοῦλος ζήτησε προθεσμία· «ὁ δὲ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου
σπλαγχνισθεὶς ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ» (στίχ. 27).
Δηλαδὴ δίνει ὄχι ἁπλῶς προθεσμίαν, ἀλλά -παραδόξως καὶ ἀνελπίστως-
σχίζει τὸ γραμμάτιο καὶ ἀπολύει τὸν δοῦλο! Πρόσεξε τώρα ἐδῶ, ἀναγνῶστά
μου, διότι κάθε λέξη τοῦ στίχου αὐτοῦ ἔχει σπουδαία σημασία. Ὁ μεγαλό-
δωρος κύριος, ποὺ χαρίζει τὸ χρέος εἶναι ὁ Θεὸς ὁ πανάγαθος, ὁ ὁποῖος εἶναι
ἕτοιμος νὰ ἐκχύσει πλούσιο τὸ ἔλεός Του, ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἀναγνωρίζει
καὶ ὁμολογεῖ τὶς ἁμαρτίες του καὶ δείχνει προθυμία νὰ ξοφλήσει τὸ χρέος
του. Κάνει τὴν γενναία αὐτὴ χειρονομία, συγχωρεῖ τὸ μέγα χρέος τῶν
ἁμαρτιῶν μας, διὰ τὴν μεγάλη Του εὐσπλαγχνία. Αὐτὸ τονίζει ἡ παραβολὴ
στὶς λέξεις «σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου». Ναί· ἀπὸ τὴ
μεγάλη εὐσπλαγχνία, ἀπὸ τὴ μεγάλη ἀνεξικακία Του, ἔστειλε τὸν υἱὸν
Αὐτοῦ τὸν μονογενῆ «τοῦ δοῦναι γνῶσιν σωτηρίας τῷ λαῷ αὑτοῦ ἐν ἀφέσει
ἁμαρτιῶν αὐτῶν, διὰ σπλάγχνα ἐλέους» (Λουκᾶ α´,77-78). Ἐσπλαγχνίσθη τὴν
ἀνθρωπότητα γενικῶς καὶ ἔστειλε τὸν Υἱόν Του, διὰ νὰ τὴ σώσει ἀπὸ τὴν
αἰώνια καταδίκη. Σπλαγχνίζεται ἰδιαιτέρως ἕναν ἕκαστον ἁμαρτωλό, ποὺ
πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ αἰσθάνεται τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ ζητάει
ἔλεος διὰ τοῦ Χριστοῦ.
Μολονότι μέγα τὸ δάνειον τοῦ δούλου, ἐν τούτοις «ἀφῆκεν αὐτό». Καὶ
τὸν βεβαιώνει ὅτι «πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι» (στίχ. 32), ὅλο τὸ
μεγάλο ἐκεῖνο χρέος σοῦ τὸ χάρισα. Καὶ πάλι, λοιπόν, ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ
τῆς παραβολῆς μαθαίνουμε ὅτι ὁσοδήποτε μεγάλα καὶ πολυπληθῆ καὶ ἂν
εἶναι τὰ ἁμαρτήματά μας, τὰ συγχωρεῖ καὶ τὰ σβύνει ὁ πολυεύσπλαγχνος
Κύριος. Ὅλως ἀντιθέτως πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι χαιρόμαστε
ὅταν ἔχουμε νὰ λαμβάνουμε, ὁ Θεὸς χαίρει μόνο ὅταν χαρίζει πλουσίως.
Ἀλλ᾽ ἀφοῦ εἶναι τόσο εὔσπλαγχνος ὥστε νὰ δίνει πολὺ περισσότερα ἀπὸ
ἐκεῖνα, ποὺ τοῦ ζητᾶμε ἐμεῖς οἱ δοῦλοί Του, τότε γιατί προτήτερα στὴν
παραβολὴ παρουσιάζεται ὅτι διέταξε νὰ πουληθεῖ ὁ δοῦλος καὶ ἡ οἰκογένειά
του; Δὲν ἔδειχνε σκληρότητα μὲ τὴν ἀπόφαση ἐκείνη; ᾽Ιδοὺ μία ἀπορία, ποὺ
χρειάζεται ἀπάντηση.
Δὲν προέρχεται ἀπὸ σκληρότητα ἡ ἀπόφαση ἐκείνη. Ἀλλ᾽ ὅλως ἀντιθέτως
προέρχεται ἀπὸ πολλὴ ἀγαθότητα καὶ ἀγάπη. Διότι ἡ ἀπειλὴ ἐκείνη ἔδειξε
7
στὸν δοῦλο τὸ βάρος τοῦ χρέους του. Οἱ ἀπειλὲς τοῦ θείου νόμου καὶ οἱ
προσωρινὲς θλίψεις, τὶς ὁποῖες στέλνει ἐδῶ ὁ Θεός, δείχνουν στὸν ἁμαρτωλὸ
πόσο φρικτὸ καὶ ἀπαίσιο εἶναι τὸ κατάντημα τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο
ζητάει νὰ τὸν σώσει ἡ ἀγαθότητά Του. Πότε ἕνας ἰατρὸς ἀγαπᾶ τὸν ἄρρωστο
καὶ τὸν σώζει ἀπὸ τὸν θάνατο; Ὅταν τοῦ ἀποκρύπτει τὴν ἀσθένεια καὶ τὸν
ἀφίνει ἀμέριμνο καὶ ξένοιαστο -ὁπότε ἡ ἀσθένεια θὰ προχωρήσει καὶ θὰ τοῦ
φέρει τὸν θάνατο- ἢ ὅταν τοῦ ἐκθέτει ὅλες τὶς συνέπειες τῆς ἀσθένειας καὶ
χρησιμοποιεῖ τὰ καυτήρια καὶ ἑτοιμάζει τὰ χειρουργικὰ μαχαίρια, γιὰ νὰ
πείσει τὸν ἀμέριμνο καὶ δύστροπο ἀσθενὴ περὶ τῆς σοβαρότητος τῆς ἀσθε-
νείας του καὶ τὸν ἐξαναγκάσει νὰ σπεύσει νὰ θεραπευθεῖ; Ἀσφαλῶς στὴ δεύ-
τερη περίπτωση. Αὐτό, λοιπόν, κάνει καὶ ὁ Θεός. Μᾶς προειδοποιεῖ συχνὰ
διὰ τοῦ Εὐαγγελίου ὅτι «κόλασις αἰώνιος» καὶ «πῦρ ἀσβεστον» καὶ «σκώ-
ληξ οὐ τελευτῶν» -τρομερὲς φαίνονται σὲ πολλοὺς οἱ λέξεις αὐτὲς καὶ
ἀντίθετες δῆθεν πρὸς τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅμως αὐτὲς μαρτυροῦν
τὴν πολλὴ ἀγαθότητά Του- περιμένει τοὺς ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς. Μᾶς
προειδοποιεῖ καὶ μὲ ἔμπρακτες ἀπειλές, μὲ ἀσθένειες, μὲ δυστυχήματα, μὲ
θεομηνίες, γιὰ νὰ μὴ φθάσουμε στὴ φοβερὰ καὶ ἀπαίσια ἐκείνην κόλαση,
ἀλλὰ νὰ καταλάβουμε πόσο μεγάλο κακὸ εἶναι ἡ ἁμαρτία -παιχνίδι τὴν
θεωροῦν πολλοί, ὅταν δὲν τοὺς ἐπισκέφθηκε ἀκόμη ὁ Θεὸς μὲ ἀσθένειες καὶ
θλίψεις- καὶ νὰ σπεύσουμε μὲ μετάνοια εἰλικρινῆ στὴν εὐσπλαγχνία τοῦ
Θεοῦ, γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Ἰδοὺ ποῖον σκοπὸ εἶχε ἡ ἀπειλὴ ἐκείνη τῆς
παραβολῆς.
Τέλος στὴ λέξη «ἀπέλυσεν αὐτόν», διακρίνουμε ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι μία
δουλεία, μία δέσμευση, μία «σκλαβιά», ἀπὸ τὴν ὁποία μόνο ὁ Θεὸς ἐλευθε-
ρώνει τὸν ἄνθρωπο. «Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν, δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας»,
βεβαίωσε σὲ ἄλλη περίσταση ὁ Κύριος, καὶ προσέθεσε ὅτι «ἐὰν ὁ υἱὸς (τοῦ
Θεοῦ, δηλαδὴ ὁ Χριστός) ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἕσεσθε» (᾽Ιω. η´,
34, 36). Τὴν ἀλήθεια αὐτή, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι δουλεία ἐλεεινή, τὴ βεβαιώνουν
καὶ τὰ πράγματα. Καὶ ὅσοι εἶχαν τὸ εὐτύχημα νὰ καταφύγουν μὲ μετάνοια
στὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, αὐτοὶ εἶδαν τὴν ἀληθηνὴ
ἐλευθερία καὶ γνώρισαν καλύτερα τὴν θαυμαστὴ εὐσπλαγχνία καὶ τὸ μέγα
ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
9
Θὰ νόμιζε ἴσως ὁ ἀναγνώστης τῆς παραβολῆς, ὅτι ὁ ὀφειλέτης σύνδουλος
φέρθηκε ἀπρεπῶς πρὸς τὸν δανειστή του, ὅταν τοῦ ζήτησε τὸ χρέος, καὶ γι᾽
αὐτὸ ἐκεῖνος ἔδειξε τόση βιαιότητα. Ἀλλ᾽ ἡ παραβολὴ εὐτυχῶς λύνει καὶ
τὴν ὑπόνοια αὐτή. Ἰδοὐ τί λέει: «Πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς
πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτόν, λέγων, μακροθύμησον ἐπ᾽ ἐμοί, καὶ
πάντα ἀποδώσω σοι» (στίχ. 29). Καίτοι ἦταν σύνδουλος καὶ συνάδελφος τοῦ
δανειστοῦ, καὶ ἑπομένως δὲν τὸν χώριζε ἡ ἀπόσταση τοῦ δούλου ἀπὸ τοῦ
κυρίου -ὅπως στὴν προηγούμενη περίπτωση- ἐν τούτοις δὲν δυσκολεύθηκε
νὰ πέσει στὰ πόδια τοῦ συναδέλφου του καὶ νὰ τὸν παρακαλεῖ θερμῶς νὰ
τοῦ δώσει προθεσμία γιὰ τὴν ἐξόφληση τοῦ χρέους. Μεταχειρίζεται μάλι-
στα, γιὰ ἕνα τόσο ἀσήμαντο χρέος, τὰ ἴδια λόγια, ποὺ μεταχειρίσθηκε πρὸ
λίγου ὁ δανειστής του γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο χρέος. Ταπεινώνεται, λοιπόν,
δὲν ἀρνεῖται τὸ χρέος, δὲν ζητάει νὰ τοῦ χαρίσει τὸ χρέος, ζητάει μόνο προ-
θεσμία. Ἀλλὰ εἰς μάτην. Οὔτε τὸ λιμάνι, ποὺ τὸν ἔσωσε ἀπὸ τὸ ναυάγιο
αἰσθάνθηκε, λέει ὁ Χρυσόστομος, οὔτε ἀπὸ τὴν ταπεινὴ καὶ ἱκετευτικὴ
στάση τοῦ συναδέλφου θυμᾶται τὴν φιλανθρωπία τοῦ κυρίου του. Ἀλλὰ ὅλα
αὐτὰ τὰ πέταξε ἡ πλεονεξία καὶ ἡ ὠμότητα καὶ ἡ μνησικακία καὶ τὸν ἔκανε
χειρότερο ἀπὸ θηρίο. Διότι «οὐκ ἤθελεν, ἀλλ᾽ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς
φυλακήν, ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον» (στίχ. 30). Ὁλοτελῶς ἀδιάλλα-
κτος! Ἔτρεξε στὴν πολιτικὴ ἐξουσία καὶ ἔρριξε στὴ φυλακὴ τὸν συνάδελφό
του, ποὺ τὸν ἱκέτευε μὲ τόση ταπείνωση, σὰν νὰ τοῦ ἔκανε κάποιο μεγάλο
ἔγκλημα. Ἀλλὰ τὸ χρέος θὰ τὸ ξωφλοῦσε μὲ τὴν φυλάκιση; Κάθε ἄλλο· μόνο
μὲ τὴν προθεσμία. Τότε γιατί τὸν φυλάκισε; Γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ· γιὰ νὰ χορ-
τάσει τὸ πάθος τῆς μνησικακίας!
Τὸ πνευματικὸ νόημα
Ἀπίθανος, ἀπίστευτος ἴσως, φαίνεται σὲ πολλοὺς μία τέτοια ἀχαρακτή-
ριστη συμπεριφορά. Καὶ ἐὰν καθένας μας καλοῦνταν νὰ κρίνει ἕναν τέτοιον
ἄσπλαγχνο καὶ μνησίκακο καὶ ἀχάριστο ἄνθρωπο, θὰ τὸν καταδίκαζε μὲ
ὅλη τὴν αὐστηρότητα. Ὅταν ὁ προφήτης Νάθαν διηγήθηκε στὸν Δαβὶδ τὸ
ἀδίκημα, ποὺ διέπραξε ὁ πλούσιος, ὁ ὁποῖος εἶχε χιλιάδες πρόβατα καὶ ὅμως
πῆρε τὸ μικρὸ ἀρνάκι τοῦ γείτονά του γιὰ νὰ φιλοξενήσει ἕναν φίλο του,
ἀγανάκτησε ὁ Δαβὶδ γιὰ τὸ ἀδίκημα· «ζῇ Κύριος, εἶπεν, ὅτι υἱὸς θανάτου ὁ
ἀνὴρ ὁ ποιήσας τοῦτο» (Β´ Βασιλ. ιβ´,5). Ἀλλὰ ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ἔπρεπε νὰ πέσει
στὸ κεφάλι του, διότι αὐτὸς ἦταν ποὺ διέπραξε τὸ ἀδίκημα· αὐτὸς δηλαδὴ
ἅρπαξε τὴ γυναῖκα τοῦ Οὐρίου. Τὸ αὐτό, λοιπόν, συμβαίνει καὶ μὲ μᾶς. Πρέ-
πει νὰ ξέρουμε ὅτι ὁ δοῦλος τῆς παραβολῆς, ποὺ φάνηκε τόσο ἀγνώμων καὶ
μνησίκακος καὶ σκληρὸς καὶ ἐκδικητικός, δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ ἐμεῖς. Κα-
θένας ἀπὸ μᾶς, μόλις χάνει τὴν συναίσθηση τοῦ ἐλέους καὶ τῆς εὐσπλαγ-
χνίας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τόσο προθύμως μᾶς συγχωρεῖ, γίνεται σκληρὸς
10
καὶ ἄσπλαγχνος πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους! Ὅσο ἐπιεικεῖς εἴμαστε στὰ
δικά μας ἁμαρτήματα, τόσο γινόμαστε αὐστηροὶ καὶ ἀσυμβίβαστοι καὶ μνη-
σίκακοι γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων!
Δὲν εἶναι ἀσυνήθιστο γεγονός, ὅτι τὸ πρωὶ στὴν προσευχή μας δώσαμε
στὸν Θεὸ τὴν ὑπόσχεση: «καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Καὶ
ὅμως ἔπειτα ἀπὸ λίγη ὥρα, ὅταν ἡ σύζυγος, ὁ ἀδελφός, ὁ ὑπάλληλός μας,
ἡ ὑπηρέτρια, ὁ πλησίον, ὁ ὅμοιός μας ἄνθρωπος πταίσει, ἀμέσως θυμώνουμε
καὶ φωνάζουμε καὶ βρίζουμε καὶ δὲν λησμονοῦμε τὸ σφάλμα του· ἀλλὰ
διαρκῶς τὸ συζητᾶμε μὲ ἄλλους γιὰ νὰ μᾶς ἐνισχύσουν κι ἐκεῖνοι, τὸ
ὑποδαυλίζουμε, τὸ ἀνάβουμε στὸ νοῦ μας γιὰ νὰ μεγαλώσει τὸ πάθος! Συμ-
βαίνει μάλιστα, μόλις χθὲς νὰ ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ὁ Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν
πνευματικὸ καὶ τὴν ἐξομολόγηση, μὲ τὴν ὁποία ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τόσο
βάρος ἁμαρτιῶν καὶ ἔλαβε τὴν ἄφεση ἀπὸ τὴν καταδίκη καὶ ἀξιώθηκε νὰ
λάβει τὴν ἀνεκτίμητη δωρεά, τὴν θεία Κοινωνία, καὶ ὅμως τὰ λησμονεῖ ὅλα
αὐτὰ. Λησμονεῖ τὸ συμφέρον, τὸ καθῆκον τῆς εὐγνωμοσύνης, τὰ πάντα, καὶ
δὲν ἐννοεῖ νὰ συγχωρήσει τὸ πταῖσμα ἢ τὸ ἀδίκημα τοῦ ἄλλου. Λαμβάνουμε
ὠκεανὸ ἐλέους, ἀλλὰ δὲν χαρίζουμε οὔτε σταγόνα στὸν πλησίον. Ἀξιωνόμα-
στε νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ τὸν ὕψιστο καὶ νὰ λάβουμε πλήρη χάρη
ἀπὸ τὴ φρικτὴ καταδίκη, στὴν ὁποία μᾶς ἔρριξε ἡ ἁμαρτία ἀλλὰ δὲν κατα-
νοοῦμε νὰ συγχωρήσουμε καὶ νὰ ἁπλώσουμε χέρι συμφιλιώσεως καὶ εἰρή-
νης στὸν πλησίον, ὁ ὁποῖος κατόπιν μᾶς ἔπταισε, μᾶς ἀδίκησε, μᾶς διέβαλε.
᾽Ιδοὐ, λοιπόν, ὅτι δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνας δοῦλος τοῦ παρελθόντος ἐκεῖνος,
ποὺ παρουσίασε τὴν τόσο μνησίκακη καὶ ἄσπλαγχνη συμπεριφορά, ἀλλὰ
εἴμαστε ἐμεῖς, ἀναγνῶστά μου.
Τὸ σπουδαῖο εἶναι, ὅτι τὰ αἴτια τῆς ἔχθρας καὶ τῆς μνησικακίας μας κατὰ
τῶν ἄλλων κατ᾿ οὐσίαν εἶναι μηδαμινά. Τὰ κάνει μεγάλα καὶ τρανὰ μόνο ἡ
φαντασία μας, ἡ ψευδὴς ἐκτίμηση, ποὺ δίνουμε στὰ πράγματα τοῦ παρόντος
κόσμου. Μισοῦμεν συνήθως, διότι δίνουμε ὑπερβολικὴ ἀξία στὸ χρῆμα καὶ
τὸ ὑλικὸ συμφέρον. Συμβαίνει πολλὲς φορὲς γιὰ ζητήματα περιουσιακά, γιὰ
μερικοὺς πήχεις «παλιοχώραφο» νὰ μισοῦνται ἀδέλφια! Ὄχι ἁπλῶς νὰ
μισοῦνται, ἀλλὰ νὰ φθάνουν μέχρι φόνου! Δὲν εἶναι αὐτὸ μωρία καὶ τρέλλα;
«Τὸ δικό μου καὶ τὸ δικό σου, ἡ καταραμένη αὐτὴ λέξη, ποὺ ἔβαλε ὁ Σατα-
νᾶς, αὐτὴ γίνεται συνήθως αἰτία τῆς ἔχθρας», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυ-
σόστομος. Μισοῦμε καὶ κρατοῦμε ἔχθρα, γιατὶ μᾶς ἔθιξαν τὸν ἐγωισμό, γιατὶ
δὲν μᾶς ἐπαίνεσαν ὅπως περιμέναμε, ἢ δὲν μᾶς ἔδωσαν τάχα τὴν τιμὴ καὶ
τὴν ἀξία, ποὺ νομίζουμε ὅτι μᾶς ἀνήκει, ἢ δὲν ἔσπευσαν νὰ ὑποχωρήσουν
στὶς ἀπαιτήσεις μας καὶ νὰ ὑποταχθοῦν ἀσυζητητὶ στὴ σοφὴ γνώμη μας,
ἀλλ᾽ εἶχαν τὸ θράσος! νὰ μᾶς φέρουν ἀντιρρήσεις. «Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἐμένα νὰ
τολμήσει αὐτός...»! Δυσαρεστούμαστε καὶ μισοῦμε, γιατὶ δὲν εἶναι ἕτοιμος ὁ
ἄλλος νὰ παραιτηθεῖ ἀμέσως τῶν δικαιωμάτων του, γιὰ νὰ ἀφήσει σὲ μᾶς
11
νὰ κερδίσουμε, νὰ καταλάβουμε ἐμεῖς τὸ ἀξίωμα, ποὺ ἐπιδιώκει ἐκεῖνος, νὰ
ὑψωθοῦμε στὴν ἐκτίμηση τῶν ἄλλων! Καὶ τὸ ἀκόμη χειρότερο μισοῦμε
πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν καχυποψία μας, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας βλέπουμε
ἐχθροὺς στὸ πρόσωπο τῶν καλύτερών μας φίλων, παρεξηγοῦμε τὶς πλέον
ἀθώες λέξεις καὶ πράξεις καὶ κινήσεις. Ἰδού, ἄνθρωπε, γιατὶ μισεῖς συνήθως
καὶ μνησικακεῖς, καὶ τὰ ἑκατὸ δηνάρια τοῦ ἄλλου τὰ θεωρεῖς χιλιάδες καὶ
ἑκατομμύρια, καθ᾽ ὃν χρόνον τὰ ἑκατομμύρια τοῦ δικοῦ σου χρέους πρὸς
τὸν Θεὸ τὰ λησμονεῖς καὶ τὰ παραβλέπεις!
Δὲν εἶναι σπάνιο τὸ φαινόμενο, κατὰ τὸ ὁποῖο καὶ ὅταν ὁ ἄλλος ἀναγνω-
ρίζει καὶ ὁμολογεῖ ὅτι ἔσφαλε· καὶ ὅταν ταπεινώνεται καὶ μᾶς ζητάει συγ-
χώρηση, ἐμεῖς μένουμε αὐστηροί, ἄκαμπτοι, ἄσπλαγχνοι. Συχνὰ ἀκοῦμε τὸ
παράπονο: «μὰ τοῦ ζήτησα συγχώρηση, ἀλλὰ δὲν μοῦ ἔδωσε. Προσφέρθηκα
νὰ τὸν ἱκανοποιήσω, ἀλλὰ δὲν μὲ δέχθηκε καθόλου». Κατόπιν αὐτῶν ἀμφι-
βάλλεις, ἀδελφέ μου, ὅτι ὁ ἄσπλαγχνος δοῦλος τῆς παραβολῆς ἀντιπροσω-
πεύει ἐμᾶς τοὺς ἴδιους;
Ἐν τούτοις, ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι, ποὺ νομίζουν ὅτι δὲν ἐφαρμόζει σ᾽
αὐτοὺς ἡ παραβολή, διότι γι᾽ αὐτοὺς ἡ ἔχθρα εἶναι δικαιότατη καὶ ἔγινε
πλέον φυσική. Ὑπέστησαν μεγάλη ἀδικία, τρομερὴ συκοφαντία, ἔχασαν τὴν
περιουσία τους, ἔχασαν τὸν πατέρα, τὸν προστάτη ἀδελφό, ἔμειναν ὀρφανοί,
ἐξαιτίας τῆς κακουργίας τοῦ ἄλλου. «Πῶς νὰ τὸν συγχωρήσω, σοῦ λένε,
ἀφοῦ μὲ πλήγωσε κατάκαρδα; Ἡ καρδιά μου εἶναι ραγισμένη πλέον. Ἡ φτώ-
χεια, στὴν ὁποία μὲ ἔρριξε, ἡ στέρηση τοῦ συζύγου, ἡ ὀρφάνια, μοῦ φωνά-
ζουν σὲ κάθε βῆμα μου τὸ κακό, ποὺ μοῦ ἔκανε ἐκεῖνος, μοῦ ζητοῦν ἐκδί-
κηση. Πῶς, λοιπόν, νὰ τὸν συγχωρήσω;»
Καὶ ὅμως ἀπατᾶσαι, Χριστιανέ μου, ὅταν νομίζεις ὅτι τὰ ἀδικήματα, ποὺ
ἔκανε σὲ σένα, εἶναι χρέος, τὸ ὁποῖον δὲν ἐξοφλεῖται, χρέος μέγα καὶ
ἀσυγχώρητο. Ἀπατᾶσαι, διότι πρέπει νὰ ξέρεις ὅτι ὅλα αὐτά, ποὺ σοῦ ἔκανε
ὁ ἄλλος, ἐὰν συγκριθοῦν μ᾽ ἐκεῖνα, ποὺ ὀφείλεις ἐσὺ στὸν Θεό, εἶναι ἑκατὸ
δηνάρια ἀπέναντι τῶν μυρίων ταλάντων. Πρόσεξέ το αὐτό, ἀναγνῶστά μου.
Διότι ἐκεῖνοι ποὺ νομίζουν ὅτι τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν τους εἶναι μικρό,
αὐτοὶ δὲν ἔμαθαν ἀκόμη τί θὰ πεῖ «ἁμαρτία». Δὲν κατάλαβαν ὅτι ἡ παρά-
βαση καὶ τῆς παραμικρῆς ἐντολῆς εἶναι ἀνεξόφλητο χρέος. Οὔτε ὅτι: «τὰ
ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. στ´,28). Θάνατος αἰώνιος εἶναι τὸ κατά-
ντημα τῆς ἁμαρτίας. Ἐνῶ ἡ ζημιά, ποὺ σοῦ ἔκανε ὁ ἄλλος, ὅσο μεγάλη καὶ
ἂν εἶναι, δὲν σὲ βλάπτει οὐσιαστικῶς, ἔστω καὶ ἂν σκότωσε τὸ παιδί σου ἢ
τὸν πατέρα σου ἢ σοῦ προξένησε ὁποιοδήποτε κακό, θεωρούμενο μέγα καὶ
δυσβάστακτο.
Ὄχι, ἀδελφέ μου. Τὸ πλήγωμα τῆς καρδιᾶς σου δὲν τὸ δημιούργησε τόσο
ἡ ἀδικία, ποὺ σοῦ ἔκανε ὁ ἄλλος, ὅσο τὸ μῖσος. Τὸ μῖσος καὶ ἡ ἔχθρα ράγισε
καὶ πλήγωσε τὴν καρδιά σου, ὥστε νὰ μὴν βρίσκεις πουθενὰ ἡσυχία καὶ νὰ
12
νομίζεις ἀδύνατη τὴ συγχώρηση. Δὲν ὑπάρχει φάρμακο, ἱκανὸ νὰ θεραπεύ-
σει τὴν πληγὴ αὐτή, ἄλλο ἀπὸ τὴ συγχώρηση. Βεβαίως τὰ φάρμακα δὲν
εἶναι εὐχάριστα καὶ ἀρεστὰ στὸν ἀσθενή, εἶναι ὅμως ἀπαραίτητα. Καὶ παρ᾽
ὅλη τὴ δυσκολία καὶ τὴν ἀηδία, ποὺ προκαλοῦν, πρέπει νὰ τὰ πάρει. Καὶ ἡ
συγχώρηση εἶναι φάρμακο δυσάρεστο στὸν πάσχοντα ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς
ἔχθρας καὶ τοῦ μίσους. Δὲν σοῦ ἀρέσει, ὄχι διότι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
πλασμένη νὰ μισεῖ καὶ νὰ ἐχθρεύεται· τουναντίον εἶναι πλασμένη νὰ ἀγαπᾶ·
ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία γενικῶς, καὶ εἰδικῶς τώρα ἡ ἔχθρα, τὴν ἀπομάκρυνε ἀπὸ
τὴ φυσιολογική της κατάσταση, τῆς ἀφαίρεσε τὴν ὑγεία, τῆς δημιούργησε
τόση διαστροφή, ὥστε νὰ παρουσιάζεται θηριώδης καὶ ἀδιάλλακτος. Καὶ γιὰ
νὰ πεισθεῖς, κύτταξε τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τρέφει τὸ μῖσος καὶ τὴν ἔχθρα στὴν
ψυχή του, πόσο πάσχει, πόσο ὑποφέρει, πόσο τήκεται. Τὸ βλέμμα του εἶναι
πάντοτε ἄχαρο καὶ ἀπειλητικό. Ἡ ὄψη του ἐξαγριωμένη. Τὸ πρόσωπό του
χλωμό. Ἐφιάλτης διαρκῶς πιέζει τὰ στήθη του. Σκορπιοὶ δηλητηριώδεις δη-
λητηριάζουν τὴν ψυχή του. Οἱ δαίμονες τοῦ μίσους, ποὺ ἐνεδρεύουν στὴν
ταλαίπωρη ψυχή του, δὲν τὸν ἀφίνουν ἥσυχο οὔτε τὴν ἡμέρα, οὔτε τὴ
νύκτα, οὔτε στὴν ἐργασία, οὔτε στὴν ἀνάπαυση. Πάντοτε μὲ λογισμοὺς
νέους καὶ μὲ σχέδια ἐκδικήσεως νέα ὑποδαυλίζουν καὶ ἀνάβουν τὸ πάθος,
γιὰ νὰ τυραννοῦν συνεχῶς τὸ θῦμα τους. Καὶ δὲν τοῦ ἀρκεῖ ἡ θλίψη, τὴν
ὁποία ἡ ἀδικία καὶ ἡ ζημία τοῦ δημιούργησε, ἀλλὰ προσθέτει νέα θλίψη, δυ-
σβάστακτη, ἀπαίσια, καταστρεπτική, τὴ θλίψη τοῦ μίσους.
Ἐνῶ ἀντιθέτως, πόσο ἥρεμη καὶ ἀναπαυμένη καὶ εὐχάριστη καὶ εἰρηνικὴ
εἶναι ἡ ψυχὴ καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνεξίκακου, ὁ ὁποῖος δέχεται τὸ φάρμακο τοῦτο
τῆς συγχωρήσεως καὶ συγχωρεῖ πάντοτε καὶ ἀπὸ καρδιᾶς τοὺς ἐχθρούς του!
Ἐντελῶς ἀπαθὴς καὶ ἀτάραχος ὁ ἀνεξίκακος Κύριος ἄκουσε τὶς κατηγορίες
τῶν ἐχθρῶν Του. Τὸ μέγιστο καὶ σπουδαιότατο, ὅταν καρφωμένος πάνω
στὸ σταυρὸ ὑπέφερε πόνους φρικτούς, οὔτε τότε δὲν βρῆκε θέση στὴν ἁγία
Του ψυχὴ ἡ παραμικρὴ δόση ἀντιπάθειας, ἀλλὰ τοὐναντίον ἀπὸ τὸ σταυρὸ
προσεύχονταν γιὰ τοὺς σταυρωτές Του! Ποιό μεγαλύτερο ἀδίκημα καὶ ποιό
θλιβερώτερο δυστύχημα μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀπὸ αὐτό, ποὺ ἔκανε στὸν Χρι-
στό; Καὶ ὅμως δὲν ἐπιτρέπει στὸ μῖσος νὰ πληγώσει τὴν καρδιά Του, ἀλλὰ
καὶ τώρα ἡ ἀγάπη κυριαρχεῖ. Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσει ὁ ἀναγνώστης ὅτι μόνο
ὁ Χριστός, διότι ἦταν Θεός, παρουσίασε τὸ φαινόμενον αὐτό, ἂς μάθει ὅτι
δὲν ὑπῆρξε ποτὲ Χριστιανὸς ἄξιος τοῦ ὀνόματός του, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ στόλισε
τὴν ψυχή του μὲ τὴν ἀνεξικακία καὶ νὰ μὴν ἔδειξε ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς
του. Ὁ Παῦλος διώκονταν διαρκῶς καὶ μέχρι θανάτου ἀπὸ τοὺς συμπα-
τριῶτες του Ἰουδαίους· καὶ ὅμως εὔχονταν νὰ κολαστεῖ αὐτὸς γιὰ νὰ
σωθοῦν ἐκεῖνοι! Ὁ Στέφανος ὁ πρωτομάρτυς λιθοβολοῦνταν καὶ θανατώνο-
νταν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, καὶ ὅμως παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τοὺς συγχωρή-
σει τὴν ἁμαρτία αὐτή. Ὁ ἐπίσκοπος Ἀμίδης Ἀκάκιος πούλησε καὶ τὰ ἱερὰ
13
σκεύη γιὰ νὰ ἐξαγοράσει τοὺς ἐχθροὺς τῶν Χριστιανῶν, ὅταν ἐκεῖνοι αἰχμα-
λωτίστηκαν. Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἀλεξάνδρειας περιποιοῦνταν τοὺς χολερο-
βλήτους διῶκτες τους καὶ εὕρισκαν ἐκεῖ τὸν θάνατο, γιὰ νὰ σώσουν ἐκεί-
νους, οἱ ὁποῖοι ἕως χθὲς ζητοῦσαν νὰ τοὺς βασανίσουν καὶ νὰ τοὺς θανα-
τώσουν. Ὁ ἅγιος Διονύσιος ἀπέκρυψε καὶ περιέθαλψε τὸν φονέα τοῦ ἀδελ-
φοῦ του. Καὶ γενικῶς ὅλοι οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοί, ποὺ μόρφωσαν στὴν
ψυχή τους τὸν χαρακτῆρα τοῦ Χριστοῦ, παρουσίασαν θαυμαστὴ ἀνεξικακία
καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς τους. Καὶ ἀκόμη περισσότερο θεωροῦσαν τοὺς
ἐχθρούς τους εὐεργέτες τους· διότι ἔδιναν σ᾽ αὐτοὺς τὴν εὐκαιρία νὰ δείξουν
τὴν μεγάλη αὐτὴ ἀρετὴ τῆς ἀνεξικακίας6.
Ἐπιμένεις, λοιπόν, Χριστιανέ μου, ἀκόμη νὰ φαντάζεσαι ὅτι εἶναι ἀδύ-
νατον νὰ συγχωρήσεις, ἐφ᾽ ὅσον μὲ τὴν συγχώρηση ὄχι μόνο δὲν ἔχεις νὰ
ζημιωθεῖς τίποτε, ἀλλὰ καὶ θὰ θεραπεύσεις τὴν ψυχή σου καὶ θὰ ἐπιτύχεις
τὴ συγχώρηση τῶν δικῶν σου ἁμαρτιῶν; Πόσο εἴμαστε μωροὶ καὶ ἀνόητοι
καὶ δυστυχεῖς, ὅταν κρατᾶμε μῖσος καὶ ἀντιπάθεια στὴν ψυχή μας, ἐνῶ μὲ
τὴν συγχώρηση καὶ τὴν ἀνεξικακία τόσα ἔχουμε νὰ ὠφεληθοῦμε! Καὶ δὲν
ἔχει, λοιπόν, δίκαιο ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ποὺ γράφει ὅτι «ὁ μισῶν τὸν
ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστί, καὶ ἐν τῇ σκοτίᾳ περιπατεῖ, καὶ οὐκ οἶδε
ποῦ ὑπάγει, ὅτι ἡ σκοτία ἐτύφλωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ»; (Α΄ ᾽Ιωάν. β´,11).
Ἀλλὰ τὸ θλιβερώτερο εἶναι ὅτι τὸ μῖσος καὶ ἡ ἔχθρα ἑτοιμάζουν καὶ στὴν
ἄλλη ζωὴ βάσανα καὶ θλίψις. Αὐτὸ τώρα θὰ δοῦμε στὸ ὑπόλοιπο μέρος τῆς
παραβολῆς.
7
Ὅταν ὤφειλε τὰ μύρια τάλαντα, λέει ὁ Χρυσόστομος, δὲν τὸν ὀνόμασε πονηρό, οὔτε τὸν
ἔβρισε, ἀλλὰ τὸν ἐλέησε. Ὅταν φάνηκε τόσο σκληρὸς στὸν σύνδουλό του, τότε τοῦ λέει
«πονηρὲ δοῦλε». Ἀκούσατε, λοιπόν, οἱ σκληροὶ καὶ ὠμοί, ὅτι τὴν σκληρότητα αὐτὴν τὴν
στρέφετε κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ σας. Ὅταν κρατεῖς πάθος καὶ μῖσος κατὰ τοῦ ἄλλου, μάθε ὅτι
τὸν ἑαυτό σου μισεῖς καὶ ἐχθρεύεσαι, κρατεῖς κολλημένα στὴν ψυχή σου τὰ δικά σου
ἁμαρτήματα.
15
νὰ μιμηθεῖς τὴν δική μου φιλανθρωπία καὶ ἀνεξικακία;
Σύ, τοῦ λέει, δοκίμασες πόσο δύσκολη καὶ θλιβερὴ εἶναι ἡ θέση ἐκείνου,
ποὺ πρόκειται νὰ ριφθεῖ στὴ φυλακή, ἐξαιτίας τοῦ χρέους του. Δοκίμασες
καὶ τὴ χαρά, ποὺ σοῦ δημιούργησε ἡ ἀπροσδόκητη εὐεργεσία τῆς ἀπαλλα-
γῆς ἀπὸ τὸ χρέος. Εἶδες τὸ παράδειγμα τῆς δικῆς μου ἀνεξικακίας καὶ γεν-
ναιοψυχίας. Ἔπρεπε, λοιπόν, ὅλα αὐτὰ νὰ σοῦ κάνουν ἰσχυρὴ καὶ ἀλησμό-
νητη ἐντύπωση, νὰ μεταβάλουν ὁλοτελῶς τὴν καρδιά σου, νὰ σὲ κάνουν
συμπαθῆ καὶ ἐπιεικῆ καὶ πρόθυμο νὰ συγχωρεῖς. Ἐπὶ τέλους ἡ στοιχειώδης
δικαιοσύνη σοῦ ἐπέβαλε νὰ μὴ κάνεις στὸν συνάδελφό σου ἐκεῖνο ποὺ δὲν
ἤθελες νὰ σοῦ κάνουν.
Στὸν ἔλεγχο ἐκεῖνο τὸν τόσο λογικὸ καὶ δίκαιο δὲν ἀπήντησε τίποτε ὁ
πονηρὸς δοῦλος. Ἀποστομώθηκε. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἐξομολογεῖται τὴν ἁμαρτία
του, δὲν ὑπόσχεται νὰ διορθώσει τὴν ἄδικη πράξη του, μένει πονηρὸς καὶ
μνησίκακος καὶ κυριευμένος ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ μίσους. Καὶ γι᾽ αὐτὸ «ὀργι-
σθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς, ἕως οὗ ἀπο-
δῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ» (στίχ. 34). Ἀνακαλεῖ δηλαδὴ καὶ ἀκυρώνει
τὴν προτέραν ἀπόφαση, διὰ τῆς ὁποίας τοῦ εἶχε χαρίσει τὸ χρέος καὶ τὸν
καταδικάζει στὰ βασανιστήρια. Ἀλλὰ πρόσεξε, ἀναγνῶστά μου, γιὰ νὰ κα-
ταλάβεις ποιά σπουδαία διδάγματα ὑπάρχουν στὶς παραβολικὲς αὐτὲς λέ-
ξεις τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως.
Εἶναι ἀληθέστατο καὶ βεβαιότατο ὅτι συγχωρούμαστε καὶ ἐλευθερωνόμα-
στε ὁλοτελῶς ἀπὸ τὸ μέγα βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὅταν προσπέσουμε μὲ
μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ δοῦλος ὁ ὀφειλέτης
τῶν μυρίων ταλάντων προσέπεσε στὸν κύριό του. Ἀλλὰ ἡ συγχώρηση αὐτή,
τότε μένει διαρκὴς καὶ ἀμετάκλητος, ὅταν ἔπειτα σ᾽ ὅλο μας τὸν βίο μεί-
νουμε πιστοὶ στὸν Θεό, ὑποτεταγμένοι στὸ θέλημά Του, ἐπιεικεῖς καὶ ἀνεξί-
κακοι, ἀγαπῶντες καὶ αὐτοὺς τοὺς ἐχθρούς μας. Ἐὰν ὅμως μετὰ τὴν συγ-
χώρηση ἀφήσουμε νὰ ἀναπτυχθεῖ στὴν ψυχή μας τὸ μῖσος καὶ ἡ ἔχθρα,
ἐπανέλθει δὲ οὕτως ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας ὁλόκληρος, τότε ὁ
Θεὸς τρόπον τινὰ ἀκυρώνει καὶ ἀνακαλεῖ τὴν προηγούμενη ἀπόφαση τῆς
συγχωρήσεως. Ἐπιστρέφουμε καὶ πάλι στὴν κατάσταση τῆς ἐνοχῆς καὶ τῆς
καταδίκης καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἔρχεται ἀκόμη φοβερώτερη ἐναντίον μας.
Ἀποκόπτεται πλέον ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ Χριστιανός, ποὺ ἔχει μῖσος καὶ ἔχθρα,
διότι ὁ Θεὸς εἶναι ὅλος ἀγάπη καὶ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸ μῖσος καὶ
τὴν ἔχθρα. Καὶ ἄν, λοιπόν, σήμερα μετενόησες καὶ ἐξωμολογήθηκες καὶ κοι-
νώνησες τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὔριο μισεῖς καὶ κρατᾶς
ἔχθρα καὶ δὲν συγχωρεῖς μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου, ὅλα εἶναι χαμένα· εἶσαι καὶ
πάλι κατάδικος τῆς αἰωνίου καταδίκης, ἂν δὲν ἀλλάξεις διαγωγή. Καὶ ἂν
κατὰ τὰ ἄλλα εἶσαι σπουδαῖος, ζηλωτὴς τῆς θρησκείας, ὑπερασπιστὴς τῆς
πίστεως, ὁμολογῶντας πάντοτε μὲ θάρρος τὸν Χριστό, ὅταν δὲν συγχωρεῖς
16
τὸν ἐχθρό σου, ἀλλὰ κρατᾶς πάθος, δὲν σὲ παραδέχεται ὁ Χριστός. Δὲν συγ-
χώρησες; δὲν θὰ συγχωρηθεῖς. Ἐκδικήθηκες τὸν ὅμοιό σου; θὰ ἐκδικήσει καὶ
ὁ Θεὸς τὴν σκληρότητά σου. Ὡρισμένως διὰ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου λέει:
«πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὑτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί· καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς
ἀνθρωποκτόνος (δηλαδὴ κάθε φονιᾶς καὶ κακοῦργος) οὐκ ἔχει ζωὴν αἰώ-
νιον» (Α΄ ᾽Ιωάν. γ´,15). Καὶ ἀκόμη καθαρώτερα στὴν παροῦσα παραβολὴ λέει ὅτι
αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο θὰ τὸν παραδώσει στοὺς βασανιστές, στοὺς ἀγγέλους
ἐκτελεστὲς τῶν ἀποφάσεών Του. Ἐκεῖ ὁ ταλαίπωρος θὰ βασανίζεται, ἕως
ὅτου ἀποδώσει ὅλο τὸ μέγα χρέος του.
Ἀλλὰ θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ τὸ πληρώσει; Δυστυχῶς! Εἶναι χρέος ἀνεξό-
φλητο, ὅπως εἴπαμε καὶ προηγουμένως. Εἶναι δυνατόν ποτε ἕνας πάμπτω-
χος δοῦλος νὰ πληρώσει χρέος ἑκατοντάδων ἑκατομμυρίων; Ἀλλὰ εἶναι
πολὺ περισσότερο ἀδύνατο νὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ μέγα βάρος
τῶν ἁμαρτιῶν του, καὶ μάλιστα ὅταν παρέλθει ἡ παροῦσα ζωή. Αὐτὸ μόνο
μὲ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ πληρώνεται. Ἀλλὰ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρω-
πος τοῦ μίσους τὴν καταπάτησε, τὴν ἀρνήθηκε, ἔδειξε διαγωγὴ ἀντίθετη
πρὸς τὸ νόμο καὶ τὴ διαγωγὴ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ζητάει νὰ συγχωροῦμε
γιὰ νὰ συγχωρηθοῦμε.
17
καταδίκη περιμένει τὸν Χριστιανό, ποὺ δὲν συγχωρεῖ. Τελείως συγχωρεῖ
Ἐκεῖνος καὶ ὁλοτελῶς σβύνει τὰ ἁμαρτήματά μας· μᾶς ζητάει τέλεια τὴν
συγχώρηση πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ ἀπὸ τῶν καρδιῶν. Ὄχι συγχώρηση βια-
σμένη καὶ ἀναγκαστικὴ καὶ μὲ τὰ χείλη, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καρδιά. Διότι πολλοί,
ἀπὸ τὴν πολλὴ πίεση, ποὺ τοὺς κάνουν, ἀναγκάζονται νὰ ποῦν μὲ τὰ χείλη
ἕνα «ναί»· ὅτι συγχωροῦν τάχα. Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν τὸ δέχεται ὁ Θεός, ἐφ᾽ ὅσον
ἡ καρδιὰ δὲν τὸ δέχθηκε πλήρως καὶ δὲν σπλαγχνίσθηκε καὶ δὲν πέταξε τὰ
αἰσθήματα τοῦ μίσους γιὰ νὰ ἐνθρονίσει στὴ θέση τους τὰ αἰσθήματα τῆς
εὐσπλαγχνίας καὶ τῆς ἀγάπης. Τοῦτο εἶναι τὸ οὐσιῶδες γνώρισμα τῆς
χριστιανικῆς θρησκείας· δὲν θέλει ἁπλῶς ἐξωτερικὴ μεταβολή, ἐξωτερικὴ
εἰρήνη, ἀλλὰ τελεία ἐσωτερικὴ ἀλλοίωση καὶ ἀνακαίνιση. Δὲν θέλει ἁπλῶς
ν᾽ ἀλλάξει τὴν ἐξωτερικὴ διαγωγὴ καὶ νὰ ἐγκαταστήσει μία στάση ἄψογη
ἀπέναντι τοῦ πλησίον, ἀλλὰ πλήρη μεταβολὴ τῶν διαθέσεων, μεταβολὴ τῆς
καρδιᾶς τελεία, ὥστε ἀπὸ πηγῆς μίσους νὰ γίνει πηγὴ συμπαθείας,
ἐπιείκειας, ἐλέους, ἀγάπης, ἀγάπης καὶ πρὸς αὐτοὺς τοὺς ἐχθρούς!
Ἐὰν δὲν γίνει ἡ μεταβολὴ αὐτή, τότε «οὕτω ποιήσει καὶ ὁ Πατὴρ ὁ
ἐπουράνιος», τὴν ἴδια καταδίκη θὰ ἐφαρμόσει. «Ἡ κρίσις ἀνίλεως τῷ μὴ
ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. β´, 13).
Ἀναγνῶστά μου, τί θέλεις νὰ ἐκλέξεις; Θέλεις νὰ μένεις πλησίον τοῦ
Θεοῦ, συγχωρημένος, δικαιωμένος, μὲ ἀσφαλῆ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἐγγύηση
ὅτι θὰ ζεῖς αἰωνίως εὐτυχὴς μαζί Του; Τότε πρέπει καὶ σὺ νὰ συγχωρεῖς καὶ
νὰ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον. Ἢ ἀντιθέτως δὲν καταλαβαίνεις νὰ χαρίζεις τίποτε
στὸν πλησίον σου; Τότε δὲν πρέπει νὰ περιμένεις νὰ σοῦ χαριστεῖ ἀπολύτως
τίποτε ἀπὸ τὸν δίκαιο Θεό. Ὑποθέτουμε ὅτι εἶσαι ἀρκετὰ ἔξυπνος, ὥστε νὰ
καταλάβεις τὸ συμφέρον σου. Τὸ συμφέρον σου, καὶ τὸ ἐπὶ γῆς καὶ τὸ
αἰώνιο, ἀπαιτεῖ νὰ συγχωρεῖς τὸν ἀδελφό σου γιὰ νὰ συγχωρηθεῖς, γιὰ νὰ
κερδίσεις τὴν γλυκιὰ εἰρήνη ἐδῶ, τὴν αἰώνια εὐτυχία ἐκεῖ. Συγχώρεσε, λοι-
πόν, ἀπὸ καρδιᾶς, γιὰ νὰ βρεῖς ἐγκάρδια ὑποδοχὴ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, γιὰ
νὰ βρεῖς ἀνοικτὴ τὴν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ Πατρός!
18