You are on page 1of 1

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΛΩΣΣΑ

πρότυπη γλώσσα [standard language]

Η ποικιλία της γλώσσας που έχει προκύψει από τη διαδικασία της τυποποίησης και χρησιμοποιείται στους
κρατικούς θεσμούς, τη διοίκηση, την εκπαίδευση, τη δημόσια επικοινωνία κλπ. ως επίσημη γλώσσα του
κράτους. Συνήθως επιλέγεται για να αναδειχθεί ως πρότυπη, η διάλεκτος η οποία, για ιστορικούς λόγους,
απέκτησε ηγεμονικό ρόλο, π.χ. η πρότυπη ελληνική στηρίζεται στην πελοποννησιακή διάλεκτο, η πρότυπη
αγγλική στη διάλεκτο του Λονδίνου κλπ. Για τη γλωσσολογία οι γλώσσες δεν αξιολογούνται σε δομικά
ανώτερες και δομικά κατώτερες. Για τους ομιλητές, ωστόσο, οι πρότυπες μορφές γλώσσας συνδέονται με
αξιολογικές στάσεις , ακριβώς επειδή διαθέτουν ιδιαίτερο κοινωνικό κύρος. Η πρότυπη γλώσσα στηρίζεται
στην ύπαρξη μιας σαφώς προσδιορισμένης νόρμας και της αποδοχής της από τους ομιλητές ως μέσου
επικοινωνίας προφορικής και κυρίως γραπτής, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα ενοποιητικούς στόχους στο
πλαίσιο του κράτους.

κοινωνική διάλεκτος Η γλωσσική ποικιλία που είναι χαρακτηριστική συγκεκριμένης κοινωνικής


ομάδας, π.χ. η γλώσσα των νέων, των διαφόρων κοινωνικών τάξεων κλπ.

ιδιόλεκτος θηλυκό (και ιδιόλεκτο ουδέτερο)

1. ο ιδιαίτερος ατομικός τρόπος με τον οποίο ένας ομιλητής πραγματώνει τη γλώσσα στην προφορική
του επικοινωνία
2. το γλωσσικό ιδίωμα ατόμου ή περιορισμένου κύκλου ατόμων (οικογένεια)

You might also like