You are on page 1of 22

Πρωτοπρεσβύτερος

΢έργιος Μαρνέλλος
Δρ Θεολογίας

΢εμινάριο: Εἰσαγωγή εἰς τήν Ἐξομολογητικήν


ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
17/12/2015

΢εβασμιώτατε Πατέρα καί Ποιμενάρχα μας κ.κ. Μάξιμε, σεβαστοί ἐν


Φριστῷ ἀδελφοί,
Σό θέμα πού πρόκειται νά ἀναπτύξω στά πλαίσια τοῦ ἐπιμορφωτικοῦ
σεμιναρίου «Εἰσαγωγή εἰς τήν Ἐξομολογητικήν» φέρει τόν τίτλο «ἐφαρμογή
τῶν ἱερῶν κανόνων στήν ἐξομολόγηση». Οἱ ἱεροί κανόνες δέν μπορεῖ παρά
νά ἔχουν σχέση μέ τό μυστήριο τῆς μετανοίας, στό ὁποῖο ἐντρυφοῦμε, μιᾶς
καί μᾶς μεταφέρουν τήν ἀλήθεια, τήν ἐμπειρία καί τό βίωμα τῆς Ἐκκλησίας
μας. Εἶναι καλό, πρίν προχωρήσουμε, νά θέσουμε πρῶτα τά θεμέλια τῆς
παρούσας ἐργασίας. Ἄν ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἰατρεῖο καί οἱ ἱεροί κανόνες
φάρμακα, τότε ἐμεῖς πρίν τή θεραπεία πρέπει νά μιλήσουμε γιά τό ποιά
εἶναι τά φάρμακα πού χρησιμοποιοῦμε καί ποιά ὄχι, ποῦ τά βρίσκουμε, τί
σκοπό ἔχουν καί μετά νά δοῦμε, πῶς θά τά χρησιμοποιήσουμε.

1. Εἰσαγωγικά
Κανόνας: Ἐτυμολογικά κανόνας εἶναι ὁ χάρακας (ἤ ἡ ξύλινη ράβδος), μέ
τόν ὁποῖο σύρουμε ἤ ἐλέγχουμε μιά εὐθεία - ὀρθή γραμμή. Μεταφορικά
λέγεται καί κάθε ὁρισμός, νόμος ἤ καί κάθε τί πού χρησιμεύει ὡς πρότυπο,
ὡς ὁδηγός ἤ ὡς κριτήριο, γιά νά ἐλέγξουμε τήν ὀρθότητα μιᾶς πράξεως. Ἡ
Ἐκκλησία χρησιμοποίησε μεταφορικά τόν ὄρο “κανόνες” γιά νά ὁρίσει τίς
διατάξεις, οἱ ὁποῖες εἴτε θεσπίσθηκαν, εἴτε υἱοθετήθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία
καί ἀφοροῦν στήν ὀρθή ὀργάνωση, διατήρηση, διάδοση καί δραστηριότητά
της καί γενικῶς στήν ὀρθή καί αὐθεντική κατά Φριστόν ζωή τῶν πιστῶν της.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος γράφει ὅτι οἱ Κανόνες «ἀποβάλλουσι μὲν ἀπὸ τοὺς
ἱερωμένους, κληρικοὺς τε καὶ λαϊκοὺς, κάθε ἀταξίαν καὶ στρεβλότητα τῶν
ἠθῶν, προξενοῦσι δὲ εἰς αὐτοὺς κάθε εὐταξίαν καὶ ἰσότητα ἐκκλησιαστικῆς,
καὶ χριστιανικῆς καταστάσεως καὶ ἀρετῆς»1. Οἱ Κανόνες δέν εἶναι οἱ νόμοι
τῆς Ἐκκλησίας κατ’ ἀντιστοιχία μέ αὐτούς τῶν διαφόρων κρατῶν, ἀλλά θά
λέγαμε ὅτι εἶναι κριτήρια ὀρθοπραξίας, ὁδοδεῖκτες καί πυξίδες πού δείχνουν
πρός τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγοῦν στή σωτηρία.
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θεσπίζει τοῦς Ἱερούς Κανόνες δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἴδια
τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀποφαίνεται συνοδικά “ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι” καί
θεσπίζει κανόνες σέ Οἰκουμενικές ΢υνόδους ἐπί διαφόρων θεμάτων πού
ἀνακύπτουν στήν ἱστορική της πορεία στό χρόνο καί ἀπασχολοῦν τό σῶμα
Σης. Πάρα τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀναπτύχθηκε στά πλαίσια τῆς
Ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ὅπου κυριαρχοῦσε τό «ῥωμαϊκό δίκαιο, οὐδέποτε
ἡ Ἐκκλησία μας μπῆκε στόν πειρασμό νά δημιουργήσει ὁλοκληρωμένους
κώδικες ἱερῶν κανόνων πού θά προέβλεπαν, θά ρύθμιζαν καί θά
συστηματικοποιοῦσαν τή ζωή Σης μέχρι κεραίας, ὅπως ἔκανε ἡ
Ῥωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, γεγονός πού προφανῶς θά εἰσήγαγε τό νομικό
πνεῦμα στήν Ἐκκλησία καί θά ἔρχονταν σέ ἀντίθεση μέ τούς λόγους τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου «οὐ γάρ ἐστε ὑπὸ νόμον, ἀλλ’ ὑπὸ χάριν»2 καί
«Φριστός ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου»3.
Οἱ κανόνες αὐτοί δέν εἶναι αὐθαίρετοι ἀλλά συμπλέουν καί ἐκφράζουν τήν
Ἁγία Γραφή καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν πιστεύουμε ὅτι οἱ
δογματικοί ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν ΢υνόδων εἶναι ἀλάθητοι, αἰώνιοι καί
ἀμετακίνητοι, τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τούς ἱερούς κανόνες πού εἶναι
ἀποφάσεις τῶν αὐτῶν Οἰκουμενικῶν ΢υνόδων, δηλαδή ἀποτελοῦν
ἀποκύημα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι «στῦλος καὶ ἐδραίωμα τῆς
ἀληθείας»4. ΢υνεπῶς καί οἱ κανόνες εἶναι θεόπνευστο ἔργο ὑπό τήν
ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο εἶναι τό «Πνεῦμα τῆς ἀληθεὶας»
καί ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»5. Σό γεγονός αὐτό ὁμολογοῦν οἱ
θεοφόροι Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ΢υνόδου: «ἀσπασίως τούς θείους
κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καί ὁλόκληρον τήν αὐτῶν διαταγήν καί
ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπό τῶν ἁγίων σαλπίγγων τοῦ
Πνεύματος, τῶν πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τέ ἕξ ἁγίων οἰκουμενικῶν
συνόδων, καί τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπί ἐκδόσει τοιούτων
διαταγμάτων, καί τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· Ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ
αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τά συμφέροντα»6.
΢υνεπῶς δέν μποροῦμε νά διαχωρίσουμε τούς κανόνες ἀπό τά δόγματα τῆς
Ἐκκλησίας, διότι ἀφενός προέρχονται ἀπό τήν ἴδια πηγή, τίς Οἰκουμενικές
΢υνόδους, καί ἀφετέρου οἱ κανόνες περικλείουν τή δογματική διδασκαλία
καί ἀποτελοῦν οὐσιαστικά τήν ἐφαρμογή τῶν δογμάτων, καθότι δέν

2
ὑπάρχει διάσπαση πίστης καί βίου στήν Ἐκκλησία. Ἐκφράζοντας αὐτήν τήν
πραγματικότητα ὁ Ἅγιος Νικόδημος, στήν ἔκδοση τοῦ Πηδαλίου, σημειώνει
ἐμφατικά: «Αὕτη ἡ βίβλος εἶναι ἡ μετά τάς ἁγίας γραφάς, ἁγία γραφή, ἡ
μετά τήν Παλαιάν καί Καινήν διαθήκην, Διαθήκη. Σά μετά τά πρῶτα καί
θεόπνευστα λόγια, δεύτερα καί θεόπνευστα λόγια. Αὕτη ἐστί τά αἰώνια
ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν, καί οἱ νόμοι οἱ ὑπάρχοντες εἰς τόν αἰώνα<
τούτους ΢ύνοδοι οἰκουμενικαί τέ καί Σοπικαί διά Πνεύματος ἁγίου<
ἐθέσπισαν, οἱ δέ βασιλεῖς ἐπεκύρωσαν»7.

2. Τό Σῶμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας


Ποιοί ὅμως εἶναι αὐτοί οἱ κανόνες, στούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία μας προσδίδει
ἀπόλυτο κῦρος; Οὐσιαστικά ἀποτελοῦν ἔργο τῆς πρώτης χιλιετηρίδας τῆς
Ἐκκλησίας, εἶναι 770 τόν ἀριθμό καί ἔχουν ὅλοι τό ἴδιο κῦρος. Γιά
συστηματικούς λόγους, τούς χωρίζουμε μέ βάση τήν προέλευσή τους σέ:
Α) Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (3ος αἰ.), 85 τόν ἀριθμό, πού
ἐπικυρώθηκαν ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική,
Β) Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν ΢υνόδων, δηλαδή:
α) 20 κανόνες τῆς Πρώτης, στή Νικαία τό 325,
β) 7 κανόνες τῆς Δευτέρας, στήν Κωνσταντινούπολη τό 381,
γ) 9 κανόνες τῆς Σρίτης, στήν Ἔφεσο τό 431,
δ) 30 κανόνες τῆς Σετάρτης, στή Φαλκηδόνα τό 451,
ε) 102 τῆς Πενθέκτης, στήν Κωνσταντινούπολη τό 691, καί
στ) 22 κανόνες τῆς Ἑβδόμης, στή Νίκαια τό 787.
Γ) Κανόνες Σοπικῶν ΢υνόδων πού ἐπικυρώθηκαν ἀπό τήν Πενθέκτη
Οἰκουμενική, δηλαδή:
α) 25 κανόνες τῆς Ἀγκύρας, τό 314,
β) 15 κανόνες τῆς Νεοκαισάρειας, τό 319,
γ) 21 κανόνες τῆς Γάγγρας, τό 340,
δ) 25 κανόνες τῆς Ἀντιόχειας, τό 341,
ε) 21 κανόνες τῆς ΢αρδικῆς, τό 343,
στ) 60 κανόνες τῆς Λαοδικείας, τό 380,
ζ) 1 κανόνας τῆς Κωνσταντινούπολης, τό 394, καί
η) 133 κανόνες τῆς Καρθαγένης, τό 419.
΢τήν τάξη τῶν τοπικῶν ΢υνόδων ὑπάρχουν κανόνες ἀπό δύο ἀκόμα
΢υνόδους:

3
α) 17 κανόνες ἀπό τήν Πρωτοδευτέρα, πού συνῆλθε στήν
Κωνσταντινούπολη τό 861, μέ ἀφορμή τήν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας καί τήν
Ἰγνατιανή διαμάχη, καί
β) 3 κανόνες ἀπό τή ΢ύνοδο τῆς Ἁγίας ΢οφίας τοῦ 879-880, πού ἐπίσης
συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη, μάλιστα, ὡς Οἰκουμενική, μέ ἀφορμή
τήν ἀποκατάσταση τοῦ Μεγάλου Υωτίου καί τίς παπικές ἀξιώσεις. Αὐτές οἱ
΢ύνοδοι, ἄν καί δέν ἔχουν περιβληθεῖ μέ ἀπόλυτο κανονικό κῦρος ἀπό
Οἰκουμενική ΢ύνοδο, ἐντούτοις οἱ κανόνες τους συγκαταλέγονται ἀπ’ ἀρχῆς
στίς Κανονικές ΢υλλογές, στήν τάξη τῶν Σοπικῶν ΢υνόδων.
Δ) Κανόνες Πατέρων πού ἐπικυρώθηκαν ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική,
δηλαδή:
α) 1 κανόνας Ἁγίου Κυπριανοῦ Καρθαγένης, σέ σύνοδο τῆς Καρθαγένης τό
255 (τόν κανόνα αὐτόν τόν βρίσκουμε εἴτε στή θέση αὐτή ἐπειδή εἶναι ἔργο
τοῦ Κυπριανοῦ, εἴτε στή θέση τῶν τοπικῶν συνόδων),
β) 4 κανόνες Ἁγίου Διονυσίου Ἀλεξανδρείας (†265),
γ) 11 κανόνες Ἁγίου Γρηγορίου Νεοκαισάρειας τοῦ Θαυματουργοῦ (†270),
δ) 15 κανόνες Ἁγίου Πέτρου Ἀλεξανδρείας (†311),
ε) 3 κανόνες Ἁγίου Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας τοῦ Μεγάλου (†373),
στ) 92 κανόνες Ἁγίου Βασιλείου Καισαρείας τοῦ Μεγάλου (†378),
ζ) 18 κανόνες Σιμόθεου Ἀλεξανδρείας (†385),
η) 1 κανόνας Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (†390).
θ) 8 κανόνες Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης (†395),
ι) 1 κανόνας Ἁγίου Ἀμφιλοχίου Ἰκονίου (†400),
ἴα) 14 κανόνες Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας (†412),
ἴβ) 5 κανόνες Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας (†444) καί
ἴγ) 1 κανόνας Ἁγίου Γενναδίου Κωνσταντινουπόλεως (†459).
Οἱ παραπάνω Ἱεροί κανόνες εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι, ὅπως λέγει ὁ
ἐξαιρετικός κανονολόγος Μητροπολίτης πρώην ΢ουηδίας Παῦλος
Μενεβίσογλου, «ἀπαρτίζουν τήν κύριαν καί βασικήν (τήν «ἐπίσημον»)
κανονικήν συλλογήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»8. ΢υνολικά, μποροῦμε νά
ποῦμε ὅτι τό σύνολο τῶν Ἱερῶν Κανόνων πού ἔχει θεσπίσει, ἀναγνωρίζει
καί περιβάλλει μέ ἀπόλυτο κῦρος ἡ Ἐκκλησία μας, εἶναι: α) 85 τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων, β) 190 τῶν Οἰκουμενικῶν ΢υνόδων, γ) 321 τῶν Σοπικῶν
΢υνόδων καί δ) 174 τῶν Πατέρων. Ἀθροιστικά οἱ ἱεροί κανόνες φτάνουν
στόν ἀριθμό τούς 770. Αὐτό εἶναι τό ἐπίσημο σῶμα τῶν κανόνων τῆς

4
Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο συνέθεσε καί διαμόρφωσε ὁ Μέγας Υώτιος τό 883, μέ τό
ἔργο του «Νομοκάνων ἤ ΢ύνταγμα εἰς ιδ΄ τίτλους».
Οἱ Ἱεροί Κανόνες ὡς θεόπνευστα κείμενα προστατεύονται ἀπό τούς
Πατέρες, γι αὐτό καί ὁ Β΄ τῆς Πενθέκτης κελεύει: «Ἔδοξε δέ καί τοῦτο τῇ
ἁγίᾳ ταύτῃ συνόδῳ κάλλιστα τέ καί σπουδαιότατα, ὥστε μένειν καί ἀπό τοῦ
νῦν βεβαίους καί ἀσφαλεῖς, πρός ψυχῶν θεραπείαν καί ἰατρείαν παθῶν<
μηδενί ἐξεῖναι τούς προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ἤ ἀθετεῖν, ἤ
ἑτέρους παρά τούς προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας, ψευδεπιγράφως
ὑπό τινῶν συντεθέντας, τῶν τήν ἀλήθειαν καπηλεύειν ἐπιχειρησάντων. Εἰ
δέ τίς ἁλώ κανόνα τινά τῶν εἰρημένων καινοτομῶν, ἤ ἀνατρέπειν
ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατά τόν τοιοῦτον κανόνα, ὡς αὐτός
διαγορεύει, τήν ἐπιτιμίαν δεχόμενος, καί δί' αὐτοῦ, ἐν ὦπερ πταίει
θεραπευόμενος».

3. Σύγχρονες Κανονικές Συλλογές


΢ήμερα, ὅταν θέλουμε νά ἀνατρέξουμε στούς ἱερούς κανόνες, ὑπάρχουν σέ
κυκλοφορία, στήν ἑλληνική γλώσσα, οἱ ἑξῆς συλλογές ἱερῶν κανόνων:
α) τό γνωστό «Πηδάλιον *τῆς νοητῆς νηός τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καί
ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας+», τῶν Ἱερομονάχου Ἀγαπίου καί
Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού ἡ πρώτη του ἔκδοση ἔγινε τό 1800 καί
σήμερα κυκλοφορεῖ σέ φωτογραφική ἀνατύπωση.
β) τό ἑξάτομο ἔργο «΢ύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων *τῶν τέ ἁγίων
καί πανευφήμων Ἀποστόλων καί τῶν ἱερῶν οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν
συνόδων, καί τῶν κατά μέρος ἁγίων πατέρων, ἐκδοθέν, σύν πλείσταις
ἄλλαις τήν ἐκκλησιαστικήν κατάστασιν διεπούσαις διατάξεσι, μετά τῶν
ἀρχαίων ἐξηγητῶν, καί διαφόρων ἀναγνωσμάτων, ὑπό Γ.Α. Ράλλη καί Μ.
Ποτλῆ, ἐγκρίσει τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης τοῦ Φριστοῦ Ἐκκλησίας καί τῆς
Ἱερᾶς ΢υνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος+», τῶν νομικῶν καί πολιτικῶν
Γεωργίου Ράλλη καί Μιχαήλ Ποτλῆ πού ἐκδόθηκε κατά τά ἔτη 1852-1859 καί
κυκλοφορεῖ σήμερα σέ φωτογραφική ἀνατύπωση.
γ) τό χρηστικό λόγῳ μεγέθους ἔργο «Οἱ Ἱεροί Κανόνες μετά
προσεισαγωγικῶν σημειώσεων, παραπομπῶν καί πινάκων» τοῦ καθηγητῆ

5
Ἀμίλκα Ἀλιβιζάτου τοῦ 1923 καί 1949, τό ὁποῖο κυκλοφορεῖ ἀπό τίς ἐκδόσεις
τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας καί
δ) τό ἔργο «Κῶδιξ Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησιαστικῆς νομοθεσίας τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» τοῦ καθηγητῆ Πρόδρομου Ἀκανθόπουλου μέ
πρώτη ἔκδοση τό 1985 καί ἄλλες ἐπαυξημένες στή συνέχεια, τό ὁποῖο
κυκλοφορεῖ ἀκόμη.

4. Ψευδεπίγραφοι Κανόνες
Θά πρέπει νά προσεχθεῖ τό γεγονός ὅτι σέ διάφορες συλλογές ἔχουν
συμπεριληφθεῖ καί ἄλλα κανονικά κείμενα ἤ κανονιστικές ἀποφάσεις,
καθώς καί νομοθεσίες. Ἰδιαίτερα προβληματική εἶναι ἡ συνδημοσίευση
κανόνων πατέρων, σέ παράρτημα ἤ μή, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν τύχει ἐπίσημης
ἀναγνώρισης ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅπως ἔκανε μέ ἄλλους ὁ β΄ κανόνας τῆς
Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς ΢υνόδου. Οἱ εἰδικοί ἐπί τοῦ θέματος ἔχουν
ὁμοφωνία· ἔτσι ὁ ΢ουηδίας Παῦλος γράφει σχετικά ὅτι: «τό γεγονός αὐτό
δημιουργεῖ ἀσφαλῶς σύγχυσιν, δεδομένου ὅτι οἱ ἀνεπικύρωτοι οὗτοι
«κανόνες» εἶναι μέν χρήσιμα κανονικά κείμενα καί μνημεῖα ἐκκλησιαστικῆς
νομολογίας, ὁπωσδήποτε ὅμως δέν ἀποτελοῦν ἐπισήμως κανόνας τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»9. Ὁ π. Γρηγόριος Παπαθωμᾶς, καθηγητής τοῦ
Κανονικοῦ Δικαίου στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν ἀλλά καί σέ ἄλλα
Πανεπιστήμια, γράφει ἀκόμα πιό συγκεκριμένα: «ὅπως καί ἡ Καινή
Διαθήκη, δέν «γλίτωσε» ἀπό τά ἀπόκρυφα κείμενα, δηλαδή τούς
πλαστογράφους καί τούς ψευδεπιγράφους< ἀκριβῶς τήν ἴδια τύχη εἶχαν
ἀναλογικά (mutatis mutandis) καί οἱ Ἱεροί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἔφεραν καί
φέρουν ὀνόματα ἁγίων, πού ὅμως δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ τούς Κανόνες
τῆς Ἐκκλησίας... εἶναι δημιούργημα καί ἀποκύημα νοσηρῆς πρωτοβουλίας
κάποιων ἀνθρώπων τῆς δεύτερης χιλιετίας, δηλαδή χρονολογοῦνται μεταξύ
τοῦ 12ου καί 15ου αἰῶνα< οἱ ὁποῖοι σφετερίζονται καί διεκδικοῦν αὐθεντία
καί ὀνόματα ἁγίων ὅπως τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Φρυσοστόμου,
τοῦ Ἰωάννου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Νηστευτῆ<»10.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἀντιλαμβανόμενος τό θέμα, ἐνέταξε τούς
κανόνες αὐτούς στό τέλος, μάλιστα κάποιους σέ παράρτημα, διαχωρίζοντάς
τους ἀπό τήν ἐπίσημη κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, γιά
παράδειγμα, ἐνῷ θέτει τούς 92 κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου πού
ἀναγνωρίστηκαν ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική στό κυρίως σῶμα τῶν

6
κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, δέν προσθέτει σέ αὐτούς τούς ἐπιπλέον 3 ἐπ’
ὀνόματι τοῦ Ἁγίου ψευδεπίγραφους κανόνες πού τοῦ εἶχε δώσει ὁ Μοναχός
Ἀγάπιος σέ μιά ἔκδοση πού εἶχε κάνει στή Βενετία. Σουναντίον τούς θέτει
ὡσάν παράρτημα, στό τέλος, μαζί μέ τούς ὑπόλοιπους ψευδεπίγραφους
κανόνες, 125 τόν ἀριθμό. Βέβαια τό γεγονός καί μόνο ὅτι
συμπεριλαμβάνονται στήν ἔκδοση τοῦ “Πηδαλίου” ὁδήγησε πολλούς νά
τούς θεωροῦν καί αὐτούς ὡς ἐπίσημους κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀπό αὐτούς τούς κανόνες, μεγάλη διάδοση καί χρήση στό μυστήριο τῆς
ἐξομολόγησης ἔχουν γνωρίσει οἱ λεγόμενοι κανόνες τοῦ Ἰωάννου τοῦ
Νηστευτῆ. Ἡ ἔρευνα ἔχει καταδείξει ὅτι ὄχι μόνο δέν μετέχουν τῶν
αὐθεντικῶν καί ἐπισήμων κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ὅπως περιγράφει
ὁ καθηγητής στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Θεόδωρος
Γιάγκου: «Σό Κανονάριον τοῦ Νηστευτῆ ἦταν ἕνα ἐγχειρίδιο, τό ὁποῖο
περιεῖχε τήν τάξη τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως, πού ὅμως ἀργότερα
ἐμπλουτίζεται καί διαμορφώνεται σέ κανονική συλλογή. Ὁ κάθε
ἀντιγραφέας αὐτοῦ τοῦ ἔργου προσέθετε καί ἐπί πλέον ὑλικό, τό ὁποῖο
ἀντλοῦσε μέσα ἀπό τήν παράδοση κάθε μιᾶς ἐποχῆς καί τόπου, ἐνῷ δέν
ἦταν σπάνιες οἱ περιπτώσεις πού αὐτοβούλως καταχώριζε καί δικούς του
κανόνες ἤ παρενέβαινε στό περιεχόμενο ἀκόμα καί τῶν κανόνων
οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν συνόδων καί τῶν πατέρων τῆς ἐκκλησίας καί
τούς διαμόρφωνε κατά τήν κρίση του. Σό φαινόμενο αὐτό θέτει τό πρόβλημα
ὄχι μόνο τῆς ἀξιοπιστίας τῆς ἐν λόγῳ συλλογῆς ἤ καί τῶν συλλογῶν πού
υἱοθετοῦν τήν ἴδια παράδοση, ἀλλά καί τό θέμα τῆς κανονικότητας καί
ἐγκυρότητας κάποιων διατάξεων τοῦ περιεχομένου τους»11.
Ἴσως κάποιοι μποροῦν νά φέρουν ἀντιρρήσεις καί νά ποῦν ὅτι οἱ κανόνες
ἰδίως τοῦ Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ εἶναι πολύ πρακτικοί, εὐσύνοπτοι καί
ἐξετάζουν τήν κάθε περίπτωση ξεχωριστά, ἁμαρτία πρός ἁμαρτία. Μά αὐτό
ἀκριβῶς τό γεγονός ἀπέφυγε ἡ Ἐκκλησία κατά τήν πρώτη χιλιετία, νά
δημιουργήσει, δηλαδή, ἕνα σῶμα περιπτωσιολογικῶν κανόνων, οἱ ὁποῖοι θά
εἰσήγαγαν τό νομικισμό, τή νομικίστικη ἀντίληψη στήν ἐξομολόγηση καί
γενικότερα στόν ἐκκλησιαστικό βίο. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ Θεοφόροι
Πατέρες τῆς πρώτης χιλιετίας δέν μπῆκαν σέ αὐτόν τόν πειρασμό.
Ὕστερα ἀπό τά παραπάνω κατανοοῦμε, πιστεύω ὅλοι, ὅτι τό ζήτημα τῶν
ψευδεπίγραφων κανόνων δέν εἶναι μόνο θέμα τῆς ἐπιστήμης τοῦ Κανονικοῦ
Δικαίου καί τῶν Κανονολόγων ἀλλά καί ὅλων ὅσων συμβουλεύονται καί

7
χρησιμοποιοῦν τούς Ἱερούς Κανόνες. Θεωροῦμε ὅτι μέ τήν ὡς ἄνω
ὁριοθέτηση μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε ποιοί κανόνες εἶναι αὐθεντικοί καί
ποιοί ὄχι, ποιές εἶναι οἱ πρωτεύουσες καί ἀδιαμφισβήτητες κανονικές πηγές
τῆς Ἐκκλησίας μας καί ποιές οἱ δευτερεύουσες. ΢αφῶς μποροῦμε νά
ἀντιληφθοῦμε ὅτι προτείνεται ἡ χρήση τῶν αὐθεντικῶν κανόνων καί ὅτι
χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή, γνώση, ἐμπειρία, διάκριση καί ἐπίγνωση στή
χρήση τῶν λοιπῶν πηγῶν πού δυστυχῶς, σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, τείνουν
νά ἀντικαταστήσουν τίς πρωτεύουσες, διεκδικώντας ἐφάμιλλη αὐθεντία.

5. Ἡ συνάφεια τῶν Ἱερῶν Κανόνων


Δέν ἔχουν ὅλοι οἱ κανόνες ἄμεση ἀναφορά στό μυστήριο τῆς μετανοίας,
οὔτε καί ἀφοροῦν ὅλοι ἄμεσα στό δύσκολο καί ἐπίπονο ἔργο τοῦ
πνευματικοῦ. Γιά παράδειγμα, ὁ περίφημος 34ος Ἀποστολικός κανόνας
κελεύει: «Σούς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τόν ἐν αὐτοῖς
πρώτον, καί ἡγεῖσθαι αὐτόν ὡς κεφαλήν, καί μηδέν τί πράττειν περιττόν
ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· ἐκεῖνα δέ μόνα πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ
παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καί ταῖς ὑπ' αὐτήν χώραις. Ἀλλά μηδέ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς
πάντων γνώμης ποιείτω τί. Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται, καί δοξασθήσεται ὁ
Θεός, διά Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καί ὁ Τἱός, καί τό ἅγιον
Πνεῦμα». Ὁ κανόνας μᾶς ὁδηγεῖ σέ διάφορα κανονικά συμπεράσματα,
ὅπως γιά τόν πρῶτο τῆς ἐπαρχίας καί τή σχέση του μέ τούς λοιπούς
ἐπισκόπους, τή συνοδικότητα, τήν ὁμοφωνία, τήν ἀνάγκη ὕπαρξης
ἱεραρχίας σέ κάθε τόπο. Γενικά θά λέγαμε ὅτι ὁ κανόνας ὁμιλεῖ γιά τήν
ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας. ΢υνεπῶς δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ κανόνας
αὐτός ἔχει ἄμεση σχέση μέ τό μυστήριο τῆς μετανοίας, ἄν καί θά μποροῦσε,
ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, νά ἔχει ἔμμεση.
Ὁ 89ος κανόνας τῆς Πενθέκτης ὁρίζει: «Σάς τοῦ σωτηρίου πάθους ἡμέρας,
ἐν νηστείᾳ, καί προσευχῇ, καί κατανύξει καρδίας ἐπιτελοῦντας, χρή τούς
πιστούς περί μέσας τῆς περί τό μέγα σάββατον νυκτός ὥρας
ἀπονηστίζεσθαι, τῶν θείων Εὐαγγελιστῶν Ματθαίου καί Λουκᾶ, τοῦ μέν,
διά τοῦ, Ὀψέ σαββάτων ῥήματος· τοῦ δέ, διά τοῦ Ὄρθρου βαθέος, τήν
βραδύτητα τῆς νυκτός ἡμῖν ὑπογράφοντος». Αὐτός μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι
ἀφορᾷ στήν ἐξομολόγηση, ἀφοῦ μᾶς καταδεικνύει τήν κοινή ἐμπειρία τῆς
Ἐκκλησίας νά κρατοῦν τή νηστεία οἱ πιστοί μέ προσευχή καί κατάνυξη
καρδίας μέχρι καί τά μεσάνυκτα τοῦ Μεγάλου ΢αββάτου. Πολλές φορές

8
στήν ἐξομολόγηση ἔρχεται κόσμος καί μᾶς ρωτᾷ γιά τό θέμα ἤ
ἐξομολογεῖται ὅτι κατέλυσε τή νηστεία. Ὁπότε καταλαβαίνουμε ὅτι αὐτός ὁ
κανόνας ἀφορᾷ ἄμεσα στήν ἐξομολόγηση.
Ὅμως θά πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ἀπό ὅλους τούς κανόνες ἀντλοῦμε τό
βίωμα καί τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ κανόνες παρουσιάζουν μιά
ἐσωτερική ἑνότητα, μιά κανονική συνάφεια, πού ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι
στηρίζονται στήν Ἁγία Γραφή, στήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τῆς
ὁποίας εἶναι μέρος, καί εἶναι προϊόν θείου φωτισμοῦ. Γι’ αὐτό καί θεωρῶ ὅτι
δέν εἶναι σωστό νά μοιράζουμε τούς κανόνες στήν ἐξομολόγηση σέ
χρήσιμους καί μή, σέ ἐφαρμόσιμους καί μή ἐφαρμόσιμους. Ἔτσι, γιά
παράδειγμα, ἀκόμα καί ὁ φαινομενικά ἄσχετος 34ος Ἀποστολικός Κανόνας
μᾶς διδάσκει γιά τήν ἱεραρχία, γιά τή σύμπνοια, τήν ὁμοφωνία, τή
συνοδοιπορία καί ἄλλα.
Σό ἴδιο ἰσχύει ἀκόμα καί ὅταν παρατηροῦμε μέ μιά πρώτη ματιά ὅτι κάποιοι
Ἱεροί Κανόνες δέν ἀφοροῦν στούς λαϊκούς ἀλλά μόνο στούς μοναχούς ἤ
στούς κληρικούς, δηλαδή διακόνους, ἱερεῖς καί ἐπισκόπους. Σό γεγονός αὐτό
δέν σημαίνει ὅτι δέν τούς μελετᾶμε. Πρέπει νά τούς κατέχουμε γιά τρεῖς
εἰδικούς λόγους, πέραν αὐτῶν πού ἤδη ἀναφέραμε παραπάνω:
Πρώτον, γιατί μᾶς ἀφοροῦν ἄμεσα ὡς κληρικούς, καί ἄς μήν εἴμαστε
πνευματικοί.
Δεύτερον, διότι μπορεῖ κάποιοι νά ἔχουμε στό πετραχήλι μας μοναχούς,
διακόνους, ἱερεῖς καί ἴσως καί ἐπισκόπους καί
Σρίτον, διότι ἴσως ἔχουμε στό πετραχήλι μας λαϊκούς πού θέλουν ν’
ἀσπαστοῦν τό μοναχικό σχῆμα ἤ ὑποψηφίους μέ ζῆλο γιά τήν ἱερωσύνη.
Οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας πρωτίστως μᾶς διδάσκουν, μᾶς μεταδίδουν τήν
ἐμπειρία Σης, ὀρθοτομοῦν τό λόγο τῆς ἀληθείας καί ἀποτελοῦν συνολικά
κριτήριο κοινῆς βίωσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος. Κατά συνέπεια, ἄς
μήν τούς βλέπουμε μόνο περιπτωσιολογικά, καί μάλιστα ὡς ἐργαλεῖα
ἐπιβολῆς ἐπιτιμίων στούς ὤμους τῶν πιστῶν, ὅπως θά τούς ἔβλεπε ἕνας
νομικός πού προσπαθεῖ νά ἐπιβάλλει τούς νόμους. Γι’ αὐτό καί κατά τήν
ταπεινή μου γνώμη, ὀφείλουμε οἱ κληρικοί νά μελετᾶμε καί νά γνωρίζουμε,
κατά τό δυνατόν τούς Ἱερούς Κανόνες, εἴτε εἴμαστε πνευματικοί εἴτε ὄχι.

6. Ὁ τρόπος προσέγγισης καί μελέτης τῶν Ἱερῶν Κανόνων

9
Ἀναφερθήκαμε στό ποιούς κανόνες χρησιμοποιοῦμε καί ποιούς ὄχι,
παρουσιάσαμε τίς κανονικές συλλογές, ὅπου μποροῦμε νά ἔχουμε
πρόσβαση σήμερα, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχουν καί ἄλλες
ἰδίως προγενέστερες. Πῶς ὅμως μελετᾶμε ἕναν κανόνα γιά νά τόν
κατανοήσουμε, γιά νά τόν ἐφαρμόσουμε καί μάλιστα στό μυστήριο τῆς
ἐξομολόγησης; Ἀρκεῖ μιά ἁπλή ἀνάγνωση τῶν κανόνων; Προφανῶς ὄχι,
αὐτή θά ἦταν μιά στεγνή καί στείρα προσέγγιση καί θά ἐπέτεινε τό
πρόβλημα τῆς νομικίστικης προσέγγισής τους. Γι’ αὐτό καί πολλοί δέν τούς
κατανοοῦν καί σκανδαλίζονται, ὅταν τούς διαβάζουν.
Φρειάζεται πολλή καί βαθειά μελέτη καί ἐμπειρία· ἄς μήν νομίζουμε ὅτι
κατέχουμε ἕναν κανόνα, ἄν τόν διαβάσαμε μιά ἤ δυό φορές. Πρέπει νά
ἔχουμε ἀρκετές γλωσσικές καί θεολογικές γνώσεις:
α) πρέπει νά γνωρίζουμε καλά τή γλώσσα τῶν κανόνων, ὥστε νά
κατανοοῦμε ἀκριβῶς τί ἐννοοῦν,
β) νά γνωρίζουμε τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Οἰκουμενικῶν καί
Σοπικῶν ΢υνόδων, τῶν Ἁγίων Πατέρων ὥστε προσεγγίζοντας τούς λόγους
καί τίς συνθῆκες, ὑπό τίς ὁποῖες συντάχθηκε ἕνας κανόνας, νά κατανοοῦμε
ὀρθά τό περιεχόμενό του,
γ) νά κατέχουμε τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καθώς καί τίς
παρεκτροπές ἀπό αὐτήν, μιᾶς καί οἱ κανόνες ἐκφράζουν τή δογματική
διδασκαλία καί θεραπεύουν τίς αἱρετικές καί σχισματικές καταστάσεις,
δ) νά γνωρίζουμε τή λατρευτική καί τήν πνευματική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καί
ε) νά ἔχουμε μυηθεῖ στήν κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μέ συνεχῆ
τριβή στά κανονικά κείμενα καί ἄλλα πολλά.
Ὅμως, πρῶτα καί κύρια, θεωροῦμε ὅτι πρέπει ὄχι μόνο νά κατέχουμε τά
παραπάνω ὡς γνώση ἀλλά, κατά τό δυνατόν, ὡς βίωμα, ὡς ἐμπειρία
συνολικά, ζώντας βίο ἐκκλησιαστικό, ἔχοντας ὑγιές ἐκκλησιαστικό
φρόνημα καί ζητώντας παράλληλα ἀπό τό Θεό νά μᾶς φωτίζει στό ἔργο μας
αὐτό. Δυστυχῶς δέν ὑπάρχει ἀνάλογη εὐχή, ὅταν μελετᾶμε τά κανονικά
κείμενα κατά τό «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα,
τό τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καί τούς τῆς διανοίας ἡμῶν διανοιξον
ὀφθαλμούς εἰς τήν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν», ἴσως
καί νά ἔπρεπε. Πάντως ἐμεῖς καλό εἶναι νά ἐπικαλούμαστε τή θεία χάρη καί
μέ τόν τρόπο πού προσεγγίζουμε τήν Ἁγία Γραφή, ἔτσι νά προσεγγίζουμε

10
καί τά κανονικά κείμενα, γιατί ὡς θεόπνευστα, πρέπει νά προσεγγίζονται
μέ σεβασμό, μέ δέος, μέ ὡριμότητα, μέ πίστη καί θεῖο φωτισμό.
΢τήν προσπάθειά μας νά κατανοήσουμε καλύτερα τούς κανόνες, πρέπει νά
γνωρίζουμε τά αἴτια καί τίς συνθῆκες πού ὁδήγησαν στή δημιουργία τῶν
κανόνων καί γιά νά τούς κατανοήσουμε καλύτερα, νά συμβουλευόμαστε τίς
ἑρμηνεῖες τῶν κανονολόγων. Πρόκειται γιά διάφορους σχολιαστές τῶν
κανόνων, οἱ ὁποῖοι μέ τίς ἑρμηνεῖες τους μᾶς μεταδίδουν τό πῶς βίωσαν
τούς κανόνες αὐτούς στήν ἐποχή τους. Μεταξύ τῶν πολλῶν κανονολόγων-
ἑρμηνευτῶν ἀξίζει νά μνημονεύσουμε ἐδῶ: τόν Μέγα Υώτιο Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως, τόν μοναχό Ἰωάννη Ζωναρά, τόν διάκονο Ἀλέξιο
Ἀριστηνό, τόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας Θεόδωρο Βαλσαμῶνα καί τόν Ἅγιο
Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη.
Μάλιστα, στό Πηδάλιο οἱ συγγράφεις του χρησιμοποιοῦν μιά πρωτοποριακή
πρακτική γιά τήν ἐποχή του: θέτουν τό πρωτότυπο τοῦ κάθε κανόνα, μετά
μιά ἀπόδοσή του σέ ἁπλή γλώσσα καί ἔπειτα προβαίνουν σέ ἑρμηνεία καί
σχολιασμό του, προβάλλοντας μάλιστα καί τήν τυχόν συμφωνία του μέ
ἄλλους κανόνες. Ὁ σκοπός τῆς μεθόδου αὐτῆς εἶναι ξεκάθαρος καί
ἐξηγεῖται ἀπό τούς ἴδιους τούς συγγραφεῖς: «ἠθελήσαμεν διά τῆς παρούσης
βίβλου νά ὠφελήσωμεν ἐνταυτῷ καί τούς ἐλλογίμους καί σοφούς, καί τούς
ἁπλοϊκούς καί ἀσόφους»12. Μιά παρατήρηση μόνο γιά τό κείμενο τοῦ
Πηδάλιου, ὅτι ὁ Ἱερομόναχος Θεοδώρητος “ὁ ἐξ Ἰωαννίνων”, ἐπιστάτης τῆς
ἔκδοσης τῆς Λειψίας στά 1800, «προέβη αὐτοβούλως καί αὐθαιρέτως, ἄνευ
τῆς γνώμης τῶν συντακτῶν αὐτοῦ, εἰς προσθήκας εἰς τό Πηδάλιον,
διατυπώσας ἐν ταῖς προσθήκαις ταύταις ἰδίας γνώμας καί ἀπόψεις ἐπί
διαφόρων θεολογικῶν, ἐκκλησιαστικῶν καί ἱστορικῶν θεμάτων»13, γεγονός
πού λύπησε βαθύτατα τόν Νικόδημο.
Ἰδιαίτερα χρηστικό ἔργο εἶναι τό “΢ύνταγμα” τῶν Ράλλη-Ποτλῆ, ἀφοῦ μετά
τήν παράθεση κάθε κανόνα, στό πρωτότυπο ἀκολουθεῖ ἡ παράθεση τῆς
ἑρμηνείας τῶν Ζωναρᾶ, Βαλσαμῶνα καί Ἀριστηνοῦ, ὁπότε ἔχουμε ἄμεση
πρόσβαση στίς ἑρμηνεῖες αὐτῶν τῶν μεγάλων κανονολόγων.
Εἶναι σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι ἡ ἑρμηνεία καί ἐφαρμογή τῶν κανόνων
γίνεται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί διά τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἄλλωστε εἶναι ὁ
αὐθεντικότερος ἑρμηνευτής καί ἐκείνη πού τούς δημιούργησε14.

7. Σκοπός καί ἐφαρμογή τῶν ἱερῶν κανόνων στήν ἐξομολόγηση

11
Κύριος σκοπός τῆς ἐξομολόγησης εἶναι ἡ ἀνόρθωση ἀπό τήν πτώση, ὁ
καθαρισμός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ ἐπιστροφή του στό Φριστό,
στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ΢εβασμιώτατος ΢ισανίου καί ΢ιατίστης κ.
Παῦλος θέτει τό θέμα στήν ὀρθή του βάση: «ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου δέν
εἶναι ἕνα ἀτομικό γεγονός. Εἶναι κάτι πού πραγματικά πληγώνει τό σῶμα
τοῦ Φριστοῦ. Καί μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, ἡ προσπάθεια
εἶναι νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀποκατάσταση τῶν ἀδελφῶν μου στό σῶμα τοῦ
Φριστοῦ, στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στήν μεταξύ ἀδελφῶν κοινωνία»15. Γι
αὐτό καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στόν 6ο Κανόνα του ὁμιλεῖ περί τῆς
ἁμαρτίας τῆς κλοπῆς καί γιά τό ληστή πού μετανοεῖ «δί ἐξαγορεύσεως τό
πλημμέλημα ἐαυτοῦ τῷ ἱερεῖ φανερώσας< εἰ διά μεταμελείας πρός τήν
Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ἐπαναγάγοι». Ἀλλά καί ὁ Θεόφιλος Ἀλεξανδρείας
στόν 14ο Κανόνα του μετά τήν ἀποβολή τῆς ἀδικίας καί τήν μετάνοια τῆς
ἁμαρτωλῆς, ὁρίζει γι’ αὐτήν «μετά τῶν λαῶν συνάγεσθαι».
Ἡ ἁμαρτία εἶναι “ἀρρώστημα” καί “νόσος” κατά τόν 102 κανόνα τῆς
Πενθέκτης: «οὐ γάρ ἁπλή τῆς ἁμαρτίας ἡ νόσος, ἀλλά ποικίλη καί
πολυειδής, καί πολλάς τῆς βλάβης τάς παραφυάδας βλαστάνουσα, ἐξ ὧν τό
κακόν ἐπί πολύ διαχεῖται, καί πρόσω βαίνει, μέχρις ἄν σταίη τῇ δυνάμει τοῦ
θεραπεύοντος»16. Εἶναι ἀρρώστια, λοιπόν, καί μάλιστα ὄχι ἁπλή ἀλλά
πολύμορφη καί πολλῶν εἰδῶν, μέ πολλές παραφυάδες πού προκαλοῦν
βλάβη. Σό ἴδιο τονίζει καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης στόν πρῶτο του
κανόνα, ὅπου ἀποκαλεῖ τήν ἁμαρτία «ἀρρώστημα ψυχικόν» πού διακρίνεται
γιά τήν ποικιλία καί τήν πολυμορφία του. Πέρα ἀπό νόσημα πού ζητᾶ τήν
ἴασή του, κατά τόν Γρηγόριο Νύσσης «πτῶσις δέ ἐστιν ἡ ἁμαρτία, ἀνάστασις
δέ ἡ ἐκ τοῦ πτώματος τῆς ἁμαρτίας ἀνόρθωσις», ἡ ὁποία νεκρώνει τόν
ἄνθρωπο καί ἀποξενώνει ἀπό τήν σώζουσα ἐλπίδα17.
Πῶς ὅμως ἐπέρχεται ἡ ἀνόρθωση ἀπό τήν πτώση, ἡ ἴαση ἀπό τήν ἀρρώστια;
Ὅπως θά πεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος στόν 3ο κανόνα: «καθόλου δέ ἀληθέστερον
ἐστιν ἴαμα ἡ τῆς ἁμαρτίας ἀναχώρησις». ΢υνεπῶς ἡ ἴαση γιά νά ἔρθει,
χρειάζεται ἀρχικά τήν ἐπίγνωση τῆς κατάστασης τῆς ἁμαρτίας καί ἔπειτα
τήν ἀναχώρηση ἀπό αὐτή· μέ ἄλλα λόγια, χρειάζεται τή μετάνοια, τήν
ἐπιστροφή στόν οἶκο τοῦ Πατρός, στό Φριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἀληθινός
“ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν” πού προσφέρει τή γιατρειά, τήν
ὄντως ζωή καθώς εἶπε: «oὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες ἰατροῦ, ἀλλ' οἱ
κακῶς ἔχοντες· οὐκ ἐλήλυθα καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς

12
μετάνοιαν»18, γι’ αὐτό καί ἐμεῖς «ἐάν ὁμολογῶμεν τάς ἁμαρτίας ἡμῶν,
πιστός ἐστι καί δίκαιος» ὁ Κύριος «ἀφῇ ἡμῖν τάς ἁμαρτίας καί καθαρίσῃ
ἡμᾶς ἀπό πάσης ἀδικίας»19.
Ἡ ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας μπορεῖ καί νά παραμείνει ἀνίατος καί νά
ὁδηγήσει στό θάνατο, ὅταν ὑπάρχει ἀμετανοησία. Ὁ 5ος κανόνας τῆς
ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς ΢υνόδου μᾶς μιλᾷ πραγματικά ὡς ἄλλο Εὐαγγέλιο:
«Ἁμαρτία πρός θάνατον ἐστιν, ὅταν τινές ἁμαρτάνοντες, ἀδιόρθωτοι
μένωσι. Σό δέ τούτου χεῖρον, ἐάν καί τραχηλιῶντες κατεξανίστανται τῆς
εὐσεβείας, καί τῆς ἀληθείας, προτιμώμενοι τόν Μαμωνᾶν τῆς τοῦ Θεοῦ
ὑπακοῆς, καί τῶν κανονικῶν αὐτοῦ διατάξεων μή ἀντεχόμενοι. Ἐν τούτοις
οὐκ ἔστι Κύριος ὁ Θεός, εἰ μήπου ταπεινωθέντες, τοῦ ἰδίου σφάλματος
ἀνανήψωσι· χρή γάρ μᾶλλον αὐτούς προσέρχεσθαι τῷ Θεῷ, καί μετά
συντετριμμένης καρδίας τήν ἄφεσιν τούτου τοῦ ἁμαρτήματος, καί τήν
συγχώρησιν αἰτεῖσθαι, οὐχί ἐναβρύνεσθαι τῇ ἀθέσμῳ δόσει. Ἐγγύς γάρ
Κύριος τοῖς συντετριμμένοις τῇ καρδίᾳ».
Ἡ Ἐκκλησία μας μέ τή διδασκαλία τοῦ Φριστοῦ, τήν Ἁγία Γραφή καί τούς
ἱερούς κανόνες προτείνει καί ὁριοθετεῖ τόν ἀσφαλῆ δρόμο τῆς θέωσης. Οἱ
κανόνες κυρίως παιδαγωγοῦν καταδεικνύοντας ποιά εἶναι ἡ αὐθεντική
βίωση τοῦ Εὐαγγελίου, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο πορεύεται τό ΢ῶμα τῆς
Ἐκκλησίας. ΢υνεπῶς οἱ κανόνες τίθενται στόν βίο τῆς Ἐκκλησίας πρός «τοῦ
χριστιανικωτάτου ποιμνίου οἰκοδομήν καί ἀσφάλειαν», κατά τόν 1ο Κανόνα
τῆς Πενθέκτης. Πολύς κόσμος νομίζει ὅτι ὅλοι οἱ κανόνες μιλοῦν περί τῶν
διαφόρων ἁμαρτημάτων καί ὁρίζουν σέ κάθε περίπτωση ἐπιτίμια. Αὐτό δέν
εἶναι ἀληθές καί μπορεῖ κανείς νά τό ἀντιληφθεῖ μέ τή μελέτη τους.
΢υνεπῶς στά πλαίσια τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης οἱ Ἱεροί Κανόνες
ἐφαρμόζονται γιά νά ἐπιλυθοῦν ἀπορίες, γιά νά συμβουλεύσουμε καί νά
καθοδηγήσουμε, γιά νά δοθεῖ ἡ ὀρθή μαρτυρία τοῦ κοινοῦ βιώματος τοῦ
΢ώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά συμπορευθοῦμε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
΢υνάμα, οἱ Ἱεροί Κανόνες ἀφενός βοηθοῦν ὡς διαγνωστικά μέσα στό νά
ἐντοπιστεῖ στόν ἐξομολογούμενο ἡ νόσος τῆς ἁμαρτίας, ἡ φύση της, τά αἴτιά
της, καί ἀφετέρου χρησιμοποιοῦνται ὡς φάρμακα πού ὁδηγοῦν στή
θεραπεία.

8. Ἀκρίβεια καί Οἰκονομία

13
Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Ἱεροί Κανόνες ἐφαρμόζονται εἴτε “κατ’ ἀκρίβειαν” εἴτε
“κατ΄ οἰκονομίαν”. ΢τό Κανονικό Δίκαιο δίνουμε τόν ὁρισμό ὅτι εἶναι οἱ δύο
δρόμοι χρήσης τῶν ἱερῶν κανόνων· καί οἱ δύο ἔχουν ὡς σκοπό τή σωτηρία.
“Ἀκρίβεια” εἶναι ἡ πιστή καί ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῶν ἱερῶν κανόνων.
“Οἰκονομία” εἶναι ἡ, κατά περίπτωση, προσωρινή ἀναστολή ἤ παράκαμψη
κάποιου κανόνα, μέ σκοπό τήν ψυχική ὠφέλεια καί τή σωτηρία. Ἡ
“οἰκονομία” στήν Ἐκκλησία δέν ἀφορᾷ στά δόγματα, δέ δημιουργεῖ
τετελεσμένα καί δέν ἀντικαθιστᾷ τήν ἀκρίβεια. Γι’ αὐτό ἄλλωστε ἡ
Ἐκκλησία κινεῖται μεταξύ τῆς ἀκρίβειας καί τῆς οἰκονομίας ἀνάλογα μέ τίς
ἑκάστοτε ἀνάγκες καί συνθῆκες. Ἡ πραγματικότητα αὐτή ἐξασφαλίζει τήν
ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποκλείει τόν ἐγκλωβισμό της σέ
ὁποιαδήποτε νομικά σχήματα.
Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο ἀναγνωρίζει ἀλλά
καί ὁρίζει τούς δύο αὐτούς δρόμους ὡς πρόσφορους γιά τή σωτηρία.
Προτάσσει βέβαια πάντα τήν ἀκρίβεια καί ἔπειτα τήν οἰκονομία. Ἄς
ἀφήσουμε ὅμως τούς ἴδιους τους κανόνες νά μιλήσουν γιά τό περιεχόμενο
τῆς “ἀκρίβειας” καί τῆς “οἰκονομίας”, ἄς δοῦμε τί κελεύουν. Ὁ Μέγας
Βασίλειος στόν 3ο του Κανόνα λέγει ὅτι: «ἀμφότερα τοίνυν εἰδέναι ἡμᾶς δεῖ,
καί τά τῆς ἀκριβείας καί τά τῆς συνηθείας, ἐπεσθαι δέ ἐπί τῶν μή
καταδεξαμένων τήν ἀκρότητα τῷ παραδοθέντι τύπῳ». Μέ τόν ὅρο
“συνήθεια” ἐννοοῦμε τήν οἰκονομία. ΢χολιάζοντας ὁ Ζωναρᾶς τόν κανόνα
σημειώνει: «δεῖ δέ τούς τῶν ψυχῶν οἰκονόμους ἀμφότερα εἰδέναι, καί τά τῆς
ἀκριβείας, καί τά τῆς συνηθείας· καί εἰ μέν οἱ ἁμαρτήσαντες καταδέχοιντο
τά τῆς συνηθείας, κατ’ ἐκείνην οἰκονομεῖσθαι αὐτούς· εἰ δέ σκληρύνονται
πρός τήν ἀκρότητα, ἤτοι πρός τήν ἄκραν ἀκρίβειαν, ἐπεσθαι τότε τῷ
παραδοθέντι τύπῳ, τῇ συνηθείᾳ δηλονότι».
Ἐκεῖ, ὅμως, πού ἀποκαλύπτεται ἡ χρήση τῶν δυό αὐτῶν δρόμων καί
ἰδιαίτερά τό ἴδιο τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, εἶναι στόν περίφημο 102ο
Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς ΢υνόδου, ὁ ὁποῖος μέ ὅρους ἰατρικούς
προβάλλει τό πῶς γίνεται ἡ θεραπεία τῆς ἁμαρτίας. Γιά διδακτικούς λόγους
θά χωρίσουμε τόν κανόνα σέ τέσσερα τμήματα:
ΠΡΩΣΟΝ: «Δεῖ δέ τούς ἐξουσίαν λύειν καί δεσμεῖν παρά Θεοῦ λαβόντας,
σκοπεῖν τήν τῆς ἁμαρτίας ποιότητα, καί τήν τοῦ ἡμαρτηκότος πρός
ἐπιστροφήν ἑτοιμότητα, καί οὕτω κατάλληλον τήν θεραπείαν προσάγειν τῷ
ἀρρωστήματι, ἵνα μή, τῇ ἀμετρίᾳ καθ' ἑκάτερον χρώμενος, ἀποσφαλείη

14
πρός τήν σωτηρίαν τοῦ κάμνοντας. Οὐ γάρ ἁπλή τῆς ἁμαρτίας ἡ νόσος,
ἀλλά ποικίλη καί πολυειδής, καί πολλάς τῆς βλάβης τάς παραφυάδας
βλαστάνουσα, ἐξ ὧν τό κακόν ἐπί πολύ διαχεῖται, καί πρόσω βαίνει, μέχρις
ἄν σταίη τῇ δυνάμει τοῦ θεραπεύοντος».
Ὁ κανόνας ἀπευθύνεται συμβουλευτικά σέ ἐκείνους πού ἔχουν τήν ἐξουσία
τοῦ “λύειν καί δεσμεῖν”. Ποιοί εἶναι ὅμως ἐκεῖνοι πού ἔχουν αὐτήν τήν
ἐξουσία; Ἄν ἀνατρέξουμε στά Εὐαγγέλια, θά δοῦμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Φριστός
ἀπευθυνόμενος στούς Ἀποστόλους λέγει: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐάν δήσητε
ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς,
ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ»20 καί μετά τήν Ἀνάστασή Σου «ἐνεφύσησε
καί λέγει αὐτοῖς· Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινῶν ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας,
ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινῶν κρατῆτε, κεκράτηνται»21. Αὐτοί οἱ λόγοι δέν εἶναι
παρά κάποιοι ἀπό τούς λεγόμενους ἱδρυτικούς τοῦ μυστηρίου τῆς
ἐξομολογήσεως καί καταδεικνύουν τούς ἀπόστολους τοῦ Φριστοῦ, καί
συνεπῶς τήν Ἐκκλησία καί τούς διάδοχους τους σέ Αὐτή, ἐπίσκοπους καί
ἱερεῖς πού στό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου τους τελοῦν τό μυστήριο τῆς μετανοίας.
Αὐτοί ἔχουν λοιπόν τήν ἐξουσία αὐτή ἄνωθεν, ἀπό τό Θεό καί ἄρα τό θεῖο
διακόνημα ὡς ἄλλοι ἰατροί:
α) νά ἐντοπίζουν τό νόσημα, τήν ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας πού εἶναι
πολυποίκιλη καί πολύμορφη καί βγάζει παραφυάδες ἐκεῖ πού δέν τό
περιμένει κανείς. Παρουσιάζει, θά λέγαμε, ἐπιπλοκές καί μεταστάσεις,
β) νά διαπιστώνουν τήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ἄν ἔχει ἐπίγνωση καί ἄν
ἐπιθυμεῖ τήν ἴασή του, τήν ἐπιστροφή σέ ὑγιαίνουσα κατάσταση,
γ) νά προσφέρουν κατάλληλη θεραπεία μέ φάρμακα πού θά σταματήσουν
τή βλάβη καί τό κακό. Αὐτή ἡ θεραπεία πρέπει νά χορηγηθεῖ μέ προσοχή,
νά μή γίνει λάθος σέ σχέση μέ τή σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ, δηλαδή μέ τή
ζωή του, χρησιμοποιώντας μέσο δυσανάλογο στόν καθένα, δηλαδή
φάρμακα πού ἀντί νά βοηθήσουν, θά χειροτερεύσουν τήν κατάσταση τοῦ
ἀσθενοῦς καί θά τόν ὁδηγήσουν στήν ἀπώλεια.
ΔΕΤΣΕΡΟΝ: «Ὥστε τόν τήν ἰατρικήν ἐν Πνεύματι ἐπιστήμην
ἐπιδεικνύμενον, πρότερον χρή τήν τοῦ ἡμαρτηκότος διάθεσιν
ἐπισκέπτεσθαι, καί εἴτε πρός τήν ὑγείαν νεύει, ἤ τοὐναντίον, διά τῶν
οἰκείων τρόπων προσκαλεῖται καθ’ ἐαυτοῦ τό ἀρρώστημα, ἐφορᾶν, ὅπως τέ
τῆς ἐν τῷ μεταξύ προνοεῖται ἀναστροφῆς, καί εἰ μή τῷ τεχνίτῃ ἀντιπαλαίει,

15
καί τό τῆς ψυχῆς ἕλκος διά τῆς τῶν ἐπιτιθεμένων φαρμάκων αὐξάνει
προσαγωγῆς, καί οὕτω τόν ἔλεον κατ' ἀξίαν ἐπιμετρεῖν».
Ἐκεῖνοι πού ἀσκοῦν τήν ἐξουσία τοῦ “λύειν καί δεσμεῖν”, οὐσιαστικά εἶναι
γιατροί πού ἀσκοῦν ὄχι τή συμβατική ἰατρική ἐπιστήμη ἀλλά ἐκείνη τῆς
θείας χάριτος πού ἐνεργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὡς ἰατροί πρέπει νά εἶναι
προσεκτικοί μέ τόν ἀσθενή τους· πέρα ἀπό τήν ὀρθή διάγνωση καί τόν
ἀκριβῆ ἐντοπισμό τοῦ τραύματος, πρέπει μετά νά παρακολουθεῖ τήν πορεία
τῆς ὑγείας του, ὥστε νά ἀντιληφθεῖ τήν πρόοδο, τήν ἀποτελεσματικότητα ἤ
τήν ἀποτυχία τῆς θεραπείας πού γίνεται ὄχι γενικά ἀλλά εἰδικά καί
ἀκριβῶς πάνω στήν κάθε μιά πληγή. Γιατί κάποιες φορές τά φάρμακα εἴτε
δέν ἐπιδροῦν στόν ἀσθενῆ, εἴτε ἔχουν παρενέργειες καί ἀντί νά ὠφελοῦν,
κάνουν περισσότερη ζημία.
ΣΡΙΣΟΝ: «Πᾶς γάρ λόγος Θεῷ καί τῷ τήν ποιμαντικήν ἐγχειρισθέντι
ἡγεμονίαν, τό πλανώμενον πρόβατον ἐπαναγαγεῖν, καί τρωθέν ὑπό τοῦ
ὄφεως ἐξιάσασθαι, καί μήτε κατά κρημνῶν ὠθῆσαι τῆς ἀπογνώσεως, μήτε
τόν χαλινόν ὑπενδοῦναι πρός τήν τοῦ βίου ἔκλυσιν τέ καί καταφρόνησιν·
ἀλλ’ ἑνί γέ τρόπῳ πάντως, εἴτε διά τῶν αὐστηροτέρων τέ καί στυφόντων,
εἴτε διά τῶν ἁπαλωτέρων τέ καί πραοτέρων φαρμάκων, κατά τοῦ πάθους
στῆναι, καί πρός συνούλωσιν τοῦ ἕλκους ἀνταγωνίσασθαι, τούς τῆς
μετανοίας καρπούς δοκιμάζοντι, καί οἰκονομοῦντι σοφῶς τόν πρός τήν ἄνω
λαμπροφορίαν καλούμενον ἄνθρωπον».
Ὁ σκοπός τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί ἐκείνου πού λειτουργεῖ ἐξ ὀνόματός Σου,
ἐκείνου πού ἔχει τήν ἐξουσίαν “λύειν καί δεσμεῖν”, πού ἀσκεῖ «τήν ἰατρικήν
ἐν Πνεύματι ἐπιστήμην» καί ἔχει τήν «ποιμαντική ἡγεμονία», εἶναι νά
φέρουν πίσω καί νά γιατρέψουν τό πλανημένο πρόβατο. Αὐτό εἶναι τό
αἰωνίως ζητούμενο τῆς Ἐκκλησίας, γιά τό ὁποῖο ἦλθε «ὁ Τἱός τοῦ ἀνθρώπου
ζητῆσαι σῶσαι τό ἀπολωλός»22. Ὁ σκοπός λοιπόν τῶν κανόνων εἶναι
θεραπευτικός καί σωτηριολογικός. Καί πρός τοῦτο ὁ ἰατρός καί ποιμένας
πρέπει νά εἶναι ἰδιαίτερα προσεκτικός, γιατί στήν προσπάθειά του αὐτή
μπορεῖ νά ἔχει ἀντίθετα ἀποτελέσματα, μπορεῖ εἴτε νά σπρώξει τόν
ἄνθρωπο στόν γκρεμό τῆς ἀπόγνωσης εἴτε ἀφήνοντάς του τό χαλινάρι, νά
καταστεῖ ἀχαλίνωτος καί ἔκλυτος ὁ βίος του.
Ἔχει μεγάλη εὐθύνη ὁ πνευματικός, γι αὐτό καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος λέγει
γιά ἐκείνους πού λειτουργοῦν τήν ἱερωσύνη τοῦ Φριστοῦ: «καθαρθῆναι δεῖ
πρῶτον καί εἶτα καθᾶραι· σοφισθῆναι, καί οὕτω σοφίσαι· γενέσθαι φῶς, καί

16
φωτίσαι· ἐγγίσαι Θεῷ, καί προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι, καί ἁγιάσαι·
χειραγωγῆσαι μετά χειρῶν, συμβουλεῦσαι μετά συνέσεως»23. Οἱ ἱερεῖς, στό
μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης, ὁμοιάζουν μέ τούς γιατρούς, στῶν ὁποίων τά
χέρια βρίσκεται ἡ ζωή τῶν ἀσθενῶν καί συνεπῶς πρέπει νά ἔχουν ἀγάπη,
διάκριση, φωτισμό, γνώση καί ἐμπειρία, γιά νά τόν θεραπεύσουν καί ὄχι νά
τοῦ προκαλέσουν ζημία. Ἔτσι καί ὁ κάθε ἕνας πνευματικός ἔχει, σέ μεγάλο
βαθμό, εὐθύνη γιά τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, τόσο γιά τήν παροῦσα ὅσο καί γιά
τή μέλλουσα καί αἰώνια. Γι αὐτό καί πρέπει μέ κάποιο τρόπο νά γιατρέψει ὁ
πνευματικός τόν ἁμαρτωλό εἴτε μέ τά σκληρότερα καί πιό πικρά φάρμακα,
εἴτε μέ τά πιό ἁπαλά καί μαλακά. Πρέπει νά προβεῖ στήν κατάλληλη
θεραπεία ἐφαρμόζοντας ἐκεῖνο τό ὁποῖο εἶναι καλύτερο γιά τήν κάθε μιά
περίπτωση. Ὅπως ὁ γιατρός πού ὕστερα ἀπό ἐπισταμένη διάγνωση
λαμβάνει ὑπόψη του τό συγκεκριμένο ἀσθενῆ πού ἔχει μπροστά του, μέ τίς
ἰδιαίτερες δυνατότητες καί ἀδυναμίες του, μέ τίς τυχόν χρόνιες παθήσεις, μέ
τό συγκεκριμένο ἰατρικό ἱστορικό καί δέ δίνει τά ἴδια φάρμακα καί τήν ἴδια
δοσολογία στούς ἀσθενεῖς του γιά τήν ἴδια μάλιστα πάθηση, ἔτσι καί ὁ
πνευματικός ὀφείλει νά κάνει διάγνωση γιά τό συγκεκριμένο πρόσωπο, τοῦ
ὁποίου ἔχει τήν εὐθύνη, νά ἐξετάζει ἀκριβῶς τή φύση τῆς ἁμαρτίας καί τή
γενικότερη κατάστασή του, τίς δυνατότητες καί ἀδυναμίες του, τίς ἰδιαίτερες
συνθῆκες καί καταστάσεις καί νά δίδει τά κατάλληλα φάρμακα.
Ἀκόμα, ὅπως ὁ ἰατρός παρακολουθεῖ τήν πορεία τῆς ὑγείας ἑνός ἀσθενοῦς,
γιά νά δεῖ ἄν ὄντως ἡ ἀγωγή ἔχει καλά ἀποτελέσματα ἤ χρειάζεται ἄλλη
ἀντιμετώπιση, ἄλλη ἀγωγή καί δοσολογία, ἔτσι καί ὁ πνευματικός πρέπει
νά ἀγωνίζεται γιά νά ἐπουλωθεῖ ἡ πληγή τῆς ἁμαρτίας. Ὀφείλει νά
δοκιμάζει τόν ἄνθρωπο, ἄν βελτιώνεται ἡ πνευματική του ὑγεία, ἄν εἶναι
στάσιμη ἤ ἄν χειροτερεύει καί ἔτσι νά διαμορφώνει ἀνάλογα τή θεραπεία,
δοκιμάζοντας τούς καρπούς τῆς μετανοίας, ἄν ὑπάρχουν, καί ἔτσι νά ὁδηγεῖ
ἀπό κοντά, ἀπό τό χέρι τόν ἐξομολογούμενο στήν οὐράνια Βασιλεία. Σό ἴδιο
λέγει καί ὁ Μέγας Βασίλειος· συγκεκριμένα, στόν 5ο κανόνα του ἀναφέρει
ὅτι πρέπει νά δοκιμάζονται «εἰ ἀληθινήν ἐπιδείκνυνται μετάνοιαν καί εἰ
τούς καρπούς ἔχουσι μαρτυροῦντας τῇ πρός τό σωθῆναι σπουδῇ».
ΣΕΣΑΡΣΟΝ: «Ἀμφότερα τοίνυν εἰδέναι ἡμᾶς χρή, καί τά τῆς ἀκριβείας, καί
τά τῆς συνηθείας· ἕπεσθαι δέ, ἐπί τῶν μή καταδεξαμένων τήν ἀκρότητα, τῷ
παραδοθέντι τύπῳ, καθώς ὁ ἱερός ἡμᾶς ἐκδιδάσκει Βασίλειος».

17
Ποιά εἶναι τά σκληρότερα καί καμιά φορά πικρά φάρμακα τῆς θεραπείας
καί ποιά τά πιό μαλακά; Σά μέν εἶναι τά φάρμακα τῆς κατ’ ἀκρίβειαν καί τά
δέ τῆς κατ΄ οἰκονομίαν ἐφαρμογῆς τῶν κανόνων. Καί τά δυό πρέπει νά τά
γνωρίζουμε καί ἄρα νά τά ἐφαρμόζουμε καί ὅπου ἡ ἀκρίβεια δέ βοηθᾷ τόν
ἄνθρωπο, νά ἐφαρμόζουμε τήν οἰκονομία, ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρει ὁ Μέγας
Βασίλειος στόν 3ο Κανόνα του: «ἀμφότερα τοίνυν εἰδέναι ἡμᾶς δεῖ, καί τά
τῆς ἀκριβείας καί τά τῆς συνηθείας, ἕπεσθαι δέ ἐπί τῶν μή καταδεξαμένων
τήν ἀκρότητα τῷ παραδοθέντι τύπῳ». Ἡ Ἐκκλησία δέν κάνει τίποτε ἄλλο
παρά νά ἐφαρμόζει τό εὐαγγελικό: «Σό σάββατον διά τόν ἄνθρωπον
ἐγένετο, οὔχ ὁ ἄνθρωπος διά τό σάββατον»24. ΢έ αὐτή τήν προοπτική ὁ
Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς ἔλεγε: «ἐγώ γιά τή διαφύλαξη τῶν ἱερῶν
κανόνων εἶμαι πρόθυμος νά θυσιάσω τή ζωή μου, ἀλλά παράλληλα γιά τή
σωτηρία ἑνός ἀνθρώπου θυσιάζω ὅλους τούς κανόνες»25.
Ὁ Ζωναρᾶς σχολιάζοντας τόν 102 κανόνα ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ πνευματικός
ἰατρός πρέπει: «ἐλαφρύνειν τῷ μικροψύχῳ τήν ἐπιτίμησιν, βαρύνει δέ τῷ
μεγαλοψύχῳ αὐτήν»26. Πραγματικά, ἡ ἔννοια τῆς οἰκονομίας γιά πολύ
κόσμο συνδέεται μέ τήν ἐλάφρυνση ἀπό τόν κανόνα, μέ τήν ἔκπτωση θά
λέγαμε πρός τά κάτω, ἐνῷ οὐσιαστικά ἡ οἰκονομία μπορεῖ νά εἶναι καί
αὔξηση τοῦ κανόνα, ἐπιβάρυνση τοῦ ἐπιτιμίου, ἄν αὐτό ἀπαιτεῖται πρός
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γι΄ αὐτό καί εἴπαμε στόν ὁρισμό ὅτι ἡ οἰκονομία
εἶναι ἡ κατά περίπτωση, προσωρινή ἀναστολή ἤ παράκαμψη κάποιου
κανόνα μέ σκοπό τήν ψυχική ὠφέλεια καί τή σωτηρία.

9. Τά ἐπιτίμια καί ἡ χρήση τους


Μέ βάση τήν παραπάνω ἀνάλυση τοῦ τί εἶναι ἀκρίβεια καί τί οἰκονομία,
μποροῦμε νά δοῦμε τήν ἐφαρμογή τῶν κανόνων ἀλλά καί τῶν ἐπιτιμίων
στά πλαίσια τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐξομολόγησης. Σά ἐπιτίμια πού ἐπιβάλλουν
οἱ Ἱεροί Κανόνες δέν εἶναι ποινές μέ τή νομική ἔννοια τοῦ πράγματος, ἀλλά
εἶναι μέσα ποιμαντικά καί παιδαγωγίας σέ δυό ἐπίπεδα. Ἀφενός μᾶς
καταδεικνύουν τό μέγεθος τοῦ σφάλματος, τῆς ἁμαρτίας καί ἔτσι
λειτουργοῦν ἀποτρεπτικά, καί ἀφετέρου εἶναι τρόποι θεραπείας, φάρμακα,
γιά νά ἔρθει σέ ἐπίγνωση ὁ ἁμαρτήσας πιστός, κληρικός ἤ λαϊκός, ὥστε νά
συναισθανθεῖ τήν κατάστασή τῆς ἁμαρτίας, νά ἔρθει σέ ἐπίγνωση καί
συναίσθηση τῶν “οἰκείων πλημμελημάτων” καί τελικά νά ὁδηγηθεῖ στή
μετάνοια καί στήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μακαριστός Ἡγούμενος τῆς

18
Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου π. Γεώργιος Καψάνης γράφει πολύ σωστά ὅτι «τά
ἐπιτίμια εἶναι μέσα ἀποσκοποῦντα εἰς τήν καθοδήγησιν τοῦ ἁμαρτωλοῦ
πρός μετάνοιαν καί ἐνίσχυσιν τῆς βουλήσεως αὐτοῦ εἰς τήν ἐπιτέλεσιν τοῦ
ἁγίου θελήματος τοῦ Κυρίου»27. Ὁ 2ος κανόνας τῆς Λαοδικείας μᾶς διασώζει
αὐτήν ἀκριβῶς τήν προοπτική: «Περὶ τοῦ τοὺς ἐξαμαρτάνοντας ἐν
διαφόροις πταίσμασι, καὶ προσκαρτεροῦντας τῇ προσευχῇ τῆς
εξομολογήσεως καὶ μετανοίας, καὶ τὴν ἀποστροφὴν τῶν κακῶν τελείαν
ποιουμένους, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τοῦ πταίσματος, καιροῦ μετανοίας
δοθέντος τοῖς τοιούτοις, διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς καὶ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ
προσάγεσθαι τῇ κοινωνίᾳ».. Ὁ “καιρός μετανοίας” στούς Ἱερούς Κανόνες
εἶναι ὁ καιρός πού ὁ ἐξομολογούμενος βρίσκεται σέ ἐπιτίμιο.
Ἐδῶ δέ θά ἀναφερθοῦμε τόσο στά ἐπιτίμια τῶν κληρικῶν ἤ μοναχῶν, τά
ὁποῖα πολλές φορές ξεφεύγουν ἀπό τό ἐπίπεδο τῆς ἐξομολόγησης καί ἐν
πολλοῖς μπορεῖ νά γίνουν ἀντικείμενο κρίσης καί ἀπόφασης ἀπό τόν οἰκεῖο
ἐπίσκοπο, τήν ἐκκλησιαστική δικαιοσύνη καί τή σύνοδο. Οἱ Κανόνες τῆς
Ἐκκλησίας γιά τούς λαϊκούς κάνουν κυρίως χρήση τοῦ ἐπιτιμίου τοῦ
ἀφορισμοῦ, τῆς ἀποχῆς ἀπό τή Θεία Εὐχαριστία καί ἄρα ἀπό τό σῶμα τῆς
Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας28. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό «Ἐξομολογητάριον»
προσπαθεῖ νά ἐξηγήσει, γιατί αὐτό καί ὄχι ἄλλου εἴδους ἐπιτίμιο: «ἡ αἰτία,
ὁπού ἐδιόρισαν οἱ Πατέρες εἰς τούς ἁμαρτήσαντας διά ἐπιτίμιον τήν ἀποχήν
τῆς Κοινωνίας μόνη εἶναι, ὡς νομίζω, διατί οἱ τότε Φριστιανοί εἶχαν τόσην
ἀγάπην νά μεταλαμβάνουν, ὥστε ὁπού ἐλογίαζαν μεγαλωτάτην ζημίαν, τό
νά ὑστερηθοῦν τῆς Κοινωνίας. Διά τοῦτο καί οἱ τότε Πατέρες δέν εὑρήκαν
ἄλλον τί, διά νά τούς ἐμποδίσουν ἀπό τήν ἁμαρτίαν παρά τήν ἀποχήν τῆς
Κοινωνίας»29.
΢τούς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας «ὑπῆρχαν οἱ τάξεις τῶν
μετανοούντων (τῶν προσκλαιόντων, τῶν ἀκροομένων, τῶν ὑποπιπτόντων ἤ
γονυκλινόντων καί τῶν συνισταμένων), οἱ ὁποῖοι παρακαλοῦσαν τούς
χριστιανούς νά δεηθοῦν καί γι΄ αὐτούς στόν Κύριο»30. Μετά τόν 6ο αἰῶνα καί
τήν καθιέρωση τῆς μυστικῆς ἐξομολόγησης στίς δευτερεύουσες πηγές τῶν
κανόνων ἀναδύουν καί ἄλλα ἐπιτίμια, ὅπως ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, οἱ
γονυκλισίες, ἡ ἐξαγορά αἰχμαλώτων, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἀνάγνωση
ψυχωφελῶν βιβλίων31.
Πάντως ὁ ἐξομολογούμενος πού βρίσκεται σέ κάποιο ἐπιτίμιο πρέπει νά
ἐξετάζεται ἀπό τόν πνευματικό, γιά νά γίνει ἀντιληπτό, ἄν ἔχει

19
ἀποτέλεσμα τό ἐπιτίμιο καί ἄν ὑπάρχουν καρποί μετανοίας. Δέν κρίνεται
τόσο ὁ χρόνος τῆς μετάνοιας ἀλλά ὁ τρόπος τῆς μετάνοιας, ὅπως μᾶς λέγει
ὁ Μέγας Βασίλειος στόν 74ο Κανόνα του: «ὥστε τούς καρπούς δοκιμάζεσθαι
τῆς μετανοίας· οὐ γάρ πάντως τῷ χρόνῳ κρίνομεν τά τοιαῦτα, ἀλλά τῷ
τρόπῳ τῆς μετανοίας παρέχομεν». Ἄν γίνει φανερό ὅτι ὑπάρχει ἴαση,
μετάνοια δηλαδή, τότε καί ὁ χρόνος τοῦ ἐπιτιμίου μπορεῖ νά συντμηθεῖ:
«ἐπισκοποῦντος δηλαδή τοῦ οἰκονόμου ἐξ αὐτοῦ τοῦ βίου τήν ἰατρείαν τοῦ
θεραπευομένου, ὥστε συντεμεῖν τήν ἐκ τῶν κανόνων ὁρισθεῖσαν τοῦ
ἐπιτιμίου προθεσμίαν» κατά τόν 7ο Κανόνα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης.
Ἀντιστρόφως ἀνάλογη μπορεῖ νά εἶναι ἡ θέση τοῦ πνευματικοῦ, ὅταν
βλέπει ὅτι δέν ὑπάρχουν καρποί μετανοίας. Γενικότερα, ὅμως, ἰσχύει αὐτό
τό ὁποῖο κελεύει ὁ 12ος Κανόνας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς ΢υνόδου: «Ὅσοι μέν
γάρ φόβῳ, καί δάκρυσι, καί ὑπομονῇ, καί ἀγαθοεργίαις, τήν ἐπιστροφήν
ἔργῳ, καί οὐ σχήματι, ἐπιδείκνυνται, οὗτοι πληρώσαντες τόν χρόνον τόν
ὠρισμένον τῆς ἀκροάσεως, εἰκότως τῶν εὐχῶν κοινωνήσουσι, μετά τοῦ
ἐξεῖναι τῷ ἐπισκόπῳ καί φιλανθρωπότερον τί περί αὐτῶν βουλεύσασθαι.
Ὅσοι δέ ἀδιαφόρως ἤνεγκαν, καί τό σχῆμα τοῦ εἰσιέναι εἰς τήν ἐκκλησίαν
ἀρκεῖν ἐαυτοῖς ἡγήσαντο πρός τήν ἐπιστροφήν, ἐξ ἅπαντος πληρούτωσαν
τόν χρόνον».
Ἀδελφοί καί Πατέρες, οἱ Ἱεροί Κανόνες, θεσπίσθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία
γιά τήν Ἐκκλησία. Ὅσο κι ἄν φαίνεται δύσκολο, πρέπει νά τούς γνωρίσουμε,
γιά νά γίνουν προσωπικοί ὁδηγοί τῆς σωτηρίας μας ἀλλά καί γιά νά
ὁδηγήσουμε σέ αὐτήν τό ποίμνιο πού μᾶς ἐμπιστεύτηκε ἡ Ἐκκλησία. Ἄς
προσέξουμε δυό πράγματα, δυό πειρασμούς σέ σχέση μέ τούς Ἱερούς
Κανόνες· πρώτον, τήν πρόχειρη καί ἐπιφανειακή προσέγγιση καί χρήση
τους καί δεύτερον τίς σειρῆνες πού μιλοῦν γιά καιρικότητα, γιά
ἀνεφαρμόσιμους, γιά λαθεμένους Κανόνες καί ἄς ἐμπιστευθοῦμε τούς
Θεοφόρους Πατέρες πού τούς συνέταξαν, συνεπῶς ἄς ἐμπιστευθοῦμε τήν
Ἐκκλησία τοῦ Φριστοῦ. Καί ἄς φέρνουμε πάντα στό μυαλό μας τόν 52ο
Ἀποστολικό Κανόνα: «Εἰ τίς ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, τόν ἐπιστρέφοντα
ἀπό ἁμαρτίας οὐ προσδέχεται, ἀλλ' ἀποβάλλεται, καθαιρείσθω, ὅτι λυπεῖ
Φριστόν τόν εἰπόντα· Φαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ
μετανοοῦντι». ΢ᾶς εὐχαριστῶ.

20
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ἀγαπίου Ἱερομονάχου & Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ἔκδ.
Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 2003 (φωτ. ἀνατύπωση τῆς ἔκδ. 1864), σ. ιη΄.
2. Ῥωμ., 6, 14.
3. Γαλ., 3, 13.
4. Β΄ Σιμ., 3, 14.
5. Βλ. Ἰωάν., 6, 13.
6. 1/Z΄.
7. Πηδάλιον, ὅπ.π., σ. ιστ΄.
8. Παύλου Μενεβίσογλου (Μητροπολίτου ΢ουηδίας καί Πάσης
΢κανδιναβίας), Σό ΢ύνταγμα Ῥάλλη καί Ποτλῆ καί ἄλλαι ἐκδόσεις ἱερῶν
κανόνων κατά τόν 19ον καί 20όν αἰῶνα, ἔκδ. Ἐπέκταση, 2009, σ. 14.
9. Ἴδιο, σ. 154. Βλ. περί τῶν κανόνων αὐτῶν στήν κανονική συλλογή τοῦ
Πηδαλίου τό κεφάλαιο «Μή ἐπικυρωμένοι “κανόνες”», ἐν Παύλου
Μενεβίσογλου (Μητροπολίτου ΢ουηδίας καί Πάσης ΢κανδιναβίας), Σό
Πηδάλιον καί ἄλλαι ἐκδόσεις ἱερῶν κανόνων κατά τόν 18ον αἰῶνα, ἔκδ.
Ἐπέκταση, 2008, σ. 213 καί ἑξῆς.
10. Γρηγορίου Παπαθωμᾶ (Ἀρχιμανδρίτου), «Σρόποι ἐφαρμογῆς τῶν Ἱερῶν
Κανόνων στό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως», ἐν Ἵδρυμα
Ποιμαντικῆς Ἐπιμορφώσεως τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν,
Ἐξομολογητική, τό μυστήριο τῆς μετανοίας στήν ποιμαντική Θεολογία,
Ἀθήνα 2013, σ. 70.
11. Θεοδώρου Γιάγκου, «Σό Πηδάλιον σέ σχέση μέ παλαιότερες
νομοκανονικές συλλογές» ἐν Θεοδώρου Γιάγκου, Κανόνες καί Λατρεία, ἔκδ.
Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 174-175.
12. Πηδάλιον, ὅπ.π., σ. ια΄.
13. Παύλου Μενεβίσογλου (Μητροπολίτου ΢ουηδίας καί Πάσης
΢κανδιναβίας), Σό Πηδάλιον<, ὅπ.π., σ. 298.
14. Βλ. Παναγιώτου Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, Ἀθήνα 1991, σ. 78.
15. Παύλου Μητροπολίτου ΢ισανίου καί ΢ιατίστης, «Σό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς
Ἐξομολογήσεως στήν Ἐποχή μας», ἐν Ἵδρυμα Ποιμαντικῆς Ἐπιμορφώσεως
τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, Ἐξομολογητική, τό μυστήριο τῆς
μετανοίας στήν ποιμαντική Θεολογία, Ἀθήνα 2013, σ. 104.
16. «θεραπείαν προσάγειν τῷ ἀρρωστήματι», 102/Πενθέκτης.
17. 1/Νύσσης.
18. Λουκ., 5, 31.
21
19. Α΄ Ἰωάν., 1, 9.
20. Ματθ., 18, 18.
21. Ἰωάν., 20, 23.
22. Λουκ., 19, 10.
23. Λόγος 2, 7, PG 35,480.
24. Μάρκ., 2, 27.
25. Βασιλείου Καλλιακμάνη (Πρωτοπρεσβυτέρου), «“Ἀκρίβεια” καί
“Οἰκονομία” ὡς γενικές ποιμαντικές ἀρχές », ἐν Ἵδρυμα Ποιμαντικῆς
Ἐπιμορφώσεως τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, Ἐξομολογητική, τό
μυστήριο τῆς μετανοίας στήν ποιμαντική Θεολογία, Ἀθήνα 2013, σ. 198.
26. Γ. Ῥάλλη – Μ. Ποτλή, ΢ύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων<, τόμ., 2,
Ἀθήνησιν 1852 σ. 551.
27. Γεωργίου Καψάνη (Ἀρχιμανδρίτου), Ἡ ποιμαντική διακονία κατά τούς
Ἱερούς Κανόνας, ἔκδ. Ἄθως, Ἀθήνα 2003, σ. 147.
28. Βλ. Ἴδιο, σ. 146.
29. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἐξομολογητάριον, ἔκδ. “Υοίνιξ Ἀντωνίου ΢τ.
Γεωργίου”, ἐν Ἀθήναις 1895, σ. 114-115, ὑποσημ. 1.
30. Παναγιώτου Μπούμη, ὅπ.π., σ. 129.
31. Γεωργίου Καψάνη, ὅπ.π., σ. 146-147.

22

You might also like