Professional Documents
Culture Documents
Χεκίμογλου, «Μοναστηριακές οικονομικές δραστηριότητες κατά την οθωμανοκρατία»
Χεκίμογλου, «Μοναστηριακές οικονομικές δραστηριότητες κατά την οθωμανοκρατία»
Evanghelos Hekimoglou
Ευάγγελος Χεκίμογλου
1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ .............................................................................................................. 2
Μοναστηριακές οικονομικές δραστηριότητες............................................................... 5
1. Τα μέσα για την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων ..................................... 5
1.1. Το οθωμανικό νομικό πλαίσιο της κατοχής γης............................................. 5
1.1.1. Τρεις κατηγορίες εμπράγματων δικαιωμάτων......................................... 6
1.1.2. Η μακρά διάρκεια ....................................................................................... 6
1.1.2.1. Η νομοθεσία περί γαιών στην Κύπρο μετά το 1878 ......................... 7
1.1.2.1.1. Η ένταξη της οθωμανικής νομοθεσίας περί γαιών στις
βρετανο-οθωμανικές συνθήκες του 1878 .......................................................... 7
1.1.2.2. Η σχετική με το Άγιον Όρος νομοθεσία μετά το 1878 ..................... 8
1.1.2.2.1. ∆ιεθνείς συνθήκες για το Άγιον Όρος......................................... 9
1.1.2.2.2. Τα εμπράγματα δικαιώματα στις Νέες Χώρες (Σύμβαση των
Αθηνών) ............................................................................................................... 9
1.1.3. Η ιστορική προέλευση των σχέσεων ιδιοκτησίας στο οθωμανικό
πλαίσιο ......................................................................................................................... 9
1.1.3.1. Γαίες ουσριγιέ και χαρατζιγιέ........................................................... 10
1.1.3.1.1. Ο κτηματικός φόρος χαράτζ ...................................................... 11
1.1.3.1.2. Εθιμικά δοσίματα προς τους τιμαριούχους.............................. 11
1.1.3.2. Κλασικό δίκαιο και φεουδαλικό έθιμο............................................ 12
1.1.3.3. Η έννοια του «βασιλικού κτήματος» (aradi’l-mamlaka) ................ 13
1.1.4. Αντικείμενα ιδιοκτησίας .......................................................................... 14
1.1.4.1. Η πλήρης κυριότητα κατά τον νόμο περί γαιών 1858 ................... 14
1.1.4.1.1. Ο νόμος περί γαιών του 1858 ..................................................... 15
1.1.5. H κατοχή της γης ....................................................................................... 16
1.1.5.1. Ταπού (ταπί)....................................................................................... 17
1.1.5.2. Απαγόρευση μετατροπής δημοσίων γαιών σε ιδιωτικές ............... 17
1.1.5.2.1. Παραχώρηση δημοσίων γαιών ως μούλκ.................................. 18
1.1.5.2.2. Η σταδιακή διαφοροποίηση του δικαιώματος κατοχής
δημόσιας γης ...................................................................................................... 18
1.1.5.3. Οι δημόσιες γαίες κατά τον νόμο του 1858 ..................................... 19
1.1.5.4. Αγρόκτημα (τσιφλίκ)......................................................................... 20
1.1.5.4.1. Η αρχική έννοια του όρου τσιφλίκι .......................................... 21
1.1.5.5. Ατελής εφαρμογή του θεσμού των δημοσίων γαιών ...................... 22
1.1.6. Βακουφική αφιέρωση ............................................................................... 22
1.1.6.1. Οι αφιερωμένες γαίες κατά τον νόμο του 1858 .............................. 23
1.1.6.2. ∆ημόσιες γαίες και βακουφικά κτήματα ......................................... 24
1.1.6.3. Οικογενειακά βακούφια.................................................................... 25
1.1.6.4. Η αφιέρωση ως μέθοδος κατοχύρωσης της περιουσίας ................. 25
1.1.7. Γαίες κοινής χρήσης και νεκρές γαίες ..................................................... 26
1.2. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των αγιορειτικών μονών.................................. 26
1.2.1. Οι συνέπειες της οθωμανικής εισβολής στις μοναστικές περιουσίες (15ος
αιώνας) ....................................................................................................................... 27
1.2.1.1. Καθεστώς γαιοκτησίας αγιορειτικής μονής (1429)......................... 27
1.2.1.2. Τιμαριοποίηση βακουφικών γαιών με παροχή ανταλλάγματος
(1430 περίπου) ....................................................................................................... 28
1.2.1.3. Αναγνώριση της κατοχής μοναστηριακών γαιών .......................... 29
1.2.1.4. Φορολογικό καθεστώς αγιορειτικών μονών ................................... 29
1.2.1.4.1. Η μονή ως φορολογικό τιμάριο ................................................. 31
2
1.2.1.4.2. Ενδεικτικές δαπάνες της Ιεράς Κοινότητας.............................. 32
1.2.1.5. Θεμελίωση κτηματικών διαφορών σε χρυσόβουλα ........................ 32
1.2.2. ∆ήμευση μοναστικών περιουσιών........................................................... 33
1.2.2.1. Πρόδρομη δήμευση μοναστικών περιουσιών.................................. 33
1.2.2.2. ∆ήμευση περιουσιών το 1568............................................................ 34
1.2.2.2.1. ∆ήμευση μοναστηριακών κτημάτων στην Πάτμο ................... 35
1.2.2.2.2. ∆ήμευση μοναστηριακών κτημάτων στο Σινά......................... 35
1.2.2.3. Η νομική βάση της δήμευσης της μοναστικής περιουσίας ............. 36
1.2.3. Η ανάκτηση των αγιορειτικών κτημάτων.............................................. 37
1.2.3.1. Κληρονομική διαδοχή μεταξύ των μοναχών................................... 38
1.2.3.1.1. Λύση κατά το πρότυπο των οικογενειακών βακουφίων ........ 40
1.2.3.1.2. Λύση κατά το πρότυπο του γενιτσαρικού σώματος ............... 40
1.2.3.2. Κληρονομιά μοναχού......................................................................... 40
1.2.3.2.1. Ουδείς των μοναχών των κοινοβίων έχει ιδίαν περιουσίαν ... 41
1.2.3.2.2. Άνευ κληρονόμων αποθνήσκων μοναχός Πατριαρχείου
Ιεροσολύμων ...................................................................................................... 41
1.2.3.2.3. Η ακίνητος περιουσία παντός μοναχού αγιορείτου................ 42
1.2.4. ∆ιαδικαστικά ερωτήματα ........................................................................ 42
1.2.4.1. Αφιερώσεις μετά το 1569................................................................... 43
1.3 Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των κυπριακών μονών...................................... 44
1.3.1. Οι συνέπειες της οθωμανικής κατάκτησης της Κύπρου........................ 44
1.3.1.1. Πρόδρομες μορφές εκμετάλλευσης της μοναστικής περιουσίας.... 45
1.3.1.2. Φορολογικό καθεστώς των Κυπρίων μοναχών............................... 45
1.3.2. ∆ήμευση των μοναστικών περιουσιών στην Κύπρο ............................. 45
1.3.3. Ανάκτηση των μοναστικών περιουσιών στην Κύπρο .......................... 46
1.3.3.1. Ανάκτηση μονής με αγορά (1603) .................................................... 47
1.3.4. Βακουφοποίηση των μοναστικών περιουσιών ...................................... 48
1.3.5. Η πρακτική μετά από τη βακουφοποίηση των μοναστικών περιουσιών
..................................................................................................................................... 49
1.3.5.1. Ατελής βακουφοποίηση..................................................................... 49
1.3.5.1.1. Αντικανονική πώληση αφιερωμένης περιουσίας..................... 50
1.3.5.2. Κληρονομική διαδοχή μοναχών ....................................................... 51
1.3.5.3. Οι «σπαχήδες» .................................................................................... 52
1.3.6. Ειδικά θέματα μοναστικής γεωκτησίας και φορολογίας ..................... 53
1.3.6.1. ∆οσίματα για την περιφορά εικόνας ............................................... 53
1.3.6.2. Μέσο απόδειξης της ιδιοκτησίας ...................................................... 54
1.3.6.3. Αυτοπεριορισμός τιμαριούχου ......................................................... 55
1.3.6.4. Βακούφι πάνω σε βακούφι................................................................ 55
1.3.6.4.1. ∆ιτελές βακούφι........................................................................... 56
1.3.6.4.2. Χρήση ισλαμικού βακουφικού ακινήτου από χριστιανική μονή
............................................................................................................................. 57
1.3.6.5. Μετατροπή ιδιωτικής περιουσίας ιερέα σε ισλαμικό βακούφι ..... 57
2. Το παραγωγικό υπόβαθρο..................................................................................... 59
2.1. Γαίες................................................................................................................... 59
2.1.1. Μοναστηριακές γαίες ............................................................................... 60
2.1.1.1. Προστασία μονών σε διοριστήρια διατάγματα πατριαρχών ....... 60
2.1.1.2. Αναπαλλοτρίωτο μονών και κτημάτων .......................................... 61
2.1.2. Μετόχια ...................................................................................................... 61
2.1.3. Αγιορειτικά μετόχια ................................................................................. 62
2.1.3.1. Μετόχια Χαλκιδικής .......................................................................... 62
3
2.1.3.2. Μετόχια Θεσσαλονίκης ..................................................................... 65
2.1.3.3. Μετόχια Μολδοβλαχίας .................................................................... 66
2.1.3.5. Μετόχια των Αγίων Τόπων στη Μολδοβλαχία .............................. 67
2.1.3.6. Η απώλεια των μετοχίων στη Μολδοβλαχία .................................. 67
2.1.3. Μετόχια κυπριακών μονών...................................................................... 69
2.1.3.1. Μετόχια της Μονής Κύκκου ............................................................. 69
2.1.3.2. Απολεσθέντα μετόχια ........................................................................ 70
2.1.3.3. Μετόχια της μονής Μαχαιρά και της μονής Αγίου Νεοφύτου...... 70
2.2. Προϊόντα........................................................................................................... 71
2.2.1. Προϊόντα των αθωνικών μονών.............................................................. 71
2.2.1.1. Υλοτομία ............................................................................................. 72
2.2.1.2. Κτηνοτροφία....................................................................................... 72
2.2.1.3. Χειροτεχνία και οινοποιία................................................................ 72
2.2.2. Προϊόντα των κυπριακών μονών............................................................ 73
2.3. Ζητήματα διαχείρισης ..................................................................................... 74
2.3.1. Εξασφάλιση ρευστότητας ........................................................................ 74
2.3.1.1. ∆ανεισμός της Κοινότητας ................................................................ 74
2.3.1.2. ∆ανεισμός των μονών ........................................................................ 75
2.3.2. ∆ιαχειριστικές τεχνικές............................................................................. 76
2.3.3. Λογιστική παρακολούθηση ..................................................................... 77
4
Μοναστηριακές οικονομικές δραστηριότητες
Κοινό στοιχείο του κυπριακού και του αθωνικού μοναχισμού στη διάρκεια της
μεταβυζαντινής περιόδου ήταν η ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων,
αναγκαίων για την καθημερινή λειτουργία αλλά και τη μακροχρόνια επιβίωση
των μοναστικών ιδρυμάτων. Η ραχοκοκαλιά των δραστηριοτήτων αυτών ήταν
η αξιοποίηση γεωργικών εκτάσεων και δευτερευόντως αστικών ακινήτων.
5
απέκτησαν ακίνητη περιουσία, αστική και αγροτική. Από ιδιοκτησιακή άποψη
η περιουσία αυτή εντάχθηκε σε διάφορες κατηγορίες, που διέφεραν σημαντικά
η μία από την άλλη.
6
1.1.2.1. Η νομοθεσία περί γαιών στην Κύπρο μετά το 1878
Το 1878 η Βρετανία ανέλαβε βάσει μιας σειράς συνθηκών τη διοίκηση της
Κύπρου. Ανάμεσα στις υποχρεώσεις της ήταν να διατηρήσει σε ισχύ τον
οθωμανικό νόμο περί γαιών. Από το 1882 δεν είχε εφαρμογή στην Κύπρο
οιαδήποτε τροποποίηση του εν λόγω νόμου επήλθε στην Τουρκία. Το 1899
καθιερώθηκε νέος τρόπος απόκτησης εγγείου ιδιοκτησίας στην Κύπρο,
προσαρμοσμένος στη βρετανική νομοθεσία. Έκτοτε η νομοθεσία περί γαιών
τροποποιήθηκε επανειλημμένα στην Κύπρο, ενώ καθιερώθηκε και αυτοτελές
κυπριακό κτηματολόγιο, στο οποίο τα εμπράγματα δικαιώματα
αναγνωρίζονταν κατά τρόπο διαφορετικά από ό,τι στην Τουρκία. Επί
παραδείγματι, αντίθετα προς ό,τι συνέβαινε στο οθωμανικό κράτος, οι
αποικιακές αρχές μετέγραφαν στο κυπριακό κτηματολόγιο και τις μεταβιβάσεις
βακουφικών κτημάτων, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση των
δικαιωμάτων των βακουφίων.
Το 1945 καταργήθηκε πλέον στην Κύπρο ο οθωμανικός νόμος περί γαιών ή
μάλλον ό,τι είχε απομείνει από αυτόν, διατηρήθηκε όμως ο θεσμός των
βακουφίων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Bernhard Hofstοtter, “Cyprus under British Rule: An International Law Analysis
of Certain Land Surveys and Land Assignments Between 1878 and 1955”,
Chinese Journal of International Law (2008), Vol. 7, No. 1, 159–196.
7
Bernhard Hofstοtter, “Cyprus under British Rule: An International Law Analysis
of Certain Land Surveys and Land Assignments Between 1878 and 1955”,
Chinese Journal of International Law (2008), Vol. 7, No. 1, 159–196.
8
Ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους Άθω. Το πρώτον εκδιδόμενος παρά
της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους Άθω, εκ του Τυπογραφείου της Ιεράς
Κοινότητος του Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1931.
9
Σύμφωνα με τις αρχές των Χαναφιτών νομομαθών η γεωκτησία είχε ως θεμέλιο
τις αποφάσεις του ηγέτη του Ισλάμ (του imam). Η θεμελιώδης συμβολή του
ηγέτη του Ισλάμ ως προς τον σχηματισμό ιδιοκτησίας ήταν να αναγνωρίσει την
ατομική κατάληψη γαιών κατά τη στιγμή της ισλαμικής κατάκτησης και να
αποδώσει σε μουσουλμάνους υποστηρικτές του τις εγκαταλειμμένες ή
ακαλλιέργητες γαίες. Με την πράξη αυτή δημιουργούσε ιδιοκτησία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
S. Pavlides, «A New Land Law for Cyprus», Journal of Comparative Legislation
and International Law, 3rd Ser., Vol. 30, No. 3/4. (1948), 40-46.
Martha Mundy, Richard Saumarez Smith, Governing property, making the
modern state: law, administration and production in Ottoman Syria, 2007, 11-15.
10
Κτηματικό φόρο χαράτζ και όχι δεκάτη πλήρωναν οι μουσουλμανικοί
πληθυσμοί της Συρίας και του Ιράκ για τα ιδιόκτητα κτημάτά τους. Οι γαίες
χαρακτηρίζονταν ως χαρατζιγιέ (araz-ı haracıye). Το χαράτζ διατηρήθηκε,
χωρίς να επιβληθεί το οθωμανικό τιμαριωτικό σύστημα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Colin Imber, Ebu's-su'ud: the Islamic legal tradition, Edinburgh 1997, 115-117,
125.
Martha Mundy, Richard Saumarez Smith, Governing property, making the
modern state: law, administration and production in Ottoman Syria, London,
2007.
11
καλλιεργητές όφειλαν προς τον τιμαριούχο. Ήταν δηλαδή το τίμημα για την
εξαγορά της οφειλόμενης αγγαρείας. Γι’ αυτό και η σχέση των δοσιμάτων με
τον κτηματικό φόρο χαράτζ ήταν μόνον επιφανειακή. Αντίθετα, στη Συρία και
το Ιράκ οι ιδιοκτήτες της γης κατέβαλαν χαράτζ στο κράτος χωρίς την
παρεμβολή τιμαριούχων.
Οι καλλιεργητές κατέβαλαν στους σπαχήδες που εξουσίαζαν τις δημόσιες γαίες
τα παρακάτω δοσίματα:
Το δόσιμο «τσιφτ-ακτσεσί» (çift akçesi) αντιστοιχούσε σε κτήμα που μπορούσε
να καλλιεργηθεί με ένα ζευγάρι βόδια. Το δόσιμο μισό «τσιφτ-ακτσεσί»
αντιστοιχούσε σε μικρότερο κτήμα. Ο έγγαμος άκληρος γεωργός κατέβαλε τον
φόρο «μπενάκ» (bennak).
Ο άγαμος άκληρος γεωργός κατέβαλε τον φόρο «τζάμπα» (caba), εξ ου και η
σχετική έκφραση («τζάμπα», δηλ. παροχή χωρίς αντίκρισμα).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Halil İnalcık, An Economic and Social History of the Ottoman Empire, vol. I,
149-150.
12
την πρόσοδο στο κρατικό θησαυροφυλάκιο». Στο σχήμα αυτό, ο ηγεμόνας
γίνεται de facto, όχι όμως de jure, ιδιοκτήτης της γης και ο κάτοχος γίνεται
μισθωτής της. Ο κάτοχος της γης γίνεται ενοικιαστής της. Πληρώνει ενοίκιο και
όχι φόρο. Ο Καντικάν συνεχίζει: «Στην περίπτωση που οφειλέτες του φόρου
δεν πέθαναν, αλλά έφυγαν, ο ιμάμης πήρε τη γη, αφαίρεσε την αξία του
οφειλόμενου φόρου από το ενοίκιο και κράτησε τη διαφορά». Στο ιδεατό αυτό
σχήμα η καταβολή του φόρου συνεχίζεται. Ο οφειλέτης-αρχικός ιδιοκτήτης δεν
πέθανε, απλώς απουσιάζει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Colin Imber, Ebu's-su'ud: the Islamic legal tradition, Edinburgh 1997, 117-118.
13
Eugenia Kermeli, “Ebu’s Su’ud’s Definitions of Church vakfs: Theory and Practice
in Ottoman Law”, Islamic Law. Theory and Practice (edited by Robert Gleave
and Eugenia Kerlemi) Tauris: London 2001, 155-156.
14
1.1.4.1.1. Ο νόμος περί γαιών του 1858
Ο νόμος της 2 Ραμαζάν 1274 (16 Ιουλίου 1858) δεν κωδικοποίησε απλώς την
πολύπλοκη νομοθεσία περί γαιών, που αποτελούνταν από σουλτανικά
διατάγματα και γνωμοδοτήσεις των σεϊχουλισλάμηδων, αλλά και:
(α) Κατήργησε τα προγενέστερα σουλτανικά διατάγματα που αντέβαιναν στις
διατάξεις του νόμου. Συνεπώς, ο νόμος του 1858 επικρατούσε έναντι των
παλαιότερων σουλτανικών διαταγμάτων.
(β)Κατάργησε τις υφιστάμενες γνωμοδοτήσεις των σεϊχουλισλάμηδων.
(γ)Κατάργησε τους «αρχαίους νόμους και κανονισμούς» περί δημοσίων και
αφιερωμένων γαιών, δηλαδή τα υφιστάμενα έθιμα και τις τοπικές ρυθμίσεις.
Ο νόμος του 1858 συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε επανειλημμένα. Οι
κυριότερες συμπληρώσεις και τροποποιήσεις ήταν οι εξής:
1859 νόμος περί εγγραφής των κτημάτων στο κτηματολόγιο
1861 νόμος περί ταπίων
1863 εγκύκλιος περί τίτλων εξουσιάσεως βακουφικού κτήματος
1863 νόμος για τα βακούφια εκτός πρωτευούσης
1867 νόμος για κληρονομική διαδοχή δημοσίων γαιών
1869 νόμος για τίτλους του παλαιού κτηματολογίου
1870 νόμος περί τοπικών κτηματολογίων βακουφικών κτημάτων
1870 νόμος περί στεγασμένων (μουσαφικάτ) και προσοδοφόρων βακουφικών
ακινήτων
1873 νόμος για την έκδοση ξεχωριστού τίτλου από το αυτοκρατορικό
κτηματολόγιο για οικοδομήματα, δένδρα κ.λπ. επί βακουφικού μουκαταλή
οικοπέδου η δημοσίας γης
1874 διάταγμα για τους τίτλους κατοχής δημοσίων γραιών. αντικατάσταση
του πιστοποιητικού ιδιοκτησίας [temelluk hucceti] που εξέδιδε το ιεροδικείο με
τίτλο του κτηματολογικού γραφείου (defterhane).
1875 διάταγμα για τις βακούφικες γαίες· αντικατάσταση του πιστοποιητικού
ιδιοκτησίας [temessuk] που εξέδιδε ο μουτεβελής του βακουφίου με τίτλο του
αραζί μεβκουφέ· αφορά τα διαχειριζόμενα υπό του κράτους βακούφια
1876 εγκύκλιος που ορίζει το Defterhane αρμόδιο για την έκδοση τίτλων
κτισμένων και άκτιστων βακουφικών κτημάτων
1877 νόμος περί των εν αγίω όρει μοναστηρίων
1887 νόμος περί προσωρινής αντικαταστάσεως δυστροπούντος εφόρου
βακουφίου
1897 τροποποίηση του νόμου για τις δημόσιες γαίες
15
1902 νόμος που απαγορεύει στα δικαστήρια να δικάζουν διαφορές επί
αγοραπωλησιών βάσει ιδιωτικών εγγράφων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 23-25.
S. Pavlides, «A New Land Law for Cyprus», Journal of Comparative Legislation
and International Law, 3rd Ser., Vol. 30, No. 3/4. (1948), 40-46.
Ν. Π. Ελευθεριάδης, Η ακίνητος ιδιοκτησία εν Τουρκία, εν Αθήναις 1903.
Huricihan İslamoğlu, “Property as a Contested Domain: A Re-evaluation of the
Ottoman Land Code of 1858”, in Roger Owen edited, New Perspectives on
Property and Land in the Middle East , Cambridge, Mass.: Harvard University
Press, 2001, 3-62.
Siraj Sait - Hilary Lim, Land, Law And Islam: Property and Human Rights in the
Muslim World, vol. 1, Zed Books, London 2006, 67 κ.ε.
16
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Colin Imber, Ebu's-su'ud: the Islamic legal tradition, Edinburgh 1997, 115
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 23-25.
17
1.1.5.2.1. Παραχώρηση δημοσίων γαιών ως μούλκ
Μόνο κατά παραχώρηση του σουλτάνου ήταν δυνατό να μεταβιβαστεί σε
ιδιώτη δημόσια γη η οποία σε αυτήν την περίπτωση αποκτούσε προσωρινό
χαρακτήρα ιδιοκτησίας υπό όρους. Το σουλτανικό διάταγμα εκχώρησης
δημόσιας γης σε ιδιώτη ονομαζόταν τεμλίκ (temlik). Ωστόσο ο κάτοχος δεν
αποκτούσε πλήρη ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Το κράτος διατηρούσε το
δικαίωμα να ανακτήσει την κυριότητα της περιουσίας για λόγους που
συνδέονταν με πράξεις και παραλείψεις του οιονεί ιδιοκτήτη της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
John Robert Barnes, An Introduction to Religious Foundations in the Ottoman
Empire, Leiden 1986, 41.
18
ακτσέδες. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, ο φόρος ταπίου ήταν σχεδόν ισοδύναμος
με την τιμή πώλησης του ακινήτου. Σε ιεροδικαστικό τίτλο που επιβεβαιώνει
μεταβίβαση δικαιώματος κατοχής αγρού με άδεια του σπαχή (1612) ο
αγοραστής πλήρωσε στον πωλητή 2.000 ακτσέδες και στον σπαχή 1.600
ακτσέδες «για το δικαίωμα κατοχής». Είναι ενδιαφέρον ότι τόσο σε αυτήν, όσο
και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, δεν αρκούσε το έγγραφο του σπαχή
(temessuk), αλλά οι συμβαλλόμενοι επιδίωξαν να λάβουν ιεροδικαστικό τίτλο.
Με την κατάργηση των σπαχήδων, έπαψε να υφίστανται περιορισμοί στην
άσκηση του δικαιώματος κατοχής.
Το ελληνικό κράτος αναγνώρισε το δικαίωμα κατοχής ως «ατελή ιδιοκτησία»
και το εξομοίωσε με πλήρη κυριότητα επί των 4/5 του εδάφους (το υπόλοιπο
1/5 της πλήρους κυριότητας περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 65, 67-69, 99.
Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φ. Α΄ 305/ 29.12.1917 (∆ιάταγμα 2468).
19
κατοχής. Έτσι, αν ο κάτοχος της γης είχε μόνον θυγατέρες ή άφηνε μόνον τη
χήρα του, αυτές δεν είχαν δικαίωμα στο έδαφος. Κληρονομούσαν όμως τυχόν
δένδρα ή κτίρια που είχαν κτιστεί επί του εδάφους, εφόσον ανήκαν στον
κληρονομούμενο, διότι δέντρα και κτίρια ήταν κανονικές ιδιοκτησίες (μούλκι).
Με νόμο του 1868 και μεταγενέστερους η κληρονομική μεταβίβαση του
δικαιώματος κατοχής επεκτάθηκε σε οκτώ κατηγορίες συγγενών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 23-25.
S. Pavlides, «A New Land Law for Cyprus», Journal of Comparative Legislation
and International Law, 3rd Ser., Vol. 30, No. 3/4. (1948), 40-46.
Ν.Π. Ελευθεριάδης, Η ακίνητος ιδιοκτησία εν Τουρκία, εν Αθήναις 1903, 209-
211.
20
1.1.5.4.1. Η αρχική έννοια του όρου τσιφλίκι
Τον 17ο αιώνα ο όρος «τσιφλίκ» δεν έχει την έννοια που απέκτησε αργότερα.
Σήμαινε μόνον το υποστατικό και άλλα κτίσματα ή δέντρα, τα οποία ανήκαν
σε ιδιώτες και βρίσκονταν κτισμένα ή φυτεμένα σε δημόσια γη. Με αυτήν την
έννοια το τσιφλίκ ήταν μούλκι (αντικείμενο πλήρους ιδιοκτησίας). Μπορούσε,
συνεπώς, να πουληθεί σαν μούλκι. Η δημόσια γη –πάνω στην οποία βρίσκεται
το τσιφλίκ- δεν αποτελούσε αντικείμενο ιδιοκτησίας, αφού ο κάτοχός της έχει
μόνον δικαίωμα κατοχής. Μεταβιβαζόταν, συνεπώς, μόνον το δικαίωμα
κατοχής του εδάφους, με την άδεια του σπαχή, οσάκις πουλιόταν το «τσιφλίκ»
σαν μούλκι.
Το 1644 απαντά στην Κύπρο πώληση τσιφλίκ (με την παραπάνω έννοια) με
ταυτόχρονη παραχώρηση δικαιώματος κατοχής. Το τσιφλίκ περιλαμβάνει σπίτι
με πηγάδι, δέντρα, πηγάδια, δεξαμενές, ερειπωμένη εκκλησία και 300
ελαιόδεντρα στη Λακατάμεια και πωλείται προς 37.000 άσπρα. Η παραχώρηση
του δικαιώματος κατοχής του συγκεκριμένου και του περιβάλλοντος εδάφους
γίνεται με άδεια του σπαχή, αφορά 300 στρέμματα και τιμάται 3.000 άσπρα. Η
μεγάλη αυτή διαφορά δείχνει ότι στο συγκεκριμένο χρόνο και τόπο η
απόκτηση δικαιώματος κατοχής της δημόσιας γης κόστιζε πολύ λίγο σε
σύγκριση με την αγορά του τσιφλικιού.
Ανάλογες μεταβιβάσεις (αφενός του δικαιώματος ιδιοκτησίας πάνω σε σπίτια,
υποστατικά και δέντρα –με την ορολογία τσιφλίκ- και του δικαιώματος
κατοχής της γης) συναντούμε την ίδια εποχή και στη Θεσσαλονίκη, όπου
διευκρινίζεται ότι «… το τσιφλίκι, τα πράγματα και το αμπέλι είναι
αγορασμένα κτήματα τελείας κυριότητας του αγοραστή και οι δημόσιες γαίες
συμπεριλαμβάνονται στο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασής του».
Από τη παλαιά αυτή έννοια του τσιφλικιού πηγάζει και η πρόνοια του νόμου
περί γαιών του 1858 ότι: Αν ο εξουσιαστής πεθάνει χωρίς δικαιούχους
κληρονομικής μεταβίβασης γαιών (δηλαδή άρρενες καταρχάς απογόνους, που
έχουν δικαίωμα να συνεχίσουν να ασκούν το δικαίωμα κατοχής του εδάφους),
τα οικοδομήματα και τα ζώα (αυτό που αρχικά ήταν το τσιφλίκ)
κληρονομούνται από τους κοινούς κληρονόμους. Αυτοί έχουν και δικαίωμα
προτίμησης για να αγοράσουν με ταπού και το δικαίωμα κατοχής του εδάφους.
Αν αποποιούνταν αυτό το δικαίωμα, οι γαίες παραχωρούνταν με
πλειστηριασμό σε τρίτους, χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα των κληρονόμων
στα ιδιόκτητα ακίνητα και τα ζώα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 121.
Κίρκη Γεωργιάδου-Τσιμίνο (μετάφραση-σχολιασμός), «Οθωμανικές πηγές.
Έγγραφα από το Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας. Τέλη 17ου αιώνα», στο Χ.
Παπαστάθης & Ε. Χεκίμογλου (επιμ.), Η Οθωμανική Περίοδος, τόμος Β1 στη
21
σειρά «Ιστορία της Επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη», Θεσσαλονίκη
2004, 317, 322, 329, 333, 348.
Ε. Χεκίμογλου, "Το Νταούντ Μπαλί κατά την οθωμανική περίοδο", στο Ε.
Χεκίμογλου (επιμ.), Ωραιόκαστρο: Ιστορία 35 αιώνων, Θεσσαλονίκη 2010, 50.
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 121.
22
ανθρωπότητα. Με την αφιέρωση η προσοδοφόρος ιδιοκτησία αποσπάται από
τις εμπορικές συναλλαγές και αποξενώνεται από την επιδίωξη του κέρδους.
Παύει να είναι ατομική ιδιοκτησία. «Ανήκει» πλέον στο Θεό, ενώ η πρόσοδός
της αφιερώνεται σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Βασική προϋπόθεση της
αφιέρωσης ενός πράγματος είναι ότι ο αφιερωτής είναι κύριός του.
Αν και δεν διασώζονται άμεσες μαρτυρίες που θα επέτρεπαν τη σύνδεση των
ισλαμικών βακουφίων με τα βυζαντινά φιλανθρωπικά ιδρύματα, γίνεται δεκτό
από τους ειδικούς ότι υπήρξαν δάνεια και επιδράσεις μεταξύ των δύο θεσμών.
Ο αφιερωτήριος τίτλος (βακφιγιέ) περιλάμβανε την πιστοποίηση ότι το
αφιερούμενο ακίνητο ήταν ιδιόκτητο και καταχωριζόταν στην κρατική
κτηματολογική υπηρεσία. Με κάθε ανάρρηση νέου σουλτάνου στο θρόνο οι
βακφιγιέδες υπόκεινταν σε αναθεώρηση και είτε επικυρώνονταν με μπεράτι
(διάταγμα) είτε ακυρώνονταν.
Το βακούφι δεν ήταν νομικό πρόσωπο, αλλά πράγμα που ανήκε στο Θεό.
Πράξεις διοίκησης και διαχείρισης του πράγματος ασκούσε ο έφορός του,
εποπτευόμενος από πρόσωπα που καθορίζονταν από την αφιερωτήρια πράξη.
Το κράτος είχε δικαιώματα ελέγχου στα βακούφια και ανακαλούσε τη
βακουφική ιδιότητα των ακινήτων εφόσον έκρινε ότι δεν εκπληρωνόταν ο
αφιερωτήριος προορισμός. Στην περίπτωση αυτή το ακίνητο επιστρεφόταν
στους ιδιοκτήτες του ή αν αυτοί δεν υπήρχαν ή ήταν άγνωστοι περιερχόταν
στο κράτος.
23
Υπήρχαν τρία είδη «μη κυρίως βακουφικών γαιών», ανάλογα με το ποιος
εισέπραττε τους φόρους και τις προσόδους και ανάλογα με τις μορφές
εκμετάλλευσης του κτήματος.
Κυριότητα Φόροι Πρόσοδος Κατοχή
Α΄ είδος ∆ημόσιο Βακούφι Βακούφι «Πώληση» σε
νομέα
Β΄ είδος ∆ημόσιο ∆ημόσιο Βακούφι Ενοικίαση ή
«πώληση»
Γ΄ είδος ∆ημόσιο Βακούφι ∆ημόσιο Ενοικίαση
24
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
John Robert Barnes, An Introduction to Religious Foundations in the Ottoman
Empire, Leiden 1986, 47
J. C. Alexander (Alexandropoulos), “The Lord Giveth and the Lord Taketh Away:
Athos and the Confiscation Affair of 1568-1569”, Αθωνικά Σύμμεικτα 4: Ο
Άθως στους 14ο – 16ο αιώνες, Αθήνα 1997, 155.
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 117.
25
διευκρινίστηκε περαιτέρω) ως έγκυρη η μεταβίβαση του δικαιώματος κατοχής
δημοσίων γαιών υπό τον όρο της διά βίου διατροφής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αντώνης Γιαννακόπουλος, Αθωνικά Σύμμεικτα 8. Αρχείο της Ι. Μ.
Σταυρονικήρα. Επιτομές εγγράφων 1533-1800, Αθήνα 2001, 122.
Νικόλαος Σ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων
αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. ∆΄, Ηράκλειο 1984, 347.
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 111-112.
26
Όμως, όπως δείχνουν τα τεκμήρια, η αμφισβήτηση ήταν συνεχής στις
οθωμανικές επαρχίες από την πλευρά των τοπικών αξιωματούχων και οι
μοναχοί ήταν υποχρεωμένοι να αμύνονται συνεχώς, με μεγάλο οικονομικό
κόστος.
27
καλλιεργούσιν οι εν τη ειρημένη μονή κατοικούντες μοναχοί αγρούς,
αμπελώνας, λειβάδια, χειμερινούς και θερινούς βοσκοτόπους, νέμονται πάλιν
μετά την αποβίωσίν αυτών οι διαδεχόμενοι αυτούς, και ότι εφόσον
πληρώνωσι ούτοι τα δέκατα και άλλους ετησίους φόρους δεν επιτρέπεται να
επέμβη τις εις τους αγρούς και άλλα κτήματα αυτών ούτε να ζητήση τα ταπία.
∆ιά ταύτα καταχωρίσθησαν κατά τον προεκτιθέμενον τρόπον τα δέοντα εις
τον νεόν κτηματολογικόν κώδικα».
Το απόσπασμα αυτό που αφορά τη Μονή Γρηγορίου δημιουργεί το ερώτημα σε
ποια κατηγορία γεωκτησίας υπαγόταν η περιγραφόμενη σχέση.
(α) Οι γαίες επιβαρύνονταν με «δεκάτη» (ushr), συνεπώς δεν ήταν γαίες
χαρατζιγιέ, εκτός αν πρόκειται για την «οθωμανική δεκάτη» (βλ. πιο πάνω)
που ήταν εξομοιωμένη με τον κτηματικό φόρο χαράτζ.
(β) Τους μοναχούς που κατείχαν και νέμονταν τις γαίες διαδέχονταν κανονικά
μετά θάνατον οι λοιποί μοναχοί, χωρίς να απαιτείται η καταβολή δοσίματος
στον σπαχή. Άρα, δεν ήταν δημόσιες γαίες.
(γ) Η χρήση των γαιών δεν απαιτούσε την κατοχή ταπού, ένδειξη που οδηγεί
στο ίδιο συμπέρασμα.
Ίσως επρόκειτο για ειδική κατηγορία γαιών, που σχηματίσθηκε εθιμικά και εν
τοις πράγματι, αμφισβητήθηκε όμως από τους τοπικούς σπαχήδες, όπως δείχνει
η έκδοση ειδικού σουλτανικού διατάγματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ιωάννης Π. Μαμαλάκης, Το Άγιον Όρος (Άθως) διά μέσου των αιώνων,
Θεσσαλονίκη 1971, 225-226.
28
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Κ. Βασδραβέλλης (επιμ.), Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, Γ΄ Αρχείον Μονής
Βλατάδων 1466-1839, Θεσσαλονίκη 1955, 18-19.
29
σχετικό ποσόν στην περίπτωσή τους δεν εθεωρείτο ως φόρος αλλά ως «ενοίκιο»
προς το οθωμανικό κράτος.
Το 1520 εξακολουθούσε η καταβολή εφάπαξ ποσού κάθε χρόνο (μακτού) για
τις κτήσεις την αθωνική χερσόνησο. Από την πλευρά των οθωμανικών
δημοσιονομικών αρχών, το ποσόν αυτό εθεωρείτο ως άθροισμα: (α) του μη
καταβαλλόμενου τσιζιέ (όπως λεγόταν ο κεφαλικός φόρος για τους μη
μουσουλμάνους) και (β) της δεκάτης σε ορισμένα προϊόντα. Οι μοναχοί
διατήρησαν την απαλλαγή τους από τους έκτακτους φόρους (avariz), οι οποίοι
όμως δεν ήταν κτηματικοί και συνεπώς η απαλλαγή δεν είχε σχέση με το νομικό
καθεστώς των γαιών τους.
Στη ρύθμιση αυτή δεν περιλαμβανόταν τα μετόχια των αθωνικών μοναστηριών
εκτός της αθωνικής χερσονήσου, τα οποία επιβαρύνονταν με δεκάτη (ushr).
Το ετήσιο εφάπαξ ποσόν (μακτού) αυξήθηκε από 10.000 το 1430 σε 25.000 το
1520 και σε 70.000 το 1568. Από το 1610 περίπου οι αγιορείτες επιβαρύνθηκαν
και με δεύτερο φόρο, που αφορούσε τη συντήρηση του γενιτσαρικού
ανακτορικού σώματος των μποσταντζήδων (bostancı). Ουσιαστικά, ο φόρος
αυτός αντιστοιχούσε στον «αβαρίζ», από τον οποίον ως τότε –θεωρητικά
τουλάχιστον- οι μοναχοί του Αγίου Όρους ήταν απαλλαγμένοι. Από τις αρχές
του 17ου αιώνα ο φόρος «αβαρίζ» ορισμένων περιοχών είχε αφιερωθεί για τον
εφοδιασμό των στάβλων, της κουζίνας και άλλων υπηρεσιών των σουλτανικών
ανακτόρων. Οι επικεφαλής των υπηρεσιών –εν προκειμένω ο μποσταντζί
μπασί-, ήταν αρμόδιοι για την είσπραξη των σχετικών εσόδων και την εκτέλεση
των αγγαρειών. Το σύστημα της επιλεκτικής αφιέρωσης φόρων από
συγκεκριμένες περιοχές για τη χρηματοδότηση των ανακτορικών υπηρεσιών
ονομάστηκε «οτζακλίκ». Η εφαρμογή του οτζακλίκ στο Άγιον Όρος είναι
ταυτόσημη με την επιβολή του φόρου αβαρίζ.
Το 1640 το «μακτού» είχε ανέλθει σε 200.000 ακτσέδες ετησίως και ο φόρος για
τη συντήρηση του σώματος των μποσταντζήδων επίσης σε 200.000. Συνολικά
δηλαδή η ετήσια επιβάρυνση ήταν 400.000 ακτσέδες.
Το 1775 η συνολική φορολογία ανήλθε σε 16.100 γρόσια (περίπου 1.930.000
ακτσέδες), από τα οποία 7.000 γρόσια κατευθύνονταν στο αυτοκρατορικό
θησαυροφυλάκιο, 7.800 αντιπροσώπευαν την κατ’ αποκοπή φορολογία για
τους μποσταντζήδες και τους κτηματικούς φόρους και 1.300 αντιπροσώπευαν
τους φόρους αβαρίζ για τα 32 μετόχια των αγιορειτικών μονών που
βρίσκονταν στους ναχιγιέδες των Μαντεμοχωρίων, της Παζαρούδας, της
Ορμύλιας και της Καλαμαριάς.
Το έτος 1832 η ετήσια κατ’ αποκοπή επιβάρυνση έναντι των παραπάνω φόρων
είχε ανέλθει σε 41.230 γρόσια. Το 1842 αυξήθηκε σε 53.000 γρόσια, ενώ 40.000
επί πλέον ήταν ο κεφαλικός φόρος.
Τα παραπάνω ποσά αντιπροσωπεύουν ονομαστικές τιμές, με συνεχώς
ελαττούμενη πραγματική αξία. Από την άλλη πλευρά, δεν περιλαμβάνουν
30
πολλές αναγκαστικές έκτακτες εισφορές, τις οποίες δεν κατάφεραν να
αποφύγουν οι μονές και εξ αιτίας των οποίων η Ιερά Κοινότητα ήταν συνεχώς
χρεωμένη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Heath Lowry, «A Note on the Population and Status of the Athonite Monasteries
under Ottoman Rule (ca. 1520)», Wiener Zeitschrift für die Kunde des
Morgenslandes, 1981, vol. 73, 128-130.
Heath Lowry, «The Fate of Byzantine Monastic Properties under the Ottomans:
Examples from Mount Athos, Limnos and Trabzon», Byzantinische
Forschungen, vol. xvi (1990) 277-278.
Phokion Kotzageorgis, «About the Fiscal Status of the Greek Orthodox Church in
the 17th Century», Turcica 40 (2008), 73-78
Αλέξανδρος Λαυριώτης (Λαζαρίδης), Το Άγιον Όρος μετά την οθωμανικήν
κατάκτησιν, Ανατύπωσις εκ του ΛΒ΄τόμου της Επετηρίδος της Εταιρείας
Βυζαντινών Σπουδών, εν Αθήναις 1963, 36-37.
Μανουήλ Γεδεών, Επίσημα γράμματα τουρκικά αναφερόμενα εις τα
εκκλησιαστικά ημών δίκαια, εν Κπόλει 1910.
Ιωάννης Κ. Βασδραβέλλης, «Ανέκδοτα φιρμάνια αφορώντα εις τα εν τη
χερσονήσω Κασσάνδρας και αλλαχού της Χαλκιδικής ευρισκόμενα μετόχια»,
Μακεδονικά 13 (1973) 274-315.
Νικόλαος Τωμαδάκης, Ιστορία της εκκλησίας Κρήτης επί Τουρκοκρατίας
(1645-1898), Αθήνα 1974, 32.
31
Μονής Αρετίου , και το 1741 παραχώρησε μερίδιο 50% των μαλικανέδων στον
γαμπρό του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Νικόλαος Σ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων
αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. ∆΄, Ηράκλειο 1984, 98, 245, 270.
32
Aleksandar Fotić, «Non-Ottoman Documents in the Kadis' Courts (Moloviya,
Medieval Charters): Examples from the Archive of the Hilandar Monastery (15th
- 18th c.)», Frontiers of Ottoman studies: State, Province, and the West, vol. ΙΙ,
London 2005, 66-71.
33
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Heath Lowry, “Privilege and Property in Ottoman Maçuka in the Opening
Decades of the Tourkokratia 1461-1553”, in Continuity and Change in late
Byzantine and Early Ottoman Society, Ed. A. Breyer and H. Lowry, University of
Birmingham and Dumbarton Oaks, 1986, 97-128.
Ευάγγελος Χεκίμογλου, Αγιορειτικά μετόχια και κτήματα στη Θεσσαλονίκη
(946 – 1918). Προσωρινός κατάλογος (υπό έκδοση).
34
1.2.2.2.1. ∆ήμευση μοναστηριακών κτημάτων στην Πάτμο
Η μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο έλαβε διάταγμα
(φιρμάνι) για τη δήμευση των ιδιοκτησιών της το Νοέμβριο του 1569. Όπως
δείχνει η χρονολογία του φερμανιού αυτού σε αντιπαραβολή με τα αντίστοιχα
διατάγματα που αφορούσαν τις αγιορειτικές μονές, η δήμευση των
μοναστηριακών κτημάτων υπήρξε μεν γενική σε όλη την έκταση της
οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά όχι ταυτόχρονη. Ο ιεροδίκης της Κω έλαβε
διαταγή με ημερομηνία 17.11.1569, με βάση την οποία υποχρεώθηκε να
καταγράψει όλα τα εκκλησιαστικά αφιερώματα (vakf) στην περιοχή της
δικαιοδοσίας του. Στη συνέχεια θα τα έθετε σε ένα είδος πλειστηριασμού. Αν οι
ιερείς και οι μοναχοί δέχονταν να καταβάλλουν ως ταπού το ποσόν που ήταν
διατεθειμένοι να πληρώσουν οι λοιποί ενδιαφερόμενοι, ο ιεροδίκης θα
καταχώριζε κανονικά τα κτήματα ως αφιερώματα και θα τα παρέδιδε στις
εκκλησίες και τις μονές. Έργο του ήταν να εισπράξει το ταπού για λογαριασμό
του αυτοκρατορικού ταμείου, να εκδώσει βακουφικό τίτλο για κάθε ακίνητο
και να παραδώσει τη χρήση του στους μοναχούς. Αν όμως οι μοναχοί δεν
δέχονταν να πληρώσουν το ταπού, τότε ο ιεροδίκης ήταν υποχρεωμένος να
μεταβιβάσει τα κτήματα σε όποιον προσέφερε περισσότερα. Είναι πολύ
πιθανόν ότι ανάλογη διαδικασία έλαβε χώρα και για τα αγιορειτικά μετόχια.
Οι μοναχοί της Πάτμου προσπάθησαν να ανακτήσουν τα κτήματά τους μέσα
από τη διαδικασία αυτή στη διάρκεια του Απριλίου-Μαΐου 1570, όπως
δείχνουν ιεροδικαστικές αποφάσεις (hüccet) του ιεροδικείου της Κω. Σε
αρκετές περιπτώσεις, πάντως, εμφανίστηκαν ιδιώτες που προσέφεραν ποσά για
να αποκτήσουν τη χρήση αγρών και οπωρώνων. Αντιλαμβανόμαστε ότι οι
μοναχοί είχαν δικαίωμα προτιμήσεως, δεν προκύπτει όμως από τα τεκμήρια αν
η όλη διαδικασία έλαβε τελικά χαρακτήρα δημοπρασίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Eugenia Kermeli, “Vakfs consisting of shares in ships. Hüccets from the Saint
John Monastery on Patmos”, The Kapudan Pasha; his Office and his Domain,
Crete University Press, Rethymnon 2002, 215.
Eugenia Kermeli, “Central Administration versus Provincial Arbitrary: Patmos
and Mount Athos monasteries in the 16th century”, Byzantine and Modern Greek
Studies Vol. 32 No. 2 (2008) 189-202.
35
Πατριαρχείου δεν θα περιλαμβάνονταν στις γαίες χαρατζιγιέ, (β) ο σουλτάνος
αποδέχθηκε τη διατήρηση του status quo ως προς την περιουσία των μονών,
που προσέλαβε τύπο αφιερώματος. Το 1517 ο Σελίμ Α΄ (1512-1520) αναγνώρισε
το δικαίωμα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων να κληρονομεί τους αποθνήσκοντες
μητροπολίτες, επισκόπους και καλογήρους. Το δικαίωμα αυτό αναγνώρισε και
ο σουλτάνος Σουλεϊμάν.
Το 1534 εκδόθηκε φιρμάνι που διέτασσε να μην ενοχλούνται οι Έλληνες
μοναχοί για τους κήπους και τα αμπέλια που κατείχαν. ∆εδομένου ότι οι κήποι
και τα αμπέλια ήταν κτήματα υποκείμενα σε πλήρη ιδιοκτησία (μούλκι),
φαίνεται ότι οι ενοχλήσεις αφορούσαν την αμφισβήτηση του δικαιώματος των
μοναχών να κληρονομούν τους αποθνήσκοντες αδελφούς τους. Ανάλογο
διάταγμα εκδόθηκε το 1558 για να μην παρενοχλείται μοναχός στην νομή των
αμπελιών του.
Σύμφωνα με έγγραφο της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά, το 1568 οι
«πρόσοδοι» -οι αφιερωμένες περιουσίες- «πασών των εκκλησιών και πάντων
μοναστηρίων» όπου και αν βρίσκονταν, κατασχέθηκαν από το κράτος και
τέθηκαν σε πώληση. Η μονή αυτή ξαναγόρασε τα κτήματα που κατείχε –όπως
και οι αγιορειτικές- συγκεντρώνοντας το αναγκαίο χρηματικό ποσόν με
δάνεια. Υπήρξε όμως μία διαφορά μεταξύ της σιναϊτικής και των αγιορειτικών
μονών, η οποία διαφαίνεται στο ίδιο έγγραφο. Στην περίπτωση της Αγίας
Αικατερίνης, η αγορά ίσχυε μόνον για τρεις γενεές. Μετά την παρέλευση τριών
γενεών, τα κτήματα έπρεπε να ξαναπουληθούν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, εν
Ιεροσολύμοις και Αλεξανδρεία 1910, 445-446, 459, 465, 475.
Χρύσανθος, Ιστορία περί των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων, εν
Βουκουρεστίω 1715, 1165
J. C. Alexander (Alexandropoulos), “The Lord Giveth and the Lord Taketh Away:
Athos and the Confiscation Affair of 1568-1569”, Αθωνικά Σύμμεικτα 4: Ο
Άθως στους 14ο – 16ο αιώνες, Αθήνα 1997, 153.
36
η συντήρηση της μονής) δεν ήταν κοινωφελής. Αντίθετα, εθεωρείτο ανεκτός
σκοπός η συντήρηση ενός ισλαμικού τεμένους.
(γ) Ως προς το αντικείμενο της αφιέρωσης (το κτήμα): οι ιδιώτες δεν μπορούσαν
να αφιερώσουν σε μοναστήρια δημόσιες γαίες. Όπως προαναφέρθηκε, σχεδόν
όλες οι καλλιεργήσιμες γαίες ήταν δημόσιες (με εξαίρεση την Εγγύς Ανατολή
και την Κρήτη). Έτσι, δεν μπορούσαν να αφιερωθούν, διότι δεν ήταν δεκτικές
ιδιοκτησίας, αλλά μόνον κατοχής.
Γι’ αυτό και δεν υπήρχε νόμιμος τρόπος μεταβίβασης της κυριότητας από
ιδιώτες σε μονές, ακόμη και αν οι ιδιώτες ήταν νόμιμοι ιδιοκτήτες κάποιου
ακινήτου (οικίας, μύλου, αμπελιού κ.λπ.). Οι περιουσίες δεν μπορούσαν να
πουληθούν στο μοναστήρι, διότι αυτό δεν είχε δικαίωμα ιδιοκτησίας. ∆εν
μπορούσαν να αφιερωθούν στο μοναστήρι, διότι η αφιέρωση αυτή δεν ήταν
σύννομη, αφού ο σκοπός δεν ήταν κοινωφελής. Εξάλλου, οι δημόσιες γαίες δεν
ήταν δεκτικές αφιερώσεως, ανεξαρτήτως σκοπού. Στο αδιέξοδο αυτό υπήρχε
μόνον ένα άνοιγμα: Να αφιερωθεί κάποιο μούλκι όχι για τις ανάγκες της μονής
ή στην ίδια τη μονή, αλλά για τη διατροφή των φτωχών μοναχών ή άλλον
κοινωφελή σκοπό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Eugenia Kermeli, «Ebu’s Su’ud’s Definitions of Church vakfs: Theory and
Practice in Ottoman Law”, Islamic Law. Theory and Practice (edited by Robert
Gleave and Eugenia Kerlemi) London 2001, 146-147.
Eugenia Kermeli, “Vakfs consisting of shares in ships. Hüccets from the Saint
John Monastery on Patmos”, The Kapudan Pasha; his Office and his Domain,
Rethymnon 2002, 214-215.
Elias Kolovos, "Christian Influence and the Advent of the Europeans. Negotiating
for State Protection: Ciftlik-Holding by the Athonite Monasteries (Xeropotamou
Monastery, Fifteenth-Sixteenth C.), Frontiers of Ottoman studies: State, Province,
and the West, vol. II, London 2005, 200.
37
βακούφια, χωρίς να προηγηθεί το στάδιο της μετατροπής σε μούλκι, η οποία
ήταν από νομική άποψη ταυτοχρόνως απαραίτητη αλλά και αδύνατη στις
περισσότερες περιπτώσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
J. C. Alexander (Alexandropoulos), “The Lord Giveth and the Lord Taketh Away:
Athos and the Confiscation Affair of 1568-1569”, Αθωνικά Σύμμεικτα 4: Ο
Άθως στους 14ο – 16ο αιώνες, Αθήνα 1997, 159, 167, 171, 176-177.
Eugenia Kermeli, «Ebu’s Su’ud’s Definitions of Church vakfs: Theory and
Practice in Ottoman Law», Islamic Law. Theory and Practice (edited by Robert
Gleave and Eugenia Kerlemi) London 2001, 148-153.
38
αδιαιρέτου την περιουσία των αποβιωσάντων μοναχών υπό τύπον
αφιερώματος.
Ωστόσο, υπήρξε διάκριση στα περιουσιακά στοιχεία. Το κείμενο του φιρμανίου
του σουλτάνου Σελίμ Β΄ ήταν ασαφές σε ό,τι αφορούσε αγρούς και λιβάδια,
«διότι ταύτα ούτε να πουληθούν δύνανται ούτε να δοθούν σε αφιερώματα»
αφού ήταν δημόσιες γαίες. «Τα τοιούτου είδους αφιερώματα των μοναχών δεν
θα έχουν κύρος και ισχύ». Παραχωρήθηκε όμως το δικαίωμα να μην
καταβάλλουν οι επιζώντες μοναχοί ταπού όταν πέθαιναν οι αδελφοί τους που
κατείχαν δημόσιες γαίες. Πάντως είναι σαφές οι δημόσιες γαίες που κατείχαν οι
μονές και που οι μοναχοί θα εξουσίαζαν χωρίς να πληρώνουν ταπού δεν
εξομοιώθηκαν με τα αφιερώματα των μονών (βλ. στην επόμενη παράγραφο).
Άμεση λύση δόθηκε με το φιρμάνι σε ό,τι αφορούσε τις οικίες, τα αμπέλια, τους
κήπους, τα εργαστήρια, τους μύλους και τα ζώα -δηλαδή μούλκια, είδη δεκτικά
ιδιοκτησίας- που τα μοναστήρια είχαν αγοράσει από το δημόσιο και
μετέτρεψαν σε αφιερώματα. Και εδώ όμως υπήρξαν επιπλοκές. Επειδή δεν είχε
προηγηθεί κανονική μετατροπή των κτημάτων σε μούλκια, όπως θα έπρεπε, δεν
άργησε να εκδοθεί φετφάς ότι η βακουφοποίηση ήταν άκυρη. Εκδόθηκε όμως
νεότερος φετφάς, ο οποίος αναγνώρισε τη μετατροπή σε αφιέρωμα «ως
αναγκαία και υπάρχουσα», και άρα ως ισχυρή, «δι’ αποφάσεως νομικής»,
δηλαδή καταχρηστικώς με πολιτική απόφαση και όχι βάσει του ιερού
ισλαμικού δικαίου (3 Μαρτίου 1569). Έτσι, κατ’ οικονομία τα αφιερώματα
θεωρήθηκαν έγκυρα.
Εφεξής οι ιδιοκτήτες μουλκίων μπορούσαν να "αφιερώσουν" τα κτήματά τους
όχι στις μονές καθαυτές, αλλά στους μοναχούς και «μάλιστα στους
φτωχότερους από αυτούς και εν γένει στους φτωχούς». Σε πρώτη φάση ο
Εμπουσούντ γνωμάτευσε ότι ιδιοκτήτης μπορούσε να προβεί σε αφιέρωση προς
τους μοναχούς μόνον εφόσον δεν είχαν αντίρρηση οι κληρονόμοι του. Στη
συνέχειά όμως ήρε αυτές τις επιφυλάξεις και επιτράπηκε στους χριστιανούς εν
γένει αλλά και ειδικά στους μοναχούς να μετατρέπουν την περιουσία τους σε
αφιέρωμα υπέρ των άλλων μοναχών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
J. C. Alexander (Alexandropoulos), “The Lord Giveth and the Lord Taketh Away:
Athos and the Confiscation Affair of 1568-1569”, Αθωνικά Σύμμεικτα 4: Ο
Άθως στους 14ο – 16ο αιώνες, Αθήνα 1997, 159, 167, 171, 176-177.
Eugenia Kermeli, «Ebu’s Su’ud’s Definitions of Church vakfs: Theory and
Practice in Ottoman Law», Islamic Law. Theory and Practice (edited by Robert
Gleave and Eugenia Kerlemi) London 2001, 146-155.
Ι. Κ. Βασδραβέλλης, «∆ύο ανέκδοτα τουρκικά έγγραφα προερχόμενα εκ των
μονών του Αγίου Όρους Λαύρας και Βατοπεδίου», Μακεδονικά 12 1972, 291-
295.
39
1.2.3.1.1. Λύση κατά το πρότυπο των οικογενειακών βακουφίων
Το δικαίωμα των μοναχών να αφιερώνουν την περιουσία τους στους
υφιστάμενους και τους μελλοντικούς αδελφούς τους και αντίστοιχα να
νέμονται την περιουσία που είχαν αφιερώσει οι προγενέστεροι παραχωρήθηκε
κατά μία άποψη κατ' αναλογία του δικαιώματος των ιδιωτών να ιδρύουν
οικογενειακά αφιερώματα (βλ. πιο πάνω).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Eugenia Kermeli, «Ebu’s Su’ud’s Definitions of Church vakfs: Theory and
Practice in Ottoman Law», Islamic Law. Theory and Practice (edited by Robert
Gleave and Eugenia Kerlemi) London 2001, 153.
40
Κληρονόμος των μοναχών ήταν το μοναστήρι. Οι δημόσιες και οι βακουφικές
γαίες δεν περιλαμβάνονταν στην κληρονομιά, αλλά σε ό,τι αφορούσε ιδιωτική
περιουσία (μούλκι) ο κανόνας ότι το μοναστήρι δεν μπορούσε να αποκτήσει
ιδιοκτησία είχε παρακαμφθεί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
J. C. Alexander (Alexandropoulos), “The Lord Giveth and the Lord Taketh Away:
Athos and the Confiscation Affair of 1568-1569”, Αθωνικά Σύμμεικτα 4: Ο
Άθως στους 14ο – 16ο αιώνες, Αθήνα 1997, 155-156.
Souad Abou el-Rousse Slim, The Greek Orthodox Waqf in Lebanon during the
Ottoman period, Würzburg, 61.
Μιλτιάδης Γ. Καραβοκυρός, Κώδιξ του εξ αδιαθέτου και εκ διαθηκών
κληρονομικού δικαίου, εν Κπόλει 1889, 141-145.
∆. Νικολαΐδης, Οθωμανικοί κώδικες, τ. γ΄, εν Κπολει 1890, 2831-2832.
41
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
∆. Νικολαΐδης, Οθωμανικοί κώδικες, τ. γ΄, εν Κπολει 1890, 2800-2802, 2840-41.
42
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθωνικά Σύμμεικτα 1, Κατάλογοι Αρχείων: Α΄ Ιερά
Μονή Καρακάλλου, Β΄ Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, Αθήνα 1985, 35.
Eugenia Kermeli, “Vakfs consisting of shares in ships. Hüccets from the Saint
John Monastery on Patmos”, The Kapudan Pasha; his Office and his Domain,
Crete University Press, Rethymnon 2002, 215.
43
«μικροί και μεγάλοι» κάτοικοι της Ιερισσού πούλησαν «τα χωράφια στην
Κρανιά», επίσης στη μονή Ξηροποτάμου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Β. Ι. Αναστασιάδης, Αρχείο Ι. Μ. Χελανδαρίου, Αθωνικά Σύμμεικτα 9 (2002)
29-32.
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθωνικά Σύμμεικτα 1, Κατάλογοι Αρχείων: Α΄ Ιερά
Μονή Καρακάλλου, Β΄ Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας (1985), 31.
Πάρις Γουναρίδης, Αρχείο της Ι. Μ. Ξηροποτάμου, Αθωνικά Σύμμεικτα 3
(1993) 38-39.
Colin Imber, Ebu's-su'ud: the Islamic legal tradition, Edinburgh 1997, 127.
44
1.3.1.1. Πρόδρομες μορφές εκμετάλλευσης της μοναστικής περιουσίας
Το 1588 σημειώνεται η πώληση ολόκληρης της παραγωγής της μονής Σίντη στο
Recep Paşa αντί 22.000 ακτσέδων. Ίσως πρόκειται για πρόδρομη μορφή
αφαίμαξης του προϊόντος μέσω της προαγοράς του σε χαμηλές τιμές, δηλαδή
για αναγκαστική πώληση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 21.
45
Αμμοχουστιανοί αγκαλά και να έμειναν εις τα οσπήτιά των τάχα οικοκυροί
διά τότε, πολλών όμως ύστερον οι Τούρκοι επήραν τα οσπήτια με πρόφασιν
πως αυτοί τους ενοικίαζαν, και όχι πως ήτον οίκοκυροί, υποφέροντες όσα άλλα
εξ αυτών των νέων και κακών γειτόνων και κατοίκων όσα δεν δύναται τινάς
να στοχασθή». Από την όλη διατύπωση και ειδικώς από την έκφραση «αυτοί
τους ενοικίαζαν, και όχι πως ήτον οικοκυροί» προκύπτει ότι το εμπράγματο
δικαίωμα που παραχώρησε ο Σοκολού Μεχμέτ δεν ήταν τέλεια ιδιοκτησία,
αλλά δικαίωμα κατοχής. Η κυριότητα του εδάφους παρακρατήθηκε από το
δημόσιο ή ίσως και από βακούφια. Στην τελευταία αυτή υπόθεση συνηγορεί η
μεγάλη έκταση της περιουσίας των βακουφιών που συνέστησαν οι πρώτοι
ανώτατοι αξιωματούχοι της Κύπρου, όπως ο Λαλά Μουσταφά πασάς. Το
βακούφι του περιλάμβανε χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γης,
δενδροφυτείες και ακίνητα σε πολλά χωριά, ενώ αρκετά αστικά ακίνητα –
κυρίως καταστήματα και εργαστήρια- ανήκαν σε άλλα βακούφια, όπως του
Τζαφέρ Πασά και του σουλτάνου Σελίμ.
Οι μοναχοί διαμαρτυρήθηκαν και προσέφυγαν στο σουλτάνο. Για την εξέταση
του αιτήματός τους ο σουλτάνος διέταξε να διερευνηθεί: Αν τα ονόματα και τα
κτήματα των μοναχών ήταν καταχωρισμένα στα κατάστιχα της απογραφής του
1571-72. Αν είχε προηγηθεί κατοχή των κτημάτων επί δεκαετία. Αν υπήρχε
έγγραφο κατοχής (temessuk), το οποίο χορηγούσαν οι σπαχήδες. Αν
καταβαλλόταν το ένα πέμπτο του προϊόντος ως κτηματικός φόρος.
Ουσιαστικά, η έρευνα αφορούσε αν οι μοναχοί κατείχαν νόμιμα δημόσιες γαίες
και απέκλειε εκ των προτέρων την αναγνώριση του προϋφιστάμενου
καθεστώτος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 9-11.
Κυπριανός Αρχιμανδρίτης, Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου, Ενετίησιν:
Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1788, 305.
Yildiz Netice, «Wakfs in Ottoman Cyprus», στο Frontiers of Ottoman Studies:
States, Province, and the West, vol. II, London 2005, 185-187.
Ε. Χεκίμογλου et al., Ιστορία της Κύπρου, τ. Β΄ (1191-1878), Λευκωσία 2010,
92-93.
46
Όπως και στην περίπτωση του Αγίου Όρους, έτσι και στην Κύπρο, οι μοναχοί
μεθόδευσαν την ανάκτηση των περιουσιών τους, αν και με μεγάλο οικονομικό
κόστος. Ένα βασικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση ήταν να αποκλειστούν
από την αγορά τρίτα πρόσωπα. Για το λόγο αυτόν, οι επίσκοποι της Κύπρου
προαγόρασαν από τον αξιωματούχο Αμπού γιο του Αχμέτ, που ήταν
υπεύθυνος για την πώληση μονών και εκκλησιών, «όλα τα μοναστήρια και τις
εκκλησίες» της Κύπρου και στη συνέχεια τις πούλησαν στους μοναχούς. Στην
περίπτωση της Μονής Κύκκου, ο ηγούμενος αγόρασε μέσω της διαδικασίας
αυτής τη μονή της Πεντάγιας αντί 120.000 ακτσέδων. Όταν κατέβαλε το ποσό
στους επισκόπους, εκείνοι το κατέθεσαν στο δημόσιο ταμείο, εξοφλώντας έτσι
την αντίστοιχή οφειλή τους προς το οθωμανικό δημόσιο. Από την τελευταία
αυτή λεπτομέρεια αντιλαμβανόμαστε ότι ο ρόλος των επισκόπων πρέπει να
ήταν μεσολαβητικός και ότι είχε σαν στόχο να πουληθούν τα ακίνητα
συλλήβδην και όχι ένα προς ένα, οπότε θα ήταν εύκολο να αναμειχτούν τρίτα
πρόσωπα –χριστιανοί ή και μουσουλμάνοι- και να πλειοδοτήσουν σε βάρος
των μοναστηριών. Άλλωστε, ο ρόλος των επισκόπων περιγράφεται ως
multezim, όρος που χρησιμοποιούταν κυρίως για τον εκμισθωτή των φόρων.
Από την πλευρά του αξιωματούχου Αμπού, ήταν ασφαλώς ευκολότερο να
διαπραγματευθεί μόνον με ένα αγοραστή (την ομάδα των επισκόπων) για το
σύνολο της περιουσίας, παρά να ασχοληθεί με την πώληση εκατοντάδων
κτημάτων.
Η συνολική τιμή ήταν επτά «φορτώματα» (yuk) ακτσέδες, δηλαδή 700.000
ακτσέδες, ενώ η Μονή Κύκκου και «τα υπαγόμενα σε αυτήν» πουλήθηκαν προς
120.000 ακτσέδες. Από τη λεπτομέρεια αυτή υποψιαζόμαστε είτε ότι δεν
δημεύτηκαν όλα τα μοναστήρια και οι εκκλησίες είτε ότι οι επίσκοποι δεν
αγόρασαν «όλες» τις μονές και τις εκκλησίες, αν λάβουμε υπόψη το μεγάλο
αριθμό τους. Εξάλλου, μαθαίνουμε τα παραπάνω χάρη σε ένα έγγραφο, το
οποίο εκδόθηκε διότι ο σουμπασής Κουρντ ισχυρίστηκε ότι είχε αγοράσει και
εκείνος από τον Αμπού «αγρούς και υπάρχοντα» της εκκλησίας Άγιος
Νικόλαος, που βρισκόταν στον καζά Χρυσοχού και «υπαγόταν» στη μονή
Κύκκου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 23-29.
47
σε χριστιανό (ίσως τον ηγούμενο του Σίντη). Ο τελευταίος φρόντισε να εκδοθεί
ιερωνομική ρήτρα (φετφάς) που βεβαίωσε ότι αν κάποιος μουσουλμάνος
αγοράσει μοναστήρι και προσευχηθεί σε αυτό, το κτίριο μπορεί να γίνει και
πάλι μοναστήρι.
Ωστόσο, αποκλειόταν η περίπτωση να λειτουργήσει και πάλι μονή ή ναός σε
παρεκκλήσιο ή εκκλησία μονής, εφόσον αυτή είχε μετατραπεί σε ευκτήριο οίκο
(mescid). Η διαφορά μεταξύ ευκτήριου οίκου και κατοικίας όπου ο
μουσουλμάνος ένοικος προσευχόταν δεν ήταν πάντοτε πολύ έντονη. Μπορούσε
να πιστοποιηθεί μόνον με καταθέσεις μαρτύρων στο ιεροδικείο, όπως δείχνει η
περίπτωση της εκκλησίας του μικρού Αγίου Μηνά στον Χάνδακα της Κρήτης
(1742).
Ας σημειωθεί ότι η παράδοση διέσωσε ανάμνηση συμφωνίας των κατοίκων της
Λευκαριάς της Κύπρου με το μεγάλο βεζίρη Σοκολού Μεχμέτ με βάση την
οποία οι πρώτοι είχαν δικαίωμα προτίμησης οσάκις μουσουλμάνοι πουλούσαν
μοναστήρια που βρίσκονταν στην κατοχή τους. Ίσως πρόκειται για
αναχρονισμό, που κρύβει την προσπάθεια επαναγοράς εκ μέρους των
χριστιανών όσων μονών αγόρασαν μουσουλμάνοι μετά τη δήμευσή τους και
όχι αμέσως μετά την άλωση της Κύπρου, δηλαδή το 1588 και όχι το 1571.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 43-45.
Κυπριανός Αρχιμανδρίτης, Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου, Ενετίησιν:
Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1788, 305.
Νικόλαος Σ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων
αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. ∆΄, Ηράκλειο 1984, 270-271.
48
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 29-31.
49
Σύμφωνα με ιεροδικαστικό έγγραφο του 1605, κάποιος κάτοικος του χωριού
Άγιος Γεώργιος [Καυκάλου] στην επαρχία Πεντάγειας πούλησε στον ηγούμενο
της μονής Κύκκου ένα σπίτι με αυλή. ∆εν αναφέρεται μεταγενέστερη
βακουφοποίηση του σπιτιού αυτού. Ωστόσο, στο έγγραφο υπάρχει
μεταγενέστερο σημείωμα: «του σπιτιού της καλογριάς οπου εγρινε ο αφέντης ο
καδης και πιρεν το μοναστηρην». Από το σημείωμα προκύπτει ότι υπήρξε
περαιτέρω αμφισβήτηση της κυριότητας του ακινήτου, ίσως μετά το θάνατο
του ηγουμένου.
Αθρόες αγορές μουλκίων από μοναχούς, τα οποία όμως δεν φαίνεται να
μετατράπηκαν σε αφιερώματα, σημειώνονται στη συνέχεια. Οι περιπτώσεις
μετατροπής σε αφιέρωμα είναι πολύ λιγότερες από τις αγορές μουλκίων.
Οι μονές ήταν πιο ευάλωτες αν δεν προέβαιναν στη διαδικασία της αφιέρωσης
και διατηρούσαν το ακίνητο υπό τον τύπο εικονικής ατομικής κυριότητας του
ηγουμένου. Το 1591 ο ηγούμενος της μονής Κύκκου Γρηγόριος κίνησε αγωγή
εναντίον Αλί [γιού] Αμπντουλλάχ, ο οποίος όπως δείχνει το πατρώνυμό του
ήταν πιθανότατα εξισλαμισμένος. Ο Γρηγόριος είχε παραχωρήσει στον Αλί
μερικούς αγρούς, οι οποίοι βρίσκονταν στο χωριό Μοναστήριο της επαρχίας
Παντάγειας, για να τους καλλιεργεί. Ο Αλί παραδέχτηκε στο ιεροδικείο ότι οι
αγροί ήταν μούλκι του Γρηγορίου (αν και με βάση τα όσα γνωρίζουμε οι αγροί
δεν θα μπορούσαν να είναι μούλκι). Στο περιθώριο της σχετικής ιεροδικαστικής
απόφασης (χοτζέτ) σημειώνεται ότι: «εις το τελευταίον [τέλος] εμαρτύρησεν ο
ρηθείς ηγούμενος πως είναι του μοναστηριού και πάλιν επήρεν εις το ζάπτην
του [στην κατοχή του]». Φαίνεται ότι η κυριότητα της μονής αμφισβητήθηκε
από τον τοπικό σπαχή και το μοναστήρι μεθόδευσε την αγωγή, ώστε ο
καλλιεργητής του αγρού να μαρτυρήσει στο ιεροδικείο ότι το χωράφι ανήκε
στον ηγούμενο. Πιθανώς αυτή η μεθόδευση δεν απέδωσε και αργότερα
αναγνωρίστηκε ότι ο αγρός ήταν αφιέρωμα (βακούφι) υπέρ των μοναχών
(«εμαρτύρησεν ο ρηθείς ηγούμενος πως είναι του μοναστηριού»).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 35, 47, 145.
50
Πνεύματος του χωριού Άγιος Βασίλειος ζήτησε την επιστροφή αφιερωμένων
κτημάτων που ο προκάτοχός του είχε πουλήσει σε μουσουλμάνο. Το αίτημα
έγινε αποδεκτό με την προϋπόθεση της επιστροφής όχι μόνον του τιμήματος,
αλλά και των δαπανών επισκευής των κτημάτων, με τις οποίες ο αγοραστής
είχε επιβαρυνθεί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Νικόλαος Σ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων
αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. ∆, Ηράκλειο 1984, 58-59, 341-342.
51
χωριό Χόλη θεωρήθηκε ως σχολάζουσα κληρονομιά (ελλείψει αρρένων
απογόνων) και κηρύχθηκαν διαθέσιμη δια ταπίου. Οι «παπάδες της
Λευκωσίας» αγόρασαν «συνεταιρικά» το δικαίωμα κατοχής των κτημάτων
αυτών αντί 80.000 ακτσέδων και έλαβαν αποδεικτικό έγγραφο (tezkere) από
τον επιθεωρητή των μουκατάδων Σουλεϊμάν μπέη και αντίστοιχο έγγραφο
(temessuk) από το ιεροδικείο. Πλήρωσαν επίσης 5.000 ακτσέδες φόρο ταπίου
(resm-i tapu).
Ο ηγούμενος Γρηγόριος κατείχε και ιδιόκτητα ακίνητα (μούλκια) στο χωριό
Λάσα, κοντά στο Πολέμι της Πάφου, τα οποία διεκδίκησε με αγωγή η
θυγατέρα του Μαντάλω (1616). Όπως ισχυρίστηκε, τα ακίνητα αυτά τα είχε
αγοράσει ο Γρηγόριος από το δημόσιο. Για την πιστοποίηση της απαίτησής της
κλήθηκαν ως μάρτυρες κάτοικοι του χωριού. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Γρηγόριος
είχε πεθάνει «πριν από πολλά χρόνια», ίσως πριν από το 1606. ∆εν γνωρίζουμε
όμως για ποιο λόγο καθυστέρησε τόσο πολύ η εκκαθάριση της κληρονομιάς
του.
Αντίθετα, στη μονή Αρκαδίου της Κρήτης, στις αρχές του 18ου αιώνα οι
μοναχοί αφιέρωσαν ομαδικά «για τους πτωχούς της μονής» όλα τα κινητά και
ακίνητα υπάρχοντά τους και παρέδωσαν τη διοίκησή τους στο διαχειριστή της
μονής. Η αφιέρωση δεν πραγματοποιήθηκε στο ιεροδικείο, αλλά επικυρώθηκε
από αξιόπιστους μουσουλμάνους μάρτυρες, με τη μαρτυρία των οποίων και
χωρίς να υπάρχει αφιερωτήριο έγγραφο απορρίφθηκε στο ιεροδικείο αγωγή
της αδελφής αποβιώσαντος μοναχού, η οποία διεκδίκησε την κληρονομιά του
(1719). Αλλά όταν ο μουσουλμάνος (εξισλαμισμένος) αδελφός μοναχού της
μονής Αγίου Γεωργίου Μονοφατσίου απαίτησε την περιουσία του
αποβιώσαντος αδελφού του, ο ηγούμενος την παρέδωσε αμέσως με απόδειξη,
την οποία έσπευσε να επισημοποιήσει στο ιεροδικείο (1748).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 51, 75, 77-79, 79, 81, 83.
Νικόλαος Σ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων
αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. ∆, Ηράκλειο 1984, 53-55, 329.
1.3.5.3. Οι «σπαχήδες»
Η ιδιαιτερότητα των μονών της Κύπρου ήταν ότι μεγάλος αριθμός τιμαριούχων
μοιράζονταν τα περιορισμένα έσοδα του αγροτικού χώρου της.
Αχρονολόγητο περιληπτικό φορολογικό κατάστιχο της Κύπρου που
συντάχθηκε επί της βασιλείας του Μουράτ Γ΄ (1574-1595) μαρτυρεί ότι οι
δικαιούχοι των τιμαριωτικών εσόδων προέρχονταν από τις κατηγορίες των
γενιτσάρων, των ναυτικών, των πυροβολητών και των οπλοποιών. Ο ακριβής
αριθμός τους δεν είναι γνωστός. Φαίνεται όμως ορθός ο υπολογισμός των 3.000
προσώπων που μας δίνει ο Κυπριανός (συνυπολογίζει 1.000 γενίτσαρους). Σε
52
αυτό το συμπέρασμα οδηγούμαστε και από τον κατάλογο δικαιούχων των
τιμαριωτικών εσόδων του έτους 1826, ο οποίος αναφέρει 1.897 δικαιούχους,
λείπουν όμως οι γενίτσαροι, διότι το σώμα τους είχε μόλις διαλυθεί. Τα
φορολογικά έσοδα ορισμένων περιοχών προορίζονταν για το σιτηρέσιο των
γενιτσάρων (ήταν δηλαδή «μουκατάδες»). Επρόκειτο για τα έσοδα από 16
χωριά και από τις αλυκές της Λάρνακας και της Λεμεσού.
Έτσι, 3.000 πρόσωπα μοιράζονταν στα τέλη του 16ου αιώνα έξι εκατομμύρια
άσπρα ετησίως, δηλαδή εισέπρατταν σε χρήμα ή σε είδος κατά μέσο 2.000
άσπρα κατά κεφαλήν (1.360 γραμμάρια ασήμι). Το εν λόγω ποσόν
αντιστοιχούσε σε 5,5 άσπρα την ημέρα. Προς σύγκριση, σε μία απόφαση του
ιεροδικείου της Κύπρου, η ημερήσια προσωρινή διατροφή που επιδικάσθηκε σε
γυναίκα εν όψει διαζυγίου ορίστηκε σε 5 άσπρα. Ένας οικοδόμος στην
Ιερουσαλήμ είχε το 1578 ημερομίσθιο 3 άσπρα, ενώ ένας ειδικευμένος εργάτης
18 άσπρα. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι η κατανομή των προαναφερθέντων
εσόδων μεταξύ των γενιτσάρων και των άλλων δικαιούχων δεν ήταν ισομερής,
καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πολλοί από αυτούς δεν είχαν αποδοχές που
να τους επιτρέπουν να βιοπορίζονται χωρίς άλλους πόρους. Έτσι ίσως
δικαιολογούνται οι συνεχείς αυθαιρεσίες εις βάρος των χωρικών για την
απόσπαση περισσότερων προϊόντων ή χρημάτων από τα καθορισμένα.
Ασφαλώς όμως υπήρχαν και γενικότεροι παράγοντες, αφού οι αυθαιρεσίες των
αξιωματούχων ήταν γενικό φαινόμενο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ε. Χεκίμογλου κ.λπ., Ιστορία της Κύπρου, τ. Β΄, Λευκωσία 2010, 88-90.
Ronald Jennings, “Divorce in the Ottoman Sharia Court of Cyprus, 1580-1640”,
στο D. Penzac, Histoire Economique et Sociale de l’Empire Ottoman et de la
Turquie (1326-1960), Leuven 1995, 362.
53
μοναχοί του Κύκκου ζήτησαν την παρέμβαση του διοικητή του νησιού για να
μην εμποδίζεται η περιφορά της εικόνας. Το 1634 οι μοναχοί αναγκάστηκαν να
απευθυνθούν στην Κωνσταντινούπολη και να προκαλέσουν φιρμάνι του
σουλτάνου Μουράτ ∆΄, στο οποίο αναφέρεται με σαφήνεια ότι ενώ παλαιότερα
«σε παρόμοιες περιπτώσεις συνηθιζόταν οι μοναχοί να δίνουν ‘κάτι’ σε
αντάλλαγμα, τώρα μερικοί άνθρωποι της εξουσίας δεν αρκούνταν σε αυτό, και
ενταντιώνονταν στις προσευχές για να πάρουν περισσότερα χρήματα». Η
διαταγή του σουλτάνου δεν ήταν να μην ζητούνται δοσίματα από τους
μοναχούς, αλλά να μην απαιτούνται περισσότερα από όσα προσδιόριζε το
έθιμο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 45 και 101.
54
Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν την άποψη ότι στα ιεροδικεία η προφορική
μαρτυρία υπερείχε των γραπτών τεκμηρίων, η αποδεικτική αξία των οποίων
ήταν συνάρτηση της επιβεβαίωσής τους από προφορικές μαρτυρίες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 55. τ. ∆΄, 1699 και 1811.
Μιχάλης Ν. Μιχαήλ, Το τσιφλίκι (çiftlik) της οθωμανικής περιόδου.
Μοναστηριακά τσιφλίκια στους κώδικες 49 (1813-1841) και 51 (1818-1881)
της Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2005, 68.
Ιωάννης Βασδραβέλλης, «Ανέκδοτα φιρμάνια αφορώντα εις τα εν τη
χερσονήσω Κασσάνδρας και αλλαχού εν τη Χαλκιδική ευρισκόμενα μετόχια»,
Μακεδονικά 13 1973, 289-307.
Aleksandar Fotić, “Non-Ottoman Documents in the Kadis' Courts (Moloviya,
Medieval Charters): Examples from the Archive of the Hilandar Monastery (15th
- 18th c.)”, στο Frontiers of Ottoman Studies: States, Province, and the West, vol.
II, London 2005, 70-71.
R. C. Jennings, “Limitations of the Judicial Powers of the Kadi in the 17th c.
Ottoman Kayseri”, Studia Islamica 50 1979, 173-174.
55
Στην περίπτωση αυτή έχουμε δύο ενδιαφέροντα φαινόμενα: (α) Πίσω από την
φαινομενική αγορά μιας χριστιανικής ιδιοκτησίας υποκρύπτεται η εφαρμογή
του θεσμού του διτελούς βακουφίου. (β) Η χριστιανική μονή κατέχει ακίνητο
που ανήκει σε ισλαμικό αφιέρωμα για σκοπούς που συνδέονται με την άσκηση
του αφιερωματικού σκοπού της. Η κατοχή του συγκεκριμένου ακινήτου
αποσκοπούσε στο να προσπορίσει έσοδα για τους «φτωχούς μοναχούς και τους
επισκέπτες» της μονής. Από την άλλη πλευρά, το ακίνητο αυτό είχε αφιερωθεί
στη συντήρηση του τεμένους της Λεύκας. Έτσι, οι δύο αφιερωματικοί σκοποί,
του μοναστηριού και του τεμένους, συνέτρεχαν στο ίδιο ακίνητο.
Σε μια άλλη περίπτωση, το 1729, ο έφορος του βακουφίου του τεμένους
Ομεριγιέ, που βρισκόταν στη Λευκωσία, μίσθωσε σε μοναχούς της μονής
Κύκκου 59 στρέμματα αγρών και 89 ελαιόδεντρα, με ετήσιο προκαταβολικό
μίσθωμα 20 λίτρες ελαιόλαδο, για περίοδο 58 ετών. Στη διάρκεια της
μακρόχρονης αυτής μίσθωσης οι «ενοικιαστές» μοναχοί μεταβίβασαν το
δικαίωμα κατοχής των αγρών και των ελαιόδεντρων, σε τρία πρόσωπα
συνδεόμενα με τη μονή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 161. τ. Β΄ 1572-1839, 571.
56
που ονομαζόταν icâre-i müeccele. Ο σκοπός του μηνιαίου ή ετήσιου ενοικίου
ήταν να υπενθυμίζει ότι ο πραγματικός κύριος του οικοπέδου ήταν το βακούφι
και όχι ο κάτοχός του. Σταδιακά, και ίσως επειδή ήταν πολύ μικρό, το μίσθωμα
καταβαλλόταν κάθε χρόνο και όχι κάθε μήνα.
Ο θεσμός του διτελούς οικοπέδου εμφανίζεται στα τέλη του 16ου αιώνα στην
Κωνσταντινούπολη και η συγκεκριμένη περίπτωση στο χωριό Κοράκου είναι η
πρώτη που συναντούμε στην Κύπρο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ν.Π. Ελευθεριάδης, Η ακίνητος ιδιοκτησία εν Τουρκία, εν Αθήναις 1903, 140.
John Robert Barnes, An Introduction to Religious Foundations in the Ottoman
Empire, Leiden 1986, 52-53.
57
στην κατηγορία των δημοσίων γαιών και όχι των μουλκ· ωστόσο στην Κρήτη
υπήρξαν ιδιοτυπίες ως προς την εφαρμογή του οθωμανικού ιδιοκτησιακού
συστήματος. Στη συνέχεια, ο διοικητής μετέτρεψε το κτήμα σε βακουφικό
αφιέρωμα και αμέσως μετά μεταβίβασε στον ιερέα το δικαίωμα κατοχής του
κτήματος, υπό τον τύπο του διτελούς βακουφίου (ένα σημαντικό εφάπαξ
ποσόν προκαταβολικά και ένα συμβολικό ποσόν κάθε χρόνο).
Μία παρατήρηση για την αξία του κτήματος: Η πώληση του μουλκίου από τον
ιερέα προς τον διοικητή έγινε έναντι 210 γροσίων. Η μεταβίβαση του
δικαιώματος κατοχής του διτελούς βακουφικού κτήματος από τον διοικητή
προς τον ιερέα έγινε αντί 120 γροσίων, πλέον 12 γροσίων ετησίως στο διηνεκές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Νικόλαος Σ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων
αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. ∆, Ηράκλειο 1984, 112, 132-133.
Eugenia Kermeli, "Caught between Faith and Cash: The Ottoman Land System of
Crete", στο A. Anastasopoulos (ed.), The Eastern Mediterranean under Ottoman
Rule; Crete 1645-1840, Rethymno 2008, 17-48.
Ελένη Καραντζίκου - Πηνελόπη Φωτεινού, Ιεροδικείο Ηρακλείου, Τρίτος
Κώδικας (1669/73-1750-67), (επιμ. Ελισάβετ Α. Ζαχαριάδου), Ηράκλειο 2003,
έγγρ. 247.
58
2. Το παραγωγικό υπόβαθρο
Η εξέταση του παραγωγικού υποβάθρου αναφέρεται στις γαίες που κατείχαν
και αξιοποίησαν παραγωγικά οι αγιορειτικές και κυπριακές μονές. Αναφέρεται
επίσης στα παραγόμενα προϊόντα και τέλος στις αντίστοιχες προσόδους και τις
διακυμάνσεις τους.
Οι εκκλησιαστικής φύσεως οικονομικές δραστηριότητες με τις οποίες ήταν
εξοικειωμένες οι μονές αφορούσαν την πραγματοποίηση συγκεκριμένων
στόχων, όπως η διατροφή των μοναχών και των επισκεπτών, η συντήρηση των
κτιρίων των μονών και των μετοχίων τους, η εξασφάλιση πρώτων υλών και
προϊόντων που ήταν απαραίτητα για το σκοπό αυτόν και μόνον
δευτερευόντως στη μεγιστοποίηση των χρηματικών προσόδων ή την επίτευξη
επενδυτικών στόχων. Η κρατική αυθαιρεσία και κατά συνέπεια η αβεβαιότητα
που χαρακτήριζε το ύψος της κτηματικής φορολογίας των μονών και το
σημαντικό ύψος μετρητών που οι μονές έπρεπε να διαθέτουν για τη διατήρηση
της περιουσίας τους καθιστούσαν μόνιμη ανάγκη την εξασφάλιση ρευστού,
ώστε να εκπληρώνονται οι σχετικές υποχρεώσεις προς το δημόσιο αλλά και να
επιτυγχάνεται η μείωσή τους μέσω δωροδοκιών προς τους αξιωματούχους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα τέλη του 18ου αιώνα είχαν εκδοθεί τουλάχιστον
56 φιρμάνια για τις κτηματικές και φορολογικές υποθέσεις του Αγίου Όρους. Η
έκδοση καθενός από αυτά απαιτούσε δαπάνες μεγάλου ύψους.
Έτσι, οι οικονομικές δραστηριότητες των μονών έπρεπε –πλην της συντήρησης
των μοναχών- να εξασφαλίζουν τα μέσα για τη διατήρηση και την
εκμετάλλευση της περιουσίας, η οποία με τη σειρά της ήταν απαραίτητη για να
αναπαράγονται οι εν λόγω οικονομικές δραστηριότητες. Μέσα από τον κύκλο
αυτό –τον οποίον καθιστούσαν πιο επώδυνο οι αναπόφευκτες φυσικές
καταστροφές- οι μονές, έστω και αν αύξαναν την περιουσία τους,
αντιμετώπιζαν ασφυκτικά προβλήματα ταμιακής ρευστότητας, που οδηγούσαν
αφενός σε υπερχρεώση αφετέρου σε αλλεπάλληλες εκστρατείες ζητείας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Χαράλαμπος Γάσπαρης, Αρχείο Πρωτάτου: Επιτομές μεταβυζαντινών
εγγράφων, Αθωνικά Σύμμεικτα 2 1991, 20.
2.1. Γαίες
Οι γαίες των μονών του Άθω και της Κύπρου μπορούν να διακριθούν σε
μοναστηριακές γαίες, που υπάγονταν σε ειδικό νομικό καθεστώς, και τις λοιπές
γαίες οι οποίες εξουσιάζονταν μεν από μοναχούς, δεν υπάγονταν όμως στις
μοναστηριακές γαίες.
59
2.1.1. Μοναστηριακές γαίες
Ο οθωμανικός νόμος περί γαιών του 1858 (άρθρο 122) ορίζει ότι: οι γαίες που
ήταν από παλαιά προσαρτημένες σε κάποιο μοναστήρι και έχουν εγγραφεί έτσι
στο αυτοκρατορικό κτηματολόγιο, δεν εξουσιάζονται με ταπού και ούτε
αγοράζονται ούτε πωλούνται.
Η έννοια της διάταξης είναι ότι οι εγγεγραμμένες στο αυτοκρατορικό
κτηματολόγιο γαίες αφιερώθηκαν στο μοναστήρι και υπάγονται στην
κυριότητά του. Στις γαίες της κατηγορίας αυτής δεν επιτρέπεται μεταβίβαση εν
ζωή ή λόγω θανάτου ούτε και παραχώρησή τους. Απαγορεύεται να
εξουσιάζονται με ταπού από έναν ή περισσότερους μοναχούς.
Όμως στις γαίες που ανέκαθεν εξουσιάζονταν με ταπού και που περιήλθαν
μεταγενέστερα στα χέρια των μοναχών και εξουσιάζονται χωρίς ταπού ως
προσαρτημένες στα μοναστήρια, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για
τις λοιπές δημόσιες γαίες. ∆ίδονται σε εξουσίαση με ταπού όπως και
προηγουμένως.
Η μεταγενέστερη σχέση των γαιών αυτών με τα μοναστήρια δεν αλλοιώνει την
ιδιότητά τους ως δημοσίων γαιών και δεν τις καθιστά προσαρτημένες. Γι΄ αυτό
εξακολουθούσαν να ανήκουν στην εξουσίαση των προσώπων επ' ονόματι των
οποίων έχουν εκδοθεί οι τίτλοι.
Τίθεται το ζήτημα τι έπρεπε να γίνει με οικοδομές, δέντρα και αμπέλια που
έχουν φυτέψει οι μοναχοί πάνω σε γαίες που εξουσιάζονται με ταπού. Οι
οικοδομές, τα δέντρα και τα αμπέλια εξουσιάζονταν κατά πλήρη κυριότητα
και αφιερώνονταν υπέρ του μοναστηριού. Στην περίπτωση αυτή, το έδαφος,
χωρίς να χάνει την ιδιότητα της δημόσιας γης, «παρακολουθούσε» τα κτίσματα,
τα δέντρα και τα αμπέλια και παρέμενε στην εξουσίαση της μονής για όσον
καιρό διατηρούνται αυτά.
Όπως προαναφέρθηκε (ενότητα 1.1.2), οι διατάξεις αυτές ενσωματώθηκαν τόσο
στο ελληνικό όσο και στο κυπριακό νομικό σύστημα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 117-118.
Ν. Π. Ελευθεριάδης, Η ακίνητος ιδιοκτησία εν Τουρκία, εν Αθήναις 1903, 88-
89.
60
παλαιών χρόνων» (…) «ουδείς αναμειγνύεται σε ό,τι αφορά τους αμπελώνες,
τους κήπους, τις μάνδρες, τα λιβάδια, τις πεδιάδες, τους τόπους των
πανηγύρεων, τα μοναστήρια, τα αγιάσματα, τους μύλους και άλλα τέτοια
κτίρια, τις οικίες και τα εργαστήρια που ανήκουν σε εκκλησίες υποκείμενες στο
Πατριαρχείο, και γενικά σε ό,τι αναφέρεται τις εκκλησίες λόγω ευσεβούς
αφιερώματος (βακουφίου)». [Από μπεράτ του έτους 1860]. Όλα τα ακίνητα
αυτά ήταν υπό την κατοχή του Πατριαρχείου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
∆. Νικολαΐδης, Οθωμανικοί κώδικες, τ. γ΄, εν Κπόλει 1890, 2742, 2745.
Ν. Π. Ελευθεριάδης, Η ακίνητος ιδιοκτησία εν Τουρκία, εν Αθήναις 1903, 84-
85.
2.1.2. Μετόχια
Το μετόχι είναι υποτελές παράρτημα ιεράς μονής, το οποίο έχει κυρίως
περιουσιακό χαρακτήρα. Ανήκει σε αυτήν διοικητικώς και διαχειριστικώς. Οι
μοναχοί που εγκαταβιώνουν στο μετόχι εγκαθίστανται εκεί με απόφαση της
κυρίαρχης μονής, ανήκουν στην αδελφότητά της και ελέγχονται από αυτήν. Το
μετόχι δεν έχει δική του νομική προσωπικότητα.
Σύμφωνα με τον καταστατικό χάρτη του Αγίου Όρους, τα κτήματα των ιερών
μονών εν γένει (δηλαδή τόσο η απλή αγροτική ιδιοκτησία όσο και τα μετόχια)
που βρίσκονται εντός και εκτός του Αγίου Όρους μισθώνονται ή
καλλιεργούνται με αυτεπιστασία από τις μονές ανάλογα με το συμφέρον τους.
Αποκλείεται κάθε εξάρτηση των μετοχίων από τη δημόσια διοίκηση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Χ. Κ. Παπαστάθης, "Περί την άσκησιν εποπτείας εις τα εκτός της χερσονήσου
του Άθω κείμενα αγιορειτικά μετόχια. Γνωμοδότησις", ανάτυπο από το Νομικό
Βήμα 34 (1986) 818-828.
61
2.1.3. Αγιορειτικά μετόχια
∆ιάταγμα του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ που εκδόθηκε το έτος 1834 και ίσως
αντιγράφει προηγούμενο, αναφέρει ότι η αθωνική χερσόνησος δεν μπορούσε
να θρέψει τους μοναχούς της και τους επισκέπτες των μονών. Γι’ αυτό οι
μοναχοί διατηρούσαν κτήματα στην Ίμβρο, τη Λήμνο και το σαντζάκι της
Θεσσαλονίκης.
«Η ρηθείσα χερσόνησος πετρώδης και ορεινή ούσα, εκτός δένδρων
φουντουκιών ουδεμίαν άλλην έχει πρόσοδον, όθεν τους διά την τροφήν αυτών
[των καλογήρων] και των πηγαινοερχομένων μουσαφίρηδων ζαχιρέδες
[προμήθειες] φροντίζουσα από νησία Λήμνον και Ίμβρον και από τα εις την
επαρχίαν Θεσσαλονίκης εις μερικά μέρη ευρισκόμενα τζιφθλίκια τα οποία
ονομάζουν μετόχια και επειδή αι τροφαί αυταί δεν εξαρκούσιν, φροντίζουσι δι’
ελεημοσύνης εν μέρος…».
Ο αριθμός των μετοχίων σημειώνεται σε απογραφή του 1720, η οποία απέδωσε
«τριάντα δύο τζεφλίκια και πενήντα δύο και ήμισυ ζευγάρια». Το διάταγμα
του 1834 αναφέρεται σε αυτήν την απογραφή και αναγνωρίζει ότι τα κτήματα
αυτά εξακολουθούσαν να αποτελούν περιουσία των μονών: «παλαιά
καταγραφή με θεσπίσματα βασιλικά επικυρωθείσα» (δηλαδή διατάγματα που
καταχωρίστηκαν στο παλαιό αυτοκρατορικό κτηματολόγιο).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μανουήλ Γεδεών, Επίσημα γράμματα τουρκικά αναφερόμενα εις τα
εκκλησιαστικά ημών δίκαια, εν Κωνσταντινουπόλει 1910, 34-35.
62
11] Μετόχι της μονής Καρακάλλου κατεστραμμένο, στα σύνορα της Ιερισσού
12] Μετόχι της μονής Ξηροποτάμου
13] Μετόχι της μονής ∆ιονυσίου
14] Μετόχι της μονής Βατοπεδίου κοντά στο χωριό Ορμύλια
15] Μετόχι της μονής Ζωγράφου στο ναχ. Παζαρούδας
16] Μετόχι της μονής Λαύρας στο ναχ. Παζαρούδας
17] Μετόχι της μονής ∆οχειαρίου στο ναχ. Παζαρούδας
18] Μετόχι της μονής Ξηροποτάμου στο ναχ. Παζαρούδας
19] Μετόχι της μονής Βατοπεδίου στη θέση Άγιος Μάμας στο ναχ. Παζαρούδας
20] Μετόχι της μονής Ξηροποτάμου στη θέση Σάρτη στο ναχ. Παζαρούδας
21] Μετόχι της μονής Αγίου Παύλου στη θέση Σάρτη στο ναχ. Παζαρούδας
22] Μετόχι της μονής Παντοκράτορος στη θέση Συκιά
23] Μετόχι της μονής Γρηγορίου στη θέση Συκιά
24] Μετόχι της μονής ∆οχειαρίου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
25] Μετόχι της μονής Σίμωνος Πέτρας στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς
26] Μετόχι της μονής ∆ιονυσίου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
27] Μετόχι της μονής ∆ιονυσίου στη θέση ∆εβελίκια στο ναχ. Καλαμαριάς
28] Μετόχι της μονής Σταυρονικήτα στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς
29] Μετόχι της μονής Εσφιγμένου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
30] Μετόχι της μονής Καρακάλλου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
31] Μετόχι της μονής Ιβήρων στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
32] Άλλο μετόχι της μονής Ιβήρων στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
33] Τρίτο μετόχι της μονής Ιβήρων στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
34] Τέταρτο μετόχι της μονής Ιβήρων στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς
35] Μετόχι της μονής Χελανδαρίου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
36] Άλλο μετόχι της μονής Χελανδαρίου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς
37] Μετόχι της μονής Γρηγορίου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
38] Μετόχι της μονής Παντοκράτορος στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς
63
39] Μετόχι της μονής Αγίου Παύλου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς
40] Μετόχι της μονής Ξηροποτάμου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
41] Μετόχι της μονής Ζωγράφου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
42] Άλλο μετόχι της μονής Παντοκράτορος στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς
43] Μετόχι της μονής ΚΟυτλουμουσίου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς
44] Μετόχι της μονής Λαύρας στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
45] Μετόχι της μονής Εσφιγμένου στη θέση Πορταριά του ναχ. Παζαρούδας
46] Μετόχι της μονής ∆ιονυσίου στην οδό Καλαμαριάς [εννοεί προς την
Κασσάνδρα]
47] Μετόχι της μονής Κωνσταμονίτου στο ναχ. Καλαμαριάς
48] Μετόχι της μονής Παντοκράτορος στον Άγιο Νικόλαο του ναχ.
Καλαμαριάς
49] Μετόχι της μονής Ζωγράφου στο ναχ. Καλαμαριάς
50] Μετόχι της μονής Φιλοθέου κοντά στο χωριό Μυριόφυτο
51] Μετόχι της μονής Χελανδαρίου στη θέση Βουλγάρα στο ναχ. Καλαμαριάς
52] Μετόχι της μονής Ξενοφώντος στη θέση Τσαλή στο ναχ. Καλαμαριάς
53] Μετόχι της μονής Αγίου Παύλου, το λεγόμενο Αγιοπαυλίτικο στο ναχ.
Καλαμαριάς
54] Μετόχι της μονής ∆οχειαρίου στην Ορμύλια του ναχ. Παζαρούδας
55] Μετόχι της μονής Ξενοφώντος κοντά στο χωριό Άγιος Νικόλαος του ναχ.
Παζαρούδας
56] Μετόχι κατεστραμμένο της μονής Σίμωνος Πέτρας κοντά στο χωριό Άγιος
Νικόλαος
Το 1765 στα μετόχια αυτά αντιστοιχούσαν 142 φορολογικές μονάδες (χανέδες),
ο φόρος avariz των οποίων υπολογίστηκε κατ’ αποκοπή σε 1.301,5 γρόσια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ιωάννης Βασδραβέλλης, «Ανέκδοτα φιρμάνια αφορώντα εις τα εν τη
χερσονήσω Κασσάνδρας και αλλαχού εν τη Χαλκιδική ευρισκόμενα μετόχια»,
Μακεδονικά 13 1973, 274-315.
64
2.1.3.2. Μετόχια Θεσσαλονίκης
Μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς απαντούν στην
πόλη 28 αγιορειτικά μετόχια. Κανένα από αυτά δεν μπορεί να ταυτιστεί με
ασφάλεια με ένα από τα εβδομήντα περίπου αγιορειτικά μετόχια που
καταγράφονται στην ίδια πόλη πριν από το 1430.
Τα μετά το 1430 μετόχια είναι τα εξής:
1/ Αγία Μαρίνα (1569). Μεγάλη Λαύρα
2/ Αγία Παρασκευή (1432). Μονή Βατοπεδίου
3/ Άγιος Χαράλαμπος (1724). Μονή Σιμωνόπετρας
4/ Ακίνητο κοντά στον Άγιο Μηνά (1900). Μονή Κωνσταμονίτου
5/ Ακίνητο στο Ακτσέ Μεστζίντ (1590). Μονή Χελανδαρίου
6/ Ακίνητο στο Ιπποδρόμιο (1622). Μονή Χελανδαρίου
7/ Ακίνητο στο Ιπποδρόμιο (1697). Μονή Ζωγράφου
8/ Ακίνητο στο Ιπποδρόμιο (1900). Μονή Βατοπεδίου
9/ Ακίνητο στο Ιπποδρόμιο (ca. 1900). Μονή Σταυρονικήτα
10/ Αυλή στη συνοικία Αχειροποιήτου (1569). Μονή Ζωγράφου
11/ Γεώργιος Άγιος (1758). Μονή Γρηγορίου
12/ ∆ωμάτια στη συνοικία Μητροπόλεως (1495). Μονή Βατοπεδίου
13/ Εργαστήρια, Ουν Καπάν (1495). Μονή Βατοπεδίου
14/ Θεοτόκος Περσιώτισσα (1569). Μεγάλη Λαύρα
15/ Καπηλειό, Ουν Καπάν (1569). Μεγάλη Λαύρα
16/ Μετόχι δίπλα στον άγιο Μηνά (1650). Μονή Παντοκράτορος
17/ Μετόχι, πρώην Αγίου Τάφου (1761). Μονή Χελανδαρίου
18/ Μονή Βλατάδων (1633). Μονή Ιβήρων
19/ Οίκημα «Κιράνας». Μονή Ξηροποτάμου
20/ Οικήματα σε αυλή (1568). Μονή Βατοπεδίου
21/ Οικήματα, αυλή Πολύζου (1595). Μονή Βατοπεδίου
22/ Οικία στην ενορία Αγίου Κωνσταντίνου (1814). Μονή Ξηροποτάμου
23/ Οικία στην Παναγούδα (1811). Αγίου Παύλου
24/ Οικόπεδο (1900). Μονή ∆ιονυσίου
25/ Οινοπωλείο, πύλη της σκάλας (1569). Μεγίστη Λαύρα
26/ Άγιος Σάββας, μετόχι στο Ιπποδρόμιο (1906). Μονή Χελανδαρίου
27/ Σωτήρος, μονύδριο (1502). Μονή ∆ιονυσίου
65
28/ Σωτήρος, ναΐδριο (προ του 1880). Αγίου Παύλου
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ευάγγελος Χεκίμογλου, Αγιορειτικά μετόχια και κτήματα στη Θεσσαλονίκη
(946-1918). Προσωρινός κατάλογος (υπό έκδοση).
66
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αλέξανδρος Λαυριώτης (Λαζαρίδης), Το Άγιον Όρος μετά την οθωμανικήν
κατάκτησιν, εν Αθήναις 1963, 86-104.
Μιλτιάδης Καραβοκυρός, Τα δίκαια των εν Ρουμανία μοναστηρίων των Αγίων
Τόπων κατά τα χρυσόβουλλα των ιδρυτών αυτών, τα υψηλά βεράτια (χαττί
σερίφ), τα προαιώνια έθιμα από του στ΄αιώνος, τας διεθνείς συνθήκας και τα
διπλωματικά έγγραφα, εν Κωνσταντινουπόλει 1913, 13-14.
67
Ιδιοκτήτες Γαίες Κτίρια Αμπέλια Εμφυτεύσεις
Πατρ. 195 10 345 673
Ιεροσολύμων
Άγιον Όρος 211 77 671 1550
Μονή Σινά 55 29 270 320
Πατρ. 11 7
Αλεξανδρείας
Πατρ. 5 1 8 20
Αντιοχείας
Σύνολο 477 124 1294 2563
68
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μιλτιάδης Καραβοκυρός, Τα δίκαια των εν Ρουμανία μοναστηρίων των Αγίων
Τόπων κατά τα χρυσόβουλλα των ιδρυτών αυτών, τα υψηλά βεράτια (χαττί
σερίφ), τα προαιώνια έθιμα από του στ΄αιώνος, τας διεθνείς συνθήκας και τα
διπλωματικά έγγραφα, εν Κωνσταντινουπόλει 1913, 15-18.
Σπυρίδων Αντίοχος, Υπόμνημα περί των εν Ρουμανία μοναστηριακών
κτημάτων των Αγίων Τόπων, εν Αθήναις 1901, 8-46.
Νικόλαος ∆. Λεβίδης, Τα εν Ρουμανία ελληνικά μοναστηριακά κτήματα, εν
Αθήναις 1893, 7.
69
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μιχάλης Ν. Μιχαήλ, Το τσιφλίκι (çiftlik) της οθωμανικής περιόδου.
Μοναστηριακά τσιφλίκια στους κώδικες 49 (1813-1841) και 51 (1818-1881)
της Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2005, 134.
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Γ΄, 2205-2207.
2.1.3.3. Μετόχια της μονής Μαχαιρά και της μονής Αγίου Νεοφύτου
Η μονή Μαχαιρά καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1530. Η ανοικοδόμησή της
ολοκληρώθηκε το 1697. Ανέκτησε περιουσία και κύρος κατά τον 18ο αιώνα. Το
1770 η μονή κατείχε 70 οικίες και 3.470 χωράφια. Το παλαιότερο μετόχι της
μονής βρίσκεται στο χωριό Λυθροδόντα.
Η μονή Αγίου Νεοφύτου κατέχει μεγάλες αγροτικές εκτάσεις γύρω από την
κοινότητα Αχέλεια. Επίσης, στη θέση «Στεφάνη», έξω από την κοινότητα Τάλα
Πάφου, υπάρχει σύγχρονος ναΐσκος του Αγίου Γεωργίου, που είναι μετόχι της
Μονής Αγίου Νεοφύτου. Εικάζεται ότι στη συγκεκριμένη θέση υπήρχε οικισμός
κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Σ. Μενάρδος, «Η εν Κύπρω ιερά μονή της Παναγίας του Μαχαιρά», Επετηρίς
του Παρνασσού 10 (1914), 117-168.
70
Ε. Χεκίμογλου & Ιερομόναχος Ιουστίνος Σιμωνοπετρίτης, Τα μοναστήρια της
Κύπρου, Άγιον Όρος 2008.
2.2. Προϊόντα
Τόσο οι αγιορειτικές όσο και οι κυπριακές μονές λειτούργησαν σε αγροτικό
περιβάλλον. Οι μοναχοί προέρχονταν κυρίως από τις αγροτικές κοινότητες και
γνώριζαν τις αγροτικές εργασίες. Η οικονομία μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα
ήταν, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, αγροτική. Έτσι, τα αγροτικά
προϊόντα βρίσκονταν στο επίκεντρο του οικονομικού ενδιαφέροντος των
μονών. Η ποικιλία των αγροτικών προϊόντων ήταν ταυτόσημη με τη
γεωγραφία των μετοχίων, αλλά σε γενικές γραμμές τα δημητριακά, το κρασί, το
λάδι, η ξυλεία ήταν το άλφα και το ωμέγα της μοναστικής οικονομίας από τους
βυζαντινούς μέχρι τον 20ό αιώνα.
71
2.2.1.1. Υλοτομία
Από το πρώτο τυπικό του Άθω υπήρχε διάταξη που περιόριζε την πώληση της
εγχώριας ξυλείας μεταξύ των μοναχών που εγκαταβίωναν στα ιδρύματά του.
Το δεύτερο τυπικό (1046) επισήμανε την παραβίαση του κανόνα, τον οποίον
και επαναδιατύπωσε.
Η ξυλεία της καστανιάς χρησιμοποιούνταν για την ναυπηγική, την παραγωγή
ξυλανθράκων και την οικοδομική. ∆ιασώζονται μαρτυρίες από τα μέσα του
18ου αιώνα για μαζικές εξαγωγές επεξεργασμένης και ανεπεξέργαστης ξυλείας.
Η εξαγωγή της ξυλείας δεν φορολογούνταν ξεχωριστά, δεδομένου ότι για τα
αγροτικά προϊόντα και τους κτηματικούς φόρους καταβαλλόταν κατ’ αποκοπή
ετήσια φορολογία (βλ. παραπάνω). Βάσει του ΚΧΑΟ «τα εξαγόμενα εξ Αγίου
Όρους δασικά προϊόντα και μη, εξάγονται άνευ φορολογίας υπό του κράτους»,
ενώ το Ν∆ με το οποίο κυρώθηκε ο ΚΧΑΟ προέβλεψε απαλλαγή «παντός
φόρου εγγείου καθαράς προσόδου ή άλλου αμέσου τοιούτου».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους Άθω. Το πρώτον εκδιδόμενος παρά
της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους Άθω, εκ του Τυπογραφείου της Ιεράς
Κοινότητος του Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1931, 98.
Αλέξανδρος Λαυριώτης (Λαζαρίδης), Το Άγιον Όρος μετά την οθωμανικήν
κατάκτησιν, εν Αθήναις 1963, 84-86.
2.2.1.2. Κτηνοτροφία
Από τα πρώτα αγιορειτικά τυπικά (1040, 1394, 1406) προκύπτει ότι παρά τη
σχετική ρητή απαγόρευση εκτρέφονταν ποίμνια στο Άγιο Όρος, δεδομένου ότι
οι ασθενείς και γέροντες μοναχοί δεν ήταν δυνατόν να συντηρηθούν μόνον με
ψάρια. Αλλά και πολλές μεταβυζαντινές μαρτυρίες δείχνουν ότι υπήρχαν
αιγοπρόβατα μέχρι και τον 19ο αιώνα. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο αριθμός των
αιγοπροβάτων υπολογιζόταν σε 25.000-30.000, ενώ αθρόα εισαγωγή και
εκτροφή ποιμνίων σημειώνεται και μετά την επανάσταση του 1821, στα μέσα
του ίδιου αιώνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αλέξανδρος Λαυριώτης (Λαζαρίδης), Το Άγιον Όρος μετά την οθωμανικήν
κατάκτησιν, εν Αθήναις 1963, 80-82.
72
γνωστές αποφάσεις της Ι. Επιστασίας για την απομάκρυνση των κοσμικών που
διατηρούσαν καταστήματα στο Άγιον Όρος. Επί παραδείγματι, το 1783
αποφασίστηκε να παραμείνουν στις Καρυές μόνον δύο μπακάλικα και δύο
αχτάρικα.
Κατά την οθωμανική νομοθεσία (1878) απαγορευόταν η εισαγωγή και πώληση
χειροτεχνικών ειδών, όπως τα κομβολόγια, οι σταυροί, οι εικόνες, οι
ξυλογραφίες κ.λπ. και εν γένει κάθε είδους θρησκευτικό τεχνούργημα. Η
απαγόρευση ίσχυε τόσο για λαϊκούς όσο και για μοναχούς. Ανάλογη διάταξη
επαναλήφθηκε στον ΚΧΑΟ, ο οποίος συμπεριέλαβε (στο άρθρο 174) και την
απαγόρευση κατασκευής τεχνουργημάτων από λαϊκούς εντός του Αγίου
Όρους.
Επειδή τον 18ο αιώνα η τοπική παραγωγή κρασιού και ρακιού δεν επαρκούσε
για την εσωτερική κατανάλωση του Αγίου Όρους, με συμφωνητικό γράμμα των
μονών του Αγίου Όρους καθορίστηκε ότι όποιος κελλιώτης ή οιοσδήποτε
άλλος συλλαμβανόταν να πουλά κρασί ή ρακί έξω από το Όρος θα
παραδιδόταν προς τιμωρία στον αγά του Αγίου Όρους, ο οποίος θα τον
τιμωρούσε με ραβδισμούς και πρόστιμο (τζερεμέ) και θα τον υποχρέωνε να
καλύψει την όποια οικονομική ζημία. Το κελί του θα πουλιόταν στην τιμή που
το είχε αγοράσει και ο ίδιος θα εδιώκετο από το Άγιον Όρος. Τιμωρία θα
υφίστατο και όποιος κελιώτης αποπειράτο να υπερασπίσει τον ένοχο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Χαράλαμπος Γάσπαρης, Αρχείο Πρωτάτου: Επιτομές μεταβυζαντινών
εγγράφων, Αθωνικά Σύμμεικτα 2, 1991, 44.
∆. Νικολαΐδης, Οθωμανικοί κώδικες, τ. γ΄, εν Κπολει 1890, 2836.
Ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους Άθω. Το πρώτον εκδιδόμενος παρά
της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους Άθω, εκ του Τυπογραφείου της Ιεράς
Κοινότητος του Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1931, 99.
Αντώνης Γιαννακόπουλος, Αθωνικά Σύμμεικτα 8. Αρχείο της Ι. Μ.
Σταυρονικήρα. Επιτομές εγγράφων 1533-1800, Αθήνα 2001, 127.
73
μοναστική περιουσία. Αναφέρονται επίσης η παραγωγή των εξής προϊόντων:
Αμύγδαλα, χαρούπια, κουκιά, κριθάρι, φακές, φασόλια, ενώ βασικό στοιχείο
ήταν η κτηνοτροφία, με προϊόντα γαλακτοκομικά, αλλά και μαλλί και
δέρματα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μιχάλης Ν. Μιχαήλ, Το τσιφλίκι (çiftlik) της οθωμανικής περιόδου.
Μοναστηριακά τσιφλίκια στους κώδικες 49 (1813-1841) και 51 (1818-1881)
της Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2005, 120-140.
74
Αν και θεωρητικώς το Άγιον Όρος ήταν απαλλαγμένο από τους φόρους avariz
και τα έκτακτα δοσίματα, στην πράξη ήταν συχνά υποχρεωμένο να καταβάλει
απρόοπτες και σημαντικές δαπάνες, γεγονός που το 1743 είχε πάλι οδηγήσει σε
χρέωση της Κοινότητας. Το 1774 οι δανειστές της ανέρχονταν σε 283, το
επιτόκιο δανεισμού σε 12-20%, ενώ τα ετήσια τοκοχρεολύσια έφταναν το
ποσόν των 47.000 γροσίων. Οι δανειστές προέρχονταν κυρίως από τη
Θεσσαλονίκη και πρέπει να βασίζονταν στα έσοδα από τις μονές – μετόχια της
Μολδοβλαχίας, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι τα ενοίκια των τελευταίων
προς το Άγιον Όρος συμψηφίζονταν με τοκοχρεολύσια. Από το 1778 φαίνεται
ότι η Κοινότητα στράφηκε προς δανεισμό στην αγορά της Κωνσταντινούπολης,
όπου και συγκέντρωσε 122.000 γρόσια, με τα οποία πλήρωσε τις οφειλές της
στους δανειστές της Θεσσαλονίκης. Το 1781 το συνολικό χρέος της Κοινότητας
έφτασε το ποσό των 386.670 γροσίων. Το 1783 (με την υποστήριξη του
Πατριαρχείου) εφαρμόστηκαν νέο σύστημα για να κατανέμεται καλύτερα το
χρέος στις μονές και να μη συσσωρεύεται στην Κοινότητα, η οποία δεν είχε
ιδιαίτερα έσοδα. Επίσης απαγορεύτηκε στους μονάζοντες στις σκήτες να
βγαίνουν έξω από το Όρος για ζητεία (μειώνοντας έτσι τις αντίστοιχες
εισπρακτικές δυνατότητες των κυρίαρχων μονών), ενώ λήφθηκαν μέτρα για
τον έλεγχο της διαχείρισης των μικρότερων μονών και απαγορεύτηκε στους
μοναχούς να δανείζουν τα χρήματά τους εκτός του Όρους.
Αν και τα μέτρα αυτά πρέπει να είχαν θετικές συνέπειες, μόλις δέκα χρόνια
αργότερα το χρέος είχε ανέλθει σε 450.000 γρόσια. Όμως, λόγω της σχετικής
ομαλοποίησης της φορολογίας, το χρέος μειώθηκε στα επίπεδα των 100.000
γροσίων στις αρχές του 19ου αιώνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αλέξανδρος Λαυριώτης (Λαζαρίδης), Το Άγιον Όρος μετά την οθωμανικήν
κατάκτησιν, Ανατύπωσις εκ του ΛΒ΄τόμου της Επετηρίδος της Εταιρείας
Βυζαντινών Σπουδών, εν Αθήναις 1963, 105-126.
75
∆υνατότητες δανεισμού είχαν κυρίως οι μεγάλες μονές. Σε ορισμένες
περιπτώσεις η οικονομική κατάσταση των μικρότερων μονών ήταν τόσο κακή,
ώστε μπορούσαν να βρουν μετρητά μόνον δίδοντας ενέχυρο. Για παράδειγμα,
το 1795 η μονή Εσφιγμένοι δανείστηκε με ενέχυρο τα αργυρά λειτουργικά
σκεύη της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Aleksandar Fotić, Non-Ottoman Documents in the Kadis' Courts (Moloviya,
Medieval Charters): Examples from the Archive of the Hilandar Monastery (15th
- 18th c.), Frontiers of Ottoman studies: state, province, and the West, vol. ΙΙ,
London 2005, 65-66.
Χαράλαμπος Γάσπαρης, Αρχείο Πρωτάτου: Επιτομές μεταβυζαντινών
εγγράφων, Αθωνικά Σύμμεικτα 2 1991, 34.
76
μεγάλο μέρος του χρέους επί μία δεκαετία και κυρίως το χρέος της Κοινότητας
προς τις μονές. Να υιοθετήσει στοιχειώδη λογιστική τάξη κατά την είσπραξη
εισφορών και την αναδοχή χρέους.
Για λόγους που δεν γνωρίζουμε η μέθοδος αυτή δεν απέδωσε και η συνεργασία
της Κοινότητας με τη συντεχνία των γουναράδων δεν είχε συνέχεια. Αντ’ αυτού
αποφασίστηκε η αύξηση της θητείας των επιστατών από ετήσια σε τριετή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Χαράλαμπος Γάσπαρης, Αρχείο Πρωτάτου: Επιτομές μεταβυζαντινών
εγγράφων, Αθωνικά Σύμμεικτα 2 1991, 29-33.
Αλέξανδρος Λαυριώτης (Λαζαρίδης), Το Άγιον Όρος μετά την οθωμανικήν
κατάκτησιν, Ανατύπωσις εκ του ΛΒ΄ τόμου της Επετηρίδος της Εταιρείας
Βυζαντινών Σπουδών, εν Αθήναις 1963, 113.
77
αντιστράφηκε, διότι οι πωλήσεις αλεύρων υποχώρησαν λόγω σιτοδείας ενώ
πολλαπλασιάστηκαν οι πωλήσεις ξυλείας.
Επίσης, τα κατάστιχα των κονακιών προσφέρονται για τη μελέτη των
συναλλαγών ανάμεσα στις αγιορειτικές μονές: η Σιμωνόπετρα πρόσφερε
ξυλεία, οι μονές Ζωγράφου και Ιβήρων σιδηρικά, η Μ. Λαύρα ροδέλαιο κ.λπ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αλ. Γρηγορίου – Ε. Χεκίμογλου, Τα λογιστικά κατάστιχα της Ι. Μ. Σίμωνος
Πέτρας, Πρακτικά ΛΒ΄ Πανελλήνιου Ιστορικού Συνεδρίου 2011, 13-42.
78