You are on page 1of 79

ABSTRACT

Monastic economic activities in Mount Athos is a paper written for a


specific program (under the title ‘'Athos Memory in the World') in the
form of a web page and consists of two chapters:
(a) The legal means through which the monasteries performed
economic activities in the Ottoman context, and
(b) The production background of the monastic economic
activities.
Chapter (a) includes: The Ottoman legal context of land
possession, the property rights of the Athonite monasteries, the
property rights of the Cypriot monasteries. The analysis is a
historical one, i.e. it focuses in the various and different types of
possession rights and their historical change.
Chapter (b) includes lists of the dependencies (metochia) of the
Athonite and the Cypriot monasteries, lists of their products and a
short note about their managing practices.
The text was written in 2009-2010; so, the bibliography is not
updated.

Evanghelos Hekimoglou
Ευάγγελος Χεκίμογλου

Μοναστηριακές οικονομικές δραστηριότητες


στο οθωμανικό πλαίσιο:
Άγιον Όρος και Κύπρος

Το κείμενο αυτό γράφτηκε στο πλαίσιο του προγράμματος Athos Memory in


the World, τομέας «Ανάλεκτα», ενότητα τρίτη.

  1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ .............................................................................................................. 2
Μοναστηριακές οικονομικές δραστηριότητες............................................................... 5
1. Τα μέσα για την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων ..................................... 5
1.1. Το οθωμανικό νομικό πλαίσιο της κατοχής γης............................................. 5
1.1.1. Τρεις κατηγορίες εμπράγματων δικαιωμάτων......................................... 6
1.1.2. Η μακρά διάρκεια ....................................................................................... 6
1.1.2.1. Η νομοθεσία περί γαιών στην Κύπρο μετά το 1878 ......................... 7
1.1.2.1.1. Η ένταξη της οθωμανικής νομοθεσίας περί γαιών στις
βρετανο-οθωμανικές συνθήκες του 1878 .......................................................... 7
1.1.2.2. Η σχετική με το Άγιον Όρος νομοθεσία μετά το 1878 ..................... 8
1.1.2.2.1. ∆ιεθνείς συνθήκες για το Άγιον Όρος......................................... 9
1.1.2.2.2. Τα εμπράγματα δικαιώματα στις Νέες Χώρες (Σύμβαση των
Αθηνών) ............................................................................................................... 9
1.1.3. Η ιστορική προέλευση των σχέσεων ιδιοκτησίας στο οθωμανικό
πλαίσιο ......................................................................................................................... 9
1.1.3.1. Γαίες ουσριγιέ και χαρατζιγιέ........................................................... 10
1.1.3.1.1. Ο κτηματικός φόρος χαράτζ ...................................................... 11
1.1.3.1.2. Εθιμικά δοσίματα προς τους τιμαριούχους.............................. 11
1.1.3.2. Κλασικό δίκαιο και φεουδαλικό έθιμο............................................ 12
1.1.3.3. Η έννοια του «βασιλικού κτήματος» (aradi’l-mamlaka) ................ 13
1.1.4. Αντικείμενα ιδιοκτησίας .......................................................................... 14
1.1.4.1. Η πλήρης κυριότητα κατά τον νόμο περί γαιών 1858 ................... 14
1.1.4.1.1. Ο νόμος περί γαιών του 1858 ..................................................... 15
1.1.5. H κατοχή της γης ....................................................................................... 16
1.1.5.1. Ταπού (ταπί)....................................................................................... 17
1.1.5.2. Απαγόρευση μετατροπής δημοσίων γαιών σε ιδιωτικές ............... 17
1.1.5.2.1. Παραχώρηση δημοσίων γαιών ως μούλκ.................................. 18
1.1.5.2.2. Η σταδιακή διαφοροποίηση του δικαιώματος κατοχής
δημόσιας γης ...................................................................................................... 18
1.1.5.3. Οι δημόσιες γαίες κατά τον νόμο του 1858 ..................................... 19
1.1.5.4. Αγρόκτημα (τσιφλίκ)......................................................................... 20
1.1.5.4.1. Η αρχική έννοια του όρου τσιφλίκι .......................................... 21
1.1.5.5. Ατελής εφαρμογή του θεσμού των δημοσίων γαιών ...................... 22
1.1.6. Βακουφική αφιέρωση ............................................................................... 22
1.1.6.1. Οι αφιερωμένες γαίες κατά τον νόμο του 1858 .............................. 23
1.1.6.2. ∆ημόσιες γαίες και βακουφικά κτήματα ......................................... 24
1.1.6.3. Οικογενειακά βακούφια.................................................................... 25
1.1.6.4. Η αφιέρωση ως μέθοδος κατοχύρωσης της περιουσίας ................. 25
1.1.7. Γαίες κοινής χρήσης και νεκρές γαίες ..................................................... 26
1.2. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των αγιορειτικών μονών.................................. 26
1.2.1. Οι συνέπειες της οθωμανικής εισβολής στις μοναστικές περιουσίες (15ος
αιώνας) ....................................................................................................................... 27
1.2.1.1. Καθεστώς γαιοκτησίας αγιορειτικής μονής (1429)......................... 27
1.2.1.2. Τιμαριοποίηση βακουφικών γαιών με παροχή ανταλλάγματος
(1430 περίπου) ....................................................................................................... 28
1.2.1.3. Αναγνώριση της κατοχής μοναστηριακών γαιών .......................... 29
1.2.1.4. Φορολογικό καθεστώς αγιορειτικών μονών ................................... 29
1.2.1.4.1. Η μονή ως φορολογικό τιμάριο ................................................. 31

  2
1.2.1.4.2. Ενδεικτικές δαπάνες της Ιεράς Κοινότητας.............................. 32
1.2.1.5. Θεμελίωση κτηματικών διαφορών σε χρυσόβουλα ........................ 32
1.2.2. ∆ήμευση μοναστικών περιουσιών........................................................... 33
1.2.2.1. Πρόδρομη δήμευση μοναστικών περιουσιών.................................. 33
1.2.2.2. ∆ήμευση περιουσιών το 1568............................................................ 34
1.2.2.2.1. ∆ήμευση μοναστηριακών κτημάτων στην Πάτμο ................... 35
1.2.2.2.2. ∆ήμευση μοναστηριακών κτημάτων στο Σινά......................... 35
1.2.2.3. Η νομική βάση της δήμευσης της μοναστικής περιουσίας ............. 36
1.2.3. Η ανάκτηση των αγιορειτικών κτημάτων.............................................. 37
1.2.3.1. Κληρονομική διαδοχή μεταξύ των μοναχών................................... 38
1.2.3.1.1. Λύση κατά το πρότυπο των οικογενειακών βακουφίων ........ 40
1.2.3.1.2. Λύση κατά το πρότυπο του γενιτσαρικού σώματος ............... 40
1.2.3.2. Κληρονομιά μοναχού......................................................................... 40
1.2.3.2.1. Ουδείς των μοναχών των κοινοβίων έχει ιδίαν περιουσίαν ... 41
1.2.3.2.2. Άνευ κληρονόμων αποθνήσκων μοναχός Πατριαρχείου
Ιεροσολύμων ...................................................................................................... 41
1.2.3.2.3. Η ακίνητος περιουσία παντός μοναχού αγιορείτου................ 42
1.2.4. ∆ιαδικαστικά ερωτήματα ........................................................................ 42
1.2.4.1. Αφιερώσεις μετά το 1569................................................................... 43
1.3 Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των κυπριακών μονών...................................... 44
1.3.1. Οι συνέπειες της οθωμανικής κατάκτησης της Κύπρου........................ 44
1.3.1.1. Πρόδρομες μορφές εκμετάλλευσης της μοναστικής περιουσίας.... 45
1.3.1.2. Φορολογικό καθεστώς των Κυπρίων μοναχών............................... 45
1.3.2. ∆ήμευση των μοναστικών περιουσιών στην Κύπρο ............................. 45
1.3.3. Ανάκτηση των μοναστικών περιουσιών στην Κύπρο .......................... 46
1.3.3.1. Ανάκτηση μονής με αγορά (1603) .................................................... 47
1.3.4. Βακουφοποίηση των μοναστικών περιουσιών ...................................... 48
1.3.5. Η πρακτική μετά από τη βακουφοποίηση των μοναστικών περιουσιών
..................................................................................................................................... 49
1.3.5.1. Ατελής βακουφοποίηση..................................................................... 49
1.3.5.1.1. Αντικανονική πώληση αφιερωμένης περιουσίας..................... 50
1.3.5.2. Κληρονομική διαδοχή μοναχών ....................................................... 51
1.3.5.3. Οι «σπαχήδες» .................................................................................... 52
1.3.6. Ειδικά θέματα μοναστικής γεωκτησίας και φορολογίας ..................... 53
1.3.6.1. ∆οσίματα για την περιφορά εικόνας ............................................... 53
1.3.6.2. Μέσο απόδειξης της ιδιοκτησίας ...................................................... 54
1.3.6.3. Αυτοπεριορισμός τιμαριούχου ......................................................... 55
1.3.6.4. Βακούφι πάνω σε βακούφι................................................................ 55
1.3.6.4.1. ∆ιτελές βακούφι........................................................................... 56
1.3.6.4.2. Χρήση ισλαμικού βακουφικού ακινήτου από χριστιανική μονή
............................................................................................................................. 57
1.3.6.5. Μετατροπή ιδιωτικής περιουσίας ιερέα σε ισλαμικό βακούφι ..... 57
2. Το παραγωγικό υπόβαθρο..................................................................................... 59
2.1. Γαίες................................................................................................................... 59
2.1.1. Μοναστηριακές γαίες ............................................................................... 60
2.1.1.1. Προστασία μονών σε διοριστήρια διατάγματα πατριαρχών ....... 60
2.1.1.2. Αναπαλλοτρίωτο μονών και κτημάτων .......................................... 61
2.1.2. Μετόχια ...................................................................................................... 61
2.1.3. Αγιορειτικά μετόχια ................................................................................. 62
2.1.3.1. Μετόχια Χαλκιδικής .......................................................................... 62

  3
2.1.3.2. Μετόχια Θεσσαλονίκης ..................................................................... 65
2.1.3.3. Μετόχια Μολδοβλαχίας .................................................................... 66
2.1.3.5. Μετόχια των Αγίων Τόπων στη Μολδοβλαχία .............................. 67
2.1.3.6. Η απώλεια των μετοχίων στη Μολδοβλαχία .................................. 67
2.1.3. Μετόχια κυπριακών μονών...................................................................... 69
2.1.3.1. Μετόχια της Μονής Κύκκου ............................................................. 69
2.1.3.2. Απολεσθέντα μετόχια ........................................................................ 70
2.1.3.3. Μετόχια της μονής Μαχαιρά και της μονής Αγίου Νεοφύτου...... 70
2.2. Προϊόντα........................................................................................................... 71
2.2.1. Προϊόντα των αθωνικών μονών.............................................................. 71
2.2.1.1. Υλοτομία ............................................................................................. 72
2.2.1.2. Κτηνοτροφία....................................................................................... 72
2.2.1.3. Χειροτεχνία και οινοποιία................................................................ 72
2.2.2. Προϊόντα των κυπριακών μονών............................................................ 73
2.3. Ζητήματα διαχείρισης ..................................................................................... 74
2.3.1. Εξασφάλιση ρευστότητας ........................................................................ 74
2.3.1.1. ∆ανεισμός της Κοινότητας ................................................................ 74
2.3.1.2. ∆ανεισμός των μονών ........................................................................ 75
2.3.2. ∆ιαχειριστικές τεχνικές............................................................................. 76
2.3.3. Λογιστική παρακολούθηση ..................................................................... 77

  4
Μοναστηριακές οικονομικές δραστηριότητες
Κοινό στοιχείο του κυπριακού και του αθωνικού μοναχισμού στη διάρκεια της
μεταβυζαντινής περιόδου ήταν η ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων,
αναγκαίων για την καθημερινή λειτουργία αλλά και τη μακροχρόνια επιβίωση
των μοναστικών ιδρυμάτων. Η ραχοκοκαλιά των δραστηριοτήτων αυτών ήταν
η αξιοποίηση γεωργικών εκτάσεων και δευτερευόντως αστικών ακινήτων.

1. Τα μέσα για την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων


Τόσο οι αθωνικές όσο και οι κυπριακές μονές κατείχαν αγροτικές γαίες και
ασκούσαν σημαντικό αγροτικό και κτηνοτροφικό έργο μεγάλης εμβέλειας. Η
εμπορία των αγροτικών προϊόντων –πέρα από τα όρια της αυτοκατανάλωσης-
εξασφάλιζε αξιόλογο τμήμα των εσόδων κάθε μονής, ώστε να είναι εφικτή η
πληρωμή των φόρων, καθώς και η συντήρηση των μοναχών, των επισκεπτών
και των κτιριακών εγκαταστάσεων.
Ιδιαίτερα στην Κύπρο η διατήρηση των μονών μέχρι τις μέρες μας υπήρξε
συνάρτηση του κτηματικού πλούτου τους. Επί παραδείγματι, η μονή Κύκκου,
παρά τις δηώσεις που υπέστη κατά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης,
στη συνέχεια ανέκαμψε και στα 1879 κατείχε έκταση καλλιεργήσιμων γαιών
τριπλάσια από ό,τι στις αρχές του 19ου αιώνα.
Τα μοναστηριακά λογιστικά κατάστιχα, που έχουν μελετηθεί πολύ
περισσότερο στην Κύπρο από ότι στο Άγιον Όρος, αποτυπώνουν τις
διακυμάνσεις που σημειώθηκαν στις τιμές των αγροτικών προϊόντων, στις
παραγόμενες ποσότητες αλλά και στις προτιμώμενες καλλιέργειες. Επί
παραδείγματι, η Μονή Σίμωνος Πέτρας βασίστηκε στις εισπράξεις από την
πώληση αλεύρων στη δεκαετία του 1890 και αντίστοιχα στις εισπράξεις από
την πώληση ξυλείας τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα. Μεταβολή τόσο
μεγάλης έκτασης δεν απαντά στην Κύπρο στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Το νομοθετικό πλαίσιο της μοναστηριακής γαιοκτησίας υπήρξε επίσης κοινό
στο Άγιον Όρος και την Κύπρο. Είχε ως βάση το άρθρο 122 του οθωμανικού
νόμου περί γαιών (1858), το οποίο έκανε σαφή διάκριση ανάμεσα: (α) στις
παλαιές μοναστικές περιουσίες, τις καταγεγραμμένες υπό την ιδιότητα αυτή
στο αυτοκρατορικό κτηματολόγιο, οι οποίες ήταν αναπαλλοτρίωτες, (β) στις
γαίες που εξουσιάζονταν με τίτλο ταπού και είχαν περιέλθει εμμέσως στα χέρια
των μονών. Για τις τελευταίες ίσχυαν οι διατάξεις περί δημοσίων γαιών.

1.1. Το οθωμανικό νομικό πλαίσιο της κατοχής γης


Οι αγιορειτικές όσο και οι κυπριακές μονές λειτούργησαν επί αιώνες στο
οθωμανικό νομικό περιβάλλον, στο πλαίσιο του οποίου χρησιμοποίησαν και

  5
απέκτησαν ακίνητη περιουσία, αστική και αγροτική. Από ιδιοκτησιακή άποψη
η περιουσία αυτή εντάχθηκε σε διάφορες κατηγορίες, που διέφεραν σημαντικά
η μία από την άλλη.

1.1.1. Τρεις κατηγορίες εμπράγματων δικαιωμάτων


Στο οθωμανικό νομικό περιβάλλον η ακίνητη περιουσία των μονών
αντιστοιχούσε σε τρεις κατηγορίες δικαιωμάτων (ιδιοκτησία, κατοχή δημόσιας
γης, νομή αφιερωμένου κτήματος), οι οποίες προέρχονταν από το εθιμικό
οθωμανικό δίκαιο και όχι από τις αντίστοιχες κατηγορίες του βυζαντινού
δικαίου, με τις οποίες μόνον εξωτερική ομοιότητα παρουσιάζουν.
Από τον 15ο ως τον 20ό αιώνα το ευρύτερο οθωμανικό νομικό περιβάλλον δεν
έμεινε αμετάβλητο. Οι τρεις περιουσιακές κατηγορίες και τα συναφή
δικαιώματα των μονών πάνω στην ακίνητη περιουσία τους υπέστησαν συνεχείς
μεταβολές, που δεν γίνονται αντιληπτές αν περιοριστούμε στο τελευταίο
βασικό θεσμικό κείμενο, δηλαδή τον νόμο περί γαιών του 1858 και τις
τροποποιήσεις τους.

1.1.2. Η μακρά διάρκεια


Το νομικό πλαίσιο της ακίνητης περιουσίας των μονών δημιουργήθηκε κατά
τον 15ο αιώνα, όταν οι μοναχοί του Αγίου Όρους εξασφάλισαν ευνοϊκή
μεταχείριση από το σουλτάνο Μουράτ Β΄, ο οποίος ίσως διατήρησε το πρότυπο
των προνομιακών ρυθμίσεων που είχαν θεσπίσει οι προκάτοχοί του.
Συντελέστηκαν όμως σημαντικές διαφοροποιήσεις στα μέσα του 16ου αιώνα σε
ό,τι αφορά τη νομοθεσία περί γαιών, οι οποίες από το 1568-69 και έπειτα
ανέτρεψαν τις προνομιακές ρυθμίσεις υπέρ των μονών. Οι διαφοροποιήσεις
αυτές θεμελιώθηκαν θεωρητικά από τον σεϊχουλισλάμη Εμπουσούντ (π. 1490-
1574). Το αποτέλεσμα ήταν να μεταπέσει μεγάλο μέρος της μοναστικής
περιουσίας στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (βλ. πιο κάτω), ενώ οι
μοναχοί προσπάθησαν να κατοχυρώσουν την περιουσία τους με τον τύπο της
βακουφικής περιουσίας (βλ. πιο κάτω).
Η νεότερη οθωμανική νομοθεσία περί γαιών κωδικοποιήθηκε με σειρά νόμων
από το 1858 και έπειτα, με ειδική αναφορά στο καθεστώς της μοναστικής
περιουσίας. Μέχρι το 1878 το πλαίσιο υπήρξε, σε γενικές γραμμές, κοινό για τις
αγιορειτικές και τις κυπριακές μονές, αλλά στη συνέχεια διαφοροποιήθηκε
λόγω της αγγλικής κατοχής της Κύπρου και της απόδοσης του Αγίου Όρους
στην Ελλάδα. Ωστόσο στη διάρκεια του εικοστού αιώνα τόσο οι αγιορειτικές
όσο και οι κυπριακές μονές –όπως και κάθε άλλος κάτοχος εμπράγματου
δικαιώματος στην Ελλάδα και την Κύπρο- εξακολούθησαν να βασίζουν τα
ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους στην οθωμανική νομοθεσία περί γαιών και τους
συναφείς κτηματολογικούς τίτλους.

  6
1.1.2.1. Η νομοθεσία περί γαιών στην Κύπρο μετά το 1878
Το 1878 η Βρετανία ανέλαβε βάσει μιας σειράς συνθηκών τη διοίκηση της
Κύπρου. Ανάμεσα στις υποχρεώσεις της ήταν να διατηρήσει σε ισχύ τον
οθωμανικό νόμο περί γαιών. Από το 1882 δεν είχε εφαρμογή στην Κύπρο
οιαδήποτε τροποποίηση του εν λόγω νόμου επήλθε στην Τουρκία. Το 1899
καθιερώθηκε νέος τρόπος απόκτησης εγγείου ιδιοκτησίας στην Κύπρο,
προσαρμοσμένος στη βρετανική νομοθεσία. Έκτοτε η νομοθεσία περί γαιών
τροποποιήθηκε επανειλημμένα στην Κύπρο, ενώ καθιερώθηκε και αυτοτελές
κυπριακό κτηματολόγιο, στο οποίο τα εμπράγματα δικαιώματα
αναγνωρίζονταν κατά τρόπο διαφορετικά από ό,τι στην Τουρκία. Επί
παραδείγματι, αντίθετα προς ό,τι συνέβαινε στο οθωμανικό κράτος, οι
αποικιακές αρχές μετέγραφαν στο κυπριακό κτηματολόγιο και τις μεταβιβάσεις
βακουφικών κτημάτων, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση των
δικαιωμάτων των βακουφίων.
Το 1945 καταργήθηκε πλέον στην Κύπρο ο οθωμανικός νόμος περί γαιών ή
μάλλον ό,τι είχε απομείνει από αυτόν, διατηρήθηκε όμως ο θεσμός των
βακουφίων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Bernhard Hofstοtter, “Cyprus under British Rule: An International Law Analysis
of Certain Land Surveys and Land Assignments Between 1878 and 1955”,
Chinese Journal of International Law (2008), Vol. 7, No. 1, 159–196.

1.1.2.1.1. Η ένταξη της οθωμανικής νομοθεσίας περί γαιών στις βρετανο-


οθωμανικές συνθήκες του 1878
Με το πρωτόκολλο της 1ης Ιουλίου 1878, που αποτέλεσε παράρτημα της
οθωμανο-βρετανικής συμφωνίας για την Κύπρο, η Βρετανία ανέλαβε την
υποχρέωση να διατηρήσει το ιεροδικείο της Κύπρου και το θεσμό των
βακουφίων. Επί πλέον η οθωμανική κυβέρνηση διατήρησε το δικαίωμα να
εκποιεί ελευθέρως ή να προβαίνει σε μακροχρόνια μίσθωση γαιών «και άλλων
περιουσιακών στοιχείων» που ανήκαν στο δημόσιο («εραζί μιριγιέ»: δημόσιες
γαίες) και στο στέμμα («εμλακί χουμαγιούν»: αυτοκρατορική περιουσία). Όμως
με τη σύμβαση της 3ης Φεβρουαρίου 1879 εξαγοράστηκαν από τη Βρετανία όλα
τα δικαιώματα του οθωμανικού κράτους από μεταβιβάσεις δημοσίων γαιών
(εραζί μιριγιέ), γαιών πλήρους ιδιοκτησίας και σχολαζουσών γαιών (δηλαδή
δικαιώματα ταπού, μαχλούλ και ιντικάλ) έναντι 5.000 αγγλικών λιρών ετησίως.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Sir George Hill, A History of Cyprus, vol. IV, Cambridge University Press, 1948,
300-303.

  7
Bernhard Hofstοtter, “Cyprus under British Rule: An International Law Analysis
of Certain Land Surveys and Land Assignments Between 1878 and 1955”,
Chinese Journal of International Law (2008), Vol. 7, No. 1, 159–196.

1.1.2.2. Η σχετική με το Άγιον Όρος νομοθεσία μετά το 1878


Η συνθήκη του Βερολίνου (1878) προέβλεψε ότι οι μοναχοί του Αγίου Όρους,
ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσής τους, θα διατηρούν τα κτήματά τους και
τα κεκτημένα προνόμιά τους. Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό δίκαιο του
οθωμανικού κράτους, το 1910 συντάχθηκε και επικυρώθηκε "Τυπικόν" του
Αγίου Όρους, αποτελούμενο από 246 άρθρα, το οποίο και τέθηκε σε εφαρμογή.
Τον Νοέμβριο του 1913 συνήφθη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας η Σύμβαση των
Αθηνών περί ειρήνης, το πέμπτο άρθρο της οποίας αναγνώρισε τα κεκτημένα
δικαιώματα, τις δικαστικές πράξεις και τους επίσημους τίτλους που είχαν
εκδώσει οι αρμόδιες οθωμανικές αρχές στις καταληφθείσες από τον ελληνικό
στρατό περιοχές. Έτσι, η οθωμανική νομοθεσία περί γαιών, όπως ίσχυε τον
Οκτώβριο του 1912, εντάχθηκε στην ελληνική έννομη τάξη που ίσχυσε και για
τις αθωνικές μονές.
Ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους (ΚΧΑΟ) κυρώθηκε με νομοθετικό
διάταγμα (1926) και αναγνώρισε ότι πλην των είκοσι κυρίαρχων ιερών μονών
ουδενί απολύτως επιτρέπεται δικαίωμα ιδιοκτησίας εν Αγίω Όρει. Το
αναπαλλοτρίωτο του εδάφους της χερσονήσου του Άθω και η κατανομή του
μεταξύ των είκοσι ιερών μονών αναγνωρίστηκαν από το ελληνικό Σύνταγμα
του 1927, οι διατάξεις του οποίου περιλαμβάνονται αυτούσιες στο ισχύον
Σύνταγμα.
Όλες οι διατάξεις που θεσπίστηκαν κατά καιρούς για το Άγιον Όρος και τα
καθιδρύματά του και δεν περιλήφθηκαν στον ΚΧΑΟ, εξακολουθούν να
ισχύουν εφόσον δεν είχαν καταργηθεί όταν εισήχθη η συνταγματική
προστασία (1927) και δεν αντίκεινται στις διατάξεις του Συντάγματος που
αφορούν το Άγιον Όρος και τα καθιδρύματά του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μιλτιάδης Καραβοκυρός, Του Αγίου Όρους τα δίκαια και προνόμια κατά τα
χρυσόβουλλα των ιδρυτών αυτών, τα χρυσόβουλλα και νεαράς των
Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, τους ιερούς κανόνας, τα υψηλά βεράτια, τα
πατριαρχικά σιγγίλια, τα τυπικά αυτών και κανονισμούς, τα προαιώνια έθιμα
και τας διεθνείς συνθήκας, εν Κωνσταντινουπόλει 1913, 13 κ. έ.
Χ. Κ. Παπαστάθης, "Περί την άσκησιν εποπτείας εις τα εκτός της χερσονήσου
του Άθω κείμενα αγιορειτικά μετόχια. Γνωμοδότησις", ανάτυπο από το Νομικό
Βήμα 34 (1986) 818-828.
Σύνταγμα της Ελληνική ∆ημοκρατίας, εν Αθήναις, εκ των Γραφείων της
Γερουσίας, 1929, 67-69.

  8
Ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους Άθω. Το πρώτον εκδιδόμενος παρά
της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους Άθω, εκ του Τυπογραφείου της Ιεράς
Κοινότητος του Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1931.

1.1.2.2.1. ∆ιεθνείς συνθήκες για το Άγιον Όρος


Η Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913), η
Σύμβαση των Αθηνών (1/14 Νοεμβρίου 1913) και η Συνθήκη Ειρήνης του Νεϊγύ
(14/27 Νοεμβρίου 1919) περιέλαβαν το Άγιον Όρος μέσα στα νέα όρια του
ελληνικού κράτους. Στη συνέχεια Συνθήκη των Σεβρών αναγνώρισε ρητά την
κυριαρχία της Ελλάδας στο Άγιον Όρος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Dom. Irénée Doens, O.S.B. – Χαράλαμπος Κ. Παπαστάθης – Κωνσταντίνος
Παπαγεωργίου – ∆ημήτριος Π. Νικολακάκης, Νομοκανονική Βιβλιογραφία
Αγίου Όρους Άθω (1912-2000), Αγιορειτική Βιβλιοθήκη, Άγιον Όρος 2007,
20-21.

1.1.2.2.2. Τα εμπράγματα δικαιώματα στις Νέες Χώρες (Σύμβαση των


Αθηνών)
Σύμφωνα με τη σύμβαση των Αθηνών, που καταρτίσθηκε τον Νοέμβριο του
1913, και συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 5, «τα μέχρι της καταλήψεως
των εκχωρηθεισών χωρών κεκτημένα δικαιώματα καθώς και αι δικαστικαί
πράξεις και οι επίσημοι τίτλοι, οι εκδοθέντες παρά των αρμοδίων οθωμανικών
αρχών έσονται σεβαστά και απαραβίαστα μέχρις εννόμου περί του εναντίου
αποδείξεως». Με σειρά νόμων, η διάταξη αυτή ενσωματώθηκε και διατηρήθηκε
στο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ν. Ελευθεριάδης, Τα μετά την Συνθήκην των Αθηνών: περί των εν ταις νέαις
χώραις εγκαταλελειμένων κτημάτων, Αθήναι 1915.

1.1.3. Η ιστορική προέλευση των σχέσεων ιδιοκτησίας στο οθωμανικό πλαίσιο


Οι οθωμανικοί νόμοι για τη γεωκτησία είχαν τις ρίζες τους στον ιερό ισλαμικό
νόμο (Seri’a), δηλαδή ένα νομικό σύστημα που εφαρμόστηκε από τον ισλαμικό
κόσμο πολύ πριν από την ίδρυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στο
οθωμανικό περιβάλλον ο Seri’a δεν έμεινε άκαμπτος και αναλλοίωτος, αλλά
εναρμονίσθηκε σταδιακά με τις προ-οθωμανικές σχέσεις γεωκτησίας, οι οποίες
ενσωματώθηκαν στις οθωμανικές πρακτικές.
Τα κατακτημένα εδάφη αποτελούσαν πολύτιμο μέρος της πολεμικής λείας και
με βάση τις αντιλήψεις της εποχής διανεμήθηκαν μεταξύ του μονάρχη και των
πολεμιστών που τα κατέλαβαν.

  9
Σύμφωνα με τις αρχές των Χαναφιτών νομομαθών η γεωκτησία είχε ως θεμέλιο
τις αποφάσεις του ηγέτη του Ισλάμ (του imam). Η θεμελιώδης συμβολή του
ηγέτη του Ισλάμ ως προς τον σχηματισμό ιδιοκτησίας ήταν να αναγνωρίσει την
ατομική κατάληψη γαιών κατά τη στιγμή της ισλαμικής κατάκτησης και να
αποδώσει σε μουσουλμάνους υποστηρικτές του τις εγκαταλειμμένες ή
ακαλλιέργητες γαίες. Με την πράξη αυτή δημιουργούσε ιδιοκτησία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
S. Pavlides, «A New Land Law for Cyprus», Journal of Comparative Legislation
and International Law, 3rd Ser., Vol. 30, No. 3/4. (1948), 40-46.
Martha Mundy, Richard Saumarez Smith, Governing property, making the
modern state: law, administration and production in Ottoman Syria, 2007, 11-15.

1.1.3.1. Γαίες ουσριγιέ και χαρατζιγιέ


Σύμφωνα με το κλασικό ισλαμικό δίκαιο, των Χαναφιτών νομομαθών, οι γαίες
χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: (α) αυτές που όφειλαν δεκάτη (ushr) και εκείνες
που όφειλαν χαράτζ (kharaj).
Οι γαίες που όφειλαν δεκάτη (ουσριγιέ) ήταν εκείνες που ο ιμάμης είχε
μοιράσει ως πολεμική λεία στους μουσουλμάνους πολεμιστές μετά την
κατάκτησή τους ή εκείνες των οποίων οι «άπιστοι» ιδιοκτήτες είχαν εκούσια
δεχτεί το Ισλάμ. Ο ιμάμης δεν έπρεπε να επιβάλει στις γαίες αυτές φόρο
μεγαλύτερο από το ένα δέκατο του προϊόντος.
Οι γαίες που όφειλαν χαράτζ (araz-ı haracıye, χαρατζιγιέ) ήταν εκείνες που οι
μουσουλμάνοι κυρίευσαν με τη βία, αλλά στους καλλιεργητές των οποίων ο
ιμάμης επέτρεψε την παραμονή, με αντάλλαγμα την πληρωμή του χαράτζ. (Ο
κτηματικός φόρος χαράτζ δεν πρέπει να συγχέεται με τον ταυτώνυμο κεφαλικό
φόρο).Ο ιμάμης είχε δικαίωμα να φορολογήσει τη γη ανάλογα με την απόδοσή
της. Μερικοί νομικοί του Ισλάμ προσδιόριζαν το όριο της φορολογίας στο
ήμισυ του προϊόντος. Ο κτηματικός φόρος χαράτζ αποτελείτο από δύο
τμήματα: ένα ετήσιο εφάπαξ ποσό (χαράτζ μουβαζάφ) ανεξάρτητο από το ύψος
της παραγωγής και ένα κλάσμα του προϊόντος του εδάφους (χαράτζ
μουκασαμά).
Σύμφωνα πάντοτε με το κλασικό ισλαμικό δίκαιο, και ανεξάρτητα από τη
διαφορά του τρόπου φορολόγησης, οι γαίες και των δύο κατηγοριών –ουσριγιέ
και χαρατζιγιέ- αποτελούσαν ατομική ιδιοκτησία, δηλαδή ανήκαν στους
ιδιοκτήτες τους. Η κτηματική φορολογία (δεκάτη ή χαράτζ) καθοριζόταν
ανάλογα με την κατηγορία που ανήκε η γη την εποχή της κατάκτησης και όχι
ανάλογα με το θρήσκευμα του ιδιοκτήτη. Αν και αρχικά όλες οι γαίες
χαρατζιγιέ ανήκαν σε μη μουσουλμάνους, οι ιδιοκτήτες τους είχαν το δικαίωμα
να τις πουλήσουν σε μουσουλμάνους, οι οποίοι και υποχρεούνταν στη συνέχεια
να καταβάλουν τον κτηματικό φόρο χαράτζ. Η καταβολή δεν αναιρούσε την
ιδιότητά τους ως ιδιοκτητών της γης που είχαν αγοράσει.

  10
Κτηματικό φόρο χαράτζ και όχι δεκάτη πλήρωναν οι μουσουλμανικοί
πληθυσμοί της Συρίας και του Ιράκ για τα ιδιόκτητα κτημάτά τους. Οι γαίες
χαρακτηρίζονταν ως χαρατζιγιέ (araz-ı haracıye). Το χαράτζ διατηρήθηκε,
χωρίς να επιβληθεί το οθωμανικό τιμαριωτικό σύστημα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Colin Imber, Ebu's-su'ud: the Islamic legal tradition, Edinburgh 1997, 115-117,
125.
Martha Mundy, Richard Saumarez Smith, Governing property, making the
modern state: law, administration and production in Ottoman Syria, London,
2007.

1.1.3.1.1. Ο κτηματικός φόρος χαράτζ


Σε πολλές περιοχές του οθωμανικού κράτους, και ιδιαίτερα στη Βαλκανική, οι
φόροι που προσδιορίζονταν ως χαράτζ περιέρχονταν στον τιμαριούχο (τιμαρλί
σιπαχί). Αν και πλασματικά θεωρούνταν ως υποχρεώσεις που εκπορεύονταν
από τον ιερό νόμο (ρουσούμ-ι-σεριγιέ), στην πραγματικότητα αποτελούσαν
εθιμικά δοσίματα και η καταβολή τους βασιζόταν στην κρατική νομοθεσία
(ρουσούμ-ι-ορφιγιέ) και όχι στον ιερό νόμο.
Ο κτηματικός φόρος χαρατζ περιλάμβανε δύο τμήματα, το χαράτζ- ι-μουκασεμέ
και το χαράτζ-ι-μουβαζάφ.
- Χαράτζ-ι-μουκασεμέ. Ποσοστό της παραγωγής (10 – 12,5%) που
αντιστοιχούσε στην κανονική δεκάτη.
- Χαράτζ-ι-μουβαζάφ. ∆όσιμο ανάλογο προς την έκταση του εδάφους. Η
μονάδα ήταν η επιφάνεια που μπορούσε να καλλιεργηθεί με ένα ζεύγος βόδια
(80-120 στρέμματα).
Συχνά γίνεται σύγχυση ανάμεσα στο χαρατζ και στη δεκάτη. Όπως έγραφε
διευκρινιστικά ο Εμπουσούντ, η «οθωμανική δεκάτη δεν είναι η κανονική
δεκάτη (usr), διότι οι δημόσιες γαίες [βλ. Η χρήση της γης] είναι γαίες
χαρατζιγιέ». Συνεπώς, η οθωμανική δεκάτη δεν είναι το ένα δέκατο της
παραγωγής αλλά πολύ μεγαλύτερο κλάσμα της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
John Robert Barnes, An Introduction to Religious Foundations in the Ottoman
Empire, Leiden 1986, 39-40.

1.1.3.1.2. Εθιμικά δοσίματα προς τους τιμαριούχους


Σύμφωνα με τους οθωμανικούς νομικούς κώδικες του 15ου αιώνα τα χρηματικά
δοσίματα ήταν ανάλογα προς την έκταση του κτήματος και κυμαίνονταν από 6
ως 22 ακτσέδες. Τα ποσά αυτά αντιστοιχούσαν σε αγγαρείες που οι

  11
καλλιεργητές όφειλαν προς τον τιμαριούχο. Ήταν δηλαδή το τίμημα για την
εξαγορά της οφειλόμενης αγγαρείας. Γι’ αυτό και η σχέση των δοσιμάτων με
τον κτηματικό φόρο χαράτζ ήταν μόνον επιφανειακή. Αντίθετα, στη Συρία και
το Ιράκ οι ιδιοκτήτες της γης κατέβαλαν χαράτζ στο κράτος χωρίς την
παρεμβολή τιμαριούχων.
Οι καλλιεργητές κατέβαλαν στους σπαχήδες που εξουσίαζαν τις δημόσιες γαίες
τα παρακάτω δοσίματα:
Το δόσιμο «τσιφτ-ακτσεσί» (çift akçesi) αντιστοιχούσε σε κτήμα που μπορούσε
να καλλιεργηθεί με ένα ζευγάρι βόδια. Το δόσιμο μισό «τσιφτ-ακτσεσί»
αντιστοιχούσε σε μικρότερο κτήμα. Ο έγγαμος άκληρος γεωργός κατέβαλε τον
φόρο «μπενάκ» (bennak).
Ο άγαμος άκληρος γεωργός κατέβαλε τον φόρο «τζάμπα» (caba), εξ ου και η
σχετική έκφραση («τζάμπα», δηλ. παροχή χωρίς αντίκρισμα).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Halil İnalcık, An Economic and Social History of the Ottoman Empire, vol. I,
149-150.

1.1.3.2. Κλασικό δίκαιο και φεουδαλικό έθιμο


Η αντίληψη ότι οι καλλιεργητές της γης ήταν και οι ιδιοκτήτες της –με την
προϋπόθεση ότι κατέβαλαν το χαράτζ ή τη δεκάτη αντίστοιχα- απέρρεε από
τον ιερό ισλαμικό νόμο αλλά ερχόταν σε σύγκρουση με τις φεουδαλικές
πρακτικές που είχαν επικρατήσει και τα εθιμικά δοσίματα. Στα νομικά κείμενα
του 12ου αιώνα καταβλήθηκε προσπάθεια να γεφυρωθεί η αντίφαση ανάμεσα
στον ιερό νόμο και το έθιμο με την προσφυγή στην «ιστορία»: Ο χαλίφης
Ουμάρ (7ος αιώνας) κατέλαβε εδάφη της περσικής αυτοκρατορικής οικογένειας
και τα παρέδωσε σε άτομα που είχαν παράσχει υπηρεσίες στο κράτος, όχι ως
ιδιοκτησίες αλλά ως τιμάρια. Οι κάτοχοι της γης πλήρωναν ενοίκιο στο χαλίφη.
Οι γαίες αυτές αποτέλεσαν μια νέα νομική κατηγορία, διότι δεν ανήκαν σε
κανέναν. Συνεπώς, δεν μπορούσε να τις κληρονομήσει κανείς.
Έτσι, διαμορφώθηκαν δύο ερμηνείες για το τιμάριο: (α) Η γη που ο μονάρχης
παραχώρησε δεν έχει ιδιοκτήτη. Οι κάτοχοι της γης πληρώνουν ενοίκιο στο
χαλίφη/μονάρχη. (β) Οι κάτοχοι της γης δεν πληρώνουν ενοίκιο αλλά φόρο.
Και στις δύο περιπτώσεις, διατηρήθηκε η αντίφαση ανάμεσα: (α) στην κλασική
αντίληψη ότι η γη ανήκει στους ιδιοκτήτες της και (β) στη φεουδαλική
πραγματικότητα που απαιτούσε δοσίματα για μια γη «χωρίς ιδιοκτήτες».
Πώς όμως μπορούσε να υπάρχει γη χωρίς ιδιοκτήτες, σε αντίθεση προς τον ιερό
νόμο; Ο νομομαθής Καντικάν (12ος αιώνας) διατύπωσε το επιχείρημα της
«εξαφάνισης» των αρχικών ιδιοκτητών, οι οποίοι είτε πέθαναν είτε έφυγαν.
«Όταν οι υπόχρεοι καταβολής φόρου [δηλαδή οι αρχικοί ιδιοκτήτες] πέθαναν,
ο ιμάμης κατέλαβε τη γη τους και την καλλιέργησε ή την νοίκιασε και κατέθεσε

  12
την πρόσοδο στο κρατικό θησαυροφυλάκιο». Στο σχήμα αυτό, ο ηγεμόνας
γίνεται de facto, όχι όμως de jure, ιδιοκτήτης της γης και ο κάτοχος γίνεται
μισθωτής της. Ο κάτοχος της γης γίνεται ενοικιαστής της. Πληρώνει ενοίκιο και
όχι φόρο. Ο Καντικάν συνεχίζει: «Στην περίπτωση που οφειλέτες του φόρου
δεν πέθαναν, αλλά έφυγαν, ο ιμάμης πήρε τη γη, αφαίρεσε την αξία του
οφειλόμενου φόρου από το ενοίκιο και κράτησε τη διαφορά». Στο ιδεατό αυτό
σχήμα η καταβολή του φόρου συνεχίζεται. Ο οφειλέτης-αρχικός ιδιοκτήτης δεν
πέθανε, απλώς απουσιάζει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Colin Imber, Ebu's-su'ud: the Islamic legal tradition, Edinburgh 1997, 117-118.

1.1.3.3. Η έννοια του «βασιλικού κτήματος» (aradi’l-mamlaka)


Ο Ιμπν Μπαζάζ (14ος-15ος αιώνας) ήταν μάλλον ο πρώτος νομομαθής που για
να συμφιλιώσει τον ιερό νόμο με τη φεουδαλική πραγματικότητα εισήγαγε τον
όρο «βασιλικά κτήματα». Στηρίχτηκε και αυτός στον νομικό θρύλο των
θανόντων ή απόντων ιδιοκτητών (βλ. Κλασικό δίκαιο και φεουδαλικό έθιμο).
Τα κτήματα των θανόντων ή απόντων ήταν τα βασιλικά κτήματα.
Τον 16ο αιώνα ο Εμπουσούντ έκανε το επόμενο βήμα. Παρέκαμψε εντελώς τον
θρύλο των χαμένων ιδιοκτητών και διατήρησε τον όρο «βασιλικά κτήματα».
Συγκεκριμένα, έκανε λόγο για μια νέα κατηγορία γαιών, τις «βασιλικές γαίες»
(αραντίλ μαμλακά), οι οποίες δεν υπάγονται ούτε στις γαίες που οφείλουν
δεκάτη (ουσριγιέ) ούτε σε εκείνες που οφείλουν χαράτζ (χαρατζιγιέ). Οι
βασιλικές γαίες προήλθαν από τις γαίες χαρατζιγιέ, αλλά εξελικτικά
αποτέλεσαν ξεχωριστή νομική κατηγορία. Η κυριότητά τους παραχωρήθηκε
στο κρατικό θησαυροφυλάκιο για πρακτικούς λόγους: λόγω της κληρονομικής
διαδοχής από γενεά σε γενεά και της ύπαρξης πολλών κληρονόμων, ο αριθμός
των ιδιοκτητών θα αύξανε τόσο πολύ μέσα σε μερικές γενεές, ώστε η κατανομή
του χαράτζ και η είσπραξη του θα ήταν πρακτικά αδύνατη. Έτσι, κάθε κτήμα
δόθηκε σε ένα καλλιεργητή εν είδει δανείου, για να τα καλλιεργεί, να εμφυτεύει
αμπέλια, περιβόλια και κήπους και να πληρώνει τον κτηματικό φόρο χαράτζ.
Η άποψη αυτή διατυπώθηκε με σαφήνεια από τον Εμπουσούντ στο
φορολογικό κανονισμό («Κανούν») της Θεσσαλονίκης και των Σκοπίων. «Τα
βασιλικά κτήματα ήταν αρχικά γαίες χαρατζιγιέ. Όμως, αν αφήνονταν στους
ιδιοκτήτες τους [κατά τον χρόνο της κατάκτησης], θα διανέμονταν μετά τον
θάνατό τους στους διαδοχικούς κληρονόμους τους, με αποτέλεσμα κάθε
κληρονόμος να πάρει ένα ελάχιστο μερίδιο. Επειδή θα ήταν πολύ δύσκολο και
ίσως αδύνατο να κατανεμηθεί και να εισπραχθεί ο φόρος από κάθε κληρονόμο,
το θησαυροφυλάκιο διατήρησε την ιδιοκτησία των γαιών και παραχώρησε τη
χρήση σε αγρότες εν είδει δανείου».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Imber, Ebu's-su'ud: the Islamic legal tradition, 117-118, 124.

  13
Eugenia Kermeli, “Ebu’s Su’ud’s Definitions of Church vakfs: Theory and Practice
in Ottoman Law”, Islamic Law. Theory and Practice (edited by Robert Gleave
and Eugenia Kerlemi) Tauris: London 2001, 155-156.

1.1.4. Αντικείμενα ιδιοκτησίας


Στην οθωμανική έννομη τάξη αντικείμενο ατομικής ιδιοκτησίας μπορούσαν να
αποτελέσουν σπίτια, αστικά οικόπεδα, αμπέλια και περιβόλια στις παρυφές
των χωριών και των πόλεων, όχι όμως αγροί και λιβάδια, τα οποία σχεδόν
πάντοτε εντάσσονταν στην κατηγορία των δημοσίων γαιών, δηλαδή ανήκαν
στο κράτος, το οποίο «νοίκιαζε» το δικαίωμα της κατοχής τους.
Η πρώτη κωδικοποίηση νόμων για τη γεωκτησία πραγματοποιήθηκε την εποχή
του Σουλεϊμάν του Νομοθέτη (1520–1566).
Η ατομική ιδιοκτησία αντιμετωπιζόταν από τους Οθωμανούς περισσότερο ως
προνόμιο και λιγότερο ως δικαίωμα. Γι' αυτό δεν ήταν ασυνήθιστη η αφαίρεση
ιδιοκτησιών, όπως οικιών, αμπελιών κ.λπ., με σουλτανικά διατάγματα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Colin Imber, Ebu's-su'ud: the Islamic legal tradition, Edinburgh 1997, 115-116,
122-123.

1.1.4.1. Η πλήρης κυριότητα κατά τον νόμο περί γαιών 1858


Σύμφωνα με τον νόμο περί γαιών του 1858 ιδιόκτητες γαίες είναι εκείνες που
εξουσιάζονται κατά πλήρη κυριότητα και περιλαμβάνουν:
Α. Οικόπεδα μέσα σε πόλεις και χωριά ή στα όριά τους αλλά με εμβαδόν έως
μισό στρέμμα, που θεωρούνται παραρτήματα των κατοικιών.
Β. Πρώην δημόσιες γαίες που υπήχθησαν στην πλήρη κυριότητα ιδιωτών, με
σουλτανικό διάταγμα, για να εξουσιάζονται κατά τους τρόπους της πλήρους
κυριότητας. Οι περιπτώσεις αυτές ήταν σπάνιες.
Γ. Γαίες υποκείμενες στη δεκάτη κατά το ιερό ισλαμικό δίκαιο (ουσριγιέ).
Τέτοιες περιπτώσεις ήταν σπάνιες στα Βαλκάνια.
∆. Γαίες υποκείμενες στον κτηματικό φόρο χαράτζ [όχι τον ταυτώνυμο
κεφαλικό] κατά το ιερό ισλαμικό δίκαιο (χαρατζιγιέ). Τέτοιες περιπτώσεις δεν
υπήρχαν στα Βαλκάνια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 23-25.

  14
1.1.4.1.1. Ο νόμος περί γαιών του 1858
Ο νόμος της 2 Ραμαζάν 1274 (16 Ιουλίου 1858) δεν κωδικοποίησε απλώς την
πολύπλοκη νομοθεσία περί γαιών, που αποτελούνταν από σουλτανικά
διατάγματα και γνωμοδοτήσεις των σεϊχουλισλάμηδων, αλλά και:
(α) Κατήργησε τα προγενέστερα σουλτανικά διατάγματα που αντέβαιναν στις
διατάξεις του νόμου. Συνεπώς, ο νόμος του 1858 επικρατούσε έναντι των
παλαιότερων σουλτανικών διαταγμάτων.
(β)Κατάργησε τις υφιστάμενες γνωμοδοτήσεις των σεϊχουλισλάμηδων.
(γ)Κατάργησε τους «αρχαίους νόμους και κανονισμούς» περί δημοσίων και
αφιερωμένων γαιών, δηλαδή τα υφιστάμενα έθιμα και τις τοπικές ρυθμίσεις.
Ο νόμος του 1858 συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε επανειλημμένα. Οι
κυριότερες συμπληρώσεις και τροποποιήσεις ήταν οι εξής:
1859 νόμος περί εγγραφής των κτημάτων στο κτηματολόγιο
1861 νόμος περί ταπίων
1863 εγκύκλιος περί τίτλων εξουσιάσεως βακουφικού κτήματος
1863 νόμος για τα βακούφια εκτός πρωτευούσης
1867 νόμος για κληρονομική διαδοχή δημοσίων γαιών
1869 νόμος για τίτλους του παλαιού κτηματολογίου
1870 νόμος περί τοπικών κτηματολογίων βακουφικών κτημάτων
1870 νόμος περί στεγασμένων (μουσαφικάτ) και προσοδοφόρων βακουφικών
ακινήτων
1873 νόμος για την έκδοση ξεχωριστού τίτλου από το αυτοκρατορικό
κτηματολόγιο για οικοδομήματα, δένδρα κ.λπ. επί βακουφικού μουκαταλή
οικοπέδου η δημοσίας γης
1874 διάταγμα για τους τίτλους κατοχής δημοσίων γραιών. αντικατάσταση
του πιστοποιητικού ιδιοκτησίας [temelluk hucceti] που εξέδιδε το ιεροδικείο με
τίτλο του κτηματολογικού γραφείου (defterhane).
1875 διάταγμα για τις βακούφικες γαίες· αντικατάσταση του πιστοποιητικού
ιδιοκτησίας [temessuk] που εξέδιδε ο μουτεβελής του βακουφίου με τίτλο του
αραζί μεβκουφέ· αφορά τα διαχειριζόμενα υπό του κράτους βακούφια
1876 εγκύκλιος που ορίζει το Defterhane αρμόδιο για την έκδοση τίτλων
κτισμένων και άκτιστων βακουφικών κτημάτων
1877 νόμος περί των εν αγίω όρει μοναστηρίων
1887 νόμος περί προσωρινής αντικαταστάσεως δυστροπούντος εφόρου
βακουφίου
1897 τροποποίηση του νόμου για τις δημόσιες γαίες

  15
1902 νόμος που απαγορεύει στα δικαστήρια να δικάζουν διαφορές επί
αγοραπωλησιών βάσει ιδιωτικών εγγράφων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 23-25.
S. Pavlides, «A New Land Law for Cyprus», Journal of Comparative Legislation
and International Law, 3rd Ser., Vol. 30, No. 3/4. (1948), 40-46.
Ν. Π. Ελευθεριάδης, Η ακίνητος ιδιοκτησία εν Τουρκία, εν Αθήναις 1903.
Huricihan İslamoğlu, “Property as a Contested Domain: A Re-evaluation of the
Ottoman Land Code of 1858”, in Roger Owen edited, New Perspectives on
Property and Land in the Middle East , Cambridge, Mass.: Harvard University
Press, 2001, 3-62.
Siraj Sait - Hilary Lim, Land, Law And Islam: Property and Human Rights in the
Muslim World, vol. 1, Zed Books, London 2006, 67 κ.ε.

1.1.5. H κατοχή της γης


Το σύνολο σχεδόν των καλλιεργήσιμων γαιών ανήκε στην κατηγορία των
δημοσίων γαιών.
Οι δημόσιες γαίες ανήκαν στο κράτος και αποτελούνταν από τιμάρια.
Ως εκπρόσωπος του κράτους ο σουλτάνος παραχωρούσε με διάταγμα (berat) σε
τιμαριούχους τις προσόδους από κάθε τιμάριο.
Ως εκπρόσωπος του σουλτάνου, ο τιμαριούχος πουλούσε το δικαίωμα κατοχής
των δημοσίων γαιών σε ιδιώτες.
Η πώληση είχε την έννοια της συσσωρευτικής προκαταβολής του ενοικίου της
γης και η πιστοποίησή της γινόταν με τίτλο «ταπού» (tapu).
Το ταπού εθεωρείτο ως πιστοποίηση της προκαταβολής του ενοικίου για την
κατοχή του αγρού στο διηνεκές.
Η μεταβίβαση του δικαιώματος κατοχής των δημοσίων γαιών στους απογόνους
των αγοραστών –κατά κληρονομική διαδοχή- ήταν ανεκτή από το κράτος.
Αποτελούσε κρατική παραχώρηση αλλά όχι δικαίωμα των κληρονόμων. Ήταν
επίσης δυνατή η πώληση του δικαιώματος κατοχής σε τρίτους, αλλά με τη
συγκατάθεση του σπαχή και την έκδοση νέου ταπού. Στην περίπτωση αυτή ο
σπαχής εισέπραττε «δικαίωμα ταπίου» (resm-i tapu).
Αν ο κάτοχος του δικαιώματος κατοχής της γης πέθαινε χωρίς άρρενες
απογόνους, ο σπαχής ανακαταλάμβανε το κτήμα και πουλούσε το δικαίωμα
της κατοχής του σε τρίτο πρόσωπο, οπότε εκδιδόταν νέο ταπού. Το ίδιο
γινόταν και αν ο κάτοχος του δικαιώματος κατοχής δεν καλλιεργούσε το
έδαφος επί τρία έτη.

  16
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Colin Imber, Ebu's-su'ud: the Islamic legal tradition, Edinburgh 1997, 115
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 23-25.

1.1.5.1. Ταπού (ταπί)


Ο όρος ταπού προήλθε από τον όρο resm-i tapu (δικαίωμα ταπίου), ο οποίος
προσδιορίζει το ποσό το οποίο έπρεπε να πληρωθεί στον σπαχή, προκειμένου
κάποιος να αγοράσει το δικαίωμα κατοχής μιας έκτασης καλλιεργήσιμης γης.
Κατά τον 15ο και 16ο αιώνα το ταπού δεν ήταν ακόμη τίτλος μεταβίβασης
δικαιώματος, αλλά μόνον απόδειξη καταβολής δικαιώματος. Αντί τίτλου, οι
σπαχήδες έδιναν μια βεβαίωση (temessuk) η οποία προφανώς δεν εθεωρείτο
επαρκής αποδεικτικός τίτλος. Γι’ αυτό και οι συμβαλλόμενοι φρόντιζαν να
εκδοθεί πιστοποιητικό του ιεροδικείου που να βεβαιώνει τη μεταβίβαση του
δικαιώματος. Αργότερα, η λέξη ταπού χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τον
τίτλο,ο οποίος πιστοποιούσε την εγγραφή της μεταβίβασης του δικαιώματος
κατοχής (tapuname ή tapusenedi) στα οικεία κτηματολόγια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Anton Minkov, “Ottoman Tapy Title Deeds in the eighteenth and nineteenth
centuries: Origin, Typology and Diplomatics”, Islamic Law and Society, Vol. 7,
No. 1 (2000), 65-101.

1.1.5.2. Απαγόρευση μετατροπής δημοσίων γαιών σε ιδιωτικές


Σε ορισμένες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας οι χαρατζιγιέ γαίες ήταν
ιδιωτικές. Αλλά στην νεοκατακτηθείσα Ν. Α. Ευρώπη το οθωμανικό κράτος
απαγόρευσε να μετατραπούν σε ατομική ιδιοκτησία τα εδάφη που δόθηκαν
στους σπαχήδες, παρά το γεγονός ότι η απαγόρευση αυτή ερχόταν σε αντίθεση
προς το ισλαμικό δίκαιο. Στη συνέχει κατέβαλε προσπάθειες να διατηρηθεί η
απαγόρευση της μετατροπής δημοσίων γαιών σε ιδιωτικές ή βακουφικές (βλ.
πιο κάτω).
Αποκορύφωμα της απαγόρευσης μετατροπής των δημοσίων γαιών σε
αντικείμενα ιδιοκτησίας ήταν οι γνωματεύσεις (φετφάδες) του σεϊχουλισλάμη
Εμπουσούντ, οι οποίες καθόριζαν ότι ουδείς (ούτε οι ιεροδίκες) είχε δικαίωμα
να μεταχειρίζεται τις δημόσιες γαίες σαν μούλκια (ιδιοκτησίες). Οι δημόσιες
γαίες επ’ ουδενί λόγω μπορούσαν να θεωρηθούν ως ατομική ιδιοκτησία, εκτός
αν ο ίδιος ο σουλτάνος εξέδιδε σχετικό διάταγμα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
John Robert Barnes, An Introduction to Religious Foundations in the Ottoman
Empire, Leiden 1986, 40.

  17
1.1.5.2.1. Παραχώρηση δημοσίων γαιών ως μούλκ
Μόνο κατά παραχώρηση του σουλτάνου ήταν δυνατό να μεταβιβαστεί σε
ιδιώτη δημόσια γη η οποία σε αυτήν την περίπτωση αποκτούσε προσωρινό
χαρακτήρα ιδιοκτησίας υπό όρους. Το σουλτανικό διάταγμα εκχώρησης
δημόσιας γης σε ιδιώτη ονομαζόταν τεμλίκ (temlik). Ωστόσο ο κάτοχος δεν
αποκτούσε πλήρη ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Το κράτος διατηρούσε το
δικαίωμα να ανακτήσει την κυριότητα της περιουσίας για λόγους που
συνδέονταν με πράξεις και παραλείψεις του οιονεί ιδιοκτήτη της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
John Robert Barnes, An Introduction to Religious Foundations in the Ottoman
Empire, Leiden 1986, 41.

1.1.5.2.2. Η σταδιακή διαφοροποίηση του δικαιώματος κατοχής δημόσιας γης


Το δικαίωμα κατοχής των δημοσίων γαιών διαφοροποιήθηκε ιστορικά από τον
16ο μέχρι τον 20ό αιώνα. Αρχικά ήταν ισοδύναμο με το δικαίωμα χρήσης του
εδάφους και κάρπωσης των αγαθών του, το οποίο περιοριζόταν από την
εξουσία του σπαχή.
Ο σπαχής συναινούσε για τη μεταβίβαση του δικαιώματος κατοχής εφόσον
εισέπραττε το «δικαίωμα ταπίου» (resm-i tapu). Με τη συναίνεση του σπαχή ο
ιδιοκτήτης του δικαιώματος μπορούσε να το μεταβιβάσει σε τρίτο έναντι ποσού
που καθοριζόταν από την αγορά. Ο αγοραστής πλήρωνε, δηλαδή, και τον
παλαιό κάτοχο και τον σπαχή. Μετά την κατάργηση των σπαχήδων (19ος
αιώνας) το δικαίωμα των τελευταίων εισέπραττε το κράτος. Το ύψος του
καθοριζόταν ως ποσοστό επί της τιμής μεταβίβασης του δικαιώματος κατοχής.
Όμως στην περίοδο των σπαχήδων φαίνεται ότι υπήρχε κάποια αυθαιρεσία εκ
μέρους της στον προσδιορισμό του «δικαιώματος ταπίου».
Όπως προκύπτει από έγγραφα της Μονής Κύκκου ο σπαχής επικύρωνε ακόμη
και τη μεταβίβαση ακινήτων πλήρους ιδιοκτησίας (μούλκι), ίσως με αίτημα των
συναλλασσομένων, που αποσπούσαν έτσι τη βεβαίωση ότι ο σπαχής δεν θα
χαρακτήριζε εκ των υστέρων ως δημόσια γη την πωληθείσα περιουσία και δεν
θα διεκδικούσε εκ των υστέρων το «δικαίωμα ταπίου».
Σχετική ιεροδικαστική πράξη (χοτζέτι) του έτους 1631 αφορά την αγορά του
μοναστηριού των Αγίων Αποστόλων στο χωριό Θρινιά της Κύπρου από
ιδιώτες, με την άδεια του σπαχή, και στη συνέχεια την αφιέρωσή του στη μονή
Κύκκου. Παλαιότερο ιεροδικαστικό έγγραφο (1614) που αφορά την
παραχώρηση δικαιώματος κατοχής οικίας, λαδόμυλου, ελαιόδεντρων και
αμπέλου από ιδιώτη στη μονή Κύκκου μνημονεύει τη σχετική άδεια των
σπαχήδων. Η αγοραπωλησία μεταξύ μονής και ιδιώτη έγινε στο ιεροδικείο και
εκδόθηκε χοτζέτι. Μετά από δύο μήνες εκδόθηκε βεβαίωση (temessuk) των
σπαχήδων του χωριού ότι παραχωρήθηκε το δικαίωμα κατοχής των παραπάνω.
Η τιμή πώλησης ήταν 6.000 ακτσέδες και ο φόρος ταπίου (rasm-i tapu) 160

  18
ακτσέδες. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, ο φόρος ταπίου ήταν σχεδόν ισοδύναμος
με την τιμή πώλησης του ακινήτου. Σε ιεροδικαστικό τίτλο που επιβεβαιώνει
μεταβίβαση δικαιώματος κατοχής αγρού με άδεια του σπαχή (1612) ο
αγοραστής πλήρωσε στον πωλητή 2.000 ακτσέδες και στον σπαχή 1.600
ακτσέδες «για το δικαίωμα κατοχής». Είναι ενδιαφέρον ότι τόσο σε αυτήν, όσο
και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, δεν αρκούσε το έγγραφο του σπαχή
(temessuk), αλλά οι συμβαλλόμενοι επιδίωξαν να λάβουν ιεροδικαστικό τίτλο.
Με την κατάργηση των σπαχήδων, έπαψε να υφίστανται περιορισμοί στην
άσκηση του δικαιώματος κατοχής.
Το ελληνικό κράτος αναγνώρισε το δικαίωμα κατοχής ως «ατελή ιδιοκτησία»
και το εξομοίωσε με πλήρη κυριότητα επί των 4/5 του εδάφους (το υπόλοιπο
1/5 της πλήρους κυριότητας περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 65, 67-69, 99.
Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φ. Α΄ 305/ 29.12.1917 (∆ιάταγμα 2468).

1.1.5.3. Οι δημόσιες γαίες κατά τον νόμο του 1858


Σύμφωνα με τον νόμο περί γαιών του 1858 στις δημόσιες γαίες
περιλαμβάνονται: αγροί, λειμώνες, χειμερινές και θερινές βοσκές, δάση και
παρόμοιοι τόποι, των οποίων η κυριότητα ανήκει στο δημόσιο και η
παραχώρηση τους σε νομείς γίνεται με έκδοση ταπού από ειδική υπηρεσία του
κράτους (μετά την κατάργηση των σπαχήδων).
Ο νομέας της δημόσιας γης ασκούσε δικαίωμα κατοχής της γης, το οποίο
υπολείπεται της ιδιοκτησίας. Το δικαίωμα κατοχής της δημόσιας γης
περιλάμβανε τα εξής: Ο νομέας την καλλιεργεί, καρπώνεται το χόρτο και το
νερό της, την εκμισθώνει, την παραχωρεί ως χρησιδάνειο και ανοίγει στην
επιφάνειά της αρδευτικά κανάλια.
Ο νομέας είχε δικαίωμα να φυτέψει δέντρα, να ανεγείρει οικοδομές και να
παραχωρήσει τη γη σε τρίτον εφόσον λάμβανε την άδεια του δημοσίου
(παλαιότερα του σπαχή). Τα δέντρα που φύτευε και οι οικοδομές που ανέγειρε
ανήκαν στον ίδιο και όχι στο δημόσιο. Μπορούσε να πουλήσει τα δέντρα ή τα
κτίρια σε κάποιον τρίτο, μεταβιβάζοντας ταυτόχρονα και το δικαίωμα κατοχής
του εδάφους. Το κράτος (προηγουμένως ο σπαχής) περιοριζόταν στην είσπραξη
δικαιώματος ταπίου. Με τον τρόπο αυτόν η κυριότητα του δημοσίου επί του
εδάφους άρχισε να ατονεί.
Το δικαίωμα κατοχής της δημόσιας γης μεταβιβαζόταν σε άρρενες απογόνους
κατά παραχώρηση του δημοσίου. Αν ο κάτοχος του δικαιώματος πέθαινε χωρίς
άρρενες απογόνους, τότε το κτήμα περιερχόταν στο δημόσιο (παλαιότερα στο
σπαχή) και διετίθετο «δια ταπίου», δηλαδή το δημόσιο εκποιούσε το δικαίωμα

  19
κατοχής. Έτσι, αν ο κάτοχος της γης είχε μόνον θυγατέρες ή άφηνε μόνον τη
χήρα του, αυτές δεν είχαν δικαίωμα στο έδαφος. Κληρονομούσαν όμως τυχόν
δένδρα ή κτίρια που είχαν κτιστεί επί του εδάφους, εφόσον ανήκαν στον
κληρονομούμενο, διότι δέντρα και κτίρια ήταν κανονικές ιδιοκτησίες (μούλκι).
Με νόμο του 1868 και μεταγενέστερους η κληρονομική μεταβίβαση του
δικαιώματος κατοχής επεκτάθηκε σε οκτώ κατηγορίες συγγενών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 23-25.
S. Pavlides, «A New Land Law for Cyprus», Journal of Comparative Legislation
and International Law, 3rd Ser., Vol. 30, No. 3/4. (1948), 40-46.
Ν.Π. Ελευθεριάδης, Η ακίνητος ιδιοκτησία εν Τουρκία, εν Αθήναις 1903, 209-
211.

1.1.5.4. Αγρόκτημα (τσιφλίκ)


∆εν επιτρεπόταν να παραχωρηθούν στην κατοχή ενός ατόμου και
μετασχηματισθούν σε αγρόκτημα (τσιφλίκ) τα καλλιεργήσιμα εδάφη όποιου
χωριού είχε πληθυσμό, δηλαδ΄΄η οι κάτοικοι του δεν το εγκατέλειπαν.
Αν όλοι οι κάτοικοι του χωριού του εγκατέλειπαν και οι γαίες τους
καθίσταντο διαθέσιμες με ταπού, καλούνταν να εγκατασταθούν στο χωριό νέοι
γεωργοί, στον καθένα από τους οποίους παρέχονταν δικαίωμα κατοχής γαιών.
Αν όμως το χωριό εγκαταλείπονταν και ήταν αδύνατη η επαναφορά του
στην πρότερη κατάσταση, ο νόμος επέτρεπε να παραχωρηθούν οι γαίες
συλλήβδην σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα για να μετασχηματισθούν σε
αγρόκτημα.

Η έννοια του αγροκτήματος (τσιφλίκ) ήταν διπλή:


Αγρόκτημα κατά τον νόμο: έκταση γης που καλλιεργείται κάθε χρόνο με
ζεύγος βοδιών, αποφέρει καρπό και αποτελείται από 70 ως 80 στρέμματα αν η
ποιότητα γης είναι καλή, 100 στρέμματα αν η ποιότητα είναι μέση και μέχρι
130 αν η ποιότητα είναι κατώτερη.
Αγρόκτημα κατά την κοινή έννοια: περιλαμβάνει γαίες και τις οικοδομές
που είναι χρήσιμες για την καλλιέργειά τους, καθώς και ζώα, σπόρους,
εργαλεία, αροτριώντα ζώα και άλλα εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται για
τον σκοπό αυτόν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 121.

  20
1.1.5.4.1. Η αρχική έννοια του όρου τσιφλίκι
Τον 17ο αιώνα ο όρος «τσιφλίκ» δεν έχει την έννοια που απέκτησε αργότερα.
Σήμαινε μόνον το υποστατικό και άλλα κτίσματα ή δέντρα, τα οποία ανήκαν
σε ιδιώτες και βρίσκονταν κτισμένα ή φυτεμένα σε δημόσια γη. Με αυτήν την
έννοια το τσιφλίκ ήταν μούλκι (αντικείμενο πλήρους ιδιοκτησίας). Μπορούσε,
συνεπώς, να πουληθεί σαν μούλκι. Η δημόσια γη –πάνω στην οποία βρίσκεται
το τσιφλίκ- δεν αποτελούσε αντικείμενο ιδιοκτησίας, αφού ο κάτοχός της έχει
μόνον δικαίωμα κατοχής. Μεταβιβαζόταν, συνεπώς, μόνον το δικαίωμα
κατοχής του εδάφους, με την άδεια του σπαχή, οσάκις πουλιόταν το «τσιφλίκ»
σαν μούλκι.
Το 1644 απαντά στην Κύπρο πώληση τσιφλίκ (με την παραπάνω έννοια) με
ταυτόχρονη παραχώρηση δικαιώματος κατοχής. Το τσιφλίκ περιλαμβάνει σπίτι
με πηγάδι, δέντρα, πηγάδια, δεξαμενές, ερειπωμένη εκκλησία και 300
ελαιόδεντρα στη Λακατάμεια και πωλείται προς 37.000 άσπρα. Η παραχώρηση
του δικαιώματος κατοχής του συγκεκριμένου και του περιβάλλοντος εδάφους
γίνεται με άδεια του σπαχή, αφορά 300 στρέμματα και τιμάται 3.000 άσπρα. Η
μεγάλη αυτή διαφορά δείχνει ότι στο συγκεκριμένο χρόνο και τόπο η
απόκτηση δικαιώματος κατοχής της δημόσιας γης κόστιζε πολύ λίγο σε
σύγκριση με την αγορά του τσιφλικιού.
Ανάλογες μεταβιβάσεις (αφενός του δικαιώματος ιδιοκτησίας πάνω σε σπίτια,
υποστατικά και δέντρα –με την ορολογία τσιφλίκ- και του δικαιώματος
κατοχής της γης) συναντούμε την ίδια εποχή και στη Θεσσαλονίκη, όπου
διευκρινίζεται ότι «… το τσιφλίκι, τα πράγματα και το αμπέλι είναι
αγορασμένα κτήματα τελείας κυριότητας του αγοραστή και οι δημόσιες γαίες
συμπεριλαμβάνονται στο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασής του».
Από τη παλαιά αυτή έννοια του τσιφλικιού πηγάζει και η πρόνοια του νόμου
περί γαιών του 1858 ότι: Αν ο εξουσιαστής πεθάνει χωρίς δικαιούχους
κληρονομικής μεταβίβασης γαιών (δηλαδή άρρενες καταρχάς απογόνους, που
έχουν δικαίωμα να συνεχίσουν να ασκούν το δικαίωμα κατοχής του εδάφους),
τα οικοδομήματα και τα ζώα (αυτό που αρχικά ήταν το τσιφλίκ)
κληρονομούνται από τους κοινούς κληρονόμους. Αυτοί έχουν και δικαίωμα
προτίμησης για να αγοράσουν με ταπού και το δικαίωμα κατοχής του εδάφους.
Αν αποποιούνταν αυτό το δικαίωμα, οι γαίες παραχωρούνταν με
πλειστηριασμό σε τρίτους, χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα των κληρονόμων
στα ιδιόκτητα ακίνητα και τα ζώα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 121.
Κίρκη Γεωργιάδου-Τσιμίνο (μετάφραση-σχολιασμός), «Οθωμανικές πηγές.
Έγγραφα από το Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας. Τέλη 17ου αιώνα», στο Χ.
Παπαστάθης & Ε. Χεκίμογλου (επιμ.), Η Οθωμανική Περίοδος, τόμος Β1 στη

  21
σειρά «Ιστορία της Επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη», Θεσσαλονίκη
2004, 317, 322, 329, 333, 348.
Ε. Χεκίμογλου, "Το Νταούντ Μπαλί κατά την οθωμανική περίοδο", στο Ε.
Χεκίμογλου (επιμ.), Ωραιόκαστρο: Ιστορία 35 αιώνων, Θεσσαλονίκη 2010, 50.
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 121.

1.1.5.5. Ατελής εφαρμογή του θεσμού των δημοσίων γαιών


Τον 15ο και 16ο αιώνα οι διατάξεις για τη χρήση των δημοσίων γαιών δεν
τηρούνταν σχολαστικά, αν κρίνουμε από επίσημο κείμενο του σεϊχουλισλάμη
Εμπουσούντ, ο οποίος αναφέρει «οι χριστιανοί νόμιζαν ότι τα εδάφη αυτά
[δηλαδή οι δημόσιες γαίες] ήταν ιδιοκτησίες τους και τα πουλούσαν και τα
αγόραζαν μεταξύ τους». Ο σεϊχουλισλάμης θεωρούσε άκυρη την πώληση
δημόσιας γης και κατέστησε άκυρα όσα ιεροδικαστικά πιστοποιητικά έκαναν
λόγο για αγοραπωλησία και όχι για παραχώρηση του δικαιώματος κατοχής.
Σε έγγραφο της μονής Σταυρονικήτα (1564), που αφορά τα χωράφια του
μετοχίου του Κάριανης (στο Στρυμόνα) γίνεται αναφορά στα κτήματα που
«αγόρασε» η μονή «από το Μεμή Τζελεπή και τους σουμπασάδες της
Κάριανης». Σε άλλο έγγραφο (1562) ο «Μεμή Τζελεπής» αναφέρεται ως
«Μεχεμέτ βοϊβόντας». Συνεπώς, η μονή απέκτησε τα χωράφια μετά από
συναλλαγή με τον οικονομικό επιθεωρητή του καζά (βοϊβόντα) και τους
επικεφαλής των σπαχήδων της περιοχής (“σουμπασάδες”, subaşı). Κατά πάσα
πιθανότητα, η μονή αγόρασε τη χρήση δημοσίων γαιών από τους τιμαριούχους,
αλλά είναι προφανές ότι οι συντάκτες του κειμένου δεν είχαν συνείδηση της
συνθετότητας της συναλλαγής και πίστευαν ότι αγόραζαν τα χωράφια αυτά
από τους ιδιοκτήτες τους, που εν προκειμένω ήταν αξιωματούχοι, σαν απλά
μούλκια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Colin Imber, Ebu's-su'ud: the Islamic legal tradition, Edinburgh 1997, 130-131.
Eugenia Kermeli, «Ebu’s Su’ud’s Definitions of Church vakfs: Theory and
Practice in Ottoman Law», Islamic Law. Theory and Practice (edited by Robert
Gleave and Eugenia Kerlemi) Tauris: London 2001, 146.
Αντώνης Γιαννακόπουλος, Αρχείο της Ι. Μ. Σταυρονικήτα. Επιτομές εγγράφων
1533-1800, Αθωνικά Σύμμεικτα 8 (2001) 61-63.

1.1.6. Βακουφική αφιέρωση


Στην ισλαμική ιεροδικαστική ορολογία η λέξη «βακούφι» -που αποδίδουμε
στην ελληνική ως «αφιέρωμα»- αφορά την παρεμπόδιση της
εμπορευματοποίησης ενός πράγματος, έτσι ώστε η ουσία του πράγματος να
αφιερωθεί στο Θεό και τα οφέλη από τη χρήση του να περιέλθουν στην

  22
ανθρωπότητα. Με την αφιέρωση η προσοδοφόρος ιδιοκτησία αποσπάται από
τις εμπορικές συναλλαγές και αποξενώνεται από την επιδίωξη του κέρδους.
Παύει να είναι ατομική ιδιοκτησία. «Ανήκει» πλέον στο Θεό, ενώ η πρόσοδός
της αφιερώνεται σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Βασική προϋπόθεση της
αφιέρωσης ενός πράγματος είναι ότι ο αφιερωτής είναι κύριός του.
Αν και δεν διασώζονται άμεσες μαρτυρίες που θα επέτρεπαν τη σύνδεση των
ισλαμικών βακουφίων με τα βυζαντινά φιλανθρωπικά ιδρύματα, γίνεται δεκτό
από τους ειδικούς ότι υπήρξαν δάνεια και επιδράσεις μεταξύ των δύο θεσμών.
Ο αφιερωτήριος τίτλος (βακφιγιέ) περιλάμβανε την πιστοποίηση ότι το
αφιερούμενο ακίνητο ήταν ιδιόκτητο και καταχωριζόταν στην κρατική
κτηματολογική υπηρεσία. Με κάθε ανάρρηση νέου σουλτάνου στο θρόνο οι
βακφιγιέδες υπόκεινταν σε αναθεώρηση και είτε επικυρώνονταν με μπεράτι
(διάταγμα) είτε ακυρώνονταν.
Το βακούφι δεν ήταν νομικό πρόσωπο, αλλά πράγμα που ανήκε στο Θεό.
Πράξεις διοίκησης και διαχείρισης του πράγματος ασκούσε ο έφορός του,
εποπτευόμενος από πρόσωπα που καθορίζονταν από την αφιερωτήρια πράξη.
Το κράτος είχε δικαιώματα ελέγχου στα βακούφια και ανακαλούσε τη
βακουφική ιδιότητα των ακινήτων εφόσον έκρινε ότι δεν εκπληρωνόταν ο
αφιερωτήριος προορισμός. Στην περίπτωση αυτή το ακίνητο επιστρεφόταν
στους ιδιοκτήτες του ή αν αυτοί δεν υπήρχαν ή ήταν άγνωστοι περιερχόταν
στο κράτος.

1.1.6.1. Οι αφιερωμένες γαίες κατά τον νόμο του 1858


Οι αφιερωμένες (βακουφικές) γαίες διακρίνονται κατά τον νόμο του 1858 σε
δύο βασικές κατηγορίες:
(α) «Κυρίως βακουφικές γαίες», οι οποίες ήταν πριν από την αφιέρωσή τους
ιδιόκτητες (μούλκι) και οι οποίες αφιερώθηκαν σύμφωνα με τον ιερό ισλαμικό
νόμο. Ο έφορος του βακουφίου τις κατείχε και τις εκμεταλλευόταν.
Αμέσως μετά από τον καταρτισμό της αφιέρωσης, που γινόταν στο ιεροδικείο,
ο αφιερωτής και ο έφορος του αφιερώματος παρουσιάζονταν και πάλι στο
ιεροδικείο και ο πρώτος ζητούσε την επιστροφή του αφιερωμένου κτήματος. Ο
έφορος εναντιωνόταν και ο ιεροδίκης αποφαινόταν ότι η αφιέρωση ήταν
ανέκκλητη. Οι συναφείς δίκες γίνονταν στο ιεροδικείο.
(β) «Μη κυρίως βακουφικές γαίες» [καταχρηστικές] . Πρόκειται για δημόσιες
γαίες οι οποίες αφιερώθηκαν με άδεια του σουλτάνου.
Η μεταβίβαση μη κυρίως βακουφικών γαιών γινόταν κατά τρόπο παρόμοιο με
τη μεταβίβαση δημοσίων γαιών. Οι συναφείς δίκες γίνονται στα τακτικά
δικαστήρια.

  23
Υπήρχαν τρία είδη «μη κυρίως βακουφικών γαιών», ανάλογα με το ποιος
εισέπραττε τους φόρους και τις προσόδους και ανάλογα με τις μορφές
εκμετάλλευσης του κτήματος.
Κυριότητα Φόροι Πρόσοδος Κατοχή
Α΄ είδος ∆ημόσιο Βακούφι Βακούφι «Πώληση» σε
νομέα
Β΄ είδος ∆ημόσιο ∆ημόσιο Βακούφι Ενοικίαση ή
«πώληση»
Γ΄ είδος ∆ημόσιο Βακούφι ∆ημόσιο Ενοικίαση

«Πώληση» εν προκειμένω σήμαινε την εκχώρηση του δικαιώματος


ανοικοδόμησης, η οποία διαρκούσε όσο και ο βίος του οικοδομήματος. Όταν το
οικοδόμημα έπαυε να ισχύει, η γη επανερχόταν στο αφιέρωμα ή το δημόσιο,
ανάλογα με το είδος του βακουφίου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 28-29.

1.1.6.2. ∆ημόσιες γαίες και βακουφικά κτήματα


Η διάταξη ότι οι δημόσιες γαίες δεν επιτρεπόταν να αφιερωθούν, δηλαδή να
γίνουν βακούφι, είναι ρητή στον οθωμανικό κώδικα περί γαιών (1858): «ουδείς
δύναται να αφιερώσει τις γαίες τις οποίες εξουσιάζει με ταπού, εφόσον δεν έχει
παραχωρηθεί από τον σουλτάνο η πλήρης κυριότητά τους με αυτοκρατορικό
μουλκναμέ».
Η απαγόρευση ήταν ήδη ενεργή από τα μέσα του 16ου αιώνα. Οι δημόσιες
γαίες δεν επιτρεπόταν να γίνουν βακουφικά κτήματα διότι δεν ανήκαν στον
αφιερωτή, αλλά στο κράτος. Βακούφι δεν μπορούσαν να γίνουν ούτε τα
τιμαρωτικά έσοδα, διότι και εκείνα ανήκαν στο κράτος, το οποίο τα
παραχωρούσε στον σπαχή έναντι των υπηρεσιών του.
Η απαγόρευση μετατροπής δημοσίων γαιών σε βακουφικές αποκρυσταλλώθηκε
στις γνωματεύσεις του Εμπουσούντ (1568), αλλά ήδη εφαρμοζόταν αρκετά
χρόνια πριν. Ο Εμπουσούντ αφαίρεσε από τους ιεροδίκες το δικαίωμα να
κρίνουν αν οι γαίες ήταν ιδιόκτητες ή όχι και κατά συνέπεια να εγκρίνουν τη
μετατροπή τους σε αφιερώματα. Ωστόσο, η έκδοση απαγορευτικών αποφάσεων
είναι ασφαλής ένδειξη ότι στην πράξη γινόταν δεκτή από τα ιεροδικεία η
μετατροπή δημοσίων γαιών σε βακουφικές, ίσως διότι οι ιεροδίκες έκριναν ότι
εφόσον ο κάτοχος του εδάφους κατέβαλε τον κτηματικό φόρο χαράτζ, ήταν και
ιδιοκτήτης του εδάφους βάσει του ιερού νόμου.

  24
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
John Robert Barnes, An Introduction to Religious Foundations in the Ottoman
Empire, Leiden 1986, 47
J. C. Alexander (Alexandropoulos), “The Lord Giveth and the Lord Taketh Away:
Athos and the Confiscation Affair of 1568-1569”, Αθωνικά Σύμμεικτα 4: Ο
Άθως στους 14ο – 16ο αιώνες, Αθήνα 1997, 155.
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 117.

1.1.6.3. Οικογενειακά βακούφια


Τα οικογενειακά βακούφια (vakfi-i evlâdıye) αποτέλεσαν μια νομική μέθοδο
για τη διατήρηση της περιουσίας στο εσωτερικό της οικογένειας, προκειμένου
να αποφευχθεί η απαλλοτρίωσή της από το κράτος. Σε γενικές γραμμές η
μέθοδος στηριζόταν στον διορισμό των επόμενων γενεών της οικογένειας ως
εφόρων του βακουφίου.
Με την πάροδο των αιώνων αυτή η μορφή ιδιοκτησίας καταλάμβανε ολοένα
και μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργήσιμων εδαφών της οθωμανικής
αυτοκρατορίας. Καθώς πολλά βακούφια έμειναν χωρίς έφορο, και συνεπώς
ακέφαλα, λόγω διακοπής της κληρονομικής γραμμής, συνεστήθη στις αρχές του
19ου αιώνα υπουργείο βακουφίων, το οποίο ασκούσε έλεγχο στα βακούφια και
αναλάμβανε τη διαχείριση των ακέφαλων. Τα υπό κρατική διαχείριση
ακέφαλα βακούφια ονομάζονται mazbut («κατειλημμένα»).
∆εδομένου ότι η νομιμότητα των οικογενειακών βακουφίων ως προς το
κριτήριο της επιτέλεσης ιερού σκοπού ήταν οριακή, ο δυνατότητες του κράτους
να παρέμβει ακόμη και να οικειοποιηθεί τα ακίνητα ήταν μεγάλη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
John Robert Barnes, An Introduction to Religious Foundations in the Ottoman
Empire, Leiden 1986, 43-44.

1.1.6.4. Η αφιέρωση ως μέθοδος κατοχύρωσης της περιουσίας


Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ιδιοκτήτες μιας κατοικίας ή άλλης κτηματικής
περιουσίας την αφιέρωναν στους «πτωχούς» κάποιας μονής, προκειμένου να
αποφύγουν το σφετερισμό του κτήματος από τρίτους, ιδιαίτερα στις
περιπτώσεις που ήταν ηλικιωμένου ή και ασθενείς, υπό τον όρο ότι θα
χρησιμοποιούσαν το εν λόγω ακίνητο εφ’ όρου ζωής. Έτσι, π.χ. το 1791 μία
κάτοικος του χωριού Κάριανη Οφρυνίου αφιέρωσε με ιδιωτικό έγγραφο στη
μονή Σταυρονικήτα ένα ακίνητο, όπως πενήντα χρόνια πριν μια κάτοικος του
Χάνδακα της Κρήτης αφιέρωσε στη μονή του Σινά τη διώροφη κατοικία της.
Σε άλλες περιπτώσεις ετίθετο και ο όρος της διατροφής του δωρητή. Μάλιστα,
με το νόμο περί γαιών του 1858 αναγνωρίστηκε (και με τροποποίηση του 1884

  25
διευκρινίστηκε περαιτέρω) ως έγκυρη η μεταβίβαση του δικαιώματος κατοχής
δημοσίων γαιών υπό τον όρο της διά βίου διατροφής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αντώνης Γιαννακόπουλος, Αθωνικά Σύμμεικτα 8. Αρχείο της Ι. Μ.
Σταυρονικήρα. Επιτομές εγγράφων 1533-1800, Αθήνα 2001, 122.
Νικόλαος Σ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων
αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. ∆΄, Ηράκλειο 1984, 347.
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 111-112.

1.1.7. Γαίες κοινής χρήσης και νεκρές γαίες


1. Γαίες κοινής χρήσης ήταν κατά τον οθωμανικό νόμο περί γαιών του 1858:
(α) μέρη προωρισμένα για τη χρήση κάθε ατόμου, π.χ. οι δημόσιοι δρόμοι.
(β) γαίες που ορίστηκαν για τη χρήση όλων των κατοίκων ενός οικισμού, π.χ.
βοσκές.
2. Νεκρές γαίες ήταν χέρσοι τόποι μη εξουσιαζόμενοι (που δεν διατετελούσαν
υπό την εξουσία κάποιου ούτε καταλήφθηκαν από κανέναν) και οι οποίοι δεν
είχαν καθιερωθεί για τη χρήση των κατοίκων.
Άλλο στοιχείο που διαχώριζε τις γαίες κοινής χρήσης από τις νεκρές γαίες είναι
ότι οι τελευταίες έπρεπε να βρίσκονται μακριά από τον οικισμό σε απόσταση
μεγαλύτερη του 1,5 μιλίου, ώστε να μην ακούγεται από το κατοικημένο μέρος
φωνή μεγαλόφωνου ανθρώπου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 31.

1.2. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των αγιορειτικών μονών


Παρά την εντύπωση ότι παρέμεινε σταθερό, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των
αγιορειτικών μονών μεταβλήθηκε επανειλημμένα στη διάρκεια της οθωμανικής
περιόδου. Μόνον στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μπορεί να γίνει λόγος για
σταθερότητα στη διαμόρφωσή του. Ως τότε, χαρακτηρίζεται από ρευστότητα
και πολυμορφία.
Μετά την οθωμανική εισβολή, οι μοναχοί προσπάθησαν να εξασφαλίσουν από
τους σουλτάνους ευνοϊκές αποφάσεις, ώστε να διατηρήσουν τον έλεγχο των
κτημάτων τους έστω και με υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση. Μέχρι το 1568,
η ιδιοκτησία μετοχίων αμφισβητήθηκε σε διάφορους τόπους, ενώ το έτος εκείνο
όλα τα μετόχια δημεύτηκαν και οι μοναχοί αναγκάστηκαν να τα αγοράσουν
από το δημόσιο. Το επόμενο έτος διαμορφώθηκε ένα νομικό πλαίσιο που
άμβλυνε την ένταση των αμφισβητήσεων σε βάρος των μοναστικών περιουσιών.

  26
Όμως, όπως δείχνουν τα τεκμήρια, η αμφισβήτηση ήταν συνεχής στις
οθωμανικές επαρχίες από την πλευρά των τοπικών αξιωματούχων και οι
μοναχοί ήταν υποχρεωμένοι να αμύνονται συνεχώς, με μεγάλο οικονομικό
κόστος.

1.2.1. Οι συνέπειες της οθωμανικής εισβολής στις μοναστικές περιουσίες (15ος


αιώνας)
Οι αγορειτικές μονές προσπάθησαν να προστατέψουν την περιουσία τους πριν
ακόμη επιβληθεί η οθωμανική εξουσία, εξασφαλίζοντας ευνοϊκά διατάγματα
από τους σουλτάνους. Είναι βέβαιο ότι ο Μουράτ Α΄ (1360-1389) είχε εκδώσει
διάταγμα που αναγνώριζε ιδιοκτησίες και αφιερώματα υπέρ των μοναχών στην
περιοχή των Σερρών. Τέτοια διατάγματα εκδόθηκαν και από τους διαδόχους
του. Ωστόσο, η έκδοση ενός διατάγματος –ακόμη και όταν γινόταν εθιμικά, με
την ανάρρηση του ηγεμόνα- είναι περισσότερο τεκμήριο για τη μη τήρηση των
διαταγμάτων που προηγήθηκαν, παρά απόδειξη απαρακώλυτης εφαρμογής
τους.
Εικάζεται ότι τον πρώτο αιώνα μετά την κατάκτηση της Ν. Α. Ευρώπης από
τους Οθωμανούς, οι μονές διατήρησαν την ιδιοκτησία των κτημάτων που
κατείχαν γύρω από τις εγκαταστάσεις τους, ενώ αμφισβητήθηκε η ιδιοκτησιακή
σχέση τους προς τα μετόχια τους που βρίσκονταν σε μακρινούς τόπους. Αυτό
έχει δείξει η έρευνα στις περιοχές του Αγίου Όρους, της Λέσβου και της
Τραπεζούντας. Τόσο στον Άθω όσο και στην Τραπεζούντα οι μονές
διατήρησαν τα γειτονικά κτήματά τους, έχασαν όμως μερικά ή όλα τα μακρινά
μετόχια τους. Στη Λήμνο οι αγιορειτικές μονές διατήρησαν τα κτήματά τους
από τα τέλη του 14ου μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Elizabeth Zachariadou, «Ottoman Documents from the Archives of Dionysiou
(Mount Athos) 1495-1520», Südost-Forschungen, 30 (1971), 23-27.
Vassilis Demetriades, «Athonite Documents and the Ottoman Occupation»,
Αθωνικά Σύμμεικτα 4: Ο Άθως στους 14ο – 16ο αιώνες, Αθήνα 1997, 47.
Heath Lowry, “The Fate of Byzantine Monastic Properties under the Ottomans:
Examples from Mount Athos, Limnos and Trabzon”, Byzantinische Forschungen,
vol. xvi (1990), 279-283.

1.2.1.1. Καθεστώς γαιοκτησίας αγιορειτικής μονής (1429)


«Κατά τον κτηματολογικόν κώδικα τα συνωδά τη ιερά ρήτρα (φετφά) εις τους
καλογήρους της μονής του Γρηγορίου προηγουμένως πωληθέντα και υπ’ αυτών
κατεχόμενα και κατά την κτηματικήν καταγραφήν εις τας χείρας αυτών
ευρισκόμενα τσιφλίκια και γαίαι είναι τα εξής: […] Επειδή είναι
καταγεγραμμένον εις τον παλαιόν κτηματολογικόν κώδικα ότι τους ους

  27
καλλιεργούσιν οι εν τη ειρημένη μονή κατοικούντες μοναχοί αγρούς,
αμπελώνας, λειβάδια, χειμερινούς και θερινούς βοσκοτόπους, νέμονται πάλιν
μετά την αποβίωσίν αυτών οι διαδεχόμενοι αυτούς, και ότι εφόσον
πληρώνωσι ούτοι τα δέκατα και άλλους ετησίους φόρους δεν επιτρέπεται να
επέμβη τις εις τους αγρούς και άλλα κτήματα αυτών ούτε να ζητήση τα ταπία.
∆ιά ταύτα καταχωρίσθησαν κατά τον προεκτιθέμενον τρόπον τα δέοντα εις
τον νεόν κτηματολογικόν κώδικα».
Το απόσπασμα αυτό που αφορά τη Μονή Γρηγορίου δημιουργεί το ερώτημα σε
ποια κατηγορία γεωκτησίας υπαγόταν η περιγραφόμενη σχέση.
(α) Οι γαίες επιβαρύνονταν με «δεκάτη» (ushr), συνεπώς δεν ήταν γαίες
χαρατζιγιέ, εκτός αν πρόκειται για την «οθωμανική δεκάτη» (βλ. πιο πάνω)
που ήταν εξομοιωμένη με τον κτηματικό φόρο χαράτζ.
(β) Τους μοναχούς που κατείχαν και νέμονταν τις γαίες διαδέχονταν κανονικά
μετά θάνατον οι λοιποί μοναχοί, χωρίς να απαιτείται η καταβολή δοσίματος
στον σπαχή. Άρα, δεν ήταν δημόσιες γαίες.
(γ) Η χρήση των γαιών δεν απαιτούσε την κατοχή ταπού, ένδειξη που οδηγεί
στο ίδιο συμπέρασμα.
Ίσως επρόκειτο για ειδική κατηγορία γαιών, που σχηματίσθηκε εθιμικά και εν
τοις πράγματι, αμφισβητήθηκε όμως από τους τοπικούς σπαχήδες, όπως δείχνει
η έκδοση ειδικού σουλτανικού διατάγματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ιωάννης Π. Μαμαλάκης, Το Άγιον Όρος (Άθως) διά μέσου των αιώνων,
Θεσσαλονίκη 1971, 225-226.

1.2.1.2. Τιμαριοποίηση βακουφικών γαιών με παροχή ανταλλάγματος (1430


περίπου)
Μία σχεδόν σύγχρονη με την προηγούμενη περίπτωση αντιμετώπισης
ορθόδοξης χριστιανικής μονής συναντούμε στη Θεσσαλονίκη, μετά την άλωση
της οποίας (1430) ο Μουράτ Β΄ κατέλαβε τις αφιερωμένες γαίες της Μονής
Βλατάδων («καταλαβών παρά των μοναχών τούτων τας αφιερωμένας γαίας της
μονής των», όπως αναφέρει φιρμάνι του Μουράτ Γ΄ (1574-1595)).
Μετά την κατάληψη των γαιών της μονής, ο Μουράτ παραχώρησε ένα είδος
ανταλλάγματος. Συγκεκριμένα, από το κτήμα («τσιφλίκ») των μοναχών που
βρισκόταν σε δημόσιες γαίες στις ακτές της Θεσσαλονίκης παραχώρησε
φορολογική απαλλαγή για έκταση που αντιστοιχούσε σε προϊόν 20
μουζουρίων (1 μουζούρ = 32 οκάδες), «για τη συντήρηση και τη διατροφή των
μοναχών». Η απαλλαγή αυτή ανανεωνόταν κάθε φορά που ενθρονιζόταν νέος
σουλτάνος.

  28
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Κ. Βασδραβέλλης (επιμ.), Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, Γ΄ Αρχείον Μονής
Βλατάδων 1466-1839, Θεσσαλονίκη 1955, 18-19.

1.2.1.3. Αναγνώριση της κατοχής μοναστηριακών γαιών


Αμέσως μετά από την άλωση της Θεσσαλονίκης, ο Μουράτ Β΄ ανανέωσε
παλαιότερα φιρμάνια του πατέρα του (Μεχμέτ Α΄, 1413-1421), που αφορούσαν
γαίες της μονής Βατοπεδίου. Μεταξύ άλλων φορολογικών απαλλαγών,
επικύρωσε με διάταγμά του την χρήση των βακουφίων που κατείχαν οι
μοναχοί, αλλά και των ιδιοκτησιών που τους είχαν κληροδοτήσει οι
«πρόγονοί» τους στις περιοχές του Παγγαίου και της Χαλκιδικής. Βακούφια
και ιδιοκτησίες (μούλκια) αναφέρονται ξεχωριστά.
Το 1485 ο σουλτάνος Μπαγεζίτ (1481-1512), γιος του Μεχμέτ Β΄, εξέδωσε
διάταγμα (μπεράτ) το οποίο αναγνώριζε ότι οι μοναχοί του Αγίου Όρους
ασκούσαν νόμιμα την κατοχή (τασαρούφ) των αγρών, αμπελιών, εκκλησιών,
οικιών και μύλων που κατείχαν κατά το θάνατο του πατέρα του. Η
αναγνώριση έγινε υπό όρους: οι μοναχοί θα δήλωναν κανονικά τα κτήματά
τους στο αυτοκρατορικό κτηματολόγιο, δεν θα τα εγκατέλειπαν και δεν θα
μετέβαλαν την αρχιτεκτονική δομή και λειτουργία τους. Το διάταγμα αυτό
ανανέωσε προγενέστερα διατάγματα του Μεχμέτ Β΄ και του Μουράτ Β΄.
Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι στην αθωνική χερσόνησο δεν
εφαρμόστηκε καθόλου το τιμαριωτικό σύστημα. Οι ιδιοκτησίες των μοναχών
αναγνωρίστηκαν είτε ως μούλκια είτε ως βακούφια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Vassilis Demetriades, «Athonite Documents and the Ottoman Occupation»,
Αθωνικά Σύμμεικτα 4: Ο Άθως στους 14ο – 16ο αιώνες, Αθήνα 1997, 50.
Elias Kolovos, "Christian Influence and the Advent of the Europeans; Negotiating
for State Protection: Ciftlik-Holding by the Athonite Monasteries (Xeropotamou
Monastery, Fifteenth-Sixteenth C.), Frontiers of Ottoman Studies: State, Province,
and the West, vol. II, London 2005, 200.
Phokion P. Kotzageorgis, “About the Fiscal Status of the Greek Orthodox Church
in the 17th Century”, Turcica 40 (2008) 73.

1.2.1.4. Φορολογικό καθεστώς αγιορειτικών μονών


Αντί άλλων φόρων και δοσιμάτων, οι μοναχοί πλήρωναν κατ’ αποκοπή ένα
συγκεκριμένο ποσόν κάθε χρόνο (μακτού), ο οποίο από τα 1430 ήταν 10.000
ακτσέδες. Μακτού πλήρωναν τον 17ο αιώνα και οι μονές της Κρήτης, αλλά το

  29
σχετικό ποσόν στην περίπτωσή τους δεν εθεωρείτο ως φόρος αλλά ως «ενοίκιο»
προς το οθωμανικό κράτος.
Το 1520 εξακολουθούσε η καταβολή εφάπαξ ποσού κάθε χρόνο (μακτού) για
τις κτήσεις την αθωνική χερσόνησο. Από την πλευρά των οθωμανικών
δημοσιονομικών αρχών, το ποσόν αυτό εθεωρείτο ως άθροισμα: (α) του μη
καταβαλλόμενου τσιζιέ (όπως λεγόταν ο κεφαλικός φόρος για τους μη
μουσουλμάνους) και (β) της δεκάτης σε ορισμένα προϊόντα. Οι μοναχοί
διατήρησαν την απαλλαγή τους από τους έκτακτους φόρους (avariz), οι οποίοι
όμως δεν ήταν κτηματικοί και συνεπώς η απαλλαγή δεν είχε σχέση με το νομικό
καθεστώς των γαιών τους.
Στη ρύθμιση αυτή δεν περιλαμβανόταν τα μετόχια των αθωνικών μοναστηριών
εκτός της αθωνικής χερσονήσου, τα οποία επιβαρύνονταν με δεκάτη (ushr).
Το ετήσιο εφάπαξ ποσόν (μακτού) αυξήθηκε από 10.000 το 1430 σε 25.000 το
1520 και σε 70.000 το 1568. Από το 1610 περίπου οι αγιορείτες επιβαρύνθηκαν
και με δεύτερο φόρο, που αφορούσε τη συντήρηση του γενιτσαρικού
ανακτορικού σώματος των μποσταντζήδων (bostancı). Ουσιαστικά, ο φόρος
αυτός αντιστοιχούσε στον «αβαρίζ», από τον οποίον ως τότε –θεωρητικά
τουλάχιστον- οι μοναχοί του Αγίου Όρους ήταν απαλλαγμένοι. Από τις αρχές
του 17ου αιώνα ο φόρος «αβαρίζ» ορισμένων περιοχών είχε αφιερωθεί για τον
εφοδιασμό των στάβλων, της κουζίνας και άλλων υπηρεσιών των σουλτανικών
ανακτόρων. Οι επικεφαλής των υπηρεσιών –εν προκειμένω ο μποσταντζί
μπασί-, ήταν αρμόδιοι για την είσπραξη των σχετικών εσόδων και την εκτέλεση
των αγγαρειών. Το σύστημα της επιλεκτικής αφιέρωσης φόρων από
συγκεκριμένες περιοχές για τη χρηματοδότηση των ανακτορικών υπηρεσιών
ονομάστηκε «οτζακλίκ». Η εφαρμογή του οτζακλίκ στο Άγιον Όρος είναι
ταυτόσημη με την επιβολή του φόρου αβαρίζ.
Το 1640 το «μακτού» είχε ανέλθει σε 200.000 ακτσέδες ετησίως και ο φόρος για
τη συντήρηση του σώματος των μποσταντζήδων επίσης σε 200.000. Συνολικά
δηλαδή η ετήσια επιβάρυνση ήταν 400.000 ακτσέδες.
Το 1775 η συνολική φορολογία ανήλθε σε 16.100 γρόσια (περίπου 1.930.000
ακτσέδες), από τα οποία 7.000 γρόσια κατευθύνονταν στο αυτοκρατορικό
θησαυροφυλάκιο, 7.800 αντιπροσώπευαν την κατ’ αποκοπή φορολογία για
τους μποσταντζήδες και τους κτηματικούς φόρους και 1.300 αντιπροσώπευαν
τους φόρους αβαρίζ για τα 32 μετόχια των αγιορειτικών μονών που
βρίσκονταν στους ναχιγιέδες των Μαντεμοχωρίων, της Παζαρούδας, της
Ορμύλιας και της Καλαμαριάς.
Το έτος 1832 η ετήσια κατ’ αποκοπή επιβάρυνση έναντι των παραπάνω φόρων
είχε ανέλθει σε 41.230 γρόσια. Το 1842 αυξήθηκε σε 53.000 γρόσια, ενώ 40.000
επί πλέον ήταν ο κεφαλικός φόρος.
Τα παραπάνω ποσά αντιπροσωπεύουν ονομαστικές τιμές, με συνεχώς
ελαττούμενη πραγματική αξία. Από την άλλη πλευρά, δεν περιλαμβάνουν

  30
πολλές αναγκαστικές έκτακτες εισφορές, τις οποίες δεν κατάφεραν να
αποφύγουν οι μονές και εξ αιτίας των οποίων η Ιερά Κοινότητα ήταν συνεχώς
χρεωμένη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Heath Lowry, «A Note on the Population and Status of the Athonite Monasteries
under Ottoman Rule (ca. 1520)», Wiener Zeitschrift für die Kunde des
Morgenslandes, 1981, vol. 73, 128-130.
Heath Lowry, «The Fate of Byzantine Monastic Properties under the Ottomans:
Examples from Mount Athos, Limnos and Trabzon», Byzantinische
Forschungen, vol. xvi (1990) 277-278.
Phokion Kotzageorgis, «About the Fiscal Status of the Greek Orthodox Church in
the 17th Century», Turcica 40 (2008), 73-78
Αλέξανδρος Λαυριώτης (Λαζαρίδης), Το Άγιον Όρος μετά την οθωμανικήν
κατάκτησιν, Ανατύπωσις εκ του ΛΒ΄τόμου της Επετηρίδος της Εταιρείας
Βυζαντινών Σπουδών, εν Αθήναις 1963, 36-37.
Μανουήλ Γεδεών, Επίσημα γράμματα τουρκικά αναφερόμενα εις τα
εκκλησιαστικά ημών δίκαια, εν Κπόλει 1910.
Ιωάννης Κ. Βασδραβέλλης, «Ανέκδοτα φιρμάνια αφορώντα εις τα εν τη
χερσονήσω Κασσάνδρας και αλλαχού της Χαλκιδικής ευρισκόμενα μετόχια»,
Μακεδονικά 13 (1973) 274-315.
Νικόλαος Τωμαδάκης, Ιστορία της εκκλησίας Κρήτης επί Τουρκοκρατίας
(1645-1898), Αθήνα 1974, 32.

1.2.1.4.1. Η μονή ως φορολογικό τιμάριο


Το γεγονός ότι οι αγιορειτικές μονές αποτελούσαν φορολογικά τιμάρια δεν
απέκλινε από τον κανόνα, αφού όλες οι μονές υπάγονταν κατά τον ένα ή τον
άλλον τρόπο στο καθεστώς αυτό, ήταν δηλαδή «μουκατάδες». Μάλιστα, από
τις αρχές του 18ου αιώνα που καθιερώθηκε η διά βίου παραχώρηση
μουκατάδων σε τιμαριούχους (μέθοδος ονομαζόμενη μαλικανέ) τα φορολογικά
έσοδα των μονών αποτέλεσαν «εμπόρευμα» που πουλιόταν και αγοραζόταν
μεταξύ τιμαριούχων. Επί παραδείγματι, το 1720 στην Κρήτη, κάποιος
αξιωματούχος των γενιτσάρων είχε αγοράσει με φερμάνι ως μαλικανέδες –μαζί
με τους μουκατάδες μερικών χωριών- και τον μουκατά της μονής Αγίου
Γεωργίου Πεδιάδος. Η αξία των μουκατάδων των χωριών ήταν αρκετά
υψηλότερη από εκείνη της μονής. Αντίθετα, ο μουκατάς της μονής Τοπλού –που
εκποιήθηκε ως μαλικανές το 1742- ήταν πολύ υψηλότερος και υπερέβαινε τον
μουκατά ενός μέσου χωριού. Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση κάποιου
μουσουλμάνου Κρητικού, ο οποίος κατείχε ως μαλικανέδες τους μουκατάδες
της μονής Περάμπελα, της μονής Καρδαμούτζα, της μονής Μιγκριλίκ και της

  31
Μονής Αρετίου , και το 1741 παραχώρησε μερίδιο 50% των μαλικανέδων στον
γαμπρό του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Νικόλαος Σ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων
αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. ∆΄, Ηράκλειο 1984, 98, 245, 270.

1.2.1.4.2. Ενδεικτικές δαπάνες της Ιεράς Κοινότητας


Εκτός από τις προαναφερθείσες φορολογίες, η Ιερά Κοινότητα προσέφερε
δώρα («αγαλίκια») ή και δωροδοκούσε («ρουσφέτ») αξιωματούχους,
εξοφλούσε τόκους και κεφάλαια δανείων που είχε λάβει, και κατέβαλε
πληθώρα μικρότερων ή μεγαλύτερων δαπανών, μεταξύ των οποίων οδοιπορικά
(«ποδοκόπια», «καϊκιάτικα») έξοδα σε εκπροσώπους της, ενοίκια και
επιδιορθώσεις οικημάτων της στην Κωνσταντινούπολη κ.ά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Χαράλαμπος Γάσπαρης, Αρχείο Πρωτάτου: Επιτομές μεταβυζαντινών
εγγράφων, Αθωνικά Σύμμεικτα 2 1991, 218-223.

1.2.1.5. Θεμελίωση κτηματικών διαφορών σε χρυσόβουλα


Σε κτηματικές διαφορές που προέκυψαν ανάμεσα σε αγιορειτικές μονές κατά
την περίοδο 1466-1562 οι μοναχοί για να θεμελιώσουν τις διεκδικήσεις τους δεν
ανέτρεχαν σε οθωμανικούς τίτλους αλλά σε χρυσόβουλα Βυζαντινών
αυτοκρατόρων. Τούτο αποτελεί ένδειξη ότι η εφαρμογή οθωμανικών «νόμων»
ήταν συμπτωματική, αφορούσε συγκεκριμένες κάθε φορά περιπτώσεις και
συνδεόταν πάντοτε με την φορολόγηση των αγιορειτικών μονών. Αν είχε
εφαρμοστεί ενιαία και γενική οθωμανική νομοθεσία, με αναγνωρίσιμους και
εφαρμόσιμους οθωμανικούς τίτλους, δεν θα χρησιμοποιούνταν χρυσόβουλα 130
χρόνια μετά την οθωμανική κατάκτηση.
Το 1485 ο καδής της Κομοτηνής δέχθηκε ως αποδεικτικό κτήσης δωρητήριο του
Ντουσάν (1347). Μετά το 1569, όμως, φαίνεται ότι η χρήση των οθωμανικών
τίτλων ως αποδεικτικών μέσων παγιώνεται και η εμφάνισή τους στο
δικαστήριο υπερέχει έναντι των βυζαντινών τίτλων.
Μετά το 1569 οι μονές επικαλούνταν στα ιεροδικεία βυζαντινούς τίτλους: (α)
αν δεν διέθεταν έγκυρους οθωμανικούς τίτλους, (β) συμπληρωματικά με τους
οθωμανικούς τίτλους, ως αποδεικτικό στοιχείο για την παλαιότητα και για τα
όρια της κτήσης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Β. Ι. Αναστασιάδης, Αρχείο Ι. Μ. Χελανδαρίου, Αθωνικά Σύμμεικτα 9, Αθήνα
2002, 24-27.

  32
Aleksandar Fotić, «Non-Ottoman Documents in the Kadis' Courts (Moloviya,
Medieval Charters): Examples from the Archive of the Hilandar Monastery (15th
- 18th c.)», Frontiers of Ottoman studies: State, Province, and the West, vol. ΙΙ,
London 2005, 66-71.

1.2.2. ∆ήμευση μοναστικών περιουσιών


Από τον 15ο ως και τον 17ο αιώνα σημειώθηκαν δημεύσεις μονών ή και
μοναστηριακών περιουσιών εκ μέρους του οθωμανικού κράτους. Οι δημεύσεις
οφείλονταν σε διάφορους λόγους, ο κυριότερος των οποίων ήταν η μείωση του
μοναστηριακού πληθυσμού, με συνέπεια την ερήμωση των μοναστηριών. Η
τύχη των μοναστηριών της Κρήτης, που μας είναι γνωστή από τις διασωθείσες
πηγές, δείχνει χαρακτηριστικά ότι μετά την κατάκτηση της νήσου από τους
Οθωμανούς (1645-1669)επακολούθησαν: φυγή των κατοίκων, μαζικοί
εξισλαμισμοί, καταλήψεις ναών και μονών από τους μουσουλμάνους και
μετατροπή τους σε ευκτήριους οίκους ή ισλαμικές μονές. Σε μερικές
περιπτώσεις, οι μονές που έμειναν χωρίς μοναχούς και οι περιουσίες τους
δημεύτηκαν και πουλήθηκαν σε ιδιώτες μουσουλμάνους.
Μια άλλη κατηγορία δήμευσης μοναστικών περιουσιών ανάγεται στην
εφαρμογή των οθωμανικών νόμων για τις γαίες. Οι δημεύσεις της καηγορίας
αυτής δεν έγιναν όλες κατά ομοιόμορφο τρόπο. Η αποκορύφωση τους ήταν η
δήμευση του 1568-69, η οποία συντελέστηκε σε διαδοχικές φάσεις, φαίνεται
όμως ότι περιέλαβε όλα τα ορθόδοξα μοναστικά καθιδρύματα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Νικόλαος Τωμαδάκης, Ιστορία της εκκλησίας Κρήτης επί Τουρκοκρατίας
(1645-1898), Αθήνα 1974, 59-62.
Νικόλαος Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων
αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. Α΄, Ηράκλειο 1975, 27-28.

1.2.2.1. Πρόδρομη δήμευση μοναστικών περιουσιών


Γνωρίζουμε ότι περί το 1489 οι μοναστικές περιουσίες στην Τραπεζούντα
μετατράπηκαν σε τιμάρια (δημόσια κτήματα των οποίων ο σπαχής πουλούσε
το δικαίωμα κατοχής). Είναι πιθανόν ότι η μεταβολή αυτή συντελέστηκε και σε
άλλες περιοχές και ότι περιέλαβε και αγιορειτικά μετόχια τουλάχιστον στη
Θεσσαλονίκη, αφού κανένα από τα αγιορειτικά μετόχια που υπήρχαν στην
πόλη πριν από την άλωσή της από τους Οθωμανούς (1430) δεν εντοπίζεται
μετά από αυτήν. Η μετατροπή των ιδιοκτησιών σε τιμάρια στην Τραπεζούντα
έγινε με σουλτανικό διάταγμα.

  33
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Heath Lowry, “Privilege and Property in Ottoman Maçuka in the Opening
Decades of the Tourkokratia 1461-1553”, in Continuity and Change in late
Byzantine and Early Ottoman Society, Ed. A. Breyer and H. Lowry, University of
Birmingham and Dumbarton Oaks, 1986, 97-128.
Ευάγγελος Χεκίμογλου, Αγιορειτικά μετόχια και κτήματα στη Θεσσαλονίκη
(946 – 1918). Προσωρινός κατάλογος (υπό έκδοση).

1.2.2.2. ∆ήμευση περιουσιών το 1568


Το 1568 εκδόθηκαν δύο ιεροδικαστικές γνωματεύσεις (φετφάδες), οι οποίες
κήρυξαν ανυπόστατες τις μοναστικές περιουσίες που είχαν μορφή
αφιερωμάτων και υποχρέωσαν τους ιδιοκτήτες γαιών να επικυρώσουν τους
τίτλους τους.
Ο πρώτος φετφάς ήταν ο ουσιαστικότερος. Περιλάμβανε τρία σημεία: (α) Όλες
οι αφιερώσεις που είχαν καταρτισθεί πάνω σε δημόσιες γαίες κηρύχθηκαν
άκυρες. Τα κτήματα θα επιστρέφονταν στους αρχικούς νομείς ή τους άρρενες
κληρονόμους τους ή διαφορετικά θα διατίθονταν διά ταπίου από τους
σπαχήδες. (β) Οι αφιερώσεις ιδιόκτητων κτημάτων (μουλκίων) ήταν έγκυρες,
όχι όμως αν είχαν αφιερωθεί σε μη ισλαμικούς τόπους λατρείας (εκκλησίες και
μονές), διότι αυτοί οι αφιερωματικοί σκοποί ήταν ανυπόστατοι. Στην
τελευταία περίπτωση έπρεπε να επιστραφούν στους αρχικούς ιδιοκτήτες ή τους
κληρονόμους τους. (γ) Η αφιέρωση μουλκίων από μοναχούς ή λαϊκούς σε
μοναχούς ήταν έγκυρη, εφόσον γινόταν για κοινωφελείς και όχι θρησκευτικούς
σκοπούς (π.χ. για τη συντήρηση των πτωχών μοναχών).
Με βάση αυτόν τον φετφά πολλές ιδιοκτησίες των αγιορειτικών μονών εκτός
του Αγίου Όρους μετατάχθηκαν στην κατηγορία των τιμαρίων, όπως είχε
συμβεί προγουμένως στην Τραπεζούντα. Η μετατροπή των μοναστικών
ιδιοκτησιών σε τιμάρια έγινε και σε άλλες περιοχές της οθωμανικής
αυτοκρατορίας, όπως λ.χ. στον Λίβανο. Έτσι οι μονές στερήθηκαν από τις
ιδιοκτησίες τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Eugenia Kermeli, «Ebu’s Su’ud’s Definitions of Church vakfs: Theory and
Practice in Ottoman Law», Islamic Law. Theory and Practice (edited by Robert
Gleave and Eugenia Kerlemi), London 2001, 141-156.
J. C. Alexander (Alexandropoulos), “The Lord Giveth and the Lord Taketh Away:
Athos and the Confiscation Affair of 1568-1569”, Αθωνικά Σύμμεικτα 4: Ο
Άθως στους 14ο – 16ο αιώνες, Αθήνα 1997, 155.

  34
1.2.2.2.1. ∆ήμευση μοναστηριακών κτημάτων στην Πάτμο
Η μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο έλαβε διάταγμα
(φιρμάνι) για τη δήμευση των ιδιοκτησιών της το Νοέμβριο του 1569. Όπως
δείχνει η χρονολογία του φερμανιού αυτού σε αντιπαραβολή με τα αντίστοιχα
διατάγματα που αφορούσαν τις αγιορειτικές μονές, η δήμευση των
μοναστηριακών κτημάτων υπήρξε μεν γενική σε όλη την έκταση της
οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά όχι ταυτόχρονη. Ο ιεροδίκης της Κω έλαβε
διαταγή με ημερομηνία 17.11.1569, με βάση την οποία υποχρεώθηκε να
καταγράψει όλα τα εκκλησιαστικά αφιερώματα (vakf) στην περιοχή της
δικαιοδοσίας του. Στη συνέχεια θα τα έθετε σε ένα είδος πλειστηριασμού. Αν οι
ιερείς και οι μοναχοί δέχονταν να καταβάλλουν ως ταπού το ποσόν που ήταν
διατεθειμένοι να πληρώσουν οι λοιποί ενδιαφερόμενοι, ο ιεροδίκης θα
καταχώριζε κανονικά τα κτήματα ως αφιερώματα και θα τα παρέδιδε στις
εκκλησίες και τις μονές. Έργο του ήταν να εισπράξει το ταπού για λογαριασμό
του αυτοκρατορικού ταμείου, να εκδώσει βακουφικό τίτλο για κάθε ακίνητο
και να παραδώσει τη χρήση του στους μοναχούς. Αν όμως οι μοναχοί δεν
δέχονταν να πληρώσουν το ταπού, τότε ο ιεροδίκης ήταν υποχρεωμένος να
μεταβιβάσει τα κτήματα σε όποιον προσέφερε περισσότερα. Είναι πολύ
πιθανόν ότι ανάλογη διαδικασία έλαβε χώρα και για τα αγιορειτικά μετόχια.
Οι μοναχοί της Πάτμου προσπάθησαν να ανακτήσουν τα κτήματά τους μέσα
από τη διαδικασία αυτή στη διάρκεια του Απριλίου-Μαΐου 1570, όπως
δείχνουν ιεροδικαστικές αποφάσεις (hüccet) του ιεροδικείου της Κω. Σε
αρκετές περιπτώσεις, πάντως, εμφανίστηκαν ιδιώτες που προσέφεραν ποσά για
να αποκτήσουν τη χρήση αγρών και οπωρώνων. Αντιλαμβανόμαστε ότι οι
μοναχοί είχαν δικαίωμα προτιμήσεως, δεν προκύπτει όμως από τα τεκμήρια αν
η όλη διαδικασία έλαβε τελικά χαρακτήρα δημοπρασίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Eugenia Kermeli, “Vakfs consisting of shares in ships. Hüccets from the Saint
John Monastery on Patmos”, The Kapudan Pasha; his Office and his Domain,
Crete University Press, Rethymnon 2002, 215.
Eugenia Kermeli, “Central Administration versus Provincial Arbitrary: Patmos
and Mount Athos monasteries in the 16th century”, Byzantine and Modern Greek
Studies Vol. 32 No. 2 (2008) 189-202.

1.2.2.2.2. ∆ήμευση μοναστηριακών κτημάτων στο Σινά


Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) και πριν ακόμη ο Μωάμεθ ο
πορθητής κατακτήσει την Παλαιστίνη, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Αθανάσιος
εξασφάλισε σουλτανικό διάταγμα, με βάση το οποίο οι μοναχοί «αυτοί τε και
τα αφιερώματα αυτών ώσιν ελεύθερα από χαράτζια […] και όλα τα βίαια
δοσίματα». Αν ερμηνεύσουμε κατά λέξη αυτήν την πληροφορία,
αντιλαμβανόμαστε ότι: (α) οι γαίες που κατείχαν οι μοναχοί του κλίματος του

  35
Πατριαρχείου δεν θα περιλαμβάνονταν στις γαίες χαρατζιγιέ, (β) ο σουλτάνος
αποδέχθηκε τη διατήρηση του status quo ως προς την περιουσία των μονών,
που προσέλαβε τύπο αφιερώματος. Το 1517 ο Σελίμ Α΄ (1512-1520) αναγνώρισε
το δικαίωμα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων να κληρονομεί τους αποθνήσκοντες
μητροπολίτες, επισκόπους και καλογήρους. Το δικαίωμα αυτό αναγνώρισε και
ο σουλτάνος Σουλεϊμάν.
Το 1534 εκδόθηκε φιρμάνι που διέτασσε να μην ενοχλούνται οι Έλληνες
μοναχοί για τους κήπους και τα αμπέλια που κατείχαν. ∆εδομένου ότι οι κήποι
και τα αμπέλια ήταν κτήματα υποκείμενα σε πλήρη ιδιοκτησία (μούλκι),
φαίνεται ότι οι ενοχλήσεις αφορούσαν την αμφισβήτηση του δικαιώματος των
μοναχών να κληρονομούν τους αποθνήσκοντες αδελφούς τους. Ανάλογο
διάταγμα εκδόθηκε το 1558 για να μην παρενοχλείται μοναχός στην νομή των
αμπελιών του.
Σύμφωνα με έγγραφο της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά, το 1568 οι
«πρόσοδοι» -οι αφιερωμένες περιουσίες- «πασών των εκκλησιών και πάντων
μοναστηρίων» όπου και αν βρίσκονταν, κατασχέθηκαν από το κράτος και
τέθηκαν σε πώληση. Η μονή αυτή ξαναγόρασε τα κτήματα που κατείχε –όπως
και οι αγιορειτικές- συγκεντρώνοντας το αναγκαίο χρηματικό ποσόν με
δάνεια. Υπήρξε όμως μία διαφορά μεταξύ της σιναϊτικής και των αγιορειτικών
μονών, η οποία διαφαίνεται στο ίδιο έγγραφο. Στην περίπτωση της Αγίας
Αικατερίνης, η αγορά ίσχυε μόνον για τρεις γενεές. Μετά την παρέλευση τριών
γενεών, τα κτήματα έπρεπε να ξαναπουληθούν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, εν
Ιεροσολύμοις και Αλεξανδρεία 1910, 445-446, 459, 465, 475.
Χρύσανθος, Ιστορία περί των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων, εν
Βουκουρεστίω 1715, 1165
J. C. Alexander (Alexandropoulos), “The Lord Giveth and the Lord Taketh Away:
Athos and the Confiscation Affair of 1568-1569”, Αθωνικά Σύμμεικτα 4: Ο
Άθως στους 14ο – 16ο αιώνες, Αθήνα 1997, 153.

1.2.2.3. Η νομική βάση της δήμευσης της μοναστικής περιουσίας


Η νομική βάση της δήμευσης των περιουσιών ήταν η εξής:
(α) Ως προς το υποκείμενο της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με το ιερό ισλαμικό
δίκαιο τα μοναστήρια δεν είχαν δικαίωμα ιδιοκτησίας διότι δεν ήταν υπαρκτά
φυσικά πρόσωπα. Συνεπώς, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν μούλκια στο όνομα
των μοναστηριών.
(β) Ως προς τον αποδέκτη του αφιερώματος (αν επρόκειτο για αφιέρωμα): ∆εν
μπορούσε να γίνει αφιέρωμα υπέρ μονής, διότι ο σκοπός του αφιερώματος (λ.χ.

  36
η συντήρηση της μονής) δεν ήταν κοινωφελής. Αντίθετα, εθεωρείτο ανεκτός
σκοπός η συντήρηση ενός ισλαμικού τεμένους.
(γ) Ως προς το αντικείμενο της αφιέρωσης (το κτήμα): οι ιδιώτες δεν μπορούσαν
να αφιερώσουν σε μοναστήρια δημόσιες γαίες. Όπως προαναφέρθηκε, σχεδόν
όλες οι καλλιεργήσιμες γαίες ήταν δημόσιες (με εξαίρεση την Εγγύς Ανατολή
και την Κρήτη). Έτσι, δεν μπορούσαν να αφιερωθούν, διότι δεν ήταν δεκτικές
ιδιοκτησίας, αλλά μόνον κατοχής.
Γι’ αυτό και δεν υπήρχε νόμιμος τρόπος μεταβίβασης της κυριότητας από
ιδιώτες σε μονές, ακόμη και αν οι ιδιώτες ήταν νόμιμοι ιδιοκτήτες κάποιου
ακινήτου (οικίας, μύλου, αμπελιού κ.λπ.). Οι περιουσίες δεν μπορούσαν να
πουληθούν στο μοναστήρι, διότι αυτό δεν είχε δικαίωμα ιδιοκτησίας. ∆εν
μπορούσαν να αφιερωθούν στο μοναστήρι, διότι η αφιέρωση αυτή δεν ήταν
σύννομη, αφού ο σκοπός δεν ήταν κοινωφελής. Εξάλλου, οι δημόσιες γαίες δεν
ήταν δεκτικές αφιερώσεως, ανεξαρτήτως σκοπού. Στο αδιέξοδο αυτό υπήρχε
μόνον ένα άνοιγμα: Να αφιερωθεί κάποιο μούλκι όχι για τις ανάγκες της μονής
ή στην ίδια τη μονή, αλλά για τη διατροφή των φτωχών μοναχών ή άλλον
κοινωφελή σκοπό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Eugenia Kermeli, «Ebu’s Su’ud’s Definitions of Church vakfs: Theory and
Practice in Ottoman Law”, Islamic Law. Theory and Practice (edited by Robert
Gleave and Eugenia Kerlemi) London 2001, 146-147.
Eugenia Kermeli, “Vakfs consisting of shares in ships. Hüccets from the Saint
John Monastery on Patmos”, The Kapudan Pasha; his Office and his Domain,
Rethymnon 2002, 214-215.
Elias Kolovos, "Christian Influence and the Advent of the Europeans. Negotiating
for State Protection: Ciftlik-Holding by the Athonite Monasteries (Xeropotamou
Monastery, Fifteenth-Sixteenth C.), Frontiers of Ottoman studies: State, Province,
and the West, vol. II, London 2005, 200.

1.2.3. Η ανάκτηση των αγιορειτικών κτημάτων


Μεταξύ 26ης Ιουνίου και 5ης Ιουλίου 1568 εννέα μοναστικές κοινότητες του
Αγίου Όρους (Λαύρας, ∆ιονυσίου, Βατοπεδίου, Παντοκράτορος,
Σιμωνόπετρας, Ιβήρων, Αγίου Παύλου, Φιλοθέου, Κουτλουμουσίου) άσκησαν
το δικαίωμα πρώτης προτιμήσεως και κατέβαλαν συνολικά 130.000 ακτσέδες
στο δημόσιο ταμείο για να ανακτήσουν ορισμένες (όχι όμως όλες) από τις
δημευθείσες βακουφικές ιδιοκτησίες τους στη Λήμνο, τη Θάσο, την Καλλίπολη,
την Ίμβρο και τον καζά του Αίνου.
Στα σχετικά έγγραφα οι εκπρόσωποι των μονών δήλωσαν ότι οι προκάτοχοί
τους είχαν λάβει αυθεντικά πιστοποιητικά από ιεροδικαστές, ότι είχαν
αγοράσει τις ιδιοκτησίες αυτές με ταπού και ότι τις είχαν μετατρέψει σε

  37
βακούφια, χωρίς να προηγηθεί το στάδιο της μετατροπής σε μούλκι, η οποία
ήταν από νομική άποψη ταυτοχρόνως απαραίτητη αλλά και αδύνατη στις
περισσότερες περιπτώσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
J. C. Alexander (Alexandropoulos), “The Lord Giveth and the Lord Taketh Away:
Athos and the Confiscation Affair of 1568-1569”, Αθωνικά Σύμμεικτα 4: Ο
Άθως στους 14ο – 16ο αιώνες, Αθήνα 1997, 159, 167, 171, 176-177.
Eugenia Kermeli, «Ebu’s Su’ud’s Definitions of Church vakfs: Theory and
Practice in Ottoman Law», Islamic Law. Theory and Practice (edited by Robert
Gleave and Eugenia Kerlemi) London 2001, 148-153.

1.2.3.1. Κληρονομική διαδοχή μεταξύ των μοναχών


Η ανάκτηση των κτημάτων με την καταβολή 130.000 ακτσέδων δεν έλυνε όμως
το πρόβλημα που επρόκειτο να προκύψει όταν θα πέθαιναν οι μοναχοί που
κατείχαν ατομικούς ή εξ αδιαιρέτου τίτλους. Το ζήτημα αυτό λύθηκε με το
φιρμάνι της 31ης Ιανουαρίου 1569.
Με αυτό το φιρμάνι επισημοποιήθηκε διακανονισμός μεταξύ του σουλτάνου
Σελίμ Β΄ και των αγιορειτικών μονών, βάσει του οποίου οι μοναχοί
«αγόρασαν» από το κράτος τις γαίες που προηγουμένως κατείχαν και τους
είχαν αφαιρεθεί με τον φετφά του 1568. Επίσης, ορίστηκε η εφάπαξ ετήσια
φορολογική υποχρέωση (μακτού) που κατέβαλαν ήδη από τον προηγούμενο
αιώνα σε 70.000 ακτσέδες.
Το αντάλλαγμα που παραχώρησε ο σουλτάνος ήταν να αποκατασταθεί η
προηγούμενη κατάσταση, πάνω στο εξής νομικό σκεπτικό: οι μοναχοί κάθε
μονής να αναγνωριστούν ως ομάδα που ασκούσε εξ αδιαιρέτου και στο
διηνεκές το δικαίωμα της κατοχής και να μην αντιμετωπίζονται ως μεμονωμένα
άτομα. «Τα κτήματα αυτά δεν θα εξουσιάζονται από κανένα μοναχό του
μοναστηριού, αλλά θα χρησιμοποιούνται για τη φιλοξενία των προσερχομένων
και απερχομένων από το μοναστήρι και θα είναι υπό την εξουσία του
μοναστηριού (…) οι φορολογικοί υπάλληλοι κ.λπ. να μην έρχονται και
ενοχλούν τους άλλους μοναχούς με το πρόσχημα ότι ο δείνα πέθανε ή πήγε σε
άλλο τόπο, και ότι η περιουσία του, τα κτήματά του, τα πράγματα και τα ζώα
του χάθηκαν, αλλά όλα αυτά να είναι υπό την εξουσία των μοναστηριών και
την εξουσία μας κατά τις παλαιές διαταγές των αποβιωσάντων σουλτάνων και
την ανά χείρας μας ιερή απόφαση του αποθανόντος σουλτάνου Μουράτ Χαν».
Οι μοναχοί ζήτησαν να βρεθεί τρόπος ώστε τα χωράφια, τα λιβάδια, οι
βοσκότοποι (yayla) και οι πύργοι που είχαν αγοράσει από το δημόσιο –και
ήταν δημόσιες γαίες- να θεωρηθούν ως έγκυρα αφιερώματα. Για το σκοπό
αυτό, ως συμβιβαστική λύση, εκδόθηκε φετφάς του Εμπουσούντ που
αναγνώρισε στους μοναχούς το δικαίωμα να κληρονομούν από κοινού και εξ

  38
αδιαιρέτου την περιουσία των αποβιωσάντων μοναχών υπό τύπον
αφιερώματος.
Ωστόσο, υπήρξε διάκριση στα περιουσιακά στοιχεία. Το κείμενο του φιρμανίου
του σουλτάνου Σελίμ Β΄ ήταν ασαφές σε ό,τι αφορούσε αγρούς και λιβάδια,
«διότι ταύτα ούτε να πουληθούν δύνανται ούτε να δοθούν σε αφιερώματα»
αφού ήταν δημόσιες γαίες. «Τα τοιούτου είδους αφιερώματα των μοναχών δεν
θα έχουν κύρος και ισχύ». Παραχωρήθηκε όμως το δικαίωμα να μην
καταβάλλουν οι επιζώντες μοναχοί ταπού όταν πέθαιναν οι αδελφοί τους που
κατείχαν δημόσιες γαίες. Πάντως είναι σαφές οι δημόσιες γαίες που κατείχαν οι
μονές και που οι μοναχοί θα εξουσίαζαν χωρίς να πληρώνουν ταπού δεν
εξομοιώθηκαν με τα αφιερώματα των μονών (βλ. στην επόμενη παράγραφο).
Άμεση λύση δόθηκε με το φιρμάνι σε ό,τι αφορούσε τις οικίες, τα αμπέλια, τους
κήπους, τα εργαστήρια, τους μύλους και τα ζώα -δηλαδή μούλκια, είδη δεκτικά
ιδιοκτησίας- που τα μοναστήρια είχαν αγοράσει από το δημόσιο και
μετέτρεψαν σε αφιερώματα. Και εδώ όμως υπήρξαν επιπλοκές. Επειδή δεν είχε
προηγηθεί κανονική μετατροπή των κτημάτων σε μούλκια, όπως θα έπρεπε, δεν
άργησε να εκδοθεί φετφάς ότι η βακουφοποίηση ήταν άκυρη. Εκδόθηκε όμως
νεότερος φετφάς, ο οποίος αναγνώρισε τη μετατροπή σε αφιέρωμα «ως
αναγκαία και υπάρχουσα», και άρα ως ισχυρή, «δι’ αποφάσεως νομικής»,
δηλαδή καταχρηστικώς με πολιτική απόφαση και όχι βάσει του ιερού
ισλαμικού δικαίου (3 Μαρτίου 1569). Έτσι, κατ’ οικονομία τα αφιερώματα
θεωρήθηκαν έγκυρα.
Εφεξής οι ιδιοκτήτες μουλκίων μπορούσαν να "αφιερώσουν" τα κτήματά τους
όχι στις μονές καθαυτές, αλλά στους μοναχούς και «μάλιστα στους
φτωχότερους από αυτούς και εν γένει στους φτωχούς». Σε πρώτη φάση ο
Εμπουσούντ γνωμάτευσε ότι ιδιοκτήτης μπορούσε να προβεί σε αφιέρωση προς
τους μοναχούς μόνον εφόσον δεν είχαν αντίρρηση οι κληρονόμοι του. Στη
συνέχειά όμως ήρε αυτές τις επιφυλάξεις και επιτράπηκε στους χριστιανούς εν
γένει αλλά και ειδικά στους μοναχούς να μετατρέπουν την περιουσία τους σε
αφιέρωμα υπέρ των άλλων μοναχών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
J. C. Alexander (Alexandropoulos), “The Lord Giveth and the Lord Taketh Away:
Athos and the Confiscation Affair of 1568-1569”, Αθωνικά Σύμμεικτα 4: Ο
Άθως στους 14ο – 16ο αιώνες, Αθήνα 1997, 159, 167, 171, 176-177.
Eugenia Kermeli, «Ebu’s Su’ud’s Definitions of Church vakfs: Theory and
Practice in Ottoman Law», Islamic Law. Theory and Practice (edited by Robert
Gleave and Eugenia Kerlemi) London 2001, 146-155.
Ι. Κ. Βασδραβέλλης, «∆ύο ανέκδοτα τουρκικά έγγραφα προερχόμενα εκ των
μονών του Αγίου Όρους Λαύρας και Βατοπεδίου», Μακεδονικά 12 1972, 291-
295.

  39
1.2.3.1.1. Λύση κατά το πρότυπο των οικογενειακών βακουφίων
Το δικαίωμα των μοναχών να αφιερώνουν την περιουσία τους στους
υφιστάμενους και τους μελλοντικούς αδελφούς τους και αντίστοιχα να
νέμονται την περιουσία που είχαν αφιερώσει οι προγενέστεροι παραχωρήθηκε
κατά μία άποψη κατ' αναλογία του δικαιώματος των ιδιωτών να ιδρύουν
οικογενειακά αφιερώματα (βλ. πιο πάνω).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Eugenia Kermeli, «Ebu’s Su’ud’s Definitions of Church vakfs: Theory and
Practice in Ottoman Law», Islamic Law. Theory and Practice (edited by Robert
Gleave and Eugenia Kerlemi) London 2001, 153.

1.2.3.1.2. Λύση κατά το πρότυπο του γενιτσαρικού σώματος


Είναι όμως πιθανόν ότι η λύση που δόθηκε ως προς το κληρονομικό δικαίωμα
των μοναχών αντέγραψε το καθεστώς που επικρατούσε στο γενιτσαρικό σώμα,
σύμφωνα με το οποίο αν κάποιος γενίτσαρος πέθαινε χωρίς κληρονόμους, την
περιουσία του καταλάμβαναν οι συνάδελφοί του «για τα έξοδα σαβάνου,
ταφής και ελαίου για την καντήλα του τάφου του». Αυτό το έθιμο εντοπίζεται
τουλάχιστον στους γενίτσαρους της Κρήτης το έτος 1678, νομιμοποιημένο με
διαταγή του πορθητή του Χάνδακα μεγάλου βεζίρη Αχμέτ πασά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Νικόλαος Σ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων
αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. ∆΄, Ηράκλειο 1984, 244.

1.2.3.2. Κληρονομιά μοναχού


Μόλις λίγες εβδομάδες μετά την έκδοση του σχετικού φιρμανιού (31.1.1569)
χρειάστηκε να εκδοθεί και δεύτερο (27.2.1569) διότι οι τοπικοί αξιωματούχοι
απαίτησαν μερίδιο από την κληρονομιά αποβιωσάντων μοναχών. Ανάλογα
αιτήματα των μοναχών προς τον σουλτάνο για την τήρηση των
συμφωνηθέντων υποβλήθηκαν και αργότερα (1582, 1603) διότι οι σπαχήδες
επικαλούμενοι το ιερό δίκαιο απαιτούσαν μερίδιο από την κληρονομιά
μοναχών ή έκτακτες εισφορές υπέρ του δημοσίου.
Στα τέλη του 19ου αιώνα οι ρυθμίσεις για την κληρονομιά των μοναχών
διαφοροποιήθηκαν καθώς είχαν αναβιώσει οι διατάξεις του βυζαντινού
δικαίου (Νεαραί Λέοντος, Αρμενόπουλος), οι οποίες ενσωματώθηκαν επίσημα
στην οθωμανική έννομη τάξη. Σύμφωνα με τον «Κανονισμόν των εν τω όρει
του Άθω Σταυροπηγίων» (1877), "πας θέλων να μονάση ισοβίως εν τινί
μοναστηρίω δύναται, πριν ή εισέλθη και καρή εν αυτώ, να διαθέση ή διανείμη
κατά βούλησιν την εαυτού περιουσίαν άνευ εξαιρέσεων, αλλά μετά την εις το
μοναστήριον είσοδόν του άπασα η περιουσία του ανήκει εις το μοναστήριον".

  40
Κληρονόμος των μοναχών ήταν το μοναστήρι. Οι δημόσιες και οι βακουφικές
γαίες δεν περιλαμβάνονταν στην κληρονομιά, αλλά σε ό,τι αφορούσε ιδιωτική
περιουσία (μούλκι) ο κανόνας ότι το μοναστήρι δεν μπορούσε να αποκτήσει
ιδιοκτησία είχε παρακαμφθεί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
J. C. Alexander (Alexandropoulos), “The Lord Giveth and the Lord Taketh Away:
Athos and the Confiscation Affair of 1568-1569”, Αθωνικά Σύμμεικτα 4: Ο
Άθως στους 14ο – 16ο αιώνες, Αθήνα 1997, 155-156.
Souad Abou el-Rousse Slim, The Greek Orthodox Waqf in Lebanon during the
Ottoman period, Würzburg, 61.
Μιλτιάδης Γ. Καραβοκυρός, Κώδιξ του εξ αδιαθέτου και εκ διαθηκών
κληρονομικού δικαίου, εν Κπόλει 1889, 141-145.
∆. Νικολαΐδης, Οθωμανικοί κώδικες, τ. γ΄, εν Κπολει 1890, 2831-2832.

1.2.3.2.1. Ουδείς των μοναχών των κοινοβίων έχει ιδίαν περιουσίαν


«Ουδείς των μοναχών των κοινοβίων έχει ιδίαν περιουσίαν. Εν τοις κατά το
σύστημα τούτο ιδρυθείσι σωματείοις, παν πράγμα είναι κοινόν μεταξύ των
μελών του σωματείου. Πάσης εγκαταλειφθησομένης τυχόν περιουσίας παντός
εν γένει μοναχού, αποθνήσκοντος είτε εντός του Αγίου Όρους είτε εκτός,
κληρονόμος είναι το μοναστήριον. Αι δημόσιοι και βακουφικαί όμως γαίαι, μη
μεριλαμβανόμεναι εν τη περιουσία, υπάγονται εις τους ειδικούς νόμους και
κανονισμούς». (Άρθρο 118 του Κανονισμού των εν Αγίω Όρει Μοναστηρίων,
20 Ζιλχιλτσέ 1294/ 26 Νοεμβρίου 1877).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
∆. Νικολαΐδης, Οθωμανικοί κώδικες, τ. γ΄, εν Κπολει 1890, 2832.

1.2.3.2.2. Άνευ κληρονόμων αποθνήσκων μοναχός Πατριαρχείου Ιεροσολύμων


Σύμφωνα με σουλτανικά διατάγματα (berat) των ετών 1839 και 1854 σχετικά
με την κληρονομική διαδοχή των μοναχών του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων,
«άπασα η κληρονομιά των μοναχών ανήκει τω πατριαρχείω». Κατά την
εφαρμογή όμως των διαταγμάτων αυτών την περίοδο 1880-81, η οθωμανική
διοίκηση ισχυρίστηκε ότι σε παλαιότερα βεράτια υπήρχε και η φράση «άνευ
κληρονόμου», δηλαδή ότι τα διατάγματα είχαν ισχύ μόνον στις περιπτώσεις
μοναχών που δεν είχαν κληρονόμους. Τελικά, έγινε αποδεκτή η υπέρ του
Πατριαρχείου εκδοχή. Οι περιπτώσεις αυτές όμως δείχνουν ότι οι κανόνες δεν
είχαν γενική και αυτόματη ισχύ και ότι οι μονές έπρεπε συχνά να υποβληθούν
σε δαπανηρούς νομικούς αγώνες για την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους.

  41
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
∆. Νικολαΐδης, Οθωμανικοί κώδικες, τ. γ΄, εν Κπολει 1890, 2800-2802, 2840-41.

1.2.3.2.3. Η ακίνητος περιουσία παντός μοναχού αγιορείτου


«Η ακίνητος περιουσία παντός μοναχού αγιορείτου περιέρχεται εις την Μονήν
αυτού εφ’ όσον ούτος προ της κουράς αυτού εξεχώρησε ταύτην εγγράφως εις
αυτήν. Πάσα δε περιουσία κτηθείσα υπό μοναχού τινός μετά την κουράν αυτού
περιέρχεται εις την οικίαν αυτού Μονήν, οπουδήποτε και αν ήθελε να
αποβιώση ούτος άνευ απολυτηρίου της Μονής του. (…) Οι αδελφοί των
κοινοβίων εν δύνανται να έχωσιν ιδίαν περιουσίαν». (ΚΧΑΟ, άρθρο 101).

1.2.4. ∆ιαδικαστικά ερωτήματα


Η κρατούσα γνώμη είναι ότι με βάση το νομικό πλαίσιο που δημιούργησε το
φιρμάνι της 31ης Ιανουαρίου 1569, όλα τα μοναστηριακά ακίνητα
μετατράπηκαν σε βακουφικά –προς όφελος των «πτωχών μοναχών»- και έτσι
παρέμειναν. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η εύλογη επιφύλαξη ότι για την
αφιέρωση των ακινήτων στους μοναχούς θα έπρεπε προηγουμένως να είχαν
εκδοθεί τίτλοι πλήρους ιδιοκτησίας («μαλικναμέδες») προκειμένου τα κτήματα
που κατείχαν οι μονές πριν από την κατάσχεση να μετατραπούν σε βακούφια.
Έχουν διασωθεί ιεροδικαστικές αποφάσεις (hüccet, χοτζέτια) από το
ιεροδικείο της Κω που δείχνουν ότι αυτή ήταν η διαδικασία. ∆εν έχει
εντοπιστεί όμως κάποιο ίχνος από «μαλικναμέδες» της εποχής εκείνης σε
αγιορειτικά αρχεία. Είναι πιθανόν ότι στο Άγιο Όρος δεν εφαρμόστηκε αυτή η
μέθοδος.
Στα αρχεία των αγιορειτικών μονών διασώζονται πολλά αφιερωτήρια του 17ου
αιώνα τα οποία αφορούν αφιερώσεις τρίτων προς τους μοναχούς των μονών.
Οι αφιερώσεις αυτές δεν έχουν νομικό τύπο «βακουφιγιέ» ούτε
πραγματοποιήθηκαν ενώπιον του ιεροδικείου. Πρόκειται για ιδιωτικά
έγγραφα μεταξύ των αφιερωτών και των εκπροσώπων των μονών. Σε ορισμένες
περιπτώσεις όρος της αφιέρωσης είναι να αναλάβει η μονή τη συντήρηση των
αφιερωτών. Συνήθως το αντικείμενο της αφιέρωσης ήταν μάλλον μούλκι (σπίτι,
αμπέλι, αλλά όχι αγρός), παρά το γεγονός ότι η ιδιότητα του μουλκίου δεν
αναφέρεται πάντοτε ούτε πιστοποιείται.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
J. C. Alexander (Alexandropoulos), “The Lord Giveth and the Lord Taketh Away:
Athos and the Confiscation Affair of 1568-1569”, Αθωνικά Σύμμεικτα 4: Ο
Άθως στους 14ο – 16ο αιώνες, Αθήνα 1997, 171.
Β. Ι. Αναστασιάδης, Αρχείο Ι. Μ. Χελανδαρίου, Αθωνικά Σύμμεικτα 9, Αθήνα
2002, 45.

  42
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθωνικά Σύμμεικτα 1, Κατάλογοι Αρχείων: Α΄ Ιερά
Μονή Καρακάλλου, Β΄ Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, Αθήνα 1985, 35.
Eugenia Kermeli, “Vakfs consisting of shares in ships. Hüccets from the Saint
John Monastery on Patmos”, The Kapudan Pasha; his Office and his Domain,
Crete University Press, Rethymnon 2002, 215.

1.2.4.1. Αφιερώσεις μετά το 1569


Οι αγοραπωλησίες ακινήτων που αφορούν τις αθωνικές μονές μετά το 1569 δεν
ανταποκρίνονται πάντοτε στο πνεύμα των γνωματεύσεων του Εμπουσούντ. Οι
αγιορείτες συνέχισαν να αγοράζουν δημόσιες γαίες. Για παράδειγμα, το 1600 οι
γέροντες και οι ιερείς της Ορμήλιας, προκειμένου να πληρώσουν τον
οφειλόμενο κεφαλικό φόρο, πούλησαν στους μοναχούς της μονής Καρακάλλου
ένα χωράφι χωρίς να μεσολαβήσει τιμαριούχος και χωρίς να αναφέρεται η
πληρωμή του ταπού.
Το 1621 οι κάτοικοι του Νεοχωρίου (Νοβοσέλο) Χαλκιδικής πώλησαν
βοσκήσιμες εκτάσεις στη μονή Χελανδαρίου, χωρίς και πάλι να μεσολαβήσει
τιμαριούχος. Πάντως, στη συμφωνία υπήρχε πρόνοια να μην μετατραπούν οι
βοσκήσιμες εκτάσεις σε χωράφια. Στα έθιμα που συνόψισε ο νόμος περί γαιών
του 1858 οι βοσκές δεν ήταν δημόσιες γαίες αλλά ανήκαν από κοινού στους
κατοίκους μιας κοινότητας και δεν μπορούσαν να πουληθούν. Η
αγοραπωλησία του 1621 δεν είναι συμβατή με αυτή τη διάταξη. Οι κάτοικοι
πούλησαν τη βοσκή σαν να ήταν ιδιοκτησία τους. Η μη παρέμβαση
τιμαριούχου είναι ένδειξη ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η βοσκή δεν
θεωρήθηκε δημόσια γη. Σύμφωνα με τον Εμπουσούντ, η μετατροπή
καλλιεργήσιμης γης σε βοσκότοπο ισοδυναμούσε με παραβίαση του όρου για
την καλλιέργειά της. Το έννομο αποτέλεσμα ήταν να χασει ο χρήστης το
δικαίωμα κατοχής της γης. Το «ενοίκιο» του βοσκότοπου ανήκε στον σπαχή,
αλλά δεν είχε την ίδια νομική σημασία με τη «δεκάτη» που απέδιδε ένας αγρός,
διότι η τελευταία αντιστοιχούσε στην εργασία του καλλιεργητή. Συνεπώς, αν η
βοσκή γινόταν κα πάλι αγρός, θα άλλαζε η σχέση με τον τιμαριούχο, ο οποίος
θα πρόβαλε μεγαλύτερες απαιτήσεις.
Το 1623 οι μοναχοί της ίδιας μονής αγόρασαν από τους κατοίκους του
συνοικισμού Λαδιάβα (Ιερισσός) χωράφια. Η πώληση έγινε «κοινώς» από
όλους τους χωρικούς. Και στην περίπτωση αυτή δεν αναφέρεται η μεσολάβηση
τιμαριούχου, όπως θα αναμενόταν. ∆εν γνωρίζουμε την έκταση των χωραφιών,
αλλά η τιμή ήταν 8.000 ακτσέδες, που πρέπει να συγκριθεί με το ποσόν των
50.000 ακτσέδων, το οποίο η μονή κατέβαλε το επόμενο έτος για να αγοράσει
σπίτι, υποστατικό και μύλο, με ακίνητα 44 μουζουριών σε άλλο χωριό.
Το 1640 ιδιώτες από την Κασσάνδρα πούλησαν χωράφι τους στη μονή
Ξηροποτάμου, χωρίς να γίνεται σαφής μνεία για τη νομική κατάστασή του,
μούλκ ή δημόσια γη, αν και η δεύτερη εκδοχή ήταν πιθανότερη. Το 1643

  43
«μικροί και μεγάλοι» κάτοικοι της Ιερισσού πούλησαν «τα χωράφια στην
Κρανιά», επίσης στη μονή Ξηροποτάμου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Β. Ι. Αναστασιάδης, Αρχείο Ι. Μ. Χελανδαρίου, Αθωνικά Σύμμεικτα 9 (2002)
29-32.
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθωνικά Σύμμεικτα 1, Κατάλογοι Αρχείων: Α΄ Ιερά
Μονή Καρακάλλου, Β΄ Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας (1985), 31.
Πάρις Γουναρίδης, Αρχείο της Ι. Μ. Ξηροποτάμου, Αθωνικά Σύμμεικτα 3
(1993) 38-39.
Colin Imber, Ebu's-su'ud: the Islamic legal tradition, Edinburgh 1997, 127.

1.3 Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των κυπριακών μονών


Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των κυπριακών μονών παρουσιάζει πολλές
ομοιότητες αλλά και ουσιώδεις διαφορές από το αντίστοιχο των αγιορειτικών
μονών. Οι διαφορές έγκεινται κυρίως: (α) στην έλλειψη μιας κεντρικής
μοναστικής περιοχής, όπως η αθωνική χερσόνησος, η οποία να διέπεται από
ειδικό διοικητικό καθεστώς, (β) στην εντονότερη ανάμειξη των σπαχήδων στις
αγοραπωλησίες γης.

1.3.1. Οι συνέπειες της οθωμανικής κατάκτησης της Κύπρου


Κατά την κρατούσα αντίληψη μετά την κατάκτηση της Κύπρου (1570-1571)
αναγνωρίστηκαν τα δικαιώματα των ιερέων, των μοναχών και των κατοίκων
πάνω στα κτήματα, γαίες, αμπέλια, περιβόλια που κατείχαν πριν από την
κατάκτηση. Στις ιστορικές πηγές γίνεται αναφορά στην παραχώρηση
προνομίου προς τους Κυπρίους από το μεγάλο βεζίρη Σοκολού Μεχμέτ
προσωπικά.
Στα 1571-1572 πραγματοποιήθηκε απογραφή και καταχωρίστηκαν στα
κατάστιχα του βιλαετίου της Κύπρου τα ονόματα των κατόχων και τα κτήματά
τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 9-11.
Κυπριανός Αρχιμανδρίτης, Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου, Ενετίησιν
1788, 305.

  44
1.3.1.1. Πρόδρομες μορφές εκμετάλλευσης της μοναστικής περιουσίας
Το 1588 σημειώνεται η πώληση ολόκληρης της παραγωγής της μονής Σίντη στο
Recep Paşa αντί 22.000 ακτσέδων. Ίσως πρόκειται για πρόδρομη μορφή
αφαίμαξης του προϊόντος μέσω της προαγοράς του σε χαμηλές τιμές, δηλαδή
για αναγκαστική πώληση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 21.

1.3.1.2. Φορολογικό καθεστώς των Κυπρίων μοναχών


Σύμφωνα με έγγραφο του 1583, οι υπόχρεοι κατέβαλαν στους εισπράκτορες
των δημοσίων φόρων (umena) ή στους εισπράκτορες των κατ’ αποκοπή
μισθωμάτων (ummal) το ένα πέμπτο του αγροτικού προϊόντος για το δημόσιο
ταμείο.
Οι μοναχοί ήταν απαλλαγμένοι τον έγγειο φόρο χαράτζ και τον κεφαλικό
φόρο τσιζιέ. Καταρχήν ίσχυε ο κανόνας ότι οι μοναχοί που ζούσαν
αποκομμένοι στα μοναστήρια απαλλάσσονταν από τους φόρους αυτούς. Στη
θέση τους εγγράφονταν στους φορολογικούς καταλόγους οι γιοί τους. Από
έγγραφα του 1617 και 1638, ωστόσο, διαπιστώνουμε ότι στην πράξη οι
αξιωματούχοι αγνοούσαν αυτόν τον κανόνα και απαιτούσαν φόρους από τους
μοναχούς, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να προσφεύγουν –μέσα από
πολυδάπανη διαδικασία- στο σουλτάνο. Οι τοπικοί αξιωματούχοι ζητούσαν
συμμετοχή στους φόρους avariz καθώς και καταβολή του κεφαλικού φόρου
τσιζιέ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 9-11, 85, 107.

1.3.2. ∆ήμευση των μοναστικών περιουσιών στην Κύπρο


Από έγγραφο του 1588 πληροφορούμαστε ότι ενώ οι μοναχοί θεωρούσαν ως
τότε τα κτήματά τους ως προσωπική περιουσία τους, «τώρα τους τα παίρνουν
οι σπαχήδες και τα πουλούν». Φαίνεται ότι στην Κύπρο η δήμευση των
μοναστικών περιουσιών που είχε πραγματοποιηθεί σε άλλες περιοχές της
οθωμανικής αυτοκρατορίας είκοσι χρόνια νωρίτερα, πραγματοποιήθηκε το
1588.
Ίσως πάλι να επρόκειτο για γενικότερη αλλαγή του γεωκτητικού καθεστώτος,
η οποία δεν περιορίστηκε στα μοναστήρια. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός έγραφε
(18ος αιώνας) ότι μερικά χρόνια μετά την κατάκτηση, «οι κάτοικοι

  45
Αμμοχουστιανοί αγκαλά και να έμειναν εις τα οσπήτιά των τάχα οικοκυροί
διά τότε, πολλών όμως ύστερον οι Τούρκοι επήραν τα οσπήτια με πρόφασιν
πως αυτοί τους ενοικίαζαν, και όχι πως ήτον οίκοκυροί, υποφέροντες όσα άλλα
εξ αυτών των νέων και κακών γειτόνων και κατοίκων όσα δεν δύναται τινάς
να στοχασθή». Από την όλη διατύπωση και ειδικώς από την έκφραση «αυτοί
τους ενοικίαζαν, και όχι πως ήτον οικοκυροί» προκύπτει ότι το εμπράγματο
δικαίωμα που παραχώρησε ο Σοκολού Μεχμέτ δεν ήταν τέλεια ιδιοκτησία,
αλλά δικαίωμα κατοχής. Η κυριότητα του εδάφους παρακρατήθηκε από το
δημόσιο ή ίσως και από βακούφια. Στην τελευταία αυτή υπόθεση συνηγορεί η
μεγάλη έκταση της περιουσίας των βακουφιών που συνέστησαν οι πρώτοι
ανώτατοι αξιωματούχοι της Κύπρου, όπως ο Λαλά Μουσταφά πασάς. Το
βακούφι του περιλάμβανε χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γης,
δενδροφυτείες και ακίνητα σε πολλά χωριά, ενώ αρκετά αστικά ακίνητα –
κυρίως καταστήματα και εργαστήρια- ανήκαν σε άλλα βακούφια, όπως του
Τζαφέρ Πασά και του σουλτάνου Σελίμ.
Οι μοναχοί διαμαρτυρήθηκαν και προσέφυγαν στο σουλτάνο. Για την εξέταση
του αιτήματός τους ο σουλτάνος διέταξε να διερευνηθεί: Αν τα ονόματα και τα
κτήματα των μοναχών ήταν καταχωρισμένα στα κατάστιχα της απογραφής του
1571-72. Αν είχε προηγηθεί κατοχή των κτημάτων επί δεκαετία. Αν υπήρχε
έγγραφο κατοχής (temessuk), το οποίο χορηγούσαν οι σπαχήδες. Αν
καταβαλλόταν το ένα πέμπτο του προϊόντος ως κτηματικός φόρος.
Ουσιαστικά, η έρευνα αφορούσε αν οι μοναχοί κατείχαν νόμιμα δημόσιες γαίες
και απέκλειε εκ των προτέρων την αναγνώριση του προϋφιστάμενου
καθεστώτος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 9-11.
Κυπριανός Αρχιμανδρίτης, Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου, Ενετίησιν:
Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1788, 305.
Yildiz Netice, «Wakfs in Ottoman Cyprus», στο Frontiers of Ottoman Studies:
States, Province, and the West, vol. II, London 2005, 185-187.
Ε. Χεκίμογλου et al., Ιστορία της Κύπρου, τ. Β΄ (1191-1878), Λευκωσία 2010,
92-93.

1.3.3. Ανάκτηση των μοναστικών περιουσιών στην Κύπρο


Τελικά, παρά τις διαμαρτυρίες των μοναχών, το οθωμανικό δημόσιο εκποίησε
τις μοναστικές και εκκλησιαστικές περιουσίες της Κύπρου. Η εξέλιξη των
πραγμάτων δείχνει ότι η νομική αιτιολογία ήταν ανάλογη προς εκείνη της
δήμευσης των μοναστικών περιουσιών που είχε πραγματοποιηθεί το 1568.

  46
Όπως και στην περίπτωση του Αγίου Όρους, έτσι και στην Κύπρο, οι μοναχοί
μεθόδευσαν την ανάκτηση των περιουσιών τους, αν και με μεγάλο οικονομικό
κόστος. Ένα βασικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση ήταν να αποκλειστούν
από την αγορά τρίτα πρόσωπα. Για το λόγο αυτόν, οι επίσκοποι της Κύπρου
προαγόρασαν από τον αξιωματούχο Αμπού γιο του Αχμέτ, που ήταν
υπεύθυνος για την πώληση μονών και εκκλησιών, «όλα τα μοναστήρια και τις
εκκλησίες» της Κύπρου και στη συνέχεια τις πούλησαν στους μοναχούς. Στην
περίπτωση της Μονής Κύκκου, ο ηγούμενος αγόρασε μέσω της διαδικασίας
αυτής τη μονή της Πεντάγιας αντί 120.000 ακτσέδων. Όταν κατέβαλε το ποσό
στους επισκόπους, εκείνοι το κατέθεσαν στο δημόσιο ταμείο, εξοφλώντας έτσι
την αντίστοιχή οφειλή τους προς το οθωμανικό δημόσιο. Από την τελευταία
αυτή λεπτομέρεια αντιλαμβανόμαστε ότι ο ρόλος των επισκόπων πρέπει να
ήταν μεσολαβητικός και ότι είχε σαν στόχο να πουληθούν τα ακίνητα
συλλήβδην και όχι ένα προς ένα, οπότε θα ήταν εύκολο να αναμειχτούν τρίτα
πρόσωπα –χριστιανοί ή και μουσουλμάνοι- και να πλειοδοτήσουν σε βάρος
των μοναστηριών. Άλλωστε, ο ρόλος των επισκόπων περιγράφεται ως
multezim, όρος που χρησιμοποιούταν κυρίως για τον εκμισθωτή των φόρων.
Από την πλευρά του αξιωματούχου Αμπού, ήταν ασφαλώς ευκολότερο να
διαπραγματευθεί μόνον με ένα αγοραστή (την ομάδα των επισκόπων) για το
σύνολο της περιουσίας, παρά να ασχοληθεί με την πώληση εκατοντάδων
κτημάτων.
Η συνολική τιμή ήταν επτά «φορτώματα» (yuk) ακτσέδες, δηλαδή 700.000
ακτσέδες, ενώ η Μονή Κύκκου και «τα υπαγόμενα σε αυτήν» πουλήθηκαν προς
120.000 ακτσέδες. Από τη λεπτομέρεια αυτή υποψιαζόμαστε είτε ότι δεν
δημεύτηκαν όλα τα μοναστήρια και οι εκκλησίες είτε ότι οι επίσκοποι δεν
αγόρασαν «όλες» τις μονές και τις εκκλησίες, αν λάβουμε υπόψη το μεγάλο
αριθμό τους. Εξάλλου, μαθαίνουμε τα παραπάνω χάρη σε ένα έγγραφο, το
οποίο εκδόθηκε διότι ο σουμπασής Κουρντ ισχυρίστηκε ότι είχε αγοράσει και
εκείνος από τον Αμπού «αγρούς και υπάρχοντα» της εκκλησίας Άγιος
Νικόλαος, που βρισκόταν στον καζά Χρυσοχού και «υπαγόταν» στη μονή
Κύκκου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 23-29.

1.3.3.1. Ανάκτηση μονής με αγορά (1603)


Την υποψία ότι η μεθόδευση των επισκόπων δεν κάλυψε όλα τα μοναστήρια
της Κύπρου επιβεβαιώνει ένα ιεροδικαστικό έγγραφο (χοτζέτι) και μία διαταγή
του διοικητή Αχμέτ που χρονολογούνται στα 1603. Από τα έγγραφα αυτά
προκύπτει ότι η μονή του Σίντη, στην περιοχή της Πάφου, είχε αγοραστεί
(προφανώς μετά την άλωση της Κύπρου) από κάποιον μουσουλμάνο, ο οποίος
κατείχε το μοναστήρι για ένα χρονικό διάστημα και στη συνέχεια το πούλησε

  47
σε χριστιανό (ίσως τον ηγούμενο του Σίντη). Ο τελευταίος φρόντισε να εκδοθεί
ιερωνομική ρήτρα (φετφάς) που βεβαίωσε ότι αν κάποιος μουσουλμάνος
αγοράσει μοναστήρι και προσευχηθεί σε αυτό, το κτίριο μπορεί να γίνει και
πάλι μοναστήρι.
Ωστόσο, αποκλειόταν η περίπτωση να λειτουργήσει και πάλι μονή ή ναός σε
παρεκκλήσιο ή εκκλησία μονής, εφόσον αυτή είχε μετατραπεί σε ευκτήριο οίκο
(mescid). Η διαφορά μεταξύ ευκτήριου οίκου και κατοικίας όπου ο
μουσουλμάνος ένοικος προσευχόταν δεν ήταν πάντοτε πολύ έντονη. Μπορούσε
να πιστοποιηθεί μόνον με καταθέσεις μαρτύρων στο ιεροδικείο, όπως δείχνει η
περίπτωση της εκκλησίας του μικρού Αγίου Μηνά στον Χάνδακα της Κρήτης
(1742).
Ας σημειωθεί ότι η παράδοση διέσωσε ανάμνηση συμφωνίας των κατοίκων της
Λευκαριάς της Κύπρου με το μεγάλο βεζίρη Σοκολού Μεχμέτ με βάση την
οποία οι πρώτοι είχαν δικαίωμα προτίμησης οσάκις μουσουλμάνοι πουλούσαν
μοναστήρια που βρίσκονταν στην κατοχή τους. Ίσως πρόκειται για
αναχρονισμό, που κρύβει την προσπάθεια επαναγοράς εκ μέρους των
χριστιανών όσων μονών αγόρασαν μουσουλμάνοι μετά τη δήμευσή τους και
όχι αμέσως μετά την άλωση της Κύπρου, δηλαδή το 1588 και όχι το 1571.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 43-45.
Κυπριανός Αρχιμανδρίτης, Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου, Ενετίησιν:
Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1788, 305.
Νικόλαος Σ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων
αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. ∆΄, Ηράκλειο 1984, 270-271.

1.3.4. Βακουφοποίηση των μοναστικών περιουσιών


Το 1589, αμέσως μετά την ανάκτηση δι’ αγοράς των περιουσιακών στοιχείων
της μονής Κύκκου, ο ηγούμενός της προχώρησε σε διαδικασία βακουφοποίησης
κτημάτων της μονής και συγκεκριμένα «προσάρτησε» σε αυτήν αμπέλια,
περιβόλια και μύλους, προφανώς δηλαδή ιδιόκτητα περιουσιακά στοιχεία
(μούλκια). Τα έσοδα των κτημάτων αυτών –μετά την πληρωμή των φόρων που
προβλέπονταν από το έθιμο και από τον ιερό ισλαμικό νόμο (rusum orfiye και
osur serisi)- αφιερώθηκαν στη διατροφή των επισκεπτών και των ξένων και θα
τα διαχειρίζονταν οι μελλοντικοί ηγούμενοι.
Από το σχετικό κείμενο δεν προκύπτει να συντελέστηκε η βακουφοποίηση
αγρών, λιβαδιών και βοσκοτόπων, που προφανώς παρέμειναν υπό το καθεστώς
των δημοσίων γαιών.

  48
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 29-31.

1.3.5. Η πρακτική μετά από τη βακουφοποίηση των μοναστικών περιουσιών


Φαίνεται ότι τα επόμενα χρόνια η συγκέντρωση μοναστικής περιουσίας
αυξήθηκε στην Κύπρο και ότι σε αρκετές περιπτώσεις τηρήθηκε η διαδικασία
αγοράς μουλκίων και μετατροπής τους σε αφιερώματα υπέρ των μοναχών.
Αρκετά έγγραφα δείχνουν ότι οι μοναχοί αγόραζαν μούλκια επ’ ονόματί τους,
τα οποία στη συνέχεια μετέτρεπαν σε αφιερώματα. Χαρακτηριστική περίπτωση
είναι η απόκτηση ενός διώροφου σπιτιού στο χωριό Φάλεια από τρεις μοναχούς
της Αγίας Μονής, το οποίο αγόρασαν από τη μουσουλμάνα ιδιοκτήτρια και
στη συνέχεια αφιέρωσαν «στους φτωχούς της Αγίας Μονής». Επίσης, το 1666 ο
ηγούμενος της Μονής Κύκκου ονόματι Λοϊζος αφιέρωσε στο μοναστήρι όλα τα
σπίτια που έκτισε ή αγόρασε στο Προαστιό Μόρφου από το χότζα του τοπικού
τεμένους.
Η σύσταση αφιερώματος κατοχύρωνε τη μονή έναντι των αυθαιρεσιών τρίτων.
Η διαπίστωση ισχύει όχι μόνον για όσα κτήματα αγόραζαν οι μοναχοί και τα
αφιέρωναν στη μονή τους, αλλά και για τα κτήματα που αφιέρωναν ιδιώτες. Το
1675 ο Μάρκος, κάτοικος του χωριού Πάνω Παναγιάς, κίνησε αγωγή κατά
μουσουλμανικής οικογένειας του χωριού Βρέτσια της επαρχίας Πάφου, διότι
κατείχε ένα νερόμυλο στο προαναφερθέν χωριό, τον οποίο ο Μάρκος είχε
αφιερώσει στην Αγία Μονή. Οι κάτοχοι του νερόμυλου ισχυρίστηκαν ότι είχαν
αγοράσει το μύλο από τη μονή. Αντίθετα, ο ηγούμενος της μονής δήλωσε ότι η
αγοραπωλησία δεν ήταν κανονική. Οι νέοι κάτοχοι του είχαν δώσει κάποιο
ποσόν για να τηρήσουν τα προσχήματα και κατέλαβαν το κτήμα διά της βίας.
Η πώληση συνεπώς έγινε παρά τη θέλησή του και άρα δεν ήταν έγκυρη.
Επιπλέον, ο ηγούμενος ήταν εφοδιασμένος με φετφά που όριζε ότι η πώληση
αφιερωμένης περιουσίας ήταν άκυρη. Το ιεροδικείο διέταξε να δοθεί το κτήμα
στο μοναστήρι. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι την αγωγή υπέβαλε ο
αφιερωτής και όχι η μονή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 35, 105 και 155.

1.3.5.1. Ατελής βακουφοποίηση


Θα ήταν πάντως παραπλανητική η εντύπωση ότι όλη η περιουσία των
μοναστηριών ήταν τακτοποιημένη υπό μορφή αφιερώματος, όπως δείχνουν
άλλες περιπτώσεις.

  49
Σύμφωνα με ιεροδικαστικό έγγραφο του 1605, κάποιος κάτοικος του χωριού
Άγιος Γεώργιος [Καυκάλου] στην επαρχία Πεντάγειας πούλησε στον ηγούμενο
της μονής Κύκκου ένα σπίτι με αυλή. ∆εν αναφέρεται μεταγενέστερη
βακουφοποίηση του σπιτιού αυτού. Ωστόσο, στο έγγραφο υπάρχει
μεταγενέστερο σημείωμα: «του σπιτιού της καλογριάς οπου εγρινε ο αφέντης ο
καδης και πιρεν το μοναστηρην». Από το σημείωμα προκύπτει ότι υπήρξε
περαιτέρω αμφισβήτηση της κυριότητας του ακινήτου, ίσως μετά το θάνατο
του ηγουμένου.
Αθρόες αγορές μουλκίων από μοναχούς, τα οποία όμως δεν φαίνεται να
μετατράπηκαν σε αφιερώματα, σημειώνονται στη συνέχεια. Οι περιπτώσεις
μετατροπής σε αφιέρωμα είναι πολύ λιγότερες από τις αγορές μουλκίων.
Οι μονές ήταν πιο ευάλωτες αν δεν προέβαιναν στη διαδικασία της αφιέρωσης
και διατηρούσαν το ακίνητο υπό τον τύπο εικονικής ατομικής κυριότητας του
ηγουμένου. Το 1591 ο ηγούμενος της μονής Κύκκου Γρηγόριος κίνησε αγωγή
εναντίον Αλί [γιού] Αμπντουλλάχ, ο οποίος όπως δείχνει το πατρώνυμό του
ήταν πιθανότατα εξισλαμισμένος. Ο Γρηγόριος είχε παραχωρήσει στον Αλί
μερικούς αγρούς, οι οποίοι βρίσκονταν στο χωριό Μοναστήριο της επαρχίας
Παντάγειας, για να τους καλλιεργεί. Ο Αλί παραδέχτηκε στο ιεροδικείο ότι οι
αγροί ήταν μούλκι του Γρηγορίου (αν και με βάση τα όσα γνωρίζουμε οι αγροί
δεν θα μπορούσαν να είναι μούλκι). Στο περιθώριο της σχετικής ιεροδικαστικής
απόφασης (χοτζέτ) σημειώνεται ότι: «εις το τελευταίον [τέλος] εμαρτύρησεν ο
ρηθείς ηγούμενος πως είναι του μοναστηριού και πάλιν επήρεν εις το ζάπτην
του [στην κατοχή του]». Φαίνεται ότι η κυριότητα της μονής αμφισβητήθηκε
από τον τοπικό σπαχή και το μοναστήρι μεθόδευσε την αγωγή, ώστε ο
καλλιεργητής του αγρού να μαρτυρήσει στο ιεροδικείο ότι το χωράφι ανήκε
στον ηγούμενο. Πιθανώς αυτή η μεθόδευση δεν απέδωσε και αργότερα
αναγνωρίστηκε ότι ο αγρός ήταν αφιέρωμα (βακούφι) υπέρ των μοναχών
(«εμαρτύρησεν ο ρηθείς ηγούμενος πως είναι του μοναστηριού»).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 35, 47, 145.

1.3.5.1.1. Αντικανονική πώληση αφιερωμένης περιουσίας


Κατά τον 18ο αιώνα παρουσιάζεται και σε μονές της Κρήτης το φαινόμενο να
πωλούνται ως μούλκια κτήματα που είχαν αφιερωθεί στους πτωχούς των
μονών. Επί παραδείγματι, μοναχοί της μονής Ξηρά Ξύλα πούλησαν
αφιερώματα σε κάποιον αξιωματούχο των γενιτσάρων. Ο μητροπολίτης της
Κρήτης ζήτησε μέσω του Πατριαρχείου την επιστροφή των κτημάτων (1748). Η
επιστροφή είχε την έννοια της αναστροφής της αγοραπωλησίας, ανεξάρτητα
από το χρόνο που είχε μεσολαβήσει, όπως φαίνεται από μια άλλη περίπτωση
που συνέβη στην Κρήτη το 1720, όταν ο νέος ηγούμενος της μονής Αγίου

  50
Πνεύματος του χωριού Άγιος Βασίλειος ζήτησε την επιστροφή αφιερωμένων
κτημάτων που ο προκάτοχός του είχε πουλήσει σε μουσουλμάνο. Το αίτημα
έγινε αποδεκτό με την προϋπόθεση της επιστροφής όχι μόνον του τιμήματος,
αλλά και των δαπανών επισκευής των κτημάτων, με τις οποίες ο αγοραστής
είχε επιβαρυνθεί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Νικόλαος Σ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων
αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. ∆, Ηράκλειο 1984, 58-59, 341-342.

1.3.5.2. Κληρονομική διαδοχή μοναχών


Αρκετές μαρτυρίες από το αρχείο της μονής Κύκκου δείχνουν ότι η
κληρονομική διαδοχή των μοναχών απέκλινε σημαντικά από το πρότυπο που
είχε σκιαγραφήσει ο σεϊχουλισλάμης Εμπουσούντ, δηλαδή ότι οι μοναχοί είχαν
δικαίωμα να νέμονται εις το διηνεκές την αφιερωμένη περιουσία κατά το
πρότυπο των οικογενειακών βακουφίων, χωρίς να καταβάλουν δικαίωμα
ταπίου στους σπαχήδες από γενεά σε γενεά.
Ο ηγούμενος της μονής Σίντη είχε αφιερώσει εν ζωή το ήμισυ της περιουσίας
του στη μονή Κύκκου. ∆εν προκύπτει όμως από το σχετικό έγγραφο αν
επρόκειτο για περιουσία που κατείχε πριν από την κουρά του ή αν η
ιδιοκτησία ήταν εικονική και η περιουσία ήταν της μονής. Μετά το θάνατό του
(1606), η σύζυγός του, η μοναχή Αντωνία, κληρονόμησε το άλλο ήμισυ της
περιουσίας, αποτελούμενο από ελαιόδεντρα και μύλους. Στη συνέχεια
αφιέρωσε τα περιουσιακά αυτά στοιχεία στον ηγούμενο της μονής Κύκκου, με
τον εξής όρο: την περιουσία να κατέχει η μονή, τα έσοδά της να δίδονται στους
πτωχούς.
Το ίδιο έτος (1606) μοναχός της μονής Σίντη πέθανε χωρίς να αφήσει
αρσενικούς απογόνους. Το νερό και οι αγροί των οποίων είχε δικαίωμα
κατοχής κηρύχθηκαν διαθέσιμα διά ταπίου και πουλήθηκαν από τους
«τοπτσήδες» (πυροβολητές) της Πάφου στον Ιερεμία, ηγούμενο της μονής
Κύκκου. Το διαθέσιμο τεκμήριο είναι χοτζέτι και όχι temessuk, δηλαδή
πιστοποιητικό από τους σπαχήδες. Το γεγονός ότι οι αγροί «πουλήθηκαν»
σημαίνει ότι οι σπαχήδες εισέπραξαν το τίμημα για την παραχώρηση του
δικαιώματος κατοχής και όχι απλώς «δικαίωμα ταπίου» για τη μεσολάβησή
τους.
Το 1616 με αφορμή απαιτήσεις των σπαχήδων που προέκυψαν μετά το θάνατο
του ηγούμενου Γρηγορίου, οι μοναχοί της μονής Κύκκου ζήτησαν από το
διοικητή της Κύπρου να κηρύξει εκτελεστό το φετφά που είχαν στα χέρια τους
και να μη τους ζητούν οι σπαχήδες δικαίωμα ταπού (resm-i tapu) όταν
πουλούσαν αγρούς, αμπέλια και ζώα. Αν και ο διοικητής εξέδωσε διαταγή
(mektub) υπέρ των μοναχών, η ακίνητη προσοδοφόρα περιουσία της μονής του
Αγίου Γεωργίου, της μονής Σίντη, της μονής Πιάνιο και της εκκλησίας στο

  51
χωριό Χόλη θεωρήθηκε ως σχολάζουσα κληρονομιά (ελλείψει αρρένων
απογόνων) και κηρύχθηκαν διαθέσιμη δια ταπίου. Οι «παπάδες της
Λευκωσίας» αγόρασαν «συνεταιρικά» το δικαίωμα κατοχής των κτημάτων
αυτών αντί 80.000 ακτσέδων και έλαβαν αποδεικτικό έγγραφο (tezkere) από
τον επιθεωρητή των μουκατάδων Σουλεϊμάν μπέη και αντίστοιχο έγγραφο
(temessuk) από το ιεροδικείο. Πλήρωσαν επίσης 5.000 ακτσέδες φόρο ταπίου
(resm-i tapu).
Ο ηγούμενος Γρηγόριος κατείχε και ιδιόκτητα ακίνητα (μούλκια) στο χωριό
Λάσα, κοντά στο Πολέμι της Πάφου, τα οποία διεκδίκησε με αγωγή η
θυγατέρα του Μαντάλω (1616). Όπως ισχυρίστηκε, τα ακίνητα αυτά τα είχε
αγοράσει ο Γρηγόριος από το δημόσιο. Για την πιστοποίηση της απαίτησής της
κλήθηκαν ως μάρτυρες κάτοικοι του χωριού. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Γρηγόριος
είχε πεθάνει «πριν από πολλά χρόνια», ίσως πριν από το 1606. ∆εν γνωρίζουμε
όμως για ποιο λόγο καθυστέρησε τόσο πολύ η εκκαθάριση της κληρονομιάς
του.
Αντίθετα, στη μονή Αρκαδίου της Κρήτης, στις αρχές του 18ου αιώνα οι
μοναχοί αφιέρωσαν ομαδικά «για τους πτωχούς της μονής» όλα τα κινητά και
ακίνητα υπάρχοντά τους και παρέδωσαν τη διοίκησή τους στο διαχειριστή της
μονής. Η αφιέρωση δεν πραγματοποιήθηκε στο ιεροδικείο, αλλά επικυρώθηκε
από αξιόπιστους μουσουλμάνους μάρτυρες, με τη μαρτυρία των οποίων και
χωρίς να υπάρχει αφιερωτήριο έγγραφο απορρίφθηκε στο ιεροδικείο αγωγή
της αδελφής αποβιώσαντος μοναχού, η οποία διεκδίκησε την κληρονομιά του
(1719). Αλλά όταν ο μουσουλμάνος (εξισλαμισμένος) αδελφός μοναχού της
μονής Αγίου Γεωργίου Μονοφατσίου απαίτησε την περιουσία του
αποβιώσαντος αδελφού του, ο ηγούμενος την παρέδωσε αμέσως με απόδειξη,
την οποία έσπευσε να επισημοποιήσει στο ιεροδικείο (1748).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 51, 75, 77-79, 79, 81, 83.
Νικόλαος Σ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων
αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. ∆, Ηράκλειο 1984, 53-55, 329.

1.3.5.3. Οι «σπαχήδες»
Η ιδιαιτερότητα των μονών της Κύπρου ήταν ότι μεγάλος αριθμός τιμαριούχων
μοιράζονταν τα περιορισμένα έσοδα του αγροτικού χώρου της.
Αχρονολόγητο περιληπτικό φορολογικό κατάστιχο της Κύπρου που
συντάχθηκε επί της βασιλείας του Μουράτ Γ΄ (1574-1595) μαρτυρεί ότι οι
δικαιούχοι των τιμαριωτικών εσόδων προέρχονταν από τις κατηγορίες των
γενιτσάρων, των ναυτικών, των πυροβολητών και των οπλοποιών. Ο ακριβής
αριθμός τους δεν είναι γνωστός. Φαίνεται όμως ορθός ο υπολογισμός των 3.000
προσώπων που μας δίνει ο Κυπριανός (συνυπολογίζει 1.000 γενίτσαρους). Σε

  52
αυτό το συμπέρασμα οδηγούμαστε και από τον κατάλογο δικαιούχων των
τιμαριωτικών εσόδων του έτους 1826, ο οποίος αναφέρει 1.897 δικαιούχους,
λείπουν όμως οι γενίτσαροι, διότι το σώμα τους είχε μόλις διαλυθεί. Τα
φορολογικά έσοδα ορισμένων περιοχών προορίζονταν για το σιτηρέσιο των
γενιτσάρων (ήταν δηλαδή «μουκατάδες»). Επρόκειτο για τα έσοδα από 16
χωριά και από τις αλυκές της Λάρνακας και της Λεμεσού.
Έτσι, 3.000 πρόσωπα μοιράζονταν στα τέλη του 16ου αιώνα έξι εκατομμύρια
άσπρα ετησίως, δηλαδή εισέπρατταν σε χρήμα ή σε είδος κατά μέσο 2.000
άσπρα κατά κεφαλήν (1.360 γραμμάρια ασήμι). Το εν λόγω ποσόν
αντιστοιχούσε σε 5,5 άσπρα την ημέρα. Προς σύγκριση, σε μία απόφαση του
ιεροδικείου της Κύπρου, η ημερήσια προσωρινή διατροφή που επιδικάσθηκε σε
γυναίκα εν όψει διαζυγίου ορίστηκε σε 5 άσπρα. Ένας οικοδόμος στην
Ιερουσαλήμ είχε το 1578 ημερομίσθιο 3 άσπρα, ενώ ένας ειδικευμένος εργάτης
18 άσπρα. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι η κατανομή των προαναφερθέντων
εσόδων μεταξύ των γενιτσάρων και των άλλων δικαιούχων δεν ήταν ισομερής,
καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πολλοί από αυτούς δεν είχαν αποδοχές που
να τους επιτρέπουν να βιοπορίζονται χωρίς άλλους πόρους. Έτσι ίσως
δικαιολογούνται οι συνεχείς αυθαιρεσίες εις βάρος των χωρικών για την
απόσπαση περισσότερων προϊόντων ή χρημάτων από τα καθορισμένα.
Ασφαλώς όμως υπήρχαν και γενικότεροι παράγοντες, αφού οι αυθαιρεσίες των
αξιωματούχων ήταν γενικό φαινόμενο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ε. Χεκίμογλου κ.λπ., Ιστορία της Κύπρου, τ. Β΄, Λευκωσία 2010, 88-90.
Ronald Jennings, “Divorce in the Ottoman Sharia Court of Cyprus, 1580-1640”,
στο D. Penzac, Histoire Economique et Sociale de l’Empire Ottoman et de la
Turquie (1326-1960), Leuven 1995, 362.

1.3.6. Ειδικά θέματα μοναστικής γεωκτησίας και φορολογίας


Η αναφορά στις σχέσεις γεωκτησίας των μονών της Κύπρου θα ήταν ελλειπής
αν δεν γινόταν αναφορά σε ιδιαίτερα έθιμα και συνθήκες, όπως τα δοσίματα
για την περιφορά εικόνας, η απόδειξη της ιδιοκτησίας, το τάμα των
φοροεισπρακτόρων και η δημιουργία χριστιανικού αφιερώματος πάνω σε
ισλαμικό.

1.3.6.1. ∆οσίματα για την περιφορά εικόνας


Η λιτάνευση της εικόνας της Μονής Κύκκου για να παύσει η ανομβρία –ή για
άλλους λόγους, όπως η καταστροφή της γεωργικής παραγωγής από τις ακρίδες-
είχε ως προϋπόθεση για καταβολή δοσίματος για να μην προβάλλονται
προσκόμματα από τους τοπικούς αξιωματούχους. Φαίνεται όμως ότι οι
απαιτήσεις των τελευταίων αυξάνονταν συνεχώς. Για το λόγο αυτόν το 1604 οι

  53
μοναχοί του Κύκκου ζήτησαν την παρέμβαση του διοικητή του νησιού για να
μην εμποδίζεται η περιφορά της εικόνας. Το 1634 οι μοναχοί αναγκάστηκαν να
απευθυνθούν στην Κωνσταντινούπολη και να προκαλέσουν φιρμάνι του
σουλτάνου Μουράτ ∆΄, στο οποίο αναφέρεται με σαφήνεια ότι ενώ παλαιότερα
«σε παρόμοιες περιπτώσεις συνηθιζόταν οι μοναχοί να δίνουν ‘κάτι’ σε
αντάλλαγμα, τώρα μερικοί άνθρωποι της εξουσίας δεν αρκούνταν σε αυτό, και
ενταντιώνονταν στις προσευχές για να πάρουν περισσότερα χρήματα». Η
διαταγή του σουλτάνου δεν ήταν να μην ζητούνται δοσίματα από τους
μοναχούς, αλλά να μην απαιτούνται περισσότερα από όσα προσδιόριζε το
έθιμο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 45 και 101.

1.3.6.2. Μέσο απόδειξης της ιδιοκτησίας


Αν και στα σχετικά έγγραφα αναφέρονται ιεροδικαστικοί τίτλοι για την
κατοχύρωση της ιδιοκτησίας (μούλκι), στα αρχεία απαντούν περιπτώσεις στις
οποίες η ιδιοκτησία αποδεικνύεται ενώπιον του ιεροδικείου με ένορκες
προφορικές μαρτυρίες και όχι με χοτζέτι. Μάλιστα, δε γίνεται μνεία απώλειας
του χοτζετίου. δημιουργείται έτσι η υπόνοια ότι εθεωρείτο ισχυρή και
μεταβίβαση εκτός ιεροδικείου, εφόσον τεκμηριωνόταν με προφορικές
μαρτυρίες. Περίπτωση απόδειξης της ιδιοκτησίας περιβολιού στο χωριό Κάτω
Χρυσίδα με μαρτυρίες, αναφέρεται κατά το έτος 1609. Η νεότερη έρευνα έχει
εντοπίσει ότι οι χριστιανοί συναλλασσόμενοι αρκούνταν σε πρόχειρο τίτλο,
γραμμένο στα ελληνικά, και παραμελούσαν την (ασφαλώς δαπανηρή) έκδοση
χοτζέτ. Επίσης, επισημαίνεται ότι στα 1873 η μονή Μαχαιρά δεν διέθετε τίτλους
για τις γαίες που εξουσίαζε. Ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα οι ηγούμενοι
αγόραζαν το δικαίωμα εξουσίασης αγρών επ’ ονόματί τους και σημείωναν
επάνω στο σχετικό τίτλο (marifet) ότι τα κτήματα «ανήκαν» στη μονή:
«μουραφέτην των χωραφιών (…) οπού επούλησεν εις το όνομά μου, τα οποία
είναι του ιερού Μοναστηρίου Κύκκου» (1804) και «μουραφέττιν (…) τα οποία
είναι εις το όνομά μου ως επιτρόπου του ιερού μοναστηρίου Κύκκου όμως το
μούλτζιν είναι του ιερού μοναστηρίου Κύκκου και εγώ δεν μετέχω».
Ωστόσο, η προφορική μαρτυρία (ακόμη και αν δεν ήταν ένορκη) αποτέλεσε
μέσο επιβεβαίωσης εμπράγματων δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα εξουσίασης,
ακόμη και στις περιπτώσεις που οι μοναχοί παρουσίαζαν ταπού στο ιεροδικείο.
Σχετική είναι η διαδικασία για την επίλυση κτηματικών διαφορών που έλαβε
χώρα το 1835, και κατά την οποία οι εκπρόσωποι των μονών του Αγίου Όρους
παρουσίασαν τα ταπού τους για αγρούς και άλλα κτήματα στην Κασσάνδρα,
ενώ εκπρόσωποι των κατοίκων βεβαίωναν ότι δεν υπήρχαν διεκδικήσεις εκ
μέρους τρίτων, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτόν την αξία των τίτλων.

  54
Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν την άποψη ότι στα ιεροδικεία η προφορική
μαρτυρία υπερείχε των γραπτών τεκμηρίων, η αποδεικτική αξία των οποίων
ήταν συνάρτηση της επιβεβαίωσής τους από προφορικές μαρτυρίες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 55. τ. ∆΄, 1699 και 1811.
Μιχάλης Ν. Μιχαήλ, Το τσιφλίκι (çiftlik) της οθωμανικής περιόδου.
Μοναστηριακά τσιφλίκια στους κώδικες 49 (1813-1841) και 51 (1818-1881)
της Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2005, 68.
Ιωάννης Βασδραβέλλης, «Ανέκδοτα φιρμάνια αφορώντα εις τα εν τη
χερσονήσω Κασσάνδρας και αλλαχού εν τη Χαλκιδική ευρισκόμενα μετόχια»,
Μακεδονικά 13 1973, 289-307.
Aleksandar Fotić, “Non-Ottoman Documents in the Kadis' Courts (Moloviya,
Medieval Charters): Examples from the Archive of the Hilandar Monastery (15th
- 18th c.)”, στο Frontiers of Ottoman Studies: States, Province, and the West, vol.
II, London 2005, 70-71.
R. C. Jennings, “Limitations of the Judicial Powers of the Kadi in the 17th c.
Ottoman Kayseri”, Studia Islamica 50 1979, 173-174.

1.3.6.3. Αυτοπεριορισμός τιμαριούχου


Οθωμανός αξιωματούχος, από την τάξη των γενιτσάρων, ο οποίος είχε μάλλον
αναλάβει την είσπραξη του φόρου επί των προβάτων (adet-i ağnam), ήρθε σε
προστριβές με τους χριστιανούς του χωριού Ευρύχου, σχετικά με το ύψος του
φόρου (1596), απαιτώντας υπερβολικά ποσά. Μετά από συμβιβασμό μεταξύ
κατοίκων και γενίτσαρου για το φόρο των προβάτων, ο πρώτος δεσμεύτηκε με
ιεροδικαστικό έγγραφο να καταβάλει στο τζαμί της Λεύκας 3.000 ακτσέδες σε
περίπτωση που καταπίεζε και πάλι τους κατοίκους. Πρόκειται για μια
ιδιόρρυθμη ποινική ρήτρα θρησκευτικού χαρακτήρα σε βάρος του
αξιωματούχου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 39.

1.3.6.4. Βακούφι πάνω σε βακούφι


Το 1681 η μονή Κύκκου «αγόρασε» περιβόλι και μύλο από χριστιανό κάτοικο
του χωριού Κοράκου. Εκτός από το ποσό που κατέβαλε, η μονή ανέλαβε να
πληρώνει «μηνιαίο ενοίκιο» στο βακούφι του τεμένους της Λεύκας.

  55
Στην περίπτωση αυτή έχουμε δύο ενδιαφέροντα φαινόμενα: (α) Πίσω από την
φαινομενική αγορά μιας χριστιανικής ιδιοκτησίας υποκρύπτεται η εφαρμογή
του θεσμού του διτελούς βακουφίου. (β) Η χριστιανική μονή κατέχει ακίνητο
που ανήκει σε ισλαμικό αφιέρωμα για σκοπούς που συνδέονται με την άσκηση
του αφιερωματικού σκοπού της. Η κατοχή του συγκεκριμένου ακινήτου
αποσκοπούσε στο να προσπορίσει έσοδα για τους «φτωχούς μοναχούς και τους
επισκέπτες» της μονής. Από την άλλη πλευρά, το ακίνητο αυτό είχε αφιερωθεί
στη συντήρηση του τεμένους της Λεύκας. Έτσι, οι δύο αφιερωματικοί σκοποί,
του μοναστηριού και του τεμένους, συνέτρεχαν στο ίδιο ακίνητο.
Σε μια άλλη περίπτωση, το 1729, ο έφορος του βακουφίου του τεμένους
Ομεριγιέ, που βρισκόταν στη Λευκωσία, μίσθωσε σε μοναχούς της μονής
Κύκκου 59 στρέμματα αγρών και 89 ελαιόδεντρα, με ετήσιο προκαταβολικό
μίσθωμα 20 λίτρες ελαιόλαδο, για περίοδο 58 ετών. Στη διάρκεια της
μακρόχρονης αυτής μίσθωσης οι «ενοικιαστές» μοναχοί μεταβίβασαν το
δικαίωμα κατοχής των αγρών και των ελαιόδεντρων, σε τρία πρόσωπα
συνδεόμενα με τη μονή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 161. τ. Β΄ 1572-1839, 571.

1.3.6.4.1. ∆ιτελές βακούφι


Αν το οικόπεδο του περιβολιού και του μύλου ήταν καθαρή ιδιοκτησία
(μούλκι), δεν υπήρχε λόγος η μονή να αναλάβει την πληρωμή μηνιαίου ενοικίου
στο βακούφι του τεμένους της Λεύκας. Αυτό θα γινόταν αν το οικόπεδο ήταν
βακουφικό –εν προκειμένω ανήκε στο βακούφι του τεμένους της Λεύκας- και η
μονή είχε αγοράσει τα οικοδομήματα που βρίσκονταν πάνω στο βακουφικό
οικόπεδο. Τα οικοδομήματα πάνω σε βακουφικό οικόπεδο ανήκαν κατά πλήρη
κυριότητα στους ιδιοκτήτες τους. Το βακουφικό έδαφος εθεωρείτο ως
«υποκείμενο στις επί τούτου οικοδομές και δέντρα». Ο κύριος των οικοδομών ή
των δέντρων ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει στον έφορο του βακουφικού
οικοπέδου ένα είδος ενοικίου (εδαφονομίου), που ονομαζόταν icâre-i müeccele.
Ας σημειωθεί ότι τέτοιου είδους οικοδομές και δέντρα μπορούσαν να
αφιερωθούν από τον ιδιοκτήτη τους –ξεχωριστά από το έδαφος- για ευαγή ή
φιλανθρωπικό σκοπό. Έτσι, έχουμε την περίπτωση ενός αφιερώματος που
βρίσκεται πάνω σε ένα άλλο αφιέρωμα. Κατά κανόνα, η ζωή του υπερκείμενου
αφιερώματος διαρκούσε όσο η ύπαρξη των οικοδομημάτων ή των δέντρων.
Ενδιαφέρον είναι εν προκειμένω ότι το μίσθωμα δεν ήταν ετήσιο, όπως
συνέβαινε αργότερα, αλλά μηνιαίο. Στα λεγόμενα διτελή βακούφια ο κάτοχος
του δικαιώματος κατοχής της γης κατέβαλε ένα αρχικό μεγάλο ποσό, που
αντιπροσώπευε προκαταβολή μισθωμάτων για διηνεκή κατοχή του οικοπέδου,
και ονομαζόταν icâre-i muaccele, και ένα συμβολικό μηνιαίο ή ετήσιο ενοίκιο

  56
που ονομαζόταν icâre-i müeccele. Ο σκοπός του μηνιαίου ή ετήσιου ενοικίου
ήταν να υπενθυμίζει ότι ο πραγματικός κύριος του οικοπέδου ήταν το βακούφι
και όχι ο κάτοχός του. Σταδιακά, και ίσως επειδή ήταν πολύ μικρό, το μίσθωμα
καταβαλλόταν κάθε χρόνο και όχι κάθε μήνα.
Ο θεσμός του διτελούς οικοπέδου εμφανίζεται στα τέλη του 16ου αιώνα στην
Κωνσταντινούπολη και η συγκεκριμένη περίπτωση στο χωριό Κοράκου είναι η
πρώτη που συναντούμε στην Κύπρο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ν.Π. Ελευθεριάδης, Η ακίνητος ιδιοκτησία εν Τουρκία, εν Αθήναις 1903, 140.
John Robert Barnes, An Introduction to Religious Foundations in the Ottoman
Empire, Leiden 1986, 52-53.

1.3.6.4.2. Χρήση ισλαμικού βακουφικού ακινήτου από χριστιανική μονή


∆εν γνωρίζουμε αν στην περίπτωση του περιβολιού και του μύλου του χωριού
Κοράκου η μονή Κύκκου διατήρησε τα κτίσματα και τα εμφυτεύματα ως μούλκ
ή αν τα μετέτρεψε σε αφιέρωμα. Η δεύτερη περίπτωση (δηλαδή ένα κτίσμα ή
εμφύτευμα-χριστιανικό αφιέρωμα πάνω σε ένα οικόπεδο-ισλαμικό αφιέρωμα)
δεν είναι αδύνατη και απαντά σε άλλες περιοχές. Πιο γνωστή είναι η
περίπτωση του παλιού χριστιανικού νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης, το οποίο
βρισκόταν επάνω σε οικόπεδο του βακουφίου τεμένους (Akçe Mescid.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Έλλη Γκαλά - Γεωργιλά & Ευάγγελος Χεκίμογλου, «Τοπογραφικά της
μητροπολιτικής συνοικίας της Θεσσαλονίκης κατά την Τουρκοκρατία»,
Θεσσαλονικέων Πόλις 17 (Απρίλιος 2005) 92-99.

1.3.6.5. Μετατροπή ιδιωτικής περιουσίας ιερέα σε ισλαμικό βακούφι


Μια ασυνήθιστη περίπτωση που εντοπίζεται στις αρχές του 18ου αιώνα στην
Κρήτη δείχνει πόσο πολύπλοκη ήταν η πραγματικότητα σε ό,τι αφορά τις
ιδιοκτησιακές σχέσεις. Ο ιερέας του χωριού Σκαλάνι κατείχε μια καλλιεργήσιμη
έκταση, στα όρια της οποίας υπήρχαν κτίσματα (μύλος κ.λπ.) και τα ερείπια
ναού της Αγίας Ειρήνης. Στην αυλή του ναού υπήρχε αγίασμα και ο ιερέας
ανήγειρε επ’ αυτού ναΐσκο. Το αγίασμα και ο ιερέας σχημάτισαν γρήγορα μια
ιαματική παράδοση μεταξύ των περιοίκων, με αποτέλεσμα να συρρέουν ακόμη
και μουσουλμάνοι. Γι’ αυτό ο διοικητής του νησιού διέταξε την κατεδάφιση του
αγιάσματος και την πώληση με δημοπρασία του κτήματος σε κάποιον
μουσουλμάνο (1722). Το πιθανότερο είναι ότι η διαταγή αυτή δεν εκτελέστηκε.
Αντίθετα, ένα χρόνο αργότερα ο ιερέας πούλησε το κτήμα του στον ίδιο τον
διοικητή της Κρήτης. Ας σημειωθεί ότι δεν μεταβίβασε το δικαίωμα κατοχής
του κτήματος, αλλά το κτήμα σαν μουλκ, αν και αυτό θα έπρεπε να ανήκει

  57
στην κατηγορία των δημοσίων γαιών και όχι των μουλκ· ωστόσο στην Κρήτη
υπήρξαν ιδιοτυπίες ως προς την εφαρμογή του οθωμανικού ιδιοκτησιακού
συστήματος. Στη συνέχεια, ο διοικητής μετέτρεψε το κτήμα σε βακουφικό
αφιέρωμα και αμέσως μετά μεταβίβασε στον ιερέα το δικαίωμα κατοχής του
κτήματος, υπό τον τύπο του διτελούς βακουφίου (ένα σημαντικό εφάπαξ
ποσόν προκαταβολικά και ένα συμβολικό ποσόν κάθε χρόνο).
Μία παρατήρηση για την αξία του κτήματος: Η πώληση του μουλκίου από τον
ιερέα προς τον διοικητή έγινε έναντι 210 γροσίων. Η μεταβίβαση του
δικαιώματος κατοχής του διτελούς βακουφικού κτήματος από τον διοικητή
προς τον ιερέα έγινε αντί 120 γροσίων, πλέον 12 γροσίων ετησίως στο διηνεκές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Νικόλαος Σ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων
αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. ∆, Ηράκλειο 1984, 112, 132-133.
Eugenia Kermeli, "Caught between Faith and Cash: The Ottoman Land System of
Crete", στο A. Anastasopoulos (ed.), The Eastern Mediterranean under Ottoman
Rule; Crete 1645-1840, Rethymno 2008, 17-48.
Ελένη Καραντζίκου - Πηνελόπη Φωτεινού, Ιεροδικείο Ηρακλείου, Τρίτος
Κώδικας (1669/73-1750-67), (επιμ. Ελισάβετ Α. Ζαχαριάδου), Ηράκλειο 2003,
έγγρ. 247.

  58
2. Το παραγωγικό υπόβαθρο
Η εξέταση του παραγωγικού υποβάθρου αναφέρεται στις γαίες που κατείχαν
και αξιοποίησαν παραγωγικά οι αγιορειτικές και κυπριακές μονές. Αναφέρεται
επίσης στα παραγόμενα προϊόντα και τέλος στις αντίστοιχες προσόδους και τις
διακυμάνσεις τους.
Οι εκκλησιαστικής φύσεως οικονομικές δραστηριότητες με τις οποίες ήταν
εξοικειωμένες οι μονές αφορούσαν την πραγματοποίηση συγκεκριμένων
στόχων, όπως η διατροφή των μοναχών και των επισκεπτών, η συντήρηση των
κτιρίων των μονών και των μετοχίων τους, η εξασφάλιση πρώτων υλών και
προϊόντων που ήταν απαραίτητα για το σκοπό αυτόν και μόνον
δευτερευόντως στη μεγιστοποίηση των χρηματικών προσόδων ή την επίτευξη
επενδυτικών στόχων. Η κρατική αυθαιρεσία και κατά συνέπεια η αβεβαιότητα
που χαρακτήριζε το ύψος της κτηματικής φορολογίας των μονών και το
σημαντικό ύψος μετρητών που οι μονές έπρεπε να διαθέτουν για τη διατήρηση
της περιουσίας τους καθιστούσαν μόνιμη ανάγκη την εξασφάλιση ρευστού,
ώστε να εκπληρώνονται οι σχετικές υποχρεώσεις προς το δημόσιο αλλά και να
επιτυγχάνεται η μείωσή τους μέσω δωροδοκιών προς τους αξιωματούχους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα τέλη του 18ου αιώνα είχαν εκδοθεί τουλάχιστον
56 φιρμάνια για τις κτηματικές και φορολογικές υποθέσεις του Αγίου Όρους. Η
έκδοση καθενός από αυτά απαιτούσε δαπάνες μεγάλου ύψους.
Έτσι, οι οικονομικές δραστηριότητες των μονών έπρεπε –πλην της συντήρησης
των μοναχών- να εξασφαλίζουν τα μέσα για τη διατήρηση και την
εκμετάλλευση της περιουσίας, η οποία με τη σειρά της ήταν απαραίτητη για να
αναπαράγονται οι εν λόγω οικονομικές δραστηριότητες. Μέσα από τον κύκλο
αυτό –τον οποίον καθιστούσαν πιο επώδυνο οι αναπόφευκτες φυσικές
καταστροφές- οι μονές, έστω και αν αύξαναν την περιουσία τους,
αντιμετώπιζαν ασφυκτικά προβλήματα ταμιακής ρευστότητας, που οδηγούσαν
αφενός σε υπερχρεώση αφετέρου σε αλλεπάλληλες εκστρατείες ζητείας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Χαράλαμπος Γάσπαρης, Αρχείο Πρωτάτου: Επιτομές μεταβυζαντινών
εγγράφων, Αθωνικά Σύμμεικτα 2 1991, 20.

2.1. Γαίες
Οι γαίες των μονών του Άθω και της Κύπρου μπορούν να διακριθούν σε
μοναστηριακές γαίες, που υπάγονταν σε ειδικό νομικό καθεστώς, και τις λοιπές
γαίες οι οποίες εξουσιάζονταν μεν από μοναχούς, δεν υπάγονταν όμως στις
μοναστηριακές γαίες.

  59
2.1.1. Μοναστηριακές γαίες
Ο οθωμανικός νόμος περί γαιών του 1858 (άρθρο 122) ορίζει ότι: οι γαίες που
ήταν από παλαιά προσαρτημένες σε κάποιο μοναστήρι και έχουν εγγραφεί έτσι
στο αυτοκρατορικό κτηματολόγιο, δεν εξουσιάζονται με ταπού και ούτε
αγοράζονται ούτε πωλούνται.
Η έννοια της διάταξης είναι ότι οι εγγεγραμμένες στο αυτοκρατορικό
κτηματολόγιο γαίες αφιερώθηκαν στο μοναστήρι και υπάγονται στην
κυριότητά του. Στις γαίες της κατηγορίας αυτής δεν επιτρέπεται μεταβίβαση εν
ζωή ή λόγω θανάτου ούτε και παραχώρησή τους. Απαγορεύεται να
εξουσιάζονται με ταπού από έναν ή περισσότερους μοναχούς.
Όμως στις γαίες που ανέκαθεν εξουσιάζονταν με ταπού και που περιήλθαν
μεταγενέστερα στα χέρια των μοναχών και εξουσιάζονται χωρίς ταπού ως
προσαρτημένες στα μοναστήρια, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για
τις λοιπές δημόσιες γαίες. ∆ίδονται σε εξουσίαση με ταπού όπως και
προηγουμένως.
Η μεταγενέστερη σχέση των γαιών αυτών με τα μοναστήρια δεν αλλοιώνει την
ιδιότητά τους ως δημοσίων γαιών και δεν τις καθιστά προσαρτημένες. Γι΄ αυτό
εξακολουθούσαν να ανήκουν στην εξουσίαση των προσώπων επ' ονόματι των
οποίων έχουν εκδοθεί οι τίτλοι.
Τίθεται το ζήτημα τι έπρεπε να γίνει με οικοδομές, δέντρα και αμπέλια που
έχουν φυτέψει οι μοναχοί πάνω σε γαίες που εξουσιάζονται με ταπού. Οι
οικοδομές, τα δέντρα και τα αμπέλια εξουσιάζονταν κατά πλήρη κυριότητα
και αφιερώνονταν υπέρ του μοναστηριού. Στην περίπτωση αυτή, το έδαφος,
χωρίς να χάνει την ιδιότητα της δημόσιας γης, «παρακολουθούσε» τα κτίσματα,
τα δέντρα και τα αμπέλια και παρέμενε στην εξουσίαση της μονής για όσον
καιρό διατηρούνται αυτά.
Όπως προαναφέρθηκε (ενότητα 1.1.2), οι διατάξεις αυτές ενσωματώθηκαν τόσο
στο ελληνικό όσο και στο κυπριακό νομικό σύστημα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Οθωμανικοί δικαστικοί νόμοι, τχ. Β΄, εν Αθήναις 1913, 117-118.
Ν. Π. Ελευθεριάδης, Η ακίνητος ιδιοκτησία εν Τουρκία, εν Αθήναις 1903, 88-
89.

2.1.1.1. Προστασία μονών σε διοριστήρια διατάγματα πατριαρχών


Εκτός από τον προαναφερθέντα νόμο περί γαιών, οι περιουσίες των μονών
προστατεύονταν και με τα διοριστήρια διατάγματα των πατριαρχών, μέσα στο
πλαίσιο των προνομίων των τελευταίων: «ουδείς έχει την εξουσίαν άνευ
προηγουμένης υψηλής [=σουλτανικής] ειδικής διαταγής να αφαιρεί από τις
εκκλησίες και τα μοναστήρια τα «εν τη κατοχή αυτών ευρισκόμενα από

  60
παλαιών χρόνων» (…) «ουδείς αναμειγνύεται σε ό,τι αφορά τους αμπελώνες,
τους κήπους, τις μάνδρες, τα λιβάδια, τις πεδιάδες, τους τόπους των
πανηγύρεων, τα μοναστήρια, τα αγιάσματα, τους μύλους και άλλα τέτοια
κτίρια, τις οικίες και τα εργαστήρια που ανήκουν σε εκκλησίες υποκείμενες στο
Πατριαρχείο, και γενικά σε ό,τι αναφέρεται τις εκκλησίες λόγω ευσεβούς
αφιερώματος (βακουφίου)». [Από μπεράτ του έτους 1860]. Όλα τα ακίνητα
αυτά ήταν υπό την κατοχή του Πατριαρχείου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
∆. Νικολαΐδης, Οθωμανικοί κώδικες, τ. γ΄, εν Κπόλει 1890, 2742, 2745.
Ν. Π. Ελευθεριάδης, Η ακίνητος ιδιοκτησία εν Τουρκία, εν Αθήναις 1903, 84-
85.

2.1.1.2. Αναπαλλοτρίωτο μονών και κτημάτων


Σύμφωνα με διάταγμα της 14ης Μαρτίου 1868 (20 Ζιλχατσέ 1284), «ουδείς,
ουδέποτε και για ουδένα λόγο» δύναται να παραχωρήσει ή να εκποιήσει
μοναστήρι του Αγίου Όρους ή κτήμα του, είτε αυτό κείται στον Άθω είτε εκτός
αυτού. Επιτρέπεται μόνον η εκμίσθωση και η παραχώρηση κτήματος με
χρησιδάνειο για ορισμένο χρόνο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
∆. Νικολαΐδης, Οθωμανικοί Κώδικες, τ. γ΄, εν Κωνσταντινουπόλει 1890, 2817.

2.1.2. Μετόχια
Το μετόχι είναι υποτελές παράρτημα ιεράς μονής, το οποίο έχει κυρίως
περιουσιακό χαρακτήρα. Ανήκει σε αυτήν διοικητικώς και διαχειριστικώς. Οι
μοναχοί που εγκαταβιώνουν στο μετόχι εγκαθίστανται εκεί με απόφαση της
κυρίαρχης μονής, ανήκουν στην αδελφότητά της και ελέγχονται από αυτήν. Το
μετόχι δεν έχει δική του νομική προσωπικότητα.
Σύμφωνα με τον καταστατικό χάρτη του Αγίου Όρους, τα κτήματα των ιερών
μονών εν γένει (δηλαδή τόσο η απλή αγροτική ιδιοκτησία όσο και τα μετόχια)
που βρίσκονται εντός και εκτός του Αγίου Όρους μισθώνονται ή
καλλιεργούνται με αυτεπιστασία από τις μονές ανάλογα με το συμφέρον τους.
Αποκλείεται κάθε εξάρτηση των μετοχίων από τη δημόσια διοίκηση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Χ. Κ. Παπαστάθης, "Περί την άσκησιν εποπτείας εις τα εκτός της χερσονήσου
του Άθω κείμενα αγιορειτικά μετόχια. Γνωμοδότησις", ανάτυπο από το Νομικό
Βήμα 34 (1986) 818-828.

  61
2.1.3. Αγιορειτικά μετόχια
∆ιάταγμα του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ που εκδόθηκε το έτος 1834 και ίσως
αντιγράφει προηγούμενο, αναφέρει ότι η αθωνική χερσόνησος δεν μπορούσε
να θρέψει τους μοναχούς της και τους επισκέπτες των μονών. Γι’ αυτό οι
μοναχοί διατηρούσαν κτήματα στην Ίμβρο, τη Λήμνο και το σαντζάκι της
Θεσσαλονίκης.
«Η ρηθείσα χερσόνησος πετρώδης και ορεινή ούσα, εκτός δένδρων
φουντουκιών ουδεμίαν άλλην έχει πρόσοδον, όθεν τους διά την τροφήν αυτών
[των καλογήρων] και των πηγαινοερχομένων μουσαφίρηδων ζαχιρέδες
[προμήθειες] φροντίζουσα από νησία Λήμνον και Ίμβρον και από τα εις την
επαρχίαν Θεσσαλονίκης εις μερικά μέρη ευρισκόμενα τζιφθλίκια τα οποία
ονομάζουν μετόχια και επειδή αι τροφαί αυταί δεν εξαρκούσιν, φροντίζουσι δι’
ελεημοσύνης εν μέρος…».
Ο αριθμός των μετοχίων σημειώνεται σε απογραφή του 1720, η οποία απέδωσε
«τριάντα δύο τζεφλίκια και πενήντα δύο και ήμισυ ζευγάρια». Το διάταγμα
του 1834 αναφέρεται σε αυτήν την απογραφή και αναγνωρίζει ότι τα κτήματα
αυτά εξακολουθούσαν να αποτελούν περιουσία των μονών: «παλαιά
καταγραφή με θεσπίσματα βασιλικά επικυρωθείσα» (δηλαδή διατάγματα που
καταχωρίστηκαν στο παλαιό αυτοκρατορικό κτηματολόγιο).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μανουήλ Γεδεών, Επίσημα γράμματα τουρκικά αναφερόμενα εις τα
εκκλησιαστικά ημών δίκαια, εν Κωνσταντινουπόλει 1910, 34-35.

2.1.3.1. Μετόχια Χαλκιδικής


Το 1722 οι μονές του Αγίου Όρους κατείχαν 56 μετόχια στους ναχιγιέδες
Παζαρούδας, Καλαμαριάς και Σιντρικές (Μαντομοχωρίων).
1] Μετόχι Πυργούδια της μονής Ιβήρων
2] Μετόχι της μονής Αγίου Παύλου
3] Μετόχι της μονής Χελανδαρίου
4] Μετόχι της μονής Λαύρας
5] Μετόχι της μονής Ζωγράφου
6] Μετόχι της μονής Βατοπεδίου στην περιοχή Μαντεμοχωρίων
7] Άλλο μετόχι της μονής Βατοπεδίου στην περιοχή Μαντεμοχωρίων
8] Μετόχι της μονής Κουτλουμουσίου
9] Μετόχι της μονής Ιβήρων κοντά στην Ιερισσό
10] Το κατεστραμμένο μετόχι Κορώνα της μονής Χελανδαρίου κοντά στην
Ιερισσό

  62
11] Μετόχι της μονής Καρακάλλου κατεστραμμένο, στα σύνορα της Ιερισσού
12] Μετόχι της μονής Ξηροποτάμου
13] Μετόχι της μονής ∆ιονυσίου
14] Μετόχι της μονής Βατοπεδίου κοντά στο χωριό Ορμύλια
15] Μετόχι της μονής Ζωγράφου στο ναχ. Παζαρούδας
16] Μετόχι της μονής Λαύρας στο ναχ. Παζαρούδας
17] Μετόχι της μονής ∆οχειαρίου στο ναχ. Παζαρούδας
18] Μετόχι της μονής Ξηροποτάμου στο ναχ. Παζαρούδας
19] Μετόχι της μονής Βατοπεδίου στη θέση Άγιος Μάμας στο ναχ. Παζαρούδας
20] Μετόχι της μονής Ξηροποτάμου στη θέση Σάρτη στο ναχ. Παζαρούδας
21] Μετόχι της μονής Αγίου Παύλου στη θέση Σάρτη στο ναχ. Παζαρούδας
22] Μετόχι της μονής Παντοκράτορος στη θέση Συκιά
23] Μετόχι της μονής Γρηγορίου στη θέση Συκιά
24] Μετόχι της μονής ∆οχειαρίου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
25] Μετόχι της μονής Σίμωνος Πέτρας στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς
26] Μετόχι της μονής ∆ιονυσίου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
27] Μετόχι της μονής ∆ιονυσίου στη θέση ∆εβελίκια στο ναχ. Καλαμαριάς
28] Μετόχι της μονής Σταυρονικήτα στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς
29] Μετόχι της μονής Εσφιγμένου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
30] Μετόχι της μονής Καρακάλλου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
31] Μετόχι της μονής Ιβήρων στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
32] Άλλο μετόχι της μονής Ιβήρων στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
33] Τρίτο μετόχι της μονής Ιβήρων στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
34] Τέταρτο μετόχι της μονής Ιβήρων στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς
35] Μετόχι της μονής Χελανδαρίου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
36] Άλλο μετόχι της μονής Χελανδαρίου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς
37] Μετόχι της μονής Γρηγορίου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
38] Μετόχι της μονής Παντοκράτορος στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς

  63
39] Μετόχι της μονής Αγίου Παύλου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς
40] Μετόχι της μονής Ξηροποτάμου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
41] Μετόχι της μονής Ζωγράφου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
42] Άλλο μετόχι της μονής Παντοκράτορος στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς
43] Μετόχι της μονής ΚΟυτλουμουσίου στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ.
Καλαμαριάς
44] Μετόχι της μονής Λαύρας στη θέση Κασσάνδρα στο ναχ. Καλαμαριάς
45] Μετόχι της μονής Εσφιγμένου στη θέση Πορταριά του ναχ. Παζαρούδας
46] Μετόχι της μονής ∆ιονυσίου στην οδό Καλαμαριάς [εννοεί προς την
Κασσάνδρα]
47] Μετόχι της μονής Κωνσταμονίτου στο ναχ. Καλαμαριάς
48] Μετόχι της μονής Παντοκράτορος στον Άγιο Νικόλαο του ναχ.
Καλαμαριάς
49] Μετόχι της μονής Ζωγράφου στο ναχ. Καλαμαριάς
50] Μετόχι της μονής Φιλοθέου κοντά στο χωριό Μυριόφυτο
51] Μετόχι της μονής Χελανδαρίου στη θέση Βουλγάρα στο ναχ. Καλαμαριάς
52] Μετόχι της μονής Ξενοφώντος στη θέση Τσαλή στο ναχ. Καλαμαριάς
53] Μετόχι της μονής Αγίου Παύλου, το λεγόμενο Αγιοπαυλίτικο στο ναχ.
Καλαμαριάς
54] Μετόχι της μονής ∆οχειαρίου στην Ορμύλια του ναχ. Παζαρούδας
55] Μετόχι της μονής Ξενοφώντος κοντά στο χωριό Άγιος Νικόλαος του ναχ.
Παζαρούδας
56] Μετόχι κατεστραμμένο της μονής Σίμωνος Πέτρας κοντά στο χωριό Άγιος
Νικόλαος
Το 1765 στα μετόχια αυτά αντιστοιχούσαν 142 φορολογικές μονάδες (χανέδες),
ο φόρος avariz των οποίων υπολογίστηκε κατ’ αποκοπή σε 1.301,5 γρόσια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ιωάννης Βασδραβέλλης, «Ανέκδοτα φιρμάνια αφορώντα εις τα εν τη
χερσονήσω Κασσάνδρας και αλλαχού εν τη Χαλκιδική ευρισκόμενα μετόχια»,
Μακεδονικά 13 1973, 274-315.

  64
2.1.3.2. Μετόχια Θεσσαλονίκης
Μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς απαντούν στην
πόλη 28 αγιορειτικά μετόχια. Κανένα από αυτά δεν μπορεί να ταυτιστεί με
ασφάλεια με ένα από τα εβδομήντα περίπου αγιορειτικά μετόχια που
καταγράφονται στην ίδια πόλη πριν από το 1430.
Τα μετά το 1430 μετόχια είναι τα εξής:
1/ Αγία Μαρίνα (1569). Μεγάλη Λαύρα
2/ Αγία Παρασκευή (1432). Μονή Βατοπεδίου
3/ Άγιος Χαράλαμπος (1724). Μονή Σιμωνόπετρας
4/ Ακίνητο κοντά στον Άγιο Μηνά (1900). Μονή Κωνσταμονίτου
5/ Ακίνητο στο Ακτσέ Μεστζίντ (1590). Μονή Χελανδαρίου
6/ Ακίνητο στο Ιπποδρόμιο (1622). Μονή Χελανδαρίου
7/ Ακίνητο στο Ιπποδρόμιο (1697). Μονή Ζωγράφου
8/ Ακίνητο στο Ιπποδρόμιο (1900). Μονή Βατοπεδίου
9/ Ακίνητο στο Ιπποδρόμιο (ca. 1900). Μονή Σταυρονικήτα
10/ Αυλή στη συνοικία Αχειροποιήτου (1569). Μονή Ζωγράφου
11/ Γεώργιος Άγιος (1758). Μονή Γρηγορίου
12/ ∆ωμάτια στη συνοικία Μητροπόλεως (1495). Μονή Βατοπεδίου
13/ Εργαστήρια, Ουν Καπάν (1495). Μονή Βατοπεδίου
14/ Θεοτόκος Περσιώτισσα (1569). Μεγάλη Λαύρα
15/ Καπηλειό, Ουν Καπάν (1569). Μεγάλη Λαύρα
16/ Μετόχι δίπλα στον άγιο Μηνά (1650). Μονή Παντοκράτορος
17/ Μετόχι, πρώην Αγίου Τάφου (1761). Μονή Χελανδαρίου
18/ Μονή Βλατάδων (1633). Μονή Ιβήρων
19/ Οίκημα «Κιράνας». Μονή Ξηροποτάμου
20/ Οικήματα σε αυλή (1568). Μονή Βατοπεδίου
21/ Οικήματα, αυλή Πολύζου (1595). Μονή Βατοπεδίου
22/ Οικία στην ενορία Αγίου Κωνσταντίνου (1814). Μονή Ξηροποτάμου
23/ Οικία στην Παναγούδα (1811). Αγίου Παύλου
24/ Οικόπεδο (1900). Μονή ∆ιονυσίου
25/ Οινοπωλείο, πύλη της σκάλας (1569). Μεγίστη Λαύρα
26/ Άγιος Σάββας, μετόχι στο Ιπποδρόμιο (1906). Μονή Χελανδαρίου
27/ Σωτήρος, μονύδριο (1502). Μονή ∆ιονυσίου

  65
28/ Σωτήρος, ναΐδριο (προ του 1880). Αγίου Παύλου
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ευάγγελος Χεκίμογλου, Αγιορειτικά μετόχια και κτήματα στη Θεσσαλονίκη
(946-1918). Προσωρινός κατάλογος (υπό έκδοση).

2.1.3.3. Μετόχια Μολδοβλαχίας


Η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους κατείχε τη μονή της Κοίμησης της
Θεοτόκου στο Βουκουρέστι, γνωστή κοινώς ως Κοτροτζάνι, η οποία ήταν
αφιέρωμα του Ιωάννου Σερμπάνου Κατακουζηνού στα τέλη του 17ου αιώνα,
και τη μονή των Τριών Ιεραρχών στο Ιάσιο (18ος αιώνας). Από τις μονές αυτές
ήταν εξαρτημένα αγροκτήματα, σκήτες, εκκλησίες, καταστήματα, αγροτικές
εκτάσεις και βοσκές.
Για να ανατεθεί σε κάποιον η ηγουμενία των εν λόγω μονών έπρεπε να έχει
κουρά αγιορειτική και να εγγυηθεί γι’ αυτόν η μονή της μετανοίας του. Η
ανάληψη της ηγουμενίας είχε χαρακτήρα μισθώσεως της μονής για
συγκεκριμένο χρονικό διάστημα 4 ή 6 ετών. Το μίσθωμα καταβαλλόταν σε δύο
εξαμηνιαίες δόσεις. Το συμβόλαιο ήταν ολοσφράγιστο, με τις είκοσι σφραγίδες
των μονών. Οι πρόσοδοι των δύο μονών διανέμονταν εξ ίσου και στις είκοσι
αθωνικές μονές για την τέλεση μνημοσύνων, λειτουργικών και αγρυπνιών και
ήταν σημαντικά αυξημένες στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.
Στη Μολδαβία διατηρούσαν κτήματα οι μονές Λαύρας, Βατοπεδίου, Ιβήρων,
Ξηροποτάμου, Ζωγράφου, Αγίου Παύλου, Γρηγορίου, Εσφιγμένου. Τα μετόχια
ήταν τα εξής:
Μύρων (1592), Γκόλια (1606),, Τριών Ιεραρχών (1640), ∆οπροβετζουλίου
(1651), Θεοδωρενίου (1664), Βάρβοϊ (1669), Ραδουκάνου (1678), ∆άγκου
(1702), Ρακετόσα (1729), Βερζουντσίου (1763), Βυζαντίας (1777), Φλορεστίου
(1806), Περτσίτσας. Επίσης τρεις σκήτες και τρεις εκκλησίες.
Στη Βλαχία διατηρούσαν κτήματα οι μονές Ιβήρων, Χελανδαρίου, ∆ιονυσίου,
Κουτλουμουσίου, Παντοκράτορος, Ξηροποτάμου, ∆οχειαρίου, Σταυρονικήτα,
Ξενοφώντος, Αγίου Παύλου, Σίμωνος Πέτρας και Γρηγορίου. Τα μετόχια ήταν
τα εξής:
Αγίων Αποστόλων (1586), Μιχαΐβοδα (1589), Ράδου Βόδα (1613),
Κλοτζοβουλίου (1625), Καστζορίου (1631), Σλοβοζίας (1635), Κοτροτζανίου
(1682), Αγίων Αποστόλων (1760), Αγίου Σπυρίδωνος (1776), Ράβας, Ζιτίας,
Χοτορανίου και επτά σκήτες.
Η διαχείριση των μετοχίων αυτών γινόταν με την ενοικίαση σε αγιορείτες
μοναχούς είτε με αυτεπιστασία, όπως γινόταν με τα μετόχια της Χαλκιδικής,
της Λήμνου κ.λπ.

  66
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αλέξανδρος Λαυριώτης (Λαζαρίδης), Το Άγιον Όρος μετά την οθωμανικήν
κατάκτησιν, εν Αθήναις 1963, 86-104.
Μιλτιάδης Καραβοκυρός, Τα δίκαια των εν Ρουμανία μοναστηρίων των Αγίων
Τόπων κατά τα χρυσόβουλλα των ιδρυτών αυτών, τα υψηλά βεράτια (χαττί
σερίφ), τα προαιώνια έθιμα από του στ΄αιώνος, τας διεθνείς συνθήκας και τα
διπλωματικά έγγραφα, εν Κωνσταντινουπόλει 1913, 13-14.

2.1.3.5. Μετόχια των Αγίων Τόπων στη Μολδοβλαχία


Στη Μολδαβία και τη Βλαχία μετόχια είχαν το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, το
Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, το Πατριαρχείο Αντιοχείας και η Αγία
Αικατερίνη του Σινά.
Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων κατείχε οκτώ μοναστήρια στη Βλαχία, από τα
οποία αρχαιότερα ήταν του Γκρούι και του Αγίου Σάββα (1600), και 13
μοναστήρια με τρεις σκήτες στη Μολδαβία, από τα οποία αρχαιότερα ήταν της
Αναλήψεως και του Αγίου Σάββα (1600).
Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας είχε στη Βλαχία τη μονή Σλαταρίου (1766) με
τρεις σκήτες, και στη Μολδαβία τη μονή Χάγκου ή Βουχαλνίτζα (1715).
Το Πατριαρχείο Αντιοχείας είχε στη Βλαχία τη μονή Αγίου Σπυρίδωνος (1731)
και στη Μολδαβία τη μονή Παπαούτση (1751).
Τέλος, υπήρχαν τρεις μονές στη Βλαχία που ήταν σιναΐτικα μετόχια, εκ των
οποίων αρχαιότερο της Αγίας Αικατερίνης (προ του 1600) και μία σκήτη,
καθώς και δύο μονές στη Μολδαβία, η αρχαιότερη των οποίων ήταν η μονή της
Φορμόζας (περί το 1600).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μιλτιάδης Καραβοκυρός, Τα δίκαια των εν Ρουμανία μοναστηρίων των Αγίων
Τόπων κατά τα χρυσόβουλλα των ιδρυτών αυτών, τα υψηλά βεράτια (χαττί
σερίφ), τα προαιώνια έθιμα από του στ΄αιώνος, τας διεθνείς συνθήκας και τα
διπλωματικά έγγραφα, εν Κωνσταντινουπόλει 1913, 14-15.

2.1.3.6. Η απώλεια των μετοχίων στη Μολδοβλαχία


Συνολικά στη Μολδαβία και τη Βλαχία υπήρχαν 25 μοναστήρια και έξι σκήτες
που ήταν αγιορειτικά μετόχια, ενώ συνολικά τα «γραικικά» μετόχια (του
Αγίου Όρους, των πατριαρχείων της Ανατολής και της μονής του Σινά),
απαριθμούνταν σε 71 και επιπλέον 23 σκήτες.
Οι μονές αυτές κατείχαν εκατοντάδες κτήματα, που είχαν την εξής κατανομή:

  67
Ιδιοκτήτες Γαίες Κτίρια Αμπέλια Εμφυτεύσεις
Πατρ. 195 10 345 673
Ιεροσολύμων
Άγιον Όρος 211 77 671 1550
Μονή Σινά 55 29 270 320
Πατρ. 11 7
Αλεξανδρείας
Πατρ. 5 1 8 20
Αντιοχείας
Σύνολο 477 124 1294 2563

Οι ιδιοκτησίες αυτές, μαζί με άλλα μετόχια του κλίματος του Πατριαρχείου


Κωνσταντινουπόλεως, κάλυπταν το ένα ενδέκατο του εδάφους της Βλαχίας και
της Μολδαβίας. Από το 1859 που οι δύο αυτές ηγεμονίες ενώθηκαν και
κατέστησαν αυτόνομες υπό την τυπική επικυριαρχία του σουλτάνου, οι ηγέτες
τους μεθόδευσαν τη δήμευση των ανωτέρω μετοχίων. Στην αρχή έθεσαν ζήτημα
συμμετοχής των ηγεμονιών στις προσόδους των ανωτέρω μοναστηρίων, έπειτα
κατέσχεσαν τα ιερά σκεύη και κειμήλια, στη συνέχεια κατάσχεσαν τα
δωρητήρια έγγραφα, απαγόρευσαν τη χρήση της ελληνικής γλώσσας και
φυλάκισαν ηγουμένους. Τέλος, το 1863 προχώρησαν στη δήμευση όλων των
«γραικικών» μετοχίων. Με εγκύκλιο της υπό τον συνταγματάρχη Αλέξανδρου
Κούζα κυβέρνησης (18.7.1863) τα μετόχια αυτά χαρακτηρίστηκαν ως «κτήματα
του κράτους» και οι μισθώσεις τους ανατέθηκαν στο υπουργικό συμβούλιο.
Στη συνέχεια, λόγω των διαμαρτυριών του «γραικικού» μοναστικού κόσμου,
της αντίδρασης της οθωμανικής κυβέρνησης αλλά και της δυσφορίας των
μεγάλων δυνάμεων, η κυβέρνηση Κούζα μεθόδευσε διαδικασία εξαγοράς των
δικαιωμάτων του Αγίου Όρους και των πατριαρχείων της Ανατολής με το
προϊόν δανείου, το οποίο επρόκειτο να χορηγήσουν τραπεζίτες της
Κωνσταντινούπολης. Αν και υπογράφτηκε η δανειστική σύμβαση, το σχέδιο
ουδέποτε εφαρμόστηκε.
Έναντι των «γραικικών» μονών και της οθωμανικής κυβέρνησης η ηγεσία των
ηγεμονιών πρόβαλε το επιχείρημα ότι οι μονές δεν είχαν δικαίωμα ιδιοκτησίας,
αλλά απλώς συμμετοχής στο εισόδημα των μετοχίων. Επίσης, ότι οι δωρεές και
αφιερώσεις είχαν πραγματοποιηθεί με όρους να χρησιμοποιούνται οι πρόσοδοι
για επιτόπιες αγαθοεργίες, οι οποίοι δεν τηρήθηκαν. Αν και η διένεξη
διατηρήθηκε σε ηπιότερους τόνους, λύση δεν δόθηκε στο ζήτημα ούτε μετά την
ανεξαρτητοποίηση της Ρουμανίας (1878).

  68
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μιλτιάδης Καραβοκυρός, Τα δίκαια των εν Ρουμανία μοναστηρίων των Αγίων
Τόπων κατά τα χρυσόβουλλα των ιδρυτών αυτών, τα υψηλά βεράτια (χαττί
σερίφ), τα προαιώνια έθιμα από του στ΄αιώνος, τας διεθνείς συνθήκας και τα
διπλωματικά έγγραφα, εν Κωνσταντινουπόλει 1913, 15-18.
Σπυρίδων Αντίοχος, Υπόμνημα περί των εν Ρουμανία μοναστηριακών
κτημάτων των Αγίων Τόπων, εν Αθήναις 1901, 8-46.
Νικόλαος ∆. Λεβίδης, Τα εν Ρουμανία ελληνικά μοναστηριακά κτήματα, εν
Αθήναις 1893, 7.

2.1.3. Μετόχια κυπριακών μονών


Μια ιδέα για τη σημασία που είχαν τα μετόχια σε ό,τι αφορούσε την αύξηση
του καλλιεργούμενου εδάφους για λογαριασμό των κυπριακών μοναστηριών
δίνουν τα στοιχεία που αφορούν τη μεγαλύτερη μονή του νησιού, τη μονή
Κύκκου.
Έναντι 4.300 στρεμμάτων αγρών στις αρχές του 19ου αιώνα, η μονή κατείχε
20.250 στρέμματα στα 1880, δηλαδή η έκταση που καλλιεργούσε σχεδόν
πενταπλασιάστηκε. Στο ίδιο χρονικό διάστημα τα 100 στρέμματα αμπέλια
εξαπλασιάστηκαν και τα 4.695 ελαιόδεντρα σχεδόν διπλασιάστηκαν. Ας
σημειωθεί ότι τα κτήματα αυτά δεν περιορίζονταν στο στενό γεωγραφικό χώρο
της μονής. ήταν διασπαρμένα σχεδόν σε όλα τα σημεία του νησιού και κυρίως
στους καζάδες Μόρφου, Πάφου και Ορεινής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μιχάλης Ν. Μιχαήλ, Το τσιφλίκι (çiftlik) της οθωμανικής περιόδου.
Μοναστηριακά τσιφλίκια στους κώδικες 49 (1813-1841) και 51 (1818-1881)
της Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2005, 134-135.

2.1.3.1. Μετόχια της Μονής Κύκκου


Με βάση τα οθωμανικά έγγραφα της μονής Κύκκου, αυτή διέθετε μετόχια στις
τοποθεσίες Ξεροποτάμου, Αυλώνας, Πολεμίου, Αγίας Μονής, Κάτω Παναγιάς,
Αγίου Προκοπίου και Αρχαγγέλου (που ήταν τα κυριότερα κατά το 19ο
αιώνα), Καραβά, Συριανοχώρι, Κοράκου, Τσακίστρα, Πολέμι, Κάτω Παναγιά,
Πενταλιά, Σίντης, Πιάνιο, Καπηλειό, Τραχώνι, ενώ στα δυτικά του νησιού στον
Άγιο Σέργιο, τον Προαστειό και την Καλοψίδα.
Ωστόσο οι οικισμοί στους οποίους επεκτείνονταν οι οικονομικές
δραστηριότητες της μονής ήταν πολύ περισσότεροι από τους προαναφερθέντες
και κάλυπταν ολόκληρο το δίκτυο οικισμών του δυτικού τμήματος της Κύπρου
και πάνω από τριάντα χωριά του κεντρικού και ανατολικού τμήματος.

  69
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μιχάλης Ν. Μιχαήλ, Το τσιφλίκι (çiftlik) της οθωμανικής περιόδου.
Μοναστηριακά τσιφλίκια στους κώδικες 49 (1813-1841) και 51 (1818-1881)
της Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2005, 134.
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Γ΄, 2205-2207.

2.1.3.2. Απολεσθέντα μετόχια


Τον 16ο και 17ο αιώνα απαντούν μετόχια τα οποία αργότερα χάθηκαν, όπως η
μονή των Αγίων Αποστόλων στο χωριό Θρινιά (25 χλμ. ΒΑ της Πάφου), η
οποία μνημονεύεται σε αφιερωτήριο έγγραφο του 1631, με το οποίο κάτοικοι
του χωριού Πολέμι, οι οποίοι είχαν αγοράσει «πριν από καιρό» με την άδεια
του σπαχή του χωριού και αντί 300 ακτσέδων το εν λόγω μοναστήρι, το
αφιέρωσαν στη μονή Κύκκου, μαζί με αγρούς. Σε έγγραφα του 1773 και 1792
γίνεται λόγος για αγρούς της μονής Κύκκου στο χωριό Θρινιά, όχι όμως πλέον
και για το μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων. Στη Θρινιά υπάρχουν νεότερα
παρεκκλήσια που οικοδομήθηκαν στη θέση ερειπίων θρησκευτικών κτισμάτων,
των οποίων δεν διατηρήθηκε η ονομασία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μιχάλης Ν. Μιχαήλ, Το τσιφλίκι (çiftlik) της οθωμανικής περιόδου.
Μοναστηριακά τσιφλίκια στους κώδικες 49 (1813-1841) και 51 (1818-1881)
της Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2005, 134.
Ι. Θεοχαρίδης, Αρχείο Ιεράς Μονής Κύκκου. Οθωμανικά έγγραφα 1572-1839,
τ. Α΄ 1572-1719, Λευκωσία 1993, 99. τ. Γ΄, 1085 και 1531.

2.1.3.3. Μετόχια της μονής Μαχαιρά και της μονής Αγίου Νεοφύτου
Η μονή Μαχαιρά καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1530. Η ανοικοδόμησή της
ολοκληρώθηκε το 1697. Ανέκτησε περιουσία και κύρος κατά τον 18ο αιώνα. Το
1770 η μονή κατείχε 70 οικίες και 3.470 χωράφια. Το παλαιότερο μετόχι της
μονής βρίσκεται στο χωριό Λυθροδόντα.
Η μονή Αγίου Νεοφύτου κατέχει μεγάλες αγροτικές εκτάσεις γύρω από την
κοινότητα Αχέλεια. Επίσης, στη θέση «Στεφάνη», έξω από την κοινότητα Τάλα
Πάφου, υπάρχει σύγχρονος ναΐσκος του Αγίου Γεωργίου, που είναι μετόχι της
Μονής Αγίου Νεοφύτου. Εικάζεται ότι στη συγκεκριμένη θέση υπήρχε οικισμός
κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Σ. Μενάρδος, «Η εν Κύπρω ιερά μονή της Παναγίας του Μαχαιρά», Επετηρίς
του Παρνασσού 10 (1914), 117-168.

  70
Ε. Χεκίμογλου & Ιερομόναχος Ιουστίνος Σιμωνοπετρίτης, Τα μοναστήρια της
Κύπρου, Άγιον Όρος 2008.

2.2. Προϊόντα
Τόσο οι αγιορειτικές όσο και οι κυπριακές μονές λειτούργησαν σε αγροτικό
περιβάλλον. Οι μοναχοί προέρχονταν κυρίως από τις αγροτικές κοινότητες και
γνώριζαν τις αγροτικές εργασίες. Η οικονομία μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα
ήταν, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, αγροτική. Έτσι, τα αγροτικά
προϊόντα βρίσκονταν στο επίκεντρο του οικονομικού ενδιαφέροντος των
μονών. Η ποικιλία των αγροτικών προϊόντων ήταν ταυτόσημη με τη
γεωγραφία των μετοχίων, αλλά σε γενικές γραμμές τα δημητριακά, το κρασί, το
λάδι, η ξυλεία ήταν το άλφα και το ωμέγα της μοναστικής οικονομίας από τους
βυζαντινούς μέχρι τον 20ό αιώνα.

2.2.1. Προϊόντα των αθωνικών μονών


∆εν διαθέτουμε ακριβή στοιχεία για το ύψος της υλικής παραγωγής των
αγιορειτικών μονών. Σε ό,τι αφορά την παραγωγή της αθωνικής χερσονήσου
στα μέσα του 18ου αιώνα είναι δυνατή μια χονδρική εκτίμηση με βάση το φόρο
που βεβαιώθηκε:
Αμπέλια 1.520 στρέμματα
Ελιές 31.350 δέντρα
Λεπτοκαριές 992 στρέμματα
Κήποι 225 στρέμματα
∆αμάσκηνα (μεγάλες ποσότητες)
Ξυλεία (μεγάλες ποσότητες).
Στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, στις Καρυές
πραγματοποιούνταν συναλλαγές με αντικείμενο την κριθή, τα άλευρα, την
ξυλεία, τα σιδερικά (μονή Ιβήρων) και το ροδέλαιο (Μ. Λαύρα).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ιωάννης Βασδραβέλλης, «Ανέκδοτα φιρμάνια αφορώντα εις τα εν τη
χερσονήσω Κασσάνδρας και αλλαχού εν τη Χαλκιδική ευρισκόμενα μετόχια»,
Μακεδονικά 13 1973, 284-287, 310.
Αλ. Γρηγορίου – Ε. Χεκίμογλου, Τα λογιστικά κατάστιχα της Ι. Μ. Σίμωνος
Πέτρας, Πρακτικά ΛΒ΄ Πανελλήνιου Ιστορικού Συνεδρίου 2011, ηλεκτρονική
δημοσιεύση <http://histsociety.web.auth.gr/Praktika 2011, 13-42.

  71
2.2.1.1. Υλοτομία
Από το πρώτο τυπικό του Άθω υπήρχε διάταξη που περιόριζε την πώληση της
εγχώριας ξυλείας μεταξύ των μοναχών που εγκαταβίωναν στα ιδρύματά του.
Το δεύτερο τυπικό (1046) επισήμανε την παραβίαση του κανόνα, τον οποίον
και επαναδιατύπωσε.
Η ξυλεία της καστανιάς χρησιμοποιούνταν για την ναυπηγική, την παραγωγή
ξυλανθράκων και την οικοδομική. ∆ιασώζονται μαρτυρίες από τα μέσα του
18ου αιώνα για μαζικές εξαγωγές επεξεργασμένης και ανεπεξέργαστης ξυλείας.
Η εξαγωγή της ξυλείας δεν φορολογούνταν ξεχωριστά, δεδομένου ότι για τα
αγροτικά προϊόντα και τους κτηματικούς φόρους καταβαλλόταν κατ’ αποκοπή
ετήσια φορολογία (βλ. παραπάνω). Βάσει του ΚΧΑΟ «τα εξαγόμενα εξ Αγίου
Όρους δασικά προϊόντα και μη, εξάγονται άνευ φορολογίας υπό του κράτους»,
ενώ το Ν∆ με το οποίο κυρώθηκε ο ΚΧΑΟ προέβλεψε απαλλαγή «παντός
φόρου εγγείου καθαράς προσόδου ή άλλου αμέσου τοιούτου».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους Άθω. Το πρώτον εκδιδόμενος παρά
της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους Άθω, εκ του Τυπογραφείου της Ιεράς
Κοινότητος του Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1931, 98.
Αλέξανδρος Λαυριώτης (Λαζαρίδης), Το Άγιον Όρος μετά την οθωμανικήν
κατάκτησιν, εν Αθήναις 1963, 84-86.

2.2.1.2. Κτηνοτροφία
Από τα πρώτα αγιορειτικά τυπικά (1040, 1394, 1406) προκύπτει ότι παρά τη
σχετική ρητή απαγόρευση εκτρέφονταν ποίμνια στο Άγιο Όρος, δεδομένου ότι
οι ασθενείς και γέροντες μοναχοί δεν ήταν δυνατόν να συντηρηθούν μόνον με
ψάρια. Αλλά και πολλές μεταβυζαντινές μαρτυρίες δείχνουν ότι υπήρχαν
αιγοπρόβατα μέχρι και τον 19ο αιώνα. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο αριθμός των
αιγοπροβάτων υπολογιζόταν σε 25.000-30.000, ενώ αθρόα εισαγωγή και
εκτροφή ποιμνίων σημειώνεται και μετά την επανάσταση του 1821, στα μέσα
του ίδιου αιώνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αλέξανδρος Λαυριώτης (Λαζαρίδης), Το Άγιον Όρος μετά την οθωμανικήν
κατάκτησιν, εν Αθήναις 1963, 80-82.

2.2.1.3. Χειροτεχνία και οινοποιία


Η χειροτεχνία των μοναχών αποτελούσε ανέκαθεν μέσο βιοπορισμού και
προστατευόταν από τον εξωτερικό ανταγωνισμό. Από τον 18ο αιώνα είναι

  72
γνωστές αποφάσεις της Ι. Επιστασίας για την απομάκρυνση των κοσμικών που
διατηρούσαν καταστήματα στο Άγιον Όρος. Επί παραδείγματι, το 1783
αποφασίστηκε να παραμείνουν στις Καρυές μόνον δύο μπακάλικα και δύο
αχτάρικα.
Κατά την οθωμανική νομοθεσία (1878) απαγορευόταν η εισαγωγή και πώληση
χειροτεχνικών ειδών, όπως τα κομβολόγια, οι σταυροί, οι εικόνες, οι
ξυλογραφίες κ.λπ. και εν γένει κάθε είδους θρησκευτικό τεχνούργημα. Η
απαγόρευση ίσχυε τόσο για λαϊκούς όσο και για μοναχούς. Ανάλογη διάταξη
επαναλήφθηκε στον ΚΧΑΟ, ο οποίος συμπεριέλαβε (στο άρθρο 174) και την
απαγόρευση κατασκευής τεχνουργημάτων από λαϊκούς εντός του Αγίου
Όρους.
Επειδή τον 18ο αιώνα η τοπική παραγωγή κρασιού και ρακιού δεν επαρκούσε
για την εσωτερική κατανάλωση του Αγίου Όρους, με συμφωνητικό γράμμα των
μονών του Αγίου Όρους καθορίστηκε ότι όποιος κελλιώτης ή οιοσδήποτε
άλλος συλλαμβανόταν να πουλά κρασί ή ρακί έξω από το Όρος θα
παραδιδόταν προς τιμωρία στον αγά του Αγίου Όρους, ο οποίος θα τον
τιμωρούσε με ραβδισμούς και πρόστιμο (τζερεμέ) και θα τον υποχρέωνε να
καλύψει την όποια οικονομική ζημία. Το κελί του θα πουλιόταν στην τιμή που
το είχε αγοράσει και ο ίδιος θα εδιώκετο από το Άγιον Όρος. Τιμωρία θα
υφίστατο και όποιος κελιώτης αποπειράτο να υπερασπίσει τον ένοχο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Χαράλαμπος Γάσπαρης, Αρχείο Πρωτάτου: Επιτομές μεταβυζαντινών
εγγράφων, Αθωνικά Σύμμεικτα 2, 1991, 44.
∆. Νικολαΐδης, Οθωμανικοί κώδικες, τ. γ΄, εν Κπολει 1890, 2836.
Ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους Άθω. Το πρώτον εκδιδόμενος παρά
της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους Άθω, εκ του Τυπογραφείου της Ιεράς
Κοινότητος του Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1931, 99.
Αντώνης Γιαννακόπουλος, Αθωνικά Σύμμεικτα 8. Αρχείο της Ι. Μ.
Σταυρονικήρα. Επιτομές εγγράφων 1533-1800, Αθήνα 2001, 127.

2.2.2. Προϊόντα των κυπριακών μονών


Σαφή εικόνα της παραγωγής των κυπριακών μονών μας δίνουν τα λεπτομερή
κατάστιχα της μονής Κύκκου, σύμφωνα με τα οποία το βασικότερο προϊόν
ήταν το λάδι. Η παραγωγή του ήταν συνδεδεμένη με χιλιάδες ελαιόδεντρα που
κατείχε η μονή σε διάφορα σημεία του νησιού. Άλλο σημαντικό προϊόν ήταν το
μετάξι, και ως εκ τούτου η μονή Κύκκου κατείχε μεγάλο αριθμό από
συκαμινιές. Λάδι και μετάξι συνιστούσαν εξαγώγιμα προϊόντα. Έπεται η
αμπελουργία, με πολλά μικρά αμπέλια διάσπαρτα σε όλη την Κύπρο. Τα
σιτηρά ήταν βέβαια η βάση της διατροφής και για το λόγο αυτόν τόσο οι αγροί
όσο και οι μύλοι είναι στο επίκεντρο των τεκμηρίων που αφορούν τη

  73
μοναστική περιουσία. Αναφέρονται επίσης η παραγωγή των εξής προϊόντων:
Αμύγδαλα, χαρούπια, κουκιά, κριθάρι, φακές, φασόλια, ενώ βασικό στοιχείο
ήταν η κτηνοτροφία, με προϊόντα γαλακτοκομικά, αλλά και μαλλί και
δέρματα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μιχάλης Ν. Μιχαήλ, Το τσιφλίκι (çiftlik) της οθωμανικής περιόδου.
Μοναστηριακά τσιφλίκια στους κώδικες 49 (1813-1841) και 51 (1818-1881)
της Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2005, 120-140.

2.3. Ζητήματα διαχείρισης


Η εξασφάλιση της αναγκαίας ρευστότητας για τις ανάγκες ενός μεγάλου
αριθμού μοναχών αλλά και τις ποικίλες φορολογικές υποχρεώσεις και την
κάλυψη των κτιριακών αναγκών, η παρακολούθηση της λογιστικής
κατάστασης και η επάρκεια των διαχειριστικών μεθόδων συνθέτουν την
προβληματική της μοναστικής διαχείρισης.

2.3.1. Εξασφάλιση ρευστότητας


Η Κοινότητα του Αγίου Όρους κατέφευγε πολύ συχνά σε δανεισμό
προκειμένου να αντιμετωπίσει τις έκτακτες χρηματικές ανάγκες «προς
ανάκτησιν και διατήρησιν των ανατρεπομένων εκάστοτε προνομίων,
ελευθεριών και φορολογικών απαλλαγών (…) Η φιλότιμος αύτη προσπάθεια
των πατέρων (…) ενθυμίζει εις τον μελετητήν των αρχείων τον μύθον του
Σισύφου. Κατάλογος των σωζομένων τουρκικών εγγράφων μαρτυρεί ότι
πολλάκις εκέρδισαν οι μοναχοί τας υποθέσεις των, δι’ υψηλών ορισμών, αλλά
θεωρητικώς μόνον διότι ουδέποτε εξέφευγον των γαμψών ονύχων των
Θεσσαλονικέων εξουσιαστών…».
Σχεδόν στο σύνολό τους οι «ορισμοί» (σουλτανικά διατάγματα) απλώς
επιβεβαιώνουν όσα προέβλεπαν προηγούμενα διατάγματα και εκδίδονταν, με
πολυδάπανη διαδικασία, κάθε φορά που κατώτεροι αξιωματούχοι
αμφισβητούσαν το σχετικό προνόμιο των αγιορειτών.

2.3.1.1. ∆ανεισμός της Κοινότητας


Πρώτη γνωστή προσπάθεια για αντιμετώπιση του συσσωρευμένου χρέους της
Κοινότητας εντοπίζεται το έτος 1661 με την εκποίηση κελιών του Πρώτατου
στις μονές, για «να ελευθερωθώμεν από το υπέρογκον και βαρύτατον χρέος».
Ανάλογη προσπάθεια καταβλήθηκε το 1724. Επειδή όμως η Κοινότητα δε
διέθετε πλέον περιουσία για να εκποιήσει, το χρέος της (70 πουγκιά)
κατανεμήθηκε στις μονές του Αγίου Όρους.

  74
Αν και θεωρητικώς το Άγιον Όρος ήταν απαλλαγμένο από τους φόρους avariz
και τα έκτακτα δοσίματα, στην πράξη ήταν συχνά υποχρεωμένο να καταβάλει
απρόοπτες και σημαντικές δαπάνες, γεγονός που το 1743 είχε πάλι οδηγήσει σε
χρέωση της Κοινότητας. Το 1774 οι δανειστές της ανέρχονταν σε 283, το
επιτόκιο δανεισμού σε 12-20%, ενώ τα ετήσια τοκοχρεολύσια έφταναν το
ποσόν των 47.000 γροσίων. Οι δανειστές προέρχονταν κυρίως από τη
Θεσσαλονίκη και πρέπει να βασίζονταν στα έσοδα από τις μονές – μετόχια της
Μολδοβλαχίας, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι τα ενοίκια των τελευταίων
προς το Άγιον Όρος συμψηφίζονταν με τοκοχρεολύσια. Από το 1778 φαίνεται
ότι η Κοινότητα στράφηκε προς δανεισμό στην αγορά της Κωνσταντινούπολης,
όπου και συγκέντρωσε 122.000 γρόσια, με τα οποία πλήρωσε τις οφειλές της
στους δανειστές της Θεσσαλονίκης. Το 1781 το συνολικό χρέος της Κοινότητας
έφτασε το ποσό των 386.670 γροσίων. Το 1783 (με την υποστήριξη του
Πατριαρχείου) εφαρμόστηκαν νέο σύστημα για να κατανέμεται καλύτερα το
χρέος στις μονές και να μη συσσωρεύεται στην Κοινότητα, η οποία δεν είχε
ιδιαίτερα έσοδα. Επίσης απαγορεύτηκε στους μονάζοντες στις σκήτες να
βγαίνουν έξω από το Όρος για ζητεία (μειώνοντας έτσι τις αντίστοιχες
εισπρακτικές δυνατότητες των κυρίαρχων μονών), ενώ λήφθηκαν μέτρα για
τον έλεγχο της διαχείρισης των μικρότερων μονών και απαγορεύτηκε στους
μοναχούς να δανείζουν τα χρήματά τους εκτός του Όρους.
Αν και τα μέτρα αυτά πρέπει να είχαν θετικές συνέπειες, μόλις δέκα χρόνια
αργότερα το χρέος είχε ανέλθει σε 450.000 γρόσια. Όμως, λόγω της σχετικής
ομαλοποίησης της φορολογίας, το χρέος μειώθηκε στα επίπεδα των 100.000
γροσίων στις αρχές του 19ου αιώνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αλέξανδρος Λαυριώτης (Λαζαρίδης), Το Άγιον Όρος μετά την οθωμανικήν
κατάκτησιν, Ανατύπωσις εκ του ΛΒ΄τόμου της Επετηρίδος της Εταιρείας
Βυζαντινών Σπουδών, εν Αθήναις 1963, 105-126.

2.3.1.2. ∆ανεισμός των μονών


Ο δανεισμός των επιμέρους μονών αποτελεί ένα διαφορετικό κεφάλαιο από το
δανεισμό της Κοινότητας. Οι προϋποθέσεις δανεισμού της κάθε μονής
ξεχωριστά διαφοροποιούνταν στο βαθμό που διέθετε περιουσία και σταθερά
έσοδα.
Χαρακτηριστικά είναι το εξής παραδείγματα: Η μονή Χελανδαρίου δανείστηκε
στις αρχές του 18ου αιώνα από τη Θεσσαλονικιά Αϊσέ Χατούν 500 γρόσια. Της
παραχώρησε μια «ομολογία» του χρέους και της παρείχε ως ασφάλεια για το
δάνειο το μετόχι της στην Καλαμαριά. Έναν αιώνα πριν είχε δανειστεί από τον
Αλί μπέη, γιο του Αμπντουλλάχ (ενδεχομένως εξισλαμισμένο) χωρίς ενυπόθηκη
ασφάλεια, δίνοντας απλώς μια «ομολογία». Μετά την πληρωμή του δανείου, ο
δανειστής κήρυξε ανίσχυρη την ομολογία ενώπιον του ιεροδικείου.

  75
∆υνατότητες δανεισμού είχαν κυρίως οι μεγάλες μονές. Σε ορισμένες
περιπτώσεις η οικονομική κατάσταση των μικρότερων μονών ήταν τόσο κακή,
ώστε μπορούσαν να βρουν μετρητά μόνον δίδοντας ενέχυρο. Για παράδειγμα,
το 1795 η μονή Εσφιγμένοι δανείστηκε με ενέχυρο τα αργυρά λειτουργικά
σκεύη της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Aleksandar Fotić, Non-Ottoman Documents in the Kadis' Courts (Moloviya,
Medieval Charters): Examples from the Archive of the Hilandar Monastery (15th
- 18th c.), Frontiers of Ottoman studies: state, province, and the West, vol. ΙΙ,
London 2005, 65-66.
Χαράλαμπος Γάσπαρης, Αρχείο Πρωτάτου: Επιτομές μεταβυζαντινών
εγγράφων, Αθωνικά Σύμμεικτα 2 1991, 34.

2.3.2. ∆ιαχειριστικές τεχνικές


Το 1743 η Κοινότητα του Αγίου Όρους αντιμετώπιζε μεγάλο χρέος, ο όγκος του
οποίου αποδόθηκε από τη Μεγάλη Σύναξη όχι μόνον στην αύξηση των
φορολογικών υποχρεώσεων αλλά και στην άγνοια και την ακαταλληλότητα
των επιστατών («αμέριμνοι» και «αφρόντιστοι» χαρακτηρίζονται σε σχετική
απόφαση). Γι’ αυτό κατά τη συνήθεια της εποχής η Μεγάλη Σύναξη αποτάθηκε
στη συντεχνία των γουναράδων της Κωνσταντινούπολης για να αναλάβει την
«επιτροπικήν και επιστασίαν» του Αγίου Όρους. Το διάβημα αυτό δεν είχε
τελικώς αποτέλεσμα, αλλά η ανέλιξή του δείχνει τις αντιλήψεις της εποχής για
τη σωστή διαχείριση.
Αντιπροσωπεία αγιορειτών πήγε στην Πόλη και διαπραγματεύθηκε την
πρόταση με τη συντεχνία των γουναράδων. Οι όροι της συνεργασίας
καταχωρίστηκαν σε κώδικα, μαζί με τα ονόματα των μελών της συντεχνίας, τα
οποία θεωρήθηκαν τιμητικά «συγκοινοβιάτες» όλων των μονών και
δεσμεύτηκαν να προσφέρουν 4 παράδες ετησίως (ποσό πολύ μικρό για να
θεωρηθεί ουσιώδες για την Ιερά Κοινότητα, έστω και η συντεχνία περιλάμβανε
εκατοντάδες μέλη). Τα μοναστήρια δεσμεύτηκαν να μνημονεύουν τα ονόματα
των γουναράδων και να τελούν σαρανταλείτουργο μετά το θάνατό τους. Οι
όροι που έθεσε για τη συνεργασία το «ευσεβέστατον και πανέντιμον
ρουφέτιον» των γουναράδων ήταν αυστηροί. Θα αναγνωρίζονταν μόνον όσα
χρέη καταχωρίζονταν στον κώδικα και η πληρωμή τους θα γινόταν μόνον με τη
σύμφωνη γνώμη της συντεχνίας. Τα έσοδα από «ελεημοσύνες» (δωρεές) θα
περιέρχονταν στη συντεχνία και θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την
πληρωμή του χρέους. Οι τόκοι των αναγνωρισμένων δανείων και όσα έξοδα
πραγματοποιούσε η συντεχνία χάριν της επιτροπείας θα καταβάλλονταν
αμέσως από την Ιερά Κοινότητα.
Εκτός από τις γενικές αυτές υποχρεώσεις, η Μεγάλη Σύναξη ανέλαβε τις εξής
ειδικότερες: Να τηρεί ετήσιο κατάστιχο εσόδων και εξόδων. Να παγώσει ένα

  76
μεγάλο μέρος του χρέους επί μία δεκαετία και κυρίως το χρέος της Κοινότητας
προς τις μονές. Να υιοθετήσει στοιχειώδη λογιστική τάξη κατά την είσπραξη
εισφορών και την αναδοχή χρέους.
Για λόγους που δεν γνωρίζουμε η μέθοδος αυτή δεν απέδωσε και η συνεργασία
της Κοινότητας με τη συντεχνία των γουναράδων δεν είχε συνέχεια. Αντ’ αυτού
αποφασίστηκε η αύξηση της θητείας των επιστατών από ετήσια σε τριετή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Χαράλαμπος Γάσπαρης, Αρχείο Πρωτάτου: Επιτομές μεταβυζαντινών
εγγράφων, Αθωνικά Σύμμεικτα 2 1991, 29-33.
Αλέξανδρος Λαυριώτης (Λαζαρίδης), Το Άγιον Όρος μετά την οθωμανικήν
κατάκτησιν, Ανατύπωσις εκ του ΛΒ΄ τόμου της Επετηρίδος της Εταιρείας
Βυζαντινών Σπουδών, εν Αθήναις 1963, 113.

2.3.3. Λογιστική παρακολούθηση


Αν κρίνουμε από το λογιστικό σύστημα της Σιμωνόπετρας, η λογιστική
παρακολούθηση των μονών είχε βελτιωθεί σημαντικά στο τελευταίο τέταρτο
του 19ου αιώνα. Τα λογιστικά κατάστιχα της Σιμωνόπετρας διακρίνονται σε
εκείνα που τηρούσε η μονή για την κεντρική διαχείριση και σε εκείνα που
τηρούσαν ο αντιπρόσωπος της μονής στις Καρυές ή οι οικονόμοι στα διάφορά
μετόχια της. Ο σκοπός του συστήματος ήταν τριπλός: (α) Να
παρακολουθούνται τα ταμιακά διαθέσιμα της μονής και να συμφωνούν με τα
λογιστικά της υπόλοιπα, (β) να καταγράφονται και να παρακολουθούνται οι
υποχρεώσεις της, (γ) να ελέγχονται οι δοσοληψίες της με τα μετόχια της.
Τα έσοδα της μονής προέρχονταν από την πώληση των προϊόντων της
(κάρβουνο, άνθρακες, ζώα, ελιές), από την απόδοση της ακίνητης περιουσίας
της (ενοίκια), από δωρεές προσκυνητών και επισκεπτών αλλά και από
δανεισμό.
Τα έξοδα της μονής περιλάμβαναν τοκοχρεολύσια, δαπάνες για την
πραγματοποίηση της παραγωγής, το κόστος της διατροφής και του ιματισμού
των μοναχών, τις κτιριακές δαπάνες, φόρους, μεταφορικά και δικαστικά έξοδα.
Συνδεδεμένες με την παραγωγική διαδικασία ήταν οι εισπράξεις όχι μόνο των
μετοχίων, αλλά και του κονακίου στις Καρυές. Κριθή, άλευρα, ξυλεία και
ενοίκια δημιουργούσαν τα έσοδα του κονακίου, ενώ οι κυριότερες δαπάνες
ήταν διαχρονικά οι κτιριακές (οικοδομικά έργα, επισκευές, ανέγερση του
κελίου του Αγίου Γεωργίου Καλαθά κ.λπ.). Άλλες δαπάνες αφορούσαν
ναυτιλιακές μεταφορές, ασφάλιστρα, τηλεγραφήματα, ναύλα, συνδρομές σε
περιοδικά κ.λπ.
Η σύνθεση των εσόδων δεν ήταν σταθερή. Για παράδειγμα, στη δεκαετία του
1890 τα έσοδα της Σιμωνόπετρας από τις πωλήσεις αλεύρων ήταν πολλαπλάσια
από τα αντίστοιχα της ξυλείας. Όμως, στην επόμενη δεκαετία η αναλογία

  77
αντιστράφηκε, διότι οι πωλήσεις αλεύρων υποχώρησαν λόγω σιτοδείας ενώ
πολλαπλασιάστηκαν οι πωλήσεις ξυλείας.
Επίσης, τα κατάστιχα των κονακιών προσφέρονται για τη μελέτη των
συναλλαγών ανάμεσα στις αγιορειτικές μονές: η Σιμωνόπετρα πρόσφερε
ξυλεία, οι μονές Ζωγράφου και Ιβήρων σιδηρικά, η Μ. Λαύρα ροδέλαιο κ.λπ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αλ. Γρηγορίου – Ε. Χεκίμογλου, Τα λογιστικά κατάστιχα της Ι. Μ. Σίμωνος
Πέτρας, Πρακτικά ΛΒ΄ Πανελλήνιου Ιστορικού Συνεδρίου 2011, 13-42.

  78

You might also like