Professional Documents
Culture Documents
syntagmatiko dikaio ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
syntagmatiko dikaio ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
Η δομή του κανόνα δικαίου
Οι κανόνες δικαίου εκφέρονται με δύο προτάσεις, μία δευτερεύουσα υποθετική και μια κύρια. Η δευτερεύουσα υποθετική
καλείται πραγματικό, η κύρια πρόταση έννομη συνέπεια ή κύρωση. Αν συμβεί το τάδε (πραγματικό) τότε θα επέλθει το
δείνα (έννομη συνέπεια). Ο κανόνας αυτός καλείται τέλειος (lexperfecta).
Υπάρχουν κανόνες που δεν προβλέπουν έννομη συνέπεια. Οι κανόνες αυτοί καλούνται ατελείς (legesimperfectae).
Κύρωση και ευθύνη
Οι έννομες συνέπειες των κανόνων καλούνται και κυρώσεις. Η κύρωση ετυμολογικά από το κύρος σημαίνει αξία. Το ότι η
κύρωση είναι η απαξία που αποδίδεται στον παραβάτη του κανόνα για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του δεν μεταβάλλει
και αντικειμενικώς το νόημά της από αξία σε απαξία. Οι κυρώσεις αποσκοπούν να «ευθύνουν», να ισιώσουν τη στρέβλωση
που υφίσταται το δίκαιο, όταν παραβιάζεται.
Η ευθύνη είναι πολλών ειδών, ποινική, αστική, διοικητική και πολιτική.
Ποινική ευθύνη είναι η ευθύνη για τα ποινικά αδικήματα. Τα ποινικά αδικήματα είναι παράνομες πράξεις, καταλογιστές
στον δράστη, για τις οποίες ο νόμος προβλέπει ποινική τιμωρία, ποινή. Οι ποινές επιβάλλονται από τα ποινικά δικαστήρια,
είναι η θανατική ποινή, η κάθειρξη, η φυλάκιση, η χρηματική ποινή, το πρόστιμο και διάφορες παρεπόμενες ποινές. Η
θανατική ποινή καταργήθηκε καθώς και τα κακουργήματα σε καιρώ πολέμου.
Αστική ευθύνη είναι η ευθύνη για την προκληθείσα ζημιά που οφείλεται κυρίως σε αντισυμβατική συμπεριφορά (δηλαδή
αθέτηση μιας συμφωνίας) ή σε αδικοπραξία (δηλαδή παράβαση του νόμου) ή σε αδικαιολόγητο πλουτισμό κάποιου
προσώπου σε βάρος της περιουσίας άλλου.
Διοικητική ευθύνη γεννιέται από παραβάσεις κανόνων που αφορούν τη σχέση κράτους ή δημόσιων οργανισμών αφενός και
προσώπων αφετέρου που είτε είναι όργανά τους είτε ελέγχονται ή εποπτεύονται από αυτούς. Διοικητικές κυρώσεις είναι οι
πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται σε δημόσιους υπαλλήλους (παύση, υποβιβασμός κλπ), σε επαγγελματίες
(δικηγόρους, γιατρούς, κλπ), τα πρόστιμα, οι ανακλήσεις διοικητικών αδειών κλπ.
Η πολιτική ευθύνη συνίσταται στην απώλεια του κατεχόμενου από κάποιο πρόσωπο δημοσίου αξιώματος, συνιστά δε
εξαίρεση στο δίκαιο. Πολιτική ευθύνη έχει η κυβέρνηση έναντι της βουλής ή οι υπουργοί έναντι του πρωθυπουργού. Το ότι
η πολιτική ευθύνη συνεπάγεται απώλεια του αξιώματος δεν σημαίνει ότι κάθε απώλεια αξιώματος είναι απόρροια πολιτικής
ευθύνης.
Έννομες συνέπειες (κυρώσεις) προβλέπει το δίκαιο και για το κράτος όταν παραβιάζει το νόμο. Το κράτος ενεργεί δια των
οργάνων του, τα φυσικά πρόσωπα που υπέχουν ποινική, διοικητική και υπό προϋποθέσεις αστική ευθύνη. Η ευθύνη
προϋποθέτει υπαιτιότητα δηλαδή δόλο ή αμέλεια.
Κανόνες δικαίου, διάταξη δικαίου
Διάταξη είναι μια γραπτή πρόταση δικαίου. Ενδέχεται να ταυτίζεται με τον κανόνα δικαίου, αν ως τμήμα του λόγου με
ακέραιο νόημα, ως περίοδος, περιλαμβάνει το πραγματικό και την έννομη συνέπεια. Ενδέχεται όμως και να μην ταυτίζεται
με τον κανόνα δικαίου, να είναι έλασσον αυτού Ο κανόνας δικαίου μπορεί να σχηματίζεται από πλείονες διατάξεις.
Οι κανόνες δικαίου ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά τμηματικώς. Τα άρθρα περιλαμβάνουν παραγράφους, οι
παράγραφοι εδάφια, τα εδάφια υπεδάφια ή περιπτώσεις και υποπεριπτώσεις.
Έθιμο
Είναι άγραφος κανόνας δικαίου που αναγνωρίζεται από το κράτος ως ισχύον δίκαιο. Το έθιμο δημιουργείται με μακρά,
ομοιόμορφη και αδιάκοπη άσκηση και συμπεριφορά από τα μέλη της κοινωνίας με την πεποίθηση ότι εφαρμόζουν δίκαιο.
Τα στοιχεία του εθίμου είναι δύο, η συνήθεια και η εν συνείδησει δικαίου τήρησή της.
2
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ορισμός συνταγματικού δικαίου
Το συνταγματικό δίκαιο είναι τμήμα του δημοσίου δικαίου. Είναι σύνολο κανόνων και αρχών που ρυθμίζουν ή αφορούν τη
συγκρότηση, την οργάνωση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας.
Το κράτος
Την έννοια του κράτους συγκροτούν τέσσερα στοιχεία, ο λαός, η χώρα, η εξουσία και η οργάνωση σε νομικό πρόσωπο.
Ο λαός αποτελείται από όσους έχουν την ιθαγένεια του συγκεκριμένου κράτους. Ιθαγένεια είναι ο νομικός δεσμός του
ατόμου προς το κράτος με τον οποίο το άτομο καθίσταται μέλος του λαού και αποκτά δικαιώματα και υποχρεώσεις έναντι
του κράτους. Με βάση την ιθαγένεια τα άτομα διακρίνονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Βασικά δικαιώματα που
απορρέουν από την ιθαγένεια είναι το δικαίωμα διαμονής εντός της χώρας, το εκλογικό δικαίωμα και το δικαίωμα
κρατικής προστασίας έναντι ξένων κρατών (δια της διπλωματική οδού). Αποκτάται είτε με γέννηση (αρχική ιθαγένεια) είτε
μεταγενεστέρως (επίκτητη ιθαγένεια).
Ο κώδικας προβλέπει επίσης την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας με αποποίηση αυτής, λόγω κτήσης αλλοδαπής
ιθαγένειας, με αίτηση του τέκνου πολιτογραφηθέντος Έλληνος, εξαιτίας έκπτωσης αν ως έλληνας ανέλαβε δημόσια
υπηρεσία σε ξένο κράτος.
Ο λαός αποτελείται όχι μόνο από τους ζώντες αλλά και από τις παρελθούσες και από τις μέλλουσες γενεές. Η μονιμότητα
της εγκατάστασης ενός πληθυσμού σε μια συγκεκριμένη εδαφική περιοχή είναι απαραίτητο γνώρισμα του λαού ως
στοιχείου του κράτους. Έτσι οι νομάδες συγκροτούν κράτος, μόνο αν μετακινούνται στην ίδια εδαφική περιοχή, όχι όμως αν
περιπλανώνται από κράτος σε κράτος.
Συγγενής της έννοιας του λαού είναι η έννοια του έθνους. Το έθνος είναι έννοια υπερβατική, η οποία στηρίζεται στη
συλλογική συνείδηση των μελών του που αναδύεται μέσα από την κοινή ιστορία, τον κοινό πολιτισμό, τις κοινές επιδιώξεις,
την κοινή συναίσθηση της ιδιαιτερότητας. Στοιχεία που αναδεικνύουν την εθνική ταυτότητα μπορεί να είναι η γλώσσα, η
θρησκεία, η φυλή.
Χώρα ή επικράτεια είναι η εδαφική έκταση εντός της οποίας ασκείται η εξουσία συγκεκριμένου κράτους επί όλων των
ευρισκομένων εντός αυτής προσώπων (αρχής της εδαφικότητας), κατ΄ αποκλεισμό της εξουσίας άλλων κρατών (αρχή της
αποκλειστικότητας).
Τόσο η αρχή της εδαφικότητας όσο και η αρχή της αποκλειστικότητας υπόκειται σε περιορισμούς εφόσον το συγκεκριμένο
κράτος τους αποδέχεται. Περιορισμός της αρχής της εδαφικότητας είναι η ετεροδικία, η υπαγωγή δηλαδή ορισμένων
αλλοδαπών στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της χώρας τους και όχι της χώρας που βρίσκονται. Περιορισμός της αρχής
της αποκλειστικότητας συνιστά η δυνατότητα παραμονής ή διέλευσης ξένου στρατού από τη χώρα αν το συγκεκριμένο
κράτος το επιτρέπει.
Η χώρα περιλαμβάνει το στερεό έδαφος, το υπέδαφος και τον αέρα πάνω από το έδαφος, τις υδάτινες επιφάνειες εντός του
εδάφους (λίμνες, ποτάμια, διώρυγες), την αιγιαλίτιδα ζώνη ή τα χωρικά ύδατα, την υφαλοκρηπίδα καθώς και τα πολεμικά
σκάφη και αεροσκάφη του κράτους οπουδήποτε και αν βρίσκονται.
Αιγιαλίτις ζώνη ή χωρικά ύδατα είναι η θαλάσσια ζώνη που εκτείνεται πέραν από την ξηρά και περιλαμβάνει τον βυθό, το
υπέδαφος και τον εναέριο χώρο. Κατά το διεθνές δίκαιο δεν μπορεί να εκτείνεται περισσότερο από 12 ναυτικά μίλια. Η
χώρα μας, λόγω του νησιωτικού χαρακτήρα της, έχει καθορίσει την αιγιαλίτιδα ζώνη σε 6 ναυτικά μίλια, ειδικώς όμως ως
προς τον εναέριο χώρο σε 10 ναυτικά μίλια.
Υφαλοκρηπίδα είναι η συνέχεια του εδάφους και του υπέδαφους υπό τη θάλασσα που αρχίζει από την ακτή και φθάνει εκεί
που το επικλινές του βυθού γίνεται απότομα έντονο.
Τα σύνορα του κράτους καθορίζονται συνήθως από διεθνής συμβάσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ.1Σ καμία μεταβολή
δεν μπορεί να επέλθει στα όρια της Επικράτειας χωρίς νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού
των βουλευτών.
Εξουσία είναι η ικανότητα επιβολής μιας θέλησης επί άλλων θελήσεων. Κρατική εξουσία είναι η ικανότητα του κράτους να
επιβάλλει τη θέλησή του επί των ατόμων που διαβιούν στην επικράτειά του, είτε πείθοντάς τα είτε εξαναγκάζοντάς τα να
3
συμμορφώνονται στη δική του θέληση. Το μέσο επιβολής της κρατικής θέλησης είναι το δίκαιο. Για τη διατήρησή της σε
διάρκεια η εξουσία αυτοπεριορίζεται νομικά. Θεσπίζει δηλαδή δίκαιο, στο οποίο υπόκειται και η ίδια.
Κυριαρχία είναι η εξουσία κάποιου, που δεν υπόκειται σε καμία άλλη θέληση παρά μόνο τη δική του, την οποία μάλιστα
μπορεί να μεταβάλλει κατά το δοκούν. Η κρατική εξουσία διαφέρει σήμερα από την κρατική κυριαρχία κατά το ότι δεν
είναι legibus soluta.
Τα πρόσωπα είναι φυσικά (άνθρωποι) και νομικά. Νομικά είναι ενώσεις φυσικών προσώπων ή σύνολα περιουσιών για την
εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού. Τα νομικά πρόσωπα είναι ιδιωτικού δικαίου ή δημόσιου. Το κράτος έχει επίσης βάσει
νόμου τη δυνατότητα ίδρυσης νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, νομικών δηλαδή προσώπων που ασκούν δημόσια
εξουσία ή και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου.
Τα νομικά πρόσωπα ενώ στην πραγματικότητα δεν υφίστανται, θεωρούνται κατά πλάσμα δικαίου ως υπαρκτά.
Αναγνωρίζονται ως έχοντα ιδιαίτερη νομική ύπαρξη. Έχουν ίδια δικαιώματα και ίδιες υποχρεώσεις δηλαδή ξεχωριστή
ικανότητα δικαίου (προσωπικότητα) που δεν ταυτίζεται με την ικανότητα δικαίου των φυσικών προσώπων, από τα οποία
απαρτίζονται ή τα οποία τα διοικούν. Τα νομικά πρόσωπα έχουν δική τους βούληση, η οποία εκφράζεται δια των οργάνων
τους που είναι φυσικά πρόσωπα. Και ενώ τα φυσικά πρόσωπα που είναι όργανα του νομικού προσώπου αλλάζουν, το
νομικό πρόσωπο παραμένει το αυτό.
Σύμφωνα με την κλασική θεωρία το κράτος είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ασκεί δημόσια εξουσία.
Απαρτίζεται από τον λαό, έχει τα όργανά του, με τα οποία εκφράζει τη βούλησή του, και είναι φορέας αρμοδιοτήτων και
υποχρεώσεων.
Τα νομικά πρόσωπα εν γένει συνιστώνται και λειτουργούν για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού. Βασικούς κρατικούς
σκοπούς προβλέπει το Σύνταγμα: Μέριμνα για την εθνική και τη δημόσια ασφάλεια, για τη δημόσια τάξη, για την οικονομική
ανάπτυξη, για την ελευθερία και την υγεία των πολιτών, για την επιστήμη, για την τέχνη, το περιβάλλον κλπ.
Η συγκρότηση της κρατικής εξουσίας
Συγκρότηση της κρατικής εξουσίας είναι ο σχηματισμός της θέλησης που αναδεικνύεται ως κρατική, έτσι ώστε να μπορεί να
επιβάλλεται αποτελεσματικά. Η θέληση αυτή μπορεί να είναι λογικώς θέληση ενός, ολίγων, πολλών ή όλων.
Η οργάνωση της κρατικής εξουσίας
Οργάνωση της κρατικής εξουσίας είναι η δημιουργία οργάνων, κρατικών οργάνων, που εκφράζουν την κρατική θέληση. Αν
η κρατική θέληση σχηματίζεται από ένα και μόνο, τον μονάρχη, οργάνωση της εξουσίας δεν είναι λογικώς απαραίτητη.
Κρατικά όργανα είναι τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία εκφράζουν την κρατική βούληση και ασκούν την κρατική εξουσία. Η
επιστήμη διακρίνει τα όργανα σε νομοθετικά, εκτελεστικά και δικαστικά.
Άμεσα όργανα του κράτους είναι αυτά που αρύονται την αρμοδιότητά τους απ΄ ευθείας από το Σύνταγμα και δεν εξαρτώνται
από κανένα άλλο κρατικό όργανο. Έμμεσα είναι όσα δεν είναι άμεσα, αυτά που προβλέπονται μεν στο Σύνταγμα αλλά
εξαρτώντα από άλλα όργανα ή αυτά που προβλέπονται από το νόμο. Κατά το ισχύον Σύνταγμα άμεσα όργανα του κράτους
είναι ο Λαός ως εκλογικό σώμα, η Βουλή, ο ΠτΔ και τα Δικαστήρια. Η κυβέρνηση δεν είναι άμεσο όργανο, δοθέντος ότι
εξαρτάται στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος από την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Αναδεικνύοντα όργανα είναι εκείνα που αναδεικνύουν άλλα κρατικά όργανα. Αναδεικνυόμενα όργανα είναι αυτά που
αναδεικνύονται από τα αναδεικνύοντα. Όπως ο Λαός που εκλέγει τη Βουλή, η Βουλή που εκλέγει τον ΠτΔ, ο Πτδ που
διορίζει την κυβέρνηση, η κυβέρνηση που επιλέγει τους προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων κοκ.
Με κριτήριο τον αριθμό των φυσικών προσώπων που τα συγκροτούν, τα κρατικά όργανα διακρίνονται σε μονοπρόσωπα
και συλλογικά.
Αρμοδιότητα είναι η ικανότητα κάθε κρατικού οργάνου να ενεργεί ορισμένες κρατικές πράξεις Η αρμοδιότητα καθορίζεται
από κανόνες δικαίου και μόνον. Δεν είναι δικαίωμα αλλά λειτούργημα. Το κρατικό όργανο την ασκεί για λογαριασμό του
κράτους. Μόνο ο νόμος που ιδρύει την αρμοδιότητα μπορεί να την καταργήσει, να την μεταβιβάσει σε άλλο όργανο.
Διακρίνεται σε :
(α) Η καθ΄ ύλην αρμοδιότητα αφορά το περιεχόμενο των κρατικών πράξεων που ενεργεί το όργανο (νομοθετικές, διοικητικές,
δικαστικές ή άλλες πράξεις).
(β) Η κατά τόπον αρμοδιότητα αφορά την εδαφική έκταση, εντός της οποίας ισχύουν οι κρατικές πράξεις.
4
(γ) Η κατ΄ έκταση αρμοδιότητα αφορά την κατανομή της μεταξύ οργάνων που τελούν σε σχέση επαλληλίας μεταξύ
τους , δηλαδή σε ιεραρχική σχέση. Όσο ιεραρχικά ανώτερο είναι το κρατικό όργανο τόσο ευρύτερη αρμοδιότητα έχει.
(δ) Η κατά χρόνον αρμοδιότητα περιορίζει το κρατικό όργανο στην άσκηση της αρμοδιότητάς του, αφού λάβει νόμιμη
υπόσταση και για όσο χρονικό διάστημα διατηρεί την ιδιότητά του ως κρατικού οργάνου.
Η αρμοδιότητα μπορεί να είναι δέσμια ή ελεύθερη. Η βουλή κατά την άσκηση της νομοθετικής της εξουσίας είναι αδέσμευτη
όμως για να εκλέξει ΠτΔ.
Στα διοικητικά όργανα η ελεύθερη αρμοδιότητα αποκαλείται διακριτική ευχέρεια ή διακριτική εξουσία. Δέσμια είναι η
αρμοδιότητα των διοικητικών οργάνων όταν η ενέργειά τους επιβάλλεται να ολοκληρωθεί κατά ένα και μόνο συγκεκριμένο
τρόπο πχ η επιβολή φόρου. Αντίθετα, η διακριτική ευχέρεια υπάρχει όταν οι κανόνες δικαίου αφήνουν στο διοικητικό
όργανο περιθώριο εκτίμησης αόριστων νομικών εννοιών για το πώς και πότε θα ενεργήσει.
Η αρμοδιότητα των διοικητικών οργάνων διακρίνεται περαιτέρω σε αποφασιστική και σε γνωμοδοτική. Αποφασιστική είναι
η αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου να ενεργεί είτε μόνο του είτε από κοινού με άλλα διοικητικά όργανα. Γνωμοδοτική ή
συμβουλευτική είναι η αρμοδιότητα να διατυπώνει γνώμη προς το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα.
Μορφές κρατών
Τα σύγχρονα κράτη απαντούν κατά βάση υπό δύο μορφές, του ενιαίου ή απλού κράτους και του ομοσπονδιακού κράτους.
Το ομοσπονδιακό κράτος αποτελείται από πλείονα ομόσπονδα κράτη που έχουν ενωθεί σε αυτό. Έχει τη δική του εξουσία,
η οποία είναι διαφορετική από την εξουσία των ομόσπονδων κρατών. Έχει τα δικά του όργανα που είναι επίσης
διαφορετικά. Η κατανομή των αρμοδιοτήτων επίσης είναι διαφορετική ανάμεσα στα όργανά του. Η επικράτεια του
ομοσπονδιακού κράτους ταυτίζεται με τις επικράτειες των ομόσπονδων κρατών. Το δίκαιο όμως του ομοσπονδιακού
κράτους υπερισχύει του δικαίου των ομόσπονδων κρατών. Οι δε πολίτες έχουν δύο ιθαγένειες. Σύγχρονα ομοσπονδιακά
κράτη είναι οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Ελβετία, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Ρωσία κλπ. Ομοιότητες παρουσιάζει και η Ευρωπαϊκή
Ένωση.
Τυπικό και Ουσιαστικό Σύνταγμα
Ουσιαστικό σύνταγμα είναι κάθε κανόνας και αρχή δικαίου που αναφέρεται στην κρατική εξουσία και στην άσκησή της επί
των προσώπων, ανεξάρτητα από τη μορφή που περιβάλλεται. Ουσιαστικό σύνταγμα μπορεί να είναι διάταξη τυπικού
συντάγματος συντακτικής πράξης, τυπικού νόμου κλπ. Μπορεί να είναι γραπτό και άγραφο.
Τυπικό σύνταγμα είναι ο γραπτός και θεμελιώδης νόμος του κράτους ο οποίος τοποθετείται στην κορυφή της ιεραρχίας των
κανόνων του δικαίου. Η τυπική ισχύς του είναι αυξημένη. Μπροστά του υποχωρούν οι κοινοί νόμοι. Κανένας νόμος δεν
αντίκειται στο Σύνταγμα. Το τυπικό σύνταγμα είναι συνήθως αυστηρό δηλαδή άκαμπτο. Η κατάργηση, τροποποίηση και
αντικατάσταση των διατάξεων του ή η προσθήκη νέων διατάξεων σε αυτό, η λεγόμενη Αναθεώρηση του συντάγματος δεν
γίνεται όπως επί των κοινών νόμων με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, αλλά από ειδικό αναθεωρητικό όργανο και με
ειδική διαδικασία.
Το αντίθετο του αυστηρού συντάγματος είναι το ήπιο το οποίο αποκαλείται και ελαστικό ή εύκαμπτο. Το σύνταγμα αυτό
αναθεωρείται με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, με αποτέλεσμα να κλονίζεται η σταθερότητά του και η αυξημένη τυπική
ισχύς του. Η αυστηρότητα του τυπικού συντάγματος είναι σχετική. Θεωρητικώς ενδέχεται ένα σύνταγμα να είναι απολύτως
αυστηρό δηλαδή να μην μπορεί να τροποποιηθεί ποτέ αλλά αυτό στη διάρκεια του χρόνου παύει να παρακολουθεί την
κοινωνική εξέλιξη και οδηγούμαστε στην κατάλυσή του. Τα σύγχρονα τυπικά συντάγματα είναι σχετικώς αυστηρά.
Αναθεωρούνται με ειδική διαδικασία με αυξημένη πλειοψηφία όχι δε κατά πάντα χρόνο αλλά μετά πάροδο συγκεκριμένου
χρονικού διαστήματος από την τελευταία αναθεώρησή τους.
Το ουσιαστικό σύνταγμα δεν είναι πάντοτε τυπικό. Το τυπικό είναι κατά βάση και ουσιαστικό σύνταγμα. Το τυπικό
σύνταγμα είναι προϊόν των νεότερων χρόνων. Διεθνώς το πρώτο σύνταγμα είναι το σύνταγμα των ΗΠΑ του 1787 και το
δεύτερο το σύνταγμα της Γαλλίας του 1791. Η χώρα μας παρέλαβε τη σκυτάλη με την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα,
απέκτησε δε σύνταγμα ήδη από το 1822. Τον όρο σύνταγμα εισήγαγε ως απόδοση του όρου constitution ο Αδαμάντιος
Κοραής.
Σήμερα τα τυπικά συντάγματα των δημοκρατικών κρατών είναι γραπτά. Συνήθως είναι καταγεγραμμένα σε ένα ενιαίο
κείμενο. Η Αγγλία, αν και κοιτίδα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, στερείται τυπικού συντάγματος. Το σύνταγμα της
5
Αγγλίας είναι εθιμικό αλλά και γραπτό. Το γραπτό σύνταγμά της συγκροτείται από διάφορα νομοθετήματα, για το
κοινοβούλιο, για τις εκλογές, για τη κυβέρνηση, για τη διαδοχή στο Θρόνο κλπ, τα οποία δεν έχουν αυξημένη τυπική ισχύ
αλλά ισχύ κοινού νόμου.
Παράλληλα με αυτό ισχύει το σύνταγμα των δικαιωμάτων το οποίο αποτελείται από διατάξεις που διασφαλίζουν τα
θεμελιώδη δικαιώματα δηλαδή τα πολιτικά ή συμμετοχικά δικαιώματα, τα αμυντικά δικαιώματα και τα κοινωνικά
δικαιώματα.
Τήρηση του Συντάγματος
Το σύνταγμα θεσπίζεται για να τηρείται. Η τήρηση του δικαίου είναι απόρροια του καθήκοντος υπακοής. Το άρθρο 120
παρ.4 Σ κάνει λόγο για τήρηση του συντάγματος που επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, το δε άρθρο 120 παρ.2 Σ
για τη θεμελιώδη υποχρέωση του σεβασμού του Συντάγματος και των νόμων που συνάδουν από το Σύνταγμα. Τήρηση του
συντάγματος είναι η μη παράβασή του.
Ο σεβασμός στο σύνταγμα είναι μια θετική στάση απέναντί του. Παραπλήσια είναι και η έννοια της πίστης στο
Σύνταγμα. Το καθήκον υπακοής έχει όρια. Τα όρια αυτά διαγράφονται από τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία
αποσκοπούν να το ισοσταθμίσουν. Το αντίθετο της τήρησης του συντάγματος και του δικαίου εν γένει είναι η παράβασή
του, η οποία επισύρει τις προβλεπόμενες κυρώσεις. Είναι κατασταλτικές και προληπτικές. Παράδειγμα κατασταλτικής
κύρωσης είναι ο δικαστικός έλεγχος της αντισυνταγματικότητας των νόμων και προληπτικής κύρωσης είναι η υπουργική
προσυπογραφή των πράξεων του ΠτΔ.
Παράβαση του Συντάγματος
Μπορεί να είναι ευθεία παράβαση, καταστρατήγηση αλλά και κατάλυση του Συντάγματος. Ευθεία παράβαση του
συντάγματος συνιστά κάθε συμπεριφορά (υλική ενέργεια, νομική πράξη ή παράλειψη) αντίθετη προς τους συνταγματικούς
κανόνες. Καταστρατήγηση του συντάγματος όπως άλλωστε και καταστρατήγηση του νόμου είναι η έμμεση παράβασή του,
η οποία γίνεται με τήρηση του γράμματος αλλά εναντίον του σκοπού του. Παράδειγμα καταστρατήγησης του συντάγματος
αποτελεί η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας με τεχνητή δημιουργία των ουσιαστικών προϋποθέσεων του
άρθρου 48 παρ.1 Σ.
Κατάλυση του Συντάγματος
Η κατάλυση του κανόνα δικαίου αλλά και του συνταγματικού κανόνα είναι ένας τρόπος απώλειας της ισχύος τους, μη
προβλεπόμενος από το δίκαιο δηλαδή παράνομος.
Κατάλυση επομένως, είναι η παράνομη πλήρης απώλεια της πραγματικής ισχύος ενός κανόνα δικαίου και η συνακόλουθη
απώλεια και της νομικής ισχύος του.
Κατάλυση του συντάγματος βάσει των ως άνω, είναι η de facto απώλεια της αποτελεσματικότητας των συνταγματικών
διατάξεων, είτε μεμονωμένως είτε ως σύνολο. Η εν συνόλων κατάλυση του συντάγματος είναι κατάλυση του πολιτεύματος
και αντικατάστασή του με διαφορετικό πολίτευμα. Πρόκειται για ρήξη στη συνέχεια του δικαίου και του συντάγματος.
Παράδειγμα, το πολίτευμα που είχε εισαχθεί με το Σύνταγμα του 1952 καταλύθηκε με τη στρατιωτική δικτατορία του 1967.
Η δε δικτατορία του 1967 και το Σύνταγμά της καταλύθηκαν τον Ιούλιο του 1974.
ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ
Έννοια του πολιτεύματος
Η έννοια του πολιτεύματος συμπίπτει κατά βάση με την έννοια του ουσιαστικού συντάγματος. Είναι ο τρόπος με τον οποίο
σχηματίζεται, οργανώνεται και ασκείται η κρατική εξουσία. Η μορφή του πολιτεύματος είναι η μοναρχία, η ολιγαρχία και η
δημοκρατία.
Τα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα βασίζονται στο αντιπροσωπευτικό και πολυκομματικό σύστημα, στη διάκριση των
εξουσιών και είναι κατά βάση κοινοβουλευτικά ή προεδρικά. Βασίζονται επίσης στην αρχή του κράτους δικαίου και στην
αρχή του κοινωνικού κράτους.
Η μορφή του πολιτεύματος : Δημοκρατία
Δημοκρατικό είναι το πολίτευμα , στο οποίο κρατεί ο δήμος. Το πρώτο συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας είναι η αρχή
της πλειοψηφίας, το δεύτερο η ελευθερία και μάλιστα η ελευθερία κατά το ίσον. Μόνο η αρχή της πλειοψηφίας δεν αρκεί.
6
Σήμερα οι δημοκρατίας είναι έμμεσες, αντιπροσωπευτικές. Ο λαός δεν συμμετέχει αμέσως στη θέσπιση των νόμων αλλά
δια των αντιπροσώπων του. Και δεν ταυτίζεται με το κράτος. Είναι υπό μια έννοια στοιχείο της έννοιάς του και υπό άλλη
όργανό του.
Οι οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος
Το αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι εκείνο στο οποίο η νομοθετική εξουσία ασκείται από πολυμελές συλλογικό όργανο
του κράτους, τη Βουλή, κατ΄ ανάθεση από τον Λαό και με περιοδική εκλογή εκ μέρους του.
Οι απαρχές του αντιπροσωπευτικού συστήματος βρίσκονται στη Magna Carta του 1215. Η Magna Carta το σημαντικότερο
νομικό κείμενο του Μεσαίωνα που έθεσε περιορισμούς στην απόλυτη εξουσία του μονάρχη, περιέλαβε εγγυήσεις για την
ελευθερία και την περιουσία των υπηκόων. Ήταν μια συμφωνία μεταξύ των εξεγερθέντων βαρόνων, του κλήρου και των
αστών αφενός και του βασιλέα αφετέρου, βάσει της ποίας απαγορεύονταν οι αυθαίρετες συλλήψεις, αίρονταν οι
περιορισμοί του εμπορίου, εξασφαλιζόταν η αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας, ρυθμιζόταν ο τρόπος είσπραξης οφειλών προς
τον Βασιλέα κλπ.
Κυρίως όμως η Magna Carta εγγυάτο την επιβολή φόρων μόνο με τη συγκατάθεση ενός συμβουλίου αποτελούμενου από
κληρικούς και ευγενείς αφενός και από εκλεγμένους αντιπροσώπους των πόλεων και των κωμών του βασιλείου
αφετέρου. Η Βουλή των Λόρδων ήταν εξ αρχής αριστοκρατικό σώμα που τα μέλη του ορίζονταν από τον βασιλέα, η βουλή
όμως των κοινοτήτων ήταν σώμα αντιπροσωπευτικό του λαού αφού τα μέλη της ήταν αιρετά. Η αύξηση της ισχύος της
αστικής τάξης ενίσχυσε και το κύρος της βουλής των κοινοτήτων.
Ιδιαίτερη σημασία κατά τις απαρχές της εξέλιξης του αντιπροσωπευτικού συστήματος, απέκτησαν οι αιτήσεις των
αντιπροσώπων της βουλής των κοινοτήτων προς τον βασιλέα να νομοθετεί επί ζητημάτων που ενδιέφεραν τους πολίτες. Η
ικανοποίηση των νομοθετικών αιτημάτων της βουλής των κοινοτήτων εκβιαζόταν με την άρνησή της να συγκατατεθεί στην
επιβολή των φόρων.
Βασικά στοιχεία αντιπροσωπευτικού συστήματος
- Η εκλογή των βουλευτών από τον λαό με καθολική ψηφοφορία
- Η περιοδικότητα της εκλογής
- Η δημοσιότητα της λειτουργίας του αντιπροσωπευτικού
Το αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι δυνατόν να λειτουργεί είτε με μία είτε με δύο βουλές (βουλή και γερουσία, κάτω και
άνω βουλή κλπ).
Η αρχή του πολυκομματισμού
Κοιτίδα των πολιτικών κομμάτων είναι η Αγγλία. Τα πολιτικά κόμματα αναπτύχθηκαν σταδιακά στον αγγλικό
κοινοβουλευτισμό και από εκεί εξαπλώθηκαν σε όλα τα αντιπροσωπευτικά συστήματα. Η ιστορική διαδρομή τους έχει ήδη
κλείσει πάνω από 320 χρόνια. Κατά τα πρώτα 150 χρόνια της ιστορίας τους τα πολιτικά κόμματα στην Αγγλία ήταν
ενώσεις προσώπων χωρίς ιδιαίτερη συνοχή. Τα πολιτικά κόμματα διεκδικούν τη νίκη στον εκλογικό αγώνα προκειμένου να
αναδείξουν την απαραίτητη στο αντιπροσωπευτικό σύστημα πλειοψηφία που τους επιτρέπει να αναλάβουν τη
διακυβέρνηση της χώρας. Η αντιμετώπιση των πολιτικών κομμάτων από τα συντάγματα διαφόρων κρατών πέρασε από τη
φάση της καταπολέμησης, της αγνόησης, της αναγνώρισης ως κοινωνικών θεσμών και τέλος της κατοχύρωσής τους στο
Σύνταγμα. Σήμερα τα πολιτικά κόμματα επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία για τη δημοκρατία. Όσο περισσότερα κόμματα
τόσο ευρύτερος ο πολιτικός διάλογος και τόσο βαθύτερος ο πλουραλισμός δηλαδή η δυνατότητα έκφρασης των
αντιθέσεων.
Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών
Η κρατική εξουσία είναι μία. Εντούτοις λειτουργεί προς διάφορες κατευθύνσεις, νομοθετεί, εκτελεί τους νόμους και
δικάζει. Η σύμπτωση σε ένα κρατικό όργανο νομοθετικών, διοικητικών και δικαστικών αρμοδιοτήτων οδηγεί στην
αυθαιρεσία. Ο όρος εξουσία έχει νομική έννοια, σημαίνει την αρμοδιότητα.
Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών η οποία σήμερα βρίσκεται σε κάθε σύνταγμα διατυπώθηκε αρχικά
στοBill of Rights του Συντάγματος της Virginia του 1776, στη συνέχεια υιοθετήθηκε από τα συντάγματα άλλων πολιτειών
της Αμερικής, εν τέλει δε στο σύνταγμα του 1787. Συμπεριλήφθηκε και στο γαλλικό σύνταγμα του 1791.
7
Σε σχέση με τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, η διάκριση των εξουσιών είναι σχετική. Η νομοθετική και η
εκτελεστική εξουσία διασταυρώνονται.
Η αρχή του κοινοβουλευτισμού
Η σχέση μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας μπορεί να προσδιορίζει ένα πολίτευμα (α) ως κοινοβουλευτικό (β)
ως πολίτευμα ανεξάρτητης εκτελεστικής εξουσίας και (γ) ως πολίτευμα κυβερνώσης Βουλής. Η διάκριση των δύο πολιτικών
εξουσιών (νομοθετικής και εκτελεστικής) στο πολίτευμα της ανεξάρτητης εκτελεστικής εξουσίας είναι η πληρέστερη δυνατή.
Στο πολίτευμα της κυβερνώσης βουλής δεν υπάρχει διάκριση αλλά αντίθετα σύγχυση των δύο πολιτικών εξουσιών, με
πλήρη υποταγή της εκτελεστικής στη νομοθετική. Τέλος, στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα υφίσταται διασταύρωση των δύο
πολιτικών εξουσιών.
Μετά την ένδοξη επανάσταση του 1688 ο άγγλος Βασιλέας υποχρεώθηκε να υπογράψει το Bill of Rights. Ο ρόλος του
περιορίστηκε στη νομοθετική πρωτοβουλία και στο προνόμιο της αρνησικυρίας των νόμων (βέτο). Δεν μπορούσε πλέον να
αναστέλλει την εκτέλεση των νόμων ή να εξαιρεί οποιονδήποτε από την υπαγωγή του σε αυτούς.
Ο θεσμός του πρωθυπουργού άρχισε έτσι να διαμορφώνεται όταν τον ρόλο του ενδιάμεσου μεταξύ βασιλέως και
υπουργικού συμβουλίου τον ανέλαβε ο εκ των Whigs Walpole που διατήρησε τη θέση του 21 χρόνια από το 1721 έως το
1742. Παράλληλα άρχισε να διαμορφώνεται και ο θεσμός ότι οι Υπουργοί έπρεπε να απολαύουν της εμπιστοσύνης όχι
μόνο του βασιλέα αλλά και του πρωθυπουργού. Η αύξηση της εξουσίας του Walpole, λόγω της μακρόχρονης πολιτικής
παρουσίας του, προκάλεσε την αντίδραση ακόμα και των βουλευτών του κόμματός του οι οποίοι συμμάχησαν με
τους Tories για να ξεκινήσουν εναντίον του ποινική δίωξη ενώπιον της βουλής των λόρδων. Ο Walpole για να αποφύγει την
ποινική δίωξη παραιτήθηκε.
Τούτο είχε ως συνέπεια αργότερα να μετριασθεί το προνόμιο του βασιλιά να διορίζει υπουργούς ύστερα από συνεννόηση
με τον πρωθυπουργό. Η πολιτική ευθύνη τότε ήταν ατομική και όχι συλλογική οπότε όταν παραιτήθηκε ο Walpole δεν
παρέσυρε και τους άλλους υπουργούς. Η βασιλική εξουσία σιγά σιγά μειώθηκε αλλά δεν είχε απωλεσθεί μπορούσε να
επηρεάζει δια της βουλής των λόρδων τη βουλή των κοινοτήτων. Με τον εκλογικό νόμο του 1832 το σύστημα εξυγιάνθηκε
και ενισχύθηκε η ανεξαρτησία της βουλής των κοινοτήτων.
Στο κοινοβουλευτικό σύστημα σήμερα η κυβέρνηση διορίζεται από τον ΠτΔ και εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της βουλής.
Επίσης το κοινοβουλευτικό πολίτευμα προϋποθέτει ΠτΔ ή βασιλέα διάφορο κρατικό όργανο της κυβέρνησης, επίσης
πρωθυπουργό, καθώς και βουλή, μονήρης ή σε δύο σώματα.
Το σταθερό στοιχείο του κοινοβουλευτισμού είναι η εξάρτηση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της βουλής. Το κατά
πόσον η εξάρτηση αυτή είναι αποκλειστική ή όχι χαρακτηρίζει το κοινοβουλευτικό πολίτευμα ως γνήσιο ή μη
γνήσιο. Γνήσιο κοινοβουλευτικό πολίτευμα είναι εκείνο στο οποίο η κυβέρνηση εξαρτάται αποκλειστικά από την
εμπιστοσύνη της βουλής. Μη γνήσιο είναι εκείνο, στο οποίο η κυβέρνηση εξαρτάται και από την εμπιστοσύνη του αρχηγού
του κράτους.
Η εξέλιξη του αντιπροσωπευτικού συστήματος και η ενδυνάμωση της πολιτικής ισχύος της βουλής και κατ΄ επέκταση του
Λαού συνοδεύθηκαν από την περαιτέρω μείωση της εξουσίας του Αρχηγού του Κράτους. Η κυβέρνηση έπαυσε να
χρειάζεται την εμπιστοσύνη του. Χρειάζεται μόνο την εμπιστοσύνη της βουλής. Ο αρχηγός του κράτους περιορίζεται στο
πλαίσιο του σύγχρονου κοινοβουλευτικού πολιτεύματος σε συμβολικό κυρίως ρόλο. Αυτό που σήμερα θεωρείται γνήσιο
παλιά θεωρούνταν μη γνήσιο.
Το προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης : το πολίτευμα των ΗΠΑ
Το πολίτευμα της Αγγλίας ως πολίτευμα της μητέρας πατρίδας επηρέασε το πολίτευμα των ΗΠΑ. Οι πατέρες του
αμερικάνικου συντάγματος, εισήγαγαν, αντί του θεσμού του κληρονομικού βασιλέα τον θεσμό του αιρετού προέδρου, στον
οποίο συγκέντρωσαν σύμπασα την εκτελεστική εξουσία.
Στο πολίτευμα των ΗΠΑ ο Πρόεδρος μόνος συγκροτεί την κυβέρνηση. Υπάρχουν βεβαίως οι υπουργοί, οι γραμματείς του
κράτους οι οποίοι συγκαλούνται σε συνεδρίαση από τον Πρόεδρο, οι αποφάσεις όμως είναι του προέδρου και όχι του
υπουργικού συμβουλίου. Οι υπουργοί επιλέγονται από τον πρόεδρο όχι για άσκηση πολιτικής αλλά για άσκηση
αρμοδιοτήτων. Η εξάρτησή τους από τον πρόεδρο είναι πλήρης.
8
Η νομοθετική εξουσία είναι ανατεθειμένη στο Κογκρέσο που αποτελείται από δύο νομοθετικά σώματα, τη γερουσία στην
οποία μετέχουν αντιπρόσωποι των πολιτειών και τη βουλή των αντιπροσώπων τα μέλη της οποίας εκλέγονται άμεσα από
τον λαό. Η ύπαρξη δύο βουλών κρίθηκε επιβεβλημένη λόγω του ομοσπονδιακού χαρακτήρα του κράτους. Η ανεξαρτησία
των δύο πολιτικών εξουσιών, της νομοθετικής και της εκτελεστικής δεν είναι απόλυτη. Ο πρόεδρος σε επείγουσες
περιπτώσεις μπορεί να συγκαλεί το κογκρέσο και να του απευθύνει διαγγέλματα. Και το κογκρέσο μπορεί να ελέγξει τον
πρόεδρο με τη διαδικασία του impreachment. Η ευθύνη του προέδρου ενώπιον του κογκρέσου δεν είναι πολιτική ευθύνη
αλλά ποινική. Ο Πρόεδρος δεν έχει νομοθετική πρωτοβουλία μπορεί όμως να εμποδίσει με βέτο τη θέσπιση νόμων με
αποτέλεσμα το κογκρέσο να ξαναψηφίσει τον νόμο με απόλυτη πλειοψηφία. Το κογκρέσο αποφασίζει τον προϋπολογισμό
του κράτους που δεσμεύει την ελευθερία του προέδρου. Τέλος, η επιλογή των ομοσπονδιακών κρατικών αξιωματούχων
από τον πρόεδρο υπόκειται σε έγκριση από τη γερουσία.
Το ημιπροεδρικό σύστημα της Γαλλίας
Το ισχύον πολίτευμα της 5ης γαλλικής δημοκρατίας είναι κατά βάση κοινοβουλευτικό πολίτευμα όπως τα
περισσότερα ευρωπαϊκά πολιτεύματα. Χαρακτηρίζεται όμως ημιπροεδρικό λόγω των ουσιαστικών και αυξημένων
αρμοδιοτήτων του ΠτΔ, ο οποίος εκλέγεται από τον λαό με 7ετή θητεία. Κατά τα λοιπά το γαλλικό πολίτευμα είναι γνήσιο
κοινοβουλευτικό πολίτευμα.
Το σύστημα της κυβερνώσης βουλής
Στο πολίτευμα αυτό η πολιτική εξουσία ανήκει στη βουλή, η οποία νομοθετεί και ασκεί και την κυβερνητική λειτουργία.
Αρχηγός του κράτους ως ξεχωριστό κρατικό όργανο δεν υφίστατο διότι θα ήταν αντίθετο με την απόλυτη πρωτοκαθεδρία
της βουλής. Η κυβέρνηση δεν είναι τίποτα παρά μια επιτροπή τη βουλής, οριζόμενη, ελεγχόμενη και ανακαλούμενη από τη
βουλή. Ασκεί δε μόνο διοικητική λειτουργία όντας υποταγμένη στην πολιτική εξουσίας της βουλής. Διάκριση των εξουσιών
δεν υφίσταται. Το σύστημα αυτό εφαρμόζεται ιδίως σε επαναστατικές περιόδους όταν οι εθνικές συνελεύσεις
αναλαμβάνουν την ευθύνη της διακυβέρνησης, τουλάχιστον κατά τη μεταβατική περίοδο.
Η αρχή του κράτους δικαίου
Η αρχή του κράτους δικαίου είναι η αρχή της νομιμότητας υπό την ευρύτατη έννοιά της. Είναι η αρχή της τήρησης του νόμου
και γενικότερα του δικαίου.
Τα σύγχρονα δημοκρατικά συντάγματα που βασίζονται στην αρχή της πλειοψηφίας και της εν ισότητι ελευθερίας,
κατοχυρώνουν την ελευθερία των ατόμων, η οποία περιορίζεται με νόμο, δεν την αναιρούν.
Η αρχή της νομιμότητας προκειμένου περί της δράσεως ελευθέρων ανθρώπων σημαίνει «ότι δεν επιβάλλεται ή δεν
απαγορεύεται από το δίκαιο, επιτρέπεται». Αντίθετα η άσκηση της κρατικής εξουσίας είναι νόμιμη μόνο όταν προβλέπεται
από το δίκαιο σημαίνει δηλαδή «μόνο ότι προβλέπεται στο δίκαιο, επιτρέπεται». Η διαφορά μεταξύ της αρχής της
νομιμότητας που διέπει τη δράση των ιδιωτών και της αρχής της νομιμότητας που διέπει τη δράση της κρατικής εξουσίας
αφετέρου είναι τεράστια. Η μεν επιτρέπει συμπεριφορές μη ρυθμιζόμενες από το δίκαιο η δε επιτρέπει μόνο τη ρυθμιζόμενη
από το δίκαιο κρατική δράση.
Η αρχή αυτής της νομιμότητας ανταποκρίνεται στην αρχή της υπεροχή του νόμου στην «αρχή του κράτους του νόμου» η
οποία υπήρξε ο πρόδρομος της αρχής του κράτους δικαίου. Η αρχή του κράτους του νόμου ανέτρεψε την «αρχή του
αστυνομικού κράτους. Η αρχή του αστυνομικού κράτους ήταν αυτονόητη στα απολυταρχικά πολιτεύματα.
Η αρχή του κράτους δικαίου είναι ένα σύμπλεγμα αρχών και αξιών του Συντάγματος που συναρτάται με την ελευθερία του
προσώπου, με τις συνταγματικές εγγυήσεις, της, με την αρχή της νομιμότητας που δεσμεύει και τον νομοθέτη. Περαιτέρω,
συναρτάται με την ανεξαρτησία των δικαστηρίων, η οποία είναι απόρροια της διάκρισης των εξουσιών, καθώς και με τον
δικαστικό έλεγχο της αντισυνταγματικότητας των νόμων και της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων.
Η αρχή του κοινωνικού κράτους
Η συνταγματική κατοχύρωση της πολιτικής συμμετοχής για την ανάδειξη του αντιπροσωπευτικού και νομοθετικού οργάνου
με τη διασφάλιση του ενεργητικού και του παθητικού εκλογικού δικαιώματος είναι η βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Το κράτος σύμφωνα με τον Αριστοτέλη οφείλει να μεριμνά για τους ενδεείς πολύ περισσότερο από ότι για τους έχοντες και
κατέχοντες. Την υποχρέωση αυτή του κράτους άρχισαν να αναγνωρίζουν τα συντάγματα από τις αρχές του 20 ου αιώνα.
Πρόκειται για τα λεγόμενα κοινωνικά δικαιώματα τα οποία το κράτος οφείλει να προστατεύει με διάφορες παροχές. Η
9
κρατική αυτή μέριμνα ανήχθη σε συνταγματικό καθήκον του κράτους, το οποίο όμως εκπληρώνεται ανάλογα με τις
οικονομικές δυνατότητές του και τις κυβερνητικές πολιτικές επιλογές. Το καθήκον αυτό επιβάλλεται από την αρχή του
κοινωνικού κράτους, σύμφωνα με την οποία το εθνικό εισόδημα αναδιανέμεται προς όφελος κυρίως των ασθενέστερων
ομάδων που από μόνες τους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να απολαύσουν ορισμένα αγαθά και υπηρεσίες ζωτικής
σημασίας για την αξιοπρεπή διαβίωσή τους.
Η αρχή του κράτους δικαίου και η αρχή του κοινωνικού κράτους τελούν συχνά σε αντινομία. Η μεν εγγυάται την ατομική
ελευθερία, η δε επιβάλλει την κοινωνική αλληλεγγύη. Η αρχή του κοινωνικού κράτους συνιστά επομένως περιορισμό της
αρχής του κράτους δικαίου και τανάπαλιν.
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ
Τα τοπικά συντάγματα (πολιτεύματα)
Ήδη από το 1821 το έτος έναρξης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, συνελεύσεις τοπικών προκρίτων κατήρτισαν τον
«Οργανισμό της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος», τη «Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» και «τον
Οργανισμό της Πελοποννησιακής Γερουσίας». Τα τρία αυτά συντάγματα ήταν απόπειρες σύνταξης κράτους.
Τοπικά πολιτεύματα καταρτίστηκαν και στη Σάμο το 1821 και στην Κρήτη το 1822.
Το «Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου» του 1822
Η Β Εθνική Συνέλευση συνήλθε τον Δεκέμβριο του 1821 στην Πιάδα, κοντά στην Επίδαυρο και ψήφισε το «Προσωρινό
Πολίτευμα της Επιδαύρου» το 1822. Προσωρινό για να μην προκαλέσει την αντίδραση των ευρωπαϊκών μοναρχιών της
εποχής και την Ιερά Συμμαχία, η οποία είχε αποδοκιμάσει την ελληνική επανάσταση.
Το Σύνταγμα κατοχύρωσε ορισμένα δικαιώματα (ιδιοκτησία, ασφάλεια, θρησκευτική ελευθερία, απαγόρευση
βασανιστηρίων και δήμευσης) και οργάνωσε το κράτος βάσει του αντιπροσωπευτικού συστήματος και της αρχής της
διάκρισης των εξουσιών. Το βουλευτικό αναδεικνυόταν με εκλογή και ήταν αρμόδιο για την ψήφιση των νόμων. Το
12
Εκτελεστικό ήταν 5μελές αιρετό όργανο. Το δικαστικό αποτελείται από 11 μέλη που εκλέγονταν από το βουλευτικό
και το εκτελεστικό.
Το Σύνταγμα του Άστρους (Ο νόμος της Επιδαύρου) του 1823
Το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου του 1822 τροποποιήθηκε το 1823 από τη Β Εθνική Συνέλευση. Η Συνέλευση, που
συνήλθε στο Άστρο Κυνουρίας, ψήφισε τον «Νόμο της Επιδαύρου» του 1823. Τον ονόμασε έτσι και όχι σύνταγμα για να
τονίσει το μεν προσωρινό χαρακτήρα και στη συνέχεια το πολίτευμα της Επιδαύρου.
Ο Νόμος της Επιδαύρου ενίσχυσε τη θέση του Βουλευτικού. Προσέθεσε διατάξεις για ατομικά δικαιώματα για την
απαγόρευση της δουλείας, την ελευθερία του τύπου, το δικαίωμα του αναφέρεσθαι και του νόμιμου δικαστή.
Ψηφίστηκε και νέος εκλογικός νόμος να ψηφίζουν οι άνδρες από 25 και πάνω αντί του 30 που ήταν πριν.
Το «Πολιτικό» Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827
Το 1823 εκδηλώθηκε διαμάχη μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού με αποτέλεσμα τη μη εφαρμογή του Συντάγματος. Η
διαμάχη επεκτάθηκε στον λαό και αποφασίστηκε η σύγκληση το 1825 της Γ Εθνικής Συνέλευσης στην Πιάδα για τη
θέσπιση νέου Συντάγματος. Η διαμάχη όμως αναζωπυρώθηκε. Οι εργασίες της Γ Εθνικής Συνέλευσης διακόπηκαν, μετά δε
από συμφιλίωση και συμβιβασμό συνεχίσθηκαν στην Τροιζήνα το 1827.
Το Σύνταγμα της Τροιζήνας το 1827 ακολούθησε ο παράδειγμα του Συντάγματος των ΗΠΑ του 1787 και όρισε ότι η
εκτελεστική εξουσία ανήκει στον κυβερνήτη (μονοπρόσωπο όργανο). Το νέο Σύνταγμα περιέλαβε ρητή αναφορά στην αρχή
της λαϊκής κυριαρχίας, καθιέρωσε την αρχή της ισότητας και την αναλογική κατανομή των φορολογικών βαρών,
απαγόρευσε πλήρως την αναδρομικότητα των νόμων, προέβλεψε την αναγκαστική απαλλοτρίωση για δημόσιο όφελος με
καταβολή αποζημίωσης.
Η καποδιστριακή περίοδος (1828-1831)
Με ψήφισμα της η Γ Εθνική Συνέλευση εξέλεξε Κυβερνήτη με 7ετή θητεία τον Ιωάννη Καποδίστρια. Έφθασε στην Ελλάδα
τον Γενάρη του 1828 και ανέλαβε τα καθήκοντά του. Ίδρυσε το «Πανελλήνιο» ένα 27μελές συμβουλευτικό σώμα, που
αργότερα μετονομάσθηκε σε Γερουσία. Η αναστολή της εφαρμογής του Συντάγματος και η αυτοκατάργηση της Βουλής ήταν
ενέργειες αντισυνταγματικές. Επρόκειτο για κατάλυση του Συντάγματος.
Ο Καποδίστριας συγκάλεσε την Δ Εθνική Συνέλευση η οποία νομιμοποίησε τν κατάλυση του συντάγματος και δέχθηκε ότι
υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες η Ελλάδα δεν ήταν δυνατόν να κυβερνηθεί με Σύνταγμα.
Τον Σεπτέμβρη του 1831 ο Καποδίστριας, κυβερνώντας αυταρχικά δολοφονήθηκε από τους Μαυρομιχαλαίους.
Το «ηγεμονικό» Σύνταγμα του 1832
Μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη η Γερουσία (το Πανελλήνιο) ανέθεσε την εξουσία σε τριμελή Διοικητική Επιτροπή και
συγκάλεσε το 1831 την Ε Εθνική Συνέλευση στο Άργος. Η συνέλευση ανέθεσε την εκτελεστική εξουσία στον εκ των μελών
της αδελφό του Καποδίστρια, Αυγουστίνο αποκλείοντας από την εξουσίας τους αντικαποδιστριακούς. Ψήφισε δε Σύνταγμα,
το Σύνταγμα του 1832 που ονομάσθηκε «Ηγεμονικό» ή «Βασιλικό».
Το Σύνταγμα αυτό δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή, δεν ήταν δημοκρατικό αλλά μοναρχικό. Προέβλεπε κληρονομικό ανώτατο
άρχοντα, τον Ηγεμόνα, παράγοντα της νομοθετικής λειτουργίας, ανεύθυνο και απαραβίαστο, με δικαίωμα διάλυσης της
βουλής. Προέβλεπε και δεύτερο νομοθετικό σώμα, τη Γερουσία, τα μέλη της οποίας ορίζονταν ισοβίως από τον Ηγεμόνα. Η
βουλή αναδεικνυόταν με έμμεση εκλογή και με τμηματική ψήφο.
Η περίοδος της απόλυτης μοναρχίας (1833-1843)
Ο αποκλεισμός από την Ε Εθνική Συνέλευση των αντικαποδιστριακών είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρησή τους και τη
σύγκληση στη Κόρινθο της Δ εν συνεχεία Εθνικής Συνέλευσης. Η Δ κατά συνέχεια Εθνική Συνέλευση επικύρωσε ομόφωνα
την εκλογή από τι προστάτιδες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) του Όθωνος ως Βασιλέως της Ελλάδος. Η πρόθεσή
της να θεσπίσει νέο Σύνταγμα δεν ευοδώθηκε.
Ήδη το 1830 με τη Συνθήκη του Λονδίνου οι τρεις προστάτιδες δυνάμεις είχα αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Το
πολίτευμα αποφασίστηκε μοναρχικό. Το 1832 με νέα συνθήκη του Λονδίνου οι προστάτιδες προσέφεραν τον Θρόνο της
Ελλάδος στον Όθωνα, πρίγκιπα της Βαυαρίας του οίκουWittelsbach, και εξουσιοδότησαν τον φιλέλληνα πατέρα του να
διορίσει τριμελή Αντιβασιλεία έως την ενηλικίωση του Όθωνα.
13
Η Αντιβασιλεία έως το 1835 και στη συνέχεια ο Όθων κυβέρνησαν αυταρχικά. Έθεσαν μεν τις βάσεις του κράτους
με τη θέσπιση σημαντικών νομοθετημάτων για τη διοικητική οργάνωση, τη δικαιοσύνη, το ποινικό, το αστικό και το
εμπορικό δίκαιο πλην όμως κυβέρνησαν χωρίς Σύνταγμα δηλαδή χωρίς περιορισμό της εξουσίας τους, χωρίς βουλή, με
συρρικνωμένη την ελευθερία, την ελευθεροτυπία και με έκτακτα στρατοδικεία. Η αντίδραση κατά της Βαυαροκρατίας ήταν
μεγάλη. Το 1841 ο Όθων για κατευνασμό των αντιδράσεων, αποφάσισε να αναθέσει για πρώτη φορά την πρωθυπουργία
σε Έλληνα, στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο οποίος όμως την αποποιήθηκε διότι οι όροι του για εκδημοκρατισμό του
πολιτεύματος δεν έγιναν δεκτοί.
Το Σύνταγμα του 1843 και η περίοδος της συνταγματικής μοναρχίας (1843-1862)
Την 3η Σεπτεμβρίου 1843 η αντίδραση κατά του Όθωνα κορυφώθηκε. Η στρατιωτική φρουρά των Αθηνών υπό τον
συνταγματάρχη Καλλέργη στασίασε, περικύκλωσε τα ανάκτορα και απαίτησε Σύνταγμα. Ο Όθων υπέγραψε αμέσως
διάταγμα για τη σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης με σκοπό την από κοινού θέσπισης Συντάγματος, διόρισε την πρώτη
ελληνική κυβέρνηση υπό την πρωθυπουργία του Ανδρέα Μεταξά που προκήρυξε εκλογές τον Οκτώβρη του 1843. Η
εκλεγείσα βουλή κατήρτισε Σύνταγμα σε βραχύτατο χρόνο. Ο Όθων υπέβαλε παρατηρήσεις, κύρωσε το Σύνταγμα και το
έθεσε σε ισχύ.
Το Σύνταγμα του 1844 ήταν ένα Σύνταγμα – συνάλλαγμα, συνθήκη ή συμφωνία μεταξύ βουλής και βασιλέα.
Καθιέρωσε τη μοναρχική αρχή, αναγνωρίζοντας σημαντικότατες αρμοδιότητες στον βασιλέα όχι μόνο ως αρχηγό της
εκτελεστικής εξουσίας αλλά και ως βασικό παράγοντα της νομοθετικής.
Το Σύνταγμα του 1844 δεν ήταν δημοκρατικό αλλά Σύνταγμα περιορισμένης μοναρχίας. Η εξουσία του μονάρχη δεν ήταν
πια απεριόριστη, έπρεπε να ασκείται σύμφωνα με το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα περιέλαβε τον παλιό κατάλογο των ατομικών
δικαιωμάτων των συνταγμάτων της επαναστατικής περιόδου. Η Συνέλευση εκτός από Σύνταγμα ψήφισε τον αξιοσημείωτο
για την εποχή του εκλογικό νόμο του 1844, με τον οποίο λέγεται ότι εισήχθη εν τη ουσία στη χώρα μας η καθολική και η
άμεση ψηφοφορία. Το δικαίωμα της ψήφου αναγνωρίστηκε στους Έλληνες (άνδρες) που είχαν συμπληρώσει τα 25 έτη και
είχαν ιδιοκτησία ή ασκούσαν επάγγελμα.
Εξαιρούνταν οι υπηρέτες και οι μαθητευόμενοι τεχνίτες. Περί συμμετοχής των γυναικών ούτε λόγος. Το Σύνταγμα όμως του
1844 δεν εφαρμόστηκε ορθώς στην πράξη. Ο Όθων αν και αγαπητός στον λαό λόγω του μεγαλοϊδεατισμού του, προκάλεσε
έντονο αντιδυναστικό ρεύμα εξ αιτίας των πολιτικών παρεμβάσεων με αποτέλεσμα την κατάλυση της δυναστείας ύστερα
από εξέγερση της φρουράς των Αθηνών και του Λαού, την 10η Οκτωβρίου 1862. Η εξουσία ανατέθηκε προσωρινά, μέχρι τη
σύγκληση της Β Εθνικής Συνέλευσης σε τριμελή κυβέρνηση, με πρόεδρο τον Δημήτριο Βούλγαρη.
Η κυβέρνηση προκήρυξε δημοψήφισμα για το πρόσωπο του νέου Βασιλέα, το οποίο διενεργήθηκε τον Νοέμβριο του 1862.
Με συντριπτική πλειοψηφία ο λαός απεφάνθη υπέρ του πρίγκιπα Αλφρέδου, ο οποίος όμως δεν ανέλαβε τον θρόνο, διότι το
Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 απαγόρευε την ανάδειξη στον ελληνικό θρόνο μέλους των βασιλικών οικογενειών των
τριών μεγάλων δυνάμεων. Την ανάδειξη του νέου βασιλέα ανέλαβε η Εθνική Συνέλευση. Ανέδειξε ομόφωνα, τον Μάρτιο του
1863, τονπροταθέντα Δανό πρίγκιπα Γεώργιο του οίκου Holstein- Sonderburg-Glucksburg ως «Βασιλέα των Ελλήνων» και
όχι ως «Βασιλέα της Ελλάδος» όπως ήταν ο Όθων και μάλιστα «ελέω Θεού». Η διαφορά των δύο όρων συμβόλιζε ότι πηγή
της βασιλικής εξουσίας ήταν πλέον ο λαός, και όχι κάποια θεία και μεταφυσική οντότητα.
Το Σύνταγμα του 1864
Η Β Εθνική Συνέλευση ψήφισε το Σύνταγμα του 1864, το πρώτο δημοκρατικό Σύνταγμα της ελεύθερης Ελλάδος. Ήταν
προϊόν Εθνικής Συνέλευσης και όχι συμφωνία με τον Βασιλέα. Το νέο Σύνταγμα κατοχύρωσε ρητώς την αρχή της λαϊκής
κυριαρχίας και της καθολικής ψηφοφορίας, την αρχή της αναθεώρησής του αποκλειστικά από τη (μονήρη) Βουλή χωρίς
σύμπραξη του Βασιλέα και εισήγαγε το «τεκμήριο της αρμοδιότητας» εις βάρος του βασιλέα. Στο πεδίο των ατομικών
δικαιωμάτων κατοχύρωσε το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, κατήργησε την ποινή του πολιτικού
θανάτου, δηλαδή την εν ζωή στέρηση της ικανότητας δικαίου και εισήγαγε ευμενέστερη ποινική μεταχείριση των πολιτικών
εγκλημάτων.
Η κατοχύρωση στο Σύνταγμα της δημοκρατίας και της ελευθερίας δεν σημαίνει ότι αυτά έγιναν αυτόματα και στην πράξη,
Και το πολίτευμα αυτό λειτούργησε με αναταράξεις που προκλήθηκαν από παρεμβάσεις του στέμματος, ιδίως κατά την
14
ανάδειξη των κυβερνήσεων, αποτέλεσμα υπήρξε η εισαγωγή του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και της αρχής της
δεδηλωμένης το 1875.
Η αναθεώρηση του συντάγματος του 1911
Το 1909 εκδηλώθηκε στο Γουδί κίνημα από αξιωματικούς και οπλίτες της φρουράς των Αθηνών. Το κίνημα υιοθέτησε το
πρόγραμμα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» μια μυστικής οργάνωσης αξιωματικών υπό τον συνταγματάρχη Ν. Ζορμπά. Το
πρόγραμμα περιείχε αιτήματα για την αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, για την εξυγίανση της διοίκησης και την
κατάργηση της ευνοιοκρατίας. Ο Βασιλέας Γεώργιος και η κυβέρνηση δέχθηκαν το αόριστο αυτό πρόγραμμα. Ο ΣΣ κάλεσε
τον Ελευθέριο Βενιζέλο από την Κρήτη, ο οποίος πρότεινε την αναθεώρηση του συντάγματος του 1864. Η πρότασή του
έγινε δεκτή από όλους.
Μετά τη διάλυση της βουλής, η νέα βουλή, η Διπλή Αναθεωρητική, όπως ονομάστηκε διότι σύμφωνα με την περί
αναθεωρήσεως διάταξη του συντάγματος του 1864, η Αναθεωρητική Βουλή έπρεπε να αποτελείται από διπλάσιο αριθμό
βουλευτών. Η βουλή αυτή διαλύθηκε σχεδόν αμέσως, ύστερα από εισήγηση του Βενιζέλου, διότι διαπιστώθηκε πόσο
ανομοιογενής ήτανε για να αποφέρει αποτελέσματα. Η Β Διπλή Αναθεωρητική Βουλή αναδείχθηκε τον Νοέμβρη του 1910 με
γρήγορους ρυθμούς πραγματοποίησε την Αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864, το 1911.
Η Αναθεώρηση του 1911 επέφερε σημαντικές καινοτομίες όπως εισήχθηκαν νέα κωλύματα εκλογιμότητας, ο έλεγχος του
κύρους των εκλογών, καθιερώθηκε ο θεσμός των δημοσίων υπαλλήλων, ενισχύθηκαν οι εγγυήσεις της δικαστικής
ανεξαρτησίας, απλουστεύθηκε η νομοθετική και αναθεωρητική διαδικασία, ενισχύθηκαν οι εγγυήσεις ατομικών
δικαιωμάτων πχ του ασύλου της κατοικίας, της προσωπικής ασφάλειας, εισήχθη δε το κοινωνικό δικαίωμα της παιδείας.
Ο εθνικός διχασμός
Το 1913 δολοφονήθηκε ο βασιλεύς Γεώργιος Α και τον διαδέχθηκε ο γιος του Κωνσταντίνος Σ. Η διαφωνία του με την κυβέρνηση
Βενιζέλου ως προς την είσοδο της χώρας στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων, όπως επιθυμούσε η κυβέρνηση
(ο Βασιλεύς είχε ταχθεί υπέρ της ουδετερότητας) ανέδειξε το ζήτημα κατά πόσο το στέμμα μπορούσε να είχε ουσιαστικό λόγο σε
εθνικά ζητήματα, σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, πολέμου κλπ.
Η διαφωνία κατέληξε στην παραίτηση της κυβέρνησης Βενιζέλου τον Φεβρουάριο του 1915. Ο Βασιλεύς διέλυσε τη βουλή και
προκήρυξε εκλογές. Νικητής αναδείχθηκε ο Βενιζέλος. Ο Κωνσταντίνος ξανά διέλυσε τη βουλή στις οποίες το κόμμα του
Βενιζέλου δεν πήρε μέρος διαμαρτυρόμενο για τις παρεμβάσεις του στο Σύνταγμα.
Το 1916 ο Βενιζέλος κατά παράβαση του Συντάγματος εγκαθίδρυσε προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη,
δημιουργώντας το λεγόμενο «Κράτος της Θεσσαλονίκης» και κήρυξε την είσοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των
συμμαχικών δυνάμεων. Το 1917 κατά επέμβαση της Αγγλίας και Γαλλίας, ο Κωνσταντίνος παραιτείται υπέρ του δεύτερου γιου
του Αλέξανδρου και ο Βενιζέλος γίνεται πρωθυπουργός.
Η αντισυνταγματικώς διαλυθείσα βουλή του 1915 συνεκλήθη εκ νέου (Βουλή των Λαζάρων). Στις εκλογές κέρδισε η
φιλοβασιλική «Ηνωμένη Αντιπολίτευση». Η Γ Εθνική Συνέλευση του 1920 δεν περάτωσε το αναθεωρητικό της έργο και διαλύθηκε
μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ύστερα από το στρατιωτικό κίνημα του Νικόλαου Πλαστήρα.
Τα συντάγματα του 1925, 1926 και 1927
Ο Βασιλεύς Αλέξανδρος πέθανε το 1920. Στον θρόνο ανέβηκε πάλι ο Κωνσταντίνος Α, βάσει δημοψηφίσματος. Ο Πλαστήρας
ζήτησε την διάλυση της Γ Εθνικής Συνέλευσης, την παραίτηση του Κωνσταντίνου και την προκήρυξη εκλογών.
Ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε υπέρ του γιου του Γεώργιου Β ο οποίος αποδέχθηκε να φύγει στο εξωτερικό ώστε η συζήτηση του
πολιτειακού να διεξαχθεί χωρίς αυτόν. Αντιβασιλέας ανέλαβε βάσει Συντάγματος 1911 ο ναύαρχος Κουντουριώτης. Η δυναστεία
κυρήχθηκε έκπτωτη το 1924 με δημοψήφισμα 70% υπέρ της δημοκρατίας.
Η Δ Εθνική Συνέλευση εργάστηκε για ψήφιση νέου Συντάγματος μέχρι τον Μάη του 1925 ο Θεόδωρος Πάγκαλος εγκαθίδρυσε με
πραξικόπημα δικτατορία και συνεργάστηκε μαζί του για την ολοκλήρωση του συντακτικού έργου. Η δικτατορική κυβέρνηση
δημοσίευσε το Σύνταγμα, επιφέροντας αυθαίρετα ορισμένες τροποποιήσεις και διέλυσε την Εθνική Συνέλευση χωρίς να
15
προκηρύξει εκλογές. Το Σύνταγμα του 1925 βασίστηκε στο Σύνταγμα 1864/1911 αφού όμως διαφοροποιήθηκε σε σοβαρά
σημεία όπως εγκαθίδρυσε το πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με αιρετό Αρχηγό Κράτους 5ετής
θητείας, θεσμοθέτησε δύο βουλές, απλούστευσε την αναθεωρητική διαδικασία, ίδρυσε το ΣτΕ, καθιέρωσε την υποχρέωση των
δικαστηρίων να προβαίνουν σε έλεγχο αντισυνταγματικότητας των νόμων και κατοχύρωσε ορισμένα ατομικά δικαιώματα
(παιδεία, επιστήμη και τέχνη, εργασία, προστασία γάμου και οικογένειας).
Ο Πάγκαλος κυβέρνησε αυταρχικά χωρίς βουλές αφού ουδέποτε προκήρυξε εκλογές. Η δικτατορία του ανετράπη από νέο
πραξικόπημα του στρατηγού Γ. Κονδύλη, τον Αύγουστο του 1926. Ο Κονδύλης έθεσε σε ισχύ το σχέδιο της επιτροπής
Παπαναστασίου ως Σύνταγμα του 1926 και προκήρυξε εκλογές. Η βουλή που προέκυψε στήριξε την Οικουμενική κυβέρνηση
βενιζελικών και αντιβενιζελικών με τον Ζαίμη και ψήφισε το Σύνταγμα του 1927 το οποίο ίσχυσε μέχρι το 1935. Το Σύνταγμα του
1925 είχε δύο αξιοσημείωτες και πρωτότυπες διατάξεις, καθιέρωνε το αναλογικό εκλογικό σύστημα και περιόριζε τη θητεία του
πρωθυπουργού σε ένα έτος.
Η εφαρμογή του συντάγματος του 1927, η επαναφορά του συντάγματος του 1911, η δικτατορία του Ι. Μεταξά, η κατοχή
Το σύνταγμα του 1927 ίσχυσε μόλις 8 χρόνια. Η εφαρμογή του παρακωλύθηκε από τον πολυτάραχο πολιτικό βίο της εποχής. Η
Οικουμενική κυβέρνηση του Ζαίμη δεν μπόρεσε να στεριώσει και πολύ. Ο Βενιζέλος επανήλθε και κέρδισε τις εκλογές του 1928
με άνετη πλειοψηφία και κυβέρνησε ως το 1932.
Οι εκλογές του 1932 και 1933 ανέδειξαν νικητή το Λαϊκό Κόμμα και Πρωθυπουργό τον Παναγή Τσαλδάρη. Ο στρατηγός
Πλαστήρας επιχείρησε πραξικόπημα το οποίο απέτυχε και επακολούθησε η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου.
Νέο κίνημα βενιζελικών αξιωματικών κατά της κυβέρνησης Τσαλδάρη το 1935 απέτυχε. Η χώρα κυρήχθηκε σε κατάσταση
πολιορκίας και η κυβέρνηση ιδιοποιήθηκε συντακτική εξουσία και με συντακτικές πράξεις κατήργησε τη Γερουσία, στην οποία
είχαν πλειοψηφία οι βενιζελικοί, ήρε την ισοβιότητα των δικαστικών υπαλλήλων και τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων για
να προβεί σε εκκαθάριση της δικαιοσύνης, διοίκησης και στρατού, διέλυσε συνδικαλιστικές οργανώσεις και προκήρυξε εκλογές
όπου δεν συμμετείχαν οι βενιζελικοί.
Η Ε Εθνική Συνέλευση διέκοψε τις εργασίες της μετά την ανάδειξή της. Ο Κονδύλης υποχρέωση την εθνοσυνέλευση να εγκρίνει
ψήφισμα σύμφωνα με το οποίο καταργείτο το σύνταγμα του 1927 και επανέρχεται το σύνταγμα 1864/1911. Καταργείτο και το
πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας καθώς με δημοψήφισμα ο λαός με 98% ήταν υπέρ της βασιλείας (!!!). Βάσει του νόθου
αυτού δημοψηφίσματος ο Γεώργιος Β επέστρεψε στην Ελλάδα. Διόρισε νέα κυβέρνηση με Κ. Δεμερτζή, χορήγησε αμνηστία,
διέλυσε την Ε Εθνική Συνέλευση και προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη της Γ Αναθεωρητικής Βουλής.
Μετά τον θάνατο του Δεμερτζή ανέλαβε ο Ι. Μεταξάς μετά τις εκλογές του 1936. Η βουλή διέκοψε τις εργασίες της και
εξουσιοδότησε την κυβέρνηση Μεταξά να νομοθετεί εξ αυτής, στη διάρκεια αυτής της διακοπής στις 4 Αυγούστου του 1936 ο
Βασιλιάς εξέδωσε δύο διατάγματα με πρόταση της κυβέρνησης Μεταξά. Με το πρώτο ανέστειλε την ισχύ ορισμένων
συνταγματικών διατάξεων για ατομικές ελευθερίες και με το δεύτερο διέλυε την Γ Αναθεωρητική βουλή χωρίς προκήρυξη εκλογών.
Ο δικτάτωρ Μεταξάς αντέταξε πάντως το ηρωικό ΟΧΙ του ελληνικού λαού στις δυνάμεις του Άξονα.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής η χώρα κυβερνήθηκε από κατοχικές κυβερνήσεις, σχηματίστηκαν ελεύθερες
κυβερνήσεις του εξωτερικού (του Εμμ. Τσουδερού, του Σοφοκλή Βενιζέλου και του Γ. Παπανδρέου) που αναγνωρίστηκαν από τα
ξένα κράτη.
Τον Οκτώβρη του 1944 μετά την απελευθέρωση ο Γ. Παπανδρέου σχημάτισε οικουμενική κυβέρνηση με εκπροσώπους όλων των
πολιτικών τάσεων. Ο Βασιλεύς Γεώργιος Β παρέμεινε στο εξωτερικό, αντιβασιλέας δε ανέλαβε ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός.
Το σύνταγμα του 1952
Μετά τις εκλογές του Μαρτίου του 1946, πρωθυπουργός ανέλαβε ο Π. Τσαλδάρης. Ευθύς διεξήχθη δημοψήφισμα όπου ήταν
υπέρ της επανόδου του βασιλέα Γεώργιου Β. Η εκλεγείσα βουλή η Δ Αναθεωρητική (συνέχεια της Γ Αναθεωρητικής του 1920)
ψήφισε σύνταγμα το 1952. Το σύνταγμα υιοθέτησε διατάξεις του 1911 και 1927 ενώ οπισθοδρομική ήταν η ρύθμιση για την
16
κατάσταση πολιορκίας αλλά και οι διατάξεις για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων αφού πχ το δικαίωμα
της απεργίας απαγορεύτηκε πλήρως για τους δημοσίους υπαλλήλους κ.α.
Το 1963 επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή και με πρωτεργάτη τον ίδιο τον πρωθυπουργό κατατέθηκε πρόταση Αναθεώρησης του
Συντάγματος του 1952. Το σχέδιο αυτό ονομάστηκε «Βαθιά Τομή» υπεβλήθη στην αρμόδια επιτροπή της βουλής η οποία δεν
περάτωσε τις εργασίες της λόγω παραίτησης του Καραμανλή το 1963.
Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου που ανεδείχθη νικήτρια στις εκλογές του 1964 υπήρξε βραχύβια. Τον Ιούλιο του 1965 ξέσπασε νέα
πολιτική κρίση λόγω της διαφωνίας των Ανακτόρων με τον πρωθυπουργό που οδήγησε την κυβέρνηση σε παραίτηση. Στον
θρόνο είχε ανέλθει το 1964 μετά τον θάνατο του πατέρα του, του Βασιλέα Παύλου, ο Κωνσταντίνος Β. Αίτιο κρίσης των
«Ιουλιανών» υπήρξε η άρνηση του Κωνσταντίνου να δεχθεί την πρόταση του Παπανδρέου να αντικατασταθεί ο Υπουργός
Εθνικής Αμύνης. Η ενέργεια του Κωνσταντίνου ήταν αντικοινοβουλευτική.
Μετά η επέμβαση του Κωνσταντίνου στον διορισμό πρωθυπουργών όπως Γ. Αθανασιάδης- Νόβας, ο Ηλίας Τσιριμώκος, ο Π.
Κανελλόπουλος, ο Στέφανος Στεφανόπουλος, οι οποίοι αν και προέρχονταν από το κόμμα του Παπανδρέου είχαν αποστατήσει,
κατακρίθηκε ως αντισυνταγματική και αντικοινοβουλευτική.
Ο Π. Κανελλόπουλος απέσυρε την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση Στεφανόπουλο και σχημάτισε νέα κυβέρνηση τον
Απρίλη του 1967, η βουλή διαλύθηκε και προκηρύχθηκαν εκλογές που δεν διενεργήθηκαν λόγω της κατάλυσης της δημοκρατίας
με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967.
Το ευρωπαϊκό δίκαιο
Το 1951 έξι κράτη της Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) υπέγραψαν στο Παρίσι διεθνή
συνθήκη με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Η συνεργασία υπήρξε επιτυχής και
οδήγησε στην υπογραφή δύο νέων συνθηκών, με τη μία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και με τη δεύτερη η
Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ).
Το 1972 μπήκαν η Αγγλία, Ιρλανδία και Δανία. Το 1979 η Ελλάς (Ευρώπη των 10). Το 1986 η Ισπανία και η Πορτογαλία
(Ευρώπη των 12). Το 1994 η Αυστρία, η Σουηδία και η Φινλανδία (Ευρώπη των 15) και τέλος το 2003 μπήκαν η Κύπρος, η
Μάλτα, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Λιθουανία, η Εσθονία και η Λετονία (Ευρώπη των 25).
Τα κύρια όργανα της ΕΕ είναι το κοινοβούλιο, το συμβούλιο, η ευρωπαϊκή επιτροπή, τα δικαστήρια των ευρωπαϊκών κοινοτήτων.
Το ευρωπαϊκό δίκαιο είναι πρωτογενές ή πρωτότυπο, αυτό που εισάγουν οι ιδρυτικές συνθήκες και το δευτερογενές ή παράγωγο,
αυτό που θεσπίζεται από τα κοινοτικά νομοθετικά όργανα, σύμφωνα με τους ορισμούς του πρωτογενούς δικαίου.
Οι κανονισμοί αποτελούν την κύρια μορφή των νόμων της κοινότητας. Θεσπίζονται από το συμβούλιο και από την επιτροπή.
Έχουν γενική ισχύ για όλη την κοινότητα και είναι άμεσης εφαρμογής στα κράτη μέλη από τη δημοσίευσή τους.
Οι οδηγίες αποσκοπούν στην επίτευξη ορισμένων αποτελεσμάτων και συνιστούν εντολή προς τα κράτη μέλη να λάβουν κάθε
απαιτούμενο νομοθετικό μέτρο για την επίτευξή τους. Περιέχουν κανόνες δικαίου που πρέπει να περιληφθούν στο εσωτερικό
δίκαιο.
Οι αποφάσεις λαμβάνονται από το συμβούλιο και από την επιτροπή. Έχουν άλλοτε ατομικό και άλλοτε κανονιστικό χαρακτήρα.
Έχουν άμεση εφαρμογή και θεωρούνται ως εκ τούτο κανονισμοί.
Με τη συνθήκη του Άμστερνταμ προβλέφθηκε ένα νέο είδος κοινοτικών πράξεων, οι αποφάσεις πλαίσια. Εκδίδονται από το
Συμβούλιο για ζητήματα αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και έχουν άμεση εφαρμογή στα κράτη.
22
Οι συστάσεις και οι γνώμες είναι κοινοτικές πράξεις και εκδίδονται από το συμβούλιο και από την επιτροπή.
Διατυπώνουν υποδείξεις χωρίς δεσμευτικό χαρακτήρα προς τα κράτη – μέλη, προκειμένω να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα. Σε
περίπτωση μη συμμόρφωσης ενδέχεται να εκδοθεί οδηγία με δεσμευτικό χαρακτήρα.
Σε κάθε κράτος μέλος υπάρχουν δύο έννομες τάξεις, η κοινοτική και η εθνική. Η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου έναντι των
συνταγμάτων των κρατών μελών είναι πάγια θέση.
ΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΩΜΑ
Επισκόπηση αρμοδιοτήτων
Ο λαός εκλέγει τη βουλή, τους αντιπροσώπους της Ελλάδος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τις αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης,
αποφασίζει επί δημοψηφίσματος.
Η σύνθεση του εκλογικού σώματος
Είναι συλλογικό όργανο του κράτους και απαρτίζεται από τους πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα. Ο νόμος δεν μπορεί να
περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή
ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Βάσει τούτων τα προσόντα του εκλογέα είναι το μεν
θετικά, να είναι έλληνας πολίτης και να έχει την εκλογική ηλικία τα δε αρνητικά, να μην είναι ανίκανος για δικαιοπραξία και να
μην έχει καταδικασθεί για ορισμένα εγκλήματα.
Είναι αδιάφορο αν έχει αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια με γέννηση ή με πολιτογράφηση κλπ. Ο κοινός νομοθέτης έχει
καθορίσει ως κατώτατο όριο πολιτικής ενηλικότητας το 18ο έτος της ηλικίας το οποίο συμπληρώνεται την 1/1 του έτους των 18
γενεθλίων.
Η συνθήκη του Μάαστριχτ απέμεινε στους πολίτες των κρατών μελών της ευρωπαϊκής ένωσης όχι μόνο το δικαίωμα του εκλέγειν
αλλά και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι.
Η νομική φύση του εκλογικού δικαιώματος
Κατά μία αντίληψη η άσκηση ή μη του εκλογικού δικαιώματος εναπόκειται στη διάθεση του δικαιούχου. Κατά άλλη αντίληψη το
εκλογικό δικαίωμα είναι αρμοδιότητα. Η αρμοδιότητα είναι δημόσια λειτουργία, που δεν επαφίεται στον δικαιούχο να την ασκεί ή
να μην την ασκεί, ανάλογα με τη βούλησή του. Οι δύο αυτές αντιλήψεις έλκουν την καταγωγή τους από τη γαλλική επανάσταση.
Το ελληνικό σύνταγμα συνδυάζει και τις δύο αυτές αντιλήψεις.
Ο πολίτης είναι ελεύθερος να εκφράσει την προτίμησή του υπέρ ενός συγκεκριμένου πολιτικού κλίματος, υπέρ ενός
συγκεκριμένου υποψηφίου ή να μην εκφράσει καμία προτίμηση, ρίχνοντας λευκή ψήφο.
Οι αρμοδιότητες του εκλογικού σώματος
Η ανάδειξη της βουλής.
Η ανάδειξη των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Η ανάδειξη των αρχών των ΟΤΑ
Το δημοψήφισμα
Η ανάδειξη της βουλής
Οι συνταγματικές αρχές που διέπουν την ψήφο και την ψηφοφορία σύμφωνα με το άρθρο 51 και 52 Σ είναι:
Η αρχή της καθολικότητας. Καθολική είναι η ψήφος όταν ανήκει σε όλους τους ενήλικους έλληνες πολίτες χωρίς να
απαιτούνται άλλα προσόντα ή ιδιότητες.
25
Η αρχή της ισότητας. Η αρχή της καθολικότητας της ψήφου απορρέει από την ισότητα των πολιτών, η
οποία νοείται ως μαθηματική ισότητα, ως ισότητα κατ΄ αριθμόν. Η παράβαση της αρχής της ισότητας της ψήφου με
νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος (πολλαπλή ψήφος και ψηφοφορία) επισύρει ποινή φυλάκισης.
Η αρχή της αμεσότητας. Άμεση είναι η ψηφοφορία όταν ο εκλογέας εκλέγει τον βουλευτή απ΄ ευθείας και όχι όταν
εκλέγει άλλους εκλογείς για να εκλέξουν αυτοί τον βουλευτή. Η άμεση ψηφοφορία ολοκληρώνεται σε μία φάση. Η
έμμεση σε δύο φάσεις, πρώτα εκλέγονται οι εκλέκτορες οι οποίοι στη συνέχεια εκλέγουν τους βουλευτές.
Η αρχή της μυστικότητας. Μυστική είναι η ψήφος όταν το περιεχόμενό της δεν δικαιούται να γνωρίζει κανείς άλλος
εκτός από τον εκλογέα. Η μυστικότητα εξυπηρετεί τη γνησιότητα της εκλογής, αφού διασφαλίζει το ανεπηρέαστο του
εκλογέα. Αντίθετα της μυστικής είναι η φανερή ψηφοφορία, η οποία τονώνει μεν το αίσθημα ευθύνης των εκλογέων,
πλην όμως μειονεκτεί κατά το ότι διευκολύνει την άσκηση αθέμιτων επιρροών επ΄ αυτών και καταλήγει ενδεχομένως
στη νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος.
Η αρχή της προσωπικής ψηφοφορίας. Προσωπική είναι η ψήφος όταν δίδεται αυτοπροσώπως από τον ψηφοφόρο και
όχι δι΄ αντιπροσώπου ή επιστολικώς.
Η αρχή της επιστολικής ψήφου. Εισήχθη με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 για τους εκτός επικρατείας
εκλογείς. Το άρθρο 51 παρ.4Σ ορίζει ότι νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των
βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται
έξω από την επικράτεια με επιστολική ψήφο ή με άλλο πρόσφορο μέσο. Ο νόμος αυτός δεν έχει θεσπιστεί ακόμη.
Η αρχή της ολικής ανανέωσης της βουλής. Με τις βουλευτικές εκλογές η βουλή αναδεικνύεται ολικώς και όχι
τμηματικών. Βουλευτική έδρα που κενώνεται δεν συμπληρώνεται με αναπληρωματική εκλογή εφόσον οι κενές θέσεις
δεν είναι περισσότερες από το 1/5 του όλου αριθμού των βουλευτών.
Η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών. Αποσκοπεί στην διασφάλιση της γνησιότητας της εκλογής,
περιλαμβάνεται στο άρθρο 51 παρ.4Σ. Η αρχή αυτή κάμπτεται στην περίπτωση των εκτός επικρατείας εκλογέων που
ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα με επιστολική ψήφο. Επίσης αν σε κάποιο εκλογικό τμήμα δεν διενεργήθηκαν οι
εκλογές λόγω πχ ακραίων καιρικών φαινομένων τότε διενεργούνται την επόμενη Κυριακή.
Η αρχή της υποχρεωτικότητας της ψήφου. Δεν εναπόκειται επομένως στη βούληση του ψηφοφόρου αν θα ασκήσει ή
όχι το εκλογικό του δικαίωμα. Η κύρωση για φυλάκιση δεν ισχύει για άτομα πάνω από 70 ετών ή για εκλογείς που
βρίσκονται σε απόσταση μεγαλύτερη των 200 χιλιομέτρων από το εκλογικό τους τμήμα. Οι κυρώσεις αυτές
εφαρμόστηκαν σπανιότατα.
Η αρχή της γνησιότητας της ψηφοφορίας. Η διάταξη δεν προστατεύει μόνο την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της
λαϊκής θέλησης αλλά και τον ελεύθερο και ανόθευτο σχηματισμό της, κυρίως δε αυτόν.
Η σύνθεση της βουλής
Η βουλή απαρτίζεται από 300 βουλευτές. Οι βουλευτές εκλέγονται σε εκλογικές περιφέρειες που καθορίζονται με νόμο. Οι
εκλογικές περιφέρειες είναι γεωγραφικές ενότητες στις οποίες διαιρείται η χώρα. Ο νόμος ταυτίζει τις εκλογικές περιφέρειες με
τους νομούς της χώρας.
Εκτός από τους βουλευτές των εκλογικών περιφερειών το Σύνταγμα προβλέπει και την κατηγορία των βουλευτών επικρατείας.
Ο θεσμός των βουλευτών επικρατείας εισήχθη για να διευκολύνει την ανάδειξη ως βουλευτών προσώπων διακεκριμένων στην
κοινωνία, χωρίς σταυρό προτίμησης αλλά σε συνάρτηση με την εκλογική δύναμη του κόμματός τους.
Οι βουλευτές των εκλογικών περιφερειών αναδεικνύονται με βάση την προτίμηση των εκλογέων ενώ οι βουλευτές επικρατείας με
βάση τη σειρά της αναγραφής του ονοματεπώνυμου τους στο ψηφοδέλτιο επικρατείας.
26
Σε κάθε εκλογική περιφέρεια εκλέγεται ένας συγκεκριμένος αριθμός βουλευτών, συνολικώς δε σε όλες τις εκλογικές
περιφέρειες εκλέγονται 288 βουλευτές.
Ο πληθυσμός κάθε εκλογικής περιφέρειας διακρίνεται σε νόμιμο, πραγματικό και εκλογικό. Νόμιμος πληθυσμός είναι ο αριθμός
των εγγεγραμμένων στ δημοτολόγια των δήμων και κοινοτήτων που περιλαμβάνονται στην εκλογική περιφέρεια. Πραγματικός
πληθυσμός είναι ο αριθμός των κατοίκων κάθε εκλογικής περιφέρειας, ο οποίος λογικώς μεν μπορεί να ταυτίζεται με τον νόμιμο
πληθυσμό, στην πραγματικότητα όμως είναι μικρότερος ή μεγαλύτερος από τον νόμιμο. Εκλογικός πληθυσμός είναι ο αριθμός
των εγγεγραμμένων δημοτών στους εκλογικούς καταλόγους.
Η εκλογική διαδικασία
Η προκήρυξη των εκλογών
Η υποβολή υποψηφιοτήτων
Η ανακήρυξη των υποψηφίων
Η ανακήρυξη των συνδυασμών
Η γνωστοποίηση των υποψηφίων και των συνδυασμών
Η γνωστοποίηση του χρόνου και του τόπου της ψηφοφορίας
Η διεξαγωγή της ψηφοφορίας
Η διαλογή και η καταμέτρηση των ψήφων
Η παραχώρηση των εδρών
Η διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών προκηρύσσεται με προεδρικό διάταγμα το οποίο προσυπογράφεται από το
υπουργικό συμβούλιο. Η προεκλογική περίοδος αρχίζει την 12η ημέρα πριν από τη λήξη της βουλευτικής περιόδου ή την ημέρα
δημοσίευσης του διατάγματος της διάλυσης της βουλής. Οι προτάσεις υποψηφιοτήτων υποβάλλονται στον Πρόεδρο του κατά
τόπο αρμόδιου Πρωτοδικείου, το αργότερο 9 ημέρες από την έναρξη της προεκλογικής περιόδου. Οι προτάσεις είναι έγγραφες
και γίνεται με δικαστικό επιμελητή. Η ανακήρυξη των υποψηφίων γίνεται 10 ημέρες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου.
Το Πρωτοδικείο εξετάζει τη νομιμότητα των προτάσεων υποψηφιοτήτων καθώς επίσης τα θετικά και αρνητικά προσόντα
εκλογιμότητας. Οι ανακηρυχθέντες υποψήφιοι συμμετέχουν στις εκλογές είτε ως μεμονωμένοι είτε εν συνδυασμό. Οι συνδυασμοί
είναι κατάλογοι στους οποίους αναγράφονται με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των υποψηφίων των κομμάτων, των
συνασπισμών κομμάτων και πλειόνων ανεξάρτητων σε κάθε εκλογική περιφέρεια. Οι συνδυασμοί αποτυπώνονται σε
ψηφοδέλτια όπως και οι υποψηφιότητες των μεμονωμένων υποψηφίων. Η ψηφοφορία διεξάγεται ημέρα Κυριακή από 7 το πρωί
έως 7 το βράδυ και σε καθένα από τα τμήματα ψηφίζουν περίπου οκτακόσιοι εκλογείς. Η ψηφοφορία διεξάγεται στα εκλογικά
καταστήματα ενώπιων εφορευτικής επιτροπής. Η εφορευτική επιτροπή κάθε εκλογικού τμήματος αποτελείται από
αντιπροσώπους της δικαστικής αρχής ως πρόεδρο, από 4 μέλη, εκλογείς της εκλογικής περιφέρειας και από τον γραμματέα που
τηρεί τα πρακτικά. Τα μέλη κληρώνονται από το κατά τόπο Πρωτοδικείο. Για τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας είναι απαραίτητο το
εκλογικό υλικό, κυρίως η κάλπη, τα ψηφοδέλτια και οι φάκελοι, το βιβλίο πρακτικών, το πρωτόκολλο ψηφοφορίας και το βιβλίο
διαλογής ψήφων. Κάθε εκλογέας προσερχόμενος υπόκειται σε αναγνώριση της ταυτότητάς του. Μετά την κήρυξη του πέρατος
της ψηφοφορίας η εφορευτική επιτροπή προβαίνει στη διαλογή και καταμέτρηση των ψήφων. Αν οι φάκελοι είναι περισσότεροι
αφαιρούνται στην τύχη. Τα Πρωτοδικεία συντάσσουν τον πίνακα αποτελεσμάτων για κάθε εκλογική περιφέρεια, ο οποίος
περιλαμβάνει τον αριθμό των εγγεγραμμένων εκλογέων, τον αριθμό των ψηφισάντων, τον αριθμό των εγκύρων ψηφοδελτίων, τον
αριθμό των λευκών και τον αριθμό των άκυρων ψηφοδελτίων και τέλος την εκλογική δύναμη του κάθε συνδυασμού και του κάθε
μεμονωμένου υποψηφίου. Η κατανομή των 300 βουλευτικών εδρών σε ολόκληρη την επικράτεια στα κόμματα.
27
Η Ε.Ν. ορίζει οι παραχωρούμενες έδρες στα κόμματα κλπ ανέρχονται σε 260. Οι υπόλοιπες 40 έδρες παραχωρούνται
στο πρώτο σε εκλογική δύναμη κόμμα. Η εύνοια προς το πρώτο κόμμα αποσκοπεί στη δημιουργία σταθερής και βιώσιμης
Κυβέρνησης. Το εκλογικό σύστημα στη χώρα μας είναι αναλογική με ενίσχυση του πρώτου κόμματος (σύστημα ενισχυμένης
αναλογικής).
Το ζήτημα της λευκής ψήφου
Η παραχώρηση των εδρών γίνεται βάσει των εγκύρων ψήφων. Οι άκυρες δεν συνυπολογίζονται. Άκυρες είναι οι ψήφοι που
οφείλονται κατά βάση σε παραβίαση της μυστικότητας της ψήφου, είτε ηθελημένα είτε αθέλητα. Εκτός από τα έγκυρα και τα
άκυρα ψηφοδέλτια η ΕΝ προβλέπει και λευκά. Η λευκή ψήφος είναι όμως έκφραση πολιτικής βούλησης, με την οποία
αποδοκιμάζονται οι συγκεκριμένοι συνδυασμοί και οι υποψήφιοι βουλευτές. Δεν είναι αποχή από την ψηφοφορία αλλά
συμμετοχή σε αυτή με αρνητικό περιεχόμενο. Η αποχή υποδηλώνει κατά βάση αδιαφορία, ενώ η λευκή ψήφος αποδοκιμασία.
Είναι συνταγματικά επιτρεπτή αφού συνάγεται από την αρχή της ελεύθερης ψήφου οπότε η διανομή λευκού ψηφοδελτίου στους
εκλογείς είναι συνταγματικά επιβεβλημένη. Ο κοινός νομοθέτης μετά την ΑΕΔ 12/2005 όρισε ότι τα λευκά ψηφοδέλτια δεν
συμπεριλαμβάνονται στα έγκυρα. Η ρύθμιση αυτή είναι αντισυνταγματική αφού ο συνυπολογισμός των λευκών στα έγκυρα
απορρέει από τη συνταγματική αρχή της ισότητας της ψήφου.
Η ανάδειξη των αντιπροσώπων στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο
Οι αρχές που διέπουν την ψήφο και την ψηφοφορία είναι η αρχή της καθολικότητας, η αρχή της αμεσότητας, η αρχή της
μυστικότητας, η αρχή της υποχρεωτικότητας της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος και η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας της
ψηφοφορίας. Εκτός από αυτές τις αρχές ισχύουν και η αρχή της ισότητας, η αρχή της προσωπικής ψήφου και η αρχή της
γνησιότητας της ψηφοφορίας.
Η διαδικασία εδώ είναι παρεμφερείς με την ανάδειξη των βουλευτών της βουλής. Βασικές διαφορές είναι ότι εδώ η Ελλάς είναι
μια εκλογική περιφέρεια, προτάσεις υποψηφιοτήτων εκτίθενται μόνο από κόμματα ή συνασπισμούς κομμάτων, οι συνδυασμοί
είναι πάντα δεσμευμένοι, ο αριθμός των ευρωβουλευτών είναι 24 βάσει της Συνθήκης της Νίκαιας.
Η ανάδειξη των αρχών των ΟΤΑ
Οι ΟΤΑ είναι Α και Β βαθμού. Α βαθμού είναι οι δήμοι και οι κοινότητες και Β βαθμού είναι οι νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις.
Το άρθρο 102 παρ.2 εδαφ.β Σ ορίζει ότι οι αρχές των ΟΤΑ εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία όπως νόμος ορίζει. Οι
αρχές αυτές είναι τα δημοτικά, κοινοτικά και νομαρχιακά συμβούλια και οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι των κοινοτήτων και οι
νομάρχες.
Η διαδικασία ανάδειξης και εδώ είναι παρεμφερής με τη διαδικασία της ανάδειξης των βουλευτών της βουλής.
Το δημοψήφισμα
Με το δημοψήφισμα, το οποίο είναι θεσμός άμεσης δημοκρατίας, ο λαός νομοθετεί ή λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις αντί της
βουλής ή της κυβέρνησης.
Γνήσιο δημοψήφισμα είναι αυτό που το όργανο το οποίο το προκηρύσσει, αποσκοπεί στην ελεύθερη έκφραση του Λαού επί ενός
συγκεκριμένου ερωτήματος.
Προσωπικό δημοψήφισμα είναι αυτό που το όργανο, το οποίο προκηρύσσει, αποσκοπεί στην επικύρωση εκ μέρους του Λαού
μιας δικής του προειλημμένης απόφασης.
Αποφασιστικό είναι το δημοψήφισμα όταν η ετυμηγορία του Λαού είναι δεσμευτική ενώ συμβουλευτικό όταν δια αυτού εκφέρεται
απλώς γνώμη.
Το δημοψήφισμα που προβλέπει το ισχύον σύνταγμα είναι γνήσιο και αποφασιστικό και προκηρύσσεται προαιρετικώς.
Ο ΠτΔ προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του
όλου αριθμού των βουλευτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ.2 Σ. Η διάταξη προβλέπει δύο περιπτώσεις, η πρώτη αφορά κρίσιμα
εθνικά θέματα και η δεύτερη σοβαρά κοινωνικά ζητήματα. Και οι δύο έννοιες είναι αόριστες. Κρίσιμα εθνικά θέματα δεν είναι
28
μόνο θέματα εξωτερικής αλλά και εσωτερικής πολιτικής και σοβαρά κοινωνικά ζητήματα μπορεί να είναι και κρίσιμα
εθνικά θέματα. Στη πρώτη περίπτωση την πρωτοβουλία έχει το υπουργικό συμβούλιο ενώ στη δεύτερη η προκήρυξη
δημοψηφίσματος συναρτάται με ψηφισθέν νομοσχέδιο.
Η ΒΟΥΛΗ
Νομοθετικές αρμοδιότητες
Αναθεωρεί το σύνταγμα
Ψηφίζει τον κανονισμό της
Ψηφίζει τους τυπικούς νόμους
Κυρώνει διεθνείς συνθήκες
Αποφασίζει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος
Αποφασίζει τη θέση σε ισχύ του νόμου για την κατάσταση πολιορκίας και την αναστολή διατάξεων του συντάγματος
Παρέχει αμνηστία για πολιτικά εγκλήματα
Αρμοδιότητες κοινοβουλευτικού ελέγχου
Η βουλή ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο στην κυβέρνηση με :
Ακροάσεις υπουργών, υφυπουργών, άλλων οργάνων
Ανακοινώσεις και δηλώσεις της κυβέρνησης προς τη βουλή
Συζητήσεις προ ημερησίας διατάξεως
Συζητήσεις με πρωτοβουλία βουλευτών
Αναφορές
Ερωτήσεις
Επίκαιρες ερωτήσεις
Αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων
Επερωτήσεις
Επίκαιρες επερωτήσεις
Σύσταση εξεταστικών επιτροπών
Παροχή εμπιστοσύνης και έκφραση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση
Η βουλή ασκεί επίσης κοινοβουλευτικό έλεγχο επί των ανεξάρτητων αρχών.
Διοικητικές αρμοδιότητες
Ψηφίζει τον προϋπολογισμό, τον απολογισμό και τον γενικό ισολογισμό του κράτους
Εγκρίνει τα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης
Ψηφίζει τον προϋπολογισμό και τον απολογισμό της
Εκλέγει το Προεδρείο της
Εκλέγει τον ΠτΔ
Διαπιστώνει την αδυναμία του ΠτΔ να ασκήσει τα καθήκοντά του
Παρέχει τη συγκατάθεσή της στον ΠτΔ για την άπαξ ή δις αναστολή των εργασιών της περισσότερο από 30 ημέρες
Διαπιστώνει την αδυναμία του πρωθυπουργού να ασκήσει τα καθήκοντά του
Δικαστικές αρμοδιότητες
Ασκεί ποινική δίωξη κατά του ΠτΔ
29
Ασκεί ποινική δίωξη κατά των μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών
Παρέχει άδεια για ποινική δίωξη βουλευτή για πράξεις που δεν σχετίζονται με τα βουλευτικά του καθήκοντα
Παρέχει άδεια για ποινική δίωξη βουλευτή για συκοφαντική δυσφήμιση, διαπραχθείσα κατά την άσκηση των
καθηκόντων του
Παρέχει την συγκατάθεση της για απονομή χάρης από τον ΠτΔ σε καταδικασθέν μέλος της κυβέρνησης ή σε
καταδικασθέντα υφυπουργό
Το δικαίωμα του εκλέγεσθαι – Τα θετικά και τα αρνητικά προσόντα εκλογιμότητας
Τα θετικά προσόντα εκλογιμότητας. Για να εκλεγεί κανείς βουλευτής πρέπει να έχει την ελληνική ιθαγένεια, τη νόμιμη
ικανότητα του εκλέγειν δηλαδή το ενεργητικό εκλογικό δικαίωμα και τη συμπλήρωση του 25 έτους της ηλικίας του.
Τα αρνητικά προσόντα εκλογιμότητας. Το δικαίωμα του εκλέγεσθαι δεν τελεί μόνο υπό τα προαναφερθέντα θετικά
προσόντα εκλογιμότητας αλλά και υπό ορισμένα αρνητικά. Τα κωλύματα εκλογιμότητας είναι τυπικά. Από το κώλυμα
εκλογιμότητας καταλαμβάνονται έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι, άλλοι υπάλληλοι του δημοσίου, υπάλληλοι ΟΤΑ,
έμμισθοι δημόσιοι λειτουργοί, υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας, αιρετά μονοπρόσωπα
όργανα των ΟΤΑ, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι ΔΣ ή διευθύνοντες σύμβουλοι ή εντεταλμένοι σύμβουλοι. Τα
κωλύματα εκλογιμότητας αίρονται με παραίτηση. Εξαίρεση εισάγεται ως προς τους νομάρχες ακόμα και αν
παραιτηθούν. Η άλλη εξαίρεση είναι οι στρατιωτικοί και οι πολιτικοί υπάλληλοι που έχουν αναλάβει υποχρέωση
παραμονής στην υπηρεσία για ορισμένο χρόνο.
Ο έλεγχος του κύρους των εκλογών είναι δικαστικός. Με απόφαση του ΑΕΔ ακυρώνεται η εκλογή βουλευτή που δεν είχε κάποιο
από τα θετικά προσόντα ή ενέπιπτε σε κώλυμα.
Η οριστικοποίηση της εκλογής ταυτίζεται χρονικώς με την ανάληψη των βουλευτικών καθηκόντων.
Τα ασυμβίβαστα των βουλευτών
Με τον όρο ασυμβίβαστα νοούνται ιδιότητες, επαγγέλματα και έργα που απαγορεύονται στον βουλευτή. Ενώ τα κωλύματα
εκλογιμότητας αποσκοπούν να αποτρέψουν την κτήση της βουλευτικής ιδιότητας από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο
56Σ, τα ασυμβίβαστα που εισάγει το άρθρο 57Σ αποσκοπούν να αποτρέψουν τον ήδη εκλεγέντα βουλευτή από την άσκηση
επαγγέλματος ή έργου ή από τη διατήρηση ή την απόκτηση κάποιας ασυμβίβαστης ιδιότητας. Εξασφαλίζουν έτσι την
ανεξαρτησία του βουλευτή, την αμερόληπτη άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων του και τη διαφάνεια στον πολιτικό βίο.
Το άρθρο 57 Σ ορίζει ότι τα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με τα έργα ή την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή εταίρου ή
μετόχου ή διοικητή ή διαχειριστή ή μέλους ΔΣ ή γενικού διευθυντή ή αναπληρωτών επιχείρησης η οποία αναλαμβάνει έργα ή
μελέτες ή προμήθειες ή παρέχει υπηρεσίες στο Δημόσιο ή συνάπτει συμβάσεις ή απολαμβάνει ειδικών προνομίων ή κατέχει ή
διαχειρίζεται ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό ή εκδίδει εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας ή ασκεί κατά παραχώρηση
δημόσια υπηρεσία ή ΔΕΚΟ ή μισθώνει για εμπορικούς λόγους ακίνητα του δημοσίου.
Τα καθήκοντα του βουλευτή είναι επίσης ασυμβίβαστα με την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος.
Τα ασυμβίβαστα έχουν ως συνέπεια την έκπτωση του βουλευτή από το βουλευτικό αξίωμα. Αυτή αποφασίζεται από το ΑΕΔ.
Απώλεια βουλευτικού αξιώματος
Με τη λήξη της βουλευτικής περιόδου
Λόγω θανάτου
Παραίτησης
Ακύρωσης της εκλογής
Έκπτωσης
30
Η λήξη της βουλευτικής περιόδου μπορεί να είναι κανονική στην 4ετία ή πρόωρη. Η αναβίωση της βουλής γίνεται σε
περίπτωση πολέμου, προκειμένου να διαπιστωθεί αδυναμία του ΠτΔ, προκειμένου να εγκριθεί διάταγμα για κατάσταση
πολιορκίας.
Η παραίτηση του βουλευτή είναι δικαίωμά του. Η ακύρωση και η έκπτωση γίνεται μετά από απόφαση του ΑΕΔ.
Η νομική θέση των βουλευτών
Οι βουλευτές ως αντιπρόσωποι του έθνους. Δεν είναι όργανα του κράτους. Δεν έχουν αρμοδιότητες αλλά δικαιώματα
και καθήκοντα. Αντιπροσωπεύουν το έθνος. Έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και της ψήφου κατά
συνείδηση.
Οι βουλευτικές ασυλίες. Το σύνταγμα προβλέπει τρεις ασυλίες, το ανεύθυνο, το ακαταδίωκτο και το δικαίωμα άρνησης
μαρτυρίας. Όντως δικαίωμα είναι το τρίτο, τα δύο πρώτα συγκροτούν αντικειμενικό δίκαιο. Το ανεύθυνο προβλέπεται
στο άρθρο 61 παρ.1 και 2 Σ και λειτουργεί προς πάσα κατεύθυνση, είναι ποινικό, πειθαρχικό και πολιτικό. Έστω και
αν η γνώμη ή η ψήφος είναι παράνομη πχ υβριστική ο βουλευτής δεν ευθύνεται και επομένως δεν καταδικάζεται σε
ποινή (ποινικό ανεύθυνο), σε αποζημίωση (αστικό ανεύθυνο) ή σε πειθαρχική ποινή (πειθαρχικό ανεύθυνο) ούτε
ανακαλείται ή υποχρεώνεται σε παραίτηση (πολιτικό ανεύθυνο). Το ανεύθυνο δεν αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της
γνώμης ή της ψήφου. Απαλλάσσει τον βουλευτή από κάθε ευθύνη. Εξαίρεση από το ανεύθυνο η κατά την άσκηση των
καθηκόντων του διάπραξη του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης διώκεται με έγκληση, ύστερα από άδεια της
βουλής. Η χορήγηση της άδειας εκ μέρους της βουλής αίρει το ανεύθυνο ποινικά, αστικά και πειθαρχικά όχι όμως και
πολιτικά δοθέντος ότι ο βουλευτής ουδέποτε ανακαλείται ή εξαναγκάζεται σε παραίτηση. Το ακαταδίωκτο του βουλευτή
προβλέπεται στο άρθρο 62 Σ. Το ακαταδίωκτο προστατεύει τον βουλευτή από ποινικές διώξεις για οποιαδήποτε
εγκλήματα, είτε σχετίζονται με την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων είτε όχι. Η παραγραφή του εγκλήματος
αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η προστασία του ακαταδίωκτου. Το ακαταδίωκτο αίρεται με άδεια της
βουλής. Σύμφωνα με το άρθρο 61 παρ.3 Σ ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που
περιήλθαν σε αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις
πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε. Είναι δικαίωμα του βουλευτή η άρνησης μαρτυρίας.
Η Ολομέλεια, το Τμήμα Διακοπής και οι Επιτροπές της Βουλής
Η Ολομέλεια συγκροτείται από το σύνολο των βουλευτών και λειτουργεί κατά τη διάρκεια των συνόδων της για την εκπλήρωση
των ετησίων έργων της. Τα ετήσια έργα της δηλαδή οι αρμοδιότητές της είναι νομοθετικές, διοικητικές, δικαστικές και
κοινοβουλευτικού ελέγχου. Οι διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες της βουλής ασκούνται εν Ολομέλεια.
Το τμήμα διακοπής λειτουργεί υποχρεωτικά κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο τακτικών συνόδων της βουλής,
από τη λήξη δηλαδή της πρώτης και την έναρξη της επόμενης. Η συνταγματική πρόβλεψή του έγινε για την προώθηση των
νομοθετικών και ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της βουλής όταν δεν βρίσκεται σε Ολομέλεια. Λειτουργεί κατά το διάστημα του θέρους,
τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο.
Οι επιτροπές της βουλής που απαρτίζονται από 15 έως 50 βουλευτές λειτουργούν κατά τη διάρκεια της συνόδου της Ολομέλειας
και της λειτουργίας του Τμήματος Διακοπής. Συνιστώνται για την αρτιότερη επιτέλεση του έργου της και για την εξειδίκευση των
βουλευτών στα θέματα της αρμοδιότητάς τους.
Η βουλή στις αρχές κάθε τακτικής συνόδου συνιστά από τα μέλη της διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές για να εξετάζουν και να
επεξεργάζονται τα σχέδια και τις προτάσεις νόμων που υποβάλλονται όπως ο ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής. Ο ΚτΒ
προβλέπει έξι κοινοβουλευτικές επιτροπές (α) μορφωτικών υποθέσεων (β) εθνικής άμυνας και εξωτερικών υποθέσεων (γ)
οικονομικών υποθέσεων (δ) κοινωνικών υποθέσεων (ε)δημόσιας διοίκησης, δημόσιας τάξης και δικαιοσύνης (στ) παραγωγής και
εμπορίου. Οι διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές επεξεργάζονται σχέδια και προτάσεις νόμων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα
διαφόρων υπουργείων. Η επεξεργασία αποσκοπεί στην αρτιότερη νομοθέτηση από τη βουλή.
31
Αν οι ανάγκες του νομοθετικού έργου της βουλής το επιβάλλουν ή αν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την επεξεργασία
και εξέταση συγκεκριμένων νομοσχεδίων ή προτάσεων νόμων και το ζητήσει η κυβέρνηση, ο πρόεδρος της βουλής συνιστά
ειδικές κοινοβουλευτικές επιτροπές για την επεξεργασία των σχεδίων και προτάσεων νόμων.
Η βουλευτική περίοδος και οι βουλευτικές σύνοδοι
Η θητεία της βουλής είναι 4ετής. Το 4ετές χρονικό διάστημα καλείται βουλευτική περίοδος. Η βουλευτική περίοδος λήγει
κανονικά με την παρέλευση του 4 έτους είτε πρόωρα με τη διάλυση της βουλής. Κατά τη κανονική λήξη διατάσσεται με προεδρικό
διάταγμα που προσυπογράφεται από το υπουργικό συμβούλιο η διενέργεια βουλευτικών εκλογών μέσα σε 30 ημέρες και η
σύγκλησης της νέας βουλής μέσα σε άλλες 30 ημέρες από αυτές. Η πρόωρη λήξη της βουλευτικής περιόδου επέρχεται με το
διάταγμα διάλυσης της βουλής, το οποίο προσυπογράφεται από τον πρωθυπουργό και πρέπει να περιλαμβάνει συγχρόνως την
προκήρυξη εκλογών μέσα σε 30 ημέρες και την σύγκλιση της νέας βουλής μέσα σε άλλες 30 ημέρες από τις εκλογές.
Η βουλευτική περίοδος παρατείνεται σε περίοδο πολέμου, καθ΄ όλη τη διάρκειά του. Αν η βουλή έχει διαλυθεί, η διενέργεια
εκλογών αναστέλλεται, η δε διαλυθείσα βουλή αναβιώνει και λειτουργεί ώσπου τελειώσει ο πόλεμος.
Η βουλή δε λειτουργεί καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα της βουλευτικής περιόδου. Λειτουργεί κατά συγκεκριμένα χρονικά
διαστήματα, τα οποία καλούνται σύνοδοι. Οι σύνοδοι είναι τακτικές, έκτακτες και ειδικές. Αν η βουλή δεν βρίσκεται σε τακτική ή
έκτακτη σύνοδο χαρακτηρίζεται απούσα οπότε μπορεί να συγκληθεί σε ειδική σύνοδο. Εν απουσία της βουλής λειτουργεί το
τμήμα διακοπής.
Η πρώτη τακτική σύνοδος δεν συνέρχεται αυτοδικαίως ενώ οι άλλες συνέρχονται αυτοδικαίως εκτός αν ο ΠτΔ τη συγκαλέσει
νωρίτερα. Η διάρκεια κάθε τακτικής συνόδου είναι τουλάχιστο πέντε μηνών. Ο ΠτΔ μπορεί να αναστείλει τις εργασίες της
τακτικής συνόδου και αποσκοπεί στην πρόσκαιρη ανακούφιση της κυβέρνησης από μία οχληρή βουλή. Η αναστολή των
εργασιών της βουλής με προεδρικό διάταγμα χρειάζεται την προσυπογραφή του υπουργικού συμβουλίου. Το χρονικό διάστημα
της αναστολής δεν συνυπολογίζεται στο ελάχιστο διάστημα διαρκείας της τακτικής συνόδου. Κατά τη διάρκεια που η βουλή δεν
βρίσκεται σε σύνοδο είτε λόγω λήξης της συνόδου είτε αναστολής λειτουργεί το τμήμα διακοπής της βουλής.
Έκτακτη σύνοδος είναι η συγκαλούμενη από τον ΠτΔ με διάταγμα για να επιληφθεί των θεμάτων που περιλαμβάνονται σε αυτό.
Κατά τη διάρκειά της δεν μπορεί να εγκρίνει τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους ή να ψηφίσει τον ειδικό νόμο για τη
διοίκηση των εσόδων και εξόδων του κράτους. Η λήξη της γίνεται από τον ΠτΔ με διάταγμα που προσυπογράφεται από το
υπουργικό συμβούλιο. Η διάρκειά της δεν ρυθμίζεται από το Σύνταγμα.
Ειδική σύνοδος είναι εκείνη κατά την οποία η βουλή μη ευρισκόμενη σε τακτική ή έκτακτη σύνοδο συνέρχεται υποχρεωτικά για
την άσκηση συγκεκριμένης αρμοδιότητάς της. Λήγει μόλις περατώσει την αρμοδιότητά της με έκδοση προεδρικού διατάγματος ή
πράξης υπουργικού συμβουλίου.
Η τακτική νομοθετική διαδικασία
Η βουλή και η κυβέρνηση δεν έχουν δικαιώματα αλλά αρμοδιότητες. Με τον όρο πρόταση νόμου υποδηλώνεται η προέλευση της
νομοθετικής πρωτοβουλίας από τη βουλή και μόνο. Η προέλευσή της από την κυβέρνηση υποδηλώνεται με τον όρο σχέδιο νόμο
(νομοσχέδιο). Η διάκριση αυτή γίνεται από το Σύνταγμα και από τον ΚτΒ. Ως βουλή νοείται και μόνο ένας βουλευτής. Ως
κυβέρνηση νοείται και ένας μόνο υπουργός εφόσον το νομοσχέδιο εμπίπτει στην σφαίρα της αποκλειστικής αρμοδιότητας του
υπουργείου του.
Η νομοθετική πρωτοβουλία περιορίζεται στη βουλή και στην κυβέρνηση. Η νομοθετική πρωτοβουλία του βουλευτή περιορίζεται
από τις διατάξεις του άρθρου 73 Σ οι οποίες απαγορεύουν την κατάθεση ορισμένων προτάσεων νόμων όπως (α) απονομή
συντάξεων δημοσίων υπαλλήλων εισάγονται στη βουλή μόνο ως νομοσχέδια από τον Υπουργό Οικονομικών (β) απονέμοντα
μισθούς, οφέλη ή συντάξεις εισάγονται στη βουλή ως νομοσχέδια εφόσον συνεπάγονται δαπάνες ή ελάττωση των εσόδων του
δημοσίου και (γ) τοπικοί ή ειδικοί φόροι ή βάρη επιβάλλονται μόνο βάσει νόμου με πρωτοβουλία της κυβέρνησης.
32
Κάθε νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου συνοδεύεται υποχρεωτικά από αιτιολογική έκθεση η οποία περιέχει τους λόγους και τους
σκοπούς των προτεινόμενων ρυθμίσεων. Επίσης κάθε νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που συνεπάγεται επιβάρυνση του
προϋπολογισμού πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους που καθορίζει τη δαπάνη και από
ειδική έκθεση του Υπουργού Οικονομικών. Τέλος τα νομοσχέδια για συντάξεις πρέπει να συνοδεύονται από γνωμοδότηση του
Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τα σχέδια και οι προτάσεις νόμων κατατίθενται στη βουλή εγγράφως.
Τέλος, στα σχέδια και στις προτάσεις νόμων επιτρέπεται η υποβολή τροπολογιών με τις οποίες ασκείται επίσης νομοθετική
πρωτοβουλία.
Ο Πρόεδρος παραπέμπει τα κατατεθέντα σχέδια και τις κατατεθείσες προτάσεις νόμων στην αρμόδια Διαρκή Κοινοβουλευτική
Επιτροπή. Η Διαρκής Κοινοβουλευτική Επιτροπή συζητεί, εξετάζει και επεξεργάζεται το σχέδιο ή την πρόταση του νόμου σε πέντε
το πολύ συνεδριάσεις και περατώνει το έργο της, συντάσσοντας έκθεση, την οποία υποβάλλει στη βουλή.
Οι τροποποιήσεις του σχεδίου ή της πρότασης νόμου γίνονται βάσει προτάσεων βουλευτών ή υπουργών είτε κατά συζήτηση είτε
και πριν από αυτή με την κατάθεση γραπτών τροπολογιών ή προσθηκών.
Τροπολογία είναι η πρόταση βουλευτή ή υπουργού σε κατατεθέν νομοσχέδιο ή σε κατατεθείσα πρόταση νόμου η οποία έχει
διαφορετικό περιεχόμενο από το περιεχόμενο συγκεκριμένης διάταξης του αρχικού νομοσχεδίου ή της αρχικής πρότασης νόμου
και προτείνεται αντ΄ αυτής.
Προσθήκη είναι η πρόταση βουλευτή ή υπουργού σε κατατεθέν νομοσχέδιο ή σε κατατεθείσα πρόταση νόμου, με την οποία
προστίθενται νέες ρυθμίσεις, επί πλέον των περιλαμβανομένων στο αρχικό σχέδιο ή στην αρχική πρόταση νόμου.
Μετά την υποβολή της έκθεσης της αρμόδιας Διαρκούς Κοινοβουλευτικής Επιτροπής ή την πάροδο άπρακτης ταχθείσης σε αυτήν
από τον πρόεδρος της βουλής προθεσμίας τα νομοσχέδια και οι προτάσεις νόμων εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της
βουλής. Η συζήτησή τους γίνεται τουλάχιστον μετά 3ήμερο. Η συζήτηση και η ψήφιση γίνεται μία φορά καταρχήν, μία κατά
άρθρο και μία στο σύνολο.
Έκδοση είναι η πιστοποίηση εκ μέρους του ΠτΔ ότι το συγκεκριμένο νομοθετικό κείμενο είναι το γνήσιο κείμενο που ψήφισε η
βουλή καθώς και ότι τηρήθηκε από αυτήν η συνταγματικά επιβαλλόμενη διαδικασία για την ψήφισή του.
Δημοσίευση είναι η εντολή του ΠτΔ προς τον υπουργό δικαιοσύνης να καταχωρήσει το κείμενο στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης
για να λάβει υπόσταση δηλαδή ισχύ.
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Η σύνθεση της κυβέρνησης
Η κυβέρνηση αποτελείται από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς. Όλοι οι υπουργοί κλπ διορίζονται από τον ΠτΔ με
πρόταση του πρωθυπουργού.
Οι αντιπρόεδροι της κυβέρνησης, τις αρμοδιότητες των οποίων ορίζει ο πρωθυπουργός είναι συγχρόνως και υπουργοί όχι όμως
και αναπληρωτές υπουργοί ούτε υπουργοί χωρίς χαρτοφυλάκιο ή υφυπουργοί.
Οι υπουργοί προΐστανται όλων των υπηρεσιών που υπάγονται στο Υπουργείο τους και εποπτεύουν και συντονίζουν τις ενέργειες
των υφυπουργών.
Οι υφυπουργοί ασκούν τις αρμοδιότητες που τους αναθέτουν με κοινή απόφαση ο Πρωθυπουργός και ο οικείος Υπουργός.
Οι αναπληρωτές υπουργοί διορίζεται είτε σε θέση που εντάσσεται σε Υπουργείο είτε παρά τω Πρωθυπουργώ.
Το ίδιο ισχύει και για τους Υπουργούς χωρίς χαρτοφυλάκιο.
Οι μόνιμοι υπηρεσιακοί Υφυπουργοί είναι ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι που προΐστανται όλων των υπηρεσιών του Υπουργείου,
μετά τον υφυπουργό και τον (πολιτικό) υφυπουργό.
ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
Πολιτικά, ποινικά και διοικητικά δικαστήρια
41
Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας όπως ο νόμος
ορίζει. Στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι
ποινικοί νόμοι. Στο συμβούλιο της επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές όπως
ορίζει ο νόμος, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Τα πολιτικά δικαστήρια είναι τα Ειρηνοδικεία, τα Πρωτοδικεία, τα Εφετεία και ο Άρειος Πάγος. Τα ποινικά είναι τα
Πταισματοδικεία, τα Πλημμελειοδικεία, τα Εφετεία, τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια και ο Άρειος Πάγος. Τα διοικητικά δικαστήρια
είναι τα Διοικητικά Πρωτοδικεία, τα Διοικητικά Εφετεία, το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Οι δικαστές είναι πολιτικοί, ποινικοί και διοικητικοί.
Τακτικά και ειδικά δικαστήρια
Τακτικά δικαστήρια είναι αυτά που εκδικάζουν όλες τις διαφορές και υποθέσεις που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του κλάδου,
στον οποίο ανήκουν, εκτός από εκείνες που βάσει ειδικής συνταγματικής διάταξης ή διάταξης νόμου ανήκουν στη δικαιοδοσία
άλλου δικαστηρίου.
Ειδικά δικαστήρια είναι όσα δεν είναι τακτικά, όσα εκδικάζουν συγκεκριμένες διαφορές και υποθέσεις ορισμένων κατηγοριών
προσώπων. Αυτά είναι το ΑΕΔ, το ΣτΕ, το ΕΣ, το Ειδικό δικαστήριο για ποινικά αδικήματα του ΠτΔ, το Δικαστήριο Αγωγών
Κακοδικίας, τα Δικαστήρια Ανηλίκων, τα διαρκή στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία και το Δικαστήριο Λειών.
Έκτακτα δικαστήρια, δικαστικές επιτροπές
Το έκτακτο δικαστήριο δεν είναι συνεστημένο αλλά στημένο. Δεν συνίσταται για να δικάσει αλλά για να καταδικάσει.
Έκτακτο δικαστήριο είναι εκείνο που έχει συσταθεί μεν εκ των προτέρων, αποκτά όμως τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα του εκ των
υστέρων. Τα έκτακτα δικαστήρια είναι συνήθως ποινικά δικαστήρια.
Εξαιρετικά δικαστήρια
Είναι αυτά που προβλέπει ο νόμος για την κατάσταση πολιορκίας βάση του άρθρου 42 παρ. 1 Σ. Τα δικαστήρια είναι τα έκτακτα
στρατοδικεία, ναυτοδικεία, αεροδικεία.
Τα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα ειδικά δικαστήρια
Το ΑΕΔ. Οι αρμοδιότητές του είναι η εκδίκαση των ενστάσεων κατά το άρθρο 58, ο έλεγχος του κύρους και των
αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος που ενεργείται κατά το άρθρο 44 παρ.2 Σ, η κρίση για τα ασυμβίβαστα ή την
έκπτωση βουλευτή κατά το άρθρο 55 παρ.2 και 57, η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των
διοικητικών αρχών ή μεταξύ του ΣτΕ και των τακτικών δικαστηρίων ή τέλος του ΕΣ και των λοιπών δικαστηρίων, η άρση
της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα και η άρση της αμφισβήτησης για το χαρακτηρισμό
κανόνων του διεθνούς δικαίου ως γενικά παραδεγμένων κατά την παρ. 1 του άρθρου 28.
Το ΣτΕ. Στην αρμοδιότητα του ανήκει η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για
υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου, η μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών
διοικητικών δικαστηρίων και η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σε αυτό.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο. Είναι μέγα σώμα της διοίκησης με διοικητικές αρμοδιότητες. Οι τρεις αρμοδιότητες του ΕΣ
εξειδικεύονται στην απονομή σύνταξης στους δημόσιους υπαλλήλους και στους στρατιωτικούς με πράξη του Γενικού
Λογιστηρίου του Κράτους, κατά δημοσίων υπολόγων καταλογίζονται χρηματικά ελλείμματα, παραλείψεις είσπραξης
οφειλόμενων ποσών και ελλείμματα υλικών και τέλος για ζημιά του κράτους ή ΝΠΔΔ που προκλήθηκε από δόλο ή
βαρεία αμέλεια υπαλλήλου, το ζημιωθέν δικαιούται να αποζημιωθεί.
Το Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας. Η έννοια της κακοδικίας δεν ορίζεται στο σύνταγμα αλλά σε εκτελεστικό
νόμο του άρθρου 99Σ. Κακοδικία είναι η πρόκληση ζημιάς σε πρόσωπο από δικαστικό λειτουργό σε οποιαδήποτε δίκη,
κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων του, εφόσον αυτή προήλθε από δόλο, βαρεία αμέλεια ή αρνησιδικία
του δικαστικού λειτουργού.
42
Οι δικαστές
Είναι λειτουργοί και όχι υπάλληλοι. Απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. Κατά την άσκηση των καθηκόντων
τους υπόκεινται στο Σύνταγμα και τους νόμους. Ως νόμοι νοούνται οι ουσιαστικοί νόμοι και τα έθιμα.
Η ανεξαρτησία των δικαστών έχει όριο το Σύνταγμα και τον νόμο. Είναι ανεξάρτητοι έναντι παντός, εκτός από το Σύνταγμα και
τον νόμο. Η ανεξαρτησία τους είναι προϋπόθεση της απονομής της δικαιοσύνης. Μόνον ο ανεξάρτητος είναι όντως αμερόληπτος
και ουδέτερος.
Διορίζονται με προεδρικό διάταγμα σύμφωνα με το νόμο που ορίζει τα προσόντα τους. Οι μεταβολές της υπηρεσιακής τους
κατάστασης είναι η τοποθέτηση, η προαγωγή, η μετάθεση, η απόσπαση και η μετάταξη. Οι δικαστές είναι ισόβιοι. Η ισοβιότητα
σε αντίθεση με την μονιμότητα σημαίνει ότι ο δικαστικός διατηρεί τη θέση του ακόμα και η θέση του καταργηθεί. Εξακολουθεί να
ασκεί τα καθήκοντά του και να μισθοδοτείται.
Οφείλουν πίστη και αφοσίωση στην πατρίδα και στη δημοκρατία. Κατά τα λοιπά είναι ανεξάρτητοι.
Οι δικαστές υπέχουν πειθαρχική, ποινική και αστική ευθύνη. Η πειθαρχική ευθύνη τους συναρτάται καταρχήν με την άσκηση των
καθηκόντων τους, κατ΄ εξαίρεση δε και ανεξάρτητα από αυτά. Η ευπρεπής συμπεριφορά πχ επιβάλλεται όχι μόνον εντός αλλά και
εκτός υπηρεσίας.
Τέλος….