You are on page 1of 754

See discussions, stats, and author profiles for this publication at: https://www.researchgate.

net/publication/281404991

Medical Psychology and Psychopathology.

Book · January 2009

CITATIONS READS

0 3,920

1 author:

Nikiforos V Angelopoulos
University of Thessaly
192 PUBLICATIONS   1,611 CITATIONS   

SEE PROFILE

Some of the authors of this publication are also working on these related projects:

PSYCHOENDOCRINOLOGY View project

Identification with the aggressor defence mechanism View project

All content following this page was uploaded by Nikiforos V Angelopoulos on 16 September 2016.

The user has requested enhancement of the downloaded file.


ΙΑΤΡΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
KAI
ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ
(Μια σύγχρονη Ψυχιατρική)

Νικηφόρος Β. Αγγελόπουλος
2

Στην Αλεξάνδρα, την Αριάνα, τον Βασίλη


3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ι. ΙΑΤΡΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ .................................................................................................................................................................. ..8
2. Η ΨΥΧΗ, Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ .................................................................................... 10
Η έννοια της Ψυχής στην Ιατρική και το Αντικείμενο της Ιατρικής Ψυχολογίας.
3. ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ. ................................................................................................................................................ .16
Υποκειμενική κατεύθυνση, Φαινομενολογία και Υπαρξισμός. Αντικειμενική κατεύθυνση. Μελέτη βιολογικών δομών. Τεχνικές
απεικόνισης. Ακτινογραφία κρανίου. Αγγειογραφία εγκεφάλου. Πνευμοεγκεφαλογραφία. Αξονική τομογραφία. Μαγνητική
τομογραφία. Μελέτη βιολογικών γεγονότων. Μελέτες στην περιφέρεια. Τεχνικές απεικόνισης λειτουργίας του εγκεφάλου.
Ηλεκτροεγκεφαλογραφία. Προκλητά δυναμικά, οπτικά, στελεχιαία ακουστικά, σωματοαισθητικά, γνωσιακά. Χαρτογράφηση
φλοιού. Μαγνητοεγκεφαλογράφημα. Τομογραφία ποζιτρονίου. Τομογραφία φωτονίου. Μαγνητική φασματοσκόπηση. Χειρισμοί
στον εγκέφαλο. Ηλεκτρική διέγερση εγκεφάλου, χημικός ερεθισμός εγκεφάλου, βλάβες στον εγκέφαλο, επίδραση στον
εγκέφαλο διά της κυκλοφορίας. Ψυχομετρική εκτίμηση. Ερωτηματολόγια, Κλίμακες. Αξιοπιστία, εγκυρότητα, στάθμιση.
Προβλητικές δοκιμασίες, δοκιμασία Rorschach, δοκιμασία ΤΑΤ. Επεξεργασία στοιχείων και συμπεράσματα. Κατανομή
χαρακτηριστικών. Μεταβλητή. Δείγμα. Ομάδα ελέγχου. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Γενετική. Διασταύρωση επιλεγμένων ζώων.
Φυσικές μεταλλάξεις. Γονιδιακή τεχνολογία στα ζώα. Μελέτες οικογενειών. Χαρτογράφηση ανθρώπινου γονιδιακού υλικού.
Μοριακή γενετική. Ψυχανάλυση. Τοπογραφική υπόθεση. Δομική υπόθεση. Δυναμική υπόθεση. Το ασυνείδητο. Το εκείνο (id),
το εγώ (ego), το υπερεγώ (superego). Μηχανισμοί άμυνας. Carl Jung. Alfred Adler. Οι διάδοχοι του Freud. Αντίλογος στην
ψυχανάλυση. Εθολογία. Συμπεριφορά. Ένστικτο. Αποτύπωση (imprinting). Παγιωμένοι τρόποι δράσης. Σήμα-ερέθισμα.
Έμφυτος αποδεσμευτικός μηχανισμός. Μεταθετική δραστηριότητα. Το υπερπραγματικό αντικείμενο. Κοινωνική Εθολογία.
Εθολογία στους ανθρώπους. Εθολογία και Ψυχοπαθολογία.
4. ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ................................................................................................................................................. ..34
Ανθρώπινος εγκέφαλος και ηλεκτρονικός υπολογιστής. Το αντανακλαστικό τόξο. Εγκέφαλος. Μεσολόβιο, Μετωπιαίος λοβός,
Βρεγματικός λοβός, Κροταφικός λοβός, Ινιακός λοβός, Βασικά γάγγλια και κοιλές, Ραβδωτό σώμα, Αμυγδαλοειδείς πυρήνες,
Υποθάλαμος, Οπτικοί θάλαμοι, Παρεγκεφαλίδα. Εξωπυραμιδικό σύστημα. Δικτυωτός σχηματισμός. Αυτόνομο Νευρικό
Σύστημα, Συμπαθητικό, Παρασυμπαθητικο. Φλοιώδεις και υποφλοιώδεις λειτουργίες. Δεξιό και αριστερό ημισφαίριο.
Αιματοεγκεφαλικός φραγμός. Κυτταρική αρχιτεκτονική του εγκεφάλου. Εντοπισμός ψυχικών λειτουργιών. Franz Josef Gall.
Pierre Flourens. Hughling Jackson. Karl Lashley. Alexander Luria. Paul McLean. Νευρομεταβιβαστές. Συνάψεις. Υποδοχείς.
Γλουταμάτη. Ασπαρτικό και γλουταμινικό οξύ. Σεροτονίνη. Κατεχολαμίνες, Τυραμίνη, Νοραδρεναλίνη, Αδρεναλίνη, Ντοπαμίνη,
Διυδροξυφαινυλαλανίνη (DOPA), Ακετυλχολίνη, γ-αμινογουτυρικό οξύ (GABA), ενδορφίνες.
5. ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ......................................................................................................................................... .. 50
Υποθάλαμος, Εκλυτίνη της αυξητικής ορμόνης (GHRH), Εκλυτίνη της κορτικοτροπίνης (CRH), Γοναδοτροπινική εκλυτίνη
(GnRH), Βαζοπρεσίνη (ADH), Αγγειοτενσίνη Ι, Αγγειοτενσίνη ΙΙ, Σωματοστατίνη. Υπόφυση, Αυξητική ορμόνη (GH),
Αδρενοκορτικοτροπική ορμόνη (ACTH), Γοναδοτροπίνες, Προλακτίνη, Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη, Ωκυτοκίνη, Μελανοκορτίνη.
Κωνάριο ή Επίφυση, Μελατονίνη. Θυρεοειδής, Τρι-ιωδοθυρονίνη, Τετρα-ιωδοθυρονίνη, Θυρεοκαλσιτονίνη. Παραθυρεοειδείς,
Παραθορμόνη. Θύμος. Πάγκρεας, Ινσουλίνη. Επινεφρίδια, Αδρεναλίνη, Νοραδρεναλίνη, Γλυκοκορτικοειδή, Αλατοκορτικοειδή,
Ανδροκορτικοστεροειδή. Όρχεις, Τεστοστερόνη, Εμβρυική τεστοστερόνη, Εφηβική τεστοστερόνη. Ωοθήκες, Οιστρογόνα,
Προγεστερόνη, Εμμηνορυσιακός κύκλος.
6. ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ .................................................................................................................................... .. 58
Νευροενδοκρινοανοσολογικός άξονας. Κυτοκίνες.
7. ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΩΡΟΛΟΓΙΑ.. .......................................................................................................................................... …61
Σιρκαδιανοί ρυθμοί, Ουλτραδιανοί ρυθμοί, Ινφραδιανοί ρυθμοί.
8. ΓΕΝΕΤΙΚΟ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑ.. ........................................................................................................................................ …64
9. ΤΡΟΦΕΣ... .................................................................................................................................................................. …66
Υδατάνθρακες, Λίπη, Πρωτεΐνες, Βιταμίνες, Ιχνοστοιχεία. Νερό. Υποσιτισμός.
10. ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ. ............................................................................................................ …71
Γεωγραφική περιοχή. Ατμοσφαιρικές συνθήκες. Ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Κλίμα. Εποχές του έτους. Φως. Χώρος, Προσωπικός
χώρος, Εδαφική κυριαρχικότητα. Πυκνότητα πληθυσμού. Συνωστισμός.
11. ΔΟΜΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ...................................................................................................... …77
Κατοικία. Πόλη. Θόρυβος. Στερητικά περιβάλλοντα. Θεραπευτικά περιβάλλοντα. Ψυχαγωγικά περιβάλλοντα.
12. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ...................................................................................................... …87
Παραδοσιακή κοινωνία. Μεταβατική κοινωνία. Σύγχρονη κοινωνία. Μεταβιομηχανική κοινωνία. Εργοστασιακή αντίληψη του
κόσμου. Εργασία. Ελεύθερη αγορά. Δημοκρατία. Η κατάρρευση του άνδρα. Η κατάρρευση της γυναίκας. Η γήρανση του
πληθυσμού. Καταστροφή των τελετουργιών. Ο άνθρωπος καταναλωτής. Πληροφοριακή υπερφόρτωση. Κοινωνική
υπερφόρτωση.
13. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ............................................................................................................... …95
Η έννοια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Η κοινωνική τάξη. Η κοινωνική απόσταση. Ταξική συνείδηση. Τάξη I. Τάξη ΙI. Τάξη
IΙΙ. Τάξη IV. Τάξη V.
14. ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ............................................................................................................................ .100
Πολιτισμός. Θρησκεία. Θεσμοί. Εφημερίδες και Περιοδικά. Ραδιόφωνο. Τηλεόραση. Διαδίκτυο. Προπαγάνδα. Μόδα. Μέσα
μαζικής διαμόρφωσης αντιλήψεων και συμπεριφοράς. Πλύση εγκεφάλου. Ψυχολογικός πόλεμος. Διαφήμιση. Δημοσκοπήσεις.
Οι διανοούμενοι. Ψυχορύπανση. Οικολογία. Το Διαδίκτυο.
15. ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ- ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ- ΟΜΑΔΑ ................................................................................................. .109
Διαπροσωπικές σχέσεις. Σχέσεις μητέρας-παιδιού. Γάμος. Διαζύγιο. Οικογένεια. Λειτουργίες της Οικογένειας. Το δίκτυο
σχέσεων στην οικογένεια. Αδέλφια. Διαταραγμένες σχέσεις στην οικογένεια. Αποχωρισμός στην οικογένεια. Μονογονεϊκές
οικογένειες. Νόσος και οικογένεια. Διανοητική ανάπτυξη και οικογένεια. Οικογένεια και ψυχοπαθολογία. Εκτίμηση οικογένειας.
Ομάδα. Συνοχή της ομάδας. Η ομάδα ως μηχανισμός στήριξης. Πλήθος ή Μάζα. Όχλος.
16. Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. ............................................................................................................................................... 123
Η χρησιμότητα της μελέτης των αναπτυξιακών σταδίων. Γενικά χαρακτηριστικά των αναπτυξιακών σταδίων. Εμβρυικό στάδιο.
Βρεφική ηλικία (Στοματικό στάδιο, Πρωκτικό στάδιο, Εμπιστοσύνη ή δυσπιστία, Αυτονομία ή ντροπή και αμφιβολία). Νηπιακή
ηλικία (Φαλλικό και οιδιποδικό, Πρωτοβουλία ή ενοχή). Παιδική ηλικία (Λανθάνον στάδιο, Παραγωγικότητα ή Κατωτερότητα).
Εφηβεία (Ταυτότητα ή σύγχυση ταυτότητας). Ωριμότητα (Συντροφικότητα και αλληλεγγύη ή απομόνωση, Δημιουργικότητα ή
τελμάτωση μέσα στην αυτοαπορρόφηση). Το γήρας (Ολοκλήρωση ή απελπισία).
17. ΥΠΝΟΣ ΚΑΙ ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ ........................................................................................................................................... .135
Εγρήγορση. Προσανατολισμός. Ύπνος. Δομή του ύπνου. Βιολογικό υπόστρωμα και φυσιολογία του ύπνου. Όνειρα και
εφιάλτες. Ανάγκη για ύπνο. Αποστέρηση ύπνου. Παρατεταμένος ύπνος.
18. ΕΝΣΤΙΚΤΑ, ΚΙΝΗΤΡΑ, ΟΡΜΕΜΦΥΤΑ ......................................................................................................................... ..143
Ομοιόσταση. Ένστικτα. Ορμέμφυτα. Κίνητρα. Ανταμοιβή-Ενίσχυση. Ικανοποίηση. Πόνος-Ηδονή.
4

19. ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ..................................................................................................................................................... ..149


Βιολογικό υπόστρωμα της σεξουαλικότητας. Ταυτότητα του φύλου. Συμπεριφορές του φύλου. Σεξουαλικός προσανατολισμός.
Εξέλιξη της σεξουαλικότητας. Αυνανισμός. Σεξουαλικές φαντασιώσεις. Η έλξη. Ο έρωτας. Η συνουσία. Άνδρες και γυναίκες.
Οικογένεια και σεξουαλικότητα. Σεξουαλικότητα και κοινωνία. Διακόρευση. Ευνουχισμός. Περιτομή. Στείρωση. Μοιχεία.
Πορνεία. Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση. Σεξ και εξουσία. Σεξουαλική παρενόχληση. Σεξουαλικές μειονότητες. Σεξουαλικότητα
και Ψυχοπαθολογία.
20. ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ........................................................................................................................................................ ..166
Έννοια και μορφές επιθετικότητας. Βιολογικό υπόστρωμα. Μέτρηση. Εξέλιξη επιθετικότητας. Θεωρίες για την επιθετικότητα.
Έλεγχος επιθετικότητας.
21. ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ......................................................................................................................................................... ..174
Γενικές έννοιες. Βιολογικό υπόστρωμα. Σωματικές εκδηλώσεις στα συναισθήματα. Ανάπτυξη και εξέλιξη των συναισθημάτων.
Θεωρίες για τα συναισθήματα. κλάμα Το γέλιο. Φόβοι. Θυμός. Οργή. Απέχθεια ή αηδία. Ζηλοτυπία. Διαφορές μεταξύ των
φύλων. Η έκφραση του συναισθήματος. Συναίσθημα και ψυχοπαθολογία.
22. ΝΟΗΤΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ. .......................................................................................................................................... ..181
Συνείδηση, Προσοχή, Γνωσία, Αντίληψη (Ανάπτυξη και αντίληψη. Παράγοντες που επηρεάζουν την αντίληψη. Μορφολογική
ψυχολογία. Εξέταση της αντίληψης), Μάθηση (Θεωρίες για τη μάθηση. Ανάπτυξη και μάθηση. Βιολογικό υπόστρωμα. Τύποι
μάθησης. Θεωρία της συμπεριφοράς), Μνήμη (Πρότυπα μνημονικής λειτουργίας. Είδη μνήμης. Στάδια λειτουργικής
οργανώσεως της μνήμης. Θεωρίες για τη μνήμη. Λήθη. Ανατομικό υπόστρωμα της μνήμης. Βιοχημικό υπόστρωμα της μνήμης.
Παράγοντες που επηρεάζουν τη μνήμη. Εξέταση της μνήμης). Νοημοσύνη (Ανάπτυξη της νοημοσύνης. Κατανομή της
νοημοσύνης. Μέτρηση της νοημοσύνης). Βούληση. Ψυχοκινητικότητα.
23. ΣΚΕΨΗ, ΟΜΙΛΙΑ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ................................................................................................................................. ...205
Έννοια. Αφαίρεση. Ψυχονοητικά αντικείμενα. Προλογική σκέψη. Λογική σκέψη. Κατευθυνόμενη σκέψη. Συνειρμική σκέψη.
Συγκλίνουσα σκέψη. Παράπλευρη σκέψη. Επίλυση προβλημάτων. Ομιλία. Προσωδία. Ανάπτυξη της σκέψης-ομιλίας. Θεωρία
Piaget. Βιολογικό υπόστρωμα. Θεωρίες για τη γλώσσα. Επικοινωνία. Σημείο. Σύμβολο. Εξωγλωσσική επικοινωνία. Γλωσσική
επικοινωνία. Εξέταση της σκέψης.
24. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ..................................................................................................................................................... ...214
Αρχέγονες συμπεριφορές. Κυνηγετικό-αμυντικό σύστημα. Αυτοπροστατευτικές συμπεριφορές. Συμπεριφορές μετάθεσης.
Συμπεριφορές αποφυγής. Αρχέγονοι φόβοι. Συστήματα κοινωνικής σύγκρισης και υποταγής. Μηχανισμοί άμυνας του εγώ.
Πρωτόγονοι μηχανισμοί άμυνας. Ανώριμοι μηχανισμοί άμυνας. Νευρωσικοί μηχανισμοί άμυνας. Ώριμοι μηχανισμοί άμυνας.
Στρατηγικές αντιμετώπισης. Ικανότητες και ιδιότητες. Κοινωνικοί συντελεστές στη διαμόρφωση της προσωπικότητας.
Διαστάσεις, Στάσεις και χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Βιολογικό υπόστρωμα στη διαμόρφωση της προσωπικότητας.
Τυπολογίες της προσωπικότητας. Μυστικιστικές τυπολογίες. Κατατάξεις με βάση την κατασκευή του σώματος. Ιπποκρατική
κατάταξη. Κατάταξη κατά Kretschmer. Κατάταξη κατά Sheldon. Οι απόψεις του W. Schlegel. Κατασκευή προσώπου.
Κατασκευή κρανίου. Κατάταξη με βάση ψυχικά γνωρίσματα. Φροϋδική τυπολογία. Τυπολογία του C. Jung. Κατάταξη των
Allport-Cattel. Κατάταξη του Eysenck. Τυπολογία του Sjobring. Ανθρωπολογική τυπολογία. Νοσοκεντρική τυπολογία. Εξέταση
της προσωπικότητας.
25. ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ…. ........................................................................................................................... …236
Υπνωτισμός. Αυτο-ύπνωση. Αυτογενής εξάσκηση. Γιόγκα. Υπερβατικός διαλογισμός. Αυτοσκόπηση. Παραθανάτιες εμπειρίες.
Εξω-αισθητηριακή αντίληψη. Τηλεπάθεια. Τηλεκινησία. Εμφάνιση. Απόρτ. Αύρα. Κρυπτοανάμνηση. Κρυπταισθησία ή
Τηλαισθησία. Αστρολογία. Χειρομαντεία. Προφητικά όνειρα. Μαγεία. Αλχημεία. Η μαγνητική θεραπεία των πληγών. Αβασκανία.
Αποκρυφισμός. Τύχη και Ειμαρμένη. Προκαταλήψεις. Αριθμοί. Μετενσάρκωση. Μετεμψύχωση. Εγκοίμηση στον Ναό. Ο
σαμάνος.

II. ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ.

26. ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ…. .................................................................................................................................... …252


Αλεξιθυμία. Σωματοποίηση και Μετατροπή. Επιλογή συμπτώματος. Επιλογή οργάνου. Θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Προσωπικότητα και σωματική νόσος. Συνύπαρξη σωματικής και ψυχικής ασθένειας.
27. ΤΟ ΒΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ . …. ................................................................................................................................. …256
28. Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ. …. .................................................................................................................................... …259
Η τελεολογία του πόνου. Βιολογία του άλγους. Ψυχογενής πόνος. Ψυχογενής επιδείνωση οργανικού πόνου. Ο πόνος ως
κοινωνικό φαινόμενο. Φαινομενολογία του πόνου. Πόνος και Ψυχοπαθολογία. Πόνος και προσωπικότητα. Παράγοντες που
επιδρούν στο άλγος. Η φιλοσοφία του πόνου.
29. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΝΟΣΟΥ ΣΤΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ…. ............................................................................... …263
Επιπτώσεις από την Κατάθλιψη. Επιπτώσεις από την Επιθετικότητα. Επιπτώσεις από την Ψυχοκαταπόνηση. Επιπτώσεις από
το άγχος. Επιπτώσεις από τις ψυχώσεις.
30. ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟ…. .......................................................................................... …265
Το χρόνιο νόσημα. Αντίδραση και προσαρμογή στη νόσο. Αναπηρίες. Ψυχιατρικά προβλήματα στους ηλικιωμένους που
πάσχουν από σωματικές παθήσεις.
31. ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΣΤΟΥΣ ΠΑΣΧΟΝΤΕΣ ΑΠΟ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΝΟΣΟΥΣ…. ................................................................... …270
32. ΟΡΜΟΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ…. .................................................................................................... …276
Υπερθυρεοειδισμός. Υποθυρεοειδισμός. Σακχαρώδης Διαβήτης. Υπογλυκαιμία. Νόσος Cushing. Συγγενής επινεφριδιακή
υπερπλασία. Νόσος Addison. Υποπλασία της Υπόφυσης. Σύνδρομο Υπομελατονιναιμίας.
33. ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ…. ....................................................................................................... …278
Νόσος Parkinson. Επιληψία. Σκλήρυνση κατά πλάκας. Εγκεφαλικά επεισόδια. Κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Μεταδιασεισικό
σύνδρομο. Εγκεφαλική ανοξαιμία. Μετεγκεφαλιτιδικό σύνδρομο. Όγκοι εγκεφάλου. Κεφαλαλγία. Ημικρανία.
34. ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ…. .......................................................................................... …282
Μη ειδικά προκάρδια άλγη. Η αθηροσκλήρωση. Ισχαιμική καρδιοπάθεια. Έμφραγμα του μυοκαρδίου. Αρτηριακή υπόταση.
Αρτηριακή υπέρταση.
35. ΠΕΠΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ…. ....................................................................................................... …284
Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Σπασμός οισοφάγου. Ψυχογενείς Έμετοι. Δυσπεψία. Ψυχογενές σύνδρομο διάρροιας-αερίων.
Κοιλιακά άλγη. Δυσκοιλιότητα. Παροδική πρωκταλγία. Κνησμός του πρωκτού. Έλκος στομάχου και δωδεκαδακτύλου.
Σύνδρομο φλεγμονώδους εντέρου. Ελκώδης κολίτις. Ηπατικές παθήσεις.
36. ΔΕΡΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ…. ............................................................................... …289
Ψυχογενής γλωσσοδυνία. Ψυχογενής κνησμός. Δερμογραφισμός. Παθομιμία ή Dermatitis Artefacta. Δερματολογική μη νόσος.
Ψευδαίσθηση δύσοσμου ιδρώτα. Σύνδρομο ψυχογενούς πορφύρας. Παραληρητική παρασίτωση. Ψυχογενείς διαταραχές
δερματικής αισθητικότητας. Τριχοτιλλομανία. Ψυχογενές ερύθημα. Κνίδωση. Ψωριασικά συμπτώματα. Αλωπεκία. Ψυχογενές
άλγος του αιδοίου.
37. ΝΟΣΟΙ ΤΟΥ ΑΝΟΣΙΑΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ…. ....................................................................... …293
Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος. Ρευματοειδής αρθρίτις. Σύνδρομο Sjogren. Σκληρόδερμα. Ιδιοπαθής Περιβαλλοντική
Δυσανεξία.
38. ΛΟΙΜΩΔΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ…. ................................................................................................... …295
5
Η στάση της κοινότητας απέναντι στους πάσχοντες. Πανώλης. Ευλογιά. Χολέρα. Λύσσα. Ελονοσία. Λέπρα. Σύφιλη.
Φυματίωση. Σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας (AIDS).
39. ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ…. ........................................................................................... …302
Βρογχικό άσθμα. Εμφύσημα. Χρόνια βρογχίτις. Χρόνια Αποφρακτική Αναπνευστική Νόσος. Πρόγραμμα αποκατάστασης.
Ομάδα στήριξης.
40. ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ…. ................................................................................. …304
Προεμμηνορρυσιακό σύνδρομο. Ψυχογενής αμηνόρροια. Ψυχογενής δυσμηνόρροια. Ψυχογενής στειρότης. Εγκυμοσύνη.
Τοκετός, Λοχεία. Εμβρυοκτονία. Ψυχιατρικές επιπτώσεις από διακοπή κυήσεως. Εμμηνόπαυση.
41. ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ…. ............................................................................................ …315
Νεφρική ανεπάρκεια. Συχνουρία. Ψυχογενής σπαστική κύστη. Επώδυνο κυστικό σύνδρομο. Ψυχογενής κατακράτηση ούρων.
Νυκτερινή ενούρηση.
42. ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ…. ..................................................................................................................... …316
Ο ασθενής που πάσχει από καρκίνο. Όταν νοσεί σύζυγος. Όταν νοσεί γονέας. Όταν νοσεί το παιδί.
43. ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ…. ..................................................................... …318
Ο χειρουργικός ασθενής. Προεγχειρητική περίοδος. Μετεγχειρητική περίοδος. Ειδικά μετεγχειρητικά ψυχιατρικά προβλήματα.
Μαστεκτομή. Υστερεκτομή. Κολοστομία-Ειλεοστομία. Χειρουργική καρδιάς. Μεταμόσχευση οργάνων. Ακρωτηριασμός μέλους.
Καλλωπιστική χειρουργική.
44. Ο ΘΝΗΣΚΩΝ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΑΠΟ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΣΚΟΠΙΑ…. .......................................................................................... …324
Παρηγορητική, ανακουφιστική φροντίδα.
45. ΣΧΕΣΗ ΙΑΤΡΟΥ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΟΥΣ…. ........................................................................................................................... …327
Σχέση ιατρού με οικείους ασθενούς. Ενημέρωση ασθενούς, Ανακοίνωση αλήθειας. Εικονικό φάρμακο και εικονική θεραπεία. Τα
δικαιώματα των ασθενών. Αυτονομία του ασθενούς. Ευθανασία.
46. Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΙΑΤΡΟΣ…. ...................................................................................................................................... …339
Σχέσεις ιατρών. Νοσηρότης ιατρών. Ιατρικά σφάλματα. Ιατρική και βασανιστήρια.
47. ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΙΑΤΡΙΚΕΣ…. ................................................................................................ …344
Αρχαίες ή παραδοσιακές ιατρικές. Κινεζική ιατρική. Βελονισμός. Αγιουρβέδα. Γιουνάνι Ιατρική. Ομοιοπαθητική ιατρική. Ολιστική
ιατρική.

III. ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΝΟΣΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ


48. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ............................................................................................................................ …352
Ψυχιατρική. Η έννοια της νόσου και η έννοια της ψυχικής νόσου. Κοινωνική, Υποκειμενική, Κλινική, Στατιστική διάσταση της
ομαλότητας και της ψυχοπαθολογίας. Η νόσος ως βλάβη. Η άποψη της βιολογικής μειονεκτικότητας. Η έννοια του
«θεραπευτικού ενδιαφέροντος». Μοντέλα ερμηνείας υγείας και νόσου. Βιοϊατρικό μοντέλο. Βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο.
49. ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ................................................................................................... …363
Η έννοια της ταξινόμησης. Σύγχρονες ταξινομήσεις των ψυχιατρικών διαταραχών. ICD και DSM.
50. ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΓΝΩΣΗ .................................................................................................................... …370
Η αξιοπιστία της ψυχιατρικής διαγνώσεως και οι παράγοντες που την επηρεάζουν. Η έννοια της συννοσηρότητας. Η ψυχιατρική
διαγνωστική συνέντευξη. Λήψη και καταγραφή ψυχιατρικού ιστορικού.
51. ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ……………………………………………………………………………………………………. …379
Σημεία. Συμπτώματα. Σύνδρομα. Η σχέση μεταξύ συμπτωμάτων, η ιεράρχηση τους. Συνείδηση: Σύγχυση. Λυκοφωτική
κατάσταση. Εμβροντησία. Κώμα. Ξεπερασμένο κώμα. Αντίληψη: Μετεικάσματα. Διαταραχές αντιλήψεως χρωμάτων. Πλάνες
αντιλήψεως. Ψυχογενείς διαταραχές Οράσεως. Ψυχογενείς διαταραχές Ακοής. Ψυχογενείς διαταραχές Δερματικής
Αισθητικότητας. Ψυχογενείς διαταραχές Οσφρήσεως. Παραισθήσεις. Ψευδαισθήσεις. Αλλοιοπροσωπία. Αποπραγματοποίηση.
Αυτοσκοπικά φαινόμενα. Παραληρητικές ψευδοαναγνωρίσεις. Προσοχή: Υπερπροσεξία. Υποπροσεξία. Ελαττωματική
προσοχή. Μνήμη: Αμνησίες. Παραμνησίες. Εκμνησία. Σκέψη: Διαταραχές δομής της σκέψης (αφασίες, αγραμματισμός,
αλεξία, αναριθμησία, ιδεοφυγή, ιδεόρροια, βραδύτης σκέψεως, ανακοπή της σκέψης, νεολογισμός, υπερπεριεκτική σκέψη,
ασυναρτησία, περιστασιακότητα). Διαταραχές περιεχομένου της σκέψης (παραληρητικές ιδέες, ανεπαρκής αφηρημένη σκέψη).
Αυτιστική σκέψη. Ιδεοληψίες. Ομιλία: Διαταραχές της άρθρωσης. Διαταραχές στην έκφραση της ομιλίας. Αντιληπτικές
διαταραχές της ομιλίας. Τραυλισμός (Βατταρισμός). Αλαλία. Ταχυλαλία. Αφωνία και δυσφωνία. Ενεότητα ή εμβροντησία.
Απροσωδίες ή Δυσπροσωδίες. Παλιλαλία. Παλιλλογία. Λεκτική εμμονή. Λογόρροια. Ηχολαλία. Λογοκλονία. Ομιλιακά τικ.
Γλωσσολαλία. Ψυχοκινητικότητα: Καθολικοί σπασμοί. Περιφερικές μυϊκές συσπάσεις. Παραλύσεις. Διαταραχές συντονισμού
κινήσεων. Ψυχοκινητική διέγερση. Ψυχοκινητική επιβράδυνση. Ιδιοτροπισμοί. Στερεοτυπίες. Απραξίες. Βούληση:
Υποβολιμότητα. Αβουλησία. Αμφιβουλησία. Βραδυψυχισμός. Απάθεια. Καταναγκαστικές διαταραχές. Διαταραχές ελέγχου
παρορμήσεων. Παραπτωματική συμπεριφορά. Συναίσθημα. Συναισθηματική ευαισθησία. Συναισθηματική υπαισθησία.
Συναισθηματική ευμεταβλητότητα. Συναισθηματική απροσφορότητα. Αλεξιθυμία. Αμφιθυμία. Κυκλοθυμία. Ευφορία.
52. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ...................................................................................................... ..403
Αναπτυξιακές διαταραχές σχολικών ικανοτήτων. Αναπτυξιακές διαταραχές μάθησης. Αναπτυξιακές διαταραχές ομιλίας.
Αναπτυξιακές διαταραχές της κινητικής λειτουργίας. Αυτισμός της παιδικής ηλικίας. Σύνδρομο Rett. Σύνδρομο Asperger.
Αδελφική ζηλοτυπία. Διαταραχές διαγωγής. Διαταραχή προσκόλλησης αντιδραστικού τύπου. Διαταραχές λήψεως τροφής.
Ενούρηση. Εκκόπριση. Ψευδολογία. Κλοπή. Διαταραχές του συναισθήματος
53. ΝΟΗΤΙΚΕΣ ΥΣΤΕΡΗΣΕΙΣ…………. . ............................................................................................................................ ..412
Ελαφρά νοητική υστέρηση. Μέτρια νοητική υστέρηση. Σοβαρή νοητική υστέρηση. Βαρεία νοητική υστέρηση. Νοητικές
υστερήσεις οφειλόμενες σε μεταβολικά νοσήματα (Φαινυλκετονουρία. Γαλακτοζαιμία. Λυσοσωμικές θησαυρωματώσεις. Νόσος
Gaucher. Αμαυρωτική ιδιωτεία. Μεταγχρωματική λευκοδυστροφία. Νόσος του Wilson. Κρετινισμός). Νοητικές υστερήσεις
οφειλόμενες σε χρωματοσωμικές διαταραχές (Σύνδρομο Down. Σύνδρομο Marinesco-Sjogren. Σύνδρομο εύθραυστου Χ
χρωμοσώματος. Σύνδρομο Kluver-Bucy. Τρισωμία 13. Σύνδρομο Klinefelter. Σύνδρομο Turner. Σύνδρομο Brachman-de Lange.
Σύνδρομο Williams. Σύνδρομο Angelman).
54. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ.. ................................................................................................................... ..417
Παρανοειδής προσωπικότητα. Σχιζοειδής. Σχιζοτυπική. Δυσκοινωνική. Καταναγκαστική. Θεατρική ή ιστριονική. Παρορμητική.
Ναρκισσιστική. Αγχώδης (αποφευκτική). Εξαρτητική. Καταθλιπτική. Πτωχευμένη. Οριακή. Ατυχηματοθηρική. Σαδιστική.
Μαζοχιστική. Παθητικο-επιθετική. Οργανική. Διαταραχή προσωπικότητας μετά από ψυχιατρική νόσο.
55. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑΣ ................................................................................................................... ..429
Περισυνουσιακές διαταραχές: Έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας. Αποδίωξη της libido. Δυσλειτουργία της στύσης. Πρώιμη
εκσπερμάτωση. Καθυστέρηση της εκσπερμάτωσης. Ανηδονία. Πριαπισμός. Ανοργασμία. Δυσπαρεύνια. Διαταραχή της
διέγερσης στις γυναίκες. Κολπικός σπασμός ή κολεόσπασμος. Αποστροφή προς την συνουσία. Διαταραχές ταυτότητας του
φύλου και επιλογής αντικειμένου: Διαταραχή της σεξουαλικής ωρίμανσης. Μερικός ψευδο-ερμαφροδιτισμός. Σύνδρομο μη
ευαισθησίας στα ανδρογόνα. Διαφυλική διαταραχή ή Τρανσεξουαλισμός. Αλλοφυλενδυσία, ή παρενδυσία, ή εονισμός.
Ομοφυλοφιλία. Σεξουαλικές ανωμαλίες: Η σεξουαλική κακοποίηση. Σεξουαλική παρενόχληση. Βιασμός. Παιδεραστία ή
παιδοφιλία. Αιμομιξία. Φετιχισμός. Ηδονοβλεψία. Επιδειξιομανία. Αλγολαγνεία ή σαδομαζοχισμός. Κτηνοβασία. Ουρολαγνεία
και Κοπρολαγνεία. Εφαψιομανία. Νεκροφιλία. Κλυσματοφιλία. Τηλεφωνική βωμολοχία.
56. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ. ...................................................................................................................... ..448
6
Βία και ψυχοπαθολογία. Σύνδρομο επεισοδιακής διαταραχής ελέγχου της επιθετικότητας. Διαλείπουσα εκρηκτική διαταραχή.
Ανθρωποκτονία. Γονεοκτονία. Εμβρυοκτονία, Βρεφοκτονία, Παιδοκτονία. Απόπειρα αυτοκτονίας και Αυτοκτονία.
Αυτοτραυματισμός. Αυτο-ακρωτηριασμός. Τρομοκρατία. Βασανιστήριο. Εγκληματική συμπεριφορά. Θεραπεία της βίαιης
συμπεριφοράς.
57. ΝΕΥΡΩΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ……… ............................................................................................................................ .464
58. ΑΓΧΩΔΕΙΣ ΚΑΙ ΦΟΒΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ .................................................................................................................... .465
Διαταραχή γενικευμένου άγχους. Διαταραχή πανικού. Αγχοκαταθλιπτική διαταραχή.
59. ΦΟΒΙΕΣ Η ΦΟΒΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ........................................................................................................................... .474
Αγοραφοβία. Κοινωνική φοβία. Ειδικές φοβίες. Ζωοφοβίες. Φοβία θέασης αίματος και σωματικού τραύματος.
60. ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ........................................................................................................................... .478
Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Τριχοτιλλομανία. Παιγνιομανία. Ψυχαναγκαστικό ψώνισμα. Ψυχαναγκαστική αναζήτηση
συνουσίας. Κλεπτομανία. Καταναγκαστική Πυρομανία.
61. ΥΣΤΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ………… ............................................................................................................................ .488
Διαταραχές μετατρεπτικού τύπου [Αισθητικότητας, Κινητικότητας, Υστερικά συμπτώματα που υποδηλώνουν σωματική νόσο,
Υστερικά συμπτώματα σε έδαφος σωματικής νόσου]. Διεκδίκηση αποζημίωσης. Επαγγελματική νεύρωση. Σπασμός των
γραφέων. Διαταραχές ψυχοαποσυνδετικού τύπου [Αποσυνδετική αμνησία, Φυγές και πλανήσεις, Πολλαπλή προσωπικότητα,
Λυκοφωτική κατάσταση, Σύνδρομο Gancer, Εκστασιακές καταστάσεις, Υπνοβασία]. Αλλοιοπροσωπία και
Αποπραγματοποίηση.
62. ΣΩΜΑΤΟΜΟΡΦΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ.. ............................................................................................................................. .499
Υποχονδρίαση ή Υποχονδριακή διαταραχή. Διαταραχή σωματοποίησης. Διαταραχή Briquet. Σύνδρομο χρονίας κοπώσεως.
63. ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΕΣ Ή ΠΡΟΚΛΗΤΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ............................................................................................... .503
Αυτο-προκαλούμενη νόσος. Έμμεση πρόκληση βλάβης. Σύνδρομο Münhausen ή σκηνοθετημένη νόσος. Αυτοτραυματισμός.
64. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ……….. ............................................................................................................................ .505
Αϋπνία. Υπερυπνία. Εφιάλτες. Ναρκοληψία (σύνδρομο Gelineau). Αναστροφή του ύπνου ή διαταραχή του κύκλου ύπνου-
εγρήγορσης. Υπνοβασία. Υπνικός ή Νυκτερινός τρόμος. Σύνδρομο άπνοιας κατά τον ύπνο. Σύνδρομο Kleine-Levin. Σύνδρομο
ανήσυχων ποδών. Νυκτερινή ενούρηση. Υπνική παράλυση.
65. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΗ ΛΗΨΗ ΤΡΟΦΗΣ ............................................................................................................................ .511
Πείνα-Δίψα, Σίτιση. Ψυχογενής υπερεμεσία. Πολυδιψία. Βρώση μη τροφικών ουσιών (πίκα). Νηστεία. Παχυσαρκία. Ψυχογενής
ανορεξία. Ψυχογενής βουλιμία. Επεισόδια υπερφαγίας. Υπερφαγία συνδυαζόμενη με άλλες ψυχικές διαταραχές.
Αιτιοπαθογένεια των διαταραχών λήψεως τροφής. Θεραπευτικές προσεγγίσεις των διαταραχών λήψεως τροφής.
66. ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΚΑΤΑΠΟΝΗΣΗ (stress). .......................................................... .519
Ψυχοκαταπόνηση (stress). Γενικό σύνδρομο προσαρμογής. Βιολογικό υπόστρωμα. Παράγοντες που επηρεάζουν την
ψυχοκαταπόνηση. Το ψυχικό τραύμα. Τα γεγονότα ως στρέσορες. Παράγοντες που ισχυροποιούν τους στρέσορες. Μαζικοί
στρέσορες. Αντίδραση στους στρέσορες. Μέθοδοι διερεύνησης. Ερμηνευτικές προτάσεις. Γεγονότα και ψυχοπαθολογία. Οξεία
αντίδραση στο στρες. Μεταψυχοτραυματική διαταραχή. Πένθος. Αγχώδης δυσπροσαρμοστική διαταραχή ή Αντίδραση
προσαρμογής.
67. ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ........................................................................................................................... .538
Οι Καταθλίψεις. Ενδογενής Κατάθλιψη ή Ψυχωσική μελαγχολία. Νευρωσική Κατάθλιψη. Αντιδραστική Κατάθλιψη. Κατάθλιψη
κατά την σωματική νόσο ή αναπηρία. Κατάθλιψη Οργανικής αιτιολογίας. Μετασχιζοφρενική Κατάθλιψη. Συγκεκαλυμμένη ή
άτυπη κατάθλιψη. Εποχιακή κατάθλιψη. Εποχιακή κατάθλιψη. Μικτή Κατάθλιψη. Λοχειακή Κατάθλιψη. Λοχειακή μανία.
Κυκλοθυμία. Υπομανία-Μανία. Διπολική Συναισθηματική Διαταραχή ή Μανιοκαταθλιπτική Ψυχωση.
68. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΠΟ ΧΡΗΣΗ ΨΥΧΟΔΡΑΣΤΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ........................................................................................... .555
Εξάρτηση. Κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις από την χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Η στάση της κοινωνίας. Η πολιτική
της κρατικής καταστολής και οι συνέπειες της. Η άποψη της Αποποινικοποίησης ή/ Νομιμοποίησης. Αιτιοπαθογένεια.
Επιδημιολογία. Πρόληψη. Διάγνωση. Συννοσηρότητα. Θεραπεία. Οινοπνευματώδη. Οπιοειδή. Βενζοδιαζεπίνες. Κοκαΐνη.
Κάνναβη. Νικοτίνη. Καφεΐνη. Αμφεταμίνες. Διαλυτικές Ουσίες. Ψευδαισθησιογόνα. Βαρβιτουρικά. Αντιπαρκινσονικά.
69. ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΨΥΧΟΣΥΝΔΡΟΜΑ…… ............................................................................................................................ .581
ΟΞΕΑ ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΨΥΧΟΣΥΝΔΡΟΜΑ. Συγχυτικό επεισόδιο. Συγχυτικός ονειρισμός. Συγχυτική εμβροντησία. Ντελίριο. Το
τρομώδες ντελίριο. ΧΡΟΝΙΑ ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΨΥΧΟΣΥΝΔΡΟΜΑ. Σύνδρομο Korsakoff. ΑΝΟΙΕΣ Φλοιώδεις άνοιες. Υποφλοιώδεις
άνοιες. Ανοια τύπου Alzheimer. Ανοια τύπου σωματίων Lewy. Αγγειακή ή πολυεμφρακτική ή αρτηριοσκληρυντική άνοια. Ήπια
διαταραχή των γνωσιακών λειτουργιών. Γεροντική άνοια. Νόσος του Pick ή μετωποκροταφική Ανοια. Άνοια στη νόσο
Huntington. Άνοια στη νόσο Parkinson. Άνοια κατά την ιογενή ανοσοανεπάρκεια. ΣΠΟΓΓΟΕΙΔΕΙΣ ΕΓΚΕΦΑΛΟΠΑΘΕΙΕΣ.
Νόσος Creutzfeldt-Jacob. Νόσος kuru. Νόσος Gerstman-Straussler-Scheinker. Θανατηφόρος οικογενής αϋπνία. ΑΛΛΕΣ
ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ. Οργανικές συναισθηματικές διαταραχές. Οργανική κατάθλιψη. Μεταδιασεισικό
σύνδρομο. Εγκεφαλοπάθεια Hashimoto. Οργανική κατατονική διαταραχή. Οργανική σχιζοφρενικόμορφη διαταραχή. Οργανική
αγχώδης διαταραχή. Οργανική διαταραχή της προσωπικότητας. Οργανική ψυχοαποσυνδετική διαταραχή. Μετεγκεφαλιτιδικό
σύνδρομο.
70. ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ……………………............................................................................................................................... 595
Επιδημιολογία. Αιτιοπαθογένεια. (Γενετικές υποθέσεις. Νευροαναπτυξιακές υποθέσεις. Βιοχημικές υποθέσεις. Ο ρόλος της
οικογένειας. Κοινωνιογενείς θεωρίες. Ψυχαναλυτικές απόψεις. Προνοσηρή Προσωπικότητα. Ψυχοτραυματικά γεγονότα).
Κλινική εικόνα και Διάγνωση. Κλινικές Μορφές (Παρανοειδής. Ηβηφρενική. Κατατονική. Αδιαφοροποίητη ή άτυπη.
Υπολειμματική. Απλή. Οξύ σχιζοφρενικό επεισόδιο. Ψευδοψυχοπαθητική μορφή. Ψευδονευρωσική μορφή.) Συννοσηρότητα
σχιζοφρένειας. Πορεία και πρόγνωση. Νοσηρότητα και Θνησιμότητα στα παιδιά ψυχωσικών γονέων. Θεραπευτικοί στόχοι στην
αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας (Οξεία φάση. Φάση Σταθεροποίησης. Σταθερή Φάση. Σχιζοφρένεια ανθεκτική στη θεραπεία.
Εκπαίδευση της οικογένειας. Ψυχοθεραπεία. Συμμόρφωση στη θεραπεία. Κοινωνική επανένταξη και επαγγελματική
αποκατάσταση)
71. ΑΛΛΕΣ ΨΥΧΩΣΕΙΣ…………………. ............................................................................................................................. 613
Οξύ Ψυχωσικό επεισόδιο μετά από ψυχοκαταπόνηση. Υστερική Ψύχωση. Χασισική Ψύχωση. Αλκοολικές Ψυχώσεις.
Φαρμακευτικές Ψυχώσεις. Σχιζοσυναισθηματική Ψύχωση. Λοχειακή Ψύχωση. Επιληπτικές Ψυχώσεις. Οξεία Παροδική
Ψυχωσική Συνδρομή. Επακτή ή Συμβιωτική Ψύχωση. Παραληρητικές Ψευδοαναγνωρίσεις. Σύνδρομο Cotard. Παραληρηματική
ή Ψυχωσική Υποχονδρίαση. Οψιμη Παραφρένεια. Χρονίζουσα Παραληρηματική Διαταραχή. Ερωτομανία ή σύνδρομο De
Clérambault. Σύνδρομο Charles Bonnet.
72. ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ ................................................................................................................... 622
Αμόκ. Κόρο. Λάταχ. Ταϊτζίν Κυοφούσο. Ντατ.
73. ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ...................................................................................... 625
74. ΟΙ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ........................................................................................................................... 631
75. ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ………… ............................................................................................................................ 633
Ηλεκτροσπασμοθεραπεία. Ψυχοχειρουργική. Φωτοθεραπεία. Στέρηση ύπνου.
76. ΨΥΧΟΔΡΑΣΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ………… ....................................................................................................................... 640
Παράγοντες που πρέπει να εκτιμώνται κατά την επιλογή ενός ψυχοφαρμάκου. Φαρμακοκινητική (Επίπεδα φαρμάκου στο
πλάσμα. Απορρόφηση. Κατανομή στο σώμα. Μεταβολισμός και απέκκριση). Συμμόρφωση στη θεραπεία. Η χρήση
ψυχοτρόπων φαρμάκων σε παιδιά και εφήβους. Δείκτης Θανάσιμης Τοξικότητας. Φαρμακευτικές εταιρείες. Φάρμακα και
Εγκυμοσύνη. Αλληλεπιδράσεις Φαρμάκων. Επαρκής δοσολογία. Ασφάλεια και Παρενέργειες. Τρόποι χορήγησης. Συμμόρφωση
7
στη θεραπεία. Η χρήση ψυχοτρόπων φαρμάκων σε παιδιά και εφήβους. Η χρήση ψυχοτρόπων φαρμάκων σε ηλικιωμένους.
Δείκτης Θανάσιμης Τοξικότητας.
77. ΑΓΧΟΛΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΥΠΝΑΓΩΓΑ ………… ................................................................................................................... . 649
78. ΑΝΤΙΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΑ. …………….. . ........................................................................................................................... ..655
79. ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ ........................................................................................................... ..663
80. ΝΕΥΡΟΛΗΠΤΙΚΑ Η ΑΝΤΙΨΥΧΩΣΙΚΑ .......................................................................................................................... ..667
81. ΑΝΤΙΠΑΡΚΙΝΣΟΝΙΚΑ……………… ............................................................................................................................. ..682
82. ΝΟΟΤΡΟΠΑ…………………………. ............................................................................................................................ ..683
83. ΔΙΕΓΕΡΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΝΣ…………………………............................................................................................................. ..687
84. ΑΝΤΙΕΞΑΡΤΗΣΙΟΓΟΝΑ…………………………............................................................................................................ ..688
85. ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΕΣ. …………………………. ................................................................................................................ ..690
Θεραπευτικοί Παράγοντες. Χαρακτηριστικά του Ψυχοθεραπευτή. Επιλογή των ασθενών. Αποτελεσματικότητα της
Ψυχοθεραπείας. Παρενέργειες της Ψυχοθεραπείας. Αντίλογος στην Ψυχοθεραπεία. Τεχνολογική επανάσταση και
Ψυχοθεραπεία.
86. ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΕΣ. .................................................................................................................... ..695
Ψυχαναλυτική. Αντλεριανή. Υπαρξιακή. Υποστηρικτική. Βραχεία. Διαπροσωπική. Πελατοκεντρική. Αναλυτική
νευροφυτοθεραπεία. Ατομική του C. Jung. Κονστρουκτιβιστική.
87. ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΑΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ .................................................................................................... ..701
Συστηματική Απευαισθητοποίηση. Θεραπεία Αποστροφής. Συντελεστική Εξάρτηση. Token Economy. Negative Practice. Ειδικές
Τεχνικές. Γνωσιακή. Γνωσιακή Συμπεριφορική. Γνωσιακή Αναλυτική.
88. ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ. ............................................................................ ..704
Η θεραπευτική ομάδα. Βασικά χαρακτηριστικά των ώριμων ομάδων. Αναλυτική Ομαδική Ψυχοθεραπεία. Θεραπεία Gestalt.
Θεραπευτική κοινότητα. Ψυχόδραμα. ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ. Κυβερνητικό μοντέλο. Συστημικό μοντέλο. Δομικό μοντέλο.
Ψυχοδυναμικό μοντέλο. Επικοινωνιακό μοντέλο. Μπηχαβιοριστικό μοντέλο.
89. ΑΛΛΕΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ. . ............................................................................................................... ..711
ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΧΑΛΑΡΩΣΗΣ Αυτογενής εξάσκηση. Προοδευτική χαλάρωση κατά Jacobson. Έλεγχος της αναπνευστικής
λειτουργίας. Γιόγκα. Υπερβατικός διαλογισμός. Βιοανάδραση. ΟΜΑΔΕΣ ΑΥΤΟΒΟΗΘΕΙΑΣ. ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ.
90. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ………. . ............................................................................................................................ ..714
91. ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗΣ ........................................................................................................ ..722
92. ΠΡΟΛΗΨΗ…….……………………... ............................................................................................................................ ..737
8

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το βιβλίο αυτό απευθύνεται στους ψυχιάτρους, τους ειδικευόμενους στην ψυχιατρική αλλά
και στους ιατρούς εκείνους που επιθυμούν να εμβαθύνουν στις ψυχικές δραστηριότητες και
εκδηλώσεις του ανθρώπου κατά την υγεία και, κυρίως, κατά τη νόσο. Κάθε νόσος, σωματική
ή ψυχική, έχει ένα δικό της “ψυχιατρικό βάρος” που ενδέχεται να έχει τεράστια σημασία για
την έκβασή της και η προσμέτρησή του κατά την κλινική εκτίμηση είναι δυνατόν να καθορίζει
και την ποιότητα του ιατρού, στον βαθμό που αυτός το επισημαίνει και το αξιοποιεί.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου, η Ιατρική Ψυχολογία, εστιάζεται στη φαινομενολογία της
ψυχολογίας της υγείας, σωματικής και ψυχικής. Η μελέτη κάθε ψυχικής λειτουργίας
περιλαμβάνει γενικές περιγραφικές έννοιες, την ανάπτυξη και τις εκδηλώσεις της κατά την
εκδίπλωση της ζωής. Το κεφάλαιο που πραγματεύεται τους βιολογικούς παράγοντες που
επιδρούν στην ψυχική υγεία περιλαμβάνει θέματα όπως: Νευρικό σύστημα, Ενδοκρινικό
σύστημα, Ανοσοποιητικό σύστημα, Βιολογικά ωρολόγια, Γενετικό υπόστρωμα, Τροφές. Το
κεφάλαιο που πραγματεύεται τους κοινωνικούς παράγοντες που επιδρούν στην ψυχική υγεία
περιλαμβάνει θέματα όπως: Σχέσεις μητέρας-παιδιού, Σχέση μελών ζευγαριού,
Διαπροσωπικές σχέσεις, Δίκτυο των σχέσεων των μελών της Οικογένειας, Ομάδα. Φυσικό
Περιβάλλον, Εδαφική κυριαρχικότητα, Πυκνότητα πληθυσμού, Συνωστισμός. Δομημένο
περιβάλλον. Στερητικά περιβάλλοντα, Θεραπευτικά περιβάλλοντα, Ψυχαγωγικά
περιβάλλοντα. Κοινωνικό περιβάλλον, Παραδοσιακή κοινωνία, Μεταβατική κοινωνία,
Σύγχρονη κοινωνία, Μεταβιομηχανική κοινωνία. Πληροφοριακή και Κοινωνική υπερφόρτωση.
Κοινωνικές τάξεις και Ψυχική Υγεία. Κουλτούρα και Ψυχική Υγεία. Μέσα μαζικής
διαμόρφωσης αντιλήψεων και συμπεριφοράς, Πλύση εγκεφάλου, Ψυχολογικός πόλεμος και
Διαφήμιση. Ψυχορύπανση. Θέματα παραψυχολογίας περιγράφονται συνοπτικά στο τέλος
αυτού του μέρους αφού, και αυτό συμβαίνει διαχρονικά στην εξέλιξη της ιστορίας της
ανθρωπότητας, ο μυστικισμός ασκεί ακατανίκητη γοητεία στους περισσότερους ανθρώπους
και επιδρά μερικές φορές καταλυτικά στην υγεία τους.

Το δεύτερο μέρος αφορά την Ψυχοσωματική Ιατρική. Τα θέματα που αναπτύσσονται


εδώ αναφέρονται στις σχέσεις σωματικών και ψυχολογικών παραγόντων μέσα στο πλαίσιο
της νόσου. Ψυχιατρικά προβλήματα κατά το οξύ και χρόνιο σωματικό νόσημα, Ψυχιατρικές
διαταραχές που εκδηλώνονται από τη σωματική σφαίρα, Συνύπαρξη σωματικής και ψυχικής
ασθένειας, Ψυχοσωματικές ασθένειες, Επιλογή οργάνου και συμπτώματος, Επιπτώσεις της
ψυχικής νόσου στη σωματική υγεία, Ψυχιατρικά προβλήματα κατά την περιεγχειρητική
περίοδο, Ψυχιατρικοί παράγοντες στην ποιότητα ζωής πασχόντων από σωματικές νόσους,
Θάνατος και Ευθανασία, η Ιατρική και ο Ιατρός, Σχέση ιατρού και ασθενούς, Σχέση ιατρού με
οικείους του ασθενούς, Ανακοίνωση της αλήθειας, Ιατρογενείς νόσοι, τα Δικαιώματα των
ασθενών, Σχέσεις μεταξύ των ιατρών, Νοσηρότητα των ιατρών, Παραδοσιακές και
Εναλλακτικές ιατρικές είναι θέματα που αναπτύσσονται σε αυτό το μέρος του βιβλίου.

Στον τομέα της Ψυχοπαθολογίας που αναπτύσσεται κυρίως στο τρίτο και το τέταρτο μέρος
η προσοχή εστιάζεται στην περιγραφή και κατάταξη ψυχιατρικών συμπτωμάτων, σημείων,
συνδρόμων και νόσων και γίνεται προσπάθεια επισήμανσης των πιθανών σχέσεων και
αλληλοκαλύψεων που υπάρχουν μεταξύ τους. Αυτού του τύπου η περιγραφή των
ψυχολογικών διεργασιών και των διαταραχών τους έχει ως αποτέλεσμα να διαμορφώνεται
ένα ιδιαίτερο πλαίσιο ταξινόμησης των ψυχιατρικών διαταραχών, κάπως διαφορετικό από τα
δύο σύγχρονα συστήματα ταξινόμησης (το ICD-10 και το DSM-IV), στο οποίο όμως
διατηρείται η διεθνώς αποδεκτή ορολογία. Το περιεχόμενο είναι καθαρά περιγραφικό. Δεν
9

ακολουθείται καμία θεωρητική κατεύθυνση ούτε στο πεδίο της περιγραφής ούτε, πολύ
περισσότερο, στο πεδίο της ερμηνείας. Είναι αναπόφευκτο να παρατίθενται ερμηνευτικές
προτάσεις αντλημένες από το ευρύ φάσμα θεωρητικών σχολών, αλλά το βιβλίο κρατά σαφείς
αποστάσεις από αυτές στο σύνολο τους. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στο μεγάλο φάσμα
των θεραπευτικών προσεγγίσεων

Αποφεύγονται οι εκτεταμένες ιστορικές αναφορές, που θα καθιστούσαν το βιβλίο εξαιρετικά


ογκώδες. Η ιστορία της ιατρικής ψυχολογίας και της ψυχιατρικής είναι άλλωστε ξεχωριστά
θέματα και αξίζει να αποτελέσουν αντικείμενα αυτόνομης μελέτης πράγμα που συμβαίνει
κατά κόρον στη διεθνή βιβλιογραφία. Ωστόσο, όταν χρειάζεται, γίνεται αναφορά στις
κεντρικές μορφές, τις ιδέες, τα γεγονότα και τις ανακαλύψεις που σημαδεύουν την εξέλιξη
συγκεκριμένων θεμάτων της ιατρικής ψυχολογίας και ψυχιατρικής, στα οικεία κεφάλαια.

Τα ψυχιατρικά φαινόμενα, περισσότερο από κάθε άλλη παθολογική εκδήλωση, δεν


ερμηνεύονται ούτε αντιμετωπίζονται μόνο μέσα σε ένα αυστηρά βιολογικό πλαίσιο. Η
μανιώδης προσήλωση στην τεχνολογική εκδοχή της ιατρικής καθ' όλη τη διάρκεια του 20ου
αιώνα δεν έχει αφήσει μεγάλα περιθώρια για την ενασχόληση με την ανθρώπινη διάσταση
της νόσου. Έτσι, τομείς όπως η ψυχοκοινωνική πλευρά της διάγνωσης και της θεραπείας
έχουν αποδυναμωθεί στον μέγιστο βαθμό, εκτοπισμένοι στα ακρότατα κράσπεδα μιας
αλαζονικής, τεχνοκρατικής, βιομηχανοποιημένης, εργασιακής και συνδικαλιστικής ιατρικής,
απελπιστικά αποξενωμένης από το πρόσωπο του ασθενούς. Σε επίπεδο ιατρικών σπουδών,
η θέση της ιατρικής ψυχολογίας και της ψυχιατρικής βρίσκεται σήμερα στην περιφέρεια του
διδακτικού προγράμματος. Διδάσκονται αποκομμένες σε σημαντικό βαθμό από την
υπόλοιπη ιατρική και επομένως απογυμνωμένες από την κλινική χρησιμότητά τους.

Η βιβλιογραφία, εξ ανάγκης επιλεγμένη, είναι ενδεικτική και αποτελεί περισσότερο ένα είδος
χρηστικού οδηγού για περαιτέρω μελέτη. Δεν έχει αποδεικτικό χαρακτήρα. Ο ανά χείρας
τόμος είναι διδακτικό εγχειρίδιο και, σε τέτοια βιβλία, δεν είναι υποχρεωτικό να καταδεικνύεται
η ερευνητική βάση και προέλευση της κάθε φράσης, γεγονός που θα επιβάρυνε τις σελίδες
του τόμου με εκατοντάδες παραπομπές. Από την άλλη μεριά, σε τέτοια κείμενα ελλοχεύει ο
κίνδυνος για τον συγγραφέα να κατηγορηθεί απροκάλυπτα για λογοκλοπή. Ένα διδακτικό
εγχειρίδιο –από τη φύση του αντικειμένου του μια ανασκόπηση γνώσεων– δεν μπορεί παρά
να είναι συλλογικό έργο, ακόμη και όταν έχει έναν συγγραφέα. Δεν πρέπει λοιπόν να
νομίζουν οι αναγνώστες, και πολύ περισσότερο ο συγγραφέας, ότι ένα τέτοιο βιβλίο είναι ένα
επίτευγμα απολύτως προσωπικό.
10

2. Η ΨΥΧΗ, Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ΨΥΧΗ. Στο θέμα της ψυχής η ιατρική δεν υποκαθιστά με κανέναν τρόπο τη Μεταφυσική,
την Τέχνη, ή τη Θεολογία. Η μεγάλη ποικιλομορφία των απόψεων περί ψυχής –είτε
προέρχονται από θρησκευτικά δόγματα είτε από φιλοσοφικά συστήματα– αφορά κυρίως την
ουσία της και όχι αυτή καθαυτή την ύπαρξή της, την οποία παρά την διαφορετικότητα της
μορφής, των ονομάτων και των ιδιοτήτων που της αποδίδονται κανείς δεν φαίνεται να
αρνείται. Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι ένα μεγάλο ρεύμα στην φιλοσοφία υποστηρίζει ότι
την ιδέα της ψυχής, και του θεού, δημιούργησε ο άνθρωπος ως καταφύγιο και ικανή
παρηγοριά για τον φόβο του θανάτου. Για πολλούς η ψυχή είναι πηγή της ζωής, πηγή
αφηρημένης σκέψης, εκδήλωση των ανώτερων λειτουργιών, ενώ το κύριο χαρακτηριστικό
της είναι ότι παραμένει αναλλοίωτη και μετά τον θάνατο, σε αντίθεση με το σώμα που είναι
θνητό και αποσυντίθεται. Αλλοι θεωρούν ότι το σώμα χρησιμοποιείται ως όργανο από την
ψυχή η οποία του παρέχει ζωή και άλλοι ότι είναι ο χειρότερος εχθρός του αφού δεν το
αφήνει να χαρεί όταν εκείνο θέλει να χαρεί.

Στα ομηρικά έπη τα ψυχικά φαινόμενα οφείλονται στον θυμό, αυτό που εννοούμε σήμερα ως
συναισθήματα, ο οποίος εντοπίζεται στο ήτορ, δηλαδή στην καρδιά, ή στις φρένες, δηλαδή
στο διάφραγμα. Θεωρείται ως απαρχή του θάρρους, του πάθους, του οίκτου, του άγχους, της
ζωικής όρεξης αλλά σπάνια σχετίζεται με το σκέπτεσθαι και τη λογική. Ο θυμός αφανίζεται με
τον θάνατο. Μαζί με τον θυμό υπάρχει και η αθάνατη ψυχή, που είναι πνευματική αρχή της
ζωής, η δύναμη που διατηρεί τον άνθρωπο στη ζωή και η οποία εξέρχεται τη στιγμή του
θανάτου ως τελευταία πνοή, από το «έρκος των οδόντων» ή από κάποια πληγή. Η ψυχή
κατεβαίνει στον Άδη και γίνεται το είδωλο του νεκρού. Δεν υπάρχει στον Όμηρο λέξη η οποία
να αναφέρεται στην έννοια ψυχή με τη σημασία που έχει σήμερα. Η λέξη νους σχετίζεται με
τις έννοιες της ιδέας και της αναπαράστασης. Το σώμα ορίζεται με πολλούς τρόπους, αλλά η
λέξη σώμα ποτέ δεν χρησιμοποιείται για τους ζωντανούς. Θυμός, νους και ψυχή δεν
διακρίνονται με σαφήνεια από τα όργανα του σώματος. Παράξενα πράγματα επίσης έχει πει
και ο Ηράκλειτος για την ψυχή, για την οποία πίστευε μεν ότι η αφετηρία της είναι υγρή αφού
προέρχεται από το νερό, αλλά «αυγή ξηρή ψυχή σοφωτάτη και αρίστη». Για τις ψυχές είναι
τέρψη να μπαίνουν στη ζωή. Οι ψυχές αυτών που σκοτώνονται στη μάχη είναι καθαρότερες
εκείνων που πεθαίνουν από αρρώστιες. Είπε ακόμη: «ανθρώπους μένει αποθανόντας άσσα
ουκ έλπονται ουδέ δοκέουσιν» και «Ψυχής πείρατα ιών ουκ αν εξεύροιο πάσαν
επιπορευόμενος οδόν· ούτω βαθύν λόγον έχει».

Στη Βίβλο υπάρχει μια περίπλοκη και δυσνόητη διαφοροποίηση της ψυχής και του
πνεύματος από το σώμα και τη σάρκα. Το σώμα και η σάρκα διαφοροποιούνται μεταξύ τους,
όπως επίσης η ψυχή από το πνεύμα. Το σώμα αντιτίθεται προς το πνεύμα και την ψυχή, όχι
όμως και η σάρκα. Όπως συνδέεται η σάρκα με το σώμα, έτσι συνδέεται και η ψυχή με το
πνεύμα. Η ψυχή της σάρκας είναι το αίμα και γι’ αυτό δεν πρέπει να τρώγεται η σάρκα ζώου
αν δεν αφαιρεθεί από αυτήν όλο το αίμα. "η ψυχή της σαρκός είναι εν τω αίματι", διότι και τα
ζώα έχουν ψυχή. Η ψυχή πεθαίνει με το σώμα. Το πνεύμα όμως είναι αθάνατο. Ο άνθρωπος
που έχει σώμα και ψυχή μόνο, δεν δύναται να επικοινωνήσει με τον θεό παρά μόνον αν
διαθέτει πνεύμα.

Ο Πλάτων πίστευε ότι η ψυχή είναι το κέντρο, η πηγή και η αιτία της ζωής. Αθάνατη,
ακατάλυτη και πνευματική, καθορίζει τις ανθρώπινες σκέψεις και πράξεις. Η υπόστασή της
είναι τριμερής και διακρίνεται στο λογιστικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό, τα οποία
11

συνδέονται αντιστοίχως με τις αρετές της σοφίας, της ανδρείας και της σωφροσύνης. Για τον
Πλάτωνα, η ψυχή είναι τελείως ανεξάρτητη και διαφορετική ουσία από το σώμα, έχει
συζευχθεί προσωρινά μαζί του, και επιδιώκει συνεχώς να δραπετεύσει από αυτό και τους
περιορισμούς του. Η μόνη δυνατότητα αποδέσμευσης της ψυχής από το σώμα είναι μέσω
του θανάτου. Ο Πλάτων διακρίνει τον κόσμο σε δύο επίπεδα: τον νοητό κόσμο των ιδεών,
που είναι αναλλοίωτος, και τον αισθητό κόσμο των υλικών αντικειμένων, που τα γνωρίζουν οι
άνθρωποι με τις αισθήσεις τους και για τον οποίο πίστευε ότι είναι κόσμος παρακμιακός,
καταδικασμένος στην αέναη μεταβολή και τη φθορά. Σε αυτόν τον παρακμιακό κόσμο ανήκει
και το ανθρώπινο σώμα. Δίδασκε δε ότι η σχέση του ανθρώπου με το σώμα του θα πρέπει
να είναι αρνητική και ότι πρέπει να το δέχεται ως κάτι που υπόκειται στον μαρασμό και το
οποίο επομένως είναι ανάξιο να ταυτίσει μαζί του την ουσία της υπάρξεώς του.

Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι «η ψυχή τούτο, ω ζώμεν και αισθανόμεθα και διανοούμεθα»,
ακόμη ότι «ζώον εκ ψυχής και σώματος» και ότι «βέλτιον ψυχή σώματος». Ακόμη
περισσότερο «η ψυχή του σώματος άρχη δεσποτικήν αρχήν». Θεωρούσε την ψυχή ως
ζωογόνο αρχή του σώματος ως αρχή και αιτία του. Βασικές δυνάμεις της ψυχής σε όλα τα
ζώα διέκρινε το θρεπτικόν, το ορεκτικόν, το αισθητικόν, το κινητικόν και στο άνθρωπο το
διανοητικόν. Η ενασχόληση του Αριστοτέλη με την εμπειρική ψυχολογία δεν συνεχίστηκε από
τους μαθητές του και έτσι όταν τον 3ο αιώνα πχ οι επιστήμες χωρίστηκαν από την φιλοσοφία,
η ψυχολογία έμεινε στην περιοχή της φιλοσοφίας μέχρι και τον 19ο αιώνα.

Ο Ψελλός θεωρεί την ψυχή αυτόνομη από το σώμα, με τον νου ανώτατη τελείωση της
ψυχής. Ο νους είναι ο μόνος που αντιλαμβάνεται την ύπαρξη της ψυχής. Και τα ζώα έχουν
ψυχή αλλά δεν την αντιλαμβάνονται επειδή δεν διαθέτουν νου ευρισκόμενα στα χαμηλώτερα
επίπεδα συνειδητότητας.

Η δυϊστική άποψη (αισθητό/νοητό, σώμα/ψυχή) βρίσκεται στα θεμέλια όλων των πίστεων
περί την αθανασία της ψυχής και τη μετεμψύχωση, και σαν φιλοσοφικό σύστημα είχε αρχίσει
να διαμορφώνεται ήδη από τον Πυθαγόρα, τον Ηράκλειτο και τον Εμπεδοκλή, για να βρει μια
πληρέστερη και πιο συνεκτική μορφή στο έργο του Πλάτωνα και στη μακρά σειρά των
επιγόνων του. Ο René Descartes (Καρτέσιος) άσκησε μεγάλη επίδραση στη συγκρότιση
μιάς δυϊστικής φιλοσοφίας στο θέμα σώμα-ψυχή ισχυροποιώντας την άποψη ότι μεταξύ τους
υπάρχει ένα χάσμα, ότι αποκλείονται αμοιβαίως, το ένα εξασθενεί το άλλο και ότι η ψυχή
μπορεί να υπάρξει χωρίς το σώμα. Οι ιδέες του Καρτέσιου παρά το ότι δεν είχαν ιδιαίτερη
πρωτοτυπία αποτέλεσαν το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκαν όλες οι σύγχρονες δυϊστικές
θεωρίες με τη γνωστή ακραία διατύπωση του φιλόσοφου Gilbert Ryle για το «φάντασμα στη
μηχανή». Παρ’όλα αυτά και παρά τις μανιώδεις, περιφλεγείς και συναρπαστικά γοητευτικές
προσπάθειες των αποκρυφιστών (Markides 1987) ποτέ δεν τεκμηριώθηκε η ύπαρξη μιας
ασώματης ψυχής.

Άλλοι υποστηρίζουν ότι σώμα και ψυχή προέρχονται από την ίδια ουσία, ότι και η ψυχή
αποτελείται από λεπτότατη ύλη (τα άτομα του Δημόκριτου), ή ότι δεν είναι τίποτε άλλο από
γεγονότα, τα ψυχικά φαινόμενα, τα οποία αποτελούν προϊόντα της λειτουργίας του
εγκεφάλου, όπως η χολή είναι προϊόν της χοληδόχου κύστεως (La Mettrie, Holbach). Ο
Eccless (1992) πιστεύει ότι ολόκληρος ο κόσμος της συνείδησης, ο ψυχικός κόσμος, είναι
μικροκοκκιώδης, με ψυχικές μονάδες που τις ονόμασε ψυχώνια (psychons). Το ψυχώνιο
μέσω μιας κβαντικής διαδικασίας συνδέεται με το νευρικό κύτταρο, και αυτό σε
μακροσκοπικό επίπεδο αποτελεί τη σύνδεση εγκεφάλου-ψυχής. Η άποψη ότι ψυχή και σώμα
αποτελούν ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο και ότι ο δυϊσμός είναι ασύμβατος με την
επιστημονική αντίληψη του ανθρώπου έχει επιβάλει μια επιστημονική στενή οριοθέτηση της
έννοιας της ψυχής, η οποία ενδεχομένως αφήνει ένα μεγάλο μέρος της εκτός επιστημονικού
πεδίου.

Στην ιατρική σκέψη υπάρχει ασάφεια περί την κατανόηση και απόδοση της έννοιας της
ψυχής, ασάφεια η οποία ποικίλλει αναλόγως της ιστορικής περιόδου και της κυρίαρχης
12

ιδεολογίας. Τα συναισθήματα επενδύουν βιολογικές ανάγκες ενστικτικής αρχής και τις


ικανοποιήσεις τους, γι' αυτό βρίσκονται σε τόσο στενή σχέση με το σώμα. Οι άλλες,
ανώτερης απαρτίωσης λειτουργίες, όπως η αντίληψη, η συγκέντρωση, η προσοχή, η μνήμη,
η βούληση, η νόηση, η σκέψη, η συνείδηση, είναι εργαλεία υποταγμένα στην ικανοποίηση
προσαρμοστικών αναγκών του οργανισμού. Όλα αυτά μαζί είναι η ψυχή; Μήπως η ψυχή
είναι κάτι άλλο; Ίσως, αλλά οτιδήποτε βρίσκεται πέρα από αυτά δεν ανήκει στη δικαιοδοσία
της ιατρικής. Σε αυτή τη λογική εδράζεται η άποψη του Lange ότι η σύγχρονη επιστημονική
μελέτη της ψυχής δεν είναι παρά μια «άψυχη ψυχολογία». Στην έννοια του «ψυχικού» δεν
είναι δυνατόν να ενταχθούν συλλήβδην και κατά τον ίδιο τρόπο όλες οι ψυχικές λειτουργίες
ως προς τη σχέση τους με το σώμα. Αν τα συναισθήματα/συγκινήσεις διευκολύνουν την
κατανόηση της ενότητας σώματος και ψυχής, αυτό δεν γίνεται στον ίδιο βαθμό με άλλες
ψυχικές λειτουργίες, όπως π.χ. το αφηρημένως σκέπτεσθαι το οποίο, χωρίς να παύει να έχει
την αφετηρία του στις λειτουργίες του εγκεφάλου, ενδέχεται να είναι τελείως αυτονομημένο
από τις λειτουργίες του σώματος.

Το ψυχικό πρόβλημα στην ιατρική πράξη δεν εκφράζεται πάντοτε με ψυχιατρικά


συμπτώματα και σημεία, αλλά αρκετές φορές με σωματικά συμπτώματα και σημεία. Όπως,
αντίστοιχα, η σωματική νόσος εκδηλώνεται κυρίως με σωματικά συμπτώματα και σημεία,
αλλά υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις που εκδηλώνεται μόνο με ψυχιατρικά συμπτώματα και
σημεία. Η εξέλιξη μιας σωματικής νόσου είναι δυνατόν να επηρεάζεται από
συναισθηματικούς παράγοντες αλλά και να επιδρά στην ψυχική σφαίρα. Υπάρχει συνεχής
αλληλεπίδραση μεταξύ σωματικής κατάστασης και ψυχικής σφαίρας τόσο κατά την υγεία όσο
και κατά τη νόσο. Ορισμένες ψυχικές καταστάσεις, όπως συγκινήσεις, παρατεταμένες
συναισθηματικές φορτίσεις και συγκρούσεις, ποικίλα καθήκοντα ή προβλήματα, είναι δυνατόν
να προκαλέσουν εκδηλώσεις από τη σωματική σφαίρα. Ακόμη, σωματικές νόσοι ή
δυσλειτουργίες είναι δυνατόν να προκαλέσουν ψυχικές διαταραχές. Αλλά και ο άνθρωπος
μπορεί ενσυνείδητα να επηρεάζει μέσα από προκλητές ψυχικές διεργασίες τη λειτουργία των
οργάνων του σώματός του. Αυτές οι αλληλεπιδράσεις δεν είναι μόνο αμφίδρομες αλλά και
δυναμικές, αφού μεταβάλλονται, πολλές φορές εντυπωσιακά, κατά τη διέλευση του χρόνου.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Η κατανόηση της φύσης του ανθρώπου και των έργων του
αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση της ιατρικής. «Ουκ ενί δυνατόν ιητρικήν ειδέναι, όστις
μη οίδεν ό,τι άνθρωπος εστίν» έγραψε ο Ιπποκράτης. Η έννοια του ανθρώπου και η σχέση
του με τον κόσμο ποικίλλουν ανάλογα με την κυριαρχούσα φιλοσοφική ή θρησκευτική
ιδεολογία στην εκάστοτε διανυόμενη ιστορική περίοδο και συνήθως έχουν μικρή χρησιμότητα
για την κατανόηση του ανθρώπου ως αντικειμένου της ιατρικής παρατήρησης και θεραπείας.

Οι Τιτάνες παγίδευσαν τον νήπιο Διόνυσσο, τον έσκισαν σε κομμάτια, τον έβρασαν, τον
έφαγαν και αμέσως κατακεραυνώθηκαν από τον Δία. Από τους καπνούς των λειψάνων τους
ξεπήδησαν οι άνθρωποι που κληρονόμησαν τις φρικώδεις συνήθειες των Τιτάνων. Αλλά
μέσα τους υπάρχει η ουσία του Διόνυσσου, θεία ψυχή και απόκρυφο εγώ. Εκτοτε η
εξημέρωση του ανθρώπου αποτελεί τον ακατόρθωτο στόχο της ανθρωπότητας. Ο
Ηράκλειτος επεσήμανε ότι οι πλείστοι των ανθρώπων «κεκόρυνται ώκοσπερ κτήνεα» και
ακόμη χειρότερα αναφέρει γι’αυτούς ο Πλάτων στην Πολιτεία (586 α Πολιτεία)

…..βοσκημάτων δίκην κάτω αεί βλέποντες και κεκυφότες εις γήν καί εις τραπέζας βόσκονται
χορταζόμενοι καί οχεύοντες, [b.] καί ένεκα τής τούτων πλεονεξίας λακτίζοντες καί κυρήττοντες
αλλήλους σιδηροίς κέρασι τε καί οπλαίς ἀποκτεινύασι δι’ απληστίαν, ἅτε οὐχὶ τοῖς οὖσιν οὐδὲ τὸ
ὂν...
Μετάφραση: ….σάν τα ζώα της βοσκής, βλέποντας πάντοτε προς τα κάτω, καμπουριασμένοι προς
τη γη και στα τραπέζια βόσκουν χορταινόμενοι και μαρκαλιζόμενοι (συνουσιαζόμενοι) και η
πλεονεξία τους γι’ αυτές τις ηδονές τους κάνει λακτίζοντας και κερατίζοντας ο ένας τον άλλον με
σιδερένια κέρατα και οπλές να σκοτώνονται εξ αιτίας της απληστίας τους, αφού δεν ασχολούνται
με την πλήρωση του μέρους εκείνου του εαυτού τους που είναι πραγματικά ον….
13

Ο Σπινόζα γράφει ότι οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι ώστε να αισθάνονται οίκτο για τους
δυστυχείς και φθόνο για τους ευτυχείς. Ότι προτιμούν την εκδίκηση από το έλεος. Ξεσπούν
μεταξύ τους συγκρούσεις επειδή ο κάθε ένας θέλει να είναι πρώτος, προσπαθούν να
συντρίψουν ο ένας τον άλλον και ο νικητής περηφανεύεται επειδή νίκησε τον αντίπαλο του
παρά γιατί αποκόμισε ο ίδιος κάποιο αγαθό. Ο Kant εστιάζεται ιδιαίτερα στην τάση του
ανθρώπου να μπορεί να ασκεί επίδραση στους άλλους να τους υποτάσσει. Αυτό επιδιώκει
να το πετύχει με την συσσώρευση χρήματος, την απόκτηση ισχύος και την κατάκτηση της
δόξας. Ο Freud θεωρούσε τους περισσότερους ανθρώπους σκουπίδια.

Ο ανθρωποκεντρισμός τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο του κόσμου και βλέπει την
ευημερία του ως τελικό σκοπό του σύμπαντος και της δημιουργίας. Αυτή η θεώρηση,
σύμφυτη με την ανάπτυξη της γεωργικής κοινωνίας, κυριάρχησε επί μακρόν μέχρι τον 18ο -
19ο αιώνα, οπότε η διάδοση της επιστημονικής σκέψης και η ραγδαία ανάπτυξη της
τεχνολογίας οδήγησαν στην ανάδυση του εργοστασιακού πολιτισμού ο οποίος ουσιαστικά
εγκαθίδρυσε και θεσμικά την ανθρωποκεντρικότητα. Ωστόσο, η πορεία αυτή είχε
δρομολογηθεί ήδη από την Αναγέννηση. Τα χαρακτηριστικά της είναι η ρήξη με την
παράδοση, η βαθμιαία χειραφέτηση της γνώσης από την αυθεντία των αρχαίων και την
κηδεμονία των θεών, η προμηθεϊκή πίστη στη δυνατότητα του ανθρώπου να πάρει την τύχη
στα χέρια του, η βεβαιότητα ότι είναι δυνατή η ερμηνεία των φυσικών φαινομένων και η
αποκωδικοποίηση των μυστικών του σύμπαντος χάρη στην επιστημονική πρόοδο και τον
θρίαμβο της τεχνικοκρατίας. Οι παραπάνω εξελίξεις δεν πλήττουν μόνο τον μεσαιωνικό
θεοκεντρισμό αλλά, μέσα από μια καθολική απομάγευση του κόσμου, εγκαθιστούν τα
προνόμια του ανθρώπινου πνεύματος και ενισχύουν την ανθρωποκεντρική προσήλωση της
φιλοσοφικής σκέψης, οριστικά απορφανισμένης πλέον από Θεό.

Κατά τους τελευταίους δύο αιώνες της βιομηχανικής ανάπτυξης, της εισβολής και της
επικράτησης του καπιταλισμού ως παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και της
αποτυχημένης προσπάθειας για αντικατάστασή του από τον σοσιαλισμό, η μοίρα του
ανθρώπου σε όλα τα πεδία γίνεται σχεδόν το αποκλειστικό αντικείμενο του φιλοσοφικού
στοχασμού. Άλλοτε ως υποκείμενο που συνθλίβεται στα γρανάζια απρόσωπων οικονομικών
δομών (όπως τον βλέπουν οι Feuerbach και Marx) και άλλοτε ως υποκείμενο μιας διαρκούς
αναζήτησης γύρω από το νόημα της ατομικής ύπαρξης (όπως τον βλέπουν οι υπαρξιστές
Heidegger, Jaspers και Sartre), ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο της φιλοσοφικής
νεωτερικότητας. Ωστόσο ο φιλοσοφικός αυτός προσανατολισμός αντανακλά ήδη την
πραγματικότητα του εργοστασιακού πολιτισμού. Τα ερωτήματα που τίθενται στο φιλοσοφικό
επίπεδο σχετικά με τον βαθμό ελευθερίας και ευθύνης του ανθρώπου αντικατοπτρίζουν
ταπεινές καθημερινές πραγματικότητες της εποχής του εργοστασιακού πολιτισμού, ο οποίος
ορίζεται αφενός από την αυστηρή εργασιακή πειθαρχία και από το κυνήγι της
αντικειμενικότητας, και αφετέρου από τη ριζοσπαστικότητα, από μια ρηχή ελευθεριότητα,
καθώς και από την τάση για υπέρμετρη διασκέδαση και καταναλωτισμό κατά τον «ελεύθερο
χρόνο» (Tofler 1982).

Σημαντικά κοινωνικά χαρακτηριστικά που εμφανίστηκαν κατά τον 18ο και 19ο αιώνα και
αναδιαμόρφωσαν κατά τρόπο ριζικό την έννοια του ανθρώπου είναι τα ακόλουθα:
1. Η πλειονότητα του πληθυσμού προσφέρει εργασία σε ιδιωτικές ή δημόσιες επιχειρήσεις
με αντάλλαγμα την εξασφάλιση ενός μισθού και την υπόσχεση για σταθεροποίηση της
οικονομικής του κατάστασης.
2. Η απώλεια της εργασιακής ελευθερίας και η βαθμιαία αντικατάστασή της από την
εργασιακή δουλεία, που τώρα έχει απλωθεί σε ολόκληρο τον βιομηχανικό κόσμο, δεν
έχει γίνει αντιληπτή από τους ανθρώπους.
3. Οι μη παραγωγικές ομάδες του πληθυσμού εκτοπίζονται σε ειδικά κέντρα
συγκέντρωσης (βρεφονηπιακοί σταθμοί, γηροκομεία, άσυλα ανιάτων, φυλακές), ώστε
οι μισθωτοί εργαζόμενοι να δουλεύουν απερίσπαστοι.
14

Η φύση του ανθρώπου διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης αλληλεπίδρασης


σε ένα ευρύτατα μεταβλητό σύστημα βιολογικών δεδομένων και στις διαπλαστικές επιρροές
του φυσικού περιβάλλοντος, του πολιτιστικού περιβλήματος και της προσωπικής εμπειρίας.
Ο άνθρωπος είναι το κύριο προϊόν του εαυτού του (Eisenberg 1972). Το βρέφος που
ανακαλύπτει ότι μπορεί να ελέγξει τις κινήσεις των δακτύλων του μεταμορφώνεται από
παρατηρητής σε πρόσωπο που ενεργεί. Το παιδί που μαθαίνει ανάγνωση ξεκλειδώνει τους
θησαυρούς της παγκόσμιας κληρονομιάς. Ο έφηβος που απαιτεί την κριτική επανεξέταση της
συμβατικής σοφίας ενηλικιώνεται. Και ο ενήλικος που τα ενδιαφέροντα του επεκτείνονται
πέρα από την οικογένεια στην ανθρωπότητα γίνεται αληθινός άνθρωπος. Ωστόσο το βασικό
ερώτημα για τη φύση του ανθρώπου είναι αν πράγματι αυτή είναι διαφορετική από των
άλλων ανθρωποειδών που η ζωή τους υπαγορεύεται από την αναζήτηση προστασίας και η
κινητήρια δύναμη της συμπεριφοράς τους είναι η επιθετικότητα. Ένα ζώο φονιάς των
ομοειδών του, των εμβρύων και των νεογνών του, ο άνθρωπος, που κακοποιεί τα παιδιά,
που οι πίστεις του, και οι διαπροσωπικές του συμπεριφορές καθορίζονται από στενά
συμφέροντα, τι ποιότητες έχει; Οι περισσότεροι φιλόσοφοι και στοχαστές έχουν μια
μισανθρωπική στάση αλλά η ιατρική δεν μπορεί να έχει μια τέτοια βαθύτατα αντιθεραπευτική
προσέγγιση της ανθρώπινης φύσης.

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Η μελέτη των ψυχικών φαινομένων, η ψυχολογία, έχει γίνει κατά καιρούς
αντικείμενο σημαντικά διαφορετικών θεωρήσεων, ανάλογα με τις ευρύτερες αντιλήψεις που
επικρατούν σε κάθε ιστορική περίοδο. Μέχρι προσφάτως εθεωρείτο κλάδος της φιλοσοφίας.
Ακόμη και σήμερα σε αρκετές πανεπιστημιακές φιλοσοφικές σχολές διδάσκεται ψυχολογία,
παρά το ότι είναι γενικώς παραδεκτό ότι τα ψυχικά φαινόμενα εντάσσονται στο πλαίσιο
μελέτης των βιολογικών φαινομένων. Κατά την ιστορική εξέλιξη της ψυχολογίας, με την
πάροδο του χρόνου και τη συσσώρευση γνώσεων, αποκαλύπτεται ότι η μελέτη των ψυχικών
φαινομένων είναι αδιανόητη χωρίς τη βαθιά και απαρτιωτική διερεύνηση του νευρικού
συστήματος σε επίπεδο πειραματικό, κλινικό και θεραπευτικό. Και δεν είναι μόνο το νευρικό
σύστημα ο ακρογωνιαίος λίθος της μελέτης των ψυχικών φαινομένων. Στη διαμόρφωσή τους
συμμετέχουν κατά τρόπο καθοριστικό το ορμονικό, το βιορυθμικό και το ανοσιακό σύστημα,
μέσω των οποίων καθορίζεται η αδιαφιλονίκητη ένταξη των φαινομένων αυτών μέσα στο
πλαίσιο της ιατρικής και της ψυχιατρικής. Η νευροενδοκρινολογία, π.χ., έχει φτάσει σε τέτοιο
στάδιο εξέλιξης, ώστε καμία σοβαρή μελέτη στον τομέα της βιοσυμπεριφερειολογικής
έρευνας δεν μπορεί να αποφύγει τη συζήτηση θεμάτων που αφορούν τις επιπτώσεις της
ορμονικής λειτουργίας στον βιωματικό χώρο, στη συμπεριφορά και στην ψυχοπαθολογία.
Το γνωστικό και κλινικό αντικείμενο της ψυχολογίας περιλαμβάνει τα φαινόμενα της
συνείδησης και της συμπεριφοράς μαζί με τα συνειδητά και τα ασυνείδητα κίνητρά της. Τις
απαρχές, την ανάπτυξή τους κατά τις διαδοχικές φάσεις της ζωής και τις εκδηλώσεις τους. Τα
ψυχικά φαινόμενα είναι λειτουργίες που εξυπηρετούν την προσαρμογή και την επιβίωση, και
επομένως η ψυχολογία δεν μπορεί να μην εξετάζει τις αμοιβαίες σχέσεις του ανθρώπου και
του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει. Συνεπώς η μελέτη αυτών των φαινομένων πρέπει να
θεωρεί τον άνθρωπο όχι απλό μεμονωμένο άτομο αλλά μέλος της κοινωνίας γενικώς, και
ποικίλων κοινωνικών ομάδων ειδικότερα, μέχρι το επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων.
Και βέβαια επιβάλλεται όχι μόνο η μελέτη των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά, αλλά
και η διερεύνηση των δυνατοτήτων τροποποίησής τους.
Παρ' όλα αυτά, μεγάλες περιοχές της ψυχολογίας «βυθίζονται» στην παιδαγωγική και στη
φιλοσοφία. Όμως αυτό δεν είναι σημαντικό πρόβλημα. Το σημαντικότερο είναι η ιδιαίτερη
κακομεταχείριση που έχει υποστεί η ψυχολογία κατά τις τελευταίες δεκαετίες λόγω της
μεγάλης εκλαϊκεύσεώς της. Η χωρίς όρια διάδοση της διδασκαλίας της σε πλήθος μη
ιατρικών πανεπιστημιακών και άλλων σχολών «ευκαιρίας», η μετατροπή της σε επάγγελμα
χωρίς σαφές εργασιακό περιεχόμενο και η φτηνή χρησιμοποίησή της από τα μέσα μαζικής
προπαγάνδας, δημιούργησαν έναν εκτεταμένο, υπερβολικό και αρκετές φορές γελοίο
«ψυχολογισμό», αφού έφθασαν να τη χρησιμοποιούν για την ερμηνεία οποιουδήποτε
ατομικού ή κοινωνικού φαινομένου. Μεγάλο μέρος ανθρώπινων δραστηριοτήτων,
κοινωνικών συγκρούσεων και πολιτικών συμπεριφορών υποβλήθηκαν σε «εξαντλητικές»,
αλλά αρκετές φορές αφελείς, ψυχολογικές διερευνήσεις. Εξωφρενικές συσχετίσεις μεταξύ
15

κοινωνικής συμπεριφοράς ή πολιτικής έκφρασης και ψυχολογικών παραγόντων


επιχειρήθηκαν. Η κλίμακα αντισημιτισμού του Adorno χρησιμοποιήθηκε στον γενικό
πληθυσμό και βρέθηκε ότι οι έχοντες την αντισημιτική προκατάληψη πάσχουν από
συναισθηματική αστάθεια. Οι απεργοί των λιγνιτωρυχείων της Βρετανίας, κατά μία άλλη
μελέτη, απεργούν διότι ασυνείδητα δεν επιθυμούν να συνουσιασθούν με τη μητέρα γη, ενώ
οι διαφωνούντες στη Σοβιετική Ένωση εδιώκοντο από την εργασία τους και μετά
κατηγορούνταν ότι πάσχουν από νωθρότητα και παρασιτισμό, σοβαρό «σύμπτωμα» της
περίφημης πλέον σοβιετικής διάγνωσης της τεμπελοσχιζοφρένειας (sluggish schizophrenia).
Ιδεολογίες και θρησκευτικές πίστεις διερευνήθηκαν από ψυχολογική άποψη με σκοπό να
υμνηθούν ή να καταρριφθούν, ωστόσο η ανακάλυψη της ψυχολογικής αφετηρίας μιας πίστης
ή ιδεολογίας δεν ισοδυναμεί με γνωμάτευση πάνω στο θέμα της ορθότητος ή του λάθους της
θεωρίας της. Απλώς, στην καλύτερη περίπτωση, διαφωτίζεται ο μηχανισμός διά του οποίου
αποκτήθηκε αυτή η πίστη. Επιχειρήθηκε ακόμη η ερμηνεία της ωρίμανσης της
ανθρωπότητας ως ιστορικής αλληγορίας των φροϋδικών σταδίων ψυχοσεξουαλικής
ανάπτυξης, όπου η εξέλιξη του ταξικού συστήματος ακολούθησε μία πορεία από τον
αρχέγονο κομμουνισμό (αρχαϊκό στάδιο), στη δουλεία (στοματικό στάδιο), από τη δουλεία
στον φεουδαρχισμό (πρωκτικό στάδιο), και από τον φεουδαρχισμό στο ώριμο σύστημα του
καπιταλισμού, ή του σοσιαλισμού, αναλόγως των πολιτικών πεποιθήσεων του ψυχαναλυτή.
Δεκάδες κλάδοι της ψυχολογίας ξεφύτρωσαν αυτά τα χρόνια: φυσιολογική ψυχολογία,
κλινική ψυχολογία, ψυχολογία των ατομικών διαφορών, αναπτυξιακή ψυχολογία, ομαδική
ψυχολογία, βιομηχανική ψυχολογία, διαχειριστική (managerial) ψυχολογία, πολιτική
ψυχολογία, ψυχολογία των οικονομικών σχέσεων, κοινωνική ψυχολογία, ψυχολογία της
καλλιτεχνικής δημιουργίας, σεξουαλική ψυχολογία, αθλητική ψυχολογία και θα μπορούσαν
να αναφερθούν άλλοι τόσοι και παραπάνω «κλάδοι». Οι περισσότεροι από αυτούς
αντανακλούν το σημερινό κλίμα της επιστημονικής υπερεξειδίκευσης. Άλλοι δεν καλύπτουν
πραγματικές επιστημονικές ανάγκες, αλλά επιδιώκουν να διαμορφώσουν επαγγελματικές
φυσιογνωμίες και να καταξιώσουν καινούργιους επαγγελματικούς και κοινωνικούς ρόλους
μέσα στις συνήθεις διαδικασίες επιδίωξης εξουσίας στην κοινωνία της αγοράς και του
κέρδους. Ορισμένοι κλάδοι της ψυχολογίας ασκούνται ως βιοποριστικά επαγγέλματα από μη
ιατρούς, αποφοίτους των πλέον ετερόκλητων ιδρυμάτων, οι οποίοι επιδιώκουν να ασκήσουν
ιδιωτικώς και ανεξέλεγκτα ψυχιατρικό διαγνωστικό και θεραπευτικό έργο, έξω από την
εποπτεία των επιστημονικών δεοντολογικών κανόνων και της ιατρικής ηθικής. Η
διαμόρφωση ενός τέτοιου επαγγελματικού πλαισίου από αναρμόδιους έχει ήδη προκαλέσει
σοβαρά προβλήματα σε πολλούς απληροφόρητους ασθενείς.
Τα αξιοποιήσιμα στοιχεία για τη διάγνωση και θεραπεία της ψυχικής νόσου αλλά και τη
φροντίδα του ασθενούς πρέπει να είναι στη διάθεση του ιατρού, ο οποίος με πλήρη ευθύνη
οργανώνει τις διαγνωστικές και θεραπευτικές διαδικασίες. Από τους συνεργάτες του ιατρού
(νοσηλευτές/τριες, κοινωνικές/κοί λειτουργοί, άλλο παραϊατρικό προσωπικό) κανείς δεν
δύναται να ενεργήσει πέραν των εντολών και κατευθύνσεών του. Η πολύχρονη εμπειρία από
τη λειτουργία των ψυχιατρικών υπηρεσιών, κυρίως μετά την παταγώδη αποτυχία της έννοιας
της θεραπευτικής ομάδας, έχει δείξει ότι οι ψυχιατρικές νοσηλεύτριες και οι κοινωνικές
λειτουργοί πράγματι αποτελούν τους κεντρικούς άξονες της υλοποίησης του θεραπευτικού
προγράμματος που ετοιμάζεται από τον ψυχίατρο. Οι ψυχίατροι οφείλουν να έχουν πλήρεις
γνώσεις ιατρικής ψυχολογίας. Μη ιατροί ψυχολόγοι είναι χρήσιμοι στις ιατρικές και
ψυχιατρικές υπηρεσίες μόνον ως βοηθοί στην επιτέλεση ψυχομετρικών κυρίως
δραστηριοτήτων.
Ανεξαρτήτως ωστόσο του αριθμού των κλάδων στους οποίους υποδιαιρείται σήμερα η
ψυχολογία και ανεξαρτήτως του αν πράγματι ανήκει στις βιολογικές επιστήμες ή όχι (διότι
προϋπήρξε των βιολογικών επιστημών), οι πραγματικοί ιατροί, ακόμη και αν δεν την
ονόμαζαν έτσι, ποτέ δεν έπαψαν να θεωρούν την ψυχολογική οπτική αναπόσπαστο τμήμα
της αντίληψής τους για τον άνθρωπο, υγιή ή νοσούντα, και θεμελιώδη προϋπόθεση για τη
διαμόρφωση της διάγνωσης, της πρόγνωσης, καθώς και για την κατάστρωση της θεραπείας,
στη σωματική και την ψυχική νόσο. Και αυτό γιατί ο ψυχικός παράγοντας ενδέχεται να
πυροδοτεί τη νόσο, να διαμορφώνει την κλινική εικόνα, να επηρεάζει την πορεία της, να
επιδρά στα προγνωστικά στοιχεία και να εμπλέκεται στη θεραπεία της. Γι' αυτό ο ιατρός
16

πρέπει να κατέχει τις γνώσεις και τις τεχνικές ώστε να αξιοποιεί την ψυχολογική διάσταση σε
όλες τις φάσεις χειρισμού του περιστατικού – από τη διάγνωση μέχρι την κατάστρωση του
θεραπευτικού προγράμματος, τη συμμόρφωση του ασθενούς σε αυτό, και την τελική έκβαση.
Αυτές οι ψυχικές διεργασίες τις οποίες αξιοποιεί ο ιατρός ώστε να διευκολύνει τη συνεργασία
με τον ασθενή του απαρτίζουν έναν από τους κεντρικούς άξονες της ιατρικής ψυχολογίας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ECCLES JC. (1992). Evolution of consciousness. Proc Natl Acad Sci USA 89(16):7320-4.
EISENBERG L. (1972). The Human Nature of Human Nature. Science.14;176(4031):123-128.
MARKIDES K. (1987). Fire in the Heart. Samans, Magicians and Healers. Arcana, New York.
TOFLER A. (1982). The Third Wave [Το τρίτο κύμα]. μετ. Ερ. Μπαρτζινόπουλος. Εκδ. Κάκτος. Αθήνα.

3. ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ

Δύο είναι οι μεγάλες μεθοδολογικές κατευθύνσεις που σχετίζονται με τους τρόπους


προσέγγισης και μελέτης των φαινομένων που αφορούν την ψυχολογία: η Υποκειμενική
μέθοδος και η Αντικειμενική, και αυτό σε αντίθεση με όλα τα άλλα γνωστικά αντικείμενα του
επιστητού για τα οποία η ενδεδειγμένη μέθοδος επιστημονικής προσέγγισης θεωρείται η
αντικειμενική. Η άποψη ότι η ψυχολογία μελετά τη συνείδηση και ως κύρια μέθοδο έχει την
υποκειμενική ενδοσκόπηση ήταν κυρίαρχη καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα μέχρι και τις
αρχές του 20ου, οπότε οι αντιλήψεις άρχισαν να αλλάζουν. Κατά την εναλλακτική και
δεσπόζουσα σήμερα άποψη, η ψυχολογία μελετά τις εξωτερικές και μετρήσιμες εκδηλώσεις,
τη συμπεριφορά, και η μεθοδολογία της είναι αυστηρά αντικειμενική. Το τι γνώση χάνεται και
τι γνώση κερδίζεται ακολουθώντας τη μία ή την άλλη κατεύθυνση είναι ερώτημα που θα
απαντηθεί όταν στη σχετική συζήτηση κυριαρχήσει η μεταξύ των αντιπάλων νηφαλιότητα.

Η ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ (αυτοπαρατήρηση ή ενδοσκόπηση) ιστορικά προηγείται


της αντικειμενικής, έχει φιλοσοφική προέλευση, αφού καλλιεργήθηκε αποκλειστικά από
φιλοσόφους, και η αποδεικτική αξία της είναι σχετικά μικρή. Σήμερα χρησιμοποιείται για τη
διερεύνηση στοιχείων της υποκειμενικής εμπειρίας, αλλά μάλλον έξω από τους επίσημους,
ακαδημαϊκούς και μη, κύκλους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, εφόσον η μελέτη των
υποκειμενικών γεγονότων δεν έχει αποδεικτική επιστημονική αξία, δεν είναι δυνατόν να
ενταχθούν σε κάποιο αντικειμενικό σύστημα μελέτης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι παύουν να
υπάρχουν και, αφού δεν εντάσσονται στο πεδίο μελέτης της επιστήμης, η διερεύνησή τους
επιτελείται σε άλλους χώρους της γνώσης. Η ενδοσκοπική κατεύθυνση στην πιο σύγχρονη
διατύπωσή της, όπως εκφράζεται από φαινομενολογικά, υπαρξιστικά και ανθρωπιστικά
ρεύματα στους χώρους της φιλοσοφίας και των λεγόμενων επιστημών του ανθρώπου,
υποστηρίζει ότι η αντίληψη που έχουν τα ίδια τα άτομα για τον εαυτό τους και τον κόσμο
μπορεί να προσφέρει περισσότερες γνώσεις από τη μελέτη της συμπεριφοράς τους. Ο
άνθρωπος έχει ισχυρή ροπή προς την ανάπτυξη και καλλιέργεια των δυνατοτήτων του, είναι
υπεύθυνος για τις πράξεις του, ελεύθερος να επιλέγει, και όχι έρμαιο εξωτερικών πιέσεων ή
εσωτερικών παρορμήσεων.
Κατά τη φαινομενολογική (Binswanger 1963) ψυχολογία η ανθρώπινη συμπεριφορά
κατανοείται μόνο εφόσον η μελέτη της βασίζεται στην άμεση παρατήρηση, χωρίς ενδιάμεσες
θεωρητικές προκαταλήψεις, υποθέσεις και ερμηνείες, ακριβώς όπως παρουσιάζεται και
όπως τη συναισθάνεται ο παρατηρητής. Η άμεση εμπειρία έχει προτεραιότητα απέναντι στα
θεωρητικά συμπεράσματα και αυτό που «φαίνεται» (το φαινόμενο) πρέπει πάντοτε να
λαμβάνεται σοβαρά υπ΄ όψιν. Κατά τους φαινομενολόγους, μόνο ο άνθρωπος έχει την
προνομιακή δυνατότητα να προβληματίζεται για την ύπαρξή του, να αναζητά μια σχέση
ανάμεσα στο Είναι (Sein) και την ύπαρξη (Existence) και να έχει την επίγνωση και τη
βεβαιότητα της επερχόμενης ανυπαρξίας του. Η φαινομενολογική έρευνα κατευθύνθηκε
κυρίως προς την περιοχή του συναισθήματος, των συγκινήσεων και του ρόλου που
διαδραματίζουν στον ανθρώπινο ψυχισμό τα βιώματα του χώρου και του χρόνου. Ο Karl
17

Jaspers (1913) έβλεπε τη φαινομενολογία ως μεθοδολογία και την εισήγαγε στη μελέτη της
ψυχοπαθολογίας. Η ψυχοπαθολογική έρευνα πρέπει να στηρίζεται πρωτίστως στη μελέτη
της ψυχικής καταστάσεως όπως αυτή βιώνεται από τον ίδιο τον άρρωστο και να συνδέει το
σύμπτωμα με το βιωματικό υπόστρωμα του ασθενούς.
Κατά την υπαρξιστική άποψη (Frankl, Rogers, Laing, κ.ά.), η οποία στην πραγματικότητα
δεν διακρίνεται από τη φαινομενολογική αφού είναι θεμελιωμένη επάνω σε αυτήν, η
ψυχοπαθολογική εκδήλωση προκύπτει από μια βαθιά αποξένωση του ατόμου από τον εαυτό
του και από τα φυσικά του συναισθήματα, με αποτέλεσμα να κυριαρχείται από ένα αίσθημα
αδυναμίας να πραγματώσει τον εαυτό του, δηλαδή να γίνει αυτό που ήδη είναι ή αυτό που
μπορεί να γίνει. Εκείνος που δεν καταφέρνει να αποκαταστήσει σωστή σχέση με τον εαυτό
του αποτυγχάνει στην εκπλήρωση των ενορμητικών του τάσεων, αδυνατεί να νιώσει τον
άλλο, με αποτέλεσμα να αποτυγχάνει και στη διαπροσωπική του συναλλαγή και στο τέλος να
κατακλύζεται από οντολογικό άγχος. Σύμφωνα με τους υπαρξιστές ο άνθρωπος βρίσκεται σε
έναν κόσμο τον οποίο δεν μπορεί να ελέγξει, ο οποίος περιέχει «δεδομένα» που δεν έχει
διαλέξει (π.χ. το γενετικό του υπόστρωμα, την οικογένεια, τις περιστάσεις), αλλά μπορεί να
διαλέξει την απάντησή του απέναντι σε αυτά τα «δεδομένα», γεγονός που συνιστά την
ελευθερία και την ευθύνη του.
Στο στόχαστρο των πρώτων υπαρξιστών βρέθηκε εξαρχής η θετική και πραγματοκρατική
σκέψη, και ιδίως η χεγκελιανή διαλεκτική, για την οποία ο Kierkegaard διακήρυττε ότι δεν έχει
ισχύ στο βιωματικό επίπεδο της ανθρώπινης υπάρξεως, αφού η ύπαρξη θεμελιώνεται όχι
στη σχέση με το περιβάλλον αλλά στη σχέση με τον εαυτό. Ταυτισμένη με την ανοιχτότητα
και την αμφιβολία, η ύπαρξη, για τον Kierkegaard, παραμένει ριζικά απρόσβλητη από την
κίνηση της σκέψης, ανθίσταται σε κάθε αναγωγή της στην αντικειμενική γενικότητα και
αρνείται την περιχαράκωσή της σε κάποιο αφηρημένο εννοιολογικό σύστημα. Κατά τους
υπαρξιστές, η ανθρώπινη ζωή κυριαρχείται από την ανάγκη αναζήτησης του υπερβατικού.
Από τη σχέση του με το υπερβατικό και το Απόλυτο αντλεί ο άνθρωπος το αίσθημα του
μοναδικού και ανεπανάληπτου της υπάρξεώς του. Στην «επιθυμία για ηδονή» των
φροϋδικών και στη «θέληση για δύναμη» των αντλεριανών η υπαρξιστική σχολή
αντιπαραθέτει τη «θέληση για νόημα» η οποία, όταν δεν ικανοποιείται, οδηγεί στην ανάδυση
της υπαρξιακής αγωνίας. Πολλά από τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου αποδίδονται
–και όχι μόνο από τους υπαρξιστές– στην απώλεια του νοήματος της ζωής, γεγονός που
ευθύνεται για τη δημιουργία ενός τεράστιου πλήθους ανερμάτιστων και ηθικά
εξουθενωμένων ανθρώπων, ευάλωτων σε κάθε είδους ψυχολογικές διαταραχές. Ο
σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια πληθώρα δυνατοτήτων που απορρέουν
από τη θεμελιώδη ιδιότητά του να υπάρχει, και ως εκ τούτου βρίσκεται αντιμέτωπος με το
καθήκον της επιλογής. Το άγχος της επιλογής, που εκτείνεται σε όλα τα πεδία, από το
πρακτικό μέχρι το ηθικό και το αισθητικό, αυτός ο ίλιγγος και η αναποφασιστικότητα μπροστά
στο χάος των διλημματικών δυνατοτήτων ώθησε τον Sartre να χαρακτηρίσει την ανθρώπινη
ελευθερία ως καταδίκη.

Η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ επανήλθε στο προσκήνιο περί τα τέλη του 19ου αιώνα,
όταν ο Wund ίδρυσε στη Λειψία το πρώτο εργαστήριο πειραματικής ψυχολογίας, αλλά οι
ρίζες της ανάγονται σε παλαιότερες εποχές. Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) χρησιμοποίησε
εμπειρικές μεθόδους για τη μελέτη των ψυχικών λειτουργιών του ανθρώπου. Ο Καρτέσιος
(1596-1650) υποστήριξε ότι κάθε ζώο, μαζί και ο άνθρωπος, είναι όπως μία μηχανή και
μπορεί να μελετηθεί όπως οποιαδήποτε μηχανή. Πρότεινε ένα είδος θεωρίας
αντανακλαστικού τόξου, σύμφωνα με την οποία τα νεύρα παίζουν ρόλο αγωγών για τη
μεταφορά των ζωικών πνευμάτων στον εγκέφαλο, όπου δημιουργούνται οι εντυπώσεις, και
αντίστροφα στους μυς όπου δημιουργείται η κίνηση. Διαχώριζε πλήρως σώμα και ψυχή, τα
οποία υποστήριξε ότι συντονίζονται μέσω της λειτουργίας της επίφυσης.
Χαρακτηριστικό της αντικειμενικής κατεύθυνσης είναι η αυτονόμηση του μελετητή από το
παρατηρούμενο ψυχικό φαινόμενο, ακόμη και στις περιπτώσεις διερεύνησης της
υποκειμενικής εμπειρίας, όπως π.χ. συμβαίνει στην ψυχανάλυση και σε ορισμένες
ψυχομετρικές μεθόδους, ιδιαίτερα τις προβλητικές. Οι προς αξιολόγηση πληροφορίες
αντλούνται με άμεση παρατήρηση ή μετά από πρόκληση αλλαγών στο βιολογικό, το
18

ψυχολογικό ή το ψυχοκοινωνικό επίπεδο. Ακολουθεί καταγραφή και μέτρηση των


αποτελεσμάτων που επιφέρουν οι αλλαγές και κατόπιν τα ευρήματα αξιολογούνται και
ερμηνεύονται. Η πειραματική μέθοδος, ειδικότερα, παρέχει αντικειμενικές πληροφορίες για τις
σχέσεις μεταξύ φυσιολογικών συστημάτων και συμπεριφοράς στα ζώα και στον άνθρωπο.
Το ακαταμάχητο πλεονέκτημα των πειραματικών διατάξεων είναι ότι η όλη διαδικασία είναι
δυνατόν να επαναληφθεί και από άλλους ερευνητές. Ωστόσο, αυτές οι πληροφορίες, παρά το
αναμφισβήτητο κύρος τους, δεν είναι σε θέση να καλύψουν τον βιωματικό χώρο. Έτσι με την
αντικειμενική προσέγγιση μειώνεται, πτωχεύει σε σημαντικό βαθμό και ενδεχομένως
διαστρεβλώνεται η μελέτη του υποκειμενικού βιώματος, αλλά επιτυγχάνεται μια εξαιρετικής
ποιότητας αποσαφήνιση της άμεσα παρατηρούμενης συμπεριφοράς και του βιολογικού
υποστρώματος που συσχετίζεται μαζί της. Πάντως θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι μέθοδοι
των φυσικών επιστημών δεν είχαν στη μελέτη του ψυχισμού, έστω και της συμπεριφοράς,
του ανθρώπου την ίδια απόδοση που είχαν στη φυσική και στη χημεία. Και αυτό γιατί
ανάμεσα στον ανθρώπινο ψυχισμό και στα φυσικά φαινόμενα υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα.

Οι τρόποι άντλησης πληροφοριών που εντάσσονται στο πλαίσιο της αντικειμενικής


κατεύθυνσης είναι:
1. Μελέτη βιολογικών δομών και γεγονότων που συσχετίζονται με συμπεριφορές,
βιώματα, ψυχιατρικά συμπτώματα κ.λπ.
2. Ψυχομετρική εκτίμηση, η οποία περιλαμβάνει ερωτηματολόγια, κλίμακες και
προβλητικές δοκιμασίες, για την καταγραφή και αξιολόγηση ανώτερων ψυχικών
λειτουργιών, συναισθημάτων, στάσεων (attitudes), ψυχιατρικών συμπτωμάτων και
υποσεινηδησιακού υλικού.
3. Ψυχαναλυτικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα για τη διερεύνηση
υλικού ευρισκόμενου στο ασυνείδητο.
4. Φωτογράφηση, κινηματογράφηση, βιντεοσκόπηση, για την καταγραφή
συμπεριφορών, μεθοδολογία ευρύτατα διαδεδομένη στους εθολόγους.
5. Γενετικές μελέτες.

Είναι αυτονόητο ότι οι ψυχομετρικές μέθοδοι και οι ψυχαναλυτικές τεχνικές εφαρμόζονται


στους ανθρώπους, ενώ η μελέτη των βιολογικών συντελεστών καθώς και οι
κινηματογραφικές τεχνικές αφορούν και τα ζώα.

ΜΕΛΕΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ.


Μελέτες στην περιφέρεια. Η μελέτη των οργάνων που ελέγχονται από το αυτόνομο νευρικό
σύστημα (καρδιά, δέρμα, αδένες κ.λπ.) είναι δυνατόν να δώσει μία εικόνα για το επίπεδο
λειτουργίας του ΚΝΣ, τα δε ευρήματα, σε περιπτώσεις μελέτης ανθρώπων, μπορούν να
συσχετισθούν και με υποκειμενικά βιώματα ή ψυχιατρικά συμπτώματα (π.χ. σχέση
δερματικής αγωγιμότητας και άγχους). Έτσι το ηλεκτροκαρδιογράφημα, το
ηλεκτρομυογράφημα, η ηλεκτρική αγωγιμότητα του δέρματος είναι δυνατόν να δώσουν
χρήσιμες πληροφορίες. Επίσης πληροφορίες για τα βιολογικά γεγονότα που επιτελούνται
στο ΚΝΣ είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν διά της ανιχνεύσεως ουσιών προερχόμενων από
το ΚΝΣ στα ούρα, στο αίμα, στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Για παράδειγμα, τα επίπεδα του
προτελικού μεταβολίτη της νοραδρεναλίνης MHPG στα ούρα παρέχουν πληροφορίες για το
επίπεδο λειτουργίας των νοραδρενεργικών συστημάτων στο ΚΝΣ, και υπάρχουν σοβαρές
ενδείξεις ότι αυτό συσχετίζεται με τη συναισθηματική κατάσταση του εξεταζόμενου.

Μελέτες στον εγκέφαλο. Η in vitro μελέτη της αδρής μορφολογίας, καθώς και των
νευροϊστολογικών και νευροχημικών δεδομένων του εγκεφάλου, έχει δώσει σημαντική
ώθηση στην κατανόηση των γεγονότων που επιτελούνται στο ΚΝΣ. Αλλά η μετά τον θάνατο
μελέτη του εγκεφάλου παρουσιάζει προβλήματα, σημαντικότερο από τα οποία είναι η
δυσκολία εξεύρεσης εγκεφάλων. Μόλις πρόσφατα άρχισαν να δημιουργούνται τράπεζες
εγκεφάλων σε μερικές χώρες. Υπάρχουν ασαφείς και αόριστες μεταβλητές κατά τις
νεκροτομικές μελέτες του εγκεφάλου. Οι κλινικές διαγνώσεις για τη νόσο ή τις νόσους από τις
οποίες έπασχε το άτομο έχουν γενικώς χαμηλό δείκτη αξιοπιστίας. Είναι αναπόφευκτες οι
19

αλλοιώσεις του νευρικού ιστού κατά την περίοδο από τον θάνατο μέχρι τη νεκροψία. Ακόμη,
σοβαρές αλλοιώσεις του εγκεφαλικού ιστού είναι δυνατόν να συμβούν κατά τη διάρκεια της
νεκροψίας και της διαδικασίας λήψεως τού προς μελέτη υλικού. Συμβαίνουν αλλοιώσεις
ακόμη και κατά τη διάρκεια της πλέον άψογης διατήρησης ιστών, και βέβαια δεν είναι
πάντοτε γνωστό πόσο επαρκής και αξιόπιστη ήταν η διατήρηση. Επίσης δεν θα πρέπει να
αγνοούνται τα ποικίλα μεθοδολογικά προβλήματα μέτρησης και αξιολόγησης των
ευρημάτων.
Οι in vivo τεχνικές συγκέντρωσης και μελέτης υλικού από το ΚΝΣ γνώρισαν μεγάλη
πρόοδο κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Θα μπορούσαν να διακριθούν στις τεχνικές
απεικόνισης της δομής ή/και της λειτουργίας και στις τεχνικές που περιλαμβάνουν
επεμβατικούς χειρισμούς στον εγκέφαλο.
Τεχνικές απεικόνισης της δομής του εγκεφάλου.
Ακτινογραφία κρανίου. Οι πληροφορίες που αντλούνται είναι σχετικά μικρής σημασίας.
Χρησιμοποιείται περισσότερο ως αδρή κλινική διαγνωστική τεχνική, αλλά τείνει να
αντικατασταθεί πλήρως από την αξονική και μαγνητική τομογραφία.
Αγγειογραφία εγκεφάλου. Επιτυγχάνεται με την έγχυση σκιαγραφικού υλικού στο
αγγειακό σύστημα του εγκεφάλου. Μετά την ανάπτυξη των νέων τεχνικών
νευροαπεικόνισης η χρησιμότητά της έχει περιορισθεί, αλλά η σημασία των
πληροφοριών για το αγγειακό δένδρο του εγκεφάλου κατά την κλινικοδιαγνωστική
διαδικασία μπορεί να είναι μεγάλη.
Πνευμο-εγκεφαλογραφία. Επιτυγχάνεται με εμφύσηση αέρος στο κοιλιακό σύστημα του
εγκεφάλου, για το οποίο δίδει κάποιες πληροφορίες. Επώδυνη και επικίνδυνη μέθοδος.
Σπάνια χρησιμοποιείται σήμερα για διαγνωστικούς σκοπούς και φαίνεται ότι μάλλον
ανήκει πλέον στην ιστορία.
Αξονική τομογραφία. Δίδει εικόνες μεγάλης ευκρίνειας από τη δομική μορφολογία του
εγκεφάλου και τις διαταραχές της, αλλά μόνο σε κάθετες τομές (αξονικές) και όχι σε
οριζόντιες ή οβελιαίες, που είναι πράγματι αναγκαίες για την αποκάλυψη περισσότερων
τμημάτων του εγκεφάλου. Εκπέμπει, όπως και οι προηγούμενες τεχνικές, ιονίζουσα
ακτινοβολία, αλλά γενικώς θεωρείται ασφαλής μέθοδος εξέτασης.
Μαγνητική τομογραφία (magnetic resonance imaging, MRI). Δεν εκπέμπει ιονίζουσα
ακτινοβολία, αφού στηρίζεται σε μαγνητικά πεδία που προκαλούνται από μαγνήτες
μεγάλης ισχύος, αλλά καθυστερεί πολύ (45min η κάθε εξέταση) και φέρνει δυσφορία στον
ασθενή λόγω του κλειστού (κουβουκλιακού) χώρου στον οποίο διενεργείται και του
θορύβου που παράγει. Είναι ακριβέστερη από την αξονική τομογραφία ως προς τον
εντοπισμό δομικών διαφορών, δίδει εξαιρετικά λεπτομερείς εικόνες του εγκεφάλου και
στα τρία επίπεδα, αξονικό, οβελιαίο και οριζόντιο, κάνει διάκριση μεταξύ λευκής και φαιάς
ουσίας. Με την ανακάλυψη του MRI, προβλήματα αξιοπιστίας των νεκροτομικών μελετών
και της ανεπαρκούς τεχνολογίας για in vivo μελέτες αντιμετωπίστηκαν με θεαματική
επιτυχία. Πολύ χρήσιμο μέσο για την εξέταση παιδιών, ακόμη και εμβρύων (εξετάσεις in
utero). Η χρησιμοποίησή της στην ψυχιατρική διαγνωστική (Brodie 1996), στη μελέτη των
ψυχώσεων και ιδιαίτερα της σχιζοφρένειας και της άνοιας, ίσως οδηγήσει σε ανακαλύψεις
με μεγάλη σημασία για την αποσαφήνιση της αιτιοπαθογένειας των νόσων αυτών.

Τεχνικές απεικόνισης της λειτουργίας του εγκεφάλου. Ο συνδυασμός της χρήσης του
ηλεκτρονικού υπολογιστή και του ηλεκτροεγκεφαλογράφου, του τομογράφου και άλλων
τεχνικών απεικόνισης ήταν μια εξαιρετικά καρποφόρα εξέλιξη στην ιατρική έρευνα και
οδήγησε στη δημιουργία πλήθους κλινικοδιαγνωστικών τεχνικών με εφαρμογές και στην
ψυχιατρική. Κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια παρατηρούνται ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα
των μη παρεμβατικών (noninvasive) τεχνικών νευροαπεικόνισης, οι οποίες, καθώς
επιτρέπουν άμεση μελέτη του λειτουργούντος εγκεφάλου σε φυσιολογικές και παθολογικές
συνθήκες, έδωσαν εκρηκτική ώθηση στην ψυχιατρική έρευνα, ειδικότερα στην έρευνα της
σχιζοφρένειας, των διαφόρων μορφών άνοιας και των δυσκινησιών και έβαλαν σε νέο δίαυλο
τη συζήτηση για τη σχέση μεταξύ εγκεφάλου και ψυχικών λειτουργιών.
Ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ΗΕΓ). Από το 1875 ο Caton είχε επισημάνει στον εγκέφαλο
την ύπαρξη βιοηλεκτρικής δραστηριότητας. Το 1929 ο Hans Berger πρότεινε έναν τρόπο
20

καταγραφής αυτής της δραστηριότητας, που αργότερα εξελίχθηκε στο ΗΕΓ, με το οποίο
καταγράφονται υπό μορφήν κυμάτων οι διαφορές δυναμικού μεταξύ συγκεκριμένων
περιοχών του εγκεφάλου. Τα κύματα που καταγράφονται στο ΗΕΓ αντιστοιχούν σε
διάφορα επίπεδα εγρήγορσης, εξαρτώνται από τον βαθμό ωριμάνσεως του εγκεφάλου και
διακρίνονται στους παρακάτω ρυθμούς, αναλόγως της συχνότητάς τους: Ο ρυθμός δ, με
συχνότητα μικρότερη των 4c/sec, αναδύεται κυρίως κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου. Η
συχνότητα των κύκλων/sec πέφτει βαθμιαία καθώς βαθαίνει ο ύπνος και φθάνει μέχρι και
1-2 κύκλους/sec. Ο ρυθμός θ, με συχνότητα 4-7c/sec, παρατηρείται επίσης στον βαθύ
ύπνο. Ο ρυθμός α, με συχνότητα 8-12 c/sec, παρατηρείται στον ύπνο αλλά και κατά την
εγρήγορση, σε καταστάσεις διαλογισμού, ονειροπόλησης και υπνηλίας. Ο ρυθμός β, με
συχνότητα 10-18 c/sec και περισσότερο (έχουν γίνει καταγραφές μέχρι 80), εμφανίζεται
κατά την εγρήγορση και την πλήρη επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. Το φυσιολογικό ΗΕΓ
του εν εγρηγόρσει ενήλικου ανθρώπου δείχνει ρυθμούς 8-13 c/sec. Ρυθμοί με συχνότητα
κάτω των 4 c/sec είναι παθολογικοί και μεταξύ 4-8 c/sec δείχνουν κάποιον βαθμό
παθολογίας ή ανωριμότητας του ΚΝΣ. Ταχύτεροι ρυθμοί συχνά προκαλούνται από
φάρμακα. Κατά τον ύπνο παρατηρείται συμμετρική επιβράδυνση των κυμάτων τα οποία
παίρνουν χαρακτηριστικές μορφές, όπως οξείες κορυφές και υπνικές άτρακτοι.
Το ΗΕΓ εξελίσσεται και ωριμάζει παράλληλα με την ωρίμανση και εξέλιξη του εγκεφάλου
του ανθρώπου. Το ΗΕΓ που καταγράφεται κατά την εγρήγορση από τη γέννηση μέχρι την
ενηλικίωση δείχνει μια μετατόπιση προς ταχύτερες συχνότητες. Παρά το ότι τυπικές μορφές
ενήλικου ΗΕΓ είναι δυνατόν να εμφανισθούν για μικρά χρονικά διαστήματα ακόμη και στην
ηλικία των τριών ετών, η ωρίμανση του ΗΕΓ δεν επιτυγχάνεται πριν από την εφηβεία
(Dumermuth 1976). Βραδύτερα και ταχύτερα κύματα συνδυάζονται σε διαφορετικά
ποσοστά σε κάθε στάδιο ωρίμανσης, αλλά το ποσοστό ποικίλλει σε μεγάλο εύρος αρκετές
φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας ενός παιδιού. Έτσι ηλικιακά ώριμες μορφές ΗΕΓ είναι
δυνατόν να ανιχνευθούν κατά την παιδική ηλικία, αλλά και ηλικιακά ανώριμες μορφές είναι
δυνατόν να ανιχνευθούν κατά την ηλικιακή ωριμότητα του ανθρώπου.
Το ΗΕΓ είναι χρήσιμο στη μελέτη του ύπνου και ως διαγνωστική μέθοδος κυρίως στην
εξιχνίαση επιληπτικών εστιών. Είναι επίσης δυνατόν να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση
εγκεφαλικής νόσου του φλοιού ή για τις επιπτώσεις πολλών σωματικών νόσων στο ΚΝΣ.
Ειδικότερα στη μελέτη του ύπνου χρησιμοποιείται το υπνόγραμμα, κατά το οποίο, σε
ελεγχόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες, γίνεται ταυτόχρονη καταγραφή τουλάχιστον τριών
ηλεκτροφυσιολογικών παραμέτρων: ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος,
ηλεκτροοφθαλμογραφήματος και υπογναθίου ηλεκτρομυογραφήματος. Παθολογικοί
ΗΕΓραφικοί ρυθμοί στους ενήλικες κατά την εγρήγορση περιλαμβάνουν θήτα κύματα <4
Hz, 50-350 μV (όσο υψηλότερη είναι η τάση τόσο περισσότερο ανώμαλα αργά είναι τα
κύματα θήτα και δέλτα). Αιχμές ή αιχμηρά κύματα ταχύτερα, υψηλότερης τάσεως όταν είναι
παροξυσμικά, σημαίνουν επιληψία. Το πλέον παθολογικό εύρημα είναι η εξαφάνιση των
ΗΕΓραφικών κυμάτων (ηλεκτροεγκεφαλική σιωπή) η οποία, όταν δεν υπάρχει μεγάλη
υποθερμία ή όταν δεν οφείλεται σε υψηλά επίπεδα φαρμάκων που προκαλούν αναισθησία,
σημαίνει μη αντιστρεπτό κώμα ή εγκεφαλικό θάνατο.
Προκλητά δυναμικά (ΠΔ). Μια άλλη ηλεκτροεγκεφαλογραφική μέθοδος, τα προκλητά
δυναμικά, είναι μεταβολές της ηλεκτρικής ενέργειας που προκύπτουν κατά την αντίδραση
σε αισθητικά ερεθίσματα. Το εύρος αυτών των δυναμικών είναι 0.5-20 μV, πράγμα που
σημαίνει ότι οι προκλητές απαντήσεις πρέπει να αθροισθούν και να βγει ο μέσος όρος
ώστε να γίνει διάκριση του τύπου του επάρματος. Η καταγραφή περιλαμβάνει λανθάνοντα
χρόνο, διάρκεια, και εύρος της απάντησης. Δίδουν xρήσιμες πληροφορίες για ένα πλήθος
παραγόντων αλλά οι διαταραχές που ανιχνεύονται δεν είναι ειδικού τύπου. Είναι δυνατόν
να βρεθούν σε παθήσεις όπως σκλήρυνση κατά πλάκας, AIDS, συστηματικός
ερυθηματώδης λύκος, νευροσύφιλις, παρεγκεφαλιδονωτιαίες εκφυλίσεις, οικογενής
σπαστική παραπληγία, ή ανεπάρκεια σε βιταμίνες Ε και Β12. Διακρίνονται στα οπτικά, τα
στελεχιαία ακουστικά, τα σωματοαισθητικά και τα γνωσιακά προκλητά δυναμικά.
 Οπτικά προκλητά δυναμικά. Εναλλαγές σε πεδίο που μοιάζει με σκάκι προκαλούν
χαρακτηριστικά επάρματα, το μέγιστο είναι 95-115 ms (Ρ100 απάντηση). Είναι δυνατόν
να χρησιμοποιηθούν για τη διερεύνηση του γλαυκώματος, της πίεσης στα οπτικά νεύρα ή
21

στο χίασμα ή στην οπτική οδό, καθώς και για τη διερεύνηση εκφυλιστικών οπτικών
νόσων και κυρίως της οπτικής νευρίτιδας.
 Στελεχιαία ακουστικά προκλητά δυναμικά. Με χρήση ακουστικών δίδονται στον
εξεταζόμενο μονόπλευρα ακουστικά ερεθίσματα, και παράγονται επτά τύποι επαρμάτων
(I-VII), τα οποία αντιπροσωπεύουν διαδοχική ενεργοποίηση του ακουστικού νεύρου (I)
και των στελεχιαίων ακουστικών οδών (κοχλιακός πυρήνας II, κάτω ελαία III, έσω
λημνίσκος IV, κάτω διδύμια V, ανώτερα ακουστικά κέντρα VI και VII). Βλάβη σε κάποιο
από αυτά τα επίπεδα καθυστερεί ή εξαλείφει τα κύματα. Είναι ευαίσθητη δοκιμασία για
την εξακρίβωση του ακουστικού νευρινώματος, του εντοπισμού της βλάβης στο κώμα
(συνήθως φυσιολογική στο τοξικό/μεταβολικό κώμα ή σε αμφοτεροημισφαιρική νόσο) ή
σε πιθανολογούμενη παθολογία του στελέχους καθώς και για την εκτίμηση της
ακουστικής ικανότητας στα βρέφη.
 Σωματοαισθητικά προκλητά δυναμικά. Μικρά ανώδυνα ηλεκτρικά ερεθίσματα σε
μεγάλες αισθητικές ίνες της χειρός ή του ποδός παράγουν κεντρομόλους καταιγισμούς
που καταγράφονται σε πολλά επίπεδα της σωματοαισθητικής οδού και αντανακλούν
διαδοχική δραστηριότητα στα περιφερικά νευρικά στελέχη, στις οδούς του νωτιαίου
μυελού, σε γεφυρικές και παρεγκεφαλιδικές δομές, στον θάλαμο, σε θαλαμοφλοιώδεις
οδούς, και στον πρωτογενή αισθητικό φλοιό. Τα σωματοαισθητικά ΠΔ έχουν τη
δυνατότητα εντοπισμού της βλάβης όπως και τα στελεχιαία ακουστικά ΠΔ.
 Γνωσιακά προκλητά δυναμικά. Υπάρχουν στοιχεία στα ΠΔ τα οποία εξαρτώνται από
την ψυχική κατάσταση του εξεταζόμενου, και τα οποία είναι γνωστά και ως δυναμικά
συνδεδεμένα με γεγονότα ή ενδογενή δυναμικά (ΕΠΔ). Κλινικό ενδιαφέρον έχει το
στοιχείο Ρ3 ή Ρ300 επειδή έχει λανθάνοντα χρόνο περίπου 300-400ms μετά την
εφαρμογή ακουστικού ερεθίσματος. Οι αντιδράσεις είναι χαρακτηριστικές για κάθε άτομο
και δεν σχετίζονται με το φύλο και την ηλικία στο ηλικιακό φάσμα από 3 έως 25 ετών.
Επηρεάζονται από την κόπωση, το σάκχαρο του αίματος, τη λειτουργία του θυρεοειδούς
και τον μεταβολισμό. Το Ρ3 παρατείνεται στην άνοια, αλλά στην κατάθλιψη ή σε άλλες
ψυχιατρικές νόσους που μοιάζουν με άνοιες είναι φυσιολογικό.
Χαρτογράφηση του φλοιού. Η αξιοποίηση των ευρημάτων του ΗΕΓ μέσω ηλεκτρονικού
υπολογιστή (computerized electroencephalogram, CEEG) δίδει χάρτες του εγκεφαλικού
φλοιού (αλλά όχι των βασικών γαγγλίων), και είναι μία φθηνή και τελείως ακίνδυνη μέθοδος
χαρτογράφησης του εγκεφάλου (Τριανταφύλλου 1995).
Μαγνητοεγκεφαλογράφημα. Μετρά τις μεταβολές μαγνητικών πεδίων που συνδέονται με
βιοηλεκτρικά ρεύματα και έτσι επιτρέπει τρισδιάστατο εντοπισμό συγκεκριμένης
εγκεφαλικής δραστηριότητας. Κοστίζει πολύ και είναι χρονοβόρο.
Τομογραφία ποζιτρονίου (positron emission tomography, PET). Βασίζεται σε
ραδιογραφικές τεχνικές μετρήσεως χρησιμοποίησης της γλυκόζης σε συγκεκριμένες
περιοχές του εγκεφάλου. Χρησιμοποιείται ραδιοσεσημασμένη δεσοξυγλυκόζη ή άλλες
ουσίες (π.χ. φάρμακα), με άτομα Ca11, O15 και F18, τα οποία ταχύτατα (μέσα σε λεπτά ή
ώρες) διασπώνται και εκπέμπουν ποζιτρόνια. Καθώς τα ποζιτρόνια απελευθερώνονται
στους ιστούς, συγκρούονται με τα αντισωματίδιά τους, τα ηλεκτρόνια, και αμφότερα
εξαφανίζονται με ταυτόχρονη παραγωγή ανιχνεύσιμων γάμμα κβάντων. Με αυτήν την
τεχνική, διά της οποίας είναι δυνατή η μελέτη της νευρωνικής λειτουργίας in vivo, για
πρώτη φορά φάνηκαν στον φλοιό, και αλλού στον εγκέφαλο, οι φυσιολογικές λειτουργίες
της όρασης, της ακοής, της κίνησης, και ανωτέρων διεργασιών όπως η προσοχή, η μνήμη,
η πρόθεση, η μάθηση και οποιαδήποτε άλλη λειτουργία που συνδέεται με
υπερκατανάλωση γλυκόζης σε αντίστοιχες εγκεφαλικές περιοχές. Ακόμη και οπτική
απεικόνιση της κατανομής συναπτικών υποδοχέων στον ζωντανό εγκέφαλο κατέστη
δυνατή με αυτήν τη μέθοδο, όπως επίσης φαρμακοκινητικές μελέτες νέων φαρμάκων. Η
χρήση της PET στη μελέτη ψυχοπαθολογικών καταστάσεων είναι ήδη σε ανάπτυξη και
αρκετά διαδεδομένη. Έχει βρεθεί, για παράδειγμα, ότι ο μεταβολισμός της γλυκόζης
συνολικά αυξάνεται στο φάσμα από την κατάθλιψη προς την ευφορία, και ειδικότερα στους
καταθλιπτικούς ασθενείς βρέθηκε μία μείωση του μεταβολισμού της γλυκόζης στον
κερκοφόρο πυρήνα (Baxter et al 1990).
22

Τομογραφία φωτονίου (single photon emission computerized tomography, SPECT).


Βασίζεται σε παρόμοια με την προηγούμενη τεχνική, αλλά χρησιμοποιεί φωτόνια αντί για
ποζιτρόνια και είναι φθηνότερη.
Μαγνητική φασματοσκόπηση (magnetic resonance spectroscopy, MRS). Δεν εκθέτει τους
εξεταζόμενους σε ιονίζουσα ακτινοβολία. Με τη μέθοδο αυτή είναι δυνατόν να μελετηθούν
οι συγκεντρώσεις μεταβολιτών στους ιστούς και να γίνει ποσοτική μέτρηση βιοχημικών
διεργασιών, όπως π.χ. η συγκέντρωση φωσφόρου η οποία αντανακλά τον μεταβολισμό
των φωσφολιπιδίων στη μεμβράνη των νευρικών κυττάρων. Η σημασία ευρημάτων αυτού
του είδους είναι μεγάλη για την κατανόηση ψυχικών λειτουργιών αλλά και ψυχιατρικών
συμπτωμάτων.

Χειρισμοί στον εγκέφαλο. Είναι τεχνικές που εφαρμόζονται σε πειραματικές συνθήκες στις
οποίες χρησιμοποιούνται ζώα.
Ηλεκτρική διέγερση εγκεφάλου. Εξαιρετικά διαδεδομένη μέθοδος μελέτης της λειτουργίας
του ΚΝΣ στα ζώα. Με βάση ειδικούς άτλαντες του εγκεφάλου του είδους του ζώου, γίνεται
οπή σε συγκεκριμένη περιοχή του κρανίου με τη στερεοτακτική μέθοδο και από εκεί
εισάγονται μικροηλεκτρόδια, ή άλλα ειδικά και ευαίσθητα όργανα, στην προς μελέτη
περιοχή του εγκεφάλου, διά των οποίων καταγράφεται άμεσα η ηλεκτρική δραστηριότητα
των νευρικών κυττάρων.
Χημικός ερεθισμός εγκεφάλου. Επιτυγχάνεται με την εφαρμογή χημικών ουσιών σε
επιλεγμένες εγκεφαλικές περιοχές. Με αυτόν τον τρόπο επιτεύχθηκε η αναισθησία π.χ.
επιφανειακών περιοχών του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα να εκδηλωθούν ή να καταργηθούν
συγκεκριμένες συμπεριφορές. Οι χημικές ουσίες είναι επίσης δυνατόν να χορηγηθούν και
με ενέσεις στις κοιλίες του εγκεφάλου ή σε συγκεκριμένες περιοχές της εγκεφαλικής μάζας,
ακόμη και μικροσκοπικού μεγέθους, με τη χρήση μικροσυρίγγων.
Βλάβες στον εγκέφαλο. Οι βλάβες συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου προκαλούν
καταστροφή μεγάλου αριθμού νευρικών κυττάρων, με συνέπεια την εκδήλωση μεταβολών
της συμπεριφοράς, οι οποίες καταγράφονται. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία τρόπων και
μεθόδων επίτευξης πειραματικής βλάβης στον εγκέφαλο: ηλεκτρολυτικές αλλαγές με χρήση
ηλεκτροδίων, μικροτομές, ψύξη συγκεκριμένων περιοχών, χρήση χημικών ουσιών,
εμφύτευση ραδιενεργού ύλης, κ.λπ. Υπάρχουν και οι φυσικές βλάβες (όγκοι, αιμορραγίες,
τραύματα, λοιμώξεις, τοξικές επιδράσεις) που οι εκδηλώσεις τους, στον άνθρωπο,
παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τη σχέση βλάβης και παθολογίας και, εμμέσως,
εγκεφαλικής περιοχής και φυσιολογικής λειτουργίας.
Επίδραση στον εγκέφαλο μέσω της κυκλοφορίας. Με την έγχυση, ενδοφλέβιο ή
ενδομυϊκή, διαφόρων ουσιών στην κυκλοφορία του αίματος ή στο ΕΝΥ, είναι δυνατόν να
ασκηθούν επιδράσεις στη λειτουργία του εγκεφάλου. Οι ουσίες διασπείρονται σε όλους
τους ιστούς του σώματος, αλλά μόνον ορισμένες μπορούν να περάσουν στον εγκέφαλο.
Και αυτό διότι ο εγκέφαλος διαθέτει ένα φίλτρο, τον λεγόμενο αιματοεγκεφαλικό φραγμό, το
οποίο επιτρέπει την είσοδο στον εγκέφαλο μόνο λιποδιαλυτών ουσιών. Η
ψυχοδραστικότητα μιας ουσίας καθορίζεται πρωταρχικά από τη δυνατότητά της να
εισέρχεται στο ΚΝΣ, δηλαδή από τον βαθμό διαπερατότητας του αιματοεγκεφαλικού
φραγμού, τουτέστιν από τον βαθμό λιποδιαλυτότητας που διαθέτει.

ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ. Όταν σκοπός της διερεύνησης είναι η αντικειμενική


εκτίμηση ορισμένων, φυσιολογικών ή παθολογικών, ψυχικών λειτουργιών, εκείνο που
προέχει δεν είναι τόσο η ερμηνεία αλλά κυρίως η ποσοτικοποίηση και ταξινόμησή τους. Αυτή
η «ψυχομετρική» προσέγγιση επιτελείται με τη χρήση εξειδικευμένων δοκιμασιών. Οι
ψυχομετρικές δοκιμασίες διακρίνονται σε δοκιμασίες διερεύνησης λειτουργιών ανώτερης
απαρτίωσης (π.χ. νοημοσύνη, μνήμη, ειδικές επιδεξιότητες), σε δοκιμασίες διερεύνησης
προσωπικότητας, άλλων ψυχολογικών μεταβλητών (π.χ. σεξουαλική συμπεριφορά),
ψυχιατρικών συμπτωμάτων κ.λπ. Οι κλινικές εφαρμογές των ψυχομετρικών δοκιμασιών
ποικίλλουν από τις πιο ειδικές διαγνωστικές διαδικασίες μέχρι τις εκτιμήσεις μεταβολών κατά
την πορεία των ψυχιατρικών νόσων ή μετά από κάποια θεραπευτική παρέμβαση.
23

Γενικώς όμως, η χρησιμότητά τους στη διαμόρφωση και λήψη κλινικών αποφάσεων δεν
φαίνεται να έχει τεκμηριωθεί ικανοποιητικά, παρά την ευρύτατη χρήση τους. Για παράδειγμα,
έχει βρεθεί ότι διάφορες κλίμακες για τη μέτρηση ψυχιατρικών συμπτωμάτων, κυρίως
κατάθλιψης και άγχους, παράγουν πολύ υψηλά ποσοστά συχνότητας αυτών των
συμπτωμάτων, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Στους παράγοντες που
συντελούν στην εμφάνιση τέτοιων ψευδοθετικών ευρημάτων, συγκαταλέγονται και ερωτήσεις
που δεν αφορούν μόνο συμπτώματα αλλά και μη παθολογικά συναισθήματα, καθώς και
πολιτιστικώς επηρεαζόμενα στοιχεία όπως οι λεγόμενες στάσεις (attitudes). Πολύ γρήγορα,
παρά την τεράστια διάδοσή τους, δημιουργήθηκαν αμφιβολίες για τη χρησιμότητά τους. Ήδη
από το 1953 έγινε πρόταση να εγκαταλειφθεί το Rorschach test. Στο ίδιο συμπέρασμα
κατέληξαν πολλοί και για άλλες ψυχομετρικές δοκιμασίες, όπως το ΤΑΤ, το ΜΜΡΙ κλπ, με
εξαίρεση τις δοκιμασίες νοημοσύνης οι οποίες, παρά την ισχυρή υποψία ότι δίδουν
ευνοϊκότερα αποτελέσματα στους λευκούς από ό,τι στους έγχρωμους, φαίνεται ότι είναι
αρκετά έγκυρες και αξιόπιστες, ιδίως όταν εφαρμόζονται στα παιδιά και στους εφήβους.
Ερωτηματολόγια και κλίμακες (Goldberg 1972). Συμπληρώνονται είτε από τον
εξεταζόμενο (self-rating scales) είτε από τον εξεταστή (observer's rating scales). Με αυτά
εξετάζεται ένα ευρύ φάσμα ψυχικών καταστάσεων, φυσιολογικών ή παθολογικών, όπως
συναισθήματα, στάσεις (attitudes), ανώτερες ψυχικές λειτουργίες (νοημοσύνη, μνήμη,
προσοχή), ψυχιατρικά συμπτώματα κλπ. Για να είναι χρήσιμα αυτά τα εργαλεία, πρέπει να
είναι αξιόπιστα, έγκυρα, και σταθμισμένα.
 Αξιοπιστία (reliability). Μια δοκιμασία είναι αξιόπιστη όταν η επανάληψή της στα ίδια
άτομα μετά από κάποιο χρονικό διάστημα (test-retest trial) ή από διαφορετικούς
εξεταστές (inter-rater evaluation) δίδει το ίδιο αποτέλεσμα με την ίδια ακρίβεια.
 Εγκυρότητα (validity). Έγκυρη είναι η δοκιμασία όταν πράγματι μετράει το χαρακτηριστικό
για το οποίο έχει κατασκευασθεί, ωστόσο η εγκυρότητα μιας δοκιμασίας μπορεί να έχει
διάφορες μορφές. α) Η συντρέχουσα εγκυρότητα (concurrent validity) αφορά τον βαθμό
κατά τον οποίο ένα εργαλείο διαφοροποιεί άτομα τα οποία είναι δεδομένο ότι πράγματι
διαφέρουν ως προς το εξεταζόμενο χαρακτηριστικό. β) Η εγκυρότητα περιεχομένου
(content validity) υποδηλώνει ότι το περιεχόμενο του εργαλείου δεν πρέπει να είναι
άσχετο με την κουλτούρα των εξεταζομένων. γ) Η σημασιακή εγκυρότητα (semantic
validity) αναφέρεται στο ότι οι λέξεις που απαρτίζουν το ερωτηματολόγιο πρέπει να έχουν
την ίδια σημασία για εξεταστές και εξεταζόμενους. δ) Η εγκυρότητα κριτηρίου (criterion
validity) αφορά το κατά πόσον οι κατασκευαστές του εργαλείου και οι ερωτώμενοι έχουν
την ίδια αντίληψη για το φυσιολογικό και το παθολογικό. ε) Η εννοιακή εγκυρότητα
(conceptual validity) σημαίνει ότι οι απαντήσεις που δίδονται πρέπει να έχουν σχέση με
μια θεωρητική δομή μέσα στην κουλτούρα του εξεταζόμενου.
 Στάθμιση (standardization). Θα σταθμισθεί ένα ερωτηματολόγιο όταν δοθεί σε ένα
αντιπροσωπευτικό δείγμα του γενικού πληθυσμού. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εργαλείων
που μετρούν ψυχιατρικά συμπτώματα, εκτός από τη στάθμιση σε αντιπροσωπευτικό
δείγμα του γενικού πληθυσμού θα πρέπει να υπάρχουν και στοιχεία από φυσιολογικούς
πληθυσμούς (normative data), διότι είναι σαφές ότι το αντιπροσωπευτικό δείγμα του
γενικού πληθυσμού δεν ταυτίζεται με δείγμα φυσιολογικών ατόμων.

Η χρησιμοποίηση ηλεκτρονικών υπολογιστών στη διεκπεραίωση αυτού του είδους


δοκιμασιών είναι σήμερα ευρύτατη τόσο σε κλινικοδιαγνωστικές όσο και σε καθαρά
ερευνητικές συνθήκες. Ο εξεταζόμενος, ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες, συμπληρώνει
το ερωτηματολόγιο με χρήση οθόνης και πληκτρολογίου. Τα αποτελέσματα των δοκιμασιών
αποθηκεύονται στη μνήμη του υπολογιστή για περαιτέρω επεξεργασία.

Πολύ σοβαρό είναι το ζήτημα της χρησιμοποίησης, μετά από μετάφραση, ψυχομετρικών
εργαλείων που έχουν δημιουργηθεί για πληθυσμούς που μιλούν άλλη γλώσσα και ζουν σε
λίγο ή πολύ διαφορετική κουλτούρα. Στην Ελλάδα εργαλεία κατασκευασμένα από Έλληνες
ερευνητές για τον ελληνικό πληθυσμό είναι ελάχιστα. Σχεδόν όλα τα χρησιμοποιούμενα
εργαλεία έχουν εισαχθεί κυρίως από τις αγγλοσαξονικές χώρες χωρίς την παραμικρή
προσπάθεια προσαρμογής τους στην ελληνική κουλτούρα και ιδιοσυγκρασία, και έτσι πολλές
24

φορές προκύπτουν ιλαροτραγικά αποτελέσματα. Η μεταφορά ψυχομετρικών εργαλείων από


μία κουλτούρα σε άλλη δεν είναι ένα απλό τεχνικό πρόβλημα μετάφρασης, πισωμετάφρασης
και αξιολόγησης των διαφορών, αλλά απαιτεί βαθιά μελέτη των ιδιωματικών εκφράσεων που
αφορούν συμπτώματα, κυρίως την αντίληψη της υγείας και της νόσου του κάθε πληθυσμού.

Προβλητικές δοκιμασίες. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των δοκιμασιών είναι ότι ο


εξεταζόμενος “προβάλλει” άγνωστες πλευρές της προσωπικότητάς του μέσα από τις
απαντήσεις που δίδει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και οι οποίες θα πρέπει να υποστούν
ειδική ερμηνευτική επεξεργασία. Οι πιο γνωστές προβλητικές δοκιμασίες είναι:
 Η δοκιμασία Rorschach, κατά την οποία ο εξεταζόμενος θα πρέπει να περιγράψει μία
σειρά από εικόνες χωρίς περιεχόμενο, κατασκευασμένες από μελανοκηλίδες (Rorschach
1942, Mons 1950). Οι επιλεγόμενες από τον εξεταζόμενο απαντήσεις καθορίζονται από
παράγοντες όπως παρατηρητικότητα, κοινή λογική, αφαίρεση και φαντασία. Η δοκιμασία
δίδει πληροφορίες σχετικά με τη συναισθηματική ωριμότητα του εξεταζόμενου, τη σχέση
ενδοστρέφειας και εξωστρέφειας, την επιθετικότητα και άλλους ασυνείδητους
παράγοντες, συναισθήματα και στάσεις που διαμορφώνουν τα πρότυπα συμπεριφοράς
του. Ποικίλα δυσφορικά συμπτώματα, όπως άγχος, φόβος, τύψεις, κατάθλιψη,
ανιχνεύονται επίσης.
 Το ΤΑΤ (Thematic Apperception Test), το οποίο αποτελείται από εικόνες που
παρουσιάζουν έναν ή δύο ανθρώπους σε διάφορες καταστάσεις και ο εξεταζόμενος θα
πρέπει να πει τι οδήγησε αυτούς τους ανθρώπους στις συγκεκριμένες καταστάσεις και
ποια νομίζει ότι θα είναι η κατάληξη. Από τις τριάντα εικόνες που περιλαμβάνει η
δοκιμασία ο εξεταζόμενος θα ασχοληθεί με είκοσι που επιλέγονται ειδικά γι' αυτόν με
κριτήρια το φύλο και την ηλικία του (Stein 1955).

ΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ. Οι συνηθέστερες μέθοδοι διερεύνησης των σχέσεων


κληρονομικότητας και συμπεριφοράς είναι :
Διασταύρωση επιλεγμένων ζώων για την επίτευξη συγκεκριμένων χαρακτηριστικών
συμπεριφοράς, π.χ. ανάπτυξη ζώων με ιδιαίτερες ιδιότητες. Από μία αρχική ομάδα
ποντικών μπορεί να «καλλιεργηθούν» δύο ή περισσότερες υποομάδες, οι οποίες κατέχουν
το υπό μελέτην χαρακτηριστικό.
Φυσικές μεταλλάξεις. Οι μεταλλάξεις στα ανθρωποειδή είναι σπάνια φαινόμενα. Σε κάθε
γενεά ένα γονίδιο μεταλλάσσεται σε συχνότητα 1:100.000-1.000.000 ανά έτος, που
σημαίνει ότι σε σειρά γενεών η πλειονότητα των γονιδίων διατηρείται σταθερή, και έτσι
εξασφαλίζεται η αμεταβλητότητα των χαρακτηριστικών του είδους. Δεδομένου όμως ότι ο
πληθυσμός των ανθρώπων στον πλανήτη ξεπερνά πλέον τα 6.000.000.000 και
συνυπολογίζοντας τον μεγάλο αριθμό νέων μεταλλαξιογόνων παραγόντων που
εμφανίσθηκαν στη διάρκεια της βιομηχανικής και τεχνολογικής επανάστασης, είναι
αναμενόμενο να υπάρχει αύξηση της συχνότητας των μεταλλάξεων κάθε έτος.
Γονιδιακή τεχνολογία στα ζώα. Τροποποίηση της γονιδιακής σύνθεσης ενός ανώτερου
οργανισμού, φυτού ή ζώου, με την εισαγωγή νέων γονιδίων σε αυτήν. Κλωνοποιημένο
DNA ή DNA προερχόμενο από άλλον οργανισμό εισάγεται στο γονιμοποιημένο ωάριο.
Συνήθως χρησιμοποιούνται ποντίκια. Τα δημιουργούμενα διαγενετικά (transgenic) ζώα
είναι δυνατόν να μελετηθούν ως προς τα χαρακτηριστικά που προκύπτουν από το
εισαχθέν γενετικό υλικό. Η μέθοδος αυτή, πολύ περισσότερο χρήσιμη σε άλλους κλάδους
της ιατρικής, παρέχει δυνατότητες δημιουργίας μοντέλων έρευνας στη βιολογία και την
πειραματική ιατρική.
Μελέτες οικογενειών. Μια μελέτη οικογένειας εξετάζει τους βιολογικούς συγγενείς μιας
ομάδας ανθρώπων που παρουσιάζουν ένα συγκεκριμένο ψυχολογικό χαρακτηριστικό,
φυσιολογικό ή παθολογικό και την συγκρίνει με τον γενικό πληθυσμό ή μια ομάδα ελέγχου.
Εξετάζεται εκδήλωση ψυχικών και νοητικών ιδιοτήτων ή διαταραχών. Ενδιαφέρον
παρουσιάζουν και μελέτες μεγάλων οικογενειακών δένδρων στα οποία παρατηρείται
συνάθροιση περιστατικών σε επίπεδο πέραν της τυχαιότητας. Είναι φανερό ότι οι μελέτες
οικογενειών συσκοτίζονται από περιβαλλοντικούς παράγοντες διότι τα μέλη μιας
οικογένειας μοιράζονται όχι μόνο τα γονίδια τους αλλά και το περιβάλλον τους.
25

Μελέτες μονοζυγωτικών διδύμων (ΜΔ), βασίζονται στο δεδομένο ότι στους μονοζυγώτες
όλα τα γονίδια είναι όμοια, ενώ στους ετεροζυγώτες όμοια είναι τα μισά. Ως μέθοδος
έρευνας κατέστη εξαιρετικά καρποφόρος κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαίτερα όταν τα
υπό μελέτη δίδυμα αδέλφια ανατρέφονται σε ξεχωριστές οικογένειες. Οι ΜΔ σε αυτές τις
περιπτώσεις είναι στην πραγματικότητα μια φυσική πειραματική διάταξη όπου μία σειρά
ταυτόσημων γονιδίων υποβάλλονται στην επίδραση διαφορετικών περιβαλλοντικών
παραγόντων. Π.χ. σε δοκιμασίες νοημοσύνης η συσχέτιση φθάνει στο 0,9 στους
ομοζυγωτικούς, 0,7 στους ετεροζυγωτικούς και 0,5 στα απλά αδέλφια. Ωστόσο η αξιοπιστία
αυτών των μελετών είναι μικρότερη της αναμενόμενης (Joseph 2002) αφού και σε αυτές τις
μελέτες οι παράγοντες συσκότισης (απουσία σαφούς ορισμού του μελετώμενου στοιχείου,
ανεπαρκής καθορισμός της μονοζυγοτικότητας, μη-τυφλές διαγνωστικές προσεγγίσεις,
κλπ) δεν απουσιάζουν.
Χαρτογράφηση ανθρώπινου γενετικού υλικού. Είναι μια μεγάλη προσπάθεια που
εγκαινιάστηκε με την έναρξη της δεκαετίας του ’90. Ο εντοπισμός και η καταγραφή των
25.000 περίπου γονιδίων του ανθρώπινου γονιδιώματος, καθώς και η πλήρης
αποκωδικοποίηση και χαρτογράφησή του, τερματίσθηκαν ουσιαστικά το 2005, ωστόσο
παραμένει σχεδόν παντελώς άγνωστος ο ρόλος που παίζει καθένα από αυτά τα γονίδια
στο επίπεδο της λειτουργικότητας, φυσιολογικής ή παθολογικής. Μέχρι τώρα οι ουσιαστικές
πραγματοποιήσεις και εφαρμογές, διαγνωστικές ή θεραπευτικές, είναι ασήμαντες, ωστόσο
οι προοπτικές που διανοίγονται είναι εξόχως ελπιδοφόρες. Πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις,
πανεπιστήμια και οργανισμοί σπεύδουν να κατοχυρώσουν τα αποκλειστικά δικαιώματα
χρήσης των ανακαλύψεών τους, κατοχύρωση που θα επιτρέψει εμπορική εκμετάλλευση.
Τα εκμεταλλεύσιμα γονιδιώματα περιλαμβάνουν εκατοντάδες χιλιάδες είδη εκτός του
ανθρώπου. Η κατάκτηση αυτής της γνώσης θα επιτρέψει την κατανόηση της λειτουργίας
φυσιολογικών αλλά και νοσογόνων γονιδίων, με αποτέλεσμα την αύξηση του επιπέδου
ευστοχίας της ψυχιατρικής διάγνωσης και την καλύτερη κατανόηση της αλληλεπίδρασης
μεταξύ περιβάλλοντος και γενετικού υποστρώματος σε θέματα ψυχικής υγείας και
ψυχοπαθολογίας. Όλα τα γονίδια που εκφράζονται στον εγκέφαλο είναι δυνητικώς ύποπτα
για συμμετοχή στη διαμόρφωση φυσιολογικών ή/και παθολογικών ψυχολογικών
χαρακτηριστικών.
Μοριακή γενετική. Γενετικές παραλλαγές των γονιδίων, πολυμορφισμοί, έχουν γίνει
αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής, καθώς ενδέχεται να συσχετίζονται με την εμφάνιση
νόσου. Η ανεύρεση χρωμοσωμικής ανωμαλίας και η συσχέτισή της με κληρονομούμενη
διαταραχή μπορεί να υποδείξει τη θέση εμπλεκόμενου γονιδίου (Φιδάνη και Καπρίνης
2002). Ορισμένοι παράγοντες είναι δυνατόν να δυσχεραίνουν τις γενετικές μελέτες, όπως η
ασάφεια της ψυχιατρικής διάγνωσης, ο πολυγονιδιακός τρόπος κληρονομικότητας, η
ατελής ή μερική διείσδυση του φαινοτύπου, το ότι μεταλλάξεις σε διαφορετικά γονίδια
μπορεί να έχουν το ίδιο ψυχοπαθολογικό αποτέλεσμα, καθώς και οι αλληλεπιδράσεις
γονιδίων με μη ελεγχόμενους περιβαλλοντικούς παράγοντες.

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ. Η συσσώρευση της γνώσεως


διευρύνεται με συστηματικές μελέτες, οι οποίες περιλαμβάνουν συλλογή και ανάλυση
αριθμητικών δεδομένων. Η στατιστική παρέχει αξιόλογες αρχές και μεθόδους σχεδιασμού και
διεκπεραίωσης τέτοιων μελετών. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συμβολή της στατιστικής στη
μελέτη πολύπλοκων φαινομένων, τα οποία ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό από άτομο σε
άτομο, είναι πολυδιάστατα και καθορίζονται από πολλαπλούς παράγοντες.
Κατανομή των χαρακτηριστικών. Στα περισσότερα χαρακτηριστικά, είτε αυτά αφορούν την
προσωπικότητα είτε ποικίλους ψυχολογικούς παράγοντες και συμπεριφορές, η κατανομή
στον γενικό πληθυσμό πλησιάζει τη γνωστή κωδωνοειδή βιολογική καμπύλη, με τον
μεγαλύτερο αριθμό περιπτώσεων στην κορυφή της καμπύλης και βαθμιαία μείωση των
αριθμών προς τα άκρα της. Στην περίπτωση των ψυχιατρικών συμπτωμάτων η κατανομή
είναι διαφορετική. Ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού παρουσιάζει το συγκεκριμένο
ψυχιατρικό σύμπτωμα, αλλά το υπόλοιπο είναι φυσιολογικό, δηλαδή δεν παρουσιάζει αυτό
το σύμπτωμα.
26

Μεταβλητή είναι ο παράγων που παρεμβαίνει και καθορίζει την υπό μελέτη συμπεριφορά.
Είναι κάθε ερέθισμα, κάθε απάντηση σε ερέθισμα ή οποιοδήποτε χαρακτηριστικό γεγονός
που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια μιας πειραματικής διαδικασίας ή διερεύνησης ενός
φαινομένου. Οι μεταβλητές μπορούν να διακριθούν σε δύο είδη: α) Ανεξάρτητη μεταβλητή
είναι ο παράγων που βρίσκεται υπό έλεγχο ώστε να εξακριβωθεί η σχέση του με τον υπό
μελέτη παράγοντα, που συνήθως είναι η απάντηση στο ερέθισμα. β) Εξαρτημένη
μεταβλητή είναι εκείνη της οποίας οι μεταβολές αποδίδονται στην ανεξάρτητη μεταβλητή,
που συνήθως είναι η απάντηση στο ερέθισμα.
Το δείγμα. Αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι εκείνο στο οποίο κάθε υποκείμενο του γενικού
συνόλου έχει την ίδια πιθανότητα να συμπεριληφθεί στο υπό μελέτη δείγμα.
Ομάδα ελέγχου. Μία ομάδα υποκειμένων σε μία διάταξη μελέτης (πειραματική ή διάταξη
παρατήρησης και σύγκρισης) που δεν γίνεται αντικείμενο χειρισμών, αλλά είναι ίδια με την
πειραματική ομάδα. Τα χαρακτηριστικά της ομάδας ελέγχου προσφέρονται προς σύγκριση
με εκείνα της πειραματικής ομάδας. Η απουσία ομάδας ελέγχου σε ορισμένες μελέτες
θεωρείται σοβαρό πλήγμα κατά της αξιοπιστίας των ευρημάτων.
Ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Εκείνο που παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα δεν είναι τόσο
η επιλογή μεθόδου έρευνας (με τις ιδιαίτερες αδυναμίες της), όσο η αξιολόγηση των
ευρημάτων. Υπάρχουν δύο τρόποι ερμηνείας των ευρημάτων. Ο συσχετισιακός (correla-
tional) και ο αιτιολογικός (causational).
 Η συσχετισιακή προσέγγιση είναι ένας τρόπος εκτίμησης των μεταβολών σε ένα
πλαίσιο μελέτης (π.χ. στο φυσιολογικό περιβάλλον), μεταβολών που σχετίζονται με
κάποια ταυτόχρονη, προκλητή ή μη, δραστηριότητα σε ένα άλλο πλαίσιο (π.χ. στην
ψυχική σφαίρα). Για παράδειγμα, βιοχημικές μεταβολές ανιχνεύονται στον εγκέφαλο
κατά την επίδραση ισχυρής ψυχοκαταπόνησης. Αυτή η σχέση μπορεί να είναι τυχαία,
μπορεί όμως και όχι.
 Η αιτιακή προσέγγιση έχει εγκυρότητα όταν πραγματοποιείται σε αυστηρά ελεγχόμενες
πειραματικές συνθήκες, όπως π.χ. όταν μελετάται κάποια σαφώς καθορισμένη
συμπεριφορά μετά την πρόκληση συγκεκριμένων αλλοιώσεων σε συγκεκριμένες
περιοχές του ΚΝΣ. Οι έννοιες αίτιο-αποτέλεσμα στα βιολογικά, και ακόμη περισσότερο
στα ψυχοβιολογικά ή ψυχοκοινωνικά, φαινόμενα δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται
μόνον ως μίας κατεύθυνσης (αίτιο-αποτέλεσμα). Το αποτέλεσμα είναι δυνατόν να
λειτουργεί άμα τη γενέσει του και ως αίτιο. Επίσης, μία αιτία είναι δυνατόν να προκαλεί
ποικίλα αποτελέσματα ή κάποιο αποτέλεσμα να προκαλείται από τη συνδρομή πολλών
αιτίων. Ακόμη, είναι δυνατόν να υπάρχει πλήρης ταύτιση αιτίας-αποτελέσματος. Η
ύπαρξη υψηλών επιπέδων αδρεναλίνης στο αίμα ενός ανθρώπου με άγχος δεν
σημαίνει αναγκαστικά ότι η αδρεναλίνη προκαλεί άγχος, αλλά μπορεί να υποστηριχθεί
και το αντίθετο, ότι το άγχος προκαλεί έκκριση αδρεναλίνης ή ακόμη ότι ένας άλλος
παράγων προκαλεί δύο ανεξάρτητα φαινόμενα, το άγχος και την έκκριση αδρεναλίνης.

Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αφετηρία και η πρόθεση της ψυχανάλυσης ήταν
εξαρχής θεραπευτική και όχι ερευνητική (Freud 1919, 1920). Ωστόσο είναι ίσως προτιμότερο
να καταχωρηθεί στις μεθόδους έρευνας, διότι στον αιώνα που πέρασε από τη γέννησή της
φάνηκε ότι μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερα ως διερευνητικό και ερμηνευτικό
εργαλείο παρά ως διαγνωστικό ή θεραπευτικό (για την ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, βλ.
κεφάλαιο Ψυχοθεραπείες). Σύμφωνα με τα κλασικά επιστημονικά κριτήρια η αποδεικτική αξία
της είναι μικρή (Eysenck and Wilson 1973), ωστόσο η συμβολή της στην κατανόηση του
ψυχικού κόσμου, των κινήτρων, της ψυχοπαθολογίας, των κοινωνικών συμπεριφορών, της
τέχνης και γενικότερα της κουλτούρας υπήρξε κολοσσιαία, και δικαίως έχει χαρακτηρισθεί μία
από τις μεγάλες επαναστάσεις όχι μόνο της ψυχιατρικής αλλά γενικότερα της ανθρώπινης
σκέψης.
Κατά την ψυχαναλυτική άποψη ο ανθρώπινος ψυχισμός διακρίνεται στο συνειδητό και
στο ασυνείδητο. Το πρώτο είναι πεδίο καταγραφής εμπειριών και κινήτρων για τα οποία ο
άνθρωπος έχει, grosso modo, πλήρη επίγνωση. Το δεύτερο περιλαμβάνει ψυχικές
διεργασίες που δεν γίνονται αντιληπτές από το άτομο. Είναι ένα «σκοτεινό αμπάρι» μέσα στο
οποίο βρίσκονται απωθημένες ενορμήσεις, ανεπίτρεπτες επιθυμίες θανάτου ή σεξουαλικής
27

συνεύρεσης με απαγορευμένα πρόσωπα, ψυχοτραυματικές εμπειρίες της πρώτης παιδικής


ηλικίας κλπ., οι οποίες αποτελούν ασυνείδητα κίνητρα που εκδηλώνονται με συγκεκαλυμμένη
μορφή μέσα στα όνειρα, στις παραδρομές της γλώσσας ή ως σωματικά συμπτώματα και
παίζουν διαμορφωτικό ρόλο στην προσωπική ιστορία του κάθε ανθρώπου. Οι αρχές της
ψυχανάλυσης αναπτύσσονται στις γνωστές και πολυσυζητημένες υποθέσεις του Freud.
 Τοπογραφική υπόθεση. Πραγματεύεται τις έννοιες Συνειδητό, Προσυνειδητό και
Ασυνείδητο.
 Δομική υπόθεση. Σύμφωνα με αυτήν, το «ψυχικό όργανο» αποτελείται από το Εκείνο
(Id), το Εγώ (Ego) και το Υπερεγώ (Superego).
 Δυναμική υπόθεση. Πραγματεύεται τη σύγκρουση μεταξύ ενστικτικών και αντιενστικτικών
δυνάμεων, σύγκρουση που στη φυσιολογική της έκβαση εκδηλώνεται μέσα από το
χιούμορ και την τέχνη και στην παθολογική της έκβαση εκδηλώνεται με σωματικά ή
ψυχολογικά συμπτώματα. Οι ακραίες ενστικτικές δυνάμεις έρωτας - libido και θάνατος -
destrudo σχηματίζουν τους δύο πόλους μεταξύ των οποίων αναπτύσσεται η διαλεκτική
της συναισθηματικής ζωής.

Το Ασυνείδητο. Η έννοια του ασυνειδήτου δεν είναι ανακάλυψη της ψυχανάλυσης, αφού
είναι βέβαιο ότι διέτρεχε τη σκέψη αρκετών στοχαστών ήδη από την εποχή της ελληνικής
αρχαιότητας. Το 1866 ο Γερμανός ιατρός Carus σε μία μελέτη του για τη φύση του
ασυνειδήτου επεσήμανε το βάρος των καταπιέσεων της σεξουαλικότητας που ασκείται
επάνω σε αυτό, ενώ το 1868 ο φιλόσοφος Hartman έγραψε μια εκτεταμένη φιλοσοφική
πραγματεία με τον τίτλο Φιλοσοφία του Ασυνειδήτου (Whyte 1960). Η προερχόμενη από
τον Jackson (ή το πιθανότερο από τον Von Feuchtersleben) ιδέα των διαφορετικών
ψυχικών επιπέδων είναι θεμελιώδης στην ψυχαναλυτική θεωρία. Η ψυχανάλυση επιδιώκει
την εξιχνίαση του ασυνειδήτου μέσω της καταγραφής και ανάλυσης υλικού προερχόμενου
από τα όνειρα, την ομιλία, τα νευρωσικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, τα
ψυχιατρικά συμπτώματα (Brenner 1976) και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, από τη γραφή ή τη
συμπεριφορά. Το υλικό παρουσιάζεται υπό μορφήν συμβόλων, τα οποία πρέπει να
αποκωδικοποιηθούν και να ερμηνευθούν. Ο Freud θεωρούσε τις παραδρομές της
γλώσσας, τα υστερικά συμπτώματα, τα όνειρα, την καλλιτεχνική και δημιουργική
δραστηριότητα και τα μεταϋπνωτιστικά φαινόμενα σημεία που μαρτυρούν την ύπαρξη του
ασυνειδήτου, αν και αναθεώρησε αρκετές φορές τις θεωρίες του μετά την αρχική διάκριση
σε συνειδητό και ασυνείδητο.
Το Εκείνο (Id). Θεωρείται η βιολογική βάση του ψυχικού οργάνου και εδράζεται στο
ασυνείδητο. Περιλαμβάνει ενστικτώδεις ορμές, σεξουαλικές επιθυμίες (libido), επιθυμίες
θανάτου (destrudo) και πρωτόγονα συναισθήματα. Λειτουργεί με βάση την αρχή της
ηδονής, αναζητά ικανοποίηση εδώ και τώρα, δεν δέχεται ματαίωση ούτε αναβολή.
Το Εγώ (Ego) οργανώνεται βαθμιαία από τη διαφοροποίηση που υφίστανται στοιχεία του
Εκείνο κατά την επαφή τους με την εξωτερική πραγματικότητα. Αντίληψη της
πραγματικότητας και ικανότητα προσαρμογής σε αυτήν είναι θεμελιώδεις ιδιότητές του,
μαζί με τη λογική σκέψη. Μόνο αυτό διαθέτει εκτελεστικές ιδιότητες. Είναι ρεαλιστικό και
διέπεται από την αρχή της πραγματικότητας. Αναβάλλει την ικανοποίηση επιθυμιών, ώστε
να μην έρχονται σε δυσαρμονία με τις κοινωνικές απαιτήσεις. Είναι ένα είδος μεσολαβητή
μεταξύ του Εκείνο και του εξωτερικού κόσμου. Άλλες λειτουργίες του είναι η ικανότητα
δημιουργίας αντικειμενοτρόπων σχέσεων, η απαρτιωτική λειτουργία ώστε να
παρουσιάζεται μία συνολική εικόνα του εαυτού, κλπ.
Το Υπερεγώ (superego), συνειδητό και ασυνείδητο ταυτόχρονα, αντιτίθεται στην αρχή της
ηδονής, στην εκδίπλωση των ενορμήσεων, και παρεμποδίζει την ικανοποίηση
ανεπίτρεπτων επιθυμιών. Είναι αυστηρό, τελειοθηρικό, ενοχοποιητικό, τιμωρητικό,
ανελαστικό, και φορτισμένο με ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα επιθετικότητας. Η ορθότητα μιας
συμπεριφοράς καθορίζεται από ηθικές αξίες. Διαμορφώνεται διά της επιβολής προτύπων
συμπεριφοράς και ηθικών αξιών, όπως αυτά διδάσκονται στο παιδί από τους γονείς του ή
από άλλα κηδεμονικά πρόσωπα. Η ανάπτυξή του οδηγεί στη δημιουργία ασυνείδητων
συγκρούσεων και στην ανάδυση συναισθημάτων ενοχής. Ο Freud (1924) υποστήριξε ότι
είναι μεν δικαιολογημένη η διάκριση του Εγώ από το Εκείνο για λόγους διδακτικούς,
28

ωστόσο το Εγώ είναι πανομοιότυπο με το Εκείνο, αφού αποτελεί απλώς ένα ειδικά
διαφοροποιημένο τμήμα του. Το ίδιο ισχύει και για τη σχέση μεταξύ Εγώ και Υπερεγώ. Σε
πολλές περιπτώσεις αυτά τα δύο συγχωνεύονται, κατά κανόνα όμως είναι δυνατή η
διάκρισή τους όταν μεταξύ τους αναπτύσσεται ένταση ή σύγκρουση. Λογοκρισία,
λειτουργία ελέγχου των απαγορευμένων κινήτρων ή των κινήτρων που δεν είναι δυνατόν
πλέον να ικανοποιηθούν, είναι μερικές από τις δραστηριότητες που ασκούν το Εγώ και
κυρίως το Υπερεγώ (Freud 1923). Χάρη σε αυτές τις δραστηριότητες, ανεπίτρεπτα κίνητρα
και απαγορευμένες επιθυμίες υποβάλλονται σε αλλοιώσεις και μετασχηματισμούς πριν από
την ικανοποίησή τους, έτσι ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η άμεση και απευθείας
αναγνώρισή τους.

Οι μηχανισμοί άμυνας του Εγώ –από τις μεγάλες συμβολές της ψυχανάλυσης στην
κατανόηση των μηχανισμών διαμόρφωσης της συμπεριφοράς και της ψυχοπαθολογίας–,
καθώς και οι θεωρητικές απόψεις των φροϋδικών για τη σεξουαλικότητα και τα εξελικτικά
στάδια ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του ανθρώπου περιγράφονται στα οικεία κεφάλαια.

Ο Carl Jung (Jung 1916, 1951) επεξέτεινε την έννοια του ασυνειδήτου από το άτομο στην
ομάδα και το ονόμασε συλλογικό ασυνείδητο. Η έννοια αυτή δεν περιλαμβάνει προσωπικά
στοιχεία αλλά πρωτόγονους φόβους, αισθήματα και σκέψεις συνδεδεμένα με τη φυλετική
εμπειρία. Περιλαμβάνει ακόμη τη μεγάλη πνευματική κληρονομιά του ανθρώπινου γένους, η
οποία ανατυπώνεται / εγγράφεται σε κάθε άτομο κυρίως μέσα από τα αρχέτυπα, που είναι
παγκόσμια υπερπροσωπικά στοιχεία με αξία καθολική, αναδυόμενα από τις συσσωρευμένες
προγονικές μνήμες που εκφράζονται στους μύθους και στα σύμβολα. Τα μεγάλα αρχέτυπα
είναι πανανθρώπινοι συμβολισμοί και μύθοι για τη γέννηση, τον έρωτα, τον θάνατο και την
ανάσταση, τη θησαυροθηρία. Οι μυθοποιημένες μορφές του πατέρα, της μητέρας-γης, του
παιδιού και του ήρωα, του γεροσοφού, μαζί με την persona και τη σκιά, τη θηλυκή και
αρσενική ψυχή (anima-animus) συγκαταλέγονται στα μεγάλα αρχέτυπα. Υπάρχουν και άλλα
που εμφανίζονται ως ανθρώπινα ή ημιανθρώπινα μορφώματα, θεοί και θεές, γίγαντες και
νάνοι, πραγματικά ή φανταστικά ζώα και φυτά κλπ., σε αφηρημένες ή γεωμετρικές μορφές,
όπως οι μαντάλες και τα αρχαϊκά σύμβολα: τετράγωνο, κύκλος και σταυρός σε όλες του τις
ποικιλίες. Ο Jung υποστήριξε ακόμη την ύπαρξη τεσσάρων λειτουργιών που
προσανατολίζουν τον άνθρωπο στον κόσμο την αισθητηριακή, που λειτουργεί μέσα από τις
αισθήσεις· τη λειτουργία της σκέψης, που προσφέρει κατανόηση και σημασία· τη βιωματική
λειτουργία, που ζυγίζει και αξιολογεί· την ενορασιακή, που προσανατολίζει στις μελλοντικές
πιθανότητες και πληροφορεί για την ατμόσφαιρα που περιβάλλει όλες τις εμπειρίες.

Alfred Adler. Ο Adler (Adler 1917) πρότεινε, συμπληρωματικά στην έννοια της libido, τις
έννοιες ορμή για επικράτηση, αίσθημα κατωτερότητας και σχέδιο ζωής. Η όλη φιλοσοφία της
αντλεριανής σχολής διατυπώνεται μέσα από πέντε υποθέσεις.
 Υπόθεση για το άτομο. Το άτομο είναι αδιαίρετο όχι μόνο αντικειμενικά αλλά και
βιωματικά. Είναι ένα σύνολο μέσα στο οποίο απαρτιώνονται δυναμικά οι βιολογικές,
ψυχολογικές και κοινωνικές διαδικασίες.
 Υπόθεση για το βασικό κίνητρο (σύμπλεγμα κατωτερότητας). Βασικό κίνητρο δεν είναι τα
ένστικτα και οι ασυνείδητες ενορμήσεις, αλλά η συνειδητή ανάγκη να ξεπεραστεί ένα
συνυφασμένο με το βιολογικό υπόστρωμα πλέγμα αδυναμιών που γίνεται αισθητό
αμέσως μετά τη γέννηση και που εκφράζεται σαν απόλυτη εξάρτηση από το περιβάλλον.
 Υπόθεση για τον σκοπό της ζωής. Κάθε άτομο ζει με έναν σκοπό αποκλειστικά δικό του
και μοναδικό. Όλη του τη συμπεριφορά την προσαρμόζει σε αυτόν τον σκοπό.
Δυναμογόνος πηγή του σκοπού της ζωής είναι το βασικό κίνητρο.
 Υπόθεση για το σχέδιο ζωής. Το άτομο στον αγώνα του για την κατάκτηση του σκοπού
της ζωής υιοθετεί έναν τρόπο συμπεριφοράς και ένα στυλ τελείως προσωπικό.
 Υπόθεση για το κοινωνικό συναίσθημα. Ο άνθρωπος γεννιέται με έμφυτη τη δυνατότητα
να αναπτύξει κοινωνικό συναίσθημα. Οι ανάγκες της κοινότητας ρυθμίζουν όλες τις
σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η κοινωνική ζωή του ανθρώπου προχρονολογείται της
ατομικής του ζωής.
29

Οι διάδοχοι του Freud, οργανωμένοι σε ποικιλώνυμες ψυχαναλυτικές εταιρείες,


δογματοποίησαν περαιτέρω την αίσθηση του περίκλειστου και της ιεραρχικής παντοδυναμίας
της πρώτης φροϋδικής εταιρείας και, ύστερα από έντονες διενέξεις και αλλεπάλληλες ρήξεις
και διασπάσεις, κατέληξαν στη συγκρότηση πολλών μικρών θρησκευτικού τύπου τάσεων και
αιρέσεων. Από τους επιγόνους του Freud ο Otto Rank ασχολήθηκε με τον ψυχοτραυματισμό
της γεννήσεως, ο Erik Erikson με τη θεωρία των επιγενετικών φάσεων κατά την εξέλιξη του
ανθρώπου και την κρίση ταυτότητας, ο Wilhelm Reich διατύπωσε μια μυστηριώδη
«οργονική» θεωρία και προσπάθησε να φέρει σε διάλογο την ψυχανάλυση με τον μαρξισμό,
ο Viktor Frankl εισήγαγε έναν συνδυασμό υπαρξισμού και ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, οι
νεοφροϋδικοί της σχολής των διαπροσωπικών σχέσεων και πολιτιστικοκοινωνικών
επιδράσεων (Horney, Fromm, Adorno κ.ά.) υποβάθμισαν τον ρόλο του ασυνειδήτου και της
σεξουαλικότητας και έδωσαν έμφαση στη δύναμη της λογικής, των διαπροσωπικών σχέσεων
και των κοινωνικών επιδράσεων. Ο Jacques Lacan, τέλος, διαπρύσιος υπέρμαχος της
επιστροφής στον Freud, ανέδειξε τη γλώσσα σε καθοριστικό παράγοντα δόμησης του
ανθρώπινου ψυχισμού, μέσα από ένα έργο που, αν και δυσνόητο σε βαθμό ερμητικότητας,
άνοιξε καινούργιους δρόμους στην ψυχανάλυση και άσκησε τεράστια επίδραση σε ένα ευρύ
φάσμα θεωρητικών πεδίων, από τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία μέχρι τις πολιτισμικές
σπουδές.
Οι ψυχαναλυτές επίγονοι του Freud ενδεχομένως περιφρόνησαν ή, στην καλύτερη των
περιπτώσεων, δεν έδωσαν την πρέπουσα σημασία στον ρόλο του βιολογικού
υποστρώματος στη διαμόρφωση των ψυχικών διεργασιών. Ο ίδιος ο Freud όμως ήταν
σαφής. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε», έγραφε, «πως όλες οι προσωρινές γνώσεις μας στην
ψυχολογία θα πρέπει κάποτε να θεμελιωθούν πάνω στο έδαφος των οργανικών
υποστρωμάτων. Είναι λοιπόν πιθανόν να υπάρχουν ιδιαίτερες ουσίες και χημικές διεργασίες
που προκαλούν τις σεξουαλικές εκδηλώσεις και επιτρέπουν την εξακολούθηση της ατομικής
ζωής διά μέσου της διαιώνισης του είδους» (Freud 1914).

Ο αντίλογος στην ψυχανάλυση (Crews 1998) βασίζεται σε μερικά θεμελιώδη επιχειρήματα


που έχουν ρηματικό χαρακτήρα και μια γεύση επιθετικότητας:
 Το ασυνείδητο είναι μία απλή υπόθεση και ποτέ δεν κατέστη δυνατή η απόδειξή της.
 Η ερωτική αναζήτηση και η ικανοποίηση δεν κυριαρχούν στην ανθρώπινη διαγωγή. Οι
θεωρίες της ψυχανάλυσης για τη σεξουαλικότητα μοιάζουν περισσότερο με θρησκευτικά
δόγματα παρά με επιστήμη. Η άποψη ότι ο άνθρωπος είναι έρμαιο της libido και του
ασυνειδήτου του μοιάζει με την ιουδαιοχριστιανική αντίληψη ότι είναι έρμαιο της ζωώδους
φύσης του, κατά το ότι και στις δύο μια μεσσιανική παρέμβαση (εξομολόγηση ως
ψυχανάλυση) μπορεί να οδηγήσει στη σωτηρία.
 Η άποψη της ψυχανάλυσης ότι ο άνθρωπος δεν είναι κύριος του εαυτού του αλλά τον
κυβερνούν οι ασυνείδητες συγκρουσιακές δυνάμεις του υποσυνειδήτου του, αυτού του
σκοτεινού αμπαριού των ορμών μέσα στο οποίο σφυρηλατείται η ιστορία του, είναι
απλώς μία υπερβολική μεταφορική έκφραση. Οι οδυνηρές συγκρούσεις του ανθρώπου
δεν είναι ασυνείδητες αλλά συνειδητές.
 Οι θεωρίες για τη σεξουαλική κακοποίηση ως πυροδότη μετέπειτα νευρωσικής
ψυχοπαθολογίας βασίστηκαν σε εικασίες και όχι σε μελέτη των περιστατικών, ενώ πολλοί
νευρωσικοί ασθενείς παρακινήθηκαν να πιστέψουν ότι τα νευρωσικά συμπτώματά τους
οφείλονταν σε ξεχασμένη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστησαν κατά την πρώτη τους
παιδική ηλικία.
 Η ανάλυση περιπτώσεως (case study) χρησιμοποιήθηκε πολύ από την ψυχαναλυτική
σχολή ως μέθοδος έρευνας αλλά και ως τρόπος παρουσίασης των ευρημάτων της.
Περιλαμβάνει ανάλυση ζωής, εμπειριών, ονείρων και άλλου υλικού μεμονωμένων
ατόμων, καθώς και συναγωγή συμπερασμάτων και διατύπωση γενικεύσεων. Η
ψυχαναλυτική βιβλιογραφία αλλά και η εμπνευσμένη από την ψυχανάλυση λογοτεχνία
βρίθουν από περιγραφές περιπτώσεων, μερικές από τις οποίες έχουν γίνει διάσημες. Η
ανάλυση περιπτώσεως θεωρείται προκλητικά αντιεπιστημονική, όταν δεν χαρακτηρίζεται
μια αφελής μέθοδος έρευνας. Οι ψυχαναλυτές όμως υποστηρίζουν, και ίσως όχι τελείως
30

άδικα, ότι οι βαθύτερες πλευρές του ανθρώπινου ψυχισμού έχουν τόσο θεμελιώδη
σημασία και τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, ώστε ακόμη και οι κακώς οργανωμένες
(ψυχαναλυτικές) μελέτες να έχουν μεγαλύτερη αξία από τις γνωστές αυστηρά
πειραματικές διατάξεις, οι οποίες διαθέτουν μεν εγκυρότητα αλλά τα ευρήματά τους
αφορούν δευτερεύοντα και λιγότερο σημαντικά θέματα.
 Η ψυχαναλυτική θεραπευτική στρατηγική οδηγείται συχνά σε αποτυχία. Οι κυριότεροι
παράγοντες που ευθύνονται γι’ αυτό είναι, μεταξύ άλλων, η απροσδιόριστη και μάλλον
ατέρμονη παράταση της ψυχοθεραπείας, η ολοένα μεγαλύτερη αδυναμία προσδιορισμού
των κριτηρίων θεραπείας και η διολίσθηση του ενδιαφέροντος των ψυχαναλυτών από την
κλινική έρευνα στην καλλιέργεια ενός αμιγώς θεωρητικού στοχασμού με αμφίβολη κλινική
εφαρμογή (Legrand 1975).

Τα τελευταία χρόνια μετά την ιλιγγιώδη πρόοδο των νευροεπιστημών και τα θεαματικά
επιτεύγματά τους στον τομέα της κατανόησης του ΚΝΣ, της συμπεριφοράς και της
ψυχοπαθολογίας, διαπιστώνεται μια συρρίκνωση του ενδιαφέροντος του ψυχιατρικού
κόσμου για την ψυχανάλυση, σε αντίθεση με άλλους χώρους όπως η λογοτεχνία, η θεωρία
της λογοτεχνίας και η φιλολογική κριτική, η ανθρωπολογία και η κοινωνιολογία, στους
οποίους η ψυχανάλυση διαθέτει ακόμη μεγάλη ερμηνευτική δύναμη. Πρόκειται για τομείς της
ανθρώπινης γνώσης, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την αποδεικτική αξία των
ευρημάτων της ψυχανάλυσης, αλλά στους οποίους οι θεμελιώδεις έννοιές της –το
υποσυνείδητο, οι ενορμήσεις, οι αρχές της ηδονής και της πραγματικότητας, ο έρωτας και ο
θάνατος– μπορούν να αποτελέσουν εξαιρετικούς διαύλους για την κατανόηση της
ανθρώπινης ζωής και δημιουργικότητας. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι πολλές από τις
μεγάλες ανακαλύψεις της με τεράστια χρηστική αξία, όπως οι μηχανισμοί αμύνης του Εγώ,
δεν έχουν ακόμη αξιοποιηθεί σοβαρά στην ιατρική, λόγω της ιδιωματικής γλώσσας που
ενίοτε καθιστά απρόσιτα και αναγνωστικά απροσπέλαστα πολλά από τα ψυχαναλυτικά
κείμενα. Η ψυχανάλυση, όπως έγραψε ο παρεξηγημένος Γαλανός (Γαλανός 1972), υπήρξε
αναγκαίο στάδιο στην ανάπτυξη της ψυχιατρικής σκέψης, αφού την έβγαλε από τις
μηχανιστικές και στείρες αντιλήψεις. Έχει φθάσει πλέον η εποχή ώστε η ψυχιατρική να
απαγκιστρωθεί ολοκληρωτικά από τον δογματισμό και τα αναπόδεικτα αξιώματά της για να
επεξεργασθεί μια επιστημονικά θεμελιωμένη ψυχοπαθολογία.

ΕΘΟΛΟΓΙΑ Ή ΗΘΟΛΟΓΙΑ. Ο όρος έχει ελληνική προέλευση, πολιτογραφήθηκε στη δυτική


ορολογία κατά τον 15ο αιώνα και, όπως συνέβη με πολλές άλλες ελληνικές λέξεις, υπέστη
εννοιολογική διαστρέβλωση, η οποία γίνεται ιδιαίτερα εμφανής κατά την τρέχουσα χρήση
του. Ο όρος εθολογία είναι προτιμότερος του όρου ηθολογία, διότι παραπέμπει περισσότερο
σε συμπεριφορές, ενώ ο όρος ηθολογία παραπέμπει σε στάσεις (attitudes). Ο J.S. Mill
εισηγήθηκε την έννοια της εθολογίας το 1843 στο βιβλίο του System of Logic, την οποία
περιγράφει ως την επιστήμη της ηθικής (ethics) ή των ηθών (morals) και ακόμη ως μελέτη
του χαρακτήρος. Με το σημερινό της περιεχόμενο, ως «θεωρία της ζωής και μελέτη των
νόμων και των αιτιακών σχέσεων της συμπεριφοράς των ζώων», εμφανίσθηκε στα λεξικά το
1920. Ήδη όμως από το 1910 ο Heinroth είχε γράψει το βιβλίο Συμβολή στη βιολογία: η
εθολογία και ψυχολογία των ανατίδων. Οι ανατίδες είναι πτηνά του αθροίσματος των
νηκτικών, της οικογένειας των πλατυρραμφιδών, στα οποία κατατάσσονται, μεταξύ άλλων, οι
κύκνοι, οι χήνες κλπ. Η εθολογία καταγράφει και μελετά τη συμπεριφορά των ζώων κυρίως
στο φυσικό περιβάλλον τους, με απευθείας παρατήρηση, χωρίς πειραματική παρέμβαση
(Eibl Eibesfeld 1970). Μια σειρά σημαντικών εθολόγων Desmond Morris, Karl von Frisch,
Julian Huxley, Richard Dawkins, συνέβαλαν στη διαμόρφωση της σύγχρονης εθολογίας. Το
1973 οι Lorenz, Tinbergen και von Frisch έλαβαν από κοινού το Βραβείο Nobel για τη
θεμελιακή εργασία τους στην ανάπτυξη της εθολογίας.
Συμπεριφορά. Ως συμπεριφορά η εθολογία θεωρεί το σύνολο των κινήσεων του υγιούς
ζώου. Απλά πρότυπα συμπεριφοράς είναι άμεσες αντιδράσεις σε ερεθίσματα προερχόμενα
από το περιβάλλον. Στην περίπτωση των ανώτερων ζώων, εξαιρετικά πολύπλοκα
πρότυπα συμπεριφοράς μπορεί να κληρονομούνται ή να αποκτώνται κατά τη διάρκεια της
ζωής και συχνά εκδηλώνονται μόνο έμμεσα διά της δράσεως περιβαλλοντικών
31

ερεθισμάτων. Για κάθε ζωικό είδος υπάρχει ειδικός κατάλογος συμπεριφορών


(ηθόγραμμα). Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η μελέτη της συμπεριφοράς των ζώων δίδει
άφθονο υλικό για την επιτέλεση αξιόπιστων συγκρίσεων της οργάνωσης της ανθρώπινης
συμπεριφοράς με εκείνη των ζώων (Lorenz 1966, 1981, Morris 1977).
Ένστικτο. Αντί για τον όρο ένστικτο οι εθολόγοι προτιμούν εκφράσεις όπως «ειδική
συμπεριφορά του είδους» (species specific behaviour) ή «βραδείας ωριμάνσεως
πολύπλοκες συμπεριφορές» (late maturing complex behaviours) ή γενετικώς
προγραμματισμένες συμπεριφορές (Harlow and Griffin 1965, Hilgard et al 1971).
Αποτύπωση (imprinting). Είναι ένα είδος ταχύτατης αρχέγονης μάθησης ανθεκτικής στην
απόσβεση, που αποτελεί τη βάση στην οποία αναπτύσσεται το φαινόμενο της επαφής και
της εξάρτησης του νεογέννητου από τον γονέα του (Ambrose 1968). Ένας νεοσσός πάπιας
θα ακολουθήσει το πρώτο κινούμενο αντικείμενο που θα συναντήσει μετά την εκκόλαψή
του. Σε φυσιολογικές συνθήκες αυτή είναι η μητέρα του. Στο εκκολαπτήριο μπορεί
πράγματι να είναι οτιδήποτε κινείται. Σε ένα ευρύτατα δημοσιοποιημένο περιστατικό,
αρκετά παπάκια ακολούθησαν τον K. Lorenz στην Ακαδημία Επιστημών της Αυστρίας και
φωτογραφήθηκαν μαζί του στα σκαλιά του μεγάρου, διότι αυτός ήταν το πρώτο κινούμενο
αντικείμενο που αντίκρισαν κατά την εκκόλαψή τους στο πειραματικό του εκκολαπτήριο.
Παγιωμένοι τρόποι δράσης (fixed action patterns). Ενστικτικές απαντήσεις που
επιτελούνται οπωσδήποτε επί τη παρουσία αναγνωρίσιμων από το ζώο ερεθισμάτων
(έχουν ονομασθεί σήματα-ερεθίσματα ή αποδεσμευτικά ερεθίσματα).
Σήμα-Ερέθισμα. Τα ζώα αντιδρούν σε ορισμένα ερεθίσματα κατά τρόπο αυστηρά
συγκεκριμένο. Αυτά τα ερεθίσματα δίδουν στην πραγματικότητα το σήμα για την εκδήλωση
μιας πολύ συγκεκριμένης απαντητικής συμπεριφοράς. Ο λύκος που ηττάται στη
σύγκρουσή του με έναν άλλο αρσενικό λύκο σταματά τον αγώνα και δείχνει απροκάλυπτα
την καρωτίδα του στον νικητή, ενώ ο νικητής αποχωρεί για να κυριαρχήσει στην ομάδα (Lo-
renz 1966). Όσον αφορά τους ανθρώπους, έχει καταγραφεί ένας κατάλογος από σήματα-
ερεθίσματα, όπως π.χ. τα σεξουαλικά σήματα φαρδείς ώμοι για τους άνδρες και πλούσιοι
μαστοί για τις γυναίκες. Η εγκυμονούσα γυναίκα καθώς και η μητέρα εκπέμπουν πλήθος
σημάτων τα οποία αποδεσμεύουν συμπεριφορές προστασίας, αναχαιτίζουν τις
σεξουαλικές διαθέσεις και αφοπλίζουν τις εχθρικές συμπεριφορές. Τα παιδιά
αποδεσμεύουν συμπεριφορές τρυφερότητας και φροντίδας, κάτι που φαίνεται ότι
γνωρίζουν οι κοινοβουλευτικοί ηγέτες, οι δικτάτορες και οι μονάρχες και το εκμεταλλεύονται
δεόντως: στις δημόσιες εμφανίσεις τους φροντίζουν σχεδόν πάντα να συναντούν κάποιο
μικρό παιδί, το οποίο σπεύδει να τους υποδεχτεί με μια προσφορά λουλουδιών, πράξη
μεθοδικά προγραμματισμένη με σκοπό να τους δώσει την ευκαιρία να επιδείξουν την
τρυφερότητά τους (με ένα χάδι στο μάγουλο του παιδιού, ή με ένα φιλί), και έτσι να
εκμαιεύσουν την αυθόρμητη και ολόθυμη συμπάθεια του κοινού και την ασυνείδητη
υποστήριξή του.
Έμφυτος αποδεσμευτικός μηχανισμός. Είναι ειδική αντίδραση σε ερεθίσματα «κλειδιά»,
που ονομάστηκαν αποδεσμευτές. Η κίνηση του ηττημένου λύκου είναι μία «κίνηση
υποταγής», και λειτουργεί ως σήμα-ερέθισμα για την ενεργοποίηση ενός έμφυτου
αποδεσμευτικού μηχανισμού, ο οποίος οδηγεί στην αναχαίτιση της επιθετικότητας του
νικητή. Οι Lorenz (1966) και Tinbergen (1951) υποστηρίζουν ότι για τους έμφυτους
αποδεσμευτικούς μηχανισμούς υπάρχουν υπεύθυνοι κεντρικοί νευρωνικοί μηχανισμοί που
προσδιορίζουν τη λειτουργία τους.
Η μεταθετική δραστηριότητα (displacement activity) είναι μία συμπεριφορά (π.χ.
γρατζούνισμα, χασμουρητό, τσεκάρισμα και έλεγχος, ράμφισμα στο έδαφος) που επιτρέπει
στο ζώο την έξοδο ενέργειας όταν μία πράξη του εμποδίζεται να εκδηλωθεί λόγω
αντικρουόμενων παρορμήσεων.
Το «υπερπραγματικό αντικείμενο». Είναι ένα αντικείμενο που εκμαιεύει από το ζώο μια
αφύσικα ισχυρή απάντηση και κάνει τη συμπεριφορά του να στρέφεται προς αυτό (το
υπερπραγματικό) και όχι προς το πραγματικό αντικείμενο. Για παράδειγμα, τα σκιάχτρα
στους σιτοβολώνες εμποδίζουν τα πτηνά να προσεγγίσουν τα σπαρτά είναι
υπερπραγματικά αντικείμενα.
32

Κοινωνική εθολογία. Εξετάζει τη συμπεριφορά των κοινωνικών ομάδων των ζώων και την
κοινωνική δομή τους, σε αντίθεση με την κλασική εθολογία που μελετά την ατομική
συμπεριφορά του ζώου. Οι εθολόγοι υποστηρίζουν ότι οι κοινωνικές συμπεριφορές,
χαρακτηριστικές του είδους, αλληλεπιδρούν με τα φυσιολογικά συστήματα. Για παράδειγμα,
το ανώτερο κοινωνικό στάτους σχετίζεται με υψηλά επίπεδα σεροτονίνης στο αίμα, ενώ το
χαμηλό κοινωνικό στάτους με χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης στο αίμα.

Εθολογία στους ανθρώπους. Μερικές τεχνικές της εθολογίας, όπως η άμεση μη


παρεμβατική παρατήρηση, είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν και στον άνθρωπο. Ο Eibl-
Eibesfeldt (1970, 1989) μελέτησε την ανθρώπινη συμπεριφορά με την κινηματογραφική
καταγραφή των χειρονομιών, της γλώσσας του σώματος κλπ. σε διάφορες κουλτούρες και
βρήκε αρκετές έμφυτες συμπεριφορές. Οι ρίζες της εξωλεκτικής επικοινωνίας, οι
συμπεριφορές περιποίησης και φροντίδας, οι συμπεριφορές συνάντησης, είναι μερικά από
τα ερευνητικά πεδία των εθολόγων στους ανθρώπους. Οι συμπεριφορές από κουλτούρα σε
κουλτούρα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί όταν μια συμπεριφορά παρατηρείται σε πολλές
κουλτούρες είναι πιθανότερο να έχει βιολογικό υπόστρωμα παρά να είναι μαθημένη (Klein
2000). Άλλοι σημαντικοί συντελεστές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ομαδικής και ατομικής,
που κίνησαν το ενδιαφέρον των εθολόγων είναι η εδαφική κυριαρχικότητα (territoriality) και η
κοινωνική ιεράρχηση.

Εθολογία και Ψυχοπαθολογία. Η εθολογία είναι δυνατόν να συμβάλει στην επισήμανση


πρώιμων δεικτών μεταβολής της συμπεριφοράς που υποδηλώνουν αλλαγή της κλινικής
εικόνας διαφόρων ψυχιατρικών διαταραχών. Μελέτη της συμπεριφοράς βρεφών και παιδιών
έχει ήδη γίνει από ψυχαναλυτές όπως ο Bowlby (1957) και ο Spitz (1946, 1965), οι οποίοι θα
μπορούσαν να θεωρηθούν από τους πρώτους εθολόγους του ανθρώπου. Κατά τις
τελευταίες δεκαετίες η εθολογική ψυχιατρική έρευνα έχει αναπτύξει ενδιαφέρουσες και
αποδοτικές μεθόδους συστηματικής και ποσοτικής ανάλυσης της εξωλεκτικής συμπεριφοράς
των ψυχιατρικών ασθενών, ιδιαιτέρως των πασχόντων από κατάθλιψη, μέσα στο περιβάλλον
του νοσοκομείου (Pedersen et al 1988, Troisi 1999). Συμπεριφορές που έχουν μελετηθεί
είναι η ποσότητα της ομιλίας, η κατεύθυνση του βλέμματος του ασθενούς κατά τη συζήτηση,
οι κινήσεις της κεφαλής, συμπεριφορές ενθάρρυνσης (άγγιγμα του σώματος ή αντικειμένων,
χειρονομίες) και γενικότερα η εξωλεκτική επικοινωνία. Οι εθολογικές ερμηνείες των
ψυχιατρικών διαταραχών, τις οποίες οι εθολόγοι ονομάζουν άτυπες συμπεριφορές,
βασίζονται στην αρχή της εφαρμογής από το άτομο ιδιόμορφων προσαρμοστικών
μηχανισμών (McGuire 1988): η ψυχαναγκαστική συμπεριφορά οδηγεί σε υπερβολική
υπερκαθαριότητα και μειώνει την ένταση της πίεσης του άγχους. Η κατάθλιψη είναι μια
μορφή κοινωνικής ανικανότητας, η οποία, αν εκφρασθεί διαφορετικά, θα προκαλέσει
σωματική ανικανότητα και θάνατο. Η ψυχική νόσος αλλάζει τη συμπεριφορά των άλλων προς
το πάσχον πρόσωπο. Η ψυχοπαθητική συμπεριφορά σχετίζεται με την επιδίωξη απόκτησης
υψηλών πλεονεκτημάτων με χαμηλό κόστος. Η παρανοϊκή διάθεση αυξάνει το επίπεδο της
εγρήγορσης και βελτιώνει τη δυνατότητα αναγνώρισης δυνητικώς επικίνδυνων καταστάσεων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Ν. (1995). Χαρτογράφηση του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος. Νευρολογία 4:53-58.
ΦΙΔΑΝΗ Λ, ΚΑΠΡΙΝΗΣ Γ. (2002). Η προσέγγιση της μοριακής γενετικής στην ψυχιατρική. Ψυχιατρική 13(1):17-
23.
ΓΑΛΑΝΟΣ Γ. (1972). Μετά τον Freud, “Κριτική της Ψυχαναλυτικής θεωρίας”, Θεσσαλονίκη.

ADLER A. (1917). Study of Organ Inferiority and its Psychical Compensation. Washington.
AMBROSE A. (1968). The Comparative Approach to Early Child Development: the Data of Ethology. In Miller E.
(Ed.) Foundations of Child Psychiatry. Pergamon: London.
BAXTER R. (1990). Brain imaging as a tool in establishing a theory of brain pathology in obsessive compulsive
disorder. J Clin Psychiatry 51(8 suppl.):32-35.
BERGER H. (1929). Uber das Electrencephalogram des Menschen. Arch. Psychiat. Nervenkr., 87:527-570.
BINSWANGER L. (1963). Being-in-the-world. Selected Papers of Ludwig Binswanger, London, Souvenir Press.
BOWLBY J. (1957). Symposium of the Contribution of Current Theories to an Understanding of Child Develop-
ment. I. An etiological approach to research in child development. Br J Med Psychol 9;30(4):230-40.
BRENNER C. (1976). Psychoanalytic Technique and Psychic Conflict. N.Υ. Int. Univ. Press.
33

BRODIE JB. (1996). Imaging for the Clinical Psychiatrist: Facts, Fantasies, and Other Musings. Am. J. Psychiatry
153(2):145-149.
CATON R. (1875). The Electric Currents of the Brain. Brit. Med. J. ii, 278.
CREWS FC. (1998). Unauthorized Freud: Doubters Confront a Legend. New York: Viking.
DUMERMUTH G. (1976). Elektroencephalographie im kindesalter. Stuttgart: Thieme.
EIBL-EIBESFELDT. (1970). Ethology. The Biology of Behaviour. New York. Holt, Rinehart and Wilson.
EIBL-EIBESFELDT. (1989). Human Ethology. Aldine de Gruyter, New York.
EYSENCK J, WILSON G. (1973). The Experimental Study of Freudian Theories. London, Methuen.
FREUD S. (1914). Zur Einfluhrung des Narzissismus. In Gessamelte Werke, Vol X, 143-44.
FREUD S. (1919). Lines of Advance in Psychoanalytic Therapy. Standard Edition vol. 17 (ed. J. Strachey) Lon-
don: Hogarth.
FREUD S. (1920). A General Introduction to Psychoanalysis. Boni and Liveright: New York.
FREUD S. (1923). Certain Neurotic Mechanisms in Jealousy, Paranoia and Homosexuality. Int. J. Psychoanalysis
4:1-10.
FREUD S. (1924). Inhibitions, Symptoms and Anxiety. Standard Edition (ed. J. Strachey) London: Hogarth.
GOLDBERG DP. (1972). The Detection of Psychiatric Illness by Questionnaire. New York. Oxford University
Press.
HARLOW HF, GRIFFIN G. (1965). Induced mental and social deficits in rhesus monkeys. In Osler SF, Cooke RE.
(Eds.) The Biological basis of mental retardation. John Hopkins Press: Baltimore.
HILGARD ER, ATKINSON RC, ATKINSON RL. (1971). Introduction to Psychology. (5th edition). Harcourt Brace
Jovanovich: New York.
JASPERS K. (1913). Algemeine Psychopathologie. Αγγλική μετάφραση: Psychopathologie Generale. Kastler et
Mendause. Alcan, 1933.
JOSEPH J. (2002). Twin studies in psychiatry and psychology: Science or pseudoscience? Psychiatric Quarterly
73(1):71-82.
JUNG C. (1923). Psychological Types. London, Kegan Paul.
JUNG C. (1951). Introduction to the Science of Mythology. London.
KLEIN Z. (2000). The ethological approach to the study of human behaviour. Neuroendocrinology Letters, 21,
477-481.
LEGRAND M. (1975). Hypothèses pour une histoire de la psychanalyse. Dialectica 29:189-207.
LORENZ K. (1966). On Aggression. Methuen, London.
LORENZ K. (1981). Foundations of Ethology. New York. Simon and Schuster.
McGUIRE MT. (1988). On the possibility of ethological explanations of psychiatric disorders. Acta Psychiatr scand
(Suppl), 341:7-22.
MONS W. (1950). Principles and Practice of the Rorschach Personality Test. Faber and Faber. London.
MORRIS D. (1977). Man watching, a field guide to human behaviour. London: Cape.
PEDERSON J, et al. (1988). An ethological description of depression. Acta Psychiatr Scand 78:320-330.
RORSHACH H. (1942). Psychodiagnostik. Hans Huber.
SPITZ RA. (1946). The smiling response: a contribution to the ontogenesis of social relations. Genet. Psychol.
Monogr. 34:57-125.
SPITZ RA. (1965). The first year of life. Int. University Press. New York.
STEIN MI. (1955). The Thematic Apperception Test. Addison-Welcy.
TINBERGEN N. (1951).The Study of Instinct. London: Oxford University Press.
TROISI A. (1999). Ethological research in clinical psychiatry: the study of nonverbal behavior during interviews.
Neuroscience and Biobehavioral Reviews 23:905-913.
WHYTE LL. (1960). The unconscious before Freud. London.
34

4. ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Οι σχετικές με τη σημασία του εγκεφάλου γνώσεις εμφανίζονται με σαφήνεια όχι μόνο στο
έργο του Ιπποκράτη αλλά και στο έργο του σύγχρονού του Δημόκριτου, ο οποίος θεωρούσε
τη νόηση τμήμα του φυσικού κόσμου, αλλά ακόμη και στις σκέψεις του Αλκμέωνα του
Κροτωνιάτη, που έζησε έναν αιώνα πριν από αυτούς. Τίποτε, επί της ουσίας, δεν χρειάζεται
σήμερα να προστεθεί σε αυτά που γράφει ο Ιπποκράτης για τον ρόλο του εγκεφάλου:

Ειδέναι δε χρη τους ανθρώπους, ότι εξ ουδενός ημίν αι ηδοναί γίνονται και αι
ευφροσύναι και γέλωτες και παιδιαί ή εντεύθεν [εκ του εγκεφάλου], και λύπαι και
ανίαι και δυσφροσύναι και κλαυθμοί. Και τούτω φρονεύομεν μάλιστα και νοεύομεν
και βλέπομεν και ακούομεν και γινώσκομεν τα τε αισχρά και τα καλά και τα κακά και
αγαθά και ηδέα και αηδέα, τα μεν νόμω διακρίνοντες τα δε τω ξυμφέροντι
αισθανόμενοι, τω δε και τας ηδονάς και τας αηδίας τοίσι καιροίσι διαγινώσκοντες, και
ου ταυτά αρέσκει ημίν. Τω δε αυτώ τούτω και μαινόμεθα και παραφρονέομεν, και
δείματα και φόβοι παρίστανται ημίν τα μεν νύκτωρ, τα δε μεθ’ ημέρην, και ενύπνια
και πλάνοι άκαιροι, και φροντίδες ουχ ικνεύομεναι, και αγνωσίη των καθεστεώτων
και αηθίη και απειρίη. Και ταύτα πάσχομεν από του εγκεφάλου πάντα, όταν ούτος μη
υγιαίνη, αλλ’ ή θερμότερος της φύσιος γένηται ή ψυχρότερος ή υγρότερος ή
ξηρότερος, ή τι άλλο πεπόνθη πάθος παρά την φύσιν ο μη εώθη.

Η διαμόρφωση στοχοκατευθυνόμενης συμπεριφοράς (παρατήρηση, λήψη απόφασης,


εκτέλεση, διορθωτική δράση), προς τον σκοπό της ικανοποίησης αναγκών, η
συναισθηματική επένδυση αυτής της διαδικασίας, καθώς και ο βαθμός συνειδητότητάς της,
πραγματοποιούνται διά του νευρικού συστήματος. Τα συστήματα αισθητηριακής πρόσληψης,
όπως και εκείνα των κεντρικών νευρωνικών μηχανισμών επεξεργασίας στοιχείων και λήψης
αποφάσεων, μαζί με τους μηχανισμούς της κινητικής εκδήλωσης αρθρώνονται προς αυτόν
τον σκοπό.
35

Από ανθρωπολογική άποψη, κατά την πορεία της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους οι δομές
που βρίσκονται κάτω από τον φλοιό, και ιδιαίτερα το δρεπανοειδές σύστημα, ο υποθάλαμος
και το στέλεχος, άλλαξαν πολύ λίγο σε σχέση με τον νεοφλοιό. Σε αντίθεση με τον άνθρωπο,
μια γάτα χωρίς φλοιό είναι ικανή να περπατάει, να τρέχει, να σκαρφαλώνει, να τρέφεται,
ακόμη και να επιτίθεται. Σε ατομικό επίπεδο, αξίζει να παρατηρηθεί ότι δεκαέξι εβδομάδες
μετά τη γονιμοποίηση οι κυτταρικές διαιρέσεις των νευρώνων σταματούν και ο μέγιστος
αριθμός των νευρώνων έχει επιτευχθεί. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Changeux
(Changeux 1983), ο άνθρωπος γεννιέται με έναν εγκέφαλο που ο αριθμός των νευρώνων
του από τη γέννηση και μετά ακολουθεί φθίνουσα πορεία και συνεχώς θα ελαττώνεται. Στην
ηλικία των 4 ετών ο συνολικός όγκος του εγκεφάλου έχει φθάσει στο 95% του όγκου που θα
έχει στην ενήλικο ζωή. Το ότι μέχρι την ενηλικίωση το βάρος του εγκεφάλου αυξάνει κατά
οκτώ φορές οφείλεται στην ανάπτυξη των συνάψεων και όχι των νευρικών κυττάρων.

Ανθρώπινος εγκέφαλος και ηλεκτρονικός υπολογιστής. Σήμερα πολλοί ισχυρίζονται ότι


ο ανθρώπινος εγκέφαλος παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες λειτουργίας με τον ηλεκτρονικό
υπολογιστή. Η σύγκριση είναι επίκαιρη και επιβάλλεται από την πρόοδο της τεχνολογίας,
ωστόσο δεν είναι η πρώτη φορά που συγκρίνεται ο εγκέφαλος με το πιο μοντέρνο
τεχνολογικό επίτευγμα. Ο Leibnitz είχε υποστηρίξει ότι καθετί που γίνεται μέσα στο
ανθρώπινο σώμα έχει την ίδια μηχανική βάση με εκείνη του ρολογιού, ενώ ο Freud συνέκρινε
τον εγκέφαλο με υδραυλικό σύστημα. Ο νομπελίστας νευροφυσιολόγος Sherington, στις
αρχές του 20ου αιώνα, παρομοίαζε τον εγκέφαλο με τηλεγραφικό σύστημα και αργότερα
άλλοι τον παρομοίαζαν με τηλεφωνικό κέντρο. Η σύγκριση μεταξύ ανθρώπινου εγκεφάλου
και ηλεκτρονικού υπολογιστή στηρίζεται σε ενδιαφέρουσες ομοιότητές τους. Και οι δύο έχουν
συστήματα εισόδου, κεντρικής επεξεργασίας και εξόδου. Και οι δύο λειτουργούν ηλεκτρονικά
τόσο ως υπολογιστές όσο και ως συστήματα ελέγχου, πάνω σε μια βάση χημική, η οποία
διαφέρει κατά το ότι στους υπολογιστές είναι ξηρή στοιχειακή (dry mineral), ενώ στους
νευρώνες και στις συνάψεις είναι υγρή βιοχημική. Αν συνεχισθούν οι ήδη ραγδαία
εκτυλισσόμενες τεχνολογικές εξελίξεις, ίσως αποδειχθεί ότι οι ομοιότητες μεταξύ
ηλεκτρονικού υπολογιστή και βιολογικού εγκεφάλου είναι βαθύτερες. Σε αντίθεση με τον
υπολογιστή, ο εγκέφαλος είναι δυνατόν να υποπέσει σε πληθώρα σφαλμάτων κατά την
αποθήκευση μεγάλων όγκων πληροφορίας, ωστόσο η ικανότητά του να συλλαμβάνει το
σύνολο της σημασίας του πληροφοριακού υλικού του είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερη σε σχέση
με οποιοδήποτε αντίστοιχο σύστημα. Θα πρέπει ακόμη να τονιστεί ότι ο ανθρώπινος
εγκέφαλος δεν είναι μόνο «βιοχημικός υπολογιστής». Είναι και ένας πανίσχυρος
διοργανωτής και ελεγκτής των σχέσεων του οργανισμού με τον έξω κόσμο και μια
θεμελιώδης δύναμη που πυροδοτεί και κατευθύνει την ίδια την ανάπτυξη, τη μορφογένεση
και την ωρίμανση του οργανισμού. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι κανένα υπολογιστικό
πρόγραμμα δεν αρκεί για να δώσει ψυχή (με όποιον τρόπο κι αν αντιλαμβάνεται κανείς την
ψυχή) σε ένα σύστημα, και το ανθρώπινο σύστημα έχει ψυχή όχι επειδή είναι υπολογιστικό
πακέτο. Από την άλλη πλευρά όμως, αν ήταν δυνατόν να «φορτωνόταν» (downloaded) μια
ψυχή σε ένα υπολογιστικό σύστημα, τότε θα καθίστατο αθάνατη! (Moravec 1988).

Το αντανακλαστικό τόξο αποτελεί τη λειτουργική μονάδα του νευρικού συστήματος, ενώ το


νευρικό κύτταρο ή νευρώνας αποτελεί την ανατομική μονάδα. Στην απλούστερη μορφή του
το αντανακλαστικό τόξο αποτελείται από δύο συναπτόμενους νευρώνες, έναν αισθητικό για
την πρόσληψη πληροφοριών, και έναν κινητικό για τη μεταφορά απαντήσεων. Στα άκρα
αυτών των νευρώνων είναι προσαρτημένα δύο επίσης θεμελιώδη όργανα: ο αισθητικός
υποδοχέας και το εκτελεστικό όργανο, αντίστοιχα. Είναι εντυπωσιακή η ποικιλία των
αισθητικών υποδοχέων, από τη γυμνή νευρωνική απόληξη μέχρι τους πλέον εξειδικευμένους
υποδοχείς, σε αντίθεση με τα εκτελεστικά όργανα, που δεν είναι τίποτε άλλο από μυϊκές ίνες,
λείες ή γραμμωτές. Επάνω σε αυτό το δομολειτουργικό υπόδειγμα απαρτιώνεται το νευρικό
σύστημα, ολόκληρος ο μηχανισμός αντίληψης του κόσμου και επέμβασης σε αυτόν.

Το νευρικό σύστημα διακρίνεται σε κεντρικό και περιφερικό. Το περιφερικό περιλαμβάνει τα


περιφερικά γάγγλια και τα νεύρα, αισθητικά και κινητικά. Το κεντρικό αποτελείται από το
36

αυτόνομο νευρικό σύστημα, με το παρασυμπαθητικό και συμπαθητικό σκέλος, και το


εγκεφαλονωτιαίο, το οποίο περιλαμβάνει τον νωτιαίο μυελό και τον εγκέφαλο. Η περιγραφή
που ακολουθεί δεν είναι αυστηρά ανατομική, αλλά εστιάζεται, αδρομερώς, στον ρόλο που
διαδραματίζουν οι ποικίλες εγκεφαλικές δομές στη διαμόρφωση των ψυχολογικών
φαινομένων.

Ο εγκέφαλος αποτελείται από τα ημισφαίρια, τους συνδέσμους τους, το στέλεχος, και


περιέχει τα βασικά γάγγλια ή πυρήνες (ραβδωτό σώμα, κερκοφόρος πυρήν, κέλυφος,
αμυγδαλοειδής πυρήν, ταινιοειδής πυρήν, φακοειδής πυρήν, ωχρά σφαίρα), τους πυρήνες
των κρανιακών νεύρων και άλλους ζωτικούς ρυθμιστικούς μηχανισμούς. Το βάρος του είναι
γύρω στα 1350 gr, αλλά φαίνεται ότι καθαυτό το βάρος δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού οι
διαστάσεις του εγκεφάλου έχουν σχέση και με τις διαστάσεις του σώματος. Αντιστοιχούν 8.3
gr εγκεφάλου ανά 1 cm ύψους για τους άνδρες και 8.0 gr για τις γυναίκες. Ορισμένες
περιοχές του εγκεφάλου είναι περισσότερο ανεπτυγμένες στις γυναίκες όπως: κερκοφόρος
πυρήνας, ιππόκαμπος, ορισμένες περιοχές του φλοιού της πρόσθιας μετωπιαίας χώρας, η
άνω κροταφική έλικα, ο πρόσθιος σύνδεσμος του εγκεφάλου. Άλλες περιοχές είναι
περισσότερο ανεπτυγμένες στους άνδρες: υποθάλαμος, τελική ταινία, κοιλίες του εγκεφάλου,
σπληνίο και γόνυ του μεσολοβίου. Το κάθε ημισφαίριο διακρίνεται σε πέντε τοπογραφικές
περιοχές: μετωπιαίος λοβός, βρεγματικός λοβός, κροταφικός λοβός, νήσος του Reil, ινιακός
λοβός. Τα ημισφαίρια επικοινωνούν και διατηρούνται σε επαφή μέσω των λεγομένων
συνδέσμων, όπως το μεσολόβιο, η ψαλίς, το διαφανές διάφραγμα και ο πρόσθιος
σύνδεσμος.
Το μεσολόβιο (Corpus Callosum), ο σημαντικότερος σύνδεσμος, είναι μια φαρδιά συνδετική
ταινία, διά της οποίας επιτελείται εκτεταμένη μεταξύ των ημισφαιρίων επικοινωνία.
Ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις έχουν γίνει σε ζώα με διατομή του μεσολοβίου (split brain
studies) αλλά και σε ασθενείς με βλάβες στο μεσολόβιο που επιβεβαιώνουν τον ρόλο του
στην επικοινωνία μεταξύ των ημισφαιρίων (Sperry 1952). Διαταραχές αυτής της
διημισφαιρικής επικοινωνίας έχουν παρατηρηθεί σε μια σειρά ψυχοπαθολογικών
καταστάσεων. Νεκροτομικές και νευροαπεικονιστικές μελέτες έδειξαν αύξηση του πάχους
του σε πάσχοντες από σχιζοφρένεια. Οι διαταραχές στη διημισφαιρική επικοινωνία που
σχετίζονται με αυτό το εύρημα δεν έχουν επιβεβαιωθεί από άλλες μελέτες. Κατά τα
τελευταία χρόνια αρκετές μελέτες τόσο σε νεκροτομικό υλικό όσο και in vivo με σύγχρονες
τεχνικές νευροαπεικόνισης έδειξαν ανωμαλίες στην εγκεφαλική δομή σχιζοφρενών
ασθενών όχι μόνο στο μεσολόβιο και τον κροταφικό λοβό αλλά ακόμη και αύξηση του
μεγέθους των κοιλιών, μείωση του όγκου των δομών του δρεπανοειδούς συστήματος, τις
μεσοοπίσθιες περιοχές των οπτικών θαλάμων κ.λπ.
Ο μετωπιαίος λοβός είναι το πλέον εξελιγμένο όργανο του ανθρώπου. Συμμετέχει στην
οργάνωση απαρτιωμένων λειτουργιών, όπως υπολογισμός, δημιουργική δραστηριότητα,
συλλογιστική σκέψη, λεκτική ευφυΐα, αυτοέλεγχος, κοινωνικότητα, προσχεδιασμός και
πρόβλεψη. Άρρωστοι με βλάβες στον μετωπιαίο λοβό είναι ανίκανοι να εκτιμήσουν σωστά
τη συμπεριφορά τους και να κρίνουν τις πράξεις τους. Στον μετωπιαίο λοβό βρίσκεται το
πεδίο των εκούσιων κινήσεων του σώματος και αριστερά, στους δεξιόχειρες, βρίσκονται τα
κέντρα έκφρασης του προφορικού λόγου και το κέντρο εκτέλεσης του γραπτού λόγου. Ο
κάτω μετωπιαίος λοβός του αριστερού ημισφαιρίου, είναι το κινητικό κέντρο της ομιλίας. Οι
μετωπιαίοι λοβοί συμμετέχουν επίσης στην επιτέλεση και άλλων λειτουργιών, όπως η
προσοχή και η οργάνωση ενσυνείδητων συμπεριφορών.
Στον βρεγματικό λοβό βρίσκεται το αισθητικό πεδίο και τα κέντρα απαρτίωσης των
ακουστικών και οπτικών εικόνων των λέξεων. Παίζει κεντρικό ρόλο στις διαδικασίες
εκτίμησης των αισθητηριακών σημάτων και αναγνώρισης του σωματικού εγώ. Το
υποκειμενικό αισθητικό ανθρωποείδωλο στον φλοιό εμφανίζει πελώρια χείλη, τεράστιο χέρι
αναλόγως της ημισφαιρικής πλαγίωσης, λιγότερο σημαντικά σε μέγεθος πόδια και πολύ
μικρό κορμό (Penfield and Rasmussen 1950).
Στον κροταφικό λοβό βρίσκονται τα κέντρα ακοής, απαρτίωσης φωνητικών και μουσικών
ήχων και επεξεργασίας της μελωδίας. Η νήσος του Reil είναι κέντρο συνειρμικό των
ακουστικών ερεθισμάτων. Πιστεύεται ότι οι δομές του μέσου κροταφικού λοβού παίζουν
37

κεντρικό ρόλο στην απαρτίωση και προώθηση «υλικού» που προέρχεται από τον
συνειρμικό φλοιό. Υπάρχουν ενδείξεις από πολλές πηγές για δομικές ή λειτουργικές
ανωμαλίες στον κροταφικό λοβό πασχόντων από σχιζοφρένεια.
Στον ινιακό λοβό βρίσκονται κέντρα οπτικο-αισθητηριακά καθώς και κέντρα που επιτελούν
την ψυχική απαρτίωση των οπτικών ερεθισμάτων.

Βασικά γάγγλια και κοιλίες υπάρχουν στο εσωτερικό κάθε ημισφαιρίου. Ο ταινιοειδής
πυρήνας ή προτείχισμα, ο αμυγδαλοειδής πυρήνας και το ραβδωτό σώμα, ο ερυθρός
πυρήνας, το σώμα του Luys και γενικότερα οι υποφλοιώδεις σχηματισμοί δεν είναι απλοί
πυρήνες που συνδέουν τον εγκεφαλικό φλοιό με το στέλεχος και τον νωτιαίο μυελό αλλά
έχουν σπουδαίες αναλυτικές και συνθετικές λειτουργίες οι οποίες τροποποιούν, εστιάζουν και
κατευθύνουν εισερχόμενες και εξερχόμενες ώσεις.
Το ραβδωτό σώμα (striatum) αποτελείται από τον κερκοφόρο (caudate nucleus) και τον
φακοειδή πυρήνα (lenticular nucleus), την ωχρά σφαίρα (globus pallidus) και το κέλυφος
(putamen). Περιλαμβάνει κύτταρα τα οποία λειτουργούν ως ανιχνευτές ερεθισμάτων (stimu-
lus detectors) για την αναγνώριση εγγενών και μαθημένων τύπων συμπεριφορών. Ο
κερκοφόρος εκτός από την συμβολή του στις κινητικές λειτουργίες φαίνεται ότι συμμετέχει
και σε διαδιακασίες επεξεργασίας της πληροφορίας, της μάθησης και της μνήμης και κατά
κάποιον τρόπο ενέχεται στην ανάπτυξη της κατάθλιψης. Σε MRI μελέτες βρέθηκε ότι
καταθλιπτικοί ασθενείς είχαν μικρότερου μεγέθους κερκοφόρο πυρήνα (Krishnah et al
1992).
Αμυγδαλοειδείς πυρήνες. Ανήκουν στα συγκινησιακά κέντρα του εγκεφάλου. Ίσως παίζουν
ρυθμιστικό ρόλο στη διαχείριση του φόβου, της μνήμης και της προσοχής και ορισμένων
σεξουαλικού τύπου συμπεριφορών. Δυσλειτουργία των αμυγδαλοειδών πυρήνων είναι
υπεύθυνη για εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς. Αμφοτερόπλευρος ηλεκτρικός ερεθισμός
τους σε χειρουργικές επεμβάσεις με τοπική αναισθησία προκαλούσε στους ασθενείς
λεκτική ή φυσική επιθετικότητα.
Μέλαινα ουσία (Substantia nigra). Η μέλαινα ουσία τροφοδοτεί με ντοπαμίνη το ραβδωτό
σώμα. Παίζει μεγάλο ρόλο στη νόσο του Parkinson, αφού με την εκδήλωση της νόσου
χάνει μεγάλο αριθμό ντοπαμινεργικών νευρώνων.
Οι κοιλίες του εγκεφάλου περιέχουν εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ) και στο έδαφός τους
βρίσκονται ζωτικά κέντρα. Με ειδικούς αγωγούς επικοινωνούν με χώρους εκτός του
εγκεφάλου, μεταξύ των μηνίγγων, και μέσω αυτών με το κυκλοφορικό διά του οποίου
απάγεται το ΕΝΥ. Το κροταφικό κέρας της πλαγίας κοιλίας παρουσιάζει χαρακτηριστική
διόγκωση σε σχιζοφρενείς ασθενείς και με βάση αυτό το εύρημα έχει προταθεί (Crow et al
1989) ότι η σχιζοφρένεια έχει την αφετηρία της σε διαταραχή των γενετικών μηχανισμών
που ελέγχουν την ανάπτυξη της εγκεφαλικής ασυμμετρίας.

Ο διεγκέφαλος περιλαμβάνει τον υποθάλαμο, τους οπτικούς θαλάμους, το κωνάριο, την


υπόφυση και τη μέση ή ΙΙΙ κοιλία. Πρωτοστατεί σε θεμελιώδεις ψυχικές λειτουργίες, όπως η
εγρήγορση, η συναισθηματικότητα και γενικότερα οι συγκινήσεις. Εδώ ίσως βρίσκονται
μηχανισμοί ανώτερου ελέγχου, εποπτείας και βιωματικής διαμόρφωσης των ενστικτικών
αναγκών. Για πολλούς είναι κέντρο οργάνωσης των αρχέγονων συντελεστών της
προσωπικότητας, ενώ ο Bleuler τον χαρακτήρισε κέντρο αυτού που ονόμασε θυμοψυχή.
Ο υποθάλαμος περιλαμβάνει τα μαστία, την υπόφυση, το οπτικό χίασμα, το τελικό πέταλο,
τον επιθάλαμο ή κωνάριο και τον μεταθάλαμο (γονατώδη σώματα). Η φαιά ουσία του
υποθαλάμου, μαζί με τους πυρήνες του, θεωρείται η ανώτερη συσκευή του φυτικού
συστήματος. Έχει θερμορυθμιστικές λειτουργίες, παρεμβαίνει στις λειτουργίες του ύπνου
και της εγρήγορσης, μετουσιώνει ψυχικές ώσεις σε σωματικές εκδηλώσεις. Ενδέχεται να
είναι μορφοπλαστικό κέντρο για την απαρτίωση του κατώτερου ψυχισμού. Συνδέει το
ενδοκρινικό σύστημα με τον ρινεγκέφαλο και σχετίζεται με βασικούς τύπους
συναισθηματικών εκφράσεων. Συμμετέχει στην παραγωγή εκλυτικών παραγόντων
(releasing factors) και ορμονών.
Οι οπτικοί θάλαμοι είναι αισθητικά κέντρα, σταθμοί της οπτικής και οσφρητικής οδού αλλά
και κέντρα αντανακλαστικών που αναφέρονται στη συναισθηματική επένδυση και
38

συναισθηματική έκφραση των ποικίλων αισθητικών ώσεων (αφή, πόνος, θερμό, εν τω


βάθει αισθητικότητα). Παίζουν ρόλο μεσολαβητικό σε αισθητικές, νοητικές και
συναισθηματικές δραστηριότητες μέσω θαλαμο-φλοιωδών κυκλωμάτων και εγκαθιστούν
φλοιώδη εγρήγορση μέσω δικτυο-θαλαμο-φλοιωδών προβολών. Η εγρήγορση, η
ενεργοποίηση και η προσοχή καθώς και οι συγκινήσεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από
την ακεραιότητα αυτών των κυκλωμάτων. Είναι επίσης ένα από τα κέντρα του αυτόνομου
ΝΣ.

Ο μεσεγκέφαλος περιλαμβάνει το τετράδυμο, τα εγκεφαλικά σκέλη και τον υδραγωγό του


Sylvious. Ο οπίσθιος εγκέφαλος περιλαμβάνει τη γέφυρα και την παρεγκεφαλίδα.
Η παρεγκεφαλίδα ελέγχει τη στάση και την ισορροπία σώματος κατά την ακινησία και κατά
την κίνηση, τη ρύθμιση του μυϊκού τόνου και τη συνέργεια των εκούσιων κινήσεων. Από
περιφερικούς υποδοχείς στα οστά, στους μυς, στις αρθρώσεις, στους τένοντες και στους
ημικύκλιους σωλήνες του έσω ωτός, ρυθμίζει, σε συνάρτηση και με τον φλοιό, την
κινητικότητα του σώματος. Η εξασφάλιση της στατικής ισορροπίας του σώματος
επιτυγχάνεται από την παλαιοπαρεγκεφαλίδα, ενώ η νεοπαρεγκεφαλίδα εξασφαλίζει την
κινητική ισορροπία και ρυθμίζει τις κινήσεις των διαφόρων μυών των άκρων. Στοιχεία από
μεθόδους λειτουργικής νευροαπεικόνισης δείχνουν ότι η παρεγκεφαλίδα παίζει ρόλο στην
παραγωγή ομιλίας.

Ο έσχατος εγκέφαλος περιλαμβάνει τον προμήκη και την ΙV κοιλία. Ο νωτιαίος μυελός
(ΝΜ) είναι νευρική κυλινδρική στήλη που αρχίζει από τον πρώτο αυχενικό σπόνδυλο και
φθάνει μέχρι την οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Μέσα από τον ΝΜ διέρχονται
νευρικές ίνες κινητικές, αισθητικές και φυτικές που συνδέουν αμφίδρομα τον εγκέφαλο με την
περιφέρεια.

ΔΡΕΠΑΝΟΕΙΔΗΣ ΛΟΒΟΣ (Limbic lobe) ή δρεπανοειδές σύστημα ή ρινεγκέφαλος. Ανήκει


στον κροταφικό λοβό. Ονομάσθηκε δρεπανοειδής λοβός από τον Broca το 1878 επειδή
περικυκλώνει σαν δρεπάνι το εγκεφαλικό στέλεχος (Corsellis 1970, McLean 1985). Το 1952,
ο McLean του έδωσε την ονομασία δρεπανοειδές σύστημα (Limbic system). O
χρησιμοποιούμενος στην ελληνική όρος «μεταιχμιακό σύστημα» είναι λανθασμένος. Στις
δομές του περιλαμβάνονται η έλιξ του προσαγωγίου (ginculate gyrus), οι αμυγδαλοειδείς
πυρήνες, το διαφανές διάφραγμα και ο ιππόκαμπος. Έχει στενή σχέση με την οσφρητική
συσκευή, αφού εδώ βρίσκονται οι φλοιώδεις ζώνες της οσφρήσεως, γι' αυτό ονομάζεται και
οσφρητικός φλοιός. Το δρεπανοειδές σύστημα είναι υπεύθυνο για τις συγκινήσεις και τα
πρωτόγονα συναισθήματα που επενδύουν την επιθετικότητα και τη σεξουαλικότητα (brutish
brain). Φαίνεται ότι τα απλά φωνήματα που εκφράζουν συναισθηματικές καταστάσεις (όπως
η κραυγή αποχωρισμού του βρέφους από την μητέρα του) πυροδοτούνται στο δρεπανοειδές
σύστημα και εμφανίσθηκαν στα πρώτα θηλαστικά ή πτηνά πριν 180 εκ χρόνια. Πως όμως
έγινε το άλμα από τα αρχαϊκά φωνήματα στον προθεσιακό λόγο που εδράζεται στον
νεοφλοιό είναι άγνωστο. Διαταραχή αυτού του συστήματος είναι δυνατόν να έχει ως
αποτέλεσμα την ανάπτυξη ψυχωτικών συμπτωμάτων. Ανωμαλίες στη δομή του έχουν
αναφερθεί και σε πάσχοντες από συναισθηματικές νόσους. Γενικότερα ανωμαλίες στον μέσο
κροταφικό λοβό, ιδιαίτερα στον ιππόκαμπο, είναι δυνατόν να έχουν επιπτώσεις σε μεγάλο
αριθμό ψυχικών λειτουργιών και συμπεριφορών, επειδή αυτή η περιοχή παίζει σημαντικό
ρόλο στην αντίληψη και απαρτίωση αισθητικών ερεθισμάτων μεγάλου φάσματος. Έχει
ανιχνευθεί η ύπαρξη πολύ σημαντικών δεσμών μεταξύ βασικών γαγγλίων και του
δρεπανοειδούς συστήματος. Δομές του δρεπανοειδούς έχουν κατά μεγάλο μέρος μη
ανταποκρινόμενες (unreciprocated) προβολές προς όλα σχεδόν τα τμήματα του ραβδωτού
σώματος. Δημιουργείται έτσι ένα λιμβικο-ραβδωτό κύκλωμα το οποίο χρησιμοποιεί την
ντοπαμίνη ως νευρομεταβιβαστή και εξυπηρετεί τα κίνητρα, τη συναισθηματική διάθεση και
εν μέρει τον έλεγχο της πραγματικότητας. Διαταραχές τέτοιων λειτουργιών συμβάλλουν στη
διαμόρφωση καταστάσεων, όπως απάθεια, διαταραχές του συναισθήματος και ψυχωτικά
φαινόμενα.
39

ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. Έχει και άλλες ονομασίες υποδηλωτικές της


δραστηριότητάς του, όπως φυτικό νευρικό σύστημα και σπλαχνικό νευρικό σύστημα.
Εμπλέκεται σε ανεξάρτητες της θελήσεως φυτικές λειτουργίες, συντονίζει και ελέγχει τη
λειτουργικότητα των εσωτερικών οργάνων (καρδία, πνεύμονες, πεπτικό, αιμοφόρα αγγεία,
ουρογεννητικό σύστημα, αδένες). Νευρώνει όλες τις λείες μυϊκές ίνες, καθώς και τις
γραμμωτές του μυοκαρδίου και όλους τους εσωτερικούς αισθητικούς υποδοχείς. Διακρίνεται
σε δύο υποσυστήματα, το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό. Όλες οι προγαγγλιακές
ίνες του αυτόνομου ΝΣ, συμπαθητικές και παρασυμπαθητικές, είναι μυελινομένες, ενώ από
τις μεταγαγγλιακές οι παρασυμπαθητικές είναι μυελινομένες και οι συμπαθητικές
απομυελινομένες.
Το συμπαθητικό σύστημα αρχίζει από τη θωρακοοσφυική μοίρα της σπονδυλικής στήλης,
αλλά τα ανώτερα κέντρα του ευρίσκονται στον υποθάλαμο και στους οπτικούς θαλάμους. Η
λειτουργία του είναι οδωτική της φυσικής δραστηριότητας, εργοτροπική, όπως λέγεται.
Χρησιμεύει στην αυτοσυντήρηση του οργανισμού σε περιστάσεις επείγοντος χαρακτήρα.
Είναι σύστημα αδρενεργικό. Όταν η ισορροπία του αυτόνομου ΝΣ διαταράσσεται προς την
κατεύθυνση του συμπαθητικού, τότε παρατηρείται αύξηση της αγγειοκινητικής
δραστηριότητας, ταχυκαρδία, υπεριδρωσία, διεύρυνση της κόρης του οφθαλμού,
συναισθηματική ευμεταβλητότητα, διαταραχές συγκέντρωσης και προσοχής, διαταραχές
του ύπνου και αγχώδεις εκδηλώσεις, φαινόμενα που έχουν χαρακτηρισθεί ως
συμπαθητικοτονία.
Το παρασυμπαθητικό σύστημα έχει δύο αφετηρίες: τον πυρήνα του 10ου κρανιακού ή
πνευμονογαστρικού ή πλανητικού νεύρου και ένα τμήμα στο ιερό μυελοτόμιο του νωτιαίου
μυελού. Η λειτουργία του κρανιακού παρασυμπαθητικού είναι τροφοτροπική, αφού
εμπλέκεται στις διεργασίες αφομοίωσης των θρεπτικών ουσιών, αποβολής των αχρήστων,
την ανανέωση των παρακαταθηκών του οργανισμού και την οικοδόμηση των οργάνων,
ενώ το ιερό παρασυμπαθητικό χρησιμεύει στην αναπαραγωγή (Cannon 1929). Είναι
χολινεργικό σύστημα. Μετατόπιση της ισορροπίας του αυτόνομου ΝΣ προς την
κατεύθυνση του παρασυμπαθητικού εκδηλώνεται με πτώση της πιέσεως, παγωμένα άκρα,
υπερχλωρυδρία του στομάχου και χαρακτηρίζεται ως παρασυμπαθητικοτονία. Υπάρχουν
ουσίες που αναστέλλουν το παρασυμπαθητικό, τα λεγόμενα αντιχολινεργικά φάρμακα, με
κυριότερο εκπρόσωπο την ατροπίνη. Η ατροπίνη προκαλεί διαστολή της κόρης, μείωση
της εφίδρωσης, ξηροστομία, ταχυκαρδία, παράλυση του περισταλτισμού του εντέρου.
Έχουν επίσης αναφερθεί ατροπινικές ή γενικότερα αντιχολινεργικές ψυχώσεις, κυρίως
φαρμακευτικές, αλλά και μετά από βρώση των καρπών της Atropa Belladona.
Ενώ το συμπαθητικό είναι αδρενεργικό και το παρασυμπαθητικό χολινεργικό και εκ πρώτης
όψεως οι λειτουργίες τους είναι ανταγωνιστικές, στο τέλος φαίνεται ότι υπάρχει κάποια
λειτουργική ισορροπία μεταξύ τους και μάλλον δεν ευσταθεί η άποψη ότι
αλληλοαναστέλλονται. Η πορεία και των δύο συστημάτων, αυξητική ή μειωτική, είναι
παράλληλη και ομοιόμορφη και δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί η ύπαρξη αμιγούς
συμπαθητικοτονίας ή παρασυμπαθητικοτονίας. Ο Cannon (1929) υποστήριξε ότι όταν
συγκρούονται αυτά τα δύο συστήματα, τότε υπερισχύει το συμπαθητικό.

ΤΟ ΕΞΩΠΥΡΑΜΙΔΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ απαρτίζεται από μία ομάδα πυρήνων της γέφυρας και της
παρεγκεφαλίδας, όπως ο ερυθρός πυρήν, ο οδοντωτός πυρήν, και από πυρήνες του
σκώληκος, πυρήνες του Deiters, την ελαία, αλλά συμμετέχει σε αυτό και ο φλοιός.
Συμμετέχουν ακόμη το ραβδωτό σώμα, το σώμα του Luys, ο δικτυωτός σχηματισμός και η
μέλαινα ουσία. Τα κέντρα που το απαρτίζουν είναι ιεραρχημένα. Προσδίδει στις κινήσεις
ρυθμό, αρμονία και εκφραστικότητα. Είναι υπεύθυνο για ασυνείδητες ή αυτοματικές κινήσεις,
απλές ή συνδυασμένες (βάδισμα), ίσως δε και για πολύπλοκες κινήσεις που μαθαίνονται και
κατόπιν αυτοματοποιούνται (κολύμβηση, ποδηλασία). Εμπλέκεται επίσης στις μιμικές
κινήσεις του προσώπου.

Ο ΔΙΚΤΥΩΤΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ είναι μάζα δικτυωτής ουσίας απλωμένη καθ' όλο το μήκος
του στελέχους, από τον προμήκη μέχρι τους θαλάμους. Διακρίνεται στο ανιόν δικτυωτό
σύστημα διαχύτου προβολής (ή ενεργοποιό ή της εγρήγορσης) και το κατιόν δικτυωτό
40

σύστημα. Και τα δύο έχουν ενεργοποιό δράση επί του φλοιού και παίζουν ρόλο στη
διατήρηση και προώθηση της εγρήγορσης και στη ρύθμιση του επιπέδου της συνειδήσεως
(Moruzzi και Magoun 1949). Βλάβη ή καταστροφή του δικτυωτού σχηματισμού οδηγεί σε
κώμα. Τα περισσότερα από τα ψυχοτρόπα, τα αναισθητικά και άλλα φάρμακα που
διέρχονται τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό έχουν εκλεκτική δράση στον δικτυωτό σχηματισμό,
στον οποίο επίσης δρουν προϊόντα του ανώμαλου μεταβολισμού, με δυνητικό αποτέλεσμα
την εμφάνιση των λεγόμενων μεταβολικών κωμάτων (ουραιμικό, διαβητικό κ.λπ.).

ΦΛΟΙΩΔΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΟΦΛΟΙΩΔΕΙΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ. Μία μεγάλη ομάδα από ψυχικές ιδιότητες
και λειτουργίες ελέγχονται και ρυθμίζονται από τον φλοιό, ενώ μία άλλη ομάδα ψυχικών
ιδιοτήτων και λειτουργιών ρυθμίζονται και ελέγχονται από υποφλοιώδεις σχηματισμούς. Οι
πρώτες, λειτουργίες του φλοιού, έχουν ονομασθεί και τελεστικές λειτουργίες (instrumental
functions). Σε αυτές συγκαταλέγονται η αντιληπτική αναγνώριση (γνωσία), η ομιλία (φασία), η
πραξία, η μνήμη, και η αριθμησία. Αυτές οι λειτουργίες εξαρτώνται από την απαρτίωση
εστιακών φλοιωδών περιοχών και υπόκεινται σε διαταραχές μετά από εντοπισμένες βλάβες
ή από διακοπή σχετικών φλοιο-φλοιωδών δεματίων. Αντίστοιχες διαταραχές αυτών των
λειτουργιών είναι οι αγνωσίες, οι αφασίες, οι απραξίες, οι αμνησίες και η αναριθμησία.
Νευρομεταβιβαστής σε αυτά τα συστήματα είναι η ακετυλχολίνη. Ο βασικός πυρήνας του
Meynert περιέχει τα κυτταρικά σώματα των χολινεργικών νευρικών κυττάρων που
νευρώνουν τον νεοφλοιό.
Οι δεύτερες, υποφλοιώδεις, έχουν ονομασθεί και θεμελιώδεις λειτουργίες (fundamental
functions). Σε αυτές ανήκουν η εγρήγορση, η προσοχή, η χρόνωση (timing), δηλαδή ο
χρονικός υπολογισμός για την εκτέλεση μιας ενέργειας, ο κινητικός προγραμματισμός, το
κίνητρο, η διάθεση, το συναίσθημα. Αυτές οι λειτουργίες πραγματοποιούνται μέσω των
βασικών γαγγλίων, που διασυνδέονται πυκνά με τον φλοιό. Οι θεμελιώδεις λειτουργίες
εμφανίζονται νωρίς στη φυλογενετική και την οντογενετική εξέλιξη και ο ρόλος τους είναι
κρίσιμος για την επιβίωση. Διαταραχές αυτών των λειτουργιών εκφράζονται ως επιβράδυνση
της επεξεργασίας των εισερχόμενων πληροφοριών, κατάρρευση της λειτουργίας της μνήμης,
της γνωσίας, του συναισθήματος και του κινήτρου. Οι νευρομεταβιβαστές ντοπαμίνη,
νοραδρεναλίνη, σεροτονίνη, GABA, ακετυλχολίνη εμπλέκονται στα αντίστοιχα νευρωνικά
συστήματα, υπεύθυνα για τις λειτουργίες αυτές.

ΔΕΞΙΟ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΗΜΙΣΦΑΙΡΙΟ. Υπάρχει διαφορά ως προς την επικράτηση και τις
λειτουργίες των δύο ημισφαιρίων. Στους δεξιόχειρες κυριαρχεί το αριστερό ημισφαίριο,
πράγμα που σχετίζεται με μεγαλύτερη επιδεξιότητα στη χρήση του δεξιού χεριού, ποδιού και
οφθαλμού. Ωστόσο και στα 2/3 των αριστερόχειρων δεν επικρατεί το δεξιό αλλά το αριστερό
ημισφαίριο. Έτσι είναι πράγματι πολύ μικρός ο αριθμός των αριστερόχειρων που έχουν ως
επικρατητικό ημισφαίριο το δεξιό. Το ίδιο ημισφαίριο δεν είναι υποχρεωτικά υπεύθυνο
ταυτόχρονα για το προτιμώμενο χέρι και για την ομιλία. Το 90% των ανθρώπων είναι
δεξιόχειρες, αλλά ένα 5% από αυτούς ομιλούν με το δεξιό ημισφαίριο. Ένα 10% είναι
αριστερόχειρες, αλλά το 70% από αυτούς ομιλούν με το αριστερό ημισφαίριο. Η αιτία της
αριστεροχειρίας ίσως οφείλεται σε πρώιμη, συνήθως ενδομήτριο, βλάβη του αριστερού
ημισφαιρίου λόγω υποξίας ή ασκήσεως μηχανικής πιέσεως στο ημισφαίριο κατά τον τοκετό.
Αυτή η βλάβη είναι δυνατόν να προκαλέσει αναδιάταξη της ημισφαιρικής κυριαρχίας την
οποία αναλαμβάνει το δεξιό ημισφαίριο, κυρίως στον τομέα της ομιλίας και της προτιμήσεως
χεριού. Επειδή το δεξιό ημισφαίριο είναι οντογενετικώς αρχαιότερο, είναι λιγότερο ευάλωτο
σε εξωτερικές αρνητικές επιδράσεις. Οι αριστερόχειρες συναντούν πολλά προβλήματα στο
σύγχρονο τεχνολογικό περιβάλλον, σχεδιασμένο για δεξιόχειρες, γεγονός που τους εκθέτει
σε κίνδυνο ατυχήματος πολύ περισσότερο από τους δεξιόχειρες. Γενικά το προσδόκιμο ζωής
τους, ιδιαιτέρως των γυναικών, είναι σημαντικά (γύρω στα εννέα χρόνια) βραχύτερο των
δεξιοχείρων (Coren and Halpern 1991). Επίσης έχει βρεθεί αριστεροχειρία συχνότερα μεταξύ
ανθρώπων με ανωμαλίες στο ανοσοποιητικό σύστημα, με υψηλά ποσοστά καπνίσματος και
αλκοολισμού, καθώς και στους πάσχοντες από τη νόσο Crohn και από ελκώδη κολίτιδα,
ιδιαίτερα στις γυναίκες (Searleman and Fugali 1987). Η πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του
μαστού στις γυναίκες αριστερόχειρες είναι διπλάσια από των δεξιοχείρων (Fritschi et al
41

2007). Διαταραχές της συμπεριφοράς, αυτισμός και δυσλεξία είναι συχνότερες μεταξύ των
αριστεροχείρων, οι οποίοι ωστόσο έχουν και αρκετά πλεονεκτήματα, όπως το ότι συχνά είναι
προικισμένοι με ταλέντα και δημιουργικότητα και ανανήφουν ευκολότερα από την αφασία
μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.

Στο αριστερό ημισφαίριο πραγματοποιούνται οι μεγάλες λειτουργίες της Γνωσίας, της


Πραξίας και της Φασίας. Σχετίζεται περισσότερο με την αναλυτική επεξεργασία των
λεπτομερειών και με άλλες αναλυτικές διεργασίες. Είναι το ημισφαίριο των λέξεων, της
λογικής, των συμβόλων και της αφηρημένης σκέψης. Ο συναισθηματικός του τόνος είναι
θετικός και αισιόδοξος. Έχει βρεθεί ότι ψυχώσεις που συνδέονται με κροταφική επιληψία
συχνά είναι σχιζοφρενικόμορφες όταν η βλάβη βρίσκεται στο αριστερό ημισφαίριο και
συναισθηματικές όταν η βλάβη είναι στο δεξιό (Flor-Henry 1984). Αρκετές μελέτες
συγκλίνουν στην άποψη ότι η σχιζοφρένεια είναι νόσος που σχετίζεται με βλάβες του
αριστερού ημισφαιρίου.
Στο δεξιό ημισφαίριο προσλαμβάνεται το γνωσιακό πεδίο αντικειμένων και εικόνων, τα
χωρικά χαρακτηριστικά ενός ερεθίσματος, η θέση του στον χώρο. Εκεί επιτελείται η
επεξεργασία της συνολικής εικόνας (Gestalt) ενός ερεθίσματος και όχι τμημάτων ή
λεπτομερειών του. Το δεξιό ημισφαίριο προσφέρει δυνατότητες συγκινησιακής
αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα και εμπλέκεται στις συναισθηματικές εκδηλώσεις,
αλλά ο τόνος του είναι μάλλον αρνητικός, απαισιόδοξος, καταθλιπτικός. Απαρτιώνει τους
προσλαμβανόμενους μουσικούς ήχους συμβάλλοντας στην αντίληψη της μουσικής, δίδει
τόνο και μελωδικότητα στην ομιλία (προσωδία), βοηθάει στη διάκριση της ανδρικής από
τη γυναικεία φωνή. Άλλες λειτουργίες του είναι η αίσθηση της ύπαρξης στον χώρο, η
αντίληψη των γεωμετρικών σχημάτων, η οπτική μνήμη, η εξωλεκτική επικοινωνία. Η
μελέτη του δεξιού ημισφαιρίου είναι σχετικά πιο δύσκολη από του αριστερού. Όταν
υπάρχει διαταραχή στις λειτουργίες που ελέγχει το δεξιό ημισφαίριο, η διαταραχή αυτή
δεν εκδηλώνεται με χαρακτηριστικά συμπτώματα όπως στην περίπτωση του αριστερού
ημισφαιρίου, γι' αυτό ονομάσθηκε και «βωβό» ημισφαίριο. Δεν είναι μόνον οι γνωσιακές
διαταραχές που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όσον αφορά τις λειτουργίες
του δεξιού ημισφαιρίου, όσο η γενική αντίληψη του ασθενούς για το σώμα του και την
προσωπικότητά του. Επομένως το σημαντικότερο σύμπτωμα σε βλάβες του δεξιού
ημισφαιρίου είναι η απουσία αντίληψης του ασθενούς για τις ίδιες του τις ανεπάρκειες,
κατάσταση γνωστή εδώ και πολλά χρόνια στην κλινική πράξη ως νοσοαγνωσία.

Κάθε ημισφαίριο είναι δυνητικά ένας ανεξάρτητος νοητικός μηχανισμός. Κατά τη βρεφική
ηλικία τα ημισφαίρια φαίνεται ότι είναι ισοδύναμα, και μια βλάβη στο ένα ενδέχεται να
προκαλέσει ανάπτυξη των αντίστοιχων ιδιοτήτων στο άλλο. Τα δύο ημισφαίρια έχουν
πολύπλοκες συμπληρωματικές αλλά και ανταγωνιστικές λειτουργίες. Για παράδειγμα, το
αριστερό ημισφαίριο παράγει κύματα α (άλφα) τα οποία υποδηλώνουν κατάσταση πλήρους
ηρεμίας. Κατά τη διάρκεια της ύψιστης αποδόσεως το αριστερό ημισφαίριο εξουδετερώνεται
ως αναλυτικός μηχανισμός και τον έλεγχο αναλαμβάνει το δεξιό ημισφαίριο, με αποτέλεσμα
την είσοδο σε μια κατάσταση «εκστάσεως», που συνοδεύεται από πλήρη αφοσίωση στον
σκοπό. Οι μελέτες διατομής του μεσολοβίου (split brain studies) στα ζώα (Sperry 1952)
έδωσαν τη δυνατότητα να διερευνηθεί η μεταξύ των ημισφαιρίων επικοινωνία, ωστόσο δεν
έχει δοθεί ακόμη κάποια εξήγηση για τις μεταξύ τους διαφορές και για την επικράτηση του
ενός πάνω στο άλλο. Ισως εντάσσεται και αυτή η διαίρεση στον κατάλογο των μεγάλων
μυστηριακών πολωμένων αντιθέσεων (συν και πλην, αρσενικό και θηλυκό, φως και σκοτάδι,
κίνηση και ακινησία).

ΑΙΜΑΤΟΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΦΡΑΓΜΟΣ. Είναι δύσκολο να περιγραφεί από ανατομική άποψη.


Συνίσταται από το ενδοθήλιο των εγκεφαλικών τριχοειδών, τη μεμβράνη των κυττάρων και
συνδετικό ιστό. Είναι ένα σύνθετο σύστημα μηχανισμών ελέγχου της εισόδου ουσιών προς
τον εγκέφαλο και αντιστρόφως, έτσι ώστε ο νευρικός ιστός να διαχωρίζεται κατά τρόπο
προστατευτικό από τον υπόλοιπο οργανισμό. Μόνο λιποδιαλυτές ουσίες είναι δυνατόν να
διέλθουν. Τα αέρια διέρχονται πιο εύκολα, ενώ πολλές ορμόνες δεν διέρχονται ή διέρχονται
42

πολύ δύσκολα. Γενικότερα, οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των ουσιών καθορίζουν τον
βαθμό και την ταχύτητα εισόδου τους στο ΚΝΣ. Ωστόσο η διαπερατότητα του
αιματοεγκεφαλικού φραγμού επηρεάζεται από την ψυχική κατάσταση, αφού εξακολουθητικές
συναισθηματικές διεγέρσεις μπορούν να μεταβάλλουν, μέσω της ορμονικής οδού, την
διαπερατότητά του. Η μεταβολή της διαπερατότητας του αιματοεγκεφαλικού φραγμού σε
διάφορες παθολογικές καταστάσεις έχει ως αποτέλεσμα την έξοδο πρωτεϊνών και ύδατος
από το πλάσμα στον εξωκυττάριο εγκεφαλικό χώρο, καθώς και τροποποίηση των
βιοχημικών και ανοσιακών λειτουργιών του, με επιπτώσεις στο εγκεφαλικό παρέγχυμα.

Η ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ δομείται από τη νευρογλοία και τα


νευρικά κύτταρα ή νευρώνες, η διάταξη των οποίων στον φλοιό εμφανίζεται σε έξι στοιβάδες.
Θεμελιώδης ανατομική μονάδα του νευρικού συστήματος, όπως προαναφέρθηκε, είναι ο
νευρώνας, ένα κύτταρο μεταμιτωτικό μη πολλαπλασιαζόμενο. Ο συνολικός αριθμός των
νευρώνων του εγκεφάλου είναι της τάξεως του 14x109. Σε κάθε κυβικό εκατοστό της
επιφάνειας του φλοιού υπάρχουν 15 εκατομμύρια νευρώνες. Η διανοητική ανάπτυξη δεν
εξαρτάται μόνο από τον αριθμό των νευρώνων αλλά και από τον αριθμό των δενδριτών και
νευρικών ινών και τις μεταξύ τους συνδέσεις. Κάθε νευρώνας έχει από 1.000 μέχρι 10.000
συνδέσεις με άλλους νευρώνες. Αστροκύτταρα, ολιγοδενδρογλοιακά κύτταρα και κύτταρα του
Schwann απαρτίζουν τη νευρογλοία. Ο ρόλος και η λειτουργική της συμμετοχή στα εντός του
ΚΝΣ τεκταινόμενα υπήρξαν αντικείμενο εικασιών και φανταστικών υποθέσεων, ακόμη δε και
σήμερα δεν έχουν αποσαφηνισθεί ικανοποιητικά. Ο Wirchow το 1859 τη θεώρησε
συγκολλητική ουσία του νευρικού ιστού και ο Weigert το 1895 είπε περίπου τα ίδια, αφού τη
χαρακτήρισε δομικό στήριγμα του νευρικού κυττάρου. Ο Golgi το 1883 επεσήμανε ότι η
νευρογλοία δεν έχει μόνο στηρικτικό αλλά και τροφικό ρόλο, αφού παρεμβάλλεται μεταξύ
αιμοφόρων αγγείων και νευρικών κυττάρων. Άλλοι υποστήριξαν ότι διαθέτει κάποια εκκριτική
λειτουργία, ότι είναι ένας διάχυτος εκκριτικός αδενικός μηχανισμός προσαρμοσμένος στο
νευρικό σύστημα. Σήμερα είναι δεκτό ότι η νευρογλοία προασπίζει τον νευρώνα από τυχόν
βλαπτικούς παράγοντες, ρυθμίζει το επίπεδο του καλίου στο άμεσο περιβάλλον του
νευρώνος και παρεμποδίζει τη διάχυση των νευρομεταβιβαστών είτε μηχανικώς είτε μέσω
χημικών διεργασιών. Ειδικότερα τα αστροκύτταρα επιτελούν συνδετικό και υποστηρικτικό
ρόλο, συμβάλλουν στη μόνωση των νευρικών κυττάρων και στην επανόρθωση των
τραυματικών βλαβών, μεταφέρουν μεταβολικές ουσίες από τους νευρώνες στα αιμοφόρα
αγγεία και συμμετέχουν στον σχηματισμό του αιματοεγκεφαλικού φραγμού. Φαίνεται ακόμη
ότι παίζουν και κάποιο ρόλο στις διεργασίες που σχετίζονται με τη μάθηση.

ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΨΥΧΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ. Απόπειρες εντοπισμού ψυχικών ιδιοτήτων σε


περιοχές του εγκεφάλου είχαν ήδη αρχίσει πριν από την εποχή του Γαληνού. Εκείνη την
εποχή οι κοιλίες του εγκεφάλου προσέλκυαν περισσότερο την προσοχή. Στην πρόσθια κοιλία
βρίσκεται η φαντασία, ο στοχασμός στην πλάγια κοιλία και η μνήμη στην οπίσθια. Το υγρό
των κοιλιών συντίθεται από αισθητήριες, κινητικές και λογικές λειτουργίες μαζί με τη φαντασία
και τη μνήμη, κυκλοφορεί μέσα στα νεύρα και τα συνδέει με τα αισθητήρια και κινητικά
όργανα. Ο Descartes, αιώνες αργότερα, τοποθετούσε την ψυχή στην επίφυση (το κωνάριο),
επειδή, ενώ όλα τα όργανα του εγκεφάλου είναι διπλά, το κωνάριο είναι μονό, κάτι που δεν
συμβαίνει στην πραγματικότητα, αφού και η υπόφυση είναι μονή. Ο Descartes πίστευε ότι σε
αυτό το όργανο η ψυχή έρχεται σε επαφή με το σώμα και δι’ αυτού διοχετεύεται στα άλλα
όργανα. Ο Vieusens τοποθετούσε την ψυχή στον ακτινωτό στέφανο, ο Willis στα ημισφαίρια
και στο ραβδωτό σώμα, ο Soemmering, όπως ο Γαληνός, στο υγρό των κοιλιών. Το
πρόβλημα ίσως να μην έχει τεθεί σωστά εξαρχής, ωστόσο αντανακλά μια ισχυρή ροπή για
περιχαράκωση των ψυχικών λειτουργιών σε καθορισμένες εγκεφαλικές περιοχές, ροπή η
οποία κατά τα τελευταία διακόσια περίπου χρόνια άλλοτε επιβάλλεται ως κυρίαρχη και
άλλοτε υποχωρεί. Ακόμη και αν η διατύπωση του προβλήματος γίνει με σύγχρονους όρους,
στο ερώτημα τού κατά πόσον συγκεκριμένες ψυχικές λειτουργίες ή συμπεριφορές
αντανακλούν τη λειτουργία εκτεταμένων ή περιορισμένων περιοχών του εγκεφάλου με σαφή
ή ασαφή όρια, οι προτεινόμενες απαντήσεις τείνουν να ταξινομηθούν αναγκαστικά σε δύο
θεωρητικές κατευθύνσεις. Η μία, λεγόμενη και θεωρία του εντοπισμού, υποστηρίζει ότι
43

συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου, λίγο ή πολύ αυστηρά καθορισμένες, είναι υπεύθυνες
για συγκεκριμένες ψυχικές λειτουργίες και συμπεριφορές. Η άλλη, που ονομάσθηκε ολιστική
θεωρία, προτείνει την άποψη ότι πολλές περιοχές του εγκεφάλου είναι εξίσου υπεύθυνες για
συγκεκριμένες συμπεριφορές ή ψυχικές λειτουργίες.

Franz Josef Gall (1758-1828). Ο F.J. Gall, ιατρός και νευροανατόμος, κορυφαίος και
ακραίος εκπρόσωπος της θεωρίας του εντοπισμού, μπορεί να θεωρηθεί και ιδρυτής της
θνησιγενούς επιστήμης της Φρενολογίας (βλ τυπολογίες προσωπικότητας). Ο Gall
υποστήριζε ότι υπάρχουν 27 νοητικές και ηθικές ιδιότητες της ψυχής (ένστικτο
αναπαραγωγής, αγάπη των παιδιών, μητρική ή πατρική αγάπη, τάση για αντιδικία και
διαμάχη, υπεροψία, πάθος εξουσίας, μεταφυσική διάθεση, ποιητικό ταλέντο, ευλάβεια κλπ.),
οι οποίες εντοπίζονται σε 27 συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου. Η ιδέα τού ήρθε όταν
παρατήρησε ότι οι φλύαροι φοιτητές της ιατρικής είχαν διογκωμένα υπερόφρυα οστά,
γεγονός που τον ώθησε να τοποθετήσει το κέντρο της ομιλίας στην αντίστοιχη περιοχή του
εγκεφάλου(!).

Ο Pierre Flourens (1794-1867) με τη θεωρία του «συνολικού πεδίου» εισηγήθηκε ολιστικές


απόψεις. Ο Flourens μελετούσε την αλλαγή της συμπεριφοράς σε πτηνά στα οποία
προκαλούσε εγκεφαλικές βλάβες, καταργώντας τη λειτουργία συγκεκριμένων εγκεφαλικών
περιοχών. Τα πειράματά του τον οδήγησαν στο ενδιαφέρον για την εποχή του συμπέρασμα
ότι το νευρικό σύστημα αποτελείται από έξι διαφορετικά τμήματα με διαφορετικές ιδιότητες το
καθένα. Η καταστροφή του ενός δεν επηρεάζει μόνο την αντίστοιχη ιδιότητα, αλλά και το
σύνολο των άλλων πέντε. Η τελική γενική άποψη του Flourens ήταν ότι ο εγκέφαλος έχει μεν
ιδιότητες εντοπισμένες σε συγκεκριμένα σημεία, όμως οι ιδιότητες αυτές υπάρχουν σε μια
δυναμική διεπικοινωνιακή μεταξύ τους ενότητα, την οποία χαρακτήρισε βασική αρχή της
εγκεφαλικής λειτουργίας.

Οι μελετητές εκείνης της εποχής ενδιαφέρονταν για λειτουργίες της ψυχής νεφελώδεις και
αόριστες –μόλις και μετά βίας ψυχικές λειτουργίες με τη σημερινή έννοια–, όπως ηθικότητα,
αγαθότητα, γενναιοδωρία, δύναμη της θελήσεως κ.λπ. Έτσι πολύ γρήγορα οι οπαδοί
εντοπιστικών απόψεων βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, γιατί δεν μπορούσαν να εντοπίσουν
τέτοιες λειτουργίες στον εγκέφαλο. Αργότερα, όταν εγκατελείφθη η έννοια της ψυχής ως
γενικό και ενιαίο αντικείμενο μελέτης, οι «λειτουργίες της ψυχής» αντικαταστάθηκαν από πιο
συγκεκριμένες λειτουργίες ή συμπεριφορές, όπως είναι η προσοχή, η μνήμη, η θλίψη, η
οργή, ο ύπνος, η συνουσιακή συμπεριφορά ή οι βασικές ορμές πείνα, δίψα, επιθετικότητα,
σεξουαλικότητα κλπ. Έτσι οι οπαδοί του εντοπισμού ήσαν ξανά σε θέση να αναπτύξουν τα
επιχειρήματά τους πάνω σε καλύτερες βάσεις και η συζήτηση μεταξύ ολιστών και εντοπιστών
συνεχίσθηκε σε άλλα πεδία.

O Hughlings Jackson (1835-1911) γύρω στο 1870 (Taylor 1931) διατύπωσε την άποψη ότι
η λειτουργία του εγκεφάλου είναι οργανωμένη κατά επίπεδα διαστρωματωμένα από επάνω
προς τα κάτω. Τα ανώτερα και νεότερα φυλογονικώς ανατομικά στοιχεία του νευρικού
συστήματος, τα ημισφαίρια, αποτελούν κέντρα ανωτέρων λειτουργιών και ταυτοχρόνως
ασκούν ανασταλτική δράση επί της λειτουργίας των κατωτέρων και φυλογονικώς
αρχαιοτέρων. Ο φλοιός ασκεί έλεγχο επί των υποφλοιωδών δομών, οι υποφλοιώδεις δομές
ασκούν έλεγχο στον μεσεγκέφαλο, ο μεσεγκέφαλος ασκεί έλεγχο στον προμήκη και στον
νωτιαίο μυελό. Όταν αρθεί ο ανασταλτικός έλεγχος των ανωτέρων κέντρων, τότε
απελευθερώνεται πλήρως η λειτουργία των κατωτέρων με την εμφάνιση χαρακτηριστικής
συμπεριφοράς ή νευρολογικής σημειολογίας. Έτσι, σύμφωνα με τον Jackson, ο εντοπισμός
μιας βλάβης στον εγκέφαλο δεν συνεπάγεται τον εντοπισμό μιας λειτουργίας, αφού αυτή
εκτείνεται σε πολλά «ανατομικά επίπεδα» και επομένως μόνο κατά ένα μέρος βλάπτεται.

Ο Karl Lashley (1890–1958) πίστευε ότι ο εγκέφαλος είναι υπεύθυνος για το σύνολο των
λειτουργιών του, ο φλοιός του είναι αδιαφοροποίητος και ότι, όπου κι αν βρίσκεται η βλάβη,
οι διαταραχές είναι όμοιες (Lashley 1951). Υποστήριζε ότι εκείνο που καθορίζει τη διαταραχή
44

της συμπεριφοράς είναι το μέγεθος της βλάβης στον εγκέφαλο, ενώ η θέση της είναι χωρίς
σημασία. Γενικά δεχόταν ότι μόνο σε μερικούς βασικούς άξονες της συμπεριφοράς υπάρχει
εντοπισμός ψυχικών λειτουργιών στον εγκέφαλο.

Αlexander Luria (1902-1977). Ο Σοβιετικός νευροψυχολόγος Luria (Luria 1972) ανέβασε τη


συζήτηση σε πολύ υψηλότερο επίπεδο· αντλώντας το υλικό του από τα πεδία των πολεμικών
συγκρούσεων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, συγκέντρωσε έναν τεράστιο αριθμό
περιπτώσεων τραυματικών εγκεφαλικών βλαβών, τις οποίες μελέτησε διεξοδικά με εργαλείο
μια ψυχολογία έντονα επηρεασμένη από τον μαρξισμό. Ο Luria υποστηρίζει την αρχή του
εντοπισμού, αλλά με έναν τρόπο που θυμίζει τον Flourens. Κατά τον Luria, ο εγκέφαλος
λειτουργεί ως ένα δυναμικό σύστημα και καμία ψυχολογική ιδιότητα δεν υπάρχει
απομονωμένη. Υποστηρίζει ότι η στενή εντοπιστική άποψη πρέπει να εγκαταλειφθεί και να
υιοθετηθεί η αρχή των λειτουργικών συστημάτων τα οποία διεκπεραιώνουν μεγάλης
κλίμακας ψυχολογικές διεργασίες. Το νευρωνικό υπόστρωμα κάποιας συγκεκριμένης
λειτουργίας ή συμπεριφοράς θα πρέπει να βρεθεί σε μια σειρά από εγκεφαλικές περιοχές,
στις σχέσεις μεταξύ αυτών των εγκεφαλικών περιοχών και στις διεργασίες μέσω των οποίων
συνδέονται, και όχι σε μια εξειδικευμένη ανατομική περιοχή. Εγκεφαλικές διεργασίες και
εγκεφαλικές περιοχές που συνδέονται μαζί σε μια ιδιαίτερη ψυχική λειτουργία ή συμπεριφορά
απαρτίζουν ένα εγκεφαλικό λειτουργικό σύστημα. Κάθε τέτοιο σύστημα καθορίζεται από την
παρουσία ενός σταθερού στόχου, πραγματοποιείται μέσω ποικίλων μεταβλητών μηχανισμών
και οδηγεί τη διεργασία σε ένα τελικό και σταθερό αποτέλεσμα. Ο Luria ξεχωρίζει τρία κύρια
λειτουργικά συστήματα, αποτελούμενα το καθένα από πολλά υποσυστήματα.
 Το σύστημα που είναι υπεύθυνο για τη ρύθμιση της εγρήγορσης.
 Το σύστημα που είναι υπεύθυνο για την πρόσληψη, αποθήκευση και επεξεργασία της
πληροφορίας που έρχεται από τον έξω κόσμο.
 Το σύστημα που είναι υπεύθυνο για τον προγραμματισμό, τη ρύθμιση και την
επαλήθευση της αυστηρά στοχοκατευθυνόμενης ψυχικής δραστηριότητας.
Κατά τον Luria οι ψυχικές διεργασίες του ανθρώπου γενικά, και η συνειδητή του
δραστηριότητα ειδικότερα, επιτελούνται πάντοτε με τη συμμετοχή και των τριών λειτουργικών
συστημάτων, καθένα από τα οποία παίζει τον δικό του ρόλο και συμβάλλει με τον δικό του
τρόπο στην επιτέλεσή τους και στην τελική απαρτίωση της συμπεριφοράς. Οι φυσιολογικές
διεργασίες προκαλούν την οργάνωση συγκεκριμένων εγκεφαλικών περιοχών και τις φέρνουν
σε σχέση μεταξύ τους. Αυτές οι διεργασίες είναι ενδιάμεσες δομές μεταξύ ανατομίας και
κυτταρικής λειτουργίας από τη μία μεριά, και υποκειμενικής εμπειρίας και συμπεριφοράς από
την άλλη. Οι συναισθηματικές εμπειρίες και διαταραχές είναι στενά συνδεδεμένες με αυτές τις
φυσιολογικές διεργασίες. Τα νευρωνικά υποστρώματα του συναισθήματος παράγουν
διεργασίες που με τη σειρά τους απαρτιώνουν διάφορες εγκεφαλικές περιοχές. Επομένως οι
φυσιολογικές διεργασίες παίζουν κεντρικό ρόλο στην κατανόηση «της γένεσης της ψυχής
από τον εγκέφαλο». Πολλά από τα λειτουργικά συστήματα και υποσυστήματα
αναπτύσσονται κατά τη βρεφική και την παιδική ηλικία. Ο Luria υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη
αυτή επηρεάζεται από τη διαπροσωπική επαφή (αρχικά σχέση μητέρας και παιδιού) και,
μέσω αυτής, από κοινωνικές και ιστορικές δυνάμεις. Τα εγκεφαλικά συστήματα της
προσοχής, π.χ., αναπτύσσονται ως απάντηση στις αλληλεπιδράσεις με αυτούς που πρώτοι
παρέχουν φροντίδα στο παιδί, και κυρίως με τη μητέρα.

Paul McLean (1913-2007). Ο P. McLean (McLean 1969, 1970, 1985) υποστηρίζει ότι ο
άνθρωπος κατά την πορεία της εξέλιξης έχει κληρονομήσει τη δομή και οργάνωση τριών
εγκεφαλικών τύπων, τους οποίους ονόμασε ερπετοειδή, παλαιοθηλαστικό και νεοθηλαστικό
εγκέφαλο.
Ο ερπετοειδής εγκέφαλος αποτελείται από το εγκεφαλικό στέλεχος και περιλαμβάνει μεγάλο
μέρος του δικτυωτού σχηματισμού, του μεσεγκεφάλου και των βασικών γαγγλίων. Είναι ο
πιο ενστικτικός και αυτοματικός από τους τρεις και καθορίζει στερεότυπες συμπεριφορές
σύμφωνα με οδηγίες βασισμένες στην αποτύπωση (imprinting), στην αρχαϊκή μάθηση και
την αρχαϊκή μνήμη, και καθορίζει ακόμη λειτουργίες όπως προσυνουσιακές και
συνουσιακές συμπεριφορές, τάισμα των παιδιών, κλπ.
45

Ο παλαιοθηλαστικός εγκέφαλος αποτελείται από το δρεπανοειδές σύστημα (limbic system)


και τις διασυνδέσεις του. Είναι ένα πλήρως απαρτιωμένο σύστημα τόσο από δομική όσο
και από λειτουργική άποψη, υπεύθυνο κυρίως για τη συναισθηματική επένδυση αναγκών
και κινήτρων. Περιλαμβάνει ακόμη συμπεριφορές όπως φροντίδα, μητρικές
συμπεριφορές, παιχνίδι, αρχαϊκά φωνήματα, κ.λπ.
Ο νεοθηλαστικός εγκέφαλος (μαζί με τον νεοφλοιό και τις στενά με αυτόν συνδεδεμένες
δομές του θαλάμου) είναι νεότερος εξελικτικά και υπεύθυνος για την εστιασμένη αισθητική
ανάλυση, τον συνδυασμό των κινήσεων, τη μνήμη, τον συνειρμό, τις γλωσσικές και
διανοητικές λειτουργίες.
Κατά την άποψη του McLean, η συνεργασία μεταξύ των τριών εγκεφάλων δεν είναι
αρμονική. Οι φυλογενετικά παλαιές περιοχές συγκρούονται με τις νέες, ειδικά ανθρώπινες,
και αυτή η σύγκρουση είναι το έδαφος της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας, όχι μόνο σε
ατομικό αλλά και σε ομαδικό και ιστορικό επίπεδο.

Η επικρατούσα τάση τόσο στην κλινική πράξη όσο και στην έρευνα είναι να συσχετίζονται
κλινικά σύνδρομα με συγκεκριμένες, εντοπισμένες ανωμαλίες ή διαταραχές στον εγκέφαλο.
Αυτή η τάση ωστόσο έρχεται σε αντίφαση με τα κλινικά δεδομένα και κατά πάσα πιθανότητα
οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Η επίμονη αναζήτηση της εντοπισμένης παθολογικής
εστίας στον εγκέφαλο, εστίας ανατομικής ή βιοχημικής, υπεύθυνης για την εκδήλωση
κάποιας ψυχοπαθολογικής φαινομενολογίας, δείχνει ότι η παράδοση των στενών
εντοπιστικών αντιλήψεων κυριαρχεί ακόμη στη σκέψη πολλών ψυχιάτρων, παρά τον όγκο
των δεδομένων που υποδεικνύουν άλλες κατευθύνσεις και επισημαίνουν την ανάγκη
δημιουργίας ενός ολιστικά απαρτιωμένου προτύπου εγκεφαλικής λειτουργίας.
Επιπροσθέτως, το πρότυπο της μόνης ανατομικής εστίας εντοπίζει την παθογένεση στο
ανατομικό επίπεδο, ενώ παραβλέπει το φυσιολογικό, το ψυχολογικό ή το κοινωνικό επίπεδο.
Οπωσδήποτε, τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά και η διερεύνηση του όλου θέματος δεν
μπορεί να γίνει χωρίς τον συνυπολογισμό των πολύπλοκων νευρωνικών κυκλωμάτων και
των πολλαπλών αμφίδρομων συστημάτων οδώσεως και αναστολής της λειτουργίας των
ανώτερων και των κατώτερων κέντρων του ΚΝΣ. Η δομική κατανόηση του ΚΝΣ δεν επαρκεί
για την ερμηνεία των ψυχικών λειτουργιών, οι οποίες απαρτιώνονται διά της συναρθρώσεως
και άλλων συστημάτων, όπως το αυτόνομο ΝΣ, το ορμονικό, το ανοσιακό, το
βιορυθμολογικό, το γονιδίωμα. Και πάντως ως βιολογικό υπόστρωμα θα πρέπει να νοείται
ένα ευρύτατο ανατομολειτουργικό συγκρότημα ευρισκόμενο σε πολύτροπες σχέσεις με το
φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον του και όχι απλώς μια μεμονωμένη ανατομική συσκευή.
Περισσότερο από δύο αιώνες κυριαρχίας της αναλυτικής σκέψης στην ιατρική, σε συνδυασμό
με τις ολοένα μεγαλύτερες τεχνολογικές δυνατότητες, οδήγησαν στη συσσώρευση ενός
τεράστιου όγκου πληροφοριών για τη λειτουργία του ΚΝΣ· ωστόσο, η εικόνα που έχει
σχηματιστεί για τη σχέση μεταξύ βιολογικού υποστρώματος και ψυχικών λειτουργιών
παραμένει ακόμη απογοητευτικά ασαφής και ενδεχομένως σε αρκετά σημεία να είναι
λανθασμένη. Εκείνο που απουσιάζει είναι η συνθετική και απαρτιωτική σκέψη που θα
συνέβαλλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση μιας δυναμικής εικόνας της σχέσης αυτής.

Συνάψεις, υποδοχείς και νευρομεταβιβαστές.


Συνάψεις. Το 1891 διατυπώθηκε από τον Waldayer για πρώτη φορά η άποψη ότι τα νευρικά
κύτταρα είναι μεν ανατομικώς ανεξάρτητα αλλά συνδέονται μεταξύ τους με συνάψεις.
Ωστόσο ο Sherrington ήταν αυτός που το 1897 εισήγαγε τον όρο «σύναψη» στην
νευροφυσιολογική βιβλιογραφία. Τα ερεθίσματα, οι πληροφορίες, οι εντολές κυκλοφορούν
από νευρώνα σε νευρώνα κωδικοποιημένα στη μορφή βιοηλεκτρικού ρεύματος.
Χαρακτηρίζεται βιοηλεκτρικό διότι κατά τη ροή του κατά μήκος του νευράξονα έχει
χαρακτήρα ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ κατά τη μεταβίβασή του από νευρώνα σε νευρώνα
έχει χαρακτήρα βιοχημικό. Τα σημεία λοιπόν επαφής μεταξύ των νευρώνων λέγονται
συνάψεις και οι αντίστοιχες επιφάνειες –προσυναπτική και μετασυναπτική, κατά τη φορά
της νευρικής ώσεως– οριοθετούν τον συναπτικό χώρο.
Οι υποδοχείς είναι εξειδικευμένες πρωτεΐνες της μεμβράνης, ικανές να αναγνωρίζουν, με
μεγάλη διακριτική ικανότητα, νευρομεταβιβαστές και σχετικά μόρια. Η αλληλεπίδραση του
46

νευρομεταβιβαστή με τον υποδοχέα προκαλεί μια σειρά βιοχημικών και βιοφυσικών


γεγονότων, που συντελούν στη μεταβίβαση του νευρικού μηνύματος ή σε κάποια άλλα
φυσιολογικά αποτελέσματα. Οι υποδοχείς είναι δυνατόν να μελετηθούν με τη χρήση
βιοχημικών δοκιμασιών. Ραδιοσεσημασμένα μόρια χρησιμοποιούνται για τη σήμανση των
θέσεων των υποδοχέων, με βάση την ικανότητα ενός ραδιενεργού ατόμου να παράγει
φωτογραφικές εικόνες όταν έλθει σε επαφή με κατάλληλο φωτογραφικό υλικό. Η
αυτοραδιογραφική απεικόνιση της κατανομής των υποδοχέων έχει εφαρμοσθεί στη μελέτη
της κατανομής και των χαρακτηριστικών φαρμάκων και νευρομεταβιβαστών στον
φυσιολογικό και τον πάσχοντα ανθρώπινο εγκέφαλο. Η καταγραφή της διασποράς των
υποδοχέων στον εγκέφαλο με τη χρήση αυτοραδιογραφικών μεθόδων έδειξε μια μεγάλη
ετερογένεια στην κατανομή τους.
Νευρομεταβιβαστές. Είναι ουσίες διά των οποίων πραγματοποιείται η μεταβίβαση των
ώσεων από τη μια συναπτική επιφάνεια στην άλλη. Ο Dale (1953) έδωσε την τελική και
σαφή διατύπωση σχετικά με τους νευρομεταβιβαστές, αν και προϋπήρξαν φυσιολόγοι,
όπως ο Du Bois Reymond, που είχαν προτείνει τη χημική μεταβίβαση των ερεθισμάτων.
Εξάλλου η ακετυλχολίνη και η αδρεναλίνη είχαν αναγνωρισθεί ως νευρομεταβιβαστικές
ουσίες στο περιφερικό ΝΣ από τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο ρόλος τους στη λειτουργία του
νευρικού συστήματος, αν και ακόμη σε μέγιστο βαθμό άγνωστος, φαίνεται ότι είναι
θεμελιώδης. Περαιτέρω αποκάλυψη της δομολειτουργικής φυσιογνωμίας τους θα ανοίξει
νέους δρόμους προς την κατανόηση των πολύπλοκων νευρωνικών συστημάτων, των
μηχανισμών όδωσης και αναστολής, αμοιβής και τιμωρίας, και γενικότερα της
συμπεριφοράς. Έχει υποστηριχθεί ότι μέσα από λεπτές μεταβολικές αλλαγές οι
νευρομεταβιβαστές είναι δυνατόν να μετατραπούν σε ενδοτοξίνες οι οποίες ενδέχεται να
συμβάλλουν στην παθογένεια και ανάπτυξη χρονίων νόσων του ΚΝΣ.
Η αδρανοποίηση των νευρομεταβιβαστών μετά την επιτέλεση της μεταβίβασης του
ερεθίσματος επιτυγχάνεται είτε δι' επαναπροσλήψεως από τη νευρική απόληξη εκ της
οποίας προέρχονται (reuptake), είτε μέσω διάχυσης πέραν της συναπτικής σχισμής, οπότε
αδρανοποιούνται με τη βοήθεια ενζύμων όπως η κατεχολ-0-μεθυλτραν-σφεράση (COMT)
και η μονοαμινοοξειδάση (ΜΑΟ). Υπάρχουν δύο τύποι ΜΑΟ. Η ΜΑΟ-Α και η ΜΑΟ-Β. Η
ΜΑΟ-Α συνδέεται εκλεκτικά και χρησιμοποιεί ως υπόστρωμα την 5-υδροξυτρυπταμίνη (5-
ΗΤ ή σεροτονίνη), τη νορεπινεφρίνη και την επινεφρίνη και εμπλέκεται μεταξύ άλλων και
στους μηχανισμούς της κατάθλιψης, ενώ η ΜΑΟ-Β χρησιμοποιεί τη φαινυλαιθυλαμίνη και
τη βενζυλαμίνη και ίσως εμπλέκεται στους μηχανισμούς ανάπτυξης της νόσου του Parkin-
son. Η τυραμίνη και η ντοπαμίνη χρησιμοποιούνται ως υποστρώματα και από τις δύο
μορφές της ΜΑΟ. Οι αναστολείς της ΜΑΟ-Α χρησιμοποιούνται στη θεραπεία της
κατάθλιψης, ενώ οι αναστολείς της ΜΑΟ-Β χρησιμοποιούνται στη θεραπεία της νόσου του
Parkinson.

Διακρίνονται σε διεγερτικούς, όπως το ασπαρτικό οξύ και το γλουταμινικό οξύ, και


ανασταλτικούς, όπως το γ-αμινοβουτυρικό οξύ, αλλά αυτό δεν είναι απόλυτο, διότι είναι
δυνατόν να υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο ίδιος νευρομεταβιβαστής συμμετέχει στην όδωση
μιας διαδικασίας και στην αναχαίτιση μιας άλλης. Μέχρι τώρα έχουν εξακριβωθεί και
μελετηθεί περί τους σαράντα νευρομεταβιβαστές, με σημαντικότερους τους παρακάτω.
Κατεχολαμίνες. Πρόδρομος ουσία των κατεχολαμινών είναι το αμινοξύ τυροσίνη, από το
οποίο προέρχονται, κατά τη σειρά των βιοχημικών διεργασιών που επιτελούνται υπό την
επίδραση κατάλληλων ενζύμων, η τυραμίνη, η DOPA, η ντοπαμίνη, η νοραδρεναλίνη, η
νορμετανεφρίνη, η 3μεθυλ-4-υδροξυφαινυλ-γλυκόλη (MHPG) και ο τελικός μεταβολίτης
βανιλυλμανδελικό οξύ. Η μετατροπή της νορμετανεφρίνης σε MHPG γίνεται διά της
μονοαμινοξειδάσης (MAO). Όλες οι κατεχολαμίνες εκτός από τις άλλες λειτουργίες τους
εμπλέκονται και στη ρύθμιση του συναισθήματος. Είναι δυνατόν να χορηγηθούν
ενδομυϊκώς, αλλά δεν διέρχονται τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και έτσι προκαλούν
περιφερικές εκδηλώσεις του τύπου διέγερσης του συμπαθητικού.
 Τυραμίνη. Έχει δράση έμμεσα συμπαθομιμητική. Βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες σε
μερικά τυριά και αδρανοποιείται στο έντερο και στο ήπαρ από τη ΜΑΟ-Α. Η αύξηση των
επιπέδων της τυραμίνης στο αίμα μπορεί να προκαλέσει απελευθέρωση νορεπινεφρίνης
47

από τις νοραδρενεργικές νευρωνικές απολήξεις. Η απέκκρισή της από τα ούρα, μετά από
διά του στόματος χορήγηση, έχει χρησιμοποιηθεί για τη διαφοροδιάγνωση της
ενδογενούς από τη νευρωσική κατάθλιψη.
 Νοραδρεναλίνη ή νορεπινεφρίνη. Είναι συγκεντρωμένη στον υποθάλαμο, κυρίως στον
υπομέλανα τόπο (locus coeruleus), έναν μικρό νοραδρενεργικό πυρήνα, με προβολές σε
όλον τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό, ο οποίος παράγει το 70% της εγκεφαλικής
νοραδρεναλίνης. Η βιοσύνθεσή της διαταράσσεται κατά την κατάθλιψη και μειώνονται τα
επίπεδα του τελικού της μεταβολίτη MHPG στα ούρα. Αυξάνεται η παραγωγή της κατά
την ψυχοκαταπόνηση (stress). Είναι η πηγή των ηλεκτρικών εκκενώσεων του REM
ύπνου και συμμετέχει στη διαμόρφωση υψηλών επιπέδων εγρήγορσης, αντιδράσεων
φόβου και άγχους. Όλο και περισσότερο γίνεται φανερή η σημασία του ισοζυγίου στη
δραστηριότητα νοραδρεναλίνης-σεροτονίνης για τη διατήρηση της φυσιολογικής
συναισθηματικής διάθεσης (νορμοθυμίας).
 Αδρεναλίνη ή επινεφρίνη. Ο ρόλος της αδρεναλίνης στο ΚΝΣ δεν έχει αποσαφηνισθεί,
αλλά συσχετίζεται η υπερπαραγωγή της με την αύξηση της επιθετικότητας. Η ποσότητά
της είναι μεγαλύτερη στην περιφέρεια (3:1) από ό,τι στο ΚΝΣ, στο οποίο κυριαρχεί η
νοραδρεναλίνη.
 Ντοπαμίνη. Προηγείται, κατά τη βιοσύνθεση, της νοραδρεναλίνης. Τα επίπεδα
παραγωγής της μειώνονται κατά τον ύπνο. Οι υποδοχείς της ντοπαμίνης διακρίνονται
στην ομάδα D1 (που περιλαμβάνει τους υποδοχείς D1 και D5) και στην ομάδα D2 (που
περιλαμβάνει τους υποδοχείς D2, D3 και D4). Βρίσκονται σε μεγάλη πυκνότητα στα
βασικά γάγγλια και σε διάφορες περιοχές του δρεπανοειδούς συστήματος και του
νεοφλοιού. Είναι ο σημαντικότερος μεταβιβαστής στα βασικά γάγγλια και εμπλέκεται
κυρίως σε κινητικές λειτουργίες. Οι νευρωνικοί μηχανισμοί που σχετίζονται με το σύστημα
ικανοποίησης στον υποθάλαμο και στο στέλεχος του εγκεφάλου χρησιμοποιούν ως
νευρομεταβιβαστή τη ντοπαμίνη. Η ρύθμιση λειτουργιών όπως λήψη τροφής και ύδατος
ελέγχεται από την ντοπαμίνη. Είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος της στην αύξηση της
εγρήγορσης, σε περιόδους κινδύνου και ψυχοκαταπόνησης. Κατά το τέλος της εφηβείας
παρατηρείται η μεγαλύτερη ντοπαμινεργική δραστηριότητα στον εγκέφαλο. Απώλειες
νευρικών κυττάρων ή αναστολή της λειτουργίας τους σε ντοπαμινεργικές περιοχές του
ΚΝΣ, όπως το ραβδωτό σώμα και η μέλαινα ουσία, έχουν άμεση σχέση με διαταραχές
της κινητικότητος παρκινσονικού τύπου. Το ομοβανιλικό οξύ, τελικός μεταβολίτης της
ντοπαμίνης, έχει βρεθεί σε χαμηλές συγκεντρώσεις στο ΕΝΥ καταθλιπτικών ασθενών με
απόπειρες αυτοκτονίας, κάτι που υποδηλώνει ότι μείωση της ντοπαμινεργικής
νευρομεταβίβασης ίσως συμβάλλει, οπωσδήποτε μαζί με άλλους παράγοντες, στην
εκδήλωση αυτοκτονικής συμπεριφοράς σε καταθλιπτικούς ασθενείς. Πολύ έχει συζητηθεί
ο ρόλος της ντοπαμίνης στις ψυχώσεις, και ιδιαίτερα στη σχιζοφρένεια, αν και φαίνεται
λογικό να υποθέσει κανείς ότι είναι απίθανο η δυσλειτουργία ενός και μόνο
νευρομεταβιβαστικού συστήματος να ευθύνεται για μια τόσο πολύπλοκη διαταραχή όπως
η σχιζοφρένεια. Οι υποδοχείς D2 θεωρούνται κύριοι στόχοι των αντιψυχωτικών
φαρμάκων.
 Διυδροξυφαινυλαλανίνη (DOPA). Σχηματίζεται στα επινεφρίδια, στο συμπαθητικό
σύστημα και στον εγκέφαλο. Διέρχεται τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Όταν χορηγείται
από έξω προκαλεί αύξηση του επιπέδου της εγρήγορσης, της δραστηριότητας και
ενδεχομένως ευφορικό συναίσθημα.
Η σεροτονίνη (5-ΗΤ, 5-υδροξυτρυπταμίνη) προέρχεται από το αμινοξύ τρυπτοφάνη. Τελικός
μεταβολίτης της είναι το 5-υδροξυ ινδολεακετικό οξύ (5-hydroxyindoleacetic acid, 5-HIAA).
Ένας άλλος μεταβολίτης της τρυπτοφάνης, η τρυπταμίνη, έχει δράση συμπαθομιμητική. Η
σεροτονίνη είναι, εκτός από νευρομεταβιβαστής στο ΚΝΣ, και ουσία που στην περιφέρεια
διαδραματίζει κάποιο ρόλο στις φλεγμονώδεις διεργασίες. Ανευρίσκεται στις απολήξεις των
νεύρων, στα αιμοπετάλια, στα βασεόφιλα ιστιοκύτταρα και στα εντεροχρωματινοφόρα
κύτταρα του βλεννογόνου του εντέρου. Ενέχεται στον ρυθμό ύπνος-εγρήγορση –με τις
συγκεντρώσεις της να μειώνονται κατά τη διάρκεια του ύπνου–, στη συναισθηματική
διάθεση, στην παρορμητικότητα, στην όρεξη για λήψη τροφής, στη μάθηση και στη
σεξουαλικότητα. Συμβάλλει στη ρύθμιση του συναισθήματος και ώς ένα βαθμό, όπως και η
48

νοραδρεναλίνη, στην τροποποίηση των ακατέργαστων πληροφοριών, αφού τους


προσδίδει συγκινησιακό τόνο. Έχει υποστηριχθεί ότι το σύστημα αναχαίτισης της
συμπεριφοράς, που από ανατομική άποψη εκτείνεται σε πυρήνες της ραφής, του
διαφανούς διαφράγματος και του ιππόκαμπου, είναι σεροτονινεργικό (Gray 1982). Κατά τις
καταθλίψεις ανευρίσκονται χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης στον εγκέφαλο και τρυπταμίνης
στα ούρα. Χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης στο ΕΝΥ έχουν βρεθεί και σε άλλες διαταραχές,
όπως στην ψυχαναγκαστική νεύρωση, στη βουλιμία, σε συμπεριφορές αυτοτραυματισμού
(Winchel and Stanley 1991), καθώς και στις ψυχοπαθητικές προσωπικότητες με στοιχεία
παρορμητικής επιθετικότητας και βίαιης συμπεριφοράς. Και η σοβαρή αυτιστική
συμπεριφορά φαίνεται ότι συσχετίζεται με δυσλειτουργίες του σεροτονινεργικού
συστήματος. Φάρμακα που αυξάνουν τη βιοδιαθεσιμότητα της σεροτονίνης στον συναπτικό
χώρο έχουν δράση αντικαταθλιπτική, αντιψυχαναγκαστική και αντιβουλιμική.
Ακετυλχολίνη. Από τις αρχές του 20ου αιώνα είναι γνωστή ως ενεργοποιός νευροορμόνη
του παρασυμπαθητικού σκέλους του αυτόνομου ΝΣ. Βρίσκεται σε όλες τις μεταγαγγλιακές
ίνες του παρασυμπαθητικού και σε μερικές του συμπαθητικού (ιδρωτοποιοί αδένες), σε
όλες τις προγαγγλιακές ίνες του αυτόνομου ΝΣ (συμπαθητικού και παρασυμπαθητικού),
στις απολήξεις των κινητικών νεύρων των σκελετικών μυών. Αδρανοποιείται ταχύτατα από
την ακετυλχολινεστεράση, τα επίπεδα της οποίας βρίσκονται χαμηλά σε πάσχοντες από
ψυχωτικές συνδρομές (Jope et al 1985), κάτι που ίσως σημαίνει ότι το χολινεργικό
σύστημα υπολειτουργεί σε αυτές τις καταστάσεις. Ο ρόλος της ακετυλχολίνης στη μάθηση
και στον ύπνο αποτελεί αντικείμενο συστηματικής διερεύνησης, όπως και ο ρόλος της στη
νόσο Alzheimer. Ουσίες που εμποδίζουν την αποδόμηση της ακετυλχολίνης μέσω
αναστολής της ακετυλχολινεστεράσης (φυσοστιγμίνη, νεοστιγμίνη, τα φυτοφάρμακα
παραθείο, ισοφθοριοφωσφάτη, νιτροστιγμίνη) ισχυροποιούν τη δραστηριότητα όλων των
χολινεργικών συνάψεων. Ορισμένες από αυτές, οι ονομαζόμενες οργανικές φωσφάτες,
προκαλούν μόνιμη και συνεπώς θανατηφόρο αναστολή της χολινεστεράσης και
χρησιμοποιούνται για την παρασκευή πολεμικών, «νευρικών», αερίων. Έχουν ακόμη
χρησιμοποιηθεί στο εργαστήριο για τη μελέτη των σχέσεων ακετυλοχολίνης και
συμπεριφοράς. Οι αμινοακριδίνες (βελνακρίνη, τακρίνη) είναι ουσίες που αποκλείουν την
ακετυλχολινεστεράση και βελτιώνουν τη δραστηριότητα της ακετυλχολίνης στις συνάψεις.
Το κουράριο, το οποίο δεν δρα στο ΚΝΣ ούτε στο αυτόνομο ΝΣ διότι δεν διέρχεται τον
αιματοεγκεφαλικό φραγμό, μπλοκάρει την ακετυλχολινική μεταβίβαση στη νευρομυϊκή
πλάκα και προκαλεί μυϊκή παράλυση προκαλώντας τον θάνατο από παράλυση των
αναπνευστικών μυών.
γ-αμινοβουτυρικό οξύ, GABA. Υπάρχει τουλάχιστον στο 25% όλων των συνάψεων του
ΚΝΣ. Συμμετέχει σε διαδικασίες αναστολής της διέγερσης του νευρικού κυττάρου. Η
νευρωνική λειτουργία, στο επίπεδο διέγερσης–αναστολής, ρυθμίζεται από την ισορροπία
μεταξύ GABA και γλουταμινικού οξέως. Η υπέρμετρη έκλυση γλουταμινικού οξέως είναι
δυνατόν να προκαλέσει επιληπτική κρίση. Έχουν επισημανθεί δυσλειτουργίες του GABA
στις επιληψίες, και ουσίες που αυξάνουν τη βιοδιαθεσιμότητά του στις συνάψεις έχουν
χρησιμοποιηθεί ως φάρμακα αντιεπιληπτικά. Το GABAεργικό σύστημα, σαφώς αγχολυτικό,
είναι και εστία δράσης των βενζοδιαζεπινών, για τις οποίες υπάρχουν ειδικοί υποδοχείς στο
ΚΝΣ.
Γλουταμάτη. Η γλουταμάτη θεωρείται ο πλέον διεγερτικός νευρομεταβιβαστής του ΚΝΣ. Η
υπερλειτουργία των υποδοχέων της έχει ενοχοποιηθεί για την πρόκληση αγχωδών
εκδηλώσεων, των θετικών συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας, καθώς και για
νευροεκφυλιστικές διεργασίες που σχετίζονται με τη νόσο Alzheimer (Lawlor and Davis
1992). Το σύστημα της γλουταμάτης είναι δυνατόν να προκαλέσει νευροεκφύλιση μέσω
ενός μηχανισμού διεγερτικής τοξικότητας των κυττάρων. Σε πολλές συνάψεις οι
περισσότερες δράσεις του ανασταλτικού GABA αναχαιτίζονται από τις επιδράσεις της
γλουταμάτης.
Ασπαρτικό οξύ και γλουταμινικό οξύ. Φαίνεται ότι αυτά τα διεγερτικά αμινοξέα παίζουν
σημαντικό ρόλο στις λειτουργίες της μάθησης. Ειδικότερα το γλουταμινικό οξύ είναι χημικός
διαβιβαστής των κύριων νευρωνικών οδών που βρίσκονται στον ιππόκαμπο, εγκεφαλική
δομή που πρωταγωνιστεί στις λειτουργίες μάθησης και απομνημόνευσης. Σε αυτές τις
49

περιοχές η συναπτική μεταβίβαση επιτελείται ουσιαστικώς διά του γλουταμινικού οξέως. Οι


υποδοχείς του γλουταμινικού οξέως ανήκουν σε δύο κατηγορίες, στους ιοντοτρόπους,
συνδεδεμένους με κανάλια ιόντων (καϊνικό οξύ, AMPA, NMDA) που επιτρέπουν τη
διέλευση ιόντων, και έναν μεταβοτροπικό υποδοχέα ο οποίος συνδέεται με δεύτερους
ενδοκυττάριους μεταβιβαστές, η διέγερση των οποίων προκαλεί την ενεργοποίηση
επόμενων, ενδοκυττάριων, αγγελιαφόρων. Οι υποδοχείς AMPA ενισχύουν τα επίπεδα του
γλουταμινικού οξέως στο ΚΝΣ.
Εγκεφαλίνες και ενδορφίνες ή οπιοειδή πεπτίδια ή μορφινομιμητικά. Ανεκαλύφθησαν
κατά τη δεκαετία του '70 (Καλλαράς 1982, Κασβίκης 1985). Μεγάλες συγκεντρώσεις τους
έχουν επισημανθεί στη φαιά ουσία του εγκεφαλικού στελέχους, στα βασικά γάγγλια, στον
υποθάλαμο, στην υπόφυση και σε ιστούς της περιφέρειας (προστάτη και σπερματικές
ληκύθους). Φαίνεται ότι εμπλέκονται σε διεργασίες αναστολής των γοναδοτροπινών και της
θυρεοειδοτρόπου ορμόνης, ενώ κινητοποιούν την παραγωγή αυξητικής ορμόνης,
προλακτίνης, ACTH και βαζοπρεσσίνης. Έχουν περιγραφεί (Martin et al 1976) πέντε τύποι
υποδοχέων των οπιοειδών –οι δ (δέλτα), ε (έψιλον), μ (μι), κ (κάππα), σ (σίγμα)– και ο
ρόλος τους σε ποικίλες ψυχολογικές διεργασίες είναι αντικείμενο εντατικής μελέτης.
Λαμβάνουν μέρος στην αντίληψη της αίσθησης του άλγους και στη ρύθμιση της διάθεσης.
Έχουν φαρμακολογικές ιδιότητες που σε γενικές γραμμές μοιάζουν με εκείνες των
αλκαλοειδών του οπίου, δηλαδή προκαλούν αναλγησία, ευφορία, ανοχή και εξάρτηση.
Καταστέλλουν τη σεξουαλική απάντηση και καθυστερούν την εκσπερμάτωση. Εκκρίνονται
κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής διέγερσης και της συνουσίας, και ίσως ενέχονται στον
περιορισμό της αντιληπτικότητας και στη θόλωση της συνείδησης που συμβαίνει κατά τη
διάρκεια της συνουσίας και κυρίως στη φάση του οργασμού (Murphy 1981). Έχει
επισημανθεί αύξηση των επιπέδων της β-ενδορφίνης στο ΕΝΥ σχιζοφρενών, ενώ ένα
παράγωγο της γ-ενδορφίνης βρέθηκε ότι έχει δράση αντιψυχωτική και έγιναν προσπάθειες
θεραπευτικής χρησιμοποίησής του σε πάσχοντες από σχιζοφρένεια, χωρίς ιδιαιτέρως
ενθαρρυντικά αποτελέσματα.

Η περίοδος του άκρατου βιολογικού αναγωγισμού (biological reductionism) που διανύει η


ψυχιατρική στην εποχή μας τείνει να προσδώσει στους νευρομεταβιβαστές, και στο γονιδιακό
υπόστρωμα, νευραλγικό ρόλο για την ερμηνεία της αιτιοπαθογένειας πλήθους ψυχικών
διαταραχών. Μεταιχμιακές προσωπικότητες, αλκοολικοί, καπνιστές, χρήστες κοκαΐνης,
χασισοχρήστες, παιγνιομανείς, σαδιστές, καταθλιπτικοί, σχιζοφρενείς, ονυχοφάγοι,
κλεπτομανείς, επιθετικές λεσβίες, όσοι ξυλοδέρνουν τις συζύγους τους, όλοι αυτοί και πολλοί
άλλοι ακόμη (van Kammen 1987) αποτελούν προνομιακό πεδίο μελέτης για τη διερεύνηση
διαταραχών στο επίπεδο κάποιου ή κάποιων νευρομεταβιβαστών, και σε λίγα χρόνια
προβλέπεται να ακολουθήσουν και τα γονίδια. Είναι προφανές ότι αυτή η τάση, με τη
μονομέρεια που τη διακρίνει και την επιδεικτική αποστροφή της προς τις ψυχοκοινωνικές
προσεγγίσεις, θα οδηγήσει σε μια άλλου είδους πτώχευση και ενδεχομένως στη
γελοιοποίηση της ψυχιατρικής, μετά τη θλιβερή περιπέτεια της ψυχανάλυσης που και αυτή
είχε ακολουθήσει παρόμοια μονοπάτια.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΚΑΛΛΑΡΑΣ Κ. (1982). Ενδογενή οπιοειδή πεπτίδια. Ελληνική Ιατρική 48:253-270.
ΚΑΣΒΙΚΗΣ Ι. (1985). Ο ρόλος των ενδογενών οπιοειδών πεπτιδίων στις αντιδράσεις προσαρμογής. Εγκέφαλος
22:28-33.

CANNON WB. (1929). Bodily Changes in Pain, Hunger, Fear and Rage. New York.
CHANGEUX JP. (1983). L’homme neuronal. Fayard, Paris.
COREN S, HALPERN DF. (1991). Left-handedness: a maker for decreased survival fitness. Psychological Bulle-
tin 109(1):90-106.
CORSELLIS JA. (1970). The neuropathology of temporal lobe epilepsy. Mod Trends Neurol.;5(0):254-70.
CROW TJ et al, (1989). Schizophrenia as an anomaly of development of cerebral asymmetry. A post-mortem
study and a proposal concerning the genetic basis of the disease. Arch. Gen. Psychiatry, 46:1145-1150.
FLOR-HENRY P. (1984). Cerebral Basis of Psychopathology. Boston: J. Wright.
FRITSCHI L, et al (2007). Left-handedness and risk of breast cancer. Br J Cancer. 3;97(5):686-7.
GRAY JA. (1982). The neuropsychology of Anxiety: An inquiry into the functions of the septo-hippocampal sys-
tem. New York. Oxford University Press.
50

JOPE RS et al (1985). Cholinergic process in blood samples from patients with major psychiatric disorders. Biol.
Psychiatry 20(12):1258-66.
KRISHNAH K et al. (1992). Magnetic Resonance Imaging of the caudate nuclei in depression. Arch. Gen. Psy-
chiat. 49(7):553-557.
LASHLEY KS. (1951). Cerebral Mechanisms of Behaviour.
LAWLOR BA, DAVIS KL. (1992). Does modulation of glutamatergic function represent a viable therapeutic strat-
egy in Alzheimer’s disease? Biol. Psychiatry, 31:337-350.
LURIA A. (1973). The Working Brain. Basic Books. New York.
MARTIN WR et al. (1976). The effects of morphine- and nalorphine- like drugs in the nondependent and mor-
phine-dependent chronic spinal dog. J Pharmacol Exp Ther. 197(3):517-32.
McLEAN P. (1970). The triune brain, emotion and scientific bias. In: The Neurosciences, Second Studt Program
(eds F.O. Schmidt & F.G. Worden) pp336-349. New York: Rockerfeller University Press.
McLEAN P. (1985). Evolutionary Psychiatry and the triune brain. Psychol. Med. 15:219-221.
McLEAN, P. (1969). The Paranoid Streak on Man. In: A. Koestler and J. Smythies (Des) Beyond Reductionism.
Hutchinson. London.
MORAVEC H. (1988). Mind Children: The future of robot and human intelligence. Cambridge, Mass: Harvard
University Press.
MORUZZI G, MAGOUN HW. (1949). Brain stem reticular formation and activation of the EEG. Clin. Neurophysiol.
1:433-455.
MURPHY MR. (1981). Endogenous opiates and the mechanism of male sexual behaviour.
PENFIELD W, RASMUSSEN T. (1950). The Cerebral Cortex of Man. New York, Macmillan.
SEARLEMAN A, FUGALI A. (1987). Suspected autoimmune disorders and left-handedness: evidence from indi-
viduals with diabetes, Crohn’s disease and ulcerative colitis. Neuropsychologia, 25(2):367-374.
SPERRY RW. (1952) Neurology and the mind-brain problem. Am. Sci. 40, 291-312.
SPERRY RW. (1966) Brain bisection and mechanisms of consciousness. In Brain and Conscious Experience (ed.
Eccles JC), pp. 298-313. Springer, New York.
TAYLOR J. (1931). Selected Writings of Iohn Hughlings Jackson. Hobber and Stoughton. London.
Van KAMMEN DP. (1987).5-HT, a Neurotransmitter for all seasons? Biol Psychiatry 22:1-3
WINCHEL RM, STANLEY M. (1991). Self-injurious behavior: A review of the behavior and biology of self-
mutilation. Am J Psychiatry, 148:306-317.

5. ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Η επίδραση που ασκούν οι ορμόνες στη διαμόρφωση της ιδιοσυγκρασίας, του ψυχισμού,
των βιωμάτων και των συναισθημάτων, των ορμέμφυτων και των στοχοκατευθυνόμενων
συμπεριφορών αλλά και της ψυχοπαθολογίας είναι μεγάλη. Πρόκειται για ουσίες που
σχηματίζονται είτε στους ενδοκρινείς αδένες (αδενικές ορμόνες) είτε σε ειδικά κυτταρικά
συστήματα (ιστικές ή κυτταρικές ορμόνες). Οι αδενικές ορμόνες απελευθερώνονται από τους
αδένες στο αίμα και επιδρούν σε συγκεκριμένα όργανα ή διεγείρουν την έκκριση ορμονών
από άλλους αδένες. Οι ιστικές και κυτταρικές ορμόνες είναι δραστικές μόνο στον τόπο
έκκρισής τους, δηλαδή στους αντίστοιχους ιστούς ή κύτταρα. Οι κυριότεροι ενδοκρινείς
αδένες είναι η πρόσθια υπόφυση ή αδενοϋπόφυση, η οπίσθια υπόφυση ή νευροϋπόφυση, το
κωνάριο ή επίφυση, ο θυρεοειδής, οι παραθυρεοειδείς αδένες, ο θύμος, το πάγκρεας, τα
επινεφρίδια, οι ωοθήκες και οι όρχεις. Ο υποθάλαμος έχει επίσης και σημαντικότατη
ορμονική λειτουργία. Οι ορμόνες συμβάλλουν στη ρύθμιση της ισορροπίας πολλών
οργάνων, λειτουργικών συστημάτων και ολόκληρου του οργανισμού διά της συμμετοχής
51

τους στην εκπλήρωση ουσιωδών λειτουργιών όπως: Μορφογένεση, ανάπτυξη και ωρίμανση
του οργανισμού, ρύθμιση του μεταβολισμού, ρύθμιση του εσωτερικού περιβάλλοντος (millieu
interieur), ώστε να διευκολύνεται η προσαρμογή στις εξωτερικές συνθήκες, διέγερση ή
καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος. Πέρα από τις επιπρόσθετες κοινωνικές και
ιστορικές αιτίες, οι διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, νεαρών και ηλικιωμένων στο
επίπεδο του ψυχισμού, της συμπεριφοράς και των πραγματοποιήσεων, οφείλονται και στις
ορμονικές διαφορές, αρχίζοντας από τον τρόπο έκκρισης, ο οποίος στους άνδρες είναι
τονικός, ενώ στις γυναίκες είναι και κυκλικός. Οι περισσότερες από τις γνωστές ορμόνες
επηρεάζουν τη λειτουργία του νευρικού συστήματος, αλλά και οι αδένες βρίσκονται άμεσα ή
έμμεσα κάτω από την επίδραση του νευρικού συστήματος. Μεταβολές στα επίπεδα των
κυκλοφορούντων στο αίμα ορμονών μπορεί να έχουν χαρακτηριστικές επιπτώσεις τόσο στη
διαδικασία της νευρομεταβίβασης όσο και στη συμπεριφορά. Οι επιπτώσεις των ορμονών
στην ψυχική σφαίρα και στη συμπεριφορά μπορεί να είναι άμεσες (π.χ. αδρεναλίνη),
συνήθως όμως είναι έμμεσες.

Υποθάλαμος. Οι εκλυτικοί παράγοντες ή εκλυτίνες είναι πολυπεπτίδια, τα οποία παράγονται


στον υποθάλαμο, μεταφέρονται στην υπόφυση διά της κυκλοφορίας του αίματος και
οδώνουν την απελευθέρωση των ορμονών της προσθίας υποφύσεως και ορισμένων
περιφερικών αδένων.
Εκλυτίνη της αυξητικής ορμόνης (growth hormone releasing hormone, GHRH). Παράγεται
στον υποθάλαμο και δρα στην υπόφυση. Ρυθμίζει την έκκριση της αυξητικής ορμόνης.
Μελέτες σε ζώα έδειξαν ότι η χορήγηση της GHRH οδώνει την πρόσληψη τροφής. Έχει
υποστηριχθεί ότι μείωση της παραγωγής της ενδέχεται να σχετίζεται με την ανάπτυξη της
ψυχογενούς ανορεξίας στον άνθρωπο (Vaccarino et al 1994).
Εκλυτίνη της κορτικοτροπίνης (corticotropin releasing hormone, CRH). Παράγεται στον
υποθάλαμο και δρα στην υπόφυση (Chrousos 1992). Είναι νευροπεπτίδιο του οποίου
προσφάτως επετεύχθη και η σύνθεση. Υπάρχει συνεργική δράση μεταξύ CRH και
βαζοπρεσσίνης, διά της οποίας ισχυροποιείται η συσσώρευση του κυκλικού AMP. Παίζει
ρόλο κλειδί στην έκκριση της αδρενοκορτικοτροπικής ορμόνης ACTH, διά ενεργοποιήσεως
της εκκρίσεως της προοπιομελανοκορτίνης (POMC), προδρόμου ουσίας της ACTH. Παίζει
σημαντικό συντονιστικό ρόλο στην απαρτίωση των ενδοκρινικών, νευροενδοκρινικών,
αυτονομικών και κεντρικών συμπεριφερικών απαντήσεων στην ψυχοκαταπόνηση, σε
συνδυασμό με άλλες ουσίες όπως Ca++, κατεχολαμίνες, πεπτίδια (βαζοπρεσσίνη,
χολοκυστοτονίνη). Υποστηρίζεται ότι η υπερέκκρισή της συμβάλλει στην κλινική
φαινομενολογία της κατάθλιψης. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η κατάθλιψη ίσως σχετίζεται με
υποθαλαμικές διαταραχές, με συνέπεια την υπερέκκριση της CRH και αποτέλεσμα τη
γνωστή μεγάλη υπερκορτιζολαιμία των καταθλιπτικών. Υπάρχει στενή και διαρκής
βιοαναδρασιακή σχέση μεταξύ υποθαλάμου, υποφύσεως και επινεφριδιακού φλοιού, σε
τέτοιο βαθμό ώστε να διαμορφώνεται ένας υποθαλαμο-υποφυσεο-επινεφριδιακός άξονας
(hypothalamic-pituitary-adrenal axis, HPA). H δραστηριότητα του HPA εξαρτάται από τα
επίπεδα εκκρίσεως της CRH και η υπερλειτουργία του συχνά συνδέεται με προσβολές
άγχους ή κατάθλιψης.
Γοναδοτροπινική εκλυτίνη (gonadotropin releasing hormone, GnRH). Προκαλεί την
απελευθέρωση των γοναδοτροπινών Α και Β από την υπόφυση.
Βαζοπρεσσίνη ή αντιδιουρητική ορμόνη ή πιτρεσσίνη (ADH). Παράγεται στον
υποθάλαμο και εκκρίνεται από τη νευροϋπόφυση. Μειώνει τη διούρηση και αυξάνει την
αρτηριακή πίεση. Ρυθμίζει την ηλεκτρολυτική ισορροπία και επηρεάζει την πείνα και τη
δίψα. Η παραγωγή της αυξάνεται σε καταστάσεις ψυχοκαταπόνησης (stress). Η χορήγησή
της σε ζώα, παράλληλα με την αύξηση της αρτηριακής πιέσεως, προκαλεί αύξηση της
εγρηγόρσεως και καθυστερεί την εξαφάνιση συμπεριφορών που αποκτήθηκαν κάτω από
δυσμενείς συνθήκες. Υψηλά επίπεδα βαζοπρεσσίνης έχουν βρεθεί σε πάσχοντες από
ψυχογενή ανορεξία, ενώ χαμηλά επίπεδα στο ΕΝΥ έχουν συνδεθεί με τον αυτισμό και με τη
βαρύτητα των ιδεοψυχαναγκαστικών συμπτωμάτων. Η κεντρική χορήγησή της στους
ανθρώπους επηρεάζει ορισμένες νοητικές διαδικασίες και συμπεριφορές που σχετίζονται
με την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (Altemus et al 1992). Η περιφερική της χορήγηση
52

επιδρά στις μνημονικές λειτουργίες. Οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της


βαζοπρεσσίνης χρησιμοποιούνται ως αντιυπερτασικά φάρμακα, αλλά οι πιθανόν αρνητικές
ψυχιατρικές επιπτώσεις από τη χρήση τους δεν έχουν διευκρινισθεί.
Αγγειοτενσίνη Ι και αγγειοτενσίνη ΙΙ. Η αγγειοτενσίνη Ι προκαλεί σύσπαση των μικρών
αγγείων και αύξηση της πιέσεως. Η αγγειοτενσίνη ΙΙ δίδει σήματα στον εγκέφαλο για
έλλειψη υγρών προκαλώντας έτσι το αίσθημα της δίψας και συμπεριφορές αναζήτησης
ύδατος. Πυροδοτεί την έκκριση αδρενοκορτικοτρόπου ορμόνης και βαζοπρεσσίνης από την
υπόφυση.
Σωματοστατίνη. Είναι ένα τετραδεκαπεπτίδιο και μαζί με τον παράγοντα Ρ, καθώς και άλλες
ουσίες, τις λεγόμενες εγκεφαλοεντερικές ορμόνες (brain-gut hormones), εκκρίνεται τόσο
στον εγκέφαλο όσο και στο έντερο. Φαίνεται ότι έχει μια τριπλή ιδιότητα. Στην υπόφυση
δρα ως ανασταλτική νευροορμόνη, στο ΚΝΣ ως νευρομεταβιβαστής και στην περιφέρεια
ως κλασική ορμόνη. Αρχικά θεωρήθηκε ανασταλτικός παράγων της εκκρίσεως αυξητικής
ορμόνης από την υπόφυση, αλλά προκαλεί αναστολή εκκρίσεως και της
αδρενοκορτικοτροπικής ορμόνης, και έτσι επιδρά στη λειτουργία του
υποφυσεοεπινεφριδιακού άξονα. Γενικότερα, ίσως είναι ρυθμιστική ουσία της
δραστηριότητας του ΚΝΣ, αφού ανιχνεύεται διεσπαρμένη σε όλο το ΚΝΣ. Μεταβάλλει τη
διεγερσιμότητα του νευρικού κυττάρου, ρυθμίζει τη δραστηριότητα των νευρομεταβιβαστών
και ρυθμίζεται από αυτήν. Έτσι φαίνεται ότι έχει σχέση με τη συμπεριφορά και την
ψυχοπαθολογία. Οι στενές σχέσεις μεταξύ σωματοστατίνης και πλήθους ρυθμιστών της
δραστηριότητας του ΚΝΣ, καθώς και η ικανότητά της να ρυθμίζει φυτικές και ενδοκρινικές
λειτουργίες, οι οποίες διαταράσσονται κατά τις συναισθηματικές νόσους, δείχνει ότι οι
διαταραχές της δραστηριότητάς της πιθανόν να αντανακλούν τις φυσιολογικές και
βιοχημικές μεταβολές που συνοδεύουν τις συναισθηματικές νόσους (Rubinow 1986) ή και
να συμβάλλουν σε αυτές. Έχει βρεθεί μείωση της σωματοστατίνης στην κατάθλιψη και
αύξησή της στη μανία.

Υπόφυση. Είναι γνωστή από τις αρχές του 20ου αιώνα η στενή σχέση της υπόφυσης με τον
υποθάλαμο (Cushing 1927). Αποτελείται από δύο τμήματα η λοβούς: τον πρόσθιο λοβό ή
αδενοϋπόφυση που παράγει τις ορμόνες: αυξητική, αδρενοκορτικοτροπική, γοναδοτροπίνες
(θυλακοτρόπο και ωχρινοτρόπο), προλακτίνη και θυρεοειδοτρόπο, και τον οπίσθιο λοβό ή
νευροϋπόφυση που παράγει την αντιδιουρητική ορμόνη και την ωκυτοκίνη. Οι λειτουργίες
της υποφύσεως ελέγχονται από διεγκεφαλικές δομές, που και αυτές βρίσκονται υπό τον
έλεγχο του εγκεφαλικού φλοιού.
Αυξητική ορμόνη ή σωματοτροπική ορμόνη (growth hormone GH, somatotrophic hormone).
Παράγεται κυρίως κατά τη διάρκεια του ύπνου βραδέων κυμάτων και επομένως μειώνεται η
παραγωγή της με την πάροδο της ηλικίας. Προάγει την πρωτεϊνοσύνθεση και την κυτταρική
αναζωογόνηση. Έχει λιπολυτικές δράσεις και προκαλεί ανακατανομή του σωματικού
λίπους. Επειδή βελτιώνει ορισμένα συμπτώματα του γήρατος, όπως η ελάττωση της μυϊκής
μάζας και της οστικής πυκνότητας, υποστηρίχθηκε ότι εμπλέκεται σε μηχανισμούς
καθυστέρησης του γήρατος. Ενδέχεται να προκαλεί αύξηση της ψυχοκινητικής
δραστηριότητος. Η εξωτερική της χορήγηση ενδεχομένως συσχετίζεται με σακχαρώδη
διαβήτη ή καρκινογένεση.
Αδρενοκορτικοτροπική ορμόνη (adrenocorticotrophic hormone, ACTH). Προέρχεται από
την προοπιομελανοκορτίνη (POMC), η οποία μετά από επεξεργασία στην πρόσθια
υπόφυση μετατρέπεται σε ACTH καθώς και σε άλλες ουσίες που επιδρούν στη
διαμόρφωση της αμυντικής συμπεριφοράς. H έκκρισή της από την πρόσθια υπόφυση
βρίσκεται υπό πολυορμονικό έλεγχο. Προκαλεί τη σύνθεση και έκκριση κορτικοειδών
ορμονών από τον φλοιό των επινεφριδίων, οι οποίες κατά κλασικό βιοαναδραστικό τρόπο
αναστέλλουν την έκκρισή της. Με την εξαίρεση της αλδοστερόνης όλα τα κορτικοειδή
εκκρίνονται μέσω της ACTH. Παίζει σημαντικό ρόλο ως ορμόνη της προσαρμογής.
Σύμφωνα με τον Seley (1956, 1974), όλοι οι φυσικοί και ψυχικοί στρέσσορες προκαλούν
αύξηση της παραγωγής ACTH, μέσω του υποθαλάμου, του συμπαθητικού σκέλους του
αυτόνομου ΝΣ, και της προσθίας υποφύσεως. Φαίνεται ότι είναι δυνατόν να προκαλέσει
53

ευφορικές αντιδράσεις και να πυροδοτήσει ψυχωτικές εκδηλώσεις όταν χορηγείται


φαρμακευτικώς.
Γοναδοτροπίνες. Γοναδοτροπίνη Α ή θυλακοτρόπος ορμόνη (follicle stimulating hormone,
FSH) και γοναδοτροπίνη Β ή ωχρινοτρόπος ορμόνη (luteneizing hormone, LH). Η
θυλακοτρόπος ορμόνη στις γυναίκες προκαλεί αύξηση του μεγέθους των ωοθυλακίων, την
ωρίμανσή τους και την έκκριση οιστρογόνων. Στους άνδρες προάγει την σπερματογένεση.
Η ωχρινοτρόπος ορμόνη προκαλεί την ωορρηξία και την ανάπτυξη του ωχρού σωματίου
στις γυναίκες και διεγείρει την παραγωγή προγεστερόνης. Στους άνδρες, σε συνεργασία με
τη θυλακοτρόπο, διεγείρει τα κύτταρα του όρχεως για παραγωγή τεστοστερόνης.
Προλακτίνη. Επιδρά στο ωχρό σωμάτιο και διεγείρει την έκκριση προγεστερόνης. Επιδρά
στον μαστό συμβάλλοντας στην ανάπτυξή του και στην έκκριση γάλακτος. Ίσως σχετίζεται
με συμπεριφορές της μητέρας που αποσκοπούν στο τάϊσμα του βρέφους, όχι μόνο διά του
θηλασμού αλλά και γενικότερα (breeding behaviour). Στα πτηνά συμβάλλει στην
τακτοποίηση των αυγών κατά τη διάρκεια της επώασης, ώστε να θερμαίνονται ομοιόμορφα
με το σώμα και τα φτερά του πτηνού. Στα ζώα γενικώς συμβάλλει στην επιλογή και
προετοιμασία του τόπου όπου θα γίνει ο τοκετός, στην καθαριότητα μετά τον τοκετό, στην
παρακολούθηση και φροντίδα των νεογνών. Η τρυπτοφάνη εμπλέκεται στις διαδικασίες
παραγωγής της προλακτίνης.
Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (thyroid stimulating hormone, TSH). Προάγει τη βιοσύνθεση των
θυρεοειδικών ορμονών και την έκκρισή τους από τον θυρεοειδή αδένα.
Ωκυτοκίνη. Παράγεται στον υποθάλαμο αλλά εκκρίνεται από την οπίσθια υπόφυση. Μέχρι
πρόσφατα ήταν γνωστή για τη μητροσυσταλτική της δράση κατά τη διάρκεια του τοκετού
και για τη θετική συμβολή της στην ανάπτυξη της γαλακτόρροιας. Σε μελέτες σε ζώα
φάνηκε ότι δρα σε περιοχές του εγκεφάλου γνωστές για την εμπλοκή τους στη σεξουαλική
συμπεριφορά, στις συμπεριφορές αναζήτησης σωματικής επαφής, τρυφερότητας και
συναδέλφωσης. Υπάρχουν όμως ενδείξεις για ιδιάζουσες επιδράσεις της και στην
ανθρώπινη ψυχική σφαίρα, λειτουργώντας ως ωθητικό της σεξουαλικής επιθυμίας,
διεγείροντας συναισθήματα που επενδύουν τη σεξουαλική διέγερση και τον οργασμό. Τα
επίπεδά της στο αίμα ανδρών βρέθηκε ότι είναι 3-4 φορές υψηλότερα από τα φυσιολογικά
κατά τα λίγα λεπτά που προηγούνται της εκσπερματώσεως. Μετά τη συνουσία συμβάλλει
στη δημιουργία συναισθήματος χαλάρωσης και ικανοποίησης. Δρα και στα δύο φύλα και
συμβάλλει στον συντονισμό πολλών ευχάριστων κοινωνικών και σεξουαλικών
αλληλεπιδράσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών. Όπως και η προλακτίνη, ωθεί τις μητέρες
σε μια «τροφική σχέση» με το νεογνό, αυξάνει τη διάθεση του γονέως για χάδια.
Μελανοτροπίνη. Εκκρίνεται από τα ενδιάμεσα μεταξύ πρόσθιας και οπίσθιας υπόφυσης
κύτταρα. Προκαλεί την παραγωγή μελανίνης στα δερματικά κύτταρα και βοηθά στην
προσαρμογή του οφθαλμού στο σκοτάδι.

Κωνάριο ή επίφυση. Μέχρι πρόσφατα δεν είχε κατορθωθεί να του αποδοθεί κάποια
λειτουργία, αν εξαιρέσει κανείς τη γνωστή εικασία του Καρτέσιου ότι αποτελεί το κέντρο της
ψυχής. Το ότι συχνά μετά την εφηβεία ασβεστοποιείται είχε οδηγήσει στην ατεκμηρίωτη
υπόθεση ότι παίζει κάποιο ρόλο στην προεφηβική ανάπτυξη. Κατά τη δεκαετία του '70
βρέθηκε ότι στο κωνάριο παράγεται από τη σεροτονίνη η ορμόνη μελατονίνη, η οποία τώρα
βρίσκεται στο επίκεντρο μιας σειράς μελετών που σχετίζονται με τους βιορυθμούς, τον ύπνο
και την κατάθλιψη.
Η μελατονίνη παράγεται από την τρυπτοφάνη και εκκρίνεται κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ο
ρυθμός έκκρισής της παρουσιάζει έναν χαρακτηριστικό ημερήσιο και ετήσιο ρυθμό. Τα
επίπεδα παραγωγής της καθορίζονται από τη διάρκεια της φωτοπεριόδου του 24ωρου
(Boyce and Kennaway 1987). Κατά τη διάρκεια της νύχτας τον χειμώνα (20 Δεκεμβρίου η
μικρότερη φωτοπερίοδος) αυξάνεται η παραγωγή της σε σχέση με την ημέρα, και το
καλοκαίρι (20 Ιουνίου η μεγαλύτερη φωτοπερίοδος) πέφτει στα χαμηλότερα επίπεδά της. Η
μελατονίνη σχετίζεται άμεσα και με τη νορεπινεφρινική νευρομεταβίβαση. Έχει
παρατηρηθεί ότι η εποχιακή μείωση της ημερήσιας φωτοπεριόδου συσχετίζεται με την
αύξηση της συχνότητας εμφάνισης κατάθλιψης καθώς και παχυσαρκίας, αν και αυτά τα δύο
δεν συνδυάζονται αναγκαστικά στο ίδιο άτομο. Φαίνεται ότι βοηθά στη ρύθμιση
54

φωτοεξαρτώμενων (ημέρα-νύχτα) ρυθμών, π.χ. αδράνεια-δραστηριότητα, ύπνος-


εγρήγορση, και ανταγωνίζεται τη μελανοτροπίνη, με αποτέλεσμα να πιέζεται η έκκριση
μελανίνης και έτσι να αναχαιτίζεται η μελάγχρωση του δέρματος. Η σχέση της μελατονίνης
με τη χειμερινή κατάθλιψη δεν έχει διευκρινισθεί επαρκώς. Η ατενολόλη, β-αδρενεργικός
ανταγωνιστής, εμποδίζει την έκκριση μελατονίνης (όπως και το φως), αλλά δεν βοηθά στη
θεραπεία της εποχιακής κατάθλιψης, ενώ το φως βοηθάει. Η παραγωγή μελατονίνης
αναστέλλεται περί το πεντηκοστό έτος της ηλικίας. Χορηγούμενη από το στόμα φαίνεται ότι
έχει ικανοποιητική δράση και είναι επίσης αποτελεσματική στην αντιμετώπιση των
συμπτωμάτων των διαμεσημβρινών αεροπορικών πτήσεων (jet lag), όπως της κόπωσης
και των διαταραχών του ύπνου.

Ο θυρεοειδής αδένας παράγει τις ορμόνες τριιωδοθυρονίνη, και τετραϊωδοθυρονίνη καθώς


και την θυρεοκαλσιτονίνη.
Τρι-ιωδοθυρονίνη και Τετρα-ιωδοθυρονίνη. Ρυθμίζουν τη μετατροπή ενέργειας όλων των
κυττάρων του σώματος, προάγουν την πρωτεϊνοσύνθεση, επεμβαίνουν στη διατήρηση της
θερμοκρασίας του σώματος. Η έκκρισή τους αυξάνεται στο ψύχος και σε καταστάσεις
ψυχοκαταπόνησης. Υποβολή του ζώου σε παρατεταμένο στρες είναι δυνατόν να οδηγήσει
σε θανατηφόρο θυρεοτοξίκωση. Υπερέκκρισή τους (υπερθυρεοειδισμός) εκδηλώνεται με
νευρικότητα, ανησυχία, φοβικές και αγχώδεις αντιδράσεις, απίσχνανση, υπεριδρωσία,
θερμοφοβία, ταχυκαρδία, τρόμο χεριών. Η μειωμένη παραγωγή τους (υποθυρεοειδισμός)
εκδηλώνεται με απάθεια, βραδυψυχισμό, μείωση του μεταβολισμού και παχυσαρκία. Οι
θυρεοειδικές ορμόνες σε συνδυασμό με αντικαταθλιπτικά φάρμακα έχει αναφερθεί ότι
έχουν αποτελεσματικότητα σε ανθεκτικές καταθλίψεις. Είναι πρότυπα θερμογενετικών
φαρμάκων και έχουν χρησιμοποιηθεί στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.
Η θυρεοκαλσιτονίνη (καλσιτονίνη) ανταγωνίζεται την παραθορμόνη και προκαλεί πτώση
του ασβεστίου του αίματος.

Οι παραθυρεοειδείς αδένες παράγουν την παραθυρεοειδική ορμόνη ή παραθορμόνη,


ουσία που ρυθμίζει την πυκνότητα των φωσφορικών αλάτων και του ασβεστίου στο αίμα, στο
πλάσμα και στα οστά. Ο ρόλος της στην ψυχική σφαίρα επιτελείται μέσω της επιδράσεώς της
στη ρύθμιση του ασβεστίου. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο υπερπαραθυρεοειδισμός είναι δυνατόν
να εκδηλωθεί με ποικίλα ψυχιατρικά συμπτώματα, που μπορεί να περιλαμβάνουν από απλή
κατάθλιψη μέχρι καθαρή ψύχωση (Paterson 1974).

Θύμος αδένας. Συγγενής ατροφία του θύμου αδένος στα ποντίκια συνοδεύεται από
ενδοκρινικές διαταραχές της αδενοϋπόφυσης με μείωση ή και εξαφάνιση των κυττάρων που
περιέχουν την αυξητική και τη θυρεοειδοτρόπο ορμόνη. Από ανοσοποιητικής πλευράς
παρατηρείται πλήρης έλλειψη κυτταρικής ανοσίας (Τ-λεμφοκύτταρα). Πτώση της λειτουργίας
του θύμου αδένα είναι δυνατόν να παρατηρηθεί σε περιπτώσεις ισχυρής ψυχοκαταπόνησης
και κατάθλιψης.

Πάγκρεας. Η ενδοκρινής μοίρα του παγκρέατος παράγει την ορμόνη ινσουλίνη. Η ουσία
αυτή επιδρά στον μεταβολισμό των υδατανθράκων αλλά και, σε μικρότερο βαθμό, των λιπών
και των πρωτεϊνών. Προκαλεί πτώση του επιπέδου του σακχάρου στο αίμα, υπογλυκαιμία, η
οποία συνοδεύεται συνήθως από αίσθημα πείνας, κόπωση, ευερεθιστότητα, ζάλη,
εριστικότητα και επιθετικότητα. Ο σακχαρώδης διαβήτης χαρακτηρίζεται από αύξηση του
σακχάρου στο αίμα, και οφείλεται στην αδυναμία του παγκρέατος να παράγει ινσουλίνη,
πράγμα που έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο στις σωματικές όσο και στις ψυχικές λειτουργίες.
Η συχνότητα της καταθλίψεως και της σεξουαλικής δυσλειτουργίας στους πάσχοντες από
διαβήτη είναι μεγάλη.

Επινεφρίδια. Η μυελώδης ουσία των επινεφριδίων προέρχεται από το συμπαθητικό


σύστημα και παράγει την αδρεναλίνη και την νοραδρεναλίνη, οι οποίες δεν παράγονται μόνο
στα επινεφρίδια αλλά σε όλους τους αδρενεργικούς μηχανισμούς του νευρικού συστήματος.
Ο φλοιός των επινεφριδίων παράγει τα κορτικοστεροειδή (γλυκοκορτικοειδή και
55

αλατοκορτικοειδή) και μικρές ποσότητες ανδρογόνων και οιστρογόνων. Η έκκρισή τους


ποικίλλει ανάλογα με την ώρα του 24ωρου – το μέγιστο της εκκρίσεως πραγματοποιείται
κατά τις πρώτες πρωινές ώρες και το ελάχιστο περί το μεσονύκτιο.
Αδρεναλίνη και Νοραδρεναλίνη. Έχουν ονομασθεί και «ορμόνες περιπτώσεων ανάγκης».
Προκαλούν αύξηση των καύσεων και της προσφοράς ενέργειας, παίζουν σημαντικό ρόλο
στην προσαρμοστική αντίδραση του ατόμου σε καταστάσεις ψυχοκαταπόνησης,
προετοιμάζουν τον οργανισμό για απάντηση και δράση σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης
και συμβάλλουν στις καταστάσεις επιφυλακής που απαιτούν υπερεγρήγορση. Η
εκκρινόμενη από τα επινεφρίδια αδρεναλίνη πυροδοτεί την έκκριση αδρεναλίνης και από
άλλους σχηματισμούς, προκαλώντας έτσι την υπερλειτουργία του συμπαθητικού
συστήματος. Η δράση της αδρεναλίνης, που συνίσταται σε αύξηση της αρτηριακής πιέσεως
λόγω αγγειοσυσπάσεως, ταχυκαρδία, αύξηση του σακχάρου του αίματος και του
μεταβολισμού, αύξηση της σωματικής και ψυχικής ικανότητας και ετοιμότητας για δράση,
μοιάζει με τη δράση του συμπαθητικού. Περιορίζει τον «χρόνο αντιδράσεως» και έτσι
αυξάνει το επίπεδο ετοιμότητας του οργανισμού, ενώ συγχρόνως περιορίζει το αίσθημα του
καμάτου. Αν χορηγηθεί ενδομυϊκώς, μπορεί να προκαλέσει διέγερση, άγχος, ταχυκαρδία,
κ.λπ. Η νοραδρεναλίνη ή νορεπινεφρίνη είναι ένας από τους βασικούς νευρομεταβιβαστές.
Προκαλεί ανάλογα με την αδρεναλίνη φαινόμενα. Απελευθερώνεται κυρίως κατά την
επίθεση. Αναστέλλει την GnRH, με αποτέλεσμα στους άνδρες να πέφτουν τα επίπεδα της
τεστοστερόνης.
Γλυκοκορτικοειδή. Υδροκορτιζόνη, κορτικοστερόνη και κορτιζόλη, επιδρούν κυρίως στον
μεταβολισμό των υδατανθράκων και λιγότερο των λιπών και των πρωτεϊνών. Αυξάνουν την
αντοχή του οργανισμού σε σωματικές και ψυχικές κακουχίες. Οι επιδράσεις τους στην
εγκεφαλική νευροχημεία είναι πολλαπλές: μειώνουν τη διαπερατότητα του
αιματοεγκεφαλικού φραγμού· αυξάνουν τη δραστηριότητα της υδροξυλάσης, της
τρυπτοφάνης και της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης και γενικότερα διευκολύνουν την
ανάπτυξη του σεροτονινεργικού συστήματος· επιδρούν στους GABAεργικούς υποδοχείς
και ενισχύουν τη συναπτική αναστολή· μειώνουν την ακετυλτρανσφεράση της χολίνης και
συνεπώς την έκφραση της χολινεργικής δραστηριότητας· επιδρούν στα μονοαμινεργικά
συστήματα απάντησης στο στρες και βοηθούν στη συναισθηματική εκδήλωση της
αντίδρασης στα στρεσογόνα ερεθίσματα. Ιδιαίτερα η υδροκορτιζόνη είναι ευαίσθητος
δείκτης της συναισθηματικής έντασης. Φαίνεται ότι ο υποθάλαμος ενέχεται στην
πυροδότηση της αύξησης της κορτιζόλης στο αίμα των καταθλιπτικών, και η γνωστή τους
υπερκορτιζοναιμία είναι φαινόμενο κεντρικό και όχι περιφερικό. Από κλινική άποψη η
κατάθλιψη, αν μάλιστα συμβαίνει ο ασθενής να είναι παχύσαρκος, είναι δύσκολο να
διαφοροδιαγνωσθεί από μια ήπια ή αρχόμενη μορφή της νόσου του Cushing. Και στις δύο
περιπτώσεις μαζί με τα συμπτώματα της κατάθλιψης ανιχνεύονται υψηλές τιμές ελεύθερης
κορτιζόλης τόσο στο πλάσμα όσο και στα ούρα. Χορηγούμενα από έξω τα
γλυκοκορτικοειδή προκαλούν αίσθημα ευεξίας, ευφορία, αλλά ενδέχεται να πυροδοτήσουν
ψυχιατρικά προβλήματα, μέχρι και ψυχωτική εκτροπή. Σε παρατεταμένη χρήση υπάρχει
σοβαρός κίνδυνος εξάρτησης.
Αλατοκορτικοειδή. Δεσοξυκορτικοστερόνη, δεσοξυκορτιζόνη και αλδοστερόνη επιδρούν
στους ηλεκτρολύτες του οργανισμού, κατακρατούν NaCl και αυξάνουν τον όγκο του ύδατος
στο σώμα. Το ποσόν της αλδοστερόνης στα ούρα σχετίζεται με τις συγκινησιακές
καταστάσεις και την ψυχοκαταπόνηση. Η ρύθμισή της διαταράσσεται κατά την κατάθλιψη,
και αυτό ίσως έχει σχέση με τις ηλεκτρολυτικές διαταραχές που παρατηρούνται σε αυτήν τη
συναισθηματική νόσο. Κατά τη χορήγησή τους από έξω ενδέχεται να προκαλέσουν
διέγερση. Αρκετές εργασίες αναφέρουν την ύπαρξη ηλεκτρολυτικών διαταραχών, κυρίως
υπονατριαιμίας, σε πάσχοντες από σχιζοφρένεια, αλλά το θέμα είναι ακόμη ανοικτό. Τόσο
τα γλυκοκορτικοειδή όσο και τα αλατοκορτικοειδή εκκρίνονται σε μεγαλύτερο βαθμό όταν το
άτομο βρίσκεται σε στρες, αν και φαίνεται ότι μερικές δραστηριότητες κορτιζόνης και
αλδοστερόνης είναι ανταγωνιστικές. Ο εγκέφαλος είναι μεγάλος στόχος των
φλοιοεπινεφριδιακών ορμονών, οι οποίες προκαλούν μεταβολές των σχέσεων
νευρομεταβιβαστή και υποδοχέα σε συστήματα που έχουν σημασία στην παθοφυσιολογία
της κατάθλιψης, όπως η βιοσύνθεση της σεροτονίνης ή η δραστηριότητα των GABA
56

υποδοχέων. Υπερβολική έκθεση στα κορτικοστεροειδή προκαλεί εκτεταμένες μεταβολές


στη βιολογία του νευρικού κυττάρου, όπως απώλειες νευρικών κυττάρων στον ιππόκαμπο
και down regulation των υποδοχέων των κορτικοστεροειδών μέσα στους μονοαμινεργικούς
νευρώνες, με κλινικές επιπτώσεις.
Τα ανδροκορτικοστεροειδή –δι-υδροεπιανδροστερόνη, ανδροστενεδιόνη, ανδροστερόνη–
συμμετέχουν στην ανάπτυξη του σώματος και των δευτερογενών χαρακτηριστικών του
άρρενος κατά την έναρξη της εφηβείας. Υποστηρίχθηκε ότι η διυδροεπιανδροστερόνη είναι
δείκτης γήρανσης του οργανισμού. Τα επίπεδά της στην ηλικία των 90 ετών είναι το 5-20%
των επιπέδων που παρατηρούνται στην ηλικία των 20-30 ετών, αν και υπάρχουν μεγάλες
ατομικές διαφορές. Υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που μετά τα 60 τους έχουν πολύ καλά
επίπεδα αυτής της ορμόνης και διακρίνονται για την καλή υγεία τους, τη δραστηριότητα και
τις πρωτοβουλίες τους. Η τεστοστερόνη μαζί με άλλα ανδρογόνα εκκρίνεται από τον φλοιό
των επινεφριδίων των γυναικών σε μικρές ποσότητες, και φαίνεται ότι προκαλεί αύξηση της
επιθυμίας για συνουσία στις γυναίκες, αν και αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί πλήρως. Όγκοι
του επινεφριδιακού φλοιού στις γυναίκες είναι δυνατόν να προκαλέσουν ανδροποίηση των
χαρακτηριστικών τους λόγω ισχυροποίησης των δευτερογενών χαρακτήρων του άρρενος,
όπως βαθύτερη φωνή, τριχοφυΐα, χαρακτηριστική αλλαγή της κατανομής του τριχωτού του
εφηβαίου. Δεν διαταράσσεται όμως η ταυτότητα του φύλου. Έχει ωστόσο παρατηρηθεί, σε
γυναίκες που παρουσιάζουν πτώση της λειτουργίας των επινεφριδίων (και χαμηλά επίπεδα
ανδρογόνων), μια μείωση της σεξουαλικότητάς τους. Επίσης έχει παρατηρηθεί ότι η
συγγενής επινεφριδιακή υπερπλασία στο θηλυκό έμβρυο προκαλεί διαφόρους βαθμούς
αρρενοποίησης η οποία, όταν συνδυάζεται με υπερπαραγωγή ανδρογόνων λόγω
ενζυματικής διαταραχής (απουσία μιας 21-υδροξυλάσης στην πορεία της κορτιζόλης), τότε
γίνεται ακόμη πιο χαρακτηριστική. Αυτές οι γυναίκες (Baker 1980), ενώ έχουν θηλυκή
ταυτότητα φύλου, χωρίς ενδείξεις ομοφυλοφιλίας, παρουσιάζουν ανδρική συμπεριφορά
που χαρακτηρίζεται από έντονη δραστηριότητα και στοιχεία τραμπουκισμού.

Όρχεις. Παράγουν τα σπερματοζωάρια και την τεστοστερόνη. Τα σπερματοζωάρια, των


οποίων η παραγωγή είναι συνεχής, φθάνουν μέσω του σπερματικού πόρου στη σπερματική
λήκυθο και εκεί αναμιγνύονται με το υγρό που παράγει ο προστάτης. Αυτό που προκύπτει
είναι το σπέρμα. Το ποσόν του σπέρματος κάθε εκσπερμάτωσης είναι 2-5 cc και περιέχει
γύρω στα 40-300 εκατομμύρια σπερματοζωάρια. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται
μια δραματική πτώση του αριθμού των σπερματοζωαρίων στις ήδη ποσοτικά πτωχευμένες
εκσπερματώσεις των ανδρών του βιομηχανικού κόσμου. Για την κατάσταση έχουν
ενοχοποιηθεί εκτός από τις κλασικές αιτίες (ενδοκρινικές ανωμαλίες, κιρσοκήλη, κρυψορχία,
σεξουαλικώς μεταδιδόμενες νόσοι) και διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως μόλυνση
της ατμόσφαιρας, ανεξέλεγκτη κυκλοφορία οιστρογόνων αλλά και οιστρογονομιμητικών
ουσιών (χλωριωμένες αλογονούχες ουσίες από τις οποίες κατασκευάζονται πλαστικές
συσκευασίες) στις τροφές, κυρίως στα γαλακτοκομικά και στο κρέας ζώων που τρέφονται με
ορμόνες. Φαίνεται όμως ότι σοβαρά υπεύθυνοι γι’ αυτό το φαινόμενο είναι παράγοντες της
σύγχρονης ζωής, όπως το άγχος απόκτησης επαγγελματικού και κοινωνικού ρόλου, η
αυστηρά πειθαρχημένη μισθωτή εργασία για ξένα αφεντικά, η εργασιακή ανασφάλεια και η
οικονομική αδυναμία του άνδρα να εκπληρώσει τους θεμελιώδεις ρόλους του, γεγονός που
έχει οδηγήσει σε μία γενικότερη κατάρρευση του ανδρικού φύλου στον δυτικό κόσμο.
Η τεστοστερόνη έχει ενδιαφέρουσες ιδιότητες στο έμβρυο και στον ενήλικα (Rubinow and
Schmidt 1996). Στο έμβρυο προκαλεί διαφοροποίηση και ανάπτυξη των γεννητικών
οργάνων του άρρενος. Η έλλειψή της αποτελεί τη βασική αιτία διαφοροποίησης και
ανάπτυξης των γεννητικών οργάνων του θήλεος. Πρέπει να σημειωθεί ότι από το είδος του
φύλου του εμβρύου (που καθορίζεται γενετικά αμέσως μετά τη σύλληψη) εξαρτάται, μετά
την 6η εβδομάδα, η εμφάνιση και η ανάπτυξη των όρχεων ή των ωοθηκών και η κατά τη
διάρκεια της κυήσεως έκκριση ή όχι τεστοστερόνης, η οποία ακολούθως (διά της
παρουσίας ή διά της απουσίας της) διαμορφώνει περαιτέρω το φύλο του εμβρύου. Η
διεργασία αυτή αρχίζει περί την 6η-7η εβδομάδα της ενδομητρίου ζωής, όταν η χορειακή
γοναδοτροπίνη του πλακούντος δεσμεύεται σε ειδικούς αποδέκτες στα κύτταρα του
Leyding του εμβρυϊκού όρχεως και προκαλεί την παραγωγή τεστοστερόνης. Αργότερα αυτή
57

η λειτουργία επιτελείται από την γοναδοτροπίνη Β μέσω του υποθαλαμο-υποφυσιακού


άξονα (Anderson 1981).
Η εμβρυϊκή τεστοστερόνη και τα παράγωγά της (δι-υδροτεστοστερόνη), οιστρογόνα και
εμβρυϊκή προγεστερόνη, αντιδρούν με τον υποθάλαμο, με περιοχές του δρεπανοειδούς
συστήματος και του εγκεφαλικού φλοιού, και οι προκύπτουσες διεργασίες οδηγούν στον
σχηματισμό ποικίλων νευρωνικών συστημάτων, με αποτέλεσμα να τροποποιούνται τόσο η
νευρωνική δομή του εγκεφάλου όσο και η βιοηλεκτρική ετοιμότητά του. Κατά τη διάρκεια
της εμβρυϊκής ζωής η τεστοστερόνη διαμορφώνει τον εγκέφαλο προς την κατεύθυνση της
αρρενοποίησης και μέσα από τη δημιουργία ανάλογων μαθησιακών καναλιών καθορίζει, με
τη μετέπειτα διευκόλυνση της μάθησης ανάλογων συμπεριφορών, τη φυλετική ταυτότητα.
Για το αρσενικό οι διεργασίες της αρρενοποίησης είναι αδύνατον να επιτελεσθούν χωρίς
την παρουσία τεστοστερόνης, όπως και για το θηλυκό από την ενδεχόμενη παρουσία
τεστοστερόνης αναχαιτίζονται οι διεργασίες θηλεοποίησης. Η έλλειψη τεστοστερόνης
διαμορφώνει τον εγκέφαλο προς την ανάπτυξη μαθησιακών ικανοτήτων που ωθούν προς
την ανάπτυξη της φυλετικής ταυτότητας του θήλεος, τη θηλεοποίηση (Arnold 1980). Τα
παραπάνω προκύπτουν από πειράματα σε ζώα, από μελέτες εκ γενετής ανωμαλιών στο
ενδοκρινικό σύστημα, από χορήγηση συνθετικών ορμονών σε εγκύους κ.λπ. Μετά τη
γέννηση του άρρενος διακόπτεται η έκκριση της εμβρυϊκής τεστοστερόνης, και αυτό διαρκεί
μέχρι την έναρξη της εφηβείας.
Η εφηβική τεστοστερόνη. Κατά την έναρξη της εφηβείας η τεστοστερόνη προκαλεί την
ανάπτυξη των λεγόμενων πρωτευόντων (πέος, όρχεις, όσχεο) και δευτερευόντων
(σκελετός, τρίχωμα, φωνή) χαρακτήρων του φύλου. Το μήκος του πέους, κυρίως όταν
βρίσκεται σε στύση, καθώς και η συχνότητα και ένταση των στύσεων εξαρτώνται από τα
επίπεδα της τεστοστερόνης στο αίμα. Χαρακτηριστική είναι και η επίδραση της
τεστοστερόνης στο τρίχωμα, όπου προκαλεί δασυτριχία στο πρόσωπο, στο στήθος και στο
εφηβαίο. Στους άνδρες η καθολική φαλάκρα καθώς και η πλάγια κατατομή της οφείλονται
στην τεστοστερόνη. Η αφαίρεση των όρχεων (ευνουχισμός) προ της ήβης συνεπάγεται
μόνιμη υποπλασία των υπόλοιπων γεννητικών οργάνων. Μετά την ήβη η ατροφία και η
πτώση της λειτουργικότητας είναι σχετικώς μικρές. Η τεστοστερόνη συμβάλλει επίσης, από
κοινού και με άλλους ψυχοκοινωνικούς συντελεστές, στην εκδήλωση ορισμένων
συμπεριφορών που έχουν τη βάση τους στην επιθετικότητα, στη σεξουαλικότητα ή και σε
συνδυασμό των δύο. Τόσο η ισχυρή σεξουαλικότητα, ως επιθυμία και συμπεριφορά, όσο
και η ανάλογη επιθετικότητα θεωρούνται, στα θηλαστικά και στον άνθρωπο, κινητήριες
δυνάμεις για κοινωνική άνοδο. Το άγχος, η ανησυχία, η αίσθηση υποταγής και η
ψυχοκαταπόνηση μειώνουν την έκκριση τεστοστερόνης και εμμέσως το επίπεδο και την
ποιότητα της επιθυμίας για συνουσία, καθώς και την επιθετικότητα. Στην πλειονότητά τους
οι άνδρες με την πάροδο της ηλικίας παρουσιάζουν μια προοδευτική μείωση της έκκρισης
τεστοστερόνης, αλλά μπορεί να υπάρχουν μεγάλες διαφορές από άτομο σε άτομο, αφού
έχει βρεθεί ότι ορισμένοι άνδρες άνω των 70 ετών παράγουν περισσότερη τεστοστερόνη
από άλλους 40 ετών. Σε γενικές γραμμές τα επίπεδα της τεστοστερόνης είναι χαμηλότερα
των φυσιολογικών τιμών στο 5% των ανδρών ηλικίας 40-60 ετών, στο 20% στις ηλικίες 60-
80 ετών και στο 30% στις ηλικίες άνω των 80 ετών. Η τεστοστερόνη έχει χρησιμοποιηθεί
για την αντιμετώπιση των φαινομένων του γήρατος καθώς και μερικών μορφών ανδρικής
ανικανότητας με αμφίβολα αποτελέσματα. Διότι ακόμη και αν η ορμονική ανεπάρκεια είναι
πρωτογενής αιτία της ανικανότητας, δευτερογενείς ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες
είναι πολύ πιθανόν να επιβαρύνουν και να διαιωνίζουν το πρόβλημα. Ωστόσο φαίνεται ότι
η χορήγηση τεστοστερόνης βελτιώνει την ψυχική διάθεση και ίσως προλαμβάνει την
καρδιαγγειακή νόσο και την οστεοπόρωση.

Οι ωοθήκες παράγουν τα ωάρια και τις γεννητικές ορμόνες του θήλεος, οιστρογόνα και
προγεστερόνη. Ο ρόλος τους αυτός τις καθιστά θεμελιώδες ανατομολειτουργικό στοιχείο της
συνουσιακής και γεννητικής συσκευής της γυναίκας (ωοθήκες, σάλπιγγες, μήτρα, κόλπος).
Τα οιστρογόνα (οιστραδιόλη, οιστρόνη) παράγονται κατά την πρώτη φάση του
εμμηνορρυσιακού κύκλου. Παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση των γεννητικών οργάνων του
θήλεος, στην ανάπτυξη του μαστού, του εφηβαίου, των σαλπίγγων, της μήτρας, του
58

κόλπου, των μικρών και μεγάλων χειλέων του αιδοίου. Αυξάνουν επίσης την «κολπική
ετοιμότητα» για συνουσία. Η αφαίρεση ωστόσο των ωοθηκών δεν φαίνεται να προκαλεί
μείωση της σεξουαλικότητας, διότι ο χαρακτήρας της δεν είναι μόνο βιολογικός αλλά και
ψυχοκοινωνικός. Η χρήση σκευασμάτων για την υποκατάσταση της οιστρογονικής
λειτουργίας μετά την εμμηνόπαυση έχει ίσως θετικά αποτελέσματα στην πρόληψη
καρδιαγγειακής νόσου, οστεοπόρωσης και ενδεχομένως ορισμένων συμπτωμάτων της
νόσου Alzheimer, αλλά όλο και περισσότερο ενοχοποιείται για πυροδότηση
καρκινογένεσης.
Η προγεστερόνη παράγεται από το ωχρό σωμάτιο κατά τη δεύτερη φάση του
εμμηνορρυσιακού κύκλου. Σε ψυχολογικό επίπεδο προγεστερόνη και οιστρογόνα έχουν
δράση ανταγωνιστική. Η προγεστερόνη προάγει τη μητρική τρυφερότητα και ανάλογες
συμπεριφορές, ενώ τα οιστρογόνα τις καταργούν. Υπερβολικά υψηλές ποσότητες
οιστρογόνων στα πουλιά οδηγούν σε παύση επωάσεως των αυγών τους και κανιβαλισμό
της μητέρας προς τα παιδιά της. Η κατάθλιψη μεταξύ των χρηστών από του στόματος
αντισυλληπτικών είναι γνωστή και τεκμηριωμένη, αν και εμφανίζεται σε μάλλον χαμηλά
ποσοστά (3-8% των χρηστών). Οι γυναίκες που παίρνουν το χάπι πιθανόν να ανήκουν σε
μια ομάδα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, επιρρεπείς σε νευρωσικές εκδηλώσεις, αν και είναι
γνωστό ότι υπάρχει σχετική βιοχημική βάση στην αιτιοπαθογένεια αυτής της κατάθλιψης.
Τα οιστρογόνα προκαλούν μια εκτροπή του μεταβολισμού της τρυπτοφάνης, προδρόμου
ουσίας της τρυπταμίνης και της σεροτονίνης, καθώς και μείωση των διαθεσίμων βιταμίνης
Β6.
Ο γεννητικός ή εμμηνορρυσιακός κύκλος είναι μια σειρά από διεργασίες που οδηγούν
στην ωρίμανση και εκβολή του ωαρίου από την ωοθήκη και προώθησή του μέσω της
σάλπιγγας (ή ωαγωγού) στη μήτρα, με σκοπό τη γονιμοποίηση για την οποία το ενδομήτριο
έχει κατάλληλα προετοιμαστεί. Μετά τη ρήξη του ωοθυλακίου και την έξοδο του ωαρίου
δημιουργείται το ωχρό σωμάτιο (corpus luteus), το οποίο παράγει οιστρογόνα και
προγεστερόνη. Αν δεν γίνει η γονιμοποίηση του ωαρίου, η παραγωγή των ορμονών από το
ωχρό σωμάτιο διακόπτεται ύστερα από παρέλευση 14 ημερών από την ωορρηξία, και το
ενδοθήλιο της μήτρας απορρίπτεται κατά την έμμηνο ρύση που ακολουθεί. Σε περίπτωση
γονιμοποιήσεως, το ωχρό σωμάτιο εκφυλίζεται βαθμιαία και μετά την εγκατάσταση του
εμβρύου στη μήτρα αρχίζει η παραγωγή από τον πλακούντα της χορειακής γοναδοτροπίνης
και άλλων ορμονών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ALTEMUS M, PIGGOT T, KALOGERAS K. (1992). Abnormalities in the regulation of vazopressine and cortico-
tropin releasing factor secretion in obsessive-compulsive disorder. Arch. Gen. Psychiatry 49:9-20.
ANDERSON DC. (1981). Physiology of human fetal sex differentiation. In Clinical Paediatric Endocrinology (ed.
CSD Brooke). Oxford: Blackwell Scientific Publications.
ARNOLD AP. (1980). Sexual differences in the brain. American Science, 68, 165-173.
BAKER SW. (1980). Psychosexual differentiation in the human. Biology of Reproduction, 22, 61-72.
BOYCE P, KENNAWAY DJ. (1987). Effects of light in Melatonin production. Biol. Psychiatry 22: 474-478.
CHROUSOS GP. (1992). Regulation and Dysregulation of the Hypothalamic-Pituitary-Adrenal axis. The Cortico-
tropin-Releasing Hormone Perspective. Endocrinology and Metabolism Clinics of North America, 21(4):833-858.
CUSHING (1927). The Pituitary body and Hypothalamus. Springfield.
PATERSON CR. (1974). Metabolic Disorders of Bone. Oxford: Blackwell Scientific Pub.
RUBINOW DR, SCHMIDT PJ. (1996). Androgens, Brain and Behavior. Am J Psychiatry 153:974-984.
RUBINOW DR. (1986). Cerebrospinal fluid somatostatin and psychiatric illness. Biol Psychiat 21(4):341-365.
SELYE H. (1956). The Stress of Life. McGraw Hill, New York.
SELYE H. (1974). Stress without distress.
VACCARINO FJ, et al (1994). The effects of growth hormone releasing factor on food consumption in anorexia
nervosa patients and normals. Biol Psychiatry 35:446-51

6. AΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
59

Τα όργανα του ανοσοποιητικού είναι ο θύμος αδένας, ο μυελός των οστών, ο σπλην, οι
λεμφαδένες, τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αντισώματα. Ο ρόλος του στην ψυχική σφαίρα αλλά
και οι επιπτώσεις ψυχιατρικών συμπτωμάτων στη λειτουργία του ερευνώνται τα τελευταία
χρόνια εντατικά και τα ευρήματα διαμορφώνουν καινούργιες κατευθύνσεις τόσο στην
ανοσολογία όσο και στην ψυχιατρική. Το ανοσοποιητικό σύστημα και το ΚΝΣ έχουν μερικές
κοινές ιδιότητες (Solomon 1981). Διαμέσου και των δύο έρχεται ο οργανισμός σε επαφή με
τον έξω κόσμο. Και τα δύο έχουν την ιδιότητα να μαθαίνουν από την εμπειρία και να τη
διατηρούν στη μνήμη. Π.χ. το ανοσοποιητικό «θυμάται» σε ποια μικρόβια έχει εκτεθεί ο
οργανισμός. Και τα δύο εξυπηρετούν λειτουργίες προσαρμογής και άμυνας. Είναι γνωστό ότι
υπάρχει στενή σχέση μεταξύ ΚΝΣ και ανοσοποιητικού και ότι ανταλλάσσουν μηνύματα με τη
μεσολάβηση ορμονών, νευρομεταβιβαστών και νευροπεπτιδίων. Είναι πυκνή η νεύρωση
όλων των οργάνων του ανοσοποιητικού συστήματος. Είναι τόσο στενές οι ομοιότητες μεταξύ
ΚΝΣ και ανοσοποιητικών λειτουργιών, που μερικοί συγγραφείς (Blalock and Smith 1985)
χαρακτήρισαν το ανοσοποιητικό σύστημα «κινούμενο εγκέφαλο».

Ο πιθανός ρόλος του ανοσοποιητικού συστήματος στην ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας είναι


θέμα που βρίσκεται υπό εντατική έρευνα. Η αναταραχή που συνοδεύει την ψυχική νόσο
προκαλεί και μεταβολές της ανοσιακής λειτουργίας. Η ψυχοκαταπόνηση προκαλεί πτώση της
ανοσίας. Η λειτουργία των Τ κυττάρων μεταβάλλεται κατά το πένθος (Schiefer et al 1983).
Άγχος και κατάθλιψη παρακωλύουν σημαντικές ανοσοποιητικές λειτουργίες, μέσα από
μηχανισμούς υπερέκκρισης κορτιζόλης και αδρεναλίνης. Η κατάθλιψη και η κατάχρηση
οινοπνεύματος έχουν συνδεθεί με ανοσιακές μεταβολές, αφού μειώνουν την
κυτταροτοξικότητα των λευκοκυττάρων φονιάδων (natural cell killers), ενώ ο συνδυασμός
αλκοολισμού και κατάθλιψης μειώνει ακόμη περισσότερο τη λειτουργία των κυττάρων
φονιάδων. Θα πρέπει ωστόσο να διευκρινισθεί ότι δυσάρεστες ψυχολογικές καταστάσεις
μπορεί να προκαλέσουν μεταβολές στο ανοσοποιητικό σύστημα, αλλά δεν είναι
εξακριβωμένο σε ποιο βαθμό μπορεί να επηρεάσουν την υγεία, ούτε ποιος είναι ο βαθμός
της συναισθηματικής καταπόνησης που δημιουργεί ευαλωσία στις ασθένειες. Μικρός βαθμός
ανοσιακής ανεπάρκειας έχει βρεθεί σε ομοφυλόφιλους πριν από την εμφάνιση του
συνδρόμου επίκτητης ανοσοανεπάρκειας (AIDS) (Anonymous 1981, Gerstoft et al 1982),
αλλά το ερώτημα του αν οι ομοφυλόφιλοι είναι ανοσοανεπαρκείς χρειάζεται ακόμη αρκετή
μελέτη για να πάρει ουσιαστική απάντηση. Ο οργανισμός, όπως προκύπτει από την εμπειρία
και των μεταμοσχεύσεων, ανέχεται καταστολή της ανοσοποιητικής του λειτουργίας ώς ένα
βαθμό, που ακόμη δεν έχει πλήρως εξακριβωθεί, ούτε έχουν διευκρινισθεί οι ψυχιατρικές
επιπτώσεις μιας τέτοιας διαδικασίας. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η ψυχοθεραπεία ή τα
ψυχοτρόπα φάρμακα είναι δυνατόν να ενισχύσουν το ανοσοποιητικό ή να το επηρεάσουν
κατά κάποιον τρόπο.

Κυτοκίνες. Η κυριότερη οικογένεια μορίων του ανοσιακού συστήματος που εμπλέκεται σε


διαταραχές του νευρικού συστήματος είναι οι κυτοκίνες που παράγονται σε καταστάσεις
ψυχοκαταπόνησης και ασκούν επιδράσεις στην εγκεφαλική νευρομεταβίβαση (Theocharidis
et al 2004). Οι κυτοκίνες είναι ρυθμιστικά μόρια που ελέγχουν την ανάπτυξη και
διαφοροποίηση όλων των κυττάρων που προέρχονται από τον μυελό των οστών. Έχουν
επίσης αντιφλεγμονώδη δράση. Έχει επισημανθεί η εμπλοκή τους στην κατάθλιψη, σε
κρίσεις πανικού, στη νόσο Alzheimer κ.λπ., χωρίς σοβαρές αιτιοπαθογενετικού τύπου
τεκμηριώσεις. Μια σειρά προφλεγμονωδών κυτοκινών, όπως ο παράγων νέκρωσης όγκων
(TNF)-α, η ιντερλευκίνη (IL)-1 και η ιντερλευκίνη (IL)-6, καθώς και η ανοσοδιεγερτική
ιντερλευκίνη (IL)-2 προκαλούν ένα «σύνδρομο συμπεριφοράς νόσου» που μοιάζει με
κατάθλιψη (Capuron and Miller 2004). Η ιντερφερόνη-α είναι μια κυτοκίνη που
απελευθερώνεται κατά την έναρξη της φλεγμονής, διαθέτει ιδιότητες αντιικές και
αντιπολλαπλασιαστικές και χρησιμοποιείται αναλόγως στη θεραπευτική των ιογενών
λοιμώξεων και των καρκίνων. Τουλάχιστον το 50% των θεραπευομένων με ιντερφερόνη-α θα
αναπτύξει μείζονα κατάθλιψη. Ο καταθλιπτικογόνος της μηχανισμός ίσως σχετίζεται με
ενεργοποίηση παραγωγής κορτιζόλης ή με μείωση των αμινών σεροτονίνη και
νοραδρεναλίνη, που εμπλέκονται στη ρύθμιση του συναισθήματος.
60

Νευρο-ενδοκρινο-ανοσιακός άξονας. Η ύπαρξή του υποστηρίχθηκε πριν από αρκετά


χρόνια (Ader 1981, Παυλίδης 1983) και ένα ολόκληρο γνωστικό πεδίο, με αντικείμενο τη
μελέτη φαινομένων που παρατηρούνται στις περιοχές συνάντησης του ψυχικού με το
νευροορμονικό και το ανοσολογικό, η «ψυχο-νευρο-ενδοκρινολογία», βρίσκεται σε διαδικασία
ταχείας αναπτύξεως. Στα φυσιολογικά συστήματα που αλληλεπιδρούν με το συναίσθημα και
τη συμπεριφορά περιλαμβάνονται εκείνα της σεροτονίνης, καθώς και συστήματα
νοραδρενεργικά, ντοπαμινεργικά, τεστοστερόνης, προγεστερόνης, ACTH, προλακτίνης, η
λειτουργία των οποίων αλληλοδιαπλέκεται με ποικίλα ψυχικά φαινόμενα και μεταβάλλεται σε
συνάρτηση με αυτά. Το νευροορμονικό σύστημα (λιμβικο-υποθαλαμο-υποφυσεο-
επινεφριδιακός άξονας, limbic-hypothalamic-pituitary-adrenocortical axis, LHPA) συνιστά ένα
δεσμό διπλής κατευθύνσεως μεταξύ εγκεφάλου και χυμικής ομοιόστασης στην περιφέρεια
(Holsboer 1987). Οι αλληλεπιδράσεις των περιφερικών ορμονών με τις ορμόνες του LHPA
και όλων μαζί με τις δομές του εγκεφάλου, αλλά επίσης οι αλληλεπιδράσεις όλου αυτού του
ορμονικού συστήματος με το ανοσοποιητικό σύστημα αποτελούν ένα απαρτιωμένο τμήμα
της νευροενδοκρινικής επικοινωνίας.

H ανάπτυξη, ωρίμανση και λειτουργία του ανοσοποιητικού απαιτεί τη σύγχρονη


δραστηριότητα του νευρικού και ενδοκρινικού συστήματος και αντιστρόφως (Besedovsky et
al 1985). Είναι εξάλλου γνωστό ότι ορισμένες περιοχές στο ΚΝΣ είναι ταυτοχρόνως
νευρωνικές και ενδοκρινικές. Η αυξητική και οι θυρεοειδικές ορμόνες θεωρούνται
απαραίτητες για την ωρίμανση του ανοσιακού συστήματος. Σε πειραματόζωα που
αναπτύχθηκαν σε τελείως αποστειρωμένο περιβάλλον παρατηρήθηκαν ενδοκρινικές
διαταραχές όπως υποθυρεοειδισμός, ανεπάρκεια επινεφριδίων και γονάδων, πράγμα που
δείχνει ότι η παρουσία καλά ανεπτυγμένου ανοσιακού συστήματος είναι απαραίτητη για την
ωρίμανση και του ενδοκρινικού. Eρεθισμός του υποθαλάμου σε πειραματόζωα προκάλεσε
πλήρη καταστολή της παραγωγής αντισωμάτων και επιβράδυνση της απόρριψης
μοσχεύματος. Φαίνεται ότι υποθαλαμικά κέντρα διαμορφώνουν ορισμένες ανοσοποιητικές
λειτουργίες μέσω της εκκρίσεως ορμονών. Υπάρχουν ενδείξεις ότι διάφορες περιοχές του
υποθαλάμου αντιλαμβάνονται την είσοδο αντιγόνου στον οργανισμό και τροποποιούν τις
λειτουργίες των κυττάρων τους. Η χορήγηση αντιγόνου προκαλεί μεταβολές στα επίπεδα της
κορτικοστερόνης και της θυροξίνης του ορού, όπως επίσης της ωχρινοτρόπου και της
θυλακοτρόπου ορμόνης.

Η ψυχοκαταπόνηση (στρες) και η κατάθλιψη επηρεάζουν όχι μόνο ορμονικές αλλά και
ανοσοποιητικές διεργασίες προκαλώντας δυσλειτουργίες και διαταραχές όπως λεμφοπενία,
ατροφία του θύμου αδένα, ελάττωση παραγωγής αντισωμάτων, ανεπάρκεια
κυτταροτοξικότητας των μακροφάγων, ανεπαρκή παραγωγή Τ-λεμφοκυττάρων, αδυναμία
απόρριψης μοσχεύματος κ.λπ. Βασικό ρόλο σε αυτές τις διαταραχές φαίνεται ότι παίζουν τα
κορτικοστεροειδή. Ανακατανομή των λεμφοκυττάρων, μείωση της παραγωγής της γ-
ιντερφερόνης, αναστολή της παραγωγής λεμφοκίνης είναι τεκμηριωμένες επιπτώσεις της
επίδρασης των κορτικοστεροειδών. Από την άλλη μεριά είναι γνωστό ότι μερικές λεμφοκίνες
και θυμοσίνες είναι δυνατόν να αυξάνουν τη δραστηριότητα του LHPA. Ορμόνες και
ανοσοποιητικές ουσίες φαίνεται ότι μοιράζονται κοινές δραστηριότητες, καθώς οι ορμόνες
μπορεί να συμπεριφέρονται κατά τις περιστάσεις ως ανοσολογικές ουσίες –όπως π.χ.
ιντερφερόνη και νοραδρεναλίνη– και το αντίστροφο. Τα λεμφοκύτταρα φέρουν υποδοχείς για
διαφόρους νευρομεταβιβαστές και φαίνεται ότι το αυτόνομο ΝΣ είναι δυνατόν να προκαλεί
απ' ευθείας καταστολή της ανοσιακής λειτουργίας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ Ν. (1983). Η σχέση ανάμεσα στο νευρικό, ενδοκρινικό, και ανοσολογικό σύστημα. Η έννοια του
"νευροενδοκρινοανοσολογικού άξονα". Αρχεία Ιατρικής Εταιρείας, 9:3, 281-291.

ADER R. (1981). Psychoneuroendocrinology. Orlando, Florida: Academic Press.


ANONYMOUS (1981). Opportunistic infections and Kaposi's sarcoma in homosexual men. New England Journal
of Medicine. 305, 1439-1444.
61

BESEDOVSKY HO, et al. (1985). Immune-neuro-endocrine interactions. Immunol. 135: 750-754.


BLALOCK E, SMITH EM. (1985) The Immune System: our mobile brain? Immunol. 6, 115-7.
CAPURON L, MILLER AH. (2004). Cytokines and psychopathology: Lessons from Interferon -α
GERSTOFT J, et al. (1982). Severe acquired immunodeficiency in European homosexual men. British Medical
Journal, 285, 17-19.
HOLSBOER F. (1987). Implications of altered Limbic-Hypothalamic-Pituitary-Adrenocortical (LHPA) function for
neurobiology of depression. Acta Psych. Scand. 72-110.
SOLOMON GF. (1981). Emotional and personality factors in the onset and course of autoimmune disease, par-
ticularly rheumatoid arthritis. In: Ader (ed) Psychoneuroimmunology. New York, Academic Press.
THEOXARIDIS TC, WEINKAUF G, CONTI P. (2004). Brain cytokines and neuropsychiatric disorders. J Clin Psy-
chopharmacol 24(6):577-581.

7. ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΩΡΟΛΟΓΙΑ
62

Πολλές βιολογικές διεργασίες είναι ρυθμικές καθώς υπόκεινται στον έλεγχο προσαρμοστικών
ομοιοστατικών μηχανισμών. Ρυθμικές σημαίνει ότι κινούνται μεταξύ δύο άκρων με την
πάροδο του χρόνου. Ο ωτορινολαρυγγολόγος Wilhelm Fliess στις αρχές του 20ού αιώνα
υποστήριξε ότι το εύρος της ζωής του ανθρώπου μπορεί να διαιρεθεί σε φάσεις των επτά
ετών, μια άποψη που ήταν ευρύτατα διαδεδομένη μεταξύ των ιατρών της αρχαιότητας.
Υποστήριξε ακόμη την ύπαρξη ρυθμικών φάσεων διάρκειας 23 και 28 ημερών για τον άνδρα
και τη γυναίκα, αντίστοιχα. Το όλο θέμα έλαβε μεγάλη δημοσιότητα αν και πολλοί θεωρούν
ότι η βιορυθμολογία δεν διαθέτει καμία επιστημονική βάση (Hines 1998).

Ωστόσο έχουν επισημανθεί και μελετηθεί δεκάδες βιολογικοί ρυθμοί στα ζώα και στον
άνθρωπο, άλλοι εγγενείς και άλλοι ελεγχόμενοι από το εξωτερικό περιβάλλον (ημέρα-νύχτα,
εποχές). Ο άνθρωπος έχει καθαρή και ισορροπημένη σχέση με τον φυσικό χρόνο, καθώς οι
φυσιολογικές λειτουργίες του εκδιπλώνονται σε αρμονία με την εκδίπλωση του κύκλου των
ημερήσιων, μηνιαίων και ετήσιων φυσικών φαινομένων. Αυτή η σχέση έχει ρυθμικό
χαρακτήρα και διατηρείται σε ομαλότητα μέσω των βιολογικών ωρολογίων που βρίσκονται
στον υποθάλαμο. Βασικοί συντελεστικοί παράγοντες των βιόρυθμων είναι οι βηματοδότες και
οι χρονοδότες. Οι βηματοδότες είναι νευρωνικοί μηχανισμοί που καθορίζουν τον ρυθμό, ενώ
οι χρονοδότες είναι εξωτερικά ερεθίσματα που προσδιορίζουν τον χρόνο έναρξης μιας
βηματοδοτικής λειτουργίας. Έχει μεγάλη σημασία για τη σωματική και ψυχική υγεία ο
συγχρονισμός κυρίως των σιρκαδιανών αλλά και των άλλων ρυθμών. Υπάρχουν ενδείξεις ότι
οι βιόρυθμοι μεταβάλλονται με την ηλικία. Για παράδειγμα ο ρυθμός έκκρισης μελατονίνης
στους ηλικιωμένους είναι σημαντικά διαφορετικός από τον αντίστοιχο ρυθμό στους νέους, με
την έννοια ότι στους ηλικιωμένους εκκρίνονται αξιοσημείωτα μικρότερες ποσότητες ορμόνης.
Υπάρχει επίσης διαφορά ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο εκκρίνονται οι μεγαλύτερες
ποσότητες. Οι ηλικιωμένοι καθυστερούν. Αυτό το φαινόμενο αποδίδεται όχι μόνο στη μείωση
της πρωτεϊνοσύνθεσης, αλλά και στη μείωση της ευαισθησίας των υποδοχέων του κωναρίου
και στη μείωση της επιφυσιακής σεροτονίνης, που είναι πρόδρομος ουσία της μελατονίνης.

Σιρκαδιανοί ρυθμοί (circadian). Η περίοδός τους είναι περίπου ίση με του εικοσιτετραώρου.
Αφορούν τους κύκλους θερμορύθμιση, έκκριση ορμονών, ύπνος-εγρήγορση, διάφορες
μεταβολικές διεργασίες, διάθεση για λήψη τροφής κ.λπ. Όλοι οι σιρκαδιανοί ρυθμοί
βρίσκονται μεταξύ τους σε στενή φασική σχέση, αν και επηρεάζονται διαφορετικά από τις
συνθήκες του περιβάλλοντος. Αν διαταραχθεί αυτή η σχέση, είναι δυνατόν να προκύψουν
δυσλειτουργικές καταστάσεις, που εκδηλώνονται κυρίως με αίσθημα κοπώσεως. Οι
σιρκαδιανοί ρυθμοί δεν πρέπει να θεωρούνται περιγραφικά απλώς περιοδικές διακυμάνσεις
των βιολογικών διεργασιών. Από ερμηνευτική άποψη θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως
κυκλική οργάνωση των βιολογικών λειτουργιών, μια προέκταση της ομοιόστασης που στόχος
της είναι η εξυπηρέτηση και μεγιστοποίηση της απόδοσης πρωταρχικών φυσιολογικών
λειτουργιών, καθώς και η διακοπή διεργασιών που δεν είναι πλέον απαραίτητες. Αυτή η
λειτουργία, που έχει ονομασθεί και προβλεπτική ομοιόσταση (predictive homeostasis)
(Wever 1979), προσανατολίζεται προς τον σκοπό της ελαχιστοποίησης της απώλειας
εσωτερικής ενέργειας που προκαλείται από τις τριβές μεταξύ εσωτερικών και
περιβαλλοντικών ρυθμών διευκολύνοντας τον συγχρονισμό τους.
Ο υπερχιασματικός πυρήνας του υποθαλάμου είναι το ανατομικό υπόστρωμα των
σιρκαδιανών ρυθμών. Είναι ιδιαίτερα πλούσιος σε συνδέσεις με άλλα κέντρα του
δρεπανοειδούς συστήματος, αλλά οι λειτουργίες του δεν έχουν με βεβαιότητα τεκμηριωθεί.
Μελέτες σε ζώα έδειξαν ότι διατομή της ψαλίδας ή βλάβες των πυρήνων της ραφής και του
διαφανούς διαφράγματος αμβλύνουν ή και εξαφανίζουν τους ορμονικούς βιόρυθμους,
πράγμα που υποδεικνύει την ύπαρξη βηματοδοτών σε αυτές τις εγκεφαλικές δομές. Η
συχνότητα των σιρκαδιανών ρυθμών καθορίζεται από δύο βηματοδότες, τον ισχυρό και τον
ασθενή. Ο ισχυρός βηματοδότης, η ανατομική θέση του οποίου δεν έχει προσδιορισθεί αλλά
υπάρχουν ενδείξεις ότι βρίσκεται στον ιππόκαμπο, ρυθμίζει τη θερμοκρασία του σώματος,
την έκκριση κορτιζόλης, την εμφάνιση του ύπνου REM. Ανθίσταται στους εξωτερικούς
χρονοδότες και αργεί να προσαρμοσθεί στις μεταβολές τους. Ο ασθενής βηματοδότης
63

ρυθμίζει τον κύκλο ύπνου και εγρήγορσης, καθώς και την νευροενδοκρινική δραστηριότητα
που συνδέεται με τον ύπνο. Επηρεάζεται εύκολα από εξωτερικούς χρονοδότες, όπως η
εναλλαγή φωτός-σκότους. Εντοπίζεται στον υπερχιασματικό πυρήνα και βρίσκεται σε
νευρωνική σύνδεση με τον αμφιβληστροειδή. Η σχέση μεταξύ των δύο βηματοδοτών είναι
ιεραρχική. Ο συντονισμός του ισχυρού βηματοδότη στην εναλλαγή ημέρας-νύχτας
επιτυγχάνεται μέσω του ασθενούς βηματοδότη. Μερικοί από τους βιόρυθμους που έχουν ώς
έναν βαθμό μελετηθεί είναι οι παρακάτω.
 Ο βιόρυθμος ύπνος-εγρήγορση επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες πολύ πιο άμεσα
από ό,τι οι άλλοι βιόρυθμοι, και έτσι είναι δυνατόν να προσαρμοσθεί ταχύτερα σε ξαφνικές
και παροδικές αλλαγές του περιβάλλοντος (π.χ. αεροπορικά διαμεσημβρινά ταξίδια), με
αλλαγή του χρόνου επελεύσεως του ύπνου.
 Ο βιόρυθμος της θερμοκρασίας του σώματος δεν έχει την προσαρμοστικότητα του
προηγουμένου. Η θερμοκρασία του σώματος είναι στα χαμηλότερα επίπεδά της κατά τις 6
π.μ., και στα υψηλότερα κατά τις 6 μ.μ.
 Οι ορμόνες του υποθαλαμο-υποφυσεο-επινεφριδιακού άξονα εκκρίνονται κατά κύματα με
χαρακτηριστική σιρκαδιανή κυκλικότητα. Χαμηλά επίπεδα ανευρίσκονται κατά τις πρώτες
ώρες του ύπνου, φθάνουν στα χαμηλότερα επίπεδα κατά τις πρώτες μεταμεσονύκτιες
ώρες, ενώ αυξάνονται κατακόρυφα κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, με τις μεγαλύτερες
τιμές περίπου κατά την αφύπνιση.
 Τα γλυκοκορτικοειδή προκαλούν ενεργοποίηση της δεκαρβοξυλάσης της ορνιθίνης (ODC),
ενζύμου που μειώνει τη βιοσύνθεση των πολυαμινών και μπορεί να θεωρηθεί σηματοδότης
του πολλαπλασιασμού των νευρικών κυττάρων στον εμβρυϊκό εγκέφαλο. Οι μεταβολές της
δραστηριότητας της ODC ακολουθούν τον ίδιο σιρκαδιανό ρυθμό με εκείνον των επιπέδων
των γλυκοκορτικοειδών στο πλάσμα.
 Η έκκριση αδρεναλίνης από τον μυελό των επινεφριδίων είναι μεγαλύτερη κατά τις πρωινές
ώρες, με πιθανό αποτέλεσμα την πρόκληση της γνωστής πρωινής νευρικότητας αλλά και
την ευαλωσία σε αγγειακά επεισόδια. Τα εμφράγματα του μυοκαρδίου, όπως είναι γνωστό,
έχουν τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφανίσεως κατά τις πρώτες 1-3 ώρες μετά την πρωινή
αφύπνιση.
 Η σεροτονινεργική δραστηριότητα στο ΚΝΣ αυξάνεται κατά τις μεσημβρινές ώρες.
 Η παραγωγή ενδορφινών στο ΚΝΣ πέφτει στα χαμηλότερα επίπεδά της κατά τις
απογευματινές ώρες και αυξάνεται κατά το μεσονύκτιο παρασέρνοντας αναλόγως τον ουδό
αντοχής στο άλγος.
Οι νευροχημικές, νευροφαρμακολογικές και νευροφυσιολογικές ενδείξεις που ενισχύουν
την υπόθεση ότι στις συναισθηματικές διαταραχές εμπλέκεται ένα είδος δυσλειτουργίας σε
κάποιους σιρκαδιανούς ρυθμούς συνεχώς αυξάνονται (Healy 1987). Οι σιρκαδιανοί ρυθμοί
πολλών ορμονών είναι διαταραγμένοι κατά την κατάθλιψη (Malatino et al 1982). Κεφαλαλγίες
και εγκεφαλικά ισχαιμικά επεισόδια ίσως επηρεάζονται από τους ίδιους ή παρόμοιους
σιρκαδιανούς ρυθμούς (Τριανταφύλλου και συν 1993).

Ουλτραδιανοί ρυθμοί (ultradian). Η περίοδός τους επαναλαμβάνεται πολλές φορές (κάθε


90-100 λεπτά) κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Ο ύπνος, για παράδειγμα, αποτελείται
από επαναλαμβανόμενους κύκλους, μεταξύ REM και SWS, διαρκείας 90min. Οι ορμόνες
επίσης κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου παράγονται μάλλον κατά ώσεις παρά συνεχώς
μέσα στο πλαίσιο του σιρκαδιανού ρυθμού παραγωγής τους.

Ινφραδιανοί ρυθμοί (infradian). Η περίοδός τους είναι μεγαλύτερη του εικοσιτετραώρου. Η


έμμηνος ρύσις υπόκειται σε έναν σεληνιακό ρυθμό. Οι αυξομειώσεις του βάρους του
σώματος βρίσκονται υπό τον έλεγχο ενός ετήσιου ρυθμού σύμφωνα με τον οποίο το βάρος
αυξάνεται κατά τον χειμώνα και μειώνεται κατά το καλοκαίρι. Η έκκριση μελατονίνης, που
επηρεάζει τη λειτουργία του ύπνου και τη διακύμανση του συναισθήματος, υπόκειται σε έναν
ετήσιο (ινφραδιανό) ρυθμό αλλά και σε έναν σιρκαδιανό ρυθμό που έχει σχέση με την
ημερήσια φωτοπερίοδο. Υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο στον ημερήσιο φυσιολογικό κύκλο του
κάθε ανθρώπου, το οποίο είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στις μεταβολές. Ο κύκλος της ημέρας και
64

της νύχτας μπορεί να καταργηθεί με έκθεση του ατόμου σε περιόδους φωτός σε αυτό το
κρίσιμο σημείο του κύκλου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Α. και συν. (1993). Οι κιρκαδιανοί ρυθμοί στην ημικρανία και στο ισχαιμικό εγκεφαλικό
επεισόδιο. Μια τυχαία ομοιότητα ή κοινός παθογενετικός μηχανισμός; Κεφαλαλγία 1(4):145-149.

FLIESS W. (1906). The Rhythm of Life: Foundations of an Exact Biology. Leipzig.


HEALY D. (1987). Rhythm and blues. Neurochemical, neuropharmacological, and neuropsychological implica-
tions of a hypothesis of circadian rhythm dysfunction in the affective disorders. Psychopharmacology 93:271-285.
MALATINO LS, FIORE CE, COSTA M. et al (1982). Circadian rhythm of plasma tryptophan in clinical healthy
subjects and patients with endogenous depression. Chronobiologia 9(1):13-20.
WEVER R. (1979). The circadian system of man: Results of experiments under temporal isolation. New York.
Springer-Verlag.
HINES TM. (1998). Comprehensive Review of Biorhythm Theory. Psychological Reports. 83:19-64.
65

8. ΓΕΝΕΤΙΚΟ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑ

Κάθε βιολογικό είδος έχει χαρακτηριστικούς τύπους συμπεριφοράς που διαφέρουν ελαφρώς
από το ένα μέλος του είδους στο άλλο· αρκετές απλές ή πολύπλοκες συμπεριφορές σε
έντομα, πτηνά και θηλαστικά έχουν βάση γενετική, αν και δεν υπάρχουν περιπτώσεις στις
οποίες τα γονίδια να καθορίζουν κάποια συμπεριφορά χωρίς περιβαλλοντική επίδραση,
ακριβώς όπως δεν υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το περιβάλλον και μόνον να καθορίζει
κάποια συμπεριφορά χωρίς τη συμβολή του γενετικού υποστρώματος του οργανισμού. Ο
βαθμός αλληλεπίδρασης γενετικού υποστρώματος και περιβάλλοντος και της ξεχωριστής
συμβολής του καθενός ποικίλλει, αναλόγως του είδους του οργανισμού και του είδους της
συμπεριφοράς. Γενικώς, οργανισμοί με απλά νευρικά συστήματα, όπως τα έντομα, τείνουν
να βασίζονται σε γενετικά καθορισμένες συμπεριφορές περισσότερο από όσο οργανισμοί με
πολύπλοκα νευρικά συστήματα, όπως τα θηλαστικά. Συμπεριφορές που σχετίζονται άμεσα
με την επιβίωση (αποφυγή κινδύνου) και την αναπαραγωγικότητα (συνουσιακές
συμπεριφορές) και πρέπει να γίνουν σωστά από την πρώτη φορά, τείνουν να βρίσκονται
περισσότερο κάτω από γονοτυπική επίδραση.

Η άποψη ότι στον άνθρωπο υπάρχει κάποιο γενετικό υπόστρωμα που καθορίζει πολλές
συμπεριφορές, ψυχικές ιδιότητες, ικανότητες ή διαταραχές έχει υποστηριχθεί από πολλούς
μελετητές ήδη από τον προηγούμενο αιώνα. Ακόμη και σήμερα όμως, παρά τις τεράστιες
προόδους στη σχετική έρευνα, δεν υπάρχουν οριστικά συμπεράσματα ούτε είναι γνωστό αν
υπάρχει γενετικός έλεγχος σε συγκεκριμένες μονάδες συμπεριφοράς από τις οποίες
συντίθενται βασικοί τρόποι δράσης. Βέβαια, για πολλές ψυχικές λειτουργίες υπάρχουν
σοβαρές ενδείξεις κληρονομικής μεταβίβασης. Οι ομοιότητες στην εκδήλωση συναισθημάτων
και άλλων χαρακτηριστικών, όπως μαχητικότητα, δειλία, αιδημοσύνη, εύκολη απώλεια
ψυχραιμίας, ή τάση να αναστατώνεται κανείς εύκολα, αλλά και ψυχοφυσιολογικών
εκδηλώσεων, όπως αγωγιμότητα του δέρματος, σφυγμός, αναπνευστικός ρυθμός,
ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, είναι πολύ μεγαλύτερες μεταξύ μονοζυγωτικών διδύμων από ό,τι
μεταξύ διζυγωτικών. Πάντως πρέπει να τονισθεί ότι είναι μακρύς ο δρόμος που πρέπει να
διανυθεί ώστε ένα κωδικοποιημένο μήνυμα στο DNA να οδηγήσει στην εκδήλωση της
συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Και ακόμη δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι ο
γενετικός χαρακτήρας μιας συμπεριφοράς δεν αποκλείει τροποποιητικές επιδράσεις από το
περιβάλλον.

Το όλο ζήτημα της μελέτης της κληρονομικής μεταβίβασης ψυχικών ιδιοτήτων ή διαταραχών
τους είναι πολύπλοκο, διότι:
 υπάρχουν γονίδια τα οποία μπορεί να συμμετέχουν στη διαμόρφωση πολλών
χαρακτηριστικών της συμπεριφοράς (πλειοτρόπα γονίδια), π.χ. στους άνδρες ο γενετικός
έλεγχος του ανατομικού υποστρώματος της όσφρησης, των κυττάρων του οσφρητικού
βολβού, και της παραγωγής τεστοστερόνης είναι κοινός και πραγματοποιείται από
γονίδιο ευρισκόμενο στο Χ χρωμόσωμα·
 κάθε αρχέγονη συμπεριφορά διαμορφώνεται από τη συμβολή πολλών γονιδίων, τα
οποία βρίσκονται σε αλληλεπίδραση·
 επειδή η έκφραση των γονιδίων ποικίλλει, μπορεί να παρατηρηθούν ποικίλες
φαινοτυπικές εκδηλώσεις. Το ίδιο γενετικό υπόστρωμα είναι δυνατόν να βρίσκεται στην
αφετηρία διαφορετικών ψυχοπαθολογικών καταστάσεων. Η υστερία μετατροπής έχει, για
παράδειγμα, μια τάση να εμφανίζεται σε περισσότερα του ενός θηλυκά μέλη μιας
οικογένειας, αλλά στους άνδρες αυτών των οικογενειών πολύ συχνά έχει επισημανθεί
αντικοινωνική συμπεριφορά (Guze et al 1986).

Για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι γενετικές μελέτες,
καθώς και άλλες μη ψυχαναλυτικές απόψεις για την αιτιοπαθογένεια των ψυχιατρικών
διαταραχών αλλά και της φυσιολογικής ψυχολογίας γνώρισαν την απόλυτη απαξίωση από
την επιστημονική κοινότητα, επειδή η αφετηρία τους υπήρξε σαφέστατα ναζιστική (Cocks
66

1985). Ας αναφερθεί εδώ ότι ο Ernst Rudin, ιδρυτής της ψυχιατρικής γενετικής, υπήρξε και
οργανωτής της Εταιρείας Φυλετικής Υγιεινής, που είχε ως στόχο τη στείρωση των
ψυχιατρικώς πασχόντων.

Οι μεταπολεμικές εξελίξεις της βιοχημείας και της μοριακής γενετικής οδήγησαν στην
ανακάλυψη συγκεκριμένων βιοχημικών ανεπαρκειών και σε μερικές περιπτώσεις και των
αντίστοιχων ειδικών γενετικών διαταραχών ενός ικανού αριθμού από τα λεγόμενα
εκφυλιστικά νοσήματα του ΚΝΣ αλλά και κλασικών ψυχιατρικών διαταραχών (Rutter and
Plomin 1997). Πρόοδοι στις λεγόμενες στρατηγικές ανάλυσης σύνδεσης (genetic linkage
strategies) και ανάλυσης μεταλλάξεων (mutation analysis) οδήγησαν στην ανακάλυψη
γονιδίων σχετιζόμενων με ψυχικές διαταραχές. Ωστόσο υπάρχουν και εργασίες που δεν
επιβεβαιώνουν τέτοια ευρήματα, πράγμα που δείχνει την ανάγκη προσεκτικότερης εκτίμησης
της ερευνητικής μεθοδολογίας στη γενετική μελέτη των ψυχιατρικών νόσων, διότι
υπεισέρχονται εξαιρετικά ρευστές και πολύπλοκες μεταβλητές όπως διαγνωστικές ασάφειες,
αδιευκρίνιστος τρόπος μεταβίβασης της νόσου, πολλαπλότητα και ετερογένεια στον τομέα
των αιτιολογικών παραγόντων κ.λπ. Σχιζοφρένεια, μανιοκαταθλιπτική ψύχωση, νόσος
Huntington, νόσος Pick, επιληψία, ένα ποσοστό ομοφυλοφιλίας, νευροϊνομάτωση,
υπερτελορισμός, οικογενής αμαυρωτική ιδιωτεία, φαινυλκετονουρία, γαργουλισμός (νόσος
του Hurler), ηπατοφακοειδής εκφύλιση, νόσος του Schilder, είναι μερικές από τις παθήσεις
που έχει υποστηριχθεί ότι βρίσκονται κάτω από γενετικό έλεγχο, και ενώ σε μερικές αυτό
είναι αναμφισβήτητο, σε άλλες η γονιδιακή εμπλοκή έχει μάλλον υπερτιμηθεί. Στο επίπεδο
της ψυχοπαθολογίας εκείνο που κληρονομείται πολλές φορές δεν είναι η νόσος αλλά η
προδιάθεση προς αυτήν, οπότε η ψυχική ιδιότητα ή η νόσος εκδηλώνονται όταν συντρέξουν
και εξωτερικές συνθήκες, πυροδότες.

Η σταθερή επανάληψη τρινουκλεοτιδίων σε μια περιοχή του DNA είναι μια μορφή
μετάλλαξης, η ονομαζόμενη εκτεινόμενη ή δυναμική μετάλλαξη, που συνδέθηκε με αρκετές
διαταραχές, όπως τη νόσο Huntington, το εύθραυστο Χ χρωμόσωμα, τη μυοτονική
δυστροφία κ.λπ. Η ασταθής φύση της εκτεινόμενης επανάληψης οδηγεί σε μοντέλα
κληρονομικότητας νόσων (σχιζοφρένεια; διπολική διαταραχή;) που δεν υπακούουν στους
νόμους της μενδελιανής γενετικής.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
COCKS G. (1985). Psychotherapy in the third Reich: The Goring Institute. New York, Oxford University Press.
GUZE SB, CLONINGER CR, MARTIN RL, CLAYTON PJ. (1986). A follow-up and family study of Briquet’s syn-
drome. Brit. J. Psychiatry, 149:17-23.
RUTTER M, PLOMIN R. (1997). Opportunities for psychiatry from genetic findings. British Journal of Psychiatry.
171:209-219.
67

9. ΤΡΟΦΕΣ

Ο άνθρωπος βρίσκει στη φύση τροφές οι οποίες θα μπορούσαν, ως προς τη διαθεσιμότητά


τους, να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες. Σε εκείνες που του προσφέρονται, όπως το μητρικό
γάλα ή τα φρούτα και οι άλλοι καρποί, σε εκείνες που προσφέρονται σε άλλα ζωικά είδη αλλά
ο άνθρωπος τις ιδιοποιείται (π.χ. μέλι, γάλα άλλων ζώων), και σε τροφές που δεν του
προσφέρονται αλλά παραδίδονται στην ισχύ του, όπως το κρέας των ζώων. Οι τροφές της
τελευταίας κατηγορίας ικανοποιούν άμεσες τροφικές ανάγκες αλλά είναι βραδυφλεγείς
βόμβες οι οποίες, σε υπερβολική και παρατεταμένη βρώση, υποσκάπτουν την υγεία. Όσο
νεαρότερο είναι το ζώο που σφαγιάζεται τόσο αρνητικότερη η επίδραση του κρέατός του
στην υγεία, με τα αυγά να βρίσκονται στην κορυφή των πλέον ανθυγιεινών τροφών. Στη
συζήτηση περί τροφών ως βιολογικών συντελεστών και παραγόντων της ανθρώπινης
συμπεριφοράς, των συναισθημάτων και γενικότερα του ψυχισμού δεν θα πρέπει να
παραβλέπεται ένα στοιχείο που δεν ισχύει για τους άλλους βιολογικούς παράγοντες. Ότι
δηλαδή ο ρόλος του μορφωτικού επιπέδου και της κουλτούρας είναι θεμελιώδης στη
διαμόρφωση των διατροφικών συνηθειών των ανθρώπων και επομένως των τροφικών
στοιχείων που προσλαμβάνονται από αυτούς. Ορισμένες τροφές εδώ και χιλιετίες έχουν
χρησιμοποιηθεί από την ιατρική ως θεραπευτικοί παράγοντες, αλλά και άλλες έχουν
θεωρηθεί νοσογόνοι παράγοντες. Ο αββάς Δωρόθεος (5ος μ.Χ. αιώνας), καταγράφοντας τις
διαιτολογικές αντιλήψεις της εποχής του, αναφέρει ότι η κράμβη και οι φακές είναι τροφές
που φέρνουν μελαγχολία όταν κανείς τις τρώγει συχνά.

Οι συμπεριφορές λήψης τροφής δεν εκδηλώνονται μόνο με σκοπό την κάλυψη ενεργειακών
αναγκών. Πολλές φορές οι άνθρωποι τρώνε όχι επειδή πεινάνε αλλά επειδή θέλουν να
ευχαριστηθούν. Μερικές τροφές καταναλώνονται ειδικά για να ανακουφίσουν από
δυσφορικές συναισθηματικές καταστάσεις και χρησιμοποιούνται κυριολεκτικά ως
θεραπευτικοί παράγοντες (Macdiarmid and Hetherington 1995). Έτσι η δυνατότητα της
τροφής να προκαλεί ευχαρίστηση δημιουργεί και τις προϋποθέσεις κατάχρησης και
εξάρτησης, όπως π.χ. συμβαίνει με τη σοκολάτα. Το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των
απαιτούμενων πρωτεϊνών του διαιτολογίου του ο άνθρωπος το παίρνει από το κρέας. Επειδή
η κατανάλωση κρέατος είχε στο παρελθόν θεωρηθεί πράξη κοινωνικής καταξίωσης και
ένδειξη οικονομικής ισχύος, η αλόγιστη χρήση του είχε ξεπεράσει κάθε μέτρο, όπως άλλωστε
συμβαίνει και σήμερα, παρά τις πολλές ενδείξεις ότι η βρώση του σχετίζεται με σοβαρές
ασθένειες. Πολλοί έχουν ισχυρισθεί, ίσως όχι αδίκως, ότι το κρέας δεν είναι φυσική τροφή για
τον άνθρωπο. Ο Ρουσσώ στον Αιμίλιο γράφει ότι οι μεγάλοι κρεατοφάγοι έχουν βάρβαρο και
σκληρό χαρακτήρα.

Τόσο η ποσότητα όσο και η ποιότητα των θρεπτικών ουσιών επιδρούν στη διαδικασία
ωρίμανσης και ακολούθως στη διαδικασία της λειτουργικότητας του ΚΝΣ, αφού
χρησιμοποιούνται ως δομικοί του λίθοι, ως πηγές ενέργειας και ως βασικά υλικά για τη
σύνθεση των νευρομεταβιβαστών. Ο βαθμός επίδρασης των τροφών στο ΚΝΣ και στις
ψυχικές λειτουργίες απασχολεί παλαιόθεν τους ιατρούς, αλλά μόνο προσφάτως ξεκίνησε
σοβαρή έρευνα του ζητήματος. Ειδικότερα η έρευνα αφορά το κατά πόσον η βρώση
ορισμένων τροφών προκαλεί μεταβολές της διάθεσης και του συναισθήματος. Η σχέση
μεταξύ συναισθήματος, διάθεσης και προσλαμβανόμενης τροφής είναι ένα πολύ δημοφιλές
θέμα, ωστόσο οι πραγματικά χρήσιμες τεκμηριωμένες γνώσεις είναι οπωσδήποτε πενιχρές.

Υδατάνθρακες. Οι νευρώνες χρησιμοποιούν γλυκόζη για παραγωγή ενέργειας. Η


κατανάλωση υδατανθράκων, ως σάκχαρα ή ως άμυλα, αυξάνει τη βιοδιαθεσιμότητα του
αμινοξέως τρυπτοφάνη, το οποίο με τη σειρά του αυξάνει τα επίπεδα της σεροτονίνης στον
εγκέφαλο (Fernston and Wurtman 1971). Τροφές πλούσιες σε υδατάνθρακες ανακουφίζουν
από τη δυσφορία, την κατάθλιψη και από άλλες αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις.
68

Έχει υποστηριχθεί ότι κατά τη διάρκεια του τέλους της δευτέρας φάσεως του
εμμηνορρυσιακού κύκλου, ένα βραδινό δείπνο πλούσιο σε υδατάνθρακες βελτιώνει τη
διάθεση μειώνοντας τα καταθλιπτικά συναισθήματα, τη νευρικότητα και κατάπτωση αυτής της
προεμμηνορρυσιακής περιόδου, μέσα από διαδικασίες αυξήσεως της σεροτονινεργικής
δραστηριότητας. Υπάρχει σημαντική σχέση μεταξύ ορισμένων ψυχιατρικών διαταραχών,
ιδίως της σχιζοφρένειας, και της ευαισθησίας στη γλουτένη, ουσία που βρίσκεται στα
δημητριακά.

Λίπη. Τα λιπίδια είναι τα βασικά ανατομικά και λειτουργικά συστατικά (μεμβράνες και
μυελίνη) του εγκεφάλου. Η μεγάλη ποικιλία των λιπών της ανθρώπινης δίαιτας αποτελεί
εμπόδιο στην κατανόηση του ρόλου τους στην εγκεφαλική λειτουργία. Μεταβολές της
ισορροπίας των λιπιδίων του εγκεφάλου έχουν συσχετισθεί με ποικίλες ψυχιατρικές
διαταραχές. Τα 3-ωμέγα και 6-ωμέγα λιπαρά οξέα που βρίσκονται κυρίως σε ψάρια όπως η
σαρδέλα, το σκουμπρί και ο σολομός ενδέχεται να έχουν προληπτική ή και θεραπευτική
δράση σε ορισμένες ψυχιατρικές διαταραχές, κυρίως εκείνες του καταθλιπτικού φάσματος.
Μείωση της κατανάλωσης ζωικών λιπών έχει ευνοϊκή επίδραση στην πορεία πολλών
ψυχιατρικών διαταραχών. Τροφές πλούσιες σε ζωικά λίπη αναχαιτίζουν την παραγωγή
τεστοστερόνης, μειώνουν τα επίπεδά της και ενδεχομένως μειώνουν τη σεξουαλική διάθεση
και το σεξουαλικό ενδιαφέρον. Τα χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης μειώνουν τον κίνδυνο από
καρδιαγγειακή νόσο, αλλά βρέθηκε ότι αυξάνουν τον κίνδυνο θανάτου από αυτοκτονίες ή
ατυχήματα (Muldoon et al 2001), πιθανόν μέσα από διαδικασίες μείωσης της σεροτονίνης.

Πρωτεΐνες και αμινοξέα. Οι πρωτεΐνες είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για τον εγκέφαλο, αφού τα
τελικά προϊόντα της διάσπασής τους, τα αμινοξέα, είναι πρόδρομες ουσίες σχεδόν όλων των
νευρομεταβιβαστών και ποικίλων πεπτιδίων. Η δυσαπορρόφηση ορισμένων πρωτεϊνών
προερχόμενων από δημητριακά που ανήκουν στην οικογένεια της γλουτένης (γλουτενική
εντεροπάθεια) θεωρείται ότι εμπλέκεται στην αιτιοπαθογένεια ορισμένων ψυχωσικού τύπου
διαταραχών (Zioudrou and Klee 1979). Τα επίπεδα των αμινοξέων κυμαίνονται κατά τη
διάρκεια της ημέρας επηρεαζόμενα από ποικίλους σιρκαδιανούς βιόρυθμους.
 Η τρυπτοφάνη είναι πρόδρομος ουσία της σεροτονίνης. Η δίαιτα με στόχο την
απίσχνανση είναι δυνατόν να μειώσει την τρυπτοφάνη, με αποτέλεσμα να
δυσχεραίνεται η σύνθεση της σεροτονίνης στον εγκέφαλο. Οι γυναίκες είναι
περισσότερο ευάλωτες σε αυτό. Φαίνεται ότι η τρυπτοφάνη του πλάσματος είναι
μειωμένη σε πάσχοντες από μελαγχολία, ιδιαίτερα σε γυναίκες που παρουσιάζουν
απώλεια βάρους. Αυτό ίσως οφείλεται στην υπερέκκριση κορτιζόλης κατά την
κατάθλιψη, όπως και στην απώλεια βάρους. Έχει επισημανθεί η ύπαρξη ενός
σιρκαδιανού ρυθμού στα επίπεδα τρυπτοφάνης στο πλάσμα αίματος. Στους
φυσιολογικούς είναι υψηλότερα κατά τη νύχτα, ενώ σε καταθλιπτικούς ασθενείς ήσαν
υψηλότερα κατά τις ώρες της ημέρας (Malatino et al 1982).
 Η τυροσίνη, που προέρχεται είτε από τις τροφές είτε από τη φαινυλαλανίνη, είναι
πρόδρομος ουσία των κατεχολαμινών ντοπαμίνη και νοραδρεναλίνη.
 Η χολίνη βρίσκεται κυρίως στη λεκιθίνη, και από αυτήν συντίθεται η ακετυλχολίνη.
Δίαιτα πλούσια σε λεκιθίνη διευκολύνει στην απομνημόνευση. Μεγάλες ποσότητες
χολίνης στη διατροφή είχαν θετικές επιπτώσεις σε πάσχοντες από όψιμη δυσκινησία.

Βιταμίνες. Οι υποστηρικτές της μεγαβιταμινικής θεωρίας (Pauling 1968) ισχυρίζονται ότι


πολλές μείζονες ψυχιατρικές παθήσεις είναι στην πραγματικότητα μεταβολικές διαταραχές
που προκαλούνται από την έλλειψη βιταμινών και άλλων τροφικών παραγόντων σε άτομα με
μεγάλες ανάγκες για τέτοιες ουσίες. Οι ελεύθερες ρίζες επιταχύνουν την κυτταρική γήρανση
και έχουν ενοχοποιηθεί για μια σειρά διαταραχές, από καρκίνο μέχρι σχιζοφρένεια.
Υπάρχουν ουσίες που καταπολεμούν τις ελεύθερες ρίζες, όπως οι βιταμίνες C, Α και Ε και
ορισμένα ιχνοστοιχεία, όπως σελήνιο και ψευδάργυρος.
 Βιταμίνη Α. Συμβάλλει στην αποκατάσταση του επιθηλιακού ιστού.
 Βιταμίνη Β1 (θειαμίνη). Έλλειψη βιταμίνης Β1 προκαλείται όταν το διαιτολόγιο δεν
περιέχει πίτυρα σιτηρών ή φλούδες ρυζιού, που είναι πλούσια σε βιταμίνη Β1.
69

Παρατηρούνται διαταραχές των κινητικών νεύρων, με αρνητικές επιπτώσεις στις


κινήσεις, ιδιαίτερα στο βάδισμα (Beri-Beri). Το σύνδρομο Wernicke-Korsakoff είναι μία
τοξική εγκεφαλοπάθεια η οποία οφείλεται σε ανεπάρκεια θειαμίνης στον εγκέφαλο
προκαλούμενη από υπερκατανάλωση οινοπνεύματος. Εκτεταμένες βλάβες στον φλοιό
εκδηλώνονται με διαταραχές της οπτικο-χωρικής αντίληψης, της μνήμης και των
λειτουργιών της αφαιρετικής σκέψης. Οι διαταραχές της μνήμης οφείλονται στην
ανεπάρκεια θειαμίνης, η οποία καταναλώνεται σε μεγάλες ποσότητες κατά τον
μεταβολισμό του οινοπνεύματος, οι άλλες βλάβες όμως οφείλονται στην άμεση
τοξικότητα του οινοπνεύματος επί του νευρικού κυττάρου (Jacobson et al 1991).
 Βιταμίνη Β6 (πυριδοξίνη). Η έλλειψή της ίσως σχετίζεται με δυσανεξία στο αλκοόλ, ενώ
θετική επίδραση μπορεί να έχει η χορήγηση μεγάλων δόσεων σε παιδιά που πάσχουν
από αυτισμό.
 Βιταμίνη Β12 και φυλλικό οξύ. Μεγάλο ποσοστό ασθενών με μεγαλοβλαστική αναιμία
λόγω ανεπάρκειας βιταμίνης Β12 ή φυλλικού οξέως παρουσιάζουν κόπωση, αϋπνία και
ήπιες ψυχιατρικές διαταραχές, μερικές φορές ψυχωσικού τύπου (μεγαλοβλαστική
τρέλα). Αλλά και σε αρκετούς ψυχιατρικούς ασθενείς χωρίς αιματολογικές διαταραχές
έχουν βρεθεί χαμηλά επίπεδα φυλλικού οξέως στον ορό. Το φυλλικό οξύ παίζει
σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του συναισθήματος και έχουν περιγραφεί
συναισθηματικές διαταραχές επί ελλείψεώς του (Reynolds et al 1984, Fafouti et al
2002).
 Βιταμίνη C (ασκορβικό οξύ). Είναι μια από τις ισχυρότερες αντιοξειδωτικές ουσίες και ο
ρόλος της στην προστασία του εγκεφάλου από τις ελεύθερες ρίζες είναι πολύ
σημαντικός. Οι συγκεντρώσεις της είναι μεγάλες στις ντοπαμινεργικές περιοχές του
ΚΝΣ. Αυξάνει την απορρόφηση του σιδήρου, μειώνει τα επίπεδα της χοληστερόλης του
ορού, συμβάλλει στην ισχυροποίηση των αιμοφόρων αγγείων, κυρίως των τριχοειδών,
προφυλάσσει από λοιμώξεις. Έλλειψη βιταμίνης C προκαλείται όταν από το σιτηρέσιο
απουσιάζουν τα φρέσκα φρούτα και τα λαχανικά. Παρατηρούνται καταστροφές ούλων
και οδόντων (σκορβούτο).
 Βιταμίνη D (σολτριόλη). Η βιταμίνη D έχει θεωρηθεί η στεροειδής ομοιοστατική ορμόνη
του ασβεστίου. Η δράση της δεν είναι μόνο περιφερική αλλά και κεντρική, αφού έχει
βρεθεί ότι δρα απευθείας στο ΚΝΣ (Stumpf and Privette 1989). Έλλειψη βιταμίνης D, σε
συνδυασμό με μείωση του ηλιακού φωτός, προκαλεί διαταραχές στον μεταβολισμό του
ασβεστίου και προβλήματα στην οστεοποίηση. Υπερβιταμίνωση D είναι δυνατόν να
οδηγήσει σε κατάθλιψη μέσω της υπερασβεσταιμίας που προκαλεί. Οι επιδράσεις του
φωτός (φυσικού ή τεχνητού) στις φυσιολογικές διεργασίες και στη συμπεριφορά
επιτελούνται και μέσω του κυκλώματος δέρμα-βιταμίνη D-ενδοκρινικό σύστημα.
Εποχιακές και ημερήσιες βιορυθμικές διακυμάνσεις σχετίζονται άμεσα με αυτές τις
διεργασίες.
 Βιταμίνη Ε (τοκοφερόλες). Ισχυρές αντιοξειδωτικές ουσίες, περίπου οκτώ, εκ των
οποίων σημαντικότερη είναι η α-τοκοφερόλη. Ενεργοποιούν την υπόφυση προς
παραγωγή γοναδοτροπινών. Προφυλάσσουν το δέρμα, συμβάλλουν στην ανάπλαση
των ιστών, μειώνουν τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου και νόσου Alzheimer.
 Νικοτιναμίδη. Δεν επιβεβαιώνεται η άποψη ότι έχει θετικές επιπτώσεις στη θεραπεία
της σχιζοφρένειας.

Ιχνοστοιχεία. Τα ιχνοστοιχεία βρίσκονται σε απειροελάχιστες ποσότητες στον οργανισμό και


συνήθως αποτελούν μέρος της χημικής δομής ενζύμων που εμπλέκονται σε ποικίλες
μεταβολικές διεργασίες. Κάποια ιχνοστοιχεία έχουν χαρακτηρισθεί ως αναγκαία τροφικά
στοιχεία. Η έλλειψή τους από τον οργανισμό ή η υπερσυσσώρευσή τους λόγω γενετικής
ανωμαλίας ενδεχομένως να εμπλέκεται σε σοβαρές νοσογόνους διεργασίες (Levanter 1986).
 Αρσενικό. Φαίνεται ότι εμπλέκεται στη λειτουργία των μεθυλικών ομάδων.
 Ασβέστιο. Το ασβέστιο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του ΚΝΣ. Η
υπασβεσταιμία εκδηλώνεται με συμπτώματα όπως τικς, συναισθηματική ευμεταβλητότητα,
άγχος, κοινωνική απόσυρση και ευερεθιστότητα. Η υπερασβεσταιμία σχετίζεται με
συμπτώματα όπως δίψα, εξάντληση, κακουχία, έλλειψη πρωτοβουλίας και αυθορμητισμού,
70

κατάθλιψη, διαταραχές της μνήμης, ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις φθάνει μέχρι το οξύ
ψυχωτικό επεισόδιο.
 Βανάδιο. Ενεργοποιεί ορισμένες αλλοϋπεροξειδάσες, ιδιαιτέρως την υπεροξειδάση του
θυρεοειδούς και έτσι έχει κάποια σχέση με τις διαταραχές των θυρεοειδικών λειτουργιών.
 Βόριο. Επηρεάζει τον σχηματισμό του δραστικού ή του υδροξυλιωμένου παραγώγου
ορισμένων τύπων στερινοειδών ορμονών, όπως η 17β-οιστραδιόλη και η τεστοστερόνη.
 Μαγνήσιο. Η υπομαγνησαιμία έχει ενοχοποιηθεί για συμπτώματα όπως μυϊκή αδυναμία,
ανησυχία, μείωση της συγκέντρωσης, της προσοχής και της μνήμης. Έχει προταθεί η
χορήγηση μαγνησίου ως σταθεροποιητικού του συναισθήματος στις ταχύσυρτες
μανιοκαταθλίψεις. Η συχνότητα της υπομαγνησαιμίας στις πάσχουσες από ψυχογενή
ανορεξία ή ψυχογενή βουλιμία είναι μεγάλη, άνω του 25%, και έχει προταθεί η θεραπευτική
της χορήγηση σε αυτές τις ασθενείς (Hall et al 1988).
 Νικέλιο. Εμπλέκεται στον μεταβολισμό της βιταμίνης Β12.
 Σίδηρος. Ανεπάρκεια σιδήρου στα παιδιά έχει συσχετισθεί με επιδείνωση των διανοητικών
δυνατοτήτων, μείωση της προσοχής και της μαθησιακής δυνατότητας, απάθεια και
ψυχοκινητική αναστολή, ευερεθιστότητα, εύκολη κόπωση, πίκα (Conde et al 1993).
Μεταβολές στα αποθέματα σιδήρου έχουν παρατηρηθεί σε νευρολογικές παθήσεις όπως
νόσος Huntington, νόσος Parkinson, σκλήρυνση κατά πλάκας. Πτώση των επιπέδων της
τρανσφερρίνης, που σχετίζεται με τη δυνατότητα συνδέσεως του αργιλίου, έχει
παρατηρηθεί σε πάσχοντες από νόσο Alzheimer (Youdim 1988, Farrar and Altmann 1990),
και κάποιοι μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι η νόσος Alzheimer μπορεί να προκαλείται από
μια πρωτογενή διαταραχή στον μεταβολισμό του σιδήρου (Hallgren and Sourander 1960).
 Σελήνιο. Σε συνδυασμό με τη βιταμίνη Ε φαίνεται ότι ασκεί ισχυρή αντιοξειδωτική δράση.
 Χρώμιο. Οι ανάγκες σε χρώμιο μεταβάλλονται κατά τις διαταραχές του μεταβολισμού των
υδατανθράκων, κατά την άθληση, καθώς και σε λοιμώξεις και σε ακραίες θερμοκρασιακές
συνθήκες του περιβάλλοντος.
 Χαλκός. Είναι βασικό χημικό συστατικό σε δεκάδες ένζυμα, μεταξύ των οποίων η
μονοαμινοξειδάση και η β-υδροξυλάση της ντοπαμίνης.
 Ψευδάργυρος. Συμμετέχει στη βιοσύνθεση DNA, RNA και ποικίλων πρωτεϊνών κατά την
ανάπτυξη του εγκεφάλου. Συμβάλλει στην ανοσοποιητική λειτουργία, στη λειτουργία της
γεύσης και της όσφρησης, στη δράση της ινσουλίνης. Μεγάλες συγκεντρώσεις
ψευδαργύρου έχουν ανιχνευθεί στον ιππόκαμπο και στην χορειοηδή στιβάδα του
αμφιβληστροειδούς. Ανεπάρκεια ψευδαργύρου κατά την παιδική ηλικία σχετίζεται με
μαθησιακές δυσκολίες (Pfeiffer and Braveman 1982).

Το νερό. Η συσχέτιση της διαταραχής της ισορροπίας του νερού με ψυχικές διαταραχές έχει
αναγνωρισθεί εδώ και πολλές δεκαετίες, όταν ο Hoskins και οι συνεργάτες του (Hoskins
1933, Hoskins and Sleeper 1933) παρατήρησαν ότι σχιζοφρενείς ασθενείς απέβαλλαν
μεγάλες ποσότητες ούρων, χωρίς να υπάρχουν νεφρικές διαταραχές, επειδή κατανάλωναν
μεγάλες ποσότητες ύδατος. Αργότερα οι Barlow και de Wardener (1959) περιέγραψαν έναν
παρόμοιο συνδυασμό πολυδιψίας και πολυουρίας σε πάσχοντες και από άλλες ψυχιατρικές
διαταραχές, ωστόσο το φαινόμενο παρατηρείται κυρίως στους σχιζοφρενείς. Η κατανάλωση
μεγάλων ποσοτήτων ύδατος είναι δυνατόν να προκαλέσει τοξικά φαινόμενα (δηλητηρίαση δι’
ύδατος) με χαρακτηριστικά συμπτώματα: κακουχία, ανησυχία, ναυτία και έμετο, τρόμο,
αταξία, σπασμούς, κώμα και θάνατο (Vieweg et al. 1984).

Ο υποσιτισμός κατά την πρώτη παιδική ηλικία μπορεί να βρίσκεται στην αφετηρία
ανάπτυξης διανοητικής καθυστερήσεως. Η παρατεταμένη στέρηση τροφής έγινε
υποχρεωτικό αντικείμενο μελέτης κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Ελλάδα η
Μεγάλη Πείνα του 1941-42 κατά την Κατοχή προκάλεσε εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους
(Καλογήρου 1942, Πετσετάκης 1945, Σκούρας και συν. 1946). Η θνησιμότητα των παιδιών,
παράλληλα με εκείνη των ενηλίκων, δεν αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της πείνας αλλά
αργότερα, προς το τέλος του λιμού. Τη μεγαλύτερη θνησιμότητα παρουσίασαν οι άνδρες
οικογενειάρχες, που έπρεπε να θυσιαστούν για να φροντίσουν τους άλλους, ακολούθησαν οι
γυναίκες, οι γέροι και τελευταία τα παιδιά. Κατά τα προχωρημένα στάδια της πείνας
71

παρατηρήθηκε στα θύματα παρασυμπαθητικοτονία με βραδυκαρδία και υπόταση. Έχουν


αναφερθεί (Σκούρας και συν. 1946) περιπτώσεις ευνοϊκής εξέλιξης της ψυχιατρικής
συμπτωματολογίας κατά την περίοδο της Μεγάλης Πείνας. Αυτό ίσως δεν θα πρέπει να
αποδοθεί στην πείνα καθεαυτήν αλλά στην έλλειψη γλουτένης, που υπάρχει στα δημητριακά,
και της οποίας η δυσαπορρόφηση υποστηρίχθηκε ότι έχει ψυχωσεογόνες επιπτώσεις
(θεωρία της γλουτένης για τη σχιζοφρένεια).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ (1942). Τις η έκτασις και ποία τα αποτελέσματα του επικρατούντος υπό τας παρούσας συνθήκας
υποσιτισμού. Ιατρική Εταιρεία Αθηνών.
ΠΕΤΣΕΤΑΚΗΣ (1943). Στατιστική μελέτη των περιπτώσεων τροφοπενίας και θνητότητος κατά τον λιμόν της
Ελλάδος από Οκτώβριον 1941 μέχρι Δεκέμβριον 1942. Β! Παθολογική Κλινική.
ΣΚΟΥΡΑΣ Φ. (1942). Το Άγχος και αι Πολεμικαί Ψυχώσεις. Αθήναι.
ΣΚΟΥΡΑΣ Φ, ΧΑΤΖΗΔΗΜΟΣ Α, ΚΑΛΟΥΤΣΗΣ Α, ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ. (1946). Η ψυχοπαθολογία της πείνας,
του φόβου και του άγχους. εκδ. Οδυσσέας/Τρίαψις Λόγος, Αθήνα 1991.

BARLOW ED, de WARDENER HE. (1959). Compulsive water drinking. Q. J. Med. 28:235-258.
CONDE LV, dela CANTARA JJ, BLANCO LM, LOPEZ G. (1993). Iron metabolism in psychiatry: Changes relat-
ed to old age. Eur. J. Psychiatr. 7(1):50-58.
FAFOUTI M et al (2002). Mood disorder with mixed features due to vitamin B12 and folate deficiency. General
Hospital Psychiatry 24:106-109.
FARRAR G, ALTMANN P, et al. (1990). Defective gallium-transferrin binding in Alzheimer disease and Down
syndrome: possible mechanism for accumulation of aluminium brain. Lancet, 335:747-750.
FERNSTON JD, WURTMAN RJ. (1971). Brain serotonin content: Increase following ingestion of carbohydrate
diet. Science, 174:1023-25.
HALL RC et al (1988). Hypomagnesemia in patients with eating disorders. Psychosomatics 3:264-272.
HALLGREN B, SOURANDER P. (1960). The nonhaemin iron in the cerebral cortex in Alzheimer’s disease. J
Neurochem 5:307-310.
HOSKINS RG, SLEEPER FH. (1933). Organic functions of schizophrenia. Arch. Neurol. Psychiatry 30:123-140.
HOSKINS RG. (1933). Schizophrenia from the physiological point of view. Ann. Intern. Med. 7:445-456.
JACOBSON RR, ACKER CF, LISHMAN WA. (1991). Patterns of neuropsychological deficit in alcoholic Korsa-
koff's syndrome. Psychol. Med. 20:321-34.
LEVANDER OA. (1986). Trace elements in Human and Animal Nutrition. Academic Press, Orlando, F.L.
MACDIARMID JI, HETHERINGTON MM. (1995). Mood modulation by food: an exploration of affect and cravings
in “chocolate addicts”. Br J Clin Psychol 34:129-138.
MALATINO LS, et al. (1982). Circadian rhythm of plasma tryptophan in clinically healthy subjects and patients
with endogenous depression. Chronobiologia. 9(1):13-20.
MULDOON MF, et al (2001). Cholesterol reduction and non-illness mortality: meta-analysis of randomized clinical
trials. BMJ 322(7277):11-15.
PAULING L. (1968). Orthomolecular psychiatry. Science, 160:265.
PFEIFFER CC, BRAVEMAN ER. (1982). Zinc, the Brain and Behavior. Biological Psychiatry 17(4):513-532.
REYNOLDS EH, CARNEY MP, TOONE BK. (1984). Methylation and mood. Lancet 2:196-8.
STUMPF WE, PRIVETTE TH. (1989). Light, vitamin D and psychiatry. Role of 1,25 dihydro xyvitamin D3 (soltriol)
in etiology and therapy of seasonal effective disorder and other mental processes. Psychopharmacology 97:285-
294.
VIEWEG V, ROWE W, DAVID J, SPRADLIN W. (1984). Hyposthenuria as a marker for self-induced water intoxi-
cation and schizophrenic disorders. Am J Psychiatry. 141(10):1258-60.
YOUDIM M. (1988). Iron in the brain: Implications for Parkinson’s and Alzheimer’s diseases. Mount Sinai J. of
Med., 55:97-101.
ZIOUDROU C, KLEE WA. (1979). Possible roles of peptides derived from food proteins in brain function. In: Nu-
trition and Brain Vol. 4, edited by RJ WURTMAN and JJ Wurtman, Raven Press NY.
72

10. ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Το περιβάλλον είναι ο «χώρος της ζωής» κάθε βιολογικού παράγοντα. Οποιοδήποτε


ερέθισμα στο οποίο το άτομο απαντά, από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι τον θάνατο,
θεωρείται παράγοντας περιβαλλοντικός. Μία πρώτη μεγάλη διάκριση αφορά τη διαφορά του
εξωτερικού από το εσωτερικό περιβάλλον. Το πρώτο περιλαμβάνει ο,τιδήποτε βρίσκεται
πέρα από τα όρια του σωματικού εγώ, ενώ το δεύτερο είναι το σύνολο των διεργασιών και
γεγονότων που επιτελούνται εντός του σώματος και τα οποία τείνουν στη διατήρηση της
ομοιόστασης. Οι εσωτερικές περιβαλλοντικές επιδράσεις λειτουργούν υπό τη μορφή χημικών
ή χυμικών υπερβολών ή ανεπαρκειών, τοξικών ή μικροβιακών παραγόντων, ενώ οι
εξωτερικές αφορούν ένα μεγάλο φάσμα στοιχείων, από το φως, τον αέρα, το έδαφος και τη
θερμοκρασία μέχρι τις διαπροσωπικές σχέσεις, τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και την
εκπαίδευση. Η σχέση κληρονομικότητας και περιβάλλοντος στη διαμόρφωση του ψυχισμού
έχει χαρακτήρα συμπληρωματικής αλληλεπίδρασης. Το περιβάλλον δεν μπορεί να επιδράσει
χωρίς την ύπαρξη βιολογικού υποστρώματος, αλλά και το βιολογικό υπόστρωμα ελέγχεται
σχεδόν απόλυτα από περιβαλλοντικούς παράγοντες.

Το φυσικό αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον είναι δυνατόν να επιδρούν τόσο στις νοηματικές
όσο και στις συμπεριφορικές διεργασίες κατά τρόπο προβλέψιμο ακόμη και στις πιο
διαφορετικές κουλτούρες. Φυσιολογικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές αντιδράσεις
δρουν ως μεσολαβητικοί παράγοντες μεταξύ προσώπου και περιβάλλοντος. Ωστόσο άμεσες
σχέσεις του τύπου αιτίας και αποτελέσματος μεταξύ φυσικού περιβάλλοντος και ψυχολογίας
ή ψυχοπαθολογίας είναι δύσκολο να βρεθούν (με εξαίρεση τις στερητικές, τοξικές και
λοιμώδεις επιδράσεις), ενώ στην περίπτωση του κοινωνικού περιβάλλοντος η δυσκολία είναι
ακόμη μεγαλύτερη. Και αυτό διότι το αντικειμενικό περιβάλλον και το περιβάλλον όπως
προσλαμβάνεται από το άτομο συνήθως δεν ταυτίζονται.

Κάθε πληθυσμός περιλαμβάνει μια ευάλωτη ομάδα προσώπων που έχουν μεγαλύτερη ροπή
στην ανάπτυξη νόσου, σωματικής ή ψυχικής, και παραλλήλως έχουν την τάση να
διαμαρτύρονται για το περιβάλλον τους, όποιο και αν είναι αυτό, το οποίο κυρίως
ενοχοποιούν για τη φτωχή τους υγεία. Περιβαλλοντικοί παράγοντες διαδραματίζουν
καθοριστικό ρόλο σε όλες τις μορφές δυσπροσαρμοστίας, αλλά ο τρόπος δράσης τους σε
πολύ μεγάλο βαθμό παραμένει άγνωστος. Δεν έχει δοθεί απάντηση στο ερώτημα τι είναι
πραγματικά αυτό που προδιαθέτει στην ανάπτυξη δυσπροσαρμοστικών διαταραχών και
πολύ λίγα είναι γνωστά γύρω από τους ψυχολογικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς που
εμπλέκονται σε αυτές τις διαταραχές.

Η μελέτη των στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος (θερμοκρασία, αέρας, υγρασία,


γεωγραφική περιοχή, πανίδα, χλωρίδα) και του τρόπου που αυτά επιδρούν στους ζωντανούς
οργανισμούς απασχόλησε την ιατρική ήδη από τις απαρχές της (Παναγιωτάτου 1928). Στο
Περί ανέμων, υδάτων και τόπων ο Ιπποκράτης επεσήμανε κατά τρόπο εντυπωσιακό πόσο ο
φυσικός, ψυχολογικός και ηθικός χαρακτήρας των ανθρώπων επηρεάζεται από το έδαφος
και το κλίμα. Ωστόσο οι μεγάλες σύγχρονες περιβαλλοντικές απειλές, το φαινόμενο του
θερμοκηπίου, η αραίωση του όζοντος, η ρύπανση της ατμόσφαιρας, η υποβάθμιση του
εδάφους και των υδάτων, η παραγωγή τοξικών προϊόντων και η μείωση της βιολογικής
73

ποικιλομορφίας δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς ως προς τις επιπτώσεις τους στην ψυχική
υγεία.

Αστρικές επιδράσεις. Η πίστη στην επίδραση των άστρων, της σελήνης και των
πλανητικών φάσεων στην ανθρώπινη υγεία και συμπεριφορά έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία
και, παρά τον σύγχρονο σκεπτικισμό λόγω έλλειψης επαρκούς επιστημονικής τεκμηρίωσης,
διατηρεί την έλξη της και μια κάποια ιατρική γοητεία. Ορισμένες μελέτες έδειξαν αύξηση της
ανώμαλης συμπεριφοράς κατά την πανσέληνο, αύξηση που αποδόθηκε σε γεωμαγνητικές
μεταβολές που παρατηρούνται μεταξύ δύο σεληνιακών φάσεων, άλλες μελέτες όμως (Wil-
kinson et al 1997) δεν επιβεβαίωσαν τις απόψεις για την αύξηση της ψυχοπαθολογίας σε
σχέση με τις σεληνιακές φάσεις.

Γεωγραφική περιοχή και κλίμα. Ο άνθρωπος είναι εγκατεστημένος προς τα επάνω μέχρι
το όριο των δένδρων (θεραπευτήρια και σανατόρια στις Άλπεις). Πάνω και κάτω από το όριο
των δένδρων, στους τροπικούς, η απόδοση πέφτει, παρά το ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι ο
άνθρωπος είναι φτιαγμένος να ζει και σε τροπικό κλίμα. Ο Esquirol έγραφε (1837) ότι δεν
είναι τα θερμά κλίματα εκείνα που ευθύνονται για τις ψυχικές διαταραχές, αλλά μάλλον τα
εύκρατα, κυρίως εκείνα στα οποία η θερμοκρασία είναι ψυχρή και υγρή ή θερμή και υγρή.
Με τις σημερινές τεχνολογικές ευκολίες ο άνθρωπος πρακτικά μπορεί να ζήσει σε όλα τα
κλίματα. Εκατομμύρια άνθρωποι κάθε χρόνο ταξιδεύουν, διανύοντας μέσα σε διάστημα
λίγων ωρών τεράστιες αποστάσεις, εκτιθέμενοι σε μεγάλες κλιματικές μεταβολές, χωρίς να
έχουν εντοπιστεί ιδιαίτερες επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία.

Εποχές του έτους. Σημαντικές περιοδικότητες όσον αφορά το αίσθημα της ευεξίας, της
συναισθηματικής διάθεσης, της πρόσληψης τροφής, του ύπνου, αλλά και συμπτωμάτων
όπως το άγχος ή η κατάθλιψη έχουν επισημανθεί σε σχέση με τις εποχές του χρόνου
(Kramer 1982). Έχουν αναφερθεί ποικίλες εποχιακές ψυχιατρικές διαταραχές, όπως
χειμερινή κατάθλιψη, θερινή υπομανία, εποχιακές μεταβολές των διαταραχών πρόσληψης
τροφής (ψυχογενής ανορεξία, ψυχογενής βουλιμία), απόπειρες αυτοκτονίας και αυτοκτονίες
(Bazas et al 1979, Frangos et al 1980). Φαίνεται ότι η ημερήσια φωτοπερίοδος είναι ο
παράγοντας που σχετίζεται δυναμικότερα με αυτές τις διαταραχές. Σε νεκροτομικές μελέτες
εγκεφάλων ατόμων που πέθαναν σε διάφορες εποχές του έτους από μη νευροψυχιατρικές
αιτίες παρατηρήθηκε μια κάθετη πτώση της σεροτονίνης του υποθαλάμου από το
φθινόπωρο προς τον χειμώνα (Carlsson et al 1980). Μεγάλη αύξηση των εισαγωγών για
διπολική διαταραχή (μανία) και σχιζοφρένεια, αλλά όχι για νευρωσικές διαταραχές ή
διαταραχές της προσωπικότητας, έχει παρατηρηθεί κατά τους θερινούς μήνες σε καλά
οργανωμένες μελέτες (Takei et al 1992) ενώ τα συμπτώματα άγχους, σωματοποίησης και
κατάθλιψης αυξήθηκαν κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες σε γυναικείους
πληθυσμούς (Schlager et al 1993).
Εποχιακές διαφορές τόσο ως προς την έναρξη της νόσου όσο και ως προς την
ημερομηνία γέννησης έχουν συζητηθεί μέσα στο πλαίσιο της αιτιοπαθογένειας της
σχιζοφρένειας και άλλων διαταραχών, όπως οι μαθησιακές διαταραχές, η διανοητική
καθυστέρηση και το σύνδρομο Down. Οι σχιζοφρενείς ασθενείς είναι πιο πιθανόν να έχουν
γεννηθεί κατά τους χειμερινούς μήνες (Ιανουάριος-Φεβρουάριος), ενώ η έναρξη της νόσου
είναι πιθανό να συμβεί κατά τους πρώτους θερινούς μήνες. Παρόμοια στοιχεία έχουν βρεθεί
και για τη μανιοκαταθλιπτική νόσο (Dalen 1975, Hove and Walter 1978). Αυτές οι τάσεις
παρακολουθούν τις εποχές στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Ποικίλοι, σχετιζόμενοι με τις
εποχές, παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί, όπως ο ρόλος της θερμοκρασίας του
περιβάλλοντος κατά τις πρώτες εβδομάδες μετά τη σύλληψη, διαιτολογικοί παράγοντες (π.χ.
φυσική έλλειψη βιταμίνης C περί το τέλος της ανοίξεως), ιογενείς λοιμώξεις αμέσως μετά τη
γέννηση, κ.λπ. Υπάρχουν ενδείξεις επιδείνωσης της σπερματογένεσης κατά τους θερινούς
μήνες.

Μετεωρολογικές συνθήκες. Οι μετεωρολογικές ή καιρικές ή ατμοσφαιρικές συνθήκες


επιδρούν στην αντίληψη των αλγεινών ερεθισμάτων (Τσικλάκος 2001) και ίσως παίζουν
74

κάποιο ρόλο στις αυτοκτονίες (Deisenhammer et al 2003). Γεωμαγνητικές καταιγίδες έχουν


συνδεθεί με συναισθηματικές διαταραχές μέσω σιρκαδιανών επιδράσεων στην παραγωγή
μελατονίνης και δυσλειτουργίας του σεροτονινεργικού και νοραδρενεργικού συστήματος (Kay
1994).

Θερμοκρασία περιβάλλοντος. Το θερμορυθμιστικό σύστημα αποτελείται από δύο κέντρα.


Ένα ψυχρογόνο ευρισκόμενο στο ρύγχος του υποθαλάμου και ένα θερμογόνο στο οπίσθιο
τμήμα του υποθαλάμου. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η θερμοκρασία του σώματος είναι πολύ
ευαίσθητη στη θερμοκρασία του περιβάλλοντος κατά το δεύτερο ήμισυ της νύχτας, οπότε και
πέφτει στα χαμηλότερα επίπεδά της ακολουθώντας εκείνη του περιβάλλοντος. Οι πολύ
υψηλές ή οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες έχουν για τον άνθρωπο στρεσογόνο χαρακτήρα και
ο οργανισμός αντιδρά με παραγωγή κατεχολαμινών. Σε περιβάλλον με υψηλή θερμοκρασία
οι κινήσεις γίνονται νωθρότερες, ενώ σε ψυχρό περιβάλλον αυξάνεται η ταχύτητα και ο
αριθμός τους. Η αύξηση της επιθετικότητας κατά τις πολύ θερμές εποχές του έτους είναι
καλά τεκμηριωμένη (Anderson 1989). Επίσης, όσο αυξάνεται η θερμοκρασία του
περιβάλλοντος, αυξάνεται και η συχνότητα των αυτοκτονιών. Σημαντικό θέμα μελέτης είναι οι
συνθήκες θερμικής καταπονήσεως των εργαζομένων σε μερικά εργοστασιακά περιβάλλοντα,
όπως χυτήρια, φούρνοι, υαλουργία κ.λπ. Ορισμένοι ασθενείς που παρουσιάζουν
συναισθηματικές διαταραχές τις αποδίδουν στη θερμοκρασία του περιβάλλοντος, αλλά τέτοια
ευρήματα δεν έχουν τεκμηριωθεί. Οι χειρισμοί στη θερμοκρασία του περιβάλλοντος ήσαν
διαδεδομένες θεραπευτικές πρακτικές μέσα στο κύριο ρεύμα των ψυχιατρικών θεραπειών
κατά τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ου. Ο Kraepelin συνιστούσε θερμά λουτρά για την
καταπολέμηση της ψυχοκινητικής ανησυχίας και κρύα βραδινά μπάνια και καταιονισμούς για
τη θεραπεία της κατάθλιψης.

Υγρασία του περιβάλλοντος. Η υγρασία σε συνδυασμό με την αύξηση της θερμοκρασίας


εξαντλεί το νευρικό σύστημα, ενώ όταν συνδυάζεται με χαμηλές θερμοκρασίες
αναζωπυρώνει νευραλγικές καταστάσεις. Όσο αυξάνεται η υγρασία του περιβάλλοντος,
μειώνεται η συχνότητα των αυτοκτονιών αλλά κατά τις βροχερές ημέρες ο αριθμός των
αυτοκτονιών είναι μεγαλύτερος και κατά τη διάρκεια των κεραυνών αυξάνεται ακόμη
περισσότερο.

Ατμοσφαιρική ή βαρομετρική πίεση. Η ταχύτητα της καρδιακής λειτουργίας έχει σχέση με


το υψόμετρο, ενώ τα βαρομετρικά πεδία έχουν επίδραση στη σωματική και ψυχική υγεία.
Όσο αυξάνεται η ατμοσφαιρική πίεση του περιβάλλοντος, αυξάνεται και η συχνότητα των
αυτοκτονιών. Τα αρθριτικά άλγη επηρεάζονται από αλλαγές της βαρομετρικής πιέσεως.

Ηλεκτρομαγνητικά πεδία και ακτινοβολίες. Οι επιδράσεις που ασκούν στον ανθρώπινο


οργανισμό τα κοσμικά ηλεκτρομαγνητικά πεδία που προκαλούν ιονισμό (ακτίνες Χ, ακτίνες
γάμμα, κοσμική ακτινοβολία, ραδιενέργεια, υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου) είναι δύσκολο να
μελετηθούν. Τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία όμως που δημιουργούνται από τις ανθρώπινες
δραστηριότητες (ηλεκτρικές συσκευές, κινητά τηλέφωνα, γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικού
ρεύματος υψηλής τάσεως κ.λπ.) έχουν ενοχοποιηθεί για την πρόκληση μιας σειράς
προβλημάτων υγείας. Υπάρχουν ενδείξεις καρκινογόνου δράσεως (λευχαιμία), παρεμβολής
στους τεχνητούς βηματοδότες, καταστροφής των λευκοκυττάρων φονιάδων, αλλοίωσης της
λειτουργίας του κωναρίου και διαταραχής της παραγωγής μελατονίνης. Έχουν επίσης
αναφερθεί υψηλές συχνότητες καταθλίψεως και αυτοκτονίας σε περιοχές όπου οι κατοικίες
είναι πλησίον γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσεως.

Φως. Το φως μέσω της αμφιβληστρο-υποθαλαμο-κωναριακής οδού επιδρά στα


κωναριοκύτταρα και μειώνει την παραγωγή μελατονίνης διαμορφώνοντας έτσι τον
συναισθηματικό τόνο. Φως διαφορετικού μήκους κύματος είναι δυνατόν να επιδρά στους
ανθρώπους κατά διαφορετικούς τρόπους, αναλόγως των εποχών του έτους. Η σχέση της
μελατονίνης με τη χειμερινή κατάθλιψη δεν έχει διευκρινισθεί επαρκώς. Η ατενολόλη, β-
αδρενεργικός ανταγωνιστής, εμποδίζει την έκκριση μελατονίνης (όπως και το φως), αλλά δεν
75

βοηθά στη θεραπεία της εποχιακής κατάθλιψης, ενώ το φως βοηθάει. Στον πληθυσμό των
επιληπτικών ένα ποσοστό περίπου 5% είναι ευαίσθητο σε διακοπτόμενα φωτεινά ερεθίσματα
που προκαλούνται από τις αναλαμπές του ηλιακού φωτός, την τηλεόραση, τις φωτορυθμικές
διαφημίσεις, τα ριγωτά αντικείμενα, τις γρίλιες των παραθύρων κ.λπ., τα οποία πυροδοτούν
επιληπτικές κρίσεις, που ευνοούνται από την έλλειψη ύπνου. Φως προσλαμβανόμενο από
τον οφθαλμό τροποποιεί την ανοσοποιητική λειτουργία.

Το έδαφος. Τα ελώδη και υγρά εδάφη, αναφέρεται ήδη από τον Ιπποκράτη, καθιστούν
νωθρό το πνεύμα και ασθενικόν τον οργανισμό, ενώ το ξηρό έδαφος δυναμώνει το σώμα και
καθιστά ταχεία την αντιληπτικότητα.

Μόλυνση του περιβάλλοντος. Η βιομηχανική επανάσταση που ουσιαστικά άρχισε κατά το


πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα εγκαινίασε μεγάλης κλίμακας άμεσες ή έμμεσες επιδράσεις
καταστροφικού χαρακτήρα στο φυσικό περιβάλλον. Η παραγωγή και διοχέτευση τοξικών
χημικών ουσιών (φάρμακα, βιομηχανικά απόβλητα, υπολείμματα καύσεως
υδρογονανθράκων στην ατμόσφαιρα κ.λπ.) έχει ως αποτέλεσμα την είσοδο πολλών εξ
αυτών στη διατροφική αλυσίδα, στον ανθρώπινο μεταβολισμό, και κατά συνέπεια την
πρόκληση παθολογικών καταστάσεων. Έχουν καταγραφεί αρκετές διαταραχές για τις οποίες
ενοχοποιούνται περιβαλλοντικοί ρύποι, όπως υπογοναδισμός (οιστρογονομιμητικές ουσίες),
διαταραχές της συμπεριφοράς (μόλυβδος), αλλεργίες, καρκίνος από την είσοδο
μεταλλαξιογόνων ουσιών. Σε μακροπρόθεσμη προοπτική η μόλυνση του περιβάλλοντος
αναμένεται να προκαλέσει σημαντικές κλιματικές μεταβολές με κύματα καύσωνος, άνοδο της
στάθμης της θάλασσας, πλημμύρες, εκτεταμένη ξηρασία και αρνητικές επιπτώσεις στη
γεωργική παραγωγή.

Xώρος. Στις ανθρώπινες κοινωνίες οι άνθρωποι μοιράζονται μεταξύ τους τον χώρο και για
να γίνει αυτό έχουν αναπτυχθεί πολύπλοκα κοινωνικά συστήματα. Ο αλληλοσυσχετισμός
παρατηρήσεων και θεωριών γύρω από την ανθρώπινη χρήση του χώρου (Hall 1968) οδηγεί
σε ευρήματα όπως ότι το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο επιτελούνται οι
ψυχικές διεργασίες και αναπτύσσεται η συμπεριφορά μεταβιβάζεται όχι μόνο μέσω της
γλώσσας αλλά και μέσω κωδικοποιημένων στοιχείων από τη χρήση του χώρου, τα οποία
ποικίλλουν από άτομο σε άτομο και από κουλτούρα σε κουλτούρα. Από ψυχαναλυτική
άποψη υποστηρίζεται ότι δυσκολίες προσανατολισμού στον χώρο και προβλήματα
σχετιζόμενα με τα όρια και τη θέση του σώματος ίσως αντανακλούν πτωχή εξέλιξη του
αισθήματος παραχώρησης χώρου από τη μητέρα κατά τη βρεφική ηλικία (Meloche 1988).

Εδαφική κυριαρχικότητα. Πολλά ζώα υπερασπίζονται την περιοχή τους, την οποία οι
φυσιοδίφες έχουν ονομάσει εδαφική επικράτεια (territory). Το φαινόμενο συναντάται
ευρύτατα στο ζωικό βασίλειο. Ο Wynne-Edwards (1962) πιστεύει ότι τα ζώα που
υπερασπίζονται μία επικράτεια αγωνίζονται μάλλον για ένα συμβολικό έπαθλο παρά για
ουσιαστικό κέρδος (π.χ. τροφή). Σε πολλές περιπτώσεις τα θηλυκά δεν ζευγαρώνουν με
αρσενικά που δεν έχουν δική τους επικράτεια. Συχνά το θηλυκό που ο σύντροφός του
νικήθηκε και η επικράτειά του κατακτήθηκε, προσφέρεται με προθυμία στον νικητή. Ακόμη
και σε εμφανώς πιστά μονογαμικά είδη, το θηλυκό συνδέεται στενά μάλλον με την επικράτεια
του αρσενικού παρά με το ίδιο.
Ως εδαφική κυριαρχικότητα (territoriality) έχει ορισθεί η πραγματική ή ψυχολογική
δόμηση ενός στατικού χώρου για τον οποίο το άτομο έχει αισθήματα κατοχής. Η έννοια της
εδαφικής κυριαρχικότητας είναι γνωστή από μελέτες σε ζώα αλλά η σημασία της για τους
ανθρώπους παραμένει ασαφής, όπως εξάλλου και το πρόβλημα της ανάγκης του
προσωπικού χώρου. Το θέμα αυτό στους ανθρώπους αφορά ζητήματα σχετικά με τις έννοιες
της ιδιαιτερότητας του χώρου, του συνωστισμού, της πυκνότητας του πληθυσμού και του
υπερπληθυσμού, τα οποία αλληλοσυσχετίζονται και συνήθως συγχέονται μεταξύ τους.
Πολλοί έχουν δει την εδαφική κυριαρχικότητα στους ανθρώπους σαν ένα πρωτόγονο
σύστημα εξουσίας. Σε περιπτώσεις που δεν ισχύουν ή δεν εφαρμόζονται φυσιολογικοί
κοινωνικοί περιορισμοί οι άνθρωποι τείνουν να εκπίπτουν στην εδαφική κυριαρχικότητα και
76

να τη χρησιμοποιούν ως μηχανισμό εκδήλωσης των προθέσεών τους στις μεταξύ τους


συναλλαγές. Μετά την ήττα του ναζισμού, ο οποίος διέδιδε στις γερμανικές μάζες μανιωδώς
την ιδεολογία της εδαφικής κυριαρχικότητας, αρκετοί συγγραφείς υποστήριζαν ότι δεν
υπάρχει ανεξάρτητο κίνητρο εδαφικής κυριαρχίας ούτε καν στα ζώα. Ενώ όλα τα ζωικά είδη
φαίνεται να εκδηλώνουν εδαφική συμπεριφορά κάτω από ορισμένες περιστάσεις, η έλλειψη
χώρου καθεαυτήν δεν πυροδοτεί επιθετικές ή αμυντικές απαντήσεις ούτε έχει άλλες
αρνητικές επιπτώσεις. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης ισχυρίζονται ότι θα πρέπει να
αποφεύγεται η αναγωγή της εδαφικής συμπεριφοράς των ζώων σε μέτρο ερμηνείας για την
ανθρώπινη εδαφική συμπεριφορά. Δεν χρειάζονται όμως παραδείγματα από τα ζώα, διότι η
αιματηρή ιστορία των ανθρώπινων συγκρούσεων με αντικείμενο εδαφικές διεκδικήσεις μετά
από παραβιάσεις συνόρων αποτελεί από μόνη της μια εκκωφαντική απόδειξη.

Προσωπικός χώρος. Ως προσωπικός χώρος έχει οριστεί μια νοητή περιοχή που περιβάλλει
το σώμα. Έχει επίσης ονομασθεί «προστατευτική ζώνη του σώματος». Κάθε απόπειρα
σφετερισμού αυτής της ζώνης θεωρείται απειλητική ενέργεια, και ως εκ τούτου πυροδοτεί
άγχος στον απειλούμενο και εκλύει εκ μέρους του αμυντική συμπεριφορά. Η μελέτη αυτής
της ζώνης έδειξε ότι οι άνθρωποι τείνουν και επιδιώκουν να διατηρούν μεταξύ τους μια
απόσταση, η οποία ποικίλλει. Η έκτασή της είναι καθαρά υποκειμενική και καθορίζεται από
τα προσωπικά χαρακτηριστικά, την κουλτούρα και την πιθανή ψυχοπαθολογία του ατόμου.
Οι σχιζοφρενείς, συγκριτικά με τους φυσιολογικούς, βάζουν μεγαλύτερες αποστάσεις
ανάμεσα σε αυτούς και τους άλλους, οι ενδοστρεφείς μεγαλύτερες από τους εξωστρεφείς, και
οι βίαιοι φυλακισμένοι μεγαλύτερες από τους μη βίαιους. Αυτά τα φαινόμενα ίσως εξηγούνται
με βάση την εγρήγορση. Οι ενδοστρεφείς, π.χ., αλλά και οι σχιζοφρενείς, υπερφορτώνονται
σε χαμηλότερα επίπεδα αισθητηριακής πρόσληψης. Έτσι με την αύξηση της προστατευτικής
ζώνης η εγκεφαλική επαγρύπνηση θα μπορούσε να κρατηθεί μέσα σε διευθετήσιμα όρια.
Αυτή η υπόθεση όμως δεν έχει ακόμη διερευνηθεί πλήρως από νευροφυσιολογική σκοπιά.
Σε σχετική μελέτη που έγινε στον υπόγειο σιδηρόδρομο της Νέας Υόρκης, βρέθηκε ότι η
συμπεριφορά των επιβατών επηρεάζεται από τη διασπορά τους στο μέσο μεταφοράς. Στις
ώρες αιχμής τα καθίσματα, που επιτρέπουν τον φυσικό διαχωρισμό του ενός επιβάτη από
τον άλλον, ήσαν πιασμένα, οπότε η σωματική επαφή μεταξύ ξένων ήταν αναπόφευκτη. Έτσι
σε αυτήν την περίπτωση η εδαφική άμυνα καθίσταται σε μεγάλο βαθμό ψυχολογική, που
εκδηλώνεται με αποφυγή της βλεμματικής επικοινωνίας, αγνόηση του ενός από τον άλλον
και φαινομενική αδιαφορία για τον σφετερισμό του προσωπικού χώρου. Ωστόσο, παρά τον
συνωστισμό η συμπεριφορά παραμένει ρυθμισμένη και προβλέψιμη, πράγμα που δείχνει την
προσαρμογή πολλών βιολογικών και ψυχολογικών τάσεων σε ένα τόσο αφύσικο
περιβάλλον. Όταν υπάρχει δυνατότητα επιλογής, κατά τις ώρες της χαμηλής κυκλοφορίας, οι
επιβάτες τείνουν να κάθονται όσο πιο μακριά γίνεται ο ένας από τον άλλον, πράγμα που
μειώνει στο ελάχιστο τις «συνοριακές συγκρούσεις» και ικανοποιεί την ανάγκη συνεχούς
αποφυγής της επαφής με ξένους.

Συνωστισμός. Η έννοια του συνωστισμού αναφέρεται κυρίως σε αριθμό προσώπων κατά


οικιστικό χώρο. Υπάρχουν όμως και ποικιλίες παροδικών συνωστισμών (στον δρόμο, στα
λεωφορεία, σε τελετές κ.λπ.), η μελέτη των οποίων έχει δώσει ενδιαφέροντα στοιχεία για την
εδαφική συμπεριφορά του ανθρώπου. Ο συνωστισμός δεν πρέπει να ιδωθεί μόνο από
καθαρά φυσική άποψη, διότι περιλαμβάνει οπωσδήποτε και υποκειμενικά στοιχεία.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι το αίσθημα του συνωστίζεσθαι, πέρα από το ότι δηλώνει την κατοχή
λιγοστού/περιορισμένου χώρου, εντατικοποιεί επίσης τις αρνητικές αντιδράσεις του κάθε
προσώπου αναλόγως των περιστάσεων. Στις γυναίκες το αίσθημα του συνωστίζεσθαι έχει
λιγότερο απειλητικά στοιχεία από ό,τι στους άνδρες.
Ο οικιστικός συνωστισμός προκαλεί ενδιαφέροντα φαινόμενα. Η συμβίωση ζώων εντός
στενού χώρου προκαλεί πτώση των αμυντικών λειτουργιών κατά των λοιμώξεων, μείωση της
γονιμότητας των θηλυκών και της σεξουαλικής ικανότητας των αρσενικών, με αποτέλεσμα η
ανάπτυξη ενός πληθυσμού εντός περιορισμένου ζωτικού χώρου να ρυθμίζεται
αντισταθμιστικά με μηχανισμούς ελάττωσης του αριθμού των γεννήσεων και αύξησης της
θνησιμότητας (Christian 1961). Παράγοντες κοινωνικοί και πολιτιστικοί εμπλέκονται στον
77

τρόπο με τον οποίο ο οικιστικός συνωστισμός επιδρά στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Σε


σχετική μελέτη στη Γαλλία βρέθηκε ότι υπήρχαν φαινόμενα διαταραχής της οικογενειακής
ισορροπίας όταν ο κατοικήσιμος χώρος ήταν μικρότερος από 12-14 m2 ανά άτομο, ενώ οι
συχνότητες νόσου και κοινωνικής αποδιοργάνωσης ήσαν υψηλές εκεί όπου κάθε πρόσωπο
διέθετε λιγότερο από 8-10 m2 κατοικήσιμου χώρου. Στο Χονγκ Κονγκ όμως οι δείκτες
νοσηρότητας, θνησιμότητας, εισαγωγών σε ψυχιατρικά ιδρύματα, εγκληματικότητας ενηλίκων
και εφήβων βρέθηκε ότι ήσαν χαμηλά, ακόμη και όταν ο μέσος ανά πρόσωπο κατοικήσιμος
χώρος ήταν ο μισός από αυτόν της Γαλλίας.
Έχει υποστηριχθεί ότι η σχέση μεταξύ συνωστισμού και σωματικής νόσου μπορεί να
προκύπτει, τουλάχιστον σε ορισμένες κοινωνίες, από το ιδιαίτερο είδος ψυχοκαταπόνησης
που προκαλείται λόγω της συνεπαγόμενης διαταραχής των κοινωνικών σχέσεων. Σε
φυλακισμένους βρέθηκε σχέση μεταξύ συνωστισμού και αρτηριακής πιέσεως. Φαίνεται όμως
ότι ο συνωστισμός από μόνος του είναι πολύ λίγο πιθανό να βρίσκεται στην αφετηρία
σοβαρών προβλημάτων υγείας όταν δεν συνοδεύεται και από άλλους ουσιαστικούς
παράγοντες, όπως φτώχεια, έλλειψη αποχέτευσης, κακή διατροφή κ.λπ. Οι ψυχιατρικές
επιπτώσεις του οικιστικού συνωστισμού είναι σημαντικές. Σε μια μελέτη στο Εδιμβούργο
βρέθηκε ότι ο συνωστισμός (περισσότερα από 1,5 άτομα κατά δωμάτιο) ήταν ένας από τους
παράγοντες με τη μεγαλύτερη συσχέτιση με απόπειρες αυτοκτονίας, ωστόσο επανάληψη της
έρευνας μετά από πέντε χρόνια δεν επιβεβαίωσε την εγκυρότητα του ευρήματος αυτού. Σε
πόλεις όπως το Μπράιτον και το Λονδίνο οι συχνότητες εγκληματικότητας, αυτοκτονίας και
άλλων ψυχιατρικών προβλημάτων είχαν μεγάλη σχέση με το μέγεθος του κατοικήσιμου
χώρου σε συνοικίες μεταναστών. Σε περιοχές με χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο η
συχνότητα της αυτοκτονίας σχετιζόταν επίσης θετικά με δείκτες όπως κοινωνική απομόνωση,
κοινωνική κινητικότητα, βαναυσότητα προς τα παιδιά, διαζύγιο. Και σε άλλες μελέτες, στο
Αμπερντίν και στην Ολλανδία, βρέθηκε στενή σχέση μεταξύ συνωστισμού και παραπομπής
σε ψυχιατρική εξέταση. Επομένως ο συνωστισμός είναι κάτι παραπάνω από ενόχληση και
κοινωνική καταπόνηση και ίσως μπορεί να πυροδοτήσει μορφές δυσπροσαρμοστίας ή
νευρωσικές αντιδράσεις, αλλά μάλλον είναι άσχετος με σωματικές νόσους και μείζονες
ψυχιατρικές διαταραχές.

Πυκνότητα πληθυσμού. Η έννοια της πυκνότητας πληθυσμού αναφέρεται κυρίως σε αριθμό


προσώπων κατά γεωγραφικό χώρο και δεν έχει τον υποκειμενικό χαρακτήρα του
συνωστισμού. Υπάρχουν εργασίες που προσπάθησαν να συσχετίσουν την πυκνότητα του
πληθυσμού με δείκτες σωματικής και ψυχικής υγείας καθώς και κοινωνικής παθολογίας, όλες
όμως είχαν σοβαρά μεθοδολογικά προβλήματα. Σε αυτές τις μελέτες βρέθηκε ότι η
πυκνότητα του πληθυσμού συσχετίζεται ισχυρά με τους δείκτες θνησιμότητας, νοσηρότητας,
εισαγωγής στα νοσοκομεία (γενικά και ψυχιατρικά), με την εγκληματικότητα, τις εξώγαμες
γεννήσεις και τα διαζύγια. Ίσως η πυκνότητα του πληθυσμού σχετίζεται αρνητικά με την
ψυχική υγεία όχι επειδή υπάρχει μεγάλος αριθμός φυσικών προσώπων ανά τετραγωνικό
χιλιόμετρο, αλλά διότι υπάρχει υπερπληθυσμός κοινωνικών ρόλων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΥ ΑΦ. (1928). Υγιεινή του περιβάλλοντος εις τους αρχαίους Έλληνας. Ιατρική Πρόοδος, 288-333.
ΤΣΙΚΛΑΚΟΣ ΧΜ. (2001). Ιατρική Βιομετεωρολογία. Ι. Η επίδραση των μετεωρολογικών μεταβολών (καιρού) στο
άλγος. ΙΙ. Επίδραση του καιρού ή της εποχής σε νοσήματα της Γενικής Παθολογίας και Ψυχιατρικής. Ελλην
Νευροχειρουργ 8:23-42.

ANDERSON CA. (1989). Temperature and aggression: ubiquitus effects of heat on occurrence of human vio-
lence. Psychological Bulletin 106(1):74-96.
BAZAS T, JEMOS J, STEPHANIS K, TRICHOPOULOS D. (1979). Incidence and seasonal variation of suicide
mortality in Greece. Compr Psychiatry 20:15-20.
CARLSSON A, SVENNERHOLM L, WINBLAD B. (1980). Seasonal and circadian monoamine variations in hu-
man brains examined post-mortem. Acta Psychiatr Scand (Suppl 280):75-85.
CHRISTIAN JJ. (1961). The potential role of the adrenal cortex as affected by social rank and population density
on experimental epidemics. Amer. J. Epidemiol. 87:255
DALEN P. (1975). Season of Birth: A Study of Schizophrenia and other Mental Disorders Amsterdam: North-
Holland.
78

DEISENHAMMER EA, KEMMLER G, PARSON P. (2003). Association of meteorological factors with suicide.
Acta Psychiatr Scand 108:455-459.
ESQUIROL JED. (1837). Des Maladies Mentales Considerees sous le Rapports Medical, Hygienique et Medi-
colegal.
FRANGOS A, ATHANASSENAS G, et al (1980). Seasonality of the episodes of recurrent affective psychoses:
Possible prophylactic interventions. J Affective Disorders 2:239-247.
KAY RW. (1994). Geomagnetic storms: Association with incidence of depression as measured by hospital admis-
sion. Br J Psychiatry 164:403-409.
MELOCHE M. (1988). Body-limits, time and space in psychosomatic organization.
SCHLAGER D, SCHWARTS EJ, BROMET EJ. (1993). Seasonal variations of current symptoms in a healthy
population. Br J Psychiatry 163:322-326.
TAKEI N, et al (1992). Seasonability of amdmissions in the psychoses: effect of diagnosis, sex, and age at onset.
Br J Psychiat 161:506-511.
WILKINSON G, et al (1997). Lunar cycle and consultation for anxiety and depression in general practice. Int J
Soc Psychiatry 43(1):29-34.
WYNNE-EDWARDS VC. (1962). Animal dispersion in relation to social behaviour. Oliver and Boyd. Edinburg.

11. ΔΟΜΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Το δομημένο περιβάλλον δεν περιλαμβάνει μόνο την πόλη και την κατοικία, που είναι
πράγματι θεμελιώδη κατασκευασμένα στοιχεία στη ζωή του ανθρώπου, αλλά και άλλους
παράγοντες, όπως τα ψυχαγωγικά περιβάλλοντα (θέατρα, κινηματογράφοι, εστιατόρια,
πλαζ), τα θεραπευτικά περιβάλλοντα (νοσοκομεία, κέντρα υγείας, ιατρεία) και τα στερητικά
περιβάλλοντα (εργασιακός χώρος, ιδρύματα, φυλακές).

Κατοικία. Η κατοικία είναι εξέλιξη του αρχέγονου κτίσματος το οποίο λειτουργεί ως


προστατευτικό κέλυφος της οικογένειας αλλά και ως πλαίσιο εξασφάλισης της προσωπικής
ιδιωτικότητας και των ευρύτερων σχέσεων, διαπροσωπικών και κοινωνικών.
Η εξαφάνιση της εκτεταμένης οικογένειας και η εξάπλωση της πυρηνικής οικογένειας
προσδιόρισε και τον τύπο της νέας κατοικίας στις σύγχρονες κοινωνίες, που συνήθως είναι
ένα διαμέρισμα σε πολυκατοικία. Η παραδοσιακή κοινοβιακή «εξωστρέφεια»
αντικαταστάθηκε από μια ιδιωτική «ενδοστρέφεια». Το παραδοσιακό σπίτι της εκτεταμένης
οικογένειας είναι κατασκευασμένο έτσι ώστε να ευνοείται η επαφή των μελών της οικογένειας
μεταξύ τους και όλης της οικογένειας με τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Στις σύγχρονες
κατοικίες όχι μόνο ο επισκέπτης δεν συμμετέχει στη ζωή της οικογένειας αλλά και οι ένοικοι
έχουν περιορισμένες δυνατότητες να βιώσουν μια οικογενειακή ζωή στενών σχέσεων. Η
σύγχρονη κατοικία απομονώνει τους επισκέπτες από τους ενοίκους και τους ενοίκους μεταξύ
τους, με αρνητικές επιπτώσεις στη διαπροσωπική και την κοινωνική ζωή. Το παραδοσιακό
σπίτι ήταν επίσης και χώρος παραγωγής αγαθών, ενώ το σύγχρονο σπίτι είναι χώρος μόνο
κατανάλωσης αγαθών.
Σε μια σύγκριση ανάμεσα σε παντρεμένες γυναίκες που ζούσαν σε παραδοσιακά σπίτια
και γυναίκες που ζούσαν σε διαμερίσματα πολυκατοικιών βρέθηκε ότι η κοινωνική ζωή για τις
δεύτερες ήταν φτωχότερη, ενώ για όσες είχαν νευρωσικά στοιχεία στην προσωπικότητα
τους, βρέθηκε ότι η ζωή στο διαμέρισμα ήταν στρεσογόνος παράγων αρκούντως ισχυρός
ώστε να προκαλέσει κάποια αύξηση των ψυχιατρικών συμπτωμάτων. Όταν η κοινωνική
κατάσταση δεν είναι καλή, η ζωή σε μια πολυκατοικία με δεκάδες άλλες οικογένειες είναι
δυνατόν να υποδαυλίσει αισθήματα φόβου, καχυποψίας και μοναξιάς. Η ζωή στις
πολυκατοικίες είναι ιδιαίτερα σκληρή, κυρίως για εκείνους που ανήκουν σε μεσαία και
κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αφού η πιθανότητα να βρουν εκεί την υποστήριξη που τους
χρειάζεται από συγγενείς ή φίλους είναι οπωσδήποτε μικρότερη από ό,τι θα ήταν
ενδεχομένως σε κάποια παραδοσιακή συνοικία, όπου ο δρόμος, οι αυλές και τα σπίτια
προσφέρουν περισσότερες δυνατότητες κοινωνικών επαφών. Τα μικρά παιδιά που μένουν
79

σε διαμερίσματα τέτοιων πολυκατοικιών ζουν συνήθως παθητική ζωή, προσκολλημένα στις


μητέρες τους οι οποίες, όντας και οι ίδιες κοινωνικά απομονωμένες, τείνουν συχνά να
αναπτύξουν ποικίλους ψυχαναγκαστικούς φόβους, όπως ότι τα παιδιά θα ξεφύγουν από την
προσοχή τους και θα πέσουν από το παράθυρο ή το μπαλκόνι, ή ότι θα τα χτυπήσει
αυτοκίνητο αν βγουν στον δρόμο, κάτι που βέβαια είναι πιθανό. Αναμφίβολα, όλοι αυτοί οι
περιορισμοί που επιβάλλονται στη ζωή του παιδιού, σε συνδυασμό με τους κινδύνους που
διατρέχει έξω από το σπίτι (αυτοκίνητα κ.λπ.), επηρεάζουν την αντιληπτική και κοινωνική
ανάπτυξή του, η οποία στο τέλος πραγματοποιείται από δεύτερο χέρι, μέσω της τηλεόρασης.
Αλλά και ανάμεσα στις πολυκατοικίες υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις όσον αφορά
το ψυχολογικό περιβάλλον που δημιουργούν. Σε μελέτες που έγιναν στη Ν. Υόρκη βρέθηκε
ότι σε παραμέτρους όπως κοινωνικές σχέσεις και καθημερινές εμπειρίες, οι ένοικοι
πολυώροφων και ολιγοόροφων κατοικιών παρουσίαζαν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Οι
κάτοικοι των πολυώροφων κτιρίων έρχονταν σε επαφή με περισσότερους, ωστόσο
άγνωστους κυρίως ανθρώπους, είχαν έντονη την αίσθηση του συνωστισμού και ιδιαίτερα
οξυμμένη την αίσθηση παραβίασης της ιδιωτικότητάς τους, δήλωναν λιγότερο
ικανοποιημένοι από τη ζωή τους και λιγότερο ασφαλείς, και οπωσδήποτε επεδείκνυαν
μεγαλύτερη δυσκολία στις κοινωνικές σχέσεις τους τόσο με τους γείτονες όσο και με άλλους
ανθρώπους έξω από την πολυκατοικία. Επιπλέον, οι ένοικοι αυτοί έβλεπαν τα κτίριά τους
σαν ένα συνονθύλευμα αποξενωμένων χώρων στους οποίους κατοικούσαν πρόσωπα
ελάχιστα φιλικά ή ακόμη και εχθρικά, σε αντίθεση με τους κατοίκους των ολιγοόροφων
κτιρίων, οι οποίοι ταυτίζονταν περισσότερο με αυτά τα κτίρια και γενικότερα φαίνονταν να τα
επενδύουν με θετικότερα συναισθήματα. Αυτό σημαίνει ότι όσο μικρότερος είναι ο αριθμός
των οικογενειών που μοιράζονται ένα καθορισμένο οικιστικό περιβάλλον τόσο ισχυρότερα
είναι τα αισθήματα κατοχής και το ενδιαφέρον γι' αυτό το περιβάλλον.
Στις παραδοσιακές κοινότητες της εργατικής τάξης, αλλά κυρίως των αγροτών, η περιοχή
γύρω από την κατοικία, η γειτονιά, θεωρείται απαρτιωμένο κομμάτι του σπιτιού και της
οικογένειας και παρέχει αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία κοινωνικής υποστήριξης. Οι
εργατικές φτωχογειτονιές παρέχουν στους κατοίκους τους ανεξάντλητα εναύσματα
ικανοποίησης και συναισθηματικής πληρότητας, άγνωστα εν πολλοίς και αφανή για όλους
εκείνους τους ξένους που δεν μοιράζονται την κουλτούρα και το σύστημα αξιών της
γειτονιάς. Η αλλαγή αντιλήψεων για το σπίτι ως χώρο κατοικίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες
του 20ου αιώνα επέφερε μαζική αύξηση του αριθμού των πολιτών που διαμένουν σε
διαμερίσματα μεγάλων πολυκατοικιών. Οι επιπτώσεις μιας τόσο βαθιάς αλλαγής, που
κυριολεκτικά εξαφάνισε το οικείο περιβάλλον εκατομμυρίων ανθρώπων χωρίς να βάλει στη
θέση του τίποτα ισοδύναμο, παραμένουν ακόμη αδιερεύνητες. Πολλά από τα κτιριακά
συγκροτήματα που χτίστηκαν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ως εργατικές κατοικίες και
θεωρήθηκαν αρχιτεκτονικά επιτεύγματα δεν άργησαν να μετατραπούν σε προβληματικές
περιοχές που ευνοούσαν την άνθηση φαινομένων κοινωνικής ρευστότητας, διακίνησης
ναρκωτικών και εγκληματικότητας. Στη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική η κατεδάφισή τους
κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 έδωσε την εντύπωση της κάθαρσης και συνοδεύτηκε
από γενική ανακούφιση.
Κατά κοινή ομολογία, η διαβίωση στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών ήταν από κάθε
άποψη μια πραγματικά καταστροφική εξέλιξη· δυστυχώς, η κλασική ψυχιατρική δεν φαίνεται
να έχει την αρμοδιότητα να συμβάλει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην αντιμετώπιση του
τεράστιου φάσματος προβλημάτων που προέκυψαν από αυτά τα κακομελετημένα και
κακοκατασκευασμένα περιβάλλοντα. Οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι δεν δείχνουν να
ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τη σχέση μεταξύ χτισμένου περιβάλλοντος και ψυχικής υγείας,
ούτε νοιάζονται για το πώς ζουν οι άνθρωποι στα φρικώδη κατασκευάσματά τους. Η
βάναυση μέσα στην ψυχρότητά της έκφραση του Le Corbusier (1963), ότι «το σπίτι είναι μια
μηχανή για να κατοικεί κανείς σε αυτήν», είναι χαρακτηριστική της νοοτροπίας και της
ιδεολογίας μιας ολόκληρης σχολής αρχιτεκτόνων που μετέτρεψαν τις ευρωπαϊκές
μεγαλουπόλεις σε ζοφερά σεληνιακά τοπία. Αυτές οι ιδέες, σε συνδυασμό με την αχαλίνωτη
επιδίωξη του κέρδους από την ιδιωτική πρωτοβουλία είχαν ως αναπόφευκτη κατάληξη την
«επινόηση» της πολυκατοικίας, δηλαδή την οικοδομική συνύπαρξη ενός συγκροτήματος
διαμερισμάτων που το καθένα τα έχει όλα αλλά που τίποτε σε αυτά δεν είναι ολοκληρωμένο
80

(Μιχελής 1965). Έτσι η σύγχρονη αρχιτεκτονική αποκάλυψε εντέλει την αδιαφορία της για τις
πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες και επιβεβαίωσε την κριτική που της έχει ασκηθεί, ότι
δηλαδή στόχος της δεν είναι η βελτίωση της ανθρώπινης ζωής αλλά μάλλον η αναζήτηση
κατάφωρα ιδεολογικών και εξεζητημένων στιλιστικών εκφράσεων. Εννοείται βέβαια ότι οι
αρχιτέκτονες δεν είναι οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι γι’ αυτήν την καταστροφή. Δημοτικοί
άρχοντες, πολιτικοί ηγήτορες, εργολάβοι και κατασκευαστές είναι παράγοντες του συνολικού
μηχανισμού που επέφερε την πλήρη μετάλλαξη του δομημένου περιβάλλοντος στο σύνολο
σχεδόν του πλανήτη.

Πόλη. Ο παθολογικός χαρακτήρας της μεγαλούπολης αποτυπώνεται στη σκληρή γλώσσα


του προφήτη Ησαΐα: «Βαβυλών η μεγάλη, μήτηρ των πορνών και των βδελυγμάτων της γης.
Και αναπαύσονται εκεί θηρία και εμπλησθήσονται αι οικίαι ήχου και αναπαύσονται εκεί
σειρήνες και δαιμόνια εκεί ορχήσονται και ονοκένταυροι εκεί κατοικήσουσι και
νοσοποιήσουσιν εχίνοι εν τοις οίκοις αυτών». Ένα από τα θέματα που κυριαρχούσε κατά το
τέλος του 19ου αιώνα ήταν ότι οι ψυχικές νόσοι αντανακλούσαν τον εκφυλισμό στον οποίο
είχε περιέλθει το άτομο. Αυτός ο εκφυλισμός επροκαλείτο από το περιβάλλον της πόλης το
οποίο ήταν βαθιά ανθυγιεινό τόσο από φυσική όσο και από ψυχική άποψη. Ανοιχτές
αποχετεύσεις, ρυπαρός αέρας, κακή διατροφή, οικιστικός συνωστισμός, αλκοόλ,
χαρτοπαιχτικές λέσχες, πορνεία, επιβάρυναν αφόρητα την ανθρώπινη ζωή στις πόλεις της
Ευρώπης. Οι γενιές που προέρχονταν από τους πρώτους αγρότες μετανάστες βυθίζονταν
μέσα στην αθλιότητα, τον εκφυλισμό και σε κάθε είδους αρρώστια (Jones 1971). Αλλά και η
σημερινή μοντέρνα πολυάνθρωπη και πυκνοκατοικημένη μεγαλούπολη εγκολπώνεται πολλά
από τα παθολογικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας, με κυριότερα τα εξής:
 Κυκλοφοριακή συμφόρηση και αυτοκινητικά δυστυχήματα. Οι δημόσιοι και μνημειακοί
χώροι έχουν μετατραπεί σε πάρκινγκ αυτοκινήτων.
 Ρύπανση του αέρος, του εδάφους, των σπιτιών και των υδάτων.
 Μεγάλη απόσταση μεταξύ σπιτιού και χώρου εργασίας. Από το σύνολο όσων εργάζονται
στα κέντρα των μεγαλουπόλεων ένα ποσοστό μεγαλύτερο του 95% δεν ζει μόνιμα εκεί.
 Παραγωγή μεγάλης ποσότητας απορριμμάτων. Οι άνθρωποι των πόλεων έχουν γίνει
σκουπιδοπαραγωγοί, μετατρέποντας σε απόβλητα όχι μόνο άχρηστα αλλά και πολλά
χρήσιμα αντικείμενα.
 Εξάρτηση από ψυχοδραστικές ουσίες.
 Εμφάνιση του φαινομένου της πληροφοριακής υπερφόρτωσης.
 Κατάργηση του νόμου, εγκληματικότητα και πορνεία σε εκτεταμένες περιοχές του άστεως.
Οργανωμένες μαφίες υπάρχουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, μόνο που στις ανώτερες
τάξεις οι όποιες πλημμελείς δραστηριότητες έχουν συνήθως μια επίφαση νομιμότητας,
ενώ στις κατώτερες τάξεις οι αντίστοιχες δραστηριότητες γίνονται αντικείμενο αστυνομικών
διώξεων.
 Ανωνυμοποίηση.

Στις μεγαλουπόλεις αναπτύσσονται καινούργια πλαίσια συμπεριφοράς, κυρίως του τύπου


της μη εμπλοκής και της ανάπτυξης ανοχής προς το ασυνήθιστο. Η αδιαφορία για τους
άλλους, χαρακτηριστικό του αστικού περιβάλλοντος, αυξάνεται ανάλογα με την πληθυσμιακή
πυκνότητα της πόλης. Βέβαια σε καιρούς που η κοινότητα κινδυνεύει, αλλά κάτι τέτοιο δεν
συμβαίνει αυτήν την εποχή, δυναμώνει η τάση κονφορμισμού, η ομάδα συσπειρώνεται και
ελάχιστα ή καθόλου ανέχεται τις εκκεντρικότητες στις ιδέες ή τις συμπεριφορές.

Ένας σχετικός με το παραπάνω παράγοντας, και μάλιστα όχι μόνο σε περιοχές με υψηλά
ποσοστά κοινής εγκληματικότητας, είναι το αυξημένο αίσθημα φυσικής και συναισθηματικής
ευαλωσίας. Οι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων, μέσα από μια φαντασίωση «καθαρότητας»,
αναπτύσσουν έναν ιδιότυπο ρατσισμό, παράλληλα με τον κλασικό που είναι περισσότερο
διαδεδομένος στις ημιαστικές και αγροτικές περιοχές, αποφεύγοντας τη συγκατοίκηση με
άτομα που οι ίδιοι πιστεύουν ότι ενδέχεται να τους δημιουργήσουν προβλήματα με τη
συμπεριφορά τους επειδή είναι διαφορετικοί. Ανάμεσα στους πλέον ανεπιθύμητους είναι οι
81

τοξικομανείς, οι αλκοολικοί και οι ποινικοί. Ακολουθούν από κοντά οι πάσχοντες από


μεταδοτικά (κυρίως AIDS) και ψυχικά νοσήματα, οι ομοφυλόφιλοι, οι ξένοι και οι μετανάστες.

Η κατάσταση αυτή οδηγεί εντέλει στη δημιουργία δύο διαφορετικών και διακριτών
βιόκοσμων. Από τη μια, το πλήθος των τακτοποιημένων μικροαστών και των
νοικοκυρεμένων της μεγαλούπολης οι οποίοι, αναγκασμένοι καθώς είναι να συνυπάρχουν με
τους φτωχούς, τους δυστυχισμένους, τους περιθωριακούς και τους πάσης φύσεως
απόκληρους –που γίνονται ολοένα και περισσότεροι–, πληρώνουν εντέλει τη γειτνίαση αυτή
με την επιβάρυνση του νευρικού τους συστήματος, καθώς βρίσκονται σε κατάσταση
διαρκούς και έντονης επαγρύπνησης. Όσο κι αν είναι αναπόφευκτη η εγγύτητα αυτών των
άλλων, η ανοίκεια παρουσία τους δεν παύει να αποτελεί πηγή άγχους και επιθετικότητας,
λιγότερο ή περισσότερο ελεγχόμενης, ένα είδος πρόκλησης που ο κάτοικος της πόλης
καλείται καθημερινά να διαχειριστεί προκειμένου να συμφιλιωθεί μαζί της. Από την άλλη, όσοι
ανήκουν στην οικονομική ελίτ, οι πολύ πλούσιοι, οι οποίοι, ανήσυχοι από το κύμα
γενικευμένης βίας και τυφλής τρομοκρατίας που απλώνεται στον δυτικό κόσμο, επιχειρούν
να ξορκίσουν το φάσμα του διάχυτου φόβου επιλέγοντας την οικιστική περιχαράκωση.
Πράγματι, νέες ιδιωτικές πόλεις-φρούρια έχουν αρχίσει να εμφανίζονται λίγο έξω από τις
μητροπόλεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης, οργανωμένες έτσι ώστε να διασφαλίζουν στους
πλούσιους κατοίκους την πολυπόθητη ασφάλεια, κρατώντας μακριά τους την ανησυχητική
και απροσδιόριστα απειλητική ζωή της πραγματικής πόλης. Πρόκειται για εκούσια γκέτο
όπου οι προνομιούχοι «έγκλειστοι», επιστρατεύοντας μια ολόκληρη παράταξη υπηρεσιών
ασφάλειας –από ηλεκτρονικούς φράχτες και τοίχους μέχρι φύλακες επί εικοσιτετραώρου
βάσεως, επιτήρηση από ιδιωτική αστυνομία και εκπαιδευμένα σκυλιά-φονιάδες–,
απολαμβάνουν την έλλειψη εγγύτητας με τους ανεπιθύμητους άλλους. Είναι προφανές έτσι
ότι οι άνθρωποι της σύγχρονης μεγαλούπολης δεν ζουν σε μία αλλά σε πολλές ξεχωριστές
πόλεις, πόλεις διαχωρισμένες μεταξύ τους με νοερά ή πραγματικά τείχη, φτιαγμένες για τους
πλούσιους και τους ισχυρούς από τη μια, τους φτωχούς και τους αποκλεισμένους από την
άλλη.

Η αντικειμενοποίηση των σχέσεων και η μείωση της έντασης των κοινωνικών και
συναισθηματικών επαφών είναι χαρακτηριστικά της εργοστασιακού τύπου, καλά
οργανωμένης κοινωνίας των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων, όπου παρατηρείται
μεγάλη κοινωνική κινητικότητα, οριζόντια και κάθετη, γεωγραφική και ταξική. Η
αποπροσωποποίηση και μαζί η ανωνυμοποίηση των ανθρώπων στις σύγχρονες
μεγαλουπόλεις –σύμπτωμα και συγχρόνως αιτία της αποσύνθεσης του κοινωνικού ιστού και
του παρηκμασμένου δημόσιου χώρου– είναι πολύ πιθανόν ότι καταστρέφουν τις πλέον
ζωτικές πηγές από όπου ο άνθρωπος αντλεί όχι μόνο ένα αίσθημα εσωτερικής αξίας αλλά
και την αίσθηση ότι έχει ο ίδιος αξία για τους άλλους. Ο ψυχαναλυτής Alexander Mitcherlich
χρησιμοποίησε τον όρο «σύνδρομο Caspar Hauser» για να περιγράψει αυτό το
«σύμπλεγμα» εσωτερικής μοναξιάς, συναισθηματικής ατροφίας και ανικανότητας για
διαπροσωπικές σχέσεις και κοινωνική ζωή που χαρακτηρίζει τους κατοίκους των
μεγαλουπόλεων. Ως γνωστόν, ο Caspar Hauser –ο οποίος εγκαταλείφθηκε όταν ήταν ακόμη
βρέφος, μεγάλωσε σε πλήρη μοναξιά και αυτοκτόνησε το 1833– είχε την τάση να υποδύεται
διάφορα άλλα πρόσωπα.

Παρά τον μεγάλο όγκο της σχετικής βιβλιογραφίας, δεν έχει ακόμη ξεκαθαριστεί αν η ζωή
στις πόλεις είναι, από σωματική και ψυχική άποψη, πιο υγιεινή απ’ ό,τι η ζωή στις αγροτικές
περιοχές. Οι εργασίες που βασίστηκαν στα αρχεία των υπηρεσιών υγείας υπόκεινται σε
περιορισμούς: οι διαφορές που αναδεικνύουν είναι φανερό ότι έχουν επηρεασθεί σε κάποιο
βαθμό από τις διαφορές στη συχνότητα χρησιμοποίησης αυτών των υπηρεσιών και όχι μόνο
από τις διαφορές στη νοσηρότητα. Στις κοινωνικά αποδιοργανωμένες περιοχές, επί
παραδείγματι, η πίεση της κοινότητας για εισαγωγή των ασθενών στο ψυχιατρικό ίδρυμα
μπορεί να είναι σαφώς μεγαλύτερη, αφού με τον τρόπο αυτό οι οικείοι τους βρίσκουν έναν
τρόπο να απαλλαγούν από τους ίδιους και από το δυσβάστακτο φορτίο της φροντίδας τους.
Οι υπηρεσίες υγείας στις πόλεις τείνουν να είναι περισσότερο προσιτές από ό,τι στις
82

αγροτικές περιοχές, γεγονός που ευνοεί συχνότερη χρήση τους, κι αυτό με τη σειρά του
μπορεί να εξηγεί, ώς ένα βαθμό τουλάχιστον, την αναφερόμενη αυξημένη νοσηρότητα στις
πόλεις. Έχουν εκπονηθεί πολλές σχετικές επιδημιολογικές μελέτες, ωστόσο τα πολλά
μεθοδολογικά λάθη τους δεν επέτρεψαν τη διαλεύκανση του ζητήματος. Από μεθοδολογική
άποψη είναι ίσως καλύτερο να μελετηθεί όχι τόσο η νοσηρότητα στις μεγάλες πόλεις, όσο η
θνησιμότητα και το προσδόκιμο ζωής. Από αυτή τη σκοπιά φαίνεται ότι οι πόλεις ίσως
πλεονεκτούν έναντι της υπαίθρου, αλλά και πάλι κατά τα τελευταία χρόνια έχουν ανακύψει
ισχυροί παράγοντες κινδύνου, όπως η ρύπανση του περιβάλλοντος, οι πιθανότητες
ατυχήματος από την κυκλοφορία οχημάτων, η ψυχορύπανση κ.λπ. Πάντως η απαισιόδοξη
άποψη που εστιάζει στις αρνητικές επιπτώσεις της πυκνοκατοίκησης των πόλεων στην υγεία
δεν τεκμηριώθηκε ικανοποιητικά· δεν υπάρχουν επαρκείς και πειστικές αποδείξεις ότι η ζωή
στις πόλεις είναι όντως βλαπτική· απεναντίας, φαίνεται ότι η ζωή αυτή συνοδεύεται από
πολλά πλεονεκτήματα, αφού η πόλη εξασφαλίζει μια ιδιαίτερη ποιότητα διαβίωσης μέσα από
τις πολλαπλές, κυρίως πολιτιστικές, ευκαιρίες που παρέχει.

Η σχέση των δημογραφικών περιστάσεων της αστικής ζωής με τις ψυχολογικές εμπειρίες του
ατόμου έχει απασχολήσει αρκετούς μελετητές. Εκτεταμένη συζήτηση για το ψυχολογικό
κλίμα των πόλεων έχει γίνει από τότε που ο Siemmel (1903) μιλούσε για «εντατικοποίηση της
συναισθηματικής ζωής λόγω της ταχείας και συνεχούς εναλλαγής εξωτερικών και
εσωτερικών ερεθισμάτων στην πόλη». Ο Durkheim πριν από εκατό και πλέον χρόνια,
μελετώντας τους Γάλλους χωρικούς που μετακινήθηκαν στα μεγάλα πολεοδομικά
συγκροτήματα των γαλλικών πόλεων, διαπίστωσε την απώλεια της solidarite και την
ανάπτυξη της anomie. Όμως η συζήτηση αυτή δεν έχει μεγάλη επιστημονική εγκυρότητα. Ως
προς το ζήτημα αν και σε ποιο βαθμό η πόλη μπορεί να πυροδοτήσει ψυχοπαθολογικές
καταστάσεις, η βιβλιογραφία είναι αρκετά πλούσια, ωστόσο η ζωή στην πόλη ως παράγων
ψυχικής νόσου θα πρέπει να εξετασθεί ανεξάρτητα από τη μετανάστευση στα αστικά κέντρα,
που είναι πανίσχυρος στρεσογόνος παράγων. Στο Μπρίστολ βρέθηκε ότι οι συχνότητες
αυτοκτονίας σε κατοίκους του κέντρου ήσαν πολύ μεγαλύτερες από ό,τι στο υπόλοιπο της
πόλης, ωστόσο για την ερμηνεία του ευρήματος αυτού πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός
ότι σε αυτήν την περιοχή ζούσαν πολλοί ξένοι μετανάστες υπό φοβερά άσχημες συνθήκες.
Σε παιδιά που κατοικούσαν στο Λονδίνο οι συναισθηματικές διαταραχές, οι διαταραχές
συμπεριφοράς και διάφορες ειδικές μαθησιακές διαταραχές, όπως δυσκολίες στην
ανάγνωση, ήσαν δυο φορές συχνότερες από ό,τι στο Νησί του Ανθρώπου, επαρχιακή
περιοχή στο απώτατο άκρο του Ενωμένου Βασιλείου. Αυτά τα προβλήματα αποδόθηκαν
κυρίως σε συζυγικά δυσαρμονικά φαινόμενα, σε ψυχικές διαταραχές και διαταραχές της
συμπεριφοράς των γονέων, στις άθλιες οικονομικές συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι
οικογένειες, καθώς και στη μεγάλη συχνότητα με την οποία άλλαζαν οι δάσκαλοι στα
σχολεία, φαινόμενα που οπωσδήποτε παρατηρούνται συχνότερα στο Λονδίνο παρά στην
επαρχία.
Σε μια μελέτη που έγινε το 1939 στο Σικάγο (Faris and Dunham 1939), τα μεγαλύτερα
ποσοστά ψυχιατρικής νοσηρότητας εντοπίσθηκαν στο κέντρο της πόλης, σε περιοχές
μεγάλης κοινωνικής αποδιοργάνωσης. Τα ποσοστά αυτά ήταν πολύ χαρακτηριστικά για τη
σχιζοφρένεια, που όσο απομακρυνόταν κανείς από το κέντρο της πόλης τόσο έπεφτε η
συχνότητά της. Το ίδιο συνέβαινε με τις αλκοολικές ψυχώσεις, τις γεροντικές ψυχώσεις και
την εξάρτηση από φάρμακα. Έκτοτε και άλλες εργασίες έδειξαν ότι ένα ικανό ποσοστό
ασθενών σε ψυχιατρικά ιδρύματα προέρχεται από μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα και
κυρίως από περιοχές με μεγάλη φτώχεια και κοινωνική απομόνωση. Ήταν φυσικό να τεθεί το
ζήτημα κατά πόσον αυτά τα επιδημιολογικά ευρήματα μπορούν να δώσουν ικανοποιητική
απάντηση στο ερώτημα αν η ζωή στο κέντρο της μεγαλούπολης ευνοεί την ανάπτυξη
ψυχοπαθολογίας και να τεκμηριώσουν μια αιτιακή συνάφεια ανάμεσα στα δύο φαινόμενα.
Ενδιαφέρουσα αρνητική απάντηση δόθηκε από τον Myerson (Myerson 1940), ο οποίος
πρότεινε την υπόθεση του «κατρακυλίσματος» (drift hypothesis), σύμφωνα με την οποία
πρόσωπα που νοσούν από σχιζοφρένεια ακολουθούν μια καθοδική πορεία, οικονομική και
κοινωνική, και τείνουν να μετακινούνται γεωγραφικά προς το κέντρο της μεγαλούπολης, ένα
περιβάλλον λιγώτερο ανελαστικό και περισσότερο συγχωρητικό όπου υπάρχουν κάποιες
83

ευκαιρίες για περιστασιακή εργασία, οι κοινωνικές απαιτήσεις είναι μικρές, και τα καταλύματα
φτηνά. Οι Faris και Dunham ονόμασαν το φαινόμενο αυτό κοινωνική επιλογή της μεγάλης
πόλης. Αρκετές μελέτες επιβεβαιώνουν την υπόθεση του κατρακυλίσματος. Ένα σημαντικό
ποσοστό αστέγων που κοιμούνται έξω στις μεγάλες πόλεις είναι σχιζοφρενείς. Πολλοί
σχιζοφρενείς στο Μπρίστολ είχαν εγκατασταθεί στο κέντρο της πόλης λίγο πριν από την
εισαγωγή τους σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Σε μια άλλη μελέτη που διεξήχθη στο Σικάγο, φάνηκε
ότι ενώ οι πρώτες εισαγωγές παρουσίαζαν μια τυχαία κατανομή ως προς τον τόπο κατοικίας
του ασθενούς, οι επανεισαγωγές έδειχναν συγκέντρωση προς το κέντρο, δηλαδή αφορούσαν
ασθενείς που προέρχονταν κυρίως από τις περιοχές του κέντρου. Ωστόσο δεν βρέθηκε
σχέση μεταξύ κοινωνικής τάξης και ψυχιατρικής νόσου, αν και το κατρακύλισμα μπορεί να
συγκεντρώσει ασθενείς σε περιοχές με χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Επίσης
βρέθηκε ότι μεγαλύτερες συχνότητες ψυχοπαθολογίας είχαν οι περιοχές της πόλης που
βρίσκονταν σε διαδικασίες μεγάλης και ταχείας κοινωνικής αλλαγής.
Η κλασική πλέον μελέτη των Faris και Dunham εγκαινίασε αυτό που σήμερα ονομάζεται
«ψυχιατρική γεωγραφία», μια συνάντηση της επιστήμης της γεωγραφίας με την ψυχιατρική
επιδημιολογία που επιδιώκει την εξακρίβωση παραγόντων του γεωγραφικού (φυσικού και
δομημένου) χώρου που συντελούν στην διαμόρφωση αρνητικής ποιότητας ζωής και
ψυχοπαθολογίας (Philo 2005) και τον σχεδιασμό του «ψυχιατρικού χάρτη» της υπό μελέτη
πόλης ή περιοχής.

Η άποψη ότι η εφαρμογή μοντέρνων αρχιτεκτονικών θεωριών θα οδηγούσε αυτομάτως σε


βελτίωση της ψυχικής υγείας των ανθρώπων βρίσκεται τώρα, μερικές δεκαετίες μετά την
αποκορύφωση των πολεοδομικών πειραματισμών, υπό πλήρη αμφισβήτηση. Η μοντέρνα
πολεοδομία είχε θέσει βέβαια ως κύρια προτεραιότητα την άμβλυνση των επιπτώσεων από
την πληθυσμιακή έκρηξη στις μεγάλες πόλεις, ωστόσο δεν έχει αποδειχθεί αν ο
υπερπληθυσμός είναι όντως βλαπτικός καθεαυτόν ούτε έχει γίνει ασφαλής διάκριση ανάμεσα
σε υπερπληθυσμό και συνωστισμό. Οι τραγικές επιπτώσεις της αντίληψης αυτής είναι
εμφανείς σε πολλές σύγχρονες μητροπόλεις οι οποίες, έχοντας παραδοθεί στην
εικονοκλαστική μανία και τον πειραματικό οίστρο των μοντέρνων πολεοδόμων και
αρχιτεκτόνων κατά τις δεκαετίες του '50 και '60, έφτασαν να απολέσουν ζωτικά στοιχεία της
παραδοσιακής φυσιογνωμίας τους. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, υπακούοντας στα
κελεύσματα του μεταμοντερνισμού, όλα σχεδόν τα μεγάλα κτίρια στα χρηματιστηριακά
κέντρα του πλανήτη είναι φτιαγμένα από γυαλί και ατσάλι, σε σχήμα κουτιού, λαχανικού ή
κολεόπτερου, στερημένα και από το τελευταίο ίχνος αισθητικής.
Η πολεοδομία και η αρχιτεκτονική πρέπει να εξυπηρετούν ανθρώπινες ανάγκες και όχι
δικούς τους αφηρημένους σκοπούς. Το χτισμένο περιβάλλον ίσως να μην επιδρά άμεσα στις
κοινωνικές δομές και αξίες, μπορεί όμως να συμβάλει στην προαγωγή της ψυχικής υγείας,
μειώνοντας το άγχος και αυξάνοντας την ικανοποίηση από τη θετική ψυχοσυναλλαγή μεταξύ
των γειτόνων. Η ανάλυση της οικιστικής αξιοποίησης και αναδόμησης των μεγάλων πόλεων
κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες δείχνει ότι αυτή πραγματοποιήθηκε χωρίς
ευαισθησία απέναντι στις ανθρώπινες ανάγκες, με πελώριο οικονομικό κόστος, οδηγώντας
σε αποτελέσματα ελάχιστα γοητευτικά από αισθητική άποψη και οπωσδήποτε εξόχως
απογοητευτικά ως προς τη λειτουργικότητά τους. Η όλη διαδικασία της οικιστικής ανάπλασης
μιας περιοχής μπορεί να διαρκέσει πολλά χρόνια (γύρω στα δέκα), και σε αυτό το διάστημα
οι άνθρωποι που διαμένουν στην περιοχή παρακολουθούν αναγκαστικά την αποσύνθεση
των παλιών οικείων χωροταξικών δομών, βλέπουν τη βαθμιαία εξαφάνιση της γειτονιάς τους
και στο τέλος βρίσκονται να κατοικούν σε ένα σπίτι που δεν θέλουν και που μάλλον δεν τους
ικανοποιεί, παρά τις όποιες ανέσεις του. Σε οποιοδήποτε σημείο αυτής της πορείας, λόγω
ακριβώς των ισχυρών στρεσογόνων παραγόντων που αναδύονται, είναι πιθανό να προκύψει
ανάγκη για ψυχιατρική βοήθεια – αν και η αυτοβοήθεια που εκπορεύεται από τα άτυπα
δίκτυα φροντίδας και συμπαράστασης στις παραδοσιακές κοινότητες και τις γειτονιές τους
παραμένει πραγματικά αναντικατάστατη.
Υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ ψυχικής υγείας και λήψης αποφάσεων ως προς το
χτισμένο περιβάλλον σε τοπικό επίπεδο. Αν οι κυβερνήσεις αντιμετώπιζαν τους δήμους και
τις κοινότητες των μεγαλουπόλεων ως ομάδες υπεύθυνων πολιτών, η αλλοτρίωση και η
84

αποξένωση στις πόλεις θα μειώνονταν, ενώ παράλληλα θα τονιζόταν η προσωπική


ταυτότητα και θα ενισχυόταν ακόμη περισσότερο η συμμετοχή στην επίλυση των κοινοτικών
προβλημάτων. Ωστόσο η ογκούμενη γραφειοκρατία και οι συνεχείς παρεμβάσεις της
κυβερνητικής εξουσίας, σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη αναζήτηση του κέρδους από τις
κατασκευαστικές εταιρείες, καταπνίγουν την αίσθηση αυτονομίας και ανεξαρτησίας που
λειτουργεί ως προϋπόθεση για συμμετοχή στα κοινά. Το χτισμένο περιβάλλον επιδρά στο
κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο διαμορφώνει την ταυτότητα ενός χώρου, η ταυτότητα του χώρου
σχετίζεται με την ταυτότητα της ομάδας, και η ταυτότητα της ομάδας σχετίζεται με την
ταυτότητα του προσώπου. Η κατάρρευση του κοινωνικού πλαισίου σε ορισμένες
περιπτώσεις, και εφόσον συντρέχουν και άλλοι παράγοντες, μπορεί να σημαίνει σε κάποιο
βαθμό κατάρρευση της προσωπικής ταυτότητας. Συνεπώς, αυτό το περιβάλλον πρέπει να
διατηρηθεί, αφού πρώτα υπάρξει μέριμνα για την αναστήλωση και την αποκατάστασή του,
όσο φυσικά κάτι τέτοιο είναι δυνατόν μετά τις ανελέητες επιθέσεις που έχει υποστεί. Κι αυτό
διότι ο κίνδυνος για την ψυχική υγεία από την ασυνάρτητη πολεοδομική πρακτική, που
επιδεινώνεται από τη θέα των μονότονων οικοδομικών τετραγώνων των μεγάλων
πολυκατοικιών, από τους αχανείς απρόσωπους χώρους και τους επικίνδυνους και
ρυπογόνους αυτοκινητόδρομους, είναι παραπάνω από ορατός.

Θόρυβος. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν λειτουργεί ικανοποιητικά αν δεν δέχεται ακουστικά


ερεθίσματα τουλάχιστον 5 ντεσιμπέλ (Db). Θόρυβος είναι ένα σύνολο μη επιθυμητών ήχων
(Κουσουλάκος 1973). Από τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα που μπορεί να υπερφορτώνουν τις
δεκτικές ικανότητες του ανθρώπου στις πόλεις, ο θόρυβος φαίνεται ότι είναι το
σημαντικότερο. Η ένταση του ήχου κατά τη συζήτηση με κανονική φωνή είναι κάτω των 50
Db. Στα 55-60 Db ο ήχος ενοχλεί, και άνω των 65 Db αλλοιώνει τη συμπεριφορά του
ανθρώπου. Οι πρώτοι κανονισμοί ηχητικής μόνωσης εμφανίσθηκαν στη Γαλλία το 1969 και
θεσπίσθηκαν κανόνες προφύλαξης από τους έντονους θορύβους στους εργασιακούς
χώρους. Απώλεια της ακουστικής ικανότητας σχετίζεται αιτιακά με χρόνια έκθεση σε πηγές
θορύβου. Η προκαλούμενη βλάβη, υπεύθυνη για τη βαρηκοΐα, ποικίλλει – από ελαφρά
αλλοίωση των τριχοειδών κυττάρων μέχρι πλήρη καταστροφή του οργάνου του Corti. Σε
γενικές γραμμές ο θόρυβος είναι δυνατόν να εμποδίζει τη δραστηριότητα και μέσα από τη
διάσπαση της συγκέντρωσης και προσοχής που προκαλεί να πολλαπλασιάζει τον αριθμό
των σφαλμάτων κατά την εργασία, να μειώνει την απόδοση και να αυξάνει τις πιθανότητες
ατυχημάτων.
Όσον αφορά την ψυχοπαθογόνο δράση του, θα πρέπει να γίνει διάκριση της
«ενόχλησης» από την ψυχιατρική νοσηρότητα. Ο θόρυβος προκαλεί βεβαίως μικρή ή μεγάλη
ενόχληση, αλλά δεν αποδεικνύεται κάποια σοβαρή συσχέτισή του με ψυχοπαθολογικά
φαινόμενα, αν και έχει βρεθεί μια σχέση μεταξύ θορύβου αεροπλάνων και εισαγωγών σε
ψυχιατρικές κλινικές από περιοχές που βρίσκονται κοντά στα αεροδρόμια. Γύρω στο 5% του
πληθυσμού δεν μπορεί να αναπτύξει φυσιολογική εξοικείωση στον θόρυβο, είναι ευαίσθητο
και παρουσιάζει υψηλά επίπεδα δυσανεξίας σε αυτόν. Τα άτομα αυτά παρουσιάζουν
χαμηλότερους δείκτες σχολικής απόδοσης, αισθάνονται λιγότερο ασφαλή στις κοινωνικές
συναναστροφές και έχουν μεγαλύτερη διάθεση για απόσυρση και ιδιωτική ζωή (Weinstein
1978). Όσοι είναι χρονίως εκτεθειμένοι στους υπέρηχους (π.χ. οι οδοντίατροι) παρουσιάζουν
βλάβες στον πρόσθιο και τον οπίσθιο λαβύρινθο. Έχουν επίσης παρατηρηθεί σε
πειραματόζωα, παρασυμπαθητικοτονία, υπογοναδισμός και νέκρωση ιστών. Υπόηχοι (3,5-7
κύκλοι/sec) παράγονται κατά την έξοδο αερίων από μηχανές, από τις σειρήνες των πλοίων
και από όλες τις μηχανές που κινούνται με βραδύ ρυθμό. Είναι δυνατόν να προκαλέσουν
επιληπτοειδή ισοδύναμα, μείωση της νοητικής και εργασιακής απόδοσης.

ΣΤΕΡΗΤΙΚΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΑ. Στερητικό είναι κάθε περιβάλλον πολιτιστικά ή πλήρως


περιορισμένο. Φυλακές, Εργασιακά περιβάλλοντα και Ιδρύματα είναι οι σημαντικότεροι
στερητικοί χώροι. Οι βρεφονηπιακοί σταθμοί και τα γηροκομεία είναι τα πλέον διαδεδομένα
ιδρύματα αυτού του είδους. Το φαινόμενο του ιδρυματισμού, ψυχοκοινωνική κατάσταση που
προκύπτει ως συνέπεια της μακράς παραμονής σε κλειστό ίδρυμα, χαρακτηρίζεται από
85

παθητικότητα, απάθεια, έλλειψη ενδιαφερόντων, έλλειψη πρωτοβουλίας και απώλεια


ψυχοκοινωνικών δεξιοτήτων.

Φυλακές. Όσοι έχουν δικαίως φυλακιστεί για κάποιον πραγματικό λόγο βρίσκονται σε
στερητικό περιβάλλον όχι από κάποια αδυσώπητη μοίρα, όπως συμβαίνει με τους γέρους και
τα βρέφη, ούτε από την ανάγκη της επιβίωσης, όπως συμβαίνει με τους εργαζόμενους, αλλά
επειδή τους οδήγησαν εκεί οι ίδιες τους οι πράξεις. Είναι συζητήσιμο το αν η φυλακή πρέπει
να έχει τιμωρητικό ή σωφρονιστικό χαρακτήρα. Στις σύγχρονες κοινωνίες οι φυλακές
επιδιώκεται να έχουν σωφρονιστικό ρόλο, αλλά η επίτευξη αυτού του στόχου δεν είναι
εύκολη, επειδή οι φυλακισμένοι δύσκολα εντάσσονται σε εκπαιδευτικές διαδικασίες. Σταδιακά
οι φυλακισμένοι κατακτούν και διαιωνίζουν μέσα στη φυλακή τη δυνατότητα διαμόρφωσης
μιας ιδιόμορφης κοινωνικής διαστρωμάτωσης και κουλτούρας με εσωτερικούς κανόνες και
ανελέητους μηχανισμούς επιβολής. Η άτεγκτα τιμωρητική συμπεριφορά των φυλακισμένων
απέναντι σε εκείνους που έχουν καταδικασθεί για σεξουαλικά εγκλήματα είναι ενδεικτικό
παράδειγμα. Στον σχεδιασμό των φυλακών εκτός από τον κύριο στόχο, που είναι ο
αποκλεισμός από την κοινωνία, λαμβάνονται υπ’ όψιν και ιδιόμορφες λεπτομέρειες, όπως
π.χ. η εξάλειψη όλων των πιθανών μέσων που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο
φυλακισμένος για να απαγχονισθεί, δεδομένου ότι ο απαγχονισμός είναι σχεδόν ο μοναδικός
τρόπος αυτοκτονίας μέσα στη φυλακή.

Εργασιακό περιβάλλον. Οι παράγοντες που καθορίζουν τη διαμόρφωση του εργασιακού


περιβάλλοντος στη σύγχρονη εργοστασιακή κοινωνία εξαρτώνται από τον χαρακτήρα της
εργασίας. Μηχανοβηματοδοτούμενη εργασία, επαναληπτική, χαρακτηριζόμενη από
περιορισμό της κίνησης και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των εργαζομένων,
καθώς και από έλλειψη προσωπικού ελέγχου πάνω στη διαδικασία της εργασίας.
Απολυταρχικός τρόπος διοίκησης των επιχειρήσεων. Τέτοια περιβάλλοντα οκτάωρης
καταναγκαστικής και πειθαρχημένης εργασίας μπορεί απλώς να είναι δυσφορικά, αλλά
μπορεί να είναι και εφιαλτικά. Η βιομηχανική ψυχολογία ενδιαφέρεται για την ανθρώπινη
συμπεριφορά κατά την εργασία στο εργοστάσιο ή στην εταιρεία, με σκοπό την αύξηση της
παραγωγικότητας. Χώρος εργασίας, φως, χρώματα, θερμοκρασία, θόρυβος, σχέσεις μεταξύ
των εργαζομένων, γενική κατάσταση της υγείας των εργαζομένων, υγιεινή και ασφάλεια της
εργασίας, συνθήκες εργασίας, ποιότητα ζωής στον εργασιακό χώρο, όλα μελετώνται προς
αυτήν την κατεύθυνση, αφού το κλίμα της εργασίας επιδρά στην ποσοτική και την ποιοτική
παραγωγικότητα, καθώς και στην προσωπική δραστηριότητα του κάθε εργάτη. Παράγοντες
που αφορούν την κοινωνική δομή του εργοστασίου και επιδρούν στον εργαζόμενο είναι η
καλή οργάνωση του εργοστασίου, οι δυνατότητες επικοινωνίας τόσο μεταξύ των
εργαζομένων όσο και μεταξύ εργαζομένων και διευθυντικού προσωπικού, η συμμετοχή στα
κοινά, η άμεση και έμμεση αναγνώριση της προσφοράς. Παθολογικά σύνδρομα που
εμφανίζονται στους εργασιακούς χώρους, όπως το τεχνοστρές (technostress), η ευαισθησία
στα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία, το σύνδρομο κτιριακής νόσου (sick building syndrome)
και η πολλαπλή χημική ευαισθησία έχουν ταυτοποιηθεί και έχουν ήδη καταταχθεί στα
ταξινομικά συστήματα (Arnetz and Wiholm 1997).

Βρεφονηπιακοί και παιδικοί σταθμοί. Η ανάγκη για απελευθέρωση της γυναίκας από τα
μητρικά της καθήκοντα ώστε να προσφέρει τον εαυτό της στην αγορά εργασίας είναι
φαινόμενο σύγχρονο της βιομηχανικής επανάστασης και χρονολογείται ήδη από τις αρχές
του 19ου αιώνα. Σήμερα οι παιδικοί σταθμοί θεωρούνται αναντίρρητα απαραίτητοι και έχουν
γίνει θεσμός. Τα παιδιά στους βρεφονηπιακούς σταθμούς, εκτός από τις συνέπειες του
αποχωρισμού από τη μητέρα (Bowlby 1969), υφίστανται σαφή, αν και έμμεσο, ιδρυματισμό.
Η κακομεταχείριση των παιδιών στους σταθμούς είναι συνηθέστατο φαινόμενο. Το ποσοστό
θνησιμότητας σε αυτούς είναι υψηλότερο σε σχέση με εκείνο των παιδιών που μεγαλώνουν
στα σπίτια τους με τις οικογένειές τους. Ο ρυθμός ανάπτυξης των παιδιών επιβραδύνεται σε
τέτοια περιβάλλοντα και μπορεί να ανιχνευθεί σημαντική νοηματική καθυστέρηση, η οποία
αυξάνεται καθώς το παιδί μεγαλώνει. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα που εφαρμόζονται σε
αυτούς τους χώρους έχουν εξαιρετικά περιορισμένη εμβέλεια, αφού απουσιάζουν
86

στοιχειώδεις προϋποθέσεις, όπως η γνησιότητα των ανθρώπινων σχέσεων και το αίσθημα


ένταξης σε μια φυσική ομάδα, που στα φυσιολογικά παιδιά είναι η οικογένειά τους. Στη
μετέπειτα ζωή τους, άτομα που μεγάλωσαν σε τέτοια ιδρύματα παρουσιάζουν χαμηλή
αυτοεκτίμηση και μικρή κοινωνικότητα.

Γηροκομεία. Η διάλυση της εκτεταμένης οικογένειας και η αντικατάστασή της από την
πυρηνική οικογένεια ευθύνεται εν πολλοίς για τη θλιβερή εγκατάλειψη εκατομμυρίων
ηλικιωμένων. Στην Ευρώπη γύρω στο 10% των γερόντων περνούν τις τελευταίες μέρες τους
σε αυτά τα στερητικά ιδρύματα. Το ποσοστό στην Ελλάδα είναι πολύ μικρότερο, κάτω από
1%, αλλά διαρκώς μεγαλώνει. Είναι τέτοια η κακομεταχείριση των γέρων σε ορισμένα από
αυτά τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ώστε πολλές φορές αναγκάζεται να παρέμβει η
δικαιοσύνη.

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΑ. Το νοσοκομείο, το σανατόριο, το ψυχιατρείο, είναι


κλασικά θεραπευτικά περιβάλλοντα. Η πρόοδος ενός ασθενούς εξαρτάται από
χαρακτηριστικά τόσο του ιδίου όσο και του νοσοκομειακού περιβάλλοντος. Οι ασθενείς
επηρεάζονται από το περιβάλλον, αλλά και οι ίδιοι συμβάλλουν στη διαμόρφωσή του. Τόσο
τα φυσικά όσο και τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του θεραπευτικού περιβάλλοντος είναι
δυνατόν να επιδράσουν σοβαρά στον ασθενή (Schwartz 1954, Moos and Insel 1974). Για το
φυσικό περιβάλλον η αποτίμηση του ρόλου του είναι σχετικά πιο εύκολη απ’ ό,τι για το
κοινωνικό, στη συγκρότηση του οποίου συμμετέχουν συνδυαστικά πολλοί παράγοντες, όπως
οι τρόποι και οι τεχνικές για την ανάπτυξη διαπροσωπικής επικοινωνίας, διάφορες πολιτικές
και διαδικασίες, οι εργασιακές σχέσεις, ο τρόπος λήψεως αποφάσεων, η ομαδική ζωή, τα
πιστεύω, οι στάσεις και οι αξίες ασθενών και προσωπικού, το ηθικό των μελών του
προσωπικού, και γενικά όλα όσα διαμορφώνουν το κλίμα μέσα στο οποίο ζουν οι ασθενείς.
Το νοσοκομείο παίζει μικρότερο ρόλο, αφού ο χρόνος παραμονής σε αυτό είναι μικρός,
μερικές ημέρες, αλλά το σανατόριο και το ψυχιατρείο υπήρξαν θεσμικά θεραπευτικά
ιδρύματα που σφράγισαν το κλίμα δύο ολόκληρων αιώνων, του 19ου και του (μεγαλύτερου
μέρους του) 20ου. Οι ημέρες του σανατορίου εξέπνευσαν, ενώ και το ψυχιατρείο ίσως να μην
υπάρχει σε λίγα χρόνια. Ούτως ή άλλως, η αναφορά στη λειτουργία αυτών των ιδρυμάτων
έχει περισσότερο ιστορικό χαρακτήρα.

Το σανατόριο. Η θεραπεία στο σανατόριο, που ονομάσθηκε και υγιεινοδιαιτητική θεραπεία


του ύψους, συνίστατο σε αεροθεραπεία ορισμένου υψόμετρου, σε σωματική και ψυχική
ανάπαυση και σε άφθονη –τονωτική και ειδική για τον κάθε ασθενή– διατροφή. Ο Καραμάνης
(1933), πρώτος ιδρυτής σανατορίου στην Ελλάδα, πίστευε ότι ο ρόλος του σανατορίου, εκτός
από τα παραπάνω, έπρεπε να είναι και εκπαιδευτικός, αφού ο ασθενής όφειλε να διδαχθεί
μια μεθοδική θεραπευτική στρατηγική για την αντιμετώπιση της νόσου του, και έτσι το
σανατόριο δεν ήταν μόνο θεραπευτήριο αλλά και σχολείο. Ο Καραμάνης έβλεπε το
σανατόριο «ως οικογένεια με τον ιατρό διευθυντή της ως αρχηγό, ο οποίος, βοηθούμενος
από τους συνεργάτες του, ζων συνεχώς μαζί με τους ασθενείς του, οφείλει να αφιερωθεί
ολοκληρωτικώς εις το έργον του, διαθέτων προς τούτο όλας τας σωματικάς και ψυχικάς του
δυνάμεις, μη παραλείπων απολύτως τίποτε το οποίον θα ηδύνατο να συμβάλει έστω και επ’
ελάχιστον, εις την βελτίωσιν των ασθενών του». Όμως η περίπτωση Καραμάνη ήταν μια
σπάνια λαμπρή εξαίρεση.
Γενικώς οι συνθήκες στα ελληνικά σανατόρια ήσαν άθλιες τόσο από άποψη διαμονής
όσο και από άποψη διατροφής. Αλλά και στις καλύτερες των περιπτώσεων το κλίμα του
σανατορίου απέπνεε κάτι νοσηρό που ασκούσε αρνητική επίδραση στους τροφίμους, ιδίως
σε εκείνους με διαταραγμένη προσωπικότητα. Στη δημιουργία αυτού του κλίματος συνέβαλλε
μάλλον το ισχυρό και διάχυτο αίσθημα της παρουσίας του θανάτου, η λίγο-πολύ
ανομολόγητη αίσθηση ότι οι ασθενείς είναι ουσιαστικά μελλοθάνατοι. Ο Πιτσιώρης (1970)
αναφέρει χαρακτηριστικά ότι γνώρισε το σανατόριο του Πηλίου από τις συνεχείς επισκέψεις
που πραγματοποιούσε εκεί ο συμβολαιογράφος πατέρας του για τη σύνταξη διαθηκών
θανάτου. Δεν είναι όμως μόνο το αίσθημα του θανάτου που δημιουργούσε αυτήν την τόσο
γνωστή από τη λογοτεχνία της εποχής ατμόσφαιρα. Και άλλοι παράγοντες, όπως το αίσθημα
87

αποκοπής από την επαγγελματική και κοινωνική ζωή, καθώς και οι ιδιάζουσες πειθαρχίες
που επέβαλλε το θεραπευτικό πρόγραμμα συνέβαλλαν οπωσδήποτε στη διαμόρφωσή της.
Είναι, για παράδειγμα, ενδεικτικό ότι στον κανονισμό λειτουργίας του σανατορίου
περιλαμβανόταν, τουλάχιστον για ορισμένες ώρες, η αυστηρή επιβολή σιωπητηρίου, κατά τη
διάρκεια του οποίου οι τρόφιμοι ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν απόλυτη σιωπή, αφού
απαγορευόταν όχι μόνο η συνομιλία, αλλά και η ανάγνωση, η μεγαλόφωνη ομιλία, το
τραγούδι, το σφύριγμα, καθώς και κάθε πολιτική, κοινωνιολογική ή θρησκευτική συζήτηση
που ήσαν ιδιαίτερα δημοφιλείς στους τροφίμους όπως φαίνεται και στο Μαγικό βουνό του
Τόμας Μαν.
Χάρη στις εξελίξεις στη θεραπεία της φυματίωσης, οι περισσότερες επιπλοκές της νόσου,
αλλά κυρίως η ζωή στο σανατόριο, έχουν περάσει πια στο παρελθόν και έχουν μόνο ιστορικό
ενδιαφέρον. Πολλά σανατόρια στην Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα το σανατόριο της
Τρίπολης, μετετράπησαν σε ψυχιατρικά άσυλα. Αξίζει ωστόσο να αναφερθεί ότι στο
σανατόριο εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά η θεραπεία περιβάλλοντος (milieu therapy), από
την οποία προέκυψαν η θεραπευτική κοινότητα και η ομαδική ψυχοθεραπεία, οι οποίες έχουν
ασκήσει αξιόλογη επίδραση στη σύγχρονη ψυχιατρική θεραπευτική. Η θεραπεία
περιβάλλοντος εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία του μεσοπολέμου από τον
Siemmel (1929), ο οποίος είχε προηγούμενη εμπειρία από ομαδικές ψυχοθεραπείες
ψυχαναλυτικής εμπνεύσεως σε φυματικούς. Ήταν μια θεραπεία στην οποία συμμετείχε
σύνολη η βιωματική εμπειρία του ασθενούς (total living experience). Ο στόχος ήταν να
διαμορφωθούν τέτοιες συνθήκες ώστε στο «ψευδοπεριβάλλον» του ασθενούς να
αντιπαρατεθεί ένα «αυθεντικό περιβάλλον» το οποίο θα διευκόλυνε τη διοχέτευση της
παρορμητικής επιθετικότητάς του σε αποδεκτές μορφές δραστηριότητας, θα του παρείχε
υποκατάστατες ικανοποιήσεις, «ακόμη και σε επίπεδο μητρικό», και θα τον προστάτευε
μέχρις ότου να είναι σε θέση να ζήσει μια αυτόνομη ζωή.

Το Ψυχιατρικό Ίδρυμα. Βλέπε σχετικό κεφάλαιο.

ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΑ. Στα ψυχαγωγικά περιβάλλοντα περιλαμβάνονται οι χώροι


ψυχικής ανάτασης και αναψυχής. Τέτοιοι είναι οι χώροι θρησκευτικής λατρείας (οι εκκλησίες,
τα ιερά), οι χώροι υψηλής καλλιτεχνικής έκφρασης (θέατρα, αίθουσες μουσικής), και γενικά
κάθε χώρος που έχει ως λειτουργία του τη δημιουργία συνθηκών κατάλληλων για
διασκέδαση, συγκίνηση ή έκσταση σε ομαδικό επίπεδο, όπως είναι ο κινηματογράφος, τα
εστιατόρια, τα μπαρ και οι καφετέριες, οι ομαδικές κατασκηνώσεις, οι πλαζ κ.λπ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΡΑΜΑΝΗΣ Γ. (1933). Εσωτερικός Κανονισμός του Σανατορίου Πηλίου “Η Ζωοδόχος Πηγή”. Αθήνα.
ΚΟΥΣΟΥΛΑΚΟΣ Α. (1973). Η επίδρασις του θορύβου επί του ανθρωπίνου οργανισμού. Εκδόσεις Ciba Αθήναι.
ΜΙΧΕΛΗΣ Π. (1965). Η Αρχιτεκτονική ως Τέχνη. Ίδρυμα Μιχελή.
ΠΙΤΣΙΩΡΗΣ Γ. (1970). Γεώργιος Καραμάνης: Η ζωή και το έργο του. Ομιλία στο Συμπόσιο για τη Φυματίωση.
Χάνια, Πηλίου.

ARNETZ BB, WIHOLM C. (1997). Technological stress: psychophysiological symptoms in modern offices. J Psy-
chosom Res 43:35-42.
BOWLBY J. (1969). Attachment and loss. London.
DURKHEIM E. (1897). Suicide. A Study of Sociology. The Free Press reprint 1997.
FARIS DEL, DUNHAM HW. (1939). Mental disorders in urban areas: an ecological study of schizophrenia and
other psychosis. Chicago: University of Chicago Press.
JONES GS. (1971). Outcast London. New York: Pantheon.
KRAMER P, EASTWOOD R (1982). Weather and infradian rhythms in self-reports of health, sleep, and mood
measures. J. Psychosom. Res. 26(2):231-235.
Le CORBUSIER (1963). Towards a new Architecture. London: The Architectural Press.
MOOS RH, INSEL P. (1974). Issues in Social Ecology: Human Millieus. Palo Alto, Natιonal Press.
MYERSON, A. (1940). "Review of Mental Disorders in Urban Areas." American Journal of Psychiatry 96:995-97.
PHILO C. (2005). The geography of mental health: an established field? Curr Opin Psychiatry. 18(5):585-91.
SCHWARTZ MS. (1954). What is a therapeutic milieu? In Stanton AH and Schwartz MS (eds.) The Mental Hospi-
tal. A study of Institutional Participation in Psychiatric Illness and Treatment. London: Tavistock.
SIEMMEL E. (1929). Psychoanalytic treatment in a sanatorium. Int. J. Psychoanal. 10:70.
88

WEINSTEIN ND. (1978). Individual differences in reactions to noise: a longitudinal study in a college dormitory. J.
Appl. Psychol. 63(4):458-466.

12. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Η κοινωνία επιδρά στο άτομο ποικιλοτρόπως, και οι επιδράσεις αυτές οδηγούν στη
διαμόρφωση ανάλογων ηθών και συμπεριφορών. Η επίδραση επιτελείται σε πολλαπλά
επίπεδα, μέσα από τον διάλογο του ατόμου με το περιβάλλον, τη διαπαιδαγώγηση, την
κουλτούρα και την ιστορία, την εργασία και την ανταλλακτική αξία της, τα καταναλώσιμα
αγαθά, τη συμπεριφορά κατά τον ελεύθερο χρόνο. Η σύγχρονη κοινωνία εμπεριέχει στοιχεία
από τα προγενέστερα εξελικτικά της στάδια· συνυπάρχουν σε αυτήν στοιχεία της
παραδοσιακής, της μεταβατικής, της βιομηχανικής και της μεταβιομηχανικής κοινωνίας.
Υπάρχουν γεωγραφικές περιοχές στον πλανήτη, αρκετά εκτεταμένες μάλιστα, στις οποίες
κυριαρχεί η παραδοσιακή κοινωνική δομή, όπως υπάρχουν και άλλες, εντοπισμένες κυρίως
στις μητροπόλεις των πολύ προοδευμένων τεχνολογικά χωρών, όπου κυριαρχεί ο
μεταβιομηχανικός τρόπος κοινωνικής οργάνωσης. Ωστόσο, ακόμη και μέσα στην πιο
ανεπτυγμένη κοινωνία είναι δυνατόν να υπάρχουν, γκετοποιημένες συνήθως, κοινότητες
καθηλωμένες σε προηγούμενα εξελικτικά στάδια.

Παραδοσιακή κοινωνία. Χαρακτηριστικό της είναι η ζωή μακριά από τα μεγάλα αστικά
κέντρα, κυρίως στις αγροτικές περιοχές. Το επίπεδο ποιότητας της ζωής είναι σχετικά
χαμηλό και ενδεχομένως η θνησιμότητα υψηλή, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι στις αγροτικές
παραδοσιακές κοινότητες των ανεπτυγμένων χωρών το προσδόκιμο ζωής είναι μεγαλύτερο
και η ποιότητα ζωής καλύτερη από ό,τι στα μεγάλα αστικά κέντρα όπου κυριαρχούν
89

νεωτερικοί τρόποι κοινωνικής οργάνωσης. Η οικογένεια, ο σεβασμός στους γεροντότερους


και στην παράδοση έχουν κομβική θέση στο σύστημα αξιών της κοινωνίας αυτής. Ο
προσδιορισμός των κοινωνικών ρόλων επιτελείται με βάση τις παραδόσεις, κυρίως εκείνες
που σχετίζονται με τη θρησκευτική ζωή. Το άτομο δεν έχει ιδιαίτερες αμφιβολίες για τη θέση
του στην ομάδα και η ομάδα το έχει εγκολπωθεί ονομαστικά και ολοκληρωτικά. Ελάχιστη
επιρροή ασκούν τα ήθη του αστικού πολιτισμού και των ΜΜΕ, αλλά όσοι επηρεάζονται
συνήθως εγκαταλείπουν την πατρίδα τους για την ξένη χώρα ή τη μεγάλη πόλη από την
οποία έχουν σαγηνευτεί.

Μεταβατική κοινωνία. Η Ελλάδα πέρασε από αυτήν τη φάση κατά τις δύο πρώτες
μεταπολεμικές δεκαετίες: κύρια χαρακτηριστικά της μεταβατικής κοινωνίας είναι η εισβολή
της τεχνολογίας στα μέσα παραγωγής, η αστυφιλία και η συνακόλουθη πληθυσμιακή
διόγκωση των μεγάλων πόλεων, μέσα σε ένα κλίμα προόδου και μαζί μεγάλης κοινωνικής
και οικονομικής ρευστότητας. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η μαζική μετακίνηση προς τις
πόλεις δημιούργησαν μια σειρά από προβλήματα, όπως αδυναμία εξεύρεσης αποδοτικής
εργασίας, ανυπαρξία συνθηκών καλής διαβίωσης, αδυναμία κατάκτησης ενός στοιχειωδώς
ικανοποιητικού πολιτιστικού επιπέδου. Ωστόσο η άνοδος του βιοτικού επιπέδου συνοδεύεται
από μείωση της θνησιμότητας χωρίς να επηρεάζεται το υψηλό ποσοστό γεννήσεων.
Διάφορα κοινωνικά ιδεολογήματα κάνουν την εμφάνισή τους, τα οποία αφενός
διατυμπανίζουν την πίστη στην πρόοδο και την προσδοκία για καλύτερη ζωή, και αφετέρου
υποθάλπουν την καχυποψία για τις παραδόσεις και πλήττουν το συμβολικό κύρος των
ηλικιωμένων, υπερτονίζοντας τη σημασία του χάσματος των γενεών. Η επίδραση της
θρησκείας υποχωρεί, για να δώσει τη θέση της στη μεγάλη και υπνωτιστική επίδραση της
επιστημονικο-τεχνολογικής προόδου και της προπαγάνδας των ΜΜΕ. Η ζωή των ανθρώπων
συρρικνώνεται σε ένα σκληρό αγώνα για την απόκτηση συμβόλων επιτυχίας και κοινωνικού
γοήτρου (επώνυμα ενδύματα και κοσμήματα, αυτοκίνητα, σπίτια).

Βιομηχανική και μεταβιομηχανική κοινωνία. Ισχυρά θεμέλια όλων των κοινωνικών και
πολιτικών θεσμών που μορφοποιήθηκαν μετά τον θρίαμβο της βιομηχανικής επανάστασης,
στην αυγή του 19ου αιώνα, ήσαν οι αρχές της αυστηρής πειθαρχίας στην εργασία, της
τυποποίησης των παραγόμενων αγαθών, της εξειδίκευσης, του συγχρονισμού της
ανθρώπινης συμπεριφοράς με τους ρυθμούς της μηχανής, της μεγιστοποίησης της
παραγωγής, του συγκεντρωτισμού ως προς τις αποφάσεις, της συσσώρευσης των αγαθών
και του κεφαλαίου (Tofler 1982). Αυτές οι αρχές, που παραπέμπουν σε μια εργοστασιακή
αντίληψη για τα πράγματα, έγιναν και αρχές της κοινωνικής, πολιτικής, ακόμη και
προσωπικής ζωής, με θλιβερές συνέπειες που άρχισαν να γίνονται εμφανείς μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων
στις σύγχρονες βιομηχανικές και μεταβιομηχανικές κοινωνίες συνοψίζονται στα κάτωθι:
 Γενικευμένος αυτοματισμός στα μέσα παραγωγής, ο οποίος όμως οδηγεί σε απαιτήσεις
για ολοένα δραστικότερη μείωση του ωραρίου εργασίας.
 Υψηλό βιοτικό επίπεδο και αφθονία υλικών αγαθών σε αρκετά ευρείες μάζες πληθυσμού,
αλλά ταυτόχρονα αύξηση του αριθμού των φτωχών και των περιθωριοποιημένων.
 Υψηλά επίπεδα μέριμνας της φυσικής υγείας και ανάπτυξης της κοινωνικής πρόνοιας.
Στα περισσότερα κράτη, εκτός από εκείνα του πολύ άγριου καπιταλισμού, όπως οι ΗΠΑ,
έχουν οργανωθεί Εθνικά Συστήματα Υγείας.
 Αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Μείωση των γεννήσεων.
 Μικρή πυρηνική οικογένεια. Πολλά διαζύγια. Καταστροφικές πιέσεις στον τομέα των
διαπροσωπικών σχέσεων, της οικογένειας και του κοινωνικού ιστού εν γένει, για τις
οποίες ευθύνεται κυρίως ο τρόπος οργάνωσης της εργασίας.
 Απλούστευση της γλωσσικής επικοινωνίας. Πτώση της αισθητικής συνείδησης και
ασυναρτησία στην καλλιτεχνική δημιουργία. Απόλυτη κυριαρχία των ΜΜΕ.
 Τυφλή πίστη των μαζών στην επιστήμη και την τεχνολογία μέσα σ’ ένα κλίμα
πραγματικής άγνοιας, που ευνοεί τη διάδοση του αποκρυφισμού και της
δαιμονολαγνείας.
 Απρόσωπη μαζική ζωή.
90

 Επιδίωξη κοινωνικής ανόδου και απόκτησης συμβόλων επιτυχίας και εξουσίας.


 Ευτελή πρότυπα προς μίμηση, φρενιτιώδης επιδειξιμανία, αγωνιώδης αναζήτηση
επωνυμίας και φήμης.
 Αύξηση των κρουσμάτων κοινού εγκλήματος. Μεγάλη προσωπική ανασφάλεια.
 Εμφάνιση μικρών, κλειστών, ανελέητων τιμωρητικών ομάδων, που εξαπολύουν
τρομοκρατικά χτυπήματα υπό τον μανδύα κάποιας ιδεολογίας.
 Κύματα μαζικής βίας και βαναυσότητας με ποικίλες αφορμές, αλλά με πραγματική αιτία
το αίσθημα ματαίωσης και αποστέρησης που επέρχεται από τις ακυρωμένες ευκαιρίες
για απόλαυση.
 Επικράτηση ενός κλίματος άμετρου καταναλωτισμού, αδιάλειπτης παραγωγής
απορριμμάτων και ασίγαστης αναζήτησης διασκέδασης: ένας ιδιότυπος μεσαίωνας –με
έρπουσα, συγκεκαλυμμένη και αργόσυρτη μορφή– εισβάλλει μέσα στις
υπερφωταγωγημένες, πολυτελείς και ευημερούσες πολιτείες.
 Υψηλοί δείκτες ψυχοπαθολογίας και αυτοκτονιών, χρήσης ψυχοτρόπων φαρμάκων και
πλήθους εθιστικών ουσιών, με κυριότερες το αλκοόλ, τη νικοτίνη, τις βενζοδιαζεπίνες, την
κάνναβη και τα οπιοειδή.
 Ισχυρή ψυχοκαταπόνηση που προκύπτει από τις κοινωνικές υπεραπαιτήσεις και τις
συνεχείς πιέσεις για ολοένα μεγαλύτερη εργασιακή απόδοση.
 Στενότητα χρόνου.

Ατομικά δικαιώματα. Οι σύγχρονες βιομηχανικές και μεταβιομηχανικές κοινωνίες έλαβαν


την τελική μορφή τους μετά την κατάρρευση σκληρά εδραιωμένων απολυταρχικών και
αποκρουστικών πολιτικών συστημάτων. Οι τελευταίες φασιστικές δικτατορίες κατέρρευσαν
τη δεκαετία του '70, και οι κομμουνιστικές τη δεκαετία του '80. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν
στην ισχυρή εγκαθίδρυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στην επικράτηση της
οικονομίας της ελεύθερης αγοράς και σε μια πολιτική υπεράσπισης των ατομικών
δικαιωμάτων. Η αρχή των ατομικών δικαιωμάτων αναγορεύτηκε σε τελικό ρυθμιστή της
έννοιας του καλού και του κακού, βάζοντας στο περιθώριο άλλες αρχές, θρησκευτικής ή
κοινωνικής προέλευσης. Οι διαμάχες μεταξύ ομάδων στη βάση ηθικών ή κοινωνικών αξιών
έχουν αντικατασταθεί από συγκρούσεις με αντικείμενο τη διεκδίκηση ή υπεράσπιση
προσωπικών δικαιωμάτων. Οι διαπροσωπικές σχέσεις, τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις
δεν διαμορφώνονται πλέον επάνω σε παραδοσιακές, ιερές ή μη, αξίες, αλλά επάνω σε
αμοιβαίες συμφωνίες, πραγματικές ή βασισμένες οπωσδήποτε στην οικονομική συναλλαγή.
Ο θρίαμβος των ατομικών δικαιωμάτων αποτελεί το τελικό στάδιο μιας μακραίωνης
πορείας συνεχούς ανασημασιοδότησης αξιών στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών. Στην
απαρχή αυτής της πορείας βρίσκονται οι θρησκευτικές αξίες, οργανωμένες γύρω από μια
θεοκεντρική αντίληψη του κόσμου· ύστερα από μια μακρά περίοδο αδιαφιλονίκητης
κυριαρχίας, οι αξίες αυτές άρχισαν να αμφισβητούνται ριζικά, παραχωρώντας τη θέση τους
στις ηθικές αξίες του ανθρωπισμού, τις οποίες όμως με τη σειρά τους συνέθλιψε η ιδεολογία
της ελεύθερης αγοράς. Μετά την παρακμή των ηθικών αξιών αναδύθηκαν οι κοινωνικές αξίες
(της αλληλεγγύης και της κοινωνικής ισότητας), που όμως και αυτές σήμερα υφίστανται
δραστική περιστολή από τις αναδυόμενες και κωδικοποιούμενες αξίες του ατομικισμού. Η
μετατόπιση αυτή του ενδιαφέροντος από το κοινωνικό στο ατομικό αντανακλάται στη μεγάλη
μείωση του αριθμού εκείνων που ενδιαφέρονται να συμμετέχουν ενεργά στις πολιτικές και
κοινωνικές διαδικασίες. Ένα ολόκληρο σύμπλεγμα αξιών δομημένο γύρω από την ομάδα,
την κοινωνικότητα, ακόμη και τις διαπροσωπικές σχέσεις, έχει παραχωρήσει τη θέση του
στην έννοια της προσωπικής αξιοπρέπειας και της αυτοδιάθεσης του ανθρώπου
καταναλωτή, πίσω από την οποία όμως κρύβεται μονάχα το ατομικό οικονομικό συμφέρον.

Η εργοστασιακή αντίληψη του κόσμου, που αναδύθηκε τον 19ο αιώνα, παρά το
αναμφισβήτητο γεγονός ότι απελευθέρωσε την ανθρωπότητα από την τυραννία πολλών
ανόητων αντιλήψεων του παρελθόντος (Tofler 1982), αποδείχθηκε και αυτή ένα είδος
φυλακής. Συνέβαλε στην ανάπτυξη και εδραίωση μιας νοοτροπίας που απορρίπτει ή αγνοεί
ό,τι δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια, ενώ έντεχνα πριμοδοτεί την ακαμψία στην
εφαρμογή κανόνων και προγραμμάτων και τιμωρεί τη φαντασία, αναζητώντας μηχανιστικές
91

λύσεις στα ανθρώπινα προβλήματα. Η αντίληψη αυτή επιβλήθηκε σε πολυάριθμους τομείς


της σύγχρονης κοινωνίας, της εκπαίδευσης μη εξαιρουμένης, αφού και το σχολείο απέκτησε
εργοστασιακό χαρακτήρα μέσα από την αυστηρή υποταγή στο ωρολόγιο πρόγραμμα και στο
ακριβές ωράριο, τη συνεχή πειθαρχημένη εργασία, με απώτερο στόχο την προσαρμογή στα
ιδεώδη της εργοστασιακής κοινωνίας, που είναι η μετατροπή των ανθρώπων σε
πειθαρχημένη μαζική εργατική δύναμη. Η πειθαρχία, η καταπληκτικότερη ανακάλυψη της
βιομηχανικής επανάστασης, είναι εντέλει ο κοινός τόπος στον οποίο συναντώνται οι
αντιπροσωπευτικότεροι θεσμοί της εργοστασιακής κοινωνίας – από το εργοστάσιο, το
γραφείο ή το πωλητήριο, μέχρι τη φυλακή, το σχολείο και το ψυχιατρικό άσυλο, όπως θα
έλεγε και ο Michel Foucault. Ο εργαζόμενος στην πραγματικότητα δεν γνωρίζει τίνος ακριβώς
τα συμφέροντα εξυπηρετεί, και πολλές φορές πιστεύει ότι εξυπηρετεί τα δικά του!

Εργασία. Η εργασία σήμερα θεωρείται αναπόφευκτη και αναγκαία. Ωστόσο αυτή η άποψη
δεν ήταν πάντοτε αυτονόητη ούτε έχαιρε καθολικής αποδοχής. Ο Σωκράτης έλεγε ότι οι
χειρώνακτες δεν μπορούν να είναι ούτε καλοί φίλοι ούτε καλοί πολίτες, επειδή δεν τους
περισσεύει χρόνος για κάτι τέτοιο. Ο Ηρόδοτος πίστευε ότι τα μεγάλα επιτεύγματα του
πνεύματος στην Ελλάδα οφείλονταν στην περιφρόνηση που έτρεφαν οι Έλληνες προς την
εργασία. Ο Κικέρων υποστήριζε ότι όποιος προσφέρει εργασία με αντάλλαγμα το χρήμα
πουλάει τον εαυτό του και τον μεταθέτει στις τάξεις των σκλάβων. Η δημιουργικότητα δεν
ταυτίζεται με την εργασία, πολύ περισσότερο με τη μισθωτή εργασία, που στόχος της είναι η
καταναγκαστική παραγωγικότητα.
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι δεσμευμένος στη βαριά και πειθαρχημένη μισθωτή
εργασία ισχυρότερα και μονιμότερα από τις εποχές που ήταν έρμαιο της δουλείας και της
αιχμαλωσίας. Μόνο που τώρα είναι ελεύθερος να πουλήσει ο ίδιος τον εαυτό του. Αυτή η
ωμή πραγματικότητα κρύβεται πίσω από κατασκευασμένα προβλήματα όπως μισθοί, ώρες
εργασίας, συνθήκες εργασίας, εκμετάλλευση, παραγωγικότητα, κερδοφορία κ.λπ. Κατά την
εργασία πρέπει να είναι κανείς πειθαρχημένος στο ωράριο, με τυποποιημένη συμπεριφορά,
μέλος μιας ομάδας, πλήρως συμβιβασμένος με τους κανόνες εργασίας που έχουν ως στόχο
την αύξηση της παραγωγής. Ανιαρή, κουραστική και εξευτελιστική εργασία διαμορφώνει
ανάλογη ψυχολογία. Όπως έλεγε ο Adam Smith, «αυτός που ξοδεύει τη ζωή του κάνοντας τα
ίδια μονότονα πράγματα, δεν έχει ευκαιρίες να εξασκήσει την κατανόησή του [...], και γενικά
γίνεται τόσο βλάκας και αμαθής όσο είναι δυνατόν να γίνει ένα ανθρώπινο πλάσμα». Οι
επιπτώσεις της μισθωτής εργασίας στην υγεία είναι τόσο καταστροφικές, που πολλοί τη
χαρακτηρίζουν μαζική δολοφονία και γενοκτονία. Αναρίθμητες περιπτώσεις θανάτων πάνω
στη δουλειά, απροσμέτρητα περιστατικά με τραυματισμούς, αναπηρίες, ή νοσήματα
σχετιζόμενα με την εργασία, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, μείωση του προσδόκιμου ζωής
είναι μερικά από τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η παραπάνω άποψη.

Ελεύθερος χρόνος. Ο ελεύθερος χρόνος των εργαζομένων, στην πραγματικότητα μια


βραχύχρονη ανάρρωση από την εργασία, είναι σχεδιασμένος ώστε να εκπληρώνονται δύο
στόχοι: μεγαλύτερη απόδοση και αποτελεσματικότητα στην εργασία και εξασφάλιση
δυνατότητας για κατανάλωση αγαθών (Black 1985). Κατά τον ελεύθερο χρόνο ο εργαζόμενος
βιώνει πλήρη ρήξη με τα εργασιακά καθιερωμένα, καθώς προσηλώνεται στον εαυτό του και
εστιάζει στην αναζήτηση της ηδονής και στην προσωπική επίδειξη, οι οποίες έχουν ως
απώτερο στόχο την αύξηση της κατανάλωσης. Είναι έτσι σαφές ότι η ζωή του ανθρώπου
στην εργοστασιακή κοινωνία βρίσκεται σε μια χαρακτηριστική διχοστασία, ανάμεσα στην
οργανωμένη εργασία και τον κατασκευασμένο ελεύθερο χρόνο: δύο αλληλοσυγκρουόμενες
ψυχολογίες στον ίδιο άνθρωπο. Έτσι μορφοποιείται και μια άλλη διάσταση της παθογένεσης
της ψυχοπαθολογίας ως εκδήλωσης της απληστίας, του ηδονισμού, του ατομισμού, του
λυσσαλέου οικονομικού ανταγωνισμού, και συνεπώς της εξαντλητικής ψυχοκαταπόνησης,
του οικιστικού συνωστισμού, της διάλυσης και καταστροφής αυτοχθόνων πολιτισμών της γης
και της μόλυνσης του περιβάλλοντος.

Ελεύθερη αγορά. Η σύγχρονη κοινωνία είναι κοινωνία της εμπορευματοποίησης και της
ελεύθερης διακίνησης αγαθών. Κεντρικός στόχος της παραγωγής είναι η μαζική
92

κατανάλωση. Ηγεμονεύουσα ιδεολογία είναι εκείνη της ελεύθερης αγοράς. Όλα υπάγονται
στην υπηρεσία της οικονομίας της αγοράς, στην οποία βαθμιαία φαίνεται να προσχωρούν
ακόμη και θεσμοί τεράστιου κύρους. Τα πανεπιστήμια και οι πανεπιστημιακές σχολές, για
παράδειγμα, προσάρμοσαν τη διδακτέα ύλη στις ανάγκες της οικονομίας και έτσι
μετετράπησαν σε επαγγελματικά λύκεια, ενώ η επιστημονική έρευνα συνδέθηκε με τις
βιομηχανίες, όπως π.χ. η έρευνα στις ιατρικές σχολές, οι οποίες αλώθηκαν από τις μεγάλες
φαρμακευτικές εταιρείες. Όλα πουλιούνται και αγοράζονται ή ανταλλάσσονται στην εμπορική
κοινωνία – τα αγαθά, τα αντικείμενα, το χρήμα, οι τέχνες, οι ιδέες των ανθρώπων και οι
ψυχές τους. Το εμπορικό συμφέρον μπορεί να διαφθείρει ή και να διαλύσει προσωπικές
σχέσεις αγάπης και φιλίας, οικογενειακούς δεσμούς, όλο το υποστηρικτικό δίκτυο της
κοινότητας.

Δημοκρατία. Σπείρες διεφθαρμένων κερδοσκόπων και συμμορίες τυχοδιωκτών κατάφεραν


να εγκατασταθούν στα αστικά κοινοβούλια, απ’ όπου λυμαίνονται τις κοινωνίες προκαλώντας
πρωτοφανείς ηθικές παρενέργειες. Η διαφθορά του κοινοβουλίου εξαπλώνεται στη συνέχεια,
με τη μορφή γενικευμένης ηθικής παράλυσης, σε όλες τις κλίμακες της πολιτικής, κοινωνικής
και οικονομικής ζωής: μια πλατωνική «φλεγμαίνουσα δημοκρατία» εν πλήρη εξελίξει. Η
ιεραρχική οργάνωση εξουσιών και θεσμών υφίσταται τρομακτικές αποσαθρωτικές πιέσεις,
ενώ κλασικοί καταξιωμένοι θεσμοί χάνουν το κύρος, την αξιοπιστία και την ισχύ τους, καθώς
ευτελίζονται από τους ίδιους τους λειτουργούς τους. Ποικίλες ομάδες που υπηρετούν
οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα, αλλά και πολλές μυστικές υπηρεσίες, κρατικές και
ιδιωτικές, διάφορα συνδικάτα και συντεχνίες, ομάδες οργανωμένου εγκλήματος αποκτούν
ιδιαίτερη αυτονομία και ισχύ. Παγκόσμια κράτη-φαντάσματα (μαφία, κονσόρτσιουμ των
ναρκωτικών) έχουν πλήρως εγκαθιδρυθεί καθορίζοντας ανενδοίαστα τα σύνορα της
επικράτειάς τους. Η φανερή ή λιγότερο φανερή συμμετοχή αυτών των ομάδων στην άσκηση
της επίσημης κρατικής εξουσίας, αλλά και η διαπλοκή τους με μεγάλα οικονομικά
συγκροτήματα και πολυεθνικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων μαίνεται ένας αδυσώπητος
οικονομικός πόλεμος σε πλανητική κλίμακα, είναι πλέον ένα φαινόμενο με παγκόσμια
εξάπλωση.
Το θεσμικό πλαίσιο κάθε κοινωνίας διαμορφώνεται από το ήθος της (αλλά και
αντιστρόφως συμβάλλει στη διαμόρφωσή του). Το θεσμικό πλαίσιο της σύγχρονης
δημοκρατικής κοινωνίας επιτρέπει την άνοδο στην εξουσία ατόμων που δεν έχουν αποδείξει
εμπράκτως την αφοσίωσή τους στην πρωταρχική «αξία του ανθρώπου», εννοούμενη
θεσμικά ως αξία βιολογική, κοινωνική, ηθική και πνευματική. Βέβαια κάτι τέτοιο συνέβαινε
κυρίως σε παλαιότερες περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά και κατά την τρέχουσα
ιστορική περίοδο, λόγω της πλημμελούς λειτουργίας των θεσμών, παρανοϊκά και
μεγαλομανιακά αγρίμια κατάφεραν να αναρριχηθούν στην εξουσία οδηγώντας τους λαούς
τους σε τραγικά αδιέξοδα και σε ανυπολόγιστες καταστροφές. Λίγη σημασία έχει αν η
εξουσία παραδίδεται σε αυτούς με βίαια μέσα, όπως συνωμοσίες και πραξικοπήματα, ή χάρη
στην πεπλανημένη κρίση των μαζών, που υποτίθεται ότι είναι ελεύθερες να εκλέγουν τους
εκπροσώπους τους στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Στη μεταβιομηχανική κοινωνία η ηθική αναδομήθηκε εκ νέου και προσαρμόστηκε στις


ανάγκες του εργοστασιακού πολιτισμού, έτσι ώστε να ρυθμίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις
σύμφωνα με τη λογική της παραγωγής και της κατανάλωσης. Η εποχή «που η αμαρτία
ονομάσθηκε αρετή και ευλογήθηκε στις εκκλησίες», όπως λέει και ο ποιητής, έχει φτάσει. Μια
τεράστια ηθική κρίση βρίσκεται σε εξέλιξη επηρεάζοντας τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων,
αφήνοντάς τους ανερμάτιστους, συχνά χωρίς ελπίδα, εξαρτημένους στην αναζήτηση μιας
άμεσης, συνήθως βλεννογονικής, ικανοποίησης, η οποία τους καθιστά αντικείμενο
εκμετάλλευσης και χειραγώγησης από πανίσχυρους πολιτικούς και οικονομικούς
μηχανισμούς. Τεράστιες μάζες ηθικά εξουθενωμένων ατόμων, ανίσχυρων οικονομικά αλλά
όχι πεινασμένων, αφοσιωμένων στο κυνήγι μιας φτηνής επιδειξιμανούς ψευδοπολυτέλειας,
βυθισμένων στην ακραία ψευδαίσθηση ότι συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας μέσα από
φαλκιδευμένους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, έχουν κατακλύσει την Ευρώπη και τον
υπόλοιπο μεταβιομηχανικό κόσμο.
93

Από ψυχιατρική άποψη, αυτή η εποχή εξαιτίας των παραπάνω γνωρισμάτων της, είναι ίσως
το πιο απειλητικό γεγονός που αντιμετώπισε η ανθρωπότητα στην ιστορία της. Επιδημίες
ψυχοπαθολογίας βρίσκονται σε εξέλιξη, όπως του άγχους, της κατάθλιψης, της εξάρτησης
από ουσίες, των αυτοκτονιών και ετεροκτονιών και των διαταραχών της προσωπικότητας.

Η κατάρρευση του άνδρα είναι από τα πιο χαρακτηριστικά φαινόμενα της σύγχρονης
κοινωνίας. Πολλοί άνδρες αισθάνονται θύματα αυτής της κοινωνίας που τους αμφισβητεί και
τους κακομεταχειρίζεται, υπονομεύοντας τις αξίες τους και στερώντας την αρσενική
ταυτότητά τους. Οι περισσότεροι βρίσκονται σε εξαρτημένη σχέση εργασίας, με αφεντικά το
κράτος ή την ιδιωτική επιχείρηση, που και στις δύο περιπτώσεις είναι απρόσωποι μηχανισμοί
εφοδιασμένοι με τη δυνατότητα να επιτύχουν την πλήρη υποταγή του εργαζόμενου και
απέναντι στους οποίους οι εργαζόμενοι έχουν μηδαμινές δυνατότητες διαφυγής. Ο
πραγματικός άνδρας, φορέας των αρσενικών ιδιοτήτων και αξιών, όπως είναι η προσφορά, η
προστατευτικότητα, η γενναιότητα και κυρίως η τάση για κοινωνική αμφισβήτηση, έχει
σχεδόν εξαφανισθεί. Όσον αφορά την οικονομική ισχύ, ούτε ένας στους πέντε δεν είναι
σήμερα σε θέση να στηρίξει μια οικογένεια, έστω και μικρή. Η σεξουαλική κατάρρευση του
άνδρα, που εκδηλώνεται με την ευρύτατη διάδοση της αζωοσπερμίας, των στυτικών
δυσλειτουργιών, της ομοφυλοφιλίας, όπως και πλήθους άλλων σεξουαλικών διαστροφών και
της συναφούς κουλτούρας τους, είναι ένα δυσεξήγητο φαινόμενο. Ως ισχυροί παράγοντες
αποαρρενοποίησης έχουν ενοχοποιηθεί, μεταξύ άλλων, η οικονομική ανασφάλεια, η
αβεβαιότητα στο πεδίο της μισθωτής εργασίας και κυρίως το φάσμα του ελέγχου.
Ανδρικότητα σημαίνει να έχει ο ίδιος ο άνδρας τη δυνατότητα αυτοελέγχου και όχι να
υπόκειται σε έλεγχο από άλλον άνδρα, πολύ περισσότερο όταν αφεντικό συμβαίνει να είναι
κάποια γυναίκα. Η απώλεια περιεχομένου στις σχέσεις πατέρα-γιού, είναι επίσης ένας
σημαντικός συντελεστής αυτής της κατάρρευσης αφού μέσα σε αυτές τις συνθήκες η
προσωπικότητα του πατέρα πάντα υστερεί κατά κάποιο τρόπο, απούσα, ταπεινωμένη,
διχασμένη ή διακοσμητική όπως λέει ο Λακάν.

Η κατάρρευση της γυναίκας επήλθε μέσα από διαδικασίες ισχυρής αρρενοποίησης ή


ερωτικοποίησής της, με παράλληλη υποβάθμιση του ρόλου της ως μητέρας. Στην πρώτη
περίπτωση η γυναίκα βγήκε στην αγορά εργασίας και, προσπαθώντας να προσαρμοσθεί
στην ανδροκρατική κοινωνία, χρησιμοποίησε ανδρικού τύπου μέσα, όπως κύρος και δύναμη.
Κατέστησε τον εαυτό της μια αρνητική απομίμηση, ένα κακέκτυπο του ανδρικού προτύπου.
Οι επιπτώσεις αυτής της μετάλλαξης τόσο στις βιολογικές λειτουργίες της γυναίκας όσο και
στην ψυχική ισορροπία της, στη σεξουαλικότητα και στην κοινωνική ζωή της εν γένει δεν
έχουν καταγραφεί ακόμη με ψυχραιμία, ωστόσο οι ενδείξεις είναι πολύ ανησυχητικές. Από
την άλλη μεριά η ερωτικοποίησή της αποτελεί έναν διαμετρικά αντίθετο μηχανισμό
κατάρρευσης. Η γυναίκα ερωμένη είναι το τελευταίο ανάχωμα που χρησιμοποιεί η
βιομηχανική κοινωνία προκειμένου να εμποδίσει τη γυναίκα να γίνει μητέρα. Η Μέρυλιν
Μονρόε, λίγες ημέρες πριν από την αυτοκτονία της, εξαρτημένη από βαρβιτουρικά και
αλκοόλ, στείρα, και πλήρως αποτυχημένη ως γυναίκα, αλλά σύμβολο του σεξ και παγκόσμιο
πρότυπο προς μίμηση προβεβλημένο από όλα τα μέσα μαζικής προπαγάνδας, είχε δηλώσει
με χαρακτηριστική αλαζονεία: «Νομίζω ότι πάντα είχα υπερβολική φαντασία για να μπορώ
να είμαι μονάχα μία απλή νοικοκυρά».
Ακόμη και αυτές που καταφέρνουν να μείνουν παντρεμένες, μόλις και μετά βίας μπορούν
να φέρουν εις πέρας την ανατροφή ενός ή το πολύ δύο παιδιών, με βαρύ βιολογικό,
ψυχολογικό και κοινωνικό αντίτιμο. Εργαζόμενες μητέρες με πλήρες ωράριο βρίσκονται
υψηλά στη λίστα κινδύνου για ανάπτυξη κατάθλιψης και άλλων διαταραχών. Αυτό εξηγείται
μάλλον από το γεγονός ότι νιώθουν παγιδευμένες σε μια αδιέξοδη διλημματική κατάσταση
μεταξύ εργασίας και οικογένειας, από την οποία στην πραγματικότητα οι ίδιες δεν αντλούν
καμία ικανοποίηση. Αλλά και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν αρνητικά το ενδεχόμενο μια
εργαζόμενη να γίνει μητέρα, επειδή η μητρότητα δημιουργεί υποχρεώσεις επιδοτήσεων και
ανοχής της απουσίας από την εργασία. Το φαινόμενο να προτιμούνται στείρες γυναίκες
επισημάνθηκε στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες μετά την κατάρρευση του σοσιαλισμού και
94

την εισβολή ενός άγριου, απειλητικού και κοινωνικά ολέθριου καπιταλισμού κατά τη δεκαετία
του ’90, όπου χιλιάδες γυναίκες προσήλθαν μαζικά στα ιατρεία ζητώντας να υποβληθούν σε
στείρωση για να μπορούν να βρουν δουλειά.
Η επιθυμία για καριέρα, η επιδίωξη της οικονομικής άνεσης και της προσωπικής
ανεξαρτησίας, ένα αίσθημα ανασφάλειας και ανεπάρκειας για τον μητρικό ρόλο και η διάχυτη
εντύπωση ότι η ύπαρξη ενός παιδιού όχι μόνο δεν δίδει αλλά μάλλον στερεί κάθε νόημα από
τη συζυγική σχέση, ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τη διάδοση της ηθελημένης ατεκνίας, τη
μείωση των γάμων, την αύξηση των διαζυγίων. Όλα συντελούν σε αυτό που θα μπορούσε να
ονομασθεί κοινωνιογενής στείρωση του άνδρα και της γυναίκας. Οι σύγχρονες γυναίκες,
αποκομμένες από τις μητέρες τους και από άλλες γυναίκες, συγγενείς ή φίλες,
απομονωμένες μέσα σε απρόσωπους εργασιακούς χώρους ή σε διαμερίσματα
πολυκατοικιών, δεν είναι πλέον σε θέση να αναθρέψουν μόνες τα παιδιά τους, ακόμη και
όταν οι ίδιες δεν εργάζονται. Ως συνέπεια των παραπάνω, οι δείκτες των εμβρυοκτονιών
κινούνται σε υψηλότατα επίπεδα, η δε παιδοκτονία δεν είναι σπάνια και, δεδομένων των
θεσμικών, νομικών και πολιτιστικών συνθηκών, ενδεχομένως είναι σήμερα συχνότερη από
ό,τι σε άλλες εποχές.

Η γήρανση του πληθυσμού προκύπτει από τον διπλό συνδυασμό της αύξησης του
προσδόκιμου ζωής και της μείωσης των γεννήσεων. Η αιτία του φαινομένου στις
ανεπτυγμένες χώρες είναι αφενός ο εκσυγχρονισμός της ζωής και η εξάπλωση της ιατρικής
φροντίδας, που συντελεί στην αύξηση του μέσου όρου ζωής, και αφετέρου η είσοδος της
γυναίκας στην αγορά εργασίας, που συντελεί στη μείωση των γεννήσεων. Ο αριθμός των
ηλικιωμένων ξεπερνά το 15% του πληθυσμού στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Από
εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ προκύπτει ότι η κατά κεφαλή δαπάνη για προσφορά υπηρεσιών υγείας
στους ηλικιωμένους είναι έξι έως οκτώ φορές μεγαλύτερη από τη μέση δαπάνη για όλες τις
άλλες ηλικίες. Στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα η δημογραφική γήρανση κρατάει χαμηλά
τα επίπεδα της παραγωγικότητας, προκαλεί ανισορροπία μεταξύ εργαζομένων και
συνταξιούχων, εξωθώντας τα ταμεία των κοινωνικών ασφαλίσεων στη χρεοκοπία.

Καταστροφή των τελετουργιών. Γάμοι, κηδείες, γιορτές, διάφορα σημαντικά γεγονότα,


εποχές του έτους κ.λπ. έχουν σήμερα μικρή ή ελάχιστη κοινωνική αξία. Οι περισσότεροι δεν
προσελκύονται από το περιεχόμενο της θρησκευτικής διδασκαλίας αλλά από το φολκλορικό
στοιχείο της τελετουργίας, και έτσι οι θρησκευτικές γιορτές γίνονται αφορμή για άλλου τύπου
διασκέδαση.

Ο άνθρωπος καταναλωτής. Πρωταρχικό γνώρισμα του καταναλωτισμού είναι η μεγάλη


ταχύτητα στην εναλλαγή. Ό,τι παράγεται πρέπει να καταναλώνεται και να καταστρέφεται το
ταχύτερο δυνατόν μετά την αγορά του, έχοντας όμως στο μεταξύ δημιουργήσει στον
αγοραστή την ανάγκη της αντικατάστασής του με κάτι καινούργιο. Οι συνέπειες είναι πλέον
εμφανείς. Κατασπατάληση φυσικών πόρων, παραγωγή βραχύβιων, εφήμερων αγαθών που
μετατρέπονται τάχιστα σε σκουπίδια, ώστε οι αγοραστικές ανάγκες να διατηρούνται
ανικανοποίητες εις το διηνεκές. Οι επιλογές έχουν πολλαπλασιασθεί απεριόριστα και
αφορούν όχι μόνο τα καταναλωτικά αγαθά (τρόφιμα, ρούχα, διακοπές), αλλά και τις
διαπροσωπικές σχέσεις (σεξουαλικοί σύντροφοι, γάμοι, διαζύγια, ομοφυλόφιλα ζευγάρια
κ.λπ.). Μέσα σε αυτό το παχυσαρκιογόνο και σκουπιδοπαραγωγό κλίμα, οι αντίρροπες
δυνάμεις που δημιουργούνται είναι συνήθως ψευδοαντιδραστικού τύπου. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα το ευτελές και ρηχό πνεύμα ασκητικής διαβίωσης, με τη θεώρηση της
παχυσαρκίας ως εκδήλωσης αισθητικού ξεπεσμού, την έμφαση στην ποιότητα και την υγιεινή
της τροφικής κατανάλωσης, την επιτηδευμένη λιτότητα στην εξωτερική εμφάνιση, τη
δημιουργία χώρων σωματικής άσκησης και απώλειας βάρους χωρίς στερήσεις. Σε ένα
σοβαρότερο επίπεδο, αλλά οπωσδήποτε εξαιρετικά επικίνδυνο λόγω της ουσιαστικής
τυφλότητάς του, αναπτύσσεται ένα άλλο κύμα αντιορθολογισμού, κύρια χαρακτηριστικά του
οποίου είναι η δυσπιστία απέναντι στην τεχνολογία και την επιστήμη, η έμφαση στην
ανατρεπτική δύναμη της επιθυμίας, η πριμοδότηση του παράλογου και του αντιφατικού, η
αποθέωση της απειθαρχίας, του αυθόρμητου και του απρογραμμάτιστου. Το
95

«μεταμοντέρνο» ρεύμα υποθάλπει την κυοφορία και ανάδειξη ποικίλων μυστικών,


παγανιστικών και αποκρυφιστικών ομάδων, εμπνευσμένων ως επί το πλείστον από το
νεοεποχικό λάιφ στάιλ, οι οποίες υιοθετούν ανορθολογικά και αμφιβόλου ηθικής πρότυπα
συμπεριφοράς.

Πληροφοριακή υπερφόρτωση. Η έννοια πληροφοριακή υπερφόρτωση δεν σημαίνει μόνο


την υπερβολική ποσότητα πληροφορίας που δέχεται το άτομο στη μονάδα του χρόνου, αλλά
περιλαμβάνει και στοιχεία κακής οργάνωσης και χαοτικής προσφοράς αυτής της
πληροφορίας, και είναι αποτέλεσμα της μαζικής παραγωγής συμβόλων και μηνυμάτων από
την κοινωνία της πληροφορίας. Η πληροφοριακή υπερφόρτωση χαρακτηρίζεται από
ταχύτατη αλληλοδιαδοχή εικόνων, ιδεών, αντιλήψεων, μόδας και πολιτικών, φιλοσοφικών ή
επιστημονικών θεωριών. Όλα αυτά τα παραφερνάλια του σύγχρονου μεταβιομηχανικού
πολιτισμού εμφανίζονται, κυριαρχούν, αμφισβητούνται και απορρίπτονται ή απλώς
ξεχνιούνται με πρωτοφανή ταχύτητα, έχοντας καταφέρει να προκαλέσουν έναν οξύ αλλά τις
περισσότερες φορές εφήμερο θόρυβο. Στην εποχή της ηλεκτρονικής προπαγάνδας και
διαφήμισης “every body will be famous for fifteen minutes” είχε προβλέψει ο Warholl.
Αυτή η διαδικασία τροποποιεί συστήματα αξιών, επιταχύνει την πολιτιστική αλλαγή, βάζει
σε δοκιμασία τις ανθρώπινες προσαρμοστικές ικανότητες, ενώ πολλοί τη συσχετίζουν με τη
μεγάλη συχνότητα ορισμένων ασθενειών στις βιομηχανικές κοινωνίες, όπως το έμφραγμα
του μυοκαρδίου (Lipowski 1975). Η πληροφοριακή υπερφόρτωση επιβάλλει επίσης
σημαντικές επικοινωνιακές προσαρμογές: περιορισμό στην άσκοπη σπατάλη χρόνου και
εξοικονόμηση ενέργειας μόνο για σοβαρές διαπροσωπικές επαφές, φραγή των
ανεπιθύμητων διαύλων επικοινωνίας, μέσω αποφυγής συναντήσεων, απόκρυψης ή
διαγραφής του αριθμού τηλεφώνου από τους τηλεφωνικούς καταλόγους κ.λπ. Εάν, όπως
πιστεύεται, η ικανότητα του ανθρώπου όσον αφορά την επεξεργασία της πληροφορίας δεν
μπορεί να ξεπεράσει κάποια όρια, η πληροφοριακή υπερφόρτωση θα μπορούσε να
χαρακτηρισθεί μια μορφή ψυχοκαταπόνησης, αφού ο υπερβολικός όγκος ερεθισμάτων στη
μονάδα του χρόνου είναι δυνατόν να οδηγήσει σε δυσφορία και να αυξήσει την επιρρέπεια σε
νόσο. Από την άλλη μεριά οι μηχανισμοί που χρησιμοποιεί το άτομο για να αποδράσει από
αυτήν την κατάσταση μπορεί να είναι και οι ίδιοι νοσογόνοι, όπως η κοινωνική απόσυρση, η
χρήση ψυχοφαρμάκων ή αλκοόλ. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι με βάση το μοντέλο της
πληροφοριακής υπερφόρτωσης έγιναν κάποιες απόπειρες ερμηνείας της παθογένειας της
σχιζοφρένειας, επειδή έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι το ΚΝΣ των σχιζοφρενών βρίσκεται σε
κατάσταση υπερεγρήγορσης.

Κοινωνική υπερφόρτωση. Σχετική με την πληροφοριακή υπερφόρτωση είναι και η έννοια


της κοινωνικής υπερφόρτωσης, αλλά αντί για μονάδες πληροφορίας το άτομο εδώ έχει να
αντιμετωπίσει ένα πλήθος από μονάδες κοινωνικών συμπεριφορών και στάσεων. Στις
σημερινές μεταβιομηχανικές κοινωνίες κανείς δεν καταλαβαίνει αμέσως την κοινωνική θέση
του άλλου. Εκείνο που προσλαμβάνει είναι μονάχα τα εξωτερικά σύμβολα κύρους, γοήτρου
και εξουσίας στα ρούχα και στα αντικείμενα χρήσης, αλλά τα σύμβολα αυτά έχουν απολέσει
τη διαφοροποιητική λειτουργία τους, αφού πλέον είναι προσιτά και διαθέσιμα σε μεγάλες
μάζες του πληθυσμού. Κάθε προσπάθεια να δημιουργηθεί μια άλλη ξεχωριστή υπόσταση, να
οικοδομηθεί ένας διαφορετικός ρόλος, πέρα από το ότι είναι εξαιρετικά επίπονη, φαίνεται
πως μένει χωρίς αντίκρισμα και οδηγείται σε αποτυχία, επειδή ο αριθμός των πραγματικά
σημαινόντων κοινωνικών ρόλων είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Έτσι το κραυγαλέο και
εντυπωσιακό, το «ουρλιαχτό του εγώ» (Klapp 1969), τείνει να αντικαταστήσει τον ανύπαρκτο
κοινωνικό ρόλο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
KLAPP OE. (1969). Collective Search for Identity, Holt, Rinehart & Winston, New York.
LIPOWSKI ZJ. (1986). Consultation-Liaison Psychiatry: the first half century. Gen Hosp Psychiatry 8:305-315.
TOFLER A. (1982). The Third Wave. μετ. Ερ. Μπαρτζινόπουλος. Εκδ. Κάκτος. Αθήνα.
BLACK B. (1985). The Abolition of Work and Other Essays, Loompanics Unlimited, Port Townsend WA.
96

13. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Η έννοια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης από τη σκοπιά της ιατρικής, τόσο ως προς τον
ακριβή ορισμό της όσο και ως προς τον προσδιορισμό των σχέσεών της με την υγεία και τη
νόσο, αποτελεί μόνιμο αντικείμενο αντιπαραθέσεων. Πρόκειται για μια δύσκολη έννοια,
δανεισμένη από το πεδίο των κοινωνικών επιστημών, που και αυτές δεν έχουν ουσιαστικό
διάλογο με την ιατρική, και η οποία επιπροσθέτως χρωματίζει όλες τις κοινωνικοπολιτικές και
ταξικές συγκρούσεις. Ωστόσο η χρησιμότητά της στη μελέτη της νοσηρότητας και της
θνησιμότητας, καθώς και στην οργάνωση της παρεχόμενης ιατρικής βοήθειας στον γενικό
πληθυσμό κάθε κοινωνίας είναι σημαντική.
97

Η κοινωνική τάξη ορίζεται ως συνδυασμός ποικίλων παραγόντων, που ο καθένας


ξεχωριστά αλλά και όλοι μαζί διαμορφώνουν μια χαρακτηριστική και οπωσδήποτε διακριτή
κοινωνική «φυσιογνωμία» για τα μέλη της. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι ακόλουθοι:
 Επάγγελμα. Η αυτοαπασχόληση και η κατοχή των μέσων παραγωγής είναι χαρακτηριστικό
των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, ενώ η ετεροαπασχόληση και η μη κατοχή μέσων
παραγωγής είναι χαρακτηριστικό των κατώτερων, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο.
 Εισόδημα και οικονομική δύναμη. Οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις κατέχουν το συντριπτικά
μεγαλύτερο μερίδιο του πλούτου της χώρας, παρά το ότι αποτελούν μια πολύ μικρή
μειονότητα.
 Πολιτική επιρροή. Η πραγματική πολιτική επιρροή είναι προνόμιο των πολύ ανώτερων
κοινωνικών τάξεων. Οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις, στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες,
έχουν την ψευδαίσθηση συμμετοχής στη διαμόρφωση πολιτικής μέσω της ψήφου που
διαθέτουν στις βουλευτικές εκλογές.
 Οικιστικές και άλλες συνθήκες ζωής. Οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις επιλέγουν εξαιρετικής
ποιότητας οικιστικές περιοχές σε πολλά μέρη του πλανήτη, συνήθως σε υπερσύγχρονες
μητροπόλεις ή σε κοσμοπολίτικα θέρετρα. Οι κατώτερες ζουν σε υποβαθμισμένες περιοχές
και σε ανθυγιεινά προάστια μεγαλουπόλεων, στριμωγμένες σε μικρά διαμερίσματα ή
παραγκόσπιτα.
 Επίπεδο μόρφωσης. Τα σχολεία στα οποία φοιτούν τα παιδιά είναι ιεραρχημένα ακριβώς
όπως και οι κοινωνικές τάξεις. Εξαιρετικής ποιότητας ιδιωτική εκπαίδευση για τις ανώτερες
κοινωνικές τάξεις, υποβαθμισμένη δημόσια εκπαίδευση για τις κατώτερες. Επιπροσθέτως
οι αξίες που μεταδίδονται στα παιδιά, η συμμετοχή ή μη του πατέρα στην ανατροφή και
διαπαιδαγώγησή τους, ο τρόπος τιμωρίας και ανταμοιβής τους, ο βαθμός γονεϊκής
αυταρχικότητας, οι γενικότερες συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες
διαπαιδαγωγούνται τα παιδιά, καθώς και η ποιότητα των σχέσεων γονέως και παιδιού
συνδέονται στενά με την ταξική θέση.
 Διατροφικές, ενδυματολογικές, ψυχαγωγικές και πολιτιστικές προτιμήσεις. Οι τρόποι
συμπεριφοράς, το στυλ ζωής, οι φιλοδοξίες, οι αρχές και οι αξίες διαφέρουν σημαντικά
ανάμεσα στις τάξεις.
 Μορφές κοινωνικής ψυχοκαταπόνησης. Η απειλή απώλειας γοήτρου, κύρους και πολιτικής
ισχύος αποτελούν στρεσογόνους παράγοντες για τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, ενώ οι
κατώτερες αγωνίζονται κυρίως για την επιβίωση.

Η κοινωνική απόσταση. Η έννοια της κοινωνικής απόστασης παραπέμπει στον βαθμό


κοινωνικής προσβασιμότητας κάποιου ατόμου ή ομάδας από ένα άλλο άτομο ή ομάδα.
Εξαρτάται από την ομοιότητα των κοινωνικών στάσεων, απαιτήσεων και προτιμήσεων,
ενδιαφερόντων και εκτιμήσεων που κάνουν τα άτομα ή οι ομάδες για τις συνθήκες της ζωής
τους και για το εν γένει βιοτικό ύφος τους. Όσο μεγαλύτερη η κοινωνική απόσταση τόσο
μικρότερη η πιθανότητα κοινωνικής αλληλεπίδρασης, αφού υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να
παρεμβληθούν ανάμεσα στους μεν και τους δε προκαταλήψεις, αρνητικές στάσεις, ακόμη και
εχθρική διάθεση. Η κοινωνική απόσταση είναι δυνατόν να μικρύνει με την ανάπτυξη και
καλλιέργεια κοινών ενδιαφερόντων σε κοινούς χώρους, ωστόσο αυτό είναι πιθανότερο να
επιτευχθεί ανάμεσα σε «γειτονικές στην ταξική ιεραρχία» τάξεις. Η κοινωνική απόσταση
μεταξύ 1ης και 5ης τάξης, για παράδειγμα, είναι τόσο μεγάλη, που κάθε κοινωνική επαφή
μεταξύ τους είναι ανέφικτη.

Ταξική συνείδηση. Εκφράζεται ως παροχή μιας ποικιλίας μορφών υποστήριξης από την
ταξική ομάδα προς τα μέλη της. Στην εποχή μας οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις έχουν
χαμηλό επίπεδο ταξικής συνείδησης –κάτι που δεν συνέβαινε μέχρι και τα μέσα του 20ου
αιώνα–, και το γεγονός αυτό τις καθιστά οπωσδήποτε περισσότερο ευάλωτες στην
οικονομική εκμετάλλευσή τους από τις ανώτερες. Οι ανώτερες ταξικές ομάδες είναι συχνά
στεγανές, σχολαστικά ιεραρχημένες, δομημένες πάνω σε εσωτερικά δίκτυα διανομής
προνομίων στα μέλη και ταυτόχρονα κληρονομικής μεταβίβασης αυτών των προνομίων
στους απογόνους, έτσι ώστε τα μέλη και οι κληρονόμοι όχι μόνο να καταλαμβάνουν τις
καλύτερες θέσεις οικονομικής ή συμβολικής εξουσίας, αλλά και να εγείρουν ανυπέρβλητα
98

εμπόδια για την είσοδο σε αυτές ατόμων που προέρχονται από κατώτερα κοινωνικά
στρώματα.

Καμία έγκυρη μελέτη των σχέσεων ανάμεσα στην ταξική θέση και την ψυχολογική
διαμόρφωση ή την ψυχιατρική νόσο δεν είναι δυνατή χωρίς τη σαφή οριοθέτηση των
κοινωνικών τάξεων. Η κλασική μαρξιστική διάκριση μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης,
παρά την αναμφισβήτητη χρησιμότητά της στη μελέτη της ιστορίας και παρά την αξιοποίησή
της ως πολιτικού εργαλείου για την προώθηση των επιδιώξεων της εργατικής τάξης, δεν
επαρκεί γι' αυτό το είδος μελέτης. Οι Hollingshead και Redlich (1958) πρότειναν τη διάκριση
σε πέντε κοινωνικές τάξεις με κριτήρια την οικονομική ισχύ και τον τρόπο άσκησής της, τη
θέση στην ιεραρχία της εξουσίας, την εκπαίδευση και το μορφωτικό επίπεδο, το κοινωνικό
γόητρο, τις κοινωνικές συναναστροφές, τη μόρφωση των παιδιών, τον τόπο και το είδος
κατοικίας.

Τάξη I. Αποτελεί την ηγεσία του επιχειρηματικού, επαγγελματικού και επιστημονικού τομέα.
Αριθμητικά δεν υπερβαίνει το 1-3% του γενικού πληθυσμού. Διατηρεί εξαιρετικά στενές
σχέσεις με την πολιτική εξουσία, μέσω της οποίας καταφέρνει να ικανοποιεί κατά κανόνα τα
συμφέροντά της. Πράγματι, οι δυνατότητες που διαθέτει για την εξαγορά πολιτικών
προσώπων και τη δι’ αυτών πραγματοποίηση των οικονομικών σχεδίων της είναι
εντυπωσιακές. Διακρίνεται σε δύο ομάδες. Μια παλαιά παραδοσιακή ομάδα από
αλληλοσυσχετιζόμενες οικογένειες και μια ανερχόμενη μικρή ομάδα. Τα μέλη της
παραδοσιακής ομάδας συνήθως κληρονομούν την οικονομική δύναμή τους μαζί με συναφείς
κοινωνικές αξίες που δίδουν έμφαση στην παράδοση, τη σταθερότητα και την κοινωνική
υπευθυνότητα. Απεναντίας, τα μέλη της νέας ομάδας δεν έχουν συνήθως υψηλή μόρφωση,
είναι αυτοδημιούργητοι, οπωσδήποτε ικανοί, αλλά επιθετικοί και αδίστακτοι μπροστά σε
διλήμματα, κυρίως ηθικά. Οι οικογενειακές σχέσεις τους σπανίως έχουν συνεκτικότητα και
σταθερότητα, σε αντίθεση με την παραδοσιακή ομάδα. Η παραδοσιακή ομάδα, μολονότι
στον οικονομικό τομέα αναγκάζεται να συνεργάζεται μαζί τους, τείνει μάλλον να τους
απορρίπτει, επειδή αποτελούν απειλή καθώς διεκδικούν και αυτοί την ηγεσία στους
σημαντικούς τομείς που η ίδια κατέχει. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες και οι δύο ομάδες της
τάξης αυτής έχουν περιέλθει σε κατάσταση πλήρους ηθικής εξαχρείωσης και διαφθοράς,
μολύνοντας ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό μέσα από τους πανίσχυρους μηχανισμούς
διάδοσης της κυρίαρχης ιδεολογίας, της οποίας, εξάλλου, είναι οι κύριοι παραγωγοί.

Τάξη ΙΙ. Η αριθμητική της δύναμη φτάνει περίπου το 10% του γενικού πληθυσμού. Τα μέλη
της έχουν μεταλυκειακή και συχνά πανεπιστημιακή μόρφωση και εργάζονται ως διευθυντικά
στελέχη σε επιχειρήσεις ή έχουν καλές θέσεις σε επιστημονικά επαγγέλματα. Τέσσερις στους
πέντε κινούνται προς την Τάξη Ι, αλλά ο συνωστισμός είναι μεγάλος σε στενή δίοδο. Τείνουν
να έχουν σταθερές οικογένειες, συνήθως όμως, σε αντίθεση με την Τάξη Ι, είναι άτομα που
έχουν εγκαταλείψει τις πατρικές οικογένειες και τον τόπο καταγωγής τους. Υπάρχει ένταση
λόγω της συνεχούς προσπάθειας για οικονομική και κοινωνική επιτυχία. Η τάξη αυτή έχει
απολέσει την περιορισμένη αυτονομία που διέθετε απέναντι στην πρώτη τάξη και βρίσκεται
πλέον σε κατάσταση εργασιακής υποδούλωσης και ηθικής καταρρεύσεως. Επειδή τα μέλη
της παίζουν ρόλο διαμορφωτή της κοινής γνώμης, οι ευθύνες τους για τη διακίνηση και
διασπορά των κυρίαρχων ιδεολογημάτων της άρχουσας τάξης, καθώς και για την επέκταση
της διαφθοράς και του ευτελισμού στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας είναι πραγματικά
κολοσσιαίων διαστάσεων. Μεγάλη διάδοση χρήσης κοκαΐνης και αλκοόλ.

Τάξη ΙΙΙ. Αποτελείται κυρίως από έμμισθους υπαλλήλους και μικροεπιχειρηματίες οι οποίοι
τυπικά είναι απόφοιτοι λυκείων. Καλύπτει περίπου το 25% του γενικού πληθυσμού. Πολλές
από τις γυναίκες εργάζονται. Συχνά είναι ασφαλείς οικονομικά, κατοικούν σε σχετικά καλές
οικιστικές περιοχές, έχουν όμως λίγες ευκαιρίες ανέλιξης, κοινωνικής ή οικονομικής. Οι
οικογένειές τους είναι κάπως λιγότερο σταθερές από την Τάξη ΙΙ. Έχουν την τάση να γίνονται
μέλη ποικίλων συντεχνιακών οργανώσεων και είναι δραστήριοι σε αυτές. Σε σχέση με την
Τάξη ΙΙ, υπάρχει γενικά λιγότερη ικανοποίηση και λιγότερη αισιοδοξία για το μέλλον. Η
99

αδυναμία κοινωνικής ανόδου οδηγεί σε μηχανισμούς μίμησης και ευτελούς επίδειξης. Η


ευαλωσία της τάξης αυτής στη χειραγώγηση από τα μέσα μαζικής διαμόρφωσης της
συμπεριφοράς είναι μεγάλη.

Τάξη ΙV. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μελών αυτής της πολυπληθούς τάξης (γύρω στο 45%
του γενικού πληθυσμού) αποτελείται από ειδικευμένους ή ημιειδικευμένους εργάτες και
εργαζόμενους σε ποικίλες υπηρεσίες. Η εκπαίδευση συνήθως φθάνει μέχρι την 6η Δημοτικού
ή έστω την 3η Γυμνασίου, τόσο για τους γονείς όσο και για τα παιδιά. Ζουν σε περιοχές
υποβαθμισμένες, σε μάλλον περιορισμένο οικιστικό χώρο. Επτά στους δέκα παραμένουν
στις οικογένειές τους, στο εσωτερικό των οποίων συνυπάρχουν κατά κανόνα τρεις γενεές.
Πρακτικά όλες οι γυναίκες που μπορούν να εργασθούν εργάζονται. Η διάλυση της
οικογένειας είναι πολύ πιθανή. Οι περισσότεροι αισθάνονται ότι τους αρκεί η ζωή που
διάγουν και δεν κάνουν θυσίες για να πάνε μπροστά. Ωστόσο υπάρχουν αρκετά μεγάλα
ποσοστά συμμετοχής τους σε συνδικαλιστικές ενώσεις που αγωνίζονται για τη βελτίωση των
συνθηκών ζωής τους. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ου, αυτή η τάξη
ήταν στην πρωτοπορία του εργατικού και επαναστατικού σοσιαλιστικού κινήματος. Μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε βαθμιαία η διαφθορά της, για να φτάσει γρήγορα σε
απελπιστικό επίπεδο και τώρα, πλήρως χειραγωγημένη από τα ΜΜΕ, αποτελεί τη
μεγαλύτερη καταναλωτική ομάδα διατροφικών κυρίως ειδών, ψυχοτρόπων ουσιών, αλλά και
ευτελών απομιμήσεων συμβόλων επιτυχίας.

Οι αγρότες περιλαμβάνονται σε αυτήν την τάξη με κάποιες ιδιομορφίες. Ζουν σε σχετικά


καλές και ενίοτε σε εξαιρετικά καλές οικιστικές περιοχές και από οικονομική άποψη
βρίσκονται σε κάπως καλύτερη θέση από τους εργάτες. Η εισβολή της τεχνολογίας στις
αγροτικές εργασίες και τα νοικοκυριά έχει βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής τους. Οι
γυναίκες εργάζονται, αλλά, σε αντίθεση με τις γυναίκες των εργατών, χωρίς πειθαρχημένο
ωράριο, κοντά στους άνδρες τους, όχι μακριά από το σπίτι. Η διάλυση της οικογένειας είναι
ελάχιστα πιθανή. Διακατέχονται από έντονη επιθυμία να σπουδάσουν τα παιδιά τους, τα
οποία, παρά τις μέτριες εκπαιδευτικές δυνατότητες των αγροτικών ή ημιαστικών περιοχών
στις οποίες διαμένουν, έχουν συχνά εξαιρετικές επιτυχίες στην ανώτατη εκπαίδευση, ενώ δεν
είναι σπάνια η εκτόξευσή τους στην Τάξη ΙΙ. Παρά το ευτελές λάιφ στάιλ που έχει διαδοθεί σε
όλα τα κοινωνικά στρώματα, οι αγρότες παρουσιάζουν κάποιες αντιστάσεις όσον αφορά την
εγκατάλειψη του παραδοσιακού τρόπου ζωής και αποτελούν τον κυριότερο φορέα
διατήρησης παραδοσιακών αξιών σε κοινωνικό επίπεδο.

Τάξη V. Αποτελεί περίπου το 15% του γενικού πληθυσμού. Τα μέλη της δεν έχουν τελειώσει
το δημοτικό σχολείο και έχουν εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου εργασιακή εξειδίκευση. Οι
περισσότεροι είναι ανειδίκευτοι ή μισοειδικευμένοι εργάτες. Είναι συγκεντρωμένοι σε κακές
οικιστικές περιοχές. Οι οικογενειακοί δεσμοί είναι εύθραυστοι. Πολύ λίγοι συμμετέχουν σε
κοινωνικές οργανώσεις. Μεγάλα ποσοστά ανεργίας. Υπάρχει αγώνας για την επιβίωση
συνοδευόμενος από επιθετικότητα και αγανάκτηση για τον τρόπο που τους μεταχειρίζεται και
τους εκμεταλλεύεται η εξουσία και όλη η υπόλοιπη κοινωνία. Οι έφηβοι συνήθως έχουν
μπλεξίματα με την αστυνομία, καθώς αναζητούν εναγωνίως τρόπους να διαρρήξουν τα
ασφυκτικά κοινωνικά πλαίσια μέσα στα οποία ζουν. Μεγάλη διάδοση ψυχοτρόπων ουσιών.

Οι δύο κατώτερες κοινωνικές Τάξεις ΙV και V μαστίζονται από μεγάλα ποσοστά ανεργίας,
υποαπασχόλησης και ετεροαπασχόλησης, με αποτέλεσμα το χαμηλό εισόδημα, το
υποβαθμισμένο οικιστικό περιβάλλον, την κακή διατροφή, παράγοντες που πιέζουν τα μέλη
τους προς ακόμη χαμηλότερα κοινωνικά επίπεδα. Η ανεργία από μόνη της είναι ανεξάρτητος
παράγων υψηλής νοσηρότητας και θνησιμότητας των πληθυσμών που πλήττει. Οι γυναίκες,
όταν υπάρχει ανεργία, είναι ιδιαίτερα ευάλωτες από ψυχολογική άποψη στην άσκηση βίας
από άλλα μέλη της οικογένειάς τους (πατέρες ή συζύγους). Αμερικανικές μελέτες (Gilligan
1997) δείχνουν ότι η αύξηση της ανεργίας κατά μια εκατοστιαία μονάδα συνδέεται με αύξηση
της εγκληματικότητας κατά έξι μονάδες.
100

Προσωπική ευαλωσία, κοινωνικές δυσκολίες αλλά και κοινωνική υποστήριξη, ψυχολογικές


εφεδρείες, αξίες και στάσεις, μηχανισμοί αντιμετώπισης κρίσεων, σε μεγάλο βαθμό
καθορίζονται από την ταξική θέση του ατόμου. Η μελέτη της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε
σχέση με τις ψυχιατρικές διαταραχές κατέχει κεντρική θέση στην ψυχιατρική επιδημιολογία,
παρέχοντας χρήσιμες πληροφορίες για την επίπτωση και τον επιπολασμό των ψυχιατρικών
νόσων, τις θεραπευτικές διαδικασίες, τη χρήση υπηρεσιών υγείας. (Dohrenwent and
Dohrenwent 1969, Mechanic 1978). Έχει διαπιστωθεί επανειλημμένως, αν και οι σχετικές
μελέτες δεν παρουσιάζουν σταθερά ευρήματα, ότι υπάρχει μια σχέση αντίστροφη ανάμεσα
στα ψυχιατρικά προβλήματα –κυρίως τα λεγόμενα κοινά ή ήπια– και το επίπεδο
εκπαίδευσης, το εισόδημα και την ανεργία και γενικότερα την κοινωνική διαστρωμάτωση
(Fryers et al 2003). Ορισμένες κοινωνικές ομάδες είναι λιγότερο ευνοημένες από άλλες, και
τα παιδιά αυτών των κοινωνικών ομάδων πιο ευάλωτα από ψυχολογική άποψη. Οι
πάσχοντες από χρόνια νοσήματα, κυρίως ψυχιατρικά, είναι πιθανότερο να κατέλθουν την
κοινωνική κλίμακα παρά να ανέλθουν σε υψηλά κοινωνικά στρώματα. Από τη μελέτη των
Hollingshead και Redlich αλλά και από άλλες μελέτες βρέθηκε ότι τα ταξικά στρώματα
παρουσιάζουν διαφορές ως προς τη συχνότητα και το είδος των ψυχιατρικών προβλημάτων,
όπως δείχνει και ο παρακάτω πίνακας, στον οποίο φαίνεται ότι τα ποσοστά των ασθενών με
ψυχιατρικά προβλήματα αυξάνουν από την τάξη Ι προς τις κατώτερες τάξεις.

ΤΑΞΕΙΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΨΥΧΙΚΕΣ


ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ
I 3.1% 1.0%
II 8.1% 6.7%
III 22.0% 13.2%
IV 46.0% 38.6%
V 17.8% 36.8%
Άγνωστοι 3.0% 3.7%

Τα ευρήματα αυτά δεν επιβεβαιώθηκαν πλήρως και από άλλες μελέτες (Schwab et al 1979)·
οι κυριότερες ενστάσεις επικεντρώθηκαν σε παράγοντες που παρεμβαίνουν στη
διαμόρφωση των στατιστικών στοιχείων, όπως το ότι τα μέλη των ανώτερων τάξεων έχουν
περισσότερες πιθανότητες από τα μέλη των κατώτερων να λάβουν θεραπεία στο σπίτι ή σε
ιδιωτική κλινική, στο αρχείο της οποίας ενδέχεται και να μην καταγραφούν καθόλου ή να
καταγραφούν με πλαστό όνομα και επάγγελμα. Βέβαια ο οικονομικός παράγοντας επηρεάζει
την πορεία της νόσου, καθώς καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα της νοσηλείας
(ιδιωτικές κλινικές από τη μια, δημόσια ιδρύματα από την άλλη), τόσο σε επίπεδο ποιότητας
της παρεχόμενης νοσηλείας και του εμπλεκόμενου σε αυτήν προσωπικού, ιατρικού και μη,
όσο και σε επίπεδο ξενοδοχειακό. Ένας άλλος παράγοντας διαστρέβλωσης των στατιστικών
στοιχείων είναι το γεγονός ότι οι χαμηλές κοινωνικές τάξεις δεν έχουν άλλη επιλογή από τη
δημόσια ψυχιατρική υπηρεσία, με αποτέλεσμα τα δημόσια ψυχιατρικά ιδρύματα να δέχονται
σχεδόν αποκλειστικά ασθενείς από τις μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες, πράγμα που
σημαίνει ότι οι ιδρυματικοί και νοσοκομειακοί ασθενείς δεν αντικατοπτρίζουν από ταξική
άποψη τον πραγματικό ταξικό διαχωρισμό ως προς την ψυχιατρική νοσηρότητα.
Το συμπέρασμα που συνάγεται από τα παραπάνω είναι ότι τα ποσοστά ψυχικής νόσου
στις ανώτερες τάξεις είναι οπωσδήποτε ανώτερα από αυτά που έχουν καταγραφεί. Αλλά
κανείς δεν αμφιβάλλει ότι γενικώς οι ψυχικές παθήσεις είναι συχνότερες στα κατώτερα
κοινωνικά στρώματα. Από πλευράς διαγνωστικών κατηγοριών, και με τις προκύπτουσες
επιφυλάξεις, φαίνεται ότι οι νευρωσικοί επικρατούν στις ανώτερες τάξεις, με εξαίρεση την
υστερική νεύρωση, που είναι συχνότερη στις κατώτερες, ενώ οι ψυχωτικοί συγκεντρώνονται
στις κατώτερες. Οι ψυχώσεις (σχιζοφρενικές, συναισθηματικές, γεροντικές) και ο
αλκοολισμός είναι συχνότερα όσο κατέρχεται κανείς το επίπεδο της κοινωνικής
διαστρωμάτωσης. Οι ψυχώσεις στην Τάξη V είναι οκτώ φορές συχνότερες από ό,τι στις
Τάξεις Ι και ΙΙ, ενώ τα καρδιαγγειακά νοσήματα τέσσερις φορές συχνότερα. Οι ασθενείς από
κατώτερες τάξεις ή/και με χαμηλή μόρφωση τείνουν να έχουν σωματικά αντί για
συναισθηματικά συμπτώματα, και πιστεύουν ότι η αιτία της δυσφορίας τους είναι μια
σωματική και όχι μια συναισθηματική διαταραχή.
101

Σύμφωνα με τη μελέτη των Hollingshead και Redlich, στην Τάξη Ι το 52,6% των ψυχιατρικών
διαγνώσεων ανήκε στις νευρώσεις, ενώ στην Τάξη V μόνο το 8,4% των διαγνώσεων
αφορούσε τις νευρώσεις. Όσον αφορά τις ψυχώσεις, αποτελούσαν το 47,4% των
διαγνώσεων στην Τάξη Ι, και το 91,6% στην Τάξη V. Ειδικότερα για τη σχιζοφρένεια, στην
Τάξη Ι το 0,7% των ασθενών έλαβε αυτή τη διάγνωση, ενώ στην Τάξη V αυτή η διάγνωση
δόθηκε στο 45,2%. Γενικά βρέθηκε ότι η Τάξη V είχε την υπεροχή σε όλους τους δείκτες που
αφορούν την πρώτη είσοδο, την υποτροπή, τις οξείες κρίσεις ή τα χρόνια προβλήματα. Στο
σημείο που αφορά την κοινωνική κινητικότητα βρέθηκε στην ίδια μελέτη ότι το 91% των
ψυχιατρικών ασθενών συνολικώς προέρχονταν από οικογένειες που δεν είχαν εμπλακεί στον
αγώνα για κοινωνική άνοδο και έμεναν στάσιμες στο ίδιο ταξικό επίπεδο. Υπάρχει σημαντική
διαφορά και ως προς το είδος της παρεχόμενης θεραπείας. Οι ανώτερες τάξεις έχουν τη
δυνατότητα να υποβληθούν σε ψυχοθεραπεία στο 73% των περιπτώσεων, ενώ η Τάξη V
έχει αυτή τη δυνατότητα στο 16% των περιπτώσεων. Ως προς τις οργανικές θεραπείες
(φάρμακα, ECT), παρέχονται στο 10% των ασθενών της Τάξης Ι και στο 32% της Τάξης V.
Χωρίς καμία θεραπευτική παρέμβαση μένουν το 16% των ασθενών της Τάξης Ι, και το 51%
της Τάξης V. Οι ιατροί που αναλαμβάνουν ασθενείς των κατώτερων κοινωνικών τάξεων
έχουν λιγότερο καλή εκπαίδευση και εμπειρία.

Οι σύγχρονες κοινωνίες, σκληρά ανταγωνιστικές, προάγουν ηθικά την ανοδική ταξική πορεία,
με συνέπεια η κοινωνική κινητικότητα να καθίσταται θεμελιώδες γνώρισμά τους. Αυτή η
πορεία όμως, συνήθως άπιαστο όνειρο, είναι ισχυρός πυροδότης έντασης και άγχους.
Φαίνεται ότι ορισμένες τάξεις βρίσκονται κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες ώστε να
πραγματοποιήσουν το «όραμα» της ανόδου. Η ιδέα της υψηλής επίδοσης στα μαθήματα,
στις εξετάσεις, στη δουλειά και η επιδίωξή της ως υπέρτατου στόχου βάζει σε μεγάλη
δοκιμασία τις ανθρώπινες εφεδρείες, υποθάλπει την επιθετικότητα και τον τυφλό
ανταγωνισμό, υπονομεύει τη γνήσια δημιουργικότητα. Η σύνδεση της εκπαίδευσης και των
σπουδών με την απόκτηση διπλώματος, το οποίο εξαργυρώνεται με την απόκτηση
οικονομικής ευημερίας και κοινωνικού κύρους, είναι παράγων υψηλής επικινδυνότητας για
δημιουργία φόβων κοινωνικής εκμηδένισης και ιδεών αυτοϋποτίμησης ή αναξιότητας, σε
περίπτωση αποτυχίας. Χαρακτηριστικό φαινόμενο είναι οι αυτοκτονίες των αποτυχόντων
μαθητών κάθε Ιούνιο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
DOHRENWEND BS, DOHRENWEND BP. (1974). Stressful life events: Their nature and effects. New York, John
Willey and Sons Inc.
FRYERS T, MELZER D, JENKINS R. (2003). Social inequalities and the common mental disorders. A systematic
review of the evidence. Soc Psychiatry Psychiatr Epidemiol 38:229-237.
HOLLINGSHEAD A, REDLICH F. (1958). Social Class and Mental Illness. J. Miley, New York
MECHANIC D. (1973). The contributions of socio-biology to psychiatry. Psychol. Med. 3(1):1-4.
MECHANIC D. (1978). Medical Sociobiology. New York. The Free Press.
SCHWAB JJ, et al. (1979). Social Order and Mental Health. New York, Brunner/Mazel.

14. ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Στην ελληνική γλώσσα οι όροι κουλτούρα (culture) και πολιτισμός (civilization) έχουν
διαφορετικό νόημα απ’ ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο όρος κουλτούρα
περιλαμβάνει κυρίως στοιχεία μυθολογικά, εθιμικά και καλλιτεχνικά, ενώ ο όρος πολιτισμός
περιλαμβάνει στοιχεία θεσμικά, επιστημονικά και τεχνολογικά, αν και η διάκριση δεν είναι
απόλυτη. Η ελληνική αντιστοίχιση του όρου culture με τη λέξη καλλιέργεια ή Παιδεία δεν
102

ανταποκρίνεται στο σημασιολογικό εύρος που έχει ο όρος στις ευρωπαϊκές γλώσσες· από
την άλλη, ο όρος πολιτισμός έχει οπωσδήποτε μεγαλύτερο νοηματικό εύρος από τον
ξενόγλωσσο όρο civilization. Η έννοια της πνευματικής καλλιέργειας περιορίζεται κυρίως στο
μορφωτικό επίπεδο, αφορά πρόσωπα και ίσως μικρές ομάδες, ενώ η έννοια της κουλτούρας
περιλαμβάνει πολύ περισσότερα πολιτιστικά και εθιμικά στοιχεία και αφορά μεγάλες εθνικές
ή φυλετικές ομάδες. Η λέξη κουλτούρα, εξαιρετικά κακόηχη, στερείται παραγώγων στην
ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα η συγγενής λέξη πολιτισμός –πολύ πιο εύπλαστη
γλωσσικά– να χρησιμοποιείται ευρέως ακόμη και για την περιγραφή φαινομένων που
ανήκουν στην πρώτη, γεγονός που επιτείνει την εννοιολογική σύγχυσή τους.

Ως κουλτούρα θα μπορούσε να οριστεί ένα σύνολο συμπεριφορών, κοινών στα μέλη μιας
ομάδας –συνήθως εθνοτικής–, οι οποίες μαθαίνονται και μεταδίδονται από γενεά σε γενεά με
εγγενή σκοπό την ψυχοκοινωνική προσαρμογή και ανάπτυξη του ατόμου και της κοινωνίας.
Εξωτερικά, εκφράζεται με θεσμούς, ρόλους και καλιτεχνικά κατασκευάσματα, και εσωτερικά
με αξίες, στάσεις, πεποιθήσεις, επιστημολογικές αντιλήψεις και γενικά με τη διαμόρφωση της
συνείδησης των ατόμων (Marsella 1988). Η κουλτούρα δεν ταυτίζεται με την κοινωνική
πρόοδο, ούτε οδηγεί αναγκαστικά στην προσωπική τελειότητα. Πολιτισμός είναι ένα σύνολο
έργων και θεσμών, φτιαγμένων από τον άνθρωπο έτσι ώστε να τον βοηθούν στην
εκμετάλλευση της φύσης, να τον προστατεύουν από τις ακραίες εκδηλώσεις της και να
συμβάλλουν στην οργάνωση και διευθέτηση των σχέσεών του με τους άλλους ανθρώπους
(Freud 1929). Κύρια χαρακτηριστικά του είναι η τεχνική πρόοδος και η ανάπτυξη της
επιστήμης.

Απόκτηση κουλτούρας (acculturation = επιπολιτισμός, εκπολιτισμός) και απώλεια


κουλτούρας (deculturation) είναι διαδικασίες πολιτιστικής αλλαγής που συντελούνται μέσα
από την εντατική και συνεχή επαφή ή αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων
πολιτισμικώς διαφορετικών ομάδων και περιλαμβάνουν μηχανισμούς αποδοχής, απόρριψης
ή αναδιοργάνωσης πολιτιστικών χαρακτηριστικών, θεσμών και συμπεριφορών. Αυτοί οι
μηχανισμοί έχουν απολέσει την τραχύτητα που είχαν παλαιότερα (πρβλ., π.χ., τον βίαιο
εκπολιτισμό των Ινδιάνων της Αμερικής). Η πολιτιστική αφομοίωση ευρωπαϊκών, ασιατικών
και αφρικανικών μειονοτήτων στην Αμερική είναι μια διαδικασία που έχει σχεδόν
ολοκληρωθεί. Οι ΗΠΑ έχουν πλέον ένα σχετικά ομοιογενές πολιτισμικό προφίλ, παρά την
ύπαρξη πολυάριθμων εθνικών και γλωσσικών ομάδων που συνδέονται χαλαρά με τις
μητέρες πατρίδες. Σήμερα οι διαδικασίες αποπολιτισμού και επανεκπολιτισμού, οι
διαδικασίες μέσω των οποίων μια κοινωνία απεκδύεται την παραδοσιακή πολιτισμική
ταυτότητά της και υιοθετεί κάποια άλλη, επιτελούνται παντού στον πλανήτη, ο οποίος έχει
κατακλυσθεί απ’ άκρου εις άκρον από μια κουλτούρα made in USA, ευτελή ως προς το ύφος
και αβαθή ως προς το περιεχόμενό της, στραμμένη εξολοκλήρου στην ικανοποίηση των
πλέον εφήμερων αναγκών.

Η κουλτούρα γενικά και ο πολιτισμός ειδικότερα είναι μείζονες καθοριστικοί παράγοντες της
ανθρώπινης συμπεριφοράς, διότι επιβάλλουν περιστολή των αντικοινωνικών συμπεριφορών,
οργανώνουν την ανθρώπινη πρακτική στη βάση του διπόλου καθαριότητα και τάξη,
συμβάλλουν στην εξάλειψη της επιθετικότητας, του ενστίκτου της καταστροφής και της
βαρβαρότητας, μεθοδεύουν τη διοχέτευση του προσωπικού δυναμικού σε επωφελείς για το
κοινωνικό σύνολο πραγματώσεις, περιστέλλουν και ελέγχουν την ερωτικότητα και γενικότερα
περιορίζουν τις επιλογές αναζήτησης ηδονής καναλιζάροντάς τες σε ένα ορθολογικό πλαίσιο.
Ευνοούν επίσης την αναζήτηση του ωραίου και την καλλιέργεια της τέχνης, θέτουν όρια στις
ατομικές ελευθερίες, και οργανώνουν τον διακανονισμό των κοινωνικών σχέσεων αξιώνοντας
την υποταγή του ατομικού δικαίου στο κοινωνικό, αν και η ομάδα συνήθως υποτάσσεται στην
κυρίαρχη κάστα ή τάξη. Η θρησκεία, η τέχνη, οι θεσμοί, οι ποικίλες ιδεολογίες και τα
ιδεολογήματα, οι νόμοι, οι επιστημονικές θεωρίες κ.λπ., καθώς και οι τρόποι διάδοσής τους,
π.χ. τα μέσα μαζικής διαμόρφωσης της συμπεριφοράς, κατασκευάζουν το κλίμα μέσα στο
οποίο εκδιπλώνονται σε ατομικό πλαίσιο οι επιταγές της κουλτούρας στο σύνολο της.
103

Θρησκεία. Θρησκεία σε ατομικό επίπεδο είναι ο διάλογος που αναπτύσσει ο άνθρωπος με


τον Θεό όταν είναι μόνος του και εφόσον αποδέχεται την ύπαρξή του. Είναι στην
πραγματικότητα μια προσωπική εμπειρία και όχι ιδεολογία ή θεωρητική βεβαιότητα. Η
θρησκεία ξεκινάει από ένα μυστηριώδες, ανερμήνευτο αίσθημα που έχει ο άνθρωπος σε
κάποια στιγμή της ζωής του ότι υπάρχει κάτι ανώτερο που υπερβαίνει τα πάντα. Στην
προσπάθειά του να καταλάβει τι βρίσκεται σε αυτό το αίσθημα, δίδει ερμηνείες που οδηγούν
στη φαντασιακή ουσίωση της θεότητας. Το συναίσθημα της αιωνιότητας, το «ωκεάνιο
συναίσθημα» του Ρομαίν Ρολλάν, είναι κατά άλλους το λίκνο της θρησκευτικότητας. Η
μυστική βιωματική επαφή με το θείο παρέχει μια ιδιαίτερη μορφή γνώσης.
Σε κοινωνικό επίπεδο η θρησκεία είναι ένα σύστημα θεωριών που ισχυρίζεται ότι μπορεί
να διαφωτίσει πλήρως τα αινίγματα του κόσμου, ενώ ταυτόχρονα παρέχει την παρηγορητική
υπόσχεση στους πιστούς ότι μετά τον θάνατο η θεία πρόνοια θα φροντίσει να τους
αποζημιώσει για τις στερήσεις και τις απώλειες που υπέστησαν πάνω στη γη. Κοινωνικά
χαρακτηριστικά κάθε θρησκευτικής πίστης είναι η ιδέα της ανταμοιβής ή της τιμωρίας στον
άλλο κόσμο, η αναζήτηση της σωτηρίας και η εξάρτηση από τη θεϊκή παντοδυναμία, η
λατρεία, η προσευχή και η συμμετοχή σε τελετουργίες. Επιπλέον, η θρησκεία συνδράμει
στην επίτευξη νευραλγικών κοινωνικών στόχων, όπως η καταστολή της επιθετικότητας και η
διαμόρφωση κοινωνικών και διαπροσωπικών ορίων συμπεριφοράς. Αν δεν υπάρχει Θεός,
τότε όλα επιτρέπονται, έλεγε ο Ντοστογιέφσκι.
Στις θρησκείες με ιουδαϊκή ρίζα (ιουδαϊκή, ισλαμική, χριστιανική) η συντριπτική
πλειονότητα των ανθρώπων θεωρεί ότι αυτή η πρόνοια εμφανίζεται ως πατέρας που
γνωρίζει τις ανάγκες του παιδιού, κάμπτεται από τις προσευχές του και μαλακώνει από τη
μετάνοιά του, όπως γράφει ο Φρόυντ (Freud 1927), ο οποίος περιέγραφε τη θρησκευτικότητα
ως έναν ανώριμο τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι χειρίζονται τις ανάγκες τους, μέσα από
ένα είδος νηπιακής εξάρτησης. Για την ψυχανάλυση, οι θρησκευτικές ανάγκες συνδέονται με
την παιδική κατάσταση της απόλυτης εξάρτησης και τη νοσταλγία του πατέρα που πηγάζει
από αυτήν και συντηρείται από το άγχος που νιώθει ο άνθρωπος μπροστά στην
παντοδυναμία της τύχης. Σύμφωνα με τους ψυχαναλυτές, καμία άλλη ανάγκη που να
ανάγεται στην παιδική ηλικία δεν είναι τόσο έντονη όσο η ανάγκη της πατρικής προστασίας.
Πιστεύουν ακόμη οι ψυχαναλυτές ότι η θρησκεία, καθώς υποχρεώνει τους πιστούς της να
συμμετέχουν σε ένα ομαδικό παραλήρημα, τους γλιτώνει εντέλει από την αγωνία του
θανάτου και τη συναρτημένη με αυτήν ατομική νεύρωση. Η λατρεία και η προσευχή έχουν
συσχετισθεί με υπνωτιστικές καταστάσεις, στις οποίες επίσης παρατηρείται η αναγνώριση
από μέρους του πιστού της θέσης του απέναντι στη θεότητα, που είναι κοντά σε αυτήν αλλά
και χαμηλότερα από αυτήν (Birtchnell 1993). Άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι το αίσθημα της
θρησκευτικότητας προκύπτει από μια σειρά ενδοψυχικών συγκρούσεων νευρωτικού τύπου
(Ellis 1980). Ωστόσο σήμερα οι ψυχαναλυτικές αυτές απόψεις περί θρησκείας μοιάζουν
κάπως αφελείς.
Στην απαρχή της γενεαλογίας των θρησκειών, η μητέρα θεά (η Πότνια των Ελλήνων)
είναι μια κεντρική φιγούρα που εμπνέει την αντίληψη περί κόσμου ως ολότητας ιερής,
οργανικής και ζωντανής, στην οποία η ανθρωπότητα, και μαζί σύμπασα η γη και η ζωή
συμμετέχουν σαν παιδιά της. Κατά την εποχή του χαλκού, γύρω στο 2000 π.Χ., η μητέρα θεά
αποσύρεται, και στο προσκήνιο κάνουν την εμφάνισή τους οι θεοί πατέρες ή μητέρες (Baring
and Cashford 1993)· μετά την έλευση του χριστιανισμού και του ισλαμισμού, οι θεοί αυτοί θα
περιοριστούν τελικά σε έναν αρσενικό θεό. Οι περισσότεροι σύγχρονοι πολιτισμοί έχουν
θεμελιώσει τις θρησκείες τους στην εικόνα του αρσενικού θεού-πατέρα, ο οποίος
δημιούργησε τον ουρανό και τη γη με μία εντολή, και ο οποίος επομένως δεν αποτελεί μέρος
της δημιουργίας αλλά βρίσκεται πέραν αυτής, ενορχηστρώνοντας και καθοδηγώντας την
περιπέτεια της ύπαρξης από το πουθενά. Έτσι χάθηκαν ο αυθορμητισμός, το ένστικτο και η
διαίσθηση, και στη θέση τους μπήκαν η ενοχή και η προσδοκία της τιμωρίας ή της
ανταμοιβής, θεμέλια για την εγκατάσταση δεσποτικών θεοκρατικών καθεστώτων.
Η χριστιανική θρησκεία στον ελληνικό χώρο (στην πορεία εκκοσμίκευσης από τη
μυστηριακή προς την κοινωνική διάσταση) αποτελεί την πλέον αυθεντική εκδοχή ενός
ολοκληρωτικού θεοκρατικού δεσποτισμού, ο οποίος έθεσε εν αμφιβόλω και ακολούθως
κατακερμάτισε και αποδόμησε πλήρως το προϋπάρχον ελληνικό ανθρωποκεντρικό
104

κοσμοσύστημα (Κοντογεώργης 1998). Το ανθρώπινο σώμα, ο πνευματικός ορθολογισμός, η


βούληση για αυτονομία και η συνακόλουθη αντίσταση στην εξουσία είναι ενοχογόνοι
παράγοντες για τον χριστιανισμό. Ταυτισμένη με τη ρωμαϊκή εξουσία, η χριστιανική Εκκλησία
χρειάστηκε αιώνες για να εκριζώσει τον ελληνικό ανθρωποκεντρισμό, μέσα σε ένα όργιο
καταστροφών και αιματοχυσίας, και να εγκαταστήσει στην κοινωνία το μοντέλο της
θεοκρατίας. Στη Δύση αυτή η εγκατάσταση του θεοκρατικού δεσποτισμού έγινε σε μικρότερο
χρονικό διάστημα αφού δεν υπήρχαν πολιτιστικά και θρησκευτικά ριζώματα για να
αντισταθούν. Η συνέπεια ήταν μια ολοσχερής πνευματική πτώχευση. Όταν κατά την
Αναγέννηση η επιστημονική σκέψη άρχισε να προβάλλει το αίτημα της αυτονομίας και της
αποδέσμευσης από τη θεοκρατική αντίληψη του κόσμου, το αίτημα αυτό διατυπώθηκε κατά
τρόπο σχεδόν παθολογικό – ως αλχημεία, μαγεία και αποκρυφισμός. Το βαθύ μίσος του
χριστιανισμού προς τον ορθό λόγο και την επιστημονική σκέψη συγκαλύφθηκε κάπως κατά
της περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και παρέμεινε καλυμμένο και απωθημένο
σχεδόν μέχρι σήμερα, αν και τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι ενδείξεις της βίαιης
αφύπνισης και της ανενδοίαστης επαναφοράς του στη δημόσια σφαίρα. Σε αρκετές χώρες οι
επιθέσεις των χριστιανών φονταμενταλιστών εναντίον θεμελιωδών κατακτήσεων της
επιστήμης έχουν γίνει αντικείμενο οξύτατων πολιτικών αντιπαραθέσεων. Χαρακτηριστικό
είναι και πάλι το παράδειγμα της Αμερικής, όπου ορισμένοι κύκλοι φανατικών χριστιανών
αμφισβητούν ανοιχτά τη δαρβινική θεωρία της εξέλιξης των ειδών και στη θέση της
προτείνουν μια θεωρία περί δημιουργίας βασισμένη στην ερμηνεία ορισμένων χωρίων της
Βίβλου. Όπως και να έχει, η προπαγάνδιση υπέρ συγκεκριμένου θρησκευτικού δόγματος ως
του μόνου αληθινού, ο χαρακτηρισμός των άλλων ως σχισματικών και αιρετικών και η
απαγόρευση οποιασδήποτε άλλης ιδεολογίας είναι χαρακτηριστικό των ιουδαιογενών
θρησκειών, χριστιανισμού και ισλαμισμού, που έχουν οδηγήσει τους οπαδούς τους σε
ολέθριες αιματοχυσίες τόσο μεταξύ τους (καθολικοί/προτεστάντες, σουννίτες/σιίτες) όσο και
εναντίων φανταστικών ή κατασκευασμένων αντιπάλων (Εβραίοι, άθεοι κ.λπ.).
Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, οι επιθέσεις κατά της θρησκείας ήσαν συνεχείς και
καταιγιστικές. Η θρησκεία χαρακτηρίστηκε αυταπάτη, ιδεοληψία, ένα συνονθύλευμα από
συσσωρευμένες προκαταλήψεις και λαϊκές δοξασίες που οργανώθηκαν σε σύστημα. Η
μαρξιστική διακήρυξη ότι η θρησκεία είναι το όπιο των λαών, η αναγγελία του Νίτσε περί
θανάτου του θεού, καθώς και η εμφανώς αλαζονική έκφραση του Adorno ότι θρησκεία είναι η
μεταφυσική των ηλιθίων είναι κλασικές αντιθρησκευτικές θέσεις που βρήκαν σημαντική
απήχηση. Η θρησκευτική πίστη των μαζών κλονίστηκε, στην Ευρώπη κυρίως. Ωστόσο η
χρησιμοποίηση της επιστήμης από τους άθεους ως όπλου κατά των πιστών (Dawkins 2007)
είναι απολύτως αναποτελεσματική, αφού η πίστη στη θεότητα δεν έχει επιστημονική
αποδεικτική αξία αλλά είναι βιωματικό γεγονός. Στο φανατικό τους μένος εναντίον της
θρησκευτικής πίστης οι εμπειριστές άθεοι μερικές φορές αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας. Η
θεότητα δεν έχει ανάγκη από επιστημονικές αποδείξεις για να κυριαρχήσει στις ψυχές των
ανθρώπων, και αυτό φαίνεται από τη θριαμβευτική πορεία των θρησκειών στην ιστορία της
ανθρωπότητας. Βέβαια, η αξιοθαύμαστη δυνατότητα επιβίωσης της θρησκείας σχετίζεται και
με τη δυνατότητά της να εισέρχεται και να εγκαθίσταται στους μηχανισμούς εξουσίας, τους
οποίους χρησιμοποιεί σαν εργαλεία για τη δική της διαιώνιση. Εξάλλου κατά τους τελευταίους
τρεις αιώνες ο ρασιοναλισμός, η επιστήμη και η τεχνολογία δεν κατάφεραν να αποτελέσουν
τον αποκλειστικό ρυθμιστή της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Στις περιπτώσεις που
επιχειρήθηκε η βίαιη εκρίζωση του θρησκευτικού συναισθήματος και η αντικατάστασή του
από τις αρχές του ορθού λόγου και της επιστήμης (Γαλλική Επανάσταση, κομμουνιστικά
καθεστώτα), τα αποτελέσματα ήσαν από κωμικοτραγικά μέχρι ολέθρια. Η κατάρρευση των
κομμουνιστικών ιδεολογιών στα τέλη του 20ου αιώνα αναζωπύρωσε τη θρησκευτικότητα και
την επανέφερε με πρωτοφανή ένταση στο προσκήνιο, προσδίδοντάς της μάλιστα έναν
άκρως επιθετικό χαρακτήρα. Στις ΗΠΑ χριστιανοί φονταμενταλιστές κατέλαβαν την πολιτική
εξουσία στις αρχές του 21ου αιώνα και προκάλεσαν αιματηρότατες συρράξεις εναντίων
ισλαμιστών φονταμενταλιστών, οι οποίοι είχαν εξαπολύσει προηγουμένως αγριότατες
επιθέσεις σε πρωτεύουσες της χριστιανικής Δύσης.
Αλλά η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων συνεχίζει να πιστεύει. Η θρησκεία είναι
ένας από τους τρόπους κατανόησης του κόσμου και δίνει νόημα και παρηγοριά στη ζωή
105

αυτών των ανθρώπων. Οι θρησκείες και τα δόγματα σε διαφορετικές κοινωνίες επιδρούν


άμεσα ή έμμεσα στις σκέψεις και τη συμπεριφορά των ανθρώπων, επιδρούν επίσης στην
ψυχοπαθολογία και ίσως και στη θεραπεία της. Η ιατρική δεν πρέπει να αγνοήσει αυτά τα
δεδομένα, αφού σκοπός της δεν είναι να εμπλακεί στις θρησκευτικές διαμάχες αλλά να
θεραπεύει τις νόσους των ανθρώπων. Η πρόοδος στην εξιχνίαση των βιολογικών και
ψυχολογικών αιτίων της ψυχικής νόσου (Neelman and Persaud 1995) προκάλεσε το μεγάλο
χάσμα που υπάρχει μεταξύ ψυχιατρικής και θρησκευτικής πίστης. Όπως είναι γνωστό,
θρησκευτικές ερμηνείες σχετιζόμενες με την αμαρτία και τη δαιμονοκατοχή κυριαρχούσαν
κατά την προεπιστημονική περίοδο της ψυχιατρικής, αλλά και αργότερα. Ο Pinel (1808)
έγραφε ότι υπεύθυνες για την ψυχική νόσο είναι η ανηθικότητα και η έλλειψη θρησκευτικής
πίστης. Αυτές οι ερμηνείες σύντομα έπεσαν σε ανυποληψία, και τη θέση τους στην
αιτιοπαθογένεια της νόσου κατέλαβαν οι οργανικού τύπου διαταραχές και οι σεξουαλικές
παρορμήσεις. Οι ψυχίατροι σε μεγάλο ποσοστό είναι άθεοι ή αγνωστικιστές. Αυτό ίσως
οδηγήσει σε κακή διάγνωση, αφού από μη θρησκευόμενους ψυχιάτρους η θρησκευτική πίστη
ενδέχεται να θεωρηθεί κατά κάποιον τρόπο ψυχιατρική διαταραχή. Η περίεργη συνήθεια των
ψυχιάτρων να βάζουν σε ιδιοσυγκρασιακές προσωπικές πίστεις την ταμπέλα της
παραληρητικής διαταραχής ίσως ευθύνεται για την προκατάληψη που τους κάνει να βλέπουν
τη θρησκευτική πίστη ως παθολογικό φαινόμενο. Από την άλλη μεριά ένας θρησκευόμενος
ψυχίατρος, όταν μάλιστα είναι φανατικός, ίσως να βλέπει μέσα από το πλέγμα της πίστης του
τον ασθενή και έτσι να διαστρεβλώνει τόσο τη διαγνωστική εντύπωσή του όσο και την
οργάνωση της θεραπευτικής στρατηγικής του.

Τα νοσογόνα χαρακτηριστικά της θρησκευτικής πίστης σχετίζονται με φαινόμενα όπως


εξάρτηση από την παντοδυναμία του Θεού και αισθήματα ενοχής και αυτομομφής, που από
ψυχιατρική άποψη δεν θεωρούνται φυσιολογικά. Έχει βρεθεί πράγματι ότι θρησκευόμενες
ομάδες καταθλιπτικών ασθενών βιώνουν μεγαλύτερα επίπεδα ενοχής από αντίστοιχες μη
θρησκευόμενες (Seanger 1968). Πολλοί υποστηρίζουν ότι η ρίζα της ανθρώπινης
επιθετικότητας στις πιο παθολογικές της μορφές βρίσκεται σε συμπεριφορές που επιβάλλει
το θρησκευτικό δόγμα εναντίον εκείνων που δεν υποτάσσονται σε αυτό.

Ως προς τα θεραπευτικά της αποτελέσματα, υπάρχουν ενδείξεις θετικών σχέσεων μεταξύ


θρησκευτικής πίστης και υγείας, σωματικής και ψυχικής. Το 2-6% των παραγόντων
διαμόρφωσης της ποιότητας ζωής αποδίδεται στη θρησκευτική πίστη, ποσοστό το ίδιο
υψηλό με τον γάμο και με το οικονομικό επίπεδο (Witter et al 1985), ενώ, για παράδειγμα,
όσοι παρακολουθούν τακτικά θρησκευτικές τελετουργίες έχουν μικρότερη πιθανότητα να
πάσχουν από υπέρταση (Mitka 1998). Η θρησκευτικότητα βοηθά στην αποφυγή
αυτοκτονικών συμπεριφορών ακόμη και όταν δεν συμβάλλει στην άμβλυνση της κατάθλιψης·
οι ηλικιωμένοι που εκκλησιάζονται έχουν ισχυρότερο ανοσοποιητικό σύστημα, ενώ η
συμμετοχή σε θρησκευτικού τύπου δραστηριότητες σχετίζεται με μικρότερη χρήση
νοσοκομειακών υπηρεσιών. Η τάση για συγχώρηση φαίνεται ότι είναι επίσης ισχυρός
παράγων προστασίας της ψυχικής υγείας. Η ψυχιατρική πρόληψη που είναι δυνατόν να
επιτευχθεί μέσα από τη χριστιανική πίστη φαίνεται καθαρά στην υπέροχη ικεσία: «και
διαφύλαξον ημάς από πάσης θλίψεως, οργής, κινδύνου και ανάγκης». Η πίστη ως σύστημα
που απομακρύνει την απελπισία επειδή αρνείται την πραγματικότητα φαίνεται ότι έχει
θεραπευτικό χαρακτήρα. Έχει βρεθεί (Langer 1975, Ross and Olson 1981) ότι
διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας, όπως αυταπάτες ελέγχου και πίστη σε εικονική
θεραπεία, είναι πανίσχυροι μηχανισμοί αντιμετώπισης κρίσεων.

Η δαιμονολογία είναι στοιχείο της ανθρώπινης καθημερινότητας και υποδηλώνει τα επίπεδα


του πρωτόγονου θρησκευτικού στοιχείου εντός του ανθρώπου. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν
στον διάβολο-δαίμονα, πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να εγκατασταθεί μέσα τους και να τους
προκαλέσει μικρές ή μεγάλες καταστροφές. Οι ψυχικές παθήσεις, για πολλούς ανθρώπους,
οφείλονται στην παραβίαση των ταμπού, στην παραμέληση των τελετουργικών
υποχρεώσεων, στην απώλεια κάποιας ζωτικής ουσίας από το σώμα (της ψυχής), στην
είσοδο στο σώμα μιας ξένης και βλαπτικής ουσίας (δαίμονας). Πρόσωπα με ξεχωριστές
106

ιδιότητες (συνήθως ιερείς) μπορούν με την τελετουργία του εξορκισμού να απελευθερώσουν


τον δαιμονισμένο. Έτσι επιτελείται η εξομοίωση ασθενούς-δαιμονισμένου και ιατρού-
εξορκιστή, που κυριαρχεί πάντοτε όποτε υπάρχει ταλαιπωρία εθνών και σύγχυση, όπως θα
έλεγε και ο T.S. Eliot.

Μέσα μαζικής διαμόρφωσης της συμπεριφοράς. Είναι γνωστά και με άλλες, περισσότερο
ή λιγότερο εύστοχες, ονομασίες, όπως μέσα μαζικής επικοινωνίας, μέσα μαζικής επιρροής,
μέσα μαζικής προπαγάνδας και μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ), όρος που έχει
καθιερωθεί. Η επικοινωνία με αυτά είναι μονής κατεύθυνσης, από τον πομπό προς τον
δέκτη. Διακρίνονται στα έντυπα μέσα, που περιλαμβάνουν κυρίως εφημερίδες και περιοδικά,
και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Διαφοροποιούνται επίσης ως προς το καθεστώς ιδιοκτησίας.
Τα ιδιωτικά είναι μεγάλες επιχειρήσεις εξαρτημένες από ακόμη μεγαλύτερες οικονομικές
ομάδες με τεράστια ισχύ, αποτελούμενες από έναν μικρό αριθμό οικογενειών του μεγάλου
κεφαλαίου, ενώ τα κρατικά μέσα ελέγχονται ασφυκτικώς από τα πολιτικά κόμματα που
βρίσκονται κάθε φορά στην εξουσία. Οι άλλες κοινωνικές ομάδες ασκούν μάλλον μηδενική
επιρροή στη διαμόρφωση των προγραμμάτων και των στρατηγικών σχεδιασμών τους. Πηγές
πληροφοριών, συμβόλων, γνωμών, τα μέσα έχουν εισχωρήσει βαθιά στην καθημερινή ζωή
καθορίζοντας τα κριτήρια αυτού που θεωρείται προσωπική αποτυχία ή επιτυχία σε
πάμπολλους τομείς, αλλά κυρίως στα σπορ, στην ψυχαγωγία και στην πολιτική.
Οι «αρχές» πάνω στις οποίες οικοδομείται η λειτουργία τους (Chomsky 1992) είναι η
ευτέλεια, η μετριότητα, το αγελαίο, η δουλικότητα απέναντι στην εξουσία, ο κυνισμός και η
καλλιέργεια της απληστίας, o φόβος για πραγματικές ή φανταστικές απειλές, η κατασκευή
εχθρών. Έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν την παραγωγή κύματος μαζικής συγκίνησης
μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Μετατοπίζοντας τεχνηέντως την προσοχή του κοινού σε
θέματα ασήμαντα αλλά συναισθηματικώς φορτισμένα, τα οποία εκδραματοποιούν στον
υπέρτατο βαθμό, τα μέσα στερούν από το κοινό τη δυνατότητα να διαμορφώσει μια σφαιρική
εικόνα για το πραγματικό, το εκτοπίζουν στο περιθώριο των τεκταινομένων, δημιουργώντας
σε πλανητική κλίμακα το πλαίσιο ενός ομοιογενούς και εντέλει αγοραίου τρόπου ζωής. Αυτή
η γενικευμένη χειραγώγηση διά της υποβολής επιτυγχάνεται χωρίς μεγάλη δυσκολία, αφού
έχουν ήδη αποσυντεθεί οι κοινωνικοί θεσμοί του παρελθόντος που θα μπορούσαν να
παίξουν αντισταθμιστικό ρόλο. Η χρησιμοποίηση διανοουμένων ή επιστημόνων αφενός
εξασφαλίζει άλλοθι στα μέσα, καθώς προσδίδει μια επίφαση ποιότητας, εγκυρότητας και
ποικιλίας, και αφετέρου τονώνει τον ναρκισσισμό και τη ματαιοδοξία αυτών των προσώπων
με αντάλλαγμα τη δική τους αδρανοποίηση και την παροχή συμβολικής νομιμοποίησης στα
συμφέροντα των ιδιοκτητών. Συνήθως πρόκειται περί τηλεοπτικών «διανοουμένων», φορέων
μιας κλισαρισμένης, κομφορμιστικής σκέψης, που άγονται μονάχα από το πάθος της
υπέρμετρης προσωπικής προβολής τους.
Η ενημέρωση για επιστημονικά θέματα, όποτε παρέχεται από τα μέσα, είναι σε γενικές
γραμμές ατελής· περιέχει πολλά στοιχεία παραπληροφόρησης και σχετίζεται όχι τόσο με
ζητήματα ουσίας, αλλά κυρίως μάρκετινγκ, εμπορικής διακίνησης και διαφημιστικής
προβολής: κοσμητική χειρουργική, αναβολικά στεροειδή, διατροφή, σεξουαλική ζωή,
προϊόντα που σχετίζονται με την αισθητική του σώματος. Ο τρόπος που τα ΜΜΕ χειρίζονται
το θέμα των ψυχοτρόπων ουσιών, κυρίως της ηρωίνης, της κοκαΐνης και της κάνναβης, είναι
τόσο παραπλανητικός, ώστε δημιουργείται η βάσιμη υποψία ότι ενεργούν ακολουθώντας
οργανωμένο σχέδιο διάδοσής τους. Εξαίρεση στα παραπάνω είναι ίσως η καλωδιακή
τηλεόραση, η οποία προσφέρει περισσότερα και σοβαρότερα μορφωτικά, επιστημονικά και
καλλιτεχνικά προγράμματα, ωστόσο η πρόσβαση σε αυτήν είναι ακόμη σχετικώς
περιορισμένη. Όπως και να έχει, παρά την τεράστια δύναμη επιρροής που έχουν τα ΜΜΕ,
υπάρχουν ενδείξεις ότι οι περισσότερες καμπάνιες τους για την υγεία και την εκπαίδευση σε
θέματα υγιεινής έχουν ελάχιστη ή μηδενική επίδραση στη συμπεριφορά των ανθρώπων –
φαινόμενο που αξίζει οπωσδήποτε γίνει αντικείμενο προβληματισμού.
Οι εφημερίδες και τα περιοδικά. Παρά το ότι οι εφημερίδες διανύουν μια περίοδο
παρακμής λόγω του άνισου ανταγωνισμού με τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, η τυφλή
εμπιστοσύνη των περισσότερων κοινών ανθρώπων στον έντυπο λόγο φαίνεται πως δεν
έχει ουσιαστικά κλονιστεί. Είναι αλήθεια ότι ο δημοσιογραφικός λόγος διαπρέπει πλέον όχι
107

στην παραγωγή αυθεντικής σκέψεως πάνω στα γεγονότα, αλλά μάλλον στην
αναπαραγωγή αναρίθμητων κλισέ και αφόρητων στερεοτύπων, που μπλοκάρουν αντί να
διευκολύνουν τη δυνατότητα κατανόησης. Ωστόσο απομένουν κάποιες εφημερίδες με
βαθιά παράδοση στα ανθρωπιστικά ιδεώδη του διαφωτισμού, που αντιστέκονται στο γενικό
κλίμα ηθικής παράλυσης.
Το ραδιόφωνο. Γνώρισε μέρες δόξας κατά τις δεκαετίες του ΄30 και του ΄40, αν και
βρισκόταν υπό ασφυκτικό κομματικό και κρατικό έλεγχο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Κατά
τις τελευταίες δεκαετίες πολλαπλασιάστηκαν οι ραδιοσταθμοί κατά το παράδειγμα των
ιδιωτικών καναλιών στην τηλεόραση, εμφανίστηκαν μάλιστα σταθμοί με εξειδικευμένο
πρόγραμμα που απευθύνονται σε συγκεκριμένο ακροατήριο, αλλά ο χρόνος ραδιοφωνικής
ακρόασης έχει μειωθεί, διότι οι μάζες προτιμούν την τηλεόραση. Η αγωνία των ιδιοκτητών
για αύξηση της ακροαματικότητας έχει οδηγήσει και το ραδιόφωνο στον ευτελισμό των
προγραμμάτων του.
Η τηλεόραση. Η αγωνία των ιδιοκτητών των τηλεοπτικών σταθμών να αυξήσουν το
ποσοστό τηλεθέασης, που με τη σειρά του θα προσελκύσει περισσότερες διαφημίσεις
καταναλωτικών προϊόντων, είναι ο αθέατος διαμορφωτής των τηλεοπτικών προγραμμάτων
και ο σημαντικότερος παράγων ανταγωνισμού ανάμεσα στα κανάλια. Τηλεπαιχνίδια,
ερωτικές ή περιπετειώδεις τηλεσειρές, αθλητικά προγράμματα, κωμωδίες, συνταρακτικές
ειδήσεις αποτελούν τον κεντρικό δομικό κορμό γύρω από τον οποίο διαμορφώνεται ο
τηλεοπτικός χρόνος και το περιεχόμενό του. Ο ρόλος του μάρκετινγκ και της διαφήμισης
στη διαμόρφωση προγραμμάτων είναι καταλυτικός. Η πληροφόρηση είναι ανεπαρκής και
στρεβλωμένη, ενώ η ψυχαγωγία αντιμετωπίζεται από τους ιθύνοντες ως ευκαιρία για να
βομβαρδίσουν το απαθές κοινό με άθλιας ποιότητας τηλεοπτικά υποπροϊόντα. Τα
προγράμματα με βίαιο περιεχόμενο έχουν ενοχοποιηθεί για την αύξηση της βίαιης
συμπεριφοράς στους νεανικούς πληθυσμούς (Centerwell 1992). Η τηλεόραση καλύπτει το
κενό που προκύπτει στην οικογένεια όταν οι γονείς αδυνατούν ή δεν θέλουν να βρίσκονται
με τα παιδιά τους ή να επικοινωνούν μεταξύ τους. Τα παιδικά προγράμματα έχουν αυξηθεί
και καινούργιοι παιδικοί τηλεοπτικοί σταθμοί κάνουν συνεχώς την εμφάνισή τους. Πολλοί
μελετητές θεωρούν ότι η απόσυρση του ενδιαφέροντος των ανθρώπων για τα κοινά και η
αδιαφορία για τη συμμετοχή τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι που παρατηρείται κατά τις
τελευταίες δεκαετίες, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην τηλεόραση.

Προπαγάνδα. Η ιστορία της προπαγάνδας αρχίζει με τον αγώνα προσηλυτισμού που έκανε
η καθολική Εκκλησία τον 16ο αιώνα, αλλά σύντομα ο μηχανισμός της προπαγάνδας
εντάχθηκε στο οπλοστάσιο των μεγάλων πολιτικών και στρατιωτικών συγκρούσεων. Θα
μπορούσε να ορισθεί ως προσχεδιασμένη και συστηματική πολιτική επιθετική δράση με
μέσα που κινητοποιούνται και κατευθύνονται έτσι ώστε να τροποποιήσουν τη γνώμη, τα
συναισθήματα και τις ενέργειες, τη συνείδηση, τον ψυχικό κόσμο, το ήθος και τη
συμπεριφορά των ενόπλων δυνάμεων αλλά και των μεγάλων πληθυσμιακών μαζών του
αντιπάλου. Επιτυχημένη είναι η προπαγάνδα όταν γίνει κατορθωτό να πεισθούν οι λαϊκές
μάζες για μια ιδέα τόσο βαθειά ώστε να μην μπορούν να την απορρίψουν.
Κυριότερος τρόπος δράσης της, που αφορά κυρίως τον πολιτικό πόλεμο, είναι οι ψευδείς
ειδήσεις, δεν λείπουν όμως το σαμποτάζ, ο εκφοβισμός, η τρομοκρατία. Λέγεται λευκή
προπαγάνδα όταν είναι φανερή, φαιά ή γκρίζα όταν η πηγή της πληροφορίας είναι άγνωστη,
και μαύρη όταν παρουσιάζονται καμουφλαρισμένες ειδήσεις. Εκτός από τις ειδήσεις
χρησιμοποιούνται η τέχνη, τα βιβλία και τα περιοδικά κάθε είδους, αρκεί να βρίσκουν έστω
και ελάχιστους –ακόμη και έναν, όπως έλεγε ο Χίτλερ– θεατές ή ακροατές. Η σχεδιοποιημένη
χρησιμοποίηση της προπαγάνδας και των συναφών δραστηριοτήτων είχε ονομασθεί
παλαιότερα πλύση εγκεφάλου ή ψυχολογικός πόλεμος, ο οποίος από επικουρικό μέσο
αρχικά απέκτησε στη συνέχεια κεντρική σημασία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου
(1950-1991) και, σε συνδυασμό με τον μυστικό πόλεμο, τις εγκαταστάσεις πρακτόρων σε
κεντρικές και ηγετικές θέσεις του αντίπαλου μηχανισμού, συνέβαλε τα μάλα στην κατάρρευση
του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.
Μετά την κατάρρευση των φασιστικών καθεστώτων αρχικά, των κομμουνιστικών
αργότερα και τη συνακόλουθη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, ο όρος προπαγάνδα –που ήταν
108

στενά συνδεδεμένος με όλα τα παραπάνω–, έπαψε να χρησιμοποιείται ευρέως και τείνει


πλέον να εξαλειφθεί από το λεξιλόγιο της μοντέρνας πολιτικής. Οι τεχνικές της όμως
διατηρήθηκαν ατόφιες και μάλιστα τελειοποιήθηκαν στον υπέρτατο βαθμό. Η προπαγάνδα
σήμερα ονομάζεται ευφημιστικά ενημέρωση και διαφήμιση· η χρήση της δεν περιορίζεται
μόνο στο πεδίο της πολιτικής, αλλά καλύπτει το σύνολο σχεδόν των πεδίων της σύγχρονης
ζωής· σε αυτήν καταφεύγουν όλες οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που κατέχουν ΜΜΕ, και ο στόχος
της πλέον, προσαρμοσμένος στα νέα δεδομένα, είναι η πώληση βιομηχανικών αγαθών στις
μεγάλες καταναλωτικές μάζες. Βέβαια η διασπορά ψευδών πληροφοριών γύρω από
τρέχοντα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα στα οποία εμπλέκονται οι μεγάλες δυνάμεις είναι
σε ημερήσια διάταξη, και πηγή τους είναι πάντοτε οι ποικίλες, εγχώριες ή εξωγενείς, μυστικές
υπηρεσίες που συνδέονται μεταξύ τους αλλά και με τα ΜΜΕ. Σκοπός κάθε πολυεθνικής
εταιρείας είναι η μονοπωλιακή κατάκτηση της παγκόσμιας αγοράς και για την επίτευξη αυτού
του στόχου, δηλαδή τον εκμαυλισμό των καταναλωτικών μαζών του πλανήτη,
χρησιμοποιούνται όλα τα διαθέσιμα μέσα, τηλεοπτικά, ραδιοφωνικά, έντυπα, δώρα, ταξίδια,
δημοσιότητα κ.λπ.

Η διαφήμιση είναι η προπαγάνδα στις περιόδους ειρήνης. Πετυχαίνει τους στόχους της
καταφεύγοντας στην υπόσχεση ικανοποίησης αρχέγονων επιθυμιών και αναγκών. Τα
καταναλωτικά αγαθά, χάρη σε μια τεχνική αποστασιοποίησης, παρουσιάζονται εντελώς
αποκομμένα από τον μόχθο που απαιτείται για την απόκτησή τους, και δημιουργείται η
αίσθηση ότι αρκεί κανείς να απλώσει το χέρι του για να τα κάνει δικά του. Όλο και πιο συχνά,
εκλεπτύνοντας περισσότερο τις τεχνικές της, η διαφήμιση οργανώνεται με τέτοιον δραστικά
υπόγειο τρόπο, ώστε η σχέση που διατηρεί με το διαφημιζόμενο προϊόν να είναι όχι άμεση
αλλά μακρινή, έμμεση, υπαινικτική. Η μεθοδολογία της έχει χαρακτήρα υπνωτιστικής
υποβολής με πολλαπλή επανάληψη της ίδιας φόρμας. Χρησιμοποίηση της σεξουαλικότητας,
προβολή μορφών εξουσίας (ηθοποιοί, πολιτικοί, αθλητές κ.λπ. οι οποίοι υποτίθεται ότι
χρησιμοποιούν το διαφημιζόμενο προϊόν), τρομοκρατία (φόβος δυσοσμίας, προοπτική
απώλειας κύρους και αφάνειας), ψευδαισθήσεις ταξικής αλλαγής και απόκτησης κύρους.
Ακριβώς επειδή υπάγει την τέχνη στην υπηρεσία του εμπορίου υλικών αγαθών, αλλά και
στην υπηρεσία προώθησης εμπορευματοποιημένων πνευματικών αγαθών, όπως είναι
κάποιες πολιτικές ιδεολογίες, η διαφήμιση, μαζί με τον κινηματογράφο, αποτελεί την επίσημη,
τη θεσμική τέχνη των σύγχρονων κοινωνιών.

Η μόδα αντλεί τη δύναμή της από την ικανότητά της να δημιουργεί ταυτότητα μέσα από
μηχανισμούς μίμησης. Σε μια εποχή που πολλοί δεν διαθέτουν ταυτότητα, μπορούν να
αγοράσουν. Το πρόβλημα είναι ότι μετά θέλουν να αγοράσουν καινούργια ταυτότητα και
αυτό ουσιαστικά αποτελεί τον ορισμό της μόδας ως το σύνολο των προτιμήσεων στον τρόπο
ζωής μιας εποχής που αλλάζουν ταχύτερα από ότι αυτή η εποχή. Η μόδα αφορά κυρίως την
εμφάνιση μέσα από την οποία το άτομο θέλει να διακριθεί και να επιδείξει τη νεωτερικότητα
του. Η αναζήτηση της νεωτερικότητας στην ενδυμασία έδωσε τα γνωστά κύματα
σκανδαλιστικού ντυσίματος μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο (μίνι φούστες, καυτά σορτς,
μπικίνι μαγιό) ή ντυσίματος-μηνύματος (τραγιάσκα, μπότες, μακρυά μαλιά και γένια,
στρατιωτικά τζάκετς, μπερέδες, κ.λπ). Ετσι πολλοί καταφέρνουν μέσω του λάϊφ στάϊλ της
μόδας «από μηδενικά να γίνουν νούμερα».

Δημοσκοπήσεις (σφυγμομετρήσεις, γκάλοπ). Το μεγάλο ερώτημα με τις δημοσκοπήσεις


είναι ποιος πληρώνει για τη διενέργειά τους, αφού είναι γνωστό ότι τα ευρήματα μιας έρευνας
ευνοούν κατά κανόνα εκείνον που τη χρηματοδοτεί. Η μεθοδολογία τους βασίζεται στο
μοντέλο «απαντήσεις σε προκατασκευασμένα ερωτήματα» που δίδονται σε τυχαία δείγματα
πληθυσμού. Οι δημοσκοπήσεις είναι δύο ειδών. Εκείνες που τα αποτελέσματά τους
απευθύνονται σε κλειστές ισχυρές ομάδες (πολιτικά κόμματα, επιχειρήσεις) και των οποίων
στόχος είναι η διερεύνηση γνώσεων, απόψεων, στάσεων, προτιμήσεων, συμπεριφορών του
πληθυσμού ώστε να τον χειραγωγήσουν αποτελεσματικότερα· και εκείνες που απευθύνονται
προς τον πληθυσμό παρέχοντάς του πληροφορίες για την κίνηση κυρίως πολιτικών δεικτών
(δημοτικότητα κομμάτων ή προσώπων). Οι πρώτες είναι εκ των πραγμάτων ακριβείς, αλλά
109

ποτέ δεν βγαίνουν στη δημοσιότητα. Οι δεύτερες συνήθως είναι νοθευμένες και τείνουν στην
εξαπάτηση του κόσμου, επειδή επηρεάζουν το εκλογικό σώμα και, μέσω των ΜΜΕ, το
προσανατολίζουν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

Οι διανοούμενοι. Μπορούν οι διανοούμενοι να λειτουργήσουν ως πυξίδες σε εποχές


σύγχυσης; Η εξουσία απαιτεί δουλοπρέπεια από καλλιτέχνες, συγγραφείς και
διανοούμενους, και όχι σπάνια την εισπράττει. Σήμερα οι κυβερνήσεις, με δέλεαρ τις κρατικές
επιχορηγήσεις, έχουν μετατρέψει πλήθος διανοουμένων και καλλιτεχνών σε ασπόνδυλα
υποχείριά τους. Δεν είναι πια κοινωνικοί ταγοί ούτε διαμορφωτές πολιτικής. Πραγματικοί
ταγοί, εξάλλου, ποτέ δεν ήσαν. Τα φτηνά προνόμια που τους επιδαψιλεύουν άφθονα τα
ΜΜΕ, τα οποία ελέγχονται από τις δυνάμεις της αγοράς, τους έχουν παγιδεύσει,
εξανδραποδίσει και εξουθενώσει τόσο πολύ, ώστε να μη διστάζουν να κολακεύουν τους
μεγαλοϊδιοκτήτες εφημερίδων και τηλεοπτικών σταθμών φλυαρώντας ακατάσχετα στις
στήλες και στα κανάλια τους. Τις περισσότερες φορές ο λόγος τους εξαντλείται σε μια
αλαζονική ρητορική, κενή περιεχομένου, στραμμένη ομφαλοσκοπικά σε θέματα της άμεσης
δημοσιότητας (στιγμιαίοι διανοούμενοι, fast-thinkers), με μοναδικό γνώμονα την όσο το
δυνατόν ταχύτερη αναγνώρισή τους. Δεν υπάρχει ηγετική ιντελιγκέντσια.

Ψυχορύπανση. Ο επιπολασμός των ψυχικών νοσημάτων έχει αυξηθεί λόγω κατακλυσμικής


εισβολής των επιζήμιων παραγόντων που χαρακτηρίζουν τον τρόπο ζωής στη σύγχρονη
κοινωνία, όπως η παρεμπόδιση της ανάπτυξης του ενστίκτου της υπεροχής, η εξουθένωση
από τα μέσα μαζικής προπαγάνδας, η αποδιοργάνωση της οικογένειας, η κατάρρευση των
διαπροσωπικών σχέσεων, η κατάρρευση των δύο φύλων, η κατάρρευση της
σεξουαλικότητας, η πληροφοριακή και η κοινωνική υπερφόρτωση. Η διατήρηση της
καθαρότητας του ψυχολογικού περιβάλλοντος επιβάλλεται, ακριβώς όπως συμβαίνει και με
τον αγώνα για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος αλλά αυτή η ανάγκη δεν έχει γίνει
ακόμη κατανοητή.

Οικολογία. Η αμφισβήτηση της χρησιμότητας της τεχνολογίας και των κάθε μορφής
εκσυγχρονισμών στη βελτίωση της ανθρώπινης ζωής έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις κατά τις
τελευταίες δεκαετίες και εκφράζεται κυρίως, αλλά βαθύτατα ανεπαρκώς, μέσα από τα ποικίλα
οικολογικά κινήματα. Τα σημαντικότερα μεθοδολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η
Οικολογία ως κίνημα είναι: α) η ετερογένεια των περισσότερων πληθυσμιακών ομάδων· β) η
αλληλεξάρτηση των γεωγραφικών ομάδων ανάλυσης· γ) η δυσχέρεια εφαρμογής των
οικολογικών συσχετίσεων στους ανθρώπους.

Διαδίκτυο. Το διαδίκτυο είναι μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις στην ιστορία των μέσων
ενημέρωσης. Δεκάδες εκατομμύρια ιστοσελίδες είναι διαθέσιμες προς ανάγνωση για
οποιοδήποτε θέμα. Η συμβολή του στη διανομή της γνώσης είναι απροσμέτρητη. Τα
σκουπίδια που αναπόφευκτα κυκλοφορούν εγείρουν την ευθύνη της προσεκτικής επιλογής
σε προσωπικό επίπεδο. Οι απεριόριστες και αλογόκριτες δυνατότητες ενδοδικτυακής
επικοινωνίας σε πλανητικό επίπεδο (e-mail, msn, blogs etc.) έχει δημιουργήσει πολυάριθμες
δι-εθνικές ομάδες ανθρώπων με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και ιδιαίτερους τρόπους
επικοινωνίας. Δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς οι επιπτώσεις της χρήσεως του διαδικτύου στην
ψυχική υγεία φαίνεται όμως ότι στις πολύ νεαρές ηλικίες (12-16 ετών) υπάρχει πιθανότητα
ανάπτυξης μιας μορφής εξάρτησης που τώρα βρίσκεται υπό μελέτη (Siomos et al 2007).
Το δίκτυο Echelon περιλαμβάνει τις μυστικές υπηρεσίες της Αυστραλίας, του Καναδά,
του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ν. Ζηλανδίας και των ΗΠΑ. Δημιουργήθηκε στις αρχές του
Ψυχρού Πολέμου, αλλά το διαδίκτυο του προσέδωσε τεράστια δύναμη. Σκοπός του είναι να
παρακολουθεί δεκάδες χιλιάδες ιστοσελίδες, να συγκεντρώνει πληροφορίες, να κάνει
βιομηχανική και εταιρική κατασκοπία, παραβιάζοντας την ιδιωτικότητα και την ελευθερία
διακίνησης των πληροφοριών (Materazzi 2005). Οι γενικότερες ψυχολογικές επιπτώσεις είναι
άγνωστες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
110

ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΗΣ Γ. (1998). Η θέση της Εκκλησίας στην κοινωνία. Η Καθημερινή. 21 Ιουλίου 1998.

BARING A, CASHFORD J. (1993). The Myth of Goddes: Evolution of an Image. Penguin Books.
BENEDICT R. (1934). Patterns of culture. Boston. Houghton Mifflin Co.
BIRTCHNELL J. (1993). How humans relate: A new interpersonal theory. London, Praeger.
CENTERWELL BS. (1992). Television and violence. The scale of the problem and where to go from here. JAMA,
267:3059-63.
CHOMSKY N. (1992). What Uncle Sam Really Wants. Odonian Press, Berkeley, California.
DAWKINS R. (2007). The God Illussion.
ELLIS A. (1980). Psychotherapy and atheistic values. A reply to A.E. Bergin’s “Psychotherapy and Religious val-
ues” J Consult Clin Psychology 48:635-639.
FREUD S. (1927). The future of an illusion. London, Hogarth Press.
FREUD S. (1929). Civilization and its discontents. London, Hogarth Press.
KLEINMAN A. (1987). Anthropology and Psychiatry. The role of culture in cross-cultural research on illness. Brit.
J. Psychiat. 151:447-454.
LANGER EJ. (1975). The illusion of control. J Pers Soc Psychol 32:311-328.
Le BON G. (1895). La psychologie des foules. Paris.
MARSELLA AJ. (1988). Cross-cultural research on severe mental dosorders: Issues and findings. Acta Psychiatr
Scand 344:7-22.
MATERAZZI MA. (2005). Advances in Psychiatry, mass media, and mental health. In: Advances in Psychiatry
(Ed GN Christodoulou), pp 271-277.
MITKA M. (1998). Getting Religion Seen as Help in Being Well. JAMA 280:1829-31
NEELMAN J, PERSAUD R. (1995). Why do psychiatrists neglect religion? Br J Med Psychol 68:169-178.
PINEL P. (1808). Traite Medico-philosophique sur L’ Alienation Mentale. Paris
ROSS M, OLSON JM. (1981). An expectancy-attribution model of the effects of placebos. Psychol Rev 88:408-
437.
SIOMOS KE, MOUZAS OD, ANGELOPOULOS NV. (2007). Addiction to the use of internet and psychopathology
in Greek adolescents. A preliminary study. 3 rd International Congress on Brain and Behaviour. Thessaloniki 28
November-2 December. Poster No 025.
WITTER RA, STOCK WA, OKUN MA, HARRING MJ. (1985). Religion and subjective well being in adulthood: a
quantitative synthesis. Rev Rel Research 26:332-341.
111

15. ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΟΜΑΔΑ

Διαπροσωπικές σχέσεις. Κάθε άνθρωπος αντιδρά με το διαπροσωπικό του περιβάλλον,


δηλαδή τα πρόσωπα με τα οποία επικοινωνεί και συναλλάσσεται. Σχέσεις επικοινωνίας και
ψυχοσυναλλαγής, όπως σχέσεις μητέρας και παιδιού, δάσκαλου και μαθητή, ιατρού και
ασθενούς, σχέση μεταξύ φίλων, σχέση μελών ζευγαριού διαμορφώνουν ένα κλίμα εμπειριών
και αλληλεπιδράσεων που έχουν ορισθεί ως διαπροσωπικές σχέσεις. Προϋποθέσεις για την
ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων είναι οι κοινές αντιλήψεις και στάσεις, τα κίνητρα, η
πληροφορία που ανταλλάσσεται και το πλαίσιο του χρόνου και του χώρου μέσα στο οποίο
επιτελούνται. Οι άνθρωποι επικοινωνούν και αναπτύσσουν σχέσεις με ανθρώπους που
βρίσκονται κοντά τους στον χώρο, αν και αυτή η προϋπόθεση δεν ισχύει πλήρως μετά τη
μεγάλη ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιακών μέσων κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα,
κυρίως μετά την ευρεία διάδοση του διαδικτύου και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Άτομα
που συχνάζουν σε κοινούς χώρους –ο άνθρωπος δεν αισθάνεται άνετα μεταξύ αγνώστων–
συνήθως έχουν κοινές προτιμήσεις και αξίες. Το μήκος του χρόνου που διανύεται κατά την
εξέλιξη μιας αμοιβαίας ψυχοσυναλλαγής είναι ανάλογο με τον βαθμό, το βάθος, την ποιότητα
και την αμοιβαιότητα της σχέσης. Ο χρόνος είναι δυνατόν να λειτουργήσει διαλυτικά σε μια
σχέση όταν δεν ικανοποιούνται θεμελιώδεις προϋποθέσεις, κυρίως όταν τα κίνητρα είναι
ανταγωνιστικά. Το είδος της μεταβιβαζόμενης πληροφορίας καθορίζει και τον βαθμό
ανάπτυξης της επικοινωνίας.

Ο Watzlavic και οι συνεργάτες του (Watzlavic et al 1967) διακρίνουν τις σχέσεις σε


συμπληρωματικές και σε συμμετρικές.
 Κατά τη συμπληρωματική σχέση, χωρίς να πρόκειται περί επιβολής κυριαρχίας του ενός
εταίρου πάνω στον άλλο, ο ένας παίρνει πλεονεκτική και ο άλλος μειονεκτική θέση. Η
υποδεέστερη θέση επιλέγεται γιατί μπορεί να παρέχει ασφάλεια. Ο καθένας ενεργεί κατά
τέτοιον τρόπο ώστε η συμπεριφορά του να προϋποθέτει τη συμπεριφορά του άλλου. Η
επιβλητικότητα του ενός ενισχύει την υποχωρητικότητα του άλλου, και αντιστρόφως. Οι
τρόποι επικοινωνίας εναρμονίζονται ώστε η σχέση να καθίσταται βιώσιμη. Καμία πλευρά
δεν είναι δυσαρεστημένη, η σχέση συμπίπτει με τις προσδοκίες των δύο μελών και ο
έλεγχός της είναι κοινός.
 Κατά τη συμμετρική σχέση υπάρχει ισότητα, και επειδή δεν είναι ιεραρχική υπάρχει
κίνδυνος ανάπτυξης ανταγωνισμού, ο οποίος μπορεί να τη διαλύσει ή να τη μετατρέψει
σε συμπληρωματική. Η συμμετρικότητα και η συμπληρωματικότητα είναι δυνατόν να
εναλλάσσονται σε μια σχέση.

Ο Bowlby (1988) διακρίνει τις σχέσεις σε ασφαλείς και ανασφαλείς στη βάση ενός διπλού
κριτηρίου: α) αν το άτομο που εμπλέκεται σε μια σχέση θεωρεί ότι ο άλλος εμπλεκόμενος
είναι πρόσωπο που θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε πιθανές εκκλήσεις για βοήθεια και
υποστήριξη· και β) αν και κατά πόσο πιστεύει ο ίδιος ότι είναι ανάλογα διαθέσιμος και ότι θα
ήταν σε θέση να ανταποκριθεί σε αντίστοιχες εκκλήσεις. Οι ασφαλείς τύποι έχουν
διαπροσωπικές σχέσεις που χαρακτηρίζονται από σχήματα θετικής αντίληψης για τον εαυτό
τους και για τους άλλους. Οι ανασφαλείς τύποι διακρίνονται στις παρακάτω κατηγορίες:
Νοιασμένος, περίφροντις (Peoccupied): έχει αρνητική εικόνα για τον εαυτό του και θετική για
τους άλλους, και αυτό τον καθιστά υποχωρητικό και ευάλωτο στη συναισθηματική
εκμετάλλευση. Αποφευκτικός (Avoidant): έχει αρνητική εικόνα για τον εαυτό του και τους
άλλους. Απορριπτικός (Dismissing): έχει εξιδανικευμένα θετική εικόνα για τον εαυτό του και
αρνητική για τους άλλους.

Σχέση μητέρας και παιδιού. Η σχέση μητέρας και παιδιού αποτελεί τον πυρήνα πάνω στον
οποίο κατά τη μετέπειτα ζωή δομείται ένα ολόκληρο φάσμα σχέσεων, από τη σύναψη
προσωπικών δεσμών μέχρι τη δυνατότητα για κοινωνική ζωή, κι αυτό διότι από την
παραπάνω σχέση προκύπτει η βασική πρωταρχική εμπιστοσύνη από την οποία εξελίσσεται
η κοινωνικότητα (Bowlby 1958). Η μητέρα συνδέεται με το μικρό της μέσω μιας σειράς
ερεθισμάτων τα οποία λειτουργούν ως σήματα, ενεργοποιούν μηχανισμούς ικανοποίησης και
112

αποδεσμεύουν τρυφερή συμπεριφορά. Τέτοια ερεθίσματα είναι η βλεμματική επαφή με το


μωρό, το χαμόγελό του, το ψέλλισμά του, οι χαρούμενες φωνές του, η κινησιολογία του όταν
βάζει μπουκιές στο στόμα άλλων, όταν αρχίζει να δείχνει αντικείμενα κ.λπ. (Robson 1967). Η
μητρική ευαισθησία εκδηλώνεται με την ικανότητα της μητέρας να αντιλαμβάνεται και να
ερμηνεύσει κατάλληλα αυτά τα σήματα του βρέφους, να είναι συντονισμένη με αυτά και να
μην τα διαστρεβλώνει με βάση τις δικές της ανάγκες (Καφέτσιος 2003). Ο δεσμός της
μητέρας με το παιδί της είναι εξατομικευμένος. Πολλές μητέρες καταδιώκουν τα ξένα παιδιά,
παρά το ότι η κοινωνικώς παραδοσιακή μητρική στάση είναι εκείνη της φροντίδας και αγάπης
προς όλα τα παιδιά της κοινότητας.
Η μητέρα αποτελεί για το βρέφος αντικείμενο προσκόλλησης και θηλασμού. Επειδή
προσφέρει προστασία, αποκτά τον χαρακτήρα καταφυγίου. Το βρέφος απαιτεί μια φροντίδα
πολύ κοπιαστική, για την οποία δεν υπάρχει καμία υλική ανταμοιβή. Το πώς ανατρέφεται ένα
παιδί εξαρτάται από τις πρώιμες εμπειρίες της μητέρας, τις τρέχουσες σχέσεις της, τη
μορφωτική και οικονομική κατάστασή της, αλλά και από τα χαρακτηριστικά του ίδιου του
παιδιού. Η έλλειψη ευκαιριών για σχηματισμό ατομικών σχέσεων με τη μητέρα κατά τη
βρεφική και νηπιακή ηλικία (εργασία μητέρας, βρεφονηπιακοί σταθμοί κ.λπ.) οδηγεί σε
ανεπανόρθωτες βλάβες της κοινωνικής συμπεριφοράς στη μετέπειτα ζωή του εφήβου και
ενήλικα. Είναι πιθανόν η κριτική στάση της μητέρας προς το παιδί της καθώς και οι μορφές
αρνητικής αλληλεπίδρασης μεταξύ αυτής και του παιδιού να την εμποδίζουν να βοηθήσει
σωστά το παιδί της όταν αυτό αρρωστήσει ή να επιδρούν ανασταλτικά στην προσπάθειά της
να τονώσει το κίνητρο για συμμόρφωση στη θεραπεία του, ιδιαίτερα σε περίπτωση χρόνιας
νόσου.

Σχέση πατέρα και παιδιού. Ο πατέρας έχει αναλάβει ρόλους ευθύνης ως προς την
εξασφάλιση κοινωνικής και οικονομικής σιγουριάς στην οικογένεια. Παρέχει συναισθηματική
υποστήριξη στην μητέρα κατά την παιδική ηλικία και συμμετοχή σε αλληλεπιδράσεις
αναψυχής με τα παιδιά. Ο πατέρας είναι πρόσωπο εξουσίας και πειθαρχίας, είναι αυτός που
δίνει την «ταυτότητα» της οικογένειας. Ασκεί έντονη επίδραση στο χαρακτήρα και την
προσωπικότητα των παιδιών, επηρεάζοντάς τα μέχρι την ενήλικη ζωή τους. Δεν έχει
θεωρηθεί ως ισχυρός παράγων στην ψυχοπνευματική ανάπτυξη του παιδιού όσο η μητέρα
αλλά το πόσο μεγάλο λάθος είναι αυτό φαίνεται από τις επιπτώσεις που έχει στο παιδί η
φυσική ή ψυχοσυναισθηματική απώλεια του πατέρα.

Γάμος. Ενώ το ζευγάρωμα των ζώων είναι συνουσιακή συμπεριφορά, ο γάμος των
ανθρώπων είναι κοινωνικός θεσμός συμβίωσης με ισχυρά νομικά και θρησκευτικά στοιχεία,
διά του οποίου εξασφαλίζεται η συνουσία, η γέννηση παιδιών και η δημιουργία οικογένειας.

Τι είναι αυτό που κάνει την έγγαμη σχέση βιώσιμη; Τα παιδιά; Η ποιότητα της
διαπροσωπικής σχέσης μεταξύ των μελών του ζευγαριού; Οι θεσμοί που προστατεύουν τον
γάμο; Ενδιαφέρον θέμα στη σημερινή εποχή είναι το ποιος παντρεύεται ποιον και γιατί.
Θρησκευτικοί, φυλετικοί, πολιτιστικοί, ταξικοί κ.λπ. παράγοντες είναι σημαντικοί ρυθμιστές
της επιλογής, αν και στις δυτικές κοινωνίες η ατομική επιλογή και η ερωτική σχέση παίζουν
πρωταρχικό ρόλο. Ως αποτέλεσμα των μεγάλων ανακατατάξεων που έφερε η σεξουαλική
επανάσταση κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ποικίλες σεξουαλικές μειονότητες
απαίτησαν, και σε κάποιες περιπτώσεις επέβαλαν, τη θεσμική κατοχύρωση των δικαιωμάτων
τους με τη μορφή του γάμου για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, ακόμη και με τη δυνατότητα
υιοθεσίας παιδιών. Οι ψυχοπαθολογικές επιπτώσεις αυτών των φαινομένων δεν έχουν
ακόμη μελετηθεί.
Η παραδοσιακή ιεραρχική δομή του γάμου τείνει να εξαφανισθεί, καθώς και η κλασική
διαφοροποίηση των ρόλων, αφού έχει εγκατασταθεί μια σχέση ισοτιμίας και συντροφικότητας
μεταξύ των συζύγων. Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια καθολικό, είναι όμως χαρακτηριστικό.
Παραδοσιακά ο ρόλος του άνδρα ήταν να κερδίζει το ψωμί της οικογένειας, να είναι η
«κεφαλή» της και να έχει την ευθύνη για τη λήψη των μεγάλων αποφάσεων. Ο ρόλος της
γυναίκας ήταν να μεγαλώνει τα παιδιά και να φροντίζει το σπίτι. Σήμερα οι σχέσεις είναι
113

συντροφικές, χτισμένες σε μια βάση ισοτιμίας, και χαρακτηρίζονται από αμοιβαιότητα,


συναισθηματική επαφή και αγάπη.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μείωση του αριθμού των γάμων και αύξηση
του αριθμού των διαζυγίων σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο και στην Ελλάδα, όπως δείχνει και
ο πίνακας από στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας. Η ηλικία των γυναικών κατά τον
γάμο αυξάνεται κατά ένα με δύο χρόνια ανά δεκαετία και τείνει να πλησιάσει το κρίσιμο όριο
των 30 ετών, μετά το οποίο η δυνατότητα τεκνοποίησης μειώνεται σε σημαντικό βαθμό
συμβάλλοντας στην υψηλή δημογραφική υπογονιμότητα που παρατηρείται κατά τις
τελευταίες δεκαετίες. Η ηλικιακή απόσταση μεταξύ ανδρών και γυναικών μικραίνει από
δεκαετία σε δεκαετία.

Γάμοι, Γάμοι σε Ηλικία νύφης Ηλικία γαμπρού


Σύνολο 1000 άτομα (ΜΟ) (ΜΟ)
1955 66.237 8,32
1960 58.165 6,98 25,2
1970 67.539 7,67 24,0
1980 62.352 6,47 23,4 28,8
1990 59.052 5,81 25,0 29,7
2000 48.880 4,48 27,6 31,9
2004 51.380 4,63 27,7 32,0

Οι αυτόνομες και οικονομικά ανεξάρτητες γυναίκες αποφεύγουν να παντρευτούν γιατί έχουν


πολλά να χάσουν και λίγα να κερδίσουν, ενώ και στα χαμηλότερα στρώματα αρκετές
γυναίκες αποφεύγουν να παντρευτούν άνδρες που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις
απαιτήσεις μιας οικογένειας.

Διαζύγιο. Η έγγαμη σχέση βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης στις σύγχρονες κοινωνίες.
Προσωρινοί χωρισμοί, παρατεταμένες περίοδοι διάστασης για το ζευγάρι ή συμβατικές
μορφές συμβίωσης, όπου οι σύζυγοι ζουν μεν μαζί, χωρίς όμως να έχει καμία σημασία ο
ένας για τον άλλον, επίσημο διαζύγιο, είναι διαφορετικές μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται το
ίδιο πράγμα: δύο άνθρωποι που πριν από λίγο χρόνο είχαν συναινέσει διαπροσωπικά και
θεσμικά να ξεκινήσουν μια κοινή ζωή, αναιρούν αυτήν την υπόσχεση. Σήμερα στην Ελλάδα
τα διαζύγια είναι διπλάσια από εκείνα της δεκαετίας του ’50· σύμφωνα με στατιστικές
εκτιμήσεις, περίπου ένας στους δέκα γάμους θα φθάσει στο διαζύγιο. Ισχυροί συντελεστές
του διαζυγίου είναι οι ακόλουθοι:
 Μειώθηκε ο θρησκευτικός έλεγχος πάνω στον γάμο και υπερίσχυσαν διάφοροι κοινωνικοί
κανόνες και θεσμοί.
 Προχώρησε σε μεγάλο βαθμό η οικονομική και κοινωνική απελευθέρωση των γυναικών.
 Το διαζύγιο έχει γίνει πολύ εύκολη υπόθεση όταν υπάρχει κοινή συμφωνία.
 Η διάλυση της ευρείας οικογένειας, στυλοβάτη της σταθερότητας του γάμου μέχρι την
έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης, κατέστησε εξαιρετικά εύθραυστη και την
εναπομείνασα πυρηνική οικογένεια.
 Η αποξένωση του άνδρα και της γυναίκας στην πυρηνική οικογένεια είναι συχνό
φαινόμενο, αφού και οι δύο εργάζονται συνήθως σε διαφορετικές δουλειές και τα παιδιά
τους τα μεγαλώνουν άλλοι, μη συγγενικά πρόσωπα, συνήθως υπάλληλοι παιδικών
σταθμών.
 Τα άτεκνα ζευγάρια χωρίζουν πιο εύκολα. Όσο αυξάνεται ο αριθμός των παιδιών τόσο
μειώνεται η συχνότητα των διαζυγίων.
 Μοιχεία, σκληρότητα και εγκατάλειψη είναι κλασικοί παράγοντες πρόκλησης
ανεπανόρθωτης βλάβης στη γαμήλια σχέση.
 Οι γάμοι μεταξύ ατόμων πολύ νεαρής ηλικίας είναι πολύ εύθραυστοι.
 Η προσωπικότητα αυτών που χωρίζουν, ιδίως εκείνων που επαναλαμβάνουν το
διαζύγιο, είναι συνήθως προβληματική με ναρκισσιστικά στοιχεία. Τα άτομα αυτά δεν
μπορούν να αντισταθούν στην ιδέα ότι είναι ακαταμάχητο αντικείμενο πόθου για τους
άλλους και γι’ αυτό εκπίπτουν σε διαδοχικές εξωσυζυγικές σχέσεις.
114

Η πρώτη γενιά που μεγάλωσε σε περιβάλλον με συχνά διαζύγια ήσαν τα παιδιά που
γεννήθηκαν από το 1965 μέχρι το 1975. Ακόμη και έφηβοι των οποίων οι οικογένειες δεν
γνώρισαν κλυδωνισμούς είχαν συνήθως φίλους με χωρισμένους γονείς, και έτσι οι
ψυχολογικές επιπτώσεις του διαζυγίου απλώθηκαν σε όλη την κοινωνία. Το διαζύγιο έχει
ενδιαφέρον από ψυχιατρική άποψη γιατί ένα μέρος των εμπλεκομένων, ζευγάρι και παιδιά,
καταλήγουν να ζητούν ψυχιατρική βοήθεια. Σε αυτούς τους πληθυσμούς διαταραχές όπως
άγχος, κατάθλιψη, απόπειρες αυτοκτονίας, χρήση ουσιών, ψυχοσωματικές διαταραχές
εμφανίζονται με χαρακτηριστικά μεγάλη συχνότητα.

Ριζικές αλλαγές επιτελούνται στις σχέσεις των γονέων με τα παιδιά τους όχι μόνο στην
περίοδο του διαζυγίου αλλά και νωρίτερα, όταν αρχίζει η κρίση στο ζευγάρι. Τότε μειώνεται
ακόμη περισσότερο η ενασχόληση των γονέων με τις φυσικές και ψυχικές ανάγκες των
παιδιών τους και εμφανίζεται κάτι σαν σύγχυση μεταξύ των δικών τους αναγκών και των
αναγκών των παιδιών τους. Μερικές φορές συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχουν τα
παιδιά. Καυγάδες μπροστά στα παιδιά, επικρίσεις και απαξίωση του ενός γονέα από τον
άλλον κατά την απουσία του, ενθάρρυνση των παιδιών να επικρίνουν τον απόντα γονέα,
εξαναγκασμός των παιδιών να κάνουν επιλογή μεταξύ των δύο γονέων, προσπάθεια του
ενός να στρέψει τα παιδιά εναντίον του άλλου, διερευνητική συλλογή πληροφοριών για τον
άλλο γονέα από τα παιδιά και εξώθησή τους σε κατασκοπία, μετατροπή τους σε
ταχυδρόμους μηνυμάτων, είναι μερικά από τα ιδιαιτέρως νοσηρά φαινόμενα που
εμφανίζονται στις οικογένειες των οποίων το ζευγάρι οδηγείται σε χωρισμό.
Επιπτώσεις στους άνδρες. Μετά το διαζύγιο οι άνδρες ξαναπαντρεύονται συχνότερα από ό,τι
οι γυναίκες. Ένα εύρημα που ισχύει και για τις γυναίκες είναι ότι οι μοναχικοί άνδρες έχουν
πτωχότερους δείκτες υγείας από τους παντρεμένους. Επίσης και οι δύο ταλαιπωρούνται
από αισθήματα ενοχής απέναντι στα παιδιά τους.
Επιπτώσεις στις γυναίκες. Στις σύγχρονες κοινωνίες πολλές γυναίκες μετά το διαζύγιο
υποχρεώνονται να μεγαλώσουν τα παιδιά τους χωρίς σύντροφο κάτω από δυσμενείς
συνθήκες διαβίωσης, μέσα στη φτώχεια και την ανεργία. Μοναχικές μητέρες με μικρά
παιδιά παρουσιάζουν υψηλούς δείκτες ήπιων ψυχιατρικών συμπτωμάτων, κυρίως άγχους
και καταθλίψεως. Υπάρχουν περιοχές στην Ευρώπη, κυρίως περιοχές με πληθυσμούς
χαμηλού μορφωτικού, κοινωνικού και οικιστικού επιπέδου, όπου οι ανύπανδρες μητέρες
είναι περισσότερες από τις παντρεμένες. Το φαινόμενο παίρνει διαστάσεις, ενδεχομένως
επειδή οι εμπλεκόμενες αποκομίζουν κάποια οικονομικά οφέλη, αφού σε πολλές
ευρωπαϊκές χώρες οι γυναίκες αυτές επιδοτούνται ικανοποιητικά.
Επιπτώσεις στα παιδιά. Άγχος, θυμός και πένθος είναι τα συναισθήματα που κυριαρχούν στα
παιδιά όταν αρχίζει η περιπέτεια του διαζυγίου των γονέων τους. Τα παιδιά χρειάζονται και
τους δύο γονείς τους, ανεξάρτητα από το αν οι μεταξύ τους σχέσεις είναι καλές ή κακές,
υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει φυσική βία. Τα παιδιά συχνά φοβούνται τον χωρισμό
των γονιών τους πολύ πριν αυτός συμβεί, και εκδηλώνουν τον φόβο τους με ποικίλους
τρόπους, μερικές φορές παθολογικούς. Οι αναμνήσεις των παιδιών από τη διαδικασία
χωρισμού των γονέων και από την αντιδικία που τη συνοδεύει δυσκολεύουν την
αντιμετώπιση των προβλημάτων της εφηβείας. Στις οικογένειες των διαζευγμένων
επισυμβαίνει μια ριζική μετατόπιση ρόλων, αφού τα παιδιά από εκεί που ήταν συμμέτοχα
στη ζωή της οικογένειας έχουν μετατραπεί σε πρόβλημά της. Η ηλικία και το φύλο του
παιδιού παίζουν ρόλο στη διαδικασία προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Όταν ο χωρισμός
συμβαίνει πριν από τα 10 χρόνια της ηλικίας, τα παιδιά προσαρμόζονται καλύτερα, ενώ
όταν συμβαίνει κατά την προεφηβική περίοδο, πυροδοτεί εκρηκτικές καταστάσεις. Τα
κορίτσια προσαρμόζονται καλύτερα στο αμέσως μετά το διαζύγιο διάστημα, αλλά
παρουσιάζουν ήπια ψυχιατρικά συμπτώματα κατά την εφηβεία, κυρίως κατάθλιψη και
χρήση αλκοόλ, και αργότερα προβλήματα στις σχέσεις με τους άνδρες, κυρίως με τη
μορφή της ταχείας εναλλαγής περιστασιακών εραστών (promiscuity). Ο χωρισμός των
γονέων φαίνεται ότι λειτουργεί και ως συσσωρευτικό τραύμα. Οι επιπτώσεις στα παιδιά
εμφανίζονται μετά την ενηλικίωση, όταν τα ίδια προσπαθούν να χτίσουν τις δικές τους
σχέσεις, που συχνά χαρακτηρίζονται από επιφυλακτικότητα και λανθασμένες επιλογές.
115

Το κλασικό υπέρ του διαζυγίου επιχείρημα, ότι παρόλο που η εμπειρία ενός διαζυγίου είναι
ψυχοτραυματική για το παιδί, δεν έχει εντούτοις τόσο καταστρεπτικά αποτελέσματα στη
διαμόρφωση του χαρακτήρα του όσο η συνεχιζόμενη συμβίωση σ' ένα γάμο προβληματικό,
σε μια οικογένεια που μαστίζεται από δυσαρμονία και εσωτερικές διαμάχες, δεν έχει
τεκμηριωθεί επιστημονικά. Προσαρμογή στην άσχημη οικογενειακή ατμόσφαιρα ή απώλεια
του αισθήματος οικογενειακής στήριξης; Ποιο από τα δύο είναι περισσότερο καταστροφικό;
Άγνωστο, ίσως. Αλλά τα παιδιά από διαλυμένες οικογένειες αναφέρονται πιο συχνά
συνδεδεμένα με ψυχοπαθολογικούς δείκτες και κακή επίδοση στο σχολείο από παιδιά
διαταραγμένων αλλά μη διαλυμένων οικογενειών. Υπάρχουν σοβαρές παράμετροι που
ακόμη δεν έχουν μελετηθεί ικανοποιητικά (Roberts 1995). Για παράδειγμα, η ομάδα των
παιδιών που δεν γνώρισαν πατέρα επειδή η μητέρα τους δεν παντρεύτηκε ποτέ. Τι αίσθηση
και βίωμα αρσενικότητας και πατρότητας αποκτούν αυτά τα παιδιά, που ίσως έχουν δει
διαφόρους άνδρες να μπαίνουν στο σπίτι ως φίλοι της μητέρας; Και ακόμη δεν πρέπει να
ξεχνά κανείς ότι οι μητέρες μπορεί να επιλέγουν να ζήσουν χωρίς άνδρα, αλλά τα παιδιά δεν
επιλέγουν να ζήσουν χωρίς πατέρα.

Οικογένεια. Η οικογένεια, βιοκοινωνική μονάδα αποτελούμενη από πατέρα, μητέρα και


παιδιά, είναι η πρώτη ομάδα στην οποία συμμετέχει ο άνθρωπος και είναι το θεμέλιο επάνω
στο οποίο οικοδομείται η κοινωνική του ανάπτυξη. Αποτελεί οπωσδήποτε μια ομάδα με
μεγαλύτερη συνοχή από πολλές, ενδεχομένως όλες τις κοινωνικές ομάδες, και, όπως όλες,
έχει μια δομή που προκύπτει από τις αλληλεπιδράσεις των μελών της. Στις παρούσες
οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες του βιομηχανικού κόσμου, διακρίνεται στην ευρεία και
την πυρηνική οικογένεια.
Η πρώτη, η ευρεία, περιλαμβάνει τρεις γενιές, παππούδες και γιαγιάδες, γονείς και παιδιά.
Στις παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες, όπως και στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα του 20ου
αιώνα, η ευρεία οικογένεια ήταν στην πραγματικότητα ευρύτατη, με συγκατοίκηση
περισσότερων των δύο –πολυπληθών λόγω της υψηλής γονιμότητας– οικογενειών αλλά
και συγγενικών ατόμων στο ίδιο ή σε γειτονικά σπίτια. Η αρμονία των ενδοοικογενειακών
σχέσεων είναι επιβεβλημένη και διατηρείται χωρίς αμφισβητήσεις. Οι γάμοι είναι σταθεροί,
διότι η ευρεία οικογένεια στο σύνολό της μεριμνά για τη συνοχή και την αποτροπή της
διάλυσης του γάμου των μελών της. Έχει την ευθύνη της προσωπικής φροντίδας και το
απαράβατο καθήκον της οικονομικής και συναισθηματικής στήριξης των μελών της.
Η δεύτερη, η πυρηνική, περιλαμβάνει μόνο γονείς και παιδιά. Είναι κυρίως αστική και επειδή
τα παιδιά δεν διαδραματίζουν θετικό αλλά αρνητικό οικονομικό ρόλο, ο αριθμός τους έχει
μειωθεί στο ελάχιστο, είναι μια οικογένεια σαφώς συρρικνωμένη. Επειδή το δίκτυο των
συγγενών που συνδέονται με συναισθηματικούς δεσμούς, αλληλοϋποστηρίζονται και
συναποφασίζουν έχει διαρραγεί, η αρμονία των σχέσεων στο ζευγάρι έχει χάσει
οποιαδήποτε εξωτερική εγγύηση, έχει πάψει να εποπτεύεται από συγκεκριμένους
ανθρώπους ή θεσμούς, με αποτέλεσμα ο γάμος να αφήνεται πλέον στο έλεος των
περιστάσεων και να γίνεται κάτι που χρειάζεται καθημερινό έλεγχο και συνεχή
αναδιαπραγμάτευση. Το κενό που δημιουργείται από την απεξάρθρωση των σχέσεων της
πυρηνικής οικογένειας με τους άλλους συγγενείς καλύπτεται, κυρίως στο υποστηρικτικό
επίπεδο, από ποικίλες σχέσεις με το κράτος και τις κοινωνικές υπηρεσίες του. Η
οικογενειακή ζωή εκτυλίσσεται πλέον στον περιορισμένο ελεύθερο χρόνο που διαθέτουν οι
γονείς, ενώ οι κοινές δραστηριότητες των μελών είναι στραμμένες στην ψυχαγωγία και την
κατανάλωση. Η εργασία της γυναίκας έξω από το σπίτι υπήρξε σημαντικός παράγων
αποσταθεροποίησης της πυρηνικής οικογένειας.

1981 2001 Μεταβολή %


Σύνολο νοικοκυριών 2.974.450 3.664.387 23
Με αρχηγό άνδρα (κατά δήλωση) 2.499.450 2.655.649 6
Με αρχηγό γυναίκα (κατά δήλωση) 474.600 1.008.741 112
Μονομελή 434.290 723.660 66
Διμελή 734.510 1.028.865 40
Τριμελή 601.150 771.851 28
Τετραμελή 713.980 752.676 5
116

Πενταμελή και πλέον 490.520 387.340 -21


Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος

Λειτουργίες της οικογένειας. Οι ικανότητες των γονέων να καλύπτουν τις ανάγκες των
παιδιών, από τη βρεφική μέχρι την εφηβική ηλικία, συμπεριλαμβανομένων και των τρόπων
που χρησιμοποιούν για την επίτευξη αυτού του στόχου, είναι προϋπόθεση επιβίωσης της
οικογένειας. Από ψυχολογική άποψη, βασική λειτουργική προϋπόθεση της οικογένειας είναι
να εξασφαλίζει την επαρκή δυνατότητα ανάπτυξης της προσωπικότητας του παιδιού. Η
οργάνωσή της, πέρα από συγκρούσεις και ενοχές, πρέπει να παρέχει ευκαιρίες για
αυτοέκφραση και ανεξάρτητη ανάπτυξη, απαλλαγμένη από κάθε υπόνοια ανάρμοστων ή
αιμομικτικών δεσμών και εσφαλμένων ταυτίσεων φύλου. Όντας η βασική κοινωνική ομάδα, η
οικογένεια έχει και το καθήκον να διδάξει στο παιδί την κατανόηση της γλώσσας, τις τεχνικές
επικοινωνίας με τους άλλους, τις βασικές κοινωνικές αξίες, τους ρόλους και τους θεσμούς της
κοινωνίας· με δύο λόγια, να το εισαγάγει –όπως λένε οι ψυχαναλυτές– στη συμβολική τάξη.

Το δίκτυο των σχέσεων στην οικογένεια διαμορφώνεται μέσα από την επικοινωνία, τις
συναισθηματικές σχέσεις, τους ρόλους και την άσκηση εξουσίας από τα μέλη της, καθώς και
από τις σχέσεις της με τον έξω κόσμο.
 Κάθε μέλος έχει μια συγκεκριμένη σχέση με κάθε άλλο μέλος. Από μία ηλικία και μετά, οι
διαφορές ανάμεσα στον πατέρα και τη μητέρα καθορίζονται και από τον τρόπο που
παίζουν με το παιδί και συναλλάσσονται μαζί του. Από την άλλη μεριά, η επαφή με
αδέλφια (ή συνομηλίκους) έχει τεράστια σημασία και είναι σχεδόν επαρκής για την
φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού.
 Οι σχέσεις πάντα ασκούν αμοιβαία επίδραση. Το παιδί δεν είναι πηλός που πλάθεται
από τους γονείς. Η συμπεριφορά του διαμορφώνει τη συμπεριφορά των γονέων, από την
οποία διαμορφώνεται.
 Οι σχέσεις επιδρούν η μία στην άλλη. Η συμπεριφορά ενός μέλους της οικογένειας προς
κάποιο άλλο επηρεάζεται από τις σχέσεις του καθενός προς τους άλλους. Το παιδί ασκεί
βαθιά επίδραση στη φύση του γάμου, αλλά η συμπεριφορά των γονιών απέναντί του έχει
σχέση με την ποιότητα του γάμου τους. Η απουσία του πατέρα επηρεάζει τη στάση της
μητέρας προς τα παιδιά. Η άφιξη του δεύτερου παιδιού επιδρά στη σχέση των γονέων με
το πρώτο.
 Η δομή της οικογένειας αλλάζει με τον χρόνο. Αυτό αφορά όχι μόνο την αριθμητική
διάσταση της οικογένειας, αλλά κυρίως τη δομή των σχέσεων των μελών της. Πάντως, η
ποιότητα της αλλαγής εξαρτάται περισσότερο από αλλαγές στη μητέρα παρά στο παιδί.
 Η δομή της οικογένειας δέχεται επιδράσεις από έξω. Υπάρχει κάποια ισορροπία μεταξύ
πυρηνικής οικογένειας, συγγενών και συνομηλίκων. Π.χ. κάποιος στενός συγγενής
μπορεί να βοηθήσει τον έφηβο στην κατάκτηση της ανεξαρτησίας του. Οι συνθήκες και οι
περιστάσεις της ζωής της οικογένειας, όπως η κοινωνική διαστρωμάτωση ή η οικιστική
περιοχή, ασκούν επίδραση στη δομή και στον χαρακτήρα της.
 Κάθε παιδί έχει ανάγκη και τους δύο γονείς. Έναν γονέα του ιδίου φύλου με τον οποίο να
κάνει τις απαραίτητες ταυτίσεις και να τον χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα και έναν γονέα
του αντίθετου φύλου που καθίσταται βασικό αντικείμενο αγάπης και διαμορφώνει το
έδαφος επάνω στο οποίο θα δομηθούν όλες οι επόμενες σχέσεις του. Ο γιος χρειάζεται
έναν ισχυρό και κυριαρχικό πατέρα. Η κόρη χρειάζεται μιαν εκφραστική και υποστηρικτική
μητέρα.

Αδέλφια. Οι αδελφικές σχέσεις ασκούν βαθιά επίδραση στη διαμόρφωση της


προσωπικότητας. Ο ερχομός του μικρού αδελφού προκαλεί μεν δυσάρεστα συναισθήματα
στο μέχρι πρόσφατα μοναχοπαίδι που χάνει το αποκλειστικό ενδιαφέρον των γονέων του,
αλλά από την άλλη προσφέρει την ευκαιρία της κοινωνικοποίησης, αφού το μικρότερο
αδελφάκι καθώς μεγαλώνει εξελίσσεται σε σύντροφο στα παιχνίδια. Οι μεγαλύτερες αδελφές
αποτελούν πηγή συναισθηματικής ασφάλειας για τους άνδρες αδελφούς τους. Η παρουσία
των γονέων διαμορφώνει προς αυτήν ή την άλλη κατεύθυνση όλες τις σχέσεις μεταξύ όλων
των αδελφών. Η θέση του παιδιού στην ηλικιακή σειρά έχει κάποια ψυχολογική σημασία. Τα
117

πρωτότοκα παρουσιάζουν μεγαλύτερο συντηρητισμό όταν μεγαλώσουν, αγωνίζονται σε


συμβατικά πλαίσια, είναι λιγότερο ανταγωνιστικά και περισσότερο ευπροσήγορα, ενώ τα
δευτερότοκα τείνουν να υποστηρίζουν στάσεις ριζοσπαστικές και επαναστατικές, έχουν
μεγαλύτερη ευρύτητα και ευελιξία πνεύματος. Τα μοναχοπαίδια ίσως έχουν χαμηλότερες
επιδόσεις από τους πρωτότοκους με αδέλφια, και στη μεταγενέστερη ζωή τους το γεγονός
ότι δεν έχουν κανέναν στενό συγγενή να τους βοηθήσει στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής
ίσως τους δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα και ανασφάλειες.

Διαταραγμένες σχέσεις στην οικογένεια. Η φυσιολογική λειτουργία της οικογένειας


προϋποθέτει ενεργό συμμετοχή και των δύο γονέων. Αν ο ένας είναι ανεπαρκής και
αποσυρμένος, τότε ο άλλος συνήθως είναι δεσποτικός, κυριαρχικός και ίσως τυραννικός. Οι
σχέσεις σε μια τέτοια οικογένεια είναι διαταραγμένες με αρνητικές συνέπειες στη
συναισθηματική ανάπτυξη και ολοκλήρωση της προσωπικότητας των παιδιών. Η
δυσαρμονία στην οικογένεια φαίνεται ότι επηρεάζει περισσότερο τα αγόρια παρά τα κορίτσια.
Αγόρια από δυσαρμονικές οικογένειες είναι πιθανόν να δείξουν αντικοινωνική συμπεριφορά.
Πολύ παθολογικές μορφές ενδοοικογενειακής επικοινωνίας στις οποίες έχουν αποδοθεί και
σχιζοφρενειογόνες ιδιότητες είναι οι λεγόμενες συμβιωτικές (symbiotic) σχέσεις και η
μυστικοποίηση (Mahler 1952). Οι πρώτες έχουν το χαρακτηριστικό ότι η ταυτότητα του Εγώ
του παιδιού συγχέεται με εκείνη του γονέως, έτσι ώστε το παιδί να ζει κατά κάποιον τρόπο
σαν προέκταση του γονέως και σαν υποκατάστατη πηγή ικανοποίησης. Η μυστικοποίηση
(mystification) αναφέρεται σε εκείνες τις αλληλεπιδρασιακές καταστάσεις στις οποίες ένα
πρόσωπο απαντά στο άλλο στη βάση των προσωπικών αναγκών του, αλλά ταυτόχρονα
φέρεται σαν να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του άλλου.
Σχισματικές οικογένειες. Χαρακτηρίζονται από συγκρούσεις και ρήξεις μεταξύ των γονέων, οι
οποίοι υπονομεύουν ο ένας τον άλλον, αδυνατούν να βάλουν όρια μεταξύ των γενεών και
τουλάχιστον ο ένας πάσχει από συναισθηματική διαταραχή. Ο κάθε γονέας εκφράζει τον
αποτροπιασμό του στην ιδέα ότι το παιδί μπορεί να μοιάζει στον άλλον και πασχίζουν να
εξασφαλίσουν την υποταγή των παιδιών ο καθένας για τον εαυτό του.
Λοξές (skewed) οικογένειες. Σε αυτές οι μητέρες δεν μπορούν να αντιληφθούν τα μέλη της
οικογένειας σαν ξεχωριστές οντότητες, ενώ εκδηλώνουν άκρως παρεμβατικές
συμπεριφορές στη ζωή των παιδιών και καταλήγουν να είναι ανεξέλεγκτες. Οι πατέρες δεν
είναι σε θέση να παράσχουν ρόλους ως παραδείγματα ούτε να εμποδίσουν τις ακραίες
συμπεριφορές της μητέρας, είναι παθητικοί, ανασφαλείς για την αρσενικότητά τους και
συχνά συμπεριφέρονται περισσότερο σαν παιδιά παρά σαν σύζυγοι.

Αποχωρισμός στην οικογένεια. Σημαντικός διαταραξιογόνος παράγοντας στην οικογένεια


είναι ο αποχωρισμός από τον γονέα ή τους γονείς, που μπορεί να είναι προσωρινός ή
μόνιμος. Τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν σχετίζονται με τη σχέση αποχωρισμού
και μετέπειτα αναπτύξεως ψυχοπαθολογίας.
Προσωρινός αποχωρισμός. Κατά τα πρώτα έτη της ζωής, ακόμη και βραχυχρόνιοι
αποχωρισμοί, εβδομάδων ή ακόμη και ημερών, από τη μητέρα ενδέχεται να έχουν
σοβαρές συνέπειες στη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Πολλοί υποστηρίζουν
ότι και λίγες ώρες αποχωρισμού μπορεί να έχουν βλαπτικό χαρακτήρα. Η πλήρης
εργασιακή εκτός σπιτιού απασχόληση της μητέρας εμποδίζει την ανάπτυξη
ολοκληρωμένης σχέσης με το παιδί. Ο Gillespie (1941) αναφέρει ότι, κατά τη διάρκεια του
πολέμου, οι βομβαρδισμοί είχαν ελάχιστη ψυχολογική επίδραση στα παιδιά όσο αυτά ήσαν
με τους γονείς τους. Ο φόβος του αποχωρισμού από τους γονείς ήταν κατά πολύ
μεγαλύτερος από τον φόβο του βομβαρδισμού και στις περιπτώσεις που δεν τους είχαν
μαζί τους οι επιπτώσεις των βομβαρδισμών ήσαν δραματικές. Στη σύγχρονη εποχή η
οικογένεια δεν στερείται τα υλικά αγαθά αλλά στερείται τον χρόνο. Τα παιδιά, που
υποφέρουν από χρονία και συγκεκαλυμμένη γονεϊκή αποστέρηση, δωροδοκούνται με
πλήθος αγαθών που τους αγοράζουν οι γονείς τους σε αντάλλαγμα για τον χρόνο που δεν
μπορούν να τους διαθέσουν.
Θάνατος στην οικογένεια. Ο θάνατος του γονέως φαίνεται ότι έχει σημαντική επίδραση
στην εξέλιξη του παιδιού, ωστόσο το όλο ζήτημα δεν έχει πλήρως διερευνηθεί. Η
118

αντίδραση του παιδιού στο πένθος και την απώλεια εξαρτάται από το επίπεδο της
νοηματικής ανάπτυξής του, δηλαδή, στις φυσιολογικές περιπτώσεις, από την ηλικία.
Συνήθως εκτυλίσσεται ένα «λανθάνον» αποτέλεσμα που εκδηλώνεται πολύ αργότερα με
κατάθλιψη, διαταραχές της συμπεριφοράς και αρνητικές ίσως επιδράσεις στη
διαπροσωπική ζωή του ατόμου και στον γάμο του. Περισσότερο βλάπτεται το παιδί του
ιδίου φύλου με τον απολεσθέντα γονέα. Στα αγόρια παρατηρούνται διαταραχές στην
κοινωνική συμπεριφορά και στη σεξουαλικότητα. Στα κορίτσια υπάρχει μια ευαλωσία στην
κατάθλιψη. Ο πρώιμος μόνιμος αποχωρισμός, περισσότερο από τον θάνατο γονέως, είναι
υπεύθυνος για την ανάπτυξη γενικευμένου άγχους και μείζονος καταθλίψεως στις γυναίκες
(Kendler et al 1992).
Ανατροφή του παιδιού σε ίδρυμα ή σε κατάσταση κοινωνικής απομόνωσης.
Αποχωρισμός από τη μητέρα και ανατροφή σε ίδρυμα πριν από τα πέντε πρώτα χρόνια
της ζωής μπορεί να συντελέσουν αργότερα στην εκδήλωση εγκληματικότητας ή ψυχικών
διαταραχών. Κοινωνική απομόνωση και ανάπτυξη σε ιδρύματα μπορεί να επιφέρουν
διαταραχές στη νοηματική ανάπτυξη, καθυστέρηση στη γλωσσική εξέλιξη και αντικοινωνική
συμπεριφορά.

Μονογονεϊκές οικογένειες. Η συντριπτική πλειονότητα των μονογονεϊκών οικογενειών έχει


ως γονέα τη μητέρα. Ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός εξώγαμων κυήσεων και διαζυγίων
έχει ως συνέπεια ένα ποσοστό των παιδιών που γεννήθηκαν στις προηγούμενες δεκαετίες
(μέχρι και 40% σε μερικές χώρες) να έχουν περάσει μεγάλο μέρος της πρώτης παιδικής τους
ηλικίας με έναν γονέα. Στις ΗΠΑ το 1990 το 25% των παιδιών ζούσαν μόνο με τη μητέρα
τους, ενώ το 1960 το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 5%. Στην Ελλάδα τα ποσοστά είναι
οπωσδήποτε πολύ μικρότερα, ίσως της τάξεως του 5%. Οι άλλες αιτίες πρόκλησης
μονογονεϊκής οικογένειας είναι το διαζύγιο και ο θάνατος συζύγου. Τα παιδιά με έναν γονέα
έχουν φτωχότερο λεξιλόγιο, χαμηλότερη διανοητική ανάπτυξη και πλημμελέστερο
οπτικοχωρικό συντονισμό από τα παιδιά δύο γονέων (Wadsworth et al. 1985). Τα παιδιά
αυτά έχουν μεγάλες πιθανότητες να σταματήσουν το σχολείο πριν τελειώσουν το γυμνάσιο.
Επίσης παρουσιάζουν υψηλότερους αντικοινωνικούς δείκτες, ενώ μεγάλο ποσοστό των
ανηλίκων εγκληματιών που κρατούνται σε σωφρονιστικά ιδρύματα προέρχονται από σπίτια
χωρίς πατέρα.

Νόσος στην οικογένεια. Η νόσος στην οικογένεια, ενός ή περισσοτέρων μελών, ιδιαίτερα η
χρονία νόσος, είναι από τους ισχυρότερους παράγοντες πρόκλησης διαταραχών και την
κατάσταση που δημιουργείται τη βιώνει ολόκληρη η οικογένεια και όχι μόνο ο ασθενής. Τα
τελευταία χρόνια το επίκεντρο της φροντίδας του ασθενούς μετακινήθηκε από το νοσοκομείο
στο σπίτι, σαν αποτέλεσμα της μείωσης του μέσου χρόνου παραμονής του στο νοσοκομείο.
Έτσι η οικογένεια αναλαμβάνει μεγαλύτερο ρόλο στη φροντίδα του ασθενούς, καλύπτοντας
ένα μεγάλο φάσμα των αναγκών του, όπως αντιμετώπιση συμπτωμάτων, χρήση και
παρακολούθηση μηχανημάτων, εκτίμηση παραμέτρων υγείας, συμβολή στην προσπάθεια
του ασθενούς να φροντίσει τον εαυτό του κ.λπ. Η κάθε οικογένεια οργανώνει αυτές τις
διαδικασίες με τον δικό της τρόπο (Given and Given 1994) και έτσι ο ρόλος της ως
διαπαιδαγωγού και προαγωγού της υγείας είναι πολύ σημαντικός (Fleck 1976). Ο τρόπος με
τον οποίο η οικογένεια αντιμετωπίζει τη νόσο από την οποία πάσχει ένα μέλος της, το οποίο
επιπλέον αγωνίζεται να προσαρμοστεί σε αυτήν, έχει ισχυρές επιπτώσεις στην καλή φυσική
και ψυχοκοινωνική κατάσταση όλων των μελών της αλλά και στη διαμόρφωση της κλινικής
εικόνας κατά τη διάρκεια της πορείας της νόσου. Πολλές φορές είναι αναπόφευκτο όλη η
οικογένεια να εμπλέκεται στα συμπτώματα του ασθενούς, οι διάφορες διαγνωστικές
διαδικασίες, οι θεραπείες και τα φάρμακα να μετατρέπονται σε κεντρικό καθημερινό θέμα
συζήτησης, αυξάνοντας τις εντάσεις, την ανησυχία και τις τριβές μέσα στην οικογένεια.
Η διαγνωστική φάση είναι άκρως στρεσογόνος, καθώς συνοδεύεται από μεγάλο άγχος,
αβεβαιότητα και δυσκολία στη λήψη αποφάσεων. Η περίοδος της ενδονοσοκομειακής
νοσηλείας είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τους/τις συζύγους των ασθενών, που πρέπει να
αντιμετωπίζουν τα διάφορα προβλήματα που προκύπτουν τόσο στο σπίτι όσο και στο
νοσοκομείο. Κατά την ανάρρωση τόσο οι ασθενείς όσο και τα μέλη της οικογένειάς τους
119

πρέπει να αναπροσαρμόσουν τους ρόλους τους στο εσωτερικό της οικογένειας, να τα


βγάλουν πέρα με τους φόβους της υποτροπής και να μάθουν να ισορροπούν τις ανάγκες
όλων των μελών της οικογένειας (Northouse 1992). Υπάρχουν δεδομένα που υπαινίσσονται
ότι στις υποτροπές της νόσου είναι δυνατόν να υποφέρουν ψυχικώς περισσότερο τα μέλη
της οικογένειας από ό,τι ο ίδιοι οι ασθενείς (Given and Given 1992). Η ψυχοκοινωνική
προσαρμογή στη χρόνια νόσο είναι μια σημαντική προστατευτική διαδικασία και οι
μηχανισμοί που αναπτύσσει η οικογένεια για να την πετύχει δεν έχουν ακόμη πλήρως
μελετηθεί. Όλοι οι μηχανισμοί που εκδιπλώνονται είναι φυσικό να οδηγούν προς την
αναζήτηση του φυσιολογικού, δηλαδή μιας κατάστασης ασφαλούς, σταθερής και επιθυμητής
(Hilton 1996). Οι οικογένειες που προσαρμόζονται ευκολότερα έχουν οπωσδήποτε ευελιξία,
τείνουν να βλέπουν τον εαυτό τους σαν φυσιολογικό, δεδομένων των απαιτήσεων της
καταστάσεως, τα μέλη παρουσιάζουν ταύτιση απόψεων, επηρεάζονται λιγότερο από τις
θεραπείες και τις παρενέργειές τους, βλέπουν τις αποκλίσεις από το φυσιολογικό σαν
προσωρινές και μετέρχονται εύστοχα όλες τις απαραίτητες στρατηγικές που θα τους
ξαναφέρουν σε φυσιολογική κατάσταση.
Οι στρατηγικές που χρησιμοποιεί η οικογένεια συνίστανται στην προσφυγή σε
συμπεριφορές μπροστά στον κίνδυνο (at risk behaviours), όπως είναι π.χ. η συμμόρφωση
στη θεραπεία και η προστασία του αρρώστου (Birenbaum 1990). Ένας ιδιαίτερος
υποστηρικτικός και προστατευτικός μηχανισμός θεωρείται εξαιρετικά επικίνδυνος όταν
χαρακτηρίζεται από ανεπάρκειες στη δυνατότητα υποστήριξης του ασθενούς, ισχυρές τάσεις
μηρυκασμού (rumination) και αδυναμία ελαχιστοποίησης της σχετιζόμενης με τη νόσο
απειλής (Aymanns et al 1995). Στους μηχανισμούς άμυνας περιλαμβάνεται επίσης ο
μηχανισμός της εγκυστώσεως (encapsulation), που εκφράζεται με έντονη συσπείρωση της
οικογένειας προς την κατεύθυνση της περιχαράκωσης και της συγκάλυψης κάθε στοιχείου
που σχετίζεται με τη νόσο. Υπάρχει και το ερώτημα του ρόλου της οικογένειας στην
επιβάρυνση της νόσου διά της παραμελήσεως του ασθενούς και της αδιαφορίας προς αυτόν,
που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε περαιτέρω ατυχήματα ή επιπρόσθετες ασθένειες, τα
οποία αλλιώς θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί.
Υπάρχουν συμπτώματα, όπως ανορεξία και πόνος, τα οποία, όταν εμφανισθούν,
προκαλούν μεγάλη επιπρόσθετη αναταραχή στην οικογένεια, επειδή υπαινίσσονται
επιδείνωση της νόσου (Holden 1991, Ferrel 1991). Η αναμονή του θανάτου είναι επίσης
ισχυρός παράγων αναδιαμόρφωσης των σχέσεων στην οικογένεια. Η κατανόηση του
βιώματος πόνου του ασθενούς από τη μεριά των μελών της οικογένειας μπορεί να βοηθήσει
στην καλύτερη αντιμετώπισή του. Τα μέλη της οικογένειας κατανοούν ορισμένες διαστάσεις
του πόνου, όπως τον εντοπισμό του, ωστόσο άλλες διαστάσεις, όπως την ένταση, την
ποιότητα και τον τύπο πόνου, δεν μπορούν να τις καταλάβουν. Το υποφέρειν είναι ένα
φαινόμενο με στοιχεία σωματικά και συναισθηματικά. Στα μέλη της οικογένειας η αδυναμία
σωστής κατανόησης του πόνου σχετίζεται με αλλαγές στον τρόπο ζωής, με την έλλειψη
υποστήριξης, με όλο το φάσμα διαταραχών της ενδοοικογενειακής επικοινωνίας, με την
αίσθηση αβεβαιότητας για το μέλλον τόσο του ασθενούς όσο και της οικογένειας, με
αισθήματα μοναξιάς και απελπισίας. Ένα πυκνό πλήθος θεμάτων παρεμβαίνει στον χειρισμό
του άλγους, όπως θέματα θρησκευτικής φύσεως, ζητήματα σχετικά με τον χρόνο κατά τον
οποίο πρέπει να ανακοινώνεται η αλήθεια, προβλήματα διαπροσωπικών σχέσεων κ.λπ., τα
οποία ευθύνονται για τη δημιουργία διαφορετικών και ασύμπτωτων αντιλήψεων για το άλγος
ανάμεσα στους ασθενείς και σε εκείνους που τους φροντίζουν, γεγονός που με τη σειρά του
πλήττει τη δυνατότητα αποτελεσματικού χειρισμού του πόνου.
Όταν νοσεί σύζυγος. Οι τρόποι επικοινωνίας –όσον αφορά συναισθήματα, αμφιβολίες και
φόβους– στα ζευγάρια, όταν ένας εκ των δύο πάσχει από χρονία νόσο, ποικίλλουν. Μερικά
ζευγάρια συζητούν λίγο-πολύ ανοικτά για το θέμα αυτό. Άλλα δεν μιλούν μεταξύ τους, αν
και σε μερικές περιπτώσεις μιλούν σε τρίτα πρόσωπα. Υπάρχουν, τέλος, ζευγάρια με
διαφορετικές απόψεις για τη νόσο, με αποτέλεσμα να αναφύονται προβλήματα στη σχέση
τους (Hilton 1994).
Όταν νοσεί γονέας. Η νόσος επιδρά στο σύνολο της οικογένειας, αλλά τα παιδιά είναι
ιδιαίτερα ευάλωτα. Πολύ σοβαρά ερωτήματα, όπως αν τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν την
αλήθεια, αν θα πρέπει να αναλάβουν κάποιο ρόλο, να εκφράσουν τα συναισθήματά τους,
120

δεν έχουν απαντηθεί κατά τρόπο τεκμηριωμένο. Εξίσου πλημμελώς μελετημένο είναι και το
θέμα της προετοιμασίας των παιδιών για ό,τι πρόκειται να συμβεί. Παράγοντες σημαντικοί
που πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού και το στάδιο της
νόσου του γονέως. Χρειάζεται προσοχή στους χειρισμούς του θέματος από τον άλλον
γονέα ώστε να αποφευχθούν σοβαρές ψυχολογικές συνέπειες στο παιδί.
Όταν νοσεί παιδί. Παρά τις ουσιαστικές βελτιώσεις κατά τα τελευταία χρόνια στη θεραπεία
των χρονίων παιδικών νόσων και στην επιβίωση, η διάγνωσή τους συνεχίζει να αποτελεί
μεγάλη απειλή για ολόκληρη την οικογένεια, η οποία διέρχεται μια περίοδο μεταβάσεως
προς την κατάσταση που θα της επιτρέπει να ζει με ένα παιδί που πάσχει από χρόνια και
απειλητική νόσο (Birenbaum 1990). Αυτή η μετάβαση χαρακτηρίζεται αρχικά από μια
περίοδο αβεβαιότητας μετά τη διάγνωση, στη συνέχεια από τη χρησιμοποίηση νέων
στρατηγικών για την αναδόμηση της πραγματικότητας, και τέλος από τη δόμηση μιας «νέας
πραγματικότητας» για την οικογένεια, κατά την οποία η αβεβαιότητα μεταβάλλεται μεν,
αλλά η φύση της παραμένει (Clarke-Steffen 1993). Συνεκτικότητα, εκφραστικότητα, βαθμός
συγκρούσεων και άλλοι παράγοντες οικογενειακής ατμόσφαιρας έχουν μελετηθεί επαρκώς
(Davies et al 1993). Ένας αξιόλογος δείκτης είναι το αίσθημα αβοηθησίας που βιώνουν
αυτοί που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τον πόνο του πάσχοντος παιδιού και
γενικότερα τις επιπτώσεις του πόνου σε όλη την οικογένεια. Οι μητέρες, π.χ.,
παρουσιάζουν πολύ χαμηλότερη αυτοεκτίμηση από τους πατέρες, αλλά αυτό είναι ούτως ή
άλλως ένα πολύ διαδεδομένο γυναικείο χαρακτηριστικό.

Διανοητική ανάπτυξη και οικογένεια. Η διανοητική ανάπτυξη του παιδιού εξαρτάται από το
διανοητικό επίπεδο των μελών της οικογένειας που βρίσκει όταν γεννιέται, αλλά και από τη
δυνατότητα να παίξει τον ρόλο του δασκάλου εφόσον γεννηθεί σύντομα και άλλος αδελφός ή
αδελφή. Τα πρωτότοκα παρουσιάζουν καλύτερη διανοητική ανάπτυξη καθώς και
μεγαλύτερες φιλοδοξίες για ανώτερες σπουδές και είναι ανθεκτικότερα στους στρεσογόνους
παράγοντες της ζωής (Hanson 1979). Τα μοναχοπαίδια όμως βρίσκονται πιο χαμηλά και τα
δίδυμα χαμηλότερα. Όσο μεγαλύτερο το μέγεθος της οικογένειας τόσο μικρότερη η
διανοητική ανάπτυξη, ιδιαίτερα όταν συσσωρεύονται αρνητικοί παράγοντες όπως
συνωστισμός, κοινωνικά και οικονομικά μειονεκτήματα, διαφορετικός βαθμός γονεϊκής
φροντίδας, ευάλωτες στην κατάθλιψη μητέρες. Θετικό ρόλο στη διανοητική ανάπτυξη των
παιδιών παίζουν ποικίλοι παράγοντες, όπως το να αντλεί η μητέρα ευχαρίστηση από το
παιδί της και να νιώθει περήφανη γι' αυτό, ή το να έχουν τα παιδιά στο σπίτι τον πατέρα και
έτσι να έχουν μεγαλύτερο κίνητρο για παιχνίδι, ενώ αρνητικό ρόλο παίζουν η πολλή τιμωρία
με λίγη λογική από τη μητέρα, καθώς και η επιβολή από τον πατέρα πειθαρχίας πολύ
πρώιμα και με αυταρχικό τρόπο.

Οικογένεια και ψυχοπαθολογία. Η οικογένεια παίζει μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη και
εξέλιξη αρκετών ψυχοπαθολογικών καταστάσεων. Η ψυχοπαθολογία στην οικογένεια μπορεί
να προηγείται ή να έπεται μιας ψυχιατρικής καταστάσεως ενός μέλους της. Το είδος και η
πορεία της νόσου, η συχνότητα υποτροπής, και άλλοι δείκτες (όπως π.χ. αυτοκτονία)
επηρεάζονται από τον τρόπο λειτουργίας της οικογένειας. Τα παιδιά καταθλιπτικών ασθενών
κυρίως, αλλά και πασχόντων από αρκετές άλλες ψυχιατρικές παθήσεις αντιμετωπίζουν
υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης ψυχοπαθολογίας. Σε μια ενδιαφέρουσα μελέτη (Kohn and Klausen
1956) διερευνήθηκε η στάση που κρατούσαν απέναντι στους γονείς τους σχιζοφρενείς
ασθενείς και φυσιολογικά άτομα. Οι σχιζοφρενείς έτειναν να βλέπουν τις μητέρες τους σαν
ισχυρές, κυριαρχικές φιγούρες, και τους πατέρες τους σαν αδύναμους, παθητικούς και
ανεπαρκείς. Βρέθηκε επίσης ότι σημαίνοντα ρόλο παίζει η κοινωνική τάξη. Οι φυσιολογικοί
από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα έβλεπαν τις μητέρες τους περίπου όπως και οι
σχιζοφρενείς, ενώ οι φυσιολογικοί από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα έβλεπαν τους
πατέρες τους σε ρόλους κυριαρχικούς και πανίσχυρους. Ύπαρξη κυριαρχικής μητέρας έχει
παρατηρηθεί και σε άλλες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις εκτός της σχιζοφρένειας, όπως σε
περιπτώσεις εξάρτησης από ουσίες, εφηβικής εγκληματικότητας, ψυχογενούς ανορεξίας,
ομοφυλοφιλίας κ.λπ. Στις μη σχιζοφρενικές αλλά διαταραγμένες οικογένειες οι δομές
δύναμης και εξουσίας είναι εξισωτικές, ενώ στις φυσιολογικές οικογένειες είναι ιεραρχικές. Ο
121

πατέρας ασκεί μεγαλύτερη επιρροή στις φυσιολογικές οικογένειες από ό,τι στις
σχιζοφρενικές. Οι φυσιολογικές οικογένειες δείχνουν περισσότερο θετικά συναισθήματα, σε
αντίθεση με τις διαταραγμένες που δείχνουν περισσότερο αρνητικά συναισθήματα.

Εκτίμηση της οικογένειας. Εκτίμηση της οικογένειας συνήθως επιτελείται σε διαταραγμένες


οικογένειες που ζητούν βοήθεια. Θεμελιώδεις παράγοντες στη διαδικασία εκτίμησης της
διαταραγμένης οικογένειας είναι η κατανόηση του προβλήματος και του ρόλου που έπαιξε η
οικογένεια στην ανάπτυξη και διατήρησή του, ο καθορισμός των αλλαγών που χρειάζονται
για τη βελτίωση της ζωής στην οικογένεια και ο προσδιορισμός τού κατά πόσο η οικογένεια
είναι πρόθυμη να δεχθεί θεραπευτική παρέμβαση. Πιο συγκεκριμένα, για τη διαδικασία αυτή
συνυπολογίζονται τα παρακάτω:
 Η εξελικτική φάση στην οποία βρίσκεται η οικογένεια. Η εξελικτική φάση προσδιορίζεται
από παράγοντες όπως το στάδιο συνένωσης του άνδρα και της γυναίκας, ο αριθμός
μελών της οικογένειας σε σχέση με τα στάδια ανάπτυξης των ενδοοικογενειακών
προβλημάτων (ένα παιδί, περισσότερα παιδιά, τα παιδιά σε περίοδο που εγκαταλείπουν
το σπίτι ή το έχουν ήδη εγκαταλείψει), η δομή της οικογένειας (ιεραρχική ή μη), ο βαθμός
ωριμότητας της οικογένειας.
 Η επικοινωνία μεταξύ των μελών: είναι σαφής ή ασαφής, ανοικτή ή κλειστή, άμεση ή
έμμεση, μπορεί και να μην υπάρχει καθόλου. Σχέση λεκτικής και εξωλεκτικής
επικοινωνίας. Η ασυμφωνία μεταξύ αυτού που λέγεται και αυτού που εκφράζεται
εξωλεκτικά είναι ένδειξη παθολογίας.
 Η συναισθηματική κατάσταση. Υπάρχουν οικογένειες με περιορισμένο φάσμα
συναισθηματικών εκφράσεων, ή με πλήρη ανυπαρξία τέτοιων εκφράσεων, ή μέλη που
μπορεί να εκφράζουν συναίσθημα το οποίο όμως να μην ανταποκρίνεται στις
περιστάσεις.
 Το ενδοοικογενειακό κλίμα. Τι ατμόσφαιρα υπάρχει στο σπίτι; Χαοτική, πανικόβλητη,
εξημμένη, επικριτική, εχθρική, ζωντανή, χιουμοριστική, ειρωνική, κ.λπ.
 Η συνεκτικότητα. Εδώ θα πρέπει να εκτιμηθεί ο βαθμός κατά τον οποίο σε κάθε μέλος
της οικογένειας υπάρχει η αίσθηση ότι ανήκει στην οικογένεια και ότι είναι αποδεκτό από
τα άλλα μέλη, καθώς και το αίσθημα ότι προχωρούν όλοι μαζί. Η συνεκτικότητα της
οικογένειας υπονομεύεται όταν δημιουργούνται συμμαχίες στο εσωτερικό της, όταν
υπάρχει αντιμαχία μεταξύ δύο μελών, όταν κάποιος γίνεται αποδιοπομπαίος εξαιτίας
κάποιου προβλήματος που θα έπρεπε να μοιράζονται όλοι από κοινού.
 Τα όρια. Κάθε οικογένεια αποτελείται από υποσυστήματα, καθένα από τα οποία έχει τα
δικά του όρια. Τα υποσυστήματα μπορεί να μην υπάρχουν ή να είναι τόσο αυστηρά που
να αποξενώνουν τα μέλη.

ΟΜΑΔΑ. Ομάδα είναι ένα οργανωμένο σύνολο ανθρώπων που έχουν δυνατότητα
διαπροσωπικής ψυχοσυναλλαγής. Παρά την επιθετικότητά του προς τους άλλους, ο
άνθρωπος καταφέρνει να ζει κοινωνικά μέσα σε ποικίλες ομάδες. Ως μέλος της ομάδας
αποκτά και μια άλλη διάσταση, πέραν της ατομικής, την κοινωνική διάσταση, η οποία
συντελεί στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης, μέσω της οποίας υποτάσσεται στις
αρχές και στους νόμους της ομάδας. Οι δυνάμεις που ωθούν το άτομο να παραμείνει μέλος
της ομάδας εξαρτώνται από ποικίλους παράγοντες, μερικοί από τους οποίους είναι οι
ακόλουθοι: α) ο βαθμός κατά τον οποίο οι αλληλεπιδράσεις στην ομάδα έχουν θετικό
χαρακτήρα για το κάθε μέλος, β) ο βαθμός κατά τον οποίο οι ομαδικές δραστηριότητες
προσπορίζουν ένα αίσθημα ικανοποίησης στο κάθε μέλος, γ) η δυνατότητα που έχει κανείς
να αξιοποιεί την ιδιότητά του ως μέλους της ομάδας σαν μέσο για την επίτευξη προσωπικών
στόχων.

Συνοχή και συνεκτικότητα είναι κεντρομόλες δυνάμεις που ωθούν τα μέλη της ομάδας
ώστε ο καθένας να αισθάνεται ότι ανήκει σε αυτήν αλλά και όλοι να δέχονται τον καθένα ως
μέλος της ομάδας. Όσο μεγαλύτερη είναι η συνεκτικότητα τόσο ισχυρότερες είναι οι αρνητικές
αντιδράσεις προς τα μέλη εκείνα των οποίων οι προσωπικές συμπεριφορές δεν
συμμορφώνονται προς τους αποδεκτούς από την ομάδα κανόνες συμπεριφοράς. Οι
122

περισσότερες τελετουργίες που χρησιμοποιούνται για την ενίσχυση των δεσμών


προέρχονται από τη γονεϊκή φροντίδα των παιδιών, από τη σεξουαλική συμπεριφορά και
από την αναστολή της επιθετικότητας. Οι διαμορφωμένες αντιλήψεις της ομάδας αποτελούν
κοινό κτήμα της και αποκλείουν αλλότριες αντιλήψεις. Όσοι έχουν διαφορετικές απόψεις
θεωρούνται στοιχεία διαλυτικά. Αυτό ισχύει κυρίως για τις θρησκευτικές, τις ιδεολογικές και
τις πολιτικές ομάδες, όπου η κυρίαρχη ιδεολογία ακολουθεί μια κατεύθυνση από επάνω προς
τα κάτω, από την ηγεσία προς τους οπαδούς. Το κοινοτικό πνεύμα είναι η δύναμη που
αντιστέκεται στην εγωιστική επιθυμία για προσωπική δύναμη. Προέρχεται από τη βασική
αμοιβαία εμπιστοσύνη πάνω στην οποία σφυρηλατείται η σχέση μητέρας και παιδιού. Έχει
ποικίλες μορφές και διαστάσεις, αλλά η κυριότερη και ίσως η πιο καθολική είναι η πατρίδα.
“Recht oder unrecht, mein Vaterland” έλεγαν οι Γερμανοί καθώς καίγανε την Ευρώπη στους
δύο μεγάλους πολέμους του αιώνα. Το πνεύμα της ράτσας, η ψυχή του πλήθους, ο
συλλογικός νους είναι μερικές ακόμη μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται το κοινοτικό πνεύμα.
Η γλώσσα, ο τρόπος ζωής και η κουλτούρα της ομάδας διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερο
πλέγμα εννοιών από το οποίο οι λέξεις αντλούν το νόημά τους. Κάθε ομάδα έχει έναν
ιδιαίτερο δικό της τρόπο να χρησιμοποιεί τη γλώσσα, ο οποίος συμβάλλει στην ενίσχυση της
συνοχής της. Ο φόβος εξωτερικού κινδύνου αποτελεί ισχυρή ενοποιητική δύναμη, κάτι που
εκμεταλλεύονται οι εξουσίες για να πετύχουν σύσφιγξη των σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της
ομάδας. Ο φόβος ενώνει, αφού ωθεί τα μέλη να αναζητούν καταφύγιο το ένα στο άλλο. Η
απειλή κοινού κινδύνου ευνοεί τη συσπείρωση και τη συνοχή, υποβάλλει την ιδέα διείσδυσης
στοιχείων του εχθρού στις τάξεις της ομάδας και κινητοποιεί μηχανισμούς αυτοδιερεύνσης
ώστε να εντοπιστούν, να αποκαλυφθούν και να εκδιωχθούν τα στοιχεία αυτά από τους
κόλπους της· τέλος, η αίσθηση του κινδύνου αυξάνει τη συλλογική επιθετικότητα, η οποία
μπορεί να γίνει πανίσχυρη συνεκτική δύναμη, ιδίως όταν τα μικρά παιδιά της ομάδας
διατρέχουν πραγματικό η φαντασιωσικό κίνδυνο.
Ένα άλλο ζήτημα είναι η δημοκρατική ατμόσφαιρα στην ομάδα. Ελευθερία έκφρασης,
ανοχή στις απόψεις μειονοτήτων ή μεμονωμένων ατόμων, σεβασμός της προσωπικότητας
και της αξίας του κάθε μέλους, ίσες ευκαιρίες για συμμετοχή στις δραστηριότητες και στη
λήψη αποφάσεων αποτελούν προϋποθέσεις για την κατάκτηση μιας πολύ υψηλής ποιότητας
συνοχής στο εσωτερικό της ομάδας. Οι εορτές επίσης συντελούν στην αύξηση της
συνεκτικότητάς της. Η ανταλλαγή δώρων, οι συνεστιάσεις, οι κοινές επιθετικές και αθλητικές
επιδείξεις, οι χοροί, οι γάμοι, τα βαφτίσια, τα γενέθλια ή οι ονομαστικές εορτές, ο κοινός
θρήνος, το πένθος αποτελούν ισάριθμες ευκαιρίες για περαιτέρω σύσφιγξη των δεσμών
ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας. Όσο μεγαλύτερη η ομάδα που γιορτάζει τόσο πιο
χαρακτηριστική είναι η συλλογική επιθετικότητα πάνω στην οποία συσφίγγονται οι δεσμοί
της, όπως φαίνεται στις μεγάλες εθνικές, θρησκευτικές ή ιδεολογικές εορτές. Η συλλογική
επίδειξη δύναμης ενώνει την ομάδα.

Η ομάδα ως μηχανισμός στήριξης. Η ομάδα (οικογένεια, γείτονες, κοινότητα, έθνος),


αμβλύνει και μετριάζει τις συνέπειες επώδυνων γεγονότων. Ισχυρά στρεσογόνα γεγονότα σε
συνδυασμό με χαμηλή κοινωνική υποστήριξη είναι πολύ πιο παθογόνα από εξίσου ισχυρά
στρεσογόνα γεγονότα τα οποία συνδυάζονται με μεγάλη κοινωνική υποστήριξη. Σύμφωνα με
ορισμένους συγγραφείς (Dohrenwend and Dohrenwend 1974, Henderson et al. 1981), η
ευνοϊκή επίδραση της κοινωνικής υποστήριξης για την αντιμετώπιση των στρεσογόνων
γεγονότων ή των συνεπειών τους είναι εντυπωσιακή. Μελέτες που έχουν γίνει σε ζώα στο
εργαστήριο, αλλά και μεγάλης κλίμακας επιδημιολογικές εργασίες σχετικά με την
ψυχοπαθολογία, τη σωματική νόσο και τη θνησιμότητα έδειξαν ότι διάφορες μορφές
κοινωνικής υποστήριξης που εκδηλώνονται μέσα από αλληλεπιδράσεις ή μέσα από σύναψη
δεσμών μεταξύ ατόμων αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της στρεσογόνου διαδικασίας, είτε
αυτές οι υποστηρικτικές μορφές είναι παρούσες είτε όχι.
Η κοινωνική υποστήριξη μπορεί να είναι υλική και χειροπιαστή, ή συναισθηματικού
χαρακτήρα, ή να έχει έναν συνθετότερο στηρικτικό χαρακτήρα. Συμβάλλει στη μείωση της
πιθανότητας ανάπτυξης διαταραχής είτε λόγω της άμεσης προστατευτικής της δράσης είτε
διότι παρεμποδίζει την παθογόνο δράση των αρνητικών επιπτώσεων ενός στρεσογόνου
γεγονότος. Η αντίληψη που σχηματίζει το άτομο για την υποστήριξη που δέχεται και ιδιαίτερα
123

ο βαθμός ικανοποίησης που προκύπτει από αυτήν παίζει μεγάλο ρόλο στην
αποτελεσματικότητα της υποστήριξης. Ανάλογη με το είδος του στρες θα πρέπει να είναι και
η υποστήριξη. Ένα επαγγελματικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται καλύτερα όταν η βοήθεια έλθει
από το εργασιακό περιβάλλον. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι αυτό καθαυτό το είδος της
ψυχοκαταπόνησης που υφίσταται ένας άνθρωπος είναι δυνατόν να οδηγήσει σε μείωση της
κοινωνικής υποστήριξης που θα μπορούσε να δεχθεί, είτε άμεσα, λόγω υπερβολικών
απαιτήσεων, είτε έμμεσα, λόγω των ψυχιατρικών προβλημάτων του ασθενούς τα οποία
ενδέχεται να τον αποξενώσουν από το υποστηρικτικό του περιβάλλον (Goldberg and
Breznitz 1982). Το στρες δεν βλάπτει μόνο το άτομο, αλλά και τα υποστηρικτικά συστήματα
που αυτό διαθέτει. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν άτομα τα οποία τείνουν να
υποτιμούν και να θεωρούν ανεπαρκή τη βοήθεια που δέχονται, και αυτό ίσως να μην
αντανακλά την πραγματική κατάστασή τους ως προς την υποστήριξη που λαμβάνουν, αλλά
να είναι μέρος της όλης λειτουργίας της διαταραχής από την οποία πάσχουν.

Περιθωριακές ομάδες. Αποτελούνται από άτομα που ανήκουν σε κοινωνικές, οικονομικές,


φυλετικές, σεξουαλικές και πολιτικές μειονότητες. Άστεγοι, τοξικομανείς, ανάπηροι, ψυχικώς
πάσχοντες, εγκληματίες, μετανάστες, ροκάδες, πολιτικοί εξτρεμιστές της αριστεράς ή της
δεξιάς, άνεργοι, πάσχοντες από μολυσματικές ασθένειες (AIDS) κ.λπ., κατατάσσονται σε
αυτήν τη μεγάλη λίστα. Μειονεκτούν κοινωνικώς και βιώνουν ένα φάσμα διακρίσεων από την
υπόλοιπη κοινωνία, η οποία τους αντιμετωπίζει με στερεότυπες προκαταλήψεις, όπως ότι
είναι επιρρεπείς στην παραβίαση του νόμου, ότι είναι ωμοί και κτηνώδεις, ότι καλλιεργούν
ένα κλίμα νοσηρότητας κ.λπ. Μερικές από αυτές τις ομάδες είναι πολύ συσπειρωμένες, με
ισχυρά δίκτυα αναγνώρισης και υποστήριξης, και όταν εμφανίζονται σε δημόσιους χώρους
δημιουργούν οπωσδήποτε έντονα, όχι κατ’ ανάγκην αρνητικά, συναισθήματα (χαρλεάδες,
μεταλλάδες, μαυροντυμένοι κ.λπ.).

Ηγεσία της ομάδας. Το κυρίαρχο αρσενικό περιγράφεται από τον Robin Fox (1967) ως
άτομο γνωστικό, αυτοελεγχόμενο, πανούργο, συνεργάσιμο, ελκυστικό στις γυναίκες, καλό με
τα παιδιά, άνετο στις σχέσεις, σκληρό και ανελέητο όταν τιμωρεί, με μεγάλη ευφράδεια,
επιδεξιότητα σε πρακτικά θέματα και αποδοτικότητα στην αυτοάμυνα και στο κυνήγι. Αυτά
είναι κλασικά ανθρωπολογικά γνωρίσματα όπως τα προτείνουν οι ανθρωπολόγοι. Τα
γνωρίσματα του ηγέτη της σύγχρονης εποχής δεν διαφέρουν και πολύ: πείθει ότι έχει τις
απαιτούμενες γνώσεις και τη δύναμη να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της ομάδας και να
υλοποιήσει τους στόχους της. Γενναιόδωρος τόσο ως προς τα υλικά αγαθά όσο και ως προς
τα συναισθήματα, έχει εντούτοις τη δυνατότητα να τιμωρεί, ενίοτε μάλιστα πολύ σκληρά.
Πείθοντας τους άλλους ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για τον συγκεκριμένο ρόλο, διεγείρει
ταυτίσεις σε μαζικό επίπεδο, τυφλή πίστη και υποταγή. Ορισμένα γνωρίσματα του ρόλου του
έχουν σαφέστατα κοινωνιογενή προέλευση, όπως π.χ. η πεποίθηση ότι η πειθαρχική
ανταπόκριση στα κελεύσματά του αποτελεί καθήκον και υποχρέωση (πρβλ., π.χ., την
πειθαρχία προς τον αρχηγό της εκκλησίας, τον ανώτατο άρχοντα κ.λπ.). Ο ηγέτης είναι
επίσης πολύ καλά πληροφορημένος· και όσο καλύτερη πληροφόρηση έχει, τόσο αυξάνουν
και οι πιθανότητες να κατακτήσει την εξουσία. Ωστόσο, όταν γίνει αυτό, τα άλλα
χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του, όπως η επιθετικότητα και οι δογματικές
προσκολλήσεις, θα προσελκύσουν γύρω του άτομα αποφασισμένα να τον κολακεύουν και τα
οποία δεν θα του επιτρέπουν να μαθαίνει παρά μόνο όσα θέλει να ακούει, οπότε, εξαιτίας
ακριβώς αυτής της ελλιπούς και διαστρεβλωμένης πληροφόρησης, προετοιμάζεται εντέλει το
έδαφος για την ίδια την ανατροπή του ως ηγέτη εγωπαθούς και κακώς πληροφορημένου.

Το πλήθος ή μάζα είναι ένα σύνολο ανθρώπων που βρίσκονται μαζί είτε κατά τύχη είτε
προς κάποιο σκοπό (όπως π.χ. στη διαδήλωση ή στην παρακολούθηση κάποιου θεάματος).
Το πλήθος είναι πιθανό να διακατέχεται από κοινή συναισθηματικότητα, να παρουσιάζει
ομοιογένεια συμπεριφοράς και τάσεων αλλά, σε αντίθεση με την ομάδα, δεν έχει λογική. Η
έννοια του πλήθους είναι κατανοητή στις μεγάλες πόλεις αλλά όχι στις μικρές κοινότητες.
124

Όχλος. Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που τα συναισθήματά τους τούς οδήγησαν σε μια
ανοργάνωτη συνάθροιση. Ο όχλος δημιουργείται σε έκτακτες περιστάσεις και ο χαρακτήρας
του είναι παροδικός. Χαρακτηρίζεται από τυφλή και όχι σπάνια καταστροφική κινητικότητα.
Ζητωκραυγάζει, διαπομπεύει ή γίνεται έξαλλος με μεγάλη ευκολία. Διαδηλώσεις, λεηλασίες,
λυντσαρίσματα είναι μερικές από τις καταστάσεις στις οποίες μπορεί να εκτραπεί ένας όχλος.
Η συνειδητή ατομική προσωπικότητα εξαφανίζεται μέσα στον όχλο, του οποίου η μέση
νοημοσύνη είναι κατά πολύ κατώτερη των ανθρώπων που τον αποτελούν. Το άτομο μέσα
στον όχλο αποκτά ένα αίσθημα ακατανίκητης δύναμης, αλλά ταυτόχρονα αφοπλίζεται από
οποιαδήποτε προσωπική αντίσταση έχοντας μετατραπεί σε αντικείμενο πανίσχυρης
υποβολής από τον παράγοντα που ελέγχει τον όχλο, όπως π.χ. συμβαίνει με τους
χαρισματικούς ομιλητές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΦΕΤΣΙΟΣ Κ. (2003). Ενεργά μοντέλα δεσμού ενηλίκων και ψυχική υγεία: Επισκόπηση της περιοχής και
προτάσεις για κλινική εφαρμογή και έρευνα. Εγκέφαλος 40:26-41.

AYMANNS P, FILIP SH, KLAUER T. (1995). Family support and coping with cancer: some determinants and
adaptive correlates. Br. J. Soc. Psychol. 34(Pt 1):107-24
BATESON G. (1960). Minimal requirements for a theory of schizophrenia. Arch Gen Psychiatry 2:477-91.
BIRENBAUM LK. (1990). Family coping with childhood cancer. Hosp. J.6(3):17-33.
BOWLBY J. (1958). The nature of the child's role to his mother. Int. J. Psychoanal. 39:350-373.
BOWLBY J. (1988). A secure base: Parent-child attachment and healthy human development. NY, basic Books.
CLARKE-STEFFEN L. (1993). A model of the family transition to living with childhood cancer. Cancer Pract.
1(4):285-92.
DAVIES CM, NOLL RB, DAVIES WH, BUKOWSKI WM. (1993). Mealtime interactions and family relationships of
families with children who have cancer in long term remission and controls. J Am Diet Assoc 93(7):773-6
DOHRENWENT BS, DOHRENWENT BP. (1969). Social Status and Psychological Disorder: a Causal Inquiry.
New York, Willey-Interscience.
FERREL BR, et al (1991). Family factors influencing cancer pain management. Postgrad. Med. J. Suppl 2:s64-69
FLECK SA. (1976). A general systems approach to severe family pathology. Am. J. Psychiatry 133:669
FOX R. (1967). Kinship and Marriage: An Anthropological Perspective
GILLESPIE R. (1941). Psychological effects of war on citizen and soldier. Norton.
GIVEN B, GIVEN CW. (1994). Family home care for individuals with cancer. Oncology Huntingt. 8(5):77-83
GOLDBERG L, BREZNITZ. (1982). Handbook of Stress; Theoretical and Clinical aspects. Free Press. New York.
HANSON RO. (1979). Birth order and life stress. J Soc Psychol 109(2): 305-306.
HENDERSON S, BURNE DG, DUNCAN-JONES P. (1981). Neurosis and the Social Environment. New York,
Academic Press.
HILTON BA (1994). Family communication patterns in coping with early breast cancer. West J. Nurs. Res. 16(4):
366-88
HOLDEN CM. (1991). Anorexia in the terminally ill cancer patient: the emotional impact on the patient and the
family. Hosp. J. 7(3):73-84.
KENDLER KS, NEALE MC, KESSLER RC, EAVES LJ. (1992). Childhood parental loss and adult psychopathol-
ogy in women. A twin study perspective. Arch. Gen. Psychiatry, 49:109-116.
KOHN ML, KLAUSEN LA. (1965). Parental authority behaviour and schizophrenia. Am. J. Orthopsychiatry,
26:297-213.
ROBERTS J. (1995). Lone Mothers and Their Children. Brit. J. Psychiat 167:159-162
ROBSON KS. (1967). The Role of Eye to Eye Contact in Maternal-Infant Attachment. J Child Psychol Psychiatr
8:13-25.
WADSWORTH J, BURNELL I, et al. (1985). The influence of family type on children’s behavior and development
at five years. Journal of Children Psychology and Psychiatry, 26, 245-254.
WATZLAWICK P, BEAVIN J, JACKSON D. (1967). Pragmatics of human communication. A study of Interac-
tional patterns, pathologies, and paradoxes. Norton, New York.
125

16. Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Στους βιολογικούς οργανισμούς θεμελιώδη χαρακτηριστικά κάθε αναπτυξιακής πορείας είναι


η διαφοροποίηση και η ολοκλήρωση, σκοπός των οποίων είναι η αύξηση της
προσαρμοστικής ικανότητας του οργανισμού. Η ανάπτυξη κάθε βιολογικού συστήματος, για
να γίνει κατανοητή, πρέπει να θεωρηθεί όχι μόνον ως ποσοτική αύξηση διά συσσωρεύσεως
νέων στοιχείων, αλλά κυρίως ως ποιοτική αλλαγή, που επιτελείται κατά φάσεις και οδηγεί σε
ανώτερες δομικές και λειτουργικές μορφές. Όταν η ποσοτική ανάπτυξη ολοκληρωθεί και η
ποιοτική ωρίμανση συντελεσθεί, τότε σε κάθε βιολογικό οργανισμό εκδηλώνεται μια πορεία
ποσοτικής μείωσης και ποιοτικής ενέλιξης, που τον ωθεί προς το τέλος του. Στο πεδίο της
συμπεριφοράς η διαφοροποίηση επιτελείται ως μια πορεία από απλές αντανακλαστικού
τύπου συμπεριφορές, σε πολύπλοκες προθεσιακές συμπεριφορές και συνοδεύεται από
απαρτιωτικές διαδικασίες κατά τις οποίες συντελείται η ενσωμάτωση κάθε νέου στοιχείου στη
συνολικότητα της συμπεριφοράς. Ο άνθρωπος διανύει έναν «κύκλο» κυοφορίας, γέννησης,
ανωριμότητας, ωριμότητας, έκπτωσης και θανάτου. Κατά μία διαφορετική διατύπωση,
ακολουθεί μια πορεία από τη γονεϊκή φροντίδα προς την πλήρη σωματική και ψυχική
αυτονομία (που δεν επιτυγχάνεται συνήθως πλήρως), και από την αυτονομία προς το τέλος.
Ο «κύκλος» είναι ανοιχτός, είναι τροχιά, ή ίσως ένα «προγραμματισμένο ξετύλιγμα». Η
έννοια της ανάπτυξης στον άνθρωπο γίνεται εναργέστερη αν αυτός θεωρηθεί ως
βιοψυχοκοινωνικό σύνολο. Και αυτό γιατί οι σωματικές, συναισθηματικές, νοηματικές και
συμπεριφορικές μεταβολές, που εκδηλώνονται κατά τις εκτυλισσόμενες αναπτυξιακές φάσεις
και ολοκληρώνουν επίπεδα ωρίμανσης, καθορίζονται και διαμορφώνονται οπωσδήποτε από
την έκφραση του γενετικού κώδικα, η οποία όμως επιτελείται μόνον από την επίδραση του
φυσικού και του κοινωνικού περιβάλλοντος, η οποία πυροδοτεί και απελευθερώνει τις
αντίστοιχες και αναγκαίες μαθησιακές δυνατότητες.
O Freud (1905) είδε την εξέλιξη του ανθρώπου από τη γέννηση και μετά ως αποτέλεσμα
της πορείας της σεξουαλικότητας, η οποία στην παραδοσιακή ψυχαναλυτική ονοματολογία
καλείται libido και η οποία αναδύεται από διαφορετικές σε κάθε στάδιο περιοχές του σώματος
που λειτουργούν ως ερωτογόνες ζώνες. Κάθε περιοχή του σώματος από την οποία είναι
δυνατόν να ξεκινήσουν ερωτικές αισθήσεις συμπεριφέρεται ως ερωτογόνος ζώνη, τυπικά
όμως τέτοιες είναι το στόμα, ο πρωκτός και τα γεννητικά όργανα, (εξ ου και στοματικός,
πρωκτικός και φαλλικός ερωτισμός), και ακολουθούν οι θηλές των μαστών, οι λοβοί των
ώτων κ.λπ. Δεν έχει οριοθετηθεί από τους ψυχαναλυτές μία ιεραρχία της libido, η ευαισθησία
του σώματος είναι πολύμορφη, ενώ ολόκληρη η επιδερμίδα είναι με την ίδια ένταση δεκτική
σε όλα τα ερεθίσματα. Όλες οι σωματικές λειτουργίες που φθάνουν στο επίπεδο της
συνείδησης μπορεί να είναι σε κάποια στιγμή πηγές ερωτικής ικανοποίησης, ενώ εκείνες που
περιλαμβάνουν τις ερωτογόνες ζώνες είναι συνεχώς. Σωματικές λειτουργίες που φυσιολογικά
δεν είναι πηγές ερωτικής ικανοποίησης μπορεί να καταστούν τέτοιες μέσα από τον
μηχανισμό της μετάθεσης (displacement), οπότε το ερωτικοποιημένο όργανο μπορεί να γίνει
σημείο έναρξης νευρωτικού ή ψυχοσωματικού συμπτώματος. Κατά δεύτερο λόγο, μετά τη
lidido, η φροϋδική θεωρία δίδει έμφαση και στη συμμετοχή των γονέων για την
πραγματοποίηση κάθε αναπτυξιακής φάσεως και για τη μετάβαση από τη μία φάση στην
άλλη. Η ψυχανάλυση έχει δώσει μεγάλη σημασία στις τραυματικές επιπτώσεις που μπορεί να
126

έχουν πρώιμες παιδικές εμπειρίες στην ανάπτυξη του ανθρώπου και στον χαρακτήρα του,
είτε αυτές είναι μεμονωμένα γεγονότα είτε συσσωρευμένες εμπειρίες. Αξονική αναπτυξιακή
γραμμή, για τους ψυχαναλυτές, είναι αυτή που σηματοδοτείται από την περίοδο της
εξάρτησης προς την αυτοεμπιστοσύνη, και από αυτήν στις ώριμες αντικειμενοτρόπους
σχέσεις του ενηλίκου. Οι σχέσεις εκτυλίσσονται από αυτιστικές σε συμβιωτικές και
ακολούθως, ύστερα από μία περίοδο αποχωρισμού, ο άνθρωπος εγκαινιάζει την έναρξη της
ατελεύτητης πορείας προς την ατομοποίηση. Ισχυροί παράγοντες προς την κατεύθυνση της
ωριμότητας και ολοκλήρωσης είναι το υψηλό επίπεδο ανοχής στις ματαιώσεις, μία
δυνατότητα εξιδανίκευσης, αποτελεσματικοί τρόποι χειραγώγησης του άγχους και ο βαθμός
ισχύος που έχει η εγγενής σε κάθε άνθρωπο τάση προς την ολοκλήρωση της ανάπτυξής του.
Ισχυροί παράγοντες προς την κατεύθυνση της ανωριμότητας είναι οι καθηλώσεις οι οποίες
ευνοούν τις παλινδρομήσεις. Η παλινδρόμηση σε προηγούμενα στάδια εξέλιξης
μεταμορφώνει το άτομο σε παιδί και έτσι διευκολύνει διαδικασίες ανάπτυξης φροντίδας και
στοργής προς αυτό. Κατά τους ψυχαναλυτές (Anna Freud 1966) υπάρχουν τέσσερις
περιοχές όπου διαπιστώνονται χαρακτηριστικές διαφορές μεταξύ ενηλίκων και παιδιών. Η
εγωκεντρικότητα, η ανωριμότητα των σεξουαλικών οργάνων, η αδυναμία του σκέπτεσθαι σε
σχέση με την ισχύ των παρορμήσεων και των φαντασιώσεων και η εκτίμηση του χρόνου.
Συνοπτικά, σύμφωνα με τους ψυχαναλυτές, η ψυχοσυναισθηματική απαρτίωση του
ανθρώπου ολοκληρώνεται μέχρι τα έξι του χρόνια και μετά τη λήξη του οιδιποδικού σταδίου
τίποτε σημαντικό δεν συμβαίνει.
Σύμφωνα με τον Erickson (1956), η ζωή του ανθρώπου είναι μία αλυσίδα αλλεπάλληλων
κρίσεων με χαρακτήρα ψυχοκοινωνικό. Το άτομο κατά τα στάδια της ανάπτυξής του
βρίσκεται υπό την επίδραση καταστάσεων, σχέσεων και ειδικών προβλημάτων, τα οποία
εμφανίζονται ως κρίσεις και τα οποία καλείται κάθε φορά να επιλύει, πράγμα που σημαίνει ότι
πρέπει να διαθέτει αρκετά ισχυρό Εγώ ώστε, εκδηλώνοντας τις ανάλογες ποιότητες, να
οργανώσει την όλη διαδικασία υπερνικήσεως της εκάστοτε κρίσεως. Έπειτα από την επίλυση
κάθε κρίσεως και της εκπλήρωσης των αναλόγων καθηκόντων που επιβάλλει, οπότε
επιτυγχάνεται η μετάβαση στο επόμενο στάδιο, ο άνθρωπος ωριμάζει περισσότερο
αποκτώντας καλύτερη συνείδηση του εαυτού του. Αν δεν επιλυθεί η κρίση, δεν γίνεται
μετάβαση. Ο Erickson έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην εφηβική και πρώιμη ενήλικο φάση, τότε
που ο άνθρωπος πρέπει να αποκτήσει ταυτότητα αλλά και ικανότητα ανάπτυξης στενών
διαπροσωπικών σχέσεων.
Ορισμένες εξελικτικές φάσεις του ανθρώπου στην παρούσα ιστορική περίοδο, όπως η
εμμηνόπαυση ή το γήρας, πολλές φορές βιώνονται ως ψυχοτραυματικά γεγονότα. Ο
ψυχοτραυματικός χαρακτήρας τους όμως προκαλείται από τις σύγχρονες κοινωνικές
αντιλήψεις, που αφενός διαστρεβλώνουν τον μυητικό χαρακτήρα αυτών των μεταβάσεων,
αφετέρου υποχρεώνουν τους ανθρώπους να διέλθουν από αυτές μόνοι, σε αντίθεση με ό,τι
συνέβαινε σε παλαιότερες φάσεις της ιστορίας, όπου τα αναπτυξιακά γεγονότα του ατόμου
ήσαν υπόθεση της κοινότητας.

Η χρησιμότητα της μελέτης των αναπτυξιακών φάσεων. Η μελέτη των αναπτυξιακών


φάσεων είναι χρήσιμη στην ιατρική, διότι συμβάλλει στην επισήμανση και τη σωστή
αντιμετώπιση πιθανών παθολογικών εκδηλώσεων που εμφανίζονται κατά τις αναπτυξιακά
κρίσιμες περιόδους της ζωής και βοηθά στην επιλογή τρόπων επέμβασης και φροντίδας
αναλόγως της φάσεως αναπτύξεως του ατόμου. Η συμπεριφορά, οι κίνδυνοι, οι ανάγκες, η
ευθραυστότητα στις νόσους, είναι διαφορετικές κατά τις εκάστοτε αναπτυξιακές φάσεις. Ήδη
έχουν διαμορφωθεί οι μεγάλες ιατρικές ειδικότητες της παιδιατρικής και της γεροντολογίας.
Στην ψυχιατρική, τα προβλήματα που εμφανίζονται κατά τις φάσεις της ανάπτυξης έχουν
δημιουργήσει ανάλογες υποειδικότητες, την παιδοψυχιατρική, την ψυχογηριατρική και την
εφηβική ψυχιατρική.

Θεμελιώδεις προϋποθέσεις για ομαλή αναπτυξιακή πορεία είναι η φυσική, η σωματική


ωρίμανση του οργανισμού, ένα μέσο τουλάχιστον επίπεδο νοηματικών δυνατοτήτων, που και
αυτές βρίσκονται σε διαρκή ανάπτυξη, και το κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο διά των
γονέων στην αρχή αναθέτει ρόλους και δημιουργεί προσδοκίες στους ανθρώπους, αναλόγως
127

του φύλου, της ηλικίας και της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκουν. Πρέπει να τονισθεί ότι
η νοηματική κατάσταση παίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο κατά τη διαδικασία των
μετακινήσεων από τη μία εξελικτική φάση στην άλλη, η πορεία όμως προς την ωριμότητα
επιβάλλει τη συμμετοχή και άλλων παραγόντων, όπως η εμπειρία και η διδασκαλία. Κάθε
αναπτυξιακή φάση παρουσιάζει κρίσιμα καθήκοντα, ψυχοκοινωνικού χαρακτήρα,
αναπόφευκτα στοιχεία της αναπτυξιακής διαδικασίας, τα οποία πρέπει να εκπληρωθούν.
Μόνο έτσι το άτομο θα καταστεί ικανό να αντιμετωπίσει και να επιλύσει, χωρίς καταστροφική
ψυχοκαταπόνηση, τα καθήκοντα της επόμενης φάσης. Με το να είναι κυρίαρχος αυτών των
«κρίσεων» ο άνθρωπος κερδίζει κάθε φορά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και την αίσθηση ότι
του επαρκεί ο εαυτός του για να τα βγάλει πέρα. Πολλά από αυτά που ονομάζονται ψυχικά
τραύματα, τα οποία ενδέχεται να πυροδοτήσουν εκδηλώσεις ψυχιατρικής
συμπτωματολογίας, αντικατοπτρίζουν την αδυναμία ή τη μεγάλη δυσκολία που έχει το άτομο
να τα βγάλει πέρα με αυτά τα κρίσιμα καθήκοντα.

Τα γενικά χαρακτηριστικά των αναπτυξιακών σταδίων είναι κοινά σε όλους τους


ανθρώπους και θα μπορούσαν να συνοψισθούν ως εξής: 1). Η τάξη διαδοχής τους είναι
σταθερή (π.χ. το στάδιο Β δεν είναι δυνατόν να προηγηθεί του σταδίου Α), ενώ ο
απαιτούμενος χρόνος για την ολοκλήρωση κάθε σταδίου μεταβάλλεται από στάδιο σε στάδιο
και ποικίλλει από άνθρωπο σε άνθρωπο. 2). Κάθε επόμενο στάδιο περιέχει τα προηγούμενα,
με την έννοια ότι τα καινούργια στοιχεία ενεργοποιούνται μέσω των παλαιών και δομούνται
πάνω σε αυτά. 3).Το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον, ιδιαίτερα η οικογένεια, μπορεί να
επισπεύσει, να καθυστερήσει ή και να παρεμποδίσει την εκδήλωση ενός σταδίου. 4). Κατά τη
μετάβαση από το ένα στο άλλο, παρατηρούνται αλλαγές σε όλα τα επίπεδα: αντίληψη,
μνήμη, μάθηση, σκέψη, συναισθηματική έκφραση, σεξουαλικότητα, διαπροσωπικές σχέσεις,
συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. 5). Είναι δυνατή η παλινδρόμηση σε προηγούμενα στάδια
ανάπτυξης, όταν προβλήματα σε κάποια προηγούμενη αναπτυξιακή φάση δεν έχουν
επιλυθεί επαρκώς ή όταν καταστάσεις του παρόντος ασκούν ισχυρή πίεση και απειλούν το
άτομο με κατάρρευση. Όμως αυτή η παλινδρόμηση έχει χαρακτήρα μερικό (δεν αφορά το
σύνολο του ατόμου) και δυνητικά αναστρέψιμο.

Υπάρχει ένα πλήθος κατατάξεων των αναπτυξιακών σταδίων στη σχετική βιβλιογραφία. Εδώ
περιγράφονται από τρεις διαφορετικές σκοπιές: τα «κλασικά» στάδια αναπτύξεως, την
ψυχαναλυτική προσέγγιση και τις απόψεις του Erickson. Η πρώτη προσέγγιση βλέπει το
ζήτημα εμπειρικά, η δεύτερη δίδει έμφαση στη διαδοχή ψυχοσεξουαλικών γεγονότων και στα
συναισθήματα που τα επενδύουν, η τρίτη εστιάζεται στις σχέσεις του ατόμου με άλλα
πρόσωπα και ομάδες. Οι απόψεις του Piaget που πραγματεύονται τη νοηματική και τη
γλωσσική διάσταση του προβλήματος περιγράφονται στο σχετικό με τη νοηματική ανάπτυξη
κεφάλαιο.

Εμβρυική φάση, από τη σύλληψη μέχρι τον τοκετό. Περί τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης
όλες οι λειτουργίες των αισθητηρίων είναι απαρτιωμένες και το έμβρυο είναι βιώσιμο, κάτι
που ήταν γνωστό από τα έργα του Αριστοτέλη. Ωστόσο οι σύγχρονες τεχνολογικές
δυνατότητες, οι οποίες παρέχουν μεγάλες ευκαιρίες μελέτης της συμπεριφοράς του εμβρύου,
δείχνουν ότι πολύ πριν από αυτό το χρονικό σημείο το έμβρυο ακούει (Peiper 1925), αντιδρά
στην πίεση, στο άγγιγμα και στον πόνο, γεύεται και καταπίνει, διαλέγει τη θέση που προτιμάει
μέσα στη μήτρα, δείχνει σημάδια μαθησιακής δυνατότητας, κοιμάται κατά το 70-80% του
χρόνου του και έχει κάποια πρωτόγονα όνειρα (Piontelli 1987, Hepper 1989). Η μήτρα δεν
θεωρείται πλέον ένας σιωπηλός, απόλυτα κλειστός χώρος. Η φωνή της μητέρας, οι
καρδιακοί παλμοί της, η ροή του αίματος στα μεγάλα αγγεία, οι εντερικοί βορβορυγμοί,
φθάνουν στο έμβρυο και γίνονται αντιληπτά από αυτό. Με βάση όλα αυτά τα δεδομένα η
άρνηση στοιχειώδους σκέψης και συνείδησης στο έμβρυο, που έχει υποστηριχθεί από
διάφορες ιδεολογίες, δεν μπορεί να στηριχθεί σε επιστημονικό έδαφος.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ψυχική κατάσταση της μητέρας επιδρά στις ορμονικές
διεργασίες που επιτελούνται στο έμβρυο. Σε καταθλιπτικές εγκυμονούσες βρέθηκε ότι
προκαλείται καταστολή της δράσης της εμβρυϊκής τεστοστερόνης με επιπτώσεις στην πορεία
128

αρρενοποίησης του αρσενικού εμβρύου. Ιογενείς λοιμώξεις κατά το 1ο τρίμηνο της κυήσεως
ενδέχεται να παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη ψυχοπαθολογικών διαδικασιών που αργότερα στη
ζωή εκδηλώνονται υπό τη μορφή ψυχιατρικών νόσων. Ειδικότερα, και με αρκετά πειστικά
δεδομένα, έχει υποστηριχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο για τη σχιζοφρένεια (Barr et al 1990),
αλλά το ζήτημα χρειάζεται βαθύτερη έρευνα.
Σε αυτήν την περίοδο της ζωής του ο άνθρωπος διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο από τη
μητέρα του. Η σχέση εκτρώσεων προς γεννήσεις στις βιομηχανικές κοινωνίες είναι 3:1 και σε
μερικές φθάνει τις 5:1. Η εμβρυοκτονία πυροδοτείται κυρίως από ισχυρές κοινωνικές πιέσεις
που δέχεται η γυναίκα προκειμένου να απεμπολήσει τον μητρικό ρόλο προς όφελος άλλων
ρόλων, όπως της ερωμένης ή της εργαζόμενης οικονομικά αυτόνομης και κοινωνικά
ανεξάρτητης γυναίκας. Κατά τη διαδικασία γέννησής του το έμβρυο αντιμετωπίζει μια σειρά
από ισχυρούς στρέσορες, όπως μηχανική πίεση εξώθησης από τη μήτρα, μεταβολές της
κυκλοφορίας του αίματος και της οξυγόνωσης, που προκαλούν την έκκριση μεγάλων
ποσοτήτων νοραδρεναλίνης και αδρεναλίνης και απαρτιώνουν μια εικόνα ψυχοτραυματικής
εμπειρίας που έχει ήδη από το 1929 περιγραφεί από τους ψυχαναλυτές (Rank 1929).

Βρεφική ηλικία (από τη γέννηση μέχρι το 3ο έτος). Αυτό το πολύ κρίσιμο ηλικιακό στάδιο τα
τελευταία χρόνια τείνει να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη υποειδικότητα της
παιδοψυχιατρικής, τη βρεφική ψυχιατρική (Minde and Benoit 1991). Στη διάρκεια αυτής της
περιόδου, υπό φυσιολογικές συνθήκες και με επίκεντρο τον θηλασμό, αναπτύσσεται μια
πολύ στενή σχέση του παιδιού με τη μητέρα του που το ωθεί σε απόλυτη προσκόλληση και
πλήρη εξάρτηση από αυτήν. Αυτή η εξάρτηση έχει στο ανθρώπινο είδος μεγάλη χρονική
διάρκεια.
Από την ηλικία των 6-7 μηνών το βρέφος αρχίζει να εμφανίζει σημεία μεγάλου άγχους
όταν η μητέρα το αφήνει μόνο του, επειδή φοβάται ότι η μητέρα του θα φύγει και δεν θα
γυρίσει. Το άγχος αποχωρισμού από τη μητέρα εκδηλώνεται με κλάμα, μείωση της
εξερευνητικής διάθεσης, άρνηση να πάει μόνο του για ύπνο, στροφή της δραστηριότητάς του
στην αναζήτηση της μητέρας και απόρριψη οποιουδήποτε προσώπου αναλάβει τη φροντίδα
του πλην της μητέρας. Γίνεται όλο και εντονότερο μέχρι την ηλικία των 18 μηνών και μετά
αρχίζει βαθμιαία να υποχωρεί, για να εξαφανισθεί περί το τέλος της προσχολικής ηλικίας,
πράγμα που εξαρτάται από το πότε το παιδί θα μπορεί να καταλάβει ότι η σχέση με τη
μητέρα δεν διακόπτεται με τη φυσική της απουσία και ότι αυτή η απουσία είναι προσωρινή.
Τα αγόρια ίσως δείχνουν μεγαλύτερο άγχος αποχωρισμού, το οποίο υποχωρεί κάπως
αργότερα από ό,τι στα κορίτσια, διότι η νοηματική τους ανάπτυξη είναι πιο αργόσυρτη.
Το παιδί έχει μεγάλη ανάγκη τη μητέρα του, ιδιαίτερα τα πρώτα 3-4 χρόνια και μέχρι την
ηλικία των 12 ετών. Απομόνωση νεαρών πιθήκων ρέζους από τη μητέρα και τα αδέλφια τους
προκαλεί κατά την ενηλικίωση απόσυρση, σεξουαλική ανικανότητα, εξαφάνιση του γονεϊκού
ορμέμφυτου (Harlow and Griffin 1965). Όσο παρατείνεται ο θηλασμός τόσο μεγαλύτερος
είναι αργότερα ο δείκτης ευφυΐας του παιδιού (Lucas et al 1992). Υψηλά ποσοστά μητρικής
αποστέρησης κατά τη βρεφική ηλικία βρέθηκαν σε άτομα που στα 18 χρόνια παρουσίασαν
βίαιη συμπεριφορά και εγκληματικότητα (Raine et al 1994). Η εξουθενωτική καταδίωξη που
υφίσταται ο μητρικός ρόλος από τη σύγχρονη κοινωνία υποβάλλει το παιδί σε ισχυρές
ψυχοκαταπονήσεις, κυριότερη από τις οποίες είναι η μόνιμη ή παροδική μητρική
αποστέρηση λόγω εργασίας και/ή υπερβολικής ψυχαγωγίας της μητέρας. Η κακή φροντίδα
του βρέφους έχει περισσότερο αρνητικές συνέπειες στη μετέπειτα συναισθηματική και
κοινωνική του ωρίμανση παρά στη σωματική και τη διανοητική.
Τα μητρικά υποκατάστατα συνήθως είναι βρεφονηπιακοί σταθμοί. Ο εγκλεισμός έστω και
για λίγες ώρες κάθε ημέρα σε τέτοια ιδρύματα (Spitz 1945, 1946, 1965) δεν συνεπάγεται
μόνο μητρική αλλά καθολική οικογενειακή αποστέρηση, που την υποκαθιστά μία ψευδής,
κατασκευασμένη και γελοία «κοινωνική ζωή». Σε αυτούς τους στερητικούς χώρους τα
καταθλιπτικά από τη μητρική στέρηση βρέφη εμφανίζουν μεγάλη νοσηρότητα στις λοιμώξεις
και πολλές φορές μη αναστρέψιμες διαταραχές στη νοηματική, συναισθηματική και
γενικότερα ψυχική τους ανάπτυξη. Έχουν ήδη γίνει προτάσεις από παιδιάτρους και
παιδοψυχιάτρους για κατάργηση των βρεφικών, ίσως και των νηπιακών, σταθμών
(Pechstein 1976). Οι γονείς της μητέρας ή του πατέρα χρησιμοποιούνται επίσης ως μητρικά
129

υποκατάστατα. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες ο αριθμός των παιδιών που τα φροντίζουν οι
παππούδες κατά την απουσία των γονέων έχει αυξηθεί, και στις ΗΠΑ βρίσκεται στο 44%.
Δεν έχουν μελετηθεί οι επιπτώσεις στα παιδιά, αλλά οι επιπτώσεις στους ηλικιωμένους
φροντιστές είναι πέραν πάσης αμφιβολίας αρνητικές και σαφώς βλαπτικές για την ψυχική
τους υγεία. Αντιμετωπίζουν διπλάσιο κίνδυνο να πάθουν κατάθλιψη από συνομηλίκους τους
που δεν έχουν τέτοιες ευθύνες.
Η φυσιολογική ανάπτυξη του βρέφους έχει άμεση σχέση με την ποιότητα της γονεϊκής
φροντίδας που δέχεται. Μερικές εβδομάδες μετά τη γέννησή του το μωρό αναγνωρίζει τη
μητέρα του από τον ήχο της φωνής της, την οσμή της και τον τρόπο που το κρατά. Από τον
6ο μήνα αρχίζουν να εμφανίζονται συναισθηματικές και στοιχειώδεις κοινωνικές απαντήσεις
και η λειτουργία της ομιλίας. Όταν βρεθεί μπροστά σε καθρέφτη αναγνωρίζει το πρόσωπό
του και το ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο και αυτό σημαίνει ότι ήδη έχει διαμορφώσει
κάποια όρια του εαυτού του. Αρχίζει να ξεχωρίζει τους ξένους από τους γνωστούς, να
πλησιάζει τους γνωστούς και να αντιμετωπίζει τους ξένους με εκδηλώσεις φόβου και
συμπεριφορές αποφυγής, που οφείλονται στο άγχος αποχωρισμού από τη μητέρα. Περί το
1ο έτος αποκτά έλεγχο της κινητικότητάς του, κατακτά την όρθια στάση και αρχίζει το
βάδισμα. Σε αυτήν την ηλικία τα φυσιολογικά βρέφη έχουν αναπτυχθεί κοινωνικά τόσο ώστε
να επιδιώκουν και να καταφέρνουν να τραβούν την προσοχή των άλλων. Νιώθουν σίγουρα
για τον εαυτό τους και περήφανα για τα επιτεύγματά τους. Παίζουν ρόλους με επιτυχία και
έχουν την επιθυμία και την ικανότητα του ανταγωνισμού. Το αργότερο μέχρι το 3ο έτος το
παιδί πρέπει να ομιλεί και, αν δεν συμβεί αυτό, τότε είναι δύσκολο να αποκτήσει στο μέλλον
ανώτερες νοητικές ικανότητες. Στο τέλος αυτού του σταδίου τελειοποιεί τη δεξιότητά του να
τρώει μόνο του, καθώς επίσης να ελέγχει την ούρηση και την αφόδευσή του και προωθεί
ακόμη περισσότερο τη σωματική αυτονομία του. Σε αυτήν τη φάση γίνεται και η
κοινωνικοπολιτιστική εγκατάσταση του φύλου.
Στο δεύτερο εξάμηνο της ζωής του παιδιού εμφανίζεται ο φόβος των ξένων, τον οποίο ο
Spitz (1965) ερμηνεύει ως φόβο αποχωρισμού από τη μητέρα, άλλοι όμως υποστηρίζουν ότι
είναι φόβος έμφυτος με μεγάλη προστατευτική σημασία για το είδος. Εκτός από τον φόβο
των ξένων εμφανίζονται και άλλοι φόβοι, όπως γνωστών προσώπων που άλλαξαν
ενδυμασία και αντικειμένων που έρπουν (ακόμη και αν δεν είναι φίδια). Στα παιδιά αρκετές
φοβίες, όπως νυχτερινές φοβίες, φοβίες για ποικίλα φυσικά φαινόμενα κ.λπ., δεν πρέπει να
αξιολογούνται ως παθολογικές, αφού στην πραγματικότητα είναι φυσιολογικές εξελικτικές
φάσεις.

Από ψυχαναλυτική άποψη οι πρώτες συναισθηματικές εμπειρίες του βρέφους συνδυάζονται


με τις λειτουργίες του γαστρεντερικού σωλήνα –λήψη τροφής και αποβολή περιττωμάτων–
και σύμφωνα με τους ψυχαναλυτές δύο χαρακτηριστικά αναπτυξιακά στάδια εκδιπλώνονται
κατά τη διάρκεια αυτής της ηλικίας, το στοματικό και το πρωκτικό. Του στοματικού σταδίου
προηγείται ένα αρχαϊκό προστάδιο (Rank 1929) κατά το οποίο η ψυχή είναι πλήρως
αδιαφοροποίητη, χαραγμένη ίσως από τα ίχνη του ψυχοτραυματισμού κατά τη γέννηση.
Κατά το Στοματικό στάδιο (μέχρι το 1ο έτος) ο βλεννογόνος του στόματος, μέσα από την
επιτέλεση της λειτουργίας του θηλασμού και της κατάποσης, είναι κύρια πηγή ηδονής και
επίκεντρο των βιωματικών γεγονότων του βρέφους, η ψυχική ζωή του οποίου καθορίζεται
ολοκληρωτικά από τη σχέση του με την πρόσληψη τροφής. Ο θηλασμός δεν ικανοποιεί
μόνο την πείνα του αλλά, επειδή είναι ηδονογόνος, η μητέρα που προμηθεύει την τροφή
γίνεται το πρώτο αντικείμενο αγάπης. Η ικανοποίηση της πείνας από τη μητέρα σημαίνει
την ικανοποίηση της ανάγκης για αγάπη και συνδυάζεται με συναισθήματα ασφάλειας και
ευδίας. Η ματαίωση της ικανοποίησης της πείνας συνδέεται με τα πρώτα συναισθήματα
ανασφάλειας, τα οποία πυροδοτούν την ανάπτυξη στοματικής επιθετικότητας με
συμπεριφορές αρπαγής της τροφής, με αρπακτικότητα. Η καθήλωση σε αυτό το στάδιο
αντανακλά την εξάρτηση από τον τροφοδότη μαστό και είναι δυνατόν να οδηγήσει σε
συμπεριφορές εξάρτησης στις διαπροσωπικές σχέσεις αλλά και σε εξαρτήσεις από ουσίες
όταν οι σχέσεις με πρόσωπα είναι αδύνατες ή τραυματικές. Ίχνη αρχαϊκών φόβων
διάλυσης του σώματος, κατακερματισμού και κατάποσής του (από τη μητέρα)
αναπτύσσονται σε αυτό το στάδιο.
130

Κατά το Πρωκτικό στάδιο (2ο και 3ο έτος) το αίσθημα πληρότητος του ορθού, ο ερεθισμός
του βλεννογόνου του πρωκτού κατά τη διέλευση των κοπράνων και όλη η αφόδευση
αποτελούν μεγάλη πηγή ηδονής και σχηματίζουν το κέντρο της αυτοαντίληψης του
βρέφους, ενώ τα ίδια τα περιττώματα είναι αντικείμενα ηδονής. Η κυριαρχία πάνω στους
σφιγκτήρες είναι το μεγάλο πρόβλημα που επιβάλλεται για λύση κατά την περίοδο αυτή.
Μέσω της εκπαίδευσης στην καθαριότητα, η αφόδευση τίθεται υπό τον έλεγχο των γονέων
και του παιδιού. Η μητέρα ζητάει από το παιδί να θυσιάσει την ικανοποίηση που παίρνει
από την ελεύθερη αποβολή των κοπράνων για χάρη της ή για κάποια αμοιβή ή και για τα
δύο, χωρίς να απουσιάζει και η τιμωρία. Αυτή η εκπαίδευση απαιτεί μεγάλη προσπάθεια
από το παιδί και ο έλεγχος των σφιγκτήρων αποτελεί πραγματικό κατόρθωμα. Μέσα από
την προσπάθεια αυτή αναπτύσσεται η αίσθηση του εαυτού και διαμορφώνεται το υπερεγώ
ως «προσεκβολή του Id», αλλά με έναν τελείως διαφορετικό στόχο: όχι την ικανοποίηση
εδώ και τώρα αλλά γενικότερα τον κοινωνικό έλεγχο των παρορμήσεων, την οικοδόμηση
ενός συστήματος αξιών και μαζί την εδραίωση της αίσθησης του καλού και του κακού, με
μέσα την απαγόρευση ικανοποίησης ανεπίτρεπτων επιθυμιών, τη λογοκρισία, την τιμωρία
διά του αισθήματος της ενοχής και την επίδειξη φοβερής ανελαστικότητας σε ό,τι έχει
σχέση με εκπλήρωση καθήκοντος. Το παιδί αρχίζει να μαθαίνει να συνεργάζεται, να
αντιστέκεται και να αισθάνεται την ενοχή. Το πρωκτικό στάδιο έχει χαρακτηρισθεί και ως
σαδιστικό, επειδή το παιδί σε αυτήν την ηλικία διαθέτει αρκετές καταστροφικές δυνατότητες
λόγω της σωματοκινητικής του ανάπτυξης αλλά κυρίως λόγω της επίγνωσης που αποκτά
για τις σχέσεις εξουσίας στην οικογένεια. Στις συγκρούσεις με τους γονείς και με άλλα
άτομα του περιβάλλοντός του, λειτουργεί πάνω στη στάση «ή όλα ή τίποτα». Αρχέγονοι
φόβοι του σε αυτό το στάδιο είναι εκείνοι του φόνου, του ακρωτηριασμού ή της σύνθλιψης
του σώματός του. Καθήλωση σε αυτό το στάδιο θα οδηγήσει στη διαμόρφωση της
ψυχαναγκαστικής προσωπικότητας που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ευαισθησία στην
κριτική, ισχυρογνωμοσύνη, υπερευσυνειδησία, σχολαστικότητα, φειδωλότητα στο χρήμα,
τον χρόνο και το συναίσθημα. Μία τέτοια προσωπικότητα είναι αρκετά ευάλωτη στην
ανάπτυξη ψυχιατρικών προβλημάτων, όπως παρανοειδής ή ιδεοψυχαναγκαστική
συμπτωματολογία.

Κατά τον Erickson δύο ψυχοκοινωνικές κρίσεις καλείται να υπερκεράσει το άτομο κατά την
περίοδο αυτή:
Εμπιστοσύνη ή δυσπιστία (από τη γέννηση μέχρι και το 1ο έτος). Κατά τη φάση αυτή
διαμορφώνονται θεμελιώδεις σχέσεις με τη μητέρα ή με μητρικά υποκατάστατά της. Η
μητέρα, σε φυσιολογικές συνθήκες και όταν είναι μαζί του, είναι σε θέση να δημιουργήσει
σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί, το οποίο μαθαίνει και αισθάνεται ότι υπάρχει καλοσύνη
στους άλλους και στον εαυτό του. Αντίθετα, αν η μητέρα λόγω της απουσίας της δεν είναι
σε θέση να δημιουργήσει σχέση εμπιστοσύνης, το παιδί αισθάνεται την ύπαρξη μιας
«διαβολικότητας και κακίας» από τη μεριά του κόσμου.
Αυτονομία ή ντροπή και αμφιβολία (2ο έτος). Στις σχέσεις του με τους γονείς, το παιδί
αρχίζει να αναπτύσσει τα πρώτα σημεία αυτόνομης συμπεριφοράς τα οποία, αν
καλλιεργηθούν καταλλήλως από τους γονείς, θα ενισχύσουν την αναγνώριση της
αυτονομίας του που αργότερα, κατά την εφηβεία, θα του επιτρέψει να ξεπεράσει το
δύσκολο στάδιο της κρίσης ταυτότητας χωρίς μεγάλους κλυδωνισμούς, χωρίς αισθήματα
ντροπής και αμφιβολίας για τον εαυτό του.

Νηπιακή ηλικία (από το 3ο μέχρι το 6ο έτος). Είναι η περίοδος που το παιδί αρχίζει να
εγκαθιστά δυναμικές σχέσεις με τα άλλα μέλη της οικογένειας και βαθμιαία εντάσσεται στον
ιστό της ως πλήρες μέλος. Οι συναισθηματικές αντιδράσεις του είναι ισχυρές και οι εκρήξεις
οργής όταν ματαιώνονται οι επιθυμίες του δεν είναι σπάνιες. Αρχίζει να προσαρμόζει τη
συμπεριφορά του στις απαιτήσεις του οικογενειακού και κοινωνικού του περιβάλλοντος και
χρησιμοποιεί κυρίως τους γονείς του ως πρότυπα μίμησης συμπεριφορών. Κατακτά την
ικανότητα να διαμορφώνει τον εσωτερικό του κόσμο και να διατηρεί μυστικά που κρατά για
τον εαυτό του, ενώ ταυτόχρονα ανακαλύπτει ότι μπορεί να λέει ψέματα. Η εξάρτηση από
τους γονείς, πρόσωπα ισχυρά προς τα οποία το παιδί αναφέρεται και ταυτίζεται μαζί τους,
131

είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ομαλή ανάπτυξή του κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Αυτή η εξάρτηση αναπτύσσεται μέσα από διαδικασίες θετικής ή αρνητικής ενίσχυσης των
συμπεριφορών του, πράγμα που σημαίνει συνεχή καθημερινή ψυχοσυναλλαγή των γονέων
με το παιδί.
Σχεδόν το 90% των παιδιών αυτής της ηλικίας βρίσκονται σε νηπιαγωγεία. Πολλοί έχουν
την αυταπάτη ότι το νηπιαγωγείο είναι μια άλλη οικογένεια με τη μαμά-δασκάλα και τα άλλα
παιδιά αδελφάκια σε έναν χώρο που μοιάζει με σπίτι. Το νηπιαγωγείο είναι ένα δομημένο και
ψυχολογικό ψευδοπεριβάλλον με τεχνητή οικογενειακή και κοινωνική ατμόσφαιρα, με
εργαζόμενες γυναίκες εξαναγκασμένες από τις ανάγκες της ζωής να παίξουν
υποκατάστατους μητρικούς ρόλους, πολλές από τις οποίες έχουν υποστεί επαγγελματική
εξουθένωση (burned out). Πολλές φορές οι επιπτώσεις αυτών των γυναικών στην ψυχολογία
των παιδιών είναι σχεδόν καταστροφικές. Επειδή σε αυτό το στάδιο οι κινητικές δυνατότητες
του παιδιού αναπτύσσονται ραγδαία μέσα σ' έναν κόσμο γεμάτο παγίδες και κινδύνους, των
οποίων όπως είναι φυσικό δεν έχει εμπειρία, οι πιθανότητες ατυχημάτων από δηλητηριάσεις,
προσκρούσεις σε τζάμια, πτώσεις, εγκαύματα και ηλεκτροπληξίες, είναι εξαιρετικά μεγάλες. Η
απροσεξία των γονέων και οι σύγχρονες ατυχηματογόνες συνθήκες ζωής ευθύνονται σε
μεγάλο βαθμό γι' αυτά τα ατυχήματα.

Οι ψυχαναλυτές έχουν περιγράψει δύο σημαντικά αναπτυξιακά στάδια κατά τη νηπιακή


ηλικία, το Φαλλικό και το Οιδιποδικό (3ο έως 5ο έτος). Κατά το Φαλλικό στάδιο, που
βρίσκεται μεταξύ του τέλους του πρωκτικού και της αρχής του οιδιποδικού, το αγόρι
αναγνωρίζει κάποια σημασία στο πέος του και εστιάζει την προσοχή του σε αυτό, ενώ
αναπτύσσονται φαινόμενα αντιπαλότητας προς συγκεκριμένα πρόσωπα της οικογένειας.
Κατά το αμέσως επόμενο, το Οιδιποδικό στάδιο, το παιδί εκφράζει επιθυμία κατοχής του
γονέως του αντίθετου φύλου και αναπτύσσει εξ' αυτού ισχυρό μερικές φορές ανταγωνισμό με
τον γονέα του ιδίου φύλου. Λύση του σταδίου αυτού θα επέλθει όταν το παιδί ασυνείδητα
ταυτισθεί με τον αντίπαλο γονέα και εγκαταλείψει την επιδίωξη απόκτησης του ετερόφυλου
γονέα, για να τον «ανακαλύψει» και πάλι κατά τη σεξουαλική ενηλικίωση στα πρόσωπα
άλλων ανθρώπων. Καθήλωση σε πατρικά ή μητρικά πρόσωπα οδηγεί σε επιλογή
σεξουαλικών συντρόφων με συσσωρευμένες ομοιότητες προς τον αντίστοιχο γονέα. Ο
ισχυρότερος φόβος, και από τους πρώτους μεγάλους συγκεκριμένους φόβους που
αναπτύσσονται αυτήν την περίοδο, είναι εκείνος του ευνουχισμού. Το αγόρι φοβάται ότι θα
χάσει το πέος του, ενώ το κορίτσι, αφού αναγνωρίσει ότι δεν έχει πέος, φοβάται ότι μπορεί
να χάσει άλλα τμήματα του σώματός του. Ο φόβος αυτός μπορεί να εξελιχθεί σε σύμπλεγμα
(complex) και να εισχωρήσει στην ενήλικο ζωή πυροδοτώντας αδυναμία επιτελέσεως της
συνουσίας, συνοδευόμενη από φόβο του άλλου φύλου με συμπτώματα ανικανότητας στον
άνδρα και ψυχρότητας στη γυναίκα ή οδηγώντας σε σεξουαλικές διαστροφές. Σε αυτό το
στάδιο εμφανίζεται και το λεγόμενο πρώτο στάδιο της ατομοποίησης, το οποίο
χαρακτηρίζεται από τη διαφοροποίηση του παιδιού από τη μητέρα (Mahler and La Perriere
1965). Αν αυτό το στάδιο εξελιχθεί ομαλά, το παιδί αισθάνεται ασφαλές και αποκτά αρκετή
αυτοεμπιστοσύνη ώστε να δύναται να απομακρυνθεί από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον.

Κατά τον Erickson, το παιδί καλείται να υπερκεράσει στη διάρκεια αυτής της περιόδου την
ψυχοκοινωνική κρίση Πρωτοβουλία ή ενοχή (από το 3ο μέχρι το 5ο έτος). Οι σχέσεις του
εξαπλώνονται από τους γονείς προς στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Αν οι
πρωτοβουλίες του για εξερεύνηση του περιβάλλοντος και οι δημιουργικές δραστηριότητες
κατά κάποιον τρόπο αστοχήσουν (π.χ. αναχαιτισθούν ή αφεθούν να οδηγηθούν σε
επαναλαμβανόμενες αποτυχίες), τότε αναπτύσσεται μια διάθεση ενοχική για το επίπεδο των
πραγματώσεών του αλλά και των προθέσεών του.

Παιδική ηλικία (από το 6ο μέχρι το 12ο έτος). Η σωματική υγεία είναι καλή σε αυτήν την
περίοδο, αφού μειώνονται σημαντικά οι λοιμώξεις, τελειοποιείται σχεδόν πλήρως ο έλεγχος
των κινητικών λειτουργιών, αδρών και λεπτών, και το παιδί ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τις
αθλοπαιδιές. Η νοηματική, συναισθηματική και βουλησιακή ανάπτυξή του είναι ακόμη
μεγαλύτερη. Διαπλατύνεται το κοινωνικό περιβάλλον του, έξω από την οικογένεια ή τη
132

γειτονιά, ενώ το σχολείο με τους συμμαθητές και συνομηλίκους μπαίνει στο επίκεντρο των
ενδιαφερόντων του. Το κοινωνικό περιβάλλον έχει μεγάλη σημασία στην ανάπτυξη και
διατήρηση της αντίληψης που έχει το παιδί για τον εαυτό του και η επίδρασή του εκτυλίσσεται
μέσα από τις χαρακτηριστικές διαδικασίες της αντανάκλασης και της μίμησης. Κατά τη
διαδικασία της αντανάκλασης αποκτά αυτοαντίληψη μέσα από τις εκτιμήσεις που κάνουν για
το άτομό του πρόσωπα κλειδιά του αμέσου περιβάλλοντος (γονείς, συγγενείς, δάσκαλοι).
Κατά τη διαδικασία της μίμησης αποκτά μια αίσθηση του εαυτού του μιμούμενο τα πρόσωπα
αυτά.
Το σχολείο απορροφά ένα μεγάλο μέρος των ψυχοσυναισθηματικών στοιχείων του
παιδιού. Λειτουργεί στο πλαίσιο του μοντέλου λειτουργίας του εργοστασιακού πολιτισμού, με
κανόνες λειτουργίας, ωράριο έναρξης, λήξης και διαλειμμάτων, πειθαρχίας και τοποθέτησης
του κάθε παιδιού σε συγκεκριμένο χώρο, στο συγκεκριμένο θρανίο. Η επίδραση της
δασκάλας ή του δασκάλου είναι καταλυτική, αφού έχει απόλυτη κυριαρχία στην τιμωρία και
στην επιβράβευση, στην ανάδειξη των δυνατοτήτων του παιδιού ή στην καταστολή τους.
Όλοι οι δάσκαλοι είναι εργαζόμενοι μισθωτοί, οι περισσότεροι με χαμηλής ποιότητας
εκπαίδευση, οι οποίοι καταδυναστεύονται από αγωνία για την επιβίωση, ενώ η υποχρέωσή
τους να εφαρμόζουν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που επιβάλλεται από το υπουργείο
Παιδείας οδηγεί σε μια πτωχευμένη σχέση με τα παιδιά. Παρ’ όλα αυτά, τα θετικά στοιχεία
της φοίτησης στο σχολείο είναι οπωσδήποτε αδιαμφισβήτητα και ως προς τις γνώσεις που
θα αποκτήσει το παιδί αλλά και ως προς τις τεράστιες δυνατότητες κοινωνικότητας που του
προσφέρει. Ωστόσο η προσαρμογή του στο σχολείο εξαρτάται από την ποιότητα των
οικογενειακών του σχέσεων τόσο στο τρέχον διάστημα όσο και κατά τα προηγούμενα
ηλικιακά στάδια.
Ψυχικά τραύματα κατά την παιδική ηλικία παίζουν σημαντικό ρόλο, αιτιολογικό μερικές
φορές, στην εκδήλωση ψυχιατρικών καταστάσεων όχι μόνο κατ' αυτήν την περίοδο αλλά και
μετά την ενηλικίωση. Τα τραύματα αυτά είναι δυνατόν να προκληθούν από οδυνηρές
εμπειρίες (αιφνίδιος θάνατος στενού συγγενούς, ατυχήματα που προκαλούν στο παιδί
αναπηρίες) ή από παρατεταμένες και επώδυνες συμπεριφορές, όπως γονεϊκή αποστέρηση,
απόρριψη και προσβολή της αξιοπρέπειάς του, υπερπροστασία, υπερβολική πειθαρχία και
κακές εφαρμογές της, υπερβολική επιείκεια και υποχωρητικότητα προς το παιδί,
παρατεταμένη και επαναλαμβανόμενη ψυχολογική, σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση,
κ.λπ. Οι γονείς που παραμελούν, εγκαταλείπουν ή κακοποιούν τα παιδιά τους είναι ανώριμες
ή διαταραγμένες προσωπικότητες, συνήθως με χαμηλή μόρφωση και χαμηλά εισοδήματα, αν
και το φαινόμενο δεν απουσιάζει στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Παραμέληση, εγκατάλειψη,
ή κακοποίηση παιδιών είναι από τα σοβαρότερα προβλήματα της σύγχρονης
μεταβιομηχανικής εποχής και έχουν λάβει διαστάσεις επιδημίας. Τα άστεγα παιδιά στις ΗΠΑ
φθάνουν τις πεντακόσιες χιλιάδες, σαράντα χιλιάδες εξαφανίζονται κάθε χρόνο, 26%
παίρνουν ψυχοτρόπες ουσίες, 40% από αυτά τρώνε μόνα στο σπίτι. Το φαινόμενο είναι
συχνότερο στις υποβαθμισμένες συνοικίες των μεγαλουπόλεων. Στις φτωχές χώρες τα
παιδιά αποστερούνται τη μόρφωση και χρησιμοποιούνται ως φτηνό και χειραγωγήσιμο
εργατικό δυναμικό. Στις μεγαλουπόλεις της Βραζιλίας δολοφονούνται στους δρόμους κατά
δεκάδες, πιθανότατα για λήψη των οργάνων τους. Στην Αφρική στρατολογούνται και
εκπαιδεύονται ως φονιάδες στις εμφύλιες συγκρούσεις. Στην Ευρώπη γίνονται αντικείμενο
συγκεκαλυμμένης ή και απροκάλυπτης σεξουαλικής εκμετάλλευσης, ενώ στην Ταϊλάνδη
εξωθούνται συστηματικά στην πορνεία για την ικανοποίηση διεστραμμένων Ευρωπαίων ή
Αμερικανών τουριστών που συρρέουν εκεί με ειδικά ναυλωμένες πτήσεις. Ποτέ στην ιστορία
της ανθρωπότητας τα παιδιά δεν έχουν ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ όσο στη σύγχρονη εποχή,
που οι συνθήκες ζωής τα αποστέρησαν από τους γονείς τους.

Οι ψυχαναλυτές ονομάζουν αυτήν την περίοδο Λανθάνον στάδιο και υποστηρίζουν ότι είναι
μια περίοδος συναισθηματικής και ψυχοσεξουαλικής καταπράϋνσης και απαλλαγής από την
πίεση των ενστικτωδών ενορμήσεων των προηγούμενων φάσεων. Εμφανίζεται μετά τη λήξη
του οιδιποδικού σταδίου και τη δημιουργία στο Εγώ ηθικών και αισθητικών ορίων. Κατά την
περίοδο αυτή το παιδί εστιάζει την προσοχή του στην απόκτηση δεξιοτήτων στα μαθήματα
του σχολείου και γενικότερα στον έξω κόσμο. Ορισμένοι μηχανισμοί άμυνας, όπως η
133

μετουσίωση (sublimation) και η απώθηση (repression), εμφανίζονται κατά τη διάρκεια αυτής


της περιόδου (Μπεράτη 1990). Επίσης κατά την περίοδο αυτή ολοκληρώνεται η διαμόρφωση
του υπερεγώ και η ένταξη σε διάφορες ομάδες μέλος των οποίων αισθάνεται το παιδί. Η
αποτροπή του πειρασμού για αυνανισμό και του αισθήματος ενοχής που τον επενδύει
βρίσκεται στο επίκεντρο των συναισθηματικών επιδιώξεών του, προκαλώντας τελετουργικές
συμπεριφορές περί την καθαριότητα και άλλες καθημερινές δραστηριότητες, όπως η ώρα για
ύπνο, η διαδικασία του ντυσίματος, ο τρόπος βαδίσματος κ.λπ., με επαναληπτικό
χαρακτήρα. Ψυχιατρικές καταστάσεις όπως οι αγχώδεις και ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές
εμφανίζονται περί το τέλος αυτής της εποχής.

Σύμφωνα με τη θεωρία των ψυχοκοινωνικών κρίσεων του Erickson το παιδί καλείται να


επιλύσει την κρίση Παραγωγικότητα ή Κατωτερότητα. Δύναται να ολοκληρώνει τα
καθήκοντα που αναλαμβάνει και να παράγει έργο στον τομέα της γνώσης, των δεξιοτήτων
του, της άθλησης κ.λπ. Αν αυτές οι δραστηριότητες ενισχυθούν, θα ισχυροποιηθεί το
αίσθημα της επάρκειας ικανότητας και μεθοδικότητας για παραγωγή έργου. Αν αντίθετα
εξωτερικές παρεμβάσεις, π.χ. απαγορεύσεις ή υπερβολικές απαιτήσεις, εμποδίσουν αυτές
τις δραστηριότητες, θα εμφανισθεί ένα αίσθημα ανεπάρκειας που θα υποδαυλίσει μια
αυτοαντίληψη κατωτερότητας.

Εφηβεία (περίπου από το 12ο έως το 18ο έτος). Σωματικές, νοητικές, συναισθηματικές,
ψυχοσεξουαλικές και κοινωνικές αλλαγές με χαρακτήρα, μερικές φορές, ιδιαίτερα δριμύ
εκδιπλώνονται κατά την περίοδο αυτή. Ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη δεξιοτήτων, κυρίως
νοηματικών, παρατηρείται σε αυτό το στάδιο (βλ σχετικό κεφάλαιο), ενώ έχει σχεδόν
περατωθεί η σωματική ωρίμανση μέχρι το επίπεδο της ανατομικής, λειτουργικής και
αισθητικής τελειότητας. Η όλη διαδικασία συνοδεύεται από συναισθηματική αναστάτωση
(Rutter 1980), που εκδηλώνεται με απαισιοδοξία, θλίψη και εναντιωματική συμπεριφορά, ενώ
βαθμιαία εγκαθίσταται ένα αίσθημα ευθύνης και αυτοπεποίθησης. Αυτή η στροφή εγκαινιάζει
αυτό που οι ψυχαναλυτές ονομάζουν δεύτερη περίοδο της ατομοποίησης (η πρώτη τελειώνει
περί το τέλος του 3ου έτους) και χαρακτηρίζεται από την απομάκρυνση του παιδιού από
εσωτερικευμένα αντικείμενα, κυρίως το γονεϊκό δίπολο (Μπεράτη 1991).
Στα κορίτσια η πρώιμη εφηβεία δεν εισπράττεται πάντοτε ως πλεονέκτημα. Έχουν άγχος
και ανησυχία για τις σωματικές αλλαγές που βλέπουν να εκδηλώνονται στον εαυτό τους,
προσπαθούν να κρύψουν τους μαστούς τους και έτσι αλλάζουν τη στάση του σώματος. Στα
αγόρια που αργούν να φθάσουν στην εφηβεία υπάρχει ένα αίσθημα μειονεξίας σε σχέση με
τα άλλα αγόρια, επειδή υπολείπονται στη σωματική εμφάνιση. Ορισμένες ψυχιατρικές
καταστάσεις, όπως οι αγχώδεις διαταραχές, η αντικοινωνική συμπεριφορά, η εξάρτηση από
ψυχοδραστικές ουσίες και ένα μεγάλο μέρος των σχιζοφρενικών ψυχώσεων, εμφανίζονται
συνήθως κατά την εφηβεία.
Οι ορμονικές αλλαγές προκαλούν ραγδαίες μετατοπίσεις της σωματικής κατασκευής
και σηματοδοτούνται από την εμφάνιση των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου
(φωνή, τρίχωση, ανάπτυξη μυών στα αγόρια, κατανομή λίπους στα κορίτσια),
σπερματογένεση και έμμηνο ρύση με αναδιάταξη της σεξουαλικότητας, ισχυροποίηση του
σεξουαλικού ενδιαφέροντος και σαφή στροφή της προτίμησης στο άλλο φύλο (βλ. σχετικό
κεφάλαιο). Η αναζήτηση ερωτικού συντρόφου είναι σημαντικό κίνητρο για ποικίλες
συμπεριφορές και δραστηριότητες του εφήβου. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά την
τεράστια ισχύ της σε αυτήν την περίοδο, η σεξουαλική παρόρμηση υφίσταται την επίδραση
εξίσου ισχυρών αναστολών, όπως η αναζήτηση μεγάλου σκοπού και αποστολής στη ζωή,
πνευματικές και άλλες εσωτερικές αξίες.
Οι βασικές πολιτιστικές αξίες αποκτώνται κατά τα πρώτα αναπτυξιακά στάδια, αλλά
υφίστανται αναθεωρήσεις κατά την εφηβεία, κάτω από την επίδραση των συνομηλίκων και
των ιστορικοκοινωνικών περιστάσεων. Η στροφή του εφήβου προς μια σειρά ιδανικών, προς
την αναζήτηση της αυτονομίας του μέσω της δριμύτατης κριτικής, της λήψης απόλυτων
θέσεων και της απόρριψης των γονεϊκών μορφοειδώλων και των συγγενικών προς αυτά
προτύπων, δηλαδή των δασκάλων, της εξουσίας, των κοινωνικών θεσμών κ.λπ., γίνεται σε
μια παράλληλη προσπάθεια αναζήτησης του εαυτού του. Ο έφηβος εκδηλώνει μια ισχυρή
134

ροπή προς την ομαδική ζωή, αλλά ταυτοχρόνως αναζητά τη δική του ταυτότητα. Αυτή η
ροπή φθάνει στο απόγειό της περί το τέλος της εφηβείας· εκδηλώνεται με την ένταξή του σε
ποικίλες ομάδες, παρέες, οργανώσεις, ακόμη και συμμορίες, η τάση των οποίων για
βανδαλισμούς δεν είναι σπάνια. Η ομάδα δίδει την αίσθηση του ανήκειν, παρέχει ευκαιρίες
για την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, τρόπους εμφάνισης, επιλογής στυλ, είδους
μουσικής, ακραίας κόμμωσης κ.λπ. Πολλές ομάδες διαμορφώνουν μια δική τους
«κουλτούρα», η συμμόρφωση στην οποία είναι προϋπόθεση της ένταξης. Ηγετικές
φυσιογνωμίες της πολιτικής, της τέχνης ή του αθλητισμού χρησιμοποιούνται ως πρότυπα για
ταυτίσεις, με επιλογές όχι πάντοτε εύστοχες. Η έντονη αναζήτηση της συζήτησης και του
διαλόγου, κυρίως σε θέματα κοινωνικοπολιτικά, προκαλεί την ένταξη σε πολιτικές
οργανώσεις και τη συμμετοχή σε πρακτικές πολιτικού ακτιβισμού. Σε σπάνιες περιπτώσεις
ομαδοποίηση αυτού του φαινομένου μπορεί να προκαλέσει στην κοινωνία αλλαγές ιστορικού
μεγέθους, όπως συνέβη στη Γαλλία τον Μάιο του 1968. Ο έφηβος μετουσιώνει και
εξιδανικεύει αυτές τις τρεις τάσεις (σεξουαλική αναζήτηση, ομαδική ζωή, αναζήτηση ηγέτη)
τόσο πολύ, που πολλές φορές όλα τα σχετικά στοιχεία των αντίστοιχων συμπεριφορών
διαπλέκονται και καλύπτονται κάτω από ένα «παχύ στρώμα» αφηρημένων εννοιών,
ιδεολογιών, φιλοσοφικών μελετών, θρησκευτικών ενασχολήσεων και τελετουργιών.
Συνοπτικά είναι δυνατόν να λεχθεί ότι ο έφηβος είναι ένας ανιχνευτής «μεγάλων
πραγμάτων». Οι πραγματώσεις αρχίζουν λίγο αργότερα, αν και όχι πάντοτε, και πολλές
φορές όχι σύμφωνα με τις αρχικές προσδοκίες.
Όλη αυτή η κατάσταση, φορτισμένη από μια πρωτοφανή αναζωπύρωση της οιδιπόδειας
σύγκρουσης, προκαλεί μεγάλες εντάσεις και αναστατώσεις στην οικογενειακή ατμόσφαιρα
(Τσιάντης 1991). Ο χρόνος που ο έφηβος αφιερώνει στην οικογένεια υφίσταται δραστική
συρρίκνωση προκειμένου να μεταγγισθεί στην παρέα, αφού οι συνομήλικοι επενδύονται
πλέον με πολύ μεγαλύτερη σημασία, καθώς η συνεκτική ύλη που τους συνδέει δεν είναι πια
τα παιχνίδια αλλά οι κοινές ιδέες, τα είδωλα για μίμηση και τα ιδανικά με τα σύμβολά τους.
Ολόκληρο το φάσμα των προτιμήσεών του γίνεται πεδίο αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων
με τα άλλα μέλη της οικογένειας, κυρίως όμως με τους γονείς, και ιδιαίτερα με τον πατέρα.
Στην πραγματικότητα βέβαια τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά, γιατί στο βάθος οι αξίες, οι
πίστεις και τα κριτήρια ζωής των γονέων διατηρούνται στη συντριπτική πλειονότητα των
εφήβων και στις περισσότερες περιπτώσεις η ατμόσφαιρα στο σπίτι είναι σε γενικές γραμμές
αρμονική. Εξάλλου η ζωντάνια του εφήβου μπορεί να δώσει στους γονείς την ευκαιρία να
έρθουν σε επαφή με την τρέχουσα ζωντανή πραγματικότητα. Είναι σημαντικός ο ρόλος του
γονέα γιατί με την παρουσία του, χωρίς να εμπλέκεται σε αντιζηλίες και συγκρούσεις μαζί
του, δίνει τη δυνατότητα στον έφηβο να ακουμπήσει επάνω του, σε όλες τις φάσεις κατά τις
οποίες προσπαθεί να ανακαλύψει τον εαυτό του με την αμφισβήτηση, ακόμη και με την
επανάσταση (Τσιάντης 1991).

Σύμφωνα με τη θεωρία των ψυχοκοινωνικών κρίσεων του Erickson ο έφηβος καλείται να


επιλύσει την κρίση: Ταυτότητα ή σύγχυση ταυτότητας και να υπερκεράσει το πλέον
θυελλώδες ψυχοκοινωνικό πρόβλημα του, δηλαδή να βρει την ταυτότητά του ή να μην τη
βρει. Η έννοια της ταυτότητας είναι κατανοητή ως συναίσθηση της ενότητας του ατόμου, ως
αντιδιαστολή και συνάρτησή του με το περιβάλλον και την κοινωνία. Η ατομική ταυτότητα,
ωστόσο, συνδέεται με τη συλλογική, δηλαδή την εθνική και γλωσσική ταυτότητα, αλλά
κυρίως την κοινωνική, και ιδιαίτερα με την ταυτότητα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων
(θρησκευτικών, πολιτικών, αθλητικών και άλλων) μέσα από μηχανισμούς εμπιστοσύνης και
αφοσίωσης. Η κρίση που πρέπει να ξεπεραστεί, η περίφημη κρίση ταυτότητας, συνοψίζεται
στην έκφραση «να γίνει ο εαυτός του ή να μη γίνει». Επιδίωξη σχέσεων με ηγετικές φιγούρες
είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της κρίσης και σηματοδοτεί προσπάθειες πρόσκτησης
στοιχείων υψηλής αξίας. «Αρνητική ταυτότητα» είναι ένα σύνολο μη αρεστών στοιχείων του
εαυτού, τα οποία προβάλλονται στους άλλους και γίνονται αντικείμενο περιφρόνησης και
απόρριψης από το άτομο. Η ανάδυση του Εγώ, η ανακάλυψη της ταυτότητας και η πρώτη
οργανωμένη έκφραση του Εαυτού πολλές φορές εκδηλώνονται και με ισχυρές
συναισθηματικές αντιδράσεις που περιέχουν στοιχεία παθητικής ή ενεργητικής ανυπακοής
και αντίστασης σε εντολές, πράγμα που παίρνει χαρακτηριστικές μορφές στην οικογένεια και
135

στο σχολείο με ισχυρή ροπή για αποδέσμευση από την οικογένεια και εμπλοκή σε δυνητικά
επικίνδυνες πράξεις και συμπεριφορές.

Ωριμότητα. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου, που διαρκεί από την αρχή της τρίτης μέχρι
το τέλος της έκτης δεκαετίας της ζωής, το άτομο πραγματοποιεί και δημιουργεί
εκπληρώνοντας βιολογικά και ψυχοκοινωνικά καθήκοντα. Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι
ο βαθμός της ψυχικής υγείας του ανθρώπου καθορίζεται σημαντικά και από τον βαθμό που
θα κατορθώσει να εκπληρώσει τα θεμελιώδη καθήκοντα: το σεξουαλικό, που απαρτιώνεται
στη δημιουργία οικογένειας, το επαγγελματικό, που ολοκληρώνεται στην ανάπτυξη
δεξιοτήτων παραγωγής ανταλλάξιμων αγαθών και στη δυνατότητα συναλλαγής, και το
κοινωνικό, που επιστέγασμά του είναι η συμμετοχή στην κοινωνική ζωή και στο κοινωνικό
γίγνεσθαι. Κατά την ενηλικίωση ο άνθρωπος διέρχεται από τη μακροχρόνια και αργόσυρτη
εμπειρία της ατομοποίησης, της ανακάλυψης κρυμμένων πλευρών της προσωπικότητάς του.
Περί το τέλος αυτής της περιόδου η γυναίκα απαλλάσσεται από τις ευθύνες της φροντίδας
των παιδιών και επιδίδεται σε άλλες, κοινωνικού χαρακτήρα, δραστηριότητες. Η
εμμηνόπαυση με τις συναισθηματικές αναστατώσεις που τη συνοδεύουν προσδίδει ένα
ιδιαίτερο χρώμα σε αυτήν την περίοδο της γυναίκας (βλ. σχετικό εδάφιο στη σεξουαλικότητα).

Οι ψυχοκοινωνικές κρίσεις που το άτομο θα πρέπει να διαχειριστεί κατά την περίοδο αυτή
είναι δύο: Συντροφικότητα και αλληλεγγύη ή απομόνωση· και Δημιουργικότητα ή τελμάτωση
μέσα στην αυτοαπορρόφηση.
Η Συντροφικότητα και αλληλεγγύη ή απομόνωση χαρακτηρίζει την ενήλικο ζωή στην
αρχική φάση της. Οι διαπροσωπικές σχέσεις επιδιώκονται με στόχους την ανάπτυξη
φιλίας, την ολοκλήρωση της σεξουαλικότητας, την επίτευξη επαγγελματικής ή κοινωνικής
συνεργασίας για την επιτυχή έκβαση ανταγωνιστικών καταστάσεων. Συνοψίζεται στην
έκφραση «να χάσει τον εαυτό του και να τον βρει στον άλλον ή να μείνει μόνος».
Η Δημιουργικότητα ή τελμάτωση μέσα στην αυτοαπορρόφηση αντιστοιχεί στη μέση
ενήλικο ζωή. Το άτομο νιώθει ότι έχει ωριμάσει αρκετά ώστε να καθοδηγεί τους νεότερους,
ενώ οι σχέσεις με συνεργάτες στη δουλειά και στο σπίτι είναι το επίκεντρο των
ενδιαφερόντων του. Χαρακτηριστικό γνώρισμα και καθήκον αυτής της περιόδου είναι η
παραγωγικότητα και η φροντίδα των άλλων. Η αίσθηση ότι η προσφορά του δεν είναι
σημαντική ενδέχεται να δώσει μια εγωκεντρική στροφή στις ενέργειές του
προσανατολίζοντάς τες στην αυτοφροντίδα, στη σωματική ευεξία και στη συσσώρευση
υλικών αγαθών.

Το γήρας. Μετά την ολοκλήρωση και αυτών των πραγματοποιήσεων, παράλληλα με τη


βαθμιαία πτώση των βιολογικών δυνατοτήτων και λειτουργιών, ο άνθρωπος περνάει προς το
γήρας και τον θάνατο. Είναι μία δύσκολη πορεία αυτή στις σύγχρονες βιομηχανικές
κοινωνίες, σε μία εποχή που οι άνθρωποι είναι ανερμάτιστοι, πνευματικά απροετοίμαστοι και
παθολογικά φοβισμένοι από την προοπτική των γηρατειών και του θανάτου. Το γήρας είναι
περίοδος βιολογικής, ψυχολογικής, οικονομικής και κοινωνικής κάμψεως που εκδηλώνεται με
στάσεις και συμπεριφορές απόσυρσης και περιορισμού της συμμετοχής. Πτώση της
λειτουργικότητας των αισθητηρίων, μείωση της κινητικότητας, διαιτητική παραμέληση,
κατάθλιψη είναι μερικά από τα μεγάλα βιολογικά προβλήματα αυτής της ηλικίας. Από
πολλούς έχει υποστηριχθεί η άποψη για την ύπαρξη μιας συγγένειας μεταξύ γήρατος και
καταθλίψεως σε επίπεδο όχι μόνο ψυχολογικό αλλά και βιολογικό (Selye and Tuchener
1976). Στο γήρας παρατηρούνται σχεδόν όλοι οι βιολογικοί σηματοδότες της κατάθλιψης,
όπως πτώση εκκρίσεως της GH, μείωση της εκκρίσεως TSH μετά από χορήγηση TRH,
απώλεια του ύπνου χαμηλών κυμάτων (SWS) κ.λπ. Μέχρι την ηλικία των 25 ετών ο
εγκέφαλος χάνει μερικές χιλιάδες νευρώνες την ημέρα, από 25 μέχρι 45 ετών οι νευρώνες
που χάνονται ανέρχονται σε μερικές δεκάδες χιλιάδες την ημέρα, για να ξεπεράσουν τις 100
χιλιάδες ημερησίως από την ηλικία των 50 ετών και άνω. Στο προχωρημένο γήρας ο
εγκέφαλος έχει χάσει περίπου το 20% του βάρους του. Σε ψυχοδιανοητικό επίπεδο,
επιβραδύνεται τόσο η συσσώρευση όσο και η επεξεργασία του εισερχόμενου υλικού, που
οφείλεται στη μείωση του αριθμού και της διεγερσιμότητας των νευρώνων. Δεν πτωχεύουν
136

όμως όλες οι ψυχοδιανοητικές λειτουργίες κατά το γήρας· απεναντίας μερικές, όπως το


λεξιλόγιο και οι εμπειρίες, εμπλουτίζονται.
Από κοινωνική άποψη το πρώτο βήμα προς το γήρας γίνεται με τη συνταξιοδότηση, η
οποία, ως εγκατεστημένος πλέον κοινωνικός θεσμός συνοδός του βιομηχανικού πολιτισμού,
αποτελεί σημαντική στροφή στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων. Αντιπροσωπεύει
μεγάλες απώλειες για το άτομο τόσο στο εισόδημα όσο και στο κοινωνικό του επίπεδο και
συνοδεύεται από μεγάλες μεταβολές στη μορφή και το είδος της καθημερινής
δραστηριότητας, μεταβολές όπως αναδιάταξη του ωραρίου, αναδιαμόρφωση του καταλόγου
των ανθρώπων με τους οποίους συναντάται ο συνταξιοδοτούμενος και, όχι σπάνια, αλλαγή
κατοικίας. Η μεγάλη αύξηση του μέσου όρου ζωής έχει προκαλέσει σοβαρές μεταβολές στη
δημογραφική ισορροπία των κοινωνιών. Στην Ευρώπη σήμερα τα άτομα ηλικίας άνω των 65
ετών αποτελούν το 15% του πληθυσμού με ισχυρές τάσεις αυξήσεως. Προβλήματα στους
κοινωνικούς μηχανισμούς παροχής συντάξεων, ιατρικής φροντίδας (οι ηλικιωμένοι
αποτελούν τη μεγάλη πλειονότητα των προσερχομένων στα εξωτερικά ιατρεία αλλά και των
εισαγομένων στις κλινικές) και άλλων παροχών είναι ήδη πολύ πιεστικά και σύντομα θα
καταστούν οξύτατα.
Οι άνθρωποι, καθώς εισέρχονται στο γήρας, αλλάζουν κοινωνικό προσανατολισμό και
από την κατεύθυνση της συμμετοχής σε κοινωνικές προσπάθειες και επιδιώξεις στρέφονται
προς μια αποσύνδεση από ενεργούς κοινωνικούς ρόλους και προς την εν γένει μείωση της
δραστηριότητάς τους (Cumming and Henry 1961). Η ανασκόπηση της ζωής, η περισυλλογή
και αναπόληση των πεπραγμένων, πολλές φορές ως μιας αλυσίδας χαμένων ευκαιριών και
απογοητεύσεων, οι αναμνήσεις και η επανεκτίμηση των περιστατικών που βιώθηκαν τα
περασμένα χρόνια είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της πορείας προς αυτήν την τελική περίοδο
(Butler 1963). Βαθύτατη υποσυνείδητη ή και συνειδητή πικρία –απόρροια της επίγνωσης, σε
προσωπικό επίπεδο πια, του βιολογικού νόμου της φθοράς και της παροδικότητας της
ζωής– πυροδοτεί ενίοτε μία κακότητα για τους νέους, την εντύπωση ότι η σύγχρονη νεολαία
βρίσκεται σε αποτελμάτωση και το αίσθημα ότι τίποτε αξιόλογο δεν μπορεί να γίνει μετά από
τους ανθρώπους της γενιάς τους. Τέλος ο άνθρωπος δοκιμάζει τη γεύση της απελπισίας και
της αναμονής του θανάτου. Σε αντίθεση με τις νεανικότερες ηλικίες, οι οποίες από τη φύση
τους λειτουργούν κυρίως προβλητικά προς το μέλλον μέσα από ένα πλέγμα προσδοκιών,
ελπίδων, σχεδίων, προγραμματισμού κ.λπ., στο γήρας η απελπισία φαίνεται να είναι η
μοναδική (αδιέξοδη) προοπτική σε σχέση με το μέλλον.
Η καλή σωματική και ψυχική υγεία όσων φθάνουν σε αυτήν την ηλικία σχετίζεται με
παράγοντες όπως: υψηλή μόρφωση και καλή οικονομική κατάσταση, μακροβιότητα των
γονέων τους, καλές οικογενειακές σχέσεις με γονείς και αδέλφια, ώριμοι μηχανισμοί άμυνας
όπως καταπίεση και αναβολή ικανοποίησης επιθυμιών, απουσία εξαρτήσεων κυρίως από
ηρεμιστικά, αλκοόλ και νικοτίνη και απουσία κατάθλιψης κατά το παρελθόν (Vaillant and Vail-
lant 1990). Ωστόσο πολλοί γέροντες απομένουν μόνοι σε έρημα σπίτια ή γηροκομεία χωρίς
τη συμπαράσταση των παιδιών τους, αφού η οικογένεια έχει πλήρως απεξαρθρωθεί.
Απαρτίζουν μία ομάδα που βρίσκεται σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση, με ασφυκτικά
περιορισμένη δυνατότητα για ανεξάρτητη ζωή. Το 30% των γερόντων σήμερα ζουν μόνοι,
πολλοί από αυτούς κοινωνικά αποσυρμένοι, και άλλοι σε γηροκομεία. Η φυσική
ευθραυστότητα στις νόσους αυξάνεται από την κακή διατροφή και την κατάθλιψη που φέρνει
η μοναξιά.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΠΕΡΑΤΗ ΣΤ. (1990). Ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού κατά την σχολική ηλικία. Ψυχιατρική, 1:220-223.
ΜΠΕΡΑΤΗ ΣΤ. (1991). Σχέσεις αντικειμένου στην εφηβεία. Ψυχιατρική 2:131-135.
ΤΣΙΑΝΤΗΣ Ι. (1991). Δυναμικές αλληλεπιδράσεις και διεργασίες στις σχέσεις εφήβου οικογένειας. Ψυχιατρική
2:111-117.

BARR CE, MEDNICK SA, MUNK-JORGENSEN P. (1990). Exposure to influenza epidemics during gestation and
adult schizophrenia. A 40-year study. Arch Gen Psychiatry 47:869-874.
BUTLER RN. (1963). The life review: an integration of the reminiscence in the aged. Psychiatry 26:25-76.
CUMMING M, HENRY WE. (1961). Growing Old; The Process of Disengagement. N.Y.
ERICKSON EE. (1956). The Challenge of Youth. New York. Garden City.
FREUD S. (1905). Three essays on the theory of sexuality. Standard Edition
137

FREUD Anna. (1966). Normality and Pathology in Childhood. Hogarth Press.


FREUD S. (1920). A General Introduction to Psychoanalysis. Boni and Liveright: NY
HARLOW HF, GRIFFIN G. (1965). Induced mental and social deficits in rhesus monkeys. In Osler SF and Cooke
RE. (Eds.) The Biological basis of mental retardation. John Hopkins Press: Baltimore.
HEPPER PG. (1989). Foetal learning: Imlications for Psychiatry? British Journal of Psychiatry 155:289-293.
LUCAS Α, MORLEY R, COLE TJ, LEESON-PAYNE C. (1992). Breast milk and subsequent intelligence quotient
in children born preterm. Lancet, 339:261-4.
MAHLER MS, La PERRIERE K. (1965). Mother-child interaction during separation-individuation. Psychanal
Quart 34:483-498.
MINDE K, BENOIT D. (1991). Infant Psychiatry: Its relevance to the general psychiatrist. Brit J Psychiatry
159:173-184.
RANK O. (1929).The Trauma of Birth (Dover, 1994),
PECHSTEIN J. (1976). Kinderarzliche Einwande gegen eine Vorverlegung der Schulpficht auf Funfjahrige. Arztin
23, 4-12.
PEIPER A. (1925). Sinnesemp findungen des kindes vor seiner geburt. Monatsschrift fürKinderheilkunde, 29:237-
241.
PIONTELLI Alessandra (1987). Infant observation from before birth. Int. J. Psycho-Anal. 68:453-463.
RAINE A, BRENNAN P, MEDNICK SA. (1994). Birth complications combined with early maternal rejection at age
1 year predispose to violent crime at age 18 years. Arch Gen Psychiatry 51(12):984-988.
RUTTER M. (1980). Emotional Development. in: Rutter M, ed. Scientific foundations of development in psychia-
try. New York: William Haneman Medical Books Limited.
SELYE H, TUCHENER B. (1976). Stress in relation to ageing and disease. In: Everitt A, Burgess J. (eds.) Hypo-
thalamus, Pituitary, and Ageing. Springfield, Ill. Charles Thomas.
SPITZ RA. (1945). Hospitalism: An Inquiry into the Genesis of Psychiatric Conditions in early Childhood. The
Psychoanalytic Study of Child, 1, 53-74.
SPITZ RA. (1946). The smiling response: a contribution to the ontogenesis of social relations. Genet. Psychol.
Monogr. 34:57-125.
SPITZ RA. (1965). The first year of life. Int. University Press. New York.
VAILLANT GE, VAILLANT CO. (1990). Natural history of male psychological health, XII: A 45-year study of pre-
dictors of successful aging at age 65. Am J Psychiatry 147(1):31-37.

17. ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ - ΥΠΝΟΣ

Η λειτουργική κατάσταση του εγκεφάλου του ανθρώπου καθορίζεται σε κάθε δεδομένη


χρονική στιγμή από ποικίλους παράγοντες: το αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο έχει φθάσει,
την εισερχόμενη πληροφορία από το σώμα και από το εξωτερικό περιβάλλον, προηγούμενες
εμπειρίες, κίνητρα (πείνα, σεξουαλικότητα, περιέργεια), μεταβολικούς και ορμονικούς
παράγοντες, λήψη φαρμάκων, σωματική ή ψυχική νόσο και τη φάση στην οποία βρίσκεται ο
κύκλος εγρήγορση - ύπνος. Ο κύκλος εγρήγορση - ύπνος είναι τμήμα ενός ευρύτερου
φαινομένου που εκτείνεται από το κώμα, που βρίσκεται στο ένα άκρο, μέχρι την αγωνία και
τον τρόμο, που βρίσκεται στο άλλο. Καθεμία από τις δέκα κλίμακες αυτού του φαινομένου
περιλαμβάνει διαστάσεις και ποιότητες τόσο χαρακτηριστικές, ώστε από μόνη της είναι σε
θέση να αποτελέσει ιδιαίτερο πεδίο μελέτης. 1. Αγωνία – Τρόμος, 2. Άγχος – Φόβος, 3.
Έξαψη, 4. Επαγρύπνηση, 5. Ήρεμη εγρήγορση, 6. Αποχαύνωση, 7. Υπνηλία, 8. Λήθαργος,
9. Ύπνος, 10. Κώμα.

ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ. Η κατάσταση εγρήγορσης, ετοιμότητας και ευαισθησίας του οργανισμού στα


εξωτερικά ερεθίσματα παίζει σημαντικό ρόλο στις δυνατότητες παρέμβασης στο περιβάλλον
και αποδοτικότητας των προσαρμοστικών λειτουργιών του, αφού καθορίζει την αισθητηριακή
και αντιληπτική δυνατότητα, από την απαγόρευση εισόδου ερεθισμάτων μέχρι την
πληροφοριακή υπερφόρτωση. Η εγρήγορση και η συνείδηση είναι λειτουργικά συστήματα
στενά συνδεδεμένα και υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκονται στις επιλεκτικές διαδικασίες της
προσοχής μέσα από μηχανισμούς αναστολής ή όδωσης της εισόδου αισθητηριακού υλικού.
Το ΗΕΓ της εγρήγορσης έχει γενικώς ταχύτερα κύματα άλφα (συχνότητα 8-12 c/sec) και βήτα
(συχνότητα 10-18 c/sec μέχρι 80), χαμηλότερου δυναμικού από εκείνο του ύπνου.
Ο προσανατολισμός είναι μία κατάσταση εγρηγορσιακή κατά την οποία το άτομο έχει
επίγνωση του χώρου και του χρόνου, και της πορείας που χαράσσει σε αυτές τις διαστάσεις.
Θεμελιώδες στοιχείο του προσανατολισμού είναι η επίγνωση της θέσης του σώματος στον
χώρο και των σχέσεών του με τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος. Ιδιαίτερη διάσταση
138

του προσανατολισμού στον χώρο αποτελεί ο προσανατολισμός στα πρόσωπα που


περιτριγυρίζουν το άτομο και έρχονται σε συνάφεια με αυτό.
Κατά την εγρήγορση, σε σχέση με τον ύπνο, ενεργοποιείται το συμπαθητικό σύστημα, με
αποτέλεσμα την αύξηση της συχνότητας καρδιακής λειτουργίας και αναπνοής και διαστολή
της κόρης του οφθαλμού. Επίσης αυξάνεται η ευαισθησία των αισθητηρίων οργάνων και
μειώνεται ο λανθάνων χρόνος αντιδράσεως. Ο Pavlov ονόμαζε αυτές τις εκδηλώσεις
«αντίδραση προσανατολισμού», συνώνυμο του όρου «αντίδραση εγρήγορσης», που την
όριζε ως την πρώτη απάντηση του οργανισμού σε οποιοδήποτε ερέθισμα, αντίδραση που
κατευθύνει το ζώο ώστε να γίνει το ερέθισμα αντιληπτό κάτω από τις ευνοϊκότερες συνθήκες.
Το 1949 οι Moruzzi και Magoun προκάλεσαν αποσυγχρονισμό του ΗΕΓραφήματος και
εμφάνιση «συμπεριφοράς εγρηγόρσεως» σε κοιμώμενο ζώο διά του αμέσου ερεθισμού της
«κεντρικής στήλης» του εγκεφαλικού στελέχους. Σήμερα είναι αποδεκτό ότι ο δικτυωτός
σχηματισμός του εγκεφαλικού στελέχους παίζει κεντρικό ρόλο στην εγρήγορση και τη
διαμόρφωση των επιπέδων της συνείδησης. Η εγρήγορση διατηρείται διά του ανιόντος
ενεργοποιητικού δικτυωτού σχηματισμού. Ο θαλαμικός δικτυωτός σχηματισμός παίζει επίσης
ρόλο στη διατήρηση της εγρήγορσης. Ο ανιών δικτυωτός σχηματισμός βρίσκεται σε
ανταγωνιστική σχέση με το σύστημα αναστολής του δικτυωτού σχηματισμού. Αυτά τα δύο
συστήματα έχουν μία ρυθμικότητα στην αλληλοδιαδεχόμενη επικράτηση των τόνων τους, η
οποία εκδηλώνεται παράλληλα με τη διαδοχικότητα της επικράτησης των τόνων
συμπαθητικού και παρασυμπαθητικού.
Κατά τον Eysenck, το είδος προσωπικότητας του ατόμου χαρακτηρίζει τον τύπο
εγρήγορσης. Οι ενδοστρεφείς συμπεριφέρονται από πολλές απόψεις ως να ευρίσκονται σε
χρόνια εγρήγορση, με ισχυρότερες αντιδράσεις στο άλγος και ταχύτερους ρυθμούς στο ΗΕΓ.
Τα αγχώδη και γενικότερα τα νευρωσικά άτομα έχουν επίσης υπερδραστήρια συστήματα
εγρήγορσης.

Ο ΥΠΝΟΣ. Ο ύπνος είναι μια περιοδική, αναστρέψιμη φυσιολογική κατάσταση


χαρακτηριζόμενη από απώλεια της εγρηγόρσεως και της συνειδήσεως, εκσεσημασμένη
καταστολή της αισθητικότητος, χάλαση του μυϊκού τόνου και περιορισμό των κινήσεων σε
ένα ελάχιστο επίπεδο, μείωση των αναπνοών, των καρδιακών παλμών, πτώση της
αρτηριακής πιέσεως, μείωση του μεταβολισμού και χαρακτηριστικά ΗΕΓραφικά φαινόμενα.
Συνοδεύεται δε από μια εξόχως ενδιαφέρουσα ψυχοδιανοητική δραστηριότητα, που
εκφράζεται κυρίως με τα όνειρα. Στη συνείδηση των ανθρώπων, ο ύπνος είναι το σύνορο
δύο κόσμων. Καθώς περιορίζει σπουδαίες λειτουργίες του οργανισμού και τις αντιδράσεις
προς τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, δίνει μία πρόγευση του θανάτου. Και μαζί με το
όνειρο η συμβολή και η επίδρασή του στη σκέψη και στα συναισθήματα των ανθρώπων, στη
διαμόρφωση της ανθρώπινης κουλτούρας είναι τεράστια. Ο Ησίοδος χαρακτηρίζει τον ύπνο
αδελφό του θανάτου, αλλά ο Ηράκλειτος λέει ότι οι άνθρωποι ζουν όταν κοιμούνται ενώ είναι
πεθαμένοι όταν είναι ξύπνιοι. Αυτή η σχέση ύπνου και θανάτου απαντάται στις μυθολογίες
όλων των λαών, ίσως επειδή εκφράζει την ελπίδα ότι και ο θάνατος, όπως και ο ύπνος,
τελειώνει με αφύπνιση.

Η χρησιμότητα του ύπνου. Σε τι χρησιμεύει ο ύπνος; Στην ανάπαυση; Για την


εξοικονόμηση ενέργειας; Για τη διευκόλυνση της ανάπτυξης; Για την ενίσχυση του ανοσιακού
συστήματος; Για τη διευκόλυνση της μάθησης και τη βελτίωση της μνήμης; Παρά την
ευρύτατη γνώση που έχει κατακτηθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες περί τη φυσιολογία και
παθολογία του ύπνου, η τελεολογία του είναι άγνωστη εκτός από το ότι, γενικώς και
αορίστως, είναι απαραίτητος για την επανόρθωση των φθορών που υφίσταται ο οργανισμός
κατά την εγρήγορση. Ωστόσο τα ερωτήματα είναι πολύ περισσότερα από τις τεκμηριωμένες
απαντήσεις.
Πολύ ενδιαφέρουσα πάνω σε αυτό το θέμα είναι η άποψη των Koukkou και Lehmann. Η
ηλεκτροεγκεφαλογραφική ομοιότητα μεταξύ των σταδίων του ύπνου και των αναπτυξιακών
σταδίων του ανθρώπου οδήγησε στην άποψη (Koukkou and Lehmann 1983) ότι οι
καταστάσεις στις οποίες περιέρχεται ο εγκέφαλος κατά τη διάρκεια του ύπνου αντιστοιχούν
με καταστάσεις προηγούμενων αναπτυξιακών σταδίων του εν εγρηγόρσει εγκεφάλου κατά
139

την παιδική ηλικία, οι οποίες επαναλαμβάνονται. Δηλαδή ο ύπνος είναι μια παλινδρόμηση σε
προηγούμενα στάδια της ανάπτυξης που περιλαμβάνουν μνημονικό υλικό αλλά και
γνωσιακές τεχνικές επεξεργασίας της πληροφορίας. Όπως ο ενήλικας παρουσιάζει
δυσκολίες στην ανάκληση γεγονότων που συνέβησαν κατά τα πρώτα αναπτυξιακά στάδια
της ζωής του, κατά τον ίδιο τρόπο παρουσιάζει δυσκολίες στην ανάκληση των ονείρων και
των υπναγωγικών ψευδαισθήσεων της προηγούμενης νύχτας. Κατά τη διάρκεια του ύπνου
επιτελούνται επαναλαμβανόμενες λειτουργικές παλινδρομήσεις πρόσβασης σε πρωιμότερο
μνημονικό υλικό και γνωσιακές στρατηγικές που δεν είναι διαθέσιμες κατά την εγρήγορση,
επειδή έχουν απολεσθεί λόγω της λήθης. Η επαναλαμβανόμενη προσπέλαση
αποθηκευμένων αναμνήσεων, γεγονότων και εμπειριών που επιτελέσθησαν σε αυτά τα
στάδια και η μεταφορά τους σε ανώτερο επίπεδο δίδει την δυνατότητα επεξεργασίας τους
στο επίπεδο της συνείδησης. Πληροφορία που κάποτε αποκτήθηκε παραμένει έτσι χρήσιμη
στο άτομο και πολύ σημαντικές εμπειρίες του παρελθόντος τουλάχιστον εν μέρει
ενσωματώνονται στην εν εγρηγόρσει ζωή και είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν στον
χειρισμό προβλημάτων του παρόντος, πράγμα που έχει μεγάλη φυσιολογική και ψυχολογική
σημασία.

Δομή του ύπνου. Το 1937 έγινε από τον Loomis και τους συνεργάτες του η πρώτη μελέτη
των σταδίων του ύπνου με βάση ηλεκτροφυσιολογικά δεδομένα και διατυπώθηκαν τα
κριτήρια εκτίμησης του βάθους και των φάσεών του. Το 1953 οι Aserinsky και Kleitman κατά
τη διάρκεια του ύπνου παρατήρησαν φάσεις με ταχείες οφθαλμικές κινήσεις, συνοδευόμενες
από αποσυγχρονισμό του ΗΕΓ, χαμηλά δυναμικά και ταχείες συχνότητες. Αυτός ο ύπνος
ονομάσθηκε ύπνος ταχέων οφθαλμικών κινήσεων (Rapid Eye Movement Sleep, REMS), σε
αντίθεση με τον χωρίς οφθαλμικές κινήσεις ύπνο (Non Rapid Eye Movement Sleep, NREMS)
ή ορθόδοξο ύπνο.

Κατά τη διάρκεια του REM ύπνου, ο οποίος έχει ονομασθεί και παράδοξος,
ενεργοποιημένος, αποσυγχρονισμένος, ή ονειρικός, ανέρχεται η θερμοκρασία του σώματος
και η αρτηριακή πίεση, αυξάνεται η συχνότητα του καρδιακού ρυθμού και της αναπνοής, η
αιμάτωση του εγκεφάλου, η κατανάλωση Ο2 από τους ιστούς, και στους άνδρες εμφανίζονται
στύσεις (Hirshkowitz 1997). Η μυϊκή ατονία, σχεδόν πλήρης παράλυση, είναι σημαντικό
χαρακτηριστικό του REM ύπνου, που τον διαχωρίζει από τον NREM (Jouvet 1959), κατά τον
οποίο επιτελούνται κινήσεις ακόμα και στη φάση των βραδέων κυμάτων. Κατά τις αφυπνίσεις
από τον REM ύπνο αναφέρονται πολύ περισσότερες αφηγήσεις ονείρων από όσο από άλλες
υπνικές φάσεις. Τα όνειρα του REM ύπνου είναι περισσότερο παράξενα και χωρίς λογική,
ενώ τα όνειρα των άλλων φάσεων έχουν περιεχόμενο που σχετίζεται με τις περιστάσεις της
ζωής (Dement 1965). Ο REM ύπνος είναι συχνότερος στα μικρά παιδιά. Εμφανίζεται στο
έμβρυο μερικές εβδομάδες πριν από τη γέννηση (Dreyfus-Brisac 1979) και στα βρέφη
καταλαμβάνει το 50% του συνολικού ύπνου, για να πέσει στο 20-25% κατά την ενήλικο ζωή
και 20% κατά το γήρας. Η ποσότητα του REM ύπνου μειώνεται με τη χρήση τρικυκλικών,
βενζοδιαζεπινών και φαινελζίνης, ενώ αυξάνεται με τη χρήση ρεσερπίνης. Αύξηση του REM
ύπνου παρατηρείται μετά από μια στρεσογόνο περίοδο, στενοχώρια ή έντονη μαθησιακή
διαδικασία, και γενικώς μετά από γεγονότα που φορτίζουν συναισθηματικώς κατά τη διάρκεια
της ημέρας (Greenberg 1981). Ο REM ύπνος έχει ίσως κάποια ειδική ψυχολογική σημασία
στον χειρισμό της πληροφορίας από τον εγκέφαλο όχι μόνο με την άμεση επιλογή, τον
διακανονισμό και την αξιοποίηση των εμπειριών της ημέρας, αλλά ακόμη μέσα από τη
βελτιστοποίηση και τη σύνδεση μεταξύ τους παλαιών και νέων εμπειριών. Η βελτίωση της
μνημονικής λειτουργίας είναι, μαζί με τα όνειρα και τη μυϊκή ατονία, βασικές παράπλευρες
λειτουργίες του REM ύπνου.

Το μεγαλύτερο όμως μέρος του ύπνου διανύεται χωρίς ταχείες αλλά με ήπιες εκκρεμοειδείς
οφθαλμικές κινήσεις (NREM ύπνος ή βραδύς ύπνος). Η καρδιοαναπνευστική λειτουργία είναι
σταθερή και σε μάλλον χαμηλούς ρυθμούς και το ΗΕΓ δείχνει βραδέα κύματα διακοπτόμενα
από παροδικές εισβολές κυμάτων συχνότητος 12-14 c/sec, που είναι γνωστά ως άτρακτοι,
καθώς και συμπλεγμάτων Κ τα οποία είναι μεμονωμένα οξύαιχμα κύματα που μοιάζουν με δ,
140

υψηλού δυναμικού, με απότομη εναλλαγή αρνητικής και θετικής φάσης, συνοδευόμενα από
βραχείες υπνικές ατράκτους. Κατά τον NREM διακρίνονται τέσσερα στάδια.
 Στάδιο 1. Ο πλέον ελαφρύς ύπνος. Το ΗΕΓ χαρακτηρίζεται από χαμηλό δυναμικό
δραστηριότητας, εξαφάνιση των κυμάτων α (συχνότητα 8-12 c/sec) και παρουσία
διάσπαρτων κυμάτων θ (με συχνότητα 4-7c/sec).
 Στάδιο 2. Ουσιαστικά από αυτό το στάδιο αρχίζει ο ύπνος ως μετρίως βαθύς. Αυξάνεται
ο αριθμός των κυμάτων δ (συχνότητα μικρότερη των 4c/sec), αλλά παραμένει η
κυριαρχία των κυμάτων θ (με συχνότητα 4-7c/sec) και εμφανίζονται κατά ριπές άτρακτοι
στο ΗΕΓ συχνότητος περίπου 14κ/sec και συμπλέγματα Κ.
 Στάδιο 3. Βαθύς ύπνος. Τα κύματα γίνονται ακόμη βραδύτερα, κύματα δ, γύρω στους
2c/sec. Σπάνιες άτρακτοι. Τα κύματα με συχνότητα κάτω των 2c/sec καταλαμβάνουν το
20-25%
 Στάδιο 4. Πολύ βαθύς ύπνος. Τα κύματα με συχνότητα κάτω των 2c/sec υπερβαίνουν το
50%. Σπανιότατες, μεμονωμένες άτρακτοι.

Τα στάδια 3 και 4 αντιπροσωπεύουν τον πολύ βαθύ ύπνο, συχνά αναφέρονται ως


ύπνος δ (δέλτα) ή ύπνος βραδέων κυμάτων (slow wave sleep, SWS) και φαίνεται ότι έχουν
μεγάλη σημασία για τις διαδικασίες αποκατάστασης των ιστών που επιτελούνται κατά τον
ύπνο και συνδέονται με την ορμονική λειτουργία. Επίσης η κατά την εγρήγορση σχετική
υπεροχή του συμπαθητικού υποχωρεί, για να κυριαρχήσει σε αυτά τα στάδια πλήρως το
παρασυμπαθητικό. Το στάδιο 4 από το 20-30% του συνολικού ύπνου που καταλαμβάνει
κατά την παιδική ηλικία πέφτει στο 10-15% κατά την ενηλικίωση και στο 6% κατά τη μέση
ηλικία, για να μηδενισθεί σχεδόν κατά το γήρας.
Συνοπτικά η διάταξη των στοιχείων του ύπνου ακολουθεί την εξής διαδικασία: Καθώς
έρχεται η υπνηλία, εμφανίζεται μυοχαλάρωση και τα άλφα κύματα εξαφανίζονται βαθμιαία
από το ΗΕΓραφικό πεδίο. Τότε εισέρχεται ο ύπνος NREM και σε σύντομο χρονικό διάστημα,
όχι περισσότερο από 60 min και μερικές φορές λιγότερο από 30 min, βαθαίνει μέχρι το
στάδιο 4. Τα βαθιά στάδια 3 και 4 κυριαρχούν κατά τις πρώτες ώρες. Μία με δύο ώρες μετά
την έναρξη του ύπνου εμφανίζεται, ως «εγκεφαλική θύελλα», ο πρώτος REM ύπνος και αυτό
συμβαίνει κάθε περίπου 90 min, γύρω στις έξι φορές καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας. Η
διάρκεια της κάθε REM περιόδου είναι 5-30 λεπτά και κάθε φορά είναι μεγαλύτερη από την
προηγούμενη REM περίοδο, για να λάβει τη μεγαλύτερη διάρκειά της γύρω στα ξημερώματα.
Θέματα που σχετίζονται με τον χρόνο επελεύσεως του ύπνου, τη διάρκειά του, την
υποκειμενική και αντικειμενική ανάγκη για ύπνο, τις σχέσεις ύπνου και ορμονικής
λειτουργίας, βρίσκονται υπό έρευνα. Αναφορικώς με το ορμονικό σύστημα αναστέλλεται,
κυρίως στα στάδια 3 και 4, η έκκριση της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης και της κορτιζόλης και
οδώνεται η έκκριση της προλακτίνης και της αυξητικής ορμόνης. Ειδικότερα φαίνεται ότι οι
λειτουργίες του ύπνου και της έκκρισης κορτιζόλης έχουν πορεία παράλληλη. Οι
συγκεντρώσεις της κορτιζόλης στο πλάσμα είναι σε χαμηλά επίπεδα κατά το πρώτο μέρος
του νυκτερινού ύπνου, ο οποίος κυριαρχείται από επεισόδια ύπνου βραδέων κυμάτων
(SWS). Κατά τις τελευταίες ώρες του ύπνου τα επεισόδια εκκρίσεως κορτιζόλης είναι
συχνότερα και όσο προχωρεί ο ύπνος τόσο ανέρχονται και έτσι αυξάνονται οι συγκεντρώσεις
της στο πλάσμα. Όσο όμως προχωρεί ο ύπνος τόσο αυξάνονται σε διάρκεια και τα επεισόδια
REM ύπνου (Alford et al 1973). Αυτά τα ευρήματα ωστόσο έχουν αμφισβητηθεί από άλλους
ερευνητές (Born et al 1986), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο REM ύπνος καταστέλλει την
έκκριση κορτιζόλης, ενώ ο SWS λειτουργεί ως αρχικός πυροδότης για τη μετέπειτα έκκρισή
της κατά τη διάρκεια του ύπνου. Το βέβαιο είναι ότι όσο προχωρεί ο νυκτερινός ύπνος η
παραγωγή της κορτιζόλης αυξάνεται, για φθάσει στα ανώτερα επίπεδά της κατά τις πρωινές
ώρες λίγο πριν από την αφύπνιση. Οι μεταβολές της ορμονικής λειτουργίας κατά τη διάρκεια
του ύπνου σχετίζονται με τις μεταβολές του ποσοστού θερμότητος που αποβάλλεται από το
σώμα και έτσι εξαρτώνται από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος.

Φυσιολογία και βιολογικό υπόστρωμα του ύπνου. Ο Pierron (1913) υποστήριξε ότι μία
ουσία που την ονόμασε υπνοτοξίνη συσσωρεύεται κατά τη διάρκεια της ημέρας και όταν
φθάσει σε ένα ορισμένο σημείο συσσώρευσης προκαλεί ύπνο, κατά τη διάρκεια του οποίου
141

αποδομείται. Ποτέ όμως δεν τεκμηριώθηκε αυτή ή οποιαδήποτε παρόμοια άποψη. Η


συμβολή του Pierron έγκειται στο ότι είναι ο πρώτος που μελέτησε τη φυσιολογία του ύπνου
κατά τρόπο σαφώς επιστημονικό. Και άλλες παρόμοιες θεωρίες κυκλοφορούσαν στις αρχές
του 20ου αιώνα, όπως ότι ο ύπνος προκαλείται από ανοξαιμία του εγκεφάλου ή από τη
συσσώρευση ουσιών όπως χοληστερόλη, διοξείδιο του άνθρακος, «ουροτοξίνες» κ.λπ. κατά
την ημέρα και αποδόμησή τους κατά τη νύχτα. Ωστόσο το 1967 κατορθώθηκε να προκληθεί
ύπνος σε κατσίκια στα οποία χορηγήθηκε εγκεφαλονωτιαίο υγρό κατσικιών που είχαν
υποβληθεί σε στέρηση ύπνου. Το 1982 απομονώθηκε ένα πεπτίδιο, ο «παράγων S», που
προκαλεί ύπνο. Νευρωνικές θεωρίες κυκλοφόρησαν επίσης κατά τις αρχές του 20ου αιώνα,
όπως ότι κατά τον ύπνο ομάδες νευρώνων παραλύουν, με αποτέλεσμα να καταργείται η
μεταξύ τους επικοινωνία. Σύμφωνα με άλλες νεότερες απόψεις (Muzur 2005), ο ύπνος
προκαλείται από τη συσσώρευση αδενοσίνης ως συνέπεια της αντιληπτικής υπερφόρτωσης
του εγκεφαλικού φλοιού και με τη μορφή του NREMS αρχίζει από τις πλέον επιβαρημένες
περιοχές του φλοιού και προχωρεί προς τον πρόσθιο υποθάλαμο, από όπου και
εξαπλώνεται. Όταν φθάσει στο χαμηλότερο επίπεδο 4 των βραδέων κυμάτων δ, και της
δραματικής μείωσης του εγκεφαλικού μεταβολισμού, προκαλείται συναγερμός από τα
θερμοστατικά συστήματα, λόγω του ότι η κατάσταση είναι απειλητική για τη ζωή, και ξεκινά
μια διαδικασία μερικής αφύπνισης που εκφράζεται ως ύπνος REM και η οποία κατευθύνει
τον οργανισμό προς την αποκατάσταση της θερμοκρασίας του σώματος. Στη συνέχεια αυτός
ο κύκλος επαναλαμβάνεται μερικές φορές στη διάρκεια της νύχτας.
Ο Pavlov υποστήριξε ότι ο ύπνος είναι αποτέλεσμα «ενδογενούς εγκεφαλικής
αναστολής» η οποία εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον εγκεφαλικό φλοιό, υποθέτοντας ότι
κάποια συνεχής νευρική ώση επιδρούσε στο νευρικό σύστημα και προκαλούσε υπνηλία, ενώ
ο Hess (1957) υποστήριξε ότι δεν είναι φαινόμενο αναστολής ή ανάπαυσης αλλά φαινόμενο
ενεργητικό. Με την πρόοδο της έρευνας διαπιστώθηκε ότι ορισμένοι εγκεφαλικοί μηχανισμοί
έχουν σχέση με τη ρύθμιση του επιπέδου εγρηγόρσεως. Το 1929 ο Constantin Von
Economo, επί τη βάσει παρατηρήσεων σε πάσχοντες από ληθαργική εγκεφαλίτιδα,
επεσήμανε την έντονη υπνηλία σε ασθενείς με βλάβη στον οπίσθιο υποθάλαμο, αϋπνία σε
ασθενείς με βλάβη στον πρόσθιο υποθάλαμο και υποστήριξε την ύπαρξη τοποθεσίας στον
εγκέφαλο υπεύθυνης για την επέλευση του ύπνου. Οι Moruzzi και Magoun (1949) διέκριναν
τη σημαντικότητα του ρόλου του δικτυωτού σχηματισμού. Το ανιόν ενεργοποιητικό δικτυωτό
σύστημα απλώνεται στον οπίσθιο, μέσο και πλάγιο υποθάλαμο και η αποενεργοποίησή του
οδηγεί σε ένα «κατρακύλισμα», από την εγρήγορση προς τη συνειδησιακή καταστολή και
τελικώς στον ύπνο. Λίγο αργότερα ο Hess (1957)προκάλεσε ύπνο διά ερεθισμού του
οπισθίου υποθαλάμου. Άλλοι μελετητές βρήκαν ότι τα σεροτονινεργικά συστήματα (έδαφος
της ΙV κοιλίας, ραφιαίοι πυρήνες) και ο πρόσθιος υποθάλαμος συνδέονται με την πρόκληση
ύπνου, ενώ τα νοραδρενεργικά συστήματα (π.χ. locus ceruleus) τον αναστέλλουν.
Το 1962 ένας αριθμός εθελοντών απομονώθηκαν σε ένα υπόγειο bunker του Δευτέρου
Παγκοσμίου Πολέμου κοντά στο Μόναχο. Τα ερεθίσματα από το εξωτερικό φυσικό
περιβάλλον μηδενίστηκαν. Ο τύπος ύπνου-εγρήγορσης των εθελοντών, παρ’ όλα αυτά,
διατήρησε έναν ρυθμό ελαφρώς μεγαλύτερο των 24 ωρών. Στους υπερχιασματικούς
πυρήνες, αμφοτεροπλεύρως, έχει απομονωθεί ένας βιορυθμικός βηματοδότης
επηρεαζόμενος από την εναλλαγή ημέρας - νύχτας, ο οποίος καθορίζει τους ρυθμούς υπνος
- εγρήγορση, θερμοκρασία του σώματος, παραγωγή κορτιζόλης, αυξητικής ορμόνης κ.λπ.
Όλοι αυτοί οι σχηματισμοί βρίσκονται σε κατάσταση διαρκούς αλληλεπιδράσεως και ο
εγκέφαλος λειτουργεί ως σύνολο στη ρύθμιση του κύκλου ύπνος-εγρήγορση. Ο εγκεφαλικός
φλοιός μάλλον δεν συμμετέχει στις λειτουργίες του κύκλου ύπνος - εγρήγορση. Στα
αποφλοιωμένα ζώα ο ρυθμός ύπνος - εγρήγορση φαίνεται να είναι κανονικός (Bard 1956).
Ωστόσο ο λεγόμενος προμετωπιαίος φλοιός (περιοχή που περιλαμβάνει πλαγιοπίσθιες
περιοχές, μετωπιαία οφθαλμικά πεδία και την περιοχή Broca) φαίνεται ότι παίζει σημαντικό
ρόλο στη διαμόρφωση του ύπνου SWS και επηρεάζεται από αυτόν.

Όνειρα και εφιάλτες. Η έλλειψη πειραματικών δεδομένων, ο απόλυτα προσωπικός


χαρακτήρας τους, η σύνδεσή τους με την παραδοξότητα, το μυστηριώδες, ίσως και το
προφητικό στοιχείο που γοητεύει τους ανθρώπους, δεν έχουν επιτρέψει τη διαμόρφωση ενός
142

επιστημονικώς αποδεκτού μοντέλου ερμηνείας των ονείρων (Muzur 2005). Κάποιες


προσπάθειες ψύχραιμης μελέτης του ονείρου και της ονειρικής εμπειρίας άρχισαν από τον
Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό τον 2ο αιώνα μ.Χ., του οποίου το έργο έχει εισχωρήσει στη
φροϋδική μελέτη (για τις μη επιστημονικές προσεγγίσεις του ονείρου βλ. κεφάλαιο
παραψυχολογία). Σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία, η τελεολογία του ονείρου συνίσταται
στην προστασία του ύπνου, την οποία επιτυγχάνει μεταμφιέζοντας εξωτερικά ερεθίσματα σε
συστατικά του ονείρου ή επιτρέποντας τη μεταμφιεσμένη έκφραση απαγορευμένου
ασυνείδητου υλικού. Η συγκάλυψη των απαγορεύσεων γίνεται μέσα από τους μηχανισμούς
του συμβολισμού και της αντικατάστασης.
Το όνειρο δομείται από υπολειμματικά υλικά της καθημερινότητας, υπό μορφή
αναμνήσεων των γεγονότων της περασμένης ημέρας, σε συνδυασμό με αρχέγονες και
ασυνείδητες επιθυμίες, ερωτικές διαθέσεις (Σαραντόγλου 2002) και ευχές. Ασήμαντες
καθημερινές ματαιώσεις επιθυμιών ενεργοποιούν στο όνειρο άλλες αρχέγονες μορφές
ανάλογων επιθυμιών που ματαιώθηκαν. ΗΕΓραφικά ευρήματα δείχνουν ότι ορισμένα κύματα
που αναδύονται κατά τη διάρκεια του REM ύπνου (τα λεγόμενα pontine-ventriculate-occipital
κύματα), είναι δυνατόν να αναδυθούν και σε NREM ύπνο ή ακόμη και κατά την εγρήγορση
και η εμφάνισή τους συνοδεύεται από ψευδαισθησιακή συμπεριφορά στα ζώα. Επί τη βάσει
αυτών των ευρημάτων υποστηρίζεται ότι αυτά τα κύματα αντανακλούν το ελάχιστο
νευρωνικό υπόστρωμα των ονειρικών εικόνων και ότι η εισβολή τους σε καταστάσεις
εγρήγορσης, όταν στο νευρωνικό υπόστρωμα υπάρχει και διαταραχή της σεροτονινεργικής
λειτουργίας, ίσως είναι υπεύθυνη για τα ψευδαισθητικά φαινόμενα που παρατηρούνται στη
σχιζοφρένεια και στις φαρμακευτικές ψυχώσεις (Fishman 1983).
Σύμφωνα με την άποψη των Koukkou και Lehmann (1983), η μετάβαση από την
εγρήγορση στον ύπνο δεν διακόπτει τη ροή της ψυχοδιανοητικής λειτουργίας, αφού το
ονειρεύεσθαι κατά τον ύπνο είναι ισοδύναμο του σκέπτεσθαι κατά την εγρήγορση. Η
ψυχοδιανοητική λειτουργία κατά τον ύπνο παρουσιάζει ασυνήθιστα χαρακτηριστικά όταν
συγκρίνεται με το σκέπτεσθαι κατά την εγρήγορση: βασίζεται στην εικόνα, είναι λιγότερο καλά
οργανωμένη, απομακρυσμένη από την πραγματικότητα, παράξενη, αλλά δεν παύει να έχει
σημασία για το άτομο, αφού το περιεχόμενό της αντανακλά την παρελθούσα ιστορία του και
την παρούσα κατάσταση των κινήτρων του (Greenberg 1981).
Από κλινική άποψη τα όνειρα δεν φαίνεται να έχουν σοβαρή διαγνωστική αξία, αν και ο
ρόλος τους στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία είναι θεμελιώδης (Freud 1900). Ένα όνειρο
είναι δυνατόν να δώσει την ευκαιρία να γίνει καλύτερα γνωστό ένα πρόβλημα του οποίου η
ύπαρξη ήταν άγνωστη ή με το οποίο το άτομο δεν είχε ασχοληθεί ποτέ μέχρι εκείνη τη
στιγμή. Η ερμηνευτική και προφητική αξία των ονείρων δεν είναι τεκμηριωμένη επιστημονικά
(«ο τοις ονείροις πιστεύων ως άπαν αδόκιμος»). Ενδέχεται τα όνειρα να παρέχουν
πληροφορίες για την κατάσταση της υγείας και να προειδοποιούν για επικείμενες ασθένειες ή
και για τη θεραπεία τους, αλλά δεν υπάρχει σοβαρή τεκμηρίωση αυτής της πανάρχαιης
ιατρικής απόψεως.
Η λησμοσύνη των ονείρων είναι ενδιαφέρον ψυχοφυσιολογικό φαινόμενο. Τα όνειρα που
περιγράφονται μετά την αφύπνιση είναι στην πραγματικότητα ανάκληση της πληροφορίας
που διεκπεραιώθηκε κατά τη διάρκεια του ύπνου (Koukkou and Lehmann 1983). Φαίνεται ότι
οι δυνατότητες μνημονικής αποθήκευσης κατά τον ύπνο δεν παρουσιάζουν καμία δυσκολία,
ωστόσο αμέσως μετά την αφύπνιση εμφανίζεται η δυσκολία ανάκλησης. Κατά τη διάρκεια
του REM ύπνου ο κοιμώμενος βρίσκεται σε μια παρηλλαγμένη και τροποποιημένη μορφή
συνείδησης, κατά την οποία οι μετωπιαίοι λοβοί είναι λιγότερο ενεργοποιημένοι ενώ το
μεταιχμιακό σύστημα είναι περισσότερο ενεργό. Στη διάρκεια όμως αυτού του ύπνου
μειώνεται σημαντικά η μακροχρόνια (long term) μνήμη, με αποτέλεσμα να λησμονούνται τα
όνειρα. Σχετικές και κάπως αντιφατικές μελέτες δείχνουν ότι η ανάκληση ονείρων είναι
ευκολότερο να γίνει όταν η αφύπνιση επιτελεστεί κατά τη διάρκεια του REM ύπνου ή αμέσως
μετά από αυτόν παρά αν γίνει κατά τη διάρκεια του SWS ύπνου κατά τα στάδια 2, 3 και 4
(Foulkes 1962). Κατά την ψυχαναλυτική άποψη τα όνειρα που λησμονήθηκαν στην
πραγματικότητα έχουν λογοκριθεί επειδή το περιεχόμενό τους απετελείτο από απαράδεκτα
και αγχογόνα στοιχεία.
143

Οι εφιάλτες αποτελούν έκφραση αναδύσεως συναισθηματικών αναστατώσεων που έρχονται


ως συνέπειες ισχυρών τραυματικών γεγονότων και απωθημένων συγκινησιακών βιωμάτων.
Διακρίνονται σε ονειρικούς και γνήσιους (Hartman et al 1987).
Ο ονειρικός εφιάλτης (nightmare) είναι ένα τρομακτικό παρατεταμένο όνειρο το οποίο
περιέχει απειλή για τη ζωή ή την αυτοεκτίμηση του ατόμου και προκαλεί αφύπνιση κατά τη
διάρκεια ενός εκτεταμένου REM ύπνου συχνά αργά τη νύχτα, προς το πρωί. Είναι μια πιο
ζωηρή, πιο «πραγματική», εκδοχή του κανονικού ονείρου με στοιχεία έντονης
συναισθηματικότητας. Έχει υποστηριχθεί ότι των ψυχωσικών επεισοδίων προηγούνται
περίοδοι με συχνούς εφιάλτες. Στους αλκοολικούς παρουσιάζονται χαρακτηριστικές
αφυπνίσεις υπό το κράτος εφιαλτών τρομακτικού χαρακτήρος με παραισθήσεις,
ψευδαισθήσεις, και διανοητική σύγχυση. Είναι δυνατόν οι ονειρικοί εφιάλτες να
αντιμετωπισθούν με μείωση του REM ύπνου διά της χορηγήσεως βενζοδιαζεπινών,
τρικυκλικών και αναστολέων της ΜΑΟ.
Ο γνήσιος εφιάλτης χαρακτηρίζεται από προσβολές άγχους στον ύπνο κατά τις οποίες το
άτομο ξυπνάει ξαφνικά νωρίς τη νύχτα από το στάδιο 3 ή 4 με έντονο φόβο, τρόμο, κραυγή
και αίσθημα πλακώματος στο στήθος (incubus) χωρίς να θυμάται ότι είδε κάποιο όνειρο
(Kales et al 1980). Μερικές φορές συνδυάζεται με επεισόδια υπνοβασίας. Κατά τη
μεσαιωνική δαιμονολογική ορολογία, incubator είναι ένας αρσενικός δαίμονας ο οποίος
βρίσκει την ευκαιρία να ασελγεί στα σώματα των κοιμωμένων γυναικών.
Ψευδαισθήσεις είναι δυνατόν να εμφανισθούν λίγο πριν από την έναρξη του ύπνου ή λίγο
μετά την αφύπνιση. Οι πρώτες ονομάζονται υπναγωγικές, οι δεύτερες υπνοπομπικές και
ανήκουν στην κατηγορία των ψυχοαισθητικών ψευδαισθήσεων, όπως τις ονόμασε ο Bail-
larger (1846). Συνήθως παρατηρούνται στη ναρκοληψία, αλλά φαίνεται ότι είναι αρκετά
διαδεδομένες στον γενικό πληθυσμό και δεν θα πρέπει καθαυτές να χαρακτηρισθούν ως
παθολογικά φαινόμενα (Ohayon et al 1996).

Ανάγκη για ύπνο. Αποστέρηση ύπνου. Κατά τη νεογνική ηλικία η διάρκεια του ύπνου
υπερβαίνει τις 18 ώρες/24ωρο, ενώ το έμβρυο φαίνεται ότι ευρίσκεται σχεδόν σε κατάσταση
διαρκούς ύπνου, για να ξυπνήσει κατά τον τοκετό. Κατά τη γεροντική ηλικία η διάρκεια του
ύπνου μειώνεται σημαντικά.
Οι ανάγκες των ανθρώπων για ύπνο παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις. Η μέση
ανάγκη ύπνου στον ενήλικα είναι περί τις 8 ώρες/24ωρο. Υπάρχουν περιπτώσεις ατόμων
που λειτουργούσαν ικανοποιητικά με συνολική διάρκεια ύπνου 1-2 ωρών. Ο Ναπολέων και ο
Τσου Εν Λαϊ κοιμούνταν γύρω στις 5 ώρες, αλλά ο Αϊνστάιν κοιμόταν πολλές ώρες. Οι
πάσχοντες από ψυχιατρικές διαταραχές, σε όλες σχεδόν τις νοσολογικές κατηγορίες,
παρουσιάζουν μείωση του συνολικού χρόνου ύπνου οφειλόμενη κυρίως στη μείωση του
ΝREM ύπνου, ενώ ο REM ύπνος διατηρείται, και ιδιαίτερα στις συναισθηματικές διαταραχές
είναι ηυξημένος (Benca et al 1992). Φαίνεται ότι η πρωινή έγερση που αποτρέπει την
εμφάνιση του μεγαλύτερου σε διάρκεια REM ύπνου προστατεύει από την κατάθλιψη ή
συμβάλλει στη θεραπεία της (Olders 2003). Πρακτικά ο χρόνος αφύπνισης για την επίτευξη
αυτού του στόχου πρέπει να συμπίπτει με την ανατολή του ηλίου ή να προηγείται ελαφρώς.
Αγρυπνία πέραν των 4 ημερών δεν έχει γίνει κατορθωτό να επιτευχθεί, διότι μετά από
κάποιο χρονικό διάστημα το άτομο υποκύπτει στον ύπνο, αφού βιώσει κάτι μεταξύ
υπναγωγικών ψευδαισθήσεων και παρανοειδούς ιδεασμού. Έχει όμως παρατηρηθεί ότι
στέρηση ύπνου και μετατόπιση της υπνικής φάσεως είναι δυνατόν να προκαλέσουν αλλαγές
του συναισθηματικού τόνου. Αυτό ίσως σημαίνει ότι μηχανισμοί εγρήγορσης - ύπνου
εμπλέκονται στην παθογένεση της κατάθλιψης και επομένως χειρισμοί στον ύπνο έχουν
επιπτώσεις στην πορεία της νόσου και είναι θεραπευτικώς αξιοποιήσιμοι μέσω της
αποκατάστασης διαταραγμένων σιρκαδιανών ρυθμών, που καλύπτουν τόσο την υπνική
λειτουργία όσο και τη συναισθηματική κατάσταση. Ο ψυχοτονωτικός ρόλος της αγρυπνίας
στις θρησκείες και στο πένθος κατά κάποιον τρόπο αποσαφηνίζεται μέσα στο πλαίσιο αυτών
των ευρημάτων (για τη θεραπευτική χρήση της υπνικής στέρησης βλ. σχετικό κεφάλαιο).
Μικρή διάρκεια ή κακή ποιότητα ύπνου μειώνουν την παραγωγικότητα και αυξάνουν τις
πιθανότητες ατυχήματος (για τις διαταραχές του ύπνου βλ σχετικό κεφάλαιο). Ο τεχνητός
φωτισμός έχει διαδοθεί πλήρως στις βιομηχανικές κοινωνίες και έχει μειώσει στο ελάχιστο
144

τον χρόνο ύπνου. Το φαινόμενο που έχει προκύψει δεν είναι μια προσωρινή (μία ή δύο
νύχτες) υπνική στέρηση αλλά μια χρόνια μερική στέρηση ύπνου. Πολλοί άνθρωποι
κοιμούνται πολύ αργά και ξυπνάνε κατά μέσον όρο 5,5-6,5 ώρες αργότερα για την εργασία
τους. Πολλοί επίσης εργάζονται τη νύχτα και κοιμούνται την ημέρα. Η απώλεια ωρών
νυχτερινού ύπνου σε χρόνιο επίπεδο αλλοιώνει την παραγωγή των υποφυσιακών ορμονών,
προκαλεί αύξηση όχι μόνο της πρωινής αλλά και της απογευματινής κορτιζόλης, με συνέπεια
την ευόδωση της αντίστασης στην ινσουλίνη, ανατρέπει την ισορροπία συμπαθητικού –
παρασυμπαθητικού, με επιπτώσεις σε λειτουργίες όπως παραγωγή ινσουλίνης και
απελευθέρωση λεπτίνης και κίνδυνο παχυσαρκίας και διαβήτη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΡΤΕΜΙΔΩΡΟΣ ο Δαλδιανός. (2ος μ.χ. αιώνας). Περί Ονειροκρισίας.
ΣΑΡΑΝΤΟΓΛΟΥ Γ. (2002). Περί του “Ονειρωγμού” (ήγουν του ερωτικού ονείρου) στην ελληνορωμαϊκή
αρχαιότητα. Τετρ Ψυχιατρ 77:101-110.

ALFORD FP, et al. (1973). Temporal patterns of integrated plasma hormone levels during sleep and wakeful-
ness. I.Thyroid-stimulating hormone, growth hormone and cortizol. J Clin Endocrinol Metab 37:841-847.
ASERINSKY E, KLEITMAN N. (1953). Regularly occuring periods of aye motility and concomitant phenomena
during sleep. Science 118:274-274.
BAILLARGER M. (1846). Des hallucinations psycho-sensorielles. Annales Medico Psychologiques, 7:1-12.
BARD P. (1956). Medical Physiology. Mosby, St Louis.
BENCA RM, et al. (1992). Sleep and Psychiatric disorders–A meta-analysis. Arch Gen Psychiatry 49(8):651-668.
BORN J, et al. (1986). Night-time Plasma Cortizol Secretion is Associated with Specific Sleep Stages. Biological
Psychiatry 21:1415-1424.
DEMENT W. (1965). An essay on dreams: The role of the physiology in understanding their nature. In New Direc-
tions in Psychology, 2:135-257. New York, Holt.
DREYFUS-BRISAC C. (1979). Ontogenesis of brain bioelectrical activity and sleep organisation in neonates and
infants. In Human growth (Faulkner, F., Tanner, J., eds), Vol. 3.
FISHMAN LC. (1983). Dreams, hallucinogenic, drug states and schizophrenia: a Psychological and biological
comparison. Schizophr. Bull. 9:73-94.
FOULKES D. (1962). Dream reports from different stages of sleep. J Abn Soc Psychol 65:14-25
FREUD S. (1900). The Interpretation of Dreams. Standard Edition, vol 4. Strachey J (ed). London:Hogarth Press.
GREENBERG R. (1981). Dreams and REM sleep-An integrative approach. In Sleep Dreams and Memory (ed W.
Fishbein). Lancaster: MTP Press.
HARTMAN E, et al. (1987). Who has nightmares? Arch Gen Psychiat 44:49-56.
HESS WR. (1957). Functional Organisation of the Diencephalon. Grunne and Stratton. N.Y.
HIRSHKOWITZ M. (1997). Sleep-Related erections J Psychosom Res 42(6):515-516.
KALES JD, KALES A, SOLDATOS CR, et al (1980). Night terrors: Clinical characteristiscs and personality pat-
terns. Arch Gen Psychiatry 37:1413.
KOUKKOU M, LEHMANN D. (1983). Dreaming: The functional State-Shift Hypothesis. A Neuropsychophysiolog-
ical Model. Brit J Psychiatry 142:221-231.
LOOMIS AL, HARVEY EN, HOBART GA. (1937). Cerebral states during sleep as studied by human brain poten-
tials. J Exp Psychol. 21:127-144.
MORUZZI G, MAGOUN HW. (1949). Brain stem reticular formation and activation of the EEG. Clin. Neurophysiol.
1:433-455.
MUZUR A. (2005). Oward an integrative theory of sleep and dreaming. J Theoretical Biol 233:103-118.
OHAYON MM, PRIEST RG, CAULET M, GUILLEMINAULT C. (1996). Hypnagogic and Hypnopompic Hallucina-
tions: Pathological Phenomena? Brit J Psychiatry 169:459-467.
OLDERS H. (2003). Average sunrise time predicts depression prevalence. J Psychosom Res 55:99-105.
PIERON Henri (1913). Le Probleme Physiologique du Sommeil.
145

18. ΕΝΣΤΙΚΤΑ ΚΑΙ ΟΡΜΕΜΦΥΤΑ

Φιλότης επίφρων, […] αρμονίη θεμερώπις, στοργή.


Νείκος ουλόμενον, μαινόμενον, […] δήρις αιματόεσσα
Εμπεδοκλής

Το εσωτερικό περιβάλλον και η ομοιόσταση. Η έννοια του εσωτερικού περιβάλλοντος,


(millieu interieur), σε αντιπαραβολή με εκείνη του εξωτερικού περιβάλλοντος, προτάθηκε από
τον Claude Bernard τον 19ο αιώνα. Το εσωτερικό περιβάλλον αποτελείται από εξωκυττάρια
υγρά (ιστών, λέμφου, πλάσματος, αίματος) του οργανισμού, τα οποία, σε συνδυασμό και με
άλλους παράγοντες, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο ισορροπίας απαραίτητο για τη
διεκπεραίωση των λειτουργιών του. Σε καταστάσεις νόσου, καταπόνησης ή στέρησης το
εσωτερικό περιβάλλον διαταράσσεται. Η έννοια της ομοιόστασης (Cannon 1932) υπονοεί ότι
για να διατηρηθεί σταθερό το εσωτερικό περιβάλλον κινητοποιούνται ρυθμιστικοί
(ομοιοστατικοί) μηχανισμοί. Η θερμοκρασία του σώματος διατηρείται σταθερή μέσα σ’ ένα
φάσμα πολύ στενό, ακόμη και αν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος ποικίλλει σημαντικά.
Κατά τον ίδιο τρόπο και άλλες ζωτικές λειτουργίες, όπως η αναπνευστική και η καρδιακή, το
σάκχαρο του αίματος κ.λπ., διατηρούνται σε ισορροπία με τις εσωτερικές και τις εξωτερικές
ανάγκες του οργανισμού. Πολλές ασθένειες αντανακλούν μια διαταραχή ή κατάρρευση της
επιτέλεσης των ομοιοστατικών μηχανισμών.
Σε εξωτερικό επίπεδο ενστικτώδεις διεργασίες, αυτοματοποιημένες συμπεριφορές,
συνήθειες, προσαρμοστικές διαδικασίες και σκόπιμες εκούσιες ενέργειες κινητοποιούνται για
την επίτευξη της ομοιόστασης όταν ο οργανισμός έρχεται σε σχέση με το εξωτερικό
περιβάλλον. Η έννοια της ομοιόστασης είναι χρήσιμη και στη μελέτη της ανθρώπινης
146

ψυχολογίας, αν και κατά λιγότερο σαφή τρόπο από ό,τι στη φυσιολογία. Οι σωματικές
ανάγκες προκαλούν και ψυχολογικές αποκλίσεις, οι οποίες με τη σειρά τους κινητοποιούν
συμπεριφορές προς ανάληψη δράσης για αποκατάσταση της προηγούμενης ισορροπίας ή
για την επίτευξη κάποιας άλλης, καινούργιας. Όταν η απόκλιση αφορά ψυχοβιολογικούς
δείκτες (π.χ. πείνα, δίψα, κρύο, επιθυμία για συνουσία), η κινητοποίηση είναι κατανοητή.
Πολλές ωστόσο ψυχολογικές αποκλίσεις δεν σχετίζονται φανερά με μεταβολές βιολογικών
δεικτών και οι διαδικασίες αποκατάστασης ισορροπίας που κινητοποιούνται είναι εξαιρετικά
ασαφείς. Εξάλλου ασαφής είναι και η ίδια η έννοια της ψυχικής ισορροπίας.

Πόνος και Ηδονή. Αν εξαιρέσει κανείς την αναπαραγωγική δραστηριότητα, δεν υπάρχει
τίποτε πιο βασικό για την επιβίωση ενός είδους από την επιτυχία με την οποία τα μέλη του
πλησιάζουν ό,τι είναι ωφέλιμο και αποφεύγουν ό,τι είναι βλαπτικό. Έτσι, κατά την εξέλιξη,
αναπτύχθηκαν μηχανισμοί που αυξάνουν την πιθανότητα επαφής με ό,τι είναι αναγκαίο για
τη ζωή ή τη δυνατότητα αποφυγής παραγόντων κινδύνου. Η αναζήτηση ηδονής και η
αποφυγή πόνου είναι ζήτημα που δεν έχει απασχολήσει μόνο την πειραματική ψυχολογία.
Υπήρχαν πάντα ως θεμελιώδεις αρχές (η τιμή, το δέον και το όφελος, κατά Αριστοτέλη) που
καθορίζουν την ανθρώπινη δράση και αποτελούν το έδαφος μιας μεγάλης σειράς
φιλοσοφικών αναζητήσεων και ιδεολογικών αντιμαχιών. Στην εμπειρία του πόνου
περιλαμβάνονται και ψυχικοί παράγοντες, όπως συναισθήματα, γνωσίες, προσδοκίες κ.λπ.
Ως προς την υποκειμενική στάση απέναντι στο άλγος, υπάρχει μεγάλη ποικιλία μεταξύ των
ατόμων, που σχετίζεται με προηγούμενες εμπειρίες κ.λπ. Το αίσθημα της ηδονής σχετίζεται
με την ικανοποίηση πιεστικής σωματικής ανάγκης αλλά και ως συναίσθημα η ηδονή σημαίνει
μια ικανοποιούσα σχέση μεταξύ του Εαυτού και κάποιου σημαντικού αντικειμένου, συνήθως
ενός άλλου ανθρώπου.

Ενίσχυση, ανταμοιβή, ικανοποίηση. Η κοινή βάση των εννοιών αυτών βρίσκεται στο ότι
κατά την επίτευξη ενός στόχου υπάρχουν ερεθίσματα που διαμορφώνουν τη συμπεριφορά
προς την κατεύθυνση της επανάληψης. Οι θεωρητικοί της μάθησης βασίζονται σημαντικά
στην έννοια της ενίσχυσης για να ερμηνεύσουν τις μαθησιακές διεργασίες.
Η ενίσχυση είναι μηχανισμός διά του οποίου αυξάνεται η πιθανότητα επανεκδήλωσης
κάποιας προηγηθείσης συμπεριφοράς. Ως ενισχυτής μπορεί να θεωρηθεί κάθε γεγονός ή
ερέθισμα (εσωτερικό ή εξωτερικό) το οποίο προκαλεί ενίσχυση της συμπεριφοράς. Οι
ενισχυτές διακρίνονται σε πρωταρχικούς, όταν συνδέονται με την ικανοποίηση βασικών
βιολογικών αναγκών, και σε δευτερεύοντες, όπως το χρήμα, η εξουσία, η εκτίμηση των
άλλων, οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο είναι συναρτημένοι με κάποιον πρωταρχικό ενισχυτή
και έχουν όλες ή μέρος από τις ιδιότητές του (Hull 1943).
Η ανταμοιβή αναφέρεται σε διεργασίες που τροποποιούν τη συμπεριφορά έτσι ώστε αυτή
να δημιουργεί πλεονεκτήματα για τον οργανισμό. Κίνητρο και ανταμοιβή πρέπει να
εξετάζονται μαζί διότι, και τα δύο συνδεδεμένα, υπεισέρχονται βαθιά στις επιμέρους
ενέργειες των οργανισμών οι οποίες διαμορφώνουν την προσαρμοστική συμπεριφορά
τους.
Η ικανοποίηση είναι μία υποκειμενική κατάσταση που περιλαμβάνει θετικά συναισθήματα.
Είναι συνειδησιακό φαινόμενο και η ύπαρξή της βεβαιώνεται μέσα από την έκφραση του
υποκειμένου. Τα θετικά συναισθήματα συνοδεύονται από συμπεριφορές προσέγγισης, ενώ
οι συμπεριφορές αποφυγής κινητοποιούνται από απωθητικά αισθήματα ή αρνητικές
συναισθηματικές εμπειρίες. Επάνω σε αυτές τις συμπεριφορές κατέστη δυνατόν να
μελετηθεί η έννοια της ηδονής σε ζώα και ανθρώπους. Η ενίσχυση και η ικανοποίηση, ενώ
έχουν ως κοινή βάση την ανταμοιβή, διαφέρουν μεταξύ τους κατά το ότι η ικανοποίηση έχει
περισσότερα βιωματικά στοιχεία ενώ η ενίσχυση είναι περισσότερο τελεστική.

Ένστικτα. Όλοι οι βιολογικοί οργανισμοί υποχρεώνονται να έλθουν σε επαφή με το


περιβάλλον για να πετύχουν τη διατήρηση της ομοιόστασης και μετακινούνται σε αυτό
έχοντας σκόπιμη πρόθεση πυροδοτημένη από το ένστικτο. Ένστικτο είναι μια ειδική για κάθε
ζωικό είδος ώθηση για δράση, προσδιοριζόμενη από έμφυτους μηχανισμούς που υπάρχει σε
όλα τα ζώα του είδους και εκδηλώνεται ως βιολογική ανάγκη που απαιτεί ικανοποίηση. Έχει
147

βιολογική αφετηρία, ενεργειακές εφεδρείες που προκύπτουν από αυτήν και κατεύθυνση προς
ένα συγκεκριμένο στόχο. Το ζώο δεν μπορεί να αντισταθεί στην ορμή να πραγματοποιήσει
τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, η οποία εμφανίζεται σε κάποιο από τα αναπτυξιακά στάδια
και πυροδοτείται από κάποιο γεγονός που επιτελείται στο περιβάλλον. Αφορά συμπεριφορές
ανεξάρτητες από τη μάθηση, για τις οποίες δεν απαιτείται εξάσκηση και εκπαίδευση, με
κατεύθυνση συγκεκριμένη και εκφράζεται κατά τρόπο αναγκαστικό, σταθερό και στερεότυπα
επαναλαμβανόμενο, αυτοματοποιημένο, μη τροποποιήσιμο και επιτακτικό. Θα έλεγε κανείς
ότι οι ενστικτώδεις και οι αντανακλαστικές αντιδράσεις είναι εκδηλώσεις βιολογικά ανάλογες,
μόνο που οι πρώτες είναι πολύπλοκες ενώ οι δεύτερες είναι απλές.

Ο Mc Dougal (1926), στην κλασική επιχειρηματολογία του για τα ένστικτα, εισηγήθηκε την
ορμική ψυχολογία η οποία δίδει έμφαση στη σημασία των ενστικτικών παρορμήσεων που
ανώτατο αναπτυξιακό επίπεδό τους είναι η σκόπιμη αναζήτηση. Υποστήριξε ότι οι
ανθρώπινες σκέψεις, τα βιώματα και οι συμπεριφορές είναι αποτελέσματα ενστίκτων τα
οποία είναι γενετικώς καθορισμένα, αν και είναι δυνατόν να τροποποιηθούν διά της εμπειρίας
και της μαθήσεως. Περιέγραψε 14 ένστικτα, τα οποία είναι τα παρακάτω:
 Η φυγή, που συναισθηματικά επενδύεται από τον φόβο.
 Η αποστροφή, με την αηδία ως συναισθηματική της έκφραση.
 Η περιέργεια, που φέρνει την έκπληξη και βρίσκεται στη βάση της μάθησης.
 Η επιθετικότητα, που εκδηλώνεται με οργή, μίσος και θυμό.
 Το γονεϊκό ένστικτο, με την τρυφερότητα ως συναισθηματική του έκφραση.
 Η κυριότητα ή ιδιοκτησία.
 Το αναπαραγωγικό ένστικτο.
 Ο συναγελασμός ή η κοινωνικότητα.
 Η δημιουργικότητα ή η κατασκευαστικότητα.
 Η υποχωρητικότητα και η αυτοϋποτίμηση.
 Η αυτοεπιβολή και η αυτοεπίδειξη.
 Το παιχνίδι.
 Το χιούμορ.
 Το γέλιο.

Οι εθολόγοι με το να δέχονται την ύπαρξη κεντρικών νευρωνικών συστημάτων ελέγχου, των


έμφυτων αποδεσμευτικών μηχανισμών, ουσιαστικά δέχονται την ύπαρξη βιολογικού
υποστρώματος των ενστίκτων, αλλά προτιμούν άλλους όρους, όπως «σύνθετες
συμπεριφορές βραδείας ωριμάνσεως» (late maturing complex behaviours), ή «ειδικές για το
είδος συμπεριφορές» (species specific behaviours).

Στην ψυχαναλυτική ορολογία ο όρος ένστικτο ενδεχομένως δεν έχει μεταφρασθεί εύστοχα
από τη γερμανική στην αγγλική και από αυτήν στην ελληνική. Ο όρος treibe, που
χρησιμοποίησε ο Freud, θα ήταν προτιμότερο να μεταφρασθεί ως drive ή impulse, δηλαδή
παρόρμηση, ενόρμηση ή ορμέμφυτο. Ο Freud θεωρούσε τα ένστικτα θεμελιώδεις κινητήριες
δυνάμεις της ανθρώπινης ζωής και υποστήριζε την ύπαρξη δύο μεγάλων ενστικτικών
ρευμάτων, του έρωτα ή της σεξουαλικότητας (eros ή libido) και του θανάτου ή της
επιθετικότητας (thanatos ή destrudo), που θυμίζουν έντονα την φιλότητα και το νείκος του
Εμπεδοκλή. Κατέληξε σε αυτήν τη διατύπωση μετά από μελέτη των φαινομένων του
σαδισμού και του μαζοχισμού (Freud 1920). Τα πρώτα κινητοποιούν προς την κατεύθυνση
της ηδονής και δι' αυτής προς την επίτευξη της αυτοσυντήρησης αλλά και της διαιώνισης του
είδους. Περιλαμβάνουν τις παραγωγικές και δημιουργικές τάσεις της ζωής, εκφραζόμενες
από τη libido, που είναι η σεξουαλικότητα και η περί αυτήν ενέργεια. Τα ένστικτα του θανάτου
ή επιθετικότητας περικλείουν τις καταστροφικές τάσεις που οδηγούν προς οτιδήποτε
βλαπτικό για τους άλλους ή για τον εαυτό και γενικότερα ωθούν τη ζωή σε αποδιοργάνωση
και διάλυση. Αυτά τα δύο ενστικτικά ρεύματα βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση και το καθένα
διακρίνεται από έναν ισχυρό καταναγκασμό για επανάληψη των πραγματώσεών του.
Ωστόσο δεν είναι ανεξάρτητα και διακεκριμένα το ένα από το άλλο σε καθαρές μορφές, αλλά
υπάρχει μεταξύ τους μια βαθιά και αμοιβαία διήθηση.
148

Ορμέμφυτα ή κίνητρα ή ορμές έχουν ονομασθεί οι παρορμητικές δυνάμεις που


κινητοποιούν τον οργανισμό για δράση, οδηγούν στην εκδήλωση και διαμόρφωση της
απαιτούμενης συμπεριφοράς για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, κατευθύνουν τη
δραστηριότητα προς ορισμένο στόχο και τη διατηρούν μέχρι να αλλάξουν οι συνθήκες που
την προκάλεσαν. Διαφέρουν από τα ένστικτα κατά το ότι είναι δυνατόν να αποκτηθούν και
μέσα από μαθησιακές διαδικασίες. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι επενδύονται με μια
ψυχική κατάσταση έντασης ή φόρτισης, η οποία στρέφει επιτακτικά το άτομο προς τη δράση.
Η δράση αυτή θα σταματήσει μόνον όταν ικανοποιηθεί η επιθυμία ή όταν ισχυρά εμπόδια την
αναχαιτίσουν.
Η πειραματική μελέτη των κινήτρων και ορμών στα ζώα γίνεται με τη δημιουργία
καταστάσεων στέρησης (τροφής, ύπνου, συνουσίας κ.λπ.). Η διαδικασία ανάπτυξης των
ορμέμφυτων σχηματικά έχει ως εξής: το αίσθημα της ανάγκης με τη μορφή στέρησης ή
έλλειψης γίνεται επιτακτικό και καταναγκαστικό· αναπτύσσεται και εγκαθίσταται η παρόρμηση
για ανάπτυξη δραστηριότητας· εκδηλώνεται στροφή της δραστηριότητας προς κάποιο
στοιχείο του περιβάλλοντος που θεωρείται στόχος (στοχοκατευθυνόμενη συμπεριφορά).
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ζώο καταβάλλει προσπάθειες, μερικές φορές πολύ μεγάλες, για
την επίτευξη του στόχου και αντιστέκεται σθεναρά σε αντίξοους ή απαγορευτικούς
παράγοντες. Η επίτευξη του στόχου επιφέρει ικανοποίηση της ανάγκης και κορεσμό, ο
οποίος προκαλεί αναχαίτιση της παρόρμησης. Αναχαίτιση της παρόρμησης μπορεί να γίνει
μόνον όταν ικανοποιηθεί η ανάγκη ή όταν η αντίσταση είναι τόσο μεγάλη ώστε το κόστος να
είναι μεγαλύτερο από το όφελος.

Συνοπτικά λοιπόν κάθε ορμή έχει δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα: πρώτον, ο οργανισμός
δεν διστάζει να καταβάλει προσπάθεια για να επιτύχει τον στόχο του και δεύτερον,
αντιστέκεται σθεναρά σε αντίξοους ή απαγορευτικούς παράγοντες. Οι θεωρίες που
προτάθηκαν για την ερμηνεία των πρωτογενών ορμέμφυτων διακρίνονται στις
επονομαζόμενες τοπικές και κεντρικές.
Σύμφωνα με τις τοπικές θεωρίες η εκδήλωση μίας ορμής γίνεται μέσω ενός οργάνου ή ενός
συστήματος οργάνων μέσα από διαδικασίες βιολειτουργικών αλλαγών. Η αίσθηση, π.χ.,
της πείνας έχει τις ρίζες της σε συσπάσεις του στομάχου, που οφείλονται σε έκκριση
γαστρικού υγρού, ενώ της δίψας στην ξηρότητα του στόματος. Η σεξουαλική επιθυμία
προκαλείται από ένταση που υπάρχει στα γεννητικά όργανα. Αυτές οι απόψεις δεν
ισχύουν. Είναι σήμερα γνωστό ότι οι άρρωστοι με ολική γαστρεκτομή συνεχίζουν να
παρουσιάζουν αίσθημα πείνας, ενώ η αφαίρεση των γεννητικών οργάνων δεν εξαφανίζει,
καθεαυτήν, τη σεξουαλική επιθυμία, αλλά ακόμη κι αν εκλείψει η επιθυμία, αυτό σχετίζεται
περισσότερο με ποικίλα ψυχοσεξουαλικά προβλήματα που πολλές φορές προκύπτουν
από τέτοιες τραυματικές καταστάσεις.
Σύμφωνα με τις κεντρικές θεωρίες, κάποιος κεντρικός εγκεφαλικός μηχανισμός είναι
υπεύθυνος για την εκδήλωση των κινήτρων και ορμέμφυτων, τα οποία δεν είναι απλώς
αντιδράσεις σε περιφερικά ερεθίσματα αλλά πολύπλοκες απαρτιώσεις αισθητηριακών,
ορμονικών και νευρωνικών παραγόντων που ενσωματώνονται σε έναν, υπεύθυνο για κάθε
ορμέμφυτο, κεντρικό νευρικό μηχανισμό. Ακόμη περισσότερο, κάθε ορμή εξαρτάται από
νευρωνικές δραστηριότητες οι οποίες πραγματοποιούνται όχι μόνο από τον ερεθισμό των
υποδοχέων των νευρικών κυττάρων αλλά και από απευθείας επίδραση της χυμικής
κατάστασης (ορμόνες, μεταβολίτες) του αίματος. Τέτοιοι κεντρικοί νευροορμονικοί
μηχανισμοί εντοπίζονται κυρίως στον υποθάλαμο. Έχει βρεθεί ότι υποθαλαμικές βλάβες σε
ζώα συσχετίζονται με μεγάλες αλλοιώσεις βασικών βιολογικών ορμών όπως η πείνα, η
δίψα, η συνουσιακή επιθυμία και συμπεριφορά κ.λπ.

Σύγκρουση αντικρουόμενων ορμέμφυτων συμβαίνει όταν ένα ερέθισμα έχει τη δυνατότητα να


προκαλέσει δύο ή περισσότερες ισοδύναμες αλλά ασυμβίβαστες απαντήσεις. Σε αυτές τις
περιπτώσεις δημιουργείται μία κατάσταση στην οποία αντιθέτως κατευθυνόμενες δυνάμεις
παρόμοιας ισχύος επενεργούν στο άτομο. Ο Lewin (1935) περιέγραψε τρεις τέτοιες
συγκρουσιακές καταστάσεις τις οποίες συνδύασε με το ενδεχόμενο ανταμοιβής ή ποινής:
149

 Προσέγγιση-Προσέγγιση. Εμποδισμός με προσδοκία ανταμοιβής.


 Προσέγγιση-Αποφυγή. Προσδοκία ανταμοιβής ή εμποδισμός με απειλή τιμωρίας.
 Αποφυγή-Αποφυγή. Εμποδισμός με με απειλή τιμωρίας.
Η έννοια της σύγκρουσης βρίσκεται στην αφετηρία μερικών ερμηνευτικών προτάσεων για την
αιτιοπαθογένεια αρκετών ψυχοπαθολογικών καταστάσεων. Είναι γνωστή η ψυχαναλυτική
άποψη περί συγκρούσεως μεταξύ επιθυμίας και απαγορεύσεως στη διαδικασία αναπτύξεως
των νευρώσεων. Επίσης είναι γνωστή η λεγόμενη πειραματική νεύρωση του Pavlov, η οποία
εκδηλώνεται όταν το ερέθισμα που προκαλεί ανταμοιβή βαθμιαία συγχέεται με το ερέθισμα
που προκαλεί τιμωρία όταν κατά την έκθεση του ζώου η ένταση του ερεθίσματος της
ανταμοιβής σταδιακά μειώνεται σε ενώ η ένταση του ερεθίσματος της τιμωρίας σταδιακά
ισχυροποιείται.

Τα ορμέμφυτα στους ανθρώπους διακρίνονται στα πρωτογενή, που χαρακτηρίζονται από


σαφείς βιολογικές καταβολές (αναζήτηση τροφής, συνουσίας κ.λπ.), και στα δευτερογενή ή
επίκτητα για την ικανοποίηση ψυχοκοινωνικών αναγκών που έχουν ισχυρό μαθησιακό
χαρακτήρα με βάση το κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον (απόκτηση αγαθών, αναζήτηση
συντροφιάς, επιδίωξη της υπεροχής). Στα δευτερογενή ορμέμφυτα ανήκει το ορμέμφυτο της
υπεροχής. Η παρεμπόδιση της ελεύθερης ανάπτυξης αυτού του ορμεμφύτου, μέσα από τον
μηχανισμό ανάπτυξης της κοινωνικής μνησικακίας, έχει θεωρηθεί ισχυρότατος παράγων
κοινωνικής αναταραχής. Η κοινωνική μνησικακία χαρακτηρίζεται από αρνητικά συναισθήματα
των κοινωνικώς κατωτέρων ατόμων προς τα κοινωνικώς ανώτερα λόγω του αισθήματος που
προκύπτει από την παρεμπόδιση ή την αδυναμία να αναπτύξουν το δικό τους ορμέμφυτο της
υπεροχής (Λεμπέσης 1989).
Στάσεις, συμπεριφορές και κουλτούρες που δημιουργούνται από τα ένστικτα και ορμέμφυτα
αυτοσυντήρησης. Άμυνα: παθητική επίθεση, πολεμικές τέχνες, φυγή, υγιεινή. Επίθεση:
επιβολή, αγώνας για επικράτηση, εξασφάλιση αυτοεκτίμησης με απόκτηση γνώσης,
δύναμης, κοινωνικού κύρους, πλούτου. Διατροφή: διαιτητική, μαγειρική, τρόποι
συμπεριφοράς σχετικοί με τη λήψη τροφής.
Ορμέμφυτα, στάσεις, συμπεριφορές και κουλτούρες που δημιουργούνται από τα ένστικτα
διατήρησης του είδους. Γενετήσιο: μόδα, ερωτική φιλολογία και τέχνη. Μητρικό: φροντίδα
και πρόνοια. Οικογενειακό. Μεταναστευτικό. Ομαδικό.

Βιολογικό υπόστρωμα των ενστίκτων. Το ΚΝΣ, ιδιαίτερα διεγκεφαλικοί σχηματισμοί,


καθώς και το ορμονικό σύστημα φαίνεται ότι ελέγχουν την ανάπτυξη, λειτουργία και
εκδήλωση των ενστίκτων. Σήμερα είναι γνωστή η ύπαρξη δύο διαφορετικών εγκεφαλικών
μηχανισμών: ο ένας, υπεύθυνος για την ανταμοιβή, την ικανοποίηση και την ηδονή,
κινητοποιεί συμπεριφορές προσέγγισης· ο άλλος, υπεύθυνος για την τιμωρία, κινητοποιεί
συμπεριφορές αποφυγής και αναστολής. Πειραματικές μελέτες σε ζώα έδειξαν ότι υπάρχει
ένας εγκεφαλικός “μηχανισμός άμεσης ενίσχυσης” ο οποίος εξυπηρετεί στοιχεία
προσαρμοστικής συμπεριφοράς. Αυτό αποδείχθηκε εντυπωσιακά με τις πειραματικές
διαδικασίες αυτοερεθισμού. Το ζώο προκαλεί στον εγκέφαλό του, στον οποίο έχει εμφυτευτεί
μικροηλεκτρόδιο, ερεθισμό με ηδονικά χαρακτηριστικά, τα οποία το ωθούν να τον
επαναλάβει κατεβάζοντας έναν μοχλό. Αυτή η διαδικασία είναι δυνατόν να διαρκέσει πολλές
ώρες μέχρι την πλήρη εξάντληση του ζώου. Το τμήμα του εγκεφάλου στο οποίο
προκαλούνται αυτές οι ηδονικές εκφορτίσεις είναι μία δέσμη νευρικών ινών που ενώνει τον
φλοιό με κατώτερα κέντρα του υποθαλάμου και του δρεπανοειδούς συστήματος. Οι
νευρώνες στα σημεία αυτοερεθισμού, κυρίως στον υποθάλαμο και λιγότερο στο στέλεχος του
εγκεφάλου, χρησιμοποιούν ως νευρομεταβιβαστή την ντοπαμίνη. Αντιντοπαμινεργικά
φάρμακα (π.χ. νευροληπτικά) αναχαιτίζουν στα ζώα συμπεριφορές αναζήτησης ηδονής.
Ανάλογες παρατηρήσεις έχουν γίνει και σε ανθρώπους όταν χρειάσθηκε να εισαχθούν
μικροηλεκτρόδια σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου τους για λόγους θεραπευτικούς.
Πολλά ψυχοτρόπα φάρμακα παρεμβαίνουν οδωτικά ή ανασταλτικά στους εγκεφαλικούς
μηχανισμούς ενίσχυσης και έχουν μελετηθεί σε ζώα, μέσα σε συνθήκες αυτοερεθισμού. Στην
κατηγορία των οδωτικών ανήκουν τα νοραδρενεργικά αντικαταθλιπτικά.
150

Τα ένστικτα θέμα ιδεολογικής διαμάχης. Ολόκληρο το βιοψυχοκοινωνικό οικοδόμημα των


ενστίκτων δείχνει ότι ενώ η κορυφή τους σαρώνεται από τους ανέμους της κοινωνικής
επιτρεπτικότητας και της απαγόρευσης, η ρίζα τους είναι βαθιά χωμένη και αμετακίνητα
σταθερή μέσα στη γενετική αποθήκη, στους νευρωνικούς μηχανισμούς, στους χυμούς και
στις ορμόνες του σώματος. Η δαρβινική επίδραση που οδήγησε στην εξάλειψη πολλών
διαχωριστικών γραμμών μεταξύ ζώων και ανθρώπων επέτρεψε τη μελέτη των ενστίκτων ως
παραγόντων της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά δέχθηκε, και δέχεται, ισχυρότατες
αμφισβητήσεις από ουμανιστικές κυρίως ιδεολογίες. Περί τα τέλη του 19ου αιώνα σχεδόν
κάθε επαναλαμβανόμενη ανθρώπινη συμπεριφορά ερμηνευόταν μέσα στο πλαίσιο κάποιας
από τις πολυπληθείς ενστικτικές θεωρίες. Σήμερα αυτή η κατεύθυνση έχει υποχωρήσει.
Πολλοί απορρίπτουν την ύπαρξη γενετικά καθορισμένων ενστίκτων, αφού δεν έχουν
βρεθεί γι' αυτά υπεύθυνες νευρωνικές περιοχές, αλλά δέχονται τις έννοιες των ορμεμφύτων
και υποστηρίζουν ότι αυτές θα πρέπει να διαφοροποιηθούν από τα ένστικτα. Άλλοι
ισχυρίζονται ότι τα ορμέμφυτα δεν αντανακλούν πραγματικές βιολογικές ανάγκες, πολύ
περισσότερο αφού δημιουργούνται μέσα από διαδικασίες κοινωνικών συναλλαγών. Το
ένστικτο και το ορμέμφυτο, υποστηρίζουν, τείνουν να καταργήσουν τον ανώτερο ψυχισμό και
να εγκαθιδρύσουν έναν κατώτερο, ώστε στο τέλος αυτός να επικρατήσει, παρά τις αναστολές
και τις ατομικές ή κοινωνικές απαγορεύσεις. Θα έλεγε κανείς ότι οι θεωρίες των θεσμών, των
ηθικών αξιών και της αξιοπρέπειας, όπως την καταλαβαίνει κανείς, βρίσκονται σε αδιάλειπτη
σύγκρουση με τις θεωρίες που υποστηρίζουν την ύπαρξη των ενστίκτων.
Η δυσκολία αποδοχής των ενστίκτων ως παραγόντων της ανθρώπινης συμπεριφοράς
ίσως οφείλεται στην ισχύ των ιδεολογιών που προτάσσουν την ικανότητα επιλογής με βάση
τη νόηση και την προσωπική ελευθερία και προβάλλουν αντίσταση στην ιδέα ότι ο άνθρωπος
μπορεί να είναι ανεύθυνο έρμαιο των βιολογικών του αναγκών. Οι αξίες αποτελούν ισχυρά
κοινωνικά κίνητρα και είναι δυνατόν, σε μερικούς ανθρώπους, να υπερισχύουν και των πλέον
ισχυρών βιολογικών αναγκών και κινήτρων. Εκτός όμως από αυτό το κλασικό επιχείρημα,
της μοναδικότητας και της ελευθερίας βουλήσεως του κάθε ανθρώπου, υπάρχουν και άλλα
επιχειρήματα, όπως ότι η οργάνωση των ανθρώπινων κοινωνιών αποδεικνύει τον
ετεροκαθορισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς από τις πολιτισμικές συνθήκες μέσα στις
οποίες ζουν οι άνθρωποι, γεγονός που εξηγεί και τις μεγάλες διαφυλετικές και διαπολιτιστικές
διαφορές μεταξύ τους· και ακόμη ότι για την ερμηνεία ολόκληρου του φάσματος των λεπτών
αποχρώσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς θα χρειαζόταν ένας πραγματικά τεράστιος
αριθμός ενστίκτων. Υποστηρίχθηκε ακόμη ότι η τάση των ανθρώπων να εξερευνούν και να
περιεργάζονται αντικείμενα και περιβάλλοντα πολλές φορές δεν φαίνεται να εκπληρώνει
κάποια βιολογική ανάγκη.
Πολλοί δίδουν μεγάλη έμφαση όχι μόνο στην κλασική νοησιαρχική άποψη ότι ο
άνθρωπος κάνει τις επιλογές του με βάση τη λογική και ότι η συμπεριφορά του καθορίζεται
από αυτήν, αλλά και στη βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να εμπλουτίσει τις ψυχικές ικανότητές
του, τη συνείδηση και τη δημιουργικότητα του, ανάγκη που εκδηλώνεται με μεγάλη επιμονή,
ακόμη και εναντίον των συνθηκών της πραγματικότητας. Ίσως όμως αυτές οι μεγάλες αρετές
να μην είναι κτήμα παρά ελάχιστων ανθρώπων και δύσκολα αναιρούν την ανθρώπινη
πραγματικότητα που μέσα στη σύντομη σε αυτόν τον πλανήτη ιστορία της αποδεικνύεται
καταφανώς θηριώδης. “Αιρεύνται γαρ έν αντί απάντων οι άριστοι, κλέος αέναον θνητών, οι δε
πολλοί κεκόρηνται όκωσπερ κτήνεα”, έγραφε ο Ηράκλειτος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΛΕΜΠΕΣΗΣ, Ε. (1989). Η Επαναστατική Μάζα και η τεράστια σημασία των Βλακών εν τω Συγχρόνω Βίω. 4 η
Εκδοση. Οι Εκδόσεις των Φίλων. Αθήνα, 1989.

CANNON WB. (1929). Bodily Changes in Pain, Hunger, Fear and Rage. New York.
CANNON WB. (1932). The Wisdom of the Body. New York, W.W. Norton.
FREUD S. (1920). Beyond the Pleasure Principle. International Psychoanal Press. London.
HULL CL. (1943). The Principles of the Behaviour. New York.
LEWIN K. (1935). A dynamic theory of personality. New York.
Mc DOUGAL W. (1926). Social psychology.
151

19. ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ

Στα πολυκύτταρα βιολογικά συστήματα κάθε καινούργιος οργανισμός προκύπτει από την
ανάμειξη δύο φυλετικών κυττάρων παραγομένων αντίστοιχα από έναν αρσενικό και έναν
θηλυκό φορέα· στην αφετηρία της διαδικασίας που οδηγεί σε αυτήν την ανάμειξη βρίσκεται το
γενετήσιο ένστικτο. Στον άνθρωπο ό,τι έχει σχέση με την ορμή που ωθεί το αρσενικό και το
θηλυκό στη συνάντηση με σκοπό τη συνουσιακή επαφή αφορά αυτό που έχει κυριαρχήσει να
ονομάζεται σεξουαλικότητα. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μέσα στο κλίμα της ελευθεριότητας
που ζουν οι μεταβιομηχανικές κοινωνίες και μετά τη συρρίκνωση της έννοιας της διαστροφής,
η διατύπωση αυτή διευρύνθηκε και περιλαμβάνει την έννοια της επιθυμίας για συνεύρεση όχι
μόνο με ετερόφυλο αλλά και με ομόφυλο άτομο, καθώς επίσης και τη στροφή στον εαυτό για
την ικανοποίηση της επιθυμίας. Η μελέτη της σεξουαλικότητας στην ιατρική είναι αναγκαία,
κυρίως διότι τα σεξουαλικά ενδιαφέροντα και οι πρακτικές των ανθρώπων, επειδή έχουν
μεγάλη συναισθηματική και κοινωνική σημασία, δυνητικώς διαμορφώνουν άμεσα ή έμμεσα
ένα πλήθος παθολογικών καταστάσεων σε όλη τη βιοψυχοκοινωνική διάσταση της
ανθρώπινης ζωής. Πολλές θεωρίες για την ανθρώπινη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη
αναγνωρίζουν τη σεξουαλικότητα ως καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση της
προσωπικότητας και γενικότερα της συμπεριφοράς. Η ψυχανάλυση, π.χ., υποστηρίζει ότι η
σεξουαλική συμπεριφορά του ενήλικα έχει πρώιμες εκδηλώσεις (παιδική σεξουαλικότητα,
ερωτογενείς ζώνες, στοματικός και πρωκτικός ερωτισμός) κατά την παιδική ηλικία, οι οποίες
152

συμβάλλουν στη διαμόρφωση της σεξουαλικότητας αλλά και στη δόμηση της όλης
προσωπικότητάς του.

Βιολογικό υπόστρωμα της σεξουαλικότητας. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι μεγάλες


εξελίξεις στις δυνατότητες μελέτης της γενετικής και της φυσιολογίας του εμβρύου με τη
χρήση νέων τεχνικών, όπως γενετικοί χειρισμοί, διερεύνηση του Χ χρωμοσώματος, άμεση
εμφύτευση ορμονών σε πυρήνες του εγκεφάλου, χρήση ραδιοσεσημασμένων ορμονών
κ.λπ., επέδρασαν σημαντικά στη διεύρυνση των γνώσεων περί την ανθρώπινη
σεξουαλικότητα. Με την ανανέωση του ενδιαφέροντος γύρω από τις βιολογικές ερμηνείες της
σεξουαλικότητας βρέθηκε ότι πολλά στοιχεία της έχουν γενετική αφετηρία (Goodman 1983).
Το σημαντικότερο από αυτά είναι το ΗΥ-αντιγόνο το οποίο σχετίζεται με τις συνουσιακές
συμπεριφορές. Κατά τη διάρκεια των πρώτων μελετών περί την ιστοσυμβατότητα
μεταμοσχευομένων οργάνων (Eichwald and Silmer 1955), παρατηρήθηκε ότι ιστοί που
μεταφέρονταν από αρσενικά προς θηλυκά ποντίκια απορρίπτονταν, ενώ γίνονταν δεκτοί
ιστοί από θηλυκά προς αρσενικά (Ohno et al 1976). Βρέθηκε ένας φυλετικός παράγοντας ο
οποίος προκαλούσε αυτές τις απορρίψεις, που ονομάσθηκε Y-Antigen και το αντίστοιχο
ανθρώπινο ΗΥ-antigen. Είναι ένα αντιγόνο επιφανειακό, προσαρμοσμένο στο βραχύ σκέλος
του Υ χρωμοσώματος. Διαχέεται από το κύτταρο και ασκεί τις επιδράσεις του αλλού. Το
πόσο πίσω πηγαίνει στην εξέλιξη και πότε πραγματικά εμφανίζεται δεν είναι σίγουρο, αν και
υπάρχει σε πολλά πρωτόγονα σπονδυλωτά. Πάντως έχει διατηρηθεί κατά τη διάρκεια της
εξέλιξης αναλλοίωτο και έτσι αντιγόνο του ενός είδους μπορεί να αντιδράσει με αντιγόνο του
άλλου. Το Υ χρωμόσωμα, με το να διαθέτει το γονίδιο που καθορίζει την παρουσία του ΗΥ-
αντιγόνου, παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του φύλου. Αργότερα (Haseltine and
Ohno 1981) αποδείχθηκε ότι το ΗΥ-αντιγόνο είναι ο δημιουργός της αρσενικής συνουσιακής
συμπεριφοράς. Γυναίκες με σύνδρομο Turner (46-ΧΟ αντί για ΧΧ) έχουν ΗΥ-αντιγόνο το
οποίο αντιδρά με τις ωοθήκες και τις καθιστά δυσγονικές και επομένως είναι στείρες σε
συνδυασμό και με άλλες ανωμαλίες, όπως χαμηλό ύψος, στενός λαιμός και στένωση της
αορτής. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ύπαρξη του ΗΥ-αντιγόνου εξηγείται από το ότι στο
χρωμόσωμα Χ που απουσιάζει ίσως ευρίσκεται ανασταλτικό για το ΗΥ-αντιγόνο γονίδιο
(Wolf et al 1980).

Ο γενετικός κώδικας, η κατασκευή των εξωτερικών και των εσωτερικών γεννητικών οργάνων,
ο ρόλος των ορμονών και η κοινωνική αγωγή είναι θεμελιώδεις παράγοντες της
διαμόρφωσης του σεξουαλικού χαρακτήρα του ανθρώπου. Αν υπάρχει Υ χρωμόσωμα (ΧΥ),
σε 6 εβδομάδες μετά τη σύλληψη εμφανίζονται οι όρχεις. Αν και τα δύο χρωμοσώματα είναι
Χ (ΧΧ), τότε η γονάδα διαφοροποιείται σε ωοθήκη μετά από 12 εβδομάδες. Στην πρώτη
περίπτωση οι όρχεις παράγουν ανδρογόνα και έτσι διαμορφώνεται η ανδρική δομή σε όλα τα
επίπεδα μέχρι το ΚΝΣ μαζί με τη βάση για τη διαμόρφωση ανδρικής συμπεριφοράς. Η
γυναικεία διαφοροποίηση απαιτεί την απουσία ανδρογόνων. Κατά τη γέννηση του αγοριού
παύει η παραγωγή ανδρογόνων και μέχρι την εφηβεία δεν υπάρχουν διαφορές ως προς την
ορμονική λειτουργία μεταξύ αγοριών και κοριτσιών. Κατά την εφηβεία επιτελείται μια
ορμονική εκπυρσοκρότηση η οποία προκαλεί ραγδαίες σεξουαλικές διαφοροποιήσεις στα
δύο φύλα.

Τρεις βασικές ιδιότητες αναπτύσσονται και διαπλέκονται καθώς εκτυλίσσεται, διαμορφώνεται


και ωριμάζει η ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Η ταυτότητα του φύλου, οι συμπεριφορές του
φύλου και ο σεξουαλικός προσανατολισμός. Αυτά τα τρία στοιχεία αναπτύσσονται μέσα από
πολύπλοκες αλληλενέργειες γενετικών, ορμονικών, μαθησιακών, διαπροσωπικών και
πολλαπλών κοινωνικών, ακόμη και ιστορικών, συντελεστών· παρά το ότι ο ρόλος των
ορμονών στη διαμόρφωση και εκφορά της σεξουαλικότητας (ταυτότητα του φύλου, επιλογή
του σεξουαλικού αντικειμένου, σεξουαλική ορμή) φαίνεται ότι είναι θεμελιώδης, οι άλλοι
συντελεστές παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο και είναι δύσκολο να εξακριβωθεί ποιος από
αυτούς παίζει πρωτεύοντα ρόλο, αν πράγματι υπάρχει κάποιος συντελεστής που όντως
παίζει πρωτεύοντα ρόλο.
153

Η ταυτότητα του φύλου, δηλαδή ο βαθμός ταυτίσεως του βιολογικού φαινοτύπου και της
υποκειμενικής αντίληψης που έχει ο καθένας για το φύλο του είναι το έδαφος πάνω στο
οποίο χτίζεται η σεξουαλικότητα. Η ταυτότητα του φύλου περιλαμβάνει στοιχεία όπως ο
βαθμός κατά τον οποίο το άτομο ταυτίζεται με το αρσενικό ή το θηλυκό, ο βαθμός κατά τον
οποίο το άτομο συμπεριφέρεται με τρόπους που πολιτιστικά είναι αποδεκτοί σαν θηλυκοί ή
αρσενικοί και η φύση της επιλογής του αντικειμένου σεξουαλικής ικανοποίησης. Οι
παράγοντες που τη διαμορφώνουν είναι βαθιά βιολογικοί, ενώ το περιβάλλον παίζει ρόλο
υποβοηθητικό και ενισχυτικό της φυλετικής κατεύθυνσης. Τα παιδιά γύρω στην ηλικία των 2-
3 ετών μαθαίνουν το φύλο τους από τους γονείς τους και γύρω στην ηλικία των 4-6 ετών
μαθαίνουν ότι αυτό είναι αναπόφευκτο και δεν αλλάζει. Στην αρχή ξεχωρίζουν τα φύλα με
κριτήρια το ντύσιμο, τα μαλλιά κ.λπ. Αργότερα μαθαίνουν να τα ξεχωρίζουν με βάση τα
γεννητικά όργανα. Τα αγόρια πιστεύουν για τα κορίτσια ότι και αυτά είχαν κάποτε πέος αλλά
το έχασαν. Στη σύγχρονη εποχή περισσότερα κορίτσια θέλουν να είναι αγόρια, και αυτό
οφείλεται στο ότι μαθαίνουν ότι το να είσαι αγόρι είναι πλεονέκτημα. Κατά την προσχολική
ηλικία τα αγόρια παίζουν με όπλα, αυτοκίνητα, μηχανές, ενώ τα κορίτσια προτιμούν να
ράβουν, να στρώνουν κρεβάτια, να κάνουν νοικοκυριό. Αργότερα τα κορίτσια προτιμούν να
μένουν στο σπίτι και να παίζουν με τις κούκλες τους, να δοκιμάζουν φορέματα κ.λπ., ενώ τα
αγόρια προτιμούν να είναι έξω και να χτίζουν ή να ασχολούνται με σωματικά παιχνίδια και να
εμπλέκονται σε ανταγωνισμούς.

Οι συμπεριφορές του φύλου, δηλαδή εμφάνιση, ομιλία, ενδυμασία, χειρονομίες και άλλα
στοιχεία που επιτρέπουν την κοινωνική διάκριση του αρσενικού από το θηλυκό, μπορεί να
είναι από αδρά χαρακτηριστικές μέχρι συγκεχυμένες ή ακόμη συγκεκαλυμμένες και
παραπλανητικές. Οι ορμόνες δεν καθορίζουν το φύλο αλλά τις λειτουργίες και τον φαινότυπό
του, στον οποίο περιλαμβάνεται και η συμπεριφορά. Η εμβρυϊκή τεστοστερόνη διευκολύνει
τις διεργασίες αρρενοποίησης και αποθηλεοποίησης του αρσενικού εμβρύου, κυρίως στον
τομέα των μαθησιακών δυνατοτήτων, κάτι που αργότερα διευκολύνει την εκμάθηση
αρσενικών συμπεριφορών. Στο θηλυκό έμβρυο η μη έκκριση τεστοστερόνης διαμορφώνει
άλλου τύπου μαθησιακά κανάλια τα οποία επιτρέπουν την εκμάθηση θηλυκών
συμπεριφορών. Τα παραπάνω προκύπτουν από μελέτες σε ζώα, συγγενείς ανωμαλίες στο
ενδοκρινικό σύστημα (π.χ. σύνδρομο Turner) ή μετά από χορήγηση συνθετικών ορμονών σε
εγκύους.
Οι αρχέγονες συνουσιακές συμπεριφορές στα θηλαστικά, που είναι οι θεμελιώδεις και
«τελικές» συμπεριφορές του φύλου, υπόκεινται σε γενετικό έλεγχο, έχουν αυτοματικό
χαρακτήρα και δεν ελέγχονται από τη μάθηση. Οι αρχέγονες αρσενικές συνουσιακές
συμπεριφορές προκύπτουν από αρρενοποιητικές διεργασίες και είναι η καβαλίκευση του
θηλυκού, η διεμβόλιση του κόλπου με το πέος, το σπρώξιμο κατά τη συνουσία και η
εκσπερμάτωση που είναι κυρίως αντανακλαστική. Οι αρρενοποιητικές διεργασίες
ολοκληρώνονται με την αποθηλεοποίηση, η οποία πραγματοποιείται με τη μη εμφάνιση
γυναικείων συνουσιακών συμπεριφορών. Οι αρχέγονες θηλυκές συνουσιακές συμπεριφορές
είναι η δοτικότητα, η λορδωτική στάση, η άφεση ή και διευκόλυνση του πέους να εισχωρήσει
στον κόλπο κ.λπ. Στο επίπεδο της διαπροσωπικής και κοινωνικής έκφρασης των
συμπεριφορών του φύλου η εικόνα της σεμνότυφης ναζιάρας γυναίκας και του ενθουσιώδους
φλογερού άνδρα είναι γνωστή και κλασική. Ο άνδρας βρίσκεται συνεχώς σε γενετήσια
εγρήγορση, ενώ η γυναίκα χρειάζεται τον άνδρα για να αφυπνίσει τη σεξουαλικότητά της. Ο
άνδρας επιτίθεται για να κατακτήσει, η γυναίκα υποχωρεί για να προσελκύσει. Οι άνδρες θα
συναγωνιστούν και θα προσπαθήσουν να ζευγαρώσουν με κάθε ευκαιρία. Οι γυναίκες είναι
επιλεκτικές και θα κρατήσουν την εύνοιά τους για τον ισχυρότερο και πιο φανταχτερό
αρσενικό, όπως έλεγε ο Δαρβίνος. Αυτοί οι ρόλοι όμως διευκολύνουν την οικονομία της
παραγωγής και διάθεσης του σπέρματος.

Ο σεξουαλικός προσανατολισμός χαρακτηρίζεται από ενδιαφέροντα, δραστηριότητες και


συμπεριφορές που οδηγούν στην επιλογή του σεξουαλικού αντικειμένου, κυριαρχείται από τη
σεξουαλική ορμή και τελική του έκφραση είναι μία επιθυμία για συνουσία που στις νεαρές
ηλικίες είναι ακαταμάχητη. Το είδος του σεξουαλικού προσανατολισμού (ετεροφυλόφιλος ή
154

ομοφυλόφιλος) δεν είναι βέβαιο αν εξαρτάται από καθαρά βιολογικούς ή καθαρά


ψυχοκοινωνικούς παράγοντες και η συζήτηση επί του θέματος κατά την παρούσα περίοδο
δεν γίνεται σε κλίμα νηφαλιότητας. Παρά το ότι οι πρόσφατες μελέτες προσανατολίζονται
προς βιολογικές ερμηνείες (Byne and Parsons 1993), αυτό ίσως να οφείλεται και στο ότι οι
ψυχοκοινωνικές ερμηνείες έχουν εξαντληθεί χωρίς να προσφέρουν πειστικές απαντήσεις για
την αφετηρία του σεξουαλικού προσανατολισμού.

Η εξέλιξη της σεξουαλικότητας. Κατά τη διάρκεια του κύκλου της ζωής η σεξουαλικότητα
διέρχεται από χαρακτηριστικά στάδια ώσπου να φθάσει στην πλήρη υποχώρησή της κατά το
γήρας.
Σεξουαλικά παιχνίδια μεταξύ αγοριών και κοριτσιών της προσχολικής ηλικίας και των
πρώτων ετών του δημοτικού, όπου συμβαίνει γδύσιμο και επίδειξη γεννητικών οργάνων με
στοιχεία οφθαλμολαγνείας, είναι αρκετά συχνά σε σεξουαλικά ανεκτικές κοινωνίες
(πρωτόγονοι της Αφρικής και της Αυστραλίας και μεταβιομηχανικές κοινωνίες). Το
ομοφυλόφιλο παιχνίδι στα αγόρια και στα κορίτσια, κυρίως με τη μορφή του αμοιβαίου
αυνανισμού, φθάνει μέχρι και το 30% στην ηλικία των 13 ετών, αν και τα κορίτσια μάλλον
υπολείπονται. Αυτό το παιχνίδι σύντομα σταματάει και πάντως εξαρτάται από το κοινωνικό
πλαίσιο και τις ετεροφυλοφιλικές ευκαιρίες και δεν φαίνεται να έχει πραγματική σχέση με την
ομοφυλοφιλία.
Μετά την ηλικία των 15 ετών η καμπύλη της σεξουαλικής εμπειρίας ανεβαίνει
κατακόρυφα. Πάνω από τα 2/3 των αγοριών και των κοριτσιών σε αυτήν την ηλικία νιώθουν
ότι είναι ερωτευμένα με κάποιο προσιτό ή απρόσιτο πρόσωπο. Στην ηλικία των 18 ετών το
30% των αγοριών και το 18% των κοριτσιών έχουν αποκτήσει την εμπειρία μίας συνουσίας,
αλλά ένα μεγάλο ποσοστό αγοριών και κοριτσιών «σκοντάφτουν» σε κάτι και δεν βρίσκουν
ευχαρίστηση από την πρώτη εμπειρία ή δεν προχωρούν μετά από αυτή για κάποιο χρονικό
διάστημα. Η πρώτη σεξουαλική εμπειρία πράγματι είναι πιθανόν να διαμορφώσει το σύνολο
της συνουσιακής συμπεριφοράς και ένας αριθμός σεξουαλικών διαταραχών, όπως η
διαταραχή της στύσεως, η αποστροφή προς το άλλο φύλο ή η πρώιμη εκσπερμάτωση,
έχουν την αφετηρία τους σε αρνητικές εμπειρίες της πρώτης συνουσίας. Τα κορίτσια, εφόσον
αρχίσουν, είναι περισσότερο δραστήρια στο σεξ. Δεν είναι πλήρως τεκμηριωμένη η άποψη
ότι όσο νωρίτερα αρχίσει σεξ το αγόρι και κυρίως το κορίτσι τόσο περισσότερο ισχυρό είναι
αργότερα το πεδίο απόλαυσης και η οργασμικότητα. Λίγο αργότερα, όταν η εκδίπλωση της
σεξουαλικότητας είναι σχεδόν πλήρης, τα αγόρια ψάχνουν για περισσότερες ερωμένες γιατί
θέλουν την περιπέτεια και την επιβεβαίωση, ενώ τα κορίτσια προτιμούν τις παρατεταμένες
σχέσεις γιατί επιζητούν τη ρομαντική ατμόσφαιρα και τη διαρκή τρυφερότητα. Από την ηλικία
των 25 ετών αρχίζει να διαμορφώνεται και στους άνδρες μια τάση προς τη μονογαμικότητα.

Η ανδρική σεξουαλικότητα βαθμιαία υφίεται μετά την υψηλότερη βαθμίδα της γύρω στα 18-
22 χρόνια. Η στύση χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να επιτευχθεί, μειώνεται ο αριθμός
των συνουσιών από τις επτά το μήνα στην αρχή της σεξουαλικής ζωής στις δύο περί το
τέλος, αν και η συχνότητα της συνουσίας εξαρτάται και από την προηγούμενη σεξουαλική
ζωή του άνδρα. Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο συνουσιών αυξάνεται από
λίγα λεπτά στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών σε μερικές ημέρες ή και εβδομάδες κατά το
γήρας. Η εκσπερμάτωση χάνει σε δύναμη και διάρκεια, ελαττώνεται η ποσότητα του
σπέρματος. Κάπου γύρω στην ηλικία των 70-80, ίσως και λίγο αργότερα, βαθμιαία σταματά,
αν και αυτό σχετίζεται με παράγοντες όπως η προηγούμενη σεξουαλικότητα, η ύπαρξη
επαρκών ερεθισμάτων, το ενδιαφέρον κ.λπ. Όσο μειώνεται και εκπίπτει η σεξουαλικότητα
στον άνδρα τόσο, με πρόσχημα το αίτημα για απότιση σεβασμού και υποταγής στη
συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία, αυξάνεται η επιδίωξη τίτλων, θέσεων και συμβόλων
εξουσίας, που πολλές φορές φθάνει στα όρια της φαιδρότητας.

Η γυναικεία σεξουαλικότητα, που επίκεντρό της έχει την εγκυμοσύνη, περνάει από φάσεις οι
οποίες διαμορφώνουν τις μεγάλες ερωτικές μεταμορφώσεις της γυναίκας και τη
μεταλλάσσουν σε μητέρα. Εκδραματίζονται από τη στιγμή που το πρώτο ωάριο πέφτει στη
μήτρα μέχρι την τελευταία ωορρηξία. Οι μεταβάσεις αυτές σηματοδοτούνται από πλούσια σε
155

βιοψυχοκοινωνική και μυητική σημασία συμβολικά βιολογικά γεγονότα, όπως η έναρξη της
εμμηνορρυσίας, η διακόρευση, η εγκυμοσύνη και η εμμηνόπαυση. Η εμμηνορρυσία
σηματοδοτεί τη μετατροπή της κορασίδας σε γυναίκα. Η διακόρευση τη μετατροπή της
κορασίδας-γυναίκας σε ερωμένη. Η εγκυμοσύνη τη μετατροπή της ερωμένης σε μητέρα. Η
εμμηνόπαυση τη μετατροπή της μητέρας σε παράγοντα φροντίδας και πρόνοιας μέσα στην
οικογένεια και την κοινότητα. Αγάπη, μέριμνα, περίθαλψη, υπομονή και εγκαρτέρηση είναι
θεμέλια της μητρικής ψυχολογίας τα οποία στερείται η ερωμένη η οποία, στραμμένη στην
προσπάθεια προσέλκυσης και εγκλωβισμού του αρσενικού, δεν διακατέχεται από
αλτρουιστικά αισθήματα. Θεμελιώδης διαφορά μεταξύ μητέρας και ερωμένης είναι ότι η
μητέρα προτιμά το παιδί της από τον άνδρα της, ενώ η ερωμένη προτιμά τον εραστή από το
παιδί του, γιατί πράγματι το βλέπει σαν δικό του παιδί ακόμη και αν το έχει γεννήσει η ίδια
(σύνδρομο της Μήδειας). Η ερωμένη, ακόμη και αν έχει τεκνοποιήσει, δεν έχει μεταμορφωθεί
ψυχολογικά σε μητέρα και το προϊόν του τοκετού μπορεί να είναι βάρος, το οποίο μάλιστα
καθίσταται αβάσταχτο φορτίο αν απουσιάζει ο άνδρας εραστής.

Η εμμηνόπαυση. Ένα μεγάλο μέρος της βιολογικής ζωής της, πάνω από τριάντα χρόνια, η
γυναίκα το διανύει μετά την εμμηνόπαυση. Η εμμηνόπαυση, που μέσα από έναν συνδυασμό
ενδοκρινικών και κοινωνικών παραγόντων κλείνει την ερωτική αυλαία της γυναίκας, είναι
ένας πανίσχυρος αλλά και αρνητικά μυθοποιημένος σηματοδότης της γυναικείας
σεξουαλικότητας, αφού ερμηνεύεται ως τραυματική εμπειρία ταπείνωσης και απώλειας του
γυναικείου ναρκισσισμού. Βαθμιαία απώλεια της νεανικής ακτινοβολίας και ελκυστικότητας
μαζί με αλλαγές της ορμονικής λειτουργίας που προκαλούν σταδιακή ατροφία των
γεννητικών οργάνων, μείωση της ελαστικότητας και ύγρανσης του κόλπου συμβάλλουν στη
μείωση της συχνότητας της συνουσίας, κάτι που απορυθμίζει τη σεξουαλικότητα. Βέβαια
πολύ πριν από την εμμηνόπαυση χαμηλώνουν οι τόνοι της σεξουαλικής επιθυμίας, καθώς
μέσα από τις εγκυμοσύνες και την ανατροφή των παιδιών της η γυναίκα από ερωμένη
μεταμορφώνεται σε μητέρα. Στο απόγειο της ωριμότητάς της, ως μητέρα, δεν χρειάζεται
πλέον τη σεξουαλικότητα, την οποία βαθμιαία αποβάλλει, και έτσι όταν φθάνει στην
εμμηνόπαυση είναι ήδη ψυχολογικά έτοιμη γι' αυτό. Αλλά και η ίδια η κλιμακτηριακή περίοδος
με τα ποικίλα ψυχοσωματικά της φαινόμενα συνήθως κάνει τη γυναίκα λιγότερο επιδεκτική. Ο
Freud (1913) ισχυρίζεται ότι όταν οι γυναίκες χάσουν τη γεννητική λειτουργία τους, ο
χαρακτήρας τους υφίσταται μία χαρακτηριστική μεταβολή. Γίνονται εριστικές, δυσάρεστες,
δυναστευτικές, μικρόψυχες και φιλάργυρες, δηλαδή εκδηλώνουν σαφώς σαδιστικά και
πρωκτικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν είχαν κατά την προηγούμενη περίοδο της ζωής τους.
Κατά τη γνώμη του Freud, αυτή η αλλαγή αντιστοιχεί σε μια παλινδρόμηση της
σεξουαλικότητας σε προγεννητικά σαδιστικά και πρωκτικά στάδια, τα οποία είναι η βάση της
ψυχαναγκαστικής νεύρωσης. Δηλαδή το πρωκτικό στάδιο δεν είναι μόνο ο προπομπός της
γεννητικής περιόδου αλλά και ο διάδοχός της, μετά την εκπλήρωση της αποστολής των
γεννητικών οργάνων.

Αυνανισμός. Ο αυνανισμός αρχίζει κατά πολλούς από το τέλος της νηπιακής ηλικίας, αλλά
δεν έχει τον ίδιο χαρακτήρα σε όλες τις ηλικιακές φάσεις. Έχει παρατηρηθεί ότι αγόρια της
προσχολικής ηλικίας χειραγωγούν το πέος τους και ευχαριστιούνται από αυτό. Αργότερα
ίσως πετυχαίνουν ένα είδος ερεθισμού και ικανοποίησης, που επειδή δεν υπάρχει η
αναχαίτιση της εκσπερμάτωσης, μπορεί να έχει επαναληπτικό χαρακτήρα. Το αντίστοιχο για
τα κορίτσια της ίδιας ηλικίας είναι το τρίψιμο των μηρών ή οι θωπείες του αιδοίου. Και στις
δύο περιπτώσεις η συχνότητα αυτών των ενασχολήσεων είναι άγνωστη, ενδέχεται όμως να
είναι μεγάλη. Η συχνότητα των αυνανιστικών ενασχολήσεων πέφτει κάτω από 10% κατά τη
λανθάνουσα περίοδο (6-12 ετών), αλλά στην ηλικία των 13 ετών αρχίζει να αυξάνεται
εντυπωσιακά και γρήγορα φθάνει στο 80% ή και το ξεπερνάει.
Είναι αλήθεια ότι οι συζητήσεις για τον αυνανισμό δεν γίνονται πάντοτε σε κλίμα
επιστημονικής νηφαλιότητας. Είναι επίσης αλήθεια ότι κανείς δεν μπόρεσε να πει σε τι κάνει
κακό ο αυνανισμός και σε τι κάνει καλό. Δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι, καθεαυτόν, παθολογικό
φαινόμενο ή ότι προκαλεί καταστάσεις όπως φυματίωση ή τρέλα κ.λπ., όπως πίστευαν
παλαιότερα, αν και ψυχοπαθολογίες αυτιστικού τύπου όπως η σχιζοφρένεια ίσως συνδέονται
156

με μεγάλη συχνότητα αυνανισμών. Ο Freud (1908), σε αντίθεση με τους φιλελεύθερους


σεξολόγους της εποχής του, πίστευε ότι έχει βλαβερές συνέπειες. «Φθείρει τον χαρακτήρα
και κακομαθαίνει το άτομο […] μαθαίνοντάς του να πετυχαίνει σημαντικούς σκοπούς άκοπα,
από τον εύκολο δρόμο, αντί να καταβάλλει προσπάθεια». Η σημασία του αυνανισμού κατά
τα διάφορα στάδια της ανθρώπινης ζωής είναι μεγάλη και η χρησιμότητά του ως
υποκατάστατου της συνουσίας αναμφισβήτητη. Ένας μεγάλος αριθμός ανοργασμικών
γυναικών βρίσκει οργασμό μόνο στον αυνανισμό. Κάποιο αίσθημα ενοχής είναι
προσαρτημένο σε αυτόν, που φαίνεται ότι λειτουργεί ως αποτρεπτικό της υπερβολικής
χρήσης του και ως πυροδότης αναζήτησης συνουσίας. Είναι μεγάλη η ποικιλία των τρόπων
αυνανισμού και μία περιγραφή τους ίσως δεν προσφέρει κάτι πρακτικό και χρήσιμο σε ένα
ιατρικό εγχειρίδιο. Μία σπάνια μορφή ανδρικού αυνανισμού που ενδέχεται να οδηγήσει στον
θάνατο είναι αυτή όπου ο αυνανιζόμενος εφαρμόζει στον λαιμό του έναν βρόχο τον οποίο,
καθώς εξελίσσεται ο αυνανισμός, σφίγγει με κατάλληλο μηχανισμό και το σφίξιμο φθάνει στο
έπακρο λίγο πριν από τον οργασμό. Υποστηρίζεται ότι η εγκεφαλική ανοξία αυξάνει την
ένταση της απόλαυσης.

Σεξουαλικές φαντασιώσεις. Οι σεξουαλικές φαντασιώσεις που κάνει το άτομο γενικώς αλλά


κυρίως κατά τη διάρκεια του αυνανισμού και της συνουσίας δίδουν αξιόλογες πληροφορίες
για την ταυτότητα φύλου που δέχεται για τον εαυτό του, τον σεξουαλικό προσανατολισμό του
και άλλα στοιχεία της σεξουαλικότητάς του. Ωστόσο συμβαίνει να μην ταυτίζονται πάντοτε οι
σεξουαλικές φαντασιώσεις με τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Η πιο συνηθισμένη
φαντασίωση είναι η αντικατάσταση του μόνιμου σεξουαλικού συντρόφου με άλλον και
ακολουθεί, στις γυναίκες, η φαντασίωση του βιασμού. Σε ορισμένες ψυχοπαθολογικές
καταστάσεις οι φαντασιώσεις είναι συχνές. Στους βιαστές και στους παιδεραστές, για
παράδειγμα, η συχνότητά τους είναι πάρα πολύ μεγάλη και συχνά αποτελεί μόνιμο
ιδεοληπτικό καταναγκασμό. Άλλου τύπου ανδρικές κυρίως φαντασιώσεις, περισσότερο
συλλογικές και πολιτιστικές, είναι οι σχετιζόμενες με τα γεννητικά όργανα της γυναίκας, και οι
οποίες συνήθως εκφράζονται στις ανδρικές συναναστροφές ως αστεϊσμοί ή χαριτολογήματα
(Beit-Hallahmi 1985): ο κόλπος ως νοσογόνος παράγων (αφροδίσια νοσήματα) ή ως
καταβροχθιστικό όργανο (vagina dentata)· ο κόλπος ως κάτι που περιμένει να αρπάξει το
πέος (penis captivus), ή κάτι που μπορεί να χαθεί κανείς εκεί μέσα· η ιδέα ότι ο κόλπος είναι
βαθύς και ατελείωτος σαν μινωικός λαβύρινθος, ή ότι κατά την εμμηνορυσία η γυναίκα είναι
βρώμικη κ.λπ. Σύμφωνα με τους ψυχαναλυτές αυτές οι φαντασιώσεις εκφράζουν το άγχος
ευνουχισμού που διακατέχει πολλούς άνδρες κατά την επαφή τους με μια μυστηριώδη,
μεθυστική και θανατηφόρο γυναίκα, την Πανδώρα (Σακελλαρόπουλος και συν 2003), φορέα
όχι μόνο του ασίγαστου πόθου στον οποίο θεοί και άνθρωποι δεν μπορούν να αντισταθούν
αλλά και της δολιότητας και της ικανότητας της απάτης.

Η έλξη. Στα θηλαστικά, και στα περισσότερα είδη ζώων, τα θηλυκά είναι εκείνα που
επιλέγουν, και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί παράγουν μόνο ένα ωάριο (ή πολύ λίγα)
με μεγάλα χρονικά μεσοδιαστήματα, ενώ τα αρσενικά παράγουν συνεχώς τεράστιους
συγκριτικά αριθμούς σπερματοζωαρίων, και δεύτερον, γιατί τα θηλυκά αναλαμβάνουν την
ανατροφή των νεογνών με τη συνδρομή, αλλά όχι πάντοτε, του αρσενικού. Μία λάθος
επιλογή μπορεί να αποβεί εξαιρετικά δαπανηρή, αν δεν εξασφαλισθεί η επιλογή των
καλύτερων γονιδίων ενός συντρόφου ικανού να προστατεύσει τη μητέρα. Στους ανθρώπους,
η δυνατότητα της μητρότητας στα θηλυκά και της πατρότητας στα αρσενικά σημαίνεται με
σηματοδότες φορτισμένους από σεξουαλική ελκυστικότητα. Το ότι η γυναικεία ομορφιά
υπαινίσσεται γονιμότητα, ενώ η ανδρική οικονομική ευρωστία την ικανότητα προστασίας μίας
οικογένειας είναι ερμηνείες παλαιές και αυτονόητες. Η εναπόθεση λίπους στους γλουτούς και
στους μαστούς της γυναίκας σημαίνει τη δυνατότητά της να αναθρέψει το βρέφος. Αλλά
ακριβώς αυτές οι ενεργειακές εφεδρείες έχουν γίνει ερωτικά σύμβολα στον άνθρωπο.
Λιποβαρείς γυναίκες, όπως και γυναίκες που ασκούνται επαγγελματικά με τον
πρωταθλητισμό έχουν πολύ χαμηλούς δείκτες γονιμότητας και ελκυστικότητας. Οι άνδρες
δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη φυσική γοητεία και τη νεαρή ηλικία της ερωτικής συντρόφου
τους, ενώ οι γυναίκες, χωρίς να υποτιμούν τη φυσική ανδρική γοητεία, συνήθως προτιμούν
157

άνδρες με κοινωνική θέση και καλή οικονομική κατάσταση. Η γυναίκα πρέπει να δεσμεύει
συναισθηματικά τον άνδρα ώστε να την προστατεύει κατά την περίοδο της μητρότητας, που
διαρκεί αρκετά χρόνια για κάθε παιδί, και αυτό πρέπει να το πετυχαίνει ικανοποιώντας το
ανδρικό σεξουαλικό ένστικτο, το οποίο βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα μέχρι τα γηρατειά του.
Αυτό ίσως ερμηνεύει την πολυγαμική διάσταση της ανδρικής σεξουαλικότητας. Η πολυγαμία
είναι περισσότερο διαδεδομένη από τη μονογαμία στους ανθρώπους, αλλά και στις
μονογαμικές κοινωνίες οι σχέσεις είναι κατά βάθος πολυγαμικές, με τους διαδοχικούς
γάμους, την ανοχή στη μοιχεία, τις κρυφές εξωσυζυγικές σχέσεις των παντρεμένων και την
πορνεία.

Ο έρωτας. Η βιολογική σημασία του έρωτα έγκειται στη δυνατότητά του να προκαλεί στον
ερωτευμένο μία μεγάλη διαστρέβλωση, σχεδόν παραληρηματική, των χαρακτηριστικών του
αντικειμένου της αγάπης του, ώστε αυτό να είναι αποδεκτό και επιθυμητό σε όλα τα επίπεδα,
από το σωματικό μέχρι το ανώτερο ψυχοπνευματικό. Τελικός στόχος όμως είναι η
σεξουαλική συνεύρεση και γονιμοποίηση. Το ότι η εξιδανίκευση αυτή είναι μια αυταπάτη ο
ερωτευμένος το καταλαβαίνει μετά την ύφεση των ερωτικών συναισθημάτων και την
αναπόφευκτη απομυθοποίηση. Η σεξουαλικότητα, μετουσιωμένη σε έρωτα, είναι ισχυρή
συνδετική ύλη μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Ο έρωτας τροφοδοτεί τη διαρκή σχέση, που και
αυτή είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανατροφή των παιδιών που θα προκύψουν, αν
και το χρονικό βεληνεκές του είναι γενικώς μικρό. Οι ερωτευμένοι βρίσκονται σε μια μοναδική
ψυχολογική κατάσταση κατά την οποία νιώθουν αυτοπεποίθηση, αισθάνονται πιο ωραίοι,
έχουν ιδιαίτερη ζωηρότητα στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά τους. Ο έρωτας είναι
δυνατόν να εξαπολύσει ισχυρές καταστροφικές δυνάμεις, αλλά μπορεί να είναι αφετηριακή
δύναμη μεγάλων και υπέροχων ανθρώπινων πράξεων και επιτευγμάτων, αν και τα μεγάλα
επιτεύγματα επιτελούνται από μεγάλους ανθρώπους, και αυτό ίσως είναι σημαντικότερο από
την ερωτική κατάσταση στην οποία βρίσκονται.

Η συνουσία είναι η τελική έκφραση της αμοιβαίας επιθυμίας και του πιθανού ερωτικού
δράματος που, σε λανθάνουσα ή φανερή κατάσταση, την πυροδοτεί, αν και το πλήθος των
ερωτικών συναισθημάτων δεν συνιστά προϋπόθεση για μια συνουσία.
Το προσυνουσιακό παιχνίδι, αναγκαίο για την πλήρη ανάπτυξη της ετοιμότητας για
συνουσία και στα δύο μέρη, σχετίζεται στενά όχι μόνο με την επιθυμία αλλά και με τους
βαθμούς ασφάλειας που παρέχει το περιβάλλον. Στα ανθρωποειδή πάντοτε αναζητείται
ήσυχος και ασφαλής χώρος. Η σεξουαλική διάθεση μειώνεται από το άγχος και την
ψυχοκαταπόνηση. Η διέγερση στον άνδρα είναι απλή, ενώ στη γυναίκα περίπλοκη και
αργόσυρτη. Γενικώς το είδος και η ποιότητα του προσυνουσιακού παιχνιδιού εξαρτώνται από
την κουλτούρα, την κοινωνική τάξη και τη μόρφωση. Οι ανώτερες μορφωτικά και κοινωνικά
τάξεις επιδίδονται περισσότερο σε αυτό. Στα χαμηλά στρώματα η διαδικασία είναι
απλούστερη και συντομότερη. Πλήρης εκδίπλωση του προσυνουσιακού παιχνιδιού, αν και
όχι απαραιτήτως αναγκαία προϋπόθεση για την έναρξη της συνουσίας, περιλαμβάνει
διέγερση των ερωτογόνων περιοχών κυρίως της γυναίκας (χείλη στόματος, λοβία ώτων,
θηλές μαστών, κλειτορίδα, μεγάλα και μικρά χείλη του αιδοίου, δακτύλιος του πρωκτού και
όλο το δέρμα) αλλά και του άνδρα (πέος, βάλανος του πέους, όσχεο), που οδηγεί σε μια
κλιμάκωση της επιθυμίας και στην επίτευξη της συνουσιακής ετοιμότητας. Το φιλί, με
εισχώρηση της γλώσσας στο στόμα του άλλου, τελετουργικοποιημένη συμπεριφορά
προερχόμενη από το τάισμα των μικρών από τη μητέρα με το στόμα, είναι αφετηριακό
σημείο και στοιχείο του ερωτικού παιχνιδιού, όπως το παίξιμο και ο ερεθισμός με τη γλώσσα
των γεννητικών οργάνων της γυναίκας (cunnilingus) ή του άνδρα (fellatio). Τα τελευταία
κυρίως, αλλά και τα προηγούμενα εν μέρει, θεωρούνται φυσιολογικά παιχνίδια, διαστροφές ή
πράξεις κοινωνικώς ή και ποινικώς καταδικαστέες, αναλόγως της νομοθεσίας, της
κουλτούρας, της θρησκείας, της μόδας, της μόρφωσης, και της κοινωνικής τάξης. Στις
βιομηχανικές κοινωνίες της Δύσης, από τις μεγάλες πληθυσμιακές μάζες όλα τα παραπάνω
θεωρούνται φυσιολογικές συνουσιακές πρακτικές. Καθώς ξετυλίγεται το παιχνίδι, αυξάνεται η
υπεραιμία των γεννητικών οργάνων και άλλων περιοχών του σώματος, η αρτηριακή πίεση, οι
καρδιακοί παλμοί κ.λπ. Όταν η κατάσταση έχει κορυφωθεί, τότε το πέος, που ήδη βρίσκεται
158

σε στύση, εισέρχεται στον κόλπο, ο οποίος βρίσκεται σε ετοιμότητα για να το δεχθεί. Βασικό
στοιχείο της «κολπικής ετοιμότητας» για συνουσία, πλην της στύσης του πρόδρομου βολβού
που καθιστά την είσοδο του κόλπου στενότερη, είναι η έκκριση από τον αδένα του Bartholini
βλεννώδους υγρού που επιτρέπει τη διολίσθηση του φαλλού. Είναι φανερό ότι συνουσία
επιτελείται μόνον όταν ορθώνεται το πέος.
Στύση είναι μία κατάσταση κατά την οποία κάποιος ιστός από μαλακός και εύκαμπτος
μετατρέπεται σε σκληρό και άκαμπτο (Βαϊδάκης 1982). Στυτικοί ιστοί υπάρχουν στο πέος,
στη θηλή και στην άλω του μαστού, στην κλειτορίδα και στον πρόδρομο βολβό του κόλπου.
Η στύση επιτυγχάνεται διά της αθροίσεως και του εγκλωβισμού αίματος εντός των στυτικών
ιστών, οι οποίοι έχουν σηραγγώδη δομή και στο πέος ονομάζονται σηραγγώδη σώματα.
Κατά τη στύση το μεν πέος ορθώνεται προς τα επάνω, η δε κλειτορίδα στρέφεται προς τα
κάτω και πίσω, έτσι ώστε κατά τη διάρκεια των εμβολικών κινήσεων να επιτυγχάνεται
καλύτερη τριβή της στη ράχη του πέους και πλουσιότερος ερεθισμός της. Τα συνήθη
ερεθίσματα που προκαλούν στύση είναι η τριβή των στυτικών ιστών, οπτικά ή οσφρητικά
ερεθίσματα, όπως η εμφάνιση του σώματος, κυρίως του γυμνού, τα ρούχα, το μακιγιάζ, τα
αρώματα κ.λπ. Οι φανταστικές αναπαραστάσεις παίζουν στον άνδρα σημαντικό ρόλο, αλλά
το ότι δεν μπορεί να υπάρξει στύση του πέους χωρίς φαντασιωσική εικόνα σωματικών
στάσεων, ή τμημάτων γυμνού σώματος, όπως ισχυρίζονται μερικοί μελετητές, είναι μάλλον
υπερβολικό. Απειλητικές καταστάσεις, παθολογική ψυχοσυναισθηματική αναστάτωση
(άγχος, φόβος, νευρικότητα), ψυχοκαταπόνηση, ορισμένες ουσίες ή φάρμακα είναι δυνατόν
να αναστείλουν τη στύση. Το ιερό παρασυμπαθητικό κέντρο (Ι2-Ι4) είναι υπεύθυνο για τη
στύση των γεννητικών οργάνων, αλλά και στον ιππόκαμπο υπάρχουν κέντρα που
εμπλέκονται στη στύση.
Οι ρυθμικές κινήσεις του σώματος, οι ολισθητικοί εμβολισμοί του πέους στον κόλπο μαζί
με την τριβή των οργάνων οδηγούν τελικώς τον ερεθισμό στο έπακρο, οπότε εισβάλλει δίκην
κατακλυσμού και κατακυριαρχεί ένας συνδυασμός μεγάλης ηδονής, απόλαυσης και
ανακούφισης, που ονομάσθηκε οργασμικό βίωμα, τα υποκειμενικά στοιχεία του οποίου
οικοδομούνται επάνω σε ψυχοφυσιολογικά φαινόμενα όπως σιελόρροια, ταχύπνοια,
ταχυκαρδία, ρυθμικές συσπάσεις του πέους με εξακόντιση του σπέρματος, συσπάσεις της
μήτρας και του κόλπου. Το βιωματικό αυτό συνονθύλευμα εκφράζεται με ποικιλότατους
τρόπους, όπως βογγητά και βρυχηθμούς, άναρθρες κραυγές, φράσεις ποικίλου
περιεχομένου, συνήθως εκφράσεις βαθιάς αγάπης ή χυδαίες βωμολοχίες, ακόμη και
προσευχές μαζί με κάποια ήπια και μετουσιωμένη επιθετικότητα. Διαταραχή της επαφής με
την πραγματικότητα, σύγχυση και σπάνια λιποθυμικές καταστάσεις ή επιληπτοειδείς
σπασμοί μπορεί να συμβούν. Υπάρχουν ενδείξεις (Heath 1972) ότι η ακετυλχολίνη ως
νευρομεταβιβαστής νευρωνικών συστημάτων στην περιοχή του εγκεφαλικού διαφράγματος
εμπλέκεται στον οργασμό.
Στο ν άνδρα ο οργασμός έρχεται πάντοτε διά της εκσπερματώσεως, η οποία είναι
χαρακτηριστικό του φαινόμενο. Έχει χαρακτήρα αντανακλαστικό, με κέντρο στην οσφυϊκή
μοίρα του νωτιαίου μυελού, ενώ τα κύρια ερεθίσματα προέρχονται από τη βάλανο και τον
βλεννογόνο της ουρήθρας. Έρχεται ενωρίτερα από ό,τι στη γυναίκα, μερικές φορές τόσο
πολύ που ουσιαστικά καταστρέφει τη συνουσία, και διαρκεί μικρότερο χρονικό διάστημα.
Ακολουθείται από μυϊκή χαλάρωση, αισθήματα ανακούφισης, κόπωσης, υπνηλίας και
μερικές φορές μελαγχολίας. Στις περιπτώσεις που η συνουσία δεν τελειώνει με
εκσπερμάτωση, εισβάλλει έντονη δυσφορία, αφού αυτό ο άνδρας το θεωρεί μεγάλη αποτυχία
που την αποδίδει σε παθολογικά αίτια, πράγμα που μπορεί να είναι το έναυσμα μιας
υποχονδριακής ενασχόλησης, η οποία ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στη
σεξουαλικότητά του αλλά και στην ψυχική υγεία του. Η διάρκεια της συνουσίας καθορίζεται
από την ταχύτητα με την οποία ο άνδρας φθάνει στην εκσπερμάτωση, αφού η συνουσία
τελειώνει με την εκσπερμάτωση.
Ο οργασμός στη γυναίκα είναι θέμα γεμάτο ασάφειες και προκαταλήψεις. Και οτιδήποτε
σχετίζεται με αυτόν είναι περισσότερο εικασία και λιγότερο τεκμηριωμένο επιστημονικό
δεδομένο. Ενδεικτικά: Το πεδίο απόλαυσης είναι πιο εκτεταμένο και ο οργασμός
εντονότερος, διαρκέστερος, και έρχεται αργότερα. Η γυναίκα κορέννυται ή κουράζεται πολύ
πιο δύσκολα από τον άνδρα. Είναι χρήσιμος για τη σύλληψη, αφού οι συσπάσεις της μήτρας
159

μετακινούν το σπέρμα αποτελεσματικότερα. Κάνει τον δεσμό με τον άνδρα ισχυρότερο,


έρχεται συνήθως μετά τον ανδρικό οργασμό, είναι πιο «εκτεταμένος και βαθύς» και
συνοδεύεται από συναισθήματα τόσο θετικά που μπορεί να φθάσουν μέχρι την
παρατεταμένη ευφορία. Είναι γνωστή η συζήτηση για τη διάσταση μεταξύ κλειτοριδικού και
κολπικού οργασμού η οποία κατέληξε στην άποψη ότι ο πρώτος επιτυγχάνεται και με
ερεθισμό της κλειτορίδας κατά τον αυνανισμό και είναι ανώριμος. Το κυριότερο πρόβλημα με
τον γυναικείο οργασμό είναι ότι δεν υπάρχει σοβαρή απάντηση στο τι είναι γυναικείος
οργασμός.
Απώλεια της οργασμικής φάσης, η ανοργασμία, σπάνια συμβαίνει στους άνδρες, ενώ στη
γυναίκα είναι συχνό φαινόμενο. Ενδεχομένως οι περισσότερες γυναίκες δεν έρχονται κάθε
φορά σε οργασμό κατά τη διάρκεια της συνουσίας. Μία στις πέντε γυναίκες ίσως δεν θα κάνει
ποτέ οργασμό και αυτές που κάνουν οργασμό δεν κάνουν σε κάθε συνουσία. Η Kaplan
(1974) πιστεύει ότι η γυναικεία οργασμικότητα είναι εγγενής και ότι η κατανομή της
οργασμικής έντασης στον γυναικείο πληθυσμό έχει κανονική καμπύλη. Φαίνεται ότι πολλές
γυναίκες κάνουν οργασμό μόνο κατά την περίοδο της ωορρηξίας. Άλλες υποκρίνονται (faked
orgasm), πράγμα που βρίσκουν χρήσιμο, αφού νιώθουν ότι ο σύντροφός τους ενθουσιάζεται
πιστεύοντας ότι τις φέρνει σε οργασμό. Άλλες ψεύδονται στις φίλες τους ότι είναι οργασμικές,
με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να έχει εξαπολυθεί μεταξύ των γυναικών ένα κυνηγητό
αναζήτησης τρόπων επίτευξης οργασμού, κατεβάζοντας πολλές φορές τη συνουσία στο
επίπεδο μιας διαδικασίας εφαρμογής τεχνικών επιδεξιοτήτων. Ωστόσο η έλλειψη οργασμού
στις γυναίκες συνήθως δεν συνοδεύεται από τόσο αρνητικά συναισθήματα, όπως στους
άνδρες, αφενός γιατί είναι κάτι που δεν το καταλαβαίνει αναγκαστικά και ο άνδρας αλλά και
γιατί υπάρχουν πράγματα στη σχέση της γυναίκας με τον άνδρα που γι' αυτήν μετρούν
περισσότερο. Είναι όμως δυνατόν βαθμιαία να προκαλέσει προβλήματα, αφού σήμερα η
αναζήτηση του οργασμού και της συνουσιακής απόλαυσης επιβάλλεται καταναγκαστικά από
την κουλτούρα της εποχής. Έτσι πολλές γυναίκες βρίσκονται σε αδυναμία να καταλάβουν τη
δική τους διάσταση ικανοποίησης και χαράς από τη συνουσία, αναζητώντας πρότυπα έξω
από τον εαυτό τους, στις επιδειξιμανείς ή μυθομανείς φίλες, στα μέσα μαζικής προπαγάνδας
κ.λπ.
Στους περισσότερους άνδρες η επιθυμία πέφτει μετά την πρώτη συνουσία ενώ στις
γυναίκες αυξάνει, και έτσι επιδιώκουν ακόμη έναν ή δύο οργασμούς, κυρίως οι νεαρές.
Υπάρχουν επίσης αρκετές γυναίκες που έρχονται πολλές φορές σε οργασμό στη διάρκεια
μιας συνουσίας, αλλά αυτή η «πολυοργασμικότητα» είναι περισσότερο διαδεδομένη στα
γυναικεία περιοδικά παρά στις ίδιες τις γυναίκες. Έχει λεχθεί ότι ο οργασμός, με το να είναι
ένας συνδυασμός σφοδρής ηδονής και συγκίνησης, αποτελεί ύψιστη κατάσταση εκστάσεως.
Αλλά φαίνεται ότι αυτές τις «μεγαλειώδεις» διαστάσεις τού τις έχει αποδώσει η σύγχρονη
αποπνευματικοποιημένη και ηθικά πτωχευμένη ηδονιστική εποχή που θεωρεί τον
σεξουαλικό έρωτα ύψιστη αξία. Κάτω από μία άλλη, εξίσου ακραία αλλά υπαρκτή οπτική, η
συνουσιακή ηδονή θα μπορούσε να είναι κάτι μόλις λίγο σπουδαιότερο από το αίσθημα
ικανοποίησης που δίδει ο κορεσμός κάθε βιολογικής ανάγκης, εκτός από το ότι η συνουσιακή
διαπλοκή των σωμάτων εμπεριέχει και κάποια στοιχεία γελοιότητος.
Πρακτικές ανάγκες πολλές φορές επιβάλλουν τροποποιήσεις της συνουσιακής
διαδικασίας. Η διακεκομμένη συνουσία (coitus interruptus) είναι από τις συνηθέστερες
τεχνικές αντισύλληψης. Μετά την είσοδο στον κόλπο και το ξετύλιγμα της συνουσίας, το πέος
εξέρχεται λίγο πριν από την εκσπερμάτωση. Ο Freud ισχυριζόταν ότι όταν αυτό συμβαίνει
συχνά μπορεί να προκαλέσει αγχώδη νεύρωση, πράγμα που δεν είναι αποδεκτό σήμερα.
Στο άλλο άκρο και για άλλους λόγους βρίσκεται η παρατεταμένη συνουσία (coitus
prolongatus), ενσυνείδητη αναστολή της εκσπερμάτωσης μέχρις ότου επιτευχθεί οργασμός
από τη μεριά της γυναίκας. Δεν έχουν όμως όλοι οι άνδρες τη δυνατότητα να παρατείνουν τη
διάρκεια της συνουσίας.

Τρόποι σύζευξης υπάρχουν πολλοί αναλόγως των περιστάσεων ή των διαθέσεων και, ενώ
φαινομενικά υπάρχει η εντύπωση ότι η επιλογή της κάθε στάσης αποβλέπει στην όσο το
δυνατόν μεγαλύτερη διεύρυνση του πεδίου της ηδονής, στην πραγματικότητα εκείνο που
επιδιώκεται από τη βιολογική τελεολογία της συνουσίας είναι η πλήρης εφαρμογή των
160

γεννητικών οργάνων για την εξασφάλιση της γονιμοποίησης. Οι αρχαίοι Έλληνες


παραδέχονταν ότι ορισμένες συνουσιακές στάσεις ευνοούν περισσότερο από άλλες τη
σύλληψη, και η αντίληψη αυτή ισχύει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τον Λουκρήτιο, οι αρχαίοι
Έλληνες πίστευαν ότι «η γυναίκα μπορεί καλύτερα να πιάσει παιδί αν ο άνδρας την πάρει
όπως κάνουν τα τετράποδα, με τα στήθια της να κρέμονται και τα σκέλη της μαζεμένα. Έτσι
το σπέρμα βρίσκει εύκολα το δρόμο για την κρυφή μεριά». Οι προτιμήσεις προς αυτούς ή
εκείνους τους τρόπους συνουσίας επηρεάζονται από στοιχεία πολιτιστικά, θρησκευτικά ή
ιδεολογικά, αλλά και από τα μορφωτικά, κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων
σε μια συγκεκριμένη κοινωνία. Οι περισσότερες στάσεις τονίζουν τον ενεργό αρσενικό και τον
αντίστοιχα παθητικό θηλυκό ρόλο. Στην παγκόσμια ερωτική φιλολογία έχουν περιγραφεί
δεκάδες συνουσιακές στάσεις ήδη από την πρώτη αρχαιότητα, αλλά οι κυριότερες είναι λίγες.
Όταν ο άνδρας βρίσκεται πίσω από τη γυναίκα, είτε καθώς αυτή είναι γονατισμένη (coitus a
tergo) και αυτός όρθιος ή γονατισμένος, είτε αν είναι και οι δύο ξαπλωμένοι στα πλάγια
(coitus a laterale). Αυτός είναι ο κλασικός τρόπος συνουσίας όλων των θηλαστικών, όπως
δείχνει η συνουσιακή πρακτική των ανθρωποειδών αλλά και η ανατομική των γεννητικών
οργάνων. Από τότε που η γυναίκα πέτυχε να επιβάλει στη συνουσία ένα χαρακτήρα
διαπροσωπικής ψυχοσυναλλαγής, εδώ και μερικές δεκάδες χιλιάδες χρόνια, αυτή η στάση
έχει κάπως υποχωρήσει στις προτιμήσεις των ζευγαριών, αλλά περισσότερο την
προτιμούν οι άνδρες, διότι έτσι μπορούν να έχουν οπτική επαφή με τα διαδραματιζόμενα
και να επιτυγχάνουν μεγαλύτερο ερεθισμό μέσα από ένα αίσθημα κυριαρχίας καθώς
κρατούν με τα χέρια τους, τους γυναικείους γοφούς. Αλλά και οι γυναίκες μπορούν να
βλέπουν τους όρχεις να κραδαίνονται κατά τους εμβολισμούς. Θεωρείται στάση χρήσιμη
για τους παχύσαρκους, τις εγκυμονούσες ή αυτούς που έχουν μικρό πέος και γενικώς
υποστηρίζεται ότι αυτός ο τρόπος συνουσίας διευκολύνει τη σύλληψη.
Πρόσωπο με πρόσωπο. Κλασική στάση διαδεδομένη στις δυτικές βιομηχανικές κοινωνίες.
Από τους ανθρωπολόγους (Morris 1967) θεωρείται σαν κατάκτηση της γυναίκας, γιατί
έδωσε ανθρώπινο χαρακτήρα στη συνουσία, αφού υπονοεί μία στενότερη
ψυχοσυναισθηματική σχέση, πράγμα που πάντα επεδίωκε και επιδιώκει κυρίως η γυναίκα.
α) Η γυναίκα είναι κάτω και ο άνδρας επάνω. Κατηγορήθηκε από τις φεμινίστριες σαν
στάση ευκολίας και κυριαρχίας του άνδρα (ιεραποστολική στάση, missionary position). β)
Η γυναίκα είναι επάνω και ο άνδρας κάτω. Θεωρείται καλύτερη για τη γυναίκα γιατί
υποβοηθάει περισσότερο τον οργασμό. γ) Όρθια στάση. Ο άνδρας σηκώνει τη γυναίκα στα
χέρια του κρατώντας την από τα πόδια που είναι ανοιχτά και εφαρμόζει το πέος του στον
κόλπο της. Επίπονη διαδικασία, ιδιαίτερα για τον άνδρα, αλλά δίδει έναν «αέρα έντασης και
πάθους» στη συνουσία και την προτιμούν οι σκηνοθέτες του κινηματογράφου, στις ταινίες
τους.
Η στοματική συνουσία, πεολειχία (fellatio) και αιδοιολειχία (cunnilingus), πολύ διαδεδομένη
στα θηλαστικά, είναι ένα μεγάλο σεξουαλικό ταμπού στους ανθρώπους. Το fellatio είναι
συχνότερο γιατί εκτελείται ευκολότερα και γιατί, όπως όλα γύρω από το σεξ, το ζητούν οι
άνδρες πιεστικότερα. Οι γυναίκες δεν δέχονται εύκολα το cunnilingus (αν και όταν το
μάθουν το επιζητούν, διότι είναι πολύ πιθανόν με αυτόν τον τρόπο να κάνουν πολύ καλούς
οργασμούς), γιατί είναι ευάλωτες στη μυθολογία γύρω από τη γυναικεία καθαριότητα και
ίσως γιατί ασυνείδητα αντιστέκονται σε μία στάση που υποτιμά την παραδοσιακή
ανδρικότητα. Στις λεσβιακές σχέσεις είναι ευρύτατα διαδεδομένο μαζί με τον αμοιβαίο
αυνανισμό. Η χρήση της στοματικής συνουσίας, όπως και όλων των συνουσιακών
ποικιλιών και παραφερναλίων, έχει κάποια θετική συσχέτιση με το μορφωτικό επίπεδο.
Ο πρωκτικός ερεθισμός μπορεί να έχει μεγάλη ένταση και είναι δυνατόν να προκαλέσει
ακόμη και οργασμό. Πρωκτική συνουσία μπορεί να λάβει χώρα στο σεξουαλικό παιγνίδι
των παιδιών, σε μια ετεροσεξουαλική σχέση είτε αυτούσια είτε ως επιπρόσθετος ερεθισμός
κατά τη φυσιολογική από του κόλπου συνουσία, στην ομοφυλόφιλη συνουσία, ή μπορεί να
είναι και μορφή αυνανισμού.

Η συχνότητα συνουσίας επηρεάζεται από παράγοντες της σωματικής υγείας και από τον
συναισθηματικό τόνο, με την κατάθλιψη και την ευφορία να καταλαμβάνουν τα δύο άκρα.
Αυτοί οι παράγοντες πρέπει να εκτιμώνται με σοβαρότητα προκειμένου να διευκρινισθεί η
161

σεξουαλικότητα του φυσιολογικού ατόμου αλλά και του ασθενούς. Οι θρησκείες και οι
μεγάλες ιδεολογίες έχουν κάνει προσπάθειες να υποτάξουν τη σεξουαλικότητα και σε αυτό το
επίπεδο. Άπαξ της εβδομάδος ωφελεί, δις της ημέρας βλάπτει, έλεγε ο Λούθηρος, ο
Σόλωνας συνιστούσε τρεις συνουσίες κάθε τέσσερις εβδομάδες και ο Ζωροάστρης ήθελε μία
κάθε εννέα ημέρες. Οι «οδηγίες» αυτές δεν έχουν κανέναν άλλο στόχο από το να πετύχουν
μία θρησκευτικοκοινωνική χειραγώγηση του ερωτισμού, γιατί από ιατρική άποψη ποτέ δεν
τεκμηριώθηκε η ύπαρξη ωφέλιμης ή βλαπτικής επίδρασης στην υγεία από τη συχνότητα
συνουσίας. Υγιές είναι αυτό που ικανοποιεί την επιθυμία στη φυσιολογική σεξουαλικότητα.
Αλλά η επιθυμία καθορίζεται από πολλούς συντελεστές και οι θρησκευτικοί δεν είναι σήμερα
οι ισχυρότεροι.

Αποχή, αγνότητα, απέχθεια προς τα ερωτικά, εθελοντική αυτοστέρηση από τον αυνανισμό,
το ερωτικό παιχνίδι και τη συνουσία. Αυτή η ακραία μορφή στέρησης μπορεί να είναι
εκδήλωση θρησκευτικού ή άλλου ασκητισμού, ποικίλων αντιλήψεων που θεωρούν τη
σεξουαλικότητα βλαπτική για την υγεία ή δείγμα ψυχοπαθολογίας. Στο βάθος κάθε
προσπάθειας για καταστολή της σεξουαλικότητας πολλές φορές ανιχνεύεται κάποια
σωματική ανικανότητα, έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας ή σεξουαλική ψυχρότητα στα νεανικά
χρόνια. Μακροχρόνια σεξουαλική αποστέρηση στους άνδρες δεν βρέθηκε να σχετίζεται με
επιπτώσεις, εκτός από κάποια μείωση της παραγωγής τεστοστερόνης, ενώ στις γυναίκες
αναφέρεται ότι σχετίζεται με αμηνόρροια. Σε αποχή οδηγεί επίσης η υποταγή στον ηθικό
κανόνα ότι σκοπός της σεξουαλικότητας είναι η αναπαραγωγή και όχι η ηδονή, πράγμα που
σημαίνει ότι η συνουσία επιτρέπεται οπωσδήποτε μέσα στο πλαίσιο του γάμου και μόνο για
τεκνοποίηση. Αυτούσια η άποψη αυτή παρουσιάζεται στους Νόμους του Πλάτωνα και
σήμερα ισχύει σε ορισμένες καθολικές κοινότητες, αλλά εν μέρει έχει επηρεάσει την
απαγορευτική στάση άλλων κοινωνιών και θρησκευτικών ρευμάτων προς τις προγαμιαίες
σεξουαλικές σχέσεις. Ο Πλάτωνας, τόσο στην Πολιτεία (461b9-c1, 461c5-7) όσο και στους
Νόμους (838e-839a, 841d2-6), επιτρέπει τη σεξουαλική επαφή μεταξύ των εγγάμων κατά τη
διάρκεια της γόνιμης ηλικίας (30-50 για τους άνδρες και 20-40 για τις γυναίκες) που
αποσκοπεί στην τεκνογονία. Εκτός της νόμιμης ηλικίας και εκτός γάμου συνουσία
απαγορεύεται. Το παιδί που θα γεννηθεί από τέτοια συνουσία είναι νόθο. Κάθε συνουσία με
γυναίκες που δεν επιθυμούν να γίνουν μητέρες καταδικάζεται. Η ομοφυλοφιλία και η
παιδεραστία καταδικάζονται. Η μυστικότητα και η απόκρυψη των παράνομων σεξουαλικών
δραστηριοτήτων, το «λανθάνειν που προέρχεται από την αιδώ», παραδόξως, ενισχύεται στο
πλατωνικό έργο και θεωρείται έντιμη πράξη.

Άνδρες και γυναίκες. Η αρσενικότητα και η θηλυκότητα καθορίζονται κατά τη σύλληψη από
τον γενετικό κώδικα με τη θεμελιώδη μορφή του φύλου, όπως αυτή εκφράζεται στα
ανατομικά γνωρίσματά του, και ως προς το βιολογικό τους υπόστρωμα είναι απολύτως
χαρακτηριστικές και ανθίστανται σε τροποποιήσεις. Η αρσενικότητα και η θηλυκότητα δεν
καθορίζονται από τις κυκλοφορούσες στο αίμα ορμόνες, που βέβαια ασκούν σημαντικές
επιδράσεις, αλλά από τη λειτουργική οργάνωση του εγκεφάλου προς αυτήν ή εκείνη την
κατεύθυνση που πραγματοποιείται μέσα στις πρώτες 12 εβδομάδες της εμβρυϊκής ζωής.
Παρά την οικουμενικότητα των διαφορών μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, η μορφή του φύλου
δεν είναι τόσο άκαμπτη στο επίπεδο των ψυχοκοινωνικών εκδηλώσεών της, γι' αυτό στη
διάρκεια της ιστορίας τους οι ανθρώπινες κοινότητες έπαιρναν μέτρα προστασίας των
βιοψυχοκοινωνικών γνωρισμάτων των δύο φύλων.

Τα γενικά χαρακτηριστικά των ανδρών, όπως η επιθετικότητα, η ενόρμηση για επιτεύγματα,


η συναισθηματική σταθερότητα, και των γυναικών, όπως η τάση για ευδαιμονισμό, η τάση
για ονειροπόληση και ο κοινωνικός προσανατολισμός (Βελέντζας και συν 1980), δεν είναι
σταθερά. Εξάλλου υπάρχει και ένα πλήθος άλλων χαρακτηριστικών που διαμορφώνουν τη
διαχωριστική γραμμή. Για παράδειγμα, στους άνδρες αποδίδεται μεγαλύτερη ταχύτητα στην
ψυχοκινητική συμπεριφορά, καλύτερος συντονισμός των αδρών σωματικών κινήσεων,
ακριβέστερος προσανατολισμός στον χώρο, εντελέστερη αντίληψη των μηχανολογικών
προβλημάτων και μαθηματική σκέψη, ενώ οι γυναίκες θεωρούνται καλύτερες στην
162

επιδεξιότητα των χεριών, στην αντιληπτική ταχύτητα και ακρίβεια, στη μνήμη, στις
αριθμητικές πράξεις και στη λεκτική ικανότητα. Κατά την αποτυχία, τα αγόρια από την πρώτη
σχολική ηλικία, και πιο πριν συνήθως, επαναλαμβάνουν την προσπάθεια, ενώ τα κορίτσια
περισσότερες φορές από τα αγόρια παραιτούνται και αυτοκατηγορούνται για ανεπάρκεια και
ανικανότητα. Υπάρχει μία τάση να υποστηρίζεται η ύπαρξη καταθλιπτικής ιδιοσυγκρασίας
στις γυναίκες και υπερθυμικής στους άνδρες. Κατά την εφηβική ηλικία τα κορίτσια έχουν μια
τάση για ενδοστρέφεια, ενώ τα αγόρια εκδηλώνουν παρορμητικές συμπεριφορές. Πολλοί
όμως υποστηρίζουν ότι αυτές οι ιδιότητες και οι συμπεριφορές δεν είναι εγγενείς αλλά
μαθαίνονται στην οικογένεια ή κατά τις πρώτες συναναστροφές στο σχολείο. Οι ορμονικές
διαφορές ενέχονται και στην ανάπτυξη διαφορετικών ικανοτήτων. Για παράδειγμα, κατά τη
διάρκεια της εμμηνορρυσίας, που τα οιστρογόνα βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδό τους,
υπάρχουν ενδείξεις ότι οι γυναίκες γίνονται καλύτερες στα μαθηματικά και κατά την άνοιξη,
που η τεστοστερόνη πέφτει στα χαμηλότερα ετήσια επίπεδά της, οι άνδρες χάνουν ένα μέρος
της ικανότητας προσανατολισμού στον χώρο.

Η αρσενική κυριαρχία πάνω στο θηλυκό είναι ένα παγκόσμιο γεγονός και η εμφάνισή της σε
εκατοντάδες ή και χιλιάδες ξεχωριστών και ανεξάρτητων κοινωνικών ομάδων είναι κατανοητή
μόνο πάνω στη βάση μιας βιολογικής αιτίας που κινητοποιεί ισχυρούς βιολογικούς
παράγοντες, διαμορφωτές των ρόλων των δύο φύλων σε όλη τη βιοψυχοκοινωνική διάσταση
του ανθρώπου. Στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες της ελεύθερης αγοράς βρίσκονται σε
πλήρη ανάπτυξη διεργασίες αναχαίτισης της αρρενοποίησης των ανδρών και της
θηλεοποίησης των γυναικών από τα πρώτα στάδια της ανάπτυξής τους μετά τη γέννηση.
Αυτό οδηγεί σε αμβλύνσεις των διαφορών μεταξύ των δύο φύλων, που διευκολύνουν τη
μετατροπή των ανθρώπων σε πειθαρχημένους εργάτες και καλούς καταναλωτές μέσα σε
αυτές τις κοινωνίες. Η αποανθρωποποίηση του ανθρώπου διά της μεταμορφώσεώς του σε
καταναλωτή είναι στάδιο που βρίσκεται στην απαρχή των κατεδαφίσεων της αρσενικότητας,
της θηλυκότητας και της σεξουαλικότητας που έχουν θριαμβεύσει στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη
κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες.

Δεν είναι μόνο η σεξουαλική επιθυμία που φέρνει κοντά τα δύο φύλα. Κοινά ενδιαφέροντα και
διαπροσωπική επικοινωνία παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των μεταξύ τους
σχέσεων. Άνδρας και γυναίκα ακόμη και σήμερα προσπαθούν να πλησιάσουν περισσότερο
ο ένας τον άλλον, αλλά οι κοινωνικές συνθήκες καθιστούν αυτό το πλησίασμα ολοένα και πιο
δύσκολο. Τα θρυμματισμένα δίκτυα της οικογένειας και της ελάχιστα υποστηρικτικής
κοινότητας –στην οποία κυριαρχούν πλέον όχι οι κοινές αξίες αλλά η αρχή της ατομικής
αποτελεσματικότητας και η στείρα μοναξιά–, η αρνητική εμπειρία από τον εργασιακό χώρο
στον οποίο αισθάνονται βαθιά και αθεράπευτα υποταγμένοι, καθιστούν σήμερα τα δύο φύλα
ριζικά ανασφαλή, παρασυρμένα στη δίνη ενός αδιέξοδου αγώνα για εξουσιαστική κυριαρχία
του ενός πάνω στο άλλο, με αποτέλεσμα κάθε απόπειρα προσέγγισης να αντιμετωπίζεται και
από τις δύο πλευρές με καχυποψία και να καταλήγει σε σύγκρουση και αμοιβαία εξαπάτηση.

Η αποαρρενοποίηση των ανδρών βρίσκεται στην αφετηρία φαινομένων όπως η μείωση της
προτίμησης προς πειραματικούς, κατακτητικούς και ριψοκίνδυνους ρόλους, επαγγελματικούς
ή άλλους, και η αναζήτηση ασφαλούς υπαλληλικής εργασίας, κατά προτίμηση στο δημόσιο,
υποτίμηση των κλασικών ανδρικών γνωρισμάτων (ευθύτητα, αξιοπρέπεια, επιφυλακτικότητα,
σιγηλή απόσταση, αταραξία), τροφοδότηση της κοινωνίας της ανοχής και της
επιτρεπτικότητας, εκτεταμένη πτώση ή και κατάρρευση της ανδρικής σεξουαλικότητας,
υπερανάπτυξη συμπεριφορών μη αμφισβήτησης της εξουσίας, πριμοδότηση της κοινωνικής
υποταγής και ευρεία διάχυση της ομοφυλοφιλικής κουλτούρας. Η κοινωνικοποίηση οδηγεί τα
αγόρια στην απόκτηση μερικών θηλυκών χαρακτηριστικών (όπως το άγχος και η
ευσυνειδησία), αλλά δεν κάνει τα κορίτσια αρμονικότερα.

Οι διαδικασίες αποθηλεοποίησης των γυναικών υπερτονίζουν την ερωτική και πλήττουν τη


μητρική διάσταση της γυναίκας, μέσα σε ένα πλαίσιο διαρκούς αναζήτησης της οικονομικής
και προσωπικής αυτονομίας της. Η σημερινή εικόνα της γυναίκας ως «γυναίκας πρόκλησης»
163

έχει επιφέρει τεράστιες καταστροφές στην ποιότητα ανατροφής των παιδιών, στη γυναικεία
σεξουαλικότητα και στην αντίληψη που οικοδομεί η σύγχρονη γυναίκα για τον εαυτό της. Η
αποθηλεοποίηση έχει οδηγήσει στη δημιουργία φτηνού και σκληρά εκμεταλλευόμενου
θηλυκού εργατικού δυναμικού, κατέστησε ευκολότερη τη διάλυση του γάμου, αύξησε τον
αριθμό των εμβρυοκτονιών σε δυσθεώρητα ύψη, απεξάρθρωσε τους οικογενειακούς
δεσμούς, πυροδότησε έναν σεξουαλικό αναπροσανατολισμό προς την ομοφυλοφιλία. Έχει
όμως καταστήσει την ελεύθερη γυναίκα σοβαρότατη αγοραστική δύναμη. Το πρόβλημα δεν
είναι καθόλου απλό. Αν οι γυναίκες εγκατέλειπαν την εξωσπιτική εργασία, έτσι όπως έχουν
έρθει τα πράγματα, οι άνδρες μόνοι δεν θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα και να στηρίξουν
μία οικογένεια, αφού και οι ίδιοι πλέον έχουν καταρρεύσει ως στυλοβάτες της. Στις σύγχρονες
μεταβιομηχανικές κοινωνίες το ποσοστό των ανδρών που είναι σε θέση να στηρίξουν τις
οικογένειές τους μόνο με τη δική τους εργασία είναι λιγότερο του 25%. Η υποτίμηση της
μητρότητας και η ώθηση της γυναίκας στην αναζήτηση εργασίας είναι οι πιο ισχυροί
αρρενοποιητικοί παράγοντες για τις γυναίκες και προωθούνται ως ιδανικά από τα μέσα
μαζικής διαμόρφωσης της συμπεριφοράς των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών.

Μητριαρχία ή πατριαρχία; Στη μητριαρχική κοινωνία προστάτης της γυναίκας είναι ο


αδελφός της (ή καλύτερα τα αδέλφια της), ενώ στην πατριαρχική ο άνδρας της.
Ανταγωνισμός, φθόνος, άγχος, ενοχή και ντροπή είναι τα θεμέλια της πατριαρχικής
κοινωνίας η οποία εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα και επεκτάθηκε στην Ευρώπη κατά τρόπο
επώδυνο γύρω στον 16ο με 15ο αιώνα π.Χ. (Borneman 1988). Οι Μυκήνες συγκλονίστηκαν
από εξεγέρσεις των οπαδών του μητριστικού καθεστώτος, ενώ στη Λήμνο οι γυναίκες, σε μια
αντεπίθεση χωρίς ελπίδα, σκότωσαν τους άνδρες και οι γιοι κατά παραγγελία των μητέρων
ευνούχισαν τους πατεράδες τους. Μετά την εποχή των μεγάλων ταραχών που ακολούθησε
την εγκαθίδρυση της πατριαρχίας, και μέχρι να παγιωθεί το νέο καθεστώς, η ελληνική ιστορία
πέρασε τη σκοτεινότερη ίσως περίοδό της. Το αποκορύφωμα της πατρικής κυριαρχίας
κατοπτρίζεται στην Patria Potestas, την πιο ακραία έκφραση της πατρικής δεσποτικότητας,
που έδινε το απόλυτο δικαίωμα στον άνδρα της αρχαίας Ρώμης να αποφασίζει για τη ζωή και
τον θάνατο των παιδιών του και τελείωνε μόνο όταν πέθαινε ο πατέρας. Πολλοί
υποστηρίζουν ότι η ανθρώπινη κοινωνία θα βγει από το βάθος της βαρβαρότητας στο οποίο
έχει βουλιάξει εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια, αν βάλει για σκοπό της το όραμα της
επανασύστασης της μητριστικής αταξικής κοινωνίας στο σύγχρονο ανώτατο επίπεδο της
ηλεκτρονικής τεχνολογίας, που μπορεί να επιτρέψει τέτοιες μεγάλες κοινωνικές αλλαγές.

Οικογένεια και σεξουαλικότητα. Η ταυτότητα του φύλου του παιδιού καθορίζεται και από
την αντίληψη που έχουν οι γονείς γι’ αυτήν αλλά και από την αντίληψη που έχουν οι ίδιοι για
τη δική τους σεξουαλικότητα. Οι μητέρες μεταχειρίζονται διαφορετικά τα αγόρια από τα
κορίτσια. Μιλάνε πιο πολύ στα κορίτσια προσπαθώντας να τα καθοδηγήσουν, ενώ ενισχύουν
στα αγόρια, εξωλεκτικά κυρίως, την τάση τους για φυσική επαφή με τα κορίτσια. Οι
αρρενωποί πατέρες έχουν θηλυκές κόρες αλλά όχι αναγκαστικά αρρενωπούς γιους, ενώ η
απουσία τους επηρεάζει τα αγόρια στη διαμόρφωση της ταυτότητας του φύλου τους αλλά όχι
τα κορίτσια. Απώλεια του ομόφυλου γονέως έχει υποστηριχθεί ότι είναι δυνατόν να επιδράσει
διαστρεβλωτικά στη ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του παιδιού.
Αν η οικογένεια θεωρηθεί μεσολαβητής μεταξύ ατόμου και κοινωνίας ως προς το θέμα
της ταυτότητας του φύλου, τότε είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι άτομα που έγιναν
αντικείμενα μιας μεσολάβησης ακαθόριστης, διφορούμενης, ασυνεπούς και αντιφατικής ως
προς το φύλο τους και τους ρόλους που προσιδιάζουν σ' αυτό, κινδυνεύουν να υποστούν τις
συνέπειες και να αναπτύξουν προβλήματα όχι μόνο στα θέματα που αφορούν τη
σεξουαλικότητά τους αλλά και σε εκείνα που αφορούν την οργάνωση της προσωπικότητάς
τους, ίσως ακόμη και της ψυχικής υγείας τους. Οι γονεϊκοί ρόλοι, οι οποίοι έχουν υποστεί
πολλαπλές καθιζήσεις στις σύγχρονες βιομηχανικές και μεταβιομηχανικές κοινωνίες, έχουν
γενετικό υπόστρωμα και ανήκουν στην τάξη του πολιτιστικού εποικοδομήματος. Ο πατέρας
δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο της μητέρας ούτε το αντίστροφο. Οι ρόλοι είναι μοναδικοί.
Η φυσική φροντίδα του βρέφους δεν αποτελεί μέρος του πατρικού ρόλου, αλλά η φυσική
προστασία και ασφάλεια της οικογένειας εξαρτώνται από τις ικανότητες του άνδρα. Η
164

επιδίωξη της ρευστοποίησης των ορίων των δύο φύλων κάτω από την επίδραση
πανίσχυρων οικονομικών και ιδεολογικών πιέσεων κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει
οδηγήσει αρκετούς και αρκετές στην υιοθέτηση θέσεων αν όχι νοσηρών, πάντως απλοϊκών
και αφελών, όπως λ.χ. ότι «από τη στιγμή που η γυναίκα δεν θα χρειάζεται να φθείρει τις
δυνάμεις της ως παιδοποιητική μηχανή, θα μπορεί να αφιερώνει όλη τη στοργή και τις
φροντίδες της σε ολόκληρο το περιβάλλον της. Η μητρότητα θα ξεπεράσει το βιολογικό
επίπεδο και θα εκδηλωθεί ως κοινωνική δύναμη» (Borneman 1988).
Σεξουαλικές σχέσεις μέσα στην οικογένεια επιτρέπονται μόνο ανάμεσα στους γονείς και
ποτέ ανάμεσα σε γονείς και παιδιά ή μεταξύ των παιδιών. Αυτός ο κανόνας είναι
πανανθρώπινος και η αιμομιξία επισύρει την καθολική κατακραυγή. Η περιορισμένη μέχρι
τώρα έρευνα δεν έχει δείξει τι είδους διαστρεβλώσεις στον ψυχισμό και στη σεξουαλικότητα
του παιδιού προκαλούνται από την ανάπτυξή του μέσα σε μια σεξουαλικά άτυπη οικογένεια,
με ομοφυλόφιλο πατέρα ή λεσβιακή μητέρα, από την ανάπτυξη μέσα σε ανώμαλες
σεξουαλικές οικογενειακές καταστάσεις και ανώμαλες πρώιμες σεξουαλικές εμπειρίες του
παιδιού.

Σεξουαλικότητα και Κοινωνία. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ανθρώπινης


σεξουαλικότητας σε κοινωνικό επίπεδο είναι η θεσμοποίησή της. Η εξέλιξη της συνουσίας
από το ζευγάρωμα των ζώων στον γάμο των ανθρώπων σηματοδοτεί τη διαδικασία αυτή. Το
ζευγάρωμα είναι μία συμπεριφορά που υπάρχει σε όλα τα ζώα, ενώ ο γάμος, που εγγυάται
υπεύθυνη γονεϊκή φροντίδα σε κοινωνικό επίπεδο, είναι ένας κοινωνικός θεσμός και υπάρχει
μόνο στους ανθρώπους. Σε αντίθεση με τη συνουσία, ο γάμος είναι μία διαδικασία
παρατεταμένη και υποταγμένη σε θρησκευτικά και πολιτιστικά δεδομένα. Η τεράστια δύναμη
της σεξουαλικής ορμής αποτελούσε πάντοτε, σε όλους τους πολιτισμούς, αντικείμενο
χειραγώγησης και ελέγχου, αφού κατά πολλούς η ελεύθερη έκφρασή της βάζει σε κίνδυνο
την κοινωνική τάξη. Υπήρξαν ιστορικές περίοδοι που η σεξουαλικότητα ήταν δείγμα βαρείας
εκτροπής από τον δρόμο του Θεού και κατοχής από τον σατανά. Αλλά και ορισμένα
φιλοσοφικά ρεύματα και στοχαστές όπως π.χ. ο Πλάτων έχουν μια στάση περιφρονητική
απέναντι στις σωματικές ηδονές, διότι εμποδίζουν την ανάπτυξη της πνευματικότητας. Οσο
πιο ανεξέλεγκτη είναι η ικανοποίησή της τόσο πιεστικότερη γίνεται η σεξουαλική επιθυμία.
Στα παραδοσιακά αυταρχικά θεοκρατικά καθεστώτα επιτρέπονται μόνον ο γάμος και οι
ρόλοι της ανδρικής κυριαρχικότητας και της γυναικείας υποταγής. Όλες οι άλλες πρακτικές,
κυρίως η ομοφυλοφιλία, χαρακτηρίζονται ως διαστροφές και καταδιώκονται αμείλικτα. Σε
περιόδους κοινωνικής ρευστότητας αυξάνεται η ανοχή στην ελεύθερη έκφραση της
σεξουαλικότητας, η οποία με την σειρά της είναι παράγων αύξησης της κοινωνικής
αστάθειας. Κατά τον 19ο αιώνα σε ένα κλίμα υστερικού πουριτανισμού που το προκάλεσε η
έξαρση της σύφιλης, η Ευρώπη σκλήρυνε τους νόμους της για τα σεξουαλικά ήθη, για να τα
χαλαρώσει σταδιακά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα τελευταία χρόνια η εισβολή
του AIDS προκάλεσε πλήγματα στη σεξουαλική ελευθεριότητα, ωστόσο είναι τόσο μεγάλη η
κοινωνική ρευστότητα που αυτό το φαινόμενο δεν οδήγησε σε λήψη περαιτέρω νομοθετικών
μέτρων, αν και έχουν καταγραφεί σποραδικά ορισμένες εκδηλώσεις ισχυρής ρατσιστικής
δυσανεξίας προς τους πάσχοντες, καθώς και προς τις συναφείς πρακτικές και τις ομάδες
κινδύνου.

Η σύγχρονη σεξουαλική βιομηχανία προωθεί μία πορνογραφική αντίληψη της


σεξουαλικότητας, όπου οποιαδήποτε σεξουαλική προτίμηση επιτρέπεται και ικανοποιείται
αρκεί να το θέλει και ο άλλος, ενώ ο άνθρωπος μετατρέπεται σε αντικείμενο και η συνουσία
σε τεχνολογία και πεδίο επιδόσεων. Μια σειρά σεξουαλικών θεμάτων είναι φορτισμένη με
ισχυρές κοινωνικές συνδηλώσεις, όπως η διακόρευση, ο ευνουχισμός, η περιτομή, η
στείρωση, η πορνεία, το ζήτημα της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, η σχέση του σεξ με την
εξουσία, η σεξουαλική παρενόχληση και η στάση της κοινωνίας απέναντι στις σεξουαλικές
μειονότητες.

Διακόρευση. Η διακόρευση είναι ένα βιοψυχοκοινωνικό γεγονός με μεγάλη μυητική σημασία


στη διαδικασία ωριμάνσεως της γυναίκας, διότι τη μεταμορφώνει σε ερωμένη και έτσι
165

αναδομεί ένα μεγάλο μέρος της ψυχολογίας της. Φαίνεται ότι αυτός που διακορεύει την
κοπέλα δημιουργεί σε αυτήν ιδιαίτερα συναισθήματα εξάρτησης, αφού μέσα από αυτόν
σηματοδοτείται η μεταμόρφωση της κόρης σε γυναίκα-ερωμένη. Κατά τον μεσαίωνα η
διακόρευση της νύφης ήταν προνόμιο του αρχηγού της φάρας. Η κοινωνική πίεση για
διατήρηση του παρθενικού υμένα είχε οδηγήσει τους ανθρώπους σε θλιβερές καταπιέσεις και
στρεβλώσεις της σεξουαλικής επιθυμίας και σε υστερικές κοινωνικές αντιδράσεις στις
περιπτώσεις διακορεύσεων εκτός γάμου, γεγονός που κατά τις περασμένες δεκαετίες
οδήγησε σε μία βιομηχανία παρθενορραφών. Σήμερα ένας άθικτος παρθενικός υμένας δεν
δίνει μεγάλη αξία στη νύφη και υπάρχουν περιπτώσεις που δεν είναι προς το συμφέρον της
να είναι παρθένα. Δεν είναι βέβαια οι παρθενορραφές που άλλαξαν το σκηνικό αλλά η
τεράστια αλλαγή στα σεξουαλικά ήθη που πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια του 20ου αιώνα.

Ευνουχισμός. Αν γίνει πριν από την ολοκλήρωση της φυσικής ανάπτυξης, προκαλεί
αλλαγές του μεταβολισμού, αναστολή της ανάπτυξης του πέους, παιδομορφισμό και
παχυσαρκία, με θηλυκού τύπου κατανομή του λίπους στους μαστούς και στους γλουτούς.
Στους ενήλικες είναι δυνατόν να προκαλέσει πτώση της σεξουαλικής επιθυμίας και σπάνια
ψυχικές διαταραχές. Παλαιότερα γνώρισε ευρύτατη διάδοση για λόγους δουλεμπορικούς,
θρησκευτικούς, τιμωρητικούς και σεξουαλικούς (χρησιμοποίηση των παχύσαρκων και
άτριχων ευνούχων σε ασέλγειες). Υπήρχαν ποικιλίες ευνουχισμών και ευνούχων. Εκτός από
τους πλήρως ευνουχισθέντες με αφαίρεση και των δύο όρχεων, ήσαν και οι σπάδωνες, αυτοί
που τους είχε αφαιρεθεί ο ένας όρχις, και οι θλασίες ή θλιβίες, στους οποίους δεν είχαν
αφαιρεθεί οι όρχεις αλλά είχαν γίνει άγονοι διά της συνθλίψεως. Η επίδραση του ευνουχισμού
στον τόνο της φωνής είχε αξιοποιηθεί κατά τους δύο περασμένους αιώνες για τη δημιουργία
οξύφωνων τραγουδιστών (castrati), οι οποίοι εντυπωσίαζαν με την αντίθεση λεπτής φωνής
και τεράστιου σωματικού όγκου. Σήμερα αφαίρεση των όρχεων γίνεται για θεραπευτικούς
σκοπούς ή ύστερα από ατύχημα. Επίσης εφαρμόζεται σε μερικές χώρες σε περιπτώσεις
σεξουαλικής εγκληματικότητας, αλλά οι χιλιάδες ευνουχισμοί που έγιναν έδειξαν ότι σε ένα
σημαντικό ποσοστό αυτών των ευνουχισθέντων παρατηρήθηκε υποτροπή των πράξεων
σεξουαλικής βίας. Ο μετά την ήβη ευνουχισμός, στις σπάνιες περιπτώσεις που δεν
συνοδεύεται από ψυχολογικά προβλήματα, δεν προκαλεί μείωση της επιθυμίας για
συνουσία, του αριθμού και της ποιότητας των στύσεων και της γενικότερης ικανότητας για
πραγματοποίηση της συνουσίας.

Περιτομή. Χειρουργική απελευθέρωση της βαλάνου από την κάλυψη της πόσθης στους
άνδρες, ενώ στις γυναίκες η περιτομή έχει τη μορφή εκτομής της κλειτορίδας. Διαδεδομένη
στον ισλαμικό κόσμο και με τις δύο μορφές της, ενώ οι Εβραίοι κάνουν περιτομές μόνο στα
αγόρια λίγες ημέρες μετά τη γέννησή τους. Τελετουργία μυητική που η ρίζα της βρίσκεται
στην επιδίωξη της υγιεινής των γεννητικών οργάνων. Υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι
περιτετμημένοι μπορούν να ελέγχουν την εκσπερμάτωσή τους λόγω μειώσεως της
ευαισθησίας της βαλάνου. Στα κορίτσια κόβεται η κλειτορίδα, μερικές φορές μαζί με τα μικρά
χείλη του αιδοίου, με προφανή στόχο την καταστροφή της οργασμικότητας. Στη σύγχρονη
ιατρική χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της φίμωσης και προσφάτως υποστηρίχθηκε ότι
μειώνει την πιθανότητα μετάδοσης του AIDS από γυναίκες φορείς σε άνδρες μέχρι και 30%.

Στείρωση. Σε ορισμένες χώρες είναι συνηθισμένος τρόπος για τον έλεγχο των γεννήσεων.
Στους άνδρες γίνεται απολίνωση του σπερματικού πόρου, ενώ στις γυναίκες περίδεση των
σαλπίγγων. Είναι μία μη αναστρέψιμη ενέργεια και πολλοί από τους επιχειρούντες τέτοια
στείρωση συνήθως μετανιώνουν για την επιλογή τους. Τα τελευταία χρόνια πολλές
επιχειρήσεις, προκειμένου να αποφύγουν τα προβλήματα που τους δημιουργούν οι γυναίκες
κατά και μετά την εγκυμοσύνη, προσλαμβάνουν γυναίκες που αποδεδειγμένα δεν μπορούν
να τεκνοποιήσουν.

Μοιχεία. Η ερωτική πίστη έρχεται σε αντίθεση με τον νόμο της μεγαλύτερης δυνατής
διασποράς των γονιδίων σε ένα είδος. Οι άμεσες ή έμμεσες προσπάθειες όλων των
κοινωνικών, θρησκευτικών και ιδεολογικών συστημάτων να αναχαιτίσουν τη συζυγική
166

απιστία έχουν πέσει στο κενό. Η τάση τόσο των ανδρών όσο, ίσως περισσότερο, και των
γυναικών στην αναζήτηση και άλλων ερωτικών συντρόφων είναι δεδομένη και
αδιαμφισβήτητη, και ίσως υποδηλώνει την αναγκαιότητα αναδιατύπωσης και διεύρυνσης των
ορίων του επιτρεπτού από την κοινωνία. Ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι και η
αποποινικοποίηση της μοιχείας. Ο Πλάτωνας επιτρέπει τις εξωσυζυγικές σχέσεις, με την
προϋπόθεση ότι θα κρατηθούν μυστικές. Οι συνέπειες της απιστίας και της μοιχείας σε
διαπροσωπικό και οικογενειακό επίπεδο είναι συνήθως άκρως αρνητικές και η συνοδεύουσα
ψυχοπαθολογία τόσο πριν όσο και μετά την πράξη της απιστίας είναι σημαντική. Απαιτείται
αρκετό ψυχικό σθένος για να ανθέξει κανείς την ψυχοκαταπόνηση των διπλών σχέσεων
μέσα σε ένα κλίμα παρανομίας, παρακολούθησης και ρήξεων.

Πορνεία. Η απαίτηση ανταλλαγμάτων από τον άνδρα για παροχή σε αυτόν σεξουαλικής
ικανοποίησης από τη γυναίκα είναι σημαντικός παράγων της σεξουαλικής ψυχολογίας. Σε
επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων τα «ανταλλάγματα» είναι συνήθως αγάπη, τρυφερότητα,
αφοσίωση, φροντίδα και συχνά κάποια δώρα (λουλούδια ή κοσμήματα). Όποτε όμως το
θέμα αποκτά απρόσωπη διάσταση, τότε οι απαιτήσεις αποκτούν εμπορικό χαρακτήρα.
Πορνεία είναι η δημιουργία σεξουαλικών σχέσεων όπου το ένα μέλος της σχέσης, συνήθως η
γυναίκα, δεν έχει ούτε ερωτική ούτε σεξουαλική διάθεση αλλά προσφέρεται με σκοπό να
αποκομίσει οικονομικό όφελος. Βιολογικός προορισμός της πορνείας είναι η εκτόνωση της
ανδρικής επιθυμίας για συνουσία όταν αυτή δεν είναι εφικτή μέσα στο πλαίσιο των
κοινωνικώς αποδεκτών τρόπων. Στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση που έχει υποβάλει το
σεξουαλικό ορμέμφυτο σε απόλυτο έλεγχο με σκοπό την εδραίωση της οικογένειας επάνω
στην οποία έχουν δομηθεί όλοι οι χριστιανικοί πολιτισμοί, η πορνεία θεωρείται βαρύ
αμάρτημα.
Πολλές γυναίκες εργάζονται ως επαγγελματίες πόρνες εθελουσίως ή βιαίως
στρατολογημένες από εκμεταλλευτές που είναι οργανωμένοι σε παράνομα συνδικάτα με
διεθνή παρακλάδια. Το νοητικό και μορφωτικό επίπεδο της κοπέλας που προσφέρεται ως
πόρνη είναι συνήθως πολύ χαμηλό, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις κατά τις οποίες οι πόρνες
είναι ιδιαιτέρως εμφανίσιμες, έξυπνες και με πολύ καλό επίπεδο μόρφωσης (escort girls) για
πολύ πλούσιους άνδρες. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι γκέισες στην Ιαπωνία, που είναι
εκπαιδευμένες στο τραγούδι, τον χορό και τη συζήτηση.
Στις κοπέλες που προσφέρονται εθελοντικά βασικό κίνητρο είναι η φτώχεια. Κοπέλες σε
ακριβά ξενοδοχεία, εργαζόμενες σε μπαρ, περιστασιακές πόρνες κάτω από συγκεκριμένες
περιστάσεις, κοπέλες του δρόμου, εργαζόμενες σε «σπίτι» μόνες, εργαζόμενες σε
μπουρδέλα, επισκέπτριες σε σπίτι μετά από τηλεφωνική επικοινωνία κ.λπ. Όσο λιγότερο
οργανωμένος και επίσημος (π.χ. μπουρδέλα) είναι ο τρόπος παροχής αυτών των υπηρεσιών
τόσο περισσότερο πιθανόν είναι οι κοπέλες να πέσουν θύματα κακομεταχείρισης και
εκμετάλλευσης. Η πιο ευάλωτη ομάδα είναι τα πολύ νεαρά κορίτσια που μεταναστεύουν από
τη χώρα τους για να ξεφύγουν από τη φτώχεια και να ζήσουν μια συναρπαστική (όπως
φαντάζονται) ζωή, οπότε πέφτουν στα δίκτυα των μαφιόζων, οι οποίοι τις πωλούν σε ομάδες
εκμετάλλευσης. Αυτές είναι οι λεγόμενες σκλάβες πόρνες και φαίνεται ότι στην Ευρώπη
τουλάχιστον είναι οι περισσότερες. Αμείβονται τόσο όσο χρειάζεται για να ζήσουν.
Οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, ιδιαίτερα ανδρικών (π.χ. στρατιωτικές μονάδες,
ναυτικές βάσεις), ευνοούν την πορνεία. Ο τουρισμός είναι ισχυρός παράγων ανάπτυξης της
πορνείας, αφού δημιουργεί μια σειρά επαγγελμάτων στην ξενοδοχειακή και ψυχαγωγική
αλυσίδα των προσφερόμενων υπηρεσιών. Σε μερικές χώρες της Άπω Ανατολής ο
συνδυασμός τουρισμού και πορνείας είναι απόλυτος και άκρως επικερδής. Το θέμα της
σεξουαλικής εκμετάλλευσης ήταν πάντοτε ένα ιδιαίτερα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Η
σύγχρονη κοινωνία πρέπει να κρατάει σταθερή και σαφή στάση απέναντι στα θέματα
πορνείας και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η παιδική πορνεία ή η χρησιμοποίηση
παιδιών για την παραγωγή πορνογραφικού υλικού, η στάση της πρέπει να είναι
απερίφραστα αρνητική στο θεσμικό και αμείλικτα τιμωρητική στο νομικό επίπεδο.

Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση. Υπάρχει πλήρης σύγχυση περί του τι είναι αυτή η περίφημη
σεξουαλική διαπαιδαγώγηση που το φάσμα της κατά τις τελευταίες δεκαετίες κατατρύχει τα
167

σχολεία της μέσης και μερικές φορές και της στοιχειώδους εκπαίδευσης στην Ευρώπη και
στην Αμερική, οι οποίες πνίγονται μέσα σε ένα όργιο σεξουαλικής προπαγάνδας και
κατακλύζονται με πορνογραφικό υλικό από τις εφημερίδες, τα περιοδικά, την τηλεόραση, τον
κινηματογράφο.
Μία πλήρης ανάπτυξη της θεματολογίας θα μπορούσε να περιλαμβάνει ανατομία,
φυσιολογία, παθολογία και υγιεινή των γεννητικών οργάνων και του σεξ, τεχνικές της
συνουσίας, αντισύλληψη, πρόληψη αφροδισίων νοσημάτων και ανεπιθύμητων κυήσεων.
Έχει όμως σημασία το είδος των μηνυμάτων που στέλνονται στο παιδί, τα οποία ενδέχεται
να κυμαίνονται από την ενθάρρυνση της σεξουαλικότητας με διανομές προφυλακτικών στα
σχολεία έως τη σεξουαλική τρομοκρατία μέσα από την προτροπή για αποφυγή του σεξ πριν
από την ενηλικίωση και με την ενθάρρυνση του φόβου και της ντροπής. Οι επιπτώσεις αυτών
των μαθημάτων στην αύξηση των ποικίλων σεξουαλικών διαταραχών, της εφηβικής
εγκυμοσύνης και της αναπόφευκτης συνέπειάς της, της εμβρυοκτονίας, δεν έχουν ακόμη
μελετηθεί.
Το κυριότερο, αλλά αυθαίρετο και ατεκμηρίωτο, επιχείρημα υπέρ της σεξουαλικής
αγωγής είναι ότι τα παιδιά και οι έφηβοι είναι εξαιρετικά περίεργα γι' αυτά τα θέματα και όταν
δεν ενημερώνονται «επίσημα και υπεύθυνα», εύκολα παρασύρονται σε πράξεις με
δυσάρεστα αποτελέσματα, ενώ το ενημερωμένο παιδί όχι μόνο δεν παρασύρεται αλλά
γίνεται και φορέας υγιών απόψεων στον νεανικό του περίγυρο. Ένα άλλο, γελοίο, επιχείρημα
είναι ότι στη σημερινή απρόσωπη, καταναλωτική και κερδοσκοπική κοινωνία η σεξουαλική
διαπαιδαγώγηση επιβάλλεται ώστε τα νεαρά άτομα να μην πέσουν θύματα της
εμπορευματοποίησης της ερωτικής επιθυμίας, μέσα στο πλαίσιο του κανόνα ότι η παιδεία
δεν πρέπει να είναι αποκομμένη από την υπόλοιπη κοινωνία και να προσφέρει μόνο
γνώσεις, αλλά και να διαπλάθει τον χαρακτήρα του μαθητή.
Τα, επίσης ασθενή, επιχειρήματα εναντίον της γενετήσιας αγωγής είναι: οι εκπαιδευτικοί
που αναλαμβάνουν αυτό το έργο δεν είναι βέβαιο τι ποιότητα εκπαίδευσης έχουν λάβει. Ο
δάσκαλος είναι δύσκολο να μην παρασυρθεί από τη δική του, άγνωστη, σεξουαλικότητα και
τις δικές του συναισθηματικές, ιδεολογικές και ηθικές προκαταλήψεις, και αυτό ίσως
περιπλέκεται ακόμη περισσότερο αν κυριαρχήσει η άποψη ότι η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση
στα σχολεία θα πρέπει να είναι κάτω από τον έλεγχο των γονέων. Ακόμη ένας άλλος
σκοτεινός συντελεστής είναι το πόσο προβληματική μπορεί να είναι η ανάμιξη ενός τέτοιου
προγράμματος στην εξαιρετικά ευαίσθητη, ρευστή, και ευάλωτη σεξουαλικότητα του εφήβου.
Πολλοί επίσης υποστηρίζουν ότι η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, ακόμη και στην καλύτερη
μορφή της, δεν προσφέρει μόνο πληροφορία αλλά προωθεί συγκεκριμένες ιδεολογίες
παρεμβαίνοντας έτσι στη διαμόρφωση της ελεύθερης βούλησης του ατόμου. Οι γονείς και το
άμεσο κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο στη
διαμόρφωση αντιλήψεων και σεξουαλικών στάσεων, αλλά το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του
σχολείου είναι αμφίβολο, κυρίως γιατί δεν έγινε κατορθωτό να προταθεί το περιεχόμενο
αυτής της διαπαιδαγώγησης, ενώ σε πολλά προγράμματα γίνεται ταύτισή της με την υγιεινή
των γεννητικών οργάνων.
Ανεξαρτήτως της αξίας των επιχειρημάτων αυτών, το ισχυρό ρεύμα προς την κατεύθυνση
της επίσημης σεξουαλικής ενημέρωσης παιδιών και εφήβων δεν αφήνει ευκαιρίες για
νηφάλιες σκέψεις πάνω στη χρησιμότητά της και τις παρενέργειές της, αφού οποιαδήποτε
επιφύλαξη ή αντίθετη γνώμη στιγματίζεται ως μεσαιωνικός αναχρονισμός.

Σεξουαλική παρενόχληση γυναικών από άνδρες αλλά και, καθόλου σπάνια, ανδρών από
γυναίκες, περιλαμβάνει στοιχεία όπως απρεπείς υπαινιγμούς και υπονοούμενα, σωματικές
επαφές και χειρονομίες, πορνογραφικές εικόνες που επιδεικνύονται χωρίς συγκατάθεση του
άλλου κ.λπ. Στις βόρειες βιομηχανικές χώρες οι γυναίκες που δηλώνουν παρενόχληση
φθάνουν στο 40%, ενώ στις μεσογειακές δεν ξεπερνούν το 5%. Επειδή είναι δύσκολο να
πιστέψει κανείς ότι οι βόρειοι άνδρες είναι «θερμότεροι» από τους μεσογειακούς, η ερμηνεία
του φαινομένου είναι σαφώς κοινωνική. Στους χώρους εργασίας η όλη καμπάνια κατά της
σεξουαλικής παρενόχλησης υποστηρίχθηκε θερμά από τις επιχειρήσεις, γιατί η ανάπτυξη της
σεξουαλικότητας στον χώρο εργασίας επιδρά αρνητικά στην παραγωγή.
168

Σεξουαλικές μειονότητες. Οι σεξουαλικές κουλτούρες, όπως όλες οι κουλτούρες, βρίσκονται


σε μία κατάσταση δυναμικής ισορροπίας. Όταν μία σεξουαλική κουλτούρα υποχωρεί, το κενό
που αφήνει θα καλυφθεί από μία άλλη. Στις κοινωνίες της ανοχής και της επιτρεπτικότητας
αυτή η δυναμική ισορροπία παίρνει ανοιχτή έκφραση. Έγινε πρόταση από ομοφυλόφιλους
του δήμου της Νέας Υόρκης να εισαχθεί μάθημα για την ομοφυλοφιλία στην Α΄ δημοτικού
των σχολείων με περιεχόμενα σχετικά με την ομοφυλοφιλία στην κοινωνική ζωή: τα παιδιά
πρέπει να θεωρήσουν τους ομοφυλόφιλους ως καθημερινούς ανθρώπους τους οποίους
πρέπει να σέβονται και να εκτιμούν, ενώ η «ομοφυλοφιλοφοβία» εκλαμβάνεται ως ψυχική
ασθένεια εκείνων που αντιπαθούν τους ομοφυλόφιλους και είναι ρατσιστές. Επιπλέον, θα
πρέπει να τονίζεται η συμβολή των ομοφυλοφίλων στον πολιτισμό. Στο μάθημα
περιλαμβάνονται ακόμη διαλέξεις για το AIDS, για την επανεκτίμηση του σεξουαλικού
προσανατολισμού των παιδιών κ.λπ. Είναι σαφές ότι τέτοια μαθήματα στο σχολείο, εκτός
από το ότι εισάγουν τα παιδιά σε ένα κλίμα διάχυτης σεξουαλικότητας, μπορεί να τα
ωθήσουν στην αποδοχή της ομοφυλόφιλης κουλτούρας και ενδεχομένως σε διευκόλυνση της
αποδοχής της ομοφυλόφιλης σεξουαλικότητας σε προσωπικό επίπεδο. Άλλες προτάσεις των
ομοφυλόφιλων ομάδων πίεσης είναι η θεσμοποίηση του γάμου για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια
και του δικαιώματος να υιοθετούν παιδιά, η απαγόρευση των διακρίσεων κατά των
ομοφυλοφίλων με ποινική δίωξη των παρανομούντων κ.λπ.

Σεξουαλικότητα και Ψυχοπαθολογία. Ο Freud ισχυρίζεται, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται


πλήρως, ότι οι νευρώσεις πυροδοτούνται από ορισμένες σεξουαλικές πρακτικές όπως η
ακουσίως παρατεταμένη αποχή, η σεξουαλική διέγερση που δεν διοχετεύεται, ο αυνανισμός,
η διακεκομμένη συνουσία. Σε αυτές τις περιπτώσεις το Εγώ δημιουργεί καταστάσεις
κινδύνου στις οποίες αντιδρά με άγχος. Γενικώς η σεξουαλικότητα διακινείται σε χαμηλά
επίπεδα ή είναι ατελέσφορη στους πάσχοντες από ψυχιατρικές παθήσεις (για την παθολογία
της σεξουαλικότητας βλ σχετικό κεφάλαιο).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΒΑΪΔΑΚΗΣ Ν. (1982). Ανατομία και φυσιολογία της σεξουαλικής πράξης. Ιατρική 42(2):116 121.
ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ Ν, ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ Δ, ΣΤΕΦΑΝΗΣ Κ. (1980). Οι ψυχολογικές διαφορές των φύλων: Συγκριτική
αξιολόγηση των διαφορικών ερευνητικών δεδομένων. Εγκέφαλος 17(1):12-25.
ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Π, ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Κ, ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ Σ. (2003). Η Αρχαΐκή Μητέρα: Μυθολογία και βασικές
ψυχαναλυτικές έννοιες. Ψυχιατρική 14(1):19-27.

ADLER A. (1917). Study of Organ Inferiority and its Psychical Compensation. Washington.
BEIT-HALLAHMI B. (1985). Dangers of the vagina. Br J Med Psychol, 58 ( Pt 4):351-6.
BORNEMAN E. (1988). Η Πατριαρχία. Η προέλευση και το μέλλον του κοινωνικού μας συστήματος. μετ. Δ.
Κουρτοβικ. Εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθν. Τραπέζης. Αθήνα.
BRINDLEY GS. (1986). Maintenance Treatment of Erectile Impotence by Cavernosal Unstriated Muscle Relaxant
Injection. British Journal of Psychiatry, 149, 210-215.
BYNE W, PARSONS B. (1993). Human sexual orientation. The biological theories reappraised. Arch Gen Psych
50:228-239.
EICHWALD EJ, SILMSER CR. (1955). Untitled Communication. Transplant Bulletin, 2, 148-149.
FREUD S. (1908). Die “Kulturelle” sexualmoral und die moderne Nervosität. Gesamelte Werke, vol. 7, p. 143.
FREUD S. (1913). The predisposition to obsessional neurosis: A contribution to the problem of the option neuro-
sis. Standard Edition (1958) 12:311-326.
FREUD S. (1919). Lines of advance in psychoanalytic therapy. Standard Edition vol. 17 (ed. J. Strachey) London:
Hogarth.
GOODMAN RE. (1983). Biology of sexuality. Inborn determinants of human sexual Response. Brit J Psychiatry
143:216-220.
HASELTINE RP, OHNO S. (1981). Mechanism of gonadal differentiation. Science, 21:1272-84.
HEATH RG. (1972). Pleasure and brain activity in man. J. Nerv. Ment. Dis. 154:3-18.
KAPLAN HS. (1974). The new sex therapy: Active treatment of sexual dysfunction. London: Bailliere Tindall.
MORRIS D. (1967). The Naked Ape. Jonathan Cape:London.
SULLIVAN G, LUKOFF D. (1990). Sexual side effects of antipsychotic medication: Evaluation and interventions.
Hosp. Commun. Psychiatry 41:1238-1241.
WOLF T, et al. (1980). Turner's syndrome patients are HY-positive. Human Genetics, 54, 315-318.
169

20. ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η έννοια της επιθετικότητας. Όπως από τη συζήτηση περί σεξουαλικότητας έτσι και από
την αντίστοιχη περί επιθετικότητας απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό η νηφαλιότητα· όλοι σχεδόν
όσοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα έχουν αλληλοκατηγορηθεί για πουριτανισμό, συντηρητισμό,
ακραίο λιμπεραλισμό, βιολογικό ή περιβαλλοντικό ντετερμινισμό, κοινωνισμό, βιολογισμό,
δαρβινισμό, αντιφεμινισμό, αναρχισμό, παρακμιακό διανοουμενισμό κ.λπ.

Οι ποικίλες και ατελέσφορες προσπάθειες ορισμού της επιθετικότητας άλλοτε δίδουν έμφαση
σε αυτά και άλλοτε σε εκείνα τα χαρακτηριστικά της, δείχνοντας έτσι την εννοιολογική
πολυπλοκότητα ενός φαινομένου με δραματικές εκδηλώσεις και πολύμορφες επιδράσεις
στην ανθρώπινη ζωή, την ψυχοπαθολογία και την ιστορική μοίρα των ανθρώπων. Πλήθος
συγγραφέων, ορμώμενων από ποικίλες και αντικρουόμενες μεθοδολογικές και θεωρητικές
κατευθύνσεις, περιγράφουν, οριοθετούν, σημασιοδοτούν και ερμηνεύουν φαινόμενα, στα
οποία άλλοτε απονέμουν επιμεριστικά τους συναφείς όρους εχθρική διάθεση, εχθρότητα, βία,
μίσος, οργή, θυμός κ.λπ., και άλλοτε τα στεγάζουν κάτω από τη γενική έννοια της
επιθετικότητας· μεγάλο μέρος της σύγχυσης που διέπει τη σχετική βιβλιογραφία διεθνώς
οφείλεται εν πολλοίς στην τάση να χρησιμοποιείται ο ίδιος όρος για να περιγραφούν
διαφορετικές συμπεριφορές ή βιώματα. Πλήθος στοιχείων συνωστίζονται στην προσπάθεια
διαμόρφωσης ενός ορισμού:
 Για αρκετούς συγγραφείς ο ορισμός της επιθετικότητας περιλαμβάνει μόνο τη βλαπτική
πρόθεση και την ύπαρξη στόχου στον οποίο απευθύνεται.
 Για άλλους η επιθετικότητα ταυτίζεται με την απρόκλητη επίθεση.
 Άλλοι προτείνουν ότι για να ταξινομηθεί μια συμπεριφορά ως επιθετική πρέπει να
απευθύνεται σε ζωντανό στόχο και να έχει μία υποκειμενική πιθανότητα να τον φθάσει.
 Ο θυμός και η οργή, με τις συνοδεύουσες ψυχοφυσιολογικές εκδηλώσεις (μυδρίαση,
ταχυκαρδία, αλλαγή χρώματος προσώπου κ.λπ.) θεωρούνται από αρκετούς οι πλέον
καταφανείς μορφές επιθετικής συμπεριφοράς, παρά το ότι πρόκειται περί
συναισθημάτων.
 Η συγκεκαλυμμένη έκφραση της επιθετικής συμπεριφοράς με αλλαγή κατεύθυνσης του
πλήγματος ή με υποκατάστατες απαντήσεις έχει επίσης προταθεί να συμπεριληφθεί στον
ορισμό της επιθετικότητας.
 Στους ανθρώπους η φαντασίωση μιας επιθετικής πράξης είναι δυνατόν να εκπληρώνει
τον ορισμό που δίδεται στην επιθετικότητα, ακόμη και αν η εμπράγματη συμπεριφορά
δεν επιτελείται ποτέ. Μία βασική παρατήρηση που στηρίζει αυτή την υπόθεση είναι ότι η
φαντασίωση είναι μορφή συμπεριφοράς που ακολουθεί τις ίδιες αρχές που διέπουν και
την κινητική συμπεριφορά. Φαντασιωσική συμπεριφορά, όπως και άλλες μορφές
συμπεριφοράς, μπορεί να χρησιμεύσει ως απάντηση σε υποκατάστατο στόχο όταν δεν
είναι δυνατόν να δοθεί απάντηση στον κατάλληλο στόχο. Μέσα από αυτόν το μηχανισμό
η φαντασιωσική έκφραση της επιθετικότητας μπορεί να μειώσει τουλάχιστον εν μέρει μία
επιθετική παρόρμηση που προκλήθηκε από μία πραγματική ή φαντασιωσική κατάσταση.
Οι τρομακτικές αφηγήσεις, υποστήριζε ο παιδοψυχαναλυτής Μπρούνο Μπέτελχαϊμ,
επιτελούν λειτουργία ιδιαίτερα χρήσιμη για τα παιδιά, βοηθώντας τα να
διαπραγματευτούν τους πραγματικούς και τους φανταστικούς φόβους τους.
 Μία άλλη διάσταση της εχθρότητας είναι ο βαθμός επίγνωσης που έχει ο καθένας για τη
δική του επιθετικότητα, επίγνωση που είναι δυνατόν να μην υπάρχει ή να εκτείνεται από
ένα ασυνείδητο επίπεδο μέχρι το πλήρως και σαφώς συνειδητό.

Συνοπτικά, επομένως, η επιθετικότητα περιλαμβάνει μία βλαπτική πρόθεση απευθυνόμενη


σε κάποιον στόχο, ζωντανό ή μη. Η πραγματοποίησή της γίνεται όταν υπάρχει υποκειμενική
πιθανότητα να χτυπηθεί ο στόχος απρόκλητα ή συγκεκαλυμμένα, με αλλαγή κατεύθυνσης
170

του πλήγματος ή με άλλες και ποικίλες υποκατάστατες απαντήσεις. Η διαδικασία στο σύνολό
της είναι δυνατόν να λειτουργεί και σε επίπεδο φαντασιωσικό. Ο θυμός και η οργή είναι τα
συναισθήματα που πολλές φορές επενδύουν την επιθετικότητα. Όπως φαίνεται από αυτήν τη
συνοπτική καταγραφή, η επιθετικότητα δεν είναι ενιαίο φαινόμενο. Η κατανόησή της ίσως
μπορέσει να επιτευχθεί μόνον όταν τα διάφορα είδη και τα δομικά στοιχεία της αποκτήσουν
επαρκείς και χρηστικούς ορισμούς.

Μορφές επιθετικότητας. Ο Moyer (1976) πρότεινε μια κατάταξη των ειδών της επιθετικής
συμπεριφοράς στα ζώα που σε γενικές γραμμές ισχύει και στον άνθρωπο και η οποία δεν
στηρίζεται στη φαινομενολογία των εκδηλώσεών της αλλά στα κίνητρα και στις ορμές που
την απελευθερώνουν.
Επιθετικότητα σχετιζόμενη με εδαφική κυριαρχικότητα (territorial conflict). Έχει γίνει
αντικείμενο μεγάλης συζήτησης (Ardrey 1966) με έντονες ιδεολογικές προσμίξεις. Αφορά
την ψυχολογική δόμηση ενός γεωγραφικού χώρου τον οποίο το άτομο αισθάνεται ότι
κατέχει και τον οποίο υπερασπίζεται ή διεκδικεί ως προέκταση του εαυτού του. Η
επιθετικότητα αυτή διατηρεί μεταξύ των ατόμων αποστάσεις και έτσι κάνει τα μέλη του
είδους να απλώνονται σε μεγαλύτερη έκταση. Στους ανθρώπους πολλοί την έχουν δει ως
ένα πρωτόγονο σύστημα εξουσίας και, σε περιπτώσεις που δεν ισχύουν ή δεν
εφαρμόζονται φυσιολογικοί κοινωνικοί περιορισμοί, οι άνθρωποι τείνουν να εκπίπτουν σε
αυτήν και να τη χρησιμοποιούν ως μηχανισμό εκδήλωσης τών (συνήθως αρνητικών)
προθέσεών τους στις συναλλαγές τους με τους άλλους. Όταν η ομάδα εμπλέκεται στη
διεκδίκηση ή υπεράσπιση χώρου, τότε τα πράγματα μπορεί να γίνουν πολύ επικίνδυνα,
όπως δείχνει η ιστορία των ανθρώπων. Μετά την ήττα του ναζισμού, ο οποίος στήριξε τη
στρατιωτική επιθετικότητά του στη θεωρία του “ζωτικού χώρου”, ετέθη υπό διωγμόν κάθε
άποψη σχετιζόμενη με την εδαφική κυριαρχικότητα. Η συζήτηση αναζωπυρώθηκε μετά τις
μελέτες των εθολόγων στη δεκαετία του ‘50· πολλοί όμως συνεχίζουν να αρνούνται την
ύπαρξή της όχι μόνο στον άνθρωπο αλλά και στα ζώα.
Κυνηγετική επιθετικότητα (predatory), η οποία δεν εξαρτάται μόνο από την πείνα αλλά και
από μία φυσική τάση για φόνο, που αυξάνεται ακόμη περισσότερο με τη στέρηση της
τροφής.
Μεταξύ αρσενικών (inter-male), για τη σεξουαλική κυριαρχία πάνω στα θηλυκά και κατά
επέκταση στην ομάδα. Είναι αυτονόητο ότι αυτή η μορφή επιθετικότητας, στην αυθεντική
μορφή της, δεν εμφανίζεται παρά μόνον όταν επιτευχθεί σεξουαλική ωρίμανση. Η
τελεολογία της έγκειται στην τελική επιλογή των ισχυρότερων και υγιέστερων αρσενικών τα
οποία οδηγούνται στην κοινωνική επικράτηση. Όταν επιτευχθεί απόλυτη και
αδιαμφισβήτητη κοινωνική ιεράρχηση, αυτή η μορφή επιθετικότητας εκμηδενίζεται στην
ομάδα.
Επιθετικότητα προκαλούμενη από φόβο (fear induced). Στην καθαρή μορφή της
εμφανίζεται μετά από προσπάθειες απόδρασης, όταν υπάρχει κάποια κατάσταση
περιορισμού, όπου το ζώο είναι “στριμωγμένο”, δεν μπορεί να ξεφύγει, και έτσι επιτίθεται.
Μητρική επιθετικότητα (maternal), που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια κυρίως της τροφικής
σχέσης της μητέρας με το νεογνό, και στόχο έχει την προστασία του από εξωτερικούς
κινδύνους. Στην εξέλιξη των ειδών προσωπικοί δεσμοί εμφανίζονται πολύ αργά, στο τέλος
του μεσοζωικού αιώνα (Lorentz 1966). Η αγάπη προήλθε από την εξέλιξη της φροντίδας
των μικρών. Τα ζώα (ερπετά και αμφίβια) που δεν φροντίζουν τα μικρά τους δεν
υπερασπίζουν καμία ομάδα ούτε αγωνίζονται από κοινού.
Σχετιζόμενη με τη συνουσία (sex-related). Κατά την περισυνουσιακή περίοδο τα θηλαστικά
και τα ανθρωποειδή γίνονται πολύ επιθετικά τόσο μεταξύ τους, αν και αυτό είναι μέσα στο
πλαίσιο του ερωτικού παιχνιδιού, όσο και με οποιονδήποτε παράγοντα απειλεί την
συνουσία.

Στον άνθρωπο έγιναν κατατάξεις της επιθετικότητας που δεν υπάρχουν στα ζώα. Ένα
μοναδικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης επιθετικότητας είναι ότι έχει τη δύναμη να
στρέφεται και κατά μελών στο εσωτερικό του είδους και πλειστάκις στο παρελθόν
συνοδευόταν από κανιβαλισμό. Στα άλλα ζώα ο ανταγωνισμός τερματίζεται με τα σημάδια
171

υποταγής του ηττημένου ο οποίος επιβιώνει. Στον άνθρωπο συχνά τερματίζεται με φόνο και
στην ιστορία αφθονούν τα παραδείγματα θανάτωσης όχι μόνο του αντιπάλου αλλά και κάθε
συγγενικού ή άλλου ατόμου για την πρόληψη της εκδίκησης.

Ο Jung (1917) θεωρούσε τη libido περισσότερο ψυχική ενέργεια ή εκδήλωση ενδιαφέροντος


και λιγότερο ερωτική διάθεση. Η προς τα εμπρός πορεία της (progression of libido)
ικανοποιεί τις απαιτήσεις του συνειδητού. Η προς τα πίσω πορεία της, η παλινδρόμησή της
(regression of libido), ικανοποιεί τις απαιτήσεις του ασυνείδητου. Η επεξεργασία της
διάστασης ενδοστρέφεια - εξωστρέφεια που έκανε ο Jung από τη σκοπιά της κατευθύνσεως
της libido, προς τον έξω κόσμο ή προς τον εαυτό, τροφοδότησε με σημαντικά δεδομένα τη
μελέτη της ανθρώπινης επιθετικότητας. Σε αυτήν την υπόθεση του Jung στηρίχθηκε ο
Rozenzweig και περιέγραψε τρεις τύπους εχθρότητας που εκδηλώνονται ως μορφές
αντίδρασης στη ματαίωση (frustration), τους οποίους ονόμασε εξωτιμωρητικότητα (extrapuni-
tiveness), ενδοτιμωρητικότητα (intropunitiveness) και ατιμωρητικότητα (impunitiveness). Ως
κυριότερη μορφή ματαίωσης χαρακτήρισε την αποτυχία εγκατάστασης αμοιβαίων και
ικανοποιητικών διαπροσωπικών σχέσεων. Ο βαθμός αυτής της αποτυχίας καθορίζει το
μέτρο αλλά όχι την κατεύθυνση της εκδηλουμένης εχθρότητας (Rozenzweig (1938).
Η εξωτιμωρητικότητα είναι απόδοση μομφής στους άλλους, με την έννοια ότι το άτομο,
φοβούμενο να μεμφθεί τον εαυτό του, κερδίζει ασφάλεια μεμφόμενο τον έξω κόσμο.
Αντιδρά με εχθρότητα και θυμό και αμύνεται με τον μηχανισμό της προβολής (projection).
H ενδοτιμωρητικότητα αφορά απόδοση μομφής στον εαυτό, με την έννοια ότι το άτομο,
φοβούμενο να μεμφθεί τους άλλους, κερδίζει ασφάλεια με το να μέμφεται τον εαυτό του.
Αντιδρά με αισθήματα τύψεων και ενοχής και αναπτύσσει τον αμυντικό μηχανισμό της
απομόνωσης (isolation). Στο μέσο μεταξύ εξωτιμωρητικότητας και ενδοτιμωρητικότητας
μπορεί να βρίσκονται άτομα που αντιδρούν με τον πρώτο ή με τον δεύτερο τρόπο ανάλογα
με τις περιστάσεις, καθώς και εκείνοι που ψάχνουν για θετικές και δημιουργικές λύσεις των
συγκρουσιακών και ματαιωτικών καταστάσεων.
Η ατιμωρητικότητα προκύπτει από το ότι το άτομο δεν αποδίδει μομφή ούτε στον εαυτό του
ούτε στους άλλους διότι δεν αναγνωρίζει κάποια ματαίωση, αφού κινητοποιεί τους
μηχανισμούς της καταπίεσης (suppression) ή της απώθησης (repression), οι οποίοι δεν
επιτρέπουν την ανάδυση τραυματικών ή αγχογόνων στοιχείων στη συνείδηση.

Ο Gottschalk με τους συνεργάτες του (1963) πρότειναν μία κατάταξη σύμφωνα με την οποία
η εχθρότητα περιλαμβάνει τις εξής υποκατηγορίες: Μία συμπεριφορά λεκτική ή φυσική που
από τον εξωτερικό παρατηρητή ερμηνεύεται ότι έχει καταστροφική λειτουργία και την οποία
ονόμασαν επιθετικότητα (aggressiveness). Στάσεις καχυποψίας, μνησικακίας και
απαρέσκειας, που τις ονόμασαν εχθρότητα ή εχθρική διάθεση (hostility). Μία υποκειμενική
εμπειρία ενός συναισθήματος με αντικειμενικά ψυχοφυσιολογικά επακόλουθα, που συνήθως
ονομάζεται θυμός ή οργή. Μία προδιάθεση και ετοιμότητα για συμπεριφορά κατά κάποιον
τρόπο εχθρική και επιθετική. Διέκριναν επίσης την ενδοστρεφόμενη από την εξωστρεφόμενη
επιθετικότητα.

Ο Buss (1966) διέκρινε την εχθρική διάθεση (hostility) από την επιθετικότητα (aggressive-
ness). Χαρακτήρισε την εχθρική διάθεση στάση-απάντηση (attitudinal response) που
περιλαμβάνει αρνητικές εκτιμήσεις και συναισθήματα για ανθρώπους και γεγονότα, είναι
παρατεταμένη στον χρόνο, και εκφράζεται λεκτικά ή εξωλεκτικά. Τον όρο επιθετικότητα
χρησιμοποίησε για να χαρακτηρίσει την εμπράγματη, ενόργανη, εχθρική συμπεριφορά. Κατά
την άποψή του οι όροι εχθρική διάθεση και επιθετικότητα καλύπτουν πολλές και διαφορετικές
στάσεις και συμπεριφορές, που η καθεμία απαιτεί ιδιαίτερη εκτίμηση. Τις διαφοροποίησε από
τον θυμό, τον οποίο χαρακτήρισε ως συναισθηματική αντίδραση. Περιέγραψε τις
υποκατηγορίες ευερεθιστότητα (υπερβολική ευαισθησία σε εξωτερικά ερεθίσματα
συνοδευόμενη από ετοιμότητα για εκδήλωση αρνητικού συναισθήματος με την παραμικρή
πρόκληση), αρνητισμό, αντιθετική συμπεριφορά, λεκτική εχθρότητα, βιαιοπραγία, μνησικακία
(ζηλοτυπία και μίσος λόγω πραγματικής ή φαντασιωσικής κακομεταχείρισης), έμμεση
επιθετικότητα, καχυποψία (προβολή της εχθρικής διάθεσης στους άλλους). Στον κατάλογο
172

όμως δεν περιλαμβάνει στάσεις και διαθέσεις ενδοστρεφόμενης επιθετικότητας, τις οποίες
χαρακτήρισε ως “ανασταλτικές επιδράσεις” στην έκφραση της επιθετικότητας.

Βιολογικό υπόστρωμα της επιθετικότητας. Γενικώς λίγα είναι γνωστά για το βιολογικό
υπόστρωμα όλων των μορφών επιθετικότητας, αφού κάθε είδος της έχει, από ό,τι φαίνεται,
το δικό του ιδιαίτερο βιολογικό υπόστρωμα. Έχει υποστηριχθεί (Moyer 1968, 1976) ότι
υπάρχουν εγγενώς οργανωμένα λειτουργικά συστήματα στον εγκέφαλο των θηλαστικών τα
οποία επιτρέπουν, με τα κατάλληλα ερεθίσματα, την εκδήλωση εχθρικών απαντήσεων και
αντιθέτως υπάρχουν άλλα λειτουργικά συστήματα τα οποία αναχαιτίζουν αυτές τις
συμπεριφορές.
Το νευρωνικό σύστημα που καθορίζει τις περισσότερες μορφές επιθετικότητας εκτείνεται
στον υποθάλαμο, στον μεσεγκέφαλο, στους αμυγδαλοειδείς πυρήνες και στον ιππόκαμπο,
στον οποίο συνυπάρχουν και κέντρα στύσεως. Το σύμπλεγμα των αμυγδαλοειδών
πυρήνων, ο υποθάλαμος και η κεντρική φαιά ουσία του μεσεγκεφάλου θεωρούνται οι πιο
σημαντικές δομές του δρεπανοειδούς συστήματος που σχετίζονται με την επιθετικότητα.
Δυσλειτουργία στο δρεπανοειδές, ιδιαίτερα στους αμυγδαλοειδείς πυρήνες, είναι υπεύθυνη
για εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς (Mark and Ervin 1970). Αμφοτερόπλευρος ηλεκτρικός
ερεθισμός των αμυγδαλοειδών πυρήνων, κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων με
τοπική αναισθησία (Hitchcock and Cairns 1973), προκαλούσε στους ασθενείς λεκτική ή
φυσική επιθετικότητα.
Στο πλαίσιο του ορμονικού συστήματος μεγάλο ρόλο παίζουν τα ανδρογόνα, αφού
βαθμός επιθετικότητας και επίπεδα ανδρογόνων στο αίμα συσχετίζονται θετικά σε όλα τα
ανθρωποειδή και στον άνθρωπο (Persky et al 1971). Η κυριαρχικότητα και η εκδήλωση
αρχηγικών συμπεριφορών επίσης σχετίζονται με υψηλά επίπεδα ανδρογόνων. Με την
αύξηση της ηλικίας και τη σταδιακή μείωση της εκκρίσεως τεστοστερόνης, η επιθετικότητα
κάμπτεται και βαθμηδόν γίνεται ενδοστρεφόμενη. Το αντίστροφο συμβαίνει με τα οιστρογόνα
και την προγεστερόνη που καταστέλλουν την επιθετικότητα (Blumber and Migeon 1975).
Έτσι ίσως εξηγείται το ότι στις νεαρές ηλικίες οι άνδρες έχουν μεγαλύτερη επιθετικότητα από
τις γυναίκες, οι οποίες μάλιστα έχουν ισχυρή τάση να τη στρέφουν προς τον εαυτό τους με
μηχανισμούς ενοχής, αυτοεπίκρισης και αισθήματος αβοηθησίας. Ωστόσο τα επίπεδα της
τεστοστερόνης δεν είναι απόλυτος δείκτης της επιθετικότητας, αφού υπάρχουν εξαιρέσεις και
από τις δύο πλευρές του θέματος. Έχουν βρεθεί άνδρες με πολύ υψηλά επίπεδα
τεστοστερόνης αλλά χαμηλή επιθετικότητα, και το αντίστροφο (Wolfgang 1957). Η ACTH,
όταν υπερεκκρίνεται, αναχαιτίζει την επιθετικότητα. Από την άλλη μεριά, αύξηση της τιμής
των κορτικοστεροειδών έχει βρεθεί στο ΕΝΥ και στο πλάσμα ατόμων που αυτοκτόνησαν.
Παρόμοια ευρήματα έχουν διαπιστωθεί και σε πάσχοντες από κατάθλιψη.
Το χρωμόσωμα Υ φαίνεται ότι σχετίζεται με την επιθετικότητα, αφού το 85-90% των
βίαιων συμπεριφορών εκδηλώνεται από τους άνδρες και μόνο το 10-15% από τις γυναίκες
σε όλες τις κουλτούρες. Φαίνεται επίσης ότι υπάρχει σχέση μεταξύ εγκληματικότητας και
πλεονάζοντος Υ χρωμοσώματος (ΧΥΥ αντί για ΧΥ). Τα άτομα με υπεράριθμο Υ χρωμόσωμα
είναι άνδρες υψηλοί και ένα σημαντικό ποσοστό από αυτούς παρουσιάζει διαταραχές στη
σεξουαλικότητα και την κοινωνική συμπεριφορά τους με μεγάλο αριθμό παραπτωματικών
πράξεων. Παρ’ όλα αυτά η άποψη ότι υπεράριθμο Υ χρωμόσωμα συνδέεται με βίαιη
συμπεριφορά δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη
Σε επίπεδο νευρομεταβιβαστών λίγα πράγματα είναι γνωστά (Δουζένης και συν 2004).
Έχει βρεθεί στο ΕΝΥ μία αρνητική σχέση μεταξύ του μεταβολίτη της σεροτονίνης 5-υδροξυ-
ινδολεακετικό οξύ (5-HIAA) και παρορμητικής επιθετικότητας (Roy et al 1988). Άλλοι
επισημαίνουν ότι για την εκδήλωση παρορμητικής επιθετικότητας εκτός από τα χαμηλά
επίπεδα σεροτονίνης πρέπει να υπάρχουν και υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης (Virkkunen et
al 1994). Χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης έχουν βρεθεί και στο ΕΝΥ ατόμων που έκαναν
απόπειρα αυτοκτονίας. Υπάρχουν ενδείξεις (Nielsen et al 1994) ότι σε ορισμένα άτομα μια
γενετική παραλλαγή του γονιδίου της υδροξυλάσης της τρυπτοφάνης (ΤPH), που ρυθμίζει τη
βιοσύνθεση της σεροτονίνης και ελέγχει σεροτονινοεξαρτώμενες συμπεριφορές, είναι
δυνατόν να επηρεάσει τις συγκεντρώσεις της 5-HIAA και να προδιαθέσει σε αυτοκτονική
συμπεριφορά. Η αντίστροφη σχέση μεταξύ επιπέδων χοληστερόλης και επιθετικότητας έχει
173

παρατηρηθεί και στα ανθρωποειδή. Το επίπεδο της χοληστερίνης στο αίμα σχετίζεται στενά
με παράγοντες όπως η επιδίωξη κοινωνικής ισχύος και η σχετιζόμενη με αυτήν
επιθετικότητα. Ο μηχανισμός πιθανόν ξετυλίγεται μέσα από διαδικασίες μείωσης της
σεροτονίνης.

Η επιθετικότητα κατά τα αναπτυξιακά στάδια. Ο τρόπος που αναπτύσσεται η


επιθετικότητα και οι μορφές που παίρνει κατά τις φάσεις της ηλικιακής εξέλιξης του
ανθρώπου δεν έχουν μελετηθεί διεξοδικά. Η ψυχαναλυτική σχολή έχει μελετήσει το θέμα
κάπως βαθύτερα, αλλά πολλά σκοτεινά σημεία δεν έχουν διευκρινισθεί. Η Anna Freud (1966)
υποστηρίζει ότι κατά το στοματικό στάδιο της ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξης η επιθετικότητα
εκδηλώνεται με το δάγκωμα, το φτύσιμο και το καταβρόχθισμα της τροφής. Κατά το
πρωκτικό στάδιο εμφανίζεται με συμπεριφορές όπως ο σαδιστικός βασανισμός των ζώων ή
το χτύπημα, αλλά και με μία διάθεση καταστροφικότητας γενικώς. Κατά το φαλλικό στάδιο
εμφανίζονται το ανελέητο χτύπημα, η κυριαρχικότητα, η αρχηγικότητα και γενικώς
συμπεριφορές που βασίζονται στην ισχύ. Κατά την εφηβεία, η αδιαφορία, η απερισκεψία, η
ψυχική σκληρότητα και οι εκρήξεις δυσκοινωνικής συμπεριφοράς είναι μορφές διά των
οποίων εκφράζεται η επιθετικότητα. Σε επίπεδο ανάπτυξης, εξέλιξης και τελικής
διαμόρφωσης των επιθετικών συμπεριφορών φαίνεται ότι αυτές παγιώνονται ήδη από την
πρώτη παιδική ηλικία. Στην κλασική μελέτη των Kagan και Moss (1962) τα παιδιά που
τσακώνονταν περισσότερο κατά την ηλικία των 5-6 ετών ήσαν αυτά που εμπλέκοντο σε
καυγάδες στην ηλικία των 14 ετών και κατά την ενηλικίωση.

Θεωρίες για την επιθετικότητα. Έχει πλέον αναγνωρισθεί η σημασία της επιθετικότητας ως
κινητήριας δύναμης της συμπεριφοράς ζώων και ανθρώπων, αλλά είναι μεγάλη η διαμάχη
για το αν πράγματι υπάρχει ένα ένστικτο της επιθετικότητας. Σύμφωνα με τις ψυχαναλυτικές
απόψεις (Freud 1923, Storr 1968) αλλά και τις απόψεις των εθολόγων (Lorenz 1966), η
επιθετικότητα έχει ενστικτική αρχή, αν και οι δεύτεροι δεν χρησιμοποιούν τον όρο ένστικτο
αλλά προτιμούν εκφράσεις όπως «εγγενής αποδεσμευτικός μηχανισμός». Οι υποστηρικτές
της ενστικτικής αρχής δέχονται ότι μία επιθετική δύναμη ή ενέργεια αναπτύσσεται και
διαρκώς συσσωρεύεται μέχρις ότου εκφορτίζεται και μειώνεται ραγδαία μέσω της εχθρικής
εκδήλωσης ή κάποιας υποκατάστατης συμπεριφοράς, εμπράγματης ή φαντασιωσικής. Στη
βάση αυτής της διαμάχης βρίσκεται το ερώτημα αν η επιθετικότητα εμφανίζεται αυτόματα,
χωρίς την ύπαρξη εξωτερικού ερεθίσματος, όπως υποτίθεται ότι συμβαίνει με τα ένστικτα.
Πολλοί (Lorenz 1966, Storr 1975) θεωρούν δεδομένη την ύπαρξη αυτής της αυτοματικότητας
των εσωτερικών παρορμήσεων προς επιθετική συμπεριφορά.
Κατά τους υποστηρικτές της ενστικτικής φύσης της επιθετικότητας, αυτή πάντοτε βρίσκει
διέξοδο και εκδηλώνεται ωμά ή μετουσιωμένα κατά απλό ή σύνθετο τρόπο ως άμεση ή
έμμεση εχθρική ενέργεια στρεφόμενη εναντίον προσώπων ή αντικειμένων, ως συμμετοχή σε
κοινωνικά αποδεκτές ανταγωνιστικές δραστηριότητες, ως επιδίωξη θέσεων εξουσίας, αλλά
και στον αθλητισμό, στη στρατιωτική δραστηριότητα, στην ειρήνη και στον πόλεμο κ.λπ. Αν
δεν ακολουθήσει αυτά, ή και άλλα, αποδεκτά ή μη, κανάλια ροής, τότε μετατρέπεται σε
σωματική ή ψυχιατρική συμπτωματολογία σε ατομικό επίπεδο και σε ανεξέλεγκτες εκρήξεις
μαζικής βίας σε κοινωνικό επίπεδο. Η ευχαρίστηση σαν κίνητρο της επιθετικότητας (στους
καυγάδες, στα αθλήματα, στα παιχνίδια, στους ποικίλους συναγωνισμούς) είναι καθολικό
φαινόμενο και ακριβώς αυτή η ύπαρξη ευχαρίστησης υποδηλώνει την ανακούφιση μίας
έντασης.
Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, η επιθετικότητα στην αρχική μορφή της θεωρείται
ένα φαινόμενο «πρωτογενούς διεργασίας», φύσεως παρορμητικής, μη υποτασσόμενο στις
απαιτήσεις και στους περιορισμούς της πραγματικότητας, με μία ποιότητα χαρακτηριστικά
καταστροφική. Ο Freud στις πρώτες διατυπώσεις του για τη νεύρωση θεώρησε ότι η
επιθετικότητα προκύπτει από την αναστολή των λιβιδινικών δυνάμεων, αλλά αργότερα
(1922), σε μία προσπάθεια να ερμηνεύσει τα αυτοκαταστροφικά φαινόμενα που
παρατηρούνται σε καταστάσεις όπως ο μαζοχισμός και η κατάθλιψη, αλλά και υπό την
επίδραση του δέους που του είχε προκαλέσει ο φονικότατος Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος,
174

πρότεινε την ύπαρξη ενός καταστροφικού ενστίκτου που το ονόμασε «θάνατος» (thanatos,
destrudo).
Πολλοί συγγραφείς αποκλείουν την ενστικτική αρχή, το βιολογικό έδαφος και τις
οργανικές ρίζες της επιθετικότητας (Montague 1966, Hinde 1974, Bandura 1973) και τονίζουν
ότι όταν δεν υπάρχει εξωτερικός ερεθισμός, δεν επισυμβαίνει εσωτερική ανάδυση της
επιθετικότητας, τείνουν δε να την αποδώσουν σε ψυχολογικές επιδράσεις της ανατροφής και
του κοινωνικού κλίματος. Ο Adorno, π.χ., υποστηρίζει ότι η αυταρχική προσωπικότητα είναι
προϊόν εμπειριών που αποκτά ο άνθρωπος στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Μία άλλη
ενδιαφέρουσα άποψη (Bandura 1973) είναι ότι η επιθετικότητα είναι προϊόν κοινωνικής
μάθησης, είτε μέσα από διαδικασίες μίμησης πραγματικών, μυθοποιημένων ή συμβολικών
προτύπων, είτε μέσα από θετική ενίσχυση της επιθετικής δραστηριότητας από την κοινωνία.
Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης δέχεται την μπηχαβιοριστική άποψη ότι το άτομο επιλέγει
συμπεριφορές που τελικώς αμείβονται και αποφεύγει εκείνες που τιμωρούνται, αλλά την
επεκτείνει στο επίπεδο της ομάδας όπου οι παράγοντες αμοιβής και τιμωρίας είναι
κοινωνικοί, κυρίως η μάθηση, και επιτελούνται μέσα από κοινωνικές εμπειρίες τιμωρίας και
επιβράβευσης.
Η παρεμπόδιση ή διακοπή μιας ψυχικής διεργασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη με επιδίωξη
την τελική ικανοποίηση, γνωστή ως ματαίωση (frustration), ενδέχεται να πυροδοτεί, εκτός
από άλλες καταστάσεις, όπως ψυχολογική παλινδρόμηση, άγχος ή φαντασιωσική
ενασχόληση, και απαντήσεις με ποιότητα εχθρική. Ο βαθμός της εχθρότητας που
αναπτύσσεται είναι ανάλογος με τον βαθμό εμποδισμού της αυθόρμητης έκφρασης αυτών
των επιδιώξεων. Η ματαίωση, που δεν ταυτίζεται με τη στέρηση ικανοποίησης βιολογικών
αναγκών αλλά την ξεπερνά, μπορεί να είναι παροδική ή μόνιμη και να αφορά όχι μόνο
εξωτερικές περιστάσεις αλλά και εσωτερικές, όπως π.χ. την κατάσταση της υγείας ή τις
συνθήκες εργασίας. Αυτή η ερμηνεία της επιθετικότητας (frustration aggression hypothesis),
που προτάθηκε από τους Dollard και Miller το 1939, έχει ρίζα στην ψυχαναλυτική άποψη ότι
η επιθετικότητα αναδύεται ως αποτέλεσμα αναστολής των λιβιδινικών τάσεων.
Ο ρόλος της κουλτούρας, της κοινωνικής μάθησης και ποικίλων περιστασιακών
παραγόντων είναι σημαντικός στη διαμόρφωση της επιθετικότητας και της αντίστοιχης
συμπεριφοράς, αλλά εξίσου σημαντικές είναι και οι κληρονομικές προδιαθέσεις, πράγμα που
καθιστά αναγκαία και τη μελέτη των γενετικώς εγκατεστημένων ατομικών διαφορών. Σε μία
μελέτη 14.427 παιδιών αποχωρισμένων από γεννήσεως από τους φυσικούς γονείς τους
(Mednick et al 1984), βρέθηκε ότι παιδιά με βιολογικούς γονείς που είχαν καταδικαστεί για
εγκληματικές πράξεις παρουσίαζαν κίνδυνο να εκδηλώσουν παρόμοια συμπεριφορά, ενώ
όσα δεν είχαν τέτοιους γονείς δεν διέτρεχαν ανάλογο κίνδυνο, ακόμη και αν οι θετοί γονείς
τους είχαν καταδικαστεί για εγκληματικές πράξεις. Σε άλλη μελέτη βρέθηκε ότι συμπεριφορές
επιθετικότητας όχι μόνο παρέμεναν σταθερές με την αύξηση της ηλικίας αλλά μεταδίδονταν
σε τρεις γενεές, από τους γονείς στα παιδιά και στα εγγόνια τους (Huesman et al 1984).

Μέτρηση της επιθετικότητας. Μολονότι είναι αναγκαίο –και όχι μόνο στην ιατρική– να
μετρηθούν κατά τρόπο έγκυρο και αξιόπιστο οι εχθρικές στάσεις και συμπεριφορές στους
ανθρώπους είτε ως εχθρική διάθεση είτε ως επιθετική συμπεριφορά, τίθεται το ερώτημα αν
κάτι τέτοιο είναι δυνατόν. Στην πραγματικότητα ποικίλες πολιτιστικές επιδράσεις είναι
πιθανόν να καλύπτουν ή να αλλοιώνουν διαφορές στην επιθετικότητα, οι οποίες όμως θα
μπορούσαν να επισημανθούν κατά την ελεύθερη παρατήρηση ή σε πειραματικές συνθήκες.
Το ότι οι διάφορες δοκιμασίες μέτρησης της επιθετικότητας, κυρίως τα ερωτηματολόγια και οι
κλίμακες (Buss and Durkee 1957, Caine et al 1967), δίδουν αποτελέσματα τα οποία δεν
συσχετίζονται ικανοποιητικά με την πραγματική, την έξω από τις συνθήκες μέτρησης,
επιθετικότητα, φαίνεται και από το ότι μέχρι τώρα σε μεγάλο βαθμό αυτές οι δοκιμασίες δεν
επιτρέπουν μία ασφαλή πρόβλεψη της επιθετικής συμπεριφοράς, ενώ η αδρή παρατήρηση
έχει οδηγήσει σε γενικής φύσεως μεν, αλλά ασφαλέστερα συμπεράσματα.

Έλεγχος της επιθετικότητας. Η επιθυμία της κοινωνίας για έλεγχο της επιθετικότητας
τροφοδοτείται και από την άποψη ότι επιθετικότητα χωρίς βλαπτική και τελικώς
καταστροφική διάθεση δεν υπάρχει.
175

Οι θεωρητικοί της ενστικτικής αρχής, που δέχονται ότι η τάση για επιθετικότητα μπορεί να
προκύπτει αυτομάτως, είναι απαισιόδοξοι για την αποτελεσματικότητα της χρησιμοποίησης
μεθόδων ελέγχου τέτοιων εγγενών ροπών του ανθρώπου. Θεωρούν αφελή την ελπίδα ότι ο
άνθρωπος θα προσπαθήσει και θα επιτύχει να κατανοήσει την επιθετικότητα και την εδαφική
κυριαρχικότητά του και να ασκήσει επάνω τους κάποιον έλεγχο, διότι δεν πρόκειται να τον
αφήσει η ακατέργαστη ζωική φύση του. Ούτε η εκπαίδευση ή οι κανόνες πειθαρχίας μπορούν
να αναχαιτίσουν την επιθετικότητα, η οποία με τέτοιους τρόπους περιορισμού της απλώς
συσσωρεύεται, για να εκδηλωθεί τελικώς εκρηκτικά ή μέσα από την ανάπτυξη ψυχιατρικής
συμπτωματολογίας. Όταν οι δυνατότητες εκτόνωσης της επιθετικότητας μειώνονται, τότε
αναπτύσσονται ισχυρές συσσωρεύσεις που ενδέχεται να αποδεσμευτούν κατά βίαιο τρόπο,
ενώ η καταπίεσή της έχει εκφυλιστικά αποτελέσματα πάνω στη φυσιολογία του οργανισμού.
Υποστηρίζουν ακόμη ότι η εξαφάνιση των επιθετικών τάσεων του ανθρώπου θα ήταν
πλήγμα εναντίον μεγάλων αρετών του, όπως η φιλοδοξία και η δημιουργικότητα. Ως προς το
θέμα αυτό θεωρούν ότι η μετουσιωμένη και κοινωνικά αποδεκτή «απελευθέρωση» της
συσσωρευμένης επιθετικής παρόρμησης είναι ίσως η καλύτερη μέθοδος ελέγχου της
επιθετικότητας. Βέβαια η άποψη ότι ο άνθρωπος είναι ζώο αρπαχτικό επειδή έτσι γεννήθηκε
και ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει για να αλλάξει αυτή η κατάσταση τον απαλλάσσει από
ενδεχόμενες ενοχές και από την ευθύνη για τις καταστροφικές πράξεις του.
Άλλοι, ορμώμενοι από διαφορετικές θεωρητικές διατυπώσεις, ισχυρίζονται ότι η
εξαφάνιση ή η ελάττωση των ποικίλων κοινωνικών πυροδοτών της επιθετικότητας, όπως
είναι οι ματαιώσεις και οι στερήσεις, θα προκαλέσουν τελικώς τη μείωση της επιθετικότητας.
Αυτό όμως μοιάζει περισσότερο με ευχή, αφού οι πιο άγριες εκδηλώσεις επιθετικότητας όχι
μόνο σε κοινωνικό αλλά και σε διαπροσωπικό επίπεδο παρατηρούνται στις κοινωνίες της
αφθονίας, οι οποίες τροφοδοτούν τις παθολογικές διαπροσωπικές σχέσεις που είναι το
υπέδαφος της ματαιωμένης ζωής στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες.
Άλλοι, τέλος, είναι υποστηρικτές της μη ανοχής στην επιθετικότητα, γιατί η ανοχή και η
επιτρεπτικότητα γεννούν τις συνθήκες για ακόμη περισσότερη επιθετικότητα. Συνιστούν
μείωση των ερεθισμάτων που την πυροδοτούν στο περιβάλλον και εκπαίδευση των
ανθρώπων ώστε να μάθουν να ενεργούν κατά τρόπους ασυμβίβαστους με την επιθετικότητα.
Κατά την γνώμη τους, η τιμωρία είναι απαραίτητη για τον έλεγχο της επιθετικότητας όταν
εφαρμόζεται χωρίς καθυστέρηση, είναι σταθερή και συνδυάζεται με λογικά επιχειρήματα
(Berkowitz 1962). Βέβαια η τιμωρία, επειδή είναι οδυνηρή, μπορεί να κυοφορήσει την
ανάπτυξη καινούργιας εχθρικής συμπεριφοράς.

Εγγενείς αναστολείς. Αρχέγονοι και ισχυροί αναστολείς της επιθετικότητας σε


διαπροσωπικό επίπεδο είναι το χαμόγελο, ο χαιρετισμός, η σμίκρυνση του όγκου του
σώματος, οι παιδικές συμπεριφορές, τα ίδια τα παιδιά. Τα γνωστά πρόσωπα κατευνάζουν
την επιθετικότητα ενώ τα άγνωστα την τροφοδοτούν μέσα από την καχυποψία. Ο
χαιρετισμός εκτονώνει τη συσσωρευμένη εχθρότητα και καχυποψία, έχει λειτουργία
κατευναστική παίζοντας επίσης σημαντικό ρόλο στη σύσφιγξη των δεσμών. Η παράλειψη
του χαιρετισμού φορτίζει την ατμόσφαιρα με μία διάθεση εχθρική. Το χαμόγελο είναι
κατευναστικό και αφοπλιστικό. Επειδή η άγνοια του άλλου ενδέχεται να βρίσκεται στην
αφετηρία εχθρικών στάσεων και απαντήσεων, κυρίως στις σχέσεις μεταξύ ομάδων, φυλών,
εθνών, οι ανοιχτές σχέσεις, ανταλλαγές και επικοινωνίες προάγουν την αμοιβαία ανακούφιση
από καχυποψίες και συνακόλουθες εχθρότητες. Παρ' όλα αυτά ο ξένος είναι πάντα φορέας
ενός κινδύνου στην κοινότητα, κυρίως όταν δεν βρίσκεται εκεί ως προσωρινός
φιλοξενούμενος αλλά ως διεκδικητής ισότιμων δικαιωμάτων. Τότε εκείνα τα μέλη της
κοινότητας με κατώτερη και πρωτόγονη ανθρωπολογική απαρτίωση, που ούτως ή άλλως και
τα ίδια βρίσκονται χαμηλά στην ιεραρχική κλίμακα της κοινωνίας τους, εκτινάσσουν μία πολύ
άγρια εχθρότητα εναντίον των ξένων, διότι αυτοί είναι όχι τόσο οι πλέον απειλητικοί αλλά
μάλλον οι πλέον ανυπεράσπιστοι. Ο ρατσισμός συχνά κυοφορείται σε άτομα και ομάδες που
πράγματι θα τους άξιζε μία ρατσιστική αντιμετώπιση αφού δείχνουν μια τόσο βαθιά έλλειψη
ανθρωπινότητας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
176

ΔΟΥΖΕΝΗΣ Α, ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ Κ, ΤΣΙΡΚΑ Ζ. (2004). Βιολογικοί συντελεστές στην αιτιοπαθογένεια της


επιθετικότητας. Ψυχιατρική 15(2):169-179.

ARDREY R. (1966). The Territorial Imperative. Athenaeum. New York.


BANDURA A, WALTERS RH. (1963). Social Learning and Personality Development. N.Y.
BANDURA A. (1961). Transmission of Aggression through Imitation.
BANDURA A. (1973). Aggression. A Social Learning Analysis. Prentice Hall Inc. New Jersey.
BERKOWITZ L. (1962). Aggression: A social psychological analysis. New York.
BLUMBER D, MIGEON C. (1975). Hormone and hormonal agents in the treatment of aggression. Ronald Press.
New York.
BUSS AH. (1961). The Psychology of Aggression. Wiley, New York/London.
BUSS AH, DURKEE. (1957). An Inventory Assessing Different Kinds of Hostility. J Cons Psychol 31:343-349.
CAINE JM, SMAIL DJ. (1969). The Treatment of Mental Illness-Science, Faith and the Therapeutic Personality.
University of London Press. London.
CAINE TM, FOULDS GA, HOPE K. (1967). Manual of the Hostility and Direction of Hostility Questionnaire
(HDHQ). London: University of London Press.
DOLLARD J, et al. (1939). Frustration and Aggression. New Haven, Yale University Press.
FREUD, Anna. (1966). Normality and Pathology in Childhood. Hogarth Press.
FREUD S. (1922). Beyond the Pleasure Principle. International Psychoanalytic Press. London.
FREUD S. (1922). New Introductory Lectures on Psychoanalysis.
GOTTSCHALK LA, GLESSER CC, SPRINGER KJ. (1963). Three Hostility Scales Applicable to Verbal Samples.
Arch. Gen. Psychiat. 9:254-279.
HINDE RA. (1974). Biological bases of human social behaviour. New York: McGraw-Hill.
HITCHCOCK E, CAIRNS V. (1973). Postgraduate Medical Journal, 49,894.
HUESMAN LR, et al. (1984). Stability of aggression over time and generations. Developmental Psychology
20:1120-1134.
JUNG C. (1917). Collected papers on Analytical Psychology. London: Baillere, Tindal and Cox. 2 nd ed.
LORENTZ K. (1966). On Aggression. Methuen, London.
MARK E. (1970). Violence and the Brain. Harper. New York.
MEDNICK SA, GABRIELLI WF, HUTCHINGS B. (1984). Genetic influences in criminal convictions. Evidence
from an adoption cohort. Science, 224:891-894.
MONTAGUE MFA. (1968). Man and Aggression. London, Oxford University Press.
MOYER KE. (1976). The Psychobiology of Aggression. Harper and Row. New York.
MOYER KE. (1968). Kinds of aggression and their physiological basis. Communications in Behavioral Biology
2:65-87.
PERSKY H, SMITH KD, BASU CK. (1971). Relation of the psychologic measures of aggression and hostility to
testosterone production in man. Psychological Medicine 33:265-277.
ROSENZWEIG S. (1938). A general outline of frustration. Char. and Pers. 7:151-160.
ROY A, ABINOFF B, LINNOILA M. (1988). Acting out hostility in normal volunteers: Negative correlation with
levels of 5HIAA in cerebrospinal fluid. Psychiatry Res. 24(2):187-94.
TIIHONEN J, et al. (1997). Specific major mental disordrs and criminality: a 26-year prospective study of the 1966
Northern Finland birth cohort. Am J Psychiatry 154:840-5.
VIRKKUNEN M, et al. (1994). CSF biochemistries, glucose metabolism, and diurnal activity rhythms in alcoholic,
violent offenders, fire setters, and healthy volunteers. Arch Gen Psychiatry 51(1):20-27.
WEISSMAN MM, et al. (1989). Suicidal ideation and suicide attempts in panic disorder and attacks. N. Engl. J.
Med. 321:1209-14.
177

21. ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Ένας ορισμός για τα συναισθήματα δεν μπορεί παρά να είναι πολύ περιγραφικός και
αναγκαστικά ελάχιστα αυστηρός. Τα συναισθήματα είναι σύνθετες καταστάσεις-διαθέσεις,
χαρακτηριζόμενες από υψηλή αντίληψη συγκεκριμένου αντικειμένου, γεγονότος ή
καταστάσεως, σε συνδυασμό με μεταβολές σωματικών λειτουργιών και βιωματικά στοιχεία.
Τείνουν να οδηγούν σε συγκεκριμένες συμπεριφορές ή τις επενδύουν, και στο υποκειμενικό
επίπεδο εισπράττονται σε ένα φάσμα αποχρώσεων, από το ευχάριστο μέχρι το δυσάρεστο
και από το αδιάφορο μέχρι το συναρπαστικό, αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν
αδιάφορα συναισθήματα. Τα βιωματικά στοιχεία του συναισθήματος συνθέτουν μία σημασία
για το άτομο και αυτή είναι που οδηγεί σε κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά, ή δίδει κάποιο
χαρακτήρα ή στυλ σε αυτήν. Παρά το ότι το συναισθηματικώς φορτισμένο άτομο βρίσκεται σε
εγρήγορση, το συνειδησιακό πεδίο του παρουσιάζει στενώσεις που διαστρεβλώνουν την
κρίση του και παρεμποδίζουν τις αναστολές του. Η παρόρμηση για δράση είναι πολύ ισχυρή
στα συναισθήματα αλλά ποιες είναι οι ενέργειες στις οποίες θα προβεί το άτομο και ποιο θα
είναι το είδος και η ποιότητά τους εξαρτάται και από άλλους παράγοντες όπως η δομή της
προσωπικότητας και οι κοινωνικές περιστάσεις.

Ο Mc Dougal (1926) διέκρινε τα συναισθήματα σε πρωτογενή και σε σύνθετα. Στα πρώτα


συμπεριέλαβε τον φόβο, την οργή και την τρυφερότητα, και στα δεύτερα τον θαυμασμό, τη
μνησικακία κ.λπ. Ανάλογη με την πορεία των ενεργειών του ατόμου προς την ικανοποίηση
είναι και η διαμόρφωση του εκάστοτε συναισθήματος. Εκπλήρωση της πορείας οδηγεί σε
ανάπτυξη θετικών συναισθημάτων χαράς, ευτυχίας και αγάπης. Μη εκπλήρωση οδηγεί σε
ανάπτυξη αρνητικών συναισθημάτων δυσφορίας, ντροπής, θλίψης, φόβου, απέχθειας,
οργής, περιφρόνησης, τα οποία είναι δυνατόν να πυροδοτήσουν την ανάπτυξη εχθρικής
διαθέσεως με ανάλογη συμπεριφορά. Ουδέτερα εμπόδια κατά την πορεία προς την
ικανοποίηση είναι δυνατόν να προκαλέσουν την εκδήλωση συναισθημάτων εκπλήξεως και
ενδιαφέροντος, αλλά αυτά είναι προσωρινά μέχρις ότου αποκαλυφθεί ο πραγματικός
χαρακτήρας των εμποδίων. Κατά την ίδια πορεία προς την επίτευξη του στόχου είναι
δυνατόν να αναδύονται συναισθήματα ανυπομονησίας, αμφιβολίας ή άγχους.

Κατά μία άλλη κατάταξη, υπάρχουν τα συναισθήματα που σχετίζονται με βιολογικές ανάγκες,
τα λεγόμενα ζωικά συναισθήματα, και εκείνα που σχετίζονται με διανοητικές λειτουργίες, τα
διανοητικά συναισθήματα. Αυτά τα συναισθήματα βρίσκονται σε συνεχή αντιπαλότητα και
σύγκρουση, αλλά είναι αμφίβολο αν υπάρχουν γνήσια διανοητικά συναισθήματα. Είναι
πιθανόν διά των «διανοητικών συναισθημάτων» να εκφράζονται βιολογικά γεγονότα και
ανάγκες μετουσιωμένες και εξιδανικευμένες.

Θεωρίες για τα συναισθήματα.


Η ψυχανάλυση θεωρεί τα συναισθήματα μορφές ενέργειας που παρεμβαίνουν στις
διεργασίες προσαρμογής. Η εκδήλωσή τους σημαίνει διαταραχή της ψυχικής ισορροπίας.
Δεν υπάρχει μεταξύ των ψυχαναλυτικών κύκλων μία γενικώς αποδεκτή θεωρία για τα
συναισθήματα, αν και έχει γίνει αποδεκτή η διάκριση μεταξύ συναισθημάτων εκτόνωσης
(discharge affects), τα οποία συνοδεύουν την έκφραση μιας παρόρμησης, και
178

συναισθημάτων έντασης (tension affects), τα οποία εκφράζουν την καταπίεση μιας


παρόρμησης. Η φροϋδική διάκριση των ενστίκτων (eros - thanatos) βοήθησε στην ποιοτική
αξιολόγηση των συναισθημάτων, ενώ η άποψη του Jung για την κατεύθυνση της λίμπιντο
διευκόλυνε την κατάταξή τους με σημείο αναφοράς το αντικείμενο προς το οποίο
στρέφονται (ενδοστρέφεια - εξωστρέφεια). Κατά τον Jung κάθε συναισθηματική κατάσταση
είναι η επανάληψη ενός σημαντικού γεγονότος που έζησε το άτομο είτε στην προσωπική
προϊστορία του είτε στην προϊστορία του είδους. Για το άγχος το γεγονός αυτό είναι η
γέννηση και ο χωρισμός από τη μητέρα.
Οι συμπεριφερειολόγοι (behaviourists) απορρίπτουν την υποκειμενική μελέτη του
συναισθήματος, η βιωματική διάσταση του οποίου δεν έχει κατά την άποψή τους
επιστημονική αξία επειδή δεν είναι δυνατόν να μελετηθεί αντικειμενικά. Υποστηρίζουν ότι τα
συναισθήματα είναι δυνατόν να μελετηθούν μόνο μέσω των στοιχείων που προσφέρουν
στον αντικειμενικό παρατηρητή. Οι παυλοφικές έννοιες διεγερσιμότητα-καταστολή και
ερέθισμα-απάντηση-μάθηση είναι θεμελιώδεις για την κατανόηση των συναισθημάτων στη
συμπεριφερειολογική σχολή. Έτσι λοιπόν οι φόβοι, που κυρίως ενδιαφέρουν τους
συμπεριφερειολόγους, αλλά και τα άλλα συναισθήματα είναι δυνατόν να εμφανισθούν και
να εξαφανισθούν μέσα από μαθησιακές διαδικασίες (Marks 1969).
Η δομή της προσωπικότητας από πολλούς μελετητές έχει θεωρηθεί καθοριστικός
παράγοντας των συναισθηματικών απαντήσεων. Ο Ιπποκράτης εισήγαγε την πρώτη
κατάταξη χαρακτήρων με βάση τους «χυμούς» του σώματος: αίμα, φλέγμα, μέλαινα χολή,
κιτρίνη χολή. Αναλόγως του χυμού που υπερτερεί διαμορφώνονται οι χαρακτήρες
αιματώδης, καταθλιπτικός, φλεγματικός και χολερικός, οι οποίοι διακρίνονται και από το
είδος των ιδιαίτερων συναισθηματικών τους απαντήσεων. Κατά τον Eysenck (1947), του
οποίου οι απόψεις είναι ένας ιδιόμορφος συγκερασμός της ιπποκρατικής τυπολογίας με τις
έννοιες του Jung περί ενδοστρέφειας και εξωστρέφειας, η προσωπικότητα έχει τρεις
διαστάσεις, τον νευρωτισμό, την ενδοστρέφεια και τον ψυχωτισμό, οι οποίες βρίσκονται
στην αφετηρία αντίστοιχων συναισθηματικών εκδηλώσεων. Ο νευρωτισμός χαρακτηρίζεται
από συναισθηματική εγρήγορση και ισχυρή παρόρμηση για συναισθηματική έκφραση. Η
ενδοστρέφεια από υψηλά επίπεδα κεντρικής αναχαίτισης, στροφή των συναισθημάτων
προς τα μέσα και τάση προς ψυχική κόπωση, ενώ ο ψυχωτισμός, κατά τη γνώμη του
Eysenck, πυροδοτεί αντικοινωνικές εκδηλώσεις και παραπτωματική συμπεριφορά.
Οι φαινομενολόγοι (Binswanger, Jaspers) ισχυρίζονται ότι μόνο η επαφή με την
υποκειμενική εμπειρία είναι δυνατόν να οδηγήσει στην κατανόηση της ποιότητας και της
σημασίας του συναισθήματος. Ενώ όμως η επαφή του καθενός με τη συναισθηματική
εμπειρία του είναι επιτεύξιμη, η επαφή του μελετητή με τα συναισθηματικά βιώματα του
εξεταζόμενου συνιστά μία σκοτεινή περιπέτεια, ενδεχομένως χωρίς ιδιαίτερη επιστημονική
αξία, αλλά μάλλον πλούσια σε άλλα μηνύματα.
Ψυχοφυσιολογικές θεωρίες. Οι ψυχοφυσιολογικές ερμηνείες για τα συναισθήματα δέχονται
το ΚΝΣ και το αυτόνομο ΝΣ ως αφετηρίες αυτής της διαδικασίας. Ορισμένοι υποστηρίζουν
ότι όλα τα συναισθήματα εμπίπτουν στην κατηγορία των «επειγουσών καταστάσεων» που
εκφράζονται με σωματικές μεταβολές. Η άποψη των James (1884) και Lange (1885) για τη
σχέση συναισθήματος και ψυχοφυσιολογικών γεγονότων είναι ότι οι σωματικές εκδηλώσεις
προηγούνται και το συναίσθημα ακολουθεί και τις επενδύει, δηλαδή είναι ο τρόπος που το
άτομο αντιλαμβάνεται αυτές τις ψυχοφυσιολογικές μεταβολές. Σύμφωνα με την εκδοχή των
Cannon-Bard οι σωματικές μεταβολές δεν αντανακλούν τη φύση του εκάστοτε
συναισθήματος. Τα σωματικά όργανα δεν είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητα στην αντανάκλαση
των λεπτών συναισθηματικών διαφορών. Η ταχύτητα με την οποία πραγματοποιούνται οι
αλλαγές σε αυτά είναι μικρότερη από την ταχύτητα εναλλαγής των συναισθημάτων. Στις
περιπτώσεις που προηγήθηκαν τεχνητώς σωματικές μεταβολές που σχετίζονται με
συναισθηματικές καταστάσεις δεν προκλήθηκαν τα αναμενόμενα συναισθήματα.
Εθολογικές θεωρίες. Οι εθολόγοι πιστεύουν ότι τα συναισθήματα είναι εγγενείς αντιδράσεις
σε συγκεκριμένα σήματα-ερεθίσματα που βαθμιαία «ωριμάζουν» με την ηλικιακή
ανάπτυξη. Παραθέτουν το συναίσθημα του φόβου στα παιδιά ως χαρακτηριστικό
παράδειγμα. Ο φόβος του φιδιού, π.χ., δεν παρατηρείται πριν από την ηλικία των 3 ετών
και συνεχώς αυξάνεται μέχρι την ηλικία των 17 ετών. Το φίδι θα προκαλέσει εκδηλώσεις
179

φόβου, ακόμη και χωρίς την ύπαρξη προηγούμενης φοβικής εμπειρίας από το
συγκεκριμένο φοβογόνο αντικείμενο.
Γνωσιακή προσέγγιση. Κατά την άποψη αυτή, ό,τι βιώνεται ως συναίσθημα είναι συνέπεια
μιας γνωσιακής διεργασίας (Lane and Schwartz 1987). Κατά κάποιον τρόπο η
συναισθηματική εμπειρία εξαρτάται από την παρατήρηση και τη γνωσιακή εμπειρία
προηγούμενων συναισθημάτων. Για παράδειγμα, ο τρόπος που οι καταθλιπτικοί
επεξεργάζονται την πληροφορία, το τι πιστεύουν και πώς ερμηνεύουν τα γεγονότα που
τους συμβαίνουν, συμβάλλει, μαζί με άλλους παράγοντες, στην ανάπτυξη της κατάθλιψης
(Beck 1967, 1979).

Βιολογικό υπόστρωμα των συναισθημάτων. Όπως και στις άλλες ψυχικές λειτουργίες,
ποικίλες δομές του ΚΝΣ αλληλοσυσχετίζονται ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για
την απαρτίωση και εκδήλωση των συναισθημάτων. Το συναίσθημα, σε σχέση με το φάσμα
εγρήγορση-ύπνος, αναπτύσσεται στα ακραία σημεία ενός συνεχούς εγρηγόρσεως. Ο ανιών
δικτυωτός σχηματισμός παίζει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωσή τους, αφού αυτός είναι
υπεύθυνος για τη λειτουργία της εγρήγορσης, απαραίτητου πλαισίου έκφρασης των
συναισθημάτων. Οι προμετωπιαίες χώρες, οι έλικες του προσαγωγίου και του ιπποκάμπου,
η οδοντωτή έλικα, σχετίζονται με τις συναισθηματικές εμπειρίες καθώς και με τον έλεγχο και
την ολοκλήρωση των συναισθηματικών αντιδράσεων.
Όμως εκείνη η δομή που έχει άμεση σχέση με την ανάπτυξη του συναισθήματος είναι
το δρεπανοειδές σύστημα. Ιδιαίτερο ρόλο παίζει το κύκλωμα Papez το οποίο αρχίζει από τον
ιππόκαμπο και καταλήγει στην υπερμεσολόβιο έλικα, αφού διέλθει από την ψαλίδα, τα
μαστία και τους πρόσθιους θαλαμικούς πυρήνες. Στο κύκλωμα περιλαμβάνονται επίσης η
έλικα του προσαγωγίου, δομές του υποθαλάμου, του αυτόνομου ΝΣ και του νεοφλοιού, αφού
στη διαμόρφωση του συναισθήματος παίζουν σημαντικό ρόλο η αντίληψη, η μάθηση και η
μνήμη. Στο κλασικό του άρθρο ο Papez (1937), μετά από μελέτες σε πάσχοντες από λύσσα,
ο ιός της οποίας προσβάλλει κυρίως τον ιππόκαμπο, υποστήριξε ότι αυτές οι δομές
απαρτίζουν έναν αρμονικό μηχανισμό ο οποίος επεξεργάζεται τις λειτουργίες του
συναισθήματος και συμβάλλει στην έκφρασή του. Ο Papez επεσήμανε ότι ο
παλαιοθηλαστικός φλοιός είναι από δομική άποψη κατά κάποιον τρόπο πρωτόγονος, έχει
όμως ισχυρές συνδέσεις με περιοχές κλειδιά όπως ο υποθάλαμος, κέντρο που παίζει
σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση της συναισθηματικής εμπειρίας και ορισμένων
σπλαχνικών εκδηλώσεων όπως η όρεξη για φαγητό, ο ύπνος, η σεξουαλική παρόρμηση, η
θερμοκρασία του σώματος και η ορμονική λειτουργία.

Σωματικές εκδηλώσεις στα συναισθήματα. Οι σωματικές αλλαγές που παρατηρούνται


κατά τη διάρκεια των συναισθηματικών φορτίσεων πραγματοποιούνται μέσω του αυτόνομου
ΝΣ, ιδιαίτερα του συμπαθητικού. Σύμφωνα με τον Cannon (1929), σκοπός αυτών των
αλλαγών, που είναι δυνατόν να αφορούν ταυτόχρονα ποικίλα περιφερικά όργανα, είναι να
προετοιμάσουν τον οργανισμό για την αντιμετώπιση επειγουσών καταστάσεων αμύνης ή
επιθέσεως, που σχετίζονται άμεσα με τα εκάστοτε συναισθήματα. Αυτή η εξήγηση όμως είναι
ανεπαρκής όταν αφορά θετικά συναισθήματα (π.χ. χαρά), που και αυτά συνοδεύονται από
παρόμοιες σωματικές εκδηλώσεις. Η διέγερση του συμπαθητικού προάγει την έκκριση
αδρεναλίνης. Η συνεπαγόμενη αύξηση της αδρενεργικής δραστηριότητας προκαλεί αύξηση
του σακχάρου του αίματος διά της κινητοποιήσεως γλυκογόνου, αύξηση της ροής και
ανακατανομή της παροχής αίματος από άλλα όργανα στον μυϊκό ιστό, αύξηση της
συχνότητας της καρδιακής λειτουργίας και της αναπνοής. Η σημασία αυτών των μεταβολών
για την κάλυψη ενεργειακών αναγκών του οργανισμού είναι προφανής. Διαφορετική είναι
ίσως η σημασία άλλων σωματικών μεταβολών, όπως εφίδρωση, έκτακτες συστολές του
μυοκαρδίου, ερυθρότητα του προσώπου, μεταβολές στην έκκριση σιέλου με τη μορφή
σιελόρροιας ή ξηροστομίας, αύξηση της κινητικότητας του γαστρεντερικού σωλήνα, μυϊκή
τάση, μυδρίαση κ.λπ.
Όταν η μελέτη των σωματικών μεταβολών πραγματοποιηθεί σε συσχέτιση με τον
βιωματικό χώρο, τότε τα πράγματα είναι λιγότερο προφανή και μάλλον δυσεξήγητα. Κατά τα
γνωστά πειράματα των Schachter και Singer (1962), η ένεση αδρεναλίνης σε εθελοντές που
180

δεν ήσαν ενημερωμένοι για το περιεχόμενο της ενέσεως έφερνε, εκτός από την
υπερεγρήγορση που ήταν καθολική, σε άλλους ευφορία και σε άλλους θυμό, αναλόγως των
γνωσιακών προϋποθέσεων του καθενός και αναλόγως των λόγων που είχε το κάθε άτομο να
ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο αυτό ή εκείνο το συναίσθημα. Αν δεν προϋπήρχαν
γνωσιακές προϋποθέσεις, το άτομο βίωνε ένα είδος άγχους. Αυτό ίσως δείχνει αφενός ότι σε
βιολογικό επίπεδο η ίδια διεργασία είναι δυνατόν να οδηγήσει σε διαφορετικά βιώματα,
αφετέρου ότι ο ρόλος των ατομικών διαφορών σε επίπεδο γνωσιακών παραγόντων,
μάθησης, οργάνωσης της προσωπικότητας και κουλτούρας στη διαμόρφωση των
συναισθημάτων μπορεί να είναι εξαιρετικά σημαντικός.

Ανάπτυξη και εξέλιξη των συναισθημάτων. Φαίνεται ότι η αγάπη, η τρυφερότητα, ο


φόβος, η οργή είναι βασικά ενστικτικά συναισθήματα του ανθρώπου από τη στιγμή της
γέννησής του (Watson and Morgan 1917). Τα υπόλοιπα συναισθήματα εμφανίζονται
βαθμιαία κατά τη ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη. Το κλάμα και το γέλιο δεν αποτελούν τα ίδια
συναισθήματα, αλλά οπωσδήποτε εκφράζουν χαρακτηριστικές συναισθηματικές καταστάσεις
και είναι πολύ πρώιμα από αναπτυξιακή άποψη. Βαθμιαία τα συναισθήματα
διαφοροποιούνται καθώς περνούν τα χρόνια, η ποιότητά τους αλλάζει καθώς μεγαλώνει η
νοητική δυνατότητα του παιδιού, κάτι που αρχίζει ήδη από τους 3 μήνες, και αυξάνεται η
ικανότητά του να προβλέπει γεγονότα, από τους 9-12 μήνες. Η εμπειρία των συναισθημάτων
εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τη διαδικασία της αυτοεπίγνωσης, που αρχίζει να
αναπτύσσεται κατά το τέλος του πρώτου έτους και ολοκληρώνεται κατά το τέλος του
δεύτερου έτους. Όσο περνούν τα χρόνια, τα παιδιά μπορούν να αναγνωρίζουν τα
συναισθήματα των άλλων όπως αυτά εκφράζονται στη φωνή ή στο πρόσωπο, αρχίζουν να
αναγνωρίζουν τη συναισθηματική σημασία που έχουν οι ποικίλες κοινωνικές καταστάσεις και
χρησιμοποιούν σε αυξανόμενο βαθμό στην ομιλία τους έννοιες για τα συναισθήματα.

Το κλάμα εμφανίζεται αμέσως μετά τη γέννηση, αλλά είναι άγνωστο σε ποιο βαθμό αυτή η
αρχέγονη συμπεριφορά αποτελεί και έκφραση συναισθηματική ή πότε ακριβώς αρχίζει να
επενδύεται από συναίσθημα· στην αρχή πάντως είναι εκδήλωση βιολογικής στέρησης και
δυσφορίας, ενώ αργότερα είναι συνοδευτικό της θλίψης λόγω συναισθηματικής απόρριψης ή
απώλειας αγαπημένου αντικειμένου. Το κλάμα του μωρού λειτουργεί ως ειδικό ερέθισμα και,
εκτός του ότι προκαλεί γαλακτόρροια στη μητέρα, απελευθερώνει τον μηχανισμό εκδίπλωσης
συμπεριφορών φροντίδας προς το βρέφος. Μητέρες που διέκοψαν τον θηλασμό ενοχλούνται
από το κλάμα του μωρού περισσότερο από εκείνες που τον συνεχίζουν. Οι μητέρες που δεν
αντιδρούν φυσιολογικά σε αυτό το ερέθισμα θέτουν το βρέφος σε κινδύνους. Μετά το τρίτο
έτος της ηλικίας περιορίζεται σημαντικά η συχνότητά του.

Το γέλιο. Είναι κατεξοχήν ανθρώπινη συμπεριφορά. Συνήθως εμφανίζεται περί τον τέταρτο
μήνα και προκαλείται εύκολα με φιλιά στη στομαχική χώρα του παιδιού. Γύρω στον ένατο
μήνα είναι δυνατόν να το προκαλέσουν και κοινωνικά ερεθίσματα. Προηγείται το χαμόγελο,
που εμφανίζεται περί τη δεύτερη εβδομάδα από τη γέννηση. Το προκαλούν οι φωνές, το
πρόσωπο και τα γέλια της μητέρας. Αργότερα το προκαλούν οι φωνές, το πρόσωπο και τα
γέλια και άλλων οικείων προσώπων και ίσως εκφράζει ένα είδος ικανοποίησης μέσα από ένα
αίσθημα ελέγχου του περιβάλλοντος από το βρέφος. Από τον τρίτο μήνα εξελίσσεται όλο και
περισσότερο σε κοινωνική συμπεριφορά. Αργότερα κατά την ενήλικο ζωή, σύμφωνα με τους
ψυχαναλυτές, το γέλιο συνδυάζεται με ανακούφιση από τη συνειδητή ή ασυνείδητη ένταση
που δημιουργείται μετά τη διαφυγή κάποιου κινδύνου ή από τη χωρίς ενοχές έκφραση της
επιθετικότητας. Αδυναμία να εκφρασθεί κανείς με χαμόγελο ή γέλιο είναι δείγμα μεγάλης
συναισθηματικής στέρησης και απώλειας της δυνατότητας για ανθρώπινη επαφή. Το γέλιο
είναι συναισθηματική εκδήλωση, αλλά το χιούμορ είναι κάτι διαφορετικό, έχει
απελευθερωτικό χαρακτήρα και ενίοτε λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας.

Φόβοι. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν ορισμένοι φόβοι, όπως οι φόβοι των ζώων, γίνονται
σπανιότεροι, ενώ άλλοι, όπως οι κοινωνικοί φόβοι, εγκαθίστανται και αναπτύσσονται. Οι
φόβοι (Marks 1969, Mayr 1974) διακρίνονται σε μη επικοινωνήσιμους, που κατευθύνονται
181

προς τις φυσικές πλευρές του περιβάλλοντος όπως κεραυνοί, υψοφοβία, φόβοι κλειστών
χώρων, διάφορες άλλες ειδικές φοβίες, και στους επικοινωνήσιμους, που κατευθύνονται
προς τα ζώα (ζωοφοβίες) και τους ανθρώπους (κοινωνικές φοβίες). Οι πρώτοι, οι μη
επικοινωνήσιμοι, δεν πυροδοτούν αντιδράσεις, ενώ οι δεύτεροι πυροδοτούν. Είναι προφανές
ότι στη διαμόρφωση των φόβων, γενετικοί παράγοντες βρίσκονται σε αλληλεπίδραση με
πολιτιστικούς και άλλους εξωτερικούς παράγοντες. Η απηνής και θανατηφόρος επίθεση που
επί εκατοντάδες χιλιετίες υπέστησαν τα θηλαστικά, τα ανθρωποειδή και ο άνθρωπος από
ορισμένα ζώα, ιδίως τα ερπετά, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας θέσης του
φόβου στη γενετική αποθήκη κατά την εξέλιξη αυτών των ειδών. Από εξελικτική σκοπιά, ο
φόβος των ερπετών συνιστά παραδειγματικό πρότυπο των φόβων του ανθρώπου, ενώ στη
μυθολογία του φόβου το ερπετό έγινε δράκος και έτσι έδωσε υλικό για τη δημιουργία του
φοβερότερου πλάσματος στις ανθρώπινες κουλτούρες, του διαβόλου (Sagan 1977). Ο
κεραυνός, το φίδι, η φωτιά ήσαν μέχρι πρόσφατα τα ισχυρότερα φοβογόνα αντικείμενα στην
ανθρώπινη ιστορία. Η τεχνολογική πρόοδος έφερε στο προσκήνιο νέα φοβογόνα
αντικείμενα, πραγματικά (πυρηνικά, μυστικές κάμερες, μαγνητόφωνα) ή φαντασιωσικά
(ιπτάμενοι δίσκοι, εξωγήινοι).

Θυμός, Οργή. Ο θυμός είναι μια έντονη ψυχική κατάσταση προκαλούμενη από αίσθημα
αδικίας, προσβολής ή ισχυρής δυσαρέσκειας. Όταν εντατικοποιηθεί, μετατρέπεται σε οργή
και εκδηλώνεται με επιθετική συμπεριφορά και επιθυμία για εκδίκηση (Τσικλάκος 2000).
Προκαλείται από ποικίλες καταστάσεις που εισπράττονται από το άτομο ως άκρως
απαράδεκτες, εκδηλώνεται εκρηκτικά με τη μορφή οξείας κρίσεως και καταλαμβάνει το
σωματικό και ψυχοσωματικό σύνολο του ατόμου. Πολλοί ταυτίζουν τον θυμό και την οργή με
την επιθετικότητα, αλλά ενώ η οργή είναι συναίσθημα, η επιθετικότητα είναι στάση (attitude)
που εκδηλώνεται με βλαπτικές συμπεριφορές. Από αναπτυξιακή άποψη είναι χαρακτηριστικό
το φαινόμενο των εκρήξεων οργής (temper tantrums) οι οποίες φθάνουν σε μεγάλη
συχνότητα κατά το 2ο-4ο έτος, κυρίως όταν τα παιδιά είναι κουρασμένα ή πεινάνε, και
συνήθως έχουν ως αφορμές τις γονεϊκές απαγορεύσεις. Με την πάροδο του χρόνου γίνονται
λιγότερο συχνές. Στην ηλικία των 5 ετών παρατηρούνται σε λιγότερο του 10% των παιδιών,
ενώ στην ηλικία των 15 ετών παρατηρούνται στο 2% των παιδιών.

Απέχθεια ή αηδία. Το αρνητικό αυτό συναίσθημα (Phillips et al 1988) έχει τη ρίζα του στην
αποστροφή που προκαλείται από το ενδεχόμενο επαφής με ορισμένες ουσίες που μπορεί να
έχουν κακοήθη επίδραση στον οργανισμό, όπως αίμα, σίελος, ιδρώτας, τρίχες, ούρα,
κόπρανα κ.λπ. Επάνω σε αυτό το βιολογικό έδαφος οικοδομούνται κατ’ επέκτασιν και άλλα
συναισθήματα αποστροφής, σε διαπροσωπικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και ηθικό επίπεδο (οι
βρωμιάρηδες, οι σιχαμένοι κ.λπ.).

Ζηλοτυπία. Η ζήλεια ή ζηλοτυπία είναι ένα συναίσθημα κοινό και παγκόσμιο, αν και η θέση
της στα φυσιολογικά συναισθήματα είναι από πολλούς αμφισβητήσιμη (Mullen 1991). Στον
έρωτα («αυτός που δεν ζηλεύει δεν αγαπάει») η ζήλεια έχει αλληλένδετες μορφές: αφενός
παραπέμπει στο ιδεώδες μιας ιδανικής σχέσης και στην αγωνία των μελών της (ή ενός από
τα δύο) να την υπερασπιστούν ενάντια σε κάθε απειλή που θα κινδύνευε να τη διαταράξει ή
να οδηγήσει στην απώλεια του ονείρου της ερωτικής πίστης· αφετέρου υποδηλώνει το
στοιχείο επιβολής στον άλλον μιας αφόρητης κατακτητικότητας, που εκδηλώνεται μέσα από
τη διαρκή αναζήτηση ενδείξεων και σημείων που επιβεβαιώνουν την πίστη του· η αναζήτηση
αυτή αποβαίνει όμως ατελέσφορη, αφού οποιοδήποτε στοιχείο στη συμπεριφορά του άλλου
μπορεί να παρερμηνευτεί ως ένδειξη απιστίας, γεγονός που με τη σειρά του διεγείρει μια
ακόμη πιο φρενήρη αναζήτηση νέων αποδεικτικών στοιχείων και άρα ασφυκτικότερο έλεγχο
του άλλου. Το αν η ζηλοτυπία εμφανίζεται σαν σύμπτωμα μιας ψυχοπαθολογικής διεργασίας
(ζηλοτυπικό παραλήρημα), ή σαν αντίδραση σε μια υπαρκτή και κατανοητή απειλή της
ερωτικής σχέσης είναι θέμα που παρουσιάζει μεγάλες διαγνωστικές δυσχέρειες. Έξω από
τον έρωτα η ζηλοτυπία μοιάζει κάπως με τον φθόνο. Η αντιπαλότητα μεταξύ αδελφών, η
μνησικακία προς εκείνους που είναι περισσότερο επιτυχημένοι ή διαθέτουν περισσότερα
αγαθά ή πλεονεκτήματα πυροδοτούν συναισθήματα ζηλοτυπικού χαρακτήρα.
182

Διαφορές μεταξύ των φύλων. Δεν υπάρχουν σοβαρές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων
στην έκφραση συναισθημάτων κατά τη βρεφική και νηπιακή ηλικία, αλλά οι διαφορές αυτές
αρχίζουν να διαμορφώνονται κατά τη σχολική ηλικία, ενώ κατά την εφηβεία γίνονται πολύ
χαρακτηριστικές. Κατά την εφηβεία, στα αγόρια εμφανίζεται περισσότερο μια έντονη διάθεση
εριστικότητας, ενώ στα κορίτσια παρατηρείται σε μεγάλη συχνότητα η δυσθυμία, ένας
συνδυασμός άγχους, κατάθλιψης και κακοκεφιάς. Στους ενήλικες, οι γυναίκες παρουσιάζουν
συχνότερα κατάθλιψη σε αναλογία 2:1 ή και περισσότερο. Ως πιθανές αιτίες αυτού του
φαινομένου έχουν προταθεί αρκετές: 1) Διαφορές στον τρόπο αντίδρασης: η ίδια αιτία από
την οποία πάσχουν άνδρες και γυναίκες, στους μεν παρουσιάζεται ως επικίνδυνη
συμπεριφορά ή αλκοολισμός, στις δε ως κατάθλιψη. 2) Ενδοκρινικές αλλαγές όπως
εκφράζονται στον εμμηνορρυσιακό κύκλο, στη λοχεία, κατά την εμμηνόπαυση κ.λπ. 3) Η
μειονεκτική θέση της γυναίκας στη δυτική κοινωνία. Οι γυναίκες που έχουν παιδιά στην
προσχολική ηλικία και οι άνεργες γυναίκες είναι περισσότερο ευάλωτες στην κατάθλιψη.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο γάμος προστατεύει ψυχολογικά τους άνδρες, όχι όμως τις γυναίκες.
4) Η αλλαγή του ρόλου της γυναίκας. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η «κατάρρευση» του γυναικείου
φύλου, μέσα από την απάρνηση της μητρότητας και την υιοθέτηση ανδροειδών ή
σεξοερωτικών ρόλων, οδήγησε τη γυναίκα σε μία πρωτοφανή αμφισβήτηση της ίδιας της
υποστάσεώς της ακριβώς σε μια εποχή που ο κοινωνικός ρόλος της έγινε πιο σημαντικός
από κάθε άλλη φορά στην ιστορία, γεγονός που πυροδοτεί μια ολόκληρη σειρά αρνητικών
συναισθημάτων.

Η έκφραση του συναισθήματος. Ο Δαρβίνος πίστευε ότι η εκδήλωση των συναισθημάτων


είναι ένας μηχανισμός γενετικώς καθορισμένος, που μαζί με άλλες συμπεριφορές αποσκοπεί
στην επιβίωση του ατόμου και του είδους. Η έκφραση του προσώπου, η φωνή, η στάση και η
κίνηση του σώματος επηρεάζονται χαρακτηριστικά από τα συναισθήματα. Ειδικότερα, τα
θεμελιώδη συναισθήματα (φόβος, οργή, θλίψη, απέχθεια, έκπληξη, περιφρόνηση) είναι
δυνατόν να αναγνωρίζονται από την έκφραση του προσώπου, είναι εγγενή, γι’ αυτό μοιάζουν
σε όλες τις κουλτούρες, αλλά είναι δυνατόν να συγκαλυφθούν από το άτομο που τα φέρει,
τουλάχιστον για τα μη οικεία του πρόσωπα. Παράγοντες όπως ο βαθμός εγρήγορσης και το
επίπεδο της συνείδησης, μηχανισμοί μάθησης, γνωσιακοί και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες
όπως προκαταλήψεις, στάσεις, πίστεις, προτιμήσεις κ.λπ., υπεισέρχονται στην εκδήλωση και
διαμόρφωση του συναισθήματος, μερικές φορές κατά τρόπο καθοριστικό.

Συναίσθημα και ψυχοπαθολογία. Η συντριπτική πλειονότητα των ψυχιατρικών διαταραχών


περιλαμβάνει κάποιο είδος συναισθηματικής απορρύθμισης. Για παράδειγμα, η κατάθλιψη
χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια στην έκφραση θετικών συναισθημάτων, σε συνδυασμό με
πλεόνασμα αρνητικών συναισθημάτων (για τις διαταραχές των συναισθημάτων βλ σχετικό
κεφάλαιο). Στη σχιζοφρένεια παρατηρούνται ανάρμοστες (απρόσφορες) συναισθηματικές
απαντήσεις, ενώ η ιστριονική διαταραχή της προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από
υπερβολική συναισθηματικότητα (emotionality). Ο έλεγχος του συναισθήματος έχει
σημαντική σχέση με την ψυχική υγεία και νόσο, αν και πολύ λίγα είναι γνωστά γύρω από τις
βασικές μορφές ελέγχου του συναισθήματος. Ο Freud υποστήριζε ότι η αναχαίτιση του
συναισθήματος είναι σημαντική αιτία ψυχικής νόσου. Άμεσο αποτέλεσμα της αναχαίτισης
τόσο των θετικών όσο και των αρνητικών συναισθημάτων σε σωματικό επίπεδο είναι η
αύξηση της ενεργοποίησης του συμπαθητικού συστήματος, κυρίως του καρδιοαγγειακού. Η
αναχαίτιση συμπεριφορών που δεν έχουν συναισθηματική επένδυση δεν προκαλεί
ψυχοφυσιολογική ενεργοποίηση.
Το εύρημα ότι η έκφραση συναισθήματος στο περιβάλλον του ψυχικώς πάσχοντος
συνδέεται με την πορεία ορισμένων ψυχωτικών διαταραχών, ιδιαίτερα της σχιζοφρένειας,
προσανατόλισε την έρευνα γύρω από τον βαθμό που η έκφραση του συναισθήματος μπορεί
να λειτουργήσει ως παράγων κινδύνου. Στις σχετικές εργασίες διαπιστώθηκε θετική
συσχέτιση μεταξύ έκφρασης συναισθήματος στην οικογένεια και υποτροπής της νόσου.
Φαίνεται ότι υπάρχει ένα σύνολο συναισθημάτων, στάσεων και συμπεριφορών που
συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν την έννοια και αντιπροσωπεύουν μία πολιτιστικά καθορισμένη
183

αντίδραση της οικογένειας απέναντι στον ασθενή (Jenkins and Karno 1992). Ωστόσο αυτά τα
ευρήματα δεν είναι πλήρως τεκμηριωμένα, αφού σε άλλες εργασίες δεν επιβεβαιώνονται
(Stirling et al 1993).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΤΣΙΚΛΑΚΟΣ Χ. (2000). Η οργή ως ψυχολογικό φαινόμενο. Ελληνική Νευροχειρουργική 7(5):5-13.

BECK AT. (1967). Depression: Clinical, Experimental and Theoretical aspects. New York. Harper and Row.
BECK AT. (1976). Cognitive Therapy and Emotional Disorders. New York: Meridan.
BECK AT, et al. (1979). Cognitive therapy of Depression: a treatment manual. New York, Guilford Press.
CANNON WB. (1929). Bodily Changes in Pain, Hunger, Fear and Rage. New York.
EYSENCK HJ. (1947) Dimensions of Personality. London: Routledge & Kegan Paul.
JAMES W. (1884). What is an emotion. Mind 9:188-205.
JENKINS JH, KARNO M. (1992). The meaning of expressed emotion: Theoretical issues raised by cross-cultural
research. Am. J. Psychiatry 149(1):9-21.
LANE RD, SCHWARTZ GE. (1987). Levels of Emotional Awareness: A Cognitive Developmental Theory and its
Application to Psychopathology. Am J Psychiat 144:133-143.
LANGE CG. (1885). The Emotions. Engl transl publ 1922. Williams and Wilkins. Baltimore.
MARKS I. (1969). Fears and Phobias. London. Heineman, Medical Books.
MAYR E. (1974). Behaviour programs and evolutionary strategies. Amer. Scientist, 62:650-9.
Mc DOUGAL W. (1926). Introduction to Social psychology. Luce, Boston.
MULLEN PE. (1991). Jealousy: The pathology of Passion. Brit J Psychiatry 158:593-601.
PHILLIPS ML, et al. (1988). Disgust-the forgotten emotion of psychiatry [editorial]. Br J Psychiatry 172:373-375
PAPEZ JW. (1937). Proposed Mechanism of Emotion. Arch. Neurol. Psychiat. 38:725-743.
SAGAN C. (1977). The dragons of Edem: Speculations on the evolution of human intelligence. London: Holder
and Stoughton.
SCHACHTER S, SINGER J. (1962). Cognitive, social and physiological determinants of emotional states.
SPITZ RA. (1965). The first year of life. Int. University Press. New York.
STIRLING J, et al. (1993). Expressed emotion and schizophrenia: the ontogeny of EE during an 18-month follow-
up. Psychol Med 23:3 771-8
WATSON JB, MORGAN (1917). Emotional Reactions and Psychological Experimentation. American Journal of
Psychology, 28:163-174.
184

22. ΝΟΗΤΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ

ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ. Στην ιατρική ψυχολογία και ψυχιατρική ο όρος «συνείδηση» εμπλέκεται στην
κλινική εκτίμηση ασθενών αλλά κυρίως σε μεγάλο αριθμό ψυχοφυσιολογικών προβλημάτων
και συζητήσεων ερευνητικού και θεωρητικού επιπέδου. Ως γενική έννοια, παρά τον άμεσο και
αυτονόητο χαρακτήρα της, παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, γιατί είναι αφηρημένη και
υποκειμενική, δηλαδή δεν είναι δυνατόν να μελετηθεί σε άλλους (Ντώνιας 2002). Η γνωσιακή
φύση της, οι συμπεριφορικοί της παράγοντες και οι σχετικές συμπεριφορικές εκδηλώσεις, η
εξέλιξή της στα ζωικά είδη και στον άνθρωπο, ο λειτουργικός ρόλος της δεν είναι με σαφήνεια
γνωστά. Ο ρόλος της γλώσσας, των προσωπικών αναμνήσεων και της προσωπικής ιστορίας
στη συνολική διαμόρφωση και απαρτίωσή της είναι επίσης στοιχεία για τα οποία δεν υπάρχει
επαρκής γνώση. Η κατανόηση της δυσχεραίνεται από τη χρήση όρων με παραπλήσιο ή
διαφορετικό περιεχόμενο, όπως οι ψυχαναλυτικές έννοιες συνειδητό και ασυνείδητο, ή οι
φιλοσοφικές έννοιες υπερβατική συνείδηση, ηθική συνείδηση και γνωσιολογική συνείδηση
του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου, αν και η τελευταία βρίσκεται πιο κοντά στην έννοια
της συνείδησης όπως την εννοεί η ιατρική ψυχολογία. Η άποψη ότι η συνείδηση είναι μέρος
του σύμπαντος και του κόσμου, όσο αληθινή και αν είναι, αποτελεί αντικείμενο μιας
συζήτησης που ξεφεύγει από τους στόχους και τις προτεραιότητες ενός ιατρικού εγχειριδίου.
Δεν θα πρέπει ακόμη να συγχέεται με την έννοια της συνείδησης ως στάσης απέναντι σε
κοινωνικές αξίες και επιταγές, στάσης που ανήκει στις αρχέγονες συμπεριφορές του
ανθρώπινου είδους και οι οποίες αφορούν συστήματα κοινωνικής υποταγής και υπακοής
στους κώδικες λειτουργίας της ομάδας.

Με αυτές τις προϋποθέσεις, η συνείδηση θα μπορούσε καλύτερα να ονομάζεται συνειδητή ή


εναργής εμπειρία. Είναι μία κατάσταση της εγρήγορσης κατά την οποία το άτομο βρίσκεται
σε επαφή με τον εαυτό του και με το φυσικό, διαπροσωπικό και κοινωνικό περιβάλλον, τα
αντιλαμβάνεται και εκτελεί σε αυτά ενέργειες και δραστηριότητες με τις οποίες επίσης
βρίσκεται σε επαφή, τις αντιλαμβάνεται και τις διορθώνει. Υπάρχουν σε αυτήν την κατάσταση
υψηλά επίπεδα αυτεπίγνωσης, προθεσιακότητας, σκέπτεσθαι, εκτίμησης, κρίσης και ελέγχου
της πραγματικότητας, βιωματικών στοιχείων, προβλεπτικότητας. Όταν η εγρήγορση αποκτά
ένα τέτοιο περιεχόμενο, τότε μετατρέπεται και αρτιώνεται σε συνείδηση, πράγμα που
σημαίνει ότι η δεύτερη δεν ταυτίζεται με την πρώτη αλλά περιέχεται σε αυτήν. Απώλεια της
εγρήγορσης συνεπάγεται και απώλεια της συνείδησης, αλλά δεν ισχύει υποχρεωτικά και το
αντίστροφο. Βασικά χαρακτηριστικά της συνείδησης κατά τον Niedermeyer (1994) είναι η
επαγρύπνηση, η ύπαρξη ψυχικών στοιχείων και η επικεντρωμένη προσοχή. Η επαγρύπνηση
δεν ταυτίζεται με τη συνείδηση αλλά και η εγρήγορση διαφέρει τόσο από την επαγρύπνηση
όσο και από τη συνείδηση. Το επίπεδο του συναισθήματος είναι επίσης ένα σημαντικό
χαρακτηριστικό· ακόμη, ο προσανατολισμός στον χρόνο αλλά και ο ίδιος ο χρόνος στη
βιορυθμική του διάσταση είναι σημαντικοί παράγοντες στη διαμόρφωση της συνειδησιακής
κατάστασης. Η εγρήγορση έχει κυρίως αντικειμενικό χαρακτήρα, ενώ η συνείδηση
υποκειμενικό. Η αίσθηση του «εγώ» ταυτίζεται από πολλούς (Ivanitsky 1993) με την
185

υποκειμενική διάσταση της συνείδησης. Το «εγώ» συντίθεται από αισθητηριακή πληροφορία,


δεδομένα που εξάγονται από τη μνήμη και σήματα από τα κέντρα του συναισθήματος και
των κινήτρων. Το βιωματικό σκέλος της συνείδησης δεν είναι δυνατόν να μελετηθεί, αλλά αν
η συνείδηση θεωρηθεί συμπεριφορική κατάσταση, τότε είναι δυνατόν να μελετηθεί το
αντικειμενικό και παρατηρήσιμο σκέλος της (βαθμός εγρήγορσης, αντιληπτικές δυνατότητες,
ομιλία, στοχοκατευθυνόμενες συμπεριφορές), να καθορισθούν τα επίπεδά της και να
μελετηθεί σε επίπεδο κλινικό.

Βιολογικό υπόστρωμα της συνείδησης. Το νευρωνικό υπόστρωμα της συνείδησης είναι


ευρύτατα απλωμένο στον εγκέφαλο (Αγγελίδης 1971). Η κλασική άποψη σχετικά με τον
εντοπισμό της συνείδησης τοποθετεί την εγρήγορση στον δικτυωτό σχηματισμό και τη
συνείδηση εκεί όπου πραγματοποιείται η απαρτίωση των ανώτερων νοητικών λειτουργιών,
στα συνειρμικά κέντρα του φλοιού, ιδιαίτερα στους πόλους των μετωπιαίων λοβών. Ο
δικτυωτός σχηματισμός ενεργοποιεί τον θάλαμο, ο οποίος με τη σειρά του ενεργοποιεί τον
φλοιό. Έχει ωστόσο παρατηρηθεί ότι σοβαρές βλάβες των ημισφαιρίων, παθολογικές,
τραυματικές ή χειρουργικές, είναι δυνατόν να μην επηρεάσουν το επίπεδο της εγρήγορσης,
ενώ μπορεί να βλάψουν σοβαρά τις ανώτερες νοητικές λειτουργίες. Άλλοι δέχονται ότι η
εγρήγορση έχει περισσότερη σχέση με το εγκεφαλικό στέλεχος παρά με τον φλοιό και ότι το
ανατομολειτουργικό κέντρο της είναι το ανώτερο τμήμα του στελέχους, το οποίο ονομάζουν
κεντρεγκεφαλική περιοχή (Penfield και Rasmusen 1950). Τα σύγχρονα μοντέλα εγκεφαλικής
λειτουργίας δέχονται ότι οι διεργασίες της συνείδησης επιτελούνται κατά τρόπους
παράλληλους και σε μεγάλη διασπορά, που σημαίνει ότι κάθε συγκεκριμένη λειτουργία
ελέγχεται από πολλές εστίες. Σε αυτό το πλαίσιο αποκτά νόημα η άποψη του W. James
(1890) ότι η συνείδηση είναι διαδικασία και όχι ουσία.

Υπάρχει ωστόσο ένα ερμηνευτικό χάσμα μεταξύ των φυσικών, νευρωνικών διεργασιών και
της συνείδησης. Το θεμελιώδες πρόβλημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουν οι
νευροεπιστήμες είναι πώς, με ποιον νευρωνικό τρόπο, οι εγκεφαλικές διεργασίες
δημιουργούν τη συνείδηση και πώς, με ποιον νευρωνικό τρόπο, η συνείδηση ως
υποκειμενικό φαινόμενο γίνεται αντιληπτή από τον εγκέφαλο. Παρά το ότι σύμφωνα με τις
περισσότερες ενδείξεις η υποκειμενική εμπειρία προκύπτει μέσα από φυσικές διεργασίες, δεν
είναι ούτε στο ελάχιστο γνωστός ο τρόπος με τον οποίο οι φυσιολογικές διεργασίες στον
εγκέφαλο οδηγούν στην εμφάνιση της υποκειμενικής εμπειρίας. Ίσως διότι η συνείδηση είναι
ένα ιδιόμορφο επιστημονικό πρόβλημα και η ερμηνεία της θα πρέπει να περάσει τα σύνορα
της δομής και της λειτουργίας του ανατομικού της υποστρώματος και επομένως η εντύπωση
ότι η πρόοδος των νευροεπιστημών θα οδηγήσει σε πρόοδο και στην κατανόηση της
συνείδησης αφού την εντάξει στον κατάλογο των κλασικών επιστημονικών προβλημάτων,
ενδέχεται να είναι πεπλανημένη.

ΑΝΤΙΛΗΨΗ. Κύρια λειτουργία της είναι η σύλληψη και μεταφορά πληροφοριών από το
εσωτερικό και το εξωτερικό περιβάλλον, οι οποίες απαρτιώνονται στη ροή και άλλων
ψυχικών διεργασιών, όπως η μνήμη, η μάθηση, η λήψη αποφάσεων, η εκδήλωση
συμπεριφοράς κ.λπ. Η αντίληψη, διαδικασία διάκρισης, επιλογής, οργανώσεως και ερμηνείας
δεδομένων, αισθητηριακής κυρίως προελεύσεως, αποτελεί τον πυρήνα της νοηματικής
οργανώσεως του ανθρώπου και είναι ο άξονας περί τον οποίο αρθρώνεται η διαδικασία
διαμόρφωσης της γνώσης, η ονομαζόμενη γνωσία. Πέραν όμως της γνωσιολογικής βρίσκεται
η πρακτική της αξία, αφού αποτελεί προϋπόθεση για κάθε στοχοκατευθυνόμενη
συμπεριφορά και έλλογη ενέργεια. Η αισθητικότητα είναι το έδαφος επάνω στο οποίο
οικοδομείται η αντίληψη και περιλαμβάνει τις διεργασίες διά των οποίων τα εξωτερικά ή τα
εσωτερικά ερεθίσματα, αφού επιδράσουν στους κατάλληλους υποδοχείς, προκαλούν μια
στοιχειώδη εμπειρία. Πηγές αισθητηριακής πρόσληψης είναι τα αισθητήρια της όρασης, της
ακοής, της οσφρήσεως, της γεύσεως, οι δερματικές αισθήσεις (αφής, πιέσεως, δονήσεως,
πόνου, θερμού, ψυχρού), η κοιναισθησία, η κιναισθητικότητα και η αίσθηση στάσεως του
σώματος. Από τους υποδοχείς των αισθητηρίων οργάνων τα ερεθίσματα μεταφέρονται διά
των αισθητηρίων νεύρων σε ειδικά αισθητηριακά κέντρα του φλοιού. Εκεί
186

αποκωδικοποιούνται και μετατρέπονται σε βιώματα. Η διάκριση των αισθημάτων μπορεί να


γίνει με βάση το είδος των αισθητηριακών υποδοχέων από τους οποίους προέρχονται. Οι
ιδιοδεκτικοί υποδοχείς προσλαμβάνουν ερεθίσματα από τον ίδιο τον οργανισμό, ενώ οι
εξωδεκτικοί υποδοχείς δέχονται ερεθίσματα από τον έξω κόσμο. Στους δεύτερους υπάγονται
και τα αδρά αισθητήρια όργανα της αφής, της οσμής, της γεύσης, της ακοής και της όρασης.
 Η επιλογή ερεθισμάτων είναι κεντρική λειτουργική ιδιότητα της αντίληψης. Αυτά που το
άτομο αντιλαμβάνεται εξαρτώνται από τις ανάγκες, τους σκοπούς, την εμπειρία και,
πρωτίστως, τις δυνατότητές του σε όλα τα επίπεδα, από το απλούστερο αισθητηριακό
μέχρι το πολυπλοκότερο ψυχονοηματικό. Αυτό που τελικώς προκύπτει ως αντίληψη
αντικειμένου ή καταστάσεως είναι ένας συνδυασμός εκείνων που προσφέρονται ως
αντιληπτικά δεδομένα αλλά και εκείνων που το άτομο είναι προετοιμασμένο να αντιληφθεί
και επιθυμεί ή δεν επιθυμεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, να αντιληφθεί.
 Η δυνατότητα οργάνωσης των ερεθισμάτων που προσλαμβάνονται από τα αισθητήρια
όργανα είναι εγγενής ιδιότητα και βασική προϋπόθεση για την αντίληψη. Βασική
αντιληπτική μονάδα είναι μια μορφή (οπτική, ακουστική κ.λπ.) που, σύμφωνα με τη
μορφολογική θεωρία, προβάλλει ως σύνολο (gestalt), το οποίο ποιοτικά είναι ανώτερο
από το απλό ποσοτικό άθροισμα των στοιχείων που το αποτελούν.
 Η ερμηνεία των δεδομένων επιτελείται μέσα από συγκρίσεις και συσχετίσεις εμπειριών
του παρελθόντος. Καθίσταται κάποιος ενήμερος των αντικειμένων του κόσμου και των
μεταξύ τους σχέσεων όχι μόνο από την πρώτη και άμεση επαφή με αυτά αλλά και μέσω
των αποθηκευμένων στη μνήμη εμπειριών οι οποίες ανακαλούνται και αξιοποιούνται σε
σχέση με τις προσλαμβανόμενες εμπειρίες. Είναι άραγε η διαδικασία αντίληψης του
κόσμου εκ γενετής έτσι; Μήπως βασίζεται μόνο σε προηγούμενες εμπειρίες ή μήπως είναι
το αποτέλεσμα κάποιας μάθησης που προκύπτει από τις εμπειρίες των αδρών
αισθήσεων; Παρά τις εγγενείς προϋποθέσεις της (π.χ. αισθητήρια), κοινές σε όλους τους
ανθρώπους, είναι σε μεγάλο βαθμό εξατομικευμένη και βασίζεται σε εικασίες και
υποθέσεις του κάθε ανθρώπου για την κατασκευή της πραγματικότητας. Κάθε άτομο
αναπτύσσει ένα περιορισμένο και συγκεκριμένο σύνολο αντιλήψεων για τον κόσμο μέσα
από τις δικές του, μοναδικές, αλληλενέργειες με αυτόν ώστε να μπορεί να χειρισθεί την
απεριόριστη ποικιλία των εικόνων που προσλαμβάνει. Έτσι η αντίληψη καθίσταται μία
μαθημένη ενέργεια δόμησης της πραγματικότητας με τελικό αποτέλεσμα να ταιριάζει, η
αντίληψη, με τις εικασίες και τις υποθέσεις που έχει κάνει το άτομο για την
πραγματικότητα.

Ενώ σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από τις εξωτερικές περιστάσεις, η αντίληψη δεν παύει να
εξαρτάται από την εσωτερική κατάσταση, σωματική και ψυχολογική, και επομένως έχει στενή
σχέση με την «κατασκευή» του κάθε ατόμου. Αυτή η αλληλεπίδραση εξωτερικών
παραγόντων και εσωτερικής καταστάσεως φανερώνει τον δυναμικό χαρακτήρα της. Τα
φυσικά γνωρίσματα του ερεθίσματος αλλά και η επίδοση της «αντιληπτικής συσκευής» ενός
ενεργού ατόμου καθορίζουν μαζί τι προσλαμβάνεται και πώς. Η ποσότητα του
πληροφοριακού υλικού που θα προσληφθεί καθορίζεται από την επίδοση της «αντιληπτικής
συσκευής», αλλά για να επιτευχθεί αυτό οι βασικές συνθήκες, οι ειδικές ιδιότητες, οι
μηχανισμοί και η επιτέλεση της αντίληψης βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση με άλλες
ιδιότητες (προσοχή, μαθησιακή προσφορότητα) μέσα στο πλαίσιο του αναπτυξιακού σταδίου
στο οποίο ευρίσκεται το κάθε άτομο. Τα ερεθίσματα μετά τη διέγερση εξειδικευμένων
αισθητηριακών υποδοχέων μετατρέπονται σε απλές εμπειρίες, τα αισθήματα, τα οποία είναι
μονάδες, δηλαδή δεν επιδέχονται διαίρεση. Η έντασή τους εξαρτάται από την ισχύ των
αντίστοιχων ερεθισμάτων, ενώ η ποιότητά τους από το είδος των διεγειρομένων υποδοχέων.
Δεν προσλαμβάνονται ερεθίσματα τα οποία δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε αισθήματα
(υπέρηχοι, υπέρυθρη και υπεριώδης ακτινοβολία κ.λπ.). Καθώς «ανέρχονται» στα επίπεδα
της ανώτερης νοηματικής απαρτίωσης, τα «αισθήματα των ερεθισμάτων» κωδικοποιούνται
σε «πληροφορίες», που είναι δομικό υλικό υπόστρωμα των εννοιών και οι έννοιες το
θεμελιώδες υπόστρωμα της γνώσης (Nihil est in intellectu quod non prius fuerit in sensu).
Η αντίληψη συγγενεύει με την αίσθηση, κατά το ότι και οι δύο είναι λειτουργίες
πρόσληψης ερεθισμάτων, αλλά την ξεπερνά, διότι είναι κάτι πολύ περισσότερο από μία
187

εντύπωση αισθητηρίων οργάνων. Ακόμη και από την αφετηρία τους διαφέρουν ριζικά, αφού
το αισθάνεσθαι είναι παθητική διεργασία, ενώ το αντιλαμβάνεσθαι είναι διεργασία ενεργητική.
Η μεταβολή της αισθήσεως σε αντίληψη, δηλαδή η «ερμηνεία» της αισθήσεως, είναι
διεργασία επιτελούμενη σε νευρωνικά επίπεδα πολύ ανώτερης απαρτίωσης. Σε πρακτικό
ωστόσο επίπεδο αυτή η διάκριση μόλις και μετά βίας καθίσταται δυνατή και τα όρια μεταξύ
αίσθησης και αντίληψης είναι πράγματι πολύ ασαφή.
Εκτός από τη σχηματοποίηση των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος απαραίτητη είναι και
μια κατάσταση σταθερότητος για τη διατήρηση της αντίληψης. Η σταθερότητα των
αντιληπτικών δεδομένων εξαρτάται από την κατάλληλη δομή του περιβάλλοντος που
παρέχει αυτά τα δεδομένα. Επειδή δεν επιτυγχάνεται πάντοτε σταθερότητα της αντίληψης, ο
παρατηρητής είναι δυνατόν να αντιλαμβάνεται πολλά σχήματα με διαφορετικούς τρόπους ή
να αμφιβάλλει για το σχήμα τους και αρκετές φορές να δημιουργούνται οι λεγόμενες πλάνες
αντιλήψεως ή ακόμη και παραισθήσεις.

Η αντίληψη του χώρου. Από άποψη εξελικτική ο άνθρωπος ανακαλύπτει πρώτα την
αίσθηση του χώρου και αργότερα την αίσθηση (ή βίωμα) του χρόνου. Ο χώρος είναι έννοια
συγκεκριμένη και πραγματική, ενώ ο χρόνος είναι έννοια αφηρημένη, υποθετική και
συμβατική μεταξύ των ανθρώπων. Σε κοινωνικό επίπεδο ο χώρος είναι δυνατόν να καταστεί
αντικείμενο διεκδικήσεως μεταξύ των ανθρώπων, όχι όμως ο χρόνος. Διαφέρουν τα
βιωματικά φαινόμενα του διαυγούς και του σκοτεινού χώρου. Στον διαυγή χώρο υπάρχει
φωτεινότητα, αντίληψη των χρωμάτων και ακρίβεια στις σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων,
κάτι που δεν συμβαίνει στον σκοτεινό χώρο, ο οποίος βιώνεται περισσότερο ως ακουστική
και πολύ λιγότερο ως οπτική διάσταση (Παλαιολόγος 1970). Το βίωμα της απόστασης,
γεωμετρικής και υποκειμενικής, είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό της αντίληψης του χώρου.

Το βίωμα του χρόνου. Εξαιρετικά ιδιάζουσα είναι η αντίληψη του χρόνου η οποία, σε ζώα
και σε ανθρώπους, παίζει σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες εκδηλώσεως ενός φάσματος
συμπεριφορών, η εξάρτηση των οποίων από τη ροή του χρόνου μέσω του ημερήσιου και
εποχιακού προσανατολισμού είναι μεγάλη. Στους ανθρώπους οι αντιλήψεις της διέλευσης
του χρόνου και της ικανότητας εκτίμησης τμημάτων του, των χρονικών μονάδων (ημέρες,
ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα), η στροφή της προσοχής προς τις έννοιες της χρονικής
διάρκειας, του ταυτόχρονου, της αλλαγής του χρόνου και της διαδοχής χρονικών ενοτήτων
έχουν διαμορφώσει το πλαίσιο ολόκληρων πολιτισμών, όπως του σύγχρονου βιομηχανικού,
και σε μεγάλο βαθμό έχουν στρεβλώσει τη φυσικότητα της ζωής των ανθρώπινων
κοινωνιών. Ο έλεγχος του χρόνου μέσα από τον ενεργητικό προσανατολισμό του εαυτού στο
παρόν, το παρελθόν και το μέλλον δίδει μία χροιά ιστορικότητας στην ανθρώπινη ζωή.
Ωστόσο οι έννοιες του παρελθόντος και του μέλλοντος δεν είναι αντικειμενικές, αφού
εντάσσονται στο υποκειμενικό παρόν (το παρελθόν του παρόντος, το παρόν του παρόντος,
το μέλλον του παρόντος).

Η φαντασία συνίσταται στη σύνθεση παλαιών αντιληπτικών εμπειριών και στην αναβίωσή
τους σε ιδεατό επίπεδο. Ο Αριστοτέλης στο σύγγραμμά του Περί ψυχής διετύπωσε τη γνώμη
ότι τα «είδωλα» είναι αποτελέσματα της φαντασίας, η οποία όμως δεν λειτουργεί χωρίς τις
αισθήσεις, μια άποψη που ισχύει και σήμερα.

Η αντίληψη κατά την ανάπτυξη. Φαίνεται ότι, κυρίως κατά το εμβρυϊκό και ίσως κατά το
πρώτο βρεφικό στάδιο της ζωής, η αντιληπτική δυνατότητα είναι δυνατόν να αναπτυχθεί
χωρίς την ύπαρξη ερεθισμάτων. Πέρα όμως από αυτήν την ηλικία, τόσο τα ερεθίσματα όσο
και η γενικότερη συναλλαγή με το περιβάλλον είναι στοιχεία απαραίτητα για την απαρτίωση
της αντιληπτικής λειτουργίας. Κατά την πορεία της ζωής η αντίληψη αναπτύσσεται και
ολοκληρώνεται παράλληλα με την αισθητηριακή, νοηματική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του
ανθρώπου. Υφίσταται όμως με την πάροδο του χρόνου και στρεβλώσεις, όχι μόνο από τη
φυσική εξασθένηση και φθορά των αισθητηρίων αλλά και από τη συσσώρευση
προκαταλήψεων, δεισιδαιμονιών και ιδεολογιών, οι οποίες επιδεινώνουν την αισθητηριακή
ανεπάρκεια και παραμορφώνουν το αντιληπτικό πεδίο και τα αντιληπτικά δεδομένα.
188

Παράγοντες που επηρεάζουν την αντίληψη.


 Ανάγκες και κίνητρα επιδρούν έντονα προς την κατεύθυνση της επιλογής του
αντιληπτικού πεδίου. Το άτομο στρέφεται προς την κατεύθυνση όπου δύναται να
ικανοποιήσει τις ανάγκες του, βιολογικές ή συναισθηματικές, συνειδητές ή ασυνείδητες.
 Το συναίσθημα προσδίδει μία ποιότητα στο αντιληπτικό πεδίο. Ο κόσμος του θλιμμένου
ανθρώπου δεν είναι ο ίδιος με τον κόσμο του ευφορικού.
 Ο τρόπος ερμηνείας του αντιληπτικού πεδίου έχει σχέση με τον χαρακτήρα και την
ιδιοσυγκρασία του ατόμου. Άλλοι αντιλαμβάνονται εύκολα τις λεπτομέρειες και άλλοι το
σύνολο του αντιληπτικού πεδίου.
 Προηγηθείσες εμπειρίες παρεμβαίνουν στον τρόπο που προσλαμβάνονται και
ερμηνεύονται στοιχεία του αντιληπτικού πεδίου και η στάση του ανθρώπου απέναντι στα
αντιληπτικά δεδομένα διαμορφώνεται σε σημαντικό βαθμό και από τον χαρακτήρα τους
(π.χ. ευχάριστο ή δυσάρεστο).
 Οι συλλογικές δοξασίες και προκαταλήψεις διαμορφώνουν πλαίσια τα οποία καθορίζουν
το είδος, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και την ερμηνεία του αντιληπτικού πεδίου. Με αυτόν
τον τρόπο διαμορφώνονται οι συλλογικές αντιλήψεις οι οποίες με τη σειρά τους
συμβάλλουν στη διαμόρφωση των συλλογικών δοξασιών, και έτσι ολοκληρώνεται ένας
κύκλος κοινωνικής επίδρασης επί των αντιληπτικών λειτουργιών.

Μορφολογική ψυχολογία. Η μορφολογική ψυχολογία (Wertheimer 1912, Metzger 1954)


εμφανίσθηκε ως ψυχολογία της αντίληψης, επεκτάθηκε όμως αργότερα και σε άλλες
λειτουργίες όπως η μάθηση. Βασική πρότασή της είναι ότι οι ψυχικές διεργασίες και η
συμπεριφορά δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν σε στοιχειώδεις μονάδες χωρίς να χαθεί κάτι
σημαντικό, αφού χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι η οργάνωση σε σύνολα. Οι
αντιληπτικές εμπειρίες αποτελούν σύνολα, τα οποία έχουν δικές τους ιδιότητες. Τα
αντικείμενα ορώνται ή ακροώνται ως σύνολα και κατ' αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται τα
ποικίλα εικονικά και ηχητικά φαινόμενα. Τα μέρη αναδύονται από το σύνολο και αποκτούν
νόημα σε σχέση με το σύνολο στο οποίο ανήκουν. Κάθε εμπειρία είναι οργανωμένη κατά
μορφές. Κάθε μορφή είναι ένα πλήρως οργανωμένο σύνολο, επιδρά ρυθμιστικά στα μέρη
από τα οποία απαρτίζεται και τείνει να συμπληρωθεί όταν είναι ασυμπλήρωτη, ώστε να
παρουσιάζει τον μεγαλύτερο βαθμό απλότητας, συμμετρίας, ενότητας και εκφραστικότητας.
Κατά τη μορφολογική ψυχολογία οι αισθήσεις δεν προμηθεύουν την αντιληπτική συσκευή με
μεμονωμένα στοιχεία, τα οποία μέσα από μη συνειδητές –νοητικές και άλλες– διεργασίες
οργανώνονται σε αντίληψη, αλλά μάλλον την προμηθεύουν με δομημένα ψυχικά σύνολα,
άμεσα και ανεξάρτητα από κάθε προηγούμενη εμπειρία. Η ολότητα δεν είναι μόνο το
άθροισμα των στοιχείων που την αποτελούν αλλά ένα όλον (gestalt) με δυναμική οργάνωση
και απαρτίωση των μερών του. Είναι ένα σύστημα που οι δυναμικές ιδιότητές του καθορίζουν
τη φύση και τη δραστηριότητα των τμημάτων του. Κάθε μεταβολή σε ένα μέρος του όλου
επηρεάζει και τα άλλα μέρη. Ζωγραφική, γλυπτική, και λιγότερο οι άλλες εικονικές τέχνες,
έχουν γίνει βασικά παραδείγματα της μορφολογικής ψυχολογίας. Στο πλαίσιο της
μορφολογικής ψυχολογίας έχουν διατυπωθεί μία σειρά κανόνες που διέπουν τις διαδικασίες
και τη φύση της αντίληψης:
1. Ολότητα. Ο παρατηρητής πρώτα αντιλαμβάνεται το γενικό και μετά τις λεπτομέρειες.
2. Μορφή και βάθος. Το πλήθος των αντικειμένων που βρίσκονται εντός του αντιληπτικού
πεδίου αποτελεί τις μορφές. Ό,τι είναι έξω από αυτές είναι το βάθος (background, φόντο).
Από τη σχέση μορφής και βάθους δημιουργούνται αντιληπτικές εμπειρίες. Σε ένα
ετερογενές αντιληπτικό πεδίο, το τμήμα εκείνο που έχει σαφέστερο περίγραμμα και
συμμετρικότερη δόμηση είναι δυνατόν να εμφανίζεται ως μορφή. Σε μερικές περιπτώσεις
η εικόνα μπορεί να είναι αναστρέψιμη, δηλαδή ένα τμήμα του συνόλου να φαίνεται σαν
εικόνα μορφή και άλλοτε σαν βάθος μίας άλλης εικόνας και αντίστροφα.
3. Περίγραμμα. Είναι η γραμμή που διακρίνει μία μορφή από τις άλλες μορφές ή από το
άμορφο πεδίο που την περιβάλλει.
4. Αντίληψη χρωμάτων. Τα χρώματα είναι διευθετημένα κατά ένα τρόπο συστηματικό. Από
το κόκκινο στο πράσινο σε έναν άξονα, από το κυανό στο κίτρινο σε έναν άλλο άξονα και
189

από το μαύρο στο λευκό σε έναν τρίτο άξονα. Τα πολύ γειτονικά μεταξύ τους χρώματα
έχουν παρόμοιες αντιληπτικές αναπαραστάσεις στον εγκέφαλο και είναι δυνατόν να
βιώνονται ως όμοια.
5. Ομαδοποίηση. Ορισμένα στοιχεία του αντιληπτικού πεδίου αρθρώνονται μεταξύ τους κατά
κάποιο συγκεκριμένο τρόπο και έτσι μορφοποιούνται. Η αντιληπτική μορφοποίηση των
ομάδων γίνεται σύμφωνα: α) με τον βαθμό εγγύτητας της γειτνίασής τους, β) με τον βαθμό
ομοιότητάς τους κατά το σχήμα, το μέγεθος, το χρώμα κ.λπ., γ) με τον βαθμό της
ολοκλήρωσης των σχημάτων. Τα κλειστά σχήματα προσλαμβάνονται ως μονάδες
(κλείσιμο), τα απλά και συμμετρικά αντικείμενα εντάσσονται ευκολότερα σε ομάδες παρά
τα σύνθετα και ασύμμετρα (συμμετρία), ενώ τα συνεχόμενα αντικείμενα εντάσσονται
ευκολότερα σε ομάδες (συνέχεια).
6. Κυριαρχική προδιάθεση. Από την ποικιλία των ενδεχόμενων μορφών ενός αντιληπτικού
πεδίου αναδύεται μια συγκεκριμένη μορφή η οποία κυριαρχεί αυτομάτως στην αντίληψη.
Οι άλλες εναλλακτικές μορφές απορρίπτονται.
7. Μετατόπιση. Μία μορφή προσλαμβάνεται ως τέτοια εφόσον τα τυχόν νέα στοιχεία που
εισέρχονται στο αντιληπτικό πεδίο δεν μεταβάλλουν τη σύστασή της. Στην περίπτωση
που νέα στοιχεία μεταβάλλουν τη σύστασή της, τότε αυτή παύει να αναγνωρίζεται και
κάποια άλλη παίρνει τη θέση της.
8. Πραγματική γένεση. Μία αόριστη και συγκεχυμένη εικόνα (προ-gestalt) είναι δυνατόν να
αποσαφηνισθεί κάτω από ευνοϊκές συνθήκες και μέσα από διαδικασίες λεπτομερέστερης
παρατήρησης του αντιληπτικού πεδίου, έτσι που να δίδεται η εντύπωση ότι η εικόνα
«γεννιέται» μέσα από ένα αδιαμόρφωτο τοπίο.

Εξέταση της αντίληψης γίνεται είτε μέσα σε πειραματικές συνθήκες είτε μέσα σε πλαίσια
διαγνωστικά.
 Bender Gestalt Test. Είναι μια δοκιμασία για τον έλεγχο της Gestalt αντίληψης και
αναπαραγωγής. Ο εξεταζόμενος πρέπει να αντιγράψει εννέα γεωμετρικά σχήματα. Έχει
χρησιμοποιηθεί και για την εκτίμηση της νοημοσύνης και για την ανίχνευση οργανικής
βλάβης στο ΚΝΣ.
 Πειράματα Caspar-Houser. Ζώα εκτρέφονται σε συνθήκες μεγάλης αποστέρησης
εμπειριών, με σκοπό να διαχωριστούν οι γενετικώς ελεγχόμενες από τις επίκτητες
συμπεριφορές.
 Αισθητηριακή αποστέρηση. Τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτήν την πειραματική
διαδικασία (Hebb 1949, Lilly 1996) τοποθετούνται σε χώρο από τον οποίο απουσιάζουν,
κατά το δυνατόν, έξωθεν προερχόμενα οπτικά, ακουστικά και κάθε άλλου τύπου
ερεθίσματα. Σε αυτές τις συνθήκες κάθε μικρή έως ασήμαντη πληροφορία που
προσλαμβάνεται γίνεται αντικείμενο μεγάλης προσέλκυσης της προσοχής και
μεγιστοποιείται. Μετά από λίγες ώρες αισθητηριακής αποστέρησης παρατηρήθηκαν
διαταραχές της συγκέντρωσης και της προσοχής και ψυχοκινητική ανησυχία που έφθανε
ώς τη διέγερση. Όταν παρουσιασθούν αυτά τα φαινόμενα, γύρω στις δώδεκα ώρες μετά
την έναρξη του πειράματος, οι εθελοντές συνήθως ζητούν διακοπή της πειραματικής
διαδικασίας. Στους λίγους που θα συνεχίσουν εμφανίζονται και άλλα συμπτώματα, όπως
οπτικές και ακουστικές ψευδαισθήσεις, και σε ακόμη πιο προχωρημένα στάδια η εμφάνιση
παραληρητικών ιδεών ολοκληρώνει την εικόνα ενός ντελίριου. Μετά τη λήξη του
πειράματος διαπιστώνεται ότι οι συμμετέχοντες έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους
στον χρόνο. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις κατά τις οποίες η πλήρης απουσία
εξωτερικών ερεθισμάτων διευκόλυνε, όπως συμβαίνει και στην καθημερινή ζωή, την
ανάπτυξη μίας υπναγωγικής καταστάσεως η οποία κατέληξε σε ύπνο. Ο Foerster
αναφέρει την περίπτωση ενός ανθρώπου που δεν του έμεινε άλλος σύνδεσμος με το
περιβάλλον του από ένα μάτι, αφού είχε χάσει το άλλο μάτι, ήταν κουφός και η δερματική
αισθητικότητά του είχε καταργηθεί σε όλο το σώμα του. Αυτός ο άνθρωπος μόλις έκλεινε
το μάτι του, έπεφτε σε λήθαργο.
Αυτά υπό την προϋπόθεση ότι η διάρκεια της αισθητηριακής αποστέρησης είναι
μικρή, γιατί σε περιπτώσεις παρατεταμένης αποστέρησης η εμφάνιση ψυχοπαθολογικών
φαινομένων είναι σχεδόν σίγουρη. Η μέθοδος εφαρμοζόταν κατά κάποιον τρόπο κατά την
190

ελληνική αρχαιότητα. Είναι γνωστές οι τελετουργικές διαδικασίες στις οποίες


υποβάλλονταν όσοι επιθυμούσαν να ιδούν τους οικείους νεκρούς και να συνομιλήσουν
μαζί τους στο νεκρομαντείο του Αχέροντα. Απόλυτη νηστεία, παραμονή επί ημέρες σε
κλειστούς υπόγειους κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους και, πιθανή, χρήση
ψευδαισθησιογόνων ουσιών. Κατά τη σύγχρονη ιστορία η μέθοδος είναι πασίγνωστη
στους μηχανισμούς πολιτικού πολέμου. Εφαρμόσθηκε στην Ευρώπη και στην Αμερική
μέχρι και πρόσφατα για την κάμψη και την εξουθένωση πολιτικών αντιπάλων σε
κατάλληλα διαμορφωμένα κρατητήρια και, χωρίς αμφιβολία, συνεχίζεται η εφαρμογή της
με πιο συγκεκαλυμμένο τρόπο.

ΠΡΟΣΟΧΗ. Η ένταση και η έκταση της επεξεργασίας αισθητηριακών και άλλων


ψυχονοητικών δεδομένων εξαρτώνται από την προσήλωση ή απόσυρση του ενδιαφέροντος
προς αυτά. Προσοχή είναι μια οξύτερη εκδήλωση της εγρήγορσης-συνείδησης, διά της
οποίας επιτελείται εστίαση της αντιληπτικής συσκευής σε συγκεκριμένο αντικείμενο, γεγονός
ή κατάσταση. Είναι μια κατάσταση κατά την οποία το άτομο βρίσκεται σε ένα είδος
οξυμμένης ετοιμότητος ώστε να αντιληφθεί κάποιο αντικείμενο, μία κατάσταση ή να εκτελέσει
το ίδιο μία πράξη. Οι ποικίλοι ορισμοί της προσοχής που έχουν προταθεί περιστρέφονται
γύρω από αυτόν τον άξονα. Ο Wund υποστήριζε ότι η προσοχή είναι μία διεργασία διά της
οποίας στοιχεία ευρισκόμενα στην περιφέρεια της συνείδησης έρχονται στο κέντρο αυτής. Ο
W. James (1890) τη θεωρούσε διαδικασία επιλογής μεταξύ στοιχείων που δεν ευρίσκονται
ακόμη στη συνείδηση. Τα προς επιλογήν δεδομένα μπορεί να είναι αισθητηριακά ή
διανοητικά, η δε διαδικασία της επιλογής ενεργητική ή παθητική. Τα επιλεγόμενα στοιχεία
εισέρχονται στη συνείδηση, ενώ τα άλλα αποκλείονται. Κατά την άποψή του, μέσω αυτής της
επιλεκτικής δράσης της προσοχής στο φυσικό περιβάλλον προκύπτει το ψυχικό περιβάλλον.
Ο Hebb (1949) περιέγραφε την προσοχή ως αυτόνομη κεντρική διαδικασία που λειτουργεί
ως ενίσχυση των αισθητηριακών διεργασιών, καθορίζει την οργάνωση του αντιληπτικού
υλικού και επηρεάζεται έντονα από τη μάθηση. Επηρεασμένος, όπως και οι προηγούμενοι,
από τη μόδα της εποχής του, ο Broadbent (1958) εντάσσει την προσοχή στις θεωρίες της
πληροφορίας και θεωρεί τη λειτουργία της ως ένα φίλτρο μεταξύ αισθητηριακών ερεθισμάτων
και γνωσιακής συσκευής, που ο ρόλος του έγκειται στο να προστατεύει τη δυνατότητα του
ατόμου να επεξεργάζεται μία ορισμένη ποσότητα πληροφορίας.

Βιολογικό υπόστρωμα της προσοχής. Κατά την εκδίπλωση και διατήρηση της προσοχής
ο δικτυωτός σχηματισμός, οι θάλαμοι, ο ιππόκαμπος και ο φλοιός βρίσκονται σε συνεχή
αλληλεπίδραση. Το χολινεργικό σύστημα θεωρείται ότι παίζει βασικό ρόλο στην προσοχή.
Και το σεροτονινεργικό παίζει κάποιον μικρότερο ρόλο, ο οποίος όμως είναι μάλλον ασαφής
(Ruotsalainen et al 2000). Ηλεκτροεγκεφαλογραφικώς η προσήλωση της προσοχής
χαρακτηρίζεται από υποχώρηση των κυμάτων άλφα και πολλαπλασιασμό των κυμάτων
βήτα.

Ιδιότητες της προσοχής.


1. Ένταση. Ο βαθμός δύναμης που καταβάλλεται για την επίτευξη της προσήλωσης και την
αποτροπή της απόσπασης της προσοχής. Έτσι είναι δυνατόν να αναπτυχθεί λιγότερο ή
περισσότερο ισχυρή προσοχή.
2. Διάχυση ή διακύμανση. Το μέτρο της ευχέρειας διά της οποίας η προσοχή εκτρέπεται σε
άλλα θεματικά πεδία.
3. Διάρκεια ή επιμονή. Η ικανότητα διατηρήσεως της προσήλωσης της προσοχής για
μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα. Η συγκέντρωση της προσοχής μόνο σε ένα
αντικείμενο για περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα δεν είναι δυνατή. Φωτογραφίες
κινήσεων των οφθαλμών έδειξαν ότι το βλέμμα δεν είναι δυνατόν να προσηλωθεί επί ενός
ειδικού ερεθίσματος συνεχώς, αλλά για πολύ μικρά χρονικά διαστήματα. Κατά τη
διαδικασία της οπτικής αντίληψης, όταν κάποιος παρακολουθεί με τα μάτια του ένα
κινούμενο αντικείμενο, αυτά εκτελούν δύο είδη κινήσεων. Ομαλές κινήσεις
παρακολουθήσεως, και γρήγορες αντανακλαστικές μεταβολές της θέσεως των οφθαλμών,
γνωστές ως σακκαδικές κινήσεις. Αυτό δείχνει ότι οι κινήσεις αυτές πρακτικώς είναι μέρος
191

της διασπάσεως της προσοχής και οφείλονται στην κόπωση των κυττάρων του
αμφιβληστροειδούς. Παρόμοιοι μυϊκοί μηχανισμοί ίσως ισχύουν και στην ακοή και στην
όσφρηση, αν και είναι δύσκολο να απομονωθούν και να μελετηθούν.
4. Ευκινησία. Η ικανότητα στροφής της προσοχής επί ενός νέου θεματικού πεδίου.
5. Έκταση ή εύρος ή κατανομή. Ο αριθμός των στοιχείων στα οποία δύναται να προσηλωθεί
η προσοχή και τα όρια της ικανότητας πρόσληψης πληροφορίας ταυτόχρονα από πολλές
πηγές. Η ικανότητα της προσοχής να κατανέμεται ταυτοχρόνως σε πολλά αντικείμενα,
γεγονότα ή καταστάσεις. Υπάρχει μία κατηγορία ατόμων με μικρό εύρος προσοχής, η
οποία κατά συνέπεια είναι λεπτομερειακή, δεν εκτρέπεται εύκολα και τους διευκολύνει στη
συναγωγή αντικειμενικών κρίσεων για περιορισμένο αριθμό θεμάτων. Μία άλλη ομάδα
διαθέτει μεγάλο εύρος προσοχής, η οποία τείνει να προσλάβει το σύνολο του θεματικού
πεδίου και γι' αυτό διακυμαίνεται εύκολα και οδηγεί σε κρίσεις με υποκειμενικό χαρακτήρα
για θέματα μεγάλης εκτάσεως.

Είδη προσοχής
Αναλόγως του αν πυροδοτείται από εξωτερικό ερέθισμα ή από τον προσανατολισμό της
συνείδησης η προσοχή διακρίνεται σε:
 Ακούσια. Σχετίζεται περισσότερο με τη φύση του εξωτερικού ερεθίσματος, κυρίως την
ένταση, και εκλύεται άμεσα, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
 Εκούσια. Σχετίζεται περισσότερο με την κατάσταση της συνείδησης και για την
επιτέλεσή της απαιτείται καταβολή προσπάθειας. Η Συγκέντρωση ή επιλεκτική
προσοχή, όπως αποκαλείται από πολλούς, μπορεί να θεωρηθεί και υποκατηγορία της
εκούσιας προσοχής. Είναι μια συνειδητή οριοθέτηση της προσοχής, εξαρτάται από το
ενδιαφέρον που προκαλεί το θεματικό αντικείμενο και αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση
για σωματικές ή πνευματικές επιδόσεις. Η ικανότητα βαθιάς συγκέντρωσης την
κατάλληλη στιγμή είναι προϋπόθεση υψηλής επίδοσης. Η κρίσιμη στιγμή της ύψιστης
απόδοσης σχετίζεται με μία κατάσταση πλήρους συγκέντρωσης και ολοκληρωτικής
αφοσίωσης στο θεματικό πεδίο, που τώρα μετατρέπεται σχεδόν σε στόχο. Αυτή η
κατάσταση πλήρους προσοχής προς τον στόχο δίνει την εντύπωση ότι ο παρατηρητής
έχει βγει από τον εαυτό του και έχει εισέλθει στο αντικείμενο που παρατηρεί.
Αναλόγως της καταβαλλομένης προσπάθειας, η προσοχή διακρίνεται σε:
 Ενεργητική ή κατευθυνόμενη. Σε αυτό το είδος προσοχής το άτομο καταβάλλει
προσπάθεια ώστε να συγκεντρώσει την αντιληπτική και εκτελεστική συσκευή του σε
ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, πρόβλημα ή κατάσταση.
 Παθητική ή αυθόρμητη. Η αντιληπτικότητα και το ενδιαφέρον στρέφονται προς ένα
αιφνίδιο ερέθισμα.
 Υποστηριζόμενη ή εξαρτημένη. Στην περίπτωση αυτή η προσοχή διατηρείται σε
ικανοποιητικά επίπεδα μόνον όταν ενισχύεται από εξωτερικούς ενισχυτές του
ενδιαφέροντος.
Αναλόγως του θεματικού πεδίου, η προσοχή διακρίνεται σε:
 Αισθητική ή αισθητηριακή, η οποία αφορά θεματικά πεδία που προσλαμβάνονται διά
των αισθητηρίων.
 Ψυχοδιανοητική, η οποία αφορά μνημονικές ή φανταστικές παραστάσεις.

Παράγοντες που επηρεάζουν την προσοχή.


 Τα ερεθίσματα. Το μέγεθος, η ένταση, η επαναληπτικότητα των ερεθισμάτων. Μεγάλα,
ισχυρά ερεθίσματα τραβούν την προσοχή. Όταν ένα ερέθισμα διαρκώς
επαναλαμβάνεται, καθίσταται μονότονο και η προσοχή είναι εύκολο να στραφεί σε άλλο
καινούργιο ερέθισμα. Τα καινούργια και διαφορετικά ερεθίσματα προσελκύουν την
προσοχή.
 Το κίνητρο. Αντανακλά ανάγκες η ικανοποίηση των οποίων δύναται να στρέψει την
προσοχή σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
 Το ενδιαφέρον. Έχει σχέση με τη γενικότερη απαρτίωση της προσωπικότητας και της
κουλτούρας οι οποίες διαμορφώνουν προτιμήσεις και στάσεις.
192

 Η προσδοκία. Όσο ισχυρότερη είναι η προσδοκία ενός ερεθίσματος τόσο ευκολότερη


καθίσταται η αντίληψή του.
 Η εκπαίδευση εγκαθιστά τη συνήθεια στη χρήση της προσοχής. Κατά την εκπαίδευση
το άτομο μαθαίνει να εστιάζει την προσοχή του σε ορισμένα θέματα.
 Το άλγος. Αρνητική επίδραση στην προσοχή έχει το άλγος, κυρίως το οξύ. Αλλά και το
χρόνιο άλγος επηρεάζει δυσμενώς την προσοχή (Eccleston 1994).

Εξέταση της προσοχής.


 Δοκιμασία αδιάπτωτης προσοχής του Kraepelin. Μετρά την ικανότητα ανάπτυξης και
συγκράτησης της προσοχής με εκούσια προσπάθεια. Ο εξεταζόμενος πρέπει να εκτελεί
αριθμητικές αθροίσεις αρκετά εύκολες αλλά μονότονες και μεγάλης χρονικής διάρκειας,
κάτι που απαιτεί προσπάθεια ώστε να μη γίνουν λάθη εκ παραδρομής.
 Δοκιμασία απόδοσης της συγκέντρωσης. O εξεταζόμενος σε 30 λεπτά πρέπει να
εκτελέσει 250 απλές προσθέσεις και αφαιρέσεις.
 Δοκιμασία διαγραφής. Ο εξεταζόμενος πρέπει να διαγράψει σε ένα κείμενο ένα ή
περισσότερα γράμματα ή/και αριθμούς κάθε φορά που επαναλαμβάνονται, π.χ. το γ, το
π, το 4 και το 9.

ΜΑΘΗΣΗ. Μάθηση είναι η λειτουργία που παρέχει στο άτομο τη δυνατότητα να αξιοποιεί την
πείρα και την άσκηση και να αποκτά καινούργιους τύπους συμπεριφοράς ώστε να
συμπληρώνει και να προεκτείνει τις έμφυτες δυνατότητές του για προσαρμογή. Οποιαδήποτε
σχετικά μόνιμη αλλαγή της συμπεριφοράς που οφείλεται στην πείρα ή στην εξάσκηση
προέρχεται από μαθησιακές διαδικασίες. Ο Ebbinghaus (1885) εισήγαγε την έρευνα της
μαθήσεως σε καθαρά επιστημονικό επίπεδο. Ο Thorndike (1932) επίσης συνέβαλε στη
διαμόρφωση των πειραματικών και θεωρητικών πλαισίων μελέτης της μάθησης. Ο Hebb
(1949) χαρακτήρισε τη μάθηση ως μία μεταβολή στην κατεύθυνση που ακολουθούν τα
μηνύματα στο ΚΝΣ, ενώ ο Skinner πρότεινε την άποψη ότι μάθηση είναι μία μεταβολή στην
πιθανότητα απαντήσεως (Skinner 1953). Αντί για τον όρο μάθηση πολλοί ψυχοφυσιολόγοι
χρησιμοποιούν τον όρο εξάρτηση (conditioning). Στο ερώτημα αν υπάρχει διαφορά μεταξύ
εξάρτησης και μάθησης ή αν οι δύο έννοιες ταυτίζονται, δεν έχει δοθεί μία τελική απάντηση.
Δεν είναι όμως ίδιο το περιεχόμενο αυτών των εννοιών, γιατί η μεν εξάρτηση αφορά μία απλή
σχέση μεταξύ ερεθίσματος και απαντήσεως, ενώ η μάθηση αναφέρεται στην απόκτηση νέας
και πλέον σύνθετης εμπειρίας και συμπεριφοράς.
Όπως είναι φυσικό, η μάθηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη από την εξέλιξη του
είδους. Αντιθέτως υπάγεται σε αυτήν και διαμορφώνεται από αυτήν, αφού προκύπτει σαν
λύση σε ειδικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα μέλη του είδους. Έτσι αναπτύχθηκαν
γενετικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν στα ζώα να απλοποιήσουν και να εκμεταλλευτούν
εκείνες τις σχέσεις των πραγμάτων στον χώρο και στον χρόνο που χαρακτηρίζουν τις
αιτιακές αλληλουχίες τους (Marler and Terrace 1984). Σε αυτό το εξελικτικό πλαίσιο πρέπει
να ενταχθεί και η λεγόμενη «βιολογικώς προετοιμασμένη» μάθηση (Seligman and Hager
1972), διά της οποίας ενεργοποιούνται αυτομάτως τα συστήματα αμύνης του ζώου που
αφορούν έναν επικίνδυνο για το είδος εχθρό. Αυτό το είδος μάθησης απαιτεί ένα
απειροελάχιστο ποσό εξωτερικών ερεθισμάτων για να αποκτηθεί και οδηγεί σε απαντήσεις
εξαιρετικά σταθερές, οι οποίες δεν εκριζώνονται εύκολα. Οι πίθηκοι Ρέζους, για παράδειγμα,
μαθαίνουν να διακρίνουν το φοβογόνο ερπετοειδές ερέθισμα μετά από έκθεση μπροστά σε
φίδι σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα συγκριτικά με τον χρόνο που απαιτείται για την
εκμάθηση άλλων συμπεριφορών (Mineka et al 1984).

Βιολογικό υπόστρωμα της μάθησης. Σε επίπεδο σοβαρής τεκμηρίωσης δεν είναι γνωστό
πώς επιτελείται η διαδικασία της μάθησης στον εγκέφαλο και ποιες είναι οι εμπλεκόμενες
διεργασίες. Σε επίπεδο παρατηρήσεων φαίνεται ότι η μάθηση, όπως και η μνήμη,
αποτυπώνεται χημικώς επί μορίων. Κατά τη διάρκεια της μαθησιακής διαδικασίας
σχηματίζονται ίσως σε μιτοχονδριακούς σχηματισμούς ουσίες που αφορούν τις
συγκεκριμένες γνώσεις που αποκτώνται. Όμως το όλο ζήτημα έρευνας και μελέτης του
βιολογικού υποστρώματος της μάθησης βρίσκεται στα πολύ αρχικά του στάδια.
193

Ανάπτυξη και μάθηση. Ορισμένα χαρακτηριστικά που προσλαμβάνουν οι μαθησιακές


διαδικασίες κατά την ανάπτυξη του ατόμου έχουν αποτελέσει αντικείμενο μελέτης. Οι
ικανότητες ή οι δεξιότητες που οικοδομούνται σε αναπτυσσόμενα πρότυπα συμπεριφοράς
έχουν ως αποτέλεσμα την ταχύτερη μάθηση. Όσο ωριμότερος είναι ο οργανισμός τόσο
ταχύτερη η μάθηση. Η πρόωρη μάθηση ή είναι ανέφικτη ή έχει πτωχά αποτελέσματα. Οι
ηλικιωμένοι έχουν τη δυνατότητα να μαθαίνουν ίσως το ίδιο καλά με τους νέους, αλλά μόνον
εφόσον η μαθησιακή διαδικασία δεν συγκρούεται με ισχυρά εγκατεστημένες συνήθειες.

Τύποι μάθησης. Κυριότερες θεωρίες για τη μάθηση είναι οι Συνειρμικές, οι οποίες


βασίζονται στη θεωρία της εξάρτησης (conditioning) για τη μάθηση, όπου η μάθηση είναι το
αποτέλεσμα συνδέσεως μεταξύ ερεθίσματος και απαντήσεως. Σύμφωνα με τον νόμο του
αποτελέσματος, ο δεσμός μεταξύ ερεθίσματος και απαντήσεως ενισχύεται ή εξασθενεί
αναλόγως των επιπτώσεων που προκύπτουν για τον οργανισμό και οι οποίες είναι δυνατόν
να κυμαίνονται από το δυσάρεστο μέχρι το ηδονικό. Ο δεσμός προκαλείται με τους
μηχανισμούς της κλασικής εξάρτησης ή/και της συντελεστικής (operant) μάθησης.
Η Συνειρμική μάθηση επιτελείται με την κλασική ή τύπου Ι εξάρτηση κατά Pavlov. Ο Pavlov
(1927) έδειξε ότι η έκκριση σιέλου (φυσική ή ανεξάρτητη απάντηση) μπορεί να επιτευχθεί
σε έναν σκύλο με ερέθισμα τον ήχο κώδωνος (αδιάφορο ή εξαρτημένο ερέθισμα), χωρίς
την εμφάνιση τροφής (φυσικό ή ανεξάρτητο ερέθισμα). Η μετά τον ήχο έκκριση σιέλου
ονομάσθηκε εξαρτημένη αντίδραση. Η κλασική εξάρτηση είναι μία σύνδεση που γίνεται με
τη συνένωση ενός φυσικού (ανεξάρτητου) ερεθίσματος με ένα νέο (εξαρτημένο ή
αδιάφορο) ερέθισμα. Μέσα από τη διεργασία της κλασικής εξάρτησης εγκαθίσταται μία
ποικιλία επίκτητων αντανακλαστικών (εξαρτημένα αντανακλαστικά) που και αυτά, μαζί με
τα ανεξάρτητα, υπεισέρχονται στη διαμόρφωση φυσιολογικής ή παθολογικής
συμπεριφοράς. Όταν σε εξαρτημένα ερεθίσματα, που συμβαίνει να είναι λέξεις, επιτευχθεί
η εγκατάσταση εξαρτημένων απαντήσεων, δημιουργείται ένα καινούργιο σύστημα
σημάνσεως, το λεγόμενο δεύτερο σύστημα σημάνσεως. Το πρώτο σύστημα σημάνσεως
αφορά τις περιπτώσεις που τα εξαρτημένα ερεθίσματα είναι αντικείμενα. Εδώ θα πρέπει να
σημειωθεί ότι η κλασική εξάρτηση φαίνεται ότι ισχύει σε μεγάλο βαθμό σε αντιδράσεις και
λειτουργίες που ξεκινούν από το αυτόνομο ΝΣ. Στις ανώτερες λειτουργίες του ΝΣ είναι
δύσκολο να αποδειχθεί.
Συντελεστική (instrumental) ή επεμβατική (operant) μάθηση ή μάθηση δοκιμής και λάθους.
Προκύπτει από την επεμβατική (operant) ή τύπου ΙΙ εξάρτηση. Είναι μορφή μαθήσεως που
αναφέρεται στην ενίσχυση της συνδέσεως μεταξύ ερεθίσματος και απαντήσεως και η οποία
εξαρτάται από τις επιπτώσεις που ακολουθούν. Στο γνωστό πείραμα του Skinner ο
ποντικός τυχαία πιέζει τον μοχλό και βρίσκει τροφή. Έτσι στο τέλος μαθαίνει να παίρνει την
τροφή του πιέζοντας τον μοχλό. Η εξάρτηση απόδρασης (escape conditioning) και η
εξάρτηση αποφυγής (avoidance conditioning) είναι δύο μαθησιακές διαδικασίες που
βασίζονται στην επεμβατική εξάρτηση. Η πρώτη επιτυγχάνεται διά της ανακαλύψεως
τρόπου διακοπής επιβλαβούς ερεθίσματος, οπότε το ζώο μαθαίνει να δραπετεύει από μία
οδυνηρή κατάσταση, ενώ η δεύτερη επιτυγχάνεται κάτω από την απειλή τιμωρίας.
Η συντελεστική (instrumental) εξάρτηση διαφέρει από την κλασική εξάρτηση κατά το
ότι η ενίσχυση, επάνω στην οποία στηρίζεται ο εξαρτησιακός δεσμός, επιτελείται μετά την
εκδήλωση της απάντησης. Με αυτήν τη διάταξη (ερέθισμα-απάντηση-ενίσχυση) η
απάντηση παίζει ρόλο «συντελεστικό» στην επίτευξη της ενίσχυσης. Η συντελεστική
απάντηση είναι δυνατόν να ισχυροποιηθεί από τη θετική ανταμοιβή, από την απόδραση και
την αποφυγή από επιβλαβή ερεθίσματα, και από υψηλού επιπέδου εξάσκηση. Η
επεμβατική (operant) εξάρτηση δεν διαφέρει από τη συντελεστική παρά μόνο
μεθοδολογικά, αν και οι υποστηρικτές της (κυρίως ο Skinner που την εισήγαγε) δέχονται ότι
η επεμβατική εξάρτηση έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με βουλησιακές ενέργειες. Οι
επιπτώσεις εκτιμώνται από την ένταση και την ισχύ της συμπεριφοράς (ένταση της
μάθησης), αφού αυτή έχει συνδεθεί με την ενίσχυση. Έχει να κάνει όχι με ενέργειες που
πραγματοποιούνται μέσω του αυτόνομου αλλά μέσω του εγκεφαλονωτιαίου ΝΣ. Αν και
υπάρχουν επιφυλάξεις για την αναγκαιότητα αυτής της σχολής, ο Skinner την
194

υπερασπίσθηκε σθεναρά λέγοντας ότι «η συμπεριφορά ενεργεί (operates) στο περιβάλλον


για να παράγει ενίσχυση και επομένως ο όρος operant είναι σωστός».
Κοινωνική μάθηση. Συντελείται κατά τη διάρκεια των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων του
ανθρώπου, με κύριους παράγοντες τη μίμηση θετικού προτύπου (π.χ. επιτυχημένα,
καταξιωμένα ή γοητευτικά πρόσωπα) και την αποφυγή μίμησης αρνητικού προτύπου (π.χ.
αποτυχημένα, απωθητικά πρόσωπα). Το πρότυπο δεν είναι αναγκαστικά ένα πρόσωπο,
αλλά μπορεί να είναι ένας τρόπος συμπεριφοράς (Bandura and Walters 1963) και έτσι η
κοινωνική μάθηση μέσα από μηχανισμούς μίμησης, επιδοκιμασίας και τιμωρίας
διαμορφώνει ηθικές και μη ηθικές αξίες. Οι μέθοδοι κοινωνικής μάθησης έχουν μεγάλη
ιστορία. Οι αρχαίοι Σπαρτιάτες, π.χ., παρουσίαζαν θεάματα μεθυσμένων δούλων στους
νεαρούς Λάκωνες για να τους αποτρέψουν από την υπερβολική οινοποσία.
Αντιληπτική μάθηση. Είναι τύπος μαθήσεως που επιτυγχάνεται από πληροφοριακό υλικό
προερχόμενο από τα αισθητήρια όργανα, κυρίως μέσω της οράσεως και λιγότερο της
ακοής. Τα υπόλοιπα αισθητήρια ελάχιστα συμβάλλουν στη διαμόρφωση της αντιληπτικής
μάθησης.
Λογική μάθηση ή μάθηση εννοιών. Η μάθηση αυτή προκύπτει μέσα από νοηματικές
διεργασίες στις οποίες εμπλέκεται η σκέψη, αφηρημένη ή συγκεκριμένη, η ομιλία και τα
διάφορα σύμβολα του γραπτού λόγου, των μαθηματικών κ.λπ.
Εντυπωματική (Imprinting) μάθηση. Η εντυπωματική μάθηση είναι μια έννοια που εισήχθη
από τους εθολόγους και αφορά μαθησιακές διαδικασίες ταχύτατες και ανθεκτικές στην
απόσβεση, που αφορούν θεμελιώδεις και ζωτικές συμπεριφορές του είδους στο οποίο
ανήκει το ζώο. Παραδείγματα εντυπωματικής μάθησης στον άνθρωπο δεν αναφέρονται.
Ενδοσκοπική (Introspective). Η ενδοσκοπική μάθηση, με αφετηρία τη μορφολογική
ψυχολογία, επιτυγχάνεται μέσα από διαδικασίες συνολικής αντίληψης της
πραγματικότητας.

Θεωρία της συμπεριφοράς (behaviourism, μπηχαβιορισμός). Επειδή ο τρόπος με τον


οποίο ενεργεί ο άνθρωπος καθορίζεται από πολύπλοκες αλληλενέργειες μεταξύ βιολογικών,
ψυχολογικών και κοινωνικών συντελεστών, θα μπορούσε επαρκώς να ορισθεί ως
συμπεριφορά η συνολική δραστηριότητα ενός ατόμου, υποκειμενική και αντικειμενική,
παρατηρήσιμη και μη παρατηρήσιμη. Ωστόσο αυτός ο ορισμός παρουσιάζει από
επιστημονική άποψη αδυναμίες και έτσι η συρρίκνωσή του στο επιστημονικό επίπεδο είναι
αναπόφευκτη, αφού σύμφωνα με τις στοιχειώδεις επιστημονικές προϋποθέσεις η
δραστηριότητα ενός οργανισμού μπορεί να μελετηθεί μόνον όταν είναι παρατηρήσιμη και
απαραιτήτως μετρήσιμη. Πράγματι, στην επιστημονική φιλολογία ως συμπεριφορά ορίζεται
κάθε ενέργεια ή εκδήλωση ενός ζωντανού οργανισμού η οποία δύναται να παρατηρηθεί με
μεθόδους αντικειμενικές. Οι συνειδητές διεργασίες του ανθρώπου (αντίληψη, μνήμη, σκέψη
κ.λπ.) είναι δυνατόν και αυτές να γίνουν αντικείμενα παρατήρησης, όμως μόνο έμμεσα, από
τις εξωτερικές εκδηλώσεις τους ή από τη λεκτική συμπεριφορά. Παρ' όλα αυτά ο ορισμός της
συμπεριφοράς δεν κατέστη δυνατόν να διευρυνθεί αρκετά ώστε να περιλαμβάνει τα βιώματα,
τις σκέψεις και τα συναισθήματα που διακατέχουν τον άνθρωπο, όταν μάλιστα δεν
τροφοδοτούν και κάποια κινητική συμπεριφορά εκφραζόμενη ως δραστηριότητα, και έτσι η
έννοια της συμπεριφοράς έγινε, επί δεκαετίες, απόλυτο κτήμα του ιδεολογικού ρεύματος του
μπηχαβιορισμού (behaviourism).
Το ιδεολογικό ρεύμα του μπηχαβιορισμού, ή θεωρία της συμπεριφοράς (behaviourism),
δίδει μέγιστη έμφαση στη μάθηση ως συντελεστικό παράγοντα της συμπεριφοράς. Γνώρισε
μεγάλη εξάπλωση στις ΗΠΑ και, με διαφορετική κάπως μορφή, στη Σοβιετική Ένωση,
κυρίως κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960. Η παυλοβιανή ανακλασεολογία αλλά και γενικότερα
τα πειράματα του Pavlov, ο οποίος προσπαθούσε να μελετήσει τους νευροφυσιολογικούς
μηχανισμούς της συμπεριφοράς, επηρέασαν πολύ τη διαμόρφωση της θεωρίας του
μπηχαβιορισμού και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Σήμερα βρίσκεται σε κάμψη, μαζί
με όλες τις άλλες «καθολικές και ολοκληρωμένες» θεωρίες που έχουν έτοιμη απάντηση για
οτιδήποτε, από την επιστήμη μέχρι την τέχνη και από τη φιλοσοφία μέχρι την κοινωνική ζωή.
Κατά τους μπηχαβιοριστές η ψυχολογία είναι επιστήμη μόνον εφόσον τα δεδομένα της
μπορούν να γίνουν αντικείμενο παρατήρησης και μέτρησης. Υποστηρίζουν ότι συμπεριφορά
195

είναι το σύνολο των νευρικών, μυϊκών και αδενικών αντιδράσεων του ατόμου στα ερεθίσματα
που προσλαμβάνει. Ο άνθρωπος είναι ένα σύνολο βιολογικών μηχανισμών που λειτουργούν
με βάση το δίπολο ερέθισμα-αντίδραση (stimulus-response) και τα ψυχολογικά γεγονότα
εξετάζονται από αυτήν τη σκοπιά. Γενικά όλες οι ψυχικές λειτουργίες έχουν χαρακτήρα
αντανακλαστικό. Στις ανθρώπινες ενέργειες δεν υπάρχει βούληση ούτε κίνητρο για δράση
αλλά μόνο ερεθίσματα και μηχανικές αντιδράσεις σε αυτά. Κάθε απάντηση που προκαλεί
ικανοποίηση επαναλαμβάνεται και τελικά μαθαίνεται. Η συμπεριφορά του ατόμου σε μία
συγκεκριμένη κατάσταση εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περίστασης, από
την εκτίμηση που κάνει το άτομο για την περίσταση, κάτι που δεν συμβαίνει πάντοτε, και από
τις προηγούμενες ανταμοιβές ή τιμωρίες που έχει λάβει, άμεσα ή από εμπειρίες άλλων από
ανάλογες συμπεριφορές. Είναι επομένως φανερό ότι για τους μπηχαβιοριστές ψυχολογία του
ανθρώπου είναι η επιστήμη της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Έννοιες που περιλαμβάνουν
βαθμούς υποκειμενικότητας, όπως η συνείδηση, εξαφανίσθηκαν από τα μπηχαβοριστικά
εγχειρίδια και σε ορισμένες χώρες όπου κυριαρχούσαν οι μπηχαβιοριστές, όπως οι ΗΠΑ,
ετέθησαν υπό ανελέητο διωγμό.
Σύμφωνα με τον μπηχαβιορισμό, η μάθηση συνίσταται στην προσθήκη νέων
αντανακλάσεων. Τα προϊόντα της μάθησης ούτε έννοιες είναι ούτε γνώσεις ούτε ιδέες, διότι
δεν υπάρχει συνείδηση στο πεδίο της οποίας να αποθηκεύονται, αλλά έξεις, συνήθειες,
δηλαδή αυτόματες μηχανικές αντιδράσεις μαθημένες. Ό,τι έχει σχέση με τη συνείδηση και την
ενδοσκόπηση απορρίπτεται ως αντικείμενο μελέτης. Οι απαντήσεις που προέρχονται από
τους μυς και τους αδένες είναι εκείνες που ενδιαφέρουν τους μπηχαβιοριστές. Πέρα από
αυτές δεν υπάρχει ούτε «ψυχική δραστηριότητα» ούτε «συνείδηση». Πολύ αργότερα, όταν
άρχισε να κάμπτεται κάπως η θεωρητική αδιαλλαξία τους, οι μπηχαβιοριστές αποδέχθηκαν
την ομιλία ως συμπεριφορά και μέσω αυτής μπόρεσαν να μελετήσουν ακόμη και όνειρα
(διηγήσεις ονείρων), χωρίς ωστόσο αυτή τη μελέτη να τη θεωρήσουν μορφή ενδοσκόπησης.
Η άποψη ότι ο άνθρωπος δεν είναι ένας απλός δέκτης ερεθισμάτων αλλά σκέπτεται, παίρνει
αποφάσεις, κατευθύνεται προς επιδιώξεις και επιλέγει από τη ροή των πληροφοριών που
δέχεται ό,τι επιλέξιμο βρίσκει, είχε αφήσει τους μπηχαβιοριστές τελείως αδιάφορους. Κατά
τον Skinner στόχος του μπηχαβιορισμού είναι η πρόβλεψη και ο έλεγχος της συμπεριφοράς
χωρίς αναφορά στις υποκειμενικές διεργασίες. Ο μπηχαβιορισμός δεν ασχολείται με το τι
συμβαίνει στην ψυχική σφαίρα, (στο «μαύρο κουτί»), στον εγκέφαλο. Ασχολείται με το τι
μπαίνει στο κουτί και με το τι βγαίνει από αυτό.
Κατά τους μπηχαβιοριστές οι εξωτερικά παρατηρούμενες ενέργειες, η συμπεριφορά,
επιτελούνται χωρίς την ύπαρξη κάποιου εξειδικευμένου γενετικού ή φυσιολογικού
υποστρώματος. Αυτές οι ενέργειες, που τις ονόμασαν μονάδες συμπεριφοράς, είναι τα
αντανακλαστικά που απαρτίζουν το έδαφος της μαθήσεως και μέσω αυτής τη συμπεριφορά
που, πάντα κατά τους μπηχαβιοριστές, αποτελεί το αντικείμενο της ψυχολογίας. Βασίζονται
αποκλειστικά σε γεγονότα που προσλαμβάνονται διά των αισθητηρίων και η χρησιμότητά
τους κρίνεται σε επίπεδο βιολογικό. Κατά τον Watson, για να εγκατασταθεί εξάρτηση, η
οποία αποτελεί και τη βάση της μαθήσεως, απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις:
 Ενίσχυση (Reinforcement). Ενίσχυση είναι κάθε γεγονός που όταν εφαρμόζεται
κατάλληλα αυξάνει τις πιθανότητες διατηρήσεως της εξαρτημένης αντιδράσεως και της
αντίστοιχης συμπεριφοράς. Ενισχυτικό ερέθισμα είναι εκείνο που αυξάνει την πιθανότητα
να επαναληφθεί μια συμπεριφορά. Οι ενισχύσεις διακρίνονται σε πρωταρχικές (τροφή)
και δευτερεύουσες (κοινωνική άνοδος). Μία συμπεριφορά ισχυροποιείται όταν συντελεί
στην αύξηση των ικανοποιήσεων (θετικές ενισχύσεις) και αποδυναμώνεται ή αποφεύγεται
όταν συντελεί στην εμφάνιση πόνου ή τιμωρίας (αρνητικές ενισχύσεις). Τα ερεθίσματα
που προκαλούν τιμωρία ονομάσθηκαν ερεθίσματα αποστροφής. Διάστημα ενίσχυσης
είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ εξαρτημένου και ανεξάρτητου ερεθίσματος. Όσο
μικρότερος είναι αυτός ο χρόνος τόσο ισχυρότερη είναι η σύνδεση μεταξύ των δύο
ερεθισμάτων.
 Απόσβεση ή εξάλειψη (extinction). Όταν το εξαρτημένο ερέθισμα δεν συνοδεύεται από
ενισχύσεις τότε μειώνεται η εξαρτημένη αντίδραση.
196

 Αλληλένδετη αναστολή (reciprocal inhibition). Είναι η εξάλειψη της εξαρτημένης


αντίδρασης διά της παρεμβολής μίας νέας, ασυμβίβαστης προς την προηγούμενη,
αντίδρασης.
 Γενίκευση ερεθισμάτων. (generalisation of stimuli) Ερεθίσματα παρόμοια προς το
δεδομένο ερέθισμα (το οποίο προκαλούσε εξαρτημένη αντίδραση) είναι δυνατόν να
απελευθερώσουν την ίδια εξαρτημένη αντίδραση. Η σημασία της γενίκευσης είναι
προφανής, αφού ταυτόσημα ερεθίσματα είναι πολύ πιο σπάνια από τα παρόμοια.
 Διάκριση (discrimination). Είναι φαινόμενο αντίθετο της γενίκευσης. Μέσω αυτού
περιορίζεται η γενίκευση και μπαίνει υπό έλεγχο.
 Αυτόματη ανάκτηση (spontaneus recovery). Είναι η επανεμφάνιση μιας εξαρτημένης
αντίδρασης που είχε εξαλειφθεί ως αποτέλεσμα της απόσβεσης.

Οι κοινωνικές επιπτώσεις του μπηχαβιορισμού φαίνονται καλύτερα στους τομείς που έτυχαν
μιας κάπως πιο εκτεταμένης εφαρμογής στην εκπαίδευση και σε θεραπευτικές διαδικασίες
ορισμένων ψυχιατρικών καταστάσεων. Υπήρξε μια περίοδος, κυρίως στις ΗΠΑ μέχρι το 1970
περίπου, που οτιδήποτε είχε υποκειμενικό χαρακτήρα απορριπτόταν από την επίσημη
ακαδημαϊκή έρευνα. Η μελέτη της συνείδησης, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, είχε
σχεδόν απαγορευτεί και η διδασκαλία της είχε εξοστρακισθεί από το πρόγραμμα σπουδών
των τμημάτων ψυχολογίας. Μεγάλοι προπαγανδιστές αυτής της κατεύθυνσης κατά τη
δεκαετία του '70 ήσαν ο Eysenck στην Ευρώπη και ο Skinner στις ΗΠΑ. Κύριος στόχος της
επιχειρηματολογίας τους ήταν η δυνατότητα «απευαισθητοποίησης (desensitization)» ή
«απεξάρτησης (deconditioning)» από ψυχιατρικά συμπτώματα ή ακόμη και από κοινωνικώς
ανεπιθύμητες συμπεριφορές με τη βοήθεια μπηχαβιοριστικών μεθόδων. Βέβαια οι τότε
προτάσεις τους (π.χ. ηλεκτροσόκ στον ομοφυλόφιλο καθώς θα βλέπει εικόνες γυμνών
ανδρών ή θεραπεία της αραχνοφοβίας με την «έκθεση» του ασθενούς σε ψεύτικες στην αρχή
και αληθινές αργότερα αράχνες) έχουν μια γεύση αφελούς ρηχότητας, αν αναλογισθεί κανείς
τη μεγάλη εμπλοκή πολλών και ποικίλων παραγόντων στην ανάπτυξη και διαμόρφωση
τέτοιου τύπου καταστάσεων.

Η ανακλασεολογία του Pavlov και οι μαθησιακές θεωρίες μπηχαβιοριστικής εμπνεύσεως


πυροδότησαν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη των τεχνικών της «πειθούς», της
προπαγάνδας και της πλύσεως εγκεφάλου κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Δεν
εφαρμόσθηκαν μόνο στο πεδίο της σύγκρουσης των ιδεολογιών, σύγκρουσης που ήταν
πράγματι ύπουλη και σκληρή κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και σε πρακτικές
με άμεση προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας σε κρατητήρια και στρατόπεδα
συγκεντρώσεως, όπως π.χ. η περίφημη «επανεκπαίδευση, reeducation» στη Λαϊκή Κίνα. Η
«εισβολή ιδεών», αφού είχε προηγηθεί φυσική και ψυχική καταπόντιση του ατόμου, ήταν
μέθοδος ρουτίνας κατά τις δεκαετίες ‘50-‘70 τόσο στον «ελεύθερο κόσμο» όσο και στο
«σιδηρούν παραπέτασμα». Σε πολύ ευρύτερο επίπεδο, με τη χρήση και τέτοιων μεθόδων σε
μαζικό επίπεδο η Σοβιετική Ένωση και οι άλλες σοσιαλιστικές χώρες εξουθενώθηκαν,
κατέρρευσαν και κονιορτοποιήθηκαν κατά τον «Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο», ο οποίος δεν
διεξήχθη βέβαια σε πεδία μαχών αλλά στα πεδία της πλύσεως εγκεφάλου, της μεθοδευμένης
επιβολής συναισθηματικών εντυπώσεων και άλλων συναφών προπαγανδιστικών πρακτικών,
οι οποίες, με την έναρξη του 21ου αιώνα, τείνουν να λάβουν μαζικές διαστάσεις.

Η ΜΝΗΜΗ. Η μνήμη είναι διαδικασία μέσω της οποίας εμπειρίες αποθηκεύονται στο ΚΝΣ και
ανακαλούνται, έτσι ώστε να επιδρούν στη μελλοντική συμπεριφορά. Εγγραφή αντιληπτικών
δεδομένων και ανάκλησή τους δεν είναι προνόμιο μόνο του ΚΝΣ. Το ανοσιακό σύστημα
διαθέτει μηχανισμούς μνήμης, αλλά και ο γενετικός κώδικας μέσα στη διαχρονική ιστορία τού
κάθε είδους διαμορφώνεται και εκδηλώνεται κατά τρόπο που θυμίζει μνημονική λειτουργία. Η
φιλοσοφική απεικόνιση της μνήμης ως χαραγμένης επιφάνειας είναι χαρακτηριστική στην
αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τη λέξη «εικόνα» για κάθε είδος
αισθητηριακής πρόσληψης που αποθηκεύεται στη μνήμη, ενώ κατά τον Πλάτωνα η μνήμη
μοιάζει με κέρινη επιφάνεια επάνω στην οποία χαράσσονται και αποτυπώνονται εικόνες.
Αλλά και ως χώρος αποθήκευσης έχει χαρακτηρισθεί από τον Πλάτωνα η μνήμη. Ο
197

Ebbinghaus περί τα τέλη του 19ου αιώνα έβαλε τα θεμέλια της επιστημονικής μελέτης της
μνήμης. Προσπάθησε να μελετήσει τη μνήμη χωρίς τις επιδράσεις των γνώσεων του
εξεταζομένου, χρησιμοποιώντας ως μέθοδο δοκιμασίες απομνημόνευσης συλλαβών χωρίς
νόημα. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ικανότητα απομνημόνευσης βελτιώνεται με την
εξάσκηση και την εμπειρία και ότι από την απόκτηση μιας πληροφορίας μέχρι την εμπέδωσή
της υπάρχει ένα λανθάνον χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου η πληροφορία είναι
δυνατόν να απολεσθεί. Διέκρινε τη μνήμη σε πρόσφατη και σε παλαιά.
Από αναπτυξιακή άποψη η μνημονική συσκευή κληρονομείται κενή από πληροφορίες,
αλλά κατά τη διάρκεια της ψυχονοητικής ανάπτυξης ωριμάζει, αφού διέλθει από στάδια. Κατά
τη διαδικασία αυτή παρατηρείται κάποια ιεράρχηση των φάσεων ανάπτυξης της μνημονικής
λειτουργίας, οι οποίες φαίνεται ότι οικοδομούνται κατά επάλληλα στρώματα. Η ανάπτυξη της
μνημονικής λειτουργίας εξαρτάται από το επίπεδο εγρηγόρσεως, την ηλικία, τη νοημοσύνη,
τη συναισθηματική κατάσταση, από έμφυτες καταβολές και από τον τρόπο παροχής του
μνημονικού υλικού. Η εξέλιξη της μνήμης είναι αδιαχώριστη από τη γενικότερη ψυχολογική
εξέλιξη του ατόμου. Η μνήμη δεν είναι μία απομονωμένη λειτουργία, αλλά συνδέεται στενά με
άλλες ψυχικές λειτουργίες και εξαρτάται από συστήματα διά των οποίων επιτελούνται οι
προσαρμοστικές προς το περιβάλλον διαδικασίες. Η διαδικασία λειτουργικής οργανώσεως
της μνήμης εξελίσσεται χρονικά σε τρεις φάσεις.
Φάση μάθησης και άμεσης μνήμης. Είναι φάση κατά την οποία επιτελούνται λειτουργίες
εγχάραξης και κωδικοποίησης των εισερχόμενων πληροφοριών. Κατά τη φάση αυτή γίνεται
ανάλυση της αρχικής αντιληπτικής πληροφορίας και κατόπιν πρόσληψη και εγγραφή του
πληροφοριακού υλικού. Η αρχική πληροφορία, αφού γίνει αντιληπτή, αναπαράγεται για
διάστημα 2 min περίπου. Ο αριθμός των πληροφοριών που είναι δυνατόν να
προσληφθούν αποτελεί το εύρος (span) της μνήμης. Στους ενήλικες το εύρος κυμαίνεται
από 7 έως 9 αριθμούς ή αντικείμενα.
Φάση συγκράτησης και αποθήκευσης. Χαρακτηρίζεται από επεξεργασία της πληροφορίας
η οποία, αφού κωδικοποιηθεί, αποθηκεύεται ανάλογα με την εννοιολογική, τη χωροχρονική
και τη συναισθηματική διάστασή της. Χάρη σε αυτές τις διαδικασίες το άτομο είναι σε θέση
να απομνημονεύσει μεγαλύτερο αριθμό πληροφοριών από ό,τι με την άμεση μνήμη,
ακριβώς επειδή αυτές επενδύονται από ιδιαίτερες σημασίες. Έχει υποτεθεί ότι ο εγκέφαλος
διαθέτει κάποιο σύστημα αρχειοθέτησης πληροφοριών κατά κατηγορίες, οι οποίες
κατατάσσονται σε χωριστά δίκτυα κυττάρων. Υπάρχουν γύρω στις 15-20 μεγάλες
κατηγορίες: φυτά, ζώα, μέρη του σώματος, χρώματα, γράμματα, ουσιαστικά, ρήματα,
επίθετα, πρόσωπα, εκφράσεις προσώπου κ.λπ.
Φάση ανάκλησης. Κατά τη φάση αυτή, η οποία είναι δυνατόν να εκδιπλωθεί αυτομάτως ή
εκουσίως, συντελείται η αναζήτηση της καθηλωμένης πληροφορίας, ο εντοπισμός της, και
η ανάκλησή της στη συνείδηση. Μία λεπτομέρεια μπορεί να προκαλέσει την ανάκληση του
συνόλου μίας αποθηκευμένης ανάμνησης (φαινόμενο το οποίο αποτύπωσε ο M. Proust με
απαράμιλλη αφηγηματική δεξιοτεχνία στο μυθιστόρημά του Αναζητώντας τον χαμένο
χρόνο). Η ταχύτητα της ανάκλησης εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο έγινε η
κωδικοποίηση της πληροφορίας. Είναι μεγαλύτερη σε αισθητηριακά ερεθίσματα από ό,τι
σε εννοιολογικά.

Είδη μνήμης.
Άμεση ή πρόσφατη μνήμη. Μια απλή εμπειρία προκαλεί μεταβολή στα νευρικά κύτταρα
του εγκεφάλου, αλλά η μεταβολή αυτή εξαφανίζεται αν δεν επαναληφθεί, και αυτό
συμβαίνει σε διάστημα 10-20 sec. Ανακαλούνται γεγονότα που μόλις κατεγράφησαν. Οι
πληροφορίες καταγράφονται σε συγκεκριμένο κώδικα. Οι κώδικες ποικίλλουν. Είναι
οπτικοί, ακουστικοί, οσφρητικοί, απτικοί, συμβολικοί, εννοιολογικοί κ.λπ. Υπάρχουν
ενδείξεις ότι η βραχείας διάρκειας μνήμη ευνοεί τον ακουστικό κώδικα για λεκτικό υλικό,
κυρίως ονόματα και λέξεις. Στις περιπτώσεις μη λεκτικού υλικού, π.χ. εικόνες, τίθεται σε
λειτουργία ο οπτικός κώδικας.
Μακροχρόνια ή παλαιά μνήμη. Με την επανάληψη της πληροφορίας επιτελούνται κάποιες
σχετικά μόνιμες δομικές μεταβολές στα νευρικά κύτταρα, και αυτό αποτελεί τη βάση για τη
μακροχρόνια μνήμη. Ανακαλούνται γεγονότα που έχουν αποθηκευθεί μετά από πολλές
198

δοκιμές. Αρχικώς οι εισερχόμενες πληροφορίες τροφοδοτούν τον μηχανισμό


αποθηκεύσεως της αμέσου μνήμης και διατηρούνται εκεί για μια μικρή περίοδο κατά την
οποία γίνεται κωδικοποίησή τους, και κατόπιν μεταφέρονται στον μηχανισμό
αποθηκεύσεως της μακροχρόνιας μνήμης. Εδώ η κωδικοποίηση έχει περισσότερο
συμβολικό, σημασιολογικό και εννοιολογικό χαρακτήρα και λιγότερο αισθητηριακό. Η
χωρητικότητά της είναι μεγάλη, αφού είναι δυνατόν να περιλάβει τεράστια ποικιλία θεμάτων
για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα. Κατά τη δεκαετία του ‘70 ο Tulving (Tulving 1972)
διέκρινε την παλαιά μνήμη σε αναφορική και διαδικαστική. Η αναφορική μνήμη
περιλαμβάνει ό,τι αναφέρεται ή δηλώνεται με μορφή λεκτικής πρότασης ή εικόνας και
επιτρέπει τη συσσώρευση γνώσεων. Η διαδικαστική μνήμη, φυλογενετικά παλαιότερη,
αφορά ανάμνηση αντιληπτικών και ψυχοκινητικών γεγονότων και πολύπλοκων κινητικών
λειτουργιών και ικανοτήτων που μπορεί και να μην ανακαλούνται προφορικώς.
Η μνήμη γεγονότων, αφορά μόνο γεγονότα.
Η σημασιακή μνήμη, που περιλαμβάνει σύμβολα και έννοιες.
Η αισθητικοκινητική μνήμη, μνήμη αισθήσεων και κινήσεων, περιλαμβάνει ακουστικές,
οπτικές, απτικές και άλλες εμπειρίες αισθητηριακής προελεύσεως.
Η αυτιστική μνήμη δεν ελέγχεται από τους νόμους της λογικής αλλά από το υποσυνείδητο·
χαρακτηρίζεται από ονειροπόληση και όνειρα κατά την εγρήγορση (ψευδαισθήσεις) κατά
τις οποίες σκηνές του παρελθόντος αναβιώνονται και εκλαμβάνονται ως παρόν.

Θεωρίες για τη μνήμη και πρότυπα μνημονικής λειτουργίας.


Κατά τη μορφολογική θεωρία (gestalt theory) κάθε ψυχική λειτουργία είναι μία «ολότητα»,
ένα «σύνολο» του οποίου οι ιδιότητες ανταποκρίνονται μεν στο άθροισμα των επιμέρους
ιδιοτήτων των διαφόρων στοιχείων που το αποτελούν, αλλά η τελική εκδήλωση αυτής της
λειτουργίας είναι ποιοτικώς ανώτερη. Στην περίπτωση της μνήμης αυτό σημαίνει ότι κάθε
μνημονική λειτουργία είναι προϊόν των επιμέρους στοιχείων από τα οποία απαρτίζεται, αν
και η ποσοτική άθροισή τους υπολείπεται της ποιότητος του αποτελέσματος.
Από νευροφυσιολογική άποψη το επίπεδο εγρήγορσης, με ανατομικό υπόστρωμα στον
δικτυωτό σχηματισμό, έχει θεμελιώδη σχέση με τη δυνατότητα πρόσληψης δεδομένων από
το περιβάλλον, αφού σε αυτό στηρίζονται οι λειτουργίες της συγκέντρωσης και της
προσοχής, ενώ το «κεντρεγκεφαλικό σύστημα» στο στέλεχος του εγκεφάλου, μέσω των
συνδέσεών του με δομές όπως ο μεσεγκέφαλος και τα ημισφαίρια, είναι υπεύθυνο για την
αφομοίωση και επεξεργασία των πληροφοριών.
Πρότυπο Bardiget (1970). α) Σύμφωνα με το πρότυπο αυτό οι πληροφορίες καταγράφονται
υπό μορφήν «εγγραμμάτων». Κάθε έγγραμμα έχει ως ανατομοφυσιολογικό υπόστρωμα μία
σειρά από νευρώνες που δραστηριοποιούνται από μία δεδομένη πληροφορία. Εφόσον η
πληροφορία αυτή επαναλαμβάνεται, τότε πάντα δραστηριοποιείται το ίδιο νευρωνικό
κύκλωμα. β) Το νευρωνικό σύστημα που περιέχει μία εμπειρία συσχετίζεται με άλλα
παρόμοια και όλα μαζί αποτελούν ένα σύνολο εμπειριών στην προσωπικότητα του ατόμου.
γ) Μία δυναμική κατάσταση δημιουργείται μεταξύ των αυτών πολυάριθμων νευρωνικών
συστημάτων όσον αφορά την απόκτηση, διατήρηση, χρησιμοποίηση και συσχέτιση
παλαιών και νέων εμπειριών.
Πρότυπο κατά Kupferman. Η είσοδος της πληροφορίας στον εγκέφαλο αποτελεί διεργασία
βραχείας διάρκειας μνήμης (short term memory). Η πληροφορία στη συνέχεια μεταφέρεται
διαμέσου κάποιας άλλης διεργασίας σε μία μονιμότερη αποθήκη, τη μακράς διάρκειας
μνήμη (long term memory). Υπάρχει ακόμη ένα σύστημα, εκείνο της αναζήτησης στη
μνημονική αποθήκη και ανάγνωσης της αποθηκευμένης πληροφορίας. Η βραχείας
διάρκειας μνήμη περιλαμβάνει πληροφορίες που έχουν αποθηκευθεί για χρονικό διάστημα
δευτερολέπτων, ενώ η μακράς διάρκειας μνήμη περιλαμβάνει πληροφορίες αποθηκευμένες
για χρονικά διαστήματα από λεπτά μέχρι δεκαετίες.

Λήθη. Η λήθη ή λησμοσύνη, σε αντίθεση με την αμνησία, δεν είναι αναγκαστικά παθολογικό
φαινόμενο· απεναντίας, τις περισσότερες φορές είναι φυσιολογική λειτουργία, αφού
εξυπηρετεί την ψυχική ομοιόσταση συμβάλλοντας στην αποφυγή της πληροφοριακής
υπερφόρτωσης του μηχανισμού της μνήμης. Διακρίνεται στην ακούσια και την εκούσια λήθη.
199

Ο Ebbinghaus μελέτησε τον βαθμό καθήλωσης μιας λίστας συλλαβών χωρίς σημασία και
διαπίστωσε ότι υπάρχει πολύ γρήγορη επέλευση της λήθης κατά την πρώτη ώρα, ότι ένα
ποσοστό περίπου 30% αυτών που είχαν απομνημονευθεί ξεχνιόταν κατά τις επόμενες 2-3
ημέρες, ενώ μετά από ένα μήνα το 90% των απομνημονευθέντων συλλαβών είχε
λησμονηθεί. Από ψυχαναλυτική άποψη η λησμοσύνη επιτελείται μέσα σε ένα πλαίσιο
συναισθηματικό, το οποίο έχει δημιουργηθεί από απωθημένες τραυματικές εμπειρίες της
πρώτης παιδικής ηλικίας.
Ακούσια λήθη. Είναι δυνατόν να οφείλεται σε αχρήστευση υλικού διότι οι πληροφορίες
που αποθηκεύονται, όταν δεν χρησιμοποιούνται και όταν μαζί τους δεν καταχωρείται
παρόμοιο υλικό, «ατροφούν» και βαθμιαία χάνονται. Είναι δυνατόν επίσης να οφείλεται σε
διαστρέβλωση του μνημονικού υλικού ή σε παρεμβολή άλλου πληροφοριακού υλικού πριν ή
κατά τη διάρκεια της πρόσληψης και της εγχάραξης.
Εκούσια λήθη. Αποφεύγεται η ανάκληση μνημονικού υλικού όταν αυτό έχει χαρακτήρα
ψυχοτραυματικό, επειδή σχετίζεται με οδυνηρές εμπειρίες ή ανεπίτρεπτες επιθυμίες.
Απωθείται λοιπόν ώστε να αποφευχθεί η εισβολή άγχους και ενοχής που θα προκαλούσε η
ανάκλησή του στο επίπεδο της συνείδησης. Εδώ η λήθη παίζει τον ρόλο μηχανισμού άμυνας.
Η ανάπτυξη αυτού του μηχανισμού δεν είναι πάντοτε εκούσια, αφού επιτελείται και μέσω
διεργασιών ασυνείδητων ή ευρισκόμενων στην περίμετρο της συνείδησης.

Ανατομικό και βιοχημικό υπόστρωμα της μνήμης. Δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη
συγκεκριμένων κέντρων μνήμης στον εγκέφαλο. Σημαντικό ρόλο παίζει το κύκλωμα του
Papez, το οποίο συνδέει τους κροταφικούς με τους μετωπιαίους λοβούς και έχει θεωρηθεί
ενεργοποιό σύστημα της μνήμης. Η βλάβη του προκαλεί ανωμαλίες στην καθήλωση του
μνημονικού υλικού, που εκδηλώνονται ως διαταραχές της πρόσφατης μνήμης. Τα νευρωνικά
συστήματα που ευθύνονται για το συναίσθημα και τη μνήμη, όπως το κύκλωμα του Papez,
έχουν πολλά κοινά και ενδεχομένως ταυτίζονται (Heath 1986).
Σε ασθενείς που υφίστανται χειρουργικές επεμβάσεις στον κροταφικό λοβό έχει
παρατηρηθεί απώλεια της ικανότητος ένταξης τρεχουσών εμπειριών στη διεργασία της
μνήμης. Η συγκράτηση και ανάκληση πρόσφατου μνημονικού υλικού είναι διαταραγμένη,
αλλά δεν επηρεάζεται η συγκράτηση παλαιού μνημονικού υλικού. Αυτό ίσως σημαίνει ότι η
προς απομνημόνευση εμπειρία καταγράφεται στον κροταφικό φλοιό αλλά η κωδικοποίηση
και παγίωση αυτής της πρόσληψης πραγματοποιείται και σε άλλες εγκεφαλικές περιοχές.
Ο ιππόκαμπος είναι ένα είδος επεξεργαστού πληροφοριών και υποστηρίζεται ότι
συσχετίζει πρόσφατες με παλαιές εμπειρίες. Με βάση την κλασική εργασία του Milner (1965),
ο ιππόκαμπος έχει διερευνηθεί εξαντλητικά ως προς τη σχέση του με τη μνήμη, και τα
ευρήματα έχουν πυροδοτήσει μια μεγάλη συζήτηση επειδή είναι σε κάποιο βαθμό αντιφατικά.
Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος των δεδομένων υποδεικνύει ότι ο ιππόκαμπος συνδέεται στενά
με την επεξεργασία της εισερχόμενης πληροφορίας και έχει θεωρηθεί υψηλής δυνατότητος
μνημονική αποθήκη. Μεταβολές ηλεκτρικών δυναμικών μεταξύ δομών του ιπποκάμπου και
του φλοιού οι οποίες υπεισέρχονται στη διαδικασία της μάθησης επιφέρουν μόνιμες
βιοχημικές μεταβολές στο κυτταρόπλασμα νευρικών κυττάρων και στη νευρογλοία. Σε αυτές
τις μεταβολές στηρίζεται η μνημονική καταγραφή.
Το ότι τα μαστία και η μαστιοθαλαμική οδός ενέχονται στις μνημονικές διαδικασίες
φαίνεται από το ότι υφίστανται βλάβες σε αμνησίες τύπου Korsakoff. Ο θάλαμος φαίνεται
επίσης ότι παίζει σημαντικό ρόλο στις μνημονικές λειτουργίες, αλλά οι λεπτομέρειες αυτής
της συμμετοχής δεν έχουν αποσαφηνισθεί. Η ψαλίδα ενέχεται στις μνημονικές διεργασίες,
αφού αμφοτερόπλευρες βλάβες της συναντώνται σε μια σειρά διαταραχών της μνήμης. Ο
ανιών δικτυωτός σχηματισμός εμπλέκεται έμμεσα επειδή συμμετέχει στις διαδικασίες
εγρήγορσης-ύπνου, οι οποίες επιδρούν ριζικά στις καθηλωτικού τύπου λειτουργίες της
μνήμης. Επίσης υπάρχουν ενδείξεις ότι τα κυκλώματα του δρεπανοειδούς συστήματος είναι
δέκτες επεξεργασμένων πληροφοριών.
Σε καθαρά κυτταρικό επίπεδο η απόκτηση νέου μνημονικού υλικού που αφορά τη μνήμη
μακράς διάρκειας συνοδεύεται από σχηματισμό νέων συνάψεων και βελτίωση της μεταξύ
των συνάψεων επικοινωνίας. Από πολλές δεκαετίες είναι γνωστό ότι η μνήμη έχει κάποιο
βιοχημικό υπόστρωμα. Περιβάλλον με πολλά ερεθίσματα αυξάνει το βάρος του εγκεφάλου
200

ποντικών και κυρίως των νευρογλοιακών κυττάρων (Rozenzweig et al 1964, 1967).


Πλανάριες (είδος σκωλήκων) οι οποίες προηγουμένως είχαν «μάθει» συγκεκριμένες
συμπεριφορές αποφυγής, πολτοποιήθηκαν και χορηγήθηκαν ως τροφή σε άλλες πλανάριες,
οι οποίες μπορούσαν να μάθουν αυτές τις συμπεριφορές σε σημαντικά βραχύτερο διάστημα.
Ειδικές πρωτεΐνες (Ungar 1974) είναι υπεύθυνες για την αποθήκευση της
προσλαμβανόμενης πληροφορίας.
Για να εξηγήσει τις δομικές μεταβολές που παρατηρούνται στους νευρώνες που
εμπλέκονται στην επιτέλεση μίας μόνιμης κωδικοποιήσεως, ο Hydén (1980) διατύπωσε την
υπόθεση ότι ο γενετικός μνημονικός κώδικας εδράζεται στο RNA, το οποίο αποτελεί και το
βιοχημικό υπόστρωμα της μνήμης. Πειράματα, πράγματι εντυπωσιακά αλλά μη επαρκώς
επιβεβαιωμένα, υποδεικνύουν ισχυρή ανάμειξη του RNA στις διεργασίες της μνήμης.
Πειραματόζωα που είχαν μάθει να αποφεύγουν ηλεκτρικό ερεθισμό έχασαν αυτήν την
ικανότητα όταν τους χορηγήθηκαν αναστολείς του RNA. Στα κύτταρα του λαβυρίνθου του
ωτός πειραματόζωων που είχαν μάθει να ισορροπούν σε λεπτό σύρμα βρέθηκαν ηυξημένες
συγκεντρώσεις RNA διαφορετικής σύνθεσης σε σύγκριση με ομάδα ελέγχου. Ένεση σε
πειραματόζωα εκχυλίσματος «εκπαιδευμένου εγκεφάλου» ποντικών που είχαν «μάθει» να
αντιδρούν με εξαρτημένη αντίδραση είχε σαν αποτέλεσμα να μαθαίνουν να αντιδρούν με
εξαρτημένη αντίδραση ταχύτερα από άλλα πειραματόζωα, που τους χορηγήθηκε εκχύλισμα
RNA από ζώα που δεν είχαν μάθει να αντιδρούν. Ορισμένα αντιβιοτικά, τα οποία
επηρεάζουν τη βιοσύνθεση του RNA και άλλων πρωτεϊνών χορηγούμενα σε πειραματόζωα,
επιδρούν αρνητικά στη μακράς διάρκειας μνήμη, χωρίς να επηρεάζουν τη μάθηση και τη
βραχείας διάρκειας μνήμη, πράγμα που έμμεσα αποδεικνύει τη συμμετοχή του RNA στις
μνημονικές διαδικασίες.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι, σε νευρομεταβιβαστικό επίπεδο, η μνήμη σχετίζεται με τον
νευρομεταβιβαστή ακετυλχολίνη. Μείωση της χολινεργικής μεταβίβασης επιφέρει επιδείνωση
της μνήμης, όπως στην περίπτωση χορήγησης σε νεαρούς εθελοντές σκοπολαμίνης, ουσίας
που εμποδίζει την ακετυλχολίνη στον συναπτικό χώρο, οπότε παρατηρήθηκαν αμνησιακές
διαταραχές. Η χολινεργική υπόθεση έχει οξύνει κατά τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον προς
αναζήτηση φαρμακολογικών παραγόντων βελτίωσης της μνήμης, χωρίς όμως αποτελέσματα
έστω και κατ’ ελάχιστον ενθαρρυντικά. Χορήγηση λεκιθίνης, ουσίας από την οποία
προέρχεται η χολίνη, ακόμη και σε μεγάλες ποσότητες δεν είχε αποτελέσματα. Προσπάθειες
μείωσης της καταστροφής ακετυλχολίνης από την ακετυλχολινεστεράση διά χορηγήσεως
αναστολέων της ακετυλχολινεστεράσης (φυσοστιγμίνη, τακρίνη) είχαν σαν αποτέλεσμα
κάποια βελτίωση των αμνησιακών συμπτωμάτων σε πάσχοντες από τη νόσο Alzheimer,
αλλά η τοξικότητά τους είναι μεγάλη ενώ ο χρόνος δράσεώς τους μικρός. Οι προσπάθειες
συνεχίζονται προς την κατεύθυνση συνθέσεως φαρμάκων τα οποία μιμούνται την
ακετυλχολίνη.
Η μεμβράνη των νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου παίζει σημαντικό ρόλο στη
λειτουργία της μνήμης, γιατί εκεί εντοπίζονται περιοχές οι οποίες φαίνεται ότι αποτελούν τις
βιοχημικές πύλες της μνήμης. Στις μεμβράνες των νευρικών κυττάρων έχουν εντοπισθεί
μόρια υποδοχείς διεγερτικών αμινοξέων, του γλουταμινικού και του ασπαρτικού, τα οποία
συντελούν στη διαμόρφωση της μνημονικής διεργασίας. Το γλουταμινικό οξύ είναι
διαβιβαστής των ώσεων που επιτελούνται στον ιππόκαμπο. Στις νευρικές οδούς του
ιπποκάμπου το γλουταμινικό οξύ συνδέεται σε μετασυναπτικό επίπεδο και ενεργοποιεί δύο
οικογένειες υποδοχέων: τρεις ιονοτροπικούς υποδοχείς συνδεδεμένους με κανάλια ιόντων
της μεμβράνης, το καϊνικό οξύ, τον NMDA (N-methyl-d-aspartate) για το Ca++, και τον ΑΜΡΑ
(Alpha-amino-3-hydroxy-5-methyl-4-isoxazolepropionic acid) για το Νa+, που συνδέονται με
τη διαδικασία της απομνημόνευσης· και έναν μεταβοτροπικό υποδοχέα συνδεδεμένο με
δεύτερους ενδοκυττάριους μεταβιβαστές, ο οποίος λειτουργεί κυτταροπροστατευτικά διότι
δεν επιτρέπει την ενεργοποίηση των διεγερτικών αμινοξέων να φθάσει σε τοξικά και
κυτταροκαταστροφικά επίπεδα.
Από ηλεκτροεγκεφαλογραφική άποψη έχει υποστηριχθεί ότι όταν ο εγκέφαλος λειτουργεί
στον ρυθμό άλφα οι δυνατότητές του να απομνημονεύει και να ανακαλεί πληροφορίες
βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα. Αυτό το εύρημα όμως έχει σχετικά μικρή αξία, γιατί τέτοιος
201

ρυθμός εκπέμπεται σε καταστάσεις ημιεγρήγορσης και ονειροπόλησης που δεν


προσφέρονται για ενεργητικές μαθησιακές διαδικασίες.

Παράγοντες που επηρεάζουν τη μνήμη. Η μνήμη συνδέεται στενά με τη λειτουργία της


αντίληψης, και επειδή καταγράφει μόνο εμπειρίες που προκαλούν το ενδιαφέρον του ατόμου,
γι' αυτό συνδέεται επίσης στενά και με τη λειτουργία της προσοχής. Και άλλες έμφυτες
καταβολές, όπως η νοημοσύνη, η πνευματική εγρήγορση, έχουν μεγάλη επίδραση στη
λειτουργία της μνήμης. Ο τρόπος παροχής του μνημονικού υλικού έχει επίσης μεγάλη
σημασία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η όσφρηση έχει κάποιον ρόλο στη μνήμη. Οσφρητικές
ψευδαισθήσεις παρατηρούνται σε βλάβες του ιπποκάμπου και επίσης η οσφρητική ικανότητα
μειώνεται σημαντικά στους πάσχοντες από τη νόσο Alzheimer. Το συναίσθημα τείνει να
επιδρά στις λειτουργίες της μνήμης σύμφωνα με τις ανάγκες του ατόμου τις οποίες επενδύει.
Το μνημονικό υλικό είναι δυνατόν να επηρεάσει την ίδια την ανάκλησή του, μέσω του
συναισθηματικού περιεχομένου του. Τα ισχυρά συναισθήματα συνδέονται άρρηκτα με τις
σύγχρονες προς αυτά εμπειρίες και τα βιωματικά γεγονότα. Τα θετικά συναισθήματα
διευκολύνουν τη διακίνηση του μνημονικού υλικού. Τα αρνητικά συναισθήματα, ιδίως στους
ηλικιωμένους, είναι δυνατόν να παρεμβληθούν αρνητικά στις λειτουργίες της μνήμης (Deptula
et al 1993). Η ψυχοκαταπόνηση και γενικά κάθε είδος κόπωσης παρεμποδίζει τις μνημονικές
διεργασίες. Η ηλικία είναι αξιόλογος δείκτης αποδοτικότητας της μνήμης. Η ικανότητα
μνημονικής καθήλωσης και ανάκλησης μειώνεται κατά 6-8% ανά δεκαετία. Το πρόσφατο
υλικό ανακαλείται δυσκολότερα από το παλαιό, διότι οι μηχανισμοί άμεσης μάθησης και
καθήλωσης αποδυναμώνονται με την αύξηση της ηλικίας. Το διαιτολόγιο ίσως εμπλέκεται σε
μνημονικές διεργασίες, αλλά τεκμηριωμένα στοιχεία δεν υπάρχουν. Λέγεται ότι τροφές
πλούσιες σε σίδηρο, βόριο, ψευδάργυρο, διευκολύνουν τη μνήμη.

Εξέταση της μνήμης. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός τρόπων εξέτασης της μνήμης, αλλά
στην κλινική απαιτούνται γρήγοροι και πρακτικοί τρόποι εκτίμησής της. Για την εξέταση της
βραχείας διάρκειας μνήμης παρουσιάζονται στον εξεταζόμενο αλληλοδιαδεχόμενα σύμβολα
και θα πρέπει να τα επαναλάβει με την ίδια σειρά. Όσο μεγαλύτερη είναι η σειρά των
συμβόλων που μπορεί να επαναλάβει τόσο μεγαλύτερο είναι το εύρος της βραχείας
διάρκειας μνήμης. Για την εξέταση της μακράς διάρκειας μνήμης δίδεται ένας κατάλογος με
λέξεις ή άλλο υλικό, το οποίο επαναλαμβάνεται μέχρις ότου ο εξεταζόμενος μπορεί να το
επαναλάβει χωρίς λάθος. Μετά την εκμάθηση του καταλόγου των δεδομένων, και εφόσον
μεσολαβήσει ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα (λεπτών ή ωρών, αναλόγως της
εξετάσεως), ο εξεταζόμενος θα πρέπει να τον επαναλάβει.

ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ. Το θέμα της νοημοσύνης, περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο στον
χώρο της ψυχολογίας, από την πρώτη στιγμή που τέθηκε έγινε αντικείμενο σφοδρών
πολιτικών και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, με αποτέλεσμα ακόμη και ισχυρής τεκμηρίωσης
δεδομένα να συσκοτίζονται και να παρερμηνεύονται. Όταν επιχειρούν να δώσουν έναν
ορισμό της νοημοσύνης, πολλοί αναφέρονται σε ένα φάσμα ικανοτήτων με ευρύ χαρακτήρα,
όπως είναι η ικανότητα προσαρμογής σε καινούργιες καταστάσεις –δηλαδή η δυνατότητα του
ατόμου να δίδει προσαρμοστικές απαντήσεις στα νέα δεδομένα που αντιμετωπίζει–, η γενική
ικανότητα για κατανόηση και λογική επεξεργασία, ή ακόμη περισσότερο η ικανότητα
παραγωγής σχέσεων, σημασιών και νοημάτων. Η ικανότητα πρόβλεψης έχει επίσης
θεωρηθεί ισχυρός δείκτης νοημοσύνης. Μία ειδική κατηγορία νοημοσύνης και ευστροφίας
στην ελληνική σκέψη, η οποία αναφέρεται στη χρήση δόλου και απάτης προκειμένου ένας
θεός ή ένας ήρωας να επιβληθεί στον σωματικώς ανώτερο αντίπαλό του, ονομαζόταν Μήτις
(Vernant - Detienne 1993).
Ο Binet (1905) περιέγραψε τη νοημοσύνη ως μια γενική ικανότητα του ατόμου να
προσαρμόζεται σε νέες καταστάσεις. Η καλή κρίση, η καλή κατανόηση, η λογική σκέψη,
αποτελούν τα κύρια συστατικά στοιχεία της σύμφωνα με τον Binet. Όχι πολύ διαφορετική, και
εξίσου αόριστη, είναι η περιγραφή του Wechsler, ο οποίος χαρακτήρισε τη νοημοσύνη ως τη
γενική ικανότητα του ατόμου να δρα σκόπιμα, να σκέπτεται λογικά και να αντιμετωπίζει με
αποτελεσματικότητα το περιβάλλον του. Άλλοι υποστήριξαν έναν πολυπαραγοντικό
202

χαρακτήρα της νοημοσύνης και τη θεώρησαν συγκερασμό ειδικών επιδεξιοτήτων. Σύμφωνα


με τη διπλοπαραγοντική θεωρία του Spearman (1904), σε όλα τα άτομα υπάρχει ένας
γενικός παράγοντας νοημοσύνης σε διαφορετική ποσότητα, ο οποίος καθορίζει τον βαθμό
επιτυχίας στα τεστ νοημοσύνης. Υπάρχουν επίσης ειδικοί παράγοντες που
αντιπροσωπεύουν τις διάφορες επιμέρους ικανότητες που μετρώνται από τα τεστ. Ο γενικός
παράγων είναι ανεξάρτητος, ενώ οι ειδικοί παράγοντες δεν εκδηλώνονται αν δεν υπάρχει ένα
ποσοτικό μίνιμουμ γενικού παράγοντα. Ο Thurstone (1934), επεκτείνοντας τις απόψεις του
Spearman, είχε υποστηρίξει ότι η νοημοσύνη απαρτίζεται από τη σύνθεση επτά
πρωταρχικών νοηματικών ικανοτήτων: αριθμητική ικανότητα, λεκτική ευχέρεια και λεκτική
κατανόηση, αντίληψη σχέσεων στον χώρο, μνημονική ικανότητα, αντιληπτική ταχύτητα και
λογική ή κριτική ικανότητα. Στο τέλος αυτής της ομάδας μελετητών βρίσκεται ο Guilford
(1959), ο οποίος πρότεινε 120 παράγοντες αντιπροσωπευτικούς ανάλογων νοηματικών
ικανοτήτων, αν και δεχόταν ότι υπάρχουν δύο βασικές παραγωγικές λειτουργίες, εκείνη της
συγκλινούσης νοήσεως και εκείνη της αποκλινούσης νοήσεως. Ωστόσο οι ορισμοί και οι
περιγραφές που έχουν προταθεί για τη νοημοσύνη πάσχουν τόσο πολύ από τα συμπτώματα
της αοριστολογίας και της γενίκευσης που, εν είδει αντιπερισπασμού, έχει προταθεί η
κατάργησή της ως αντικειμένου μελέτης και η αντικατάστασή της από τη μελέτη των
ικανοτήτων που την απαρτίζουν, όπως οι ικανότητες αφομοίωσης νέων πληροφοριών και
εκμετάλλευσης εμπειριών, η ικανότητα του σκέπτεσθαι κ.λπ.
Ένα σοβαρό πρόβλημα με τη νοημοσύνη σχετίζεται με την ευρέως διαδεδομένη πίστη ότι
αποτελεί τον αποφασιστικό παράγοντα που καθορίζει την κοινωνική επιτυχία του ατόμου και
την πρόσβασή του σε θέσεις εξουσίας, και μάλιστα περισσότερο από άλλους παράγοντες
όπως η κοινωνική τάξη, η οικονομική κατάσταση των γονέων ή το φύλο. Πολλοί επίσης
πιστεύουν ότι τα πολύ έξυπνα παιδιά πρέπει να θεωρούνται εθνική παρακαταθήκη, να
αναγνωρίζονται και να αναπτύσσονται κάτω από ιδιαίτερες εκπαιδευτικές συνθήκες. Αυτό το
επιχείρημα όμως έχει συνδεθεί με ναζιστικές πρακτικές και επί πολλές δεκαετίες ήταν ένα
πολιτικό ταμπού. Άλλοι υποστηρίζουν ότι όλα τα παιδιά πρέπει να εκπαιδεύονται μέσα σε
κλίμα ισότητας, πράγμα εξίσου δύσκολο τόσο για τα προικισμένα όσο και για τα
καθυστερημένα παιδιά. Αυτές οι συζητήσεις υπερτονίζουν τη σημασία της νοημοσύνης, ενώ
υποτιμούν το ότι υπάρχουν και άλλοι σημαντικότατοι παράγοντες που διαμορφώνουν την
ανθρώπινη αξία, όπως η επίγνωση του εαυτού, η ποιότητα και η έκφραση του
συναισθήματος, η ικανότητα λήψης αποφάσεων, η καλλιτεχνική ευαισθησία, η
πνευματικότητα κ.λπ. Η νοημοσύνη από μόνη της, πράγματι, δεν επαρκεί. Έχει βρεθεί ότι
παιδιά με υψηλούς δείκτες νοημοσύνης δεν τα καταφέρνουν αργότερα στη ζωή αν δεν έχουν
καλά δομημένες προσωπικότητες και δεν διαθέτουν ικανότητες, όπως π.χ. επιμονή,
αισιοδοξία, αυτοπεποίθηση, ικανότητα αναβολής ικανοποίησης της επιθυμίας κλπ.
Η εξημέρωση έχει καταστήσει τα κατοικίδια ζώα περισσότερο υπάκουα και λιγότερο
έξυπνα από τα αντίστοιχα άγρια συγγενικά τους είδη, αλλά αυτό δεν είναι εύκολο να
επιβεβαιωθεί αν ισχύει και στους ανθρώπους. Σε πληθυσμούς με χαμηλή νοημοσύνη έχει
βρεθεί μεγαλύτερος επιπολασμός ορισμένων ψυχιατρικών διαταραχών, όπως σχιζοφρένεια
και κατάθλιψη. Μεγέθη όπως το εισόδημα, η απασχόληση, η εξάρτηση από προνοιακούς
παράγοντες, η ποιότητα της γονεϊκής συμπεριφοράς, τα διαζύγια, ο αριθμός των εκτρώσεων
και των εξώγαμων κυήσεων, η κοινωνική επιτυχία και γενικά η επιτυχία σε όλα τα επίπεδα
της ζωής σχετίζονται με την ευφυΐα (Hernstein and Murray 1994). Σε μια πρόσφατη
συστηματική ανασκόπηση (Batty et al 2007) εννέα μελετών κοόρτης, βρέθηκε ότι παιδιά και
έφηβοι με υψηλό IQ είχαν αργότερα στη ζωή τους ως ενήλικες χαμηλότερη θνησιμότητα από
εκείνη του γενικού πληθυσμού.

Βιολογική βάση της νοημοσύνης. Μελετώντας τη βιολογική βάση της νοημοσύνης έχει
βρεθεί (Andreasen et al 1993) ότι το μέγεθος ορισμένων εγκεφαλικών δομών, όπως ο
ενδοκρανιακός όγκος, ο συνολικός όγκος της φαιάς ουσίας, οι κροταφικοί λοβοί, ο
ιππόκαμπος, η παρεγκεφαλίδα, όχι όμως ο κερκοφόρος πυρήν και οι πλάγιες κοιλίες, έχει
κάποια σχέση, αν και όχι ισχυρή, με τον δείκτη νοημοσύνης. Άλλοι έχουν παρατηρήσει ότι οι
εγκέφαλοι των ανθρώπων με ανώτερη νοημοσύνη χρησιμοποιούν λιγότερη ενέργεια κατά
203

την επίλυση προβλημάτων. Είναι φανερό ότι υπάρχει πτωχεία ευρημάτων γύρω από το θέμα
της βιολογικής βάσης της νοημοσύνης.

Ανάπτυξη της νοημοσύνης. Η φυσιολογική ανάπτυξη της νοημοσύνης, όπως και κάθε
άλλης ανθρώπινης ψυχικής ιδιότητας, προκύπτει από την αλληλεπίδραση γενετικής
καταβολής και περιβάλλοντος. Το ζήτημα όμως των σχέσεων γενετικής καταβολής και
περιβάλλοντος στη νοημοσύνη έχει γίνει αφορμή συγκρούσεων μεταξύ των οπαδών της
κληρονομικότητας και των οπαδών των πολιτιστικών επιδράσεων. Η κληρονομικότητα παίζει
σημαντικό ρόλο, ίσως μέχρι και στο 40%, αλλά υπήρξαν περιπτώσεις που η σύγκρουση
έφθασε σε ανεπίτρεπτα επίπεδα, όπως εκείνη του περιώνυμου καθηγητή της ψυχολογίας Sir
Cyril Burt, ο οποίος κατά τη δεκαετία του ’50 νόθευσε δεδομένα που αφορούσαν
μονωζυγωτικούς διδύμους για να υποστηρίξει ότι η νοημοσύνη καθορίζεται απολύτως από
την κληρονομικότητα. Προσφάτως ανακοινώθηκε η ανακάλυψη ενός γονιδίου που σχετίζεται
με τη νοημοσύνη, αλλά αυτό δεν λέει και πολλά πράγματα, αφού τα τελευταία χρόνια σχεδόν
για καθετί έχει βρεθεί και ένα γονίδιο, ακόμη και για τη θρησκευτικότητα.
Με την πάροδο του χρόνου και την ωρίμανση, η νοηματική ικανότητα και έκφραση του
ατόμου διαφοροποιούνται. Ο Piaget (1952) τόνιζε τη σημασία της δράσης του παιδιού με τα
αντικείμενα για την ανάπτυξη της νοημοσύνης του. Ο ρόλος της εμπειρίας και της μάθησης
γίνεται βαθμιαία ιδιαίτερα σημαντικός. Οι προσωπικές κλίσεις, οι επαγγελματικές
επιδεξιότητες και οι κοινωνικές στάσεις «λειαίνουν» και πλάθουν τις νοηματικές λειτουργίες
καθώς ακόμη αυτές εξελίσσονται. Η καμπύλη της νοηματικής ικανότητας ακολουθεί τη
γνωστή πορεία για τους ανθρώπους. Άνοδος μέχρι την εφηβική ηλικία, σταθεροποίησή της
γύρω στα 20-25 χρόνια και διατήρησή της στα ίδια επίπεδα μέχρι τα 35-40, οπότε αρχίζει
αδιόρατα και αργόσυρτα η κάμψη, που γίνεται εμφανέστερη μετά τα 60. Τα σημάδια της
πτώσεως εμφανίζονται κυρίως σε ιδιότητες που αφορούν ταχύτητα, οπτική αντίληψη και
αφηρημένες χωρικές έννοιες. Γενετικοί, φυλετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, μάθηση,
κοινωνικές σχέσεις, επηρεάζουν την ανάπτυξη της νοημοσύνης καθ' όλη την πορεία της
ωρίμανσης του ανθρώπου. Και στους διανοητικά προικισμένους η βελτίωσή της είναι
δυνατόν να συνεχίζεται εφ’ όρου ζωής.

Μέτρηση της νοημοσύνης. Η αδυναμία επίτευξης μιας καθολικής ομοφωνίας γύρω από το
περιεχόμενο του όρου νοημοσύνη, παρά τις ατέρμονες σχετικές συζητήσεις, έχει
οπωσδήποτε επιπτώσεις στη δημιουργία εργαλείων εκτίμησης της νοημοσύνης. Καταρχήν,
σε ατομικό επίπεδο, είναι προφανές ότι η νοημοσύνη περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από
όσα μπορεί να δείξει ένα σκορ σε ένα τεστ. Ακόμη, στις δεκαετίες που πέρασαν από την
εποχή που οι Binet και Simon επινόησαν το πρώτο τεστ, φάνηκε καθαρά ότι είναι πολύ
δύσκολο να κατασκευασθούν δοκιμασίες νοημοσύνης ελεύθερες από την επίδραση
πολιτιστικών παραγόντων. Τα διαφορετικά σκορ που μπορεί να φέρουν δύο λαοί σε ένα τεστ
νοημοσύνης δεν είναι απαραίτητο να αντανακλούν πραγματικές διαφορές στη νοημοσύνη
τους. Οι δοκιμασίες αυτές έχουν αμφισβητηθεί έντονα διότι, κατά τους επικριτές τους,
ευνοούν κυρίως την ανάδειξη της ευφυΐας και της πολιτισμικής υπεροχής του λευκού
Δυτικοευρωπαίου ή Βορειοαμερικανού, ενώ οδηγούν σε κατάφωρα άδικες και δυσμενείς
κρίσεις για άτομα από άλλες φυλές ή κουλτούρες. Έχουν γίνει προσπάθειες δημιουργίας
δοκιμασιών νοημοσύνης που να είναι ελεύθερες, δηλαδή να μη διαμεσολαβούνται από
πολιτιστικούς παράγοντες, χωρίς όμως ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα ως προς την
αξιοπιστία τους. Ένα άλλο στοιχείο που δυσχεραίνει την κατασκευή αξιόπιστων εργαλείων
μέτρησης της νοημοσύνης είναι ότι τα σχετικά τεστ πρέπει να μετρούν κατά το δυνατόν
έμφυτες ικανότητες και όχι ικανότητες που αποκτήθηκαν στο σχολείο ή μετά από
συστηματική εκπαίδευση.
Οι δοκιμασίες νοημοσύνης χρησιμοποιούνται τόσο για περιγραφικούς όσο και για
προγνωστικούς σκοπούς. Οι παλαιότερες, που έκαναν συνολική και σφαιρική εκτίμηση της
νοημοσύνης, τείνουν να αντικατασταθούν από άλλες που εξετάζουν ποικίλες γνωσιακές
διαδικασίες σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Παρ’ όλα αυτά οι κλασικές δοκιμασίες διατηρούν σε
μεγάλο βαθμό την προτίμηση των εξεταστών. Οι πιο διαδεδομένες περιγράφονται με
συντομία παρακάτω.
204

1. Δοκιμασία Binet-Simon. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1911, μετά από


παραγγελία του υπουργείου Παιδείας της Γαλλίας για τη μέτρηση της νοημοσύνης παιδιών
ηλικίας 3-15 ετών στο πλαίσιο προγράμματος επιλογής παιδιών με χαμηλή νοημοσύνη
ώστε να ενταχθούν σε ειδικά σχολεία. Απετελείτο από 30 αντιληπτικά, λεκτικά και
πρακτικά καθήκοντα κατανεμημένα κατά αύξουσα δυσκολία εκπλήρωσης. Το άθροισμα
των επιτυχιών έδειχνε το επίπεδο νοηματικής ανάπτυξης του εξεταζομένου σε κάθε
κλίμακα αναλόγως της ηλικίας και ακολούθως έβγαινε ένα πηλίκο της νοηματικής διά της
βιολογικής ηλικίας αφού πολλαπλασιαζόταν επί 100, για να αποφεύγονται τα δεκαδικά.
Όταν το πηλίκο είναι κάτω του 100, τότε η νοηματική ηλικία είναι μικρότερη της βιολογικής.
Γενικώς το 100 θεωρείται ως ο μέσος όρος με μία σταθερή απόκλιση το 16. Η δοκιμασία
Binet-Simon εισήγαγε τις έννοιες της νοηματικής ηλικίας και του νοηματικού πηλίκου IQ
(Intelligence Quotient) και βρίσκεται στην αφετηρία ενός πλήθους δοκιμασιών
νοημοσύνης για παιδιά και για μεγάλους, ενώ σήμερα υπάρχουν πάρα πολλές
απομιμήσεις και προσαρμογές της. Έχει εκφρασθεί αμφιβολία για τη χρησιμότητα του IQ
ως συνολικού δείκτη της νοημοσύνης και η προτίμηση άρχισε να στρέφεται προς την
εκτίμηση αυτού που έχει ονομασθεί προφίλ ικανοτήτων (abilities profile), αφού γενικώς οι
δοκιμασίες νοημοσύνης ελέγχουν επιμέρους, σχετικά αυτόνομες, νοητικές ικανότητες.
Είναι δυνατόν άτομα που παρουσιάζουν μέτριους βαθμούς στα τεστ νοημοσύνης να
ξεχωρίζουν σε κάποια ειδική ικανότητα, ενώ άλλα άτομα με υψηλούς βαθμούς στη γενική
βαθμολογία είναι δυνατόν να παρουσιάσουν χαμηλή απόδοση σε ορισμένες ειδικές
νοητικές ικανότητες. Το γεγονός ότι οι θετικοί επιστήμονες (φυσικοί, μαθηματικοί, χημικοί)
επιτυγχάνουν συνήθως υψηλότερες βαθμολογίες στο IQ σε σύγκριση με τους συγγραφείς
και τους φιλοσόφους δεν αποδεικνύει αναγκαστικά καμία απόλυτη διανοητική υπεροχή.
2. Κλίμακα Stanford-Binet. Είναι η κλίμακα Binet-Simon η οποία τροποποιήθηκε από τον
Terman στο πανεπιστήμιο του Stanford, από το οποίο έλαβε το όνομά της. Είναι η πιο
διαδεδομένη εκδοχή της δοκιμασίας Binet-Simon για τα παιδιά των ΗΠΑ.
3. Κλίμακα Wechsler. Για παιδιά ηλικίας 3-15 ετών. Είναι το πλέον διαδεδομένο εργαλείο
μέτρησης της νοημοσύνης στην καθημερινή κλινική πράξη. Αποτελείται από μία λεκτική
και μία κατασκευαστική κλίμακα. Η λεκτική κλίμακα περιλαμβάνει γενικές γνώσεις, εύρεση
ομοιοτήτων, μαθηματική σκέψη, ορισμούς εννοιών και επανάληψη ψηφίων. Η
κατασκευαστική κλίμακα περιλαμβάνει διαρρύθμιση και συμπλήρωση εικόνων,
απεικονίσεις σχημάτων, κατασκευές με κύβους. Υπάρχει και αντίστοιχη για τους ενήλικες
κλίμακα, η Wechsler Adults Intelligence Scale (WAIS).
4. Raven’s progressive matrices. Για ενήλικες. Περιλαμβάνει 36 προβλήματα με
αυξανόμενη δυσκολία. Κάθε πρόβλημα αποτελείται από 6-8 γεωμετρικά σχήματα
τοποθετημένα σε λογικές σειρές και λείπει ένα σχήμα το οποίο καλείται να βρει ο
εξεταζόμενος.
5. Η μέθοδος Ertl (Chalke and Ertl 1965) έχει τελείως διαφορετική αφετηρία. Βασίζεται στην
παρατήρηση ότι η ταχύτητα αντίδρασης του εγκεφάλου σε φωτεινά ερεθίσματα
συσχετίζεται με τη νοημοσύνη και έτσι η μέτρησή της μπορεί να γίνει με το
ηλεκτροεγκεφαλογράφημα. Τα προκλητά δυναμικά έχουν μιαν αντίστροφη σχέση με τον
δείκτη νοημοσύνης που προκύπτει από τις ψυχομετρικές δοκιμασίες. Όσο υψηλότερος
είναι ο δείκτης νοημοσύνης τόσο βραχύτερος ο χρόνος αντιδράσεως. Είναι μέθοδος
απαλλαγμένη από πολιτιστικές και μορφωτικές επιδράσεις, αλλά δεν είναι διαδεδομένη.

Συναισθηματική νοημοσύνη. Ως όρος προέκυψε από τον Goleman (1995), έναν ψυχολόγο,
συγγραφέα επιστημονικών άρθρων σε αμερικανικές εφημερίδες. Περιλαμβάνει ικανότητα
λόγου, λεκτική εκφραστικότητα, φυσική συνεργασία σώματος και πνεύματος, καλύτερη
αντίληψη των οπτικών δεδομένων του χώρου και προσανατολισμό σε αυτόν,
αυτοσυγκράτηση, ενθουσιασμό και μεγάλη ικανότητα συνεργασίας, ικανότητα του ατόμου να
κατανοεί και να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, να νιώθει τα συναισθήματα των άλλων και
να διαχειρίζεται τις σχέσεις του με τους άλλους. Είναι μια «νοημοσύνη» που ξεπερνάει τα
αυστηρά οριοθετημένα όρια των μετρήσεων του IQ και βοηθάει άτομα, έστω και με
χαμηλότερο IQ, να έχουν πολύ πιο αξιόλογες επιτυχίες στη ζωή τους. Φαίνεται επίσης ότι
205

σχετίζεται θετικά με δείκτες καλής σωματικής και ψυχικής υγείας (Tsaousis and Nikolaou
2005).

Κατανομή της νοημοσύνης. Σύμφωνα με αρκετές εργασίες, η κατανομή της νοημοσύνης


στον πληθυσμό είναι κανονική βιολογική, κωδωνοειδής, καμπύλη. Ο διανοητικά
καθυστερημένος και ο διανοητικά προικισμένος βρίσκονται στους αντίποδες αυτής της
κατανομής:

Κατάταξη % IQ
Ιδιοφυία 1 <139
Ανώτερη Υψηλή Νοημοσύνη 11 120-139
Υψηλή Νοημοσύνη 18 110-119
Μέση Φυσιολογική Νοημοσύνη 46 90-109
Χαμηλή Νοημοσύνη 15 80-89
Οριακή Νοημοσύνη 6 70-79
Διανοητική Καθυστέρηση 3 >70

Έχει βρεθεί (Andreasen et al 1993) ότι οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη επιδεξιότητα σε


καθήκοντα που σχετίζονται με τη λεκτική ευχέρεια, ενώ οι άνδρες σε καθήκοντα που
σχετίζονται με οπτικοχωρικές δεξιότητες, αλλά οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων ως προς
τη νοημοσύνη είναι θέμα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο, φορτισμένο από όλες τις εντάσεις που
φέρνει η σύγκρουση μεταξύ αντίθετων ιδεολογιών.

ΓΝΩΣΙΑ. Γνωσιακή είναι κάθε διεργασία διά της οποίας αποκτάται γνώση καταστάσεων,
αντικειμένων ή περιβάλλοντος. Η γνωσιακή διεργασία είναι ό,τι παρεμβάλλεται μεταξύ
αισθητηριακής πρόσληψης και απάντησης σε αυτήν. Ανταποκρινόμενη στο αισθητηριακό
ερέθισμα, που προσλαμβάνεται με ποικίλους τρόπους, η γνωσιακή διεργασία το κωδικοποιεί,
το ερμηνεύει, το τροποποιεί και, αν χρειασθεί, το προσαρμόζει και το εναποθέτει στη μνήμη,
από την οποία είναι δυνατόν να ανακληθεί. Αντίληψη, αναγνώριση, ανακάλυψη, κρίση,
μνήμη, μάθηση, σκέψη, φαντασία, εννοιοποίηση και ομιλία είναι διαδικασίες διά των οποίων
επιτυγχάνεται η ανάπτυξη και εκδήλωση των γνωσιακών διεργασιών. Πολλοί υποστηρίζουν
ότι στις γνωσιακές διεργασίες δεν περιλαμβάνεται μόνο γνώση της πραγματικότητας αλλά
απάντηση στα προσλαμβανόμενα δεδομένα της, ωστόσο η γνωσία, μολονότι πράγματι δεν
έχει παθητικό αλλά ενεργητικό χαρακτήρα, ουσιαστικά δεν διαθέτει εκτελεστικές ιδιότητες.
Το μεγάλο φιλοσοφικό πρόβλημα της δυνατότητας γνώσεως του αντικειμενικού και του
υποκειμενικού κόσμου ίσως ανάγεται στο πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ αντιληπτικής και
αντικειμενικής πραγματικότητας. Ο περιορισμός του πεδίου της προσλαμβανόμενης
εμπειρίας, λόγω της ανεπάρκειας των αισθητηριακών οργάνων, καθορίζει και το χάσμα
μεταξύ αντιληπτικής και αντικειμενικής πραγματικότητας, μεταξύ εικόνας και αλήθειας. Ο
κόσμος μπορεί να φαίνεται έτσι, αλλά μπορεί να είναι και αλλιώς. Πραγματικότητα λοιπόν και
αλήθεια κρύπτονται πίσω από την ανεπάρκεια των αισθητηριακών οργάνων. Και πίσω από
αυτήν την ανεπάρκεια κρύπτονται τα ανθρώπινα κίνητρα, οι ανάγκες και οι αναμνήσεις
εμπειριών. Τέλος, όλα αυτά μαζί διαμορφώνουν αυτό που θα μπορούσε να ονομασθεί
αντιληπτικό πεδίο.
Η “διεύρυνση” των αισθήσεων, της νόησης και του λόγου (ratio) έχει επιτευχθεί σήμερα
σε σημαντικό βαθμό με τη βοήθεια τεχνικών μέσων. Οι αισθήσεις των ανθρώπων είναι
ατελείς, αλλά η νόηση είναι ένας σπουδαίος μηχανισμός που αναπληρώνει την ατέλειά τους
και επανορθώνει τις ελλειμματικές ή διαστρεβλωμένες πληροφορίες που έρχονται από το
περιβάλλον. Η ενόραση όμως, ως τρόπος απόκτησης γνώσης, είναι έξω από το πεδίο της
επιστημονικής έρευνας και μελέτης και συνεχίζει να τροφοδοτεί μυστικιστικές εκδοχές τόσο
για τη γενεαλογία όσο και για την τελεολογία της γνώσης. Ο Πλωτίνος διακρίνει τις γνώσεις
που προέρχονται εκ των αισθητηρίων από εκείνες που προέρχονται εκ της νοήσεως.
Υποστηρίζει όμως ότι “τελειοτάτη πασών η δι’ εκστάσεως συλλαμβανομένη γνώσις”. Όμως οι
γνωσιολογικές απόψεις των νεοπλατωνικών, κυρίως όταν προσλαμβάνουν τόσο ακραίες
206

μορφές, δεν είναι δυνατόν να ενταχθούν μέσα σε ένα επιστημονικό σύστημα μελέτης των
γνωσιακών διεργασιών.

ΒΟΥΛΗΣΗ-ΨΥΧΟΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ. Η βούληση αναδεικνύεται ως φαινόμενο όταν τα


βιώματα έχουν χαρακτήρα προθεσιακό και ενεργητικό, διότι η συνειδητή πρόθεση αλλάζει
τον χαρακτήρα της συμπεριφοράς και τη μετατρέπει σε στοχοκατευθυνόμενη. Τα βιώματα
ολοκληρώνονται ή δεν ολοκληρώνονται πραγματοποιούμενα μέσα από απλές ενέργειες ή
πολύπλοκες δραστηριότητες. Δεν είναι βέβαιο ότι η βούληση προϋποθέτει συνείδηση του
σκοπού και των μέσων, πέραν της επιθυμίας που την κατευθύνει και της ικανότητας για
ενεργό συμπεριφορά. Η συνείδηση του σκοπού και των μέσων όμως δίδει ύψιστη ποιότητα
στα βουλησιακά χαρακτηριστικά, πράγμα που σημαίνει ότι αν ισχύουν αυτές οι
προϋποθέσεις, η βούληση δεν είναι χαρακτηριστικό οποιουδήποτε ανθρώπου αλλά εκείνου
που έφθασε σε υψηλά επίπεδα ψυχοσυναισθηματικής ωριμότητας. Στο πλαίσιο μελέτης της
βούλησης εντάσσονται και οι έννοιες δράση-αδράνεια, λήψη αποφάσεων και γενικότερα
ψυχοκινητική συμπεριφορά. Πράξεις ακούσιες και εκούσιες διαχωρίζονται μεταξύ τους κατά
τρόπο απόλυτο μόνο όταν ικανοποιείται πλήρως το κριτήριο της συνείδησης της πράξεως.
Αλλά η εξιχνίαση ενός τέτοιου κριτηρίου μοιάζει με σκοτεινή περιπέτεια, διότι πίσω από την
πλήρη συνείδηση των στόχων, των μέσων και των πράξεων βρίσκονται ασυνείδητα κίνητρα
τα οποία εδράζονται στην αφετηρία της κινητοποιήσεως προς δράση.

Από φιλοσοφική άποψη, το θέμα της βούλησης διακινήθηκε χαρακτηριστικά τον 19ο αιώνα.
Ο Schopenhauer προσδίδει στη βούληση χαρακτήρα ενστικτικό και δυναμικό, που
εκδηλώνεται ως επιθυμία. Την περιγράφει ως μια τυφλή και άπληστη ορμή και όρεξη για ζωή
και ύπαρξη που πάσχει όταν μένει ανικανοποίητη και κυριεύεται από ανία όταν ικανοποιείται.
Κατά την ψυχανάλυση υπάρχουν τρεις μορφές βούλησης. Η προεγωτική, που κυριαρχείται
από την αρχή της ηδονής και της ικανοποίησης των αναγκών εδώ και τώρα, η βούληση του
Εγώ, που κυριαρχείται από την αρχή της πραγματοποίησης των επιθυμιών μέσα στα
επιτρεπτά πλαίσια, και η υπερεγωτική βούληση, που κυριαρχείται από υψηλές ηθικές αξίες
και επιβάλλει αυστηρούς και άτεγκτους κανόνες συμπεριφοράς προς όφελος του εξωραϊσμού
της ανθρώπινης ζωής και κοινωνίας.

Σύμφωνα με τους μπηχαβιοριστές, ο άνθρωπος δεν έχει βούληση αλλά αντιδρά στα
ερεθίσματα μέσα από τους μηχανισμούς δοκιμή-λάθος και ανταμοιβή-τιμωρία, που είναι
αντανακλαστικού τύπου και υπόκεινται στη μάθηση. Κινητήρια δύναμη πίσω από τις
περισσότερες πράξεις των ανθρώπων είναι η επιθυμία. Οι πράξεις συνίστανται από
παράγοντες προθεσιακούς, επιδίωξη στόχου, και παράγοντες νοητικούς. Οι άνθρωποι είναι
αβουλησιακές μηχανές.

Ο Maslow (1943), διαμορφώνει την γνωστή ιεραρχική πυραμίδα των αναγκών, στηριζόμενος
στην αρχή ότι ανώτατη ανάγκη του ανθρώπου είναι η αυτοπραγμάτωση, δηλαδή το αίτημα
να κάνει ελεύθερη χρήση των δυνατοτήτων του και έτσι να εκδιπλώσει τη βουλησιακή
φυσιογνωμία του. Ο Maslow κατατάσσει τις ανάγκες-κίνητρα του ανθρώπου με βάση τον
κανόνα ότι η ικανοποίηση των ανωτέρων αναγκών προϋποθέτει την ικανοποίηση των
κατωτέρων και επομένως μόνο ανάγκες που δεν έχουν ικανοποιηθεί είναι παράγοντες
βουλησιακής υποκίνησης.
 Οι Βιολογικές ανάγκες, που βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας, σχετίζονται με την
επιβίωση και ικανοποιούνται με την πρόσληψη ουσιών (τροφές, αέρας, νερό), αποβολή
περιττωμάτων και την ανάπαυση.
 Οι ανάγκες Ασφάλειας, ικανοποιούνται με την εξασφάλιση σταθερότητας στο περιβάλλον
και την απεμπόλιση φοβογόνων παραγόντων.
 Οι ανάγκες Αγάπης και Παραδοχής με κυριότερες αυτές που σχετίζονται με την
συναισθηματική προστασία και αγάπη από την οικογένεια, τους φίλους, τους συνεργάτες,
τον ερωτικό σύντροφο. Συνοψίζονται στην ανάγκη για αγάπη, τη σύνδεση με άλλους, την
ένταξη σε ομάδα, τη φιλία.
207

 Οι ανάγκες για Αναγνώριση από τους άλλους (φήμη, κύρος, εκτίμηση, σεβασμός),
αυτοσεβασμού, ανάγκες απόκτησης γνώσεων, αισθητικές ανάγκες.
 Οι ανάγκες Αυτοπραγμάτωσης, που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας. Ηθικότητα,
δημιουργικότητα, επίλυση προβλημάτων, απαλλαγή από προκαταλήψεις, αποδοχή των
δεδομένων της πραγματικότητας, είναι χαρακτηριστικά αυτού του επιπέδου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Α. (1971). Το ανατομικόν υπόστρωμα της συνειδήσεως. Ιατρ. Επιθ. Εν. Δυνάμ. 5:311-320.
ΝΤΩΝΙΑΣ Σ. (2002). Η εποχή της συνείδησης. Ψυχιατρική 13(3):166-163.
ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ Α. (1970). Το βίωμα του χώρου. Παρουσίασις του προβλήματος του και δοκίμιον συμβολής εις
την μελέτην των διαταραχών του. Εγκέφαλος 6(1):3-52.

ANDREASEN NC, et al. (1993). Intelligence and brain structure in normal individuals. Am J Psychiatry,
150(1):130-134.
BANDURA A, WALTERS RH. (1963). Social Learning and Personality Development. N.Y.
BATTY GD, DEARY IJ, GOTTFREDSON LS. (2007). Premorbid (early life) IQ and later mortality risk: systematic
review. Ann Epidemiol. 17(4):278-88.
BINET A. (1905). New methods for the diagnosis of the intellectual level of subnormals. L'Année Psychologique,
12:191-244.
BROADBENT DE. (1958). Perception and Communication. London: Pergamon Press.
CHALKE FG, ERTL J. (1965). Evoked potentials and intelligence. Life Sci 4:13, 1319-1322.
DEPTULA D, SINGH R, POMARA N. (1993). Aging, emotional states and memory. Am J Psychiatry 150(3):429-
434.
EBBINGHAUS H. (1885). Uber das Gedachtnas
ECCLESTON C. (1994). Chronic pain and attention: A cognitive approach. Brit J Clin Psychol 33:535-547.
GOLEMAN, D. (1995) Emotional intelligence. New York: Bantam Books.
GUILFORD JP. (1959). Three faces of intellect. Amer. Psychologist, 14:469-479.
GUILFORD JP. (1967). The nature of Human Intelligence. Mc Graw-Hill, N.Y.
HEATH RG. (1986). The neural substrate of emotion. In, Emotion: Theory, research and experience, Vol. 3, Bio-
logical Foundations of Emotion (eds. Plutchik and Kellerman, H.) pp3-36. Academic Press: Orlando, Florida.
HEBB DO. (1949). The Organisation of Behaviour. New York and London.
HERRNSTEIN RJ, MURRAY C. (1994). Bell Curve: Intelligence and Class Structure in American Life. Free Press
Paperbacks.
HYDEN H. (1980). The learning brain during a life-cycle - some biochemical and psychological aspects. Acta
Neurol Scand 80:9-27.
IVANITSKY AM. (1993). Consciousness: Criteria and possible mechanisms. Int J Psychophysiol 14(3):179-187.
JAMES W. (1890). The Principles of Psychology. New York. 1950.
LILLY JC, BRAY F, GOLD EJ, PERRY L. (1996). Tanks for the Memories: Floatation Tank Talks. Gateways.
MARLER P, TERRACE HS. (eds.) (1984). The Biology of Learning. Berlin, Springer-Verlag.
MASLOW AH. (1943). A Theory of Human Motivation Psychological Review, 50, 370-396.
METZGER W. (1954). Psychologie. Darmstadt.
MILNER B. (1965). Visually guided maze learning in man: effects of bilateral hippocampal, bilateral frontal, and
unilateral cerebral lesions. Neuropsychologia 3:317-318.
MINEKA S, DAVIDSON M, KEIR R, COOK M. (1984). Observational conditioning of snake fear in Rhesus mon-
keys. J. Abnorm. Psychol. 93, 355-372.
NIEDERMEYER E. (1994). Consciousness: function and definition. Clin Electroencephalogr 25(3):86-93.
PAVLOV IP. (1927). Conditioned Reflexes. London.
PENFIELD W, RASMUSSEN T. (1950). The Cerebral Cortex of Man. New York, Macmillan.
PIAGET J. (1952). The origins of intelligence in children. New York. Intern. Univ. Press.
RUOTSALAINEN S, et al. (2000). Blockade of muscarinic, rather than nicotinic, receptors impairs attention, but
does not interact with serotonin depletion. Psychopharmacology 148(2):111-123.
SELIGMAN MEP, HAGER JE. (1972). Biological boundaries of learning. Appleton, n.y.
SKINNER BF. (1938). The behaviour of the organisms. New York.
SKINNER BF. (1953). Science and human behaviour. New York.
SPEARMAN C. (1904). “General Intelligence”, Objectively Determined and Measured. Am J Psychol 15, 201-293
TSAOUSIS I, NIKOLAOU I. (2005).Exploring the relationship of emotional intelligence with physical and psycho-
logical health functioning. Stress and Health 21:77-86.
THORNDIKE E. (1932). The Fundamentals of Learning. New York: Teachers College Press.
THURSTONE LL. (1934). The Vectors of Mind. Psychological Review, 41, 1-32.
TULVING E, DONALDSON W. (1972). Organization of memory. NewYork: Academic Press.
UNGAR G. (1974) Molecular coding of memory. Life Sci. 14(4):595-604.
VERNANT JP - DETIENNE M. (1993). Μήτις. Η πολύτροπη νόηση στην Αρχαία Ελλάδα. Μτφρ. Ιωάννα
Παπαδοπούλου. Δαίδαλος-Ι. Ζαχαρόπουλος. Αθήνα.
WATSON JB. (1919). Psychology from the standpoint of a behaviourist. Philadelphia.
WERTHEIMER M. (1912). Significant Contributions to the History of Psychology. (English translation D.N. Rob-
inson) Series A. Orientations, vol. ii. Washington, D.C.: University Publications of America, 1977.
208

23. ΣΚΕΨΗ. ΟΜΙΛΙΑ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΣΚΕΨΗ. Φαινόμενο σύνθετο και εξαιρετικά πολυεπίπεδο, η ανθρώπινη σκέψη παρουσιάζει


τεράστιες δυσχέρειες στην αντικειμενική παρατήρηση και περιγραφή της. Ως αντικείμενο
στοχασμού ανήκε επί μακρόν στην αποκλειστική δικαιοδοσία της φιλοσοφίας, η οποία
επιμένει να προασπίζεται ζηλότυπα τη μοναδικότητα των δικών της μεθόδων και εννοιών και
το απαράγραπτο καταστατικό βάρος της παράδοσής της ως προνομιακών εργαλείων για την
προσέγγιση του φαινομένου της σκέψης. Ακόμη και σήμερα, αρκετές φιλοσοφικές σχολές
στην Ευρώπη, αγνοώντας επιδεικτικά την τεράστια συμβολή της επιστήμης και κυρίως των
νευροεπιστημών στον τομέα αυτό, ζητούν να περιχαρακώσουν την καθαρότητά τους
διακηρύσσοντας αλαζονικά ότι «στόχος της φιλοσοφίας είναι η ανάλυση της δομής της
209

σκέψης (thought), μαζί με την ανάλυση της γνώσης, ενώ η διαδικασία του σκέπτεσθαι
(thinking) αφορά την ψυχολογία». Ωστόσο η αναγνώριση του περίπλοκου και πολυσύνθετου
χαρακτήρα της σκέψης φαίνεται ότι επιβάλλει σήμερα την ευρεία συνέργεια πολλών
γνωστικών κλάδων για την αποτελεσματικότερη έρευνά της. Όπως και να έχει, η εξέλιξη της
επιστήμης και της τεχνολογίας, οι νέοι τρόποι οργάνωσης της κοινωνίας και η κατάρρευση
των ιδεολογιών αφαίρεσαν από τη φιλοσοφία το δικαίωμα να επιβάλλει σε αυτό το πεδίο την
υπέρτατη δικαιοδοσία. Υπό αυτούς τους όρους, η μελέτη της σκέψης, και κυρίως του
σκέπτεσθαι, στα φιλοσοφικά σπουδαστήρια, στο βαθμό που αρνείται να συναινέσει στη
θραύση της μεθοδολογικής στεγανότητάς της και να ανοιχτεί σε διάλογο με άλλες επιστήμες,
δεν είναι πλέον δυνατό να προσφέρει ούτε κόκκο νέας γνώσεως. Το ίδιο αδύναμη να
συνεισφέρει ουσιαστικά στην κατανόηση είναι και η κλασική ψυχολογία – στο βαθμό που
αποτελεί η ίδια παρακλάδι της φιλοσοφίας αποκομμένο από την ιατρική έρευνα.

Σύμφωνα με τον πλέον διαδεδομένο, χρήσιμο στην ιατρική και αποδεκτό ορισμό, το
σκέπτεσθαι είναι μια νοητική διεργασία, κατά την εκτύλιξη της οποίας υπεισέρχονται
φαντασίες, χρήση και έκφραση γραπτών ή προφορικών συμβόλων (αριθμοί ή λέξεις), καθώς
και εξωλεκτικές αναπαραστάσεις (χειρονομίες, εκφράσεις του προσώπου), οι οποίες
αντιπροσωπεύουν μια εικόνα αντικειμένου ή καταστάσεως υπό μορφήν εννοιών. Το
σκέπτεσθαι είναι μια αναπαραγωγή του εσωτερικευμένου εξωτερικού κόσμου με τη βοήθεια
συμβόλων, αφού δημιουργεί, επεξεργάζεται και χρησιμοποιεί σύμβολα. Τα σύμβολα έχουν
σημασίες, οι οποίες εξαρτώνται από τη μάθηση, τις προηγηθείσες εμπειρίες και τις
περιστάσεις. Ένα γεγονός ή μια αλληλουχία γεγονότων είναι δυνατόν να βιώνονται από το
άτομο ως ιδιαίτερη μορφή ομιλίας. Όταν δεν βιώνονται ως ιδιαίτερη μορφή ομιλίας αλλά ως
αίσθηση, η σκέψη επιτελείται με εικόνες. Ο ορισμός αυτός δεν περιλαμβάνει στοιχεία όπως η
σύνδεση των εννοιών μέσα στο πλαίσιο της λογικής ή το γεγονός ότι η σκέψη κινητοποιείται
και κατευθύνεται από το κίνητρο της επιλύσεως κάποιου προβλήματος, διότι, αν και
εξαιρετικά σημαντικά, αυτά τα στοιχεία δεν αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις του
σκέπτεσθαι. Ο Piaget (1977) υποστηρίζει ότι η σκέψη και η ομιλία είναι δύο διαφορετικά
πράγματα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Μια πτωχεία στη γλωσσική έκφραση δεν σημαίνει
αναγκαστικά καθυστέρηση στη σκέψη. Όπως και μεγάλη γλωσσική ευχέρεια δεν πρέπει
οπωσδήποτε να υπαινίσσεται ανεπτυγμένη σκέψη. Η ικανότητα του σκέπτεσθαι είναι
βαθύτερη από εκείνη του ομιλείν. Η δεύτερη επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τη
μόρφωση, αλλά η πρώτη φαίνεται ότι έχει βαθύτερες ρίζες.

Η έννοια, δομικός λίθος της σκέψης, είναι ένα σύμβολο που απεικονίζει μονάδες ή ομάδες
αντικειμένων, γεγονότων ή ιδεών με κοινές ιδιότητες. Στις έννοιες καταχωρίζονται
συγκεκριμένες πληροφορίες και διά των εννοιών γίνεται ταξινόμηση του κόσμου. Οι έννοιες
μπορεί να είναι συγκεκριμένες (π.χ. ψωμί) ή αφηρημένες (π.χ. δικαιοσύνη, μαθηματικές
πράξεις κ.λπ.). Η αναπτυξιακή διαδικασία σχηματισμού εννοιών (Vygotsky 1962)
περιλαμβάνει ορισμένα στάδια, στη διαμόρφωση και εκδήλωση των οποίων οι λέξεις παίζουν
κεντρικό ρόλο. Τα στάδια αυτά είναι τα ακόλουθα: 1. Το παιδί συγκεντρώνει διαφορετικά
συγκεκριμένα αντικείμενα στη βάση των εξωτερικών τους σχέσεων και τα τοποθετεί κάτω
από ένα κοινό «οικογενειακό όνομα». 2. Εγκαθιστά αντικειμενικές σχέσεις, ενώνει και
γενικεύει απλά αντικείμενα, αποκλείει ορισμένα κοινά στοιχεία και έτσι σχηματίζει «δυνητικές
έννοιες». 3. Λαμβάνει υπ' όψιν του τα στοιχεία που βρίσκονται έξω από τους πραγματικούς
δεσμούς μεταξύ των αντικειμένων, αποσπά, αφαιρεί και απομονώνει τα συγκεκριμένα
στοιχεία και κατόπιν προχωρεί στον σχηματισμό γνήσιων εννοιών.

Αφαίρεση είναι η διαδικασία παραγωγής και ανάπτυξης μιας έννοιας. Υπάρχουν τρεις
μορφές αφαίρεσης, η γενίκευση, η μόνωση, και η ιδεολογικοποίηση. Κατά τη γενίκευση τα
βασικά χαρακτηριστικά και οι βασικές σχέσεις των πραγμάτων διαχωρίζονται από τα μη
βασικά. Κατά τη μόνωση τα χαρακτηριστικά, οι σχέσεις κ.λπ. εξετάζονται ανεξάρτητα το ένα
από το άλλο. Κατά την ιδεολογικοποίηση κατασκευάζονται μη πραγματικά πρότυπα διά των
οποίων διαμορφώνονται οι έννοιες. Η ικανότητα της αφαίρεσης χαρακτηρίζει τα ανώτερα
στάδια της νοηματικής ανάπτυξης.
210

Ψυχονοητικά αντικείμενα. Το ψυχονοητικό αντικείμενο για τη νευροψυχολογία, όπως


γράφει ο Russel (Russel 1918), είναι ό,τι το άτομο για τη χημεία. Και ενώ το δεύτερο
αποτελείται από ηλεκτρόνια και πρωτόνια, το πρώτο αποτελείται από μια «συνέλευση
νευρώνων». Και άλλοι (Kosslyn 1980) υποστήριξαν ότι η ψυχονοητική εικόνα είναι η μονάδα
του ανθρώπινου πνεύματος. Δεν κατορθώθηκε ωστόσο να αποσαφηνισθεί πλήρως η έννοια
του ψυχονοητικού αντικειμένου, και ο τρόπος που την περιγράφει ο Changeux (1983) την
κάνει να μοιάζει περισσότερο με μνημονική εικόνα ή με έννοια ή με κάτι και από τα δύο.
Γράφει ο Changeux ότι τα προϊόντα της αντίληψης, οι μνημονικές εικόνες και οι έννοιες
αποτελούν διάφορες μορφές ή καταστάσεις των υλικών μονάδων της ψυχονοητικής
αναπαράστασης και τις ταξινομεί κάτω από τον γενικό όρο ψυχονοητικά αντικείμενα. Σε αυτό
το πεδίο εντάσσεται και το ζήτημα των εμφύτων εννοιών και ιδεών. Έχει υποστηριχθεί ότι η
σκέψη σε μερικές από τις μορφές της αναπτύσσεται χωρίς τη μεσολάβηση ψυχονοητικών
εικόνων. Αυτή η «σκέψη χωρίς έννοιες» είναι μέρος ενός πλούσιου εννοιολογικού
συστήματος που ήδη έχει ο άνθρωπος και που δεν έχει αποκτηθεί μέσω των αισθητηρίων
αλλά είναι έμφυτο (Fodor 1981).

Είδη σκέψης
Προλογική σκέψη (αυτιστική, πρωτογενής, παθητική, ενδοσκοπική). Δεν ελέγχεται ούτε
εξαρτάται από τη βούληση, δεν κατευθύνεται από οδηγούς παραστάσεις, δεν έχει σαφή
στόχο και πολλές φορές στην αφετηρία της υπάρχουν συγκινησιακές συσσωρεύσεις.
Βιώνεται ως αβέβαιη, πλούσια και χαοτική. Από μορφολογική άποψη οι προλογικές
σκέψεις μπορεί να είναι ατελείς, τηλεγραφικές, δολιχοδρομικές και τα δομικά τους στοιχεία
να περιλαμβάνουν αισθητηριακές παραστάσεις και εικόνες, αντί για έννοιες.
Ονειροπολήσεις και φαντασίες υπάγονται στην προλογική σκέψη. Κατά την ονειροπόληση
το άτομο καταλαμβάνεται από ευχάριστες, και σπανιότερα δυσάρεστες, φαντασιώσεις, οι
οποίες συνήθως σχετίζονται με την ικανοποίηση επιθυμιών και ευχών του. Παρατηρείται
συχνά σε παιδιά και σε εφήβους, αλλά μπορεί να συνεχισθεί και αργότερα.
Λογική σκέψη. Έχει ονομασθεί και ρεαλιστική, ορθολογική, ελεγχόμενη, δευτερογενής και
ενεργητική. Ελέγχεται από τη βούληση, κατευθύνεται από οδηγούς παραστάσεις και
κανόνες, σχετίζεται με τα επίπεδα συνειδητότητας και ενημερότητας, επιδιώκει την ακρίβεια
και τη χρηστικότητα και στοχεύει στην επίλυση προβλημάτων και στη διαπροσωπική
επικοινωνία.
Κατευθυνόμενη σκέψη. Είναι η διαδικασία σκέψης που κατευθύνεται σε έναν τελικό σκοπό.
Διακρίνεται στην κριτική ή αποδεικτική και στη δημιουργική σκέψη. Η κριτική σκέψη
χαρακτηρίζεται από προσπάθεια απόδειξης ενός συλλογισμού ή μιας υποθέσεως. Η
δημιουργική σκέψη χαρακτηρίζεται από προσπάθεια εξεύρεσης λύσεων.
Συνειρμική σκέψη. Πραγματοποιείται σύμφωνα με τους νόμους της ομοιότητας, της
αντίθεσης και της συνάφειας, που προτάθηκαν από τον Αριστοτέλη. Κατά τον πρώτο
Αριστοτελικό νόμο, η ομοιότητα δύο στοιχείων του μνημονικού υλικού τα συνδέει μεταξύ
τους, ενώ κατά τον δεύτερο νόμο συνδετικό στοιχείο είναι η αντίθεση και κατά τον τρίτο
νόμο η συνάφεια μεταξύ δύο στοιχείων στον χώρο και στον χρόνο, με την έννοια της
ταυτόχρονης συνυπάρξεως ή της άμεσης διαδοχής.
Συγκλίνουσα και αποκλίνουσα σκέψη (Guilford 1956). Η συγκλίνουσα σκέψη στρέφεται
προς την αναζήτηση της μίας, της σωστής, της καλύτερης ή της τυπικότερης σε ένα
πρόβλημα απάντησης. Κατά την αποκλίνουσα σκέψη, ο τρόπος έκφρασης της σκέψης είναι
δυνατόν να ποικίλλει, αναλόγως της νοημοσύνης, της μόρφωσης και του χαρακτήρα. Η
σκέψη του υστερικού χαρακτήρα εκφράζεται κατά τρόπο άμεσο, κυριαρχείται από
υποβολιμότητα και συναισθηματικότητα, αδιαφορία για τις λεπτομέρειες και την ακρίβεια,
και στις ανώτερες ποιοτικά μορφές της εγγίζει την ενοραματική σκέψη. Αντίθετα, η σκέψη
του ψυχαναγκαστικού ατόμου χαρακτηρίζεται από την εμμονή στις λεπτομέρειες,
περιορισμό του συναισθήματος και αδυναμία αντίληψης του συνολικού.
Παράπλευρη σκέψη (lateral thinking). Κατά την άποψη του de Bono (de Bono 1975), η
ευφυΐα είναι δυνατόν να δημιουργηθεί. Πολλοί έξυπνοι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να
επωφεληθούν από την εξυπνάδα τους επειδή δεν έχουν μάθει πώς να τη χρησιμοποιούν.
211

Ο de Bono ορίζει την παράπλευρη σκέψη σαν ένα σύνολο μεθόδων του σκέπτεσθαι που
τείνουν στο να αλλάξουν αντίληψη και έννοιες, σαν έναν τρόπο αντιμετώπισης των
προβλημάτων από διαφορετικές γωνίες, σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς γραμμικούς
και λογικούς τρόπους. Βασική κατευθυντήρια γραμμή που συνιστά ο de Bono είναι «κάνε
μια εμπνευσμένη υπόθεση και κατόπιν δούλεψε αντίστροφα ελέγχοντας την απάντησή
σου».

Επίλυση προβλημάτων. Προϋποθέσεις για την επίλυση ενός προβλήματος είναι η


κατανόησή του, η κριτική συλλογή των εναλλακτικών λύσεων και η μελέτη των συνεπειών
τους, η τελική επιλογή μιας από αυτές, η εφαρμογή της και ο έλεγχος του βαθμού επιτυχίας.
Η επίλυση ενός προβλήματος δυσχεραίνεται από το ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται με βάση
εκείνες τις πληροφορίες που εντυπωσιάζουν περισσότερο το άτομο ή που σχετίζονται με
προηγούμενες εμπειρίες του και τις οποίες επιλέγει χωρίς βαθύτερη μελέτη. Αν η σκέψη είναι
ανάπτυξη στρατηγικής για την επίτευξη στόχου, τότε ο ρόλος της στη διαδικασία επίλυσης
προβλημάτων είναι κεντρικός. Τελικός δείκτης αυτής της διαδικασίας είναι η απόδοση. Η
συναισθηματική κατάσταση επηρεάζει την απόδοση. Ελαφρά συναισθηματική διέγερση
κινητοποιεί το ενδιαφέρον, αλλά όσο μεγαλώνει η διέγερση, από κάποιο όριο και μετά, η
σχέση της με την απόδοση γίνεται αρνητική, αν και ο βαθμός της αρνητικής επιδράσεως
ποικίλλει από άτομο σε άτομο και επηρεάζεται από τις περιστάσεις.

Η εξέλιξη της σκέψης κατά τα αναπτυξιακά στάδια. O Piaget (Piaget 1977) εξέτασε την
ανάπτυξη της σκέψης και των στοιχείων που την απαρτίζουν, δηλαδή τη γλώσσα, το
συλλογίζεσθαι, το εννοιοποιείν και το κατανοείν τον χώρο και τον χρόνο (Μπόντη 2005).
Μελέτησε και την ηθική ανάπτυξη του παιδιού, αλλά έδωσε έμφαση στη νοηματική και τη
γλωσσική ανάπτυξη παρά στη συναισθηματική και την κοινωνική και κατάταξε τη νοηματική
εξέλιξή του σε στάδια ή φάσεις. Κατά τον Piaget, το ένα στάδιο διαφέρει ποιοτικά από τα
άλλα ως προς το σκέπτεσθαι, και στο καθένα από αυτά το παιδί κατέχει μια ολόκληρη και
διαφορετική «δοξασία ή κοσμοθεωρία» (π.χ. τα νήπια πιστεύουν ότι ο αέρας δημιουργείται
όταν τα δέντρα κινούν τα κλαδιά τους), ενώ ταυτόχρονα οι μαθησιακές ικανότητές του έχουν
όρια που από εκπαιδευτική άποψη είναι χρήσιμο να λαμβάνονται υπ’ όψιν. Ακόμη, τα στάδια
ανάπτυξης του σκέπτεσθαι είναι σαφή και παγιωμένα στη διάρκεια της κάθε φάσεως, αλλά
μετά το πέρας της ανάπτυξής του το άτομο, αναλόγως των περιστάσεων, δύναται να
εκδηλώσει και να χρησιμοποιήσει τον κατάλληλο τρόπο σκέπτεσθαι (π.χ. αφαιρετικοί
συλλογισμοί κατά την επίλυση θεωρητικών προβλημάτων, πρακτική συλλογιστική στα
προβλήματα της καθημερινότητας).
Αισθητικο-κινητικό στάδιο (ηλικία 0-2 ετών). Κύριο χαρακτηριστικό του σταδίου αυτού είναι ότι
το παιδί βρίσκεται σε μια προλεκτική κατάσταση, αν και βαθμιαία εμφανίζονται τα πρώτα
φωνήματα και στο τέλος αυτού του σταδίου φθάνει να κατέχει 200-300 λέξεις και αρχίζει να
κατανοεί την ομιλία των άλλων. Αποκτά αντίληψη των αντικειμένων, ξεχωρίζει το σώμα του
από αυτά και θεωρεί ως υπαρκτό μόνο ό,τι υπάρχει στο οπτικό του πεδίο.
Στάδιο εγωκεντρισμού και προ-εννοιολογικής σκέψης (ηλικία 2-4 ετών). Το παιδί δεν μπορεί
ακόμη να ξεχωρίσει μεταξύ εξωτερικών παραγόντων και εσωτερικευμένης εμπειρίας.
Μαθαίνει να χειρίζεται άλλες 1.200 λέξεις περίπου, αλλά συνήθως τούς δίδει δικές του
έννοιες, «προ-έννοιες». Μαθαίνει επίσης να χρησιμοποιεί σύμβολα, αλλά τα συνδέει με τις
εμπειρίες του, δεν είναι ακόμη σε θέση να σκεφθεί με βάση τους κανόνες της λογικής ούτε
να διαμορφώσει έννοιες. Σε αυτό το στάδιο παρατηρείται το προσφιλές στον Piaget θέμα
των παράλληλων μονολόγων στα μικρά παιδιά. Το παιδί πιστεύει ότι οι άλλοι ξέρουν τις
λέξεις που χρησιμοποιεί (εγωκεντρισμός), και αυτό φαίνεται από την ευκολία με την οποία
τα νήπια που προέρχονται από διαφορετικές χώρες και μιλούν διαφορετικές γλώσσες
«συνομιλούν» με τις ώρες καθώς παίζουν στις παραλίες τα καλοκαίρια.
Στάδιο της διαισθητικής σκέψης (4-8 ετών). Η έννοια που έχει το παιδί για τον αριθμό
εξαρτάται από τα αντικείμενα και τον χώρο που καταλαμβάνουν. Το ίδιο συμβαίνει με τις
έννοιες της ποσότητας, του βάρους, του όγκου και του μήκους, αλλά αργότερα, σε αυτό το
στάδιο, εξοικειώνεται με αυτές τις έννοιες. Μαθαίνει άλλες 2.500 λέξεις, διαθέτει δηλαδή
συνολικά περί τις 4.000 λέξεις, πολύ κοντά στον μέσο όρο των ενηλίκων. Δεν μπορεί
212

ακόμη να συλλάβει τα πράγματα στην ολότητά τους, ούτε να συνδυάσει αφηρημένα


στοιχεία.
Στάδιο του σκέπτεσθαι επί συγκεκριμένων πραγμάτων (8-11 ετών). Η σκέψη καθορίζεται από
συγκεκριμένα πράγματα (concrete thinking). Το παιδί είναι σε θέση να κάνει λογικές
σκέψεις επί τη βάσει πραγμάτων και λειτουργιών, αλλά όχι επί τη βάσει λέξεων. Ταξινομεί
και συστηματοποιεί τα πράγματα και καταλαβαίνει την ποσότητα και τη ροή του χρόνου.
Αποκτά ένα σύστημα σκέψης με συνοχή και συνάρτηση, το οποίο τροφοδοτείται και
διαμορφώνεται από εμπειρίες αλλά όχι ακόμη από έννοιες.
Στάδιο τυπικού ή αφαιρετικού σκέπτεσθαι (11-14 ετών). Το παιδί αρχίζει να σκέπτεται
ανεξαρτήτως των συγκεκριμένων πραγμάτων αλλά επί τη βάσει προτάσεων. Μπορεί στην
αρχή να χειρίζεται απλές αφηρημένες έννοιες (πατρίδα, κοινωνία κ.λπ.) και να βγάζει
συμπεράσματα από υποθέσεις∙ αργότερα, να χρησιμοποιεί επιχειρήματα σε μια συζήτηση,
να κάνει αφαιρετικούς συλλογισμούς και θεωρητικές σκέψεις, να σκέπτεται πάνω στις
σκέψεις του, να καταλαβαίνει τις μεταφορικές έννοιες και τις αλληγορίες. Θα πρέπει όμως
να σημειωθεί ότι μόνο μια μικρή μειονότητα ανθρώπων μπορεί να πετύχει κάτι παραπάνω
από τη στοιχειώδη βάση αυτού του σταδίου.
Μετά την εφηβεία, σύμφωνα με τον Piaget, δεν εμφανίζεται άλλο σύστημα νοητικής
ανάπτυξης. Από εκεί και πέρα αρχίζει μια διαδικασία συσσώρευσης βιωμάτων, εμπειριών,
γνώσεων και σκέψεων διαμορφώνοντας την πνευματικότητα του ανθρώπου, που ενδέχεται
να έχει, σε σπάνιες περιπτώσεις και με τη βοήθεια της τύχης, μια κατάληξη εξαιρετική στα
όρια της νοηματικής ωριμότητας και της σοφίας.

ΟΜΙΛΙΑ. Η γλώσσα είναι αποτέλεσμα πολύπλοκης νευρωνικής δραστηριότητας που


επιτρέπει την έκφραση ή πρόσληψη (μέσα από ακουστικά, γραφικά, μιμηκά, χειρονομιακά
σημεία) ποικίλων ψυχολογικών και συναισθηματικών καταστάσεων, χρησιμοποιώντας
αισθητηριακές και κινητικές λειτουργίες που αρχικώς, από ανθρωπολογική εξελικτική άποψη,
δεν είχαν μια τέτοια εξειδίκευση. Η ανθρώπινη γλώσσα είναι δυνατόν να θεωρηθεί
παραλλαγή ενός γενικότερου συστήματος επικοινωνίας που κυριαρχεί στους ζώντες
οργανισμούς αυτού του πλανήτη. Μεταξύ αυτού του συστήματος επικοινωνίας και της
ανθρώπινης παραλλαγής του υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή, η ομιλία. Ωστόσο, δεν
μπορεί να υποστηριχθεί απόλυτα ότι η γλώσσα είναι αποκλειστικά ανθρώπινο
χαρακτηριστικό, αφού σε πολλά ζωικά είδη έχουν αναπτυχθεί πολύπλοκα και αξιόλογα
συστήματα επικοινωνίας που, όχι τόσο σε επίπεδο εκφραστικότητας αλλά σε επίπεδο
συμβολικής, είναι συγκρίσιμα με την ανθρώπινη γλώσσα. Η χρήση συμβόλων δεν είναι
προνόμιο των ανθρώπων. Και τα ζώα επικοινωνούν με σήματα, αλλά οι άνθρωποι εκτός από
αυτά χρησιμοποιούν κυρίως τις έννοιες, όπως αυτές εκφράζονται στην ομιλία και στη γραφή
με τις λέξεις, οι οποίες είναι τα σύμβολα των εννοιών. Κατέχουν επίσης οι άνθρωποι
δυνατότητες χρήσης γραμματικής και συντακτικού.
Η γλωσσική ικανότητα είναι αποτέλεσμα εγγενών χαρακτηριστικών του ανθρώπινου
εγκεφάλου. Η περίοδος κατά την οποία το παιδί αρχίζει να ομιλεί είναι η ίδια σε όλους τους
πολιτισμούς. Σύμφωνα με τον Chomsky (Chomsky 1957), το νήπιο μαθαίνει τη γλώσσα
κάνοντας συνεχή σύγκριση των ειδικών χαρακτηριστικών της με ένα παγκόσμιο γενετικά
καθορισμένο σύστημα γλωσσικών κανόνων. Όλες οι γλώσσες έχουν κοινά χαρακτηριστικά,
όπως σύμφωνα και φωνήεντα και κοινούς γραμματικούς κανόνες. Η γενετική και η γλωσσική
εξέλιξη έχουν στενή σχέση. Τα γονίδια, οι λαοί και οι γλώσσες απομακρύνθηκαν εξαιτίας μιας
σειράς μεταναστεύσεων οι οποίες, από ό,τι φαίνεται, άρχισαν στην Αφρική και απλώθηκαν
μέσα από την Ασία στην Ευρώπη, στην Αμερική και στην Αυστραλία. Η κατανομή των
γονιδίων συσχετίζεται εκπληκτικά με την κατανομή των γλωσσών, τόσο πολύ που σε
συγκεκριμένες περιπτώσεις μια γλώσσα ή μια οικογένεια γλωσσών μπορεί να συμβάλει στην
αναγνώριση ενός γενετικού πληθυσμού (Cavalli-Sfortza 1991) και το αντίστροφο.
Οι λέξεις και τα φωνήματα θεωρούνται βασικές μονάδες της ομιλίας. Τα φωνήματα είναι
οι δομικοί λίθοι των λέξεων σε φωνητικό επίπεδο και οι λέξεις οι αντανακλάσεις, όχι πάντοτε
απόλυτες, των εννοιών που το άτομο επιχειρεί να εκφράσει. Εκτός από τον φωνολογικό
χαρακτήρα η ομιλία έχει επίσης έναν χαρακτήρα μορφολογικό, που αφορά την εμφάνιση και
το ύφος της, έναν συντακτικό, που αφορά τη δομή της, το πώς δηλαδή οι λέξεις δομούνται σε
213

φράσεις και προτάσεις, και έναν σημασιακό, που σχετίζεται με το νοηματικό περιεχόμενό της.
Το γλωσσικό ύφος διαφέρει από τη μία ηλικιακή περίοδο στην άλλη. Το πηλίκον του αριθμού
των ρημάτων (ενεργητικές λέξεις) διά του αριθμού των επιθέτων (ποιοτικές λέξεις) ποικίλλει
αναλόγως της ηλικίας. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου έχει βρεθεί (Buseman 1925)
ότι υπάρχει ένα είδος ρυθμικής εναλλαγής των «ενεργητικών» και των «ποιοτικών» φάσεων.
Στις πρώτες το πηλίκον είναι υψηλό, στις δεύτερες χαμηλό και θεωρείται οτι είναι δείκτης της
συναισθηματικής σταθερότητος και του επιπέδου των πραγματοποιήσεων του ατόμου για τη
συγκεκριμένη ηλικιακή φάση.

Από αναπτυξιακή άποψη ομιλία και σκέψη συνδέονται στενά, ενώ ο ρόλος του κοινωνικού
περιβάλλοντος στην εξελικτική πορεία τους είναι καθοριστικός. Οι ψυχογλωσσολόγοι δίδουν
μεγαλύτερη έμφαση στη δομή της γραμματικής από ό,τι στο περιεχόμενο της ομιλίας του
παιδιού. Το παιδί κατά το δεύτερο έτος της ηλικίας του αποκτά μια αρχαϊκή γραμματική
χρησιμοποιώντας απλούς συνδυασμούς δύο «αξονικών λέξεων» που τις συνδυάζει και με
άλλες λέξεις κατασκευάζοντας απλές τηλεγραφικές προτάσεις. Υπάρχουν μεγάλες κοινωνικές
και ταξικές διαφορές αυτής της διαδικασίας αλλά και του τρόπου που οι γονείς επεκτείνουν
αυτές τις απλές προτάσεις. Οι γονείς της μεσαίας τάξης, για παράδειγμα, επεκτείνουν όχι
μόνο τη γραμματική πολυπλοκότητα αλλά και το φάσμα των ιδεών που εκφράζονται από το
παιδί, και ίσως αυτός είναι ο λόγος που τα παιδιά της μεσαίας τάξης βρίσκονται σε γλωσσικά
πλεονεκτικότερη θέση όταν αρχίζουν το σχολείο.

Βιολογικό υπόστρωμα. Η κλασική νευροψυχολογική άποψη περί του βιολογικού


υποστρώματος της σκέψης και της ομιλίας συνίστατο στο ότι, όπως οι διάφορες ανατομικές
ενότητες του πρωτοταγούς φλοιού είναι εξειδικευμένες για τις βασικές αισθητικές και κινητικές
λειτουργίες, κατά παρόμοιο τρόπο είναι εξειδικευμένες και κάποιες ενότητες του συνειρμικού
φλοιού για τις πιο πολύπλοκες γνωσιακές και γλωσσικές λειτουργίες. Για παράδειγμα, το
κέντρο κατανόησης της ομιλίας είναι η περιοχή Wernicke, ενώ το κινητικό κέντρο εκφοράς
της στους δεξιόχειρες είναι ο κάτω μετωπιαίος έλικας του αριστερού ημισφαιρίου, η περιοχή
Broca. Στην κλασική του εργασία ο Broca (1861) περιγράφει μια βλάβη που βρισκόταν στο
κάτω και οπίσθιο τμήμα του μετωπιαίου λοβού (πεδίο 44) και είχε προκαλέσει αργόσυρτη
ομιλία, παραμόρφωση των λέξεων, πτώχευση της γραμματικής και του συντακτικού με
παρόμοιες διαταραχές και στη γραφή, αν και η ικανότητα του ασθενούς να τραγουδήσει δεν
είχε διαταραχθεί. Σήμερα οι νεότερες απεικονιστικές μέθοδοι (μαγνητοεγκεφαλογραφία, fMRI,
PET κ.λπ.) δίδουν λεπτομερέστερη εικόνα (Παπανικολάου 2005), χωρίς να αναιρούν τις
παγιωμένες αντιλήψεις. Σχετικά με την ημισφαιρική πλαγίωση φαίνεται ότι το κάθε ημισφαίριο
συμβάλλει κατά τον δικό του τρόπο στην κατανόηση, επεξεργασία και έκφραση των
γλωσσικών στοιχείων.
 Τα βασικά χαρακτηριστικά της ομιλίας –λεξικό, γραμματική και άρθρωση– είναι
λειτουργίες που ελέγχονται από το αριστερό ημισφαίριο. Το αριστερό ημισφαίριο βρίσκει
σημασιολογικές ομοιότητες μεταξύ λέξεων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά με στενή
μεταξύ τους σχέση και αναλύει τις λέξεις στις έσχατες φωνολογικές μονάδες τους. Οι
κατώτερες ινιοκροταφικές περιοχές στο αριστερό ημισφαίριο εμπλέκονται στην
επεξεργασία γραπτών λέξεων και αλυσίδων γραμμάτων. Βλάβες στο αριστερό
ημισφαίριο κατά τη νηπιακή ηλικία μπορεί να οδηγήσουν σε ποικίλες αφασικές
διαταραχές χωρίς διαταραχές στην κοινωνικότητα του παιδιού.
 Το δεξιό ημισφαίριο βρίσκει σημασιολογικές ομοιότητες μεταξύ λέξεων που έχουν κοινά
χαρακτηριστικά αλλά με μακρινή μεταξύ τους σχέση, αναγνωρίζει τις λέξεις ως οπτικά
σύνολα (visual gestalt), αντιλαμβάνεται και εκφράζει τα σχήματα λόγου. Και άλλα
χαρακτηριστικά της ομιλίας, όπως η μελωδικότητα, οι παύσεις, ο χρονισμός (timing), η
προφορά και ο τονισμός, ελέγχονται επίσης από το δεξιό ημισφαίριο και αποτελούν τα
προσωδιακά χαρακτηριστικά της ομιλίας, τα οποία της προσδίδουν εκφραστικότητα και
τόνο αλλά και κάποια στοιχεία από τη συναισθηματική της σημασία. Βλάβες στο δεξιό
ημισφαίριο κατά τη νηπιακή ηλικία μπορεί να οδηγήσουν σε μία κατάσταση όπου το
άτομο δυσκολεύεται να χειρισθεί καινούργιες και περίπλοκες περιβαλλοντικές
καταστάσεις, ενώ οι γλωσσικές του δυνατότητες αναπτύσσονται κανονικά. Το
214

αποτέλεσμα είναι το άτομο να έχει μεν λεκτική ευχέρεια αλλά να είναι αδέξιο, άκομψο, και
δύσκολα να δέχεται την αλλαγή ενώ η ομιλία του είναι χαρακτηριστικά ρηχή (σύνδρομο
της ομιλίας του κοκτέιλ πάρτι).
 Διεργασίες της σκέψης όπως η ανάλυση, η σύνθεση, η σύγκριση, η επίλυση
προβλημάτων επιτελούνται στις συνειρμικές περιοχές του φλοιού, κυρίως στον μετωπιαίο
λοβό. Ασθενείς με βλάβες στους μετωπιαίους λοβούς παρουσιάζουν αδυναμία επιλογής
μιας άλλης μεθόδου εργασίας, διαφορετικής από εκείνη που ήξεραν για την επίλυση του
προβλήματος. Το planum temporale είναι δομή της περιοχής Wernicke στη γωνία της
αύλακος του Sylvious, που καλύπτεται από τον οπίσθιο κροταφικό λοβό, ανεπτυγμένη
μόνον στο ανθρώπινο είδος. Σχετίζεται με την ικανότητα για ομιλία και επικοινωνία. Οι
μορφολογικές διαταραχές της σκέψης, που παρατηρούνται κυρίως στις σχιζοφρενικές
ψυχώσεις, ίσως έχουν την αφετηρία τους σε βλάβες αυτής της περιοχής.
 Στην προσπάθεια εξιχνίασης της απαρχής της ομιλίας, πρόσφατες μελέτες
περιλαμβάνουν και την παρεγκεφαλίδα. Σύμφωνα με αυτές η παρεγκεφαλίδα στον
άνθρωπο, ιδιαίτερα ο οδοντωτός πυρήνας, αναπτύχθηκε παράλληλα με τους
μετωπιαίους λοβούς και μετά από γονιδιακές μεταλλαξιογόνες διαδικασίες
δημιουργήθηκαν μεταξύ τους συνδέσεις που σχημάτισαν ένα μετωπο-παρεγκεφαλιδικό
κύκλωμα το οποίο κατέστησε δυνατή την ομιλία, κυρίως στο επίπεδο της άρθρωσης
λέξεων και φράσεων.
Οι περιοχές του εγκεφάλου στις οποίες υποτίθεται ότι σχηματίζονται οι έννοιες δεν είναι
σταθερά τεκμηριωμένες. Αυτό είναι και το αξονικό επιχείρημα της ολιστικής εκδοχής, η οποία
θεωρεί τη φασία συνολική συμβολική δραστηριότητα που πρέπει να εξετάζεται ανεξάρτητα
από το εγκεφαλικό υπόστρωμα. Δεν υπάρχει ένα μοναδικό κέντρο για τη γλώσσα, αλλά ο
εγκέφαλος διανέμει τις γλωσσικές διαδικασίες σε πολλά νευρωνικά κυκλώματα. Υπάρχουν
π.χ. περιοχές «σύγκλισης» όπου έρχονται σε συνάφεια χωριστά τοποθετημένες ιδιότητες
μίας λέξεως ή φράσεως. Η πρώτη γλώσσα του κάθε ανθρώπου είναι στενά οργανωμένη σε
συγκεκριμένα νευρωνικά κυκλώματα. Οι άλλες γλώσσες που μαθαίνει αργότερα είναι
λιγότερο οργανωμένες στον εγκέφαλο, γι’ αυτό χρειάζεται περισσότερο χρόνο να βρει τις
λέξεις.

Θεωρίες για τη γλώσσα. O Pavlov, ήδη από το 1924, διατύπωσε τη γνώμη ότι τα
συμπεράσματα από τη μελέτη των εξαρτημένων αντανακλαστικών στα ζώα ισχύουν και για
τη συμπεριφορά του ανθρώπου, με τη διαφορά ότι στον άνθρωπο δρουν σαν εξαρτημένα
ερεθίσματα («σήματα») όχι μόνον αντικείμενα αλλά και λέξεις που «σημαίνουν» τα
αντικείμενα. Οι μπηχαβιοριστές (Skinner 1957) πιστεύουν ότι η γλώσσα είναι μια
συμπεριφορά που μαθαίνεται και ότι αντιπροσωπεύει ειδική περίπτωση σε σχέση με άλλες
συμπεριφορές κατά το ότι μπορεί να γενικεύεται απεριόριστα. Το αδύνατο σημείο της
μπηχαβιοριστικής θεωρίας για τη γλώσσα είναι ότι δεν δίδει πειστική απάντηση στο ερώτημα:
πώς ενώνονται οι λέξεις σε νέες μη τυποποιημένες εκφράσεις, δηλαδή πώς εξηγείται η
δυνατότητα παραγωγής τεράστιου αριθμού προτάσεων από σχετικά περιορισμένο αριθμό
λέξεων και φράσεων.
Σύμφωνα με το τριαδικό σύστημα του Peirce (1935), ένα σημείο μόνο του δεν είναι
φορέας σημασίας. Η σημασία του προκύπτει όταν κάποιος απαντήσει σε αυτό. Η σημασία
δεν είναι ιδιοκτησία του σημείου αλλά της σχέσης μεταξύ του σημείου και του προσώπου
που το προσλαμβάνει και απαντάει σε αυτό. Έτσι η σημασία περιλαμβάνει τριαδικές σχέσεις
μεταξύ του σημείου, του χρήστη του σημείου και της σηματοδοτούμενης έννοιας. Σύμφωνα
με τον Peirce, η συνομιλία δεν τελειώνει ποτέ παρά μόνο τελετουργικά με εξωτερική
απόφαση, αφού αποτελεί μια συνεχή σειριακή αλληλοδιαδοχή σημείων που είναι ερεθίσματα
και σημείων που είναι απαντήσεις.
Η θεωρία της πληροφορίας (Shanon and Weaver 1949) ασχολείται με τα σημεία: την
κωδικοποίησή τους, τις συχνότητες, την κατανομή και τα σφάλματα κατά τη μετάδοσή τους.
Η πληροφορία μπορεί να είναι κωδικοποιημένη σε σημεία, σύμβολα ή έννοιες, οπότε στην
αξία της συνεκτιμάται και η δυνατότητα αποκωδικοποίησής της, αλλά μπορεί και να είναι
αδρή πρώτη ύλη προερχόμενη κατευθείαν από τα πράγματα. Η πληροφορία έχει δύο
βασικές πλευρές: μία φυσική-αντικειμενική και μία βιωματική. Η συνειδητή εμπειρία είναι μια
215

πληροφοριακή κατάσταση, η άλλη πλευρά της οποίας είναι μέρος μιας φυσικής εγκεφαλικής
διεργασίας.
Ο Chomsky (1957) υποστηρίζει ότι το ανθρώπινο είδος στο σύνολό του διαθέτει μιαν
έμφυτη και ειδική γλωσσική ικανότητα εγκατεστημένη στον εγκέφαλο, αυτό που ονόμασε
«παγκόσμια γραμματική», η οποία σε αλληλεπίδραση με παράγοντες προερχόμενους από
το διαπροσωπικό και το κοινωνικό περιβάλλον του, συμπεριλαμβανομένης και της
γλωσσικής ατμόσφαιρας στην οποία ζει, ολοκληρώνει τη γλωσσική δομή και λειτουργία του
κάθε ανθρώπου. Η γλώσσα αποτελείται από δύο συνιστώσες: ένα απόθεμα λέξεων και ένα
σύνολο κανόνων βάσει των οποίων διαμορφώνονται οι νόμιμες ακολουθίες των λέξεων.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ. Επικοινωνία, στους ανθρώπους, είναι η μεταβίβαση πληροφορίας από


άτομο σε άτομο και η ουσία της έγκειται στο ότι προάγει τη διαπροσωπική αλληλεπίδραση.
Απαραίτητος όρος της ψυχολογικής ανάπτυξης του ανθρώπου και θεμελιώδες κοινωνικό
φαινόμενο, καθότι αναφέρεται πάντοτε σε σχέσεις. Είναι μέθοδος μεταφοράς επιθυμιών,
συγκινήσεων, ιδεών, μέσω συστημάτων συμβόλων, κυριότερο από τα οποία είναι οι λέξεις.
Επιτελείται μέσα από διαδικασίες χρησιμοποίησης κοινωνικώς κωδικοποιημένων και
καθολικώς αποδεκτών συστημάτων, τα οποία απαρτίζονται από σήματα και σύμβολα
εκφραζόμενα προφορικώς, γραπτώς ή εξωλεκτικώς διά της εκφραστικότητος του προσώπου
και του σώματος. Βασικές προϋποθέσεις της επικοινωνίας δεν είναι μόνο ο πομπός και ο
δέκτης, αλλά και το μήνυμα, καθώς και το μέσον διά του οποίου αυτό διακινείται. Ως
διαδικασία μπορεί να έχει πλήθος παραλλαγών, οι οποίες αφορούν τον χρόνο και τον χώρο
μέσα στον οποίο επιτελείται, το είδος των πομπών ή των δεκτών, καθώς και το είδος της
πληροφορίας. Η μετάδοση από άτομο σε άτομο, από άτομο σε ομάδα, από ομάδα σε ομάδα,
ή από ομάδα σε άτομο, μπορεί να περιλαμβάνει οτιδήποτε, από ένα απλό εξωλεκτικώς
εκφραζόμενο συναίσθημα μέχρι σύνολα κοινωνικής πείρας και πολιτισμικής παράδοσης.
Μπορεί να είναι σκόπιμη διαδικασία, όπου η μεταβίβαση του μηνύματος γίνεται με στόχο τον
επηρεασμό του άλλου, ή να είναι συναλλακτική διαδικασία, κατά την οποία επιτελείται
αμοιβαία αλληλεπίδραση, καθώς και συμβολική επικοινωνία, με χρήση ιδιαίτερων συμβόλων.
Έχει υποστηριχθεί ότι οι διαταραχές της σκέψης στη σχιζοφρένεια έχουν αιτιοπαθογενετική
σχέση με γνωσιακά ελλείμματα στο γλωσσικό και το εξωγλωσσικό σύστημα επικοινωνίας
των ασθενών με τη μητέρα τους. Σύμφωνα με τη θεωρία του διπλού δεσμού (double-bind
theory) του Bateson (Bateson 1960), η παθολογία της επικοινωνίας στις σχέσεις μητέρας και
παιδιού είναι χαρακτηριστική στη σχιζοφρένεια (βλ σχετικό κεφάλαιο).

Σημείο. Η πληροφορία διακινείται και μεταβιβάζεται μέσω των σημείων, της σηματοδότησης
και της σημασίας. Για την πληροφορία υπάρχει μόνο αυτό που μπορεί να σηματοδοτηθεί.
Κάθε καινούργια έννοια απαιτεί ένα καινούργιο σημείο. Γλωσσικά σημεία, οδικά σημεία,
νομίσματα, μαθηματικά σύμβολα, αποτελούν ομάδες σημείων που έχουν εφευρεθεί από τον
άνθρωπο και δομούν τις χειρονομίες, τη γλώσσα, τις εικόνες, τα σύμβολα, τις έννοιες. Η
σύνταξη των σημείων περιλαμβάνει την ταξινόμηση και κατάταξη των σημείων καθαυτά
χωρίς αναφορά στη σημασία τους, ενώ η σημασία αφορά τις τυπικές σχέσεις μεταξύ των
σημείων και των σηματοδοτούμενων εννοιών τους, όπως στη λογική, στα μαθηματικά κ.λπ.

Σύμβολο. Οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως κοινά αποδεκτό σε ένα ορισμένο πολιτισμικό


πλαίσιο για να αντιπροσωπεύει ή να αναπαριστά κάτι συγκεκριμένο ή οριοθετημένο (π.χ. μια
έννοια ή μια ιδέα) μπορεί να θεωρηθεί σύμβολο. Ο άνθρωπος δεν ζει σε ένα σύμπαν καθαρά
φυσικό αλλά και σε ένα σύμπαν συμβολικό. Ο μύθος, η γλώσσα, η γνώση και η τέχνη είναι
μορφές συμβολικής δραστηριότητας του ανθρώπου.

Η εξωγλωσσική ή εξωλεκτική επικοινωνία περιλαμβάνει εκφράσεις του προσώπου, το


βλέμμα και τη γλώσσα του σώματος, δηλαδή τις χειρονομίες, τις στάσεις και τις κινήσεις του.
Όλα αυτά μεταφέρουν μηνύματα και επομένως εντάσσονται στο σύστημα επικοινωνίας.
Όταν ο προφορικός λόγος συνοδεύεται και από εξωλεκτικές εκφράσεις τότε ο ακροατής που
βλέπει τον ομιλήτη προσλαμβάνει κατά πολύ ακριβέστερη πληροφορία από τον ακροατή που
δεν τον βλέπει.
216

Το πρόσωπο εκφράζει ψυχικές, κυρίως συγκινησιακές καταστάσεις. Έχουν κωδικοποιηθεί


και μελετηθεί αρκετές δεκάδες εκφράσεις του προσώπου, αλλά ο πραγματικός αριθμός
ίσως υπερβαίνει τις πολλές εκατοντάδες.
Το βλέμμα αντανακλά την έκφραση συναισθημάτων, την αναζήτηση ή εκπομπή
πληροφορίας, έχει επίδραση στον άλλον και ρυθμίζει τον χαρακτήρα μιας διαπροσωπικής
διαδικασίας. Στην εκφραστικότητα του βλέμματος συμβάλλουν τα βλέφαρα, τα φρύδια, και
όλο το περί αυτά μυικό σύστημα. Μπορεί να είναι ελκυστικό, παγωμένο, σαγηνευτικό,
τρυφερό, ερωτικό, διερευνητικό. Αποφυγή της βλεμματικής επικοινωνίας υποδηλώνει μια
στάση κατά τη διάρκεια της διαπροσωπικής επαφής που μπορεί να έχει ιδιαίτερη σημασία
ακόμη και κλινική.
Φωνητικά φαινόμενα ανεξαρτήτως του περιεχομένου της ομιλίας, όπως τόνος της φωνής,
δισταγμοί, επαναλήψεις εκφράσεων, επιφωνήματα, είναι εξωλεκτικά φαινόμενα διά των
οποίων εκδηλώνονται συναισθηματικές καταστάσεις ή εκφράζονται έννοιες και
πληροφορίες. Το πρώτο φώνημα, η κραυγή αποχωρισμού (separation cry) του νεογνού
από τη μητέρα, που εμφανίσθηκε σε κάποιο μετα-ερπετοειδές πριν από 180 εκατ. χρόνια
έχει θεωρηθεί ως η αρχαϊκή αφετηρία αυτού που κατά την εξέλιξη των ειδών, και μέσω των
θηλαστικών, κατέληξε στον νεοφλοιό και στην ανθρώπινη ομιλία.
Χειρονομίες εμφανίζονται κατά την περιγραφική ομιλία, κυρίως όταν δυσχεραίνεται η λεκτική
έκφραση ή κατά την έκφραση συναισθημάτων. Κάθε άτομο έχει ένα δικό του σύνολο και
στυλ χειρονομιών. Μερικές χειρονομίες έχουν αποκτήσει συμβολικό χαρακτήρα όπως η
υψωμένη γροθιά των κομμουνιστών, η μούντζα στους καυγάδες, τα δάκτυλα της νικής του
Τσώρτσιλ κ.λπ.
Οι χειρονομίες, οι αλλαγές στη στάση του σώματος, οι κινήσεις της κεφαλής, ο χορός κ.λπ.
δεν παραπέμπουν τόσο πολύ σε ψυχικές καταστάσεις, όπως συμβαίνει με τη λεπτότητα των
εκφράσεων του προσώπου και του βλέμματος, παρέχουν ωστόσο αρκετές γενικού
χαρακτήρα πληροφορίες. Στις πολύ πρωτόγονες φυλές που το λεξιλόγιο τους είναι εξαιρετικά
περιορισμένο, στο σκοτάδι –στη διάρκεια του οποίου ούτως ή άλλως κοιμούνται- δεν είναι
δυνατόν να συννενοηθούν επαρκώς επειδή οι εκφραζόμενες έννοιες είναι ατελείς αν δεν
συνοδεύονται από χαρακτηριστικές εξωλεκτικές εκφράσεις.

Γλωσσική επικοινωνία. Η φυσική γλώσσα ολοκληρώνεται ως σύστημα επικοινωνίας μέσα


από την οργάνωση και λειτουργία δύο συντακτικών δομών, της επιπολής και της εν τω βάθει.
Η εκφορά του λεκτικού σήματος (επιπολής δομή) συνδυάζεται με μια ταχύτατη ψυχική
ανάλυση που αναδεικνύει το νόημα της έκφρασης (εν τω βάθει δομή). Η σχέση ήχου και
νοήματος, επιπολής και εν τω βάθει δομής, απαρτίζει τη φυσική γλώσσα ως σύστημα
επικοινωνίας. Σε αυτήν περιλαμβάνονται, εκτός από την προφορική και τη γραπτή γλώσσα,
κρυπτογραφικοί κώδικες, χημικοί τύποι, οδικά σήματα, κώδικες των Η/Υ, σήματα Μορς, και
μια ποικιλία άλλων μετασχηματισμών της. Η κατάσταση ιδεώδους ομιλίας (ideal speech
situation) διατυπώθηκε ως έννοια από τον Habermas (1987). Είναι κατάσταση κατά την
οποία τα άτομα επικοινωνούν ελεύθερα χωρίς παρέμβαση εσωτερικών (ψυχοπαθολογία) ή
εξωτερικών (προπαγάνδα πολιτική ή εμπορική) διαστρεβλωτικών παραγόντων και οδηγεί
στην εγκατάσταση γνήσιας επικοινωνίας. Αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι αφενός είναι
αδύνατον να ελεγχθεί εμπειρικώς η γνησιότητά της, αφού η επικοινωνία είναι υποκειμενικό
φαινόμενο, και αφετέρου ότι πρακτικώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί μια τέτοια
κατάσταση, αφού οι διαστρεβλωτικοί παράγοντες είναι παρόντες σε κάθε εκδήλωση της
ανθρώπινης ζωής.

Εξέταση της σκέψης. Η ανάλυση της ομιλίας περιλαμβάνει μελέτη της μορφολογίας, της
σύνταξης, της συνεκτικότητας και της σημασίας που εμπεριέχεται σε αυτήν. Η ανάλυση της
ομιλίας δεν είναι ο μόνος έγκυρος τρόπος ανάλυσης της σκέψης, είναι όμως ο
προσφορότερος. Σε ερευνητικό επίπεδο η ανάλυση δειγμάτων ομιλίας επιτελείται με τη
βοήθεια Η/Υ, κατά την οποία γίνεται εκτίμηση διαφόρων παραγόντων, όπως ευχέρεια και
αρτιότητα του λόγου, πολυπλοκότητα, συντακτική ανάλυση της ομιλίας κ.λπ. Σε κλινικό
επίπεδο συνήθως χρησιμοποιούνται ειδικές δοκιμασίες, όπως η δοκιμασία Gordstein-
Scheerer κατά την οποία παρουσιάζεται στον εξεταζόμενο μια ομάδα ετερόκλητων
217

αντικειμένων και ζητείται από αυτόν να τα ξεχωρίσει σε ομάδες και να αιτιολογήσει την
ομαδοποίηση που επέλεξε. Η συγκλίνουσα (convergent) σκέψη εξετάζεται με δοκιμασίες
κατά τις οποίες για κάθε ερώτηση προσφέρονται πολλές απαντήσεις μεταξύ των οποίων
βρίσκεται και η σωστή. Η μελέτη των μορφολογικών ή δομικών διαταραχών της σκέψης
γίνεται με τη χρήση ειδικών κλιμάκων, όπως η κλίμακα της Andreasen (1979) για τη σκέψη,
τη γλώσσα και την επικοινωνία. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται αξιόλογη προσπάθεια
μελέτης της ομιλίας πασχόντων από ψυχιατρικές διαταραχές, ιδιαίτερα σχιζοφρενών και
μανιοκαταθλιπτικών, αφού η λειτουργικότητα της σκέψης εκτιμάται κατά την εξέταση του
προφορικού και του γραπτού λόγου (Morice and Ingram 1980, Fraser et al 1985).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΠΟΝΤΗ Ε. (2005). Τα «στάδια γνωστικής ανάπτυξης» του Piaget και ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός του
Vygotsky». Ψυχοαπαιδαγωγικές συνέπειες των αποκλίσεων και συγκλίσεών τους. Τετρ Ψυχιατρ. 92:66-70.
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ Α. (2005). Σύγχρονες απεικονιστικές μέθοδοι διερεύνησης της γλώσσας. Σύναψις 01:50-57.

ANDREASEN NC. (1979). Thought, language, and communication disorders I. Clinical assessment, definition of
terms and evaluation of their reliability. Arch Gen Psychiatry 36:1315-1321. II. Diagnostic significance. Arch Gen
Psychiatry 36:1325-1330.
BATESON G. (1960). Minimal requirements for a theory of schizophrenia. Arch Gen Psychiatry. May;2:477-91.
BONO E. (1975). Lateral Thinking: Creativity Step-by-Step. Harper Collins.
BROCA P. (1861). Nouvelle observation d’ aphasie produite par une lesion de la 3eme circonvulation frontale.
Bull. Soc. Anatomie, 6(2eme serie), 398-407.
BUSEMAN A. (1925). Die Sprache der Jungend als Ausdruck der Entwicklungsrhy-thmic: Sprachestatistische
Untersuchungen. Iena.
CAVALLI-SFORZA LL. (1991). Genes, Peoples and Languages. Scient Amer 265(5):72-8.
CHANGEUX JP. (1983). L’ homme neuronal, Fayard. Paris.
CHOMSKY N. (1957). Syntactic Structures. The Hague/Paris: Mouton.
FODOR JA. (1981). Representations. Cambridge, Mass. MIT Press.
FRASER WI, KING KM, THOMAS P, KENDELL RE. (1986). The Diagnosis of Schizophrenia by Language Anal-
ysis. Brit. J. Psychiatry 148:275-278.
GUILFORD JP. (1956). The structure of intellect. Psychol Bull 53:267-293.
KOSSLYN S. (1980). Image and Mind. Cambridge, Mass. Harvard Univ. Press.
MORICE R, INGRAM JCL. (1982). Language analysis in schizophrenia. Austr NZ J Psychiatry 16:11-21.
PEIRCE CS. (1935). The Collected Papers of Charles Sanders Peirce. ed Hartshorne C. and Weiss P, Harvard.
PIAGET J. (1977). The development of thought: Equilibration of cognitive structures. Viking Press. New York.
RUSSEL B. (1918). The philosophy of logical atomism.
SHANNON C, WEAVER W. (1949). The Mathematical Theory of Communication. Urbana, University of Illinois
Press.
SKINNER BF. (1957). Verbal Behavior.
VYGOTSKY LS. (1962). Thought and Language. Cambridge, Mass.

24. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ
218

Στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα όλες οι θεωρητικές κατευθύνσεις της ψυχολογίας και της
ψυχιατρικής –ψυχαναλυτικές, μπηχαβιοριστικές, σωματοτυπολογικές και άλλες–
καταπιάστηκαν με κάποιον τρόπο με το ζήτημα της προσωπικότητας. Ωστόσο, παρά την
πληθωρική συνεισφορά τόσων απόψεων η σχετική συζήτηση απέβη εν πολλοίς άκαρπη.
Φώτισε βέβαια αποσπασματικά το τοπίο, στις περισσότερες όμως περιπτώσεις ο
κατακερματισμός σε πλήθος επιμέρους προσεγγίσεις όχι μόνο δεν συνέβαλε στη δημιουργία
μιας πλήρους εικόνας, αλλά μάλλον αποδυνάμωσε τη δυνατότητα κατανόησής της. Ένας
ανασταλτικός παράγοντας που δυσχεραίνει την κατανόηση της προσωπικότητας και οδηγεί
σε παραπλανητικά συμπεράσματα είναι οι επιδράσεις που δέχονται οι μελετητές της από την
περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής και από τις διάχυτες κοινωνικές δοξασίες. Το ιστορικό
πλαίσιο, οι κυρίαρχες ιδεολογίες και οι διάφοροι συρμοί διαμορφώνουν πρότυπα τα οποία οι
άνθρωποι, και φυσικά και οι μελετητές, θαυμάζουν ή αποστρέφονται, μιμούνται ή
καταδιώκουν, αναλόγως των αναγκών της εποχής. Το 1950 ο Adorno, μέσα στα ερείπια που
άφησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, περιέγραψε τον τύπο της «αυταρχικής
προσωπικότητας» –την οποία χαρακτήρισε και ως «δυνητικά φασιστική προσωπικότητα»–,
κυριότερα δομικά στοιχεία της οποίας είναι ο αντισημιτισμός, ο εθνοκεντρισμός, η ακαμψία, ο
πολιτικός και οικονομικός συντηρητισμός, ενώ το μόνο ψυχολογικό χαρακτηριστικό της είναι
η δυσκολία στην ανοχή της αμφιβολίας. Μια άλλη περιγραφή, που εμφανίσθηκε όταν ο
Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στο απόγειό του, αφορά τον «ολοκληρωτικό χαρακτήρα» (που
προφανώς αναφερόταν στους κομμουνιστές), με δομικά στοιχεία τον θαυμασμό της
εξουσίας, την υποταγή σε αυτήν και ταυτόχρονα την ισχυρή επιθυμία άσκησης εξουσίας και
καθυπόταξης των άλλων. Τέτοιες αφετηρίες για τη μελέτη της προσωπικότητας είναι βέβαιο
ότι δεν οδηγούν πουθενά.

Χαρακτήρας (character), ιδιοσυστασία ή ιδιοσυγκρασία (temperament) είναι συνήθεις


συνώνυμες εκφράσεις για την προσωπικότητα (personality), αν και καθεμιά έχει κάποια δική
της ιδιαίτερη ποιότητα και σημασία. Ως τελικός εκφραστής προσωπικότητα αναπαριστά
επιφανειακά, κοινωνικού τύπου στοιχεία, που συχνά πίσω τους κρύβεται ο πραγματικός
χαρακτήρας, πίσω από τον οποίο κρύβεται μια χαρακτηριστική ιδιοσυγκρασία.
O χαρακτήρας θεωρείται ότι είναι γενετικά καθορισμένος και αναλλοίωτος, όπως και η
ιδιοσυγκρασία, αλλά από μια ψυχοκοινωνική οπτική ίσως αφορά πλευρές της συμπεριφοράς
που έχουν μια χροιά ηθικότητας («άψογος ή κακός χαρακτήρας»). Για πολλούς μελετητές
είναι ένα στάδιο στη διαδικασία σχηματισμού και ανάπτυξης της προσωπικότητας. Έχει
θεμέλιο ένα πρωτογενές κίνητρο, ένα ορμέμφυτο, το ένστικτο της αυτοανάπτυξης, όπως το
ονόμασαν, και πάνω σε αυτό διαμορφώνονται τα στοιχεία του χαρακτήρα μαζί με την
ανάπτυξη θεμελιωδών ιδιοτήτων, των συναισθημάτων, της νοημοσύνης, της μνήμης, της
προσοχής, του σκέπτεσθαι και της βούλησης.
Η ιδιοσυγκρασία είναι κλασική ιπποκρατική έννοια και παραπέμπει στη μείξη των χυμών
του σώματος. Σύμφωνα με τους σύγχρονους υποστηρικτές της έννοιας της ιδιοσυγκρασίας
(Betz and Thomas 1979), ο όρος δεν περιορίζεται απλώς σε έναν κατάλογο
χαρακτηριστικών, αλλά πηγαίνει πολύ βαθύτερα. Είναι μια διάθεση «δοσμένη» από τη
γέννηση, σταθερή στον χρόνο. Έχει τις ρίζες της στη βιολογία του οργανισμού, σε αρχέγονα
νευροφυσιολογικά συστήματα και σχετίζεται με την εξωτερική εκδήλωση λειτουργιών όπως η
ενεργητικότητα, το συναίσθημα, η εγρήγορση και η επαγρύπνηση, και επιδρά στη
συμπεριφορά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Σχετίζεται με τη λειτουργία εκείνων των
αξονικών συστημάτων του οργανισμού που παράγουν ενέργεια, συναισθηματικό τόνο,
διατηρούν τα επίπεδα εγρήγορσης και επαγρύπνησης, και την ψυχοκινητικότητα, δηλαδή
συστήματα που απαρτιώνουν την ιδιωτική προσωπική ζωή και τη συναισθηματικότητα του
ανθρώπου. Βασικές πλευρές της σχετίζονται περισσότερο με συγκινησιακά και
συναισθηματικά στοιχεία παρά με νοηματικά και διακρίνονται στους ιδιαίτερους τρόπους
δράσης, στην ποιότητα των συναισθηματικών αντιδράσεων, του στυλ στη συμπεριφορά,
στους χαρακτηριστικούς τρόπους δράσης του ατόμου.
Σύμφωνα με έναν ευρέως αποδεκτό ορισμό, η προσωπικότητα είναι ένα σύνολο
ιδιαίτερων σωματικών, ψυχικών και κοινωνικών γνωρισμάτων, ενοποιημένων και
219

οργανωμένων σε έναν μοναδικό για το κάθε άτομο τρόπο συμπεριφοράς, ο οποίος


προσδιορίζει την προσαρμογή του στο περιβάλλον κάνοντάς το να ξεχωρίζει από τα άλλα
άτομα. Ο Allport (1937) όριζε την προσωπικότητα ως τη δυναμική οργάνωση εντός του
ατόμου των ψυχοφυσικών εκείνων στοιχείων και συστημάτων τα οποία καθορίζουν τις
ιδιάζουσες προσαρμογές του στο περιβάλλον, ενώ κατά τον Whitehorn προσωπικότητα είναι
το οργανωμένο σύστημα τρόπων συμπεριφοράς και στάσεων (attitudes) διαμέσου των
οποίων το άτομο εγκαθιστά ειδικές σχέσεις με τους άλλους και χειρίζεται ενδοπροσωπικές
υποθέσεις και εμπειρίες. Άλλοι ορισμοί μιλούν για οργάνωση σε ενιαίο σύνολο όλων των
έμφυτων και επίκτητων ψυχοφυσικών γνωρισμάτων, όπως υπάρχει και εκδηλώνεται σε κάθε
άτομο, ή ακόμη για το στυλ της συμπεριφοράς που διατηρείται σταθερό στον χρόνο. Αυτό
που προκύπτει από το πλήθος των ορισμών είναι ότι οι θεμελιώδεις λίθοι της έννοιας της
προσωπικότητας είναι η σταθερότητα και η χαρακτηριστικότητα. Τα άτομα εκδηλώνουν
χαρακτηριστικούς τύπους συμπεριφοράς μέσα σε διάφορες καταστάσεις, οι οποίοι έχουν
σταθερότητα στον χρόνο. Καθιερωμένη είναι η άποψη ότι σε κάποια δεδομένη στιγμή στη
διάρκεια της εξελικτικής πορείας του ατόμου, σταθεροποιείται η προσωπικότητα και όποιες
αλλαγές είναι πλέον δύσκολο να πραγματοποιηθούν, εκτός αν συντρέξουν αρκετά σοβαροί
λόγοι. Υπάρχουν όμως ερωτηματικά: ποιο είναι το κριτήριο της σταθερότητας και σε ποιο
σημείο της πορείας προς την ωρίμανση γίνεται αυτό; Και πότε τελειώνει η πορεία προς την
ολοκλήρωση – αν τελειώνει ποτέ; Αυτή η αντίληψη της πάγιας μονιμότητας έχει
παρεμποδίσει τη μελέτη της προσωπικότητας. Η προσωπικότητα δεν είναι παγιωμένη
οντότητα αλλά εξελίσσεται, αποτελείται από μεγάλο αριθμό απλούστερων δομικών
παραγόντων, που και αυτοί εξελίσσονται με ποικίλους ρυθμούς, και επομένως έχει
φαινομενολογία πολυδιάστατη και ρευστή.
Οι ορισμοί της έννοιας της προσωπικότητας που έχουν κατά καιρούς προταθεί διαθέτουν
μεγαλύτερο ή μικρότερο εύρος, αλλά, παρά τις μεγάλες αλληλοεπικαλύψεις, το τελικό
αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό, αφού εντέλει δεν φαίνεται να έχουν συμβάλει στην
κατανόηση της προσωπικότητας ούτε σε κλινικό ούτε σε ερευνητικό ούτε σε θεωρητικό
επίπεδο. Γνήσια κατανόηση και εκτίμηση της προσωπικότητας σημαίνει δυνατότητα
πρόβλεψης της συμπεριφοράς, κάτι που δεν έχει επιτευχθεί, κι αυτό με τη σειρά του δείχνει
τη μεγάλη καθυστέρηση στον τομέα μελέτης της προσωπικότητας και την ουσιαστική
ανεπάρκεια των θεωρητικών μοντέλων και των προτεινόμενων πρακτικών δοκιμασιών.

ΑΞΟΝΕΣ ΔΟΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ. Μια σειρά παραγόντων, βιολογικών και


ψυχοκοινωνικών, πολύ ανθεκτικών στις αλλαγές, διαπλέκονται και λειτουργούν ως κεντρικοί
άξονες επάνω στους οποίους οικοδομείται η προσωπικότητα. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι
εξής:
I. Οι ποικίλες αρχέγονες συμπεριφορές του ανθρώπινου είδους που διαιωνίζονται από
γενεά σε γενεά.
II. Τα συστήματα κοινωνικής σύγκρισης και υποταγής.
III. Οι μηχανισμοί αμύνης του εγώ.
IV. Οι στρατηγικές αντιμετώπισης προβλημάτων και κρίσεων.
V. Οι ικανότητες και ιδιότητες.
VI. Οι κοινωνικοί συντελεστές που συμβάλλουν στη διάπλαση και τον εξευγενισμό της
προσωπικότητας.

I. Αρχέγονες συμπεριφορές. Αρχέγονη συμπεριφορά είναι το τυφλό ξετύλιγμα μιας


σειράς κινήσεων και συμπεριφορών, γενετικά καθορισμένο. Ο θηλασμός, το γέλιο, το κλάμα,
κινήσεις απειλής όπως το βίαιο χτύπημα των ποδιών στο χώμα ή το δείξιμο των δοντιών
είναι απλές αρχέγονες συμπεριφορές. Κατά τη δαρβινική άποψη, μέσα στην αδυσώπητη
πάλη για επιβίωση επιβιώνει ο ισχυρότερος, ταχύτερος και πονηρότερος. Η τελεολογία των
αρχέγονων συμπεριφορών, είναι η προστασία από ενδεχόμενες τραυματικές επιδράσεις που
προέρχονται από δυνάμεις ευρισκόμενες έξω από την ομάδα και η διαμόρφωση ενός ατόμου
ικανού να συμμετάσχει στην πάλη για επιβίωση. Επειδή έχουν σταθερότητα στην εμφάνισή
τους, η συμμετοχή τους στη διαμόρφωση της προσωπικότητας είναι δεδομένη.
220

Από εξελικτική άποψη, οι αιτιακοί παράγοντες των συμπεριφορών εκτείνονται σε τρία


επίπεδα, τα οποία περικλείουν διεργασίες επιτελούμενες σε διαφορετικές χρονικές κλίμακες.
Στο πρώτο επίπεδο, οι προσαρμοστικές διεργασίες αντίληψης, συντονισμού και δράσης
αφορούν διευθετήσεις στα δυναμικά της εκάστοτε κατάστασης στη ζωή του ατόμου και
επιτελούνται σε βραχύτατο χρονικό διάστημα, συνήθως λεπτών. Σε δεύτερο επίπεδο, οι
διευθετήσεις αφορούν χρονικές περιόδους μεγάλου βεληνεκούς, με τη μάθηση και την
εμπειρία στο επίκεντρο των επιτελούμενων διεργασιών. Στο τρίτο επίπεδο, οι διεργασίες
ελέγχονται από τη γενετική αποθήκη και εμπλέκονται στην εξέλιξη του είδους. Ενώ στο
πρώτο και δεύτερο επίπεδο οι διεργασίες αφορούν το άτομο, στο τρίτο επίπεδο
αναπτύσσονται συμπεριφορές που σχετίζονται με σταθερά στοιχεία του περιβάλλοντος, είναι
σταθερές για πολλές γενεές, κρίσιμες από προσαρμοστική άποψη για το είδος, και οι
αλλαγές συμβαίνουν σε χρονικές περιόδους που μετρώνται με γενεές. Π.χ. ο φόβος του
ζώου που σέρνεται και γλιστράει με την κοιλιά –του ερπετού– είναι αρχέγονος, ελέγχεται
γενετικώς και πέρασε στη γενετική αποθήκη, επειδή εκείνοι που εφοβούντο επέζησαν και
μετέφεραν τα κληρονομικά τους χαρακτηριστικά, σε αντίθεση με εκείνους που δεν
εφοβούντο.
Στο πεδίο της εξελικτικής βιολογίας έχει επιτευχθεί η εξακρίβωση και μελέτη λειτουργικών
συστημάτων συμπεριφοράς, τα οποία διακρίνονται σε κλειστά και ανοικτά. Τα πρώτα
περιέχουν προγράμματα συμπεριφοράς που δεν χρειάζονται εξωτερικά ερεθίσματα για να
εκδηλωθούν, σε αντίθεση με τα δεύτερα που για την εκδήλωσή τους απαιτούνται εξωτερικά
ερεθίσματα. Ο Mayr (1974) κατέταξε τις συμπεριφορές σε δύο κατηγορίες, τις μη
επικοινωνιακές (non communicative) και τις επικοινωνιακές (communicative). Η μη
επικοινωνιακή συμπεριφορά απευθύνεται σε μη ενεργώς αντιδρώντα στοιχεία, δηλαδή στο
φυσικό περιβάλλον. Η επικοινωνιακή συμπεριφορά προκαλεί ενεργές απαντήσεις από το
περιβάλλον, δηλαδή αφορά συμπεριφορές που απευθύνονται σε άλλους οργανισμούς. Όταν
απευθύνεται σε μέλη του ιδίου είδους (intraspecific behaviour), εκτείνεται από τις
διαπροσωπικές σχέσεις μέχρι τις κοινωνικές συμπεριφορές. Όταν απευθύνεται σε μέλη
άλλων ζωικών ειδών (interspecific behaviour), αφορά συμπεριφορές παραβίωσης,
παρασιτισμού ή σχέσεις κυνηγού και θηράματος. Σύμφωνα με τον Mayr, η κατανομή των
ανοικτών και κλειστών γενετικών προγραμμάτων διαφέρει αναλόγως του είδους των
συμπεριφορών. Ανοικτά προγράμματα είναι συχνότερα στις μη επικοινωνιακές
συμπεριφορές. Η παράλληλη ή αυτόνομη ανάπτυξη αυτών των αρχέγονων συστημάτων και
μηχανισμών συμπεριφοράς έχει προσαρμοστικό χαρακτήρα.
Κυνηγετικό-αμυντικό σύστημα. Αυτό το αρχέγονο σύστημα συμπεριφοράς διαμορφώθηκε
μέσα από τη φυσική επιλογή κατά την εξέλιξη των θηλαστικών και σχετίζεται με τον ρόλο
του θύτη ή του θύματος που επιβάλλεται στο ζώο από την βιολογική του υπόσταση και από
τις περιστάσεις. Δεν ελέγχεται πλήρως από τη γενετική αποθήκη, αλλά αποτελεί ένα
ανοιχτό πρόγραμμα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα ζώα μπορεί να έχουν μια γενική
καχυποψία για τα μη οικεία ζώα, αλλά η αναγνώριση του εχθρού εξαρτάται περισσότερο
από την εμπειρία. Και αυτό διότι ο κίνδυνος εμφανίζεται σε τόσες πολλές, σύνθετες και
απρόβλεπτες μορφές, ώστε δεν είναι δυνατόν να κωδικοποιηθεί γενετικά στις περισσότερες
περιπτώσεις. Έτσι η μάθηση παίζει κύριο ρόλο στην επιλογή των ερεθισμάτων που
ενεργοποιούν το σύστημα αυτό (Gould and Marler 1984, Arne 1985). Οι συμπεριφορές
αυτού του συστήματος σχετίζονται με βιοχημικές και φυσιολογικές διαδικασίες, όπως
υποδοχείς βενζοδιαζεπίνης στον εγκέφαλο, θήτα δραστηριότητα στον ιππόκαμπο,
καρδιακή λειτουργία, κατεχολαμίνες στα ούρα, απελευθέρωση βαζοπρεσσίνης κ.λπ.
Αυτοπροστατευτικές συμπεριφορές. Σε αυτές τις συμπεριφορές περιλαμβάνονται η
αυτοπεριποίηση, η περιποίηση του σώματος και της εμφάνισης, ο έλεγχος του
περιβάλλοντος και των πραγμάτων, η αμφιβολία. Η προσήλωση στην τάξη έχει τις ρίζες
της στην ανάγκη προσανατολισμού για το ενδεχόμενο φυγής. Τάξη σημαίνει εξασφάλιση
προσανατολισμού σε χώρο και χρόνο. Ανώμαλοι τύποι προστατευτικών συμπεριφορών
καταναγκαστικού τύπου (ονυχοφαγία, τριχοτιλλομανία) ίσως αντιπροσωπεύουν ειδικές για
το είδος συμπεριφορές με προστατευτική σημασία και φαινομενολογικά μπορούν να
ταξινομηθούν ως συμπεριφορές υπερβολικής αυτοπροστασίας ή αυτοπεριποίησης
(grooming).
221

Συμπεριφορές μετάθεσης (displacement behaviours). Οι συμπεριφορές μετάθεσης είναι


στερεότυπες κινητικές δραστηριότητες που εμφανίζονται ως υπερβολικές ή ακατάλληλες,
μοιάζουν με καταναγκαστικές τελετουργίες και είναι χαρακτηριστικές για κάθε ζωικό είδος,
όπως το ράμφισμα, το σκάψιμο, η στροφή της κεφαλής κ.λπ. Πυροδοτούνται ή
απελευθερώνονται από συγκρούσεις μεταξύ δύο αντίθετων τάσεων ή παρορμήσεων (π.χ.
τελετουργικά ραμφίσματα στα σύνορα του χώρου κυριαρχίας αρσενικών πτηνών), οι
οποίες μπορεί να αντανακλούν ταυτόχρονα μία τάση επίθεσης ή μία τάση υποχώρησης και
απόδρασης μπροστά σε κίνδυνο, και μετά την αρχική τους εκδήλωση είναι δυνατόν να
συνεχίζονται αυτόνομα και αυτόματα (fixed action patterns). Τερματίζονται εφόσον η
σύγκρουση εκλείψει ή αντικατασταθεί από κάποια πιο επείγουσα σύγκρουση. Υπάρχουν
ομοιότητες με ανθρώπινες καταναγκαστικές λειτουργίες που αφορούν την περιποίηση
προσώπου και σώματος, την αποθησαύριση αγαθών και τον έλεγχο περιβάλλοντος.
Συμπεριφορές αποφυγής. Είναι συστήματα ενεργειών που, για λόγους προστασίας,
αποσκοπούν στην αύξηση της απόστασης μεταξύ του υποκειμένου και ενός απειλητικού
αντικειμένου ή καταστάσεως. Συμπεριφορές που συνδέονται με φόβο είναι πολύ
διαδεδομένες στα ζώα και φαίνεται ότι τα συστήματα συμπεριφορών αποφυγής (avoid-
ance), και απόδρασης (escape), είναι από τα πρώτα που αναπτύχθηκαν και μπήκαν στην
πορεία της εξέλιξης, με αποτέλεσμα στα ανθρωποειδή να εκδηλώνεται ένα πλήθος τέτοιων
συμπεριφορών, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται η ενεργός απόδραση, η ακινησία
και η επίθεση μαζί με τις παραλλαγές τους. Οι συμπεριφορές αποφυγής, ειδικότερα οι
συμπεριφορές απόδρασης, απαιτούν μεγάλες προσπάθειες από τον οργανισμό και
κινητοποίηση όλων των εφεδρειών του. Επειδή, ακόμη και στην ενεργό ακινησία, απαιτούν
έντονη κινητική συμπεριφορά, χρειάζεται υποστήριξη από τον μεταβολισμό, πράγμα που
γίνεται μετά από ενεργοποίηση του αυτόνομου ΝΣ, συγκεκριμένα του συμπαθητικού. Έτσι,
οι επιπτώσεις της συμμετοχής του συμπαθητικού στη διαμόρφωση της ιδιοσυγκρασίας
είναι προφανείς.
Αρχέγονοι φόβοι. Στα ανθρωποειδή, οι φόβοι των ζώων ανήκουν σε ένα περιορισμένο
σύστημα συμπεριφοράς, αλλά οι κοινωνικοί φόβοι αποτελούν συστατικά ενός ευρύτερου
συστήματος (Öhman 1985). Και ενώ στη φοβία των ζώων η αποφυγή δρα προστατευτικά,
στην κοινωνική φοβία η αποφυγή των κοινωνικών συναναστροφών επιδεινώνει το
πρόβλημα. Στον φόβο των ζώων ανήκει ο πρωταρχικός φόβος του ζώου που σέρνεται
(creeping and crowling), δηλαδή του ερπετού ή ερπετοειδούς, και η αποφυγή είναι η
κυριότερη στρατηγική αντιμετώπισής του. Βέβαια στη σύγχρονη κοινωνική ζωή η προβολή
αυτού του αρχέγονου φόβου γίνεται στο «σερνάμενο υποκείμενο» που είναι παράδειγμα
προς αποφυγή, κυρίως μέσα από έναν μηχανισμό απέχθειας ή περιφρονήσεως και
λιγότερο φόβου. Ο κοινωνικός φόβος αποτελεί το ένα άκρο ενός συστήματος, στο άλλο
άκρο του οποίου βρίσκονται η κοινωνική κυριαρχικότητα, η εξουσία και η υποταγή. Οι
πάσχοντες από κοινωνική φοβία φοβούνται να κοιτάξουν τους άλλους στα μάτια,
αδυνατούν να εγκαταστήσουν βλεμματική επικοινωνία. Αισθάνονται δυσάρεστα όταν τους
παρατηρούν οι άλλοι, π.χ. όταν τρώνε, και εύκολα νιώθουν νικημένοι και ταπεινωμένοι.

ΙΙ. Συστήματα κοινωνικής σύγκρισης και υποταγής. Υπάρχουν, μέσα στα πλαίσια της
κοινωνικής τους εξέλιξης, δύο μορφές αρχέγονης κοινωνικής οργάνωσης στις κοινωνίες των
ανθρωποειδών και στον άνθρωπο: η ιεραρχική και η εδαφική.
Η ιεραρχική οργάνωση αναπτύσσεται σε γεωγραφικά εκτεταμένο και πλούσιο φυσικό
περιβάλλον, ικανό να θρέψει μεγάλο αριθμό ζώων. Τα μέλη της ομάδας ευρίσκονται σε
στενή συνάφεια στον χώρο. Τα άτομα έχουν ισχυρό κοινωνικό αίσθημα, ανάγκη για
συντροφιά, ενώ για την ανάπτυξη της συνοχής χρειάζεται ισχυρή υποταγή στην ομάδα. Η
υπακοή στους κανόνες κατά τρόπο τυπικό, επιβάλλεται. Ομάδες στις οποίες δεν υπάρχει
υπακοή στους κανόνες διαλύονται. Η τελεολογία της υποταγής είναι η διατήρηση της
ιεραρχίας και μέσω αυτής η επιβίωση της ομάδας. Οι συγκρούσεις είναι τελετουργικές,
διευκολύνοντας μια αργόσυρτη αλλαγή της εξουσίας. Ο νικημένος υποκύπτει αλλά
επιβιώνει μέσα στην ομάδα και προστατεύεται από αυτήν. Στην κορυφή της εξουσίας το
παιχνίδι είναι σκληρότερο. Ο γέρος αρσενικός αφέντης διατηρεί την κυριαρχία του επάνω
στους νέους που συνεχώς συνωμοτούν για την ανατροπή του, για να υποστούν και οι ίδιοι
222

αργότερα την ίδια μοίρα. Αυτοί που έχουν την εξουσία αναλαμβάνουν ιδιαίτερα καθήκοντα
στην υπηρεσία της ομάδας. Δίδουν λύσεις σε επείγοντα προβλήματα και παίρνουν
αποφάσεις στις οποίες οι υπόλοιποι υπακούουν. Προστατεύουν τα ανίσχυρα μέλη της
ομάδας και παρεμβαίνουν στις φιλονικίες λύνοντας τίς μεταξύ των μελών διαφορές.
Χαρακτηριστικό των αρχηγών είναι ότι, μολονότι ανελέητοι στις συγκρούσεις με τους
αντιπάλους τους, καταφέρνουν να γίνονται συμπαθείς μέσα από την ανεκτικότητα και την
ικανότητά τους να κάνουν φιλίες. Διαθέτουν πείρα και δύναμη, σωματική και ψυχική.
Η εδαφική κοινωνική οργάνωση συνίσταται στο ότι τα ζώα ζουν σε μικρές ομάδες, σε φτωχό
και άξενο περιβάλλον. Πρέπει να αντιμετωπίσουν μόνα τούς κινδύνους, πράγμα που τα
κάνει οξυδερκή και ευρηματικά. Ο ισχυρότερος δεσμός είναι στο διαπροσωπικό επίπεδο,
μεταξύ δύο ατόμων, και δεν υπάρχει τελετουργική νομιμοφροσύνη στην ομάδα. Η εξέλιξη
του ανθρώπου από τα άλλα πρώτιστα περιελάμβανε αλλαγές στο πεδίο της κοινωνικής
οργάνωσης, από μεγάλες τροφοσυλλεκτικές φυτοφάγες ομάδες σε μικρές κυνηγετικές
σαρκοφάγες ομάδες, παρόμοιες με εκείνες του λύκου (Etkin 1964). Αποτελέσματα αυτής
της αλλαγής ήσαν: α) η εξαφάνιση της μεγάλης ιεραρχίας και των χαρεμιών τύπου
Μακάκου και Ρέζους· β) η χαλάρωση της άμυνας στις περιοχές ελέγχου της ομάδας, ώστε
να βελτιωθεί η συνεργασία στο κυνήγι· γ) ο περιορισμός του αριθμού των μελών της
ομάδας. Ωστόσο στα ανθρωποειδή, στοιχεία τόσο ιεραρχικής όσο και εδαφικής
συμπεριφοράς παρέμειναν στο ίδιο ζώο και με τον ίδιο τρόπο εμφανίζονται και στους
ανθρώπους.

Η κυριαρχικότητα και η υποταγή είναι χαρακτηριστικά κοινωνικά φαινόμενα στα ομαδικά ζώα,
ιδιαίτερα στα ανθρωποειδή (Hinde 1974) και στους ανθρώπους. Τα μέλη της ομάδας
κατατάσσονται ιεραρχικά μέσα από διαδικασίες κυριαρχίας, η οποία εγκαθίσταται ως
αποτέλεσμα ατομικού ανταγωνισμού. Τις περισσότερες φορές ο ανταγωνισμός περιορίζεται
σε επίπεδο συμβολικό, όπου τα ζώα με ποικίλους τρόπους προσπαθούν να νικήσουν τους
αντιπάλους τους επιδεικνύοντας θάρρος και δύναμη. Πολλά ζωικά είδη έχουν αναπτύξει
ειδικά εκφραστικά ή μορφολογικά χαρακτηριστικά γι' αυτού του είδους τις συγκρούσεις. Στα
ανθρωποειδή η έκφραση του προσώπου παίζει αποφασιστικό ρόλο. Ένας κυριαρχικός
αρσενικός χιμπαντζής δείχνει το κοινωνικό στάτους που κατέχει με βάδισμα ευθυτενές και
σηκωμένες τις τρίχες της κεφαλής. Καθηλώνει τον αντίπαλο με επίμονο αποφασιστικό
βλέμμα κάτω από πυκνά σηκωμένα φρύδια. Το στόμα είναι κλειστό, τα χείλη σφιγμένα με τις
γωνίες κατεβασμένες ελαφρά. Το νικημένο αρσενικό, πριν αποχωρήσει από το πεδίο της
σύγκρουσης, δείχνει σημάδια αποδοχής της ήττας και υποταγής, και αυτό δίδει τέλος στη
σύγκρουση. Αποφυγή του βλέμματος του αντιπάλου, μορφασμοί φόβου όπως φρύδια
ανασηκωμένα, μάτια ανοιχτά, γωνίες του στόματος τραβηγμένες πίσω ώστε να φαίνονται τα
δόντια και μερικές φορές τα ούλα. Λιγότερο συχνά, για να ησυχάσει ο νικητής, χρειάζονται
επιπρόσθετα σημάδια, όπως εκδηλώσεις γυναικείες (γύρισμα των οπισθίων, δείγμα
παράδοσης για συνουσία) ή εφηβικές (ξεσκόνισμα των ώμων του νικητή). Ο νικημένος έχει
πλήρως εξευτελιστεί και κατρακυλά στο τελευταίο σκαλί της κοινωνικής ιεραρχίας. Φιλί,
αγκάλιασμα, χάϊδεμα και ξεψείρισμα μπορεί να είναι συμπεριφορές εντασσόμενες στο
σύστημα κοινωνικής ιεραρχίας και υποταγής (Eibesfeldt 1970).
Κοινωνική υποταγή και θηλυκή σεξουαλικότητα είναι στενά συνδεδεμένες στα
ανθρωποειδή, όπου το καβάλημα αποτελεί συμπεριφορά απειλής και κυριαρχίας. Για τα
αρσενικά θηλαστικά το να καβαλήσουν κάποιο μέλος της ομάδας αποτελεί ένδειξη
κυριαρχίας· πολλές φορές αυτό γίνεται και από θηλυκά προς μέλη του είδους τους (αρσενικά
και θηλυκά) που βρίσκονται πιο κάτω στην ιεραρχία. Το συνουσιακό σπρώξιμο είναι επίσης
μια συμπεριφορά που στα ανθρωποειδή δείχνει κυριαρχία. Τέτοια συμπεριφορά σε μερικά
ανθρωποειδή έχει αξία κοινωνική και λειτουργεί περισσότερο ως μηχανισμός μετουσίωσης
μεταξύ των αρσενικών πιθήκων που δεν έχουν εξουσία αλλά ζουν στην περιφέρεια της
ομάδας χωρίς δυνατότητα να προσεγγίσουν τα θηλυκά. Δηλαδή δεν είναι αναγκαστικά
φιλομόφυλη συμπεριφορά (Goy and Goldfoot 1975).
Όταν υπάρχει αδυναμία εκδήλωσης στοιχείων υπεροχής, τότε από τους κατώτερους
αναπτύσσονται μηχανισμοί κοινωνικής μείωσης και υποβιβασμού εκείνων που βρίσκονται
ψηλά στην ιεραρχία της ομάδας, ή ακόμη μηχανισμοί μίμησής τους. Μέσα από διαδικασίες
223

κοινωνικής σύγκρισης, αναπτύσσεται η κοινωνική μνησικακία, φαινόμενο που παρατηρείται


στους κοινωνικά μη κυρίαρχους ή αδύναμους, και το οποίο χαρακτηρίζεται από την
εκδήλωση συναισθημάτων και συμπεριφορών μίσους, φθόνου, μοχθηρίας και κακεντρέχειας
εναντίον κάθε μορφής εξουσίας ή αυθεντίας. Στο θέμα της κατοχής αγαθών οι περισσότεροι
άνθρωποι επιθυμούν να έχουν περισσότερα από τους άλλους, παρά απλώς να έχουν πολλά
αγαθά γιατί εκείνο που στην πραγματικότητα συμβαίνει δεν είναι η απόλυτη αξία των
εισοδημάτων τους αλλά η τάση τους να συγκρίνουν την οικονομική τους κατάσταση με εκείνη
των άλλων.
Οι άνθρωποι αγωνίζονται να ανέλθουν στην κοινωνική ιεραρχία και χρησιμοποιούν
ποικίλα σύμβολα για να σηματοδοτήσουν αυτήν την πορεία τους από κάτω προς τα επάνω.
Αντιγράφουν τους τρόπους και την εμφάνιση όσων βρίσκονται σε ανώτερη θέση, αλλά και
εκείνοι αναζητούν διαρκώς καινούργιους τρόπους εμφάνισης, ώστε να ξεχωρίζει καλύτερα η
κοινωνική θέση τους. Όταν εγκατασταθούν σταθερές κοινωνικές ιεραρχίες στην ομάδα, τότε
μειώνονται σημαντικά οι ανταγωνιστικές συγκρούσεις, διασφαλίζεται η συνεκτικότητα της
κοινωνικής τάξης και επιτυγχάνεται η ανεμπόδιστη λειτουργία της ομάδας ως κοινωνικής
μονάδας. Οι συμπεριφορές κοινωνικής σύγκρισης είναι από τις πιο χαρακτηριστικές στα
ανθρωποειδή και στον άνθρωπο. Όταν δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια για κοινωνική
σύγκριση, τότε οι άνθρωποι χρησιμοποιούν σημαντικά πρόσωπα ως μέτρο σύγκρισης και ως
βάση για τον σχηματισμό της έννοιας της προσωπικής αξίας (Festinger 1954, Hyman and
Singer 1967). Ως σύστημα συμπεριφορών, η κοινωνική σύγκριση διαμορφώνει τους
κοινωνικούς ρόλους και οι κοινωνικοί ρόλοι ολοκληρώνουν τις προσωπικότητες ή, στις
χειρότερες αλλά μάλλον και τις πιο συχνές περιπτώσεις, διαμορφώνουν τις
ψευδοπροσωπικότητες.
Υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ κοινωνικών ρόλων και φυσιολογικών συστημάτων.
Κοινωνικές συμπεριφορές στους ανθρώπους, όταν επιτελούνται με κάποια συχνότητα,
συνδέονται με συγκεκριμένες φυσιολογικές μεταβολές. Όταν δεν επιτελούνται, εκτυλίσσονται
άλλες φυσιολογικές καταστάσεις. Για παράδειγμα, η βασική αδρενοκορτική λειτουργία στα
ανθρωποειδή καθορίζεται από την κοινωνική θέση τους. Έχει βρεθεί σε κοινωνικώς
υποταγμένα ανθρωποειδή υπερτροφία επινεφριδίων και υψηλά επίπεδα κορτιζόλης στο αίμα
(McGuire et al 1982, Sapolsky 1983). Επίσης έχει βρεθεί ότι τα επίπεδα σεροτονίνης στο
αίμα συσχετίζονται θετικά με την κοινωνική τους θέση.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ως παράγοντες που ευνοούν συμπεριφορές κοινωνικής
υποταγής, θα πρέπει να συζητηθούν και οι λεγόμενες ηθικές αξίες. Ηθικότητα είναι η
αποδοχή από τον άνθρωπο αρχών, αξιών και κανόνων συμπεριφοράς που επιβάλλει η
κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και αποδέχεται η υπόλοιπη κοινωνική ομάδα.
Προϋπόθεση της ηθικότητας είναι η επίγνωση των κανόνων συμπεριφοράς και η ικανότητα
εκτίμησης που έχει κάποιος για τις πράξεις και τα κίνητρά του. Η ηθικότητα αφορά κυρίως
συμπεριφορές που σχετίζονται με την ατομική καθαριότητα, την αξιοπιστία στις συναλλαγές,
τον σεβασμό της αυθεντίας, τον έλεγχο της επιθετικότητας και την επιλογή των συντελεστών
της σεξουαλικής ικανοποίησης (ρόλος του φύλου, συνουσιακή συμπεριφορά). Όλες αυτές οι
συμπεριφορές διευκολύνουν την ισχυροποίηση και την επιβίωση της ομάδας, αλλά είναι
αμφίβολο αν όλες ωφελούν το άτομο κατά άμεσο τρόπο. Φόβος, ντροπή, ενοχή και άγχος
είναι συναισθήματα που συνοδεύουν την εκτροπή από τους κανόνες κοινωνικής
συμπεριφοράς, την αποκάλυψη και τη δημόσια αποδοκιμασία. Όσοι βρίσκονται στην κορυφή
της κοινωνικής πυραμίδας δοκιμάζουν πολύ λιγότερο, ή και καθόλου, αυτά τα συναισθήματα.
Η κοινωνική μάθηση μέσα από μηχανισμούς μίμησης, επιδοκιμασίας και τιμωρίας
διαμορφώνει ηθικές και μη ηθικές αξίες (Bandura and Walters 1963). Κατά την ψυχανάλυση
ο εσωτερικός ηθικός νόμος εμφανίζεται μετά την εσωτερίκευση των ηθικών κανόνων που
επιβάλλονται από τους γονείς και συνεπώς μετά την ανάπτυξη του υπερεγώ. Η εξέλιξη των
ηθικών αξιών, σύμφωνα με τον Piaget, καθώς το άτομο διέρχεται από μια φάση ετερονομική
σε μια φάση αυτονομική, υποδεικνύει και την πορεία του ατόμου στην αναγνώριση του
εαυτού του ως υπάρξεως και ως νόμου. Κάτι παρόμοιο δέχεται και ο Jung όταν περιγράφει
την πορεία προς την ατομοποίηση ή εξατομίκευση (process of individuation). Κατά την
ετερονομική φάση, οι ηθικοί κανόνες είναι υποχρεωτικοί και απαραβίαστοι, ανεξάρτητοι από
τους ανθρώπους και επιβεβλημένοι από κάποιον υπέρτατο νόμο, αυθεντία ή εξουσία. Κατά
224

την αυτονομική φάση, οι κανόνες υπάρχουν προς όφελος όλων και γι' αυτό όλοι πρέπει να
τους υπερασπίζονται. «Μάχεσθαι χρη τον δήμον υπέρ του νόμου οκώσπερ τείχεος», λέει ο
Ηράκλειτος. Η ποινή είναι ανταπόδοση, για την έκδοση της οποίας συνεκτιμώνται και τα
κίνητρα της παραβίασης του κανόνα.
Τυπολατρία ή κομφορμισμός και αντικοινωνική συμπεριφορά είναι τα δύο άκρα ενός
διπόλου, στο φάσμα των συμπεριφορών κοινωνικής σύγκρισης και υποταγής. Τυπολατρία
είναι η πλήρης και κατά γράμμα στερεότυπη εφαρμογή και υποστήριξη των κανόνων
κοινωνικής συμπεριφοράς, παραδοσιακών ή θεσμοθετημένων. Αν και ο Adorno (1950) τη
θεωρούσε ένα από τα χαρακτηριστικά της λεγόμενης «αυταρχικής προσωπικότητας», κανείς
δεν ισχυρίσθηκε ότι είναι φαινόμενο ψυχοπαθολογικό που χρειάζεται ιατρική βοήθεια.
Αντίθετα η διαταραγμένη κοινωνική συμπεριφορά αναγνωρίζεται ευκολότερα μεταξύ των
ψυχιατρικών διαταραχών και κατατάσσεται σε αυτές με ποικίλα ονόματα. Εξάλλου στην
ψυχιατρική ένα από τα ισχυρότερα κριτήρια βελτίωσης είναι αυτό που προκύπτει από
συγκρίσεις με αυτά που θεωρούνται φυσιολογικές κοινωνικές συμπεριφορές, και η
επαγγελματική και κοινωνική αποκατάσταση των ψυχικώς πασχόντων έχει από πολλούς
τεθεί στο επίκεντρο των θεραπευτικών στρατηγικών των ψυχικών νόσων.
Έχουν γίνει απόπειρες ερμηνείας της ψυχοπαθολογίας με αφετηρία αυτά τα
ανθρωπολογικά δεδομένα. Η κατάθλιψη, π.χ., ίσως αντανακλά μια υποτιμητική κάθοδο στην
κοινωνική ιεραρχία. Η σχιζοφρένεια δημιουργείται από εκδήλωση εδαφικής συμπεριφοράς σε
μία κοινωνική οργάνωση που δεν διαθέτει αντίστοιχα δεδομένα εδαφικού τύπου (Kellet
1973). Θα έλεγε κανείς ότι η σχιζοφρένεια είναι μια διαταραχή του ενστίκτου διεκδίκησης
εδάφους. Η κατάσταση του σχιζοφρενούς μοιάζει με εκείνη ενός ζώου του οποίου το έδαφος
περιορίζεται και το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση απειλής από όλες τις μεριές. Έτσι ο
σχιζοφρενής κατακλύζεται από συναισθήματα αποξενώσεως, αποπροσωποποιήσεως και
από την αίσθηση επιθετικής επέλασης προς το μέρος του εξωτερικών επιδράσεων. Στον
σχιζοφρενικό τρόπο αντιδράσεως υπάρχει ανικανότητα εδαφικής διεκδίκησης. Αυτό οδηγεί
σε συρρίκνωση του διεκδικούμενου χώρου, η οποία εκφράζεται ως απόσυρση.

IIΙ. Μηχανισμοί άμυνας του εγώ. Εγγενείς ακούσιες διεργασίες επιτελούμενες αυτομάτως,
και κατά το πλείστον ασυνειδήτως. Είναι τρόποι διαστρεβλώσεως της αντιληπτικής ή
γνωσιακής επεξεργασίας μίας δυσφοριογόνου ή αγχογόνου καταστάσεως ή της στάσεως του
ατόμου απέναντι σε αυτήν. Στόχος τους η μείωση του επώδυνου χαρακτήρα της αγχογόνου
καταστάσεως. Καταρχήν, οι μηχανισμοί άμυνας του εγώ δεν είναι παθολογικοί, αφού
συμβάλλουν στη μείωση της έντασης και στην αποκατάσταση της ισορροπίας, αν και
υπάρχουν σαφώς παθολογικοί μηχανισμοί άμυνας. Μπορεί επίσης να είναι παθολογικές οι
καταστάσεις μέσα στις οποίες αναπτύσσονται. Το είδος των μηχανισμών που επιλέγει το
άτομο παίζει διαμορφωτικό ρόλο στην προσωπικότητά του, αλλά και οι ίδιοι οι μηχανισμοί
άμυνας δεν παραμένουν σταθεροί, ακολουθούν και αυτοί μια πορεία προς την ωριμότητα,
αφού κατά την ενηλικίωση οι ανώριμοι μηχανισμοί υποδιπλασιάζονται και οι ώριμοι
διπλασιάζονται (Vaillant 1992). Ανήκουν στις μεγάλες ανακαλύψεις του 20ου αιώνα (Freud S
1915, Freud A 1949). Σχεδόν καθόλου δεν έχουν αξιοποιηθεί στην ιατρική και πολύ λίγο στην
ψυχιατρική. Και αυτό όχι γιατί δεν έχουν άμεση χρηστική αξία στη μελέτη της οργάνωσης της
προσωπικότητας και της συμπτωματολογίας, ψυχιατρικής και σωματικής, αλλά κυρίως λόγω
της εξαιρετικά ιδιωματικής γλώσσας που χρησιμοποιείται για την περιγραφή τους από τα
ποικιλώνυμα ψυχαναλυτικά ρεύματα που τους έχουν ιδιοποιηθεί, και η οποία, μέσα από την
εξεζητημένη ρητορική της, τρομοκρατεί τους μη ψυχαναλυτές ιατρούς αποτρέποντάς τους να
ασχοληθούν μαζί τους.
Οι μηχανισμοί άμυνας παρέχουν στο άτομο το χρονικό περιθώριο που είναι απαραίτητο
ώστε να μπορέσει να επιβληθεί και να χειραγωγήσει τις μεταβολές στην εικόνα του εαυτού
του τις οποίες δεν μπορεί να απαρτιώσει αμέσως, όπως π.χ. συμβαίνει στην εφηβεία ή
αργότερα στις μεγάλες αλλαγές που επιβάλλει η ζωή. Επίσης είναι δυνατόν να
αδρανοποιήσουν την αιφνίδια αύξηση και απαιτητικότητα των βιολογικών ορμών, ή να
καταστήσουν το άτομο ικανό να χειρισθεί ανεπίλυτες συγκρούσεις με πρόσωπα κλειδιά·
μπορούν ακόμη να διατηρήσουν το άγχος, την ντροπή και την ενοχή σε υποφερτά επίπεδα
στη διάρκεια ξαφνικών συγκρούσεων με τη συνείδηση ή με το πολιτιστικό περιβάλλον. Η
225

γνώση του αμυντικού στυλ του ασθενούς και η συνεκτίμησή του με άλλους διαγνωστικούς
παράγοντες είναι δυνατόν να προσφέρει σημαντική βοήθεια στην κατανόηση και στην
αντιμετώπιση αρκετών προβλημάτων. Πληροφορίες γύρω από το αμυντικό στυλ έχουν
μεγάλο ενδιαφέρον γιατί ο χαρακτήρας του είναι δυναμικός, σε αντίθεση με τον στατικό
χαρακτήρα των μετρήσεων της προσωπικότητας. Αλλά η δυσκολία στην εκτίμησή του
έγκειται στο ότι αυτές οι πληροφορίες, για να είναι έγκυρες και χρήσιμες, πρέπει να
συναχθούν από παρατηρήσεις της συμπεριφοράς και της ομιλίας του παρατηρουμένου, οι
οποίες πρέπει να γίνουν από έμπειρο στην ψυχιατρική συνέντευξη ψυχίατρο για
παρατεταμένο χρονικό διάστημα.

Πρωτόγονοι μηχανισμοί άμυνας. Αναπτύσσονται πολύ νωρίς, κατά το πρώτο έτος της ζωής.
Αργότερα, κατά την ενήλικο ζωή, η κινητοποίησή τους είναι σημείο μεγάλης αδυναμίας του
Εγώ και σε περίπτωση κατάρρευσής τους είναι δυνατόν να εκδηλωθεί ψυχωτική
συμπτωματολογία.
Άρνηση (denial). Το άτομο, μέσα από μηχανισμούς λήθης, αρνείται την ύπαρξη
οποιασδήποτε εμπειρίας που μπορεί να τραυματίζει την αυτοεκτίμησή του, ή αρνείται την
ύπαρξη ορισμένων στοιχείων της εξωτερικής πραγματικότητας που η συνειδητή
αναγνώρισή τους θα προκαλούσε άγχος.
Παραληρηματική διαστρέβλωση (delusional distortion). Λανθασμένη παρουσίαση της
πραγματικότητας. Διεργασία τροποποίησης απαράδεκτων για το άτομο ασυνείδητων
ψυχικών στοιχείων, έτσι ώστε να μπορούν να μπουν στη συνείδηση με πιο αποδεκτή,
μεταμφιεσμένη μορφή.
Ενσωμάτωση (incorporation). Η αναπαράσταση κάποιου ατόμου ή τμημάτων του σώματός
του αφομοιώνεται στον εαυτό μέσα από μια διαδικασία συμβολικής στοματικής
πρόσληψης. Η ενσωμάτωση μοιάζει με ειδικό τύπο ενδοβολής και είναι ο πιο αρχέγονος
τρόπος ταυτοποίησης.
Προβολή (projection). Είναι μια εξωτερίκευση απαράδεκτων ή ανεπιθύμητων σκέψεων,
ιδεών, ενορμήσεων και συναισθημάτων, τις οποίες το άτομο αποδίδει σε κάποιον άλλο ή
άλλους.
Διάσχιση ή διαχωρισμός (splitting). Ενδοβολές και ταυτοποιήσεις αντιθετικού χαρακτήρα
παραμένουν ξεχωριστές και έτσι εμποδίζεται η απαρτίωση ολοκληρωμένου εαυτού και
σταθερής ταυτότητας. Οι μηχανισμοί προβολής και διαχωρισμού είναι χαρακτηριστικοί σε
άτομα με ναρκισσιστικές και παρανοειδείς προσωπικότητες. Πολύ συχνά παρατηρούνται
σε άτομα φανατικά που ακολουθούν μεγάλες ιδεολογίες αλλά καταλήγουν συνήθως να
στρατολογούνται από μικρές πολιτικές ή θρησκευτικές ομάδες, αιρετικές, φανατικές και
ανελέητες. Για όλα τα προβλήματα, τις δυσκολίες και τις αποτυχίες φταίει ο έξω κόσμος
(προβολή). Μέσα σε αυτόν τον κόσμο υπάρχουν εκείνοι που συμμερίζονται τις απόψεις της
ομάδας και είναι οι «καλοί», όταν δεν είναι χαφιέδες, ενώ όλοι οι άλλοι είναι συλλήβδην
«κακοί» (διαχωρισμός).
Προβλητική ταυτοποίηση (projective identification). Εξαιρετικά αμφισβητούμενος και
δυσνόητος μηχανισμός άμυνας. Εισήχθη από τη Melanie Klein (1986), η οποία μετά από
παρατηρήσεις σε παιδιά συνεπέρανε την ύπαρξη ασυνείδητων σαδιστικών φαντασιώσεων
σχετιζόμενων με επιθέσεις και εισβολές στο σώμα της μητέρας, υπό την έννοια της εισόδου
στο σώμα της τμημάτων ή και ολοκλήρου του σώματος του παιδιού, έτσι ώστε το σώμα της
μητέρας να τραυματίζεται και να ελέγχεται από μέσα. Το αποτέλεσμα είναι ταυτοποίηση με
το αντικείμενο (μητέρα), αλλά και προσπάθεια ελέγχου του αντικειμένου. Διαφέρει από την
προβολή κατά το ότι το άτομο ταυτόχρονα αισθάνεται και τα στοιχεία που προβάλλει (π.χ.
επιθετικά τμήματα του εαυτού) και την απειλή από το αντικείμενο στο οποίο προβλήθηκαν
τα ασυνείδητα στοιχεία.

Ανώριμοι μηχανισμοί άμυνας. Βρίσκονται στο έδαφος των περισσότερων διαταραχών της
προσωπικότητας. Κατά το στάδιο της εφηβείας μερικοί από αυτούς τους μηχανισμούς
αποκτούν κυριαρχικό χαρακτήρα, αλλά στις φυσιολογικές περιπτώσεις με την πάροδο του
χρόνου αντικαθίστανται από ωριμότερους μηχανισμούς, αν και αυτό δεν είναι ο κανόνας.
226

Εξιδανίκευση (idealization). Το άτομο υπερεκτιμά μια ιδιότητα ή όψη μιας καταστάσεως ή


κάποιου άλλου ατόμου που θαυμάζει.
Ταυτοποίηση ή ταύτιση (identification). Το άτομο διαμορφώνει τον εαυτό του σύμφωνα με
κάποιο άλλο άτομο, οπότε ο εαυτός του μεταβάλλεται προς την κατεύθυνση του προτύπου.
Αφομοιώνει κάποιο χαρακτηριστικό, ιδιότητα ή στοιχείο που ανήκει σε κάποιον άλλον και
μεταμορφώνεται εν μέρει ή συνολικώς σύμφωνα με αυτόν. Η μεταβολή συνήθως είναι
μερική, αλλά σε σπάνιες περιπτώσεις τείνει να γίνει ολική. Διαφέρει από τη μίμηση κατά το
ότι εκείνη είναι διαδικασία λίγο ή πολύ συνειδητή. Η ταύτιση είναι ιδιαίτερα συχνή κατά την
περίοδο της εφηβείας και συμβάλλει κατά κάποιον τρόπο στη διαδικασία ωριμάνσεως της
προσωπικότητος.
Ταύτιση με τον επιτιθέμενο. Είναι χαρακτηριστικό είδος ταύτισης που παρατηρείται στις
συγκρούσεις μεταξύ ομάδων. Όταν το άτομο εγκαταλείπει κάθε ελπίδα ότι η ομάδα στην
οποία ανήκει θα μπορέσει να υπερισχύσει, τότε ταυτίζεται με αυτούς που επιτίθενται και με
τη σειρά του επιτίθεται στους δικούς του. Τα αντισημιτικά τάγματα αποτελούμενα από
Εβραίους στη γερμανοκρατούμενη Πολωνία και οι Έλληνες κουκουλοφόροι που έδειχναν
στους Γερμανούς αυτούς που θα πήγαιναν στο εκτελεστικό απόσπασμα είναι ενδεικτικά
παραδείγματα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Υποκατάσταση (substitution). Το άτομο αντικαθιστά μια μη αποδεκτή ή μη εφικτή επιθυμία,
ενόρμηση, ή συναίσθημα με ένα άλλο, περισσότερο αποδεκτό.
Αναπλήρωση (compensation). Το άτομο προσπαθεί να επανορθώσει, δηλαδή να
αναπληρώσει μια πραγματική ή φανταστική σωματική ή άλλη ανεπάρκεια.
Ενδοβολή (introjection). Συμβολική εσωτερικοποίηση αγαπητού ή μισητού εξωτερικού
αντικειμένου, ώστε να εξασφαλισθεί η σταθερή παρουσία του. Στα πρώτα χρόνια της ζωής,
μαζί με τον μηχανισμό της προβολής παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του εαυτού.
Στην περίπτωση που το ενδοβεβλημένο αντικείμενο είναι αγαπητό, ελαττώνεται το άγχος
αποχωρισμού ή η αμφιθυμία προς αυτό. Στην περίπτωση που είναι μισητό, η
εσωτερικοποίηση των κακών ή επιθετικών στοιχείων του επιτρέπει την αποφυγή του
άγχους τοποθετώντας αυτά τα στοιχεία υπό τον έλεγχο του ατόμου.
Παλινδρόμηση (regression). Το άτομο υφίσταται μια μερική ή ολική επιστροφή σε παιδικές
συμπεριφορές και εκδηλώσεις που χαρακτηρίζουν πρωιμότερα στάδια της
ψυχοσυναισθηματικής του ανάπτυξης. Αρχαϊκοί και πρωτόγονοι τρόποι έκφρασης
παίρνουν τη θέση σύγχρονων με την ηλικία και εξελιγμένων τρόπων έκφρασης. Διακρίνεται
σε παλινδρόμηση της libido και των ενορμήσεων, και σε παλινδρόμηση στην ανάπτυξη του
Εγώ. Παρατηρείται στον ύπνο, στο παιγνίδι, στο stress, σαν αποτέλεσμα αμυντικής
ψυχικής δραστηριότητας, στη σωματική νόσο αλλά και σε βαριές ψυχικές νόσους όπως η
σχιζοφρένεια.
Απώθηση (repression). Μη αποδεκτά και αγχογόνα ψυχικά στοιχεία (συναισθήματα,
ενορμήσεις, τραυματικές εμπειρίες, φαντασιώσεις) κρατούνται εκτός συνειδήσεως,
μετατοπίζονται στον ασυνείδητο χώρο. Μηχανισμός που παίζει μεγάλο ρόλο στη
διαμόρφωση της νευρωσικής αλλά και της ψυχωτικής συμπτωματολογίας. Ο Freud
αναγνώριζε την πρωταρχική απώθηση (primal repression) και την καθεαυτήν απώθηση
(repression proper). Στην καθεαυτήν απώθηση, το απωθημένο υλικό προέρχεται από τη
συνείδηση στην οποία ευρίσκετο αρχικά. Στην πρωταρχική απώθηση το απωθημένο υλικό
δεν πέρασε από τη συνείδηση.
Εκδραμάτιση (acting-out). Μια πράξη απάντηση σε ασυνείδητη ενόρμηση ή παρόρμηση
που προκαλεί προσωρινά κάποια ανακούφιση της εσωτερικής τάσης. Η ανακούφιση
επιτυγχάνεται μέσα από την αντίδραση σε μια παρούσα κατάσταση ως εάν η τελευταία να
ήταν η κατάσταση που αρχικά γέννησε την ενόρμηση ή παρόρμηση.
Παθητική επιθετικότητα (passive aggressiveness). Εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς με
παθητικούς τρόπους, όπως προκλητή αναποτελεσματικότητα, ισχυρογνωμοσύνη,
προβολή εμποδίων κ.λπ.
Σχιζοειδής φαντασίωση (schizoid fantasy). Εκδίπλωση φανταστικής σειράς γεγονότων ή
ψυχικών εικόνων (ονειροπόληση). Μηχανισμός χρήσιμος για την έκφραση ασυνείδητων
συγκρούσεων, την ικανοποίηση επιθυμιών ή την προετοιμασία αναμονής μελλοντικών
γεγονότων.
227

Συμβολισμός (symbolization). Μια ιδέα ή αντικείμενο παίρνει τη θέση ενός άλλου με βάση
την ύπαρξη ενός κοινού γνωρίσματος ανάμεσα στα δύο. Ο συμβολισμός στηρίζεται στην
ομοιότητα και στον συσχετισμό. Τα σύμβολα που σχηματίζονται προστατεύουν το άτομο
από το άγχος που μπορεί να είναι συνδεδεμένο με την αρχική ιδέα ή το αντικείμενο. Ο
μηχανισμός αυτός συμμετέχει στον σχηματισμό των ονείρων και ορισμένων υστερικών και
ιδεοψυχαναγκαστικών συμπτωμάτων.

Νευρωσικοί μηχανισμοί άμυνας. Βρίσκονται στην αφετηρία των διεργασιών ανάπτυξης της
νευρωσικής συμπτωματολογίας.
Αποσύνδεση (dissociation). Αποχωρισμός μιας ομάδας ψυχικών ή ψυχοκινητικών
διεργασιών από την υπόλοιπη ψυχική σφαίρα και δραστηριότητα του ατόμου, με
αποτέλεσμα να εκτυλίσσονται δύο ψυχικές λειτουργίες ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Η
ικανότητα για αποσύνδεση είναι αντιστρόφως ανάλογη της ηλικίας, της νοημοσύνης, του
πολιτιστικού υποστρώματος και εξαρτάται από υλικές και συναισθηματικές ανάγκες, από το
φύλο και τη δομή της προσωπικότητας. Παρατηρείται στις ψυχοαποσυνδετικές μορφές
υστερίας.
Μετατροπή (conversion). Άγχος ή άλλα απαράδεκτα συναισθήματα που πηγάζουν από
εσωτερική σύγκρουση μετατρέπονται και εκφράζονται με συμβολικά σωματικά
συμπτώματα, όπως στην υστερική νεύρωση ή στις ψυχοσωματικές διαταραχές.
Μετάθεση (displacement). Επιθυμίες, συναισθήματα ή ιδέες μεταφέρονται από το αρχικό
τους αντικείμενο σε ένα πιο αποδεκτό υποκατάστατο.
Αναστολή (inhibition). Περιορισμός ή καταστολή κάποιας παρόρμησης ή επιθυμίας.
Εκλογίκευση (rationalization). Παράλογη ή μη αποδεκτή συμπεριφορά, απαράδεκτα
συναισθήματα ή κίνητρα δικαιολογούνται διά της χρήσεως λογικών επιχειρημάτων ή
γίνονται αποδεκτά με λογικές εξηγήσεις.
Μόνωση (isolation). Αποχωρισμός μιας ιδέας ή ανάμνησης από τη συνοδό συναισθηματική
επένδυσή της, με αποτέλεσμα το μη αποδεκτό ιδεακό περιεχόμενο να απελευθερώνεται
από τη δυσάρεστη συναισθηματική φόρτιση.
Σχηματισμός αντίδρασης (reaction formation) ή μετακίνηση στο διαμετρικά αντίθετο άκρο.
Υιοθέτηση συναισθημάτων, ιδεών, στάσεων και συμπεριφορών ακριβώς αντίθετων από τις
συνειδητές ή τις ασυνείδητες ενορμήσεις. Π.χ. η ακραία καθαριότητα του ψυχαναγκαστικού,
η οποία καλύπτει την τάση του για ακαταστασία.
Ματαίωση ή αναίρεση (undoing). Συμβολική εκδραμάτιση, κατά αντίστροφη φορά, μη
αποδεκτού γεγονότος.

Ώριμοι μηχανισμοί άμυνας. Αν και συχνά οι ώριμοι μηχανισμοί εμφανίζονται στο τέλος της
διαδικασίας ωρίμανσης της προσωπικότητας, είναι ωστόσο δυνατόν να εμφανισθούν πολύ
ενωρίς, ακόμη και κατά την παιδική ηλικία. Οι ώριμοι μηχανισμοί σχετίζονται με καλύτερους
δείκτες ψυχικής και σωματικής υγείας (Scwartz et al 2003).
Πρόβλεψη (anticipation). Η ικανότητα να προβλέπει κανείς τις συνέπειες των πράξεών του
και να τροποποιεί τη συμπεριφορά του αναλόγως. Το μέλλον είναι αφηρημένη έννοια, γι’
αυτό λίγοι αποκτούν την ικανότητα της πρόβλεψης.
Αλτρουισμός (altruism). Ο αλτρουισμός, επεκτεινόμενος και ως κοινωνικό ενδιαφέρον, είναι
μια μη εγωιστική συμπεριφορά, που κατευθύνεται προς την ανάπτυξη πλεονεκτημάτων για
τους άλλους χωρίς να έχει ως κίνητρό της το προσωπικό όφελος. Είναι ένας δυσεξήγητος
μηχανισμός, βαθιά ανθρώπινος και σαφέστατα αντιδαρβινικός.
Καταπίεση (suppression) των επιθυμιών, που είναι δυνατόν να φθάσει μέχρι τον ασκητισμό.
Είναι χαρακτηριστικό το πείραμα του Mitchel που διεξήχθη σε νηπιαγωγείο στο Στάνφορδ
των ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του ’60. Σε μια ομάδα τετράχρονων παιδιών ο δάσκαλος
προτείνει να διαλέξουν είτε μια καραμέλα που θα τους την προσφέρει αμέσως, είτε δύο
καραμέλες που θα τις πάρουν αν περιμένουν ώσπου να επιστρέψει μετά από μια μικρή
βόλτα. Μόλις ο δάσκαλος βγήκε από την πόρτα, μερικά παιδιά έτρεξαν και πήραν την
καραμέλα από το τραπέζι. Μερικά άλλα, τα λιγώτερα, περίμεναν ώσπου να έρθει ο
δάσκαλος και τότε πήραν τις δύο καραμέλες. Οι δύο ομάδες αυτών των παιδιών
μελετήθηκαν μετά από δεκατέσσερα χρόνια και τότε βρέθηκε ότι τα παιδιά που καταπίεσαν
228

την επιθυμία και περίμεναν παρουσίαζαν ουσιαστικές διαφορές από τα άλλα παιδιά. Ήσαν
πιο κοινωνικά, αντιμετώπιζαν με μεγαλύτερη ευκολία τις δυσκολίες της ζωής, είχαν
περισσότερη άνεση με τους καθηγητές και τους συμμαθητές τους, πετύχαιναν στις
εξετάσεις σε μεγαλύτερο ποσοστό και βεβαίως παρουσίαζαν ακόμη εκείνη την έντονη
ικανότητα αυτοσυγκράτησης.
Μετουσίωση (sublimation). Είναι η διαδικασία κατά την οποία η ενέργεια που σχετίζεται με
μη αποδεκτές ενορμήσεις μεταστρέφεται σε κανάλια προσωπικώς και κοινωνικώς
αποδεκτά, όπως π.χ. η καλλιτεχνική δημιουργία.
Χιούμορ (humor). Από την ελληνική λέξη χυμός. Παρουσιάζει μεγάλη δυσκολία ορισμού
εξαιτίας της ποικιλίας των εκφάνσεών του. Ο Mell Brooks, γνωστός σκηνοθέτης κωμωδίας,
ορίζει το χιούμορ ως «ακόμη μια άμυνα εναντίον του σύμπαντος». Το χιούμορ προϋποθέτει
την αναγνώριση της ασυμφωνίας μεταξύ πραγματικότητας και ιδανικής ζωής, αποτέλεσμα
της οποίας είναι μια αβεβαιότητα ανάμεσα στο γέλιο και το κλάμα. Υποδηλώνει εύθυμη
διάθεση που καλύπτεται από σοβαρό ύφος και εκφράζεται ως άκακη ή αβρή ειρωνεία,
συμπαθής αυτο- ή ετερο-σαρκασμός ή πνευματώδης παραδοξολογία. Μπορεί να
προκαλείται μέσα από λέξεις ή από καταστάσεις και γενικά μπορεί να θεωρηθεί ένας
τρόπος να βλέπει κανείς τη ζωή και τον άνθρωπο. Βασικό χαρακτηριστικό του είναι η
αποδοχή της ανθρώπινης φύσης, ακόμη και μέσα από τις αδυναμίες και τους
παραλογισμούς της. Διαφέρει από τον σαρκασμό ή το «καλαμπούρι» κατά το ότι δεν έχει
στοιχεία επιθετικότητας ή αν έχει αυτά κατευθύνονται κατά του εαυτού. Το χιούμορ, η
αίσθηση του χιούμορ (sense of humor), είναι σημάδι ωριμότητας, μεγάλης δυνατότητας
μετουσίωσης, το τελικό απαρτιωτικό στάδιο της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης.

ΙV. Στρατηγικές αντιμετώπισης κρίσεων (coping strategies or styles). Στρατηγική


αντιμετώπισης κρίσεων θεωρείται ένας προγραμματισμένος και τυποποιημένος, για κάθε
άτομο, τρόπος συμπεριφοράς που εκδηλώνεται σε επείγουσες και απειλητικές καταστάσεις.
Δεν είναι συνειδητά σχεδιασμένος αλλά πρόκειται για ένα τυφλό, μη συνειδητό πρόγραμμα
συμπεριφοράς. Το άτομο εκτιμά την κατάσταση και στη συνέχεια προσπαθεί να κάνει κάτι για
να την αποφύγει (φυγή / flight) ή να την αλλάξει (επίθεση / fight). Οι μηχανισμοί φυγής
πηγάζουν από την ανασφάλεια του κοινωνικά απομονωμένου ατόμου. Εκφράζονται και με
τάσεις εγκατάλειψης της αυτονομίας του ατομικού εγώ και συγχώνευσής του με κάποιον
άλλον ή με κάτι άλλο έξω από το εγώ, για να αποκτήσει το άτομο τη δύναμη που του λείπει.
Οι στρατηγικές αυτοπαρηγορίας έχουν ως κεντρικό στόχο την ανάπτυξη θετικών
συναισθημάτων κατά την εξέλιξη μιας ψυχοκαταπόνησης ή κατά την περίοδο μετά από μια
αποτυχία. Τα αλεξιθυμικά άτομα έχουν περιορισμένους αυτοπαρηγορητικούς μηχανισμούς.
Αυτοπροστατευτικοί μηχανισμοί. Αυτοπροστατευτικά και αυτοσταθεροποιητικά τεχνάσματα
αποτελούν μέρος των καθημερινών προσπαθειών του ανθρώπου να τα βγάλει πέρα με τις
δυσκολίες της ζωής. Συνήθως ξετυλίγονται ασυνείδητα ή το άτομο έχει μια περιθωριακή
αντίληψή τους.
Οι στρατηγικές αντιμετώπισης κρίσεων διακρίνονται επίσης στις συναισθηματικού
τύπου, κατά τις οποίες ανακουφίζονται οι συναισθηματικές εντάσεις μέσω αποφυγής
σκέψεων γύρω από το πρόβλημα ή ενασχόλησης μαζί του, και οι στρατηγικές κατά τις οποίες
το άτομο εστιάζει την προσοχή του στην αντιμετώπιση και επίλυση του στρεσογόνου
προβλήματος (Folkman and Lazarus 1980). Υπάρχουν ακόμη η στάση του αυτοελέγχου, της
αναζήτησης κοινωνικής υποστήριξης κ.λπ. Δεν έχει ξεκαθαριστεί ποιες στρατηγικές είναι
αποτελεσματικότερες στη διατήρηση της ψυχικής ευεξίας, υπάρχουν συγκρουόμενες
απόψεις, αλλά ίσως αυτό να έχει σχέση και με τις περιστάσεις της ζωής του ασθενούς.

V. Ικανότητες, ιδιότητες και επιτεύγματα.


 Οι ικανότητες είναι πλεονεκτήματα που οδηγούν σε καλύτερο τρόπο δράσης και στην
επίτευξη επιδιώξεων. Διακρίνονται σε επίκτητες και σε ενδογενείς και οι ενδογενείς σε
γενικές και ειδικές. Οι επίκτητες ιδιότητες λέγονται και επιδεξιότητες ή δεξιότητες (skills)
και αποκτώνται μέσα από την εμπειρία και τη διδασκαλία. Γενικές ενδογενείς ικανότητες
είναι η ζωτικότητα, η συναισθηματική διάθεση, η θέληση, η νοημοσύνη. Ειδικές
ενδογενείς ικανότητες είναι η γλωσσική εκφραστικότητα, η μνήμη, η λογική σκέψη, η
229

χωρική (spatial) σκέψη, οι αφαιρετικές ικανότητες και τα ταλέντα, δηλαδή ικανότητες που
ξεπερνούν το φυσιολογικό και εκδηλώνονται με εξαιρετικά επιτεύγματα.
 Στα διαμορφωτικά στοιχεία της προσωπικότητας συγκαταλέγονται, χαρακτηριζόμενες ως
ιδιότητες, μορφές επιθετικότητας (η παρορμητική επιθετικότητα, η ενοχή, η αυτοεπίκριση,
η προβλητική επιθετικότητα), καθώς και τύποι σεξουαλικότητας, όπως η ταυτότητα του
φύλου, οι συνουσιακές συμπεριφορές κ.λπ. Τα επιτεύγματα είναι διαμορφωτικοί
παράγοντες της προσωπικότητας.
 Θεμελιώδεις προϋποθέσεις για κάθε επίτευγμα είναι η προσαρμοστική ικανότητα, η
ιδιοσυγκρασία, η νοημοσύνη και οι πρακτικές ικανότητες. Ο Hope (1930) βρήκε τα ίχνη
της προσωπικής επίδοσης σε εμπειρίες επιτυχίας και αποτυχίας και την εξάρτησή της
από τη θετική προσδοκία, το ύψος της οποίας επίσης καθορίζεται από συσσωρευμένες
επιτυχίες ή αποτυχίες. Ο βαθμός επίδοσης καθορίζει το είδος της αυτοαντίληψης, η
μεταξύ τους συσχέτιση είναι θετική και λειτουργεί ως αφετηρία ενός «κινήτρου προς την
επιτυχία». Όμως η ελπίδα της επιτυχίας και ο φόβος της αποτυχίας δεν δημιουργούνται
μόνο από συσσωρεύσεις των αντίστοιχων εμπειριών, αλλά σχετίζονται και με το είδος
του καθήκοντος στόχου και το κοινωνικό πλαίσιο.

VI. Κοινωνικοί συντελεστές. Κάθε κουλτούρα διαμορφώνει προσωπικότητες-πρότυπα οι


οποίες χρησιμοποιούνται ως βάσεις για την πραγματοποίηση των ατομικών
διαφοροποιήσεων μέσα από μηχανισμούς μίμησης και μάθησης (Bandura 1963). Μύθοι,
στερεότυπα, πίστεις, τελετουργίες, ήθη και έθιμα, ιδέες, νόρμες, γλώσσα. Η δομή της
οικογένειας, η δομή της κοινωνίας, ο ρόλος του φύλου, η οργάνωση της φροντίδας των
παιδιών, εταιρείες, ιδρύματα, είναι παράγοντες της κουλτούρας που δρουν ενοποιητικά,
καθορίζουν τις συμπεριφορές των μελών της ομάδας και το μοίρασμα των ρόλων. Είναι
μεγάλη η σπουδαιότητα αυτών των παραγόντων στην οργάνωση και τη διαμόρφωση της
προσωπικότητας.

Διαστάσεις, Στάσεις και Χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Η έννοια της διάστασης


(dimension) χρησιμοποιείται μαζί ή σε αντιπαράθεση με τον παραδοσιακό όρο
χαρακτηριστικό (trait) της προσωπικότητας, ενώ παραλλήλως χρησιμοποιείται και ο όρος
στάση (attitude). Έχουν κωδικοποιηθεί και χρησιμοποιούνται εκτεταμένα στην έρευνα της
προσωπικότητας ορισμένα χαρακτηριστικά (traits), όπως αρσενικότητα-θηλυκότητα,
επιθετικότητα, άγχος, κυριαρχικότητα, δραστηριότητα-παρορμητικότητα,
συναισθηματικότητα, κοινωνικότητα, αίσθηση καθήκοντος. Στάση (attitude) είναι ένα είδος
προσανατολισμού και ετοιμότητας για απάντηση, σε σχέση με συγκεκριμένα αντικείμενα,
ομάδες αντικειμένων ή καταστάσεις. Οι στάσεις δεν υπόκεινται σε άμεση παρατήρηση και
μέτρηση, όπως εξάλλου συμβαίνει με πολλά συστατικά της προσωπικότητας, και φαίνεται ότι
είναι λιγότερο σταθερές από άλλα στοιχεία της όπως τα χαρακτηριστικά (Sherif et al 1965).
Οι κυριότερες κοινωνικές στάσεις συνήθως αναφέρονται σε κοινωνικά φαινόμενα, όπως π.χ.
σε ποικίλες ιδεολογικές ή πολιτικές επιλογές, στη θρησκευτικότητα, στον βαθμό δυσανεξίας
του διαφορετικού (φυλετικές ή άλλες μειονότητες), στον ηδονισμό, στην πειθαρχία, στη
θανατική ποινή, στην τιμωρία, στην τέχνη, στο ντύσιμο, στην επιστήμη, στον πόλεμο και στον
πολιτικό προσανατολισμό (συντηρητικό ή προοδευτικό) και υπόκεινται στις επιδράσεις της
μόδας. Ειδικότερα, η διάκριση μεταξύ συντηρητισμού και προοδευτικότητας εμφανίζεται
βαθμιαία κατά τη Γαλλική επανάσταση του 1789 και οριοθετείται πιο επίσημα στην
επανάσταση των μπολσεβίκων το 1917. Κορυφώθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο,
οπότε η «προοδευτικότητα», καλλιεργημένη σε μια ατμόσφαιρα ευφορίας για τη σαρωτική
κατάρρευση των φασιστικών καθεστώτων και του ναζισμού, έγινε και ισχυρό στοιχείο του
συρμού. Από τη δεκαετία του '70 η προϊούσα διαφθορά των στελεχών όλων των ιδεολογικών
και πολιτικών ρευμάτων, σε συνδυασμό με την ανάδυση άλλων κοινωνικών και πολιτικών
φαινομένων, επέφεραν μεγάλη φθορά στη μόδα της «προοδευτικότητας», ενώ κατά τη
δεκαετία του '90 αποδιαρθρώθηκε ολοσχερώς· σήμερα το δίπολο «συντηρητικός ή
προοδευτικός» μπορεί και να αντιστρέφεται και οι όροι να αποδίδονται εναλλάξ και εκ
περιτροπής σε διαφορετικές ιδεολογικές τοποθετήσεις, αναλόγως των προτιμήσεων των
μέσων μαζικής οργάνωσης της κοινωνικής συμπεριφοράς.
230

Εστία ελέγχου (Locus of control). Οι άνθρωποι έχουν μια γενική προσδοκία γύρω από την
έκταση κατά την οποία ελέγχουν τις ανταμοιβές, τις τιμωρίες και γενικώς τα γεγονότα που
συμβαίνουν στη ζωή τους. Η προσδοκία αυτή είναι δυνατόν να εκφράζεται με πίστη σε μία
εσωτερική εστία ελέγχου, που είναι ο εαυτός, ή σε μια εξωτερική εστία ελέγχου, που είναι
κάποια φυσική ή μεταφυσική αυθεντία ή εξουσία.

Βιολογικό υπόστρωμα στη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Αρκετές μελέτες (Carey


and DiLalla 1994) δείχνουν ότι γενετικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στη
διαμόρφωση της προσωπικότητας. Για παράδειγμα, τα βασικά επίπεδα των υποκειμενικών
αισθημάτων ευτυχίας, ευδιαθεσίας, ευχαρίστησης και ψυχολογικής ικανοποίησης είναι σε
μεγάλο βαθμό καθορισμένα από την κληρονομικότητα, ενώ ούτε τα θετικά γεγονότα της ζωής
ούτε το μορφωτικό επίπεδο ούτε η θρησκευτική πίστη ούτε η κοινωνικοοικονομική επιτυχία
αλλάζουν σοβαρά τα υποκειμενικά αισθήματα ευτυχίας (Lykken and Tellegen 1996, Costa et
al 1987). Το 1967 ο Eysenck έκανε την υπόθεση ότι φάρμακα κατασταλτικά του ΚΝΣ
(αλκοόλ) αυξάνουν το ανασταλτικό δυναμικό, μειώνουν το διεγερτικό δυναμικό και έτσι
τείνουν να διευκολύνουν εξωστρεφόμενες συμπεριφορές. Αντιθέτως οδωτικά φάρμακα
(καφεΐνη, δεξεδρίνη) μειώνουν το ανασταλτικό δυναμικό, αυξάνουν το διεγερτικό δυναμικό
και έτσι τείνουν να διευκολύνουν ενδοστρεφόμενες συμπεριφορές. Η υπόθεση αυτή έχει
υποστηριχθεί και πειραματικά και ίσως έχει μεγάλη χρησιμότητα για τη μελέτη των
παραγόντων που επηρεάζουν την προσωπικότητα. Δεν ισχύει πλέον το ερώτημα αν
υπερτερούν οι βιολογικοί ή οι κοινωνικοί παράγοντες στη διαμόρφωση της προσωπικότητας
αλλά το πρόβλημα είναι με ποιον τρόπο οι πολύπλοκες γενετικές και περιβαλλοντικές
επιδράσεις δρουν μαζί ή αυτόνομα στις πολλές και ποικίλες αλληλοσυνδέσεις τους ώστε να
προκύπτουν συγκεκριμένα συμπεριφερειολογικά αποτελέσματα.

ΤΥΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ. Για την εκτίμηση και κατάταξη των τύπων της
προσωπικότητας απαιτούνται μελέτες σε πολλαπλά επίπεδα, γιατί προφανώς η
προσωπικότητα είναι πιο πολυσύνθετη από τις λίγο ή πολύ μονομερείς κατατάξεις που
ακολουθούν. Η διάκριση του Απολλώνιου από το Διονυσιακό φωλιάζει μέσα σε όλες σχεδόν
τις τυπολογίες. Το Απολλώνιο εκφράζει την επιδίωξη της τάξης, του μέτρου, της αρμονίας και
της μορφής. Το Διονυσιακό, αντίθετα, είναι δυναμικό, δημιουργικό, οργιαστικό, γεμάτο
πάθος. Οι τυπολογίες γενικώς κατατάσσονται στις μυστικιστικές και τις επιστημονικές, που
και αυτές διακρίνονται στις σωματικές και τις ψυχολογικές.

Μυστικιστικές τυπολογίες. Οι θρησκευτικές ή μυστικιστικές τυπολογίες απώλεσαν την


επιρροή τους στην ιατρική σκέψη ήδη από την ιπποκρατική εποχή, ωστόσο ακόμη και
σήμερα ασκούν μια ορισμένη έλξη στα εξωεπιστημονικά κράσπεδα της σύγχρονης μελέτης
της τυπολογίας της προσωπικότητας. Πάντως, αν και η αποδεικτική αξία τους είναι μηδαμινή,
η αποδεικτική αξία των ποικίλων επιστημονικών τυπολογιών δεν είναι ικανοποιητικά
μεγαλύτερη. Στην αρχαία Αίγυπτο η απαρτιωμένη προσωπικότητα εθεωρείτο αποτέλεσμα
συνδυασμένης δράσεως επτά δυνάμεων – συναισθηματικής, διανοητικής και δημιουργικής
φύσεως. Στην ινδική κουλτούρα, η σύνθεση του ανθρώπου επίσης θεωρείται επταπλή· οι
επτά κινητήριες δυνάμεις που εμψυχώνουν το ζωντανό ον –ή, αλλιώς, τα οχήματα διά των
οποίων το πνεύμα και το Εγώ αποκτούν εμπειρία στον κόσμο– είναι οι παρακάτω και
εκφράζονται με αντίστοιχα σύμβολα και προσωπικές ιδιότητες: 1. Αιθεροφυσικό σώμα. Το
αδρό σώμα, σίδηρος, γη, εργάτης. 2. Ζωτικό ή ενεργητικό σώμα, το Πράνα. Χαλκός, νερό,
έμπορος. 3. Συγκινησιακό ή αστρικό σώμα, το Λίνγκα Σαρίνα. Χρυσός, αέρας, πολεμιστής. 4.
Κατώτερο νοητικό σώμα, το Κάμα Ρούπα, ο συγκεκριμένος νους, η λογική, «ο νους των
επιθυμιών», η ζωική ψυχή. 5. Ο αγνός ανθρώπινος νους, το Μάνας, ανώτερο νοητικό σώμα,
η αλτρουιστική διάνοια. 6. Διαισθητικός φορέας, το Βούδι, άμεση και αυθόρμητη αντίληψη
των μεγάλων αληθειών, χωρίς τη συμμετοχή της λογικής. 7. Το Πνεύμα ή η αγνή βούληση,
το Άτμα, φωτιά, ιερέας.
231

Αστρολογικές τυπολογίες. Η αστρολογική, ζωδιακή, τυπολογία των χαρακτήρων έχει


μακρά ιστορία. Διαχρονική και διαπολιτισμική, ακροβατώντας στα σύνορα επιστήμης και
αποκρυφισμού, βρίσκεται πάντοτε στην επικαιρότητα, αλλά η αποδεικτική αξία της είναι
μηδαμινή. Επί αιώνες η τυπολογία της προσωπικότητας των ιπποκρατικών χυμών και η
αστρολογική τυπολογία ήσαν κυρίαρχοι και αλληλοσυμπληρούμενοι τρόποι μελέτης της
ανθρώπινης προσωπικότητας. Η αστρολογική τυπολογία της προσωπικότητας ήταν
εμπνευσμένη από τους πλανήτες (Κρόνος, Δίας, Άρης, κ.λπ.), ενώ η Σελήνη ήταν υπεύθυνη
για την ψυχική νόσο (σεληνιασμένος, Lunatic). Ωστόσο δύο Γάλλοι μελετητές (Gauquelin and
Gauquelin 1976) ανακάλυψαν μια κάπως πειστική σχέση μεταξύ των θέσεων του Άρη και του
χρόνου γέννησης διασήμων αθλητών, του Δία και διασήμων ηθοποιών, του Κρόνου και
διασήμων επιστημόνων. Ο Eysenck επίσης, παραδόξως για μπηχαβιοριστή, ασχολήθηκε με
την αστρολογική τυπολογία και συμφώνησε κατά κάποιο τρόπο με τους Γάλλους μελετητές
αφού και αυτόσ βρήκε ότι υπάρχει μια τάση οι ενδοστρεφείς να γεννιούνται κάτω από τον
Κρόνο και οι εξωστρεφείς κάτω από τον Δία.

Κατατάξεις με βάση την κατασκευή του σώματος. Οι συσχετίσεις μεταξύ σωματικής


κατασκευής και τύπου προσωπικότητας δεν έχουν μεγάλη αποδεικτική αξία. Η
προσωπικότητα χτίζεται πάνω στο σώμα, όμως η μελέτη του σώματος δεν αποκαλύπτει την
προσωπικότητα. Η αδρή σωματική κατασκευή δεν είναι επαρκής, και ίσως λεπτότεροι
σωματικοί παράγοντες να είναι εγκυρότεροι πληροφοριοδότες. Ωστόσο το σώμα συμμετέχει
στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και ως «εξωτερικός παράγων», μέσα από την
εμφάνιση, τις φυσικές δυνατότητες και τις πραγματοποιήσεις του.

Ιπποκρατική κατάταξη. Η τυπολογία του Ιπποκράτη αντανακλά κατά κάποιον τρόπο μια
τυπολογία της Φύσεως η οποία κυριαρχούσε στη φιλοσοφική σκέψη του 6ου και του 5ου π.Χ.
αιώνα. Ήδη τον 5ο π.Χ. αιώνα ο μεγάλος φιλόσοφος και ιατρός Αλκμέωνας ο Κροτωνιάτης
πειραματιζόταν σε ζώα, γνώριζε την κατάταξη των στοιχείων, των ιδιοτήτων, των γεύσεων
και των ανθρώπινων χυμών, θεωρούσε τον εγκέφαλο κέντρο των αισθήσεων και της
νοήσεως, ενώ ο Δημόκριτος εξηγούσε σε κάποιον μαθητή του πως «τα ζώα που βλέπεις εδώ
ανοιγμένα, τα ανοίγω όχι επειδή μισώ τα έργα της θείας πρόνοιας, αλλά επειδή αναζητώ τη
φύση και τη θέση της χολής, γιατί, όπως γνωρίζεις, όταν πλεονάζει η χολή, αυτό είναι η αιτία
της τρέλας». Ο Δημόκριτος, σύμφωνα με τα Ψευδεπίγραφα Ιπποκρατικά, είχε γράψει
πραγματεία περί παραφροσύνης.
Αέρας, γη, ύδωρ, φωτιά, τα τέσσερα στοιχεία. Ψυχρό, θερμό, ξηρό, υγρό, οι τέσσερις
μεγάλες ιδιότητες. Πικρό, γλυκό, όξινο, αλμυρό, οι θεμελιώδεις γεύσεις. Αίμα, φλέγμα,
μέλαινα χολή, κίτρινη χολή, τα στοιχεία του σώματος, οι βασικοί χυμοί, ο βαθμός κυριαρχίας
των οποίων καθορίζει και το είδος της ιδιοσυγκρασίας. Σύμφωνα με τον Παράκελσο (1493-
1541), κάθε πικρό είναι ζεστό και ξηρό, δηλαδή χολερικό, κάθε όξινο είναι κρύο και ξηρό,
δηλαδή μελαγχολικό, γλυκό γίνεται το φλεγματικό που είναι κρύο και υγρό, ενώ αλμυρό
γίνεται το αιματώδες που είναι ζεστό και υγρό. Με βάση τους χυμούς αίμα, φλέγμα, μέλαινα
χολή, κίτρινη χολή, η ιπποκρατική σχολή προτείνει τέσσερις διακριτές ιδιοσυγκρασίες με
ιδιαίτερα ψυχολογικά γνωρίσματα και τρόπους συμπεριφοράς. Στην Αιματώδη
ιδιοσυγκρασία, υπερέχει το αίμα. Θερμή και υγρή ιδιοσυγκρασία, με αισιοδοξία, καλή
διάθεση, κοινωνικότητα, απουσία φόβου και φλογερούς πόθους. Στην Μελαγχολική
ιδιοσυγκρασία (ψυχρή και ξηρή) που υπερέχει η μέλαινα χολή κυριαρχεί η καταθλιπτική
διάθεση, οι απαισιόδοξες σκέψεις και η υποτίμηση του εαυτού. Στην Χολερική ιδιοσυγκρασία
υπερέχει η κίτρινη χολή. Θερμή και ξηρή ιδιοσυγκρασία. Ευερεθιστότητα, ευμεταβλητότητα,
ευθιξία, αμεσότητα, συναισθηματική δραστηριότητα είναι τα χαρακτηριστικά της. Στην
Φλεγματική ιδιοσυγκρασία υπερέχει το φλέγμα. Ψυχρή και υγρή ιδιοσυγκρασία.
Χαρακτηριστικά της είναι η αδράνεια, η απάθεια και η δύσκολη διακίνηση συναισθημάτων. Η
ιπποκρατική τυπολογία γνώρισε μεγάλη ακμή και εχρησιμοποιείτο ευρέως μέχρι και τον 19ο
αιώνα. Ακόμη και σήμερα ασκεί μια κάποια γοητεία, επιδρά άμεσα ή έμμεσα στη σύγχρονη
σκέψη για την οργάνωση της προσωπικότητας και δίδει την εντύπωση ότι διαθέτει
περισσότερο βάθος από όσο αφήνουν να διαφανεί οι περιγραφές της.
232

Η παυλοβιανή και σοβιετική ψυχολογία μέχρι και τη δεκαετία του ’80 βασιζόταν στην
ιπποκρατική τυπολογία (Pavlov 1957), την οποία είχε τροποποιήσει ελαφρώς στους εξής
τύπους: α) Ισχυρός τύπος, ισορροπημένος, ψυχοκινητικώς ταχύς (αιματώδης). β) Ισχυρός
τύπος, ισορροπημένος και ψυχοκινητικώς βραδύς (φλεγματικός). γ) Ισχυρός τύπος, μη
ισορροπημένος και παρορμητικός (χολερικός). δ) Ασθενικός τύπος (μελαγχολικός). Οι Gesell
and Ilg (1943), ακολουθώντας παυλοβιανή γραμμή, διέκριναν τρεις ιδιοσυγρασιακούς τύπους
στα βρέφη και στα νήπια, που αργότερα διαμορφώνουν τρεις χαρακτηριστικές
ιδιοσυγκρασίες: Άλφα ιδιοσυγκρασία (αργή-συμπαγής, slow-solid). Προσεκτικός στις
καινούργιες καταστάσεις. Ήρεμος. Προσανατολίζεται στη συνολικότητα του χρόνου και του
χώρου. Ζητάει λίγο, στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Βήτα ιδιοσυγκρασία (ταχεία-
καλόβολη, rapid-facile). Αυθόρμητος. Έξυπνος. Προσανατολίζεται στον παρόντα χρόνο και
στον άμεσο χώρο. Σαφής σε ό,τι ζητάει, όχι απαιτητικός. Γάμμα ιδιοσυγκρασία (άρρυθμη-
ακανόνιστη, irregular-uneven). Υπέρ- και υπο-προσεκτικός. Σπινθηροβόλος. Κακόκεφος. Σε
σύγχυση καθώς προσπαθεί, και πετυχαίνει, να προσανατολισθεί, αυτό που θα λέγαμε
«χαοτικός». Πολύ απαιτητικός, ζητάει πολλά ή δεν ζητάει καθόλου. Οι παυλοβιανές απόψεις
για τις ιδιοσυγρασιακές τυπολογίες δεν είναι πια της μόδας.

Κατάταξη Kretschmer. Ο Kretschmer (1921), που εγκαινίασε τη σύγχρονη μελέτη της


ανθρώπινης βιοτυπολογίας, έκανε την πρώτη επιστημονική συσχέτιση μεταξύ σωματικού
τύπου και προσωπικότητας, καθώς και τη συσχέτιση μεταξύ σωματικού τύπου και
συχνότητας εκδήλωσης συγκεκριμένων ιδιοσυγκρασιών και ψυχικών διαταραχών, αλλά
χωρίς ισχυρή τεκμηρίωση. Διέκρινε τρεις σωματικούς τύπους, στους οποίους απέδωσε
αντίστοιχες ιδιότητες, ιδιοσυγκρασίες και ψυχοπαθολογίες:
Πυκνικός τύπος. Είναι παχύσαρκος, ογκώδης, με χονδρό λαιμό και στρογγυλό κεφάλι.
Αντιστοιχεί στην κυκλοθυμική ιδιοσυγκρασία, δηλαδή είναι ειλικρινής, ανοιχτός, κοινωνικός,
και δραστήριος, μεταπίπτει εύκολα από τη σοβαρότητα στη χαρά και την ευθυμία. Οι
πάσχοντες από μανιοκαταθλιπτική ψύχωση ανήκουν κατά πλειοψηφία σε αυτήν την
ιδιοσυγκρασία, σύμφωνα με τον Kretschmer αλλά αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Λεπτόσωμος τύπος. Ο λεπτόσωμος έχει μικρό θώρακα, προεξέχον πηγούνι και μακριά μύτη.
Αντιστοιχεί στη σχιζοθυμική ιδιοσυγκρασία και περιλαμβάνει τους υποτύπους αναισθητικό
και ασθενικό. Ο αναισθητικός τύπος είναι ο μη ευαίσθητος πόλος της σχιζοθυμικής
ιδιοσυγκρασίας και περιγράφεται ως ψυχρός, αδιάφορος, και πολλές φορές εκκεντρικός,
ψυχρά δεσποτικός, ευέξαπτος, φανατικός, και υπολογιστής. Η απόσταση μεταξύ
συναισθηματικού βιώματος και απάντησης είναι μεγάλη. Ο ασθενικός τύπος είναι
παθολογική παραλλαγή του λεπτόσωμου τύπου, τόσο στο σωματικό όσο και στο ψυχικό
πεδίο. Με λεπτό δέρμα, υποτάσσεται στις ψυχοκαταπονήσεις χωρίς το σθένος να
υπερασπίζεται τον εαυτό του, έχει χαμηλή θέληση, δεν εκφράζεται ούτε με μίσος ούτε με
οργή.
Αθλητικός τύπος. Γεροδεμένος σωματότυπος, ισχνός ή φαρδύς, με φαρδείς ώμους, μυώδης,
με μεγάλα χέρια και πόδια, δολιχοκέφαλος με ινιακή προεξοχή, χονδρό δέρμα, άφθονα
μαλλιά και τρίχωση. Αργός και σταθερός, αντιστοιχεί στη βαρυκινητική ιδιοσυγκρασία. Έχει
αντιδράσεις χαρακτηριζόμενες από «βαρύτητα» και αμβλύτητα στην έκφραση των
συναισθημάτων, αξιοπιστία και αταραξία, η οποία όμως υποκρύπτει ευαισθησία και
συναισθηματική αστάθεια. Δεν συσχετίσθηκε αυτός ο τύπος με κάποια ψυχοπαθολογία,
αλλά μερικές μελέτες παρέχουν ενδείξεις για κοινωνιοπαθητική εκτροπή.

Κατάταξη Sheldon. Ο Sheldon (1942) ακολούθησε την ίδια γραμμή μελέτης με τον
Kretschmer και διέκρινε, με βάση τα τρία βλαστικά δέρματα, τους τύπους εκτόμορφο,
μεσόμορφο και ενδόμορφο. Ο ενδόμορφος είναι σπλαχνοτονικός, κοντόχονδρος, παχύς,
κοινωνικός, φίλος των ανέσεων, bon viver. Ο μεσόμορφος είναι σωματοτονικός, αθλητικά
ανεπτυγμένος, δραστήριος, επιρρεπής στη παραπτωματική συμπεριφορά. Ο εκτόμορφος
είναι εγκεφαλοτονικός, λεπτός, ψηλός, ενδοστρεφής. Η εγκεφαλοτονία χαρακτηρίζεται από
ευαισθησία, αναστολή της εκφραστικότητας και δυσκολία στην προσαρμογή. Η νόηση, το
σκέπτεσθαι, υπερέχει των άλλων στοιχείων και οι πράξεις ελέγχονται από τον φλοιό του
εγκεφάλου.
233

Οι απόψεις του Willhard Schlegel. Ο Schlegel (1962) μελέτησε τη διαμόρφωση της


λεκάνης σε άνδρες και γυναίκες σε σχέση με παράγοντες της προσωπικότητας. Κατά την
άποψή του υπάρχει σχέση μεταξύ σχήματος λεκάνης και κοινωνικής συμπεριφοράς. Οι
περισσότεροι άνδρες έχουν στενή, ενώ οι περισσότερες γυναίκες ανοικτή λεκάνη. Αυτή η
διαμόρφωση καθορίζεται από το επίπεδο των ανδρογόνων που κυκλοφορούν στη μητέρα
κατά την εγκυμοσύνη. Υψηλά επίπεδα ανδρογόνων οδηγούν προς τη διαμόρφωση
αρσενικού τύπου λεκάνης, ανεξαρτήτως του φύλου του εμβρύου. Η στενή λεκάνη σχετίζεται
με αρσενικού τύπου κοινωνικές συμπεριφορές, ενεργό σεξουαλικό ρόλο, κυριαρχικότητα,
ηγετικότητα και προτίμηση σεξουαλικού συντρόφου μικρής ηλικίας. Η ανοικτή λεκάνη
σχετίζεται με υποβολιμότητα, ισχυρό συναισθάνεσθαι, συμπεριφορές υποταγής και
συμμόρφωσης.

Κατασκευή προσώπου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρόσωπο των ανθρώπων


αποκαλύπτει πολλά για τον χαρακτήρα τους. Ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή εφοδιασμένος με
ένα πρόσωπο που δεν διάλεξε, συμβάλλει όμως σημαντικά στην τελική διαμόρφωσή του
μέσα από την προσωπική του ιστορία, τα κίνητρα, τις επιθυμίες και τις πραγματοποιήσεις
του. Στο τέλος της ωρίμανσής του είναι δυνατόν να λεχθεί ότι και αυτός είναι υπεύθυνος για
το πρόσωπό του. Η μελέτη του προσώπου με σκοπό τη συναγωγή συμπερασμάτων για τον
χαρακτήρα του ανθρώπου, ονομάσθηκε και φυσιογνωμική, αρχίζει συστηματικά από την
εποχή του Ιπποκράτη και φθάνει μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Η μακρά σειρά των μελετητών
του προσώπου ξεκινά με τον Αριστοτέλη και συνεχίζεται με τους Della Porta (1535-1616),
Lavater (1741-1801), Gall (1758-1828) και Lombroso (1835–1909). Μελέτη της κατατομής
του προσώπου, διαμόρφωση του μετώπου με τις γραμμές και τις ρυτίδες του, διάπλαση της
ρινός, της κάτω σιαγώνος και του πώγωνος, των χειλέων, των οφθαλμών και των βλεφάρων,
των ώτων, του λαιμού κ.λπ. είναι δυνατόν να δώσουν πληροφορίες για τον χαρακτήρα, τα
κίνητρα και τις επιθυμίες του φέροντος. Η βιβλιογραφία είναι ογκοδέστατη, ωστόσο δεν
υπάρχει σοβαρή τεκμηρίωση των ευρημάτων και το θέμα παραμένει ανοικτό από ερευνητική
άποψη.

Κατασκευή κρανίου. Η κατασκευή του κρανίου ως δείκτης της προσωπικότητας


χρησιμοποιήθηκε από τον Gall στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Gall υποστήριζε ότι υπάρχουν
27 νοητικές και ηθικές ιδιότητες της ψυχής, που εντοπίζονται σε 27 συγκεκριμένες περιοχές
του εγκεφάλου. Ως κριτήρια για τη διαμόρφωση του καταλόγου του χρησιμοποίησε τα
ουσιαστικά και τα επίθετα που βρήκε στις βιογραφίες μεγάλων ανδρών και στις διάφορες
παρεκκλίσεις του χαρακτήρα ή στις έμμονες ιδέες που περιγράφονταν στα ποικίλα κείμενα
της εποχής του. Ένστικτο αναπαραγωγής, αγάπη των παιδιών –μητρική ή πατρική–, τάση
για αντιδικία και διαμάχη, υπεροψία, πάθος εξουσίας, μεταφυσική διάθεση, ποιητικό ταλέντο,
ευλάβεια, ήσαν μερικές από τις ιδιότητες της ψυχής που χρησιμοποίησε. Η κρανιοσκοπία
αποτελούσε μέθοδο μελέτης της φρενολογίας. Το κρανίο θεωρήθηκε εκμαγείο του φλοιού.
Διόγκωση μίας εγκεφαλικής περιοχής υπεύθυνης για κάποια ιδιότητα της ψυχής έχει σαν
συνέπεια τη διόγκωση της αντίστοιχης κρανιακής χώρας, ενώ αντίστροφα, η υπανάπτυξή της
συνεπάγεται, εκτός από την πτωχή έκφραση αυτής της ιδιότητας, και μια υπανάπτυξη της
αντίστοιχης κρανιακής χώρας. Προφανές επακόλουθο είναι ότι η μελέτη του κρανίου μπορεί
να βοηθήσει στη συναγωγή συμπερασμάτων για την ψυχική σφαίρα και για τις ικανότητες
του εξεταζομένου. Η θεωρία του Gall γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα και δημοσιογραφική
απήχηση στις αρχές του προπερασμένου αιώνα. Ένα τροποποιημένο παρακλάδι της
κρανιοσκοπίας χρησιμοποιήθηκε από τους ναζί στη Γερμανία και στις κατεχόμενες από
αυτούς περιοχές για την ανίχνευση Εβραίων, οι οποίοι κατά τη ναζιστική ιατρική διέθεταν
χαρακτηριστικού τύπου κρανία.

Κατάταξη με βάση ψυχικά γνωρίσματα. Οι κατατάξεις σύμφωνα με ψυχικά γνωρίσματα


βασίζονται στην άποψη ότι η προσωπικότητα απαρτίζεται από έναν αριθμό βασικών
ψυχικών παραγόντων οργανωμένων σε μία ενότητα. Η κατάταξη γίνεται σύμφωνα με τον
βαθμό στον οποίο τα άτομα κατέχουν ορισμένα χαρακτηριστικά ή στάσεις, ικανότητες και
234

επιτεύγματα. Η επιλογή των στοιχείων είναι αυθαίρετη. Αυτή η κατεύθυνση στην κατάταξη
των τύπων φιλοδοξεί, σε κάποιες από τις τυπολογίες, να πετύχει μια ποσοτική μέτρηση της
προσωπικότητας. Σε μερικές περιπτώσεις πράγματι διευκολύνονται ποσοτικές αναλύσεις και
στατιστικές συγκρίσεις δεδομένων αλλά με την πάροδο των δεκαετιών φάνηκε ότι η
συγκομιδή ήταν πενιχρή.

Φροϋδική τυπολογία. Σύμφωνα με την κλασική φροϋδική θεωρία προσωπικότητα είναι ό,τι
εκφράζεται εξωτερικά μέσω της αλληλεπίδρασης των στοιχείων του ψυχικού οργάνου. Η
καθήλωση της libido σε κάποιο από τα πρώτα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης είναι
δυνατόν να επιδράσει στη διαμόρφωση της προσωπικότητας κατά τρόπο χαρακτηριστικό.
Στοματική καθήλωση ως απόρροια πρόωρου απογαλακτισμού είναι δυνατόν να οδηγήσει
στη διαμόρφωση μιας στοματικής προσωπικότητας με ισχυρά εξαρτησιακές διαπροσωπικές
σχέσεις και τάση για στοματικές ικανοποιήσεις. Πολύ πρώιμη ή πολύ αυστηρή εξάσκηση
στον έλεγχο των σφιγκτήρων και στην κανονικότητα της αφόδευσης είναι δυνατόν να
οδηγήσει σε πρωκτική καθήλωση και στην ανάπτυξη της πρωκτικής προσωπικότητας,
χαρακτηριστικά της οποίας είναι η ευθιξία και η ευαισθησία στην κριτική, η
ισχυρογνωμοσύνη, η ευταξία, η φειδωλότητα (σε χρόνο, χρήμα και συναίσθημα), η
ανθεκτικότητα στις εξωτερικές πιέσεις, η αποθησαυριστική και συλλεκτική διάθεση.

Τυπολογία του Carl Jung. Η θεωρία του Jung (1951) με στοιχεία μυστικιστικά και
θρησκευτικά δίδει λιγότερη έμφαση στη σεξουαλικότητα και στην επιθετικότητα από τη
φροϋδική. Ο Jung προσδίδει στη libido διαφορετική σημασία από την αντίστοιχη φροϋδική,
σημασία ευρύτερη, που μοιάζει περισσότερο με την φιλότητα του Εμπεδοκλή ή με την
ερωτική σχέση των πρώτων χριστιανών με τον Θεό. Ο ίδιος την ταύτιζε σχεδόν με αυτό που
ονόμαζε ενδιαφέρον για τον εσωτερικό ή τον εξωτερικό κόσμο. Τα αρχέτυπα είναι δείκτες
μιας σημαντικής μεταβολής στην ψυχική οικονομία και εμφανίζονται σε αφηρημένες ή
γεωμετρικές μορφές, ως ανθρώπινα ή ημιανθρώπινα μορφώματα, θεοί και θεές, γίγαντες και
νάνοι, πραγματικά ή φανταστικά ζώα και φυτά. Το συλλογικό ασυνείδητο, με τις
συσσωρευμένες μνήμες των προγόνων που αρχετυπικά εκφράζονται στους μύθους και στα
σύμβολα, συμμετέχει στη διαμόρφωση της προσωπικότητας μέσα από τα μεγάλα αρχέτυπα:
persona και σκιά, γεροσοφός, μητέρα γη, θηλυκή και αρσενική ψυχή (anima-animus). Η
θηλυκή και η αρσενική ψυχή αντιπροσωπεύουν προσωποποιημένα χαρακτηριστικά και
τάσεις των δύο φύλων. Ο κάθε άνθρωπος έχει και τα δύο, αλλά απωθεί το ένα και το
συγκαλύπτει με τον αρσενικό ή τον θηλυκό ρόλο που υιοθετεί. Η anima είναι αρχέτυπη
έννοια της θηλυκής ψυχής, στο ασυνείδητο του άνδρα. Έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία του
ανθρώπινου γένους, εμφανίζεται στα όνειρα και στις φαντασιώσεις και γίνεται σαφέστερη ως
εικόνα καθώς το άτομο πορεύεται προς την προσωπική του ωρίμανση. Το αντίστοιχο ισχύει
και για το animus στη γυναίκα. Είναι δυνατόν η σχέση μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας
να διαστρεβλώνεται, αν στη σχέση τους ο άνδρας προβάλλει το anima ή η γυναίκα το
animus. Ο Jung παρουσιάζει την πορεία προς την ολοκλήρωση ως αναζήτηση της
ισορροπίας και συνυπάρξεως των δύο αντιθετικών στοιχείων της ανθρώπινης ψυχής, του
αρσενικού-animus (θέληση για ανεξαρτητοποίηση, λογική, αυτονομία) και του θηλυκού-
anima (νιώσιμο, επιδίωξη της ομαδικότητας και της συλλογικότητας).

Η τυπολογία του Jung (1923) περιλαμβάνει δύο κατατάξεις. Μία σύμφωνα με την κατεύθυνση
της libido και μία δεύτερη σε τέσσερις λειτουργικούς τύπους. Από τον συνδυασμό τους
προκύπτει μια μεγάλη σειρά τύπων. Η κατάταξη σύμφωνα με την κατεύθυνση της libido
περιλαμβάνει έναν τύπο εξωστρεφή και έναν ενδοστρεφή. Στον πρώτο τύπο η libido
στρέφεται προς τον έξω κόσμο και διαμορφώνει ανάλογες στάσεις και συμπεριφορές, όπως
πραγματιστική στάση απέναντι στα φαινόμενα και κοινωνικότητα. Στον δεύτερο τύπο η libido
στρέφεται προς τα μέσα, προς τον εαυτό. Το ενδοστρεφές άτομο αποσύρεται από το φυσικό
και το κοινωνικό περιβάλλον αναπτύσσοντας μια ιδεοκρατική στάση απέναντι στα φαινόμενα
και τον κόσμο. Η κατάταξη των τεσσάρων λειτουργικών τύπων περιλαμβάνει τον
Αισθητηριακό, τον Βιωματικό, τον Σκεπτόμενο, και τον Ενοραματικό. Ο Αισθητηριακός τύπος
διαμορφώνεται από την κυριαρχία της αισθητηριακής (sensation) λειτουργίας. Δέχεται τα
235

πράγματα από την εμπειρία. Η σκέψη και το φανταστικό διακινούνται σε μικρή κλίμακα. Ο
Βιωματικός τύπος διαμορφώνεται από την κυριαρχία της βιωματικής (feeling) λειτουργίας.
Συμπεριφέρεται όπως νιώθει, όπως βιώνει τα πράγματα. Ο Σκεπτόμενος τύπος
διαμορφώνεται από την κυριαρχία της λειτουργίας της σκέψης (thinking). Η ζωή του
κατευθύνεται από τη σκέψη και οι ενέργειές του είναι αποτέλεσμα νοητικής διεργασίας. Ο
Ενοραματικός τύπος είναι αυτός που εμπνέεται, διαμορφώνεται από την κυριαρχία της
ενόρασης (intuition), της ικανότητας να προσλαμβάνει πραγματικότητες που βρίσκονται έξω
από τη συνείδηση. Οι περισσότεροι άνθρωποι για να διαμορφώσουν την προσωπικότητά
τους χρησιμοποιούν μία λειτουργία, συνήθως την πρώτη, την αισθητηριακή. Πιο σύνθετα
άτομα διαθέτουν δύο λειτουργίες και οι πολύ ολοκληρωμένες προσωπικότητες
χρησιμοποιούν τρεις. Η προσθήκη της τέταρτης λειτουργίας ανήκει στη μεγάλη διαδικασία
της ατομοποίησης (individuation) ή ολοκλήρωσης της προσωπικότητας, που στην
πραγματικότητα είναι η συμφιλίωση των αντιθετικών δυνάμεων της ανθρώπινης φύσης και
δωρίζεται σε πολύ λίγους.

Κατάταξη των Allport-Cattel. Η μεθοδολογία του Allport θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και


ως «καταγραφή γνωρισμάτων». Οι Allport και Odbert (1936) κατέγραψαν από το λεξικό της
αγγλικής γλώσσας 18.000 λέξεις που αναφέρονται σε ανθρώπινες ιδιότητες και από αυτές
διάλεξαν 4.500 λέξεις οι οποίες αντιπροσωπεύουν γνωρίσματα της προσωπικότητας και τα
ταξινόμησαν σε τρεις κατηγορίες: α) Περίοπτα γνωρίσματα, τα οποία κυριαρχούν στη ζωή
του ανθρώπου. β) Κεντρικά γνωρίσματα, τα οποία εκφράζουν ουσιώδη χαρακτηριστικά του
ατόμου. γ) Δευτερεύοντα γνωρίσματα, τα οποία είναι συγκεκριμένα ενδιαφέροντα, τρόποι
αντίδρασης, προτιμήσεις κ.λπ. Ο Cattel (1956) από τα 4.500 γνωρίσματα, αφού άθροισε σε
κατηγορίες τα συνώνυμα, κατέληξε σε 171 ομάδες συνωνύμων. Αυτές τις ομάδες τις
ταξινόμησε σε 46 σύνολα χαρακτηριστικών τα οποία ονόμασε επιφανειακά γνωρίσματα της
προσωπικότητας και από αυτά πρότεινε 16 στοιχεία, που φαίνονται στον πίνακα, που τα
ονόμασε πρωτογενείς παράγοντες (16PF, 16 Primary Factors) και θεώρησε ότι αποτελούν
βασικές διαστάσεις της προσωπικότητας. Η μέθοδος του Cattel είναι συνέχεια εκείνης των
Allport και Odbert. Είναι αμφίβολο αν η σταχυολόγηση λέξεων από το λεξικό είναι δυνατόν να
οδηγήσει σε μελέτη της προσωπικότητας. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό που θα προκύψει
είναι μια, οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα, γνώση του πώς η κουλτούρα και η γλώσσα μιας
κοινωνίας, στην περίπτωση αυτή της αγγλοσαξονικής, περιγράφουν τον άνθρωπο. Και ενώ
δεν θα πρέπει κανείς να αμφιβάλλει για την ευρύτητα και το βάθος των περιγραφών και των
χαρακτηρισμών, η μελέτη δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ούτε διεξοδική ούτε επιστημονική.
1 Κυκλοθυμία Σχιζοθυμία
2 Υψηλή Νοημοσύνη Χαμηλή Νοημοσύνη
3 Συναισθηματική Σταθερότητα Συναισθηματική Αστάθεια
4 Κυριαρχικότητα Υποτακτικότητα
5 Αυθορμησία Επιφυλακτικότητα
6 Ισχυρό Υπερεγώ Έλλειψη Εσωτερικής Συνέπειας
7 Τυχοδιωκτισμός Ατολμία
8 Συναισθηματική Υπερευαισθησία Συναισθηματική Ψυχρότητα
9 Ισχυρογνωμοσύνη Ψυχική Άνεση
10 Αυτισμός Κοινωνικότητα
11 Αγχίνοια Αφέλεια
12 Ανασφάλεια Αυτοπεποίθηση
13 Ριζοσπαστικότητα Συντηρητισμός
14 Αυτάρκεια Εξάρτηση
15 Κοινωνική Υπερευαισθησία Κοινωνική Αδιαφορία
16 Υπερένταση Ψυχική Ηρεμία

Κατάταξη του Eysenck. Ο Eysenck (1947) προχώρησε ακόμη περισσότερο την παυλοβιανή
άποψη για την τυπολογία της προσωπικότητας. Κεντρική άποψή του είναι ότι η μελέτη της
προσωπικότητας είναι εγκυρότερη όταν γίνεται όχι με βάση έναν κατάλογο στοιχείων και
τύπων αλλά με βάση μια σειρά αξόνων, τους οποίους ονόμασε διαστάσεις (dimensions).
Αρχικώς, απομόνωσε τις διαστάσεις της ενδοστρέφειας-εξωστρέφειας και της σταθερότητας-
αστάθειας και κατασκεύασε το τεστ EPI (Eysenck personality inventory). Αργότερα
αντικατέστησε τη διάσταση σταθερότητα-αστάθεια με τη διάσταση νευρωτισμός-ψυχωτισμός
236

και έφτιαξε το τεστ MPI (Maudsley personality inventory). Ο νευρωτισμός περιλαμβάνει


στοιχεία όπως στενοχώριες, «έγνοιες», άγχος, θυμό, συναισθηματικές μεταπτώσεις και μια
γενική τάση που έχει το άτομο να αναστατώνεται εύκολα. Ο ψυχωτισμός περιλαμβάνει
επιθετικότητα, κοινωνική αντισυμβατικότητα, παρορμητικότητα, ισχυρογνωμοσύνη,
συναισθηματική ψυχρότητα. Η εξωστρέφεια χαρακτηρίζεται από κοινωνικότητα, ζωντάνια,
αισιοδοξία. Ο Eysenck υποστηρίζει ότι ο νευρωτισμός αυξάνει την πιθανότητα εμφανίσεως
ψυχιατρικής νόσου, ενώ η εξωστρέφεια και ο ψυχωτισμός παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση της
κλινικής εικόνας. Ενδοστρεφή άτομα με υψηλό νευρωτισμό είναι δυνατόν να παρουσιάσουν
αγχώδεις, φοβικές και ψυχαναγκαστικές διαταραχές, ενώ εξωστρεφή άτομα με υψηλό
νευρωτισμό είναι δυνατόν να εμφανίσουν υστερική συμπτωματολογία ή ψυχοπαθητική
διαταραχή της προσωπικότητας. Άτομα με υψηλό ψυχωτισμό μπορεί να εμφανίσουν ένα
μεγάλο φάσμα ψυχιατρικών διαταραχών στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και
σχιζοφρενικόμορφες διαταραχές. Η μεθοδολογία του Eysenck, παρά την ενδιαφέρουσα
άποψη περί διαστάσεων της προσωπικότητας, είναι αυθαίρετη και αντιεπιστημονική και τα
ψυχομετρικά εργαλεία που χρησιμοποίησε, παρά την τεράστια διάδοση και τη
δημοσιογραφική προβολή τους, μετά από δεκάδες χρόνων εφαρμογής τους δεν έχουν
προσφέρει τίποτε ουσιαστικό στην κατανόηση και στη μελέτη της προσωπικότητας.

Τυπολογία του Sjobring. Ο Sjobring (1879-1956) είχε προτείνει την ύπαρξη τεσσάρων
ανεξάρτητων και συνεχώς μεταβαλλόμενων διαστάσεων της προσωπικότητας, που τις
ονόμασε ικανότητα (capacity), ισχύ (validity), σταθερότητα (stability) και συμπαγή δομή (so-
lidity). Θεμέλιο της τυπολογίας του είναι η αρχή ότι κάθε νευρικό σύστημα έχει την
προδιάθεση να αντιδρά κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο, και το περιβάλλον είναι σε θέση να
πλάθει το άτομο μέσα σε όρια που καθορίζονται από την εγγενή κατασκευή του ΚΝΣ.
 Ικανότητα ή ιδιότητα (capacity). Αναφέρεται στη διανοητική ικανότητα.
 Σταθερότητα (stability). Είναι ιδιότητα που αφορά τον έλεγχο του συναισθήματος, τη χάρη
και την ακρίβεια στη σκέψη και στις κινήσεις του σώματος, τους βαθμούς ικανότητας για
αφαιρετική σκέψη. Ο λίγο σταθερός (substable) εξοικειώνεται αργά με τις νέες ή
εναλλασσόμενες καταστάσεις. Οι αντιληπτικές διαδικασίες του χρειάζονται χρόνο για να
εκτυλιχθούν. Αργεί στην ανάπτυξη νέων επιδεξιοτήτων. Αργεί στη διαδικασία διάκρισης
του σημαντικού από το ασήμαντο. Ο πολύ σταθερός (superstable) έχει μεγάλη ακρίβεια
και χάρη στη σκέψη και στις κινήσεις του, ταχύτητα στην αντίληψη και στις αποφάσεις του,
ικανότητα για αφαιρετική σκέψη, κινείται με άνεση στον κόσμο των ιδεών, αλλά μπορεί να
είναι συναισθηματικά ψυχρός και απόμακρος.
 Συμπάγεια (solidity). Εκφράζει τον βαθμό αδράνειας στη λειτουργία του ΚΝΣ, τη
μακροπρόθεσμη και αργόσυρτη οργάνωση της ψυχικής ζωής. Σχετίζεται με την
ευμεταβλητότητα και την υποβολιμότητα στη διανοητική και τη συναισθηματική ζωή. Ο
λίγο συμπαγής (subsolid) είναι ευχάριστος και συναισθηματικά δοτικός, πολύ υποβόλιμος,
ανταποκρίνεται στις νέες ιδέες και στα νέα πρόσωπα, ενώ στις ψυχοκαταπονήσεις γίνεται
δραματικός. Ο πολύ συμπαγής (supersolid) είναι σταθερός, ανθεκτικός, ατάραχος,
ψυχρός και ανιαρός.
 Ισχύς ή εγκυρότητα (validity). Η ιδιότητα αυτή σχετίζεται με την ποσότητα ενέργειας που
διατίθεται στη λειτουργία του ΚΝΣ. Ο πολύ ισχυρός (supervalid) είναι υπερενεργητικός,
δυναμικός, με αυτοπεποίθηση, έτοιμος για καινούργια καθήκοντα, ακούραστος,
αποτελεσματικός, πιεστικός, μη ευαίσθητος. Ο λίγο ισχυρός (subvalid) έχει χαμηλά
ενεργειακά αποθέματα. Όταν του επιβάλλονται νέα καθήκοντα, τείνει να βιώνει άγχος,
ένταση και άλλα συμπτώματα. Ήσυχος και ανασφαλής, μη ενοχλητικός. Χαρακτηρίζεται
από διστακτικότητα, αβεβαιότητα, στενότητα αντιλήψεων.

Ανθρωπολογική τυπολογία. Κατά την περιγραφή συμπεριφορών η έκφραση «αταβιστικές


εκδηλώσεις» υποδηλώνει επανεμφάνιση πρωτόγονων στοιχείων τα οποία έχουν εξαφανισθεί
κατά την εξελικτική πορεία του είδους. Ωστόσο, πολλές πρωτόγονες συμπεριφορές που
καθημερινά εκδηλώνονται από τους ανθρώπους δεν είναι αταβιστικά φαινόμενα διότι ποτέ
δεν εξαφανίσθηκαν. Το Διονυσιακό και το Απολλώνιο θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν
και σήμερα ως χαρακτηρολογικοί συμβολισμοί του παλαιανθρώπου και του νεοανθρώπου. Ο
237

Ηράκλειτος είχε κάνει αυτή τη διάκριση ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. («Αιρεύνται γαρ έν αντί
απάντων οι άριστοι, κλέος αέναον θνητών, οι δε πολλοί κεκόρηνται όκωσπερ κτήνεα») και ο
Paul McLean μίλησε για τον άγριο εγκέφαλο (brutish brain) που λειτουργεί μαζί με τον
νεοεγκέφαλο χωρίς όμως να συνεργάζεται καλά μαζί του. Αλλά ο Spinoza είναι
διεξοδικότερος σ’ αυτό το θέμα: «Οι άνθρωποι είναι έτσι φτιαγμένοι ώστε να αισθάνονται
οίκτο για τους δυστυχείς και φθόνο για τους ευτυχείς. Προτιμούν την εκδίκηση από το έλεος.
Ο καθένας επιθυμεί να ζουν οι άλλοι σύμφωνα με τη δική του ιδιοσυγκρασία, να αποδέχονται
αυτό που αποδέχεται και να απορρίπτουν αυτό που απορρίπτει. Καθώς όλοι θέλουν να είναι
πρώτοι, ξεσπούν μεταξύ τους συγκρούσεις όπου προσπαθούν να συντρίψουν ο ένας τον
άλλον και ο νικητής υπερηφανεύεται πολύ περισσότερο επειδή θριάμβευσε του αντιπάλου
του παρά γιατί αποκόμισε ο ίδιος κάποιο αγαθό. Συνεπώς αυτοί που νομίζουν ότι είναι
δυνατόν το πλήθος των ανθρώπων να μπορέσει να ζήσει σύμφωνα με τις επιταγές του
λόγου ονειρεύονται τον χρυσό αιώνα των ποιητών, δηλαδή αρέσκονται στη μυθοπλασία».

Ο λεγόμενος νεαντερτάλιος άνθρωπος (Homo Neadertalensis) εμφανίσθηκε γύρω στις 100-


200 χιλιάδες χρόνια πριν από την εμφάνιση του σύγχρονου ανθρώπου, του επονομαζόμενου
σοφού (Homo Sapiens). Η επινοητικότητα, η επιμονή, η ψυχραιμία και η προσαρμοστικότητά
του, του επέτρεψαν να επιβιώσει και ως είδος να εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπου
έχουν βρεθεί ίχνη των οικισμών του, μέσα από τους οποίους αναδύθηκε μια πιο εξελιγμένη
μορφή του, ο νεότερος άνθρωπος. Σύμφωνα με τους μελετητές, ο νεαντερτάλιος είναι
βραχύσωμος, δασύτριχος και μυώδης με ισχυρές σιαγόνες και υπερόφρυα τόξα. Ο
εγκέφαλός του είναι εξίσου μεγάλος, ίσως και μεγαλύτερος, με του νεανθρώπου, και, αν
εξαιρεθεί κάποια μάλλον «ζωώδης» εξωτερική εμφάνιση, άλλα εξωτερικά στοιχεία διάκρισης
από τον νεάνθρωπο δεν υπάρχουν. Ποτέ δεν διεκόπη η κοινή ζωή και οι συνεχείς επιμειξίες
μεταξύ νεανθρώπων και νεαντερταλίων, επιμειξίες που έδωσαν μια τεράστια ποικιλία
ανθρωπολογικών τύπων. Αλλά τη συντριπτική πλειονότητα σε όλες τις ανθρώπινες
κοινότητες, αποτελούν ακόμη οι νεαντεράλιοι. Η θεωρία της εξαφάνισης του Homo
Neadertalensis και της αντικατάστασής του από τον Homo Sapiens δεν στηρίζεται από τα
ευρήματα της έρευνας. Είναι όμως τονωτική του αριστοκρατικού ναρκισσισμού που κατέχει
τους σύγχρονους παλαιοανθρώπους, αφού αποκρύπτει την ταπεινή καταγωγή και πολύ
περισσότερο προφυλάσσει από τον συγχρωτισμό με ακατέργαστους προγόνους. Ο Arthur
Koestler στο βιβλίο του Το Μηδέν και το Άπειρο χρησιμοποίησε τον ανθρωπολογικό τύπο
του παλαιοανθρώπου για να ερμηνεύσει την ιστορική εξέλιξη της επανάστασης των
μπολσεβίκων, τη διαστροφική πορεία της προς τη στυγνή γραφειοκρατική δικτατορία, και να
προφητεύσει την αναπόφευκτη κατάρρευσή της.
Ανάμεσα στα χαρακτηριστικά του νεαντερτάλιου περιλαμβάνονται η δυσανεξία στις στερήσεις
ηδονών, η αδιαφορία για τις ανάγκες των άλλων, η εύκολη εκδήλωση εχθρικής διάθεσης
και επιθετικής συμπεριφοράς, η χαμηλή ανοχή στην αμφιβολία, η δυσανεξία απέναντι στο
πολυδιάστατο των πραγμάτων και στην πολλαπλότητα των παραγόντων που καθορίζουν
μια κατάσταση. Ακόμη, η σπλαχνική ικανοποίηση που επιζητείται επιτακτικά μέχρι
κορεσμού εδώ και τώρα, οι πρωτόγονοι μηχανισμοί άμυνας, η πτωχή δυνατότητα
πρόβλεψης, ιδιαίτερα των συνεπειών από τις συμπεριφορές αναζήτησης ηδονής. Η κακή
σχέση με το χιούμορ, η ροπή προς τον σαρκασμό. Η αγωνία και ο φόβος μπροστά στην
ιδέα του θανάτου και του θεού. Χαρακτηριστικά του ακόμη είναι τα υπέροχα και τρυφερά
συναισθήματα αγάπης μέσα στην οικογένεια, η βαθύτατη επιφυλακτικότητα ή και
εχθρότητα έξω από αυτήν. Οι ισχυροί μηχανισμοί κοινωνικής σύγκρισης, η μίμηση με
ευτελή υποκατάστατα. Το πτωχό λεξιλόγιο, η απλουστευτική σκέψη, η απουσία
αφαιρετικού σκέπτεσθαι. Διαθέτει πολύ καλή μνήμη και νοημοσύνη, ενίοτε μάλιστα και
πολύ καλή, αλλά όχι πολύ υψηλή. Διακρίνεται για την επίμονη αναζήτηση της
αποτελεσματικότητας και για τις πρακτικές επιδεξιότητές του.
Τα χαρακτηριστικά τού, πληθυσμιακά πολύ ολιγαριθμότερου, νεανθρώπου είναι η
κοινωνικότητα, ο αλτρουισμός ακόμη και έξω από την οικογένεια, η αφηρημένη σκέψη και η
προβλεπτικότητα, το πειραματίζεσθαι, οι ισχυρές εκφραστικές δυνατότητες, οι μεταφυσικές
και καλλιτεχνικές ροπές. Ο νεάνθρωπος φαίνεται ότι είναι προϊόν μετάλλαξης που συνέβη
περίπου πριν από 100-200 χιλιάδες χρόνια. Γεννήθηκε μέσα στις νεαντερτάλιες κοινότητες,
238

έζησε μέσα σε αυτές σαν προικισμένο παιδί, και με τις καταπληκτικές πνευματικές
ικανότητές του τις οδήγησε μαζί του στον πολιτισμό. Έναν πολιτισμό που τον έφτιαξε όχι
τόσο στα δικά του μέτρα αλλά στα μέτρα του αγαπημένου νεαντερτάλιου αδελφού. Παρ'
όλα αυτά η προσαρμογή του νεαντερτάλιου στους κοινωνικούς θεσμούς, που
σφυρηλατήθηκαν με μεγάλες ιστορικές δυσκολίες, έγινε και συνεχίζει να γίνεται «με
σφιγμένα τα δόντια», και οπωσδήποτε κάτω από τον φόβο της ποινής.

Νοσοκεντρική τυπολογία. Αυτή η κατάταξη έχει ελάχιστα μελετηθεί, ωστόσο η


περιορισμένη έρευνα που έχει γίνει προς αυτή την κατεύθυνση έχει ήδη αποδώσει κάποιους
καρπούς σε νόσους όπως ο καρκίνος, τα αγγειακά νοσήματα, το έμφραγμα του μυοκαρδίου,
η ελκώδης κολίτις, η ρευματοειδής αρθρίτις. Έχουν επισημανθεί στοιχεία της
προσωπικότητας (όπως π.χ. η προσωπικότητα τύπου Α) που συσχετίζονται στενά με την
ανάπτυξη σωματικής νόσου, αλλά το θέμα από ερευνητική άποψη βρίσκεται ακόμη στην
αρχή του. Κλινικές θεωρίες γύρω από τη σχέση μεταξύ προσωπικότητας και νόσου έχουν
διαμορφωθεί πάνω στη βάση της εμπειρίας με πάσχοντες από ψυχιατρικές νόσους, κυρίως
μετά την εκδήλωση της νόσου. Η μελέτη της προνοσηρής προσωπικότητος πρέπει να γίνει
πριν από την εκδήλωση νόσου και την έναρξη θεραπείας, αλλά αυτή η διαδικασία
παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες. Ίσως υπάρχουν στοιχεία ευαλωσίας στη σωματική νόσο
ενσωματωμένα στη δομή της προσωπικότητας. Υπάρχουν ενδιαφέρουσες μελέτες που
έχουν ανιχνεύσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τα οποία
διαφοροποιούν εκείνους που παραμένουν υγιείς από εκείνους που νοσούν ή πεθαίνουν
πρόωρα. Φοιτητές της ιατρικής με ιδιοσυγκρασία τύπου γάμμα ήσαν περισσότερο επιρρεπείς
στην εμφάνιση σοβαρής νόσου και/ή θανάτου κατά τη μέση ηλικία από ό,τι φοιτητές με
ιδιοσυγκρασία τύπου άλφα ή βήτα (Betz and Thomas 1979, Thomas and Duszynsky 1985).

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ


Ανάλυση περιστατικού. Με τη μέθοδο αυτή επιχειρείται διερεύνηση των στοιχείων της
προσωπικότητας, η οποία θεωρείται ποιοτικά μοναδική. Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται
εξαιρετικά λεπτομερής και χρονοβόρος συγκέντρωση στοιχείων σχετικών με το
εξεταζόμενο άτομο. Οτιδήποτε έχει σχέση με το άτομο –ιστορικό, ψυχομετρικές δοκιμασίες,
δημιουργικά επιτεύγματα– συλλέγεται και καταγράφεται.
Χαρακτηριστικά (traits). Μια προσέγγιση πολύ διαδεδομένη είναι η εξακρίβωση ενός αριθμού
συγκεκριμένων και προεπιλεγμένων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. Εκείνο που
συνήθως εκτιμάται είναι ο βαθμός κατά τον οποίο αυτά τα χαρακτηριστικά είναι παρόντα σε
κάθε άτομο.
Προβλητικές δοκιμασίες. Οι κλασικές προβλητικές δοκιμασίες ΤΑΤ και Rorschach
χρησιμοποιούνται ακόμη για την εκτίμηση της προσωπικότητας, αλλά η εγκυρότητα και η
χρησιμότητά τους έχουν αμφισβητηθεί. Ένα παράδοξο εύρημα στη δοκιμασία Rorschach
(Thomas and Duszynsky 1985) σε απόφοιτους της ιατρικής στις ΗΠΑ το 1946, που
μελετήθηκαν μετά από 30 χρόνια, εδειξε ότι εκείνοι που ερμήνευαν τις εικόνες της
δοκιμασίας με λέξεις που σήμαιναν στροβιλισμό (whirling) πέθαιναν σε νεαρή ηλικία από
αγγειακά επεισόδια ή βίαιους θανάτους.
Ερωτηματολόγια και κλίμακες. Ευρύτατα διαδεδομένη μέθοδος, αλλά η κοινωνική αρέσκεια
(social desirability factor) είναι παράγων καταστροφής των ερωτηματολογίων
προσωπικότητας, αφού όλα τα σχετικά ερωτηματολόγια περιλαμβάνουν ερωτήσεις για
θέματα στα οποία η κοινωνία έχει πάρει θέση είτε σε επίπεδο θεσμικό είτε μέσα από τη
μόδα, και έτσι ο ερωτώμενος προσαρμόζει αναλόγως τις απαντήσεις του. Δεκάδες
ερωτηματολόγια και κλίμακες εξέτασης της προσωπικότητας κυκλοφορούν και
διαγκωνίζονται για την εξασφάλιση της προτίμησης των μελετητών της. Εδώ αναφέρονται,
ενδεικτικά, μερικές.
 MMPI (Minnesota Multiphasic Personality Inventory). Χρησιμοποιείται από το 1940
(Hathaway and McKinley 1940). Αποτελείται από 550 ερωτήσεις οι οποίες υποτίθεται
ότι προσδιορίζουν 12 χαρακτηριστικά της προσωπικότητας: υποχονδρίαση,
κατάθλιψη, υστερία, ψυχοπαθητικότητα, παράνοια, ψυχασθένεια, σχιζοφρένεια,
αρσενικότητα–θηλυκότητα, υπομανία, κοινωνική ενδοστρέφεια. Η πρόσφατη μορφή
239

του (MMPI-2) έχει 567 ερωτήσεις. Πολλές από τις υποκλίμακες του ΜΜΡΙ είναι
καθαρά ψυχοπαθολογικές κλίμακες, όπως υποχονδρία, κατάθλιψη, υστερία,
παράνοια, ψυχονεύρωση, σχιζοφρένεια, υπομανία και δεν έχουν τίποτε να κάνουν με
τη δομή της προσωπικότητας του εξεταζόμενου. Ωστόσο η διάδοση και χρήση του
ΜΜΡΙ είναι πολύ μεγάλη.
 Σταθμισμένη εκτίμηση της προσωπικότητας (Standardized Assessment of Personali-
ty) (Pilgrim and Mann 1990). Μέθοδος που προτείνεται από το ICD-10 (WHO 1987).
Πρόκειται περί ημιδομημένης συνεντεύξεως με κάποιο στενό συγγενή ή φίλο τού υπό
εξέτασιν προσώπου, ο οποίος χρησιμοποιείται ως πληροφοριοδότης· για την
εκτίμηση της προσωπικότητας εφαρμόζονται ειδικά κριτήρια.
 The Marke-Nyman Temperament Scale. Η κλίμακα αυτή βασίζεται στην τυπολογία
του Sjobring.
 Defence Mechanism Rating Scales (Perry and Cooper 1989). Χρησιμοποιείται κυρίως
για την ανίχνευση των μηχανισμών αμύνης του εγώ και για την εξακρίβωση του
«αμυντικού στυλ» του εξεταζόμενου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ADORNO TW, et al. (1950). The Authoritarian Personality. New York.
ALLPORT GW. (1937). Personality. A Psychological Interpretation. New York.
ALLPORT GW. (1963). Pattern and Growth of Personality. Holt, Rinehart and Winston, London.
ALLPORT GW, ODBERT HS. (1936). Trait-Names: A Psycho-Lexical study. Psychol. Monographs 211.
BANDURA A, WALTERS RH. (1963). Social Learning and Personality Development. N.Y.
BETZ BJ, THOMAS CB. (1979). Individual Temperament as a Predictor of Health or Premature Disease. The
Johns Hopkins Medical Journal 144(3):81-89.
CAREY G, DiLALLA DL. (1994). Personality and Psychopathology: Genetic Perspectives. J Abnorm Psychology
103(1):32-43.
CATTELL RB. (1956). Validation and intensification of the Sixteen Personality Factor Questionnaire. J Clin Psy-
chol 12(3):205-14.
COSTA P, McGRAE R, ZONDERMAN A. (1987). Environmental and Dispositional influences on wellbeing: a
longitudinal follow-up of an American national sample. Brit J Psychol 78:299-306.
EIBL-EIBESFELDT. (1970). Ethology. The Biology of Behaviour. New York. Holt, Rinehart and Wilson.
ETKIN W. (1964). Social Behaviour and Organisation among Vertebrates. Chicago.
EYSENCK HJ. (1947) Dimensions of Personality. London: Routledge & Kegan Paul.
EYSENCK HJ. (1964). Crime and Personality.
EYSENCK HJ. (1967). The biological basis of Personality. Illinois.
FOLKMAN S, LAZARUS R. (1980). An analysis of coping in a middle aged community sample. Journal of Health
and Social Behaviour 21: 219-239.
FESTINGER L. (1954). A theory of social comparison processes. Human Relations, 2:117-40.
FREUD Anna. (1949). The Ego and its Defence Mechanisms. Hogarth Press.
FREUD Anna. (1966). Normality and Pathology in Childhood. Hogarth Press.
FREUD S. (1915). Some character types met within psychoanalytic work. Imago, Vol. 4.
GESSEL A, ILG FL. (1943). Infant and Child in the Culture of Today. Harper and Bros. N.Y.
GOULD JL, MARLER P. (1984). Ethology and the natural history of learning. In P. Marler and HS. Terrace
(Eds.). The biology of learning. Berlin: Springer and Verlag.
GAUQUELIN M, GAUQUELIN F. (1976). The Planetary factors in personality. Paris. LERRCP.
HATHAWAY SR, MCKINLEY JC. (1940). The MMPI manual. New York: Psychological Corporation. McAllister.
HINDE RA. (1974). Biological bases of human social behaviour. New York: McGraw-Hill.
HYMAN HH, SINGER E. (1967). An introduction to the reference group theory and research. In Hollander EP.
and Hunt RG. (eds.). Current perspectives in social psychology (2nd ed.) New York: Oxford University Press.
JUNG C. (1923). Psychological Types. London, Kegan Paul.
KELLET JM. (1973). Evolutionary theory for the dichotomy of the functional psychoses. The Lancet, April 21,
860-863.
KLEIN M. (1986). The Selected Melanie Klein. Ed. J. Mitchell. Harmondsworth, Middlesex: Penguin. Soc. 6(1):5-
13.
KRETSCHMER E. (1921). Physique and Character. An Investigation of the Nature of Constitution and the Theory
of Temperament. New York: Harcourt, Brace.
LYKKEN D, TELLEGEN A. (1996). Happiness is a stochastic phenomenon Psychol Sci 7:186-189
MAYR E. (1974). Behaviour programs and evolutionary strategies. Amer Scientist 62:650-659.
McGUIRE MT, RALEICH MJ, BRAMMER LA. (1982). Sociopharmacology. Ann. Rev. Pharmacol. Toxicol.
22:635-653.
ÖHMAN A. (1985). Face the beast and fear the face. Psychophysiology, 23:2, 123-145.
PAVLOV IP. (1957). Experimental Psychology. New York: The Philosophical Library.
PERRY JC, COOPER SH. (1989). An Empirical Study of Defence Mechanisms. Arch Gen Psychiatry 46:444-452.
240

PILGRIM JA, MANN AH. (1990). Use of the ICD-10 version of the Standardised Assessment of Personality to
determine the prevalence of personality disorder in psychiatric inpatients. Psychol. Med. 20, 985-992.
RUTTER M. (1980). Emotional Development. in: Rutter, M., ed. Scientific foundations of development in psychia-
try. New York: William Haneman Medical Books Limited.
SAPOLSKY RM. (1983). Individual differences in cortical secrecy patterns in the wild baboon: role of negative
feedback sensitivity. Endocrinol. 113:2263-2267.
SCHLEGEL WS. (1962). Constitutional biological principles of homosexuality. [Article in German]. Z Mensch
Vererb Konstitutionsl, 36:341-64.
SCHWARTZ C, MEISENHELDER JB, MA Y, REED G. (2003). Altruistic social interest behaviors are associated
with better mental health. Psychosom Med. 65(5):778-85.
SHELDON WH, STEVENS SS. (1942). The Varieties of Temperament. New York.
SHELDON WH, STEVENS SS, TUCKER WB. (1940). The varieties of human physique. N.Y.
SHERIF CW, SHERIF M, NEBERGALL RE. (1965). Attitude and Attitude change. Philadelphia.
THOMAS CB, DUSZYNSKI KR. (1985)Are words of the Rorschach predictors of disease and death? The case
of "whirling" Psychosomatic Medicine, 47(2) 201-211.
VAILLANT G. (1992). Ego Mechanisms of Defence: A Guide for Clinicians and Researchers. Washington DC,
American Psychiatric Press.
WORLD HEALTH ORGANISATION (1987). Tenth Revision of the International Classification of Diseases (ICD-
10). Geneva, WHO.

25. ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η πίστη του ανθρώπου ότι η ύπαρξή του δεν περιορίζεται μόνο στην υλική της
πραγματικότητά αλλά ολοκληρώνεται και σε μια διάσταση πέραν αυτής, σε μια διάσταση
υπερβατική, τον συνόδευε –άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο– σε όλη τη διάρκεια της
μακραίωνης ιστορίας του και ουσιαστικά δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Η πίστη στην
υπερβατικότητα μπορεί να είναι μεταφυσικού, εσχατολογικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα, ή
και να διακινείται σε επίπεδα συγκινητικής ή φαιδρής αφέλειας. Στον σύγχρονο κόσμο πλήθη
ανθρώπων σαγηνεύονται από φαινόμενα όπως τα ζώδια, η ύπαρξη πνευμάτων, η μαγική
επίδραση, η μεταβίβαση της σκέψης, το ταξίδι της ψυχής, ο άλλος κόσμος και η μεταθανάτια
μοίρα. Αυτή η σαγήνη έχει επενδυθεί σε ένα τεράστιο κερδοφόρο παζάρι μυστικισμού,
εσωτερικής φιλοσοφίας, αστρολογίας και αποκρυφισμού, στην άνθηση του οποίου
συμμετέχουν όχι μόνο τα πλατιά στρώματα του πληθυσμού αλλά και ισχυροί πολιτικοί και
οικονομικοί παράγοντες οι οποίοι και αποτελούν την κυριότερη πελατεία αστρολόγων,
μέντιουμ, ονειροκριτών και τηλεπαθητικών, στους οποίους προσφέρουν αφειδώς προστασία
και νομιμοποίηση. Σημαντικός λόγος αυτής της στροφής προς τα παραφυσικά φαινόμενα
είναι η βαθμιαία απώλεια του κύρους της επιστήμης ως αποκλειστικού εργαλείου ερμηνείας
του κόσμου και η εκχώρηση ολόκληρων τομέων του πραγματικού στην αρμοδιότητα της
παραψυχολογίας, η οποία διεκδικεί το δικαίωμα να αποφαίνεται για φαινόμενα μπροστά στα
οποία η επιστημονική ερμηνεία αποδεικνύεται ανίσχυρη ή αναποτελεσματική.
Το βασικό πρόβλημα των σχέσεων της επιστήμης με τις άλλες πηγές γνώσης έγκειται
στο ότι η επιστήμη είναι υποχρεωμένη να απορρίπτει τις ιδέες, τις θεωρίες και τις απόψεις
που δεν μπορεί να ελέγξει μέσα από τη μεθοδολογία της, την παρατήρηση και το πείραμα,
διαδικασίες που πρέπει να επαναληφθούν και από άλλους ερευνητές. Στον επιστημονικό
κόσμο υπάρχει μια γενική, αν και άρρητη, απαγόρευση κάθε συζήτησης περί τα παραφυσικά
φαινόμενα, υπόλειμμα της σκληρής σύγκρουσης μεταξύ αυτών των πεδίων, σύγκρουσης
που ανάγεται ήδη στους αιώνες κατά τους οποίους ο ορθός λόγος της επιστήμης
προσπαθούσε να αναδυθεί από μια θάλασσα πλανών και μύθων, να κατακτήσει την
αυτονομία του και να εισβάλει στην κοινωνική ζωή. Ο επίσημος επιστημονικός ακαδημαϊκός
κόσμος, που πιστεύει ότι η μονοπωλιακή χρήση της γνώσης και της λογικής είναι ιδιοκτησία
του, αποκηρύσσει διαρρήδην οποιαδήποτε ενασχόληση με αυτά τα θέματα. Αυτή η στάση
δεν αντανακλά μόνο την επικράτηση μιας ορθολογικής και μηχανιστικής αντίληψης του
241

κόσμου, που είναι θεμέλιο της επιστήμης, αλλά και τον βαθύτερο φόβο ότι η εντεινόμενη
ενασχόληση με τα παραφυσικά φαινόμενα μπορεί να αποτελέσει τον δούρειο ίππο για τη
μαζική εισβολή στην κοινωνική ζωή προλήψεων, δεισιδαιμονιών και θρησκοληψιών, τις
οποίες η ανθρωπότητα κατάφερε, σε ένα μεγάλο τουλάχιστον βαθμό, να ξεπεράσει. Μέσα σε
αυτό το πλαίσιο είναι πιθανό η άρνηση των παραψυχολογικών φαινομένων να αποτελεί
συχνά και την προϋπόθεση ώστε ένα πρόσωπο ή μια άποψη να κατακτήσει επιστημονικό
κύρος. Ωστόσο κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια άνθηση των
παραψυχολογικών μελετών και σε ακαδημαϊκό επίπεδο και σχετικές σχολές έχουν ιδρυθεί σε
αρκετά πανεπιστήμια.
Στα τέλη του 18ου αιώνα ο Mesmer διατύπωσε τη θεωρία του ζωικού μαγνητισμού,
αλλά ήταν τόσο ισχυρή η εντύπωση της αγυρτείας, ώστε εξαναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τη
Βιέννη καταδιωγμένος από την επιστημονική κοινότητα. Μεγάλοι επιστήμονες όπως ο
Λαβουαζιέ και ο Μεντελέγιεφ άσκησαν αμείλικτη κριτική στις παραψυχολογικές θεωρίες.
Υπάρχουν όμως και ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις. Κορυφαίοι επιστήμονες και διανοούμενοι
αποδέχονταν την ύπαρξη παραφυσικών φαινομένων, όπως ο Kant, ο Bergson, ο Koestler. Ο
Strindberg πίστευε ότι είχε την ικανότητα να γίνεται αόρατος. Δεκάδες παραψυχολογικές
εταιρείες εμφανίσθηκαν στην Ευρώπη ήδη από τον 19ο αιώνα και έκτοτε αρκετά έγκυρα
πρόσωπα συμμετείχαν και εξακολουθούν να συμμετέχουν στις δραστηριότητες και τις
εκδηλώσεις τους. Το φιλοσοφικό υπέδαφος πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η ενασχόληση με
τα παραφυσικά φαινόμενα είναι ο μυστικισμός, δηλαδή η πίστη στη δυνατότητα μιας
προσωπικής και άμεσης ενώσεως του ανθρώπινου πνεύματος με τη θεμελιώδη αρχή της
ύπαρξης, ένωση η οποία οδηγεί ταυτοχρόνως σε έναν τρόπο υπάρξεως και τρόπο γνώσεως
διαφορετικό και ανώτερο από την κανονική ύπαρξη και γνώση.
Είναι αλήθεια ότι τα παραφυσικά φαινόμενα δεν έχουν σοβαρή επιστημονική
τεκμηρίωση και ολόκληρο σχεδόν το πεδίο της παραψυχολογίας το λυμαίνονται τσαρλατάνοι
και απατεώνες. Εκείνο όμως που έχει σημασία στην ιατρική σκέψη είναι κατά ποιον τρόπο
και σε ποιον βαθμό η πίστη των ανθρώπων σε αυτά τα φαινόμενα, που έτσι ή αλλιώς
υπάρχει, μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη παθολογίας και, κυρίως, να επιδράσει στην
εξάσκηση της ιατρικής, θετικά ή αρνητικά. Τα άτομα, για παράδειγμα, με παραψυχολογικές
κλίσεις, ιδιότητες ή ιδιαιτερότητες, τις περισσότερες φορές παρουσιάζουν νευρωσικού τύπου
συμπτωματολογία σε κάποιο βαθμό, ενώ έντονα σχιζοτυπικά χαρακτηριστικά ανιχνεύονται
σε αυτούς που προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία σε συμπτωματικά γεγονότα. Από την άλλη
μεριά η θρησκευτικότητα και η ενασχόληση με θρησκευτικές τελετουργίες έχει χαρακτήρα
προστατευτικό της υγείας.
Η παρουσίαση των παραψυχολογικών φαινομένων σε αυτό το βιβλίο δεν σημαίνει κατά
κανέναν τρόπο αποδοχή τους, όπως και με κανέναν τρόπο δεν θα επιχειρηθεί ο χλευασμός
τους, αφού εξάλλου πολλά από αυτά, αν και όχι όλα, αυτολοιδορούνται κατά κραυγαλέο
τρόπο. Εξ’ άλλου πολλοί από τους μελετητές αυτών των φαινομένων έχουν το δικαίωμα ενός
στοιχειώδους σεβασμού τουλάχιστον για την τιμιότητα των προθέσεων τους στην αναζήτηση
της αλήθειας.

ΥΠΝΩΤΙΣΜΟΣ. Ο υπνωτισμός με ποικίλες μορφές εφαρμόζεται από αρχαιοτάτων χρόνων


στη θεραπευτική τέχνη, αλλά από επιστημονική άποψη δεν έχει καταδειχθεί με σαφήνεια η
χρησιμότητά του ως θεραπευτικού εργαλείου. Η χρήση του στην Ιατρική ήταν ένα
διαμφισβητούμενο θέμα καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα, και πολλές φορές
καταγγέλθηκε μαζί με εκείνους που τον ασκούσαν (Mesmer, Charcot, Breuer, Freud) σαν
τσαρλατανισμός και αγυρτεία. Δεν είναι πλέον αποδεκτός ως θεραπευτική μέθοδος από την
πλειονότητα των ψυχιάτρων παρά μόνο στην περιφέρεια και στο περιθώριο της ψυχιατρικής.
Επίσης έχει πάψει να διδάσκεται στις ιατρικές σχολές, αλλά υπάρχουν ακόμη κάποιες
ιατρικές εταιρείες υπνωτισμού, κυρίως στo Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ στη Ρωσία
χρησιμοποιείται ευρύτερα.
Ο υπνωτισμός είναι μια κατάσταση της συνείδησης, κάπου μεταξύ εγρήγορσης και
ύπνου, κατά τη διάρκεια της οποίας εκδιπλώνεται ένα κλειστό κύκλωμα επικοινωνίας μεταξύ
υπνωτιστή και υποκειμένου. Η διαδικασία γίνεται με συγκατάθεση του υποκειμένου (που
συνήθως είναι γυναίκα), το οποίο εγκαταλείπεται στον υπνωτιστή μέσα σε ένα κατάλληλα
242

διαμορφωμένο περιβάλλον. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίας παρατηρούνται μερικά


ενδιαφέροντα φαινόμενα. Αυτοί που βρίσκονται σε κατάσταση ύπνωσης συνήθως βιώνουν
ένα ευχάριστο αίσθημα βάρους και ζεστασιάς. Υπάρχουν και άλλα βιώματα που η εμφάνισή
τους εξαρτάται από το βάθος της ύπνωσης. Ο υπνωτισμένος συνειδητοποιεί διαφορετικά τον
εαυτό του, το σώμα του, τον χώρο και τον χρόνο και καταλαμβάνεται από μια εντύπωση
παραμόρφωσης της αισθήσεως για τον εαυτό του. Μπορεί επίσης να παρατηρηθεί το
φαινόμενο της αυτόματης γραφής, κατά το οποίο το χέρι του υπνωτισθέντος γράφει
προτάσεις με νόημα, χωρίς το άτομο να έχει συνείδηση ότι γράφει.
Σωματική ασθένεια, νευρική κατάπτωση, χαμηλή αυτοεκτίμηση αυξάνουν τον βαθμό
ευπιστίας και δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για τον υπνωτισμό. Οι πάσχοντες από
ψυχοαποσυνδετικές υστερικές διαταραχές υπνωτίζονται ευκολότερα από οποιαδήποτε άλλη
ομάδα, φυσιολογική ή ψυχοπαθολογική (Frischholz et al 1992). Σε υπνωτισμένα άτομα που
υποβλήθηκαν σε ποζιτρονική τομογραφία βρέθηκε ότι οι αλλαγές στην υποκειμενική εμπειρία
που τους υποβάλλονταν από τον υπνωτιστή προκαλούσαν μεταβολές της εγκεφαλικής
λειτουργίας παρόμοιες με αυτές που παρατηρούνται στην αντίληψη, που σημαίνει ότι ο
υπνωτισμός δεν είναι υιοθέτηση ενός ρόλου αλλά μια ψυχολογική κατάσταση με
παραμέτρους στο νευρωνικό υπόστρωμα (Kosslyn 2000). Από ερμηνευτική άποψη το
ενδιαφέρον σημείο ίσως έγκειται στο ότι μια φλοιώδης δραστηριότητα, δηλαδή η επίδραση
του υπνωτιστή με λέξεις, αντανακλά επάνω στα κέντρα του ύπνου, στον μεσεγκέφαλο. Ο
υπνωτισμός ως μέθοδος διερεύνησης ασυνείδητου υλικού είναι δυνατόν να ελέγχεται και να
κατευθύνεται σε τέτοιον βαθμό από τον θεραπευτή ώστε, αντί να ανακληθούν αναμνήσεις
πραγματικών γεγονότων, να δημιουργηθούν κατασκευασμένες αναμνήσεις, ειδικά στο πεδίο
της σεξουαλικής κακομεταχείρισης κατά την παιδική ηλικία.
Από θεραπευτική άποψη έχει υποστηριχθεί ότι ο υπνωτισμός μπορεί να εφαρμοσθεί σε
καταστάσεις όπως το άγχος και οι φοβίες, η κατάθλιψη, το ψυχογενές άσθμα, οι ημικρανίες, η
υπέρταση, διάφορα ψυχοσεξουαλικά προβλήματα, η παχυσαρκία, ο τοκετός, ο τραυλισμός,
οι διαταραχές της προσωπικότητας και οι εξαρτήσεις όπως το κάπνισμα (Long 1986, Hayley
1993). Έχει ανακοινωθεί ότι ασθενείς με καρκίνους παρουσίαζαν σημαντική βελτίωση του
άλγους και των παρενεργειών από τις χημειοθεραπείες όταν υπεβάλλοντο σε συνεδρίες
ύπνωσης, σε συνδυασμό με ατομική ή ομαδική ψυχοθεραπεία (Spiegel and Bloom 1983,
Syriada et al 1992). Όμως η εφαρμογή του υπνωτισμού ή της μυοχαλάρωσης σε παιδιά για
αντιμετώπιση του πόνου και του άγχους κατά τη διάρκεια θεραπευτικών ή διαγνωστικών
διαδικασιών δεν έχει τόση αποτελεσματικότητα όση η ονειροπόληση και η φαντασίωση (im-
agery) στην οποία περιέρχονται από μόνα τους (Olness 1981).

Αυτοΰπνωση. Είναι η ύπνωση που προκαλείται από αυθυποβολή, σε αντίθεση με την


ετεροΰπνωση που προκαλείται από άλλο άτομο. Και εδώ για την πρόκληση της χρειάζονται
εξωτερικές συνθήκες, όπως απλά επαναλαμβανόμενα οπτικά, ακουστικά ή άλλα
αισθητηριακά ερεθίσματα. Η συγκέντρωση της προσοχής παίζει σημαντικό ρόλο, διότι με
αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται η σμίκρυνση του πεδίου της συνείδησης όπως συμβαίνει στην
ύπνωση. Στην αυτογενή εξάσκηση και τη γιόγκα, όπως και στην αυτοΰπνωση, η
συγκέντρωση της προσοχής είναι το αρχικό στάδιο της όλης διαδικασίας.

Εγκοίμηση στον Ναό. Yψιστη τελειοποίηση και θεραπευτική χρησιμοποίηση της υποβολής
και αυθυποβολής είναι στην αρχαιότητα η εγκοίμηση (incubare) στον Ναό, και στη σύγχρονη
εποχή οι τεχνικές placebo (βλ σχετικό κεφάλαιο: Σχέση ιατρού – ασθενούς). Η επιτυχία της
εγκοίμησης βασιζόταν στην απεριόριστη εμπιστοσύνη των ασθενών στον Ασκληπιό
(Πουρναρόπουλος 1970, Koutouvidis et al 1996). Κατά την εγκοίμηση επεδιώκετο η
πρόκληση στον ασθενή «μαντικού ονείρου» δια του οποίου ο θεός καθοδηγούσε τον ικέτη
στη διαδικασία της θεραπείας. Ο ασθενής λουζόταν με θαλασσινό νερό και κατεκλίνετο, μαζί
με άλλους ασθενείς, στο ιερό δωμάτιο, στο «άβατον» του τέμπλου. Τα φώτα έσβυναν και
στην ατμόσφαιρα απλωνόταν ευωδία από αρωματικές αναθυμιάσεις. Επικρατούσε απόλυτη
σιγή και στους ικέτες – ασθενείς τρόμος και αγωνία. Εμφανιζόταν ο πρωθιερέας
υποδιώμενος τον θεό και μαζί με τα ιερά φίδια τον ακολουθούσαν ιέρειες ως πρόσωπα της
οικογένειας του θεού η Ιασώ, η Υγεία, η Πανάκεια. Προχωρούσαν ήρεμα και εξέταζαν τους
243

ασθενείς. Σε άλλους ναούς της ανατολής στο «άβατον» του τέμπλου παιζόταν μουσική, μετά
από τελετουργικές καθάρσεις, ειδικές δίαιτες, υποκαπνισμούς και χρήση ποικίλων
υπνωτικών φαρμάκων. Εγκοιμήσεις σε χριστιανικούς ναούς όπως του Αγίου Αρτεμίου, είχαν
μεγάλη ομοιότητα με εκείνες των Ασκληπιείων και με την απλή μορφή ενός νυχτερινού ύπνου
στον ναό επιτελούνται και σήμερα. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η Ιπποκράτεια ιατρική και οι
θεραπείες του Ασκληπιού είναι από την αρχή εκ διαμέτρου αντίθετες (Vlastos 1949). Η
αυξημένη ζήτηση της μαγικής ίασης, η πρώτη μορφή εναλλακτικής ιατρικής, μεταμόρφωσε
τον Ασκληπιό από ελάσσονα ήρωα σε μείζονα θεό και στο απόγειο της η κλασσική εποχή
ανέδειξε την ισχυρή πνευματική της πόλωση αφού ενώ τιμούσε το θεραπευτικό φίδι του
Ασκληπιού, ταυτόχρονα έφερε στη δημοσιότητα τις πιο σοβαρές επιστημονικές διατριβές του
Ιπποκράτη.

ΑΥΤΟΣΚΟΠΗΣΗ Ή ΕΑΥΤΟΣΚΟΠΗΣΗ (autoscopy, heautoskopy, doppelgander).


Αυτοσκόπηση είναι μία οπτική εμπειρία κατά την οποία το άτομο βλέπει την εικόνα του
εαυτού του στον εξωτερικό χώρο σαν να τη βλέπει με τα μάτια του. Περιγράφεται και ως
βίωμα διπλασιασμού του εαυτού. Μία άλλη μορφή της είναι η «διπλοθεσία», δηλαδή η
ικανότητα του ατόμου να βρίσκεται ταυτόχρονα σε δύο τοποθεσίες, που είναι παραλλαγή της
«αστρικής προβολής» (astral projection). Σε αυτές τις περιπτώσεις το σώμα έχει δύο
υποστάσεις, μία υλική και μία «αιθερική». Περιγράφεται και η μερική αποσωματοποίηση κατά
την οποία το αστρικό σώμα βρίσκεται δίπλα στο φυσικό σώμα, αλλά μερικές φορές είναι
δυνατόν και να αποδεσμευτεί πλήρως το ένα από το άλλο. Η εμπειρία της αυτοσκόπησης
περιγράφεται από τον Αριστοτέλη, ενώ παράδειγμα ταξιδιού έξω από το σώμα αναφέρεται
στην αρχαιότητα από τον Ερμοτίμο τον Κλαζομένιο. Στην νεότερη εποχή ο Goethe έχει
περιγράψει τέτοιες προσωπικές εμπειρίες. Ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός έχει
«υιοθετήσει» αυστηρά όρια για το σωματικό εγώ, η παραβίαση των οποίων αποκτά
χαρακτήρα παθολογικό. Από επίσημη ψυχιατρική άποψη τα φαινόμενα της αυτοσκόπησης
ανήκουν στην κατηγορία των συμπτωμάτων που αφορούν διαταραχές των ορίων του εγώ.
Δεν είναι σαφώς ξεκαθαρισμένο αν πρόκειται περί ψευδαισθήσεων, παραισθήσεων,
παραληρητικών ιδεών, διαταραχών της εικόνας του σώματος ή ζωντανών φαντασιώσεων.
Είναι σπανιότατα φαινόμενα, αφού από το 1935 μέχρι το 1995 έχουν καταγραφεί στη διεθνή
επιστημονική βιβλιογραφία περί τα πενήντα περιστατικά (Constandinides 1954, Denning and
Berrios 1994) αλλά στον χώρο του αποκρυφισμού η βιβλιογραφία είναι ογκοδέστατη (βλ
ενδεικτικά: Markides 1978).

ΠΑΡΑΘΑΝΑΤΙΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ (Near Death Experiences, NDE). Οι ασυνήθιστες και


καταπληκτικές εμπειρίες που έχουν αναφερθεί από θνήσκοντες ή από ανθρώπους που
κινδύνευσαν θανάσιμα είναι φαινόμενο γνωστό από πολύ παλιά και, παρά τις μεγάλες
διαφοροποιήσεις και το άκρως προσωπικό περιεχόμενό τους, οι εμπειρίες αυτές φαίνεται ότι
έχουν κοινά, επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά. Βαθύτερη γνώση πάνω στην ψυχολογία
του θνήσκειν ή ένδειξη για μεταθανάτια ζωή; Πρόκειται πάντως για φαινόμενα που
αναφέρονται σε πρώιμες και οπωσδήποτε αναστρέψιμες φάσεις της διαδικασίας του
θνήσκειν. Η τεχνολογική πρόοδος στις μονάδες εντατικής θεραπείας κατέστησε δυνατή την
επιβίωση από βέβαιο θάνατο και έτσι αυξήθηκαν οι περιπτώσεις NDE. Οι κατηγορίες
ασθενών στους οποίους συχνότερα αναφέρεται αυτή η εμπειρία είναι εκείνοι που
«επανέρχονται» μετά από μεταεμφραγματική ανακοπή, μεγάλη απώλεια αίματος, μεγάλες
εγχειρήσεις, σοβαρά τραύματα κ.λπ. Το ποσοστό των ατόμων που αναφέρουν τέτοιες
εμπειρίες ανέρχεται στο 10-23% των περιπτώσεων που νοσηλεύονται μετά από ανακοπή
στις καρδιολογικές μονάδες (Greyson 2003).
Παραθανάτιες εμπειρίες έχουν περιγράψει αρκετοί συγγραφείς (Bozzano 1906, Hyslop
1908, Barret 1926, Kellehar 1993). Ενδιαφέρουσα ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας
έχει γίνει από τους Glenn και Owen (1988). Το 1892 ο Albert Heim, γεωλόγος και αλπινιστής,
συγκέντρωσε περιγραφές από τριάντα συναδέλφους του αλπινιστές που κινδύνευσαν
θανάσιμα είτε από το ψύχος είτε από πτώση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος
γενικώς ήταν ευχάριστος. Σε μια άλλη μελέτη (Ring 1984) βρέθηκε ότι από τους 102
ανθρώπους που είχαν φθάσει κοντά στον θάνατο, 50 ανέφεραν ότι είχαν NDE. Ο Σκούρας
244

(1946) αναφέρει την περίπτωση ενός ασθενή που είχε ξεπεράσει το στάδιο ψυχικής νάρκης
και κατατονίας της πείνας και ίσως είχε εισέλθει σε κώμα, αλλά επανήλθε: «Αισθανόμουν τις
διανοητικές μου δυνάμεις σε πλήρη αποσύνθεση. Δεν γνώριζα τον εαυτό μου. Κάποτε μου
φαινόταν ότι ήμουν διπλός, σαν να αποτελούμαι από δύο όντα που το καθένα τους είχε τη
δική του υπόσταση». Το 1975 ο Moody δημοσίευσε το κλασικό πάνω στο θέμα των NDE
βιβλίο Life after Life, στο οποίο παρουσίασε μία συλλογή από 150 τέτοιες εμπειρίες και
κατασκεύασε ένα πρότυπο παραθανάτιας εμπειρίας, που περιλαμβάνει τα εξής
χαρακτηριστικά:
1. Ο άνθρωπος ίσως ακούει ιατρούς ή άλλους ανθρώπους να λένε ότι έχει πεθάνει.
2. Νιώθει μια αίσθηση ειρήνης και ησυχίας.
3. Ίσως υπάρχει κάτι σαν κουδούνισμα ή βουητό και νιώθει αυτομάτως να μετακινείται
προς ένα μακρύ και σκοτεινό τούνελ.
4. Κατόπιν ανακαλύπτει ότι βρίσκεται έξω από το σώμα του και είναι καθηλωμένος πάνω
από αυτό. Η έξω από το σώμα εμπειρία, παρά το ότι συσχετίζεται με τα φαινόμενα της
αυτοσκόπησης και της αστρικής προβολής, διακρίνεται από αυτά κατά το ότι το άτομο
πιστεύει ότι έχει εγκαταλείψει το σώμα του, βλέπει όλο το σώμα του αφημένο πίσω, ενώ
δεν υπάρχει δυσάρεστο συναίσθημα (Blackmore 1982).
5. Καταλαβαίνει ότι έχει και άλλο ένα σώμα, αν και διαφορετικής φύσεως, και παρατηρεί
σαν θεατής τις προσπάθειες ανάνηψης που κάνουν οι ιατροί.
6. Μπορεί να συναντηθεί με νεκρούς συγγενείς, φίλους ή άλλους που τον βοηθούν και
νιώθει την παρουσία ενός πνεύματος ζεστασιάς και αγάπης.
7. Έρχεται σε επαφή με ένα λαμπρό φως ή συναντά μια φωτεινή ύπαρξη με την οποία
επικοινωνεί εξωλεκτικά, εμπειρία που συνοδεύεται από μια αίσθηση χαράς, αγάπης και
ειρήνης.
8. Έχει μια πανοραμική και στιγμιαία αναπαράσταση των μεγαλύτερων γεγονότων της
ζωής του.
9. Τέλος φθάνει σε κάτι που μοιάζει με σύνορο που χωρίζει τη γήινη ζωή από την επόμενη
και καταλαβαίνει ότι πρέπει να επιστρέψει στη γήινη ύπαρξή του γιατί ο χρόνος του
θανάτου του δεν ήρθε ακόμη.
Δεν είναι όλες οι επιθανάτιες εμπειρίες ευχάριστες, έχουν αναφερθεί και τρομακτικές
εμπειρίες. Τα πρώτα στάδια αναφέρονται συχνότερα από τα επόμενα.
Μια άλλη κατάταξη των NDE διακρίνει τρία επίπεδα (Greyson 1985). Ένα υπερβατικό, όπου
το άτομο διαβαίνοντας από το πεδίο της συνείδησης περνά σε μια ξένη διάσταση,
συναντιέται με οδηγητικές μορφές, βλέπει σε σμίκρυνση πρόσωπα ή θρησκευτικές φιγούρες,
και φθάνει σε ένα σύνορο χωρίς επιστροφή. Ένα συναισθηματικό, όπου μέσα σε ένα λαμπρό
φως βιώνονται συναισθήματα χαράς, ειρήνης και αρμονίας. Και ένα γνωσιακό, με επιτάχυνση
της αντίληψης του χρόνου και των σκέψεων, πανοραμική μνήμη και αιφνίδια κατανόηση.
Έχουν προταθεί ορισμένα ερμηνευτικά μοντέλα για την εξήγηση των NDE (πνευματιστικές,
οργανιστικές, ψυχολογικές θεωρίες), χαρακτηριστικότερα από τα οποία είναι τα παρακάτω,
χωρίς όμως να διαθέτουν έγκυρα δεδομένα για την τεκμηρίωσή τους.
 Πρόσωπα που αντιμετωπίζουν αναπόδραστο κίνδυνο προσπαθούν να αποκλείσουν
αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση από τη συνείδηση και την αντικαθιστούν με ευχάριστες
φαντασιώσεις, οι οποίες τους προστατεύουν από την εξουθένωση (Pfister 1930).
 Υπάρχει επαναδραστηριοποίηση της ανάμνησης της γεννήσεως μέσα από τον
πανίσχυρο μηχανισμό της παλινδρόμησης.
 Είναι μια πνευματιστική αφύπνιση, μια επαφή με την παγκόσμια πηγή της ύπαρξης και
συνείδησης, της Έσχατης Πνευματικής Πραγματικότητας (Lorimer 1987).
 Το παράδειγμα του Grosso (1983) βασισμένο στην ορφική αντίληψη «somosena», ότι το
σώμα είναι ένας τύμβος. Η αληθινή ζωή καλεί τους ανθρώπους να βγούνε έξω από το
σώμα τους. Ο θάνατος είναι γέννηση, υπέρβαση του περίκλειστου, «transcendence over
enclosure».
Υπάρχει βέβαια και ισχυρός αντίλογος, που μπορεί να συνοψισθεί στα παρακάτω
επιχειρήματα: Κανένα από τα NDE φαινόμενα δεν παρατηρείται αποκλειστικά και μόνο κοντά
στον θάνατο και όλες αυτές οι εμπειρίες δεν είναι τίποτε άλλο από σύνθετες ψευδαισθήσεις
προκαλούμενες από τα φάρμακα που χορηγούνται για την αναισθησία. Η έξω από το σώμα
245

εμπειρία ή αποσωμάτωση (astral projection) παρατηρείται σε ψυχοαποσυνδετικές κρίσεις,


κατά τον ύπνο και την αναισθησία, ενώ μερικοί προκαλούν αυτό το βίωμα και με τη θέλησή
τους (Shiels 1978). Τα άτομα που αναφέρουν NDE παρουσιάζουν υψηλούς δείκτες σε
κλίμακες ψυχοαποσυνδετικών εμπειριών (Greyson 2000). Πανοραμική μνήμη συμβαίνει και
στην κροταφική επιληψία ή κατά τον άμεσο ερεθισμό του κροταφικού λοβού. Η εγκεφαλική
ανοξία, το κοινό μονοπάτι του θανάτου, προκαλεί φαινόμενα παρόμοια με NDE.

ΕΞΩ-ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ (Extrasensory Perception, ESP). Ως όρος προτάθηκε το


1936 από τον Rhine (Rhine 1966). Εξωαισθητηριακή αντίληψη συμβαίνει όταν (τα) πράγματα
γίνονται αντιληπτά από μη συμβατικές οδούς. Το 1940 ο Rhine και οι συνεργάτες του στο
πανεπιστήμιο Duke έκαναν μια συστηματική ανασκόπηση όλων των δημοσιεύσεων σχετικά
με την πρόβλεψη καρτών με τον τίτλο Extrasensory Perception After Sixty Years, που
θεωρείται η πρώτη μετα-ανάλυση στην ιστορία της επιστήμης. Κατά τον Eysenck οι ενδείξεις
για την ύπαρξη ESP είναι αρκετά ισχυρές (Stevenson et al 1969). Η τηλεπάθεια και η
τηλεκινησία προκαλούν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, υπάρχουν όμως και άλλα
εξωαισθητηριακά φαινόμενα. Η όλη προσέγγιση του θέματος της ESP έχει δεχτεί καταιγιστικά
πυρά από την επιστημονική κοινότητα, αλλά οι υποστηρικτές της προβάλλουν το επιχείρημα
ότι η φύση πέραν κάποιων ορίων είναι απροσπέλαστη από τα αισθητήρια όργανα, δεν
τελειώνει εκεί που τελειώνουν τα αισθητήρια ούτε και εκεί όπου τα καταγραφικά μηχανήματα
σταματούν τις καταγραφές.
Τηλεπάθεια. Τηλεπάθεια είναι η ικανότητα αντίληψης γεγονότος ή καταστάσεως χωρίς τη
χρησιμοποίηση αισθητηρίων οργάνων, και στην ιδανική μορφή της μπορεί να είναι
σύστημα επικοινωνίας με ιδιαίτερα πλεονεκτήματα. Η ερμηνεία του φαινομένου βασίζεται
στην άποψη ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι πομπός και δέκτης εξωαισθητηριακών
μηνυμάτων. Πολλοί άνθρωποι είναι σίγουροι ότι έχουν βιώσει κάποια εμπειρία
τηλεπάθειας, αλλά στην πραγματικότητα αυτά τα φαινόμενα είναι σπάνια, όπως σπάνιοι
είναι και οι άνθρωποι που έχουν την ικανότητα να μεταδίδουν από απόσταση τη σκέψη
τους ή να επιδρούν στα αντικείμενα από απόσταση, και αυτό δεν μπορούν να το κάνουν
πάντοτε. Σε ασθενείς με βλάβες στους κροταφικούς λοβούς έχουν αναφερθεί
τηλεπαθητικές ικανότητες. Υπάρχει πληθώρα παραδειγμάτων τηλεπάθειας στη
βιβλιογραφία. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό με τον Hans Burger, καθηγητή της
Ψυχιατρικής και εφευρέτη της ηλεκτροεγκεφαλογραφίας, ο οποίος εγκατέλειψε τις σπουδές
αστρονομίας και εστράφη στην ιατρική και την ψυχιατρική μετά από μία εκπληκτική
τηλεπαθητική εμπειρία της αδελφής του, όταν αυτός ευρέθη σε θανάσιμο κίνδυνο, τον
οποίο τελικά και διέφυγε. Αναφέρεται ότι για να εγκατασταθεί τηλεπαθητική επικοινωνία
πρέπει να υπάρχει ισχυρή συναισθηματική σχέση μεταξύ των επικοινωνούντων. Τα άλφα
κύματα στο ΗΕΓ κυριαρχούν κατά τη φάση της τηλεπαθητικής δεκτικότητας.Υπάρχουν
ερευνητικά ιδρύματα, όπως το Ίδρυμα Άρθουρ Καίσλερ στο Εδιμβούργο, που ασχολούνται
με τη μελέτη τηλεπαθητικών φαινομένων σε πειραματικό επίπεδο, παρά το ότι τα
φαινόμενα αυτά είναι δύσκολο να αναπαραχθούν σε εργαστηριακές συνθήκες. Έχουν έλθει
στη δημοσιότητα πειράματα τηλεπαθητικά που διενεργήθηκαν από το Αμερικανικό Ναυτικό
στο πυρηνικό υποβρύχιο «Ναυτίλος» κατά τις αρχές του ’60, όπως και Σοβιετικών σε ζώα
με τη χρήση ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος. Οι 25 κάρτες Zener (από το όνομα του
σχεδιαστή), οι οποίες απεικονίζουν κύκλο, τετράγωνο, σταυρό, αστέρι και κυματιστές
γραμμές, είναι η συχνότερη πειραματική μέθοδος μελέτης της τηλεπάθειας.
Χρησιμοποιούνται επίσης οι κάρτες Soal, που απεικονίζουν πέντε ζώα με ζωηρά χρώματα.
Σε ένα τηλεπαθητικό πείραμα ο «στέλνων» κοιτάζει μια σειρά από κάρτες ενώ ο
«λαμβάνων» προσπαθεί να μαντεύσει τα σύμβολα.
Τηλεκινησία. O καθηγητής της Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Birkbeck, John Hasted
παραδέχεται την ύπαρξη παραφυσικών τηλεκινητικών φαινομένων τα οποία δεν είναι
δυνατόν να εξηγηθούν από τη σύγχρονη Φυσική (Hasted 1981). Έχουν αναφερθεί ποικίλα
τηλεκινησιακά πειράματα με επιτεύγματα που καλύπτουν όλο το φάσμα – από
εντυπωσιακά μέχρι γελοία ή σαφώς εξωφρενικά, τα οποία συνήθως αποτελούν αντικείμενο
επιδείξεων σε χώρους ψυχαγωγίας. Τα προικισμένα με τηλεκινησιακές ικανότητες άτομα
μετακινούν αντικείμενα, λυγίζουν κουτάλια χωρίς να τα αγγίζουν, μεταβάλλουν την ένδειξη
246

θερμοκρασίας σε θερμόμετρα, αλλάζουν το μαγνητικό πεδίο ενός μαγνητομέτρου, ανάβουν


ηλεκτρικούς λαμπτήρες ή θέτουν σε λειτουργία βομβητές, επηρεάζουν τη λειτουργία των
ηλεκτρονικών υπολογιστών, εξαφανίζουν το άλγος ακουμπώντας τα χέρια επάνω στο
επώδυνο σημείο, επιβραδύνουν κατά 40% την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων σε
δοκιμαστικό σωλήνα, εξαφανίζουν μια κύστη ωοθήκης χωρίς να ανοίξουν την κοιλιά.
Εμφάνιση (Apparition). Ψευδαισθητική εικόνα που συνδέεται συχνά με αυτόματη ESP σε
σχέση με μία τηλεπαθητική επικοινωνία με πρόσωπο που υποφέρει («εμφάνιση σε κρίση»)
ή σε σχέση με Φάντασμα.
Οι εμφανίσεις της Παναγίας και άλλων αγίων, τα θαύματά τους και «επικοινωνία» μαζί
τους είναι συχνό φαινόμενο στους χριστιανούς. Επειδή εκείνοι πέθαναν για το καλό, η
εμφάνισή τους προκαλεί καλό. Δεν αποκλείεται και η ομαδική αντίληψη της παρουσίας
τους.
Τα φαντάσματα είναι ασώματα πνεύματα νεκρών. Κατοικούν μέσα σε στοιχειωμένα σπίτια,
ειδικά σε εκείνα που έχουν συμβεί φόνοι. Η λαϊκή παράδοση κάθε χώρας, η λογοτεχνία, ο
κινηματογράφος, η μυθολογία παρέχουν άφθονο υλικό από ιστορίες για στοιχειωμένα
σπίτια, φαντάσματα, οπτασίες κ.λπ. Στοιχειωμένα σπίτια που δεν δέχονται τους ενοίκους,
φαντάσματα που βγαίνουν στον δρόμο και προκαλούν ατυχήματα, φωτεινές οντότητες και
νεράϊδες σε δασώδεις περιοχές. Μια πολύ διάσημη σειρά φαντασμάτων στην Κρήτη είναι οι
Δροσουλίτες. Κάθε χρόνο στα τέλη Μαϊου, με την πρωινή δροσιά εμφανίζονται τα
φαντάσματα των νεκρών πολεμιστών του Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη που υπερασπίστηκαν το
Φραγκοκάστελλο από τους Τούρκους, πέθαναν εκεί και τα σώματα τους έμειναν άταφα,
ώσπου δυνατός άνεμος φύσηξε κι έφερε την άμμο από τούς αμμόλοφους της παραλίας και
τα σκέπασε. Τις τελευταίες μέρες του Μαίου και τις πρώτες του Ιουνίου, ανθρωπόμορφες
σκιές, τα φαντάσματα "Δροσουλίτες", εμφανίζονται να προχωράνε αργά ο ένας πίσω από
τον άλλο αμέσως μετά την ανατολή του ήλιου προς το κάστρο και χάνονται στη θάλασσα,
όταν υπάρχει άπνοια και αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα.
Απόρτ (Apport). Εξωφυσική εισβολή πνευματιστικού αντικειμένου σε κλειστό χώρο. Η
δυνατότητα σύλληψης γεγονότων που έγιναν πριν πολλά χρόνια, χωρίς καν να τα έχει
ακούσει κανείς. Παρατηρείται συνήθως κατά τη διαδικασία μιας πνευματιστικής συνεδρίας
(seance) όπως η ξαφνική εμφάνιση ενός κοσμήματος στα χέρια του μέντιουμ ή η ικανότητα
του να «συλλαμβάνει» τα «ρευστά» και να μπορεί να τα «εκπέμψει» πάλι, ώστε να
«φωτογραφηθούν».
Πόλτεργκαϊστ είναι ένα "θορυβώδες κακοποιό πνεύμα". Τα πόλτεργκαϊστ κανουν αισθητή
την παρουσία τους με το να παράγουν θορύβους και να πετάνε έπιπλα ή κανάτες και
κουζινικά εδώ και εκεί.
Αύρα. Ένα είδος άλω, νέφους, ακτινοβολίας ή ενέργειας, που καλύπτει, σύμφωνα με τους
πνευματιστές, το ανθρώπινο σώμα και εκπέμπεται από αυτό. Ως ενέργεια είναι δυνατόν να
εισέλθει σε άλλα άτομα και να προκαλέσει αλλαγές, που μπορεί να είναι και θεραπευτικές.
Δίδει στον κατέχοντα ικανότητες ενορασιακού τύπου, διαγνωστικές και θεραπευτικές. Μόνο
κατάλληλα εκπαιδευμένα άτομα είναι δυνατόν να την ιδούν ή να την εκπέμψουν.
Εκπέμπεται όταν ο εγκέφαλος λειτουργεί στον ΗΕΓγραφικό ρυθμό άλφα, στους 10c/sec,
που θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν μια παγκόσμια θεραπευτική συχνότητα, όπως π.χ. το
διάστημα μεταξύ γης και ιονόσφαιρας που πάλλεται στους 10 c/sec.
Κρυπτοανάμνηση. Ανάκληση μνημονικού υλικού χωρίς αναγνώρισή του.
Κρυπταισθησία ή τηλαισθησία (clairvoyance). Υποτιθέμενη υπεροξύτητα των αισθήσεων
ως ερμηνεία για τα ESP. Η αποκτώμενη πληροφορία έρχεται απευθείας από μια εξωτερική
φυσική πηγή και όχι από το πνεύμα ή από τον εγκέφαλο κάποιου άλλου προσώπου, όπως
στην τηλεπάθεια. Θεωρείται λειτουργία του δεξιού ημισφαιρίου και λειτουργεί στον ρυθμό
άλφα στους 10 c/sec. Είναι δυνατόν να αφορά οποιονδήποτε χρόνο, παρόντα, παρελθόντα
(retrocognition) και μέλλοντα (precognition).

ΜΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ. Η μαντική τέχνη περιλαμβάνει κυρίως την αστρολογία
και την ονειροκριτική, αλλά ακόμη τη χειρομαντεία, τη γεωμαντεία, την ονοματομαντεία, τη
νεκρομαντεία, την πυρομαντεία, κ.λπ. Η προφητεία έχει υψηλότερο, γενικότερο και
θρησκευτικότερο χαρακτήρα.
247

Αστρολογία. Μυθολογικός πατέρας της αστρολογίας ήταν ο Ερμής ο Τρισμέγιστος. Είναι μια
άποψη για τη ζωή που βασίζεται στην πρωτόγονη αντίληψη ότι ο κόσμος είναι μια μαγική
ενότητα και κάθε πλανήτης έχει τον αντιπρόσωπο του σε κάποιο ζώο, φυτό ή μέταλλο που
συνδέεται μαζί του με μιαν απόκρυφη «συμπάθεια» και μια κοινότητα εμπειρίας. Αυτό το
«αστροβιολογικό» σύστημα στο σύνολο του μέσα στους αιώνες συνδυάστηκε με την μαγική
ιατρική και την αλχημεία και δημιούργησε τη βάση μιας ολόκληρης ιδεολογίας. Κατά την
Αναγέννηση Έδρες Αστρολογίας υπήρχαν στα πανεπιστήμια της Μπολόνια και της Πάντοβα.
Ήταν η κυριότερη εναλλακτική θεωρία για την ερμηνεία της ιδιοσυγκρασίας και της νόσου
μετά την ιπποκρατική, σε ολόκληρη την ιστορία της ιατρικής μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα αν
και σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει συνδυασμός και των δύο.
Ο Ιπποκράτης επικαλείται τη συμβολή των αστερισμών στην αιτιοπαθογένεια των
νόσων: «Άστρων τε επιτολάς και δυσίας γιγνώσκειν δει, όκως επίστηται τας μεταβολάς και
τας υπερβολάς φυλάσσειν και σίτων και ποτών και πνευμάτων και του όλου κόσμου, εξ’
ώνπερ αι νούσοι τοισιν ανθρώποισι φύονται». Συνιστούσε ιδιαίτερη προσοχή την εποχή της
ανατολής του αστερισμού του Κυνός (με κυριότερον αστέρα τον Σείριο) και του αστέρα
Αρκτούρου (που βρίσκεται στην προέκταση της ουράς της Μεγάλης Άρκτου), καθώς και την
εποχή της δύσης των Πλειάδων, διότι κατά το διάστημα των ημερών αυτών κρίνονται
συνήθως τα νοσήματα και μερικά από αυτά καταλήγουν στον θάνατο, άλλα υποχωρούν και
όλα τα άλλα παίρνουν διαφορετική μορφή και διαφορετική σύσταση. Από τη θέση των
αστερισμών κατά την εκδήλωση της νόσου και σύμφωνα με το ωροσκόπιο του ασθενούς οι
ιατροί μάντευαν την πορεία και την έκβαση της νόσου. Η θέση των άστρων καθόριζε την
κατάλληλη στιγμή χορήγησης των φαρμάκων. Η αστρολογική ιατρική σε συνδυασμό με τα
ιατρομαθηματικά ήσαν αναπόσπαστα βοηθήματα των καλών ιατρών. Ο Γαληνός έλεγε ότι ο
ιατρός που αγνοεί την αστρολογία δεν διαφέρει του δολοφόνου.
Ο Πλωτίνος υποστήριζε ότι λόγω της παγκόσμιας συμπάθειας (δηλαδή της αρχής της
αλληλεπίδρασης όλων των πραγμάτων) τα αστέρια μπορούν να αποκαλύψουν αλλά δεν
μπορούν να καθορίσουν το μέλλον. Λίγο μετά τη διατύπωση αυτής της άποψης ο Πλωτίνος
πέθανε από ένα οδυνηρό νόσημα, και οι αστρολόγοι είδαν στην εξέλιξη αυτή την εκδίκηση
των προσβεβλημένων αστρικών δαιμόνων. Ο αστρολόγος Ηφαιστίων, συγγραφέας του
έργου Τα Αποτελεσματικά, καταγόταν από τις αιγυπτιακές Θήβες. Έζησε περί τα τέλη του 4ου
αιώνα μ.Χ., και ίσως ήταν χριστιανός. Το έργο του, μια εφαρμοσμένη αστρολογία με βάση τη
θέση των ουρανίων σωμάτων, περιλαμβάνει μια γενική εισαγωγή στην αστρολογία, για τις
εξόδους των καταρχών των άστρων και προβλέψεις για τη ζωή και τη μοίρα των ανθρώπων
με βάση το ζώδιο στο οποίο ανήκουν, αν και το σημαντικότερο μέρος της αστρολογίας του
αφορά την τυπολογία των προσωπικοτήτων αναλόγως ζωδίου και λιγότερο την πρόβλεψη.
Κατά τον Παράκελσο (1493-1541), οι αισθήσεις και η λογική, που απαρτίζουν το
πνεύμα, επειδή ακριβώς είναι πνευματικές ιδιότητες, δεν εξαρτώνται από υλικά στοιχεία αλλά
από τους αστερισμούς. «Όπως το σώμα έχει ανάγκη από υλική τροφή, έτσι και η ψυχή δεν
μπορεί να υπάρχει χωρίς πνευματική τροφή, την οποία δέχεται από τους αστερισμούς. Η
σοφία του ανθρώπου θα ήταν πολύ μικρή χωρίς τα άστρα». Πίστευε, όπως οι πλείστοι ιατροί
εκείνη την εποχή, ότι τα διάφορα μέρη του σώματος αντιστοιχούν το καθένα σε συγκεκριμένο
αστέρα (Σελήνη – Εγκέφαλος, Ηλιος – Καρδία, Δίας – Ηπαρ, Κρόνος – Σπλήν) και
οποιαδήποτε διατάραξη των κινήσεων τους επιδρά στα όργανα αυτά. Ο Franz Anton Mes-
mer (1735-1815) στη Βιέννη με τη διδακτορική διατριβή του Dissertatio Physiomedica de
Planetarum Influxu το 1766 υποστήριξε ότι τα άστρα επιδρούν στη διαμόρφωση της
ψυχοπαθολογίας. Η σχετική συζήτηση, μετά από 200 χρόνια και πλέον, αναζωπυρώθηκε
όταν βρέθηκε ότι οι σχιζοφρενείς γεννιούνται συχνότερα κατά τους χειμερινούς μήνες και ότι
αυτοί που γεννιούνται τους εαρινούς μήνες έχουν υψηλότερα ποσοστά στις αυτοκτονίες.
Η ενασχόληση με τα ζώδια ενδέχεται να διαμορφώνει ασυνείδητα στάσεις και
συμπεριφορές που εναρμονίζονται με το ζώδιο στο οποίο πιστεύει κανείς ότι ανήκει, και το
οποίο υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει μια ιδιάζουσα αντίληψη για τον εαυτό και για τα
περιστατικά της ζωής. Πολλοί άνθρωποι πίστευαν και πιστεύουν ότι τα ουράνια σώματα
παίρνουν θέσεις που, αν τις γνωρίζει κανείς, θα μπορεί να προβλέψει την εξέλιξη της ζωής
κάθε ανθρώπου, τις αρρώστιες, την καριέρα του, τον χρόνο και τον τρόπο του θανάτου του.
248

Πιστεύουν ότι οι πλανήτες επηρεάζουν τις φυσιολογικές και τις ψυχικές λειτουργίες και ότι η
μελέτη των θέσεών τους κατά τη γέννηση, και αργότερα, είναι δυνατόν να παράσχει
πληροφορίες για μελλοντικά γεγονότα. Δεν υπάρχει αποδεικτικό έδαφος γι’ αυτές τις εικασίες,
πολλοί πιστεύουν ότι είναι καθαρές ανοησίες, αλλά η διάσταση απόψεων πάνω στο θέμα
είναι τόσο παλαιά όσο και το ίδιο. Οι άνθρωποι προσπαθούν εναγωνίως να κατευνάσουν το
αίσθημα ανασφάλειας που τους δημιουργεί το άγνωστο επιδιώκοντας να γνωρίσουν το
μέλλον. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η πίστη στην αστρολογία έχει διαδοθεί ευρύτατα σε όλα
τα κοινωνικά στρώματα. Αλλά αν η πίστη αυτή απαντά σε ανθρώπους χωρίς μόρφωση,
απλοϊκούς και αφελείς, το πράγμα εξάπτει τη φαντασία όταν εμφανίζονται αποκαλύψεις στον
τύπο για τις μαγικοαστρολογικές ενασχολήσεις δημοσίων προσώπων (του Χίτλερ, του
Μιττεράν κ.ά.).

Χειρομαντεία. Η τέχνη της αναγνώσεως της χειρός, ιδίως της παλάμης, με σκοπό την
προφητεία αλλά και τη διερεύνηση του χαρακτήρα έχει μακρά ιστορία και παραμένει πάντα
στην επικαιρότητα. Η μορφολογία της παλάμης, ιδιαίτερα οι γραμμώσεις της, υποτίθεται ότι
σχετίζεται με τους αστερισμούς αλλά και με τα όργανα του σώματος. Τα ευρήματα
στερούνται επιστημονικής εγκυρότητας, αλλά στο χέρι είναι δυνατόν να εμφανίζονται
διαγνωστικά σημάδια όπως η πληκτροδακτυλία, που αντανακλά αναπνευστικά προβλήματα,
ή η ερυθρότητα της παλάμης, εκδήλωση ηπατικής δυσλειτουργίας.

Προφήτες και προφητείες. Η γνώση του μέλλοντος εμφανίσθηκε ως ανάγκη κάλυψης της
αγχογόνου αβεβαιότητας που δημιουργεί το άγνωστο από την εποχή που η ανθρώπινη
σκέψη απέκτησε τη δυνατότητα της αφαίρεσης. Οι προλέγοντες τα εσσόμενα προϋπήρξαν
των θρησκευτικών ηγετών, των φιλοσόφων και των συγγραφέων. Η εξέλιξη της πρόβλεψης –
από την υπόθεση, την ενόραση και το όνειρο στην επιστημονική πρόγνωση– έχει μακρά
ιστορία στις ανθρώπινες κοινωνίες. Ο προφήτης Ησαΐας, η Αποκάλυψη του Ιωάννη και οι
Αιώνες του Michel de Nostre Dame (1603-1662) είναι τα πλέον διαδεδομένα προφητικά
κείμενα, αλλά υπάρχουν και άλλα που έχουν ασκήσει σημαντική επιρροή ανά τους αιώνες,
όπως το Arbor Mirabilis του Ulrich von Meinz (1486-1558), τα κείμενα του Αλβέρτου του
Μέγα (1193-1280), του Λεονάρδο ντα Βίντσι (1452-1519) και άλλων. Υπάρχουν και νεότεροι
συγγραφείς που στο έργο τους διακρίνονται προφητικού τύπου διατυπώσεις, όπως οι Ιούλιος
Βερν (1828-1905), George Wells (1866-1946), Albert Einstein (1879-1955), Aldous Haxley
(1894-1960), Arthur Clark (1917-2008) κ.ά.

Ονειροκριτική. Στην αρχαιότητα αλλά και στη σύγχρονη εποχή καταβάλλεται μεγάλη
προσπάθεια αποκαλύψεως του προφητικού περιεχομένου των ονείρων από τους
ονειροκρίτες. Ο Αρτεμίδωρος ο Δαλδιανός (2ος μ.Χ. αιώνας) έγραψε βιβλία περί της
ερμηνείας των ονείρων (Ονειροκριτικά), καθώς και περί της οιωνοσκοπίας (Οιωνοσκοπικά)
και της χειρομαντείας (Χειροσκοπικά) (Papamichael and Marketos 1995), στα οποία
αναγνωρίζει, μεταξύ και άλλων ειδών ονείρων, την ύπαρξη θεόπεμπτων ονείρων με
προφητικό χαρακτήρα. Κατά την αρχαιότητα, όπως και σήμερα άλλωστε, η πίστη στην
ονειροκριτική τέχνη ήταν κάτι που δεν περιοριζόταν μόνο στις μάζες. Ο Σοφοκλής και ο
Αισχύλος αποδέχονταν την ερμηνεία των ονείρων ως σημαντικό κλάδο της μαντικής. Ο
Γαληνός, πριν πάθει παράλυση, ονειρεύτηκε ότι το ένα σκέλος του ήταν λίθινο και την άλλη
μέρα το βρήκε παράλυτο, αλλά η ερμηνεία αυτού του γεγονότος σήμερα είναι πασιφανής,
αφού στη σύγχρονη εποχή τα όνειρα ερμηνεύονται από την επιστήμη όχι ως δίαυλοι
επικοινωνίας της συνείδησης με το θείο και το υπερφυσικό, αλλά της συνείδησης με τις
περιστάσεις του ατόμου και το ασυνείδητο.
Τα προφητικά όνειρα κυρίως εκπορεύονται από τον θεό («και γαρ τ’ όναρ εκ Διός
εστίν»). Στα προφητικά όνειρα γίνονται νύξεις για γεγονότα που θα προκύψουν στο μέλλον.
Πολλοί πιστεύουν ότι καθώς το σώμα καθεύδει, το πνεύμα εξέρχεται, περιφέρεται και
ταξιδεύει σε τόπους, σε καταστάσεις και πρόσωπα από τα οποία αντλεί στοιχεία ενδεικτικά
της μελλοντικής ζωής και των περιστάσεων που θα αντιμετωπίσει ο ονειρευόμενος. Η
εμφάνιση στο όνειρο ζώων, νεκρών ανθρώπων και ποικίλων αντικειμένων έχει θεωρηθεί
στοιχείο δηλωτικό της υπάρξεως πνευμάτων. Τα πνεύματα, επειδή δύνανται να εισέρχονται
249

οπουδήποτε, είναι σε θέση να μαθαίνουν οτιδήποτε και διά των ονείρων να το ανακοινώνουν
και να το αποκαλύπτουν στον ενδιαφερόμενο. Ο Μεντελέγιεφ, που απεχθανόταν την
παραψυχολογία, δεν διστάζει να συνδέσει το σημαντικότερο επίτευγμά του, την επινόηση του
Περιοδικού πίνακα χημικών στοιχείων, με τη μεσολάβηση ενός ονείρου: «είδα ένα όνειρο με
έναν πίνακα όπου όλα τα στοιχεία βρίσκονταν στη θέση τους, όπως έπρεπε. Ξυπνώντας
αμέσως τον κατέγραψα σε μια κόλλα χαρτί». Σίγουρα ο Μεντελέγιεφ στις αγωνιώδεις
προσπάθειές του να βρει έναν τρόπο κατάταξης των στοιχείων, «κατασκεύασε» τον χάρτη
τους, ο οποίος εμφανίσθηκε εναργέστερος στο όνειρο.

ΜΑΓΕΙΑ, ΑΛΧΗΜΕΙΑ. Η αλχημεία, όπως και η μαγεία, υπήρξαν οι μοναδικοί επιτρεπτοί


δίαυλοι για την αναζήτηση και την απόκτηση επιστημονικής γνώσης κατά τη διάρκεια του
σκληρού θρησκευτικού φανατισμού και της θεοκρατίας του μεσαίωνα (Πελεγρίνης 1994). Ο
Marcilio Ficino θεωρούσε ότι στόχος της τέχνης της αλχημείας είναι να απαλλάξει τον
άνθρωπο από τη φτώχεια και τον θάνατο εξασφαλίζοντάς του αιώνια νεότητα και παντοτινή
υγεία. Μέσα σε αυτό το μεγαλεπήβολο πρόγραμμα εντάσσεται και η προσπάθεια
μετασχηματισμού ευτελών μετάλλων σε χρυσό, καθώς και η αναζήτηση της λεγόμενης
φιλοσοφικής λίθου και του ελιξίριου της ζωής, που ταλαιπώρησε ιδιαίτερα τους αλχημιστές
αλλά άνοιξε δρόμους στη χημεία.
Η μαγική σκέψη σχετίζεται με συστήματα πίστεων και δοξασιών που αψηφούν τους
επιστημονικούς νόμους της αιτιότητας και δίδουν την αίσθηση κυριαρχίας και ελέγχου εκεί
όπου πραγματικά δεν υπάρχει, ούτε είναι δυνατόν να υπάρχει. Μαγεία θα μπορούσε να είναι
μια θεωρία για τις αιτίες, όχι όμως για τις φανερές φυσικές αιτίες αλλά για τις κρυφές, τις
υπερφυσικές (Robins 1959). Η μαγική αντίληψη θεωρεί τον κόσμο έμψυχο στο σύνολό του,
ενώ η τρέχουσα πραγματοκρατική και ορθολογιστική αντίληψη θεωρεί ότι ψυχή έχει –αν
έχει– μόνο ο άνθρωπος. Πεδίο δράσης της μαγείας είναι η απελευθέρωση άϋλων δυνάμεων
με τη βοήθεια της θείας ή άλλης δύναμης. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη μιας υπερφυσικής
τάξης κρυμμένης μέσα στη φαινομενική φυσική τάξη, η οποία χειραγωγείται και
χρησιμοποιείται για το καλό ή για το κακό. Αλλά εκείνο που διαχωρίζει τη φυσική από τη
διαβολική μαγεία είναι το κίνητρο και όχι τα μέσα. Υπάρχει μια συνέχεια μεταξύ του
ανθρώπου και των πραγμάτων που τον περιβάλλουν και μια συνεργική ή ανταγωνιστική
σχέση μεταξύ ομοίων στοιχείων. Η δύναμη που εκλύεται κατά την άρθρωση, διατύπωση και
έκφραση ορισμένων λέξεων μπορεί να χειραγωγηθεί. Η φυσική μαγεία συνίσταται στο ότι οι
φυσικές σχέσεις μεταξύ γήινων, ουρανίων και ανώτερων οντοτήτων είναι δυνατόν να
αφυπνισθούν από αυτόν που γνωρίζει πώς να τις αφυπνίσει και να τις ενεργοποιήσει.
Η πρακτική της μαγικής επίδρασης είναι πολύ διαδεδομένη ήδη από την αρχαιότητα
(Geger 1992). Σε πολλά σημεία της αρχαίας Αθήνας έχουν βρεθεί κούκλες σε μικρά κουτιά-
φέρετρα συνοδευόμενες από μολύβδινες πινακίδες με κατάρες. Συνήθως τοποθετούσαν τα
κιβώτια αυτά σε τάφους και επικαλούνταν τη βοήθεια του νεκρού, κατά προτίμηση κάποιου
προώρως θανόντος, για την πραγματοποίηση της αράς. Είναι γνωστή και από τον Πλάτωνα
η ύπαρξη ειδικευμένων ιερέων οι οποίοι, έναντι αμοιβής, κατέγραφαν και διοχέτευαν κατάρες.
Εργαλεία ήσαν μαγικοί πάπυροι, καταδεσμικές πινακίδες ή φυλαχτά. Σκοπός, το «δέσιμο»
κάποιου προσώπου και η καθυπόταξή του στις θελήσεις εκείνου που εκτελεί τη μαγική
ενέργεια. Η κατοχή ενός κομματιού από το λείψανο νεκρού (νύχι, μαλλιά, κόκκαλο) μπορεί να
μεταβάλει τον κάτοχο σε κύριο του νεκρού και να υποχρεώσει το φάντασμά του να ενεργεί
σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Οι μαγικές πράξεις επιτελούνται σε ορισμένες ώρες, σε
ορισμένους σεληνιακούς κύκλους και σε ορισμένες τοποθεσίες. Ο Πλάτωνας στους Νόμους
ζητάει την επιβολή της ποινής του θανάτου στους επαγγελματίες μάγους. Ο Πλίνιος
θεωρούσε τη μαγεία τέχνη παραπλανητική, που τη συνεπικουρούσαν η ιατρική, η θρησκεία
και η αστρολογία. Με την προστασία των νεοπυθαγορείων η μαγεία πήρε τη θέση
απόκρυφης επιστήμης και έγινε θεουργία, δηλαδή μείγμα θρησκευτικών, αστρολογικών και
φιλοσοφικών στοιχείων. Στην κλασική Ελλάδα διάσημος έγινε ο μάγος Επιμενίδης που
καθάρισε με καθαρμούς την Αθήνα από το κυλώνειον άγος και ζήτησε ως αμοιβή έναν κλώνο
ελιάς. Κλασικές μάγισσες είναι η Κίρκη, η Καλυψώ και η Μήδεια. Από τους προσωκρατικούς
φιλοσόφους ο Εμπεδοκλής ασχολήθηκε με τη μαγεία, την ιατρική και την ανατομία των
ζώων. Ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, θεοσοφιστής, μάγος και ιδρυτής θρησκείας, έδρασε κατά
250

τον 1ο αιώνα μ.Χ. Λέγεται ότι είχε την ικανότητα να βρίσκεται συγχρόνως σε δύο τόπους:
Όταν ήταν στην Αλεξάνδρεια ήταν συγχρόνως και στη Ρώμη ως αυτόπτης μάρτυρας της
δολοφονίας του αυτοκράτορα Δομιτιανού. Η φήμη του ήταν τεράστια, λατρεύτηκε ως θεός
και, αν οι ιστορικές συγκυρίες ήσαν διαφορετικές, ίσως να είχε επικρατήσει του
χριστιανισμού.

Ο Παράκελσος στρεφόμενος με πολεμική διάθεση εναντίον των ιατρών της εποχής του και
της σωρευμένης γραπτής παράδοσης στην οποία αυτή βασίζονταν, υποστήριζε ότι η ιατρική
δεν χρειάζεται γραπτά βιβλία και κείμενα, διότι η φύση από μόνη της αποτελεί ένα κείμενο και
ο ιατρός δεν έχει να κάνει τίποτε άλλο από το να το σχολιάζει και να το ερμηνεύει (Ρόζος
1972). Στο ερώτημα πώς θα ανακαλυφθούν οι μυστικές αξίες που είναι κρυμμένες στο φυτικό
και το ορυκτό βασίλειο, η απάντησή του είναι κατηγορηματική: καταφεύγοντας στις
απόκρυφες επιστήμες και πρωτίστως στη μαγεία, που είναι η «ανατομία της ιατρικής».
Ιατρός που δεν είναι ειδικευμένος στη μαγεία δεν μπορεί να είναι παρά τρελός ή ερασιτέχνης:
αυτό τουλάχιστον υποστήριζε στο βιβλίο του Ο λαβύρινθος των πλανημένων ιατρών. Ο
Παράκελσος ονόμασε Medicina Adepta την υπερφυσική θεραπεία που προκύπτει από την
άσκηση της απόκρυφης ιατρικής: πρόκειται για μια ιατρική που στηρίζεται στη γνώση των
αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ ουρανού και ανθρώπου και στη γνώση των ασθενειών που
προκύπτουν όταν αυτή η αμοιβαία συσχέτιση διαταράσσεται. Ονόμασε Magnalia τα ιατρικά
παρασκευάσματα γενικώς και Mysteria τις μυστικές συνταγές.
Σύμφωνα με τον Παράκελσο η φύση του ανθρώπου απλώνεται σε επτά πεδία τα εξής:
Πρώτο πεδίο το σώμα, η απλή αδρανής ύλη. Δεύτερο πεδίο το ζωτικό ή φυσικό πνεύμα, η
δύναμη που ζωντανεύει το σώμα και κανονίζει τις οργανικές λειτουργίες. Τρίτο πεδίο το
αστρικό σώμα, το οποίο ενώνει τον άνθρωπο με τις ουσίες, με τις βαθύτερες δυνάμεις, με τη
μυστική ζωή του κόσμου. Τέταρτο πεδίο η ζωική ψυχή, που περιλαμβάνει τα ένστικτα και τη
σαρκική γνώση. Πέμπτο πεδίο η ορθολογική ψυχή. Έκτο πεδίο η πνευματική ψυχή. Έβδομο
πεδίο το θείο πνεύμα. Η ζωή του ανθρώπου κυριαρχείται από πέντε όντα ή σφαίρες. Οι
διάφορες ασθένειες δεν προέρχονται από μία αλλά από πέντε αιτίες, πέντε ενεργητικές αρχές
ή επιδράσεις που κυβερνούν το ανθρώπινο σώμα, τις οποίες ονόμασε Entia και προέρχονται
από τα πέντε όντα: Ens Astrorum, οι αστερισμοί. Προέρχονται από το Αστρικό ον, το οποίο
συνίσταται από τις κοσμικές επιρροές των αστερισμών που δρουν επί των γήινων όντων.
Ens Veneri, τα δηλητήρια. Προέρχονται από το Δηλητηριώδες ον, το οποίο περιλαμβάνει
διάφορες βλάβες που απειλούν τον ανθρώπινο οργανισμό και προέρχονται από το
περιβάλλον και τις τροφές. Ens Naturale, οι επιδράσεις της φύσεως. Προέρχονται από το
Φυσικό ον, το οποίο είναι η ζωτική δύναμη που εξασθενεί από τις ασθένειες. Ens Spirituale,
οι πνευματικές επιδράσεις. Προέρχονται από το Πνευματικό ον, το οποίο είναι η
συναισθηματική πλευρά του ανθρώπου. Ens Dei, οι θεϊκές επιδράσεις, προέρχονται από το
Θεϊκό ον, το οποίο εκφράζει τη θεία βούληση. Η αρμονία μεταξύ των προηγούμενων
τεσσάρων όντων, που την κανονίζει το Θείο ον, συμπίπτει με την υγεία του οργανισμού. Η
ιατρική κατά τον Παράκελσο ερείδεται πάνω σε τέσσερις στύλους: τη Φιλοσοφία, την
Αστρονομία, την Αλχημεία και την Ηθική. Ο πρώτος στύλος είναι η φιλοσοφική γνώση της
γης και του νερού. Ο δεύτερος, η αστρονομία, καλύπτει την πλήρη κατανόηση της πύρινης
και της αέρινης φύσης. Ο τρίτος η Αλχημεία αποτελεί επαρκή ερμηνεία των ιδιοτήτων των
τεσσάρων στοιχείων, δηλαδή ολόκληρου του σύμπαντος, και μια εισαγωγή στην τέχνη της
μετουσίωσής τους. Τέλος ο τέταρτος, η Ηθική, είναι εκείνη που στηρίζει και συμπληρώνει
τους άλλους τρεις στύλους και δείχνει στον ιατρό τις αρετές που πρέπει να τον ακολουθούν
μέχρι τον θάνατό του. Η παρακελσιανή ιατρική, παρά το ότι δεν είναι ανατολική αλλά δυτική
και στην ουσία της χριστιανική, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν πρότυπο για την κατανόηση
της φιλοσοφίας και της πρακτικής και των άλλων παραδοσιακών ιατρικών.

Ο Μιχαήλ Ψελλός, Βυζαντινός λόγιος, θεολόγος και φιλόσοφος που έζησε τον 11ο αιώνα
(1018-1096), ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον αποκρυφισμό και τη μαγεία. Στο βιβλίο του
Περί δαιμόνων περιγράφει λεπτομερώς δραστηριότητες μάγων και δαιμόνων, πτήσεις,
συνάξεις και όργια μαγισσών, τελετουργικές παιδοκτονίες, και αναφέρεται σε δηλητήρια,
μαγικά φίλτρα και φάρμακα που διευκολύνουν την εμφάνιση δαιμόνων. Ο Pico della
251

Mirandola (1463-1494) στη διατριβή του Conclusiones Philosophicae, Cabalisicae et Theo-


logicae εισάγει τη μυστική ιουδαϊκή θεολογία και κάνει διάκριση μεταξύ διαβολικής και αγαθής
ή φυσικής μαγείας. Κατά τον Giordano Bruno (1548-1600), μάγος είναι ο σοφός που έχει τη
δυνατότητα να πράττει. Πίστευε, όπως και ο Αναξαγόρας, ότι όλα περιέχονται μέσα σε όλα
και επομένως τα πάντα μπορεί να φτιαχτούν από τα πάντα (Yates 1964). Ο Bruno δεχόταν
την κοπερνίκεια αστρονομία ως απόδειξη της μαγικής ηλιοκεντρικής εικόνας του κόσμου
όπως αυτή ξεκίνησε στην αρχαία Αίγυπτο του Ακενατόν.

Μάγος, αγύρτης και τυχοδιώκτης, ιατρός και αστρολόγος του επισκόπου της Βαμβέργης,
μορφή πραγματική, που όμως τα στοιχεία και οι λεπτομέρειες της ζωής του χάνονται μέσα
στον θρύλο, ο Φάουστ είναι ο κατεξοχήν αρχετυπικός μάγος που στοίχειωσε τη νεότερη
δυτική φαντασία. Εμπνέοντας συγγραφείς από τον Christopher Marlow και τον Goethe μέχρι
τον Thomas Mann, ο Φάουστ καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στην παγκόσμια φιλολογία, τη
μουσική, το θέατρο και τις καλές τέχνες. Ο μύθος του δραματοποιεί την αρχέγονη ιδέα του
ανθρώπου που συνάπτει συμφωνία με τον διάβολο πουλώντας σε εκείνον την ψυχή του και
κερδίζοντας ως αντάλλαγμα τη γνώση και τον έρωτα. Ο μεσαίωνας και η Αναγέννηση
βρίθουν από παρόμοιες μεγάλες φυσιογνωμίες. O Agrippa Cornelius (1486-1535), ιατρός,
αλχημιστής, καθηγητής της θεολογίας στην Κολωνία, επίσημος μάγος και αστρολόγος της
μητέρας του Φραγκίσκου Α’ της Γαλλίας και ιδρυτής μυστικών εταιρειών, έγραψε το 1549 το
De Occulta Philosophia και ισχυρίσθηκε ότι η ενασχόληση με την επιστήμη είναι μάταιο έργο.
Ο Marcilio Ficino (1433-1499), μαθητής του Πλήθωνα Γεμιστού, επικεφαλής της Πλατωνικής
Ακαδημίας της Φλωρεντίας, ορφικός, ερμητιστής, νεοπλατωνικός και πυθαγόρειος έγραψε το
1471 το De Vita Libri Tres, το οποίο είναι μια ιατρική πραγματεία. Το 1450 επινόησε μια
θεωρία, την Prisca Theologia, σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια αρχαία εσωτερική σοφία,
που οι ρίζες της εκτείνονται προς τα πίσω μέχρι τον Μωυσή, στην οποία έχουν προσχωρήσει
οι φιλόσοφοι αποκρύπτοντάς την από τους αμύητους. Ο John Dee (1527-1607),
καββαλιστής, μαθηματικός, μάγος, αστρολόγος, πυθαγόρειος και λάτρης της επιστημονικής
αναζήτησης, διετέλεσε αστρολόγος της βασίλισσας Ελισάβετ και άλλων βασιλέων της
Ευρώπης.

Στην ψυχοπαθολογία ο ιδεασμός μαγικής επιδράσεως λειτουργεί ως μηχανισμός


ξεπεράσματος αντίξοων καταστάσεων, καθώς επιτρέπει να εξοστρακισθεί η απόδοση
προσωπικής ευθύνης σε περιπτώσεις αποτυχιών. Αυτός ο μηχανισμός εξηγεί την σπάνιν ή
ακόμη και την απουσία αισθημάτων ενοχής ανάμεσα στους πιστούς της μαγικής
επιδράσεως. Καθώς ο εν λόγω ιδεασμός είναι κλειστό σύστημα, όπως άλλωστε και όλες οι
παραληρητικές ιδέες, δεν έχει θεραπευτική αξία η αντιπαράθεση και η σύγκρουση με αυτόν.
Ίσως ο ιατρός να μην το αποδέχεται, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να το επικρίνει ή να
σπεύσει να κάνει μάθημα κατά της μαγείας στον ασθενή. Όπως συμβαίνει με όλα τα
συστήματα πίστης (Parinder 1963), παθολογικά και μη, είναι βαθιά ριζωμένη και κάθε
προσπάθεια αποκάλυψης αφήνει τον ασθενή στη σύγχυση και το άγχος, με ένα έντονο
αίσθημα αβοηθησίας.

Η μαγνητική θεραπεία των πληγών ήταν το αποκορύφωμα της αγυρτείας στην ιστορία της
ιατρικής και χαρακτηριστικό παράδειγμα ακραίας και καταστροφικής εκτροπής από την
επιστήμη (Clericuzio 1994). Ήταν βασισμένη σε ένα βάλσαμο φτιαγμένο από σάρκα νεκρού
άνδρα, που έπρεπε να απλωθεί όχι επάνω στο τραύμα αλλά στο όπλο που το προκάλεσε· το
βάλσαμο αυτό υποτίθεται ότι γιάτρευε το τραύμα, ανεξάρτητα από την απόσταση που
υπήρχε ανάμεσα στο τραύμα και το όπλο διότι λειτουργούσε μέσω του παγκόσμιου
πνεύματος. Για να είναι αποτελεσματική η θεραπεία, έπρεπε να πληρούνται κάποιες
προϋποθέσεις: να υπάρχουν ίχνη αίματος από το τραύμα πάνω στο όπλο· το όπλο να
διατηρείται καθαρό διά πλύσεων με ανθρώπινα ούρα· την ημέρα που θα ετοποθετείτο η
αλοιφή πάνω στο όπλο ο τραυματίας έπρεπε να απέχει από κάθε σεξουαλική επαφή. Πάνω
από 100 χρόνια κυριάρχησε σαν άκρως αποτελεσματική θεραπεία. Το 1661 σε μια
συνάντηση της Royal Society of Medicine στο Λονδίνο ζητήθηκε από τους ιατρούς που
διέθεταν την αλοιφή να φέρουν μια ποσότητα στην επόμενη συνάντηση.
252

Αβασκανία ή Βασκανία. Το κακό μάτι που από φθόνο προκαλεί δυσμενή επίδραση και
βλάβη. Οι θρησκείες δεν καταδικάζουν την αβασκανία και την αποδίδουν σε επίδραση κακού
πνεύματος. Θεωρείται ότι μπορεί κανείς να την εξουδετερώσει με κατάλληλα φυλαχτά (κατά
την αρχαιότητα με χαραγμένους φαλλούς, στη σύγχρονη εποχή με κομποσκοίνια που
αγοράζονται στις εκκλησίες και στα μοναστήρια).

ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ. «Ως γαρ o εν Δελφοίς ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει, κατά τον
Ηράκλειτον, ούτω των Πυθαγορικών συμβόλων και το φράζεσθαι δοκούν κρυπτόμενον εστί
και το κρύπτεσθαι νοούμενον» (από την ανθολογία του Στοβαίου, Πυθαγορικά, 72). Η φράση
αυτή ίσως εκφράζει κατά τον σαφέστερο τρόπο τα ριζώματα του αποκρυφισμού. Ο
αποκρυφισμός δηλώνει την αδυναμία της επιστήμης και του ορθού λόγου να εξηγήσουν τον
κρυπτικό και μυστηριώδη χαρακτήρα της υπάρξεως. Το μυστικό, το κρυφό δεν είναι
αποτέλεσμα κάποιας προσωπικής βούλησης, αλλά είναι ιδιότυπο χαρακτηριστικό της ίδιας
της φύσης. Όσο η γνώση του κόσμου επεκτείνεται τόσο γίνεται απόκρυφη, διότι η γλώσσα
της δεν είναι ανακοινώσιμη. Κατά τους αποκρυφιστές, ο άνθρωπος βρίσκεται σε πλήρη
επαφή και σχέση με την ολότητα του σύμπαντος. Ο Γαληνός στα έργα του αναφέρεται σε
απόκρυφες ιδιότητες, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν διά της λογικής, και κάνει
λόγο για την προσπάθεια αποκάλυψης των σχέσεων μεταξύ αυτών των ιδιοτήτων και της
ουσίας. Ο ψυχίατρος Morel (1809-1873) και πιθανόν ο Carl Jung, είχαν ασχοληθεί με τον
αποκρυφισμό. Σύμφωνα τους αποκρυφιστές, που είναι διασκορπισμένοι σε πλήθος φανερών
ή μυστικών εταιρειών, υπάρχουν θεμελιώδεις αρχαϊκές αλήθειες που είναι στη βάση όλων
των θρησκειών (Blavatsky 1888). Η απόκρυφη πλευρά της Φύσης ποτέ δεν κατορθώθηκε να
προσεγγισθεί από την επιστήμη του σύγχρονου πολιτισμού. Η αλήθεια έρχεται διά της
αποκαλύψεως. Όλα τα αντικείμενα, τα όντα και οι δυνάμεις αποτελούν απλώς
διαφοροποιήσεις του Μεγάλου Αγνώστου, για το οποίο είναι αδύνατη οποιαδήποτε εικασία ή
υπόθεση, αφού ξεπερνά τη δυνατότητα σύλληψης του ανθρώπου. Είναι η πανίσχυρη
απρόσωπη Πραγματικότητα, αφού περιλαμβάνει τα πάντα και το καθένα ξεχωριστά. Ο
άνθρωπος σε αυτόν τον πλανήτη έχει έρθει για να τεθεί σε δοκιμασία. Δεν έχει κανένα
προνόμιο, αλλά θα πρέπει να διασώσει το Εγώ του με προσωπική προσπάθεια και μέσα
από μια μακρά σειρά μετεμψυχώσεων και επανενσαρκώσεων μέσα στις αλληλοδιαδεχόμενες
χιλιετίες. Η αρετή εμπεριέχει την ανταμοιβή και η κακία εμπεριέχει την τιμωρία.
Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελεί ο καββαλιστικός αποκρυφισμός. Η καββάλα αποτελείται
από εβραϊκά αποκρυφιστικά και μεταφυσικά δόγματα συνδεόμενα με τον Μωυσή και τον Θεό
που διαδόθηκαν στη μεσαιωνική Ευρώπη από την Ισπανία. Μεγάλο ενδιαφέρον εκδηλώθηκε
σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά οι ασχολούμενοι με αυτήν καταγγέλθηκαν από την
χριστιανική Εκκλησία ως μάγοι και καταδιώχθηκαν απηνώς. Οι εσωτερικιστές και οι
αποκρυφιστές είχαν ιδιαίτερη επίδραση στις τέχνες. Ο Yeats ήταν μέλος του Ερμητικού
Τάγματος της Μητέρας της Χρυσής Αυγής. Οι συμβολιστές ζωγράφοι έκαναν τις εκθέσεις
τους σε αίθουσες των ροδοσταυριτών. Ο Ezra Pound υποστήριζε θεωρίες που ανάγονταν
στα Ελευσίνια Μυστήρια και ο Antonin Artaud, λίγο πριν γλιστρήσει στη σχιζοφρένεια, είχε
βυθισθεί στην καββάλα, τα ταρό, την αλχημεία κ.λπ. Η έλλειψη και της παραμικρής λογικής
και εμπειρικής βάσης του αποκρυφισμού έχει προκαλέσει ισχυρές και σφοδρές αντιδράσεις
παρά το ότι οι οπαδοί του υποστηρίζουν ότι η βάση του δεν είναι η λογική και η εμπειρία
αλλά αυτό που αποκαλόυν «ανώτερο επίπεδο συνειδητότητας». Ο αποκρυφισμός είναι η
μεταφυσική των ηλιθίων, είχε πει ο Adorno, ενώ άλλοι χαρακτηρίζουν τον αποκρυφισμό ως
χασισοποτείο της σκέψης.

Τύχη και Ειμαρμένη. Ειμαρμένη (από το μείρομαι, παίρνω το μερίδιό μου) είναι η άγνωστη
και ακαταμάχητη αλληλουχία των συμβάντων. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι στη ζωή όλα
είναι προκαθορισμένα από ανώτερους νόμους και δυνάμεις και πως κάθετί έχει ήδη
"αποφασιστεί". " Καθ' ειμαρμένην τα πάντα γίνεσθαι" έλεγαν οι Στωικοί και την όριζαν σαν
αδιάκοπη συνέχεια από αιτίες, που κανονίζει όσα γίνονται στον κόσμο, όλα με σειρά
προδιαγεγραμμένη, μια ακολουθία από αλληλουχίες. Η θεά Ειμαρμένη (Fatum) περιστρέφει
τον "τροχό της Τύχης". Είναι η ίδια η τύχη, η αναπότρεπτη μοίρα, το πεπρωμένο, το γραφτό
253

κάθε ανθρώπου, που περιλαμβάνει και προδιαγράφει ολόκληρη τη ζωή του. Είναι η
προσωποποίηση της πιο μεγάλης δύναμης, που κυριαρχεί στη φύση και κανονίζει τις
ενέργειες των ανθρώπων, η κυρίαρχος των Μοιρών. Η άποψη αυτή βρίσκεται σε διαρκή
σύγκρουση με την θέση πως οι άνθρωποι είναι κυρίαρχοι των πράξεών τους, οι αρχιτέκτονες
της ζωής τους αφού είναι προικισμένοι με την ελεύθερη βούληση. Το θέμα «ειμαρμένη-
ελεύθερη βούληση» αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα φιλοσοφικά προβλήματα-αδιέξοδα και
αναπόφευκτα σχετίζεται, ανάλογα με την θέση που παίρνει κανείς, τόσο με τη θεώρηση της
ύπαρξης του θεού και τη σχέση του με τους ανθρώπους όσο και με την αστρολογία.
Οι άνθρωποι γενικώς πιστεύουν ότι είναι τυχεροί ή άτυχοι, και αυτό ενδέχεται να έχει
επιπτώσεις στις αποφάσεις που παίρνουν στη ζωή τους αλλά και στη διαμόρφωση της
προσωπικότητάς τους. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι είναι μάλλον τυχεροί παρά άτυχοι.
Είναι ενδιαφέρουσες οι διάφορες δοξασίες που σχετίζονται με το θέμα αυτό, όπως π.χ. ότι ο
άνθρωπος γεννιέται τυχερός ή άτυχος και ότι αυτό παραμένει ακλόνητο, ή αντίθετα ότι ο ίδιος
μπορεί να επηρεάσει την τύχη του προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Υπάρχει ακόμη η
προκατάληψη ότι κάποια άλλη δύναμη ελέγχει την τύχη του ανθρώπου, η οποία άλλοτε του
την προσφέρει και άλλοτε του την αφαιρεί. Σε ορισμένες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις οι
άνθρωποι επικαλούνται την τύχη τους κατά χαρακτηριστικό τρόπο. Οι καταθλιπτικοί
πιστεύουν ότι είναι κακότυχοι, ενώ οι ευφορικοί και οι υπομανιακοί πιστεύουν ότι είναι
τυχεροί. Πάντως, αν πράγματι υπάρχουν τυχεροί άνθρωποι, μπορεί να οφείλουν την καλή
τους τύχη και στο ότι είναι ικανοί στη συλλογή σωστών πληροφοριών από το περιβάλλον,
ικανοί στο να προβλέπουν και στο να ενεργούν την κατάλληλη στιγμή∙ μεγιστοποιούν τις
ευκαιρίες που τους δίνονται, έχουν την τάση να παίρνουν αποφάσεις ενεργώντας με τη
διαίσθηση και τα συναισθήματά τους, δείχνουν μια σιγουριά ότι το μέλλον τους θα είναι καλό,
διαθέτουν την ικανότητα να μετατρέπουν την κακοτυχία σε καλοτυχία αναλογιζόμενοι ότι
υπάρχουν και χειρότερα, και ενεργούν δραστήρια αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες και
παίρνοντας τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια τους (Wiseman 2003).

Αριθμοί. Επειδή ως σημεία οι αριθμοί έχουν έναν χαρακτήρα αφηρημένο και αυθαίρετο, είναι
δυνατόν να διεγείρουν ψυχοσυναισθηματικές καταστάσεις. Ο Freud ήταν γοητευμένος με την
αριθμολογία και, καθότι ψυχαναγκαστικός, διακατεχόταν από παράλογους φόβους σχετικά
με τους αριθμούς. Ήταν πεπεισμένος ότι θα πεθάνει σε ηλικία 62 ετών και κάποτε παρέλυσε
από τον φόβο του όταν η τηλεφωνική εταιρεία της Βιέννης τού έστειλε τον αριθμό του
καινούργιου τηλεφώνου του που έληγε σε 62.

Μετενσάρκωση, Μετεμψύχωση. Η απεραντοσύνη του κόσμου από τη μια και το


πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής από την άλλη, η προσωρινότητα και η θνητότητα του
σώματος και η πίστη στην ύπαρξη μιας αθάνατης ψυχής οδηγούν σε σκέψεις επανάληψης ή
κυκλικής επαναφοράς της ζωής. Ο Πλάτων έχει υποστηρίξει τη μετεμψύχωση και ο Νίτσε με
την θεωρία της αιώνιας επιστροφής, την υπονοούσε. Σε πολλές θρησκείες, αλλά ακόμη και
σε μη θρησκευόμενους ανθρώπους, η πίστη στην προΰπαρξη και στην αναγέννηση είναι
βαθύτατα ριζωμένη. Το Εγώ μέσα από αλλεπάλληλες σαρκώσεις στο πέρασμα του χρόνου
γίνεται τελικώς σωτήρας του ίδιου του εαυτού του, μέσα από όλο και μεγαλύτερη τελειότητα,
γνώση και κάλλος. Οι ισχυρισμοί περί μετενσαρκώσεως βασίζονται σε άφθονες εξιστορήσεις
ατόμων, τα οποία περιέγραψαν τον θάνατό τους σε μιαν άλλη ζωή. Οι υποστηρικτές της
μετενσάρκωσης (Stevenson 2000) συνιστούν τη μελέτη του φαινομένου στα παιδιά, στα
οποία η ανάμνηση προηγούμενου θανάτου είναι εναργέστερη. Περί το 2ο με 4ο έτος της
ηλικίας το παιδί συχνά αναφέρει ενδείξεις προηγούμενης ζωής, και περί το 5ο με 7ο σταματά.
Ιδιαίτεροι φόβοι και προτιμήσεις του παιδιού, η ομοφυλοφιλία, διαταραχές της ταυτότητας του
φύλου, η ιδέα του παιδιού ότι έχει άλλους γονείς («η μαμά μου δεν ντύνεται έτσι»),
θεωρούνται απερίφραστες αναφορές τους σε κάποια προηγούμενη ζωή, και ως εκ τούτου
προσελκύουν την προσοχή αυτών των μελετητών.

Ο σαμάνος είναι αρχέγονος γιατρός, εμπνευσμένος και ιδιαίτερα ευάλωτος στην κατοχή από
πνεύματα, μέσα από τον οποίο αυτά επικοινωνούν με τον ασθενή αφού ο ίδιος περιέλθει σε
κατάσταση αναστάτωσης μετά από ισχυρό υποκαπνισμό, κατανάλωση οινοπνεύματος και
254

φαρμάκων. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του σαμανισμού δεν είναι η είσοδος ενός ξένου
πνεύματος στον σαμάνα. Είναι η απελευθέρωση του πνεύματος του σαμάνα που
εγκαταλείπει το σώμα του και ξεκινά για ένα μαντικό ταξίδι ή μια «ψυχική διαδρομή». Μπορεί
να του συμπαρασταθούν υπερφυσικά όντα, όμως η δική του προσωπικότητα αποτελεί
αποφασιστικό στοιχείο. Ο σαμάνος είναι ένα άτομο ψυχικώς ασταθές που δέχθηκε το
κάλεσμα για θρησκευτική ζωή. Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι περνάει μια περίοδο αυστηρής
εξάσκησης, απομόνωσης, νηστείας και ψυχολογικής αλλαγής του φύλου. Η ψυχή του
εγκαταλείπει το σώμα και ταξιδεύει σε μακρινά μέρη, στον κόσμο των πνευμάτων. Από τις
εμπειρίες αυτές αποκτά την επιδεξιότητα στη μαντεία, τη θρησκευτική ποίηση και τη μαγική
ιατρική. Διάσημοι σαμάνες ήσαν ο Αριστέας και ο Ερμότιμος ο Κλαζομένιος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΟΥΡΑΣ Φ, ΧΑΤΖΗΔΗΜΟΣ Α, ΚΑΛΟΥΤΣΗΣ Α, ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ. (1946). Η ψυχοπαθολογία της πείνας,
του φόβου και του άγχους. εκδ. Οδυσσέας/Τρίαψις Λόγος, Αθήνα 1991.
ΠΕΛΕΓΡΙΝΗΣ Θ. (1994). Η Μαγεία της Φιλοσοφίας. Η Φιλοσοφία της Μαγείας. Ελλ. Γράμματα.
ΠΟΥΡΝΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΚ. (1970). Η Ιατρική εις τους ναούς.
ΡΟΖΟΣ ΒΠ. (1972). Παράκελσος. Ο Λούθηρος της Ιατρικής. Υγειονομική Φωνή.

BARRET W. (1926). Death Bed Visions. London, Methuen.


BLACKMORE S. (1982). Beyond the body: An investigation of out of the body experiences. Heineman.
BLAVATSKY HP. (1888). The Secret Doctrine. The Synthesis of Science, Religion and Philosophy.
BOZZANO E. (1906). Apparitions of deceased persons at death-beds. Annals of Psychic Science, 3:67-100.
CLERICUZIO A. (1994). Η μαγνητική θεραπεία των πληγών: Φυσική ή διαβολική μαγεία; Στο: Η Μαγεία της
Φιλοσοφίας. Η Φιλοσοφία της Μαγείας. Πελεγρίνης Θ. (Επιμέλ), σελ. 103. Ελλ. Γράμματα.
CONSTANTINIDES CD. (1954). De l’heautoscopie en general (avec analyse d’un cas). Annales Medico-
Psychologiques, 112:336-347 .
DENNING TR, BERRIOS GE. (1994). Autoscopic phenomena. Brit. J. Psychiatry, 165:808-17.
FRISCHHOLZ EJ, LIPMAN LS, BRAUN BG, SACHS RG. (1992). Psychopathology, hypnotizability, and dissoci-
ation. Am J Psychiatry 149(11):1521-1525.
GAUQUELIN M. (1983). The truth about astrology. Oxford. Blackwell.
GEGER J. (1992). Curse tablets and binding spells from the ancient world. Oxford University Press.
GLENN R, OWEN J. (1988). The Near-Death experience. Brit J Psychiatry. 153:607-617.
GROSSO M. (1983). Jung, parapsychology and near death experience: toward a transpersonal paradigm. Anabi-
osis, 1:3-36.
GREYSON B. (1985). A typology of near-death experiences. Am J psychiatry 142(8):967-969.
GREYSON B. (2000). Dissociation in people who have near-death experiences: out of their bodies or out of their
minds? Lancet. 5;355(9202):460-3.
HASTED J. (1981). The Metal-benders. Routledge and Kegan Paul.
HAYLEY J. (1993). Uncommon Therapy–The Psychiatric Techniques of Milton H Erickson. Norton, London.
HYSLOP JH. (1908). Psychical Research and the Resurrection. New Yorck, Small, Maynard and Co.
KELLEHEAR A. (1993). Culture, biology, and the near-death experience: a reappraisal. Journal of Nervous and
Mental Diseases, 181: 148-156.
KOSSLYN SM, et al. (2000). Hypnotic visual illusion alters color processing in the brain. Am J Psychiatry.
157(8):1279.
KOUTOUVIDIS N, PAPAMICHAEL E, FOTIADOU A. (1996). Aristophanes’ Wealth:ancient alternative medicine
and its modern survival. JR Soc Med 89:651-653.
LONG P. (1986). Medical mesmerism. Psychology Today 20(1):28-29.
LORIMER D. (1987). The Near-Death experience and Spiritual Health. Holistic medicine. 2:179-184.
MOODY RA. (1975). Life after life. New York. Bantam.
MARKIDES K. (1978). The Magus of Strovolos. Arcana, New York.
OLNESS K. (1981). Imagery (self-hypnosis) as adjunct therapy in childhood cancer. Clinical experience with 25
patients. Amer. J. Pediatr. Hematol. Oncol. 3:313-321.
PAPAMICHAEL E, MARKETOS S. (1995). Artemidorian Oneirocrisia. Hist. Psychiatry vi:125-131.
PARINDER G. (1963). Witchcraft European and African. London: Faber and Faber.
PFISTER O. (1930). Shokdenken und Shock-Phantasien dei Hochster Todes-gefahr. International Zeitung Psy-
choanalysis 16:430-455.
RHINE JB. (1966). Foreword. In Pratt JG, Rhine JB, Smith BM, Stuart CE, & Greenwood JA. (eds.). Extra-
Sensory Perception After Sixty Years, 2nd ed. Boston, US: Humphries.
RING K. (1984). Heading Toward Omega. William Morrow, New York.
ROBINS RH. (1959). The Encyclopaedia of Witchcraft and Demonology. London: Nevill.
SEANGER W. (1968). Psychiatric outpatients in the Netherlands and America. Social Psychiatry 3:149-164.
SHIELS D. (1978). A cross-cultural study of beliefs in out-of-the-body experiences, waking and sleeping. Journal
of the Study for Psychical Research 49:697-741.
SPIEGEL D, BLOOM JR. (1983). Group therapy and hypnosis reduce metastatic breast carcinoma pain. Psycho-
som. Med. 45:333-339.
255

STEVENSON I. (2000). The phenomenon of claimed memories of previous lives: possible interpretations and
importance. Medical Hypotheses 54(4):62-659.
STEVENSON I, BELOFF J, WEST DJ, EYSENCK HJ. (1969). ESP-A scientific evaluation. British Journal of
Psychiatry 115:743-748.
SYRIADA KL, CUMMINGS C, DONALDSON W. (1992). Hypnosis or cognitive behavioural training for the reduc-
tion of pain and nausea during cancer treatment: a controlled clinical trial. Pain, 48:137-146.
VLASTOS G. (1949). Religion and Medicine in the Cult of Asclepius. Review of Religion (1949) 278ff.
WISEMAN R. (2003). The Luck Factor: The Scientific Study of the Lucky. Mind Century Books.
YATES F. (1964). Giordano Bruno and the Hermetic Tradition. Univ. Chicago Press.

ΙΙ. ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ


256

26. ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ

Όταν οι ίδιες οι αντιστάσεις του οργανισμού γίνονται επιβλαβείς, δύναται να προκύψει νόσος.
Όταν οι αντιστάσεις αυτές δεν αφορούν το οργανικό υπόστρωμα αλλά την ψυχική σφαίρα,
τότε είναι δυνατόν από τη σωματική σφαίρα να παράγονται ιδιάζουσες σωματικές
παθολογικές καταστάσεις. Δεδομένων των εξελίξεων στη σύγχρονη ιατρική, οι ασθενείς,
καλώς ή κακώς, χωρίζονται ως πάσχοντες στη βάση δύο μεγάλων κατηγοριών παθήσεων,
των σωματικών και των ψυχικών. Στη συνοριακή γραμμή που χωρίζει αυτές τις δύο
νοσολογικές περιοχές υπάρχει μία «γκρίζα ζώνη» που καταλαμβάνεται από κάθε ψυχολογικό
ή ψυχιατρικό στοιχείο που σχετίζεται φαινομενολογικά ή αιτιολογικά με ποικίλες σωματικές
παθολογικές εκδηλώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι λεγόμενες ψυχοσωματικές
διαταραχές.
Σωρευμένη κλινική εμπειρία έχει δείξει ότι οι ψυχολογικοί παράγοντες και η σωματική
υγεία συνδέονται στενά, ενώ η παρατήρηση του ποιού και της φύσης των σχέσεων μεταξύ
συγκινήσεων και σωματικών λειτουργιών έδειξε ότι οι συγκινήσεις έχουν στενή σχέση και με
τα σωματικά συμπτώματα. Μεταβολές της καρδιαγγειακής και νεφρικής λειτουργίας, της
πηκτικότητας και της γλοιότητας του αίματος ως αποτέλεσμα συγκινησιακών καταστάσεων
αποτελούν πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα. Είναι γνωστή η επίδραση των
συναισθημάτων στη φυσιολογική λειτουργία των οργάνων, τόσο από παρατηρήσεις
περιπτώσεων όσο και από παρατηρήσεις σε πειραματικές συνθήκες. Στην ιστορική αφετηρία
της μελέτης αυτής της επίδρασης, βρίσκονται οι Wolf και Wolff (1947), όταν δημοσίευσαν την
περίπτωση νεαρού ο οποίος σε ηλικία 17 ετών μετά από χειρουργική επέμβαση παρουσίασε
257

ένα γαστροκοιλιακό συρίγγιο, που επέτρεπε την παρατήρηση της επιφάνειας του γαστρικού
βλεννογόνου του στομάχου και έτσι δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστωθούν χαρακτηριστικές
μεταβολές της μορφολογίας και της λειτουργίας του βλεννογόνου σε σχέση με
συναισθηματικές καταστάσεις. Κατά τον θυμό ο βλεννογόνος γινόταν οιδηματώδης,
υπεραιμικός και σποραδικά εμφανίζονταν παροδικά έλκη. Σε καταστάσεις θλίψεως ο
βλεννογόνος καθίστατο αναιμικός με μειωμένη κινητικότητα στομάχου και έκκριση γαστρικού
υγρού.
Στο θέμα όμως της αιτιολογικής σχέσης μεταξύ συγκινήσεων και ορισμένων σωματικών
νόσων, αυτών που ονομάσθηκαν ψυχοσωματικές, τα πράγματα δεν είναι σαφή. Η ισχυρή,
κατά τα τελευταία χρόνια, αμφισβήτηση της αιτιολογικής σημασίας των συναισθημάτων στην
παθογένεση των ψυχοσωματικών νόσων οδήγησε στη μετριοπαθέστερη άποψη ότι οι
συγκινήσεις παίζουν σημαντικό αλλά όχι αιτιολογικό ρόλο. Οι ψυχικές πιέσεις της
καθημερινής ζωής που εκπηγάζουν από την εργασία, τις διαπροσωπικές σχέσεις και την
οικογένεια συχνά εμπλέκονται στην ανάπτυξη ψυχοσωματικών νόσων. Ενώ τα νευρωσικά
συμπτώματα ανάγονται σε πρώιμες συναισθηματικές αποστερήσεις, σε ασυνείδητες
ψυχοσυγκρούσεις και ψυχοτραυματικές καταστάσεις της παιδικής ηλικίας, οι ψυχοσωματικές
διαταραχές έχουν την αφετηρία τους σε συγκινησιακές καταστάσεις του παρόντος που
«διεισδύουν» στη λειτουργία κάποιου οργάνου και εκφράζονται μέσα από αυτήν.

Η Ψυχοσωματική ιατρική θα μπορούσε να ονομασθεί και ιατρική των συγκινήσεων, διότι το


δίπολο ψυχή-σώμα ουσιαστικά ανάγεται στο δίπολο συναίσθημα-σώμα ή, καλύτερα,
συγκίνηση-σώμα, αφού οι έννοιες του συναισθήματος και της συγκινήσεως δεν ταυτίζονται
πλήρως. Κατά το συναίσθημα κυριαρχεί το βίωμα της εμπειρίας, ενώ κατά τη συγκίνηση
προστίθεται και μία ισχυρότερη εκφραστική διάθεση. Το πρόβλημα της επίδρασης των
ψυχικών λειτουργιών επί των σωματικών λειτουργιών ανάγεται στην επίδραση των
συγκινήσεων επί του σώματος, κυρίως διά του αυτόνομου ΝΣ. Και αυτό διότι ακόμη και αν
άλλες ψυχικές λειτουργίες, όπως η αντίληψη, η μνήμη ή η βούληση, επιδρούν στις σωματικές
λειτουργίες, αυτό πραγματοποιείται μέσω των συναισθημάτων και των συγκινήσεων που
διεγείρουν. Μια συγκινησιακή κατάσταση που παρατείνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα
κινητοποιεί φυσιολογικούς προσαρμοστικούς μηχανισμούς, πράγμα που ενδέχεται να τους
καταστήσει παθογόνους και να πυροδοτηθούν νοσογόνες διεργασίες. Ο ασθενής είναι
δυνατόν να μην έχει ακριβή συνείδηση των συναισθημάτων που του προκαλούν σωματικές
μεταβολές, και πολύ περισσότερο τις παθολογικές σωματικές μεταβολές, ιδιαίτερα εκείνες
που εκδιπλώνονται με βραδύ ρυθμό. Τα σωματικά συμπτώματα σε αυτές τις περιπτώσεις
είναι συνέπειες των συναισθημάτων αλλά δεν παίρνουν τη θέση τους (δηλαδή τα
συναισθήματα δεν μετατρέπονται σε συμπτώματα), συνυπάρχουν και, μερικές φορές, είναι
δυνατόν να ενισχύσουν αυτά τα συναισθήματα ή να προκαλέσουν καινούργια. Παρά το ότι
υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των ατόμων ως προς τη σχέση των συναισθημάτων
προς τα συμπτώματα, οι σωματικές απαντήσεις είναι σε κάθε άτομο σταθερές και
στερεότυπες.

Τα συναισθήματα μεταμορφώνονται σε σωματικά συμπτώματα μέσα από ποικίλους και


διαφορετικούς μηχανισμούς: Το άγχος τείνει να κατεβάζει τον ουδό του άλγους και αυτό
σημαίνει ότι αγχώδη άτομα είναι περισσότερο ευάλωτα σε επώδυνα ερεθίσματα. Το άγχος
επίσης είναι δυνατόν να προκαλεί αυξημένη σύσπαση των γραμμωτών μυϊκών ινών, η οποία
εκδηλώνεται, π.χ., και ως κεφαλαλγία τάσεως. Η υπερδραστηριότητα του αυτόνομου
νευρικού συστήματος είναι δυνατόν να προκαλέσει ή να επιδεινώσει επώδυνες ή
δυσλειτουργικές καταστάσεις, όπως π.χ. το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Μεταβολές στη
δραστηριότητα των ενδοκρινών αδένων παρατηρούνται κατά τις καταστάσεις
υπερεγρήγορσης και συναγερμού. Βιοχημικές διαταραχές λόγω υπεραερισμού εμφανίζονται
κατά τις περιόδους φόβου και πανικού.

Κατά τον Alexander (1950), οι συναισθηματικές συγκρούσεις που συνδέονται με επιθετική


στάση και συμπεριφορά εκφορτίζονται μέσα από μια διαδικασία που ακολουθεί τρεις φάσεις.
Την «ψυχοδιανοητική» φάση, κατά την οποία η επίθεση εκδιπλώνεται σε επίπεδο
258

φαντασιωσικό· τη φάση του «αυτόνομου ΝΑ», που περιλαμβάνει γεγονότα σχετιζόμενα με


τον μεταβολισμό και την κυκλοφορία του αίματος· και τη «νευρομυϊκή» φάση, κατά την οποία
η επιθετικότητα μετατρέπεται σε κινητική συμπεριφορά. Σε οποιοδήποτε σημείο ανακοπεί η
πορεία της επιθετικότητας πριν από την πλήρη έκφρασή της είναι δυνατόν να εκδηλωθούν
ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως ημικρανία όταν η ανακοπή γίνει στο πρώτο στάδιο,
υπέρταση όταν αυτό γίνει στο δεύτερο στάδιο, αρθρίτιδα όταν η ανακοπή γίνει κατά το τρίτο
στάδιο.

Οι σχέσεις συναισθηματικών καταστάσεων με σωματικά συμπτώματα διαφέρουν από λαό σε


λαό και από κουλτούρα σε κουλτούρα. Διαπολιτιστικές διαφορές επίσης υπάρχουν ως προς
τον ουδό και την ανοχή του πόνου, καθώς και στην αντίδραση στον πόνο από φυσιολογική
και συμπεριφερειολογική άποψη (Λυκέτσος και Λυκέτσος 1990).

Μετατρεπτικά φαινόμενα. Η μετατροπή είναι μηχανισμός άμυνας κατά τον οποίο το άγχος
που πηγάζει από εσωτερική σύγκρουση μετατρέπεται σε σωματικό σύμπτωμα και έτσι
εκφράζεται κατά τρόπο συμβολικό. Τα μετατρεπτικά συμπτώματα υποκαθιστούν τη
σύγκρουση αυτή και ταυτόχρονα παρέχουν μια συμβιβαστική λύση στην αντιμετώπισή της.
Κλασικά τέτοια φαινόμενα είναι οι υστερικές παραλύσεις, οι υστερικές αφωνίες, κωφώσεις και
τυφλώσεις. Οι επιληπτικόμορφες κρίσεις που μοιάζουν με μεγάλες προσβολές (grand mal)
είναι, κατά την ψυχαναλυτική ερμηνεία, έκφραση και συμβολική αναπαράσταση της
συνουσιακής κινησιολογίας και του οργασμού ή κατά άλλους μια συμβολική εκδήλωση της
επιθετικής συμπεριφοράς. Η ψευδοκύηση περιλαμβάνει συμπτώματα όπως αμηνόρροια και
διόγκωση της κοιλίας (βλ. περισσότερα στο κεφάλαιο: Υστερικές Διαταραχές).

Σωματοποίηση. Σωματοποίηση είναι η τάση του ασθενούς να αντιλαμβάνεται, να βιώνει και


να εκδηλώνει ψυχολογικές καταστάσεις υπό τη μορφή σωματικών αισθήσεων, των
σωματικών λειτουργικών αλλαγών (Lipowski et al 1977). Η σωματοποίηση μοιάζει με τη
μετατροπή κατά το ότι και σε αυτήν τα ψυχιατρικά συμπτώματα εκφράζονται διά του
σώματος και κατά το ότι και οι δύο είναι ασυνείδητες διαδικασίες. Η μεταξύ τους διαφορά
βρίσκεται στο ότι στη σωματοποίηση τα προσβαλλόμενα όργανα ελέγχονται από το
αυτόνομο ΝΑ, ενώ στη μετατροπή κάθε όργανο είναι δυνατόν να προσβληθεί. Θα μπορούσε
να λεχθεί ότι η σωματοποίηση βρίσκεται στην αφετηρία των ψυχοσωματικών παθήσεων, ενώ
η μετατροπή στην αφετηρία μιας κατηγορίας υστερικών φαινομένων. Έτσι, ενώ το υστερικό
σύμπτωμα είναι η συμβολική αναπαράσταση της προσπάθειας για επίλυση της
ψυχοσύγκρουσης, το ψυχοσωματικό σύμπτωμα είναι αυτό καθαυτό η ισοδύναμη έκφραση
της ψυχοσύγκρουσης. Μια ολόκληρη σειρά διαταραχών περιλαμβάνεται σε αυτήν την
κατηγορία, όπως εφιδρώσεις, κεφαλαλγίες, ξηροστομία, σεξουαλικές διαταραχές, διαταραχές
από το γαστρεντερικό (διαταραχές κατάποσης, αεροφαγία, έμετοι, γαστρίτιδα, διαταραχές
αφόδευσης), από το καρδιαγγειακό (παροξυσμική ταχυκαρδία, προκάρδια δυσφορία,
έκτακτες συστολές). Οι ασθενείς που σωματοποιούν είναι εχθρικοί σε κάθε υπόδειξη για
ψυχικό υπόστρωμα των προβλημάτων τους. Χαρακτηριστικό των διαταραχών
σωματοποίησης, οι οποίες είναι ιδιαίτερα συχνές στις γυναίκες, είναι η επαναλαμβανόμενη
εμφάνιση σωματικών συμπτωμάτων για τα οποία οι ασθενείς ζητούν ιατρική βοήθεια, ενώ τα
αρνητικά ευρήματα για σωματική παθολογία δεν τους καθησυχάζουν παρά μόνο προσωρινά.
Οι ποικίλες φαρμακευτικές θεραπείες στις οποίες εμπλέκονται ενδέχεται να δημιουργήσουν
προβλήματα κατάχρησης ή εξάρτησης από φαρμακευτικές ή άλλες θεραπείες (βλ.
περισσότερα στο κεφάλαιο: Σωματόμορφες Διαταραχές).

Η αλεξιθυμία αφορά την αδυναμία έκφρασης συναισθημάτων διά του λόγου, οπότε αυτά
βρίσκουν διέξοδο μέσω της σωματικής διάστασης και έτσι το σώμα εκφράζει αυτά που δεν
εκφράζονται με τη γλώσσα (Sifneos 1977). Τα αλεξιθυμικά άτομα, «συναισθηματικώς
αναλφάβητα» ή «συναισθηματικώς αφασικά», όπως έχουν αποκληθεί, χαρακτηρίζονται από
έλλειψη ευελιξίας στη διαπραγμάτευσή τους με στοιχεία του περιβάλλοντος, κατατρίβονται με
ασήμαντα καθημερινά προβλήματα, παραπονούνται για σωματικά ενοχλήματα. Έχουν
ελαττωμένη ικανότητα για φαντασίωση και συμβολική σκέψη. Η σκέψη τους είναι
259

«καρφωμένη» στην πραγματικότητα, έχουν αυτό που οι μελετητές Marty, de M’Uzan και Da-
vid (1963) ονόμασαν pensèe opèratoire. Όταν πρόκειται για συναισθήματα, έχουν μια τάση
να δρουν παρά να ομιλούν γι’ αυτά. Όπως γράφει ο Sifneos (1996), το πιο εντυπωσιακό
χαρακτηριστικό τους είναι ότι έχουν μεγάλη δυσκολία να περιγράψουν αυτό που νιώθουν,
δίνοντας την αίσθηση ότι δεν καταλαβαίνουν τη σημασία των λέξεων «νιώθω»,
«συναισθάνομαι». Όχι μόνο οι πάσχοντες από ψυχοσωματικά ενοχλήματα αλλά και ασθενείς
που παρουσιάζουν και άλλες σωματικές διαταραχές με ψυχογενή στοιχεία έχουν σε
σημαντικό βαθμό μειωμένο συναισθηματικό λεξιλόγιο (Taylor and Doody 1985). Η αλεξιθυμία
έχει χαρακτηρισθεί ως βασικός παράγων που δύναται να οδηγήσει κάθε ψυχοδυναμική και
ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία σε πλήρη αποτυχία.

Επιλογή συμπτώματος. Τα ψυχοσωματικά συμπτώματα κατά τη γνώμη πολλών έχουν και


συμβολική σημασία. Οι ψυχογενείς έμετοι για παράδειγμα, κατά τους ψυχαναλυτές, ίσως να
συμβολίζουν την επιστροφή της εισαχθείσης τροφής, λόγω ενοχής, που πυροδοτείται από τις
αρπακτικές διαθέσεις του ασθενούς. Ωστόσο μάλλον τα μετατρεπτικά συμπτώματα ίσως
έχουν μια συμβολική σημασία και όχι τα ψυχοσωματικά αλλά αυτή η διάκριση, μεταξύ
ψυχοσωματικών και μετατρεπτικών συμπτωμάτων, δεν είναι ακόμη αρκετά σαφής στη
βιβλιογραφία.

Επιλογή οργάνου. Ο τύπος της ψυχοσωματικής παθήσεως εξαρτάται από την ένταση της
αυτονομικής και ενδοκρινικής απαντήσεως στις ψυχοκαταπονήσεις και από το αν θα
επικρατήσει συμπαθητική ή παρασυμπαθητική αντίδραση. Τα όργανα που προσβάλλονται
από ψυχοσωματικές ασθένειες υπόκεινται στον έλεγχο του αυτόνομου ΝΣ. Το όργανο που
επιλέγεται έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σχετιζόμενα με την ψυχοσυναισθηματική οργάνωση
του πάσχοντος. Όταν ένα όργανο είναι ευάλωτο λόγω συγγενούς ή επικτήτου μειονεξίας,
τότε γίνεται παθολογικός δέκτης των συγκινησιακών πληγμάτων. Η σημασία που προσδίδει
στο συγκεκριμένο όργανο και στη λειτουργία του ο ασθενής διαμορφώνει τη διαδικασία
καθήλωσης της συμπτωματολογίας σε αυτό το όργανο. Η ιδιοσυγκρασία του πάσχοντος και
η ψυχοσυναισθηματικοί συντελεστές οργάνωσης της προσωπικότητάς του είναι επίσης
σημαντικοί παράγοντες επιλογής του οργάνουπου θα προσβληθεί.

Ψυχοσωματικές νόσοι. Τυπικές, αλλά αμφισβητούμενες, ψυχοσωματικές νόσοι είναι το


βρογχικό άσθμα, η αρτηριακή υπέρταση, το γαστρικό έλκος, οι κολίτιδες, η ρευματοειδής
αρθρίτις, το έκζεμα, η αλωπεκία, η ψωρίαση. Κατά καιρούς στον κατάλογο έχουν προστεθεί
και η ψυχογενής ανορεξία, ο διαβήτης, οι καρδιακές αρρυθμίες, ο υπερθυρεοειδισμός, η
παχυσαρκία κ.λπ. Στους άνδρες είναι συχνότερες οι ψυχοσωματικές παθήσεις του δέρματος
και το πεπτικό έλκος, ενώ στις γυναίκες η ημικρανία, ο υπερθυρεοειδισμός και η
ρευματοειδής αρθρίτις. H ψυχαναλυτική σχολή, στην προσπάθειά της να οικειοποιηθεί
γειτονικά της γνωστικά αντικείμενα, υποστήριζε ότι η ψυχοσωματική ιατρική είναι θεωρητική
προέκταση και κλινική εφαρμογή της ψυχανάλυσης. Έχουν προταθεί ψυχαναλυτικού τύπου
ερμηνείες ορισμένων συμπτωμάτων, οι οποίες ποτέ δεν τεκμηριώθηκαν και σε πολλές
περιπτώσεις είναι τουλάχιστον αφελείς. Υπάρχουν αρκετές τέτοιες ερμηνείες, διάσπαρτες
κυρίως σε αυτό το κεφάλαιο, αλλά εκείνες που πραγματικά αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας
(όπως π.χ. η άποψη ότι οι πάσχοντες από ημικρανία κατέχονται από αισθήματα ενοχής τόσο
ισχυρά ώστε αισθάνονται σαν να χτυπούν το κεφάλι τους στον τοίχο) απεκλείσθησαν του
βιβλίου.

Προσωπικότητα και ψυχοσωματική νόσος. Η κλασική ψυχοσωματική άποψη ότι


συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προσωπικότητας συνδέονται με συγκεκριμένες διαταραχές δεν
κατόρθωσε να αποκτήσει την απαραίτητη εγκυρότητα και σήμερα δεν είναι ιδιαίτερα
δημοφιλής. Πολύ λίγοι σωματικοί ασθενείς κρίνεται αναγκαίο να εκτιμηθούν από τη σκοπιά
της δομής της προσωπικότητας. Όμως σε όλο το φάσμα της νοσολογίας, η προσωπικότητα
του ασθενούς (διαταραγμένη ή μη) παίζει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της πορείας και
της κατάληξης μεγάλου αριθμού σωματικών και ψυχικών νόσων. Για παράδειγμα, η
προσωπικότητα (ή συμπεριφορά) τύπου Α σχετίζεται με την ισχαιμική νόσο του μυοκαρδίου.
260

Σε αξιόλογες και πολυσυζητημένες μελέτες έχει βρεθεί ότι συγκεκριμένοι τύποι


προσωπικότητας, συμπεριφοράς ή στυλ ζωής σχετίζονται με την ανάπτυξη κακοήθων
νεοπλασιών ή καρδιαγγειακών νοσημάτων (Amelang and Schmidt-Rathjens 1996).
Ψυχαναγκαστικά χαρακτηριστικά έχουν βρεθεί στους πάσχοντες από ελκώδη κολίτιδα.
Ορισμένες στάσεις, μηχανισμοί άμυνας και στρατηγικές αντιμετώπισης κρίσεων (coping
styles), όπως «μαχητικό πνεύμα» ή άρνηση νόσου, αυξάνουν την πιθανότητα επιβίωσης
μετά την εγχείρηση σε καρκίνο του μαστού, ενώ άλλες, όπως στωικότητα, έλλειψη ελπίδας
και αίσθημα αβοηθησίας, μειώνουν την πιθανότητα επιβίωσης. Η έννοια της ευθραυστότητας
ή ευαλωσίας (vulnerability) περιλαμβάνει χαρακτηριστικά τα οποία είναι φορείς προδιάθεσης
στην ανάπτυξη νόσου. Σε αρκετές περιπτώσεις τα χαρακτηριστικά αυτά είναι δυνατόν να
παρατηρηθούν και να μετρηθούν, αλλά στις περισσότερες είναι δυσεξιχνίαστα.

Θεραπευτικές επιλογές. Οι ασθενείς με ψυχοσωματικά συμπτώματα που έχουν


αλεξιθυμικά χαρακτηριστικά, δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα αυτών, δεν είναι δυνατόν να
ωφεληθούν από ψυχοδυναμικού τύπου ψυχοθεραπεία. Κατά την εξέλιξη μιας τέτοιας
ψυχοθεραπείας οι ασθενείς καθίστανται νευρικοί, βρίσκονται σε ένταση, τα συμπτώματά τους
τείνουν να επιδεινωθούν και ίσως παρουσιασθούν σοβαρά ιατρικά προβλήματα (Sifneos
1975). Ένα μεγάλο μέρος τους διακόπτει πολύ ενωρίς τη θεραπεία. Ωστόσο η ομαδική
ψυχοθεραπεία σε συνδυασμό με κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή (Ford and Long 1977)
φαίνεται ότι προσφέρει καλύτερα αποτελέσματα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΛΥΚΕΤΣΟΣ ΓΚ, ΛΥΚΕΤΣΟΣ ΚΓ. (1990). Διαπολιτισμική Ψυχοσωματική. Ψυχιατρική 1:224-230.

ALEXANDER F. (1950). Psychosomatic Medicine: Its Principles and Application. W.W. Norton, New York.
AMELANG M, SCHMIDT-RATHJENS C. (1996). Personality, cancer and coronary heart disease: Further evi-
dence on a controversial issue. British Journal of Health Psychology 1:191-205.
FORD CV, LONG KD. (1977). Group psychotherapy for somatized patients. Psychother Psychosom 28:294-304.
LIPOWSKI ZJ, LIPSITT DR, WHYBROWPC, editors (1977). Psychosomatic Medicine: Current trends and clini-
cal applications. NY: Oxford University Press.
MARTY P, de M’UZAN M, DAVID C. (1963). La pensèe opèratoire. Revue Francaise de Psychoanalyse 27:345-
356.
SIFNEOS PE. (1975). Problems of psychotherapy of patients with alexithymic characteristics and physical dis-
ease. Psychother Psychosom 26:65-70.
SIFNEOS PE. (1977). The phenomenon of “alexithymia”. Psychother Psychosom 28:47-57.
SIFNEOS PE. (1996). Alexithymia: Past and Present. Am J Psychiatry 153(7):137-142.
TAYLOR GJ, DOODY K. (1985). Verbal measures of alexithymia: What do they measure? Psychother. and Psy-
chosom. 43(1):32-37.
WOLF S, WOLFF H G. (1947). Human Gastric Function (ed. 2). Oxford, London.

27. ΤΟ ΒΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Το σώμα είναι φυσικό φαινόμενο, εφόσον απαντάται στον χώρο και στον χρόνο και οι
κινήσεις του υπακούουν στην αιτιότητα. Όμως το σώμα του ο άνθρωπος δεν το γνωρίζει
μόνο απέξω, ως «παράσταση» και φαινόμενο μέσω του χώρου, του χρόνου και της
αιτιότητας, αλλά επιπλέον βιώνει τις κινήσεις του άμεσα και εσωτερικά, και συναισθάνεται
έτσι ότι υπάρχει πέρα από τη φυσική υπόστασή του: σε αυτό το «σκοτεινό» και ασαφές
σωματικό βίωμα αποκαλύπτεται η άδηλη ουσία του εαυτού, η οποία εν-σαρκώνεται στο
αισθητό σώμα, στα όργανα, στις λειτουργίες και στις κινήσεις του. Το βιολογικό σώμα
εγγράφεται σε όλα τα συστήματα που οικοδομούν τη ζωή και την ενότητα του ανθρώπινου
οργανισμού, και αυτή η πολλαπλότητα καθιστά έγκυρα όλα τα δυνατά ερμηνευτικά μοντέλα.
Αναφορικά όμως με τον ψυχισμό, η παρουσία του σώματος δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο
μέσα σε αυτό που ο Freud ονόμασε ψυχική πραγματικότητα, που είναι διακριτή από την
εξωτερική πραγματικότητα. Το σώμα βρίσκεται στην «προνομιούχο» θέση να είναι,
ταυτόχρονα, μέρος της εξωτερικής πραγματικότητας αλλά και πηγή της ψυχικής
261

πραγματικότητας. Γι’ αυτό και εμπλέκεται σε όλο το φάσμα της ψυχοπαθολογίας, από την
υστερία μέχρι το παραλήρημα.

Το σώμα έχει σημαντική θέση στην υποκειμενικότητα. Η συνείδηση του Εαυτού εκφράζεται
με την ικανότητα διάκρισής του από τον Άλλον, τους Άλλους ή τα Άλλα. Η συνείδηση του
Εαυτού περιλαμβάνει την ικανότητα ιδιοποίησης της αυτουργίας των σκέψεων και των
πράξεών του. Στο «σώμα-αντικείμενο» αντιπαραβάλλεται το «βιούμενο σώμα». Ο Cumming
(1988) ταξινόμησε το σχήμα του σώματος σαν ένα «δεδομένο της αντίληψης», το συσχέτισε
με τη λειτουργία του βρεγματικού λοβού και επεσήμανε τον ρόλο του προσαγωγού
σωματοαισθητικού συστήματος και του θαλάμου. Η ιδιοδεκτική αισθητικότητα ενημερώνει για
το σχήμα του σώματος, το οποίο είναι μια σταθερά με βάση την οποία όλες οι αλλαγές
στάσης και κίνησης καταχωρίζονται και μετριούνται πριν εισέλθουν στη συνείδηση. Οι
σχέσεις ανάμεσα στην αισθητικότητα, την κινητικότητα και το συναίσθημα είναι πάντα πολύ
στενές.

Προκειμένου να εισαχθεί μια σταθερή ορολογία, προτάθηκε επανειλημμένως να


συνοψισθούν τα φαινόμενα της εμπειρίας του σώματος κάτω από τον όρο «εικόνα του
σώματος» και να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφορετικών ψυχολογικών της όψεων. Αυτές
περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία: Αντιληπτικά: που αφορούν το σχήμα του σώματος,
ιδιαίτερα την αντίληψη του μεγέθους του σώματος. Γνωσιακά: που αφορούν την έννοια του
σώματος η οποία περιλαμβάνει σκέψεις, πίστεις, και γνώσεις που έχει το άτομο σχετικώς με
το σώμα του. Συναισθηματικά: που αφορούν την κάθεξη του σώματος, κυρίως την
ικανοποίηση που προσλαμβάνει το άτομο από το σώμα του. Η «έννοια του σώματος» και το
«σχήμα του σώματος» είναι διαφορετικές οντότητες και απαιτείται ξεχωριστή μελέτη τους.
Παραπέρα η αλλοιοπροσωπία, η απώλεια των ορίων και, μερικές φορές, η κάθεξη του
σώματος είναι στοιχεία της παθολογίας της εικόνας του σώματος. Τα υγιή άτομα, καθώς
επίσης και οι έχοντες ιδέες μεγαλείου υπερεκτιμούν το μέγεθος τμημάτων του σώματός τους.
Υποεκτίμηση των κάτω άκρων σχετίζεται με υψηλά επίπεδα άγχους και κατάθλιψης (Röhricht
and Priebe 1996). Κατά την ψυχαναλυτική άποψη, το σωματικό σχήμα είναι ίδιο για όλους,
αλλά η εικόνα του σώματος είναι προσωπική για τον καθένα, αφού συνδέεται με το
υποκείμενο και με την ατομική ιστορία του. Διαταραχές στην εικόνα του σώματος, ακόμη και
όταν το σωματικό σχήμα μένει αλώβητο, συνδέονται με την εμφάνιση ψυχωσικών
συμπτωμάτων (Dolto 1999).

Η εμπειρία του σώματος στη σχιζοφρένεια. Διαταραχές της εικόνας του σώματος είναι
από τα πρώτα συμπτώματα της σχιζοφρένειας, που εκφράζονται και με το σημείο του
καθρέφτη. Η εμπειρία του εαυτού και της σωματικής ταυτότητας διαταράσσονται. Η κλινική
παρατήρηση δείχνει ότι οι σχιζοφρενείς παρουσιάζουν συμπτώματα αποχωρισμού από το
σώμα τους, δυσφορία για το ότι έχουν αυτό το σώμα, αισθήματα αποσύνθεσης, αποδόμησης
ή κατακερματισμού του, ή μία αίσθηση σαν να έχει κοπεί το σώμα στα δύο. Συχνά έχουν
ανώμαλες σκέψεις και διαθέσεις προς το σώμα τους, καθώς και ποικίλες παθολογικές
αισθήσεις από τα αισθητήρια. Οι διαταραχές μπορεί ακόμη να αφορούν το σωματικό σχήμα,
τη θέση του σώματος και των μελών στον χώρο, τα φαινόμενα της αποπροσωποποίησης και
της αποσωματοποίησης. Όσο πιο σοβαρή είναι η κατάσταση τόσο πιο συχνή είναι η
δυσαρμονία στη σχέση των μελών του σώματος και η αίσθηση διαμελισμού και
κατακερματισμού. Το αίσθημα αλλαγής του σώματος και κυρίως του προσώπου και της
μιμικής του απασχολούν έντονα και συχνά αγχώνουν τους ασθενείς, οι οποίοι συσχετίζουν τη
μιμική του προσώπου με τις παραληρητικές ιδέες τους. Η διαταραχή της αντίληψης του
μεγέθους του σώματος και το αίσθημα ότι ορισμένα μέλη του είναι ασυνήθιστα μικρά
αποτελούν ειδικά συμπτώματα της παθολογίας του σώματος σε ασθενείς με παρανοειδή
μορφή σχιζοφρένειας και σχιζοσυναισθηματική διαταραχή και υποδεικνύουν μια
δυσλειτουργία στην επεξεργασία της αισθητηριακής πληροφορίας (Priebe and Röhricht
2001) που δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί. Η συχνότητα των διαταραχών της εικόνας του
σώματος στους σχιζοφρενείς (Lukianowicz 1967) κυμαίνεται μεταξύ 15% και 30%. Εάν
συμπεριληφθούν και διαταραχές από τα αισθητηριακά αισθήματα όπως σωματικές
262

ψευδαισθήσεις, η συχνότητα κυμαίνεται μεταξύ 30% και 75%. Τα συμπτώματα αυτά


μειώνονται καθώς βελτιώνονται τα ψυχωτικά συμπτώματα, αλλά συνεχίζουν να ανιχνεύονται
και στις χρόνιες καταστάσεις μεταξύ των επεισοδίων (Wagner 1984).
Η ιδέα της εικόνας του σώματος, σε πρώιμη μορφή, ενυπήρχε ήδη στην έννοια της
«σωματοψυχής», την οποία επινόησε ο Wernicke γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα· και είναι
χαρακτηριστικό ότι ήδη από την εποχή εκείνη αναγνωρίστηκε η σημασία των διαταραχών της
στην κατανόηση των ψευδαισθησιακών βιωμάτων και των παραληρητικών ιδεών
σχιζοφρενών ασθενών (Angyal 1936, McGlichrist and Cutting 1995). Όταν ο Bleuler (1911)
δημοσίευσε την κλινική έννοια της σχιζοφρένειας και εισήγαγε τον σχετικό όρο στην
ψυχιατρική βιβλιογραφία, έδωσε έμφαση στην κλινική σημασία των διαταραχών της
εμπειρίας του σώματος και τις θεώρησε συνοδευτικά συμπτώματα της νόσου. Δύο χρόνια
αργότερα ο Kraepelin (1913) επίσης περιέγραψε ποικίλες σωματικές αισθήσεις ως συναφή
συμπτώματα της σχιζοφρένειας. Ο Benedetti (1983) υποστήριξε ότι αναπτύσσεται από τον
σχιζοφρενή μια διαδικασία συσκότισης της ύπαρξης του σώματός του, με την οποία μοιάζει
σαν να προσπαθεί να εμποδίσει την αποσάθρωσή του. Στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90, η
κυριαρχούσα άποψη περί τη φαινομενολογία της σχιζοφρένειας διευρύνθηκε πέραν της
περιορισμένης εστίας των ψυχωτικών συμπτωμάτων (βλ σχετικό κεφάλαιο), συμπεριέλαβε
τα αρνητικά συμπτώματα και έδωσε έμφαση στις νευρογνωσιακές πλευρές της νόσου (Green
and Nuechterlein 1999). Αλλά και οι παρατηρήσεις των ανώμαλων εμπειριών του σώματος
διευρύνθηκαν ώστε να συμπεριλάβουν διαταραχές της πρόσληψης του άλγους (Dworkin
1994, Guieu et al 1994), εξωσωματικές εμπειρίες (Blackmore 1986), τη δυσμορφοφοβία
(Phillips et al 1994), τον αυτοτραυματισμό και τον αυτοακρωτηριασμό (Feldman 1988).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ANGYAL A. (1936). Experiences of body self in schizophrenia. Arch Neurol Psychiatr 35:1629–1634.
BENEDETTI G. (1983). Todeslandschaften der seele (Death Landscapes of the Soul), Vandenhoeck & Ruprecht,
Göttingen.
BLACKMORE S. (1986). Out-of-body-experiences in schizophrenia. J Nerv Ment Dis174: 615–619.
BLEULER E. (1911). Dementia Praecox or the Group of Schizophrenias, International Universities Press, New
York translated 1952 by N.S. Kline.
CUMMING, WCK. (1988). The neurobiology of the body schema (Suppl. 2). Brit J Psychiatry 153:7–11.
DOLTO FR. (1999). Η ασυνείδητη εικόνα του σώματος. Μτφρ. Ελισάβετ Κούκη. Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
FELDMAN MD. (1988). The challenge of self-mutilation: A review. Compr. Psychiatry 29: 255–269.
GREEN MF, NUECHTERLEIN KH. (1999). Should schizophrenia be treated as a neurocognitive disorder?
Schizophr. Bull 25:309–318.
KRAEPELIN E. (1913). Psychiatrie. Ein Lehrbuch für Studierende und Ärzte. 7. Auflage (Psychiatry. A Textbook
for Students and Doctors) Barth, Leipzig.
LUKIANOWICZ N. (1967). Body image disturbances in psychiatric disorders. British Journal of Psychiatry 113,
pp. 31–47.
McGLICHRIST I, CUTTING J. (1995). Somatic delusuions in schizophrenia and the affective psychoses. Br J
Psychiatry 167: 350–361.
PHILLIPS KA, et al (1994). A comparison of delusional and non-delusional body dysmorphic disorder in 100 cas-
es. Psychopharmacol Bull 30: 179–186.
PRIEBE S, ROHRICHT F. (2001). Specific body image pathology in acute schizophrenia. Psychiatry Res.
15;101(3):289-301.
RÖHRICHT F, PRIEBE S. (1996). Das Körpererleben von Patienten mit einer akuten paranoiden Schizophreniee-
ine Verlaufsstudie (Body image in patients with acute paranoid schizophrenia. A longitudinal study). Nervenarzt
67, pp. 602–607.
ROKKE PD, et al. (2004). Self-efficacy and choice of coping strategies for tolerating acute pain. Journal of Be-
havioral Medicine 27(4):343-360.
WAGNER B. (1984). Experimentelle Untersuchungen zur Körperwahrnehmung Chronisch Schizophrener Patien-
ten mit Zwei Zeichenverfahren [Experimental Study on Body Perception of Chronic Schizophrenic Patients with
Two Pencil Procedures]. Dissertation, Medizinische Fakultät Münster.
263

28. Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ

Ο πόνος, ευρύτατα διαδεδομένος σε πλείστα βιολογικά συστήματα, είναι πανανθρώπινο


βίωμα, με διαστάσεις ιατρικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, κοινωνικές και
πολιτικές. Η σημασιολογία της λέξης πόνος περιλαμβάνει το άλγος, την κόπωση ή τη θλίψη,
αλλά και όλα αυτά μαζί. Το άλγος έχει πολύ πιο στενή, βιολογική, σημασία, αν και συχνά
στην βιβλιογραφία ταυτίζεται με τον πόνο. Στην ιατρική ως πόνος ορίζεται μια δυσάρεστη
αισθητική και συναισθηματική εμπειρία που προκαλείται από τραυματισμό ή νόσο,
εντοπισμένη σε σωματική περιοχή ή όργανο, ή περιγράφεται από τον πάσχοντα με όρους
βλάβης ή νόσου (Merskey and Bogduk 1994). Ωστόσο αυτός ο ορισμός δεν επαρκεί: ο
264

πόνος είναι τελικά μια αντίληψη και όχι μόνο μια αντικειμενική κατάσταση του σώματος, και η
άποψη ότι για κάθε σωματική αλγεινή αίσθηση υπάρχει μια αναγνωρίσιμη βιολογική αιτία
ουσιαστικά δεν ισχύει. Ο πόνος πρέπει να εξετάζεται από άποψη νευροφυσιολογική,
συναισθηματική, βιωματική και συμπεριφερειολογική και να αποσαφηνίζεται ο μηχανισμός
διά του οποίου επιδρά στον προσωπικό και στον κοινωνικό τρόπο ζωής του ανθρώπου· είναι
προφανές ότι μπορεί να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στη ζωή και στο οικογενειακό
περιβάλλον του πάσχοντος, να τον αδρανοποιήσει ψυχοκοινωνικά –αφού τον υποχρεώνει να
στρέφει την προσοχή του μόνο στο άλγος–, ενώ ενδέχεται επίσης να προκαλέσει μεγάλες
διαταραχές της υπνικής λειτουργίας, κατάθλιψη, χρήση φαρμάκων, κατάχρηση και εξάρτηση
από αυτά.

Ο πρωταρχικός πόνος (primal pain) ως έννοια περιγράφηκε από τον Arthur Janov το 1970
(Janov 1970). Πρωταρχικοί πόνοι, σωματικοί και ψυχολογικοί, βιώνονται από τα βρέφη και τα
νήπια, καταγράφονται, κωδικοποιούνται και βρίσκονται στην αφετηρία ψυχοσωματικών
διαταραχών που εμφανίζονται αργότερα στην ηλικία, όταν αυτοί οι πόνοι δεν θα
απαρτιωθούν με ώριμο τρόπο κατά την εκδίπλωση της ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξης του
ατόμου.

Η τελεολογία του πόνου. Παρά τον δυσάρεστο χαρακτήρα του, ο πόνος είναι ένα κρίσιμο
συστατικό του αμυντικού μηχανισμού του οργανισμού. Η ίδια η δυσάρεστη ποιότητά του
κινητοποιεί τον οργανισμό να χρησιμοποιήσει όποιον τρόπο διαθέτει ώστε να απεμπλακεί
από το επιβλαβές επώδυνο ερέθισμα. Μετά από μια πρώτη προσβολή του οργανισμού από
τον βλαπτικό παράγοντα, ο πόνος δύναται να εμποδίσει περαιτέρω βλάβη και να συμβάλει
στη διαδικασία ίασης, μέσα από μηχανισμούς προστασίας της αλγούσης περιοχής. Η ιατρική
σημασία του πόνου είναι θεμελιώδης από διαγνωστική άποψη, αφού αποτελεί
προειδοποίηση ότι κάτι επικίνδυνο συμβαίνει στο σώμα. Είναι αληθές ωστόσο ότι σοβαρές
νόσοι (π.χ. βαλβιδική καρδιοπάθεια) δεν συνοδεύονται ούτε και από ελάχιστο άλγος, ενώ
ασήμαντες και καθόλου απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις είναι δυνατόν να εκφράζονται με
δριμύτατο άλγος.

Βιολογία του άλγους. Το άλγος προκαλείται από τον ερεθισμό ειδικών αισθητικών
απολήξεων που βρίσκονται στα όργανα και στο δέρμα, και οι οποίες δεν διαθέτουν τελικό
υποδοχέα αλλά είναι γυμνές νευρικές ίνες και αντιδρούν σε όλα τα εξωτερικά ή εσωτερικά
ερεθίσματα (nociceptors). Τα αλγεινά ερεθίσματα διά των γαγγλίων των οπισθίων ριζών και
του νωτιαίου μυελού φθάνουν στον θάλαμο. Οι θάλαμοι και μέρος του μετωπιαίου φλοιού
συμμετέχουν στην αποκωδικοποίηση και απαρτίωση του άλγους ως αισθήματος και ως
βιώματος. Πρακτικά κάθε ιστός διαθέτει γυμνές νευρικές αισθητικές απολήξεις, εκτός από τα
συστήματα του ΚΝΣ. Ο εγκέφαλος δεν διαθέτει αλγαισθησιακό ιστό και επομένως δεν
δύναται να αντιληφθεί επώδυνα ερεθίσματα. Αυτή η έλλειψη αλγαισθησιακού ιστού έχει
ιδιαιτέρως προστατευτικό χαρακτήρα, αφού βλάβες ικανές να προκαλέσουν άλγος στον
εγκέφαλο θα αχρήστευαν τον οργανισμό στο σύνολό του και θα τον απέτρεπαν από το να
αναλάβει τη δέουσα δράση άμυνας. Τα νευρωνικά συστήματα που απαρτιώνουν το αίσθημα
του άλγους έχουν αναπτυχθεί μέχρι τον 4ο-5ο μήνα της κυήσεως. Το έμβρυο αντιδρά κατά τη
διάρκεια ενδομήτριων επεμβάσεων με συμπεριφορές αποφυγής αλγεινών ερεθισμάτων.
Νευρομεταβιβαστική ουσία για τον πόνο, ίσως περισσότερο για το άλγος που προέρχεται
από φλεγμονή, είναι η ουσία Ρ (από τη λέξη pain), ένα πεπτίδιο αποτελούμενο από έντεκα
αμινοξέα, το οποίο ανευρίσκεται κυρίως στον νωτιαίο μυελό. Μεγάλες συγκεντρώσεις της
ουσίας Ρ παρατηρούνται επίσης στη μέλαινα ουσία. Η σεροτονίνη και η νοραδρεναλίνη
συμμετέχουν στη νευρομεταβίβαση του άλγους δρώντας σε ένα σύστημα αναλγησίας που
συνδέει τον υπομέλανα τόπο με τα οπίσθια κέρατα του νωτιαίου μυελού. Αποστολή του
συστήματος αυτού φαίνεται ότι είναι η ανάσχεση των επώδυνων ερεθισμάτων. Έτσι ίσως
εξηγείται η αναλγητική δράση των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, ιδιαίτερα των
νοραδρενεργικών, τα οποία ισχυροποιούν τη δράση των συνήθων αναλγητικών. Οι
ενδορφίνες είναι ενδογενείς αναλγητικοί παράγοντες· είναι πεπτίδια που δρουν στο νευρικό
265

σύστημα των θηλαστικών με τρόπο παρόμοιο με τη μορφίνη. Ασθενείς με χαμηλές


ενδορφίνες στο ΕΝΥ τείνουν να εκδηλώνουν άλγος νευρογενούς προελεύσεως.

Φαινομενολογία του πόνου. Ως αλγαισθησία ή αλγαισθητικός πόνος (nociception), μία από


τις τρεις μεγάλες κατηγορίες του πόνου, ορίζεται μία από τις αισθήσεις που αναφέρεται στην
αντίληψη του σωματικού άλγους (Ιατρού 2003). Προέρχεται από την ενεργοποίηση των
υποδοχέων του άλγους που βρίσκονται σε όλους τους ιστούς εκτός από το ΚΝΣ. Οι άλλες
δύο κατηγορίες είναι ο ψυχολογικός ή ψυχογενής πόνος και ο νευροπαθητικός πόνος
(νευραλγία, δυσαισθησία, υπεραλγησία, αλλοδυνία). Ο πόνος μπορεί να είναι οξύς ή
χρόνιος, αυτόχθων ή συνέπεια άλλου προβλήματος. Μπορεί να είναι επιφανειακός ή εν τω
βάθει, σπλαχνικός ή σωματικός. Υπάρχουν ακόμη ο πόνος φάντασμα, ο πόνος Gestalt, ο
ψυχοσωματικός πόνος, κεντρικός ή περιφερικός. Οι ποιότητες του πόνου επίσης έχουν
μεγάλη ποικιλία. Καυσαλγία, διαξιφιστικός πόνος, επαναλαμβανόμενος (π.χ. κεφαλαλγίες), ή
συνεχής πόνος (π.χ. αρθριτικοί πόνοι) κ.λπ. Η εμπειρία του σωματικού άλγους ομαδοποιείται
σε τέσσερις κατηγορίες, αναλόγως του είδους των ελευθέρων νευρικών απολήξεων της
αλγαισθησίας (nociceptors).
Δερματικό άλγος. Προκαλείται από τραυματισμό δέρματος ή επιφανειακών ιστών. Η
πυκνότητα των ελευθέρων απολήξεων στο δέρμα είναι πολύ μεγάλη, με αποτέλεσμα να
καθίσταται δυνατός ο επακριβής εντοπισμός του άλγους, ακόμη και σε πολύ μικρή
επιφάνεια.
Σωματικό άλγος. Εκπορεύεται από συνδέσμους, τένοντες, οστά, αιμοφόρα αγγεία, νεύρα. Η
σπανιότητα των υποδοχέων άλγους σε αυτές τις περιοχές δίδει ένα αμβλύ, δύσκολα
εντοπίσιμο άλγος.
Σπλαχνικό άλγος. Προέρχεται από υποδοχείς άλγους των σπλάχνων και των εσωτερικών
κοιλοτήτων. Η ακόμη μεγαλύτερη σπανιότητα των υποδοχέων σε αυτές τις περιοχές δίδει
άλγος διαρκέστερο, ο εντοπισμός του οποίου είναι άκρως δυσχερής και συχνά
αντανακλάται σε απομακρυσμένα σημεία (π.χ. άλγος στο αριστερό άκρο κατά το έμφραγμα
του μυοκαρδίου).
Νευροπαθητικό άλγος ή νευραλγία. Προκύπτει από τραυματισμό ή νόσο των περιφερικών
νεύρων. Τα πάσχοντα αισθητικά νεύρα δεν μεταδίδουν τη σωστή πληροφορία στον θάλαμο
και έτσι ο εγκέφαλος «προσλαμβάνει» επώδυνα ερεθίσματα, ακόμη και όταν δεν υπάρχει
φανερή αιτία για τον πόνο.

Χρόνιος πόνος. Για να χαρακτηρισθεί ο πόνος ως χρόνιος πρέπει να διαρκεί πάνω από έξι
μήνες. Ενώ το οξύ άλγος συχνά προκαλείται από ένα σαφές επώδυνο ερέθισμα, αυτό δεν
συμβαίνει στο χρόνιο άλγος. Παρατεταμένο στον χρόνο άλγος, συνεχές ή διαλείπον, δεν έχει
σαφή σκοπό, καθώς δεν βοηθάει το σώμα να εμποδίσει κάποια βλάβη όπως συμβαίνει με το
οξύ άλγος. Υποχωρεί δύσκολα με τη χρήση αναλγητικών και μόνον παροδικά. Μερικοί
παρομοιάζουν τον χρόνιο πόνο με σύστημα συναγερμού που κόλλησε και ίσως είναι
αποτέλεσμα κακής θεραπευτικής αγωγής κατά την αντιμετώπιση του αρχικού παροξυσμικού
πόνου. Συνήθως ο χρόνιος πόνος αποδιοργανώνει ψυχολογικώς τον πάσχοντα και στις
περισσότερες των περιπτώσεων συμβάλλει στην ανάπτυξη ψυχιατρικής συμπτωματολογίας,
κυρίως κατάθλιψης και σωματόμορφων διαταραχών ενώ ο κίνδυνος εξάρτησης από
αναλγητικές, αγχολυτικές και υπναγωγές ουσίες είναι μεγάλος. Στη βιβλιογραφία είναι
σταθερά τεκμηριωμένο ότι ο χρόνιος πόνος συσχετίζεται θετικά με συμπτώματα κατάθλιψης
(Moldofsky and Chester 1970, Ντώνιας 1993). Ο καρκίνος προκαλεί τις περισσότερες
περιπτώσεις στις οποίες επιβάλλεται η αναλγησία. Η χρήση παυσίπονων στον θνήσκοντα
ασθενή πρέπει να είναι σωστά προγραμματισμένη και αρκούντως γενναιόδωρη.
Ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις ως επίκουροι της φαρμακευτικής αναλγησίας βοηθούν
πολύ, διότι παροτρύνουν τον πάσχοντα να εγκαταλείψει τη στάση της παθητικότητας και της
απελπισίας και να βελτιώσει τη φυσική, και την ψυχοκοινωνική λειτουργικότητά του.

Ψυχογενής πόνος. Ο ψυχογενής πόνος χαρακτηρίζεται από απουσία οργανικού


υποστρώματος ή είναι δυσανάλογα ισχυρός σε σχέση με το υπάρχον οργανικό υπόστρωμα.
Έχει συνήθως μεγάλη διάρκεια και είναι συχνότερος στις γυναίκες. Από τον πάσχοντα
266

απορρίπτεται ο ψυχικός παράγων. Ενδέχεται να είναι μορφή συγκεκαλυμμένης καταθλίψεως


όταν συνοδεύεται από κακή διάθεση για εργασία, πτώση της σεξουαλικής επιθυμίας, αϋπνία
και απώλεια βάρους. Είναι επίσης δυνατόν να χρησιμοποιείται, ασυνείδητα, ως τακτική για
την προσέλκυση της προσοχής των άλλων. Σε αυτήν την περίπτωση όταν επιβραβεύεται
επιδεινώνεται, ενώ όταν αγνοείται ή τιμωρείται υποχωρεί.

Ψυχογενής επιδείνωση οργανικού πόνου. Η ψυχογενής επιδείνωση οργανικού πόνου


είναι συνηθέστατο φαινόμενο. Όλοι οι πόνοι –από την απλή οδονταλγία μέχρι το άλγος της
οστικής διεκπρίσεως– είναι δυνατόν να επηρεάζονται θετικά ή αρνητικά από ψυχογενείς
παράγοντες. Περί το 30% με 50% των ασθενών με οργανικό άλγος παρουσιάζουν και
ψυχιατρικά συμπτώματα, κυρίως άγχος, κατάθλιψη και παρατεταμένο θυμό.

Πόνος και προσωπικότητα. Τα εξωστρεφή άτομα, επειδή έχουν χαμηλό ουδό προς το
άλγος, εκδηλώνουν εντονότερα τα αισθήματα που επενδύουν στο άλγος τους σε σύγκριση με
τα ενδοστρεφή. Τα άτομα με ψυχοπαθητικές διαταραχές της προσωπικότητας έχουν μεγάλη
ανθεκτικότητα στο άλγος.

Ο πόνος ως κοινωνικό φαινόμενο. Η κουλτούρα προέλευσης του πάσχοντος έχει ιδιαίτερη


σημασία όσον αφορά τη διαμόρφωση της αντίδρασης στο άλγος. Ο Zborowski (1952) σε μια
σειρά πολυσυζητημένες εργασίες μελέτησε τις αντιδράσεις στο σωματικό άλγος ασθενών
προερχομένων από ποικίλες εθνικές ομάδες, σε ένα νοσοκομείο της Νέας Υόρκης.
Παρατήρησε ότι ενώ οι Εβραίοι και οι Ιταλοί απαντούσαν στο άλγος κατά τρόπο
συναισθηματικό, οι «παλαιοί Αμερικανοί» ήσαν περισσότερο στωικοί και «αντικειμενικοί»,
ενώ οι Ιρλανδοί είχαν μια τάση να αρνούνται την ύπαρξη πόνου. Η κατανόηση του βιώματος
πόνου του ασθενούς από τη μεριά αυτών που τον φροντίζουν μπορεί να βοηθήσει στην
καλύτερη αντιμετώπισή του. Οι άλλοι κατανοούν ορισμένες διαστάσεις του πόνου, όπως τον
εντοπισμό του, ωστόσο δεν μπορούν να καταλάβουν άλλες παραμέτρους, όπως την ένταση,
την ποιότητα και τον τύπο του άλγους. Πλήθος θεμάτων παρεμβαίνουν στον χειρισμό του
άλγους, όπως θέματα θρησκευτικής φύσεως, προβλήματα διαπροσωπικών σχέσεων τα
οποία απορρέουν συνήθως από τις διαφορετικές αντιλήψεις για το άλγος μεταξύ των
ασθενών και εκείνων που τους φροντίζουν, και τα οποία μπορεί να έχουν δυσάρεστες
συνέπειες στον χειρισμό του άλγους και στην ποιότητα ζωής του ασθενούς.

Παράγοντες που επιδρούν στο άλγος. Τα οπιούχα και άλλα ναρκωτικά αναλγητικά
αναστέλλουν την απελευθέρωση της ουσίας Ρ στις νευρικές απολήξεις του πόνου. Η
σωματική άσκηση προκαλεί αύξηση της εκλύσεως ενδορφινών. Τα αντικαταθλιπτικά, κυρίως
τα νοραδρενεργικά, έχουν αναλγητική δράση κατά άμεσο τρόπο, είτε επιδρώντας στους
νευρομεταβιβαστές που ελέγχουν τη μεταβίβαση του άλγους είτε αντιδρώντας με τα ενδογενή
οπιοειδή και τους υποδοχείς τους στον εγκέφαλο. Έχουν όμως και έμμεση αναλγητική
δράση, αφού βελτιώνουν την κατάθλιψη που συχνά συνοδεύει το χρόνιο άλγος αλλά και
ενισχύουν τη δράση των κλασικών αναλγητικών. Τα αντιεπιληπτικά (φαινυτοΐνη,
καρβαμαζεπίνη κ.λπ.) έχουν επίσης αναλγητική δράση. Ορισμένοι ψυχικοί παράγοντες όπως
το άγχος κατεβάζουν τον ουδό του άλγους, ενώ άλλοι (υπερπροσοχή, αυτοσυγκέντρωση,
ύπνωση) τον ανεβάζουν. Σε αυτούς τους παράγοντες βασίζονται οι τεχνικές για την επίτευξη
ανώδυνου τοκετού ή οι τεχνικές βιοανάδρασης για τον έλεγχο του πόνου. Με τη βοήθεια
ειδικού μηχανήματος ο ασθενής μαθαίνει να ελέγχει ακούσιες λειτουργίες του σώματος, όπως
καρδιακή λειτουργία, αρτηριακή πίεση κ.λπ., οι οποίες είναι δείκτες του επιπέδου του άγχους,
το οποίο έτσι ελαττώνεται ανεβάζοντας τον ουδό του άλγους. Αυτοαποτελεσματικότητα (self-
efficacy) είναι η πίστη που έχει το άτομο στην ικανότητά του να οργανώνει και να εκτελεί
συμπεριφορές απαραίτητες για την επίτευξη των στόχων του. Η αυτοαποτελεσματικότητα
μαζί με την ικανότητά του να ελέγχει ή να προλαμβάνει αρνητικά ερεθίσματα θεωρούνται
ισχυροί παράγοντες αύξησης της αντοχής σε επώδυνα ερεθίσματα (Rokke et al 2004).

Η φιλοσοφία του πόνου. Η έννοια του πόνου είναι ιδιαίτερα πολυσήμαντη και υπήρξε
αντικείμενο ποικίλων και διαφορετικών θεωρήσεων. Για τη χριστιανική θρησκεία, ο πόνος
267

αποτελεί ένα είδος ποινής, που επιβάλλεται στον άνθρωπο μετά τον θάνατο ως φοβερή
τιμωρητική ανταπόδοση για τις αμαρτίες στη διάρκεια της ζωής του. Ταυτόχρονα όμως ο
χριστιανισμός θεωρεί ότι ο πόνος είναι μια εξαγνιστική διαδικασία, ένα είδος μαθητείας μέσα
από την οποία ο άνθρωπος οδεύει προς την κατάκτηση της πνευματικότητας. Ο βουδισμός,
από την άλλη, ταυτίζει την ίδια την ύπαρξη με τον πόνο· θεωρεί ότι ο πόνος και η δυστυχία
βρίσκονται παντού στον κόσμο, και γι’ αυτό θέτει ως απώτερο στόχο της διδασκαλίας του την
κατάπαυση του πόνου μέσω της «Νιρβάνα». Στην ισλαμική θρησκεία, τέλος, ο πόνος είναι
μια δοκιμασία προς το μαρτύριο και τον εξαγνισμό διά του θανάτου.
Οι φιλοσοφικές απόψεις για τον πόνο παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία. Η
φιλοσοφία είδε τον πόνο όπως τον βλέπουν όλοι οι άνθρωποι, ως τον πόνο των άλλων. Ο
ίδιος ο πόνος βιώνεται, ενώ μόνο ο πόνος των άλλων μπορεί να γίνει αντικείμενο μελέτης.
Εξαίρεση σε αυτή την προσέγγιση ήταν ο Σωκράτης, ο οποίος μιλούσε από βιωματική
σκοπιά. Πίστευε ότι ο πόνος και η ηδονή έχουν κοινή ρίζα, είναι σαν δυο κεράσια
κρεμασμένα από το ίδιο κοτσάνι. Άλλοι φιλόσοφοι, αντίθετα με τον Σωκράτη, θεώρησαν ότι ο
πόνος βρίσκεται στον αντίποδα της ηδονής και δεν συνδέεται μαζί της. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα ο προσωκρατικός Εμπεδοκλής, ο οποίος θεωρούσε τη φιλότητα (αγάπη) και το
νείκος (μίσος) αντίπαλα στοιχεία. Ο Επίκτητος πίστευε ότι ο πόνος είναι μια εξάσκηση στη
στωικότητα. Ο Καρτέσιος θεώρησε ότι η ψυχή και το σώμα συνδέονται με τη φαντασία, όπως
επίσης με τις ποικίλες κοινωνικοποιήσεις του πόνου και της ηδονής. Ο μαρκήσιος de Sade
αντιπροσωπεύει μια εντελώς διαφορετική στάση απέναντι στον πόνο: συνδέει τον πόνο με
ένα είδος ηθικής και θεωρεί ότι η αναζήτηση ή η επιβολή του ενδέχεται να είναι χρήσιμη και
ηδονική· φτάνει μάλιστα να υποστηρίξει ότι ο σκοπός του κράτους είναι να ικανοποιεί την
επιθυμία πρόκλησης πόνου ως εκδίκηση, μέσω του νόμου. Στον 20ό αιώνα ο Michel
Foucault, προχωρώντας σε ένα είδος αρχαιολογίας του πόνου, παρατήρησε ότι το βιο-
ιατρικό μοντέλο του πόνου και η εγκατάλειψη της επώδυνης τιμωρίας ως κοινωνικά
αποδεκτής πρακτικής σωφρονισμού ανάγεται στο πρόγραμμα του Διαφωτισμού, ο οποίος
εισήγαγε την ιδέα ότι ο πόνος του τιμωρούμενου συνδέεται στενά με τον ίδιο τον τιμωρό. Η
εξουσία –είτε μέσω συστηματικής πρόκλησης πόνου για την εδραίωση και τη διαιώνισή της
είτε μέσω της άρσης της προστασίας από αυτόν– στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί τον
πόνο, ψυχικό ή σωματικό, ως εργαλείο για την χειραγώγηση των άλλων, όσων βρίσκονται
υπό το κράτος της.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΙΑΤΡΟΥ Χ. (2003). Όσα πρέπει να γνωρίζουμε για τον αλγαισθητικό πόνο. Ελλ. Περιοδικό Περιεγχειρητικής
Ιατρικής 1:48-57.
ΝΤΩΝΙΑΣ Σ. (1993). Ανασκόπηση της σχέσης του χρόνιου πόνου με την κατάθλιψη. Κεφαλαλγία 1(3):106-110.

DWORKIN RH. (1994). Pain insensitivity in schizophrenia: A neglected phenomenon and some implications.
Schizophr. Bull.20: 235–248.
GUIEU R, SAMUELIAN JC, COULOUVRAT H. (1994). Objective evaluation of pain perception in patients with
schizophrenia. Br J Psychiatry 164: 253–255.
JANOV A. (1970). The Primal Scream. New York: Abacus.
MERSKEY H, BOGDUK N. (1994). Classification of chronic pain. In JN Cambell (Ed): Pain 1994, An updated
review. IASP press, Seattle.
MOLDOFSKY H, CHESTER WJ. (1970). Pain and mood patterns in patients with rheumatoid arthritis: a pro-
spective study. Psychosom. Med. 32:309-318.
ZBOROWSKI M. (1952). Cultural Components in Responses to Pain. Journal of Social Issues 8:16-30.

29. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗΣ ΣΤΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Η σωματική νοσηρότητα και η θνησιμότητα που προκαλούνται από τις ψυχιατρικές


διαταραχές είναι ένα σημαντικό διαγνωστικό και θεραπευτικό πρόβλημα.
268

Επιπτώσεις από την κατάθλιψη. Ενδεχομένως τα υψηλά επίπεδα κορτιζόλης που


παρατηρούνται στους καταθλιπτικούς να ευθύνονται και για την επιβάρυνση της σωματικής
υγείας των ασθενών αυτών, ιδιαίτερα όταν πάσχουν από νόσους ευαίσθητες στην αύξηση
της κορτιζόλης (Brown et al 2004). Η κατάρρευση του ανοσοποιητικού συστήματος που
χαρακτηριστική στις καταθλίψεις είναι δυνατόν να προκαλέσει μεγάλη ευαλωσία στις
λοιμώξεις. Ο αριθμός των λεμφοκυττάρων, ιδιαίτερα των Τ-κυττάρων, είναι χαμηλός στους
καταθλιπτικούς ασθενείς, και όσο σοβαρότερη είναι η κατάθλιψη τόσο εντονότερο γίνεται το
πρόβλημα (Schleifer et al 1985). Η κατάθλιψη αυξάνει κατά πολύ την πιθανότητα θανάτου
σε πάσχοντες από οξείες και επικίνδυνες για τη ζωή σωματικές νόσους. Σε μια ομάδα 211
νοσοκομειακών ασθενών πασχόντων από ασθένειες όπως πνευμονική εμβολή,
γαστρεντερική αιμορραγία, υπαραχνοειδής αιμορραγία και έμφραγμα του μυοκαρδίου, 47%
εξ αυτών που παρουσίαζαν καταθλιπτικό συναίσθημα πέθαναν ύστερα από 4 εβδομάδες,
ενώ από εκείνους που είχαν νορμοθυμικό συναίσθημα μόνο 10% πέθαναν κατά το ίδιο
χρονικό διάστημα (Silverstone 1990). Αρκετές μελέτες συνδέουν την κατάθλιψη με αύξηση
της θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα (Aromaa et al 1994). Ειδικότερα για το
έμφραγμα του μυοκαρδίου έχει βρεθεί ότι η κατάθλιψη όχι μόνο χειροτερεύει την πρόγνωσή
του (Frasure-Smith et al 1993) αλλά και αποτελεί παράγοντα υψηλού κινδύνου για την
εμφάνισή του (Barefoot and Schroll 1996). Έχει βρεθεί ότι η πυκνότητα της οστικής μάζας
των καταθλιπτικών υπολείπεται εκείνης των φυσιολογικών, ενώ τα επίπεδα της
οστεοκαλσίνης του ορού είναι χαμηλότερα.
Επιπτώσεις από την επιθετικότητα. Τα επεισόδια οργής, μέσα από μηχανισμούς
αυξήσεως της γλοιότητας του αίματος, συγκολλήσεως των αιμοπεταλίων και δημιουργίας
θρόμβων, αυξάνουν πολύ τον κίνδυνο για οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και για
εγκεφαλικό επεισόδιο όχι μόνο κατά τη διάρκεια της οργής αλλά και μέχρι δύο ώρες
αργότερα. Από την άλλη μεριά έχει επίσης βρεθεί ότι καταπίεση αισθημάτων θυμού, οργής
και εχθρικής διάθεσης είναι δυνατόν να οδηγήσει σε μεταβολές της αρτηριακής πίεσης όταν
το άτομο αντιμετωπίζει στρεσογόνες καταστάσεις.
Επιπτώσεις από την ψυχοκαταπόνηση. Νευροενδοκρινολογικά ευρήματα στηρίζουν την
άποψη ότι συχνές και παρατεταμένες περίοδοι ψυχοκαταπονήσεων συνοδευόμενες από
ψυχικές διαταραχές άγχους και καταθλίψεως είναι δυνατόν να επιταχύνουν τη διαδικασία
γηράνσεως (Selye and Tuchener 1976). Η επούλωση τόσο επιδερμικών όσο και
βλεννογονικών πληγών παρεμποδίζεται από την ψυχοκαταπόνηση. Οι Graig και Brown
(1984) συνέκριναν ασθενείς με διάγνωση οργανικών γαστρεντερικών διαταραχών με
ασθενείς που είχαν διάγνωση λειτουργικών γαστρεντερικών διαταραχών (ευερέθιστο
έντερο, μη ελκώδης δυσπεψία, μη ειδικά κοιλιακά άλγη) και βρήκαν ότι ιδιαιτέρως
απειλητικά γεγονότα (απώλειες και απογοητεύσεις) ήσαν πολύ συχνά 38 εβδομάδες πριν
από την εμφάνιση συμπτωμάτων στη λειτουργική ομάδα από ό,τι στην οργανική ομάδα και
στην ομάδα ελέγχου υγιών ατόμων. (Για περισσότερα βλ. σχετικό κεφάλαιο.)
Επιπτώσεις από το άγχος. Αλκοολισμός και αυτοκτονίες παρατηρούνται πολύ συχνά
στους πάσχοντες από αγχώδεις διαταραχές. Ως παράδειγμα επιδράσεως ψυχικών
παραγόντων στις σωματικές λειτουργίες μπορεί να αναφερθεί και το ότι οι πάσχοντες από
αγχώδεις διαταραχές έχουν 2-5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για πρώιμο θάνατο από
ανακοπή της καρδιάς σε σχέση με τους μη πάσχοντες (Vokonas et al 1994).
Επιπτώσεις από τις ψυχώσεις. Ένα από τα σταθερά ευρήματα σε αρκετές μελέτες είναι ότι
η συνολική θνησιμότητα στους σχιζοφρενείς είναι αυξημένη, και η θνησιμότητα από
αυτοκτονία σε μεγάλο βαθμό αυξημένη ιδιαίτερα σε νεαρούς ασθενείς (Mortensen and Juel
1990). Στους άνδρες σχιζοφρενείς, αλλά όχι στις γυναίκες, η θνησιμότητα από καρκίνο είναι
μειωμένη. Στα δύο φύλα είναι αυξημένη η συχνότητα των καρδιαγγειακών παθήσεων λόγω
του καπνίσματος, της παχυσαρκίας, του διαβήτη και της υπερλιπιδαιμίας. Θνησιμότητα
από γαστρεντερικά, πνευμονικά, ουρογεννητικά προβλήματα και ατυχήματα είναι επίσης
αυξημένη στους σχιζοφρενείς. Όταν ασθενείς με χρόνια ψυχιατρική πάθηση (π.χ.
διανοητική καθυστέρηση ή σχιζοφρένεια) συμβαίνει να νοσήσουν και από σωματική
πάθηση, εισέρχονται σε μια περίοδο με μεγάλους κινδύνους ακόμη και για τη ζωή τους,
διότι αφενός η διάγνωση ενδέχεται να αστοχήσει λόγω της ψυχικής νόσου, αφετέρου η
θεραπεία ενδέχεται να απωλέσει την ισχύ της λόγω αδυναμίας των ψυχιατρικών ασθενών
269

να συμμορφωθούν προς το θεραπευτικό πρόγραμμα. Η παραμέληση αυτών των ασθενών


και μερικές φορές η πλήρης αδιαφορία για την κατάστασή τους δεν είναι σπάνια φαινόμενα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
AROMAA A, et al. (1994). Depression and cardiovascular disease. Acta Psychiatr. Scand 377(suppl):77-82
BAREFOOT JC, SCHROLL M. (1996). Symptoms of depression, Acute myocardial infraction, and total mortality
in a community sample. Circulation 93(10):1976-80.
BROWN SE, VARGHESE FP, McEWEN BS. (2004). Association of Depression with Medical illness. Does Corti-
sol play a role? Biological Psychiatry 55:1-9.
FRASURE-SMITH N, LESPERANCE F, TALAJIC M. (1993). Depression following myocardial infraction: impact
on 6-month survival. JAMA, 270:1819-25.
MORTENSEN PB, JUEL K. (1990). Mortality and causes of death in schizophrenic patients in Denmark. Acta
Psychiatr Scand 81:372-377.
SCHLEIFER SJ, et al. (1985). Depression and Immunity. Arch. Gen. Psychiatry, 42:129-133.
SELYE H, TUCHENER B. (1976). Stress in relation to ageing and disease. In: Everitt A, Burgess J (eds.) Hypo-
thalamus, Pituitary, and Ageing. Springfield, Ill. Charles Thomas.
SILVERSTONE PH. (1990). Depression increases mortality and morbidity in acute life threatening medical illness.
J. Psychosom. Res. 34:651-657.
VOKONAS P et al (1994). Symptoms of anxiety and risk of coronary heart disease. The normative ageing study.
Circulation, 90:2225-2229.

30. ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟ

Η στροφή προς τη μελέτη και τη θεραπευτική αξιοποίηση της ψυχιατρικής διάστασης που
περικλείεται σε κάθε σωματική νόσο είναι μια συνεχώς διογκούμενη τάση της ιατρικής κατά
270

τις τελευταίες δεκαετίες. Η ψυχιατρική έρευνα σε πάσχοντες από σωματικές παθήσεις,


κυρίως η μελέτη των επιπτώσεων στον χρόνο νοσηλείας και στην έκβαση της νόσου της
ψυχιατρικής και σωματικής συννοσηρότητας (Saravay et al 1991) παρουσιάζουν ιδιαίτερο
ενδιαφέρον.

Όταν ο άνθρωπος είναι υγιής, δεν δίδει ιδιαίτερη προσοχή στις σωματικές λειτουργίες του. Η
σωματική νόσος, ως πραγματικό ή ως φαντασιωσικό γεγονός, εισβάλλει σαν παράγοντας
που διακόπτει την ομαλή ροή της ζωής του, με την έννοια ότι το σύνολο σχεδόν του
ενδιαφέροντός του αποσύρεται από τον έξω κόσμο και στρέφεται προς τον πάσχοντα εαυτό.
Η ίδια η αναγγελία της διάγνωσης μιας βαριάς νόσου ενδέχεται να είναι καταστροφικό
γεγονός για τον ασθενή, επειδή εγκαινιάζει μια πορεία προς τον θάνατο και μια διαδικασία
πολλαπλών αποδιαρθρώσεων των υποστηρικτικών διαπροσωπικών σχέσεών του. Η
απώλεια, ή ο φόβος της απώλειας, της φυσικής δύναμης, της ανεξαρτησίας, της εργασίας και
του κοινωνικού ρόλου είναι από ψυχολογική άποψη ολέθρια.

Η σωματική νόσος δύναται να πυροδοτήσει ψυχιατρική συμπτωματολογία μέσα από


διαφορετικές διαδικασίες. Η αντίδραση του ασθενούς στην επίγνωση ότι πάσχει μπορεί να
προκαλέσει ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις που εξαρτώνται από την προσωπικότητα και τη
μόρφωσή του. Μια άλλη πηγή ψυχοπαθολογίας είναι η καταπόνηση από τα συμπτώματα της
νόσου και τις επιπτώσεις της θεραπείας. Αλλά και η ίδια η νόσος μπορεί να προκαλέσει
ψυχιατρικά φαινόμενα σε καθαρά βιολογικό επίπεδο, όπως π.χ. η μεταγριππική κατάθλιψη, η
μετεγχειρητική ψύχωση ή το πυρετικό ντελίριο. Το σωματικό και το ψυχικό σύμπτωμα μπορεί
απλώς να συνυπάρχουν, μπορεί να είναι καταστάσεις με κοινή συμπτωματολογία ή μπορεί
να έχουν σχέση αιτιολογική, αλλά το ποσοστό των πασχόντων που παρουσιάζουν
σωματικές και ψυχιατρικές παθήσεις που δεν έχουν αιτιολογική σχέση μεταξύ τους είναι
υψηλό (Pincus and Rubinow 1985). Το θέμα είναι τεράστιο και ορισμένα ευρήματα έχουν
προκαλέσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως στην ενδοκρινολογία και στην ανοσολογία.

Ψυχιατρικά προβλήματα σε ασθενείς με σωματικές παθήσεις συνήθως δεν αποκαλύπτονται,


αν και είναι γνωστό ότι επιβαρύνουν πολύ τον ασθενή και επιδρούν αρνητικά στην πορεία
της νόσου. Η αναγνώρισή τους βελτιώνει την ψυχική κατάσταση του ασθενούς, του
δημιουργεί συναισθήματα ικανοποίησης για το επίπεδο της φροντίδας που δέχεται,
διευκολύνει τη συνεργασία του με τον ιατρό και αυξάνει τον βαθμό συμμόρφωσης στο
θεραπευτικό πρόγραμμα (Karasu 1977, Strain 1978, Burstein 1984, Stam 1985). Πολλά από
τα συμπτώματα των σωματικών παθήσεων αποτελούν και κριτήρια ψυχιατρικής νόσου.
Πολλά από τα ψυχιατρικά προβλήματα που εκδηλώνουν οι νοσηλευόμενοι στα νοσοκομεία
σχετίζονται όχι μόνο με την ίδια τη νόσο ή με το ίδιο το γεγονός της νοσηλείας τους στο
νοσοκομείο, αλλά και με συμπεριφορές του ιατρικού και του νοσηλευτικού προσωπικού,
όπως είναι η δυσκολία προσέγγισης του προσωπικού, η ανεπαρκής, συγκεχυμένη και
αντιφατική πληροφόρηση που δίδει, η παγερή στάση του όταν χρειάζεται να εκφρασθεί
συναισθηματικά κ.λπ. Έτσι δεν είναι μόνο η μεγάλη συχνότητα ψυχιατρικής
συμπτωματολογίας που συναντάται στους σωματικούς ασθενείς αλλά και η αγνόηση και η
παραμέληση των ψυχιατρικών συμπτωμάτων τους, παραγνώριση που εκδηλώνεται πολλές
φορές ως πλήρης απουσία επισήμανσης και αντιμετώπισης των συμπτωμάτων αυτών.

Το χρόνιο νόσημα. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα η μεγάλη ανάπτυξη της ιατρικής,
η γήρανση του πληθυσμού και άλλοι παράγοντες συνετέλεσαν σε μια μετατόπιση του
επιπολασμού από τα οξέα προς τα χρόνια νοσήματα. Επειδή το χρόνιο νόσημα απαιτεί
μακροχρόνια παρακολούθηση και φροντίδα και επιβάλλει περιορισμούς στην επιτέλεση
καθημερινών δραστηριοτήτων και στην ικανοποίηση βασικών αναγκών, προσβάλλει καίρια
την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν υποφέρει μόνο ο
ασθενής αλλά ένα μεγάλο βάρος δέχονται και τα κοντινά σε αυτόν πρόσωπα. Ως
παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν τα συζυγικά προβλήματα που μπορεί να
προκαλέσει η χρονία νόσος του παιδιού, αλλά και τα προβλήματα που ενδέχεται να
δημιουργήσει στα άλλα παιδιά λόγω της υπερβολικής φροντίδας που απαιτεί το άρρωστο
271

παιδί. Οι ψυχιατρικές διαταραχές επιπλέκουν την κλινική εκτίμηση ασθενών με χρόνιο


νόσημα, αν και πολλές φορές είναι άκρως δυσχερές να επισημανθούν και, το χειρότερο, οι
θεραπείες είναι δυνατόν να αλληλεπιδρούν δημιουργώντας επιπρόσθετα προβλήματα στους
ασθενείς. Μια αντιυπερτασική αγωγή ενδέχεται να ισχυροποιήσει καταθλιπτικογόνες
διεργασίες ή μια αντιψυχωσική αγωγή μπορεί να προκαλέσει λευκοπενία. Ο χρόνος
παραμονής στο Γενικό Νοσοκομείο ασθενών με σωματικές παθήσεις που παρουσιάζουν και
ψυχιατρικά συμπτώματα είναι μεγαλύτερος από των άλλων ασθενών. Ορισμένα χρόνια
νοσήματα –αρθρίτις, καρκίνος, χρόνια πνευμονοπάθεια, καρδιολογικές νόσοι και
νευρολογικές διαταραχές– παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά ψυχιατρικής συννοσηρότητας.
Οι συχνότερες ψυχιατρικές καταστάσεις στους πάσχοντες από σωματικά νοσήματα είναι
η άρνηση νόσου, το άγχος και η κατάθλιψη.
Η άρνηση νόσου είναι δυνατόν να οδηγήσει τον ασθενή σε αδιαφορία για την κατάστασή
του, με αρνητικές επιπτώσεις στη θεραπεία. Η παθολογική άρνηση σωματικής νόσου δεν
ταυτίζεται πλήρως με τον ομώνυμο μηχανισμό άμυνας (άρνηση, denial).
Το άγχος είναι το συχνότερα συναντώμενο σύμπτωμα κατά την εξάσκηση της σωματικής
ιατρικής. Είναι δυνατόν να προκληθεί από τα συμπτώματα της σωματικής νόσου (πόνος,
έμετος, δύσπνοια), από τον βαθμό απειλής που εμπεριέχει η νόσος και από τον φόβο που
προκαλούν οι θεραπευτικές διαδικασίες. Μερικά νοσήματα προκαλούν άγχος και συνοδά
συμπτώματα, όπως υπερεγρήγορση, αίσθημα παλμών, εφιδρώσεις, αύξηση της
κινητικότητας του εντέρου μέσω παθοφυσιολογικών μηχανισμών. Μεταξύ αυτών
περιλαμβάνονται το φαιοχρωμοκύτωμα, η υπογλυκαιμία, το ινσουλίνωμα, ο
υπερθυρεοειδισμός. Ορισμένα φάρμακα είναι αγχογόνα, όπως ορισμένα
βρογχοδιασταλτικά, η εφεδρίνη, η θεοφυλλίνη, τα αμφεταμινοειδή, τα αγγειοσυσταλτικά.
Η κατάθλιψη είναι το κυριότερο ψυχιατρικό επακόλουθο όλων σχεδόν των χρόνιων
σωματικών παθήσεων. Εκδηλώνεται ως συναισθηματικό βίωμα, ως σύμπτωμα ή ακόμη ως
ολοκληρωμένο κλινικό σύνδρομο, αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις τα σύνορα μεταξύ
παθολογικής κατάθλιψης και μη παθολογικής θλίψης είναι πολύ θολά. Είναι δυνατόν να
πυροδοτείται από την ίδια τη νόσο (π.χ. μεταγριππική κατάθλιψη, το μυξοίδημα, η νόσος
Cushing, καρκίνος του παγκρέατος) ή από φαρμακευτικές θεραπείες. Τα αντιυπερτασικά
βρίσκονται στην κορυφή της λίστας των καταθλιπτικογόνων φαρμάκων, και ακολουθούν τα
κορτικοστεροειδή και τα νευροληπτικά. Παθήσεις που προκαλούν ποικίλου βαθμού
αναπηρίες και ανικανότητες, όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου, η χρόνια αποφρακτική
πνευμονοπάθεια, το εγκεφαλικό επεισόδιο, η νόσος του Parkinson, έχουν επιπτώσεις στην
αυτοεκτίμηση και στην κανονικότητα της ζωής του ασθενούς και τον βάζουν σε κίνδυνο
ανάπτυξης καταθλιπτικής συμπτωματολογίας. Ο καρκίνος (κυρίως του πνεύμονος και του
παγκρέατος), η νεφρική ανεπάρκεια, η ρευματοειδής αρθρίτις είναι ασθένειες που έχουν
πολύ υψηλό βαθμό συσχέτισης με την κατάθλιψη.
Πολλές σωματικές παθήσεις έχουν μια εικόνα που μπορεί να μιμηθεί κατάθλιψη. Και οι
δύο ομάδες ασθενών παρουσιάζουν παρόμοια συμπτώματα, όπως μείωση της ορέξεως,
απώλεια βάρους, διαταραχές του ύπνου, καταθλιπτικό συναίσθημα, χαμηλή
αυτοπεποίθηση. Συμπτώματα όπως καταβολή, ανορεξία, μείωση της κινητικότητας δεν
πρέπει να χρησιμοποιούνται ως κριτήρια για την εγκατάσταση της διαγνώσεως της
καταθλίψεως σε πάσχοντες από σωματικές νόσους. Η χρησιμοποίηση αντικαταθλιπτικής
αγωγής ως διαγνωστικού και θεραπευτικού μέσου ενδείκνυται. Έχει προταθεί αλλαγή των
κριτηρίων διάγνωσης της κατάθλιψης σε σωματικούς ασθενείς (Cavanaugh et al 1983,
Bukberg et al 1984), αλλά για να γίνει αυτό, συμπεριλαμβανομένων και άλλων ψυχιατρικών
διαταραχών εκτός από την κατάθλιψη, θα πρέπει να προηγηθεί εκτεταμένη ερευνητική
προσπάθεια πολυκεντρικού και πολυεθνικού χαρακτήρα, με βασική αρχή τη μελέτη της
σχέσης μεταξύ σωματικής και ψυχιατρικής διαταραχής.

Αντίδραση και προσαρμογή στη σωματική νόσο. Η ψυχολογική προσαρμογή σε κάθε


βαριά, παρατεταμένη και απειλητική για τη ζωή νόσο εξαρτάται από παράγοντες ιατρικούς
(συμπτώματα, επιπλοκές, πορεία της νόσου, θεραπεία), ψυχολογικούς (μηχανισμοί
αντιμετώπισης κρίσεων, διαπροσωπική υποστήριξη, προσωπικότητα) και
κοινωνικοπολιτιστικούς (κοινωνική υποστήριξη ή, αντίθετα, κοινωνικό στίγμα και
272

αποδιαπόμπευση). Η Kübler-Ross (1973) δίνει μια περιγραφή της διαδικασίας που


ξετυλίγεται μέχρι το τέλος του ασθενούς που πάσχει από χρόνια θανατηφόρο νόσο. Αρχίζει
με άγχος και πανικό και τελειώνει με παραίτηση. Μεσολαβούν στάδια που χαρακτηρίζονται
από άρνηση της νόσου, ενοχή, φόβο, θυμό, θλίψη, συναλλαγή, και τελικώς αποδοχή της
πραγματικότητας. Τα στάδια διακόπτονται από περιόδους με κρίσεις μεγάλου άγχους και
πανικού, καθώς εμφανίζονται νέα σημάδια επιδείνωσης της νόσου.
Τα χρόνια νοσήματα αυξάνουν τις πιθανότητες αυτοκτονίας μέσα από διαδικασίες
εκλογίκευσης των σωματικών συμπτωμάτων αλλά και των συνεπειών της νόσου. Πρέπει
όμως να σημειωθεί ότι η λεγόμενη «λογική αυτοκτονία» (rational suicide) χρησιμοποιείται
συνήθως από τον ασθενή ως ερμηνευτικό επιχείρημα. Γι’ αυτό σε κάθε σωματικό ασθενή με
ιδέες αυτοκτονίας πρέπει να θεωρείται αιτιολογικός παράγων η κατάθλιψη και όχι η
αντικειμενική κατάσταση της υγείας του. Είναι σημαντικό να διερευνάται μαζί με τον ασθενή η
σημασία της νόσου γι' αυτόν, καθώς και οτιδήποτε τη συνοδεύει και είναι φορέας φόβου για
το μέλλον. Μεγάλο μέρος της απόγνωσης του ασθενούς χτίζεται πάνω σε λανθασμένη
ενημέρωση και ανεπαρκή γνώση, σε ό,τι αφορά τα διαθέσιμα θεραπευτικά και υποστηρικτικά
μέσα.
Αναπηρίες. Συχνότερη αιτία αναπηρίας είναι κυρίως η αρθρίτιδα και λιγότερο άλλες, όπως η
τύφλωση, οι συνέπειες των εγκεφαλικών επεισοδίων και οι ακρωτηριασμοί άκρων. Οι
αναπηρίες είναι δυνατόν να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα προσαρμογής μέσα από
κινητοποίηση μηχανισμών αποθάρρυνσης και απελπισίας, αν και οι επιπτώσεις της
σωματικής αναπηρίας εξαρτώνται σημαντικά από τον τρόπο που τις αντιμετωπίζει το άτομο.
Υπάρχουν για τον ασθενή τα ακόλουθα ενδεχόμενα: α) Να δεχθεί παθητικά τον ρόλο του
αναπήρου και να αναπτύξει πολλαπλές εξαρτήσεις από άλλα άτομα. β) Να δει τον εαυτό του
«έξω από το παιχνίδι» και να προχωρήσει προς μια περιθωριοποίηση. γ) Να κερδοσκοπήσει
πάνω στην αναπηρία του εκμεταλλευόμενος την ευσπλαχνία των άλλων. δ) Να δώσει θετικές
και δημιουργικές απαντήσεις στα προβλήματα που προκαλεί η αναπηρία.

Ψυχιατρικά προβλήματα σε ηλικιωμένους πάσχοντες από σωματικές παθήσεις.


Περισσότερο του 70% των νοσοκομειακών κλινών στην Ευρώπη καταλαμβάνονται από
ηλικιωμένους ασθενείς, αν εξαιρέσει κανείς τα μαιευτικά και τα παιδιατρικά κρεβάτια. Οι
ηλικιωμένοι είναι δυνατόν να πάσχουν ταυτοχρόνως από δύο, τρεις ή και περισσότερες
παθήσεις, ενώ η συχνότητα της ψυχιατρικής νοσηρότητας σε νοσοκομειακούς ασθενείς άνω
των 65 ετών ίσως και να υπερβαίνει το 50% (Williams et al 1972, Bergman and Eastham
1974). Οι ψυχιατρικές διαταραχές που εμφανίζονται στους ηλικιωμένους που πάσχουν από
σωματικές παθήσεις διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: στην πρώτη κατηγορία
περιλαμβάνονται διαταραχές προκαλούμενες από απλές σωματικές αιτίες ή νοσήματα· στη
δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται διαταραχές κατά τη μετεγχειρητική περίοδο· και στην
τρίτη κατηγορία ψυχιατρικές διαταραχές κατά το χρόνιο νόσημα.
Απλές σωματικές αιτίες ή οξέα νοσήματα προκαλούν μια ποικιλία ψυχιατρικών
συμπτωμάτων. Για παράδειγμα: Δυσφορία και ανησυχία προκαλεί η κατακράτηση ούρων ή η
δυσκοιλιότητα, και στις περιπτώσεις που ο ασθενής έχει δυσκολία να κινηθεί ή να περιγράψει
το πρόβλημά του, τότε η δυσφορία και η ανησυχία εκδηλώνονται με ποικίλες διαταραχές της
συμπεριφοράς, που μπορεί να φτάσουν μέχρι και τη διέγερση. Ο πυρετός είναι δυνατόν να
οδηγήσει σε σύγχυση. Αφυδάτωση ή διαταραχές των ηλεκτρολυτών είναι δυνατόν να
προκαλέσουν σύγχυση ή ακόμη και ντελίριο. Λοιμώξεις του αναπνευστικού ή του
ουροποιητικού είναι δυνατόν να προκαλέσουν σύγχυση, ντελίριο ή και άλλες διαταραχές της
συμπεριφοράς. Οι καρδιακές αρρυθμίες είναι δυνατόν να πυροδοτήσουν κρίσεις πανικού.
Η συνταγογράφηση ενδέχεται να είναι παράγων πρόκλησης ψυχοπαθολογίας. Οι
βενζοδιαζεπίνες στους ηλικιωμένους είναι πιθανόν να προκαλέσουν συγχυτικά επεισόδια. Τα
διουρητικά και η δακτυλίτιδα σύγχυση, φαινόμενα άνοιας και ντελίριο. Σε περιπτώσεις μεικτής
συνταγοφράφησης το αποτέλεσμα μπορεί να είναι χαοτικό. Ο συνδυασμός αντιυπερτασικών,
διουρητικών, βενζοδιαζεπινών και υπναγωγών είναι δυνατόν να προκαλέσει μια εικόνα
καταστολής, ψυχοκινητικής επιβράδυνσης και φαινομένων κατάθλιψης.
273

Καρδιολογικές παθήσεις ενδέχεται να προκαλέσουν σύγχυση ή ντελίριο. Ο διαβήτης είναι


δυνατόν να προκαλεί κόπωση, απώλεια βάρους και φαινόμενα που προσομοιάζουν της
άνοιας. Ο υποθυρεοειδισμός προκαλεί απάθεια, ψυχοκινητική επιβράδυνση και κατάθλιψη. Ο
υποπαραθυρεοειδισμός είναι δυνατόν να πυροδοτεί αγχώδεις εκδηλώσεις. Ορισμένοι
καρκίνοι, όπως του πνεύμονος και του παγκρέατος, παρουσιάζουν την κατάθλιψη ως
πρόδρομη των κλασικών τους συμπτωμάτων διαταραχή. Η ψυχοκαταπόνηση που
υφίστανται οι ηλικιωμένοι ασθενείς από την οικογενειακή και κοινωνική παραμέληση είναι
δυνατόν να οδηγήσει σε κακή διατροφή και αυτή να συμβάλει στην ανάπτυξη κατάθλιψης.

Στρατηγικές αντιμετώπισης της χρόνιας νόσου. Μολονότι ίσως να μην υπάρχει


πραγματική θεραπεία για τη χρόνια νόσο, η πορεία της είναι δυνατόν να επιβραδυνθεί. Με
κατάλληλη θεραπεία, δραστήρια αποκατάσταση και σωστή στάση των ασθενών απέναντι
στη νόσο τους, πολλοί αποκτούν κάποιες από τις χαμένες λειτουργίες τους και μπορούν να
ζήσουν καλύτερη ζωή. Η ψυχολογική υποστήριξη ξεκινάει από τον θεράποντα ιατρό. Ο
άρρωστος θα πρέπει να ξέρει ότι η χρόνια νόσος δεν είναι θανατική καταδίκη, δεν είναι
αθεράπευτη, δεν ακολουθεί κατ’ ανάγκην προοδευτική κλιμάκωση, ούτε προκαλεί πλήρη
αναπηρία. Αν ο ιατρός πει τα αντίθετα στον ασθενή του, καμία πρακτική βοήθεια δεν θα
μπορέσει να του προσφέρει. Ο ασθενής θα πρέπει να αναλάβει και τις δικές του ευθύνες για
την αντιμετώπιση της νόσου του. Ο ιατρός προσφέρει θεραπεία, αλλά ο ασθενής θα πρέπει
να μάθει να διαχειρίζεται ο ίδιος τη νόσο του. Πρέπει να συνεργασθεί καλά με τον ιατρό του
και να μάθει όσο μπορεί περισσότερα για την ασθένειά του και για τις θεραπείες στις οποίες
υποβάλλεται.

Το άτομο που πάσχει από χρόνια νόσο αργά ή γρήγορα θα δοκιμάσει δυσκολίες κατά τη
συνουσία. Οι περισσότεροι, χρονίως πάσχοντες αποφεύγουν τη συνουσία ή με την πάροδο
του χρόνου χάνουν τον σεξουαλικό ερεθισμό τους. Υπάρχουν όμως μερικά βασικά σημεία
που πρέπει να υπενθυμίζονται στους ασθενείς και τα οποία ενδέχεται να τονώσουν και να
διευκολύνουν τη σεξουαλικότητά τους. Η χρονία νόσος δεν μειώνει αναγκαστικά τη
σεξουαλική δυνατότητα ούτε τα φάρμακα επηρεάζουν πολύ σοβαρά την επιθυμία. Η φυσική
προσπάθεια που χρειάζεται για τη συνουσία είναι περίπου ίση με εκείνη που απαιτείται για
να ανέβει κανείς τα σκαλιά ενός ορόφου. Η καλή επιλογή του χώρου, του χρόνου, της
θερμοκρασίας του περιβάλλοντος και της διαδικασίας της συνουσίας είναι απαραίτητες
προϋποθέσεις. Να αποφεύγεται η συνουσία μετά από βαρύ γεύμα, μεγάλη κατανάλωση
αλκοόλ ή σε κατάσταση συναισθηματικής έντασης. Υπάρχουν συνουσιακές στάσεις που δεν
απαιτούν μεγάλη κατανάλωση ενέργειας και καλό είναι να προτιμώνται. Η πλαγία κεκλιμένη
στάση ίσως είναι η καλύτερη. Ο/η υγιής σύντροφος θα πρέπει να έχει ενεργητικότερο και
ρόλο.

Πρόγραμμα αποκατάστασης. Στόχος ενός τέτοιου προγράμματος, ανάλογα και με το είδος


του νοσήματος, είναι να βοηθήσει τους ασθενείς να βελτιώσουν την καθημερινή ζωή τους και
να αποκαταστήσουν την ικανότητά τους να ζουν και να λειτουργούν αυτόνομα. Να μειωθούν
και να ελεγχθούν οι ποικίλες δυσκολίες και τα συμπτώματα. Να μάθει ο άρρωστος
περισσότερα πράγματα για τη νόσο του και για τη διαχείρισή (management) της. Να μάθει
υγιεινούς τρόπους ζωής, διατροφής και άσκησης. Η θεραπευτική ομάδα αποτελείται από
ιατρούς, νοσηλευτές, φυσικοθεραπευτές, διαιτολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και
ψυχολόγους. Η ομάδα των ασθενών δεν υπερβαίνει τους δέκα, πολλοί από τους οποίους
είναι δυνατόν να συνοδεύονται από στενούς συγγενείς. Το πρόγραμμα διαρκεί γύρω στις 6
εβδομάδες (3 ώρες την ημέρα, τρεις φορές την εβδομάδα) και περιλαμβάνει: Εξετάσεις
ρουτίνας (επίπεδα Ο2, σφυγμός, βάρος σώματος, ΑΠ κ.λπ.). Φυσική εξάσκηση. Βάδιση,
στατικό ποδήλατο, βάρη. Διδασκαλία της ανατομίας και φυσιολογίας των οργάνων που
εμπλέκονται στη νόσο, συμπτώματα της νόσου, θεραπείες, φάρμακα κ.λπ. Σωστή διατροφή,
σωστή χρήση των συσκευών, μαθήματα εξοικονόμησης ενέργειας μέσα από τη σωστή
οργάνωση των δραστηριοτήτων, χειρισμό της ψυχοκαταπόνησης (stress), τεχνικές
χαλάρωσης, ανάπτυξη δεσμών και καλλιέργεια της κοινωνικότητας μεταξύ των μελών.
274

Ομάδα στήριξης. Η συμμετοχή σε ομάδα στήριξης μπορεί να προσφέρει πολλά. Η ομάδα


στήριξης αποτελείται από έναν μικρό αριθμό πασχόντων που παρακολουθούνται από
θεραπευτή. Συνήθως τα μέλη της πάσχουν από την ίδια νόσο και συναντιούνται 1-2 φορές
την εβδομάδα για 1-2 ώρες. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει σωματική άσκηση, εκπαίδευση σε
οργανωμένα θέματα, σωστή διατροφή και ελεύθερη συζήτηση. Στη συζήτηση γίνεται συνεχής
προσπάθεια καταπολέμησης της αρνητικής σκέψης και καλλιέργειας της θετικής. Τα μέλη
κουβεντιάζουν για καινούργιες εμπειρίες, για τις οικογένειες τους, για ταξίδια που θα ήθελαν
να κάνουν και για τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να κάνουν τη ζωή τους
καλύτερη. Μέσα στην ομάδα καθίσταται ευκολότερη η αλλαγή στάσεων και τρόπου ζωής.
Στην ομάδα στήριξης ο ασθενής θα αντιληφθεί τη σημασία της χαλάρωσης. Η χαλάρωση
είναι τεχνική, μαθαίνεται, και για να αποκτήσει κανείς τη δυνατότητα της χαλάρωσης πρέπει
να τη διδαχθεί. Υπάρχουν αρκετές τεχνικές, όπως η προοδευτική χαλάρωση, ο αυτογενετικός
έλεγχος, η ελεγχόμενη αναπνοή, ο διαλογισμός κ.λπ. Στην εκμάθηση όλων των τεχνικών
σημαντικό ρόλο παίζει η πειθαρχημένη συγκέντρωση της προσοχής σε κάτι συγκεκριμένο.
Επίσης είναι σημαντικό να γνωρίζει ο ασθενής ότι όση δυσκολία και αν παρουσιάζει η
σωματική άσκηση, είναι εντούτοις απολύτως αναγκαία. Μπορεί να αρχίσει κανείς με όσα
μπορεί και σταδιακά να κάνει κάτι παραπάνω. Αν δεν υπάρχει οργανωμένη ομάδα στήριξης,
είναι σημαντικό ο ασθενής να βρει έναν-δύο συμπάσχοντες, να συναντώνται κάπου κάπου
και να συνομιλούν για την κατάστασή τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
CAVANAUGH S, CLARK D, GIBBONS R. (1983). Diagnosing Depression in the hospitalised medically ill.
Psychosomatics 24:809-815.
BUKBERG J, PENMAN D, HOLLAND J. (1984). Depression in hospitalised cancer patients. Psychosom Med
46:199-212.
SARAVAY S, et al. (1991). Psychological comorbidity and length of stay in the general hospital. Am J Psychiatry
148:324-329.
KÜBLER-ROSS Ε. (1973). On death and dying. Tavistock. London.
BERGMAN K, EASTHAM BJ. (1974). Psychogeriatric ascertainment and assessment for treatment in an acute
medical ward setting. Age and Aging 3:174-188.
KARASU RB et al (1977). Patterns of psychiatric consultation in a General Hospital. Hosp Commun Psychiatry
28:343-347.
PINCUS HA, RUBINOW DR. (1985). Research at the interface of psychiatry and medicine. In Pincus HA and
Pardes H (eds) The integration of Neuroscience and Psychiatry. Washington, American Psychiatric Press.
STAM M, STRAIN JJ. (1985). Refusal of treatment: the role of psychiatric consultation. NH Sinai J Med (NY).
52:4-9.
STRAIN JJ. (1978). Noncompliance. In Psychological Interventions in Medical Practice. New York, Appleton-
Century-Craftos.
WILLIAMS EI, et al. (1972). Sociomedical study of patients over 75 in general practice. Brit Med J 2:445-448.

31. ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΠΑΣΧΟΝΤΩΝ ΑΠΟ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΝΟΣΟΥΣ


275

Η έννοια της ποιότητας ζωής, συνδυαστικό αποτέλεσμα αντικειμενικών περιστάσεων και


υποκειμενικών αντιλήψεων στη ζωή του ατόμου, δεν έχει ορισθεί με σαφήνεια και επάρκεια,
αν και όλοι συμφωνούν για τον πολυπαραγοντικό χαρακτήρα της (Katschnig 2006). Στη
σύγχρονη μορφή της εμφανίσθηκε το 1977 στον Index Medicus και έχει αναγνωρισθεί ως
σημαντικό κριτήριο της πορείας στη φροντίδα ασθενών, σε συνδυασμό με άλλους δείκτες,
όπως η μείωση της συμπτωματολογίας και ο αριθμός των εισαγωγών στο νοσοκομείο. Η
Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, δίνοντας έμφαση στο υποκειμενικό αίσθημα του ασθενούς,
όρισε την Ποιότητα Ζωής ως μια αντίληψη της θέσης του στη ζωή, μέσα στο πλαίσιο της
κουλτούρας και των αξιακών συστημάτων εντός των οποίων ζει και σε σχέση με τους
στόχους, τις προσδοκίες και τις ανησυχίες του. Περιλαμβάνει, εκτός από την αίσθηση της
ευεξίας, την ομαλή λειτουργική κατάσταση καθώς και την ικανότητα του ατόμου να αξιοποιεί
τις δυνατότητές του και τις ευκαιρίες που του παρέχονται. Αυτό σημαίνει ότι η αίσθηση του ευ
ζην του ατόμου σε σχέση όχι μόνο με την κατάσταση της υγείας του αλλά και με τις
περιστάσεις της ζωής του αναδιατάσσουν τους παροδοσιακούς στόχους της ιατρικής
φροντίδας και διαμορφώνουν καινούργιους.

Υπάρχει μία γενική ποιότητα ζωής, όπως ονομάζεται, μία ποιότητα ζωής σχετιζόμενη με την
υγεία και ειδικότερα μία ποιότητα ζωής που αφορά συγκεκριμένη νόσο. Η κοινωνική, η
οικολογική και η πολιτική διάσταση της γενικής ποιότητας ζωής αναφέρονται σε
αναντικατάστατες πλευρές της ζωής, όπως εισόδημα, κατοικία, συνθήκες οργάνωσης
κοινωνικής υγιεινής, κουλτούρα, πολιτική κ.λπ. Για άτομα που πάσχουν από χρόνιες
σωματικές ή ψυχιατρικές καταστάσεις η εξέτασή τους από τη σκοπιά της γενικής ποιότητας
ζωής δεν είναι πρόσφορη, διότι σε αυτές τις περιπτώσεις η νόσος, με τις σοβαρές
επιπτώσεις της στη γενική υγεία του ατόμου, αναμφισβήτητα επηρεάζει την οικονομική και
την κοινωνική ζωή του (Lehman 1995), παράγοντες που εμπλέκονται στη διαμόρφωση της
γενικής ποιότητας ζωής.

Η σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής (Bech 1993) αναφέρεται σε χρόνιες νόσους,
ιδιαίτερα στις επιπτώσεις των συμπτωμάτων τους και σε πλευρές της οργάνωσης της
θεραπευτικής στρατηγικής και του θεραπευτικού αποτελέσματος. H σχετιζόμενη με την υγεία
ποιότητα ζωής είναι δυναμική έννοια ευρισκόμενη σε αλληλεπίδραση με την κατάσταση της
νόσου και μεταβάλλεται κατά τη διαδικασία προσαρμογής του ασθενούς σε αυτήν. Καθώς η
συχνότητα των χρονίων νοσημάτων συνεχώς αυξάνεται συμβάλλοντας με τον τρόπο της στη
διαμόρφωση της νοσηρότητας του πληθυσμού, παράλληλα αυξάνεται και ο προβληματισμός
γύρω από τον ρόλο τους στον περιορισμό των φυσικών δυνατοτήτων, την επιδείνωση της
ψυχολογικής καταστάσεως και τον περιορισμό των κοινωνικών ρόλων των πασχόντων.

Η ποιότητα ζωής περιλαμβάνει τη φυσική υγεία, την ψυχολογική κατάσταση, τον βαθμό
αυτονομίας, τις κοινωνικές σχέσεις, τις προσωπικές πεποιθήσεις, τη σχέση του ατόμου με το
περιβάλλον, το υποκειμενικό αίσθημα του ευ ζην και τους βαθμούς λειτουργικότητας στους
κοινωνικούς χώρους. Θεμελιώδεις άξονες γύρω από τους οποίους στρέφεται και οι οποίοι
επηρεάζουν τη συμπτωματολογία των νόσων αλλά επηρεάζονται και από αυτές, είναι η
σεξουαλική ζωή, ο γάμος, οι οικογενειακές και οι διαπροσωπικές σχέσεις, η εργασία και η
επαγγελματική ζωή και ποικίλες κοινωνικές και καθημερινές δραστηριότητες.
Περιλαμβάνονται επίσης διαστάσεις όπως η βαρύτητα της συμπτωματολογίας, η επιδείνωση
ή η βελτίωση της νόσου, οι θεραπευτικές παρεμβάσεις και η αποτελεσματικότητά τους, η
επίδραση της νόσου στο προσδόκιμο ζωής, η αντίληψη που έχει το άτομο για την υγεία του.

Από την πλευρά οργάνωσης πολιτικής, η ποιότητα ζωής προσεγγίζεται με βάση διάφορες
σωματικές και ψυχοκοινωνικές λειτουργικές καταστάσεις, την αναγνώριση και ταυτοποίηση
πληθυσμών υψηλού κινδύνου, τις ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις, την αποκατάσταση, την
εκπαίδευση σε θέματα υγείας. Ασθενείς, συγγενείς, θεραπευτές, οργανωτές της υγείας και
χρηματοδότες επηρεάζονται άμεσα από τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνονται και
εφαρμόζονται οι έννοιες αυτές στο θεραπευτικό, διαπροσωπικό, κοινωνικό και επαγγελματικό
περιβάλλον του ασθενούς. Η ψυχική καταπόνηση που προκύπτει από μια ιδιαίτερη σχέση
276

μεταξύ ενός ατόμου και του περιβάλλοντός του (στην προκειμένη περίπτωση η κατάσταση
της υγείας και οι ιατρικές παρεμβάσεις) οφείλεται στο ότι είτε το άτομο νιώθει ότι του στοιχίζει
πολύ είτε ότι ξεπερνάει τις εφεδρείες του και θέτει σε κίνδυνο το ευ ζην του.

Για να εξασφαλίσει ένας άνθρωπος μια ικανοποιητική ποιότητα ζωής είναι αναγκαίο να βρει
το κατάλληλο συνταίριασμα μεταξύ προσωπικών αναγκών και ευκαιριών που παρέχονται
από το περιβάλλον. Αυτό είναι ήδη δύσκολο για ένα υγιές πρόσωπο. Και είναι άκρως
δυσχερές για έναν ασθενή με χρόνια, σωματική ή ψυχική, διαταραχή. Και αυτό διότι οι
ανάγκες του είναι περισσότερες και οι προσωπικές του δυνατότητες περιορισμένες. Οι
πάσχοντες υφίστανται περιορισμούς της καθημερινής λειτουργικότητάς τους, όπως
δυσκολίες στις διαπροσωπικές περιστάσεις, προβλήματα στην αντιμετώπιση στρεσογόνων
καταστάσεων, δυσκολίες στη συγκέντρωση και προσοχή, έλλειψη ενεργητικότητας και
πρωτοβουλίας, πολλές φορές δυσκολίες στο να αντιληφθούν και να κοινοποιήσουν σωστά
τις ανάγκες τους, απώλεια κοινωνικών δεξιοτήτων.

Τα χρόνια νοσήματα έχουν βαθιές και παρατεταμένες επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής. Οι
άνθρωποι αντιδρούν ο καθένας κατά τον δικό του μοναδικό τρόπο στην αρρώστια και στην
ανικανότητα που προκύπτει από αυτήν. Πολλοί δεν είναι σε θέση να προσαρμοσθούν στις
απαιτήσεις της νόσου, με αποτέλεσμα να υφίστανται φθορές και πέραν του σωματικού
πεδίου, δηλαδή στο ψυχοκοινωνικό πεδίο της ζωής τους. Καθώς προσπαθούν να
προσαρμοσθούν, αντιμετωπίζουν μια μοναδική και πρωτοφανή σειρά προκλήσεων και
στρεσογόνων παραγόντων. Όταν η νόσος έχει άγνωστη αιτιολογία, αβέβαιη πρόγνωση,
περιορισμένες δυνατότητες επιλογής στο θεραπευτικό φάσμα και περιλαμβάνει βαθμούς
λειτουργικής ανικανότητας, τότε οι προκλήσεις και οι στρέσορες γίνονται σοβαρότεροι και
απειλητικότεροι. Η αβεβαιότητα στη διάγνωση, τη θεραπεία, την πρόγνωση και την τελική
έκβαση της νόσου, λόγω της απειλητικότητας που περιέχει για τη ζωή των ασθενών (Padilla
et al 1992), είναι παράγων επιδεινώσεως της ποιότητας ζωής μέσα από την ανάπτυξη και
ψυχιατρικών συμπτωμάτων.

Για να κατανοήσει ο ιατρός μέσα σε ένα ολιστικό πλαίσιο τι σημαίνει αρρώστια για έναν
άνθρωπο, θα πρέπει να αντιλαμβάνεται, πέρα από τα συμπτώματα και τις στάσεις, τις
απόψεις και το στυλ της ζωής του ασθενούς. Έτσι κατά την οργάνωση της θεραπείας, στην
οποία πρέπει να συνεκτιμώνται και παράγοντες όπως παρενέργειες και κόστος θεραπείας, η
προσοχή πρέπει να ξεπερνάει τον περιορισμένο στόχο της ανακούφισης από τα
συμπτώματα και να περιλαμβάνει τη ζωή του ασθενούς στο σύνολό της, χωρίς βεβαίως να
παραβλέπεται ότι η ανακούφιση από τα συμπτώματα εκτιμάται βαθύτατα από τον ασθενή και
συμβάλλει καθοριστικά στη βελτίωση της γενικότερης λειτουργίας του και της ποιότητας ζωής
του.

Η εκτίμηση της ποιότητας ζωής αναδύθηκε σαν παράρτημα της συνολικής εκτίμησης της
κατάστασης της υγείας, σε συνδυασμό με την οργάνωση της θεραπευτικής αγωγής και
γενικώς της φροντίδας του ασθενούς. Η εκτίμηση που έχουν οι άνθρωποι για την ποιότητα
της ζωής τους είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενική, ρευστή και εξαρτάται από τις περιστάσεις
που αντιμετωπίζουν. Από την άλλη μεριά, οι ιατροί παραδοσιακά συμπληρώνουν τις
διαγνωστικές εκτιμήσεις τους με μετρήσεις σωματικών δεικτών, όπως π.χ. θερμοκρασία
σώματος, μέτρηση λευκών αιμοσφαιρίων, λειτουργικές δοκιμασίες των οργάνων, αλλά
συνήθως είναι λιγότερο εξοικειωμένοι και ελάχιστα δεκτικοί σε μετρήσεις που περιγράφουν
περιορισμούς στη σωματική, στην ψυχολογική και στην κοινωνική λειτουργικότητα των
ασθενών τους, παράγοντες που σε καθολικότερο επίπεδο είναι δυνατόν να έχουν σημαντικές
επιπτώσεις στην έκβαση της νόσου και γενικότερα στην υγεία.
Οι εκδηλώσεις των στοιχείων που συνεκτιμώνται στην ποιότητα ζωής ποικίλλουν σε
μεγάλο βαθμό μεταξύ των ανθρώπων, γεγονός που εξηγεί την ασυμφωνία ως προς τον
ακριβή ορισμό της έννοιας. Σε αυτό συμβάλλει και η έλλειψη –μέχρι πολύ πρόσφατα–
σταθμισμένων μεθόδων μέτρησης, πράγμα που οδηγεί σε αδυναμία ουσιαστικής σύγκρισης
των μελετών. Οι τεχνικές μέτρησης ποικίλλουν – από απλές ερωτήσεις μέχρι πολύπλοκες
277

στατιστικές αναλύσεις εξειδικευμένων ερωτηματολογίων γύρω από το στυλ της ζωής και των
δραστηριοτήτων του ασθενούς. Έχει σημασία να εκτιμηθεί η αξία την οποία προσδίδουν οι
ασθενείς στη νόσο τους και ο βαθμός δυσφορίας και κυρίως ο βαθμός ανικανότητας που
τους προκαλεί, δηλαδή ο βαθμός κατά τον οποίο επηρεάζονται οι δραστηριότητές τους.

Οι ψυχιατρικοί παράγοντες που παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση της ποιότητας ζωής είναι
εξαιρετικά σημαντικοί, παίζουν κεντρικό ρόλο στον καθορισμό της ποιότητας ζωής, αλλά θα
πρέπει να συνεκτιμώνται μαζί με το επίπεδο δραστηριότητας στο οποίο βρίσκεται η νόσος
(Turnbull and Vallis 1995). Τέτοιοι παράγοντες είναι η δομή της προσωπικότητας του
ασθενούς και οι στρατηγικές αντιμετώπισης κρίσεων (coping strategies) που εκδιπλώνει,
ποικίλοι στρεσογόνοι παράγοντες τους οποίους υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει και τα
ψυχιατρικά συμπτώματα τα οποία ενδεχομένως θα παρουσιάσει. Ψυχιατρικά συμπτώματα
όπως άγχος, κατάθλιψη και ψυχαναγκαστικές διαταραχές παρεμβαίνουν κατά την πορεία της
νόσου και επηρεάζουν πολύ αρνητικά την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Η κατάθλιψη είναι
μια τρομερή επιπλοκή όλων των μεγάλων και χρόνιων σωματικών νόσων και όσο
επιβαρύνεται η νόσος τόσο αυξάνουν οι πιθανότητες εμφανίσεώς της. Η παραγνώριση της
κατάθλιψης και η παραμέληση της θεραπείας της συνιστούν ιατρικά σφάλματα πρώτου
μεγέθους. Το άγχος επίσης σχετίζεται θετικά με τις περιόδους επιδεινώσεως της νόσου
(Porcelli et al 1994, Angelopoulos et al 1995). Σοβαρό ψυχιατρικό πρόβλημα είναι η
διαρκής υπεραπασχόληση του ασθενούς με τη νόσο, η οποία είναι δυνατόν να προσλάβει
χαρακτήρα υποχονδριακής διαταραχής με αύξηση της χρήσεως υπηρεσιών υγείας,
δημόσιων και ιδιωτικών. Ψυχιατρικές θεραπείες (φάρμακα, ψυχοθεραπείες) είναι αναγκαίο να
χρησιμοποιούνται όταν τα ψυχιατρικά συμπτώματα, κυρίως η κατάθλιψη, παίρνουν
απειλητικό χαρακτήρα, αλλά δεν θα πρέπει να δίδεται στον ασθενή η ψευδής εντύπωση ότι
είναι θεραπευτικοί παράγοντες και της σωματικής του νόσου. Οι παράγοντες που
επηρεάζουν την ποιότητα ζωής από την έναρξη της νόσου και κατά τη διάρκεια της
θεραπείας περιλαμβάνουν το επίπεδο δραστηριότητας της νόσου, την ανακούφιση ή την
επιδείνωση των συμπτωμάτων, τις παρενέργειες των φαρμάκων, την ανάγκη για
περισσότερες νοσοκομειακές θεραπείες, τη βελτίωση ή την επιδείνωση της προγνώσεως, τις
χειρουργικές επεμβάσεις, την επάνοδο στην εργασία ή την αδυναμία πλήρους εργασιακής
αποδόσεως, τη φυσική δραστηριότητα, την ψυχολογική κατάσταση του ασθενούς, τον βαθμό
κοινωνικής υποστήριξης και τις πολιτιστικές επιδράσεις (Garrett and Drossman 1990).

Υπάρχει μια λίστα θεμάτων που απασχολούν τους ασθενείς. Ο τρόπος που τα χειρίζονται και
οι απαντήσεις στα ερωτήματα που προκύπτουν είναι δυνατόν να διαμορφώσουν το
ψυχολογικό κλίμα μέσα στο οποίο θα ληφθούν πολλές αποφάσεις και θα εκδιπλωθούν
συμπεριφορές, με ανάλογη θετική ή αρνητική επίπτωση στην πορεία της θεραπείας και,
συνακόλουθα, της ποιότητας ζωής. Μέσα σε αυτό το κλίμα είναι ακόμη δυνατόν να
αναπτυχθούν ψυχιατρικά συμπτώματα τα οποία οπωσδήποτε θα επιβαρύνουν σοβαρά την
όλη κατάσταση.
 Ένα μεγάλο ερώτημα που απασχολεί τους ασθενείς είναι η αιτία της ασθένειας και των
συμπτωμάτων. Όταν η αιτιοπαθογένεια της νόσου δεν έχει αποσαφηνισθεί, πολλοί
ασθενείς είναι δυνατόν να δώσουν ερμηνείες με αρνητικές επιπτώσεις στην οργάνωση
του θεραπευτικού προγράμματος.
 Ποιες είναι οι πιθανότητες ιάσεως από τη νόσο; Υπάρχει πιθανότητα η νόσος να
εξελιχθεί σε κακοήθεια;
 Γιατί έχει επιδεινωθεί τόσο η σεξουαλική τους ζωή; Είναι αλήθεια ότι υπάρχει επιδείνωση
της σεξουαλικότητας, αλλά η αιτία της πολλές φορές βρίσκεται έξω από την ασθένεια
καθεαυτήν, στον ψυχισμό του ασθενούς.
 Σοβαρά προβλήματα δημιουργεί στους ασθενείς το αίσθημα ότι έχουν λίγη
πληροφόρηση γύρω από τη νόσο τους, και γι' αυτό τείνουν να συμβουλεύονται
περισσότερους ιατρούς. Πολλοί, λόγω του φόβου από τις ανεπιθύμητες επιπτώσεις των
διαγνωστικών χειρισμών, αποφεύγουν την επαφή με τον ιατρό. Ο φόβος από τις
παρενέργειες των θεραπευτικών χειρισμών και των φαρμάκων είναι δυνατόν να
επιδράσει αρνητικά στη συμμόρφωση του ασθενούς στο θεραπευτικό πρόγραμμα. Οι
278

ασθενείς έχουν μία τάση να σκέπτονται διχοτομικά τις έννοιες της τοξικότητας και της
αποτελεσματικότητας, και πολλές φορές συγχέουν τα συμπτώματα της ασθένειας με τις
παρενέργειες της θεραπείας.

Οικογένεια. Τα τελευταία χρόνια το επίκεντρο της φροντίδας των χρονίως πασχόντων


μετακινήθηκε από το νοσοκομείο στο σπίτι, ως αποτέλεσμα της μείωσης του μέσου χρόνου
παραμονής στο νοσοκομείο. Έτσι η οικογένεια και οι φίλοι αναλαμβάνουν ουσιαστικότερο
ρόλο στη φροντίδα του ασθενούς. Η φροντίδα στο σπίτι περιλαμβάνει την κάλυψη μεγάλου
φάσματος των αναγκών του ασθενούς, όπως την αντιμετώπιση συμπτωμάτων, τη χρήση και
παρακολούθηση μηχανημάτων, την εκτίμηση μιας σειράς παραμέτρων υγείας, τη συμβολή
στην προσπάθεια του ασθενούς να φροντίσει τον εαυτό του κ.λπ. Η κάθε οικογένεια
οργανώνει αυτές τις διαδικασίες με τον δικό της τρόπο (Given and Given 1994), και έτσι ο
ρόλος της ως διαπαιδαγωγού και προαγωγού της υγείας είναι πολύ σημαντικός (Fleck 1976).
Ολόκληρη η οικογένεια, όχι μόνο ο ασθενής, βιώνει την κατάσταση που δημιουργεί η
νόσος και οπωσδήποτε επηρεάζεται από τον τρόπο με τον οποίο την αντιμετωπίζει το
ασθενές μέλος της και από τις προσπάθειες που κάνει να προσαρμοστεί σε αυτήν.
Υπάρχουν δεδομένα (Given and Given 1992) που δείχνουν ότι στις υποτροπές της νόσου
είναι δυνατόν να υποφέρουν ψυχικώς περισσότερο τα μέλη της οικογένειας παρά οι ίδιοι οι
ασθενείς. Αυτό έχει ισχυρές επιπτώσεις στη φυσική και στην ψυχοκοινωνική κατάσταση
όλων των μελών της, αλλά και στη διαμόρφωση της εικόνας και στη διάρκεια της κλινικής
πορείας της νόσου. Πολλές φορές είναι αναπόφευκτο όλη η οικογένεια να εμπλέκεται στα
συμπτώματα του ασθενούς, έτσι ώστε αυτά να μετατρέπονται σε κεντρικό καθημερινό θέμα,
αυξάνοντας τις εντάσεις, την ανησυχία και τις τριβές μέσα στην οικογένεια.
Η διαγνωστική φάση είναι άκρως στρεσογόνος και χαρακτηρίζεται από μεγάλο άγχος,
αβεβαιότητα και δυσκολία στη λήψη αποφάσεων. Η περίοδος της ενδονοσοκομειακής
νοσηλείας είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τους/τις συζύγους των ασθενών, αφού πρέπει να
αντιμετωπίζουν δυσκολίες και προβλήματα τόσο στο σπίτι όσο και στο νοσοκομείο. Κατά την
περίοδο της ανάρρωσης τόσο οι ασθενείς όσο και τα μέλη της οικογένειάς τους πρέπει να
αναπροσαρμόσουν τους ρόλους τους στην οικογένεια, να τα βγάλουν πέρα με τους φόβους
της υποτροπής και να μάθουν να ισορροπούν τις ανάγκες όλων των μελών της οικογένειας
(Northouse 1992). Η ψυχοκοινωνική προσαρμογή της οικογένειας είναι μια σημαντική
προστατευτική διαδικασία και οι μηχανισμοί που αναπτύσσει για να την πετύχει δεν έχουν
ακόμη πλήρως μελετηθεί. Όλοι οι μηχανισμοί που εκδιπλώνονται οδηγούν προς την
αναζήτηση του φυσιολογικού, δηλαδή προς μια κατάσταση ασφάλειας, σταθερή και
επιθυμητή (Hilton 1996). Οι οικογένειες που προσαρμόζονται ευκολότερα έχουν ευελιξία,
βλέπουν τον εαυτό τους σαν φυσιολογικό δεδομένων των απαιτήσεων της καταστάσεως, τα
μέλη έχουν παρόμοιες απόψεις, επηρεάζονται λιγότερο από τις θεραπείες και τις
παρενέργειές τους, βλέπουν τις αποκλίσεις από το φυσιολογικό σαν προσωρινές και
χρησιμοποιούν τις στρατηγικές που θα τους ξαναφέρουν σε φυσιολογική κατάσταση κατά
τρόπο εύστοχο.
Ανάμεσα στις στρατηγικές που χρησιμοποιεί η οικογένεια είναι η προσφυγή σε
συμπεριφορές μπροστά στον κίνδυνο (at-risk behaviours), όπως π.χ. η συμμόρφωση στη
θεραπεία και η προστασία του αρρώστου (Birenbaum 1990). Υπάρχει ένας ιδιαίτερος
υποστηρικτικός και προστατευτικός μηχανισμός που θεωρήθηκε εξαιρετικά επικίνδυνος και ο
οποίος χαρακτηρίζεται από ανεπάρκειες στη δυνατότητα υποστήριξης του ασθενούς, από
ισχυρές τάσεις μηρυκασμού (rumination) και αδυναμία ελαχιστοποίησης της σχετιζόμενης με
τη νόσο απειλής (Aymanns et al 1995). Στους μηχανισμούς άμυνας περιλαμβάνεται και ο
μηχανισμός της εγκυστώσεως (encapsulation), που χαρακτηρίζεται από συσπείρωση της
οικογένειας προς την κατεύθυνση της περιχαράκωσης και της συγκάλυψης κάθε στοιχείου
σχετιζόμενου με τη νόσο.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η εμφάνιση δυσλειτουργικών στοιχείων στην
οικογένεια εξαιτίας της νόσου. Οι μεγαλύτερες επιπτώσεις αφορούν τον σύζυγο, τη σχέση
του ζευγαριού, τα παιδιά, τους ρόλους μέσα στην οικογένεια και τις ευθύνες. Υπάρχουν
συμπτώματα όπως ανορεξία και πόνος τα οποία, όταν εμφανισθούν σε προχωρημένους
279

ασθενείς, προκαλούν μεγάλη επιπρόσθετη αναταραχή στην οικογένεια, επειδή υπαινίσσονται


επικίνδυνη επιδείνωση της νόσου (Holden 1991, Ferrel 1991). Η οικογένεια δεν είναι πάντοτε
παράγων φροντίδας για το ασθενές μέλος. Υπάρχουν περιπτώσεις που συμβάλλει στην
επιδείνωση της νόσου διά της παραμελήσεως του ασθενούς και της αδιαφορίας προς αυτόν.
Η παραμέληση και η αδιαφορία προς τον ασθενή είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε ατυχήματα
ή σε επιπρόσθετες ασθένειες, που αλλιώς θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί.

Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες. Η ψυχοκοινωνική λειτουργικότητα των ασθενών


σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον ενεργό ή μη χαρακτήρα των συμπτωμάτων και είναι
κεντρικός άξονας διαμόρφωσης της ποιότητας ζωής. Η προσαρμογή του ασθενούς στη νόσο
του αυξάνει το αίσθημα αυτοεκτίμησης, διευκολύνοντας έτσι την ανάπτυξη των
διαπροσωπικών σχέσεων και της κοινωνικής συμμετοχής. Η υποκειμενική ανάγκη του για
υποστήριξη εξαρτάται περισσότερο από την αντίληψη που έχει για την πρόγνωση της νόσου
του παρά για τις αντικειμενικές ανάγκες που προκύπτουν από αυτήν. Η κοινωνική
υποστήριξη ανακουφίζει από τις πιέσεις που υπάρχουν σε θέματα που απαιτούν λύση
προβλημάτων και λήψη αποφάσεων και έχει θετική επίδραση όχι μόνο στην ποιότητα ζωής
αλλά και στον χρόνο επιβίωσης. Η υποστήριξη που θα δεχθεί ο ασθενής από την οικογένεια,
τους φίλους, τους συνεργάτες, διακρίνεται σε συναισθηματική και υλική (Rose 1990) και
εξαρτάται από το είδος της σχέσεως. Η οικογένεια και οι φίλοι είναι ισχυρές πηγές
συναισθηματικής υποστήριξης. Οι συγγενείς θα προσφέρουν, πέραν της συναισθηματικής,
και υλική βοήθεια, ενώ οι ιατροί προσφέρουν επικοινωνία και πολύτιμη βοήθεια στην
αποσαφήνιση προβλημάτων. Οι γνωστοί που πάσχουν από την ίδια νόσο ίσως
χρησιμοποιηθούν ως πρότυπα προς μίμηση.
Εργασία και επαγγελματική δραστηριότητα. Υπάρχει αμφίδρομη σχέση μεταξύ εργασίας
και νόσου σε ασθενείς με χρόνια σωματικά νοσήματα. Η απώλεια ημερών εργασίας κατά τις
περιόδους αναζωπυρώσεως των συμπτωμάτων αφορά το ένα σκέλος του προβλήματος. Η
αρνητική επίδραση της εργασιακής ψυχοκαταπόνησης στη σωματική και στην
ψυχοκοινωνική λειτουργικότητα του ασθενούς αφορά το άλλο σκέλος. Γενικώς, ένα
σημαντικό ποσοστό ασθενών δεν μπορεί να εκπληρώσει ικανοποιητικά τα εργασιακά του
καθήκοντα. Δεν αισθάνονται ευχαριστημένοι, οι απουσίες με άδειες λόγω ασθένειας είναι
πολλές, ενώ όχι σπάνια προσανατολίζονται προς την αναζήτηση εργασίας με μερική
απασχόληση ή ακόμη επιδιώκουν τη συνταξιοδότησή τους.

Ελεύθερος χρόνος και ψυχαγωγία. Η εξασφάλιση ελεύθερου χρόνου και οι ψυχαγωγικές


δραστηριότητες είναι σημαντικοί βελτιωτικοί παράγοντες της ποιότητας ζωής των ασθενών.
Ωστόσο σοβαροί περιορισμοί επιβάλλονται από τη νόσο στις αθλητικές δραστηριότητες, στα
ταξίδια και σε ποικίλες ψυχαγωγικές δραστηριότητες, αν και αυτό εξαρτάται από το είδος και
τη φάση στην οποία βρίσκεται η νόσος, γιατί σε περιόδους υφέσεως πολλές φορές τα
προβλήματα είναι ανεπαίσθητα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ANGELOPOULOS NV, TZIVARIDOU D, NIKOLAOU N, PAVLIDIS N. (1995). Psychiatric Symptoms, hostility
features and stressful life events in patients with cancer. Acta Psychiatrica Scandinavica 92: 44-50.
AYMANNS P, FILIP SH, KLAUER T. (1995). Family support and coping with cancer: some determinants and
adaptive correlates. Br. J. Soc. Psychol. 34(Pt 1):107-24
BECH P. (1993). Quality of life measurements in chronic disorders. Psychother. Psychosom. 59(1):1-10
BIRENBAUM LK (1990). Family coping with childhood cancer. Hosp. J.6(3):17-33.
FERREL BR, et al (1991). Family factors influencing cancer pain management. Postgrad. Med. J. Suppl 2:s64-69
FLECK SA. (1976). A general systems approach to severe family pathology. Am. J. Psychiatry 133:669
GARRETT JW, DROSSMAN DA. (1990). Health status in inflammatory bowel disease. Biological and behavioral
considerations. Gastroenterology 99(1):90-96.
GIVEN B, GIVEN CW. (1992). The patient and family caregiver reaction to new and recurrent breast cancer. J.
Am. Med. Assoc. 47(5):201-6, 212
GIVEN B, GIVEN CW. (1994). Family home care for individuals with cancer. Oncology Huntingt. 8(5):77-83
HILTON BA. (1996). Getting back to normal: the family experience during early stage breast cancer. Oncol. Nurs.
Forum 23(4): 605-14
280

HOLDEN CM. (1991). Anorexia in the terminally ill cancer patient: the emotional impact on the patient and the
family. Hosp. J. 7(3):73-84.
KATSCHNIG H. (2006).Quality of life in mental disorders: challenges for research and clinical practice. World
Psychiatry. 5(3):139-45.
LEHMAN AF. (1995). Measuring quality of life in a reformed health system. Health Aff. (Milwood) 14(3): 90-101.
NORTHOUSE LL. (1992). Psychological impact of the diagnosis of breast cancer on the patient and her family.
J. Am. Med. Assoc. 47(5):161-4
PADILLA GV, MISHEL MH, GRANT MM. (1992). Uncertainty, appraisal and quality of life. Qual. Life Res.
1(3):155-165.
PORCELLI P, ZAKA S, CENTOSE S, SISTO G. (1994). Psychological distress and levels of disease activity in
inflammatory bowel disease. Ital. J. Gastroenterol. 26(3):111-115.
ROSE JH. (1990). Social support and cancer: adult patient’s desire for support from family, friends, and health
professionals. Am. J. Commun. Psychol. 18(3):439-64
TURNBULL GK, VALLIS TM. (1995). Quality of life in inflammatory bowel disease: the interaction of disease
activity with psychosocial function. Am. J. Gastroenterol 90(9):1450-54.
281

32. ΟΡΜΟΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ KAI ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ

Η σχέση μεταξύ ενδοκρινικού συστήματος και ψυχικής λειτουργίας είναι πολύ στενή. Σχεδόν
κάθε ψυχοκαταπόνηση δύναται να προκαλέσει μεταβολές στα επίπεδα πολλών ορμονών,
όπως η ACTH, τα στεροειδή, η αυξητική ορμόνη, η προλακτίνη κ.λπ. Η φαινομενολογία, η
αιτιοπαθογένεια, η παθοφυσιολογία, η πορεία και η θεραπεία των διαταραχών από το
ορμονικό σύστημα είναι θέματα που αφορούν την ενδοκρινολογία. Εδώ παρουσιάζονται οι
σημαντικότερες ψυχιατρικές επιπτώσεις αυτών των διαταραχών και εξετάζεται κυρίως ο
ρόλος των ορμονών στη διαμόρφωση και στην έκφραση στοιχείων της ψυχοπαθολογίας
(Αγγελόπουλος και συν 1970).

Υπερθυρεοειδισμός. Πρώτος ο Basedow το 1840 περιέγραψε μια υπερτροφία και


υπερλειτουργία του θυρεοειδούς. Υπερθυρεοειδισμός είναι το κλινικό και βιοχημικό
σύνδρομο που προκαλείται από αυξημένη παροχή δραστικών θυρεοειδικών ορμονών στους
περιφερικούς ιστούς και προκαλείται από μια σειρά νοσημάτων του θυρεοειδούς, με
συχνότερες τη νόσο Graves-Basedow και την αυτόνομη βρογχοκήλη. Η κλινική εικόνα
χαρακτηρίζεται από εφιδρώσεις, τρόμο και άλλες κινητικές διαταραχές, διαταραχές της
εμμηνορρυσίας, νευρικότητα και ευερεθιστότητα, μέτρια και διάχυτη βρογχοκήλη,
οφθαλμοπάθεια με το χαρακτηριστικό εξόφθαλμο, υπερμεταβολικό σύνδρομο, απώλεια
σωματικού βάρους, ταχυπαλμίες, καταβολή των δυνάμεων, τρόμο χεριών, θερμοφοβία και
προτίμηση του ψυχρού περιβάλλοντος. Τα ψυχιατρικά συμπτώματα περιλαμβάνουν
υπερκινητικότητα, ένταση, αυξημένη νευρικότητα, άγχος και κρίσεις πανικού. Υπάρχει ακόμη
συναισθηματική ευαισθησία, ευερεθιστότητα και ανυπομονησία. Υπάρχει κίνδυνος
λανθασμένης διαγνώσεως και ένας υπερθυρεοειδισμός να εκληφθεί ως αγχώδης διαταραχή.
Σοβαρότερα ψυχιατρικά συμπτώματα είναι πολύ σπάνια και εμφανίζονται με τη μορφή
μανιακής εικόνας, ενδέχεται δε να προκαλούνται από τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα.

Υποθυρεοειδισμός. Υποθυρεοειδισμός προκαλείται από υπολειτουργία του θυρεοειδούς


προκαλούμενη από υποπλασία (κρετινισμός), χειρουργική αφαίρεση, χρήση
αντιθυρεοειδικών φαρμάκων, φλεγμονώδεις διεργασίες (θυρεοειδίτιδα Hashimoto) και από
βιομηχανικές τοξικές ουσίες που απελευθερώνονται στο περιβάλλον (πολυχλωριωμένα
διφαινύλια, διβενζοφουράνια και διοξίνες). Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει αύξηση του
σωματικού βάρους, ξηρότητα του δέρματος, οιδαλέο (μυξοιδηματικό) πρόσωπο, αραίωση
τριχώματος, μυϊκή αδυναμία, κόπωση. Η ψυχιατρική συμπτωματολογία χαρακτηρίζεται από
διαταραχές της μνήμης και βραδυψυχισμό με βραδεία και κολλώδη ομιλία, άρση του
ενδιαφέροντος, που εξελίσσεται σε εικόνα κατάθλιψης. Ο υποθυρεοειδισμός εντάσσεται
στους παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης κατάθλιψης.

Σακχαρώδης διαβήτης. Καταθλιπτική διαταραχή εμφανίζεται συχνά στους πάσχοντες από


διαβήτη και φαίνεται ότι δεν είναι απλώς αντίδραση στη νόσο αλλά συστατικό της στοιχείο και
αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο αυτοκτονίας (Kyvik et al 1994). Στυτική δυσλειτουργία είναι
επίσης συχνή στους διαβητικούς, ενώ αρκετοί από αυτούς παρουσιάζουν συμπτωματολογία
εγκεφαλικής δυσλειτουργίας με κύριο χαρακτηριστικό τις, πάντως ήπιες, διαταραχές της
μνήμης. Διαταραχές ομοιόστασης της γλυκόζης έχουν περιγραφεί σε ψυχιατρικούς
πληθυσμούς από τις αρχές του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα σε πάσχοντες από συναισθηματικές
διαταραχές αλλά και ψυχώσεις. Οι πάσχοντες από διπολική διαταραχή παρουσιάζουν
σακχαρώδη διαβήτη σε διπλάσιο ποσοστό από εκείνο του γενικού πληθυσμού (Cassidy et al
1999).
282

Υπογλυκαιμία. Υπογλυκαιμία παρατηρείται σε πολλές διαταραχές, όπως στον αλκοολισμό,


στα ινσουλινώματα, σε ορισμένες γαστρεντερικές διαταραχές και σε άλλες ορμονικές
διαταραχές. Είναι δυνατόν να παρατηρηθεί και χωρίς παθολογική αιτία. Στη διάρκεια του
υπογλυκαιμικού επεισοδίου ο ασθενής χάνει τις αισθήσεις του ή συμπεριφέρεται κατά
παράδοξο, αντικοινωνικό ή παραπτωματικό τρόπο, ενώ δεν διατηρεί ανάμνηση του
επεισοδίου όταν συνέλθει. Επανειλημμένα υπογλυκαιμικά επεισόδια είναι δυνατόν να
οδηγήσουν σε διαταραχές των ανώτερων νοητικών λειτουργιών λόγω εγκεφαλικής βλάβης.

Νόσος του Cushing. Η υπερκορτιζολαιμία έχει ενοχοποιηθεί για τις ψυχιατρικές διαταραχές
που εκδηλώνονται σε πάσχοντες από τη νόσο του Cushing (Hackett, 1985), κυρίως για τα
επεισόδια αγχώδους κατάθλιψης και σε μικρότερο ποσοστό για τα μανιακά επεισόδια.
Σπανιότερα παρατηρούνται και ψυχωσικά επεισόδια. Σε κλινικό επίπεδο η κατάθλιψη είναι
σχεδόν αδύνατον να διαφοροδιαγνωσθεί από μια πρώιμη ή ήπια μορφή νόσου του Cushing.
Παρόμοια είναι τα ευρήματα και σε όγκους του φλοιού των επινεφριδίων.

Συγγενής επινεφριδιακή υπερπλασία. Στη συγγενή επινεφριδιακή υπερπλασία, λόγω


υπερπαραγωγής ανδρογόνων, έχουν παρατηρηθεί, σε κορίτσια, επεισόδια επιθετικότητας,
καθώς και ομοφυλόφιλες φαντασιώσεις, σε συνδυασμό με αρρενοποίηση των σωματικών
χαρακτηριστικών.

Νόσος του Addison. Ψυχιατρικές διαταραχές παρατηρούνται σχεδόν κατά κανόνα. Κόπωση
και αδυναμία τόσο μυϊκή όσο και πνευματική, ευερεθιστότητα και κατάθλιψη είναι τα
συχνότερα συμπτώματα και ακολουθούν διαταραχές της μνήμης. Βαριές μεταβολικές
διαταραχές είναι δυνατόν να προκαλέσουν οξύ οργανικό ψυχοσύνδρομο με θόλωση της
συνείδησης, εμβροντησία, ντελίριο και κώμα.

Υποπλασία της υπόφυσης ή υποφυσιογενής καχεξία (σύνδρομο Sheehan-Simmonds).


Σπάνια νόσος που εκδηλώνεται ως συνέπεια λειτουργικής ανεπάρκειας ή υποπλασίας της
πρόσθιας υπόφυσης, κυρίως μετά από εργώδη τοκετό, αλλά έχει παρατηρηθεί και σε
άνδρες. Μείωση του αισθήματος της πείνας και της πρόσληψης τροφής με ανορεξία και
μεγάλη απίσχνανση. Καταβολή των δυνάμεων. Μεγάλες διαταραχές του μεταβολισμού.
Αμηνόρροια. Απόλυτη δυσανεξία στο ψύχος. Διαταραχές της σεξουαλικότητας, ανικανότητα
στους άνδρες και απώλεια της libido στις γυναίκες. Υπνηλία, αδιαφορία, κατάθλιψη με
επεισόδια ευερεθιστότητας και νευρικότητας. Η κατάσταση δυνατόν να εξελιχθεί σε οργανικό
ψυχοσύνδρομο με διαταραχές της μνήμης και εμβροντησία.

Σύνδρομο υπομελατονιναιμίας. Αυτό το σύνδρομο χαρακτηρίζεται από μειωμένη


παραγωγή μελατονίνης από το κωνάριο και αποδιοργάνωση του σιρκαδιανού ρυθμού που
ελέγχει την παραγωγή κορτιζόλης (Beck-Friis et al 1985). Εκδηλώνεται με συμπτωματολογία
κατάθλιψης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Γ, ΓΙΑΝΝΑΤΟΣ Ι, ΔΕΣΤΑΜΠΑΣΙΔΗΣ Χ, ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ Ι. (1970). Ενδοκρινοπάθειες και
νευροψυχικές διαταραχές. Εγκέφαλος 7(1,2):110-121.

BECK-FRIIS J, et al (1985). Serum melatonin in relation to clinical variables in patients with major depressive
disorders: a hypothesis of a low melatonin syndrome. Acta Psychiatr Scand 71:319-330.
CASSIDY F, EHEARN E, CARROL BJ. (1999). Elevated frequency of diabetes mellitus in hospitalized manic-
depressive patients. Am J Psychiatry. Sep;156(9):1417-20.
HACKETT RF. (1985). Diagnostic categorisation of psychiatric disturbance in Cushing's syndrome. Am J
Psychiatry, 142(8):911-916.
KYVIK KO, STENAGER EN, GREEN A, SVENDSEN A. (1994). Suicides in men with IDDM. Diabetes Care
17:210-12.
283

33. ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ KAI ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ

Οι σχέσεις μεταξύ ψυχιατρικής και νευρολογικής φαινομενολογίας είναι πολύπλοκες.


Υπάρχουν ασθενείς που πάσχουν από ψυχιατρική νόσο η οποία όμως εκφράζεται με
νευρολογική συμπτωματολογία, όπως επίσης υπάρχουν ασθενείς που πάσχουν από
νευρολογική νόσο η οποία εκδηλώνεται με ψυχιατρική συμπτωματολογία και σημειολογία.
Εγκεφαλική νόσος, βλάβη ή δυσλειτουργία είναι δυνατόν, εκτός από τη μεγάλη πιθανότητα
εμφανίσεως νευρολογικών συμπτωμάτων, να προκαλέσει ποικίλες διαταραχές της
νοηματικότητας, του συναισθήματος, της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς.

Νόσος του Parkinson. Κατάθλιψη παρατηρείται στο 40% των πασχόντων από νόσο του
Parkinson και συνοδεύεται από υψηλά επίπεδα άγχους. Στους μισούς από αυτούς τους
ασθενείς η κατάθλιψη είναι πολύ σοβαρή. Οι πάσχοντες από κατάθλιψη παρκινσονικοί
παρουσιάζουν περισσότερα δυσλειτουργικά σημεία στον μετωπιαίο λοβό και μεγαλύτερη
εμπλοκή των ντοπαμινεργικών συστημάτων από τους μη καταθλιπτικούς παρκινσονικούς
(Cummings 1992). Σε παρκινσονικούς με κατάθλιψη που υπεβλήθησαν σε θεραπεία με ECT
παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση όχι μόνο της κατάθλιψης αλλά και των παρκινσονικών
συμπτωμάτων (Douyon et al 1989). Οι μακροχρόνια αντιπαρκινσονική θεραπεία συχνά
προκαλεί ψυχωσικού τύπου διαταραχές με ζωηρές οπτικές ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις.
Αυτή η κατάσταση είναι δυνατόν να επιπλακεί με θόλωση της συνείδησης, διαταραχή
προσανατολισμού σε τόπο, χρόνο και πρόσωπα, και να εξελιχθεί σε ντελίριο. Η άνοια που
εμφανίζεται στη νόσο του Parkinson φθάνει με την πάροδο του χρόνου σε υψηλά ποσοστά,
που ξεπερνούν το 30%.

Επιληψία. Μέχρι και τον 20ό αιώνα ήταν ευρύτατα διαδεδομένη η πίστη στη βαθιά σχέση
μεταξύ επιληψίας και ψυχιατρικών διαταραχών (Καρβέλας 2002). Η σχέση αυτή, στο θέμα
των ψυχώσεων, ήταν αρνητική, με την έννοια ότι οι επιληπτικές κρίσεις έχουν χαρακτήρα
προφυλακτικό κατά των ψυχώσεων, και οδήγησε στην εφαρμογή της
ηλεκτροσπασμοθεραπείας. Αρκετά ψυχιατρικά προβλήματα ίσως είναι και αποτέλεσμα της
ψυχοκοινωνικής αντίληψης που έχουν για τη νόσο τόσο ο ασθενής όσο και το κοινωνικό
σύνολο. Ο επιληπτικός αισθάνεται απόβλητος και ανεπιθύμητος. Κατέχεται από άγχος για
την αναμενόμενη επιληπτική κρίση. Ζητάει προστασία από τον Θεό γιατί πιστεύει ότι το
κοινωνικό σύνολο του την αρνείται. Μερικές από τις ψυχιατρικές διαταραχές που συνδέονται
με την επιληψία είναι οι ακόλουθες:
Επιληπτικές ψυχώσεις. Πολλές από τις λεγόμενες βραχείες επιληπτικές ψυχώσεις είναι στην
πραγματικότητα συγχυτικές καταστάσεις που εμπλουτίζονται με ψευδαισθήσεις και μια
ποικιλομορφία παραληρητικών ιδεών. Παρατεινόμενη ψυχωσική συμπτωματολογία
σχιζοφρενικού τύπου συνοδευόμενη από οπτικές και ακουστικές ψευδαισθήσεις και
παραληρητικές ιδέες διώξεως είναι δυνατόν επίσης να παρατηρηθεί. Στις ινιακές επιληψίες
είναι χαρακτηριστικές οι οπτικές ψευδαισθήσεις (McKenna et al 1985).
Επιληπτική προσωπικότητα. Οργιλότητα. Εγωκεντρισμός. Μείωση των φιλητικών
συναισθημάτων. Απεραντολογία και σχοινοτένια. Υπερθρησκευτικότητα και εμπλοκή σε
θρησκευτικές συζητήσεις. Γλοιώδης και φορτική (κολλώδης) συμπεριφορά.
Επεισόδια αυτοματισμού. Χαρακτηρίζονται από στερεότυπες κινήσεις, αιφνίδια συσκότιση
της συνειδήσεως, παρορμητική και βίαιη συμπεριφορά.
Λυκοφωτικές καταστάσεις, Επεισόδια φυγών και πλανήσεων. Μικρή αλλοίωση του επιπέδου
συνειδήσεως. Πραγματικότητα, φαντασία και όνειρο συγχέονται. H διαφοροδιάγνωση θα
γίνει από τα ανάλογα υστερικού τύπου ψυχοαποσυνδετικά επεισόδια.
284

Κατάθλιψη. Αντιδραστικού τύπου λόγω των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων της νόσου, με


υψηλό κίνδυνο αυτοκτονίας.
Διαταραχές της μνήμης. Διαταραχές καταγραφής νέου μνημονικού υλικού πρόσφατης
μνήμης σε ασθενείς με επιληψία κροταφικού λοβού και διαταραχές της λεκτικής μνήμης σε
επιληψία αριστερού κροταφικού λοβού (Χειμωνάς 1983).

Σκλήρυνση κατά πλάκας. Η ψυχιατρική συμπτωματολογία είναι οπωσδήποτε ηυξημένη


στους πάσχοντες από σκλήρυνση κατά πλάκας (Παρασκευάς και Παπαμιχαήλ 1996). Σε μια
μικρή ομάδα ασθενών με εγκεφαλιτιδική μορφή (σε αντίθεση με την εγκεφαλομυελιτιδική) η
νόσος εμφανίζεται εξαρχής με ψυχιατρική συμπτωματολογία ψυχωσικού τύπου ή με
αλλοίωση της προσωπικότητας, και τα νευρολογικά συμπτώματα ακολουθούν. Επίσης
ψυχωσικά συμπτώματα εμφανίζονται όταν προσβληθούν οι κροταφοβρεγματικές περιοχές. Η
παραδοσιακή άποψη ότι το συναίσθημα των πασχόντων είναι ευφορικό φαίνεται ότι ισχύει
μάλλον όταν η νόσος έχει σημαντικά εξαπλωθεί. Σε μερικές μελέτες έχει βρεθεί ότι
ψυχοτραυματικά γεγονότα και ψυχοκαταπονήσεις έχουν δυνατότητα ενεργοποίησης της
νόσου.

Εγκεφαλικά επεισόδια. Περίπου ένας στους τρεις ασθενείς παρουσιάζουν κατάθλιψη μετά
το εγκεφαλικό επεισόδιο και σε ένα σημαντικό ποσοστό από αυτούς η κατάθλιψη είναι τόσο
σοβαρή ώστε να κρίνεται αναγκαία η αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή (Robinson et al
1985). Η σχέση μεταξύ εγκεφαλικού επεισοδίου και κατάθλιψης είναι πολύπλοκη και η
τοποθεσία της βλάβης είναι ένας παράγων, μεταξύ αρκετών άλλων, που συμβάλλει στη
διαμόρφωση του δυσφορικού και καταθλιπτικού συναισθήματος που εμφανίζεται ύστερα από
εγκεφαλικό επεισόδιο. Η σοβαρότητα της κατάθλιψης σχετίζεται επίσης με τον εντοπισμό της
βλάβης στο δεξιό ή στο αριστερό ημισφαίριο. Είναι μεγαλύτερη η κατάθλιψη όταν η βλάβη
είναι αριστερά, ενώ όταν είναι στο δεξιό ημισφαίριο περισσότερο βλάπτεται και περιορίζεται η
ικανότητα κατανόησης και έκφρασης του συναισθήματος, αν και δεν αποκλείεται να
εμφανισθούν ευφορικές τάσεις (Tiller 1992). Ένα χρόνο μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο τα
ψυχιατρικά συμπτώματα έχουν υποχωρήσει σημαντικά και δεν φαίνεται να υπάρχει
ψυχιατρική συμπτωματολογία διαφορετική από εκείνη του γενικού πληθυσμού (House et al
1991), αν και αυτό έχει σχέση με τον βαθμό που ο ασθενής θα κατορθώσει να ανακτήσει την
προ του επεισοδίου λειτουργικότητά του.

Κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Οι εγκεφαλικές κακώσεις αποτελούν σημαντικό παράγοντα


ψυχιατρικής νοσηρότητας. Δεν έχει μεγάλη σημασία αν οι ασθενείς παρουσιάσουν
εγκεφαλική διάσειση, γιατί ούτως ή άλλως είναι δυνατόν να εμφανισθούν διαταραχές στις
ανώτερες λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένων διαταραχών στο λογικώς σκέπτεσθαι, στην
επεξεργασία της πληροφορίας και στη λεκτική μάθηση. Στις μείζονες κρανιοεγκεφαλικές
κακώσεις όσο μεγαλύτερη είναι η αναδρομική αμνησία τόσο δυσκολότερη είναι η
ψυχοκοινωνική αποκατάσταση του ασθενούς. Στις ελάσσονες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις,
ακόμη και μετά από μικρά και ασήμαντα τραύματα, οι ασθενείς μπορεί να έχουν επίμονα,
παρατεταμένα, όχι σοβαρά αλλά εξουθενωτικά, συμπτώματα, τα οποία τους οδηγούν σε
διεκδικήσεις αναρρωτικών αδειών, αποζημιώσεων, ακόμη και συνταξιοδότησης.

Μεταδιασεισικό σύνδρομο. Εμφανίζεται μετά από εγκεφαλική διάσειση. Χαρακτηρίζεται


από άτυπα και ρευστά συμπτώματα, όπως κόπωση, κεφαλαλγίες, δυσκολία στη
συγκέντρωση και στην προσοχή, αϋπνίες και υποχονδριακούς φόβους μόνιμης εγκεφαλικής
βλάβης. Πολλοί από τους πάσχοντες έχουν ισχυρό κίνητρο την αναζήτηση αποζημίωσης,
επιδιώκουν αποχή από την εργασία τους για λόγους υγείας και μερικοί φθάνουν μέχρι τη
συνταξιοδότηση.

Εγκεφαλική ανοξαιμία. Ο εγκέφαλος είναι εξαιρετικά ευαίσθητο όργανο στην έλλειψη


οξυγόνου. Και η παραμικρή μείωση της εγκεφαλικής αιμάτωσης είναι δυνατόν να οδηγήσει
στην εκδήλωση παθολογικών φαινομένων, όπως μείωση της διακριτικής ικανότητας,
κόπωση, αποχαύνωση, άρση αναστολών, ευφορία. Μεγαλύτερη μείωση είναι δυνατόν να
285

προκαλέσει απώλεια συνειδήσεως και μετά από χρονικό διάστημα περίπου 5min σε μη
αντιστρεπτή εγκεφαλική βλάβη.

Μετεγκεφαλιτιδικό σύνδρομο. Χαρακτηρίζεται από αναστρέψιμες αλλαγές του κύκλου


ύπνος-εγρήγορση, της συμπεριφοράς, των μαθησιακών δυνατοτήτων, και της
κοινωνικότητας μετά την αποδρομή ιογενούς ή βακτηριδιακής λοιμώξεως του ΚΝΣ. Υπάρχει
ποικιλία και ρευστότητα στην εκδήλωση των συμπτωμάτων, τα οποία σχετίζονται με το είδος
της βλάβης ή την ηλικία του ασθενούς και συνοδεύονται από νευρολογικά σημεία (κώφωση,
αφασίες, απραξίες, παραλύσεις κ.λπ.).

Όγκοι εγκεφάλου. Οι πάσχοντες από όγκους του εγκεφάλου, σε υψηλά ποσοστά


παρουσιάζουν ψυχιατρική συμπτωματολογία, συναισθηματικές διαταραχές, μεταβολές της
προσωπικότητας, ψευδαισθήσεις και πτώση της νοητικής λειτουργικότητας. Αυτού του
φάσματος η ψυχιατρική συμπτωματολογία παρατηρείται όχι μόνο στους κακοήθεις αλλά και
στους καλοήθεις όγκους, π.χ. στα μηνιγγιώματα, και μερικές φορές μπορεί να είναι πολύ
σοβαρή (Gupta and Kumar 2004).

Κεφαλαλγία. Η κεφαλαλγία γενικώς είναι ένα από τα συχνότερα ενοχλήματα. Ο


επιπολασμός της στον γενικό πληθυσμό είναι υψηλός, αφού μόνο το 15% δηλώνει ότι δεν
έχει πάθει κεφαλαλγία, ενώ καλύπτει το 3% των ιατρικών επισκέψεων σε πρωτοβάθμιο
επίπεδο. Η κεφαλαλγία τάσεως αποτελεί το 10%-15% όλων των κεφαλαλγιών και ακολουθεί
η ημικρανία. Στην αδρή και γενική ταξινόμηση των κεφαλαλγιών περιλαμβάνονται ακόμη η
αθροιστική κεφαλαλγία, η κεφαλαλγία σε λοιμώξεις και η οφειλόμενη σε αύξηση της
ενδοκρανιακής πιέσεως (Θωμαΐδης 1994). Η ξαφνική, ασυνήθιστη ή έντονη κεφαλαλγία
απαιτεί ιδιαίτερη διαφοροδιαγνωστική προσοχή, ενώ η χρόνια κεφαλαλγία είναι απίθανο να
οφείλεται σε σοβαρή παθολογική κατάσταση (Τριανταφύλλου 1993). Η ψυχική υπερένταση
είναι δυνατόν να επιφέρει σύσπαση των μυών της κεφαλής συνεπαγόμενη σύσπαση των
αιμοφόρων αγγείων που, αν είναι παρατεταμένη, θα προκαλέσει κεφαλαλγία τάσεως, η
οποία συνήθως αρχίζει από τον αυχένα και επεκτείνεται στο κεφάλι (Πεχλιβανίδης 1993). Η
ακριβής σχέση μεταξύ κατάθλιψης και χρόνιας κεφαλαλγίας παραμένει ασαφής αλλά
αξιόλογες κλινικές και φαρμακολογικές ενδείξεις παραπέμπουν στην ύπαρξη μιας κοινής
βιολογικής βάσης. Πολλά αντικαταθλιπτικά φάρμακα είναι αποτελεσματικά στη θεραπεία της
ημικρανίας και της χρόνιας κεφαλαλγίας.

Ημικρανία. Ο επιπολασμός της ημικρανίας στον γενικό πληθυσμό είναι μεγάλος, περίπου
7%. Προσβάλλει και τα δύο φύλα, συχνότερα τις γυναίκες, στις οποίες οι κρίσεις είναι
συχνότερες και εντονότερες. Το ημικρανιακό επεισόδιο αρχίζει με οπτικά φαινόμενα, όπως
μείωση του οπτικού πεδίου και εμφάνιση φωτεινών στοιχείων (σχήματα δαντελωτά,
αστεράκια κ.λπ.) και, εκτός από την ισχυρή μονόπλευρη κεφαλαλγία, συνοδεύεται από
ναυτία και τάση προς έμετο (Καραγεωργίου και Παναγόπουλος 1993). Δεν έχουν
τεκμηριωθεί οι ισχυρισμοί ότι οι πάσχοντες είναι άτομα πρωκτικού χαρακτήρα που
ενδοστρέφουν την επιθετικότητά τους και καταπνίγουν αισθήματα θυμού. Άλλοι
υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας «ημικρανιακής προσωπικότητας». Υπάρχουν ενδείξεις ότι η
ημικρανία μαζί με άγχος και κατάθλιψη ίσως απαρτίζουν κάποιο ιδιαίτερο σύνδρομο το οποίο
κατά την παιδική και την εφηβική ηλικία χαρακτηρίζεται από άγχος ακολουθούμενο από
ημικρανίες και, αργότερα κατά την ενήλικο ζωή, από χαρακτηριστικά επεισόδια κατάθλιψης
και/ή φοβικών αντιδράσεων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΘΩΜΑΪΔΗΣ Θ. (1994). Μετατραυματική κεφαλαλγία. Κεφαλαλγία 2(1): 15-19.
ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Κ, ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ Γ. (1993). Παθογένεια της ημικρανίας. Κεφαλαλγία 1(2):48-51.
ΚΑΡΒΕΛΑΣ Α. (2002). Επιληψίες και ψυχικές διαταραχές. Εγκέφαλος 39:49-55.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΓΠ, ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ Ε. (1996). Ψυχιατρικές εκδηλώσεις της σκλήρυνσης κατά πλάκας. Ψυχιατρική
7:25-36.
ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ Α. (1993). Κεφαλαλγία τάσεως. Μεικτή κεφαλαλγία. Κεφαλαλγία 1(2):65-69.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Α. (1993). Διαγνωστικά κριτήρια ημικρανίας. Κεφαλαλγία 1(2):38-35.
286

ΧΕΙΜΩΝΑΣ Γ. (1983). Νευροψυχολογικές και ψυχιατρικές διαταραχές σε επιληπτικούς ασθενείς με χρόνια ειδική
αγωγή. Πρακτικά 10ου Πανελληνίου Συνεδρίου Ν/Ψ σελ 44-50.

CUMMINGS JL. (1992). Depression and Parkinson’s disease: a review. Am J Psychiatry 149(4): 443-454.
DOUYON R, SERBY M, KLUTCHKO B, ROTROSEN J. (1989). ECT and Parkinson’s disease revisited: a “natu-
ralistic” study. Am J Psychiatry 146:1451-1455. (1989). ECT and Parkinson’s disease revisited: a “naturalistic”
study. Am J Psychiatry 146:1451-1455.
GUPTA RK, KUMAR R. (2004). Benign brain tumors and psychiatric morbidity: a 5-years retrospective data anal-
ysis. Austr N Zealand J Psychiatr 38:316-319.
HOUSE A, et al. (1991). Mood disorders in the year after first stroke. Br J Psychiatry 158:83-92.
McKENNA PJ, KANE JM, PARRISH K. (1985). Psychotic Syndromes in Epilepsy. Am J Psychiatry 142:895-904
ROBINSON RG, LIPSEY JR, PRICE TR. (1985). Diagnosis and clinical management of post-stroke depression.
Psychosomatics 26:769-778.
TILLER JWG. (1992). Post-Stroke Depression. Psychopharmacology, 106:130-133.
287

34. ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ KAI ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ

Καρδιακές και κυκλοφορικές εκδηλώσεις με αλλαγές στον σφυγμό, στο ΗΚΓ, στην αρτηριακή
πίεση και στη φλεβική κυκλοφορία παρατηρούνται κατά τη φυσική άσκηση και τη μυϊκή
εργασία, αλλά και σε καταστάσεις όπως σωματικά τραύματα (shock), ψυχοκαταπόνηση και
βιώματα με ισχυρό συναισθηματικό περιεχόμενο. Το κυκλοφορικό, μέσω του αυτόνομου ΝΣ,
επηρεάζεται από την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση με ταχυκαρδία, αύξηση ή πτώση της
αρτηριακής πιέσεως, αλλαγή του χρώματος του δέρματος. Δεν υπάρχει ακόμη δυνατότητα
εξακρίβωσης των πιθανών ειδικών επιδράσεων στο καρδιαγγειακό σύστημα από
συγκεκριμένα συναισθήματα, αλλά φαίνεται ότι όλα τα συναισθήματα ασκούν περίπου την
ίδια επίδραση. Ποικίλοι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί ως εμπλεκόμενοι
στην αιτιοπαθογένεια ορισμένων καρδιαγγειακών νόσων.

Μη ειδικά προκάρδια άλγη. Περισσότεροι από 50% των ασθενών που επισκέπτονται τα
εξωτερικά ιατρεία των καρδιολογικών κλινικών παραπονούμενοι για προκάρδια άλγη δεν
παρουσιάζουν ενδείξεις ισχαιμίας ή άλλες σοβαρές διαταραχές. Από εκείνους των οποίων τα
στεφανιαία αγγειογραφήματα είναι αρνητικά για στεφανιαία νόσο ένα σημαντικό ποσοστό
(50%-70%) συνεχίζουν να υποφέρουν από επίμονα προκάρδια άλγη, να φοβούνται ότι
πάσχουν από καρδιακό νόσημα και να περιορίζουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες
(Klimes et al 1990). Οι πάσχοντες από μη ειδικά προκάρδια άλγη έχουν διπλάσιες
πιθανότητες να παρουσιάζουν ψυχιατρικά προβλήματα από ασθενείς με ισχαιμική νόσο
(Kisely et al 1992). Οι καθησυχαστικές εκφράσεις δεν φέρνουν πολλές φορές αποτέλεσμα και
οι πολλές εξετάσεις, δοκιμασία κοπώσεως ή ηχοκαρδιογράφημα κ.λπ., βάζουν σε σκέψεις
αυτούς τους ασθενείς, ακόμη και όταν είναι αρνητικές. Γνωσιακές θεραπευτικές προσεγγίσεις
μπορούν να βοηθήσουν αρκετά αυτούς τους ασθενείς (Esler and Bock 2004).

Πρόπτωση μιτροειδούς. Κατά τη δεκαετία του ’60 περιγράφηκε μια ιδιάζουσα και σχετικώς
ακίνδυνη καρδιολογική κατάσταση κατά την οποία μια "χαλαρότητα" των γλωχίνων της
μιτροειδούς έχει αποτέλεσμα στο κλείσιμό τους να υποχωρούν προς τον αριστερό κόλπο. Τα
συμπτώματα της πρόπτωσης μιτροειδούς είναι έκτακτες συστολές, ταχυκαρδία, προκάρδια
άλγη, αίσθημα κοπώσεως, νευρικότητα και κρίσεις πανικού.

Η αθηροσκλήρωση θεωρείται αποτέλεσμα χρονίων φλεγμονωδών διεργασιών οι οποίες,


μεταξύ άλλων παραγόντων, αναζωπυρώνονται και από επεισόδια ισχυρών
ψυχοκαταπονήσεων (Black and Garbutt 2002).

Ισχαιμική καρδιοπάθεια. Ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών με παθήσεις των στεφανιαίων έχει
παρατηρηθεί ότι είναι άτομα αρχηγικά, φιλόδοξα και ανταγωνιστικά, ανικανοποίητα από τις
επιτυχίες τους, με υψηλά επίπεδα θυμού και εχθρικότητας, υπερφορτωμένα από καθήκοντα,
τα οποία νιώθουν μονίμως να ασφυκτιούν από την πίεση χρόνου, με φόβους που
περιστρέφονται γύρω από το ενδεχόμενο επερχόμενης επαγγελματικής και κοινωνικής
αποτυχίας. Αυτά είναι χαρακτηριστικά τα οποία συγκροτούν τη γνωστή ως προσωπικότητα
τύπου Α, η οποία έχει συσχετισθεί με παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος.
288

Έμφραγμα του μυοκαρδίου. Σε ασθενείς που νοσηλεύονται για έμφραγμα του μυοκαρδίου
τις πρώτες 1-2 ημέρες πρέπει να αντιμετωπισθεί το ισχυρό άγχος από το οποίο
καταλαμβάνονται λόγω του αισθήματος επερχόμενης καταστροφής ή θανάτου, ενώ κατά τις
επόμενες ημέρες αρχίζει να εμφανίζεται η κατάθλιψη λόγω των αρνητικών σκέψεων που
κάνει ο ασθενής για τις επιπτώσεις του εμφράγματος στη ζωή του. Η κατάθλιψη αυτή, αν δεν
διαγνωσθεί ή αν παραμεληθεί, είναι δυνατόν να χρονίσει και να επιδεινωθεί λαμβάνοντας τη
μορφή μείζονος κατάθλιψης με καταστροφικές επιπτώσεις στην υγεία του ασθενούς (Cassem
and Hackett 1971, Hance et al 1996) και σοβαρή μείωση του προσδόκιμου ζωής του.

Αρτηριακή υπόταση. Τα χαρακτηριστικά του υποτασικού συνδρόμου περιλαμβάνουν, σε


συνδυασμό με τη χαμηλή συστολική πίεση, κεφαλαλγία και ζάλη, αίσθημα κοπώσεως, και
μερικές φορές άγχος και κατάθλιψη (Pilgrim et al 1992).

Αρτηριακή υπέρταση. Ψυχικές συγκρούσεις που σχετίζονται με παρατεταμένες διαδικασίες


έκφρασης και εκφόρτισης συναισθημάτων έντασης ίσως συσχετίζονται με υπέρταση και άλλα
καρδιαγγειακά νοσήματα. Το ότι η έκφραση της επιθετικότητας προκαλεί πτώση της
αρτηριακής πιέσεως ίσως έχει κάποια κλινική σημασία (Hokanson and Shelter 1961). Ο
Alexander (1950) βασίζει την άποψή του για την παθογένεια της υπερτάσεως στο
ψυχοφυσιολογικό δεδομένο ότι ο θυμός προκαλεί αγγειόσπασμο, που λύεται όταν ο θυμός
παρέρχεται. Σε περιπτώσεις που ο θυμός δεν εκφράζεται αλλά για ποικίλους λόγους
συγκρατείται, η αγγειοσύσπαση παρατείνεται, με αποτέλεσμα την αύξηση της αρτηριακής
πίεσης. Άτομα με χαμηλό εισόδημα παρουσιάζουν συχνότερα αρτηριακή υπέρταση από
άτομα με υψηλό εισόδημα, και είναι συχνό εύρημα σε άτομα με προσωπικότητα τύπου Α.
Κατά τη χρόνια υπέρταση μπορεί να παρατηρηθούν φαινόμενα συναισθηματικής αστάθειας
και εξάντλησης μέσα σε ένα πλαίσιο δυσάρεστων αισθήσεων, όπως ζάλη κ.λπ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ALEXANDER F. (1950). Psychosomatic Medicine: Its Principles and Application. W.W. Norton, New York.
BLACK PH, GARBUTT LD. (2002). Stress, inflammation and cardiovascular disease. J Psychosomatic Re-
search 52:1-23.
CASSEM NH, HACKETT TP. (1971). Psychiatric consultation in a coronary care unit. Annals of Internal
Medicine, 75:9-14.
ESLER JL, BOCK BC. (2004). Psychological treatments for noncardiac chest pain. Recommendations for a new
approach. J Psychoso Res 56:263-269.
HANCE M, CARNEY RM, FREEDLAND KE, SKALA J. (1996). Depression in patients with coronary heart dis-
ease. A 12-month follow-up. Gen Hosp Psychiatry 18:61-65.
HOKANSON JE, SHELTER S. (1961). The effect of over aggression on vascular processes. J. Abnorm. Psy-
chol. 63:446-448.
KISSELY SR, et al (1992). The course of psychiatric disorder associated with non-specific chest pain. J.
Psychosom. Res. 36: 329-335.
KLIMES I, MAYOU RA, et al. (1990). Psychological treatment for atypical noncardiac chest-pain: a controlled
evaluation. Psychol. Med. 20: 605-611.
PILGRIM JA, STANSFELD S, MARMOT M. (1992). Low bood pressure, low mood? Br. Med. J. 304:75-78.
289

35. ΠΕΠΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ KAI ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ

Υπάρχουν δομές στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα στις οποίες πραγματοποιούνται


ταυτοχρόνως λειτουργίες σωματικές και συναισθηματικές, όπως το δρεπανοειδές σύστημα,
το οποίο ο MacLean (1985) είχε ονομάσει και σπλαχνικό ή εντερικό εγκέφαλο. Το σύστημα
αυτό είναι στην πραγματικότητα ένας κρίκος μεταξύ του γαστρεντερικού συστήματος και της
ψυχικής σφαίρας. Ένας άλλος κρίκος μεταξύ αυτών των δύο είναι ο πυρήνας του
πνευμονογαστρικού νεύρου, η σχέση του οποίου με συναισθηματικές διαταραχές είναι
γνωστή. Επίσης ο υπομέλας τόπος (locus ceruleus), πυρήνας που εμπλέκεται στη
διαμόρφωση του συναισθήματος του φόβου, είναι άλλος ένας κρίκος. Αύξηση του όγκου του
εντέρου ή του στομάχου αυξάνει την πυροδότηση των κυττάρων του υπομέλανος τόπου
(Elam et al 1986). Υπερβολικά ηυξημένη αυτονομική δραστηριότητα παρατηρείται τόσο στο
σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου όσο και στις αγχώδεις διαταραχές, ενώ ποικίλα ψυχοτρόπα
φάρμακα μειώνουν τη δραστηριότητα του υπομέλανος τόπου.

Ψυχοκοινωνικοί και ψυχιατρικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της
λειτουργικής κατάστασης του πεπτικού συστήματος. Η επίδραση στρεσογόνων γεγονότων
στις γαστρεντερικές διαταραχές έχει επισημανθεί από αρκετούς μελετητές. Ότι το στρες, η
ανησυχία, το άγχος και ο ισχυρός φόβος μπορεί να επιδράσουν στο πεπτικό σύστημα είναι
γνωστό. Σε κάθε τμήμα του, από τον βλεννογόνο του στόματος μέχρι τον πρωκτό, είναι
δυνατόν να εκδηλωθούν λειτουργικές μεταβολές (ξηροστομία, επιγαστρικό άλγος ή
δυσφορία, έμετος ή διάρροια) λόγω της επίδρασης ισχυρών ψυχολογικών ή κοινωνικών
παραγόντων.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΝΤΕΡΟΥ. Ο όρος «λειτουργικές διαταραχές»


χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν συνδυασμό χρονίων ή υποτροπιαζόντων
γαστρεντερικών συμπτωμάτων, τα οποία δεν οφείλονται σε δομικές ή χημικές ανωμαλίες. Σε
αυτές τις διαταραχές περιλαμβάνονται: ο σπασμός του οισοφάγου, οι ψυχογενείς έμετοι, η μη
οφειλόμενη σε έλκος δυσπεψία, το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, η proctalgia fugax, τα
κοιλιακά άλγη, η δυσκοιλιότητα κ.λπ. Πολλές από αυτές τις διαταραχές ταξινομούνται στο
ICD-10, στην κατηγορία των σωματόμορφων αυτονομικών δυσλειτουργιών, και
συνδυάζονται με υψηλή επίπτωση ψυχιατρικών συμπτωμάτων, σε αντίθεση με τις οργανικές
γαστρεντερικές νόσους στις οποίες οι ψυχιατρικές διαταραχές είναι λιγότερο συχνές (Harvey
1983, Blanchard et al 1990).

Σπασμός του οισοφάγου. Ανήκει στις διαταραχές μετατρεπτικού τύπου (βλ. σχετικό
κεφάλαιο). Ο ασθενής είναι δυνατόν να πανικοβληθεί από το διαξιφιστικό άλγος και να
νομίσει ότι έχει πάθει έμφραγμα του μυοκαρδίου. Είναι κατάσταση που όταν
επαναλαμβάνεται ενδέχεται να πυροδοτήσει κρίσεις πανικού.

Ψυχογενείς έμετοι. Ανήκουν στις μετατρεπτικές διαταραχές. Ειδικότερα στις γυναίκες, ένα
φαινόμενο της πρώτης κυρίως φάσης της εγκυμοσύνης είναι η υπερεμεσία του πρώτου
τριμήνου (hyperemesis gravidarum), η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλή ψυχοκοινωνική
νοσηρότητα (κατάθλιψη, σκέψεις διακοπής της κύησης, διαταραγμένες σχέσεις με τον
290

σύντροφό τους κ.λπ.) και επηρεάζεται από συναισθηματικούς παράγοντες (Mazzota et al


2000).

Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Συχνά αποτελεί τμήμα μιας γενικότερης και λανθάνουσας
ψυχοπαθολογικής διαταραχής, καταθλιπτικής ή αγχώδους (Hislop 1971). Άλλοι μελετητές
(Palmer et al 1974, Ραμπαβίλας και συν 1980) βρήκαν θετικές σχέσεις μεταξύ
ψυχονευρωτικών καταστάσεων και ευερέθιστου εντέρου και προτάθηκε ότι αυτά βρίσκονται
στο ίδιο συνεχές το οποίο καθορίζεται από χαρακτηριολογικούς και ψυχοφυσιολογικούς
παράγοντες, όπως το υψηλό επίπεδο εγρήγορσης και η βραδύτητα στην αυτονομική
εξοικείωση (Lader 1975). Έχει υποστηριχθεί ακόμη ότι το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και
η ελκώδης κολίτις αποτελούν δύο διαφορετικά στάδια της ίδιας διαταραχής, όπου το
σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου αποτελεί το ψυχολειτουργικό ενώ η ελκώδης κολίτις το
ψυχοσωματικό, οργανικό, στάδιο αυτής της διαταραχής (Ζούνη και συν 1979).
Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως μια
σωματική διαταραχή με σημαντική ψυχιατρική συννοσηρότητα (Toner 1990, Blanchard et al
1990, Walker 1995). Οι πάσχοντες παρουσιάζουν σε μεγάλη συχνότητα κατάθλιψη (26%),
αγχώδεις διαταραχές (46%) και φοβικές διαταραχές με κρίσεις πανικού (31%). Όταν το
σύνδρομο συνδυάζεται με διαταραχή πανικού, τότε οι διάρροιες αποτελούν το κύριο
χαρακτηριστικό. Είναι πιθανόν οι κρίσεις πανικού να είναι ατελείς, αλλά τα συνοδά σωματικά
στοιχεία, όπως υπέρπνοια, ταχυκαρδία και επιδείνωση των γαστρεντερικών συμπτωμάτων,
μπορεί να είναι ισχυρά. Η θεραπεία της ψυχιατρικής διαταραχής έχει ως αποτέλεσμα τη
βελτίωση και των γαστρεντερικών συμπτωμάτων. Ένα σύνδρομο που μοιάζει με ψυχογενή
ανορεξία με μεγάλη απίσχνανση και ορμονικές διαταραχές είναι δυνατόν να παρουσιασθεί
μεταξύ των πασχόντων. Όμως η πολύ αυστηρή δίαιτα που κάνουν αυτοί οι ασθενείς δεν
οφείλεται στην επιθυμία αδυνατίσματος ούτε σε διαταραχές της εικόνας του σώματος, αλλά
στην προσπάθεια αποφυγής της επιδείνωσης των γαστρεντερικών συμπτωμάτων τους.
Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου είναι δυνατόν να σχετίζεται με ψυχοτραυματική
διαταραχή που προκύπτει μετά από σεξουαλική ή φυσική κακοποίηση. Σε ποσοστό που
φθάνει μέχρι το 30% των πασχόντων αναφέρεται ιστορικό φυσικής ή σεξουαλικής
κακοποίησης, αν και παρόμοια ευρήματα αναφέρονται και από άλλες ψυχοσωματικές
διαταραχές. Συναισθηματική νόσος, πρόσφατη ψυχοκαταπόνηση, δυσαρμονικές
διαπροσωπικές σχέσεις, ιστορικό χωρισμών στο παρελθόν, διαταραχές στις οικογενειακές
σχέσεις, κακομεταχείριση κατά την παιδική ηλικία, είναι παράγοντες που έχουν κατά κάποιον
τρόπο συσχετισθεί με το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (Drossman et al 1990, Hislop 1971,
McDonald and Bouchier 1980, Walker 1995). Σε επίπεδο οργάνωσης της προσωπικότητας οι
πάσχοντες είναι άτομα ευσυνείδητα, τελειοθηρικά και δύσκαμπτα, δηλαδή ψυχαναγκαστικά,
με ιδιαιτέρως έντονα αλεξιθυμικά χαρακτηριστικά.

Δυσπεψία. Πολλοί ασθενείς με λειτουργική δυσπεψία παρουσιάζουν ψυχιατρικές διαταραχές


στο φάσμα του άγχους και της κατάθλιψης, αλλά παρουσιάζουν επιπλέον και χαρακτηριστικά
προσωπικότητας, όπως υψηλά επίπεδα επιθετικότητας και έντασης, τα οποία επιδεινώνουν
τα δυσπεπτικά ενοχλήματα. Δυσπεπτικά συμπτώματα σε συνδυασμό με επίμονο κοιλιακό
άλγος εμφανίζονται μαζί και με άλλα ενοχλήματα, τα οποία από τον ασθενή αποδίδονται σε
αλλεργία σε ορισμένες τροφές, χωρίς να ανιχνεύονται αλλεργικές αντιδράσεις κατά τις
αντικειμενικές εξετάσεις. Πολύ συχνά (Rix et al 1984), συμπτώματα που αποδίδονται από
τον ασθενή σε τροφική αλλεργία έχουν ψυχογενή αφετηρία.

Ψυχογενές σύνδρομο διάρροιας-αερίων. Συνήθως πυροδοτείται από αγχογόνες


καταστάσεις ή είναι σύμπτωμα φοβικών κρίσεων και κρίσεων πανικού.

Κοιλιακά άλγη. Το κοιλιακό άλγος είναι μια πολύ κοινή σωματική αίσθηση που στις
περισσότερες περιπτώσεις δεν φθάνει στο επίπεδο του συμπτώματος. Οι περισσότεροι
άνθρωποι το αγνοούν, το ανέχονται ή το ξεχνούν. Ωστόσο άλλες καταστάσεις, όπως τα
στρεσογόνα γεγονότα και οι ψυχιατρικές διαταραχές, είναι δυνατόν να το ισχυροποιήσουν και
έτσι οι ασθενείς να ζητήσουν ιατρική βοήθεια. Η κατάθλιψη, για παράδειγμα, μεγεθύνει την
291

αίσθηση του άλγους και τροποποιεί την κινητικότητα του εντέρου. Άλγος εντοπισμένο στη
δεξιά κοιλιακή χώρα είναι δυνατόν να προσλάβει τα χαρακτηριστικά σκωληκοειδίτιδος, και
στο χειρουργείο να βρεθεί φυσιολογική σκωληκοειδής.

Δυσκοιλιότητα. Η κατάθλιψη συνοδεύεται από δυσκοιλιότητα. Δυσκοιλιότητα επίσης είναι


δυνατόν να προκαλέσουν και μερικές κατηγορίες ψυχοτρόπων φαρμάκων, κυρίως τα
τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά. Τα εντερικά συμπτώματα είναι δυνατόν να έχουν μια ιδιαίτερα
ψυχαναγκαστική ποιότητα με σημαντικό βαθμό ψυχαναγκαστικής καθήλωσης των ασθενών
στη λειτουργία του εντέρου τους. Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι ασθενείς που παρουσιάζουν
ψυχαναγκαστικές καθηλώσεις στη λειτουργία του εντέρου δεν πάσχουν στην πραγματικότητα
από ψυχαναγκαστική νεύρωση αλλά από διαταραχή σωματοποίησης ή ακόμη και από
κατάθλιψη.

Παροδική πρωκταλγία (Proctalgia Fugax). Χαρακτηριστικό αυτής της καλοήθους


κατάστασης είναι ότι ο ασθενής ξυπνάει συνήθως τη νύκτα από ένα αιφνίδιο, οξύ και ισχυρό
πρωκτικό άλγος, το οποίο διαρκεί όχι περισσότερο από 20 λεπτά, και οδηγεί το άτομο στην
τουαλέτα, οπότε υφίεται μυστηριωδώς όπως εμφανίσθηκε, ίσως με την έξοδο αερίων ή
κοπράνων. Είναι αγνώστου αιτιολογίας, αλλά πολλοί ασθενείς τη συσχετίζουν με περιόδους
συναισθηματικής καταπόνησης. Ίσως προκαλείται από παροξυσμική σύσπαση του
ανελκτήρος του πρωκτού (Rao and Hatfield 1996).

Κνησμός του πρωκτού. Ο ιδιοπαθής κνησμός του πρωκτού επί ανδρών αναφέρεται στην
ψυχαναλυτική βιβλιογραφία ότι συνδέεται με σεξουαλικού τύπου λανθάνουσες
ψυχοσυγκρούσεις φιλομοφυλικού τύπου. Γενικώς παρατηρείται σε αυστηρούς,
καταπιεστικούς άνδρες, με τελειοθηρική και καθαριομανή προσωπικότητα, και έτσι ο
ερεθισμός είναι δυνατόν να προκληθεί και να συντηρηθεί από υπερβολικό πλύσιμο. Ετσι ο
επίμονος ψυχογενής κνησμός στην πρωκτογεννητική περιοχή συντηρείται από έναν φαύλο
κύκλο κνησμού-απόξεσης.

ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΝΤΕΡΟΥ. Σε αυτές περιλαμβάνονται: η χρόνια γαστρίτιδα,


το γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος, το σύνδρομο φλεγμονώδους εντέρου.

Έλκος στομάχου και δωδεκαδακτύλου. Το γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος εθεωρείτο


ψυχοσωματική διαταραχή προκαλούμενη από στρεσογόνες καταστάσεις και χρόνιο άγχος.
Σήμερα πιστεύεται ότι η επίδραση των ψυχολογικών παραγόντων στη διαμόρφωση και
εξέλιξη της νόσου είναι μικρή. Η σχετικά μεγάλη συχνότητα κατάθλιψης στους πάσχοντες
από γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος αντανακλά περισσότερο την αντίδρασή τους στη
χρονιότητα των συμπτωμάτων τους, δηλαδή είναι συνέπεια και όχι αιτιολογικός παράγων της
νόσου. Έχουν γίνει και εδώ προσπάθειες συσχετισμού ανάμεσα στη δομή της
προσωπικότητας και στο γαστρικό έλκος και γενικότερα στις διαταραχές του πεπτικού
συστήματος. Κατά τους ψυχαναλυτές, άτομα με προβλήματα στο ανώτερο τμήμα του
πεπτικού είναι καθηλωμένα στο στοματικό στάδιο της ψυχοσεξουαλικής τους εξέλιξης. Ενώ
παθήσεις του κατώτερου τμήματος σχετίζονται με δομικά στοιχεία της πρωκτικής ή
ψυχαναγκαστικής προσωπικότητας. Για τους πάσχοντες από έλκος του δωδεκαδακτύλου
έχουν προταθεί χαρακτηριστικά όπως συναισθηματική ανωριμότητα με επιθυμίες στοματικής
εξάρτησης, ασυνείδητες ομοφυλόφιλες επιθυμίες που αντισταθμίζονται με αρρενωπή
συμπεριφορά ή σύγκρουση μεταξύ επίμονων παιδικών επιθυμιών στοματικής εξάρτησης και
υπερεγωτικών απαιτήσεων ανεξαρτησίας, αυτάρκειας, επιτυχίας και γοήτρου στη ζωή (Alex-
ander 1950). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σήμερα αυτές οι απόψεις έχουν πέσει σε
ανυποληψία και πολλοί θεωρούν ότι δεν έχουν καμία επιστημονική εγκυρότητα.

Σύνδρομο φλεγμονώδους εντέρου. Σε αυτό ανήκει η ελκώδης κολίτις και η νόσος του
Crohn. Οι πάσχοντες από νόσο του Crohn φαίνεται ότι παρουσιάζουν περισσότερους
ψυχοπαθολογικούς δείκτες, αλλά το ψυχοπαθολογικό περίγραμμα και στις δύο νόσους είναι
παρόμοιο.
292

Ελκώδης κολίτις. Η ελκώδης κολίτις χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια


αιμορραγίας με βλέννη ή/και πύον. Παράγοντες γενετικοί, βιοχημικοί, λοιμώδεις,
ανοσοβιολογικοί και ψυχοσωματικοί έχει θεωρηθεί ότι παίζουν ρόλο αιτιολογικό. Οι σχέσεις
μεταξύ ελκώδους κολίτιδος και ψυχιατρικών παραγόντων έγιναν θέμα μελέτης από την
εποχή της επανεμφάνισης της ψυχοσωματικής σκέψης στην ιατρική κατά τη δεκαετία του ’30,
και σχεδόν μέχρι και τη δεκαετία του ’50 εθεωρείτο μία από τις επτά κλασικές ψυχοσωματικές
νόσους και αντιμετωπιζόταν ως τέτοια (Aronowitz and Spiro 1988; Murray 1984), χωρίς
βέβαια μεγάλη επιτυχία, με τη χρήση τόσο ψυχοθεραπευτικών όσο και
ψυχοφαρμακολογικών θεραπειών. Η ανοσοβιολογική προσέγγιση της αιτιοπαθογένειας και η
χρήση στεροειδών και άλλων ανοσοκατασταλτικών παραγόντων στη θεραπεία της άλλαξε το
σκηνικό. Παρ’ όλα αυτά, η νόσος ακόμη και σήμερα θεωρείται από πολλούς ένα μυστήριο,
μια πολύπλοκη νόσος με άγνωστη αιτιοπαθογένεια, που παρουσιάζει υφέσεις και εξάρσεις.
Βέβαια δεν έχει σημασία μόνο η αιτιοπαθογένεια, αφού η σχέση μεταξύ ψυχιατρικών
παραγόντων και πορείας της νόσου, καθώς και η συναισθηματική αντίδραση των ασθενών
προς τη νόσο τους είναι χρήσιμοι δείκτες για τον καλύτερο σχεδιασμό της θεραπείας.
Πάσχοντες από ελκώδη κολίτιδα συχνά περιγράφονται ως άτομα σχολαστικά,
προσεκτικά, άκαμπτα, με ανελαστικότητα στις ηθικές τους αξίες και τυπολατρικά, δηλαδή ως
άτομα που παρουσιάζουν στοιχεία της ψυχαναγκαστικής προσωπικότητας (Bellini and
Tansela 1976, Helzer et al 1982), ενώ οι γυναίκες παρουσιάζουν αισθήματα αδυναμίας να
εκπληρώσουν μητρικούς ρόλους. Τα στοιχεία αυτά παρεμποδίζουν την ικανότητά τους να
προσαρμόζονται στις ψυχοκαταπονήσεις της ζωής. Έχουν την τάση να μετατρέπουν τις
καθημερινές δυσκολίες σε συναισθηματική καταπόνηση η οποία, μαζί και με άλλους
παράγοντες, συμβάλλει στην υπερέκκριση, στην υπερκινητικότητα και σε άλλες
δυσλειτουργίες του στομάχου και του εντέρου, που τελικώς κορυφώνονται στη δημιουργία
γαστρεντερικών διαταραχών. Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν ότι αυτά τα χαρακτηριστικά δεν
είναι πράγματι στοιχεία της προσωπικότητας των ασθενών, αλλά αντιδράσεις στη νόσο
(Keltikangas-Järvinen 1989).
Όλες οι ψυχοσωματικές ασθένειες έχουν χαρακτήρα φασικό με εξάρσεις και υφέσεις.
Στην ελκώδη κολίτιδα όμως αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές. Υψηλά επίπεδα ψυχοπαθολογίας
έχουν επισημανθεί σε αυτούς τους ασθενείς, που σχετίζεται θετικά με τις περιόδους
επιδεινώσεως της νόσου (Magni et al 1991, Porcelli et al 1994). Κατά τη φάση της εξάρσεως,
αλλά και κατά τη φάση της υφέσεως, οι γυναίκες, πολύ περισσότερο από τους άνδρες,
παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα άγχους, καταθλίψεως και σωματοποιήσεως. Ψυχιατρικά
συμπτώματα όπως άγχος, κατάθλιψη και ψυχαναγκαστικές διαταραχές παρεμβαίνουν κατά
την πορεία της νόσου και επηρεάζουν πολύ αρνητικά την ποιότητα ζωής τους. Η κατάθλιψη
είναι μια τρομερή επιπλοκή, και όσο επιβαρύνεται η νόσος τόσο αυξάνουν οι πιθανότητες
εμφανίσεώς της. Η παραγνώριση της κατάθλιψης και η παραμέληση της θεραπείας της
συνιστούν ιατρικά σφάλματα πρώτου μεγέθους. Σοβαρό ψυχιατρικό πρόβλημα είναι η
διαρκής υπεραπασχόληση του ασθενούς με τη νόσο, η οποία είναι δυνατόν να προσλάβει
τον χαρακτήρα υποχονδριακής διαταραχής με αύξηση της χρήσεως υπηρεσιών υγείας,
δημόσιων και ιδιωτικών. Οι πάσχοντες από ελκώδη κολίτιδα παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα
εχθρικής διαθέσεως και στις δύο φάσεις της νόσου (Angelopoulos et al 1996).

Ηπατικές παθήσεις. Η επίδραση των ηπατικών παθήσεων στην ψυχική κατάσταση (Collis
and Lloyd 1992) και στη σεξουαλική λειτουργία είναι πολύ αρνητική. Ο συνδυασμός
ηπατοπάθειας και κατανάλωσης αλκοόλ είναι δυνατόν να οδηγήσει σε σοβαρές ψυχικές
διαταραχές. Η ηπατική εγκεφαλοπάθεια παρατηρείται στην πλειονότητα των πασχόντων
από ηπατική ανεπάρκεια και εκδηλώνεται με διαταραχές από την συνείδηση, το συναίσθημα
και την συμπεριφορά, σε μια ποικιλία έντασης και σοβαρότητας (βλ οργανικά
ψυχοσύνδρομα).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΡΑΜΠΑΒΙΛΑΣ ΑΔ και συν (1980). Συγκριτικά ψυχοφυσιολογικά ευρήματα σε αρρώστους με συνδρομή
ευερέθιστου κόλου και σε αγχώδεις νευρωσικούς. Εγκέφαλος 17:100-103.
293

ΖΟΥΝΗ Μ, και συν (1979). Κλινικές παρατηρήσεις, ψυχομετρικά και ψυχοφυσιολογικά ευρήματα σε αρρώστους
με ελκώδη κολίτιδα και συνδρομή ευερέθιστου κόλου. Εγκέφαλος 16:5-9.

ALEXANDER F. (1950). Psychosomatic Medicine: Its Principles and Application. W.W. Norton, New York.
ANGELOPOULOS NV, et al. (1996). Psychiatric symptoms hostility and life events in ulcerative colitis patients
during active phase and remission. The European Journal of Psychiatry 10(2):87-99.
ARONOWITZ R, SPIRO HM (1988). The rise and fall of the psychosomatic hypothesis in ulcerative colitis. J Clin
Gastroenterol 10(3): 298-305.
BELLINI M, TANSELA M. (1976). Obsessional scores and subjective general psychiatric complains of patients
with duodenal ulcer or ulcerative colitis. Psychol Med. 6:461-467.
BLANCHARD EB, et al. (1990). The role of anxiety and depression in the irritable bowel syndrome. Behav Res
Ther 28(5): 401-405.
COLLIS I, LLOYD G. (1992). Psychiatric aspects of liver disease. Br. J. Psychiatry 161:12-22.
DROSSMAN DA, et al (1990). Sexual and physical abuse in women with functional or organic gastrointestinal
disorders. Ann Intern Med 113:828-833.
DROSSMAN DA, et al (1989). Health-related quality of life in inflammatory bowel disease. Functional status and
patients worries and concerns. Dig. Dis. Sci. 34(9):1379-86.
ELAM M, THOREN P, SVENSSON TH. (1986). Locus coeruleus neurons and sympathetic nerves: activation by
visceral afferents. Brain Res 375:117-125.
HARVEY RF, SALIH SY, READ AE. (1983). Organic and functional Disorders in 2000 gastroenterology outpa-
tients. Lancet 1:632-634.
HELZER JE, et al (1982). A controlled study of the association between ulcerative colitis and psychiatric disor-
ders. Dig Dis and Sci 27:513-518.
HISLOP IG. (1971). Psychological significance of the irritable colon syndrome. Gut 12:452-457.
KELTIKANGAS-JÄRVINEN L. (1989). “Psychosomatic personality”- A personality constellation or an illness-
related reaction? Brit J Med Psychol 62:325-331.
LADER MH. (1975). The psychophysiology of mental illness. Routledge and Kegan Paul, London.
McDONALD AJ, BOUCHIER IAD. (1980). Non-Organic Gastrointestinal Illness: A Medical and Psychiatric
Study. Brit J Psychiat 136: 276-283.
MAGNI G, et al (1991). Psychiatric diagnoses in ulcerative colitis. A controlled study. Br J Psychiatry 158:413-5.
MAZZOTA P, et al (2000). Psychosocial morbidity among women with nausea and vomiting of pregnancy:
prevalence and association with anti-emetic therapy. J Psychosom Obstet Gynaecol 21(3): 129-136.
McLEAN P. (1985). Evolutionary Psychiatry and the triune brain. Psychol. Med. 15:219-221.
MURRAY JB. (1984). Psychological factors in ulcerative colitis. J Gen Psychol 110:201-21.
PALMER RL, et al (1974). Psychological characteristics of patients with irritable bowel disease. Postgrad Med J
50:416.
PORCELLI P, ZAKA S, CENTOSE S, SISTO G. (1994). Psychological distress and levels of disease activity in
inflammatory bowel disease. Ital. J. Gastroenterol. 26(3): 111-115.
RAO SS, HATFIELD RA (1996). Paroxysmal anal hyperkinesis: a characteristic feature of proctalgia fugax. Gut
39(4): 609-612.
RIX KJB, PEARSON DG, BENTLEY SJ. (1984). A psychiatric study of patients with supposed food allergy. Br J
Psychiatry 145:121-126.
TONER BB, GARFINKEL PE, JEEJEEBOY KN. (1990). Psychological factors in irritable bowel syndrome. Can
J Psychiatry 35:158-161.
WALKER EA, et al (1995). Psychiatric diagnoses, sexual and physical victimization and disability in patients with
irritable bowel syndrome or inflammatory bowel disease. Psychol Med 25:1259-1267.
294

36. ΔΕΡΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ KAI ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ

Σε κλινικό επίπεδο το ψυχιατρικό και το δερματολογικό στοιχείο είναι δυνατόν να


συνυπάρξουν και να διαμορφώσουν χαρακτηριστικές ψυχοδερματολογικές κλινικές εικόνες,
τις οποίες συνήθως αντιμετωπίζουν οι δερματολόγοι, επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις
οι ασθενείς δεν παραδέχονται ότι η αιτία της συμπτωματολογίας τους είναι ψυχιατρική. Τα
φαινόμενα που εντάσσονται στην περιοχή που οριοθετείται μεταξύ των αξόνων της
ψυχιατρικής και της δερματολογίας είναι δυνατόν να διακριθούν στις παρακάτω μεγάλες
κατηγορίες:
Η πρώτη κατηγορία αφορά ψυχιατρικές και ψυχοκοινωνικές συνέπειες των δερματοπαθειών.
Η αλωπεκία ή η λεύκη π.χ., μέσα από μηχανισμούς διαπροσωπικής ευαισθησίας (Mouzas
et al 2008) είναι δυνατόν να οδηγήσουν τους πάσχοντες σε κατάθλιψη ή σε κοινωνική
φοβία. Τα δερματολογικά συμπτώματα και σημεία είναι δυνατόν να προκαλέσουν στους
πάσχοντες δυσφορία, παραμόρφωση και δυσμορφία, κοινωνικό στίγμα, αλλαγή του
τρόπου ζωής και τελικώς ψυχιατρική συμπτωματολογία, που συνήθως εκφράζεται ως
άγχος, κατάθλιψη και ευαισθησία στις διαπροσωπικές σχέσεις (Hughes et al 1983, Angelo-
poulos et al 2001, Zafiriou et al 2005). Οι δερματολογικές παθήσεις είναι ιδιαίτερα
ενοχλητικές και μπορεί να γίνουν αφόρητες αν προστεθεί κνησμός, ο οποίος συνήθως
συνοδεύεται από νευρικότητα και αϋπνία. Τουλάχιστον το 30% των ασθενών που
παρακολουθούνται στα εξωτερικά δερματολογικά ιατρεία παρουσιάζουν ψυχιατρικά
προβλήματα, κυρίως άγχος και κατάθλιψη, ενώ ένα ποσοστό από αυτούς –μάλλον μικρό–
θα χρειασθεί εξειδικευμένη ψυχιατρική θεραπεία (Hughes et al 1983).
Η δεύτερη κατηγορία αφορά δερματολογικές διαταραχές, στην αιτιοπαθογένεια των οποίων
εμπλέκονται ψυχολογικοί και ψυχοπαθολογικοί παράγοντες. Η παθομιμία και η
δερματοζωοφοβία είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ψυχοσωματικοί μηχανισμοί επίσης
είναι δυνατόν να επιταχύνουν την εμφάνιση και να επιβαρύνουν την εικόνα
δερματολογικών νόσων σε άτομα με σχετική προδιάθεση.
Μια άλλη κατηγορία περιλαμβάνει ασθενείς που πάσχουν από ψυχιατρικές διαταραχές,
όπως υποχονδριακές ή παραληρητικές δερματολογικές διαταραχές, και εμφανίζουν
δερματολογικά προβλήματα πυροδοτούμενα από αυτές (βλ. σχετικό κεφάλαιο).
Μια τέταρτη κατηγορία συνδέεται με τη χρήση φαρμάκων. Φάρμακα που χρησιμοποιούνται
για την αντιμετώπιση δερματοπαθειών, όπως τα κορτικοστεροειδή, είναι δυνατόν να
προκαλέσουν ψυχιατρικές διαταραχές, αλλά και φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την
αντιμετώπιση ψυχιατρικών διαταραχών, όπως η χλωροπρομαζίνη ή το λίθιο, είναι δυνατόν
να προκαλέσουν δερματολογικά προβλήματα (βλ. σχετικά κεφάλαια).
Τέλος, μια άλλη κατηγορία αφορά συστηματικές διαταραχές όπως το σκληρόδερμα, ο
συστηματικός ερυθηματώδης λύκος κ.λπ., οι οποίες είναι δυνατόν να προκαλέσουν τόσο
δερματολογικές διαταραχές όσο και ψυχιατρικά συμπτώματα (βλ. σχετικό κεφάλαιο).
295

ΨΥΧΟΓΕΝΕΙΣ ΔΕΡΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ. Είναι διαταραχές στην αιτιοπαθογένεια


των οποίων παίζουν σημαντικό ρόλο ψυχολογικοί και ψυχοπαθολογικοί παράγοντες. Αρκετοί
μηχανισμοί έχουν προταθεί για την ερμηνεία της αιτιοπαθογένειας αυτών των διαταραχών
από ποικίλες ψυχαναλυτικές και ψυχοσωματικές θεωρίες. Οι ψυχαναλυτικές απόψεις
εστιάζονται στους μηχανισμούς μετατροπής. Η κνίδωση, για παράδειγμα, εκφράζει το
«κλάμα» του δέρματος σε άτομα που δεν μπορούν να κλάψουν και σχετίζεται με
ανικανοποίητες ανάγκες εξάρτησης από γονεϊκά πρότυπα, ενώ τα ψωριασικά συμπτώματα
συμβολίζουν συναισθηματικές ψυχοσυγκρούσεις που εκπηγάζουν από ανάγκες φροντίδας
και εξάρτησης. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι το δέρμα λειτουργεί ως προλεκτικός
μηχανισμός έκφρασης συναισθημάτων σε περιπτώσεις ψυχοσυναισθηματικής
παλινδρόμησης και χρησιμοποιείται από εκείνους που απέτυχαν να αναπτύξουν μια γλώσσα
ικανή να εκφράζει τα συναισθήματά τους.
Το ψυχογενές ερύθημα, ερύθημα της αιδούς, της χαράς ή του θυμού, είναι παροδικό,
εμφανίζεται κυρίως στις παρειές του προσώπου και στο μέτωπο, μπορεί να φθάσει μέχρι
το λαιμό και τα αυτιά.
Η κνίδωση είναι συστηματική νόσος στην οποία συχνά συνυπάρχουν συναισθηματικές
διαταραχές ή διαταραχές της προσωπικότητας. Επιδεινώνεται μετά από
ψυχοκαταπονήσεις και αρνητικά γεγονότα της ζωής. Κατά ορισμένους μελετητές, εκφράζει
το «κλάμα του δέρματος» σε άτομα που δεν μπορούν να κλάψουν και σχετίζεται με
ανικανοποίητες ανάγκες εξάρτησης από γονεϊκά πρότυπα.
Ψυχογενής κνησμός. Ο κνησμός είναι από τα συχνά δερματολογικά συμπτώματα και
επομένως θα πρέπει να χαρακτηρισθεί ως ψυχογενής μόνον εφόσον αποκλεισθεί με
βεβαιότητα οποιοσδήποτε οργανικός αιτιοπαθογενετικός μηχανισμός. Είναι επικίνδυνο να
διαγνώσει κανείς ψυχογενή κνησμό εκεί όπου υπάρχει σοβαρή νόσος (π.χ. νόσος
Hodgkin). Συνήθως είναι γενικευμένος. Όταν είναι εντοπισμένος, συχνά εντοπίζεται στα
γεννητικά όργανα και στο τριχωτό της κεφαλής. Κατά τους ψυχαναλυτές, ο κνησμός του
δέρματος γενικώς συνδέεται με καταπιεσμένα συναισθήματα θυμού και ενοχής, ενώ ο
κνησμός του πρωκτού επί ανδρών συνδέεται με σεξουαλικού τύπου ψυχοσυγκρούσεις
φιλομοφυλικού τύπου. Συχνά ο ψυχογενής κνησμός συνδέεται με κατάθλιψη.
Θεραπευτικώς αντιμετωπίζεται με χορήγηση αγχολυτικών ή/και αντικαταθλιπτικών.
Δερμογραφισμός ή δερματογραφία. Οφείλεται σε υπερευαισθησία του φυτικού ΝΣ.
Προκαλείται από τοπικό οίδημα λόγω διαστολής των αγγείων του δέρματος μετά από
μηχανικό ερεθισμό. Είναι δυνατόν να φτιάχνονται σχήματα στο δέρμα με κατάλληλο
όργανο που λειτουργεί ως γραφίδα ή ακόμη και με το νύχι. Τα σχήματα γίνονται ορατά λίγα
λεπτά μετά τη γραφή τους στο δέρμα. Μερικές φορές το φαινόμενο παίρνει διαστάσεις
παθολογικές (urticaria factitia) και μπορεί να αξιοποιηθεί προς εξαπάτηση των αφελών.
Παθομιμία ή Dermatitis Artefacta. Σκοπίμως αυτοπροκαλούμενη δερματική βλάβη, την
οποία όμως ο ασθενής αρνείται ότι προκάλεσε μόνος του, επιδιώκοντας να παραπλανήσει
τον ιατρό. Θα πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκεται από το σύνδρομο Münchausen και την
υποκρισία. Παρατηρείται κυρίως σε νεαρά και ανώριμα άτομα. Μια μορφή τέτοιας
δερματολογικής διαταραχής τραυματικού τύπου είναι δυνατόν να προκληθεί στα
ψυχαναγκαστικά άτομα που επιδίδονται σε εντατικό και πολλάκις επαναλαμβανόμενο
τελετουργικό πλύσιμο χεριών και σώματος. Εδώ ο ασθενής προκαλεί βλάβες όχι για να
παραπλανήσει τον ιατρό αλλά μέσα στο πλαίσιο της ψυχαναγκαστικής διαταραχής του. Η
ψυχοθεραπεία είναι δυνατόν να αποδώσει, αν και αυτοί οι ασθενείς δύσκολα
συνεργάζονται με ψυχίατρο. Με την πάροδο του χρόνου και την ωρίμανση της
προσωπικότητας είναι δυνατόν η κατάσταση να βελτιωθεί (Fabish 1980).
Ψυχογενής γλωσσοδυνία. Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει συμπτώματα καύσου,
ξηροστομίας, πικρής γεύσης και άλγους στο στόμα και στη γλώσσα (Bergdahl and
Bergdahl 1999, Δημητράκος και συν 2000). Ο βλεννογόνος του στόματος είναι
φυσιολογικός στην αντικειμενική εξέταση. Διαταραχές της αισθητικότητας της γλώσσας και
της γεύσης είναι δυνατόν να συνοδεύουν την εικόνα. Το ψυχοπαθολογικό υπόστρωμα δεν
είναι σαφές, ενδεχομένως υπάρχει συσχέτιση με την κατάθλιψη (Trikkas et al 1996), και
συνήθως προϋπάρχει ιστορικό ψυχιατρικής νόσου. Η θεραπευτική αντιμετώπιση θα
296

εστιαστεί στην άποψη ότι η γλωσσοδυνία είναι ισοδύναμο της κατάθλιψης και επομένως η
αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή θα βοηθήσει τον ασθενή.
Δερματολογική μη νόσος. Ο ασθενής παραπονείται για δερματικά ενοχλήματα, αλλά τα
ευρήματα για δερματολογική νόσο είναι πενιχρά ή ανύπαρκτα. Είναι επομένως διαταραχή
της εικόνας του δέρματος και έχει προταθεί η κατάταξή της στις δυσμορφοφοβίες. Συνήθως
αφορά το πρόσωπο, το τριχωτό της κεφαλής, τα γεννητικά όργανα. Τα προβαλλόμενα
συμπτώματα είναι καύσος, κνησμός, τριχόπτωση του τριχωτού της κεφαλής ή τριχοφυΐα
στο πρόσωπο. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ανυπόφορη οδύνη στην οποία περιέρχεται
ο ασθενής. Μερικές φορές η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή και ο ασθενής παρουσιάζει
επίσημη μελαγχολία, διότι πιστεύει ότι δεν θα θεραπευτεί. Έχουν αναφερθεί και επιτυχείς
αυτοκτονίες. Ψυχοθεραπεία και αντικαταθλιπτική αγωγή επιβάλλονται.
Ψευδαίσθηση δύσοσμου ιδρώτα. Ο ασθενής, συνήθως έφηβος, κατέχεται από την
πεποίθηση ότι ο ιδρώτας του μυρίζει άσχημα. Η κατάσταση ίσως είναι παροδική κατά τη
διάρκεια της εφηβείας. Με την πάροδο του χρόνου όμως είναι δυνατόν να αποκτήσει
εντόνως παραληρητικό χαρακτήρα, οπότε ολοκληρώνεται η εικόνα μιας
μονοσυμπτωματικής υποχονδριακής ψύχωσης.
Σύνδρομο ψυχογενούς πορφύρας ή σύνδρομο Gardner-Diamond. Αρχικώς είχε
αποδοθεί σε αυτοερυθροκυτταρική ευαισθητοποίηση, αλλά φαίνεται ότι οι βλάβες είναι
προκλητές (Gardner and Diamond 1955). Είναι ασυνήθιστο και σπάνιο νόσημα,
διακρινόμενο από επώδυνες εκχυμώσεις στο σώμα (κυρίως στα χέρια, στα πόδια, στο
πρόσωπο) μετά από ασήμαντο τραύμα και πολλαπλές ενοχλήσεις από τα συστήματα,
όπως κρίσεις απωλείας της συνειδήσεως, κοιλιακά άλγη και εμέτους. Παρατηρείται
συνήθως στις γυναίκες. Ίσως βοηθήσει η ψυχοθεραπεία, αν και οι ασθενείς δεν
παραδέχονται την ψυχιατρική διάσταση της νόσου τους.
Παραληρητική παρασίτωση ή ακαρεοφοβία ή παρασιτοφοβία (Munro 1980). Είναι μια
ειδική μορφή μονοσυμπτωματικής υποχονδριακής ψύχωσης, συχνότερη στις γυναίκες.
Παρατηρείται κυρίως σε πάσχοντες από γεροντική άνοια, αλλά έχουν αναφερθεί και
περιστατικά χωρίς οργανική εγκεφαλική βλάβη. Ο ασθενής, χωρίς να παρουσιάζει άλλες
παραληρητικές ιδέες ή ψευδαισθήσεις, κατέχεται από την επίμονη και ακλόνητη βεβαιότητα
ότι κάτω από το δέρμα του υπάρχουν παράσιτα ή μικρά ζωύφια τα οποία του προκαλούν
κνησμό, τον τσιμπούν και τον αγκυλώνουν. Είναι κατάσταση δυσθεράπευτη (Gould and
Gragg 1976). Έχει αναφερθεί ότι η χορήγηση πιμοζίδης μπορεί να συμβάλει στη θεραπεία,
αν και τα αποτελέσματα είναι μάλλον πτωχά (Reilly et al 1978).
Ψυχογενείς διαταραχές δερματικής αισθητικότητας. Ψυχογενής ανωμαλία ή απώλεια της
δερματικής αισθητικότητας παρατηρείται στις μετατρεπτικές υστερίες. Απαραίτητο
διαφοροδιαγνωστικό δεδομένο είναι η απουσία βλάβης σε οποιοδήποτε επίπεδο της
αισθητικής οδού. Η διαταραχή σχετίζεται άμεσα με τις γνώσεις που έχει ο ασθενής για τη
λειτουργία της αισθητικότητας (π.χ. κάποιος συγγενής ή γνωστός έπαθε κάτι παρόμοιο),
και, όπως συμβαίνει σε όλες τις μορφές υστερίας, η διαταραχή βοηθάει τον ασθενή να
ξεφύγει από μια δυσάρεστη και ψυχοπιεστική κατάσταση. Συμπεριφορές προσέλκυσης της
προσοχής των άλλων και κάποιος βαθμός «γλυκιάς αδιαφορίας» (belle indifference)
συνοδεύουν τη συμπτωματολογία. Ποτέ δεν τίθεται η διάγνωση της υστερίας, αν δεν
αποκλεισθούν με βεβαιότητα οργανικές διαταραχές που μπορεί να βρίσκονται στην
αφετηρία των συμπτωμάτων, στην περίπτωση αυτή νευρολογικές παθήσεις με
προοδευτική πορεία (π.χ. σκλήρυνση κατά πλάκας).
Τριχοτιλλομανία. Είναι χρονία νόσος και συχνά περιλαμβάνει πολλά σημεία του σώματος
από τα οποία ξεριζώνονται οι τρίχες (μασχάλες, τριχωτό κεφαλής, εφήβαιο), αλλά η
μετωπιαία και η κροταφοβρεγματική περιοχή προσβάλλονται συχνότερα. Τελευταία
κατατάσσεται στις ψυχαναγκαστικές διαταραχές, αν και συνήθως συνοδεύεται και από άλλα
ψυχιατρικά συμπτώματα. Παρατηρείται κυρίως στις γυναίκες νεαρής ηλικίας όταν διανύουν
περιόδους ψυχοκαταπόνησης (Sanderson and Hall-Smith 1970). Από νευροεθολογική
σκοπιά η τριχοτιλλομανία είναι διαταραχή μιας από τις συμπεριφορές αυτοπεριποίησης
(grooming behaviours), στις οποίες ανήκουν και η ονυχοφαγία, το χτένισμα, το ξεψείρισμα
κ.λπ. Η χλωριμιπραμίνη, η πιμοζίδη, τα σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά έχουν
χρησιμοποιηθεί ως θεραπευτικοί παράγοντες. Φαίνεται ότι ένας συνδυασμός πιμοζίδης και
297

σιταλοπράμης είναι περισσότερο αποτελεσματικός, αλλά χρειάζεται προσοχή λόγω


αλληλεπίδρασης αυτών των φαρμάκων.
Τα ψωριασικά συμπτώματα συμβολίζουν συναισθηματικές ψυχοσυγκρούσεις που
εκπηγάζουν από ανάγκες αγάπης, φροντίδας και εξάρτησης και επιδεινώνονται σε έντονες
συναισθηματικές καταστάσεις και ψυχοκαταπονήσεις. Η ψωρίαση έχει σοβαρές
ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις συνδεόμενες με τον ορατό χαρακτήρα των αλλοιώσεων.
Κατάθλιψη με αισθήματα αυτοϋποτίμησης και ντροπής είναι συχνά φαινόμενα.
Αλωπεκία. Κυριότερη ψυχογενής αλωπεκία είναι η λεγόμενη γυροειδής αλωπεκία, κατά την
οποία φαίνεται ότι ενεργοποιείται αυτοάνοσος μηχανισμός πυροδοτούμενος από ψυχικούς
παράγοντες όπως μια ισχυρή και αιφνίδια ψυχοκαταπόνηση που διαρκεί.
Ψυχογενές άλγος του αιδοίου. Οι ασθενείς παραπονούνται για αισθήματα άλγους, καύσου
ή συνδυασμού αυτών (καυσαλγίες). Σοβαρά συζυγικά προβλήματα, άσχημες
γυναικολογικές και μαιευτικές εμπειρίες, μοναξιά, κατάθλιψη ή καρκινοφοβία μπορεί να
είναι πυροδότες αυτής της κατάστασης. Ψυχοθεραπεία σε συνδυασμό με αντικαταθλιπτική
αγωγή είναι μέσα στις θεραπευτικές επιλογές.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ Ι και συν (2000). Γλωσσοδυνία: Κλινική περίπτωση. Ψυχιατρική 11:220-226.

ALEXANDER F. (1950). Psychosomatic Medicine: Its Principles and Application. W.W. Norton, New York.
ANGELOPOULOS NV, DROSOS AA, MOUTSOPOULOS HM. (2001). Psychiatric symptoms involved in sclero-
derma. Psychotherapy and Psychosomatics 70(3):145-150.
BERGDAHL M, BERGDAHL J. (1999). Burning mouth syndrome: prevalence and associated factors. J Oral
Pathol 28:350-354.
COTTERILL JA. (1981). Dermatological non-disease: a common and potentially fatal disturbance of cutaneous
body image. Br J Dermatol. 104(6):611-9.
FABISH W. (1980). Psychiatric aspects of dermatitis artefacta. Brit J Dermatol 102:29-34.
GARDNER FM, DIAMOND LK. (1955). Autoerythrocyte sensitization. Blood 675-690.
GOULD WM, GRAGG TM. (1976) Delusions of parasitosis. An approach to the problem. Arch Dermatol.
112(12):1745-8.
HUGHES JE, BARRACLOUGH BM, HAMBLIN LG, WHITE JE. (1983). Psychiatric symptoms in dermatology
patients. Brit J Psychiat 143:51-54.
MUNRO A. (1980). Monosymptomatic hypochondriacal psychosis. Brit J Hosp Med 24:34-38.
MOUZAS OD, ANGELOPOULOS NV, PAPALIAGKA MN, TSOGAS P. (2008). Increased frequency of self-
reported parasomnias in patients suffering from vitiligo. Eur J Dermatol, 18(2):165-8.
REILLY TM, JOPLING WH, BEARD AW. (1978). Succesful treatment with pimozide of delusional parasitosis.
Brit J Dermatol 98:457-459.
SANDERSON KV, HALL-SMITH P. (1970). Tonsure trichotillomania. Brit J Dermatol 82:343-350.
SNEDDON IB. (1979). The presentation of psychiatric illness to the dermatologist. Acta Derm Venereol Suppl
(Stockh) 59(85):177-9.
TRIKKAS G, NIKOLATOU O, SAMARA C, et al (1996). Glossodynia: Personality characteristics and psycho-
pathology. Psychother Psychosom 163-168.
ZAFIRIOU E, ANGELOPOULOS NV, ZINTZARAS E, RALLIS E, ROUSSAKI-SCHULZE AV. (2005). Psychiatric
factors in patients with sensitive skin. Drugs Exp Clin Res.
298

37. ΝΟΣΟΙ ΤΟΥ ΑΝΟΣΙΑΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ KAI ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ

Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος. Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος είναι δυνατόν


να προκαλέσει βλάβες σε οποιονδήποτε ιστό του σώματος. Όταν προσβάλλει το ΚΝΣ,
παρουσιάζει κλινική εικόνα σε ευρύ φάσμα και η πορεία του χαρακτηρίζεται από εξάρσεις και
υφέσεις ποικίλης διάρκειας. Πολλές φορές η διάγνωση τίθεται όταν καταστάσεις όπως
επιληπτικοί σπασμοί, νευροπάθειες, ημιπάρεση, διαταραχές των νοητικών λειτουργιών και
προοδευτική άνοια, οργανικά ψυχοσύνδρομα ή λειτουργικές ψυχώσεις εγείρουν τις υποψίες
του κλινικού ιατρού. Ψυχιατρική συμπτωματολογία απαντάται σε ποσοστά που κυμαίνονται
από 15% μέχρι και 60% (Estes and Christian 1971, Rimon et al 1988). Τα συνηθέστερα
συμπτώματα είναι νευρωσικού χαρακτήρα και περιλαμβάνουν καταθλιπτικό συναίσθημα,
άγχος και απόσυρση. Σπανιότερα, σε ποσοστό περίπου 10%-20%, εμφανίζονται
συμπτώματα ψυχωσικά, όπως δομικές διαταραχές της σκέψης, ψευδαισθήσεις και
παραληρητικές ιδέες. Οργανικά ψυχοσύνδρομα με επεισοδιακό χαρακτήρα και συγχυτική ή
ψυχωσική εικόνα ή με τη μορφή βραδέως εκδηλούμενης άνοιας είναι ακόμη σπανιότερα και
μπορεί να προκαλούνται από μικρο-αγγειοεγκεφαλικές διαταραχές ή από τοξικές
καταστάσεις ως συνέπεια της νόσου ή της θεραπείας με στεροειδή.

Ρευματοειδής αρθρίτις. Επίμονο και συνεχές άλγος, δυσκαμψία στις αρθρώσεις λόγω της
φλεγμονής και κόπωση είναι τα κυριότερα συμπτώματα του πάσχοντος από ρευματοειδή
αρθρίτιδα, με επιπτώσεις στη φυσική, ψυχολογική και κοινωνική του λειτουργικότητα. Η
κατάθλιψη και το άγχος είναι τα συνηθέστερα ψυχιατρικά συμπτώματα που απαντώνται σε
αυτούς τους ασθενείς, όπως σχεδόν σε όλους τους πάσχοντες από χρόνια νοσήματα. Η
νόσος παρουσιάζει εξάρσεις και υφέσεις και η επιδείνωση των συμπτωμάτων της
συνοδεύεται από ανάλογη επιδείνωση του άγχους και της κατάθλιψης (Zaphiropoulos and
Burry 1973, Bishop et al 1987). Έχει υποστηριχθεί ότι αυτοί οι ασθενείς, σε επίπεδο δομής
προσωπικότητας, έχουν υψηλά επίπεδα επιθετικότητας, περιορισμένη ικανότητα να
αναγνωρίζουν και να εκφράζουν συναισθήματα και ότι είναι άτομα τελειοθηρικά και άκαμπτα.
Ιδιαίτερα οι πάσχουσες γυναίκες είναι κυριαρχικές και αρρενοποιημένες. Ωστόσο αυτές οι
απόψεις απέχουν πολύ από το να είναι ικανοποιητικά τεκμηριωμένες. Έχει προταθεί και η
άποψη ότι οι πάσχοντες από ρευματοειδή αρθρίτιδα έχουν μια ορισμένη, ιδιαίτερα
χαρακτηριστική, δομή προσωπικότητας, την ονόμασαν μάλιστα «ρευματική προσωπικότητα»
(Moos and Solomon 1964). Στοιχεία μεθοριακής προσωπικότητας έχουν επίσης επισημανθεί
(Hyphantis et al 2006). Παρόμοιες προσπάθειες έχουν γίνει και σε όλες σχεδόν τις
ψυχοσωματικές παθήσεις, αλλά τίποτε τεκμηριωμένο δεν έχει προκύψει. Μία ενδιαφέρουσα
και δυσεξήγητη παρατήρηση, ότι οι πάσχοντες από ρευματοειδή αρθρίτιδα διατρέχουν
μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης σχιζοφρένειας (Gorwood et al 2004), έχει δώσει αφορμή για
299

υποθέσεις ότι αυτές οι νόσοι αποκλείονται αμοιβαίως, αλλά το όλο θέμα απαιτεί περαιτέρω
διερεύνηση.

Σύνδρομο Sjogren. Το σύνδρομο Sjogren χαρακτηρίζεται από λεμφοκυτταρική διήθηση των


εξωκρινών αδένων, που έχει ως επακόλουθο ελαττωμένες εκκρίσεις και ξηρότητα των
βλεννογόνων. Τα συχνότερα ψυχιατρικά συμπτώματα είναι άγχος, κατάθλιψη και
σωματόμορφες εκδηλώσεις (Malinow et al 1985, Angelopoulos et al 1988).

Σκληρόδερμα. Το σκληρόδερμα χαρακτηρίζεται από φλεγμονή, αγγειακή βλάβη και ίνωση,


που οδηγεί σε πάχυνση του δέρματος, ισχαιμικές εξελκώσεις και βλάβες στους πνεύμονες,
στην καρδιά και στους νεφρούς. Συνοδεύεται από χρόνιο άλγος, νοσηρότητα, μεγάλη μείωση
του προσδόκιμου ζωής και μπορεί να ακολουθήσει απρόβλεπτη πορεία. Στην καθημερινή
ζωή είναι δυνατόν να επηρεάσει πολύ αρνητικά την εμφάνιση του ασθενούς, και έτσι να τον
υποβάλει σε μεγάλη ψυχολογική πίεση (Gulledge 1968). Ο ζωγράφος Paul Klee έπασχε από
σκληρόδερμα και καθώς προχωρούσε η νόσος άλλαζαν και οι μορφές που ζωγράφιζε, μέχρι
που έφθασε σε δρακοντοειδείς μορφές και μορφές νεκρών (Wolf 1999). Η ψυχιατρική
συμπτωματολογία εκδηλώνεται με άγχος, κατάθλιψη, ψυχαναγκαστικά στοιχεία και
σωματόμορφες εκδηλώσεις (Roca et al 1996, Angelopoulos et al 2001). Αγγειίτιδα σε
εγκεφαλικές περιοχές ενδεχομένως να συμβάλλει στην ανάπτυξη σοβαρότερης
ψυχοπαθολογίας, αλλά το θέμα δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς.

Ιδιοπαθής περιβαλλοντική δυσανεξία. Έχει πάρει και άλλα ονόματα, όπως πολλαπλή
χημική ευαισθησία, παναλλεργία, εγκεφαλική αλλεργία, ολική διαταραχή του ανοσιακού
συστήματος κ.λπ. Περιγράφεται ως χρονία πολυσυστηματική νόσος που προκύπτει από
αντίδραση των ασθενών, κυρίως γυναικών, σε χημικούς και άλλους περιβαλλοντικούς
παράγοντες σε επίπεδα που είναι ανεκτά από τον γενικό πληθυσμό, αλλά όχι από τους
ασθενείς (Simon et al 1990, Μάλαμα και Παπαϊωάννου 2004, Bornschein et al 2006). Δεν
υπάρχουν σαφή διαγνωστικά κριτήρια για τη νόσο και τα αναφερόμενα συμπτώματα
αφορούν κυρίως το ΚΝΣ (κεφαλαλγίες, συναισθηματικές διαταραχές, κόπωση, υπνηλία,
ψυχοκινητική διέγερση κ.λπ.), το δέρμα (κνησμός, ερύθημα, εξανθήματα, υπεριδρωσία), το
αναπνευστικό (ρινίτιδα, οπισθορινική έκκριση, φαρυγγαλγία, αναπνευστική δυσχέρεια).
Εντομοκτόνα, αρώματα, βαφές, καθαριστικά σπιτιού, καυσαέρια, χλωριωμένες πισίνες κ.λπ.,
περιλαμβάνονται στους εκλυτικούς παράγοντες. Ισχυρός αρνητικός προγνωστικός δείκτης
είναι η τάση προς σωματοποίηση, όπως επίσης και η προΰπαρξη ψυχιατρικών
συμπτωμάτων. Συχνά συνυπάρχει με τα επίσης δυσεξήγητα: σύνδρομο χρονίας κοπώσεως,
σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, ινομυαλγία, διαταραχή της κροταφογναθικής άρθρωσης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΑΛΑΜΑ Ε, ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Δ. (2004). Ιδιοπαθής περιβαλλοντική δυσανεξία: Ψυχιατρική θεώρηση.
Εγκέφαλος 41:193-200.

ANGELOPOULOS NV, DROSOS A, MOUTSOPOULOS HM (2001). Psychiatric symptoms associated with scle-
roderma. Psychotherapy and Psychosomatics 70(3):145-150.
ANGELOPOULOS NV, et al. (1988). Personality and psychopathology in patients with Sjogren's syndrome.
Terapevt Arkhiv LX(4):49-52.
BISHOP D, GREEN S, CANTOR W, TORRESIN W. (1987). Depression, anxiety, and rheumatoid arthritis activi-
ty. Clin. Experim. Rheumatol. 5:147-150.
BORNSCHEIN S, et al. (2006). Psychiatric morbidity and toxic burden in patients with environmental illness: a
controlled study. Psychosom Med 68(1):104-9.
ESTES D, CHRISTIAN D. (1971). The natural history of systemic Lupus Erythematosus by prospective analysis.
Medicine 50:85-95.
GORWOOD P, et al. (2004). Rheumatoid arthritis and schizophrenia: a negative association at a dimensional
level. Schizophr Res. 66(1):21-9.
GULLEDGE AD. (1968). Scleroderma. Some Psychiatric aspects of progressive systemic sclerosis. J Cansas
Med Soc 69:593-596.
HYPHANTIS TN, et al. (2006). Psychological distress and personality traits in early rheumatoid arthritis: A pre-
liminary survey. Rheumatol Int. 26(9):828-36.
MALINOW KL, et al. (1985). Neuropsychiatric Dysfunction in Primary Sjogren’s syndrome. Ann Int Med103:
344-349.
300

MOOS RH, SOLOMON GF. (1964). Personality correlations of the rapidity of progression of rheumatoid arthritis.
Ann Rheum Dis;23:145-151.
RIMON R, KRONQVIST K, HELVE T. (1988). Overt Psychopathology in Systemic Lupus Erythematosus. Scand.
J. Rheumatol. 17: 143-146.
ROCA RP, WIGLEY FR, WHITE B. (1996). Depressive symptoms associated with scleroderma. Arthritis Rheum
39:1035-1040.
SIMON GE, KATON WJ, SPARKS PJ. (1990). Allergic to life: psychological factors in environmental illness. Am.
J. Psychiatry 147:901-906.
WOLF G. (1999). Endure!: How Paul Klee’s illness influenced his art. The Lancet 353(9163): 1516-1518.
ZAPHIROPOULOS G, BURRY HG. (1973). A study of depression and rheumatoid disease. Ann. Rheum. Dis.
32:593

38. ΛΟΙΜΩΔΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ KAI ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ

Οι μολυσματικές ασθένειες, κυρίως εκείνες που επί χιλιετίες εξολόθρευαν τους ανθρώπους –
είτε κατά κύματα και μαζικά, όπως η πανούκλα και η χολέρα, είτε συνεχώς και σταθερά,
όπως η φυματίωση και η σύφιλη–, αλλά επίσης οι πιο πρόσφατες, όπως το AIDS και άλλες
ιογενείς λοιμώξεις, διαμορφώνουν στον πληθυσμό, πάσχοντες και μη, ένα ιδιαίτερα βαρύ
ψυχολογικό κλίμα, ικανό όχι μόνο να απεξαρθρώσει τον κοινωνικό ιστό αλλά και να
πυροδοτήσει καταστροφικές συμπεριφορές στη διαπροσωπική και στην ομαδική ζωή. Κατά
την περίοδο των μεγάλων επιδημικών κυμάτων της πανώλους, από το 1347 μέχρι τις αρχές
του 18ου αιώνα, καθώς οι ιατροί δεν μπορούσαν να κατανοήσουν και να αντιμετωπίσουν την
επιδημική νόσο, οι πρακτικές της μαγείας, της ονειρομαντείας και της αστρολογίας γνώρισαν
μεγάλη άνθηση και διαδόθηκαν ευρέως στις πλατιές μάζες, ενώ στους κύκλους των
επιστημόνων και των ευγενών εκδηλώθηκε ενδιαφέρον για την αλχημεία και τον
αποκρυφισμό· σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια της κοινωνίας να ερμηνεύσει την αιτία μιας
επιδημίας οδηγούσε κατ’ ανάγκην σε μυθεύματα, αναλόγως της εποχής. Έτσι, όταν ξέσπασε
η επιδημία της σύφιλης, πολλοί σοφοί την απέδωσαν στη συναστρία Διός, Άρεως, Ηλίου και
Ερμού στον αστερισμό του Ζυγού, φαινόμενο που παρατηρήθηκε εκείνη την εποχή. Τα
θεραπευτικά σχήματα καθορίζονταν από την αμάθεια, την άγνοια, τη δεισιδαιμονία, την
απελπισία των ασθενών και επιπροσθέτως από τη φιλαργυρία των ιατρών, φαινόμενα που
και σήμερα είναι διαδεδομένα.

Η στάση της κοινότητας απέναντι στους πάσχοντες. Η λοιμώδης νόσος καθιστά τους
μολυνθέντες, αναλόγως και του είδους της νόσου, αμαρτωλούς και απόβλητους. Τους
συφιλιδικούς ούτε οι λεπροί δεν τους δέχονταν στα ερημητήριά τους. Ο περιορισμός των
συναναστροφών μερικές φορές ήταν απόλυτος. Όταν ξέσπασε η επιδημία της συφιλίδος στο
Παρίσι το 1497, οι κήρυκες σαλπιγκτές καλούσαν τους ξένους να αποχωρήσουν από την
πόλη, γιατί αλλιώς θα αντιμετώπιζαν την αγχόνη, τους δε εντόπιους να κλειστούν στα σπίτια
τους, ειδάλλως θα ρίχνονταν στον Σηκουάνα. Η εγκατάσταση των πρώτων
λοιμοκαθαρτηρίων (λαζαρέτων) και η υποχρεωτική παραμονή σε αυτά όλων των υπόπτων
για διασπορά οποιασδήποτε λοιμώδους νόσου ενίσχυσε τα αντανακλαστικά αυτοπροστασίας
των υγιών και περιθωριοποίησης των «άλλων». Σε περίπτωση εισβολής λοιμογόνου
παράγοντα αν μετά την παρέλευση 40 ημερών δεν αναφερόταν κάποιο νέο κρούσμα ή
θάνατος λοιμόβλητου, γινόταν καθαρισμός των κατοικιών και των ενδυμάτων και μετά την
παρέλευση άλλου τόσου χρονικού διαστήματος, και εφόσον η νόσος δεν υποτροπίαζε,
δινόταν άδεια ελευθεροκοινωνίας. Κατά τη διάρκεια της επιδημίας οι κουρείς όφειλαν, επί
ποινή θανάτου, να κλείσουν τα κουρεία τους. Στην Ελλάδα αυτά τα μέτρα ελαμβάνοντο από
301

τις υγειονομικές υπηρεσίες των βενετοκρατούμενων περιοχών. Οι τουρκοκρατούμενες


εθεωρούντο άκρως επικίνδυνες και όσοι ταξίδευαν σε αυτές υφίσταντο εξονυχιστικό έλεγχο.

Η επιδημική εμφάνιση της νόσου είναι δυνατόν να προκαλέσει έκρηξη πανικού σε μεγάλα
τμήματα του πληθυσμού, με συνακόλουθες επιπτώσεις στην ατομική και στην κοινωνική
συμπεριφορά, τις πολιτιστικές τάσεις και την οικονομική δραστηριότητα. Σπανιότερα, είναι
δυνατόν να παίξει διαμορφωτικό ρόλο ακόμη και στην πορεία ιστορικών γεγονότων, όπως η
καταστροφή της Αθήνας μετά τον αποδεκατισμό του πληθυσμού και της πολιτικής ηγεσίας
από τον περίφημο «λοιμό». Ενδεικτικά:
Πανώλης. Ένα μεγάλο κύμα πανώλους εμφανίσθηκε κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού το
542 στη Γάζα της Παλαιστίνης και σε πέντε περίπου χρόνια επεκτάθηκε σε ολόκληρη την
αυτοκρατορία, εξόντωσε εκατομμύρια ανθρώπους και συνετέλεσε στην κατάρρευση των
ανατολικών επαρχιών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που κατελήφθησαν από τους Άραβες
(Κοντούλης 2005)· ταυτόχρονα η πανδημία προκάλεσε σκλήρυνση του κράτους το οποίο,
έχοντας αλωθεί πλήρως από τη χριστιανική Εκκλησία, επιδόθηκε στη βίαιη μαζική
εξόντωση μη χριστιανικών πληθυσμών. Το 1347 ένα επίσης μεγάλο επιδημικό κύμα
πανώλους, ο επονομασθείς Μαύρος Θάνατος, αφάνισε το 1/3 των κατοίκων της Ευρώπης,
οδήγησε σε ένα πρωτοφανές κύμα μυστικισμού και λαγνείας και συνετέλεσε στις εξεγέρσεις
των χωρικών, που προανήγγειλαν τους αγώνες για ισότητα και δημοκρατία στην Ευρώπη.
Ευλογιά. Η πρώτη καταγραφή της ανάγεται στον 16ο αιώνα π.Χ. στην Αίγυπτο, αλλά στους
αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, παραδόξως, ήταν άγνωστη. Η πρώτη περιγραφή της σε
ελληνικό κείμενο εμφανίζεται τον 6ο αιώνα μ.Χ.. Μέχρι και τον 19ο αιώνα η νόσος επηρέαζε
τις πολεμικές συρράξεις στην Ευρώπη, αναλόγως του στρατεύματος που έπληττε, στο
οποίο προκαλούσε μαζικό υστερικό πανικό. Ήταν μια φρικώδης νόσος που σκότωνε το
50% των θυμάτων της, ενώ όσοι επιζούσαν έφεραν στο πρόσωπό τους τις αναλλοίωτες
δυσμορφίες που προκαλούσε. Οι Έλληνες ιατροί Εμμανουήλ Τιμόνης και Ιάκωβος
Πυλαρινός (Κατσαρός και συν 2005) στις αρχές του 18ου αιώνα πρότειναν έναν τρόπο
εμβολιασμού, τον οποίο λίγο αργότερα εισήγαγε τροποποιημένο στην Αγγλία ο Jenner.
Από το 1750 περίπου επιβλήθηκε υποχρεωτικός δαμαλισμός στον γαλλικό στρατό, μέτρο
που επεκτάθηκε στον γερμανικό και ακολούθως στους υπόλοιπους στρατούς της
Ευρώπης, για να επεκταθεί σταδιακά και στον γενικό πληθυσμό. Το 1978 η Παγκόσμια
Οργάνωση Υγείας ανακοίνωσε την πλήρη εκρίζωση της νόσου. Το 1990 αποκαλύφθηκε ότι
στα εργαστήρια των μεγάλων δυνάμεων καλλιεργούνται άκρως επικίνδυνα στελέχη του ιού
για πολεμική χρήση.
Η χολέρα πυροδότησε μεταναστευτικά κύματα στην Αμερική κατά τον 19ο αιώνα. Είναι η
πρώτη ασθένεια στην ιστορία της ιατρικής που αναγνωρίσθηκε ότι έχει σχέση με τρόπους
λειτουργίας της κοινωνίας. Το φθινόπωρο του 1854, μεγάλη επιδημία χολέρας έπληξε την
Ελλάδα. Η «Ξένη», όπως ονομάστηκε, έφθασε στον Πειραιά από Γάλλους στρατιώτες που
ήρθαν από την Κριμαία για να επιβάλλουν στην Ελλάδα την φιλοτουρκική αγγλο-γαλλική
πολιτική. Στην Αθήνα προκλήθηκε μαζικός πανικός και ο κόσμος για να γλιτώσει έφευγε
μακριά προς τα χωριά της Αττικής ή στα κοντινά νησιά. «Η Ιερά Οδός, η οδός των
Πατησίων, της Κηφισιάς, του Μαραθώνος, κάθε δρόμος που έφερνε σ' ένα χωριό της
Αττικής ήτο γεμάτος από κάρρα, αμάξια, φορτηγά, ζώα, πεζούς, παντού μία ατέλειωτη
αλυσίδα, που εσέρνουντο και σήκωνε παχύ, ουρανόψηλο τον κουρνιαχτό. Πολλοί
δυστυχισμένοι, που δεν είχαν τις τρακόσιες ή τετρακόσιες δραχμές που είχε φτάσει το αγώι
ενός αμαξιού έως εις τα περίχωρα, έφευγαν φορτωμένοι ολίγα ρούχα στον ώμο, ένα καλάθι
με ψωμί στο χέρι, κι οι γυναίκες έσερναν τα παιδιά. Τριάντα χιλιάδες ψυχές είχαν τότε αι
Αθήναι. Δεν έμειναν μέσα στην πόλι περισσότερες από οκτώ. Έτσι ήταν γραφτό να στήση
στον άμοιρο, στον πολυβασανισμένο τούτο τόπο, το μαύρο τσαντήρι της, στριγγλιάρα
γύφτισσα, η πρασινοκίτρινη αμαζόνα του θανάτου, η Επιδημία», όπως γράφει ο
Εμμανουήλ Λυκούδης στο διήγημά του «Η Ξένη του 1854».
Η ελονοσία σχεδόν αποδεκάτισε τον Ελληνικό πληθυσμό, κατά τον 19ο και μέχρι τα μισά του
20ου αιώνα. Η διανομή κινίνης δεν συνετέλεσε στην ουσιαστική περιστολή της νόσου και
απεχθή σκάνδαλα νωθείας του φαρμάκου ταλάνιζαν την πολιτική ζωή. Στα πρώτα χρόνια
της δεκαετίας του 1920, τα κρούσματα ελονοσίας έφταναν το ένα εκατομμύριο ετησίως.
302

Η λύσσα. Κατά την αρχαιότητα τη θεωρούσαν, μαζί με τη μανία, θεότητα που προκαλούσε
τη θανατηφόρο τρέλλα σε αυτούς που επέλεγαν οι θεοί. Ακόμα και σήμερα, μετά την
θριαμβευτική αντιλυσσική θεραπεία που πρότεινε ο Pasteur το 1885, παραμένει απειλή για
την ανθρωπότητα. Οι θάνατοι από τη νόσο ξεπερνούν τους 45,000 ετησίως στον πλανήτη,
ενώ υπολογίζεται ότι περί τα 4,000,000 εκατομμύρια άνθρωποι κάθε χρόνο υπόκεινται σε
προληπτική αντιλυσσική θεραπεία. Τα κλινικά συμπτώματα της μετά από δήγμα νοσούντος
κυνός κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, η ευαισθησία στο φως, στον ήχο και στην αφή, ο
φαρυγγικός σπασμός κατά την κατάποση υγρών και η συνεπαγόμενη υδροφοβία, η
έκπτωση των πνευματικών λειτουργιών, η ανησυχία, η ευερεθιστότητα, η αϋπνία, η
επιθετικότητα, οι ψευδαισθήσεις, οι σπασμοί και η παράλυση που προηγούνται της βέβαιης
κατάληξής στον θάνατο προκαλούν στους ανθρώπους πανικό και στο άκουσμα της λέξης.
Η λέπρα. Νόσος βραδύτατα εξελισσόμενη με εκδηλώσεις από το δέρμα και τα νεύρα που
οδηγούν σε χαρακτηριστικές παχύνσεις και νεκρώσεις του δέρματος. Κατά τον μεσαίωνα τα
περιστατικά της λέπρας αυξήθηκαν περισσότερο από κάθε άλλη ιστορική περίοδο με 5
περίπου κρούσματα στα 1000 άτομα. Η χριστιανική θρησκεία, όπως και οι άλλες,
θεωρούσε τους λεπρούς ως απόλυτα στιγματισμένους αμαρτωλούς και συνιστούσε την
αποβολή τους από την κοινωνία σε ειδικά κοινόβια έξω από τα τείχη, τα λεπροκομεία, τους
παρείχε όμως τροφή και ρουχισμό. Υπάρχουν άτομα που αγιοποιήθηκαν λόγω της
αφοσίωσης τους στην βοήθεια των λεπρών. Οι φρικώδεις δυσμορφίες που προκαλούσε η
νόσος είχαν εξάψει την φαντασία κοινού και καλλιτεχνών. Η νόσος έχασε τον επιδημικό της
χαρακτήρα στην ευρώπη ήδη από τον 18ο αιώνα και τα λεπροκομεία άρχισαν σταδιακά να
κλείνουν. Το ελληνικό λεπροκομείο στη Σπιναλόγγα λειτούργησε από το 1903 μέχρι το
1957 (Hislop 2005).
Η σύφιλη από τα τέλη του 15ου αιώνα μέχρι και τα μέσα του 20ού απετέλεσε αληθινή
μάστιγα της ανθρωπότητας. Σε αντίθεση με την πανώλη, τη χολέρα και την ευλογιά που
ενέσκηπταν κατά τρόπο επιδημικό σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα και αποχωρούσαν
αργά ή γρήγορα αφού σκότωναν ταχέως τα θύματά τους, η σύφιλη έπληττε όλο και
μεγαλύτερους αριθμούς ανθρώπων και φόνευε τα θύματά της κατά τρόπο τυραννικό,
βραδέως, αφού πρώτα τα καθιστούσε ανάπηρα σωματικώς και πνευματικώς διά της
Προϊούσης Γενικής Παραλύσεως ή της συφιλιδικής παραφροσύνης, όπως την
αποκαλούσαν (Σταθόπουλος 1981). Πιστεύεται ότι καμία άλλη νόσος στην ιστορία της
ανθρωπότητας δεν διεδόθη σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο η σύφιλη κατά τους τέσσερις
αιώνες της κυριαρχίας της, κυρίως στην Ευρώπη, ίσως επειδή κατά τον αιώνα που
προηγήθηκε της εμφανίσεως της νόσου η Ευρώπη είχε εκτραχυνθεί σε έναν άνευ
προηγουμένου έκλυτο βίο, συνέπεια της πανδημίας της πανούκλας του 1347. Αλλά και η
ίδια με τη σειρά της σταδιακά περιόρισε την αχαλίνωτη σεξουαλική ελευθεριότητα της
Αναγέννησης.

Οι βακτηριακές λοιμώξεις, ιδιαιτέρως οι επιδημικές, φαίνεται ότι έχουν υποχωρήσει, αλλά


αρκετές ιογενείς λοιμώξεις εμφανίσθηκαν κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα.
Σημαντικότερος είναι ο ιός HIV (Human Immunodeficiency Virus) που προκαλεί
ανοσοανεπάρκεια, ο ιός H5N1 που προκαλεί γρίπη, ο ιός HTLV (Human T-lymphotropic
virus) που προκαλεί λευχαιμία, ο ιός Έμπολα και ο ιός Λάσα που προκαλούν αιμορραγικούς
πυρετούς, ο ιός του πυρετού των τεκτονικών τάφρων, ο ιός Ντεγκ κ.λπ. Η φυματίωση και η
επίκτητη ανοσοανεπάρκεια αναφέρονται παρακάτω ως παραδείγματα μολυσματικών νόσων
που προκάλεσαν σοβαρά ψυχοκοινωνικά προβλήματα, αλλά πολλά από τα χαρακτηριστικά
τους ανταποκρίνονται και σε άλλες έρπουσες επιδημίες και είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως
μοντέλα μελέτης των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων των χρονίων μολυσματικών λοιμώξεων.

Φυματίωση. Η φυματίωση απασχόλησε την ιατρική από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας
μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Μετά την ανακάλυψη της στρεπτομυκίνης έπαψε να είναι το
μεγάλο ιατροκοινωνικό πρόβλημα που ταλαιπωρούσε την ανθρωπότητα επί χιλιάδες χρόνια
και συρρικνώθηκε στις διαστάσεις μιας σοβαρής αλλά οπωσδήποτε θεραπεύσιμης νόσου.
Υπολογίζεται πως μέσα στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, περίπου 40.000 άτομα,
303

ηλικίας από 15 έως 35 χρόνων, πέθαιναν από φυματίωση κάθε χρόνο στην Ελλάδα, ενώ
μέχρι το 1930 είχαν πεθάνει περισσότερα από ένα εκατομμύριο νεαρά κυρίως άτομα.
Από άποψη κοινωνικής προελεύσεως, δεν ήσαν όλοι οι άνθρωποι στον ίδιο βαθμό
υποψήφιοι να προσβληθούν από τη φυματίωση. Οι πάσχοντες συνήθως προέρχονταν από
τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Η υπερβολική, αυστηρά πειθαρχημένη και ανθυγιεινή
εργασία που επέβαλλε η εποχή της εκβιομηχάνισης και του άγριου καπιταλισμού στις
εξαθλιωμένες εργατικές μάζες των αστικών κέντρων, όπου συνωστίζονταν για να εργασθούν
κάτω από εξευτελιστικές εργασιακές και οικιστικές συνθήκες, ήταν σοβαρός παράγων
καλλιέργειας της νόσου στους φτωχούς αστικούς πληθυσμούς. Επίσης η νόσος έκανε
θραύση και στους φτωχούς συγγραφείς και καλλιτέχνες, πράγμα που της προσέδιδε μια
χαρακτηριστική και περίεργη αίγλη και ακτινοβολία. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι η
λογοτεχνία του 19ου αιώνα βρίθει από περιγραφές ανθρώπων που πεθαίνουν από
φυματίωση σε κατάσταση μακαριότητας, ενισχύοντας την αντίληψη για τη «φθίση» ως μια
εξευγενισμένη, «πνευματοποιημένη» νόσο και καθιερώνοντας τη ρομαντικοποίησή της στο
κοινωνικό φαντασιακό (Sontag 1993).
Παρά το ότι η αιτία της ήταν γνωστή ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, αυτό δεν
εμπόδιζε τους ιατρούς από το να παραδέχονται την ύπαρξη εξωμικροβιακών παραγόντων
που συμβάλλουν στην προδιάθεση ή στην πορεία της. Δεν αρκεί μόνο η μόλυνση, αλλά και η
ψυχοκαταπόνηση που συνοδεύει τα αρνητικά γεγονότα της ζωής συμβάλλει στη δημιουργία
και στην εκδήλωση της νόσου, αφού προκαλεί καθιζήσεις στο αμυντικό σύστημα του
οργανισμού. Και βέβαια δεν αντιμετωπίζουν όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο τις
αντιξοότητες και κακοτυχίες της ζωής, αφού ορισμένοι δεν διαθέτουν επαρκείς μηχανισμούς
άμυνας, πράγμα που έχει σχέση με τη δομή της προσωπικότητάς τους. Ο Kissen (1958)
υποστήριζε ότι η νόσος ήταν συχνότερη σε ασθενείς με μια ακατάστατη (inordinate) ανάγκη
για αγάπη και τρυφερότητα. Το 60% των φυματικών που εξέτασε είχαν στερηθεί τη στοργή
κατά την παιδική ηλικία σε σύγκριση με το 16% της ομάδας ελέγχου. Αυτή η παρατήρηση
είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, και δεν αφορά μόνο τους φυματικούς, αφού είναι γνωστό ότι η
μητρική αποστέρηση προκαλεί ανοσιακή κατάρρευση στα παιδιά μέσα από την κατάθλιψη
που τους προκαλεί ο αποχωρισμός από τη μητέρα. Και βέβαια η κατάθλιψη προκαλεί
καθιζήσεις του ανοσιακού συστήματος όχι μόνο στα παιδιά αλλά και στους ενήλικες.
Σοβαρές ψυχοπαθολογικές μελέτες είναι δυσανάλογα ολιγάριθμες σε σχέση με τη
μεγάλη διασπορά και τις τεράστιες επιπτώσεις της φυματίωσης μέχρι και λίγο μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και οι περισσότερες είναι οπωσδήποτε ατεκμηρίωτες και
αφελείς. Υποστηρίχθηκε ότι ο φυματικός έχει ειδική ψυχοσύνθεση, αλλά αν αυτό είναι
αλήθεια το ερώτημα είναι πότε αποκτάται αυτή η ψυχοσύνθεση. Αποκτάται πριν από την
έναρξη της νόσου, είναι δηλαδή ένα είδος προνοσηρής (προφυματικής) προσωπικότητας, ή
προκύπτει από τις βιολογικές, τις ψυχολογικές και τις κοινωνικές επιπτώσεις της νόσου; Ο
Wittcower (1949) περιέγραψε τέσσερις προνοσηρές προσωπικότητες φυματικών: α) τους
ανασφαλείς (insecure) τύπους, β) τους ανατρεπτικούς, επαναστατικούς τύπους (rebellious),
γ) τους αυτοκατευθυνόμενους (self-drivers) και δ) τους ταλαιπωρούμενους από συγκρούσεις
(conflict harassed). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές οι αόριστες και δυσνόητες κατηγορίες
ήσαν εκτός πραγματικότητας και στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαν να
χαρακτηρισθούν ως στάσεις και συμπεριφορές αντίδρασης στη νόσο από το ιατρικό
κατεστημένο της εποχής.
Πολλές απόπειρες έγιναν να συσχετισθεί η φυματίωση με διάφορες ψυχιατρικές
παθήσεις, κυρίως με τη σχιζοφρένεια, ίσως γιατί η σχιζοφρένεια πίστευαν ότι συνδέεται κατά
κάποιον τρόπο με τη λεπτόσωμη σχιζοθυμική ιδιοσυγκρασία, η οποία έχει ομοιότητες, στο
σωματικό επίπεδο, με την εικόνα του προχωρημένου φυματικού. Αυτή η σύνδεση δεν
τεκμηριώθηκε. Και το ότι στα ψυχιατρικά άσυλα έκανε θραύση η φυματίωση
(Αναστασόπουλος και συν 1964) πρέπει να αποδοθεί στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των
ασθενών και όχι σε κάποια σχέση μεταξύ των δύο ασθενειών. Αφθονούσαν επίσης απόψεις
που συνέδεαν τη νευρασθένεια, ή νεύρωση εξαντλήσεως, με τη σύφιλη και τη φυματίωση.
Πολλοί μάλιστα (Σακόρραφος 1928) πίστευαν ότι η νευρασθένεια απορρέει από τη
φυματίωση, και μάλιστα εμφανίζεται μετά την πρώτη αιμόπτυση. Πίστευαν ακόμη
(Σακόρραφος 1928) ότι οι τοξίνες του βακτηριδίου της φυματιώσεως έχουν ιδιαίτερη
304

επίδραση στο νευρικό σύστημα και στην ψυχική σφαίρα και ίσως έχουν αιτιολογική σχέση με
μείζονες ψυχιατρικές παθήσεις, όπως μανιακές καταστάσεις και πρώιμη άνοια (όπως
ονόμαζαν τη σχιζοφρένεια). Τα συμπτώματα της γενικής κακουχίας και αδυναμίας πολλές
φορές συγχέονταν με την εικόνα της νευρασθένειας και της κατάθλιψης. Η συμπτωματική
ψυχωσική συνδρομή ήταν πολύ σπάνια ψυχιατρική εκδήλωση και φαίνεται ότι την
προκαλούσε η εξάπλωση της φυματιώσεως στις μήνιγγες, αν και αυτή η ερμηνεία είναι
δύσκολο να τεκμηριωθεί. Ακόμη πιο δύσκολο να τεκμηριωθεί είναι η αρκετά διαδεδομένη τότε
άποψη ότι οι τοξίνες του βακίλου της φυματιώσεως που εκχέονται στον οργανισμό έχουν
ψυχωσεογόνο δράση.
Είχε υποστηριχθεί (Day 1951) ότι ο θετικός ρόλος της ισονιαζίδης στη θεραπεία της
φυματίωσης οφείλεται και στην αντικαταθλιπτική δράση της, άποψη που τοποθετούσε την
κατάθλιψη στους σημαντικούς παράγοντες επιδείνωσης της φυματίωσης. Σε σχετικά
πρόσφατη μελέτη νέων περιστατικών φυματιώσεως (Immerman and Pankratova 1988),
νευρωσικές διαταραχές ανιχνεύθηκαν στο 64,7% των ασθενών, τη συντριπτική πλειονότητα
των οποίων (84,7%) αποτελούσαν καταθλιπτικές συνδρομές. Ενδιαφέρον και δυσερμήνευτο
εύρημα αυτής της εργασίας είναι ότι μετά την επιτυχή αντιφυματική αγωγή το 51,5% των
ασθενών συνέχιζε να εκδηλώνει καταθλιπτικά συμπτώματα. Και άλλα ψυχιατρικά
συμπτώματα εκτός από κατάθλιψη είχαν καταγραφεί σε φυματικούς ασθενείς, όπως
υποχονδριακές εκδηλώσεις, υστερική συμπεριφορά, συναισθηματική ευμεταβλητότητα,
αδιαφορία προς τους ηθικούς κανόνες και τους κοινωνικούς περιορισμούς, επικίνδυνη
απόρριψη των ιατρικών οδηγιών και ένας ισχυρός προσανατολισμός στην αναζήτηση
σεξουαλικής ικανοποίησης.
Μέσω του φαινομένου spes phthisica συνδέθηκε η φυματίωση με την έννοια της
ψυχικής αστάθειας. Δεν ήταν πολύ συχνό φαινόμενο, και κυρίως εμφανιζόταν στις μάλλον
οξείες καταστάσεις. Ο ασθενής ήταν χαρούμενος, αισιόδοξος, έλεγε ότι αισθανόταν περίφημα
και έκανε με ενθουσιασμό σχέδια για το μέλλον, παρά τον υψηλό πυρετό, τον βήχα και τη
μεγάλη απίσχνανση, ενώ είχε φθάσει σε σημείο να είναι σχεδόν αδύνατον να φροντίσει τον
ίδιο του τον εαυτό. Σε άλλες περιπτώσεις η κατάσταση της spes phthisica ήταν δυνατόν να
προσλάβει διαστάσεις ψυχωσικής συνδρομής με την εισβολή παραληρητικών ιδεών και
άλλου ψυχωσικού υλικού. Το φαινόμενο της spes phthisica είναι μια μορφή άρνησης της
νόσου, ένα φτερούγισμα προς την υγεία (flight to health), όπως έχει ονομασθεί αυτή η
αντιδραστική συναισθηματική στάση και συμπεριφορά. Είναι συχνό πρόβλημα σε πάσχοντες
από σωματικές παθήσεις η άρνηση της νόσου και είναι δυνατόν να συντελέσει σε πλήρη
άρνηση συμμόρφωσης στη θεραπεία, με καταστροφικές συνέπειες για την υγεία του
ασθενούς.
Η φοβία του θανάτου μέσα από τα κύματα τυφλού πανικού που πυροδοτεί είναι
δυνατόν να αποδιοργανώσει πλήρως τη ζωή του ασθενούς και να αχρηστεύσει τις
προσπάθειες για καλύτερη φροντίδα του. Εμφανίζεται σε άτομα με ανώριμη προσωπικότητα
και χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Η φοβία θανάτου ήταν συχνό ψυχιατρικό σύμπτωμα των
φυματικών και βρισκόταν στην αφετηρία πολλών ψυχοπαθολογικών καταστάσεων, όταν δεν
εκδηλωνόταν καθαρά η ίδια (Παπαπαναγιώτου 1970), ενώ στην πορεία και εξέλιξη της νόσου
εξαφανιζόταν κατά τη βελτίωση και εμφανιζόταν κατά την επιδείνωσή της, καθώς ο φόβος
της υποτροπής τη συντηρούσε. Η νοσοφοβία παρατηρείται συχνότερα σε άτομα με
ψυχαναγκαστικές ή παρανοϊκές προσωπικότητες, με έντονο ενδιαφέρον για την καθαριότητα
και τη σωματική υγεία τους, και εκδηλώνεται με επίμονη αναζήτηση ιατρικών εξετάσεων άμα
τη εμφανίσει υπόπτου συμπτώματος. Η φθισιοφοβία ήταν συνήθης και αναμενόμενη
αντίδραση σε μια τόσο απειλητική νόσο. Ο άνθρωπος όταν είναι στο έλεος μιας τέτοιας
νόσου, ανυπεράσπιστος, έρμαιο της άγνοιας, αντιδρά με φόβο και αγωνία. Από τη μια
καταλαμβάνεται από πανικό όταν ανακαλύψει και την παραμικρή, πραγματική ή
φαντασιωσική, ένδειξη ότι πάσχει από τη νόσο, και από την άλλη αντιδρά με φρίκη και
αποστροφή προς εκείνους που υποψιάζεται ότι είναι φορείς της νόσου. Αυτή η παρανοϊκή
ατμόσφαιρα είναι δυνατόν να διαμορφώσει το ψυχολογικό κλίμα μιας ολόκληρης εποχής.
Πανούκλα, σύφιλη, ευλογιά, φυματίωση, AIDS, όλες αυτές οι επιδημικές νόσοι προκάλεσαν
εντυπωσιακές νοσοφοβικές αντιδράσεις, που σε κοινωνικό επίπεδο εκδηλώθηκαν με
φαινόμενα αποδιαπόμπευσης και κοινωνικού ρατσισμού. Υπάρχουν και ψυχιατρικές
305

παθήσεις, όπως η υποχονδριακή νεύρωση και η παραληρηματική υποχονδρίαση, που


μπορεί να πυροδοτήσουν την εκδήλωση κάποιας συγκεκριμένης νοσοφοβίας αναλόγως της
εποχής, π.χ. φυματίωση και σύφιλη στο πρώτο ήμισυ του αιώνα, καρκίνος και AIDS στο
δεύτερο.
Η στάση των άλλων θα μπορούσε να συνοψισθεί στη λέξη «απομάκρυνση». Ο
μολυσματικός ασθενής δεν αγγίζεται. Πολλοί πάσχοντες ζουν μόνοι, αλλά και αυτοί που ζουν
στην οικογένειά τους καταλαβαίνουν ότι το κλίμα είναι αλλοιωμένο. Οι οικογένειες των
ασθενών βρίσκονται αντιμέτωποι με μια πολύ αντιφατική κατάσταση και περνούν ένα
πραγματικό δράμα. Από τη μια η αγάπη τους προς τον άρρωστο, και από την άλλη η
κοινωνική ταπείνωση τού να είναι πρόσωπα του στενού περιβάλλοντός του. Κοινωνική και
διαπροσωπική απομόνωση του πάσχοντα, του «χτικιάρη», ήταν σύνηθες φαινόμενο. Οι
ιατρικές επισκέψεις γίνονταν σε συνθήκες άκρας μυστικότητας και πολλοί ιατροί δίσταζαν να
ανακοινώσουν την αλήθεια αναλογιζόμενοι τον φόβο, τον τρόμο και την πλήρη κατάρριψη
του ηθικού που θα προκαλούσε στους πάσχοντες η διάγνωσή τους (Μουγογιάννης 1983).
Προβλήματα ενδέχεται να προκαλούν και οι ίδιοι οι ασθενείς (π.χ. η τάση επιμόλυνσης των
άλλων).

Σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας (AIDS). Τα τελευταία χρόνια ο κόσμος βρίσκεται


πάλι υπό την απειλή μιας έρπουσας σεξουαλικής νόσου, της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας
(AIDS), η οποία, παρά τη χαμηλή και επιλεκτική μολυσματικότητά της, μέσα σε ένα κλίμα
φόβου, δημοσιογραφικών υπερβολών και εσκεμμένα διαστρεβλωμένης ενημέρωσης από
τους υπευθύνους, διαμορφώνει νέες συμπεριφορές και κοινωνικούς τρόπους, όχι μόνο στο
πεδίο της σεξουαλικότητας αλλά πολύ ευρύτερα (Αγγελόπουλος και Οικονόμου 1987). Σε
αντίθεση με τη φυματίωση η οποία ήταν μια καταστροφική επιδημία με ισχυρή
μολυσματικότητα, που στην Ελλάδα σκότωνε 40.000 άτομα τον χρόνο, κυρίως στην ηλικία
των 15-35 ετών, το AIDS σκοτώνει όχι περισσότερα από 40 άτομα τον χρόνο μέσης ηλικίας
40-45 ετών. Η φαρμακευτική θεραπεία έχει μειώσει τον αριθμό των θανάτων, αλλά δεν είναι
σαφές αν υπάρχει μείωση του αριθμού των νέων κρουσμάτων, τα οποία στην Ελλάδα με την
πάροδο του χρόνου είναι ολοένα λιγότερα.
Διαφορετικοί είναι οι μηχανισμοί επιμόλυνσης στους ομοφυλόφιλους, στους χρήστες
τοξικών ουσιών ενδοφλεβίως, και στους πολυμεταγγιζόμενους αιμορροφιλικούς, που είναι οι
ομάδες υψηλού κινδύνου. Η συντριπτική πλειονότητα των φορέων και πασχόντων από AIDS
είναι ομοφυλόφιλοι άνδρες. Η νόσος περιγράφηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το 1981 μεταξύ
των λεγομένων fast-lane homosexuals, δηλαδή εκείνων που κάνουν «στα γρήγορα» σεξ σε
δημόσιους χώρους με 3-4 διαφορετικά πρόσωπα την ημέρα, αλλά με τον χρόνο εξαπλώθηκε
και στις άλλες κατηγορίες ομοφυλοφίλων.
Τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα προκύπτουν από την αβεβαιότητα που κυριαρχεί
στους επιστημονικούς κύκλους για τον χαρακτήρα και τη θεραπεία της νόσου και από τη
στάση του κοινωνικού συνόλου προς τους νοσούντες, τους φορείς και τις ομάδες κινδύνου,
πραγματικές ή φαντασιωσικές, που τείνει στον κοινωνικό εξωστρακισμό τους. Αλλαγές στη
σεξουαλική συμπεριφορά έχουν λάβει χώρα από την εποχή που εμφανίσθηκε η νόσος, αλλά
δεν είναι ιδιαίτερα αυστηρές. Σοβαρό οικονομικό ιατρικό πρόβλημα είναι η εξοντωτική, για
τους φτωχούς πληθυσμούς της Αφρικής που μαστίζονται περισσότερο από τη νόσο,
κερδοσκοπία των φαρμακευτικών εταιρειών που εμπορεύονται τα λίγα και μερικώς
αποτελεσματικά φάρμακα κατά της νόσου.
Τα ψυχιατρικά προβλήματα που σχετίζονται με τη νόσο προκύπτουν από τις συνέπειες
της ίδιας της νόσου στους πάσχοντες και από τον φόβο της νόσου σε υγιή άτομα. Συνήθη
ψυχιατρικά συμπτώματα στους πάσχοντες είναι η κατάθλιψη, το άγχος και υποχονδριακά
συμπτώματα κατά τα αρχικά στάδια, συγχυτικές καταστάσεις και άνοια κατά τα τελικά. Οι
ασθενείς είναι κυριευμένοι από αισθήματα ενοχής για τις αιτίες που προκάλεσαν τη νόσο και
για το συνοδό κοινωνικό στίγμα. Άνω του 85% των HIV οροθετικών υφίστανται με την
πάροδο του χρόνου και προσβολή του ΚΝΣ. Σχεδόν σε όλους τους θανόντες από τη νόσο
ανιχνεύθηκε εγκεφαλική ατροφία κάποιου βαθμού. Μεγάλες καταστροφές της μελαίνης
ουσίας έχουν αναφερθεί, με συνεπαγόμενο κίνδυνο την ανάπτυξη εξωπυραμιδικής
συμπτωματολογίας (Hriso et al 1991). Περίπου 10%-20% των πασχόντων θα παρουσιάσει
306

σε κάποια φάση της νόσου συμπτώματα διέγερσης στο πλαίσιο μιας ψυχωσικής διεργασίας
ή ενός ντελίριου.
Η στάση των άλλων προς τους ασθενείς έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που κατά βάσιν
πυροδοτούνται από τον φόβο της μόλυνσης και του κοινωνικού στιγματισμού. Εκτός
νοσοκομείου οι ασθενείς βιώνουν τη συναισθηματική απόρριψη από συγγενείς και φίλους,
ενώ η οικογενειακή αλληλεπίδραση αλλοιώνεται και αυτή σε σημαντικό βαθμό. Μέσα στο
νοσοκομείο οι ασθενείς είναι απομονωμένοι. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές είναι θωρακισμένοι
με γάντια, μάσκες και πλαστικές στολές. Το προσωπικό είναι απρόθυμο να τους πλύνει, να
τους αλλάξει, να τους πάρει αίμα κ.λπ., παρά το ότι θεωρείται ποινικό αδίκημα η άρνηση
παροχής ιατρικής βοήθειας προς τους πάσχοντες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Ν, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Μ. (1987). Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσοανεπάρκειας. Ψυχιατρικά και
ψυχοκοινωνικά προβλήματα. Αρχ Ελλ Ιατρ 4:221-224
ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ Γ. και συν. (1964). Στατιστική σχέσις της φυματιώσεως προς την σχιζοφρένειαν και άλλας
ψυχικάς νόσους. Ι. Πανελ. Συν. Νευρολ. Ψυχιατρ. Θεσσαλονίκη.
ΚΑΤΣΑΡΟΣ Ε, ΤΣΙΜΑΡΑ Α, ΤΣΙΜΑΡΑ Ε, ΠΡΟΒΗΣ Α. (2005). Η καταπολέμηση της ευλογιάς στην Ευρώπη και
η συμβολή των Ελλήνων ιατρών. Αρεταίος Απρ-Ιούν 758-760.
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ Η. (2005). Τα λοιμώδη νοσήματα στο βυζαντινό κόσμο, τρόποι αντιμετώπισής τους όπως
προκύπτουν από τις πηγές. Αρεταίος, Ιούλ-Σεπτέμβρ 812-816.
ΜΟΥΓΟΓΙΑΝΝΗΣ Ι. (1983). Ο Γεώργιος Καραμάνης και το Σανατόριο Πηλίου. Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, 6:7-
32.
ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΚΠ. (1970). Φοβία θανάτου απότοκος TBC. Εγκέφαλος, 7(1-2):209-215.
ΣΑΚΟΡΡΑΦΟΣ ΜΜ. (1928). Η Πνευμονική Φυματίασις. Αθήναι.
ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ Α. (1981). Η Σύφιλις ως μάστιγξ της ανθρωπότητος από των τελών του ΙΕ΄ αιώνος έως
σήμερον. Ανακοίνωσις εις το Ζ΄ Διεθνές Συνέδριον της Εταιρείας Παραδοσιακών σπουδών.

BACH J-F. (2002). The effects of infections on susceptibility to autoimmune and allergic diseases. N Engl J Med
347(12):911-920.
DAY G. (1951). The psychosomatic approach to pulmonary tuberculosis. Lancet, I, 1025.
HISLOP V. (2005). The Island. (ελλ μεταφρ Μ Δελέγκος, εκδ διόπτρα 2007).
HRISO E, et al. (1991). Extrapyramidal symptoms due to dopamine-blocking agents in patients with AIDS en-
cephalopathy. Am J Psychiatry 148:1558-1561.
IMMERMAN KL, PANKRATOVA LE. (1988). Characteristics of the nature and dynamics of neuropsychic disor-
ders in patients with newly detected pulmonary tuberculosis undergoing intensive chemotherapy. Zh. Nevropa-
thol. Psikhiatr. 88(6):109-13.
KISSEN DM. (1958). Emotional Factors in Pulmonary Tuberculosis. London, Tavistock Publications.
SONTAG S. (1993). Illness as Metaphor, Aids and Its Metaphors. [Η νόσος ως μεταφορά, Το Aids και οι
μεταφορές του, ελλ. μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Στέφανος Ροζάνης]. Ύψιλον/βιβλία.
WITTKOWER E. (1949). A psychiatrist looks at tuberculosis. London: National Association for the prevention of
tuberculosis.
307

39. ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ KAI ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ

«Μέγα δε αναπνεόμενον και διά πολλού χρόνου παραφροσύνην δηλοί», γράφει ο


Ιπποκράτης. Συναισθήματα άγχους και θυμού εκδηλώνονται και με υπέρπνοια, η οποία
προκαλεί διαταραχές της οξεοβασικής ισορροπίας, με αποτέλεσμα να εισβάλλουν
συμπτώματα όπως μυϊκοί σπασμοί ή διαταραχές του επιπέδου της συνειδήσεως. Ο ασθενής
ανακουφίζεται αν αναπαραχθούν τα συμπτώματα αυτά κατά τη δοκιμασία της υπέρπνοιας
και του εξηγηθεί ο μηχανισμός παραγωγής τους. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις κατά τις
οποίες αναπνευστική νόσος της παιδικής ηλικίας ενδέχεται να προετοιμάσει το έδαφος για
την εμφάνιση διαταραχής πανικού κατά την ενήλικο ζωή.

Βρογχικό άσθμα. Επεισοδιακή δύσπνοια με υποκειμενική αίσθηση σφιξίματος στο στήθος


και αισθήματος πνιγμού, λόγω σύσπασης των βρόγχων, με μεσοδιαστήματα ύφεσης. Ως
αιτιοπαθογενετικοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί η κληρονομική αλλεργική προδιάθεση, η
αλλεργική αντίδραση σε ποικίλες ουσίες, οι λοιμώξεις του αναπνευστικού. Είναι πολύ συχνό
κατά την παιδική ηλικία, ενώ μετά την εφηβεία στην πλειονότητα των ασθενών τα επεισόδια
υποχωρούν. Αρκετοί μελετητές υποστηρίζουν την ύπαρξη ενός δεσμού μεταξύ άσθματος και
συναισθηματικών διαταραχών στην οικογένεια των πασχόντων κατά την παιδική τους ηλικία.
Κατά την ψυχοδυναμική ερμηνεία, απωθημένες ψυχοσυγκρούσεις της παιδικής ηλικίας,
σχετιζόμενες κυρίως με φόβους εγκαταλείψεως ή και με πραγματική εγκατάλειψη από τη
μητέρα, βρίσκονται στην αφετηρία του ψυχογενούς βρογχικού άσθματος. Στο
ψυχοθεραπευτικό σκέλος αντιμετώπισης οι αγχολυτικές παρεμβάσεις έχουν ιδιαίτερη
σημασία και οι ασκήσεις χαλάρωσης χρησιμοποιούνται ευρέως (Ταούιλ 1988, Loew 2001).

Εμφύσημα. Οι εμφυσηματικοί ασθενείς έχουν ήδη χάσει το 50%-70% του πνευμονικού ιστού
τους όταν αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα της νόσου. Κύριο
308

χαρακτηριστικό της διαταραχής είναι η δύσπνοια κατά την άσκηση, που προοδευτικά
εμφανίζεται και κατά την ηρεμία, με βαθμιαία αύξηση της δυσανεξίας στη σωματική άσκηση.
Είναι συχνότερο στους βαρείς καπνιστές. Πολύ συχνά συνοδεύεται από αγχώδη και
καταθλιπτική συμπτωματολογία και επιβάρυνση της ποιότητας ζωής.

Χρόνια βρογχίτις. Κύρια γνωρίσματα της χρόνιας βρογχίτιδας είναι ο βήχας, η δύσπνοια,
και η παραγωγή πτυέλων. Η νυκτερινή κατάκλιση επιδεινώνει την κατάσταση, έτσι ο ασθενής
σε προχωρημένα στάδια της νόσου αναγκάζεται να κοιμάται σε καθιστή θέση. Είναι και αυτή
συχνότερη στους βαρείς καπνιστές. Και αυτή πολύ συχνά συνοδεύεται από αγχώδη και
καταθλιπτική συμπτωματολογία και επιβάρυνση της ποιότητας ζωής.

Χρόνια αποφρακτική αναπνευστική νόσος. Χαρακτηρίζεται από συμπτώματα που


απαντούν κυρίως στο εμφύσημα και στη χρόνια βρογχίτιδα, όπως δυσκολία στην αναπνοή,
δύσπνοια κατά τη σωματική άσκηση, βήχα, εξάντληση, συχνά σοβαρά κρυολογήματα και
μεγάλη ψυχοσυναισθηματική δυσφορία. Η πορεία της κατάστασης αυτής είναι σταθερά προς
το χειρότερο: τα αλλεπάλληλα επεισόδια επιδείνωσης έχουν ως τελικό αποτέλεσμα τη μη
αντιμετωπίσιμη αναπνευστική ανεπάρκεια. Λόγω του παθολογικού εθισμού τους στο
κάπνισμα, οι πάσχοντες βρίσκονται σε μια διαδικασία διαρκούς επιβάρυνσης της
καταστάσεώς τους, αν και σε εκείνους που το κόβουν, η νόσος, έστω και μερικώς,
αναχαιτίζεται. Ωστόσο ελάχιστοι πείθονται να κόψουν το κάπνισμα διότι, μεταξύ άλλων,
θεωρούν ότι το κάπνισμα έχει και αποχρεμπτική λειτουργία και ότι τους βοηθάει να βγάζουν
ευκολότερα τα πτύελά τους.
Παρά τον σαφώς οργανικό χαρακτήρα της χρόνιας αναπνευστικής νόσου,
ψυχοκοινωνικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο σε όλα τα στάδιά της. Η νόσος
παρεμβαίνει σοβαρά στην ποιότητα ζωής του ασθενούς τόσο στο σπίτι όσο και στην
εργασία, μέχρις ότου αυτός καταστεί τελείως ανάπηρος. Περίπου οι μισοί από τους
πάσχοντες αναφέρουν συρρίκνωση των καθημερινών δραστηριοτήτων τους. Πολλοί
δυσπνοούν ακόμη και καθισμένοι, περνούν νύχτες καθισμένοι στο κάθισμα, είναι εξαρτημένοι
από τις αναπνευστικές συσκευές. Έχουν επισημανθεί σχέσεις μεταξύ ψυχολογικών
συμπτωμάτων και καταστροφικών αλλαγών της συμπεριφοράς λόγω αποφυγής
δραστηριοτήτων που μπορεί να προκαλέσουν δυσκολία στην αναπνοή. Φόβος, θυμός,
δυσαρέσκεια, αισθήματα ματαίωσης και απογοήτευσης, απώλεια αυτοεκτίμησης, είναι μερικά
από τα πολύ αρνητικά συναισθήματα που βιώνουν αυτοί οι ασθενείς. Μεγάλο ποσοστό τους
παρουσιάζουν αϋπνία (81%), κατάθλιψη (75%), ευερεθιστότητα (66%), ανησυχία (47%),
άγχος με κρίσεις πανικού (43%) και άσχημα όνειρα. Αλλά και φάρμακα που
χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των αναπνευστικών νόσων, όπως τα
κορτικοστεροειδή, η θεοφυλλίνη, η εθειοναμίδη, η κυκλοσερίνη και η φαινυλεφρίνη, είναι
δυνατόν να προκαλέσουν κατάθλιψη ή να την επιδεινώσουν. Σε λίγες περιπτώσεις η υποξεία
μαζί με την υπερκαπνία είναι δυνατόν να επιβαρύνουν τις εγκεφαλικές λειτουργίες με
επιπτώσεις στις νοητικές λειτουργίες (συγκέντρωση, προσοχή, μνήμη).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
LOEW TH, et al (2001). Efficacy of “Functional Relaxation” in comparison with Terbutaline and “Placebo Relaxa-
tion” method in patients with acute asthma. Psychother Psychosom 70:151-157.
ΤΑΟΥΙΛ Γ. (1988). Διερεύνηση της επιδράσεως του άγχους, της μελαγχολίας και της επιθετικότητας στους
ασθματικούς. Εγκέφαλος 25:186-198.
309

40. ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ KAI ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ

Προεμμηνορρυσιακό σύνδρομο. Οι εμμηνορρυσιακές φάσεις (βλ. σχετικό κεφάλαιο)


συνοδεύονται από σημαντικές εκδηλώσεις από τη βιωματική σφαίρα και τη συμπεριφορά,
που σχετίζονται τόσο με τα επίπεδα προγεστερόνης και οιστρογόνων στο πλάσμα όσο και με
τη μεταξύ τους σχέση. Το πρώτο ημικύκλιο με την επίδραση των οιστρογόνων
χαρακτηρίζεται από την έξαρση των ετεροφυλικών επιθυμιών, καθώς και από τη δεκτικότητα
και ετοιμότητα για κάθε είδους εξωστρεφείς δραστηριότητες. Από την 14η ημέρα του κύκλου,
που συμπίπτει με την ωορρηξία, με την επίδραση της προγεστερόνης η συμπεριφορά
χαρακτηρίζεται από στροφή του ενδιαφέροντος προς τον εαυτό. Κατά τη δεύτερη φάση του
κύκλου, την προεμμηνορυσιακή, η κατάσταση σταδιακά γίνεται ασταθής, με κυρίαρχα
στοιχεία την επιθετικότητα ή τη δυσθυμία. Εμφανίζονται σωματικές, συναισθηματικές και
συμπεριφορικές μεταβολές, με κόπωση, κεφαλαλγία, διαταραχές του ύπνου, διαταραχές στη
συγκέντρωση και στην προσοχή, καταθλιπτικά φαινόμενα, νευρικότητα και ευερεθιστότητα,
ευκολία στην εκδήλωση οργής, με αρνητικές συνέπειες στην ψυχική σφαίρα της γυναίκας και
στην ποιότητα των διαπροσωπικών της σχέσεων. Μερικές φορές αυτές οι
προεμμηνορρυσιακές μεταβολές είναι τόσο ισχυρές, ώστε να εξικνούνται στο επίπεδο
συνδρόμου. Γυναίκες με τέτοιου είδους συμπτώματα τείνουν να είναι ψυχιατρικά ευάλωτες,
με υψηλότερα ποσοστά νευρωσικών συμπτωμάτων, αποπειρών αυτοκτονίας, ατυχημάτων ή
παραπτωματικότητας και ψυχιατρικής επιβάρυνσης κατά τη λοχεία σε σχέση με τον γενικό
γυναικείο πληθυσμό. Στη διαμόρφωση της εικόνας παίζει ρόλο και η δομή της
προσωπικότητας και του πολιτιστικού επιπέδου της γυναίκας. Πολιτιστικού τύπου
παράγοντες παίζουν επίσης ρόλο, όπως π.χ. ο χαρακτηρισμός της εμμηνορρυσίας ως
310

«αδιαθεσίας», που μπορεί να σημαίνει ασθένεια αλλά και «μη διαθεσιμότητα» προς
συνουσία.

Ψυχογενής δυσμηνόρροια. Έχει υποστηριχθεί ότι εμφανίζεται σε γυναίκες με πρωκτικό


χαρακτήρα, κυριαρχούμενες από συναισθήματα θυμού και μελαγχολίας σε ένα έδαφος
απόρριψης από τη μητέρα τους, ή ότι οι γυναίκες αυτές δεν δέχονται τους θηλυκούς ρόλους
της σεξουαλικότητας και της μητρότητας. Το εμμηνορρυσιακό άλγος, επειδή σε αρκετές
γυναίκες είναι πρόξενος μεγάλης δυσφορίας και άγχους, ενδεχομένως να επιδεινώνει τα
δυσμηνορροϊκά συμπτώματα.

Ψυχογενής αμηνόρροια συχνά παρατηρείται σε καταστάσεις όπως η ψυχογενής ανορεξία,


διάφορες ψυχώσεις, χρήση ψυχοτρόπων φαρμάκων κ.λπ.

Ψυχογενής στειρότης. Συνδέεται με ασυνείδητη άρνηση της μητρότητας, με εχθρότητα


απέναντι στα παιδιά και φόβους εγκυμοσύνης. Ο Κουρέτας αναφέρει περίπτωση θεραπείας
ψυχογενούς στειρότητος μετά την υιοθεσία παιδιού, η οποία προκάλεσε αφύπνιση μητρικών
συναισθημάτων, παραδοχή της μητρότητας και εγκυμοσύνη.

Εγκυμοσύνη. Είναι πολλά τα κίνητρα που ωθούν μια γυναίκα να τεκνοποιήσει, κοινωνικού η
οικονομικού χαρακτήρα αλλά το κυριότερο κίνητρο είναι ότι βλέπει το παιδί ως υπέρτατη
έκφραση αγάπης μεταξύ αυτής και ενός άνδρα. Η περίοδος της πρώτης εγκυμοσύνης
αποτελεί για τη γυναίκα εξελικτικό στάδιο κατά το οποίο επιτελείται η ψυχολογική
μεταμόρφωσή της από ερωμένη σε μητέρα. Σε κάθε νέα εγκυμοσύνη αυτή η μεταμόρφωση
εγκαθιδρύεται ισχυρότερα. Η εγκυμοσύνη, ως ψυχική ανασυγκρότηση με την προοπτική του
γίγνεσθαι μητέρα, μαζί με την περίοδο της λοχείας θεωρούνται κρίσιμες φάσεις στην πορεία
της γυναίκας προς την ωριμότητα, ισοδύναμης σημασίας με εκείνες της εμμηνορρυσίας, της
πρώτης συνουσίας και της εμμηνόπαυσης.
Αυξημένη τάση για εξάρτηση, παθητικότητα, ενδοστρέφεια, αναζήτηση προστατευτικού
περιβάλλοντος και ανέσεων, αδράνεια, αύξηση της όρεξης για φαγητό μέχρι βουλιμίας, είναι
μερικά από τα πιο σταθερά ψυχολογικά φαινόμενα που χαρακτηρίζουν την εγκυμονούσα. Οι
ψυχοκαταπονήσεις αυτής της περιόδου προκύπτουν από ενδοκρινικές μετατοπίσεις και
μεταβολές στον μεταβολισμό, ψυχικές μεταβολές σχετιζόμενες με την εικόνα του σώματος
και ενεργοποίηση ασυνείδητων ψυχοσυγκρούσεων σχετιζόμενων με την εγκυμοσύνη. Παρά
την ισχυρή, μερικές φορές, ψυχοκαταπόνηση που μπορεί να προκληθεί από αυτές τις
μεταβολές, η εγκυμοσύνη δεν σχετίζεται με υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης ψυχιατρικών
προβλημάτων για τη μητέρα, ίσως όχι όμως και για το έμβρυο. Ισχυρές ψυχικές δοκιμασίες
της εγκυμονούσης είναι δυνατόν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στο έμβρυο, ιδίως όταν
πρόκειται περί άρρενος. Έχει παρατηρηθεί σε ζώα ότι ισχυρές ψυχοκαταπονήσεις της
μητέρας επιδρούν στη διαμόρφωση της αρσενικότητας του εμβρύου μέσω κάποιου
μηχανισμού εξουδετερώσεως της εμβρυϊκής τεστοστερόνης, με αποτέλεσμα να μη
διαμορφώνονται σε επαρκές επίπεδο οι αρσενικού τύπου μαθησιακοί δίαυλοι.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τα συνηθέστερα ψυχιατρικά προβλήματα των
γυναικών, στο πολύ μικρό ποσοστό που εμφανίζονται, αφορούν ήπιες αγχώδεις και
καταθλιπτικές αντιδράσεις. Το άγχος αρχικά μπορεί να είναι μια αντίδραση στη σύλληψη και
στις ενδεχόμενες ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της. Αργότερα, κατά την προχωρημένη
εγκυμοσύνη, μπορεί να είναι άγχος αναμονής σχετιζόμενο με τη φυσιολογικότητα και την
αρτιμέλεια του παιδιού, ενώ στις πρωτότοκες το άγχος συνδέεται με την άγνωστη και
απειλητική προοπτική του τοκετού και της λοχείας. Ο αριθμός των ψυχώσεων που για πρώτη
φορά εμφανίζονται στις εγκυμονούσες δεν είναι μεγαλύτερος από εκείνον του γενικού
πληθυσμού. Πολλές νευρωσικές γυναίκες απαλλάσσονται από τα νευρωσικά τους
συμπτώματα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και θεωρούν αυτήν την περίοδο μια από τις
καλύτερες στη ζωή τους (Villeponteaux et al 1992), άλλα μετά τον τοκετό τα συμπτώματα
συνήθως επανέρχονται. Μία στις δέκα γυναίκες κατά την εγκυμοσύνη ενδέχεται να αναπτύξει
κάποια μορφή κατάθλιψης, συνήθως ελαφράς μορφής, που παρέρχεται χωρίς ιδιαίτερες
θεραπευτικές προσπάθειες. Αν όμως έχει μεγάλη ένταση και εμφανισθεί περί το τέλος της
311

εγκυμοσύνης, αυτό είναι ίσως ένδειξη ανάπτυξης λοχειακής κατάθλιψης. Στους μηχανισμούς
παθογένειας αυτών των καταθλίψεων μπορεί να εμπλέκονται παράγοντες όπως ο
χαρακτήρας της μητέρας ή η αποδοχή του παιδιού. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι
αντιδραστικές καταθλίψεις είναι σοβαρές και οι κίνδυνοι μεγάλοι, κυρίως όταν το παιδί δεν
είναι νόμιμο. Τα πράγματα γίνονται πιο σοβαρά αν υπάρχουν συγκρουσιακά προβλήματα
μεταξύ της εγκυμονούσης και του εργασιακού της περιβάλλοντος, όταν η εγκυμονούσα
βρίσκεται σε κακή οικονομική κατάσταση, όταν έχει προβλήματα με τον πατέρα του παιδιού ή
όταν πρόκειται περί απρογραμμάτιστης εγκυμοσύνης. Φαίνεται πάντως ότι η ευτυχία και η
ικανοποίηση από τον γάμο παίζουν τον σημαντικότερο ρόλο στη στάση της γυναίκας
απέναντι στην εγκυμοσύνη της και αποτελούν ισχυρούς αποτρεπτικούς παράγοντες
ανάπτυξης ψυχοπαθολογίας. Ανδροποιημένες ή υπερβολικά ερωτικοποιημένες γυναίκες δεν
μπορούν να συντονισθούν με τις φυσιολογικές ανάγκες και λειτουργίες, και έτσι δεν θα
μπορέσουν να απολαύσουν τη μητρότητα και είναι ευάλωτες στην ανάπτυξη
ψυχοπαθολογίας.

Πρώτο τρίμηνο. Κατά τα αρχικά στάδια της εγκυμοσύνης, το πρώτο τρίμηνο, η


συναισθηματική ευαισθησία και ευερεθιστότητα είναι σχετικά συχνές, αλλά απέχουν πολύ
από το να έχουν κάποια ψυχοπαθολογική σημασία. Σύμφωνα με ορισμένες ψυχοσωματικές
θεωρίες, η συναισθηματική αστάθεια σε μερικές εγκυμονούσες μπορεί να συνδέεται είτε με
σεξουαλική ανωριμότητα και φόβο της εγκυμοσύνης είτε, αντιθέτως, με μια βαθιά επιθυμία να
αποδείξουν ότι, κάνοντας παιδιά, διαθέτουν θηλυκές ποιότητες, επιθυμία που μπορεί να
πάρει μεγάλες διαστάσεις μετά από μια έκτρωση ή από δυσκολίες στη σύλληψη (Nieter
1977). Τα όποια ψυχοσωματικά συμπτώματα μπορεί να είναι οι εκφραστές αυτών των
προβλημάτων. Μπορεί ακόμη να εκδηλωθεί μια υπερευαισθησία στη γεύση και στην οσμή. Η
λεγόμενη πίκα (pica), η παράλογη όρεξη των εγκύων, προκαλείται μάλλον από μεγάλες
ανάγκες σε Vit. C και ασβέστιο, που οδηγούν τη γυναίκα σε αναζήτηση των τροφών που τις
περιέχουν. Αυτή η ερμηνεία δεν εξηγεί πλήρως το φαινόμενο, αφού οι εγκυμονούσες δεν
αναζητούν μόνο φρούτα και λαχανικά αλλά και ουσίες που πολλές φορές δεν είναι καν
τροφές. Φαίνεται ότι η πίκα συνδυάζεται και με άλλους συντελεστές, όπως η ανάγκη
κοινωνικής προβολής της εγκυμοσύνης. Ένα άλλο φαινόμενο της πρώτης κυρίως φάσης της
εγκυμοσύνης είναι η υπερεμεσία (hyperemesis gravidarum). Η υπερεμεσία είναι αναμφίβολα
μια οργανική διαταραχή η οποία επηρεάζεται από συναισθηματικούς παράγοντες. Τέτοιοι
παράγοντες είναι ίσως η έντονη αμφιθυμία της γυναίκας για την εγκυμοσύνη, η συμβολική μη
αποδοχή του παιδιού, καθώς και ο φόβος της εγκυμοσύνης. Στην περίπτωση του φόβου ότι
η εγκυμοσύνη είναι επικίνδυνη η γυναίκα αισθάνεται ότι μόνο στο νοσοκομείο μπορεί να τα
βγάλει πέρα και, πράγματι, μετά την εισαγωγή της είναι δυνατόν να παρατηρηθεί ταχεία
βελτίωση, ακολουθούμενη από εξίσου ταχεία υποτροπή μετά την έξοδό της από το
νοσοκομείο.

Δεύτερο τρίμηνο. Κατά τη δεύτερη φάση, από τον 4ο ώς τον 6ο μήνα, είναι δυνατόν να
παρατηρηθεί μια ενασχόληση της εγκυμονούσης με τη σωματική εικόνα της, όπου οι αλλαγές
στο σώμα βιώνονται ως ναρκισσιστικά τραύματα με υπεύθυνο το παιδί. Αυτό υποδηλώνει
ίσως μια αδυναμία της γυναίκας να απαγκιστρωθεί από το στάδιο της ερωμένης και να
προχωρήσει σε μια ώριμη προετοιμασία να γίνει μητέρα.

Τρίτο τρίμηνο. Κατά την τρίτη φάση, κυριαρχούν φόβοι που σχετίζονται με τη σωματική
διάπλαση και τη νοηματική αρτιότητα του παιδιού, φόβοι κυρίως μήπως κυοφορείται τέρας
αλλά, παρά την ισχυρή μερικές φορές δυσφορία που προκαλούν, δεν έχουν σοβαρή
ψυχοπαθολογική σημασία. Εξάλλου η τεχνολογία των υπερήχων δίδει πειστικές
πληροφορίες για τη διαμόρφωση του εμβρύου. Υποχονδριακές ιδέες και φόβοι θανάτου κατά
την εγκυμοσύνη ή τον τοκετό αποκτούν, σπάνια, παραληρηματικό χαρακτήρα. Στις ανώριμες
και εξαρτητικές γυναίκες οι ευθύνες της μητρότητας αντιμετωπίζονται με φόβο και ανησυχία,
που όσο πλησιάζει ο καιρός του τοκετού αυξάνονται. Γυναίκες με ψυχαναγκαστική
προσωπικότητα υποφέρουν ακόμη περισσότερο από αυτούς τους φόβους. Μεγάλοι κίνδυνοι,
αλλά όχι συχνοί, εμφανίζονται κατά τα τελικά στάδια της εγκυμοσύνης. Τοξιναιμία και
312

εκλαμψία είναι δυνατόν, εκτός από τα άλλα, να προκαλέσουν ντελίριο και επιληπτικές
κρίσεις. Αυτή η κατάσταση είναι δυνατό να εμφανισθεί τελείως ξαφνικά και μερικοί πιστεύουν
ότι μπορεί να προοιωνίζεται ψύχωση λοχείας, αλλά αυτό δεν έχει τεκμηριωθεί. Στην
περίπτωση επίσης της χορείας της εγκυμοσύνης (chorea gravidarum) είναι δυνατόν να
συνυπάρχει και ψυχωσική συμπτωματολογία με ψευδαισθήσεις και παραληρητικές ιδέες.

Τοκετός και λοχεία. Ο τοκετός δεν είναι μόνο η φυσιολογική κατάληξη της κυήσεως αλλά
ένα ψυχοσωματικό συμβάν που βιώνεται από τη γυναίκα ως ολοκλήρωση της θηλυκότητάς
της και εκπλήρωση του προορισμού της ως μητέρας. Το άλγος μπορεί να θεωρείται
αναπόσπαστο στοιχείο του τοκετού –«εν λύπαις τέξη τέκνα»–, αλλά ο σωματικός και ψυχικός
μόχθος, δηλαδή «το έργον του τοκετού», υπερέχει του άλγους. Ο τοκετός και η λοχεία μπορεί
να θεωρηθούν ισχυροί στρεσογόνοι παράγοντες και κατατάσσονται από τους Holmes και
Rahe μεταξύ των 43 πιο σημαντικών γεγονότων τα οποία είναι σε θέση να προκαλέσουν
προβλήματα προσαρμογής. Κατά τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τάση να μη θεωρείται
μόνον ο τοκετός καθεαυτόν αιτιολογικός παράγοντας των ψυχικών διαταραχών που
εμφανίζονται κατά τη λοχεία, αλλά επίσης και η ιδιοσυστασία και η δομή της
προσωπικότητας, αφού οι διαταραχές της προσωπικότητας είναι συχνό εύρημα μεταξύ των
γυναικών που αναπτύσσουν ψυχιατρικά συμπτώματα κατά τη διάρκεια της λοχείας.
Κατά τα τελευταία χρόνια, λόγω των βελτιώσεων που έχουν επέλθει στην ιατρική
παρακολούθηση και φροντίδα της εγκυμονούσης αλλά και των καλύτερων συνθηκών
νοσηλείας και αντιμετώπισης των λοιμώξεων, παρατηρείται μείωση των ψυχωσικών
διαταραχών τοξιναιμικού ή λοιμώδους τύπου. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ψυχιατρικών
διαταραχών της λοχείας εμφανίζεται τους πρώτους 3 μήνες μετά τον τοκετό και μεγάλο μέρος
από αυτές κατά τις πρώτες 3-4 εβδομάδες. Ωστόσο πολλοί πιστεύουν ότι δεν πρέπει να
κατατάσσονται στις ψυχιατρικές διαταραχές της λοχείας εκείνες που εμφανίζονται μετά την
παρέλευση 30 ημερών από τον τοκετό. Αρκετές σχετικές εργασίες έχουν δείξει ότι ενώ η
ψύχωση είναι πολύ σπάνια κατά την εγκυμοσύνη, η κατάθλιψη και το άγχος είναι αρκετά
συχνά φαινόμενα τόσο κατά την εγκυμοσύνη όσο και κατά τη λοχεία. Μία στις τέσσερις
γυναίκες αναπτύσσουν κατά την περίοδο της λοχείας συμπτώματα όπως ανησυχία,
ευερεθιστότητα, καταβολή, άγχος και κατάθλιψη. Κατά την πρώτη τους έξοδο από το σπίτι
μετά τον τοκετό μπορεί να αναπτύξουν και αγοραφοβικά συμπτώματα. Όλα όμως αυτά τα
συμπτώματα, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι ήπια και παροδικά (για συγκεκριμένες
ψυχιατρικές διαταραχές μετά τον τοκετό βλ. σχετικά κεφάλαια).

Εμβρυοκτονία. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που μπορεί να εισβάλλει στη μήτρα του και
εκεί να τεμαχίζει ή να πολτοποιεί το κύημα. Η εμβρυοκτονία είναι η φοβερότερη επιπλοκή της
εγκυμοσύνης. Οι καλλωπιστικές ή παραπλανητικές εκφράσεις «διακοπή της κύησης»,
«έκτρωση» ή «άμβλωση» πρέπει να παραμερισθούν, ώστε να αποκαλυφθεί με σαφήνεια η
ηθική, η κοινωνική και η ιατρική σημασία αυτής της πράξεως, αλλά και τα νομικά, κοινωνικά
και ιδεολογικά ζητήματα που αποκρύπτονται κάτω από αυτές τις εκφράσεις. Η ανθρώπινη
κοινωνία προστατεύει με πλήθος θεσμών και νόμων, σε όλους και στον ίδιο βαθμό, την
ανθρώπινη ζωή. Το δικαίωμα στη ζωή είναι εγγυημένο και η ανθρώπινη ύπαρξη
προστατεύεται μέχρι τον φυσικό θάνατο, όπως επίσης προστατεύεται η ανθρώπινη
αξιοπρέπεια και το δικαίωμα του καθενός στην πλήρη ανάπτυξη και ολοκλήρωση. Το
γονιμοποιημένο ωάριο είναι άνθρωπος από την ημέρα της γονιμοποίησής του και πάντως
κανείς δεν αμφιβάλλει ότι θα γίνει άνθρωπος, εκτός αν συντελεσθεί κάποια εκτρωσιακή
παρέμβαση, φυσική ή ανθρώπινη.

Είναι σαφές ότι η σύγχρονη κοινωνία (όχι η ιατρική, διότι η ιατρική έχει απαντήσει δια
στόματος Ιπποκράτη), ίσως κατά τρόπο υποκριτικό, δεν έχει κατορθώσει ακόμη να
απαντήσει σε απλά ερωτήματα: είναι το έμβρυο άνθρωπος; Αν δεν είναι άνθρωπος, πότε
γίνεται; Και αν είναι άνθρωπος, έχει ή δεν έχει τα συνταγματικά δικαιώματα που
αναγνωρίζονται στους άλλους ανθρώπους; Η σύγχρονη κοινωνία αποφεύγει να χαρακτηρίσει
την έκτρωση ως εμβρυοκτονία, επειδή αποφεύγει να χαρακτηρίσει το έμβρυο ως άνθρωπο,
με αποτέλεσμα να του στερεί στοιχειώδη συνταγματικά δικαιώματα, και έτσι να συμμετέχει
313

επισήμως σε αυτή την άνευ προηγουμένου στην ιστορία της ανθρωπότητας


ανθρωποσφαγή.

Είναι ακόμη τεκμηριωμένο με σύγχρονες τεχνικές άμεσης παρατήρησης ότι κατά την περίοδο
που γίνονται συνήθως οι εμβρυοκτονίες το έμβρυο είναι σε θέση να προσλαμβάνει πλήθος
ερεθισμάτων από τον έξω κόσμο, αφού το ΚΝΣ αντιδρά στα ερεθίσματα του πόνου με
συμπεριφορά αποφυγής. Επειδή δεν υπάρχει σήμερα αμφιβολία ότι τα έμβρυα πονούν κατά
τη διάρκεια των διαμελιστικών ενεργειών που επιτελούνται κατά την έκτρωση, υπάρχουν
πολλοί που υποστηρίζουν ότι απαιτείται να επιβληθεί η χρήση εμβρυϊκής αναισθησίας πριν
από την επέμβαση.

Τα υπέρ της εκτρώσεως επιχειρήματα, ότι είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου να εξουσιάζει το
σώμα του και να το χρησιμοποιεί όπως αυτός θέλει, καθώς και ότι οι γονείς του εμβρύου ως
δημιουργοί του έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου σε αυτό, είναι ανόητα. Το έμβρυο δεν είναι
μέλος του σώματος της εγκυμονούσης αλλά ένας άλλος άνθρωπος, και δεν δημιουργείται
από τους συνουσιαζόμενους, οι οποίοι δεν είναι τίποτε περισσότερο από ασήμαντοι φορείς
μιας σκοτεινής τελεολογίας. Εξάλλου, η συνταγματική κατοχύρωση της εξάσκησης του
δικαιώματος εξουσίας του ανθρώπου πάνω στο σώμα του προϋποθέτει την υποχρέωση
σεβασμού των άλλων ανθρώπων, και στην προκείμενη περίπτωση του εμβρύου.

Από νομική άποψη, η εμβρυοκτονία θεωρείται εγκληματική ενέργεια και τιμωρείται με βάση
τον ποινικό κώδικα. Επιτρέπεται η διενέργειά της όταν συντρέχουν λόγοι κοινωνικοί,
ανθρωπιστικοί και ιατρικοί. Ωστόσο είναι προφανές ότι η απαγόρευση και η ποινική δίωξη
της άμβλωσης δημιουργεί τεράστια προβλήματα σε μια εποχή που δεν ανέχεται την
ανελευθερία και οδηγεί στην εμπορευματοποίηση των ανθρώπων και στην κερδοσκοπία από
τη μεριά των γυναικολόγων. Θεμελιώδες χρέος της ιατρικής είναι η υπεράσπιση της ζωής.
Τους ιατρούς πρέπει να τους απασχολούν αποκλειστικά και μόνον οι ιατρικοί λόγοι, και η
διατύπωση κριτηρίων για την απόφαση διενέργειας εμβρυοκτονίας είναι ένα εξαιρετικά
σοβαρό ιατρικό πρόβλημα που απαιτεί υψηλό αίσθημα ευθύνης. Η εμβρυοκτονία
απαγορεύεται στον ιπποκρατικό όρκο και ο ιατρός που αποφασίζει να τον παραβεί και να
υποστεί την ανελέητη κατάρα του Απόλλωνα ας προσέξει τουλάχιστον να δώσει γνωμάτευση
για εμβρυοκτονία μόνο με βάση αυστηρώς ιατρικά κριτήρια και να αποφύγει τα κοινωνικά,
οικονομικά ή άλλα κριτήρια.

Ιατρικοί λόγοι για εμβρυοκτονία συντρέχουν όταν η συνέχιση της κύησης αποτελεί σοβαρή
απειλή για τη ζωή της μητέρας. Επομένως το θεμελιώδες ερώτημα διαμορφώνεται ως εξής:
θα μπορέσει η μητέρα να φθάσει και να περάσει επιτυχώς το στάδιο της εξώθησης χωρίς να
διατρέξει η ζωή της θανάσιμο κίνδυνο; Νεφρική ανεπάρκεια, καρδιακή κάμψη, σακχαρώδης
διαβήτης, βαριές νευρολογικές νόσοι, ίσως επιβάλλουν μια τέτοια απόφαση. Πρέπει ωστόσο
να σημειωθεί ότι πολύ συχνά αναφέρονται περιπτώσεις επιτυχούς κυοφορίας και τοκετού σε
βαρέως πάσχουσες γυναίκες.
Είναι γνωστό ότι πολλές εμβρυοκτονίες δικαιολογούνται με βάση την ψυχιατρική
κατάσταση της εγκυμονούσης. Καταρχήν πρέπει να εξακριβωθεί αν υπάρχουν πραγματικά
ψυχιατρικοί λόγοι για τη διακοπή της κύησης ή μήπως η εγκυμοσύνη είναι για άλλους λόγους
ανεπιθύμητη, οπότε πρέπει να εξακριβωθεί ποιος είναι αυτός που δεν επιθυμεί την
εγκυμοσύνη: μήπως είναι ο σύζυγος, και, αν η μητέρα είναι ανύπανδρη, μήπως οι γονείς της;
Ή ο φίλος της; Πολλές γυναίκες παραδέχονται ότι αν είχαν αυτές την πρωτοβουλία της
επιλογής, δεν θα έφθαναν στην έκτρωση. Εξάλλου ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των
γυναικών που κάνουν έκτρωση μετανιώνουν και αναπτύσσουν ισχυρά σύνδρομα ενοχής.
Τόσο η πραγματοποίηση μιας εγκυμοσύνης όσο και η διακοπή της, με τον φόνο ενός
παιδιού, είναι εξαιρετικά σοβαρά ζητήματα και το δικαίωμα κάθε γυναίκας να παίρνει μόνη
της μια τέτοια απόφαση είναι πολύ σημαντικό. Όταν αντί για την ίδια τη γυναίκα την απόφαση
την παίρνουν άλλοι (συνήθως συγκεκαλυμμένοι παράγοντες αρσενικής αφετηρίας), τότε το
έμβρυο διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο. Δεν είναι καθόλου σπάνιο μια γυναίκα να μετανιώνει για
την απόφασή της να κάνει έκτρωση, απόφαση που στο τέλος τής δημιουργεί περισσότερα
314

ψυχιατρικά προβλήματα και μάλιστα συσσωρευτικά, αφού οι ενοχές λειτουργούν ισχυρότερα


με την πάροδο του χρόνου.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν καθαρά ψυχιατρικοί λόγοι που επιβάλλουν
διακοπή της εγκυμοσύνης, διότι δεν υπάρχει ψυχιατρική πάθηση που να επιβάλλει αρνητική
απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα που αναφέρθηκε πιο πάνω. Το ψυχιατρικό ερώτημα
αφορά γυναίκες που ήδη έχουν ψυχιατρικά προβλήματα ή υπάρχει κίνδυνος να αναπτύξουν
μετά τον τοκετό. Έχει βρεθεί ότι αν προτείνονται ψυχιατρικές ενδείξεις για έκτρωση τότε, μετά
την έκτρωση, θα πρέπει να αναμένεται σχεδόν με βεβαιότητα επιδείνωση και όχι βελτίωσή
τους. Έτσι λοιπόν διαμορφώνονται τέσσερα ερωτήματα που η απάντησή τους ίσως
διευκολύνει τον ψυχίατρο που αποφασίζει, μόνος του και χωρίς καμία ηθική υποστήριξη, να
μπει στη θηριώδη περιπέτεια να συστήσει τη διακοπή μιας κύησης για ψυχιατρικούς λόγους.
1) Υπάρχει πιθανότητα, αν δεν γίνει έκτρωση, να αναπτυχθεί σοβαρή ψυχιατρική διαταραχή
ή ψύχωση και ποια μπορεί να είναι η έκβασή της; Ποιοι πραγματικοί και σοβαροί κίνδυνοι
υπάρχουν; 2) Θα αποφευχθεί πράγματι η ανάπτυξη ψύχωσης αν τερματισθεί η εγκυμοσύνη;
3) Μια ψυχιατρικά διαταραγμένη γυναίκα δεν πρέπει να κάνει παιδιά, και γιατί; 4) Τι
κινδύνους, ψυχικούς και σωματικούς, διατρέχει μια γυναίκα, όταν υφίσταται την
ψυχοκαταπόνηση μιας εμβρυοκτονίας; Και ένα ακόμη, διπλό, ερώτημα: Γιατί πρέπει ένα
παιδί να σκοτώνεται επειδή έχει προβλήματα η μητέρα του; Και γιατί αυτόν τον φόνο θα
πρέπει να τον κάνει ένας ιατρός και να φέρει το βάρος του;

Η εμβρυοκτονία πυροδοτείται κυρίως από ισχυρές κοινωνικές πιέσεις που υφίσταται σήμερα
η γυναίκα να απεμπολήσει τον μητρικό ρόλο προς όφελος άλλων ρόλων, όπως της
ερωμένης ή της οικονομικά αυτόνομης και κοινωνικά ανεξάρτητης γυναίκας. Οι ρόλοι αυτοί
τονώνουν σημαντικά τον καταναλωτισμό στη σύγχρονη κοινωνία της αγοράς (τέτοιες
γυναίκες ψωνίζουν προϊόντα και κάνουν χρήση υπηρεσιών σε πολλαπλάσιο βαθμό από
μητέρες με δύο και περισσότερα παιδιά), και γι’ αυτό προπαγανδίζονται και εξωραΐζονται
από τα μέσα μαζικής προπαγάνδας. Οι ρόλοι αυτοί έχουν προκαλέσει στις γυναίκες
αγωνιώδη αναζήτηση ψευδεπίγραφων κοινωνικών συμπεριφορών προς τον σκοπό της
επίτευξης οικονομικής ανεξαρτησίας, φαινόμενο που έχει οδηγήσει σε ισχυρές
αρρενοποιήσεις ή σε παθολογική ερωτικοποίηση του σώματος και στη θεοποίηση της
νεανικότητας που μετατρέπει ώριμες γυναίκες σε γελοιογραφίες του παλαιού εαυτού τους και
γενικώς στην πλήρη κατάρρευση των γυναικείων ιδιοτήτων (ψυχορύπανση της γυναίκας).

Ψυχιατρικές επιπτώσεις από τη διακοπή της κυήσεως. Η έκτρωση είναι θέμα εξόχως
αμφιλεγόμενο και υπήρξε αντικείμενο ποικίλων θρησκευτικών και πολιτικών
αντιπαραθέσεων. Μέσα σε αυτό το κλίμα είναι απαραίτητο οι ιατροί να βασίζουν τα
συμπεράσματα και τις αποφάσεις τους σε αξιόπιστη έρευνα, αυστηρή και απαλλαγμένη από
ιδεολογικές προκαταλήψεις (Major 2003), διότι η επιστημονική έρευνα επάνω στις
ψυχολογικές επιπτώσεις της έκτρωσης αξιοποιείται από πολλούς κοινωνικούς και πολιτικούς
φορείς ως βάση για τη διαμόρφωση πολιτικής.
Η έρευνα σχετικώς με τις ψυχολογικές επιπτώσεις της έκτρωσης αντιμετωπίζει μια
σειρά μεθοδολογικών προβλημάτων και εμποδίων, κυριότερο από τα οποία είναι η ίδια η
διαδικασία της έκτρωσης. Γυναίκες που αποφασίζουν να κάνουν έκτρωση δεν είναι ιδιαίτερα
επιδεκτικές στην υποβολή ατελείωτων ερωτήσεων γύρω από το πώς αισθάνονται, συχνά
αρνούνται να συμμετάσχουν σε σχετικές έρευνες, ενώ είναι χαρακτηριστική και η τάση τους
να αποκρύπτουν ψυχιατρικά συμπτώματα ή να αποσιωπούν προηγούμενες εκτρώσεις.
Επίσης, είναι μάλλον απίθανο να επιστρέψουν για παρακολούθηση μετά την έκτρωση, ενώ
βασικές ψυχολογικές εκτιμήσεις για την κατάστασή τους πριν μείνουν έγκυες είναι ανέφικτες.
Έτσι οι περισσότερες μελέτες περιέχουν ελάχιστη ή δεν περιέχουν καθόλου αντικειμενική
πληροφόρηση σχετικώς με την ψυχολογική κατάσταση της γυναίκας πριν από τη σύλληψη,
αλλά και μετά την έκτρωση η παρακολούθηση στις περισσότερες περιπτώσεις περιορίζεται
σε μικρά χρονικά διαστήματα, το πολύ μερικών μηνών.
Οι περιστάσεις της ζωής των γυναικών που περατώνουν την εγκυμοσύνη τους
διαφέρουν σε πολλές λεπτομέρειες από εκείνες των γυναικών που τη διακόπτουν, με
ποικιλότατες για την καθεμία σημασίες, που οπωσδήποτε συμβάλλουν κατά θετικό ή
315

αρνητικό τρόπο στην ψυχική υγεία τους. Γυναίκες που επιλέγουν να γεννήσουν στις
περισσότερες περιπτώσεις είναι παντρεμένες, θέλουν το παιδί και αισθάνονται οικονομικά
και συναισθηματικά ικανές να το αναθρέψουν. Γυναίκες που ζητούν έκτρωση παρουσιάζουν
συχνά σοβαρά προβλήματα κοινωνικού και διαπροσωπικού τύπου. Πιο συχνά είναι
ανύπανδρες, με χαμηλή κοινωνική υποστήριξη και επικαλούνται οικονομικά προβλήματα,
έλλειψη υποστηρικτικής σχέσης και αδυναμία να αναλάβουν τις ευθύνες της εγκυμοσύνης και
του παιδιού. Αυτοί οι παράγοντες σχετίζονται με φτωχή ψυχική υγεία και ηυξημένη
πιθανότητα σύλληψης. Πολλές γυναίκες που καταφεύγουν στην έκτρωση επειδή έμειναν
έγκυες χωρίς να θέλουν το παιδί έχουν χαρακτηριστικά ανώριμης παρορμητικής
προσωπικότητας, στοιχεία που δεν τους επιτρέπουν να οργανώσουν την αντισύλληψή τους
ή να φέρουν σε πέρας την εγκυμοσύνη (Baetsen et al 1985). Μολονότι είναι πιθανόν η
έκτρωση να οδηγεί σε ψυχιατρικά προβλήματα, είναι επίσης πιθανόν τα ψυχιατρικά
προβλήματα να οδηγούν στην έκτρωση, αφού αυτές οι γυναίκες όταν μείνουν έγκυες
αισθάνονται λιγότερο ικανές να αναθρέψουν ένα παιδί και έτσι τερματίζουν την εγκυμοσύνη.
Ένας σοβαρός παράγων σύγχυσης στην έρευνα του θέματος είναι ότι ψυχιατρικά
συμπτώματα που παρουσιάζονται σε γυναίκες στην πρώτη φάση της εγκυμοσύνης μπορεί
να θεωρηθεί ότι σχετίζονται με τις επιπτώσεις της έκτρωσης στην ψυχική υγεία.
Οι άμεσες και συχνότερες (γύρω στο 15%) ψυχιατρικές επιπτώσεις είναι ήπιες, ενώ οι
σοβαρές δεν είναι ιδιαίτερα συχνές. Ορισμένες ομάδες γυναικών, όπως εκείνες με
προηγούμενο ψυχιατρικό ιστορικό, νεαρές, με μικρή κοινωνική υποστήριξη, καθώς και
εκείνες που προέρχονται από κουλτούρες που αντιτίθενται στις εκτρώσεις, είναι περισσότερο
ευάλωτες (Zolese and Blacker 1992). Οι θρησκευόμενες καταφεύγουν δυσκολότερα στην
έκτρωση και είναι πολύ περισσότερο ευάλωτες στις ενοχές όταν την πραγματοποιήσουν.
Γυναίκες που κάνουν έκτρωση για ιατρικούς λόγους λόγω ανωμαλιών του εμβρύου ή
σοβαρών λόγων υγείας τους παρουσιάζουν ακόμη φτωχότερη ψυχική υγεία. Αυτό εξηγείται
από το ότι η γυναίκα πενθεί για ένα παιδί που το ήθελε ή αισθάνεται ένοχη που θα έφερνε
στον κόσμο ένα άρρωστο ή παραμορφωμένο παιδί.
Η βιβλιογραφία δείχνει ότι οι ψυχιατρικές διαταραχές που αναφέρονται συχνότερα ως
συνέπεια εκτρώσεως είναι νευρωτικού, και λιγώτερο συχνά συναισθηματικού ή ψυχωσικού
τύπου. Σε μια συγκριτική μελέτη γυναικών που γέννησαν και γυναικών που έκαναν έκτρωση
(David et al 1981) οι δεύτερες παρουσίαζαν μεγαλύτερα ποσοστά εισαγωγών σε ψυχιατρικές
κλινικές από τις πρώτες (12% και 18,4% ανά 10.000 πληθυσμού αντίστοιχα). Σε άλλη μελέτη
η συχνότητα ψυχιατρικών εισαγωγών των γυναικών που έκαναν έκτρωση ήταν μεγαλύτερη
από την αντίστοιχη των γυναικών που ολοκλήρωσαν την εγκυμοσύνη τους, 90 ημέρες μετά
τον τοκετό ή την έκτρωση (Reardon et al 2003). Χωρισμένες, διαζευγμένες και χήρες
βρίσκονταν σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο (David 1985). Στη μελέτη των Frank et al (1985),
σε 6.105 γυναίκες βρέθηκε ότι η ψυχιατρική συμπτωματολογία τρεις εβδομάδες μετά την
έκτρωση έφθασε στο 2,5%, αλλά μόνο το 1,2% από αυτές χρειάσθηκε ψυχιατρική βοήθεια.
Η συχνότητα των νευρωσικού και συναισθηματικού τύπου διαταραχών παρουσιάζει
ευρύτατη διακύμανση από έρευνα σε έρευνα (από 0% μέχρι 40%), προφανώς λόγω
μεθοδολογικών προβλημάτων, ίσως και ιδεολογικών προκαταλήψεων. Γυναίκες που έκαναν
έκτρωση παρουσίαζαν υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης από γυναίκες που έφεραν εις πέρας
μια μη προγραμματισμένη εγκυμοσύνη (Reardon and Cougle 2002, Thorp et al 2003). Ένα
μικρό ποσοστό βιώνει την έκτρωση ως ψυχοτραυματικό γεγονός και έτσι είναι δυνατόν να
αναπτύξει μια μεταψυχοτραυματική διαταραχή. Με την πάροδο του χρόνου τα αρνητικά
συναισθήματα, οι ενοχές, η κατάθλιψη και η απογοήτευση σχετικώς με την απόφαση για
έκτρωση γίνονται ισχυρότερα (Major et al 2000). Το 20% των γυναικών που έκαναν έκτρωση
(McCane et al 1973) είχαν κατάθλιψη ακόμη και 24 μήνες μετά την έκτρωση. Απόπειρες
αυτοκτονίας είναι συχνότερες από ό,τι στον γενικό πληθυσμό. Γυναίκες με προηγούμενο
ιστορικό κατάθλιψης είχαν σχεδόν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να πάθουν
κατάθλιψη μετά την έκτρωση. Παρά το ότι η βιβλιογραφία περιλαμβάνει μερικές
παρουσιάσεις περιστατικών βαρέων ψυχιατρικών διαταραχών του τύπου της λοχειακής
ψύχωσης (θα την ονομάζαμε μετα-εκτρωσιακή ψύχωση), αυτές θα πρέπει πράγματι να
θεωρηθούν εξαιρετικώς σπάνιες. Σε μια σχετική μελέτη (Brewer 1977) οι αντίστοιχοι αριθμοί
ήσαν 0,3 και 1,7 ανά 10.000 γυναικών αντιστοίχως. Μείζονες ψυχιατρικές διαταραχές
316

εμφανίζονται μετά την έκτρωση κυρίως σε γυναίκες με προηγούμενο ιστορικό ψυχιατρικής


διαταραχής, στις οποίες η έκτρωση προφανώς λειτουργεί ως πυροδοτικός παράγων.
Σε βιωματικό, και όχι σε ψυχιατρικό, επίπεδο τα πράγματα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Σε πολλές γυναίκες η ανάμνηση του γεγονότος, η αίσθηση ότι θα μπορούσαν να είχαν ακόμη
ένα παιδί, και ότι αυτό το παιδί –καθώς η γυναίκα μεγαλώνει, ωριμάζει και γερνάει–
μεγαλώνει και ωριμάζει μαζί της στη φαντασία της, φέρνουν αισθήματα θλίψης, ενοχής και
πικρής μετάνοιας. Όχι τόσο γιατί το σκότωσαν, αλλά γιατί δεν το απέκτησαν. Αρκετές μελέτες
περιγράφουν αντιδράσεις τύπου πένθους μετά τη διακοπή της κύησης. Αισθήματα απώλειας,
οδύνης, ενοχής, αυτομομφής διάρκειας περίπου 6 μηνών, όπως και στο πένθος. Σε μερικές
μάλιστα η αντίδραση πένθους διαρκεί περισσότερο από 3 χρόνια. Μερικές γυναίκες ποτέ δεν
θα ξεπεράσουν το αίσθημα ότι δολοφόνησαν το μωρό τους.
Η γυναίκα που πρόκειται να κάνει έκτρωση πρέπει να ενημερώνεται για τους κινδύνους
που διατρέχει η ψυχική της υγεία μετά την έκτρωση. Αν μάλιστα παρουσιάζει ψυχιατρική
συμπτωματολογία, ο ιατρός θα πρέπει να της πει καθαρά ότι υπάρχουν πολλές πιθανότητες
η ψυχική υγεία της να επιδεινωθεί σοβαρά μετά την έκτρωση.

Εμμηνόπαυση. Μολονότι θεωρείται φυσιολογική εξελικτική φάση (βλ. σχετικό κεφάλαιο), η


εμμηνόπαυση πολλές φορές βιώνεται ως ψυχοτραυματικό γεγονός και ως τέτοιο δύναται να
πυροδοτήσει αντιδράσεις καταθλιπτικού τύπου. Αλλά και η υπολειτουργία των ωοθηκών
μπορεί να προκαλέσει διαταραχές του ύπνου, εξάψεις με εφιδρώσεις και αγχώδεις
καταστάσεις. Παρά το ότι έχει προταθεί η οιστρογονική υποκατάσταση για την αντιμετώπιση
των σωματικών και των ψυχολογικών επιπτώσεων της κλιμακτηρίου, φαίνεται ότι τα οφέλη
δεν είναι σημαντικά, ενώ οι κίνδυνοι, κυρίως ως προς την καρκινογένεση, ίσως είναι μεγάλοι.

Υπογόνιμα ζευγάρια. Ως υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτύχει


σύλληψη και να ολοκληρώσει κύηση μετά από τουλάχιστον ένα έτος τακτικών σεξουαλικών
επαφών χωρίς αντισύλληψη. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, η
υπογονιμότητα αποτελεί πάθηση, η οποία χρήζει ιατρικής αντιμετώπισης. Πολλές γυναίκες
μπορεί να έχουν μία επαφή και να μείνουν αμέσως έγκυες και από την άλλη πλευρά πολλές
μπορεί να προσπαθούν για χρόνια, να έχουν κάνει όλες τις εξετάσεις οι οποίες δεν δείχνουν
τίποτε και παρόλα αυτά να μην μπορούν να μείνουν έγκυες. Η φυσιολογική πιθανότητα
επιτυχίας κυήσεως από ένα γόνιμο ζευγάρι με φυσιολογική σεξουαλική ζωή δεν υπερβαίνει
το 20% ανά καταμήνιο κύκλο κατά μέσον όρο. Το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο όταν η
ηλικία της γυναίκας είναι μικρή (κάτω των 25 ετών), παραμένει περίπου σταθερό μέχρι την
ηλικία των 30 και μειώνεται προοδευτικά μέχρι την ηλικία των 40 ετών. Σε μεγαλύτερες
ηλικίες, το ποσοστό φυσιολογικής σύλληψης είναι πολύ μικρό, της τάξεως του 5% το πολύ.
Περίπου το 50% των φυσιολογικών γόνιμων ζευγαριών επιτυγχάνει κύηση κατά το πρώτο
έτος προσπαθειών. Ενα 20-35% των ζευγαριών επιτυγχάνει κύηση κατά το δεύτερο έτος
προσπαθειών. Το υπόλοιπο 15% είναι τα λεγόμενα «υπογόνιμα» ζευγάρια. Στην Ελλάδα,
δεν υπάρχουν ειδικές επιδημιολογικές μελέτες για την υπογονιμότητα. Υπολογίζεται οτι
περίπου 300.000 ζευγάρια δυσκολεύονται να αποκτήσουν παιδιά.

Στους άνδρες υπάρχει μια ήπια σταδιακή μείωση των επιπέδων της τεστοστερόνης με την
πάροδο του χρόνου. Μειώνεται κατά 1% κάθε χρόνο από την ηλικία των 30 ετών. Αυτό δεν
είναι ομοιόμορφο σε όλους τους άνδρες. Η ηλικία έναρξης της μείωσης και η ταχύτητα
εξέλιξης της, διαφέρουν από άνδρα σε άνδρα. Οι άνδρες άνω των 45 ετών χρειάζονται 5
φορές περισσότερο χρόνο για να γονιμοποιήσουν μια γυναίκα παρά όταν είναι 25 ετών. Τις
τελευταίες δεκαετίες στον ανδρικό πληθυσμό μειώνεται σταδιακά ο όγκος του σπέρματος και
ο αριθμός σε αυτό των ζωντανών σπερματοζωαρίων ενώ αυξάνεται ο αριθμός των
σπερματοζωαρίων με παθολογική μορφολογία και παθολογική κινητικότητα. Οι διαταραχές
παραγωγής και ποιότητας του σπέρματος αποτελούν το 25-30% των αιτίων της
υπογονιμότητας των ζευγαριών. Το στρες, ιδιαιτέρως το εργασιακό στρες στους μισθωτούς,
μπορεί επίσης να έχει ως αποτέλεσμα την πτώση του αριθμού των σπερματοζωαρίων.
Εχουν επίσης ενοχοποιηθεί ποικίλες οιστρογονομιμητικές ουσίες όπως ορισμένα πλαστικά ή
η κατανάλωση κρέατος από ζώα που για την ταχεία ανάπτυξη τους χρησιμοποιήθηκαν
317

οιστρογόνα. Οι ελλείψεις ιχνοστοιχείων ή βιταμινών, η λήψη ορισμένων ουσιών σε χρόνιο


επίπεδο, όπως ο καφές ή το αλκοόλ, η αύξηση ή η υπερβολική μείωση του βάρους, καθώς
και το σωματικό ή ψυχολογικό στρες.

Στις γυναίκες, οι διαταραχές ωορρηξίας και ορμονικών ισορροπιών (15-20%), τα ανατομικά


προβλήματα στις σάλπιγγες (15%), άλλες ανατομικές αποφράξεις, ιατρογενή αίτια (π.χ.
χημειοθεραπεία) παίζουν σημαντικό ρόλο αλλά υπάρχουν και ψυχογενείς παράγοντες όπως
ψυχογενής αμηνόρροια, ψυχογενής ανωορρηξία, ψυχογενής σπασμός του τραχήλου της
μήτρας, ψυχογενής στένωση ή ελάττωση περισταλτικότητας σαλπίγγων, ψυχογενής καθ’ έξιν
έκτρωση, φόβος εγκυμοσύνης, μεγάλη και συναισθηματικώς φορτισμένη επιθυμία
απόκτησης παιδιού μερικές φορές εμπλέκονται στην ανάπτυξη παροδικής, συνήθως,
υπογονιμότητας.

Στις θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνονται, φαρμακευτική αγωγή για την καταπολέμηση


λοιμώξεων, για ρύθμιση ή διέγερση της λειτουργίας των ωοθηκών στη γυναίκα ή των όρχεων
στον άνδρα, χειρουργική επέμβαση με σκοπό την θεραπεία ανατομικών προβλημάτων,
βλαβών των αναπαραγωγικών οργάνων, της ενδομητριώσεως ή συνδυασμός φαρμακευτικής
και χειρουργικής θεραπείας. Εάν οι μέθοδοι αυτές δεν αποδώσουν, ή εάν η εφαρμογή τους
είναι περιττή, απαιτείται η προσφυγή στις λεγόμενες τεχνικές Ιατρικώς Υποβοηθούμενης
Αναπαραγωγής (ΙΥΑ). Οι πιο συνηθισμένες μέθοδοι ΙΥΑ είναι: Η ενδομήτριος
σπερματέγχυση (intra-uterine ή artificial insemination, IUI ή AI) Η εξωσωματική γονιμοποίηση
(in vitro fertilization, IVF). Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές των μεθόδων αυτών. Οι μέθοδοι
ΙΥΑ έχουν γενικώς πιθανότητες επιτυχίας της τάξεως του 20-25% ανά κύκλο και γενικώς
βελτιώνονται τα τελευταία χρόνια αλλά το συνολικό αθροιστικό ποσοστό επιτυχίας δεν
υπερβαίνει το 80%. Η επιτυχία εξαρτάται από παράγοντες ενίοτε αστάθμητους ή άγνωστους.
Αυτό σημαίνει ότι, συνολικά, η πλειονότητα των ζευγαριών θα επιτύχει να αποκτήσει παιδιά
με τις μεθόδους ΙΥΑ, αλλά υπάρχει και ένας σημαντικός αριθμός ζευγαριών (περίπου 1 στα
6) που δεν θα επιτύχουν, όσες φορές κι αν προσπαθήσουν. Η προσφυγή σε εναλλακτικές
λύσεις, όπως η υιοθεσία, ή ακόμη και η απόφαση το ζευγάρι να παραμείνει άτεκνο, είναι
καλό να μην απορρίπτεται εξ αρχής, αλλά να εξετάζεται προτού εξαντληθούν τα αποθέματα
αγάπης και ψυχικού σθένους, στα οποία στηρίζεται η συνοχή του ζευγαριού.

Εκτός από τις καθαρά ιατρικές αντενδείξεις για την θεραπεία της υπογονιμότητας, θα πρέπει
και ο παράγοντας ηλικία να έχει κάποιο όριο, διότι μετά από μια πολύ προχωρημένη ηλικία
δημιουργούνται σύνθετα προβλήματα. Παράγοντες όπως η ηλικία της γυναίκας και οι
οικονομικές δυνατότητες του ζευγαριού πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν, δεδομένου ότι
η διάγνωση και η θεραπεία της υπογονιμότητας μπορεί μερικές φορές να αποβεί και
χρονοβόρος και δαπανηρή. Στην επιλογή της κατάλληλης θεραπευτικής στρατηγικής πρέπει
να σταθμιστούν προσεκτικά όλα τα δεδομένα και το ζευγάρι να οδηγηθεί, με την βοήθεια της
θεραπευτικής ομάδας, σε μια νηφάλια και καθαρή απόφαση. Η συχνότητα του φαινομένου
της τεκνοποίησης από γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, με τεχνητή γονιμοποίηση,
παρουσιάζει αύξηση. Υπάρχουν φωνές εναντίον της κατάστασης αυτής, με το δικαιολογητικό
ότι οι γυναίκες πιθανόν να μη δουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν, λόγω ηλικίας. Υπάρχουν
όμως και οι υποστηρικτές οι οποίοι λέγουν ότι δεν μπορεί να μην επιτρέπεται η τεκνοποίηση
μετά την εμμηνόπαυση, μόνο λόγω ηλικίας εφ’ όσον δεν υπάρχουν άλλα ιατρικά
προβλήματα. Βέβαια θα πρέπει να ελέγχεται το οικονομικό επίπεδο των γυναικών που
επιθυμούν να τεκνοποιήσουν μετά ’50 και να λειτουργούν τα ίδια κριτήρια που ισχύουν για
την υιοθεσία, εξασφαλίζοντας επαρκή φροντίδα στο παιδί μέχρι την ενηλικίωση του. Το
οικονομικό φορτίο μερικών από τις θεραπείες είναι πολύ μεγάλο και σε συνδυασμό με τις
σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της υπογονιμότητας μπορεί να φθάσει την όλη
κατάσταση στο απροχώρητο. Η ισχυρή επιθυμία της τεκνοποίησης δίνει στο ζευγάρι μεγάλη
δύναμη να αντιμετωπίσει αυτά τα εμπόδια, αλλά τα υπογόνιμα ζευγάρια χρειάζονται
επιπρόσθετη βοήθεια από την πολιτεία.
318

Ψυχολογικές Επιπτώσεις. Με την επιβεβαίωση της στειρότητας η γυναίκα βιώνει το αίσθημα


της αποτυχίας της θηλυκής της ταυτότητας και κλονίζεται η βάση του κοινωνικού της ρόλου
ως γυναίκας ενώ οι ψυχολογικές επιπτώσεις της αποτυχίας της εξωσωματικής
γονιμοποίησης μοιάζουν πολύ μερικές φορές με τις ψυχολογικές επιπτώσεις θανάτου ενός
βρέφους. Η επιβάρυνση των διαπροσωπικών σχέσεων του ζευγαριού, η σχέση του
ζευγαριού με τους συγγενείς και άλλα άτομα, η πίεση της υπογονιμότητας σε κάθε ένα από
τα μέλη του ζευγαριού, η ψυχολογική πίεση από την διαδικασία της προσπάθειας για
υποβοηθούμενη τεχνητή γονιμοποίηση είναι παράγοντες ικανοί να εξαντλήσουν όλες τους τις
ψυχολογικές εφεδρείες. Η μακρόχρονη εξάρτηση από τις θεραπευτικές προσπάθειες οδηγεί
τις γυναίκες σε μια συνεχή αμφιταλάντευση μεταξύ ελπίδας και απογοήτευσης. Η επιθυμία
για παιδί τους γίνεται έμμονη ιδέα που κυριαρχεί στη ζωή τους, με αποτέλεσμα να
παραιτούνται από πολλές δραστηριότητες και χαρές της ζωής.
Διαταράσσεται η σεξουαλική ζωή, αυξάνεται το άγχος και η απογοήτευση, καταρρέει η
αυτοεκτίμηση, μερικές φορές τα μέλη του ζευγαριού αποξενώνονται μεταξύ τους, μειώνουν
τις κοινωνικές τους επαφές και κλείνονται στους εαυτούς τους. Αλλες φορές προσπαθούν να
αποφύγουν το πρόβλημα προσθέτοντας υπερβολικές δραστηριότητες σε άλλους τομείς (π.χ.
εργασία). Οι δυσκολίες σύλληψης και τεκνοποίησης προκαλούν δυσάρεστα αισθήματα
θυμού, απελπισίας, λύπης, πανικού. Παράλληλα με τα αρνητικά συναισθήματα που
συνοδεύουν την ίδια τη στειρότητα, δημιουργούνται αρνητικές ψυχολογικές επιπτώσεις λόγω
των ιατρικών εξετάσεων και των θεραπειών που απαιτούνται. Η ανάγκη κοινοποίησης στους
ιατρούς τους, λεπτομερειών της προσωπικής και σεξουαλικής τους ζωής, επιδεινώνει το
άγχος και το στρες που διακατέχει το ζευγάρι.
Οι διαδικασίες διερεύνησης και αντιμετώπισης της στειρότητας, επιδεινώνουν τα
σεξουαλικά προβλήματα μεταξύ των δύο. Τα προβλήματα στο σεξ που προκύπτουν, είναι
δυνατόν να δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο. Η αποφυγή της συνουσίας, μειώνοντας τον
αριθμό των περιπτώσεων όπου είναι δυνατόν να επιτευχθεί η σύλληψη, επιδεινώνει το
πρόβλημα της υπογονιμότητας. Η αγωνία και η απελπισία που υπάρχει, δημιουργούν
δυσκολίες στη σεξουαλική διέγερση. Η ανάγκη σε ορισμένες περιπτώσεις να γίνονται τεστ
μετά από τη συνουσία ή για τον άνδρα να δίνει σπέρμα για εξετάσεις, είναι αιτία στυτικών
δυσλειτουργιών. Σε σημαντικό ποσοστό ανδρών οι ψυχολογικές ανησυχίες και φόβοι, είναι
αιτίες αποτυχίας της συνουσίας λόγω προβλημάτων της στύσης ή της εκσπερμάτωσης. Οι
πρώτες αποτυχίες που συμβαίνουν κάτω από αυτές τις περιστάσεις, δημιουργούν στον
άνδρα τον φόβο της αποτυχίας που είναι αιτία νέων αποτυχιών οι οποίες επιδεινώνουν την
ψυχολογική κατάσταση του ζευγαριού. Ο ιατρός συνιστά στο ζευγάρι να έρχεται σε επαφή
ορισμένες συγκεκριμένες ημέρες του μήνα και επιβάλλεται η λεπτομερής αναφορά της
καθημερινής θερμομέτρησης της γυναίκας προκειμένου να επισημανθεί η ακριβής ημέρα
γονιμότητας και να αναφερθεί η αξιοποίηση της. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου ο
ένας από τους δύο ή και οι δύο, νιώθουν ότι ο σύντροφος τους, τους θέλει μόνο εάν υπάρχει
πιθανότητα σύλληψης. Το οδυνηρό αυτό αίσθημα, διεγείρει στον τομέα των διαπροσωπικών
τους σχέσεων άλλα πρωτογενή ζητήματα ελέγχου και δύναμης. Συμπερασματικά όχι μόνο
υποφέρει η ποιότητα της ζωής και της σεξουαλικής έκφρασης των δυο αλλά τα ψυχολογικά
προβλήματα είναι δυνατόν να επιδεινώνουν ένα οργανικό πρόβλημα στειρότητας.

Είναι απαραίτητο να δίνεται η ευκαιρία στα ζευγάρια με στειρότητα, να συζητούν με το γιατρό


τους, τα ψυχολογικά προβλήματα που πιθανόν να έχουν επηρεάσει τη σεξουαλική τους
σχέση. Εάν η διαπίστωση προβλήματος στειρότητας στο ζευγάρι, οδήγησε σε αλλαγές της
σεξουαλικής του ζωής, τότε οι ψυχολογικές παράμετροι του προβλήματος πρέπει να
αναγνωριστούν και να αντιμετωπιστούν. Σε σπάνιες περιπτώσεις, τα προβλήματα αυτά
μπορεί να οδηγήσουν μέχρι και στη διάλυση του ζευγαριού. Ο κανόνας όμως είναι ότι οι
όποιες αυτές δυσκολίες και προκλήσεις τελικώς ενισχύουν τους δεσμούς αγάπης, εφ’ όσον
το ζευγάρι κατορθώσει να βρει μια λύση με νηφαλιότητα.

Ανδρες και γυναίκες επηρεάζονται από την υπογονιμότητα κατά διαφορετικούς τρόπους.
Αυτό σχετίζεται με τους παραδοσιακούς τρόπους που άνδρες και γυναίκες έχουν εκπαιδευτεί
να σκέφτονται, να συναισθάνονται και να δρούν.
319

Οι γυναίκες είναι αυτές που προσφέρουν το μεγαλύτερο μέρος της συναισθηματικής


φροντίδας στην σχέση. Συνήθως αισθάνονται υπεύθυνες για τα άσχημα συναισθήματα τού
άλλου. Στην προσπάθεια να καταπιέσουν τα συναισθήματα τους, αυτά γίνονται χειρότερα
και έτσι πιθανόν να χάσουν τον έλεγχο της κατάστασης. Οι γυναίκες στα υπογόνιμα
ζευγάρια συχνά προστατεύουν τους συζύγους τους από τον δικό τους πόνο και αισθήματα
αποτυχίας με το να παίρνουν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τις θεραπείες.
Πλησιάζουν συναισθηματικά τον άνδρα τους ή απομακρύνονται από αυτόν ανάλογα με το
πόσο αισθάνονται ότι μπορεί να τον έχουν απογοητεύσει. Σαν αποτέλεσμα του να παίρνει
την ευθύνη για την συναισθηματική επίδραση της υπογονιμότητας, η γυναίκα βιώνει έντονα
αισθήματα πόνου, θυμού, φόβου κλπ, τα οποία σε συνδυασμό με μηνύματα ότι ο τρόπος
με τον οποίο χειρίζεται διάφορα θέματα είναι δυσλειτουργικός της προκαλούν κάτι σαν
άγχος και κατάθλιψη. Όταν ζητιέται οι άνδρες να συνοδεύουν τις γυναίκες τους στα
ραντεβού, τα ζευγάρια συχνά βάζουν θέματα οικονομικά,απώλειας χρόνου κλπ. Ετσι
προστατεύουν οι γυναίκες τους άνδρες από τις ευθύνες τους στην διαδικασία σύλληψης και
από τα συναισθήματα τους τα οποία μπορεί να εντατικοποιηθούν από την παρατεταμένη
επαφή με τις ιατρικές διαδικασίες.
Παραδοσιακά οι άνδρες έχουν την οικονομική δυνατότητα και την ευθύνη της γενικότερης
προστασίας από κινδύνους. Θεωρούν την συναισθηματική έκφραση ως απειλή αφού έχουν
μάθει να καταπιέζουν τα συναισθήματα τους. Εχουν εκπαιδευτεί να οργανώνουν
πράγματα, να παίρνουν πρωτοβουλίες και αποφάσεις και να σκέφτωνται χωρίς να
εκτροχιάζονται από συναισθήματα. Οι άνδρες συνήθως σαρώνονται από την ένταση των
συναισθημάτων της συντρόφου τους καθώς και από την αδυναμία τους να κυττάξουν τα
δικά τους. Προτιμούν να εστιάζουν την ενεργητικότητα τους στην εργασία τους, εκεί που
αισθάνονται ότι τα καταφέρνουν καλύτερα.

Ορισμένα ζευγάρια δεν χρειάζονται ιδιαίτερη υποστήριξη, αφού η παροχή συμβουλών και
ενημέρωσης από τον ιατρό αρκεί για να αντιμετωπισθούν τα περισσότερα προβλήματα.
Όμως άλλα ζευγάρια δεν μπορούν να βγουν μόνα τους από τις δυσκολίες και γι’ αυτό
χρειάζονται στήριξη. Κυρίως χρειάζονται κάποιον να τους ακούσει, να εξωτερικεύσουν την
απογοήτευσή τους και να τονώσουν την αυτοεκτίμησή τους. Οι συγγενείς και οι φίλοι,
ανάλογα βεβαίως με την δομή της κάθε οικογένειας, μπορούν συχνά να καλύψουν αυτή την
ανάγκη. Βεβαίως, εάν το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον δεν είναι σε θέση να βοηθήσει,
το ζευγάρι μπορεί και πρέπει να απευθυνθεί στον ειδικό. Σε αρκετές περιπτώσεις ένας
συνδυασμός ψυχολογικής υποστήριξης και αγχολυτικών βοηθούν στο να αντιμετωπισθεί το
πρόβλημα. Είναι σημαντικό να υπενθυμίζεται στο ζευγάρι, ότι η υπογονιμότητα δεν είναι
ντροπή, ότι τα υπογόνιμα άτομα δεν είναι υποδεέστερα. Επίσης, είναι πολύ σημαντικό το
ζευγάρι να γνωρίζει τη διάγνωση, την προτεινόμενη αγωγή και το σκεπτικό της, τους λόγους
μιας ενδεχόμενης αποτυχίας, τις θεραπευτικές δυνατότητες και τα όριά τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BAETSEN KL, et al (1985). A comparative MMPI study of abortion-seeiking women and those who intent to carry
their pregnancies to term. Family Practice Research Journal 4:199-207.
Baram D, et al (1988). Psychological adjustment following unsuccessful in vitro fertilization, J Psychosom Obstet
Gynaecol 8, 181.
BEARN JA, et al. (1990). Changes in a proposed new neuroendocrine marker of oestrogen receptor function in
postpartum women. Psychol. Med. 20:779-783.
BREWER C (1977). Incidence of post-abortion psychosis: a prospective study. British Medical Journal i, 476-477.
DAVID HB (1985). Post-abortion and post-partum psychiatric hospitalization. In Abortion:Medical Progress and
Social Implications. CIBA Foundation Symposium 115, 150-161.
DOMAR AD, SEIBEL MM. (1997). Emotional aspects of infertility. In: MM Seibel (Ed) Infertility: A Comprehensive
Text, Appleton & Lange, Stamford.
DOWLATSHAHI D, PAYKEL ES. (1990). Life events and social stress in puerperal psychoses: absence of effect.
Psychol. Med. 20:655-662.
FRANK PI, et al (1985). Induced abortion operations and their early sequelae. Journal of the Royal Colege of
General Practitioners, 35:175-180.
FREEMAN EW et al. (1985) Psychological evaluation and support in a program of in vitro fertilization and embryo
transfer, Fertil Steril 43 (1), 48–53
320

GONZALAS LO. (2000). Infertility as a transformational process: a framework for psychotherapeutic support of
infertile women, Issues Ment Health Nurs 21, 619–633.
GREIL AL (1997). Infertility and psychological distress: A critical review of the literature, Soc Sci Med 45, 1679–
1704.
HEFFNER L. (2004). Advanced maternal age – how old is too old?, N Engl J Med 351, 1927–1929.
MAHLSTEDT PP. (1985). The psychological component of infertility. Fertil Steril 43:335–346.
MAJOR B. (2003). Psychological implications of abortion – highly charged and rife with misleading research.
CMAJ 168:1257-8.
MAJOR B, COZZARELLI C, COOPER ML, et al (2000). Psychological responses of women after first-trimester
abortion. Arch Gen Psychiat 57(8):777-784.
McCANE C, OLLEY PC, EDWARD V. (1973). Long-term psychiatric follow-up. In Experience with Abortion (ed G
Horobin), pp245-300. Cambridge, Cambridge University Press.
NIETER P. (1977). Psychosomatic complains and patterns of reproductive history. J Psychosom Res 21:105-113.
REARDON DC, et al. (2003). Psychiatric admissions of low-income women following abortion and childbirth.
CMAJ 168(10):1253-6.
THORP JM Jr, HARTMANN KE, SHADIGIAN E. (2003). Long-term physical and psychological health conse-
quences of induced abortion: review of the evidence. Obstet Gynecol Surv. Jan;58(1):67-79.
VILLEPONTEAUX VA, et al. (1992). The effects of pregnancy on pre-existing panic disorder. J. Clin. Psychiatry,
53(6):201-203.
WHITEFORD LM, GONZALAS L. (1995). Stigma: the hidden burden of infertility, Soc Sci Med 40, pp. 27–36
World Health Organization. (2002). Current Practices and Controversies in Assisted Production. Geneva,
Switzerland.
World Health Organization. (2003). Progress Report in Reproductive Health Research, No. 23. Geneva,
Switzerland.
WRIGHT F et al. (1991). Psychological distress and infertility: men and women respond differently. Fertil Steril
55:100–108
ZOLESE G, BLACKER CVR. (1992). The psychological complications of therapeutic abortion. Br. J. Psychiatry.
160:742-749.

41. ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ KAI ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ

Νεφρική ανεπάρκεια. Οι πάσχοντες από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια βρίσκονται σε


αιμοδιάλυση και περιμένουν να βρεθεί μόσχευμα για μεταμόσχευση. Το προσδόκιμο ζωής
είναι μικρότερο σε εκείνους που πιστεύουν ότι πάσχουν από μια βαριά και αθεράπευτη νόσο
και οι οποίοι παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και έχουν ιδέες αυτοκτονίας
(Schoulman et al 1989). Ένας στους τρεις παρουσιάζει μείζονα κατάθλιψη (Ορφανίδης και
συν 2005), αλλά η χορήγηση αντικαταθλιπτικών θα πρέπει να αποφεύγεται. Υποστηρικτική
ψυχοθεραπεία, συμπαράσταση της οικογένειας και εκπαίδευση του ασθενούς ώστε να
βελτιωθεί η συμμόρφωσή του στη θεραπεία είναι σημαντικοί στόχοι στην οργάνωση της
θεραπευτικής στρατηγικής αυτών των ασθενών. Οι ασθενείς που κάνουν αιμοκάθαρση στο
νοσοκομείο παρουσιάζουν, σε σχέση με εκείνους που κάνουν περιτοναϊκή διάλυση,
περισσότερη ψυχιατρική συμπτωματολογία, με τη μορφή κυρίως του άγχους, της
321

κατάθλιψης, της σωματοποίησης και της εχθρικής διάθεσης (Τζιβαρίδου και συν 1989). Οι
ασθενείς που κάνουν αιμοκάθαρση είναι πλήρως εξαρτημένοι από τη μηχανή και πρέπει να
βρίσκονται στο νοσοκομείο δύο-τρεις φορές την εβδομάδα για τρεις-τέσσερις ώρες κάθε
φορά. Οι ασθενείς σε περιτοναϊκή διάλυση είναι πιο ανεξάρτητοι, κάνουν τη θεραπεία στο
σπίτι τους, επισκέπτονται το νοσοκομείο μια φορά τον μήνα, αισθάνονται λιγότερο ασθενείς
και έχουν καλύτερη ποιότητα ζωής. Κεφαλαλγία, διαταραχές του ύπνου με εναλλαγές
υπνηλίας και αϋπνίας, μυϊκές συσπάσεις και συγχυτικά επεισόδια και σπανιότερα βαρεία
τοξική ψύχωση είναι δυνατόν να παρατηρηθούν σε θεραπευτικώς παραμελημένους
ασθενείς.

Ουροδόχος κύστις. Είναι γνωστή η σημαντική επίδραση των συγκινήσεων στη λειτουργία
της ουροδόχου κύστεως και η μεγάλη ετοιμότητά της να απαντά σε συγκινησιακά
ερεθίσματα. Η λειτουργία της κύστεως των νευρωσικών είναι ακόμη περισσότερο ευαίσθητη
σε συγκινησιακές καταστάσεις. Έχει βρεθεί ότι ο θυμός προκαλεί αύξηση της διουρήσεως,
ενώ η θλίψη μείωση. Η συχνότητα των διαταραχών της ουροδόχου κύστεως αυξάνει με την
αύξηση της ηλικίας. Η συχνουρία είναι φαινόμενο που παρατηρείται κατά το άγχος, μαζί με
άλλα συμπαθητικής αφετηρίας συμπτώματα. Η ακράτεια ούρων είναι ιδιαίτερα συχνή στις
ηλικιωμένες γυναίκες. Η ψυχογενής σπαστική κύστη οφείλεται σε σπασμό του έξω
σφιγκτήρος της κύστεως και παρατηρείται συχνότερα σε γυναίκες με ιστορικό παιδικής
ενουρήσεως. Χαρακτηρίζεται από συχνουρία και ισχυρή έπειξη προς ούρηση, που συχνά
φθάνει μέχρι την απώλεια ούρων. Το επώδυνο κυστικό σύνδρομο χαρακτηρίζεται από
υποτροπιάζουσα δυσφορία ή πόνο στην ουροδόχο κύστη και στη γειτνιάζουσα πυελική
χώρα, καθώς και από πίεση, ευαισθησία, επείγουσα τάση προς ούρηση, συχνουρία. Στις
γυναίκες η κατάσταση επιδεινώνεται κατά την εμμηνορυσία και είναι δυνατόν να συνοδεύεται
από κολπικό άλγος κατά τη συνουσία. Φαίνεται ότι έχει κληρονομικό χαρακτήρα, και στις
οικογένειες στις οποίες έχει παρατηρηθεί είναι πολύ συχνότερες οι κρίσεις πανικού και οι
άλλες αγχώδεις διαταραχές (Weissman et al 2004). Νυκτερινή ενούρηση (βλ. σχετικό
κεφάλαιο).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΖΙΒΑΡΙΔΟΥ Δ, ΜΑΡΑΓΚΟΣ Σ, ΠΑΠΠΑΣ Μ, ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΒ, ΣΙΑΜΟΠΟΥΛΟΣ Κ. (1989). Ασθενείς σε
τελικό στάδιο χρονίας νεφρικής ανεπάρκειας. Διαφορές ως προς το είδος και την ένταση των ψυχιατρικών
συμπτωμάτων τους σε σχέση με τη μέθοδο της εξωνεφρικής κάθαρσης. 15ο Πανελλήνιο Ιατρικό Συνέδριο.
Αθήνα, 9-13 Μαΐου Περιλ. 383, σελ. 98.
ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ ΜΣ, ΠΑΓΩΝΗΣ ΘΑ, ΚΕΛΕΣΙΑΔΟΥ ΒΘ, ΜΟΥΖΑΣ ΟΔ, ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΒ. (2005).
Ψυχιατρικές διαταραχές αιμοδιυλιζομένων ασθενών σε επαρχιακό νοσοκομείο. 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο
Ψυχιατρικής στο Γενικό Νοσοκομείο, Θεσσαλονίκη 28-30 Ιανουαρίου. Αριθ. Περίλ. Ρ12.

SCHULMAN R, PRICE JDE, SPINELLI J. (1989). Biopsychosocial aspects of long0term survival on end-stage
renal failure. Psychol Med 19:945-954.
WEISSMAN MM, GROSS R, FYER A, et al. (2004). Interstitial cystitis and panic disorder: a potential genetic
syndrome. Arch Gen Psychiatry. 61(3):273-9.

42. ΚΑΡΚΙΝΟΣ KAI ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ

Ο καρκίνος, παρά τις τεράστιες διαγνωστικές και θεραπευτικές προόδους, κατατάσσεται


ακόμη μεταξύ των ασθενειών που έχουν τελική έκβαση τον θάνατο. Η συμμετοχή
ψυχολογικών παραγόντων στη διαμόρφωση αιτιοπαθογενετικών διεργασιών, αλλά κυρίως
η αντίδραση του πάσχοντος στη νόσο οδήγησαν από τη δεκαετία του ’70 στη διαμόρφωση
ενός κλινικοδιαγνωστικού και θεραπευτικού ρεύματος μέσα στο πλαίσιο της ογκολογίας,
που τα τελευταία χρόνια έλαβε τη μορφή της υποειδικότητας της ψυχο-ογκολογίας. Οι
ψυχολογικές, συμπεριφορικές, κοινωνικές και πνευματικές διαστάσεις των προβλημάτων
που αντιμετωπίζουν οι καρκινοπαθείς και οι οικογένειές τους είναι πεδίο δράσης της ψυχο-
ογκολογίας. Στους στόχους της περιλαμβάνονται η μελέτη της απάντησης του πάσχοντος
322

και του στενού του περιβάλλοντος στη νόσο καθώς και των ψυχοκοινωνικών παραγόντων
που εμπλέκονται στην επιβίωση και στην ποιότητα ζωής του. Πολλά αντικαρκινικά κέντρα
σήμερα διαθέτουν ειδικευμένες ψυχο-ογκολογικές μονάδες (Ιακωβίδης και συν 2004).

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η κατάσταση των πασχόντων βελτιώθηκε σημαντικά και
συνδυαστικές χημειοθεραπείες και ορμονοθεραπείες ελαχιστοποίησαν τις χειρουργικές
επεμβάσεις και παρέτειναν την ζωή των ασθενών τόσο ώστε να μετατεθεί ο καρκίνος από
την τάξη της θανατηφόρου στην τάξη της σοβαρής χρόνιας νόσου (Greer 2003). Ετσι
αναπροσανατολίσθηκε η ιατρική προς τον στόχο της βελτίωσης της ποιότητας ζωής του
ασθενούς.

Σε επίπεδο οργάνωσης της προσωπικότητας, σύμφωνα με μια πολύ διαδεδομένη άποψη οι


πάσχοντες από καρκίνο είναι συνεσταλμένοι, παθητικοί, αμυντικοί, με αισθήματα ενοχής και
γενικώς έχουν δυσκολίες στην έκφραση των συναισθημάτων και της επιθετικότητάς τους
(Cebroms and Finesinger 1954). Σπανίως εκδηλώνουν συναισθήματα θυμού ή άλλα
αρνητικά συναισθήματα όπως άγχος, φόβο ή θλίψη. Από άλλους μελετητές όμως έχουν
καταγραφεί υψηλά επίπεδα επιθετικότητας στους καρκινοπαθείς (Srivastava and Broota
1990) και μάλιστα έχει υποστηριχθεί (Stavraky 1968) ότι αυτοί που συνδυάζουν υψηλή
επιθετικότητα με υψηλό IQ έχουν καλύτερη πρόγνωση.

Ο ασθενής που πάσχει από καρκίνο, όπως και κάθε ασθενής που πάσχει από χρόνια νόσο,
αντιδρά σε αυτήν σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νόσου, της θεραπείας στην
οποία υποβάλλεται, των κοινωνικών στηριγμάτων του και, βέβαια, σύμφωνα με τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, στα οποία περιλαμβάνονται και οι ποικίλοι
μηχανισμοί άμυνας που διαθέτει. Παρά τις μεγάλες προόδους στην πρώιμη διάγνωση και
θεραπεία, η ανακοίνωση της διάγνωσης φέρνει στον ασθενή τον φόβο και τον τρόμο του
πόνου και του θανάτου. Το αίσθημα αβοηθησίας που απορρέει από την επίγνωση της
νόσου, σε συνδυασμό με το άλγος, τη ναυτία και την κακή εμφάνιση (αλωπεκία) –
αποτέλεσμα των θεραπευτικών παρεμβάσεων–, οδηγούν συχνά τον ασθενή σε κατάσταση
απελπισίας. Οι αντιδράσεις ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό και μπορεί να περιλαμβάνουν
άρνηση, φυγή, ψυχαναγκαστική αναζήτηση πληροφόρησης για τη νόσο, άγχος και
κατάθλιψη, αποδοχή και εκλογίκευση, ψυχαναγκαστική ή παρορμητική συμπεριφορά κ.λπ.
(Manos and Christakis 1985). Η χρήση του μηχανισμού της άρνησης από ορισμένους
ασθενείς ενδέχεται να οδηγήσει σε ευνοϊκότερη πρόγνωση, τουλάχιστον ως προς τη
βραχυπρόθεσμη έκβαση (Greer 1979), ενώ για τους/τις συζύγους των ασθενών μια τέτοια
άρνηση ίσως παρακωλύει την προπαρασκευή για πένθος.

Σχετικά με τη συχνότητα εμφάνισης ψυχιατρικής συμπτωματολογίας στους πάσχοντες από


καρκίνο, τα ευρήματα δεν είναι σταθερά, παρά το ότι ευρέως πιστεύεται ότι είναι μεγάλη, και
τουλάχιστον 25% των πασχόντων παρουσιάζουν κατάθλιψη. Υπάρχουν ερευνητές που
υποστηρίζουν ότι όλοι σχεδόν οι πάσχοντες από καρκίνο παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα
άγχους και κατάθλιψης (Peck 1972). Άλλοι βρίσκουν χαμηλότερα ποσοστά (Petty 1981,
Levine et al 1978, Grassi et al 2000) και άλλοι μικρά (Craig and Abeloff 1974, Hughes 1985).
Άλλοι (Angelopoulos et al 1995) επεσήμαναν διαφορές μεταξύ των δύο φύλων: οι γυναίκες
ασθενείς σε σύγκριση με τις υγιείς γυναίκες παρουσίαζαν υψηλότερα επίπεδα άγχους και
κατάθλιψης, ενώ στους άνδρες αυτή η διαφορά δεν ήταν σημαντική. Οι αποκλίσεις μεταξύ
των μελετητών ίσως οφείλονται σε μεθοδολογικές ιδιαιτερότητες, στο είδος του καρκίνου που
μελετήθηκε και του σταδίου στο οποίο βρισκόταν, στη φαρμακευτική αγωγή, ίσως ακόμη και
στη δομή της προσωπικότητας και στους ψυχοδυναμικούς μηχανισμούς άμυνας που
αναπτύσσουν οι ασθενείς.

Πρέπει ωστόσο να τονισθεί ότι υπάρχουν ενδείξεις πως όσο υψηλότερη είναι η
ψυχοπαθολογία στους πάσχοντες από καρκίνο τόσο μεγαλύτερη είναι σε αυτούς η διάρκεια
παραμονής στο νοσοκομείο, η ανάπτυξη ανώμαλης περί τη νόσο συμπεριφοράς, η οποία
συνοδεύεται από μικρή συμμόρφωση στα θεραπευτικά σχήματα, μείωση της
323

αποτελεσματικότητας της χημειοθεραπείας, επιδείνωση της ποιότητας ζωής της οικογένειας


και μεγαλύτερη συχνότητα θανάτου (Craig and Abeloff 1974, Grassi et al 2000).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ Β, ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ Γ, ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Β, ΜΠΕΝΤΕΝΙΔΗΣ Χ. (2004). Διασυνδετική Ψυχιατρική σε
ογκολογικό νοσοκομείο. Ψυχιατρική 15:57-66.

ANGELOPOULOS NV, TZIVARIDOU D, NIKOLAOU N, PAVLIDIS N. (1995). Mental symptoms, hostility fea-
tures and stressful life events in people with cancer. Acta Psychiatr Scand 92: 44-50.
CEBROMS RD, FINESINGER JE. (1951). Guilt reactions in patients with cancer. Cancer 3: 474-482.
GRAIG TJ, ABELOFF MD. (1974) Psychiatric symptomatology among hospitalised cancer patients. Am J Psy-
chiatry 131:1323-1327.
GRASSI L, GRITTI P, RIGATELLI M, GALA C. (2000). Psychosocial problems secondary to cancer: an Italian
multicenter survey of consultation-liaison psychiatry in oncology. Eur J Cancer 35:579-585.
GREER S, MORRIS T, PETTINGALE KW. (1979). Psychological response to breast cancer: effect on outcome.
Lancet, ii, 785-787.
GREER S. (2003). Healing the mind/body split: bringing the patient back into oncology. Integr Cancer Ther.
2(1):5-12.
HUGHES JE. (1985). Depressive illness and lung cancer. I. Depression before diagnosis. II. Follow-up of inoper-
able patients. Europ J Surg Oncol 11: 15-24. 18.
LEVINE PM, SILBERFARB PM, LIPOWSKI ZJ. (1978). Mental disorders in cancer patients. Cancer: 42: 1385-
9122.
MANOS N, CHRISTAKIS J. (1985). Coping with cancer: psychological dimensions. Acta Psychiatr. Scand. 72: 1-
5. 23.
PETTY F, NOYES R. (1981). Depression secondary to cancer. Biol. Psychiatr. 16 (12):1203-1220.
SRIVASTAVA S, BROOTA MD. (1990). Personality factors in cancer. J. Pers. Clin. Stud 6(1): 63-67.
STAVRAKY KM. (1968). Psychological factors in the outcome of human cancer. J. Psychosom. Res. 12: 251-
259.

43. ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Οι περισσότεροι άνθρωποι τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους θα χρειασθεί, για
περισσότερο ή λιγώτερο σοβαρούς λόγους, να υποβληθούν στην περιπέτεια μιας
χειρουργικής επέμβασης. Λίγοι ωστόσο βλέπουν με ηρεμία την πιθανότητα μιας εγχείρησης,
έστω και μικρής (Αγγελόπουλος 1985) και οι προσπάθειες που κάνουν για να την
αποφύγουν είναι χαρακτηριστικές της προσωπικότητας τους. Πολλές φορές η καθυστέρηση
προσφυγής στον ιατρό οφείλεται σε μια σύγκρουση, χωρίς σαφή έκβαση, μεταξύ ελπίδας
(τίποτε επικίνδυνο) και φόβου (σοβαρή νόσος). Άλλες φορές ο ασθενής ενδέχεται να κάνει
324

άρνηση της νόσου του και συνεπώς να δείξει μικρό ενδιαφέρον για την κατάστασή του
θέτοντας την υγεία του σε κίνδυνο. Μέσα σε αυτό το στρεσογόνο κλίμα τα ψυχιατρικά
προβλήματα που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της εμπλοκής του ασθενούς στην
«χειρουργική διαδικασία» είναι δυνατόν να επιδράσουν μερικές φορές κατά τρόπο
καθοριστικό στην πορεία της επέμβασης, στην πορεία της νόσου και στην πορεία της
ψυχικής υγείας του ατόμου.

Προεγχειρητική περίοδος. Ο χειρουργικός ασθενής καλείται να περάσει μια περίοδο


αναστολής της επίγνωσης του εαυτού του διά της αναισθησίας, και ακολούθως μια περίοδο
διάσπασης των ορίων του σώματός του με εισβολή σε αυτό. Το αποτέλεσμα της διατομής
του σώματος μπορεί να είναι μόνιμο ή παροδικό, και τμήματά του μπορεί να μεταβληθούν ή
να απολεσθούν. Επειδή πράγματι κάθε ασθενής γνωρίζει ότι θα περάσει από μια διαδικασία
διακοπής των λειτουργιών της συνείδησής του κατά τη διάρκεια της αναισθησίας και ακόμη
ότι κάθε χειρουργική επέμβαση έχει χαρακτήρα ακρωτηριαστικό (μεγάλο ή μικρό, μόνιμο ή
προσωρινό), τα γενικού ψυχιατρικού χαρακτήρα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν
πριν από κάθε επέμβαση σχετίζονται με αυτές τις απειλές. Η αναμονή της αναισθησίας, της
απώλειας της συνείδησης βιώνεται ως απειλή απώλειας ελέγχου και επέλευσης του θανάτου.
Η αναμονή της αναισθησίας, της απώλειας της συνείδησης βιώνεται ως απειλή απώλειας
ελέγχου και επέλευσης του θανάτου. Ο φόβος του τέμνεσθαι πυροδοτείται από την απειλή
της καταστροφής της εικόνας του σώματος και συνοδεύεται από συναισθήματα απώλειας,
πένθους και κατάθλιψης. Βέβαια το είδος της νόσου και ο βαθμός απειλής κατά της ζωής του
ασθενούς που αυτή συνεπάγεται παίζει μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του βιώματος της
χειρουργικής εμπειρίας.
Το άγχος της αναισθησίας, ο φόβος του τέμνεσθαι, η προσδοκία του πόνου και το
αίσθημα απειλής της ακεραιότητας του σωματικού εγώ, μαζί με το είδος της νόσου και τον
βαθμό απειλής κατά της ζωής του ασθενούς που αυτή συνεπάγεται αποτελούν συστατικά
στοιχεία της χειρουργικής εμπειρίας (Deutsch 1942). Η αντίδραση στην εμπειρία αυτή
εξαρτάται από τη δομή της προσωπικότητας του ασθενούς, τους μηχανισμούς άμυνας που
διαθέτει, τις διαπροσωπικές σχέσεις του και τον ρόλο που παίζουν στη ζωή του. Ιδιαίτερα σε
αυτήν την περίπτωση οι σχέσεις με τον ιατρό του είναι οι σημαντικότερες.
Η προεγχειρητική ψυχολογική κατάσταση του ασθενούς είναι δυνατόν να έχει
επιπτώσεις στη μετεγχειρητική περίοδο (Janis 1958). Ασθενείς με υψηλό προεγχειρητικό
άγχος, με άρνηση της σοβαρότητας της νόσου τους ή με μη ρεαλιστικές προσδοκίες για την
έκβαση της εγχείρησης παρουσιάζουν σημαντικά μετεγχειρητικά προβλήματα. Οι πολύ
αγχώδεις χρειάζονται περισσότερα αναλγητικά, είναι περισσότερο επιρρεπείς σε λοιμώξεις
του αναπνευστικού και παραμένουν περισσότερο χρονικό διάστημα στο νοσοκομείο. Επίσης,
υψηλά ποσοστά προεγχειρητικού άγχους είναι δυνατόν να παρακωλύσουν την αναισθησία.
Η επίδραση του προεγχειρητικού άγχους στους ασθενείς που πρόκειται να υποστούν
εγχείρηση ανοικτής καρδιάς είναι ιδιαίτερα σοβαρή. Η κατάθλιψη από την άλλη μεριά είναι
δυνατόν να εμποδίσει, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, τις μετεγχειρητικές
επουλωτικές διεργασίες. Το άγχος και η κατάθλιψη ίσως αντανακλούν τον φόβο του
ασθενούς ότι δεν έχει πραγματική βοήθεια από πουθενά (Kornfeld 1969).
Επομένως ο ασθενής πρέπει να βιώσει αυτήν την εμπειρία σε συνθήκες που θα
εμποδίσουν τη συναισθηματική ψυχοκαταπόνησή του. Μεγάλη σημασία έχουν οι συνεδρίες
υποστηρικτικής ψυχοθεραπείας για την αντιμετώπιση του προεγχειρητικού άγχους, κατά τις
οποίες ο ασθενής εκτός από το ότι στηρίζεται ψυχολογικά από τον χειρουργό και τον
αναισθησιολόγο, ενημερώνεται για την κατάστασή του, για το είδος της εγχείρησης, της
αναισθησίας και για την αναμενόμενη μετεγχειρητική πορεία. Η αξία της συμβολής της
προεγχειρητικής επίσκεψης του ιατρού στη μείωση του άγχους του ασθενούς είναι
τεκμηριωμένη (Egbert et al 1963, Williams and Jones 1968). Οι περισσότεροι ασθενείς
θέλουν απλώς να έχουν την ευκαιρία να κάνουν μερικές ερωτήσεις στις οποίες να πάρουν
απλές απαντήσεις. Άλλοι χρειάζονται να τους καθησυχάσει ο ιατρός. Επίσης ο ιατρός θα
ενημερώσει τον ασθενή για οτιδήποτε αυτός θα αντιμετωπίσει μετά την ανάνηψη
(ενδοφλέβιοι οροί ή χορήγηση αίματος, καθετήρες, γαστρικοί σωλήνες κ.λπ.). Πληροφορίες
σχετικά με τον χρόνο παραμονής στο νοσοκομείο, το είδος αναισθησίας και της εγχείρησης,
325

για την ανάρρωση και τον χρόνο αποχής από την εργασία έχουν θετικές επιπτώσεις στον
ασθενή. Η φαρμακευτική αντιμετώπιση του προεγχειρητικού άγχους είναι βασικής σημασίας
και είναι δυνατόν πολύ εύκολα να επιτευχθεί με μικρές δόσεις αγχολυτικών. Η θέα του
χειρουργείου είναι δυνατόν να προκαλέσει φρίκη στον ασθενή, και αυτό είναι δυνατόν επίσης
να αντιμετωπισθεί προληπτικώς με φαρμακευτικά μέσα.

Κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης. Πολλοί νομίζουν ότι μέσα στο
χειρουργείο, όταν ο άρρωστος βρίσκεται επάνω στο χειρουργικό τραπέζι, οι ψυχολογικές
αντιδράσεις του μπορούν να αγνοηθούν, αφού ούτως ή άλλως βρίσκεται σε βαθιά
αναισθησία. Υπάρχουν ωστόσο ενδείξεις (Cheek 1959, Levinson 1965, Pollard 2005) ότι οι
ασθενείς είναι δυνατόν να αντιλαμβάνονται τα σχόλια που γίνονται κατά τη διάρκεια της
επέμβασης, και ας βρίσκονται σε βαθιά αναισθησία. Αυτή η κατάσταση μπορεί να έχει
αρνητικές και τραυματικές επιπτώσεις στην ψυχολογία των ασθενών και όταν τα σχόλια
υπαινίσσονται ότι κάτι δεν πάει καλά μεταβάλλεται η συμπεριφορά τους και να επηρεάζεται η
μετεγχειρητική πορεία με την πυροδότηση αγχωδών και καταθλιπτικών αντιδράσεων.

Μετεγχειρητική περίοδος. Το μετεγχειρητικό ντελίριο, η μετεγχειρητική ψύχωση και οι


μετεγχειρητικές συναισθηματικές διαταραχές είναι οι σοβαρότερες ψυχοπαθολογικές
καταστάσεις που σχετίζονται άμεσα με τη χειρουργική επέμβαση.
Μετεγχειρητική σύγχυση. Παρατηρείται αμέσως μετά από βαριές χειρουργικές επεμβάσεις
(π.χ. εγχειρήσεις ανοικτής καρδιάς), και χαρακτηρίζεται από διαταραχές του
προσανατολισμού σε χρόνο, χώρο και πρόσωπα, με πτώση του επιπέδου της
εγρήγορσης. Η διάρκειά της είναι μικρή και η πρόγνωσή της καλή. Τα ηλικιωμένα άτομα
διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης γνωσιακής δυσλειτουργικότητας μετά από
βαριά εγχείρηση, αλλά χρειάζεται προσοχή διότι αν παρατείνεται πέραν των 6 εβδομάδων
ίσως επιπλέκεται με κατάθλιψη.
Μετεγχειρητικό ντελίριο (ντελίριο, delirium· μεικτή λατινοελληνική λέξη: λατ. de, ελλην. λήρος=
φλυαρία, παραλήρημα) εμφανίζεται σχεδόν αμέσως μετά την εγχείρηση, κατά τις πρώτες
μετεγχειρητικές ώρες. Είναι δυνατόν να προκύψει σε όλα τα είδη των χειρουργικών
επεμβάσεων, αλλά η διάρκεια και το είδος της χειρουργικής επεμβάσεως (π.χ. επεμβάσεις
ανοικτής καρδίας, μεταμοσχεύσεις οργάνων κ.λπ.) και οι μεγάλες ανάγκες για μετάγγιση
αίματος σχετίζονται θετικά με τις πιθανότητες εμφανίσεώς του. Το ποσοστό συχνότητός
του, περί το 8%-10%, είναι μεγαλύτερο στους ηλικιωμένους και στους αλκοολικούς. Το
μετακαρδιοχειρουργικό ντελίριο είναι ιδιαίτερα συχνό (Egerton and Kay 1964). Πρόκειται
περί επειγούσης καταστάσεως και επιβάλλει άμεση αντιμετώπιση με φαρμακευτική
καταστολή. Χαρακτηρίζεται από ψυχοκινητική διέγερση συνοδευόμενη από διαταραχές της
μνήμης, του προσανατολισμού στον χώρο, στον χρόνο και στα πρόσωπα. Οπτικές και
ακουστικές ψευδαισθήσεις είναι συχνές, καθώς και παρανοϊκός ιδεασμός. Ο ασθενής μέσα
στη διέγερσή του είναι δυνατόν να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση, αλλά και να θέσει το
καρδιαγγειακό του σύστημα κάτω από μεγάλη επιπρόσθετη πίεση. Πρέπει να
διαφοροδιαγνωσθεί από το τρομώδες ντελίριο των αλκοολικών.
Μετεγχειρητικές συναισθηματικές διαταραχές. Εμφανίζονται συνήθως μερικές ημέρες ή και
εβδομάδες μετά την εγχείρηση. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται περί ήπιων
μορφών κατάθλιψης. Το μετεγχειρητικό άλγος (που παρά τη διαθεσιμότητα ισχυρών
αναλγητικών φαρμάκων είναι η πιο δυσάρεστη περιεγχειρητική εμπειρία) και οι ποικίλες
μετεγχειρητικές επιπλοκές βρίσκονται υψηλά στον κατάλογο των δυσφοριογόνων
εμπειριών μετά την εγχείρηση, και μαζί με τον χαρακτήρα της νόσου και το είδος της
χειρουργικής επέμβασης συμβάλλουν σημαντικά στην πυροδότηση αυτών των
διαταραχών.
Μετεγχειρητική ψύχωση εμφανίζεται κάπως αργότερα, εντός ημερών ή εβδομάδων μετά την
επέμβαση, και η συχνότητά της είναι ακόμη πιο μικρή. Σε αυτήν δεν υπάρχουν
συγχυτικοδιεγερτικά φαινόμενα αλλά σαφέστερα ψυχωσικά συμπτώματα, όπως π.χ.
ψευδαισθήσεις ή παραληρητικές ιδέες.
326

Ειδικά μετεγχειρητικά ψυχιατρικά προβλήματα που μπορεί να καταστήσουν αναγκαία την


ψυχιατρική παρέμβαση είναι αυτά που προκύπτουν από αδυναμία του ασθενούς να
προσαρμοσθεί στη νέα κατάσταση που προκύπτει μετά την επέμβαση. Και η παραμικρή
αφαίρεση ιστών είναι δυνατόν να θεωρηθεί από τον ασθενή ως ακρωτηριαστική επέμβαση
και να ερμηνευθεί ως διαδικασία ευνουχιστική και άκρως τιμωρητική. Τα προβλήματα
ποικίλλουν αναλόγως του είδους της χειρουργικής επέμβασης και, όσο μονιμότερη είναι η
κατάσταση που δημιουργείται, τόσο σοβαρότερα είναι.
Μαστεκτομή. Η μαστεκτομή εκτός από το ότι βάζει το θέμα της απειλής κατά της ζωής, θέμα
κυριαρχικό σε όλους τους καρκίνους, χειρουργικούς και μη, είναι ένας σοβαρός
ακρωτηριασμός οργάνου ιδιαίτερα συνδεδεμένου με τη θηλυκή αυτοπεποίθηση και τη
σεξουαλικότητα, αλλά και με βαθύτερη ψυχολογική σημασία που έχει τις ρίζες της μέχρι και
στις πρώτες εμπειρίες του θηλασμού. Ψυχιατρικά προβλήματα με μορφή κατάθλιψης,
άγχους, σεξουαλικών διαταραχών και εργασιακών δυσκολιών είναι δυνατόν να
εμφανισθούν σε μεγάλο αριθμό ασθενών, περί το 30%-60%, με κύρια πηγή άγχους τον
φόβο της μετάστασης. Μεγάλη θεραπευτική σημασία αποδίδεται στην ομαδική
ψυχοθεραπεία ομοιογενών ομάδων ασθενών μετά τη μαστεκτομή.
Υστερεκτομή. Για την πιθανή ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας μετά την υστερεκτομή παίζει ρόλο
και η αιτία που οδηγεί σε αυτήν, ινομυώματα, πρόπτωση, ενδομητρίωση, καρκίνος ή
επιδιωκόμενη στείρωση, αν και το τελευταίο είναι σπάνιο στην Ελλάδα. Πτώση της
σεξουαλικότητας είναι δυνατόν να παρατηρηθεί (Vomvolaki et al 2006) αλλά με νεώτερες
τεχνικές περιορίζονται οι τραυματικές βλάβες και η αποκατάσταση της σεξουαλικότητας
είναι πιθανότερη. Υπάρχουν αντιφατικά ευρήματα σχετικώς με την ανάπτυξη κατάθλιψης.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι εμφανίζεται περί τους 3-12 μήνες μετά την επέμβαση (Drellich
and Bieber 1958), αλλά υπάρχουν αρκετοί που δεν αποδέχονται την εγκυρότητα του
ευρήματος αυτού (Roeske 1976). Σε κάθε περίπτωση, η εμφάνιση ή όχι κατάθλιψης
εξαρτάται από την προσωπικότητα, από τις επιδιώξεις της ασθενούς και από τον βαθμό
κατά τον οποίο η ίδια θεωρεί τη μήτρα σύμβολο της θηλυκότητάς της. Οι
προσανατολισμένες προς την επαγγελματική καριέρα και αρρενοποιημένες γυναίκες δεν
φαίνεται να παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα, σε αντίθεση με εκείνες που έχουν στρέψει
τα ενδιαφέροντά τους στο σπίτι και στην οικογένεια, ιδιαίτερα όταν αυτοί οι ρόλοι δεν έχουν
επιτευχθεί ικανοποιητικώς. Πάντως, καλές συζυγικές σχέσεις, ψυχολογική, οικονομική και
κοινωνική αυτονομία μαζί με την ύπαρξη παιδιών είναι καλοί προγνωστικοί δείκτες, όπως
και προεγχειρητικές συμβουλευτικές συνεδρίες.
Κολοστομία-Ειλεοστομία. Απώλεια του σφιγκτήρος του πρωκτού και έξοδος των κοπράνων
από τεχνητό πρωκτό είναι το αποτέλεσμα επεμβάσεων που γίνονται σε πάσχοντες από
καρκίνο του παχέος εντέρου, ελκώδη κολίτιδα και νόσο του Crohn. Αίσθημα απώλειας
ελέγχου σημαντικής λειτουργίας και κακοσμία συνοδεύουν τον ασθενή και λειτουργούν ως
παράγοντες δημιουργίας ψυχοπαθολογίας. Κατάθλιψη, φοβικές αντιδράσεις, αίσθημα
ντροπής και σεξουαλικές δυσλειτουργίες είναι οι διαταραχές που προκύπτουν. Η
προεγχειρητική προσωπικότητα και η απουσία αλεξιθυμικών χαρακτηριστικών (Weinryb
and Rossel 1986), η κατανόηση του προβλήματος από τον ασθενή, η βοήθεια από την
οικογένειά του καθώς και η ψυχολογική προετοιμασία διευκολύνουν τις μετεγχειρητικές
προσπάθειες επίτευξης κάποιας προσαρμογής στη δύσκολη αυτή κατάσταση. Οι άνδρες
πάσχοντες είναι πιθανόν να αντιμετωπίσουν την περιφρόνηση και την απόρριψη από τις
συζύγους τους, ενώ αντίθετα οι γυναίκες πάσχουσες βρίσκουν σημαντική στήριξη από τους
άνδρες τους (Druss et al 1969).
Χειρουργική καρδιάς. Είναι υψηλή η ψυχιατρική νοσηρότητα μετά τις καρδιοχειρουργικές
επεμβάσεις, συχνότερη από τις οποίες είναι η χειρουργική της στεφανιαίας αρτηρίας.
Γενικώς οι καρδιοχειρουργικοί ασθενείς, οι γυναίκες περισσότερο, παρουσιάζουν
κατάθλιψη σε σημαντικό ποσοστό πριν και μετά την εγχείρηση. Οι γυναίκες έχουν
δυσκολότερη μετεγχειρητική πορεία και παραμένουν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο
νοσοκομείο. Επίσης φαίνεται ότι το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα της χειρουργικής καρδιάς
είναι λιγότερο θετικό για τις γυναίκες από ό,τι για τους άνδρες. (Burker et al 1995). Οι
εγχειρήσεις επαναιματώσεως του μυοκαρδίου είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε εγκεφαλική
δυσλειτουργία με εκδηλώσεις διαταραχών της μνήμης. Οι στεφανιαίοι ασθενείς
327

ενδεχομένως να παρουσιάζουν διαταραχές μνήμης και προεγχειρητικώς, αλλά η


καταπόνηση από τη χειρουργική επέμβαση είναι δυνατόν να επιδεινώσει την κατάσταση.
Περίπου 25% αυτών που υφίστανται χειρουργική της στεφανιαίας, παρά την επιτυχία της
επεμβάσεως, τη βελτίωση της λειτουργικότητας και την υποχώρηση των συμπτωμάτων,
δεν καταφέρνουν να επιστρέψουν στις εργασίες τους και συνταξιοδοτούνται (Bass 1984).
Επίσης ένα σημαντικό ποσοστό παρουσιάζει σεξουαλικές δυσλειτουργίες (κυρίως
ανικανότητα στύσεως).
Ακρωτηριασμός μέλους. Εκτός από την απώλεια ενός μέλους, η ηλικία του ασθενούς και ο
αιφνίδιος ή μετά από προετοιμασία ακρωτηριασμός εμπλέκονται στη διαμόρφωση των
ψυχιατρικών προβλημάτων. Υπάρχει μια ομάδα, νέων κυρίως, ασθενών που χάνουν το
άκρο τους σε δυστύχημα ή σε πόλεμο και μια άλλη ομάδα ηλικιωμένων, στους οποίους ο
ακρωτηριασμός γίνεται μετά από παρατεταμένη νόσο. Οι πρώτοι, χωρίς να είναι
προπαρασκευασμένοι, χάνουν ένα υγιές μέλος, ενώ οι δεύτεροι είναι προετοιμασμένοι να
χάσουν ένα άχρηστο και επώδυνο όργανο. Στους πρώτους ενδέχεται να παρουσιασθεί
ψυχοτραυματική νεύρωση με διάχυτο άγχος και επαναλαμβανόμενους εφιάλτες. Κατά τα
αρχικά στάδια υπάρχει ένα φαντασιωσικό αίσθημα πόνου, το ονομαζόμενο μέλος
φάντασμα, κυρίως σε τραυματίες με προτραυματικό ψυχιατρικό ιστορικό. Αργότερα, στην
προσπάθειά τους να αναλάβουν τους ρόλους που έπαιζαν πριν από τον ακρωτηριασμό,
όπως είναι φυσικό αποτυγχάνουν, δεν μπορούν να προσαρμοσθούν και αναπτύσσουν
αντιδραστική κατάθλιψη (Ewalt et al 1947). Στη δεύτερη ομάδα ο ασθενής είναι συνήθως
άνω των 50 ετών και υποφέρει αρκετό καιρό. Ο ακρωτηριασμός, τον οποίο πολλοί
ασθενείς επιθυμούν και επιδιώκουν για να ανακουφιστούν από τον πόνο, γίνεται σε
ισχαιμικό και επώδυνο πόδι, το οποίο δεν είναι πλέον λειτουργικό. Περί την ένατη
εβδομάδα όμως μετά την εγχείρηση αναπτύσσουν αντιδραστική κατάθλιψη, η οποία λόγω
της ηλικίας και της αδυναμίας προσαρμογής τους μπορεί να είναι σοβαρή (Caplan and
Hackett 1963, Parkes 1976). Και στις δύο περιπτώσεις τα συμπτώματα έχουν πλήρως
υποχωρήσει 2 χρόνια μετά τον ακρωτηριασμό (Horgan and MacLachlan 2004) αλλά τα
φαινόμενα κοινωνικής δυσφορίας και άγχους από την εικόνα του σώματος συνεχίζονται.
Νόσος του Sudeck ή ατροφία του Sudeck. Είναι σχετικώς συχνή διαταραχή, παρατηρείται
γύρω στο 5% των υφισταμένων χειρουργικές επεμβάσεις, τραύματα, κατάγματα των
άκρων, ή κρυοπαγήματα. Υποτίθεται ότι προκαλείται από δυσλειτουργία του συμπαθητικού
συστήματος. Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται καυσαλγία, αλλαγές στην εμφάνιση του
δέρματος, αδυναμία χρήσης του πάσχοντος οργάνου, που μπορεί να οδηγήσει σε ατροφία.
Υπάρχει η εντύπωση μεταξύ των χειρουργών και των ορθοπεδικών ότι οι πάσχοντες από
αυτή τη νόσο παρουσιάζουν ψυχιατρικά προβλήματα (Weber et al 2002), αλλά το θέμα δεν
έχει διερευνηθεί επαρκώς.

Μεταμόσχευση οργάνων. Η μεταμόσχευση οργάνου μπορεί να παρατείνει τη ζωή


πασχόντων από τελικές καρδιακές, νεφρικές, ηπατικές κ.λπ. ανεπάρκειες και τις τελευταίες
δεκαετίες οι σχετικές χειρουργικές επεμβάσεις έχουν αυξηθεί σε αριθμό και τελειοποιηθεί σε
ποιότητα. Η ιδέα της μεταμόσχευσης οργάνων έχει βαθιές ρίζες στη μυθιστορία της ιατρικής.
Στην Αίγυπτο, βρέθηκε πάπυρος που περιγράφει μεταμόσχευση καρδιάς κατά τη διάρκεια
της βασιλείας του Ντζεσέρ (3η δυναστεία). Όταν τραυματίσθηκε στην καρδιά κάποιος
φρουρός του Φαραώ, οι γιατροί αντικατέστησαν την καρδιά του με ενός μοσχαριού, και ο
στρατιώτης θεραπεύτηκε!
Η μεταμόσχευση οργάνων ως σύγχρονη εκδοχή του κανιβαλισμού, με την καλή ή την
κακή έννοια, δεν έχει μελετηθεί, αλλά και σοβαρότερα προβλήματα, όπως η διαπίστωση του
θανάτου του δότη και το εμπόριο οργάνων, δεν έχει ακόμη γίνει κατορθωτό να
αντιμετωπισθούν με κάποια σοβαρότητα, ενώ οι θρησκείες βρίσκονται αμήχανες μπροστά
στο φαινόμενο και αναγκαστικά το επικροτούν, αφού αντιλαμβάνονται ότι δεν δύνανται να το
καταδικάσουν. Έχουν προταθεί ψυχιατρικά κριτήρια επιλογής ασθενών για μεταμόσχευση,
όπως απουσία ψυχιατρικής νόσου, συναισθηματική σταθερότητα, ώριμη προσωπικότητα,
ισχυρό κίνητρο για αποκατάσταση της υγείας. Όμως αμφισβητούνται ως πολύ ευρέα και
προτάθηκαν στενότερα κριτήρια, όπως η απουσία σχιζοφρενικής ψύχωσης και διανοητικής
328

καθυστέρησης. Το ζήτημα είναι σοβαρό, διότι προκύπτουν προβλήματα ηθικής τάξεως,


κυρίως στο επίπεδο του ποιοι δικαιούνται μεταμοσχεύσεως και ποιοι όχι.
Η μεταμόσχευση οργάνου αποτελεί, όχι μόνο στο βιολογικό αλλά και στο ψυχολογικό
επίπεδο, μεγάλη πρόκληση στην ανθρώπινη προσαρμοστικότητα. Στην πραγματικότητα η
μεταμόσχευση ενός οργάνου ολοκληρώνεται όταν αυτό γίνει σε ψυχολογικό επίπεδο
αποδεκτό από τον λήπτη. Από ψυχιατρική άποψη χρειάζεται ενίσχυση η δυνατότητα του
ασθενούς να ανεχθεί την όλη διαδικασία της μεταμοσχεύσεως, και κυρίως η δυνατότητά του
να συνεργασθεί επαρκώς στα προγράμματα πρόληψης της απόρριψης του μοσχεύματος.
Απαιτείται επίσης προσεκτική παρακολούθηση του ασθενούς, διότι ο βαθμός κινδύνου
εμφανίσεως ψυχιατρικών προβλημάτων καθ' όλη τη διάρκεια της θεραπείας δεν έχει ακόμη
ερευνηθεί επαρκώς. Τα ανοσοκατασταλτικά, ιδιαίτερα η κυκλοσπορίνη, συμπεριλαμβάνονται
στους παράγοντες πρόκλησης ψυχοπαθολογίας (Berden et al 1985). Επίσης πρέπει να
τονισθεί ότι σκοπός της μεταμόσχευσης δεν είναι μόνο η εξασφάλιση της επιβίωσης του
ασθενούς (Burra and De Bona 2007) αλλά και η ποιότητα ζωής του μέσα από την κατάκτηση
κάποιας ισορροπίας μεταξύ λειτουργικής επάρκειας του μοσχεύματος και της ψυχολογικής
του απαρτίωσης.
Προεγχειρητικώς, στις περιπτώσεις που δεν ανευρίσκεται μόσχευμα και ο ασθενής
βρίσκεται σε αγωνιώδη αναμονή, οι αγχώδεις αντιδράσεις μπορεί να είναι συχνές και
ισχυρές. Με την ανεύρεση του μοσχεύματος η όλη ψυχολογική κατάσταση αλλάζει και ο
ασθενής διακατέχεται από αισιοδοξία και ισχυρά αισθήματα ελπίδας. Στα αρχικά μετά τη
μεταμόσχευση στάδια είναι δυνατόν να παρατηρηθούν ισχυρές αγχώδεις καταστάσεις, αφού
ακόμη δεν έχει εγκατασταθεί η βεβαιότητα ότι το μόσχευμα δεν θα απορριφθεί. Αργότερα ο
ασθενής ζει κάτω από τη διαρκή απειλή της μολύνσεως του μοσχεύματος ή/και της
απόρριψής του. Τα προβλήματα προσαρμογής σε επίπεδο προσωπικό, διαπροσωπικό και
κοινωνικής και επαγγελματικής επανένταξης είναι διαρκή. Τα ποσοστά επανόδου αυτών των
ασθενών στην εργασία τους είναι μικρά και στην Ελλάδα πολύ μικρότερα (Βιδάλης και συν
1998). Γενικώς δεν υπάρχουν στοιχεία για ανάπτυξη σοβαρής ψυχοπαθολογίας μετά τη
μεταμόσχευση, ωστόσο καταθλιπτικοί ασθενείς πρέπει να υποβάλλονται σε θεραπεία πριν
από τη χειρουργική επέμβαση, διότι η παρουσία κατάθλιψης ή μεγάλης απαισιοδοξίας ίσως
εμπλέκεται στη διαδικασία απόρριψης του μοσχεύματος.
Η ανθρώπινη φύση του μοσχεύματος συνδέεται άμεσα με την ψυχιατρική
φαινομενολογία των μεταμοσχεύσεων, αφού ο λήπτης συχνά δυσκολεύεται να νιώσει το
μόσχευμα ως μέλος του σώματός του, πιθανόν διότι προσκρούει στη θεμελιώδη και
αρχέγονη «εικόνα του σώματός του» (Συγγελάκης και συν 1996) και διότι ίσως αισθάνεται ότι
το σώμα του έγινε τόπος κατοικίας κάποιου άλλου, ο οποίος όμως έχει πεθάνει. Η γνώση
των στοιχείων του δότη από τον λήπτη ίσως συνιστά την απαρχή μιας μεγάλης περιπέτειας
για τον λήπτη. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις ταυτίσεως του λήπτη με τον δότη.

Καλλωπιστική χειρουργική. Τα τελευταία χρόνια οι επεμβάσεις αισθητικής χειρουργικής


επιζητούμενες από τους ενδιαφερόμενους έχουν λάβει επιδημικές διαστάσεις. Σκοπός της
αισθητικής χειρουργικής είναι η εκλεκτική βελτίωση της εμφάνισης του σώματος ή του
προσώπου με την ελπίδα να τονωθούν η αυτοπεποίθηση και η ψυχολογική διάθεση (Harth
and Hermes 2007). Οι θεωρίες σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ορισμένοι άνθρωποι
υποβάλλουν τον εαυτό τους σε μια τέτοια διαδικασία είναι πολλές: οι περισσότερες
επικαλούνται ποικίλους παράγοντες, από την πολιτιστική σημασία της ομορφιάς του
σώματος μέχρι τη συγκεχυμένη αίσθηση της προσωπικής ταυτότητας ή και την ύπαρξη
ψυχιατρικών διαταραχών. Φαίνεται ότι από ψυχολογική άποψη είναι διαφορετικές οι ομάδες
των ασθενών που επιδιώκουν τις πιο γνωστές επεμβάσεις, τη ρινοπλαστική και την πλαστική
μαστού. Στην ομάδα των ασθενών που ζητούν ρινοπλαστική παρουσιάζονται οι
περισσότεροι ψυχοπαθολογικοί δείκτες, και περισσότερο στους άνδρες παρά στις γυναίκες.
Τα συχνότερα ψυχοπαθολογικά στοιχεία είναι η δυσκολία στην ανάπτυξη σεξουαλικής
ταυτότητας, οι παρανοϊκές διαταραχές με σωματικές παραληρητικές ιδέες και παράξενες
περιγραφές σωματικής δυσμορφίας, η δυσμορφοφοβία, η κατάθλιψη με υποχονδριακά
συμπτώματα (που συνήθως παρατηρείται σε γυναίκες άνω των 40 ετών που ζητούν face
lifting)· τα πιο πολλά από αυτά εμφανίζονται σε βαριά τελειοθηρικούς ψυχαναγκαστικούς
329

χαρακτήρες (Druss et al 1971). Αν δεν γίνει σωστή προεγχειρητική εκτίμηση της ψυχολογίας
και των κινήτρων του υποψηφίου για αισθητική επέμβαση οι μετεγχειρητικές επιπτώσεις εις
βάρος του χειρουργού μπορεί να είναι οδυνηρές.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΒ. (1985). Ψυχιατρικά προβλήματα κατά την περιεγχειρητική περίοδο στους ενήλικες. Ελλ.
Αναισθησιολ. 19:4, 274-278.
ΒΙΔΑΛΗΣ ΑΑ, ΔΑΡΒΑΡΕΣΗΣ Θ, ΙΜΒΡΙΟΣ Γ. (1998). Προβλήματα επανένταξης ασθενών με μεταμόσχευση
οργάνων και μέθοδοι αντιμετώπισης τους. Μεταμόσχευση Οργάνων και Ιστών 3(1-2):44-66.
ΣΥΓΓΕΛΑΚΗΣ Μ, ΠΙΤΣΑΒΑΣ Α, ΚΑΡΑΒΑΤΟΣ Α, και συν (1996). Η ενδοψυχική ολοκλήρωση του μοσχεύματος
στο λήπτη. Μεταμόσχευση Οργάνων και Ιστών 1(3):167-176.

BASS C. (1984). Psychosocial outcome after coronary artery by-pass surgery. Brit J Psychiatry 145:526-532.
BERDEN JH, HOITSMA AJ, MERX JL, KEYSER A. (1985). Severe central nervous system toxicity associated
with cyclosporin (letter). Lancet 1:219-220.
BURKER E. et al. (1995). Depression in male and female patients undergoing cardiac surgery. Brit J Clin Psychol
34:119-128.
BURRA P, DE BONA M. (2007). Quality of life following organ transplantation. Transpl Int. 20(5):397-409.
CAPLAN LM, HACKETT TP. (1963). Prelude to death: Emotional effects of lower limb amputation in the aged. N
Engl J Med 269:1166
CHEEK DS. (1959). Unconscious perception of meaningful sounds during surgical anesthesia as revealed under
hypnosis. Amer J Clin Hypn 1:101
DEUTSCH H. (1942). Some psychoanalytic observations in surgery. Psychosom Med 4:105.
DRELLICH MC, BIEBER I. (1958). The psychological importance of the uterus and its functions: some psycho-
analytic implications of hysterectomy. J Nerv Ment Dis 126:322.
DRUSS R, O’CONNER J, STERN L. (1969). Psychologic response to colectomy. Arch Gen Psychiatry 18:53-59.
DRUSS RG, SYMONDS FC, CRIKELAR GF. (1971). The problem of somatic delusions in patients seeking cos-
metic surgery. Plast Roconstr 48:246
EGBERT LD, BATTIT GE, TURDORF A, BEECHER HK. (1963). The value of the pre-operative visit by an anes-
thetist. JAMA 185:553
EGERTON N, KAY JH. (1964). Psychological disturbances associated with open heart surgery. British J Psychia-
try 110:443
EWALT JR, RANDAL GC, MORRIS H. (1947). The phantom limb. Psychosom Med 9:118.
HARTH W, HERMES B. (2007). Psychosomatic disturbances and cosmetic surgery. J Dtsch Dermatol Ges
5(9):736-43
HORGAN O, MACLACHLAN M. (2004). Psychosocial adjustment to lower-limb amputation: a review. Disabil
Rehabil. Jul 22-Aug 5;26(14-15):837-50.
JANIS IL. (1958). Psychological Stress. N.York:Wiley.
KORNFELD DS. (1969). Psychiatric Aspects of Patient Care in the Operating Suite and Special Areas. Anesthe-
siology 31(2):166-171
LEVINSON BW. (1965). States of awareness during general anesthesia. British J Anaesth 37:544
PARKES CM. (1976). The psychological reaction to loss of a limb: The first year after amputation. In: Modern
perspectives in the psychiatric aspects of surgery. J.G. Howells (ed), Brunner/Mazel, New York.
ROESKE NA. (1978). The emotional response to hysterectomy. Psychiat Opin 15:11.
VOMVOLAKI E, KALMANTIS K, KIOSES E, ANTSAKLIS A. (2006). The effect of hysterectomy on sexuality and
psychological changes. Eur J Contracept Reprod Health Care. 11(1):23-7.
WEBER M, NEUNDORFER B, BIRKLEIN F. (2002). Sudeck's atrophy: Pathophysiology and treatment of a com-
plex pain syndrome. Dtsch Med Wochenschr 127(8):384-9.
WEINRYB R, ROSSEL R. (1986). Personality traits that can affect adaptation after colectomy: A study of 10 pa-
tients treated for ulcerative colitis either with proctocolectomy and ileostomy or with colectomy, proctocolectomy,
ileal pouch and ileoanal anastomosis. Psychotherapy and Psychosomatics, 45(2):57-65.
WILLIAMS JGL, JONES JR (1968). Psychophysiological response to anesthesia and operation. JAMA 203:127.
POLLARD E. (2005). Awareness during anaesthesia: what can be done to prevent it? Br J Perioper Nurs
15(10):420-5.

44. Ο ΘΝΗΣΚΩΝ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΑΠΟ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΣΚΟΠΙΑ


330

Στη σύγχρονη εποχή τίποτε δεν θεωρείται από τους ανθρώπους πιο αφύσικο, άδικο,
παράλογο και εξοργιστικό από τον θάνατο. Ο άνθρωπος βιώνει τον θάνατο ως ολοκληρωτική
καταστροφή και ως ένα άλυτο πρόβλημα που διαπερνά τη ζωή του. Όχι μόνο τον αρνείται
αλλά τον απωθεί τον υπερβαίνει και τον διαλύει με τη θρησκεία τον μύθο και τη μαγεία.
(Morin 1979, Θεοδωρόπουλος 1987). Μας είναι απολύτως αδύνατον, γράφει ο Freud, να
φαντασθούμε τον δικό μας θάνατο και κάθε φορά που το δοκιμάζουμε, εκείνο που συμβαίνει
είναι ότι παρακολουθούμε σαν θεατές. Κατά βάθος κανένας δεν πιστεύει στον δικό του
θάνατο· όλοι οι άνθρωποι στο υποσυνείδητό τους είναι βέβαιοι για την αθανασία τους. Όμως
από την άλλη μεριά η αυθεντικότητα της ύπαρξης χαρακτηρίζεται και από το ότι ο άνθρωπος
μπορεί να δεχθεί το αναπόφευκτο του πεπερασμένου του και να αναγνωρίσει τον θάνατο
σαν σταθερή δυνατότητα της κάθε στιγμής. Στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να
μιλήσει υποκειμενικά για τον θάνατο, αφού η συνείδηση δεν μπορεί ποτέ να αποκτήσει την
εμπειρία του. Σύμφωνα με την Kübler-Ross, ο μελλοθάνατος, στο έβδομο στάδιο της
επιθανάτιας αγωνίας, χάνει κάθε ουσιαστική επαφή με τον κόσμο των ζωντανών, με
αποτέλεσμα να είναι ανέφικτη ακόμη και η πιο αδρή περιγραφή του αισθήματος του
επερχόμενου θανάτου.

Μελλοθάνατος από ιατρική άποψη –διότι από μια άλλη οπτική όλοι οι άνθρωποι είναι
συνεχώς μελλοθάνατοι– θεωρείται ο πάσχων από τελική νόσο, αυτός που πρόκειται να
εκτελεσθεί, αυτός που έχει φθάσει σε έσχατο γήρας. Ασθενείς που πρόκειται να πεθάνουν
μέσα σε διάστημα τριών μηνών συνήθως γνωρίζουν ότι πεθαίνουν (Hinton 1963). Ο
άνθρωπος που γνωρίζει ότι πορεύεται προς τον θάνατο υφίσταται μεγάλες αλλαγές της
προσωπικότητάς του. Η αντίληψη της πραγματικότητας, οι σχέσεις του με αυτήν και η
συμπεριφορά του αλλάζουν. Ο ρόλος της ιατρικής στον θάνατο –αν έχει τέτοιο ρόλο η
ιατρική– είναι στην καλύτερη περίπτωση να ευοδώσει, χωρίς να επιταχύνει, την επιθανάτια
αγωνία. Όλοι οι πάσχοντες από καταληκτική νόσο διανύουν την ίδια διαδρομή από τη στιγμή
της αναγνώρησης του επικείμενου θανάτου τους μέχρι το τέλος. Υπάρχουν βέβαια
παραλλαγές, οι οποίες σχετίζονται με την ηλικία, την κοινωνική διαστρωμάτωση, τη
θρησκεία, τη μόρφωση, την προηγούμενη ζωή των θνησκόντων.

H Kübler-Ross (1973) με μιαν αισθαντικότητα και έναν σεβασμό για τον πόνο και την αγωνία
δυσεύρετο στις μέρες μας κατέγραψε και συζήτησε 200 συνεντεύξεις με θνήσκοντες ασθενείς
με βάση τις οποίες καταθέτει μια διαδικασία εκδίπλωσης της πορείας προς τον θάνατο σε
στάδια ή φάσεις: σοκ, άρνηση, θυμός, κατάθλιψη, παζάρεμα, παραδοχή, δεκάθεξη. Η
συνολική διαδικασία ακολουθεί δύο χρόνους. Ο ένας είναι του σώματος: αρχίζει στο
μεταίχμιο μεταξύ νόσου και επιθανάτιας αγωνίας και τελειώνει με τον θάνατο. Ο δεύτερος
είναι της συνείδησης και κορυφώνεται στη σταθερή ελπίδα της αυτόνομης μεταθανάτιας
επιβίωσης της συνείδησης.
Σοκ. Ακόμη και με τη μεγαλύτερη διακριτικότητα και λεπτότητα αν ανακοινωθεί, η πρόκληση
σοκ από τον επικείμενο θάνατο είναι αναπόφευκτη. Μια νέα πραγματικότητα εισβάλλει
αιφνιδιαστικά στη συνείδηση του ανθρώπου. Ο ασθενής νιώθει τον κόσμο του να
καταρρέει, την ανθρώπινη τάξη να συντρίβεται. Για πρώτη φορά ανακαλύπτει τη μοναξιά
και τη γύμνια του. Βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο.
Άρνηση. Υπάρχουν ασθενείς που τρέχουν από ιατρό σε ιατρό σε μια προσπάθεια να
πετύχουν ακύρωση της αρχικής διάγνωσης.
Θυμός. Είναι το στάδιο της εξέγερσης. Η συμπεριφορά του ασθενούς γίνεται εχθρική αφου
βιώνει την κορυφαία ματαίωση της ζωής του, αυτή η ίδια να τελειώνει μέσα σε μια
πολύβουη, πολύχρωμη, ερωτική, υποσχετική για το αύριο ζωή των άλλων.
Κατάθλιψη. Χαρακτηρίζεται από δυσπιστία, απάθεια, μοναξιά, ενοχές, εξασθένηση του
ενδιαφέροντος για τη θεραπεία. Είναι η φάση με τη μεγαλύτερη διάρκεια. Εκτός από την
απειλητικότητα της νόσου την τροφοδοτούν η πληθώρα των διαπροσωπικών,
οικογενειακών, οικονομικών και άλλων προβλημάτων που συνεχώς αναφύονται.
Παζάρεμα. Ο ασθενής έρχεται σε ένα είδος διαπραγμάτευσης με αυτούς που θεωρεί
διαχειριστές της υπάρξεώς του, τον Θεό, τον Χάρο, τον ιατρό. Δίνει υποσχέσεις, κλείνει
συμφωνίες, κάνει τάματα, δίνει όρκους.
331

Παραδοχή. Ο ασθενής περνά σε κατάσταση γαλήνης, αφού πλέον δέχεται ότι η επέλευση
του θανάτου είναι αναπόφευκτη. Κανονίζει τις εκκρεμότητές του, αποχαιρετά τους δικούς
του. Δίνει την εντύπωση ότι όλα όσα συμβαίνουν δεν αφορούν ακριβώς τον ίδιο αλλά το
σώμα του, μια προσωρινή κατοικία ή κάτι άλλο από αυτόν.
Δεκάθεξη. Στο στάδιο αυτό τερματίζεται κάθε επικοινωνία. Η συνείδηση του ασθενούς δεν
είναι προσιτή στην παρατήρηση.

Παρηγορητική, ανακουφιστική φροντίδα. Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (1990) ορίζει


την παρηγορητική φροντίδα (palliative care) ως μια δραστήρια συνολική φροντίδα ασθενών
των οποίων η νόσος δεν απαντά στη θεραπεία. Ο έλεγχος του άλγους, των άλλων
συμπτωμάτων, καθώς και η αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών και πνευματικών
προβλημάτων έχουν υπέρτατη σημασία. Το θέμα είναι εξαιρετικά σημαντικό από ψυχιατρική
άποψη. Η κατάθλιψη, η αίσθηση του ασθενούς ότι έγινε βάρος στους άλλους, η απώλεια της
ελπίδας, ο πόνος, η μοναξιά, ο φόβος, η αναζήτηση της αξιοπρέπειας αποτελούν
παράγοντες που πρέπει να συζητηθούν στο πλαίσιο της θεραπευτικής ομάδας στην οποία
συμμετέχει ο ασθενής και να αντιμετωπισθούν (Chochinov 2004), κυρίως επειδή συχνά δεν
λαμβάνουν τη δέουσα προσοχή. Οι περισσότερες ανησυχίες των ασθενών περιστρέφονται
γύρω από την αντιμετώπιση του πόνου και των άλλων συμπτωμάτων τους: πώς να
αποφευχθεί η ανώφελη παράταση της ζωής τους, πώς να τους δοθεί μια κάποια αίσθηση
ελέγχου της καταστάσεώς τους και να ισχυροποιηθούν οι σχέσεις με τα αγαπημένα τους
πρόσωπα (Singer 1999). Η βοήθεια της πολιτείας προς τα μέλη της οικογένειας, με τη μορφή
αδειών απουσίας από την εργασία και ενισχυτικών επιδομάτων ώστε να αφοσιώνονται
καλύτερα στο άρρωστο μέλος της που θνήσκει, είναι μεγάλο βήμα κοινωνικής πολιτικής.

Η έννοια του θανάτου. Οι δυνατότητες διατήρησης της ζωής με μηχανικά μέσα


δημιούργησαν σοβαρές δυσκολίες στον προσδιορισμό της έννοιας του θανάτου
(Μπαλογιάννης 2000). Η κατάσταση γίνεται πιο περίπλοκη μετά την εισβολή των
μεταμοσχεύσεων, αφού υπάρχουν ανάγκες για όργανα και έτσι είναι δυνατόν να
επισπεύδεται ο θάνατος του υποψήφιου δότη ή ακόμη και να προκαλείται. Η ιατρική
αντίληψη του θανάτου έρχεται σε αντιπαράθεση με την πολιτιστική και θρησκευτική αντίληψη
περί θανάτου.
Κατά την θρησκευτική-πολιτιστική αντίληψη ο θάνατος ολόκληρου του οργανισμού
σηματοδοτεί το τέλος της ζωής ενός ανθρώπου. Ο ισλαμισμός δεν αποδέχεται την έννοια του
εγκεφαλικού θανάτου αφού ο θάνατος πρέπει να είναι η ολοκληρωτική και πλήρης
απόσπαση της ψυχής από όλο το σώμα, από κάθε κύτταρο του. Το ίδιο δέχεται και ο
ιουδαϊσμός που απορρίπτει τόσο τον εγκεφαλικό θάνατο όσο και τη μεταμόσχευση οργάνων.
Κατά την ιατρική αντίληψη, ο θάνατος έχει επέλθει εφόσον το κώμα είναι μη αντιστρεπτό
και ο εγκέφαλος είναι νεκρός, δηλαδή έχει διακοπεί ολοσχερώς η αιματική κυκλοφορία,
καταργηθεί η εγκεφαλική λειτουργικότητα και η μεταβολική δραστηριότητα, και η αλλοίωση
του είναι μη αναστρέψιμη. Η ιδέα αυτή στον κόσμο των μεταμοσχεύσεων δημιούργησε τον
«νεκρό εγκέφαλο με τη ζωντανή καρδιά» διότι παρά τη πλήρη απώλεια του νευρωνικού
ελέγχου της καρδιακής λειτουργίας, της αναπνοής και του μεταβολισμού των λοιπών ζωτικών
οργάνων, η διατήρηση της λειτουργικότητας τους καθίσταται εφικτή με μηχανικά μέσα. Η
παρεχομένη όμως καρδιοπνευμονική υποστήριξη και η συνέχιση της λειτουργίας των
ζωτικών οργάνων, δημιουργεί το παράδοξο φαινόμενο αφ' ενός μεν της επελεύσεως του
θανάτου του ατόμου ως προσώπου, με την οντολογική και υπαρξιακή έννοια, αφ' ετέρου την
εξακολούθηση της λειτουργίας επί μέρους οργάνων, κάθε ένα από τα οποία δεν συνθέτει την
έννοια της ζωής. Ετσι ο εγκεφαλικός θάνατος παραμένει ως αντικείμενο συζητήσεως αφού
δεν συνεπάγεται την ταχεία νέκρωση των ζωτικών οργάνων, οπως συμβαίνει με τον
καρδιακό θάνατο (Μπαλογιάννης 2000).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ ΔΣ. (1987). Θέματα γνωσιολογίας του θανάτου. Αδημοσίευτη εργασία. Ιατρική Σχολή
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ψυχιατρική Κλινική.
ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙ. (2000). Εγκεφαλικός θάνατος: Θάνατος ή ζωή; Εγκέφαλος 37:7-21.
332

CHOCHINOV HM. (2004). Palliative care: An opportunity for Mental Health Professionals. Can J Psychiatry 49(6):
347-349.
HINTON JM. (1963). The physical and mental distress of the dying. Q. J. Med. 32:1
KÜBLER-ROSS Ε. (1973). On death and dying. Tavistock. London.
SINGER et al (1999). Quality end-of-life-care: patients’ perspectives. JAMA 281:163-168.
WHO (1990). Cancer pain relief and palliative care. Technical Report series 804. Geneva.
MORIN E. (1979). Le Paradigme perdu : la nature humaine, Paris, Le Seuil (Points)

45. ΣXΕΣΗ ΙΑΤΡΟΥ - ΑΣΘΕΝΟΥΣ


333

Η σχέση ιατρού-ασθενούς καθορίζεται από τις ανάγκες του ασθενούς, τη φύση της ιατρικής
εμπειρίας, την προσωπικότητα του ιατρού και ποικίλους κοινωνικούς συντελεστές που
προσδίδουν σε αυτόν κύρος και ακτινοβολία. Η διαπροσωπική επαφή μεταξύ ασθενούς και
ιατρού είναι το κλειδί που ανοίγει την πόρτα της ιατρικής φροντίδας. Κάθε ιατρική πράξη
περιλαμβάνει μια ψυχοσυναλλακτική διαδικασία μεταξύ ιατρού και ασθενούς, διαδικασία που
μπορεί μεν να είναι επικουρική της θεραπείας, αλλά ενίοτε μπορεί να έχει και καταστροφικές
συνέπειες. Η θεραπευτική αξία της εξαρτάται, μεταξύ άλλων, και από την αίγλη που μπορεί
να διαθέτει ο ιατρός στα μάτια του ασθενούς, αίγλη που αφορά την ιδιότητά του ως
θεραπευτού και όχι τόσο το πρόσωπό του, εξαιτίας του οποίου, αυτή η αξία είναι δυνατόν να
υπονομευτεί. Ο ασθενής προσδίδει δύναμη στον θεραπευτή και ο θεραπευτής προσδίδει
δύναμη στον εαυτό του, η οποία όμως ενδεχομένως δεν αντανακλάται στο σώμα της
θεωρητικής γνώσης και της πρακτικής δυνατότητας της ίδιας της ιατρικής.

Η σχέση ιατρού-ασθενούς είναι δυναμική και χαρακτηρίζεται από ασυμμετρία, αφού


περιλαμβάνει δύο άτομα με διαφορετικά επίπεδα γνώσης και ισχύος. Η ευαλωσία που
προκαλείται από τη νόσο αυξάνει την εξάρτηση του ασθενούς από άλλα άτομα, κυρίως από
τον ιατρό. Η πολυπλοκότητα της σχέσης ιατρού-ασθενούς καθορίζεται από τα πολυποίκιλα
αιτήματα του ασθενούς. Ο ασθενής φέρνει στο εξεταστήριο του ιατρού περισσότερα
μηνύματα από εκείνα ενός νοσούντος οργάνου. Γύρω στο 20%-50% όλων των επισκέψεων
στα παθολογικά ιατρεία, δημόσια ή ιδιωτικά, οφείλονται σε περιβαλλοντικά, οικονομικά,
κοινωνικά, ψυχολογικά ή ψυχοσωματικά προβλήματα, για κανένα από τα οποία ο μέσος
ιατρός δεν είναι ικανοποιητικά εκπαιδευμένος ώστε να τα αντιμετωπίζει. Και αυτό επειδή
μεγάλο μέρος των ιατρικών σπουδών παραγκωνίζει την ανάγκη εκπαίδευσης των ιατρών ως
προς την ικανότητα να αναγνωρίζουν και να ασχολούνται με το ανθρώπινο στοιχείο που
υπάρχει στην ιατρική πράξη (Crisp 1986).

Σήμερα ο ρόλος του ιατρού καθορίζεται κυρίως από τον τεχνοκρατικό χαρακτήρα των
ποικίλων ιατρικών παρεμβάσεων: Η ιατρική πράξη απαιτεί από τον ιατρό να είναι δραστήριος
και αποτελεσματικός. Πολλές ιατρικές πράξεις είναι διαδικασίες απρόσωπες, χρονικά
καθορισμένες και επιβάλλουν ένα είδος αποστασιοποίησης από τον άρρωστο ως πρόσωπο,
και εστίασης στον άρρωστο αποκλειστικά ως βιολογικό οργανισμό.Ο ιατρός βρίσκει
απάντηση για την ουσία της νόσου όχι μόνο από την επαφή με τον ασθενή αλλά από τις
διαγνωστικές και επεμβατικές ενέργειες. Οι επεμβατικές μάλιστα ενέργειες, πολύ
περισσότερο από το να δίδουν απαντήσεις σε διαγνωστικά ερωτήματα, προσφέρουν και ίαση
της νόσου. Αυτές οι παρεμβάσεις έρχονται σε αντίθεση με την πολύ προσωπική, διόλου
τεχνοκρατική, και οπωσδήποτε χρονοβόρα διαδικασία εγκατάστασης μιας σχέσης μεταξύ
ιατρού και ασθενούς, σχέσης που μερικές φορές επιβάλλει στον ιατρό να είναι παθητικός αντί
για δραστήριος, και συναισθηματικά κατευναστικός αντί για αποτελεσματικός.

Από την άλλη μεριά, η ευρύτατη δημοσιοποίηση των ιατρικών ζητημάτων τροποποίησε την
παλαιά κλασική σχέση. Τώρα ο ασθενής απαιτεί περισσότερη πληροφόρηση από τον ιατρό,
δεν ανέχεται συμπεριφορά αυταρχικού τύπου και επιβάλλει έναν βαθμό συμμετοχής στις
διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Η παγκοσμιοποίηση της πληροφορίας μέσα από νέες πηγές
απόκτησης γνώσεων έδωσε ώθηση στις διαδικασίες αυτονόμησης των ασθενών. Μέσω του
διαδικτύου οι πάσχοντες δύνανται να ψάξουν και να βρουν ιατρική πληροφορία για θεραπείες
και για την έρευνα, να επισκεφθούν ιστοσελίδες που τους ενδιαφέρουν και να συνδεθούν με
ομάδες υποστήριξης.

Ο δρόμος επικοινωνίας με τον άλλον περνά μέσα από την κατανόηση, θεμελιώδες στοιχείο
της οποίας είναι η δυνατότητα να αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία των εμπειριών και των
συμπεριφορών του άλλου, και μαζί το ενδεχόμενο να παραπέμπουν σε άλλου είδους
εμπειρίες και συμπεριφορές. Στη σχέση ιατρού-ασθενούς αυτή η διαδικασία αναπτύσσεται
αμοιβαία, με την έννοια ότι ο ένας επιδιώκει να κατανοήσει τις εμπειρίες και τις ενέργειες του
άλλου. Σύμφωνα με τον Karl Jaspers (1913), η διεργασία κατανόησης του ασθενούς:
334

 Αποκτά σημασία όταν στηρίζεται σε παρατηρήσιμα εμπειρικά δεδομένα τα οποία με την


πάροδο του χρόνου συσσωρεύονται και την εμπλουτίζουν.
 Επιτελείται μέσα σε έναν ερμηνευτικό κύκλο. Κινείται κυκλικά, από την κατανόηση της
σημασίας των τμημάτων (π.χ. συμπτώματα, σημεία, βιώματα κ.λπ.) στην κατανόηση της
σημασίας του συνόλου (π.χ. νοσολογική οντότητα, ποιότητα ζωής), και κατόπιν
αντίστροφα, από την κατανόηση του συνόλου προς την ερμηνεία νέων τμημάτων.
Αποκάλυψη της σημασίας των νέων τμημάτων επηρεάζει και μεταβάλλει τη σύλληψη του
συνόλου, και έτσι τα μελλοντικά τμήματα εντάσσονται στο πλαίσιο ενός τροποποιημένου
συνόλου.
 Δεν είναι ολοκληρωτική, διότι οι εμπειρίες και οι ενέργειες κάθε ανθρώπου (στην
προκειμένη περίπτωση οι περιγραφές του ασθενούς) έχουν χαμηλό βαθμό
προβλεψιμότητας, κάτι που οφείλεται αφενός στα υψηλά επίπεδα ελευθερίας και στον
απεριόριστο μερικές φορές αριθμό επιλογών που διαθέτει, και αφετέρου στη δυνατότητα
να ερμηνευθούν με αναρίθμητους τρόπους.

Στην ιατρική πράξη η επικοινωνία, λεκτική και εξωλεκτική, έχει να κάνει κατά βάση με τη
δυσφορία του πάσχοντος, την οποία ο ίδιος δεν μπορεί με δικά του μέσα να ανακουφίσει
ούτε να κατανοήσει. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ιατρός θα πρέπει να έχει δομή ανάλογη
με του ασθενούς. Με την ευρύτερη δυνατή έννοια, αυτή περιλαμβάνει όχι μόνο τα εκφραστικά
μέσα αλλά ακόμη τις έννοιες, τους μύθους, τις ιδέες κ.λπ. Με άλλα λόγια, το γλωσσικό ιδίωμα
του ιατρού πρέπει να είναι συμβατό με το γλωσσικό ιδίωμα του ασθενούς, αλλά αυτός που
θα προσπαθήσει προς αυτήν την κατεύθυνση είναι ο ιατρός, και όχι ο ασθενής. Σε
περίπτωση παρανόησης, την ευθύνη έχει ο ιατρός και όχι ο ασθενής. Οι δεξιότητες της
σωστής επικοινωνίας με τον ασθενή είναι δυνατόν να εμποδιστούν από τους μηχανισμούς
άμυνας που παρατάσσει ο ιατρός, όπως αποστασιοποίηση, επιβολή ελέγχου, χειραγώγηση,
καθησυχαστική συμπεριφορά κ.λπ. Μορφές εξωλεκτικής επικοινωνίας του ιατρού
σχετίζονται με ποικίλες επιπτώσεις. Η εκφραστικότητα του ιατρού, το βλέμμα του, η
απόσταση που κρατάει από τον ασθενή, οι χειρονομίες του, το χαμόγελό του, ο μη
κυριαρχικός τόνος της φωνής του, σχετίζονται με αισθήματα από ικανοποίησης που έχει γι’
αυτόν ο ασθενής (Mast 2007).

Όποτε η ιατρική εισέρχεται σε καινούργια περίοδο, οι σχέσεις ιατρού-ασθενούς διέρχονται


μια νέα δοκιμασία. Διαφορετικές ήσαν αυτές οι σχέσεις πριν από την κυριάρχηση της
νοσοκομειακής ιατρικής, την εισβολή του ωραρίου και των εργασιακών σχέσεων, τη
δημιουργία εργασιακής πυραμίδας μεταξύ ιατρών, την ανάδειξη του νοσηλευτικού
προσωπικού σε ισχυρά οργανωμένη ομάδα, την ανάπτυξη του συνδικαλισμού και την
ανακάλυψη της απεργίας ως όπλου προς ικανοποίηση αιτημάτων. Ισχυρά δίπολα βρίσκονται
σε διαρκή αντιπαλότητα και φθείρουν την ποιότητα της ιατρικής φροντίδας και της σχέσης
ιατρού-ασθενούς. Το διοικητικό-επιστημονικό δίπολο στα δημόσια νοσοκομεία, οι
ενδοεπιστημονικές αντιπαραθέσεις (χειρουργοί-παθολόγοι), τα δίπολα ιατροί-νοσηλευτικό
προσωπικό (Μητσάκη 2001), πανεπιστημιακοί-ιατροί ΕΣΥ, ιατροί ταμείων-ιατροί ιδιώτες,
κ.λπ.

Σήμερα, από την ώρα της εισαγωγής του στο νοσοκομείο ο άρρωστος, ευρισκόμενος σε
μεγάλη ανάγκη για υποστήριξη και συμπαράσταση από τον ιατρό του, μόλις και μετά βίας θα
καταφέρει να τον δει, σε ένα τελείως ουδέτερο και εν πολλοίς απρόσωπο κλίμα, μόνος, χωρίς
κανένα σύμμαχο, αντιμέτωπος με ένα από τα καλύτερα οργανωμένα γραφειοκρατικά
συστήματα της βιομηχανικής κοινωνίας. Η καταστροφή που έχει προκληθεί στις σχέσεις
ιατρού-ασθενούς από την «εργοστασιακή εκδοχή» της ιατρικής (πειθαρχία, ομοιομορφία,
τυποποίηση, αποτελεσματικότητα) ενδέχεται να είναι μεγαλύτερη εκείνης που πυροδοτήθηκε
από την απόλυτη ηγεμονία της επιστημονικής σκέψης αρχικώς, και της τεχνολογίας στη
συνέχεια. Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά την επικράτηση της αντίληψης ότι όλες οι
δραστηριότητες των ζωντανών οργανισμών, και φυσικά του ανθρώπου, μπορούν να
ερμηνευτούν μέσω της αναγωγής τους στη μοριακή βιολογία, αντίληψη που ενισχύει την
πίστη ότι η εφαρμογή της τεχνολογίας θα επιλύσει όλα τα ανθρώπινα προβλήματα.
335

Αρνητικές επιπτώσεις στη σχέση ιατρού-ασθενούς ενδέχεται να έχει η συμπεριφορά του


ιατρού προς τον ασθενή όταν αυτή καθορίζεται από παράγοντες όπως η φιλαργυρία ή η
αλαζονική διεκδίκηση εξουσίας στη σχέση, ή όταν οργανώνεται γύρω από τις
συναισθηματικές και τις ναρκισσιστικές ανάγκες του ιατρού. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο έχει
ιδιαίτερη σημασία σε κάθε σχέση στην οποία υπεισέρχεται κάποιος βαθμός ψυχοθεραπείας,
και πολύ περισσότερο στην ψυχιατρική. Για παράδειγμα, προτεινόμενες ερμηνείες που
προκαλούν δυσφορία στον ασθενή μπορεί να έχουν ως κίνητρο εχθρική διάθεση από
πλευράς του ιατρού. Ο ιατρός δεν επιτρέπεται να είναι ιδεολογικός καθοδηγητής αλλά να
σέβεται την όποια πνευματική και θρησκευτική φιλοσοφία του ασθενή του και να μην του
επιβάλλει καμία ιδεολογία ή θρησκευτική πίστη. Σεξουαλική σχέση μεταξύ ιατρού και
ασθενούς αποτελεί βαρύτατη διαταραχή της θεραπευτικής σχέσης. Περίπου 8% των ανδρών
ιατρών και 3% των γυναικών φαίνεται ότι έχουν σεξουαλικές σχέσεις με ασθενείς τους. Οι
ιατροί που εμπλέκονται σε ασελγείς περιπέτειες με τις ή τους ασθενείς τους πολλές φορές
δικαιολογούν τη συμπεριφορά τους ισχυριζόμενοι ότι κάτι τέτοιο είναι τελείως ακίνδυνο, αν
όχι ωφέλιμο, για τις/τους ασθενείς τους. Έχει ωστόσο διαπιστωθεί (Carr and Robinson 1990)
ότι οι συνέπειες για τις ασθενείς περιλαμβάνουν αύξηση των ψυχιατρικών και
ψυχοσωματικών ενοχλημάτων, μεγαλύτερη δυσπιστία και οργή απέναντι στο άλλο φύλο,
αύξηση της συχνότητας εισαγωγής στο νοσοκομείο και της απόπειρας αυτοκτονίας.

Η έλλειψη συνεννόησης μεταξύ ιατρών και ασθενών αρκετές φορές είναι δυνατόν να
οδηγήσει σε ρήξη, που ενίοτε φθάνει να έχει ακόμη και δικαστικές προεκτάσεις (Βελογιάννη
και Κουτσελίνης 1985). Σε ακραίες περιπτώσεις, τα δύο αντιμαχόμενα μέρη παρουσιάζουν
ιδιαίτερα χαρακτηρολογικά γνωρίσματα. Ο ενάγων ασθενής είναι άτομο με δογματική
απολυτότητα στη σκέψη, έχει τάση να επιρρίπτει ευθύνες σε άλλους και κατέχεται από την
εξωπραγματική νοοτροπία να πιστεύει ότι η ιατρική είναι πανάκεια, ότι όλες οι νόσοι είναι
θεραπεύσιμες και ότι ο ρόλος του ιατρού είναι να επιφέρει ταχύτατα θεραπευτικά
αποτελέσματα, αν θέλει να θεωρείται ότι αμείφθηκε επαξίως. Ο εναγόμενος ιατρός είναι
άτομο με υπερβολική αυτοπεποίθηση, δεν δέχεται ότι η γνώση και η εμπειρία του έχουν όρια
και, όταν αντιμετωπίζει δυσαρεστημένο ασθενή, αντί να ερευνήσει την αιτία της δυσαρέσκειάς
του, τον παραμελεί και, έμμεσα ή και άμεσα, τον απορρίπτει.

Σχέσεις ιατρού με τους οικείους τού ασθενούς. Όταν ο ιατρός αναπτύσσει σχέσεις με τους
συγγενείς του ασθενούς, αυτές μπορεί να έχουν διαφορετικές ποιότητες. Οι συγγενείς, π.χ.,
μπορεί να θεωρηθούν συνεργάτες, ή ασθενείς και οι ίδιοι, ή μέλη μιας διαταραγμένης
οικογένειας η οποία χρειάζεται βοήθεια στο σύνολό της. Ο ιατρός που ενημερώνει τον
συγγενή ασθενούς προτείνοντας «ερμηνείες» για τη νόσο ενδέχεται να πέσει σε μια σειρά
από παγίδες (Mariner 1971). Ενδεικτικά θα μπορούσαν να αναφερθούν τα ακόλουθα:
 Συχνά αγνοούνται οι κίνδυνοι που απορρέουν από την πρακτική τού να λέγονται όλα
στον συγγενή αλλά να μη αποκαλύπτεται τίποτε στον ασθενή.
 Αν ο ιατρός ανακοινώσει στον συγγενή κάτι ανησυχητικό για τον ασθενή («είναι πολύ
άρρωστος, έχω πολλές αμφιβολίες για την πρόγνωση»), ο συγγενής ενδέχεται,
εξαρτώμενος από τις δικές του συναισθηματικές ανάγκες και από τη σχέση του με τον
ασθενή, ή να κρατήσει αυτό το μήνυμα για τον εαυτό του μη γνωρίζοντας τι να το κάνει ή
να το μεταδώσει σαδιστικά (άμεσα ή έμμεσα) στον ίδιο τον άρρωστο, μεταδίδοντάς του
και το συνοδό άγχος.
 Ενδέχεται ακόμη να αξιοποιηθούν οι γνώσεις του ιατρού προς όφελος του συγγενούς και
όχι του ασθενούς.
 Ο τρόπος που ο ιατρός συζητά με τους συγγενείς ενδέχεται να υπαινίσσεται ότι ο
άρρωστος είναι ανίκανος να μιλήσει ο ίδιος για τον εαυτό του και έτσι χρειάζεται έναν
συνήγορο, κάποιον υποστηρικτή. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος ο ιατρός να
δίνει έμφαση και να ισχυροποιεί άθελά του το δίπολο «άρρωστος και υγιής συγγενής»,
συμβάλλοντας έτσι στη διαιώνιση μιας διαταραγμένης οικογενειακής σχέσης.
336

 Υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο οι οδηγίες του ιατρού στους συγγενείς για το πώς θα
συμπεριφερθούν στον ασθενή να τους οδηγήσουν σε πολύ ενοχλητικές συμπεριφορές
έναντι του ασθενούς.
 Γενικώς κάθε συζήτηση «πίσω από την πλάτη» του ασθενούς ενδέχεται να γίνει
αντιληπτή και να βλάψει την εμπιστοσύνη προς τον ιατρό.

Ενημέρωση του ασθενούς και ανακοίνωση της αλήθειας. Παραδοσιακά, από την εποχή
της ιπποκρατικής ιατρικής, ο ιατρός διατηρούσε για τον εαυτό του το δικαίωμα να χειρίζεται
τις πληροφορίες που θα έδινε στον ασθενή με όποιον τρόπο επέλεγε και με κριτήριο το
όφελος του ασθενούς. Η μεγάλη πλειονότητα των ιατρών απέφευγε να ανακοινώσει
δυσάρεστα νέα στους πάσχοντες. Σταδιακά, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ποικίλες
κοινωνικές, πολιτικές, νομικές και ιατρικές ανακατατάξεις άλλαξαν τη στάση των ιατρών. Ο
σημαντικότερος παράγων είναι η εξέλιξη της αποτελεσματικότητας των θεραπευτικών
παρεμβάσεων που μετέτρεψαν ορισμένες θανατηφόρες νόσους σε χρόνια νοσήματα (ακόμη
και ο καρκίνος τείνει να μετατραπεί σε χρόνιο, αντιμετωπίσιμο νόσημα). Άλλοι παράγοντες
είναι η διάδοση των δικαιωμάτων του ασθενούς, όπως και η ανάπτυξη της έννοιας της
προσωπικής αυτονομίας και ευθύνης. Σήμερα οι ιατροί όλο και περισσότερο τείνουν να
ενημερώνουν τους ασθενείς τους για τη φυσική τους κατάσταση, διότι αφενός η γνώση της
κατάστασης της υγείας επιτρέπει στον ασθενή να λάβει τις απαραίτητες αποφάσεις για τον
εαυτό του και για το κοινωνικό περιβάλλον του, και αφετέρου διότι απαιτείται σαφής, νομικώς
κατοχυρωμένη συναίνεση του ασθενούς για τις θεραπευτικές ενέργειες στις οποίες θα προβεί
ο ιατρός.
Κατά την ενημέρωση ο ασθενής πληροφορείται πλήρως και με σαφήνεια σχετικά με
οτιδήποτε επηρεάζει την υγεία του, καθώς και για τις απαιτούμενες θεραπευτικές
προσεγγίσεις. Ο ιατρός είναι υποχρεωμένος από τον νόμο να είναι σαφής προς τον ασθενή
ως προς τη διάγνωση και τη θεραπεία, αλλά η όλη διαδικασία είναι πολύπλοκη και μερικές
φορές άκρως στρεσογόνος και απαιτεί από τη μεριά του ιατρού γνώσεις, εμπειρία,
διακριτικότητα, επίγνωση των ορίων του ασθενούς και του ιδίου. Η ανακοίνωση της αλήθειας
στον ασθενή, τόσο σχετικώς με τη διάγνωση όσο και με τη θεραπεία, έχει ως προϋπόθεση
τον βαθμό ανοχής της αλήθειας από αυτόν. Έτσι ο ιατρός θα πρέπει να αναρωτηθεί πόσο
εύκολα μπορεί ο ασθενής του να ακούσει πληροφορίες σαν τις παρακάτω:
 Ότι το αντιβιοτικό που παίρνει από το στόμα, αφού εισέλθει στην κυκλοφορία, φθάνει
στους ιστούς και εκεί σκοτώνει τα μικρόβια. Προφανώς η πληροφορία αυτή είναι
απολύτως ανεκτή.
 Ότι πάσχει από στένωση πυλωρού και ότι επιβάλλεται χειρουργική επέμβαση κατά τη
διάρκεια της οποίας θα γίνει αναισθησία, τομή στην κοιλία, αποκάλυψη του στομάχου,
χειρισμοί και τομές, κλείσιμο με ράψιμο, ανάνηψη με πιθανότητα επιπλοκών ή θανάτου
γύρω στο 1%. Αυτού του είδους η περιγραφή ενδέχεται να μην είναι υποφερτή από μια
μειοψηφία ασθενών.
 Ότι για να θεραπευθεί από την κατάθλιψη πρέπει να γίνει ECT, το οποίο σημαίνει δίοδο
ρεύματος από τον εγκέφαλο. Και αυτή την πληροφορία λίγοι ασθενείς την αποδέχονται.
 Ότι έχει βαρεία νόσο και θα πεθάνει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτήν την αλήθεια
κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να την ακούσει με ψυχραιμία. Διότι η ανακοίνωση της
αλήθειας σε πάσχοντα από τελική νόσο δεν διαφέρει ουσιαστικά από απαγγελία
θανατικής καταδίκης.

Αρκετές μελέτες έχουν δείξει κάτι προφανές, ότι δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα των
ανθρώπων (άνω του 90%) θέλουν να γνωρίζουν με ακρίβεια την κατάσταση της υγείας τους.
Ωστόσο η ανακοίνωση δυσάρεστων νέων, κάτι που επωμίζεται συχνά ο ιατρός, είναι
δύσκολο και πολύπλοκο θέμα. Αφενός η ανακοίνωση αυτή έχει αρνητικές επιπτώσεις στην
ποιότητα ζωής του ασθενούς, τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειάς του, και αφετέρου είναι
στρεσογόνος παράγων και για τους ίδιους τους ιατρούς, ιδιαίτερα όταν βρίσκονται στην αρχή
της καριέρας τους (Ptacek et al 2001). Απελπισία, κατάθλιψη, ιδέες αυτοχειριασμού αλλά και
πραγματικές απόπειρες αυτοκτονίας μετά την ανακοίνωση της αλήθειας για βαριά, ανίατη ή
337

θανατηφόρο νόσο είναι συνήθεις αντιδράσεις, τις οποίες ο ιατρός πρέπει να έχει υπ’ όψιν
του.

Στις πολύ σοβαρές περιπτώσεις χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή τόσο στην προετοιμασία του
περιβάλλοντος εντός του οποίου θα γίνει η ανακοίνωση όσο και ο τρόπος με τον οποίο θα
γίνει. Είναι προτιμώτερο ο ιατρός να είναι μόνος του και όχι μέλος μιας ομάδας και ο
ασθενής, ίσως είναι καλύτερα, να έχει μαζί κάποιον συγγενή ή φίλο. Ο χώρος πρέπει να
είναι ήσυχος, η γλώσσα του ιατρού απλή και κατανοητή, ενώ δεν πρέπει να αποκλείεται από
τον ασθενή η προοπτική κάποιας ελπίδας και μαζί να του παρέχεται ο χρόνος για να
εκφράσει τα συναισθήματά του. Η δογματική προσήλωση σε φιλοσοφικές ή θρησκευτικές
επιταγές σχετικά με την αξία της φιλαλήθειας δεν συμβάλλουν πάντοτε σε βελτίωση της
ποιότητας της θεραπείας και της φροντίδας του ασθενούς. Το κίνημα ανακοίνωσης άνευ
όρων της αλήθειας (truth telling movement) σε όλους τους ασθενείς από όλους τους ιατρούς
υπό οιεσδήποτε περιστάσεις, που έλαβε μεγάλες διαστάσεις κυρίως στις ΗΠΑ κατά τη
δεκαετία του ’80 (Moutsopoulos 1984), είχε καταστροφικά αποτελέσματα και οι οπαδοί του
αναδιπλώθηκαν σε λιγότερο άκριτες και αφελείς θέσεις.

Κάθε νόσος έχει όψεις αντικειμενικές, υποκειμενικές και σχεσιακές (του ασθενούς με τους
άλλους), οι οποίες διαμορφώνουν τη φύση της αλήθειας της νόσου του συγκεκριμένου
ασθενούς. Αν ο ιατρός δεν λάβει υπ’ όψιν τον υποκειμενικό και σχεσιακό χαρακτήρα της
νόσου αλλά μόνο τoν ουδέτερο αντικειμενικό, τότε εκείνο που παρουσιάζει στον ασθενή του
είναι απλώς η βιο-ιατρική αλήθεια της νόσου, και η ανακοίνωσή του έχει τον χαρακτήρα μιας
στενά μονόδρομης διαδικασίας παροχής πληροφοριών (Surbone 2006). Από μια άλλη
σκοπιά όμως, η αλήθεια δεν είναι κάτι που αποκαλύπτεται από τον ιατρό προς τον ασθενή
αλλά κάτι που χτίζεται σε κοινή και αμφίδρομη συνεργασία μαζί του. Ωστόσο το πρόβλημα
της ανακοίνωσης της αλήθειας στους πάσχοντες από κακοήθεις νόσους είναι γενικώς
ακανθώδες και απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς από τον ιατρό, σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης,
αγάπης και βαθιάς γνώσης του χαρακτήρα του ασθενούς. Και δεν πρέπει να υποτιμάται το
πόσο χρήσιμη είναι η ελπίδα της διάσωσης, αφού το συναίσθημα της αδυναμίας και της
αβοηθησίας παρασέρνει τελικά σε μια εγκατάλειψη που διευκολύνει την επέλευση του
θανάτου. Ποια περιθώρια ελευθερίας έχει σήμερα ο ιατρός να χειρισθεί την ιδιοσυγκρασία,
την προσωπικότητα και τις περιστάσεις του βίου του ασθενούς ώστε να σταθμίσει, σε
συνεργασία ίσως και με άλλους, τι είδους αλήθεια θα του ανακοινώσει, πότε θα την
ανακοινώσει και με ποιους τρόπους; Ελάχιστα.

Εικονικό φάρμακο και εικονική θεραπεία. Όταν ο ιατρός παρεμβαίνει στη θεραπευτική
αγωγή αξιοποιώντας την ψυχόσφαιρα του ασθενούς, τότε το θέμα της θεραπείας μετατίθεται
στον χώρο της τέχνης, με την ιπποκρατική έννοια του όρου, και προσδίδει στην Ιατρική τον
παραδοσιακό παραεπιστημονικό χαρακτήρα της. Κάθε θεραπευτική συμπεριφορά ή
θεραπευτικός παράγων που χρησιμοποιείται εσκεμμένα, παρά το ότι δεν έχει ειδική δράση, ή
που χορηγείται για υποτιθέμενη ειδική δράση την οποία δεν διαθέτει, είναι δυνατόν να
χαρακτηρισθεί ως εικονική θεραπεία (placebo). Η λέξη placebo στα λατινικά σημαίνει «θα σε
ευχαριστήσω», και ήταν η πρώτη λέξη στους ψαλμούς του εσπερινού για τους νεκρούς, τα
δικά μας «εσπερινά» ή «σπερνά». Κατά τον 12ο αιώνα αυτοί οι ψαλμοί γενικώς
αποκαλούνταν placebo και τους έψελναν έναντι αμοιβής μοιρολογίστρες, γιατί στην
πραγματικότητα ήσαν μοιρολόγια. Γύρω στο 1300 ο όρος αποσπάστηκε από τα
εκκλησιαστικά συμφραζόμενα και απέκτησε σημασία υποτιμητική υποδηλώνοντας κυρίως
τον κόλακα ή τον συκοφάντη· όταν αργότερα εισήλθε στην ιατρική ορολογία, διατήρησε και
αυτήν την αρνητική σημειολογία: το φάρμακο που θα ευχαριστήσει μεν, αλλά δεν θα
θεραπεύσει τον ασθενή (Brown 1998).
Στη σύγχρονη ιατρική ο όρος σημαίνει το φάρμακο που δεν διαθέτει φαρμακολογικές
ιδιότητες. Ωστόσο το φαινόμενο placebo δεν είναι κάτι που ελέγχεται πλήρως από τον ιατρό,
επειδή θεωρείται ένας είδος αγυρτείας ή απάτης (Παπακώστας 1999). Η μεγάλη εγκυρότητα
που έχει αποκτήσει η επιστημονική προσέγγιση της θεραπείας στη σύγχρονη ιατρική
παρεμποδίζει την κατανόηση ενός μη επιστημονικού αλλά βαθύτατα ιατρικού φαινομένου και
338

καταστέλλει τη δυνατότητα χρησιμοποίησής του προς όφελος του ασθενούς. Έτσι, τόσο οι
ιατροί όσο και το νοσηλευτικό προσωπικό απέχουν πολύ από το να εκτιμούν τη θεραπευτική
και διαγνωστική αξία του (Goodwin et al 1979). Η γνήσια εικονική θεραπεία στερείται εντελώς
ειδικής δράσεως, ενώ η μη γνήσια εικονική θεραπεία δεν στερείται ειδικής δράσεως αλλά
χρησιμοποιείται για καταστάσεις διαφορετικές της ενδεδειγμένης. Μια εικονική θεραπεία,
όπως κάθε θεραπεία, μπορεί να έχει μόνο ευεργετική ή μόνο αρνητική δράση, ευεργετική και
αρνητική δράση μαζί, ή να είναι αναποτελεσματική.
Όταν ο ιατρός γνωρίζει ότι η θεραπευτική παρέμβασή του δεν έχει ειδική δράση αλλά
δίδει στον ασθενή την εντύπωση ότι είναι αποτελεσματική, αυτό από στενά δεοντολογική
άποψη θεωρείται εσκεμμένη παραπλάνηση και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εικονική
θεραπεία είναι απάτη. Η εικονική θεραπευτική παρέμβαση δεν πρέπει να ταυτίζεται με την
ιδιοτελή απάτη, αφού η πρώτη συνοδεύεται από καλή πίστη και το κίνητρό της είναι το
όφελος του ασθενούς, ενώ η δεύτερη έχει ως κίνητρο το προσωπικό όφελος του θεραπευτή.
Ωστόσο –εκτός και αν οι ειδικές συνθήκες μιας συγκεκριμένης κατάστασης ευνοούν τη χρήση
εικονικής θεραπείας– στην καθημερινή κλινική πρακτική οι δεοντολογικοί παράγοντες που
εμποδίζουν τη χρήση μιας τέτοιας προσέγγισης είναι αρκετά σοβαροί για να μπορούν να
αγνοηθούν και να παραβιασθούν. Το ισχυρό υπέρ της χρήσης εικονικής θεραπείας
επιχείρημα, δηλαδή το όφελος του ασθενούς, βρίσκεται υπό την πίεση επίσης ισχυρών
αντεπιχειρημάτων:
 Παραβιάζεται ο κώδικας ειλικρίνειας που πρέπει να κυριαρχεί στις σχέσεις ιατρού και
ασθενούς, με αποτέλεσμα να προκαλείται κρίση εμπιστοσύνης προς τον ιατρό και τη
γενικότερη θεραπευτική αγωγή αλλά και, ακόμη πιο πέρα, προς την αξιοπιστία της ίδιας
της Ιατρικής.
 Το κέρδος για τον ασθενή, ακόμη και όταν υπάρχει, είναι τόσο μικρό που δεν δικαιολογεί
μια τέτοια συμπεριφορά απέναντί του.
 Παραβιάζεται το δικαίωμα του ασθενούς να γνωρίζει πλήρως όλα τα σχετικά με την
ασθένειά του, δηλαδή διάγνωση, πορεία, σοβαρότητα, πρόγνωση, θεραπεία,
παρενέργειες θεραπείας κ.λπ., και οτιδήποτε ο ίδιος κρίνει ότι χρειάζεται για να
διαμορφώσει γνώμη.
 Παραβιάζεται το δικαίωμα του ασθενούς να δίδει την συγκατάθεσή του στη θεραπεία μετά
από πλήρη ενημέρωση.

Πάντως δογματικές τοποθετήσεις όπως «το εικονικό φάρμακο δεν βοηθάει», «για κάθε
άρρωστο υπάρχει και μια ειδική θεραπεία», «όταν εφαρμόζεται η εικονική θεραπεία τότε
καταργείται η ειδική θεραπεία», δεν βοηθούν ούτε στην κατανόηση του φαινομένου ούτε στη
θεραπευτική αξιοποίησή του. Η ειδική δράση ενός φαρμάκου ή μιας θεραπευτικής αγωγής
αναφέρεται στην πραγματική και ακριβή δράση τους. Η διάκριση της μη ειδικής δράσης ή των
δράσεων ενός φαρμάκου ή μιας θεραπευτικής αγωγής δεν είναι πάντοτε εύκολη, αρκετές δε
φορές είναι ανέφικτη. Παράγοντες μη συνδεόμενοι με την ειδική δράση μιας αγωγής, όπως η
τιμή του φαρμάκου, η συσκευασία του, και ακόμη περισσότερο η σοβαρότητα του ιατρού, η
πειστικότητά του, το ιατρείο του, τα διπλώματά του στις κορνίζες, η εντύπωση που μεταδίδει
για τις γνώσεις και για την αξία του ως ιατρού, το ενδιαφέρον του για τον ασθενή,
συμβάλλουν στη διαμόρφωση «μη ειδικών» θεραπευτικών δράσεων, δηλαδή στην εικονική
θεραπεία, στο φαινόμενο placebo.
Δεν απαντούν όλοι οι ασθενείς με την ίδια ευκολία στην εικονική θεραπεία. Φαίνεται ότι
καταστάσεις συνδεδεμένες με ψυχοκαταπόνηση και δυσφορία απαντούν καλύτερα στην
εικονική θεραπεία. Κρυολογήματα, άσθμα, ημικρανίες, χρόνια άλγη, υπέρταση και
καρδιολογικά προβλήματα είναι μεταξύ των διαταραχών που επιδεινώνονται από το άγχος
και την ψυχοκαταπόνηση. Οι παράγοντες που επηρεάζουν την απάντηση σχετίζονται με την
ίδια τη θεραπεία, με τον ιατρό, αλλά κυρίως με τον ασθενή και τη νόσο του. Σημαντικοί
επίσης παράγοντες είναι η νοημοσύνη, η υποβολιμότητα, οι τάσεις εξάρτησης, οι τρόποι που
ο ασθενής ερμηνεύει τη στάση του ιατρού απέναντί του (ειλικρινές ενδιαφέρον, οικονομική
ιδιοτέλεια, συμπάθεια, απόρριψη κ.λπ.). Η φυλή, η κουλτούρα, το φύλο, η ηλικία, η
προσωπικότητα, η μόρφωση είναι επίσης ισχυροί παράγοντες διαμόρφωσης της απάντησης.
Ο ασθενής που πιστεύει ότι η κατάστασή του θα βελτιωθεί έχει περισσότερες πιθανότητες να
339

ωφεληθεί από την εικονική θεραπεία. Το θεραπευτικό περιβάλλον, ο ιατρός, τα εργαλεία ή η


όλη ατμόσφαιρα χαλαρώνουν την υπερεγρήγορση και το άγχος του ασθενούς, και ίσως μέσα
από αυτόν τον μηχανισμό λειτουργεί η εικονική θεραπεία (Frank and Frank 1991).
Σημαντικό ρόλο παίζουν η έννοια του καινούργιου στη θεραπεία, αφού το καινούργιο
δίδει περισσότερες υποσχέσεις από το παλαιό, η εμφάνιση (δισκία, σταγόνες, αναβράζοντα
σκευάσματα, υπόθετα κολπικά, υπόθετα πρωκτικά, κλύσματα, ενέσεις, οροί), ο τρόπος και ο
τόπος χορήγησης του φαρμάκου (ιατρείο, κλινική ιδιωτική, πανεπιστημιακή, κρατική). Η
στάση του νοσηλευτικού προσωπικού απέναντι στη θεραπεία αλλά κυρίως η εκπαίδευση, το
κύρος, η ακτινοβολία, η εμφάνιση του ιατρού, η στάση του απέναντι στον ασθενή, η πίστη
του στην αποτελεσματικότητα της θεραπείας, ο ενθουσιασμός και η αισιοδοξία του. Είναι
φορές που ο ιατρός δεν θεραπεύει με τις θεραπευτικές του ενέργειες αλλά με τον εαυτό του
και με την ιδιότητά του, πράγμα που ενδέχεται να μην κατανοεί πλήρως και ο ίδιος, αλλά
καθώς περνούν τα χρόνια αυτή η «κατανόηση» βαθμιαία εγκαθίσταται μαζί με την εμπειρία.
Όταν το ενδιαφέρον του ιατρού είναι απλώς επαγγελματικό ή/και, ακόμη χειρότερα,
δημοσιοϋπαλληλικό, η εμπειρία δεν τροφοδοτείται γόνιμα. Φαίνεται όμως ότι δεν είναι όλοι οι
ιατροί σε θέση να επιδίδονται σε τέτοια επικίνδυνα παιχνίδια.
Στην έρευνα που σχετίζεται με τη διερεύνηση της αποτελεσματικότητας ποικίλων
θεραπευτικών παραγόντων, κυρίως φαρμακευτικών ουσιών, η χρήση του placebo είναι
ευρύτατα διαδεδομένη και η πρακτική της «έγγραφης συγκατάθεσης του αρρώστου μετά από
πληροφόρηση» είναι διαδικασία συνηθισμένη. Ο ασθενής ενημερώνεται και του ζητείται η
συγκατάθεση στο ενδεχόμενο της υποβολής του σε εικονική θεραπεία, ανάμεσα από μια
σειρά εναλλακτικών θεραπειών. Με τον τρόπο αυτό παρακάμπτεται το ηθικό και
δεοντολογικό πρόβλημα, ενώ η εικονική θεραπεία διατηρεί τη δραστικότητά της. Αυτό όμως
είναι αμφίβολο, διότι η εικονική θεραπεία απαιτεί εξόχως ιδιάζουσες συνθήκες και είναι
αμφίβολο αν λειτουργεί μέσα σε ένα ερευνητικό πρωτόκολλο. Οι λεγόμενες «ελεγχόμενες
διπλές-τυφλές μελέτες» (double-blind controlled trials) έδωσαν μεγάλη ώθηση στη μελέτη της
αποτελεσματικότητος ποικίλων θεραπευτικών προγραμμάτων, από απλά φαρμακευτικά
σκευάσματα μέχρι λεπτές ψυχοθεραπευτικές τεχνικές. Αποκαλύφθηκε όμως από αυτές τις
μεθόδους έρευνας ότι οι εικονικές θεραπείες μπορεί να έχουν αποτελεσματικότητα μέχρι και
στο 30% των ασθενών.
Από τη λατινική λέξη noceo που σημαίνει «θα βλάψω» προέρχεται και ο όρος nocebo,
που παραπέμπει στην αρνητική επίδραση που παρατηρείται όταν ο ασθενής λαμβάνει
φάρμακο το οποίο προκαλεί παρενέργειες που δεν προβλέπονται από τη φαρμακολογική
δράση του. Η εικονική αρνητική δράση σχετίζεται με προσδοκίες του ασθενούς για
ανεπιθύμητες ενέργειες από τη θεραπεία ή από συσχετισμό του φαρμάκου με συγκεκριμένα
σωματικά συμπτώματα τα οποία ο ασθενής βιώνει ή προσδοκά ότι θα βιώσει.

Τα δικαιώματα των ασθενών. Τα δικαιώματα των ασθενών δεν είναι αυτονόητα. Η


αναγνώριση, η κωδικοποίηση και η θεσμοποίησή τους είναι υποχρέωση της ιατρικής και της
κοινωνίας. Οι ασθενείς σπανίως γνωρίζουν τα δικαιώματά τους επακριβώς ή είναι αρκετά
διστακτικοί για να ρωτήσουν σχετικά. Μερικοί μάλιστα πιστεύουν ότι δεν έχουν δικαιώματα,
και αυτό ναι μεν έχει ρίζες στον πατερναλιστικό χαρακτήρα της προεπιστημονικής ιατρικής,
αλλά σήμερα κυρίως οφείλεται στα γραφειοκρατικά και ανελαστικά χαρακτηριστικά των
σύγχρονων συστημάτων υγείας, τα οποία κάνουν τον ασθενή να αισθάνεται σαν παθητικό
αντικείμενο, ανίκανο να επηρεάσει τα τεκταινόμενα.
Η σύγχρονη ιατρική ηθική διαμορφώθηκε σταδιακά στο διάστημα των δύο τελευταίων
αιώνων (Γκούνη και Ζαρζώνη-Αναγνωστοπούλου 2001), σε περιόδους μεγάλων κοινωνικών
και πολιτιστικών ζυμώσεων, με βασικό θέμα-κλειδί την υιοθέτηση της έννοιας των ατομικών
δικαιωμάτων. Στη συνέχεια η ιδέα των ατομικών δικαιωμάτων οδήγησε στην ανάπτυξη
θεσμικών μηχανισμών προστασίας της ατομικότητας και των ατομικών επιλογών. Τελικό
ιδεακό μόρφωμα αυτής της πορείας είναι η έννοια της αυτονομίας και της δυνατότητας
αυτοδιακυβέρνησης, στο πλαίσιο του γενικότερου κοινωνικού δικαιώματος για
αυτοκαθορισμό και αυτοδιάθεση (Tauber 2001). Θεμελιώδη δικαιώματα του ασθενούς, όπως
αυτά έχουν θεσμοθετηθεί στις σύγχρονες νομοθεσίες (άρθρο 47 του Ν. 2071/1992 για τον
εκσυγχρονισμό και την οργάνωση του Συστήματος Υγείας), είναι τα ακόλουθα:
340

1. Ο σεβασμός της προσωπικής αξιοπρέπειας του ασθενούς.


2. Η επαρκής και καλής ποιότητος θεραπεία. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα να του παρασχεθεί
φροντίδα η οποία να περιλαμβάνει όχι μόνο την εν γένει άσκηση της ιατρικής και της
νοσηλευτικής αλλά και τις παραϊατρικές υπηρεσίες, την κατάλληλη μεταχείριση και την
αποτελεσματική διοικητική και τεχνική εξυπηρέτηση.
3. Η επαρκής πληροφόρηση σε ό,τι αφορά τη διάγνωση, τη θεραπεία, την πρόγνωση και την
αποκατάσταση. Ο ασθενής έχει πάντα το δικαίωμα να παίρνει απαντήσεις στα ερωτήματα
που θέτει. Οι πληροφορίες και οι γνώμες που παίρνει από τον ιατρό πρέπει να είναι
σαφείς και κατανοητές και να του επιτρέπουν να σχηματίσει πλήρη εικόνα των ιατρικών,
κοινωνικών και οικονομικών παραμέτρων της κατάστασής του· οι πληροφορίες αυτές θα
πρέπει ακόμη να του επιτρέπουν να λαμβάνει αποφάσεις ο ίδιος ή να μετέχει στη λήψη
αποφάσεων που είναι δυνατόν να προδικάσουν τη μετέπειτα ζωή του.
4. Για οποιαδήποτε διαγνωστική ή θεραπευτική παρέμβαση ο ιατρός οφείλει να παίρνει τη
συναίνεση του ασθενούς με τρόπο κανονικό, σαφή και αδιαφιλονίκητο, να τη χρησιμοποιεί
δε για τον σκοπό που τη ζήτησε. Ο ασθενής έχει δικαίωμα να συγκατατεθεί ή να αρνηθεί
κάθε διαγνωστική ή θεραπευτική πράξη που πρόκειται να διενεργηθεί σε αυτόν. Σε
περίπτωση ασθενούς με μερική ή πλήρη διανοητική ανικανότητα, η άσκηση αυτού του
δικαιώματος γίνεται από πρόσωπο που κατά τον νόμο ενεργεί για λογαριασμό του.
5. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα –στο μέτρο και στις πραγματικές συνθήκες που αυτό είναι
δυνατό– στην προστασία της ιδιωτικής του ζωής. Το απόρρητο των πληροφοριών και του
περιεχομένου των εγγράφων που τον αφορούν, του φακέλου των ιατρικών σημειώσεων
και ευρημάτων, πρέπει να είναι διασφαλισμένο.
6. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού και της αναγνωρίσεως σε αυτόν των
θρησκευτικών και των ιδεολογικών του πεποιθήσεων.
7. Κάθε συζήτηση με τους συγγενείς του ασθενούς πρέπει να πληροί τους κανόνες της
νομιμότητας και εξαρτάται απολύτως από τη συγκατάθεση του ασθενούς. Αν η σχέση
μεταξύ ιατρού και ασθενούς κινδυνεύει να τραυματισθεί λόγω της επικοινωνίας του ιατρού
με τον συγγενή, αυτή η επικοινωνία θα επιχειρηθεί μόνο εφόσον υπάρχουν σοβαρότατοι
λόγοι. Όταν υπάρχει λόγος για εχεμύθεια, τότε η άδεια του ασθενούς είναι απολύτως
απαραίτητη και δεν μπορεί να παραβιασθεί παρά μόνο από έγκυρη δικαστική εντολή.

Αυτονομία του ασθενούς. Σε πρακτικό επίπεδο η αυτονομία του ασθενούς συνίσταται στη
δυνατότητά του να επιλέγει ελεύθερα τις διαδικασίες οργάνωσης μιας θεραπευτικής
στρατηγικής για το νόσημά του. Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να παίρνει αποφάσεις
για τη ζωή του, όσο παράλογες και αν είναι αυτές, στον βαθμό που δεν βλάπτει άλλους, αν
και η έννοια του παραλόγου είναι ρευστή και έχει αρκετές ασύμβατες μεταξύ τους σημασίες.
Η αυτονομία του ασθενούς είναι θεμελιώδης ηθική αρχή στα θέματα ιατρικής φροντίδας και
βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τις αρχές του «ωφελέειν ή μη βλάπτειν» και της δικαιοσύνης. Ο
βαθμός και η ποιότητα διασύνδεσης αυτών των αρχών, καθώς και οι τρόποι διά των οποίων
ερμηνεύονται και αξιοποιούνται, έχει ιδιαίτερη σημασία να γίνουν απολύτως κατανοητά, διότι
είναι φανερό ότι ερμηνεύονται διαφορετικά από τους ασθενείς, τους ιατρούς και από άλλες
επαγγελματικές ομάδες, όπως π.χ. το διοικητικό προσωπικό του νοσοκομείου, τους
δικηγόρους κ.λπ. Ο σεβασμός της αυτονομίας του ασθενούς δημιουργεί από την πλευρά του
ιατρού ορισμένες υποχρεώσεις, όπως συγκατάθεση μετά από ενημέρωση, εμπιστευτικότητα,
ανακοίνωση της αλήθειας.

Η αυτονομία του ασθενούς γίνεται όλο και περισσότερο σημαντική στη σύγχρονη ιατρική και
αλλάζει ριζικά τη φύση της σχέσης ιατρού-ασθενούς και θέτει σε αμφιβολία το αν η
παραδοσιακώς πατερναλιστική προσέγγιση σέβεται πράγματι τα δικαιώματα αυτοδιάθεσης
του ασθενούς (Αγγελόπουλος 2005). Επί αιώνες οι ιατροί, με βασικό κίνητρο να
εξασφαλίσουν το όφελος προς τον ασθενή ή να εμποδίσουν τη βλάβη του, είχαν την
ελευθερία να παρεμβαίνουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να ανατρέπουν ακόμα και τις προτιμήσεις
των ασθενών. Η σύγχρονη κοινωνία, προσανατολισμένη στον ατομικό αυτοέλεγχο και στην
προσωπική ελευθερία, έθεσε σε αμφισβήτηση τον ιατρικό πατερναλισμό, ο οποίος έπαψε
πλέον να είναι αποδεκτός άνευ όρων ως ο κυρίαρχος τρόπος λήψης αποφάσεων. Από την
341

άλλη μεριά, ούτε η λήψη αποφάσεων βασισμένη στην απόλυτη ελευθερία του ασθενούς
φαίνεται να είναι ικανοποιητική. Και αυτό διότι η πορεία προς την αυτονομία, εκτός από την
επίπονη καταπολέμηση της άγνοιας, διέρχεται από πολλαπλές αβεβαιότητες και σχετίζεται
στενά με τις ευθύνες που ο ασθενής είναι έτοιμος να αναλάβει, το μορφωτικό του επίπεδο,
την προσωπικότητά του, τη δυνατότητά του να χειρίζεται κρίσεις, το είδος του ρόλου
ασθενούς που παίζει κ.λπ. Μια αποτελεσματικότερη προσέγγιση θα ήταν η διαδικασία
διεύρυνσης της αυτονομίας να υποστηρίζεται από την ιατρική βοήθεια, όταν όμως αυτή είναι
σε θέση να ενσωματώνει τις αξίες και τις προοπτικές του ασθενούς. Αυτό είναι δυνατόν να
επιτευχθεί μέσω της συνεργασίας ασθενούς και ιατρού στη διαμόρφωση της απόφασης,
αναγνωρίζοντας ότι μόνο μέσω της ιατρικής βοήθειας δύναται ο ασθενής να πάρει σοβαρές
και τελικές αποφάσεις που να τον εξυπηρετούν κατά τον καλύτερο τρόπο. Με άλλα λόγια, για
να είναι η επικοινωνία αποτελεσματική, πρέπει να έχει ασθενοκεντρικό και όχι ιατροκεντρικό
χαρακτήρα.

Ωστόσο, παρά το ότι η συμμετοχή ιατρού και ασθενούς στη λήψη απόφασης είναι το ιδανικό,
η διαγνωστική, η προγνωστική και η θεραπευτική αβεβαιότητα αποτελούν ισχυρούς
ανασταλτικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα ο ιατρός να υποχωρεί και να αναδιπλώνεται
στην αυθεντία του ρόλου του, αρνούμενος τη συζήτηση ή την προοπτική αποκάλυψης των
σχετικών με τη νόσο λεπτομερειών και αποκλείοντας τις όποιες ευκαιρίες και δυνατότητες για
συναπόφαση. Σε καταστάσεις αυξημένης αβεβαιότητας, οι ιατροί θεωρούν ότι είναι δύσκολο
να αποκαλύψουν στον ασθενή κλινικές λεπτομέρειες, διότι φοβούνται ότι αν παραδεχτούν
ανοιχτά τη δική τους αβεβαιότητα, θα υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του ασθενούς και θα
του δημιουργήσουν επιπρόσθετη σύγχυση και άγχος. Στην πραγματικότητα όμως, μόνο η
σωστή αποκάλυψη μπορεί να προστατεύσει μακροπρόθεσμα την εμπιστοσύνη του
ασθενούς. Οι ασθενείς, τουλάχιστον αρκετοί από αυτούς, είναι σε θέση να χειρίζονται την
αβεβαιότητα, αρκεί να έχουν την κατάλληλη ενημέρωση, και έτσι μπορούν να συμμετέχουν
στην απαραίτητη συνεργασία για λήψη αποφάσεων σχετικώς με τη φροντίδα τους
(Parascandola et al 2002).

Ο τρόπος οργάνωσης του συστήματος υγείας είναι σήμερα σχεδόν απόλυτα


νοσοκομειοκεντρικός, γεγονός που δημιουργεί μια «πολιτιστική» προκατάληψη, μια διάχυτη
κουλτούρα, η οποία σε μεγάλο βαθμό επηρεάζει την ιατρική διδασκαλία, ρυθμίζει την ιατρική
πρακτική και καθορίζει τη βιοηθική υπόσταση κάθε δράσης γύρω από την υγεία και τη νόσο.
Η καθιερωμένη αντίληψη του ασθενούς ως χρήστη και καταναλωτή υπηρεσιών υγείας, και
όχι ως προσώπου που νοσεί, αντίληψη που αποτελεί τον σκληρό πυρήνα αυτής της
κουλτούρας, θέτει σε κίνδυνο την προσωπική του αξιοπρέπεια, παρά τα όποια
πλεονεκτήματα που τού προσπορίζει στο επίπεδο της αγοραπωλησίας των αγαθών υγείας.
Αν το μοντέλο απαλλαγεί από τον νοσοκομειοκεντρικό εναγκαλισμό και από τη σκιά του
πατερναλισμού, τότε η όλη προβληματική μπορεί να τεθεί από καθαρά κοινωνική σκοπιά και
να ανταποκριθεί σε πραγματικές κοινωνικές ανάγκες: θα διευκολύνει αποφασιστικά την
πορεία του ασθενούς προς την ενημέρωσή του και προς τη γνώση λεπτομερειών για τη νόσο
του, βοηθώντας τον να γίνει ο ίδιος διαχειριστής των θεραπευτικών διαδικασιών που τον
αφορούν.

Η πορεία του ασθενούς προς την αυτονομία είναι άραγε συμβιβάσιμη με τον ρόλο και τις
συμπεριφορές του νοσηλευτικού προσωπικού στους χώρους νοσηλείας; Πόσο νόμιμο είναι
να αναλάβει ο νοσηλευτής τον ρόλο του συνηγόρου και του υπερασπιστή της αυτονομίας του
ασθενούς; Σε τι προσωπικές και επαγγελματικές διακινδυνεύσεις εισέρχεται; Τι είδους
αντιπαραθέσεις δημιουργούνται με τον πιθανώς θιγόμενο ιατρό ή με το σύνολο του
συστήματος μέσα στο οποίο αυτός λειτουργεί; Η σχέση ιατρού-νοσηλευτή είναι ιεραρχική. Η
διαφωνία είναι αδιανόητη, δεδομένης της παντογνωσίας του ιατρού και της απόλυτης
ευθύνης για τους χειρισμούς του (Stein 1967). Το έργο του νοσηλευτή έχει περισσότερο
προνοιακό και φιλανθρωπικό χαρακτήρα παρά επιστημονικό. Η αναδυόμενη σύγκρουση
μεταξύ ιατρικών και νοσηλευτικών συντεχνιών, με αντικείμενο τις παροχές, το επιστημονικό
στάτους, την εξουσία στο νοσοκομείο και το κοινωνικό γόητρο (Μητσάκη 2001) θέτει
342

επιπρόσθετα εμπόδια στην πορεία αυτονόμησης των ασθενών. Θα μπορούσε ωστόσο να


υποστηρίξει κανείς ότι εάν οι νοσηλευτές, ως πρόσωπα-κλειδιά στη συνεργασία με τους
ασθενείς, αναλάβουν μια συνολική ευθύνη για τον συντονισμό της θεραπείας του ασθενούς,
τότε μπορούν να ενθαρρύνουν την αυτονόμησή τους βοηθώντας τους να κατανοήσουν τη
σημασία και το όφελος της θεραπείας (Svedberg and Lutzen 2001). Θα ήταν ενδιαφέρον να
διερευνηθεί με ποιον τρόπο οι νοσηλευτές βιώνουν την αυτονόμηση των ασθενών σε σχέση
με τον επαγγελματικό ρόλο τους, στον βαθμό που και αυτοί παρεμβαίνουν στη δυνατότητα
του ασθενούς να παίρνει αποφάσεις. Σε ορισμένες μελέτες έχουν βρεθεί τα εξής: Σε
ασθενείς που θεωρούνται συνεργάσιμοι παρατηρούνται παρεμβάσεις ωφέλιμες από αδελφές
με υψηλή επαγγελματική εξουσία. Σε ασθενείς που αμφιταλαντεύονται απέναντι στη
θεραπεία παρατηρούνται πατερναλιστικές παρεμβάσεις όταν οι αδελφές ως μέλη ομάδας
βιώνουν μια αυθαίρετη επαγγελματική εξουσία. Ασθενείς απρόθυμοι να συνεργαστούν
προκαλούν διάθεση για πατερναλιστικές παρεμβάσεις από αδελφές με υψηλή επαγγελματική
εξουσία και γνώσεις. Ασθενείς παραιτημένοι προκαλούν διάθεση για μη πατερναλιστικές
παρεμβάσεις από αδελφές που είναι μέλη ομάδας, αλλά έχουν χαμηλή επαγγελματική
εξουσία.

Βέβαια, πέρα από την αυτονομία βρίσκεται η γνώση (αν και είναι προτιμότερο να προηγείται)
και πέρα από τη γνώση η δράση. Ιατρική βασισμένη σε αποδεικτικά στοιχεία (evidence
based medicine) από τη μεριά του ιατρού αλλά και μάνατζμεντ της νόσου από τη μεριά του
ασθενούς βασισμένο σε αποδεικτικά στοιχεία: αυτό είναι το επόμενο εξελικτικό στάδιο του
ασθενούς της σύγχρονης εποχής. Από παθητικός δέκτης των θεραπευτικών παρεμβάσεων
γίνεται ενεργός διαχειριστής των διαγνωστικών και των θεραπευτικών διαδικασιών. Η
μετατροπή του ασθενούς σε ιατρό-νοσηλευτή του εαυτού του και μάνατζερ των
προβληματικών περί την υγεία του καταστάσεων είναι εφικτή, παρά το ότι οι διεργασίες προς
αυτήν την κατεύθυνση είναι αργόσυρτες και μακροχρόνιες, τόσο σε επίπεδο προσωπικό όσο
και σε επίπεδο πολιτιστικό και κοινωνικό. Σε ορισμένες ωστόσο σωματικές παθήσεις (όπως
π.χ. ο σακχαρώδης διαβήτης, η χρόνια αναπνευστική πνευμονοπάθεια ή η ελκώδης κολίτις)
αυτό σήμερα είναι το ζητούμενο για την οργάνωση της θεραπευτικής στρατηγικής και, ώς ένα
βαθμό, έχει αρχίσει να επιτυγχάνεται. Εξάλλου γνωρίζουμε πόσο αγωνιώδεις είναι και σε
πολλούς ψυχιατρικούς ασθενείς οι προσπάθειες αυτονοσηλείας.

Ευθανασία. «Και πρώτον γε διορίευμαι ο νομίζω ιητρικήν είναι, το δη πάμπαν απαλλάσσειν


των νοσεόντων τους καμάτους και των νοσημάτων τας σφοδρότητας αμβλύνειν τοίσι
κεκρατημένοις υπό των νοσημάτων, ειδότας ότι ταύτα ου δύναται ιητρική», έγραφε ο
Ιπποκράτης. Ο τερματισμός της ζωής ενός ανθρώπου όταν αυτός έρχεται αντιμέτωπος με
την πιθανότητα ενός επώδυνου και αναξιοπρεπούς θανάτου μέσα από μια πορεία με
αφόρητα σωματικά και ψυχικά συμπτώματα είναι ένα μεγάλο ιατρικό πρόβλημα. Κάθε
άνθρωπος θα ήθελε να πεθάνει ανώδυνα, μέσα στη θαλπωρή του σπιτιού του,
περιστοιχισμένος από συγγενείς και φίλους και απεύχεται φυσικά τον μοναχικό θάνατο του
νοσοκομείου, όπου η χρήση τεχνολογικών μέσων μπορεί να παρατείνει την επιθανάτια
αγωνία του, καθιστώντας την μια αργόσυρτη και εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία. Με αυτή την
έννοια η εκούσια ευθανασία μπορεί να θεωρηθεί δυνατότητα του ασθενούς να ελέγξει ο ίδιος
τις συνθήκες του θανάτου του.
Είναι η ευθανασία ποινικό αδίκημα ή μόνο ιατρικό ζήτημα; Το δικαίωμα στη ζωή είναι
αναμφισβήτητο και κατοχυρώνεται συνταγματικά από το άρθρο 5 του Συντάγματος. Ο
θάνατος θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδιωτικό συμφέρον, υπό το πρίσμα του δικαιώματος στην
αξιοπρέπεια το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 2 του Συντάγματος. Στην Ελλάδα οι
διατάξεις του ποινικού κώδικα αντιμετωπίζουν την ευθανασία ως αδίκημα, την αποκαλούν
υποβοήθηση αυτοκτονίας και την τιμωρούν με φυλάκιση. Για να επιτραπεί και να
θεσμοθετηθεί η ευθανασία, πρέπει να παρακαμφθεί αυτό το νομικό πρόβλημα και να
επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, στον ιατρό να διαπράττει φόνο και, σε κάθε συγκεκριμένη
περίπτωση, να κρίνεται αν ο ιατρός εκτιμά σωστά ή εσφαλμένα την κατάσταση. Από νομική
άποψη ενδεχομένως κάποτε θα επιτραπεί η ευθανασία ως δικαίωμα αυτοδιάθεσης του
343

ατόμου, εξάλλου ήδη η διαδικασία νομιμοποίησής της βρίσκεται σε εξέλιξη σε ορισμένες


ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ.
Αλλά η πρακτική εφαρμογή της είναι ιατρικό ζήτημα, με την έννοια ότι σε τέτοιες
περιπτώσεις το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του ατόμου αφήνει περιθώρια να χρησιμοποιηθεί
ο ιατρός ως όργανο αυτοκτονίας. Και ενώ από συνταγματική άποψη το δικαίωμα στην
υποβοηθούμενη αυτοκτονία ενδέχεται να κατοχυρώνεται, αυτό δεν υποχρεώνει τον ιατρό να
γίνει φονιάς, κυρίως όταν ο ίδιος πιστεύει ότι είναι θεματοφύλακας της ανθρώπινης ζωής και
ουδέποτε δήμιος. Κανένας δεν μπορεί να υποχρεώσει τον ιατρό να κάνει ευθανασία.
Η ιατρική σήμερα διαθέτει μεθόδους παρατάσεως της ζωής, με αποτέλεσμα ασθενείς
χωρίς ελπίδα επιβιώσεως να υποφέρουν άσκοπα. Κατά τους περισσότερους μελετητές, η
βοήθεια που πρέπει να δοθεί στους πάσχοντες αυτούς ώστε να διανύσουν το υπόλοιπο της
ζωής τους αξιοπρεπώς συνίσταται στη χρήση ενός συνδυασμού ηρεμιστικών, αναλγητικών
και υπνωτικών μέσων· υπάρχουν όμως και μερικοί που υποστηρίζουν την ευθανασία. Κατά
την ενεργητική ευθανασία ο άρρωστος οδηγείται σκόπιμα στον θάνατο, ενώ κατά την
παθητική ευθανασία αυτό επιτυγχάνεται με τη μη χορήγηση τεχνικής υποστήριξης στον
ασθενή. Συχνή είναι η εκούσια ευθανασία ή υποβοηθούμενη αυτοκτονία, ύστερα από αίτηση
του ασθενούς, συνηθέστερη όμως είναι η ακούσια ευθανασία, όταν η κατάσταση του
ασθενούς δεν του επιτρέπει να δηλώσει τις προθέσεις του αλλά οι ιατροί και οι συγγενείς
κρίνουν ότι κάθε προσπάθεια διάσωσής του είναι μάταιη. Η ευθανασία στην πράξη γίνεται
είτε με τη χορήγηση θανατηφόρων φαρμάκων είτε, κυρίως, με την άρση της υποστήριξης της
ζωής του ασθενούς.
Έχει υποστηριχθεί ότι πολλοί ασθενείς ζητούν να αυτοκτονήσουν όχι τόσο εξαιτίας της
νόσου αλλά λόγω της αρνητικής συμπεριφοράς που αντιμετωπίζουν στο σπίτι ή στο
νοσοκομείο. Αυτή η κακή συμπεριφορά μπορεί να είναι ένας συνδυασμός εξαπάτησης,
έλλειψης ευαισθησίας και εγκατάλειψης από μέρους συγγενών και ιατρών. Υπάρχουν
ασθενείς που βρίσκονται σε κατάθλιψη όταν ζητούν ευθανασία, αλλά αλλάζουν γνώμη όταν
υποβληθούν σε αντικαταθλιπτική αγωγή. Υπαρξιακά προβλήματα όπως η έννοια του πόνου,
της οδύνης ή του πάσχειν δεν είναι δυνατόν να λύονται με τη θανάτωση του ασθενούς. Αν η
κοινωνία έδειχνε καλύτερη φροντίδα στους πάσχοντες από τελική νόσο, οι περιπτώσεις
ευθανασίας θα μειώνονταν σημαντικά. Στην Ολλανδία και στο Βέλγιο η ευθανασία είναι
νόμιμη, ιδιαίτερα στην Ολλανδία, η οποία υπήρξε πρωτοπόρος, διότι είχε εξαρχής την
υποστήριξη του ιατρικού κατεστημένου της. Σε αυτές τις χώρες απαιτούνται σαφείς
προϋποθέσεις για την ασφαλή εφαρμογή της ευθανασίας:
 Ο ασθενής θα πρέπει να πάσχει από ανίατη ασθένεια, να υποφέρει από αβάσταχτους
πόνους, χωρίς καμία προοπτική βελτίωσης.
 Ο ασθενής θα πρέπει να έχει ενημερωθεί πλήρως για τη διάγνωση και την πρόγνωση της
νόσου, για το θεραπευτικό πρόγραμμα, και για την ανυπαρξία άλλων εναλλακτικών
θεραπευτικών ή ανακουφιστικών λύσεων.
 Δύο τουλάχιστον ιατροί θα πρέπει να έχουν βεβαιώσει την κατάστασή του.
 Ο θεράπων ιατρός θα πρέπει να έχει πεισθεί ότι η επιθυμία του ασθενούς για ευθανασία
αποτελεί προϊόν ελεύθερης βούλησης.
 Πρέπει να υπάρχει σύμφωνη γνώμη του πάσχοντος και θα πρέπει να έχει υποβάλει ο
ίδιος γραπτή αίτηση ευθανασίας.
 Κάθε περίπτωση εξετάζεται από ειδική επιτροπή αποτελούμενη από ιατρό, δικηγόρο, και
ειδικό ιατρικής δεοντολογίας.
 Πρέπει να αποκλείεται η πιθανότητα δόλου προς ίδιον όφελος ή υπέρ τρίτου προσώπου.

Ωστόσο με την πάροδο του χρόνου, στις παραπάνω χώρες, όλοι αυτοί οι αυστηροί κανόνες
τροποποιήθηκαν ή και παραβιάστηκαν και παρατηρήθηκαν περιπτώσεις θανάτωσης
ασθενών που δεν είχαν δώσει σχετική συγκατάθεση. Είναι φανερό ότι σε αυτές τις χώρες τα
ιατρικά πρότυπα για τη φροντίδα ασθενών τελικού σταδίου έχουν διαβρωθεί (Alpers and Lo
1997) και επομένως δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως μοντέλο για άλλες χώρες,
διότι υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσουν σε μια υποβάθμιση της ανακουφιστικής φροντίδας στις
χώρες αυτές και σε μια αναχαίτιση του ενδιαφέροντος για καλύτερη οργάνωσή της.
Ολισθηρός κατήφορος (slippery slope) ονομάσθηκε η σταδιακή διεύρυνση της χρήσης της
344

υποβοηθούμενης αυτοκτονίας σε περισσότερες ομάδες ασθενών και σε περισσότερους


τύπους ευθανασίας (Alpers and Lo 1997). Η Ολλανδία πέρασε από τον προβληματισμό για
την υποβοηθούμενη αυτοκτονία στη νομιμοποίηση όχι μόνο της υποβοηθούμενης από ιατρό
αυτοκτονίας αλλά και της ευθανασίας, από την ευθανασία για ασθενείς με νόσο τελικού
σταδίου στην ευθανασία ασθενών με χρόνια νόσο, από την ευθανασία για ασθενείς με
σωματική νόσο στην ευθανασία για ασθενείς με ψυχιατρική νόσο και από την εθελοντική
ευθανασία στη μη εθελοντική και ακούσια ευθανασία. Από το 1990 μέχρι το 1995 τα
ποσοστά όλων των μορφών ευθανασίας στην Ολλανδία αυξήθηκαν κατά περίπου 40%. Η
εξοικείωση με την ιδέα της ευθανασίας θα υποβαθμίσει την αξία της ανθρώπινης ζωής και θα
οδηγήσει σε ακραίες καταστάσεις και, παρά το ότι δεν είναι πάντοτε λανθασμένη από ηθική
άποψη, η θεσμική νομιμοποίησή της θα κάνει συνολικά περισσότερο κακό παρά καλό. Η
υπερπληθώρα των ηλικιωμένων τις ερχόμενες δεκαετίες ίσως οδηγήσει στην οργάνωση μιας
διαδικασίας διακριτικής δολοφονίας τους, προκειμένου να ανακουφιστούν τα συστήματα
υγείας από τα τεράστια έξοδα νοσηλείας τους, η οποία θα λάβει την ονομασία της
ευθανασίας.

Το αν είναι κανείς υπέρμαχος ή όχι του δικαιώματος στον θάνατο εξαρτάται από τη
γενικότερη φιλοσοφική του τοποθέτηση. Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι η ζωή δεν
είναι κάτι που τους ανήκει αλλά κάτι που τους δόθηκε από τον Θεό και αυτό το δώρο δεν
έχουν το δικαίωμα να το καταστρέψουν. Από την άλλη μεριά, οι υποστηρικτές της
ευθανασίας υποστηρίζουν ότι υπάρχει αντιπαράθεση της έννοιας «προστασία της ζωής» με
την έννοια «ποιότητα ζωής». Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι η ευθανασία αποτελεί βασικό βήμα
κατοχύρωσης της πλήρους ελευθερίας του ατόμου να ορίζει τη ζωή και τον θάνατό του, διότι
τη ζωή του ο καθένας τη φτιάχνει μόνος του όπως και μόνος του χτίζει τον εαυτό του, την
προσωπικότητά του και την παρουσία του, ανάμεσα στα γνωρίσματα της οποίας
περιλαμβάνεται και το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του θανάτου. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα
να επιβάλλει σε έναν ασθενή που βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο να συνεχίσει να ζει κάτω
από αφόρητους πόνους, εάν αυτός εκφράσει με πλήρη συνείδηση και κατ’ επανάληψιν την
επιθυμία του να πεθάνει. Στον αντίποδα αυτής της επιχειρηματολογίας βρίσκεται η άποψη ότι
η βούληση του βαρέως πάσχοντος δεν είναι ελεύθερη και ανεπηρέαστη, αφού βρίσκεται υπό
το κράτος του πόνου, του άγχους και του επικείμενου θανάτου. Το σύνταγμα προστατεύει τη
ζωή ανεξάρτητα από την ποιότητά της. Η ιατρική δεοντολογία μιλάει για προστασία της
ανθρώπινης ζωής χωρίς διακρίσεις, με μοναδική ίσως εξαίρεση (Γκαράνη και Στράτζαλης
2001) την επέλευση εγκεφαλικού θανάτου, που είναι η μόνη περίπτωση όπου επιβάλλεται η
εφαρμογή ενεργητικής ευθανασίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΗΦ. (2005). Ο ασθενής ως αυτόνομο πρόσωπο, διαχειριστής της νόσου του, ιατρός και
νοσηλευτής. Σύναψις 01α, 106-109.
ΒΕΛΟΓΙΑΝΝΗ-ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ Λ, ΚΟΥΤΣΕΛΙΝΗΣ Α. (1985). Η επίδραση των διαπροσωπικών σχέσεων
γιατρού-αρρώστου στην αναζήτηση ιατρικής ευθύνης. Materia Medica 13(1):71-74.
ΓΚΑΡΑΝΗ Τ, ΣΤΡΑΤΖΑΛΗΣ Γ. (2001). Ηθικοί προβληματισμοί της αντιμετώπισης ασθενών σε επιμένουσα φυτική
κατάσταση (ΕΦΚ). Απόψεις Ελλήνων ιατρών. Ελλην. Νευροχειρουργ. 8:55-64.
ΓΚΟΥΝΗ Π, ΖΑΡΖΩΝΗ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ Σ. (2001). Ιστορικο-κοινωνιολογική ανάλυση των Ανθρώπινων
Δικαιωμάτων. Δικαιώματα Νοσηλευομένων ασθενών. Τετρ Ψυχιατρ 73:181-
ΜΗΤΣΑΚΗ Ε. (2001). Η Σχέση Γιατρού-Νοσηλευτή: Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Τετράδια Ψυχιατρικής 73:133-
140.
ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ ΙΓ. (1999). Η εικονική θεραπεία (placebo therapy) και η εικονική δράση (placebo effect).
Ψυχιατρική 10:152-160.

ALPERS A, LO B. (1997) Does it make clinical sense to equate terminally ill patients who require life-sustaining
interventions with those who do not? JAMA.;277:1705-1708.
BROWN WA. (1998). The placebo effect. Scientific American, January 1998.
CARR M, ROBINSON GE. (1990). Fatal attraction: the ethical and clinical dilemma of patient-therapist sex. Can J
Psychiatry 35:122-127.
CRISP AH. (1986). Undergraduate training for communication in medical practice. J Royal Society of Medicine
79:568-574.
FRANK JD, FRANK JB. (1991). Persuasion and Healing. John Hopkins University Press.
345

GOODWIN JS, GOODWIN JM, VOGEL AV. (1979). Knowledge and use of placebos by House Officers and
Nurses. Ann. Intern. Med. 91:106-110
JASPERS K. (1913) Algemeine Psychopathologie. Αγγλική μετάφραση: General Psychopathology. Translated by
Hoening J and Hamilton MW Chicago, University of Chicago Press, 1963.
MARINER AS. (1971). Psychotherapist’s Communications with Patient’s Relatives and Referring Professionals.
Am. J. Psychother. 25:4, 517-529.
MAST MS.( 2007) On the importance of nonverbal communication in the physician-patient interaction.Patient
Educ Couns. 67(3):315-8.
MOUTSOPOULOS L. (1984). Truth - Telling to patients. Med Law 3:237-251.
PARASCANDOLA M, HAWKINS J, DANIS M. (2002). Patient autonomy and the challenge of clinical uncertainty.
Kennedy Inst Ethics J 12(3):245-264.
PTACEK JT, PTACEK JJ, ELLISON NM. (2001). “I am sorry to tell you…”. Physicians’ reports of breaking bad
news. J of Behavioral News. 24(2):205-217.
STEIN L. (1967). The doctor-nurse game. Arch Gen Psychiat 16:699-703.
SURBONE A. (2006). Telling the truth to patients with cancer: what is the truth? Lancet Oncol 7:944-950.
SVEDBERG B, LUTZEN K. (2001). Psychiatric nurses’ attitudes towards patient autonomy in depot clinics. J Adv
Nurs 35(4):607-615.
TAUBER AI (2001). Historical and philosophical reflections on patient autonomy. Health Care Anal 9(3):299-319.

46. Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΙΑΤΡΟΣ

Η ιατρική ως τέχνη ασχολείται με ζωντανά πρόσωπα, ενώ η ιατρική ως επιστήμη με


αντικείμενα· ο συγκερασμός αυτών των δύο βασικών πυλώνων αποτελεί το πεδίο ενότητος
της ιατρικής που την απαρτιώνει ως επιστήμη και τέχνη. Από την αρχή της ιστορίας η ιατρική
ακολουθούσε μια πορεία που την έφερνε ολοένα πλησιέστερα στην ενότητα των δύο
στοιχείων της, μέχρι και την κλασική εποχή οπότε επετεύχθη η σύγκλιση και η ενότητά τους,
εδραιωμένη πάνω στο έδαφος της εμπειρίας, της λογικής, της αφιλαργυρίας και της έλλειψης
δεισιδαιμονίας, και η οποία διήρκεσε μέχρι τον Γαληνό χαρίζοντας στην ιατρική την
πραγματική της δόξα. Από την εποχή του Γαληνού και εφεξής αρχίζει μια μακρά πορεία
εναλλασσόμενων φάσεων σύγκλισης και απομάκρυνσης, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Στο πέρασμα των αιώνων ποικίλοι παράγοντες συνετέλεσαν σε ποικίλης ποιότητας και
έκτασης απομακρύνσεις και συγκλίσεις ανάμεσα στην ιατρική τέχνη και την επιστήμη: οι
θρησκευτικές αγκυλώσεις και οι κάθε είδους φανατισμοί καταρχήν, με την απηνή εκδίωξη της
Λογικής και τη ριζική υπονόμευση της εμπιστοσύνης στα εμπειρικά δεδομένα – διαδικασία
που άρχισε τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και κορυφώθηκε στην αρχή της πρώτης
χιλιετίας· η εμφάνιση των ιατρικών συντεχνιών αργότερα κατά τον μεσαίωνα που οδήγησαν
στην απαρτίωση της ιατρικής ως επαγγέλματος· η κατίσχυση της επιστήμης κατά τον 18ο
αιώνα είναι μερικοί από τους παράγοντες που έπαιξαν τον δικό τους ρόλο.
Στις αρχές του 19ου αιώνα εδραιώθηκε μια βαθιά και ανελαστική πίστη στον
επιστημονικό χαρακτήρα της ιατρικής, γεγονός που είχε ως συνέπεια τον εξοβελισμό όλων
των άλλων στοιχείων της που δεν υπάγονταν σε αυτόν τον άτεγκτα επιστημονικό χαρακτήρα.
Ακολούθησε μια πορεία εργοστασιοποίησής της με την ίδρυση μεγάλων νοσοκομείων και τη
συγκέντρωση των υπηρεσιών υγείας, η οποία κορυφώθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα.
Χαρακτηριστικά της εργοστασιοποίησης –που τώρα έχει κυριαρχήσει σε όλα τα πεδία της
ανθρώπινης δραστηριότητας– είναι η πειθαρχία στο εργασιακό ωράριο και στον ρόλο, η
αυτοματοποίηση, η τυποποίηση, η μαζική παραγωγή και η αρχή της αποτελεσματικότητας. Ο
εργασιακός και υπαλληλικός χαρακτήρας του ιατρικού λειτουργήματος οδήγησε σε
διαστροφή του χαρακτήρα της ιατρικής αλλά και του ιατρού, με αντιπροσωπευτικότερο
παράδειγμα τη χρησιμοποίηση της απεργίας στις κλινικές ως μέσου πίεσης για την επίλυση
μισθολογικών και άλλων συναφών αιτημάτων. Το έργο της ιατρικής στη σύγχρονη εποχή
πραγματοποιείται κυρίως στο νοσοκομείο. Στο Γενικό Νοσοκομείο σήμερα επικρατεί ένα
κλίμα γραφειοκρατίας και υπαλληλικής νοοτροπίας, άκρατης και άκριτης χρήσης της
τεχνολογίας, ανενδοίαστης χρηματοθηρίας, και από αυτή την άποψη το Γενικό Νοσοκομείο
έχει καταστεί ένα περιβάλλον αφιλόξενο, όχι σπάνια εχθρικό, που μειώνει τον ανθρωπισμό,
απειλεί την αξιοπρέπεια του ασθενούς, ενώ ταυτόχρονα φθείρει και υποβαθμίζει την έννοια
της ιατρικής.
346

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι ρόλοι του ιατρού ως θεραπευτή, παιδαγωγού, πνευματικού


ανθρώπου και ερευνητή διαστρεβλώνονται ή υφίστανται εκπτώσεις ποικίλων βαθμών, και
ένας νέος ρόλος εμφανίζεται, εκείνος του μισθωτού ωραριακώς εργαζόμενου ιατρού. Ο
ιατρός έπαψε να είναι πρόσωπο σεβαστό και αγαπητό. Πολλές φορές στην ανθρώπινη
ιστορία οι ιατροί είχαν εκπέσει. Στην ύστερη κλασική Ελλάδα (Borneman 1988), π.χ., οι ιατροί
ήσαν συνήθως ιδιοκτήτες και επιστάτες λουτρών και συχνότατα προαγωγοί πορνών. Αλλά
ενώ η ηθική έκπτωση είναι ατομικό πρόβλημα του ιατρού, η έκπτωσή του ως θεραπευτικού
παράγοντα σε μαζικό επίπεδο και μάλιστα σε μια εποχή σαν την σημερινή που η ιατρική
αποκτά επαναστατικές τεχνολογικές δυνατότητες είναι ένα κρίσιμο θέμα. Εκπομπές στο
ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, συνεντεύξεις σε λαϊκά περιοδικά και πυκνή αρθρογραφία
στις εφημερίδες έχουν μετατρέψει μερικούς ιατρούς σε δημοσιογράφους και σχολιαστές
πολιτικών, πολιτιστικών, οικονομικών και κοινωνικών πεπραγμένων. Το κίνητρο είναι
περισσότερο μια αγωνιώδης επιθυμία για φήμη και προσωπική επιτυχία παρά το ενδιαφέρον
για την υγεία των ανθρώπων. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες αρκετοί ιατροί, ακόμη και
πανεπιστημιακοί, ήταν πιθανότερο να βρεθούν σε γραφεία κομματικών οργανώσεων ή σε
ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, παρά στις αίθουσες διδασκαλίας, στις κλινικές ή στα
εργαστήριά τους. Δεν είναι σπάνιο να συναντήσει κανείς ιατρούς πολιτευόμενους,
συνδικαλιστές, καλλιτέχνες, μουσικούς, ζωγράφους, θεατρίνους. Μερικοί μάλιστα δηλώνουν
απερίφραστα ότι δεν τους ενδιαφέρει η ιατρική αλλά την ασκούν μόνο για να κερδίζουν
χρήματα.

Τα μεγάλα ερωτήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ιατρική είναι αυτά που αντιμετώπιζε
πάντοτε. Είναι η νόσος φαινόμενο τοπικό ή γενικό; Ποια είναι η πρέπουσα ιατρική; Η ιατρική
των συστημάτων ή η ιατρική του όλου, μια ολιστική ιατρική; Τι οφείλει να θεραπεύει ο ιατρός,
τη νόσο ή τον άνθρωπο; Να προάγει την υγεία ή να αντιμετωπίζει τα συμπτώματα και τα
σημεία της νόσου; Μια καταπληκτική και διαχρονική ιδιομορφία της ιατρικής που σχετίζεται
με αυτά τα αιώνια ερωτήματα είναι η πολύ συχνά παρατηρούμενη έλλειψη βεβαιότητας τόσο
σε διαγνωστικό όσο και σε θεραπευτικό επίπεδο. Πλήθος αστάθμητων και απρόβλεπτων
παραγόντων αλληλοδιαπλέκονται στη διαμόρφωση της ιατρικής πρακτικής στην κάθε
συγκεκριμένη περίπτωση, και μέσα στους παράγοντες αβεβαιότητας συγκαταλέγεται και ο
ίδιος ο ιατρός. Και όλα αυτά υπό την ανελέητη πίεση του χρόνου. Έτσι πλήθος αποφάσεων
λαμβάνονται στη βάση αμφίβολων και ανεπαρκών στοιχείων.

Ιατρογενής νοσηρότης. Η νοσηρότης που προκαλείται από τους ιατρικούς χειρισμούς είναι
σύνηθες φαινόμενο στην ιατρική, αφού κάθε ιατρική πράξη είναι δυνατόν να έχει τραυματικό
χαρακτήρα. Έχει επιχειρηθεί μια διάκριση μεταξύ ιατρογενούς νοσηρότητας και ιατρικού
σφάλματος, αλλά τα μεταξύ τους όρια δεν είναι πάντοτε αρκετά σαφή. Στην πρώτη
περίπτωση εμφανίζονται νοσηρές εκδηλώσεις παρά το ότι οι θεραπευτικοί χειρισμοί ήσαν
lege artis, ενώ στη δεύτερη οι θεραπευτικοί χειρισμοί ήσαν λανθασμένοι. Όπως και να έχει το
πράγμα, τελική συνέπεια είναι η υγεία του ασθενούς να υφίσταται επιπρόσθετο πλήγμα.
Είναι φανερό ότι στις περιπτώσεις ιατρογενούς νοσηρότητος δεν τίθεται θέμα ποινικής
ευθύνης του ιατρού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ιατρογενούς νοσηρότητας, η υπνηλία των
αντιαλλεργικών φαρμάκων, ο υποθυρεοειδισμός μετά από θυρεοειδεκτομή, καρκίνο του
δέρματος μετά από ακτινοβολίες για τη θεραπεία ακμής. Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν
εξαρτηθεί από τις βενζοδιαζεπίνες στην προσπάθεια των ιατρών να αντιμετωπίσουν
αγχώδεις καταστάσεις και αϋπνίες. Επισημαίνεται η εμφάνιση νέων συνδρόμων από την
αλόγιστη φαρμακοθεραπεία (π.χ. κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο). Το ποσοστό των
ιατρογενών νόσων λόγω χρήσεως φαρμάκων επί του συνόλου των εισαγωγών στα
νοσηλευτικά ιδρύματα κυμαίνεται από 4,2% μέχρι 25,3%. Ιδιαίτερα μεγάλη συχνότητα
ιατρογενούς νοσηρότητας παρατηρείται στα τμήματα επειγόντων περιστατικών. Το
επιχείρημα ότι η ιατρογενής νοσηρότης οφείλεται στη μεγάλη και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της
βιοϊατρικής τεχνολογίας μόνο εν μέρει είναι αληθές. Υπάρχουν σοβαρότερες και βαθύτερες
αιτίες, οι οποίες υποδηλώνουν ότι δεν πρόκειται πάντοτε περί ιατρογενούς νοσηρότητος,
αλλά περί νοσηρότητος συνεπεία ιατρικού σφάλματος, όπως στην περίπτωση του
υπναγωγού θαλιδομίδη που προκάλεσε παγκόσμιο σάλο μετά τις τερατογενέσεις που
347

παρουσιάσθηκαν κατά τη χρήση του. Άλλα παλαιότερα παραδείγματα είναι οι συστάσεις των
ιατρών για ολική υστερεκτομή σε πάσχουσες από μη ειδική οσφυαλγία ή η ολική αφαίρεση
των δοντιών για θεραπεία ρευματοειδούς αρθρίτιδος.

Ιατρικά σφάλματα. Στην Ελλάδα 30 ασθενείς την ημέρα πεθαίνουν από τις συνέπειες
ιατρικών σφαλμάτων, ενώ εκείνοι που υποφέρουν ή καθίστανται ανάπηροι είναι
πολλαπλάσιοι. Ο ιατρός είναι δυνατόν να πραγματοποιήσει λανθασμένες ενέργειες καθ’ όλη
τη διάρκεια της ιατρικής διαδικασίας, από την έναρξη της διαγνωστικής προσπάθειας μέχρι
τη λήξη της θεραπείας, που γίνονται αιτία ο ασθενής να υποστεί βλάβη, να κινδυνεύσει η
ζωή του ή και να πεθάνει. Τα περισσότερα ιατρικά σφάλματα σχετίζονται με τη χρήση
φαρμάκων (Κοντογιάννης και συν 1987, Κωνσταντόπουλος και συν 1990). Ένα συχνό
σχετικό σφάλμα είναι όταν ο ασθενής παρακολουθείται από περισσότερους του ενός
ιατρούς και ο κάθε ιατρός δεν ασχολείται με τα φάρμακα που συνταγογραφούνται από τους
άλλους συναδέλφους του. Τα περισσότερα ωστόσο ιατρικά σφάλματα που καταλήγουν στη
δικαιοσύνη αφορούν τις χειρουργικές ειδικότητες, τη γυναικολογία και την παιδιατρική. Τα
τελευταία χρόνια η αύξηση αγωγών κατά ιατρών για ιατρικά σφάλματα είναι εντυπωσιακή.
Κυριότερες αιτίες πρόκλησης ιατρικών σφαλμάτων:
 Η αμέλεια, στην οποία αποδίδεται το μεγαλύτερο ποσοστό (μέχρι 30%) των ιατρογενών
νόσων, και η οποία είναι η κυριότερη αιτία στοιχειοθέτησης ποινικής ευθύνης του ιατρού
(Κουτσελίνης και Μιχαλοδημητράκης 1980). Χιλιάδες αιμοφιλικοί ασθενείς στη Γαλλία
μολύνθηκαν από τον ιό του AIDS επειδή οι αρμόδιοι αμέλησαν να ελέγξουν το προς
μετάγγιση αίμα. Τέτοια κρούσματα εμφανίσθηκαν και στην Ελλάδα.
 Το λάθος κατά την επικοινωνία ιατρού και ασθενούς. Διαταραχές της προσωπικότητας
του ασθενούς, έλλειψη συνεργασίας κ.λπ. είναι παράγοντες που πρέπει να διερευνώνται
εξονυχιστικά από τον ιατρό πριν προβεί σε θεραπευτικές ενέργειες.
 Η άγνοια του ιατρού. Οι ιατρικές σχολές και η γενικότερη οργάνωση της ιατρικής
εκπαίδευσης έχουν ένα μερίδιο, αλλά η ευθύνη του ίδιου του ιατρού για την ποιότητα της
προσωπικής του εκπαίδευσης είναι μεγάλη.
 Η εσφαλμένη διάγνωση. Τα βασικά ιατρικά σφάλματα εκπορεύονται από τη μη σωστή
διάγνωση της νόσου.
 Ο ιδιοτελής υπερεπαγγελματισμός. Μεγάλο ποσοστό των χειρουργικών επεμβάσεων
είναι περιττές. Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες γεννούν τα παιδιά τους με καισαρική, ενώ
είναι γνωστό ότι σε ελάχιστο αριθμό περιπτώσεων επιβάλλεται μια τέτοια επέμβαση.
 Η έλλειψη χρόνου. Η λήψη, η σωστή καταγραφή του ιστορικού και η ιατρική εξέταση
απαιτούν αρκετό χρόνο, που πολλές φορές ο σύγχρονος εργαζόμενος ιατρός δεν
διαθέτει. Το χειρότερο σε αυτήν την περίπτωση είναι η έναρξη χειρουργείου κατά τις
νυκτερινές ώρες ύστερα από κακό ή ελάχιστο ύπνο, κάτι που οδηγεί όχι μόνο σε
υποβάθμιση των βασικών χειρουργικών δεξιοτήτων του χειρουργού, της ταχύτητας και
της ακρίβειας των ενεργειών του, αλλά και σε σοβαρές νοητικές δυσλειτουργικότητες,
που έχουν επισημανθεί σε αξιόλογες μελέτες (Grantcharov et al 2001).
 Οι λανθασμένες απαντήσεις στις εργαστηριακές εξετάσεις είναι ένας σημαντικός
παράγων ιατρογενούς νοσηρότητας.
Η συναδελφική αλληλεγγύη δεν πρέπει να καλύπτει τα ιατρικά σφάλματα. Ο ιατρικός κόσμος
οφείλει να συνετίζει τους ιατρούς που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή των ασθενών τους. Η
κατάσταση είναι δυνατόν να βελτιωθεί με την άνοδο της ποιότητας της ιατρικής εκπαίδευσης
και την αποκατάσταση και τη σωστή λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων των ιατρικών
συλλόγων.

Ιατρική και βασανιστήρια. Το βασανιστήριο είναι ένα εργαλείο άκρως χρήσιμο και
ανεκτίμητης αξίας στην επίτευξη και διατήρηση ισχύος και εξουσίας. Τα σύγχρονα
βασανιστήρια είναι αποδεκτά όχι μόνο από τα μέλη εγκληματικών συμμοριών αλλά και από
υψηλά κλιμάκια της εξουσίας, ακόμη και στις πλέον δημοκρατικές και ευνομούμενες
κοινωνίες, όπου μάλιστα εκεί καλύπτονται από τα κενά των νόμων και των θεσμών. Η όλη
οργάνωση και εκδίπλωσή τους έχει επιστημονικά χαρακτηριστικά και αποκτούν επιπρόσθετη
τελειότητα με τη βοήθεια της ιατρικής. Όταν ο ιατρός εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στα
348

βασανιστήρια κατά τον 16ο αιώνα, ο ρόλος του ήταν να πιστοποιήσει ότι το άτομο που
επρόκειτο να βασανιστεί ήταν υγιές και μπορούσε να υποστεί τη διαδικασία χωρίς άμεσο
κίνδυνο να απολέσει τη ζωή του. Λίγο αργότερα ο ρόλος διευρύνθηκε και ο ιατρός έγινε
σύμβουλος παρέχοντας οδηγίες για το είδος του βασανιστηρίου που ταίριαζε καλύτερα στο
θύμα, ώστε να καταφέρει να επιβιώσει. Αυτό το είδος συμμετοχής οδήγησε στην επίσημη και
νομοθετημένη ειδικότητα του ιατρού βασανιστηρίων (torture physician), ο οποίος απέκτησε
περαιτέρω αρμοδιότητες: να συμβουλεύει για το πότε πρέπει να διακοπεί η διαδικασία ώστε
να αποτραπεί αιφνίδιος θάνατος, να διαπιστώνει αν η απώλεια συνείδησης του θύματος ήταν
πραγματική και όχι υποκριτική, να φροντίζει τα τραύματα και τα κατάγματα ώστε να
«κρατηθεί» το θύμα περισσότερο χρόνο στο βασανιστήριο (Maio 2001). Από τον 20ό αιώνα
και μετά ο ιατρός δεν είναι παθητικός θεατής και σύμβουλος αλλά ενεργός μέτοχος και
εμπνευστής εργαλείων και μεθόδων, στον κατάλογο των οποίων προσετέθησαν και τα
ψυχολογικά βασανιστήρια, τα οποία οδήγησαν αυτήν την άθλια και κατάπτυστη ανθρώπινη
δραστηριότητα στο απόγειο της τελειότητάς της και την ιατρική στον ιστορικώς ανεπίστρεπτα
πλήρη ευτελισμό της. Υπάρχουν δεκάδες καταγγελιών των βασανιστηρίων από τους πιο
έγκυρους οργανισμούς, από παγκόσμιες συνελεύσεις κ.λπ. και η απαγόρευση της
συμμετοχής ιατρών σε αυτά είναι απολύτως σαφής και κατηγορηματική: «Ο ιατρός δεν
πρέπει να παρακολουθεί ως θεατής, να συγχωρεί ή να συμμετέχει στη διεξαγωγή
βασανιστηρίων ή άλλων απάνθρωπων και εξευτελιστικών διαδικασιών κάτω από
οποιεσδήποτε περιστάσεις» αναφέρεται στη Διακήρυξη της Χαβάης (1977) και στις αρχές
ιατρικής ηθικής των Ηνωμένων Εθνών (1983). Ωστόσο όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι η
συμμετοχή ιατρών σε βασανιστήρια οργανωμένα από επίσημες εξουσίες είναι αθρόα.

Σχέσεις μεταξύ των ιατρών. Ο ιατρός οφείλει να διατηρεί με τους συναδέλφους του σχέσεις
αβρότητας και γενναιοφροσύνης. Δεν επιτρέπεται, σε κύκλους εκτός των ιατρικών, να
επικρίνει ή να αποδοκιμάζει με λόγια, μορφασμούς ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο τους
ιατρούς που έχουν νοσηλεύσει πριν από αυτόν κάποιον άρρωστο. Εάν πρόκειται για πράξεις
ή παραλείψεις των ιατρών «πασιφανώς και προεσκεμμένως» επιβλαβών για την υγεία του
αρρώστου ή αντιθέτων προς την ηθική και την τιμή του ιατρικού σώματος, ο ιατρός που
έμαθε ή αντιλήφθηκε κάτι τέτοιο πρέπει να αναφερθεί στη διοίκηση του ιατρικού συλλόγου.
Κριτική ή σχολιασμός της επιστημονικής κατάρτισης ή της επαγγελματικής αποδόσεως και
συμπεριφοράς ιατρού επιτρέπεται όταν είναι τεκμηριωμένη και απευθύνεται σε αρμόδια
πρόσωπα εντός του ιατρικού επαγγέλματος. Όταν η κριτική είναι ατεκμηρίωτη και αποβλέπει
στον κλονισμό της εμπιστοσύνης του ασθενούς προς τον θεράποντα ιατρό, τότε πρόκειται
περί δυσφημήσεως ιατρού από ιατρό. Η ιατρική αλληλεγγύη και η υπεράσπιση ιατρού
επιβάλλονται, όταν αυτός, παρά το ότι ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες, κατηγορείται για
παραλείψεις, κακοτεχνίες κ.λπ. Όταν λόγω παραλείψεων ή άστοχων πράξεων του ιατρού
διακυβεύεται η ζωή και η υγεία του ασθενούς ή όταν η ικανότητα του ιατρού μειώνεται λόγω
νόσου ή εξαρτήσεως από ουσίες, κυρίως όταν ο ιατρός επιδιώκει να κρύψει το πρόβλημα,
τότε η αλληλεγγύη δεν είναι σύμφωνη με την ιατρική ηθική.
Ιδιαίτερο πρόβλημα αποτελεί η επικοινωνία του ψυχιάτρου με τους ιατρούς των άλλων
ειδικοτήτων. Η ιδιωματική γλώσσα του ψυχιάτρου, συνήθως καταφύγιο άγνοιας της ιατρικής,
είναι σοβαρό εμπόδιο στην επικοινωνία, αλλά αυτό παρατηρείται, σε μικρότερο βαθμό, και σε
άλλες ιατρικές ειδικότητες. Ένα άλλο πρόβλημα είναι η αίσθηση της διαφορετικότητας που
προβλήθηκε πολύ από τις παραψυχιατρικές θεωρίες που κυριάρχησαν στην ψυχιατρική κατά
τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70. Κύριος στόχος των επιθέσεών τους ήταν αυτά που
ονόμαζαν «ιατρικό μοντέλο» και «ιατροκεντρική ψυχιατρική». Πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να
απομακρύνουν την ψυχιατρική από το σώμα της ιατρικής, αφού πρώτα την απέσπασαν από
τη νευρολογία (ψυχιατρική χωρίς εγκέφαλο, brainless psychiatry). Η περιθωριοποίηση της
ψυχιατρικής έγινε ισχυρότερη και η αίσθηση ότι δεν ανήκει στο σώμα της ιατρικής
επεκτάθηκε σε ευρύτερες ομάδες ιατρών, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά ο αριθμός
των αποφοίτων των ιατρικών σχολών που προτιμούν την ψυχιατρική ως ειδικότητα.

Νοσηρότητα των ιατρών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ιατρική ως επάγγελμα είναι
φορτισμένη με ισχυρές ψυχοκαταπονήσεις, οφειλόμενες εν πολλοίς στα παρατεταμένα
349

ωράρια, στα πιεστικά κλινικά προβλήματα, στα ηθικά διλήμματα, στους δύσκολους ασθενείς,
στις αλληλοσυγκρουόμενες απαιτήσεις. Λεκτική και σωματική κακομεταχείριση, εκφοβισμός
και απειλητική συμπεριφορά από μέρους ορισμένων ασθενών και των συνοδών τους είναι
επίσης συχνό και εξόχως στρεσογόνο φαινόμενο. Στις χειρουργικές ειδικότητες αυτά
συμβαίνουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στις μη αιματηρές και μη επεμβατικές
ειδικότητες (Bergman et al 2003). Οι λιγότερο αναγνωρισμένου κύρους και χαμηλότερα
αμειβόμενες ειδικότητες, όπως η ψυχιατρική, ίσως διαμορφώνουν διαφορετικά, λιγότερο
«σκληρά», πλαίσια ψυχοκαταπόνησης και συνακόλουθης νοσηρότητας από τις ειδικότητες
υψηλού κύρους, εγνωσμένης ακτινοβολίας και μεγάλου ύψους αμοιβών, όπως η χειρουργική
και η καρδιολογία. Ειδικότερα για τους ψυχιάτρους, οι ιατροί των άλλων ειδικοτήτων τους
χαρακτηρίζουν ως «ασταθείς, παράξενους και χαοτικούς» αν και αυτό δεν επιβεβαιώνεται
από τις μελέτες (Christodoulou et al 1995). Πιστεύται ακόμη ότι επιλέγουν την ειδικότητα της
ψυχιατρικής για να επιλύσουν τα προσωπικά τους ψυχοπαθολογικά προβλήματα.
Σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, οι ιατροί έχουν περισσότερες πιθανότητες να
αποτύχουν στον γάμο τους, να γίνουν αλκοολικοί, να παίρνουν αγχολυτικά, αμφεταμίνες ή
υπνωτικά φάρμακα. Η εξάρτηση από ουσίες ήταν μέχρι το 1970 στοιχείο απολύτως
απαγορευτικό για τη λήψη ορισμένων ειδικοτήτων, όπως π.χ. η αναισθησιολογία, αλλά
σταδιακά αυτή η απαγόρευση άρχισε να υποχωρεί μέχρι που σήμερα έφτασε να μην ισχύει,
διότι κυριαρχεί η άποψη ότι με κατάλληλη θεραπεία οι εξαρτημένοι από ουσίες ιατροί
μπορούν να αρχίσουν ή να συνεχίσουν οποιαδήποτε ειδικότητα. Ωστόσο τα ποσοστά
υποτροπής είναι πολύ μεγάλα, όπως και οι θάνατοι από παρεντερική χρήση οπιοειδών
(Menk et al 1990). Ο αλκοολισμός είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα υγείας του ιατρικού
επαγγέλματος. Σε μια μελέτη σε ειδικευόμενους στην παιδιατρική στις ΗΠΑ (Knight et al
1999), το 15% των εξετασθέντων παρουσίαζαν εικόνα αλκοολισμού. Από αυτούς όμως
μόνον ένας είχε προσφύγει για βοήθεια, ενώ κανένας δεν πίστευε ότι το αλκοόλ
δημιουργούσε προβλήματα στην εργασία του. Η συχνότητα της κατάθλιψης και της
αυτοκτονίας είναι επίσης πολύ μεγάλη μεταξύ των ιατρών, πολύ μεγαλύτερη από ό,τι σε
άλλα «επαγγέλματα κύρους», και διπλάσια του γενικού πληθυσμού (Lindeman et al 1996).
Το γεγονός ότι πολλοί ιατροί είναι σοβαρά άρρωστοι φαίνεται εύκολα από τις ανησυχητικές
στατιστικές που δείχνουν ότι το ιατρικό επάγγελμα, συγκριτικά με άλλα επαγγέλματα της
αυτής κλάσεως, έχει τους υψηλότερους δείκτες στην αυτοκτονία, στον αλκοολισμό, στην
εξάρτηση από ουσίες, και σε άλλα προβλήματα ψυχικής υγείας. Ο ίδιος ο ιατρός δύσκολα
παραδέχεται ότι είναι άρρωστος ή ότι είναι εξαρτημένος από ουσίες, και αποκρούει κάθε
προσφορά βοήθειας. Πολύ συχνά συμβαίνει να αναλαμβάνει ο ίδιος τη θεραπεία του, μακριά
από τα βλέμματα των άλλων ιατρών. Οι παράγοντες που εμποδίζουν τους ιατρούς να
ζητήσουν βοήθεια σχετίζονται συχνά και με κυρώσεις τις οποίες είναι δυνατόν να υποστούν,
όπως διακρίσεις στην άδεια εξάσκησης επαγγέλματος ή στην επαγγελματική εξέλιξη. Στην
Αγγλία υπάρχει η Εθνική Συμβουλευτική Υπηρεσία που παρέχει ανεπίσημες, μη
υποχρεωτικές και εμπιστευτικές υπηρεσίες, δεχόμενη τηλεφωνήματα από αρρώστους
ιατρούς, από συναδέλφους τους που ανησυχούν ή από συγγενείς τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΟΥΤΣΕΛΙΝΗΣ Α, ΜΙΧΑΛΟΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ Μ. (1980). Το Ελληνικό Νομικό Πλαίσιο της Ιατρικής αμέλειας.
Ιατρική 37:277-285.
ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑ, και συν. (1987). Καταγραφή και αξιολόγηση ανεπιθύμητων ενεργειών φαρμάκων, επί
πέντε έτη σε Ελληνικό Νοσοκομείο σε εσωτερικούς ασθενείς. Το Φάρμακο σήμερα, 20:5-6.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Α, και συν. (1990). Εισαγωγές στο νοσοκομείο από τις ανεπιθύμητες ενέργειες διαφόρων
φαρμάκων. Ιατρικά Χρονικά 12:915-919.

BERGMAN B, AHMAD F, STEWART DE. (2003). Physician health, stress and gender at a university hospital. J
Psychosom Res 54:171-178.
GRANTCHAROV TP, BARDRAM L, FUNCH-JENSEN P, ROSENBERG J. (2001). Laparoscopic performance
after one night on call in a surgical department: prospective study. BMJ 323:1222-1223.
HEALY D, THASE ME. (2003). Is academic psychiatry for sale? Br J Psychiatry 182:388-390.
KNIGHT JR, PALACIOS JN, SHANNON M. (1999) Prevalence of alcohol problems among pediatric residents.
Arch Pediatr Adolesc Med. 153(11):1181-3.
LINDEMAN S, LÄÄRÄ E, HAKKO H, LÖNNQVIST J. (1996). A systematic review on gender-specific suicide
mortality in medical doctors. British Journal of Psychiatry 168:274-279.
350

MENK EJ, BAUMGARTEN RK, et al (1990). Success of reentry into anesthesiology training programs by resi-
dents with a history of substance abuse. JAMA 263:3060-2.
ROSENHECK R. (2005). The growth of psychopharmacology in the 1990s: Evidence-based practice or irrational
exuberance. Int J of Law and Psychiatry 28:467-483.
MAIO G. (2001). History of medical involvement in torture-then and now. The Lancet 357:1609-1611
CHRISTODOULOU GN, LYKOURAS LP, MOUNTOKALAKIS T, VOULGARI A, STEFANIS CN. (1995). Per-
sonalities of psychiatric versus other medical trainees. J Nerv Ment Dis. 183(5):339-40.

47. ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΙΑΤΡΙΚΕΣ

Σε τελεολογικό επίπεδο η ιατρική είναι μία, αφού έχει μοναδικό στόχο να θεραπεύσει. Σε
επίπεδο όμως οργανωμένης θεωρίας και πρακτικής η ιατρική δεν είναι μία αλλά πολλές,
μερικές από τις οποίες έχουν αρθεί στο ύψος σαφώς διακριτών και ολοκληρωμένων
συστημάτων σκέψης και πρακτικής. Αυτά τα ολοκληρωμένα συστήματα ιατρικής σκέψης και
πρακτικής επηρεάζονται από την πρόοδο των θετικών επιστημών, αλλά και από τις
ηγεμονεύουσες ιδεολογίες και τις θρησκείες. Το καλύτερα συγκροτημένο και οργανωμένο
σύστημα ιατρικής σήμερα είναι αυτό που προέκυψε από την αμαλγαμοποίηση της κλασικής
ιπποκρατικής ιατρικής με τις θετικές επιστήμες, οι οποίες στο διάστημα των τελευταίων πέντε
αιώνων ακολουθούν μια θριαμβευτική πορεία, οδεύοντας από επιτυχία σε επιτυχία,
σώζοντας εκατομύρια ζωές και βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Ωστόσο οι
καταπληκτικές επιτυχίες της σύγχρονης επιστημονικής ιατρικής προκάλεσαν την εμφάνιση
δογματικών αντιλήψεων και αντίστοιχων πρακτικών, μερικές από τις οποίες είναι οι
παρακάτω:
Η σύγχρονη ιατρική είναι τέλεια και ολοκληρωμένη επιστήμη. Η πίστη ότι η σύγχρονη ιατρική
είναι τέλεια και ολοκληρωμένη επιστήμη οδηγεί σε θρησκευτικού τύπου προσηλώσεις και
στην απόρριψη των άλλων ιατρικών, που πράγματι δεν είναι ούτε επιθυμούν να είναι ούτε
τέλειες, ούτε ολοκληρωμεένες επιστήμες.
Κάθε ασθένεια έχει φυσική βάση (μικρόβια, τοξίνες, μεταβολικές διαταραχές κ.λπ.).
Αποτέλεσμα αυτής της δογματικής άποψης είναι να μη κατανοούνται πλήρως οι
λειτουργικές, οι ψυχοσωματικές και οι ψυχιατρικές διαταραχές.
Η τεκμηρίωση της διάγνωσης δεν μπορεί να γίνει χωρίς τεχνική κάλυψη και εργαστηριακές
δοκιμασίες. Αποτέλεσμα αυτής της δογματικής άποψης είναι να διογκωθεί η τεχνολογική
διάσταση της ιατρικής και να υποτιμηθεί η φυσική διερεύνηση του ασθενούς.

Η σύγχρονη ιατρική δίδει πράγματι έμφαση στην πρόληψη της νόσου και στην επιμήκυνση
του προσδόκιμου της ζωής· ενδιαφέρεται για την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής και ωθεί
την οργανωμένη προσπάθεια για προαγωγή της υγείας (υγιεινό περιβάλλον, καθαρό νερό,
αποχέτευση, αγωγή υγείας του πληθυσμού, αναγνώριση ομάδων υψηλού κινδύνου για
συγκεκριμένες παθήσεις, εμβόλια)∙ σε συνδυασμό με την αξιοποίηση της ιατρικής
τεχνολογίας έχει καταπληκτικές επιτυχίες στη διάγνωση και στη θεραπεία σε όλο σχεδόν το
πεδίο της νοσολογίας. Ωστόσο το μεγάλο πρόβλημά της, παρά τις διακηρύξεις της, είναι ότι
351

απέτυχε να δει τον άνθρωπο συνολικά ως μια ενότητα βιολογική, ψυχοπνευματική και
ψυχοκοινωνική· μέσα από μια σχεδόν τυφλή αφοσίωση στο φυσικό και στο βιοχημικό
υπόστρωμα, οδηγήθηκε σε έναν θρυμματισμό ειδικοτήτων και υποειδικοτήτων. Αυτό
οδήγησε στο παράδοξο φαινόμενο η ποιότητα της ιατρικής φροντίδας να έχει πέσει, παρά
την τεχνολογική επανάσταση την οποία διανύει αυτήν την εποχή. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα της βιομηχανικής ιδεολογίας της επιστημονικής ιατρικής είναι η μεγάλη έμφαση
που δίδει στη μελέτη των οικονομικών επιπτώσεων της νόσου, όπως για παράδειγμα στις
χαμένες ανθρωποώρες εργασίας.

Δεν είναι λοιπόν ανεξήγητη η σημαντική στροφή, μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού, προς
τις παραδοσιακές και εναλλακτικές ιατρικές, τις λεγόμενες και ανορθόδοξες, που
παρατηρείται κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με τους Vincent και Furnham (1996), η
προτίμηση για αυτές τις ιατρικές οφείλεται σε μερικούς πολύ σημαντικούς παράγοντες:
 Οι ιατρικές αυτές απορρίπτουν την τεχνολογική διάσταση της σύγχρονης επιστημονικής
ιατρικής, την επιθετικότητα των τεχνικών της και την τοξικότητα των φαρμάκων της.
 Πολλοί πιστεύουν ότι είναι αποτελεσματικότερες από την ορθόδοξη ιατρική όχι μόνο στη
θεραπεία αλλά και στη δυνατότητα που έχουν να τους βοηθήσουν στη διατήρηση της
υγείας τους.
 Πολλοί εκτιμούν το γεγονός ότι οι ιατρικές αυτές αντιμετωπίζουν τον ασθενή ολιστικά,
σαν ενιαίο σύνολο, ασχολούμενες περισσότερο με την ψυχοκοινωνική και τη
συναισθηματική πλευρά της νόσου του.
 Έχουν απογοητευθεί από την ανικανότητα της συμβατικής ιατρικής να αντιμετωπίσει
χρόνια νοσήματα (όπως π.χ. τη ρευματοειδή αρθρίτιδα ή τις ψυχιατρικές διαταραχές).
 Οι εναλλακτικοί θεραπευτές αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στους ασθενείς
συζητώντας μαζί τους τα προβλήματα και τους φόβους τους.

Οι ασθενείς που προτιμούν αυτές τις ιατρικές ανήκουν σε ανώτερα μορφωτικά και κοινωνικά
στρώματα (Sharma 1992). Υπάρχει επίσης ζωηρό ενδιαφέρον για τις εναλλακτικές ιατρικές
και από τους ιατρούς. Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας σε
παγκόσμιο επίπεδο το 70%-80% του πληθυσμού καταφεύγει σε παραδοσιακές ιατρικές για
να αντιμετωπίσει κυρίως προβλήματα πρωτοβάθμιας υγείας. Στην Αγγλία οι παραδοσιακές ή
εναλλακτικές ιατρικές επιτελούν το 10% περίπου όλων των ιατρικών πράξεων που
εκτελούνται κάθε έτος, ενώ στις ΗΠΑ οι επισκέψεις σε εναλλακτικούς ιατρούς συνολικά είναι
περισσότερες από εκείνες στους συμβατικούς. Παρά το ότι οι επιθέσεις εναντίον των
εναλλακτικών ιατρικών είναι ιδιαίτερα σκληρές από κύκλους που επηρεάζονται κυρίως από
τις φαρμακευτικές εταιρείες, είναι αλήθεια ότι το θεραπευτικό ουσιώδες που προσκομίζουν
στις καλύτερες των περιπτώσεων είναι μάλλον φτωχό και στις χειρότερες, πραγματική
αγυρτεία. Είναι σαφές ότι οι ιατροί της συμβατικής ιατρικής πρέπει να είναι γνώστες των
παραδοσιακών και εναλλακτικών θεραπευτικών μεθόδων, και ας μην τις παραδέχονται, διότι
τις χρησιμοποιούν οι ασθενείς τους. Έτσι δεν θα χάνουν την ευκαιρία να μπορούν να τους
συμβουλεύσουν ή ακόμη και να αξιοποιήσουν αυτές τις μεθόδους προς όφελος των ασθενών
τους, όταν αυτό είναι εφικτό.

Αρχαίες ή παραδοσιακές ιατρικές. Οι μεγάλες παραδοσιακές ιατρικές –η ελληνική γιουνάνι


(Γιουνάν = Ιωνία), η ινδική αγιουρβέδα και η κινεζική ιατρική– εκτείνονται από την ανατολική
Τουρκία μέχρι την Κίνα, απευθύνονται στους μεγάλους αγροτικούς και ημιαστικούς
πληθυσμούς αυτών των περιοχών και βρίσκονται ακόμη σε μεγάλη ακμή. Τις τελευταίες
δεκαετίες έχουν αρχίσει να ευδοκιμούν στις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης και της
Αμερικής. Όσον αφορά τη θεωρία και την εξάσκησή τους, έχουν παρόμοιες φυσιολογικές και
κοσμολογικές αφετηρίες.
 Παραδέχονται τις θεωρίες των χυμών και την έννοια της ισορροπίας των ποιοτήτων ως
παράγοντες της υγείας. Η ισορροπία ταυτίζεται με την υγεία και ρυθμίζεται ανάλογα με την
ηλικία, το φύλο, την ιδιοσυγκρασία, τη σωματική κατασκευή και βρίσκεται σε δυναμική
σχέση με το κλίμα, την εποχή του έτους, το είδος της τροφής.
352

 Η διάγνωση απαιτεί επιδεξιότητα στη συσχέτιση των συμπτωμάτων με τους παράγοντες


του περιβάλλοντος.
 Η θεραπεία βασίζεται σε φυσικούς χειρισμούς, σε τροποποίηση του φυσικού και του
κοινωνικού περιβάλλοντος και σε φάρμακα.
 Προτείνουν κανόνες συμπεριφοράς για καλυτέρευση και παράταση της ζωής και για την
προσωπική ικανοποίηση που προκύπτει από τη σχέση που έχουν το καλό και το κακό με
την υγεία, την ηθική και την ψυχική γαλήνη.
 Μεγάλη έμφαση δίδουν οι αρχαίες ιατρικές στις θρησκευτικές τελετουργίες και στις
κοινωνικές τελετές που επιπροσθέτως δρουν και ως μηχανισμοί ενίσχυσης της κοινωνικής
συνεκτικότητας.

Όλα τα παραδοσιακά ιατρικά συστήματα που επιβιώνουν στη σύγχρονη εποχή


παρουσιάζουν μεγάλη στασιμότητα και δεν επηρεάζονται από τις εξελίξεις της σύγχρονης
ιατρικής, παρά το ότι συνυπάρχουν με αυτήν σε αρκετές περιοχές του πλανήτη. Δεν
βασίζονται σε επιστημονική έρευνα ούτε σε τεχνολογική υποδομή. Οι τεχνικές τους δεν είναι
σταθμισμένες, οι πειραματικές τους μέθοδοι, όταν υπάρχουν, είναι χονδροειδείς και οι
κλινικές μελέτες άκρως ανεπαρκείς. Στα κείμενά τους δεν υπάρχει χώρος για αμφιβολία και
αβεβαιότητα. Η εμμονή τους σε θρησκευτικές και τελετουργικές πρακτικές έχει ως συνέπεια
την απώλεια κύρους, ακόμη και εκεί που θα μπορούσαν να υπερτερούν έναντι της
σύγχρονης ιατρικής. Υπάρχουν ενδείξεις τοξικότητας από τη χρήση φαρμάκων
προερχόμενων από βότανα, βαρέα μέταλλα και άλλες ανόργανες ουσίες, που χορηγούνται
χωρίς σχολαστική μελέτη των ιδιοτήτων τους. Οι παραδοσιακοί θεραπευτές απαντούν ότι
αυτά τα φάρμακα χρησιμοποιούνται εδώ και πολλούς αιώνες, η ασφάλειά τους έχει
πιστοποιηθεί μέσα από τη μακραίωνη εμπειρία, περιγράφονται στα αρχαία ιερά βιβλία, και
δεν υπάρχει κανένας λόγος για περαιτέρω μελέτες. Εξάλλου, όπως αυτοί οι θεραπευτές
υποστηρίζουν, διαθέτουν τεχνικές αποτοξίνωσης (τις ινδικές Σαμσκάρας και τις κινέζικες Πάο
Τζι), που είναι συνδυασμοί προσευχών και φαρμακευτικών τεχνικών (Tillotson 2001).

Αρχαία Ιατρική Μοντέρνα Ιατρική


Αφετηρία Πάνω από 3.000 χρόνια πριν Πριν από 300 χρόνια
Βασική φιλοσοφία Υγεία και μακροζωία Θεραπεία της νόσου
Ιατρικά μέσα Βότανα, δίαιτα κ.λπ. Χημικώς καθαρές ουσίες
Διαγνωστικά μέσα Ιατρική παρατήρηση Χρήση τεχνολογίας
Σχέση ιατρού-ασθενούς 100% 20%
Δίαιτα Άκρως σημαντική Όχι σημαντική
Περιβάλλον Άκρως σημαντικό Όχι σημαντικό
Μαγεία-Θρησκεία Σημαντική Καταδικάζεται
Τσαρλατανισμός Υπάρχει Δεν απουσιάζει

Αγιουρβέδα Γιουνάνι Κινεζική


Περιοχή Ινδία, Ινδονησία Μ. Ανατολή, Πακιστάν Κίνα, Μαλαισία
Αιτίες νόσου Χυμοί, πνεύματα, τροφές Χυμοί Γινγκ-Γιανγκ, πνεύματα, τροφές
Διάγνωση Σφυγμός, αστρικές αρχές Σφυγμολογία Σφυγμολογία
Φάρμακα Φρούτα, μέταλλα, άνθη Βότανα, Μέταλλα Ζωικά προϊόντα, άνθη, ρίζες,
μύκητες
Δίαιτα Άκρως σημαντική Άκρως σημαντική Άκρως σημαντική
Θρησκεία Άκρως σημαντική Άκρως σημαντική Ασήμαντη

Κινεζική ιατρική. Είναι βέβαιο ότι πριν από δύο-τρεις χιλιάδες χρόνια οι Κινέζοι γνώριζαν
την κυκλοφορία του φλεβικού και αρτηριακού αίματος και ίσως πάνω σε αυτήν τη γνώση
βασίζεται η ιδέα του «Γινγκ» (κενό, κρύο, σκοτάδι, θηλυκό) και του «Γιανγκ» (φως, ζέστη,
πληρότητα, αρσενικό). Μέσα στον άνθρωπο υπάρχει η ενέργεια «τσι», η οποία ρέει με
ορισμένη φορά σε 12 συγκεκριμένους αγωγούς, τους «μεσημβρινούς», και η λειτουργία των
οργάνων εξαρτάται από την ισορροπημένη ροή αυτής της ενέργειας. Οι «μεσημβρινοί» είναι
διατεταγμένοι ζευγαρωτά κατά συμμετρικό τρόπο ως προς τη μέση γραμμή του σώματος.
Κάθε «μεσημβρινός» είναι υπεύθυνος για ένα όργανο ή μια ομάδα λειτουργιών. Διαταραχή
353

της ισορροπίας του «τσι» οδηγεί στην ανάπτυξη νόσου. Στις αιτίες της νόσου
περιλαμβάνονται η ανισορροπία μεταξύ Γινγκ και Γιανγκ, τα πνεύματα και οι τροφές. Η
σφυγμολογία αποτελεί βασική διαγνωστική μέθοδο. Τα φάρμακα προέρχονται από ζωικά
προϊόντα, άνθη, ρίζες, μύκητες κ.λπ. Η δίαιτα είναι άκρως σημαντική, αλλά ο θρησκευτικός
παράγων δεν παίζει τόσο σημαντικό ρόλο όπως στη γιουνάνι και την αγιουρβέδα.
Βελονισμός. Αποτελεί βασικό συστατικό της θεραπευτικής της κινεζικής ιατρικής.
Συνίσταται στην τοποθέτηση λεπτών βελονών σε συγκεκριμένα σημεία του δέρματος, ώστε ο
επώδυνος ερεθισμός να επιδράσει στη λειτουργία των εσωτερικών οργάνων του σώματος
(Βασιλάκος 1998). Βασική αρχή του βελονισμού είναι η εφαρμογή επώδυνου ερεθίσματος σε
αλγούσα περιοχή ή στην αντίθετη περιοχή από εκεί όπου βρίσκεται το νοσούν όργανο. Αυτή
η αρχή εξελίχθηκε σε πολύπλοκη τεχνική συνδυασμού σημείων στα οποία θα προκληθεί το
άλγος με χάλκινη, αργυρή, ατσάλινη ή χρυσή βελόνη, η οποία εισέρχεται σε βάθος 4-20 mm.
Έχουν χαρτογραφηθεί περιοχές του δέρματος –μερικές εκατοντάδες– που αντιστοιχούν σε
συγκεκριμένες παθήσεις. Έχει επίσης διαπιστωθεί από τους βελονιστές ότι η εφαρμογή
επώδυνου ερεθίσματος σε μια αλγούσα περιοχή του σώματος προκαλεί ανακούφιση του
άλγους μιας άλλης επώδυνης περιοχής. Πολλά από τα αποτελέσματα του βελονισμού είναι
δυνατόν να εξηγηθούν επιστημονικά, όπως π.χ. ότι ίσως τα επώδυνα ερεθίσματα προκαλούν
έκκριση ενδορφινών. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε να διαδίδεται ευρέως
στον δυτικό κόσμο, αν και υπάρχουν αναφορές στον ιατρικό τύπο για εφαρμογή βελονισμού
στην Ευρώπη ήδη από τον 17ο αιώνα. Υπάρχει μια ποικιλία μορφών βελονισμού πέραν του
παραδοσιακού κινέζικου (ωτοβελονισμός, ηλεκτροβελονισμός, κρανιοβελονισμός κ.λπ.).
Εφαρμόζεται σε καταστάσεις χρόνιου άλγους, κυρίως κεφαλαλγίες και ημικρανίες, σε
αλλεργίες, για τη διακοπή του καπνίσματος, στην αρτηριακή υπέρταση, σε ήπια ψυχιατρικά
προβλήματα και σε προβλήματα που σχετίζονται με το στρες. Έχουν γίνει, κατά τους
υποστηρικτές του βελονισμού, επιτυχημένες προσπάθειες χειρουργικών επεμβάσεων μέσω
αναισθητοποίησης του σημείου της επέμβασης με βελονισμό. Με ταυτόχρονο βελονισμό και
φαρμακευτική νάρκωση μειώνεται σημαντικά η χρήση αναισθητικών φαρμάκων χωρίς να
επηρεασθεί η ποιότητα της νάρκωσης.

Αγιουρβέδα. Η παραδοσιακή ιατρική της Ινδίας έχει ηλικία μεγαλύτερη των 4.000 ετών.
Σύμφωνα με αυτήν ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως σύνολο και η νόσος θεωρείται
αποτέλεσμα ενεργειακής ανισoρροπίας του οργανισμού (Ninivaggi 2001). Ο όρος
«Ayurveda», γνώση της ζωής, έχει ως συστατικά τις λέξεις Ayus (Ζωή, Ζωτική Δύναμη,
Υγεία) και Veda (Ολοκληρωμένη Γνώση, Επιστήμη). Η Ζωή εδώ υποδηλώνει έναν
συνδυασμό αισθητικών οργάνων, σώματος, ψυχής και πνεύματος, και είναι ο υπεύθυνος
παράγων που εμποδίζει τον εκφυλισμό και τον θάνατο, διατηρεί το σώμα μέσα στον χρόνο
και κατευθύνει τις διαδικασίες της αναγέννησης. Οι αρχές της αγιουρβέδα, η φιλοσοφία και η
κοσμολογία της είναι καταγεγραμμένες στο Ριγ Βέδα (προσευχές γνώσης), το κατεξοχήν
θρησκευτικό αρχαίο βιβλίο με στοιχεία ιατρικής. Σύμφωνα με την παράδοση, η αγιουρβέδα
για πρώτη φορά παρουσιάστηκε σε ξεχωριστό ιατρικό βιβλίο γύρω στο 1000 π.Χ. με ολιστική
φιλοσοφία βασισμένη στη βεδική κουλτούρα. Περιλαμβάνει οκτώ κλάδους: Παθολογία,
Χειρουργική, Μάτια-Αυτιά-Μύτη-Θώρακας, Παιδιατρική, Ιατρική δηλητηρίων, Καθαρμός
γεννητικών οργάνων, Υγεία και Μακροζωία, Πνευματικές θεραπείες και Ψυχιατρική. Ο
ινδουισμός αποδίδει τη γένεση της αγιουρβέδα σε θεωρίες που, μεταδιδόμενες αρχικά από
ύπαρξη σε ύπαρξη, μέσω της συνειδητοποίησής τους από σοφούς προφήτες,
μεταβιβάστηκαν σταδιακά στην ανθρώπινη σφαίρα με τη χρήση ενός πολύπλοκου
συστήματος απομνημονεύσεων. Σε αυτό το σύστημα ο γκουρού κατευθύνει τους μαθητές σε
μια ζωή αγνότητας, τιμιότητας και φυτοφαγίας. Η διδασκαλία διαρκεί επτά έτη. Ο μαθητής
πρέπει να προσπαθεί με όλη τη δύναμη της ύπαρξής του να θεραπεύσει τον ασθενή. Να μην
τον προδώσει για δικό του όφελος. Η κεντρική ιδέα της αγιουρβεδικής ιατρικής βρίσκεται στη
θεωρία ότι η υγεία προκύπτει ως αποτέλεσμα της ισορροπίας μεταξύ τριών θεμελιωδών
ουσιών του σώματος, της Βάτα, της Πίττα και της Κάφα, που συντελούν σε μια καθολική
ομοιόσταση. Βάτα είναι η αρχή του αέρα, απαραίτητη για την κινητοποίηση της λειτουργίας
του νευρικού συστήματος. Πίττα είναι η αρχή της φωτιάς που χρησιμοποιεί τη χολή ώστε να
κατευθύνει την πέψη και ακολούθως τον μεταβολισμό στο φλεβικό σύστημα. Κάφα είναι η
354

αρχή του ύδατος που σχετίζεται με τη βλέννη και τη μεταφορά θρεπτικών στοιχείων στο
αρτηριακό σύστημα.
Ανισσοροπία μεταξύ των χυμών, πνεύματα και τροφές εμπλέκονται στις αιτίες της
νόσου, ενώ η διάγνωση συντελείται με τη μελέτη του σφυγμού και των αστρικών αρχών που
διέπουν τον ασθενή. Τα θεραπευτικά μέσα επιδιώκουν την αποκατάσταση μιας φυσικής,
ψυχικής, κοινωνικής και πνευματικής ισορροπίας. Διάφορα φάρμακα παράγονται από
λαχανικά, άνθη, μέταλλα (υδράργυρος, θειάφι, νιτρικό άλας, χλωριούχο κάλιο κ.λπ.). Φρούτα,
φύλλα και καρποί του φυτού Ashwagandha (Withania somnifera) χρησιμοποιούνται ως
αφροδισιακά, για την υποβοήθηση της γονιμότητας, ως διουρητικά και ενισχυτικά της
μνήμης. Περιλαμβάνονται επίσης εντριβές (μασάζ), υποκλυσμοί, ποικίλα υδρόλουτρα. Το
μασάζ μαλακώνει το άλγος, χαλαρώνει τους μυς, ανακουφίζει από το στρες, βελτιώνει το
συναίσθημα και τον ύπνο και θεωρείται βασικό θεραπευτικό εργαλείο. Με την πάροδο των
αιώνων, την ανακάλυψη νέων φαρμάκων και μεθόδων διάγνωσης, η αγιουρβέδα εξελίχθηκε
σημαντικά. Αγιουρβεδικές κλινικές και ιατρεία έχουν πολλαπλασιασθεί σε όλον τον δυτικό
κόσμο και τα αγιουρβεδικά φάρμακα και βότανα έχουν αναπτυχθεί σε άκρως κερδοφόρα
αγορά. Τα θεραπευτικά μέσα περιελάμβαναν επίσης μια πολύ επιτηδευμένη χειρουργική, τη
«Σάλυα Χικίτσα», αλλά σταδιακά ο χειρουργικός κλάδος της αγιουρβέδα ατρόφησε και
εξαφανίσθηκε.
Η δίαιτα είναι άκρως σημαντική. Οι γεύσεις των τροφών και των βοτάνων έχουν ιδιαίτερες
φυσιολογικές επιπτώσεις. Οι γλυκές τροφές είναι θρεπτικές, υγραντικές, λιπαντικές και
αυξάνουν το βάρος. Οι όξινες τροφές ζεσταίνουν, διαλύουν, ερεθίζουν, μαλακώνουν και
αυξάνουν το βάρος. Οι αλμυρές τροφές αυξάνουν το βάρος. Οι καυτερές τροφές ζεσταίνουν,
ξηραίνουν, διεγείρουν και μειώνουν το βάρος. Οι πικρές τροφές δροσίζουν, ξηραίνουν,
εξαγνίζουν, και μειώνουν το βάρος. Οι στυφές τροφές, δροσίζουν, ξηραίνουν και ελαττώνουν
τη γλοιότητα. Στα ινδικά ιατρικά εγχειρίδια υπάρχουν σαφείς κανόνες συμπεριφοράς. Το
«δάρμα» και το «κάμα» είναι η προσωπική ικανοποίηση που προκύπτει από τη σχέση που
έχουν το καλό και το κακό με την υγεία, την ηθική και την ψυχική γαλήνη.

Γιουνάνι ή Χικμάτ. Το σύστημα γιουνάνι έχει τις ρίζες του στην Ελλάδα (Γιουνάν), αλλά ενώ
ξεχάστηκε στη χώρα που το γέννησε, ρίζωσε στις αραβικές χώρες και έγινε επίσημη ιατρική
σε πολλές από τις περιοχές όπου κυριαρχεί η ισλαμική θρησκεία, αν και το ίδιο δεν έχει
σχέση με κανένα θρησκευτικό σύστημα. Στο Πακιστάν και στις Ινδίες υπάρχουν δεκάδες
κολλέγια και Ιατρικές Σχολές Γιουνάνι, παρά την προσπάθεια των Βρετανών κατά τη διάρκεια
της αποικιοκρατίας να την αντικαταστήσουν με τη δυτική ιατρική (Hume 1977). Πάνω από
250.000 ιατροί, 150 κλινικές και 1.500 φαρμακεία Γιουνάνι υπάρχουν μόνο στις Ινδίες. Έχει
αναγνωρισθεί από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και εφαρμόζεται σε ποικίλους βαθμούς
διάδοσης σε δεκάδες αραβικές και ευρωπαϊκές χώρες (Izhar 1989, Azmi 1987). Ενώ ο
Ιπποκράτης, ο Διοσκουρίδης και ο Γαληνός είναι οι εισηγητές, θα λέγαμε, της ιπποκρατικής
σχολής, οι μεγάλοι Άραβες ιατροί Ραζής (850-932) και Αβικέννας (980-1037), με τα βιβλία
τους Αλ Χαβί και Αλ Κανούν, που επέδρασαν βαθύτατα στη χριστιανική ιατρική και στην
ομοιοπαθητική ιατρική του Hahnemann, εμπλούτισαν την ιπποκρατική σχολή και
διαμόρφωσαν την ιατρική γιουνάνι.
Το αρχικό ελληνικό ιατρικό σύστημα και το διάδοχο γιουνάνι έχουν μια βασική φυσική
φιλοσοφία, βασισμένη στις μεγάλες φυσιοκρατικές αρχές τους. Αμφότερα τα συστήματα
αναγνωρίζουν: Τέσσερις ποιότητες: Ψυχρό, Θερμό, Υγρό, Ξηρό. Τέσσερα στοιχεία: Γη,
Αέρας, Νερό, Φωτιά. Είναι καταστάσεις με τις οποίες εμφανίζεται η ύλη· από τα στοιχεία αυτά
οικοδομείται οτιδήποτε στο σύμπαν. Καθένα από τα τέσσερα στοιχεία έχει τις δικές του
ποιότητες. Η γη είναι ψυχρή και ξηρή. Το νερό είναι ψυχρό και υγρό. Η φωτιά είναι θερμή και
ξηρή. Ο αέρας είναι θερμός και υγρός. Τέσσερις χυμοί: αίμα (θερμό και υγρό), φλέγμα
(ψυχρό και υγρό), κίτρινη χολή (θερμή και ξηρή), μαύρη χολή (ψυχρή και ξηρή). Τα βασικά
συστατικά του σώματος, καθώς και οι αρχές λειτουργίας του, ταξινομούνται σε επτά ομάδες:
Αρκάν. Είναι τα στοιχεία γη, νερό, αέρας και φωτιά. Μιτζάι. Θερμοκρασία. Η θερμοκρασία
ενός σώματος μπορεί να είναι ή να μην είναι σε ισορροπία. Κατά τη γέννησή του ο
άνθρωπος προικίζεται με μια μοναδική και υγιή χυμική ιδιοσυστασία που καθορίζει τη
θερμοκρασία του σώματός του. Αχλάτ. Οι χυμοί. Η θεωρία των χυμών (αίμα, φλέγμα, μαύρη
355

χολή, κίτρινη χολή) είναι στυλοβάτης της ιατρικής γιουνάνι. Αζά. Τα όργανα. Αρβάχ. Τα
πνεύματα, οι ζωτικές αναπνοές. Κούβα. Η ενέργεια. Αφ Αλ. Η δραστηριότητα. Ταξινομούνται
επίσης σε πέντε κατηγορίες ορισμένες λειτουργίες που η επαρκής εκδίπλωσή τους καθιστά
το άτομο ικανό να διατηρεί την απαραίτητη ισορροπία των χυμών του: Ο αέρας του
περιβάλλοντος στο οποίο ζει το άτομο, οι τροφές και τα ποτά, η κίνηση και η ανάπαυση, ο
ύπνος και η εγρήγορση, τα συναισθήματα.
Αυτοί οι παράγοντες πρέπει να ισορροπούν ως προς την ποσότητα, την ποιότητα και την
αλληλουχία. Το σώμα διαθέτει μια δύναμη αυτοδιατήρησης, η οποία προσπαθεί να
αποκαταστήσει κάθε διαταραχή μέσα στα προδιαγεγραμμένα όρια της συγκρότησής του. Ο
ιατρός βοηθάει και αξιοποιεί αυτήν τη δύναμη. Δεν την αντικαθιστά, δεν την παραγκωνίζει,
δεν παρακωλύει την λειτουργία της. Θεμελιώδεις διαγνωστικές και θεραπευτικές αρχές στις
οποίες βασίζεται η γιουνάνι είναι η προσεκτική μελέτη και σύγκριση των συμπτωμάτων, η
υποβοήθηση των φυσικών δυνάμεων του σώματος στην καταπολέμηση της νόσου, η δίαιτα
και η ανάπαυση. Η δίαιτα έχει τεράστια σημασία. Όταν αντιμετωπίζεται μια θερμή, ξηρή,
ψυχρή, ή υγρή νόσος, δεν πρέπει να χορηγείται τροφή με αντίθετες ποιότητες. Απαιτείται
λεπτομερέστατη εξέταση του σφυγμού, ώστε να καθοριστεί ποιος από τους τέσσερις χυμούς
κυριαρχεί κάθε φορά. Η εξέταση των ούρων είναι πολύ σημαντική. Χρώμα, γεύση, γλοιότητα,
αφρός στην επιφάνεια. Η εξέταση των κοπράνων είναι επίσης σημαντική. Η χρήση
στηθοσκοπίου για την ακρόαση της καρδιάς είναι διαδεδομένη. Η γιουνάνι υποδιαιρείται στις
ειδικότητες: παθολογία, χειρουργική, γυναικολογία, μαιευτική, παιδιατρική, τοξικολογία,
ψυχιατρική, θεραπείες αναζωογόνησης, σεξολογία, δίαιτα, υδροθεραπεία. Οι θεραπείες
περιλαμβάνουν τη σωστή διατροφή σε κάθε περίσταση, βότανα, μέταλλα, τη σωστή
συμπεριφορά για την επίτευξη υγείας, την ανάπαυση ως μέτρο θεραπευτικό και προληπτικό.
Εντριβές (μασάζ) και βεντούζες θεωρούνται εξαιρετικές θεραπείες. Η ιατρική γιουνάνι έχει
επιτυχίες στα χρόνια νοσήματα, όπως αρθρίτις, άσθμα, ψυχικές διαταραχές, καρδιολογικά,
ουρολογικά και σεξουαλικά νοσήματα. Είναι ένα εναλλακτικό σύστημα φθηνό,
αποτελεσματικό και εύκολα προσβάσιμο στις χώρες όπου κυριαρχεί.

Ομοιοπαθητική ιατρική. «Άλλος δε τρόπος διά τα όμοια νούσος γίγνεται και διά τα όμοια
προσφερόμενα εκ νοσούντων υγειαίνονται»: πρόκειται για την πρώτη ένδειξη
ομοιοπαθητικής κατεύθυνσης της ιατρικής σκέψης και απαντά στον Ιπποκράτη. Ο Χάνεμαν
(Samuel Christian Hahnemann 1755-1843) εμπνεύσθηκε την ομοιοπαθητική από το
ιπποκρατικό σύγγραμμα του Αβικέννα Αλ Κανούν, και με το βιβλίο του Όργανον της
θεραπευτικής τέχνης το 1810 εισήγαγε επίσημα την ομοιοπαθητική στο σώμα της σύγχρονης
ιατρικής. Κατά τους ομοιοπαθητικούς, ο οργανισμός του ανθρώπου συνίσταται σε τρία
λειτουργικά επίπεδα: το σωματικό, το συναισθηματικοψυχικό και το διανοητικό. Η φύση του
καθενός είναι διαφορετική από των άλλων. Υγεία είναι η ελευθερία του σώματος, της ψυχής,
και του πνεύματος. Η ελευθερία του σώματος επιτυγχάνεται με την κατάργηση του πόνου,
και κατάστασή της είναι η ευεξία. Η ελευθερία της ψυχής επιτυγχάνεται με την κατάργηση
των παθών και των αρνητικών συναισθημάτων, και κατάστασή της είναι η γαλήνη. Η
ελευθερία του πνεύματος επιτυγχάνεται με την απαλλαγή από τις εγωιστικές και σφαλερές
ιδέες, και κατάστασή της είναι η πνευματική ευφορία και καθαρότητα. Μέτρο δε της υγείας
είναι η δημιουργική δραστηριότητα, δηλαδή εκείνη που αποδίδει θετικό έργο στην
εξασφάλιση της αρμονίας σε σχέση με τον εαυτό και το περιβάλλον.
Αποτέλεσμα της προσπάθειας του αμυντικού μηχανισμού του οργανισμού να
αντιμετωπίσει τον νοσογόνο παράγοντα και να διατηρήσει την ομοιόστασή του είναι οι
διάφορες βιολογικές μεταβολές που εκδηλώνονται ως συμπτώματα και σημεία, τα οποία
αφορούν ένα ή περισσότερα λειτουργικά επίπεδα. Οι ομοιοπαθητικοί υποστηρίζουν ότι η
αιτία της νόσου δεν είναι ο νοσογόνος παράγων που πλήττει τον οργανισμό αλλά η αδυναμία
του αμυντικού συστήματος να τον αντιμετωπίσει (Vithoulkas 1980).
Σύμφωνα με τον νόμο των ομοίων (similia similibus curentur) η θεραπεία επιτυγχάνεται
με φαρμακευτικές ουσίες που έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν όμοια συμπτώματα με
εκείνα της νόσου για την οποία χορηγούνται. Κάθε ουσία που προκαλεί συγκεκριμένη
συμπτωματολογία μπορεί να θεραπεύσει όταν χορηγηθεί σε ασθενή ο οποίος εμφανίζει
παρόμοια συμπτωματολογία. Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα είναι φυτικές ή ζωικές ουσίες ή και
356

μέταλλα σε αλκοολικά διαλύματα (99 νερό:1 αλκοόλη), χορηγούνται δε αφού φθάσουν σε


υψηλές «δυναμοποιήσεις», όπως τις ονομάζουν, δηλαδή αφού υποστούν πολλαπλές
αραιώσεις και δονήσεις, αρκετές δεκάδες, ώστε τελικώς ο ασθενής να μη λαμβάνει ούτε ένα
μόριο, τρόπος του λέγειν, της ουσίας· η δράση τους όμως, σύμφωνα με τους
ομοιοπαθητικούς, δεν ασκείται σε χημικό επίπεδο αλλά σε ενεργειακό. Την ομοιοπαθητική
προτιμούν περισσότερο ασθενείς με ψυχιατρικές διαταραχές, αλλεργίες και δερματολογικά
προβλήματα. Η ομοιοπαθητική διδάσκεται σε αρκετά πανεπιστήμια της Ευρώπης και σε
μερικές ευρωπαϊκές χώρες είναι αναγνωρισμένη ιατρική ειδικότητα.

Ολιστική ιατρική. Η ολιστική ιατρική έχει τις ρίζες της στην ιπποκρατική ιατρική παράδοση
και ακρωγωνιαίος λίθος της είναι η κλασική ιπποκρατική αντίληψη ότι κάθε άνθρωπος έχει
μεγάλες δυνατότητες αυτό-ίασης τις οποίες όμως σε ελάχιστο βαθμό γνωρίζει πώς να
κινητοποιήσει. Ο ιατρός πρέπει να βοηθάει τους ασθενείς του να βοηθούν τους εαυτούς τους
να κινητοποιούν τις απεριόριστες εφεδρείες που έχουν κρυμένες στον υποκειμενικό τους
κόσμο και στη βούληση τους για ζωή (Ventegodt et al 2007). Στόχος της ολιστικής ιατρικής
είναι η απαρτίωση της ανθρώπινης συνείδησης ώστε να κατανοήσει την διαδικασία της ίασης
από ολιστική προοπτική. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ένα άθροισμα σωματικών οργάνων
αλλά ταυτόχρονα και μια συναισθηματική ψυχική και πνευματική υπόσταση σε πλήρη και
ολοκληρωτική αλληλοσύνδεση όλων αυτών των στοιχείων. Η ολιστική ιατρική είναι στη βάση
της μια προληπτική ιατρική. Δεν περιορίζεται μόνο στην αντιμετώπιση του συμπτώματος ή
της νόσου αλλά πολύ περισσότερο ενδιαφέρεται για την συνολική βελτίωση της υγείας του
ανθρώπου. Η διάγνωση της νόσου γίνεται με την ίδια αναλυτική μέθοδο και τις ίδιες
διαγνωστικές εξετάσεις που χρησιμοποιεί η συμβατική ιατρική αλλά χρησιμοποιεί και δικές
της μεθόδους διάγνωσης και κατάταξης της νόσου που προέρχονται από τις άλλες
παραδοσιακές ιατρικές, ιδιαιτέρως την γιουνάνι. Η ολιστική θεραπευτική έχει ως εμβλημα της
το Ιπποκρατικό «ωφελέειν ή μη βλάπτειν». Αποφεύγει τα φάρμακα και τις εγχειρήσεις.
Αποδέχεται σχεδόν στο σύνολο του το μη συμβατικό θεραπευτικό σύστημα, όπως
παραδοσιακή η κινεζική ιατρική (βελονισμός), η ομοιοπαθητική, η ενεργειακή ιατρική
(ηλεκτροβελονισμός) και στρέφεται περισσότερο προς τον διαλογισμό, την προσευχή, τα
βότανα, τις βιταμίνες, τα μεταλλικά άλατα τη διατροφική θεραπεία, την φυτοθεραπεία, την
οργανοθεραπεία, τις σωματοψυχικές ασκήσεις ανάλογα με το πρόβλημα υγείας. Δεν
αποκλείει και τις συμβατικές μεθόδους θεραπείας, όπου αυτές είναι απαραίτητες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ Δ. (1998). Βελονισμός μια μέθοδος θεραπείας. Εκδ Κώδικας Θεσσαλονίκη.

AZMI AA. (1987). Etiology of diseases in Unani medicine: a critical study. Stud Hist Med Sci. 10-11:105-19.
IZHAR N. (1989). The Unani traditional medical system in India: a case study in health behaviour. Geogr
Med.;19:163-85.
HUME JC. (1977). Rival traditions: Western Medicine and Yunan-I Tibb in the Punjab 1849-1889. Bull Hist Med
51:214-231.
NINIVAGGI FJ. (2001). An Elementary Textbook of Ayurveda: Medicine with a Six Thousand Year Old Tradition.
International Universities/Psychosocial Press, Madison.
SHARMA U. (1992). Complementary Medicine Today: Practitioners and Patients. London: Routledge.
TILLOTSON ΑΚ. (2001). Ay The One Earth Herbal Sourcebook: Everything You Need to Know About Chinese,
Western, and Ayurvedic Herbal Treatments.
VINCENT C, FURNHAM A. (1996). Why do patients turn to complementary medicine? An empirical study. Br J
Clin Psychol. 35:37-48.
VITHOULKAS G. (1980). The science of Homeopathy. Grove Press, California.
VENTEGODT S, KANDEL I, MERRICK J. (2007). A short history of clinical holistic medicine. Scientific World
Journal. 7:1622-30.
357

III. ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΝΟΣΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ


358

48. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ

Οι περισσότερες ειδικότητες και οι πιο πολλοί κλάδοι της ιατρικής δεν παρουσιάζουν
ιδιαίτερες δυσκολίες όσον αφορά την οριοθέτηση, τον προσδιορισμό ή την περιγραφή
του πεδίου τους, αφού αναφέρονται είτε σε κάποιο όργανο (π.χ. καρδιολογία) είτε σε
κάποια νόσο (π.χ. ογκολογία) είτε σε κάποια τεχνική (π.χ. χειρουργική). Η ψυχιατρική
δεν είναι δυνατόν να ορισθεί μέσα σε παρόμοιο πλαίσιο, διότι η θεματολογία της
παρουσιάζει μεγάλο εύρος και ποικιλότητα τόσο στη διαγνωστική (π.χ. από τη νόσο
Alzheimer μέχρι την ψυχοτραυματική αντίδραση και από τις στρατηγικές προσαρμογής
του πάσχοντος από καταληκτική νόσο μέχρι το μεταδιασεισικό σύνδρομο) όσο και στη
θεραπευτική θεματολογία της (που το φάσμα της εκτείνεται από τις καθαρά βιολογικές
μέχρι τις διαπροσωπικές και ομαδικές ψυχοθεραπείες).

Η ψυχιατρική ασχολείται με τη μελέτη των ψυχικών διαταραχών, την αιτιοπαθογένεια,


τη διάγνωση, τη θεραπεία και την πρόληψή τους. Ψυχικές, ή καλύτερα ψυχιατρικές,
διαταραχές θεωρούνται εκείνες οι καταστάσεις που παρεμβαίνουν αρνητικά ή και
καταστροφικά στην ικανότητα του ανθρώπου να εκδιπλώνει τους εκάστοτε αναγκαίους
προσαρμοστικούς μηχανισμούς στην κοινωνική και στην εργασιακή του ζωή αλλά
κυρίως στις διαπροσωπικές του σχέσεις και οι οποίες εκδηλώνονται με μείωση της
απόδοσης στις παραπάνω λειτουργικές δυνατότητες, μείωση που συνοδεύεται από
δυσφοριογόνο συμπτωματολογία του πάσχοντος ή του περιβάλλοντός του. Ο
παραπάνω ορισμός, μολονότι υπερβολικά σχοινοτενής, θα μπορούσε να είναι αρκετά
ικανοποιητικός, ωστόσο οι προσδιοριστικές έννοιες που χρησιμοποιούνται (κοινωνική
και εργασιακή ζωή, διαπροσωπικές σχέσεις, δυσφοριογόνος συμπτωματολογία,
προσαρμοστικοί μηχανισμοί) παρουσιάζουν μεγάλη ρευστότητα, και έτσι το ζήτημα όχι
μόνο του ορισμού αλλά και του περιεχομένου της ψυχιατρικής παραμένει εκκρεμές και
βρίσκεται υπό διαρκή συζήτηση.
359

Η σύγκριση της ψυχιατρικής με την υπόλοιπη ιατρική είναι εξόχως δυσμενής για την
πρώτη. Οι φοιτητές της ιατρικής δεν την προτιμούν για μελλοντική τους ειδικότητα, ενώ
οι ιατροί των άλλων ειδικοτήτων την αντιμετωπίζουν με δυσπιστία. Οπωσδήποτε, για
τη δυσμενή αυτή στάση απέναντί της ευθύνονται αρκετοί παράγοντες, ανάμεσα στους
οποίους θα μπορούσαν να αναφερθούν οι παρακάτω: η ασυμφωνία μεταξύ των
ψυχιάτρων ως προς τη χρήση μιας σταθερής και κοινώς αποδεκτής ορολογίας· η
ασυμφωνία ως προς την ταξινόμηση των ψυχιατρικών διαταραχών· η παραμέληση, επί
πολλές δεκαετίες, της μελέτης της αποτελεσματικότητας των θεραπευτικών μεθόδων
της· η σχετική αποτυχία της ψυχοθεραπείας· και, τέλος, η ερμητική ιδιωματικότητα της
φροϋδικής γλώσσας, που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχε κυριαρχήσει στην
ψυχιατρική πρακτική και βιβλιογραφία. Επιπρόσθετοι παράγοντες επιβαρύνουν ακόμη
περισσότερο την αρνητική εικόνα της ψυχιατρικής. Η ίδια η φύση της ψυχιατρικής
νόσου, το στίγμα που επιφέρει στον πάσχοντα, τα περιοδικά σκάνδαλα μέσα από τα
οποία έρχονται στο φως οι φρικώδεις συνθήκες ζωής των νοσηλευομένων σε ορισμένα
ψυχιατρικά ιδρύματα, η οικογένεια του ασθενούς που κουράζεται από αυτόν και τη
φροντίδα του και δεν τον θέλει πια στο σπίτι. Οι θεραπείες που εφαρμόζονται,
σωματικές ή ψυχολογικές, έχουν γενικώς περιορισμένη αποτελεσματικότητα, ενώ
μερικές από αυτές (ψυχοφάρμακα, ψυχοχειρουργική, ηλεκτροσόκ) έχουν
επιπρόσθετους περιορισμούς επειδή αποτελούν αντικείμενο γενικότερης
αποδοκιμασίας.

Ένας αριθμός ψυχιατρικών ασθενών, αδιευκρίνιστος αλλά οπωσδήποτε πολύ μεγάλος,


δεν επισκέπτεται τον ψυχίατρο αλλά προτιμά τον παθολόγο, τον καρδιολόγο, τον
νευρολόγο ή τον δερματολόγο. Πολλοί ασθενείς πιστεύουν ότι η ομοιοπαθητική θα τους
βοηθήσει αποτελεσματικότερα από την ψυχιατρική. Οι ιατροί των παραπάνω
ειδικοτήτων, ανταποκρινόμενοι στο αίτημα, διαχειρίζονται οι ίδιοι τα συμπτώματα
αυτών των ασθενών, και μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό τούς παραπέμπει στον
ψυχίατρο. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που δίνει τη δυνατότητα στους παραπάνω
ιατρούς να φροντίσουν από μόνοι τους αυτούς τους ασθενείς είναι η κατάρρευση της
ψυχοθεραπείας και η διάδοση ασφαλέστερων φαρμάκων.

Αλλά και η στάση της κοινωνίας απέναντι στην ψυχιατρική ήταν πάντοτε αμφίθυμη,
αμφιταλαντευόμενη, έως και εχθρική. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν ότι η
ψυχιατρική κάνει κακό στην κοινωνία, παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, διδάσκει
το μίσος ή απλώς λέει ανοησίες. Άλλοι πιστεύουν ότι η ψυχιατρική είναι ένα
συγκεκαλυμμένο ποινικό σύστημα και ότι ο ρόλος της είναι να συμβάλλει στην
αποκατάσταση του νόμου και της τάξης στην κοινωνία. Άλλοι, τέλος, ισχυρίζονται ότι οι
ψυχίατροι σπούδασαν ιατρική που δεν την ασκούν, ενώ ασκούν ψυχολογία την οποία
όμως δεν έχουν σπουδάσει. Όλες αυτές οι μομφές και παρανοήσεις ίσως προκαλούν
αγανάκτηση σε ορισμένους ψυχιάτρους, δεν είναι όμως τελείως ανεδαφικές.

Κατά τον 20ό αιώνα η ψυχιατρική εισέβαλε σε πολλά εξωιατρικά πεδία διακηρύσσοντας
ότι κάθε δυστυχισμένος, διαφορετικός, παραπτωματικός, εκκεντρικός ή αντισυμβατικός
άνθρωπος είναι ψυχιατρικός ασθενής. Το πένθος, η ανεργία, η αιμομιξία, η θέαση
καταστροφών, η έλλειψη σεξουαλικής ικανοποίησης, η τάση για κλοπή, η βιαιότητα, η
λαιμαργία προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των ψυχιάτρων, ενδιαφέρον που άρχισε να
επεκτείνεται σε ολοένα και περισσότερα φαινόμενα, και το οποίο αντανακλάται
χαρακτηριστικά στην άποψη ότι το έγκλημα είναι κατά βάση ψυχιατρικό πρόβλημα,
οπότε και η ψυχιατρική θα προσφέρει διάγνωση και θεραπεία στη θέση της δίκης και
της τιμωρίας. Πολλοί ψυχίατροι, επικαλούμενοι την ιδιότητά τους, θεώρησαν ότι έχουν
το δικαίωμα να μιλούν επί παντός του επιστητού και να αποφαίνονται δημοσίως για
ζητήματα ζωής και θανάτου, πολέμου και ειρήνης, φιλοσοφίας, πολιτικής, θρησκείας
και οικονομίας, σαν να έχουν κάποια ιδιαίτερη εξειδίκευση σε αυτά, καθιστώντας έτσι
την ψυχιατρική, στο όνομα της οποίας υποτίθεται ότι μιλούσαν, ακόμη περισσότερο
απεχθή. Τα ψυχιατρεία, εν ονόματι της φροντίδας και της προστασίας, μετατράπηκαν
360

σε περίεργα και απωθητικά «ιδρύματα», στα οποία συνωστίζονταν οι ασθενείς χωρίς


ίχνος αξιοπρέπειας, ανώνυμοι έγκλειστοι, με εκμηδενισμένη σχεδόν την πιθανότητα να
ξαναζήσουν στην κοινωνία μιαν ανθρώπινη ζωή.

Η χρησιμοποίησή της τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο από
καταπιεστικές και τυραννικές εξουσίες με σκοπό την καταδίωξη των αντιπάλων τους
ήταν το αποκορύφωμα της εξωιατρικής εκτροπής της ψυχιατρικής. Η πολιτική διαφωνία
στη Σοβιετική Ένωση θεωρήθηκε ψυχιατρική ανωμαλία και οι αντίπαλοι του
καθεστώτος οδηγήθηκαν στα ψυχιατρεία με διαγνώσεις όπως «reformist delusions»,
«sluggish schizophrenia», «truthseeking mania» (Merskey and Shafran 1986). Οι
μυστικές υπηρεσίες πολλών χωρών, κυρίως όμως των Ηνωμένων Πολιτειών και της
Σοβιετικής Ένωσης, είχαν καταλάβει τις ηγεσίες των Ψυχιατρικών Εταιρειών των
χωρών τους προάγοντας έτσι τη βίαιη εισαγωγή της πολιτικής στην ψυχιατρική και,
συνακόλουθα, την προσφυγή σε βαθύτατα αντιδεοντολογικές συμπεριφορές. Η
Παγκόσμια Ψυχιατρική Εταιρεία κατά τη δεκαετία του ’80 έγινε πεδίο μάχης μεταξύ CIA
και KGB, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της σοβιετικής αντιπροσωπείας από την
Παγκόσμια Ψυχιατρική Εταιρεία για μία περίπου δεκαετία. Τόσο ο Cameron –
πρόεδρος, για κάποια περίοδο, της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας και
αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρείας– όσο και ο Vartanyan, πρόεδρος
της Σοβιετικής Ψυχιατρικής Εταιρείας τη δεκαετία του ’80, ελάμβαναν τουλάχιστον
οικονομική ενίσχυση από τις αντίστοιχες μυστικές υπηρεσίες. Ο Cameron μάλιστα
χρηματοδοτήθηκε και για μελέτες ψυχοτροποποιητικών ουσιών με προορισμό τη
χρησιμοποίησή τους σε επιχειρήσεις της CIA.

Όμως το μεγάλο πεδίο αντιπαραθέσεων, που έχει κοστίσει στην ψυχιατρική το κύρος
και τις θεραπευτικές της δυνατότητες, ήταν εκείνο που αφορά την έννοια της ψυχικής
νόσου και τα όρια της ψυχιατρικής.

Οι εκπρόσωποι του λεγόμενου αντιψυχιατρικού ρεύματος (Μαγριπλής 2001)


ισχυρίσθηκαν ότι δεν υπάρχει ψυχική νόσος (Szasz 1961, 1971), διότι η έρευνα ποτέ
δεν κατόρθωσε να αποδείξει καμία σωματική ή βιολογική ανωμαλία στους ψυχικώς
πάσχοντες, οι οποίοι ονομάσθηκαν έτσι, ή καλύτερα στιγματίσθηκαν, επειδή απλώς
συμπεριφέρονται κατά τρόπους που αναστατώνουν τον κοινωνικό περίγυρο ή επειδή
πιστεύουν σε πράγματα που δεν πιστεύουν οι άλλοι – λόγοι που δεν είναι αρκετά
σοβαροί ώστε να χαρακτηρισθούν οι άνθρωποι αυτοί ως ασθενείς. Επομένως η ψυχική
αρρώστια δεν είναι κάτι που το άτομο «έχει», όπως συμβαίνει με όλες τις άλλες
νόσους, αλλά κάτι που «κάνει» ή «αυτό που είναι». Οι ψυχιατρικές διαταραχές δεν είναι
τίποτε άλλο από μορφές ηθικής, νομικής και γενικότερα κοινωνικής εκτροπής και
επομένως η ψυχιατρική είναι ένα συγκεκαλυμμένο ποινικό σύστημα σχεδιασμένο ώστε
να ενισχύει τον νόμο και την τάξη διαπράττοντας μέσω της «διάγνωσης» και της
«θεραπείας» εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Στην ίδια γραμμή επιχειρηματολογίας
ο Laing (1967) δήλωνε ότι η σχιζοφρένεια απέχει πολύ από το να είναι ψυχιατρική
νόσος: στην πραγματικότητα είναι ο μόνος λογικός δρόμος αντίδρασης που έχει
απομείνει στον έφηβο για να τα βγάλει πέρα με τα αφόρητα συναισθήματα που τον
κατακλύζουν και με τις πιέσεις που του ασκούνται από την καπιταλιστική ηθική, την
κοινωνία και την οικογένεια. Ένας άλλος συγγραφέας, ο Scheff (1963), υποστηρίζει ότι
η ψυχική νόσος συνιστά στην πραγματικότητα μια μορφή κοινωνικής θέσης (status)
που επικυρώνεται και από τους άλλους, ιδίως τους ψυχιάτρους, και ισχυρίζεται ότι η
σχιζοφρένεια δημιουργείται από τους ψυχιάτρους που εργάζονται στα ψυχιατρεία, τα
οποία υποτίθεται ότι δημιουργήθηκαν για να τη θεραπεύουν. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα θεραπευτικής παρέμβασης στη γραμμή της αντιψυχιατρικής ήταν οι
θεραπευτικές κοινότητες του Kingsley Hall και του Philadelphia Association, όπου
ασθενείς και θεραπευτές ζούσαν σε ένα κλίμα ελεύθερης πρόσβασης, ισότιμης
επικοινωνίας, αρμονίας και όχι αυθεντίας. Σύντομα κατακλύστηκαν από ενθουσιώδεις
οπαδούς του Laing, εκκεντρικούς και διασημότητες, που τις μετέτρεψαν σε
361

«χιππατζίδικους» χώρους ελεύθερης χρήσης ναρκωτικών. Συνοπτικά, σήμερα που


αυτό το κίνημα έχει καταρρεύσει, μπορούμε να πούμε ότι η αντιψυχιατρική λειτούργησε
πολύ αποτελεσματικά σαν μοχλός ευαισθητοποίησης διανοουμένων σχετικά με τις
υπερβολές της χρήσης της ιδρυματικής ψυχιατρικής, χωρίς όμως δυνατότητες
ουσιαστικής παρέμβασης. Οι επιπτώσεις από τη σκληρή επίθεση που εξαπέλυσε
εναντίον της οικογένειας γενικά και της μητέρας ειδικότερα και από τη συνακόλουθη
ενοχοποίησή τους δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί.

Ένα άλλο ρεύμα σχολιαστών της ψυχιατρικής (Eysenck 1960, 1975) υποστηρίζει ότι η
ψυχιατρική όχι μόνο αναλαμβάνει καθήκοντα, στο πλαίσιο της ψυχολογίας, για τα
οποία δεν έχει την αναγκαία εκπαίδευση, αλλά επιπλέον δεν είναι η ίδια ενιαία, όπως οι
άλλες ειδικότητες της ιατρικής, αλλά χωρίζεται σαφώς σε δύο κλάδους που έχουν
ελάχιστη σχέση μεταξύ τους: τον κλάδο της οργανικής ψυχιατρικής και τον κλάδο της
συμπεριφορικής (behavioral) ψυχιατρικής. Στον πρώτο κλάδο, που είναι ο μικρότερος,
ανήκουν «καταστάσεις ψυχιατρικές που προκαλούνται από όγκους, διάφορες βλάβες,
λοιμώξεις και άλλες παρόμοιες καταστάσεις», ενώ στον κατά πολύ μεγαλύτερο δεύτερο
κλάδο ανήκουν διαταραχές της συμπεριφοράς που προκύπτουν από τις συνήθεις
διαδικασίες μάθησης. Δηλαδή αυτό που οι ψυχίατροι θεωρούν ψυχιατρική νόσο στην
πραγματικότητα είναι μαθημένη συμπεριφορά, πράγμα που σημαίνει ότι την
καταλαβαίνουν και την αντιμετωπίζουν καλύτερα οι ψυχολόγοι παρά οι ιατροί. Οι
υποστηρικτές αυτής της άποψης προτείνουν να γίνει πλήρης διαχωρισμός μεταξύ της
οργανικής και της συμπεριφορικής ψυχιατρικής και η πρώτη να παραμείνει στα χέρια
των ιατρικώς εκπαιδευμένων ψυχιάτρων, με κάποια βοήθεια από τους ψυχολόγους,
ενώ η δεύτερη κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος να περιέλθει στην ευθύνη των μη ιατρικώς
εκπαιδευμένων ψυχολόγων. Σήμερα ένας τεράστιος αριθμός ψυχολόγων ασκεί
διαγνωστικό και θεραπευτικό έργο και κανείς δεν ξέρει τι επιπτώσεις έχει αυτό, θετικές
ή αρνητικές, στη δημόσια ψυχική υγεία.

Η ψυχιατρική είναι αδιαμφισβήτητα ένας κλάδος της ιατρικής με κωδικοποιημένη


κλινική πρακτική, ωστόσο μπορεί να τοποθετηθεί και στο σημείο διασταύρωσης μεταξύ
φυσικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Είναι γεγονός ότι η διαφορά στα επιστημονικά
ιδιώματα που χρησιμοποιούν οι φυσικές και οι ανθρωπιστικές επιστήμες δυσχεραίνει
την ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ τους. Κάθε φορά που η ψυχιατρική,
παραβλέποντας αυτή την εύθραυστη ισορροπία, έδινε περισσότερη έμφαση στη μία
από τις δύο αυτές κατευθύνσεις αγνοώντας την άλλη, περιερχόταν σε κατάσταση
επιστημονικής ασφυξίας.

Κατά τις δεκαετίες του 1950-60 σε αρκετά ψυχιατρικά κέντρα παραγωγής και
διαχείρισης της ψυχιατρικής γνώσης η ψυχιατρική φάνηκε να εγκαταλείπει το ρίζωμά
της στη βιολογία και στην πειραματική ιατρική, για να εξελιχθεί σε μια ειδικότητα με
ψυχαναλυτικές βάσεις, κοινωνιολογικό προσανατολισμό και έκδηλη αδιαφορία για τον
εγκέφαλο ως όργανο της ψυχικής δραστηριότητας. Σύντομα ακολούθησε η απόφαση
για αποσύνδεση της ψυχιατρικής από τη νευρολογία, γεγονός που δημιούργησε ένα
πρωτοφανές ιστορικό προηγούμενο στην ιατρική. Η ψυχιατρική έγινε η πρώτη ιατρική
ειδικότητα χωρίς δεσμούς με οποιοδήποτε όργανο ή σύστημα οργάνων. Ακόμη και ο
αναγκαίος χρόνος άσκησης στην Παθολογία και στη Νευρολογία για τη λήψη της
ειδικότητος μειώθηκε στο ελάχιστο, και σε μερικές χώρες για κάποιο διάστημα
καταργήθηκε. Ασθενείς επιληπτικοί, ανοϊκοί, πάσχοντες από ποικίλα οργανικά
ψυχοσύνδρομα, αναπτυξιακά καθυστερημένοι, εξαρτημένοι από ουσίες,
εγκατελείφθησαν από την ψυχιατρική, και τη φροντίδα τους ανέλαβαν άλλες
ειδικότητες. Οι ψυχίατροι έδειχναν μεγάλη συμπόνια και έντονο θεραπευτικό
ενδιαφέρον για όσους παρουσίαζαν υπαρξιακή δυσφορία, χαμηλή αυτοεκτίμηση,
χρόνια αδυναμία να εμπιστευτούν τους άλλους κ.λπ., και έτσι προκλήθηκε πλήρης
σύγχυση, που εν μέρει συνεχίζεται, ως προς το ποιες είναι οι ψυχιατρικές νόσοι και τι
χαρακτηρίζει μια ψυχιατρική νόσο. Πλήθος θεωρητικών παραδοξολογιών εισέβαλαν
362

στην ψυχιατρική εκείνη την εποχή (μεταμοντέρνοι κοινωνιολόγοι, κοινωνικοί


κονστρουκτιβιστές, γνωστικοί σχετικιστές, φεμινιστές, αποδομιστές,
στρουκτουραλιστές, σημειολόγοι), η οποία τελικώς έγινε η ίδια άσυλο χρεωκοπημένων
ιδεολογιών και εκκεντρικών διανοουμένων (Detre 1987).

Με την εφαρμογή στην κλινική πράξη της ψυχοφαρμακολογίας και τη μεταφορά του
κέντρου βάρους από το άσυλο στην Ψυχιατρική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου η
ψυχιατρική άλλαξε σταδιακά πορεία μπαίνοντας πάλι, κατά κάποιον τρόπο, στο ρεύμα
της ιατρικής. Η θέση ότι όλες οι ψυχικές λειτουργίες, ακόμη και οι πολυπλοκότερες,
έχουν την αφετηρία τους σε διεργασίες που επιτελούνται στον εγκέφαλο άρχισε πάλι να
κερδίζει έδαφος και να ισχυροποιείται. Σε αυτό βοήθησαν αρκετά η ραγδαία ανάπτυξη
των νευροεπιστημών, οι σχετικά αποτελεσματικές θεραπείες των μεγάλων ψυχιατρικών
νόσων και νέα κλινικώς έγκυρα και αντικειμενικά κριτήρια για τη διάγνωση των
ψυχιατρικών διαταραχών.
Εντυπωσιακή, αλλά ακόμη όχι ιδιαίτερα καρποφόρος, είναι η γενετική μελέτη
πολλών ψυχιατρικών διαταραχών, κυρίως των συναισθηματικών νόσων και της
σχιζοφρένειας. Βασικές αρχές πάνω στις οποίες εδραιώνεται είναι ότι τα γονίδια και τα
πρωτεϊνικά τους παράγωγα είναι σημαντικοί καθοριστικοί παράγοντες όχι μόνο των
τρόπων που διασυνδέονται μεταξύ τους οι νευρώνες στον εγκέφαλο αλλά επίσης και
των λεπτομερειών της λειτουργίας τους (Kendel 1998). Μεταβολές στην έκφραση των
γονιδίων που προκαλούνται μέσα από τη διαδικασία μάθησης προκαλούν μεταβολές
των τρόπων νευρωνικής σύνδεσης. Έτσι η αποτελεσματικότητα στην παρατεταμένη
τροποποίηση της συμπεριφοράς με τις περιβαλλοντικές κοινωνικές ή
ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις επιτυγχάνεται μέσα από μαθησιακές διαδικασίες οι
οποίες προκαλούν μεταβολές στη γονιδιακή εκφραστικότητα, που με τη σειρά τους
προκαλούν μεταβολές σε εκείνες τις συναπτικές συνδέσεις που είναι υπεύθυνες γι'
αυτές τις συμπεριφορές. Βέβαια μεταβολές των γονιδίων δεν είναι δυνατόν από μόνες
τους να εξηγήσουν ολόκληρη τη φαινομενολογία μιας ψυχιατρικής διαταραχής,
αντιθέτως μόνο ένα μικρό μέρος εξηγούν, και αυτό ίσως είναι το πιο αδύνατο σημείο
αυτής της επιχειρηματολογίας.
Σήμερα ορισμένοι ψυχίατροι έχουν φθάσει στο σημείο να υποστηρίζουν ότι η
ψυχιατρική πρέπει πάλι να συγχωνευθεί με τη νευρολογία ή να δημιουργηθεί αυτό που
άλλοι ονομάζουν κλινική νευροεπιστήμη και άλλοι νευροψυχιατρική. Η
νευροψυχιατρική, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της (Sachdev 2002), ως αναδυόμενη
ιατρική ειδικότητα, μπορεί να εφαρμόζει καλύτερα τις νευροεπιστημονικές αρχές στις
ψυχιατρικές νόσους, συσχετίζοντας τη λειτουργία του εγκεφάλου με τη συμπεριφορά
στην υγεία και στη νόσο. Το πεδίο της με βάση αυτόν τον ορισμό, το να ασχολείται
δηλαδή με ψυχιατρικούς ασθενείς που πάσχουν από σαφείς διαταραχές του ΚΝΣ, θα
είναι οπωσδήποτε περιορισμένο: άνοιες, ντελίρια, οργανικά ψυχοσύνδρομα, σύνδρομα
από ουσίες, ψυχιατρικές διαταραχές στους πάσχοντες από νευρολογικές νόσους κ.λπ.

Τόσο από άποψη επιστημονική και νοσολογική όσο και από άποψη επαγγελματική ήδη
από τα μέσα του 20ου αιώνα η ψυχιατρική άρχισε να διακλαδίζεται σε υποειδικότητες.
Αυτές οι εξελίξεις έλαβαν χώρα αρχικά στις ΗΠΑ και ακολούθησαν οι άλλες χώρες. Η
Παιδοψυχιατρική εμφανίσθηκε πρώτη την δεκαετία του 1950. Κατά την δεκαετία του
1990 εμφανίσθηκαν οι υποειδικότητες της Ψυχογηριατρικής, της Ψυχιατρικής των
εξαρτήσεων και της Ψυχιατροδικαστικής. Η Κλινική Νευροφυσιολογία και η Ιατρική του
Πόνου εμφανίσθηκαν λίγο αργότερα, και το 2002 η Συμβουλευτική-Διασυνδετική
ψυχιατρική αναδείχθηκε στην έβδομη υποειδικότητα της ψυχιατρικής αφού
μετωνομάσθηκε σε Ψυχοσωματική Ιατρική. Είναι αλήθεια ότι το ψυχιατρικό πεδίο είναι
πολύ εκτεταμένο και αυτή η διακλάδοση της ψυχιατρικής σε υποειδικότητες φαίνεται
δικαιολογημένη παρά τις επιφυλάξεις για τον θρυματισμό της ειδικότητας.

Η έννοια της νόσου και η έννοια της ψυχικής νόσου. Το μεγάλο μειονέκτημα της
έννοιας της νόσου στην ιατρική είναι ότι δεν περιλαμβάνει μια σαφή περιγραφή της
363

έννοιας της υγείας. Οι σύγχρονοι ορισμοί της υγείας περιστρέφονται γύρω από
αόριστες εκφράσεις όπως «κατάσταση πλήρους φυσικής, ψυχικής και κοινωνικής
ευεξίας». Από ιστορική άποψη φαίνεται πιθανόν ότι η έννοια της νόσου ξεκινάει από
την προσπάθεια του ανθρώπου να δώσει κάποια εξήγηση στο υποφέρειν, στη φυσική
αδυναμία και στην ανικανότητα. Ήδη από την εποχή των προσωκρατικών η υγεία
εννοιοποιείται διά της νόσου. «Νούσος υγείαν εποίησεν» γράφει ο Ηράκλειτος, και ο
Ιπποκράτης αντιλαμβάνεται την υγεία ως απουσία νόσου. Η σωματική υγεία δεν
φανερώνεται τόσο χαρακτηριστικά όσο η σωματική νόσος, αφού ο άνθρωπος, όταν
είναι υγιής, δεν θέτει πρόβλημα υγείας γιατί δεν σκέφτεται ούτε την υγεία ούτε τη νόσο.
Ωστόσο το θέμα δεν είναι τόσο απλό, διότι πολλοί άνθρωποι που κρίνονται ως
ασθενείς ούτε υποφέρουν ούτε διαμαρτύρονται, διότι δεν αντιλαμβάνονται κάποιο
σύμπτωμα. Είναι δυνατόν μάλιστα τελείως υγιείς, φαινομενικώς, άνθρωποι να
πεθάνουν αιφνιδίως χωρίς προειδοποίηση, αφού η πάθησή τους εκδηλώνεται με τον
θάνατο ως πρώτο σύμπτωμά της.
Η «ομοιόσταση» και η «προσαρμογή του σώματος στο περιβάλλον» είναι
θεμελιωδώς απαραίτητες για τη ζωή. Με την προϋπόθεση αυτή, η νόσος εκφράζει μια
μεταβολή των ομοιοστατικών μηχανισμών του σώματος που παρακωλύει τις
φυσιολογικές λειτουργίες και καθιστά τον οργανισμό λιγότερο ικανό να προσαρμοστεί
στις μεταβολές του περιβάλλοντος, προκαλώντας έτσι μορφολογικές, βιοχημικές και
λειτουργικές βλάβες. Όπως έλεγε ο Βίρχωβ, «νόσος είναι η φυσιολογία μετ’ εμποδίων».
Ωστόσο αυτό δεν είναι μια περιγραφή της έννοιας της νόσου αλλά μια γενικευτική
ερμηνεία της αιτιολογίας της.

Το μειονέκτημα της αδυναμίας ορισμού της υγείας και της χρησιμοποίησης της έννοιας
της νόσου για την κατανόησή της γίνεται ακόμη μεγαλύτερο στην ψυχιατρική, στην
οποία το θεμελιώδες ερώτημα που τίθεται σε θέματα μελέτης της ανθρώπινης
ψυχοπαθολογίας –η διάκριση μεταξύ παθολογικού και φυσιολογικού– είναι εξόχως
πολυπλοκότερο από ό,τι στη σωματική ιατρική. Είναι μυστηριώδη τα σύνορα μεταξύ
υγείας και νόσου, αλλά περισσότερο μυστηριώδη είναι τα σύνορα μεταξύ ψυχικής
υγείας και ψυχικής νόσου.

Η κλασική ελληνική αντίληψη της ψυχικής νόσου συνίστατο στην πίστη ότι η τρέλα είχε
υπερφυσικές αιτίες και ότι την προκαλούσαν δύο φοβερές θεές, η Μανία και η Λύσσα,
σταλμένες από τους θεούς. Περιγράφονταν οι ψυχιατρικές διαταραχές με όρους όπως
μανία, φρενίτις, μελαγχολία, παραφροσύνη, παράνοια κ.λπ. Στον Όμηρο δεν υπάρχει
περιγραφή κάποιας ψυχικής νόσου, αν και παρουσιάζονται ψυχοπαθολογικές
καταστάσεις, όπως εκείνη του Αίαντα. Πιθανόν ο φόβος έκπτωσης από την κοινωνική
τάξη να έχει την έννοια της νόσου, αφού οι μεσογειακές κουλτούρες της αρχαιότητας
έδιναν σημασία στην ντροπή, αντίθετα από άλλες κουλτούρες που έδιναν σημασία
στην ενοχή. Η ύβρις (η αλαζονεία, η αυθάδεια) είναι βαρύτατο ολίσθημα που μπορεί
να διαταράξει βαθιά την ψυχή του ανθρώπου, αφού θα επιφέρει αναπόφευκτα την
τιμωρία. Στην περίπτωση του Αίαντα η ύβρις οδηγεί τον ήρωα σε βίαιη συμπεριφορά,
το αποτέλεσμα της οποίας (η σφαγή ενός κοπαδιού προβάτων), όντας εξευτελιστικό
για τον ίδιο, τον ωθεί εντέλει στην αυτοκτονία. Στην περίπτωση του Ηρακλή η
προοδευτική εκδήλωση της τρέλας, την οποία προκάλεσε η θεά Λύσσα, τον οδηγεί
στον φόνο των παιδιών του. Το θέατρο επίσης, μέσα από την αναπαράσταση
ψυχοπαθολογικών καταστάσεων, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη λύτρωση ή κάθαρση του
θεατή από τα έντονα και οδυνηρά συναισθήματα μέσω ενός μηχανισμού που ο
Αριστοτέλης περιέγραψε ως «έλεος» και «φόβο». Στις Βάκχες το κύριο θέμα είναι η
σύγχυση ταυτότητας. Στις Ευμενίδες η βιαιότητα και η μητροκτονία. Η Μήδεια
περιστρέφεται γύρω από το θέμα του απελπισμένου έρωτα που έχει ως καταστροφική
κατάληξη την παιδοκτονία. Η ιουδαϊκή αντίληψη για την αιτιοπαθογένεια της ψυχικής
νόσου είναι επίσης καθαρά θεοκρατική: «Ο Θεός θα τιμωρήσει εκείνους που
παραβιάζουν τις εντολές του με τρέλα, τύφλωση (πραγματική ή πνευματική;) και
σταμάτημα της καρδιάς». Η ιπποκρατική ιατρική, αποδίδοντας τις ψυχικές νόσους,
364

όπως όλες τις νόσους, σε ανισορροπία των τεσσάρων χυμών του σώματος, εγκαινίασε
την απόσπαση της αιτιοπαθογένειας από θεοκρατικές αντιλήψεις και έδωσε μια ώθηση
στην ιατρική σκέψη, οι συνέπειες της οποίας συνεχίζονται μέχρι σήμερα.

Η αντίληψη των Τριών Κόσμων των Popper και Eccless (1977), αν και προσδίδει
ενδιαφέρουσα διάσταση στη μελέτη των ψυχικών και ψυχιατρικών φαινομένων, παρά
το ότι δεν έχει αξιοποιηθεί σοβαρά όπως φαίνεται στη βιβλιογραφία, δεν παύει να είναι
μια φιλοσοφική και ιδεολογική εκδοχή του ζητήματος, ίσως η τελευταία, καθώς η
απόλυτη αθεωρητικοκρατία κυριαρχεί σήμερα στην ιατρική και στην ψυχιατρική.
Κόσμος Ι είναι ο κόσμος των υλικών σωμάτων και πραγμάτων. Κόσμος ΙΙ είναι ο
ψυχολογικός κόσμος των ψυχικών και πνευματικών καταστάσεων. Εδώ ανήκουν και οι
ψυχιατρικές διαταραχές, οδυνηρές, εξαντλητικές και εξόχως προβληματικές. Κόσμος ΙΙΙ
είναι ο κόσμος των ανθρώπινων κατασκευασμάτων όπως οι θεσμοί, τα μυθιστορήματα
και τα θεατρικά έργα, τα οποία, μολονότι αφηρημένα, είναι και πραγματικά. Θα έλεγε
κανείς ότι τα ψυχικά και ψυχιατρικά φαινόμενα δεν ανήκουν μόνο στον Κόσμο ΙΙ, όπως
προτείνουν οι Popper και Eccless, αλλά και στους τρεις, αφού χωρίς αμφιβολία έχουν
τις ρίζες τους στον πρώτο, αλλά οπωσδήποτε μέσα από ποικίλους δρόμους διαχέονται
και στον τρίτο, τον οποίο διαμορφώνουν καθοριστικά.

Το ψυχικώς φυσιολογικό και το ψυχοπαθολογικό έχουν διαφορετικές όψεις, αναλόγως


της σκοπιάς από την οποία θα εξετασθούν. Υπάρχουν ποικίλα κριτήρια αξιολόγησής
τους, με την έννοια ότι ο φυσιολογικός άνθρωπος διαθέτει ένα συνολικό προφίλ διά του
οποίου εκφράζονται μια σειρά ιδιότητες. Η αντοχή και η προσαρμοστικότητα σε
δυσφοριογόνες καταστάσεις και στην ψυχοκαταπόνηση, η συμμετοχή στις
δραστηριότητες της κοινωνικής ζωής, ο τρόπος που εκφράζεται η σεξουαλική επιθυμία
και το είδος του σεξουαλικού αντικειμένου που επιλέγεται, ο βαθμός αυτοεκτίμησης και
αισιοδοξίας σε συνάρτηση και με τις περιστάσεις, ο βαθμός ανεξαρτησίας στις
διαπροσωπικές σχέσεις αλλά και στις σχέσεις με την εξουσία, η ικανότητα οργάνωσης
και ελέγχου του εαυτού και του περιβάλλοντος και λήψης αποφάσεων πάνω στις
προβληματικές καταστάσεις που δημιουργούνται, ώριμοι μηχανισμοί άμυνας (χιούμορ,
προβλεπτικότητα, αλτρουισμός, δυνατότητα στέρησης) είναι ενδιαφέρουσες και
οπωσδήποτε αξιολογήσιμες ιδιότητες. Ωστόσο και αυτές είναι ρευστές και
επαμφοτερίζουσες. Π.χ. ο σχιζοφρενής είναι αποσυρμένος από την κοινωνική ζωή,
αλλά κάθε αποσυρμένος από την κοινωνική ζωή δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι είναι
ψυχικώς ασθενής και μάλιστα σχιζοφρενής.

Η κοινωνική διάσταση της ομαλότητας αναφέρεται στην άκρως επισφαλή και


συνήθως πεπλανημένη αντίληψη που έχει η κοινωνία για το φυσιολογικό, το οποίο δεν
είναι τίποτε περισσότερο από τη συμμόρφωση και υποταγή του ατόμου στις
συμβατικές και καθιερωμένες κοινωνικές αξίες και συμπεριφορές. Ο κοινός άνθρωπος
είναι δύσκολο να πιστέψει ότι κάποιος που δεν παραφέρεται και διατηρεί έναν
αποδεκτό εξωτερικό τρόπο συμπεριφοράς μπορεί να έχει κάποια ψυχική διαταραχή,
και το αντίστροφο. Ακόμη περισσότερο ασταθές είναι το κοινωνικό κριτήριο, αφού οι
κοινωνίες των ανθρώπων δεν έχουν ενιαία κουλτούρα ούτε από γεωγραφική ούτε από
ιστορική (διαχρονική) άποψη. Η κοινωνική αποδοκιμασία καθεαυτήν δεν μπορεί να
είναι κριτήριο νόσου.
Η έννοια της ψυχικής νόσου έχει δεχθεί, και συνεχίζει να δέχεται, πολύ
περισσότερες και ισχυρότερες κοινωνικές και πολιτιστικές επιδράσεις από ό,τι η έννοια
της σωματικής νόσου, με αποτέλεσμα να υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες στη μελέτη της.
Από τη μαγικοθεοκρατική και δαιμονολογική αντίληψη της ψυχικής νόσου μέχρι την
εγκατάσταση μιας ιατρικής φυσιοκρατικής περιγραφής και αντιμετώπισης των
ψυχιατρικών καταστάσεων μεσολαβούν περίοδοι στις οποίες κυριαρχούν ηθικές,
κοινωνικές, ακόμη και ποικίλες ιδεολογικοπολιτικές θεωρίες για την ερμηνεία της
ψυχικής νόσου οδηγώντας συχνά σε μεγάλες ταλαιπωρίες και οδύνες τους ασθενείς.
365

Η κλινική διάσταση της ψυχοπαθολογίας ή της ομαλότητας προκύπτει από την


ιατρική διαγνωστική διαδικασία, η οποία όμως είναι έγκυρη μόνον όταν ανιχνεύσει
ψυχιατρική συμπτωματολογία. Δεν είναι αμελητέος ο αριθμός των περιπτώσεων που η
κλινική ψυχιατρική εξέταση αδυνατεί να ανιχνεύσει υπάρχουσα ψυχοπαθολογία και το
χειρότερο, η διαγνωστική συμφωνία μεταξύ των κλινικών ψυχιάτρων είναι πράγματι
πολύ μικρή, ιδιαίτερα στις πλέον διαδεδομένες νευρωσικές διαταραχές και στις
διαταραχές της προσωπικότητας.

Η υποκειμενική διάσταση της ψυχοπαθολογίας ή της ομαλότητας εκδηλώνεται από


την υποκειμενική αίσθηση παρουσίας ή μη ψυχιατρικής συμπτωματολογίας. Ωστόσο
πολλοί πάσχοντες από ψυχιατρικές διαταραχές δεν αναφέρουν ψυχιατρική
συμπτωματολογία είτε επειδή πιστεύουν ότι αυτό είναι βλαπτικό για τις διαπροσωπικές
τους σχέσεις και την κοινωνική τους υπόσταση, είτε επειδή έχουν μικρού ή μεγάλου
βαθμού έλλειψη επίγνωση της καταστάσεως τους, ή εναισθησίας (insight), όπως
συμβαίνει κυρίως στις ψυχώσεις αλλά και σε άλλες διαταραχές.

Η νόσος ως βλάβη. Η βάση αυτής της άποψης έγκειται στο ότι κάθε νόσος έχει μία
αιτία που λειτουργεί ως αναγκαία και ικανή συνθήκη για την πρόκλησή της και
καταλήγει στη διαμόρφωση μιας βιολογικής βλάβης. Το πλεονέκτημα αυτής της
προσέγγισης είναι ότι παρέχει ένα αντικειμενικό και συχνά αξιόπιστο κριτήριο το οποίο
δεν εξαρτάται από τις ρευστές και αστάθμητες προτιμήσεις της κοινωνίας ούτε από τις
θεραπευτικές μόδες της εκάστοτε εποχής, και ταυτοχρόνως ενσωματώνει τουλάχιστον
μια μερική ερμηνεία των συμπτωμάτων του ασθενούς. Το μειονέκτημα είναι ότι
ψυχοπαθολογικές καταστάσεις των οποίων η βιολογική βλάβη είναι ακόμη άγνωστη
δεν μπορούν, σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, να θεωρηθούν νόσοι. Ένα άλλο
μειονέκτημα είναι ότι δεν είναι πάντοτε σαφές τι είναι αυτό που στοιχειοθετεί μια βλάβη,
πού τελειώνει το φυσιολογικό και πού αρχίζει το παθολογικό. Καθώς όμως γινόταν
φανερό ότι μια μεγάλη ομάδα αλληλεπιδρώντων παραγόντων, εσωτερικών και
εξωτερικών, συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της νόσου, προέκυψε η ανάγκη
χαρακτηρισμού κάποιου παράγοντα ως αιτιολογικού και των υπολοίπων ως
«παραγόντων που συμβάλλουν στην επιδείνωση», πράγμα που ενέχει σοβαρά
στοιχεία αυθαιρεσίας. Κατά τη δεκαετία του ’60 η έννοια της «βλάβης» και της συνοδού
της, της μιας αιτίας, είχε σχεδόν τελείως απαξιωθεί (Kendel 1975). Η προσπάθεια η
ψυχική νόσος να ενταχθεί και να ερμηνευθεί μέσα σε αποκλειστικώς βιολογικά πλαίσια
έχει αποτύχει παταγωδώς, παρά τις προσπάθειες που γίνονται κάθε φορά που
εμφανίζονται καινούργιες επιστημονικές μέθοδοι έρευνας, τεχνικές και βιολογικές
θεραπείες.

Η στατιστική διάσταση της ομαλότητας εκφράζει αυτό το οποίο συναντάται στην


πλειονότητα του πληθυσμού και ανταποκρίνεται στον μέσο όρο, δηλαδή αντανακλά την
κλασική κωδωνοειδή βιολογική κατανομή τής υπό μελέτην ψυχικής ιδιότητος ή του
ψυχιατρικού συμπτώματος. Οτιδήποτε βρίσκεται στα άκρα αυτής της καμπύλης δεν
είναι φυσιολογικό. Πόσο είναι δυνατόν να παραπλανήσει το στατιστικό κριτήριο
φαίνεται από την κατανομή της ευφυΐας στον γενικό πληθυσμό, όπου τόσο οι
διανοητικώς καθυστερημένοι όσον και οι υπερευφυείς βρίσκονται στα άκρα της
καμπύλης και επομένως οι υπερευφυείς πληθυσμοί θα έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως
παθολογικοί μαζί με τους διανοητικώς καθυστερημένους.

Η άποψη της βιολογικής μειονεκτικότητας. Η μελέτη της επιδημιολογικής διάστασης


της ομαλότητας ισχυροποιήθηκε όταν ο Scadding (1967) προσπάθησε να δώσει έναν
ορισμό της νόσου όχι με βάση την αιτιολογία ή την αναζήτηση της βλάβης, αλλά με
βάση τις συνέπειές της σε πληθυσμιακές ομάδες. Κατά την άποψή του νόσος, όπως
και κάθε απόκλιση από το φυσιολογικό, είναι ένα σύνολο από ανώμαλα φαινόμενα που
παρουσιάζονται σε μια ομάδα ατόμων και τα διαφοροποιούν από τα άλλα μέλη του
γενικού πληθυσμού κατά το ότι τα βάζουν σε θέση αυτού που ονόμασε βιολογική
366

μειονεξία. Ως βασικά χαρακτηριστικά της βιολογικής μειονεξίας θεώρησε την αυξημένη


θνησιμότητα ή/και τη μειωμένη γονιμότητα αυτών των ομάδων. Αυτός ο ορισμός
απορρίπτει την έννοια της βλάβης και είναι ανεξάρτητος από το αν ο ασθενής
παραπονείται για συμπτώματα ή υποφέρει. Η αντίληψη της «βλάβης» αγνοούσε όλους
τους παράγοντες του περιβάλλοντος εκτός από εκείνους που θεωρούσε παθογόνους,
αλλά το κριτήριο της βιολογικής μειονεξίας αποδίδει στο περιβάλλον, φυσικό και
κοινωνικό, έναν πολύ ισχυρό ρόλο.
Όσον αφορά τη γονιμότητα, οι ψυχωτικοί ασθενείς, κυρίως οι σχιζοφρενείς,
παραμένουν χωρίς παιδιά σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από ό,τι συμβαίνει στον
γενικό πληθυσμό, ακόμη και αν παντρευτούν, πράγμα που επίσης συμβαίνει πολύ
λιγότερο συχνά από ό,τι στον γενικό πληθυσμό. Το ίδιο, αν και σε μικρότερο βαθμό,
έχει παρατηρηθεί και σε άλλες κατηγορίες ψυχικώς πασχόντων, όπως στους
πάσχοντες από σεξουαλικές διαταραχές ή εκτροπές, στις ψυχοπαθητικές
προσωπικότητες, ακόμη και στους νευρωσικούς, αν και σε αυτήν τη διαγνωστική
κατηγορία δεν υπάρχουν τόσο σαφή στοιχεία (Kendel 1975). Όσον αφορά τη
θνησιμότητα, έχει βρεθεί σε αρκετές εργασίες ότι η θνησιμότητα των νοσηλευομένων
σε ψυχιατρικά ιδρύματα είναι 4 έως 10 φορές μεγαλύτερη εκείνης του γενικού
πληθυσμού, αλλά αυτό σε μεγάλο βαθμό θα πρέπει να αποδοθεί στις κακές συνθήκες
διαβίωσης των ασθενών. Ωστόσο και άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι γενικώς οι
σχιζοφρενείς, και εκτός των ψυχιατρείων, έχουν υψηλή θνησιμότητα. Αλλά και στον
γενικό ψυχιατρικό πληθυσμό έχει βρεθεί ότι η θνησιμότητα είναι περίπου διπλάσια του
γενικού πληθυσμού. Στους πάσχοντες από μανιοκαταθλιπτική νόσο ένα 15% πεθαίνει
πρόωρα με αυτοκτονία, ενώ στις εξαρτήσεις από ουσίες (αλκοόλ, νικοτίνη, ηρωίνη
κ.λπ.) η θνησιμότητα είναι πολύ υψηλή.
Η σημασία της άποψης της βιολογικής μειονεξίας βρίσκεται και στο ότι δίδει μια
απάντηση στην κλασική αντιψυχιατρική επιχειρηματολογία ότι δεν υπάρχει ψυχική
νόσος. Οι ψυχιατρικές νόσοι είναι πράγματι νόσοι, διότι οι ομάδες ανθρώπων που
πάσχουν από αυτές παρουσιάζουν υψηλή θνησιμότητα και χαμηλή
αναπαραγωγικότητα, δηλαδή βρίσκονται σε κατάσταση βιολογικής μειονεκτικότητας.
Τουλάχιστον ένα αξιόλογο τμήμα της περιοχής που καλύπτει η ψυχιατρική νοσολογία
εκπληρώνει τα ίδια κριτήρια που απαιτούνται και για τις σωματικές νόσους. Ωστόσο
ένας μεγάλος αριθμός καταστάσεων που οι ψυχίατροι θεωρούν νόσους δεν καλύπτουν
ικανοποιητικά αυτά τα κριτήρια. Αυτό σημαίνει ότι το πεδίο των ορίων και των ευθυνών
της ψυχιατρικής είναι δυνατόν να διαμορφωθεί με βάση, μεταξύ άλλων, και αυτά τα
κριτήρια.

Η έννοια του θεραπευτικού ενδιαφέροντος. Ο Kräupl Taylor (1971) εισήγαγε την


έννοια του «θεραπευτικού ενδιαφέροντος» ως ικανής και αναγκαίας συνθήκης για τον
χαρακτηρισμό μιας καταστάσεως ως νόσου. Κατά τον συγγραφέα, το «θεραπευτικό
ενδιαφέρον» είναι δυνατόν να εγερθεί είτε από τον πάσχοντα είτε από το κοινωνικό του
περιβάλλον. Όμως η εξίσωση της νόσου με το «θεραπευτικό ενδιαφέρον» υποδηλώνει
ότι κανείς δεν μπορεί να είναι ασθενής εκτός αν αναγνωρισθεί ως τέτοιος και έτσι οι
ιατροί και η κοινωνία αποκτούν, στον τομέα κυρίως της ψυχιατρικής, απόλυτη εξουσία
στο να ονομάζουν, π.χ., ασθενείς όλους τους διαφορετικούς, ανοίγοντας έτσι την πόρτα
σε αυθαιρεσίες και καταχρήσεις της ψυχιατρικής.

Μοντέλα ερμηνείας της υγείας και της νόσου. Τα σύγχρονα επιστημονικά μοντέλα
ερμηνείας της αιτιοπαθογένειας της ψυχικής υγείας και της νόσου είναι δύο, το
βιοϊατρικό και το βιοψυχοκοινωνικό. Με την προοδευτική ωρίμανση της ψυχιατρικής
κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, άρχισαν να κυριαρχούν θεωρίες σωματικές,
κληρονομικές και κοινωνικοπολιτιστικές στο πλαίσιο της προσπάθειας για την
οργάνωση μιας συγκροτημένης αντίληψης περί την αιτιοπαθογένεια, τη θεραπεία και
την ερμηνεία των ψυχιατρικών διαταραχών. Η μεταξύ τους αντιπαλότητα ήταν ισχυρή
και, καθώς ήσαν συναρτημένες με τις τρέχουσες πολιτικοφιλοσοφικές ιδεολογίες, οι
οπαδοί της μιας θεωρίας απέκλειαν τις άλλες, πολλές φορές με φανατισμό. Σήμερα,
367

παρά το ότι τείνουν να συγχωνευθούν σε ένα βιοψυχοκοινωνικό σύστημα ερμηνείας


των ψυχιατρικών νόσων, υπάρχουν ακόμη δυσκολίες στη συνεργασία μεταξύ της
κλασικής κλινικής ιατρικής και της βιοψυχοκοινωνικής προσέγγισης.

Βιοϊατρικό μοντέλο. Σύμφωνα με αυτό το ερμηνευτικό μοντέλο ο βιολογικός παράγων


καθορίζει την αιτία και τη δομή της διαταραχής, είναι το θεμελιώδες υπόστρωμα, ενώ οι
πολιτιστικοί και κοινωνικοί παράγοντες στην καλύτερη περίπτωση διαμορφώνουν την
εξωτερική της έκφραση, είναι τα επιφαινόμενα. Το βιοϊατρικό μοντέλο διογκώνει τις
βιολογικές διαστάσεις και μειώνει τη σημασία των πολιτιστικών διαστάσεων της
ψυχιατρικής νόσου. Ο καρτεσιανός δυϊσμός, η έννοια της χαλασμένης μηχανής,
βρίσκονται στα θεμέλια του βιοϊατρικού μοντέλου. Η ιατρική πρακτική που προκύπτει
από μία τέτοια αντίληψη βασίζεται σε μια περιορισμένη προσέγγιση και δεν είναι πολύ
αποτελεσματική όχι μόνο στην προαγωγή και διατήρηση της καλής υγείας αλλά
αρκετές φορές και στη θεραπεία της ψυχικής νόσου. Το κλασικό βιοϊατρικό μοντέλο δεν
καλύπτει όλες τις συνέπειες της νόσου, κυρίως εκείνες που προκαλούν μετατοπίσεις
της ψυχοκοινωνικής κατάστασης του ασθενούς που οδηγούν σε βαθμούς
ανικανότητας. Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, στο πλαίσιο του βιοϊατρικού μοντέλου
και με στόχο τη βελτίωσή του (Minaire 1992), έχει προτείνει τα μοντέλα «επιδείνωση,
ανικανότητα, αναπηρία» (impairement, disability, handicap), «καταστασιακή αναπηρία»
(situational handicap) και «ποιότητα ζωής» (quality of life), και μερικά από αυτά, όπως
το τελευταίο, εισέρχονται σταδιακά στη χρήση.

Βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο. Σύμφωνα με αυτό το ερμηνευτικό μοντέλο, που


διατυπώθηκε κατά τρόπο συστηματικό από τον Engel (1977, 1980), κάθε νόσος έχει
βιολογικές, ψυχολογικές και κοινωνικές διαστάσεις. Θεμελιώδης διατύπωση αυτού του
μοντέλου είναι ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ένα ενοποιημένο σύνολο απαρτιζόμενο
από πολλά διαφορετικά συστήματα. Το νοσείν και το ιάσθαι είναι ουσιώδη στοιχεία της
αυτοοργάνωσης του οργανισμού και αφού η ψυχή αναπαριστά μεγάλο μέρος της
δυναμικής αυτής της αυτοοργάνωσης, το νοσείν και το ιάσθαι είναι στην
πραγματικότητα και ψυχικές διεργασίες. Επειδή η ψυχική δραστηριότητα είναι
πολυεπίπεδο σύστημα διεργασιών, οι περισσότερες από τις οποίες επιτελούνται στο
ασυνείδητο, οι άνθρωποι δεν είναι πάντοτε πλήρως ενήμεροι του πώς εισέρχονται και
πώς εξέρχονται από τη νόσο, αλλά αυτό δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι η νόσος, ακόμη
και η σωματική, είναι κατά μέγα μέρος ψυχικό φαινόμενο. Όλα τα νοσήματα είναι
βιοψυχοκοινωνικά φαινόμενα με κεντρικούς άξονές τους τα σωματικά συμπτώματα και
σημεία, τις προσαρμοστικές ικανότητες του ασθενούς στο φυσικό και στο κοινωνικό
περιβάλλον, τις τυχόν προϋπάρχουσες διαταραχές της ψυχοσυναισθηματικής
ανάπτυξης και τις διαταραχές στην οργάνωση της προσωπικότητας, τη μείζονα ή
ελάσσονα ψυχιατρική συμπτωματολογία, τις ψυχοκοινωνικές κρίσεις και την
ψυχοκαταπόνηση, που προηγούνται και έπονται της νόσου. Ωστόσο ακριβείς και
πειστικές διατυπώσεις και ιδέες περί της αλληλεπιδράσεως μεταξύ ψυχολογικών,
κοινωνικών και βιολογικών στοιχείων αυτό το μοντέλο δεν έχει προσφέρει ακόμη.
Η σημαντικότερη ερμηνευτική συμβολή του βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου είναι η
αναγνώριση ότι κάθε ασθενής αποτελείται από και συμμετέχει σε πολλαπλά
συστήματα. Ως μέλος του συστήματος της οικογένειας, για παράδειγμα, πρέπει να
αισθάνεται συγκεκριμένες υποχρεώσεις και ευθύνες (π.χ. η σκληρή μισθωτή εργασία
για βιοπορισμό). Αυτές οι ευθύνες μπορεί να τον οδηγήσουν σε τόσο έντονες
δραστηριότητες, ώστε τελικώς να διασπασθεί μια σειρά βιολογικών διεργασιών στα
όργανα και τους ιστούς του, διάσπαση η οποία μπορεί να εκδηλωθεί ως σωματική
νόσος. Αυτό μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόσυρσή του από το κοινωνικό σύστημα
στο οποίο ανήκει (π.χ. εισαγωγή σε νοσοκομείο) και αυτή η κοινωνική απομόνωση και
η οργανική ακινητοποίηση είναι δυνατόν να δημιουργήσουν ψυχολογικές διαταραχές
στο σύστημα που συνιστά ο ίδιος ως πρόσωπο.
Η αναγκαιότητα της βιοψυχοκοινωνικής προσέγγισης στην ιατρική πρακτική
προκύπτει από τη στενή σχέση μεταξύ ψυχοκοινωνικών και νευροφυσιολογικών
368

παραγόντων στη διαμόρφωση της αιτιολογίας και της παθογένεσης σωματικών και
ψυχιατρικών διαταραχών. Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει καλύτερη κατανόηση της
νόσου, σωματικής και ψυχικής, αλλά προϋποθέτει συνολική γνώση του νοσούντος
ανθρώπου, της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει και των περιστάσεων της ζωής
του. Η βιοψυχοκοινωνική ιατρική προσέγγιση αντιπροσωπεύει οπωσδήποτε μια
σημαντική πρόοδο σε σχέση με το βιοϊατρικό μοντέλο –το οποίο ωστόσο χρησιμοποιεί
ως άξονά της–, επειδή υπερέχει όσον αφορά τον χαρακτήρα της φροντίδας προς τον
ασθενή, φροντίδα η οποία είναι πλήρης, ολοκληρωμένη και απαρτιωτική. Όταν η
ιατρική καταφέρει να συσχετίσει τη μελέτη των βιολογικών διαδικασιών της νόσου με τη
γενική σωματική και ψυχολογική κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού και του
περιβάλλοντός του, φυσικού και κοινωνικού, θα πετύχει ανωτέρου επιπέδου πρόληψη
και φροντίδα.
Η έννοια της ψυχικής υγείας ως δυναμικής ισορροπίας μεταξύ ποικίλων
βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων είναι συμβατή όχι μόνο με τη
σύγχρονη αντίληψη της ζωής, αλλά επίσης με πολλά παραδοσιακά μοντέλα της υγείας,
του νοσείν και του θεραπεύειν, μεταξύ των οποίων η ιπποκρατική παράδοση, που είναι
ακόμη πολύ ζωντανή στον ανατολικό ισλαμικό κόσμο με το όνομα γιουνάνι (Ιωνία), και
η κλασική κινεζική ιατρική. Και σε αυτά τα παραδοσιακά μοντέλα η έννοια της
δυναμικής ισορροπίας αναγνωρίζει την ύπαρξη «θεραπευτικών δυνάμεων» εγγενών σε
κάθε ζωντανό οργανισμό, δηλαδή την εγγενή τάση του οργανισμού να αποκαθιστά την
ισορροπία του όταν αυτή διαταράσσεται. Μπορεί να το κάνει αυτό με το να επιστρέφει,
λίγο ή πολύ, στην αρχική προ της νόσου κατάσταση μέσα από διαδικασίες
αυτοδιατήρησης. Παραδείγματα αυτού του φαινομένου είναι οι ελάσσονες νόσοι που
αποτελούν μέρος της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, οι οποίες συνήθως
αυτοϊώνται. Ο οργανισμός μπορεί ακόμη να περνάει διαδικασίες αυτοϋπέρβασης (self-
transcendence) και αυτομεταμόρφωσης (self-transformation), που περιλαμβάνουν
στάδια βιοψυχοκοινωνικών κρίσεων και μεταβάσεων (transitions) και οδηγούν σε
καινούργιες καταστάσεις ισορροπίας.

Η μελέτη της αιτιοπαθογένειας, η διάγνωση, η θεραπεία και η πρόληψη των


ψυχιατρικών διαταραχών βρίσκονταν κάτω από την επίδραση της νεορομαντικής
ψυχοδυναμικής νοοτροπίας που κυριάρχησε κατά τον 19ο και το μεγαλύτερο μέρος του
20ού αιώνα και εκφράστηκε κυρίως μέσα από τις ποικίλες ψυχαναλυτικές και
παραψυχαναλυτικές σχολές και σε μικρότερο βαθμό από την πραγματοκρατική
βιομπηχαβιοριστική νοοτροπία. Η επίδραση αυτή είχε θετικές και αρνητικές επιπτώσεις.
Κατά την παρούσα περίοδο που το εκκρεμές απομακρύνεται από το ψυχοκοινωνικό
μοντέλο και πορεύεται ταχέως προς το βιοϊατρικό, καλό είναι να προσμετρηθούν τα
κέρδη και οι ζημιές που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν. Στο μεταξύ, η σύγχρονη
εμμονή στην ερμηνευτική αξία ασήμαντων βιολογικών συντελεστών που προκύπτουν
από τη θριαμβευτική πορεία της βιολογικής έρευνας, και η αποδυνάμωση της
ψυχοδυναμικής και ψυχοκοινωνικής οπτικής ενδέχεται να οδηγήσουν και στην απώλεια
του νοήματος που κρύβει μέσα του το ψυχιατρικό σύμπτωμα. Τα πρώτα αρνητικά
φαινόμενα έχουν ήδη διαμορφωθεί, όπως η αλόγιστη χρήση ψυχοφαρμάκων και η
μείωση της κλινικής έρευνας (Μάτσα 1999).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ Δ. (2001). Το αντιψυχιατρικό κίνημα και οι εκπρόσωποί του. Τετράδια Ψυχιατρικής 74:45-54.
ΜΑΤΣΑ Κ. (1999). Η κρίση της Ψυχιατρικής. Έχει μέλλον αυτή η επιστήμη; Τετράδια Ψυχιατρικής 66:44-47.

DETRE T. (1987). The Future of Psychiatry. Am. J. Psychiatry 144:621-625


ENGEL GL. (1977). The need for a new medical model: a challenge for biomedicine. Science 196:129-
136.
ENGEL GL. (1980). The clinical application of the biopsychosocial model. Am J Psychiatry 137:535-544.
EYSENCK HJ. (1960). Classification and the problems of diagnosis. In: Handbook of Abnormal Psycholo-
gy. London.
EYSENCK HJ. (1975). The Future of Psychiatry. Expression Printers, London.
369

KENDEL RE. (1975). The Concept of Disease and its Implications for Psychiatry. Brit J Psychiat 127:305-
315.
KENDEL RE. (1998). A new intellectual framework for Psychiatry. Am J Psychiatry 155:457-69.
KRÄUPL TAYLOR F. (1971). A logical analysis of the medico-psychological concept of disease. Psycho-
logical Medicine 1:356-364.
LAING RD. (1967). The Politics of Experience and the bird of Paradise. Penguin Books.
MERSKEY H, SHAFRAN B. (1986). Political Hazards in the Diagnosis of “Sluggish Schizophrenia”. Brit J
Psychiatry 148:247-256.
MINAIRE P. (1992). Disease, illness and health: theoretical models of the disablement process. Bull World
Health Organ 70(3):373-379.
POPPER KR, ECCLESS JC. (1977). The Self and its Brain. Springer International. New York.
SACHDEV PS. (2002). Neuropsychiatry – a discipline for the future. J Psychosom Res 53:265-267.
SCADDING JG. (1967). Diagnosis: the clinician and the computer. Lancet, ii, 877-82
SCHEFF TJ. (1963). The role of the mentally ill and the dynamics of mental disorder: a research frame-
work. Sociometry 26:436-453.
SZASZ TS. (1961). The Myth of Mental Illness. Secker and Warburg, London.
SZASZ TS. (1971). The manufacture of madness. London.

49. ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ

Η έννοια της ταξινόμησης. Ταξινόμηση είναι κάθε κατάταξη αντικειμένων με βάση


κοινά χαρακτηριστικά. Στην παραδοσιακή λογική η ταξινόμηση είναι διχοτομική και
ολοκληρώνεται ως «δένδρο» (το «δένδρο» του Πορφύριου, 232-301 μ.Χ.). Η
χρησιμότητά της έγκειται στο ότι αποτελεί θεμελιώδη επιστημονική στρατηγική για την
εγκατάσταση επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των ειδικών,
διευκολύνει στη λήψη αποφάσεων, διευρύνει τη δυνατότητα πρόβλεψης και συμβάλλει
στην αρτιότερη οργάνωση της εκπαίδευσης. Ειδικότερα στην ιατρική συμβάλλει στη
μελέτη της αιτιολογίας και θεραπείας της νόσου, στη διατύπωση της πρόγνωσης, στη
διατήρηση δεδομένων για τον προγραμματισμό και την εγκατάσταση υπηρεσιών
υγείας, στην έρευνα και στην πρόοδο της θεωρητικής συζήτησης. Έχει όμως τεθεί
σχεδόν εξαρχής υπό αμφισβήτηση. Ο Ιπποκράτης υποστήριζε ότι «τα μεν ονόματα
νομοθετήματα εισί, τα δε είδεα ου νομοθετήματα αλλά βλαστήματα φύσιος». Τα
φαινόμενα, δηλαδή αυτά που εισέρχονται στο πλαίσιο των αντιληπτικών διεργασιών
του παρατηρητή, είναι οι μόνες αντικειμενικές πηγές γνώσεως και όχι τα ονόματα, που
370

είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα και τα οποία δεν ταυτίζονται αναγκαστικά με την


πραγματικότητα.

Απόπειρες ταξινόμησης των ψυχιατρικών διαταραχών έχουν γίνει από αρκετές και
σημαντικές αφετηρίες. Ο Wernicke (1906) ανέπτυξε ένα σύστημα ταξινόμησης το οποίο
προσπάθησε να στηρίξει σε αρχές εντοπισμού της βλάβης στον εγκέφαλο, αλλά ως
εγχείρημα ήταν πρόωρο (και συνεχίζει να είναι πρόωρο ακόμη και έναν αιώνα
αργότερα). Ο Karl Jaspers (1913) είχε προτείνει μια κατάταξη των ψυχιατρικών
διαταραχών σε τρεις ομάδες. Στην πρώτη κατέταξε εκείνες που προκύπτουν από
βλάβες και αλλοιώσεις στον εγκέφαλο, στη δεύτερη κατέταξε τις ονομαζόμενες
λειτουργικές ψυχώσεις και στην τρίτη τις νευρώσεις και τις διαταραχές της
προσωπικότητας. Η ψυχοπαθολογία του Jaspers, σαφώς φαινομενολογική, έχει
επιδράσει καθοριστικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης περιγραφικής ψυχιατρικής.

Οι σύγχρονες ψυχιατρικές ταξινομήσεις οφείλουν πολλά στον Emil Kraepelin, ο οποίος


στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα διαχώρισε τις οργανικές από τις
λειτουργικές ψυχώσεις· στην κατηγορία των λειτουργικών ψυχώσεων διαχώρισε τη
μανιοκαταθλιπτική ψύχωση από την πρώιμη άνοια (Dementia Praecox), την οποία
αργότερα ο Bleuler μετονόμασε σε σχιζοφρένεια. O Kraepelin, στην προσπάθειά του
να διαμορφώσει ένα σύστημα ταξινόμησης των ψυχιατρικών διαταραχών, δανείσθηκε
την άποψη του Kahlbaum περί συμπλέγματος συμπτωμάτων, την οποία ανέπτυξε στο
επίπεδο των νοσολογικών οντοτήτων χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την προϊούσα
γενική παράλυση. Η διάκριση των νόσων έγινε με βάση την πορεία και την τελική τους
πρόγνωση και αυτός ο προγνωστικός κανόνας έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα στα
σύγχρονα ταξινομικά συστήματα.

Οι προσπάθειες των ποικίλων ψυχοδυναμικών και ψυχαναλυτικών κατευθύνσεων να


συμβάλουν στη διαμόρφωση ταξινομικών συστημάτων δεν απέδωσαν αξιόπιστα
αποτελέσματα. Ένας ανασταλτικός παράγων ήταν η επιμονή του Freud και των άλλων
ψυχαναλυτών να ασχολούνται κυρίως με τις νευρώσεις και όχι με τις ψυχώσεις. Αλλά
και ο στενά διαπροσωπικός, σχεδόν κρυπτικός, χαρακτήρας της σχέσης θεραπευτή και
θεραπευόμενου δεν επέτρεπε μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των μελών της
ψυχιατρικής κοινότητας (Ασλανίδης 1978). Εξάλλου η ψυχανάλυση δεν ανέχεται τις
υπεραπλουστεύσεις και τις κάθετες διχοτομήσεις που απαιτεί μια σύγχρονη
ταξινόμηση. Η ταξινόμηση των νευρώσεων από τον Freud ωστόσο χρησιμοποιήθηκε
μέχρι και το DSM-II. Από το DSM-IIΙ και μετά, που κυριάρχησε το αθεωρητικό ρεύμα, οι
νευρώσεις απαλείφτηκαν και οι ψυχοδυναμικές έννοιες εξοστρακίσθηκαν.

Ο Karl Meninger (1963) διατύπωσε την ενδιαφέρουσα –αν και απλουστευτική και
παρακινδυνευμένη– άποψη ότι η ψυχιατρική νόσος είναι μία, και όλες οι ψυχιατρικές
διαταραχές είναι εκδηλώσεις πέντε φάσεων στις οποίες είναι δυνατόν να εκδιπλωθεί.
1. Η πρώτη φάση είναι ο εκνευρισμός, που χαρακτηρίζεται από διαταραχή της
προσαρμοστικότητας και της οργανωτικής δυνατότητας, και από κάποια μείωση
της δυνατότητας να αντιμετωπίζονται δυσκολίες.
2. Η δεύτερη φάση, στην οποία περιλαμβάνονται οι κλασικές νευρωσικές διαταραχές,
χαρακτηρίζεται από ακόμη μεγαλύτερη αποδυνάμωση της οργανωτικής
ικανότητας.
3. Η τρίτη φάση εκδηλώνεται με μορφές επιθετικότητας.
4. Η τέταρτη φάση, που περιλαμβάνει τις κλασικές ψυχώσεις, χαρακτηρίζεται από
μεγάλη αποδιοργάνωση και απομάκρυνση από την πραγματικότητα.
5. Την πέμπτη φάση ο Meninger χαρακτηρίζει ως κακόηθες άγχος και θανατηφόρο
κατάθλιψη.

Σύμφωνα με το ιεραρχικό μοντέλο κατάταξης των ψυχιατρικών συμπτωμάτων, που


μοιάζει και αυτό κατά κάποιον τρόπο με ταξινομικό σύστημα (Foulds 1976, Foulds and
371

Bedford 1975, Angelopoulos and Economou 2001), οι ψυχιατρικές διαταραχές


εκτείνονται σε ένα συνεχές αλλεπάλληλων κλάσεων, δίκην στρωμάτων ή φύλλων
κρεμμυδιού:
 Δυσθυμικές καταστάσεις ή Κλάση I: Καταστάσεις άγχους, ευφορίας, κατάθλιψης.
 Νευρωσικά συμπτώματα ή Κλάση ΙΙ: Συμπτώματα μετατρεπτικά,
ψυχοαποσυνδετικά, φοβικά, ιδεοληπτικά, ψυχαναγκαστικά.
 Απαρτιωμένες παραληρητικές ιδέες ή Κλάση ΙΙΙ: Παραληρητικές ιδέες διώξεως,
αναξιότητας, μεγαλείου.
 Μη απαρτιωμένες παραληρητικές ιδέες ή Κλάση IV: Ιδέες παθητικότητας και
επιδράσεως που μαζί με άλλα συμπτώματα χαρακτηρίζουν τις σχιζοφρενικές
ψυχώσεις.
Κατά την πορεία από την κλάση Ι προς την κλάση IV τα συμπτώματα ανέρχονται την
ιεραρχία, ενώ κατά την αντίστροφη πορεία κατέρχονται την ιεραρχία. Οι υψηλότερες
κλάσεις συμπτωμάτων περιλαμβάνουν τις κατώτερες, αλλά το αντίστροφο δεν ισχύει.
Κατά τη βελτίωση από τη νόσο οι ασθενείς μετακινούνται από τη μία κλάση στην άλλη
κατά συγκεκριμένο τρόπο. Συμπτώματα ανώτερα στην ιεραρχία υποχωρούν πριν από
συμπτώματα κατώτερα στην ιεραρχία. Το ιεραρχικό μοντέλο, παρά το ότι δεν
χρησιμοποιήθηκε ποτέ επισήμως, εντούτοις έχει εμπνεύσει σε σημαντικό βαθμό τους
Αμερικανούς επιστήμονες που διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στην κατάρτιση του
DSM-III.

Το ερώτημα σχετικά με τη χρησιμότητα ή όχι της εισαγωγής ενός ταξινομικού


συστήματος έχει τεθεί κατ’ επανάληψιν στην ψυχιατρική. Πολλοί ψυχίατροι επί πολλές
δεκαετίες πίστευαν ότι η διάγνωση και η ταξινόμηση των διαταραχών –σύμφωνα με την
παραδοσιακή και κυρίαρχη σημασία που έχει ο όρος στην ιατρική– δεν ισχύει στην
ψυχιατρική. Αυτή η αντίληψη οδηγεί σε ακραίες αντιταξινομικές και αντινοσολογικές
τοποθετήσεις (Szasz 1969), οι οπαδοί των οποίων υποστηρίζουν, όχι τελείως άδικα,
ότι η ψυχιατρική ταξινόμηση έχει αποτύχει πλήρως διότι μιμείται την ταξινόμηση των
σωματικών νόσων, ενώ οι ψυχιατρικές νόσοι ανήκουν σε άλλο σύστημα αναφοράς.
Πάντως λίγοι σήμερα υποστηρίζουν αντιταξινομικές θέσεις. Το εκκρεμές έχει αλλάξει
κατεύθυνση, οι βιοϊατρικές θέσεις έχουν ισχυροποιηθεί έναντι των ψυχοκοινωνικών,
ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι το εκκρεμές βρίσκεται σε διαρκή
κίνηση. Τα φαινόμενα εναλλαγής των θεωρητικών κατευθύνσεων έχουν επαναληφθεί
δύο φορές τουλάχιστον στη διάρκεια της μικρής ιστορίας της ψυχιατρικής. Η μεγάλη
ανάπτυξη των φυσικών μεθόδων θεραπείας (νευροληπτικά, αντικαταθλιπτικά,
βενζοδιαζεπίνες, λίθιο, αποστέρηση ύπνου κ.λπ.), των μπηχαβιοριστικών
παρεμβάσεων στη θεραπεία συγκεκριμένων καταστάσεων, και η μελέτη του νευρικού
συστήματος από το επίπεδο των αδρών δομών μέχρι το επίπεδο της
νευρομεταβιβαστικής διαδικασίας, έδωσαν ώθηση σε εγκυρότερη ανάπτυξη της
ταξινομικής σκέψης. Νέο υλικό, αν και όχι πάντοτε αξιόπιστο, έχει επίσης προστεθεί,
προερχόμενο τόσο από το πλήθος των ψυχομετρικών μεθόδων που έχουν ήδη
προσφέρει πολλά, όσο και από την ηθολογική προσέγγιση που μόλις τη δεκαετία του
‘80 άρχισε να χρησιμοποιείται στην ψυχιατρική.

Σημαντική βάση για την ταξινόμηση των ψυχιατρικών νόσων θα έπρεπε να είναι η
αιτιολογία και η παθογένεια, όπως και στα σωματικά νοσήματα. Η πλειονότητα όμως
των ψυχιατρικών νόσων είναι αγνώστου αιτιολογίας, η δε συζήτηση περί την
παθογένειά τους κινείται σε σφαίρες εικασίας και αυθαιρεσίας. Έτσι η ταξινόμηση των
ψυχιατρικών νόσων (και όχι μόνο αυτή αλλά και η ίδια η χαρτογράφηση της
ψυχιατρικής νοσολογίας) γίνεται στη βάση των συνδρόμων – αν ως σύνδρομο
θεωρηθεί η σχετικά σταθερή συνύπαρξη μιας σειράς συμπτωμάτων ή/και σημείων. Η
σύγχρονη ψυχιατρική ψάχνει για συμπτώματα και σημεία και εξετάζει τη δυνατότητα
συλλογής και ένταξής τους σε σύνδρομα ή νόσους. Ωστόσο, κάθε ονοματολογία και
ταξινόμηση βασισμένη όχι στην αιτιοπαθογένεια αλλά σε «ομαδοποιημένα»
συμπτώματα και σημεία είναι εξαιρετικά αφερέγγυος και ασαφής, και υπάρχουν
372

σοβαρές ενδείξεις ότι ίσως είναι εκ θεμελίων λανθασμένη, και αυτό διότι ο συνδυασμός
συμπτωμάτων σε σύνδρομα απαιτεί διευκρινίσεις ως προς τη σύνθεση, τη φύση, τα
όρια και τη σημασία των συμπτωμάτων, διευκρινίσεις οι οποίες δεν έχουν γίνει, ούτε
μπορούν να γίνουν. Τα σωματικά ευρήματα περιγράφονται μέσα στο πλαίσιο του
σώματος ως συνόλου, αλλά δεν καλύπτουν την έννοια της διάγνωσης. Οι ιατροί δεν
μπορούν να ομιλούν για καρκινοπαθή ή για φυματικό ασθενή και να σταματούν εκεί·
οφείλουν να διευκρινίσουν αν πρόκειται π.χ. για καρκίνο του παγκρέατος ή για
φυματίωση των οστών. Οι ψυχιατρικές περιγραφές όμως μπορούν να μετατρέπονται
σε επιθετικούς προσδιορισμούς με ασθενείς νευρωσικούς, μανιακούς ή ψυχωσικούς
χωρίς να δημιουργείται η αίσθηση μιας διαγνωστικής μειονεξίας.

Η ταξινόμηση με βάση την απάντηση σε συγκεκριμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις έχει


περιορισμένη αξία γενικώς στην ιατρική και πολύ περισσότερο στην ψυχιατρική,
αφενός διότι μια θεραπευτική στρατηγική είναι δυνατόν να είναι όμοια σε πολύ
διαφορετικές καταστάσεις (π.χ. το ίδιο αντιβιοτικό σε μία βρογχίτιδα από
πνευμονιόκοκκο όσο και σε μία ουρηθρίτιδα από γονόκοκκο· ή η καρβαμαζεπίνη ως
φάρμακο αντιεπιληπτικό αλλά και ως φάρμακο στη μανιοκαταθλιπτική ψύχωση), και
αφετέρου διότι στην ψυχιατρική οι διαθέσιμες θεραπευτικές στρατηγικές και
περιορισμένες είναι σε αριθμό και σχετικά ακατέργαστες.

Οι γενετικές μελέτες, παρά τις πολλά υποσχόμενες εξελίξεις, ελάχιστα σοβαρά και
αξιοποιήσιμα αποτελέσματα έχουν δώσει στο ζήτημα της ταξινόμησης και μέχρι
σήμερα δεν έχουν αξιοποιηθεί στις ταξινομήσεις.

Σοβαρό μειονέκτημα που περιορίζει σημαντικά τις φιλοδοξίες για ένα καθολικά
αποδεκτό παγκόσμιο σύστημα ταξινόμησης είναι οι μεγάλες διαφορές που υπάρχουν
στην εκδήλωση της ψυχοπαθολογίας από κουλτούρα σε κουλτούρα. Σε αυτό
συμβάλλουν διαφορετικές πίστεις για τον εαυτό και την πραγματικότητα και ποικίλοι
τρόποι έκφρασης της έννοιας της ψυχικής εμπειρίας (Simons and Hughes 1985).

Κανένα ταξινομικό σύστημα δεν τηρείται με θρησκευτική ευλάβεια σε αυτό το βιβλίο.


Ωστόσο έχουν αξιοποιηθεί όλες οι μεγάλες και αξιόλογες σύγχρονες συνεισφορές στο
κλασικό σύστημα ταξινόμησης που κυριαρχεί στην παγκόσμια ψυχιατρική η οποία
ελέγχεται από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και την Αμερικανική Ψυχιατρική
Εταιρεία.

Τα σύγχρονα ταξινομικά συστήματα ICD και DSM. Η πορεία προς την κατεύθυνση
μιας κοινώς αποδεκτής ταξινόμησης της ψυχιατρικής νοσολογίας σε παγκόσμιο
επίπεδο έχει επιταχυνθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες και έχουν προταθεί ταξινομικά
συστήματα, όπως π.χ. τα Diagnostic Criteria for use in Psychiatric Research (Feighner
1972) και τα Research Diagnostic Criteria (Spitzer et al 1978). Αλλά το ICD (Interna-
tional Classification of Diseases) της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και το DSM (Di-
agnostic and Statistical Manual) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας έχουν
εδραιωθεί στην παγκόσμια ψυχιατρική συνείδηση ήδη από τη δεκαετία του ’80. Στην
τρίτη αναθεώρηση του DSM, το DSM-ΙΙΙ, καθιερώθηκαν για πρώτη φορά διαγνωστικά
κριτήρια και ένα πολυαξονικό σύστημα για την εγκατάσταση της διάγνωσης. Και τα δύο
ταξινομικά συστήματα αναθεωρούνται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στη βάση
παρατηρήσεων που προκύπτουν από τη συνεργασία δεκάδων επιτροπών στις οποίες
συνεργάζονται εκατοντάδες ψυχίατροι και άλλοι ειδικοί. Βάση της ταξινόμησης και στα
δύο συστήματα είναι η κλινική περιγραφή.

Οι τελευταίες αναθεωρήσεις του ICD, το ICD-10, και του DSM, το DSM-IV, που στην
πραγματικότητα δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές, είναι αναπόφευκτα το αποτέλεσμα
συμβιβαστικών λύσεων, στην πρώτη περίπτωση μεταξύ των εθνικών ψυχιατρικών
αντιπροσωπειών στην Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, και στη δεύτερη περίπτωση
373

μεταξύ των πανίσχυρων οικονομικών συμφερόντων που επηρεάζονται από την


εξάσκηση της ψυχιατρικής (κυρίως των ασφαλιστικών και φαρμακευτικών εταιρειών)
στις ΗΠΑ. Υπάρχουν και εθνικά ταξινομικά συστήματα στη Γαλλία (Pichot 1984), τη
Σκανδιναβία και τη Γερμανία με ενδιαφέρουσες ταξινομικές απόψεις, αλλά χωρίς την
δύναμη προβολής και δημοσιότητας των προηγούμενων. Η εισαγωγή των
διαγνωστικών κριτηρίων και του πολυαξονικού τρόπου διατύπωσης της διάγνωσης
είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες εκσυγχρονισμού των δύο αυτών συστημάτων. Στον
πολυαξονικό τρόπο διατύπωσης της διάγνωσης το ψυχιατρικό πρόβλημα εξετάζεται όχι
μόνο ως προς τη νοσολογική του διάσταση αλλά και από άλλους άξονες, όπως η δομή
της προσωπικότητας, η ύπαρξη σωματικών διαταραχών, η ύπαρξη και η ένταση
ψυχοτραυματικού παράγοντα, ο βαθμός λειτουργικότητας του ατόμου κατά το
προηγούμενο της νόσου έτος. Ωστόσο οι δυσχέρειες που εμφανίζονται στην πράξη
κατά την εφαρμογή των πολυαξονικών τρόπων διάγνωσης και ταξινόμησης είναι
μεγάλες, λόγω της πολυπλοκότητάς τους, και η πλήρης χρήση τους είναι περιορισμένη.

Το ICD (International Coding of Diseases) έχει τις ρίζες του σε διεθνείς προσπάθειες
ταξινόμησης των νόσων που ξεκίνησαν στη Γενεύη το 1853. Από το πρώτο διάστημα
ακόμη άρχισε να υποβάλλεται σε περιοδικές αναθεωρήσεις. Το 1948, όταν
δημοσιεύθηκε το ICD-6 (που ήταν και η πρώτη αναθεώρηση που περιελάμβανε
ψυχιατρικές διαταραχές), δημιουργήθηκε η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, που ανέλαβε
και την ευθύνη της περαιτέρω ανασκόπησης και αναθεώρησής του. Σήμερα βρίσκεται
στη δέκατη αναθεώρησή του. Η συνοπτική διατύπωσή του έχει ως ακολούθως:
1. Οργανικά ψυχοσύνδρομα και άνοιες (F00- F09). Περιλαμβάνονται: Άνοια στη νόσο
Alzheimer. Αγγειακή άνοια. Άνοια σε άλλα νοσήματα που ταξινομούνται αλλού. Μη
καθορισμένη άνοια. Οργανικό αμνησικό σύνδρομο που δεν προκαλείται από
αλκοόλ και άλλες ψυχοδραστικές ουσίες. Παραλήρημα που δεν προκαλείται από
αλκοόλ και άλλες ψυχοδραστικές ουσίες. Άλλες ψυχικές διαταραχές που
προκαλούνται από εγκεφαλική βλάβη και δυσλειτουργία και από φυσική νόσηση.
Διαταραχές της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς που οφείλονται σε
εγκεφαλικό νόσημα, εγκεφαλική βλάβη και δυσλειτουργία. Μη καθορισμένες
οργανικές ή συμπτωματικές ψυχικές διαταραχές.
2. Ψυχικές διαταραχές και διαταραχές συμπεριφοράς που οφείλονται στη χρήση
ψυχοδραστικών ουσιών (F10-F19). Περιλαμβάνονται: Ψυχικές διαταραχές και
διαταραχές συμπεριφοράς που οφείλονται στη χρήση αλκοόλ, οπιοειδών,
κανναβινοειδών, κατασταλτικών ή υπνωτικών, κοκαΐνης, άλλων διεγερτικών
συμπεριλαμβανομένης και της καφεΐνης, παραισθησιογόνων, καπνού, πτητικών
διαλυτών, πολλαπλών φαρμάκων και άλλων ψυχοδραστικών ουσιών.
3. Σχιζοφρένεια, σχιζοτυπικές και παραληρηματικές διαταραχές (F20-F29).
Περιλαμβάνονται: Σχιζοφρένεια. Σχιζοτυπικές διαταραχές. Εμμένουσες
παραληρηματικές διαταραχές. Οξείες και παροδικές ψυχωσικές διαταραχές.
Παραληρηματικές διαταραχές. Σχιζοσυναισθηματικές διαταραχές. Άλλες μη
οργανικές ψυχωσικές διαταραχές. Μη καθορισμένη μη-οργανική ψύχωση.
4. Συναισθηματικές διαταραχές (F30-F39). Περιλαμβάνονται: Μανιακό επεισόδιο.
Διπολική συναισθηματική διαταραχή. Καταθλιπτικό επεισόδιο. Υποτροπιάζοντα
καταθλιπτικά επεισόδια. Εμμένουσες συναισθηματικές διαταραχές. Άλλες
εμμένουσες συναισθηματικές διαταραχές. Μη καθορισμένες συναισθηματικές
διαταραχές.
5. Νευρωσικές, σχετιζόμενες με στρες και σωματόμορφες διαταραχές (F40-F48).
Περιλαμβάνονται: Φοβικές αγχώδεις διαταραχές. Άλλες αγχώδεις διαταραχές.
Ψυχαναγκαστική διαταραχή. Αντίδραση στο σοβαρό στρες και διαταραχές
προσαρμοστικότητας. Ψυχοαποσυνδετικές (σωματομετατρεπτικές) διαταραχές.
Σωματόμορφες διαταραχές. Άλλες νευρωσικές διαταραχές.
6. Συμπεριφορικά σύνδρομα που σχετίζονται με φυσιολογικές διαταραχές και
φυσικούς παράγοντες (F50-F59). Περιλαμβάνονται: Διαταραχές λήψης τροφής. Μη
οργανικές διαταραχές του ύπνου. Σεξουαλική δυσλειτουργία που δεν οφείλεται σε
374

οργανική διαταραχή ή νόσο. Ψυχικές διαταραχές και διαταραχές συμπεριφοράς


που σχετίζονται με τη λοχεία και οι οποίες δεν ταξινομούνται αλλού. Ψυχολογικοί
και συμπεριφορικοί παράγοντες που σχετίζονται με διαταραχές ή νόσους που δεν
ταξινομούνται αλλού. Κατάχρηση ουσιών που δεν προκαλούν εξάρτηση. Μη
καθορισμένα συμπεριφορικά σύνδρομα που σχετίζονται με φυσιολογικές
διαταραχές και φυσικούς παράγοντες.
7. Διαταραχές της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του ενηλίκου (F60-F69).
Περιλαμβάνονται: Ειδικές διαταραχές της προσωπικότητας. Μικτές και άλλες
διαταραχές της προσωπικότητας. Μόνιμες αλλαγές της προσωπικότητας που δεν
αποδίδονται σε εγκεφαλική βλάβη ή νόσο. Διαταραχές ελέγχου παρορμήσεων.
Διαταραχές της ταυτότητας του φύλου. Διαταραχές της σεξουαλικής προτίμησης.
Ψυχολογικές διαταραχές και διαταραχές συμπεριφοράς που σχετίζονται με τη
σεξουαλική ανάπτυξη και τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Άλλες διαταραχές της
προσωπικότητας του ενήλικα και της συμπεριφοράς. Μη καθορισμένες διαταραχές
της προσωπικότητας του ενήλικα και της συμπεριφοράς.
8. Νοητική υστέρηση (F70-F79). Περιλαμβάνονται: Ήπια νοητική υστέρηση. Μέσης
βαρύτητας νοητική υστέρηση. Σοβαρή νοητική υστέρηση. Βαριά νοητική υστέρηση.
Άλλες περιπτώσεις νοητικής υστέρησης. Μη καθορισμένη νοητική υστέρηση.
9. Διαταραχές της ψυχολογικής ανάπτυξης (F80-F89). Περιλαμβάνονται: Ειδικές
αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας. Ειδικές αναπτυξιακές
διαταραχές σχολικών δεξιοτήτων. Ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές των κινητικών
λειτουργιών. Μικτές ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές. Διάχυτες αναπτυξιακές
διαταραχές. Άλλες διαταραχές της ψυχολογικής ανάπτυξης. Μη καθορισμένες
διαταραχές της ψυχολογικής ανάπτυξης.
10. Διαταραχές συμπεριφοράς και συναισθηματικές διαταραχές με έναρξη συνήθως
στην παιδική ηλικία και την εφηβεία (F90-F98). Περιλαμβάνονται: Υπερκινητικές
διαταραχές. Διαταραχές συμπεριφοράς. Μικτές διαταραχές της συμπεριφοράς και
των συναισθημάτων. Συναισθηματικές διαταραχές με έναρξη ειδικά στην παιδική
ηλικία. Διαταραχές της κοινωνικής λειτουργικότητας με έναρξη ειδικά στην παιδική
ηλικία και την εφηβεία. Μυοσπάσματα (Τικ). Άλλες διαταραχές συμπεριφοράς και
συναισθηματικές διαταραχές με έναρξη συνήθως στην παιδική ηλικία και την
εφηβεία. Μη καθορισμένες ψυχικές διαταραχές.
11. Ψυχικές διαταραχές που δεν καθορίζονται αλλιώς (F99).

Το DSM (Diagnostic and Statistical Manual), που έχει λάβει τεράστια


δημοσιογραφική προβολή παρά το ότι η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία δηλώνει ότι
αφορά τον αμερικανικό πληθυσμό, προέκυψε από σχετικές προσπάθειες στις ΗΠΑ,
που είχαν αρχίσει ήδη από το 1840 όταν στη νοσογραφική απογραφή εκείνου του
έτους κατεγράφη για πρώτη φορά ο όρος «ιδιωτεία, φρενοπάθεια». Στην απογραφή
του 1880 κατεγράφησαν επτά κατηγορίες βαρέων ψυχιατρικών διαταραχών. Το DSM-Ι,
η πρώτη αναθεώρηση του DSM, κυκλοφόρησε το 1952 όχι ως διεθνές ταξινομικό
σύστημα, όπως το ICD, αλλά για κάλυψη των αναγκών στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Στην
τρίτη αναθεώρησή του (APA 1987, Ουλής 1991), το DSM-ΙΙΙ, χαρακτηρίζεται από μια
σαφώς αθεωρητική προσέγγιση στο πλαίσιο του κλασικού εμπειρισμού και ήταν ένα
μεγάλο ριζοσπαστικό άλμα στις προσπάθειες ταξινόμησης. Σήμερα βρίσκεται στην
τέταρτη αναθεώρησή του και ετοιμάζεται η πέμπτη. Βασίζεται σε μια πολυαξονική
αντίληψη της ψυχιατρικής φαινομενολογίας που περιλαμβάνει πέντε άξονες: Άξονας Ι.
Κλινικά σύνδρομα, Άξονας ΙΙ. Διαταραχές της προσωπικότητας και ειδικές
αναπτυξιακές διαταραχές, Άξονας ΙΙΙ. Σωματικά προβλήματα, Άξονας IV.
Ψυχοτραυματικά γεγονότα και ψυχοκαταπονήσεις, Άξονας V. Επίπεδα ψυχοκοινωνικής
λειτουργικότητας πριν από την έναρξη της νόσου. Ο όρος «νεύρωση» καταργήθηκε
στο DSM-ΙΙΙ και οι ποικίλες νευρωσικές νόσοι αναταξινομήθηκαν με τροποποιημένες
ονομασίες. Η συνοπτική διατύπωση του DSM-IV έχει ως ακολούθως:
1. Διαταραχές που συνήθως διαγιγνώσκονται για πρώτη φορά κατά τη βρεφική,
παιδική ή εφηβική ηλικία. Περιλαμβάνονται: Νοητική υστέρηση. Μαθησιακές
375

διαταραχές. Διαταραχές κινητικών δεξιοτήτων. Διαταραχές επικοινωνίας. Διάχυτες


αναπτυξιακές διαταραχές. Διαταραχές ελλειμματικής προσοχής και διασπαστικής
συμπεριφοράς. Διατροφικές διαταραχές της βρεφικής και πρώτης παιδικής ηλικίας.
Μυοσπάσματα (Τικ). Διαταραχές ούρησης και αφόδευσης. Άλλες διαταραχές κατά
τη βρεφική, παιδική ή εφηβική ηλικία.
2. Ντελίριο, άνοια, αμνησιακές και άλλες γνωσιακές διαταραχές. Περιλαμβάνονται:
Ντελίριο. Άνοια. Αμνησιακές διαταραχές. Άλλες γνωσιακές διαταραχές.
3. Ψυχικές διαταραχές οφειλόμενες σε γενική ιατρική κατάσταση που δεν
ταξινομούνται αλλού.
4. Διαταραχές σχετιζόμενες με χρήση ουσιών. Περιλαμβάνονται διαταραχές από
αλκοόλ, αμφεταμίνες και αμφεταμινοειδή, καφεΐνη, κάνναβη, κοκαΐνη,
ψευδαισθησιογόνα, διαλυτικά εισπνεόμενα, νικοτίνη, οπιοειδή, φαινυλκυκλιδίνη ή
φαινυλκυκλιδινοειδή, ηρεμιστικά, υπνωτικά, αγχολυτικά, πολλαπλή χρήση ουσιών,
άλλες άγνωστες ουσίες.
5. Σχιζοφρένεια και άλλες ψυχωτικές διαταραχές.
6. Συναισθηματικές διαταραχές. Περιλαμβάνονται: Καταθλιπτικές διαταραχές.
Διπολικές διαταραχές.
7. Αγχώδεις διαταραχές.
8. Σωματόμορφες διαταραχές.
9. Προκλητές διαταραχές.
10. Ψυχοαποσυνδετικές διαταραχές.
11. Σεξουαλικές διαταραχές και διαταραχές ταυτότητας του φύλου. Περιλαμβάνονται:
Σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Παραφιλίες. Διαταραχές ταυτότητας του φύλου.
12. Διαταραχές λήψης τροφής.
13. Διαταραχές του ύπνου. Περιλαμβάνονται: Πρωτογενείς διαταραχές του ύπνου.
Παραϋπνίες. Άλλες διαταραχές του ύπνου.
14. Διαταραχές ελέγχου παρορμήσεων που δεν ταξινομούνται αλλού.
15. Διαταραχές προσαρμογής.
16. Διαταραχές προσωπικότητας.
17. Επιπρόσθετοι κωδικοί.

Οι ειδικοί που επεξεργάζονται το ICD προτείνονται από τις εθνικές αντιπροσωπείες των
χωρών που συμμετέχουν στην Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, μεταξύ των οποίων
δεκάδες επιστήμονες προερχόμενοι από τις ΗΠΑ, και συνήθως –άλλοτε περισσότερο
και άλλοτε λιγότερο, ανάλογα και με τη χώρα– επιλέγονται με κομματικά κριτήρια από
την πολιτική παράταξη που βρίσκεται στη διακυβέρνηση της χώρας. Η διαπολιτισμική
διάστασή του είναι σημαντική. Παρέχει περισσότερο διαγνωστικές κατευθύνσεις και
εστιάζεται λιγότερο σε αυστηρά διαγνωστικά κριτήρια. Η πολυαξονική κατεύθυνση δεν
είναι ισχυρή.

Οι ειδικοί που επεξεργάζονται το DSM, πολλοί από τους οποίους δεν είναι Αμερικανοί
αλλά από άλλα μέρη του πλανήτη, προτείνονται από την Αμερικανική Ψυχιατρική
Εταιρεία, είναι συνήθως πανεπιστημιακοί υψηλού κύρους και αρκετοί από αυτούς
εκφράζουν εκτός των άλλων και συμφέροντα φαρμακευτικών και ασφαλιστικών
εταιρειών. Η διαπολιτισμική διάστασή του είναι σχετικώς περιορισμένη, αν και δίδει
έμφαση στα προβλήματα του «επιπολιτισμού» (acculturation), αφού οι ΗΠΑ είναι μια
χώρα μεταναστών. Παρέχει περισσότερο διαγνωστικά κριτήρια και επιμένει στην
αυστηρή εφαρμογή τους. Η πολυαξονική κατεύθυνση είναι ισχυρή, αλλά κατά την
εφαρμογή της πολύπλοκη και κουραστική.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Ε. (1978). Το πρόβλημα της ταξινόμησης στην Ψυχιατρική: η ψυχοδυναμική προσέγγιση.
Εγκέφαλος 15:99-104.
ΟΥΛΗΣ Π. (1991). DSM III και επιστημολογική κριτική. Ψυχιατρική 2:56-59.
376

AMERICAN PSYCHIATRIC ASSOCIATION (1987). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders
(DSM III) 3rd edition (revised). Washington.
ANGELOPOULOS NV, ECONOMOU M. (2001). Hierarchical arrangement of psychiatric symptoms in the
context of schizophrenia. European Psychiatry 16(5):267-273.
BLEULER M. (1945). Les Depressions en Medicine Generale. Lausane.
FEIGHNER JP, et al. (1972). Diagnostic criteria for use in psychiatric research. Arch Gen Psychiatry
26(1):57-63.
FOULDS GA, BEDFORD A.(1975). Hierarchy of Classes of personal illness. Psychol. Med. 5,181-192.
FOULDS GA. (1976). The Hierarchical Nature of Mental Illness. Academic Press, London.
JASPERS K. (1913) Algemeine Psychopathologie. Αγγλική μετάφραση: Psychopathologie Generale.
Kastler et Mendause. Alcan, 1933.
KRAEPELIN E. (1899). Psychiatrie. Leipsig, Barth.
MENNINGER KA. (1963). The Vital Balance. Viking Press, New York.
PICHOT PJ. (1984). The French approach to psychiatric. classification. British Journal of Psychiatry, 144,
113-118.
SIMONS RC, HUGHES CC. (1985). The Culture Bound Syndromes. Reidel: Dordrecht.
SPITZER RL, ENDICOTT J, ROBINS E. (1978). Research Diagnostic Criteria for a Selected Group of
Functional Disorders (3d edn.). New York Psychiatric Institute.
SZASZ TS. (1969). Psychiatric classification as strategy of personal constraint. In Ideology and Insanity
(ed. Szasz, T.S.). Garden City:
WERNICKE C. (1906). Fundamentals of psychiatry. Leipzig: Thieme.
WORLD HEALTH ORGANISATION (1948). Manual of the International Statistical Classification of Dis-
eases, Injuries, and Causes of Death. Geneva, W.H.O.
WORLD HEALTH ORGANISATION (1987). Tenth Revision of the International Classification of Diseases
(ICD-10). Geneva, WHO.

50. ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η διάγνωση είναι από τη φύση της μια διατύπωση πιθανολογική. Είναι μια προσωρινή
ερμηνεία των διαθέσιμων στοιχείων και επομένως επεκτείνεται σε ένα φάσμα από το
σχεδόν βέβαιο μέχρι το αμυδρώς πιθανό. Η διαδικασία της διάγνωσης ποτέ δεν έπαψε
να είναι μια πάλη κατά της αβεβαιότητας. Ωστόσο, παρά την προσωρινότητα και
αναστρεψιμότητά της, είναι σαφώς διχοτομικού χαρακτήρα, του τύπου «ναι ή όχι».
Αυτή η «διχοτομικότητα» είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης νόησης, αλλά στη
φύση, που περιλαμβάνει τη φυσιολογία και την παθολογία, δεν υπάρχουν σαφώς
διχοτομικά φαινόμενα (Brugha 2005). Οι περισσότερες διαγνωστικές κατηγορίες είναι,
όπως έγραψαν οι Kendel και Jablensky (2003), «αυθαίρετες εστίες (loci) σε έναν
πολυδιαστασιακό χώρο». Ωστόσο μια μετάβαση από κατηγορίες σε διαστάσεις (cate-
gorical versus dimensional) θα δημιουργούσε μια άκρως πολύπλοκη κατάσταση στην
377

κλινική πράξη, σε αντίθεση με τη διχοτομικότητα που κάνει τα πράγματα πιο εύκολα.


Αυτό φαίνεται και στα δύο ταξινομικά συστήματα που αγνοούν πλήρως τον
διαστασιακό χαρακτήρα και έχουν αφοσιωθεί στην κατηγορική ταξινόμηση των
ψυχιατρικών νόσων.

Η σύγχυση μεταξύ νόσων και διαγνώσεων –κάτι που, όπως προαναφέρθηκε, το είχε
ήδη επισημάνει ο Ιπποκράτης για το σύνολο της ιατρικής– είναι ένα διαρκές πρόβλημα
στην ψυχιατρική (Szasz 1991). O αντιψυχίατρος, καθηγητής της ψυχιατρικής, Thomas
Szasz προβάλλει το επιχείρημά του ως εξής: «Πολλοί επιστήμονες και ιατροί όπως και
κοινοί άνθρωποι πιστεύουν ότι αν βρεθεί στους ψυχικώς πάσχοντες μια γενετική
ανωμαλία ή εγκεφαλική βλάβη, αυτό θα είναι απόδειξη ότι η ψυχική νόσος πράγματι
υπάρχει. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Εάν οι ψυχιατρικές ασθένειες είναι
νοσήματα του ΚΝΣ, είναι νόσοι του εγκεφάλου και όχι της ψυχής. Εάν οι ψυχιατρικές
ασθένειες είναι ονόματα κακών συμπεριφορών, τότε είναι συμπεριφορές και όχι νόσοι
και οι ανώμαλες συμπεριφορές δεν είναι αναγκαστικά προϊόντα ανώμαλων
εγκεφάλων». Παραθέτει μια σειρά «συμπεριφορών» που οι ψυχίατροι αναγνωρίζουν
ως ψυχιατρικά νοσήματα, όπως η δυσμορφοφοβία, η πολλαπλή προσωπικότητα, η
εφαψιομανία, η απόσυρση της σεξουαλικής επιθυμίας, οι προκλητές ή
κατασκευασμένες (factitious) διαταραχές κ.λπ. Όλη αυτή η αποδοχή ψυχιατρικών
λέξεων και φράσεων ως ταξινομημένων ιατρικών όρων δημιουργεί σταθερά
προβληματικές καταστάσεις και δείχνει με δραματικό τρόπο την ιδεολογική χρεοκοπία
και την ηθική απομόνωση της ψυχιατρικής, όπως λέει ο Szasz. Οι διαγνώσεις λοιπόν
είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα, ενώ οι νόσοι υπάρχουν ως φυσικά φαινόμενα – και
αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται πάντοτε. Τότε για ποιον λόγο γίνονται οι διαγνώσεις;
Γίνονται, λέει ο Szasz, για πολλούς λόγους, μερικοί από τους οποίους είναι οι
παρακάτω:
 Επιστημονικοί (να βρεθούν πληγέντα όργανα ή ιστοί και ίσως να ανιχνευθεί η αιτία
της νόσου).
 Επαγγελματικοί (να διευρυνθεί το πεδίο, η ισχύς και το κύρος του προστατευμένου
από το κράτος ιατρικού μονοπωλίου και του εισοδήματος των ιατρών).
 Νομικοί (να νομιμοποιηθούν οι εκτός του ποινικού συστήματος κρατικές
παρεμβάσεις).
 Πολιτικο-οικονομικοί (να νομιμοποιηθούν μέτρα προαγωγής της υγείας και η
παροχή οικονομικής βοήθειας στην έρευνα και στη θεραπεία, μέσω
προγραμμάτων που κατατάσσονται στα ιατρικά).
 Προσωπικοί (να γίνει αντικείμενο προσεταιρισμού η κοινή γνώμη και να
εξασφαλιστεί η υποστήριξη των ΜΜΕ και του νομικού συστήματος για την
αναγνώριση ειδικών πλεονεκτημάτων ή ειδικών καταπονήσεων σε πρόσωπα που
διαγνώσθηκαν ως πάσχοντες από ψυχικά νοσήματα).
Παρά τη σκληρή επίθεση κατά της ψυχιατρικής διάγνωσης που εξαπολύει ο Szasz,
που πάντως δεν είναι τελείως άδικη και ολοκληρωτικά κακόπιστη, οι ανάγκες για
επικοινωνία, θεραπευτική παρέμβαση και διδασκαλία είναι τόσο μεγάλες που
υπερκαλύπτουν κάθε επιφύλαξη.

Παράγοντες που επηρεάζουν την αξιοπιστία της ψυχιατρικής διάγνωσης. Η


αξιοπιστία (reliability) των διαγνωστικών κατηγοριών έχει να κάνει με την ευστοχία και
την ακρίβεια της διάγνωσης και συντελεί στην εγκατάσταση καλύτερης επικοινωνίας
μεταξύ των ιατρών, ενώ η εγκυρότητά τους (validity) αφορά τη χρησιμότητα και βοηθάει
στην πρόγνωση. Η διατύπωση διαγνωστικών κριτηρίων αύξησε την αξιοπιστία των
διαγνώσεων, αλλά ο μεγάλος αριθμός των ψευδών διαγνώσεων που ακόμη
παρατηρείται υποδεικνύει αδυναμία εξειδίκευσης των διαγνωστικών μεθόδων. Οι
παράγοντες που επηρεάζουν την αξιοπιστία της ψυχιατρικής διαγνώσεως προκύπτουν
από την πλευρά του ασθενούς ή/και από την πλευρά του εξεταστή.
Από την πλευρά του ασθενούς ο βαθμός εναισθησίας (insight) είναι ο κυριότερος
παράγων. Οι ψυχωτικοί κυρίως αλλά και άλλοι ασθενείς έχουν μικρή, ή και καθόλου,
378

επίγνωση του νοσηρού της καταστάσεώς τους. Αυτό δεν έχει μόνο αρνητικές
επιπτώσεις στην αξιοπιστία της διαγνώσεως αλλά επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τη
δυνατότητα συμμόρφωσης του ασθενούς στη θεραπευτική αγωγή του και επιπλέον
δυσχεραίνει σημαντικά την δυνατότητα πρόγνωσης της νόσου. Υπάρχουν και άλλοι
παράγοντες, όπως το κίνητρο, θετικό (κέρδος από τη νόσο) ή αρνητικό (δυσμενείς
κοινωνικές ή διαπροσωπικές επιπτώσεις, στίγμα), οι συνειδητές ή ασυνείδητες
αντιστάσεις του ασθενούς για ψυχιατρική εξέταση και η ίδια η ψυχική κατάσταση του
ασθενούς, που διαμορφώνουν τα επίπεδα αξιοπιστίας της διάγνωσης.
Από την πλευρά του εξεταστή υπάρχουν σοβαροί παράγοντες ικανοί να
επηρεάσουν την αξιοπιστία της ψυχιατρικής διαγνώσεως. Ο διαθέσιμος χρόνος, η
εφαρμοζόμενη διαγνωστική στρατηγική, η εκπαίδευση του ιατρού, το ενδιαφέρον του
και η στάση του (ουδετερότητα ή παρεμβατικότητα) είναι σημαντικοί παράγοντες. Η
εκπαίδευση και η επιδεξιότητα των εξεταστών παίζει επίσης σημαντικό ρόλο (Kendel
1971). Ωστόσο είναι αξιοπερίεργο το ότι ψυχίατροι εξίσου ικανοί παρουσιάζουν
σοβαρές αποκλίσεις στις διαγνωστικές διατυπώσεις τους και η μεταξύ τους συμφωνία
στην ψυχιατρική διάγνωση (interrater reliability) έχει βρεθεί ότι κυμαίνεται σε πολύ
χαμηλά επίπεδα. Στην κλασική μελέτη των Kreitman et al (1961) εξετάσθηκαν έξι
ομάδες ψυχιατρικών ασθενών από ζεύγη ψυχιάτρων. Η συμφωνία μεταξύ των
ψυχιάτρων έφθασε στο 65%-80% αναλόγως των περιστατικών, ποσοστό όχι ιδιαίτερα
ενθαρρυντικό. Όταν η διάρκεια της διαγνωστικής συνέντευξης κυμαίνεται μεταξύ 40-60
λεπτών, τότε η συμφωνία μεταξύ των εξεταστών φθάνει στο 70%-80%. Η συμφωνία
μεταξύ των εξεταστών βέβαια εξαρτάται και από το είδος της διαγνωστικής κατηγορίας.
Το μεγαλύτερο ποσοστό διαγνωστικής συμφωνίας υπάρχει στη διανοητική
καθυστέρηση (85%), που εύκολα μπορούν να την επισημάνουν και μη ψυχίατροι, και
ακολουθούν τα οργανικά ψυχοσύνδρομα (75%), η σχιζοφρενική ψύχωση (54%), η
ψυχοπαθητική προσωπικότητα (53%), οι συναισθηματικές διαταραχές (37%), και στο
τέλος βρίσκονται οι νευρώσεις με ένα ποσοστό γύρω στο 35%. Δεν έχει αποσαφηνισθεί
γιατί μεταξύ των εξεταστών υπάρχει καλύτερη συμφωνία στην περίπτωση των
ψυχώσεων παρά στην περίπτωση των νευρώσεων.
Οι δυσκολίες διάκρισης μεταξύ παθολογικού και φυσιολογικού από τους
ψυχιάτρους αναδείχθηκαν μερικές φορές κατά τρόπο ιλαροτραγικό. Το 1973 μια ομάδα
οκτώ φυσιολογικών ατόμων, μεταξύ των οποίων και ένας καθηγητής της ψυχιατρικής,
κατόρθωσαν να εξαπατήσουν τους ψυχιάτρους αντίστοιχου αριθμού αμερικανικών
ψυχιατρικών ιδρυμάτων, να εισαχθούν με τη διάγνωση της σχιζοφρένειας και να
υποβληθούν σε θεραπεία παρά το ότι οι συνασθενείς τους τούς είχαν αναγνωρίσει ως
φυσιολογικούς (Rosenhan 1973). Πολύ αργότερα μια αμερικανίδα ψυχολόγος (Slater
2005) παρουσιάσθηκε στα επείγοντα εννέα διαφορετικών ψυχιατρικών κλινικών και
παραπονέθηκε ότι έχει μια ακουστική ψευδαίσθηση, ότι ακούει «έναν γδούπο». Σχεδόν
σε όλες τις περιπτώσεις έλαβε μαζί με τη διάγνωση της μείζονος ψυχωσικής
μελαγχολίας και μια σειρά αντικαταθλιπτικών συνδυασμένων με αντιψυχωτικά
φάρμακα. Πολλοί δέχονται ότι οι διαγνώσεις διαμορφώνονται αυθαιρέτως, όχι από τα
σημεία και συμπτώματα των ασθενών αλλά από το πλαίσιο στο οποίο εργάζεται ο
ιατρός (θεωρητικό και επαγγελματικό) και σε πολλές περιπτώσεις κυριαρχούνται από
αυτό που ονομάσθηκε «συνταγογραφικός ζήλος».
Η διαμόρφωση μιας διαγνωστικής κατηγορίας που αναπτύσσεται για μια
συγκεκριμένη πολιτισμική ομάδα και η οποία κατόπιν εφαρμόζεται σε μέλη μιας άλλης
κουλτούρας, για τα οποία όμως δεν διαθέτει ούτε την απαιτούμενη συνοχή ούτε
τεκμηριωμένη εγκυρότητα, είναι σοβαρός παράγων αναξιοπιστίας. Το φαινόμενο αυτό
είναι πολύ διαδεδομένο κυρίως μετά τη σχεδόν απόλυτη επικράτηση του αμερικανικού
DSM. Για παράδειγμα η νευρωσική κατάθλιψη ή η δυσθυμική διαταραχή του DSM-IV
ίσως έχει μια συνεκτικότητα ως διάγνωση στη μεταβιομηχανική κοινωνία της αφθονίας,
αλλά στο υπόλοιπο του πλανήτη, και σε σημαντικά τμήματα των ιδίων των
μεταβιομηχανικών κοινωνιών, αντιπροσωπεύει μια ιατρικοποίηση των κοινωνικών
προβλημάτων όπου βαρύτατοι οικονομικοί, πολιτικοί και υγειονομικοί περιορισμοί
δημιουργούν ενδημικά αισθήματα αβοηθησίας και απελπισίας, όπου η κατάπτωση του
379

ηθικού και η απόγνωση είναι αντιδράσεις σε πραγματικές συνθήκες χρόνιας


αποστέρησης και επίμονης απώλειας, όπου η αδυναμία του καθενός καταγράφεται
μέσα σε ένα καταπιεστικό κοινωνικό σύστημα και εκφράζεται με όρους θρησκευτικούς,
ηθικούς και κυρίως πολιτικούς, οπωσδήποτε όμως όχι ψυχιατρικούς, που στη Δύση
αντιπροσωπεύουν συμπτώματα της κατάθλιψης.
Το 1969 άρχισε μια εκτεταμένη μελέτη ανίχνευσης και ερμηνείας της διαφοράς ως
προς τις διαγνώσεις των ψυχιατρικών διαταραχών μεταξύ βρετανικών και αμερικανικών
ψυχιατρικών νοσοκομείων (WHO 1973). Βρέθηκε ότι οι Αμερικανοί ψυχίατροι έβαζαν
τη διάγνωση της σχιζοφρένειας σε ποσοστό σχεδόν διπλάσιο των Βρετανών, ενώ οι
Βρετανοί διέγνωσαν τριπλάσιες περιπτώσεις μανιοκαταθλιπτικής νόσου και σχεδόν
διπλάσιες περιπτώσεις ψυχονευρώσεων. Διαφορές στην επίπτωση των νόσων, στην
ψυχιατρική εκπαίδευση και στον θεωρητικό προσανατολισμό, διαφορετικά διαγνωστικά
συστήματα, διαφορετική αξιολόγηση των ψυχιατρικών συμπτωμάτων, κοινωνικοί
παράγοντες και το σύστημα περίθαλψης θεωρήθηκαν πιθανές αιτίες αυτών των
σημαντικών διαγνωστικών διαφοροποιήσεων (Spitzer and Fleiss 1975).
Η χαμηλή αξιοπιστία της διάγνωσης δημιουργεί προβλήματα στην ταξινόμηση,
μελέτη και θεραπεία των ψυχιατρικών διαταραχών και διαταράσσει τις επιδημιoλoγικές
έρευνες. Τα διαφορετικά κριτήρια που χρησιμοποιούν οι εξεταστές, η ανεπάρκεια του
ταξινομικού συστήματος, η μεταβολή της κλινικής εικόνας, η σύγχυση μεταξύ
διάγνωσης και στίγματος είναι επιπρόσθετοι παράγοντες αναξιοπιστίας. Έχει επίσης
βρεθεί (Pasamanic et al 1959) ότι η αγκίστρωση του ψυχιάτρου σε κάποια θεωρητική
κατεύθυνση επηρεάζει σημαντικά τη διαγνωστική του επιδεξιότητα και αυτό διότι η
θεωρητική εμπλοκή καθορίζει το είδος των φαινομένων που θα παρατηρήσει αλλά και
θα αγνοήσει ο εξεταστής.
Μαθηματικά μοντέλα της διαγνωστικής διαδικασίας για τη χρήση σε
ηλεκτρονικούς υπολογιστές έχουν αναπτυχθεί, αλλά είναι ακόμη πολύ νωρίς για να
αναμένεται κάποιο χρήσιμο από κλινική άποψη αποτέλεσμα, αν ποτέ κάτι τέτοιο
επιτευχθεί.

Ο βαθμός εναισθησίας (insight). Εναισθησία (Markova and Berrios 1992) είναι η


επίγνωση που έχει ο ασθενής για την κατάσταση της ψυχικής του υγείας και η
επισήμανση της από τον ιατρό θεωρείται απαραίτητο στοιχείο μιας σωστής ψυχιατρικής
εξέτασης διότι έτσι καθίσταται δυνατή η εκτίμηση της βαρύτητας της νόσου, του
κινδύνου αυτοκτονίας, της συμμόρφωσης στη θεραπεία και της απάντησης σε αυτήν.
Απαρτίζεται από διαστάσεις όπως επίγνωση του ασθενούς για την ψυχιατρική του
κατάσταση, επίγνωση των κοινωνικών επιπτώσεων της κατάστασης του, επίγνωση
των συμπτωμάτων του και απόδωση τους στη νόσο του, επίγνωση της ανάγκης για
θεραπεία. Ο ασθενής με έλλειψη εναισθησίας βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση τόσο
με τους οικείους του όσο και με τον ιατρό, μη δεχόμενος τις απόψεις τους για την
κατάσταση του. Στις ψυχωσικές καταστάσεις η έλλειψη εναισθησίας θεωρείται
σύμπτωμα της νόσου και στις νευρωσικές καταστάσεις μηχανισμός άμυνας άρνησης,
ενώ στη σχιζοφρένεια παρομοιάζεται με εγκεφαλική δυσλειτουργία όπως συμβαίνει και
με τις καταστάσεις νοσοαγνωσίας (Cooke et al 2005).

Η έννοια της συννοσηρότητας (commorbidity). Σε γενικές γραμμές ως


συννοσηρότητα μπορεί να θεωρηθεί η παρουσία περισσοτέρων της μιας διαταραχών
σε ένα άτομο σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (Burke 1990, Wittchen 1996).
Συννοσηρότητα επίσης μπορεί να θεωρηθεί και ο σχετικός κίνδυνος ο πάσχων από μια
διαταραχή να αναπτύξει μία άλλη διαταραχή. Παραδείγματα συνυπάρξεως
ψυχιατρικών διαταραχών και συσχετίσεως μεταξύ τους υπάρχουν αρκετά στη
βιβλιογραφία, όπως π.χ. η σχέση μεταξύ ψυχαναγκαστικών συμπτωμάτων και
παραληρητικών ιδεών. Τα φοβικά συμπτώματα αλλά και το καθαρό άγχος συχνά
συνυπάρχουν με κατάθλιψη και σε πολλές περιπτώσεις η αγχώδης διαταραχή
εξελίσσεται σε κατάθλιψη. Καταθλιπτικά συμπτώματα, ιδεοληπτικά συμπτώματα και
κοινωνική φοβία είναι δυνατόν να συνυπάρχουν. Συννοσηρότητα μεταξύ ψυχιατρικών
380

και σωματικών νόσων όπως και μεταξύ ψυχιατρικών νόσων και διαταραχών της
προσωπικότητας είναι πεδία μελέτης με τεράστιο κλινικοδιαγνωστικό εύρος. Η
συχνότητα της συννοσηρότητας στον γενικό ψυχιατρικό πληθυσμό φθάνει μέχρι και το
30% και ίσως περισσότερο. Η προγνωστική και θεραπευτική σημασία της αναγνώρισης
της συννοσηρότητας είναι προφανής.

Η ψυχιατρική διαγνωστική συνέντευξη. Η ψυχιατρική εκτίμηση με σκοπό τη


διάγνωση είναι μια διεξοδική διεργασία που χαρακτηρίζεται από τη λεπτομερή
διερεύνηση των σημείων, συμπτωμάτων και ενοχλημάτων του ασθενούς, από την
ολόπλευρη καταγραφή της προσωπικής του ιστορίας και των υποκειμενικών
εμπειριών, και από τη σχολαστική μελέτη της συμπεριφοράς, της ψυχικής και της
φυσικής του καταστάσεως. Όλα αυτά πρέπει να εξετασθούν μέσα στο πλαίσιο του
πολιτιστικού, κοινωνικού, οικονομικού και οικογενειακού περιβάλλοντος του ασθενούς
και του συστήματος ηθικών και θρησκευτικών αξιών του. Συνήθως ακολουθούν
ειδικότερες εξετάσεις και δοκιμασίες, κλινικές και ψυχομετρικές, εργαστηριακές,
ψυχολογικές και νευροψυχολογικές. Στο τέλος όλα τα συγκεντρωμένα στοιχεία
αξιολογούνται προς την κατεύθυνση της διαγνώσεως, η οποία θα αποτελέσει τη βάση
για την οργάνωση ενός περιεκτικού και αποτελεσματικού θεραπευτικού προγράμματος.
Η διάγνωση δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στην εξιχνίαση συμπτωμάτων και σημείων
και στα κριτήρια αποκλεισμού αλλά και στη μελέτη της πορείας της νόσου. Κατά την
ψευδώς θετική διάγνωση ο ασθενής διαγιγνώσκεται ως πάσχων από νόσο διάφορη της
πραγματικής, ενώ κατά την ψευδώς αρνητική διάγνωση ο ασθενής διαγιγνώσκεται ως
μη πάσχων από την πραγματική του ασθένεια. Αποτυχία εγκατάστασης σωστής
διαγνώσεως θα έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή λανθασμένων θεραπευτικών
στρατηγικών.

Κάθε διαγνωστική ψυχιατρική συνέντευξη είναι μια λεπτή διαδικασία. Αν δεν διεξαχθεί
όπως πρέπει, είναι δυνατόν ο ασθενής να την ακυρώσει είτε διακόπτοντάς την είτε
δίδοντας ανεπαρκείς ή στρεβλές απαντήσεις. Ο χώρος όπου θα διεξαχθεί, η διάρκειά
της, η στάση του ιατρού προς τον ασθενή και η επιδεξιότητά του να αντλεί
πληροφορίες χωρίς να αναστατώνει ή να προσβάλλει τον ασθενή είναι θεμελιώδεις
παράγοντες που θα καθορίσουν την ποιότητα της ψυχιατρικής συνέντευξης. O χώρος
στον οποίο θα διεξαχθεί η διαγνωστική συνεδρία πρέπει να είναι ήσυχος και άνετος
ώστε να εξασφαλίζεται το απρόσκοπτο της διαδικασίας. Ωστόσο ο ιατρός πρέπει να
είναι προετοιμασμένος και για αντίξοες διαγνωστικές συνθήκες (π.χ. τμήμα επειγόντων
περιστατικών ή κλίνη του ασθενούς στο γενικό νοσοκομείο). Η διάρκεια της
διαγνωστικής συνέντευξης ποτέ δεν είναι μικρότερη από 40-60 λεπτά όταν ο ασθενής
είναι πρόσφορος. Ορισμένοι ασθενείς δεν προσφέρονται για τόσο παρατεταμένη
συνέντευξη είτε λόγω της κλινικής τους καταστάσεως (π.χ. διέγερση) είτε διότι δεν το
επιθυμούν. Ωστόσο διαγνωστική συνέντευξη συντομότερη των 20 λεπτών είναι πολύ
πιθανόν να οδηγήσει σε εσφαλμένη διάγνωση.

Η στάση του ιατρού απέναντι στον ασθενή πρέπει να διακρίνεται από ευγένεια,
λεπτότητα και διάθεση να προσφέρει βοήθεια, αλλά ταυτόχρονα να είναι
συγκρατημένη, με αποφυγή της οικειότητας. Ο ιατρός πρέπει να δείχνει στον ασθενή
ότι έχει ενδιαφέρον γι' αυτόν και ότι διαθέτει αρκετό χρόνο να τον ακούσει· ότι είναι
ευαίσθητος στις συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο
ασθενής και επιπλέον ότι είναι σε θέση να συζητήσει λεπτά θέματα χωρίς να προκαλεί
ενόχληση ή ανταγωνιστικότητα. Απευθύνεται στον εξεταζόμενο στον πληθυντικό και
συνδιαλέγεται μαζί του κατά τρόπο κατανοητό. Ιδιωματική γλώσσα συνοδευόμενη από
διανοουμενισμούς και επιστημονική ορολογία πρέπει να αποφεύγεται. Δεν μιλάει ο
ασθενής τη γλώσσα του ιατρού αλλά ο ιατρός τη γλώσσα του ασθενούς. Η επιλογή
μεταξύ ελεύθερης ή οργανωμένης συνέντευξης είναι στην κρίση του ιατρού και
καθορίζεται από τις περιστάσεις. Στην ελεύθερη συνέντευξη είναι προτιμότερο να
περιγράφουν οι ασθενείς το πρόβλημά τους όπως νομίζουν. Ο ιατρός αφήνει τον
381

ασθενή να ομιλεί χωρίς να κάνει διακοπές ή ερωτήσεις, αλλά κατά την πρόοδο της
συνεδρίας μεθοδεύει σταδιακά τη συνέντευξη, κυρίως στις περιπτώσεις που ο ασθενής
δεν μπορεί να τακτοποιήσει τις πληροφορίες που δίδει. Ο εξεταστής πρέπει να επιλέξει
τις στιγμές που θα κάνει καθοδηγητικές ερωτήσεις. Πρέπει σε κάθε περίπτωση να
αποφεύγεται ο ανακριτικός τόνος, αλλά η καθοδήγηση του ασθενούς σε
λεπτομερέστερες αφηγήσεις μπορεί να είναι αναγκαία. Οι οργανωμένες ή δομημένες
συνεντεύξεις (constructed interviews) είναι προετοιμασμένες, τυποποιημένες και
δοκιμασμένες. Συνήθως περιλαμβάνουν όλο το φάσμα της ψυχοπαθολογίας, αλλά
είναι κουραστικές, ψυχρές και άψυχες. Είναι πολύ χρήσιμες όχι τόσο στην κλινική
πράξη όσο στην έρευνα.

Η ψυχιατρική εξέταση κατά την ψυχιατρική συνέντευξη περιλαμβάνει:


 Καταγραφή των δημογραφικών στοιχείων του ασθενούς. Ηλικία, τόπος καταγωγής,
τόπος διαμονής, μορφωτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Οικογενειακή
κατάσταση.
 Περιγραφή της οικογένειας.
 Προσωπικό ιστορικό του ασθενούς.
 Προνοσηρή προσωπικότητα.
 Ιστορικό σωματικών νόσων.
 Στρεσογόνα γεγονότα.
 Ιστορικό ψυχιατρικών διαταραχών.
 Ιστορία της παρούσης νόσου.
 Γενική συμπεριφορά.
 Συναίσθημα.
 Ομιλία.
 Ανίχνευση διαταραχών της ροής σκέψης.
 Ανίχνευση διαταραχών του περιεχομένου της σκέψης.
 Ανίχνευση ψευδαισθήσεων και άλλων διαταραχών της αντίληψης.
 Ιδεοληπτικά και ψυχαναγκαστικά φαινόμενα.
 Προσανατολισμός σε χώρο, χρόνο, πρόσωπα.
 Μνήμη. Συγκέντρωση και προσοχή.
 Κριτική στάση του ασθενούς απέναντι στη νόσο του και βαθμός εναισθησίας.

Επιπλέον εξετάσεις πέραν της συνεντεύξεως είναι πολλές φορές χρήσιμες για τη
συγκέντρωση επιπρόσθετων πληροφοριών που θα συναξιολογηθούν προς την
κατεύθυνση μιας ασφαλέστερης διάγνωσης.
 Κλινικοεργαστηριακές εξετάσεις. Οι βασικότερες από αυτές είναι το
ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, η αξονική τομογραφία, η μαγνητική τομογραφία, η
εξέταση ψυχοτρόπων φαρμάκων στο αίμα, η δοκιμασία κατασπάσεως
δεξαμεθαζόνης (dexamethazone suppression test DST), ο έλεγχος ύπνου, η
ποζιτρονική τομογραφία. Ορισμένες από αυτές εκτελούνται στις ψυχιατρικές
κλινικές, κατά την εισαγωγή του ασθενούς ως εξετάσεις ρουτίνας, όπως το ΗΕΓ και
η αξονική τομογραφία. Άλλες, όπως το DST, δεν έχουν κλινική σημασία αλλά
χρησιμοποιούνται στην έρευνα.
 Ψυχομετρικές δοκιμασίες. Για την εξέταση συγκεκριμένων ψυχιατρικών
διαταραχών χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη κλίμακες και ερωτηματολόγια,
όπως η BPRS (Brief Psychiatric Rating Scale), οι κλίμακες Hamilton για το άγχος
και την κατάθλιψη, το Mini Mental State Examination κ.λπ. Η συμβολή τους στη
διαμόρφωση διαγνωστικής εντύπωσης μπορεί να είναι σημαντική, όπως και η αξία
τους στην παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς. Σχεδόν όλες οι πολύ
σημαντικές ψυχομετρικές δοκιμασίες έχουν μεταφρασθεί στην ελληνική και οι
περισσότερες από αυτές είναι σταθμισμένες για τον ελληνικό πληθυσμό.
 Ψυχολογικές δοκιμασίες. Δοκιμασίες νοημοσύνης, δοκιμασίες προσωπικότητας,
νευροψυχολογικές δοκιμασίες χρησιμοποιούνται σχεδόν σε επίπεδο ρουτίνας στις
καλές ψυχιατρικές κλινικές.
382

ΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ. Τα στοιχεία του ιστορικού


πρέπει να περιγράφονται λεπτομερώς (ακόμα και τα αρνητικά) και θα πρέπει να
αποφεύγονται οι τεχνικοί όροι και τα συμπεράσματα. Δεν θα πρέπει να αναμειγνύεται η
ιστορία της νόσου με την παρούσα ψυχική κατάσταση. Το ιστορικό δεν πρέπει να
περιορίζεται μόνο στα λεγόμενα του ασθενή· πρέπει επίσης να καταγράφονται οι
παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του εξεταστή. Το ιστορικό στην πραγματικότητα
είναι μια προκαταρκτική έκθεση και δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι εξαντλεί τις
δυνατότητες να βρεθούν άλλες πληροφορίες. Πρέπει να είναι μια γενική επισκόπηση,
ικανή να δώσει μια προσωρινή ιδέα για την ασθένεια. Μια περίληψη του ιστορικού
(σύνολο μέχρι 300-400 λέξεις) θα πρέπει να γίνει με τις παρακάτω επικεφαλίδες.
 Μέρος 1ο: Αιτία εισόδου, οικογενειακό ιστορικό, ατομικό ιστορικό, ιστορικό
προηγουμένων νοσηλειών, προνοσηρή προσωπικότητα, ιστορικό της παρούσας
νόσου.
 Μέρος 2ο: Ειδικές εξετάσεις, θεραπεία και εξέλιξη, διάγνωση, πρόγνωση,
κατάσταση εξόδου, έλεγχος και περαιτέρω δράση (ενέργειες).
Οι παρατηρήσεις για την πορεία της νόσου θα πρέπει να είναι πλήρεις με λογική
χρονική σειρά (τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα). Στις κλινικές συγκεντρώσεις
χρειάζεται μια συνοπτική παρουσίαση κάθε περιστατικού. Δεν είναι ανάγκη τότε να
διαβαστεί όλο το ιστορικό (μολονότι κάθε λεπτομέρεια θα πρέπει να είναι διαθέσιμη ανά
πάσα στιγμή). Η παρουσίαση συνήθως αυτή δεν πρέπει να ξεπερνά τα 20 λεπτά. Οι
επιπλέον λεπτομέρειες, αν είναι αναγκαίες, μπορούν να αναφερθούν στη διάρκεια της
συζήτησης. Ο υπεύθυνος Επιμελητής κανονίζει την παρουσίαση του περιστατικού.

Οικογενειακό ιστορικό. Γενικό οικιστικό, οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο της


οικογένειας. Πατέρας, μητέρα, αδέλφια. Σχέσεις μεταξύ των γονέων. Ατμόσφαιρα στο
σπίτι. Χρειάζεται προσοχή στη συλλογή πληροφοριών για την οικογένεια, διότι είναι
δυνατόν να υπάρχει τάση άρνησης της ύπαρξης προβλημάτων στο σπίτι από τον
ασθενή ή από τους οικείους του. Κοινωνική θέση και γενική δραστηριότητα της
οικογένειας. Σωματικές και ψυχικές ασθένειες στην οικογένεια, αλκοολισμός ή χρήση
άλλων ουσιών, απόπειρες αυτοκτονίας, νοσηλείες, ανώμαλη προσωπικότητα, ψυχικές
διαταραχές, επιληψία, ονόματα νοσοκομείων όπου νοσηλεύτηκαν στενοί συγγενείς.
Οποιαδήποτε σημαντικά συμβάντα μεταξύ των γονέων και των συγγενών κατά τα
πρώτα χρόνια της ζωής του ασθενούς. Συναισθηματική σχέση με τους γονείς, τα
αδέλφια. Πατέρας: Κατάσταση υγείας, ηλικία ή ηλικία θανάτου και αιτία θανάτου.
Προσωπικότητα, μόρφωση, επάγγελμα. Μητέρα: Κατάσταση υγείας, ηλικία ή ηλικία
θανάτου και αιτία θανάτου. Προσωπικότητα, μόρφωση, επάγγελμα. Αδέλφια:
Απαριθμημένα με χρονολογική σειρά γέννησης, με ονόματα, οικογενειακή κατάσταση,
επάγγελμα, υγεία ή ασθένεια. Να συμπεριληφθούν αποβολές και τα θνησιγενή.

Ατομικό ιστορικό. Γέννηση, ανάπτυξη, ασθένειες κατά την παιδική ηλικία, σχολείο και
σπουδές, επαγγέλματα, στρατιωτική θητεία, σεξουαλικότητα, γάμος, παιδιά. Ιδιαίτερη
προσοχή δίδει ο εξεταστής στη διευκρίνιση των δυσκολιών και των προβλημάτων που
αντιμετώπισε ο εξεταζόμενος σε αυτές τις φάσεις της ζωής του. Ημερομηνία και τόπος
γέννησης. Κατάσταση της μητέρας στη διάρκεια της κύησης, τοκετός, θηλασμός ή
τεχνητή γαλουχία. Χρόνος απογαλακτισμού. Δυσκολίες διατροφής. Πρώιμη ανάπτυξη.
Ευαίσθητο ή υγιές βρέφος. Πρόωρο ή παρατασικό. Χρόνος οδοντοφυΐας, ομιλίας,
βάδισης, αγωγής των σφιγκτήρων. Δυσκολίες στη μάθηση των συνηθειών. Νευρωσικά
συμπτώματα πρώτης ηλικίας. Νυχτερινοί εφιάλτες, υπνοβασία, εκρήξεις οργής,
παραφορά, ενούρηση, δακτυλολειχία, ονυχοφαγία, δυσκολίες στο φαγητό, τραυλισμός,
ιδιοτροπίες, φοβίες. Κατάσταση υγείας κατά την παιδική ηλικία. Λοιμώξεις (ιδιαίτερα αν
συνοδεύονταν από υψηλό πυρετό και ψυχικά συμπτώματα), χορεία, βρεφικοί σπασμοί.
Παιχνίδι. Αυθόρμητα παιχνίδια στην παιδική ηλικία. Φανταστικά παιχνίδια. Οργάνωση
αγώνων κυρίως στην εφηβεία. Σχολείο. Ηλικία αρχής και τέλους. Σχολική επίδοση.
Ιδιαίτερες ικανότητες ή δυσχέρειες. Χόμπυ και ενδιαφέροντα. Σχέσεις με τους
383

συμμαθητές, τους δασκάλους. Ανώτερες σπουδές, μεταπτυχιακά, εξειδίκευση.


Επαγγέλματα. Ηλικία έναρξης εργασίας. Επαγγέλματα με χρονική σειρά, μισθός,
ημερομηνίες, αίτια αλλαγής. Ικανοποίηση ή αιτία δυσαρέσκειας. Στρατιωτική θητεία.
Όπλο και μονάδα που υπηρέτησε, διάρκεια θητείας. Απαλλαγή ή αναβολή για λόγους
υγείας. Ψυχικά ή σωματικά ενοχλήματα. Σύνταξη ανικανότητας. Ιστορικό
εμμηνορρυσίας. Ηλικία έναρξης. Τακτικότητα, διάρκεια, ποσότητα, δυσμηνόρροια,
συνοδά συμπτώματα. Ημερομηνία τελευταίας περιόδου. Συμπτώματα εμμηνόπαυσης.
Σεξουαλικότητα. Αυνανισμός, ηλικία έναρξης, συχνότητα. Σεξουαλικές φαντασιώσεις.
Ομοφυλοφιλία, ετεροσεξουαλικές σχέσεις, εκτός γάμου σχέσεις. Σεξουαλική
αποπλάνηση, κακοποίηση. Αφροδίσια νοσήματα. Ιστορικό εγγάμου βίου. Ηλικία
συζύγου, ασχολία, προσωπικότητα. Αρμονία στις σχέσεις. Διάθεση και συχνότητα
σεξουαλικών επαφών. Σεξουαλική ικανοποίηση. Αντισύλληψη. Βιασμένος γάμος λόγω
κύησης, πιστότητα συντρόφων. Τέκνα: Με χρονολογική σειρά καταγραφή των παιδιών
και των αποβολών ή εκτρώσεων. Ονόματα, ηλικία, προσωπικότητα των τέκνων. Στάση
απέναντι στα παιδιά. Ψυχιατρική κατάσταση των τέκνων.

Ιατρικό ιστορικό. Ασθένειες, εγχειρήσεις, ατυχήματα, νοσοκομεία, θεραπείες,


φάρμακα, παρενέργειες, λεπτομερώς.

Στρεσογόνα γεγονότα. Απώλειες όπως θάνατος, απώλεια εργασίας, οικονομικές


δυσκολίες, κατάρρευση διαπροσωπικών σχέσεων. Ατυχήματα, φυσικές καταστροφές,
πολιτικές ή θρησκευτικές διώξεις, μετανάστευση.

Ιστορικό ψυχιατρικών διαταραχών. Περιγραφή της κλινικής εικόνας, πορεία με την


πάροδο του χρόνου, θεραπείες, νοσηλείες.

Προνοσηρή προσωπικότητα. Κοινωνικές σχέσεις: Στην οικογένεια (προσήλωση,


εξάρτηση), στους φίλους (ομάδες, εταιρείες, σύλλογοι), στην εργασία και απέναντι
στους συναδέλφους (αρχηγός, οπαδός, οργανωτής, επιθετικός, υπάκουος,
προσαρμόσιμος). Πνευματικές δραστηριότητες και ενδιαφέροντα, φιλοδοξίες.
Αισιόδοξος ή απαισιόδοξος, υποτίμηση του εγώ ή υπερβολική αυτοπεποίθηση.
Σταθερός ή με διακυμάνσεις. Συγκρατημένος ή επιδεικτικός. Δειλός στις
διαπροσωπικές του σχέσεις, ευαίσθητος, καχύποπτος, μνησίκακος, φιλόνεικος,
παρορμητικός, ζηλότυπος, αυστηρός, άκαμπτος, επιφυλακτικός. Στάση του απέναντι
στην υγεία και στο σώμα του. Ενεργητικότητα, πρωτοβουλία, αποφασιστικότητα.
Διατροφή, ύπνος, σφιγκτηριακές λειτουργίες, αλκοόλ, καπνός, άλλες ουσίες.

Ιστορία της νόσου. Καταγράφονται με λεπτομέρειες και σε χρονολογική σειρά όλα τα


στοιχεία και τα εξελικτικά στάδια της νόσου. Αναφέρονται λεπτομερώς ημερομηνίες
έναρξης των διαταραχών, η διάρκειά τους και οι θεραπευτικές αγωγές. Ονόματα
νοσοκομείων που νοσηλεύθηκε ή ιατρών που τον παρακολούθησαν. Καταγράφονται
όλα τα ψυχιατρικά προβλήματα που αναφέρονται από τον ασθενή και εκείνα που
παρατηρούνται από τους συγγενείς ή φίλους. Εξάρσεις και υφέσεις. Πιθανό κέρδος
από τη νόσο (π.χ. σύνταξη ή κάποια αποζημίωση) ή πιθανή βλάβη από τη νόσο (π.χ.
απώλεια εργασίας).

Παρούσα ψυχική κατάσταση.


Γενική συμπεριφορά: Φαίνεται ο ασθενής άρρωστος; Ποια είναι η εξωτερική του
εμφάνιση και ενδυμασία; Συνομιλεί με τον εξεταστή; Βρίσκεται σε επαφή με το
περιβάλλον; Πώς αντιδρά σε διάφορες απαιτήσεις και καταστάσεις. Χειρονομίες,
γκριμάτσες τικς, στερεοτυπικές κινήσεις ή άλλες ψυχοκινητικές εκδηλώσεις. Πολλή ή
λίγη δραστηριότητα; Είναι αυθόρμητος, βεβιασμένος, αργός, στερεότυπος,
διστακτικός, νευρικός, τεντωμένος; Οι κινήσεις του, η διάθεσή του έχουν κάποιο
σκοπό ή σημασία; Πραγματικές αντιλήψεις ή ψευδαισθήσεις φαίνεται να τροποποιούν
τη συμπεριφορά του; Αν είναι αδρανής, αντιστέκεται σε παθητικές κινήσεις ή διατηρεί
384

μια στάση ή υπακούει σε εντολές ή δείχνει ότι δεν καταλαβαίνει; Διατροφή, ύπνος,
καθαριότητα, αγωγή των σφιγκτήρων. Τρόπος που περνά την ημέρα του.
Ομιλία: Μιλάει δυνατά ή σιγά; Λέει πολλά ή λίγα, μιλά αυθόρμητα ή μόνο απαντά σε
ερωτήσεις; Μιλάει αργά ή γρήγορα, διστακτικά ή πρόθυμα, ειδικά ή γενικά, κατανοητά
ή δυσνόητα, με παρεμβάσεις, με διακοπές, παρουσιάζει ξαφνικές σιωπές, αλλαγή
θέματος, χρησιμοποιεί παράξενες λέξεις ή σύνταξη, ομοιοκαταληξία, λογοπαίγνια;
Διάθεση: Χαρά ή λύπη, ευερεθιστότητα, καχυποψία, οργή, φόβος που δεν
ανταποκρίνεται στις περιστάσεις, ανησυχία, ταραχή, αμηχανία.
Παραληρητικές ιδέες και παρερμηνείες: Χρειάζεται η ανίχνευση και καταγραφή των
παραληρητικών ιδεών να είναι ιδιαιτέρως προσεκτική. Ποια είναι η στάση του
ασθενούς απέναντι στους ανθρώπους και στα πράγματα του περιβάλλοντός του.
Παρεξηγεί το τι συμβαίνει; Δίνει ιδιαίτερη ή λανθασμένη ερμηνεία, ή αμφιβάλλει γι’
αυτό; Σκέφτεται ότι κάποιος τον προσέχει ιδιαίτερα, του συμπεριφέρεται με έναν
ιδιαίτερο τρόπο, τον διώκει ή επιδρά πάνω του σωματικά ή πνευματικά με κοινούς ή
επιστημονικούς ή παραφυσικούς τρόπους; Τον περιγελούν; Τον θαυμάζουν; Τον
αποφεύγουν; Προσπαθούν να τον σκοτώσουν; Να τον βλάψουν; Να τον ενοχλήσουν;
Υποτιμά τον εαυτό του, το ηθικό του περιεχόμενο, την υγεία του; Έχει μεγαλειώδεις
δοξασίες; Το υλικό που αφορά τις παραληρητικές ιδέες είναι δυνατόν να περιπλέκεται
ή να αποκρύπτεται από τον ασθενή και χρειάζεται ιδιαίτερη δεξιοτεχνία για την
ανίχνευσή του.
Ψευδαισθήσεις ή άλλα συμπτώματα από την αντίληψη: Ακουστικές, οπτικές,
οσφρητικές, γευστικές, απτικές. Η πηγή, η ένταση, η βεβαιότητα για το πόσο
πραγματικές είναι, το περιεχόμενο, ο χρόνος εμφάνισης, η κατάσταση του ασθενούς
όταν του συμβαίνουν (τη νύχτα, όταν κοιμάται, όταν είναι μόνος).
Ιδεοψυχαναγκαστικά συμπτώματα: Έμμονες ιδέες, ορμές, επαναλαμβανόμενες πράξεις
και τελετουργίες. Ο βαθμός δυσφορίας που προκαλούν στον ασθενή.
Προσανατολισμός: Ελέγχεται και καταγράφεται ο προσανατολισμός του ασθενούς στον
χώρο, στον χρόνο και στα πρόσωπα.
Μνήμη: Μπορεί να ελεγχθεί συγκρίνοντας την έκθεση της ζωής του όπως τη δίνει αυτός
και οι άλλοι ή εξετάζοντας τα λάθη και τις ανακρίβειες στις επαναλήψεις. Εξετάζεται η
ανάκληση πρόσφατων γεγονότων. Όπου υπάρχει εκλεκτική ελάττωση της μνήμης για
ιδιαίτερες τυχαίες περιόδους, για πρόσφατα ή απομακρυσμένα συμβάντα, θα πρέπει
να καταγραφούν με λεπτομέρειες τόσο η στάση του ασθενή απέναντι στη λησμοσύνη
του όσο και τα πράγματα που ξεχνά. Δοκιμασίες μνήμης, προσοχής, συγκέντρωσης,
προσανατολισμού, αριθμησίας, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν.
Προσοχή και συγκέντρωση: Η προσοχή του διεγείρεται και διατηρείται εύκολα;
Συγκεντρώνεται; Αποσπάται εύκολα; Να ζητηθεί από τον ασθενή να πει τις μέρες της
βδομάδας, τους μήνες του έτους κατ’ αντίστροφη σειρά ή να κάνει απλές αριθμητικές
πράξεις (αφαίρεση του 7 από το 100, του 7 από το υπόλοιπο κ.λπ.).
Βαθμός εναισθησίας: Ποια είναι η στάση του ασθενή απέναντι στην παρούσα του
κατάσταση. Τη θεωρεί ασθένεια ψυχική που χρειάζεται θεραπεία; Πώς αντιμετωπίζει
προηγούμενες λεπτομέρειες, εμπειρίες, ψυχικές νόσους κ.λπ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BURKE et al (1990). Extracting information for diagnostic interviews on co-occurrence of symptoms of
anxiety and depression. In: Comorbidity of Mood and Anxiety and Disorders. Eds JD Maser and CR Clon-
inger. Washington DC:APP
BRUGHA T (2005). The end of the beginning: a requiem for the categorization of mental disorder? Psy-
chological Medicine 32:1149-1154.
COOKE MA, PETERS ER, KUIPERS E, KUMARI V. (2005). Disease, deficit or denial? Models of poor
insight in psychosis. Acta Psychiatr Scand. 112(1):4-17.
KENDEL RE, JABLENSKY A. (2003). Distinguishing between validity and utility of psychiatric diagnoses.
Am J Psychiatry 160:4-12.
KENDEL RE. (1971). Psychiatric Diagnoses: A study of how they are made. Brit. J Psychiatry 122:437-
445.
KREITMAN N, et al. (1961). The reliability of psychiatric assessment: an analysis. J Ment Sci 107:887-
908.
385

MARKOVA IS, BERRIOS GE. (1992). The meaning of insight in clinical psychiatry. Br J Psychiatry 160:
850-60.
PASAMANIC B, DINITZ S, LEFTON M. (1959). Psychiatric orientation and its relation to diagnosis and
treatment to a mental hospital. Am J Psychiatry 116:127-132.
ROSENHAN DL. (1973). On being sane in insane places. Science. 179(70):250-8.
SLATER L. (2005). Blue Beyond Blue: Extraordinary Tales for Ordinary Dilemmas, W.W. Norton & Com-
pany.
SPITZER RL, FLEISS JL. (1975). A re-analysis of the reliability of psychiatric diagnosis. Br J Psychiatry,
125:341-347.
SZASZ TS. (1991). Diagnoses are not Diseases. Lancet 338:1574-1575.
WHO (1973). The International Pilot Study of Schizophrenia. Geneva.
WITTCHEN HU. (1996). Critical issues in the evaluation of comorbidity of psychiatric patients. Brit J Psy-
chiatry 168:9-16.

51. ΣΗΜΕΙΑ, ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Συμπτώματα, σημεία και σύνδρομα. Τα συμπτώματα και τα σημεία είναι δομικά


στοιχεία της ψυχιατρικής νόσου και εκφράζουν αλλαγή από μια προηγούμενη
κατάσταση. Η παρουσία τους είναι ένδειξη ότι έχει διαταραχθεί η φυσιολογική
ψυχοσυναισθηματική σταθερότητα και συνέχεια. Από επιδημιολογική άποψη η
386

κατανομή τους στον γενικό πληθυσμό είναι σποραδική και η φύση τους παροδική, σε
αντίθεση με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των οποίων η φύση είναι μόνιμη
και η κατανομή γενική. Τόσο οι κλινικοί όσο και οι ερευνητές εργάζονται κυρίως στο
επίπεδο των συνδρόμων και πολύ λιγότερο στο επίπεδο των συμπτωμάτων. Ωστόσο,
δεδομένου ότι η αξιοπιστία μιας σειράς συνδρόμων είναι αμφισβητήσιμη, η αναζήτηση
συμπτωμάτων και σημείων έχει αρκετά πλεονεκτήματα (Costello 1992), αφού έτσι
αμβλύνεται η διαστασιακή/κατηγορική αντιπαράθεση μεταξύ των συνδρόμων·
επιπλέον, καθώς τα συμπτώματα είναι πιο «καθαροί» φαινότυποι, η χρήση τους στις
γενετικές μελέτες είναι από ερευνητική άποψη προσφορότερη.

Σύμπτωμα. Το σύμπτωμα προκαλεί δυσφορία στον πάσχοντα ή στο περιβάλλον του,


βιώνεται ως ξένο προς την προσωπικότητα του πάσχοντος, εμποδίζει τις διαδικασίες
προσαρμογής, διαταράσσει τη φυσιολογική συνέχεια της συμπεριφοράς, αλλά παρά
τον δυσφοριογόνο χαρακτήρα του, δεν απαρτίζει μια επαρκή συνθήκη για την
εγκατάσταση διαγνώσεως ψυχικής νόσου (Foulds 1965, Caine and Smail 1969). Για να
γίνει αυτό, θα πρέπει να συνυπάρχουν παράγοντες όπως η μείωση της
λειτουργικότητας. Τα ψυχιατρικά συμπτώματα που παρουσιάζονται από τον ασθενή
δεν μοιάζουν με τα συμπτώματα του παραδοσιακού ιατρικοβιολογικού μοντέλου,
δηλαδή με υποκειμενικές εκφράσεις μιας διαταραχής του ανατομικού ή φυσιολογικού
υποστρώματος, αλλά είναι συμπτώματα που έχουν αναδυθεί μέσα από την ανθρώπινη
ψυχοκοινωνική εμπειρία. Η έκφρασή τους μπορεί να βασίζεται σε πραγματικές
αιτιάσεις, αλλά στο τέλος περιλαμβάνουν εκτός από την κλινική και άλλες σημασίες,
προσωπικές, ακόμη και πολιτισμικές. Δεν είναι π.χ. ασυνήθιστο να σημαίνουν την
ύπαρξη μιας σύγκρουσης γύρω από απαράδεκτες όψεις του εαυτού, σκέψεις,
συναισθήματα, κίνητρα ή αναμνήσεις, κάτι αδιανόητο στη σωματική ιατρική. Το πόσο
σημαντικό είναι ένα ψυχιατρικό σύμπτωμα, ποιο είναι το βάρος και η αξία του στη
διαδικασία εγκατάστασης μιας διάγνωσης είναι θέμα που χρειάζεται διερεύνηση, αφού
υπάρχουν συμπτώματα με μηδαμινή διαγνωστική αξία και άλλα που φθάνουν στο
επίπεδο να είναι σχεδόν παθογνωμονικά.

Σημείο είναι μία αλλαγή στη σωματική ή ψυχική λειτουργία που δεν αναφέρεται
αναγκαστικά από τον ασθενή ως δυσφοριογόνο ενόχλημα αλλά την οποία ο έμπειρος
παρατηρητής αναγνωρίζει ως παθολογικό δείκτη. Και το σημείο, όπως το σύμπτωμα,
εμποδίζει τις διαδικασίες προσαρμογής και διαταράσσει τη φυσιολογική συνέχεια της
συμπεριφοράς. Η χρήση του μοιάζει με εκείνη της υπόλοιπης ιατρικής, όπου το
σύμπτωμα που παρουσιάζεται ως ενόχλημα από τον ασθενή αντιπαραβάλλεται με το
σημείο το οποίο επισημαίνεται από τον ιατρό. Ο διαγνωστικός κίνδυνος βρίσκεται στο
ότι ενώ το σημείο είναι χρήσιμο για να κατανοηθεί μια παθολογική συμπεριφορά, στο
τέλος ενδέχεται να καταλήγει να δηλώνει αυτή τη συμπεριφορά. Ακόμη περισσότερο, η
γλώσσα των σημείων μπορεί να χρησιμοποιείται για να στιγματισθεί αυτό που είναι
απαράδεκτο και έτσι το ηθικώς καταδικαστέο, οτιδήποτε κακό, η κοινωνική
παρεκτροπή, ενδέχεται να γίνει ψυχιατρικό σημείο. Στη σύγχρονη κοινωνία που
προβάλλει τις αξίες της αποτελεσματικότητας, της τυποποίησης, της συμμόρφωσης
στο ωράριο και της εργασιακής πειθαρχίας, η ψυχιατρική σκέψη παγιδεύτηκε και
διαμόρφωσε ανάλογα διαγνωστικά κριτήρια. Πολλές συμπεριφορές κατατάχθηκαν ως
«ανώριμες», «ανεπαρκείς» ή «ανεύθυνες», ενώ σχεδόν αποκλείσθηκαν από το
φυσιολογικό και ψυχιατρικοποιήθηκαν οι εκδηλώσεις των αυθόρμητων υπερβολών, ο
αντικομφορμισμός, η ριζοσπαστικότητα, τα καπρίτσια, οι αυθαιρεσίες, οι πόζες, το
εκκεντρικό στυλιζάρισμα και γενικά κάθε εκκεντρική εκδήλωση. Ακόμη και υπερβολές
στην εκδήλωση αγάπης ή δύναμης έφθασαν να θεωρηθούν ψυχοπαθολογικές.
Επομένως χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κατά την διαγνωστική διαδικασία ώστε η
σημειολογία που ανιχνεύεται να έχει πράγματι χαρακτήρα ψυχοπαθολογικό.

Σύνδρομο. Η ιδέα της νόσου ως συνδρόμου έχει την απαρχή της τον 17ο αιώνα στον
Sydenham, αν και σε σπερματική κατάσταση τη συναντά κανείς στο ιπποκρατικό έργο.
387

Σύνδρομο είναι ένα άθροισμα ή μια ομάδα συμπτωμάτων και σημείων τα οποία
συμβαίνει να συνυπάρχουν συχνά, και είναι σαφώς διακριτό από άλλα τέτοια
αθροίσματα συμπτωμάτων και σημείων, όπως επίσης έχει χαρακτηριστική πρόγνωση.
Τα σύνδρομα πρέπει να ικανοποιούν τις προϋποθέσεις για αξιοπιστία και εγκυρότητα.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διακρίνονται μεταξύ τους με σαφήνεια και οι μεταξύ τους
σχέσεις να είναι σαφώς καταγεγραμμένες. Το κατά πόσον τα σύνδρομα πρέπει να
θεωρούνται εκδηλώσεις μιας συγκεκριμένης νοσολογικής οντότητας ή μιας
παθογένειας κοινής σε διαφορετικές αιτιολογίες είναι ζήτημα που πρέπει να
διευκρινισθεί και από παράπλευρες έρευνες (γενετική, πορεία νόσου, βιολογικοί
σηματοδότες, επιδράσεις του περιβάλλοντος κ.λπ.). Όταν υπάρχει συνδυασμός
συνδρόμων, αυτά πρέπει να διαγιγνώσκονται ξεχωριστά και ακόμη να διερευνάται αν η
μεταξύ τους αλληλοκάλυψη αντανακλά κάποια ιεραρχική ή κάποια παράλληλη σχέση.
Για πολλά παραδοσιακά ψυχιατρικά σύνδρομα δεν έχει ακόμη εγκατασταθεί η δομική
τους εγκυρότητα (construct validity). Πολύ λίγα σύνδρομα παρέχουν τη δυνατότητα
πρόβλεψης όσον αφορά τη φροντίδα και τη θεραπεία. Κανένα σύνδρομο δεν έχει
αποκτήσει εγκυρότητα με βάση την αιτιοπαθογένειά του. Στην ιστορία των ψυχιατρικών
ταξινομήσεων πολλά σύνδρομα ήρθαν και παρήλθαν, λίγα σύνδρομα έμειναν
απαράλλακτα.

Καταστάσεις. Παρά το ότι είναι φαινόμενα συνθετότερα των σημείων και των
συμπτωμάτων, δεν είναι ολοκληρωμένα σύνδρομα και γι’ αυτό δεν δύνανται να
ταξινομηθούν στην ψυχιατρική νοσολογία, ούτε όμως είναι απλώς συμπτώματα ή
σημεία. Μερικές φορές η υποκειμενική ή αντικειμενική απόκλιση από το φυσιολογικό
διακρίνεται ως «σημειο-συμπτωματολογικός» συνδυασμός, απλός (1 σύμπτωμα + 1
σημείο) ή σύνθετος με περισσότερα συμπτώματα και σημεία. Ο όρος «κατάσταση»
(state) ήταν πολύ διαδεδομένος στην ψυχιατρική βιβλιογραφία κατά τις δεκαετίες ’70
και ’80.

Σημεία, συμπτώματα και καταστάσεις από τη συνείδηση (για τη φυσιολογία της


συνείδησης βλ. σχετικό κεφάλαιο). Διαταραχές της συνείδησης είναι δυνατόν να
αποτελούν μέρος της κλινικής εικόνας μεγάλου αριθμού νόσων, όπως φαρμακευτικές
δηλητηριάσεις, μεταβολικές διαταραχές, λοιμώξεις, αποστήματα, όγκοι του εγκεφάλου,
αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και ψυχιατρικές
διαταραχές. Εκδηλώνονται σε μεγάλο φάσμα διαβαθμίσεων – από την αιφνίδια και
πλήρη διακοπή της εγρήγορσης μέχρι την ελαφρά και αργόσυρτη σύγχυση.
Σύγχυση. Λέγεται και θόλωση ή συσκότιση της συνείδησης. Βασικό κλινικό κριτήριό
της είναι η διαταραχή του προσανατολισμού του ασθενούς στον χώρο, στον χρόνο
και στα πρόσωπα. Υπάρχει απουσία επαφής του ασθενούς με το περιβάλλον, σε μία
σειρά διαβαθμίσεων – από την ελαφρά, μέτρια, μέχρι τη βαριά σύγχυση, την οποία
είναι δυνατόν να διαδεχθεί το ημικώμα. Συχνά συνυπάρχει και υπνηλία ποικίλης
εντάσεως, που μερικές φορές φθάνει μέχρι τη βυθιότητα και τον λήθαργο. Υπάρχουν
αρκετές περιπτώσεις που η εικόνα της σύγχυσης συνδυάζεται με ψυχοκινητική
διέγερση, εναντιωματική, επιθετική ή και καταστροφική συμπεριφορά.
Λυκοφωτική κατάσταση. Χαρακτηρίζεται από μεταβολή του πεδίου συνειδήσεως σε
συνδυασμό με ζωηρές αναμνησιακές αναμοχλεύσεις παλαιών ψυχοτραυματικών
γεγονότων τα οποία προσλαμβάνουν ψευδαισθητωσικό χαρακτήρα. Είναι
χαρακτηριστικό σύμπτωμα των ψυχοαποσυνδετικών υστερικών καταστάσεων.
Ντελίριο (delirium). Λέγεται και οξύ οργανικό ψυχοσύνδρομο. Πρέπει να αποφεύγεται
ο όρος παραλήρημα (delusion) που, μαζί με τον όρο παραληρητική ιδέα, είναι
καλύτερα να χρησιμοποιείται στις σχετικές διαταραχές περιεχομένου της σκέψης,
διότι η μέχρι τώρα κοινή χρήση του αυτού όρου (παραλήρημα) για τελείως
διαφορετικές κλινικές εικόνες έχει προκαλέσει συγχύσεις. Είναι σύνθετη
ψυχοπαθολογική κατάσταση με πτώση του επιπέδου της συνείδησης, που μπορεί να
φθάσει από τη ληθαργική κατάσταση μέχρι το κώμα, διαταραχές της προσοχής, της
αντίληψης, της μνήμης, του προσανατολισμού στον χώρο και στον χρόνο, ζωηρές
388

ψευδαισθήσεις –κυρίως οπτικές–, παραληρητικές ιδέες και ψυχοκινητική ανησυχία


(βλ. και οργανικά ψυχοσύνδρομα).
Ημικώμα, Κώμα και Ξεπερασμένο κώμα. Το ημικώμα χαρακτηρίζεται από πτώση
της συνείδησης μέχρι του επιπέδου του βαθέως ύπνου, άνοδος της οποίας μπορεί να
επιτευχθεί με εφαρμογή έντονων επαναληπτικών ερεθισμάτων (Matthews 1978).
Καταργείται η δυνατότητα επικοινωνίας και συνεργασίας με τον ασθενή, ο οποίος
απαντά μόνο σε επώδυνα ερεθίσματα με αμυντικές κινήσεις, αλλαγή της έκφρασης
του προσώπου κ.λπ. Τα αντανακλαστικά, τενόντια, καταπόσεως και συγκλίσεως
βλεφάρων δεν έχουν καταργηθεί, η δε ουροδόχος κύστις μόλις πληρωθεί και
διαταθεί, κενούται αντανακλαστικώς. Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε διαταραχές που
προκαλούν καταστολή της λειτουργίας του ενεργοποιητικού δικτυωτού σχηματισμού
(χωροκατακτητικές διεργασίες, τοξικές και μεταβολικές διαταραχές, λοιμώξεις,
μετακριτική φάση επιληπτικών κρίσεων).
Κώμα σημαίνει εγκεφαλική ανεπάρκεια. Πρόκειται περί δραματικής καταστάσεως
πλήρους απώλειας της συνειδήσεως κατά την οποία ο ασθενής δεν αντιδρά στην
εφαρμογή οποιουδήποτε και οσοδήποτε ισχυρού ερεθίσματος. Τα αντανακλαστικά
στις περισσότερες περιπτώσεις είναι κατηργημένα, αλλά αυτό δεν είναι κανόνας. Η
ουροδόχος κύστις δεν κενούται αντανακλαστικώς αλλά δι’ υπερχειλίσεως. Τα βασικά
κριτήρια του θανάτου είναι κατάργηση των αντανακλαστικών μέσα σε βαθύ κώμα,
ισοηλεκτρική γραμμή στο ΗΕΓ και σαφείς αγγειογραφικές ενδείξεις διακοπής της
κυκλοφορίας στο έσω καρωτιδικό σύστημα. Η υπερανάπτυξη της ιατρικής
τεχνολογίας επιτρέπει σήμερα τη διατήρηση στη ζωή ανθρώπων που βρίσκονται σε
μη αντιστρεπτό ή ξεπερασμένο κώμα (coma de passe), κατά το οποίο εμφανίζονται
τα βασικά χαρακτηριστικά του θανάτου. Οι ασθενείς σε αυτά τα περιστατικά στην
πραγματικότητα είναι καρδιοπνευμονικά παρασκευάσματα, αλλά η συνέχιση της
προσπάθειας για τη διάσωση τους ενδέχεται να επιβάλλεται, αφού έχουν αναφερθεί
σπάνιες περιπτώσεις ανανήψεως από. Από αυτές τις περιπτώσεις προκύπτουν
σοβαρά ηθικά και δεοντολογικά προβλήματα τα οποία επιβάλλουν σαφή διατύπωση
της κατάστασης του θανάτου, όχι μόνο για την επιλογή του χρόνου απόσυρσης της
υποστήριξης, αλλά και επειδή αυτό συσχετίζεται με το πρόσωπο που έχει την ευθύνη
για μία τέτοια πράξη καθώς και με τους λόγους που την επιβάλλουν (π.χ. απόσπαση
οργάνων για μεταμοσχεύσεις).

Σημεία, συμπτώματα και καταστάσεις από την αντίληψη (για τη φυσιολογία της
αντίληψης βλ. σχετικό κεφάλαιο). Δεν είναι όλες οι διαταραχές της αντίληψης
παθολογικές και μόνο ένα μέρος αυτών έχει ψυχιατρικό ενδιαφέρον. Επειδή όμως κάθε
διαταραχή της αντίληψης έχει ως αποτέλεσμα δυνητικά μία διαστρέβλωση των
δεδομένων της πραγματικότητας με συνεπαγόμενες μεγάλες ή μικρές διαταραχές στο
επίπεδο της ερμηνείας της πραγματικότητας, της λήψης αποφάσεων και της
συμπεριφοράς, γι’ αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν συνδυάζονται και με άλλες
ψυχιατρικές διαταραχές ή εκδηλώνονται μέσα στο πλαίσιο της κλινικής τους εικόνας
(π.χ. ψυχώσεις), ορισμένες διαταραχές της αντίληψης αποκτούν έντονα
ψυχοπαθολογικό χαρακτήρα.
Μετεικάσματα (φωσφένια). Είναι οπτικές αντιλήψεις που εμφανίζονται μετά την
απομάκρυνση οπτικών ερεθισμάτων. Τα φαινόμενα αυτά ταξινομούνται στην
ευρύτερη κατηγορία των μεταισθημάτων και εκδηλώνονται κυρίως ως χρωματικά
συμπληρώματα του οπτικού ερεθίσματος που απομακρύνθηκε. Π.χ. μετά τα λαμπρά
κόκκινα-πορτοκαλιά χρώματα του ηλίου, εμφανίζονται χρώματα πράσινα-κίτρινα. Δεν
έχουν κλινική σημασία στην ψυχιατρική.
Διαταραχές αντιλήψεως χρωμάτων. Δεν έχουν κλινική σημασία στην ψυχιατρική.
Είναι διαφορετικές μεταξύ των δύο φύλων. Γενικώς στη διαταραγμένη αντίληψη των
χρωμάτων υπερέχουν οι άνδρες. Φαίνεται ότι θα πρέπει να έχουν σχέση με τη
φυλοσύνδετη κληρονομικότητα και ειδικά με το χρωμόσωμα Χ. Αχρωματοψία.
Διακρίνεται σε ολική, όταν το άτομο δεν μπορεί να διακρίνει κανένα από τα χρώματα
του ηλιακού φάσματος, και μερική, όταν μπορεί να αντιληφθεί ορισμένα χρώματα. Οι
389

συνηθέστερες περιπτώσεις αφορούν το κόκκινο και το πράσινο χρώμα. Διαταραχές


αντιλήψεως του ερυθρού χρώματος. α) Περιορισμένη ευαισθησία στο ερυθρό. Το
βαθύ ερυθρό συγχέεται με το μαύρο. Στη διαταραχή αυτή η σχέση ανδρών
πασχόντων προς γυναίκες είναι 23:1. β) Πλήρης έλλειψη ευαισθησίας στο κόκκινο.
Κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, καφέ, συγχέονται. Στη διαταραχή αυτή η σχέση ανδρών
πασχόντων προς γυναίκες είναι 110:1. Διαταραχές αντιλήψεως του πράσινου
χρώματος. α) Περιορισμένη ευαισθησία στο πράσινο. Το πράσινο συγχέεται με
κίτρινο, καφέ, γκρι. Στη διαταραχή αυτή η σχέση ανδρών πασχόντων προς γυναίκες
είναι 12:1. β) Πλήρης έλλειψη ευαισθησίας στο πράσινο. Στη διαταραχή αυτή η σχέση
ανδρών πασχόντων προς γυναίκες είναι 6:1.
Πλάνες αντιλήψεως. Δεν έχουν κλινική σημασία στην ψυχιατρική. Πλάνες αντιλήψεως
όγκου-βάρους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πλάνη Charpetier-Koselef. Από
δύο αντικείμενα που έχουν το ίδιο βάρος αλλά διαφορετικά μεγέθη, το μικρότερο δίδει
την εντύπωση ότι είναι βαρύτερο. Από δύο αντικείμενα με το ίδιο μέγεθος αλλά
διαφορετικό βάρος, το βαρύτερο δίδει την εντύπωση ότι είναι μικρότερο. Οπτικές
πλάνες. Οι γραμμές του τρένου που φαίνονται σαν να συγκλίνουν στο βάθος του
ορίζοντα είναι από τις χαρακτηριστικότερες οπτικές πλάνες. Άλλες γνωστές πλάνες
είναι η πλάνη Muller-Lyer κατά την οποία μια γραμμή φαίνεται να αλλάζει μήκος
αναλόγως του αν στις άκρες της σχεδιασθούν αιχμές βέλους ή φτερά βέλους, οι
γωνιακές πλάνες, η πλάνη του Ζöllner, η πλάνη Poggendorf, η πλάνη Lipps και η
πλάνη Hering (curvative illusion). Στο αυτοκινητικό φαινόμενο, αν το βλέμμα
προσηλωθεί σε σταθερό φωτεινό σημείο μέσα σε σκοτεινό χώρο, μετά από λίγο το
φωτεινό σημείο θα αρχίσει να φαίνεται ότι κινείται. Το οφθαλμικό μυϊκό σύστημα
κουράζεται και ο ελαφρός τρόμος των οφθαλμικών μυών προκαλεί το φαινόμενο.
Κατά το φαινόμενο Φ, όταν αντικειμενικώς σταθερά, σχετικώς όμοια αντικείμενα
παρουσιάζονται στον εξεταζόμενο το ένα μετά το άλλο κατά τακτά και συγκεκριμένα
χρονικά διαστήματα, δίδεται στον εξεταζόμενο η οπτική εντύπωση κινήσεώς τους.
Ψυχογενής τύφλωση. Ο ασθενής χάνει μερικώς ή τελείως την όρασή του, χωρίς η
οφθαλμολογική εξέταση να δείξει κάτι παθολογικό. Συνήθως παραπονείται για ένα
θάμπωμα της οράσεως ή «σαν να βλέπει μέσα από σήραγγα». Το χαρακτηριστικό
στην ψυχογενή τύφλωση, που ανήκει στις υστερικές διαταραχές, δεν είναι τόσο η
πλήρης απώλεια της οράσεως αλλά το ότι ο ασθενής αποδέχεται αυτήν την
κατάσταση, δεν αντιδρά όπως αναμένεται να αντιδράσει κάποιος που χάνει την
όρασή του.
Ψυχογενής κώφωση. Και σε αυτήν την περίπτωση, που ανήκει στις υστερικές
νευρώσεις, ο ασθενής δεν χάνει ολοσχερώς την ακοή του. Η ακοή του αδυνατίζει σε
ποικίλους βαθμούς, αλλά αντικειμενικά ευρήματα από την ΩΡΛ εξέταση
απουσιάζουν.
Παλινάκουσις. Πρόκειται περί σπάνιου νευρολογικού φαινομένου το οποίο είναι
δυνατόν να διαγνωσθεί λανθασμένα ως ακουστική ψευδαίσθηση (Malone and
Leiman 1983). Είναι μια επιμένουσα επαναλαμβανόμενη παροξυσμική ακουστική
παραίσθηση κατά την οποία ακουστικές αισθήσεις που προκαλούνται από
πραγματικά εξωτερικά ερεθίσματα επιμένουν ή επαναλαμβάνονται για ποικίλα
χρονικά διαστήματα μετά τη λήξη του αρχικού ακουστικού ερεθίσματος. Συνήθως
περιγράφεται στις κροταφικές επιληψίες και δεν απαντά στα αντιψυχωτικά φάρμακα.
Η διαφορά της από τις ακουστικές ψευδαισθήσεις βρίσκεται στο ότι τα
παλινακουστικά φαινόμενα είναι πιστά αντίγραφα πραγματικών ήχων.
Συμπτώματα από την όσφρηση. Σημαντικές διαταραχές της οσφρήσεως, μέχρις
πλήρους ανοσμίας, έχουν παρατηρηθεί σε ορισμένες νευροψυχιατρικές διαταραχές,
όπως στη νόσο Alzheimer, στην ψύχωση Korsakoff και στη νόσο Parkinson (Harrison
and Pearson 1989). Οσφρητικές ψευδαισθήσεις (καιόμενου λάστιχου, κλούβιου
αυγού) εμφανίζονται ως πρόδρομα φαινόμενα στις επιληπτικές κρίσεις που
προέρχονται από τον κροταφικό λοβό (κρίσεις αγκίστρου).
Ψυχογενής ανωμαλία ή απώλεια της δερματικής αισθητικότητας. Ο ασθενής
παραπονείται ότι έχει χάσει την αισθητικότητα του δέρματός του, που δεν
390

ανταποκρίνεται στον τρόπο κατανομής των αισθητικών νεύρων. Παρατηρείται στις


μετατρεπτικές υστερίες. Απαραίτητη διαφοροδιαγνωστική προϋπόθεση είναι η
απουσία βλάβης σε οποιοδήποτε επίπεδο της αισθητικής οδού. Σχετίζεται άμεσα με
τις γνώσεις που έχει ο ασθενής για τη λειτουργία της αισθητικότητας, π.χ. αναφορά
σε κάποιον συγγενή ή γνωστό που έπαθε κάτι παρόμοιο, και, όπως συμβαίνει σε
όλες τις μορφές υστερίας, η διαταραχή βοηθάει τον ασθενή να ξεφύγει από μια
δυσάρεστη και ψυχοπιεστική κατάσταση. Συμπεριφορές προσέλκυσης της προσοχής
των άλλων και κάποιος βαθμός «γλυκιάς αδιαφορίας» (belle indifference)
συνοδεύουν τη συμπτωματολογία.
Παραισθήσεις. Κατά την παραίσθηση το εξωτερικό ερέθισμα διαστρεβλώνεται, με
αποτέλεσμα την παραποιημένη αντίληψη του. Μοιάζουν με τις πλάνες αντιλήψεως,
αλλά ενώ στις πλάνες αντιλήψεως η αιτία του φαινομένου βρίσκεται στο αντικείμενο,
στις παραισθήσεις βρίσκεται στο υποκείμενο. Μπορεί να οφείλονται σε διαταραχές
της προσοχής λόγω συναισθηματικής φόρτισης ή σε χρήση ορισμένων ψυχοτρόπων
ουσιών.
Αυτοσκοπικά φαινόμενα. Είναι σπάνιες ψευδαισθησιακού τύπου εμπειρίες κατά τις
οποίες μέρος του σώματος ή και ολόκληρο το σώμα τού έχοντος την εμπειρία
εμφανίζεται απέναντί του άχρωμο και διαφανές, σαν σε καθρέπτη, και μιμείται τις
κινήσεις του. Το άτομο δοκιμάζει μεγάλη έκπληξη στο φαινόμενο αυτό, που το
αναγνωρίζει ως μη πραγματικό. Δεν έχουν συσχετισθεί με κάποια ψυχοπαθολογική
διεργασία, εκτός ίσως από τα σύνδρομα παραληρητικής ψευδοαναγνώρισης.
Ψευδαισθήσεις. Είναι αντιλήψεις που προκαλούνται χωρίς την ύπαρξη αντίστοιχων
εξωτερικών ερεθισμάτων και είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν όλες τις αισθήσεις. Ο
όρος ψευδαίσθηση (hallucination, από τη ρωμαϊκή λέξη hallucinatus, που έχει τη ρίζα
της στην ελληνική αλλού-κίνησις) ως ιατρικός όρος στην ψυχιατρική χρησιμοποιήθηκε
για πρώτη φορά από τον Esquirol το 1837 και η περιγραφή του από τον ίδιο έγινε η
βάση του σύγχρονου ορισμού των ψευδαισθήσεων. Η εμφάνιση ακουστικών ή
οπτικών ψευδαισθήσεων καθορίζεται από παράγοντες φυσιολογικούς, ψυχολογικούς
και πολιτιστικούς. Από την Παλαιά Διαθήκη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια μέχρι και τη
σχετικά πρόσφατη περίοδο (τα Οράματα του Μακρυγιάννη) τα κλασικά κείμενα
βρίθουν από «ψευδαισθήσεις» και «ψευδαισθησιακά βιώματα», χωρίς τα ίδια να
υποδηλώνουν ψυχοπαθολογία. Ο Απόστολος Παύλος είδε τον Χριστό σε όραμα,
γεγονός που καθόρισε την περίφημη μεταστροφή του από απηνή διώκτη του
χριστιανισμού σε φλογερό ιεραπόστολό του· ο Μέγας Κωνσταντίνος είδε το όραμα
του Σταυρού με την επιγραφή «εν τούτω νίκα» στο περίγραμμά του και τον
χρησιμοποίησε ως έμβλημα σε μια νικηφόρα μάχη εναντίον των στρατευμάτων του
Μαξέντιου, που άλλαξε την ιστορία του κόσμου· και η Ιωάννα της Λωρραίνης (Ζαν ντ’
Αρκ) άκουγε φωνές που την καλούσαν να απαλλάξει την πατρίδα της από το όνειδος
της υποταγής στους Άγγλους και οι οποίες τελικά την ώθησαν να ηγηθεί σε εκείνο
που έμελλε να είναι ο πρώτος εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Ευρώπη.
Ωστόσο στη σύγχρονη εποχή οι ψευδαισθήσεις θεωρούνται εξόχως
ψυχοπαθολογικά φαινόμενα και στρέφουν τη διαγνωστική σκέψη σε πολύ σοβαρές
ψυχιατρικές καταστάσεις. Αυτό συμβαίνει διότι η σύγχρονη επιστημονική αντίληψη
για τις ψευδαισθήσεις δεν δέχεται ότι πρόκειται περί αποκαλύψεων του υπερφυσικού
ούτε καν του παραφυσικού (paranormal). Αυτή η πολύ αυστηρή και περιορισμένη
στην ψυχοπαθολογία αντίληψη της σύγχρονης ψυχιατρικής σχετικά με τις
ψευδαισθήσεις αποτρέπει την ανακοίνωση ψευδαισθήσεων από άτομα που δεν
πάσχουν από ψυχιατρικές διαταραχές και έτσι εμποδίζεται η μελέτη των μη
ψυχοπαθολογικών ψευδαισθήσεων. Αρκετές μελέτες (Stevenson 1983) έχουν δείξει
ότι το 10%-27% του γενικού πληθυσμού είχαν μία φορά ή και περισσότερες φορές
στη ζωή τους την εμπειρία ψευδαισθήσεων, οπτικών ή ακουστικών.
Διακρίνονται σε απλές και σε σύνθετες ψευδαισθήσεις. Οι πρώτες συνίστανται
από εμφανίσεις απλών στοιχείων (λάμψεις, κρότοι, γδούποι κ.λπ.), ενώ οι σύνθετες
είναι ολοκληρωμένες αντιλήψεις και έχουν κλινικοδιαγνωστικό ενδιαφέρον. Συχνά οι
ψευδαισθήσεις εκδηλώνονται σε συνδυασμό με παρερμηνείες και παραληρητικές
391

ιδέες (Slade 1976, Asaad and Shapiro 1986). Μία γενική κατάταξη των
ψευδαισθήσεων περιλαμβάνει τις φυσιολογικές και τις παθολογικές ή γνήσιες
ψευδαισθήσεις.
Ψευδαισθήσεις που δεν αξιολογούνται ως παθολογικές. Εμφανίζονται στην
υπναγωγική και υπνοπομπική φάση, σε καταστάσεις υψηλού κινδύνου για τη ζωή,
ισχυρής ψυχοκαταπόνησης, μερικής ή ολικής αισθητηριακής αποστέρησης, σε
ακραίες καταστάσεις βιολογικής στέρησης (πείνα, δίψα, κόπωση) και
συναισθηματικής αναστάτωσης (πένθος). Είναι επίσης δυνατόν να προκληθούν κατά
τη χρήση ψευδαισθησιογόνων ουσιών (μεσκαλίνη, LSD κ.λπ.). Καταχρηστικά
θεωρούνται μη παθολογικές και οι ψευδαισθήσεις που εκδηλώνονται σε άτομα που
συμμετέχουν σε ορισμένες θρησκευτικές τελετουργίες οπου η αφετηρία τους είναι
ψυχοαποσυνδετική. Επίσης στην ύπνωση ή σε άλλες παραφυσικές (paranormal)
καταστάσεις παρατηρούνται ψευδαισθήσιακά βιώματα.
Γνήσιες ή παθολογικές ψευδαισθήσεις. Οι παθολογικές ψευδαισθήσεις έχουν έναν
σχετικώς σταθερά επαναλαμβανόμενο τύπο, συνοδεύονται και από άλλα ψυχιατρικά
συμπτώματα, και εμφανίζονται επανειλημμένως κατά τη διάρκεια της νόσου. Ο
ασθενής κατέχεται από πλήρη βεβαιότητα περί της υπάρξεως των όσων ψευδώς
αντιλαμβάνεται. Μπορεί να είναι οπτικές, ακουστικές, κοιναισθητικές, απτικές,
γευστικές και οσφρητικές. Πιθανόν το είδος τους να σχετίζεται και με την κλινική
οντότητα στην οποία συμβαίνει. Για παράδειγμα, στη σχιζοφρένεια οι οπτικές
ψευδαισθήσεις είναι σπανιότερες, ενώ οι ακουστικές πολύ συχνές. Είναι δυνατόν να
εμφανισθούν σε διαταραχές του ΚΝΣ (όγκοι, λοιμώξεις, μεταβολικές διαταραχές,
εκφυλιστικές διεργασίες, φάρμακα ή τοξικές ουσίες), όπως και σε διαταραχές της
οράσεως και της ακοής.
Οι οπτικές ψευδαισθήσεις εμφανίζονται ως ολοκληρωμένες εικόνες ή οράματα.
Παρατηρούνται κυρίως στα οξέα οργανικά ψυχοσύνδρομα, αλλά δεν είναι σπάνιες
και στις λειτουργικές ψυχώσεις. Στους σχιζοφρενείς παρατηρούνται σε ένα ποσοστό
γύρω στο 25%-30% (Small et al 1966). Πολύ χαρακτηριστικές είναι οι ψευδαισθήσεις
μικρών, και συνήθως παράξενων, ζώων στο τρομώδες ντελίριο (delirium tremens)
των αλκοολικών. Ορισμένα ψυχεδελικά φάρμακα προκαλούν ζωηρόχρωμες οπτικές
ψευδαισθήσεις κατά την ακρόαση απλών ή σύνθετων (μουσικών) ήχων. Η
προπρανολόλη, η βενζοτροπίνη, η τριοξυφαινυδίλη, η ατροπίνη και η διγοξίνη είναι
δυνατόν να προκαλέσουν οπτικές ψευδαισθήσεις. Στην περίπτωση της ατροπίνης
εμφανίζονται χαρακτηριστικές λιλιπούτειες ψευδαισθήσεις ανθρώπων ή ζώων, ενώ
στην διγοξίνη οι ψευδαισθήσεις είναι δυνατόν να εμφανισθούν χωρίς άλλες
παρενέργειες.
Οι ακουστικές ψευδαισθήσεις εμφανίζονται σε ένα ευρύ φάσμα λειτουργικών
ψυχωσικών καταστάσεων και οργανικών ψυχοσυνδρόμων. Ενδέχεται ως εκ του
περιεχομένου τους ή όταν είναι διατακτικές να οδηγήσουν τον ασθενή σε επικίνδυνη
συμπεριφορά. Χαρακτηριστικές, σχεδόν παθογνωμονικές, είναι οι ακουστικές
ψευδαισθήσεις στη σχιζοφρένεια, όπου ο ασθενής ακούει δυσμενείς κρίσεις για τον
εαυτό του εκφερόμενες σε τρίτο πρόσωπο. Σε ψυχωτικούς ασθενείς που έχουν
φθάσει σε ανώτερα αναπτυξιακά και νοηματικά επίπεδα παρατηρούνται λιγότερο
συχνά ακουστικές ψευδαισθήσεις, αλλά αυτοί οι ασθενείς εκφράζουν συχνότερα
παραληρητικές ιδέες. Σε μελέτες με ποζιτρονική τομογραφία (PET), η βαρύτητα των
ακουστικών ψευδαισθήσεων συσχετίσθηκε με συρρίκνωση της άνω κροταφικής
έλικος, γνωστής συνειρμικής περιοχής. Βρέθηκε επίσης ότι και το ραβδωτό σώμα
παίζει σημαντικό ρόλο στις ακουστικές ψευδαισθήσεις.
Οσφρητικές και γευστικές ψευδαισθήσεις συνήθως συνυπάρχουν, αν και οι πρώτες
φαίνεται ότι είναι συχνότερες. Χαρακτηρίζονται από παράξενες, ιδιάζουσες ή
δυσάρεστες οσμές ή γεύσεις και εμφανίζονται κυρίως σε βλάβες του αγκίστρου του
ιπποκάμπου, όπως κατά τις επιληπτικές κρίσεις που πυροδοτούνται στην
αγκιστρωτή έλικα του ιπποκάμπου (κρίσεις αγκίστρου). Έχουν επίσης αναφερθεί σε
ημικρανιακές προσβολές και στη νόσο του Parkinson.
392

Οι κοιναισθητικές ψευδαισθήσεις έχουν σχέση με την κοινή, ή εν τω βάθει,


αισθητικότητα των οργάνων, των αρθρώσεων, των σπλάχνων κ.λπ. Το άτομο
αισθάνεται ότι τα όργανά του παραμορφώνονται ή απουσιάζουν. Όταν αφορούν τα
γεννητικά όργανα, οι ασθενείς αισθάνονται ότι γίνονται αντικείμενα σεξουαλικής
ασέλγειας.
Στις απτικές ψευδαισθήσεις το πλέον χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι ότι ο ασθενής
αισθάνεται την ύπαρξη μικρών ζωυφίων τα οποία έρπουν στο δέρμα του. Αναφέρεται
κυρίως από χρόνιους χρήστες κοκαΐνης και αμφεταμινών.
Σωματικές ψευδαισθήσεις. Είναι δυνατόν να εμφανισθούν μετά από βλάβη
περιφερικών αισθητικών υποδοχέων. Η σημαντικότερη από αυτές, όχι τόσο από
κλινική άποψη αλλά επειδή προσφέρεται σαν ενδιαφέρον μοντέλο μελέτης των
ψευδαισθήσεων, είναι το μέλος φάντασμα. Το μέλος φάντασμα είναι η ψευδαίσθηση
υπάρξεως ακρωτηριασμένου μέλους το οποίο μάλιστα αλγεί μερικές φορές αφόρητα.
Το φαινόμενο αυτό περιγράφηκε στα πεδία της μάχης και έχει προκαλέσει πολλές
συζητήσεις. Η ψευδαίσθηση αυτή δημιουργείται κατά δύο τρόπους (Melzack 1992): Ι.
Μετά τη διατομή των αισθητικών νεύρων κατά τον ακρωτηριασμό του άκρου, οι
αντίστοιχοι νευρώνες στον νωτιαίο μυελό αυτομάτως παράγουν ένα υψηλό επίπεδο
ηλεκτρικών ώσεων, συχνά κατά έναν ανώμαλο εκρηκτικό τρόπο, πράγμα που
προκαλεί την ψευδαίσθηση. ΙΙ. Μέλος φάντασμα μπορεί να δημιουργηθεί και σε
ανώτερα επίπεδα, λόγω μεταβολών στη ροή των σημάτων εντός των
σωματοαισθητικών κυκλωμάτων στον εγκέφαλο. Ο εγκέφαλος περιλαμβάνει ένα
δίκτυο νευρώνων το οποίο, εκτός από το ότι απαντά στα αισθητηριακά ερεθίσματα,
συνεχώς παράγει έναν χαρακτηριστικό τύπο ώσεων οι οποίες δείχνουν στο άτομο ότι
το σώμα του είναι άθικτο και δημιουργούν το βίωμα της αναμφίβολης κατοχής του
σώματος. Αυτός ο τύπος ώσεων έχει χαρακτηρισθεί ως η νευροϋπογραφή του κάθε
ανθρώπου. Αν αυτό το δίκτυο αποχωρισθεί από την περιφέρεια του σώματος λόγω
διακοπής της ροής αισθητηριακού υλικού, είναι δυνατόν να προκαλέσει την
εντύπωση υπάρξεως του άκρου, ακόμη και αν αυτό το άκρο έχει αφαιρεθεί.
Ψευδοψευδαισθήσεις. Ο ασθενής δηλώνει ότι οι ψευδαισθήσεις του, κυρίως
ακουστικές, δεν έρχονται από έξω «αλλά από μέσα» και παραδέχεται ότι είναι μη
πραγματικές αντιλήψεις. Ωστόσο είναι δυνατόν, όπως και στις γνήσιες
ψευδαισθήσεις, να επηρεάζεται βαθύτατα από αυτές.
Ψευδαισθήτωση. Και εδώ υπάρχει ψευδαίσθηση την οποία αναγνωρίζει ο ασθενής, ο
οποίος είναι μάλιστα σε θέση να συγκρίνει και να σχολιάζει την ψευδή αντίληψη σε
σχέση με την αντικειμενική πραγματικότητα. Είναι δυνατόν οι ψευδαισθητώσεις,
όπως συμβαίνει με τις άλλες ψευδαισθήσεις, να γίνουν έδαφος για ανάπτυξη από τον
ασθενή παραληρητικών ιδεών. Η αλκοολική ψευδαισθήτωση χαρακτηρίζεται από
πολύ έντονες οπτικές κυρίως ψευδαισθήσεις. Εμφανίζεται σε προχωρημένους
αλκοολικούς οι οποίοι κατανάλωναν 100-200 ml αλκοόλ ημερησίως για διάστημα
περίπου 10-15 χρόνων. Συνήθως οι ασθενείς αυτοί παρουσιάζουν και άλλα
προβλήματα, όπως ηπατική δυσλειτουργία, πολυνευροπάθεια και χρόνια
παγκρεατίτιδα και ένας στους τρεις παρουσιάζει επίσης σοβαρές διαταραχές της
μνήμης.
Αιτιοπαθογένεια-παθοφυσιολογία των ψευδαισθήσεων. Τόσο η αιτιοπαθογένεια
των ψευδαισθήσεων όσο και η παθοφυσιολογία τους δεν είναι ικανοποιητικά
τεκμηριωμένες και κατά τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία τάση εγκατάλειψης των
κλασικών μονοπαραγοντικών ερμηνειών –αφού καμία δεν κατόρθωσε να
παρουσιάσει κάποια πλήρη πρόταση– και αντικατάστασή της από μία τάση
αποδοχής πολυπαραγοντικών ερμηνευτικών προτάσεων. Το φαινόμενο των
ψευδαισθήσεων, φυσιολογικών και μη, βάζει σε δοκιμασία την κλασική
πραγματοκρατική θέση ότι τα αισθήματα δημιουργούνται μόνον από ερεθίσματα και
ότι οι αντιλήψεις είναι από ψυχολογική άποψη ανώμαλες όταν απουσιάζουν τα
εξωτερικά ερεθίσματα. Ο εγκέφαλος όχι μόνο συλλαμβάνει και αναλύει τα
εισερχόμενα, αλλά δημιουργεί αντιληπτική εμπειρία ακόμη και όταν δεν υπάρχουν
εξωτερικά ερεθίσματα.
393

Σύμφωνα με τη θεωρία της νευροφυσιολογικής αποσύνδεσης (neurophysiological


dissociation) του Marrazzi (1972), η αναστολή των κροταφικών συνειρμικών
περιοχών χωρίς να επηρεάζεται ο πρωτοταγής οπτικός φλοιός προκαλεί μια
αποσύνδεση αυτών των εγκεφαλικών περιοχών, η οποία και ευθύνεται για την
παραγωγή ψευδαισθήσεων.
Κατά τη θεωρία της αντιληπτικής αποδέσμευσης (perceptual release theory), ο
εγκέφαλος δέχεται συνεχώς αισθητηριακά ερεθίσματα από το εσωτερικό και το
εξωτερικό περιβάλλον και επιλεκτικά αποκλείει από τη συνείδηση την πλειονότητα
των ερεθισμάτων που δεν σχετίζονται με το αντικείμενο της προσοχής του ή δεν
χρειάζονται για την προσαρμογή στο περιβάλλον. Αυτός ο μηχανισμός λογοκρισίας
λειτουργεί σωστά μόνον όταν υπάρχει σταθερή ροή αισθητικών ερεθισμάτων, η
οποία δεν επιτρέπει την ανάδυση στη συνείδηση προηγούμενων αντιληπτικών
εικόνων. Αν αυτή η ροή διακοπεί ή διαταραχθεί, τότε η λογοκρισία χωλαίνει και έτσι
επιτρέπεται η εισβολή προηγούμενων αντιληπτικών δεδομένων στη συνείδηση τα
οποία δυνατόν να βιώνονται ως ψευδαισθήσεις. Αυτές οι διεργασίες επιτελούνται σε
καταστάσεις φλοιώδους υπερεγρήγορσης προκαλούμενης από μείωση της ροής του
αισθητηριακού εισερχομένου (West 1975).
Οι Penfield and Rasmusen (1950) έδειξαν ότι ο ηλεκτρικός ερεθισμός συγκεκριμένων
φλοιωδών ή υποφλοιωδών δομών του εγκεφάλου ή η φυσική βλάβη αντιληπτικών
πεδίων του φλοιού προκαλεί διάφορες ψευδαισθήσεις. Αυτό σημαίνει ότι ανώμαλη
εγκεφαλική διεγερσιμότητα εμπλέκεται στους μηχανισμούς παραγωγής
ψευδαισθήσεων. Οι ίδιοι ερευνητές έδειξαν ότι ο ηλεκτρικός ερεθισμός των
κροταφικών λοβών και γειτονικών περιοχών προκαλεί ολοκληρωμένες οπτικές και
ακουστικές ψευδαισθήσεις. Αλλά και σε κλινικό επίπεδο είναι γνωστό ότι βλάβες του
κροταφικού λοβού, όπως στην κροταφική επιληψία, και γειτονικών του περιοχών
σχετίζονται με την παραγωγή ψευδαισθήσεων.
Στον ψυχοβιοχημικό τομέα, ορισμένες παρατηρήσεις υποδεικνύουν τη συμμετοχή
συγκεκριμένων νευρομεταβιβαστών στη διαδικασία εκδηλώσεως ψευδαισθήσεων, με
επικεφαλής την ντοπαμίνη. Φάρμακα που οδώνουν τη δράση της ντοπαμίνης, όπως
η d-αμφεταμίνη, η L-dopa και άλλα αντιπαρκινσονικά, είναι δυνατόν να
πυροδοτήσουν ψυχωσικές διεργασίες με κύρια φαινόμενα τις ψευδαισθήσεις, ενώ
φάρμακα που αποκλείουν την ντοπαμινεργική δράση είναι αντιψυχωσικά και
συμβάλλουν στην υποχώρηση των ψευδαισθήσεων. Η σεροτονίνη ενδέχεται να
παίζει επίσης κάποιο ρόλο, αφού μία σειρά από ψευδαισθησιογόνες ουσίες (LSD,
μεσκαλίνη) δρουν αποκλείοντας σεροτονινεργικούς υποδοχείς.
Παρατηρήσεις ότι τα διηπειρωτικά αεροπορικά ταξίδια είναι δυνατόν να βρίσκονται
στους προκλητικούς παράγοντες ψευδαισθήσεων (Snyder 1983) οδήγησαν στην
υπόθεση ότι η αλλαγή της δομής των σταδίων του ύπνου με αλλαγές στην
περιοδικότητα και η εμφάνιση του ύπνου REM μπορεί να έχουν αιτιολογική σχέση με
τις ψευδαισθήσεις.
Έχει επίσης υποστηριχθεί η άποψη ότι όταν υπάρχουν διαταραχές στους μνημονικούς
μηχανισμούς ανάκλησης, ποικίλα μνημονικά ίχνη είναι δυνατόν να αποτελούν
δομικούς λίθους ψευδαισθήσεων, όπως συμβαίνει και στα όνειρα. Τα όνειρα και οι
ψευδαισθήσεις, κατά πολλούς μελετητές, αποτελούν ένα συνεχές (Hartman 1975).
Ένας ανασταλτικός παράγοντας ψυχολογικά σχετιζόμενος με τη λειτουργία του
«ελέγχου της πραγματικότητας» εμποδίζει την εισβολή ονειρικού και
ψευδαισθησιακού υλικού κατά την εγρήγορση. Φυσιολογική διαταραχή αυτού του
ανασταλτικού μηχανισμού κατά τον ύπνο οδηγεί στην εμφάνιση ονείρων, ενώ οι
ψευδαισθήσεις προκύπτουν από διαταραχές αυτού του μηχανισμού κατά την
εγρήγορση.
Η ψυχοδυναμική άποψη για την ερμηνεία της αιτιοπαθογένειας των ψευδαισθήσεων
είχε κυριαρχήσει στην ψυχιατρική επί πολλές δεκαετίες. Ο Freud (1900) υποστήριζε
ότι οι ψευδαισθήσεις μοιάζουν με τα όνειρα και ότι και τα δύο αντιπροσωπεύουν
ψυχωσικές καταστάσεις στις οποίες υπάρχει πλήρης απώλεια της αίσθησης του
χρόνου. Οι σκέψεις μεταμορφώνονται σε εικόνες οπτικού ή ακουστικού τύπου. Οι
394

ψευδαισθήσεις είναι ασυνείδητο υλικό που εισβάλλει στο πεδίο της συνείδησης,
προβάλλεται προς τα έξω και βιώνεται ως προερχόμενο από τον έξω κόσμο. Είναι
δυνατόν να εκφράζουν αισθήματα ενοχής υπό μορφήν κριτικής, εκπλήρωση
συνήθως απαγορευμένων ευχών, διαπλάτυνση της αυτοεκτίμησης, ή την
ικανοποίηση καταπιεσμένων ή απορριφθέντων παρορμήσεων και επιθυμιών.

Αλλοιοπροσωπία και αποπραγματοποίηση. Αλλοιοπροσωπία είναι μία δυσάρεστη,


ισχυρή, υποκειμενική εντύπωση ότι ο σωματικός εαυτός, στο σύνολό του ή κατά
τμήματα, έχει αλλάξει, έχει αποξενωθεί από τον ψυχικό εαυτό. Το άτομο αισθάνεται
σαν να μην είναι πραγματικός αλλά σαν μαριονέτα, σαν αυτόματο, χωρίς να μπορεί
να νιώσει αισθήματα μίσους ή αγάπης. Η ίδια περίπου εντύπωση ισχύει και στην
αποπραγματοποίηση, αλλά για την εξωτερική, φυσική ή κοινωνική, πραγματικότητα.
Παραληρηματικές ψευδοαναγνωρίσεις (βλ. σχετικό κεφάλαιο).
Αγνωσίες. Αγνωσία είναι η απώλεια δυνατότητας αναγνώρισης στοιχείων ή/και
σχέσεων του περιβάλλοντος. Σχετίζεται με ορισμένο αισθητήριο αλλά χωρίς να έχουν
καταργηθεί οι αισθητηριακές προσλήψεις ή να υπάρχουν διαταραχές του επιπέδου
της συνείδησης ή της νοημοσύνης. Η βλάβη βρίσκεται στον φλοιό, στα κέντρα
απαρτίωσης των αντιστοίχων αισθητικών ερεθισμάτων. Απτική αγνωσία ή
στερεοαγνωσία. Πρόκειται περί αδυναμίας αναγνώρισης υλικού αντικειμένου.
Χαρακτηρίζεται ως μορφοαγνωσία όταν ο ασθενής αδυνατεί να περιγράψει το
αντικείμενο και ως υλοαγνωσία όταν αδυνατεί να αντιληφθεί το υλικό κατασκευής.
Ακουστική αγνωσία ή ψυχική κώφωση. Αδυναμία αναγνώρισης απλών, σύνθετων ή
μουσικών ήχων. Η βλάβη βρίσκεται στους κροταφικούς λοβούς και ειδικότερα στον
δεξιό κροταφικό λοβό, όπου βρίσκεται το κέντρο απαρτιώσεως των μουσικών ήχων.
Οπτική αγνωσία ή ψυχική τύφλωση. Διαταράσσεται ο οπτικός προσανατολισμός στον
χώρο, η αναγνώριση της εξωτερικής εμφάνισης των αντικειμένων και της σημασίας
των χρωμάτων. Ακόμη διαταράσσεται η αναγνώριση ιδιαίτερων γνωρισμάτων
αντικειμένων ή προσώπων. Η βλάβη βρίσκεται στη βρεγματοϊνιακή χώρα.
Σωματοαγνωσία. Διαταραχή της εικόνας του σώματος. Όταν η βλάβη είναι στον
αριστερό βρεγματικό λοβό, τότε η σωματοαγνωσία είναι αμφοτερόπλευρη. Έχει
χαρακτήρα γενικό, το άτομο δεν δύναται να προσδιορίσει τμήματα του σώματός του ή
και άλλων ανθρώπων. Είναι δυνατόν να εκδηλωθεί ως δακτυλική αγνωσία κατά την
οποία ο ασθενής δεν αναγνωρίζει και δεν μπορεί να κατονομάσει τα δάκτυλά του
(σύνδρομο Gerstman). Όταν η βλάβη είναι στον δεξιό βρεγματικό λοβό, τότε η
σωματοαγνωσία αφορά το αριστερό ήμισυ του σώματος. Κατά τη Νοσοαγνωσία ή
ανοσογνωσία ο ασθενής που έχει υποστεί βλάβη σε περιοχή του δεξιού ημισφαιρίου
του εγκεφάλου δεν δύναται να αναγνωρίσει την αναπηρία που έχει προκύψει στο
αριστερό ημιμόριο του σώματός τους (παράλυση ή διαταραχή της όρασης).

Σημεία, συμπτώματα και καταστάσεις από την προσοχή (για τη φυσιολογία της
προσοχής βλ. σχετικό κεφάλαιο). Η προσοχή διαταράσσεται πολύ συχνά λόγω
κοπώσεως, από πληροφοριακή υπερφόρτωση είτε λόγω στροφής της σε εσωτερικά
προβλήματα και επώδυνες καταστάσεις, σωματικές ή ψυχικές. Στη συνήθη κόπωση, η
συγκέντρωση της προσοχής και η εμμονή της είναι ελαττωμένες, ενώ είναι ενισχυμένη
η δυνατότητα αποσπάσεώς της. Σοβαρότερες διαταραχές της προσοχής
παρατηρούνται σε αρκετές ψυχιατρικές νοσολογικές οντότητες (Κουφάκης και συν
1970, Meldman 1964a, 1964b).
Υπερπροσεξία. Διακρίνεται σε γενική και εκλεκτική υπερπροσεξία. Η γενική
υπερπροσεξία προέρχεται από υποκειμενική αίσθηση ανεπάρκειας του ατόμου να
ελέγξει τον εαυτό του ή το εξωτερικό περιβάλλον και μοιάζει με κατάσταση
συναγερμού. Σε καταστάσεις όπου κυριαρχεί ο φόβος, αλλά το φοβογόνο αντικείμενο
είναι ασαφές, η γενική υπερπροσεξία είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο. Κατά την
εκλεκτική υπερπροσεξία η εστίαση της προσοχής γίνεται σε επιλεγμένο θεματικό
πεδίο, επειδή αυτό πυροδοτεί ανησυχία και ανασφάλεια κατά κάποιον τρόπο. Τόσο η
395

γενική όσο και η εκλεκτική υπερπροσεξία παρατηρούνται στις νευρώσεις όπου


κυριαρχεί το άγχος, κυρίως στην αγχώδη και την ιδεοψυχαναγκαστική.
Υποπροσεξία. Διακρίνεται επίσης σε γενική και εκλεκτική. Η γενική υποπροσεξία
εκτυλίσσεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης εκπτώσεως του συναισθήματος, της
διαθέσεως για ενημερότητα, του προσανατολισμού στον χώρο, στον χρόνο, στα
πρόσωπα κ.λπ. Παρατηρείται στα εγκεφαλικά σύνδρομα, οξέα και κυρίως χρόνια.
Κατά την εκλεκτική υποπροσεξία το άτομο, συνειδητά ή ασυνείδητα, αποφεύγει να
εστιάσει την προσοχή του σε συγκεκριμένο αντικείμενο, γεγονός ή κατάσταση, επειδή
αυτό θα έχει αρνητικές και επώδυνες επιπτώσεις. Στις μετατρεπτικές υστερικές
καταστάσεις η απόσυρση της προσοχής από τα «πάσχοντα» μέλη του σώματος είναι
χαρακτηριστικό συνοδευτικό φαινόμενο της γλυκιάς αδιαφορίας (belle indifference).
Ελαττωματική προσοχή με ή χωρίς υπερκινητικότητα (attention deficit disorder with
or without hyperactivity). Περιγράφεται στα παιδιά και περιλαμβάνει φαινόμενα
χαμηλής επίδοσης στα μαθήματα που οφείλονται σε μικρό εύρος προσοχής,
αδυναμία συγκέντρωσης, υπερκινητικότητα και ανώμαλη διαγωγή (Rutter et al 1970).
Ως αποτέλεσμα αυτής της διαταραχής τα παιδιά παρουσιάζουν ιδιαίτερες μαθησιακές
δυσκολίες στην αριθμητική, στην ανάγνωση και στην ορθογραφία. Η συνολική εικόνα
αυτής της καταστάσεως βελτιώνεται καθώς το παιδί μεγαλώνει, ωστόσο έχει βρεθεί
(Manuzza et al 1993) ότι αυτά τα άτομα κατά την ενηλικίωσή τους έχουν δεκαπλάσιες
πιθανότητες σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό να παρουσιάσουν αντικοινωνική
διαταραχή της προσωπικότητας.

Σημεία, συμπτώματα και καταστάσεις από τη μνήμη (για τη φυσιολογία της μνήμης
βλ. σχετικό κεφάλαιο). Οι διαταραχές της μνήμης είναι πολύ συχνές, ιδιαίτερα αυτές
που προκαλούνται από οργανικές βλάβες του εγκεφάλου. Αποτελούν σοβαρό
παράγοντα αναστολής της ψυχοδιανοητικής δραστηριότητας του ανθρώπου και η
κλινική τους εμφάνιση θέτει κρίσιμα διαφοροδιαγνωστικά και θεραπευτικά ερωτήματα.
Στην αφετηρία των διαταραχών της μνήμης είναι δυνατόν να ευρίσκονται σωματική και
ψυχική κόπωση, άγχος, κατάθλιψη, ηλεκτροσπασμοθεραπεία, φάρμακα, οργανικές
εγκεφαλικές δυσλειτουργίες και βλάβες.
Αμνησία. Διαταραχές στην αντίληψη του χρόνου, δυσχέρεια στην εκμάθηση νέου
υλικού και μυθοπλασίες είναι χαρακτηριστικά συνοδά φαινόμενα της αμνησίας. Κατά
τον Delay, η αμνησία είναι φαινόμενο οπισθοδρόμησης και διάλυσης των
μνημονικών αποθεμάτων που κατέχουν μια ορισμένη θέση στη χρονική αλληλουχία
της ατομικής ζωής. Χαρακτηρίζεται από απορύθμιση των λειτουργιών εγχάραξης,
καθήλωσης και ανάκλησης. Ο Luria (1976) αναφέρει ότι η διαταραχή στην ανάκληση
μπορεί να προκληθεί από ανώμαλες παρεμβολές, σε διαφορετικούς χρόνους και με
διαφορετική σπουδαιότητα, οι οποίες καλύπτουν ήδη καθηλωμένες πληροφορίες. Η
διαταραχή στην ανάκληση συμβαίνει είτε διότι καταστρέφεται η αποθηκευμένη
πληροφορία είτε διότι δεν μπορεί να αναδυθεί. Είναι δυνατόν ακόμη να είναι
αποτέλεσμα κακής επεξεργασίας και καθήλωσης των πληροφοριών. Διακρίνεται
στην καθηλωτική και την αναδρομική αμνησία. Κατά την καθηλωτική ή προχωρητική
αμνησία, ο άρρωστος ξεχνάει ό,τι προσλαμβάνει· οφείλεται σε επιβάρυνση της
δυνατότητας εκμάθησης νέου υλικού. Κατά την αναδρομική αμνησία ο ασθενής
αδυνατεί να ανακαλέσει υλικό το οποίο έχει ήδη καθηλωθεί. Δηλαδή η απώλεια της
μνήμης αφορά γεγονότα που συνέβησαν πριν από την εγκατάσταση της βλάβης. Η
αναδρομική αμνησία είναι ανεξάρτητη από την προχωρητική αμνησία. Αναδρομική
και προχωρητική αμνησία είναι δυνατόν να συμβαίνουν ταυτόχρονα και να δείχνουν
βελτίωση ή επιδείνωση ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Κατά την μεικτή ή καθολική
ή προχωρητικο-αναδρομική αμνησία, που είναι και η συχνότερη μορφή, η αδυναμία
καθήλωσης της προσλαμβανόμενης πληροφορίας συνδυάζεται με μερική ή ολική
αδυναμία ανάκλησης ήδη καθηλωθέντος υλικού.Πρόκειται για προοδευτική αμνησία,
με την έννοια ότι λησμονούνται αρχικώς τα πρόσφατα και αργότερα τα παλαιότερα
γεγονότα. Η εντοπισμένη αμνησία διακρίνεται στην κενοτοπιακή και την εκλεκτική
αμνησία, κατά τις οποίες παρατηρείται αμνησία συγκεκριμένων στοιχείων μέσα σε
396

ένα γενικότερο πλαίσιο καλής μνημονικής λειτουργίας. Κατά τις περιοδικές αμνησίες,
που κυρίως εμφανίζονται ως ψυχοαποσυνδετικά επεισόδια (λυκοφωτικές
καταστάσεις, υπνοβατικά επεισόδια κ.λπ.), το άτομο δεν διατηρεί ανάμνηση των
όσων διέπραξε κατά τη διάρκεια της ψυχοαποσυνδετικής κρίσεως.
Αμνησίες οργανικής αιτιολογίας. Ο Luria (1974, 1976) περιγράφει κατά τον πλέον
διεξοδικό τρόπο τις οργανικές διαταραχές της μνήμης. Τοξικοί παράγοντες, οξεία
αλκοολική μέθη και χρόνιος αλκοολισμός, επιληψία, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις,
υπογλυκαιμία, εγκεφαλίτιδες (απλούς έρπης), ανοξία εγκεφάλου (δηλητηρίαση με
CO), αγγειακές βλάβες (θαλαμικά έμφρακτα, υπαραχνοειδής αιμορραγία),
ηλεκτροσπασμοθεραπεία, οργανικές εγκεφαλικές βλάβες εκφυλιστικού τύπου
(άνοιες) είναι οι κυριότερες αιτίες πρόκλησης αυτών των αμνησιών. Συνδυασμός
βλαβών στον ιππόκαμπο και στον αμυγδαλοειδή πυρήνα είναι δυνατόν να
προκαλέσει βαριές διαταραχές της μνήμης. Η αιτιοπαθογένειά τους ίσως σχετίζεται
με λανθασμένη κωδικοποίηση, λανθασμένη εγκατάσταση εισερχόμενης
πληροφορίας ή επιτάχυνση του λησμονείν. Έχει βρεθεί ότι ασθενείς με βλάβες στον
ιππόκαμπο παρουσιάζουν ταχύτερο λησμονείν, ακόμη και αν το υλικό έχει μαθευτεί
κανονικά και ικανοποιητικά. Λανθασμένη ανάκληση του υλικού ίσως επίσης να
εμπλέκεται. Αμνησιακοί ασθενείς δεν είναι ικανοί να καταπιέσουν ακατάλληλες
απαντήσεις κατά τη διάρκεια εκτέλεσης καθηκόντων ανάκλησης μνημονικού υλικού.
Βλάβες στον εγκέφαλο, κατά τα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης, μειώνουν τις
δυνατότητες αποθήκευσης πληροφοριών. Όταν η βλάβη συμβεί σε προχωρημένη
ηλικία, προκύπτουν διαταραχές στην ικανότητα καθήλωσης της άμεσης εμπειρίας,
ενώ μνημονικό υλικό που έχει καθηλωθεί κατά το παρελθόν διατηρείται. Τέτοιου
είδους μείωση της καθήλωσης ή ανάκλησης μνημονικού υλικού παρατηρείται στις
γεροντικές άνοιες, και στη νόσο του Korsakoff. Η αμνησία μετά από εγκεφαλικό
τραυματισμό είναι αναδρομική με νησίδες διατηρημένων αναμνήσεων μέσα στο
αμνησιακό πεδίο και τουλάχιστον κατά ένα μέρος μπορεί να οφείλεται σε διαταραχή
του μηχανισμού αναζήτησης και αναγνώρισης αποθηκευμένου υλικού. Αυτό
συμπεραίνεται από την παρατήρηση ότι μετά τον τραυματισμό ένα μέρος του
μνημονικού υλικού που έχει λησμονηθεί, προοδευτικά επανέρχεται. Το σχετικά
πρόσφατο μνημονικό υλικό χάνεται ευκολότερα. Το προχωρητικό στοιχείο στις
οργανικές αμνησίες δεν υποδηλώνει επιτάχυνση του λησμονείν, αλλά περιλαμβάνει
διαταραχή της δυνατότητας απόκτησης νέας πληροφορίας (μάθησης), και αυτό
δείχνει την ύπαρξη νευροχημικής δυσλειτουργίας στο δρεπανοειδές σύστημα
(Kopelman 1987).
Είναι δυνατόν ο αμνησιακός ασθενής να διατηρήσει συναισθηματικές
αντιδράσεις που σχετίζονται με τα γεγονότα τα οποία δεν θυμάται. Μπορεί, π.χ., να
αντιδρά με θρήνο κάθε φορά που ακούει την είδηση του θανάτου προσφιλούς
προσώπου, λίγο αργότερα να ξεχνάει την είδηση αλλά να δηλώνει ότι διακατέχεται
από μεγάλη στενοχώρια σαν να έχασε κάτι πολύ αγαπητό, και αυτό μπορεί να
επαναλαμβάνεται.
Η μυθοπλασία (confabulation) είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο που
παρατηρείται στις οργανικές αμνησίες. Ο ασθενής κατασκευάζει ιστορίες για να
καλύψει τα μνημονικά του κενά. Διακρίνεται στη «στιγμιαία» μυθοπλασία και στη
«φαντασιακή» (Berlyne 1972). Η πρώτη εμφανίζεται μόνον όταν ο ασθενής
προκληθεί με ερωτήσεις (π.χ. πού ήσουνα;), ενώ η δεύτερη είναι αυθόρμητη,
σταθερή, συνεχής, έχει μεγάλο εύρος και υποδηλώνει εμπλοκή του μετωπιαίου
λοβού (Luria 1976). Θα πρέπει να αντιδιαστέλλεται από την ψευδομανία ή
μυθομανία. Στις μυθοπλασίες ο ασθενής πράγματι έχει οργανικού τύπου απώλεια
μνήμης γεγονότων ή καταστάσεων, την οποία καλύπτει με πρόχειρο υλικό. Η
μυθομανία παρατηρείται σε υστερικά άτομα τα οποία δεν πάσχουν από διαταραχές
της μνήμης και είναι αποτέλεσμα της τάσεώς τους να υπερβάλλουν.
Ψυχογενείς αμνησίες. Πρόκειται περί αμνησιών που δεν έχουν σχέση με οργανική
βλάβη αλλά προκαλούνται από λειτουργικούς ψυχολογικούς παράγοντες. Μπορεί
να είναι εκλεκτικές και σπανιότερα περιοδικές. Ισχυρή ψυχοκαταπόνηση, κατάθλιψη
397

και ψυχοαποσυνδετική υστερία (φυγές και πλανήσεις, πολλαπλή προσωπικότητα,


σύνδρομο Ganser) είναι οι κυριότεροι ψυχογενείς παράγοντες πρόκλησης αμνησίας
αυτού του τύπου (βλ. ψυχοαποσυνδετικές διαταραχές). Αμνησία σχετιζόμενη με
εγκληματική πράξη παρατηρείται σε μερικά πολύ σοβαρά αδικήματα. Περίπου στο
30% των ανθρωποκτονιών ο φονιάς εμφανίζει πλήρη αμνησία του γεγονότος (Taylor
and Kopelman 1984). Αλλά και σε άλλες σοβαρές εγκληματικές πράξεις
παρατηρείται αμνησία σχετιζόμενη με το γεγονός. Η διαφοροδιάγνωση οργανικής
από ψυχογενή αμνησία είναι μερικές φορές εξόχως δυσχερής, κυρίως στην
περίπτωση κατάθλιψης και άνοιας.
Υπερμνησίες. Μία ενδιαφέρουσα μορφή υπερμνησίας χαρακτηρίζεται από αυτόματη
ανάδυση αθρόων αναμνήσεων με έντονο βιωματικό χαρακτήρα. Μεγάλα κομμάτια
της ζωής αναδύονται και επιτελείται μια πανοραμική αναβίωσή της σε μικρό χρονικό
διάστημα, λεπτών συνήθως. Αυτό το φαινόμενο είναι δυνατόν να παρατηρηθεί κατά
τη διάρκεια λοιμώξεων, μετά από λήψη ψυχωσεομιμητικών ουσιών και σε
περιπτώσεις οξείας απειλής θανάτου. Μία άλλη, τελείως διαφορετική περίπτωση
υπερμνησίας είναι η λεγόμενη υπερφυής μνήμη των αριθμομνημόνων, πολλοί από
τους οποίους έχουν χαμηλούς δείκτες νοημοσύνης παρά τις εκπληκτικές τους
δυνατότητες στην από μνήμης επιτέλεση πολύπλοκων αριθμητικών πράξεων.
Παραμνησίες ή Πλάνες της μνήμης. Πρόκειται περί μορφών αλλοιώσεως και
διαστρεβλώσεως του μνημονικού υλικού μέσα από μια υπερδραστηριότητα της
φαντασίας τα προϊόντα της οποίας βιώνονται ως αναμνήσεις. Όπως και στις άλλες
διαταραχές της μνήμης, η παραμνησία είναι και μηχανισμός αποφυγής επώδυνων
βιωμάτων. Ψευδής αναγνώριση ή Άρνηση αναγνώρισης. Αφορά πρόσωπα,
αντικείμενα ή καταστάσεις. Εδώ ανήκει και η Παραίσθηση του σωσίου η οποία όμως,
όπως και οι άλλες ψευδείς αναγνωρίσεις, ανήκει και στις αντιληπτικές διαταραχές.
Ήδη ιδωμένο ή ήδη βιωμένο (Déjà vu ή Déjà vecu). Είναι η υποκειμενική εντύπωση
της οικειότητας μιας παρούσης εμπειρίας με κάτι ακαθόριστο στο παρελθόν, κατά
την οποία μια καινούργια κατάσταση βιώνεται ως ήδη βιωθείσα. Το άτομο έχει την
εντύπωση ότι έχει ξαναζήσει ή ότι έχει δει στο παρελθόν τις εμπειρίες του παρόντος.
Στην πραγματικότητα είναι μία παράδοξη συναισθηματική εμπειρία παρά μια πλάνη
της μνήμης ή των αισθήσεων. Είναι σχετικά συχνό φαινόμενο και παρατηρείται τόσο
σε φυσιολογικές καταστάσεις (κόπωση) όσο και σε παθολογικές (νευρώσεις,
ψυχώσεις, οργανικές εγκεφαλικές βλάβες). Εμφυτευμένη ανάμνηση (implanted
memory). Σε υποβόλιμα άτομα είναι δυνατόν να εμφυτευθεί από άλλο πρόσωπο
ανάμνηση γεγονότος που δεν συνέβη ποτέ. Έχει αναφερθεί στο πλαίσιο συνεδριών
υπνωτισμού αλλά και ψυχοθεραπείας (Rosen et al 2004).
Εκμνησία. Το άτομο εκλαμβάνει και ζει το παρελθόν σαν να είναι παρόν. Η κατάσταση
αυτή είναι δυνατόν να παρατηρηθεί στη διάρκεια διαταραχών της συνείδησης, σε
συγχυτικές καταστάσεις, στην κροταφική επιληψία, σε ψυχοπιεστικές καταστάσεις
και κατά τη χρήση ψευδαισθησιογόνων φαρμάκων.

Σημεία, συμπτώματα και καταστάσεις από τη σκέψη (για τη φυσιολογία της σκέψης
βλ. σχετικό κεφάλαιο). Οι διαταραχές της σκέψης από τότε που εισήχθησαν στην
ψυχιατρική ως κλινικές οντότητες από τον Kraepelin και τον Bleuler αποτελούν έναν
από τους κεντρικούς άξονες της μελέτης των ψυχώσεων. Είναι πολύ γενικός και
μάλλον ασαφής όρος που περιλαμβάνει το παθολογικώς σκέπτεσθαι, που και αυτό
περισσότερο περιγράφεται παρά ορίζεται. Η Andreasen (1982) υποστηρίζει, κάπως
υπερβολικά αλλά προς τη σωστή κατεύθυνση, ότι ο όρος διαταραχές της σκέψης
χρησιμοποιείται τόσο πολύ άκριτα, ώστε πλέον τείνει να ευτελιστεί και να απογυμνωθεί
από κάθε σημασία. Από κλινική άποψη οι διαταραχές της σκέψης διαπιστώνονται στον
λόγο, προφορικό και γραπτό, και λιγότερο (έμμεσα) στη συμπεριφορά. Δεν υπάρχει
μεταξύ των μελετητών αλλά και των κλινικών ψυχιάτρων κοινό πλαίσιο συνεννόησης
για την εγκατάσταση αποδεκτών ορισμών των διαταραχών της σκέψης. Το κριτήριο
π.χ. της κατανόησης του λόγου από τη μεριά του εξεταστή ίσως φτάνει και στα όρια του
γελοίου από επιστημονική και κλινική άποψη (Szasz 1993). Αφελείς είναι ίσως και
398

κάποιες δοκιμασίες που χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των διαταραχών της σκέψης
(π.χ. εξήγηση παροιμιών). Ούτως ή άλλως η μελέτη των διαταραχών της σκέψης
μόνον εμμέσως επιτυγχάνεται μέσω της παρατήρησης της ομιλιακής συμπεριφοράς, αν
και ομιλία και σκέψη δεν είναι βέβαιο ότι ταυτίζονται πλήρως. Η ομιλία είναι
παρατηρήσιμη φυσική διαδικασία παραγωγής οργανωμένων ομιλιακών ήχων με όρια
πολύ μικρότερα εκείνων της σκέψης, η οποία είναι σύστημα μη άμεσα παρατηρήσιμων
νοητικών και γνωσιακών διεργασιών που περιλαμβάνει λεκτικούς αλλά και
εξωλεκτικούς παράγοντες.
Οι διαταραχές της σκέψης είναι πολλές και ετερογενείς. Οι Karasu και συν (1979)
βρήκαν στη βιβλιογραφία 37 διαφορετικούς τύπους. Προέρχονται από ποικίλες
αφετηρίες και παρατηρούνται σε ένα ευρύ φάσμα ψυχιατρικών διαταραχών.
Παρατηρούνται επίσης και σε φυσιολογικά άτομα. Η παρουσία τους, κυρίως των
διαταραχών δομής της σκέψης, έχει θεωρηθεί πρωταρχικό και από διαγνωστική άποψη
θεμελιώδες χαρακτηριστικό της σχιζοφρένειας. Μια γενική κατάταξή τους περιλαμβάνει
εκείνες που οφείλονται σε διαταραχές της δομής της σκέψης και εκείνες που αφορούν
το περιεχόμενο. Στην πρώτη περίπτωση οι επιμέρους λειτουργίες που εκτιμώνται για
την ανίχνευση διαταραχών είναι η παραγωγή και η ροή, ενώ στη δεύτερη περίπτωση
εξετάζεται το περιεχόμενο. Εκτιμάται επίσης το αίσθημα κατοχής που έχει ο
εξεταζόμενος για τη σκέψη του.

Α. Διαταραχές της δομής της σκέψης. Είναι διαταραχές που αφορούν τη διαδικασία,
την πορεία, τη σημασία ή την έκφραση της σκέψης. Θεμελιώδες κλινικό χαρακτηριστικό
τους είναι ότι καθιστούν την επικοινωνία από δυσχερή μέχρι και απολύτως αδύνατη.
Αφασικές διαταραχές. Η αφασία είναι κατάσταση που αφορά ασθενείς οι οποίοι, ενώ
δεν παρουσιάζουν κάποια περιφερική διαταραχή της αρθρώσεως, δεν μπορούν να
εκφρασθούν διά του λόγου. Οι βλάβες εντοπίζονται στις περιοχές λόγου του
επικρατητικού ημισφαιρίου. Η διάκριση από τη δυσαρθρία ή τον τραυλισμό είναι
σχετικά εύκολη, αφού στην αφασία διαταράσσεται η συμβολική διεργασία του λόγου,
ενώ στις άλλες περιπτώσεις διαταράσσεται η διαδικασία της κινητικής εκφοράς.
Κινητική αφασία του Broca. Εμφανίζεται σε περιπτώσεις βλάβης της περιοχής του
Broca που βρίσκεται στον μετωπιαίο λοβό, στην τρίτη μετωπική έλικα επάνω από τη
σχισμή του Sylvius. Ο πάσχων θυμάται τις λέξεις, δύναται να γράφει και να
αναγιγνώσκει, να καταλαβαίνει τον ομιλούντα, αλλά δεν μπορεί να αρθρώσει καμία
λέξη διότι έχασε τη δυνατότητα να συναρμολογεί τις κινήσεις που απαιτούνται για την
επιτέλεση της αρθρώσεως των λέξεων διά των φωνητικών οργάνων. Τρεις τύποι
διαταραχών συνήθως συνυπάρχουν: δυσκολία στην άρθρωση της ομιλίας, αδυναμία
ευρέσεως των καταλλήλων λέξεων (ανομία-anomia) και αγραμματισμός (agramma-
tism). O αγραμματισμός είναι ομιλία εκτός των κανόνων της γραμματικής. Κάθε λέξη
σχηματίζεται και εκφράζεται σωστά, αλλά είναι λανθασμένη η σειρά των λέξεων, ή
είναι λανθασμένη η κλίση ρημάτων και ουσιαστικών, καθώς και η σύγκριση επιθέτων
και επιρρημάτων. Τμήματα της ομιλίας (ένα ρήμα, μια πρόταση) είναι δυνατόν να
παραλειφθούν. Σε βαρύτερες περιπτώσεις η ομιλία καθίσταται ακατανόητη. Συχνά η
κατάσταση αυτή συνοδεύεται από στερεοτυπίες και εμμονές του λόγου
(perseveration).
Αισθητική (ακουστική) αφασία του Wernicke. Είναι διαταραχή της ανάλυσης του ήχου
και των φωνημάτων. Η βλάβη βρίσκεται στα οπίσθια τμήματα της άνω κροταφικής
χώρας του αριστερού ημισφαιρίου. Χαρακτηρίζεται από αδυναμία κατανοήσεως
φράσεων, αδυναμία επαναλήψεως λέξεων με παρείσφρηση ακατάλληλων ήχων μέσα
στις λέξεις (γραμματική αφασία) ή με ακατάλληλες συλλαβές μέσα στις λέξεις (λεκτική
παραφασία), και με αδυναμία περιγραφής αντικειμένων προφορικώς.
Αλεξία. Πρόκειται περί αδυναμίας αναγνώσεως, διότι ο ασθενής δεν δύναται να
αναγνωρίσει τα γράμματα του αλφαβήτου, χειρόγραφα ή τυπωμένα. Πρέπει να
διακρίνεται από την αφασική αλεξία στην οποία υπάρχει απώλεια της ομιλίας. Η
βλάβη βρίσκεται στη γωνιώδη έλικα του αριστερού κροταφικού λοβού στους
δεξιόχειρες.
399

Αναριθμησία ή δυσαριθμησία (Acalculia or dyscalculia). Μπορεί να είναι και ένα από


τα συμπτώματα της αφασίας, αλλά υπάρχουν και μη αφασικές αναριθμησίες. Ο
ασθενής παρουσιάζει ανικανότητα μαθηματικής αρίθμησης, αποτέλεσμα απώλειας
της ικανότητας αριθμητικής ιδεοποίησης. Υπάρχουν οι υποκατηγορίες αλεξία
αριθμών και αγραφία αριθμών. Οφείλεται σε βλάβη του αριστερού βρεγματικού
χώρου στους δεξιόχειρες. Η αναπτυξιακή αναριθμησία εμφανίζεται στο 5% του
μαθητικού πληθυσμού. Η αναριθμησία στους ενήλικες εμφανίζεται κατά την εξέλιξη
ανοϊκών διαταραχών, κυρίως της νόσου Alzheimer. Επίσης παρατηρείται στο
σύνδρομο Gerstmann, το οποίο εκτός της αναριθμησίας περιλαμβάνει αγραφία,
αδυναμία ονομασίας των δακτύλων και δυσπροσανατολισμό μεταξύ δεξιού και
αριστερού.
Ιδεοφυγή (Flight of ideas). Η ταχύτητα της συνειρμικής λειτουργίας βρίσκεται στο
ακρότατο σημείο της. Κατά τη συζήτηση ο ασθενής είναι δυνατόν να μεταπηδάει
ταχύτατα από το ένα θέμα στο άλλο και να ομιλεί για θέματα που συνδέονται μεταξύ
τους κατά τρόπο πολύ αδύναμο, επιφανειακό ή δεν συνδέονται καθόλου.
Παρατηρείται κυρίως κατά την πορεία των μανιακών επεισοδίων αλλά και στα οξέα
σχιζοφρενικά επεισόδια.
Βραδύτης σκέψεως (Retardation of thinking). Είναι και αυτή διαταραχή της ταχύτητας
με την οποία εκδιπλώνεται η σκέψη. Στην ομιλία του ασθενούς παρατηρείται
βραδύτητα στην παράθεση των λέξεων. Υπάρχουν μεγάλες παύσεις μεταξύ των
λέξεων ή και διακοπή της ομιλίας. Συναντάται στην κατάθλιψη.
Ανακοπή της σκέψεως (Thought blocking). Διάσπαση της ροής της ομιλίας πριν από
την ολοκλήρωσή της. Ανιχνεύεται από τον παρατηρητή, αλλά και ο ασθενής είναι
δυνατόν να δηλώνει ότι «άδειασε το μυαλό του» και δεν θυμάται πού σταμάτησε.
Χαρακτηριστικό σύμπτωμα στις σχιζοφρενικές ψυχώσεις.
Νεολογισμός. Δημιουργία νέων λέξεων. Είναι αποτέλεσμα διήθησης λέξεων ή
τμημάτων λέξεων μεταξύ τους. Κατά την ομιλία εκφράζονται παράξενες, ακατανόητες
λέξεις ή λέξεις που υπαινίσσονται μια σημασία που στην πραγματικότητα δεν έχουν.
Παρατηρείται στα όνειρα, κατά τη μεγάλη κόπωση, αλλά κυρίως σε ψυχωσικές
καταστάσεις, κυρίως στη σχιζοφρένεια.
Υπερπεριεκτική σκέψη (Overinclussive thinking). Αναφέρεται στη γενική αδυναμία του
σχιζοφρενούς να διατηρήσει συγκεκριμένα όρια μεταξύ των εννοιών που
χρησιμοποιεί. Έχει θεωρηθεί (Cameron 1939) θεμελιώδης παράγων δημιουργίας και
άλλων διαταραχών της σκέψης.
Ασυναρτησία (Incoherence, word salad). Οι λέξεις και οι φράσεις συνδέονται μεταξύ
τους αυθαίρετα και τυχαία και η ομιλία γίνεται ακατανόητη επειδή επέρχεται
κατάργηση των λειτουργικών συνδέσμων μεταξύ των λέξεων. Αυτή η χάλαση του
συνειρμού σε ομιλιακό επίπεδο είναι δυνατόν να εξελιχθεί σε σαλάτα λέξεων.
Παρατηρείται στις σχιζοφρενικές διαταραχές. Μοιάζει με την αφασία Wernicke από
την οποία πρέπει να διαφοροδιαγνωσθεί.
Πτωχευμένη σκέψη (Poverty of thought). Μείωση της ποσότητας του εκφωνούμενου
λόγου. Ο ασθενής απαντά σύντομα στις ερωτήσεις, με πολύ λίγες λέξεις. Σε άλλες
περιπτώσεις δεν παρατηρείται μόνο μείωση της ποσότητας του λόγου αλλά και
μείωση της φερόμενης πληροφορίας. Η ομιλία είναι ασαφής, αόριστη ή αφαιρετική. Η
φτωχή γλωσσική παραγωγή είναι σταθερό εύρημα στη σχιζοφρένεια.
Περιστασιακότητα (Circumstantiality). Η σκέψη προχωρεί αργά, ανιαρά και
χαρακτηρίζεται από σταθμεύσεις σε πολλές ασήμαντες και άχρηστες λεπτομέρειες τις
οποίες χρησιμοποιεί ο ασθενής για να εξηγήσει επουσιώδη στοιχεία της ομιλίας του
πριν το κεντρικό σημείο έρθει στο προσκήνιο.
Διεσπασμένη ομιλία. Ο ασθενής διακόπτει την ομιλία του στη μέση και αρχίζει άλλο
θέμα σε απάντηση εξωτερικού ερεθίσματος.
Ηχομιμητική σκέψη. Εκείνο που καθορίζει την επιλογή των λέξεων που χρησιμοποιεί
ο ασθενής είναι οι ήχοι που ακούει και όχι η σημασία αυτών που θέλει να πει.
400

Β. Διαταραχές του περιεχομένου της σκέψης. Αναφέρονται στο είδος των σκέψεων
που κάνει ο ασθενής. Εσφαλμένες ιδέες, προκαταλήψεις, πίστεις, φοβίες, μπορεί να
έχουν σε κάποιο βαθμό παθολογικό χαρακτήρα ή να είναι τελείως παθολογικές, όπως
οι παραληρητικές ιδέες. Οι παραληρητικές ιδέες αποτελούν τον κορμό αυτών των
διαταραχών. Άλλες διαταραχές που έχουν προταθεί, όπως π.χ. οι υπερτιμημένες ιδέες
(overvalued ideas), οι προσωπικές δοξασίες και οι προκαταλήψεις δεν είναι
παθολογικές. Η τάση που έχει κυριαρχήσει στην ψυχιατρική από τις αρχές του 20ού
αιώνα ότι το μη ορθό είναι και παθολογικό έχει πλήξει σοβαρά το κύρος της κλινικής
υπόστασης της ψυχιατρικής.
Παραληρητικές ιδέες (delusions, delusional ideas). Ως παραληρητική ιδέα θεωρείται η
απόλυτη βεβαιότητα και η βαθιά πίστη σε κάτι το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα, βρίσκεται σε δυσαρμονία με την πολιτισμική διάσταση της
κοινότητας στην οποία ζει ο ασθενής και δεν αντιμετωπίζεται με λογικά επιχειρήματα.
Είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας της σκέψης, οπωσδήποτε φυσιολογικής, που
όμως ξεκινάει από μια παθολογική αντίληψη ή παθολογική συναισθηματική
κατάσταση από την οποία κατέχεται ο ασθενής. Οι παραληρητικές ιδέες θεωρούνται
εξόχως ψυχοπαθολογικά φαινόμενα και πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι αποτελούν
τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη διάγνωση των ψυχωσικών συνδρομών,
οργανικών ή μη. Πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκονται από τις εσφαλμένες ιδέες και
από τις προσωπικές πεποιθήσεις. Υπάρχουν δύο ευρείες κατηγορίες παραληρητικών
ιδεών. Αυτές που ονομάσθηκαν πρωτοπαθείς ή αυτόχθονες παραληρητικές ιδέες,
που δημιουργούνται επάνω σε πραγματικά γεγονότα, και αυτές που ονομάσθηκαν
δευτεροπαθείς παραληρητικές ιδέες, που εκπηγάζουν από διαταραχές της αντίληψης,
στην προσπάθεια ερμηνείας κυρίως ψευδαισθήσεων και μάλιστα ακουστικών.
Διακρίνονται σε συστηματοποιημένες και σε μη συστηματοποιημένες. Το ενοχικό
στοιχείο που συνοδεύει τις παραληρητικές ιδέες ή που απουσιάζει από αυτές έχει
μεγάλη διαγνωστική αξία. Ο ασθενής που πιστεύει ότι παρακολουθείται και διώκεται
δικαίως λόγω των ασυγχώρητων σφαλμάτων και αμαρτιών που έχει διαπράξει δεν
εντάσσεται στην ίδια διαγνωστική κατηγορία με τον ασθενή που πιστεύει ότι διώκεται
ένεκα της αξίας του και πάντως όχι ένεκα δικής του υπαιτιότητος, αλλά λόγω του
φθόνου των άλλων. Ως προς το περιεχόμενο κατατάσσονται σε:
Παραληρητικές ιδέες μεγαλείου. Ο ασθενής πιστεύει ότι κατέχει σπουδαίες σωματικές,
πνευματικές, οικονομικές, κοινωνικές, σεξουαλικές ή μεταφυσικές ιδιότητες ή ότι είναι
πολύ σπουδαίο πρόσωπο με καταγωγή από αριστοκρατική ή βασιλική οικογένεια,
(αλλά του άλλαξαν θέση όταν γεννήθηκε) κ.λπ. Πιστεύει ότι είναι επιλεγμένος για να
εκτελέσει μια μεγάλη αποστολή· ότι έχει κάνει καταπληκτικές εφευρέσεις κ.ά. Πρέπει
να διαφοροποιούνται από τις ιδέες υπερτιμήσεως του Εγώ, που και αυτές είναι
παθολογικές ιδέες αλλά όχι παραληρητικές.
Παραληρητικές ιδέες διώξεως. Ο ασθενής πιστεύει ότι είναι θύμα μιας
εκτυλισσόμενης συνωμοσίας με σκοπό την προσωπική, ψυχική, κοινωνική βλάβη ή
καταστροφή του, ακόμη και τον θάνατό του. Εδώ περιλαμβάνονται και οι ιδέες
παρακολούθησης ή κατασκόπευσης και οι ιδέες συνωμοσίας.
Παραληρητικές ιδέες ζηλοτυπίας. Ο ασθενής πιστεύει ότι η σύντροφός του τον απατά,
πολλές φορές κατά τον αισχρότερο τρόπο, και μπορεί να φτάνει στο σημείο να
πιστεύει ότι εκδίδεται για χρήματα. Παρατηρείται, σπανιότερα, και στις γυναίκες. Είναι
συχνό φαινόμενο στην αλκοολική ψύχωση.
Ερωτομανιακό παραλήρημα. Ο ασθενής κατέχεται από την πεποίθηση ότι κάποιο
πρόσωπο, συνήθως σημαντικό ή διάσημο, τον έχει ερωτευθεί. Το ερωτομανιακό
παραλήρημα εξελίσσεται σε φάσεις: από την ελπίδα και την αναμονή, στις
παρενοχλήσεις, στην αποθάρρυνση και τέλος στην επιθυμία εκδίκησης. Συχνότερα
εκδιπλώνεται στο πλαίσιο ενός οργανικού ψυχοσυνδρόμου και σπανιότερα στη
σχιζοφρένεια. Είναι δυνατόν να συνυπάρχει και με άλλα σύνδρομα, όπως το
σύνδρομο Capgras, η δυαδική ψύχωση κ.λπ. Συγγενικό σύνδρομο είναι το σύνδρομο
του εραστή φαντάσματος κατά το οποίο η ασθενής, διότι παρατηρείται σε γυναίκες,
401

πιστεύει ότι τη νύχτα την επισκέπτεται αόρατος ή άγνωστος άνδρας και


συνουσιάζεται μαζί της (incubus syndrome).
Παραληρητικές ιδέες αυτομομφής. Ο ασθενής πιστεύει ότι φταίει για αυτό που είναι
και για τις περιστάσεις της ζωής του και κατηγορεί τον εαυτό του για παραλείψεις.
Εμφανίζονται κυρίως στις καταθλίψεις.
Παραληρητικές ιδέες αναξιότητας. Ο ασθενής πιστεύει ότι είναι ανάξιο πρόσωπο,
ένας ουτιδανός. Εμφανίζονται κυρίως στις καταθλίψεις.
Παραληρητικές ιδέες αμαρτίας. Ο ασθενής πιστεύει ότι έχει διαπράξει ασυγχώρητα
αμαρτήματα και λάθη. Εμφανίζονται κυρίως στις καταθλίψεις.
Παραληρητικές ιδέες ενοχής. Ο ασθενής πιστεύει ότι είναι ένοχος βαρύτατων
εγκλημάτων και είναι βέβαιος για την επερχόμενη ανελέητη τιμωρία που πρόκειται να
του επιβληθεί. Πιστεύει ότι έχει φέρει στα αγαπημένα του πρόσωπα την καταστροφή
εξαιτίας αυτών που έχει κάνει. Εμφανίζονται κυρίως στις καταθλίψεις.
Παραληρητικές ιδέες πτώχευσης. Ο ασθενής πιστεύει ότι έχει καταρρεύσει
οικονομικώς και κοινωνικώς ο ίδιος και τα μέλη της οικογένειάς του. Εμφανίζονται
κυρίως στις καταθλίψεις.
Παραληρητικές ιδέες ελέγχου ή παθητικότητας ή επιδράσεως. Ο ασθενής πιστεύει ότι
η θέλησή του, οι σκέψεις ή τα συναισθήματα, ακόμη και οι κινήσεις του σώματός του
βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο ή την επίδραση δυνάμεων έξω από αυτόν.
Χαρακτηριστικό σύμπτωμα στις σχιζοφρενικές ψυχώσεις.
Μηδενιστικό παραλήρημα ή Σύνδρομο Cotard. Ο ασθενής πιστεύει ότι έχει χάσει τα
όργανά του, δεν έχει κεφάλι, δεν έχει αίμα, ότι δεν βλέπει τον εαυτό στον καθρέφτη,
ότι είναι νεκρός κ.λπ. ή ότι δεν υπάρχει τίποτε, όλα έχουν καταστραφεί, ο κόσμος έχει
τελειώσει.
Παραληρητικές ιδέες αναφοράς. Ο ασθενής πιστεύει ότι πρόσωπα, εφημερίδες,
περιοδικά, ραδιόφωνο, τηλεόραση αναφέρονται σε αυτόν, κουβεντιάζουν γι' αυτόν και
τον σχολιάζουν δυσμενώς ή ευμενώς.
Παραληρητικές ιδέες καταστροφής. Ο ασθενής πιστεύει ότι ήρθε το τέλος του κόσμου,
επειδή είναι παρηκμασμένος.
Υποχονδριακές παραληρητικές ιδέες. Ο ασθενής πιστεύει ότι πάσχει από σοβαρή
νόσο ή δυσμορφία ή ότι κάτω από το δέρμα του κυκλοφορούν ζωύφια, ότι αναδίδει
δυσοσμία, ότι τα σπλάχνα του έχουν σαπίσει ή ακόμη ότι δεν έχει εσωτερικά όργανα
ή ότι οι σωματικές του λειτουργίες έχουν διακοπεί. Η δυσμορφοφοβία ή
δυσμορφοφοβικό παραλήρημα και το σύνδρομο Cotard είναι διαταραχές με
χαρακτηριστική παραληρηματική υποχονδριακή συμπτωματολογία.
Ανεπαρκής αφηρημένη σκέψη. Μείωση της ικανότητας σχηματισμού αφηρημένων
εννοιών ή της χρησιμοποίησής τους, και διατήρηση μόνο της συγκεκριμένης (con-
crete) σκέψης. Συγκεκριμένες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, όπως η κατάθλιψη και
η σχιζοφρένεια, επηρεάζουν αρνητικά την αφαιρετική σκέψη (Braff et al 1988). Είναι
αμφίβολο αν αυτή η μειωμένη ικανότητα πρέπει να ενταχθεί στις διαταραχές της
σκέψης, αφού η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν είναι σε θέση να
σχηματίσει ή να χρησιμοποιήσει αφηρημένες έννοιες.
Λογικώς ανεπαρκής σκέψη. Ο ασθενής αποτυγχάνει στην ορθή χρήση της λογικής
κατά την ομιλία του, η οποία καθίσταται ανακόλουθη και αντιφατική. Όπως και στην
προηγούμενη περίπτωση, και για τον ίδιο λόγο, ίσως αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί
ψυχοπαθολογικό φαινόμενο.

Γ. Διαταραχές στην κατοχή της σκέψης


Παρεμβολή σκέψης (thought insertion). Ο ασθενής αναφέρει ότι οι σκέψεις που έχει
δεν είναι δικές του, αλλά εισβάλλουν στο μυαλό του από έξω. Πηγές αυτών είναι η
τηλεπάθεια, κάποια μηχανήματα ή μπορεί να είναι άγνωστες. Είναι δυνατόν να
συγχέονται με ακουστικές ψευδαισθήσεις κατά τις οποίες ο ασθενής λέει ότι ακούει
φωναχτές τις σκέψεις του ή με την παραληρητική ιδέα ότι άλλοι διαβάζουν τη σκέψη
του.
402

Εκπομπή της σκέψης. Ο ασθενής αναφέρει ότι αισθάνεται πως οι σκέψεις του είναι
τόσο ηχηρές που αν κάποιος είναι κοντά του μπορεί να τις ακούσει. Νιώθει ότι τις
σκέψεις του τις μοιράζεται και με άλλους.
Απόσυρση της σκέψης. Ο ασθενής αναφέρει ότι οι σκέψεις του έχουν αποσυρθεί, ότι
δεν έχει σκέψεις.

Δ. Άλλου τύπου διαταραχές της σκέψης


Αυτιστική σκέψη, αυτισμός (βλ. κεφ. Διαταραχές της αναπτύξεως). Χαρακτηρίζεται
από μεγάλη δυσκολία στην επικοινωνία λόγω πλήρους απορρόφησης του ασθενούς
από το ονειροπόλημα και τις δικές του σκέψεις. Ο ασθενής αποζητά την πλήρη
απομόνωση και αποσύρεται σε ένα περιβάλλον για το οποίο δεν ανέχεται καμία
αλλαγή. Η κλασική άποψη δέχεται ότι το άτομο σκέπτεται και ικανοποιεί
φαντασιωσικά ανεκπλήρωτες επιθυμίες χωρίς να λαμβάνει υπ' όψιν του την
πραγματικότητα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι αυτό γίνεται επειδή τα αυτιστικά άτομα
συγκεντρώνουν την προσοχή τους κάθε φορά μόνο σε μια στενή περιοχή του
περιβάλλοντος.
Ιδεοληψίες (βλ. Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή). Οι ιδεοληψίες (obsessions) ή
μηρυκασμοί (ruminations) είναι σκέψεις, εικόνες ή παρορμήσεις που εισβάλλουν κατά
τρόπο επίμονο, στερεότυπο και επαναληπτικό. Το περιεχόμενό τους κατά τον ασθενή
είναι ανόητο, αισχρό, κουραστικά ψευδοφιλοσοφικό, κακόηθες ή αποκρουστικό και
αφορά κυρίως θέματα που σχετίζονται με την επιθετικότητα, τη σεξουαλικότητα, τη
συμμετρικότητα πραγμάτων του περιβάλλοντος ή του εαυτού και τη σωματική υγεία.
Προκαλούν δυσφορία και ο ασθενής προσπαθεί μάταια να τους αντισταθεί, παρά το
ότι τις αναγνωρίζει ως δικές του.

Σημεία, συμπτώματα και καταστάσεις από την ομιλία (για τη φυσιολογία της
ομιλίας βλ. σχετικό κεφάλαιο).
Ταχυλαλία. Ταχύς ρυθμός ομιλίας, με διάσπαση της ροής της. Η ομιλία είναι
ακανόνιστη, με ταχέα σπασμωδικά ξεσπάσματα, στην οποία διακοπές και
παρορμητική ομιλία εναλλάσσονται.
Υστερική δυσφωνία ή αφωνία. Οι πάσχουσες (η αναλογία ανδρών προς γυναίκες
είναι 1:8) δεν βγάζουν ήχο όταν ομιλούν ή μιλούν πολύ βραχνά ή χαμηλόφωνα (Wil-
son et al 1995). Η διάγνωση τίθεται όταν δεν υπάρχουν οργανικές διαταραχές
(λαρυγγίτιδα, πολύποδες φωνητικών χορδών, θηλώματα, παράλυση κ.λπ.).
Παρατηρείται σε νεαρές ηλικίες. Έχει θεωρηθεί μετατρεπτική μορφή υστερίας.
Εμβροντησία ή ενεότητα. Συνδυασμός πλήρους ακινησίας του σώματος και διακοπής
της ομιλίας. Διακρίνεται σε Υστερική, Καταθλιπτική, Οργανική και Κατατονική
εμβροντησία (βλ. σχετικά κεφάλαια).
Απροσωδίες ή Δυσπροσωδίες. Χαρακτηριστικό των δυσπροσωδιών είναι η
διαταραχή της τονικότητας και της συναισθηματικής εκφραστικότητας της ομιλίας
(Monrad-Krohn 1947). Παρατηρούνται σε περιπτώσεις καταστολής της λειτουργίας
του δεξιού ημισφαιρίου (π.χ. εστιακές εγκεφαλικές βλάβες δεξιού ημισφαιρίου, ECT)
και είναι το αντίστοιχο των αφασιών στις βλάβες του αριστερού ημισφαιρίου.
Απροσωδιακά χαρακτηριστικά φαίνεται ότι παρουσιάζονται και στην ομιλία χρονίων
σχιζοφρενών στους οποίους κυριαρχεί αρνητική συμπτωματολογία (Fricchione et al
1986).
Ηχολαλία. Ο ασθενής επαναλαμβάνει, επαναληπτικά και επίμονα, λέξεις ή φράσεις
του συνομιλητή του.
Παλιλλογία. Επανάληψη των λέξεων που λένε άλλοι. Δεν ταυτίζεται με την ηχολαλία, η
οποία παρατηρείται κυρίως στις ψυχωσικές διαταραχές, ενώ η παλιλλογία εντάσσεται
στα τικς.
Παλιλλαλία. Χαρακτηρίζεται από καταναγκαστική επανάληψη μίας φράσεως ή λέξεως
την οποία ο ασθενής επαναλαμβάνει με συνεχώς αυξανόμενη συχνότητα, ενώ
ταυτοχρόνως υπάρχει μια μείωση της εντάσεως της φωνής μέχρι του σημείου να μην
ακούγεται ήχος, αν και ο ασθενής συνεχίζει να κινεί τα χείλη του (αφωνική
403

παλιλλαλία). Δεν υπάρχουν διαταραχές στην ικανότητα χειρισμού της γλωσσολογικής


και συμβολικής πλευράς της επικοινωνίας. Εμφανίζεται συνήθως σε ασθενείς με
μετεγκεφαλιδικό παρκινσονισμό, στη νόσο Alzheimer και στην ψευδοπρομηκική
παράλυση.
Λεκτική εμμονή (perseveration). Ο ασθενής επαναλαμβάνει πολλές φορές την ίδια
λέξη, φράση ή ιδέα. Παρατηρείται στους μανιακούς συχνότερα από ό,τι στους
σχιζοφρενείς, ενώ σπάνια παρατηρείται και σε φυσιολογικά άτομα (Andreasen 1979).
Παρατηρείται επίσης στην προχωρημένη νόσο Parkinson και σε πάσχοντες από
βλάβες του μετωπιαίου λοβού.
Λογόρροια ή πίεση της ομιλίας. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη ομιλιακή πίεση με
μεγάλο αριθμό λέξεων στη μονάδα του χρόνου, με πολλές περιττές λέξεις, και
δυσκολία από τη μεριά του ακροατή να διακόψει την ομιλία του ασθενούς.
Αλαλία. Πλήρης αναστολή της ομιλιακής δραστηριότητας.
Λογοκλονία. Επανάληψη λέξεων ή μικρών φράσεων κατά τρόπο σπασμωδικό.
Γλωσσολαλία (βλ. κεφ. Υστερικές διαταραχές).
Διαταραχές της άρθρωσης (βλ. κεφ. Διαταραχές ψυχολογικής αναπτύξεως).
Διαταραχές στην έκφραση της ομιλίας (βλ. κεφ. Διαταραχές ψυχολογικής
αναπτύξεως).
Αντιληπτικές διαταραχές της ομιλίας (βλ. κεφ. Διαταραχές ψυχολογικής
αναπτύξεως).
Τραυλισμός (Βατταρισμός) (βλ. κεφ. Διαταραχές ψυχολογικής αναπτύξεως).

Σημεία, συμπτώματα και καταστάσεις από την ψυχοκινητικότητα (για τη


φυσιολογία της ψυχοκινητικότητας βλ. σχετικό κεφάλαιο). Καθολικοί σπασμοί,
περιφερικές μυϊκές συσπάσεις, παραλύσεις, διαταραχές συντονισμού των κινήσεων,
ψυχοκινητική διέγερση και ψυχοκινητική επιβράδυνση, ιδιοτροπισμοί και στερεοτυπίες,
απραξίες αποτελούν το πεδίο των ψυχοκινητικών διαταραχών.

Α. Καθολικοί σπασμοί
Επιληπτικοί σπασμοί. Διακρίνονται σε εκείνους που παρατηρούνται στις ολικές
(Grand Mal) επιληπτικές κρίσεις και σε εκείνους που παρατηρούνται στις μερικές ή
εστιακές (Petit Mal). Η αφαίρεση χαρακτηρίζεται από θόλωση της συνείδησης για 5-
10 sec. Ο ασθενής παραμένει τελείως ή σε μεγάλο βαθμό ακίνητος. Στο ΗΕΓ
ανιχνεύονται αιχμές και κύματα σε συχνότητα 3/sec. Είναι δυνατόν να εκδηλωθεί και
ως υστερικό φαινόμενο ή κατά τη διάρκεια του οργασμού, αλλά σε αυτές τις
περιπτώσεις δεν πρόκειται περί επιληψίας.
Υστερικοί σπασμοί ή ψευδοεπιληψία (βλ. κεφ. Υστερική νεύρωση).

Β. Περιφερικές μυϊκές συσπάσεις. Αγχώδεις καταστάσεις και μετατρεπτικές


διαταραχές και γνήσιες νευρολογικές διαταραχές είναι δυνατόν να πυροδοτήσουν
περιφερικές μυϊκές συσπάσεις
Τρόμος. Άγχος, φόβος και πανικός αλλά και μετατρεπτική υστερία βρίσκονται στην
αφετηρία των ψυχογενών τρόμων. Παράδοξοι και αδροί τρόμοι άκρων και κεφαλής ή
και ολοκλήρου του σώματος είναι δυνατόν να σχετίζονται με μετατρεπτική υστερία. Η
Myoclonia Trepidans του Oppenheim παρουσιάζεται με τρόμο κυρίως των χειρών.
Σύμφωνα με τον Stekel, πρόκειται περί άγχους καθηλωμένου στο κινητικό σύστημα.
Μυοκλονίες. Κλονικοί σπασμοί ομάδων μυών.
Βλεφαρόσπασμος. Αιφνίδια σύσπαση των σφιγκτήρων των βλεφάρων με
αποτέλεσμα τα μάτια να κλείνουν μερικώς ή ολικώς για πολλά δευτερόλεπτα.
Σπασμός του γραφέα (βλ. κεφ. Άλλες νευρώσεις).
Δυστονίες. Ακούσιες παρατεταμένες συσπάσεις ποικίλων μυϊκών ομάδων της
κεφαλής, της γλώσσας ή των οφθαλμικών βολβών, που προκαλούν
βλεφαρόσπασμο, οπισθότονο, ραιβόκρανο και χαρακτηριστικές γκριμάτσες στο
πρόσωπο. Συνήθως εμφανίζονται ως παρενέργειες των μειζόνων νευροληπτικών.
404

Ραιβόκρανο (torticollis). Χαρακτηρίζεται η ακούσια σύσπαση των μυών της περιοχής


του αυχένα με αποτέλεσμα περιορισμό των κινήσεων της αυχενικής μοίρας της
σπονδυλικής στήλης ενώ το κεφάλι βρίσκεται σε αφύσικη θέση, με στροφή προς τα
δεξιά ή τα αριστερά. Φαίνεται ότι είναι οργανικής αιτιολογίας, η δε βλάβη βρίσκεται
μάλλον στο ραβδωτό σώμα. Αλλά υπάρχει και ψυχογενές ραιβόκρανο.
Χορεία. Κινητική διαταραχή χαρακτηριζόμενη από σταθερά επαναλαμβανόμενους
σπασμούς ορισμένων μυών ή ομάδων μυών. Όταν η πρόθεση για κίνηση
συνδυάζεται με συναισθηματική φόρτιση, προκαλείται επιδείνωση της καταστάσεως.
Η χορεία του Syndenham (χορός του Αγίου Vitus ή ελάσσων χορεία) προκαλείται
από ρευματικό πυρετό κατά την παιδική ηλικία. Η χορεία του Huntington
χαρακτηρίζεται από ατροφία των κυττάρων του κερκοφόρου πυρήνα, του ραβδωτού
σώματος και του φακοειδούς πυρήνα. Σε συνδυασμό με τις κινητικές υπάρχουν και
ψυχικές διαταραχές, οι οποίες ενδέχεται να προηγούνται. Χορειακόμορφες κινήσεις
είναι δυνατόν να σχετίζονται με μετατρεπτική υστερία.
Μυοσπάσματα (τικ). Αιφνίδιες, άσκοπες, ακατανίκητες, ακούσιες, ταχείες,
επαναλαμβανόμενες, μη ρυθμικές κινήσεις ή παραγωγές ήχου, χωρίς νευρολογικές
διαταραχές (βλ. Διαταραχές ψυχολογικής αναπτύξεως).

Γ. Παραλύσεις
Υστερικές παραλύσεις (βλ. Υστερική νεύρωση).

Δ. Διαταραχές συντονισμού των κινήσεων


Εξωπυραμιδικές διαταραχές. Εκτός από τη νόσο του Parkinson περιλαμβάνονται η
όψιμη δυσκινησία και ορισμένες δυστονικές καταστάσεις. Είναι νευρολογικές
διαταραχές. Ορισμένες προκαλούνται και από τη χρήση νευροληπτικών φαρμάκων.
Είναι δυνατόν να συμβεί αλληλοκάλυψη ιατρογενούς εξωπυραμιδικής διαταραχής με
ψυχογενή.
Αταξία. Έλλειψη συντονισμού των υπεύθυνων για τις κινήσεις μυϊκών ομάδων.
Διαταράσσονται όλες οι στοχοκατευθυνόμενες, αλληλουχιακές κινήσεις (βάδισμα,
ομιλία), και η ισορροπία κορμού-άκρων. Η νωτιαία αταξία οφείλεται σε παθολογικές
καταστάσεις του νωτιαίου μυελού, η παρεγκεφαλιδική σε βλάβες της παρεγκεφαλίδος
και η εγκεφαλική αταξία σε εγκεφαλικές βλάβες. Ψυχογενής αταξία είναι δυνατόν να
συμβεί σε υστερικές καταστάσεις.
Αβασία. Ψυχογενής αδυναμία βάδισης παρά την έλλειψη νευρικής ή μυϊκής βλάβης
είναι χαρακτηριστικό υστερικό σύμπτωμα και έχει αποδοθεί από τους φροϋδικούς σε
ψυχική σύγκρουση διά της οποίας εμποδίζεται κάποια έκφραση διαμαρτυρίας.
Αστασία. Αδυναμία επίτευξης ορθίας στάσεως. Αστασία-αβασία είναι ο συνδυασμός
και των δύο και είναι δυνατόν να οφείλεται σε παρεγκεφαλιδική βλάβη, αλλά είναι
δυνατόν να σχετίζεται και με μετατρεπτική υστερία.
Αναπτυξιακή διαταραχή συντονισμού των κινήσεων (βλ. Αναπτυξιακές
διαταραχές).

Ε. Ψυχοκινητική ανησυχία-διέγερση. Τα φαινόμενα που εντάσσονται σε αυτήν την


κατηγορία εκτείνονται σε ένα φάσμα που ξεκινά από την απλή έξαρση και φθάνει μέχρι
την πλήρη μανιακή διέγερση.
Ψυχοκινητική ανησυχία. Οι ψυχικές και οι κινητικές δραστηριότητες και
συμπεριφορές του ατόμου είναι σαφώς υπερτονισμένες, πολλές από τις οποίες είναι
άσκοπες ή υπερβολικές.
Ψυχοκινητική διέγερση. Τα στοιχεία της ψυχοκινητικής ανησυχίας βρίσκονται σε
μεγάλη έξαρση με το επιπρόσθετο στοιχείο της δυνητικά επικίνδυνης συμπεριφοράς
λόγω εμπλοκής κυρίως εξωστρεφόμενης, και σε μικρότερο βαθμό ενδοστρεφόμενης,
επιθετικότητας.
Υπερκινητικότητα. Στους ενήλικες υπερκινητική συμπεριφορά παρατηρείται σε
ποικίλες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, όπως αγχώδεις διαταραχές, μανιακές
405

καταστάσεις, οξέα σχιζοφρενικά επεισόδια, νευρολογικά σύνδρομα κ.λπ. και παίρνει


τη μορφή ανησυχίας ή διέγερσης.

ΣΤ. Ψυχοκινητική επιβράδυνση. Τα φαινόμενα της ψυχοκινητικής επιβράδυνσης


κατανέμονται σε ένα φάσμα που ξεκινά από την απλή περιορισμένη αναστολή της
ψυχοκινητικότητας –που εκδηλώνεται με ελάττωση της μιμηκότητας των χειρονομιών,
της ποσότητας της εκφερόμενης ομιλίας κ.λπ.– και φθάνει μέχρι την εμβροντησία που
χαρακτηρίζεται από πλήρη και γενικευμένη αναστολή κάθε ψυχοκινητικής εκδήλωσης.
Βραδυψυχισμός. Επιβράδυνση της εκδήλωσης των ψυχοκινητικών λειτουργιών.
Εμβροντησία (stupor). Στην ψυχιατρική stupor θεωρείται μια κατάσταση πλήρους
ψυχοκινητικής αναστολής με μερική διατήρηση της συνείδησης χαρακτηριζόμενη
κυρίως από ακινησία και αναστολή της ομιλίας, κατά την οποία οι οφθαλμοί
απαντούν στα εξωτερικά ερεθίσματα αναλόγως του είδους της εμβροντησίας.
Ψυχιατρικές διαταραχές (όπως υστερία, κατατονικές καταστάσεις, οργανικά
ψυχοσύνδρομα, μείζων κατάθλιψη) είναι δυνατόν να παρουσιάσουν τέτοια ή
παρόμοια εικόνα που στην ψυχιατρική ονομάζεται και εμβροντησία. Είναι σχετικώς
σπάνια διαταραχή. Ο Kahlbaum κατά τον 19ο αιώνα στην περιγραφή του των
κατατονικών καταστάσεων χρησιμοποίησε τον όρο stupor για να περιγράψει
καταστάσεις αλαλίας (mutism) και ακινητικότητας. Χωρίς να υπάρχει πλήρης απώλεια
συνειδήσεως, παρατηρείται έντονη μείωση της φυσιολογικής αυθόρμητης
κινητικότητας και της κινητικής απαντητικότητας σε εξωτερικά ερεθίσματα. Εκτός από
την πλήρη ακινησία εμφανίζεται και διακοπή της ομιλίας (Johnson 1984). Πολλά ζώα
μπροστά στον κίνδυνο πέφτουν σε μια κατάσταση προσποιητού θανάτου. Η
κατακλυσμική εμφάνιση κινδύνου προκαλεί αναστολή των στασιακών μηχανισμών
και πλήρη ακινησία. Κατά τον Bleuler ο προσποιητός θάνατος των ζώων, η
εμβροντησία της φρίκης και η καταθλιπτική εμβροντησία πρέπει να ερμηνευθούν
συνολικά ως μορφές αντιδραστικής ακινησίας μπροστά σε έναν συντριπτικό κίνδυνο.
Κατατονική εμβροντησία ή κατατονία. Εισβάλλει ταχέως. Χαρακτηρίζεται από πλήρη
ακινησία, αλαλία, αρνητισμό και κηρώδη ευκαμψία (flexibilitas cerea). Η έκφραση του
προσώπου και η καθήλωση του βλέμματος δείχνουν ότι ο ασθενής έχει πολύ έντονα
ψυχικά βιώματα παρά την ακινησία στην οποία βρίσκεται. Είναι δυνατόν να
εναλλάσσεται με κατατονική διέγερση. Πρέπει να γίνεται διάκριση της ψυχωσικής
κατατονίας, της κατατονικής σχιζοφρένειας όπως λέγεται, από την οργανική
κατατονία, που οφείλεται σε εγκεφαλικές διαταραχές (συνήθως εγκεφαλίτιδα ή
δηλητηρίαση με CO) και τη νευροληπτική κατατονία, που είναι ιατρογενής νόσος και
προκαλείται από την ασύνετη χρήση νευροληπτικών φαρμάκων. Μια σειρά
εξωπυραμιδικά σύνδρομα είναι επίσης δυνατόν να εμφανισθούν ως κατατονία.
Καταθλιπτική εμβροντησία. Είναι η τελική φάση του βραδυψυχισμού που σταδιακά
εμφανίζεται στην κατάθλιψη, εκδηλωμένου από την κινητική σφαίρα. Οι διαταραχές
στο επίπεδο της συνείδησης είναι επιφανειακές. Η χρήση των αντικαταθλιπτικών
φαρμάκων έχει μειώσει πολύ τη συχνότητα εμφάνισης της καταθλιπτικής
εμβροντησίας.
Υστερική ή ψυχογενής εμβροντησία. Συσχετίζεται με πρόσφατη ισχυρή
ψυχοκαταπόνηση προσωπικού, διαπροσωπικού ή κοινωνικού χαρακτήρα. Είναι από
τις πλέον σπάνιες μορφές εμβροντησίας στις βιομηχανικές κοινωνίες αλλά πολύ
συχνή στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα.
Οργανική εμβροντησία. Είναι η συχνότερη μορφή εμβροντησίας και πρέπει πάντοτε
να αξιολογείται πρώτη κατά τη διαφοροδιάγνωση. Αναπτύσσεται μέσα στο πλαίσιο
ενός οξέως οργανικού ψυχοσυνδρόμου. Η κατάταξή της στα οργανικά σύνδρομα
έγινε από τον von Economo (1931), ο οποίος στο σύγγραμμά του Encephalitis Le-
thargica την κατατάσσει ως την τρίτη πλέον συχνή μορφή με την οποία εκδηλώνεται
η νόσος. Το επίπεδο συνείδησης είναι δυνατόν να πέσει πολύ και να φθάσει στα όρια
του κώματος. Η σύγχυση είναι δυνατόν να συνοδεύεται από επιθετικότητα.
Καταληψία. Παραμονή στην ίδια θέση για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Εκτός από
τη σχιζοφρένεια είναι δυνατόν να παρατηρηθεί στη διανοητική καθυστέρηση, σε
406

οργανικές βλάβες του εγκεφάλου, στην επιληψία, στην υστερική νεύρωση και σε
διαταραχές της προσωπικότητας.
Καταπληξία. Επεισόδια μυϊκής αδυναμίας, γενικευμένης έκπτωσης του μυϊκού τόνου,
πτώσεως στο έδαφος και ακινητοποίησης του σώματος πυροδοτούμενα από
αιφνιδίως εισβάλλουσες συναισθηματικές εμπειρίες (άγχος, οργή, γέλωτας). Το άτομο
κατά την εκδήλωση του επεισοδίου βρίσκεται σε εγρήγορση.
Κηρώδης ευκαμψία (flexibilitas cerea, waxy flexibility). Ο ασθενής διατηρεί την
οποιαδήποτε στάση που του επιβάλλει ο εξεταστής για παρατεταμένο χρονικό
διάστημα. Παρατηρείται κυρίως στην κατατονική σχιζοφρένεια, αλλά και σε
νευροληπτικά σύνδρομα.

Ζ. Ιδιοτροπισμοί και στερεοτυπίες


Καμπτοκορμία. Υστερική μονιμοποίηση μιας αντιαλγικής στάσης. Οι ασθενείς
ενδέχεται να έχουν υποστεί κατά το παρελθόν σε ατύχημα ασήμαντη κάκωση της
σπονδυλικής στήλης, αλλά η κάμψη διατηρείται και μετά την εξαφάνιση του πόνου και
κάθε οργανικής βλάβης, αν υπήρχε. Είναι συχνότερη η εμφάνισή της κατά το γήρας.
Πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκεται από βλάβες των σπονδύλων, νωτιαίες μηνιγγίτιδες
και νόσο του Parkinson.
Ιδιοτροπισμοί. Αφύσικη, επιτηδευμένη, εκκεντρική διάσταση στη στάση του σώματος,
στην έκφραση του προσώπου, στον χαρακτήρα της ομιλίας και στην όλη εμφάνιση.
Στερεοτυπικές στάσεις του σώματος ή κινήσεις. Επαναληπτικές, άσκοπες και συχνά
ρυθμικές κινήσεις του σώματος. Λικνιστικές κινήσεις του σώματος και της κεφαλής,
τράβηγμα και συστροφή των μαλλιών, χτύπημα του κεφαλιού, χειροκρότημα, εμβολή
του ματιού με το δάκτυλο, δάγκωμα χεριού και χειλιών. Παρατηρούνται στη νοητική
καθυστέρηση και στις χρόνιες υπολειμματικές ψυχώσεις.

Η. Απραξίες. Είναι νευρολογικές διαταραχές των στοχοκατευθυνόμενων κινήσεων που


δεν οφείλονται σε παράλυση, διαταραχές συντονισμού των κινήσεων, διαταραχές της
ομιλίας ή της προσοχής.
Ιδεακή απραξία. Η διαταραχή βρίσκεται στο ότι ο ασθενής δεν έχει το «πλάνο», την
έννοια της κίνησης που πρόκειται να πραγματοποιήσει. Παρατηρείται σε διάχυτες
εγκεφαλικές βλάβες.
Κινητική απραξία. Αδεξιότητα στην εκτέλεση συγκεκριμένων κινήσεων λόγω βλάβης
των κιναισθητικών εικόνων για την κίνηση ενός οργάνου (π.χ. του χεριού). Μια
χαρακτηριστική μορφή κινητικής απραξίας είναι η αγραφία, αδυναμία στο γράφειν.
Στους δεξιόχειρες η βλάβη συνήθως εδράζεται στον αριστερό βρεγματικό λοβό.
Ιδεοκινητική απραξία. Συγκεχυμένη επιτέλεση μιας πράξης. Οφείλεται σε διάσπαση
της σύνδεσης μεταξύ των ιδεακών κέντρων και των κινητικών κέντρων των οργάνων
που πρόκειται να επιτελέσουν την πράξη. Η απραξιακή αγραφία ή ιδεοκινητική
αγραφία θα πρέπει να διακρίνεται από την αφασική αγραφία.

Σημεία, συμπτώματα και καταστάσεις από τη βούληση (για τη φυσιολογία της


βούλησης βλ. σχετικό κεφάλαιο). Η απόσυρση του ενδιαφέροντος της ψυχιατρικής
κοινότητας από τη βούληση και τις διαταραχές της έγινε σταδιακά στο πρώτο μισό του
20ού αιώνα, αφού οι κυρίαρχες ψυχιατρικές και ψυχολογικές θεωρίες της ψυχανάλυσης
και του μπηχαβιορισμού είχαν εξοστρακίσει την έννοια της βούλησης από το λεξιλόγιό
τους. Αυτό στέρησε την ψυχιατρική από τη δυνατότητα να ερμηνεύει την παθολογία της
δράσης (Berrios and Gili 1995). Έτσι τις διαταραχές της βούλησης, παρά τον κεντρικό
τους χαρακτήρα στη διαμόρφωση της ψυχοπαθολογικής εικόνας, μπορεί να τις δει
κανείς διασκορπισμένες σε διάφορες περιοχές του ταξινομικού χάρτη της ψυχιατρικής.
Υποβολιμότητα. Τα άτομα με υστερική προσωπικότητα είναι εξόχως υποβόλιμα. Είναι
γνωστή η αντίληψη ότι τα υποβόλιμα άτομα εύκολα υπνωτίζονται. Ο Babinski θεωρεί
την υποβολιμότητα παθογνωμονικό σημείο της υστερίας: «αυτό που χαρακτηρίζει τις
πρωταρχικές διαταραχές της υστερίας είναι η δυνατότητα αναπαραγωγής τους με την
υποβολή». Φαινόμενα ψυχωσικής υποβολιμότητας, όπως αυτόματη υπακοή,
407

ηχοπραξία, ηχολαλία, κηρώδης ευκαμψία, παρατηρούνται στην κατατονική


σχιζοφρένεια. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η επανάληψη από τον ασθενή
φράσεων (ηχολαλία), πράξεων ή χειρονομιών (ηχοπραξία) ή εκφράσεων του
προσώπου (ηχομιμία) που αντιλαμβάνεται στον εξεταστή.
Απάθεια. Χαρακτηρίζεται από μείωση των κινήτρων, έλλειψη συναισθηματικής
διακινήσεως και απουσία ενδιαφέροντος για τις εξωτερικές περιστάσεις της ζωής,
που δεν οφείλονται σε πτώση του επιπέδου της συνειδήσεως ή σε διαταραχές των
λειτουργιών ανώτερης απαρτίωσης ή σε συναισθηματικές διαταραχές (Marin 1990).
Θα πρέπει να διαφοροδιαγνωσθεί από την αβουλησία, την ψυχοκινητική αναστολή ή
την εμβροντησία. Είναι δυνατόν να παρατηρηθεί στο ντελίριο, σε άνοιες, στην
κατάθλιψη, καθώς και σε μη ψυχιατρικές καταστάσεις όπου κυριαρχεί η απόγνωση
και η κατάπτωση του ηθικού. Κυρίως όμως παρατηρείται στους χρόνιους
σχιζοφρενείς και αποτελεί μείζον θεραπευτικό πρόβλημα.
Αβουλησία ή αβουλία. Χαρακτηρίζεται από αναποφασιστικότητα μεγάλου βαθμού και
αδράνεια. Το άτομο έχει απολέσει τη θέληση και τη δύναμη να κατευθύνει τις σκέψεις
του, τη συμπεριφορά του και έχει χάσει την ευχέρεια να ενεργήσει. Η βούληση
γενικώς είναι μειωμένη στην κατάθλιψη, ειδικώς όμως η ιδέα της αυτοκτονίας είναι
δυνατόν να κινητοποιεί τον ασθενή προς τον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση.
Αμφιβουλησία. Ο ασθενής αδρανοποιείται από τη συγκυριαρχία αντιτιθέμενων
βουλησιακών στοιχείων. Αμφιβουλησιακή συμπεριφορά ενδέχεται να προκύπτει από
τη σύγκρουση δύο αμοιβαία αποκλειόμενων συμπεριφορών.
Καταναγκαστικότητα. Θεμελιώδης διαταραχή εδώ είναι η αδυναμία του ασθενούς να
αντιταχθεί στην επιτακτικότητα μιας νοηματικής, συναισθηματικής ή
συμπεριφερειολογικής κατάστασης την οποία αναγνωρίζει ως παθολογική και
απαράδεκτη αλλά, παρά την έντονη επιθυμία του, δεν έχει τη δύναμη να της
αντισταθεί (βλ. Ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές).
Παρορμητικότητα. Περιγράφεται ως ταχεία αντιδραστική δραστηριότητα χωρίς
προηγούμενη σκέψη ή συνειδητή κρίση (Moeller et al 2001), με μειωμένη επίγνωση
των συνεπειών. Σχετίζεται με άλλες συμπεριφορές, όπως ανάληψη επικίνδυνης
δράσης, έλλειψη σχεδιασμού, ταχεία λήψη αποφάσεων. Πολλοί θεωρούν την
παρορμητικότητα τον αντίθετο πόλο της καταναγκαστικότητας. Είναι συστατικό
στοιχείο πολλών ψυχιατρικών διαταραχών, όπως η μανιακή φάση της διπολικής
διαταραχής, όλες σχεδόν οι διαταραχές της επιθετικότητας, η παρορμητική διαταραχή
της προσωπικότητας, η ψυχοπαθητική διαταραχή της προσωπικότητας, η οριακή
διαταραχή της προσωπικότητας, οι ουσιοεξαρτήσεις (Πάπλος και συν 2002).

Σημεία, συμπτώματα και καταστάσεις από το συναίσθημα. Η κλινική εκτίμηση των


συναισθηματικών διαταραχών γίνεται με τα κριτήρια της ποιότητας, της εντάσεως, της
διάρκειας, της σταθερότητας και της προσφορότητας του υπό μελέτην συναισθήματος
(βλ. Συναισθήματα). Διαταραχές του συναισθήματος μπορεί να υπάρχουν σε
οποιαδήποτε νοσολογική κατηγορία τόσο στη σωματική όσο και στην ψυχική σφαίρα.
Ο φόβος, η θλίψη, η χαρά, η οργή και ο θυμός δεν κατατάσσονται στις διαταραχές του
συναισθήματος, αφού είναι συναισθήματα φυσιολογικά, αρκεί να ανταποκρίνονται στις
περιστάσεις. Όταν δεν ανταποκρίνονται στις περιστάσεις, τότε συνήθως πρόκειται περί
συναισθηματικών αντιδράσεων σε διαταραχές εκτίμησης της πραγματικότητας και είναι
πολύ πιθανόν να έχουν ψυχοπαθολογικό χαρακτήρα.
Συναισθηματική ευαισθησία και συναισθηματική υπαισθησία. Η συναισθηματική
ευαισθησία είναι κατάσταση στην οποία η διακίνηση του συναισθήματος
επιτυγχάνεται με σχετικώς ασθενή ερεθίσματα. Κατά την αντίθετη κατάσταση, τη
συναισθηματική υπαισθησία, το συναίσθημα διακινείται μόνο υπό την πίεση ισχυρών
ερεθισμάτων. Και οι δύο αυτές διαταραχές σχετίζονται με παράγοντες της δομής της
προσωπικότητας και των διαταραχών της και είναι ευνόητο ότι δεν συνυπάρχουν.
Συναισθηματική ευμεταβλητότητα. Τα συναισθήματα εναλλάσσονται με ευκολία. Από
τον φόβο στη χαλάρωση και από τη χαρά στη θλίψη. Η ευμεταβλητότητα μπορεί να
αφορά και το ίδιο συναίσθημα, π.χ. από την απλή θλίψη στη βαθιά συναισθηματική
408

συντριβή ή από την απλή ευδιαθεσία στην άκρατη υπερθυμία. Συναισθηματική


ευμεταβλητότητα παρατηρείται κυρίως σε άτομα με ιστριονική διαταραχή της
προσωπικότητας.
Απώλεια συναισθήματος. Το άτομο παραπονείται ότι έχει χάσει την ικανότητα να
συναισθάνεται και να βιώνει συγκινήσεις θετικές ή αρνητικές. Παρατηρείται κυρίως
στις καταθλίψεις.
Συναισθηματική απροσφορότητα. Το συναίσθημα που εκφράζεται δεν είναι σε
αρμονία με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ασθενής. Υπάρχει χαρακτηριστική
ασυμβατότητα μεταξύ του συγκινησιογόνου ερεθίσματος και της συναισθηματικής
αντιδράσεως. Είναι κατάσταση που παρατηρείται κυρίως στις σχιζοφρενικού τύπου
διαταραχές.
Συναισθηματική αμβλύτητα ή επιπέδωση. Από φαινομενολογική άποψη μοιάζει με
συναισθηματική αδιαφορία ή συναισθηματική απάθεια. Η συναισθηματική
απαντητικότητα μειώνεται στο ελάχιστο και αντανακλάται σε μια πολύ περιορισμένη
συναισθηματική εκφραστικότητα του προσώπου και στον μονότονο χαρακτήρα της
φωνής. Το άτομο είναι αδιάφορο και αποξενωμένο συναισθηματικώς από τα σχετικά
συγκινησεογόνα ερεθίσματα, δίνει την εντύπωση ότι όχι μόνο δεν συναισθάνεται
αλλά ότι δεν έχει ούτε καν την αντίληψη των σχετικών ερεθισμάτων. Χαρακτηριστικό
σύμπτωμα των σχιζοφρενικών ψυχώσεων, κυρίως των απλών μορφών και των
υπολειμματικών.
Αλεξιθυμία (α-λέξη-θυμός). Ο όρος αλεξιθυμία αναφέρεται στην αδυναμία έκφρασης
συναισθημάτων διά του λόγου, οπότε αυτά βρίσκουν διέξοδο μέσω της σωματικής
διάστασης. Τα αλεξιθυμικά άτομα, «συναισθηματικώς αναλφάβητα» όπως έχουν
χαρακτηρισθεί, κατατρίβονται με ασήμαντα καθημερινά προβλήματα, παραπονούνται
για σωματικά ενοχλήματα και έχουν ελαττωμένη ικανότητα για φαντασίωση. Οι
πάσχοντες από ψυχοσωματικά ενοχλήματα παρουσιάζουν αλεξιθυμία σε μεγάλο
βαθμό (βλ. Ψυχοσωματικές ασθένειες).
Αμφιθυμία. Έχει πολύ σωστά ονομασθεί και διπολική συναισθηματικότητα
(Φιλιππόπουλος 1970), αλλά καλύτερα να αποφεύγεται αυτός ο όρος επειδή
προκαλεί σύγχυση με τη διπολική συναισθηματική διαταραχή που κυριαρχεί αυτήν
την εποχή στη βιβλιογραφία. Είναι κατάσταση κατά την οποία είναι έκδηλη η
ταυτόχρονη παρουσία αντιθετικών και συγκρουόμενων συναισθημάτων που μπορεί
να αφορούν το αυτό πρόσωπο, την αυτή κατάσταση ή το αυτό αντικείμενο.
Συνδυάζεται συχνά, σύμφωνα με τον Bleuler που εισήγαγε τον όρο, με άλλες δύο
διαταραχές, την αμφιβουλησία και την αμφιπραξία, και θεωρήθηκε μαζί με αυτές
σημείο χαρακτηριστικό της σχιζοφρένειας. Ωστόσο μόνη της η αμφιθυμία είναι
δυνατόν να παρατηρηθεί σε πλήθος ψυχικών καταστάσεων και όχι μόνο
παθολογικών.
Ευφορία. Είναι συναίσθημα μεγάλης χαράς και ευτυχίας, σε συνδυασμό με ισχυρά
βιώματα ψυχικής και σωματικής ευεξίας. Η ύπαρξη ή όχι εξωτερικού παράγοντα που
διαμορφώνει την ευφορία καθορίζει τον παθολογικό χαρακτήρα της. Τελικό
παθολογικό της στάδιο είναι η νοσηρή υπερθυμία που παρατηρείται στη μανιακή
κατάσταση. Έχει θεωρηθεί το κεντρικό σύμπτωμα των μανιακών επεισοδίων όλων
των τύπων, ωστόσο πολλοί μανιακοί ασθενείς δεν έχουν ευφορικό αλλά δυσφορικό
συναίσθημα. Μάλλον το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο ενεργητικότητας και
δραστηριότητας είναι ο άξονας της μανιακής συμπτωματολογίας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΟΥΦΑΚΗΣ Ι, ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ Ν, ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ Π. (1970). Η Ψυχολογία της Προσοχής. Ιατρ. Επιθ.
Εν. Δυνάμεων 4:75-89.
ΠΑΠΛΟΣ ΚΓ, ΧΑΒΑΚΗ-ΚΟΝΤΑΞΑΚΗ ΜΙ, ΚΟΝΤΑΞΑΚΗΣ ΒΠ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΝ. (2002).
Παρορμητικότητα και ψυχικές διαταραχές. Ψυχιατρική 13:209-221.
ΦΙΛΙΠΠΟΠΟΥΛΟΣ Γ. (1970). Ψυχοδυναμική Ψυχιατρική. Εκδόσεις Καραβία.

CAINE JM, SMAIL DJ. (1969). The Treatment of Mental Illness-Science, Faith and the Therapeutic Per-
sonality. University of London Press. London.
409

FOULDS GA. (1965). Personality and Personal Illness. Tavistock. London.


ANDREASEN N. (1979). Language, thought and communication disorders: I. Clinical assessment, defini-
tion of terms and evaluation of their reliability. Arch Gen Psychiatry 36:1315-1321.
ANDREASEN NC. (1982). Should the term “thought disorder” be revised? Comprehensive Psychiatry
23(4):291-299.
ASAAD G, SHAPIRO B. (1986). Hallucinations: Theoretical and Clinical overview. Am J Psychiatry 143:
1088-1097.
BERLYNE N. (1972). Confabulation. Brit J Psychiatry 120:31-39.
BERRIOS GE, GILI M. (1995). Abulia and impulsiveness revisited: a conceptual history. Acta Psychiatr
Scand 92:161-167.
BRAFF DL, GLICK ID, JOHNSON MH, ZISOOK S. (1988). The clinical significance of thought disorder
across time in psychiatric patients. J. Nerv. Ment. Dis. 176(4): 213-220.
CAMERON N. (1939). Schizophrenic thinking in a problem solving situation. J Ment Sci 85:1012-1035.
COSTELLO CG. (1992). Research on symptoms versus research on syndromes. Brit J Psychiatry
160:304-308.
ESQUIROL JED. (1838). Les Maladies mentales. Bailliere: Paris.
FREUD S. (1900). The Interpretation of dreams. In the Complete works of S. Freud, standard ed. vol.4,
Hogarth Press, London, 1950.
FRICCHINE G, SEDLER MJ, SHUKLA S. (1986). Aprosodia in eight schizophrenic patients. Am J Psychi-
atry 143:1457-1459.
HARRISON PJ, PEARSON CA. (1989). Olfaction and Psychiatry. British Journal of Psychiatry, 155:822-
828.
HARTMAN E. (1975). Dreams and other hallucinations: an approach to the underlying mechanism. In Hal-
lucinations, Behaviour, Experience and Theory. Ed. by Siegel RK and West LJ. New York, John Willey &
Sons.
JOHNSON J. (1984). Stupor: a review of 25 cases. Acta Psychiatrica Scandinavica 70:370-377.
ΚARASU TB, PLUTCHIK R, NEMETZ P, CONTE HR. (1979). Measurement of Thinking Dysfunction. J
Nerv Ment Dis 167(11):696-703.
KOPELMAN MD. (1987). Amnesia: Organic and Psychogenic. Brit J Psychiatry 150:428-432.
LURIA AR. (1969). The Neuropsychology of Memory. New York: John Wiley.
LURIA AR. (1974). The Working Brain. An Introduction to Neuropsychology. Εκδ Καστανιώτης, Αθήνα
1999. Μετ. Ν.Β. Αγγελόπουλος.
MALONE GL, LEIMAN HI. (1983). Differential diagnosis of Palinacousis in a psychent. Am. J. Psychiatry
140:1067-1068.
MANUZZA S, KLEIN R, BESSLER A, MALLOY P, LA PADULA M. (1993). Adult outcome of hyperactive
boys. Arch Gen Psychiatry 50:565-576.
MARIN RS. (1990). Differential diagnosis and classification of apathy. Am J Psychiatry 147:22-30.
MARRAZZI AS, WOODRUFF S, KENNEDY D. (1972). Perceptual challenge to measure illness and ther-
apy. American Journal of Psychiatry, 128:886-890.
MATTHEWS WB. (1978). Stupor and Coma. In: Scott RB, ed. Price’s textbook of the practice of medicine.
12th ed. Oxford: Oxford University Press.
MELDMAN MG. (1964a). Hyperattentionism and hypoattentionism. Amer. J. Psychiatry 120:805
MELDMAN MG. (1964b). Verification of hyperattentionism in phobic reaction. Amer. J. Psychiatry 121:70
MELZACK R. (1992). Phantom Limbs. Scientific American, 266:4, 90-96.
MOELLER FG, et al (2001). Psychiatric aspects of impulsivity. Am J Psychiatry 158(11):1783-1793.
MONRAD-KROHN GH. (1947). The prosodic quality of speech and its disorders. Brain, 70:405-415.
PENFIELD W, RASMUSSEN T. (1950). The Cerebral Cortex of Man. N.Y. Mcmillan.
ROSEN GM, SAGEMAN M, LOFTUS E. (2004). A historical note on false traumatic memories. Journal of
Clinical Psychology 60:137-139.
ROSS ED. (1981). The aprosodias. Functional-anatomic organization of the affective components of lan-
guage in the right hemisphere. Arch Neurol 38:561-569.
RUTTER M, TIZARD J, WHITMORE K. (1970). Education, health and behaviour. London. Longmans.
SLADE P. (1976). Hallucinations. Psychological Medicine, 6:7-13.
SMALL IR, SMALL JG, ANDERSEN JM. (1966). Clinical characteristics of hallucinations of schizophre-
nia. Dis. Nerv. Syst. 27:349-353.
SNYDER S. (1983). Isolated sleep paralysis after rapid time zone change ("jet lag") syndrome. Chronobi-
ologia, 10:377-379.
STEVENSON I. (1983). Do we need a new word to supplement “Hallucination”. Am J Psychiatry,
140:1609-1611.
SZASZ T. (1993). Crazy talk: thought disorder or psychiatric arrogance? Br J Med Psychol 66 (pt 1): 61-
67.
TAYLOR PJ, KOPELMAN MD. (1984). Amnesia for criminal offences. Psychological Medicine 14:581-
588.
VON ECONOMO C. (1931). Encephalitis Lethargica. London: Oxford University Press.
WEST LJ. (1975). A clinical and theoretical overview of hallucinating phenomena. In: Hallucinations, Be-
haviour, Experience and Theory. Edited by Siegel RK and West LJ New York, John Willey & Sons.
410

WILSON JA, DEARY IJ, SCOTT S, MAC KENZIE K. (1995). Functional Dysphonia. Brit Med Journal 311:
1039-1040

52. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Ως διαταραχές της ψυχολογικής ανάπτυξης θεωρούνται αυτές που εμφανίζονται κατά


τη διάρκεια της σωματικής, νοηματικής και συναισθηματικής ανάπτυξης του παιδιού
μέχρι και το τέλος της εφηβείας. Ωστόσο οι περισσότερες από αυτές εμφανίζονται κατά
τα πρώτα παιδικά, τα προσχολικά, χρόνια. Περιλαμβάνουν ψυχοπαθολογικές
καταστάσεις που προέρχονται από τις λειτουργίες του ύπνου, της πρόσληψης τροφής,
της ούρησης και της αφόδευσης, τις νοητικές λειτουργίες, ή εκφράζονται ως διαταραχές
στις σχέσεις με τους άλλους, καθώς επίσης και ως διαταραχές της επικοινωνίας, της
κινητικότητας και της συμπεριφοράς. Κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια πολλές
λιγότερο ή περισσότερο ακραίες εκδηλώσεις της ψυχολογικής ανάπτυξης των παιδιών
και των εφήβων έχουν πάρει ψυχιατρικές ετικέτες, με αποτέλεσμα να προκληθούν
σοβαρές δυσκολίες στη διαδικασία ωρίμανσής τους ή να αναπτυχθούν πρωτοβουλίες
«θεραπευτικής παρέμβασης» με ολέθρια σε μερικές περιπτώσεις αποτελέσματα.

Αναπτυξιακές διαταραχές σίτισης. Περιλαμβάνονται: Μηρυκασμός, Βρώση μη


τροφικών ουσιών, Σύνδρομο Prader-Willi.
Μηρυκασμός (merycism or rumination). Είναι διαταραχή κατά την οποία το παιδί
μασάει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα την τροφή και αφού την καταπιεί την
επαναφέρει χωρίς προσπάθεια από το στομάχι στο στόμα, και κατόπιν ή την
αποπτύει ή την ξανακαταπίνει. Συνήθως παρατηρείται σε νοητικώς καθυστερημένα
παιδιά, αλλά είναι δυνατόν να εμφανισθεί και σε παιδιά με φυσιολογική νοημοσύνη
και σπανιότερα σε ενήλικες. Δεν πρέπει να συγχέεται με την γαστροοισοφαγική
παλινδρόμηση ή την γαστροπάρεση. Αφελείς ψυχαναλυτικές ερμηνείες της
αιτιοπαθογένειας, όπως ότι το παιδί φαντασιώνει ότι εξεμεί και ενσωματώνει την
μητέρα του από φόβο απώλειας της, δεν ισχύουν σήμερα.
Σύνδρομο Prader-Willi. Είναι σπάνια διαταραχή. Ένα στα 10.000 παιδιά θα αναπτύξει
αυτό το σύνδρομο, το οποίο ίσως οφείλεται σε διαταραχές στο χρωμόσωμα 15.
Περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1956 (Prader et al 1956). Τα παιδιά που πάσχουν
από αυτό παρουσιάζουν ακόρεστη όρεξη για φαγητό, με αποτέλεσμα μια υπερβολική
παχυσαρκία που μόνο με πολύ αυστηρή δίαιτα είναι δυνατόν να αναχαιτιστεί. Η
αναζήτηση της τροφής είναι έντονα επίμονη και είναι δυνατόν να οδηγήσει σε
διαταραχές της συμπεριφοράς (π.χ. κλοπή τροφίμων). Κατά την ενηλικίωση τα άτομα
αυτά παρουσιάζουν μη φυσιολογική σωματική ανάπτυξη με χαμηλό ύψος, κοντά
χέρια και πόδια, υπογοναδισμό, χαρακτηριστική δυσμορφία του προσώπου, ελαφρά
411

νοητική καθυστέρηση, απρόβλεπτες εκρήξεις οργής, σοβαρά προβλήματα ομιλίας, αν


και μερικά έχουν οριακώς φυσιολογική νοημοσύνη με κάποιες δυνατότητες
εργασιακής απασχόλησης.
Βρώση μη τροφικών ουσιών (βλ. Διαταραχές λήψης τροφής).

Αναπτυξιακές διαταραχές της κινητικής λειτουργίας. Περιλαμβάνονται:


Αναπτυξιακή διαταραχή συντονισμού των κινήσεων, Διαταραχή προσήλωσης της
προσοχής με υπερκινητικότητα, Μυοσπάσματα, Σύνδρομο Gilles de la Tourette,
Στερεοτυπικές κινήσεις.
Αναπτυξιακή διαταραχή συντονισμού των κινήσεων (αναπτυξιακή δυσπραξία ή
ελάσσων εγκεφαλική δυσλειτουργία (Minimal Brain Dysfunction). Χαρακτηρίζεται από
σοβαρή μειονεξία στην ανάπτυξη του συντονισμού λεπτών και αδρών κινήσεων.
Εκδηλώνεται ως κινητική αδεξιότητα. Το παιδί βαδίζει, τρέχει, ανεβαίνει τις σκάλες
αδέξια, δυσκολεύεται να δέσει τα κορδόνια του, να κουμπώνεται και να
ξεκουμπώνεται, να ζωγραφίσει σχήματα, του πέφτουν αντικείμενα, γράφει άσχημα,
δυσκολεύεται να παίξει μπάλα. Εμφανίζεται πολύ νωρίς και δεν οφείλεται σε
νευρολογικές διαταραχές, νοητική καθυστέρηση ή διαταραχές οράσεως και ακοής.
Μυοσπάσματα. Παρατηρούνται κυρίως σε παιδιά κάτω των 10 ετών και γενικώς έχουν
καλή πρόγνωση, αφού με την είσοδο στην εφηβεία συνήθως αποδράμουν. Σε πολύ
λιγότερες περιπτώσεις αποτελούν μέρος γενικότερης ψυχοπαθολογίας (σύνδρομο
Gilles de la Tourette). Είναι αιφνίδιες, άσκοπες, ακατανίκητες, ακούσιες, ταχείες,
επαναλαμβανόμενες, μη ρυθμικές κινήσεις ή παραγωγές ήχου, χωρίς νευρολογικές
διαταραχές. Διακρίνονται σε απλά κινητικά (τίναγμα κεφαλιού, ανοιγοκλείσιμο ματιών,
ανασήκωμα ώμου, μορφασμοί προσώπου) ή ηχητικά (βήχας, σφύριγμα, ρούφηγμα
μύτης) και σε σύνθετα κινητικά (χοροπηδήματα) ή φωνητικά, όπως αισχρές λέξεις
(κοπρολαλία) και επανάληψη των λέξεων που λένε άλλοι (παλιλλογία).
Σύνδρομο Gilles de la Tourette. Έχει έναρξη κατά την παιδική ή εφηβική ηλικία και
προσβάλλει τα αγόρια τρεις φορές περισσότερο από ό,τι τα κορίτσια. Παρουσιάζεται
με πολλαπλά, γρήγορα, στερεότυπα και ακούσια, λεκτικά και κινητικά μυοσπάσματα
με βωμολοχίες, ηχολαλία, ηχοπραξία και παλιλαλία. Ένα ευρύ φάσμα διαταραχών
παρορμητικών, ιδεοψυχαναγκαστικών, της προσοχής και της μάθησης, σε
συνδυασμό με αγχώδεις διαταραχές και δυσφορικό συναίσθημα συνοδεύουν την
κλινική εικόνα. Τα συμπτώματα εξαφανίζονται κατά τη διάρκεια του ύπνου και ο
ασθενής δύναται να τα ελέγξει αναλόγως των ψυχοκοινωνικών περιστάσεων στις
οποίες θα βρεθεί. Χρόνια νόσος, όχι ιδιαίτερα συχνή (γύρω στο 0,04% του
πληθυσμού), ίσως κληρονομική, μεταδιδόμενη κατά τον αυτόσωμο επικρατητικό
τρόπο. Η κοινή ιδεοψυχαναγκαστική συμπτωματολογία που παρατηρείται τόσο στο
σύνδρομο Gilles de la Tourette όσο και στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, η
πιθανότητα κοινής αιτιοπαθογένειας τουλάχιστον στο θέμα των στρεπτοκοκκικών
λοιμώξεων (Φρανσίς και Κουμούλα 1999), αλλά και η απάντηση και των δύο νόσων
στα σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά έχουν προκαλέσει την υπόθεση κοινής
αιτιοπαθογένειας των δύο νόσων, μεταξύ των οποίων όμως υπάρχουν και μεγάλες
διαφορές (Χριστοδουλάκου και συν 1993).
Διαταραχή προσήλωσης της προσοχής με υπερκινητικότητα (Attention Deficit
Hyperactivity Disorder, ADHD). Η διαταραχή εγκαθίσταται πρώιμα, μέχρι το 5ο έτος
της ηλικίας, και συνδυάζει υπερδραστηριότητα, μεγάλη απροσεξία, μικρή ή καθόλου
επιμονή κατά την ενασχόληση με κάποιο έργο. Το παιδί μεταπίπτει από τη μία
ασχολία στην άλλη χωρίς να ολοκληρώνει καμία και η συμπεριφορά του είναι
ανεπαρκώς συντονισμένη. Κινείται συνεχώς, είναι δύσκολο να σταθεί σε ένα μέρος
και πολλές φορές βάζει τον εαυτό του σε κίνδυνο ατυχήματος λόγω της απροσεξίας
και παρορμητικότητάς του. Η νοημοσύνη του είναι φυσιολογική, αλλά λόγω της
εύκολα αποσπώμενης προσοχής του παρουσιάζει διαταραχές στη μάθηση, στη
σχολική επίδοση και στη συμπεριφορά. Η συμβίωση μαζί του είναι δύσκολη και
δημιουργείται μεγάλο άγχος και ανησυχία στους γονείς του. Η συχνότητα της
διαταραχής δεν έχει τεκμηριωθεί, αλλά οι περισσότερες μελέτες δίδουν ποσοστά
412

γύρω στο 4% με τα αγόρια να υπερτερούν κατά πολύ των κοριτσιών. Με την πάροδο
των χρόνων φαίνεται ότι η κατάσταση βελτιώνεται αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι τα
παιδιά αυτά αναπτύσσουν κατά την εφηβεία αντικοινωνική διαταραχή της
προσωπικότητας και παραπτωματική συμπεριφορά. Η διάγνωση «Διαταραχή
προσήλωσης της προσοχής με υπερκινητικότητα» έχει δυνητικώς παραπλανητικό
χαρακτήρα και έτσι, απλώς ζωηρά παιδιά ή παιδιά που δεν τα ανέχονται οι γονείς
τους είναι δυνατόν να πάρουν αυτήν την ετικέτα και να υποστούν τις συνέπειες
αφρόνων θεραπευτικών παρεμβάσεων δεδομένου μάλιστα ότι και μεταξύ των ειδικών
η υπερδιάγνωση είναι χαρακτηριστικά υψηλή, άνω του 45% (Kube et al 2002).
Επειδή οι θεραπείες που έχουν προταθεί είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες, όπως η
λοβοτομή κατά τη δεκαετία του ’50 ή η χορήγηση αμφεταμινών κατά την παρούσα
περίοδο, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και μελέτη του παιδιού πριν από τη
διατύπωση αυτής της διάγνωσης.
Διαταραχές στερεοτυπικών κινήσεων. Στερεοτυπικές κινήσεις παρουσιάζουν
συνήθως τα παιδιά με νοητική υστέρηση, αυτισμό και διάφορα ψυχωσικά σύνδρομα.
Πρόκειται περί επαναληπτικών, άσκοπων και συχνά ρυθμικών ή λικνιστικών
κινήσεων του σώματος και της κεφαλής, τράβηγμα και συστροφή των μαλλιών,
χτύπημα του κεφαλιού, χειροκρότημα κ.λπ.

Αναπτυξιακές διαταραχές της ομιλίας. Αφορούν διαταραχές κατά τις οποίες


διαταράσσεται η φυσιολογική διαδικασία απόκτησης της γλώσσας από την αρχή της
ανάπτυξης, χωρίς διαταραχές της νοημοσύνης ή διαταραχές της ακοής. Χρειάζεται
προσοχή κατά τη διαγνωστική διερεύνηση, επειδή η έναρξη και ο ρυθμός απόκτησης
της ομιλίας ποικίλλουν σε πολύ μεγάλο βαθμό από άτομο σε άτομο. Οι διαταραχές
αυτές είναι δυνατόν να συνοδεύονται και από διαταραχές σε άλλα πεδία, όπως το
συναίσθημα, η συμπεριφορά και οι διαπροσωπικές σχέσεις. Περιλαμβάνονται:
Διαταραχές της άρθρωσης, Διαταραχές στην έκφραση της ομιλίας, Αντιληπτικές
διαταραχές της ομιλίας, Σύνδρομο Landau-Kleffner, Επιλεκτική αλαλία, Τραυλισμός.
Διαταραχές της άρθρωσης. Το παιδί, παρά το ότι έχει περάσει την ηλικία των 10
ετών, δεν μπορεί να κάνει σωστή χρήση των φθόγγων, με αποτέλεσμα η άρθρωσή
του να μην είναι καλή λόγω παραλείψεων, αλλοιώσεων, αντικαταστάσεων και
ελλειμματικής συνεκφώνησης φθόγγων. Οργανικοί νευρολογικού τύπου αλλά κυρίως
συναισθηματικοί παράγοντες εμπλέκονται στην αιτιοπαθογένεια αυτής της
διαταραχής.
Διαταραχές στην έκφραση της ομιλίας. Η ικανότητα του παιδιού να εκφράζεται
προφορικά είναι μειωμένη, αλλά η νοημοσύνη του και η κατανόηση της γλώσσας
είναι φυσιολογικές. Η διαταραχή γίνεται εμφανής όταν σε ηλικία 2 ετών δεν μπορεί να
προφέρει ορισμένες λέξεις και στα τρία του χρόνια δεν καταφέρνει να σχηματίσει
απλές φράσεις των δύο λέξεων. Καθώς μεγαλώνει, εμφανίζει πτωχό λεξιλόγιο,
άστοχες επιλογές λέξεων, μικρές τηλεγραφικές προτάσεις, συντακτικά σφάλματα,
σφάλματα γραμματικής. Δεν υπάρχουν διαταραχές στις άλλες μορφές επικοινωνίας,
όπως η εξωλεκτική, η κοινωνική ή το παιχνίδι, οι οποίες αντίθετα διογκώνονται
επειδή το παιδί προσπαθεί με αυτές να υπερκεράσει το μειονέκτημα.
Αντιληπτικές διαταραχές της ομιλίας. Το πρόβλημα βρίσκεται στη μειωμένη
ικανότητα του παιδιού να κατανοεί τη γλώσσα, επειδή για κάποιους λόγους δεν την
αντιλαμβάνεται σωστά (π.χ. βαρηκοΐα). Συνοδεύεται και από διαταραχές στην
έκφραση της γλώσσας. Η διαταραχή γίνεται εμφανής ήδη από το πρώτο έτος της
ηλικίας, οπότε το παιδί δεν αντιδρά σε συνηθισμένες προσφωνήσεις. Αργότερα
εμφανίζεται σαφέστερη αδυναμία κατανοήσεως του προφορικού λόγου και σοβαρές
διαταραχές στην εκφραστική ικανότητα. Η μη λεκτική εκφραστικότητα και η
κοινωνικότητα αυτών των παιδιών δεν διαταράσσονται σοβαρά.
Σύνδρομο Landau-Kleffner. Επίκτητη αφασία συνοδευόμενη από επιληψία (Αλεξίου
και Καρλοβασίτου-Κόνιαρη 2000). Το παιδί, ενώ έχει φυσιολογική γλωσσική εξέλιξη,
γύρω στην ηλικία των 3-7 ετών και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα αρχίζει να χάνει
τις ικανότητες αντίληψης και έκφρασης της ομιλίας, χωρίς να βλάπτεται η νοημοσύνη
413

του. Η διαταραχή αρχίζει με επιληπτικές κρίσεις και ΗΕΓραφικές διαταραχές με


εστιακές και πολυεστιακές αιχμές και παροξυσμικές εκφορτίσεις στις
κροταφοβρεγματικές περιοχές. Οι διαταραχές της ομιλίας είναι τόσο αντιληπτικού όσο
και εκφραστικού τύπου και σε μερικές περιπτώσεις πολύ σοβαρές. Ίσως οφείλεται σε
λοίμωξη του ΚΝΣ. Σε ένα μεγάλο ποσοστό των παιδιών υπάρχει πλήρης
αποκατάσταση, αλλά στο μεγαλύτερο ποσοστό παραμένουν αρκετές αντιληπτικού
τύπου διαταραχές της ομιλίας.
Επιλεκτική αλαλία (selective mutism). Σπάνια διαταραχή που πιο συχνά παρατηρείται
όταν το παιδί πρωτοπηγαίνει στο σχολείο. Το παιδί, ενώ είναι από κάθε άποψη
φυσιολογικό, χάνει την ικανότητά του να μιλάει κάτω από ορισμένες συνθήκες. Μιλάει
π.χ. στο σπίτι και επικοινωνεί πολύ καλά με τα μέλη της οικογένειάς του, αλλά δεν
μπορεί να μιλήσει στο σχολείο. Η κατάσταση σχετίζεται με κοινωνικό άγχος και φοβία
ή προσωπική ευαισθησία (Μπαχαράκη 1998).
Τραυλισμός (Βατταρισμός). Ο Αριστοτέλης απέδωσε τον τραυλισμό στο πάχος και
στο μήκος της γλώσσας, άποψη αποδεκτή από την επίσημη ιατρική μέχρι τον 18ο
αιώνα που οδήγησε σε χειρουργικές επεμβάσεις στη γλώσσα! Εμφανίζεται συνήθως
γύρω στα 3-5 έτη της ηλικίας του παιδιού, κυρίως στα αγόρια, σε αναλογία περίπου
4:1 σε σχέση με τα κορίτσια. Το χαρακτηριστικότερο σύμπτωμα είναι μια εμπλοκή
στον αρχικό φθόγγο (κα… κα…λημέρα). Άλλα συμπτώματα είναι: συχνή επανάληψη
ή επιμήκυνση ήχων, λέξεων ή συλλαβών, τεμαχισμός λέξεων, αποφυγή δύσκολων
φθόγγων, συχνοί δισταγμοί ή παύσεις κατά την ομιλία που ανακόπτουν τη ρυθμική
ροή του λόγου. Συνοδεύεται από μορφασμούς του προσώπου και μεταβολές στον
ρυθμό της αναπνοής και στην ταχύτητα της ομιλίας. Η δυσκολία γίνεται μεγαλύτερη
σε καταστάσεις έξω από το οικείο περιβάλλον του ασθενούς (σοβαρές ή επίσημες
καταστάσεις, πολλά ή άγνωστα άτομα). Ο βαθμός του τραυλισμού ποικίλλει, αλλά
είναι παθολογικός όταν διαταράσσει ουσιαστικά την ομιλία. Σε σπάνιες περιπτώσεις
είναι δυνατόν να φθάσει μέχρι την πλήρη και παρατεταμένη αναστολή της ομιλίας
(Σουρέτης και συν 1981). Μετά την ηλικία των 16 ετών η μεγάλη πλειονότητα των
περιπτώσεων βελτιώνεται σημαντικά.

Αναπτυξιακές διαταραχές της μάθησης. Οι μαθησιακές διαταραχές είναι πολύ


γενικός όρος. Αναφέρεται σε μία ανομοιογενή ομάδα σημαντικών δυσκολιών στην
πρόσκτηση και τη χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, γραφής, συλλογισμού και
αριθμησίας, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε ποικίλους βαθμούς σχολικής
αποτυχίας. Βέβαια η σχολική αποτυχία δεν οφείλεται μόνο σε μαθησιακές διαταραχές,
υπάρχουν και άλλοι ανεξάρτητοι ή συσχετιζόμενοι παράγοντες, όπως οι ευκαιρίες που
δίδονται στο παιδί για μάθηση και η ποιότητα της διδασκαλίας (απουσίες από το
σχολείο, ασυναρτησία στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, αλλαγές σχολείου κ.λπ.),
προβλήματα στην οικογένεια, μειωμένη νοημοσύνη, έλλειψη εργατικότητας ή απλώς
άρνηση μάθησης, η οποία ενδεχομένως λειτουργεί ως μηχανισμός αποφυγής
προσδοκώμενης αποτυχίας. Στις μαθησιακές διαταραχές περιλαμβάνονται: Διαταραχή
της ανάγνωσης, Διαταραχή του συλλαβισμού ή δυσορθογραφία, Διαταραχή της
αριθμησίας, Δυσλεξία.
Διαταραχή της ανάγνωσης. Εκδηλώνεται με μειωμένη ικανότητα ανάγνωσης, χωρίς
διαταραχές της νοημοσύνης, της οπτικής οξύτητας ή άλλων εξωτερικών αιτίων. Ίσως
υπάρχει και μείωση της ικανότητας κατανόησης του κειμένου. Λανθασμένη έναρξη,
συλλαβιστή και μονότονη ανάγνωση, αργός ρυθμός ανάγνωσης, δισταγμοί,
παραλείψεις, προσθήκες και αναστροφές λέξεων, αντικατάσταση λέξεων που
μοιάζουν μεταξύ τους παρατηρούνται όταν το παιδί καλείται να αναγνώσει ένα απλό
κείμενο.
Διαταραχή του συλλαβισμού ή δυσορθογραφία. Το παιδί παρουσιάζει σοβαρές
αδυναμίες στη μάθηση της ορθογραφίας, χωρίς διαταραχές της νοημοσύνης, της
οπτικής οξύτητας ή άλλων εξωτερικών αιτίων. Το παιδί όχι μόνο δεν γράφει σωστά
τις λέξεις αλλά αδυνατεί και να τις συλλαβίσει. Παρατηρείται παράλειψη,
αντικατάσταση και αντιστροφή των γραμμάτων, απουσία τονισμού, απουσία
414

αποστάσεων μεταξύ των λέξεων, δυσανάγνωστη γραφή, αδυναμία συγκράτησης


γραμματικών καταλήξεων, περιορισμένο λεξιλόγιο.
Διαταραχή της αριθμησίας. Αδυναμία κατανόησης και αφομοίωσης των βασικών
υπολογιστικών πράξεων (πρόσθεσης, αφαίρεσης, πολλαπλασιασμού, διαίρεσης).
Στη διαταραχή περιλαμβάνονται ελλιπής αφαιρετική ικανότητα και ικανότητα
ταξινόμησης των αριθμών, έλλειψη οργανωτικής σκέψης, αδυναμία κατανόησης
αριθμητικών συμβόλων και όρων, δυσκολία σωστής στοίχισης των αριθμών,
σύγχυση αριθμών (π.χ. το 6 με το 9 ή το 7 με το 4).
Δυσλεξία (Dyslexia or Specific Reading Disability). Η συχνότητά της, παρά τα
θρυλούμενα, δεν υπερβαίνει το 3%-4% του μαθητικού πληθυσμού. Η πρώτη ένδειξη
ότι ένα παιδί έχει δυσλεξία είναι συνήθως μία δυσκολία στην ανάγνωση, στη γραφή,
στα μαθηματικά και στην ορθογραφία, παρά το ότι η νοημοσύνη και ο προφορικός
του λόγος είναι στα φυσιολογικά πλαίσια. Η διαταραχή αφορά πρωτίστως τον γραπτό
λόγο (Κωτσόπουλος 2005). Για τους περισσότερους δυσλεξικούς τα γραμμένα ή
τυπωμένα γράμματα και λέξεις δεν είναι εύκολο να αντιστοιχηθούν με τους
αντίστοιχους φθόγγους ή λέξεις (φώνημα-γράφημα), ενώ ως οπτικές παραστάσεις
φαίνονται σαν να μετακινούνται και να αντικαθίστανται μεταξύ τους κατά τρόπο
χαοτικό. Παρά το ότι η δυσλεξία συχνά θεωρείται διαταραχή της ανάγνωσης που
επηρεάζει δυσμενώς τις μαθησιακές διαδικασίες, δεν περιορίζεται μόνο στην
ανάγνωση. Στην πραγματικότητα προκύπτει από μια ευρεία κατηγορία διαταραχών, η
οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και διαταραχές της αντιλήψεως του βάθους
(depth perception), του εντοπισμού αντικειμένων στον χώρο κ.λπ. Το πρόβλημα ίσως
ανάγεται σε κάποια αδυναμία πρόσληψης ή διάκρισης ταχέως εναλλασσομένων
οπτικών ερεθισμάτων ή σε κάποια αδυναμία στο ΚΝΣ ταχέως χειρισμού της
εισερχόμενης οπτικής πληροφορίας. Τα δυσλεξικά άτομα είναι λιγότερο
αποτελεσματικά στις σχολικές επιδόσεις και αυτό ίσως τους δημιουργεί αισθήματα
χαμηλής αυτοπεποίθησης και τάσεις απόσυρσης από την κοινωνική ζωή, αν και σε
πολλές περιπτώσεις είναι χαρακτηριστική η απόσταση μεταξύ της χαμηλής
απόδοσής τους στο σχολείο και των υψηλών πνευματικών δυνατοτήτων που
διαθέτουν.

Αναπτυξιακές διαταραχές σχολικών ικανοτήτων. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν


υπάρχει πράγματι μία τέτοια ειδική κατηγορία κλινικών ψυχιατρικών διαταραχών, αλλά
η πλήρης πλέον καθιέρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης αναδεικνύει τη σχολική
αποτυχία ως μείζον πρόβλημα και μάλιστα το εντάσσει μέσα στο πλαίσιο της
ψυχοπαθολογίας. Η ανάγνωση, η γραφή, η αριθμητική, ο συλλαβισμός και η
ορθογραφία διδάσκονται στα παιδιά, στο σχολείο και στο σπίτι, σε όλον τον πλανήτη
μέσα σε μια μεγάλη ποικιλία πολιτιστικών πλαισίων και διαδικασιών. Το ότι μερικά
παιδιά δεν καταφέρνουν να τα βγάλουν πέρα σε αυτά τα σχολικά καθήκοντα δεν
σημαίνει αναγκαστικά ότι πρέπει να δημιουργηθούν και αντίστοιχες ψυχιατρικές
διαγνώσεις, αλλά το κακό έχει ήδη γίνει, αφού και τα δύο μεγάλα ταξινομικά συστήματα
αναγνωρίζουν τη σχολική αποτυχία ως ψυχιατρική διαταραχή. Έχουν καθιερωθεί όροι
όπως σχολική φοβία και σχολική άρνηση, που και οι δύο αναφέρονται σε βαθμούς
αποτυχίας του παιδιού να δεχθεί το σχολικό περιβάλλον, να παραμείνει και να
λειτουργήσει μέσα σε αυτό. Ακραία περίπτωση ψυχιατρικοποίησης κοινωνικής
συμπεριφοράς κατά τη σχολική ηλικία είναι και η ένταξη του σκασιαρχείου στη λίστα
των ψυχιατρικών διαταραχών. Ένα μικρό ποσοστό παιδιών (περίπου 1%) κάνει
συστηματικό σκασιαρχείο και πολλοί αυτό το έχουν χαρακτηρίσει πρόδρομη εκδήλωση
αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Το πρόβλημα της σχολικής αποτυχίας είναι
οπωσδήποτε σοβαρό, κυρίως διότι πολλές φορές πίσω από αυτήν πράγματι είναι
δυνατόν να κρύβεται κάποια μορφή ψυχοπαθολογίας, δυσλεξία ή χαμηλή νοημοσύνη
στο δημοτικό, κατάθλιψη ή διαταραχές της προσωπικότητας στη μέση εκπαίδευση,
προβλήματα που οπωσδήποτε πρέπει να διαγνωσθούν και να αντιμετωπισθούν. Αυτό
όμως είναι άλλο θέμα, τελείως διαφορετικό από την ψυχιατρικοποίηση της σχολικής
αποτυχίας.
415

Αναπτυξιακές διαταραχές του συναισθήματος. Περιλαμβάνονται: Το άγχος


αποχωρισμού, το φοβικό άγχος, το κοινωνικό άγχος και η κατάθλιψη.
Άγχος αποχωρισμού. Συνηθέστερα παρατηρείται στα βρέφη και στα νήπια όταν
απομακρύνονται από προσφιλή τους πρόσωπα, συνήθως γονείς, κυρίως από τη
μητέρα. Αποκτά παθολογικό χαρακτήρα όταν είναι επίμονο, ισχυρό, διαρκεί για
μεγάλο χρονικό διάστημα και παρεμποδίζει την κοινωνική δραστηριότητα του
παιδιού.
Φοβικό άγχος. Το παιδί αναπτύσσει σε υπερβολικό βαθμό τις συνήθεις αναπτυξιακές
φοβίες που εμφανίζονται κατά την εκδίπλωση της ηλικίας (π.χ. ο φόβος του ερπετού
στα 2-3 χρόνια).
Κοινωνικό άγχος. Συνήθως πρόκειται περί φόβου απέναντι σε ξένους, φαινόμενο
φυσιολογικό κατά την βρεφική και νηπιακή ηλικία. Αποκτά παθολογικό χαρακτήρα
όταν εκδηλώνεται κατά τρόπο υπερβολικό και δημιουργεί προβλήματα στις
διαδικασίες κοινωνικής ωρίμανσης του παιδιού. Εμφανίζεται ισχυρότερο κατά την
είσοδο στην εφηβεία και συνήθως αποδράμει στον βαθμό που το άτομο κατορθώνει
να πετύχει ικανοποιητικές διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις. Σε μικρό αριθμό
εφήβων η κατάσταση αποκτά παθολογικό χαρακτήρα με τη μορφή της κοινωνικής
αγχώδους διαταραχής (βλ. σχετικό κεφάλαιο).
Κατάθλιψη. Περίπου το 10% των παιδιών μπορεί να παρουσιάσουν σε κάποια
περίοδο καταθλιπτικό συναίσθημα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πάσχουν αναγκαστικά
από κατάθλιψη. Υπάρχουν ενδείξεις, αν και αυτό αμφισβητείται πολύ έντονα, ότι
παιδιά μπορεί να παθαίνουν κατάθλιψη ακόμη και σε ηλικία τριών ετών, αλλά σε τόσο
μικρή ηλικία η διάγνωση μπορεί να μη γίνει διότι το παιδί δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί
διανοητικά τόσο ώστε να μπορεί να περιγράψει τα συναισθήματά του. Εξωτερικά
παρουσιάζει μείωση της φυσικής δραστηριότητας, ήσυχο και μονότονο κλάμα και
κοινωνική απόσυρση. Σε πληθυσμούς μεγαλύτερων παιδιών, 6-12 ετών,
παρατηρείται κλινική εικόνα κατάθλιψης σε ποσοστό περίπου 2% και στους
εφηβικούς πληθυσμούς αρκετά μεγαλύτερο, περί το 5%.

Αναπτυξιακή διαταραχή της διαγωγής. Εκείνο που χαρακτηρίζει αυτή τη διαταραχή


είναι μία επίμονα επαναλαμβανόμενη αντικοινωνική, επιθετική και καταστροφική
συμπεριφορά προς θεσμούς, ανθρώπους, ζώα και αντικείμενα, συνοδευόμενη από
κλεπτομανία και ψευδολογία που ξεπερνάει τα όρια κοινωνικής ανοχής για την ηλικία
του παιδιού. Το φαινόμενο προσλαμβάνει επιδημικού τύπου διαστάσεις σε όλον τον
δυτικό κόσμο, αλλά και στην Ελλάδα οι αριθμοί είναι χαρακτηριστικοί (Γιαννοπούλου
και Τσομπανόγλου 2005). Τα πρώτα δείγματα της διαταραχής εκδηλώνονται ήδη από
την ηλικία των 8-14 ετών, κορυφώνονται σε ηλικία 15-19 ετών, ενώ από τα 20-29
παρατηρείται κάποια κάμψη των σχετικών συμπεριφορών και μετάβαση από την
ομαδική στην ατομική παραβατικότητα. Είναι πολύ συχνότερη στα αγόρια. Εμφανίζεται
αυτούσια, αλλά μπορεί να είναι και τρόπος εκδήλωσης άλλων ψυχιατρικών διαταραχών
ή να συνυπάρχει με ποικίλες ψυχιατρικές διαταραχές. Το δυσμενές κοινωνικό
περιβάλλον με οικογενειακά προβλήματα, ανεπαρκείς ικανότητες άσκησης του
γονεϊκού ρόλου και δυσκολίες στο σχολείο είναι ισχυροί οδωτικοί παράγοντες. Μοιάζει
αλλά δεν πρέπει να συγχέεται με την εφηβική επαναστατικότητα και είναι πιθανόν να
εξελιχθεί σε αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας. Προβλήματα στην
οικογένεια (κυρίως κλίμα αντιπαλότητας μεταξύ των γονέων) σχετίζονται με την
αντικοινωνική συμπεριφορά των παιδιών και αυτό θα πρέπει να αξιολογείται κατά τη
διαγνωστική διαδικασία.
Ως ενήλικες τα παιδιά και οι έφηβοι με αναπτυξιακή διαταραχή της διαγωγής
παρουσιάζουν ηυξημένη πρόωρη θνησιμότητα, πολλαπλάσια συχνότητα
παραπτωματικής και εγκληματικής συμπεριφοράς σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό,
μεγάλη ψυχιατρική νοσηρότητα, δυσλειτουργικές και συχνά βίαιες διαπροσωπικές
σχέσεις (Moffit 1993, Pajer 1998). Η κατάταξη στον στρατό, η ένταξη στην εργασία, ο
416

γάμος είναι παράγοντες που συμβάλλουν στην απομάκρυνση από αυτές τις
συμπεριφορές.
Ψευδολογία. Διακρίνεται σε αθώα, φαντασιωσική και παραπτωματική
ψευδολογία. Αυτή καθεαυτήν η ψευδολογία δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως
ψυχοπαθολογικό φαινόμενο αλλά η συχνότητα της στις διαταραχές διαγωγής είναι
πολύ μεγάλη. Κλοπή. Οι συμπεριφορές κλοπής μπορεί να είναι εκδηλώσεις
διανοητικής καθυστέρησης, παροδική εκδήλωση μετάβασης από ένα αναπτυξιακό
στάδιο σε άλλο, νευρωτικό σύμπτωμα ή σύμπτωμα παραπτωματικής συμπεριφοράς.
Τις περισσότερες φορές όμως η κλοπή δεν προσλαμβάνει ψυχοπαθολογικό χαρακτήρα
και η αξιολόγησή της κατά τη διαγνωστική συνεδρία μπορεί να οδηγήσει σε ψευδώς
θετικές διαγνώσεις και καταστροφικές «θεραπευτικές» παρεμβάσεις.

Ενούρηση. Θεωρείται αναπτυξιακό πρόβλημα αν συνεχίζεται και μετά την ηλικία των
τεσσάρων ετών (Κονδύλη και Χαντζαρά 2000). Χαρακτηρίζεται από ακούσια κένωση
της ουροδόχου κύστεως την ημέρα ή τη νύχτα, σε συχνότητα τουλάχιστον μία φορά την
εβδομάδα. Διακρίνεται σε πρωτοπαθή, όταν το παιδί δεν έχει υπάρξει ποτέ στεγνό, και
σε δευτεροπαθή, κατά την οποία το παιδί, που είχε υπάρξει στεγνό στο παρελθόν για
ένα τουλάχιστον έτος, χάνει τον έλεγχο της κύστεως μετά από κάποιο γεγονός. Η
οργανική ενούρηση οφείλεται σε σωματική νόσο, όπως διαβήτης, λοίμωξη του
ουροποιητικού, επιληψία κ.λπ. Η λειτουργική ενούρηση μπορεί να έχει ποικίλες
αφετηρίες όπως:
 Εκδικητική ενούρηση. Πρόκειται περί διαμαρτυρίας του παιδιού για την
καταπιεστική προστασία των γονέων.
 Λόγω παλινδρομήσεως του παιδιού σε προηγούμενα στάδια της
ψυχοσυναισθηματικής του εξέλιξης, όταν π.χ. μετά τη γέννηση άλλου παιδιού
«πιέζεται» σε ανταγωνισμό προς το νεογνό (ανταγωνιστική ενούρηση). Η έλευση
ενός άλλου παιδιού στην οικογένεια φέρνει το παιδί αντιμέτωπο με την απειλή
απόσυρσης του ενδιαφέροντος και της αγάπης από αυτό και είναι δυνατόν να
συμβάλλει στη συνέχιση ή στην επανεμφάνιση της ενούρησης.
 Ενούρηση λόγω ισχυρού άγχους ή φόβου.
 Φαντασίωση κακομεταχείρισης των γεννητικών οργάνων.
Για να αποκτήσει το παιδί έλεγχο της λειτουργίας της κύστεώς του πρέπει να
βοηθήσει η μητέρα και να ενισχύσει την προσπάθειά της όλη η οικογένεια. Αυτό
σημαίνει ότι η συναισθηματική σχέση της μητέρας με το παιδί πρέπει να είναι
ισχυρότερη από τις αντιστάσεις. Συναισθηματική ανωριμότητα της μητέρας ή αδιαφορία
από το οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να επιδράσει αρνητικά στο πρόβλημα. Η
φαρμακευτική θεραπεία είναι χρήσιμη σε επιλεγμένες περιπτώσεις. Συνήθως
χορηγείται χλωριμιπραμίνη, αλλά και η δεσμοπρεσσίνη υπό μορφήν ρινικού
εκνεφώματος έχει αποτελέσματα σε σημαντικό ποσοστό. Άλλη χρήσιμη θεραπεία είναι
το ηλεκτρικό βρακάκι το οποίο προκαλεί έναν βόμβο που ξυπνάει το παιδί όταν
βρέχεται και στη συνέχεια μόνο του ή με τη βοήθεια των γονέων ολοκληρώνει την
ούρηση στην τουαλέτα.

Εκκόπριση. Επαναλαμβανόμενη αποβολή κοπράνων σε ακατάλληλα μέρη. Μπορεί να


είναι συνέχεια της φυσιολογικής βρεφικής ακράτειας ή να εμφανίζεται μετά την
απόκτηση ελέγχου του παιδιού στον σφιγκτήρα του. Στη δεύτερη περίπτωση είναι
δυνατόν το παιδί να χάνει πάλι τον έλεγχο του σφιγκτήρα ή να μην τον χάνει αλλά
σκόπιμα να λερώνει με κόπρανα διάφορα σημεία μέσα ή έξω από το σπίτι. Σε μερικές
περιπτώσεις το παιδί επαλείφει το σώμα του ή το περιβάλλον με κόπρανα.

Διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές (ή διαταραχές του αυτιστικού φάσματος). Στις


υποκατηγορίες των διαταραχών του αυτιστικού φάσματος περιλαμβάνονται ο
Αυτισμός, η Διαταραχή Asperger, το Σύνδρομο Rett, η λεγόμενη Αποδιοργανωτική
διαταραχή της παιδικής ηλικίας και ορισμένες άλλες Διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές.
417

Αυτισμός. Ο όρος αυτιστική σκέψη ή αυτισμός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από
τον Kanner (1943) για να περιγραφεί μια μορφή παιδικής ψύχωσης με
χαρακτηριστικά τη μεγάλη δυσκολία στην επικοινωνία με το παιδί, λόγω πλήρους
απορρόφησής του από το ονειροπόλημα και τις δικές του σκέψεις. Έχει έναρξη πριν
από την ηλικία των 3-4 ετών και χαρακτηρίζεται από διαταραγμένη ανάπτυξη,
περιορισμένη στερεοτυπικά επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά και δυσλειτουργίες
στην επικοινωνία και στην κοινωνική συναλλαγή. Εμφανίζεται με πτώχευση των
συνοδών κινήσεων που τονίζουν τον προφορικό λόγο, έλλειψη συναισθηματικής
ανταπόκρισης και απουσία κοινωνικής και συναισθηματικής αμοιβαιότητας.
Στερεότυπες ενασχολήσεις με ασήμαντα πράγματα (ημερομηνίες, δρομολόγια) και
κινητικές στερεοτυπίες είναι χαρακτηριστικά φαινόμενα. Δυνατόν να συνυπάρχουν
φοβίες, διαταραχές του ύπνου, εκρήξεις θυμού, αυτοτραυματισμοί. Στη μεγάλη
πλειονότητα των περιπτώσεων συνυπάρχει σοβαρή ή μέτρια νοητική υστέρηση, ενώ
σε ένα μικρό ποσοστό αυτιστικών παιδιών ανιχνεύεται υψηλή αλλά πολύ
εξειδικευμένη ευφυΐα (π.χ. μαθηματικά). Αλλά και εκείνα, τα λίγα, που έχουν
φυσιολογική νοημοσύνη είναι δυνατόν να παρουσιάζουν μια σειρά από λεπτές
γνωσιακές ανεπάρκειες.
Ο αυτισμός παρουσιάζεται με μια συχνότητα περί το 1:1.000 παιδιά, αν και τα
επιδημιολογικά δεδομένα γενικώς κυμαίνονται σε ευρύ φάσμα. Φαίνεται ότι κατά τα
τελευταία χρόνια υπάρχει αύξηση της συχνότητας των αυτιστικών διαταραχών,
καθώς και των καταστάσεων που προσομοιάζουν στον αυτισμό (Gilber et al 1999).
Τα αγόρια παρουσιάζουν αυτήν την κατάσταση τρεις φορές συχνότερα από τα
κορίτσια, τα οποία όμως εμφανίζουν βαρύτερη συμπτωματολογία. Στα μισά παιδιά η
νόσος εμφανίζεται προτού αρχίσουν να ομιλούν, αλλά και σε αυτά που εμφανίζεται
μετά την έναρξη της ομιλίας τα παιδιά ομιλούν με περίεργο τρόπο, σαν να μη
χρησιμοποιούν την ομιλία για επικοινωνία, απλώς επαναλαμβάνουν τις λέξεις που
μαθαίνουν. Έτσι σχηματίζουν φράσεις χωρίς νόημα ή επιμένουν να συζητούν για ένα
θέμα συνεχώς. Αποζητούν την πλήρη απομόνωση και αποσύρονται σε ένα
περιβάλλον για το οποίο δεν ανέχονται καμία αλλαγή. Δεν είναι γνωστό γιατί τα
αυτιστικά άτομα είναι τόσο πολύ κοινωνικώς αποτραβηγμένα. Η κλασική άποψη
δέχεται ότι ο ασθενής ονειροπολεί, σκέπτεται και ικανοποιεί φαντασιωσικά
ανεκπλήρωτες επιθυμίες χωρίς να λαμβάνει υπ' όψιν του την πραγματικότητα. Κατά
τον Kanner ο πρώιμος παιδικός αυτισμός δεν προκαλείται από συνειδητή απόρριψη
του πραγματικού κόσμου ώστε να διευκολυνθεί το ονειροπόλημα, αλλά είναι εγγενής
και δεν οφείλεται σε λανθασμένη ανατροφή του παιδιού. Άλλοι υποστηρίζουν ότι αυτό
γίνεται επειδή τα αυτιστικά άτομα καταφέρνουν να συγκεντρώνουν την προσοχή τους
κάθε φορά μόνο σε μια στενή περιοχή του περιβάλλοντος.
Διαφορετικές παθήσεις του ΚΝΣ έχουν ενοχοποιηθεί ως αιτιολογικοί παράγοντες του
αυτισμού, όπως βλάβες στο ανώτερο τμήμα του εγκεφαλικού στελέχους ή μειωμένη
αιμάτωση περιοχών του φλοιού και της παρεγκεφαλίδας, χωρίς ισχυρή τεκμηρίωση.
Νευροαπεικονιστικές μελέτες έχουν δείξει διαταραχές στο δρεπανοειδές σύστημα και
στα παρεγκεφαλιδικά κυκλώματα, αλλά τα ευρήματα δεν έχουν ειδικό χαρακτήρα.
Πάντως μια ποικιλία οργανικών βλαβών του εγκεφάλου έχει επιβεβαιωθεί ότι
συνοδεύουν τον αυτισμό. Υπάρχουν ενδείξεις (Rolf et al 1993) ότι η σεροτονίνη των
αιμοπεταλίων των αυτιστικών παιδιών είναι σημαντικά ηυξημένη, ενώ τα αμινοξέα
ασπαρτικό οξύ, γλουταμινικό οξύ, γ-αμινοβουτυρικό οξύ και γλουταμίνη είναι
μειωμένα, και αυτό είναι ίσως ένας αιτιολογικός βιοχημικός δείκτης του παιδικού
αυτισμού. Η κληρονομικότητα ίσως συμμετέχει σημαντικά στην αιτιοπαθογένεια του
αυτισμού. Στους μονοζυγωτικούς φθάνει σε πολύ υψηλά ποσοστά, μέχρι και 90%,
ενώ στους διζυγωτικούς και στους απλούς αδελφούς κατέρχεται στο 3%. Επίσης έχει
βρεθεί ότι ένα σημαντικό ποσοστό αυτιστικών παιδιών παρουσιάζει και άλλες
γενετικές διαταραχές, όπως σύνδρομο ευθραύστου Χ χρωμοσώματος, οζώδης
σκλήρυνση, φαινυλκετονουρία και νευροϊνωμάτωση και με βάση αυτά έχει προταθεί
ένα υπόστρωμα με πολλαπλές γονιδιακές ευπάθειες που συντελούν στην εκδήλωση
της νόσου. Η νόσος πρέπει να διακρίνεται από τις ψυχωτικές καταστάσεις, τη νοητική
418

υστέρηση και το σύνδρομο Rett. Η πρόγνωση, που εξαρτάται από τη βελτίωση της
ομιλίας, των οπτικο-χωρικών δεξιοτήτων και της κοινωνικότητας, δεν είναι καλή και οι
περισσότεροι πάσχοντες θα έχουν διά βίου σοβαρές ανεπάρκειες στην προσωπική,
διαπροσωπική και κοινωνική τους ζωή. Πρακτικά δεν υπάρχει θεραπεία, αλλά η
χρήση φενφλουραμίνης ή νευροληπτικών έχει κάποια θετικά αποτελέσματα σε
θέματα συμπεριφοράς. Οργάνωση του περιβάλλοντος του παιδιού και διαμόρφωση
κατάλληλων προγραμμάτων βελτίωσης της συμπεριφοράς του και της διδασκαλίας
βασικών δεξιοτήτων έχουν πολύ μεγάλη αξία. Μεγάλη σημασία επίσης έχει η
προσπάθεια να αποενοχοποιηθούν οι γονείς από την αίσθηση ότι φταίνε κατά
κάποιον τρόπο για τη νόσο του παιδιού.
Διαταραχή Asperger. Παρουσιάζονται ανωμαλίες της κοινωνικής συναλλαγής,
περιορισμένα, στερεοτύπως επαναλαμβανόμενα ενδιαφέροντα και δραστηριότητες,
αλλά δεν επιβαρύνονται τόσο πολύ η γλωσσική και η γνωσιακή λειτουργία. Η
κατάσταση αφορά τα αγόρια σε ποσοστό 80%. Πολλοί αμφιβάλλουν για την ύπαρξή
του ως αυτόνομης νοσολογικής οντότητας και το θεωρούν ήπια παραλλαγή του
αυτισμού.
Σύνδρομο Rett. Παρατηρείται μόνο σε κορίτσια. Εμφανίζεται μεταξύ 7ου και 24ου
μηνός της ηλικίας με επιβράδυνση της φυσιολογικής ανάπτυξης του κρανίου, ατροφία
της σπονδυλικής στήλης και αναστολή της ανάπτυξης των δεξιοτήτων των χεριών και
της ομιλίας. Εμφανίζεται με στερεοτυπικές κινήσεις των χεριών, απώλεια των
σκόπιμων κινήσεων των χεριών, αναστολή της νοητικής και κοινωνικής ανάπτυξης
του παιδιού. Αργότερα εμφανίζεται αταξία, απραξία, χορειοαθετωσικές κινήσεις,
επιληπτικές κρίσεις, διαταραχές προσλήψεως τροφής, ουρήσεως και αφοδεύσεως.

Αδελφική ζηλοτυπία. Κατά τους μήνες που ακολουθούν τη γέννηση μικρότερου


αδελφού τα μικρά παιδιά παρουσιάζουν ελαφρές συναισθηματικές διαταραχές που
βαθμιαία παρέρχονται. Επίμονη ζηλοτυπία προς αδελφό, μεγαλύτερο ή μικρότερο,
είναι σπανιότερη και εκδηλώνεται με συμπεριφορές ανταγωνισμού για την προσέλκυση
του γονεϊκού ενδιαφέροντος ή και με φανερές και επικίνδυνες πράξεις εχθρότητας.

Αντιδραστική διαταραχή προσκόλλησης. Προκύπτει ως συνέπεια γονεϊκής


κακοποίησης ή βαρείας κακομεταχείρισης του παιδιού που εκδηλώνεται μετά από
επώδυνες τιμωρίες, συνεχή άρνηση στα αιτήματά του, σωματική κακοποίηση,
αδιαφορία για τις σωματικές ή συναισθηματικές του ανάγκες. Το παιδί κατέχεται από
υπερετοιμότητα και φόβο που δεν υποχωρούν, παρά τις καθησυχαστικές
προσπάθειες. Επίσης έχει περιορίσει την κοινωνική του συναλλαγή στο ελάχιστο και
μπορεί να εκδηλώνει υψηλή επιθετικότητα, που στρέφεται όχι μόνο προς τους άλλους
αλλά και προς τον εαυτό του. Αν η κατάσταση είναι χρονικά παρατεταμένη, το παιδί
μπορεί να εμφανίσει και σωματική καθυστέρηση. Η διαταραχή, παρά το ότι είναι
επίμονη, αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά αν γίνουν ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο
ανατροφής του παιδιού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΛΕΞΙΟΥ Δ, ΚΑΡΛΟΒΑΣΙΤΟΥ-ΚΟΝΙΑΡΗ Α. (2000). Το σύνδρομο Landau-Kleffner. Βιβλιογραφική
ανασκόπηση. Εγκέφαλος 37(3): 63-72.
ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΙΓ, ΤΣΟΜΠΑΝΟΓΛΟΥ ΓΟ. (2005). Νεανική παραβατικότητα στην Ελλάδα. Εγκέφαλος
42:67-75.
ΚΟΝΔΥΛΗ Αικ. ΧΑΝΤΖΑΡΑ Βασ. (2000). Ενούρηση - Ένα συχνό σύμπτωμα που βασανίζει παιδιά και
γονείς. Τετρ Ψυχιατρικής 70:80-90.
ΚΩΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ΣΙ. (2005). Δυσλεξία: Νεώτερα ευρήματα για την αιτιολογία, παθογένεια και θεραπευτική
αντιμετώπιση. Εγκέφαλος 42(2):55-66.
ΜΠΑΧΑΡΑΚΗ Σ. (1998). Εκλεκτική αλαλία. Ψυχιατρική 9:177-198.
ΣΟΥΡΕΤΗΣ Ι, ΑΛΕΒΙΖΟΣ Β, ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ. (1981). Βατταρισμός μέχρι πλήρους αλαλίας.
Εγκέφαλος 18:19-23.
ΦΡΑΝΣΙΣ Κ, ΚΟΥΜΟΥΛΑ Α. (1999): Αυτοάνοσος τύπος ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής ή/και
διαταραχής τικ σε παιδιά. Αναφορά δύο περπτώσεων διαταραχής Tourette. Ψυχιατρική 10:315-323.
419

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΟΥ Σ, ΜΑΡΙΝΟΣ Β, ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ Α. (1993): Συγκριτική κλινική μελέτη


ψυχαναγκαστικής καταναγκαστικής διαταραχής και συνδρόμου Gilles de la Tourette. Τετρ Ψυχιατρ 44:75-
79.

GILBERG C, STEFFENBURG S, SCHAUMANN H. (1991). Is autism more common now than ten years
ago? Br J Psychiatry, 158:403-9.
KANNER L. (1943). Autistic Disturbances of affective contact. Nerv. Child. 2:217-250.
KUBE DA et al (2002). Attention Deficit Hyperactivity Disorder. Commorbidity and drug treatment. Clinical
Pediatrics 41:461-469.
MOFFIT TE. (1993). Adolescent-limited and life-course-persistent antisocial behavior: a developmental
taxonomy. Psychol Rev 100:674-701.
PAJER KA. (1998). What happens to “bad” girls? A review of the adult outcomes of antisocial adolescent
girls. Am J Psychiatry 155:862-870.
PRADER A, LABHART A, WILLI H. (1956).Ein symptom von Adipositas, kleinwuchs, kryptorchismus und
oligophrenie nach myatonieartigen zustand im neugeborenalter. Schweizerische Medizinische Woch-
enschrift 86:1260-1261.
ROLF LH, HAARMAN FY, GROTEMEYER KH, KEHRER H. (1993). Serotonin and amino acid content in
platelets of autistic children. Acta Psych. Scand. 87(5):312-316.

53. ΝΟΗΤΙΚΕΣ ΥΣΤΕΡΗΣΕΙΣ

Ονομάζονται επίσης διανοητικές ανεπάρκειες ή ολιγοφρένειες και καλύπτουν περίπου


το 3% του γενικού πληθυσμού. Είναι καταστάσεις κατά τις οποίες η νοημοσύνη δεν
κατέστη δυνατόν να φθάσει σε φυσιολογικό ύψος. Το IQ παραμένει σε χαμηλά
επίπεδα, υπάρχει δυσκολία στην απόκτηση γνώσεων και στον χειρισμό ασυνήθιστων
καταστάσεων, το εύρος των ενδιαφερόντων είναι περιορισμένο, απουσιάζει η
δυνατότητα σχηματισμού αφηρημένων εννοιών. Η προσαρμοστική ικανότητα είναι
περιορισμένη και η συμπεριφορά διαταραγμένη σε ποικίλους βαθμούς. Είναι όμως
δυνατόν, παρά τη νοητική υστέρηση, το άτομο να κατέχει κάποια εξαιρετικά
ανεπτυγμένη δεξιοτεχνία. Οι διαταραχές μπορεί να κυμαίνονται από αβληχρές
μαθησιακές αδυναμίες μέχρι την πλήρη νοηματική αναστολή, που συνήθως
συνδυάζεται με σωματικές δυσλειτουργίες, επιληπτικές κρίσεις και κινητικές
διαταραχές. Από περιγραφική άποψη η νοητική υστέρηση διακρίνεται στην ήπια, τη
μέτρια, τη σοβαρή και τη βαρεία μορφή.
Ελαφρά νοητική υστέρηση. Τα άτομα με ελαφρά νοητική υστέρηση αποτελούν το
75% των πασχόντων από νοητικές υστερήσεις. Το IQ κυμαίνεται μεταξύ 50 και 69,
420

δηλαδή αντιπροσωπεύει μια ηλικία μεταξύ 9 και 12 ετών. Υπάρχει καθυστέρηση στην
κατανόηση και στην έκφραση της ομιλίας, αλλά τα άτομα αυτά είναι σε θέση να τα
βγάλουν πέρα στις καθημερινές συνομιλίες, έστω σε ένα χαμηλό επίπεδο. Η
ανεπαρκής σχολική τους επίδοση είναι αιτία να εγκαταλείψουν το σχολείο, αλλά τα
περισσότερα από αυτά είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τον εαυτό τους, να
αποκτήσουν μερικές στοιχειώδεις πρακτικές και κοινωνικές δεξιότητες και να βρουν
κάποια εργασία ανειδίκευτου. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν ανιχνεύονται
εγκεφαλικές βλάβες.
Μέτρια νοητική υστέρηση. Το IQ κυμαίνεται μεταξύ 35 και 49, δηλαδή μια ηλικία
μεταξύ 6 και 9 ετών. Στις περιπτώσεις αυτές οι διαταραχές εκπομπής και
κατανοήσεως της ομιλίας είναι αρκετά χαρακτηριστικές και οι δυνατότητες των
ασθενών πολύ περιορισμένες, αλλά μερικοί από αυτούς ίσως καταφέρουν να μάθουν
λίγη ανάγνωση και γραφή. Άλλοι δεν θα μάθουν ούτε να μιλάνε. Η αυτοεξυπηρέτηση
επιτυγχάνεται με δυσκολία, αλλά δεν υπάρχουν μεγάλα προβλήματα στην
κινητικότητα και στη σωματική δραστηριότητα. Ο ασθενής χρειάζεται επίπονη,
συστηματική καθοδήγηση και εκπαίδευση για να πετύχει σχετικά λίγα πράγματα.
Πλήρως ανεξάρτητη ζωή κατά την ενηλικίωση είναι μάλλον αδύνατον να επιτευχθεί.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ανιχνεύεται κάποια οργανική εγκεφαλική βλάβη.
Σοβαρή νοητική υστέρηση. Το IQ κυμαίνεται μεταξύ 20 και 34, που αντιπροσωπεύει
μια ηλικία 3 έως 6 ετών. Οι δυνατότητες για κατανόηση και έκφραση της ομιλίας και
για αυτοεξυπηρέτηση είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Σοβαρές κινητικές διαταραχές
και άλλα κλινικά σημεία επιβαρύνουν την κατάσταση και οι ασθενείς χρειάζονται
φροντίδα για όλη τους τη ζωή.
Βαρεία νοητική υστέρηση. Το IQ είναι κάτω του 20. Η ικανότητα για λεκτική
επικοινωνία είναι εξαιρετικά περιορισμένη ή και μηδαμινή. Οι περισσότεροι
αδυνατούν λίγο ή πολύ να κινηθούν, δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν ούτε βασικές
τους ανάγκες, παρουσιάζουν ακράτεια ούρων και κοπράνων. Στο σύνολο σχεδόν των
περιπτώσεων υπάρχει σοβαρή εγκεφαλική βλάβη, εκφραζόμενη από νευρολογικά
συμπτώματα και σημεία, επιληπτικές κρίσεις, διαταραχές της όρασης και ακοής κ.λπ.

Από αιτιοπαθογενετική άποψη ποικίλοι παράγοντες ενοχοποιούνται, όπως


λοιμώξεις κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης (ερυθρά, σύφιλη, τοξοπλάσμωση),
περιγεννητικοί παράγοντες όπως μητρική τοξιναιμία, νεογνικός ίκτερος, κακώσεις κατά
τον τοκετό, κακή οξυγόνωση του εγκεφάλου μετά τον τοκετό. Οι γενετικής αφετηρίας
νοητικές υστερήσεις οφειλόμενες σε μεταβολικά νοσήματα ή σε χρωμοσωμικές
διαταραχές αποτελούν επίσης δύο μεγάλες κατηγορίες. Υπάρχουν πάνω από 1.000
αναγνωρισμένες γενετικές ανωμαλίες που σχετίζονται με νοητική καθυστέρηση. Ένας
αριθμός από αυτές οφείλεται σε ειδικές βιοχημικές ανωμαλίες, κυρίως ενζυματικής
προελεύσεως που προκαλούν μεταβολικές διαταραχές, και ένας άλλος σε ειδικές
χρωμοσωμικές ανωμαλίες.

Νοητικές υστερήσεις οφειλόμενες σε μεταβολικά νοσήματα. Οι στατιστικές


δείχνουν ότι το 5%-7% των ολιγοφρενών πάσχει από γενετικά μεταβολικά νοσήματα
κληρονομούμενα κυρίως κατά τον υπολειπόμενο τρόπο. Η βιοχημική διάγνωση του
γενετικού μεταβολικού νοσήματος αποτελεί μέγιστη προτεραιότητα και πρέπει να
γίνεται όσο το δυνατόν ενωρίτερα.
Φαινυλκετονουρία. Έλλειψη του ενζύμου που μετατρέπει την φαινυλαλανίνη σε
τυροσίνη, με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται φαινυλπυρουβικό οξύ. Εκδηλώνεται με
βαριά νοητική υστέρηση, ανοικτόχρωμο δέρμα, ξανθά μαλλιά, γαλανά μάτια και
μικροκεφαλία.
Γαλακτοζαιμία. Ανεπάρκεια μεταβολισμού της γαλακτόζης. Το παιδί γεννιέται
φυσιολογικό, αλλά αργότερα εμφανίζονται διαταραχές της διατροφής με ηπατικές
διαταραχές, γαστρεντερικές διαταραχές και διανοητική καθυστέρηση.
Λυσοσωμικές θησαυρωματώσεις. Είναι ενζυματοπάθειες οι οποίες προσβάλλουν το
ΚΝΣ και προκαλούν νοητικές υστερήσεις. Εκδηλώνονται κατά τη νηπιακή και παιδική
421

ηλικία. Στο σύνολό τους είναι σπάνιες διαταραχές, 1 ανά 10-20 χιλ. στον γενικό
πληθυσμό. Οφείλονται στην ανεπάρκεια λυσοσωμικών ενζύμων, των οποίων η
λειτουργία είναι η αποδόμηση ποικίλων μακρομοριακών ενώσεων που κατά
διαφόρους τρόπους εισέρχονται ή δημιουργούνται στο κύτταρο. Η μη αποδόμηση
αυτών των ουσιών συνεπάγεται συσσώρευσή τους στα όργανα και πρόκληση
κλινικών φαινομένων. Οι λυσοσωμικές θησαυρωματώσεις ταξινομούνται επί τη βάσει
του είδους της κατακρατούμενης ουσίας και διακρίνονται σε:
 Νόσους συσσωρεύσεως τριγλυκεριδίων με εστέρες χοληστερίνης. Τύποι Ι, ΙΙ και ΙΙΙ
(νόσος Wolman, Νόσος του Fabry).
 Νόσους συσσωρεύσεως γλυκογόνου.
 Νόσους συσσωρεύσεως ολιγισακχαριτών και βλενοπολυσακχαριτών.
Λιποχονδροδυστροφία ή Γαργοϋλισμός. Νόσος του Hurler. Νόσος του Hunter.
Βλεννοπολυσακχαρίδωση.
 Νόσους στις οποίες διαταράσσονται λιπίδια, βλεννολιπίδια, σφιγγολιπίδια
(σφιγγομυελίνη, γαλακτοκεβροσίδη, σουλφατίδες, γαγγλιοσίδες, γλυκοκεβροσίδη).
Επειδή τα σφιγγολιπίδια είναι βασικά συστατικά των μεμβρανών των νευρικών
κυττάρων, οι σφιγγολιπιδώσεις είναι νευροεκφυλιστικά νοσήματα.
Νόσος Gaucher. Οφείλεται σε έλλειψη ή υπολειτουργία του λυσοσωμικού ενζύμου
γλυκοσερεβροσιδάση, με αποτέλεσμα να μη μεταβολίζεται το γλυκοσερεβροσίδιο το
οποίο αθροίζεται σε ιστιοκύτταρα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος στα οποία
προσδίδει χαρακτηριστική μορφολογία (κύτταρα του Gaucher). Η νόσος είναι
πολυσυστηματική με ηπατοσπληνική διόγκωση και σταδιακή διήθηση του μυελού
των οστών με κύτταρα του Gaucher (Brady et al 1966). Εμφανίζεται σε τρεις τύπους:
Στον τύπο Ι παρατηρούνται αιματολογικές και σκελετικές διαταραχές με
σπληνοηπατομεγαλία. Στον τύπο ΙΙ, ο οποίος εμφανίζεται κατά τη βρεφική ηλικία και
έχει ταχεία εξέλιξη με επέλευση του θανάτου κατά το πρώτο έτος της ηλικίας,
κυριαρχούν μαζί με την σπληνοηπατομεγαλία και νευρολογικές διαταραχές. Ο τύπος
ΙΙΙ λέγεται και υποξεία νευροπαθητική ή νεανική μορφή, εμφανίζεται σε παιδιά και
εφήβους με προοδευτική εγκατάσταση αταξίας, σπαστικότητας και άνοιας. Ως
θεραπευτική μέθοδος χρησιμοποιείται ενζυματική υποκατάσταση με έκχυση
κεκαθαρμένης γλυκοσερεβροσιδάσης κατά τακτά χρονικά διαστήματα.
Αμαυρωτική ιδιωτεία. Μεταδίδεται κατά τον υπολειπόμενο τρόπο. Οφείλεται στην
απουσία του ενζύμου εξοσαμινιδάση, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση γαγγλιοσίδης
στα νευρικά κύτταρα. Η βλάβη του ΚΝΣ αρχίζει κατά την εμβρυϊκή ζωή, αλλά τα
πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται κατά τη βρεφική ηλικία. Σπάνια κατάσταση που
παλαιότερα επιστεύετο ότι εμφανίζεται σε ιουδαϊκές οικογένειες. Στη νεογνική της
μορφή (ή νόσο του Tay-Sachs) το παιδί γεννιέται και αναπτύσσεται φυσιολογικά
μέχρι την εμφάνιση της νόσου κατά τον 3ο-4ο μήνα, οπότε παρουσιάζεται αναστολή
της νοηματικής ανάπτυξης, μυϊκή αδυναμία και τύφλωση. Είναι επίσης δυνατόν να
εκδηλωθεί κατά τη νηπιακή ηλικία (νόσος Bielschowski), κατά τη νεανική ηλικία
(νόσος Spielmeyer-Vogt) και κατά την ενηλικίωση (νόσος Niemann-Pick). Σε όλες τις
περιπτώσεις ο θάνατος επέρχεται σε διάστημα ολίγων ετών. Χαρακτηριστικό
οφθαλμολογικό εύρημα είναι μια βαθυέρυθρος κηλίδα στην περιοχή της ωχράς
κηλίδος λόγω εκφυλισμού των γαγγλιακών κυττάρων του αμφιβληστροειδούς.
Μεταγχρωματική λευκοδυστροφία. Κληρονομείται με τον υπολειπόμενο χαρακτήρα.
Προκαλείται από απομυελίνωση της λευκής ουσίας του εγκεφάλου λόγω
συσσώρευσης σουλφατίδης στη λευκή ουσία και στα περιφερικά νεύρα ως συνέπεια
ανεπάρκειας του ενζύμου αρυλ-σουλφατάση. Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως
κατά το δεύτερο έτος της ηλικίας, αλλά μπορεί και αργότερα κατά την ενηλικίωση. Τα
παιδιά συνήθως πεθαίνουν σε ηλικία 8-10 ετών. Τα συνήθη συμπτώματα είναι
νοητική υστέρηση, διαταραχές των εκουσίων κινήσεων και υποτονία. Επειδή
εκδηλώνεται και με ψυχωσική συμπτωματολογία, έχει υποστηριχθεί ότι ενδεχομένως
σχετίζεται με τη σχιζοφρένεια.
Νόσος του Wilson. Πρόκειται περί διαταραχής του μεταβολισμού του χαλκού λόγω
μειώσεως της κυανοπλασμίνης του αίματος. Κληρονομείται κατά τον υπολειπόμενο
422

χαρακτήρα. Εκτός από τη νοητική υστέρηση υπάρχουν νευρολογικά συμπτώματα


(εξωπυραμιδικά συμπτώματα, τρόμος της κεφαλής, των άκρων και της γλώσσας) και
ψυχιατρικά, όπως κατάθλιψη, ευερεθιστότητα και ασύμβατη συμπεριφορά.
Χαρακτηριστικό οφθαλμολογικό εύρημα είναι ο πρασινόφαιος δακτύλιος που
περιβάλλει την ίριδα.
Κρετινισμός (Συγγενές μυξοίδημα). Αυτοσωματική υπολλειπόμενη διαταραχή.
Παρατηρείται σε περιοχές που ενδημεί η βρογχοκήλη. Οφείλεται σε αγενεσία ή βαριά
υπολειτουργία του θυρεοειδούς αδένος. Ως αιτιολογικοί παράγοντες έχουν
τεκμηριωθεί η έλλειψη ιωδίου, μητέρα πάσχουσα από βρογχοκήλη και άλλοι. Η νόσος
περιλαμβάνει αναχαίτιση της σωματικής ανάπτυξης με αναστολή ανάπτυξης του
σκελετού και του δέρματος, μεγάλη καθυστέρηση του μεταβολισμού σε συνδυασμό
με σοβαρές διαταραχές από το ΚΝΣ, που εκδηλώνονται με διαταραχές της ομιλίας,
της ακοής και βαρεία νοητική υστέρηση.

Διανοητικές καθυστερήσεις οφειλόμενες σε χρωμοσωμικές διαταραχές.


Σύνδρομο Down. Σχετίζεται με την παρουσία του χρωμοσώματος 21 σε τρία αντίτυπα
(τρισωμία 21). Εμφανίζεται σε αναλογία 1:500 γεννήσεις περίπου στις μητέρες άνω
των 35 ετών, ενώ στις νεαρές μητέρες η αναλογία είναι μικρότερη του 1:1.500.
Συνοδεύεται, εκτός από τη νοητική υστέρηση, και από σωματικές ανωμαλίες,
εντοπισμένες κυρίως στην καρδιά, στο πεπτικό και στα άκρα. Τα παιδιά με σύνδρομο
Down είναι ιδιαίτερα εξωστρεφή με εκδηλώσεις αγάπης και κοινωνικότητας προς το
οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον. Ο αριθμός των πασχόντων από σύνδρομο Down
παρουσίαζε μέχρι και τη δεκαετία του '80 συνεχή αύξηση, κατά ένα μέρος λόγω της
καλύτερης οργάνωσης της περιγεννητικής και παιδιατρικής φροντίδας και κατά ένα
άλλο μέρος επειδή οι γυναίκες για λόγους κοινωνικούς και επαγγελματικούς κατά τις
τελευταίες δεκαετίες τεκνοποιούσαν πολύ αργότερα από τη συνήθη ηλικία
τεκνοποίησης. Σήμερα οι τεχνολογικές δυνατότητες παρακολούθησης του εμβρύου
από τις πρώτες εβδομάδες της ζωής του, παρέχουν δυνατότητες εγκαίρου
επισημάνσεως του συνδρόμου και διακοπής της κυήσεως οπότε αναμένεται μείωση
της συχνότητας εμφανίσεώς του κατά τα επόμενα χρόνια. Έχει παρατηρηθεί ότι
άτομα με σύνδρομο Down που φθάνουν στην ηλικία των 40 ετών εμφανίζουν πολύ
συχνά μια εικόνα που μοιάζει με νόσο του Alzheimer, με συσσωρεύσεις αμυλοειδούς
στα νευρικά κύτταρα.
Σύνδρομο εύθραυστου Χ χρωμοσώματος (Fragile X Syndrome). Είναι η συχνότερη
αιτία νοητικής υστερήσεως στους άνδρες και ενδεχομένως μία από τις συχνότερες
γενετικές παθήσεις. Περισσότερα από περίπου 1:2.000 παιδιά έχουν το πρόβλημα.
Στα αυτιστικά η συχνότητα του συνδρόμου είναι μεγάλη, περίπου 4%. Το σύνδρομο
οφείλεται σε έλλειμμα του γονιδίου FMR1 (Fragile X Retardation type 1), με
επανάληψη της τριπλέτας CGG από 50 μέχρι και 230 φορές στις ατελείς μορφές
(προμετάλλαξη) και πάνω από 230 στις πλήρεις (μετάλλαξη). Άτομα με πλήρη
μετάλλαξη έχουν ηυξημένο μέγεθος ενός συγκεκριμένου τμήματος του DNA του Χ
χρωμοσώματος, στο FMR1 γονίδιο, οπότε δεν συντίθεται μια συγκεκριμένη πρωτεΐνη
(FMRp), η έλλειψη της οποίας προκαλεί την εκδήλωση του συνδρόμου. Όταν το
μέγεθος δεν είναι ηυξημένο αρκετά (προμετάλλαξη), το άτομο δεν πάσχει, αλλά
υπάρχει κίνδυνος να προσβληθούν τα παιδιά ή τα εγγόνια του, καθώς κατά τη
μεταφορά του γενετικού υλικού η τριπλέτα επεκτείνεται και επαναλαμβάνεται.
Μετάβαση από τη προμετάλλαξη σε μετάλλαξη επιτελείται μόνο διά της μητέρας.
Σήμερα υπάρχουν απλές τεχνικές ανίχνευσης του εύθραυστου Χ χρωμοσώματος
(Rousseau et al 1991). Οι πάσχοντες παρουσιάζουν μέτρια νοητική υστέρηση,
διαταραχές της γλωσσικής εκφράσεως και διαταραχές της συμπεριφοράς. Οι
γυναίκες ετεροζυγότες δεν παρουσιάζουν ανιχνεύσιμα σημεία νοητικής υστέρησης,
ενδεχομένως όμως παρουσιάζουν συναισθηματικές διαταραχές και διαταραχές της
συμπεριφοράς (Freund et al 1992). Στα γνωρίσματα του σώματος και του προσώπου
περιλαμβάνονται μακρόστενη μορφολογία, μικρή απόσταση μεταξύ των οφθαλμών
και μεγάλο μέγεθος αυτιών, μεγάλο μέγεθος όρχεων και πλατυποδία.
423

Τρισωμία 13 (Τρισωμία D ή σύνδρομο Patau). Χαρακτηρίζεται κυρίως από υποπλασία


του οπτικού και του ακουστικού νεύρου και του δρεπανοειδούς συστήματος.
Εμφανίζεται με συχνότητα 1:25.000 γεννήσεις. Τα συμπτώματα εμφανίζονται από τη
βρεφική ηλικία με αδυναμία φυσιολογικής ανάπτυξης, καρδιακά προβλήματα και
προβλήματα στο ουρογεννητικό σύστημα, επεισόδια άπνοιας, επιληπτικούς
σπασμούς, κώφωση, λαγώχειλο και λυκόστομα, συνδακτυλία ή πολυδακτυλία και
βαρεία νοητική υστέρηση. Ο πρόσθιος φλοιός του εγκεφάλου δεν σχηματίζεται
φυσιολογικά (ολοπροσεγκεφαλία). Η επιβίωση των παιδιών αυτών είναι δύσκολη,
λόγω της βαρύτητας των συμπτωμάτων.
Σύνδρομο Klinefelter (ΧΧΥ). Προκαλείται απο την παρουσία ενός ή περισσότερων Χ
χρωμοσωμάτων στα αρσενικά άτομα και είναι η συνηθέστερη χρωμοσωμική
διαταραχή που σχετίζεται με υπογοναδισμό και υπογονιμότητα, με συχνότητα 1:500-
1000 ανδρες. Στην κλασσική του μορφή εμφανίζεται με καρυότυπο 47ΧΧΥ αλλα
υπάρχουν και παραλλαγές. Συνήθως διαγιγνώσκεται κατά την εφηβεία, οπότε οι
μαστοί του αγοριού μεγαλώνουν υπερβολικά αλλά οι όρχεις παραμένουν
υποπλαστικοί ή κατα την ενηλικίωση λόγω του υπογοναδισμού και της
υπογονιμότητας. Χαρακτηριστικά στοιχεία του συνδρόμου είναι ο υπογοναδισμός, η
γυναικομαστία, η υαλινοποιήση των σπερματικών σωληναρίων, αυξημένες
γοναδοτροπίνες, αραιή ή απούσα τριχοφυϊα προσώπου, σώματος και γεννητικών
οργάνων, ψιλή φωνή και κατανομή λίπους θηλυκού τύπου, μειωμένη μυϊκή μάζα,
φυσιολογικό ή μεγάλο ύψος, δυσμορφικό πρόσωπο (επικανθικές πτυχές, προέχοντα
χείλη), υποπλασία του πέους, κερκιδωλένιος συνοστέωση, λαιμός βραχύς ή φαρδύς.
Κόπωση, αδυναμία, στυτική δυσλειτουργία, οστεοπόρωση, πρόπτωση μιτροειδούς
βαλβίδας είναι επίσης χαρακτηριστικά στοιχεία της νόσου. Η πιθανότητα ανάπτυξης
καρκίνου του μαστού είναι 20 φορές μεγαλύτερη σε αυτούς τους ασθενείς. Ποικίλοι
βαθμοί μέσης νοητικής υστέρησης ανιχνεύονται επίσης, καθυστερημένη ομιλία, αργή
κινητική ανάπτυξη, ανώριμη συμπεριφορά, και μαθησιακές δυσκολίες, δυσκολία στην
επικοινωνία, και προβλήματα στην έκφραση και την αντίληψη της γλώσσας. Η
γρήγορη αναγνώριση και αντιμετώπιση είναι πολύ σημαντικές ωστε να ξεκινήσει
εγκαίρως η ενδεδειγμένη θεραπεία αναπλήρωσης της τεστοστερόνης. Το σύνδρομο
μπορεί να διαγνωσθεί προγεννητικά με αμνιοκέντηση και ανάλυση του αμνιακού
υγρού.
Σύνδρομο Turner. Είναι σχετικώς συχνή νόσος των θηλέων (1:2.000 γεννήσεις).
Οφείλεται στην απουσία ή βλάβη του ενός από τα δύο Χ χρωμοσώματα.
Χαρακτηρίζεται από χαμηλό ύψος και άλλες ανωμαλίες του σκελετού, απουσία των
δευτερευόντων χαρακτηριστικών του θήλεος, στειρότητα, απώλεια της ακοής,
διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας και μαθησιακές δυσκολίες.
Σύνδρομο Brachman-deLange. Σπάνιο γενετικό σύνδρομο (1:20.000 γεννήσεις). Η
τυπική κλινική του εικόνα (Μπασιάλα και συν 2004) περιλαμβάνει καθυστέρηση της
ανάπτυξης, νοητική υστέρηση και διαταραχές της συμπεριφοράς με κοινωνική
απόσυρση, επιθετικότητα, εκρήξεις θυμού, αυτοτραυματισμούς και στερεότυπες
συμπεριφορές. Το πρόσωπο του ασθενούς έχει χαρακτηριστική μορφολογία με
σμιχτά, τοξοειδή και εντόνως διαγραφόμενα φρύδια, μακριές βλεφαρίδες,
υπερτρίχωση, ανασηκωμένα ρουθούνια, λεπτά χείλη, γωνία στόματος προς τα κάτω
(στόμα μισοφέγγαρο), ενώ στο σώμα παρατηρούνται δυσμορφίες των άνω άκρων
(μικρομελία, φωκομελία, συνδακτυλία), καρδιακές διαπλασιακές διαμαρτίες, κ.λπ.
Σύνδρομο Williams. Οφείλεται σε απουσία του γονιδίου που ευθύνεται για την
παραγωγή ελαστίνης, το οποίο εδράζεται στο χρωμόσωμα 7s11.23 (Dykens et al
2005). Εκδηλώνεται με υπερβαλβιδική στένωση της αορτής, ελαφρά νοητική
υστέρηση, άρση κοινωνικών αναστολών, καλή γλωσσική εκφραστικότητα, αλλά
μεγάλες ανεπάρκειες στην οπτικο-χωρική λειτουργικότητα. Έχει υποστηριχθεί ότι
αυτή η εικόνα δείχνει την ανεξαρτησία της γλώσσας από πλευρές της νοητικής
λειτουργίας. Άτομα με σύνδρομο Williams έχουν μια κλίση προς τη μουσική και
μερικοί με σημαντικά μουσικά ταλέντα έχουν γίνει διάσημοι.
424

Σύνδρομο Angelman. Είναι σχετικώς συχνή (περίπου 6% των νοητικών ανεπαρκειών)


νευρογενετική διαταραχή που εκδηλώνεται με βαρεία νοητική υστέρηση, ελαφρά
δυσμορφικά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, επιληπτικές κρίσεις με χαρακτηριστικό
ΗΕΓράφημα (Guerrini et al 2003), αναπτυξιακή καθυστέρηση ήδη από το πρώτο έτος
της ζωής, μικροκεφαλία, διαταραχές μέχρι και πλήρη αναστολή της ομιλίας, αταξικό
βάδισμα και έναν χαρακτηριστικό συμπεριφορικό φαινότυπο με υπερκινητικότητα,
εύκολο γέλιο και εκδηλώσεις κοινωνικότητας, χαράς και ευτυχίας. Προκαλείται από
γενετικές διαταραχές στο μητρικό αντίτυπο της χρωμοσωμικής περιοχής 15q11-q13
που περιλαμβάνει σειρά γονιδίων σχετιζόμενων με υποδοχείς του γ-αμινοβουτυρικού
οξέως.
Σύνδρομο Marinesco-Sjogren. Πολύ σπάνια διαταραχή. Η κλινική εικόνα
ολοκληρώνεται στα πρώτα δύο χρόνια της ζωής του παιδιού. Εκτός από την
επιβράδυνση της διανοητικής ανάπτυξης οι ασθενείς παρουσιάζουν αναστολή της
σωματικής ανάπτυξης, υπογοναδισμό, καταρράκτη και παρεγκεφαλιδική αταξία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΠΑΣΙΑΛΑ Φρ, ΣΑΒΒΙΔΟΥ Ι, ΓΙΟΥΛΗΣ Π, ΜΠΟΖΙΚΑΣ Β, ΠΙΤΣΑΒΑΣ Σ, ΚΑΡΑΒΑΤΟΣ Θ. (2004).
Σύνδρομο Brachman-de Lange: Συμπεριφορικά προβλήματα και ποιότητα ζωής ασθενούς και οικογένειας.
Ψυχιατρική 15:155-162.

BRADY RO, KANFER JN, BRADLEY RM, SHAPIRO D. (1966). Demonstration of a deficiency of gluco-
cerebroside-cleaving enzyme in Gaucher’s disease. J. Clin. Invest. 45:1112.
DYKENS EM, ROSNER BA, LY T, SAGUN J. (2005). Music and Anxiety in Williams Syndrome: A Har-
monious or Discordant Relationship? American Journal on Mental Retardation: Vol. 110, No. 5, pp. 346–
358.
FREUND LS, REISS AL, HAGERMAN R, VINOGRADOV S. (1992). Chromosome fragility and psycho-
pathology in obligate female carriers of the fragile X chromosome. Arch Gen Psychiatry, 49:54-60.
LURIA AR (1973). The Working Brain. Basic Books. New York.
ROUSSEAU F, HEITZ D, BIANCALANA V, et al (1991). Direct diagnosis by DNA analysis of the fragile X
syndrome of mental retardation. N Engl J Med 325:1673-1681.
GUERRINI R, CARROZZO R, RINALDI R, BONANNI P. (2003). Angelman syndrome: etiology, clinical
features, diagnosis, and management of symptoms. Paediatr Drugs. 5(10):647-61.

54. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ

Οι διαταραχές της προσωπικότητας είναι βαθιά ριζωμένες, εκσεσημασμένα


δυσαρμονικές και ανελαστικές, ακραίες μορφές συμπεριφοράς που αφορούν την
προσωπική και την κοινωνική λειτουργικότητα του ατόμου, ανάγονται στην κατασκευή
του χαρακτήρα του και είναι ανεξάρτητες από τη νοηματική και ψυχική του απαρτίωση.
Προκαλούν λιγότερο προσωπική δυσφορία και πολύ περισσότερο διαπροσωπικά και
κοινωνικά προβλήματα. Συνήθως περιλαμβάνουν όχι μόνο μία αλλά περισσότερες
περιοχές της προσωπικότητας (επίπεδο εγρήγορσης, συναισθηματικότητα, έλεγχο
παρορμήσεων, τρόπους αντιληπτικότητας και σκέψης, τρόπο του σχετίζεσθαι με τους
άλλους), επιμένουν στον χρόνο χωρίς αξιοσημείωτες επιδεινώσεις ή βελτιώσεις και
σχεδόν πάντοτε συνδυάζονται με σημαντική διαταραχή της προσωπικής,
επαγγελματικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Εμφανίζονται κατά το τέλος της
425

παιδικής ηλικίας και την αρχή της εφηβείας και διαρκούν για το υπόλοιπο της ζωής.
Επομένως η διάγνωση δεν τίθεται πριν από την ηλικία των 18 ετών (WHO 1987). Ως
νοσολογικές οντότητες έχουν βρεθεί στα περιθώρια της κλινικής ψυχιατρικής, ενώ
έχουν εκφρασθεί πολλές αμφιβολίες για την εγκυρότητα, τη χρησιμότητα και τις
επιπτώσεις από τη χρήση της σχετικής ορολογίας (Rutter 1987). Αρκετοί υποστηρίζουν
ότι οι ψυχίατροι δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν τέτοιες διαγνώσεις (Lewis and Appleby
1988), διότι υποτίθεται ότι αφορούν την κατασκευή της προσωπικότητας και
αντανακλούν μια φιλοσοφία, μια στάση ζωής, που έχει αποδεχθεί το άτομο για τον
εαυτό του και για τις σχέσεις του με τους άλλους, άρα κινούνται μέσα σ' ένα φάσμα
φυσιολογικότητας. Ωστόσο οι καταστάσεις αυτές είναι συχνές, με εκτεταμένη
παθολογική φαινομενολογία και πολλοί άνθρωποι υποφέρουν εξαιτίας τους, όχι μόνο
οι πάσχοντες, αφού τα προβλήματα που προκαλούνται από αυτές είναι κυρίως
διαταραχές στις διαπροσωπικές σχέσεις, κοινωνική δυσλειτουργία και παραπτωματική
συμπεριφορά (Eysenck 1964).

Διάγνωση. Ένας βασικός λόγος για τον οποίο συχνά παραβλέπονται από διαγνωστική
άποψη οι διαταραχές της προσωπικότητας είναι ότι στους ενήλικες ισοδυναμούν με τις
ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές της παιδικής ηλικίας, με την έννοια ότι και αυτές έχουν
τάση να είναι σταθερές και διαρκείς (Bowlby 1946). Είναι αλήθεια ότι η διάγνωσή τους
παρουσιάζει ανυπέρβλητα εμπόδια και η διαγνωστική συμφωνία μεταξύ εκτιμητών είναι
πολύ χαμηλή. Κυριότεροι παράγοντες της ασυμφωνίας αυτής είναι ότι τα
χαρακτηριστικά (traits) στα οποία θα βασισθεί η διάγνωση δεν προκαλούν δυσφορία
στον εξεταζόμενο επειδή είναι εγωσυντονισμένα (ego-syntonic), καθώς και ότι η τυχόν
συνυπάρχουσα ψυχική νόσος παίζει τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση της εικόνας της
προσωπικότητας, αλλά και η ίδια επηρεάζεται από την προσωπικότητα. Ο συνδυασμός
και των δύο είναι συχνός στην κλινική πράξη. Επομένως ένα σημείο που χρειάζεται
ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διαγνωστική διαδικασία είναι ότι η παθολογική λειτουργία
της προσωπικότητας πρέπει να διαχωρίζεται σαφώς από την κλινική ψυχιατρική
συμπτωματολογία, όταν αυτή συνυπάρχει. Είναι συχνά δύσκολο να γίνει διάκριση
μεταξύ ορισμένων διαταραχών προσωπικότητας από κάποιες χρόνιες
ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, και έτσι η εκτίμηση της διαταραγμένης
προσωπικότητας είναι δυνατόν να στρεβλωθεί και να συσκοτισθεί σε μεγάλο βαθμό
από την ύπαρξη ψυχιατρικών συμπτωμάτων. Η ψυχική κατάσταση και η
προσωπικότητα μπορεί να διαταραχθούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη, ή και οι δύο
ταυτόχρονα. Και μολονότι είναι αναμφισβήτητο ότι η μία παθολογία επιδρά στην άλλη,
δεν παύει να έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι αποτελούν διαφορετικές οντότητες. Η
διάκριση μεταξύ, αφενός, των χαρακτηριστικών (traits) που διαμορφώνουν τα
κυριαρχικά γνωρίσματα της προσωπικότητας και αφετέρου των συμπτωμάτων και των
σημείων τα οποία εμφανίζονται κατά την πορεία των ψυχικών νόσων είναι απαραίτητη.
Τα συμπτώματα και τα σημεία έχουν σποραδική κατανομή στον πληθυσμό,
παρέρχονται ή μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου και στην πλειονότητά τους
προκαλούν δυσφορία στον ασθενή. Τα στοιχεία του χαρακτήρα παρατηρούνται σε
όλους τους ανθρώπους, έχει βέβαια ο καθένας τον δικό του συνδυασμό, διαρκούν
πολύ, τις περισσότερες φορές καλύπτουν ολόκληρες ηλικιακές φάσεις, ίσως ολόκληρη
ζωή, και καθαυτά δεν προκαλούν δυσφορία στον φέροντα, διότι είναι συντονισμένα με
το εγώ (ego-syntonic). Κατά τη διαγνωστική διαδικασία θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’
όψιν και το ότι υπάρχει συννοσηρότητα όχι μόνο στο επίπεδο της ψυχοπαθολογίας
αλλά και των διαταραχών προσωπικότητας.
Παρά το ότι η λήψη λεπτομερούς ιστορικού είναι αναντικατάστατη, έχει
συγκροτηθεί ένας μεγάλος αριθμός ερωτηματολογίων, κλιμάκων και δομημένων
συνεντεύξεων με σκοπό την έγκυρη διάγνωση των διαταραχών της προσωπικότητας.
Από αυτές φαίνεται ότι η ημιδομημένη συνέντευξη IPDE (International Personality Dis-
order Examination), που έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο του ICD-10, είναι η πλέον
εύχρηστη, έγκυρη και αξιόπιστη (Loranger 1994). Υπάρχουν και πιο εξειδικευμένα
426

εργαλεία, όπως π.χ. το Narcissistic Personality Inventory (Ερωτηματολόγιο


ναρκισσιστικής προσωπικότητας) (Raskin and Hall 1979, Κοκκώση και συν 1998).

Επιδημιολογία. Η συχνότητα του συνόλου των διαταραχών της προσωπικότητας έχει


υπολογισθεί στο 13% του πληθυσμού (Casey and Tyrer 1969), αλλά ορισμένες μελέτες
ανεβάζουν πολύ τα ποσοστά μέχρι και στο 30% (Casey et al 1984). Αυτοί οι αριθμοί,
προερχόμενοι από μελέτες που έχουν γίνει με ερωτηματολόγια, είναι ίσως υπερβολικοί,
αλλά σοβαρότερες επιδημιολογικές μελέτες βασισμένες σε κλινική εκτίμηση
ουσιαστικώς είναι ανύπαρκτες. Η συχνότητά τους είναι μεγαλύτερη στους άνδρες και
στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στους ψυχιατρικούς πληθυσμούς τα ποσοστά είναι πολύ
ανώτερα, άνω του 40%, πράγμα που ίσως υποδεικνύει τον ψυχοπαθογόνο χαρακτήρα
τους. Πολύ μεγάλα ποσοστά διαταραχών της προσωπικότητας παρατηρούνται μεταξύ
των ατόμων που κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας, ενώ συγκεκριμένες διαταραχές είναι
ιδιαίτερα συχνές σε συγκεκριμένους πληθυσμούς, όπως η αντικοινωνική
προσωπικότητα που φθάνει στο 40% των φυλακισμένων.

Προσωπικότητα και ψυχοπαθολογία. Στην ιπποκρατική τυπολογία η


προσωπικότητα και η ψυχοπαθολογία ήσαν συνδεδεμένες, αφού αμφότερες
εξαρτιόνταν από την ισορροπία των χυμών. Στη σύγχρονη εποχή ορισμένες
σημαντικές εξελίξεις έχουν επιδράσει καθοριστικά στη μελέτη των σχέσεων μεταξύ
προσωπικότητας και ψυχοπαθολογίας. Οι τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου και η
μελέτη του γενετικού υλικού έδωσαν ώθηση στη νευροψυχολογική ερμηνεία αυτών των
καταστάσεων, γεγονός που συνοδεύτηκε από μια εντυπωσιακή ύφεση του γοήτρου και
της ισχύος της ψυχανάλυσης τόσο ως θεραπευτικής μεθόδου για την αντιμετώπιση των
ψυχοπαθολογικών καταστάσεων γενικώς, όσο και ως θεωρίας της προσωπικότητας.
Σήμερα είναι πλέον αποδεκτό ότι τουλάχιστον μερικά ψυχιατρικά συμπτώματα
είναι παθολογικώς υπερανεπτυγμένα στοιχεία της φυσιολογικής προσωπικότητας,
όπως π.χ. η υπομανιακή συμπτωματολογία μπορεί να είναι μια υπερβολική έκφραση
των στοιχείων της αισιοδοξίας και της ενεργητικότητας. Στην εξέταση της προνοσηρής
προσωπικότητας τα προνοσηρά χαρακτηριστικά που έχουν ανιχνευθεί ενδεχομένως να
υποδεικνύουν τη μορφή που θα λάβει η νόσος, αν ποτέ εκδηλωθεί. Στους πάσχοντες
από ψυχικές διαταραχές δίδεται έμφαση στη –μέσω του ιστορικού τους– μελέτη της
προνοσηρής τους προσωπικότητας, επειδή οι συσχετίσεις μεταξύ παρούσης νόσου και
παρούσης προσωπικότητας δεν είναι δυνατόν να γίνουν, αφού η νόσος παίζει
σημαντικό ρόλο στην αλλοίωση της προσωπικότητας.
Υπάρχει εκτεταμένη βιβλιογραφία (Ουλής 1994) σε θέματα που αφορούν την
ύπαρξη συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας σε συγκεκριμένες
ψυχιατρικές διαταραχές, αν και το φάσμα των αντίστοιχων επιφυλάξεων και
αμφισβητήσεων είναι επίσης ευρύ. Μετά από καταθλιπτικό επεισόδιο έχει παρατηρηθεί
ότι οι ασθενείς είναι πολύ λιγότερο συναισθηματικώς ισχυροί, περισσότερο
ενδοστρεφείς και εξαρτημένοι από τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και λιγότερο
ενεργητικοί και δραστήριοι (Hirschfeld et al 1989). Μερικοί όροι που χρησιμοποιούνται
για να περιγραφεί μια διαταραγμένη προσωπικότητα (π.χ. κυκλοθυμική ή παρανοειδής)
προέρχονται από την ομοιότητα που υπάρχει μεταξύ των συγκεκριμένων
χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και κάποιας συγκεκριμένης ψυχιατρικής
διαταραχής. Έχει κυριαρχήσει η άποψη ότι υστερικές διαταραχές αναπτύσσουν
συχνότερα οι ιστριονικές προσωπικότητες, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή οι
ψυχαναγκαστικές προσωπικότητες, σχιζοφρένεια οι σχιζοειδικές προσωπικότητες,
συναισθηματικές διαταραχές οι καταθλιπτικές ή οι κυκλοθυμικές προσωπικότητες κ.λπ.
Ωστόσο δεν έχει βρεθεί ότι υπάρχουν στενές σχέσεις μεταξύ, π.χ., σχιζοειδούς
προσωπικότητας και σχιζοφρένειας ή μεταξύ κυκλοθυμικής προσωπικότητας και
συναισθηματικής νόσου. Αντίθετα έχει βρεθεί ότι ποικίλες μορφές βαρείας μελαγχολίας
(ψυχωσική, υποστροφική) εμφανίζονται σε ψυχαναγκαστικές προσωπικότητες, ενώ οι
μανιοκαταθλιπτικοί ασθενείς έχουν συνήθως φυσιολογική προνοσηρή προσωπικότητα.
427

Αιτιοπαθογένεια. Η μελέτη της αιτιοπαθογένειας των διαταραχών της


προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από ασάφεια και έντονη θεωρητικολογία, ενώ τα
αξιόπιστα και τεκμηριωμένα στοιχεία είναι πενιχρά. Η απουσία επαρκούς μητρικής
φροντίδας, η παραμέληση και η κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία, ενδεχόμενη
σοβαρή ψυχοπαθολογία στην οικογένεια, κληρονομικοί παράγοντες, ποικίλοι
περιβαλλοντικοί, πολιτιστικοί και κοινωνικοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί ως
συντελεστές στην αιτιοπαθογένεια των διαταραχών της προσωπικότητας. Το θέμα
βέβαια είναι σε ποιο βαθμό αλληλοδιαπλέκονται αυτοί οι παράγοντες και ποιοι από
αυτούς ασκούν ενδεχομένως ισχυρότερη επίδραση από τους άλλους. Ορισμένες
διαταραχές της προσωπικότητας, όπως η ναρκισσιστική, η αντικοινωνική και η
καταναγκαστική, φαίνεται ότι επηρεάζονται ισχυρά από την κληρονομικότητα, ενώ
άλλες, όπως η αποφευκτική, η σχιζοειδική και η παρανοειδής, δεν επηρεάζονται
σχεδόν καθόλου (Torgersen et al 2000).

Πορεία και πρόγνωση. Οι περισσότερες μελέτες σχετικώς με την πορεία και την
πρόγνωση των διαταραχών της προσωπικότητας αφορούν την οριακή, την
αντικοινωνική και τη σχιζοτυπική προσωπικότητα (Stone 1993). Από τις υπόλοιπες η
ναρκισσιστική, η καταναγκαστική και η σχιζοειδής έχουν γίνει αντικείμενο πολύ
περιορισμένης προσοχής, ενώ οι άλλες έχουν σχεδόν πλήρως παραμεληθεί. Σε γενικές
γραμμές δεν αναμένεται κάποια αξιόλογη μεταβολή της εικόνας των «πασχόντων» από
διαταραχές της προσωπικότητας με την πάροδο του χρόνου, αν και η ωρίμανση της
προσωπικότητας μέσω των εμπειριών και των πραγματοποιήσεων ίσως συμβάλλει
στην άμβλυνση της δριμύτητας ορισμένων συμπεριφορών, κυρίως στην ψυχοπαθητική,
στη ναρκισσιστική και στην ιστριονική προσωπικότητα. Οι οριακές προσωπικότητες
παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά βελτίωσης (50%-60%), αλλά ένα 3%-6% από αυτούς
θα αυτοκτονήσει. Οι σχιζοειδείς και οι σχιζοτυπικοί θα ζήσουν μια απομονωμένη και
περιθωριακή ζωή με πιθανότητες ψυχωσικών εκτροπών, ενώ και για τους
ψυχοπαθητικούς η πρόγνωση είναι πολύ δυσμενής, λόγω της εμπλοκής τους με το
ποινικό σύστημα και της υψηλής επικινδυνότητας των επιλογών τους.

Θεραπεία. Δεν υπάρχει απλή, οικονομική και αποτελεσματική θεραπεία για την
πλειονότητα των διαταραχών της προσωπικότητας, όχι μόνο λόγω των ιδιόμορφων
ανυπέρβλητων θεραπευτικών δυσκολιών που παρουσιάζει η καθεμία από αυτές, αλλά
και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι οι «ασθενείς» είναι απίθανο να ζητήσουν βοήθεια.
Από την άλλη μεριά, το ενδιαφέρον σε επίπεδο κλινικό καθώς και σε επίπεδο
οργάνωσης κατάλληλων υπηρεσιών, με εξαίρεση το ποινικό σύστημα για τις
παραβατικές συμπεριφορές, είναι πολύ μικρό και πολλοί ψυχίατροι αποφεύγουν
αυτούς τους «ασθενείς». Σε όλες τις διαταραχές προσωπικότητας η ψυχοθεραπεία,
ατομική ή ομαδική, ενδείκνυται περισσότερο από άλλες μεθόδους (Perry et al 1999). Η
μέθοδος της θεραπευτικής κοινότητας, κυρίως για προσωπικότητες που έχουν
εκδηλώσει εγκληματική συμπεριφορά (Warren 1994), ίσως είναι η καταλληλότερη.
Απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να αποδώσουν οι ψυχοθεραπευτικές
προσεγγίσεις και γι’ αυτό η βραχεία ψυχοθεραπεία δεν αποτελεί ρεαλιστική επιλογή.
Θεραπείες συμπεριφοράς και φαρμακευτικές αγωγές, κυρίως αντιψυχωτικά σε χαμηλές
δόσεις, έχουν επίσης προταθεί όταν οι διαταραχές εκτρέπονται προς το ψυχωσικό
φάσμα, αλλά θα πρέπει να τονιστεί ότι για τις διαταραχές προσωπικότητας καθαυτές
δεν υπάρχει χειρότερη θεραπευτική επιλογή από τη φαρμακοθεραπεία.

Ταξινόμηση. Η εγκυρότητα των ταξινομήσεων των διαταραχών της προσωπικότητας


που έχουν προταθεί, τόσο του DSM όσο και του ICD, έχει αμφισβητηθεί (Blashfield
and Kohen 1989). Εκτός από τις εγγενείς αδυναμίες ταξινόμησης τα συστήματα αυτά
πάσχουν και κατά το ότι δεν κατορθώνουν να αξιολογήσουν τους πολιτιστικούς
παράγοντες που παίζουν ρόλο τόσο στη διαμόρφωση μίας τέτοιας διαταραχής όσο και
στην αξιολόγησή της από το κοινωνικό περιβάλλον. Και το χειρότερο, βρέθηκε ότι
υπάρχουν αρκετά εκτεταμένες αλληλοεπικαλύψεις μεταξύ όλων των κατηγοριών,
428

κυρίως όμως της ιστριονικής και της ναρκισσιστικής, της αποφευκτικής και της
εξαρτητικής, της σχιζοτυπικής και της παρανοειδούς, που αποτρέπουν αυστηρές
κατηγοριοποιήσεις. Είναι αμφίβολο επίσης αν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των δέκα
διαγνωστικών κατηγοριών του ICD-10 και των ένδεκα διαγνωστικών κατηγοριών του
DSM-IV. Το DSM-IV κατατάσσει τις ένδεκα διαγνωστικές κατηγορίες διαταραχών
προσωπικότητας σε τρεις ομαδοποιήσεις ή συγκροτήματα (clusters) συμπεριφορών:
 Συγκρότημα Α: Παράδοξη ή εκκεντρική συμπεριφορά. Περιλαμβάνει την
παρανοειδή, τη σχιζοειδή και τη σχιζοτυπική προσωπικότητα.
 Συγκρότημα B: Θεατρική, συναισθηματική ή αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά.
Περιλαμβάνει την ιστριονική, τη ναρκισσιστική, την αντικοινωνική και την οριακή
διαταραχή προσωπικότητας.
 Συγκρότημα C: Αγχώδης ή φοβική συμπεριφορά. Περιλαμβάνει την αγχώδη ή
αποφευκτική, την εξαρτητική, την καταναγκαστική και την παθητικο-επιθετική
διαταραχή προσωπικότητας.
Παρακάτω παρουσιάζονται είκοσι τύποι διαταραχών της προσωπικότητας, εκ των
οποίων οι δέκα πρώτοι περιγράφονται και από τα δύο μεγάλα ταξινομικά συστήματα.

Παρανοειδής προσωπικότητα. Είναι συχνότερη στους άνδρες. Καχυποψία,


ψυχρότητα, δυσπιστία, ζηλοτυπία, κατάσταση επιφυλακής, υπεραντιδραστικότητα είναι
χαρακτηριστικά της παρανοειδούς προσωπικότητας. Το άτομο με παρανοειδή
προσωπικότητα θεωρεί τον εαυτό του εξαιρετικά σημαντικό. Δεν μπορεί να ανεχθεί την
αποτυχία και την απόρριψη και υποψιάζεται ότι άλλοι είναι υπεύθυνοι για τις δυσκολίες
που αντιμετωπίζει. Δύσκολος στις διαπροσωπικές του σχέσεις, δεν συγχωρεί
παρεκτροπές των άλλων που αφορούν το πρόσωπό του. Συνεχώς αναρωτιέται αν
πρέπει να έχει εμπιστοσύνη, ακόμη και σε στενούς φίλους ή συγγενείς. Διστακτικός
στην αποκάλυψη προσωπικών λεπτομερειών της ζωής του, διότι φοβάται ότι θα
χρησιμοποιηθούν εναντίον του. Έντονη καχυποψία τον διακατέχει στις σχέσεις του με
τους άλλους, διότι υποψιάζεται ότι θα γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης ή εξαπάτησης. Η
συνωμοτική ερμηνεία των περιστάσεων και των γεγονότων της καθημερινής κοινωνικής
και πολιτικής ζωής είναι επίσης χαρακτηριστικό αυτής της προσωπικότητας. Φανατικά
άτομα αφοσιωμένα σε διάφορες ιδεολογίες ή θρησκείες σε σημαντικό ποσοστό έχουν
αυτήν την προσωπικότητα. Θα πρέπει να γίνει διαφοροδιάγνωση από την παρανοϊκή
ψύχωση ή το διωκτικό παραλήρημα στην παρανοειδή μορφή σχιζοφρένειας. Στην
περίπτωση που εγκατασταθεί κάποια ψυχοθεραπεία, πράγμα δυσχερέστατο λόγω της
παθολογικής επιφυλακτικότητας αυτών των ατόμων, η προσθήκη μικρών δόσεων
αντιψυχωτικών φαρμάκων ίσως αμβλύνει τους μηχανισμούς της προβλητικής
επιθετικότητας που βρίσκεται στην αφετηρία του παρανοειδούς ιδεασμού, δεν
συνιστάται όμως σαν άξονας της θεραπείας.

Σχιζοειδής προσωπικότητα. Ο όρος προτάθηκε για να χαρακτηρίσει μια ομάδα


παιδιών, κυρίως αγοριών, τα οποία ενώ διέθεταν φυσιολογική ή και ανώτερη
νοημοσύνη, παρουσίαζαν υψηλούς βαθμούς αποτυχίας στο σχολείο αλλά και στην
κοινωνική τους ζωή. Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από ενδοστρέφεια και
φαντασιωσική ενδοσκοπική ενασχόληση, μοναχικότητα, περιορισμένες ή ανύπαρκτες
διαπροσωπικές σχέσεις, αδιαφορία προς τις κοινωνικές συμβάσεις, συναισθηματική
ψυχρότητα, αδυναμία έκφρασης αλλά και αποδοχής συναισθημάτων τρυφερότητας και
αγάπης ή αντίθετα οργής και μίσους, αδιαφορία για σεξουαλικές εμπειρίες, αδιαφορία
προς την κριτική ή τον έπαινο, ακαμψία, ασυνήθιστους ή παράξενους τρόπους
επικοινωνίας (Wolff 1991, Wolff et al 1991). Έχει αμφισβητηθεί η ύπαρξη μιας τέτοιας
διαταραχής προσωπικότητας (Rutter 1980), και παρά το όνομά της, δεν έχει κάποια
σχέση με τη σχιζοφρένεια. Πολλοί προτείνουν αξιολόγηση των εκδηλώσεών της μέσα
στο πλαίσιο της σχιζοτυπικής διαταραχής της προσωπικότητας ή του συνδρόμου As-
perger. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, ένα μικρό ποσοστό αυτών των ατόμων
θα αναπτύξει σχιζοφρένεια.
429

Σχιζοτυπική προσωπικότητα. Έχει αρκετά από τα στοιχεία της σχιζοφρένειας, χωρίς


όμως τα θεμελιώδη ψυχωσικά συμπτώματα (ψευδαισθήσεις, παραληρητικές
διαταραχές). Όπως και στη σχιζοφρένεια, είναι δυνατόν να παρουσιάζονται θετικά και
αρνητικά χαρακτηριστικά (κατ’ αντιστοιχία με τα θετικά και τα αρνητικά συμπτώματα).
Εκκεντρική συμπεριφορά και εμφάνιση, περίπλοκη και ασαφής ομιλία, συναισθηματική
ψυχρότητα και απόσταση, κοινωνική απόσυρση, παράξενες μαγικοθρησκευτικές
πεποιθήσεις, φαινόμενα αποπροσωποποίησης και αποπραγματοποίησης
διαμορφώνουν την εικόνα. Ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων παρουσιάζουν ισχυρές
συγκεντρώσεις σχιζοτυπικών χαρακτηριστικών, όπως αυτοί που πιστεύουν στα
παραφυσικά (paranormal) φαινόμενα, αυτοί που έχουν έντονες εξωσωματικές ή
θρησκευτικές εμπειρίες, οι ανήκοντες σε περιθωριακά θρησκευτικά κινήματα κ.λπ.
(Lawrence and Peters 2004). Πολλοί τη θεωρούν παραλλαγή ή πρόδρομο φάση της
σχιζοφρένειας. Άλλοι υποστηρίζουν ότι λειτουργεί ως ανάχωμα για την αναχαίτιση της
εισβολής σχιζοφρενικών συμπτωμάτων.

Ψυχοπαθητική προσωπικότητα. Έχει και άλλες ονομασίες, όπως δυσκοινωνική,


αντικοινωνική ή αμοραλιστική προσωπικότητα. Συχνότερη στους άνδρες, μέχρι και σε
ποσοστό 80% ως προς τις γυναίκες. Χαρακτηριστικά της είναι μια γενικευμένη και
επίμονη αποφυγή συμμόρφωσης στους κοινωνικούς κανόνες, εγωκεντρικότητα,
ανευθυνότητα, ψευδολογία, παρορμητικότητα και σεξουαλική προκλητικότητα. Η
συμπεριφορά βρίσκεται σε κατάφωρη αντίθεση με τους κρατούντες κοινωνικούς
κανόνες προς τους οποίους δεν υπάρχει καμία αίσθηση σεβασμού. Οι ψυχοπαθητικοί
είναι άτομα ανίκανα να νιώσουν ενοχή, να προβλέψουν τις συνέπειες των πράξεών
τους, να διδαχθούν από την εμπειρία και να αξιολογήσουν την τιμωρία. Ρίχνουν σε
άλλους τις ευθύνες των δικών τους πράξεων. Διακατέχονται από χαρακτηριστική
συναισθηματική σκληρότητα και αδιαφορία για τα αισθήματα των άλλων, τους οποίους,
όταν μπορούν, χρησιμοποιούν ως αντικείμενα. Είναι εξαιρετικά ικανοί να δημιουργούν
διαπροσωπικές σχέσεις, τις οποίες όμως γρήγορα καταστρέφουν. Δεν ανέχονται την
παραμικρή ματαίωση και αντιδρούν σε αυτήν με ευερεθιστότητα και επιθετικότητα που
φθάνει σε επίπεδα σκληρής βιαιότητας. Η συχνότητα αυτής της διαταραχής είναι
μεγάλη σε συγκεκριμένους πληθυσμούς, όπως σε άτομα προερχόμενα από διαλυμένες
οικογένειες, άτομα με σεξουαλικές ανωμαλίες, χρήστες ψυχοδραστικών ουσιών
(Μεταξάς και συν 1979). Μεγάλο ποσοστό των ατόμων αυτών βρίσκεται σε διαρκή
σύγκρουση με τον νόμο λόγω των υψηλών ποσοστών παραβατικότητας και
εγκληματικότητας που παρουσιάζει. Η θνησιμότητά τους είναι υψηλή, κυρίως στις
νεανικές ηλικίες, και προκαλείται από τη βίαιη συμπεριφορά, την ανεξέλεγκτη
σεξουαλική ζωή, τα ατυχήματα, τις αυτοκτονίες και την κατάχρηση ουσιών. Η
αιτιοπαθογένειά της δεν είναι τεκμηριωμένη. Οι περισσότερες μελέτες έχουν γίνει σε
πληθυσμούς φυλακισμένων ή αποφυλακισμένων εγκληματιών και αυτό αποτελεί μείζον
μεθοδολογικό πρόβλημα, αφού η ψυχοπαθητική προσωπικότητα και η
εγκληματικότητα, παρά την αναμφισβήτητη και εκτεταμένη αλληλοκάλυψή τους, δεν
ταυτίζονται αναγκαστικά. Η κακοποίηση, η παραμέληση ή η εγκατάλειψη κατά την
παιδική ηλικία είναι σημαντικοί παράγοντες που εμπλέκονται στην αιτιοπαθογένεια
αυτής της διαταραχής (Luntz and Widom 1994). Άλλοι παράγοντες, όπως
κληρονομικότητα, περιγεννητικοί τραυματικοί παράγοντες ή πρώιμες εγκεφαλικές
βλάβες έχουν ενοχοποιηθεί, και πάντως η διερεύνηση του οργανικού υποστρώματος
(Dolan 1994) πάσχει από ασάφεια και έλλειψη σοβαρής τεκμηρίωσης. Ουδεμία
θεραπευτική προσπάθεια θα τελεσφορήσει σε αυτούς τους ασθενείς, οι οποίοι
συνήθως βρίσκονται στα κρατητήρια της αστυνομίας και στις φυλακές αντιμέτωποι με
σωρεία προβλημάτων περισσότερο δικαστικού χαρακτήρα.

Ιστριονική ή θεατρική προσωπικότητα (Histrionic or Dramatic Personality).


Χρησιμοποιείται ακόμη από πολλούς και η κλασική ονομασία «υστερική
προσωπικότητα». Ο όρος έχει αποδοθεί λανθασμένα στην ελληνική ως οιστριονική ή
δραματική προσωπικότητα. Η λέξη histrionic προέρχεται από τη λατινική histrion
430

(ηθοποιός) και όχι από την ελληνική οίστρος (oestrus). Στην αγγλική βιβλιογραφία
χρησιμοποιείται εσφαλμένα ο όρος dramatic αντί του theatrical, που θα ήταν
ακριβέστερος· ωστόσο η λέξη drama στην αγγλική σημαίνει και θέατρο. Η συχνότητα
εμφάνισης της ιστριονικής προσωπικότητας στον γενικό πληθυσμό είναι γύρω στο 2%
(Nestadt et al 1990), με σαφή υπεροχή των γυναικών. Θεατρινισμοί, ψευδολογία,
υπερτονισμένη συναισθηματική εκφραστικότητα, εγωκεντρικότητα,
αυτοδραματοποίηση, έντονη ματαιοδοξία, απαιτητικότητα, σαγηνευτική και
σεξουαλικώς προκλητική συμπεριφορά, υποβολιμότητα από πρόσωπα και
καταστάσεις είναι χαρακτηριστικά στοιχεία αυτής της διαταραχής. Ο τρόπος ομιλίας
είναι εντυπωσιακός, αλλά γενικόλογος και όχι ακριβής. Το ιστριονικό άτομο έχει ρηχά
και ευμετάβλητα συναισθήματα που εκφράζονται κατά υπερβολικό και θεαματικό
τρόπο. Συνεχώς αναζητά συγκινήσεις και φτηνές εμπειρίες. Επιδιώκει με κάθε τρόπο
να κορέσει την επιθυμία του να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής και αισθάνεται
δυσφορία όταν δεν το καταφέρνει. Θεωρεί τις προσωπικές του σχέσεις στενότερες και
οικειότερες από όσο είναι στην πραγματικότητα και έχει την τάση να προσκολλάται σε
αυτές. Υπολογίζει πολύ στη σωματική του εμφάνιση και ελκυστικότητα, την οποία
συστηματικά αναδεικνύει με αποκαλυπτικές ενδυματολογικές επιλογές προκειμένου να
προσελκύσει και να παρασύρει τους άλλους. Ιδέες αυτοκτονίας εκφράζονται συχνά και
δεν θα πρέπει να υποτιμώνται. Η διαφοροδιάγνωση θα γίνει από τη ναρκισσιστική και
την εξαρτητική προσωπικότητα, με τις οποίες ούτως ή άλλως υπάρχει μεγάλη
αλληλοκάλυψη. Αυτά τα άτομα σπανίως ζητούν ψυχιατρική βοήθεια, αλλά αν συμβεί
αυτό, ίσως ωφεληθούν από κάποια μορφή ψυχοθεραπείας, πάντως όχι ομαδικής, η
οποία όταν εγκατασταθεί σπανίως διακόπτεται. Βαθιές γνωσιακές προσεγγίσεις δεν
βοηθούν, αφού απουσιάζει η ικανότητα εμβάθυνσης.

Καταναγκαστική προσωπικότητα. Λέγεται και ψυχαναγκαστική προσωπικότητα.


Συχνότερη στους άνδρες, σε αναλογία 2:1. Χαρακτηρίζεται από σχολαστικότητα,
λεπτολογία, συστηματικότητα και μεθοδικότητα, υπεραπασχόληση με τις λεπτομέρειες,
δυσκολία στη λήψη αποφάσεων, τελειοθηρία, φόβο απώλειας αγαθών ή ελέγχου,
υπερβολική ευσυνειδησία, φόβο διάπραξης σφαλμάτων και μεγάλη δυσανεξία στην
κριτική, φειδωλότητα στο χρήμα, στον χρόνο και στην έκφραση ζεστών και τρυφερών
συναισθημάτων, τυπολατρία στον εαυτό, στις σχέσεις με τους άλλους και στις
κοινωνικές συμβάσεις, υπερκαθαριότητα, ισχυρογνωμοσύνη, υπερβολική αμφιβολία
και επιφύλαξη, τάση απόλυτου ελέγχου του χρόνου, υποχονδριακό έλεγχο της υγείας.
Τα άτομα αυτά δίνουν μεγάλη σημασία στην τάξη και στην πειθαρχία, είναι αξιόπιστα
και έχουν υψηλά πρότυπα, κανόνες και ηθικές αξίες. Είναι άτομα πρακτικά, ακριβή και
σχολαστικά στις ηθικές τους απαιτήσεις. Η συμπεριφορά τους είναι άκαμπτη, χωρίς
αυθορμητισμό, πεισματώδης, ρουτινιάρικη και χωρίς λόγο τελετουργική. Η ανάγκη για
βεβαιότητα, εγγυήσεις και απόλυτη τελειότητα είναι σταθερό χαρακτηριστικό. Είναι
δυνατόν να εμπλακούν σε καταστάσεις που θα τους οδηγήσουν σε ψυχοκαταπόνηση
και έτσι η ευπάθειά τους στην κατάθλιψη είναι αυξημένη. Ωστόσο ακόμη μεγαλύτερη
είναι η ευπάθειά τους στην ανάπτυξη ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής, από την οποία
θα νοσήσει άνω του 30% των ατόμων με καταναγκαστική προσωπικότητα. Από
θεραπευτική άποψη, στις σπάνιες περιπτώσεις που θα αποφασίσουν να ζητήσουν
βοήθεια, φαίνεται ότι η ψυχοθεραπεία δεν θα αποδώσει λόγω της ακαμψίας και της
κρυψίνοιάς τους. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η χορήγηση
σεροτονινεργικών αντικαταθλιπτικών είναι δυνατόν να βοηθήσει, αλλά ο
ψυχαναγκαστικός, όπως κάθε διαταραγμένη προσωπικότητα, δεν είναι σε θέση να
κατανοήσει τη λογική μιας τέτοιας αγωγής και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα την
απορρίψει.

Εξαρτητική προσωπικότητα. Συχνότερη στις γυναίκες. Κεντρικό χαρακτηριστικό του


ατόμου με αυτήν την προσωπικότητα είναι οι υπερβολικοί φόβοι ότι δεν θα τα βγάλει
πέρα μόνο του και για τον λόγο αυτό αφήνει τους άλλους να παίρνουν πρωτοβουλίες
για την επίλυση των προβλημάτων του· έτσι εξαρτάται από τους άλλους και υποτάσσει
431

τις ανάγκες του στις ανάγκες αυτών των προσώπων. Για να πάρει και την
παραμικρότερη απόφαση, ζητάει τη συνδρομή και τις συμβουλές των άλλων. Στις
διαπροσωπικές του συναλλαγές βρίσκει εξαιρετικά δύσκολη την έκφραση μιας
διαφωνίας. Προκειμένου να μη διακινδυνεύσει η σχέση του, φθάνει στο σημείο να
περιορίσει στο ελάχιστο ακόμη και τις πλέον δικαιολογημένες απαιτήσεις του. Νιώθει
ανασφαλής, ανυπεράσπιστος και αβοήθητος όταν είναι μόνος και τρομάζει με την ιδέα
ότι το πρόσωπο από το οποίο εξαρτάται θα τον εγκαταλείψει. Η ανικανότητα να δεχθεί
τον χωρισμό είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτής της προσωπικότητας. Η
ψυχοθεραπεία σε συνδυασμό με αγχολυτική αγωγή είναι δυνατόν να βοηθήσει, αλλά ο
αριθμός και η ποιότητα των πραγματοποιήσεων που επιτυγχάνει το άτομο κατά την
εκδίπλωση της ζωής του και την, οπωσδήποτε δύσκολη αλλά επιτεύξιμη, πορεία προς
την ωριμότητα συμβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της προσωπικής αυτονομίας και
αποτελεί αξονικό θεραπευτικό παράγοντα.

Παθητικο-επιθετική προσωπικότητα. Τα άτομα με αυτήν τη διαταραχή απεχθάνονται


την ανάληψη ευθυνών και εκδηλώνουν συμπεριφορές παθητικής αντίστασης στις
απαιτήσεις που τους επιβάλλονται για κοινωνική και επαγγελματική
αποτελεσματικότητα. Αναβλητικότητα, σκόπιμη και εσκεμμένη αναποτελεσματικότητα,
αφηρημάδα είναι συμπεριφορές που επιστρατεύονται για να αποφευχθούν οι ευθύνες
που επιβάλλουν οι περιστάσεις της ζωής. Αντιστέκονται στις συμβουλές των άλλων,
αποφεύγουν να εκφράσουν επιθετική ή εχθρική συμπεριφορά. Κατάθλιψη ή κατάχρηση
αλκοόλ είναι συχνές καταστάσεις που προκύπτουν από αυτήν τη διαταραχή
προσωπικότητας.

Αγχώδης προσωπικότητα. Στις πρόσφατες ταξινομήσεις τής έχει δοθεί και η ανόητη
ονομασία αποφευκτική προσωπικότητα (avoidant personality). Διαταραχή συχνότερη
στους άνδρες. Η ανικανότητα να πάρει πρωτοβουλίες για διαπροσωπικές σχέσεις είναι
το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτής της προσωπικότητας. Το άτομο παρουσιάζει πολύ
χαμηλή αυτοεκτίμηση, ανασφάλεια και ντροπαλότητα. Κατέχεται από μια κατάσταση
έντασης και ανησυχίας, επειδή έχει την εντύπωση ότι είναι απωθητικό, κατώτερο ή
ανίκανο και συνεχώς κατατρύχεται από τον φόβο της αρνητικής κριτικής και της
απόρριψης από τους άλλους. Έχει την αίσθηση ότι η επιθυμία του για αποδοχή και
στοργή δεν ικανοποιείται. Αποτέλεσμα αυτών είναι να αποφεύγει τη δημιουργία
διαπροσωπικών σχέσεων, τις επαγγελματικές δραστηριότητες και τις κοινωνικές
επαφές και να μην αφήνεται σε αυτές παρά μόνο στις περιπτώσεις που ξέρει με
βεβαιότητα ότι είναι αποδεκτό. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες και αλληλοκαλύψεις με
την εξαρτητική προσωπικότητα, από την οποία θα πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκεται.

Ναρκισσιστική προσωπικότητα. Θα μπορούσε να ονομασθεί και κακοήθης έρως


προς τον εαυτό ή καλύτερα ανυπαρξία αντικειμένου αγάπης άλλου εκτός από τον
εαυτό (Ιορδανίδης 1986). Διαταραχή συχνότερη στους άνδρες. Κατά τη μυθολογία, ο
νάρκισσος παγιδεύτηκε όταν είδε την αντανάκλαση του προσώπου του στο νερό, αν
και πολλοί άλλοι θα προσπερνούσαν χωρίς να δώσουν ιδιαίτερη σημασία στο είδωλό
τους, ακόμη και αν η ομορφιά του ήταν εξίσου εξαιρετική με εκείνου. Η ναρκισσιστική
προσωπικότητα αντλεί τον αυτοθαυμασμό της από πραγματικές ή φαντασιωσικές
ικανότητες ή χαρίσματα, από τη μεγαλοποίηση των προσωπικών ικανοτήτων, από μια
αίσθηση προσωπικής υπεροχής και μοναδικότητας, και βέβαια από τη μεγάλη
επικέντρωση στον εαυτό και τη συνεχή αναφορά σε αυτόν. Ο νάρκισσος αναμένει
ειδική και προνομιακή μεταχείριση στη διαπροσωπική και κοινωνική του ζωή.
Καυχησιολογία, υπεροψία, ψευδολογία, εξεζητημένη και αλαζονική συμπεριφορά,
επιδειξιομανία, χειραγώγηση και εκμετάλλευση των άλλων, φαντασιώσεις μεγάλων
επιτευγμάτων, ανάγκη για προσοχή και θαυμασμό, μεγάλη δυσανεξία στην κριτική που
εκδηλώνεται με αισθήματα ντροπής ή εκδηλώσεις οργής είναι χαρακτηριστικά αυτής
της διαταραχής. Ο ναρκισσισμός έχει θεωρηθεί υποομάδα της ψυχοπαθητικής
προσωπικότητας και πάντως η διαγνωστική σύγχυση με την οριακή και την ιστριονική
432

προσωπικότητα είναι πολύ πιθανή. Από θεραπευτική άποψη η ψυχοθεραπεία ίσως


κατορθώσει να τον βοηθήσει να μετατρέψει τα αρχέγονα αισθήματα μεγαλείου σε πιο
προσγειωμένα αισθήματα ρεαλιστικής αυτοεκτίμησης, αλλά ο νάρκισσος ακόμη και αν
επισκεφθεί ψυχίατρο, γρήγορα θα τον απαξιώσει και θα εκμηδενίσει τις όποιες
θεραπευτικές του δυνατότητες.

Οριακή ή μεταιχμιακή προσωπικότητα. Οι υποστηρικτές αυτής της άκρως


αμφιλεγόμενης οντότητας ισχυρίζονται ότι η δομή της προσωπικότητας των
πασχόντων από αυτήν βρίσκεται σε μια ενδιάμεση θέση μεταξύ νευρωτικών και
ψυχωσικών επιπέδων και χαρακτηρίζεται από συναισθηματική αστάθεια και
συναισθηματικές διαταραχές, παρορμητικότητα, ρηχότητα στην κοινωνική
προσαρμογή, ακαταστασία στις διαπροσωπικές σχέσεις, ψυχοαποσυνδετικά επεισόδια
και παροδικές φάσεις με ψυχωσικά επεισόδια. Άλλοι υποστηρίζουν ότι έχει
περισσότερα χαρακτηριστικά ψυχωσικής συμπτωματολογίας παρά διαταραχής της
προσωπικότητας. Πιθανόν σε αυτήν τη νοσολογική κατηγορία να στεγάζονται και άλλες
διαταραχές που δεν έχουν ακόμη αναγνωρισθεί και πάντως ο ορισμός πολύ απέχει
από το να αντανακλά μια διαταραχή της προσωπικότητας (Akiskal 2004). Είναι
συχνότερη στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες, σε αναλογία 4:1. Ανικανότητα
εγκατάστασης διαπροσωπικών σχέσεων, χαοτική σεξουαλική ζωή, δυσανεξία σε
ασαφή μηνύματα, μείωση του ελέγχου των ενστικτικών ενορμήσεων, χαμηλή ανοχή
στην ψυχοκαταπόνηση είναι χαρακτηριστικά της οριακής προσωπικότητας. Οι
εγκατεστημένες διαπροσωπικές τους σχέσεις μαστίζονται από ένταση και συνεχείς
ανατροπές με εναλλαγές προσκόλλησης και απόρριψης. Σε προσωπικό επίπεδο τα
άτομα αυτά συνήθως βιώνουν ένα είδος αποδιοργάνωσης και αστάθειας στην εικόνα
που έχουν για τον εαυτό τους, το συναίσθημα, τη συμπεριφορά και τις διαπροσωπικές
τους σχέσεις. Το συναίσθημά τους διακινείται από την κατάθλιψη στο άγχος και στην
ευερεθιστότητα. Έχουν συγκεχυμένες και αντιφατικές απόψεις για τον εαυτό τους, τη
σεξουαλικότητά τους, τους στόχους τους και τις αξίες της ζωής, την καριέρα, τις
επιλογές και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Κατατρύχονται από ένα χρόνιο και
εξόχως δυσφοριογόνο αίσθημα κενού. Συχνά υπό το βάρος στρεσογόνων
καταστάσεων είναι δυνατόν να εκδηλώσουν παρανοειδή ιδεασμό ή ακόμη και
ψυχωσική συμπτωματολογία για σύντομα χρονικά διαστήματα.
Η παρορμητικότητά τους εκδηλώνεται με κατάχρηση ουσιών, ακαταστασία στη
λήψη τροφής με βουλιμικά και ανορεξικά επεισόδια, εκρήξεις θυμού με λεκτική
κακομεταχείριση, ριψοκίνδυνη οδήγηση κ.λπ. Η κατάθλιψη, που σχεδόν μόνιμα
συνοδεύει αυτήν τη διαταραχή, επιτείνει τη δυσφορία και, σε συνδυασμό με την έντονη
παρορμητικότητα, είναι δυνατόν να οδηγήσει σε επανειλημμένες απόπειρες
αυτοκτονίας, με τελική συνέπεια η αυτοκτονία να είναι αιτία θανάτου για περίπου το
10% των ασθενών και να ανεβάζει τη θνησιμότητα του πληθυσμού των οριακών σε
πολύ υψηλά επίπεδα. Με την πάροδο του χρόνου η εικόνα σταδιακά βελτιώνεται
σημαντικά στους περισσότερους από αυτούς τους ασθενείς· αυτό προφανώς
υποδηλώνει είτε ότι δεν πρόκειται για διαταραχή της προσωπικότητας αφού δεν διαρκεί
εφόρου ζωής, είτε ότι είναι ένα πακέτο διαταραχών νευρωσικού και ψυχωσικού τύπου
στις οποίες περιλαμβάνονται και στοιχεία διαταραχής προσωπικότητας. Δεν
αποκλείεται επίσης να πρόκειται περί μιας επιπεπλεγμένης αναπτυξιακής μεταεφηβικής
διαταραχής που περιλαμβάνει στοιχεία ανώμαλης εξέλιξης και έκβασης της κρίσης
ταυτότητας. Η θεραπεία έχει αβέβαια αποτελέσματα. Περιλαμβάνει ψυχοθεραπεία με
στόχο την κατάκτηση καλύτερης αυτογνωσίας, τον έλεγχο της παρορμητικότητας και
κυρίως των επικίνδυνων για τη ζωή συμπεριφορών, την αύξηση της ανθεκτικότητας
στις αγχογόνες καταστάσεις και την επίτευξη κάποιας σταθερότητας στις
διαπροσωπικές σχέσεις. Αλλά αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή είναι σχεδόν
βέβαιο ότι θα χρειασθεί. Αντιψυχωσική αγωγή θα χορηγηθεί στις λιγότερο συχνές
περιπτώσεις όπου εμφανίζεται ψυχωσική συμπτωματολογία.
433

Το σύνδρομο της διάχυτης ταυτότητας. Τα χαρακτηριστικά αυτής της


αμφισβητούμενης από πολλούς διαταραχής (Akhtar 1984) είναι η παρουσία
αντιφατικών χαρακτηριστικών προσωπικότητας (π.χ. ευπιστία-καχυποψία, πλεονεξία-
αυταπάρνηση), η περιοδική διακοπή της συνέχειας του εαυτού σε σχέση με τον χρόνο
–η οποία εκδηλώνεται με επίμονη τήρηση ημερολογίων, φωτο-άλμπουμ κ.λπ.–, η
έλλειψη αυθεντικότητας και πρωτοτυπίας, η τρωτότητα στις εξωτερικές επιδράσεις, τα
αισθήματα κενού παρά το ότι τα άτομα αυτά δεν βιώνουν μοναξιά, η δυσφορία του
φύλου –που εκδηλώνεται με υιοθέτηση συμπεριφορών του αντίθετου φύλου–, οι
ακατάστατες απόψεις γύρω από θέματα εθνικότητας, η σοβαρή έλλειψη ιστορικο-
πολιτισμικής βάσης της ταυτότητάς τους και η απουσία ηθικών αξιών. Αυτό το
σύνδρομο διαφέρει από την εφηβική κρίση ταυτότητας κατά το ότι, όπως και η οριακή
προσωπικότητα, συνεχίζεται και μετά την εφηβεία και συνοδεύεται από σοβαρή
χαρακτηρολογική παθολογία.

Σαδιστική προσωπικότητα. Η βάναυση και επιθετική συμπεριφορά με στόχο την


εγκατάσταση κυριαρχικής θέσης σε μια σχέση είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της
διαταραχής. Ο σαδιστής ταπεινώνει και εξευτελίζει πρόσωπα, ακόμη και όταν άλλοι
είναι παρόντες. Αυτοί που βρίσκονται υπό την εξουσία του συνήθως υποφέρουν.
Διασκεδάζει και νιώθει ικανοποίηση όταν βλέπει ανθρώπους να υποφέρουν σωματικώς
ή ψυχικώς. Του αρέσει να κάνει τους άλλους να υποφέρουν χωρίς να έχει άλλο στόχο.
Υποχρεώνει άλλους ανθρώπους να πράττουν αυτό που θέλει χρησιμοποιώντας ως
μέσον τον εκφοβισμό και την τρομοκρατία. Περιορίζει την ελευθερία εκείνων με τους
οποίους διατηρεί στενές σχέσεις. Γοητεύεται από τη βία, τα όπλα, τα βασανιστήρια
κ.λπ. Όταν στόχος τέτοιων συμπεριφορών είναι η σεξουαλική ικανοποίηση, τότε
πρόκειται περί σεξουαλικού σαδισμού.

Μαζοχιστική προσωπικότητα. Η έννοια του μαζοχισμού διατυπώθηκε για πρώτη


φορά μέσα στο πλαίσιο της σεξουαλικής παθολογίας από τον Krafft-Ebing (1898) στα
τέλη του 19ου αιώνα· αργότερα αυτονομήθηκε ως διακριτή διαταραχή της
προσωπικότητας, αλλά σήμερα δεν είναι αποδεκτή στα μεγάλα ταξινομικά συστήματα.
Το άτομο με μαζοχιστική προσωπικότητα (Kass et al 1986) θυσιάζει σημαντικά
προσωπικά του συμφέροντα για το συμφέρον άλλων, υπονομεύει τους ίδιους στόχους
του, απορρίπτει επανειλημμένως ευκαιρίες να δοκιμάσει απολαύσεις, ενώ στις
διαπροσωπικές του σχέσεις οι άλλοι είναι δυνατόν να τον εκμεταλλεύονται και να τον
κακομεταχειρίζονται μολονότι ο ίδιος έχει τη δυνατότητα να αλλάξει την κατάσταση.
Πάντοτε απαισιόδοξος για το μέλλον, έχει την τάση να ασχολείται με τα χειρότερα
ενδεχόμενα. Δίνει έμφαση στα μειονεκτήματά του, αλλά αγνοεί τις θετικές πλευρές του
εαυτού του.

Παρορμητική προσωπικότητα. Το άτομο που παρουσιάζει αυτήν τη διαταραχή δεν


έχει την ικανότητα να σκεφτεί προτού ενεργήσει, δεν μπορεί να προσχεδιάζει τις
ενέργειές του ούτε να προβλέπει τις συνέπειες και απλών συμπεριφορών του. Απαντά
στην κριτική με επίθεση, παρουσιάζει πτωχευμένη δυνατότητα αυτοελέγχου, αστάθεια
στα συναισθήματα, αδυναμία ελέγχου των παρορμήσεων. Συνήθως εκτρέπεται σε
πράξεις βιαιότητας και η εμπλοκή του με την αστυνομία είναι συχνή. Η διαφορά από
την ψυχοπαθητική προσωπικότητα βρίσκεται στο ότι ο ψυχοπαθητικός συνήθως δεν
είναι απερίσκεπτα παρορμητικός.

Καταθλιπτική προσωπικότητα. Έχει περιγραφεί κυρίως από Γερμανούς


φαινομενολόγους και από ψυχαναλυτές. Οι σύγχρονες ταξινομήσεις δεν
συμπεριλαμβάνουν αυτήν τη διαταραχή πολλά από τα συμπτώματα της οποίας
χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία της δυσθυμικής διαταραχής ή δυσθυμίας που
κατατάσσεται στις καταθλίψεις. Η αντίληψη που έχει το άτομο για τον εαυτό του
κυριαρχείται από ιδέες αναξιότητας, απαξίωσης και χαμηλής αυτοεκτίμησης. Είναι
επικριτικό, μομφικό και δυσμενές απέναντι στον εαυτό του. Κατέχεται από στενόχωρες
434

σκέψεις και το συναίσθημά του κυριαρχείται από θλίψη. Η εμφάνισή του χαρακτηρίζεται
από κατήφεια, χωρίς έκφραση χαράς, ευχαρίστησης και ευτυχίας. Μηδενιστικός,
επικριτικός και καταδικαστικός απέναντι και στους άλλους. Απαισιόδοξος για τα
προσωπικά του αλλά και για γενικότερα θέματα. Έχει την τάση να αισθάνεται ένοχος
και εύκολα καταλαμβάνεται από τύψεις. Άτομα με καταθλιπτική προσωπικότητα, όπως
είναι αναμενόμενο, παρουσιάζουν μεγάλη ευπάθεια στην ανάπτυξη καταθλιπτικής
συμπτωματολογίας.

Διαταραχή της προσωπικότητας μετά από ψυχιατρική νόσο. Οι κοινωνικές


συνέπειες τού να πάσχει κανείς από ψυχιατρική νόσο συμβάλλουν στη διαμόρφωση
αυτής της διαταραχής, η οποία πάντως αμφισβητείται ως νοσολογική οντότητα. Ο
άρρωστος πιστεύει ότι έχει στιγματισθεί και εξ αυτού είναι κοινωνικά και επαγγελματικά
καταδικασμένος να υπολειτουργεί. Ως συνέπεια, διαμορφώνει μία εξαρτητική,
μεμψίμοιρη, υποχονδριακή και απαιτητική συμπεριφορά.

Οργανική διαταραχή της προσωπικότητας. Οφείλεται σε επίδραση εγκεφαλικής


βλάβης στην οργάνωση της προσωπικότητας. Παρατηρείται σε ευρύ φάσμα
παθολογικών καταστάσεων, όπως στο σύνδρομο μετωπιαίου λοβού, στις βλάβες του
δρεπανοειδούς, μετά από ψυχοχειρουργικές επεμβάσεις κ.λπ. Μεταβάλλονται οι
στάσεις του ασθενούς, οι συνηθισμένοι τρόποι συμπεριφοράς του, τα συναισθήματα
γίνονται ρηχά και ασταθή, μέσα σε ένα πλαίσιο γνωσιακών διαταραχών και αδυναμίας
οργανώσεως και εκπληρώσεως στοχοκατευθυνόμενων ενεργειών. Διαταραχές της
κοινωνικής συμπεριφοράς με άρση αναστολών και στρέβλωση της σεξουαλικότητας
είναι συχνές.

Προσωπικότητα τύπου Α. Πολλοί προτιμούν τον όρο συμπεριφορά τύπου Α. Υψηλά


επίπεδα ενεργητικότητας, ψυχοπνευματική υπερεγρήγορση, συναισθηματική
εκφραστικότητα, ικανότητα χειρισμού πολλαπλών καθηκόντων, ισχυρή
ανταγωνιστικότητα και επιθετικότητα, ανυπομονησία (Ivancevich and Matteson 1988).
Τα άτομα αυτά είναι πολύ εργατικά, τους απασχολεί ο χρόνος περάτωσης των
καθηκόντων τους προσπαθώντας να πετύχουν όσο το δυνατόν περισσότερα σε όσο το
δυνατόν μικρότερο χρονικό διάστημα. Αλλά η υπεραντιδραστικότητα του διπόλου
συναίσθημα-συμπεριφορά έχει θεωρηθεί ένας από τους παράγοντες ευόδωσης της
αθηροσκλήρωσης και ο βαθμός κινδύνου για ανάπτυξη στεφανιαίας νόσου στα άτομα
αυτά είναι πολύ μεγάλος, με σημαντική πιθανότητα πρόωρου θανάτου. Ο κίνδυνος
αυξάνεται ακόμη περισσότερο σε αυτούς που βρίσκονται σε κατάσταση κοινωνικής
ρευστότητας και ανασφάλειας.

Προσωπικότητα ή συμπεριφορά τύπου C. Συγκεκριμένοι τρόποι συμπεριφοράς


δημιουργούν παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου. Ένα μεγάλο ποσοστό
ασθενών με κακόηθες μελάνωμα πιστεύουν ότι αισθάνονταν υποχρεωμένοι να είναι
συνεχώς ευχάριστοι, καταπίεζαν αρνητικά συναισθήματα (θυμό, φόβο, λύπη) και
υπολόγιζαν τις ανάγκες των άλλων περισσότερο από τις δικές τους. Δεν είναι τόσο
καλά τεκμηριωμένη στη βιβλιογραφία αυτή η συμπεριφορά, όσο η προηγούμενη.

Ανοσοδυσλειτουργική προσωπικότητα. Αμφισβητούμενη οντότητα που προέκυψε


από παράτηρήσεις σε άτομα ευάλωτα στις λοιμώξεις. Διακρίνεται από μια τάση
αυτοθυσίας χωρίς αντισταθμιστική διεκδίκηση, πράγμα που την κάνει αγαπητή και
συμπαθή. Συναισθήματα καταπιεσμένα για μεγάλα χρονικά διαστήματα υποσκάπτουν
το ανοσοποιητικό σύστημα.

Ατυχηματοθηρική προσωπικότητα. Ορισμένα χαρακτηριστικά προσωπικότητας είναι


δυνατόν να καταστήσουν το άτομο επιρρεπές στα ατυχήματα. Εξωστρέφεια,
παρορμητικότητα, επιδειξιομανία, επιθετικότητα, σχετίζονται θετικά με εμπλοκές σε
ατυχήματα. Ορισμένες προσωπικότητες επίσης, όπως η προσωπικότητα τύπου Α και η
435

αντικοινωνική προσωπικότητα, είναι δυνατόν να εμπλακούν σε συμπεριφορές


επικίνδυνες και έτσι να οδηγηθούν σε ατυχήματα.

Πτωχευμένη προσωπικότητα. Αναπτύσσεται σε κοινωνικά περιβάλλοντα


αποδυνάμωσης των πνευματικών και πολιτιστικών στοιχείων και αξιών. Τα αξονικά
χαρακτηριστικά της είναι η μείωση της ηθικής ακεραιότητας, η απώλεια ή η λανθασμένη
κατεύθυνση της ενεργητικότητας, η αναποφασιστικότητα και η έλλειψη δραστηριότητας.

Διαταραχή της προσωπικότητας μετά από ισχυρή ψυχοκαταπόνηση. (Βλ.


σχετικό κεφάλαιο).

Αυταρχική προσωπικότητα. Δεν υφίσταται μια τέτοια κλινική οντότητα, αλλά


αναφέρεται εδώ σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα εμπλοκής της ιδεολογίας στη
χειραγώγηση της ψυχιατρικής. Οι έννοιες της αυταρχικότητας και της αλλοτρίωσης
γνώρισαν ημέρες αίγλης κατά τις πρώτες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
δεκαετίες από τους διανοούμενους της αριστεράς. Ο όρος προτάθηκε από τον Adorno
το 1950 και έλαβε τεράστια δημοσιότητα τα επόμενα 10-20 χρόνια σε μια προσπάθεια
να ερμηνευτούν οι «διαταραγμένες» προσωπικότητες που κατά καιρούς κυβέρνησαν
τις ανθρώπινες κοινωνίες, κυρίως οι εμφορούμενοι από ολοκληρωτικές, φασιστικές
ιδέες. Αργότερα αυτές οι «ερμηνείες» επεκτάθηκαν και στους υπόλοιπους ανθρώπους
(Τερλεξής 1975). Ακόρεστη επιθυμία για κυριαρχία και επιβολή, υπεροψία και
αλαζονεία προς τους υφισταμένους, έλλειψη ανοχής προς τις αντίθετες απόψεις,
αδυναμία εκδήλωσης του συναισθήματος, αποστροφή στη θεωρητική σκέψη,
δυασανεξία προς την αμφιβολία, πρακτικότητα, συντηρητισμός και καθήλωση σε
παραδοσιακές αξίες με έμφαση στην αρρενωπότητα και στην επιδίωξη μιας ιδανικής
κοινωνίας κ.λπ. θεωρήθηκαν τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτής της προσωπικότητας.
Λίγο αργότερα οι ιδεολογικοί αντίπαλοι της αριστεράς έκαναν αντεπίθεση με την
ανακάλυψη μιας «ολοκληρωτικής» προσωπικότητας που είχε περίπου τα ίδια
χαρακτηριστικά με την αυταρχική αλλά ανήκε στο κομμουνιστικό στρατόπεδο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ Θ. (1986). Νάρκισσος και Ναρκισσισμός. Μια άποψη της σχέσης του μύθου με την θεωρία.
Εγκέφαλος 23:65-68.
ΚΟΚΚΩΣΗ Μ και συν (1998). Το Ερωτηματολόγιο Ναρκισσιστικής Προσωπικότητας-NPI. Προσαρμογή
και μελέτη των ψυχομετρικών ιδιοτήτων του. Ψυχιατρική 9:119-133.
ΜΕΤΑΞΑΣ Α, ΜΠΑΛΛΗΣ Θ, ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Μ, και συν (1979). Ανώμαλη αντικοινωνική
προσωπικότητα (στατιστική μελέτη). Ιατρ. Επιθ. Εν. Δυνάμ. 13:789-795.
ΟΥΛΗΣ Π. (1994). Προσωπικότητα και Ψυχοπαθολογία. Τετρ. Ψυχιατρ. 46:135-141.
ΤΕΡΛΕΞΗΣ Π. (1975). Ο αυταρχικός άνθρωπος. Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.

AKHTAR S. (1984). The Syndrome of Identity Diffusion. Am J Psychiatry 141(11):1381-1385.


AKISKAL H. (2004). Demystifying borderline personality: critique of the concept and unorthodox reflec-
tions on its natural kinship with the bipolar spectrum. Acta Psychiatr Scand 110:401-407.
BOWLBY J. (1946). Forty-Four Juvenile thieves. London.
CASEY PR, TYRER P. (1969). Personality, functioning and symptomatology. J Psychiat Res 20:363-74.
CASEY PR, TYRER P, DILLON S. (1984). The diagnostic status of patients with conspicuous psychiatric
morbidity in primary care. Psychological Medicine 14:673-681.
DOLAN M. (1994). Psychopathy- A Neurobiological perpective. Brit J Psychiatry 165:151-159.
EYSENCK HJ. (1964). Crime and Personality.
HIRSCHFELD RM, KLERMAN GL, et al (1989). Premorbid personality assessments of first onset of Major
Depression. Arch Gen Psychiatry 46:345-350.
IVANCEVICH JM, MATTESON MT (1988). Type A Behaviour and the healthy individual. Br J Med Psy-
chol 61:37-56.
KASS F, MACKINNON RA, SPITZER RL. (1986). Masochistic personality: An empirical study. Am J Psy-
chiat 143:216-218.
KRAFFT-EBING R. (1988). Psychopathia Sexualis. Stuttgart, Enke.
LAWRENCE E, PETERS E. (2004). Reasoning in believers in the paranormal. J Nerv Ment Diseases
192(11):727-733.
LEWIS G, APPLEBY L. (1988). Personality Disorder: The patients psychiatrists dislike. Br J Psychiatry
153:44-49.
436

LORANGER AW, et al. (1994) The international personality disorder examination. The World Health Or-
ganization/Alcohol, Drug Abuse, and Mental Health Administration International Pilot Study of Personality
Disorders. Arch. Gen. Psychiatry, 51:215-224.
NESTADT G, ROMANOSKI AJ, et al. (1990). An epidemiological study of histrionic personality disorder.
Psychol. Med. 20:413-422.
PERRY JC, BANON E, IANNI F. (1999). Effectiveness of psychotherapy for personality disorders. Am J
Psychiatry 156(9):1312-21.
RASKIN RN, HALLS CS (1979) A narcissistic personality inventory. Psychol Rep. 45(2):590.
RUTTER M. (1987). Temperament, Personality and Personality Disorder. Brit J Psychiat 150:443-458.
STONE MH. (1993). Long-Term Outcome in Personality Disorders. Brit J Psychiatry 162:299-313.
TORGERSEN S, et al. (2000). A twin study of personality disorders. Compr Psychiatry 41(6):416-25.
WARREN F. (1994). What do we mean by a Therapeutic Community for Offenders? Therapeutic Commu-
nities 15(4):312-319.
WOLFF S. (1991). "Schizoid" personality in childhood and adult life. I: The vagaries of diagnostic labelling.
Br. J. Psychiatry 159:615-620.
WOLFF S, TOWNSHEND R, MCGUIRE RJ, WEEKS DJ. (1991). "Schizoid" personality in childhood and
adult life. II. Adult adjustment and the continuity with schizotypal personality disorder. Br J Psychiat 159:
620-629.
WORLD HEALTH ORGANISATION (1987). Tenth Revision of the International Classification of Diseases
(ICD-10). Geneva, WHO.
437

55. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑΣ

Τα σύνορα της ιατρικής και της κλινικής έννοιας της σεξουαλικής διαταραχής
μετατοπίστηκαν πολλές φορές στη διάρκεια της ιστορίας· άλλοτε διευρύνθησαν και
άλλοτε συρρικώθηκαν, αναλόγως του κοινωνικού, ηθικού και ιδεολογικού κλίματος της
κάθε εποχής. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Szasz (1980), «Τον 19ο αιώνα ο
αυνανισμός ήταν νόσος και ο μη αυνανισμός θεραπεία. Σήμερα ο αυνανισμός είναι
θεραπεία και ο μη αυνανισμός νόσος». Ο κλασικός ορισμός του Krafft-Ebbing (1906)
ότι σεξουαλική εκτροπή ή διαστροφή είναι κάθε έκφραση του σεξουαλικού ενστίκτου
που δεν οδηγεί στον πολλαπλασιασμό του είδους, ενώ είναι οπωσδήποτε σωστή από
βιολογική-ιατρική άποψη, από κάθε άλλη άποψη είναι υπερβολικά στενή (π.χ. ποιος θα
κατέτασσε σήμερα στις διαστροφές τη χρήση προφυλακτικού ή τον αυνανισμό). Η
σεξουαλικότητα στις ανεπτυγμένες χώρες έχει σήμερα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικής
ανοχής από οποιαδήποτε άλλη εποχή. Ο σεξουαλικός πειραματισμός δεν γνωρίζει
περιορισμούς, οι τεχνικές αντισύλληψης όχι μόνο είναι προσβάσιμες αλλά
διαφημίζονται για λόγους προστασίας της υγείας (αφροδίσια νοσήματα, εκτρώσεις
κ.λπ.), η έκτρωση είναι απείρως ευκολότερη μολονότι απαγορεύεται, ο γάμος διέρχεται
περίοδο κρίσης καθώς εμφανίζονται και ρηξικέλευθες μορφές γαμήλιας συμβίωσης
μεταξύ ομοφυλοφίλων, η σεξουαλική πληροφόρηση είναι εκτεταμένη, οι στάσεις
απέναντι στις διαστροφές είναι πιο φιλελεύθερες και ανεκτικές. Οι εποχές της ενοχής
για τις αυνανιστικές τάσεις, της ανικανοποίητης σεξουαλικής περιέργειας, του φόβου
και της άγνοιας για σεξουαλικά θέματα ανήκουν στο παρελθόν, αλλά αν το δει κανείς
ιστορικά, μπορεί να ανήκουν και στο μέλλον.

Οι σεξουαλικές διαταραχές λειτουργούν προς την κατεύθυνση της οικονομίας των


γεννήσεων, αφού πράγματι, όπως λέει και ο Krafft-Ebbing, δεν οδηγούν στην
αναπαραγωγή. Σε εκφυλισμένες και καταρρέουσες κοινωνίες οι σηπτικές κοινωνικές
διεργασίες οδώνονται περαιτέρω και μέσα από διαδικασίες που ευνοούν την
υπογεννητικότητα και τη γήρανση του πληθυσμού, καθιστώντας ευκολότερη την άλωσή
τους από σφριγηλότερες κουλτούρες. Οι σεξουαλικές διαταραχές, κυριαρχικά
φαινόμενα στη σεξουαλικότητα τέτοιων κοινωνιών, συμβάλλουν σε ένα βαθμό προς
αυτήν την κατεύθυνση από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας.

Σήμερα θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν το κοινωνικό πλαίσιο της


σεξουαλικότητας τόσο στη διαγνωστική όσο και στη θεραπευτική διαδικασία των
διαταραχών της. Από κλινική άποψη διακρίνονται σε εκείνες που παρατηρούνται στο
επίπεδο της περισυνουσιακής συμπεριφοράς, εκείνες που σχετίζονται με την ταυτότητα
του φύλου, την επιλογή σεξουαλικού αντικειμένου και τις σεξουαλικές ανωμαλίες.
Βέβαια δεν είναι καθόλου σπάνιο αρκετές σεξουαλικές διαταραχές να συνυπάρχουν
στο ίδιο άτομο.

I. ΠΕΡΙΣΥΝΟΥΣΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ
Η φυσιολογική εκτέλεση της σεξουαλικής πράξης είναι αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης
διεργασίας, σε κάθε σημείο της οποίας είναι δυνατόν να παρουσιασθούν διαταραχές.
Παρά το ότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων αυτές οι διαταραχές είναι
καθαρά ψυχογενείς, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις το ενδεχόμενο της υπάρξεως
οργανικού υποστρώματος πρέπει να εξετάζεται με προσοχή. Διαταραχές του
κυκλοφορικού, νευρολογικές διαταραχές, συστηματικές παθήσεις, παθήσεις των
γεννητικών οργάνων, φάρμακα κ.λπ., είναι δυνατόν να επιδράσουν αρνητικά στη
438

σεξουαλική λειτουργικότητα, σε κάθε επίπεδο. Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες όπως


τραυματικές παιδικές εμπειρίες, αισθήματα ενοχής, παράλογες ή ακραίες ιδέες για τη
σημασία της σεξουαλικής ζωής, φόβος της σεξουαλικής επιθυμίας, φόβος ότι η
συνουσιακή διαδικασία συνδυάζεται με βία, τραυματισμό ή άλλες ανεπιθύμητες
συνέπειες, υπεισέρχονται στη διαμόρφωση της κλινικής εικόνας των περισυνουσιακών
διαταραχών. Άλλοι κοινωνιογενείς παράγοντες παίζουν επίσης ρόλο, όπως η επιδίωξη
επίτευξης ενός «επιπέδου επίδοσης», που διαφημίζονται κατά ποικίλους τρόπους από
τα μέσα μαζικής προπαγάνδας. Στις σύγχρονες κοινωνίες ο φόβος της ανικανότητας
στον άνδρα και η απουσία οργασμού στη γυναίκα θεωρούνται καίρια προβλήματα. Η
ανταγωνιστικότητα και η ερωτική καυχησιολογία είναι συμπεριφορές που έχουν στενή
σχέση με αυτές τις διαταραχές της σεξουαλικότητας. Μέγεθος πέους, χρόνος
συνουσίας, αριθμός συνευρέσεων, γυναικείος οργασμός κ.λπ. είναι παράγοντες στους
οποίους το άτομο είναι δυνατόν να εμπλακεί κατά επίμονο, πολλές φορές
ψυχαναγκαστικό τρόπο, βάζοντας ερωτηματικά ως προς την ικανότητά του και
καταστρέφοντας έτσι τους δικούς του τρόπους σεξουαλικής συμπεριφοράς. Οι
συνηθέστερες περισυνουσιακές διαταραχές και στα δύο φύλα είναι η αποδίωξη της
libido, η ανηδονία και η έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας. Στους άνδρες είναι η απουσία
στύσης, η χαλαρή στύση, η πρώιμη εκσπερμάτωση, η καθυστέρηση της
εκσπερμάτωσης, ο πριαπισμός. Στις γυναίκες είναι η διαταραχή της διέγερσης, η
αποστροφή προς τη συνουσία, η ανοργασμία, η δυσπαρεύνια και ο κολεόσπασμος
(Βαϊδάκης 1982).

Έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας. Παρατηρείται και στα δύο φύλα, αλλά στις γυναίκες
έχει επικρατήσει να ονομάζεται και ψυχρότητα. Χαρακτηρίζεται από απουσία
ανταπόκρισης, σχεδόν πλήρη αποφυγή σεξουαλικής επαφής, η οποία θεωρείται από
τον/την ασθενή ως κουραστικό και βαρετό καθήκον. Προκαλείται τόσο από οργανικές
όσο και από ψυχολογικές καταστάσεις. Στις οργανικές καταστάσεις περιλαμβάνονται
παθήσεις που επιφέρουν άλγος κατά τη συνουσία, μείωση των οιστρογόνων κατά την
εμμηνόπαυση, ανωμαλίες στην κατασκευή των γεννητικών οργάνων. Στις ψυχολογικές
αιτίες περιλαμβάνονται ενοχές για τις σεξουαλικές δραστηριότητες, άγχος, κατάθλιψη
και άλλες ψυχιατρικές καταστάσεις, ψυχοκαταπόνηση, σύγκρουση με τον σύντροφο,
άγνοια των σεξουαλικών τεχνικών κ.λπ. Χαμηλή σεξουαλική επιθυμία είναι η
συνηθέστερη σεξουαλική δυσλειτουργία στις γυναίκες και αυξάνει με την ηλικία. Είναι
συχνή στις ανοργασμικές γυναίκες οι οποίες δεν επιθυμούν τη συνουσία επειδή δεν
έχει τίποτε να τους προσφέρει. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η έλλειψη σεξουαλικής
επιθυμίας δεν αποκλείει τη σεξουαλική διέγερση, η οποία κάτω από ιδανικές για τον
πάσχοντα ή την πάσχουσα προϋποθέσεις είναι δυνατόν να επιτευχθεί. Επομένως δεν
πρόκειται περί σεξουαλικής ανικανότητας. Η χρήση δονητών είναι δυνατόν να
πυροδοτήσει την ανάπτυξη επιθυμίας σε ψυχρές γυναίκες και να τις οδηγήσει σε
εμπειρίες οργασμών. Το αντίθετο της γυναικείας ψυχρότητας, η ανδρομανία ή
νυμφομανία, μία υπερβολική σεξουαλική επιθυμία για τους άνδρες, είναι μάλλον
σπάνιο φαινόμενο, καθαυτό μη παθολογικό, αλλά ενδέχεται να είναι εκδήλωση κάποιας
ψυχοπαθολογίας, όπως η μανιακή φάση της μανιοκαταθλιπτικής νόσου, η διανοητική
καθυστέρηση ή διάφορες ανοϊκές καταστάσεις που προκαλούν άρση των ηθικών
αναστολών.

Αποδίωξη της libido. Είναι κατάσταση κατά την οποία, κυρίως κατά τη διάρκεια του
ερωτικού παιγνιδιού ή και αμέσως μόλις αρχίσει η συνουσία, αποσύρεται κάθε επιθυμία
και το άτομο περατώνει πρόωρα τη διαδικασία στο σύνολό της. Ίσως οφείλεται σε
ενοχές ή σε αιφνιδίως αναδυόμενη απέχθεια προς τη συνουσία ή τον σεξουαλικό
σύντροφο και είναι δυνατόν να δημιουργήσει σοβαρές εντάσεις στο ζευγάρι.

Ανηδονία. Στην περίπτωση της ανηδονίας τόσο ο οργασμός στις γυναίκες όσο και η
εκσπερμάτωση στους άνδρες πραγματοποιούνται, αλλά απουσιάζει το ψυχικό
αποτέλεσμα ικανοποίησης και το άτομο νιώθει πλήρη έλλειψη αισθήματος ηδονής κατά
439

τη συνουσία από την αρχή μέχρι το τέλος της. Ο όρος ανηδονία έχει δεινοπαθήσει ως
περιγραφικό εργαλείο, επειδή αντίστοιχος όρος (anhedonia) χρησιμοποιείται στην
αγγλοσαξονική ονοματολογία για την περιγραφή του καταθλιπτικού συμπτώματος
απουσίας ευχαρίστησης από τις καθημερινές δραστηριότητες.

Δυσλειτουργία της στύσης. Περιγράφεται και ως ανδρική ανικανότητα.


Χαρακτηρίζεται από αδυναμία επίτευξης και διατήρησης στύσης επαρκούς για την
επιτέλεση ικανοποιητικής συνουσίας. Μια μορφή της χαρακτηρίζεται από απουσία
στύσης ή χαλαρή στύση με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η είσοδος του πέους στον
κόλπο και μια άλλη μορφή της είναι η ύπαρξη καλής στύσεως αλλά αμέσως μετά την
είσοδο στον κόλπο ή λίγο αργότερα επέρχεται χάλασή της και διακοπή της συνουσίας
(Feldman et al 1994). Είναι αρκετά συχνή διαταραχή. Ένας στους δέκα νεαρούς
άνδρες και ένας στους πέντε στις άνω των 50 ηλικίες παρουσιάζουν σοβαρές στυτικές
δυσλειτουργίες. Η αιτιοπαθογένειά της εκτείνεται σε ένα μεγάλο φάσμα. Αρκετά συχνά
είναι τα οργανικά αίτια, όπως αρτηριοσκλήρυνση, καρδιακές παθήσεις, υπερλιπιδαιμία,
σακχαρώδης διαβήτης, χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης, νευρολογικές παθήσεις,
διάφορα φάρμακα (αντιυπερτασικά, υπογλυκαιμικά, ψυχοτρόπα) ή ουσίες (αλκοόλ,
νικοτίνη, οπιοειδή). Συχνοί ψυχολογικοί αιτιολογικοί παράγοντες είναι η τραυματική
αρχική συνουσιακή εμπειρία, εχθρότητα προς τον σεξουαλικό σύντροφο,
ομοφυλοφιλία, ποικίλες ψυχιατρικές καταστάσεις, όπως αγχώδεις διαταραχές,
ανασφαλείς προσωπικότητες, κατάθλιψη και ψυχώσεις. Οι Masters και Johnson (1970)
αναφέρουν περιπτώσεις ανδρών με στυτική δυσλειτουργία που κατά την εφηβεία τους
υπήρχε μια ιδιόμορφη ερωτικού χαρακτήρα σχέση με τη μητέρα τους αλλά όχι
αιμομιξία, ωστόσο αυτή η κατάσταση αφορά μάλλον έναν πολύ μικρό αριθμό
περιπτώσεων. Θεραπευτικώς έχουν χρησιμοποιηθεί ποικίλα φάρμακα και τεχνικές με
μέτρια αποτελέσματα, όπως η ένεση παπαβερίνης ή φαινοξυβενζαμίνης στο πέος,
χειρουργικές προσθέσεις κ.λπ. Ωστόσο τα σύγχρονα στυσεογόνα φάρμακα όπως η
σιλδεναφίλη και τα συγγενή της είναι αρκετά αποτελεσματικά στις στυτικές
δυσλειτουργίες και έθεσαν τις προηγούμενες μεθόδους στο περιθώριο, με συνέπεια οι
πωλήσεις τους να έχουν εκτιναχθεί στα ύψη. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι με αυτά τα
φάρμακα η ποιότητα του συνουσιακού βιώματος και της ηδονής δεν είναι πάντοτε
καλή, ακόμη και αν η στύση είναι πλήρως ικανοποιητική. Εντούτοις πολλοί άνδρες με
στυτικές δυσλειτουργίες χρειάζονται την καλή στύση για να κατανικήσουν το φάσμα της
ανικανότητας και να ευχαριστήσουν τη σύντροφό τους.

Πρώιμη εκσπερμάτωση (ejaculatio praecox). Είναι η συχνότερη περισυνουσιακή


διαταραχή στους άνδρες. Η εκσπερμάτωση επιτελείται πριν ακόμη εισέλθει το πέος
στον κόλπο ή αμέσως μετά. Οφείλεται στο ότι ο άνδρας δεν είναι σε θέση να ασκήσει
βουλητικό έλεγχο στο βίωμα της αντανακλαστικώς επερχόμενης εκσπερμάτωσης. Ούτε
λόγος να γίνεται για επίτευξη οργασμού από τη μεριά της γυναίκας σε τέτοιες
συνουσιακές συνθήκες, η οποία αν είναι περιστασιακή ερωμένη πιστεύει ότι ένας
τέτοιος άνδρας είναι άχρηστος και αν είναι σύζυγος ή μόνιμη ερωμένη πιστεύει ότι τη
χρησιμοποιεί ως σεξουαλικό αντικείμενο για την απόλαυσή του αδιαφορώντας γι’
αυτήν. Μόνο οι πόρνες εκτιμούν την πρώιμη εκσπερμάτωση για λόγους προφανείς.
Είναι άγνωστη η αιτιοπαθογένεια αυτής της κατάστασης και οι προτεινόμενες ερμηνείες
–όλες ατεκμηρίωτες– είναι άλλοτε αφελείς και άλλοτε διασκεδαστικές. Ίσως λοιπόν
σχετίζεται με πρώτες συνουσιακές εμπειρίες κάτω από συνθήκες φόβου ή βιασύνης, ή
μπορεί να συνδέεται με συνειδητά ή ασυνείδητα εχθρικά συναισθήματα κατά του
γυναικείου φύλου. Άλλοι την αποδίδουν σε ισχυρή εξιδανίκευση της ερωτικής
συντρόφου ή της συνουσίας και άλλοι υποστηρίζουν ότι στην αφετηρία της βρίσκονται
αισθήματα επιβράβευσης κατά τις πρώτες ταχείες νεανικές συνουσίες. Φάρμακα που
ως παρενέργειά τους έχουν την καθυστέρηση της εκσπερμάτωσης, κυρίως οι
αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν
θεραπευτικώς (χλωριμιπραμίνη, παροξετίνη, δαποξετίνη κ.λπ.). Επίσης ενδιαφέρουσα
είναι και η μέθοδος Semans (1956) συμπίεσης της βαλάνου του πέους (squeeze tech-
440

nique) λίγο πριν από την εκσπερμάτωση σε μια σειρά συνουσιακών συνεδριών με τη
σύντροφο.

Καθυστέρηση της εκσπερμάτωσης (ejaculatio retardata). Είναι σχετικώς σπάνια


διαταραχή. Επιφέρει μεγάλη παράταση της συνουσίας ή και διακοπή της πριν φθάσει
στο φυσικό της τέλος, λόγω απουσίας εκσπερμάτωσης. Η γυναίκα στο τέλος
κουράζεται και ο κόλπος πονάει επειδή σταματά η έκκριση του βλεννώδους υγρού από
τον αδένα του Βαρθολίνι, καθώς ο άνδρας κοπιάζει, αγκομαχεί και αγωνίζεται να
φθάσει στην εκσπερμάτωση. Τελικώς εκσπερματώνει αυνανιζόμενος ή με στοματικό
ερεθισμό από τη σύντροφο. Μερικοί άνδρες υποκρίνονται ότι εκσπερματώνουν (όπως
οι ανοργασμικές γυναίκες υποκρίνονται ότι έχουν οργασμό) και στη συνέχεια
αυνανίζονται κρυφά (Βαϊδάκης 1982). Συνήθως είναι παροδική διαταραχή. Φόβοι,
ενοχές και θρησκευτικές πεποιθήσεις γύρω από το σεξ είναι δυνατόν να ευθύνονται γι’
αυτήν την κατάσταση. Φάρμακα όπως τα κλασικά νευροληπτικά ή τα σεροτονινεργικά
αντικαταθλιπτικά επιβραδύνουν την εκσπερμάτωση.

Πριαπισμός. Στύση ισχυρή, παρατεταμένη, άκρως επώδυνη και απαγορευτική της


συνουσίας. Σπάνια διαταραχή, κυρίως φαρμακευτικής αιτιολογίας, προκαλούμενη από
χρήση νευροληπτικών ή στυσεογόνων φαρμάκων. Οι ασθενείς που πρόκειται να
λάβουν στυσεογόνα φάρμακα πρέπει να ερωτώνται μήπως έχουν παρατεταμένο χρόνο
λύσεως της στύσεως, διότι σε αυτούς η πιθανότητα εμφανίσεως πριαπισμού είναι
μεγάλη.

Διαταραχή της διέγερσης στις γυναίκες εκδηλώνεται με ξηρότητα του κόλπου λόγω
μείωσης της εκκρίσεως του ολισθητικού υγρού του βαρθολίνιου αδένα. Είναι δυνατόν η
κατάσταση αυτή να δυσχεράνει σημαντικά τη συνουσία ή, και το συνηθέστερο, να τη
διακόψει. Εκτός από τις μολύνσεις ή την οιστρογονική ανεπάρκεια κατά την
εμμηνόπαυση, συνήθως εμφανίζεται σε γυναίκες που δεν είναι προετοιμασμένες ή δεν
επιθυμούν τη συνουσία, καθώς και σε νεαρές γυναίκες με παιδικές καθηλώσεις.

Αποστροφή προς τη συνουσία. Δυσάρεστες καταστάσεις πόνου, φόβου, άγχους και


ενοχής ενδέχεται να προβάλλονται από τις γυναίκες που δεν επιθυμούν να
προχωρήσουν στη συνουσία. Ο πόνος (στα γεννητικά όργανα ή αλλού, όπως π.χ.
πονοκέφαλος) είναι η συνηθέστερη δικαιολογία για αποφυγή συνουσίας. Οι
καταστάσεις αυτές συχνά συνοδεύονται από επιθετικές και ανταγωνιστικές στάσεις
κατά του σεξουαλικού συντρόφου ή της μητέρας της ασθενούς, στην οποία ασυνείδητα
αποδίδονται ευθύνες για στρεβλή ταυτότητα φύλου. Η αποφυγή συνουσίας καθώς και
της ηδονής που αυτή φέρει εκφράζει κατά μία άποψη την άρνηση θηλυκού ρόλου και
προστατεύει από το «τραυματικό» αρσενικό όργανο. Μερικοί μιλάνε για «αρσενική
διαμαρτυρία», σαν αντίδραση της γυναίκας στον υποδεέστερο ρόλο της. Σύμφωνα με
τη θεωρία της ανδρικής διαμαρτυρίας του Adler (1917), κάθε άτομο κάνει προσπάθειες
ώστε να μη μείνει στην κατώτερη «γυναικεία γραμμή» της ανάπτυξης, αλλά αγωνίζεται
να φθάσει στην ανώτερη «αρσενική γραμμή». Ο Adler ζητά υποστήριξη της ανόητης
αυτής θεωρίας από τον χώρο των κοινωνικών φαινομένων κατά την εποχή της
εδραίωσης του καπιταλισμού, της απογείωσης της εκβιομηχάνισης κατά τον 19ο αιώνα
και της μαζικής εισόδου των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, αγνοώντας τη μαζική
είσοδο και των ανδρών στο εργατικό δυναμικό.

Ανοργασμία. Είναι πολύ συχνή δυσλειτουργία στις γυναίκες και η συχνότητά της
αυξάνει με την ηλικία (Βαϊδάκης 1982). Οι περισσότεροι μελετητές συγκλίνουν στην
άποψη ότι η μεγάλη πλειονότητα των γυναικών σταθερά δεν πετυχαίνουν οργασμό.
Ούτως ή άλλως ο οργασμός είναι διαδικασία δύσκολη και πολύπλοκη και η μελέτη του
έχει δεινοπαθήσει από την αβάσιμη διάκριση μεταξύ κολπικού και κλειτοριδικού
οργασμού και της τεράστιας παραφιλολογίας που τη συνοδεύει. Υποστηρίζεται από
αρκετούς ότι η μεγάλη συχνότητα έλλειψης οργασμού στις γυναίκες έχει
441

ανθρωπολογική ρίζα, κατά το ότι δεν είναι τόσο χρήσιμος σε αυτές όσο στον άνδρα για
την επίτευξη της γονιμοποίησης, ενώ η ύπαρξή του είναι δυνατόν να κινητοποιεί
υπερβολικά ερωτικά τη γυναίκα προς αναζήτηση συνουσίας, με αποτέλεσμα να τίθεται
σε κίνδυνο η μητρότητα και γενικότερα η δυνατότητά της να προσηλώνεται στα παιδιά
και να τα φροντίζει. Περιγράφονται διαταραχές του οργασμού κατά τη συνουσία,
διαταραχές του οργασμού κατά τον αυνανισμό και περιστασιακές διαταραχές του
οργασμού λόγω αλλαγής συντρόφου ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Οργανικές
αιτίες της οργασμικής δυσλειτουργίας, όπως ορμονικές διαταραχές, νοσήματα των
γεννητικών οργάνων, τοξικές ουσίες (κυρίως τα οπιοειδή) κ.λπ. είναι σχετικώς σπάνιες.
Στις ψυχολογικές αιτίες περιλαμβάνονται η συναισθηματική ανωριμότητα, διάφοροι
φόβοι σωματικής βλάβης ή εγκυμοσύνης, θρησκευτικές προκαταλήψεις και
αντιπαλότητα προς τον άνδρα ή απόρριψη του ως σεξουαλικού συντρόφου.
Θεραπευτικώς έχουν επινοηθεί και συνιστώνται ποικίλες αφελείς τεχνικές, όπως η
τεχνική ασκήσεων για την αύξηση της ισχύος του ηβοκοκκυγικού μυός που υποτίθεται
ότι έχει χαλαρώσει προκαλώντας ανοργασμία (Kegel 1952), ο προγραμματισμένος
αυνανισμός σε εννέα στάδια με το χέρι ή με δονητή σε συνδυασμό με κατανάλωση
λογοτεχνικού ή οπτικού πορνογραφικού υλικού (LoPiccolo and Lobitz 1972) κ.λπ.

Δυσπαρεύνια. Ψυχογενής πόνος κατά ή/και μετά τη συνουσία. Διακρίνεται σε πόνο


στον κόλπο, πόνο στην έξοδο του κόλπου και στην κλειτορίδα, πόνο βαθιά στη λεκάνη.
Στην πρώτη και συχνότερη περίπτωση η είσοδος του πέους συνοδεύεται από αίσθημα
ισχυρής καυσαλγίας (τσούξιμο), επειδή ο κόλπος δεν έχει υγρανθεί επαρκώς. Ο
κόλπος δεν υγραίνεται επειδή η γυναίκα δεν έχει επαρκώς ερεθιστεί προς την
κατεύθυνση της συνουσίας. Δεν είναι όμως μόνο η έλλειψη ύγρανσης του κόλπου η
αιτία αυτής της διαταραχής. Φόβος τραυματικής διείσδυσης του πέους, ασυνείδητη
άρνηση της συνουσίας, ηθικές αναστολές, είναι δυνατόν να παίζουν ρόλο στην
αιτιοπαθογένειά της, αλλά πρώτα πρέπει να αποκλεισθούν οργανικοί παράγοντες
όπως κολπίτιδες, τραχηλίτιδες, τραυματικές κακώσεις στα γεννητικά όργανα.

Κολπικός σπασμός ή κολεόσπασμος (vaginismus). Προκαλείται από ισχυρή και


επώδυνη μυοσύσπαση των περικολπικών μυών με συνέπεια να είναι αδύνατη και
επώδυνη η είσοδος του πέους στον κόλπο ή, αν το πέος έχει εισέλθει στον κόλπο, είναι
δυνατόν να εγκλωβισθεί με ιλαροτραγικές συνέπειες, αφού η λύση του κολεόσπασμου
μερικές φορές επιτυγχάνεται μόνο διά γενικής αναισθησίας. Μπορεί να οφείλεται σε
οργανικά προβλήματα, όπως φλεγμονές ή ανατομικές ανωμαλίες, σε έντονο φόβο για
τις συνθήκες στις οποίες επιτελείται η συνουσία, σε προηγηθέντα βιασμό με σωματική
κακοποίηση, σε φόβο εγκυμοσύνης, ή σε αυστηρές ηθικές πεποιθήσεις κ.λπ. Κατά την
κλινική γυναικολογική εξέταση φαίνεται εύκολα η μεγάλη ετοιμότητα στην οποία
βρίσκεται ο κόλπος να αντιδράσει με σπασμό. Θεραπευτικώς χρησιμοποιείται η
μέθοδος διαστολής του κόλπου με κηρία διαφόρων μεγεθών ή με τα δάχτυλα του
συντρόφου.

ΙΙ. ΕΚΤΡΟΠΕΣ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑΣ.


Οι έννοιες του φυσιολογικού, του ηθικού, του κοινωνικώς αποδεκτού και του νόμιμου
δεν ταυτίζονται πάντοτε, ιδιαίτερα σε θέματα που αφορούν τη σεξουαλικότητα. Το
φάσμα εκτείνεται από αυτό που θεωρείται φυσιολογικό ή έστω επιτρεπτό και μερικές
φορές φθάνει μέχρι και το θανάσιμο ποινικό αδίκημα. Πράξεις φυσιολογικές μπορεί να
ευρίσκονται κάτω από ανελέητη κοινωνική κατακραυγή και να επισύρουν από τα
δικαστήρια δριμύτατες ποινές ή να θεωρούνται βαρύτατα ψυχιατρικά νοσήματα, ενώ
εξόχως παρά φύσιν πράξεις δεν είναι σπάνιο να θεωρούνται επιτρεπτές, ακόμη και
φυσιολογικές. Οι έννοιες του φυσιολογικού, του ηθικού, του κοινωνικώς αποδεκτού και
του νόμιμου στη σεξουαλική συμπεριφορά ποικίλλουν όχι μόνο από κοινωνία σε
κοινωνία αλλά, λόγω των ισχυρών ταξικών και μορφωτικών παραγόντων που τις
καθορίζουν, ποικίλλουν και μέσα στην ίδια την κοινωνία. Αν ως μονάδα απόλυτης
σεξουαλικής φυσιολογικότητας θεωρηθεί μια συνουσία κατά την οποία ένα πραγματικό
442

πέος εισέρχεται σε έναν πραγματικό κόλπο μεταξύ δύο νομίμως συμφωνούντων


ανθρώπων σε περιβάλλον απόλυτα ιδιωτικό, είναι κατανοητή η περιθωριοποίηση
αυτής της μονάδας μέσα στην τεράστια πολυμορφία όλων των μη φυσιολογικών
σεξουαλικών συμπεριφορών. Η έννοια επομένως της σεξουαλικής εκτροπής ή
ανωμαλίας είναι ρευστή και πλάθεται ανάλογα με την ιστορική περίοδο, τις κοινωνικές
συνθήκες και την κουλτούρα της κάθε εποχής. Το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά τις
σεξουαλικές ανωμαλίες τροποποιήθηκε αρκετές φορές στις βιομηχανικές κοινωνίες,
επειδή πολλές σεξουαλικές συμπεριφορές που εθεωρούντο διαστροφές εκδηλώνονταν
αν όχι από την πλειονότητα, πάντως από πολύ μεγάλους αριθμούς ανθρώπων και
μάλιστα από τα ανώτερα στρώματα της κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας ή των
διαμορφωτών του νομικού πλαισίου και της κοινής γνώμης. Όσον αφορά την
ψυχιατρική, στα σύγχρονα ταξινομικά συστήματα δεν περιλαμβάνονται διαταραχές που
υπήρχαν σε προηγούμενα, όπως η συνουσία μεταξύ τριών ατόμων (troilismous), η
πεολειχία (fellatio), η αιδοιολειχία (cunilingus) και η ομοφυλοφιλία.

Διαταραχές ταυτότητας φύλου.


Παρά το ότι αναμφίβολα υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ παιδικής σεξουαλικότητας και
σεξουαλικότητας του ενήλικα και το θέμα έχει απασχολήσει τη βιβλιογραφία σε μεγάλη
έκταση (Ταλφανίδης 1994), είναι αβέβαιο αν πρέπει να τίθεται διάγνωση διαταραχής
της ταυτότητας του φύλου πριν από τη λήξη της εφηβείας, επειδή πολλές από τις
φυλετικώς ασύμβατες συμπεριφορές των παιδιών (π.χ. κοριτσίστικο ντύσιμο, γυναικεία
κοσμήματα, θηλυπρεπής συμπεριφορά στα αγόρια) έχει χαρακτήρα μιμητικό και στις
περισσότερες περιπτώσεις παροδικό. Από την άλλη μεριά πράγματι ένα σημαντικό
ποσοστό των ομοφυλοφίλων, των τρανσεξουαλικών και των αλλοφυλενδυσιακών
δηλώνουν ότι όταν ήταν παιδιά ένιωθαν γυναίκες, ότι αρέσκονταν να ντύνονται
γυναικεία και να παίζουν με τις κούκλες, αλλά αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως
διαγνωστικό κριτήριο για όλα τα παιδιά, πολύ περισσότερο που αυτά τα άτομα
κολακεύονται να πιστεύουν ότι οι προτιμήσεις τους έχουν βαθιές ρίζες στην προσωπική
τους ιστορία.
Η αιτιοπαθογένειά των διαταραχών αυτών είναι ασαφής. Ανώμαλα επίπεδα
τεστοστερόνης ή ανδρογόνων κατά τα αρχικά στάδια της εμβρυικής ζωής είναι δυνατόν
να σχηματισθούν από ποικίλες αιτίες και, μέσω στρεβλής αρρενοποίησης ή
θηλεοποίησης, να επηρεάσουν τον ψυχοσεξουαλικό προσανατολισμό του παιδιού.
Άλλοι για να εξηγήσουν αυτές τις διαταραχές στηρίζονται σε παθολογικές
αλληλεπιδράσεις μητέρας-παιδιού και σε παθολογικές ταυτοποιήσεις με τη μητέρα, σε
συνδυασμό με την άμβλυνση των σχέσεων πατέρα και γιού.
Υπάρχει μεγάλη αλληλοκάλυψη των διαταραχών ταυτότητας του φύλου,
συμπεριφοράς και προτίμησης, όπως επίσης και σημαντική συννοσηρότητα με άλλες
σεξουαλικές ανωμαλίες. Τα άτομα με αυτές τις διαταραχές δεν αποδέχονται ότι
πάσχουν από νόσο και έτσι σπανίως ζητούν ιατρική βοήθεια. Στήν κατηγορία αυτών
των διαταραχών περιλαμβάνονται η διαταραχή της σεξουαλικής ωρίμανσης, το
σύνδρομο μη ευαισθησίας στα ανδρογόνα, ο μερικός ψευδο-ερμαφροδιτισμός, η
αλλοφυλενδυσία ή παρενδυσία, η διαφυλική διαταραχή ή τρανσεξουαλισμός.

Διαταραχή της σεξουαλικής ωρίμανσης. Ο ασθενής κυριαρχείται από αβεβαιότητα


γύρω από την ταυτότητα του φύλου του και του σεξουαλικού προσανατολισμού του.
Συνήθως πρόκειται περί εφήβων που δεν μπορούν να πουν με βεβαιότητα αν είναι
ομοφυλόφιλοι ή ετεροφυλόφιλοι. Είναι παροδικό φαινόμενο που παρέρχεται κατά την
ωρίμανση της προσωπικότητας, αλλά χρειάζεται προσοχή στη διάγνωση διότι και στα
αρχικά στάδια ανάπτυξης της σχιζοφρένειας είναι δυνατόν να εμφανισθεί τέτοια
συμπτωματολογία.

Μερικός ψευδο-ερμαφροδιτισμός. Στα αγόρια εμφανίζεται με ατελή αρρενοποίηση


λόγω του ότι απουσιάζει η 5-α-ρεδουκτάση, ένα ένζυμο αναγκαίο για τη μετατροπή της
τεστοστερόνης σε διυδροτεστοστερόνη, και έτσι μεγαλώνουν, από την άποψη
443

φαινοτύπου των γεννητικών οργάνων, σαν κορίτσια μέχρι την εφηβεία, οπότε με την
έκκριση της ορχικής τεστοστερόνης το ενζυμικό μπλοκάρισμα αναστέλλεται και
αναπτύσσονται τα γεννητικά όργανα του άρρενος. Στα περισσότερα αγόρια δεν
παρατηρείται ιδιαίτερο πρόβλημα στην ανάληψη ανδρικού ρόλου, αφού ο κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης αρρενοποιημένος εγκέφαλος ήταν ήδη ικανός να ξεπεράσει
πρώιμα μαθησιακά προβλήματα. Στα κορίτσια η διαταραχή οφείλεται σε υπερβολική
έκκριση ανδρογόνων από τη μητέρα κατά την εγκυμοσύνη ή σε συγγενή υπερπλασία
των επινεφριδίων της ασθενούς με αποτέλεσμα την υπερπαραγωγή ανδρογόνων. Τα
εσωτερικά γεννητικά όργανα είναι θηλυκά, ενώ εμφανίζεται μια ανδροποίηση των
εξωτερικών γεννητικών οργάνων. Ανατρέφονται ως κορίτσια. Η διάγνωση πρέπει να
γίνει το ταχύτερο δυνατόν, αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού, ώστε να εφαρμοσθεί
το κατάλληλο θεραπευτικό πρόγραμμα και να περιορισθούν οι ιατρικές, ψυχολογικές
και κοινωνικές επιπτώσεις της διαταραχής. Τα παιδιά πρέπει οπωσδήποτε να
μεγαλώσουν σύμφωνα με το πραγματικό τους φύλο παράλληλα με το θεραπευτικό
πρόγραμμα.

Σύνδρομο μη ευαισθησίας στα ανδρογόνα. Στο γονοτυπικά αρσενικό έμβρυο η


τεστοστερόνη δεν μπορεί να δράσει, επειδή οι υποδοχείς ή δεν υπάρχουν ή είναι
ανώμαλοι και αργότερα κατά την εφηβεία οι όρχεις δεν κατεβαίνουν στο όσχεο. Τέτοια
άτομα θεωρούν τους εαυτούς τους από κάθε άποψη γυναίκες, αν και έχουν
τεστοστερόνη σε ικανοποιητικά επίπεδα.

Διαφυλική διαταραχή ή τρανσεξουαλισμός (transsexualism). Η πλέον ακραία μορφή


διαταραχής της ταυτότητας του φύλου. Βασικό χαρακτηριστικό της είναι η πλήρης
ασυμβατότητα μεταξύ του φυσικού φαινότυπου και της αντίληψης που έχει το άτομο για
το φύλο του, η οποία βιώνεται ως φυλετική δυσφορία. Το άτομο κατέχεται από ισχυρά
αισθήματα δυσανεξίας και αηδίας για το φύλο του, κυρίως για τα γεννητικά του όργανα,
με ταυτόχρονη επιθυμία να αποκτήσει ανατομικά χαρακτηριστικά του άλλου φύλου.
Ουσιαστικά πιστεύει ότι έχει λάθος φύλο, ότι είναι παγιδευμένο σε σώμα του άλλου
φύλου. Αυτή η πίστη είναι απόλυτη, πανίσχυρη και αμετακίνητη. Είναι προφανές ότι
προϋπόθεση για να τεθεί η διάγνωση του τρανσεξουαλισμού είναι να αποκλειστεί η
σχιζοφρένεια και όποια άλλη παραληρητική διαταραχή. Μερικοί προτιμούν να την
κατατάσσουν, λανθασμένα, στις σεξουαλικές ανωμαλίες ή να τη θεωρούν
υποκατηγορία της ομοφυλοφυλίας. Οι τρανσεξουαλικοί δεν είναι αναγκαστικά και
ομοφυλόφιλοι. Ντύνονται με τα ρούχα του άλλου φύλου γιατί πιστεύουν ότι ανήκουν σε
αυτό, ούτε διεγείρονται σεξουαλικώς όπως οι αλλοφυλενδυσιακοί.
Η μέση συχνότητα της διαταραχής στον γενικό πληθυσμό είναι 1:50.000 - 100.000.
Είναι συχνότερη στους άνδρες από ό,τι στις γυναίκες σε αναλογία 4:1. Η ισχυρή
επιθυμία αλλαγής του φύλου τούς οδηγεί σε ορμονοθεραπείες ή στο χειρουργικό
τραπέζι, όπου υφίστανται εκτομή των γεννητικών τους οργάνων και δημιουργείται
τεχνητός κόλπος (Lothstein 1978), καλύτερα μια καρικατούρα του. Παρά το ότι η
ποιότητα ζωής τους από βιολογική άποψη υποβιβάζεται (ο τεχνητός κόλπος είναι
επώδυνος και μολύνεται εύκολα), τα άτομα αυτά, επειδή νιώθουν ότι εκπληρώνουν
μιαν επιθυμία ζωής, στη μεγάλη τους πλειονότητα αισθάνονται ευτυχή. Βέβαια οι
χειρουργοί που αναλαμβάνουν αλλαγή φύλου θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους και
άλλους παράγοντες, όπως τα ασυνείδητα κίνητρα, τη δομή της προσωπικότητας, που
συνήθως είναι βαρύτατα διαταραγμένη και τους ψυχογενείς πυροδότες του
τρανσεξουαλισμού, στους αιτούντες αλλαγή φύλου. Επίσης δεν θα πρέπει να γίνει η
εγχείρηση πριν ο υποψήφιος περάσει μια δοκιμασία τουλάχιστον ενός έτους κατά την
οποία θα ζήσει ως άτομο του άλλου φύλου ώστε να φανούν οι προσαρμοστικές του
δυνατότητες. Η συχνότητα της μεταμέλειας μετά την επέμβαση δεν είναι μικρή και τα
ποσοστά αυτοκτονίας είναι περί το 2%-3% (Pauli 1981).
Η αιτιοπαθογένεια της νόσου αποτελεί μυστήριο. Οι ψυχαναλυτές υποστηρίζουν ότι
στους άνδρες προκύπτει από αποτυχία του ατόμου να αποχωρίσει το εγώ του από το
εγώ της μητέρας του κατά την πρώτη παιδική ηλικία. Στις γυναίκες, πυροδοτείται από
444

μια μητέρα με έναν μη συνεκτικό εαυτό, με προβληματικές διαπροσωπικές σχέσεις,


μνησικακία και μίσος για το ανδρικό φύλο, στοιχεία τα οποία μεταδίδονται στο κορίτσι,
το οποίο ανδροποιείται μέσα από φαντασιώσεις διάσωσης της μητέρας. Η ανεύρεση
δύο διδύμων αδελφών γυναικών που έπασχαν από διαφυλική διαταραχή (Joyce and
Ding 1985) θεωρήθηκε ως ένδειξη ότι κληρονομικοί παράγοντες εμπλέκονται στην
αιτιοπαθογένεια της διαταραχής. Σε μια ομάδα τρανσεξουαλικών, ανδρών και
γυναικών, βρέθηκε (Eicher 1981) ότι το ΗΥ-αντιγόνο ήταν σε δυσαρμονία με το
βιολογικό τους φύλο (οι άνδρες τρανσεξουαλικοί δεν είχαν ΗΥ-αντιγόνο, ενώ οι
γυναίκες τρανσεξουαλικές το είχαν). Έχουν επίσης αναφερθεί σποραδικές περιπτώσεις
διαφυλικών ανδρών με παθολογικό καρυότυπο. Άλλοι έχουν βρει χαρακτηριστικές
βλάβες σε ορισμένους πυρήνες του υποθαλάμου. Ωστόσο οι γενετικές, οι
νευροορμονικές και οι νευροαναπτυξιακές αιτιοπαθογενετικές υποθέσεις, παρά το ότι
δεν είναι τόσο αφελείς όσο οι ψυχαναλυτικές, απέχουν και αυτές πολύ από την
τεκμηρίωσή τους.

Αλλοφυλενδυσία ή παρενδυσία ή εονισμός (transvestism). Μερικοί προτιμούν να


την κατατάσσουν στις σεξουαλικές ανωμαλίες. Αφορά άτομα, συνήθως άνδρες, που
αρέσκονται να ενδύονται με ρούχα (μαζί με τα κοσμήματα και την ανάλογη κόμμωση)
του άλλου φύλου, αλλά δεν είναι αναγκαστικά διαφυλικοί, ομοφυλόφιλοι ή φετιχιστές.
Ωστόσο όταν στη διαδικασία παρεμβαίνει έντονη συναισθηματική αναστάτωση,
σεξουαλική διέγερση και ικανοποίηση, τότε θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και σαν
μορφή φετιχισμού (Randell 1975). Μαζοχιστές και ομοφυλόφιλοι είναι δυνατόν να
ντύνονται με τα ρούχα του άλλου φύλου, αλλά αυτό είναι δευτερογενές σύμπτωμα της
πρωτογενούς νόσου. Ο όρος εονισμός προτάθηκε από τον Havellock Ellis, ο οποίος
τον ενεπνεύσθη από τη ζωή του τυχοδιώκτη Chevalier d'Eon de Beaumont (1728-
1810), ο οποίος ευρισκόμενος σε μυστική κατασκοπευτική αποστολή στη Ρωσία
ντύθηκε γυναίκα, αλλά και αργότερα για λόγους ασαφείς η γαλλική κυβέρνηση του
επέβαλε να ντύνεται ως γυναίκα παρά το ότι, όπως απεκαλύφθη κατά τη νεκροψία του,
ήταν άνδρας. O Νέρωνας και άλλοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ήσαν περιστασιακά
παρενδυσιακοί. Σε κάποιες φυλές Ινδιάνων της Β. Αμερικής επιτρέπονταν στους
λιγότερο θαρραλέους να ντύνονται και να ζουν σαν γυναίκες, χωρίς αυτό να
συνοδεύεται από περιφρόνηση ή περιθωριοποίησή τους. Δεν υπάρχει τίποτε στο
Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν, γράφει ο Carl Jung (1930), που θα μας οδηγούσε να
συναγάγουμε με βεβαιότητα το γεγονός ότι ο Βάγκνερ αρεσκόταν να ντύνεται
περιστασιακά με γυναικεία ρούχα, παρόλο που υπάρχουν κρυφές συστοιχίες ανάμεσα
στον ηρωικό ανδρικό κόσμο των Νιμπελούγκεν και σε κάποια παθολογική
θηλυπρέπεια στον άνδρα Βάγκνερ. Η παρενδυσία αφορά τους άνδρες (διότι οι
γυναίκες είναι πλέον ελεύθερες στις σύγχρονες κοινωνίες να ενδύονται με ανδρικά
ρούχα), οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι ετεροσεξουαλικοί. Συνήθως είναι άτομα
με ανεπαρκείς ή πτωχευμένες προσωπικότητες, άλλοι είναι άτομα ψυχοπαθητικά με
παραπτωματική δραστηριότητα, χωρίς αυτό να είναι ο κανόνας. Συνήθως, όπως και
στην ομοφυλοφιλία, τα άτομα αυτά έχουν νοημοσύνη υψηλότερη του μέσου όρου. Η
παρόρμηση αρχίζει νωρίς, μερικές φορές ακόμη και στη σχολική ηλικία, και επιμένει
κατά την εφηβική, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προστριβές στο οικογενειακό
περιβάλλον. Ο έφηβος αυνανίζεται φορώντας εσώρουχα του άλλου φύλου και η
κατάσταση εξελίσσεται με τη χρησιμοποίηση όλων των ενδυμάτων, των κοσμημάτων
και της κόμμωσης της γυναίκας. Ακόμη παραπέρα, σε μερικές περιπτώσεις, κατά την
εξέλιξη της νόσου, το άτομο αρχίζει να αποζητά μονιμότερες μεταβιβάσεις στον
γυναικείο ρόλο. Υπάρχουν ενδείξεις διαταραχών στις οικογένειες αυτών των ατόμων με
ανεπαρκείς γονεϊκές φιγούρες ή και αντιστροφή ρόλων των γονέων. Πολλοί
αλλοφυλενδυσιακοί έρχονται για θεραπεία μετά από προτροπές των συζύγων τους. Το
θεραπευτικό πρόγραμμα που έχει σαφώς ψυχοθεραπευτικό χαρακτήρα περιλαμβάνει
και θεραπείες συμπεριφοράς.

Διαταραχές επιλογής αντικειμένου


445

Ομοφυλοφιλία. Η μεταξύ ετερόφυλων συνουσία είναι η πλέον κοινή σεξουαλική


συμπεριφορά στην πλειονότητα των ανθρώπων σε όλες τις κοινωνίες και τις ιστορικές
περιόδους· ωστόσο και η ομοφυλόφιλη επιθυμία δεν είναι σπάνια, αφού ομοφυλόφιλες
συμπεριφορές είναι δυνατόν να εμφανισθούν σε περιπτώσεις παρατεταμένης
απουσίας του αντίθετου φύλου (φυλακές, στρατόπεδα), αλλά η απροκάλυπτη
εκδήλωσή της σχετίζεται στενά με τον βαθμό ανοχής της κοινωνίας. Ως ομοφυλοφιλία
ορίζεται η σεξουαλική έλξη προς το ίδιο φύλο, οι ερωτικές φαντασιώσεις με το ίδιο φύλο
και η επίτευξη σεξουαλικής ικανοποίησης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, αδιαφόρως
της τεχνικής (αμοιβαίος αυνανισμός, στοματικός έρωτας, πρωκτική συνουσία) ή των
ρόλων. Οι σεξουαλικές πρακτικές και οι ρόλοι ποικίλλουν, αναλόγως των περιστάσεων
και του συντρόφου. Οι κλασικώς αποδεκτοί στερεότυποι ρόλοι του αρσενικού
ενεργητικού και του θηλυπρεπούς παθητικού ανήκουν στον χώρο της φαντασίας. Στην
πραγματικότητα όλα, πρακτικές και ρόλοι, βρίσκονται σε συνεχή ρευστότητα.
Οι αρχαίοι Έλληνες, παρά τα θρυλούμενα, φαίνεται ότι ήσαν λιγότερο ανεκτικοί
προς την ομοφυλοφιλία από ό,τι οι σύγχρονες κοινωνίες, με εξαίρεση τους Αθηναίους
που ήσαν ανεκτικότεροι. Η ομοφυλόφιλη πράξη κατά του Χρυσίππου και η αυτοκτονία
του από ντροπή μετά την ασέλγεια που υπέστη από τον Λάϊο, που πολλοί τη θεωρούν
αφετηριακό σημείο της παγκόσμιας διαφθοράς, είχε σαν αποτέλεσμα μετά τη θεϊκή
κατάρα την πλήρη καταστροφή του οίκου των Λαβδακιδών. Στην κλασική Αθήνα για
έναν ή δύο αιώνες η διεφθαρμένη άρχουσα αριστοκρατική τάξη της, παρά τη βαθιά
περιφρόνηση που έτρεφε προς τους παθητικούς ομοφυλόφιλους, προσπαθούσε να
παρουσιάσει την ενεργητική πρωκτική συνουσία ως «καλύτερη», ευγενέστερη και ηθικά
ανώτερη από τη φυσιολογική, παρά το ότι η πελώρια πλειονότητα των μέσων
Αθηναίων πολιτών αλλά και μεγάλα πνεύματα εκφραστές της εποχής (Αριστοφάνης,
Ευριπίδης και πλήθος άλλων) ήσαν σαφώς αντίθετοι προς τις ομοφυλόφιλες πρακτικές.
Σε κάποια περίοδο το ζήτημα προσέλαβε και πολιτικές διαστάσεις. Όταν οι
δημοκρατικοί κατάφεραν να εκδιώξουν τους αριστοκρατικούς, η επίθεση εναντίον τους
οδηγήθηκε στα άκρα με τη γνωστή θανατική καταδίκη του Σωκράτη για διαφθορά των
νέων. Ο αρχηγός των Τριάκοντα Τυράννων –μαριονεττών των Σπαρτιατών– ήταν
περιώνυμος Αθηναίος αριστοκράτης ομοφυλόφιλος. Φαίνεται, χωρίς όμως αυτό να
είναι υπεράνω πάσης αμφιβολίας, ότι εκείνο που ήταν διαδεδομένο στις ανώτερες και
άρχουσες συντηρητικές τάξεις της κλασικής Αθήνας και όχι στη μεγάλη πλειονότητα
των απλών πολιτών δεν ήταν η πραγματική ομοφυλοφιλία αλλά κάτι οπωσδήποτε πιο
βάρβαρο, οι ασέλγειες σε προεφήβους, πριν από την εμφάνιση τριχοφυΐας. Το αγόρι
ασκούσε ερωτική έλξη στον παιδεραστή όταν έφθανε στα δώδεκα χρόνια του και αυτό
διαρκούσε για 1-3 χρόνια, μέχρις ότου άρχιζε η τριχοφυΐα στους μηρούς, στον κορμό
και στην πρωκτογεννητική χώρα. Ας σημειωθεί εδώ ότι ο ρωμαϊκός στρατός επέδειξε
μηδενική ανοχή προς την ομοφυλοφιλία, γεγονός που τον βοήθησε να καταγάγει
συντριπτικές νίκες εναντίον των ελληνικών στρατευμάτων.
Στις σύγχρονες κοινωνίες η ομοφυλοφιλία έχει ενταχθεί στην κατηγορία των
κοινωνικώς αποδεκτών σεξουαλικών συμπεριφορών και έχει κάπως κοπάσει η απηνής
καταδίωξη των ομοφυλοφίλων, η οποία σε ορισμένες ιστορικές περιόδους, με την
υποκίνηση φανατικών θρησκόληπτων, έλαβε θηριώδεις διαστάσεις· μέχρι τα μέσα του
19ου αιώνα οι ομοφυλόφιλοι ετιμωρούντο ακόμη και με την ποινή του θανάτου. Και
σήμερα οι θρησκευτικές οργανώσεις της Βίβλου (χριστιανικές, ιουδαϊκές και
μουσουλμανικές) τρέφουν βαθύτατο μίσος προς όλες τις εκτροπές της φυσιολογικής
σεξουαλικότητας, παρά το ότι όχι σπάνια οι λειτουργοί τους είναι οι ίδιοι σεξουαλικώς
διεστραμμένοι. Τα τελευταία χρόνια οι ομοφυλόφιλοι απαντούν στις κοινωνικές διώξεις
σχηματίζοντας δικές τους οργανώσεις με βασική διεκδίκηση την αναγνώριση μιας
σειράς δικαιωμάτων σε θέματα ισότητας. Σε μερικές χώρες οι επιτυχίες τους είναι
σημαντικές. Η κοινωνική αποδοχή της ομοφυλοφιλίας, το ισχυρότατο lobby των
Αμερικανών ομοφυλοφίλων, καθώς και ποικίλες άλλες ισχυρές πιέσεις, οδήγησαν την
Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία (με πλειοψηφία 58% των 11.000 μελών της) να την
αφαιρέσει το 1973 από την ταξινομική λίστα των ψυχιατρικών νόσων. Παρόμοια κίνηση
έγινε και στο ICD-10 το 1992, στο οποίο όμως κρατήθηκε η διάγνωση «εγωδυστονική
446

διαταραχή σεξουαλικού προσανατολισμού». Ωστόσο οι ενδείξεις περί του ότι η


ομοφυλοφιλία είναι νόσος και όχι απλώς μια μη φυσιολογική σεξουαλική προτίμηση
είναι συντριπτικές, αφού πληρούνται τόσο το κριτήριο της σημαντικής
υπογεννητικότητας των ομοφυλόφιλων όσο και το κριτήριο του χαμηλού προσδόκιμου
ζωής, από τη χρήση ουσιών, τις επικίνδυνες λοιμώξεις και τα υψηλά επίπεδα
αυτοκτονίας, λόγω της υψηλής συννοσηρότητας με την κατάθλιψη.
Επιδημιολογία. Η ακριβής καταγραφή των ομοφυλόφιλων πρακτικών είναι σχεδόν
απαγορευτική λόγω της μεγάλης μυστικότητας που τις καλύπτει. Ομοφυλόφιλες
περιστασιακές εμπειρίες είναι σχετικά συχνές, αλλά η διά βίου ομοφυλοφιλία ίσως
κυμαίνεται περί το 3%-4% (Kinsey et al 1953, Herrell et al 1999). Στις γυναίκες είναι
λιγότερο συχνή από ό,τι στους άνδρες. Οι γυναίκες ομοφυλόφιλες τείνουν προς τις
μόνιμες σχέσεις, ενώ οι άνδρες ρέπουν προς τις περιστασιακές και πολλές συνουσίες
σε οποιονδήποτε χώρο.
Αιτιοπαθογένεια. Ο Αριστοτέλης, ανάμεσα σε πολλά άλλα αβάσιμα, πίστευε ότι η
ομοφυλοφιλία στους άνδρες οφείλεται σε κληρονομική νόσο του πρωκτού ο οποίος
λόγω ανατομικής βλάβης μεταβάλλεται σε ερωτογενή ζώνη. Πίστευε επίσης ότι πολλοί
γίνονται ομοφυλόφιλοι επειδή είχαν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική
τους ηλικία. Η κλασική φροϋδική εξήγηση της ανδρικής ομοφυλοφιλίας δίδει έμφαση
στην ανατροφή του αγοριού σε μία οικογένεια με πατέρα αδύναμο ή απόντα, πράγμα
που προκαλεί στο αγόρι τη φαντασίωση μιας παντοδύναμης και κυριαρχικής μητέρας,
η οποία, σε τέτοιες συνθήκες κενού εξουσίας, δεν αποκλείεται να είναι πραγματικά
αχαλίνωτη. Αυτή η φαντασίωση δραστηριοποιείται αργότερα, όταν έρχεται η ώρα για
σχέσεις με μία γυναίκα. Χωρίς να έχει ταυτισθεί με μία ισχυρή ανδρική φιγούρα, που
συνήθως είναι ο πατέρας, ο νεαρός άνδρας οδηγείται σε αποτυχία επίτευξης
συναισθηματικής και σεξουαλικής ωριμότητας μέσα από αδυναμία επιλογής και φόβους
ανικανότητας. Κατά τους φροϋδικούς, η ομοφυλοφιλία ευνοείται επίσης από τις εγγενείς
στον άνδρα αμφιφυλόφιλες τάσεις, από τον πρωτογενή και δευτερογενή ναρκισσισμό,
από τη λιβιδινοποίηση του πρωκτού και τις παθητικές τάσεις του πρωκτικού σταδίου,
που δίνουν μία βάση για θηλυκές ταυτοποιήσεις, από την υπερεκτίμηση του πέους
κατά τη διάρκεια του φαλλικού σταδίου, από την ύπαρξη αρνητικού οιδιποδικού
σταδίου. Υπάρχουν βέβαια και παράγοντες που κατά τους φροϋδικούς δεν ευνοούν την
ανάπτυξη της ομοφυλοφιλίας. Τέτοιοι είναι ο ανταγωνισμός ομοφυλοφιλικών και
ετεροφυλοφιλικών τάσεων, ο φόβος ευνουχισμού, που ενώ σε μερικές περιπτώσεις
οδηγεί ορισμένους άνδρες να αποφεύγουν τις γυναίκες και έτσι να ωθούνται στην
ομοφυλοφιλία, σε άλλους δρα ως δύναμη εναντίον του αρνητικού οιδιπόδειου
συμπλέγματος και ως φράγμα κατά της ομοφυλοφιλίας. Η αντίδραση κατά της
πρωκτικότητας υπό τη μορφή της αηδίας και της αποστροφής μπλοκάρει τον δρόμο
προς την ομοφυλοφιλία ή τουλάχιστον τη φανέρωσή της, καθώς και η εγγενής και
ισχυρότατη στον άνθρωπο τάση προτίμησης του φυσιολογικού και απόρριψης του μη
φυσιολογικού.
Και άλλα φαινόμενα αξίζει να μελετηθούν σε σχέση με την ομοφυλοφιλία, όπως ο
μισογυνισμός ως άλλοθι για την ανδρική ομοφυλοφιλία, το βαθύ, αλλά πολλές φορές
ασυνείδητο και συγκεκαλυμμένο, μίσος των αρσενικών ομοφυλόφιλων προς τις
γυναίκες, οι οποίοι εκδηλώνουν συνήθως θετικά αισθήματα προς αυτές και μπορεί να
δημιουργήσουν στενές φιλίες μαζί τους, σε αντίθεση με τις λεσβίες οι οποίες συνήθως
εκφράζουν φανερά μια βαθύτατη αντιπάθεια και εχθρότητα προς τους άνδρες. Αυτό
ίσως εξηγείται από την άποψη ότι η γυναικεία ομοφυλοφιλία είναι μια έκφραση
επιθέσεως κατά του ανδρικού φύλου και έκφραση αμφιβολιών για την ικανότητα του
άνδρα να ικανοποιήσει τη γυναίκα. Η γυναίκα ομοφυλόφιλη μπορεί να είναι
περιστασιακή ή αποκλειστική. Στην πρώτη περίπτωση (που ίσως είναι πολύ συχνή)
αυτό συμβαίνει στο πλαίσιο μιας έντονης φιλίας και είναι δυνατόν να εκτυλίσσεται
παράλληλα με ετεροφυλοφιλική ζωή. Στη δεύτερη περίπτωση η αποκλειστική
ομοφυλόφιλη είναι επιθετική, συμπεριφέρεται με αρσενικούς τρόπους και εμφορείται
από βαθιά αντιπάθεια προς καθετί αρσενικό. Άλλοι πυροδότες της ομοφυλοφιλίας
μπορεί να είναι οι αμφιβολίες για την ικανότητα, το άγχος που προκαλείται σε
447

ετεροσεξουαλικές ερωτικές περιστάσεις, ο φόβος για έλλειψη ελκυστικότητας, εμπειρίες


απόρριψης κ.λπ.· όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι δυνατόν να επηρεάσουν το άτομο
προς την αναζήτηση εναλλακτικών σεξουαλικών συμπεριφορών.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ομοφυλοφιλία κυριαρχεί σε ορισμένες οικογένειες,
πράγμα που υπαινίσσεται γενετικό υπόστρωμα. Σε γενετικές μελέτες σε άνδρες (Bailey
and Pilard 1991) βρέθηκε ότι 52% των μονοζυγωτικών διδύμων, 22% των διζυγωτικών
και 11% των υιοθετημένων αδελφών ομοφυλοφίλων ήσαν ομοφυλόφιλοι. Ανάλογα
ήσαν και τα ευρήματα σε γυναικείους πληθυσμούς (Bailey et al 1993). Ωστόσο φαίνεται
ότι οι γενετικοί παράγοντες είναι μάλλον ανεπαρκείς για να ερμηνευθεί μέσω αυτών η
ομοφυλοφιλία. Σε κάποιες μελέτες βρέθηκε ότι οι ομοφυλόφιλοι κατά μέσο όρο
έρχονται πίσω στη σειρά γεννήσεως μεταξύ των αδελφών τους συγκριτικά με τους
φυσιολογικούς (Jensch 1941, Blanchard et al 1995). Ο αριθμός των μεγαλύτερων
αρσενικών και όχι θηλυκών αδελφών παίζει ρόλο σε αυτό. Το φαινόμενο επιδέχεται
τόσο ψυχοκοινωνικές όσο και ανοσολογικές ερμηνείες (π.χ. ανοσολογική αντίδραση
της μητέρας στο Η/Υ αντιγόνο των αλλεπάλληλων αρσενικών εμβρύων). Κατά κάποιον
τρόπο το σώμα της μητέρας «θυμάται» τα προηγούμενα αγόρια που κυοφόρησε και
μεταβάλλει την εμβρυική ανάπτυξη των επόμενων αγοριών αυξάνοντας έτσι την
πιθανότητα ομοφυλοφιλίας τους. Με αυτόν τον τρόπο, σε ανθρωπολογικό επίπεδο,
μειώνεται ο αριθμός των αρσενικών που θα διεκδικήσουν την ηγεσία της ομάδας,
καθώς και η αβεβαιότητα του αποτελέσματος της σύγκρουσης.
Ομοφυλόφιλες τάσεις είναι δυνατόν να προκαλούνται λόγω αποτυχίας της
φυλετικής διαφοροποίησης του εγκεφάλου ως συνέπεια ανώμαλων επιπέδων ορμονών
κατά την ανάπτυξη του εμβρύου. Εικάζεται ότι οι ομοφυλόφιλοι άνδρες κατά την
εμβρυική τους ζωή είχαν εκτεθεί σε χαμηλά επίπεδα εμβρυικής τεστοστερόνης, ενώ οι
ομοφυλόφιλες γυναίκες κατά την εμβρυική τους ζωή είχαν εκτεθεί σε μεγαλύτερες
ποσότητες ανδρογόνων από ό,τι φυσιολογικές γυναίκες, οι οποίες και κατά την ενήλικο
ζωή τους φαίνεται ότι υπερπαράγουν ανδρογόνα (MacCulloch and Waddington 1981).
Η σχέση μεγέθους μεταξύ 2ου και 4ου δακτύλου του χεριού αντανακλά, σύμφωνα με μια
ενδιαφέρουσα μελέτη (Williams et al 2000) τον βαθμό έκθεσης του εμβρύου σε
ανδρογόνα και οι λεσβίες έχουν παρόμοια αναλογία με των ετεροφυλικών ανδρών.
Νευροανατομικές διαφορές έχουν ανιχνευθεί μεταξύ ομοφυλόφιλων και
ετεροφυλόφιλων (Allen and Gorski 1992) στο μέγεθος του μεσολοβίου και μερικών
υποθαλαμικών πυρήνων, αλλά τα ευρήματα εκτός του ότι είναι ασαφή επιδέχονται και
άλλες ερμηνείες.
Συννοσηρότητα. Αγχώδεις διαταραχές, κρίσεις πανικού, κατάθλιψη, απόπειρα
αυτοκτονίας και χρήση ουσιών, κυρίως αλκοόλ, είναι οι ψυχιατρικές διαταραχές που
συχνά συνοδεύουν την ομοφυλοφιλία. Λιγότερο συχνή είναι η παιδεραστία. Σωματικές
παθήσεις όπως σύφιλη, επίκτητη ανοσοανεπάρκεια, άλλα αφροδίσια νοσήματα,
ηπατίτιδες, είναι πολύ συχνές, όπως επίσης η αριστεροχειρία και η ανοσιακή
δυσλειτουργία. Συχνά οι ομοφυλόφιλοι, κυρίως όταν γερνούν, γίνονται αντικείμενα
εκμετάλλευσης από ψυχοπαθητικούς νεαρούς και δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις
που κακοποιούνται άγρια, καταληστεύονται ή και δολοφονούνται από αυτούς.
Θεραπεία. Η νόσος είναι βαθιά συντονισμένη με το εγώ, και ο ομοφυλόφιλος δεν
αισθάνεται ανάγκη για κάποια θεραπεία. Οι ομοφυλόφιλοι που ζητούν θεραπεία το
κάνουν κάτω από ποικίλες εξωτερικές πιέσεις και σπανίως το επιθυμούν. Διάφορες
θεραπευτικές «στρατηγικές» ψυχαναλυτικής, γνωσιακής ή μπηχαβιοριστικής
(θεραπείες αποστροφής κ.λπ.) έμπνευσης διακρίνονται για την αφέλεια ή την
ελαφρότητα με την οποία προσεγγίζουν το θέμα.

Σεξουαλικές διαστροφές ή ανωμαλίες ή παραφιλίες. Είναι διαταραχές που


προκύπτουν από την εξάρτηση της σεξουαλικής λειτουργίας από ειδικές, εκτός της
φυσιολογικής, συνθήκες. Ως σεξουαλική διαστροφή χαρακτηρίζεται μια σεξουαλική
δραστηριότητα ή φαντασίωση, αντίθετη με τους γενικώς αποδεκτούς κανόνες
σεξουαλικής συμπεριφοράς, μόνιμη ή υποτροπιάζουσα, που επιδιώκει τη σεξουαλική
ικανοποίηση με τρόπους άλλους εκτός: α) της κολπικής συνουσίας, β) της συναίνεσης
448

του/της συντρόφου, γ) της συνεύρεσης με άτομο της ίδιας σεξουαλικής και ηλικιακής
ωριμότητας. Με εξαίρεση τον μαζοχισμό και τον σοδομισμό, οι σεξουαλικές ανωμαλίες
είναι σχετικώς σπάνιες στις γυναίκες. Δεν είναι σπάνιο στο ίδιο άτομο να εκδηλώνονται
περισσότερες από μία σεξουαλικές ανωμαλίες. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται:
η Σεξουαλική κακοποίηση, η Σεξουαλική παρενόχληση, ο Βιασμός, η Παιδεραστία, η
Αιμομιξία, ο Φετιχισμός, η Ηδονοβλεψία, η Επιδειξιομανία, η Αλγολαγνεία, η
Κτηνοβασία, η Ουρολαγνεία, η Κοπρολαγνεία, η Εφαψιομανία, η Νεκροφιλία, η
Κλυσματοφιλία και η Τηλεφωνική βωμολοχία.

Σεξουαλική κακοποίηση. Είναι ηθικώς καταδικαστέα, κοινωνικώς απαράδεκτη


σεξουαλική συμπεριφορά και διώκεται από την κρατική δικαιοσύνη. Στη σεξουαλική
κακοποίηση, σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου των δυτικών κοινωνιών,
περιλαμβάνονται πράξεις διά των οποίων επιτελείται σεξουαλική εκμετάλλευση
ανθρώπων λόγω της ηλικίας, της σωματικής, της ψυχικής ή της κοινωνικής τους
κατάστασης. Η συχνότητα αυτών των συμπεριφορών είναι άγνωστη, ένα πολύ μικρό
μέρος έρχεται στη δημοσιότητα, ίσως μικρότερο του 5% (Radzinowicz 1957).
Διακρίνεται σε σεξουαλική κακοποίηση ενηλίκων υγιών, ενηλίκων ασθενών ή κατά
οποιονδήποτε τρόπο ανίσχυρων και σε σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων.
Περιλαμβάνει την παρενόχληση, τον βιασμό, την παιδεραστία, την αιμομιξία και την
εξώθηση σε πορνεία.

Σεξουαλική παρενόχληση. Για να χαρακτηρισθεί μια συμπεριφορά ως σεξουαλική


παρενόχληση πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία αναξιοπρέπειας, όπως απρεπείς
υπαινιγμούς και υπονοούμενα, επίδειξη πορνογραφικών εικόνων, σωματικές επαφές
και χειρονομίες κ.λπ., χωρίς συγκατάθεση του άλλου. Συνήθως γίνεται από άνδρες σε
βάρος γυναικών αλλά και, διόλου σπάνια, από γυναίκες σε βάρος ανδρών. Το αν όλα
αυτά θεωρούνται φυσιολογικά ή παθολογικά εξαρτάται από τις κοινωνικές και πολιτικές
περιστάσεις. Σε πολλές χώρες είναι μέρος του ρεπερτορίου της σεξουαλικής
συναλλαγής μεταξύ γυναικών και ανδρών και η σεξουαλική παρενόχληση είναι ανεκτή.
Σε άλλες χώρες είναι τελείως απαράδεκτη και η κατακραυγή εναντίον της φθάνει
μερικές φορές σε εξωφρενικά, ιλαροτραγικά επίπεδα. Στις βόρειες βιομηχανικές χώρες
οι γυναίκες που δηλώνουν παρενόχληση φθάνουν στο 40%, ενώ στις μεσογειακές
κάτω του 5%. Επειδή είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι βόρειοι άνδρες είναι
«θερμότεροι» από τους μεσογειακούς, η ερμηνεία του φαινομένου είναι σαφώς
κοινωνική. Η εκστρατεία κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης στους χώρους εργασίας
υποστηρίχθηκε θερμά από τις επιχειρήσεις, γιατί η ανάπτυξη της σεξουαλικότητας από
τους εργαζόμενους στον χώρο εργασίας έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγή.

Βιασμός. Ο βιασμός μαζί με την παιδεραστία είναι η πλέον καταδικαστέα μορφή


σεξουαλικής κακοποίησης στις σύγχρονες κοινωνίες. Υπό φυσιολογικές συνθήκες η
είσοδος του πέους στον κόλπο επιτυγχάνεται μόνο με τη συγκατάθεση της γυναίκας και
συνήθως με τη συνδρομή της, και αυτό γίνεται επειδή αυτός που επιλέγει τελευταίος
είναι η γυναίκα και όχι ο άνδρας. Αν η συγκατάθεση γίνει με την άμεση ή έμμεση απειλή
βίας, με ή χωρίς τη χρήση βίας, ή με την επίδραση φαρμάκων ή αλκοόλ, τότε πρόκειται
περί βιασμού. Στην πραγματικότητα εκείνο που είναι βαρύτατα τραυματικό για τη
γυναίκα δεν είναι μία ανεπιθύμητη συνουσία αλλά το ότι ο βιασμός την εμποδίζει να
λειτουργήσει ως παράγων επιλογής. Σε κοινωνικές καταστάσεις κατά τις οποίες
παραβιάζονται τα σύνορα της νομιμότητας, όπως σε συνθήκες μεγάλης κοινωνικής
ρευστότητας, πολέμου, εξέγερσης κ.λπ., ο βιασμός, μαζί με τις λεηλασίες, αποτελεί
σταθερό παράγοντα του ιστορικού σκηνικού. Στον πόλεμο μάλιστα ο βιασμός είναι κάτι
που επιδιώκεται και οργανώνεται συστηματικά, παρά τις περί του αντιθέτου
διακηρύξεις, επειδή προκαλεί παράλυση του ηθικού του αντιπάλου, ανακουφίζει τον
επιτιθέμενο από συσσωρευμένη επιθετικότητα και φόβο, αυξάνει τους δεσμούς μεταξύ
των δραστών, καθώς και το αίσθημα ισχύος. Αν και ο βιασμός δεν αφορά μόνο τις
γυναίκες, αφού θύματα βιασμού μπορεί να είναι μικρά αγόρια ή και ενήλικοι άνδρες,
449

στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων τα θύματα είναι γυναίκες. Ο βιαστής


είναι άνδρας. Η περίπτωση να είναι γυναίκα ο βιαστής είναι εξαιρετικά σπάνια. Έχουν
γίνει κάποιες απόπειρες ταξινόμησης των βιαστών οι οποίοι αποτελούν ετερογενή
ομάδα.
Κλασικός βιαστής. Είναι άτομο που καταλήγει στον βιασμό επειδή ζει σε συνθήκες που
δεν του επιτρέπουν επαφή με το άλλο φύλο (π.χ. πόλεμος), ή επειδή αντλεί
μεγαλύτερη ηδονή υποχρεώνοντας με τη βία μια γυναίκα να του παραδοθεί.
Περιστασιακός βιαστής. Φυσιολογικό άτομο που κάτω από «στραβές» περιστάσεις –
περιστάσεις δηλαδή κατά τις οποίες δεν ερμηνεύει σωστά τις αντιδράσεις και τη
συμπεριφορά της γυναίκας, η οποία με τη σειρά της του στέλνει διφορούμενα
μηνύματα– διαπράττει βιασμό. Διακατέχεται από μεγάλη νευρικότητα πριν και νιώθει
έντονες τύψεις και ενοχές μετά την πράξη.
Ψυχοπαθητικός βιαστής. Η μεγαλύτερη ομάδα. Ο βιασμός είναι συχνά παρορμητικός
και αποτελεί εκδήλωση μιας συνολικά στρεβλωμένης προσωπικότητας ενός ατόμου με
παρορμητική συμπεριφορά, που ψάχνει για άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών του και
δρα χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες των πράξεών του. Αυτά τα άτομα έχουν και άλλα
χαρακτηριστικά, όπως βίαιη συμπεριφορά, ασταθείς διαπροσωπικές σχέσεις, εξάρτηση
από αλκοόλ και ουσίες. Είναι συνήθως άνεργα, με ιστορικό εγκληματικότητας. Ο
βιασμός συνήθως γίνεται στο πλαίσιο άλλης πράξης, π.χ. κλοπή σε σπίτι.
Σεξουαλικά ανίκανος βιαστής. Στην ομάδα αυτή ανήκουν ντροπαλοί και ανασφαλείς
νεαροί άνδρες που δεν έχουν κοινωνικές επιδεξιότητες, κυρίως εκείνες που έχουν
σχέση με τις γυναίκες. Αρκετοί σε αυτήν την ομάδα είναι σεξουαλικά ανίκανοι,
ομοφυλόφιλοι, ενώ άλλοι έχουν έντονους φόβους ότι είναι ομοφυλόφιλοι. Ο βιασμός
είναι πολύ καλά προσχεδιασμένος και αφορά γυναίκες πολύ ελκυστικές ή ερωτικά
απειλητικές ή και τα δύο.
Σαδιστής βιαστής. Σε αυτήν την ομάδα ανήκουν άνδρες που τρέφουν βαθύ μίσος κατά
των γυναικών, που έχει τις ρίζες του στις πρώτες σχέσεις τους με το άλλο φύλο.
Σκοπός του βιασμού είναι η πρόκληση πόνου και ο εξευτελισμός της γυναίκας. Η ίδια η
συνουσία είναι πολύ επιφανειακή, μπορεί και να λείπει, αλλά τα σωματικά τραύματα
μπορεί να είναι σοβαρά. Ο βιαστής, για να προκαλέσει έντονα αισθήματα εξευτελισμού,
μπορεί ακόμη να ουρήσει ή να αφοδεύσει επάνω στο θύμα, να εκσπερματώσει στο
πρόσωπό της, να ασελγήσει από τον πρωκτό, ή να βάλει διάφορα αντικείμενα στον
κόλπο ή στον πρωκτό της. Μπορεί ακόμη και να σκοτώσει το θύμα. Ο βιασμός είναι
πολύ καλά σχεδιασμένος, όπως και η εξασφάλιση άλλοθι.
Ψυχωσικός βιαστής. Η μικρότερη ομάδα. Ο βιαστής πραγματοποιεί την πράξη του υπό
το κράτος ακραίων παραληρητικών ιδεών με περιεχόμενο θρησκευτικό, διωκτικό ή εν
γένει αλλόκοτο και υποχρεώνει το θύμα να προσαρμοστεί. Ο βιασμός είναι παράδοξος,
πολύ βίαιος και εξόχως τρομοκρατικός για το θύμα.

Όσον αφορά τη συχνότητα των βιασμών, ίσως να υπάρχει και μια εποχιακή κατανομή.
Τον Δεκέμβριο οι γυναίκες κινδυνεύουν λιγότερο από ό,τι τους άλλους μήνες να
πέσουν θύματα βιασμού, ίσως επειδή δεν εκθέτουν το σώμα τους τόσο πολύ όσο το
καλοκαίρι. Μετά τον βιασμό το θύμα αισθάνεται σύγχυση, ντροπή, εξευτελισμό, φόβο
και οργή, συναισθήματα που μπορεί να διαρκέσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ακολουθούν αισθήματα σωματικής και ψυχικής ευθραυστότητας, η απειλητική αίσθηση
ότι ζει σε έναν πολύ κακό και επικίνδυνο κόσμο και ότι δεν ασκεί κανέναν έλεγχο στη
ζωή της. Σε γυναίκες που έχουν πλήρως εκδιπλώσει τη σεξουαλικότητά τους, η
σεξουαλική ζωή τους συνήθως δεν επηρεάζεται, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις
εμφανίζεται δυσπαρεύνια. Αισθήματα απογοήτευσης για τον έρωτα και μίσους για
όλους τους άνδρες είναι δυνατόν να εμφανισθούν. Πάνω από το 70% των θυμάτων
βιασμού εμφανίζουν ψυχιατρικά συμπτώματα τύπου μεταψυχοτραυματικής διαταραχής
που, στις περισσότερες γυναίκες, αποκτούν χρόνιο χαρακτήρα, ενώ στο 20% των
περιπτώσεων τα θύματα κάνουν απόπειρες αυτοκτονίας. Τα συμπτώματα είναι
ισχυρότερα όταν ασκείται σωματική βία, χρησιμοποιούνται όπλα και προκαλούνται
σωματικά τραύματα ή όταν ο βιασμός γίνεται από άγνωστο άτομο.
450

Παιδεραστία ή παιδοφιλία. Είναι προτιμότερος ο όρος «σεξουαλική κακοποίηση


παιδιών». Ο παιδεραστής έλκεται σεξουαλικώς από άτομα που βρίσκονται σε στάδιο
σωματικής ανωριμότητας. Στα διαγνωστικά κριτήρια περιλαμβάνονται επίσης επίμονες
σεξουαλικές τάσεις και φαντασιώσεις καθώς και σωματική επαφή και ασέλγεια σε
παιδιά. Οι δράστες είναι κυρίως άνδρες, συνήθως συγγενείς ή στενοί οικογενειακοί
φίλοι, αλλά δεν είναι σπάνιες και οι γυναίκες. Το παιδί μπορεί να ανήκει στο ίδιο ή στο
αντίθετο φύλο με τον παιδεραστή. Τα κορίτσια φαίνεται ότι είναι ιδιαιτέρως ευάλωτα στη
σεξουαλική εκμετάλλευση από μέλη της οικογένειάς τους. Διεθνώς, όχι τόσο στις
υπανάπτυκτες χώρες αλλά κυρίως στις ανεπτυγμένες, και στην Ελλάδα κατά τα
τελευταία χρόνια, το φαινόμενο σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών έχει λάβει
διαστάσεις επιδημίας με κατακόρυφη αύξηση των κρουσμάτων. Στις ανώτερες
κοινωνικές τάξεις είναι συχνότερη στα ανήλικα κορίτσια (Palmer 1992) και στις
κατώτερες στα αγόρια, ενώ είναι διαδεδομένη η παιδική πορνεία και πορνογραφία.
Γύρω στο 10% των ανδρών και το 15% των γυναικών φαίνεται ότι έχουν υποστεί
κάποια σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική τους ηλικία (Finkelhor 1979, Russel
1984).
Αυτοί που τελικά καταδικάζονται για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, χωρίς κάτι
τέτοιο να σημαίνει ότι αναγκαστικά αυτό είναι το προφίλ του παιδεραστή, είναι άτομα
μοναχικά, ανύπανδρα, με βαριές διαταραχές της προσωπικότητας, τα οποία έχουν την
τάση να επαναλαμβάνουν την πράξη τους παρά τις τιμωρίες που υφίστανται. Είναι
πολύ πιθανόν και οι ίδιοι να υπήρξαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης ή να είναι
ομοφυλόφιλοι. Αισθάνονται πανίσχυρη έλξη από τα παιδικά γεννητικά όργανα και
αποστροφή προς τη γυναικεία οσμή και τριχοφυΐα. Πολλοί από αυτούς έχουν
επαγγέλματα που σχετίζονται με παιδιά (τραγουδιστές ή θεατρίνοι για παιδικά
προγράμματα, γυμναστές, δάσκαλοι, ιερείς κ.λπ.). Επίσης οι παιδεραστές έχουν
διαταραγμένες απόψεις για τα παιδιά, όπως π.χ. την άποψη ότι τα παιδιά αρέσκονται
σε σεξουαλικές σχέσεις με τους μεγάλους ή ότι οι εμπειρίες με μεγάλους τα
ψυχαγωγούν και τα ωφελούν, απόψεις που απορρέουν από μια σειρά παθολογικές
ιδεολογίες που κυκλοφορούν ευρέως στην αγορά.
Στην αφετηρία του προβλήματος βρίσκεται μια σειρά κοινωνικών φαινομένων, με
κυριότερα τις κακές οικογενειακές συνθήκες, τη μειωμένη γονεϊκή φροντίδα, την
αποθηλεοποίηση της γυναίκας και την κατάρρευση του αρσενικού, την πτώση των
ηθικών αξιών και τον καταναλωτισμό. Η διαφήμιση της απόλαυσης και της
περιφρόνησης προς τη μητρότητα από τα ΜΜΕ είναι επίσης σοβαροί συντελεστές.
Αυτό το κοινωνικό κλίμα έχει ως συνέπεια να μην υπάρχει το παιδί στη συνείδηση
πολλών ανθρώπων ή να υπάρχει σαν ενοχλητικό αντικείμενο. Παρά τα φαινόμενα, η
σύγχρονη κοινωνία δεν αγαπάει τα παιδιά. Αναγνωρίζει σε αυτά το δικαίωμα της
ύπαρξης πολύ μετά την έναρξη της ζωής τους, με αποτέλεσμα ο οποιοσδήποτε να
μπορεί να γνωμοδοτεί για τη ζωή τους και να ενεργεί κατά το συμφέρον του. Έχει
παρατηρηθεί σε οικογένειες οικονομικών μεταναστών οι γονείς να προσφέρουν τα
παιδιά τους σε παιδεραστές που πληρώνουν καλά. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα
δημιουργηθούν κοινωνικές προϋποθέσεις για τη σεξουαλική εκμετάλλευση των
παιδιών· ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι η σεξουαλική
κακοποίηση είναι μεν η αποκρουστικότερη μορφή περιφρόνησης προς την ανθρώπινη
φύση των παιδιών, ποιοτικά όμως ανήκει στην ίδια κατηγορία με νόμιμες
συμπεριφορές που στρέφονται κατά των παιδιών, όπως το κλείσιμό τους για μεγάλο
διάστημα της ημέρας σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, η εργασιακή τους εκμετάλλευση, η
παραμέληση, η εγκατάλειψη και η σωματική ή ψυχολογική κακοποίησή τους από τους
γονείς τους.
Αντιμετώπιση του προβλήματος. Ακόμη και αν οι δράστες έχουν ψυχιατρικά
προβλήματα ή διαταραχές της προσωπικότητας, χρειάζεται μεγάλη προσοχή στην
επιβολή της ποινής, διότι οι περισσότεροι έχουν ισχυρή τάση να επαναλαμβάνουν τα
ίδια εγκλήματα. Δεν γνωρίζουν οι παιδεραστές την έννοια της μεταμέλειας. Οι ποινές
πρέπει να είναι βαρύτατες, μη μετατρέψιμες, ο δράστης να χάνει όλα τα κοινωνικά και
451

πολιτικά του δικαιώματα και να μην αποφυλακίζεται με αναστολή ή να γίνεται μείωση


της ποινής του για οποιονδήποτε λόγο. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του θα πρέπει
να υποβάλλεται σε πλήρη και καλά οργανωμένη θεραπευτική αγωγή και το ενδεχόμενο
βιολογικής καταστροφής των σεξουαλικών του κινήτρων με φαρμακευτικά ή
χειρουργικά μέσα να συζητιέται σοβαρά αν υπάρχουν ενδείξεις αποτυχίας της
θεραπείας ή αν το θέλει ο ίδιος. Και πάντως η ιατρική και η αστυνομική, οπωσδήποτε
ανεξάρτητα η μία από την άλλη, παρακολούθησή του μετά την αποφυλάκιση πρέπει να
είναι συστηματική και να συνεχίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το θέμα της
σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνείας ήταν πάντοτε ιδιαίτερα
σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Η σύγχρονη κοινωνία πρέπει να τηρεί σταθερή στάση
απέναντι σε αυτά τα θέματα και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως της παιδικής
σεξουαλικής εκμετάλλευσης ή της χρησιμοποίησης των παιδιών για την παραγωγή
πορνογραφικού υλικού, η στάση της θα πρέπει να είναι απερίφραστα αρνητική στο
θεσμικό και ανελέητη στο νομικό και το ποινικό επίπεδο. Η κοινωνία θα αφήσει πίσω
της το στάδιο της βαρβαρότητας στο οποίο τώρα βρίσκεται όταν αναλάβει το χρέος να
περιφρουρεί όλα τα βασικά δικαιώματα των παιδιών για ζωή και απρόσκοπτη
ανάπτυξη και να τα προστατεύει από κάθε εκμετάλλευση και κακοποίηση – όχι μόνο τη
σεξουαλική, που είναι μεν η πλέον αποκρουστική, αλλά δεν είναι η μόνη και
οπωσδήποτε όχι η συχνότερη.
Θεραπεία. Ο παιδεραστής δεν έχει συνήθως καμία διάθεση να θεραπευτεί, αφού δεν
πιστεύει ότι πάσχει από νόσο. Οδηγείται στη θεραπεία από τα ποινικά δικαστήρια.
Υπάρχει ένα μεγάλο φάσμα θεραπευτικών προσεγγίσεων (Γιωτάκος 2003), στις οποίες
περιλαμβάνονται συμπεριφορικές (βιοανάδραση με αποστροφή μέσω ηλεκτρικού
ρεύματος, τροποποίηση της φαντασίωσης, κατευθυνόμενος αυνανισμός, οργασμική
επανεξάρτηση κ.λπ.) ή εναισθησιακές ψυχοθεραπείες. Στις οργανικές θεραπείες
περιλαμβάνονται η χορήγηση αντιανδρογόνων, ο χειρουργικός ευνουχισμός και η
ψυχοχειρουργική επέμβαση με καταστροφή των εγκεφαλικών κέντρων που
επηρεάζουν τη σεξουαλική λειτουργία. Τα αποτελέσματα αυτών των θεραπευτικών
στρατηγικών, μερικές από τις οποίες είναι ανόητες, δεν είναι ικανοποιητικά, και στην
εφαρμογή τους θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το ποσοστό βαρβαρότητας που
ενέχεται στις ίδιες. Κυρίως θα πρέπει να τονισθεί εδώ ότι οι θεραπείες δεν πρέπει να
γίνονται ποινές, και ότι τα δικαστήρια είναι τα μόνα αρμόδια να επιβάλλουν τιμωρίες
κατά τον νόμο. Μόνο αυτός που πιστεύει ότι είναι ασθενής έχει ελπίδες θεραπείας.
Κλινικές επιπτώσεις στο θύμα. Οι επιπτώσεις εξαρτώνται από το είδος της
κακοποίησης. Αν δεν χρησιμοποιήθηκε σωματική ή ψυχική βία, αν το επεισόδιο ήταν
μεμονωμένο ή επαναλήφθηκε περιστασιακά, τα συμπτώματα είναι ηπιότερα. Αντίθετα,
αν χρησιμοποιήθηκε βία, αν το παιδί υπέστη τραυματισμούς και εξευτελισμούς, αν η
εμπειρία επαναλήφθηκε πολλές φορές για μεγάλο χρονικό διάστημα, αν ο δράστης είχε
πολύ μεγαλύτερη ηλικία ή ήταν συγγενής, π.χ. πατέρας ή θείος, οι στρέσορες είναι
ισχυρότεροι από τις προσαρμοστικές ικανότητες του παιδιού και οι επιπτώσεις είναι
πιθανόν να είναι φανερές και κατά την ενήλικο ζωή (Herman et al 1986). Όλα τα
συνοδευτικά επιβαρυντικά στοιχεία της κακοποίησης, όπως η προδοσία της
εμπιστοσύνης, η υποταγή στην ισχύ, η υποχρέωση στη διαφύλαξη απαίσιου μυστικού,
η θέαση των γεννητικών οργάνων ενηλίκου σε συνουσιακή ετοιμότητα και η φρικώδης
εμπειρία ενηλίκου σε σεξουαλική διέγερση, εκδιπλώνονται σταθερά μέχρις ότου
διαμορφώσουν το έδαφος ανάπτυξης των μετέπειτα διαταραχών. Η ανάμνηση του
γεγονότος είναι δυνατόν να καταπιεστεί πλήρως ή μερικώς, και τα θύματα κατά την
ενήλικο ζωή αναφέρουν ότι το έχουν ξεπεράσει πλήρως ή σε μεγάλο βαθμό. Αλλά σε
πολλά θύματα ο φόβος και η υπερεγρήγορση συνήθως παραμένουν και ο
ψυχοτραυματισμός εκδραματίζεται εκ νέου σε εφιάλτες, αναμνησιακές εισβολές και
ψυχοαποσυνδετικές καταστάσεις. Οι ασθενείς προσπαθούν να προστατευτούν από
αυτά τα επώδυνα συμπτώματα απομακρυνόμενοι από σεξουαλικές ή ακόμη και στενές
σχέσεις κατά τις οποίες είναι δυνατόν να πυροδοτηθούν αυτά τα συμπτώματα. Έχει
βρεθεί (Pribor and Dinwinddie 1992) σαφής συσχετισμός σεξουαλικής κακοποίησης
κατά την παιδική ηλικία με μετέπειτα εμφάνιση ψυχιατρικών διαταραχών. Ένα πολύ
452

υψηλό ποσοστό των πασχόντων από ψυχιατρικές παθήσεις έχουν ιστορικό


σεξουαλικής κακοποίησης. Ψυχοτραυματική νεύρωση, διαταραχή πανικού,
αγοραφοβία και άλλες φοβίες είναι τα σταθερότερα ψυχιατρικά συμπτώματα μαζί με
χρονία κατάθλιψη, ανηδονία, αίσθημα εσωτερικού θανάτου. Κατά περιόδους, στην
προσπάθειά τους να βρουν ανακούφιση, παίρνουν φάρμακα ή αλκοόλ,
αυτοτραυματίζονται και κάνουν απόπειρες αυτοκτονίας.
Θεραπευτικές προσεγγίσεις στο θύμα. Επειδή ο κίνδυνος παράτασης του
ψυχοτραυματισμού του παιδιού είναι μεγάλος, οι γονείς, όταν και αν το μάθουν,
αποφεύγουν τη δίωξη αυτών των ατόμων τα οποία κατά νόμον ή όχι μένουν
ατιμώρητα, και έτσι ενισχύεται το στρεβλωμένο κίνητρό τους. Σε άλλες περιπτώσεις
όμως είναι σημαντικό να μειωθούν ο πανικός, η οργή και η αγανάκτηση των γονέων, τα
οποία ενδεχομένως θα τους οδηγήσουν σε ποινικό αδίκημα σε βάρος του δράστη με
οπωσδήποτε επιπρόσθετες αρνητικές επιπτώσεις στους ίδιους και στο παιδί, αν
συλληφθούν. Επίσης πρέπει να μελετηθεί το επίπεδο παθολογίας της οικογένειας, που
ενδεχομένως βρίσκεται μεταξύ των συντελεστικών παραγόντων της κακοποίησης. Στις
θεμελιώδεις θεραπευτικές ενέργειες περιλαμβάνονται φροντίδα και αποκατάσταση των
σωματικών κακώσεων, πρόληψη ή/και έλεγχος μολυσματικής νόσου (σύφιλη,
βλεννόρροια, ηπατίτιδα, HIV). Ο γυναικολόγος που θα εξετάσει το παιδί πρέπει να είναι
ιδιαίτερα προσεκτικός, ώστε να μην το ψυχοτραυματίσει ακόμη περισσότερο. Το θέμα
της πιθανής εγκυμοσύνης πρέπει να αντιμετωπίζεται με μεγάλη προσοχή και φρόνηση.
Όλοι οι συντελεστικοί παράγοντες και όλες οι πιθανές επιπτώσεις της λύσεως που θα
επιλεγεί πρέπει να εξεταστούν με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα. Το παιδί δεν πρέπει να
εισαχθεί σε ψυχιατρική κλινική. Η ψυχιατρική φροντίδα του είναι προτιμότερο να γίνει
στο σπίτι διά των γονέων, οι οποίοι θα συνεργάζονται με τον ψυχίατρο.

Αιμομιξία. Αναφέρονται ενδείξεις (Lowick-Goodall 1968) ότι στα ανθρωποειδή


υπάρχουν έμφυτοι μηχανισμοί αναστολής της αιμομιξίας, αλλά στους ανθρώπους,
σύμφωνα με την ψυχαναλυτική άποψη, υπάρχουν ισχυρές ασυνείδητες αιμομικτικές
παρορμήσεις. Η αιμομιξία διακρίνεται στην εθελούσια, που συνήθως συμβαίνει μεταξύ
αδελφών, και στην ακούσια, κατά την οποία ένα ενήλικο πρόσωπο της οικογένειας,
συνήθως ο πατέρας, αποπλανά ένα νεαρότερο, οπότε προσλαμβάνει τον χαρακτήρα
της σεξουαλικής κακοποίησης. Αν και σπανίως καταγγέλλεται, φαίνεται ότι γενικώς τα
ποσοστά της αιμομιξίας είναι υψηλά και σύμφωνα με ορισμένους μελετητές μπορεί να
φθάνουν και στο 10%. Έρχονται στην επιφάνεια μετά από ατύχημα, π.χ. εγκυμοσύνη,
καβγά στην οικογένεια, ή όταν συνομήλικος εραστής της κοπέλας μάθει το μυστικό και
κάνει καταγγελία κ.λπ. Δεν καταγγέλλεται λόγω αισθημάτων ενοχής του παιδιού,
ντροπής, άγνοιας και ανεκτικότητας προς τον δράστη. Αλλά συντελούν και άλλοι
παράγοντες, όπως η αντίσταση μερικών ιατρών να αναγνωρίσουν και να αναφέρουν
την πράξη, η επιμονή των δικαστηρίων σε αυστηρώς σαφή και αποδεικτικά στοιχεία και
ο φόβος των οικογενειών για διάλυση.
Οι οικογένειες στις οποίες παρατηρούνται κρούσματα αιμομιξίας παρουσιάζουν
δυσλειτουργικές σχέσεις μεταξύ των γονέων, κυρίως στο επίπεδο της σεξουαλικότητας,
φαινόμενα εγκατάλειψης των παιδιών από τους γονείς, απουσία συναισθηματικών
συναλλαγών μεταξύ των μελών τους, αδυναμία των παιδιών να αναπτυχθούν προς την
κατεύθυνση της αυτονομίας, φαινόμενα που προάγουν αιμομικτικές συμπεριφορές.
Απομόνωση, αποδιοργάνωση και αποσύνθεση είναι τα γενικά χαρακτηριστικά αυτών
των οικογενειών (Weinberg 1955). Η συχνότητα ψυχιατρικών διαταραχών είναι
μεγαλύτερη τόσο στους αιμομίκτες όσο και στα θύματα της αιμομιξίας (Pribor and Din-
widdie 1992, Herman and Hirschman 1981). Από ανθρωπολογική άποψη η αιμομιξία
είναι η ακρότατη παθολογική εκδήλωση της απόλυτης εξουσίας του αρσενικού στην
πατριαρχική οικογένεια. Υπάρχουν ενδείξεις ότι σε σημαντικό ποσοστό των
περιπτώσεων οι μητέρες δρούσαν με τέτοιον τρόπο ώστε να διευκολύνουν την
αιμομικτική συμπεριφορά των ανδρών τους. Άλλες, αν και δεν διευκολύνουν, πάντως
αποδέχονται αυτήν τη συμπεριφορά. Οι μητέρες περιγράφονται ως ανίσχυρες με
ψυχιατρικά προβλήματα (κατάθλιψη, αλκοολισμό) και οι σχέσεις τους με τις κόρες
453

θύματα χαρακτηρίζονται από αποξένωση και εχθρότητα (Herman and Hirschman


1981).

Φετιχισμός. Ο ασθενής χρησιμοποιεί κάποιο αντικείμενο, συνήθως ρούχα ή


παπούτσια, δεν αποκελείονται όμως τρίχες ή και εκκρίσεις, ως τον βασικό παράγοντα
πρόκλησης σεξουαλικής διέγερσης που εκδιπλώνεται διά του αυνανισμού. Το άτομο
οδηγείται στον φετιχισμό από μια διαταραχή της σεξουαλικής του ανάπτυξης, όπου
συμβολικά αντικείμενα παρά πραγματικοί άνθρωποι βρίσκονται στο επίκεντρο του
σεξουαλικού ενδιαφέροντός του. Η επιδημιολογία αυτής της απολύτως προσωπικής
διαταραχής είναι άγνωστη, αλλά φαίνεται ότι η μεγάλη πλειονότητα των φετιχιστών
είναι άνδρες. Στη φετιχιστική παρενδυσία το ντύσιμο με ρούχα του άλλου φύλου
επιφέρει σεξουαλική διέγερση. Μερικές φορές συνυπάρχουν φετιχισμός, παρενδυσία
και σαδομαζοχισμός.

Ηδονοβλεψία (voyerism). Διαταραχή κατά την οποία κάποιος επιδιώκει να βλέπει


άνδρες ή γυναίκες να γδύνονται ή να συνουσιάζονται χωρίς αυτοί να το θέλουν ή να το
ξέρουν. Αυτή η δραστηριότητα οδηγεί στον αυνανισμό. Βέβαια η διέγερση που
προκαλείται στους ανθρώπους από τη θέαση σεξουαλικών περιπτύξεων είναι ένα
απολύτως διαδεδομένο φαινόμενο. Το πρόβλημα με τον ηδονοβλεψία είναι ότι αυτή
αποτελεί τη μοναδική σεξουαλική του ενασχόληση ή πάντως αυτή τον ενδιαφέρει
περισσότερο. Μερικοί ηδονοβλεψίες είναι και επιδειξίες ή παρενδυσιακοί.

Επιδειξιομανία. Η επίδειξη γεννητικών οργάνων είναι πάρα πολύ συχνή. Πάνω από
50% των ανθρώπων θυμούνται, ως θεατές, μια τέτοια εμπειρία από τα παιδικά τους
χρόνια. Είναι ανωμαλία που αφορά την επίδειξη των γεννητικών οργάνων σε άλλον ή
σε άλλα πρόσωπα χωρίς αυτό να οδηγεί σε επίθεση ή σε επιδίωξη συνουσίας, που δεν
είναι στις προθέσεις του ασθενούς. Θα μπορούσε να ταξινομηθεί και στις διαταραχές
ελέγχου των παρορμήσεων, επειδή οι ασθενείς συνήθως τη βιώνουν ως κατάσταση
ξένη προς το εγώ τους, την οποία δεν μπορούν να ελέγξουν. Οι επιδειξιομανείς δεν
μπορούν να εξηγήσουν αυτή τη συμπεριφορά, η οποία τους δημιουργεί αγωνία. Στις
γυναίκες υπάρχουν αρκετά στοιχεία επιδεικτικής συμπεριφοράς αλλά, παρά τις όποιες
ακρότητες, αφορούν το σύνολο της εμφανίσεως, όχι μόνο τα γεννητικά όργανα, και
απευθύνονται σε όλους, παρά το ότι ο πραγματικός στόχος είναι να διεγείρουν την
ανδρική επιθυμία. Δεν έχει παθολογικό χαρακτήρα αυτή η συμπεριφορά. Στους άνδρες,
αντίθετα, η επιδειξιομανία παρουσιάζεται ως αγωνιώδης και καταναγκαστική
παρόρμηση να επιδείξουν τα γεννητικά τους όργανα σε γυναίκες ή και σε μικρά
κορίτσια, πράγμα που συνήθως επιτελείται σε ερημικά μέρη, σε αλσύλλια και σε
σκοτεινά δρομάκια, ενώ οι ίδιοι ευρίσκονται υπό το κράτος μεγάλης ταραχής,
νευρικότητας, ανησυχίας και άγχους, αν και όχι πάντοτε.

Αλγολαγνεία ή σαδομαζοχισμός. Πόνος, εξευτελισμός, ταπείνωση και υποταγή


αποτελούν τα συστατικά στοιχεία του σαδομαζοχισμού. Ώς ένα βαθμό και οπωσδήποτε
σε πιο ήπιες μορφές εκδηλώνεται και στις φυσιολογικές συνουσιακές καταστάσεις.
Διακρίνεται στην ενεργό αλγολαγνεία ή σαδισμό και στην παθητική αλγολαγνεία ή
μαζοχισμό, οι οποίες είναι δυνατόν να συνυπάρχουν σε ποικίλες αναλογίες. Ως
σαδισμός μπορεί να ορισθεί η επιδίωξη σεξουαλικής ικανοποίησης διά της
προκλήσεως πόνου, τραυματισμού ή εξευτελισμού του άλλου, ενώ μαζοχισμός είναι η
επιδίωξη σεξουαλικής ικανοποίησης διά της προκλήσεως πόνου, τραυματισμού ή
εξευτελισμού του ιδίου του ατόμου. Η πραγματική αλγολαγνεία είναι προϋπόθεση της
συνουσίας και όχι εκδήλωση της συνουσιακής συμπεριφοράς. Παθητική στάση υπάρχει
κυρίως στις γυναίκες, αλλά αυτό δεν είναι αναγκαστικά στοιχείο μαζοχισμού, αν και ο
μαζοχισμός το περιλαμβάνει. Ο σαδιστής, ως προσωπικότητα, δεν περιορίζεται στη
σφαίρα της σεξουαλικής συμπεριφοράς αλλά θέλει να υποδουλώνει, να εκμεταλλεύεται,
να απογοητεύει, να περιφρονεί και να ταπεινώνει τον σύντροφό του σε όλες τις
εκφάνσεις της ζωής. Από την άλλη μεριά ο μαζοχισμός, σύμφωνα με τον Freud (1919),
454

δεν είναι εκδήλωση πρωτογενούς ενστίκτου αλλά η ρίζα του βρίσκεται στον σαδισμό, ο
οποίος αντί να στραφεί προς τον άλλον, στρέφεται προς τον εαυτό μέσα από
μηχανισμούς ενοχής. Η επιδημιολογία αυτής της διαταραχής είναι τελείως άγνωστη, για
λόγους προφανείς. Αλλά είναι συχνότερη στους άνδρες. Στις πολύ βαριές περιπτώσεις
που καταλήγουν στην ποινική δικαιοσύνη διάφορες θεραπευτικές στρατηγικές έχουν
προταθεί (χορήγηση αντι-ανδρογόνων, εθελοντικός ευνουχισμός, ψυχοχειρουργική,
διάφορες ψυχοθεραπείες κ.λπ.), αλλά η αποτελεσματικότητά τους είναι ατεκμηρίωτη.

Κτηνοβασία (bestiality, zooerasty). Ονομάζεται και σοδομισμός. Ο όρος σοδομισμός


έχει κακώς χρησιμοποιηθεί και για άλλες ανωμαλίες, όπως η πρωκτική συνουσία, η
ομοφυλοφιλία κ.λπ. Η κτηνοβασία είναι περίπου το ίδιο συχνή και στα δύο φύλα.
Σεξουαλικές σχέσεις με ζώα συμβαίνουν σε κοινωνίες που αποκλείουν τις προγαμιαίες
σχέσεις. Στις γεωργοκτηνοτροφικές κοινωνίες οι άνδρες χρησιμοποιούν τα
περισσότερα κατοικίδια με σκοπό τη σεξουαλική τους ικανοποίηση, ενώ οι γυναίκες τα
άλογα και κυρίως τα σκυλιά. Στις σύγχρονες κοινωνίες είναι συχνή διαστροφή στις
γυναίκες, οι οποίες συνήθως χρησιμοποιούν σκυλιά για αιδοιολειχία ή και για πλήρη
συνουσία μετά από σύντομη εκπαίδευση του ζώου.

Ουρολαγνεία (urolagnia, undinism) και Κοπρολαγνεία. Διαστροφή κατά την οποία


ο ασθενής ερεθίζεται σεξουαλικώς είτε ουρώντας σε ένα πρόσωπο είτε δεχόμενος ο
ίδιος τα ούρα κάποιου άλλου, ή όταν συνδυάζεται το ουρείν με άλλες συνουσιακές
πράξεις. Η διαταραχή μπορεί να συνδυάζεται και με τρόπους αυνανισμού, στους
οποίους περιλαμβάνεται και εισαγωγή αντικειμένων στην ουρήθρα με σκοπό τη
διέγερση. Οι περισσότεροι ουρολάγνοι είναι άνδρες, αλλά το βίτσιο δεν είναι καθόλου
σπάνιο και στις γυναίκες. Ο σεξολόγος Havelock Ellis είχε τη διαστροφή της
ουρολαγνείας. Προτιμούσε όχι μόνο να βρέχεται από τα ούρα κοριτσιών αλλά και να τα
πίνει. Είχε μάλιστα γράψει σε αρκετές περιπτώσεις γι’ αυτό το θέμα χρησιμοποιώντας
χυδαία και προσβλητική γλώσσα. Στην περίπτωση της κοπρολαγνείας το άτομο
ερεθίζεται σεξουαλικώς με το να αφοδεύει στο πρόσωπο του/της συντρόφου του ή να
δέχεται τα κόπρανα στο πρόσωπό του. Δυνατόν να περιλαμβάνει και κοπροφαγία.

Εφαψιομανία (frotteurism). Το άτομο ικανοποιείται σεξουαλικώς με το να τρίβει τα


γεννητικά του όργανα στο σώμα κάποιου που δεν το αντιλαμβάνεται, σε καταστάσεις
με συνωστισμό. Της πράξεως προηγείται έντονη φαντασίωση, που οδηγεί το άτομο
παρορμητικά, και μερικές φορές με μεγάλη δυσφορία να πραγματοποιήσει αυτή τη
συμπεριφορά.

Νεκροφιλία (necrophily). Ψυχαναγκαστική επιθυμία για συνουσία με σώματα νεκρών.


Οι νεκρόφιλοι συνήθως είναι άτομα που έχουν σχετικά επαγγέλματα (νεκροθάφτες,
εργαζόμενοι σε νεκροτομεία ή νεκροθαλάμους νοσοκομείων κ.λπ.), αλλά έχουν
αναφερθεί και περιπτώσεις συλήσεως τάφων.

Κλυσματοφιλία. Η χρησιμοποίηση κλυσμάτων για την επίτευξη σεξουαλικής


ικανοποίησης.

Τηλεφωνική βωμολοχία. Το άτομο κάνει χυδαία τηλεφωνήματα σε ανυποψίαστα


πρόσωπα, τα οποία καλεί να μιλήσουν μαζί του για σεξουαλικά θέματα, ενώ
ταυτοχρόνως αυνανίζεται.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΑΪΔΑΚΗΣ Ν. (1982). Σεξουαλικές διαταραχές στον άνδρα και τη γυναίκα. Ιατρική 42:279-287.
ΒΑΪΔΑΚΗΣ Ν. (1982). Θεραπεία των ψυχογενών σεξουαλικών διαταραχών. Ιατρική 42:363-372.
ΓΙΩΤΑΚΟΣ Ο. (2003). Παιδοφιλία. Αιτιολογία-Εκτίμηση-Αντιμετώπιση. Τετρ Ψυχιατρ 82:70-78.
ΤΑΛΦΑΝΙΔΗΣ Κ. (1994). Διαταραχή της ταυτότητας του φύλου σε αγόρια. Ψυχιατρική 5(suppl):24-29

ADLER A. (1917). Study of Organ Inferiority and its Psychical Compensation. Washington.
455

ALLEN LS, GORSKI RA. (1992). Sexual orientation and the size of the anterior commissure in the human
brain. Proceedings of the National Academy of Sciences, USA 89, 7199-7202.
BAILEY JM, PILARD RC, NEALE MC, AGYEL Y. (1993). Heritable factors influence sexual orientation in
women. Arch Gen Psych 50:217-223.
BAILEY JM, PILARD RC. (1991). A genetic study of male sexual orientation. Arch Gen Psychiat 48(12):
1089-1096.
BLANCHARD R, et al (1995). Birth order and sibling sex ratio in homosexual male adolescents and prob-
ably prehomosexual feminine boys. Developmental Psychol. 31:22-30.
EICHER W. (1981). HY Antigen in Transsexuality. Paper given to the fifth World Congress of Sexology.
Jerusalem.
FELDMAN HA, et al (1994). Impotence and its medical and psychosocial correlates: Results of the Mas-
sachusetts male aging study. J Urology 151:5460.
FINKELHOR D. (1979). Sexually Victimised Children. New York, Free Press.
FREUD S. (1919). Lines of advance in psychoanalytic therapy. Standard Edition vol. 17 (ed. J Strachey)
London: Hogarth.
HERMAN J, HIRSCHMAN L. (1981). Father-Dughter Incest. Harvard University Press.
HERMAN J, RUSSEL D, TROCKI K. (1986). Long-Term Effects of Incestuous Abuse in Childhood. Am J
Psychiat 143:1293-96.
HERRELL R, et al. (1999) Sexual orientation and suicidality: a co-twin control study in adult men. Arch
Gen Psychiatry, 56(10):867-74.
JENSCH K. (1941). Weiterer Beitrag zur Genealogie der Homosexualitat. Arch Psychiat Nervenkr 112:
679-696.
JOYCE PR, DING L. (1985). Transsexual sisters. NZL-Aust New Zealand J Psychiatry 19/2:188-189.
JUNG C. (1930). On the relation of analytical psychology to poetry. In: Jung C, Collected Works of CG
Jung, Vol. 15. Princeton University Press, 1966.
KINSEY AC, POMEROY WB, MARTIN CE. (1953). Sexual Behavior in the Human Female. Philadelphia
and London.
KRAFFT-EBBING R von. (1906). Psychopathia Sexualis. London, Heineman.
LOBITZ WC, LOPICCOLO J. (1972). New methods in behavioral treatment of sexual dysfunction. J Behav
Ther and Exper Psychiatr 3:265-271.
LOTHSTEIN LM. (1978). The psychological management and treatment of hospitalized transsexuals. J
Nerv Ment Dis 166(4): 255-262.
LOWICK-GOODALL J, van (1968). The behaviour of freeliving chimpanzees in the Gombe stream re-
serve. Anim. Beh. Monogr. 1(3):161-311.
MacCULLOCH MH, WADDINGTON JL (1981). Neuroendocrine mechanisms and the aetiology of male
and female homosexuality. Brit J Psychiatry 139:341-345.
MASTERS WH, JOHNSON VE. (1970). Human Sexual inadequacy. Little Brown and Co. Boston.
PAULY IB. (1989). Outcome of sex reassignement surgery for transsexuals. Austral and New Zeal J of
Psychiatry 15:45-51.
PRIBOR EF, DINWIDDIE SH. (1992). Psychiatric correlates of incest in childhood. Am J Psychiat 149(1):
52-56.
RADZINOWICZ L. (1957). English studies in criminal offences. Vol. 9. London, Macmillan.
RANDELL J. (1975). Transvestism and trans-sexualism. Brit J Psychiatry 9:201-205
RUSSEL DEH. (1984). Sexual Exploitation: Rape, Child Sexual Abuse, and Workplace Harassment. Bev-
erly Hills, Calif, Sage Publications.
SEMANS JH. (1956). Premature ejaculation: A new approach. Southern Medical Journal 49:353-358.
SZASZ T. (1980). Sex: Facts, Frauds and Follies. Blackwell, NY.
WEINBERG SK. (1955). Incest behaviour. New York, Citadel.
WILLIAMS TJ, et al (2000). Finger-length ratios and sexual orientation. Nature 404:455-456.
456

56. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ως επιθετική ή βίαιη θεωρείται η συμπεριφορά που οδηγεί σε παρενόχληση ή βλάβη. Η


προσανατολισμένη προς την επιβίωση επιθετικότητα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι
είναι φυσιολογική, καθώς και αυτή που εκδηλώνεται ως διαμαρτυρία για τις δυσκολίες
της ζωής. Ωστόσο ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο, η επιθετικότητα αποκτά παθολογικό
χαρακτήρα όταν η ένταση και η συχνότητα των βίαιων εκδηλώσεων υπερβαίνουν
κάποια όρια. Λίγοι θα μπορούσαν να δεχθούν ότι η βία καθαυτή είναι νόσος και ότι
πρέπει να αναζητηθεί γι’ αυτήν κάποια θεραπεία. Υπάρχουν μορφές βίας κοινωνικώς
αποδεκτές και μερικές μάλιστα καθαγιασμένες. Στα ζώα η εντός του είδους
επιθετικότητα δεν φθάνει στον φόνο, η δε αυτοκτονία δεν κατορθώθηκε να τεκμηριωθεί.
Το μεγάλο πρόβλημα με την ανθρώπινη επιθετικότητα είναι ότι οδηγεί συχνά στον
φόνο, και αυτό είτε πρόκειται για συγκρούσεις μεταξύ ατόμων είτε μεταξύ ομάδων είτε
για επιθετική συμπεριφορά που αφορά το ίδιο το άτομο. Περισσότερα για το θέμα της
επιθετικότητας από γενική άποψη αναφέρονται στο σχετικό κεφάλαιο. Ο πόλεμος, οι
γενοκτονίες και οι εθνοκαθάρσεις, οι θανατικές εκτελέσεις που αποφασίζονται από τις
οποιεσδήποτε εξουσίες και οι φονικές πράξεις που δικαιολογούνται και καθαγιάζονται
από ποικίλες ιδεολογίες, ναρκισσιστικούς εθνικισμούς ή θρησκευτικά δόγματα, δεν θα
συζητηθούν σε αυτό το κεφάλαιο, παρά το ότι είναι δείγματα βαρύτατης κοινωνικής
παθολογίας. Στο κεφάλαιο αυτό θα εξετασθεί η παθολογία της επιθετικότητας σε
ατομικό επίπεδο, δηλαδή η απαράδεκτη σε ένταση και συχνότητα εμφάνισης βίας.

Υπάρχουν θετικές συσχετίσεις μεταξύ αυτοκτονίας, ανθρωποκτονίας, ριψοκίνδυνης


συμπεριφοράς και ατυχημάτων, κυρίως θανατηφόρων τροχαίων. Ο τύπος του βίαιου
θανάτου και ο βαθμός κινδύνου εξαρτώνται από την ηλικία, το φύλο και άλλους
δημογραφικούς παράγοντες (Portefield 1960, Holinger and Klerman 1982). Φαίνεται ότι
τα άτομα που αποπειρώνται αυτοκτονία, ανθρωποκτονία ή εμπλέκονται σε
θανατηφόρα τροχαία ή άλλα σοβαρά για τη ζωή ατυχήματα μοιάζουν με τον έναν ή τον
άλλο τρόπο μεταξύ τους κατά το ότι δεν τρέφουν εκτίμηση για τη ζωή τους, τη ζωή των
άλλων ή και τα δύο. Η ετεροκτονία και η αυτοκτονία συνδέονται στενά. Δολοφόνοι
αυτοκτονούν ή ζητούν την ποινή του θανάτου για τον εαυτό τους στα δικαστήρια. Ένας
457

στους τρεις φόνους συνοδεύεται και από απόπειρα αυτοκτονίας του δράστη λίγες ώρες
μετά την ανθρωποκτονία. Μερικοί φονιάδες μάλιστα πεθαίνουν σε πράξεις
ταυτόχρονης ετεροκτονίας και αυτοκτονίας.

Αιτιοπαθογένεια της παθολογικής επιθετικότητας. Η συχνότητα της παθολογίας της


επιθετικότητας στους άνδρες είναι πολλαπλάσια των γυναικών. Αυτό κυρίως
αποδίδεται στην τεστοστερόνη που σχετίζεται θετικά με την επιθετικότητα, ενώ τα
οιστρογόνα σχετίζονται αρνητικά. Αλλά και ο ρόλος των ανδρών στην οικονομική και
πολιτική ζωή συσχετίζεται με υψηλά επίπεδα επιθετικότητας, όχι αναγκαστικά
παθολογικής. Όχι μόνο το αρσενικό φύλο αλλά και η νεαρή ηλικία καλύπτουν το
μεγαλύτερο ποσοστό των εκδηλώσεων της παθολογικής επιθετικότητας, επειδή τα
νεαρά αρσενικά άτομα διαθέτουν τα μέσα (φυσική ισχύς και νοηματική δυνατότητα), τις
ευκαιρίες (μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων χωρίς επίβλεψη) και τα κίνητρα (πίεση στο
σχολείο, στην εργασία, στις σεξουαλικές σχέσεις) ώστε να εκδηλώσουν βίαιη
συμπεριφορά.
Σε βιολογικό επίπεδο υπάρχουν ενδείξεις από προκλινικές, κλινικές και
νεκροτομικές μελέτες ότι ανωμαλίες στα σεροτονινεργικά συστήματα, ένα είδος
ανεπάρκειας του κεντρικού σεροτονινεργικού συστήματος, με χαμηλά επίπεδα 5-ΗΙΑΑ
στο ΕΝΥ και άλλες αποκλίσεις, σχετίζονται τόσο με απόπειρες αυτοκτονίας όσο και με
πράξεις βιαιότητας κατά προσώπων και αντικειμένων. Παρά το ότι αυτές οι
συμπεριφορές καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα διαστάσεων, όλες περιλαμβάνουν φτωχό
έλεγχο της παρορμητικότητας, ο οποίος με τη σειρά του αντανακλά παθολογία στην
ανακύκλωση της σεροτονίνης στο ΚΝΣ (Roy and Linnoila 1988, Virkkunen et al 1994).
Σε κοινωνικό επίπεδο η ανεπαρκής γονεϊκή φροντίδα, κυρίως με τη μορφή της
μόνιμης ή προσωρινής μητρικής αποστέρησης, στη μετέπειτα ζωή προδιαθέτει σε
αυτοκαταστροφικές ή ετεροκαταστροφικές συμπεριφορές. Οι οικονομικοί κύκλοι ίσως
συσχετίζονται με την ανθρώπινη επιθετικότητα. Σε εποχές οικονομικής υφέσεως η
συχνότητα της αυτοκτονίας τείνει να αυξάνεται, ενώ της ανθρωποκτονίας και της
βαριάς σωματικής βλάβης τείνει να μειώνεται (Henry and Short 1954). Είναι γνωστή η
αρνητική σχέση μεταξύ κατάθλιψης και εκδήλωσης βίας σε κοινωνικό επίπεδο. Κατά τη
διάρκεια των ταραχών στο Μπέλφαστ (Lyons 1972) η συχνότητα της κατάθλιψης
μειώθηκε σημαντικά, ενώ η μείωση ήταν ακόμη μεγαλύτερη στις περιοχές των φονικών
διαδηλώσεων. Το πλήγμα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 ακολουθήθηκε –τουλάχιστον για
ένα σύντομο χρονικό διάστημα– από μια πτώση του αριθμού των αυτοκτονιών στη Νέα
Υόρκη (Salib 2003).

Επιθετικότητα και σωματικές παθήσεις. Οι πάσχοντες από σωματικές παθήσεις


αντιδρούν στη νόσο τους σύμφωνα με τα ειδικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς
τους και τον βαθμό απειλητικότητας της νόσου. Η επιθετικότητα, καθώς είναι ένα από
τα τυπικότερα επιφαινόμενα των ματαιωτικών καταστάσεων, έχει ιδιαίτερο τρόπο
έκφρασης στις σωματικές παθήσεις και, επειδή είναι περισσότερο στάση παρά
χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, είναι δυνατόν να μεταβάλλεται κατά την πορεία
της νόσου καθώς μεταβάλλονται και τα συμπτώματα. Έτσι η εκτίμησή της θα
μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στην αποσαφήνιση των σχέσεων μεταξύ
προσωπικότητας, ψυχιατρικών συμπτωμάτων και σωματικών συμπτωμάτων.

Επιθετικότητα και ψυχοπαθολογία. Ήδη στην κλασική εποχή ο Σωκράτης είχε


συμπεράνει ότι η συχνότητα των ψυχικών νόσων στην Αθήνα ήταν μικρή, αφού τα
περιστατικά βίας στην πόλη ήσαν πολύ λίγα. Είναι τεκμηριωμένο ότι οι ψυχιατρικοί
ασθενείς βιώνουν ή εκφράζουν υψηλά επίπεδα επιθετικότητας. Κατά την περίοδο πριν
από το κίνημα της αποασυλοποίησης αρκετές μελέτες έδειχναν ότι η συχνότητα των
συλλήψεων για αδικήματα επιθέσεως ατόμων με ψυχική νόσο ήταν μικρότερη από την
αντίστοιχη του γενικού πληθυσμού, αλλά μετά την αποασυλοποίηση και την επάνοδο
των ψυχικώς πασχόντων στην κοινότητα το ποσοστό συλλήψεων αυξήθηκε (Rabkin
1979, Torrey 1994). Μελέτες καλύτερα οργανωμένες από εκείνες της δεκαετίας του ’60
458

(Swanson et al 1990) έχουν δείξει ότι σε άτομα με σοβαρές ψυχικές διαταραχές


(σχιζοφρένεια, διπολική συναισθηματική νόσος) η συχνότητα βίαιης συμπεριφοράς
ήταν πολλαπλάσια εκείνης του γενικού πληθυσμού. Εκείνο δε που διαμορφώνει το
έδαφος ανάπτυξης της επιθετικότητας είναι κυρίως η παρουσία ψυχωτικών
συμπτωμάτων. Ωστόσο μπορεί οι ψυχωτικοί να έχουν μεγαλύτερα επίπεδα
επιθετικότητας από τους νευρωσικούς, αλλά τα άτομα με διαταραχές της
προσωπικότητας ψυχοπαθητικού τύπου έχουν ακόμη πιο υψηλή επιθετικότητα (Angel-
opoulos 1982).
Όσον αφορά την κατεύθυνση, σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι η ενδοστρεφόμενη
επιθετικότητα συνδέεται με τις νευρώσεις, ιδιαίτερα την καταθλιπτική και την
ιδεοψυχαναγκαστική, η εξωστρεφόμενη συνδέεται με τις ψυχώσεις, ιδιαίτερα τη
μανιακή φάση της μανιοκατάθλιψης και την παρανοϊκή ψύχωση, και η ατιμωρητικότητα
με την υστερική νεύρωση, κυρίως τη μετατρεπτική και λιγότερο την ψυχοαποσυνδετική.
Διαφορετική ποιότητα και έκφραση έχει η νευρωσική επιθετικότητα από την επιληπτική
επιθετικότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από μία λανθάνουσα ή και φανερή
εκδικητικότητα. Η κατατονική επιθετικότητα χαρακτηρίζεται από τυφλή
καταστροφικότητα κατά τη φάση της κατατονικής διεγέρσεως, ενώ η παρανοϊκή
επιθετικότητα έχει μία ποιότητα αμυντική, αφού ο παρανοϊκός πιστεύει ότι είναι θύμα
μιας συνωμοσίας που εκτυλίσσεται επικίνδυνα εις βάρος του, απέναντι στην οποία θα
πρέπει να αντιπαρατεθεί για να αποφύγει την καταστροφή. Γενικώς οι ψυχωτικοί
ασθενείς έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν παραπτωματική
επιθετικότητα και συμπεριφορά. Αν συνυπάρχει κατάχρηση ουσιών ή αλκοόλ, τότε οι
πιθανότητες αυξάνονται ακόμη περισσότερο (Tiihonen et al 1997). Γενικώς η αύξηση
της χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών (αλκοόλ, κοκαΐνη ηρωίνη, κάνναβη κ.λπ.) έχει
συμβάλει σημαντικά στην αύξηση της βίαιης συμπεριφοράς (Fagan 1993).
Ως ψυχιατρικό σύμπτωμα η παθολογική βία εκδηλώνεται στο πλαίσιο μιας
μεγάλης σειράς διαταραχών της προσωπικότητας (όπως η ψυχοπαθητική και η
μεταιχμιακή), ψυχωσικών διαταραχών, χρήσεως ουσιών κ.λπ. Είναι συχνή σε άτομα
που δεν είναι σε θέση να ελέγχουν τον παρορμητικό χαρακτήρα τους, αν και αρκετοί
άκρως βίαιοι φυλακισμένοι εγκληματίες δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό επιθετικής
συμπεριφοράς και γενικώς η συμπεριφορά τους ήταν καλώς αυτοελεγχόμενη
(Megargee 1966), πράγμα που σημαίνει ότι η εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς δεν
οφείλεται αναγκαστικά στην απώλεια ελέγχου της παρορμητικότητας. Ιδιαίτερη ροπή
προς τη βίαιη συμπεριφορά έχουν οι πάσχοντες από ψυχικές νόσους στις οποίες
κυριαρχούν παραληρητικές ιδέες διώξεως και συζυγικής ή άλλης απιστίας. Όταν
συνυπάρχει παρατεταμένο και ανυποχώρητο άγχος και φόβος σε ασθενείς με
παρανοειδή συμπτωματολογία, τότε η πιθανότητα βίαιης και ενδεχομένως
ανθρωποκτόνου συμπεριφοράς είναι μεγάλη (Kennedy et al 1992). Έχει διαπιστωθεί
(Swanson et al 1990) ότι σε σύγκριση με άτομα χωρίς ψυχική νόσο η συχνότητα βίαιης
συμπεριφοράς ήταν 5 φορές μεγαλύτερη σε άτομα με σχιζοφρένεια ή διπολική
διαταραχή και 12-16 φορές υψηλότερη σε άτομα με κατάχρηση οινοπνεύματος ή
ουσιών. Σε άλλη μελέτη βρέθηκε ότι οι πάσχοντες από σχιζοφρένεια και οι αλκοολικοί
έχουν περίπου διπλάσια πιθανότητα από τα φυσιολογικά άτομα να εκδηλώσουν βίαιη
συμπεριφορά, ενώ οι χρήστες κάνναβης τετραπλάσια (Arseneault et al 2000).

Παρακάτω θα συζητηθούν καταστάσεις κατά τις οποίες η εκδήλωση επιθετικής


συμπεριφοράς μπορεί να έχει μικρού ή μεγάλου βαθμού σχέση με ψυχοπαθολογικούς
συντελεστές, όπως: Σύνδρομο επεισοδιακής διαταραχής ελέγχου της επιθετικότητας,
Διαλείπουσα εκρηκτική διαταραχή, Ανθρωποκτονία, Γονεοκτονία, Εμβρυοκτονία,
Βρεφοκτονία, Παιδοκτονία, Απόπειρα αυτοκτονίας και Αυτοκτονία, Αυτοτραυματισμός,
Αυτο-ακρωτηριασμός, Τρομοκρατία, Βασανιστήριο, Εγκληματική συμπεριφορά.

Επεισοδιακή Διαταραχή Ελέγχου της Επιθετικότητας (Episodic Dyscontrol Syn-


drome). Έχει ονομασθεί και λιμβική οργή (Limbic Rage). Η χρήση ουσιών, κυρίως
αλκοόλ και κάνναβης, η κροταφική επιληψία, η παρανοειδής σχιζοφρένεια, διάφορες
459

ορμονικές μεταβολές, όπως το προεμμηνορυσιακό σύνδρομο και η υπογλυκαιμία, είναι


δυνατόν να πυροδοτήσουν κρίσεις επιθετικής συμπεριφοράς (Maletzky 1973). Η εικόνα
χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες πράξεις βίας και παροξυσμικής επιθετικής
συμπεριφοράς δυσανάλογης με το γεγονός που την προκαλεί, ενώ μερικές φορές
μπορεί να είναι και απρόκλητη. Διαφέρει από τον φυσιολογικό θυμό κατά το ότι είναι
χωρίς κίνητρο, χωρίς στόχο, τελείως δυσανάλογη προς τις περιστάσεις και, σε
αντίθεση με αυτόν, καταλήγει πάντοτε σε βία. Η έκρηξη οργής είναι δυνατόν να συμβεί
χωρίς προειδοποίηση και διαρκεί από λίγα λεπτά μέχρι μερικές ώρες, στη διάρκεια των
οποίων ο ασθενής είναι τελείως ακαταλόγιστος και ουσιαστικά απρόσιτος. Κάθε
συζήτηση μαζί του είναι αδύνατη. Συνήθως προηγείται περίοδος συσσωρευόμενης
δυσφορίας μερικών ωρών ή και ημερών. Οι κρίσεις επιθετικότητας έχουν σαφώς
πρωτόγονη ποιότητα τόσο στο λεκτικό όσο και στο φυσικό επίπεδο άσκησης βίας σε
πρόσωπα ή αντικείμενα. Η σωματική ισχύς και η ταχύτητα με την οποία εκδηλώνεται
είναι πολύ μεγάλες. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις που ο ασθενής κατά τη διάρκεια
του επεισοδίου έχει ψευδαισθήσεις οσφρητικές, γευστικές ή οπτικές. Η κρίση λήγει με
εξουθένωση του ασθενούς, αισθήματα ανακούφισης και ύπνο. Μετά την αφύπνιση η
ανάμνηση των συμβάντων είναι άκρως πλημμελής. Όταν οι ασθενείς αναγνωρίζουν
από τις διηγήσεις άλλων τι έχει συμβεί, καταλαμβάνονται από ισχυρά αισθήματα
ενοχής και από άγχος αναμονής για το επόμενο επεισόδιο. Στην εξήγηση της
αιτιοπαθογένειας αναφέρονται βλάβες του δρεπανοειδούς συστήματος,
προκαλούμενες από ανοξία (κυρίως κατά τη γέννηση), κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και
λοιμώξεις με ΗΕΓραφικές διαταραχές στην κροταφική χώρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις
υπάρχει σαφές κληρονομικό στοιχείο.

Διαλείπουσα εκρηκτική διαταραχή (intermittent explosive disorder). Αρχίζει συνήθως


νωρίς στην εφηβική ηλικία. Χαρακτηρίζεται από τρεις ή περισσότερες εκρήξεις
απρόκλητου ή αδικαιολόγητου θυμού κάθε χρόνο, οι οποίες συνοδεύονται από βίαιη
συμπεριφορά και δεν προκαλούνται από άλλες ψυχικές παθήσεις ή από αλκοόλ και
ναρκωτικά (Olvera 2002). Το σύνδρομο είναι αιτία για πολλές περιπτώσεις βίας στην
οικογένεια, κακοποίησης συζύγων ή επιθετικής συμπεριφοράς κατά την οδήγηση
αυτοκινήτου. Τα επεισόδια χαρακτηρίζονται από ξαφνική απώλεια του ελέγχου της
συμπεριφοράς με ανεξέλεγκτη οργή και βιαιότητα, συνοδευόμενα από απειλές ή και
πραγματική φυσική επίθεση εναντίον προσώπων και πραγμάτων και πρόκληση
σωματικής βλάβης ή καταστροφές αντικειμένων. Οι ασθενείς αισθάνονται ανακούφιση
κατά το ξέσπασμά τους, ενώ στη συνέχεια καταλαμβάνονται από τύψεις για τη
συμπεριφορά τους. Η πάθηση προδιαθέτει για κατάθλιψη, άγχος, χρήση ουσιών,
δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στην κοινωνική ζωή των ασθενών, όπως διαζύγιο και
οικονομικές δυσκολίες. Ελάχιστοι από τους πάσχοντες έχουν ποτέ τύχει θεραπευτικής
αγωγής.

Ανθρωποκτονία. Στα ζώα του αυτού είδους ο φόνος αποτρέπεται, διότι το ηττημένο
ζώο εκδηλώνει σημεία υποταγής τα οποία, με τη μορφή τελετουργικών συμπεριφορών,
αναχαιτίζουν την επιθετικότητα ξεκαθαρίζοντας ταυτοχρόνως ποιος είναι ο νικητής και
ποιος ο νικημένος. Ο νικημένος λύκος πέφτει στο έδαφος ανάσκελα και αφήνει να του
φύγουν λίγα ούρα ή δείχνει τον λαιμό του και αφήνει εκτεθειμένη την καρωτίδα στη
διάθεση του νικητή, άλλα ζώα μένουν ακίνητα ή κρύβουν τα επιθετικά τους όργανα
(νύχια ή δόντια). Όταν ο αντίπαλος αναγνωρίσει την ήττα του, η σύγκρουση τελειώνει
και ο νικημένος όχι μόνο δεν χάνει τη ζωή του αλλά μερικές φορές κερδίζει την
πιθανότητα να προσπαθήσει εκ νέου αργότερα, ενώ ο νικητής κερδίζει τα θηλυκά και
την εξουσία στην ομάδα. Ο νικημένος μπορεί να μεταναστεύσει, μπορεί να
απομακρυνθεί κάπως από την ομάδα ή να παραμείνει στην ομάδα ως υποταγμένο
άτομο, δηλαδή χωρίς ευκαιρίες συνουσίας και αναπαργωγής, πράγμα που
διαμορφώνει τις κοινωνικές ιεραρχίες πάνω στη βάση της κυριαρχίας και της υποταγής.
Αυτό όμως στον άνθρωπο δεν είναι δεδομένο, διότι οι συγκρούσεις στο
ανθρώπινο είδος έχουν κατέλθει σε χαμηλά επίπεδα τελετουργικότητας μετά την είσοδό
460

του στην ιστορία· ίσως πάλι η ίδια η φύση του ανθρώπου να είναι στη ρίζα της
δολοφονική (Ardrey 1962). Στον άνθρωπο όλες αυτές οι τελετουργίες (σήκωμα ψηλά
των χεριών ή παρουσίαση χαρακτηριστικών συμβόλων υποταγής όπως λευκή σημαία
κ.λπ.) που αφήνουν την επιθετικότητα να εκδηλωθεί αλλά και τη ζωή να προστατευθεί,
πολύ εύκολα αχρηστεύονται. Η ήττα στις μεταξύ ανδρών συγκρούσεις φέρνει μαζί με
την υποταγή και ταπείνωση, που συνοδεύονται από τα πανίσχυρα αρνητικά
συναισθήματα του εξευτελισμού. Επομένως σε κάθε σύγκρουση μεταξύ ανδρών
μπαίνει και ο, ανθρωπολογικά, καινούργιος παράγοντας της πάση θυσία αποφυγής του
εξευτελισμού.
Στις φυσικές συγκρούσεις ο άμεσος κίνδυνος (π.χ. ένα άγριο ζώο) μπορεί να
εξουδετερώνεται διά της φυγής, χωρίς αυτό να έχει μεγάλο κόστος ως προς την εικόνα
του ατόμου στα άλλα μέλη της κοινότητας. Στις κοινωνικές συγκρούσεις όμως, εκείνο
που οι αντίπαλοι προσπαθούν να αποφύγουν είναι κυρίως η ταπείνωση, ο
εξευτελισμός της ήττας και λιγότερο ο τραυματισμός ή και ο θάνατος· γι' αυτό πολλοί
προτιμούν να πεθάνουν παρά να ηττηθούν και πολύ περισσότερο να αποδράσουν από
τον αντίπαλο. Και άλλοι παράγοντες κάνουν τις μεταξύ των ανθρώπων συγκρούσεις
φονικές, όπως ότι ο αντίπαλος κατά έναν περίεργο μηχανισμό χάνει την ανθρώπινη
ιδιότητα και μετατρέπεται σε «βρωμερό ζώο», οπότε φαντασιωσικά η σύγκρουση
μεταφέρεται εκτός του ανθρώπινου είδους, αφού ο ένας για τον άλλον ανήκει σε
διαφορετική ζωική κλίμακα. Επίσης κατά τις μεταξύ των ανθρώπων συγκρούσεις η
ψυχολογία τους καθηλώνεται στον παρόντα χρόνο και δεν μπορούν να
προσανατολισθούν ούτε με βάση τις δεσμεύσεις του παρελθόντος ούτε τις συνέπειες
των πράξεών τους στο μέλλον. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω θα πρέπει να εξετάζεται
όχι μόνο η παρουσία βίαιων προσώπων αλλά και η διαμόρφωση «βίαιων
καταστάσεων» στις μεταξύ των ανθρώπων συγκρούσεις.

Τα μεγαλύτερα ποσοστά των ανθρωποκτονιών συσχετίζονται με συγκρούσεις των


ανθρώπων μέσα στο πλαίσιο της επιδίωξης απόκτησης αγαθών και κοινωνικών
πλεονεκτημάτων – από την απλή κτηματική διαφορά μέχρι τις συνοριακές συγκρούσεις
και από τη διαπροσωπική απαρέσκεια μέχρι την κοινωνική εξέγερση. Η εκδίκηση και η
υπεράσπιση της τιμής είναι φονικοί συντελεστές και μερικές φορές σε ορισμένες
κουλτούρες αποκτούν τον εθιμικό χαρακτήρα της βεντέτας που τους διαιωνίζει. Το
ερωτικό πάθος επίσης, είτε όταν είναι απελπισμένο (αυτοκτονίες ζευγαριών που δεν
μπορούν να ενωθούν) είτε όταν είναι ζηλοτυπικό (σύνδρομο Οθέλλου), είναι
ακαταμάχητος φονικός παράγων. Οι ανθρωποκτονίες στις ΗΠΑ είναι η 11η αιτία
θανάτου σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και η 2η στις ηλικίες μεταξύ 15-24 ετών· αυτό σε
μεγάλο βαθμό σχετίζεται με την παρουσία και διαθεσιμότητα πυροβόλων όπλων
(Kellerman et al 1993). Ορισμένα φάρμακα ή ουσίες έχουν ενοχοποιηθεί ως
συμβάλλοντες παράγοντες στις ανθρωποκτονίες, όπως το αλκοόλ, η κάνναβη κ.λπ.
Ένα ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι, στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 10% περίπου των
ανθρωποκτονιών αφορά άτομα (θύτης-θύμα) άγνωστα μεταξύ τους, καθώς και ότι ο
φόνος επιτελείται στο πλαίσιο διαπληκτισμών υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή
άλλων ψυχοδραστικών ουσιών (Shaw et al 2004).

Σε μια ιδιαίτερη και πολύ σπάνια κατηγορία ανήκουν οι κατά συρροήν δολοφόνοι (serial
killers). Συνήθως είναι φαινομενικώς φυσιολογικά άτομα που διαφεύγουν την
παρακολούθηση και διαπράττουν πολύ καλά προσχεδιασμένες και τελετουργικές
ανθρωποκτονίες σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους ωθούμενοι από φαντασιωσικά
κίνητρα, συνήθως σεξουαλικού χαρακτήρα. Είναι άνδρες στο 95% των περιπτώσεων,
νεαροί, με υψηλή νοημοσύνη, μέσου μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου, με
ψυχιατρικό ιστορικό στις περισσότερες περιπτώσεις, που έχουν ισχυρές φαντασιώσεις
βιασμού. Από ψυχιατρική άποψη συνήθως είναι ψυχοπαθητικές ή σαδιστικές
προσωπικότητες και σπανιότερα παρανοειδείς σχιζοφρενείς. Τα θύματα θα
αποπλανηθούν, θα ακολουθήσουν τον δολοφόνο σε ασφαλές μέρος και θα
εκτελεστούν με τελετουργικό και βασανιστικό τρόπο. Θα βιασθούν πριν από –ή
461

συνήθως μετά– την εκτέλεσή τους. Μερικοί είναι ομοφυλόφιλοι και σκοτώνουν
ζευγαράκια σε ερημικά μέρη. Άλλοι σκοτώνουν ηλικιωμένους ή πόρνες για να
απαλλάξουν, όπως λένε, την κοινωνία από το βάρος τους. Ένας μικρότερος αριθμός
έχει λιγότερο σαφή κίνητρα. Καθώς οι φόνοι έρχονται στη δημοσιότητα, ο δολοφόνος
αρχίζει να πιστεύει ότι είναι σπουδαίος, όχι ασήμαντος και μικρός, και ότι κατέχει έναν
τιμητικό τίτλο (serial killer), γεγονός που ενδέχεται να επιδράσει πολλαπλασιαστικά στα
φονικά κίνητρα του.

Γονεοκτονία. Το θέμα της γονεοκτονίας, λόγω του συγκλονιστικού χαρακτήρα του,


έχει επηρεάσει βαθιά την παγκόσμια λογοτεχνία. Ο Οιδίποδας φονεύει τον πατέρα του,
ο Ορέστης τη μητέρα του, το ίδιο και ο Άμλετ, για να αναφέρουμε μόνο τις αρχετυπικές
μορφές αλλά από επιδημιολογική άποψη οι γονεοκτονίες είναι πολύ σπάνιες.
Αποτελούν ένα μικρό ποσοστό, περίπου το 4%, του συνόλου των ανθρωποκτονιών. Η
συντριπτική πλειονότητά τους επιτελείται σε αγροτικές περιοχές ή σε πολυμελείς
οικογένειες χαμηλού μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου. Άνω του 85% των
γονεοκτόνων είναι άνδρες, νεαρής ηλικίας, και στη μεγάλη πλειονότητά τους πάσχουν
από σχιζοφρένεια ή σχιζοσυναισθηματική διαταραχή και σε μικρό ποσοστό, κυρίως οι
μητροκτόνοι, από συναισθηματικές διαταραχές (Διαούρτα και Τσιτουρίδης 2001).
Ο πατέρας είναι το συχνότερο θύμα. Οι πατροκτόνοι συνήθως πιστεύουν ότι ο
πατέρας τους τούς κλέβει τη βιολογική τους ενέργεια, τις δημιουργικές τους σκέψεις και
τους απειλεί με πνευματική και φυσική εξουθένωση. Συνήθως χρησιμοποιούν
πυροβόλο όπλο. Αίσθημα ανακούφισης και όχι ενοχής ακολουθεί την πράξη της
πατροκτονίας (Singhal and Dutta 1990). Στη φροϋδική σκέψη η πατροκτονία ανάγεται
σε επίπεδο εξελικτικής ανθρωπολογίας. Η αρχαϊκή, πρωτόγονη κοινότητα έχει ως
αρχηγό έναν πρωταρχικό πατέρα, γέρο, πονηρό, ζηλότυπο και βίαιο, που έχει τις
γυναίκες και τις κόρες στη σεξουαλική του διάθεση, ενώ κρατάει μακριά από το
πρωτόγονο χαρέμι του τα άλλα αρσενικά, τα οποία θα συνωμοτήσουν και στο τέλος, με
τη βοήθεια των μητέρων τους, θα τον εξοντώσουν. Μετά θα τον θεοποιήσουν, θα
μοιράσουν τις γυναίκες και τα αγαθά και θα πάρει ο καθένας τον δρόμο του, για να βρει
την ίδια μοίρα. Λιγότερο από το 1/5 των περιπτώσεων είναι μητροκτονίες. Οι
μητροκτόνοι, οι οποίοι συνήθως ζουν μόνοι με το θύμα τα τελευταία χρόνια, σκοτώνουν
το θύμα τους με την άσκηση ακραίας σωματικής βίας (ξυλοδαρμός). Η ψυχοπαθολογία
των μητροκτόνων είναι δριμύτερη εκείνης των πατροκτόνων.

Εμβρυοκτονία, Βρεφοκτονία, Παιδοκτονία. Η μεγάλη πλειονότητα αυτών των


πράξεων επιτελείται από τις μητέρες των θυμάτων και η μεγάλη πλειονότητα των
δράστιδων δεν πάσχει από ψυχιατρικές διαταραχές! Στους ψυχοπαθολογικούς
παράγοντες –όταν υπάρχουν– περιλαμβάνονται η άρνηση της εγκυμοσύνης, η
λοχειακή κατάθλιψη ή η λοχειακή ψύχωση, διάφορες ψυχοαποσυνδετικές καταστάσεις.
Οι παράγοντες αυτοί είναι δυνατόν να πυροδοτήσουν φονικές συμπεριφορές των
μητέρων εναντίον εμβρύων, νεογνών ή ακόμη και παιδιών, αλλά πολύ συχνά
συντρέχουν αλληλεπιδράσεις κοινωνικών, περιβαλλοντικών, πολιτιστικών και
προσωπικών λόγων (Oberman 2003) και όχι ψυχοπαθολογία. Σημαντικότατος
παράγων είναι ότι οι παιδοκτόνοι μητέρες δεν έχουν μια ουσιαστική υποστηρικτική
σχέση με κάποιον άνδρα που θα τις βοηθούσε στην ανατροφή των παιδιών τους.
Ερωτική αντιζηλία, ερωτικοποίηση της γυναίκας με συνοδό καταστολή των μητρικών
ρόλων στη σύγχρονη κοινωνία πυροδοτούν επίσης παιδοκτόνες συμπεριφορές.
Η εμβρυοκτονία από νομική άποψη δεν κατατάσσεται στο ίδιο επίπεδο με τις άλλες
παιδοκτονίες, οι οποίες θεωρούνται φρικώδη εγκλήματα. Οι σχετικές ποινές, όταν
υπάρχουν, είναι πολύ ελαφρές. Στις σύγχρονες κοινωνίες η εμβρυοκτονία μένει
ουσιαστικώς ατιμώρητη, αφού δεν υπάρχουν καλά δομημένοι θεσμοί που να
προστατεύουν τη ζωή και τα δικαιώματα των εμβρύων. Η συχνότητα
ψυχοπαθολογίας των γυναικών που κάνουν εμβρυοκτονία δεν φαίνεται να διαφέρει
από εκείνη του γενικού πληθυσμού, αλλά το θέμα χρειάζεται βαθύτερη μελέτη.
462

Η βρεφοκτονία περιλαμβάνει την υποκατηγορία της νεογνοκτονίας, που είναι και


συχνότερη, και επιτελείται αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού από ανύπανδρες
μητέρες. Ο φόβος ότι η εγκυμοσύνη θα αποκόψει τη γυναίκα από το κοινωνικό της
δίκτυο είναι σημαντικός παράγων, όπως και η αίσθηση της αβοηθησίας, αφού ο
εραστής συνήθως εξαφανίζεται. Το κορίτσι (πρόκειται περί πολύ νεαρών γυναικών)
αντιμετωπίζει μόνο του την εγκυμοσύνη σε απόλυτη μυστικότητα. Για κάποιους
λόγους δεν γίνεται έκτρωση. Συχνές ψυχοαποσυνδετικές διαταραχές, νοητική
υστέρηση και διαταραχές ανώριμης προσωπικότητας έχουν βρεθεί σε αυτές τις
μητέρες.
Η παιδοκτονία επιτελείται κατά ποικίλους τρόπους:
1. Η θανατηφόρος εγκατάλειψη είναι ένας συχνός τρόπος, αν και πολλές φορές
ίσως δεν υπάρχει πραγματική πρόθεση θανατώσεώς του παιδιού αλλά
παράγοντες όπως χαμηλό μορφωτικό και νοητικό επίπεδο της μητέρας,
διαταραγμένη προσωπικότητα, εργασία της μητέρας, κ.λπ. Εχουν ωστόσο
επισημανθεί και περιπτώσεις δολοφονικής εγκατάλειωης του παιδιού.
2. Θανάτωση του παιδιού μέσα από παρατεταμένη κακομεταχείριση.
3. Θανάτωση του παιδιού σε συνεργασία με τον σύντροφο. Περισσότερο συχνές
είναι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο σύντροφος, συνήθως άτομο βίαιο,
σκοτώνει το παιδί με ξυλοδαρμό και η μητέρα, που και η ίδια υφίσταται
κακομεταχείριση από αυτόν, δεν προλαβαίνει να το σώσει από τα χέρια του.
4. Παιδοκτονία από σαφή πρόθεση. Στις περιπτώσεις αυτές συνήθως οι μητέρες
πάσχουν από βαριά ψυχιατρική διαταραχή, ψύχωση ή κατάθλιψη.

Απόπειρα αυτοκτονίας και αυτοκτονία. Αυτοκτονία είναι η ενέργεια με την οποία το


ίδιο το άτομο τερματίζει εσκεμμένα και συνειδητά τη ζωή του. Απόπειρα αυτοκτονίας
είναι μια αποτυχημένη προσπάθεια αυτοκτονίας, που μπορεί να είναι γνήσια, μπορεί
όμως να είναι και σκοπίμως αποτυχημένη. Η θρησκευτική δυσανεξία για τις πράξεις
αυτοχειριασμού, ιδιαίτερα στη χριστιανική θρησκεία, είναι το τελευταίο εμπόδιο που
αναχαιτίζει παρόμοιες πράξεις στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες, στις οποίες
όμως οι πράξεις αυτές δεν λογίζονται πλέον ούτε ποινικό αδίκημα. Η άποψη ότι κάθε
άνθρωπος έχει δικαίωμα να εξουσιάζει και να χρησιμοποιεί το σώμα και τη ζωή του
όπως αυτός θέλει είναι πλέον κυρίαρχη και τροφοδοτεί τις αποφάσεις εκούσιου
τερματισμού της ζωής, παρά το ότι έχει κατακριθεί από όλες τις κοινωνίες, καθώς και
από τις περισσότερες θρησκείες και ιδεολογίες.
Μολονότι στην πλειονότητά τους οι αυτόχειρες παρουσιάζουν ψυχικές
διαταραχές, το φαινόμενο δεν είναι απολύτως ψυχοπαθολογικό. Αλτρουιστικές,
ηρωικές, ομαδικές και τελετουργικές αυτοκτονίες καταγράφονται όχι σπανίως. Είναι
γνωστό εδώ και αιώνες ότι ορισμένοι πολεμικοί λαοί ή ορισμένες θρησκείες
(Σπαρτιάτες, Ρωμαίοι, Ιάπωνες, Ισλαμιστές) έχουν εξευγενίσει την αυτοκτονία στο
πεδίο της μάχης, με πληθώρα παραδειγμάτων κατά τους κλασικούς χρόνους. Από τη
νεότερη ιστορία μπορούν να αναφερθούν ως χαρακτηριστικά παραδείγματα τα
αποσπάσματα αυτοκτονίας και οι καμικάζι στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ή οι
ισλαμιστές μαχητές που εισέρχονται σε πολυσύχναστα μέρη φορτωμένοι εκρηκτικά με
τα οποία ανατινάζονται παρασύροντας στον θάνατο και πολλούς άλλους ανθρώπους.
Υπάρχουν επίσης οι ομαδικές αυτοκτονίες με κοινή συναίνεση και οι αυτοκτονίες μετά
από φόνο. Στην πρώτη περίπτωση λόγοι θρησκευτικοί, πολιτικοί κ.λπ. επιβάλλουν μια
ομαδική αυτοκτονία που μπορεί να προσλάβει και χαρακτήρα τελετουργικό. Ομαδικές
αυτοκτονίες στρατιωτών ή αμάχων παρατηρούνται συχνά στις πολεμικές συγκρούσεις.
Στις δυαδικές αυτοκτονίες, ζευγάρια ερωτευμένα ή σύζυγοι και σπανιότατα φίλοι
αυτοκτονούν με κοινή συμφωνία, επειδή κάτι στη σχέση τους (νόσος, χωρισμός,
απαγόρευση της σχέσης) έχει φθάσει σε αδιέξοδο.
Οι σημασίες της αυτοκτονίας σχετίζονται με τις σημασίες που δίδει στον θάνατο ο
υποψήφιος αυτόχειρ. Απελπισία, αυτοτιμωρία και εξιλέωση, επανένωση με λατρευτικό
πρόσωπο, αναγέννηση, εκδίκηση που περιλαμβάνει και την εκδικητική εγκατάλειψη. Η
αρνητική αναμονή ή η έλλειψη ελπίδας, η ανυπαρξία δυνατότητας για ευχαρίστηση
463

(ανηδονία), διάφορες ιδέες ενοχής ή ντροπής, αναξιότητας και αυτομομφής, ιδέες


ταπείνωσης και εξευτελισμού, η τάση του υποψήφιου αυτόχειρα να ερμηνεύει τις
εμπειρίες του συστηματικά κατά τρόπο αρνητικό και να κάνει βαθύτατα δυσοίωνες
προβλέψεις για την εξέλιξη των προβλημάτων του είναι παράγοντες που η παρουσία
τους προοιωνίζεται απόπειρα αυτοκτονίας, ιδίως όταν αποτελούν συμπτώματα
ψυχιατρικής διαταραχής και κυρίως μιας καταθλιπτικής συνδρομής.
Επιδημιολογία. Η αυτοκτονία και η απόπειρα αυτοκτονίας έχουν προσλάβει επιδημικές
διαστάσεις σε όλες σχεδόν τις κοινωνίες, παρά το ότι το μεγάλο κοινωνικο-θρησκευτικό
ταμπού που τις καλύπτει συμβάλλει σημαντικά στην απόκρυψη του πραγματικού
αριθμού αυτοκτονιών. Σε ορισμένες μεταβιομηχανικές κοινωνίες είναι η πρώτη αιτία
θανάτου στις ηλικίες από 25 έως 34 ετών (Diekstra 1993). Οι αποτυχημένες απόπειρες,
ιδίως νεαρών κοριτσιών, έχουν εκτοξευθεί στα ύψη, αποτελούν την αιτία για το 10%-
15% των εισαγωγών στα νοσοκομεία της Ευρώπης και τείνουν προς διαρκή αύξηση.
Στις αυτοκτονίες υπερέχουν κατά πολύ οι άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες (4:1), ενώ
στις απόπειρες υπερέχουν ακόμη περισσότερο οι γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες
(5:1), με εξαίρεση την Κίνα, όπου συμβαίνει το αντίστροφο. Εκεί υπερτερούν οι
γυναίκες αγροτικών περιοχών στις αυτοκτονίες. Στους άνδρες η Λιθουανία έρχεται
πρώτη στον κόσμο με συχνότητα 67 αυτοκτονιών ανά 100.000 κατοίκους ανά έτος, και
ακολουθούν η Ρωσία με 58, η Ουγγαρία με 52 και έπεται συνέχεια (Levi et al 2003).
Στις γυναίκες οι αντίστοιχες συχνότητες είναι 12 για την Κούβα, 11 για τη Λιθουανία, 10
για την Ουγγαρία, 9 για τη Ρωσία. Φαίνεται ότι με την πάροδο των δεκαετιών υπάρχει
μια τάση μείωσης της συχνότητας των αυτοκτονιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά στις
πρώην σοσιαλιστικές χώρες η άνοδος είναι δραματική. Η Ελλάδα έχει τα χαμηλότερα
ποσοστά στην Ευρώπη και από τα χαμηλότερα στον κόσμο με 4:100.000 για τους
άνδρες και 0,9 για τις γυναίκες (Μπάζας και συν 1978, Δημητρίου 1995). Στις εφηβικές
ηλικίες οι αντίστοιχες συχνότητες είναι 1,07 και 0,89:100.000 (Beratis 1991).
Το ποσοστό της αυτοκτονίας αρχίζει να ανέρχεται κατά την εφηβεία, ενώ είναι
ασήμαντο έως μηδενικό κατά την παιδική ηλικία. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
στην Ευρώπη (Bille-Brahe and Jessen 1994) και κατά τις τελευταίες δεκαετίες στην
Ελλάδα, παρατηρείται σημαντική αύξηση της συχνότητας στις νεανικές ηλικίες των
ανδρών· ωστόσο η εικόνα αυτή βαθμιαία αλλάζει καθώς αυξάνονται οι αποτυχημένες
απόπειρες αυτοκτονίας στον ανδρικό πληθυσμό ενώ εκτυλίσσεται η αντικατάσταση των
παραδοσιακών βίαιων ανδρικών μεθόδων με φάρμακα ή με άλλες ουσίες. Μεταξύ
αυτών που έχουν ήδη κάνει απόπειρα αυτοκτονίας η αυτοκτονία είναι 10 έως 20 φορές
πιθανότερη, αλλά στους άνδρες αυτοί οι αριθμοί είναι ακόμη μεγαλύτεροι. Με την
αύξηση της ηλικίας στους άνδρες αυξάνεται και η συχνότητα, η οποία κορυφώνεται στις
ηλικίες 45-54 ετών. Στις γυναίκες υπάρχει μια τάση μείωσης στις μεγάλες ηλικίες.
Φαίνεται ότι οι αυτοκτονίες μειώνονται κατά τη διάρκεια μεγάλων ιστορικών και
κοινωνικών γεγονότων. Ήδη ο Durkheim στα τέλη του 19ου αιώνα, αναφερόμενος στην
γνωστή από τότε παρατήρηση ότι η συχνότητα της αυτοκτονίας ήταν χαμηλή κατά τη
διάρκεια των πολέμων και των εμφυλίων κοινωνικών συγκρούσεων, σχολίαζε ότι σε
αυτές τις περιόδους το άτομο σκέφτεται λιγότερο τον εαυτό του και περισσότερο τους
άλλους. Και άλλες μελέτες έδειξαν μείωση των αυτοκτονιών κατά τον ισπανικό εμφύλιο
πόλεμο, την αντικομμουνιστική πολιτική κρίση στην Πολωνία κατά τη δεκαετία 1975-
1985 κ.ά. Στις μεγάλες πόλεις, σε πυκνοκατοικημένες περιοχές με χαμηλό εισόδημα, με
υψηλά ποσοστά ανεργίας, με φαινόμενα διάλυσης της οικογένειας, με έντονο
κυκλοφοριακό και υψηλή ρύπανση, τα ποσοστά αποπειρών αυτοκτονίας είναι πολύ
υψηλά, ενώ τα χαμηλότερα παρατηρούνται μεταξύ των παντρεμένων και στα δύο
φύλα.
Ίσως υπάρχει και κάποια εποχιακή κατανομή, αλλά τα στοιχεία που προκύπτουν
από τις σχετικές μελέτες δεν έχουν ισχυρή τεκμηρίωση. Οι περισσότερες απόπειρες
γίνονται από την άνοιξη προς το καλοκαίρι, ενώ οι λιγότερες από το τέλος του
φθινοπώρου προς τον χειμώνα. Μερικοί ερευνητές (DeMaio et al 1982) διαπίστωσαν
κάποια ημερήσια βιορυθμική διάσταση στις απόπειρες αυτοκτονιών, με τη μεγαλύτερη
συχνότητα να παρατηρείται κατά τις προχωρημένες απογευματινές ώρες (17.00-
464

19.00). Όσον αφορά την ημέρα, για τα κορίτσια μέχρι 22 ετών βρέθηκε η Παρασκευή
και για τις γυναίκες από 22 μέχρι 40 η Πέμπτη. Εχουν αναφερθεί και συσχετίσεις της
αυτοκτονίας με την εποχή γέννησης (Chotai and Adolfsson 2002) με τις ισημερίες να
παίζουν κάποιον ρόλο. Οι γεννηθέντες τον Σεπτέμβριο παρουσιάζουν την μεγαλύτερη
συχνότητα αυτοκτονίας και οι γεννηθέντες τον Μάρτιο την μικρότερη αλλά ακόμη
βρέθηκε ότι οι σχετικές συχνότητες είναι παράλληλες με την δραστηριότητα της
μονοαμινικής νευρομεταβίβασης που εμπλέκεται στην διαμόρφωση της
ιδιοσυγκρασίας.
Προσωπικότητα και αυτοκτονία. Η αυτοκτονία έχει συνδεθεί με μια σειρά
χαρακτηριστικών της προσωπικότητας ή στάσεων, όπως η ενδοστρεφόμενη
επιθετικότητα και η παρορμητική συμπεριφορά. Άκαμπτη καταναγκαστική
προσωπικότητα, αδυναμία προσαρμογής σε εναλλασσόμενες καταστάσεις, ασθενική
προσωπικότητα, εξαρτητική προσωπικότητα, άτομα με αμφιθυμικά χαρακτηριστικά,
ανασφαλή άτομα, σεξουαλική δυσπροσαρμοστικότητα, κυρίως ομοφυλοφιλία, είναι
παράγοντες της προσωπικότητας που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν συνδεθεί με
αυτοκτονικές συμπεριφορές.
Ψυχοπαθολογία στην αυτοκτονία. Θα πρέπει να τονισθεί ότι περίπου 10%-20% αυτών
που κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας δεν παρουσιάζουν τυπική ψυχιατρική
συμπτωματολογία, ωστόσο σύμφωνα με τη μελέτη των Andersen et al (2000) το 42%
μιας ομάδας ανθρώπων που είχαν αυτοκτονήσει είχε τουλάχιστον μία φορά στη ζωή
του νοσηλευθεί σε ψυχιατρική κλινική. Ψυχιατρικές διαταραχές ή συμπτώματα που
έχουν θετική συσχέτιση με απόπειρες αυτοκτονίας είναι η κατάθλιψη, η υποχονδριακή
διαταραχή, το έντονο άγχος με κρίσεις πανικού, η αϋπνία, η κατάχρηση αλκοόλ και
ορισμένες φαρμακευτικές αγωγές. Όσο μεγαλύτερος ο αριθμός αυτών των
παραγόντων τόσο αυξάνει ο κίνδυνος αυτοκτονίας.
 Ο αλκοολισμός, αν και δεν είναι ο κύριος παράγοντας της αυτοκτονίας, παίζει
σημαντικό ρόλο στο 20%-30% των αποπειρών, ενώ μεγάλο ποσοστό αυτών που
κάνουν απόπειρες αυτοκτονίας βρίσκονται σε κατάσταση μέθης. Όταν συνυπάρχει
αλκοολισμός και κατάθλιψη, τότε οι πιθανότητες αυτοκτονίας είναι ακόμη
μεγαλύτερες.
 Η κατάθλιψη ως αυτόνομος παράγων είναι στενά συνδεδεμένη με την αυτοκτονία,
αφού περίπου 15% των καταθλιπτικών αυτοκτονούν.
 Περίπου 10% των σχιζοφρενών αυτοκτονούν. Συνήθως είναι άνδρες που
παρουσιάζουν πυκνή αλληλουχία υφέσεων και εξάρσεων της νόσου.
 Στη μανιοκαταθλιπτικη ψύχωση, όχι μόνο οι ευρισκόμενοι σε καταθλιπτική αλλά και
οι ευρισκόμενοι σε μανιακή φάση έχουν μεγάλες πιθανότητες να κάνουν απόπειρα
αυτοκτονίας. Το 10%-15% των πασχόντων από διπολική διαταραχή θα
αυτοκτονήσει τα επόμενα χρόνια.
 Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι διαταραχές άγχους με κρίσεις πανικού συνοδεύονται από
υψηλό κίνδυνο αυτοκτονικού ιδεασμού και η συχνότητα απόπειρας αυτοκτονίας σε
αυτούς τους ασθενείς είναι υψηλότερη ακόμη και εκείνης των πασχόντων από
μείζονα μελαγχολία (Weissman et al 1989, Reich 1989). Τα συμπτώματα στις
κρίσεις πανικού μοιάζουν πολύ με συμπτώματα σωματικών παθήσεων, κυρίως από
το κυκλοφορικό, έτσι ώστε οι πάσχοντες να πιστεύουν ότι έχουν κάποια πολύ
σοβαρή νόσο ή ακόμη και ότι πρόκειται να πεθάνουν.
 Στον κατάλογο της υψηλής επικινδυνότητας περιλαμβάνονται επίσης οι πάσχοντες
από οργανικά ψυχοσύνδρομα.
Τρόποι αυτοκτονίας. Η λήψη φαρμάκων (κυρίως αντικαταθλιπτικών ή νευροληπτικών)
ή άλλων ουσιών αποτελεί τον συχνότερο τρόπο αυτοκτονίας και προτιμάται από τις
γυναίκες. Η απόπειρα αυτοκτονίας με λήψη φαρμακευτικών ή άλλων σκευασμάτων έχει
το χαρακτηριστικό ότι τείνει να επαναλαμβάνεται πολύ συχνότερα από ό,τι οι άλλοι
τρόποι αυτοκτονίας. Στις νεανικές ηλικίες και στις γυναίκες το φαινόμενο είναι ακόμη
συχνότερο. Ακολουθούν η πτώση από ύψος και ο απαγχονισμός, αλλά στην Ελλάδα τη
δεκαετία 1985-95 το 50% των αυτοκτονιών και των δύο φύλων, με τους άνδρες να
υπερτερούν 4:1, έγινε με απαγχονισμό (Zacharakis et al 1998). Οι άνδρες επιλέγουν
465

συχνότερα τον απαγχονισμό, την πτώση, τον πνιγμό, τη σύγκρουση με το αυτοκίνητό


τους και τα πυροβόλα όπλα. Τελευταία και οι άνδρες όλο και περισσότερο επιλέγουν τη
φαρμακευτική δηλητηρίαση. Σχετικώς με τη χρήση αυτοκινήτου ως μέσου αυτοκτονίας
υπάρχουν στοιχεία ότι στη Γερμανία ένα στα 20 θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα είναι
αυτοκτονία, φαίνεται δε ότι αυτή η τάση υπάρχει και στις άλλες μεταβιομηχανικές
κοινωνίες, διότι τα τροχαία ατυχήματα καλύπτονται από τις ασφαλιστικές εταιρείες.
Παράγοντες κινδύνου. Ο σημαντικότερος παράγων κινδύνου και για τα δύο φύλα είναι
το ιστορικό νοσηλείας λόγω ψυχικής νόσου, κυρίως της κατάθλιψης, όπως επίσης της
διπολικής διαταραχής, της οριακής διαταραχής της προσωπικότητας, της χρήσης
ουσιών και της σχιζοφρένειας. Ο αυτοκτονικός ιδεασμός είναι συχνός σε ηλικιωμένους
που νοσηλεύονται στο σπίτι για σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά θα πρέπει να γίνει
διάκριση μεταξύ ενεργητικού αυτοκτονικού ιδεασμού και παθητικής επιθυμίας θανάτου
που συχνά παρατηρείται στους ηλικιωμένους. Αρνητικές προσδοκίες ζωής, αισθήματα
απελπισίας, αίσθηση απώλειας της ικανότητας του ατόμου να παίρνει ευχαρίστηση
από τη ζωή –στην πραγματικότητα συμπτώματα κατάθλιψης– είναι σοβαροί
παράγοντες κινδύνου απόπειρας αυτοκτονίας. Τα στρεσογόνα γεγονότα της ζωής,
κυρίως το διαζύγιο των γονέων κατά την παιδική ηλικία, ο χωρισμός από αγαπημένο
πρόσωπο, η οικονομική κατάρρευση, τα εργασιακά προβλήματα, οι διαταραγμένες
οικογενειακές σχέσεις και η σωματική νόσος, παίζουν σημαντικό ρόλο στις αυτοκτονίες.
Στο 85% των αποπειρών αυτοκτονίας που ανακοινώθηκαν σε μια φινλανδική μελέτη
(Heikkinen et al 1992) αναφέρθηκαν σημαντικά στρεσογόνα γεγονότα κατά τους
τελευταίους τρεις μήνες πριν από την απόπειρα. Σεξουαλική κακοποίηση, χαμηλή
επίδοση στο σχολείο και κακή σχέση με τους δασκάλους, προβλήματα στη σωματική ή
ψυχική υγεία και αντικοινωνική συμπεριφορά είναι οι κυριότεροι παράγοντες που
σχετίζονται με την αυτοκτονία κατά τη νεανική ηλικία.
Για τους άνδρες η ανεργία, η συνταξιοδότηση, η έλλειψη συζύγου ή συντρόφου
και η απουσία από την εργασία λόγω ασθενείας. Οι καμπύλες αυτοκτονίας και ανεργίας
στους άνδρες είναι παράλληλες από την εποχή ακόμη που ο Durkheim, στις αρχές του
20ού αιώνα, επεσήμανε αυτή τη σχέση. Ορισμένες επαγγελματικές κατηγορίες (όπως
φοιτητές, ιατροί, δικηγόροι) συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο για τέλεση αυτοκτονίας·
άλλοι παράγοντες που επαυξάνουν αυτόν τον κίνδυνο είναι η ελευθερία στη χρήση
πυροβόλων όπλων και άλλων φονικών παραγόντων και η βίαιη συμπεριφορά ως
στοιχείο της προσωπικότητας. Προηγούμενες απόπειρες αυτοκτονίας καθιστούν τον
ασθενή εξαιρετικά ευάλωτο σε ιδέες αυτοκτονίας και είναι ισχυρός οιωνός θανάτου από
αυτοκτονία. Κοινωνικές ή διαπροσωπικές σχέσεις με άτομο που έχει κάνει απόπειρα
αυτοκτονίας αποτελούν επίσης παράγοντα κινδύνου. Τα ΜΜΕ με τον τρόπο που
αναφέρονται στην αυτοκτονική συμπεριφορά είναι δυνατόν να διευκολύνουν την
επιτέλεση πράξεων αυτοκτονίας με λεπτομερείς περιγραφές, πρωτοσέλιδα,
περιγραφές αυτοκτονίας διασημοτήτων κ.λπ. Τα νεαρά άτομα είναι περισσότερο
ευάλωτα. Και στο διαδίκτυο υπάρχουν ιστοσελίδες αυτοκτονίας ο ρόλος των οποίων
φαίνεται πως δεν έχει μελετηθεί επαρκώς.
Ορισμένα φάρμακα, κυρίως αντικαταθλιπτικά, έχουν ενοχοποιηθεί ως
συμβάλλοντες παράγοντες στις αυτοκτονίες, χωρίς όμως σοβαρή τεκμηρίωση. Ίσως ο
σκληρός πόλεμος που έχει ξεσπάσει μεταξύ των φαρμακευτικών εταιρειών για την
κατάκτηση της αγοράς να έχει σχέση με αυτές τις ενοχοποιήσεις φαρμακευτικών
ουσιών. Ωστόσο είναι αλήθεια ότι πολλοί καταθλιπτικοί ασθενείς που αυτοκτονούν
συνήθως χρησιμοποιούν τα αντικαταθλιπτικά που τους χορήγησε ο ιατρός τους.
Υψηλά επίπεδα κορτικοστεροειδών έχουν βρεθεί στο ΕΝΥ και στο πλάσμα
ατόμων που αυτοκτόνησαν. Παρόμοια είναι τα ευρήματα και σε πάσχοντες από
κατάθλιψη, και αυτό έχει οδηγήσει στην ενίσχυση της υπόθεσης ότι μια μεγάλη
αναλογία «φυσιολογικών» ατόμων που αυτοκτονούν πάσχουν από κατάθλιψη. Σε
άλλες μελέτες βρέθηκε ότι σε μεγάλους πληθυσμούς που βρίσκονταν σε προγράμματα
μείωσης των λιπιδίων του αίματος, τα χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης σχετίζονταν με
αύξηση του αριθμού αυτοκτονιών.
466

Απόπειρα αυτοκτονίας: χειρισμός περιστατικού. Συχνά η αυτοκτονία


«προαναγγέλλεται» από κάποια προειδοποιητικά μηνύματα, και αυτό το πολύ σοβαρό
θέμα δεν έχει μελετηθεί όσο θα έπρεπε. Σε μια ελληνική μελέτη (Ζαχαράκης και συν
2004) βρέθηκε ότι υπάρχουν προειδοποιητικές ενδείξεις επικείμενης αυτοκτονίας σε
περισσότερους από τους μισούς αυτόχειρες, από τους οποίους ένας στους πέντε
άφησαν και σημειώματα αυτοκτονίας· ωστόσο στη μελέτη δεν αναφέρεται αν κάποια
από αυτά απευθύνονταν σε ιατρό. Στη γνωστή σκανδιναβική μελέτη των Andersen et al
(2000) βρέθηκε ότι στο διάστημα του τελευταίου μήνα πριν από την αυτοκτονία το 66%
όσων αυτοκτόνησαν είχε επισκεφθεί έναν γενικό ιατρό, το 13% είχε πάρει εξιτήριο από
ψυχιατρική κλινική και το 7% από γενικό νοσοκομείο. Ωστόσο η πλειονότητα αυτών
που αυτοκτονούν δεν δηλώνουν την αυτοκτονική τους πρόθεση στον ιατρό κατά το
τελευταίο τους ραντεβού (Isometsä et al 1995).
Πολλές προσπάθειες γίνονται από τον/την υποψήφιο αυτόχειρα να χειραγωγήσει
το περιβάλλον του ή να τραβήξει την προσοχή συγκεκριμένων ατόμων. Αν όμως ο
κλινικός αντιμετωπίσει από αυτό το πρίσμα τον ασθενή που έκανε απόπειρα, ίσως
διαπράττει θανάσιμο διαγνωστικό σφάλμα, διότι η διάκριση μεταξύ γνήσιας και
χειριστικής απόπειρας είναι εξόχως δυσχερής και πρακτικώς ανέφικτη. Όταν ο
ψυχίατρος βλέπει στα επείγοντα ένα άτομο που έχει κάνει απόπειρα αυτοκτονίας,
πρέπει να απαντήσει σε μερικά ερωτήματα: Ποιό είναι το κίνητρο της απόπειρας;
Υπάρχει ψυχοπαθολογία; Πρέπει ο ασθενής να εισαχθεί στην κλινική ώστε να
προληφθεί άλλη μια απόπειρα; Η εισαγωγή στην ψυχιατρική κλινική θα λειτουργήσει
πράγματι ως προληπτικός παράγων; Ο ασθενής που έκανε απόπειρα θα πρέπει να
μείνει στην παθολογική κλινική για μικρό χρονικό διάστημα ώστε να γίνει εκτίμηση της
ψυχιατρικής και της κοινωνικής του καταστάσεως και να ανακουφιστεί από πιθανούς
στρεσογόνους παράγοντες. Παρά το ότι αρκετοί αποτυχημένοι αυτόχειρες δηλώνουν
ότι ήθελαν να πεθάνουν, πραγματική επιθυμία θανάτου έχουν πολύ λιγότεροι και αυτοί
ίσως χρειάζονται περαιτέρω ψυχιατρική κάλυψη. Στην πλειονότητά τους αυτά τα άτομα
δεν επιζητούν ψυχιατρική βοήθεια, και αν τους προσφερθεί την απορρίπτουν. Σε
ψυχοθεραπευτικό επίπεδο θα πρέπει να γίνει εστίαση στα αισθήματα οργής και
απόρριψης από τα οποία διακατέχεται ο ασθενής.
Ψυχολογική αυτοψία. Είναι μέθοδος μελέτης της αυτοκτονίας ερευνητικού χαρακτήρα
διά της οποίας επιχειρείται με συστηματικό τρόπο συλλογή οποιασδήποτε χρήσιμης
πληροφορίας για το θύμα και για τις περιστάσεις της αυτοκτονίας (Isometsä 2001).
Χρησιμοποιούνται δομημένες συνεντεύξεις με μέλη της οικογένειας, συγγενείς και
φίλους καθώς και με ιατρούς ή με άλλο προσωπικό από τον χώρο των υπηρεσιών
υγείας, και συγκεντρώνονται όλα τα σχετικά ντοκουμέντα, όπως ιατρικό και ψυχιατρικό
ιστορικό, ιατροδικαστική έκθεση κ.λπ. Η χρησιμότητά της είναι μεγάλη στην εξιχνίαση
παραγόντων, όπως ψυχιατρική συννοσηρότητα, επαφή με ιατρικές υπηρεσίες και
ποιότητα ιατρικής φροντίδας πριν από την απόπειρα, παράγοντες κινδύνου και
ανάδειξη ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων.
Πρόληψη. Το να ζει κανείς μια γεμάτη ζωή που προσφέρει υψηλή αίσθηση
αυτοεκτίμησης και μειώνει την αίσθηση απελπισίας και αβοηθησίας είναι ένα πλαίσιο
διαμόρφωσης της πρόληψης της αυτοκτονίας σε προσωπικό επίπεδο. Αθλητισμός,
καλή σωματική και ψυχική υγεία, έλεγχος των μέσων αυτοκτονίας βρίσκονται μέσα στις
προτάσεις για την οργάνωση της πρόληψης της αυτοκτονίας από τη μεριά της
κοινωνίας (Δημητρίου 1980). Ωστόσο οι σύγχρονες κοινωνίες δεν παρέχουν ευκαιρίες
για τη δημιουργία τέτοιων πλαισίων, τα οποία εξάλλου είναι ρευστά και ασαφή. Στην
πραγματικότητα δεν είναι γνωστό πώς είναι δυνατόν να οργανωθούν τρόποι πρόληψης
της αυτοκτονίας. Ορισμένες αντιλήψεις για την αυτοκτονία (άτομα που μιλούν για
αυτοκτονία δεν αυτοκτονούν, όσοι αυτοκτονούν θέλουν να πεθάνουν, η τάση για
αυτοκτονία είναι διαρκής, όσοι αυτοκτονούν είναι ψυχικώς πάσχοντες κ.λπ.) ίσως είναι
λανθασμένες και εμποδίζουν τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος πρόληψης (Shneid-
man 1978). Είναι θεμελιώδες πάντως όλες οι περιπτώσεις υψηλού κινδύνου να
αντιμετωπίζονται με μεγάλη σοβαρότητα. Προτάσεις για πρόληψη που έχουν γίνει
όπως: αλλαγή του τρόπου συνταγογράφησης φαρμάκων, εκπαίδευση της κοινότητας
467

από τα ΜΜΕ, συνεργασία με ψυχιάτρους, αναζήτηση ατόμων που δείχνουν σημάδια


μεγάλου άγχους, κοινωνικής αποξένωσης, καταθλιπτικής νόσου και άλλων προδρόμων
σημείων της αυτοκτονίας, περιορισμός της πρόσβασης σε μεθόδους αυτοκτονίας όπως
πυροβόλα όπλα, φάρμακα κ.λπ., δεν φαίνεται να καλύπτουν τα μεγάλα κενά στην
οργάνωση της πρόληψης της αυτοκτονίας.
Η θρησκευτική πίστη, ο μεγάλος αριθμός παιδιών στην οικογένεια, έχουν θεωρηθεί
ισχυροί παράγοντες που προστατεύουν και αποτρέπουν από την αυτοκτονία. Για τις
γυναίκες η κύηση και η ύπαρξη παιδιού κάτω των δύο ετών αποτελούν αυτόνομους
προστατευτικούς παράγοντες. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και το πρώτο έτος
μετά τον τοκετό, οι γυναίκες βρίσκονται σε χαμηλό κίνδυνο αυτοκτονίας, ακόμα και σε
πληθυσμούς γυναικών με υψηλά επίπεδα αυτοκτονικής επικινδυνότητας ή/και
ψυχιατρικής νοσηρότητας. Γενικότερα το αίσθημα ότι είναι κανείς χρήσιμος σε άλλον
άνθρωπο που τον έχει ανάγκη παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη της αυτοκτονίας.
Η άποψη του Durkheim ότι οι ανύπανδρες γυναίκες έχουν πολλαπλάσιο κίνδυνο
αυτοκτονίας από τις παντρεμένες, και στις παντρεμένες όσο μεγαλύτερος είναι ο
αριθμός των παιδιών τόσο μικρότερος ο κίνδυνος αυτοκτονίας επιβεβαιώνεται και από
σύγχρονες μελέτες (Høyer and Lund 1993). Για τους άνδρες ο γάμος και η εργασία
είναι σημαντικοί αποτρεπτικοί παράγοντες της αυτοκτονίας.

Αυτοτραυματισμός. Συμπεριφορές αυτοτραυματισμού έχουν παρατηρηθεί σε


θηλαστικά και ανθρωποειδή όταν αυτά βρεθούν σε περιορισμό, όταν απειλούνται και
δεν έχουν δυνατότητα διαφυγής ή ως απάντηση σε καταστάσεις απομόνωσης. Ο
αποχωρισμός από τη μητέρα κατά τους πρώτους μήνες της ζωής στους πιθήκους
μακάκους είναι δυνατόν στη μετέπειτα ζωή τους να προκαλέσει ενδοστρεφόμενη
επιθετικότητα, που εκδηλώνεται με επιθέσεις εναντίον του σώματός τους (Anderson
and Chamove 1985). Στους ανθρώπους ανεπαρκής γονεϊκή φροντίδα, ιδιαίτερα με τη
μορφή της μόνιμης ή προσωρινής μητρικής αποστέρησης –είναι χαρακτηριστικό ότι τα
αυτοτραυματιζόμενα άτομα περιγράφουν τις μητέρες τους ως ψυχρές και απόμακρες–
συνδέεται με συμπεριφορές αυτοτραυματισμού στη μετέπειτα ζωή (Simpson 1976).
Κοινωνική απομόνωση πραγματική ή φαντασιωσική, αποχωρισμός, βία στην
οικογένεια, φυσική κακομεταχείριση από τους γονείς και σεξουαλική κακοποίηση κατά
την παιδική ηλικία αναφέρονται συχνά από τους αυτοτραυματιζόμενους (Carrol et al
1980). Συμπεριφορές αυτοτραυματισμού συνδέονται με ιδεοψυχαναγκαστική
διαταραχή, τριχοτιλλομανία, παρατηρούνται στις κατασκευασμένες (factitious)
διαταραχές, αλλά είναι ιδιαίτερα συχνές στις διαταραχές της προσωπικότητας και του
συναισθήματος, κυρίως στην κατάθλιψη, οπότε είναι δυνατόν να κορυφωθούν
φτάνοντας μέχρι και την απόπειρα αυτοκτονίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις το φαινόμενο
εμφανίζεται περί το τέλος της εφηβείας και συχνά επιτελείται παρορμητικά ως ένας
τρόπος ανακούφισης από ένταση. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος αυτοτραυματισμού για
την αποφόρτιση ισχυρής και ανυπόφορης έντασης είναι το κατ’ επανάληψιν
«χαράκωμα» στους καρπούς.

Αυτοακρωτηριασμός. Θεωρείται ως στοιχείο βαρύτατης διαταραχής της


συμπεριφοράς. Το αποτέλεσμα ποικίλλει – από τις απλές και πολύ συχνές τομές στους
καρπούς μέχρι τον πλήρη ακρωτηριασμό κάποιου άκρου, των γεννητικών οργάνων,
των αυτιών ή την εξόρυξη οφθαλμών. Θα πρέπει όμως να διακριθεί από άλλες
αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές κατά το ότι συνήθως δεν προκαλείται από
αυτοκτονικό ιδεασμό. Τα κίνητρα των συμπεριφορών αυτοακρωτηριασμού μπορεί να
είναι νευρωσικά (αυτοτιμωρία), σεξουαλικά (πρόληψη σεξουαλικών παρορμήσεων) και
θρησκευτικά. Η εξόρυξη του οφθαλμού, για παράδειγμα, έχει θρησκευτική αφετηρία
(Hart 1950). Τέτοιοι ασθενείς συχνά μηρυκάζουν βιβλικά αποσπάσματα πριν από την
πράξη τους: «και αν ο οφθαλμός σου σε σκανδαλίζει, εξόρυξον αυτόν». Συμπεριφορές
αυτοακρωτηριασμού συνδέονται επίσης με νευροψυχιατρικές διαταραχές, όπως
εγκεφαλίτιδες, νοητική υστέρηση, τα σύνδρομα 49ΧΧΧΧΥ, 47ΧΧΥ, Lesch-Nyhan, Rett,
Cornelia de Lange κ.λπ. (Feldman 1988). Συνδέονται ακόμη με κροταφική επιληψία,
468

ψυχωσικές συνδρομές, σύνδρομο Münhausen, διαταραχές της προσωπικότητας,


σχιζοφρένεια. Σε αρκετές περιπτώσεις ο αυτοακρωτηριασμός γίνεται προς τον σκοπό
αποκτήσεως ωφελημάτων, όπως π.χ. αποφυγή της στρατιωτικής υπηρεσίας ή
διεκδίκηση αποζημιώσεως. Ο υποτροπιάζων αυτοακρωτηριασμός παρατηρείται σε
διανοητικώς καθυστερημένους, σε άτομα με βαριές διαταραχές της προσωπικότητας
και σε ψυχωσικούς ασθενείς. Σε διανοητικώς καθυστερημένα άτομα, έχει βρεθεί ότι
φάρμακα που εμποδίζουν τη δράση των ενδογενών οπιοειδών στους υποδοχείς, όπως
η ναλτρεξόνη, επιφέρουν κάποια βελτίωση αυτής της συμπεριφοράς, πράγμα που
υποδεικνύει διαταραχή των συστημάτων ενδογενών οπιοειδών σε αυτούς τους
ασθενείς (Sandman et al 1990). Παρόμοια παρατήρηση έχει γίνει και σε αυτιστικά
παιδιά τα οποία με τη χρήση της ναλτρεξόνης έδειξαν βελτιωμένη συμπεριφορά και
επικοινωνία στο σπίτι ή στο σχολείο. Εκτός από τους ανταγωνιστές των οπιοειδών
έχουν ακόμη χρησιμοποιηθεί και ανταγωνιστές της ντοπαμίνης, καθώς και αναστολείς
της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης.

Τρομοκρατία. Διακρίνεται στην εγκληματική και στην πολιτική τρομοκρατία. Η


εγκληματική τρομοκρατία οργανώνεται από μαφιόζικες ομάδες και στόχος της είναι η
κυριαρχία στον κόσμο του εγκλήματος. Τόσο η εγκληματική όσο και η πολιτική
τρομοκρατία επιδιώκουν την επίτευξη κέρδους, η πρώτη οικονομικού και η δεύτερη
πολιτικού, με το να ενσπείρουν τον φόβο στον πληθυσμό ή σε συγκεκριμένες ομάδες
του. Η θρησκευτική τρομοκρατία που εφαρμόσθηκε κατά το παρελθόν σε μαζική
κλίμακα από τους χριστιανούς ανήκει πλέον στο παρελθόν, παρά το ότι υπάρχουν
μορφές πολιτικής τρομοκρατίας που λειτουργούν υπό θρησκευτικό, ισλαμικό, μανδύα.
Η πλέον διαδεδομένη μορφή τρομοκρατίας είναι η πολιτική, και ως προς τους στόχους
της διακρίνεται στην κοινωνική-επαναστατική και στην εθνικο-απελευθερωτική. Οι
μέθοδοι που χρησιμοποιεί πρέπει να έχουν ευρεία απήχηση, αλλά οι προσβαλλόμενοι
στόχοι να είναι κατά το δυνατόν περιορισμένοι. Στις περιπτώσεις μαζικής τρομοκρατίας
προσβαλλόμενος στόχος είναι το σύνολο του πληθυσμού (ξένος κατακτητής,
ανεπιθύμητη δικτατορική εξουσία). Απόπειρες δολοφονίας, απαγωγές, βομβιστικές
επιθέσεις, επιθέσεις αυτοκτονίας είναι τα πλέον πρόσφορα μέσα. Ο μεγάλος αριθμός
των νεκρών από τις τρομοκρατικές πράξεις τύπου καμικάζι (ανατίναξη αεροπλάνων,
εμπορικών κέντρων, λεωφορείων κ.λπ.) αποτελεί σταθερή επιδίωξη των τρομοκρατών
όχι μόνο διότι προκαλεί μεγάλο φόβο και αγωνία αλλά και διότι αναμένεται να
δημιουργήσει αρνητικά συναισθήματα στις μεγάλες μάζες του πληθυσμού μέσα από τις
δραματικές και θεαματικές παρουσιάσεις τους από τα ΜΜΕ (Salib 2003b).
Είναι παράτολμο από ψυχιατρική άποψη να χαρακτηρισθούν τα μέλη
τρομοκρατικών οργανώσεων ως ανισσόροποι, διαταραγμένες προσωπικότητες ή
ψυχοπαθείς. Αυτό συνήθως επιδιώκουν οι αντίπαλοί τους, όπως π.χ. η βρετανική
κυβέρνηση για τα μέλη του IRA, ή η ισπανική κυβέρνηση για την ΕΤΑ, οργανώσεις με
μεγάλη λαϊκή υποστήριξη. Άτομα από κάθε κοινωνικό στρώμα, κουλτούρα, ιδεολογία,
θρησκευτική πίστη, εθνότητα ή μόρφωση είναι δυνατόν να στρατολογηθούν σε
τρομοκρατική οργάνωση. Όταν μάλιστα συντρέχουν ιδιαίτερες ιστορικές περιστάσεις,
τότε η κατάταξη σε τέτοιες οργανώσεις είναι μαζική και η διάθεση αυτοθυσίας των
μελών εντυπωσιακή. Εκείνο που καθορίζει τις τρομοκρατικές πράξεις είναι η εσωτερική
δυναμική της οργάνωσης, της ομάδας, και όχι η όποια ψυχοπαθολογία των μελών της.
Ωστόσο έχει υποστηριχθεί, αν και χωρίς ισχυρή τεκμηρίωση (Post 1986), ότι στις
κοινωνικο-επαναστατικές οργανώσεις ίσως υπάρχουν και άτομα με ψυχοκοινωνικά
προβλήματα (διαταραγμένη οικογενειακή ζωή, επαγγελματική αποτυχία, αποτυχία στις
σπουδές κ.λπ.). Οι πίστεις και οι ιδέες των τρομοκρατών φαίνονται παράξενες και
παράλογες, ίσως μάλιστα παραληρητικές από αυτούς που δεν συμμερίζονται τις
απόψεις τους. Οι οπαδοί τους όμως, που μπορεί να είναι δεκάδες ή και εκατοντάδες
εκατομμύρια όπως συμβαίνει με τους ισλαμιστές, θεωρούν αυτές τις ιδέες αποδεκτές
από κάθε άποψη και τους ίδιους ήρωες και μάρτυρες άξιους κάθε τιμής και σεβασμού.
Επομένως κάθε προσπάθεια ψυχιατρικής ερμηνείας αυτού του φαινομένου είναι
εντελώς άστοχη. Τα θύματα όμως που επιζούν απαρτίζουν έναν σχεδόν καθαρά
469

ψυχιατρικό πληθυσμό, τουλάχιστον για κάποια χρονική περίοδο, και αποτελούν ένα
μεγάλο θέμα για την ψυχιατρική (βλ. μεταψυχοτραυματική διαταραχή).

Βασανιστήριο (torture). Βασανιστήριο, όπως ορίζεται από τη Διεθνή Αμνηστία (Am-


nesty International 1994), είναι οποιαδήποτε εμπρόθετη πράξη διά της οποίας
προκαλείται σε κάποιο πρόσωπο ανυπόφορο άλγος και σωματικό ή ψυχικό
δεινοπάθημα, με σκοπό την απόσπαση από αυτό κάποιας ομολογίας, την εφαρμογή
τιμωρίας, τον εκφοβισμό του κ.λπ. Η πρόκληση πόνου, σωματικού ή ψυχικού,
σχετίζεται κυρίως με τη σαδιστική προσωπικότητα σε ατομικό επίπεδο, αλλά τα
βασανιστήρια περισσότερο πυροδοτούνται από την παθολογία που περιβάλλει την
επιδίωξη της εξουσίας. Ο βασανιστής μπορεί να ανήκει σε κάποια οργανωμένη
κρατική, πολιτική, κομματική, μαφιόζικη συμμορία ή, πολύ σπανιότερα, να δρα
αυτόνομα. Συχνότερες μέθοδοι είναι ο ξυλοδαρμός, το ηλεκτροσόκ, η πρόκληση
ασφυξίας, τα εγκαύματα, ο βιασμός κ.λπ. – μέθοδοι οπωσδήποτε πολύ εξευγενισμένες
σε σχέση με εκείνες του παρελθόντος (τροχός, σταύρωση, ρήξη αρθρώσεων), επειδή
οι σύγχρονοι βασανιστές επιδιώκουν να προκαλέσουν το μεγαλύτερο δυνατό άλγος
αφήνοντας ελάχιστα ή καθόλου ίχνη. Επομένως το ψυχολογικό βασανιστήριο είναι
κατά πολύ προτιμότερο, αφού περιλαμβάνει μεθόδους όπως απομόνωση, εξευτελισμό,
εικονική εκτέλεση, υποχρεωτική συμμετοχή σε βασανιστήριο αγαπημένου προσώπου,
που δεν αφήνουν ίχνη. Καθεμιά από αυτές τις μεθόδους έχει διαφορετικές ιατρικές
επιπτώσεις στο θύμα. Η συμμετοχή ιατρών στα κρατικά βασανιστήρια είναι κανόνας,
παρά την απερίφραστη καταδίκη της από όλες τις μεγάλες θεσμικές οργανώσεις του
πλανήτη (βλ. σχετικό κεφάλαιο).

Εγκληματική συμπεριφορά. Εγκληματική συμπεριφορά είναι η εκδήλωση


επιθετικότητας εναντίον της κοινωνίας ή προσώπων με τέτοιον τρόπο ώστε να εμπίπτει
στην αρμοδιότητα της δικαιοσύνης. Το ποσοστό της βιαιότητας στο σύνολο των
παράνομων πράξεων κυμαίνεται γύρω στο 6% (Mofitt et al 2002). Η σχέση ανδρών και
γυναικών είναι σταθερά 10:1, σχεδόν σε όλες τις κοινωνίες. Βέβαια το ερώτημα είναι
ποια συμπεριφορά, πέραν των πράξεων που αφορούν το κοινό ποινικό δίκαιο,
εντάσσεται στην κατηγορία της εγκληματικότητας (Kotsopoulos and Loutsi 1977). Οι
νεαροί άνδρες χουλιγκάνοι του ποδοσφαίρου στη συντριπτική τους πλειονότητα, και οι
νεανικές συμμορίες στις υποβαθμισμένες συνοικίες των μεγαλουπόλεων συνιστούν
χαρακτηριστικές έκδηλες μορφές ομαδικής εγκληματικότητας· ωστόσο οι περισσότερες
παραμένουν άγνωστες, αφού δεν γίνονται επίσημα αντιληπτές, όπως η καταστροφή
ιδιοκτησίας, η επίθεση κατά προσώπου, η σεξουαλική κακοποίηση, η επικίνδυνη
οδήγηση, η πρόκληση συμπλοκών, οι ξυλοδαρμοί κ.λπ. Με κανέναν τρόπο η
εγκληματική συμπεριφορά δεν εντάσσεται στην ψυχοπαθολογία, αφού στη μεγάλη τους
πλειονότητα οι δράστες δεν πάσχουν από ψυχιατρικές διαταραχές, ωστόσο υπάρχουν
κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία. Είναι καλά τεκμηριωμένο ότι μέχρι την ηλικία των 40
ετών τα άτομα με εγκληματική συμπεριφορά έχουν περίπου διπλάσιο ποσοστό
θνησιμότητας από άτομα χωρίς εγκληματική συμπεριφορά, γεγονός που οφείλεται
κυρίως σε ατυχήματα, βιαιοπραγίες και κατάχρηση ουσιών (Laub et al 2000). Οι
ψυχοπαθητικές και παρορμητικές προσωπικότητες εκτρέπονται συχνά σε εγκληματικές
συμπεριφορές, ενώ ο κίνδυνος ανάπτυξης εγκληματικής συμπεριφοράς είναι σημαντικά
ανώτερος μεταξύ ατόμων με ψυχωσικές διαταραχές, κυρίως αλκοολικές ψυχώσεις και
σχιζοφρένεια, όταν συνδυάζεται με χρήση ουσιών (Tiihonen et al 1997). Η
αντιμετώπιση της εγκληματικής συμπεριφοράς είναι αποτελεσματικότερη όταν
αυξηθούν οι πιθανότητες αυστηρής τιμωρίας από το ποινικό σύστημα και όχι η
ψυχιατρικοποίηση της.

Θεραπεία της βίαιης συμπεριφοράς. Η αναγνώριση και η αντιμετώπιση της


ψυχοπαθολογίας που πυροδοτεί τη βίαιη συμπεριφορά έχουν πρωταρχική σημασία. Η
χορήγηση νευροληπτικών για την αντιμετώπιση της επιθετικότητας που εκδηλώνεται
στο πλαίσιο ψυχωσικών διαταραχών είναι κανόνας, γενικότερα όμως τα νευροληπτικά
470

είναι φάρμακα επιλογής σε ψυχιατρικές καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από βίαιη


συμπεριφορά. Ωστόσο αν το θέμα της βιαιότητας εξεταστεί σε ευρύτερο πλαίσιο,
φαίνεται ότι τόσο οι φαρμακολογικές όσο και οι μπηχαβιοριστικές προσεγγίσεις στην
αντιμετώπιση της παθολογικής βίας είναι αναποτελεσματικές. Και τούτο γιατί ενώ αυτές
οι θεραπευτικές προσεγγίσεις έχουν ως στόχο την πυροδοτούσα ψυχοπαθολογία, στις
περισσότερες περιπτώσεις βίαιης συμπεριφοράς το υπόστρωμα δεν είναι
ψυχοπαθολογικό αλλά ψυχοκοινωνικό.

Παραπτωματική συμπεριφορά. Εκδήλωση συμπεριφοράς που έρχεται σε


σύγκρουση με το ποινικό δίκαιο, το οποίο επανειλημμένως παραβιάζει. Ο όρος
βρίσκεται σε αλληλοεπικάλυψη και με άλλες έννοιες, όπως η εγκληματικότητα και οι
λεγόμενες αντικοινωνικές συμπεριφορές. Συνήθως όλες οι παραπάνω έννοιες
ταυτίζονται με την ανηθικότητα, ωστόσο το παράνομο, το αντικοινωνικό και το ανήθικο
δεν έχουν το ίδιο εννοιολογικό εύρος. Τα όρια μεταξύ τους είναι ρευστά, αφού ο
ποινικός νόμος, η ηθικότητα και οι κοινωνικές συμβάσεις αλλάζουν χαρακτήρα κατά
περιόδους. Διαταραχές της συμπεριφοράς που εντάσσονται σε αυτά τα πεδία είναι
άκρως αμφίβολο αν πρέπει να αποτελούν αντικείμενο της ψυχιατρικής. Συχνά η
ψυχιατρική παγιδεύεται σε στάσεις απαράδεκτες από άποψη δεοντολογική, ενώ η
προσφορά της, που συνήθως εξαντλείται στα δικαστήρια ή σε άλλα πειθαρχικά όργανα
αλλά ελάχιστα στους ίδιους τους «πάσχοντες», είναι ασήμαντη ή και ύποπτη για
αφερεγγυότητα. Έχουν προταθεί ποικίλες θεωρίες για την ερμηνεία της
παραπτωματικής συμπεριφοράς και της εγκληματικότητας, ωστόσο η τεκμηρίωση των
προτάσεών τους είναι ανεπαρκής.
 Θετικιστική εγκληματοβιολογική άποψη (Manheim 1965). Οι κατ’ επανάληψιν
παραπτωματίες αποτελούν οι ίδιοι εκδήλωση αταβιστικής παρεκτροπής από
ανθρωπολογική σκοπιά. Αυτή η άποψη παρακίνησε στην έρευνα για την ανακάλυψη
σωματικών σημαδιών πρωτογονισμού όχι μόνο στον σωματότυπο αλλά και στο
γενετικό υλικό των παραπτωματιών. Πολλά παραπτώματα δείχνουν ότι αρκετοί
παραπτωματίες δεν έχουν την απαιτούμενη νοημοσύνη ώστε να καταλάβουν τις
επιπτώσεις των πράξεών τους, αλλά είναι προφανές ότι αυτή η θεωρία μόνο ένα
πολύ μικρό μέρος της εγκληματικής συμπεριφοράς δύναται να ερμηνεύσει.
 Ψυχαναλυτική άποψη. Κατά τους ψυχαναλυτές η σχέση γονέως-παιδιού παίζει
τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη της ηθικής συμπεριφοράς. Προσπαθώντας να
ερμηνεύσει την παράλογη φύση πολλών εγκλημάτων ο Freud περιέγραψε το
φαινόμενο της εγκληματικότητας επικαλούμενος το αίσθημα ενοχής: το άτομο
ενεργεί έτσι ώστε τελικά να τιμωρηθεί και να εξιλεωθεί από αισθήματα ενοχής που
του προκαλεί το ανεπίλυτο οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Τέτοιες ερμηνείες σήμερα δεν
προσφέρουν τίποτε στην κατανόηση της παραπτωματικής συμπεροφοράς.
 Μαθησιακές θεωρίες. Υπάρχει κάποια διαδικασία διά της οποίας η παραβίαση των
κοινωνικών ορίων των συμπεριφορών ανταμείβεται και τελικώς μαθαίνεται. Η
έλλειψη λογικής τιμωρίας κατά την πρώτη παιδική ηλικία ίσως παίζει ρόλο στη
μετέπειτα ανάπτυξη παραπτωματικής συμπεριφοράς. Αυτό συμβαίνει σε διαλυμένες
οικογένειες ή σε οικογένειες με πολύ χαμηλό κοινωνικό και, κυρίως, μορφωτικό
επίπεδο. Κατά τον Eysenck η επιμένουσα παραπτωματική συμπεριφορά είναι
συνήθως συνέπεια μιας ενδογενούς αδυναμίας στην εξαρτησιακή διαδικασία.
Δηλαδή το άτομο δεν δύναται να διδαχθεί από την αρνητική επίπτωση των
ενεργειών του. Συνήθως αυτά τα άτομα είναι, κατά τον Eysenck, εξόχως εξωστρεφή.
 Ο ρόλος της προσωπικότητας. Δεν έχουν αποσαφηνισθεί οι σχέσεις
παραπτωματικής συμπεριφοράς και προσωπικότητας, παρά το ότι η
παραπτωματική συμπεριφορά φαίνεται ότι ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από τη δομή
της προσωπικότητας. Υπάρχουν κάποια στοιχεία, όπως εξωστρεφόμενη
επιθετικότητα και παρορμητικότητα, που φαίνεται ότι συσχετίζονται θετικά με την
παραπτωματική συμπεριφορά, αλλά και στοιχεία όπως ενδοστρέφεια, χαμηλή
αυτοεκτίμηση, ιδέες αναξιότητας, ψυχαναγκαστικά χαρακτηριστικά, που σχετίζονται
471

αρνητικά με αυτήν. Όλα αυτά όμως είναι ανεπαρκή για τη διαμόρφωση μιας
αξιόπιστης εικόνας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΧΕ. (1980). Πρόληψη των αυτοκτονιών. Προβλήματα και προτάσεις. Εγκέφαλος 17:59-63.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΧΕ. (1995). Αυτοκαταστροφική συμπεριφορά στην Ελλάδα. Ψυχιατρική 6:225-232.
ΔΙΑΟΥΡΤΑ-ΤΣΙΤΟΥΡΙΔΟΥ Μ, ΤΣΙΤΟΥΡΙΔΗΣ ΣΓ. (2001). Πατροκτονία και μητροκτονία μεταξύ
ψυχιατρικών ασθενών. Εγκέφαλος 38:113-130.
ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ Κ, ΜΑΔΙΑΝΟΣ Μ, ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ, ΣΤΕΦΑΝΗΣ Κ. (2004). Προσχεδιασμός,
προειδοποίηση και σημείωμα αυτοκτονίας σε 83 περιπτώσεις αυτοκτονίας. Τετρ Ψυχιατρ 85:45-52.
ΜΠΑΖΑΣ Θ, ΤΖΕΜΟΣ Γ, ΣΤΕΦΑΝΗΣ Κ, ΤΡΙΧΟΠΟΥΛΟΣ Δ. (1978). Επίπτωση, εποχιακή διακύμανση και
δημογραφικοί χαρακτήρες των αυτοκτονιών στην Ελλάδα. Materia Medica Graeca 6(1):38-46.

AMNESTY INTERNATIONAL. (1994). Torture Worldwide. An effort to Human Dignity. New York.
ANDERSEN UA, ANDERSEN M, ROSHOLM JU, GRAM LF. (2000) Contacts to the health care system
prior to suicide: a comprehensive analysis using registers for general and psychiatric hospital admissions,
contacts to general practitioners and practising specialists and drug prescriptions. Acta Psychiatr Scand.
2000 Aug;102(2):126-34.
ANDERSON JR, CHAMOVE AS. (1976). Self-fighting syndrome in macaques: I. A representative case
study. Primates 17:1-12.
ANGELOPOULOS NV (1982). Psychiatric Symptoms and Changes in Hostility Structure. PhD Thesis,
University of London.
ARDREY R. (1962). African Genesis. Collins, London.
ARSENEAULT L, et al. (2000). Mental disorders and violence in a total birth cohort: results from the Dun-
edin Study Arch Gen Psychiatry 57(10):979-86.
BERATIS S. (1991). Suicide among adolescents in Greece. Brit J Psychiatry 159:515-519.
BILLE-BRAHE U, JESSEN G. (1994). Suicide in Denmark, 1922-1991: the choice of method. Acta Psy-
chiatr Scand 90:91-96
CARROL J, et al (1980). Family experiences of self-mutilating patients. American Journal of Psychiatry
137:852-853.
CHOTAI J, ADOLFSSON R. (2002).Converging evidence suggests that monoamine neurotransmitter
turnover in human adults is associated with their season of birth. Eur Arch Psychiatry Clin Neurosci
252(3):130-4.
DeMAIO D, CARANDENTE F, RIVA C. (1982). Evaluation of circadian, circaceptan and circannual perio-
dicity of attempted suicides. Chronobiologia, 9(2):185-193.
DIEKSTRA RWF. (1993). The epidemiology of suicide and parasuicide. Acta Psychiatr Scand, suppl, 71:9-
20.
FAGAN J. (1993). Interactions among drugs, alcohol and violence. Health Aff 12:65-79.
FELDMAN MD. (1988). The challenge of self-mutilation: A review. Comprehensive Psychiatry 29: 252-
269.
HART HH. (1950). The eye in symbol and symptom. Yearbook Psychoanal. 6:356-375.
HEIKKINEN Μ, ΑRO H, LONNQVIST J. (1992). Recent life events and their role in suicide as seen by the
spouses. Acta. Psych. Scand. 86(6):489-494.
HENRY AF, SHORT JF. (1954). Suicide and Homicide. Glencoe, Il. The Free Press.
HOLINGER PC, KLERMAN E. (1982). Violent deaths in the United States 1900-1975. Relationships be-
tween suicide, homicide and accidental deaths. Soc. Sci. Med. 16, 1929-1938.
HØYER G, LUND E. (1993). Suicide among women related to number of children in marriage. Arch Gen
Psychiatry 50:134-137.
ISOMETSÄ ET, HEIKKINEN ME, MARTTUNEN MJ, et al (1995). The last appointment before suicide: is
suicide intent communicated? Am J Psychiatry. 152 (6):919-22.
ISOMETSÄ ΕΤ. (2001). Psychological autopsy studies – a review. Eur Psychiatry 16:379-385.
KELLERMAN AL, RIVARA FP, RUSHFORTH NB, et al (1993). Gun ownership as a risk factor for homi-
cide in the home. N Engl J Med 329:1084-91.
KENNEDY HG, KEMP LI, DYER DE. (1992). Fear and anger in delusional (paranoid) disorder: the asso-
ciation with violence. Br. J. Psychiatry, 160:488-492.
KOTSOPOULOS S, LOUTSI Z. (1977). Trends of Juvenile Delinquency in Greece. Int J Offend Ther and
Comp Criminol 21:270-278.
LAUB JH. (2000). Delinquency and mortality: A 50-year follow-up study of 1,000 delinquent and
nondelinquent boys.Am J Psychiatry 157:96-102.
LEVI F, LaVECCHIA C, LUCCHINI F, et al (2003). Trends in mortality from suicide, 1965-1999. Acta Psy-
chiatr Scand 108:341-349.
LYONS HA (1972). Depressive illnes and aggression in Belfast. BMJ 1:342-344.
MALETZKY BM. (1973). The episodic dyscontrol syndrome. Dis Nerv Syst. 34(3):178-85.
MANHEIM H. (1962). The study of crime. In: Welford, A.T. (ed) Society. London.
MOFFITT TE, CASPI A, HARRINGTON H, et al (2002). Males on the life-course-persistent and adoles-
cence-limited antisocial pathways: follow-up at age 26 years. Develop and Psychopathol, 14:179-207.
472

OBERMAN M. (2003). Mothers who kill: Cross-cultural patterns in and perspectives on contemporary ma-
ternal filicide. Int J of Law and Psychiatry 26:493-514
OLVERA RL. (2002). Intermittent explosive disorder: epidemiology, diagnosis and management. NS Drugs
16(8):517-26.
PORTEFIELD AL. (1960). Traffic fatalities, suicide, and homicide. Am. Social. Rev. 25, 897-901.
POST JM. (1986). Hostilité, Conformité, Fraternité. The group dynamics of terrorist behavior. Int J Group
Psychother 36:211-224.
RABKIN J. (1979). Criminal behavior of discharged mental patients. Psychol Bull 86:1-27.
REICH P. (1989). Panic attacks and the risk of suicide. (editorial). N. Engl. J. Med. 321:1260-1.
ROY A, LINNOILA M. (1988). Suicidal behavior, impulsiveness and serotonin. Acta Psychiat Scand 78:
529-535.
SALIB E. (2003). Effect of 11 September 2001 on suicide and homicide in England and Walles. Brit J Psy-
chiatr 183:207-212.
SALIB E. (2003). Suicide terrorism: a case of folie à plusieurs? Brit J Psychiatr 182:475-476.
SANDMAN CA, BARRON JL, CHICZDEMET A, DEMET EM. (1990). Ι. Plasma B-endorphin levels in pa-
tients with self-injurious behaviour and stereotypy. Sandman CA, Barron JL, Colman H. (1990). II. An orally
administered opiate blocker, naltrexone, attenuates self-injurious behaviour. Am J Ment Retard 95, 84-102.
SHAW J, AMOS T, et al (2004). Mental illness in people who kill strangers: longitudinal study and national
clinical survey. BMJ 328:734-737.
SHNEIDMAN ES. (1976). An overview of suicide. Psychiatric Annals 6(2):606-619.
SIMPSON MA. (1976). Self-mutilation and suicide. In Suicidology: Contemporary Developments (ad ES
Shneidman) New York: Grune and Straton.
SINGHAL S, DUTTA A. (1990). Who commits patricide? Acta Psychiat Scand 82:40-43
SWANSON JW, HOLZER CE, GANJU VK, et al (1990). Violence and psychiatric disorders in the com-
munity: evidence from the Epidemiologic Catchment Area survey. Hosp Commun Psychiatry 41:761-770
TIIHONEN J, ISOHANNI M, KOIRANEN M, MORING J. (1997). Specific major mental disorders and crim-
inality: a 26-year prospective study of the 1966 Northern Finland birth cohort. Am J Psychiatry 154:840-
845.
TORREY EF. (1994). Violent behavior by individuals with serious mental illness. Hosp Commun Psychiatry
45:511-521.
VIRKKUNEN M, RAWLINGS R, TOKOLA R, et al. (1994). CSF biochemistries, glucose metabolism, and
diurnal activity rhythms in alcoholic, violent offenders, fire setters, and healthy volunteers. Arch Gen Psy-
chiat 51:20-27.
WEISSMAN MM, KLERMAN GL, MARKOWITZ JS, OUELETTE R. (1989). Suicidal ideation and suicide
attempts in panic disorder and attacks. N Engl J Med 321:1209-14.
ZACHARAKIS CA, MADIANOS MG, PAPADIMITRIOU GN, STEFANIS CN. (1998). Suicide in Greece
1980-1995: patterns and social factors. Soc Psychiatry Psychiatr Epidemiol 33(10): 471-6.

57. ΝΕΥΡΩΣΕΙΣ

Ο όρος νεύρωση εμφανίσθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα δηλώνοντας κυριολεκτικώς
κάθε ασθένεια που οφείλεται σε δυσλειτουργία του νευρικού συστήματος, αλλά με την
πάροδο του χρόνου έχασε βαθμιαία την αρχική του σημασία και έφθασε να δηλώνει
ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή μια ήπια –σε αντίθεση με τις ψυχώσεις– ασθένεια χωρίς
οργανικό υπόστρωμα από την οποία πάσχει ένα άτομο χωρίς να έχει χάσει την επαφή
του με την πραγματικότητα ή να έχει υποστεί κάποια σοβαρή αποδόμηση της
προσωπικότητάς του. Στις νευρώσεις περιλαμβάνονταν λειτουργικές διαταραχές, όπως
η καρδιακή νεύρωση και η υποχονδρίαση· άγχος, ψυχαναγκασμοί, ιδεοληψίες, φοβίες
προστέθηκαν με τον χρόνο, και όλοι συμφωνούσαν ότι η αιτιοπαθογένειά τους δεν είναι
473

οργανική αλλά ψυχολογική. Το ειρωνικό της ιστορίας είναι ότι ο όρος ψύχωση σήμερα
υπαινίσσεται οργανικό υπόστρωμα.

Οι κλασικές φροϋδικές ψυχαναλυτικές απόψεις για την ψυχοπαθολογία των


νευρώσεων υποστηρίζουν ότι υπάρχει μία σύγκρουση μεταξύ των ασυνείδητων αλλά
πανίσχυρων ενορμήσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι σεξουαλικές, και του
φόβου ο οποίος εμποδίζει την εκφόρτισή τους, σύγκρουση που δεν έχει γίνει από τον
ασθενή αντικείμενο επεξεργασίας ώστε να οδηγηθεί στο επίπεδο μιας ρεαλιστικής
λύσης, με αποτέλεσμα οι ενορμήσεις να εμφανίζονται ως νευρωσικά συμπτώματα. Ο
Adler πίστευε ότι η νεύρωση είναι ένας λανθασμένος τρόπος ζωής, ζωή σε λάθος
δρόμο στην προσπάθεια να απαλλαγεί το άτομο από τα αισθήματα μειονεξίας και να
αποκτήσει αισθήματα ανωτερότητας. Οι μπηχαβιοριστές υποστηρίζουν ότι οι
νευρώσεις είναι μαθημένοι τρόποι συμπεριφοράς, που προκύπτουν από καταστάσεις
στις οποίες το άτομο είναι υποχρεωμένο να προβεί σε δύσκολες επιλογές καθώς
υφίσταται την πίεση επιβλαβών ερεθισμάτων.

Ανεξαρτήτως της ερμηνείας της αιτιοπαθογένειας των νευρώσεων, στην


καθημερινότητά του ο νευρωσικός ζει μια μίζερη ζωή, αφού εμπλέκεται σε αντιφατικές
καταστάσεις και επαναλαμβάνει άκαρπες και ανώφελες συμπεριφορές που καταλήγουν
σε ματαιώσεις, δοκιμασίες και άλλα δεινά. Βιώνει τις παρορμήσεις του ως ακατανίκητες,
και συχνά αναρωτιέται τι κάνει και γιατί το κάνει. Οι καταστάσεις αυτές αναζωπυρώνουν
παιδικές ελπίδες ικανοποίησης, οι οποίες όμως πρέπει να εγκαταλειφθούν ως
ακατάλληλες για ενήλικο άτομο. Οι πραγματικές καταστάσεις της ζωής οδηγούν τον
νευρωσικό σε αισθήματα ματαίωσης, απώλειας, απειλής, βιώνονται ως επικίνδυνες και
πυροδοτούν την παραγωγή άγχους. Το νευρωσικό άτομο δεν αντιδρά σε αυτήν την
κατάσταση με μια προσπάθεια ρεαλιστικής αντιμετώπισής της, αλλά τη βιώνει ως
πανομοιότυπη απομίμηση καταστάσεων που βίωσε στη βρεφική ηλικία, και έτσι η
απάντηση που δίνει είναι συνήθως βρεφική, κύρια συστατικά της οποίας είναι η οργή
και η απελπισία. Σε κλινικό επίπεδο αυτά τα στοιχεία εκδηλώνονται ως αγχώδης
νεύρωση, φοβική κατάσταση, κατάθλιψη, υστερικές εκδηλώσεις μετατρεπτικού ή
αποσυνδετικού τύπου, ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση κ.λπ.

Η νεύρωση είναι όρος βαθιά ριζωμένος στην ψυχιατρική ορολογία και, παρά τις
προσπάθειες για κατάργησή του από τα σύγχρονα ταξινομικά συστήματα, διατηρεί τη
μεγάλη περιγραφική του σημασία και συνεχίζει ώς ένα βαθμό να είναι αποδεκτός από
την πλειονότητα των ψυχιάτρων, παρά τις ασάφειες και σε πείσμα ορισμένων μη
αποδεκτών αιτιοπαθογενετικών ερμηνειών που ίσως προκύπτουν κατά τη χρήση του.
Η επίθεση κατά του όρου αυτού, με το πρόσχημα ότι είναι ασαφής και ότι έχει
θεωρητικές προεκτάσεις ως προς την αιτιοπαθογένεια, σχετίζεται κυρίως με την
προσπάθεια της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, ήδη από τη δεκαετία του 1980,
να ανακόψει την επιρροή της ψυχανάλυσης.

58. ΑΓΧΩΔΕΙΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Το άγχος είναι μια παγκόσμια ανθρώπινη εμπειρία, προστατευτικού ή αμυντικού


χαρακτήρα. Υποδεικνύει την παρουσία απροσδιόριστου κινδύνου ή απειλής και
βιώνεται ως δυσάρεστη κατάσταση εσωτερικής έντασης. Ο άνθρωπος για να
λειτουργήσει αποτελεσματικά χρειάζεται να αναγνωρίζει σχέσεις-κλειδιά μεταξύ των
γεγονότων που εκδιπλώνονται στο περιβάλλον του και μέσα από αυτά αναζητά σήματα
ασφάλειας. Παράλληλα βρίσκεται σε ετοιμότητα για οιωνούς κινδύνου, διότι και αυτοί
μεταφέρουν πληροφορία σχετιζόμενη με την ασφάλειά του. Όταν δεν παίρνει μηνύματα
ασφάλειας, βρίσκεται σε κατάσταση άγχους. Όταν αυτή η κατάσταση είναι
παρατεταμένη, τότε το άγχος είναι χρόνιο. Το άγχος είναι παραπλήσιο με το
474

συναίσθημα του φόβου, μόνο που εδώ δεν υπάρχει φοβογόνο αντικείμενο, το σήμα
κινδύνου είναι ασυνείδητο και το άτομο κατέχεται από μία διάχυτη και αόριστη αίσθηση
επικείμενου κακού. Ενώ ο φόβος τροφοδοτεί συντονισμένες δραστηριότητες (φυγή ή
επίθεση), το άγχος είναι δυνατόν να παραλύσει και να αδρανοποιήσει πλήρως τον
πάσχοντα.
Η λέξη άγχος απαντάται ήδη στα ομηρικά έπη και στην αρχαία ελληνική
γραμματεία με τη σημασία της περίσφιγξης του λαιμού, του πνιξίματος (Καράβατος
2005). Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες από τον μεσαίωνα και μετά ήταν κοινόχρηστη
λέξη και αντικείμενο μελέτης από λογοτέχνες και φιλοσόφους. Ως ψυχιατρικός όρος
εισήχθη από τον Freud το 1894, αλλά έγινε αποδεκτός πολύ αργότερα, μετά το 1930.
Ο Freud στην πραγματικότητα περιέγραφε τη διαταραχή πανικού (κρίσεις άγχους την
ονόμαζε) μέσα στο πλαίσιο της αγχώδους νευρώσεως. Πολύ πριν από τον Freud και
άλλοι μελετητές (Hartshorn 1864, Da Costa 1871) είχαν περιγράψει συμπτωματολογία
άγχους μέσα σε άλλα, σωματικά, κλινικά πλαίσια και με διαφορετική ορολογία, όπως
σύνδρομο υπεραερισμού, καρδιακή νεύρωση, κ.λπ.
Ώς ένα βαθμό, το άγχος μπορεί να είναι και φυσιολογική εμπειρία, εφόσον έχει
έναν βαθμό συμβατότητας με τις περιστάσεις και δεν αποδιοργανώνει. Ίσως μάλιστα
προσφέρει και κάποια πλεονεκτήματα, όπως ότι προετοιμάζει για αντίδραση σε
επικείμενο κίνδυνο ή απειλή, δίνει μια αίσθηση επαγρύπνησης και οδηγεί σε αποφάσεις
και ενέργειες. Μπορεί μάλιστα να συμβάλλει στην απόκτηση ικανοτήτων αντιμετώπισης
δύσκολων καταστάσεων και τελικώς στην ωρίμανση της προσωπικότητας. Σε
ορισμένες περιπτώσεις βιώνεται και ως ευχάριστη, επιδιωκόμενη εμπειρία (Αγγελίδης
1970) σε διάφορα θεάματα και αθλοπαιδιές (ποδόσφαιρο, περιπετειώδεις ταινίες
κ.λπ.). Από ένα σημείο και πέρα όμως, όταν είναι υπερβολικά έντονο και διαρκεί για
μεγάλο χρονικό διάστημα, το άγχος γίνεται παθολογικό, παύει να είναι ένα απλό σήμα
κινδύνου και προσλαμβάνει τον χαρακτήρα μιας κατάστασης που επιδεινώνει τις
προσαρμοστικές ικανότητες, αποδιοργανώνει πλήθος δραστηριοτήτων και εξουθενώνει
τον πάσχοντα.
Το άγχος συμπορεύεται με τους περιβαλλοντικούς στρέσορες, και ενεργοποιείται
σε περιπτώσεις απώλειας και σε άλλες καταστάσεις απειλητικές της φυσικής και της
ψυχολογικής ομαλότητας του ατόμου. Είναι επίσης κοινό σύμπτωμα αρκετών
ψυχιατρικών διαταραχών, όπως π.χ. της κατάθλιψης ή των παρανοειδών διαταραχών.
Οι σωματικές παθήσεις κατά κανόνα συνοδεύονται από άγχος και η προοπτική
εξάρτησης από άλλα άτομα λόγω χρονίας νόσου είναι ισχυρός αγχογόνος παράγων.
Στις αγχώδεις διαταραχές το άγχος βιώνεται ως κυρίαρχο σύμπτωμα αλλά προκαλείται
μέσα από διαφορετικές περιστάσεις (όπως π.χ. συμβαίνει στην αγοραφοβία ή στην
κοινωνική φοβία). Στα τρέχοντα ταξινομικά συστήματα η διάσπαση της κλασικής
αγχώδους νεύρωσης σε ξεχωριστές μικροδιαγνώσεις –διαταραχή πανικού, κοινωνική
φοβία, αγοραφοβία κ.λπ.– δεν έχει κλινικό ενδιαφέρον, δεν δικαιολογείται από τη
συμπτωματολογία και σε μερικές περιπτώσεις δρα εναντίον του συμφέροντος του
ασθενούς. Ωστόσο στο παρόν κεφάλαιο χρησιμοποιείται αυτή η ταξινομική κατάταξη
για να αποφευχθούν συγχύσεις.

Γενικευμένη αγχώδης διαταραχή. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της αγχώδους


νευρώσεως (όπως ονομαζόταν μέχρι τη δεκαετία του ‘80 η γενικευμένη αγχώδης
διαταραχή) είναι ότι ο ασθενής διακατέχεται από αίσθημα μεγάλης αδυναμίας μπροστά
στην προοπτική και στην αναμονή ενός δυσανάλογου και ασαφούς, αν όχι τελείως
άγνωστου, κινδύνου. Σπανιότερα διαγιγνώσκεται σε καθαρή μορφή, συχνότερα
συνυπάρχει με κατάθλιψη, φοβικές διαταραχές ή/και κρίσεις πανικού.
Επιδημιολογία. Με τη συνεχή αλλαγή των ταξινομικών συστημάτων και των
διαγνωστικών κριτηρίων έχει προκληθεί αναστάτωση στις επιδημιολογικές μελέτες, και
τα δεδομένα που προκύπτουν δεν είναι ασφαλή. Οι πραγματικές διαστάσεις διάδοσης
της νόσου στον γενικό πληθυσμό μπορεί να αποκαλυφθούν μόνο με άμεσες μελέτες.
Υπολογισμοί με βάση θεραπευόμενους πληθυσμούς επηρεάζονται από τη
διαθεσιμότητα κατάλληλων υπηρεσιών στην κοινότητα, από την κοινωνικο-οικονομική
475

κατάσταση των ασθενών, από το ότι πολλοί ασθενείς δεν προσέρχονται για θεραπεία
στον ειδικό και έτσι τα πραγματικά μεγέθη δεν είναι δυνατόν να αποσαφηνισθούν.
Υπολογίζεται ότι το 2%-5% του γενικού πληθυσμού πάσχει από αγχώδη νεύρωση, με
επικράτηση στον γυναικείο πληθυσμό (ακολουθούν κατά σειρά συχνότητας η
διαταραχή πανικού, η αγοραφοβία, η κοινωνική φοβία και οι ειδικές φοβίες). Σε
ελληνικούς πληθυσμούς έχουν βρεθεί υψηλότερα ποσοστά (Angelopoulos and
Economou 1994). Πολύ συχνή είναι στις ευπαθείς ομάδες (άνεργοι, διαζευγμένοι/ες,
χήροι/ες). Ηλικία έναρξης είναι η εφηβική στις περισσότερες περιπτώσεις. Πολύ συχνή
είναι η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή στις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας, ενώ
στις ψυχιατρικές υπηρεσίες έχει μικρότερη συχνότητα από τις άλλες αγχώδεις
διαταραχές. Η διάγνωση στην πρωτοβάθμια φροντίδα δυσχεραίνεται από το ότι οι
ασθενείς συνήθως προβάλλουν σωματικά συμπτώματα (μυϊκή τάση, αϋπνία,
κεφαλαλγίες, συμπτώματα από το γαστρεντερικό κ.λπ.) στα οποία επικεντρώνεται ο
ιατρός και έτσι του διαφεύγει το ψυχιατρικό υπόστρωμα. Μόνο ένας στους δύο ιατρούς
της πρωτοβάθμιας φροντίδας δύναται να διαγνώσει την αγχώδη διαταραχή, πράγμα
που αντανακλά την χαμηλή ποιότητα της ιατρικής εκπαίδευσης.
Κλινική εικόνα. Για να τεθεί η διάγνωση, πρέπει η συμπτωματολογία να διαρκεί πάνω
από μήνα. Οι πάσχοντες τείνουν να παραπονούνται κυρίως για τα σωματικά
συμπτώματα που συνοδεύουν το άγχος. Κάθε σύστημα και όργανο του σώματος είναι
δυνατόν να εμπλακεί μέσω της ενεργοποίησης του νευρομυϊκού και αυτόνομου ΝΣ.
Πολλοί ασθενείς είναι πεπεισμένοι ότι πάσχουν από βαρεία και απειλητική για τη ζωή
τους νόσο, το οποίο προκαλεί με τη σειρά του ακόμη περισσότερο άγχος και τους
απομακρύνει από την αναγνώριση ότι η συμπτωματολογία τους είναι ψυχογενής. Τα
κεντρικά συμπτώματα, από τα οποία προκύπτουν και τα άλλα, είναι τα εξής:
1. Κινητική ένταση, στην οποία περιλαμβάνονται η αδυναμία χαλάρωσης, ακαθόριστη
ανησυχία, τρόμος στα άνω άκρα αλλά και σε ολόκληρο το σώμα, κόπωση, εύκολο
ξάφνιασμα.
2. Μυϊκή σύσπαση των γραμμωτών μυών. Είναι μόνιμο και σταθερό σωματικό συνοδό
στοιχείο του άγχους και εκδηλώνεται με νευρικότητα, κεφαλαλγία συσπάσεως των
κρανιακών μυών, συσφιγκτικό αίσθημα στον θώρακα που περιγράφεται από τον
ασθενή ως αδυναμία αναπνοής, μυϊκά άλγη. O Jacobson (1938) πρότεινε την
άποψη ότι μυοχαλάρωση και άγχος δεν συμβιβάζονται και έτσι εισήγαγε μία πολύ
σημαντική θεραπευτική αντιμετώπιση του άγχους.
3. Υπερδραστηριότητα του αυτόνομου ΝΣ, με εφιδρώσεις κυρίως των παλαμών και
των δακτύλων, ψυχρά άκρα, ωχρότητα, ταχυκαρδία, έκτακτες συστολές, προκάρδια
άλγη, ξηροστομία, διαρροϊκές κενώσεις, συχνουρία, ναυτία και έμετοι.
4. Φόβος λιποθυμίας, θανάτου ή απώλειας ελέγχου.
5. Ανησυχία και αναμονή δυσάρεστων γεγονότων και κακοτυχιών στον ίδιο ή σε
αγαπητά πρόσωπα.
6. Εύκολη διάσπαση της προσοχής, δυσκολία συγκέντρωσης, διαταραχές της μνήμης,
ανυπομονησία.
7. Αϋπνία, ανήσυχος και άσχημος ύπνος με εφιάλτες παγίδευσης ή αγωνιώδους
πάλης.
8. Ανιχνευτική συμπεριφορά, υπερπροσοχή και υπερενδιαφέρον για τη σωματική
υγεία και κατάσταση.
Διαφορική διάγνωση. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διαγνωστική διαδικασία
ώστε να αποκλειστούν οι οργανικές διαταραχές, όπως π.χ. ο υπερθυρεοειδισμός, το
φαιοχρωμοκύττωμα, η κροταφική επιληψία, η χρήση αγχογόνων φαρμάκων (κάνναβη,
απισχναντικά). Επίσης πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν ότι το άγχος είναι συστατικό
στοιχείο πολλών ψυχιατρικών καταστάσεων, όπως η κατάθλιψη, η
ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, η σχιζοφρένεια, τα αρχικά στάδια της άνοιας κ.λπ.
Καταστάσεις όπως υπογλυκαιμία είναι δυνατόν να προκαλέσουν ισχυρές εκδηλώσεις
άγχους. Οι καταστάσεις άγχους είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε υπέρπνοια και
υπεραερισμό, ο οποίος μπορεί να πυροδοτήσει άλλες σωματικές καταστάσεις (π.χ.
σπασμούς), που είναι δυνατόν να περιπλέξουν τη διάγνωση.
476

Αιτιοπαθογένεια. Από το επίπεδο της μοριακής νευροβιολογίας μέχρι εκείνο της


ψυχαναλυτικής μεταψυχολογίας ένα πλήθος μοντέλων έχουν προταθεί για τη
διευκρίνιση της αιτιοπαθογένειας της αγχώδους νεύρωσης. Πιθανότερο όμως είναι ότι
πολλαπλοί αλληλοδιαπλεκόμενοι παράγοντες πυροδοτούν την εκδήλωση των
αγχωδών διαταραχών.
Σε ανατομικό επίπεδο ο υπομέλας τόπος (locus ceruleus), ο οποίος περιέχει άνω του
50% των νοραδρενεργικών νευρώνων του ανθρώπου, σχετίζεται με την
υπερεγρήγορση και είναι μείζων ρυθμιστικός παράγων του άγχους. Αλλά και άλλοι
σχηματισμοί συμβάλλουν στη διαμόρφωση της φαινομενολογίας του άγχους, όπως οι
αμυγδαλοειδείς πυρήνες, ο ιππόκαμπος και ο δικτυωτός σχηματισμός. Οι βασικές
λειτουργίες αυτών των σχηματισμών είναι να εκτιμούν την έκταση της απειλής που
ενυπάρχει σε διάφορες καταστάσεις και να επιλέγουν απαντήσεις για την οργάνωση
της κατάλληλης αμυντικής συμπεριφοράς (Charney et al 1996). Ο δικτυωτός
σχηματισμός προκαλεί τη γνωστή γενική κατάσταση εγρήγορσης και συναγερμού που
λειτουργεί ως πλαίσιο για την εκδήλωση των εκδηλώσεων του άγχους.
Σε επίπεδο νευροχημικό όλα σχεδόν τα νευρομεταβιβαστικά συστήματα, το
νοραδρενεργικό, το σεροτονινεργικό, το ντοπαμινεργικό, το GABAεργικό, και ίσως
περισσότερα του ενός κάθε φορά, έχει θεωρηθεί ότι μεσολαβούν στην ανάπτυξη του
άγχους και των αγχωδών διαταραχών. Το σεροτονινεργικό σύστημα φαίνεται ότι
παίζει διπλό ρόλο, άλλοτε αγχογόνο και άλλοτε αγχολυτικό. Το GABAεργικό είναι η
εστία δράσης των βενζοδιαζεπινών (για τις οποίες υπάρχουν ειδικοί υποδοχείς στο
ΚΝΣ), ενώ πρόσφατες μελέτες εστιάζονται και στον νευροδιαβιβαστή γλουταμάτη
(Bergink et al 2004), αφού στις περισσότερες συνάψεις οι περισσότερες δράσεις του
ανασταλτικού γ-αμινοβουτυρικού οξέως αναχαιτίζονται από τις επιδράσεις της
γλουταμάτης, του πλέον διεγερτικού νευροδιαβιβαστή του ΚΝΣ των θηλαστικών.
Τόποι δράσης αυτών των συστημάτων φαίνεται ότι είναι οι γύρω από τον ιππόκαμπο
περιοχές του λιμβικού συστήματος, καθώς επίσης ο υπομέλας τόπος και οι
αμυγδαλοειδείς πυρήνες.
Η κληρονομικότητα εμπλέκεται σε κάποιον βαθμό στη διαμόρφωση των
αιτιοπαθογενετικών μηχανισμών της νόσου. Στους συγγενείς πρώτου βαθμού των
πασχόντων από αγχώδη νεύρωση η συχνότητα της διαταραχής υπερβαίνει το 18%,
ενώ στις ομάδες ελέγχου βρίσκεται στα επίπεδα του 3%-4% (Noyes et al 1978).
Μελέτες διδύμων έχουν δείξει ότι η ετοιμότητα για εκδήλωση άγχους φθάνει στο 41%
των μονοζυγωτικών, ενώ στους διζυγωτικούς το ποσοστό είναι 4%. Αυτό σημαίνει ότι
οι εμπλεκόμενοι γενετικοί παράγοντες δεν έχουν απόλυτα καθοριστικό και
συντελεστικό χαρακτήρα και μάλλον συνδυάζονται και με άλλους, ψυχοκοινωνικούς,
στις διεργασίες ανάπτυξης άγχους.
Σε επίπεδο προνοσηρής προσωπικότητας η λεγόμενη αποφευκτική προσωπικότητα (η
κλασική ονομασία της οποίας είναι ασθενική ή νευρασθενική προσωπικότητα),
κυρίως όταν εκδηλώνεται με μεγάλη ευαισθησία σε συγκινησιακά ερεθίσματα,
βρίσκεται στο υπέδαφος της αγχώδους διαταραχής. Επίσης σε άτομα με
προσωπικότητα τύπου C και καταναγκαστική προσωπικότητα το γενικευμένο άγχος
εκδηλώνεται συχνότερα (Garyfallos et al 1999).
Η ψυχαναλυτική ερμηνεία του άγχους κυριαρχούσε στην παγκόσμια βιβλιογραφία μέχρι
τη δεκαετία του 1970 αλλά ακόμη και σήμερα διατηρεί την αίγλη της. Σύμφωνα με
αυτήν κάθε περίοδος στη ζωή του ανθρώπου έχει τους δικούς της μηχανισμούς
εκδήλωσης άγχους, καθώς η ανάπτυξη του Εγώ προχωρεί και οι προηγούμενες
καταστάσεις κινδύνου τείνουν να χάνουν την ισχύ τους και να παραμερίζονται
παραχωρώντας τη θέση τους στις επόμενες. Ο κίνδυνος της φοβικής αβοηθησίας
(helplessness) που υπάρχει κατά την περίοδο της ανωριμότητας μπορεί να
καταλαμβάνει μεγάλη χρονική περίοδο, ακόμη και ολόκληρη τη ζωή. Ο φόβος της
απώλειας αγαπημένου αντικειμένου υπάρχει κατά την πρώτη παιδική ηλικία, ο φόβος
ευνουχισμού κατά τη φαλλική περίοδο, και ο φόβος της υπερεγωτικής τιμωρίας κατά
τη λανθάνουσα περίοδο της ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξης. Όλες αυτές οι
καταστάσεις κινδύνου μπορεί να συνυπάρχουν ταυτόχρονα και να προκαλούν άγχος
477

σε μία μετέπειτα περίοδο της ζωής. Γενικώς το άγχος είναι δυνατόν να αναδυθεί όταν
ενοχλητικά και δυσφοριογόνα στοιχεία του εαυτού, τα οποία συνήθως έχουν έναν
συγκρουσιακό χαρακτήρα μεταξύ προεγωτικών απαιτήσεων και υπερεγωτικών
απαγορεύσεων, τείνουν να ανέλθουν στο επίπεδο του συνειδητού, οπότε αρχίζει μία
διαδικασία απορρίψεώς τους. Όποτε συμβαίνει άγνωστες εσωτερικές ενορμήσεις,
υπό την έννοια των απαιτήσεων για απραγματοποίητες και καταδικαστέες
ικανοποιήσεις, να απειλούν την ισορροπία μεταξύ Εγώ και Υπερεγώ, τότε εμφανίζεται
το άγχος ως προειδοποιητικό, κατά κάποιον τρόπο, σήμα κινδύνου (Κουρέτας 1968).
Οι εσωτερικές ενορμήσεις παραμένουν άγνωστες, εγκλωβισμένες στο ασυνείδητο, διά
των μηχανισμών της απώθησης και της μετάθεσης.
Πολλές θεωρητικές κατευθύνσεις αποδέχονται ότι η απώθηση ή καταστολή των
επιθετικών τάσεων του ατόμου είναι από τους βασικότερους γενεσιουργούς
συντελεστές του άγχους.
Μέσα στο πλαίσιο της άποψης ότι η επιδοκιμασία εκ μέρους των μεγάλων και ισχυρών
φέρνει ευφορία, άλλες ψυχοδυναμικές σχολές ερμηνεύουν το άγχος ως εκδήλωση
προφύλαξης από την αποδοκιμασία του διαπροσωπικού περιβάλλοντος.
Ειδικά ερεθίσματα όπως απειλή τιμωρίας, ματαίωση και αποτυχία, αβεβαιότητα του
καινούργιου, είναι δυνατόν να προκαλέσουν ανάπτυξη άγχους. Η απάντηση σε τέτοια
ερεθίσματα συνίσταται στην αναστολή της ήδη εξελισσόμενης συμπεριφοράς και
αύξηση του επιπέδου εγρήγορσης, με ιδιαίτερη έμφαση στην αύξηση της προσοχής
προς τα αγχογόνα ερεθίσματα.
Σωματική κόπωση και εξάντληση, ορμονικές διαταραχές όπως θυρεοτοξίκωση,
εγκεφαλικά τραύματα, αλκοολισμός έχουν αιτιοπαθογενετική σχέση με την αγχώδη
νεύρωση. Υπερβολικές δόσεις καφεΐνης είναι δυνατόν σε μερικές περιπτώσεις να
προκαλέσουν καταστάσεις που είναι αδύνατον να διαφοροδιαγνωσθούν από
αγχώδεις διαταραχές. Παρόμοια φαινόμενα προκαλούνται και από τη χορήγηση
αμφεταμίνης, που σε μεγαλύτερες δόσεις και σε χρόνια λήψη διαμορφώνουν εικόνα
παρανοειδούς διαταραχής.
Στρεσογόνες καταστάσεις της ζωής είναι δυνατόν να συμβάλλουν στην εκδήλωση
αγχωδών καταστάσεων, κυρίως όταν ο χαρακτήρας των ψυχοκαταπονήσεως περιέχει
στοιχεία αβεβαιότητας και αόριστης απειλής.
Πορεία. Η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή θα ταλαιπωρήσει τον ασθενή για μεγάλο
χρονικό διάστημα, ίσως και για όλη του τη ζωή. Ποικίλοι μικροστρέσορες είναι δυνατόν
να προκαλούν μεγάλες επιδεινώσεις. Ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις
παρατηρείται μια ήπια ύφεση με την παρέλευση των ετών, αλλά λιγότερο του 25% των
ασθενών παρουσιάζει σοβαρή βελτίωση ή και ίαση. Η επίμονη αναζήτηση
ανακούφισης από το άγχος είναι δυνατόν να οδηγήσει τους ασθενείς στην εξάρτηση
από το αλκοόλ ή τις βενζοδιαζεπίνες.
Θεραπεία. Ο ασθενής θα ζητήσει βοήθεια όταν το άγχος γίνει ανυπόφορο ή όταν αυτό
θα του υποδειχθεί από ιατρό άλλης ειδικότητας, στον οποίο θα έχει προσφύγει για τις
συνοδεύουσες σωματικές αιτιάσεις. Απομάκρυνση του ασθενούς από στρεσογόνες
καταστάσεις, τεχνικές χαλάρωσης, ψυχοθεραπεία και φαρμακευτική αγωγή είναι τα
μέσα που χρησιμοποιούνται συνδυαστικά.
Η φαρμακευτική αγωγή συνήθως περιλαμβάνει αγχολυτικά (κυρίως βενζοδιαζεπίνες),
ορισμένα αντικαταθλιπτικά (αμιτρυπτιλίνη, βενλαφαξίνη, παροξετίνη) ή συνδυασμούς
αγχολυτικών και αντικαταθλιπτικών. Ορισμένοι, εναλλακτικά, χορηγούν και
παρατεταμένης δράσεως νευροληπτικά (φλουσπιριλένη). Η θεραπευτική αγωγή
συνήθως υπερβαίνει το κλασικό χρονικό διάστημα των 6-8 εβδομάδων, που
ουσιαστικά θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως εναρκτήρια θεραπεία, και έχει μεγάλο
βάθος χρόνου, πράγμα που καθιστά απαραίτητη τη συμβολή κάποιας μορφής
ψυχοθεραπείας. Ψυχοεκπαιδευτικές τεχνικές και γνωσιακού τύπου
ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις είναι οι συχνότερες (Rouillon 2004).
Η γνωσιακή θεραπεία (Πρίφτης 2002) βασίζεται στην άποψη ότι κεντρικό γνώρισμα της
διαταραχής είναι η παθολογική ανησυχία την οποία ο ασθενής αισθάνεται ότι δεν
μπορεί να ελέγξει. Η ανησυχία αυτή διακρίνεται σε δύο τύπους: α) στον τύπο κατά
478

τον οποίο μία αρχική σκέψη, ερώτηση, ιδέα ή εικόνα πυροδοτεί τη διαδικασία της
ανησυχίας (τι θα γίνει αν συμβεί αυτό ή εκείνο κ.λπ.)· και β) στον τύπο κατά τον οποίο
ο ασθενής νομίζει ότι αν συνεχίσει να υποφέρει από τις ανησυχίες του, στο τέλος θα
καταρρεύσει. Η γνωσιακή θεραπεία συνίσταται σε ένα είδος διδασκαλίας ή
εκπαίδευσης του ασθενούς ώστε να μάθει να εκτιμά ρεαλιστικά το περιεχόμενο των
ανησυχιών του και των δύο τύπων, κυρίως ότι η ανησυχία μπορεί να κλιμακωθεί
ανεξέλεγκτα, ή ότι το άγχος μπορεί να τον «τρελάνει» ή να του προκαλέσει καρδιακό
επεισόδιο. Εφαρμόζεται και η λεγόμενη τεχνική της αναβολής ενασχόλησης με το
θέμα της ανησυχίας. Όταν εμφανίζεται η ανησυχία, τότε ο ασθενής πρέπει να λέει
στον εαυτό του: «αργότερα θα ασχοληθώ με αυτό». Σύμφωνα με μια άλλη τεχνική, ο
ασθενής παροτρύνεται κατά τη διάρκεια της ανησυχίας να ανησυχήσει ακόμη
περισσότερο, έτσι ώστε να διαπιστώσει ότι τίποτε σπουδαίο δεν πρόκειται να του
συμβεί επειδή ανησύχησε και ότι η ανησυχία σαν τρόπος αντιμετώπισης των
προβλημάτων δεν προσφέρει τίποτε, είναι χάσιμο χρόνου και πηγή μάταιης
καταπόνησης.

Διαταραχή πανικού ή Επεισοδιακό παροξυσμικό άγχος. Ο πανικός μπορεί να είναι


η τελική και οξύτατη εκδήλωση τόσο του ρεαλιστικού φόβου όσο και του άγχους. Αλλά
μόνο στη δεύτερη περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί ψυχιατρική διαταραχή. Η κρίση
πανικού είναι ένα σύντομο επεισόδιο μέγιστου και ανεξέλεγκτου φόβου που
εμφανίζεται ξαφνικά χωρίς φανερή ή σαφώς αναγνωρίσιμη αιτία. Χαρακτηρίζεται από
μια αίσθηση επικείμενης προσωπικής, σωματικής ή ψυχικής συμφοράς σε συνδυασμό
με εκδηλώσεις από το συμπαθητικό. Η διαταραχή πανικού συνίσταται σε μεγάλο
αριθμό κρίσεων πανικού σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, όχι λιγότερων από 4
εντός μηνός. Η ταξινομική διάκριση της διαταραχής πανικού από το χρόνιο νευρωσικό
άγχος οφείλεται στο ότι κατά τη δεκαετία του ’60 βρέθηκε ότι οι κρίσεις πανικού, σε
αντίθεση με την αγχώδη νεύρωση, ήταν δυνατόν να θεραπευτούν με επιτυχία διά
χορηγήσεως αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, πράγμα που υπεδείκνυε ότι η διαταραχή
πανικού είναι διαφορετική νοσολογική οντότητα. Πολλοί μελετητές ωστόσο εκτός ΗΠΑ
δεν δέχονται ότι η διαταραχή πανικού είναι ξεχωριστή κλινική οντότητα αλλά θεωρούν
τα συμπτώματά της ακραίες επεισοδιακές μορφές του χρόνιου άγχους.
Επιδημιολογία. Η νόσος εμφανίζεται κυρίως κατά την εφηβική ηλικία και λιγότερο
συχνά αργότερα, μεταξύ του τέλους της εφηβείας και πριν από την ηλικία των 40 ετών
και καλύπτει γύρω στο 1,5%-2,5% του γενικού πληθυσμού. Οι γυναίκες είναι διπλάσιες
από τους άνδρες, ενώ σε αυτούς που παρουσιάζουν επανειλημμένα επεισόδια οι
γυναίκες είναι επταπλάσιες από τους άνδρες (Angst 1998).
Κλινική εικόνα και πορεία. Η διαταραχή εγκαινιάζεται με τη μορφή μιας κρίσεως
πανικού. Δεν έχει επισημανθεί κάποιος πυροδοτικός μηχανισμός, αν και αναφέρονται
στρεσογόνες καταστάσεις λίγο πριν από το πρώτο επεισόδιο. Πολύ γρήγορα
ακολουθούν και άλλες κρίσεις, η εικόνα ολοκληρώνεται, και στους μισούς από τους
ασθενείς η νόσος αποκτά χρόνιο χαρακτήρα. Οι κρίσεις πανικού είναι απρόβλεπτες ως
προς την εμφάνισή τους, δεν σχετίζονται με το αν το άτομο βρίσκεται στην εστία
παρατήρησης από άλλους, δεν οφείλονται σε τυχόν συνυπάρχουσες σωματικές
νόσους, σε απειλητικές καταστάσεις ή σε μεγάλη φυσική εξάντληση, ούτε αποδίδονται
στη χρήση φαρμάκων ή ουσιών. Συνήθως εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της ημέρας
και περισσότερο σε δημόσιους χώρους παρά στο σπίτι. Ωστόσο οι κρίσεις στο σπίτι
δεν είναι σπάνιες, ενώ σε ένα μικρό ποσοστό εμφανίζονται και κατά τη διάρκεια του
ύπνου.
Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από επεισόδια αιφνίδιων προσβολών κατά τακτά
χρονικά διαστήματα, όχι λιγότερα από 4 εντός μηνός. Τα συμπτώματα μοιάζουν με
αιφνίδια εισβολή φαινομένων οξείας σωματικής νόσου με ταχυκαρδία, πόνο στο
στήθος, αίσθημα πνιγμονής και δύσπνοια, ζάλη, αστάθεια στο βάδισμα, τρόμο, ναυτία,
εφίδρωση. Τα αισθήματα αποπροσωποποίησης, αποπραγματοποίησης και απώλειας
ελέγχου είναι δυνατόν να δώσουν στον ασθενή την εντύπωση ότι βρίσκεται στο χείλος
της τρέλας. Πράγματι κατά τη διάρκεια του επεισοδίου ο ασθενής πιστεύει ότι πάσχει
479

σοβαρά και έχει αίσθημα επικείμενου θανάτου ή την πεποίθηση ότι θα συμπεριφερθεί
ανάρμοστα ή επικίνδυνα. Αυτά τα συμπτώματα κορυφώνονται σε ένα κρεσέντο που
διαρκεί περί τα 10 έως 30 λεπτά της ώρας στις περισσότερες περιπτώσεις, και κατόπιν
ακολουθεί αποκλιμάκωση και επάνοδος στην κανονική κατάσταση. Στα
μεσοδιαστήματα των κρίσεων ο ασθενής καταλαμβάνεται από άγχος αναμονής κατά το
οποίο περιμένει με φόβο το επόμενο επεισόδιο και την πιθανότητα μελλοντικών
προσβολών. Έτσι αποφεύγει να βρίσκεται σε χώρους και περιστάσεις από όπου δεν
θα μπορέσει να διαφύγει αν υποστεί την κρίση πανικού. Συχνά σε κάποιο από τα
μεσοδιαστήματα ανακαλύπτει την αγχολυτική αξία του αλκοόλ ή των βενζοδιαζεπινών,
από τα οποία είναι πιθανόν να εξαρτηθεί.
Ενδιαφέρον θέμα είναι το γιατί σταματά μια κρίση πανικού, τι είναι αυτό που
οδηγεί στη λήξη του επεισοδίου· τι είναι δηλαδή αυτό που απομακρύνει τη λανθασμένη
εντύπωση της απειλής από κάποιο καταστροφικό γεγονός που αφορά τη ζωή του
ασθενούς. Οι περισσότεροι ασθενείς δηλώνουν ότι η κρίση υποχωρεί όταν γίνονται
ηπιότερα τα σωματικά συμπτώματα (π.χ. ταχυκαρδία ή δύσπνοια) ή επειδή άρχισαν να
φοβούνται λιγότερο ή επειδή εξαντλήθηκαν (Radomsky et al 2001). Αμέσως μετά την
κρίση, για μια μη προσδιορισμένη χρονική περίοδο, ο ασθενής αισθάνεται ασφαλής και
σχεδόν βέβαιος ότι δεν θα πάθει κρίση. Δεν έχει μελετηθεί καλά αυτή η περίοδος, η
οποία παρουσιάζει σημαντικά θεραπευτικά πλεονεκτήματα, αφού κατά τη διάρκειά της
ορισμένες τεχνικές έκθεσης ενδέχεται να είναι αποδοτικότερες.
Η διαταραχή πανικού παρουσιάζει διαγνωστική αλληλοκάλυψη με τις άλλες
διαταραχές άγχους και τις φοβικές διαταραχές, για τις οποίες είναι δυνατόν να
λειτουργήσει και ως πυροδοτικός μηχανισμός. Κατά την εκδίπλωση της νόσου στον
χρόνο συχνά εμφανίζονται φοβίες, κυρίως αγοραφοβία, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις ο
άρρωστος εμφανίζει συμπεριφορές αποφυγής αγχογόνων καταστάσεων και δεν βγαίνει
καθόλου από το σπίτι, αποσύρεται τελείως από κάθε κοινωνική δραστηριότητα, οπότε
είναι δυνατόν να αναπτύξει δευτερογενή κατάθλιψη. Τα ποσοστά χρήσης υπηρεσιών
υγείας από αυτούς τους ασθενείς είναι πολύ υψηλά και η θνησιμότητα είναι ηυξημένη
λόγω υψηλής συχνότητας αποπειρών αυτοκτονίας, καθώς και λόγω ηυξημένης
συχνότητας καρδιαγγειακής νόσου.
Αιτιοπαθογένεια.
Οι υποστηρικτές του γενετικού ελέγχου τονίζουν ότι ο φυσιολογικός φόβος των
ανθρώπων κληρονομείται, ότι άγχος και φόβος έχουν ισχυρούς μεταξύ τους
γενετικούς δεσμούς. Η συχνότητα των κρίσεων πανικού σε πρώτου βαθμού
συγγενείς πασχόντων υπερβαίνει το 20%, ενώ στους αντίστοιχους συγγενείς
φυσιολογικών ατόμων το ποσοστό είναι 4,2% (Harris et al 1983). Μεταξύ συγγενών
πασχόντων από διαταραχές άγχους τέτοια συμπτώματα είναι πολύ συχνότερα από
ό,τι στις οικογένειες ελέγχου και διπλάσιος αριθμός παρατηρείται σε γυναίκες παρά
σε άνδρες συγγενείς. Αλκοολισμός και κατάθλιψη παρατηρούνται επίσης συχνά σε
συγγενείς αυτών των ασθενών. Παιδιά με γονείς που πάσχουν από αγοραφοβία και
διαταραχή πανικού είναι συμπεριφερειολογικώς συνεσταλμένα και αργότερα
παρουσιάζουν αγχώδεις διαταραχές. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί πως ό,τι
παρατηρείται συχνά σε οικογένειες δεν είναι αναγκαστικά κληρονομικό, αλλά μπορεί
να κληροδοτείται μέσα από διαδικασίες μάθησης και μίμησης.
Σε νευρομεταβιβαστικό επίπεδο υπάρχει αύξηση της δραστηριότητας των
νοραδρενεργικών νευρώνων, κέντρο της οποίας είναι ο υπομέλας τόπος (locus
ceruleus)· η υπερβολική ενεργοποίηση αυτού προκαλεί εκτός από άγχος και κρίσεις
πανικού. Ο υπομέλας τόπος αυξάνει τη δραστηριότητά του όταν αυξάνονται τα
επίπεδα του CO2 στον εγκέφαλο μετά από χορήγηση γαλακτικού νατρίου,
υπεραερισμό ή εισπνοή διοξειδίου του άνθρακος. Φάρμακα που διεγείρουν τον
υπομέλανα τόπο, όπως η υοχιμβίνη, προκαλούν άγχος, ενώ φάρμακα που τον
αδρανοποιούν, όπως η κλονιδίνη, έχουν αγχολυτικές και αντιπανικές ιδιότητες.
Ωστόσο τα σχετικά ευρήματα δεν τεκμηριώνουν πλήρως την πανικογόνο εμπλοκή
του υπομέλανος τόπου.
480

Κρίσεις πανικού είναι δυνατόν να προκληθούν σε ευαίσθητα άτομα μετά από


υπεραερισμό, εισπνοές διοξειδίου του άνθρακος, χορήγηση ορισμένων πανικογόνων
ουσιών, όπως η υοχιμβίνη, η καφεΐνη, η κάνναβη, η ισοπροτερενόλη και η
αδρεναλίνη, αλλά κυρίως το γαλακτικό νάτριο ενδοφλεβίως. Στα φυσιολογικά άτομα
κρίσεις πανικού μετά από έγχυση γαλακτικού νατρίου παρατηρούνται σε πολύ
μικρότερα ποσοστά. Οι πάσχοντες από κρίσεις πανικού αποφεύγουν τη σωματική
άσκηση, διότι η παραγωγή γαλακτικού οξέως πυροδοτεί σε αυτούς κρίσεις πανικού.
Κατά τον υπεραερισμό απελευθερώνεται CO2 και δημιουργείται υποκαπνία, η οποία
προκαλεί αναπνευστική αλκάλωση. Η αλκάλωση αυξάνει την πρωτεϊνική δέσμευση
του Ca++ μειώνοντας έτσι τις συγκεντρώσεις των ιόντων Ca++ στον ορό. Υπάρχουν
συγγραφείς που υποστηρίζουν ότι η αλκάλωση στην πραγματικότητα προκαλεί
κρίσεις πανικού. Ωστόσο τουλάχιστον το 1/3 των ασθενών δεν απαντά θετικώς στις
εγχύσεις γαλακτικού νατρίου, ενώ τουλάχιστον το 50% των ασθενών δεν παρουσιάζει
σημεία χρόνιου υπεραερισμού. Η δοκιμασία πρόκλησης με εισπνοή μίγματος 35%
CO2 και 65% O2 αποβαίνει το ίδιο θετική όχι μόνο σε πάσχοντες από διαταραχή
πανικού, για τους οποίους θεωρήθηκε ειδική, αλλά και σε πάσχοντες από άλλες
φοβίες και από όλο το φάσμα των αγχωδών διαταραχών. Μελέτες σε
νευροενδοκρινολογικό επίπεδο, στο επίπεδο λειτουργικότητας του αυτόνομου
νευρικού συστήματος και των μονοαμινεργικών συστημάτων έδειξαν παρόμοιο
προφίλ.
Άτομα που πάσχουν από πρόπτωση μιτροειδούς (Κουρκούμπας και συν 1989), καθώς
και από μια σειρά ποικίλες σωματικές καταστάσεις, έχουν μεγάλες πιθανότητες να
παρουσιάσουν κρίσεις πανικού. Τα συμπτώματα της πρόπτωσης μιτροειδούς είναι
έκτακτες συστολές, ταχυκαρδία, προκάρδια άλγη, αίσθημα κοπώσεως και
νευρικότητα.
Άνω του 50% των πασχόντων από κρίσεις πανικού παρουσίαζαν σοβαρό άγχος
αποχωρισμού κατά την παιδική τους ηλικία, δεν μπορούσαν να κοιμηθούν παρά
μόνο με κάποιον από τους γονείς τους, είχαν μεγάλο φόβο στο σκοτάδι και
παρουσίασαν μεγάλες δυσκολίες προσαρμογής όταν πρωτοπήγαν στο σχολείο.
Κατά το γνωσιακό μοντέλο ερμηνείας του πανικού, κρίσιμο συστατικό στοιχείο του
μηχανισμού ανάπτυξης των οξέων προσβολών είναι μία καταστροφική ερμηνεία της
αίσθησης των σωματικών λειτουργιών σε άτομα τα οποία έχουν την τάση να
παρερμηνεύουν τις σωματικές τους λειτουργίες. Αυτή η παρερμηνεία προκαλεί ακόμη
μεγαλύτερη ανάπτυξη σωματικών εκδηλώσεων που προκαλούνται από το άγχος, οι
οποίες ισχυροποιούν την καταστροφική ερμηνεία και έτσι σχηματίζεται ένας φαύλος
κύκλος που τελικά κορυφώνεται στην κρίση πανικού (Mayou 1998).
Συννοσηρότητα. Σε μια ελληνική μελέτη (Ηλίας και Περτέση 1996) βρέθηκε ότι από
τους πάσχοντες από διαταραχή πανικού το 16% παρουσίαζε κατάθλιψη, το 60%
κοινωνική φοβία, το 44% ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και το 66% υποχονδριακή
συμπτωματολογία. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει σχετικώς με τη συνύπαρξη
διαταραχής πανικού και ιδεοψυχαναγκαστικής συμπτωματολογίας, διότι εκτός της
μεγάλης της συχνότητος είναι δυσχερής και η διαφοροδιάγνωση. Συμπεριφορές
αποφυγής, καταστροφικές σκέψεις, φόβοι θανάτου (αιφνίδιου, από μόλυνση ή χρόνια
νόσο), φόβοι ατυχήματος ή απώλειας συγγενών κ.λπ., είναι συχνά φαινόμενα και στους
ιδεοψυχαναγκαστικούς ασθενείς. Υπάρχει επίσης συννοσηρότητα μεταξύ διαταραχής
πανικού και αλκοολισμού. Το αλκοόλ είναι ισχυρή αγχολυτική ουσία και οι πάσχοντες
από άγχος, σε οποιαδήποτε μορφή του, αργά ή γρήγορα το ανακαλύπτουν. Πολλοί
μελετητές παρατηρούν μάλιστα ότι η ποσότητα του λαμβανόμενου οινοπνεύματος είναι
ανάλογη της βαρύτητας του άγχους. Η συχνότητα του αλκοολισμού στους πάσχοντες
από αγχώδεις διαταραχές και στους συγγενείς τους είναι πολύ μεγάλη (George et al
1990).
Θεραπεία. Η συνηθέστερη θεραπευτική αντιμετώπιση είναι ένας συνδυασμός
φαρμακευτικής αγωγής (με αγχολυτικά και νοραδρενεργικά ή σεροτονινεργικά
αντικαταθλιπτικά) και γνωσιακής ψυχοθεραπείας. Τεχνικές χαλάρωσης, έλεγχος της
αναπνευστικής λειτουργίας (respiratory training) και άλλες τεχνικές εφαρμόζονται
481

επίσης. Θεραπείες συμπεριφοράς (π.χ. συστηματική απευαισθητοποίηση ή έκθεση)


ίσως ενδείκνυνται στη φοβική αποφυγή, αλλά πολύ μεγάλος αριθμός ασθενών δεν
απαντά σε αυτές τις θεραπείες ούτε σε οποιαδήποτε μορφή ψυχοθεραπείας,
ψυχοδυναμική ή γνωσιακή.

Αγχοκαταθλιπτική διαταραχή. Από κλινική και επιδημιολογική άποψη η συνύπαρξη


αγχωδών διαταραχών και κατάθλιψης είναι πολύ συχνή. Η βελτίωση της κατανόησης
αυτής της συνύπαρξης θα έχει σημαντικές επιπτώσεις σε θέματα όπως η
αιτιοπαθογένεια, η πορεία και η θεραπεία αυτών των διαταραχών. Από το 1980 και
μετά έγιναν συντονισμένες προσπάθειες από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία να
διαχωριστεί το άγχος από την κατάθλιψη και να κατατμηθεί σε υποκατηγορίες ώστε να
αυξηθούν τα κέρδη των φαρμακευτικών εταιρειών (Shorter and Tyrer 2003). Μετά
όμως την εμφάνιση φαρμάκων που έχουν δράση τόσο κατά των αγχωδών διαταραχών
όσο και κατά της κατάθλιψης η άποψη της συνύπαρξης αυτών των οντοτήτων τείνει
πάλι να κυριαρχήσει. Ορισμένες μορφές κατάθλιψης εμφανίζονται με έντονο άγχος και
σωματικά συμπτώματα, ενώ σε αρκετές μελέτες έχει βρεθεί ισχυρή σχέση μεταξύ
κατάθλιψης και κρίσεων πανικού ή αγοραφοβίας με ή χωρίς κρίσεις πανικού. Σε μεγάλο
αριθμό ασθενών που πάσχουν από κατάθλιψη προηγούνται της εμφάνισης της
κλινικής εικόνας διαταραχές κοινωνικής φοβίας ή γενικευμένου άγχους, ενώ τα 2/3 των
πασχόντων από διαταραχή γενικευμένου άγχους πάσχουν από κατάθλιψη (Gorman
1997). Τόσο η κατάθλιψη όσο και οι αγχώδεις διαταραχές απαντούν στα
αντικαταθλιπτικά, ενώ στη δοκιμασία κατασπάσεως δεξαμεθαζόνης δίδουν τα ίδια
αποτελέσματα. Σε νευρομεταβιβαστικό επίπεδο τα συστήματα,
GABA/βενζοδιαζεπινικό, σεροτονινεργικό, νοραδρενεργικό, εμπλέκονται και στις δύο
διαταραχές, όπως και η υπερέκκριση του παράγοντα απελευθέρωσης κορτικοτροπίνης
(corticotropin releasing factor CRF), ευρήματα που υποδηλώνουν κοινό
παθοφυσιολογικό υπόστρωμα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Α. (1970). Αγχος και Αγχώδεις Νευρώσεις. Ιατρ Επιθ Ενόπλ Δυνάμεων 4:687-698.
ΗΛΙΑΣ Π, ΠΕΡΤΕΣΗ Ε. (1996). Διαταραχή πανικού. Συνύπαρξη με άλλες διαταραχές. Τετρ Ψυχιατρ 54:
75-78.
ΚΑΡΑΒΑΤΟΣ Θ. (2005). Άγχος: το νόημα του όρου ως πρόβλημα ψυχοπαθολογίας. Σύναψις 1:16-29
ΚΟΥΡΕΤΑΣ Δ. (1968). Η ψυχοδυναμική της αγχώδους νευρώσεως. Εγκέφαλος 5:41
ΚΟΥΡΚΟΥΜΠΑΣ Α, ΒΑΡΣΑΜΗΣ Ε, ΙΑΤΡΑΚΗΣ Γ και συν (1989). Σύνδρομο πρόπτωσης της
μιτροειδούς βαλβίδας σε αγοραφοβικούς ασθενείς με κρίσεις πανικού. Εγκέφαλος 26:111-112.
ΠΡΙΦΤΗΣ ΚΦ (2002). Εξελίξεις στην κατανόηση και την Γνωσιακή Θεραπεία της Διαταραχής
Γενικευμένου Άγχους. Τετρ Ψυχιατρ 78:48-51.

ANGELOPOULOS NV, ECONOMOU M (1994). Prevalence of anxiety and depressive symptoms in a


High-School students population. Eur Psychiatry 9:19-26.
ANGST J (1998). Panic disorder: history and epidemiology. Eur Psychiatry 13 (Suppl 2):51s-55s.
BERGINK V, VAN MEGEN HJ, WESTENBERG (2004). Glutamate and anxiety. Eur Neuropsychopharm
14(3):175-83.
DaCOSTA JM (1871). On the irritable heart, a clinical form of functional cardiac disorder and its conse-
quences. Am J Med Sci 61:17
GARYFALLOS G, ADAMOPOULOU A, KARASTERGIOU A, et al (1999). Psychiatric comorbidity in
Greek patients with generalized anxiety disorder. Psychopathology. 32(6):308-18.
GEORGE DT, NUTT DJ, DWYER BA, LINNOILA M (1990). Alcoholism and panic disorder: is the comor-
bidity more than coincidence? Acta Psychiatr Scand 81:97-107.
GORMAN JM (1996/97). Comorbid depression and anxiety spectrum disorders. Depress Anxiety 4:160-
168.
HARIS EL, NOYES R, CROWE AA, et al (1983). A family study of agoraphobia. Arch Gen Psychiatry
40:1061-1064.
HARTSHORN H (1864). On heart disease in the army. Am J Med Sci 48:89-92.
MAYOU R. (1998). Chest pain, palpitations and panic. J Psychosom Res 44:53-70.
NOYES R, CLANCY J, CROW R, et al (1978). The Familial Prevalence of Anxiety Neurosis. Arch Gen
psychiatry 35:1057-1074.
RADOMSKY AS, RACHMAN S, HAMMOND D (2001). Panic termination and the pos-panic period. Anxi-
ety Disorders 16:97-111.
ROUILLON F (2004). Long term therapy of generalized anxiety disorder. Europ Psychiat 19:96-101.
482

SHORTER E, TYRER P (2003). Separation of anxiety and depressive disorders: blind alley in psycho-
pharmacology and classification of disease. British Medical Journal 327:158-160

59. ΦΟΒΙΕΣ Ή ΦΟΒΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ


483

Χαρακτηριστικό κάθε φοβικής διαταραχής είναι ένας υπερβολικός και αδικαιολόγητος


φόβος που αφορά κάποιο αντικείμενο ή κάποια κατάσταση, τα οποία όμως
αντικειμενικά δεν ενέχουν κίνδυνο, όπως τα δημόσια μέσα μεταφοράς, οι χώροι
συνωστισμού ανθρώπων, το αίμα, τα έντομα κ.λπ. Το ότι οι άλλοι δεν θεωρούν
επικίνδυνο το φοβογόνο αντικείμενο δεν ανακουφίζει τον ασθενή, εξάλλου και ο ίδιος
αναγνωρίζει ότι ο φόβος του είναι αδικαιολόγητος. Όταν εκτεθεί σε ένα τέτοιο φοβογόνο
αντικείμενο, καταλαμβάνεται από οξύ άγχος, το οποίο ταχύτατα είναι δυνατόν να
κλιμακωθεί σε κρίση πανικού. Χαρακτηριστική συνεπαγόμενη στάση του ασθενούς
είναι η αποφυγή των φοβογόνων αντικειμένων ή περιστάσεων, διότι όταν δεν έρχεται
σε επαφή μαζί τους αισθάνεται απολύτως ασφαλής και δεν παρουσιάζει καμία
συμπτωματολογία. Ωστόσο δεν είναι μόνο το συναίσθημα του φόβου και της απειλής ο
πυροδοτικός μηχανισμός των φοβιών. Έχει υποστηριχθεί ότι ένα ισχυρό κίνητρο της
φοβικής αποφυγής είναι και η αηδία (Matchett and Davey 1991). Σε ορισμένες ειδικές
φοβίες μάλιστα αυτό είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, και αυτό που τελικώς προκαλείται
δεν είναι φοβική αποφυγή (avoidance) αλλά αποστροφή (aversion).
Οι φοβίες αποτελούν το 5% των ψυχιατρικών διαταραχών, είναι συχνότερες στις
γυναίκες και εμφανίζονται κατά την εφηβεία, αλλά η συχνότητά τους μειώνεται με την
αύξηση της ηλικίας. Τα άτομα με εξαρτητική ή αγχώδη προσωπικότητα είναι πιο
ευάλωτα στην ανάπτυξη φοβικής συμπτωματολογίας. Οι φοβίες σπανίως εμφανίζονται
μόνες τους· τις πιο πολλές φορές συνδυάζονται με άλλες διαταραχές, κυρίως
κατάθλιψη και αλκοολισμό. Τα αντικείμενα ή οι περιστάσεις που σχετίζονται με την
ανάπτυξη της φοβίας είναι αμέτρητα και ποικιλότατα και στην πραγματικότητα είναι
ίσως μάταιη μια κατάταξη των φοβιών· οι συνηθέστερες πάντως είναι η αγοραφοβία, η
κοινωνική φοβία, οι ζωοφοβίες, οι λεγόμενες ειδικές φοβίες, οι νοσοφοβίες και οι
ιδεοληπτικές φοβίες. Οι δύο τελευταίες περιγράφονται στα οικεία κεφάλαια.
Κατά την ψυχαναλυτική άποψη οι φοβίες αποτελούν τη συμβολική μεταμφίεση
στο συνειδητό μιας ασυνείδητης ενδοψυχικής σύγκρουσης μεταξύ του απαγορευτικού
υπερεγώ και ποικίλων σεξουαλικών, επιθετικών ενορμήσεων. Το άγχος που προκύπτει
από αυτήν τη σύγκρουση κατευθύνεται σε ένα στοιχείο του εξωτερικού περιβάλλοντος,
που αποτελεί και το φοβογόνο αντικείμενο. Σύμφωνα με τις μαθησιακές
μπηχαβιοριστικές θεωρίες οι φοβίες αντικειμένων ή καταστάσεων προκύπτουν όταν
ρεαλιστικοί φόβοι, αρνητικά συγκινησιογόνα ή βλαπτικά ερεθίσματα-βιώματα
συνδεθούν με αυτά τα αντικείμενα ή καταστάσεις. Είναι πράγματι πιθανόν μερικές
φοβίες να αρχίζουν ύστερα από μια αναπάντεχη εισβολή ενός ρεαλιστικού φόβου σε
μια συγκεκριμένη κατάσταση.
Η θεραπεία εξαρτάται από το είδος της φοβίας. Σήμερα δεν χρησιμοποιούνται
τόσο πολύ οι ψυχοδυναμικές ψυχοθεραπείες, ενώ κάπως ευρύτερη είναι η χρήση των
μαθησιακών ψυχοθεραπειών, κυρίως της συστηματικής απευαισθητοποίησης στις
ειδικές φοβίες και της έκθεσης στην αγοραφοβία. Στην περίπτωση των φοβιών αυτό
επιτυγχάνεται με την κατάστρωση των λεγόμενων ιεραρχιών μέσω των οποίων είναι
δυνατή η προσέγγιση, με συστηματικό τρόπο, των φοβικών αντικειμένων ή
καταστάσεων. Η κατάταξη γίνεται από τους απλούς μονοσυμπτωματικούς φόβους
μέχρι τους σύνθετους φόβους, όπως η αγοραφοβία ή η κοινωνική φοβία. Οι
βενζοδιαζεπίνες βοηθούν στην καταπράυνση του άγχους, ενώ τα σεροτονινεργικά
αντικαταθλιπτικά σε αρκετές περιπτώσεις έχουν θεαματικά αλλά μάλλον
βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα.

Η αγοραφοβία εισήχθη ως όρος από τον Westphal το 1872, αλλά περιγράφηκε


καλύτερα από τον Freud το 1895. Συνίσταται σε ισχυρά αισθήματα φόβου απώλειας
ελέγχου του εαυτού σε κοσμοβριθείς χώρους. Ο ασθενής νιώθει ότι θα καταρρεύσει, θα
λιποθυμήσει και θα μείνει αβοήθητος όταν βρεθεί μόνος του σε καταστήματα,
δημόσιους χώρους, πολυσύχναστους δρόμους, μέσα μαζικής μεταφοράς, θέατρα,
κινηματογράφους, και γενικώς μέσα σε μεγάλα πλήθη. Ιδιαίτερα όταν παρουσιάζεται
πραγματική ή αναμενόμενη δυσχέρεια διαφυγής σε ασφαλές μέρος, ο ασθενής θέλει
484

οπωσδήποτε να απομακρυνθεί και, αν παρεμποδισθεί, καταλαμβάνεται από πανικό.


Στην εξελιγμένη μορφή της νόσου ο ασθενής έχει πλέον κλειστεί στο σπίτι του, από το
οποίο δεν εξέρχεται παρά μόνο με συνοδό ή ακολουθεί μικρά συγκεκριμένα και
στερεότυπα δρομολόγια, κατά προτίμηση τις νυχτερινές ώρες. Η αγοραφοβία είναι η
συχνότερη φοβική διαταραχή. Παρατηρείται κυρίως σε γυναίκες και εμφανίζεται κατά
την 2η-3η δεκαετία της ζωής. Κατά τους ψυχαναλυτές συμβολίζει την αποφυγή
ευκαιριών για ελεύθερες σεξουαλικές ικανοποιήσεις που προσφέρονται στον δρόμο!
Φαίνεται ωστόσο ότι η νόσος έχει ισχυρό γενετικό υπόστρωμα. Σε μελέτες οικογενειών
βρέθηκε ότι περίπου το 15% των πρώτου βαθμού συγγενών αγοραφοβικών ατόμων
και το 80%-90% των μονοζυγωτικών διδύμων παρουσιάζουν τη νόσο. Σε συγγενείς
αγοραφοβικών ασθενών είναι πολύ συχνότερο (7%-17%) να ευρεθούν άτομα με άλλες
ποικίλες φοβίες.
Υπάρχει επίσης κάποια σχέση μεταξύ αγοραφοβίας και διαταραχής πανικού
(Πατελάρος και Γουλιανός 2005), με την έννοια ότι οι προσβολές πανικού είναι δυνατόν
να οδηγήσουν δευτερογενώς σε άγχος αναμονής και στη συνέχεια να εμφανισθούν τα
αγοραφοβικά συμπτώματα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα η
αγοραφοβία είναι μια δευτερογενής κατάσταση που προκύπτει κατά την προσπάθεια
του ασθενούς να αποφύγει χώρους στους οποίους θα υποστεί μια κρίση πανικού
χωρίς δυνατότητα διαφυγής. Μέσω μηχανισμών παβλοφικής εξάρτησης (Lelliot et al
1989) οι ασθενείς συνδέουν τις κρίσεις πανικού με τις εποχές του έτους και τις
τοποθεσίες (στη συντριπτική πλειονότητα έξω από το σπίτι) στις οποίες συνέβησαν, και
έτσι δημιουργούνται προϋποθέσεις για συμπεριφορές αποφυγής. Οι περισσότεροι
περιγράφουν με ζωηρά χρώματα (πιο συχνά ζεστές και υγρές ανοιξιάτικες και
καλοκαιριάτικες μέρες) το περιβάλλον στο οποίο εκδηλώθηκε η πρώτη τους κρίση
πανικού που πυροδότησε μετέπειτα αγοραφοβία. Η αποφυγή οφείλεται σε φόβο
εμφάνισης κρίσεως πανικού κατά την οποία η απαιτούμενη βοήθεια ίσως δεν
εξασφαλίζεται εύκολα, η διαφυγή είναι δύσκολη ή θα προκύψει μεγάλη δυσφορία
μπροστά σε άλλους. Η αποφυγή μειώνει το αίσθημα του φόβου, αλλά οδηγεί σε
μεγαλύτερη τάση αποφυγής. Ωστόσο σε καλά οργανωμένες έρευνες έχουν βρεθεί
αρκετοί αγοραφοβικοί που δεν έχουν ιστορικό κρίσεων πανικού.

Η κοινωνική φοβία καταχωρίστηκε ως ψυχιατρικός όρος από τον Pierre Janet το


1903 και η κλινική εικόνα της περιγράφηκε πληρέστερα το 1966 από τους Marks and
Gelder. Το άτομο φοβάται ότι θα υποστεί εξονυχιστικό έλεγχο και κριτική από τους
άλλους, ότι κατά τη διάρκεια των κοινωνικών συναναστροφών του θα ενεργήσει άστοχα
ή αδέξια, γεγονός που θα τον φέρει σε δύσκολη θέση και θα έχει ως συνέπεια την
ταπείνωση και τον εξευτελισμό του. Ο φόβος του εμέτου, της δυσκαταποσίας, ο φόβος
ότι θα κοκκινίσει, θα τρέμει, θα τραυλίζει μπροστά στους άλλους και η αποφυγή
βλεμματικής επικοινωνίας είναι χαρακτηριστικά στοιχεία της νόσου (Μαρκίδης 1999).
Επομένως η συμμετοχή σε δραστηριότητες και περιστάσεις τόσο καθημερινές, όπως το
να φάει, να πιει, να γράψει ή να μιλήσει δημόσια, να εκφράσει την άποψή του σε μια
ομάδα, να απευθυνθεί σε άτομα του άλλου φύλου ή σε πρόσωπα με κύρος βιώνονται
από τον ασθενή με έντονη αγωνία και δυσφορία και αποβαίνουν γι’ αυτόν πραγματικά
βασανιστήρια. Τα σωματικά συμπτώματα που συνοδεύουν αυτήν την κατάσταση είναι
εκδηλώσεις υπερδραστηριότητας του αυτόνομου νευρικού συστήματος, όπως
ξηροστομία, ταχυκαρδία, εφίδρωση, κοκκίνισμα του προσώπου και τρόμος (Liebowitz
et al 1985, Neal and Edelman 2001). Η συνεπαγόμενη αποφυγή των κοινωνικών
συναναστροφών μπορεί να έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο της κοινωνικής
ζωής των ασθενών, αφού συνήθως μένουν ανύπανδροι, άνεργοι και ζουν με τους
γονείς τους.
Η κοινωνική φοβία είναι σχετικώς συχνή διαταραχή· ίσως το ποσοστό των
ατόμων που υποφέρει από αυτήν να κυμαίνεται μεταξύ 3%-8% του γενικού
πληθυσμού. Παρατηρείται συχνότερα σε νεαρά άτομα, με μέση ηλικία έναρξης τα 16-18
έτη και ίσως ακόμη νωρίτερα. Οι νεαροί άνδρες παθαίνουν συχνότερα κοινωνικές
φοβίες από ό,τι άλλου είδους φοβίες, στις οποίες υπερτερούν οι γυναίκες. Οι
485

κοινωνιοφοβικοί ασθενείς παρουσιάζουν τα συμπτώματά τους σε νεαρότερη ηλικία από


τους πάσχοντες από αγοραφοβία και διαταραχή πανικού. Στους αιτιοπαθογενετικούς
μηχανισμούς περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η υπερεμπλοκή των γονέων στη ζωή
του παιδιού, διάφορες εμπειρίες αναχαίτισης εκδιπλωνόμενων συμπεριφορών, η
ντροπαλότητα, η αβεβαιότητα μπροστά στο καινούργιο, η αποφευκτική διαταραχή
προσωπικότητας κ.λπ. Οικογενειακές μελέτες παρουσιάζουν τη συχνότητα της
κοινωνικής φοβίας σε πολλαπλάσιο επίπεδο μεταξύ των συγγενών πρώτου βαθμού
των πασχόντων από τη διαταραχή σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό.
Η νόσος είναι δυσθεράπευτη, συχνά εξελίσσεται σε χρονιότητα και επιπλέκεται με
κατάθλιψη, χρήση αλκοόλ και αγχολυτικών φαρμάκων. Τα σεροτονινεργικά
αντικαταθλιπτικά χρησιμοποιούνται περισσότερο από κάθε άλλη θεραπευτική μέθοδο.
Θεραπείες συμπεριφοράς, όπως συστηματική απευαισθητοποίηση, έκθεση στις
φοβογόνες καταστάσεις, εξάσκηση για απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων και γνωσιακή
αναδιαμόρφωση, χρησιμοποιούνται συχνά και τα αποτελέσματα ενισχύονται με την
κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Κατά την ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία (Μαρκίδης
1999) ο θεραπευτής τοποθετείται στη θέση του σημαντικού «άλλου», δέχεται τη
μεταβίβαση του αρρώστου, διευκολύνει τη λεκτική έκφραση των φοβικών στοιχείων και
ερμηνεύει τη μεταβίβαση, η λύση της οποίας οδηγεί στην εξασθένηση της φοβίας.

Ζωοφοβίες. Αφορούν όλα τα ζώα (πουλιά, γάτες, ποντίκια κ.λπ.), συνήθως όμως
αφορούν τα έντομα και τα φίδια. Παρατηρούνται κυρίως στις γυναίκες. Αρχίζουν κατά
την παιδική ηλικία (7-10 ετών). Κλασική περίπτωση ζωοφοβίας, με ιστορική σημασία
σήμερα, είναι μια μελέτη του Freud από το 1909 στην οποία ο συγγραφέας ερμηνεύει
την ιπποφοβία ενός πεντάχρονου αγοριού, καταθέτοντας συγχρόνως και μια πλήρη
ψυχαναλυτική ερμηνεία των φοβιών εν γένει. Κατά τον Freud, στη συγκεκριμένη
περίπτωση, η ιπποφοβία συνιστά τροποποίηση του άγχους που προκαλεί η
σύγκρουση ανάμεσα στις ενορμήσεις του αγοριού κατά του πατέρα και στον φόβο του
για τα ευνουχιστικά αντίποινα από την πατρική πλευρά. Σύμφωνα με τη φροϋδική
ερμηνεία, το άλογο, με τα μεγάλα γεννητικά του όργανα, συμβόλιζε τον πατέρα. Οι
ζωοφοβίες δεν υποχωρούν χωρίς θεραπεία, η οποία εντάσσεται στις θεραπείες
συμπεριφοράς και συνήθως έχει τη μορφή της συστηματικής απευαισθητοποίησης.

Ειδικές φοβίες. Ο αριθμός τους είναι εντυπωσιακά μεγάλος, ίσως περισσότερες από
500. Αφορούν συγκεκριμένα αντικείμενα (τροφές, όπλα, ζώα), καταστάσεις (θύελλες,
σκοτάδι, ύψη) ή περιστάσεις (κλειστοί χώροι, ιατροί, νοσοκομεία). Οι φοβίες των
ασθενειών (παλαιότερα για τα λοιμώδη, τα αφροδίσια, τη φυματίωση, προσφάτως για
το έμφραγμα, τον καρκίνο, το AIDS) αποτελούν ένα μεγάλο τομέα των υποχονδριακών
διαταραχών και περιγράφονται στα οικεία κεφάλαια.

Φοβία θέασης αίματος και σωματικού τραύματος. Οι φοβίες του αίματος και του
σωματικού τραυματισμού, μολονότι κατατάσσονται στις ειδικές φοβίες, εκδηλώνονται
κατά διαφορετικό τρόπο, με την έννοια ότι η απάντηση σε αυτές δεν είναι το άγχος
αλλά η αγγειοκινητική λιποθυμία (Ost et al 1984). Η λιποθυμία σπανιότατα
παρατηρείται στις άλλες φοβικές διαταραχές. Οι φοβίες αυτές φαίνεται ότι έχουν το
ισχυρότερο γενετικό υπόστρωμα από όλες τις αγχώδεις και φοβικές διαταραχές (Marks
1986), υπόστρωμα που συνίσταται σε μία ειδική ευαισθησία του αυτόνομου ΝΣ
προερχόμενη ίσως από μια γενετικά καθοριζόμενη ευαλωσία, η οποία αρχίζει από την
παιδική ηλικία με βραδυκαρδία και λιποθυμικές τάσεις σε ερεθίσματα σχετιζόμενα με
σωματικό τραυματισμό και θέαση αίματος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΑΡΚΙΔΗΣ Μ. (1999). Η κοινωνική φοβία και το “βλέμμα του άλλου”. Ψυχιατρική 10:51-58.
ΠΑΤΕΛΑΡΟΣ Ε, ΓΟΥΛΙΑΝΟΣ Α. (2005). Αγοραφοβία με κρίσεις πανικού ή διαταραχή πανικού με
αγοραφοβία; Ανασκόπηση βιβλιογραφίας και παρουσίαση στοιχείων του ΚΨΥ Καβάλας. Εγκέφαλος
42:177-183.
486

BERGING V, MEGEN van HJGM, WESTENBERG HGM. (2004). Glutamate and anxiety. Review. Eur
Neuropsychopharmacol 14:175-183.
CHARNEY DS, NAGY LM, BRENNER D et al (1996). Neurobiological mechanisms of human anxiety. In:
Fogel BS, Schiffer RB and Rao SM, Eds. Neuropsychiatry, Williams and Wilkins, Baltimore, MD.
JACOBSON E. (1938). Progressive Relaxation. Chicago.
JANET P (1903). Les obsessions et la psychasthenie. Felix Alcan, Paris.
LIEBOWITZ MR, GORMAN JM, FYER AJ, KLEIN DF. (1985). Social Phobia. Review of a neglected anxi-
ety disorder Arch Gen Psychiatry 42:729-736.
LELLIOT P, MARKS I, MCNAMEE G, TOBEŇA A. (1989). Onset of panic disorder with agoraphobia.
Arch Gen Psychiatry 46:1000-1004.
MARKS IM. (1986). Genetics of fear and anxiety disorders. Brit J Psychiatry 149:406-418.
MARKS IM, GELDER MG. (1996). Different ages of onset in varieties of phobia. Am J Psychiatry 123:218-
221.
MATCHETT G, DAVEY GCL. (1991). A test of a disease-avoidance model of animal phobias. Behav Res
Ther 29:91-94.
NEAL JA, EDELMAN RJ. (2001). The etiology of social phobia: Toward a developmental profile.Clin Psy-
chol Rev 23:761-786.
OST LG, STERNER U, LINDHAL IL. (1984). Psychological responces in blood phobics. Behavioural Re-
search Therapy 22:109-117.
487

60. ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Θεμελιώδες χαρακτηριστικό αυτών των διαταραχών είναι η επιτακτική εγκατάσταση στο


πεδίο της συνείδησης ψυχοπαθολογικών στοιχείων έντονα εγωδυστονικών, των
οποίων ο ασθενής αναγνωρίζει τον παθολογικό χαρακτήρα, τα απεχθάνεται,
προσπαθεί να απαλλαγεί από αυτά, αλλά εντέλει αποτυγχάνει κυριευμένος από άγχος.
Καταναγκαστικές διαταραχές, ιδεοληψίες και ψυχαναγκασμοί υπάρχουν και σε άλλες
ψυχιατρικές νόσους, όπως στην κατάθλιψη, στη σχιζοφρένεια, στην ψυχογενή
ανορεξία, στο σύνδρομο Gilles de la Tourette. Και φυσιολογικά άτομα είναι δυνατόν να
παρουσιάσουν ιδεοψυχαναγκασμούς κάτω από ορισμένες ψυχοπιεστικές συνθήκες.
Εκτός από την κλασική Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, στην κατηγορία αυτή
περιλαμβάνονται και η Τριχοτιλλομανία, η Παιγνιομανία ή παθολογικό τζογάρισμα, το
Ψυχαναγκαστικό ψώνισμα, η Ψυχαναγκαστική αναζήτηση συνουσίας, η Κλεπτομανία
και ίσως μορφές Πυρομανίας.

Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Η συν-κατάταξη της ιδεοψυχαναγκαστικής


διαταραχής με τις αγχώδεις διαταραχές στα σύγχρονα ταξινομικά συστήματα δεν
δικαιολογείται από τα κλινικά δεδομένα. Στην ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση υπάρχουν
διαταραχές της σκέψης και της συμπεριφοράς που μόνο δευτερογενώς έχουν σχέση με
το άγχος, το οποίο πυροδοτούν, ενώ στην αγχώδη διαταραχή το άγχος βιώνεται ως μια
πρωτογενής κατάσταση επαγρύπνησης ή αναμονής απειλητικού γεγονότος.
Περιγραφές ιδεοψυχαναγκασμών υπάρχουν αρκετές στα θρησκευτικά κείμενα ήδη από
τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες (Αυγουστίδης 1998), όπου κυρίως αναφέρονται ως
λογισμοί βλασφημίας. Η πρώτη πλήρης περιγραφή της κλινικής εικόνας της νόσου
έγινε το 1878 από τον Westphal, και λίγο αργότερα, τo 1903, με το όνομα Folie de
Doute, από τον Janet. Η συμπτωματολογία της οικοδομείται γύρω από δύο μεγάλους
άξονες. Τις ιδεοληψίες και τους μηρυκασμούς από τη μια, και τις καταναγκαστικές
συμπεριφορές και τελετουργίες από την άλλη. Για να έχει όμως κλινική σημασία αυτή η
συμπτωματολογία, πρέπει να συνοδεύεται από υποκειμενική έντονη δυσφορία και
πτώση της λειτουργικότητας του ασθενούς. Περίπου 80% των ασθενών έχουν
ιδεοληψίες που ακολουθούνται από αντίστοιχους καταναγκασμούς. Περίπου 15%
έχουν μόνο ιδεοληψίες, και οι υπόλοιποι 5% έχει μόνο ψυχαναγκασμούς, δηλαδή την
τάση να επιτελέσουν τελετουργίες μέχρις ότου νιώσουν καλά, χωρίς αυτές οι
τελετουργίες να συνδέονται με κάποιες αναγνωρίσιμες ιδεοληψίες.

Οι ιδεοληψίες και οι μηρυκασμοί είναι αγχογόνοι παράγοντες που εισβάλλουν κατά


τρόπο επίμονο, στερεότυπο και επαναληπτικό στη συνείδηση του ασθενούς. Το
περιεχόμενό τους κατά τον ασθενή είναι ανόητο, αισχρό, κουραστικά
ψευδοφιλοσοφικό, κακόηθες ή αποκρουστικό. Του προκαλούν δυσφορία και
προσπαθεί μάταια να τους αντισταθεί, παρά το ότι τις αναγνωρίζει ως μη δικές του. Οι
ιδεοληψίες μπορεί να είναι επιθετικές, σεξουαλικές, θρησκευτικές, αποθησαυριστικές,
μόλυνσης και κάθαρσης, αναζήτησης της συμμετρίας και της τάξης, μονήρεις ή
πολλαπλές, συνεχείς ή επεισοδιακές και διακρίνονται στις παρακάτω βασικές
κατηγορίες:
Ιδεοληπτικές σκέψεις. Είναι αλλότριες σκέψεις, που παρεμβάλλονται στην κανονική
ροή της σκέψης ως λέξεις, φράσεις ή στίχοι με ανόητο, βλάσφημο ή αισχρό
περιεχόμενο.
Ιδεοληπτικές εικόνες. Επαναλαμβανόμενες φαντασιωσικές εικόνες με βίαιο, αηδιαστικό
ή σεξουαλικό περιεχόμενο (σκοτωμοί, συνουσίες γονέων κ.λπ.). Χρειάζεται προσοχή
διότι υπάρχει κίνδυνος να εκληφθούν ως οπτικές ψευδαισθήσεις και να οδηγηθεί η
διάγνωση σε πλήρη στρέβλωση.
Ιδεοληπτικές δοξασίες. Ο άρρωστος κατέχεται από αυτές αλλά δεν τις πιστεύει
πραγματικά, και αυτό τις διαφοροποιεί από τις παραληρητικές ιδέες. Βασίζονται στη
488

μαγική σκέψη ότι γεγονότα που προφανώς δεν συνδέονται μεταξύ τους μπορεί τελικά
να έχουν κάποια σχέση, και ότι σκέψεις και γεγονότα κατά κάποιον τρόπο διαχέονται
οι μεν στα δε. Επί παραδείγματι, ο ασθενής φοβάται πως αν σκεφτεί ότι κάποιος
μπορεί να αρρωστήσει, η σκέψη του αυτή ενδέχεται και να προκαλέσει τον θάνατό
του. Γενικώς η σκέψη των ιδεοψυχαναγκαστικών ασθενών έχει έντονα προλογικά
χαρακτηριστικά με μαγική χρησιμοποίηση των λέξεων και έντονο συμβολισμό.
Ιδεοληπτικοί μηρυκασμοί. Είναι αλληλοδιαδεχόμενες σκέψεις και διαπορήματα, με
ανόητο, ασαφές ή ενοχλητικό περιεχόμενο και βασικό χαρακτηριστικό την αμφιβολία.
Εκτείνονται από το μεταφυσικό και θρησκευτικό επίπεδο (ύπαρξη ή ανυπαρξία, θεός
ή διάβολος;) μέχρι το καθημερινό (τι ρούχα να φορέσω; Έκλεισα τον θερμοσίφωνα;).
Οι αμφιβολίες, όταν αφορούν πραγματικές περιστάσεις της καθημερινότητας,
συνήθως οδηγούν σε τελετουργίες ελέγχου.
Ιδεοληπτικές παρορμήσεις. Ο ασθενής νιώθει ότι θα γίνει αιτία να τραυματιστεί κάποιος
άλλος από αιχμηρά αντικείμενα, ότι θα προκαλέσει βλάβη σε τρίτους, ότι θα
ξεστομίσει αισχρότητες σε θρησκευτικές συναθροίσεις κ.λπ.
Ιδεοληπτικές φοβίες. Φοβίες ρυπαρότητας, λοιμώδους ή άλλης νόσου, όπλων,
ξυραφιών, ψαλιδιών.

Οι καταναγκασμοί και οι τελετουργίες είναι πράξεις και συμπεριφορές στερεοτύπως


επαναλαμβανόμενες, άχρηστες, άσκοπες και δυσάρεστες στον ασθενή, οι οποίες όμως
κατά την επιτέλεσή τους λειτουργούν ως παράγοντες μείωσης του άγχους. Ο ασθενής
νιώθει ότι πρέπει να τις πραγματοποιήσει για να προλάβει κάτι κακό, το οποίο σε
διαφορετική περίπτωση θα ενσκήψει, αν και λογικώς αναγνωρίζει ότι αυτό είναι ανόητο
και δεν το αποδέχεται. Η αντίσταση που προβάλλει στην εκδήλωση αυτών των
συμπεριφορών βαθμιαία κάμπτεται. Οι κυριότεροι καταναγκασμοί αφορούν την
καθαριότητα (πλύσιμο αντικειμένων ή χεριών και χώρων) για την αποφυγή μόλυνσης,
τον έλεγχο για αποκλεισμό επικίνδυνης κατάστασης (πόρτες, παράθυρα, κλειδιά κ.λπ.),
και την τακτοποίηση αντικειμένων για την καταπολέμηση της αμφιβολίας. Επίσης είναι
δυνατόν να περιλαμβάνουν σιωπηλές προσευχές, επανάληψη λέξεων, ξόρκια κ.λπ.
Οι τελετουργικοί ψυχαναγκασμοί καλύπτουν μεγάλο μέρος του χρόνου του
ασθενούς και συνοδεύονται από διστακτικότητα στην έναρξη της επιτέλεσής τους και
επιβράδυνση των ενεργειών κατά την εκδήλωσή τους. Οι τελετουργίες χαρακτηρίζονται
από την επιτέλεση πράξεων με αυστηρά καθορισμένη ακολουθία, οι οποίες
ακολουθούν έναν συγκεκριμένο αριθμό επαναλήψεων. Το μέτρημα είναι ιδιαίτερα
συχνή τελετουργία. Ο ασθενής αισθάνεται έντονα την ανάγκη να μετρήσει γράμματα,
λέξεις, τα πλακάκια του πεζοδρομίου, τους αριθμούς των αυτοκινήτων ή να εκτελέσει
αριθμητικές πράξεις. Ορισμένοι αριθμοί έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον ασθενή (π.χ.
κάθε τρίτο βήμα να στρίβει το κεφάλι του δεξιά κ.λπ.).
Οι ιδεοληψίες συνδυάζονται με καταναγκασμούς, των οποίων προηγούνται, και
ολοκληρώνεται η εικόνα της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής. Τόσο η ιδεοληψία όσο
και ο καταναγκασμός πρέπει να κατατάσσονται στις διαταραχές της βουλήσεως, διότι
θεμελιώδης διαταραχή είναι η αδυναμία του ασθενούς να αντιταχθεί στην εισβολή
ξένου υλικού το οποίο αναγνωρίζει ως παθολογικό και απαράδεκτο αλλά δεν έχει τη
δύναμη να του αντισταθεί, καθώς αισθάνεται αναγκασμένος να εκτελεί αυστηρές
τελετουργίες στο επίπεδο του σκέπτεσθαι ή στο επίπεδο του πράττειν ή και στα δύο.
Επιπροσθέτως, φαινόμενα όπως αμφιβολία, αναβλητικότητα, αναποφασιστικότητα,
κωλυσιεργία θα πρέπει να θεωρηθούν κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου.

Διάγνωση. Ο εντοπισμός των πασχόντων είναι δυσχερής, επειδή έχουν την τάση να
αποκρύπτουν επιμελώς τη συμπτωματολογία τους. Η τάση του ασθενούς να
αποκρύπτει τα συμπτώματα της νόσου, για να αποφύγει την κριτική και τη
γελοιοποίηση από το κοινωνικό περιβάλλον του, είναι σημαντικό χαρακτηριστικό με
αρνητικές συνέπειες στη διάγνωση και θεραπεία. Η κλινική εμπειρία δείχνει ότι τα
παιδιά στα οποία πρωτοεμφανίζεται η νόσος κρατούν μυστική τη συμπτωματολογία
τους από τους γονείς, οι οποίοι συνήθως έχουν πολύ περιορισμένη εικόνα του
489

προβλήματος. Οι περισσότεροι ασθενείς αποφεύγουν να ζητήσουν βοήθεια και το


διάστημα που μεσολαβεί από την έναρξη της νόσου μέχρι την πρώτη επίσκεψη στον
ιατρό μπορεί να είναι πολύ μεγάλο (Hollander et al 1997), γύρω στα 10-15 χρόνια! Οι
περισσότεροι ωστόσο ασθενείς, όταν προσέλθουν για εξέταση, συνήθως έχουν
σημαντική εναισθησία σχετικώς με το αδικαιολόγητο των φόβων τους και τον ακραίο
χαρακτήρα των τελετουργιών τους και περιγράφουν με ευχέρεια τα συμπτώματά τους
ως ανόητα, βλακώδη, παράλογα, ενοχλητικά ή τρελά. Η πλήρης εναισθησία σχετίζεται
με καλύτερη πρόγνωση. Η φτωχή ή καθόλου εναισθησία σχετίζεται όχι μόνο με
χειρότερη πρόγνωση αλλά και πολύ μεγάλη πιθανότητα ψυχωσικής εκτροπής. Θα
πρέπει να σημειωθεί ότι η εναισθησία είναι δυνατόν να μεταβάλλεται και στον ίδιο τον
ασθενή, δηλαδή να είναι ηυξημένη όταν αυτός είναι σε ηρεμία (π.χ. κατά την
ψυχιατρική συνέντευξη) και μειωμένη όταν μόνος αντιμετωπίζει τα ιδεοψυχαναγκαστικά
συμπτώματα.
Η βαρύτητα της νόσου κυμαίνεται από το ελαφρό υποκλινικό επίπεδο, που
εκδηλώνεται με κάποιους επιφανειακούς καταναγκασμούς, μέχρι το τελείως
καταστροφικό, κατά το οποίο οι ιδεοληψίες, οι καταναγκασμοί και οι τελετουργίες
φθάνουν να καταναλώνουν και το τελευταίο λεπτό της ζωής του ασθενούς, εκτός από
τον ύπνο, παραλύοντας τελικώς κάθε δραστηριότητά του. Η κλινική εικόνα
επιβαρύνεται κατά την εμμηνορυσία και την ανάληψη ευθυνών. Ισχυρή συννοσηρότητα
παρουσιάζει με καταθλιπτική κυρίως και αγχώδη συμπτωματολογία. Η κοινωνική
φοβία, η αγοραφοβία και οι κρίσεις πανικού παρατηρούνται επίσης αρκετά συχνά
στους πάσχοντες από ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση. Επομένως ο κίνδυνος
απόπειρας αυτοκτονίας σε αυτούς είναι μεγάλος, (Angst et al 2004) και όχι ασήμαντος,
όπως πίστευαν παλαιότερα.
Τα σύνορα μεταξύ ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης και ψύχωσης, κυρίως της
σχιζοφρένειας, είναι ασαφή και δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς. Η έναρξη και των δύο
νόσων κατά την εφηβική ηλικία, η χρονιότητά τους και η παράξενη συμπτωματολογία
τους έχουν κάνει καχύποπτους αρκετούς μελετητές (Insel and Akiskal 1986). Είναι
πολύ πιθανό ένας αδιευκρίνιστος αριθμός ιδεοψυχαναγκαστικών ασθενών να
προσδίδει στις ιδεοληψίες του παραληρηματικό χαρακτήρα και να εισέρχεται παροδικά
στον χώρο της ψύχωσης. Από την άλλη μεριά είναι επιβεβαιωμένο ότι ένα ποσοστό
περίπου 3,5% των σχιζοφρενών παρουσιάζει ποικίλων διαβαθμίσεων
ιδεοψυχαναγκαστική συμπτωματολογία. Υπάρχει σημαντικός αριθμός δημοσιευμένων
περιστατικών στα οποία περιγράφεται η εμφάνιση ψυχωσικών συμπτωμάτων και
τεκμηριώνεται η μετάβαση από ιδεοψυχαναγκαστικά συμπτώματα σε παραληρητικές
ιδέες. Η μετάβαση από έναν ιδεοψυχαναγκασμό σε μια παραληρητική ιδέα γίνεται όταν
εγκαταλείπεται η αντίσταση κατά της ιδεοψυχαναγκαστικής πίεσης και χάνεται η
εναισθησία. Αυτή η μετάβαση μπορεί να πάρει συναισθηματική μορφή όταν ο
ιδεοψυχαναγκασμός μετατρέπεται σε παραληρηματική ενοχή (οι ιδεοληψίες μόλυνσης
του ασθενούς μετατρέπονται σε παραληρητικές ιδέες ότι έχει μολύνει άλλους) ή μπορεί
να πάρει παρανοειδή μορφή όταν ο ιδεοψυχαναγκασμός μετατρέπεται σε ιδέες
διώξεως (οι αμφιβολίες διαπράξεως παραπτώματος αντικαθίστανται από την
παραληρητική ιδέα καταδιώξεως για τέτοια πράξη).

Διαφορική διάγνωση. Η συμπτωματολογία της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής δεν


πρέπει να συγχέεται με τα άκαμπτα χαρακτηριστικά της καταναγκαστικής
προσωπικότητας, τα οποία επιπροσθέτως δεν προξενούν άγχος αφού είναι
εγωσυντονισμένα. Συχνά ανιχνεύονται ιδεοψυχαναγκαστικά συμπτώματα στη
σχιζοφρένεια και ακόμη συχνότερα στην κατάθλιψη, αφού σχεδόν το 1/3 των
καταθλιπτικών ασθενών παρουσιάζει μικρού ή μεγάλου βαθμού ιδεοψυχαναγκαστική
συμπτωματολογία και η διαφοροδιάγνωση από αυτές τις νόσους σε μερικές
περιπτώσεις μπορεί να είναι δυσχερής. Ψυχαναγκαστική συμπτωματολογία
εμφανίζουν κατά την έναρξή τους ορισμένες άνοιες και κάποια χρόνια οργανικά
ψυχοσύνδρομα.
490

Επιδημιολογικά δεδομένα. Η ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση δεν είναι σπάνιο


ψυχιατρικό φαινόμενο, όπως εθεωρείτο παλαιότερα. Η συχνότητά της στον γενικό
πληθυσμό φθάνει στο 2%-3% με αυξητικές τάσεις, πράγμα που ίσως σχετίζεται και με
κάποιες προόδους που έχουν επιτευχθεί στη διάγνωση και στη θεραπεία της. Δεν
υπάρχει σοβαρή διαφορά συχνότητας στα δύο φύλα (Angst et al 2004), ωστόσο σε
ποσοστό 12% των πασχουσών γυναικών, αλλά όχι στους άνδρες, υπάρχει ιστορικό
ψυχογενούς ανορεξίας. Επίσης στις γυναίκες συνυπάρχει πιο συχνά με αγχώδεις
διαταραχές και κατάθλιψη (Noshirvani et al 1991). Η νόσος έχει σχετικά πρώιμη
εμφάνιση και εγκαθίσταται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η παιδική
ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή φαίνεται ότι είναι αρκετά συχνή, ίσως από τις πιο
συχνές παιδοψυχιατρικές διαταραχές. Άνω του 30% των περιπτώσεων εμφανίζει τη
συμπτωματολογία πριν από την ηλικία των 15 ετών, στα αγόρια κάπως νωρίτερα (Stu-
art et al 2004). Η κλινική εικόνα διαφέρει κάπως στα δύο φύλα: οι άνδρες
παρουσιάζουν συχνότερα τελετουργίες ελέγχου και ιδεοληπτική αμφιβολία, ενώ στις
γυναίκες η έναρξη είναι οψιμότερη και χαρακτηρίζεται από ιδεοληπτικές φοβίες
μόλυνσης και τελετουργίες καθαρισμού (Κουμαντάνου και συν 2004).

Χρόνος έναρξης και πορεία. Έχει χρόνια εξέλιξη και αργόσυρτη πορεία με
παρατεταμένης διάρκειας εξάρσεις και παροδικές υφέσεις στον μεγαλύτερο αριθμό των
ασθενών. Ένα σημαντικό ποσοστό των παιδιών που παρουσιάζουν
ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή θα εμφανίσουν αυτόματη ίαση πριν ενηλικιωθούν.
Επίσης μερικοί ενήλικες ασθενείς (20%) θα παρουσιάσουν αυτόματη ίαση μετά από
κάποιο χρονικό διάστημα από την έναρξη της νόσου, αρκετοί (60%) μικρού ή
μεγαλύτερου βαθμού βελτίωση και λίγοι (γύρω στο 10%) θα κατακλυσθούν τελείως
από τη νόσο χωρίς δυνατότητα έστω και μικρής ανακουφίσεως από τα συμπτώματα
(Skoog and Skoog 1999). Ένα μικρό ποσοστό των ασθενών (γύρω στο 5%) θα
παρουσιάσει ψυχωσική εκτροπή, συνήθως παρανοειδούς τύπου. Γενικώς η πρόγνωση
της νόσου είναι πτωχή, αν και με την αύξηση της ηλικίας φθίνει κάπως η ένταση των
συμπτωμάτων. Τα νέα θεραπευτικά σχήματα δημιουργούν προσδοκίες για πιο
παρατεταμένες σε χρονική διάρκεια βελτιώσεις.

Αιτιοπαθογένεια. Μια σειρά από ιδεοψυχαναγκαστικά συμπτώματα έχουν συνδεθεί με


νευρολογικού τύπου αλλοιώσεις που εμφανίζονται μετά από ανώμαλο τοκετό,
τραυματισμούς της κεφαλής ή εγκεφαλίτιδα. Είναι δυνατόν επίσης να σχετίζονται με
νευρολογικές παθήσεις των βασικών γαγγλίων, όπως στη χορεία του Huntington, στον
μετεγκεφαλιτιδικό παρκινσονισμό, στη διαταραχή Gilles de la Tourette και στη χορεία
του Sydenham με έναρξη στην παιδική ηλικία. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι
στην πλειονότητα των πασχόντων από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή δεν
ανιχνεύονται νευρολογικές διαταραχές ούτε στο ιστορικό ούτε κατά την κλινική εξέταση,
ωστόσο η μελέτη του ανατομικού υποστρώματος των βλαβών συμβάλλει στην
κατανόηση της παθοφυσιολογίας της νόσου. Για παράδειγμα τα πολύπλοκα
μυοσπάσματα που παρατηρούνται στη νόσο Gilles de la Tourette ίσως έχουν την ίδια
βιολογική αφετηρία με τα συμπτώματα της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής
(Χριστοδουλάκου και συν 1993). Μελέτες με PET έδειξαν ανωμαλίες του μεταβολισμού
της γλυκόζης στον βρεγματομετωπιαίο φλοιό, στο ραβδωτό σώμα και στον κερκοφόρο
πυρήνα στους πάσχοντες από αυτές τις διαταραχές (Baxter et al 1992).
Μελέτες σε οικογένειες και διδύμους υποδεικνύουν την εμπλοκή γενετικών
παραγόντων, αλλά η τεκμηρίωση δεν είναι επαρκής. Ενδεχομένως υπάρχει γενετική
σύνδεση μεταξύ του συνδρόμου Gilles de la Tourette, χρονίων μυοσπασμάτων (τικ) και
ψυχαναγκαστικής συμπεριφοράς.
Το ανοσιακό σύστημα μεταβάλλεται στην παιδική ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
και αυτό ενισχύει την άποψη ότι η νόσος προκαλείται από στρεπτοκοκκική λοίμωξη
(Swedo et al 1998, Φρανσίς και Κουμούλα 1999). Μια υπόθεση είναι ότι
αντιστρεπτοκοκκικά αντισώματα κάνουν διασταυρωτή αντίδραση με τα βασικά γάγγλια
(κυρίως κερκοφόρο και κέλυφος του φακοειδούς) σε ευαίσθητα άτομα. Ο όρος
491

PANDAS (Pediatric Autoimmune Neuropsychiatric Disorders Associated with Strepto-


coccal infection) αφορά οξεία εισβολή ιδεοψυχαναγκαστικής συμπτωματολογίας με ή
χωρίς τικ, σε παιδιά μετά από στρεπτοκοκκική λοίμωξη από β-αιμολυτικό
στρεπτόκοκκο της ομάδας Α (Leonard and Swedo 2001). Η εισβολή της
ιδεοψυχαναγκαστικής συμπτωματολογίας έχει αιφνίδιο χαρακτήρα μετά από μια
φαρυγγοαμυγδαλίτιδα και η αποδρομή της είναι επίσης σύντομη στις περισσότερες
περιπτώσεις. Τα παιδιά αυτά έχουν ανώμαλο ραβδωτό σώμα κατά την απεικόνιση του
εγκεφάλου και τα συμπτώματά τους βελτιώνονται με ανοσοτροποποιητικές
παρεμβάσεις, όπως αλλαγή πλάσματος ή χορήγηση ανοσοσφαιρίνης ενδοφλεβίως. Η
προφυλακτική χορήγηση κατάλληλης αντιβίωσης προλαβαίνει τις μελλοντικές
μολύνσεις και μειώνει τον κίνδυνο επιδείνωσης των συμπτωμάτων.
Η αξιόλογη θεραπευτική δράση των φαρμάκων που εμποδίζουν την αποδόμηση
της σεροτονίνης (χλωριμιπραμίνη και άλλα ποιο εκλεκτικά σεροτονινεργικά) στον
συναπτικό χώρο για την αντιμετώπιση των ιδεοψυχαναγκαστικών συμπτωμάτων
υποδηλώνει έναν ρόλο της σεροτονίνης στην ανάπτυξη της ιδεοψυχαναγκαστικής
διαταραχής. Οι ενδείξεις σεροτονινεργικής δυσλειτουργίας στην παθογένεια της
ιδεοψυχαναγκαστικής νευρώσεως είναι σημαντικές αλλά όχι πλήρεις, αφού υπάρχουν
και εργασίες με αντιφατικά ευρήματα. Το αρχικό εύρημα (Yaryura-Tobias 1977) ήταν η
ανίχνευση χαμηλών επιπέδων της 5-ΗΤ στα αιμοπετάλια ιδεοψυχαναγκαστικών
ασθενών. Επειδή τα αιμοπετάλια θεωρούνται ένα τμηματικό μοντέλο των
σεροτονινεργικών νευρώνων, το συμπέρασμα ήταν ότι παρόμοια ανεπάρκεια πρέπει
να υπάρχει και στο ΚΝΣ των ιδεοψυχαναγκαστικών. Υποστήριξη των δεδομένων
αυτών προέρχεται και από το εύρημα ότι σε μερικές περιπτώσεις ιδεοψυχαναγκαστικής
νευρώσεως παρατηρείται βελτίωση μετά από χορήγηση L-τρυπτοφάνης, προδρόμου
ουσίας της σεροτονίνης. Επίσης διαπιστώθηκε ότι είναι δυνατόν να προκληθεί
επαναληπτική και τελετουργική συμπεριφορά σε ζώα με τη χορήγηση ουσιών που
προκαλούν πτώση των επιπέδων της 5-ΗΤ στο ΚΝΣ.
Άλλες, περιορισμένης εμβέλειας, αιτιοπαθογενετικές απόψεις:
 Η χρήση ισχυρών ντοπαμινεργικών ουσιών όπως η μεθυλφαινυδάτη ή η κοκαΐνη
έχει ενοχοποιηθεί ως παράγων πρόκλησης βλαβών σε φλοιο-ραβδω-θαλαμο-
φλοιικά κυκλώματα και μέσω αυτών ως παράγων πρόκλησης
ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής.
 Υπάρχουν και κάποιες ενδείξεις ορμονικής εμπλοκής στην αιτιοπαθογένεια της
ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής, οπωσδήποτε χωρίς καθολικό χαρακτήρα. Κατά
τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι δυνατόν να πρωτοεμφανισθεί
ιδεοψυχαναγκαστική συμπτωματολογία ή να επιδεινωθεί ήδη υπάρχουσα. Υπάρχει
και η άποψη (Erikson 2000) ότι η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή οφείλεται σε
ηυξημένη ανδρογονική δραστηριότητα.
 Κατά τους ψυχαναλυτές η πρωκτική καθήλωση της libido ή η παλινδρόμηση σε
αυτό το στάδιο της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης βρίσκεται στην αφετηρία της
ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής. Ωστόσο σήμερα δεν δίδεται σοβαρή σημασία
στις ψυχαναλυτικές απόψεις για την αιτιοπαθογένεια της νόσου αυτής.
 Ένα σχετικώς μικρό ποσοστό (10%) των πασχόντων από αυτήν τη διαταραχή έχει
καταναγκαστική δομή προσωπικότητας (βλ. σχετικό κεφάλαιο), αλλά αυτό το
εύρημα δεν επαρκεί για την υποστήριξη της άποψης ότι η καταναγκαστική
προσωπικότητα έχει αιτιακή σχέση με τη νόσο. Η μεγάλη πλειονότητα των
πασχόντων δεν βρέθηκε να έχει καταναγκαστική δομή της προσωπικότητας, ενώ
άτομα με άλλες διαταραχές της προσωπικότητας είναι δυνατό να πάσχουν από
αυτήν τη διαταραχή.

Συννοσηρότητα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι διαταραχές ελέγχου παρορμήσεων, μαζί με


την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, τις εξαρτήσεις από ουσίες και ορισμένες
συναισθηματικές διαταραχές παρουσιάζουν το φαινόμενο της παράλληλης
νοσηρότητας (comorbidity) και ίσως αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου φάσματος
διαταραχών. Η σύνδεση ηθολογικών και νευροβιολογικών δεδομένων έδωσε
492

καινούργια ερμηνευτικά μοντέλα των ιδεοψυχαναγκαστικών διαταραχών και των


διαταραχών ελέγχου των παρορμήσεων, τα οποία βασίζονται στην υπόθεση των
«κρίκων» μέσω των οποίων συνδέονται τα βασικά γάγγλια, ο θάλαμος και ο
εγκεφαλικός φλοιός. Τα βασικά γάγγλια είναι χώροι αποθηκεύσεως προγραμμάτων
που ευθύνονται για ειδικές συμπεριφορές του είδους και ακόμη μηχανισμοί ελέγχου της
εισόδου της αισθητηριακής πρόσληψης. Ευρύτερα κυκλώματα (τα οποία
περιλαμβάνουν επιμέρους κυκλώματα του μετωπιαίου λοβού, των βασικών γαγγλίων
και των θαλαμικών κυκλωμάτων) απαρτίζουν νευρωνικές εστίες υπεύθυνες για την
ανάπτυξη των φυλογενετικώς αρχέγονων συμπεριφορών αυτοπροστασίας, όπως η
περιποίηση του σώματος και το ενδιαφέρον για την εμφάνιση (grooming), και ο έλεγχος
(checking) του περιβάλλοντος. Το μοντέλο αυτό προτείνει τη σύγκλιση των
εισερχομένων πληροφοριών στο ραβδωτό σώμα, και ιδιαίτερα στη μεσοκοιλιακή χώρα
του κερκοφόρου πυρήνα, από την πρόσθια έλικα του προσαγωγίου και τον
οφθαλμομετωπιαίο φλοιό και από σημαντικές συνειρμικές περιοχές που ενέχονται στην
αναγνώριση αντικειμένων και ήχων. Το ραβδωτό σώμα αποτελείται από κύτταρα τα
οποία υποστηρίζεται ότι δρουν ως ανιχνευτές ερεθισμάτων για την αναγνώριση τόσο
εγγενών όσο και επίκτητων τύπων συμπεριφοράς. Διαταραγμένες συμπεριφορές,
όπως ο αυτοακρωτηριασμός, και σύνδρομα που περιλαμβάνουν παρορμητική και/ή
στερεοτυποποιημένη συμπεριφορά, όπως η κλεπτομανία, οι σεξουαλικές διαστροφές
(π.χ. επιδειξιομανία), ο τραυλισμός, και οι διατροφικές διαταραχές (βουλιμία, ανορεξία)
ενδεχομένως κατατάσσονται σε ένα ευρύ φάσμα ψυχαναγκαστικών διαταραχών.

Θεραπεία. Τα αποτελέσματα των ποικίλων θεραπευτικών στρατηγικών δεν είναι


ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά. Γύρω στο 20%-30% των ασθενών δεν απαντούν σε
οποιαδήποτε θεραπεία, ενώ άλλο ένα 20%-30% εμφανίζει μερική μόνο πρόοδο. Οι
ασθενείς με περιορισμένη εναισθησία δεν ανταποκρίνονται θετικά στη θεραπεία.
Ωστόσο αρκετοί με την πάροδο του χρόνου παρουσιάζουν σημαντική βελτίωση της
συμπτωματολογίας και μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν καλύτερα την κατάσταση.
Η ψυχοθεραπεία (οποιασδήποτε μορφής) από μόνη της δεν φαίνεται να επαρκεί,
αλλά σε συνδυασμό με τη χρήση σεροτονινεργικών αντικαταθλιπτικών ίσως έχει θετική
επίδραση. Ο ασθενής χρειάζεται ενθάρρυνση ότι η νόσος δεν θα τον οδηγήσει σε
απώλεια ελέγχου του εαυτού του, και πολλές ψυχοθεραπευτικές τεχνικές
οικοδομούνται σε αυτήν την ενθάρρυνση. Ψυχοεκπαιδευτικές ομαδικές συνεδρίες στις
οποίες περιγράφεται η νόσος και η συμπτωματολογία της, η εξέλιξή της, οι θεραπείες,
οι τρόποι αντιμετώπισης του άγχους και η στάση του ασθενούς προσφέρουν σημαντική
βοήθεια.
Οι συμπεριφερειολογικές θεραπείες που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι η
κατακλυσμική, η μέθοδος διακοπής της σκέψης (thought stopping technique), η τεχνική
response-prevention (που θεωρείται και η αποτελεσματικότερη), η έκθεση (φαντασιακή
ή πραγματική) σε καταστάσεις που πυροδοτούν τη συμπτωματολογία, και η μίμηση
προτύπου. Πολλοί πιστεύουν ότι σε συνδυασμό με φάρμακα είναι η καλύτερη
θεραπευτική αντιμετώπιση της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής, αν και οι ασθενείς
αυτοί συνήθως διακόπτουν πολύ γρήγορα τις θεραπείες συμπεριφοράς. Αλλά εκείνοι
που ολοκληρώνουν τη θεραπεία διατηρούν τα αποτελέσματά της για πολύ μεγαλύτερα
χρονικά διαστήματα από εκείνους που λαμβάνουν μόνο φάρμακα, ακόμη και τα πιο
αποτελεσματικά (π.χ. χλωριμιπραμίνη).
Η φαρμακευτική αγωγή βρίσκεται σήμερα στην κορυφή των θεραπευτικών
επιλογών. Το πρόβλημα όμως είναι ότι 30%-40% των ασθενών δεν ανταποκρίνονται ή,
ακόμη και αν ανταποκριθούν, τα συμπτώματα επανέρχονται σύντομα μετά τη διακοπή
της. Κλασική φαρμακευτική αγωγή είναι η θεραπεία με χλωριμιπραμίνη (Greist 1989).
Τα εκλεκτικά σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά έχουν υποσκελίσει κάθε άλλη θεραπεία.
Παρά την εισβολή των σύγχρονων πολύ αποτελεσματικών και ασφαλέστερων
σεροτονινεργικών, η ισχυρή αντι-ιδεοψυχαναγκαστική δράση της χλωριμιπραμίνης δεν
πρέπει να υποτιμάται. Η αγωγή πρέπει να διαρκέσει τουλάχιστον ένα έτος. Η
προσθήκη τρικυκλικών ή β-αναστολέων (πινδολόλης) σε πολύ μικρές δόσεις φαίνεται
493

ότι ισχυροποιεί τη θεραπεία με σεροτονινεργικά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η


αντιμετώπιση ιδεοψυχαναγκαστικών διαταραχών που παρουσιάζουν και στοιχεία
ψυχωσικής εκτροπής, οπότε η συγχορήγηση σεροτονινεργικών παραγώγων και
νευροληπτικών είναι επιλογή υψηλής προτεραιότητας (Καρπούζα και συν 2006)·
ωστόσο δεν πρέπει να αγνοείται η ισχυρή ψυχοσεογόνος δυνατότητα των
σεροτονινεργικών φαρμάκων σε ευάλωτα άτομα. Στις υπόλοιπες, λιγότερο
διαδεδομένες, θεραπευτικές μεθόδους περιλαμβάνονται:
 Η χορήγηση μορφίνης για την αντιμετώπιση βαρέων συμπτωμάτων της νόσου,
επειδή η έρευνα έχει δείξει κάποια σχέση μεταξύ ιδεοψυχαναγκαστικής
συμπτωματολογίας και παρατεταμένης αποχής από χρήση ηρωίνης σε χρόνιους
χρήστες (Papageorgiou et al 2003).
 Μερικοί ασθενείς έχουν ωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό μετά από χορήγηση του
αντιανδρογόνου παράγοντα κυπροτερόνη (Erikson 2000).
 Ο εν τω βάθει εγκεφαλικός ερεθισμός (deep brain stimulation) έχει χρησιμοποιηθεί
στις ΗΠΑ σε λίγες περιπτώσεις με αμφίβολα αποτελέσματα.
 Ένας πολύ μικρός αριθμός πασχόντων υποβάλλεται σε ψυχοχειρουργική θεραπεία.
Πρόκειται περί ασθενών που υποφέρουν βαρέως από ανθεκτική σε κάθε θεραπεία
μορφή της νόσου επί μακρό χρονικό διάστημα. Σύγχρονες ψυχοχειρουργικές
επεμβάσεις (με γάμμα ακτινοβολία) περιλαμβάνουν διατομές αυστηρά επιλεγμένων
και περιορισμένων περιοχών που συνδέουν τους μετωπιαίους λοβούς με
συγκεκριμένα βασικά γάγγλια. Σε μερικούς ασθενείς έχουν αναφερθεί θετικά
αποτελέσματα, αλλά καλά οργανωμένες μελέτες απουσιάζουν.

Τριχοτιλλομανία. Περιγράφηκε πρώτη φορά το 1889 (Hallopeau 1889). Είναι χρονία


νόσος χαρακτηριζόμενη από τη συνειδητή και εκούσια απόσπαση τριχών του ασθενούς
από το σώμα του (Papadopoulos et al 2003). Είναι πολλά τα σημεία από τα οποία
ξεριζώνονται οι τρίχες, όπως μασχάλες, τριχωτό κεφαλής, εφήβαιο κ.λπ. Μεγάλος
αριθμός ασθενών τρώγει τις τρίχες που ξεριζώνει (τριχοφαγία), οι οποίες είναι δυνατόν
να σχηματίσουν μάζες τριχών στον στόμαχο (τριχοπιλήματα) που θα χρειασθεί να
αφαιρεθούν χειρουργικώς. Κατατάσσεται στις ψυχαναγκαστικές διαταραχές, αν και
άλλες ταξινομήσεις την εντάσσουν στις διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων.
Συνήθως συνοδεύεται και από άλλες ψυχιατρικές διαταραχές, όπως κατάθλιψη,
κοινωνική φοβία, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή κ.λπ. Η αιτιοπαθογένεια της νόσου
είναι άγνωστη. Από νευροεθολογική σκοπιά η τριχοτιλλομανία είναι διαταραχή μίας
από τις συμπεριφορές αυτοπεριποίησης (grooming behaviors), στις οποίες ανήκουν και
η ονυχοφαγία, το χτένισμα, το ξεψείρισμα κ.λπ. Αλλά ερευνητικές συσχετίσεις από
αιτιοπαθογενετική άποψη δεν υπάρχουν. Παρατηρείται συχνότερα στις γυναίκες
(αναλογία με τους άνδρες 2,5:1) και σε παιδιά ή σε πολύ νεαρά άτομα. Η πραγματική
επιδημιολογική εικόνα της δεν είναι εφικτή, επειδή μεγάλο μέρος των ασθενών
αποκρύπτει το πρόβλημα ακόμη και από την οικογένειά του λόγω αισθημάτων
ντροπής. Οι περισσότεροι ασθενείς, εξαιτίας των δερματολογικών συνεπειών και της
δυσμορφίας που προκαλείται από την απόσπαση των τριχών (π.χ. αλωπεκία),
καταφεύγουν σε δερματολόγους, οι οποίοι όμως θα προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια
στον ασθενή αν τον παραπέμψουν σε ψυχίατρο. Θεραπείες συμπεριφοράς, όπως
θετική ενίσχυση, διαδικασίες ποινής, αλλά κυρίως εκπαίδευση αντιστροφής της
συνήθειας με αυτοκαταγραφή της συμπεριφοράς, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή
προτίμησης. Η χλωριμιπραμίνη, η πιμοζίδη, τα σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά ή
συνδυασμοί τους έχουν χρησιμοποιηθεί ως φαρμακευτικοί θεραπευτικοί παράγοντες.
Ας τονιστεί εδώ ότι στα παιδιά πρέπει να αποφεύγονται τα ψυχοφάρμακα και να
προτιμούνται οι μπηχαβιοριστικές θεραπείες.

Παιγνιομανία ή παθολογικό τζογάρισμα (pathological gambling). Δεν υπάρχει


συμφωνία ως προς το αν η διαταραχή αυτή ανήκει στις διαταραχές ελέγχου των
παρορμήσεων, τις εξαρτήσεις ή τις ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές. Το τζογάρισμα
είναι η τάση συμμετοχής σε δραστηριότητες όπως η χαρτοπαιξία, τα ζάρια, η ρουλέτα,
494

τα τυχερά παιχνίδια και στοιχήματα, η αγορά λαχνών, η ενασχόληση με


χρηματιστηριακές συναλλαγές κ.λπ. Παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη
αυτής της συμπεριφοράς είναι η προσδοκία κέρδους, συνήθως μέσα σε ένα κλίμα
ομαδικής ψυχοσυναλλαγής. Είναι πολύ διαδεδομένη συμπεριφορά, κυρίως στα χαμηλά
κοινωνικά στρώματα, που αντανακλά προσδοκίες μιας καλύτερης ζωής στο πλαίσιο
της διασκέδασης και του ελεύθερου χρόνου, και σε γενικές γραμμές μένει χωρίς
αρνητικές επιπτώσεις ή παθολογικές συσχετίσεις (Toneatto and Millar 2004). Αλλά και
τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα έχουν τους δικούς τους τρόπους τζογαρίσματος,
καζίνα σε ακριβά θέρετρα κ.λπ.
Ωστόσο από ένα σημείο και μετά μια τέτοια συμπεριφορά αποκτά παθολογικό
χαρακτήρα και στην πλήρη ανάπτυξή της είναι σαφής καταναγκαστική διαταραχή. Ο
ασθενής κατακλύζεται και κυριαρχείται ολοσχερώς από την ακατανίκητη ροπή προς τα
τυχερά παιχνίδια ελπίζοντας ότι θα αποκτήσει χρήματα, ενώ η αδυναμία του να
αντισταθεί συνεχώς αυξάνεται. Οι επιπτώσεις σε όλο το φάσμα της διαπροσωπικής,
οικογενειακής, επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής του μπορεί να είναι καταστροφικές
και οι πιθανότητες διάπραξης παράνομων ενεργειών μεγάλες, παρόλο που τα άτομα
αυτά στην πλειονότητά τους δεν παρουσιάζουν αντικοινωνικά χαρακτηριστικά
προσωπικότητας. Σε μια ελληνική μελέτη (Πιπεροπούλου 2004) βρέθηκε ότι περίπου
το 35% αυτών που έπαιζαν στο χρηματιστήριο, με μικρή υπεροχή των γυναικών,
παρουσίαζαν κλινικά χαρακτηριστικά παθολογικής παιγνιομανίας.
Απουσία αναγνώρισης της απόλυτης ανεξαρτησίας των στοιχείων του παιχνιδιού,
αυταπάτες ελέγχου της διαδικασίας του παιγνιδιού και προκαταλήψεις είναι οι βασικοί
ψυχολογικοί παράγοντες που παρατηρούνται στους καταναγκαστικούς τζογαδόρους. Ο
ασθενής πολλές φορές έχει μιαν απολύτως ανεδαφική βεβαιότητα (σε επίπεδο μαγικής
σκέψης) ότι θα κερδίσει και φαίνεται να αγνοεί ότι στην όλη διαδικασία εμπλέκεται
πλήρως ο παράγων τύχη. Άλλες φορές πάλι, ερμηνεύοντας με συγκεκριμένο τρόπο
ποικίλα αβάσιμα στοιχεία, πιστεύει ότι η τύχη είναι με το μέρος του και γι’ αυτό είναι
απολύτως απαραίτητο να παίξει. Ενδιαφέρον φαινόμενο είναι ότι ο ασθενής συνεχίζει
να παίζει ακόμη και όταν χάνει σε βαθμό καταστροφικό ποντάροντας όλο και
μεγαλύτερα ποσά, ανακυκλώνοντας συνεχώς την πίστη ότι την επόμενη φορά θα
κερδίσει τα χαμένα. Η θεραπευτική αντιμετώπιση βασίζεται σε ποικίλες ψυχοθεραπείες
(γνωσιακές, μπηχαβιοριστικές ή γνωσιακο-μπηχαβιοριστικές) και φαρμακευτικές
θεραπείες (κυρίως σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά ή ναλτρεξόνη), σε συνδυασμό ή
μόνες, αλλά τα αποτελέσματα είναι στην καλύτερη περίπτωση μάλλον φτωχά. Η
κατάσταση αυτή ωστόσο παρουσιάζει από μόνη της αρκετά υψηλά επίπεδα αυτόματης
ίασης (Slutske 2006), ίσως επειδή η συντριπτικά μεγαλύτερη συχνότητα των
αποτυχιών σε σχέση με τις επιτυχίες λειτουργεί ως «φυσική» θεραπεία συμπεριφοράς.

Ψυχαναγκαστικό ψώνισμα. Η αγορά καταναλωτικών αγαθών ενδέχεται να τονώσει τη


συναισθηματική κατάσταση του ατόμου· ωστόσο κατά το ψυχαναγκαστικό ψώνισμα η
ασθενής είναι δυνατόν να ξοδέψει χρηματικά ποσά δυσαναλόγως μεγαλύτερα των
οικονομικών δυνατοτήτων της μέσα σε ένα ψυχολογικό κλίμα άγχους και ανησυχίας,
που απορρέει από την αδυναμία της να συγκρατηθεί. Αποτέλεσμα αυτής της
καταναγκαστικής συμπεριφοράς είναι η έντονη προσωπική δυσφορία και τα οικονομικά
προβλήματα. Το φαινόμενο είναι συχνότερο στις κοινωνίες της αφθονίας και του
διαφημιζόμενου άκρατου καταναλωτισμού. Κατατάσσεται και στις διαταραχές ελέγχου
των παρορμήσεων, αν και υπάρχουν συγγραφείς που υποστηρίζουν ότι η
ιατρικοποίηση αυτού του φαινομένου δεν συμβάλλει ούτε στην κατανόηση ούτε στη
θεραπεία του (Lee and Mysyk 2004). Παρατηρείται κυρίως στις γυναίκες και συχνά
συνυπάρχει με αγχώδεις διαταραχές, κατάθλιψη και κατάχρηση ουσιών, αλλά θα
πρέπει να διαφοροδιαγνωσθεί από την ασυλλόγιστη σπατάλη χρημάτων που
παρατηρείται στη μανιακή φάση της διπολικής διαταραχής.

Ψυχαναγκαστική αναζήτηση συνουσίας. Άλλες ονομασίες της διαταραχής είναι


σεξουαλική εξάρτηση ή σεξουαλική παρορμητικότητα. Ο όρος υποδηλώνει υπερβολική
495

και ανεξέλεγκτη σεξουαλική συμπεριφορά ή σεξουαλικού περιεχομένου σκέψεις που ο


ασθενής δεν δύναται να τιθασεύσει, του προκαλούν δυσφορία και έχουν αρνητικές
επιπτώσεις στη διαπροσωπική, κοινωνική και επαγγελματική του ζωή. Αφορά τόσο τη
φυσιολογική όσο και την ανώμαλη σεξουαλικότητα. Θα πρέπει να διαφοροδιαγνωσθεί
από την παθολογική υπερσεξουαλικότητα που παρατηρείται σε άλλες διαταραχές,
όπως βλάβες μετωπιαίων και κροταφικών λοβών, κροταφική επιληψία, άνοια,
σύνδρομο Kluver-Bucy, σκλήρυνση κατά πλάκας· σε αντίθεση με αυτά τα νοσήματα,
εδώ κυριαρχούν ο καταναγκαστικός χαρακτήρας των συμπτωμάτων και η δυσφορία
που καταλαμβάνει τον ασθενή επειδή δεν έχει τη δύναμη να κατανικήσει τη σεξουαλική
παρόρμηση και τις σχετικές φαντασιώσεις. Η ναλτρεξόνη και τα σεροτονινεργικά
αντικαταθλιπτικά χορηγούνται θεραπευτικώς, αλλά δεν υπάρχει τεκμηρίωση της
αποτελεσματικότητός τους.

Κλεπτομανία. Πρόκειται για μια όχι ιδιαίτερα σπάνια διαταραχή (0,6% του γενικού
πληθυσμού) και παρατηρείται πολύ συχνότερα στις γυναίκες. Χαρακτηριστικό
σύμπτωμά της είναι ότι η ασθενής δεν μπορεί να αντισταθεί στην έντονη επιθυμία να
κλέψει αντικείμενα, πολλές φορές ευτελή ή άχρηστα. Αισθάνεται άγχος και ενοχή πριν
από την κλοπή, τα οποία όμως δεν είναι ικανά να συγκρατήσουν τον ισχυρό
καταναγκασμό, ενώ μετά την πράξη της καταλαμβάνεται από αισθήματα ανακούφισης
και ικανοποίησης.

Καταναγκαστική πυρομανία. Ο μη παθολογικός εμπρησμός μπορεί να οφείλεται σε


αμέλεια, να έχει κίνητρα εκδικητικά, πολιτικά, ή να αποβλέπει στο κέρδος. Οι
ψυχοπαθολογικοί εμπρηστές ή πυρομανείς είναι συνήθως σχιζοφρενείς που
υπακούουν σε διατακτικές φωνές ή ενεργούν κυριευμένοι από παραληρητικές ιδέες, ή
καταθλιπτικοί που οργανώνουν μια γενικότερα καταστροφική αυτοκτονία, ή
διαταραγμένες προσωπικότητες που βάζουν φωτιά σαδιστικά ή «για πλάκα», σε
συνδυασμό και με άλλες βανδαλιστικές συμπεριφορές. Στη φετιχιστική πυρομανία ο
ασθενής κυριαρχείται από το πάθος της επίμονης και διαρκούς ενασχόλησης με
οτιδήποτε έχει σχέση με τη φωτιά, κυρίως με τη θέασή της, οπότε καταλαμβάνεται από
ισχυρή έξαψη, που πολλές φορές μοιάζει ερωτική· ωστόσο το ποσοστό αυτών που
επαναλαμβάνουν την πράξη του εμπρησμού, αυνανιζόμενοι, είναι πολύ μικρό. Στην
καταναγκαστική πυρομανία ανήκει ένα πολύ μικρό ποσοστό ψυχοπαθολογικών
πυρομανών: οι ασθενείς αυτοί δεν έχουν κανένα κίνητρο ούτε νιώθουν ηδονή, αλλά
επαναλαμβάνουν καταναγκαστικά πολύ συχνά την πράξη τους, η οποία συνίσταται
συνήθως στο να ανάβουν μικρές ακίνδυνες φωτιές που όμως δεν φθάνουν στο
επίπεδο του εμπρησμού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗΣ ΑΓ. (1998). Το πρόβλημα των ψυχαναγκασμών όπως καταγράφεται στην «Κλίμακα»
Ιωάννου του Σιναΐτου. Ψυχιατρική 9:134-140.
ΚΑΡΠΟΥΖΑ Β, ΓΚΟΛΙΑ Ι, και συν. (2006). Διαγνωστικές και θεραπευτικές δυσκολίες σε ασθενείς με
ψυχαναγκαστική - καταναγκαστική διαταραχή. Εγκέφαλος 43:161-166.
ΚΟΥΜΑΝΤΑΝΟΥ Ε, ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ Π, ΠΟΥΛΟΥ Κ, ΚΑΣΒΙΚΗΣ Γ. (2004). Δημογραφικά και
φαινομενολογικά χαρακτηριστικά 60 Ελλήνων ασθενών με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Ψυχιατρική
15:236-244.
ΠΙΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ Ν. (2004). Χρηματιστηριακές συναλλαγές: Καταναγκαστική συμπεριφορά ενασχόλησης
με τυχερά παιχνίδια με δυνητικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία; Ψυχιατρική 15:253-260.
ΦΡΑΝΣΙΣ Κ, ΚΟΥΜΟΥΛΑ Α. (1999). Αυτοάνοσος τύπος ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής ή/και
διαταραχής τικ σε παιδιά. Αναφορά δύο περιπτώσεων διαταραχής Tourette. Ψυχιατρική 10:315-323.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΟΥ Σ, ΜΑΡΙΝΟΣ Β, ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ Α. (1993). Συγκριτική κλινική μελέτη
ψυχαναγκαστικής καταναγκαστικής διαταραχής και συνδρόμου Gilles de la Tourette. Τετρ Ψυχιατρ 44:75-
79.

ANGST J, GAMMA A, ENDRASS J, et al. (2004). Obsessive-compulsive severity spectrum in the com-
munity: prevalence, comorbidity and course. Eur Arch Clin Neurosci 254:156-164.
BAXTER LR, SCHWARTZ JM, BERKMAN KS, et al. (1992). Caudate glucose metabolic rate changes
with both drug and behavior therapy for OCD. Arch Gen Psychiatry 49:681-689.
496

ERIKSSON T. (2000). Antiandrogenic treatment for Obsessive-Compulsive Disorder. Am J Psychiatry


157:483
GREIST JH. (1989). Obsessive-Compulsive Disorder. A Guide. Madison, WI, Anxiety Disorders and Lithi-
oum Information Centers.
HOLLANDER E, STEIN DJ, BROATCH J, et al. (1997). A pharmacoeconomic and quality of life study of
obsessive-compulsive disorder. CNS Spectrums 2:16-25.
HALLOPEAU H. (1889). Alopecie par grattage (trichomanie ou trichotillomanie). Ann Dermatol Syphiligr
(Paris) 10:440-441
JANET P. (1903). Les Obsessions et la Psychasthenie. Paris, Baillière.
INSEL TR, AKISKAL HS. (1986). Obsessive-Compulsive disorder with psychotic features: A phenomeno-
logic Analysis. Am J Psychiatry 143:15271533.
LEONARD HL, SWEDO SE. (2001). Pediatric Autoimmune Neuropsychiatric Disorders Associated with
Streptococcal infection (PANDAS). Int J Neuropsychopharmacol 4:191-198.
LEE S, MYSYK A. (2004). The medicalization of compulsive buying. Soc Sci Med 58:1709-18.
PAPADOPOULOS AJ, JANNINGER CK, CHODYNICKI MP, SCHWARTZ RA. (2003). Trichotillomania.
Int J Dermatol 42:330-334.
PAPAGEORGIOU C, PABAVILAS A, LIAPPAS I, STEFANIS C. (2003). Do obsessive-compulsive pa-
tients and abstinent heroin addicts share a common psychophysiological mechanism? Neuropsychobiol
47(1): 1-11.
SKOOG G, SKOOG I. (1999). A 40-year follow-up of patients with obsessive-compulsive disorder. Arch
Gen Psychiatry 56:121-127.
SLUTSKE WS. (2006). Natural recovery and treatment seeking in pathological gambling: results of two US
national surveys. Am J Psychiatry 163:297-302.
STEWART SE, GELLER DA, et al. (2004). Long term outcome of pediatric obsessive-compulsive disor-
der: a meta-analysis and qualitative review of the literature Acta Psychiatr Scand 110:4-13
SWEDO SE, LEONARD HL, et al. (1998). Pediatric autoimmune neuropsychiatric disorders associated
with streptococcal infections: clinical description of the first 50 cases. Am J Psychiatry 155:264-271.
TONEATTO T, MILLAR G. (2004). Assessing and treating problem gambling: Empirical status and
promissing trends. Can J Psychiatry 49:517-525.
WESTPHAL K. (1878). Ueber Zwangsvorstellungen. Arch Psychiatr Nervenkr 8:734-740.
497

61. ΥΣΤΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Η επιλογή ενός όρου στην ιατρική και ειδικότερα στην ψυχιατρική έχει μεγάλη
σπουδαιότητα, διότι δύναται να διαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο ο ιατρός θα
χειρισθεί ασθενείς με ιδιαίτερα προβλήματα και διαταραχές. Ο όρος «υστερία» και τα
παράγωγά του σηματοδοτούν ποικίλες ψυχιατρικές καταστάσεις και χρησιμοποιούνται
κατά διαφορετικούς τρόπους εντός και εκτός της ψυχιατρικής. Είναι ένας όρος πολύ
δυσφημισμένος, όπως και αρκετοί άλλοι (σχιζοφρένεια, μανιοκαταθλιπτική ψύχωση
κ.λπ.), και έχει μια χροιά υποτιμητική για τον ασθενή. Είναι όμως βαθιά ριζωμένος στην
ιατρική φιλολογία και γι’ αυτό η αντικατάστασή του είναι εξαιρετικά δυσχερής.

Η ασθένεια-ρόλος. Ένα σύμπτωμα, σωματικό ή ψυχικό, το οποίο συντελεί στην


ανακούφιση από το άγχος ή από άλλα οδυνηρά βιώματα και από το οποίο ο ασθενής,
συνειδητά ή ασυνείδητα, αποκομίζει κάποιο όφελος με συνέπεια να εκδηλώνει
αδιαφορία για τη σοβαρότητά του, θα χαρακτηριστεί ως υστερικό. Συχνά οι άνθρωποι,
συνειδητά ή ασυνείδητα, λύνουν τα προβλήματά τους και βγαίνουν από δύσκολες
καταστάσεις επιλέγοντας να αρρωστήσουν. Λόγω κοινωνικών και πολιτιστικών
επιδράσεων θεωρούν ότι είναι αδύνατον να απελευθερωθούν από τις
ψυχοκαταπονήσεις και ψυχοσυγκρούσεις τους κατά τρόπους υγιείς και έτσι διαλέγουν,
συνήθως ασυνείδητα, ως διέξοδο τη νόσο. Η υιοθέτηση του ρόλου του ασθενούς έχει
ως συνέπεια την ανακούφιση από αυτές τις εξωτερικές ψυχοκαταπονήσεις ή τις
εσωτερικές ψυχοσυγκρούσεις και δημιουργεί μια κατάσταση κατά την οποία τα
πλεονεκτήματα τού να είναι κανείς ασθενής είναι περισσότερα από το να είναι υγιής. Η
«νόσος-διέξοδος» μπορεί να είναι σωματική ή ψυχική ή να εκδηλώνεται ως βίαιη και
αστόχαστα επικίνδυνη συμπεριφορά, όπως η κατάχρηση φαρμάκων και άλλων
ουσιών, ορισμένες μορφές εγκληματικότητας, διάφορα ατυχήματα και αυτοκτονίες.
Όλες αυτές οι διέξοδοι υπό μορφή αποδράσεων αποτελούν ταυτόχρονα και μορφές
νόσου· ωστόσο και η αληθής σωματική νόσος είναι δυνατόν να μετατρέπεται σε έναν
από τους νοσηρούς τρόπους που διαθέτουν οι άνθρωποι για να τα βγάζουν πέρα με
τις στρεσογόνες περιστάσεις της ζωής.
Η ασθένεια-ρόλος (Mechanic 1966) είναι μια κατάσταση προστασίας που αφενός
ανακουφίζει από συγκεκριμένες πιέσεις, αφετέρου εξασφαλίζει κάποια δικαιώματα στον
ασθενή (κέρδος ή πλεονέκτημα από τη νόσο). Οι άνθρωποι υιοθετούν τον ρόλο αυτόν
όταν άλλοι εναλλακτικοί τρόποι χειρισμού αφόρητων καταστάσεων είναι για ποικίλους
λόγους ανέφικτοι ή μάταιοι. Έτσι το πέταγμα στη νόσο (flight to illnes) εκδηλώνεται όταν
η πραγματικότητα γίνεται πηγή δυσφορίας ή φόβου και αγωνίας. Στην περίπτωση που
ο ασθενής εξαπατά τους άλλους πρόκειται περί εσκεμμένης υποκρισίας (malingering),
ενώ σε περίπτωση που εξαπατά και τον εαυτό του πρόκειται περί μετατρεπτικής ή
498

ψυχοαποσυνδετικής υστερίας. Το κέρδος από τη νόσο διακρίνεται σε πρωτογενές και


σε δευτερογενές. Πρωτογενές είναι όταν το αρχικό όφελος προέρχεται από την
υποκατάστατη λύση της ψυχοσύγκρουσης με το σύμπτωμα. Κατά το πρωτογενές
πλεονέκτημα παρατηρείται μείωση του άγχους ή/και της επιθετικότητας, που είχαν
αυξηθεί ύστερα από τη ματαίωση μιας πιθανής ικανοποίησης ή λόγω ανεπαρκών
αμυντικών μηχανισμών. Δευτερογενές κέρδος είναι τα πλεονεκτήματα από το
περιβάλλον του ασθενούς, στα οποία περιλαμβάνονται όλα τα σχετικά οφέλη που
προκύπτουν από το ενδιαφέρον συγγενών και φίλων. Το δευτερογενές κέρδος με την
πάροδο του χρόνου είναι δυνατόν να εδραιωθεί και έτσι να δημιουργηθούν κατάλληλες
συνθήκες για υστερική χειραγώγηση του περιβάλλοντος από τη μεριά του ασθενούς.
Από θεραπευτική άποψη η ιδέα της νόσου ως τρόπου αντιμετώπισης των
στρεσογόνων καταστάσεων της ζωής οδηγεί στην ιδέα ότι κάποιο «μήνυμα»
μεταφέρεται μέσω της συγκεκριμένης νόσου. Για να γίνει κατανοητό αυτό το μήνυμα, η
νόσος πρέπει να θεωρείται ευκαιρία για ενδοσκόπηση, έτσι ώστε το αρχικό πρόβλημα,
καθώς και οι λόγοι επιλογής μιας συγκεκριμένης «οδού διαφυγής», δηλαδή του
συμπτώματος, μπορούν να έλθουν στο επίπεδο της συνείδησης, όπου το πρόβλημα
είναι δυνατόν να λυθεί. Εδώ η ψυχοθεραπεία μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη
θεραπεία τέτοιου τύπου νόσων.

Στο επίπεδο της ψυχοπαθολογίας αναγνωρίζονται τρία υστερικά σύνδρομα: η υστερική


νεύρωση που περιλαμβάνει τις μετατρεπτικές και τις ψυχοαποσυνδετικές διαταραχές, η
υστερική ή ιστριονική προσωπικότητα (βλ. διαταραχές προσωπικότητας) και η οξεία
υστερική ψύχωση (βλ. μη σχιζοφρενικές ψυχώσεις).

H υστερική νεύρωση είναι η πλέον χαρακτηριστική και κλασική περίπτωση


ασυνείδητης σκηνοθεσίας νόσου κατά την οποία εκδηλώνεται απώλεια
λειτουργικότητας οργάνου ή οργάνων χωρίς αντίστοιχη ανατομική βλάβη. Η υστερική
συμπτωματολογία είναι μια μορφή γλώσσας που χρησιμοποιεί ο ασθενής για να
μεταφέρει τη δυσφορία του και να εξασφαλίσει ανακούφιση μέσα από τη
συμπαράσταση και τη βοήθεια του κοινωνικού του περίγυρου. Το υστερικό σύμπτωμα,
κατά τους φροϋδικούς, είναι βασικά ένα αποσυνδετικό φαινόμενο που εκδηλώνεται ως
αντίδραση σε μια αγχογόνο κατάσταση. Η λειτουργία κάποιου οργάνου υποχωρεί όταν
αποτυγχάνει η απώθηση της επαναδραστηριοποίησης των οιδιπόδειων επιδιώξεων, η
οποία προκαλείται από τις ματαιώσεις της αγχογόνου καταστάσεως. Τα συμπτώματα
αρχίζουν συνήθως ξαφνικά κάτω από συναισθηματικά φορτισμένες συνθήκες, και μέσα
από ασυνείδητες διεργασίες συμβολίζουν ασυνείδητες ψυχοσυγκρούσεις. Είναι
δυνατόν να τροποποιηθούν από την υποβολή και αποδράμουν επίσης ξαφνικά. Ο
άρρωστος κρατάει δυσανάλογη στάση προς τη βαρύτητα του συμπτώματός του (belle
indifference: γλυκιά αδιαφορία) και παρουσιάζει συμπεριφορά υπερβολική και
θεατρική. Τα υστερικά, ιδιαίτερα τα μετατρεπτικά συμπτώματα, ανακουφίζουν από το
άγχος και έτσι εξηγούν το φαινόμενο της belle indifference. Ωστόσο είναι δυνατόν
ταυτόχρονα να ανιχνευθεί άγχος τόσο σε υποκειμενικό επίπεδο στις ψυχομετρικές
κλίμακες άγχους όσο και σε αντικειμενικό (αύξηση της αγωγιμότητας του δέρματος)
στους πάσχοντες από υστερικές διαταραχές. Βασικό διαγνωστικό κριτήριο όλων των
υστερικών διαταραχών είναι ότι η εμφάνιση των συμπτωμάτων σχετίζεται με αιφνίδια
και ισχυρά στρεσογόνα γεγονότα και ψυχοσυγκρούσεις.

Επιδημιολογία. Το 3%-5% των ασθενών που προσέρχονται στα ψυχιατρικά


εξωτερικά ιατρεία παρουσιάζει συμπτωματολογία υστερικού τύπου, αλλά μεγάλος και
αδιευκρίνιστος αριθμός προσέρχεται σε εξωτερικά ιατρεία των άλλων ειδικοτήτων.
Προσβάλλονται συνήθως νεαρές γυναίκες, και σε μικρότερα ποσοστά άνδρες, με
χαμηλή μόρφωση και από κατώτερη κοινωνική διαστρωμάτωση. Η σχετικά χαμηλή
νοημοσύνη διευκολύνει την εκδήλωση υστερικών συμπτωμάτων. Στην Ευρώπη, και
στην Ελλάδα, ήδη από τη δεκαετία του ’70 (Stefanis et al 1976) η συχνότητα
εμφανίσεως υστερικών φαινομένων παρουσιάζει μια σημαντική πτωτική πορεία, και
499

αυτό αποδίδεται στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου. Οι κλασικές μείζονες μορφές
υστερικής νευρώσεως (υστερική παράλυση, υστερική τύφλωση, κ.λπ.) εξαφανίζονται
με την πάροδο του χρόνου, ενώ απαντώνται καινούργιες ελάσσονες μορφές (π.χ.
ψευδοκαρδιακά επεισόδια) που μοιάζουν περισσότερο με σωματόμορφες διαταραχές.
Στις σύγχρονες κοινωνίες οι γυναίκες, καθώς και οι άνδρες που λειτουργούν σε πλαίσια
εργασιακής υποταγής, δεν αντιδρούν πλέον στην ψυχοκαταπόνηση με υστερικούς
τρόπους αλλά με άλλα συμπτώματα και συμπεριφορές, όπως η κατάθλιψη και η
επιθετικότητα, εξωστρεφόμενη ή ενδοστρεφόμενη.

Αιτιοπαθογένεια. Ποικίλοι αιτιολογικοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί, αναλόγως της


σκοπιάς από την οποία εξετάζεται το ζήτημα. Η υστερία, ήδη από την αρχαιότητα,
απεδίδετο στις μετακινήσεις της μη γονιμοποιημένης μήτρας (ύστερον) εντός του
σώματος της γυναίκας· από το όργανο αυτό η νόσος έλαβε και το όνομά της. Η άποψη
αυτή κυριαρχούσε στην αιγυπτιακή ιατρική πολύ πριν την υιοθετήσει ο Ιπποκράτης και
τη μεταδώσει στον Πλάτωνα. Η θεωρία της μετακινούμενης, προς αναζήτηση
γονιμοποίησης, μήτρας ως αιτιοπαθογενετικού παράγοντα της υστερίας ήταν αποδεκτή
μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα και μέχρι προσφάτως οι ιατροί συνιστούσαν στους
γονείς των ασθενών κοριτσιών να τα παντρέψουν για να ιαθούν. Παρά τις προσπάθειες
μεγάλων μελετητών, όπως του Charcot και του Briquet, ήδη από τον 19ο αιώνα να
πείσουν ότι η υστερία δεν είναι νόσος μόνο των γυναικών και παρά τις μαζικές
υστερικές καταστάσεις στους στρατιώτες, που καταγράφηκαν κατά τις μεγάλες
πολεμικές συρράξεις, οι περισσότεροι ιατροί επιμένουν στη σεξιστική αυτή αντίληψη.
Ο Charcot στα μέσα του 19ου αιώνα χαρακτήρισε την υστερία ως εκδήλωση
εκφυλιστικών διεργασιών στο ΚΝΣ, αλλά η πλατωνική ερμηνεία της περιπλανώμενης
μη γονιμοποιημένης μήτρας κατά κάποιον τρόπο διατηρήθηκε και στις ψυχαναλυτικής
εμπνεύσεως ερμηνείες, αφού οι Breuer και Freud τη χαρακτήρισαν σαν σεξουαλική
διαταραχή. Κατά την πιο εξελιγμένη φροϋδική άποψη (Freud 1895), καθώς το άτομο
αποτυγχάνει να δώσει λύση στα αιμομικτικά του αισθήματα για τον γονέα του αντίθετου
φύλου, κινητοποιείται ο μηχανισμός της καταπίεσης σε μια διαδικασία καθηλώσεων,
οπότε τα συνεπαγόμενα αισθήματα άγχους και ενοχής μετατρέπονται και εκφράζονται
συμβολικά με υστερικά σωματικά συμπτώματα. Σε άλλες περιπτώσεις το υστερικό
σύμπτωμα είναι συμβολικό στοιχείο, όπως π.χ. ο υστερικός επιληπτικός σπασμός που
ενδέχεται να συμβολίζει μία πράξη επίθεσης.
Ο Janet (1907) περιγράφοντας την ψυχοαποσυνδετική μορφή της υστερίας, την
απέδωσε σε διαταραχές της σύνθεσης του χαρακτήρα μαζί με διάσχιση της
συνείδησης. Υποστήριξε ότι ανυπόφορες συναισθηματικές αντιδράσεις σε τραυματικές
εμπειρίες της παιδικής ηλικίας οδηγούν σε μεταβολή της συνειδησιακής κατάστασης
(ένα είδος αυτοΰπνωσης, όπως υποστήριζε), που επιφέρει αποσύνδεση των
ψυχολογικών λειτουργιών. Αργότερα αυτή η «αυτοΰπνωση» καθίσταται μόνιμος
μηχανισμός άμυνας, ο οποίος εκδηλώνεται κάθε φορά που το άτομο αντιμετωπίζει
ανυπόφορες συναισθηματικές πιέσεις. Τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας που
μπορεί να πυροδοτήσουν αυτόν τον μηχανισμό είναι η συναισθηματική παραμέληση ή
εγκατάλειψη και η σωματική κακοποίηση, συμπεριλαμβανομένης και της σεξουαλικής
(Roefols et al 2002).
Οι κλασικοί παβλοβιανοί περιγράφουν μια πειραματική συνθήκη διά της οποίας
είναι δυνατόν να προκληθεί στο ζώο ασυντόνιστη συμπεριφορά. Το ζώο έχει μάθει να
αντιδρά με δύο διαφορετικούς τρόπους σε δύο ερεθίσματα που διαφέρουν ποσοτικά
(π.χ. διαφορετικοί ήχοι κώδωνος). Όταν αυτά τα δύο ερεθίσματα, σε διαδοχικά
πειράματα, πλησιάσουν τόσο ώστε να μοιάζουν πολύ, παλαιά αντανακλαστικά
εκριζώνονται, καινούργια δεν έχουν ακόμη εγκατασταθεί, και το ζώο εκδηλώνει μια
συμπεριφορά ασυντόνιστη και διεγερτική, την οποία προσομοιάζουν με υστερική. Οι
μαθησιακές θεωρίες εστιάζονται σε ερμηνείες πάνω στη βάση προτύπων μαθήσεως σε
συνθήκες τραυματικής αποφυγής. Το τραυματικό γεγονός προκαλεί άγχος και
ταυτόχρονα αντίδραση αποφυγής. Στην περίπτωση όμως που εμφανισθεί υστερικό
σύμπτωμα, προκαλείται μείωση του άγχους.
500

Ορισμένες διαταραχές της προσωπικότητας (ιστριονική, εξαρτητική, ανώριμη), η


δυσκολία στην έκφραση συναισθημάτων που παρατηρείται στους αλεξιθυμικούς, η
υψηλή υποβολιμότητα και η τάση χρησιμοποίησης συγκεκριμένων μηχανισμών άμυνας
για την αντιμετώπιση εξωτερικών στρεσόρων, όπως η άρνηση (denial) και η
αποσύνδεση (dissociation), συσχετίζονται με την υστερική νόσο. Επειδή το υστερικό
σύμπτωμα αντανακλά την εικόνα που έχει ο ασθενής για τη συγκεκριμένη νόσο της
οποίας είναι έκφραση, σημαντικό επίσης ρόλο ενδέχεται να παίζει η προσωπική
εμπειρία σωματικής νόσου σε συγγενείς, στους συνομήλικους ή στον εαυτό.
Έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι οι υστερικές διαταραχές έχουν οργανικό
υπόστρωμα στο ΚΝΣ (Broome 2004), αλλά οι προσκομιζόμενες ενδείξεις δεν είναι
επαρκείς.

Πορεία. Γενικά η πρόγνωση είναι καλή, αλλά τα υστερικά συμπτώματα έχουν την τάση
να επανεμφανίζονται σε συνάρτηση με κάποιο ψυχοτραυματικό γεγονός. Όταν ο
άρρωστος δεν τα χρειάζεται άλλο, επειδή αλλάζουν οι περιστάσεις της ζωής του,
υποχωρούν αυτομάτως, αλλά μπορεί να επιμένουν όταν το δευτερογενές κέρδος είναι
μεγάλο.

Η έννοια και το περιεχόμενο του όρου «υστερία» έχουν μεταβληθεί κατά τις τελευταίες
δεκαετίες, αλλά η διάκριση σε Μετατρεπεπτικές και Ψυχοαποσυνδετικές διαταραχές
διατηρεί την αξία της και χρησιμοποιείται στα δύο μεγάλα διεθνή ταξινομικά συστήματα,
αν και με τρόπους διαφορετικούς. Για λόγους απροσδιόριστους, το DSM-IV κατατάσσει
τις μετατρεπτικές διαταραχές και τις ταξινομεί στην ίδια ομάδα, στις σωματόμορφες
διαταραχές. Στο ICD-10 οι μετατρεπτικές διαταραχές περιλαμβάνονται στις
ψυχοαποσυνδετικές, των οποίων θεωρούνται υποκατηγορία, αλλά είναι αβέβαιο αν η
Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας θα διορθώσει στο μέλλον αυτό το πολύ σοβαρό
ταξινομικό ολίσθημα.

Ι. ΜΕΤΑΤΡΕΠΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ. Κατά γενική αποδοχή τα μετατρεπτικά


συμπτώματα προκύπτουν από μια διαδικασία κατά την οποία ο ασθενής τροποποιεί
ασυνείδητα τις οδυνηρές ψυχοσυναισθηματικές καταστάσεις που βιώνει σε σωματικά
συμπτώματα, κινητικά ή αισθητικά, καθώς και σε κλινικές εκδηλώσεις υποδυόμενες
σωματική νόσο. Η κλινική εικόνα ανταποκρίνεται στην αντίληψη που έχει για τη
διαταραχή που παρουσιάζει και όχι σε πραγματικές ανατομικολειτουργικές βλάβες. Την
αντίληψη αυτή συνήθως τη σχηματίζει από εμπειρίες της νόσου στο οικογενειακό ή στο
άμεσο κοινωνικό του περιβάλλον. Κάθε κοινωνία ανάλογα με την ιστορική και
πολιτιστική περίοδο στην οποία βρίσκεται διαθέτει μια «δεξαμενή συμπτωμάτων» τα
οποία είναι αποδεκτοί δείκτες νόσου από τον κοινωνικό περίγυρο και από την οποία θα
αντλήσουν οι υστερικοί ασθενείς τα συμπτώματά τους (Shorter 1992).
Στις σύγχρονες ταξινομήσεις υπάρχουν προβλήματα διάκρισης και ταξινόμησης
των μετατρεπτικών συμπτωμάτων και των σωματόμορφων διαταραχών. Τα
μετατρεπτικά συμπτώματα έχουν κάποια ομοιότητα κυρίως με νευρολογικά
συμπτώματα, ενώ οι σωματόμορφες διαταραχές υποδηλώνουν σωματικά συμπτώματα
που προσομοιάζουν σε σωματικές παθήσεις και γι’ αυτό πολλοί πιστεύουν ότι τα
μετατρεπτικά συμπτώματα είναι μια κατηγορία των σωματόμορφων διαταραχών. Σε
πολλές περιπτώσεις η αρχική διάγνωση της μετατρεπτικής διαταραχής χρειάζεται να
τροποποιηθεί σε σωματόμορφη διαταραχή. Η διάγνωση γίνεται δι’ αποκλεισμού της
ύπαρξης οργανικής νόσου σε συνδυασμό με ανίχνευση στρεσογόνου εμπειρίας στο
ιστορικό του ασθενούς. Ιστορικό υποχονδριακής υποβολιμότητας, ανίχνευση
δευτερογενούς κέρδους, μια εικόνα τύπου belle indifference, καταστάσεις κατά τις
οποίες το υποκειμενικό ενόχλημα δεν ανταποκρίνεται σε αντίστοιχη ανατομική βλάβη, ή
τα υποκειμενικά ενοχλήματα μεταβάλλονται κατά τις επαναλαμβανόμενες εξετάσεις, ή η
υποβολιμότητα του ασθενούς μεταβάλλει τα ευρήματα, είναι στοιχεία που μπορούν να
βοηθήσουν τη διάγνωση.
501

Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διάρκεια της διαγνωστικής διαδικασίας. Σε


αρκετές περιπτώσεις διαπιστώνεται η ύπαρξη καθαρά ιατρικής αιτιολογίας
συμπτωμάτων που χαρακτηρίσθηκαν μετατρεπτικά. Οι ιατροί συχνά μιλάνε για υστερία
για να καλύψουν την αδυναμία τους να καταλήξουν σε διάγνωση μιας σωματικής
νόσου. Ο κίνδυνος να θεωρηθεί μετατρεπτική διαταραχή μια οργανική νόσος κυμαίνεται
μεταξύ 15%-50% (Teasel and Shapiro 2002) με επικίνδυνες συνέπειες για τον ασθενή.
Παράγοντες που συντελούν στην κακή διάγνωση είναι η ύπαρξη ψυχιατρικού
ιστορικού, η ασυνήθιστη νευρολογική εικόνα, οι φυσιολογικές διαγνωστικές εξετάσεις,
το γυναικείο φύλο.

Μετατρεπτικές διαταραχές της αισθητικότητας. Συνήθως εμφανίζονται ως μείωση


της λειτουργικότητας, αν και μερικές φορές είναι ερεθιστικού τύπου. Χαρακτηριστικό
τους είναι η απουσία ανατομικού υποστρώματος των υποκειμενικών διαταραχών.
Αναισθησίες «κατά πλάκας» ή καθολικές, οι οποίες όμως δεν ακολουθούν καμία
ανατομική κατανομή αισθητικών νεύρων.
Δερμογραφισμός. Προκαλείται από τοπικό οίδημα λόγω διαστολής των αγγείων του
δέρματος μετά από μηχανικό ερεθισμό. Είναι δυνατόν να φτιάχνονται σχήματα στο
δέρμα με κατάλληλο όργανο που λειτουργεί ως γραφίδα ή ακόμη και με το νύχι. Τα
σχήματα γίνονται ορατά λίγα λεπτά μετά τη εγγραφή τους στο δέρμα. Μερικές φορές
το φαινόμενο παίρνει διαστάσεις παθολογικές (Urticaria Factitia).
Πόνος, συνήθως κοιλιακός, είναι δυνατόν να οδηγήσει σε πολλαπλές λαπαροτομίες.
Υστερική τύφλωση στο ένα ή στα δύο μάτια, ολική ή μερική με διατήρηση της κεντρικής
όρασης, που περιγράφεται σαν θόλωμα της όρασης ή όραση μέσα από σωλήνα.
Υστερική κώφωση. Παρέρχεται κατά τη διάρκεια του ύπνου.

Μετατρεπτικές διαταραχές της κινητικότητας. Περιλαμβάνουν ένα πλήθος


διαταραχών κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι η κινητική δυσλειτουργικότητα, που
μπορεί να φθάσει μέχρι και την κατάργηση της κινητικότητας, χωρίς να ανιχνεύονται
ανατομικές βλάβες και χωρίς να υπάρχουν ευρήματα από κλινικοεργαστηριακές
εξετάσεις.
Υστερικοί σπασμοί ή ψευδοεπιληψία. Κρίσεις απώλειας της συνειδήσεως με πτώση
στο έδαφος και τονικοκλονικούς σπασμούς σε υστερικούς ασθενείς ήταν συχνό
φαινόμενο μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες. Υπάρχει και σήμερα σημαντικός
επιπολασμός σε ιδιαίτερες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου πολιτισμικές ομάδες. Η
μεγάλη τους ομοιότητα με κλασικές grand mal επιληπτικές κρίσεις είχε οδηγήσει τους
κλινικούς σε πολύ σοβαρά διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα. Χαρακτηριστικές
κλινικές διαφορές μεταξύ υστερικής και γνήσιας επιληψίας είναι ότι η υστερική κρίση
εμφανίζεται παρουσία άλλων, ο ασθενής δεν πέφτει στο έδαφος τόσο επικίνδυνα όσο
ο επιληπτικός, δεν τραυματίζεται σοβαρά, δεν δαγκώνει τη γλώσσα του, δεν έχει
απώλεια ούρων και δεν παρουσιάζει τη χαρακτηριστική βυθιότητα και υπνηλία μετά
την κρίση. Ουσιαστική απάντηση στο πρόβλημα, αλλά όχι πάντοτε, δίδει το ΗΕΓ, οι
εξελιγμένες μορφές του οποίου, όπως το electro-cortico graphic video-EEG,
αποκαλύπτουν, όχι σπάνια, σύνθετες αναμεμειγμένες μορφές γνήσιων και
μετατρεπτικών επιληπτικών κρίσεων (Snyder 1994).
Υστερικές παραλύσεις. Μπορεί να εκδηλωθούν ως ημιπληγίες, μονοπληγίες, ακόμη και
παραπληγίες. Η παράλυση της κινητικής συσκευής και η ακύρωση κάποιας κινητικής
λειτουργίας επιτελείται σύμφωνα με την αντίληψη που έχει ο άρρωστος για το τι είναι
παράλυση. Δεν υπάρχει βλάβη, δεν ανιχνεύονται νευρολογικά ευρήματα ούτε
ηλεκτρομυογραφικές διαταραχές.
Υστερικός κόμβος. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η δυσκολία του ασθενούς στην
κατάπωση, επειδή αισθάνεται ότι ο οισοφάγος έχει κλείσει. Είναι μια μορφή υστερικής
δυσφαγίας.
Υστερική αστασία-αβασία. Κατά την εξέταση διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει μείωση της
μυϊκής ισχύος του ασθενούς. Της ίδιας τάξεως φαινόμενο είναι και η υστερική αταξία,
502

που χαρακτηρίζεται από έλλειψη συντονισμού των κινήσεων χωρίς νευρολογικά


ευρήματα.
Το υστερικό ραιβόκρανο, ο υστερικός βλεφαρόσπασμος και η υστερική καμπτοκορμία
ανήκουν στην κατηγορία των μυοσυσπάσεων μετατρεπτικού τύπου.
Υστερική ψευδοκύηση. Περιλαμβάνει συμπτώματα όπως αμηνόρροια και διόγκωση της
κοιλίας.
Υστερική αφωνία και δυσφωνία (βλ. διαταραχές ομιλίας).
Υστερική αλαλία (βλ. διαταραχές ομιλίας).
Υστερική εμβροντησία (βλ. ψυχοκινητικές διαταραχές).

Μετατρεπτικά συμπτώματα που υποδηλώνουν σωματική ασθένεια. Ο ασθενής


παρουσιάζει σωματική συμπτωματολογία που αντικατοπτρίζει τα συμπτώματα
ασθένειας προσώπου με το οποίο σχετίζεται ο υστερικός (π.χ. προκάρδια άλγη μετά
την επίσκεψη φίλου που πάσχει από έμφραγμα του μυοκαρδίου).

Μετατρεπτικά συμπτώματα σε έδαφος πραγματικής σωματικής νόσου. Αρκετό


διάστημα μετά την αποθεραπεία μιας οργανικής βλάβης στο ίδιο περίπου μέρος όπου
εδραζόταν η βλάβη αυτή εμφανίζονται συμπτώματα που δεν εξηγούνται ούτε από την
πορεία της νόσου ούτε από τα κλινικοεργαστηριακά ευρήματα. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα η ατροφία του Sudeck.

Διεκδίκηση ή νεύρωση αποζημίωσης. Χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση ή την


επιδείνωση συμπτωμάτων βεβαιωμένης σωματικής διαταραχής, ο δε ασθενής
υπεραπασχολείται με αιτιάσεις περί πρόκλησης πόνου και αναπηρίας, με επιδίωξη την
εργασιακή ανακούφιση ή την οικονομική αποζημίωση όταν πρόκειται περί ατυχήματος.
Αρκετοί μελετητές ισχυρίζονται ότι πολλοί από τους ασθενείς που παρουσιάζουν τη
λεγόμενη νεύρωση αποζημίωσης, αν δεν ήσαν ασφαλισμένοι, θα ήσαν υγιείς και θα
βρίσκονταν στις εργασίες τους. Θεωρούν δηλαδή την όλη φαινομενολογία σκόπιμη
αντίδραση με κίνητρο την αξιοποίηση της τραυματικής κατάστασης. Ωστόσο η άποψη
αυτή δεν έχει καθολική ισχύ, διότι υπάρχουν ασθενείς που δεν παρουσιάζουν
διεκδίκηση παρότι είναι ασφαλισμένοι, ενώ παρουσιάζουν διεκδίκηση ασθενείς που δεν
είναι ασφαλισμένοι. Πολλοί ασθενείς που καταφέρνουν να πάρουν συντάξεις
αναπηρίας κατατάσσονται σε μια εφ' όρου ζωής υποβάθμιση των δραστηριοτήτων
τους. Όταν συνεκτιμηθούν η κοινωνική και η οικονομική διάσταση, κάθε σημάδι
βελτιώσεως της νόσου μπορεί να επιφέρει το απειλητικό ενδεχόμενο ο ασθενής να
απολέσει τον ρόλο και μαζί το εισόδημά του. Η υποψία για υποκρισία με την οποία
αντιμετωπίζονταν τα θύματα καταστροφών που ζητούσαν αποζημίωση πρέπει να
εγκαταλειφθεί, διότι είναι πιθανό οι καταστροφές να προκάλεσαν πράγματι βαρύτατη
ψυχιατρική νόσο στους επιζήσαντες και στους πενθούντες. Ας σημειωθεί ακόμη ότι η
αποφυγή εργασίας στον υστερικό μπορεί να γίνει με την ακύρωση κάποιας κινητικής
λειτουργίας, ενώ στον ψυχαναγκαστικό η αποφυγή επιδιώκεται με χάσιμο χρόνου,
μεγάλες καθυστερήσεις στη δουλειά λόγω επαναλήψεων, πολλαπλών ελέγχων κ.λπ.

Υποκρισία ή προσποίηση (malingering). Είναι μια κατάσταση κατά την οποία


ψυχιατρικά ή σωματικά συμπτώματα ή ολοκληρωμένα νοσήματα συνειδητώς
επινοούνται ή υπερτονίζονται (επιυπόκριση) με σκοπό την επίτευξη κέρδους, κυρίως
σε σχέση με τη διεκδίκηση αποζημιώσεων ή την αποφυγή εργασίας, στρατιωτικών
υποχρεώσεων (Δεληγιαννάκης και συν 1970) ή ποινικής δίωξης. Στην πραγματικότητα
δεν πρόκειται περί νόσου αλλά περί συμπεριφοράς απάτης, η οποία κινητοποιείται
κυρίως –αλλά όχι μόνο– από τις περιστάσεις (σε προσποίηση νόσου είναι δυνατόν να
καταφύγουν και φυσιολογικά άτομα) και σε αρκετές περιπτώσεις από τη δομή της
προσωπικότητας του προσποιούμενου (π.χ. ιστριονική ή αντικοινωνική
προσωπικότητα).
503

Επαγγελματική νεύρωση. Περιλαμβάνει καταστάσεις που προκαλούνται από


υπερβολική χρησιμοποίηση μιας ομάδας μυών κατά τρόπο επαναληπτικό με
αποτέλεσμα την απώλεια της ικανότητας χρησιμοποίησης των μυών για την επιτέλεση
της συγκεκριμένης δραστηριότητας. Ο σπασμός των γραφέων είναι η συνηθέστερη
μορφή αυτής της νεύρωσης, υπάρχουν όμως και άλλες, όπως ο σπασμός του
δακτυλογράφου, του πιανίστα, του μουσικού, του παίκτη γκολφ κ.λπ.

Σπασμός των γραφέων. Είναι μια δυστονία που προσβάλλει τους μυς του χεριού,
σπανιότερα του αντιβραχίου, και εκδηλώνεται μόνο κατά το γράψιμο. Περιλαμβάνει
σπασμό, κράμπα, τρόμο, έλλειψη συντονισμού, παραισθησίες, κόπωση, αδυναμία και
εξάπλωση των συμπτωμάτων ακόμη και στο μη χρησιμοποιούμενο χέρι. Οι πρώτες
«επιδημίες» εμφανίσθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα στους Βρετανούς δημόσιους
υπαλλήλους και αποδόθηκαν στη χρήση της μεταλλικής πένας, που αντικατέστησε το
φτερό. Η σύγχυση περί του αν η βλάβη βρίσκεται στους τένοντες, τους μυς ή τα
περιφερικά νεύρα υπάρχει ακόμη. Το σύμπτωμα αυτό πρακτικώς είναι ανύπαρκτο σε
χώρες που για τη διαταραχή δεν προβλέπεται αποζημίωση.

ΙΙ. ΨΥΧΟΑΠΟΣΥΝΔΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ. Ονομάζονται και αποσυνδετικές ή


διασχιστικές ή διχαστικές διαταραχές. Εμφανίζονται ως επεισόδια των οποίων η έναρξη
και η λήξη είναι αιφνίδιες και συνδέονται με ή ακολουθούνται από ποικίλων βαθμών
επιλεκτική αμνησία. Χαρακτηρίζονται από μεταβολές της συνειδησιακής καταστάσεως
και του αισθήματος ταυτότητας του ασθενούς, χωρίς να υπάρχει ένδειξη κάποιας
σχετικής φυσικής νόσου. Το φαινόμενο της ψυχοαποσύνδεσης αφορά σκέψεις,
στάσεις, αναμνήσεις και άλλες ψυχολογικές δραστηριότητες, οι οποίες χάνουν τη σχέση
τους με το σύνολο των άλλων ψυχολογικών δραστηριοτήτων ή με το υπόλοιπο της
προσωπικότητας και αποχωρίζονται, έτσι ώστε να λειτουργούν λίγο ή πολύ
ανεξάρτητα. Ασύμβατες με τις εκδηλώσεις της υπόλοιπης προσωπικότητας, μπορεί
εντούτοις να συνυπάρχουν μαζί τους και να συγκρούονται φανερά. Το αποτέλεσμα
είναι η συμπεριφορά του ασθενούς να αυτοματοποιείται και να καθίσταται ιδιαζόντως
παράξενη, και ενίοτε –σπανιότατα– εγκληματική. Ψυχοαποσυνδετικά φαινόμενα είναι
δυνατόν να εκδηλωθούν στο πλαίσιο και άλλων διαταραχών, όπως στην
ψυχοτραυματική νεύρωση, σε διαταραχές προσωπικότητας, σε διαταραχές
σωματοποίησης, κατά τη χρήση ορισμένων ουσιών, σε συναισθηματικές διαταραχές,
σε ψυχώσεις κ.λπ. Γενικώς η επιδημιολογία τους τόσο στον γενικό πληθυσμό όσο και
σε ιδιαίτερες ψυχοπαθολογικές ομάδες δεν έχει μελετηθεί ικανοποιητικά.
Η αιτιοπαθογένειά τους είναι σκοτεινή. Οι περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι οι
ψυχοαποσυνδετικές διαταραχές, όπως όλες οι υστερικές καταστάσεις, συνδέονται
στενά με ψυχοτραυματικά γεγονότα, κυρίως με την κακοποίηση κατά την παιδική
ηλικία, και φαίνεται ότι υπηρετούν έναν ασυνείδητο σκοπό. Πιθανόν να λειτουργούν ως
προστατευτικού χαρακτήρα απαντήσεις σε ανυπόφορες αναμνήσεις ψυχοτραυματικών
γεγονότων. Άλλοι υποστηρίζουν ότι τα ψυχοαποσυνδετικά φαινόμενα είναι ψυχολογικά
ισοδύναμα μιας επιληπτικόμορφης εγκεφαλικής δραστηριότητας (Pontius 2003). Στην
κατηγορία των ψυχοαποσυνδετικών διαταραχών περιλαμβάνονται η
Ψυχοαποσυνδετική αμνησία, οι Φυγές και πλανήσεις, η Ψυχοαποσυνδετική διαταραχή
της προσωπικότητας, η Λυκοφωτική κατάσταση, το Σύνδρομο Ganser ή υστερική
ψευδοάνοια, οι Εκστασιακές καταστάσεις και η Υπνοβασία. Η αλλοιοπροσωπία και η
αποπραγματοποίηση ταξινομούνται κατά ποικίλους τρόπους, αλλά επειδή η
φαινομενολογία τους πλησιάζει πολύ τις ψυχοαποσυνδετικές καταστάσεις, κρίθηκε ότι
θα μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτήν την κατηγορία.

Ψυχοαποσυνδετική αμνησία ή Αμνησία μετά από ισχυρή ψυχοκαταπόνηση. Ο


ασθενής δεν θυμάται τίποτε από ό,τι συνέβη κατά τη διάρκεια ενός ψυχοτραυματικού
επεισοδίου. Η έκταση της αμνησίας δεν είναι σταθερή. Σπανίως είναι πλήρης και
γενικευμένη, συχνότερα αφορά μόνο το γεγονός και μερικά από τα περιβάλλοντα αυτό
στοιχεία. Τα κενά μνήμης διαρκούν από μερικά λεπτά μέχρι και μερικές ημέρες. Ο
504

ασθενής έχει επίγνωση της προσωπικής του ταυτότητας κατά τη διάρκεια του
επεισοδίου της αμνησίας, η συμπεριφορά του είναι καλά οργανωμένη και σε αρμονία
με τις συνθήκες του περιβάλλοντος και, παρά την αμηχανία και την όποια δυσφορία,
δέχεται σε γενικές γραμμές καλά την κατάσταση αυτή. Πρόκειται συνήθως για αμνησία
οπισθοχωρητική και τροποποιείται με την ύπνωση, την υποβολή και τη συναισθηματική
εκτόνωση κατά την ψυχοθεραπεία (Nemiah 1989). Πολλά τέτοια περιστατικά έχουν
καταγραφεί στους πολέμους ως συνέπεια της ψυχοκαταπόνησης της μάχης.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται (Torrie 1944) ότι κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
αμέσως ύστερα από μια σειρά μάχες στο μέτωπο της Β. Αφρικής, περίπου 5% των
στρατιωτών δεν είχαν καμία ανάμνηση των γεγονότων που είχαν διαδραματισθεί στο
εντελώς πρόσφατο ποαρελθόν. Αρκετά άτομα (άνω του 38%) λησμονούν το γεγονός
ότι υπήρξαν θύματα παιδικής κακοποίησης κατά το μακρινό παρελθόν, και αρκετοί
μελετητές αποδίδουν αυτή τη λήθη σε κάποια μορφή ψυχοαποσυνδετικής αμνησίας.
Πάντως έχει αμφισβητηθεί η εγκυρότητα των αναμνήσεων που σχετίζονται με την
παιδική κακοποίηση. Υποστηρίχθηκε μάλιστα η άποψη ότι σε ποικίλες καταστάσεις
αλλά και κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας είναι δυνατόν να δημιουργηθούν ψευδείς
αναμνήσεις κακοποίησης (Bremmer et al 1996) μέσα στο πλαίσιο αυτού που
ονομάσθηκε σύνδρομο λανθασμένης ανάμνησης (false memory syndrome).

Φυγές και πλανήσεις. Όπως όλες οι υστερικές καταστάσεις, το φαινόμενο εμφανίζεται


αιφνιδίως υπό το βάρος ισχυρής ψυχοκαταπόνησης (οικογενειακά και οικονομικά
προβλήματα, καταστροφές, πόλεμος) και παρέρχεται επίσης αιφνιδίως. Ο άρρωστος
παρουσιάζει απώλεια μνήμης για συγκεκριμένα πράγματα, χάνει την αίσθηση της
προσωπικής του ταυτότητας και φεύγει περιπλανώμενος επί ώρες ή και ημέρες. Εδώ
ανήκει η περίφημη αμνησία του «ταξιδιώτη χωρίς βαλίτσες» που εντάσσεται στο
πλαίσιο μιας ψυχοαποσυνδετικής αμνησιακής κατάστασης. Προηγείται κάποιος βαθμός
κατάθλιψης, που σχετίζεται με τα ψυχοτραυματικά γεγονότα. Κατά τη διάρκεια του
επεισοδίου η συμπεριφορά του ασθενούς είναι καλά οργανωμένη, προσαρμοσμένη
στις περιστάσεις, παρά την απουσία επίγνωσης της προσωπικής ταυτότητας, και
φαίνεται να κατευθύνεται από ένα ασυνείδητο κίνητρο απόδρασης από μία αφόρητη
κατάσταση. Ο ασθενής μετά τη λήξη του επεισοδίου δεν θυμάται τίποτε από τα
γεγονότα που συνέβησαν. Σε σπάνιες περιπτώσεις ο ασθενής αποβάλλει την παλαιά
του ταυτότητα και αποκτά καινούργια. Ο Stengel (1941) υποστήριξε ότι οι φυγές μπορεί
να είναι συμβολικά ισοδύναμα της αυτοκτονίας. Η υστερική φυγή πρέπει να
διαφοροδιαγνωσθεί από την περιπλάνηση του ανοϊκού, ο οποίος δεν θυμάται πού
βρίσκεται το σπίτι του και ψάχνει αγωνιωδώς να το βρει, ή από μια ψυχοκινητική μορφή
επιληψίας συνοδευόμενης από αυτοματική κινητική συμπεριφορά. Η ψυχοκινητική
επιληψία είναι βραχείας διάρκειας, συνήθως ολίγων λεπτών, και πριν από την
προσβολή είναι δυνατόν να προηγηθεί η κλασική κροταφική αύρα· υπάρχει ακόμη
θόλωση της συνειδήσεως, πτωχή εκτίμηση της πραγματικότητας, ενώ η συμπεριφορά
είναι άσκοπη και άστοχη για την περίσταση. Αντίθετα η υστερική φυγή διαρκεί από
μερικές ώρες μέχρι μερικές ημέρες, δεν υπάρχει θόλωση της συνειδήσεως, η εκτίμηση
της πραγματικότητας είναι ικανοποιητική και η συμπεριφορά καλά οργανωμένη.

Ψυχοαποσυνδετική διαταραχή της προσωπικότητας ή Πολλαπλή


προσωπικότητα. Αναφέρεται πολύ σπάνια, η εμφάνισή της παρατηρείται σε ποσοστό
που δεν υπερβαίνει το 0,5% του συνόλου των ψυχιατρικών ασθενών, ενώ από
πολλούς έχει αμφισβητηθεί ως ψυχοπαθολογική οντότητα (Merskey 1992). Το
χαρακτηριστικό σε αυτήν την πολύ εντυπωσιακή και θεαματική κατάσταση είναι ότι στο
ίδιο άτομο εμφανίζονται και αποκτούν πλήρη έλεγχο της συμπεριφοράς του εναλλάξ
δύο ή περισσότερες (έχουν αναφερθεί μέχρι και 20!) διακριτές προσωπικότητες,
καθεμιά από τις οποίες έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, τις δικές της στάσεις,
προτιμήσεις, αναμνήσεις και συμπεριφορές. Η κάθε προσωπικότητα δεν έχει
πρόσβαση σε στοιχεία της άλλης, της οποίας συνήθως δεν έχει επίγνωση. Η διαταραχή
σχετίζεται με ισχυρά ψυχοτραυματικά γεγονότα, κυρίως σεξουαλική κακοποίηση, και η
505

συντριπτική πλειονότητα των ασθενών είναι γυναίκες. Η κλινική εικόνα διαμορφώνεται


μέσα στο πλαίσιο μιας σειράς συμπτωμάτων και συμπεριφορών, όπως καταθλιπτικό
συναίσθημα, ιδέες και απόπειρες αυτοκτονίας, διαταραχές συγκέντρωσης και
προσοχής, εξάντληση, επεισόδια με κλάμα, αϋπνία, εφιάλτες και μερικές φορές
υπναγωγικές και υπνοπομπικές ψευδαισθήσεις.

Λυκοφωτική κατάσταση (Twilight state). Επεισοδιακή, αιφνίδια, μεταβολή του πεδίου


συνειδήσεως του ασθενούς, ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση συναισθηματικής
φορτίσεως και ενεργεί κάτω από την επήρεια ισχυρών συγκινησιακών πιέσεων που
προκαλούνται από ζωηρές αναμνησιακές αναμοχλεύσεις παλαιών ψυχοτραυματικών
γεγονότων. Ο ασθενής είναι δυνατόν να βιώνει σκηνές γεγονότων όχι μόνο
προσωπικού αλλά και αποκαλυπτικού ή ιστορικού χαρακτήρα, τα οποία είναι σαν να
έχουν εισβάλει στον χώρο του πραγματικού και προσλαμβάνουν ψευδαισθητωσικό
χαρακτήρα. Το επεισόδιο, εξόχως εντυπωσιακό, είναι δυνατόν να παραταθεί μέχρι και
2-3 ώρες.

Σύνδρομο Ganser ή υστερική ψευδοάνοια. Παρατηρήθηκε σε φυλακισμένους που


επρόκειτο να δικασθούν ή σε θανατοποινίτες λιποτάκτες της μάχης στον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην κλινική του φαινομενολογία είναι μια απομίμηση της άνοιας
σε μορφή καρικατούρας. Ο ασθενής βρίσκεται σε μια κατάσταση για την οποία είναι
τελείως αδιάφορος, που μοιάζει λυκοφωτική, και όταν του υποβάλλονται ακόμη και
απλοϊκές ερωτήσεις δίδει απαντήσεις κατά προσέγγισιν ή γελοίες (π.χ. το άλογο έχει
πέντε πόδια) και συμπεριφέρεται κατά παράδοξο ή παιδόμορφο τρόπο, ο οποίος δίδει
την εντύπωση βαριάς και γελοιογραφικής άγνοιας της πραγματικότητας (Καράβατος και
συν 2002). Είναι δυνατόν η όλη κατάσταση να συνοδεύεται από ψευδαισθήσεις και
αμνησία. Η διάρκειά της είναι σύντομη και ο άρρωστος, όταν συνέρχεται, δεν έχει καμία
απολύτως ανάμνηση από την κατάσταση που προηγήθηκε.

Εκστασιακές καταστάσεις (Trance states). Ο ασθενής χάνει την αίσθηση της


προσωπικής του ταυτότητας, καθώς και των χωροχρονικών συντελεστών του φυσικού
και κοινωνικού του περιβάλλοντος, καταλαμβάνεται από ακραία ανάμεικτα
συναισθήματα χαράς και αγωνίας και δρα σαν ζόμπι, σαν να έχει καταληφθεί από
κάποια «δύναμη». Παρατηρούνται σε ποικιλία ψυχοπαθολογικών καταστάσεων εκτός
της υστερικής νεύρωσης, όπως ψυχωσικά επεισόδια, χρήση ψυχωσεομιμητικών
ουσιών κ.λπ. Είναι επίσης συχνές και σε διάφορες μαγικοθρησκευτικές και πολιτιστικού
τύπου θρησκευτικές τελετουργίες, στις οποίες περιλαμβάνεται και χρήση ψυχοτρόπων
ουσιών (Τζαβάρας 2005).

Γλωσσολαλία. Το ψυχικό φαινόμενο της ομιλιακής εκφοράς φωνηματικών εκφράσεων


που δίνουν την εντύπωση ξένης ομιλούμενης γλώσσας (ψευδογλώσσα) αλλά
στερούνται συντακτικής συνοχής και οποιασδήποτε σημασίας. Το φαινόμενο είναι
γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων μέσα στο πλαίσιο θρησκευτικών τελετουργιών και
παρουσιαζόταν ως στοιχείο θρησκευτικής εκστάσεως. Σύμφωνα με τη χριστιανική
θρησκεία, το να μιλάει κάποιος ξαφνικά ξένες γλώσσες αποτελεί ένδειξη ότι
ξαναγεννήθηκε ως γνήσιος χριστιανός, κατεχόμενος από το άγιο πνεύμα. Από
ψυχοπαθολογική άποψη (Grady and Loewenthal 1997, Τζαβάρας 2005) παρατηρείται
σε ψυχοαποσυνδετικές καταστάσεις και σε ψυχωσικές συνδρομές, ωστόσο άλλοι
μελετητές δεν έχουν διαπιστώσει ψυχοπαθολογία (Spanos et al 1986) και
υποστηρίζουν ότι πρόκειται περί συμπεριφοράς που μαθαίνεται σε θρησκευτικά
περιβάλλοντα.

Αλλοιοπροσωπία και Αποπραγματοποίηση. Είναι καταστάσεις που


χαρακτηρίζονται από υποκειμενικές εμπειρίες αλλοίωσης της πραγματικότητας όσον
αφορά τον εαυτό ή το εξωτερικό περιβάλλον. Συνήθως συνυπάρχουν, αλλά είναι
δυνατόν να εμφανισθούν και ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Εμφανίζονται συχνά και
506

σε φυσιολογικά άτομα κατά τη διάρκεια μεγάλης σωματικής ή ψυχικής κοπώσεως ή


ισχυρού ψυχοτραυματικού γεγονότος. Η διάρκειά τους σε αυτές τις περιπτώσεις είναι
πολύ μικρή, από μερικά λεπτά μέχρι λίγες ώρες. Στις παθολογικές περιπτώσεις είναι
δυνατόν να παραταθούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα ετών ή και δεκαετιών.
Συνηθέστερα παρατηρούνται στις αγχώδεις διαταραχές, ιδιαίτερα στις κρίσεις πανικού,
σε ορισμένες νευρώσεις, κυρίως τις καταθλιπτικές και τις υστερικές, καθώς και σε
πάσχοντες από ποικίλα ψυχωσικά σύνδρομα και οργανικές διαταραχές όπως
κροταφική επιληψία.
Αλλοιοπροσωπία (depersonalisation) είναι η δυσάρεστη, ισχυρή υποκειμενική
εντύπωση ότι ο σωματικός εαυτός, στο σύνολό του ή κατά τμήματα, έχει αλλάξει
διαστάσεις και μορφή, ή έχει αποξενωθεί από τον ψυχικό εαυτό (Schilder 1920), με
αποτέλεσμα το άτομο να κυριαρχείται από συναισθήματα φόβου και μη
πραγματικότητας της ύπαρξής του, να αισθάνεται σαν να μην είναι πραγματικός
άνθρωπος αλλά κάτι σαν μαριονέτα, σαν αυτόματο, χωρίς να μπορεί να νιώσει
συναισθήματα μίσους ή αγάπης.
Κατά την αποπραγματοποίηση (derealisation) το εξωτερικό περιβάλλον, η φυσική ή η
κοινωνική πραγματικότητα, εμφανίζεται στον ασθενή σαν ξένο, σαν ένα σκηνικό, και
οι άνθρωποι σαν ηθοποιοί που παίζουν ρόλους. Οι ασθενείς διατηρούν πλήρη
επίγνωση του παθολογικού και υποκειμενικού χαρακτήρα των βιωμάτων τους
(Hunter et al 2004). Επομένως δεν πρέπει αυτές οι καταστάσεις να συγχέονται με
παραληρητικές ιδέες που αφορούν το σώμα ή με διαταραχές των ορίων του εγώ που
παρατηρούνται στη σχιζοφρένεια.

Θεραπεία των υστερικών διαταραχών. Η οργάνωση μιας θεραπευτικής στρατηγικής


των υστερικών διαταραχών, κυρίως των μετατρεπτικών, περιλαμβάνει προσπάθειες να
μειωθούν τα πλεονεκτήματα που αντλεί ο πάσχων από την ιδιότητά του ως ασθενούς
και ταυτόχρονα να μειωθούν τα μειονεκτήματα από το ενδεχόμενο τού να είναι υγιής.
Αυτή η διαδικασία απαιτεί προσεκτική και λεπτομερή διερεύνηση ώστε να
αποσαφηνισθούν οι επιπτώσεις και των δύο καταστάσεων στον ασθενή. Αν το στρες το
οποίο οδήγησε στην υιοθέτηση του ρόλου του ασθενούς είναι παροδικού χαρακτήρα,
δεν χρειάζονται πολλές προσπάθειες, αφού η πρόγνωση είναι καλή. Αν τα
πλεονεκτήματα της ασθένειας είναι ουσιαστικά και διαρκή, τότε θα χρειασθούν πολύ
προσεκτικά οργανωμένες προσπάθειες και η συμμετοχή των συγγενών του ασθενούς
θα καταστεί αναγκαία. Στα θεραπευτικά μέτρα περιλαμβάνονται:
Αγχόλυση. Επειδή τα νευρωσικά συμπτώματα, ακόμη και τα υστερικά, είναι κατά
κάποιον τρόπο μορφές αμύνης κατά του άγχους, είναι φανερό ότι η μείωση του
άγχους τείνει να μειώσει την ένταση των συμπτωμάτων.
Υποστηρικτική ψυχοθεραπεία. Πολλές φορές ίσως είναι χρήσιμο να δοθεί η «θεραπεία»
που χρειάζεται η «αρρώστια», π.χ. εντατική φυσιοθεραπεία στο παράλυτο χέρι, αλλά
αυτή η προσέγγιση έχει αμφισβητηθεί εντόνως επειδή ουσιαστικά καλλιεργεί στον
ασθενή την αίσθηση ότι πάσχει από σωματική νόσο και έτσι εμποδίζεται η κατανόηση
του πραγματικού του προβλήματος.
Ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία. Χωρίς παλινδρόμηση δεν υπάρχει νεύρωση και
επομένως η γνώση των αιτίων που προκάλεσαν την παλινδρόμηση μπορεί να
αποτελέσει τη βάση της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας. Εστιακά υστερικά
συμπτώματα συχνά απαιτούν ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, στόχος της οποίας είναι
να φέρει στην επιφάνεια της συνειδήσεως καταπιεσμένες αναμνήσεις που σχετίζονται
με την εκδήλωσή τους. Γενικώς οι υστερικές διαταραχές είναι το προσφιλέστερο πεδίο
δράσης των ψυχαναλυτών.
Υπνωτισμός. Πρώτος ο Charcot χρησιμοποίησε τον υπνωτισμό στην υστερία,
περισσότερο ως ερευνητική μέθοδο και λιγότερο ως θεραπευτικό εργαλείο.
Χρησιμοποιείται ακόμη από μικρούς αριθμούς θεραπευτών, κυρίως στις ανατολικές
ευρωπαϊκές χώρες και λιγότερο στην Αγγλία και στη Γαλλία.
507

Συναισθηματική-συγκινησιακή εκφόρτιση (abreaction: εκδραμάτιση, ψυχοκάθαρση). Με


τη χορήγηση οριακής γενικής αναισθησίας γίνεται προσπάθεια αναβίωσης γεγονότων
που σχετίζονται με τα συμπτώματα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Η, ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ Χ, ΚΟΥΡΕΤΑΣ Ν. (1970). Υπόκρισις ψυχικών νοσημάτων εν τω
στρατώ και διαφοροδιαγνωστικαί δυσχέρειαι. Ιατρ Επιθ Ενόπλων Δυνάμεων, 4:815-828.
ΚΑΡΑΒΑΤΟΣ Α, ΝΑΣΙΚΑ Ζ, ΠΕΤΡΙΚΗΣ Π, ΣΑΒΒΙΔΟΥ Ι. (2002). Παλαιές και σύγχρονες νοσογραφικές
«περιπέτειες» του συνδρόμου Ganser. Ψυχιατρική 13:97-105.
ΤΖΑΒΑΡΑΣ Θ. (2005). Έκσταση, καταπληξία, γλωσσολαλία. Σύναψις 2:15-19.

BREMMER DJ, KRYSTAL JH, CHARNEY DS, SOUTHWICK SM. (1996). Neural Mechanisms in Dissoci-
ative Amnesia for Childhood Abuse: Relevance to the Current Controversy Surrounding the "False
Memory Syndrome" Am. J. Psychiatry 153(7):71-82.
BROOME MR. (2004). A neuroscience of hysteria? Curr Opin Psychiatry 17:465-469.
FREUD S. (1895). Sudies on Hysteria. Werke Imago publishing.
GRADY B, LOEWENTHAL KM. (1997). Features associated with speaking in tongues (glossolalia). Br J
Med Psychol 70(2):185-191.
HUNTER ECM, SIERRA M, DAVID AS. (2004). The epidemiology of depersonalisation and derealisation.
A systematic review. Social Psychiatry and Psychiatric Epidemiology 39:9-18.
JANET P. (1907). The major symptoms of hysteria. McMillan, New York.
MECHANIC D. (1966). Response factors in illness: the study of illness behavior. Social Psychiatry 1(1):11-
20.
MERSKEY H. (1992). The manufacture of personalities. The production of multiple personality disorder.
British Journal of Psychiatry 160:327-340.
NEMIAH JC. (1989). Janet redivirus: the centenary of L' automatisme psychologique. Am J Psychiatry
146:1527-1529.
PONTIUS AA. (2003). From volitional action to automatized homicide: Changing levels of self and con-
sciousness during partial limbic seizures. Aggression and Violent Behavior 8:547-561.
ROEFOLS K, KEIJSERS GPJ, et al (2002). Childhood abuse in patients with conversion disorder. Am J
Psychiatry 159:1908-1913.
SCHILDER P. (1920). Medizinische Psychologie. Berlin. Translated (1953) as Medical Psychology by D.
Rapaport. New York. International Universities Press.
SHORTER E. (1992). From paralysis to Fatigue: A History of Psychosomatic illness in Modern Era.
NY:Free Press.
SNYDER SL. (1994). Commentary: Contra Pseudoseizure. The problem of Intention in Nonepileptic
events. General Hospital Psychiatry 16:248-250.
SPANOS NP, CROSS WP, LEPAGE M, CORISTINE M. (1986). Glossolalia as Learned Behavior: An Ex-
perimental Demonstration. J. Abnorm. Psychol. 95(1):21-23.
STEFANIS C, MARKIDIS M, CHRISTODOULOU G. (1976). Observations on the evolution of the Hysteri-
cal Symptomatology. Brit J Psychiat 128:269-275.
STENGEL E. (1941). On the aetiology of the fugue state. Journal of Mental Science, 87:572-599.
TEASELL RW, SHAPIRO AP. (2002). Misdiagnosing Conversion Disorders. Am J Phys Med Rehabil
81:236-240.
TORRIE A. (1944). Psychosomatic casualties in the Middle East. Lancet 29:139-143.
508

62. ΣΩΜΑΤΟΜΟΡΦΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Σε έναν μεγάλο αριθμό ασθενών από εκείνους που ζητούν ιατρική φροντίδα σε
πρωτοβάθμιο επίπεδο για μια σειρά σωματικών ενοχλημάτων, δεν είναι δυνατόν να
τεθεί διάγνωση σωματικής νόσου. Οι σωματόμορφες διαταραχές περιλαμβάνουν μια
ετερογενή ομάδα διαγνώσεων που κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η παρουσίαση από
τους ασθενείς σωματικών ενοχλημάτων που υποδηλώνουν κάποια σωματική νόσο, για
τα οποία όμως δεν υπάρχει εξήγηση και αιτιολόγηση από τον ιατρό, αφού δεν
ανιχνεύονται κατά την εξέταση οργανικές βλάβες ούτε τα κλινικοεργαστηριακά
ευρήματα επιβεβαιώνουν την υπόνοια νόσου που να πυροδοτείται από ή να
συσχετίζεται με τα υποκειμενικά ενοχλήματα του ασθενούς. Εκτός από τα σωματικά
συμπτώματα οι ασθενείς με σωματόμορφες διαταραχές παρουσιάζουν και
επιπρόσθετα χαρακτηριστικά: Έχουν μια ισχυρή τάση να παρερμηνεύουν σωματικές
λειτουργίες και ήπια σωματικά ενοχλήματα ως σημάδια σοβαρής νόσου. Εστιάζουν
επιλεκτικά την προσοχή τους σε σωματικές λειτουργίες και αισθήσεις και μερικοί
φθάνουν στο σημείο να μετατρέπονται σε ραντάρ των λειτουργιών του σώματός τους.
Το παραμικρό που θα ανακαλύψουν θα χρησιμοποιηθεί για «επιβεβαίωση» των
ανησυχιών τους. Παρουσιάζουν μεγάλη δυσανεξία και στα ηπιότερα ενοχλήματα (π.χ.
η θερμότητα του πέλματος μετά από μετρίως κοπιαστικό βάδισμα). Παρά τις αρνητικές
κλινικές και εργαστηριακές εξετάσεις, συνεχίζουν να πιστεύουν ότι τα συμπτώματά τους
προκαλούνται από κάποια οργανική αιτία. Τείνουν στην αναζήτηση ιατρικής διάγνωσης
από πολλούς ιατρούς (doctor shopping), και στον εξαναγκασμό των ιατρών στη
διενέργεια μη αναγκαίων εξετάσεων και στη χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων.

Ο όρος «σωματόμορφες διαταραχές» εισήχθη στην ψυχιατρική νοσολογία κατά τη


δεκαετία του 1980 στο πλαίσιο της προσπάθειας της Αμερικανικής Ψυχιατρικής
509

Εταιρείας να καταργηθεί ο γενικότερος όρος «νεύρωση», ώστε να δημιουργηθεί μια


άλλη «αθεωρητική» βάση για την ψυχιατρική νοσολογία. Αποδείχτηκε ότι αυτή η
αλλαγή όχι μόνο δεν πρόσφερε τίποτα, αλλά περιέπλεξε το ζήτημα της ταξινόμησης
των νευρωσικών διαταραχών (Πετρίκης και Βασάλος 2006). Στην επίσημη νοσολογία
των δύο μεγάλων ταξινομικών συστημάτων (DSM-IV και ICD-10) προστέθηκε η ομάδα
«σωματόμορφες διαταραχές» ως νοσολογική κατηγορία. Το DSM-IV στην κατηγορία
αυτή περιλαμβάνει τη διαταραχή σωματοποίησης, την αδιαφοροποίητη σωματόμορφη
διαταραχή, την υποχονδριακή διαταραχή, τη σωματοδυσμορφική διαταραχή, τη
μετατρεπτική διαταραχή και τη διαταραχή χρόνιου άλγους. Οι ιατροί των άλλων
ειδικοτήτων, οι οποίοι βλέπουν πολύ συχνότερα από τους ψυχιάτρους αυτές τις
διαταραχές, προτιμούν όρους όπως: ανεξήγητα σωματικά συμπτώματα ή λειτουργικά
σωματικά συμπτώματα, που είναι πολύ σωστότεροι. Οι ψυχίατροι χρησιμοποιούν τον
κλασικό όρο υποχονδριακή διαταραχή ή υποχονδρίαση.

Επιδημιολογία. Οι εν λόγω διαταραχές είναι συχνότατες στα ιατρεία της πρωτοβάθμιας


φροντίδας, τα οποία υπερφορτώνονται από τέτοια περιστατικά· καθώς επιβάλλουν
πλήθος εργαστηριακών εξετάσεων, τα περιστατικά αυτά αυξάνουν σημαντικά το
κόστος της ιατρικής φροντίδας. Ένας στους έξι εξεταζόμενους από γενικούς ιατρούς
(de Waal 2004) παρουσιάζει εικόνα σωματόμορφης διαταραχής. Είναι συχνότερες στις
γυναίκες και σε άτομα που προέρχονται από κατώτερα μορφωτικά και κοινωνικά
στρώματα. Οι ψυχίατροι έρχονται σε επαφή με αυτά τα περιστατικά από δεύτερο χέρι
και οι ιατροί των άλλων ειδικοτήτων είναι σαφώς απογοητευμένοι από την επιφανειακή
αντίληψη που έχουν οι ψυχίατροι γι’ αυτές τις διαταραχές και για την αδυναμία τους να
προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια.

Συννοσηρότητα. Οι πάσχοντες από νευρωσικό άγχος παρουσιάζουν ποικίλα


σωματόμορφα συμπτώματα, όπως κόπωση, διάχυτα άλγη, έκτακτες συστολές κ.λπ.
Ιδιαίτερα συχνά είναι τα σωματικά συμπτώματα στους καταθλιπτικούς ασθενείς. Από
την άλλη μεριά, και οι πάσχοντες από σωματόμορφη διαταραχή παρουσιάζουν πολύ
συχνά συμπτώματα κατάθλιψης ή ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης, ενώ πολλοί από
αυτούς έχουν χαρακτηριστικά ιστριονικής προσωπικότητας (Rost et al 1992).
Υπάρχουν ενδείξεις ότι σωματόμορφες διαταραχές είναι δυνατόν να προηγηθούν της
εμφάνισης ενός καταθλιπτικού επεισοδίου και η σωστή διάγνωση σε αυτές τις
περιπτώσεις έχει μεγάλη σημασία για την πρόληψη και την έγκαιρη αντιμετώπιση της
κατάθλιψης.

Θεραπεία. Δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία των σωματόμορφων διαταραχών,


αλλά σε μεγάλο ποσοστό ασθενών, άνω του 50% (Creed and Barsky 2004),
παρατηρείται ανεξήγητη ύφεση ή και εξαφάνιση των συμπτωμάτων για μικρά ή μεγάλα
χρονικά διαστήματα. Τελευταία στις θεραπευτικές προσπάθειες, παράλληλα με
υποστηρικτικού-γνωσιακού τύπου ψυχοθεραπευτικούς χειρισμούς, έχουν
χρησιμοποιηθεί και σεροτονινεργικοί φαρμακευτικοί παράγοντες.

Υποχονδρίαση ή Υποχονδριακή διαταραχή. Είναι η συνεχής ενασχόληση περί την


σωματική ή και ψυχική υγεία συνοδευόμενη από φόβο επικείμενης ή ήδη
εγκατεστημένης νόσου ή δυσμορφίας, χωρίς να αναχαιτίζεται από τις αρνητικές ιατρικές
εξετάσεις και τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις των ιατρών. Μπορεί να είναι τμήμα
ενός άλλου συνδρόμου, συνήθως κατάθλιψης, ή να είναι πρωτογενής διαταραχή.
Διακρίνεται στη νευρωσική και την παραληρηματική υποχονδρίαση. Η νευρωσική
μορφή εκφράζεται ως φόβος της νόσου (νοσοφοβία) και περισσότερο συνδέεται με
συμπτώματα άγχους, ενώ η παραληρηματική υποχονδρίαση, στην οποία
περιλαμβάνεται και η δυσμορφοφοβία (βλ. παραληρητική ή ψυχωσική υποχονδρίαση
στο σχετικό κεφάλαιο), συνδέεται με την απόλυτη βεβαιότητα του ασθενούς ότι μια
σειρά από συμπτώματα για τα οποία παραπονείται οφείλονται σε συγκεκριμένη νόσο
(Kellner et al 1992) την οποία δεν μπορούν να διαγνώσουν οι ιατροί ή τη γνωρίζουν
510

αλλά την αποκρύπτουν. Συχνότερα συμπτώματα για τα οποία παραπονούνται οι


υποχονδριακοί ασθενείς και τα οποία τους οδηγούν σε σκέψεις ότι πάσχουν από
κάποια νόσο είναι: κοιλιακά άλγη, ναυτία, φούσκωμα, τάση προς έμετο, διάρροια,
δυσπεψία, ρεψίματα, δύσπνοια, ταχύπνοια, ταχυπαλμία, δυνατοί παλμοί, πόνος στο
στήθος, δυσκαταποσία, διαταραχές της όρασης, λιποθυμική τάση, δυσκολία στο
βάδισμα, μυϊκή αδυναμία, δυσπαρεύνια, επώδυνη εμμηνορυσία, ακαταστασία στον
κύκλο, δυσουρία, συχνουρία. Οι υποχονδριακοί μοιάζουν πολύ με τους
ιδεοψυχαναγκαστικούς κατά το ότι κατέχονται από ιδεοληψίες νόσου και υποκύπτουν
σε ψυχαναγκαστικούς ελέγχους της υγείας τους. Τα ιστορικά υποχονδριακών ασθενών
αποκαλύπτουν ότι τους είχαν δοθεί ποικίλες διαγνώσεις από διαφορετικούς ιατρούς.
Μερικοί από αυτούς τους ασθενείς έχουν υποστεί και σοβαρές θεραπευτικές
παρεμβάσεις, ακόμη και χειρουργικές, για υποτιθέμενη αλλά μη υπάρχουσα σωματική
νόσο.

Διαταραχή σωματοποίησης. Ο όρος σωματοποίηση είναι μετάφραση στην αγγλική


(somatization) του γερμανικού όρου organsprache (η ομιλία του οργάνου), που
προτάθηκε το 1911 από τον Steckel για να περιγραφεί η επιρρέπεια ενός οργάνου
προς νόσηση (Steckel 1943, Πετρίκης και Βασάλος 2006), ενώ αργότερα έλαβε τη
σύγχρονη σημασία του, δηλαδή σωματικά συμπτώματα που εκφράζουν το αποτέλεσμα
ψυχικών συγκρούσεων. Τα τελευταία χρόνια τα ταξινομικά συστήματα ανέδειξαν τη
σωματοποίηση, εκτός από μηχανισμό άμυνας του εγώ, και σε νοσολογική οντότητα
που καλύπτει και αυτή ένα μέρος της περιοχής η οποία μέχρι πρόσφατα ανήκε στην
επικράτεια της υποχονδριακής νεύρωσης. Εδώ το χαρακτηριστικό του ασθενούς δεν
είναι τόσο η καταστροφική αίσθηση ότι πάσχει από βαρεία νόσο, αλλά μια διάχυτη
ανησυχία για μια σειρά από πολλά και ανεξήγητα σωματικά ενοχλήματα, που συνήθως
τα αποδίδει σε μικρόβια, σε ιούς, στη ρυπαρότητα του περιβάλλοντος, στο γεγονός ότι
γερνάει κ.λπ. Η άρνησή του να δεχτεί ότι οι παράγοντες που προκαλούν τη
συμπτωματολογία του είναι ψυχολογικοί και όχι σωματικοί είναι εντυπωσιακά επίμονη.

Διαταραχή Briquet. Χαρακτηρίζεται από μια δραματική και περίπλοκη


συμπτωματολογία με πλήθος σωματικών συμπτωμάτων τα οποία προέρχονται από
όλα σχεδόν τα συστήματα, χωρίς οι κλινικοεργαστηριακές εξετάσεις να ανιχνεύουν κάτι
παθολογικό, σε συνδυασμό με έντονη κόπωση, νευρικότητα και κατάθλιψη. Είναι
διαταραχή συχνότερη στις γυναίκες και υποστηρίζεται ότι σχετίζεται με διαταραχές της
προσωπικότητας. Βρέθηκε ότι σημαντικό ποσοστό από άρρενες συγγενείς γυναικών με
διαταραχή Briquet είναι ψυχοπαθητικές προσωπικότητες (Guze et al 1986).

Σύνδρομο χρονίας κοπώσεως. Το αίσθημα κόπωσης είναι κοινό σύμπτωμα πολλών


διαταραχών. Μπορεί να είναι αιτία αλλά και συνέπεια ψυχιατρικών διαταραχών.
Συναισθηματικές συγκρούσεις και αναστατώσεις είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε
κόπωση και εξάντληση. Από την άλλη μεριά η ίδια η κόπωση, σε άτομα με
ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα, είναι δυνατόν να πυροδοτήσει εμφάνιση συναισθηματικών
διαταραχών, όπως ευερεθιστότητα, άγχος και κατάθλιψη. Κατά τη διάρκεια του
Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου καταγράφηκαν καταστάσεις μεγάλης κοπώσεως και
εξαντλήσεως στους στρατιώτες, στις οποίες δόθηκαν ονόματα όπως κόπωση μάχης
(combat fatigue), επιχειρησιακή κόπωση (operational fatigue), σύνδρομο εξάντλησης
(exhaustion syndrome). Αυτές οι καταστάσεις αφορούσαν περιπτώσεις στις οποίες
συνυπήρχε εγκεφαλική διάσειση από κοντινή έκρηξη, σωματική και ψυχική κατάρρευση
ως συνέπεια της βιαιότητας της μάχης, ή καταστάσεις στις οποίες προϋπήρχε κάποια
ψυχιατρική συμπτωματολογία και οι οποίες επιδεινώθηκαν μέσα στις ανυπόφορες
περιστάσεις των πολεμικών συγκρούσεων. Αυτές οι καταστάσεις, μαζί με άλλους
παράγοντες, όπως η σύγκρουση μεταξύ της αντίδρασης φυγής μπροστά στον κίνδυνο
και της απειλής για θανατική καταδίκη λόγω λιποταξίας, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην
ανάπτυξη αυτού που είχε ονομασθεί «νεύρωση μάχης» (Swank and Marchand 1946).
Παλαιότερα σε καιρούς ειρήνης το σύνδρομο χρονίας κοπώσεως ονομαζόταν
511

νευρασθένεια, η γνωστή κλασική νόσος με χαρακτηριστικό σύμπτωμα το αίσθημα


βαρείας κόπωσης, που την απέδιδαν άλλοτε σε εργασιακή υπερκόπωση και άλλοτε σε
λοίμωξη. Είναι γνωστό και με τα ονόματα μεταϊογενές σύνδρομο κοπώσεως και
μυαλγική εγκεφαλομυελίτις, τα οποία είναι παραπλανητικά, περιπλέκουν την κατάταξή
του και δεν διευκολύνουν τη μελέτη του ως αυτόνομου ψυχιατρικού συνδρόμου
(Χαρτοκόλλης 1998). Άλλοι ταυτίζουν το σύνδρομο χρονίας κοπώσεως με την
ινομυαλγία, μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μυαλγία, εξάντληση, και
διαταραχές του ύπνου.

Κλινική εικόνα. Παρατηρείται πολύ συχνότερα στις γυναίκες. Χαρακτηρίζεται από


έντονο αίσθημα μυϊκής και ψυχικής κοπώσεως και εξαντλήσεως, ακόμη και ύστερα από
μικρή προσπάθεια, που δεν ανακουφίζεται με την ανάπαυση και δεν εξηγείται από την
υπόλοιπη κλινική και εργαστηριακή εικόνα. Συνοδεύεται συχνά από μυαλγίες και
διαταραχές του ύπνου· λιγότερο συχνά συνοδεύεται από ήπιο πυρετό, λεμφαδενική
ευπάθεια, αίσθημα κακουχίας μετά από σωματική άσκηση και από ένα είδος φοβίας γι’
αυτήν, καθώς και από την πεισματική επιμονή στην άποψη ότι το πρόβλημα δεν είναι
ψυχολογικό αλλά οφείλεται σε κάποια σωματική νόσο (Krupp et al 1991). Για να τεθεί η
διάγνωση, πρέπει να έχει διάρκεια τουλάχιστον 6 μηνών και να μην ανιχνεύεται
κάποιος σωματικός ή ψυχιατρικός αιτιακός παράγων. Μολονότι μπορεί σε μεγάλο
βαθμό να συνυπάρχει με κατάθλιψη, είναι κυρίως σύνδρομο αυτόνομο. Το άγχος και η
κατάθλιψη είναι συχνά ευρήματα στους ασθενείς με σύνδρομο χρονίας κοπώσεως,
όπως εξάλλου συμβαίνει με την πλειονότητα των ασθενών που πάσχουν από
σωματικές νόσους. Σε μια ελληνική μελέτη παρακολουθήσεως 128 πασχόντων από
σύνδρομο κοπώσεως (Μπαλογιάννης 1999) βρέθηκε ότι στη διάρκεια ενός έτους 62
ασθενείς δεν βελτιώθηκαν από την κόπωση, σε 46 τα συμπτώματα υποχώρησαν
πλήρως, 12 παρουσίασαν νευρολογική συμπτωματολογία και 8 κατάθλιψη. Το εύρημα
δείχνει ότι η νόσος σε σημαντικό ποσοστό ασθενών προσλαμβάνει χρόνιο χαρακτήρα,
καθώς και ότι αρκετοί ασθενείς πάσχουν από άλλες παθήσεις που εκδηλώνονται με
τον χρόνο.

Αιτιοπαθογένεια. Υπάρχει πληθώρα στοιχείων από τα οποία προκύπτει ότι η ψυχική


καταπόνηση επηρεάζει τη λειτουργία του ανοσιακού συστήματος. Ποικίλοι
ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και στρεσογόνα γεγονότα μέσω ενός μηχανισμού
καταστολής του ανοσιακού συστήματος πυροδοτούν διεργασίες ανάπτυξης τόσο
καταθλιπτικής συμπτωματολογίας όσο και κόπωσης (Lewis et al 1994). Έχει
υποστηριχθεί και η άποψη της ιογενούς αιτιολογίας, αφού σε μερικές περιπτώσεις το
φαινόμενο έλαβε διαστάσεις επιδημικές (η μεταγριπική νευρασθένεια των αρχών του
20ού αιώνα). Απεδόθη δε σε ιογενή μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα ή άλλη ιογενή
λοίμωξη, διά της οποίας παράγονται, λόγω καταστροφής λεμφοκυττάρων σε χρόνια
βάση, κυτοκίνες όπως η ιντερφερόνη. Οι κυτοκίνες προκαλούν πυρετό, ανωμαλίες στον
ύπνο, μυαλγίες και κόπωση. Ενοχοποιήθηκε επίσης ο ιός Epstein-Bar και στο
σύνδρομο δόθηκε η ονομασία σποραδική μεταλοιμώδης νευρομυασθένεια. Είναι
αλήθεια ότι η ίωση Epstein-Bar συνοδεύεται από κόπωση, καταβολή, μυαλγίες και
καταθλιπτικό συναίσθημα, ωστόσο και άλλες ιογενείς λοιμώξεις, όπως η γρίπη,
διάφορες ερπητικές λοιμώξεις, η λοίμωξη από ιό Coxsackie Α και Β, συχνά
ακολουθούνται από κατάθλιψη, χρόνια κόπωση ή και από τα δύο. Επειδή μόνο
σωματικοί ή μόνο ψυχολογικοί παράγοντες δεν μπορούν να ερμηνεύσουν το
φαινόμενο, έχει προταθεί ένα πολυπαραγοντικό μοντέλο ερμηνείας της νόσου, που
βασίζεται στην αλληλεπίδραση φυσικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων.
Γενικώς όμως τα πολυπαραγοντικά μοντέλα αντανακλούν την αδυναμία εξεύρεσης του
βασικού αιτιακού παράγοντα.

Θεραπεία. Ψυχοθεραπεία σε συνδυασμό με αντικαταθλιπτικά (ίσως τα τρικυκλικά) με


μέτρια, σταδιακώς κλιμακούμενη σωματική άσκηση έχουν ευεργετικά αποτελέσματα και
512

μάλλον υπερέχουν των άλλων προτεινόμενων θεραπειών, αλλά δεν υπάρχει σοβαρή
τεκμηρίωση ούτε αυτής της θεραπευτικής επιλογής (Φωτιάδου και συν 2000).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΕΤΡΙΚΗΣ Π, ΒΑΣΑΛΟΣ Μ. (2006). Η έννοια της σωματοποίησης (Οι θεωρητικές συνέπειες μιας
αθεωρητικής προσέγγισης). Ελλ Ψυχιατρ Γεν Νοσοκ 4:44-47.
ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙ. (1999). Το σύνδρομον χρονίας κοπώσεως: αυτοτελής νόσος ή προοίμιον ενός
δράματος; Εγκέφαλος 36(4).
ΦΩΤΙΑΔΟΥ Α, ΚΟΥΤΟΥΒΙΔΗΣ Ν, ΗΛΙΑΣ Σ, ΠΑΠΑΛΗΜΝΑΙΟΥ Β. (2000). Η θεραπευτική αντιμετώπιση
του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης. Εγκέφαλος 37:49-56.
ΧΑΡΤΟΚΟΛΛΗΣ Π. (1998). Το σύνδρομο χρονίας κοπώσεως: Μια λανθάνουσα μορφή μελαγχολίας;
Ψυχιατρική 9:299-302.

KRUPP LB, MENDELSON WB, FRIEDMAN R. (1991). An Overview of Chronic Fatigue Syndrome. J Clin
Psychiatry 52(10):403-410.
LEWIS S, COOPER CL, BENNET D. (1994). Psychosocial factors and chronic fatigue syndrome. Psychol.
Med. 24:661-671.
CREED F, BARSKY A. (2004). A systematic review of the epidemiology of somatization disorder and hy-
pochondriasis. J Psychosom Res, 56:391-408.
deWAAL MWM, ARNOLD IA, et al (2004). Somatomoform disorders in general practice. Prevalence,
functional impairment and comorbidity with anxiety and depressive disorders. British Journal of Psychiatry
184:470-476.
KELLNER R, HERNANTEZ J, PATHAK D. (1992). Hypochondriacal fears and beliefs, anxiety, and soma-
tization. Br. J. Psychiatry 160(4): 525-532.
STECKEL, W. (1943). Τhe Interpretation of Dreams. Liveright, New York.
ROST KM, AKINS RN, BROWN FW, SMITH GR. (1992). The comorbidity of DSM-III-R personality disor-
ders in somatization disorder. Gen Hosp Psych 14: 322-6.
GUZE SB, CLONINGER CR, MARTIN RL, CLAYTON PJ. (1986). A follow-up and family study of Bri-
quet’s Syndrome. British Journal of Psychiatry 149:17-23
SCHILDER P. (1920). Medizinische Psychologie für Ärzte und Psychologen. Springer, Berlin.
SWANK RL, MARCHAND WE (1946). Combat neuroses: development of combat exhaustion. Archives of
Neurology and Psychology, 55, 236-247.

63. ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΕΣ Ή ΠΡΟΚΛΗΤΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ (Factitious Disorders)

Η απόδοση του όρου Factitious Disorders στην ελληνική είναι αδόκιμη, αν και είναι
πιθανόν οι διαταραχές αυτές ως νοσολογική κατηγορία να απαλειφθούν από τα
ταξινομικά συστήματα προτού καθιερωθεί κάποιος όρος και γι’ αυτές, αφού
δημιουργήθηκαν από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία μέσα σε ευκαιριακές
περιστάσεις. Έχουν προταθεί εναλλακτικά και οι ακόμη περισσότερο αδόκιμοι όροι:
Επίπλαστες διαταραχές ή διαταραχές προσποίησης ή ακατανόητες (sic) διαταραχές
προσποίησης. Παλαιότερα κατατάσσονταν στις υστερικές διαταραχές μετατρεπτικού
τύπου. Στα σύγχρονα ταξινομικά συστήματα περιγράφονται ως «μη πραγματικές, ούτε
αυθεντικές ούτε φυσικές διαταραχές»!. Χαρακτηρίζονται από σωματικά ή ψυχολογικά
συμπτώματα, που κατασκευάζονται από το άτομο με τη βούλησή του. Οι ασθενείς
προσπαθούν να εμφανισθούν ως σωματικώς πάσχοντες και υποδύονται ή
δημιουργούν τον ρόλο του ασθενούς. Οι διαταραχές αυτές διακρίνονται από την
υποκρισία ή την προσποίηση (malingering) κατά το ότι ο στόχος του πάσχοντος δεν
είναι προφανής όπως στην υποκρισία –με την οποία επιδιώκει συνήθως κάποιο
κέρδος– αλλά μάλλον ο μοναδικός του στόχος είναι η ικανοποίηση της ενδοψυχικής
ανάγκης να πάρει τον ρόλο του ασθενούς, να καταφέρει να πιστέψουν οι άλλοι, κυρίως
οι ιατροί, ότι είναι άρρωστος. Η συχνότητά τους φτάνει περίπου το 0,8%-1% των
ασθενών που εξετάζονται στα εξωτερικά ψυχιατρικά ιατρεία των γενικών νοσοκομείων
(Sutherland and Rodin 1990). Παρουσιάζονται συχνότερα σε γυναίκες που βρίσκονται
στην 3η-4η δεκαετία της ζωής τους. Ένα σημαντικό ποσοστό των πασχόντων
513

εργάζονται σε υγειονομικές υπηρεσίες (Krahn et al 2003). Κατάχρηση ουσιών,


σωματόμορφες διαταραχές και διαταραχές της προσωπικότητας σχετίζονται με τις
κατασκευασμένες διαταραχές.

Αυτοπροκαλούμενη νόσος. Πρόκληση από τον ασθενή συμπτωμάτων, συνδρόμων ή


νόσων διά της λήψεως νοσογόνων παραγόντων, π.χ. πρόκληση υπογλυκαιμίας με
λήψη ινσουλίνης, ενδοφλέβια ή ενδομυϊκή λήψη πυρετογόνων παραγόντων κ.λπ. Ο
ασθενής προσποιείται ότι έχει κοιλιακά άλγη, ότι έχουν παραλύσει τα άκρα του, τρίβει
το θερμόμετρο για να ανεβάσει τη θερμοκρασία, παίρνει κρυφά θυρεοειδικές ορμόνες
για να αδυνατίσει και έτσι να δείξει ότι είναι άρρωστος. Προκαλεί τομές και αμυχές για
να έχει αιμορραγίες, παίρνει τοξικές ουσίες, υποκρίνεται ότι πονάει υπερβολικά. Με τον
τρόπο αυτό είναι δυνατόν να προκαλέσει ιατρογενή βλάβη ή να θέσει σε σοβαρό
κίνδυνο την υγεία του εξαιτίας διαφόρων ιατρικών διαγνωστικών ή θεραπευτικών
παρεμβάσεων στις οποίες πιεστικά παρασύρει τους ιατρούς· μπορεί ακόμη να
επιβάλλει την παραγγελία εξετάσεων όπως αλλεπάλληλες ακτινογραφίες ή καρδιακό
καθετηριασμό ή, ενίοτε, χειρουργικών επεμβάσεων, όπως ωοθηκεκτομή, ή ακόμη και
ακρωτηριασμό άκρου (αποτεμνομανία).

Σύνδρομο Münhausen ή σκηνοθετημένη νόσος. Παραλαγή της προηγούμενης


διαταραχής. Ενώ δεν πάσχει από κάποια νόσο ή αναπηρία το άτομο υποκρίνεται
ποικίλα συμπτώματα με στόχο να θεωρηθεί ασθενής, να εισαχθεί στο νοσοκομείο, να
υποβληθεί σε κλινικές και εργαστηριακές εξετάσεις και να χειρουργηθεί. Περιφέρεται
από νοσοκομείο σε νοσοκομείο και από κλινική σε κλινική, παρά τα αρνητικά ευρήματα
στις εξετάσεις. Το κίνητρο αυτής της συμπεριφοράς είναι ασυνείδητο. Εκτός από την
ακαταμάχητη επιμονή τους να υποδύονται τον ρόλο του ασθενούς, οι ασθενείς αυτοί
έχουν ακόμη ψυχοπαθητικά στοιχεία στη δομή της προσωπικότητάς τους και είναι
παθολογικοί ψευδολόγοι. Οι πάσχοντες από σύνδρομο Münhausen αποτελούν το 10%
των πασχόντων από κατασκευασμένη διαταραχή.

Αυτοτραυματισμός. Περιλαμβάνει συμπεριφορές βλάβης της εξωτερικής επιφάνειας


του σώματος, κυρίως εγκαύματα και χαρακώματα στους καρπούς, με σκοπό ο δράστης
να θεωρηθεί ασθενής και να λάβει ιατρική φροντίδα. Χρειάζεται προσοχή στη
διαφοροδιάγνωση από τους αυτοτραυματισμούς που γίνονται μέσα στο πλαίσιο
αυτοκτονικής συμπεριφοράς ή κάποιας διεκδίκησης. Αυτοί οι ασθενείς δεν διεκδικούν
τίποτε άλλο από το να θεωρηθούν πάσχοντες.

Θεραπεία. Είναι άκρως δυσχερές να ενταχθούν αυτοί οι ασθενείς σε ένα πρόγραμμα


ψυχιατρικής θεραπείας, ιδιαίτερα οι πάσχοντες από σύνδρομο Münhausen, οι οποίοι
είναι αθεράπευτοι (Eisendrath 1989). Έχει προταθεί η δημιουργία στα νοσοκομεία και
στις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας μαύρης λίστας με αυτούς τους ασθενείς, αλλά
η πρόταση δεν είναι εφαρμόσιμη για λόγους πρακτικούς και κυρίως δεοντολογικούς.
Οπωσδήποτε ο ιατρός, χωρίς όμως να περιμένει κάποιο θεραπευτικό αποτέλεσμα,
πρέπει να δείξει στον ασθενή δύο πράγματα: πρώτον, ότι δεν «καταπίνει» την
υπόκριση της νόσου, διότι αλλιώς ο ασθενής θα τον θεωρήσει αδύναμο ή αφελή και θα
τον «σπρώξει» σε εξετάσεις και παρεμβάσεις, και δεύτερον, ο ασθενής πρέπει να
ακούσει από το στόμα του ιατρού ότι αυτή η συμπεριφορά στο τέλος δεν θα του
προσφέρει τίποτε και ίσως τον καταστρέψει.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EISENDRATH SJ. (1989). Factitious physical disorders: Treatment without confrontation. Psychosomatics
30(4):383-387.
KRAHN LE, LI H, O’CONNOR MK. (2003). Patients who strive to be ill: Factitious Disorder with physical
symptoms. Am J Psychiatry 160:1163-1168.
SUTHERLAND AJ, RODIN GM. (1990). Factitious disorders in a general hospital setting: clinical features
and a review of the literature. Psychosomatics 31:392-399.
514

64. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

Παροδικές διαταραχές του ύπνου είναι μέρος της καθημερινής ζωής και, παρά τη
δυσφορία που προκαλούν, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως παθολογικά φαινόμενα
αν δεν έχουν κάποια διάρκεια. Οι διαταραχές του ύπνου ενδέχεται να είναι οι ίδιες
συμπτώματα άλλων διαταραχών, σωματικών ή ψυχικών. Είναι κοινό χαρακτηριστικό
πολλών ψυχιατρικών προβλημάτων, αλλά και οι ίδιες είναι δυνατόν να αποτελούν
παράγοντες κινδύνου για την πυροδότηση ψυχιατρικής συμπτωματολογίας. Κλασική
είναι η σύνδεση αϋπνίας και έναρξης συναισθηματικών διαταραχών. Ανεξάρτητες
διαταραχές του ύπνου είναι λιγότερο συχνές. Όλες προκαλούν έντονη δυσφορία και
δυσχεραίνουν τις καθημερινές δραστηριότητες. Γενικώς διακρίνονται στις Δυσυπνίες
και στις Παραϋπνίες. Οι Δυσυπνίες (στις οποίες περιλαμβάνονται η Αϋπνία, η Υπνηλία,
η Υπερυπνία, η Ναρκοληψία και η Αναστροφή του ύπνου) χαρακτηρίζονται από
διαταραχές της διάρκειας, του βάθους, της ποιότητας και του χρόνου επέλευσης του
ύπνου. Οι Παραϋπνίες (στις οποίες περιλαμβάνονται η Υπνοβασία, ο Υπνικός ή
Νυκτερινός τρόμος, το Σύνδρομο άπνοιας κατά τον ύπνο, το Σύνδρομο Kleine-Levin,
το Σύνδρομο ανήσυχων ποδών και η Νυκτερινή ενούρηση) χαρακτηρίζονται από
ανώμαλη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια του ύπνου με βίαιη μερικές φορές και
δραματική κινητική δραστηριότητα (Σταυριανουδάκης 1971).

ΔΥΣΥΠΝΙΕΣ
515

Αϋπνία. Αϋπνία είναι η χρόνια αδυναμία επίτευξης της ποσότητας και ποιότητας του
ύπνου που χρειάζεται το άτομο για να δύναται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της
καθημερινότητας (Sateia and Nowell 2004). Ο ασθενής παραπονείται ότι η διάρκεια του
ύπνου, το βάθος του και κυρίως το αίσθημα αναζωογόνησης που φέρνει δεν είναι
ικανοποιητικά. Η συχνότητά της στον γενικό πληθυσμό είναι πολύ μεγάλη, ίσως
ξεπερνάει το 20%, και στις ηλικίες άνω των 60 ετών είναι ακόμη μεγαλύτερη, αφού
πάνω από το 30% των ηλικιωμένων υποφέρουν από κάποιο βαθμό αϋπνίας. Στους
πάσχοντες από σωματικές παθήσεις η συχνότητά της είναι άνω του 60%. Στο 10%-
15% του πληθυσμού η αϋπνία είναι τόσο σοβαρή, ώστε εκτός από τις διαταραχές στην
καθημερινή λειτουργικότητα του ατόμου, προκαλεί ή επιδεινώνει ψυχιατρικά
προβλήματα.
Συνηθέστερες μορφές της αϋπνίας είναι η καθυστέρηση επελεύσεως του ύπνου,
οι διακοπές του ύπνου και η πολύ πρωινή αφύπνιση. Η θανατηφόρος οικογενής
αϋπνία είναι μια σπάνια, άλλου τύπου, διαταραχή (βλ. μεταδοτικές, εκφυλιστικές ή
σπογγοειδείς εγκεφαλοπάθειες). Αϋπνία επελεύσεως παρατηρείται στις περισσότερες
περιπτώσεις και συνήθως συνδυάζεται με ανήσυχο ύπνο. Παρατεταμένη αϋπνία είναι
προγνωστικό σημείο εμφάνισης κατάθλιψης. Διάσπαση του ύπνου προκαλείται είτε
από σωματικές αιτίες (π.χ. έπιξη προς ούρηση) είτε από ψυχιατρικές όπως η
κατάθλιψη. Πρώιμη αφύπνιση εμφανίζεται επίσης συχνά στην κατάθλιψη. Η με
οποιονδήποτε τρόπο μείωση της ποσότητας του ύπνου είναι δυνατόν να πυροδοτήσει
μανιακά επεισόδια. Η αϋπνία προκαλεί δυσφορία, εσωτερική ένταση, άγχος, και έντονο
αίσθημα κοπώσεως. Είναι δυνατόν να προκαλέσει εξάρτηση από φάρμακα, να
οδηγήσει σε πολυφαρμακία ή να επιβαρύνει αρκετές σωματικές ή ψυχιατρικές
καταστάσεις. Αν επαναλαμβάνεται, είναι δυνατόν να προκαλέσει στον ασθενή
υπεραπασχόληση με τον ύπνο υποχονδριακού τύπου. Ο ιατρός συνήθως διαβεβαιώνει
τον πάσχοντα από αϋπνία ότι «ποτέ κανείς δεν πέθανε από αϋπνία»· ωστόσο, είναι
πράγματι αυτό αλήθεια ή απλώς η σύγχρονη κλινική ιατρική δεν είναι σε θέση να
αποκαλύψει τις λεπτές και αδιόρατες επικίνδυνες επιπτώσεις της αϋπνίας στην υγεία;
Διαταραγμένος ύπνος έχει βρεθεί ότι συνδέεται με υψηλή θνησιμότητα και χρονίως
παρατεταμένη στέρηση ύπνου είναι δυνατόν να προκαλέσει καταστάσεις που μοιάζουν
με άνοια.
Οι αιτιολογικοί παράγοντες της αϋπνίας κατατάσσονται σε: Φυσιολογικούς: αλλαγές
στη βάρδια εργασίας, υπερατλαντικές πτήσεις, θορυβώδες περιβάλλον. Σωματικούς:
άλγος, βήχας, κνησμός, δύσπνοια. Ψυχολογικούς: συναισθηματική αναστάτωση,
στρεσογόνα γεγονότα. Ψυχιατρικούς: αγχώδεις καταστάσεις, κατάθλιψη, μανιακό
επεισόδιο. Φαρμακολογικούς: τσάι, καφές, αμφεταμίνες, βρογχοδιασταλτικά,
διουρητικά λόγω της πολυουρίας που προκαλούν, διακοπή υπναγωγών φαρμάκων. Οι
β-αποκλειστές, καθώς και η διακοπή των βενζοδιαζεπινών μετά από παρατεταμένη
χρήση προκαλούν εφιαλτικά όνειρα. Ειδικά σύνδρομα, όπως το σύνδρομο ανήσυχων
ποδών και η νυχτερινή άπνοια συντελούν στη δημιουργία σοβαρών καταστάσεων
αϋπνίας.
Η αφετηρία της θεραπείας των αϋπνιών (Soldatos and Dikeos 2003) βρίσκεται στη
διάγνωση της υποκείμενης σωματικής ή ψυχιατρικής διαταραχής και περιλαμβάνει
εκπαίδευση σε θέματα υγιεινής του ύπνου, κατάλληλες σωστά εξατομικευμένες
ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Στις ήπιες περιπτώσεις η χορήγηση βενζοδιαζεπινών
ή ιμιδαζοπυρινών μπορεί να βοηθήσει, αλλά ο κίνδυνος της εξάρτησης πρέπει να
επισημανθεί. Μια εναλλακτική μέθοδος είναι ο ασθενής να λαμβάνει υπνωτικά φάρμακα
όχι κάθε βράδυ αλλά 1-4 φορές την εβδομάδα· με τον τρόπο αυτό αποφεύγει την
εξάρτηση και ταυτόχρονα εξασφαλίζει μια παράταση στον χρόνο της λήψης
υπνωτικών. Μη φαρμακολογικές προσεγγίσεις με βάση την εξασφάλιση μιας
στοιχειώδους υγιεινής της διατροφής, της σωματικής άσκησης και του ύπνου είναι
οπωσδήποτε προτιμότερες. Η συμπεριφορική μέθοδος «περιορισμένου ύπνου» έχει
ενδιαφέρον. Ο ασθενής καλείται να μείνει στο κρεβάτι ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα 4
ωρών, είτε κοιμηθεί είτε όχι. Την άλλη νύχτα μπορεί να δοκιμάσει να κοιμηθεί όχι
516

περισσότερο από 4 ώρες κ.ο.κ. και σταδιακά αυξάνεται ο χρόνος παραμονής στην
κλίνη (Spielman et al 1987).

Υπνηλία. Υπνηλία είναι κατάσταση ή σύμπτωμα με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της την


αδυναμία του ατόμου να διατηρήσει ένα επαρκές για τις δραστηριότητές του επίπεδο
εγρήγορσης. Εκτεταμένη ημερήσια υπνηλία που συμβαίνει τουλάχιστον 3 φορές την
εβδομάδα αναφέρεται σε διάφορες μελέτες σε ποσοτά από 4 έως και 20% (Ohayon
2008). Μπορεί να οφείλεται σε έλλειψη επαρκούς νυκτερινού ύπνου λόγω εργασιακών
ή άλλων απασχολήσεων ή να οφείλεται σε παθολογικά αίτια, όπως σωματικά
ενοχλήματα, χρόνια νοσήματα κ.λπ., στην υπερυπνία και στην ναρκοληψία.
Συνοδεύεται από αίσθημα κόπωσης, αδυναμία και έλλειψη ενεργητικότητας. Οι
νυχτερινές αϋπνίες συνοδεύονται κατά κανόνα από ημερήσια υπνηλία.

Υπερυπνία. Ως υπερυπνία ορίζεται ο παθολογικώς χρονικά υπέρμετρος ύπνος που


συνοδεύεται από υπνικές προσβολές κατά τη διάρκεια της ημέρας και παρατεταμένη
μεταβατική περίοδο από τον ύπνο προς την πλήρη εγρήγορση μετά την πρωινή
αφύπνιση (υπνική μέθη). Η συχνότητα της είναι περί το 4% του γενικού πληθυσμού
αλλά η συχνότητα της ιδιοπαθούς υπερυπνίας είναι πολύ μικρότερη, γύρω στο 0.3%
(Ohayon 2008). Ψυχοκοινωνική δυσφορία, μείωση της εργασιακής και σχολικής
επίδοσης και ηυξημένος κίνδυνος ατυχημάτων είναι μερικές από τις επιπτώσεις αυτής
της διαταραχής (Roth and Rohers 1997). Διακρίνεται στην πλέον συνήθη ψυχογενή
υπερυπνία και στη σπανιότερη ιδιοπαθή υπερυπνία. Επίσης είναι δυνατόν να
συνοδεύει παθολογικές καταστάσεις όπως η ληθαργική εγκεφαλίτιδα, η μηνιγγίτιδα, η
κρανιοεγκεφαλική κάκωση, τα μεταβολικά και ενδοκρινολογικά νοσήματα, διάφορες
τοξικές καταστάσεις. Στις θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνονται (αναλόγως του
αιτιακού παράγοντα), διάφορες στοματικές συσκευές, χειρουργική επέμβαση και
φάρμακα, κυρίως διεγερτικά του ΚΝΣ (μεθυλφαινιδάτη, μοδαφινίλη κ.λπ.).

Ναρκοληψία (ή σύνδρομο Galineau). Σχετικώς σπάνιο σύνδρομο (παρατηρείται στο


0,04% του γενικού πληθυσμού). Χαρακτηρίζεται από προσβολές ανεξέλεγκτων
επεισοδίων ύπνου κατά την ημέρα, με απότομη εισβολή μυϊκής αδυναμίας μέχρι
υπνική παράλυση και πτώση στο έδαφος, έντονες υπναγωγικές και υπνοπομπικές
ψευδαισθήσεις και μεγάλη υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας (Yoss and Daly 1957,
Doghramji et al 2007). Μοιάζει κάπως με την καταπληξία, αλλά στην καταπληξία το
άτομο βρίσκεται σε εγρήγορση κατά τη διάρκεια του επεισοδίου και «παραλύει» από
ισχυρές συναισθηματικές δονήσεις, άγχος, φόβο ή γέλωτα. Ο ναρκοληπτικός μπορεί να
προσβληθεί από υπνικό επεισόδιο ακόμη και όταν τρώει μόνος ή με άλλους ή όταν
βαδίζει στον δρόμο. Ο νυκτερινός ύπνος είναι συνήθως παρατεταμένος και συνυπάρχει
δυσκολία επίτευξης πλήρους εγρηγόρσεως μετά την αφύπνιση. Υπάρχουν ενδείξεις ότι
η διαταραχή αυτή ευρίσκεται υπό γενετικό έλεγχο. Το θεραπευτικό πρόγραμμα
περιλαμβάνει φαρμακευτική καταστολή του REM ύπνου σε συνδυασμό με χορήγηση
διεγερτικών κατά την ημέρα για την καταπολέμηση της υπνηλίας.

Αναστροφή του ύπνου ή διαταραχή του κύκλου ύπνου-εγρήγορσης. Είναι μια


απουσία συγχρονισμού μεταξύ της επιθυμητής χρονικής ζώνης ύπνου και της
πραγματοποιούμενης. Έτσι το άτομο καταλαμβάνεται από αϋπνία κατά τη διάρκεια της
νυχτερινής υπνικής περιόδου και από υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημερήσιας
περιόδου εγρηγόρσεως. Στις ακραίες μορφές της διαταραχής αυτής ο ασθενής κοιμάται
την ημέρα και μένει άγρυπνος κατά τη νύκτα. Η κατάσταση συνοδεύεται από μεγάλη
δυσφορία. Συνήθως είναι ψυχογενούς αιτιολογίας, αλλά παρατηρείται και σε οργανικές
εγκεφαλικές διαταραχές, οπότε συνοδεύεται και από συγχυτικά φαινόμενα. Οι
διαταραχές των βηματοδοτών και χρονοδοτών του ύπνου ενδέχεται να είναι και
ενδογενείς, αλλά η αποδιοργάνωση του προγράμματος ύπνου είναι συχνότερη σε
περιπτώσεις όπως εναλλασσόμενο ωράριο εργασίας ή ταξίδι σε άλλη χρονική ζώνη.
517

Σύνδρομο διαμεσημβρινών πτήσεων (Jet lag). Το διαμεσημβρινό ταξίδι από την


Ευρώπη στην Ασία διαφέρει από ένα ίσης απόστασης ταξίδι στη Νότιο Αφρική κατά το
ότι στην δεύτερη περίπτωση οι επιβάτες είναι απλώς κουρασμένοι ενώ στην πρώτη θα
δοκιμάσουν και μια σειρά συμπτωμάτων. Στις διαμεσημβρινές αεροπορικές πτήσεις
προκαλείται απορρύθμιση των σιρκαδιανών ρυθμών, λόγω μεταβολών της
χρονοαντίληψης των σιρκαδιανών βηματοδοτών και δυσλειτουργία τους στο καινούργιο
γεωγραφικό περιβάλλον. Συνέπεια αυτών των μεταβολών είναι η αναστροφή του
ύπνου που συνοδεύεται από κόπωση, δυσκολία συγκέντρωσης, νευρικότητα, μείωση
της απόδοσης και απώλεια ύπνου κατά τη νύχτα παρά την εξάντληση και την υπνηλία
(Herxheimer 2005). Η κατάσταση βελτιώνεται σύντομα με προσαρμογή του
οργανισμού στην διαδοχή φωτός- σκότους της περιοχής προορισμού. Καλύτερα να
αποφεύγονται τα φάρμακα, ακόμη και η μελατονίνη δεν βοηθά επειδή αποδομείται
ταχύτατα πριν φθάσει στον εγκέφαλο.

ΠΑΡΑΫΠΝΙΕΣ
Υπνοβασία (Somnambulism). Αποτελεί διαταραχή κατά την οποία συνυπάρχουν
στοιχεία ύπνου και εγρήγορσης. Προσβάλλεται περί το 2% του ενήλικου πληθυσμού,
αλλά αρκετά συχνότερα παρατηρείται κατά την παιδική και την εφηβική ηλικία. Στους
ενήλικες είναι δυνατόν να προκληθεί από στρες, φάρμακα και υπνική στέρηση (Hughes
2007). Στην αιτιολογία της η κληρονομικότητα φαίνεται ότι παίζει κάποιον ρόλο, αλλά
και άλλες καταστάσεις όπως θυρεοειδοτοξίκοση και ερπητική εγκεφαλίτιδα είναι
παράγοντες κινδύνου. Εμφανίζεται κατά τα στάδια 3 και 4 του ύπνου, συνήθως κατά τη
διάρκεια του πρώτου τρίτου, οπότε υπερτερεί ο ύπνος των βραδέων κυμάτων. Δεν
διαταράσσεται η κλασσική ΗΕΓραφική εικόνα του ύπνου. Εκδηλώνεται με μια σειρά
πολύπλοκων συμπεριφορών που έχουν ως τελική απόληξη την έγερση του ατόμου
από το κρεβάτι και την περιφορά του μέσα στο δωμάτιο –και σπανιότερα έξω από
αυτό– με ανοικτούς τους οφθαλμούς και παράλληλα την επιτέλεση κάποιων
στερεότυπων κινήσεων ή κάποιας συμπεριφοράς πριν να επανέλθει στην κλίνη του.
Είναι δύσκολη η αφύπνιση κατά το επεισόδιο της υπνοβασίας, και καλό είναι να
αποφεύγεται. Η κατάσταση αυτή συνδέεται με κινδύνους τραυματισμού, βίαιης και
ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς. Μετά την αφύπνιση το άτομο δεν διατηρεί ανάμνηση των
διαδραματισθέντων. Λόγω αυτής της ιδιομορφίας της η υπνοβασία είναι δυνατόν να
δημιουργήσει πολύπλοκα και δυσεπίλυτα νομικά προβλήματα όταν, σε πολύ σπάνιες
περιπτώσεις, οι συνέπειες της φθάσουν στα δικαστήρια. Στα ψυχολογικά
χαρακτηριστικά των υπνοβατών περιλαμβάνονται επιθετικότητα, άγχος, κρίσεις
πανικού και υστερία. Θα πρέπει να διαφοροδιαγνωσθεί από την ψυχοκινητική
επιληπτική κρίση, η οποία παρουσιάζεται και την ημέρα και κατά την οποία το ΗΕΓ έχει
ευρήματα, και από την ψυχοαποσυνδετική φυγή, κατά την οποία το άτομο είναι σε
εγρήγορση και εμφανίζει πλήρη επαφή με το περιβάλλον και ομαλή λειτουργικότητα σε
αυτό. Σε θεραπευτικό επίπεδο, όλες οι προσεγγίσεις που προτάθηκαν, φαρμακευτικές
ή ψυχοθεραπευτικές, έδωσαν απογοητευτικά αποτελέσματα. Με την πάροδο του
χρόνου παρατηρείται σημαντική μείωση της συχνότητας των επεισοδίων στα παιδιά και
στους εφήβους.

Υπνικός ή Νυκτερινός τρόμος (pavor nocturnus). Εμφανίζεται στα παιδιά στο 4ο


στάδιο του ύπνου. Το παιδί αφυπνίζεται με κραυγή, αναπνέει με δυσκολία, είναι σχεδόν
παράλυτο, με τα μάτια ανοιχτά, τρομοκρατημένο, γεμάτο φρίκη, αλλά δεν επικοινωνεί.
Συχνά παρατηρούνται απώλειες ούρων ή διαρροϊκές κενώσεις. Διαρκεί περί τα 1-20
λεπτά και μετά το παιδί γυρίζει πάλι ήσυχα στον ύπνο. Οι προσπάθειες των άλλων να
επιδράσουν στο επεισόδιο δεν τελεσφορούν και ενδέχεται να επιδεινώσουν την
κατάσταση. Δεν υπάρχει ανάμνηση του επεισοδίου. Η διαφορική διάγνωση θα γίνει
από τον ονειρικό ή μη εφιάλτη, του οποίου το άτομο διατηρεί ανάμνηση. Συνήθως δεν
απαιτεί ιδιαίτερη θεραπεία, αφού με την πάροδο του χρόνου το παιδί παρουσιάζει όλο
και λιγότερο συχνά αυτήν τη διαταραχή. Παρά το ότι πράγματι οι περισσότεροι
νυκτερινοί τρόμοι είναι παραϋπνικά φαινόμενα σε μερικά παιδιά δεν αποκλείεται, αν η
518

συχνότητα τους είναι μεγάλη, να πρόκειται περί συγκεκαλυμμένης επιληψίας


(Lombroso 2000).

Σύνδρομο άπνοιας κατά τον ύπνο. Είναι συνήθης διαταραχή στην πρωτοβάθμια
φροντίδα αλλά βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα διάγνωσης με αρνητικές συνέπειες για
τη δημόσια υγεία (Pagel 2008). Περιλαμβάνει και το παλαιότερα ονομαζόμενο
σύνδρομο Pickwick, το οποίο αφορά τόσο ασθενείς που είναι παχύσαρκοι και
υποφέρουν από δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια όσο και μία ευρύτερη κατηγορία ασθενών
οι οποίοι δεν είναι αναγκαστικά παχύσαρκοι ούτε πάσχουν από δεξιά καρδιακή
ανεπάρκεια. Η συχνότητά του στον γενικό πληθυσμό κυμαίνεται περί το 3%-4% και η
σχέση ανδρών προς γυναίκες είναι 6:1. Σχετίζεται θετικώς με την ηλικία και τον δείκτη
μάζας σώματος. Διακρίνεται σε κεντρικού τύπου άπνοια χωρίς εισπνευστική
προσπάθεια και σε άπνοια περιφερικού αποφρακτικού τύπου με εισπνευστική
προσπάθεια λόγω απόφραξης του φάρυγγα από πτώση της γλώσσας. Ενίοτε στο ίδιο
άτομο, αναλόγως της θέσεως του σώματος και του σταδίου του ύπνου, ανευρίσκονται
κεντρικές και περιφερικές άπνοιες. Τα συμπτώματα κατά τον ύπνο είναι βαρύ ροχαλητό
διακοπτόμενο από παύσεις της αναπνοής, διάρκειας από μερικά δευτερόλεπτα μέχρι
ένα λεπτό κατά τις οποίες ο ασθενής προσπαθεί να αναπνεύσει και ενίοτε αφυπνίζεται
με έντονο άγχος και αίσθηση ασφυξίας. Αυτό συμβαίνει πολλές φορές στη διάρκεια της
νύχτας και έτσι ο ύπνος του ασθενούς «τεμαχίζεται». Κατά την ημέρα η εντονότατη
υπνηλία, συνοδευόμενη από πονοκεφάλους, ευερεθιστότητα, αδυναμία
συγκεντρώσεως της προσοχής και καταθλιπτικό συναίσθημα εξαρθρώνει την
επαγγελματική και κοινωνική ζωή του ασθενούς. Άλλες συνοδές καταστάσεις
(Hirshkowitz 2008) είναι η παχυσαρκία, η υπέρταση, η σεξουαλική δυσλειτουργία, η
νυκτερινή υπερκινητικότητα, οι νυκτερινοί ιδρώτες, η μείωση των νοητικών λειτουργιών.
Οι καρδιοαγγειακές επιπτώσεις του συνδρόμου είναι η πνευμονική και συστηματική
υπέρταση, η καρδιακή ανεπάρκεια, οι αρρυθμίες με έκτοπες κοιλιακές συστολές, το
έμφραγμα του μυοκαρδίου κ.λπ. Οι πάσχοντες έχουν διπλάσιες πιθανότητες να
πεθάνουν από καρδιαγγειακό νόσημα σε σχέση με τον γενικό μέσο όρο των
συνομηλίκων τους. Ο θάνατος, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, επέρχεται κατά τη
διάρκεια νυκτερινού ύπνου. Οι νευροψυχιατρικές επιπτώσεις είναι κατάθλιψη στο
περισσότερο του 50% των πασχόντων, νοητική δυσλειτουργία, μεγάλη τάση
πρόκλησης τροχαίων και επαγγελματικών ατυχημάτων. Το θεραπευτικό πρόγραμμα
περιλαμβάνει εξάσκηση για αποφυγή της ύπτιας στάσης κατά τον ύπνο, εφαρμογή
ειδικών συσκευών για συγκράτηση της γλώσσας, συμπληρωματική χορήγηση
οξυγόνου, απώλεια βάρους, προγεστερόνη και αντικαταθλιπτικά.

Σύνδρομο Kleine-Levin. Το σύνδρομο τούτο εμφανίζεται σε νεαρά συνήθως άρρενα


άτομα κατά την εφηβική ηλικία. Χαρακτηρίζεται από επεισόδια με υπερυπνία και
παρατεταμένο ύπνο, που μπορεί να διαρκέσει και ημέρες, ο οποίος διακόπτεται μόνο
για να φάει ο ασθενής. Υπερφαγία, κατά προτίμηση υδατανθράκων, αυξημένη
σεξουαλική δραστηριότητα αυνανιστικού τύπου, επιθετικότητα και ψυχιατρικές
διαταραχές κυρίως με τη μορφή συγχύσεως, ψευδαισθήσεων και μιας ιδιαίτερης
μορφής αποπραγματοποίησης, συνυπάρχουν στην κλινική εικόνα. Τα επεισόδια αυτά
διαρκούν περίπου 10 ημέρες και εμφανίζονται κάθε 3-4 μήνες (Arnulf et al 2005).
Οφείλεται πιθανώς σε θαλαμική δυσλειτουργία. Λοιμώξεις, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις
ή κατανάλωση αλκοόλ είναι δυνατόν να συμβάλλουν στην εμφάνιση του. Με τη
μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση, υφίεται σε μερικά χρόνια από την
εμφάνιση του, αλλά στις γυναίκες διαρκεί περισσότερο. Η χορήγηση διεγερτικών
(αμφεταμίνες, μοδαφινίλη) θα συμβάλλουν στην καταπολέμηση της υπνηλίας, και το
λίθιο στην μείωση των υποτροπών.

Σύνδρομο ανήσυχων ποδών. Χαρακτηρίζεται από αίσθηση άβολης θέσης των


ποδών, η οποία επιδεινούται κατά την ανάπαυση και κυρίως κατά τον ύπνο. Επίσης
έντονη και πολύ συχνά επαναλαμβανόμενη κατά τη διάρκεια του ύπνου ανάγκη
519

μετακίνησης των ποδών, που προσφέρει ανακούφιση σε μια μη σαφώς


προσδιοριζόμενη από τους πάσχοντες αίσθηση ανησυχίας και κακοδιαθεσίας. Λόγω
των πολλών αφυπνίσεων, ο ασθενής παρουσιάζει κόπωση και υπνηλία κατά τη
διάρκεια της ημέρας. Σε ποσοστό άνω του 70% προσβάλλει τις γυναίκες και ίσως έχει
οικογενή χαρακτήρα. Σε μεγάλο ποσοστό των πασχόντων παρατηρούνται γενικά
προβλήματα υγείας, απουσία σωματικής άσκησης, κάπνισμα και σακχαρώδης
διαβήτης (Phillips et al 2000). Εκτός από την ιδιοπαθή μορφή υπάρχει και
δευτεροπαθής, παρατηρούμενη κυρίως σε σιδηροπενικές αναιμίες και
πολυνευροπάθειες.

Νυκτερινή ενούρηση (enuresis nocturna). Αποτελεί διαταραχή κυρίως της παιδικής


ηλικίας, συνήθως σε συναισθηματικώς παραμελημένα παιδιά ή μετά τη γέννηση και
άλλου παιδιού στο σπίτι. Παρατηρείται και σε ενήλικες ως σύμπτωμα μετατροπής ή ως
εκδήλωση άγχους και ψυχοκαταπόνησης. Στα νοητικώς υστερημένα άτομα είναι
συχνότερη. Επέρχεται συνήθως κατά τον NREM ύπνο, κατά τα στάδια 3 και 4 του
βαθέως ύπνου των βραδέων κυμάτων. Μπορεί να οφείλεται και σε οργανικά αίτια
(δισχιδής ράχις, σακχαρώδης διαβήτης), συνήθως όμως τα αίτια είναι συναισθηματικά
(βλ. αναπτυξιακές διαταραχές).

Υπνική παράλυση. Χαρακτηριστικό αυτής της διαταραχής είναι ότι ο ασθενής αμέσως
μετά την έναρξη του ύπνου ή κατά την αφύπνιση καταλαμβάνεται από αγωνία επειδή
διαπιστώνει ότι είναι τελείως αδύνατον να κινηθεί διότι νοιώθει σαν τελείως παράλυτος.
Κατά την είσοδο στον ύπνο ή κατά την αφύπνιση πάσχοντες από υπνική παράλυση
αναφέρουν συχνά υπναγωγικές ή υπνοπομπικές ψευδαισθήσεις συνήθως σύντομες,
σπανιότερα παρατεταμένες, το οποίο δηλώνει ότι ο ύπνος REM συνεχίζεται και πέραν
του ύπνου. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ψευδαισθήσεις είναι ακρως φρικώδεις και
αποκρουστικές και μερικοί μελετητές πιστεύουν ότι υποκρύπτουν αναμνήσεις
σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία (Abrams et al 2008).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΥΔΑΚΗΣ ΕΑ. (1971). Επεισοδιακά φαινόμενα καθ’ ύπνους. Ιατρ Επιθ Εν Δυνάμ 5:179-189.

ABRAMS MP, MULLIGAN AD, CARLETON RN, ASMUNDSON GJ. (2008). Prevalence and correlates of
sleep paralysis in adults reporting childhood sexual abuse. J Anxiety Disord. 13:34-43.
ARNULF I, ZEITZER JM, FILE J, FARBER N, MIGNOT E. (2005). Kleine-Levin syndrome: a systematic review of
186 cases in the literature. Brain.128(Pt 12):2763-76.
DOGHRAMJI PP, LIEBERMAN JA 3RD, GORDON ML. (2007). Stay awake! Understanding, diagnosing, and
successfully managing narcolepsy. J Fam Pract. Nov;56(11 Suppl Stay):S17-31;
HERXHEIMER A. (2005). Jet lag. Clin Evid. (13):2178-83.
HIRSHKOWITZ M. (2008). The clinical consequences of obstructive sleep apnea and associated excessive
sleepiness. J Fam Pract. 57(8 Suppl):S9-16.
HUGHES JR. (2007). A review of sleepwalking (somnambulism): the enigma of neurophysiology and
polysomnography with differential diagnosis of complex partial seizures. Epilepsy Behav. 11(4):483-91.
LOMBROSO CT.( 2000). Pavor nocturnus of proven epileptic origin. Epilepsia 41(9):1221-6.
Ohayon MM. (2008). From wakefulness to excessive sleepiness: what we know and still need to know. Sleep
Med Rev. 2008 Apr;12(2):129-41
PAGEL JF. (2008). The burden of obstructive sleep apnea and associated excessive sleepiness. J Fam Pract.
57(8 Suppl):S3-8.
PHILLIPS B et al. (2000). Epidemiology of restless legs symptoms in adults. Arch Intern Med 160:2137-41
ROTH T, ROHERS TA. (1997). Etiologies and sequelae of Excessive Daytime Sleepiness. Clinical Thera-
peutics 18(4):562-576.
SATEIA MJ, NOWELL PD. (2004). Insomnia. Lancet 364:1959-1973.
SOLDATOS CR, DIKEOS DG. (2003). An integrative approach to the management of insomnia. Curr Opin
Psychiatry 16(Suppl 2):S93-S99.
SPIELMAN AJ, SASKIN P, THORPY MJ. (1987). Treatment of chronic insomnia by restriction of time in
bed. Sleep 10:45-46.
YOSS RE, DALY DD. (1957). Criteria for the diagnosis of the narcoleptic syndrome. Mayo Clinic Proceed-
ings. 32:320-328.
520

65. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΛΗΨΗΣ ΤΡΟΦΗΣ

Η κανονική ρύθμιση της λήψεως τροφής εξαρτάται από την αλληλεπίδραση δύο
υποθαλαμικών κέντρων, ενός οδωτικού και ενός ανασταλτικού. Βλάβη του
ανασταλτικού κέντρου στα ζώα προκαλεί υπερφαγία, ενώ βλάβη του οδωτικού μπορεί
να προκαλέσει αφαγία μέχρι θανάτου. Τα κέντρα αυτά λειτουργούν υπό την επίδραση
ειδικών νευρομεταβιβαστών. Η νοραδρεναλίνη παρεμβαίνει στη διαδικασία της σίτισης,
ενώ η ακετυλχολίνη μετέχει στη διαδικασία αντιμετώπισης της δίψας (αδρενεργική
θεωρία της σίτισης και χολινεργική θεωρία της δίψας). Πόνος, άγχος, ευφορία και
θυμός μπορεί να διαταράξουν το σύστημα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Σημεία
κορεσμού, που αναχαιτίζουν τη λήψη τροφής, είναι τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα και η
521

θερμοκρασία του σώματος, που ανέρχονται μετά τη λήψη τροφής, καθώς επίσης και ο
βαθμός διαστολής του στομάχου.
Οι προτιμήσεις των ανθρώπων για ορισμένες τροφές ποικίλλουν σύμφωνα με το
φύλο, την ιδιοσυγκρασία τους, την εποχή του έτους, τη γεωγραφική περιοχή διαμονής,
την ώρα της ημέρας, τη θρησκεία, την κουλτούρα και την κυρίαρχη μόδα. Η νόσος είναι
επίσης πανίσχυρος διαμορφωτής της ορέξεως, όχι μόνο ως προς την ποσότητα αλλά
και ως προς το είδος της τροφής. Στις γυναίκες κατά την εφηβεία παρατηρείται ισχυρή
αύξηση της ορέξεως για υδατάνθρακες. Από τη σκοπιά της ιδιοσυγκρασίας, οι πυκνικοί
(σπλαχνοτονικοί) προτιμούν το κρέας και τα λίπη, ενώ οι λεπτόσωμοι (εγκεφαλοτονικοί)
προτιμούν τα χόρτα και τα φρούτα. Κλιματολογικοί παράγοντες παίζουν ρόλο στις
επιλογές των τροφών. Οι λαοί της βόρειας Ευρώπης στρέφονται προς την
κρεατοφαγία, ενώ οι λαοί της νοτιοανατολικής Ασίας προς τη χορτοφαγία. Τις πρωινές
ώρες αποφεύγονται τα λίπη, αλλά η διάθεση για κατανάλωσή τους αυξάνει καθώς
έρχεται το βράδυ. Καθώς το άτομο ωριμάζει, αλλάζουν οι τροφικές προτιμήσεις του. Η
όρεξη για λήψη λιπών αυξάνει με την ηλικία και στα δύο φύλα αμέσως μετά την έναρξη
της εφηβείας, εποχή κατά την οποία ενεργοποιείται στον υποθάλαμο το νευροπεπτίδιο
γαλαμίνη (Galamine, GAL).

Τα τελευταία χρόνια έχει αποσαφηνισθεί ο ρόλος μερικών νευροπεπτιδίων ή άλλων


ουσιών στην όδωση ή αναστολή της λήψης ορισμένων τροφών.
Στα οδωτικά της ορέξεως περιλαμβάνονται: Το νευροπεπτίδιο Υ (NPY), το οποίο
παράγεται στον υποθάλαμο, αυξάνει την επιθυμία για λήψη υδατανθράκων και
επιταχύνει τη χρήση τους στο σώμα. Το NPY, το οποίο στην αλυσίδα του
περιλαμβάνει και ένα παγκρεατικό πολυπεπτίδιο, εμφανίζεται κατά τη νηστεία, ενώ τα
επίπεδά του πέφτουν μετά την πρόσληψη τροφής. Η γρελίνη είναι μια γαστρική
ορμόνη που έχει λιπογόνες και διαβητογόνες ιδιότητες. Αυξάνει την όρεξη για φαγητό
και την έκκριση αυξητικής ορμόνης. Εκκρίνεται στο στομάχι και εισέρχεται στην
κυκλοφορία σε καταστάσεις νηστείας μεταδίδοντας σήματα πείνας από την
περιφέρεια στο ΚΝΣ. Το νευροπεπτίδιο γαλαμίνη (GAL) αυξάνει την επιθυμία για
λήψη λιπών κατά το τέλος της ημέρας ή κατά τη λήξη μιας μυϊκής δραστηριότητας. Η
νορεπινεφρίνη αυξάνει, κατά το πρόγευμα, την όρεξη για υδατάνθρακες.
Στους αναστολείς της ορέξεως συγκαταλέγονται: Η χολοκυστοκινίνη, η οποία κεντρικώς
αναστέλλει την όρεξη για λίπη και υδατάνθρακες, ενώ περιφερικώς εκλύεται από το
έντερο μετά το γεύμα και δίδει σήματα κορεσμού. Η ιστιλπρολίνη δικετο-πιπεραζίνη
(cyclohispro), της οποίας τα επίπεδα μεταβάλλονται αναλόγως της ποσότητος της
προσλαμβανομένης τροφής, και η οποία φαίνεται ότι συμβάλλει στη ρύθμιση του
αισθήματος κορεσμού. Η ορμόνη απελευθέρωσης κορτικοτροπίνης (CRH), η οποία
ελέγχει την απελευθέρωση στεροειδών ορμονών και άμεσα καταστέλλει την όρεξη. Η
ντοπαμίνη, η οποία καταστέλλει την όρεξη για λίπη και πρωτεΐνες. Η σεροτονίνη, η
οποία δίδει σήματα αναστολής όταν έχει καταναλωθεί επαρκές ποσόν
υδατανθράκων. Η λεπτίνη, παράγων καταστολής της πείνας, είναι μια πεπτιδική
ορμόνη που συντίθεται στους λιπώδεις ιστούς και δρα στον υποθάλαμο οδώνοντας
τους υποδοχείς της μελανοκορτίνης και αναστέλλοντας το NPY. Δρα επίσης ως
διαμεσολαβητικός παράγων σε ποικίλες ενδοκρινικές λειτουργίες, όπως
αναπαραγωγή, φυσική δραστηριότητα και ανοσιακή λειτουργία. Οι μελανοκορτίνες
αλληλεπιδρούν με τη λεπτίνη και τη σεροτονίνη αναχαιτίζοντας τη συμπεριφορά
πρόσληψης τροφής.

Η πείνα και η δίψα είναι ιδιόμορφα βιώματα που αφετηρία τους είναι η επιθυμία για
τροφή και νερό και επενεργούν ως κίνητρα ή ορμές για την πρόσληψή τους. Το κέντρο
της πείνας βρίσκεται στο έδαφος της 3ης κοιλίας, στον υποθάλαμο. Το κέντρο της
δίψας βρίσκεται επίσης στον υποθάλαμο. Το πεπτίδιο αγγειοτενσίνη ΙΙ ενεργοποιεί τους
νευρώνες του κέντρου της δίψας. Πτώση των υγρών προκαλεί έκκριση ρενίνης από
τους νεφρούς και η ρενίνη αυξάνει τα επίπεδα της αγγειοτενσίνης ΙΙ στο αίμα, η οποία
ερεθίζει τους νευρώνες του κέντρου της δίψας. Η τροφή λειτουργεί ως βασικός
522

ενισχυτής που απομακρύνει τις αρνητικές επιπτώσεις των ενεργειακών ελλείψεων και
της πείνας, προκαλώντας ευχάριστα αποτελέσματα. Ωστόσο οι συμπεριφορές
πρόσληψης τροφής είναι πολύπλοκες και δεν πυροδοτούνται μόνο από ενεργειακές
ανάγκες. Το βίωμα της πείνας, στο οποίο περιλαμβάνεται και η όρεξη για φαγητό, δεν
ταυτίζεται αναγκαστικά και πλήρως με πραγματική ανάγκη πρόσληψης τροφής. Η
πείνα ως ανάγκη για τροφή είναι βιολογικό φαινόμενο και πυροδοτείται από την πτώση
του σακχάρου του αίματος, ενώ η όρεξη για φαγητό είναι επιθυμία για πρόσληψη
τροφής και είναι φαινόμενο ψυχικό. Η όρεξη είναι εκλεκτική πείνα που ωθεί στην
ικανοποίηση συγκεκριμένων και όχι γενικών θρεπτικών αναγκών. Στις σύγχρονες
κοινωνίες της αφθονίας μεγάλες ποσότητες τροφίμων καταναλώνονται όχι για την
κάλυψη τροφικών αναγκών αλλά για απόλαυση (Lowe and Butryn 2007). Τα
παχύσαρκα άτομα προτιμούν εύγευστες τροφές περισσότερο από τα άτομα με
φυσιολογικό βάρος. Δηλαδή δεν έχουν πείνα για τροφή αλλά πείνα για (τροφική)
ηδονή. Φαίνεται ότι εκτός από το γενικό αίσθημα πείνας υπάρχουν και είδη πείνας
εκλεκτικά για είδη θρεπτικών ουσιών που τα έχει περισσότερο ανάγκη ο οργανισμός.

Διαταραχές στη λήψη τροφής μπορεί να είναι ποσοτικές, προς την κατεύθυνση της
υπερφαγίας ή της ασιτίας, και ποιοτικές, οπότε αφορούν ιδιόμορφες παρεκκλίσεις στην
αναζήτηση τροφής. Στη διαμόρφωση αυτών των διαταραχών μπορεί να παίζουν ρόλο
ποικίλοι παράγοντες, όπως ελαττωματικός μηχανισμός κορεσμού (πολύ χαμηλός ή
πολύ υψηλός ουδός κορεσμού του κέντρου πείνας), περιβαλλοντικοί κοινωνιογενείς
παράγοντες, ψυχιατρικά προβλήματα κ.λπ. Διαταραχές του αισθήματος της πείνας και
της δίψας παρατηρούνται σε πάσχοντες από συναισθηματικές νόσους: πολυδιψία και
πολυφαγία στους μανιακούς και ανορεξία στους καταθλιπτικούς. Μη ψυχοπαθολογικές
καταστάσεις σχετιζόμενες με τη λήψη τροφής ίσως είναι η νηστεία και η παχυσαρκία.
Από καθαρά ψυχοπαθολογική άποψη οι διαταραχές λήψης τροφής διακρίνονται
στις εμφανιζόμενες πριν από την εφηβεία (ονομάζονται και αναπτυξιακές διαταραχές
σίτισης, βλ. σχετικό κεφάλαιο) και στις εμφανιζόμενες μετά την εφηβεία. Στις πρώτες
περιλαμβάνονται η άρνηση τροφής, η υπερβολική ιδιοτροπία στη λήψη τροφής, ο
μηρυκασμός, η επαναλαμβανόμενη παλινδρόμηση της τροφής χωρίς ναυτία ή
οργανική νόσο, το σύνδρομο Prader-Willi κ.λπ. Στις δεύτερες περιλαμβάνονται η
ψυχογενής ανορεξία, η ψυχογενής βουλιμία και τα επεισόδια υπερφαγίας. Η βρώση μη
τροφικών ουσιών (πίκα) και η πολυδιψία κατατάσσονται επίσης στις διαταραχές λήψης
τροφής.

Πολυδιψία. Είναι σημαντική διαταραχή με λήψη μεγάλων ποσοτήτων ύδατος και


πολυουρία. Μπορεί να είναι συνεχής, κυρίως όμως έχει επεισοδιακό χαρακτήρα.
Παρατηρείται συχνότερα στον σακχαρώδη διαβήτη, αλλά φαινόμενα πολυδιψίας είναι
συχνά σε διανοητικώς καθυστερημένα άτομα και σε αυτιστικά παιδιά, καθώς και στους
πάσχοντες από χρόνιες ψυχωσικές διαταραχές, ιδίως σχιζοφρένεια ή διπολική
διαταραχή. Το κάπνισμα επιτείνει το αίσθημα της δίψας. Σε πολλούς ψυχικώς
πάσχοντες η υπερβολική κατανάλωση ύδατος δεν οφείλεται σε δίψα αλλά είναι μια
«ψυχαναγκαστική κατανάλωση ύδατος» (Barlow and de Wardener 1959). Η πολυδιψία
είναι δυνατόν να προκαλέσει δηλητηρίαση δι' ύδατος (Brenmer and Regan 1991), η
οποία λόγω της υπονατριαιμίας μπορεί να επιφέρει σύγχυση, λήθαργο, σπασμούς,
ακόμη και οξεία υπονατριαιμική εγκεφαλοπάθεια (Dundas et al 2007).

Βρώση μη τροφικών ουσιών (πίκα). Ποικίλες, ψυχογενείς ή μη, καταστάσεις είναι


δυνατόν να οδηγήσουν σε λήψη ουσιών που δεν διαθέτουν τροφικές ιδιότητες ή που
δεν είναι βρώσιμες, όπως χώμα, λάσπη, κιμωλία, αλεσμένος καφές, στάχτη από
τσιγάρα. Παρατηρείται συχνότερα σε μικρά παιδιά (συνήθως βρώση χώματος) που
παρουσιάζουν ψυχογενείς δυσκολίες στη λήψη τροφής και σε εγκυμονούσες που
συνήθως προτιμούν ξινά άγουρα φρούτα (Rose et al 2000). Κατά την παιδική ηλικία
εκτός από αυτοτελής οντότητα, μπορεί να είναι σύμπτωμα ευρύτερης ψυχιατρικής
διαταραχής, κυρίως νοητικής υστέρησης. Στις εγκυμονούσες η παράλογη όρεξη
523

προκαλείται μάλλον από μεγάλες ανάγκες σε ασβέστιο και Vit. C που οδηγούν τη
γυναίκα σε αναζήτηση των τροφών που τις περιέχουν. Ωστόσο αυτή η ερμηνεία δεν
φαίνεται να εξηγεί πλήρως το φαινόμενο, αφού οι εγκυμονούσες δεν αναζητούν μόνο
άγουρα φρούτα αλλά πολλές φορές και ουσίες που δεν είναι καν τροφές. Φαίνεται ότι η
πίκα συνδυάζεται και με άλλους συντελεστές, όπως η ανάγκη κοινωνικής προβολής της
εγκυμοσύνης.
Σκουπιδοφαγία, κοπροφαγία, εμεσματοφαγία, πτωματοφαγία, κανιβαλισμός είναι
συνηθισμένα φαινόμενα σε περιόδους λιμού. Προϋποθέτουν ισχυρή άμβλυνση του
αισθήματος της αηδίας, συνδυάζονται με πτώση της αξιοπρέπειας και συντελούν σε
παλινδρομήσεις σε πολύ πρωτόγονα στάδια οργάνωσης της προσωπικότητας. Όταν
δεν εκδηλώνονται ως συνέπειες λιμού, υποδηλώνουν βαρύτατες ψυχοπαθολογικές
καταστάσεις. Η αυτοκοπροφαγία (το να τρώει κανείς τα κόπρανά του) σε συνδυασμό
μερικές φορές με είσοδο του δακτύλου στον πρωκτό και γλείψιμό του ή με πασάλειμμα
του σώματος με κόπρανα παρατηρείται σε διανοητικώς καθυστερημένα άτομα και σε
χρόνιους βαρέως πάσχοντες σχιζοφρενείς.

Νηστεία. Δεν είναι, τις περισσότερες φορές, παθολογικό φαινόμενο. Συνδυάζεται


συνήθως με θρησκευτικού τύπου πολιτιστικές τελετουργίες και σπανιότερα με τη
μορφή απεργίας πείνας στο πλαίσιο πολιτικού ακτιβισμού. Επικίνδυνη αποχή από
τροφή παρατηρείται σπάνια σε πάσχοντες από παρανοειδείς καταστάσεις ασθενείς οι
οποίοι κατέχονται από παραληρητικές ιδέες δηλητηρίασης. Η νηστεία, επειδή
διευκολύνει τον οργανισμό στην αντιμετώπιση των νόσων, έχει γίνει αντικείμενο βαθιάς
μελέτης από την κλασική ιατρική, αλλά οι σχετικές γνώσεις που συσσωρεύθηκαν μέσα
στις χιλιετίες εξάσκησης της προτεχνολογικής ιατρικής έχουν πλέον χαθεί και θα
χρειασθεί να ανακαλυφθούν εκ νέου. Πλήρης αποχή από τροφή οδηγεί στον θάνατο
ύστερα από παρέλευση 30-50 ημερών, αναλόγως της φυσικής καταστάσεως του
στερούμενου τροφής. Κατά την πλήρη στέρηση και ύδατος ο θάνατος επέρχεται σε
διάστημα μικρότερο των 15 ημερών.
Οι ψυχικές επιπτώσεις της αποχής από τροφή είναι ίδιες, είτε εκούσια είναι αυτή
είτε ακούσια. Οι Σκούρας και συν (1946) με την ευκαιρία του πλήθους των
περιστατικών που αντιμετώπισαν στη διάρκεια της μεγάλης πείνας κατά τη γερμανική
Κατοχή διακρίνουν τρία στάδια στις επιπτώσεις της υποχρεωτικής νηστείας. Κατά το
πρώτο ή διεγερτικό στάδιο το άτομο, παρά το ότι ταλαιπωρείται από ισχυρά αισθήματα
πείνας, εμφανίζει ψυχοκινητική ετοιμότητα με ζωηρότητα και σφρίγος στις αντιδράσεις,
αύξηση της αντιληπτικής ικανότητας, καθώς και της καθηλωτικής και ανακλητικής
μνήμης. Ο συναισθηματικός τόνος είναι, παραδόξως, θετικός και ενδέχεται να φθάσει
ώς την ευφορία με αύξηση της ομιλητικότητας και ιδεόρροια. Η υποβολιμότητα
αυξάνεται, όπως και η τάση για ονειροπόληση. Υπάρχει η ερμηνεία ότι τα φαινόμενα
αυτά ψυχοπνευματικής έξαρσης προκαλούνται από την «απελευθέρωση» των
ανωτέρων ψυχικών λειτουργιών λόγω απουσίας των ενεργειοβόρων, για την
αφομοίωση και τον μεταβολισμό τους, τροφών. Η έξαρση της υποφλοιώδους ψυχικής
ζωής που πυροδοτείται από τη νηστεία με την ανάπτυξη και ευαισθητοποίηση του
συναισθηματικού τόνου διευκολύνει την εκδήλωση θρησκευτικών συναισθημάτων και
οδώνει τη συμμετοχή σε θρησκευτικές τελετουργίες. Κατά το δεύτερο στάδιο, της
καταπτώσεως, η αίσθηση της πείνας βαθμιαία παύει να ενοχλεί και η απόσταση μεταξύ
αισθήματος πείνας και ανάγκης για τροφή συνεχώς μεγαλώνει. Εμφανίζονται
φαινόμενα όπως περιορισμός της κινητικότητας, αβουλία, βραδυψυχισμός, διαταραχές
της μνήμης, κυρίως της πρόσφατης, αποτελμάτωση της σκέψης, οπτικές
ψευδαισθήσεις. Το σύνδρομο της ψυχικής νάρκης και η κατατονία της πείνας
εμφανίζονται και κυριαρχούν στην εικόνα, με ρεμβασμό, ακατανίκητη υπνηλία που
οδηγεί σε πολύωρο ύπνο, ακινητικά φαινόμενα, εκπεσμό και θόλωση της συνείδησης,
με ονειρισμό. Περί το τέλος του σταδίου εμφανίζεται απώλεια ούρων και κοπράνων
(gatismus). Κατά το τρίτο στάδιο ο ασθενής πέφτει σιγά σιγά σε μια γλυκεία κατάσταση
ρέμβης, με αύξηση του ονειρισμού και έναρξη του κώματος, το οποίο ονομάσθηκε
coma vigile επειδή ο ασθενής δίδει την εντύπωση ότι είναι σε εγρήγορση.
524

Παχυσαρκία. Είναι η αύξηση του βάρους του σώματος λόγω συσσωρεύσεως λίπους
που προκαλείται από αύξηση της κατανάλωσης παχυσαρκογόνων τροφών σε
συνδυασμό με μεγάλη μείωση της σωματικής δραστηριότητας. Παρά το ότι δεν
κατατάσσεται στις επίσημες διαταραχές πρόσληψης τροφής, δεν παύει να είναι μια
σοβαρή διατροφική νόσος, με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο της υγείας.
Λόγω της μακράς ιστορίας υποθρεψίας του ανθρώπινου είδους οι ομοιοστατικοί
μηχανισμοί στο σύγχρονο ανθρώπινο σώμα, διά των οποίων διατηρείται σταθερό το
βάρος του σώματος, στρέφονται προς την κατεύθυνση συσσώρευσης και όχι
αποδόμησης του λίπους (Ginter and Simko 2008). Η παχυσαρκία προκαλείται από
ανατροπή αυτών των γενετικώς καθορισμένων μηχανισμών. Σύμφωνα με διεθνώς
αποδεκτά κριτήρια της WHO, παχύσαρκα είναι τα άτομα των οποίων ο δείκτης μάζας
σώματος Quetelet (δείκτης σωματικής μάζας = βάρος σε Kg/m2 όπου m το ύψος του
σώματος) είναι >26 για τους άνδρες και >25 για τις γυναίκες. Αυτό πρακτικά σημαίνει
ότι όταν κάποιος έχει πάνω από 20% υπερβάρος, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως
παχύσαρκος. Ένας άλλος δείκτης παχυσαρκίας είναι η περίμετρος της μέσης, μέχρι
80cm για τις γυναίκες και μέχρι 94cm για τους άνδρες. Το άμεσο και έμμεσο κόστος της
παχυσαρκίας αποτελεί περίπου το 10% του συνολικού κόστους υγείας στις δυτικές
χώρες. Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά παχυσαρκίας.
Η παχυσαρκία, επειδή καθιστά το άτομο ευαίσθητο σχετικώς με την εμφάνισή του,
είναι δυνατόν να προκαλέσει ιδέες αυτοϋποτίμησης, να πυροδοτήσει την ανάπτυξη
άγχους και κατάθλιψης με επιπτώσεις στη διαπροσωπική και στη σεξουαλική ζωή του.
Δεν είναι μόνο πρόβλημα αισθητικής αλλά ανήκει στους παράγοντες νοσηρότητας
πολλών σημαντικών νόσων, όπως καρδιαγγειακές παθήσεις, υπέρταση, καρκίνος,
σακχαρώδης διαβήτης κ.λπ. Η σοβαρή παχυσαρκία σχετίζεται με μεγάλη αύξηση της
θνησιμότητας. Ωστόσο η ταχεία απώλεια βάρους (που επιδιώκεται ευρύτατα) ίσως
συνδυάζεται με μεγαλύτερη θνησιμότητα από ό,τι η ανάλογη απόκτηση βάρους.
Σύγχρονες συνθήκες ζωής στις βιομηχανικές κοινωνίες, όπως η αφθονία τροφίμων,
η εγκατάλειψη της σωματικής προσπάθειας στις καθημερινές δραστηριότητες,
βρίσκονται μεταξύ των αιτιακών συντελεστών. Παχυσαρκία και άλλες παχυσαρκιογόνες
συνήθειες των γονέων (προτίμηση ορισμένων τροφίμων, καθιστική ζωή) παίζουν ρόλο
στην ανάπτυξη παχυσαρκίας στα παιδιά. Σε αντίθεση με το παρελθόν η παχυσαρκία
σήμερα είναι πολύ συχνότερη στα κατώτερα κοινωνικοικονομικά στρώματα και στα
άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Ορισμένα φάρμακα, όπως τα νευροληπτικά και
ορισμένα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, είναι δυνατόν να προκαλέσουν παχυσαρκία.
Από ψυχολογική άποψη υποστηρίζεται ότι η παχυσαρκία συνδέεται με καταπιεσμένες
ή απωθημένες ανάγκες σωματικής εξάρτησης, με την έννοια ότι η λήψη τροφής
ικανοποιεί συμβολικώς και κατά ένα μέρος τις υπερβολικές ανάγκες αγάπης και
φροντίδας. Από πολλούς έχει χαρακτηρισθεί και ως εκδήλωση διαταραγμένης
προσωπικότητας.
Εκτός από τη δίαιτα, την τροποποίηση της συμπεριφοράς και τη σωματική άσκηση,
κυκλοφορούν και φαρμακευτικές ουσίες που είτε μειώνουν την πρόσληψη ενέργειας
είτε αυξάνουν την παραγωγή της ή μειώνουν την απορρόφηση των τροφών (όπως π.χ.
η ορλιστάτη, αναστολέας της παγκρεατικής λιπάσης, που εμποδίζει την απορρόφηση
λίπους από το έντερο). Συνήθως το παχύσαρκο άτομο μετά από αιματηρές
προσπάθειες χάνει αρκετό βάρος, αλλά πολύ σύντομα το αποκτά πάλι.

Ψυχογενής ανορεξία, Ψυχογενής βουλιμία, Αδηφαγική διαταραχή. Οι διαταραχές


λήψης τροφής μοιάζουν με «λύσεις» που έγιναν τελικώς οι ίδιες πρόβλημα. Η
αιτιοπαθογένειά τους βρίσκεται στη διασταύρωση μεταξύ της ατομικής
ψυχοπαθολογίας, της υποκειμενικής αντίληψης του σώματος και της βιολογίας του, της
οικογένειας και της κοινωνίας. Συνήθως ξεκινούν ως μηχανισμοί προσαρμογής στην
προσπάθεια αντιμετώπισης αναπτυξιακών προκλήσεων, συναισθηματικής
σταθεροποίησης ή ρύθμισης ενδοοικογενειακών συγκρούσεων. Κοινωνικοί,
πολιτιστικοί, οικονομικοί και μορφωτικοί παράγοντες, σε συνύφανση με βιολογικούς,
525

προσωπικούς και οικογενειακούς δημιουργούν τη βάση για την ανάπτυξή τους. Ο


παράγων της ψυχοκαταπόνησης κατά την παιδική ηλικία θεωρείται σημαντικός στην
αιτιοπαθογένεια των διαταραχών λήψης τροφής. Η ψυχογενής ανορεξία και η
ψυχογενής βουλιμία έχουν ισχυρές συσχετίσεις με ψυχοκοινωνικούς παράγοντες και
διαστρεβλώσεις της εικόνας του σώματος την οποία ενδεχομένως αυτοί προκαλούν,
αφού οι σημερινές επιταγές της μόδας θέλουν το σώμα των γυναικών λεπτό. Αυτές
που κάνουν δίαιτα για αισθητικό αδυνάτισμα ανήκουν σε έναν νεανικό γυναικείο
πληθυσμό ο οποίος βρίσκεται σε υψηλό κίνδυνο να παρουσιάσει σοβαρές διαταραχές
στην πρόσληψη τροφής, είτε ως ανορεξία είτε ως βουλιμία. Στη συντριπτική τους
πλειονότητα είναι μαθήτριες ή νεαρές φοιτήτριες που συχνά σχηματίζουν στενές μικρές
παρέες και μέσα σε αυτές διαδίδουν μιαν ιδιάζουσα ισχνοεφετική ιδεολογία, καθώς και
μεθόδους απώλειας βάρους και τρόπους απόκρυψης της συνεπαγόμενης καχεξίας.
Σχετικώς με την προνοσηρή προσωπικότητα των πασχουσών έχουν επισημανθεί
χαρακτηριστικά όπως τελειοθηρία, ψυχαναγκαστικότητα, παρορμητικότητα,
ναρκισσιστικά στοιχεία· έχει υποστηριχθεί επίσης από μερικούς (Βellodi et al 2001) ότι
οι διαταραχές λήψης τροφής θα πρέπει να θεωρηθούν μέρος του ψυχαναγκαστικού
φάσματος, ενώ άλλοι δεν διστάζουν να τις κατατάξουν στην ίδια κατηγορία με τις
εξαρτήσεις από ουσίες (Σαραντόγλου 2001), βασιζόμενοι στο γεγονός ότι τόσο η
αποχή από τροφή όσο και οι υπερκαταναλωτικές συμπεριφορές έχουν χαρακτήρα
εξαρτησιακό. Οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις των διαταραχών λήψης τροφής είναι
σημαντικές: σοβαρή επιβάρυνση της σωματικής υγείας (στειρότητα, οστεοπόρωση,
φθορά των δοντιών), σεξουαλικές διαταραχές και διαταραχές στις διαπροσωπικές
σχέσεις, μεγάλη οικονομική επιβάρυνση για τη θεραπεία αλλά και για την απόκτηση
τροφής από τους βουλιμικούς και τους πάσχοντες από αδηφαγική διαταραχή,
κλονισμός των ισορροπιών στην οικογένεια, εργασιακά προβλήματα (Μωρόγιαννης
2003).
Οι ψυχολογικές θεραπείες παίζουν κεντρικό ρόλο στην αντιμετώπιση των
διαταραχών λήψης τροφής, αλλά τα αποτελέσματα συχνά δεν είναι ενθαρρυντικά.
Ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις όπως γνωσιακή συμπεριφορική, γνωσιακή αναλυτική
ή διαπροσωπική ψυχοθεραπεία έχουν δοκιμαστεί. Γνωσιακές προσεγγίσεις εστιάζονται
στις στρεβλές γνωσίες (π.χ. να νιώθει παχύσαρκη, ενώ είναι κάτισχνη). Οι
ψυχαναλυτικής έμπνευσης θεραπείες δεν είναι ούτε καλύτερες ούτε χειρότερες από τις
άλλες, αλλά αυτήν την εποχή βρίσκονται σε μερικές χώρες σχεδόν υπό διωγμό και η
αίγλη τους έχει μειωθεί. Οι οικογένειες των παιδιών και των εφήβων που πάσχουν από
διαταραχές λήψης τροφής θα πρέπει να εκπαιδεύονται γύρω από την κατάσταση του
πάσχοντος μέλους της οικογένειάς τους και να ενημερώνονται για τη θεραπευτική
διαδικασία που έχει επιλεγεί.

Ψυχογενής ανορεξία. Ο Κουρέτας τής είχε δώσει το όνομα «ανορεξία εξ


ισχνοεφέσεως». Χαρακτηρίζεται από εκούσια απώλεια σωματικού βάρους μέσα από
σημαντική μείωση της πρόσληψης τροφής σε ένα κλίμα επίμονης αναζήτησης της
ισχνότητας από την ασθενή. Στις περισσότερες περιπτώσεις το πρόβλημα αρχίζει κατά
τη διάρκεια εφαρμογής κάποιας δίαιτας για την απώλεια βάρους. Είναι από τις πιο
επικίνδυνες για τη ζωή ψυχιατρικές διαταραχές, λόγω της ασιτίας, των χαοτικών
τρόπων σίτισης των ασθενών, και της χρήσης ακραίων μέσων και τρόπων στην
ανυποχώρητη επιδίωξη ελέγχου του βάρους τους. Δεν υφίσταται μείωση της ορέξεως
για φαγητό, ακόμη και στα τελικά στάδια της νόσου, γι’ αυτό ο όρος είναι άστοχος. Το
βάρος του σώματος είναι περισσότερο από 15% κάτω του φυσιολογικού και ο δείκτης
Quetelet μικρότερος του 17,5. Εκτός από τη νηστεία η ασθενής επιδίδεται σε αύξηση
της σωματικής της δραστηριότητας με εντατική γυμναστική. Προκλητοί έμετοι,
κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων τροφών με πολλές ίνες, ανορεξιογόνα φάρμακα,
διουρητικά φάρμακα και καθαρτικά είναι επιπρόσθετοι τρόποι ελέγχου του βάρους του
σώματος που επινοεί το κορίτσι μέσα σε ένα πλήθος άλλων μηχανευμάτων και
στρατηγικών «απίσχνανσης και απόκρυψης».
526

Είναι συχνή κατά την εφηβική και την πρώτη μετεφηβική περίοδο (14-25 ετών),
χωρίς να αποκλείεται η εμφάνισή της και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Πιστεύεται ότι πλήττει
περίπου το 0,5% των κοριτσιών και το 0,05% των αγοριών. Οι ασθενείς παρουσιάζουν
διαταραχές της εικόνας του σώματός τους που φθάνουν ακόμη και σε παραληρητικά
επίπεδα (ενώ είναι κάτισχνες πιστεύουν ότι είναι παχύσαρκες), φοβία σωματικού
βάρους και δυσμορφοφοβία. Επίσης δυνατόν να εμφανίζουν ψυχαναγκαστικά και
καταθλιπτικά συμπτώματα σε έδαφος διαταραχής της προσωπικότητας με στοιχεία
τελειοθηρικά, η δε αλεξιθυμία είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο (Halmi et al 2005).
Υπάρχουν και περίοδοι με φυσιολογικό βάρος, ενώ οι εναλλαγές νηστείας με
βουλιμία και καταβρόχθιση μεγάλων ποσοτήτων τροφής δεν είναι σπάνιες,
διαμορφώνοντας ένα «ανορεκτικο-βουλιμικό συνεχές». Όμως το πιο χαρακτηριστικό
και επίμονο στοιχείο είναι οι περίοδοι με μεγάλη και δραματική υποθρεψία και
απίσχνανση. Συχνότατες είναι οι ενδοκρινικές διαταραχές με υποθαλαμικό
υπογοναδισμό, επίμονη υπερκορτιζολαιμία, υπερέκκριση αυξητικής ορμόνης, ανώμαλη
ρύθμιση της έκκρισης θυρεοειδικών ορμονών, βαζοπρεσσίνης και ινσουλίνης, μειωμένη
έκκριση οιστρογόνων και διακοπή της εμμηνορρυσίας, μειωμένη έκκριση
τεστοστερόνης στους άνδρες. Άλλα συμπτώματα είναι τα προβλήματα στη
σεξουαλικότητα, η ξηροδερμία, η βραδυκαρδία, η υπόταση, τα οιδήματα, η αναιμία.
Συνοδά παθολογικά ευρήματα είναι οι ηλεκτρολυτικές διαταραχές, η οστεοπόρωση (μία
στις 3 ασθενείς θα υποστεί κάταγμα). Η υποκαλιαιμία σε ασθενή με διαταραχή στη
λήψη τροφής δείχνει με βεβαιότητα ότι η ασθενής παίρνει καθαρτικό ή κάνει έμετο
τουλάχιστον μία φορά την ημέρα (Greenfield et al 1995). Η διαφοροδιάγνωση γίνεται
από τη νόσο του Crohn, το σύνδρομο δυσαπορρόφησης, την υποφυσιογενή καχεξία
του Simmonds, το σύνδρομο Bartter (potassium waste syndrome) και τον
υπερθυρεοειδισμό.
Αιτιοπαθογένεια. Πολιτιστικοί, οικογενειακοί, γενετικοί, βιολογικοί, ψυχοπιεστικοί και
άλλοι παράγοντες αλληλοδιαπλέκονται στη διαμόρφωση της διαταραχής. Η ισχνότητα
ως σωματικό ιδεώδες καλλιεργείται κυρίως από τη μόδα και τα ΜΜΕ και επηρεάζει
μεγάλα τμήματα του γενικού πληθυσμού. Δίδυμοι αδελφοί πασχόντων από ψυχογενή
ανορεξία διατρέχουν σαφώς μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης διαταραχών λήψεως
τροφής και κατάθλιψης. Τα επίπεδα της γρελίνης του πλάσματος είναι υψηλότερα σε
πάσχοντες από ψυχογενή ανορεξία, τα οποία κατέρχονται καθώς ο ασθενής αποκτά
βάρος, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τα επίπεδα της λεπτίνης. Στους παράγοντες
κινδύνου περιλαμβάνονται η συγγένεια με άτομο που πάσχει από ψυχογενή ανορεξία,
ισχυρές ψυχοκαταπονήσεις στην πρώτη παιδική ηλικία, πρώιμη έναρξη της
εμμηνορυσίας, επαγγέλματα που δίνουν έμφαση στην εξωτερική εμφάνιση όπως
αθλητές-αθλήτριες, μοντέλα, χορεύτριες κ.λπ. Σύμφωνα με τη σοβαρότερη
ψυχαναλυτική άποψη (Benedek 1936), κατά την οργάνωση των εφηβικών
φαντασιώσεων, το μητρικό στοιχείο, με πρότυπο τον πλούσιο μαστό που θηλάζει το
μωρό, ενσωματώνεται ψυχικώς από το κορίτσι σαν παράγοντας αρνητικός,
επικίνδυνος ή καταδιωκτικός, που το αναγκάζει να κρατήσει σε απόσταση έναν πιθανό
μητρικό ρόλο μέσα από την επιλογή της σωματικής ισχνότητας. Υπάρχουν και άλλες
σαφώς αφελείς ψυχαναλυτικές απόψεις, όπως ότι η άρνηση τροφής από το κορίτσι
συμβολίζει την απόρριψη του ενσωματωμένου πέους του πατέρα ή τις ενοχές του
κοριτσιού για τις επιθυμίες καννιβαλιστικής κατοχής του πέους του πατέρα.
Πορεία. Καθαρά νεανικό σύνδρομο, όπως και η βουλιμία, υποχωρεί με την αύξηση της
ηλικίας, αλλά μέχρι την πλήρη αποδρομή του ο/η ασθενής διατρέχει σοβαρούς
κινδύνους και η πιθανότητα πρόωρου θανάτου, είτε ως συνέπεια της απισχνάνσεως
είτε μετά από επιτυχή απόπειρα αυτοκτονίας, είναι πολλαπλάσια εκείνης του
αντίστοιχου γενικού πληθυσμού (Norring and Sohlberg 1993). Συχνά εμφανίζεται με τη
μορφή ενός σχετικά σύντομου επεισοδίου με πλήρη ανάνηψη χωρίς υποτροπή. Η
πορεία της μπορεί να είναι επεισοδιακή ή σταθερά επιδεινούμενη με αυξανόμενη
πιθανότητα κατάληξης στον θάνατο. Μερικοί ασθενείς θα χρονίσουν και από αυτούς
ένας αριθμός (γύρω στο 5%) θα πεθάνουν.
527

Θεραπεία. Θεμελιώδης κανόνας της θεραπείας είναι η κατά περιόδους επαρκής


διατροφική υποστήριξη του ασθενούς, έστω και δι’ εξαναγκασμού, με
ενδονοσοκομειακή νοσηλεία και υποχρεωτική σίτιση, ώστε να βελτιωθεί η φυσική του
κατάσταση. Η αρνητική στάση πολλών ασθενών λόγω του χαμηλού θεραπευτικού
κινήτρου και η συννοσηρότητα, σωματική και ψυχολογική, αποτελούν ανασταλτικούς
παράγοντες στην οργάνωση ενός δραστικού θεραπευτικού προγράμματος. Η θεραπεία
περιλαμβάνει ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, ατομική και οικογενειακή συμβουλευτική,
ψυχοφαρμακολογική παρέμβαση (ολανζαπίνη, χλωριμιπραμίνη) και διατροφική
αποκατάσταση. Οι περισσότερες ασθενείς απαντούν θετικά στη θεραπεία, άλλες όμως
προκαλούν στους θεραπευτές απογοήτευση και αισθήματα ανικανότητας που τους
εξουθενώνουν και τους οδηγούν στην παραίτηση. Τα τελευταία χρόνια άρχισε στην
Ευρώπη η εμφάνιση εξειδικευμένων κέντρων αντιμετώπισης της ψυχογενούς
ανορεξίας.

Ψυχογενής βουλιμία. Καθιερώθηκε ως ψυχιατρική διαταραχή και εντάχθηκε στα


ταξινομικά συστήματα το 1979. Χαρακτηρίζεται από επεισόδια μεγάλης πολυφαγίας,
συνήθως στη διάρκεια της νύχτας, μέσα σε ένα κλίμα ακατανίκητης επιθυμίας για λήψη
τροφής, συνοδευόμενα συχνά από αντιροπιστικές συμπεριφορές, δηλαδή προκλητούς
εμέτους, χρήση καθαρτικών φαρμάκων και αισθήματα βαθιάς αυτοπεριφρόνησης, που
προκύπτουν από τη διαρκή υπεραπασχόληση με το σωματικό βάρος και την αδυναμία
ελέγχου στην κατανάλωση τροφών. Δεν πρέπει να συνδέεται με την παχυσαρκία, αν
και πολλοί παχύσαρκοι είναι οπωσδήποτε βουλιμικοί. Παρατηρείται σε νεαρές κοπέλες
και συχνά εμφανίζεται μετά από δίαιτα για απώλεια βάρους. Πολλές φορές υπάρχει
ιστορικό ψυχογενούς ανορεξίας και όλες οι ασθενείς κατέχονται από έναν ισχυρό φόβο
παχυσαρκίας. Η συχνότητά της ανέρχεται στο 1% του γενικού πληθυσμού, αλλά στις
γυναίκες του ηλικιακού φάσματος των 18-24 ετών φθάνει στο 4%-5% (Bushnell et al
1990). Οι επανειλημμένοι έμετοι είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε διαβρώσεις της
αδαμαντίνης των οδόντων και ηλεκτρολυτικές διαταραχές, ιδίως υποκαλιαιμία, με
άσχημες συνέπειες, όπως τετανία, επιληπτικοί σπασμοί ή καρδιακές αρρυθμίες. Η
συνύπαρξη μείζονος καταθλίψεως σε αυτόν τον πληθυσμό ίσως να υπερβαίνει και το
50% των περιπτώσεων.
Ψυχαναγκαστικού τύπου διαταραχές της προσωπικότητας και ψυχοτραυματικά
γεγονότα έχουν επισημανθεί μεταξύ των αιτιοπαθογενετικών παραγόντων. Γονεϊκή
παχυσαρκία θεωρείται επιβαρυντικός παράγων, όπως και η συννοσηρότητα με
ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Συναισθηματικές διαταραχές (κατάθλιψη), κατάχρηση
αλκοόλ και εξαρτησιογόνων ουσιών θεωρούνται παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης της
διαταραχής. Η πορεία και η έκβασή της είναι ευνοϊκότερες σε σχέση με την ψυχογενή
ανορεξία (Fichter 2004). Ανώτερη κοινωνική τάξη και περιορισμένα κοινωνικά
προβλήματα θεωρούνται ότι ευνοούν την καλή έκβαση, η οποία επέρχεται σταδιακά με
την πάροδο του χρόνου. Η γνωσιακού τύπου ψυχοθεραπεία λέγεται ότι έχει καλά
αποτελέσματα, όπως επίσης και η διαπροσωπική ψυχοθεραπεία.
Στη φαρμακευτική αντιμετώπιση της ψυχογενούς βουλιμίας τα αντικαταθλιπτικά
ανταγωνίζονται βραχυπρόθεσμα τη γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, αλλά η
διακοπή της χορήγησής τους οδηγεί σε υποτροπή συχνότερα από ό,τι η γνωσιακή
συμπεριφορική θεραπεία. Η τοπιραμάτη ίσως είναι χρήσιμη στη βουλιμία και στα
επεισόδια υπερφαγίας. Υπάρχει πληθώρα ανορεξιογόνων φαρμάκων στην αγορά, με
κυριότερα τη φαινφλουραμίνη και τη δεξφαινφλουραμίνη. Η δράση τους μοιάζει με τη
δράση των αμφεταμινών και οφείλεται στην αναστολή επαναπρόσληψης σεροτονίνης,
η οποία, παίζει κάποιον ρόλο στη ρύθμιση του αισθήματος κορεσμού, στον συναπτικό
χώρο. Η απώλεια βάρους που επιτυγχάνεται φθάνει και μέχρι το 10% του συνολικού
βάρους, αλλά συνήθως στους επόμενους 12 μήνες παρατηρείται επανάκτηση του.
Ξηρότητα του στόματος, νευρικότητα, αϋπνία, γαστρεντερικές διαταραχές, καταβολή,
καθυστέρηση της εκσπερμάτωσης ή απουσία οργασμού είναι δυνατόν να
παρατηρηθούν, όπως συμβαίνει με τα σεροτονινεργικά φάρμακα. Ο κίνδυνος
εξάρτησης και πρόκλησης ψυχιατρικής συμπτωματολογίας είναι σοβαρός. Τα γνωστά
528

σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά φλουοξετίνη, σιταλοπράμη, φλουβοξαμίνη κ.λπ.


έχουν ήπια ανορεξιογόνο δράση και έχουν χρησιμοποιηθεί σε προγράμματα
καταπολέμησης της βουλιμίας ή της παχυσαρκίας. Οι θυρεοειδικές ορμόνες
χρησιμοποιούνται από τη δεκαετία του ‘80 ως απισχναντικά. Θεωρούνται
θερμογενετικές ουσίες που κατά κάποιον τρόπο μιμούνται τις μεταβολικές δράσεις της
σωματικής άσκησης. Ωστόσο ούτε οι ψυχοθεραπευτικές ούτε οι ψυχοφαρμακολογικές
θεραπείες έχουν τεκμηριωμένη αποτελεσματικότητα.

Αδηφαγική διαταραχή ή Διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας (Binge Eating Dis-


order). Υπερβολική και ανεξέλεγκτη κατανάλωση τροφών υψηλής θερμιδικής αξίας σε
σύντομα χρονικά διαστήματα επιτελούμενη κατά μόνας ως νυκτερινή λαιμαργιώδης
υπερφαγία, συνοδευόμενη από ανησυχία, ιδέες αυτομομφής και αισθήματα
αυτοεπιτίμησης για την αδυναμία διακοπής του υπερφαγικού επεισοδίου (Latner Clyne
2008). Τα επεισόδια έχουν συχνότητα 2-5 φορές την εβδομάδα. Η κατάσταση αυτή
είναι δυνατόν να παρατηρηθεί ως αντίδραση σε ψυχοπιεστικά γεγονότα, όπως
ατυχήματα, απώλειες αγαπημένων προσώπων ή αντικειμένων, παρατεταμένη
ψυχοκαταπόνηση. Αυτές οι ασθενείς, σε αντίθεση με τις βουλιμικές, δεν κάνουν
εμέτους για να αποβάλουν τις τροφές, δεν αθλούνται, ούτε παίρνουν καθαρτικά.
Ιστορικό βαρείας παχυσαρκίας, αυξομειώσεων βάρους, κατάθλιψης, χρήσης ουσιών,
είναι παράγοντες που έχουν συνδεθεί με αυτήν τη διαταραχή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΩΡΟΓΙΑΝΝΗΣ Φ. (2003). Οι επιπτώσεις των ψυχιατρικών διαταραχών πρόσληψης τροφής στο άτομο,
την οικογένεια και την κοινωνία. Τετρ Ψυχιατρ 82:44-48.
ΣΑΡΑΝΤΟΓΛΟΥ Γ. (2001). Διατροφικές διαταραχές (Ανορεξία-Βουλιμία): Οι παρούσες διαστάσεις μιας
καλπάζουσας επιδημίας – «προνομίου» των ευημερουσών κοινωνιών. Τετρ Ψυχιατρ 76:35-76.
ΣΚΟΥΡΑΣ Φ και συν. (1946). Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους. Εκδ.
Οδυσσέας/Τρίαψις Λόγος, Αθήνα 1991.

BARLOW ED, de WARDENER HE. (1959). Compulsive water drinking. Q J Med 28:135-158.
BELLODI L, CAVALLINI MC, BERTELLI S, et al. (2001). Morbidity Risk for Obsessive-Compulsive Spec-
trum Disorders in First-Degree Relatives of Patients with Eating Disorders. Am J Psychiatry 158:563-569.
BENEDEK T. (1936). Dominant ideas and their relation to morbid cravings. International Journal of Psy-
choanalysis 17:40—56.
BREMNER AJ, REGAN A. (1991). Intoxicated by water. Br. J. Psychiatry 158(2): 244-250.
BUSHNELL JA, WELLS J, HORNBLOW AR, et al. (1990). Prevalence of three bulimia syndromes in the
general population. Psychol. Med. 20:671-680.
DREWNOWSKI A, et al. (1994). Body weight and dieting in adolescence: impact of socioeconomic status.
Int J Eating Disord 16:61-5
DUNDAS B, HARRIS M, NARASIMHAN M. (2007) Psychogenic polydipsia review: etiology, differential,
and treatment. Curr Psychiatry Rep. 9(3):236-41.
FICHTER MM, QUADFLIEG N. (2004). Twelve-year course and outcome of bulimia nervosa. Psychol
Med. 34(8):1395-406.
GINTER E, SIMKO V. (2008). Adult obesity at the beginning of the 21st century: epidemiology,
pathophysiology and health risk. Bratisl Lek Listy.109(5):224-30.
GREENFIELD D, MICKLEY D, QUINLAM D, ROLOFF P. (1995). Hypokalemia in outpatients with eating
disorders. Am J Psychiatry. 152(1):60-3.
HALMI KA et al. (2005). The relation among perfectionism, obsessive-compulsive personality disorder
and obsessive-compulsive disorder in individuals with eating disorders. Int J Eat Disord. 38(4):371-374
LATNER JD, CLYNE C. (2008). The diagnostic validity of the criteria for binge eating disorder. Int J Eat
Disord. 41(1):1-14.
LOWE MR, BUTRYN ML. (2007). Hedonic hunger: a new dimension of appetite? Physiol Behav.
24;91(4):432-9.
NORRING CEA, SOHLBERG SS. (1993). Outcome, recovery, relapse and mortality across six years in
patients with clinical eating disorders. Acta Psych. Scand. 87(6):437-444.
ROSE EA, PORCERELLI JH, NEALE AV.( 2000). Pica: common but commonly missed. J Am Board Fam
Pract. 13(5):353-8.

66. ΨΥΧΟΤΡΑΥΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΚΑΤΑΠΟΝΗΣΗ


529

Ψυχοκαταπόνηση (stress). Το στρες είναι έννοια της Μηχανικής που δηλώνει τον
βαθμό αντοχής ενός υλικού αντικειμένου στη φυσική δύναμη που ασκείται επάνω του.
Σε επίπεδο βιολογικό, το στρες είναι ένας παράγων που θέτει σε κίνδυνο την
ομοιόσταση του οργανισμού, μια ανατροπή της ισορροπίας του οργανισμού ως
συνέπεια περιβαλλοντικών επιδράσεων (Johnson et al 1992). Σε επίπεδο ψυχολογικό
το στρες θεωρείται μια ψυχοβιολογική κατάσταση έντασης εμφανιζόμενη ως απάντηση
σε ερεθίσματα που απαιτούν την κινητοποίηση προσαρμοστικών διεργασιών σε νέες
συνθήκες. Στο πλαίσιο της ψυχοπαθολογίας η έννοια της ψυχοκαταπόνησης, που και
εδώ κυριάρχησε να αποκαλείται στρες, είναι δυνατόν να κατανοηθεί μόνο όταν
αποσαφηνισθούν οι λεπτές αλληλεπιδράσεις στο διαρκές παιχνίδι μεταξύ σώματος και
ψυχής, ή καλύτερα σώματος και συγκινήσεων. Σύμφωνα με τον Selye (1936, 1952,
1974), στρες είναι το μη ειδικό αποτέλεσμα οποιασδήποτε σωματικής ή ψυχικής
απαίτησης που επιβάλλεται στο πειραματόζωο. Αποκάλεσε αυτό το μη ειδικό
αποτέλεσμα γενικό σύνδρομο προσαρμογής (general adaptation syndrome, GAS) και
το θεώρησε σημαντικό προσαρμοστικό μηχανισμό στις περιπτώσεις εξωτερικών
αρνητικών επιδράσεων. Ο Caplan (1981) χαρακτηρίζει το στρες ως μια κατάσταση
στην οποία υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των απαιτήσεων που επιβάλλονται στον
οργανισμό (απώλειες ή επαπειλούμενες απώλειες) και της ικανότητάς του να
ανταποκριθεί σε αυτές. Το παροδικό στρες είναι συνήθης διάσταση της ζωής, αφού η
αλληλεπίδραση μεταξύ οργανισμού και περιβάλλοντος συχνά περιλαμβάνει μια
απώλεια της ευελιξίας των προσαρμοστικών δυνατοτήτων. Αλλά το παρατεταμένο
στρες, που ξετυλίγεται στον χρόνο αργόσυρτα, μπορεί να είναι βλαπτικό, ενδέχεται να
διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη σωματικών ή ψυχικών νοσογόνων
διεργασιών, και γενικώς εμπλέκεται σε έναν μεγάλο αριθμό ιατρικών προβλημάτων.

Στρεσογόνοι παράγοντες ή στρέσορες. Στρέσορες είναι παράγοντες ή καταστάσεις


που επιβάλλουν εκείνες τις σωματικές ή ψυχικές απαιτήσεις οι οποίες με τη σειρά τους
πυροδοτούν τις στρεσογόνες διαδικασίες. Δεν είναι μόνο φυσικοί αλλά και ψυχικοί και
κοινωνικοί. Είναι μεγάλη η ποικιλία των καταστάσεων που μπορεί να προκαλέσουν
στρες, όπως απώλεια αίματος, πόνος, κόπωση, φόβος, απώλεια αγαπημένων
προσώπων ή αντικειμένων, μεγάλη συναισθηματική αναστάτωση από δυσάρεστα ή και
ευχάριστα γεγονότα. Ο βαθμός κατά τον οποίο απειλήθηκε η ζωή του ατόμου έχει
ιδιαίτερη σημασία. Είναι πολύ δύσκολη η αποτίμηση χαμένων σχέσεων, ιδεών στις
οποίες υπήρξε μεγάλη αφοσίωση και συστημάτων θρησκευτικής ή άλλης πίστης, αλλά
οι επιπτώσεις τέτοιων απωλειών φαίνεται ότι είναι σοβαρές και θεωρούνται
στρεσογόνοι παράγοντες μεγάλης βαρύτητας.

Γενικό σύνδρομο προσαρμογής. Κατά τη βιοψυχοκαταπόνηση η συνήθης ισορροπία


του οργανισμού διαταράσσεται, πράγμα που οδηγεί στην κινητοποίηση διεργασιών οι
οποίες συντελούν στην επαναφορά του στα προηγούμενα επίπεδα λειτουργικότητας. Η
απάντηση του οργανισμού στις απαιτήσεις της βιοψυχοκαταπόνησης είναι πάντοτε η
ίδια, δεν έχει εξειδικευμένο χαρακτήρα, εκδηλώνεται με στοιχεία βιολογικά και
ψυχολογικά και έχει ονομασθεί (Selye 1956) γενικό σύνδρομο προσαρμογής (general
adaptation syndrome, GAS) ή βιολογικό σύνδρομο στρες, το οποίο εκδηλώνεται σε
τρεις φάσεις:
Αντίδραση ανησυχίας ή συναγερμού. Χαρακτηρίζεται αρχικά, στην πρώτη επαφή
του οργανισμού με τον στρεσογόνο παράγοντα, από μείωση της δραστηριότητας και
κατόπιν από κινητοποίηση σε συμπεριφορές αντιμετώπισης του στρέσορα. Μπορεί
να προκαλέσει και παθολογικές εκδηλώσεις, όπως μείωση της όρεξης για φαγητό,
κόπωση, εξάντληση. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα πράγματα σταματούν σε
αυτό το στάδιο, αφού ο οργανισμός κατορθώνει να τα βγάλει πέρα. Αλλά αν ο
βλαπτικός παράγοντας είναι εξαιρετικά ισχυρός, στα σχετικά πειράματα, το ζώο
ενδέχεται να πεθάνει κατά τη φάση αυτή.
Φάση αντίστασης. Εμφανίζεται στις περιπτώσεις που το ζώο επιβιώνει και ο
στρέσορας συνεχίζει να επιδρά. Ο οργανισμός αναπτύσσει αντιστάσεις με στόχο την
530

εξαφάνιση των συμπτωμάτων που παρουσιάσθηκαν στη φάση του συναγερμού και
επάνοδο στη φυσιολογική λειτουργικότητα. Αυτό επιτυγχάνεται με την κινητοποίηση
νευροορμονικών μηχανισμών και εκκρίσεως κυρίως κορτικοστεροειδών από τον
φλοιό των επινεφριδίων.
Φάση εξουθενώσεως. Όταν τα όρια αντίστασης του οργανισμού εξαντληθούν πριν
υποχωρήσουν οι στρεσογόνοι παράγοντες, εκδηλώνονται τα σημεία της εξάντλησης.
Μειώνεται η αποδοτικότητα της κινητοποίησης των νευροορμονικών μηχανισμών και
εμφανίζονται πάλι τα φαινόμενα της φάσης του συναγερμού, αλλά αυτή τη φορά
απειλητικότερα για τον οργανισμό, και προκαλούν την τελική κάμψη του.

Κατά την άποψη του Selye το γενικό σύνδρομο προσαρμογής μπορεί να διαρκέσει για
μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την παρέλευση του στρεσογόνου ερεθίσματος,
ή να παύσει ο προσαρμοστικός του ρόλος και να γίνει το ίδιο βλαπτικός παράγων. Στη
θεωρία του τονίζεται ότι η αντίδραση GAS δεν συνεπάγεται αναγκαστικά νόσο, αλλά αν
η αντίδραση παρατείνεται ή επαναλαμβάνεται συχνά, τότε μπορεί να αρχίσει διεργασία
ανάπτυξης νόσου εφόσον υπάρχει ευάλωτο όργανο ή λειτουργία. Προηγήθηκε ο
Cannon (1926, 1932), ο οποίος σε σχετικά πειράματα έδειξε ότι ο οργανισμός
προετοιμάζεται για ταχεία απελευθέρωση ενέργειας για την αντιμετώπιση επειγούσης
καταστάσεως με στροφή του αυτόνομου ΝΣ προς τη συμπαθητικοτονία. Η εμπλοκή του
υποθαλάμου οδηγεί σε έκκριση «ορμονών προσαρμογής» από την υπόφυση και τα
επινεφρίδια. Οι αντιδράσεις επιτελούνται σε τρία στάδια. Το στάδιο συναγερμού με
αύξηση της ροής του αίματος, υποθερμία και υποτονία είναι μια αντισόκ διαδικασία που
βρίσκεται στην αφετηρία της προσαρμογής. Το στάδιο αντίστασης χαρακτηρίζεται από
απελευθέρωση ενέργειας και είναι αμυντική φάση που αποσκοπεί στην προσαρμογή.
Κατά το στάδιο κόπωσης οι προσπάθειες προσαρμογής δεν είναι σε θέση να
υπερκεράσουν την κατάσταση.

Βιολογικό υπόστρωμα της ψυχοκαταπόνησης. Δεν υπάρχει σήμερα αμφιβολία ότι


νευροενδοκρινικοί, ανοσιακοί και ενζυματικοί μηχανισμοί εμπλέκονται στην εκδήλωση
των φαινομένων που σχετίζονται με το στρες. Στον εγκέφαλο τα ψυχοκοινωνικά
γεγονότα μετατρέπονται σε βιολογικά και έτσι ενεργοποιούν ποικίλα συστήματα και
μηχανισμούς ελέγχου του νευρικού συστήματος. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στις
αιμοδυναμικές αντιδράσεις, στις λειτουργίες θρομβοκυττάρων και ινωδογόνου, στα
επίπεδα λιπιδίων και χοληστερίνης στο αίμα, στη λειτουργία του ανοσιακού
συστήματος, ενώ η συμμετοχή των κατεχολαμινών και των κορτικοειδών είναι ιδιαίτερα
σημαντική.
Ο άξονας υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια και ο υπομέλας τόπος (locus ce-
ruleus) παίζουν κεντρικό ρόλο. Οι στρέσορες διεγείρουν τον παρακοιλιακό υποθάλαμο,
ο οποίος ελέγχει τη λειτουργία της υπόφυσης μέσω της CRH (Corticotriphin Releasing
Hormone), ο πρόσθιος λοβός της οποίας εκκρίνει την αδρενοκορτικοτρόπο ορμόνη
(ACTH) η οποία ρυθμίζει τη λειτουργία του φλοιού των επινεφριδίων. Ο φλοιός των
επινεφριδίων ακολούθως εκκρίνει ανάλογες με τις ανάγκες ποσότητες
κορτικοστεροειδών. Φαίνεται ότι τα ειδικά για απαντήσεις στο στρες μονοαμινεργικά
συστήματα στον εγκέφαλο (όπως ο υπομέλας τόπος) βρίσκονται κάτω από την
επίδραση των κορτικοστεροειδών ορμονών. Οι ενδορφίνες συμμετέχουν επίσης στην
αντίδραση στρες. Η αναλγητική και ηρεμιστική δράση τους είναι χαρακτηριστική.
Επειδή βρίσκονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις στην υπόφυση, ίσως παίζουν και κάποιο
ρόλο στη μετάδοση του σήματος συναγερμού από τον εγκέφαλο στην υπόφυση.
Παράλληλα με αυτή τη διαδικασία εκδιπλώνεται και η διαδικασία έκκρισης
κατεχολαμινών από τον μυελό των επινεφριδίων, οι οποίες επίσης ενεργοποιούν
μηχανισμούς προσαρμογής. Η αδρεναλίνη και η νοραδρεναλίνη συμβάλλουν στη
διαθεσιμότητα ενέργειας αλλά και στην ενίσχυση αμυντικών δυνατοτήτων με την
αύξηση της συχνότητας του σφυγμού, την αύξηση της αρτηριακής πιέσεως και της
τροφοδότησης των μυών με αίμα, την αύξηση της πηκτικότητας του αίματος και την
ενεργοποίηση του ΚΝΣ.
531

Το ανοσιακό σύστημα εμπλέκεται μέσα από τη στενή σχέση που έχει με το


ορμονικό υποσύστημα, αλλά και ανεξάρτητα. Οι στρεσογόνοι παράγοντες λειτουργούν
ως ανοσοκατασταλτατικοί μηχανισμοί. Οι μεταβολές του ανοσιακού ως απάντηση σε
στρέσορες περιλαμβάνουν μείωση του αριθμού των κυττάρων φονιάδων και των Τ-
βοηθών λεμφοκυττάρων. Οι κυτοκίνες, κυρίως η ιντερλευκίνη-1 και η ιντερλευκίνη-2,
υπερπαράγονται, ενεργοποιούν τον υποθάλαμο-υποφυσεο-επινεφριδιακό άξονα,
πυροδοτούν συμπεριφορές άγχους και αποφυγής και προάγουν μια συμπτωματολογία
που μοιάζει με εκείνη της κατάθλιψης.

Η έννοια του ψυχικού τραύματος. Τραύματα ψυχικά υφίστανται όλοι σχεδόν οι


άνθρωποι, δεν είναι όμως για όλους παθογόνα. Η ιδιοσυγκρασία μπορεί να παίζει
σημαντικό ρόλο στην παθογενετική διεργασία που εκτυλίσσεται μετά από μια
τραυματική εμπειρία. Τραυματικές εμπειρίες κατά την πρώτη παιδική ηλικία (όπως
γονεϊκός αποχωρισμός από διαζύγιο, ασθένεια ή θάνατο) αλληλενεργούν με τα
στρεσογόνα γεγονότα κατά την ενήλικο ζωή και αυξάνουν την πιθανότητα εμφανίσεως
ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων. Γονεϊκή νόσος κατά την πρώτη παιδική ηλικία αυξάνει
την πιθανότητα τα στρεσογόνα γεγονότα κατά την ενήλικο ζωή να προκαλέσουν
κατάθλιψη, ενώ ο χωρισμός των γονέων αυξάνει την ευαλωσία στην εξάρτηση από
αλκοόλ και άλλες ουσίες (Landeman et al 1992).
Κατά τη φροϋδική άποψη, στην οποία βασίζονται και οι περισσότερες μετέπειτα
προτάσεις από ποικίλες θεωρητικές κατευθύνσεις, τραύμα θεωρείται η ψυχική
υπερφόρτωση λόγω κατακλυσμού του εγώ από αρνητικά ερεθίσματα με συνεπαγόμενη
τη μερική ή πλήρη αίσθηση αβοηθησίας (helplessness). Βιώνεται ως άγχος ή
καλύπτεται από σωματικά ή άλλα ψυχικά συμπτώματα. Ο Freud (1921) ονόμαζε
τραύματα τα εξωτερικά εκείνα ερεθίσματα που είναι αρκετά ισχυρά για να διασπάσουν
τον «φραγμό» που περιβάλλει το ψυχικό όργανο από τα συνεχή ερεθίσματα του
περιβάλλοντος. Αυτόν τον φραγμό παρομοίαζε με τη διαφοροποιημένη εξωτερική
στιβάδα του πρωτοπλάσματος. Κανένας ζωντανός οργανισμός δεν μπορεί να ζήσει
χωρίς αυτήν την προστασία, αλλά συγχρόνως έχει και την ανάγκη να δέχεται από το
περιβάλλον ορισμένες διεγέρσεις. Ενώ ο φραγμός ελέγχει τα εξωτερικά ερεθίσματα,
δεν έχει καμία εξουσία στα αισθήματα ηδονής και δυσαρέσκειας τα οποία
προκαλούνται από εσωτερικές διεργασίες και είναι ανώτερα από τα εξωτερικά. Η
οργάνωση του συστήματος αυτού δεν επιτρέπει την υπερβολική αύξηση της διέγερσης
και τη συνακόλουθη εμφάνιση δυσφορίας. Αν ένα εξωτερικό τραυματικό ερέθισμα
διασπάσει τον «φραγμό», θα αναστατώσει την ενεργειακή οικονομία του οργανισμού
και αρχικώς θα θέσει εκτός μάχης την αρχή της ηδονής, αφού πια θα είναι αδύνατον να
εμποδισθεί η κατακλυσμική κατάληψη ολόκληρου του ψυχικού οργάνου από μεγάλες
ποσότητες διέγερσης. Μόνη άμυνα του οργανισμού είναι η συγκέντρωση αντίστοιχων
μεγάλων φορτίων ενεργείας στα σημεία διάσπασης για να εξουδετερωθούν τα
τραυματικά ερεθίσματα. Ο ίδιος ο Freud αναγνώριζε τον υποθετικό χαρακτήρα της
θεωρίας του, ωστόσο η θεωρία αυτή συνιστά μια ισχυρή και συνεκτική περιγραφή της
στρεσογόνου διέγερσης, της οποίας η φύση, κατά τ’ άλλα, παραμένει άγνωστη και
ανεξιχνίαστη.

Τα γεγονότα της ζωής ως στρεσογόνοι παράγοντες. Ορισμένα γεγονότα δρουν


άμεσα ή έμμεσα ως στρεσογόνοι παράγοντες λόγω των αλλαγών που προκαλούν στην
κανονικότητα της ζωής. Είναι περιορισμένης χρονικής διάρκειας, αλλά δύνανται να
τροποποιήσουν καθοριστικά τη ζωή του ατόμου, το οποίο θα χρειασθεί να καταβάλει
προσπάθειες να προσαρμοσθεί στην καινούργια κατάσταση που δημιουργήθηκε. Οι
αλλαγές αυτές προκαλούν δυσφορία και έτσι πυροδοτούνται μηχανισμοί
ενεργοποίησης ποικίλων αμυντικών προσπαθειών για αποκατάσταση της ισορροπίας,
μερικές φορές με επιτυχία και άλλοτε χωρίς να επιτυγχάνεται αποτελεσματική
επαναπροσαρμογή. Τα γεγονότα μπορεί να εκτείνονται σε μεγάλο φάσμα συμβάντων –
από φυσικές καταστροφές, μέχρι θάνατο αγαπημένου προσώπου, διαζύγιο, απώλεια
εργασίας κ.λπ. Μπορεί ακόμη να προκαλούν φυσική εξάντληση του ατόμου, όπως
532

συμβαίνει με τις ποικίλες συσσωρεύσεις μικρογεγονότων, ασθενειών ή τραυματισμών.


Ο βαθμός απώλειας που υφίσταται το άτομο μπορεί να αφορά αντικείμενα που η αξία
τους δεν προσμετράται με οικονομικούς όρους, αντικείμενα που έχουν προσωπική και
συναισθηματική αξία. Η εμφάνιση της συμπτωματολογίας συνδέεται στενά με την
ερμηνεία που δίδει το άτομο σχετικώς με το πόσο σημαντικό είναι το γεγονός από
συναισθηματική άποψη. Τα γεγονότα είναι δυνατόν να δράσουν ως στρεσογόνοι
παράγοντες και να καταποντίσουν τις προσαρμοστικές ικανότητες του ατόμου όταν:
 δεν είναι αναμενόμενα·
 έχουν κατακλυσμικό χαρακτήρα ως προς την ποσότητά τους, δηλαδή πρόκειται για
σωρεία στρεσογόνων γεγονότων που ενσκήπτουν σε μικρό χρονικό διάστημα·
 η καταπόνηση που προκαλούν είναι χρονία και ακατάπαυστη·
 προκαλούν την ανάγκη για μεγάλη σειρά προσαρμογών, οι οποίες καταπονούν τις
επανορθωτικές ικανότητες του ατόμου. Η βαρύτητα ενός στρεσογόνου παράγοντα
είναι αποτέλεσμα πολύπλοκης λειτουργίας, στην οποία υπεισέρχονται παράμετροι
όπως ποσότητα, βαθμός έντασης, διάρκεια, αναστρεψιμότητα. Η δομή της
προσωπικότητας του υφιστάμενου την εμπειρία αλλά και το περιβαλλοντικό πλαίσιο
μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση του στρέσορα παίζουν σημαντικό ρόλο στη
διαμόρφωση της βαρύτητας.

Οι Paykel και συν (1974) περιέγραψαν: α) μια σειρά στρεσογόνων γεγονότων που
ονόμασαν «εξόδους», κατά τα οποία κάτι αποσπάται από το κοινωνικό τοπίο του
ανθρώπου, όπως συμβαίνει με τον θάνατο στενού συγγενούς, την απομάκρυνση από
το σπίτι κάποιου μέλους της οικογένειας, τον χωρισμό ή το διαζύγιο· και β) μια σειρά
στρεσογόνων γεγονότων «εισόδων», όπως η γέννηση παιδιού, η έναρξη εργασίας
κ.λπ. Δεν έχει απαντηθεί επαρκώς το ερώτημα αν τα επιθυμητά γεγονότα είναι εξίσου
στρεσογόνα με τα ανεπιθύμητα. Οι Holmes και Rahe (1967) υποστηρίζουν ότι όλα τα
γεγονότα δυνητικώς προκαλούν στρες, αν η αλλαγή που επιφέρουν, ανεξάρτητα από
το αν είναι επιθυμητή ή όχι, επιβάλλει σε ένα καλά προσαρμοσμένο άτομο την
καταβολή επιπρόσθετης προσπάθειας ώστε να πετύχει ακόμη μεγαλύτερη «ποσότητα
προσαρμογής», με αποτέλεσμα να μειώνει τις εφεδρείες του και να το καθιστά
ευάλωτο. Οι περισσότεροι όμως μελετητές δέχονται ότι μόνο γεγονότα που βιώνονται
ως μη επιθυμητά έχουν σοβαρή επίδραση προς την κατεύθυνση ανάπτυξης νόσου.
Άλλοι προσθέτουν και το στοιχείο του αναπάντεχου. Έτσι ανεπιθύμητα και μη
αναμενόμενα γεγονότα ενοχοποιούνται για την πυροδότηση νοσογόνων διεργασιών,
διότι μόνον αυτά περιέχουν την έννοια του τραύματος.
Συγκεκριμένες αναπτυξιακές φάσεις στη ζωή του ανθρώπου, παρά το ότι είναι
αναμενόμενες όπως η έναρξη του σχολείου, η εγκατάλειψη του γονεϊκού σπιτιού, οι
επαγγελματικές επιτεύξεις, ο γάμος, η απόκτηση παιδιού, η αναχώρηση του τελευταίου
παιδιού από το σπίτι, η κλιμακτήριος, η συνταξιοδότηση, έχουν δυνητικώς στρεσογόνο
χαρακτήρα. Ωστόσο τα φυσιολογικά και αναμενόμενα γεγονότα, όπως τα παραπάνω,
δεν είναι καθαυτά κρίσεις αλλά φυσιολογικές στροφές, σημεία στίξεως κατά μήκος της
γραμμής της ζωής. Προκαλούν ανακατατάξεις στην αντίληψη που έχει ο καθένας για
τον εαυτό του, αλλά το αν προκαλούν κρίσεις ή όχι, αυτό εξαρτάται, μαζί με άλλες
προϋποθέσεις, και από τον χρόνο εμφάνισής τους (Neugarten 1979). Για πολλούς
ανθρώπους η εγκατάλειψη του σπιτιού από τα παιδιά ή η συνταξιοδότηση είναι
γεγονότα φυσιολογικά και αναμενόμενα, και αν δεν πραγματοποιηθούν στον καιρό
τους, προκαλούν κρίση. Ακόμη και ο θάνατος είναι γεγονός φυσιολογικό και
αναμενόμενο από πολλούς υπερήλικες.

Μαζικοί στρέσορες. Στις περιπτώσεις πολέμων, φυσικών ή ανθρωπογενών


καταστροφών, φυλετικών, κοινωνικών ή θρησκευτικών διώξεων, τα στρεσογόνα
γεγονότα περιλαμβάνουν βίαιους θανάτους, εκτελέσεις, μαζικές μετακινήσεις
πληθυσμών, αφορούν μεγάλο αριθμό ατόμων, και ψυχιατρικά προβλήματα
εμφανίζονται σε ολόκληρες ομάδες ή κοινότητες. Οι μεγάλες καταστροφές που
πλήττουν πληθυσμούς ανθρώπων έχουν τις ίδιες σοβαρές συνέπειες όπως και οι
533

μικρές προσωπικές καταστροφές. Αλλά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τόσο της


καταστροφής όσο και του θύματος, καθώς και το δυναμικό παιχνίδι που παίζεται
μεταξύ τους είναι σημαντικοί παράγοντες διαμορφώσεως της ψυχοπαθολογίας που
προκύπτει. Τα τελευταία χρόνια η πολυπλοκότητα των φαινομένων που έπονται των
καταστροφικών γεγονότων οδήγησε στη δημιουργία μιας ψυχιατρικής των
καταστροφών (Μπεργιαννάκη και συν 1999) που μελετά τις εκδιπλωνόμενες
συμπεριφορές των θυμάτων, οργανώνει στρατηγικές αντιμετώπισης των
ψυχοπαθολογικών επιπτώσεων και συμβάλλει στις διαδικασίες πρόληψης, όπου και
όποτε αυτό είναι εφικτό. Για την επίτευξη αυτών των στόχων και την οργάνωση μιας
αποτελεσματικής στρατηγικής σε όλα τα επίπεδα απαιτείται ιδιαίτερη προετοιμασία και
κατάλληλη εκπαίδευση του προσωπικού που θα εμπλακεί.

Τρομοκρατία και βασανιστήριο. Βασανιστήριο είναι η σχεδιασμένη, συστηματική


επιβολή σωματικής ή ψυχολογικής βίας από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν
αυτοβούλως ή κατόπιν εντολών μιας εξουσίας, ώστε να εξαναγκάσουν το θύμα να
υποκύψει σε μια λίγο ή πολύ συγκεκριμένη απαίτηση (βλ. και το κεφ. Ιατρική και
βασανιστήρια). Η μέθοδος βρίσκεται σε ημερήσια διάταξη σε όλα τα ανακριτικά κέντρα
κάθε εξουσίας στο σύνολο του πλανήτη. Μετά την επίθεση που δέχτηκαν οι ΗΠΑ τον
Σεπτέμβριο του 2001 από ισλαμιστές μουτζαχεντίν, στη χώρα αυτή αλλά και στις
συμμάχους της, και με τη βοήθεια των ΜΜΕ, το ανακριτικό βασανιστήριο καθιερώθηκε
σταδιακά ως αναγκαία μέθοδος ανάκρισης.
Η τρομοκρατία στοχεύει στη μαζική υποταγή έχοντας ως όπλο τον εκφοβισμό.
Περιλαμβάνει πολιτικά και οικονομικά μέτρα εναντίον κάποιας εθνοτικής, φυλετικής,
ιδεολογικής ή θρησκευτικής ομάδας, σε συνδυασμό με στρατηγικές περιθωριοποίησής
της. Αυτές οι μέθοδοι μπορεί να κλιμακωθούν σε επίπεδο βίαιης καταδίωξης και
εξολόθρευσης. Παθολογικά φαινόμενα όπως κοινωνική πόλωση, θυμός και καχυποψία
εξαπλώνονται σταδιακά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Το ισχυρότερο κίνητρο της
οργανωμένης τρομοκρατίας είναι πολιτικό. Σε πολύ μικρότερο βαθμό, και
προσανατολιζόμενη σε σαφώς πιο περιορισμένο κύκλο «αποδεκτών», κινείται και η
μαφιόζικη τρομοκρατία.

Παράγοντες που ισχυροποιούν τους στρέσορες. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν


δείξει ότι η παθογόνος σημασία των στρεσογόνων γεγονότων μπορεί να ποικίλλει
ανάλογα με την ηλικία, το επίπεδο εκπαίδευσης, το φύλο, την κοινωνική τάξη και την
οικογενειακή κατάσταση. Φαίνεται ότι οι γυναίκες, οι φτωχοί και οι μειονότητες είναι
ιδιαίτερα ευάλωτες ομάδες. Οι τελευταίες δεκαετίες σε παγκόσμια κλίμακα
χαρακτηρίζονται από τη μαζική ανάπτυξη του πληθυσμού, την εξάπλωση της
εκβιομηχάνισης και τη ραγδαία αστικοποίηση χωρών μέχρι πρόσφατα υπανάπτυκτων,
την αθρόα εισροή μεταναστών από άλλες κουλτούρες στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα,
την παρακμή του αστικού κέντρου των μεγαλουπόλεων και τη μετοίκηση των
ανώτερων εισοδηματικών τάξεων στα προάστια. Όλοι αυτοί οι παράγοντες
ισχυροποιούν τα στρεσογόνα γεγονότα και είναι δυνατόν να τα μετατρέψουν από
απλές δυσφοριογόνες περιστάσεις της ζωής σε ισχυρούς παθογόνους μηχανισμούς.
Κοινωνικές αλλαγές. Όταν η ταχύτητα των δυσμενών κοινωνικών αλλαγών και των
αλλαγών στους τομείς της οικογένειας και της εργασίας είναι μεγάλη, επιδρά αρνητικά
στην ικανότητα προσαρμογής, στην απαρτίωση της προσωπικότητας και της
δύναμης του εγώ. Σε περιόδους ταχείας και αρνητικής οικονομικής, επαγγελματικής
και κοινωνικής αλλαγής τις επιπτώσεις δοκιμάζουν πρώτοι οι άνδρες. Στις γυναίκες
τα ψυχοπαθολογικά φαινόμενα δεν εμφανίζονται όσο διατηρούνται οι σημαντικοί
οικιακοί και μητρικοί ρόλοι. Όταν οι γυναίκες εγκαταλείψουν το σπίτι, όπως έγινε κατά
την περίοδο εδραίωσης της βιομηχανικής κοινωνίας, οι παραδοσιακοί τους ρόλοι
θρυμματίζονται και έτσι καθίστανται εξαιρετικά ευάλωτες σε αυτούς τους
στρεσογόνους παράγοντες. Αυτό φαίνεται καθαρά σήμερα που οι δείκτες
ψυχοπαθολογίας των γυναικών έχουν εκτοξευθεί στα ύψη.
534

Μεγάλες πόλεις. Οι ψυχοκαταπονήσεις στις μεγάλες πόλεις, για διάστημα μεγαλύτερο


από έναν αιώνα, έχουν ενοχοποιηθεί για τα υψηλά επίπεδα συχνότητας των ψυχικών
διαταραχών. Οι ρηχές και κατακερματισμένες σχέσεις μεταξύ των κατοίκων, η
αυστηρή πειθαρχία που επιβλήθηκε στους βιομηχανικούς εργάτες αρχικά και σε όλες
τις ομάδες εργαζομένων αργότερα, καθώς και η εντατικοποίηση των ποικίλων
αντιδράσεων που ασκούνται στον κάτοικο της μεγάλης πόλης, απαρτίζουν πολύ
διαφορετικά προβλήματα προσαρμογής από εκείνα που αντιμετώπιζαν στο
παρελθόν ή αντιμετωπίζουν ακόμη οι άνθρωποι στις ημιαστικές και αγροτικές
περιοχές. Άραγε, αυτή η διαφοροποίηση του πλαισίου ζωής έχει προκαλέσει αύξηση
της συχνότητας των ψυχικών νόσων; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Όσον αφορά τις
ψυχώσεις και τις άλλες βαριές ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, η απάντηση φαίνεται
πως είναι αρνητική (Goldhammer and Marshal 1953). Και μολονότι η σύγκριση
μεταξύ αστικών και μη αστικών περιοχών παρουσιάζει σοβαρές δυσχέρειες λόγω των
καλύτερα οργανωμένων υπηρεσιών υγείας στις πρώτες –και άρα της εξασφάλισης
μεγαλύτερης πελατείας–, υπάρχουν ενδείξεις ότι η διαφορά βρίσκεται στις ελάσσονες
ψυχιατρικές καταστάσεις όπως το άγχος, οι ψυχοσωματικές διαταραχές και οι
διαταραχές της προσωπικότητας, που υπερέχουν στα μεγάλα αστικά κέντρα
(Dohrenwent 1974, 1975).
Χαμηλό οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο έχουν ενοχοποιηθεί ως στρεσογόνοι
συντελεστές (Dohrenwent 1973), αλλά τα ευρήματα των σχετικών ερευνών
ποικίλλουν. Σε μια ιστορική μελέτη που έγινε στον πληθυσμό του Midtown Manhatan
(Srole et al 1962, Langner and Michael 1963) βρέθηκε ότι μεταξύ των διαφόρων
ταξικών στρωμάτων δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές ως προς την ψυχοπαθολογία.
Ενδιαφέρον εύρημα ωστόσο ήταν το εξής: πρόσωπα που δεν ανέφεραν στρεσογόνα
γεγονότα παρουσίαζαν χαμηλά επίπεδα συμπτωμάτων, ανεξαρτήτως κοινωνικού
επιπέδου. Στην περίπτωση όμως εμφάνισης στρεσογόνων γεγονότων η κοινωνική
τάξη σχετιζόταν με τον κίνδυνο ανάπτυξης ψυχικής διαταραχής, που ήταν
μεγαλύτερος στα κατώτερα στρώματα. Σε άλλες μελέτες βρέθηκε ότι η συχνότητα
ψυχιατρικών συμπτωμάτων στην κατώτερη εργατική τάξη είναι 4-5 μεγαλύτερη από
ό,τι στη μεσαία αστική τάξη, και η διαφορά αυτή ερμηνεύθηκε ως αποτέλεσμα του
μεγαλύτερου αριθμού παρεμβαλλόμενων αρνητικών γεγονότων (Myers et al 1974). Η
γνωστή μελέτη του Brown και των συνεργατών του (1976) στις γυναίκες της
εργατικής τάξης του Λονδίνου έδειξε τον ρόλο που παίζουν η κοινωνική τάξη και οι
οικονομικές συνθήκες της ζωής στην ανάπτυξη της κατάθλιψης. Στα ανθρωποειδή
που ζουν σε κοινωνικές ομάδες έχει βρεθεί ότι όσο χαμηλότερη είναι η κοινωνική
τους θέση τόσο μεγαλύτερο είναι το βάρος του φλοιού των επινεφριδίων, αφού το
στρες της υποταγής πυροδοτεί επινεφριδιακή υπερλειτουργία.
Περίοδοι πολιτισμικής ρευστότητας. Υπάρχουν ενδείξεις ότι περίοδοι πολιτισμικής
μεταβατικότητας με αλλαγές στα ήθη και απροσδιοριστία στους καθορισμούς των
κοινωνικών ρόλων αυξάνουν την τρωτότητα στις ψυχοκαταπονήσεις. Η ακραία
πολιτισμική μετατόπιση (όταν κάποιος βρεθεί ξαφνικά σε ξένη κουλτούρα ή κάτω από
τις αντιθετικές επιδράσεις δύο διαφορετικών πολιτισμών) μπορεί να δημιουργήσει
καταστάσεις μεγάλης δυσφορίας, αυτό που πολλοί έχουν ονομάσει «πολιτισμικό
σοκ». Τέτοια παραδείγματα αφθονούν κατά τη μετακίνηση από ανατολικές σε δυτικές
κουλτούρες – και αντιστρόφως (αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό). Παρατηρούνται
επίσης σε περιπτώσεις γεωγραφικής ή οικονομικής μετακίνησης της οικογένειας,
κατά την έναρξη του σχολείου, κατά τη στρατιωτική θητεία, σε περιπτώσεις υπάρξεως
φυλετικών διαφορών κ.λπ. Το άτομο που βρίσκεται υπό την επίδραση πολιτισμικού
σοκ έχει την εμπειρία μιας ποικιλίας δυσφορικών συναισθημάτων, όπως αίσθημα
κοπώσεως, μοναξιάς, άγχους και καταθλίψεως, που συχνά συνοδεύονται από τόσο
έντονο αίσθημα απώλειας που μπορεί να φθάσει στο σημείο να μοιάζει με πένθος.
Μετανάστευση, μετακόμιση, προσφυγιά. Ενώ οι μετανάστες επιλέγουν να
ξεριζωθούν και να επανεγκατασταθούν για οικονομικούς λόγους, οι πρόσφυγες
εξαναγκάζονται να μεταναστεύσουν πιεσμένοι από πολιτικο-στρατιωτικές
περιστάσεις. Ωστόσο και οι δύο ομάδες ελπίζουν να βρουν στην καινούργια χώρα
535

ευκαιρίες για καλύτερη ζωή, αν και δεν εγκαταλείπουν συνήθως την ελπίδα ότι η
παραμονή τους στη χώρα υποδοχής θα είναι προσωρινή και ότι κάποτε θα
επιστρέψουν στην πατρίδα. Στην εκτίμηση της τρωτότητας που προκαλεί η
μετανάστευση θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και το αν ο μετανάστης ή ο πρόσφυγας
έφθασε στη φιλοξενούσα χώρα μόνος ή με την οικογένεια του. Οι μετανάστες και οι
πρόσφυγες συχνά έχουν εμπειρία του πολιτισμικού σοκ επειδή είναι καινούργιοι σε
μια ξένη χώρα και αντιμετωπίζουν την αναγκαστική επιλογή νέων συνηθειών και
συμπεριφορών, αρκετές φορές πολύ διαφορετικών από τις παλιές. Τα προβλήματα
προκύπτουν κυρίως λόγω της απόσπασης από την οικογένεια και από τα ευρύτερα
δίκτυα κοινωνικής υποστήριξης της χώρας προέλευσης, και επιδεινώνονται από την
ανεργία, τις αναπόφευκτες δυσκολίες κατά την ψυχοκοινωνική προσαρμογή σε
αστικό περιβάλλον, τη διαφορετική γλώσσα και τις αλλαγές στους ρόλους και στις
συμπεριφορές των φύλων.
Η νοσταλγία της πατρίδας θα πυροδοτήσει σε πολλούς τη διαδικασία της
γκετοποίησης, η οποία θα τους προστατεύσει μεν από πολλούς κινδύνους, αλλά θα
επιβραδύνει σημαντικά την προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες. Η ψυχιατρική
διαταραχή θα προκύψει όταν οι ελπίδες και οι προσδοκίες τους για καλύτερη ζωή στη
χώρα υποδοχής ματαιωθούν, αλλά αυτό θα γίνει μάλλον σε μια μακροπρόθεσμη
προοπτική και όχι άμεσα. Το άμεσο στρες της μετανάστευσης δεν φαίνεται να
ευθύνεται ιδιαίτερα για την ανάπτυξη σοβαρής ψυχοπαθολογίας (Mavreas and
Bebbington 1989).
Ορισμένες δραστηριότητες στη χώρα υποδοχής, ιδιαίτερα η εργασία, είναι άκρως
δυσφοριογόνες στους μετανάστες. Σε μια μελέτη σε Ελληνίδες μετανάστριες στη
Σουηδία (Lofvander and Papastavrou 1990) βρέθηκαν τα εξής: 19% των
εργαζομένων γυναικών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα δήλωσαν άρρωστες για
μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το ημερολογιακό έτος 1982, ενώ το αντίστοιχο
ποσοστό για τις Σουηδέζες ήταν 4%. Στις παντρεμένες Ελληνίδες το ποσοστό ήταν
23,4%, ενώ στις παντρεμένες Σουηδέζες ήταν 4,3%. Στις ανύπανδρες Ελληνίδες ήταν
8,2%, ενώ στις ανύπανδρες Σουηδέζες ήταν 3,9%. Αν ο σύζυγος είχε γραφτεί
άρρωστος για μεγάλο χρονικό διάστημα ή είχε πάρει πρόωρη σύνταξη, τότε και η
γυναίκα στο 32% των περιπτώσεων ήταν γραμμένη άρρωστη για μεγάλο διάστημα
και στο 27% των περιπτώσεων είχε πάρει και αυτή σύνταξη. Τα αντίστοιχα ποσοστά
για τις Σουηδέζες ήσαν 8% και 14%. Οι διαγνώσεις που κυριαρχούσαν στις δηλώσεις
ασθενείας ήσαν ενοχλήματα στις αρθρώσεις και στους μυς, καθώς και ψυχικά
ενοχλήματα. Βέβαια η αποχή από την εργασία ίσως να αντανακλά σε κάποιο βαθμό
και τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά αυτής της ομάδας, αφού η «κοπάνα» από
την εργασία με πρόσχημα τη νόσο επιδιώκεται συχνά από τους μεσογειακούς λαούς.
Αστικοποίηση. Μια μορφή μετανάστευσης στο εσωτερικό της ίδιας χώρας είναι η
αστικοποίηση, αλλά οι δυσμενείς επιπτώσεις της συνήθως δεν είναι άμεσα ορατές και
μπορεί να φανούν μακροπρόθεσμα. Πράγματι, είναι δυνατόν να υπάρχει ένας χρόνος
επώασης, που μπορεί να επεκταθεί μέχρι και σε μερικές γενιές, κατά τη διάρκεια του
οποίου το περιβάλλον αλλάζει ακόμη περαιτέρω. Μια ιδιάζουσα μορφή
μετανάστευσης είναι η αναγκαστική αλλαγή κατοικίας λόγω αναδόμησης χώρων. Σε
μερικές από τις αναδομούμενες περιοχές είχαν εγκατασταθεί κοινότητες με
χαρακτηριστική κουλτούρα, σημαντικά δίκτυα ψυχοκοινωνικής επικοινωνίας και
αμοιβαίας βοήθειας. Συστήματα κοινωνικής υποστήριξης εγκατεστημένα και ριζωμένα
μέσα σε βάθος χρόνου εκατοντάδων ετών, θρυμματίζονται μέσα σε ελάχιστα χρόνια.
Οι φτωχογειτονιές παρέχουν βέβαια υποβαθμισμένη ποιότητα κατοικίας, αλλά
διασφαλίζουν επίσης πλούσια κοινωνική υποστήριξη, την οποία οι φτωχοί άνθρωποι
χρειάζονται προκειμένου να τα βγάλουν πέρα σε μια ζωή γεμάτη κρίσεις και
προβλήματα. Για πολλούς ανθρώπους η αλλαγή σπιτιού σημαίνει μια δραματική
αλλαγή στη ζωή τους, η οποία μπορεί να είναι στρεσογόνος και να έχει αρνητικές
επιπτώσεις στην υγεία, κυρίως σε εκείνους που είναι περισσότερο ευάλωτοι, όπως οι
ηλικιωμένες γυναίκες που έχουν τάσεις για κατάθλιψη. Αυτή η κατάσταση μοιάζει με
αντίδραση πένθους, διότι η μετακόμιση λειτουργεί ως σοβαρή απώλεια, αφού
536

διαταράσσει το αίσθημα συνέχειας που διασφαλίζει η ζωή στη γειτονιά, ουσιώδες


πλαίσιο λειτουργίας για κάθε άνθρωπο. Η αυξημένη οικιστική ρευστότητα με συχνές
αλλαγές σπιτιού ενδέχεται να καταστρέψει ευκαιρίες για σύναψη ανθρώπινων
δεσμών και για συμμετοχή σε κοινωνικές ομάδες ικανές να ασκήσουν προστατευτικό
ή υποστηρικτικό ρόλο. Η καταστροφή της εξωτερικής βάσης των διαπροσωπικών
σχέσεων καταστρέφει σε πολλά άτομα το αίσθημα της ομαδικής ταυτότητας και
προκαλεί βαθιά εμπειρία απώλειας.
Διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις είναι δυνατόν να τροφοδοτούν ψυχικές
καταπονήσεις με επιπτώσεις τόσο στο άτομο όσο και στο οικογενειακό του σύστημα.
Η διαταραχή είναι δυνατόν να περιορίζεται στον ασθενή, αλλά συνήθως η οικογένεια
υποφέρει συνολικά.
Εργασία. Η εργασία στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες κατέχει κεντρική θέση στη
ζωή των ανθρώπων· όχι μόνο παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του
παρόντος και του μέλλοντός τους, αλλά επίσης υπαγορεύει την ποιότητα και το στυλ
της ζωής, την αίσθηση ταυτότητας και αυτοπραγμάτωσής τους. Οι όροι εργασίας
σήμερα είναι ιδιαίτερα δυσμενείς: η στρατιωτική πειθαρχία και η υποταγή στον
ανελαστικό μηχανισμό του ωραρίου, η επιβολή μιας απρόσωπης και ανάλγητης προς
τις ανθρώπινες ανάγκες εξουσίας, η πλήρης αποστασιοποίηση του εργαζόμενου από
το παραγόμενο αγαθό, το ασταθές εργασιακό περιβάλλον, οι διαρκώς αυξανόμενες
απαιτήσεις στον τομέα της παραγωγικότητας, η χαμηλή αμοιβή κ.λπ. αποτελούν
χαρακτηριστικά της σύγχρονης εργασίας –στρεσογόνοι παράγοντες και τα ίδια– τα
οποία υποσκάπτουν την ανθεκτικότητα στις ψυχοκαταπονήσεις. Ωστόσο το
κυριότερο χαρακτηριστικό της εργασίας στις βιομηχανικές κοινωνίες είναι ότι
πρόκειται για εργασία εξαρτημένη, δηλαδή μισθωτή, μια σύγχρονη μορφή της
κλασικής δουλείας, μόνο που εδώ δούλος και δουλοκτήτης ταυτίζονται στο πρόσωπο
του εργαζόμενου, ο οποίος πουλάει τον εαυτό του ως εργασιακό παράγοντα στον
ιδιοκτήτη του μέσου παραγωγής. Η συνεχής έκθεση στην εξουσία κάποιου κοινωνικά
ισχυρού μέλους, με τη μορφή της εργασιακής υποταγής, είναι αναμφίβολα ένας
ισχυρός στρεσογόνος παράγων. Οι επιπτώσεις της στην υγεία των ανθρώπων,
μολονότι φαίνεται ότι είναι πολύ αρνητικές, δεν έχουν εκτιμηθεί επαρκώς, αφού η
εργασία στη σύγχρονη εποχή υπήρξε και συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο σκληρών
ταξικών συγκρούσεων και σφοδρών ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Θα μπορούσε
εδώ να αναφερθεί παραδειγματικά ότι οι γυναίκες που εργάζονται σε εργασίες με
χαμηλό έλεγχο πάνω στην παραγωγή, ή σε εργασίες που επιφέρουν ισχυρή
ψυχοκαταπόνηση και μεγάλη σωματική κόπωση (εργάτριες σε υφαντουργία,
υπηρέτριες κ.λπ.) έχουν διπλάσιες πιθανότητες να φθάσουν σε πρόωρο τοκετό και
να γεννήσουν παιδιά ελλιποβαρή, ιδιαίτερα αν είναι, πράγμα συνηθέστατο, χαμηλού
μορφωτικού επιπέδου και καπνίστριες. Το χρόνιο επαγγελματικό άγχος θεωρείται
κεντρικός αιτιοπαθογενετικός παράγων της ισχαιμικής καρδιοπάθειας. Σε ομάδες
ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας, που βρίσκονται διαρκώς σε επαγγελματικό στρες
(Rose 1984), βρέθηκαν σοβαρές ανωμαλίες των επιπέδων κορτιζόλης στο αίμα.

Αντίδραση στους στρέσορες. H αντίδραση στο στρες αποσκοπεί στο να φέρει σε


υποφερτά επίπεδα τις ψυχολογικές και τις φυσιολογικές εκδηλώσεις της
συναισθηματικής διέγερσης κατά τη διάρκεια ή λίγο μετά το πέρας του στρεσογόνου
γεγονότος· αποσκοπεί ακόμη στο να τροποποιήσει τις εσωτερικές και τις εξωτερικές
εφεδρείες του ατόμου, ώστε αυτό να αναπτύξει καινούργιες δυνατότητες που θα του
επιτρέψουν να αλλάξει το περιβάλλον ή τις σχέσεις του με αυτό, ώστε να μειωθεί η
απειλή ή να βρεθούν εναλλακτικές πηγές ικανοποίησης στη θέση αυτού που χάθηκε
(Caplan 1981). Υπάρχουν τρεις δέσμες μεταβλητών που συνυφαίνονται στη διαδικασία
ολοκλήρωσης της αντίδρασης στα στρεσογόνα γεγονότα: είναι οι προδιαθεσικοί
παράγοντες, οι προκλητικοί και οι παρατατικοί ή διαιωνιστικοί παράγοντες.
Στους προδιαθεσικούς παράγοντες περιλαμβάνονται η γενετική προδιάθεση, οι
μηχανισμοί άμυνας και η οργάνωση της προσωπικότητας, καθώς και σχέσεις-κλειδιά
με ζωτικής σημασίας πρόσωπα σε κρίσιμες φάσεις της ανάπτυξης. Όλες αυτές οι
537

παράμετροι θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως πρόδρομοι των τρόπων


αντίδρασης σε στρεσογόνα γεγονότα.
Προκλητικοί παράγοντες είναι τα ίδια τα στρεσογόνα γεγονότα. Συνδέονται με τους
προδιαθεσικούς παράγοντες σε μια σχέση κλειδιού-κλειδαριάς. Λειτουργούν ως
στρέσορες αν είναι ποσοτικά κατακλυσμικοί, διαρκούν για μεγάλες χρονικές
περιόδους και προκαλούν αθροιστικά αποτελέσματα ή εμφανίζονται ξαφνικά, έτσι
ώστε το άτομο να μην είναι σε θέση να προσαρμοσθεί στην τραυματική κατάσταση.
Έχουν ειδικές σημασίες, χαρακτήρα μοναδικό και ιδιαίτερο για κάθε άτομο.
Οι διαιωνιστικοί παράγοντες, ακόμη και μετά την αποδρομή των γεγονότων, συνεχίζουν
να καταπονούν τις απαρτιωτικές και προσαρμοστικές ικανότητες του οργανισμού,
έτσι ώστε να δημιουργούν διαρκή ένταση, εκτός από τις δευτερογενείς εντάσεις που
προκαλούνται από τις αντιδράσεις στους αρχικούς στρεσογόνους παράγοντες.

Οι τρόποι που διαθέτει ο καθένας για να αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες τροποποιούν


αναλόγως τα αποτελέσματα των στρεσογόνων γεγονότων. Κάθε άνθρωπος έχει τη
δική του στρατηγική και ο βαθμός προσαρμογής που επιτυγχάνεται στη νέα κατάσταση
εξαρτάται τελικά από τις προηγούμενες εμπειρίες, τη δομή της προσωπικότητάς του, τη
δύναμη του εγώ, τον βαθμό επίγνωσης που έχει τόσο για τα σχετικά με τη δυσμενή
εμπειρία συναισθήματά του όσο και για τον λόγο για τον οποίο έχει τα συγκεκριμένα
αυτά συναισθήματα, και, τέλος, από το είδος της κοινωνικής υποστήριξης που έχει την
τύχη να δεχθεί. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι εξίσου ευάλωτοι στα στρεσογόνα γεγονότα.
Πολλοί τα αντιμετωπίζουν χωρίς σοβαρές απώλειες. Άλλοι με λιγότερη επιτυχία.
Γενικά, εκείνοι που διαθέτουν ικανότητα προσαρμογής στις αλλαγές της ζωής είναι
άνθρωποι με ώριμους αμυντικούς μηχανισμούς, όπως μετουσίωση, χιούμορ,
προβλεπτικότητα και αλτρουισμό. Έλλειψη ακαμψίας, κανονική και ικανοποιητική
εργασία, αξιοπιστία στις διαπροσωπικές σχέσεις, ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί,
ευκαιρίες για αναψυχή και κοινωνική συμμετοχή προσδίδουν ευελιξία και αποτελούν
δραστικούς τρόπους αντιμετώπισης των στρεσόρων (Dohrenwent 1973, Jacobs and
Myers 1976, Wilcox 1981).

Μέθοδοι διερεύνησης. Κατά τη διερεύνηση της σχέσης γεγονότων και νόσου έχει
σημασία να μελετηθεί το είδος των γεγονότων που συντελούν στη διαμόρφωση της
νόσου και να διευκρινισθεί αν αυτά είναι πάντοτε νοσογόνα ή γίνονται τέτοια υπό
ορισμένες προϋποθέσεις και συνθήκες. Ακόμη έχει σημασία να αποσαφηνισθεί ο
ρόλος και η συμβολή άλλων παραγόντων στη συγκρότηση των μηχανισμών
αντιμετώπισης στρεσογόνων παραγόντων, όπως η προσωπικότητα του υφισταμένου
τις εμπειρίες, το μορφωτικό του επίπεδο, η κοινωνική και οικονομική του κατάσταση και
ο τρόπος διαπλοκής αυτών των παραμέτρων με τα στρεσογόνα γεγονότα στη
διαμόρφωση της νόσου. Από μεθοδολογική άποψη, τόσο η επιλογή γεγονότων που
θεωρούνται νοσογόνα όσο και η ποσοτικοποίηση της νοσογόνου επιδράσεώς τους
είναι διαδικασίες ρευστές και σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετες.
Οι Holmes και Rahe (1967) έδωσαν ποσοτική διάσταση στην εκτίμηση των
γεγονότων, βαθμολογώντας τις αλλαγές που απαιτούν προσαρμογή. Συγκέντρωσαν
από έναν μεγάλο κατάλογο γεγονότα συνδεόμενα με ποικίλους βαθμούς διατάραξης
της ζωής του μέσου ατόμου, όπως ασθένεια ή θάνατος στην οικογένεια, εργασιακά
προβλήματα κ.λπ. και συγκρότησαν την κλίμακα προσφάτων εμπειριών (SRE,
Schedule of Recent Experiences), η οποία αποτελείται από 43 γεγονότα. Τα γεγονότα
αυτά βαθμολογήθηκαν σύμφωνα με τον βαθμό στρεσογόνου επίδρασης. Θάνατος
συζύγου, Διαζύγιο, Χωρισμός, Φυλάκιση, Θάνατος συγγενούς, θεωρήθηκαν τα
γεγονότα με τη μεγαλύτερη βαρύτητα ως προς την ψυχοκαταπόνηση που επιφέρουν. Η
κλίμακα αυτή δόθηκε σε ασθενείς με ποικίλες νόσους, οι οποίοι ανέφεραν μια διαρκή
συσσώρευση γεγονότων για διάστημα ενός ή δύο χρόνων πριν από την έναρξη της
νόσου τους. Παρατηρήθηκε ότι η συγκέντρωση βαθμολογίας που υπερέβαινε ένα
συγκεκριμένο όριο μονάδων μέσα σε ένα έτος ακολουθείτο από σημαντική αύξηση της
επίπτωσης ασθενειών, όπως έμφραγμα, πεπτικό έλκος, ψυχιατρικές διαταραχές κ.λπ.
538

Κατά την άποψη των συγγραφέων, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα κρίσιμο επίπεδο
πέρα από το οποίο γεγονότα που συμβαίνουν στη διάρκεια του έτους βάζουν το άτομο
σε κίνδυνο νοσήσεως. Από εκείνους που συγκέντρωσαν 300 μονάδες σε ένα έτος, περί
το 80% βρίσκονταν σε μεγάλο κίνδυνο νοσήσεως στο άμεσο μέλλον· από αυτούς με
βαθμολογία 159-299 μονάδες κινδύνευε περί το 50%, και από όσους είχαν κάτω από
150 μονάδες το ποσοστό που διέτρεχε κίνδυνο ήταν γύρω στο 30% (Holmes 1978).
Μια άλλη προσέγγιση μελέτης του θέματος είναι η δομημένη συνέντευξη
γεγονότων ζωής (Life Events Interview), των Brown και συν (1973). Με αυτό το
ερωτηματολόγιο εξετάζονται γεγονότα που έζησαν οι ασθενείς αλλά και οι πρώτου
βαθμού συγγενείς τους, ή πρόσωπα που κατοικούν μαζί τους. Τα γεγονότα που έχουν
επιλεγεί αφορούν αλλαγές στο θέμα της υγείας, κρίση πραγματική ή αναμενόμενη,
καταστάσεις που επιβάλλουν καινούργιους ρόλους και αλληλεπιδράσεις μεταξύ
προσώπων. Η συνέντευξη εξετάζει ακόμη τον καθορισμό του χρόνου μεταξύ γεγονότος
και ενάρξεως της νόσου και κάνει εκτίμηση της μεταξύ τους σύνδεσης. Η αξιοπιστία
στην ανακοίνωση των επιλεγμένων γεγονότων είναι υψηλή. Το επίπεδο συμφωνίας
μεταξύ ασθενών και συγγενών για την ημερομηνία έναρξης ενός καταθλιπτικού ή
σχιζοφρενικού επεισοδίου βρέθηκε να είναι της τάξεως του 86%. Από το σύνολο των
γεγονότων, 79% αναφέρθηκαν τόσο από τον ασθενή όσο και από τον συγγενή. Από τα
γεγονότα που είχαν εξαιρετικά απειλητικό χαρακτήρα μία εβδομάδα μετά την εμφάνισή
τους, το 92% αναφέρθηκε και από τα δύο μέρη.

Ερμηνευτικές προτάσεις. Εκτιμώντας τις ειδικές απαντήσεις στα στρεσογόνα


γεγονότα πρέπει κανείς να προσέξει ώστε να μην θεωρήσει το ζήτημα μια απλή αιτιακή
σχέση. Τέτοια συμβάντα πρέπει να χαρακτηρισθούν ως συντελεστικοί παράγοντες
μάλλον παρά ως αιτίες, η επίδρασή τους πρέπει να εκτιμάται μέσα σε ένα πλαίσιο
ψυχοδυναμικό και να μην αγνοούνται οι δυνατότητες κοινωνικής υποστήριξης. Τα
στρεσογόνα γεγονότα, ενώ είναι κατά κάποιον τρόπο τραυματικά, δεν δημιουργούν όλα
παθολογία. Η αρχική εντύπωση ότι η σχέση μεταξύ γεγονότων και νόσου είναι απλώς
αιτιολογική υποχώρησε μπροστά στη διαπίστωση ότι η ψυχολογική απάντηση στους
στρέσορες περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα πολύπλοκων και προσωπικών στοιχείων με
διαστάσεις βιολογικές, ψυχολογικές και κοινωνικές. Δεν αρκεί επομένως να
οριοθετούνται και να αποσαφηνίζονται απλώς οι στρέσορες, αλλά και να κατανοούνται
μέσα από το πρίσμα της σημασίας που έχουν για το συγκεκριμένο πρόσωπο. Ένα
σημαντικό ερώτημα είναι γιατί το ίδιο στρεσογόνο γεγονός παράγει ποικιλία
απαντήσεων από διαφορετικούς ανθρώπους.
Ο Freud ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να εξηγήσει γιατί οι ψυχοκαταπονήσεις προκαλούν
νόσο σε μερικούς και όχι σε άλλους, γιατί μια νόσος παίρνει κάποια συγκεκριμένη
μορφή και όχι άλλη και γιατί ορισμένες εμπειρίες προδιαθέτουν στην ανάπτυξη
ψυχοπαθολογίας ενώ άλλες όχι. Αρχικά υπέθεσε ότι σεξουαλικές αποπλανήσεις κατά
την παιδική ηλικία, πραγματικές ή φαντασιωσικές, προδιέθεταν τον ενήλικα στην
υστερία, εφόσον δεχόταν την εμπειρία παθητικά, και στην ιδεοψυχαναγκαστική
νεύρωση, εφόσον συμμετείχε ενεργά και αντλούσε από αυτήν ικανοποίηση. Η
μετέπειτα ψυχαναλυτική μελέτη απέρριψε αυτήν την ερμηνεία και έδωσε έμφαση στον
ρόλο της μητέρας και στο περιβάλλον ανατροφής ως παράγοντες διαμόρφωσης της
ικανότητας που αναπτύσσει το άτομο αργότερα να αντιμετωπίζει στρεσογόνες
καταστάσεις.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Winnicott (1953, 1971) για την «αρκετά καλή
μητέρα» (good enough mother), ένα πρόσωπο ενεργητικά προσαρμοσμένο στις
ανάγκες του παιδιού, με μια ενεργητικότητα όμως που βαθμιαία ελαττώνεται,
ανάλογα με την αυξανόμενη ικανότητα του παιδιού να αντιλαμβάνεται τη σημασία της
αποτυχίας στη δική του προσαρμογή και να αντέχει στα αποτελέσματα της
ματαίωσης. Στη θεωρία του Winnicott για τις πολλαπλές οργανώσεις του εαυτού
περιλαμβάνεται η έννοια του αληθινού εαυτού. Ο αληθινός εαυτός αναπτύσσεται
μέσα σε ένα καλά ανταποκρινόμενο συγκρατητικό περιβάλλον (holding) το οποίο
δημιουργείται από μια «αρκετά καλή μητέρα». Όταν όμως το βρέφος ζήσει μια
539

τραυματική διάσπαση στην πορεία της ομαλής ανάπτυξης της αίσθησης του εαυτού
του, τότε αναφαίνεται ο πλαστός, ψευδής εαυτός.
Επηρεασμένος από τον Winnicott, ο Kahn (1963) συζήτησε τον ρόλο της μητέρας ως
προστατευτικής ασπίδας και περιέγραψε τυπικές περιπτώσεις αποτυχίας
εκπλήρωσης αυτού του ρόλου:
 Η απώλεια της μητέρας ή ο χωρισμός από αυτήν λειτουργεί ως μηχανισμός
κατάρρευσης του ρόλου της ως προστατευτικής ασπίδας, περισσότερο από
οτιδήποτε άλλο.
 Προβλήματα μπορεί να προκύψουν και από την εκτεταμένη ψυχοπαθολογία της
μητέρας.
 Όταν υπάρχει ιδιοσυγκρασιακή ευαισθησία ή φυσική αναπηρία της μητέρας, η
απόκτηση παιδιού μπορεί να την επιβαρύνει με δυσβάσταχτα καθήκοντα και
υποχρεώσεις. Ακόμη, σοβαρή νόσος του παιδιού μπορεί να δημιουργήσει
ανάγκες φροντίδας τις οποίες κανένας ενήλικας δεν μπορεί να ικανοποιήσει.
 Ένας άλλος τύπος μερικής κατάρρευσης της μητέρας ως προστατευτικής
ασπίδας, ορατός μόνο αναδρομικά, είναι το συσσωρευτικό τραύμα. Αυτό αφορά
σημαντικά σημεία ψυχοκαταπόνησης στην εξελισσόμενη σχέση μητέρας παιδιού,
ακόμη και προλεκτικά ψυχοφυσικά γεγονότα στη μεταξύ τους σχέση, τα οποία
γίνονται θεμέλιο του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του ενήλικα και έχουν
επίδραση στην εξέλιξη του εγώ.
Και άλλες μελέτες επιβεβαιώνουν τις βλαπτικές επιπτώσεις της κατάρρευσης της
μητέρας. Έχει βρεθεί (Hammen et al 1987) ότι παιδιά μητέρων που πάσχουν από
συναισθηματικές διαταραχές παρουσιάζουν σε μεγάλο ποσοστό κατάθλιψη,
προβλήματα κοινωνικής προσαρμογής, συμπεριφοράς και επίδοσης στο σχολείο,
συγκρινόμενα με παιδιά υγιών μητέρων. Παρόμοια φαινόμενα παρουσιάζονται και σε
παιδιά των οποίων οι μητέρες πάσχουν από σωματικές διαταραχές. Ανεξάρτητα από
το αν η τραυματική εμπειρία του παιδιού έχει οξύ ή παρατεταμένο χαρακτήρα και
ανεξάρτητα από το αν ήταν τραυματική από την αρχή ή έγινε τέτοια αργότερα, είναι η
εμπειρία αυτή πάντως που προδιαθέτει τον άνθρωπο σε διαταραχές προσαρμογής
όταν, αργότερα, υφίσταται την επίδραση στρεσογόνων παραγόντων.
Θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη σημασία των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας
για την κατανόηση όχι μόνο των αποτελεσμάτων των στρεσογόνων επιδράσεων
αλλά και της πρόκλησής τους. Άτομα με χαμηλή αυτοπεποίθηση, για παράδειγμα,
είναι δυνατόν να παρεξηγούν καταστάσεις και να τις βιώνουν ως στρεσογόνες
αντιδρώντας σε αυτές με απελπισία και βάζοντας τον εαυτό τους σε κίνδυνο
νοσήσεως, ή άτομα με ισχυρούς μηχανισμούς άμυνας μπορεί να έχουν μικρότερη
ικανότητα να αντιμετωπίσουν επαρκώς μια στρεσογόνο κατάσταση. Ό,τι είναι
στρεσογόνο για ένα άτομο δεν είναι αναγκαστικά και για κάποιο άλλο. Πρέπει να
τονισθεί η σημασία που έχει για τον καθένα η προσωπική στρατηγική του να τα
βγάζει πέρα, και οι περιορισμοί που επιβάλλονται σε αυτόν τον μηχανισμό από
ψυχολογικές και κοινωνικές παραμέτρους είναι περισσότερο σημαντικοί ως
νοσογόνοι παράγοντες και από τα ίδια τα στρεσογόνα γεγονότα (Lazarus 1966).
Οι ερμηνείες που έχουν δοθεί για τη σχέση μεταξύ στρέσορα και νόσου σε
ψυχοφυσιολογικό επίπεδο ξεκινούν από τις θεωρίες του Selye, οι οποίες αφορούν
φυσιολογικές αντιδράσεις στη σωματοψυχική καταπόνηση, το γνωστό γενικό
σύνδρομο προσαρμογής (GAS). Επειδή το μοντέλο των Holmes και Rahe έχει τις
ρίζες του στη θεωρία του GAS, όλες οι αλλαγές, θετικές ή αρνητικές, θεωρούνται ότι
είναι σε θέση να προκαλέσουν διαταραχή ισορροπίας, η οποία είναι δυνατόν να
εκφρασθεί ως σχηματισμός συμπτώματος. Εκείνο που πρέπει να πετύχει ένα
προηγουμένως καλά προσαρμοσμένο άτομο όταν αντιμετωπίζει στρεσογόνες
καταστάσεις είναι η επιπρόσθετη «ποσότητα προσαρμογής» (Dohrenwent 1973). Οι
στρεσογόνες αλλαγές που έχουν μεγάλη σημασία για το άτομο προκαλούν
ψυχολογικές απαιτήσεις για απαντήσεις, οι οποίες συχνά συνδέονται με
ψυχοφυσιολογικές αντιδράσεις. Αυτές με τη σειρά τους μπορεί να οδηγήσουν σε
540

δυσλειτουργίες και σε νόσο, πολύ περισσότερο μάλιστα που το στρες το οποίο


προκύπτει από αυτά τα γεγονότα κάνει τους ανθρώπους πιο ευάλωτους.
Κατά τους Kagan και Levi (1974), τα στρεσογόνα γεγονότα είναι προκλητικοί
παράγοντες και η επίδρασή τους στις ψυχοφυσιολογικές αντιδράσεις, οι οποίες είναι
δυνατόν να πυροδοτούν νοσογόνες διεργασίες, επιτυγχάνεται με ένα ψυχοβιολογικό
πρόγραμμα γενετικώς προκαθορισμένο. Ένας αριθμός μεταβλητών είναι δυνατόν να
τροποποιήσει, συγκεκριμένα να οδώσει ή να αναχαιτίσει, το αποτέλεσμα. Η όλη
διαδικασία ελέγχεται από ένα κυβερνητικό σύστημα με πολλαπλές
ανατροφοδοτήσεις. Οι παρεμβαίνουσες μεταβλητές περιλαμβάνουν την κοινωνική
ευαλωσία και υποστήριξη, τις κοινωνικές σχέσεις, τους μηχανισμούς αντιμετώπισης
κρίσεων που διαθέτει το άτομο κ.λπ.

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΨΥΧΟΚΑΤΑΠΟΝΗΣΗ. Είναι καλά τεκμηριωμένη


η θέση ότι στη ρίζα πολλών σωματικών νοσημάτων βρίσκονται ψυχοκαταπονήσεις και
ψυχοσυγκρούσεις. Μεγάλος αριθμός εργασιών δείχνει τη στενή σχέση μεταξύ
στρεσογόνων γεγονότων και διαταραχών, όπως γαστρικό έλκος, ισχαιμία και έμφραγμα
μυοκαρδίου, ρευματοειδής αρθρίτις, αρτηριακή υπέρταση, ορισμένοι τύποι καρκίνου,
σακχαρώδης διαβήτης, ελκώδης κολίτις, αλλεργίες, ημικρανίες, αγχώδεις και
καταθλιπτικές καταστάσεις, διαταραχές της συμπεριφοράς, ατυχήματα, κατάχρηση
ουσιών, λοιμώξεις, πρόωρη γήρανση και ατυχήματα. Οι σχέσεις μεταξύ στρεσογόνων
γεγονότων και ψυχικών διαταραχών, ειδικότερα καταστάσεων όπως καταθλίψεις,
απόπειρες αυτοκτονίας, σχιζοφρένεια κ.λπ., έχουν διερευνηθεί εκτενώς (Dzegede et al
1981, Finlay-Jones 1981). Ένα σταθερό εύρημα είναι ότι η συσσώρευση στρεσογόνων
γεγονότων σχετίζεται ισχυρά με την αύξηση νευρωσικών συμπτωμάτων τα οποία είναι
δυνατόν να αποτελούν και προγνωστικούς δείκτες (Theorell et al 1975). Καταθλιπτικοί
ασθενείς κατά την προηγούμενη της ενάρξεως της νόσου περίοδο βρέθηκε ότι είχαν
εμπειρία τριπλάσιων γεγονότων σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, τα οποία αφορούσαν
κυρίως συγκρουσιακές καταστάσεις στην οικογένεια, νόσο ή θάνατο (Paykel 1969,
1974). Παρόμοια ευρήματα αναφέρθηκαν και για ασθενείς που είχαν κάνει απόπειρα
αυτοκτονίας (Paykel et al 1975). Παρατεταμένες δυσκολίες όπως χρέη και κακές
συνθήκες στέγασης ανιχνεύθηκαν πολύ συχνότερα μεταξύ καταθλιπτικών γυναικών της
εργατικής τάξης. Ακόμη, παράγοντες όπως η απώλεια της μητέρας πριν από την ηλικία
των 11 ετών, η ύπαρξη τριών ή περισσοτέρων παιδιών μικρότερων των 14 ετών, η
απουσία υποστηρικτικών σχέσεων και η απουσία εργασίας τουλάχιστον σε επίπεδο
μερικής απασχόλησης, συσχετίζονταν με την ευαλωσία στην κατάθλιψη, συσχετισμός
που ήταν ιδιαίτερα ισχυρός όταν συνέτρεχαν επιπλέον λόγοι, όπως η προοπτική
κάποιου απειλητικού γεγονότος που αφορούσε τους άνδρες, τα παιδιά τους, ή τις
στεγαστικές συνθήκες, π.χ. μετακόμιση σε χειρότερο σπίτι (Brown et al 1976).
Σχετικά με τις ψυχώσεις, τα ευρήματα διαφέρουν. Έχει βρεθεί (Jacobs et al 1974,
Jacobs and Mayers 1976) ότι οι καταθλιπτικοί ασθενείς ανέφεραν διπλάσια γεγονότα
από τους νοσηλευόμενους σχιζοφρενείς, ενώ εκείνοι δεν διέφεραν από την ομάδα
ελέγχου την οποία αποτελούσαν φυσιολογικά άτομα. Σε άλλη εργασία ωστόσο (Brown
and Birley 1968) που αφορούσε ασθενείς με οξύ σχιζοφρενικό επεισόδιο, βρέθηκε
σημαντική αύξηση των γεγονότων μερικές εβδομάδες πριν από την έναρξη της νόσου·
κατά τη γνώμη των ερευνητών αυτό σημαίνει ότι τα στρεσογόνα γεγονότα είναι δυνατόν
να επιταχύνουν τη διαδικασία εκδιπλώσεως της ψυχώσεως. Μερικοί μελετητές
προχωρούν περισσότερο και υποστηρίζουν ότι τα στρεσογόνα γεγονότα όχι μόνο
επιταχύνουν μια ψυχωσική διαδικασία αλλά πυροδοτούν και την έναρξή της (Grant et
al 1981).
Οι κλινικές οντότητες που σχετίζονται άμεσα με το στρες είναι η οξεία αντίδραση
στο στρες, η ψυχοτραυματική διαταραχή, η αντίδραση προσαρμογής, το πένθος και η
διαταραχή της προσωπικότητας μετά από ισχυρή ψυχοκαταπόνηση.

Οξεία αντίδραση στο στρες. Υπάρχει σαφής σύνδεση της αναδεικνυόμενης κλινικής
εικόνας με ισχυρό και οξύ ψυχοτραυματικό γεγονός καθώς το άτομο βιώνει,
541

αντιλαμβάνεται ή αντιμετωπίζει σειρά σοβαρών απειλητικών γεγονότων, ή και μόνο


ένα. Κατά την εκτύλιξη του γεγονότος ή αμέσως μετά από αυτό, η συναισθηματική
απαντητικότητα του ατόμου μειώνεται, υποχωρεί ή καταργείται, περιστέλλεται η
αντίληψη του περιβάλλοντος, εκδηλώνονται φαινόμενα αποπροσωποποίησης ή
αποπραγματοποίησης και σημεία αμνησίας αποσυνδετικού τύπου. Προεξάρχουσες
διαταραχές είναι: από τη συνείδηση η «θόλωση», από το συναίσθημα το άγχος, ο
θυμός ή η απελπισία και από την ψυχοκινητικότητα η υπερδραστηριότητα ή η
απόσυρση. Εδώ περιλαμβάνονται διαγνωστικές κατηγορίες όπως κόπωση μάχης,
ψυχικό σοκ και καταστάσεις κρίσεως. Τα συμπτώματα αρχίζουν αμέσως και
υποχωρούν ταχέως, το αργότερο σε 2-3 εβδομάδες.

Ψυχοτραυματική διαταραχή. Είναι κατάσταση που αναπτύσσεται μετά από βαρεία


ψυχοκαταπόνηση λόγω έκθεσης σε εξαιρετικά καταστροφικό γεγονός που βρίσκεται
έξω από το πλαίσιο της συνηθισμένης ανθρώπινης εμπειρίας. Το άτομο με έντονο
φόβο και αίσθηση αβοηθησίας, βιώνει ή είναι μάρτυρας ενός ή πολλών γεγονότων που
περιλαμβάνουν απειλή ή πραγματοποίηση σοβαρού τραυματισμού ή θανάτου, απειλή
σωματικής ακεραιότητας, όπως βαρύς τραυματισμός, φόνος συγγενών από ατύχημα ή
επίθεση, φυσική καταστροφή, πολεμικές συγκρούσεις, βασανιστήρια, πολιτική
καταπίεση, τρομοκρατικές επιθέσεις κ.λπ. Το ότι η έκθεση σε εξόχως δριμύ στρες είναι
δυνατόν να οδηγήσει στην ανάπτυξη ψυχιατρικής συμπτωματολογίας η οποία να έχει
μια ορισμένη διάρκεια και μετά τη λήξη του γεγονότος είναι γνωστό στους ιατρούς
παλαιόθεν (Πετρίκης 2005). Η «νεύρωση μάχης» (battle neurosis) ήταν γνωστή από
τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχουν χρησιμοποιηθεί και άλλοι όροι με την ίδια
σημασία, όπως «ατυχηματική νεύρωση» (accident neurosis), «τραυματική νεύρωση»
(traumatic neurosis), «εξάντληση μάχης» (battle fatigue), «μετατραυματικό σύνδρομο»
(posttraumatic syndrome), «συγκλονισμός βομβαρδισμού» (shell shock) κ.λπ.
Στις ταξινομήσεις DSM-II ICD-6 περί το 1950 προτιμήθηκε ο όρος «βαρεία
αντίδραση στο στρες» (gross stress reaction) και αργότερα ο όρος «αντίδραση
προσαρμογής στην ενήλικο ζωή». Στις σύγχρονες ταξινομήσεις (ICD-10 και DSM-IV)
έχει κυριαρχήσει η κακόγουστη, περίπλοκη και δυσεξήγητη ονομασία «αντίδραση στρες
μετά από ψυχοτραυματική εμπειρία» (post-traumatic stress disorder, PTSD). Το DSM-
IV την ταξινομεί στις αγχώδεις διαταραχές, ενώ το ICD-10 στις διαταραχές μετά από
ψυχοκαταπόνηση. Στην πραγματικότητα το PTSD είναι μια διάγνωση που
κατασκευάστηκε από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία και σχετίζεται με
δικαστικούς αγώνες των Αμερικανών απομάχων του πολέμου του Βιετνάμ με διάφορες
ασφαλιστικές εταιρείες και με το δημόσιο, αν και σε πρόσφατη μελέτη (Fruech et al
2005) βρέθηκε ότι σε 94 απομάχους που έπασχαν από PTSD οι 59 δεν είχαν βρεθεί
ποτέ στο πεδίο της μάχης και 5 από αυτούς δεν είχαν καν πάει στο Βιετνάμ!
Η κλινική εικόνα της ψυχοτραυματικής διαταραχής χαρακτηρίζεται από
διαταραχές του ύπνου, με όνειρα και εφιάλτες που αναφέρονται συχνά στο γεγονός,
αποφυγή δραστηριοτήτων που θυμίζουν το τραυματικό γεγονός, ψυχαναγκαστική
αναβίωση του τραυματικού γεγονότος και της ψυχικής κατάστασης στην οποία
βρισκόταν τότε το άτομο, υπερεγρήγορση και υπερπροσεξία, αυτονομική
υπεραπαντητικότητα, δυσκολία συγκεντρώσεως, ευερεθιστότητα, μειωμένη
συναισθηματική συναλλαγή, αποστασιοποίηση από τους άλλους ανθρώπους και
κοινωνική απόσυρση (Keane et al 1987). Συχνά συνοδεύεται από αγχώδη διαταραχή
και κατάθλιψη, διαταραχές πανικού, κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών,
ψυχοαποσυνδετικές καταστάσεις και σπανιότερα ψυχωσικές εκδηλώσεις. Η ενοχή της
επιβίωσης (survival guilt) στην περίπτωση θανάτου άλλων προσώπων, συγγενών ή
μη, είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο.
Η συχνότητα της διαταραχής ποικίλλει από χώρα σε χώρα και είναι εξαιρετικά
μεγάλη στις εμπόλεμες ζώνες. Στις χώρες της Ευρώπης κυριότερη αιτία είναι τα
αυτοκινητικά ατυχήματα, και ίσως ο αριθμός των πασχόντων να ανέρχεται στο 2%-3%
του γενικού πληθυσμού. Με την πάροδο του χρόνου η κατάσταση στη μεγάλη
πλειονότητα των πασχόντων υφίεται και υποχωρεί πλήρως, αλλά είναι δυνατόν ένας
542

μικρός αριθμός ασθενών να υποστεί παθολογικές μεταβολές στη δομή της


προσωπικότητάς του. Είναι ενδιαφέρον το εύρημα (Hull et al 2002) σχετικώς με τη
θεραπεία του PTSD ότι οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας (ψυχίατροι, ψυχολόγοι) είναι
λιγότερο αποτελεσματικοί από ό,τι άλλα άτομα ή υπηρεσίες (φίλοι, εθελοντές,
κοινωνικές υπηρεσίες). Οι ασθενείς είναι απρόθυμοι για συζήτηση γύρω από τη
συμπτωματολογία τους και αποφεύγουν επίμονα την ψυχιατρική παρακολούθηση.

Αγχώδης δυσπροσαρμοστική διαταραχή ή Αντίδραση προσαρμογής.


Δυσπροσαρμοστική αντίδραση σε ψυχοκοινωνικό στρέσορα που συμβαίνει μέσα σε 3
μήνες από την επίδραση του στρέσορα. Είναι δυνατόν να εμφανισθεί σε καταστάσεις
που αλλάζουν ραγδαία την κανονικότητα της ζωής και απαιτούν αλλαγές, όπως π.χ.
θάνατος προσφιλούς προσώπου, είσοδος σε ξένο περιβάλλον κ.λπ. Επιδείνωση της
κοινωνικής ή επαγγελματικής λειτουργικότητας και έντονα συμπτώματα άγχους
συνθέτουν την εικόνα. Σε αυτά θαπροστεθούν η μείωση της συμμετοχής του ατόμου σε
δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, η ευερεθιστότητα, οι διαταραχές της
συμπεριφοράς, τα σωματικά και τα ψυχιατρικά συμπτώματα. Τα σωματικά ενοχλήματα
είναι συνηθέστερα στα παιδιά και στους γέρους, αλλά απαντώνται και σε άλλες ηλικίες.
Τα ψυχιατρικά συμπτώματα, πιο συχνά στους ενήλικες, ποικίλλουν, με αγχώδη,
καταθλιπτικά και μεικτά στοιχεία και συνοδεύονται από μια αίσθηση αβοηθησίας και
αποδυνάμωσης. Οι διαταραχές της συμπεριφοράς που εκδηλώνονται με επιθετικότητα,
ριψοκίνδυνη δραστηριότητα, παραβίαση νομίμων υποχρεώσεων, κοινωνική
απόσυρση, υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος αποτελούν αναπόσπαστα
στοιχεία της εικόνας. Στα διαγνωστικά κριτήρια περιλαμβάνονται η αλλαγή της
λειτουργικότητας του ατόμου με επιδείνωση της επαγγελματικής και κοινωνικής του
επίδοσης. Στην ταξινόμηση του ICD-10 περιλαμβάνονται διαταραχές προσαρμογής με
καταθλιπτικό συναίσθημα, με αγχώδες συναίσθημα, με μεικτά συναισθηματικά
χαρακτηριστικά, με διαταραχές συμπεριφοράς, με συνδυασμό διαταραχών
συμπεριφοράς και συναισθήματος, με κοινωνική απόσυρση, με αναστολή των
επιδόσεων στην εργασία ή στις σπουδές. Η εμφάνιση των συμπτωμάτων ίσως
καθυστερήσει για εβδομάδες ή μήνες, ενώ η άρση του στρεσογόνου παράγοντα ή η
επίτευξη ενός νέου επιπέδου προσαρμογής δεν εγγυάται ότι τα συμπτώματα θα
υποχωρήσουν, αν και αυτό είναι το συνηθέστερο.

Πένθος. Το πένθος δεν είναι συναίσθημα αλλά κατάσταση στην οποία κυριαρχούν
βιώματα μεγάλης απώλειας, όπως και στην κατάθλιψη (Μαρκίδης 1993). Κατατάσσεται
όμως στα συναισθήματα, διότι εκείνο που την προσδιορίζει είναι πρωτίστως ο
συναισθηματικός χαρακτήρας της. Η εμπειρία του πένθους έχει για τον κάθε άνθρωπο
χαρακτήρα μοναδικό και τις περισσότερες φορές συμπεριλαμβάνει μια μεγάλη κλίμακα
συναισθημάτων, όπως θλίψη, θυμό, ενοχή, άγχος και ελπίδα. Το πένθος από απώλεια
αγαπημένου προσώπου θεωρείται ένα από τα πιο ισχυρά στρεσογόνα γεγονότα στη
ζωή του ανθρώπου. Εκφράζεται ως κατάθλιψη και είναι βραχύτερης διάρκειας από
αυτήν. Όταν παρατείνεται υπερβολικά, είναι δυνατόν να αποκτήσει παθολογικό
χαρακτήρα. Κατά την πρώτη παιδική ηλικία δεν υπάρχει πένθος, ίσως επειδή το παιδί
δεν γνωρίζει τον θάνατο ή δεν έχει ακόμη αναπτύξει τη δυνατότητα να πενθεί,
υπάρχουν όμως βαθιά βιώματα απώλειας που αναγνωρίζονται στις συμπεριφορές
αναζήτησης του απολεσθέντος προσώπου από το παιδί.
Η κατάθλιψη είναι διαφορετική από το πένθος. Παρά τις μεγάλες τους ομοιότητες,
διαφέρουν κλινικώς μεταξύ τους σε ορισμένα καίρια σημεία: στους πενθούντες δεν
ανιχνεύονται αισθήματα ενοχής και αναξιότητας, ενώ αντίθετα στους καταθλιπτικούς
διακρίνεται μια ακραία μείωση του αισθήματος αξιότητας του Εγώ, μια απέραντη
πενιχρότητα του Εγώ. Στην κατάσταση του πένθους ο κόσμος φαίνεται φτωχός και
κενός, ενώ στη μελαγχολία εκείνο που φτωχαίνει είναι το ίδιο το Εγώ, όπως λέει ο
Freud. Στο κλασικό του άρθρο «Πένθος και Μελαγχολία» ο Freud (1917) διευρύνει την
έννοια του πένθους, το οποίο θεωρεί ένα είδος αντίδρασης στην απώλεια όχι μόνο
αγαπημένου προσώπου αλλά και αγαπημένου αντικειμένου ή ιδεώδους κ.λπ., και το
543

περιγράφει ως βαθιά και οδυνηρή θλίψη, άρση του ενδιαφέροντος για τον έξω κόσμο,
απώλεια της ικανότητας για αγάπη και αναστολή κάθε δραστηριότητας.
Ταύτιση με το απολεσθέν αντικείμενο, ενδοβολή αλλά και αμφιθυμία απέναντί του
είναι χαρακτηριστικά του κάθε πενθούντος σύμφωνα με τους ψυχαναλυτές. Πράγματι η
απώλεια του αντικειμένου αγάπης αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία για να κινητοποιηθεί
και να αποκαλυφθεί η αμφιθυμία που διέπει τις σχέσεις αγάπης. Όταν υπάρχει
ψυχαναγκαστικό υπόστρωμα, η αμφιθυμική σύγκρουση προσδίδει στο πένθος
παθολογική μορφή και το εξαναγκάζει να εκφραστεί με τη μορφή αυτομομφών,
σύμφωνα με τις οποίες το ίδιο το υποκείμενο του πένθους είναι υπεύθυνο για την
απώλεια του αντικειμένου αγάπης, την οποία φαίνεται ότι επιθυμούσε. Ο έλεγχος της
πραγματικότητας δείχνει ότι το αγαπημένο αντικείμενο δεν υπάρχει πια και αξιώνει την
απόσυρση όλης της λίβιδο από τους δεσμούς που τη συνδέουν με αυτό. Χρειάζεται
κάποιος χρόνος για να εκτελεστεί διεξοδικά η εντολή του ελέγχου της πραγματικότητας,
μετά το πέρας όμως αυτής της διεργασίας το Εγώ κατορθώνει να απελευθερώσει τη
λίβιδό του από το χαμένο αντικείμενο. Τελικώς η διαδικασία του πένθους εξαναγκάζει
το Εγώ να απαρνηθεί το αντικείμενο, κηρύσσοντάς το νεκρό και προσφέροντας στο
Εγώ το κίνητρο για να παραμείνει στη ζωή.
Η εξέλιξη του πένθους ακολουθεί ορισμένα στάδια, τα οποία μπορεί να
περιγραφούν ως εξής: στην αρχή μια ασυνείδητη αδυναμία του πενθούντος να δεχθεί
το γεγονός του θανάτου, και συνεπώς μία τάση να συμπεριφέρεται προς τον νεκρό σαν
να ήταν ζωντανός. Ακολούθως, καθώς ο πενθών βιώνει μια συγκεχυμένη μεταβατική
κατάσταση, εμφανίζονται στοιχεία αποδιοργάνωσης της συμπεριφοράς, η οποία δεν θα
αναδιοργανωθεί παρά μόνο μετά την πλήρη αποδοχή του θανάτου και την
ολοκλήρωση της διαδικασίας αποεπένδυσης του νεκρού. Οι ψευδαισθήσεις,
χαρακτηριζόμενες από την αίσθηση παρουσίας του νεκρού, σε συνδυασμό με
ορισμένα άλλα οπτικά, ακουστικά ή και απτικά φαινόμενα, αποτελούν ομαλές εμπειρίες
κατά την εκτύλιξη του πένθους (Rees 1975) και είναι πολύ επικίνδυνο να θεωρούνται
ψυχωσικά συμπτώματα.
Ως ψυχοκοινωνική διαδικασία, μέσα από τις διαδοχικές του φάσεις, το πένθος
έχει μεγάλη προσαρμοστική αξία, παρουσιάζεται σε όλες τις κουλτούρες (τελετουργίες
του χρόνου που έπεται του θανάτου, π.χ. η κηδεία, τα μνημόσυνα κ.λπ.) και διατρέχει
ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, τροφοδοτώντας πλήθος θρησκευτικών πεποιθήσεων
και ιδεολογιών (Pollock 1961, 1971). Η θρησκεία, στηριγμένη στο αξίωμα της
μεταθανάτιας ζωής και της αθανασίας της ψυχής, οργανώνει με τον καλύτερο τρόπο
εδώ και πολλούς αιώνες την υπέρβαση αυτής της φοβερής ανθρώπινης κρίσης.
Ενθαρρύνοντας την πλήρη έκφραση του πένθους αλλά και αποθαρρύνοντας τις
υπερβολές, επιτρέπει στον πενθούντα να επανέλθει σταδιακά στη φυσιολογική ζωή. Η
διεργασία του πένθους χρειάζεται αρκετό διάστημα για να ολοκληρωθεί. Ένα έτος
φαίνεται ότι είναι το ελάχιστο απαιτούμενο χρονικό διάστημα για να δράσουν
αποτελεσματικά οι επουλωτικοί μηχανισμοί. Το πρόσωπο που πενθεί πρέπει να
αντιμετωπίσει διάφορες «δοκιμασίες»: να περάσει όλες τις επετείους (κυρίως επετείους
χαράς, όπως π.χ. τα Χριστούγεννα) και άλλες ημέρες αναμνήσεων χωρίς το
αγαπημένο πρόσωπο – και κάθε επέτειος είναι δυνατόν να αναπυροδοτεί έντονα το
πένθος.
Το πένθος είναι φυσική και φυσιολογική αντίδραση σε κάθε απώλεια,
υποδηλώνει την έσχατη αναγνώριση ότι αυτό που χάθηκε δεν θα επιστρέψει και τα
συναισθήματα που το συνοδεύουν είναι φυσιολογικά συναισθήματα για το άτομο που
τα φέρει. Παρά τις μεγάλες του αποκλίσεις από την ομαλή ζωή το πένθος δεν πρέπει
να θεωρείται παθολογική κατάσταση. Κάθε παρέμβαση σε αυτό, σύμφωνα με πολλούς
μελετητές, είναι ίσως άχρηστη και ενδεχομένως επιζήμια. Εξάλλου παρέρχεται μετά
από σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, αν και από μια άλλη σκοπιά ποτέ δεν παύει
κανείς να πενθεί όσο δεν ξεχνά. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι πάντοτε έτσι. Το
πένθος είναι δυνατόν να επιπλακεί. Υπάρχει βιβλιογραφία που δείχνει ότι η απώλεια
που προηγείται του πένθους είναι δυνατόν, όπως συμβαίνει και με άλλες στρεσογόνες
καταστάσεις που προκαλούνται από απώλειες, να θέσει σε κίνδυνο την ψυχική αλλά
544

και τη σωματική υγεία (Parkes 1972, 1985). Δεν έχουν όλες οι απώλειες το ίδιο βάρος.
Πολλοί άνθρωποι βγαίνουν ωριμότεροι και ισχυρότεροι όταν, ενήλικες οι ίδιοι, χάσουν
τους γονείς τους. Η απώλεια όμως παιδιών μπορεί να έχει πολύ οδυνηρά
αποτελέσματα και η επίπτωσή της στην ψυχική και στη σωματική υγεία του γονέως
μπορεί να είναι απολύτως καταστροφική (Fulton and Owen 1977).

Διαταραχή της προσωπικότητας μετά από ισχυρή ψυχοκαταπόνηση.


Καταστροφικά γεγονότα σε προσωπικό, κοινωνικό, πολιτικό ή ιστορικό επίπεδο (π.χ.
πόλεμος), ή διάφορες οξείες απειλητικές καταστάσεις, βρίσκονται στην αφετηρία αυτής
της διαταραχής. Το οξύ καταστροφικό γεγονός ή η παρατεταμένη εισβολή
στρεσογόνων παραγόντων είναι δυνατόν να επιδράσουν σοβαρά στη δομή της
προσωπικότητας προκαλώντας αλλαγές, όχι απαραιτήτως σε όλες τις περιπτώσεις
παθολογικές. Στην περίπτωση που η διαταραχή είναι παθολογική εκφράζεται με
ποικίλες εκδηλώσεις αδυναμίας προσαρμογής στο διαπροσωπικό, επαγγελματικό και
κοινωνικό περιβάλλον. Ο ασθενής αισθάνεται ότι απειλείται από έναν κίνδυνο οριακό,
καταλαμβάνεται από αισθήματα απελπισίας, αποσύρεται κοινωνικά, γίνεται
καχύποπτος και εχθρικός.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΑΡΚΙΔΗΣ Μ. (1993). Θλίψη, πένθος, κατάθλιψη. Ψυχιατρική 4:141-145.
ΜΠΕΡΓΙΑΝΝΑΚΗ ΙΔ, ΒΑΡΣΟΥ Ε, ΨΑΡΡΟΣ Κ. (1999). Ψυχοτραυματιολογία και ψυχοκοινωνικές
επιπτώσεις των καταστροφών: Ο ρόλος των επαγγελματιών ψυχικής υγείας. Ψυχιατρική 10:307-314.
ΠΕΤΡΙΚΗΣ Π. (2005). Μετατραυματική διαταραχή στρες:νοσολογική οντότητα και πολιτιστικό
κατασκεύασμα. Σύναψις 02:6-13.

BROWN GW, BIRLAY JLT. (1968). Crises and life changes and the onset of schizophrenia. J. Health
Soc. Behav. 9:203-214.
BROWN GW, HARRIS TO, PETO J. (1973). Life events and Psychiatric disorders: Nature of causal link.
Psychol. Med. 3:159-176.
CANNON WB. (1929). Bodily Changes in Pain, Hunger, Fear and Rage. New York.
CANNON WB. (1932). The Wisdom of the Body. New York, Norton.
CAPLAN G. (1981). Mastery of stress: Psychosocial aspects. Am. J. Psychiat. 138:4, 413-420.
DOHRENWEND BP. (1975). Sociocultural and social psychological factors in the genesis of mental disor-
ders. J. Health Soc. Behav. 16:365
DOHRENWEND BS, DOHRENWEND BP. (1974). Stressful life events: Their nature and effects. New
York, John Willey and Sons Inc.
DOHRENWEND BS. (1973). Social status and stressful life events. J Pers Soc Psychol 28:225-35.
DZEGEDE SA, PIKE SW, HACKWORTH JR. (1981). The relationship between health-related stressful life
events and anxiety. An analysis of a Florida metropolitan community. Community Ment. Health J. 17:294-
305.
FINLAY-JONES R, BROWN GW. (1981). Types of stressful life events and the onset of anxiety and de-
pressive disorders. Psychol. Med. 11:803-815.
FREUD S. (1917). Mourning and Melancholia. In Standard edition of the complete Psychological Works of
S. Freud, Vol. 14. Hogarth Press, London (1947).
FREUD S. (1921). Introduction to Psychoanalysis of War Neurosis. London, Institute of Psychoanalysis
Press.
FRUECH et al. (2005). British Journal of Psychiatry, 186:467-472.
FULTON R, OWEN G. (1977). Adjustment to Loss Through Death: A Sociological Analysis. Centre for
Death Education and Research. University of Minessota.
GOLDHAMER H, MARSHAL AW. (1953). Psychosis and Civilization: Two studies on the frequency of
Mental Disease. Free Press of Glencoe, N.Y.
GRANT I, et al. (1981). Quality of Life-Events in relation to Psychiatric symptoms. Arch. Gen. Psychiat.
38:335-339.
HAMMEN C, et al. (1987). Maternal Affective Disorders, Illness and Stress: Risk for Children's Psycho-
pathology. Am. J. Psychiatry 144:736-741.
HOLMES TS, RAHE RH. (1967). The Social Readjustment Rating Scale. J Psychosom Res 11:213.
HOLMES TS. (1978). Life situations and disease. J. Acad. Psychosom. Med. 19:747.
HULL AM, ALEXANDER DA, KLEIN S. (2002). Survivors of the Piper Alpha oil platfrorm disaster: long
term follow-up study. British Journal of Psychiatry 181:433-438.
JACOBS S, MYERS J. (1976). Recent life events and acute schizophrenic psychosis. A controlled study.
J. Nerv. Ment. Dis. 162:75-87.
JACOBS S, PRUSSOF B, PAYKEL B. (1974). Recent life events in schizophrenia and depression. Psy-
chol. Med. 31:31-44.
545

JOHNSON EO, KAMILARIS TC, CHROUSOS GP, GOLD PW. (1992). Mechanisms of stress: A Dynamic
Overview of Hormonal and behavioral Homeostasis. Neuroscience and Neurobehavioral Reviews 16:115-
130.
KAGAN AR, LEVI L. (1974). Health and environment. Psychosocial stimuli. A review. Soc Sci Med 8:225-
241.
KAHN MMR. (1963). The concept of cumulative trauma. Psychoanal. Study Child. 18:286
KEANE T, WOLPE J, TAYLOR K. (1987). Post-traumatic stress disorder: evidence for diagnostic validity
and methods of psychological assessment. J. Clin. Psychology. 43:32-43.
LANDERMAN R, GEORGE LK, BLAZER DG. (1992). Adult vulnerability for psychiatric disorders: effects
of negative childhood experience and recent stress. J Nerv Ment Dis 179:656-663.
LANGNER TS, MICHAEL ST. (1963). Life stresses and mental health: The Midtown Manhattan Study.
Free Press of Glencoe, N.Y.
LAZARUS RS, AVERILL JR, OPTON EM. (1974). The Psychology of Coping. Issues on research and
assessment. In: Coelho GV, Hamburg DA and Adams JE (eds) Coping and Adaptation. Basic Books, New
York.
LOFVANDER M, PAPASTAVROU D. (1990). Clinical factors, psycho-social stressors and sick-leave pat-
terns in a group of Swedish and Greek patients. Scand J Soc Med. Jun;18(2):133-8
MAVREAS V, BEBBINGTON P. (1989). Does the act of migration provoke psychiatric breakdown? A
study of Greek Cypriot immigrants. Acta Psychiatr. Scand. 80:469-73.
MYERS JK, LINDENTHALL JJ, PEPPER MP. (1971). Life events and psychiatric impairment. J Nerv
Ment Dis 152:149-157.
NEUGARTEN BL. (1979). Time, age and life cycle. Am. J. Psychiat. 136:887
PARKES CM. (1972). Bereavement: Studies of Grief in Adult Life. Harmondsworth, Penguin.
PARKES CM. (1985). Bereavement. British Journal of Psychiatry, 146:11-17.
PAYKEL ES, et al. (1969). Life events and depression: A controlled study. Arch Gen. Psychiat. 21:753-
759.
PAYKEL ES, PRUSSOF B, MYERS JK. (1975). Suicidal attempts and recent life events: a controlled
comparison. Arch. Gen. Psychiat. 32:327-333.
PAYKEL ES. (1974). Life events and psychiatric disorder: Application of the clinical approach. In: Dohren-
wend BS, Dohrenwend BP (eds) Stressful life events: Their nature and effects. N.Y., John Willey and Sons
Inc.
POLLOCK GH. (1961). Mourning and adaptation. Int. J. Psychoanal. 42:341.
POLLOCK GH. (1971). On time, death and immortality. Psychoanal. Q. 40:435.
POWER MJ. (1986). Depression: A brief account of a holistic perspective. Holist Med 1:97-104.
REES WD. (1975). The bereaved and their hallucinations. In Bereavement: Its psychological Aspects.
ROSE RM. (1984). Overview of endocrinology in stress. In: Brown et al (eds). Neyroendocrinology and
Psychiatric Disorder. New York, Raven Press.
SELYE H. (1936). A syndrome produced by diverse nocuous agents. Nature, 138:32.
SELYE H. (1952). The story of adaptation syndrome. Acta, Montreal.
SELYE H. (1956). The Stress of Life. McGraw Hill, New York.
SELYE H. (1974). Stress without distress. Lippincott, Philadelphia.
SROLE L, et al. (1962). Mental Health in the Metropolis: The Midtown Manhatan study. Mc Graw Hill. New
York.
THEORELL T, LIND E, FLODERUS-MYRHED B. (1975). The relationship of disturbing life changes and
emotions to the early development of myocardial infarction and other serious illnesses. Int. J. Epidemiol.
6:17-21.
WILCOX BL. (1981). Social support, life stress and psychological adjustment. A test of the buffering hy-
pothesis. Am. J. Comm. Psychol. 9:371-386.
WINNICOT D. (1971). Playing and Reality. Το παιδί η πραγματικότητα και ο εξωτερικός κόσμος. Εκδ
Καστανιώτη 1980.
WINNICOT DW. (1953). Transitional objects and transitional phenomena. Int J Psychoanal 34:89.
546

67. ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Πέραν των συναισθημάτων του φόβου, του άγχους, του θυμού και της οργής, της απέχθειας,
της ζηλοτυπίας, της έκπληξης, της ντροπής –που και αυτά εμπλέκονται σε χαρακτηριστικές
ψυχοπαθολογικές καταστάσεις–, η διαβάθμιση της ανθρώπινης συναισθηματικότητας
κυμαίνεται μεταξύ των δύο ακραίων πόλων της νοσηρής υπερθυμίας και της καταθλιπτικής
εμβροντησίας. Μεταξύ τους αναπτύσσονται καταστάσεις που εκτείνονται σε ένα μεγάλο
φάσμα: ευφορία, ευθυμία, ευεξία, χαρά, ευδιαθεσία, νορμοθυμία, αθυμία, δυσαρέσκεια,
ευερεθιστότητα, απογοήτευση, απαισιοδοξία, λύπη, απελπισία, νοσηρή κατάθλιψη. Από την
εποχή της Ιλιάδας και της Παλαιάς Διαθήκης, όπου περιγράφονται όχι μόνο η κατάθλιψη
αλλά και άλλες συναισθηματικές διαταραχές, τόσο οι έννοιες όσο και οι όροι έχουν υποστεί
πολλαπλές μεταλλάξεις μέχρι να ολοκληρωθεί η παγίωσή τους στις σύγχρονες ορολογίες.
Ιδιαίτερα η ιστορία της κατάθλιψης από μόνη της φωτίζει ένα μεγάλο μέρος της ίδιας της
ιστορίας της ψυχιατρικής (Χαρτοκόλλης 1995).

Οι περισσότερες συναισθηματικές διαταραχές κατά την παιδική ηλικία είναι κυρίως έντονες
εκδηλώσεις των αναπτυξιακών σταδίων παρά νοσολογικές οντότητες, και η διάγνωσή τους
θα πρέπει να τίθεται με μεγάλη επιφύλαξη. Οι οποιεσδήποτε συναισθηματικές διαταραχές
της ηλικίας αυτής στη μεγάλη πλειονότητά τους εξελίσσονται προς την ίαση, και ελάχιστες
προσλαμβάνουν νευρωσικό ή άλλον χαρακτήρα. Οι περισσότερες συναισθηματικές
διαταραχές των ενηλίκων έχουν ιστορικό εμφανίσεως μετά τη λήξη της εφηβείας, ενώ
ελάχιστες από αυτές έχουν την αφετηρία τους και περί το τέλος της εφηβικής περιόδου.
Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή αυτό το θέμα, διότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι
φαρμακευτικές εταιρείες θέτουν σε εφαρμογή ένα μεγάλο επιχειρησιακό σχέδιο με στόχο να
ανοίξει η αγορά των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων και στις νεαρές ηλικίες.

ΟΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΕΙΣ
Η κατάθλιψη, μια από τις οδυνηρότερες ανθρώπινες δοκιμασίες, καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα
συναισθηματικών διαταραχών. Μπορεί να είναι απλώς ένα φυσιολογικό συναίσθημα που
υποκειμενικώς έχει τον χαρακτήρα ενός λιγότερο ή περισσότερο ισχυρού βιώματος θλίψης.
Είναι όμως δυνατόν να πρόκειται περί συμπτώματος νόσου, μέρους ενός συνδρόμου, ή να
αποτελεί αυτοτελή νόσο. Αποκτά παθολογικό χαρακτήρα όταν είναι παρατεταμένης διάρκειας
και, αναλόγως του είδους της, όταν συνοδεύεται από ιδέες ενοχής, μειωμένη αυτοεκτίμηση,
ιδέες αναξιότητας και απόρριψη του εαυτού, απελπισία, απώλεια ενδιαφερόντων, πτώση της
σωματικής και πνευματικής δραστηριότητας, μειωμένη όρεξη για φαγητό και απώλεια
βάρους, διαταραγμένο ύπνο, σημαντική απώλεια της σεξουαλικής επιθυμίας. Συνοδεύεται
συχνά, αναλόγως του είδους της, και από άλλα συμπτώματα, όπως πρωινή αφύπνιση
ενωρίτερα από το συνηθισμένο, έντονη κόπωση ακόμη και σε μικρή προσπάθεια, μειωμένη
συγκέντρωση και πλημμελή προσοχή, προσδοκία ενός ζοφερού μέλλοντος και ιδέες
αυτοκτονίας. Η απώλεια της δυνατότητας για ευχαρίστηση θεωρείται σημαντικό σύμπτωμα
που διατρέχει όλο το φάσμα των καταθλίψεων και η παρουσία της υποδηλώνει φτωχή
προγνωστική πορεία και ύπαρξη ιδεών αυτοκτονίας.

Επιδημιολογία. Η αναγνώριση της μεγάλης συχνότητας των καταθλίψεων είναι ίσως μία από
τις σημαντικότερες προσφορές της ψυχιατρικής επιδημιολογίας στον τομέα της δημόσιας
υγείας. Το 8%-10% του γενικού πληθυσμού στον δυτικό κόσμο υποφέρει από κάποια μορφή
κατάθλιψης. Το ποσοστό αυτό είναι παρόμοιο και στην Ελλάδα και υπάρχουν ενδείξεις ότι
547

στο μέλλον θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο (Madianos and Stefanis 1992). Οι διαφορές
ωστόσο από χώρα σε χώρα και από κουλτούρα σε κουλτούρα, ως προς τη συχνότητα
εμφάνισής της στον γενικό πληθυσμό, φθάνουν και στο επίπεδο του εξηκονταπλάσιου
(Weissman et al 1996, Cross-National Collaborative Group 1992). Οι διαφορές αυτές ίσως
επηρεάζονται από διαφορετικά ιστορικά, κοινωνικά, οικονομικά ή περιβαλλοντικά δεδομένα,
ακόμη και από διαφορές στο διαιτολόγιο, όπως συμβαίνει και με τη στεφανιαία νόσο. Θα
πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι μελέτες βασισμένες σε ερωτηματολόγια δίνουν υπερβολικά
μεγέθη ως προς την επίπτωση και επικράτηση της νόσου, αφού είναι γνωστό ότι οι
εξεταζόμενοι με ερωτηματολόγια τείνουν να δίνουν υψηλές βαθμολογίες σε ερωτήσεις που
αφορούν την κατάθλιψη. Η συχνότητά της στις ηλικίες κάτω των 19 ετών είναι περίπου 4%
του συνόλου των καταθλίψεων, με τα περισσότερα περιστατικά κυρίως κατά το τέλος της
εφηβείας. Πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι η ηλικία έναρξης της κατάθλιψης
στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες κατέρχεται με την πάροδο των δεκαετιών και το ποσοστό
των καταθλιπτικών ασθενών ηλικίας 15-19 ετών αυξάνει. Μετά την ηλικία των 55 ετών η
συχνότητά της μειώνεται, αφού φθάσει στο υψηλότερο σημείο κατά την ηλικία των 35-45
ετών, ηλικιακό φάσμα στο οποίο παρατηρούνται τα περισσότερα περιστατικά (30%-40%).

Διαφορές μεταξύ των φύλων. Οι διαφορές μεταξύ των φύλων στη συχνότητα της κατάθλιψης
δεν έχουν εξηγηθεί επαρκώς. Από τη μεριά της γυναίκας διάφοροι ορμονικοί παράγοντες
σχετιζόμενοι με την αναπαραγωγική διαδικασία, η σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική
ηλικία, η χαμηλή αυτοεκτίμηση (φαινόμενο που παρατηρείται στα κορίτσια από την παιδική
ηλικία), η ανατροφή μικρών παιδιών σε ένα πλαίσιο χαμηλής διαπροσωπικής, οικογενειακής,
οικονομικής και εργασιακής υποστήριξης, η συμμετοχή της γυναίκας στην αγορά εργασίας σε
συνθήκες ανισοτιμίας με τον άνδρα, είναι παράγοντες που έχουν συζητηθεί και ερευνηθεί σε
μεγάλη έκταση. Από άποψη κατανομής στα φύλα υπερτερούν οι γυναίκες σε αναλογία
περίπου 2:1 σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και σε όλες τις υποκατηγορίες της κατάθλιψης.
Ιδιαίτερα ευάλωτες είναι οι γυναίκες της εργατικής τάξης καθώς και οι μητέρες χωρίς σύζυγο.
Η μεγαλύτερη συχνότητα της κατάθλιψης στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες είναι
εμφανής από την εφηβική ηλικία και είναι παρόμοια σε όλες τις ηλικιακές ομάδες (Weissman
and Klerman 1977). Περίπου το 20% των γυναικών και το 10% των ανδρών θα πάθουν
κάποια κατάθλιψη κατά τη διάρκεια της ζωής τους και το 1/3 αυτών των περιστατικών μπορεί
να είναι αρκετά σοβαρό ώστε να απαιτήσει συστηματική θεραπεία. Η κατάθλιψη, εκτός του
ότι εμφανίζεται νωρίτερα στις γυναίκες, έχει σε αυτές μεγαλύτερη συχνότητα υποτροπών, πιο
παρατεταμένη πορεία, δυσμενέστερη πρόγνωση. Επίσης η συννοσηρότητά της με άλλες
διαταραχές, ιδιαίτερα τις αγχώδεις, είναι συχνότερη στις γυναίκες. Η προεμμηνορυσιακή και η
λοχειακή φάση είναι περίοδοι με ηυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καταθλιπτικής
συμπτωματολογίας. Στις γυναίκες η συμπτωματολογία έχει μια ισχυρότερη τάση να
εκφράζεται και μέσα από σωματοποίηση ή αύξηση του σωματικού βάρους σε συνδυασμό με
εξωστρεφόμενη επιθετικότητα. Η πιθανότητα αυτοκτονίας είναι πολύ μικρότερη στις γυναίκες
από ό,τι στους άνδρες, και για ένα χρόνο μετά τον τοκετό, στις λοχειακές καταθλίψεις, ακόμη
μικρότερη. Οι άνδρες απαντούν ταχύτερα στη θεραπεία.

Αιτιοπαθογένεια. Παρά τις αξιόλογες προόδους σε όλα τα πεδία, η αιτιοπαθογένεια των


περισσοτέρων καταθλίψεων παραμένει άγνωστη. Τα θεωρητικά μοντέλα που έχουν προταθεί
για τη διευκρίνιση της αιτιοπαθογένειάς τους συγκεντρώνονται κυρίως γύρω από δύο
μεγάλες και αλληλοαποκλειόμενες κατευθύνσεις. Εκείνη που προτείνει βιολογικούς
παράγοντες στην αφετηρία των αιτιοπαθογενετικών μηχανισμών και εκείνη που προτείνει
ψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Οι βιολογικές θεωρίες δέχονται ότι η κατάθλιψη προκαλείται
από μεταβολές στις συγκεντρώσεις στον εγκέφαλο συγκεκριμένων νευροπεπτιδίων και
νευρομεταβιβαστών σε συνδυασμό με νευροφυσιολογικές και νευροενδοκρινολογικές
ανωμαλίες. Οι ψυχοκοινωνικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία των καταθλίψεων έχει
την αφετηρία της σε έναν συνδυασμό στρεσογόνων γεγονότων και χρονίων
ψυχοκαταπονήσεων σε ένα διαπροσωπικό και κοινωνικό πλαίσιο. Φαίνεται όμως ότι οι
περισσότερες ενδείξεις οδηγούν σε ένα πολυπαραγοντικό μοντέλο κατά το οποίο
548

αλληλοσυνδυαζόμενοι βιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες εμπλέκονται στη


διαμόρφωση των προκλητικών μηχανισμών της κατάθλιψης (Power 1986).

Γενική συμπτωματολογία. Παρά τις προόδους στην κατανόηση της νευροενδοκρινολογίας της
κατάθλιψης, η διάγνωση όλων των υποκατηγοριών της παραμένει κλινική, δηλαδή βασίζεται
στο ιστορικό και στη διερεύνηση της κλινικής φαινομενολογίας, στην ανίχνευση των
συμπτωμάτων και των σημείων της νόσου. Βιολογικοί σηματοδότες όπως η δοκιμασία
κατασπάσεως δεξαμεθαζόνης DST (Dexamethazone Supression Test), η δοκιμασία TSH
(Thyroid Stimulating Hormone Test) και η μέτρηση στα ούρα μεταβολιτών (όπως του MHPG)
δεν ικανοποίησαν τις προσδοκίες εκείνων που βασίστηκαν σε αυτές για να εξασφαλίσουν μια
έγκυρη διάγνωση της κατάθλιψης. Έτσι τα κλινικά φαινόμενα παραμένουν ακόμη οι έγκυροι
συντελεστές της διάγνωσης. Το καταθλιπτικό συναίσθημα και η απώλεια ενδιαφέροντος είναι
απαραίτητα συμπτώματα για την εγκατάσταση της διάγνωσης σε όλες τις μορφές
κατάθλιψης. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι κάθε τύπος κατάθλιψης έχει τις δικές του
ιδιομορφίες ως προς την έκφραση της κλινικής εικόνας, όπως εξάλλου συμβαίνει και με την
αιτιοπαθογένεια, την πορεία, την πρόγνωση και τη θεραπεία. Ο πάσχων από κατάθλιψη δίδει
περιγραφές του καταθλιπτικού του συναισθήματος με λέξεις όπως θλίψη, απελπισία,
αποθάρρυνση, επώδυνη αδυναμία να βιώσει ικανοποίηση κ.λπ. Το καταθλιπτικό
συναίσθημα είναι αξονικό σύμπτωμα της κατάθλιψης, όχι όμως οποιοδήποτε καταθλιπτικό
συναίσθημα αλλά το παθολογικό, δηλαδή εκείνο που επιδρά αρνητικά στη συνολική
ψυχοκοινωνική και ψυχοσυναλλακτική λειτουργικότητα του ατόμου και τείνει να
αδρανοποιήσει τις δραστηριότητές του. Επίσης θα θεωρηθεί παθολογικό αν η διάρκειά του
είναι μεγαλύτερη από μερικές εβδομάδες. Ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί ότι το βαθιά
καταθλιπτικό άτομο είναι πιθανόν να μην έχει καταθλιπτικό συναίσθημα αλλά να βιώνει ένα
είδος απώλειας της δυνατότητας να συναισθάνεται. Η απώλεια ενδιαφέροντος
χαρακτηρίζεται από παραμέληση και απόσυρση από απασχολήσεις που στο παρελθόν
έδιναν ευχαρίστηση στον ασθενή. Τις περισσότερες φορές το διαπιστώνει ο ίδιος, μερικές
φορές όμως το διαπιστώνουν οι συγγενείς.

Συννοσηρότητα. Η συνύπαρξη άγχους και κατάθλιψης είναι σχεδόν κανόνας στους


πάσχοντες από κατάθλιψη, όχι όμως στους πάσχοντες από αγχώδεις διαταραχές.

Διαφορική διάγνωση. Κατάθλιψη υποδυόμενη την άνοια (καταθλιπτική ψευδοάνοια) ή


συνύπαρξη κατάθλιψης και άνοιας είναι καταστάσεις που μπορεί να δημιουργήσουν σοβαρά
διαγνωστικά προβλήματα σε ηλικιωμένους ασθενείς. Και αυτό γιατί η κατάθλιψη και η άνοια,
κυρίως κατά τη γεροντική ηλικία, έχουν σε κάποια σημεία κοινή συμπτωματολογία, όπως
γνωσιακή εξασθένηση, απώλεια του ενδιαφέροντος, ανησυχία και διαταραχές του ύπνου. Στο
θέμα των διαταραχών της μνήμης, στην περίπτωση του καταθλιπτικού, παρά το ότι αυτός
υποκειμενικά παραπονείται για μεγάλη απώλεια μνήμης κατά την εξέταση, η διαταραχή του
είναι μάλλον μικρή, σε αντίθεση με τον πάσχοντα από άνοια, ο οποίος δεν διαμαρτύρεται
ιδιαίτερα για τις πολύ μεγάλες διαταραχές της μνήμης και άλλων νοητικών λειτουργιών που
παρουσιάζει.

Πορεία-πρόγνωση. Σε γενικές γραμμές μπορεί να πει κανείς ότι η πρόγνωση είναι δυσμενής,
αλλά όταν η κατάθλιψη συνδυάζεται με άλλα ψυχιατρικά ή σωματικά προβλήματα είναι
δυσμενέστερη. Βέβαια καθεμία από τις κλινικές οντότητες της κατάθλιψης έχει τη δική της
πορεία και πρόγνωση. Από άποψη κλινικής φαινομενολογίας και πορείας και ανεξάρτητα
από τη βαρύτητά της, η κατάθλιψη μπορεί να είναι μονήρης ή υποτροπιάζουσα με πλήρη
αποκατάσταση κατά τα μεσοδιαστήματα. Με την πάροδο όμως του χρόνου επιβεβαιώνεται
όλο και περισσότερο η άποψη ότι η κατάθλιψη είναι χρόνια υποτροπιάζουσα και
δυσθεράπευτη νόσος. Όσο περισσότερα βιολογικά συμπτώματα έχει (απώλεια βάρους,
κινητική επιβράδυνση, πολύ πρωινή αφύπνιση), τόσο σοβαρότερη είναι. Οι υποτροπές
συμβαίνουν στην πλειονότητα των ασθενών και συχνά έπονται λίγο ή πολύ ισχυρών
ψυχοκαταπονήσεων. Ένα σημαντικό ποσοστό καταθλιπτικών, κυρίως γυναικών με
επιβαρημένο ιστορικό, θα περάσει στη χρονιότητα. Σε καλά οργανωμένες μελέτες (Murphy
549

1990, Piccinelli and Wilkinson 1994) έχει βρεθεί ότι 50% μέχρι και 80% των πασχόντων από
κατάθλιψη αρκετά χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση της νόσου είχαν φτωχή πρόγνωση. Τα
στρεσογόνα γεγονότα είναι ισχυρός αρνητικός προγνωστικός παράγοντας. Άλλοι αρνητικοί
προγνωστικοί παράγοντες είναι το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, η μεγάλη ηλικία, η
κακή σωματική υγεία, οι φτωχές διαπροσωπικές σχέσεις και η απουσία δικτύων κοινωνικής
υποστήριξης στο οικογενειακό ή ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του ασθενούς.
Στην πορεία της κατάθλιψης θα πρέπει να συνυπολογιστούν οι υψηλές πιθανότητες
αύξησης της νοσηρότητας και θνησιμότητας από σωματική νόσο, η οποία είναι σχεδόν
διπλάσια από του γενικού πληθυσμού (Lee et al 1988) και οπωσδήποτε μεγαλύτερη από τη
θνησιμότητα λόγω αυτοκτονίας αφού γύρω στο 15% αυτών που κάποτε έπαθαν κατάθλιψη
τελικώς αυτοκτονεί ενώ υπάρχουν ενδείξεις που υποδεικνύουν συσχέτιση της κατάθλιψης με
θάνατο από καρκίνο. Ένας άγνωστος αριθμός ασθενών, ίσως μεγάλος, παρουσιάζει το
φαινόμενο της αυτόματης ίασης. Ένα μέρος αυτών των ασθενών δεν θα υποβληθεί ποτέ σε
θεραπεία. Ένα άλλο μέρος θα ζητήσει τη βοήθεια του ιατρού, θα υποβληθεί σε κάποιες από
τις γνωστές θεραπείες, αλλά η βελτίωση (ή και ίαση) που θα παρουσιάσει ίσως δεν θα
οφείλεται στο θεραπευτικό σχήμα. Η κατηγορία αυτών των ασθενών ελάχιστα έχει μελετηθεί.

Θεραπεία των καταθλίψεων. Η θεραπεία της κατάθλιψης είναι παράδειγμα μιας θεμελιώδους
αρχής της ψυχιατρικής: της αξίας των πολλαπλών θεραπευτικών προσεγγίσεων. Μια
διαταραχή με τόσο σύνθετη αιτιοπαθογένεια και τόσες κλινικές εικόνες είναι απίθανο να
αντιμετωπίζεται με μία και μοναδική θεραπεία. Η πλειονότητα των πασχόντων από
κατάθλιψη παραμένει χωρίς θεραπεία, είτε επειδή δεν καταφεύγει ο ασθενής στον ιατρό είτε
επειδή ο ιατρός αποτυγχάνει να διαγνώσει τη νόσο και να ενεργήσει καταλλήλως. Το είδος
και η κλινική εικόνα της κατάθλιψης θα επιβάλουν και την επιλογή της θεραπευτικής
στρατηγικής. Συνηθέστερο θεραπευτικό σχήμα στην πλειονότητα των καταθλίψεων είναι ένας
συνδυασμός ψυχοθεραπείας και φαρμακευτικής αγωγής. Παρά το ότι αρκετοί τύποι
ψυχοθεραπείας βοηθούν στη βελτίωση, σήμερα θα πρέπει να θεωρηθεί ιατρικό σφάλμα η μη
χορήγηση αντικαταθλιπτικής φαρμακευτικής αγωγής, σε οποιαδήποτε μορφή κατάθλιψης και
όχι μόνο της μείζονος ή ψυχωσικής.
Η ψυχοθεραπεία είναι οπωσδήποτε χρήσιμη, ιδιαίτερα όταν συνδυάζεται με τη
φαρμακευτική αγωγή, αλλά όχι καθοριστική για τη θεραπεία. Η χρησιμότητά της έγκειται στο
ότι συμβάλλει στην αποδοχή από τον ασθενή του θεραπευτικού προγράμματος που θα του
προταθεί και της φαρμακευτικής αγωγής του. Το ενδιαφέρον για την εφαρμογή
ψυχοθεραπείας στην κατάθλιψη διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, επειδή είναι δυνατόν να την
επιβάλλει η μορφή της συμπτωματολογίας, η προτίμηση των ασθενών προς αυτήν, οι
πιθανές αντενδείξεις στη χρησιμοποίηση φαρμάκων, η μη ανταπόκριση στη φαρμακευτική
αγωγή, ή η μη συμμόρφωση σε αυτήν. Επίσης σε καταθλιπτικούς ασθενείς με διαταραχές
της προσωπικότητας η ψυχοθεραπεία ίσως είναι αποδοτικότερη. Προτιμώνται κυρίως οι
λεγόμενες συνοπτικές ψυχοθεραπείες, η βραχεία δυναμική ψυχοθεραπεία, η γνωσιακή
ψυχοθεραπεία και η διαπροσωπική ψυχοθεραπεία, που η διάρκειά τους δεν υπερβαίνει τις
15-20 συνεδρίες (βλ. σχετικά κεφάλαια).
Από τη σκοπιά της φαρμακευτικής αγωγής, τόσο τα κλασικά νοραδρενεργικά, οι
αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης, τα νεότερα σεροτονινεργικά όπως και τα μεικτά
αντικαταθλιπτικά είναι χρήσιμοι παράγοντες στη θεραπεία των καταθλίψεων (βλ. σχετικό
κεφάλαιο). Η αποτελεσματικότητά τους φθάνει μέχρι περίπου το 60%-70% των
περιπτώσεων, αν και πολλοί πιστεύουν ότι αυτοί οι αριθμοί είναι υπερβολικά αισιόδοξοι.
Χρειάζεται αναμονή μερικών εβδομάδων μέχρι να αρχίσει η απόδοση της αγωγής. Επίσης
απαιτείται προσοχή ως προς την επιλογή του χρόνου διακοπής της αγωγής μετά την
αποκατάσταση του ασθενούς. Πρόωρη διακοπή της θεραπείας μετά από καλή ανταπόκριση
του ασθενούς με οξύ επεισόδιο έχει αποτέλεσμα την επανεμφάνιση των αρχικών
συμπτωμάτων στο 50% περίπου των ασθενών (Prien and Kupfer 1986). Ο μεγαλύτερος
κίνδυνος υποτροπής υπάρχει στους πρώτους τέσσερις μήνες μετά την ανταπόκριση. Αυτό
σημαίνει ότι για 4-6 μήνες μετά την εδραίωση του αποτελέσματος πρέπει να συνεχισθεί η
θεραπεία.
550

Άλλοι θεραπευτικοί παράγοντες, λιγότερο συχνά χρησιμοποιούμενοι, είναι η


ηλεκτροσπασμοθεραπεία, που είναι αποτελεσματικότερη στην ενδογενή κατάθλιψη, η
φωτοθεραπεία στις εποχιακές χειμερινές καταθλίψεις του βορείου ημισφαιρίου, η στέρηση
ύπνου και ο διακρανιακός μαγνητικός ερεθισμός (transcranial magnetic stimulation) (βλ.
σχετικά κεφάλαια). Σημαντικοί παράγοντες που συμβάλλουν στη θεραπεία της κατάθλιψης
είναι η σωματική άσκηση και η επιλογή του κατάλληλου διαιτολογίου. Θα πρέπει επίσης να
επισημανθεί ότι στις σοβαρές περιπτώσεις η ίδια η εισαγωγή στην ψυχιατρική κλινική
λειτουργεί θεραπευτικά, μέσα από το υποστηρικτικό περιβάλλον που δημιουργεί για τον
ασθενή. Η συμμετοχή σε ομάδες αυτοβοήθειας και η βιβλιοθεραπεία έχουν κάποιο θετικό
θεραπευτικό αποτέλεσμα σε κάποιες περιπτώσεις, όπως έχει βρεθεί σε σχετικές μετα-
αναλύσεις (Marrs 1955, Boer et al 2004).

Η κατάθλιψη στην τρίτη ηλικία. Στους πληθυσμούς των ατόμων άνω των 65 ετών η
συχνότητα της κατάθλιψης είναι μικρότερη από κάθε άλλη ηλικιακή κατηγορία. Σημαντικοί
παράγοντες κινδύνου για κατάθλιψη σε αυτό το ηλικιακό φάσμα είναι ο θάνατος στενού
συγγενούς, οι διαταραχές ύπνου, οι αλληλεπιδράσεις συγχορηγούμενων φαρμάκων, το
ιστορικό προηγούμενης κατάθλιψης και το θήλυ φύλο. Στην κατάθλιψη της τρίτης ηλικίας η
συμπτωματολογία είναι σοβαρότερη και η αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών σχημάτων
πτωχότερη, αλλά ο κίνδυνος αυτοκτονίας είναι μάλλον μικρός. Η χρόνια νόσος και το είδος
της αναπηρίας που τη συνοδεύει έχουν ιδιαίτερη σημασία στην αιτιοπαθογένεια, όπως π.χ.
τα εγκεφαλικά επεισόδια, η νόσος Parkinson κ.λπ. Σοβαρό διαφοροδιαγνωστικό πρόβλημα
τίθεται με την άνοια, αγγειακή ή τύπου Alzheimer, διότι συχνά η κατάθλιψη αποτελεί
πρόδρομο σύνδρομό της, ενώ συχνά επίσης η μία διαταραχή «μιμείται» συμπτώματα της
άλλης. Σε περίπτωση αμφιβολίας ο ασθενής θα πρέπει αρχικώς να αντιμετωπίζεται ως
πάσχων από κατάθλιψη και να λαμβάνει αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Σημαντικός παράγων
στην επιτυχία της θεραπείας είναι η ύπαρξη οικογενειακής ή/και κοινωνικής υποστήριξης,
αλλά στις ψυχοθεραπείες οι ηλικιωμένοι δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά και επομένως
προτιμότερες είναι οι άλλες αντικαταθλιπτικές προσεγγίσεις. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή η
φαρμακευτική αγωγή των ηλικιωμένων, διότι συνήθως πάσχουν και από άλλες διαταραχές,
με αποτέλεσμα η πληθώρα των φαρμάκων που παίρνουν να θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τις
γνωσιακές τους λειτουργίες αλλά και τη φυσική υγεία τους.

Ταξινόμηση των καταθλίψεων. Ο κλινικός ιατρός χρειάζεται ένα πραγματοκρατικό σύστημα


κατάταξης των καταθλίψεων που να τον καθοδηγεί στη διερεύνηση του περιστατικού και
στην εγκατάσταση της διαγνώσεως, να τον βοηθάει στην οργάνωση της θεραπευτικής
στρατηγικής του και να του προσφέρει προγνωστικές ενδείξεις. Οι σύγχρονες διεθνείς
κριτηριακές κατατάξεις της κατάθλιψης έχουν φθάσει σε ένα ιλαροτραγικό επίπεδο σύγχυσης,
καθώς καινούργιες και άστοχες ονοματολογίες καλύπτουν χωρίς σοβαρά επιχειρήματα τις
κλασικές, οι οποίες λόγω της εδραιωμένης ισχύος τους δεν αποσύρονται εύκολα, γεγονός
που οδηγεί σε αποτελέσματα τελείως αρνητικά όχι μόνο για τη διάγνωση και τη θεραπεία
αλλά και για την έρευνα. Επιπλέον ο όρος μελαγχολία, που συνήθως χρησιμοποιείτο
παράλληλα με τον όρο κατάθλιψη, υπήρξε αντικείμενο τόσο εκτεταμένης κατάχρησης που
τώρα έχει καταντήσει σχεδόν ανενεργός.
Το δίπολο αντιδραστική-ενδογενής κατάθλιψη ήταν σε χρήση επί πολλές δεκαετίες και
εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αναγνωρίζεται κατά έμμεσο τρόπο από τα δύο ταξινομικά
συστήματα, κυρίως το ICD-10. Επίσης το δίπολο νευρωσική-ψυχωσική κατάθλιψη ήταν σε
ευρεία χρήση και συνεχίζει να χρησιμοποιείται από πολλούς ψυχιάτρους στην Ευρώπη,
παρά το ότι έχει εξοστρακισθεί από τις σύγχρονες ταξινομήσεις. Σύμφωνα με τη σύγχρονη
τάση η ταξινόμηση βασίζεται λιγότερο στην κλινική κατάταξη συμπτωμάτων και περισσότερο
στη βαρύτητα της κλινικής εικόνας, πράγμα που δεν διευκόλυνε την έρευνα ούτε στην
αιτιοπαθογένεια ούτε στη θεραπεία.
Από την εποχή του Lewis (1934) που η κατάθλιψη εθεωρείτο μία και ενιαία νόσος, η
σύγχρονη ταξινόμηση έφτασε σε έναν θρυμματισμό των νοσολογικών οντοτήτων που
εντάσσονται στην κατάθλιψη, από τις οποίες περίπου δώδεκα είναι, περισσότερο ή λιγότερο,
σε καθημερινή χρήση στην κλινική πράξη: Ενδογενής ή μείζων κατάθλιψη ή Ψυχωσική
551

μελαγχολία. Νευρωσική κατάθλιψη. Αντιδραστική (ή δευτερογενής) κατάθλιψη. Κατάθλιψη


κατά την σωματική νόσο ή αναπηρία. Κατάθλιψη προκαλούμενη από οργανικές διαταραχές.
Άτυπη ή συγκεκαλυμμένη κατάθλιψη. Κατάθλιψη της λοχείας. Εποχιακή κατάθλιψη.
Κατάθλιψη στη σχιζοφρένεια και μετασχιζοφρενική κατάθλιψη. Κατάθλιψη κατά τη
σχιζοσυναισθηματική ψύχωση. Καταθλιπτική φάση της μανιοκαταθλιπτικής ψυχώσεως.

Ενδογενής κατάθλιψη ή ψυχωσική μελαγχολία. Στα νεότερα ταξινομικά συστήματα έχει


αντικατασταθεί με τον όρο «μείζων κατάθλιψη». Με αυτόν τον ατυχή όρο για πρώτη φορά
στην ψυχιατρική ποσοτικά στοιχεία χρησιμοποιούνται ως διαγνωστικοί δείκτες και ως
κριτήρια για ταξινόμηση.
Επιδημιολογία. Η συχνότητα της ενδογενούς κατάθλιψης στον γενικό πληθυσμό είναι
τουλάχιστον 4%-6%. Οι γυναίκες αποτελούν άνω του 60% του πληθυσμού των πασχόντων.
Κλινική εικόνα. Η νόσος είναι πολύ σοβαρή, χαρακτηρίζεται από έλλειψη εναισθησίας και
συνοδεύεται από μια σειρά χαρακτηριστικών συμπτωμάτων. Ο ιατρός μέσα στο πλαίσιο και
των ψυχοκοινωνικών συντελεστών του ασθενούς θα επιλέξει, από τον μακρύ κατάλογο που
ακολουθεί, το είδος και τον αριθμό των συμπτωμάτων που κατά την κρίση του
στοιχειοθετούν τη διάγνωση της κατάθλιψης στην εκάστοτε περίπτωση, δεδομένου ότι δεν
πάσχουν όλοι οι καταθλιπτικοί ασθενείς από όλα τα καταθλιπτικά συμπτώματα
 Καταθλιπτικό συναίσθημα κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια της ημέρας.
 Διακύμανση του συναισθήματος κατά τη διάρκεια της ημέρας με πρωινή επιδείνωση της
κατάθλιψης και βελτίωση κατά τις απογευματινές και βραδινές ώρες.
 Διαταραχές του ύπνου. Χαρακτηριστική είναι η αϋπνία επελεύσεως, συχνά συνοδευόμενη
από πρώιμη πρωινή αφύπνιση. Ο αριθμός των αφυπνίσεων είναι μεγάλος, μειώνεται η
παραγωγή των σταδίων 3 και 4 (στάδια των βραδέων κυμάτων) και αυξάνεται ο ύπνος
REM κατά το πρώτο μέρος του ύπνου. Αυτές οι διαταραχές ίσως θα πρέπει να
αποδοθούν στην απορρύθμιση της σιρκαδιανής χρόνωσης (timing) του διπόλου ύπνος
εγρήγορση και στη διαταραχή της ουλτραδιανής ρύθμισης της δομής του ύπνου. Σε
μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να παρατηρηθεί υπερυπνία.
 Διαταραχές στην πρόσληψη τροφής. Κυρίως απώλεια της ορέξεως για φαγητό ή και
απέχθεια προς την τροφή με αποτέλεσμα την απώλεια βάρους, συχνά άνω των 5 kg σε
ένα μήνα. Σπανιότερα εμφανίζεται αύξηση της ορέξεως για φαγητό.
 Εκμηδένιση της σεξουαλικότητας, που οφείλεται σε έναν συνδυασμό απόσυρσης της
επιθυμίας και μείωσης του ερωτικού ενδιαφέροντος.
 Σημαντική ελάττωση του ενδιαφέροντος εν γένει.
 Απώλεια της ελπίδας και απαισιόδοξες σκέψεις για την έκβαση των προσωπικών,
οικογενειακών και εξωτερικών ζητημάτων.
 Άγχος. Η συννοσηρότητα κατάθλιψης και άγχους είναι ιδιαίτερα συχνή και είναι δυνατόν
να δημιουργήσει διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα. Ο ασθενής εμφανίζει ανησυχία,
φόβο, υπερδραστηριότητα του αυτόνομου ΝΣ και διαταραχές πανικού. Το άγχος, όχι
μόνο ως σύμπτωμα αλλά και ως πλήρης νοσολογική οντότητα, ως αγχώδης διαταραχή,
είναι δυνατόν να συνυπάρχει με την κατάθλιψη. Οι ασθενείς που παρουσιάζουν και τις
δύο διαταραχές εκδηλώνουν εντονότερη τη συμπτωματολογία και υφίστανται σε
μεγαλύτερο βαθμό τις επιπτώσεις της νόσου.
 Ανηδονία. Μείωση της ικανότητας του ασθενούς να αντλεί ευχαρίστηση από τις
περισσότερες ή και όλες τις συνήθεις καθημερινές δραστηριότητες και από τις
φυσιολογικές καταστάσεις της ζωής.
 Αισθήματα αναξιότητας, μείωση της αυτοεκτίμησης, υπερβολικά αισθήματα ενοχής. Ο
ασθενής αισθάνεται ότι δεν είναι σε θέση να αναλάβει ακόμη και απλά καθήκοντα ή
ευθύνες και κατηγορεί τον εαυτό του για ασήμαντα πλημμελήματα. Σε σοβαρές
περιπτώσεις, τα αισθήματα αυτά είναι δυνατόν να εξελιχθούν σε παραληρητικές ιδέες και
την εικόνα να συμπληρώνουν συμβατές με αυτές ψευδαισθήσεις. Στην περίπτωση αυτή
θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι καταθλιπτικοί ασθενείς με παραληρητικές ιδέες
ανταποκρίνονται δύσκολα στη φαρμακευτική αγωγή με αντικαταθλιπτικά και η πρόγνωση
είναι οπωσδήποτε δυσμενής.
552

 Παραληρητικές ιδέες πτώχευσης, αναξιότητας, ενοχής και τιμωρίας, μηδενιστικές ιδέες


καταστροφής του ιδίου ή του κόσμου ή ιδέες περί επικείμενων καταστροφών για τις
οποίες ο ασθενής πιστεύει ότι ευθύνεται ο ίδιος.
 Σωματικά συμπτώματα όπως οσφυαλγίες, ραχιαλγίες, κεφαλαλγίες, δυσκοιλιότητα κ.λπ.
παρουσιάζονται σε καταθλιπτικούς ασθενείς με χαμηλή συναισθηματική εκφραστικότητα.
Αυτά τα συμπτώματα είναι δυνατόν να συγκαλύψουν την κατάθλιψη, παρά το ότι και αυτά
θα πρέπει να θεωρούνται συμπτώματά της.
 Υποχονδριακές παραληρητικές ιδέες του ασθενούς ότι πάσχει από σοβαρή καταληκτική
νόσο. Τα υποχονδριακά ενοχλήματα που προσλαμβάνουν παραληρηματικό χαρακτήρα
είναι πολύ συχνά και δυσκολεύουν τη διαφοροδιάγνωση. Οι ασθενείς πιστεύουν και
δηλώνουν με βεβαιότητα ότι τα σπλάχνα τους έχουν σαπίσει ή ότι πάσχουν από καρκίνο
ή κάποια βαρεία ασθένεια που τους κατατρώγει.
 Ψευδαισθήσεις ακουστικές (δυσφημιστικές ή μομφικές φωνές) και οσφρητικές (βρώμικες
σάρκες, κοπρανώδεις οσμές κ.λπ.) ανιχνεύονται σπανιότερα. Είναι όμως δριμύτατες και
δημιουργούν το έδαφος για την ανάπτυξη σκέψεων αυτοκτονίας.
 Κόπωση και μείωση της ενεργητικότητας. Για πολλούς καταθλιπτικούς η κόπωση είναι το
κυριότερο σύμπτωμα. Ο ασθενής αισθάνεται εξαντλημένος και ανίκανος να επιτελέσει
ακόμη και πολύ απλές δραστηριότητες, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει την αιτία αυτής της
κόπωσης. Το σύμπτωμα αυτό οδηγεί τον ασθενή σε παραίτηση από τις εργασιακές και
κοινωνικές του υποχρεώσεις.
 Αλλαγές της ψυχοκινητικής δραστηριότητας, τόσο στο ψυχολογικό όσο και στο σωματικό
επίπεδο, που εκδηλώνονται σπανιότερα ως ένταση και ανησυχία, και συχνότερα ως
ψυχοκινητική και ομιλιακή επιβράδυνση. Σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις η
ψυχοκινητική επιβράδυνση είναι δυνατόν να εξελιχθεί σε εμβροντησία (καταθλιπτική
εμβροντησία), η οποία ενδέχεται να δημιουργήσει σημαντικά διαφοροδιαγνωστικά
προβλήματα. Η έκφραση του προσώπου δείχνει δυστυχία, είναι ακίνητη, χωρίς ίχνος
ζωηρότητος, και αδιάφορη προς τα εξωτερικά ερεθίσματα.
 Σκέψεις θανάτου και αυτοκτονίας είναι συχνές. Ο κίνδυνος αυτοκτονίας είναι μεγάλος,
διότι οι παραληρητικές ιδέες που έχουν αυτοί οι ασθενείς τούς οδηγούν στο βέβαιο
συμπέρασμα ότι τους αξίζει να πεθάνουν. Θα πρέπει να δίδεται η μέγιστη προσοχή σε
αυτό το σύμπτωμα. Σύμφωνα με διεθνείς στατιστικές περίπου τα 2/3 των πασχόντων
από κατάθλιψη εκφράζουν ιδέες αυτοκτονίας και το 15% από αυτούς αυτοκτονούν.
 Κάποια επιδείνωση των ανώτερων νοητικών λειτουργιών –της συγκέντρωσης, της
προσοχής, της μνήμης και της δυνατότητας λήψεως αποφάσεων– παρατηρείται στην
κατάθλιψη, αλλά είναι γενικώς ήπια. Ο ασθενής έχει το αίσθημα ότι δεν μπορεί να
συγκεντρώσει την προσοχή του, ότι επιβραδύνθηκε η σκέψη του ή ότι δεν λειτουργεί
καλά η μνήμη του. Σε ορισμένες όμως καταθλίψεις η αμνησία μπορεί να είναι τόσο βαριά
που να φθάνει στα όρια της άνοιας και είναι δυνατόν να προκαλέσει σοβαρά
διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα. Υπάρχουν ενδείξεις για μια γενικότερη, ευρύτερη και
σφαιρικότερη διαταραχή του σκέπτεσθαι στους καταθλιπτικούς ασθενείς, που τους οδηγεί
σε αρνητικά και καταθλιπτικογόνα συμπεράσματα για τον εαυτό τους και για την
εξωτερική πραγματικότητα, αυτό που έχει ονομασθεί γνωσιακή διαστρέβλωση στοιχείων
του εαυτού και της εξωτερικής πραγματικότητας.

Αιτιοπαθογένεια. Σύμφωνα με τις ενδείξεις η νόσος έχει ισχυρή βιολογική αφετηρία, αν και
δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις με εξωτερική πυροδότηση, ενώ οι ψυχολογικές θεωρίες
έχουν ακόμη αρκετή ισχύ και δεν αποκλείεται στο μέλλον να επανέλθουν με σοβαρότερα
αποδεικτικά στοιχεία.
Νευροχημική διαταραχή. Σύμφωνα με την υπόθεση της νευροχημικής διαταραχής, η νόσος
προκαλείται από μια λειτουργική ανεπάρκεια των μονοαμινών σεροτονίνης, ντοπαμίνης και
νοραδρεναλίνης μέσω διεργασιών που επιτελούνται κυρίως στους πυρήνες της ραφής, σε
δομές του δρεπανοειδούς συστήματος και στον υποθάλαμο. Αυτή η ευρύτατα διαδεδομένη
άποψη βασίστηκε στη μελέτη των επιπέδων αυτών των νευρομεταβιβαστών σε πάσχοντες
από κατάθλιψη και σε καταθλιπτικά άτομα που έκαναν πετυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας
(Cheetham et al 1989), καθώς και στη διαπίστωση ότι η χορήγηση φαρμάκων που
553

αυξάνουν τη βιοδιαθεσιμότητα αυτών των νευροδιαβιβαστών βελτιώνει τη


συμπτωματολογία της κατάθλιψης. Στην άποψη αυτή στηρίζεται η κολοσσιαία ανάπτυξη
της αντικαταθλιπτικής φαρμακοβιομηχανίας, η οποία και τη διαφημίζει με όλα τα μέσα.
Νευροενδοκρινική διαταραχή. Χαρακτηριστική νευροενδοκρινική διαταραχή στην ενδογενή
κατάθλιψη είναι η υπερδραστηριότητα του Υποθαλαμο-Υποφυσεο-Επινεφριδιακού άξονα
(Hypothalamic-Pituitary-Adrenal axis, HPA), η οποία και εξαρτάται από τη βαρύτητα της
κατάθλιψης, επανερχόμενη στο φυσιολογικό μετά την αποδρομή της νόσου. Η ανεύρεση
ενδοκρινικών διαταραχών, όπως η μειωμένη αντίδραση στη θυρεοειδοτρόπο ορμόνη, η
μεταβολή της καμπύλης της κορτιζόνης με αδυναμία μειώσεως της παραγωγής της κατόπιν
χορηγήσεως δεξαμεθαζόνης (Dexamethazone Suppression Test, DST), σε συνδυασμό με
τα συμπτώματα της κατάθλιψης ενισχύει τη διάγνωση. Η ευαισθησία του DST (APA Task
Force 1987) είναι μικρή (γύρω στο 40%-50%) –αν και στις βαριές ενδογενείς καταθλίψεις
είναι μεγαλύτερη (60%-70%)–, ενώ είναι δυνατόν να δοθούν ψευδώς θετικά αποτελέσματα
σε καταστάσεις όπως απώλεια βάρους, χρήση αλκοόλ και φαρμάκων.
Σύμφωνα με μια άλλη άποψη (Maes et al 1995), ο HPA εμπλέκεται στην αιτιοπαθογένεια της
κατάθλιψης, προκαλώντας ανοσιακή ενεργοποίηση, χρόνια υπερπαραγωγή κυτοκινών
(Raison et al 2006) και δυσλειτουργικότητα στα μονοαμινεργικά νευρομεταβιβαστικά
συστήματα. Τα δεδομένα στα οποία βασίζεται αυτή η άποψη είναι: Πρώτον, οι
ιντερλευκίνες 1 και 2, ο παράγων νέκρωσης όγκων-άλφα και οι ιντερφερόνες, όταν
χορηγούνται σε ανθρώπους, προκαλούν συμπτώματα παρόμοια με της κατάθλιψης τα
οποία είναι δοσοεξαρτώμενα και υποχωρούν μετά τη διακοπή των φαρμάκων αυτών.
Δεύτερον, ηυξημένη δραστηριότητα του HPA είναι τεκμηριωμένη στη μείζονα κατάθλιψη.
Αποτέλεσμά της είναι η υπερέκκριση του παράγοντα έκλυσης κορτικοτροπίνης (CRΗ), η
ηυξημένη παραγωγή κορτιζόλης και η αντίσταση στην κατάσπαση των επιπέδων της
κορτιζόλης με χορήγηση δεξαμεθαζόνης (Carrol 1982). Τόσο το ψυχολογικό τραύμα
(ψυχοκαταπόνηση) όσο και το σωματικό (λοιμώξεις, λοχειακή περίοδος κ.λπ.) οδηγούν
στην παραγωγή φλεγμονογόνων κυτοκινών, προκαλούν αύξηση των μακροφάγων και
βρίσκονται στην αφετηρία καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Η απώλεια νευρώνων είναι κοινό
χαρακτηριστικό μείζονος κατάθλιψης και άνοιας. Η πορεία από την κατάθλιψη στην άνοια
κατά ορισμένους μελετητές (Leonard 2001) είναι δυνατόν να προκύψει από χρόνιες
φλεγμονώδεις αλλοιώσεις που συνδέονται με την ενεργοποίηση της μικρογλοίας, δηλαδή
των μακροφάγων που υπάρχουν στο ίδιο το εγκεφαλικό παρέγχυμα. Η απόπτωση των
αστροκυττάρων και η μείωση των νευροτροφικών δυνατοτήτων του οργανισμού
προκαλούν ατροφικές διεργασίες στον ιππόκαμπο, στο ραβδωτό σώμα, στον φλοιό και σε
άλλες δομές του ΚΝΣ. Τα ανωτέρω εξηγούν κατά κάποιον τρόπο και την ηυξημένη
συχνότητα άνοιας στους πάσχοντες από κατάθλιψη.
Οι διαταραχές των βιόρυθμων, σιρκαδιανών και ινφραδιανών, κατά ορισμένους μελετητές
(Healy 1987) συσχετίζονται με κάποιες μορφές συναισθηματικών διαταραχών, όπως η
εποχιακή κατάθλιψη και η διπολική διαταραχή. Αυτές οι διαταραχές συνίστανται σε
απώλεια της ισχύος των βηματοδοτικών δυνατοτήτων των βιόρυθμων, με αποτέλεσμα να
αποσυντονίζεται η έναρξη (στην κατάθλιψη δεν αρχίζουν) ή η λήξη (στη μανία δεν λήγουν)
μιας σειράς ψυχοβιολογικών λειτουργιών κυρίως ορμονικού τύπου (αυξητική ορμόνη,
προλακτίνη, κορτιζόλη, TSH, μελατονίνη)· ο αποσυντονισμός αυτός έχει επιπτώσεις στα
συναισθήματα, στα κίνητρα, στις ψυχοφυσιολογικές λειτουργίες, στον κύκλο «ύπνος-
εγρήγορση», στη γνωσιακή κατάσταση και στη συμπεριφορά, με αποτέλεσμα την
εναλλασσόμενη διαμόρφωση της κλινικής εικόνας της κατάθλιψης και της μανίας. Βέβαια,
διαταραχές των βιόρυθμων μπορεί να προκληθούν και από μείζονα ψυχοκοινωνικά
γεγονότα (π.χ. πένθος, αλλαγή εργασίας, άλλες κοινωνικές απαιτήσεις ή καθήκοντα).
Σύμφωνα με τη θεωρία της μεταβολικής καταστολής (Tsiouris 2005) μια διεργασία
κατασπάσεως του μεταβολισμού βρίσκεται στο έδαφος των βιολογικών διαταραχών
(απώλεια βάρους, διαταραχές του διπόλου ύπνος-εγρήγορση, ημερήσια διακύμανση του
συναισθήματος) που εκδηλώνονται κατά την πορεία της μείζονος καταθλίψεως. Σε ζώα,
όπως π.χ. η αρκούδα, ένα παρόμοιο φαινόμενο, η χειμερία νάρκη (hibernation), στοχεύει
στην εξοικονόμηση ενέργειας. Αυτή η διεργασία ενεργοποιείται μέσω διαφοροποιημένης
γονιδιακής έκφρασης σε προδιατεθειμένα άτομα με χαρακτηριστικό της γνώρισμα τη
554

συμπεριφερειολογική αναστολή (λόγω ιδιοσυγκρασίας, αγχωδών διαταραχών, γενετικής


ευαισθησίας ή πρώιμων τραυματικών εμπειριών). Στους πάσχοντες από μείζονα
κατάθλιψη η «χειμερία νάρκη» εκδηλώνεται με απόσυρση από το κοινωνικό περιβάλλον,
μείωση της ενεργητικότητας, ανορεξία και απώλεια βάρους λόγω καύσεως του
αποθηκευμένου λίπους, μεταβολές της δομής του ύπνου, ήπιο υποθυρεοειδισμό, υψηλά
επίπεδα κορτιζόλης στον ορό, χαμηλό αναπνευστικό δείκτη, οξειδωτικό στρες, μείωση των
νευρομεταβιβαστών και μεταβολές της δεσμευτικής ικανότητας της μονοφωσφορικής
κυκλικής αδενοσίνης. Οι τρόποι που οι ασθενείς αντιλαμβάνονται, κατανοούν και
επικοινωνούν στους άλλους αυτά τα συμπτώματα εκδιπλώνουν και τα άλλα χαρακτηριστικά
της κατάθλιψης, όπως αισθήματα ενοχής, απελπισίας, αβοηθησίας κ.λπ. Η
νευροψυχολογική λειτουργικότητα του ατόμου, το μορφωτικοκοινωνικό του επίπεδο, και οι
τρόποι αντίδρασης των άλλων στα συμπτώματά του θα διαμορφώσουν την ολοκλήρωση
της κλινικής εικόνας του. Με το πέρας αυτής της πορείας επιτελείται ενεργοποίηση των
μεταβολικών διεργασιών και αναδεικνύεται η πιθανότητα αιφνίδιας μεταβολής προς την
υπομανιακή κατεύθυνση.
Γενετικοί παράγοντες φαίνεται ότι παίζουν ρόλο στην αιτιοπαθογένεια σοβαρών μορφών
κατάθλιψης, όπως η ενδογενής κατάθλιψη και ιδιαίτερα η καταθλιπτική φάση της
μανιοκατάθλιψης, αλλά όχι στις ήπιες μορφές, που αποτελούν και την πλειονότητα.
Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι η νόσος έχει οικογενειακό χαρακτήρα (Sullivan et al 2000).
Μέχρι και το 25% των συγγενών πρώτου βαθμού των πασχόντων πάσχουν και αυτοί από
ενδογενή κατάθλιψη. Οι μελέτες οικογένειας, διδύμων και υιοθεσίας, παρέχουν ισχυρά
αλλά όχι αναμφισβήτητα στοιχεία για την ύπαρξη παραγόντων κληρονομικότητας στην
κατάθλιψη. Η συγκέντρωση περιστατικών κατάθλιψης σε οικογένειες σε συχνότητα
σημαντικά ανώτερη από του γενικού πληθυσμού έχει ανακοινωθεί σε αρκετές μελέτες.
Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά την ύπαρξη κληρονομικότητας, διότι και περιβαλλοντικοί
παράγοντες είναι δυνατόν να ευθύνονται για την εμφάνιση νόσων σε οικογένειες λόγω,
π.χ., κοινής έκθεσης σε λοιμώδεις παράγοντες, τρόπων ανατροφής, διαιτολογικών
συνηθειών κ.λπ.
Στον ώριμο εγκέφαλο η νευρωνική δραστηριότητα είναι στενά συνδεδεμένη με τη ροή του
αίματος και τον μεταβολισμό του οξυγόνου και της γλυκόζης. Μελέτες με ποζιτρονική
τομογραφία (Bench et al 1993, Videbech 2000) δείχνουν με πειστικότητα ότι υπάρχει
διαταραχή της αιματώσεως συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου, μείωση της ροής του
αίματος στο επικρατητικό ημισφαίριο, στην οπίσθια περιοχή της έλικας του προσαγωγίου,
στον προμετωπιαίο λοβό, στο ραβδωτό σώμα το δρεπανοειδές σύστημα πασχόντων από
ενδογενή ή ψυχωσική μελαγχολία. Άλλες μελέτες δείχνουν ότι ο όγκος του αριστερού
ιπποκάμπου είναι μικρότερος στους καταθλιπτικούς ασθενείς. Τα ευρήματα αυτά όμως δεν
είναι δυνατόν να διαφωτίσουν την αιτιοπαθογένεια της νόσου.
Ο ιός της νόσου Borna, που προσβάλλει κυρίως άλογα και γάτες προκαλώντας εγκεφαλίτιδα,
είναι νευροτρόπος με τάση να συγκεντρώνεται στο δρεπανοειδές σύστημα. Σε κάποιες
μελέτες έχει βρεθεί ότι πάσχοντες από κατάθλιψη είχαν αντισώματα του ιού στον ορό τους
(Lieb and Staeheli 2001). Ωστόσο τα μέχρι τώρα συγκεντρωμένα στοιχεία δεν είναι αρκετά
για τη στήριξη της άποψης ότι ο ιός Borna εμπλέκεται στην παθογένεση ορισμένων
μορφών κατάθλιψης.
Οι ψυχολογικές θεωρίες δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη παθολογικών ψυχολογικών
διεργασιών στην αφετηρία της κατάθλιψης. Κατά την κλασική ψυχαναλυτική άποψη, κάθε
κατάθλιψη είναι τελικό αποτέλεσμα μιας ενδοστρεφόμενης εχθρότητας. Τυπικό εκλυτικό
αίτιό της είναι η πραγματική ή φαντασιωσική απώλεια αγαπημένου αντικειμένου
(προσώπου ή άλλου φυσικού ή πνευματικού αγαθού) προς το οποίο ο πάσχων είχε
συσσωρεύσει ισχυρές συναισθηματικές επενδύσεις, ή η βίωση μιας ισχυρής προσωπικής
απόρριψης και απαξίωσης. Το άτομο ενσωματώνει το απολεσθέν αντικείμενο και το
καταστρέφει μέσα από τον ίδιο του τον εαυτό, ή δεν είναι σε θέση να χειρισθεί σωστά την
επιθετικότητα και τα εχθρικά αισθήματα που πηγάζουν από τις αντικειμενοτρόπες σχέσεις
του, τα οποία στρέφει προς τον εαυτό του.
Κατά τη γνωσιακή προσέγγιση, υποστηρίζεται ότι ο τρόπος που οι καταθλιπτικοί
επεξεργάζονται την πληροφορία –το τι πιστεύουν και το πώς ερμηνεύουν τα γεγονότα που
555

συμβαίνουν γύρω τους– δημιουργεί προϋποθέσεις για την ανάπτυξη καταθλιπτικής


συμπτωματολογίας. Αυτόν τον τρόπο ο Beck (1979) ονόμασε καταθλιπτικογόνο γνωσιακό
στυλ.
Η σημασία των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας στην αιτιολογία της κατάθλιψης έχει
τονιστεί σε αρκετές μελέτες (Hirschfeld and Klerman 1979). Παρά το ότι κάθε κατάθλιψη
έχει τις δικές της χαρακτηριστικές σχέσεις με τη δομή της προσωπικότητας, σε γενικές
γραμμές δύο τύποι προσωπικότητας είναι ευάλωτοι: ο ένας χαρακτηρίζεται από χαμηλή
αυτοεκτίμηση και υψηλή ψυχαναγκαστικότητα και ο δεύτερος από χαμηλή ανοχή στις
ματαιώσεις, μεγάλη συναισθηματική ευαισθησία και μεγάλη εξάρτηση από τους άλλους για
υποστήριξη και αναγνώριση. Άτομα με αγχώδη (αποφευκτική), ψυχαναγκαστική και
εξαρτητική διαταραχή της προσωπικότητας βρίσκονται πολύ συχνά στους πληθυσμούς
των πασχόντων από κατάθλιψη.
Κοινωνικοί παράγοντες (Steele 1978, Murphy et al 1991), όπως χαμηλή κοινωνική τάξη,
ανεργία, ανυπαρξία κοινωνικής υποστήριξης και απώτερα ή πρόσφατα στρεσογόνα
γεγονότα της ζωής (οικογενειακά ή οικονομικά προβλήματα, άσχημη σωματική υγεία,
απώλεια γονέως πριν από την ηλικία των 11 ετών, ψυχοκαταπόνηση ως απόρροια της
φτώχειας), φαίνεται ότι συμβάλλουν σημαντικά ως αιτιοπαθογενετικοί παράγοντες. Σε
άτομα χωρισμένα, κυρίως στις γυναίκες, είναι μεγαλύτερη η συχνότητα της κατάθλιψης, σε
αντίθεση με τα ανύπανδρα ή τα νεόνυμφα, που παρουσιάζουν τη μικρότερη. Κατά την
εφηβεία η συχνότητα της κατάθλιψης σχετίζεται με το θηλυκό φύλο, με προβλήματα υγείας,
με χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, με αρνητικές εμπειρίες από τις περιστάσεις
της ζωής, με προβλήματα επίδοσης στο σχολείο κ.λπ. Στην κλασική τους μελέτη του 1978
για την κοινωνική διάσταση της αιτιοπαθογένειας της κατάθλιψης στις γυναίκες οι Brown και
Harris διατύπωσαν την άποψη ότι ο κίνδυνος ανάπτυξης κατάθλιψης μεγαλώνει με την
έκθεση σε προκλητικούς παράγοντες δύο ειδών: σοβαρά απειλητικά γεγονότα και
παρατεταμένες μεγάλες δυσκολίες. Οι παράγοντες αυτοί από μόνοι τους δεν προκαλούν
κατάθλιψη παρά μόνον αν συνδυασθούν με τέσσερις παράγοντες ευαλωσίας, που είναι η
απώλεια της μητέρας πριν από την ηλικία των 11 ετών, η απουσία στενής και ζεστής
σχέσης (που πρακτικά σημαίνει απουσία συζύγου), η ύπαρξη τριών ή περισσότερων
παιδιών κάτω των 14 ετών και η ανεργία.
Τα τελευταία χρόνια υποστηρίζεται ένα ενιαίο μοντέλο για την αιτιοπαθογένεια της
κατάθλιψης, το οποίο είχε ήδη προταθεί από τη δεκαετία του 1970 (Akiskal and McΚinney
1973, 1975). Σε μια κριτική ανασκόπηση του θέματος οι δύο συγγραφείς περιέγραψαν δέκα
κατά μέρος αλληλοκαλυπτόμενα είδη κατάθλιψης εκτεινόμενα σε ένα φάσμα που στη μια
του άκρη βρίσκεται μια κατάθλιψη οφειλόμενη σε διαταραχή της μονοαμινεργικής
νευρομεταβίβασης και στην άλλη μια κατάθλιψη οφειλόμενη στην απώλεια της σημασίας
της ύπαρξης. Αυτό το μοντέλο ερμηνεύει την κατάθλιψη ως αποτέλεσμα της
αλληλεπίδρασης πολλαπλών βιολογικών και ψυχολογικών παραγόντων, ψυχοκοινωνικών
και βιολογικών στρεσόρων, δημογραφικών παραγόντων, αναπτυξιακών διαμορφωτικών
επιδράσεων, χαρακτηρολογικών ποικιλιών, κληρονομικο-οικογενειακών και
ιδιοσυγκρασιακών προδιαθέσεων. Η προσέγγιση αυτή τροποποιεί την κλασική άποψη του
διαχωρισμού των ενδογενών από τους εξωγενείς παράγοντες, με την έννοια ότι αυτοί
συνδυάζονται μεταξύ τους και με τους αναπτυξιακούς παράγοντες στην πυροδότηση της
κατάθλιψης.

Διαφορική διάγνωση πρέπει να γίνει από τις άνοιες, από την υποχονδριακή παραληρηματική
ψύχωση, από την κατάθλιψη που ακολουθεί οργανικές νόσους (γρίπη, υποθυρεοειδισμός),
τη μετασχιζοφρενική κατάθλιψη ή άλλες μορφές κατάθλιψης.

Πορεία και πρόγνωση. Το 50% των πασχόντων με κατάλληλη θεραπεία θα παρουσιάσει


βελτίωση σε ένα μέσο διάστημα 4-6 μηνών, αλλά 20% θα παραμείνουν χωρίς βελτίωση και
πέραν των δύο ετών (Spijker et al 2002).

Θεραπεία. Η ψυχωσική μελαγχολία πρέπει να αντιμετωπίζεται στο νοσοκομείο. Η ψυχιατρική


κλινική προστατεύει τον ασθενή από τον κίνδυνο αυτοκτονίας, βελτιώνει τη συμμόρφωσή του
556

στο θεραπευτικό πρόγραμμα και επιτρέπει την ανάπτυξη μεγαλύτερου φάσματος


θεραπευτικών επιλογών, πέραν των φαρμάκων. Σε ανθεκτικές στα αντικαταθλιπτικά
περιπτώσεις η χρησιμοποίηση ηλεκτροσπασμοθεραπείας ίσως προσφέρει ουσιαστική
βοήθεια. Σωματική άσκηση, αντικαταθλιπτικό διαιτολόγιο, αναζήτηση της ηλιοφάνειας και
καλή ψυχοθεραπευτική σχέση με τον ιατρό είναι σημαντικότατοι θεραπευτικοί παράγοντες
(για περισσότερα βλ θεραπείες).

Νευρωσική κατάθλιψη. Στις παλαιότερες ψυχιατρικές ταξινομήσεις την κατέτασσαν μαζί με


τις άλλες νευρώσεις. Στις πρόσφατες ταξινομήσεις της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας
(DSM-IV) και της WHO (ICD-10) ο όρος νευρωσική κατάθλιψη έχει διαγραφεί και έχει πάρει
το όνομα δυσθυμία, με αποτέλεσμα να προκληθεί παγκόσμιος τραγέλαφος στις ταξινομήσεις
της κατάθλιψης και στην σχετική έρευνα. Είναι μία χρόνια ήπια κατάθλιψη με εξάρσεις και
υφέσεις. Οι ασθενείς κατά περιόδους κατέχονται από απαισιοδοξία, καταθλιπτικό
συναίσθημα, χαμηλή αυτοεκτίμηση, απώλεια ενδιαφέροντος, πτώση της ενεργητικότητας και
κόπωση, διαταραχές του ύπνου, χωρίς αυτά τα συμπτώματα να είναι τόσο σοβαρά ώστε να
ανατρέψουν άμεσα την εργασιακή, διαπροσωπική και κοινωνική τους ζωή, στις οποίες όμως
μακροπρόθεσμα μπορεί να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα. Η συνύπαρξη άγχους είναι
ιδιαίτερα συχνή. Συχνά επίσης εμφανίζονται και σωματικά συμπτώματα, όπως κεφαλαλγίες,
επιγαστραλγίες, δυσκοιλιότητα κ.λπ. Η πρόγνωσή της είναι καλή και ανταποκρίνεται
καλύτερα σε ψυχοθεραπευτικά παρά σε φαρμακευτικά σχήματα.

Αντιδραστική (ή δευτερογενής) κατάθλιψη. Πολλοί την ταυτίζουν με τη νευρωσική


κατάθλιψη, αλλά εδώ διακρίνεται σαφέστερα η συμβολή στη διαμόρφωση της κλινικής
εικόνας ενός μεμονωμένου ή μιας σειράς εξωτερικών στρεσογόνων γεγονότων, αρνητικών
περιστάσεων και συγκυριών της ζωής. Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει συνήθως καταθλιπτικό
συναίσθημα, κόπωση, απώλεια ενδιαφέροντος, πολύ συχνά άγχος και ανησυχία, ενώ σε
μερικές περιπτώσεις εμφανίζονται υποχονδριακά συμπτώματα τα οποία, σπανίως, μπορεί να
πάρουν διάσταση παραληρηματική. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να συνοδεύεται από
ιδεοψυχαναγκαστικά συμπτώματα. Η βαρύτητά της κυμαίνεται από την ήπια μορφή, η οποία
ταλαιπωρεί τον άρρωστο αλλά δεν τον οδηγεί στο σημείο να διακόψει τις επαγγελματικές και
κοινωνικές του δραστηριότητες, μέχρι την πλήρη διακοπή κάθε δραστηριότητας μέσα σε μια
κατάσταση βαριάς κατάθλιψης, με ιδέες μηδαμινότητας, ενοχής και αυτοκτονίας. Η
πρόγνωση αλλά και η οργάνωση της θεραπευτικής στρατηγικής εξαρτώνται από την
σοβαρότητα της κλινικής εικόνας και το βάρος του στρεσογόνου γεγονότος.

Κατάθλιψη κατά τη σωματική νόσο ή αναπηρία. Η ιδιομορφία της αιτιοπαθογένειας και


της κλινικής εικόνας επιβάλλει αυτήν την διαταραχή ως αυτοτελή κλινική οντότητα. Χρόνια
σωματική νόσος, απειλητική για τη σωματική λειτουργικότητα ή τη ζωή του ασθενούς, είναι
συχνός στρεσογόνος πυροδότης αυτής της κατάθλιψης. Ένας στους τρεις νοσηλευόμενους
σε παθολογική ή χειρουργική κλινική γενικού νοσοκομείου (Lykouras et al 1989) παρουσιάζει
καταθλιπτική συμπτωματολογία. Αλλά και οι εκτός νοσοκομείου πάσχοντες από χρόνια
σωματικά νοσήματα ή αναπηρίες παρουσιάζουν σε μεγάλη συχνότητα κατάθλιψη. Η
κατάθλιψη κατά την βαρεία και χρόνια σωματική νόσο ή αναπηρία είναι συχνή, διότι
συσχετίζεται όχι μόνο με απώλεια λειτουργικότητας που υποβιβάζει την αυτοεκτίμηση αλλά
και με αλλαγές στους ρυθμούς της ζωής που θα επιβληθούν στον ασθενή. Η κατάθλιψη είναι
το κυριότερο ψυχιατρικό επακόλουθο όλων σχεδόν των χρόνιων σωματικών παθήσεων,
κυρίως του αναπνευστικού συστήματος, όπως π.χ. συμβαίνει στη χρόνια βρογχίτιδα ή στη
χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια. Ο καρκίνος, το έμφραγμα του μυοκαρδίου, η νόσος
του Parkinson, το εγκεφαλικό επεισόδιο, η νεφρική ανεπάρκεια, η ρευματοειδής αρθρίτις είναι
ασθένειες που έχουν πολύ υψηλό βαθμό συσχέτισης με την κατάθλιψη, σε πολλές μάλιστα
περιπτώσεις διαμορφώνοντας ιδιάζουσες κλινικές εικόνες. Παράγοντες που αυξάνουν την
ευαλωσία στην κατάθλιψη κατά τη σωματική νόσο είναι οι ακόλουθοι:
 Η σοβαρότητα της νόσου, η οποία στα μάτια του ασθενούς εκφράζεται σε βαθμούς
απειλής για τη ζωή του σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα των ιατρών ως προς τη
διάγνωση, τη θεραπεία και την τελική έκβαση της νόσου.
557

 Το παρατεταμένο άλγος είναι δυνατόν να συμβάλει σημαντικά στη διαμόρφωση της


κλινικής εικόνας της κατάθλιψης, αλλά και το ίδιο το παρατεταμένο άλγος έχει θεωρηθεί
ως ισοδύναμο της κατάθλιψης (π.χ. σε πολλές περιπτώσεις οσφυαλγίας). Χρόνιες
ασθένειες που στη συμπτωματολογία τους περιλαμβάνεται άλγος βρίσκονται ψηλά στον
κατάλογο επικινδυνότητας για πρόκληση κατάθλιψης.
 Η λειτουργική αναπηρία που προκύπτει από τη νόσο ή από τους θεραπευτικούς
χειρισμούς, όπως π.χ. συμβαίνει στην κολοστομία ή στην ημιπληγία ύστερα από
εγκεφαλικό επεισόδιο.
 Το πτωχό δίκτυο υποστήριξης από την οικογένεια, τους φίλους ή από τον ευρύτερο
κοινωνικό χώρο. Η κατάσταση αυτή είναι δυνατόν να δημιουργήσει στον ασθενή
αισθήματα μοναξιάς, παραμέλησης και αβοηθησίας.
 Η συνυπάρχουσα γνωσιακή έκπτωση. Στους ηλικιωμένους που πάσχουν από χρόνιο
νόσημα όταν εμφανισθούν και συμπτώματα που υποδηλώνουν διαταραχές της μνήμης,
της συγκέντρωσης και της προσοχής, ο κίνδυνος εμφανίσεως και κατάθλιψης είναι
μεγάλος.
Ωστόσο η διαφοροδιάγνωση μιας πραγματικής καταθλιπτικής συνδρομής από μια σειρά
συμπτωμάτων που πυροδοτούνται από τη σωματική νόσο είναι προβληματική. Η κατάθλιψη
σε σωματικώς πάσχοντα άτομα συνήθως είναι συγκεκαλυμμένη και η εικόνα μπορεί να είναι
παρόμοια με την εικόνα ασθενούς που πάσχει από σωματική νόσο αλλά όχι από κατάθλιψη.
Και στις δύο περιπτώσεις τα συμπτώματα είναι παρόμοια: μείωση της ορέξεως για φαγητό
και απώλεια βάρους, διαταραχές του ύπνου, καταθλιπτικό συναίσθημα, καταβολή, άλγος,
μείωση της κινητικότητας, χαμηλή αυτοπεποίθηση, σκέψεις θανάτου είναι συμπτώματα που
μπορεί να προκληθούν τόσο από κατάθλιψη όσο και από μια σειρά σωματικές παθήσεις και
χρειάζεται μεγάλη προσοχή όταν χρησιμοποιούνται ως κριτήρια για την εγκατάσταση της
διαγνώσεως της καταθλίψεως σε πάσχοντες από σωματικές νόσους. Η χρησιμοποίηση
αντικαταθλιπτικής αγωγής ως διαγνωστικού και θεραπευτικού μέσου ενδείκνυται.

Κατάθλιψη προκαλούμενη από οργανικές διαταραχές. Η κατάθλιψη σε αυτές τις


περιπτώσεις δεν είναι μία συναισθηματική αντίδραση στη νόσο, αλλά προκαλείται από την
ίδια τη νόσο, με την οποία έχει άμεση αιτιολογική σχέση. Αρκετές σωματικές παθήσεις σε
κάποια φάση της πορείας τους προκαλούν κατάθλιψη μέσα από άλλοτε άγνωστους και
άλλοτε γνωστούς μηχανισμούς, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, το σύνδρομο Cushing, ο
υποθυρεοειδισμός. Κατάθλιψη είναι δυνατόν να εμφανισθεί μετά από ορισμένα λοιμώδη
νοσήματα (μετά από γρίπη ή πνευμονία). Ο υπερπαραθυρεοειδισμός, όπως και κάθε νόσος
που προκαλεί υπερασβεσταιμία (όπως το πολλαπλούν μυέλωμα και η σαρκοείδωση), είναι
δυνητικός προκλητικός παράγων κατάθλιψης. Στον καρκίνο του παγκρέατος και του
πνεύμονος είναι δυνατόν να εμφανισθεί κατάθλιψη πριν εμφανισθούν τα συμπτώματα της
νόσου. Κατά τη θεραπεία με στεροειδή, αντιυπερτασικά και αντιψυχωσικά φάρμακα είναι
δυνατόν να παρουσιασθεί κατάθλιψη.

Κατάθλιψη στη σχιζοφρένεια και μετασχιζοφρενική κατάθλιψη. Είναι σχετικά συχνό


φαινόμενο οι σχιζοφρενείς να παρουσιάζουν κατάθλιψη κατά τη διάρκεια της νόσου, όπως
και κατά την αποδρομή ενός σχιζοφρενικού επεισοδίου. Η συχνότητα του φαινομένου ίσως
υπερβαίνει το 25% (McGlashan and Carpenter 1976). Σοβαρές ιδέες αυτοκτονίας και
ακουστικές ψευδαισθήσεις παρατηρούνται συχνότερα κατά την περίοδο που οι σχιζοφρενείς
παρουσιάζουν κατάθλιψη, αυξάνοντας έτσι σημαντικά τον κίνδυνο αυτοκτονίας. Τα
καταθλιπτικά συμπτώματα στους σχιζοφρενείς σχετίζονται με αύξηση του κινδύνου
υποτροπής, αυξημένες ανάγκες φροντίδας, υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους. Αυτή η
κατάθλιψη δεν έχει διευκρινιστεί αν είναι εγγενές στοιχείο της σχιζοφρενικής νόσου ή αν
οφείλεται στο ότι κατά τη βελτίωση ο σχιζοφρενής αποκτά εναισθησία, η οποία του προκαλεί
αντιδραστική κατάθλιψη μέσα από μηχανισμούς πτώσης του ηθικού και της αυτοεκτίμησης.
Και άλλοι παράγοντες είναι δυνατόν να προκαλέσουν κατάθλιψη σε πάσχοντες από
σχιζοφρένεια, όπως τα νευροληπτικά φάρμακα (φαρμακογενής κατάθλιψη). Στην περίπτωση
αυτή θα πρέπει να γίνει διαφορική διάγνωση μεταξύ κατάθλιψης και ακινητικών φαινομένων
558

(μείωση της αυθόρμητης ομιλίας, της συμπεριφοράς και των χειρονομιών), καταστάσεων
που επίσης προκαλούνται από τη χρήση νευροληπτικών.

Άτυπη ή συγκεκαλυμμένη κατάθλιψη. Αρκετοί ασθενείς ασυνείδητα τείνουν να


σωματοποιούν τα ψυχιατρικά τους συμπτώματα, ίσως επειδή το σωματικό σύμπτωμα είναι
καλύτερα κατανοητό και αποδεκτό τόσο από τους ίδιους όσο και από τους άλλους. Η άτυπη
κατάθλιψη χαρακτηρίζεται από εκσεσημασμένη εικόνα σωματοποίησης πίσω από την οποία
κρύβεται μια μορφή κατάθλιψης (Μαράτος 1969, Σταυριανουδάκης 1970). Οι ασθενείς δεν
εμφανίζουν σαφή εικόνα κατάθλιψης, αλλά παραπονούνται για κεφαλαλγίες, αυχεναλγίες,
οσφυαλγίες, οδονταλγίες, γαστρεντερικές διαταραχές, διαταραχές του ύπνου, ατονία και
κόπωση, απώλεια βάρους κ.λπ. Σε μια υποομάδα πασχόντων παρατηρείται χαρακτηριστική
υπερυπνία και υπερφαγία. Άτυπα χαρακτηριστικά παρατηρούνται και στις εποχιακές
καταθλίψεις (Angst et al 2002). Η κατάθλιψη αυτή είναι δυνατόν να διαφύγει της διαγνώσεως
και ο ασθενής να χαρακτηρισθεί ως υποχονδριακός.

Λοχειακή κατάθλιψη. Οι ψυχιατρικές διαταραχές μετά τον τοκετό διακρίνονται στη λοχειακή
ψύχωση (βλ. κεφάλαιο «Άλλες ψυχώσεις»), τη λοχειακή καταθλιπτική διάθεση, τη λοχειακή
κατάθλιψη και τη λοχειακή μανία. Η λοχειακή καταθλιπτική διάθεση (maternity blues) είναι μια
ελαφρά μορφή κατάθλιψης που παρατηρείται σε μεγάλο ποσοστό γυναικών (50%-80%).
Είναι ήπιο παροδικό σύνδρομο που συνήθως οι γυναίκες βιώνουν κατά τις πρώτες 5-10
ημέρες μετά τον τοκετό με συναισθηματική ευαισθησία, καταθλιπτική διάθεση και εύκολο
κλάμα. Θεωρείται κάτι σαν φυσιολογική αντίδραση και δεν επιβάλλει παρέμβαση. Η λοχειακή
κατάθλιψη, εμφανίζεται κατά τους πρώτους 3-4 μήνες μετά τον τοκετό, μοιάζει αρκετά με τη
μείζονα κατάθλιψη ως προς την κλινική εικόνα και η συχνότητά της είναι γύρω στο 10%-20%
του συνόλου των λοχειακών καταθλίψεων. Τα χαρακτηριστικά συμπτώματά της
περιλαμβάνουν: συναισθηματική ευαισθησία, αϋπνία, δυσφορία, κλάμα, άγχος, διαταραχές
της συγκέντρωσης και προσοχής, υποχονδριακά συμπτώματα, μείωση της ορέξεως για
φαγητό και ευερεθιστότητα. Παράγοντες που σχετίζονται με την ανάπτυξη της λοχειακής
κατάθλιψης είναι ο τοκετός με καισαρική τομή και γενικότερα ο δύσκολος τοκετός, η
προνοσηρή προσωπικότητα με στοιχεία νευρωτισμού, η προϋπάρξασα ψυχιατρική νόσος, η
δυσαρμονία στον γάμο, η απουσία υποστηρικτικής σχέσης με τον σύζυγο η έλλειψη θερμών
σχέσεων με τους γονείς και ιδιαίτερα με τον πατέρα και τα στρεσογόνα γεγονότα της ζωής
(Cox et al 1982, Δημητρίου και συν 1995). Τα χαρακτηριστικά του ίδιου του βρέφους, όταν
δεν ικανοποιούν τις προσδοκίες της μητέρας, είναι δυνατόν να πυροδοτήσουν την εκδήλωση
λοχειακής κατάθλιψης. Έχει υποστηριχθεί επίσης ότι στην αιτιοπαθογένεια της νόσου δεν
εμπλέκεται τόσο το γεγονός του τοκετού ως ισχυρού στρεσογόνου παράγοντα όσο κυρίως
μια σειρά ενδοκρινικών διαταραχών, όπως διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας, μεγάλη
πτώση του επιπέδου της προγεστερόνης και αύξηση των επιπέδων της προλακτίνης (Harris
et al 1994), που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη, τον τοκετό και τη λοχεία.
Η λοχειακή κατάθλιψη συνήθως παραβλέπεται και η συμπτωματολογία της μπορεί να
αποδίδεται στη σωματική και στην ψυχική καταπόνηση του τοκετού. Όταν όμως συνοδεύεται
από άγχος, ιδέες αυτομομφής και αναξιότητας, ανορεξία με απώλεια βάρους, διαταραχές της
υπνικής λειτουργίας, τότε πρέπει να ληφθούν ιδιαίτερα θεραπευτικά μέτρα. Η κατάθλιψη είναι
δυνατόν να επιδεινωθεί αν συντρέχουν και κοινωνικές δυσκολίες, όπως όταν η μητέρα μένει
μόνη στο σπίτι χωρίς συζυγική, γονεϊκή, οικονομική ή κάποια έστω απλή διαπροσωπική
υποστήριξη. Πάντως, παρά την καλοήθεια της συμπτωματολογίας και τη γενικώς καλή
πρόγνωση, ένα ποσοστό των γυναικών που παρουσιάζουν κατάθλιψη της λοχείας, ένα
χρόνο αργότερα δεν έχουν ακόμη αναρρώσει πλήρως. Εκτός από τις κλασικές
αντικαταθλιπτικές αγωγές έχουν προταθεί και θεραπευτικά σχήματα στα οποία
συμπεριλαμβάνονται και οιστρογόνα ή προγεστερόνη, εκπαίδευση στη χαλάρωση, μασάζ και
ελαφρά σωματική άσκηση. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της αντικαταθλιπτικής
φαρμακευτικής αγωγής στο βρέφος κατά τη γαλακτοφορία δεν έχουν εκτιμηθεί επαρκώς.
Πολλές μητέρες αρνούνται φαρμακευτική αγωγή όταν θηλάζουν και προτιμούν διάφορες
ψυχοθεραπείες. Βέβαια εκείνο που θα καθορίσει την τελική απόφαση τού αν η μητέρα θα
559

λάβει φαρμακευτική αγωγή είναι η σοβαρότητα της κατάθλιψης και οι κίνδυνοι που
προκύπτουν από τη μη θεραπεία της.

Εποχιακή κατάθλιψη. Έχει ονομασθεί και εποχιακή συναισθηματική διαταραχή. Είναι


σπάνια στις μεσογειακές χώρες αλλά συχνή στη βόρεια Ευρώπη. Χαρακτηρίζεται από
υποτροπιάζουσες καταθλίψεις που συμβαίνουν στον ασθενή κάθε χρόνο την ίδια εποχή και
στην πλειονότητα των περιπτώσεων συνυπάρχει διπολική συναισθηματική διαταραχή, με
κύκλους φθινοπωρινής - χειμερινής κατάθλιψης και εαρινής - καλοκαιρινής υπομανίας ή
ευθυμίας. Υπάρχουν μελέτες που συνδέουν αυτήν την κατάθλιψη με τις εποχιακές
διακυμάνσεις της διάρκειας της ημερήσιας φωτοπεριόδου (Rosenthal et al 1984). Όσο
μειώνεται η φωτοπερίοδος τόσο αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισης της κατάθλιψης. Στον
μηχανισμό της παθογένεσης εμπλέκεται η έκκριση μελατονίνης από το κωνάριο που
σχετίζεται άμεσα και αρνητικά με την ημερήσια φωτοπερίοδο, δηλαδή αυξάνεται κατά τη
νύκτα και μειώνεται κατά την ημέρα. Η συμπτωματολογία των εποχιακών καταθλίψεων
εμφανίζεται κατά τους χειμερινούς μήνες και χαρακτηρίζεται από μείωση της ενεργητικότητας,
καταβολή των δυνάμεων, υπερυπνία με μείωση του ύπνου βραδέων κυμάτων, υπερφαγία,
βουλιμία και λαχτάρα για υδατάνθρακες, απόκτηση βάρους. Κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι
οι ασθενείς βελτιώνονται, αλλά είναι δυνατόν να παρουσιάσουν αντίθετη συμπτωματολογία
με στοιχεία υπομανιακά ή μανιακά. Εκτός από τις κλασικές αντικαταθλιπτικές αγωγές έχουν
προταθεί και θεραπευτικά σχήματα στα οποία συμπεριλαμβάνονται και χειρισμοί του φωτός
στο περιβάλλον του ασθενούς ή/και χρησιμοποίηση συνεδριών φωτοθεραπείας.

Μεικτή κατάθλιψη. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτής της κλινικής οντότητας που δεν
περιγράφεται στα ταξινομικά συστήματα είναι, εκτός της εικόνας της μείζονος κατάθλιψης, και
η ευερεθιστότητα, η νοητική υπερδραστηριότητα με ιδεοφυγή και συνωστισμό ιδεών, η
ψυχοκινητική ανησυχία και διέγερση, η υπερομιλητικότητα. Ο ασθενής συνήθως περιγράφει
δυσφοριογόνα καταθλιπτικά συμπτώματα. Από ταξινομική άποψη θα έλεγε κανείς ότι η
μεικτή κατάθλιψη βρίσκεται στο ενδιάμεσο ενός συνεχούς μεταξύ της ενδογενούς κατάθλιψης
στο ένα άκρο και της υπομανίας στο άλλο.

ΕΥΦΟΡΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ

Η υπομανία χαρακτηρίζεται από ήπια αλλά επίμονη (τουλάχιστον για μερικές ημέρες,
συνήθως για μερικές εβδομάδες) έξαρση της διάθεσης, υψηλή αυτοεκτίμηση, ελαττωμένη
ανάγκη ύπνου, αυξημένη ενεργητικότητα, αισθήματα ευεξίας, σωματικής και διανοητικής
αποδοτικότητας. Διαταραχές της ικανότητας συγκέντρωσης και προσοχής σε συνδυασμό με
φυγή ιδεών μειώνουν την ικανότητα για σοβαρή εργασία. Οικειότητα, ομιλητικότητα,
κοινωνικότητα, ελευθεριότητα στη χρήση του χρήματος και υπερσεξουαλικότητα, αλλά και
άγχος, ευερεθιστότητα, δυσφορία και κακή συμπεριφορά είναι συχνά φαινόμενα. Η όλη
εικόνα, παρά το ότι επισημαίνεται από το περιβάλλον του ασθενούς, δεν είναι τόσο έντονη
ώστε να προκαλεί σοβαρά προβλήματα στις διαπροσωπικές ή στις εργασιακές σχέσεις του
ασθενούς.

Η μανία έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την υπομανία, αλλά σε τέτοιο βαθμό που να προκαλεί
βαρύτατες επιπτώσεις στη διαπροσωπική, εργασιακή και κοινωνική ζωή του ασθενούς. Η
συμπεριφορά του παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις, και από την υπερθυμία είναι δυνατόν
να φθάσει μέχρι την ανεξέλεγκτη διέγερση. Η ομιλητικότητα και η πίεση λόγου φθάνουν μέχρι
την ακατάσχετη λογόρροια και τη διάσπαση του ειρμού της ομιλίας. Η διογκωμένη
αυτοεκτίμηση, οι ιδέες μεγαλείου και υπεραισιοδοξίας ενδέχεται να οδηγήσουν τον ασθενή σε
απαράδεκτα αφελείς ή ριψοκίνδυνες συμπεριφορές, στην απώλεια ελέγχου σε ζητήματα
διαχείρισης των χρημάτων του, τα οποία είναι δυνατόν να κατασπαταλήσει, ή στην άρση των
όποιων ηθικών αναστολών του και στη συνακόλουθη εμπλοκή του σε περιπέτειες
οικονομικού ή σεξουαλικού χαρακτήρα. Υπάρχει ενδεχόμενο η εικόνα να επιβαρυνθεί και με
ψυχωσικού τύπου συμπτώματα, όπως παραληρητικές ιδέες διώξεως ή ιδέες μεγάλης και
μεσσιανικής αποστολής και σπανιότερα ψευδαισθήσεις. Τα ψυχωσικά συμπτώματα είναι
560

δυνατόν να περιπλέξουν τα πράγματα και να δημιουργηθούν διαφοροδιαγνωστικά


προβλήματα, επειδή η προκύπτουσα εικόνα μπορεί να μοιάζει πολύ με εκείνη του οξέως
σχιζοφρενικού επεισοδίου. Επίσης δυσφορικά και καταθλιπτικά στοιχεία σε συνδυασμό με
άγχος και ευερεθιστότητα ενδέχεται να συμβάλλουν στη διαμόρφωση της κλινικής εικόνας, η
οποία αποτελεί κάθε άλλο παρά έκφραση μιας ευφορικής καταστάσεως, έστω και
υπερβολικής. Στις περιπτώσεις αυτές η πρόγνωση είναι δυσμενέστερη. Στο τέλος ο ασθενής
μπορεί να παραμελήσει τον εαυτό του και τη διατροφή του ή να εκτραπεί σε επικίνδυνες
βιαιοπραγίες και τέλος να φθάσει μέχρι το στάδιο της λεγόμενης μανιακής εμβροντησίας. Το
μανιακό επεισόδιο, παρά την κλινική του σαφήνεια, είναι πιθανό να διαγνωσθεί εσφαλμένα
ως σχιζοφρένεια ή διαταραχή της προσωπικότητας.

Είναι γνωστό ήδη από τον 19ο αιώνα (Ambelas 1987) ότι τα μανιακά επεισόδια δεν
εκδηλώνονται μόνο μέσα στο πλαίσιο της μανιοκατάθλιψης αλλά, περιστασιακά, ενδέχεται να
προκληθούν και από ποικίλους εξωτερικούς παράγοντες. Εγκεφαλική διάσειση, αγγειακά
εγκεφαλικά επεισόδια (κυρίως το κογχομετωπιαίο σύνδρομο), όγκοι του ΚΝΣ, λοιμώξεις του
ΚΝΣ, εγκυμοσύνη και τοκετός, χειρουργικές επεμβάσεις έχουν ενοχοποιηθεί. Ορισμένα
φάρμακα (στεροειδή, διεγερτικά του ΚΝΣ, αναστολείς της ΜΑΟ, λεβοντόπα,
αντικαταθλιπτικά) έχουν επίσης ενοχοποιηθεί για πρόκληση μανιακών επεισοδίων. Η
στέρηση ύπνου είναι δυνατόν να πυροδοτήσει ένα μανιακό επεισόδιο, όπως και το μανιακό
επεισόδιο είναι φυσικό να προκαλεί αϋπνία. Εξάλλου οι ποικίλοι ψυχολογικοί,
διαπροσωπικοί, σωματικοί και φαρμακολογικοί παράγοντες που πυροδοτούν την εμφάνιση
μανίας ίσως δρουν μέσω της δυνατότητάς τους να προκαλούν στέρηση ύπνου. Επειδή η ίδια
η μανία προκαλεί αϋπνία, η ανάπτυξή της τελικώς επιτελείται από μηχανισμούς
αυτοτροφοδότησης και αυτονόμησης από τους αρχικούς ωθητικούς παράγοντες (Wehr et al
1987). Τους καλοκαιρινούς μήνες είναι συχνότερα τα μανιακά επεισόδια. Τα οξέα μανιακά
επεισόδια αποτελούν σε πολλές περιπτώσεις επείγοντα ιατρικά προβλήματα που απαιτούν
ενδονοσοκομειακή νοσηλεία για να εξασφαλισθεί η ασφάλεια και η ταχεία ανάρρωση του
ασθενούς. Η αντιμετώπιση των ισχυρών μανιακών επεισοδίων ίσως απαιτεί εκτός από λίθιο
ή βαλπροϊκό και τη χρήση αντιψυχωτικών φαρμάκων.

Λοχειακή μανία. Η γέννηση παιδιού είναι δυνητικός παράγων πρόκλησης μανιακού


επεισοδίου στη μητέρα. Η αίσια λήξη της εγκυμοσύνης και η γέννηση του παιδιού
συμβάλλουν στην εκδήλωση ενός ισχυρού αισθήματος ανακούφισης και ευφορίας, που
μπορεί όμως να προσλάβει παθολογικό χαρακτήρα. Η υπομανιακή ή μανιακή
συμπτωματολογία κατά τη λοχεία δεν είναι σπάνια και είναι δυνατόν να φθάνει μέχρι το 20%
των περιπτώσεων των λοχειακών ψυχιατρικών διαταραχών (Kadrmas et al 1979).
Εμφανίζεται αμέσως μετά τον τοκετό, ενώ οι άλλες λοχειακές ψυχιατρικές διαταραχές κάπως
αργότερα. Η συμπτωματολογία είναι μάλλον ήπια και η πρόγνωση καλή. Έχουν αναφερθεί
περιπτώσεις προκλήσεως μανιακού επεισοδίου και σε πατέρες μετά τη γέννηση του παιδιού.

ΔΙΠΟΛΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Κυκλοθυμία. Θα μπορούσε να καταταχθεί στις διαταραχές της προσωπικότητας


(κυκλοθυμική προσωπικότητα), επειδή εμφανίζεται κατά την εφηβεία και διαρκεί ίσως και για
ολόκληρη τη ζωή του ασθενούς, αν και από διαφοροδιαγνωστική άποψη η διαφορά της από
τη μανιοκαταθλιπτική νόσο είναι μάλλον ποσοτική, αφού τα συμπτώματα της δεύτερης είναι
απλώς πολύ εντονότερα αλλά εντάσσονται στο ίδιο συμπτωματολογικό φάσμα.
Χαρακτηρίζεται από περιόδους ήπιας κατάθλιψης ακολουθούμενης από ήπια ευφορία και
μεσοδιαστήματα με νορμοθυμικό συναίσθημα, που δεν σχετίζονται με εξωτερικά γεγονότα.
Σπανίως απασχολεί τον ιατρό, και όταν συμβεί αυτό, το διαφοροδιαγνωστικό σφάλμα είναι
πολύ πιθανόν να συμβεί, οπότε ο κυκλοθυμικός μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ιστριονική ή
ψυχοπαθητική προσωπικότητα (Akiskal and Djenderedjian 1977). Στο DSM-IV αναφέρεται
και η κλινική οντότητα «κυκλοθυμική κατάθλιψη», ενώ ο Akiskal χρησιμοποιεί τον όρο
κυκλοθυμία για να περιγράψει την αντίστοιχη ιδιοσυγκρασία χαρακτηριζόμενη από αστάθεια
του συναισθήματος, της σκέψης και της συμπεριφοράς.
561

Διπολική συναισθηματική διαταραχή ή Μανιοκαταθλιπτική ψύχωση. Η νόσος


περιγράφεται με σαφήνεια από την εποχή της αρχαιότητας. Ο Αρεταίος ο Καππαδόκης
υποστήριξε ότι η μανία και η μελαγχολία είναι δύο μορφές της ίδιας νόσου, αλλά ο όρος
μανιοκατάθλιψη χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1686 από τον Bonet. Ο Falret το 1854
αναγνώρισε, ταυτοποίησε και περιέγραψε τη νόσο αυτή ως νοσολογικώς διακριτή οντότητα
με την ονομασία κυκλική φρενοπάθεια. Ο Kraepelin περιέγραψε με μεγαλύτερη σαφήνεια τη
νόσο σε ένα συνεχές συμπτωματολογίας που μοιάζει με τις σύγχρονες κατατάξεις των
υποκατηγοριών της και την ονόμασε μανιοκαταθλιπτική ψύχωση. Στα σύγχρονα ταξινομικά
συστήματα ονομάζεται διπολική συναισθηματική διαταραχή.
Το DSM-IV περιγράφει: τη Διπολική Ι που χαρακτηρίζεται από τουλάχιστον ένα μανιακό
και ένα καταθλιπτικό επεισόδιο, τη Διπολική ΙΙ που χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζουσες
καταθλίψεις σε συνδυασμό με ήπια υπομανιακά ή κυκλοθυμικά συμπτώματα, τη Διπολική ΙΙΙ
που χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζουσες καταθλίψεις χωρίς υπομανία αλλά συχνά με
υπερθυμική ιδιοσυγκρασία και ιστορικό διπολικής διαταραχής στην οικογένεια. Το ICD-10
στο πλαίσιο της διπολικής διαταραχής κατατάσσει σε ξεχωριστές κατηγορίες το υπομανιακό
επεισόδιο, το μανιακό επεισόδιο χωρίς ψυχωσικά συμπτώματα, το μανιακό επεισόδιο με
ψυχωσικά συμπτώματα, το επεισόδιο μέτριας κατάθλιψης, το επεισόδιο βαριάς κατάθλιψης
χωρίς ψυχωσικά συμπτώματα, το επεισόδιο βαριάς κατάθλιψης με ψυχωσικά συμπτώματα,
το μεικτό επεισόδιο και τη φάση αποδρομής.
Αυτές οι κατατάξεις σπάνια ανταποκρίνονται στην κλινική πραγματικότητα. Ένας μεγάλος
αριθμός καταθλιπτικών ασθενών στην πραγματικότητα παρουσιάζει σημαντικά στοιχεία
διπολικότητας. Σε αρκετούς ασθενείς τα υπομανιακά τους επεισόδια διαρκούν λιγότερο των
τεσσάρων ημερών – κριτήριο που επιβάλλει το DSM-IV για τη σχετική διάγνωση. Αρκετοί
ασθενείς που δεν πάσχουν από διπολική διαταραχή σύμφωνα με τα κριτήρια του DSM-IV
έχουν συγγενείς που πάσχουν από τη νόσο. Μεικτές μορφές εμφανίζονται συχνά, γίνονται
αντικείμενο συχνών διαγνωστικών σφαλμάτων. Μερικοί ασθενείς που αρχικώς
διεγνώσθησαν ως πάσχοντες από κατάθλιψη αργότερα εκδηλώνουν μανιακά, υπομανιακά ή
μεικτά επεισόδια. Καταθλιπτικοί ασθενείς που λαμβάνουν αντικαταθλιπτική αγωγή, αργότερα
αναπτύσσουν διπολική διαταραχή. Ο Akiskal και οι συνεργάτες του (2000) έχουν προτείνει
την έννοια του διπολικού φάσματος, το οποίο εκτείνεται από την οξεία διπολική
ψυχοπαθολογία μέχρι τις ποικίλες ιδιοσυγκρασιακές διαφορές. Ωστόσο και το μοντέλο του
φάσματος, όπως κάθε διαστασιακή ταξινόμηση στην ψυχοπαθολογία, έχει και αυτό
προβλήματα και διαγνωστικές δυσλειτουργικότητες (Patten 2006).

Επιδημιολογία. Παρατηρείται στο 1%-3% περίπου του πληθυσμού. Είναι νόσος που σπάνια
εμφανίζεται πριν από την έναρξη της ήβης και συνήθως εμφανίζεται στο ηλικιακό φάσμα
μεταξύ 25-35 ετών ή και αργότερα. Ίσως είναι ελαφρώς συχνότερη στις γυναίκες από ό,τι
στους άνδρες (1,2:1), υπάρχουν όμως και μελετητές που υποστηρίζουν ότι η κατανομή στα
δύο φύλα είναι περίπου η ίδια. Σε κάποιες μελέτες βρέθηκε τόσο στους ασθενείς με
μανιοκαταθλιπτική νόσο όσο και στους συγγενείς τους αυξημένη συχνότητα ενασχόλησης με
επαγγέλματα και δραστηριότητες υψηλής δημιουργικότητας, κυρίως καλλιτεχνικής.

Κλινική εικόνα. Χαρακτηρίζεται από επανειλημμένα επεισόδια κατά τα οποία η


συναισθηματική διάθεση και η δραστηριότητα του ασθενούς σε άλλες περιπτώσεις είναι
αυξημένη, οπότε διαμορφώνεται μια μανιακή φαινομενολογία, ενώ σε άλλες είναι μειωμένη,
οπότε διαμορφώνεται μια εικόνα κατάθλιψης. Μια περίοδος νορμοθυμίας μεγαλύτερης ή
μικρότερης διάρκειας παρατηρείται κατά τα μεταξύ των επεισοδίων διαστήματα. Η φάση της
κατάθλιψης εκδηλώνεται με συμπτωματολογία παρόμοια με της ψυχωσικής κατάθλιψης. Η
φάση της μανίας είναι δυνατόν να εκδηλωθεί με υπομανιακά ή μανιακά σημεία, συμπτώματα
και συμπεριφορές. Αυτός ο βασικός κορμός της συμπτωματολογίας είναι δυνατόν να
συνοδεύεται και από έντονη δυσφορία, λειτουργική έκπτωση, παραληρητικές ιδέες,
ψευδαισθήσεις και, σπανιότερα, από γνωσιακές διαταραχές.
Υπάρχει μεγάλη ποικιλία ως προς τη συχνότητα και τη διάρκεια του κάθε επεισοδίου.
Τυπικά η διάρκειά τους είναι μερικών μηνών. Υπάρχει μια αντίστροφη σχέση μεταξύ
562

συχνότητας επεισοδίων και διάρκειας του κάθε επεισοδίου. Όσο μεγαλύτερη είναι η
συχνότητα των επεισοδίων τόσο μικρότερη είναι η διάρκεια του κάθε επεισοδίου. Τα μανιακά
επεισόδια έχουν συνήθως απότομη έναρξη και διαρκούν περί τους 2-3 μήνες, ενώ τα
καταθλιπτικά διαρκούν περισσότερο. Με την πάροδο των ετών η διάρκεια των καταθλιπτικών
επεισοδίων επιμηκύνεται, ενώ τα μανιακά επεισόδια και τα νορμοθυμικά διαστήματα γίνονται
βραχύτερα.
Όταν συμβαίνουν περισσότερα των τεσσάρων διπολικά επεισόδια στη διάρκεια ενός
έτους, τότε η διπολική διαταραχή ονομάζεται ταχυκυκλική (rapid-cycling). Στους ασθενείς
αυτούς, που αποτελούν το 10%-15% των πασχόντων από διπολική νόσο, οι γυναίκες
αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα, 70%-90% σύμφωνα με σχετικές μελέτες. Έχουν
αναφερθεί και ακόμη συχνότερες εναλλαγές επεισοδίων, οι υπερταχυκυκλικές (ultra rapid-
cycling), κατά τις οποίες οι εναλλαγές επιτελούνται σε χρονικά διαστήματα μικρότερα των 48
ωρών. Οι ταχυκυκλικοί και οι υπερταχυκυκλικοί ασθενείς παρουσιάζουν βαρύτερη
συμπτωματολογία της νόσου, μεγαλύτερη νοσηρότητα και θνησιμότητα (Schneck et al 2004).
Το φαινόμενο υποτίθεται ότι πυροδοτείται κυρίως από χρήση αντικαταθλιπτικών ή όταν οι
διπολικοί ασθενείς πάσχουν από υποθυρεοειδισμό.

Αιτιοπαθογένεια. Η αιτιοπαθογένεια της νόσου είναι άγνωστη. Η ψυχαναλυτική σχολή (Abra-


ham 1927) υποστηρίζει ότι το μανιακό επεισόδιο στη μανιοκατάθλιψη είναι μια προσωρινή
απελευθέρωση από την κατάθλιψη ή μια άρνηση αποδοχής της απόγνωσης και της
απελπισίας που προκαλούνται από μία μεγάλη απώλεια. Αντίθετα από αυτήν την άποψη,
αλλά μέσα στο ψυχοδυναμικό ρεύμα, ο Binswanger (1931) επεσήμανε ότι η μανία δεν είναι
ευτυχία στην ακρότητά της αλλά ανικανότητα από την πλευρά του ασθενούς να είναι
σοβαρός, ανικανότητα να κρατηθεί έξω από την ευφορία. Αυτές οι απόψεις, παρά την
τεράστια διάδοσή τους στο παρελθόν, δεν είναι πλέον αποδεκτές από την ψυχιατρική
κοινότητα ως ερμηνευτικά εργαλεία για την κατανόηση των αιτιοπαθογενετικών παραγόντων
της διπολικής διαταραχής.
Γενετικοί παράγοντες εμπλέκονται στην αιτιοπαθογένεια της νόσου σε υψηλά ποσοστά,
άνω του 70% (McGuffin et al 2003). Τα δεδομένα στοιχεία είναι συμβατά με ένα
πολυπαραγοντικό μοντέλο της νόσου στο οποίο ο βαρύτερος γονότυπός της εκφράζεται
νωρίτερα στην ηλικία, πριν από τα 30. Στους συγγενείς πρώτου βαθμού αυτών των ασθενών
ο κίνδυνος εμφανίσεως αλκοολισμού, συναισθηματικής νόσου και διπολικής νόσου είναι
πολύ μεγαλύτερος (Taylor and Adams 1981). Η αναζήτηση γονιδιακών θέσεων που
σχετίζονται με τη μετάδοση της νόσου βρίσκεται σε εξέλιξη με πληθώρα δημοσιεύσεων, από
τις οποίες καμία δεν παρέχει σοβαρή τεκμηρίωση.
Έχει διαπιστωθεί από κάποιους μελετητές μια στενή σχέση μεταξύ στρεσογόνων
γεγονότων της ζωής, ιδιαίτερα κατά την παιδική ηλικία υπό τη μορφή κακοποίησης, και
πυροδότησης διπολικής νόσου, κυρίως των υποτροπών της, αλλά υπάρχουν και εργασίες
στις οποίες δεν αποδεικνύεται μια τέτοια σχέση (Hunt et al 1992). Σε επίπεδο
προσωπικότητας έχει υποστηριχθεί ότι η διπολική συναισθηματική νόσος συνήθως
αναδύεται από ένα έδαφος ιδιοσυγκρασιακών διαταραχών χαρακτηριζόμενων από
εξωστρέφεια, κυκλοθυμία και δυσθυμία. Σε έναν πολύ μικρό αριθμό διπολικών ασθενών έχει
εξακριβωθεί ιστορικό κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης την πενταετία που προηγείται του πρώτου
επεισοδίου της νόσου (Mortensen et al 2003).

Διαφορική διάγνωση. Πολιτιστικοί και κλινικοί παράγοντες εμποδίζουν τη σωστή ερμηνεία


των ιδεών μεγαλείου και της ψυχοκινητικής ανησυχίας και έτσι συχνά οι πάσχοντες από
μανιοκαταθλιπτική νόσο διαγιγνώσκονται ως σχιζοφρενείς. Επίσης είναι δυνατόν να
δημιουργηθούν διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα με τη σχιζοσυναισθηματική διαταραχή και
με την οριακή διαταραχή της προσωπικότητας, που και σε αυτές οι εναλλαγές του
συναισθήματος είναι κυριαρχικό φαινόμενο. Ένα άλλο σοβαρό διαφοροδιαγνωστικό
πρόβλημα έγκειται στο ότι η διπολική διαταραχή στην καταθλιπτική φάση της συχνά
εκλαμβάνεται ως μείζων κατάθλιψη λόγω της μεγάλης συχνότητας της καταθλιπτικής
συμπτωματολογίας στους πάσχοντες από διπολική διαταραχή.
563

Πορεία-πρόγνωση. Δεν υπάρχει ίαση της νόσου. Ένα ποσοστό περί το 15%-20% του
συνόλου θα φθάσει τελικώς στο σημείο να εκδηλώσει ταχυκυκλική συμπτωματολογία, ενώ
15% θα αυτοκτονήσουν. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών θα διαμορφώσει έναν
σχετικώς σταθερό ως προς την κυκλικότητα τρόπο εκδηλώσεως των επεισοδίων. Ένα μέρος
αυτών των ασθενών θα παρουσιάσει μεγαλύτερη αστάθεια, με αύξηση της συχνότητας των
επεισοδίων, μεικτές καταστάσεις και εμπλοκή στη χρήση ουσιών. Η συχνότητα θανάτου από
καρδιαγγειακό νόσημα είναι μεγαλύτερη από εκείνην στον γενικό πληθυσμό.

Θεραπεία. Η απρόβλεπτη και ευμετάβλητη πορεία της αλλά και άλλοι άγνωστοι παράγοντες
καθιστούν τη θεραπεία της διπολικής διαταραχής εξόχως δυσχερή. Μια ικανοποιητική
θεραπευτική στρατηγική περιλαμβάνει έλεγχο του μανιακού ή υπομανιακού επεισοδίου,
θεραπεία της κατάθλιψης και εφαρμογή ενός θεραπευτικού σχήματος πρόληψης της
υποτροπής του ενός ή του άλλου επεισοδίου, δηλαδή εφαρμογή ενός σταθεροποιητικού
θεραπευτικού σχήματος. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι τα κλασικά αντιμανιακά φάρμακα
(δηλαδή τα νευροληπτικά) είναι συνήθως καταθλιπτικογόνα, ενώ τα αντικαταθλιπτικά είναι
δυνατόν να πυροδοτήσουν μανιακά επεισόδια. Θεραπεία πρώτης επιλογής για την πρόληψη
των υποτροπών της νόσου είναι η χορήγηση αλάτων λιθίου, αλλά ορισμένα αντιεπιληπτικά
όπως η καρβαμαζεπίνη και το βαλπροϊκό νάτριο έχουν παρόμοια ή μεγαλύτερη
αποτελεσματικότητα, κυρίως σε περιπτώσεις με ταχυκυκλικά επεισόδια ή όπου τα μανιακά
επεισόδια συνοδεύονται και από δυσφορικά συμπτώματα. Καινούργια αντιεπιληπτικά, όπως
η λαμοτριγίνη και η τοπιραμάτη, έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης. Θα πρέπει να σημειωθεί
ωστόσο ότι ένα ποσοστό ασθενών δεν ανταποκρίνεται στη θεραπεία. Σε εκείνους που
ανταποκρίνονται έχει διαπιστωθεί (Faedda et al 1993) ότι η διακοπή της σταθεροποιητικής
αγωγής οδηγεί σε υποτροπή μέσα σε χρονικό διάστημα μερικών μηνών. Η θεραπεία με λίθιο
και με άλλα σταθεροποιητικά δίνει φτωχά αποτελέσματα στις ταχυκυκλικές μορφές. Τα ω-2
λιπαρά οξέα που βρίσκονται στα λιπαρά ψάρια φαίνεται ότι έχουν σταθεροποιητική δράση
στο συναίσθημα και είναι δυνατόν να συζητηθούν όχι βέβαια ως σοβαρή θεραπευτική
επιλογή αλλά ως επιπρόσθετοι παράγοντες στην ήδη υπάρχουσα θεραπεία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΕΧ και συν. (1995). Ψυχικές διαταραχές της λοχείας. Ψυχιατρική 6(1): 35-44.
ΜΑΡΑΤΟΣ Μ. (1969). Τα σωματικά ισοδύναμα των καταθλίψεων. (Η διά σωματικών συμπτωμάτων εκδηλουμένη
συγκεκαλυμμένη κατάθλιψις). Διατριβή επί Διδακτορία. Αθήναι.
ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΥΔΑΚΗΣ ΕΑ. (1970). Το σύνδρομον της συγκεκαλυμμένης καταθλίψεως. Ιατρ Επιθ Ενόπλων
Δυνάμεων 4:399-409.
ΧΑΡΤΟΚΟΛΛΗΣ Π. (1995). Κατάθλιψη ή Μελαγχολία. Ψυχιατρική 6:355-358.

ABRAHAM K. (1917). Notes on the psychoanalytical investigation and tratment of manic-depressive insanity and
allied conditions. In: Selected Papers on Psycho-analysis. London, Hogarth Press 1927.
AKISKAL HS, DJENDEREDJIAN AH. (1977). Cyclothymic disorder: Validation criteria for inclusion in bipolar
affective group. Am. J. Psychiatry 134(11):1227-1233.
AKISKAL HS, McKINNEY WT Jr. (1975). Overview of recent research in depression. Integration of ten concep-
tual models into a comprehensive clinical frame. Arch Gen Psychiatry 32:285-305.
AKISKAL HS, McKINNEY WT, Jr. (1973). Depressive disorders: Toward a unified hypothesis. Science 182:20-
28.
AKISKAL HS, BOURGEOIS ML, et al. (2000). Re-evaluating the prevalence of diagnostic composition within the
broad clinical spectrum of bipolar disorders. J Affect Disord 59(suppl):S5-S30.
AMBELAS A. (1987). Causable mania (reactive, puerperal, secondary, life event related). The development of an
idea. Acta Psychiatr Scamd 75:225-230.
ANGST J, GAMMA A, SELLARO R, et al. (2002). Toward validation of atypical depression in the community. J
Affective Disorders 72:125-138.
APA Task Force. (1987). The Dexamethasone Suppression Test: An overview of its current status in psychiatry.
Am J Psychiatry 144:1253-1262.
BECK AT et al. (1979). Cognitive therapy of Depression: A Treatment Manual. New York, Guilford Press.
BENCH CJ, et al. (1993). Regional cerebral blood flow in depression measured by positron emission tomogra-
phy: the relationship with clinical dimensions. Psychol Med 23:579-590.
BINSWANGER L. (1931). Über Ideenfluct. Arch Suisses Neurol Psychol 2:28-30.
BOER PCAM, WIERSMA D, BOSCH VAN DEN RJ. (2004). Why is self-help neglected in the treatment of emo-
tional disorders? Psychological Medicine 34:959-971.
BROWN GW, HARRIS T. (1978). Social origins of depression: a study of psychiatric disorder in women. London:
Tavistock.
564

CARROL B. (1982). The Dexamethasone Supression Test for Melancholia. Brit J Psychiat 140:292-304.
CHEETHAM SC, et al. (1989). Serotonin concentrations and turnover in brains of depressed suicides. Brain Res
502:332-340.
COX JL, CONNOR Y, KENDEL RE. (1982). Prospective study of the psychiatric disorders of childbirth. British
Journal of Psychiatry 140:111-117.
CROSS-NATIONAL COLLABORATIVE GROUP. (1992). The changing rate of major depression. JAMA 268:
3098-105.
FAEDDA GL, TONDO L, et al. (1993). Outcome after rapid vs gradual discontinuation of lithium treatment in bi-
polar disorders. Arch Gen Psychiatry 50:448-455.
HARRIS B, LOVETT L, NEWCOMBE RG, et al. (1994). Maternity blues and major endocrine changes: Cardiff
puerperal mood and hormone study II. Br Med J 308:949-953.
HEALY D. (1987). Rhythm and blues. Neurochemical, neuropharmacological, and neurophysiological implications
of a hypothesis of circadian rhythm dysfunction in the affective dosorders. Psychopharmacology 93:271-285.
HIRSCHFELD RMA, KLERMAN GL. (1979). Personality attributes and affective disorders. Am J Psychiatry
136:67-70.
HUNT N, BRUCE-JONES W, SILVERSTONE T. (1992). Life events and relapse in bipolar affective disorder. J
Affect Disord 25:13-20.
KADRMAS A, WINOKUR G, CROW R. (1979). Post partum mania. Br J Psychiatry 135:551-554.
LEE AS, et al. (1988). The long-term outcome of Maudsley depressives Br J Psychiat 153:741-751.
LEONARD BE. (2001). Brain cytokines and the psychopathology of depression. In: Leonard BE, ed. Antidepres-
sants. Basel, Switzerland:Birkhauser Verlag; 109-120.
LEWIS AJ. (1934). Melancholia: a clinical survey of depressive states. Journal of Mental Science 80:277-378.
LIEB K, STAEHELI P. (2001). Borna disease virus – does it infect humans and cause psychiatric disorders? J
Clin Virol;21(2):119-27.
LYKOURAS E, IOANNIDIS A, VOULGARI A, JEMOS J, TZONOU A. (1989). Depression among general hospi-
tal patients in Greece. Acta Psychiatr Scand 79:148-152
MADIANOS MG, STEFANIS CN. (1992). Changes in the prevalence of the symptoms of depression and depres-
sion across Greece. Soc Psychiatry Psychiatr Epidemiol 27:211-219.
MAES M, SMITH R, SHARPE S. (1995). The monocyte –T-lymphocyte hypothesis of major depression. Psycho-
neuroendocrinology 20:111-116.
MARRS RW. (1995). A meta-analysis of bibliotherapy studies. American Journal of Community Psychology
23:843-870.
MCGUFFIN P, RIJSDIJK F, ANDREW M, SHAM P, KATZ R, CARDNO A. (2003). The heritability of bipolar af-
fective disorder and the genetic relationship to unipolar depression. Arch Gen Psychiatry. May;60(5):497-502.
McGLASHAN TH, CARPENTER WT. (1976). Postpsychotic Depression in Schizophrenia. Arch Gen Psychiatry,
33:231-239.
MORTENSEN PB, MORS O, FRYDENBERG M, EWALD H. (2003). Head injury as a risk factor for bipolar affec-
tive disorder. J Affect Dis 76:79-83.
MURPHY JM. (1990). Depression in the community: Finding from the Stirling County Study. Can J Psychiatry
35:390-396.
PATTEN SB. (2006). Does almost every body suffers from Bipolar Disorder? Can J Psychiatry 51:6-8.
PICCINELLI M, WILKINSON G. (1994). Outcome of depression in psychiatric settings. Br J Psychiatry 164:297-
304.
PRIEN RF, KUPFER DJ. (1986). Continuation drug therapy for major depressive episodes: how long should it be
maintained? Am J Psychiatry 143:18-23.
RAISON RL, CAPURON L, MILLER AH. (2006). Cytokines sing the blues: inflammation and the pathogenesis of
depression. Trends in Immunology, 27:24-31.
ROSENTHAL NE, SACK DA, et al. (1984). Seasonal affective disorder Arch Gen Psychiatry 41:72-80.
SCHNECK CD et al. (2004). Phenomenology of Rapid-Cycling Bipolar Disorder: Data from the first 500 partici-
pants in the systematic treatment enhancement program. Am J Psychiatry 161:1902-1908.
SPIJKER J, et al. (2002). Duration of depressive episodes in the general population. Results from the Nether-
lands Mental Health Survey and Incidence Study (NEMESIS). Br J Psychiatry 181:208-213.
STEELE RE. (1978). Relationship of race, sex, social class and social mobility to depression in normal adults. J
Soc Psychol 104:37-47.
SULLIVAN PF, NEALE MC, KENDLER KS. (2000). Genetic epidemiology of major depression: review and meta-
analysis. Am J Psychiatry 157(10):1552-62.
TAYLOR MA, ADAMS R. (1981). Early- and late-onset bipolar illness. Arch Gen Psychiatry 38(1):58-61.
TSIOURIS JA. (2005). Metabolic depression in hibernation and major depression: An explanatory theory and an
animal model of depression. Medical Hypotheses 65:829-840.
VIDEBECH P. (2000). PET measurements of brain glucose metabolism and blood flow in major depressive disor-
der: a critical review Review article Acta Psychiatr Scand 101(1):11 – January.
WEHR TA, SACK DA, ROSENTHAL NE. (1987). Sleep reduction as a final common pathway in the genesis of
mania. Am J Psychiatry 144:201-204.
WEISSMAN MM, BLAND RC, et al. (1996). Cross-national epidemiology of major depression and bipolar disor-
der. JAMA 276:293-299.
WEISSMAN MM, KLERMAN GL. (1977). Sex differences in the epidemiology of depression. Arch Gen Psychia-
try 34:98-111.
565

68. ΨΥΧΟΔΡΑΣΤΙΚΕΣ ΕΞΑΡΤΗΣΙΟΓΟΝΕΣ ΟΥΣΙΕΣ

Από την αυγή της ανθρώπινης ιστορίας ο άνθρωπος πειραματίστηκε δοκιμάζοντας και
χρησιμοποιώντας ουσίες που μεταβάλλουν την ψυχοσυναισθηματική και συνειδησιακή του
κατάσταση. Από ιστορική άποψη, η χρήση αυτών των ουσιών είχε χαρακτήρα θεραπευτικό
και θρησκευτικό, κυρίως επειδή οι μεθυστικές και ευφραντικές ιδιότητές τους αλλά και η
σπανιότητά τους δεν επέτρεπαν ευρεία χρήση τους. Σε οργανωμένες ομαδικές διαδικασίες, οι
οποίες για θρησκευτικούς –και σπανιότερα για θεραπευτικούς– λόγους προσελάμβαναν
τελετουργικό χαρακτήρα, η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών ήταν προϋπόθεση της ομαλής
εκδίπλωσης και της τελικής έκβασης της τελετής. Οι πιο περιθωριακές βοτανομαγικές τελετές
είχαν και αυτές ομαδικό χαρακτήρα, αλλά πολύ κλειστό, πολύ αυστηρά οργανωμένο. Με λίγα
λόγια, η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών βρισκόταν κάτω από ισχυρό κοινωνικό έλεγχο και
σχεδόν πάντοτε είχε ομαδικό και επίσημο χαρακτήρα. Το οινόπνευμα έπαιζε σημαντικό ρόλο
στις κοινωνικές συναθροίσεις και σε ορισμένες από αυτές (γάμος, γέννηση, θρησκευτικά
γεγονότα, θάνατος) αποκτούσε και συμβολικό χαρακτήρα. Η σύνδεσή του με την κουλτούρα,
με θρησκευτικές τελετουργίες και γιορτές, το γεγονός ότι αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της
καθημερινής κοινωνικής ζωής και συμβάλλει στη χαλάρωση και στη δημιουργία ευχάριστης
ατμόσφαιρας, το καθιστά προσιτό για ευρύτατη χρήση, εδώ και χιλιετίες. Η μήκων η
υπνοφόρος καλλιεργείται σε μια έκταση από την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι την Κίνα επί
χιλιετίες. Κώδωνες της παπαρούνας απεικονίζονται σε μινωικούς δακτυλιόλιθους και το
όνομα της Κνωσού (κοιμισμένη πόλη) ίσως σχετίζεται με τη χρήση κάποιας υπνοφόρου
ουσίας. Στις χώρες της κεντρικής Ασίας το όπιο χρησιμοποιείται ευρύτατα ως παιδιατρικό
φάρμακο, αντιβηχικό και αντιδιαρροϊκό. Η κάνναβη στις ισλαμικές χώρες ήταν δυνατόν να
ληφθεί νόμιμα, όχι όμως και το αλκοόλ. Στις δυτικές κοινωνίες η καφεΐνη, η νικοτίνη και το
οινόπνευμα είναι κοινωνικώς αποδεκτές ψυχοδραστικές και εξαρτησιογόνες ουσίες. Οι
ινδιάνοι της Νότιας Αμερικής χρησιμοποιούν τη μεσκαλίνη για θρησκευτικούς σκοπούς, και το
μάσημα φύλλων κόκας είναι μια καθημερινή δραστηριότητα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλές –συντριπτικά οι περισσότερες– ψυχοδραστικές ουσίες


βλάπτουν τη φυσική και την ψυχική υγεία και είναι βέβαιο ότι η συχνή λήψη τους οδηγεί σε
εθισμό και εξάρτηση. Υπεύθυνη συμπεριφορά, ικανότητες και θέληση βλάπτονται σε μεγάλο
βαθμό από τη χρήση τέτοιων ουσιών και σταδιακά εγκαθίσταται μια κατάσταση με
χαρακτηριστικά της στοιχεία την αδράνεια, την απάθεια, την αυτοεγκατάλειψη και την
απώλεια ενδιαφέροντος για την επίτευξη στόχων. Το άτομο γίνεται αμυντικό, βίαιο ή
παθητικό, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να συμμετάσχει σε οικογενειακές, επαγγελματικές και
κοινωνικές δραστηριότητες. Η απόδοση στην εργασία ή η επίδοση στο σχολείο μειώνονται
566

δραματικά. Από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά η χρήση
ψυχοδραστικών ουσιών έλαβε διαστάσεις πελώριου ψυχοκοινωνικού προβλήματος, ενώ ο
εξαρτησιογόνος χαρακτήρας τους τις έχει δαιμονοποιήσει εκτοπίζοντας τις άλλες
φαρμακολογικές τους ιδιότητες. Ωστόσο κάθε συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα δεν μπορεί
παρά να έχει τις αφετηρίες της στον ιατρικό χαρακτήρα του προβλήματος, η μελέτη του
οποίου προϋποθέτει γνώση εννοιών όπως εξάρτηση (σωματική, ψυχική και κοινωνική),
κατάσταση στέρησης και σύνδρομο στέρησης, ανοχή, κατάχρηση φαρμάκου κ.λπ.

Ανοχή (tolerance) σε ένα φάρμακο είναι η ελάττωση της αρχικής φαρμακολογικής ενέργειας
μετά από παρατεταμένη λήψη του. Για να δράσει κατά τον ίδιο τρόπο, απαιτείται αύξηση της
δοσολογίας του. Η ανοχή είναι συνδεδεμένη στενά με το φαινόμενο της σωματικής
εξάρτησης προς το οποίο εξελίσσεται.

Εξάρτηση. Στο ρωμαϊκό δίκαιο ο όρος addictus, από τον οποίο προέκυψαν και οι σχετικοί
διεθνείς όροι για την εξάρτηση (Musto 1999), αναφέρεται σε έναν οφειλέτη ο οποίος
παραδίδεται στον πιστωτή του για να τον υπηρετήσει ως δούλος. Σε αντίθεση με τους
σκλάβους, ο addictus μπορούσε να απελευθερωθεί μετά την εξόφληση του χρέους του. Στην
ελληνική γλώσσα, παρά το ότι έχει σχεδόν επικρατήσει ο όρος «εξάρτηση», θα ήταν
προτιμότερος ο όρος «εθισμός», αφού ο όρος «εξάρτηση» παραπέμπει σε ορολογία της
παβλωφικής και γενικότερα της μπηχαβιοριστικής ψυχολογίας (conditioning). Κάθε φυσική ή
συνθετική ουσία που η λήψη της επηρεάζει τον άνθρωπο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να τον
μεταβάλλει φυσιολογικώς, συγκινησιακώς ή συμπεριφορικώς, είναι δυνατόν να είναι
εξαρτησιογόνος. Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι οι έννοιες χρήση (ακόμη και επανειλημμένη)
και εξάρτηση δεν ταυτίζονται πλήρως.
Η εξάρτηση είναι κατάσταση παροδικής, περιοδικής, ή παρατεταμένης στον χρόνο
τοξίκωσης, αποτέλεσμα επανειλημμένης λήψης της ουσίας. Χαρακτηρίζεται από έντονη
επιθυμία ή ανάγκη (που βιώνεται ως καταναγκασμός) συνέχισης της λήψης της ουσίας,
επιδίωξη απόκτησής της με κάθε τρόπο, προσανατολισμό όλης της συμπεριφοράς προς
τρόπους αναζήτησής της, εμφάνιση ψυχικών ή και σωματικών συμπτωμάτων όταν η
στέρηση της ουσίας διαρκεί περισσότερο από κάποιο χρονικό διάστημα. Η εξάρτηση μπορεί
να αφορά μία ουσία ή ομάδα ουσιών. Μεταξύ των μελών της επιστημονικής κοινότητας
υπάρχει η άποψη ότι η εξάρτηση είναι δυνατόν να περιγραφεί καλύτερα ως χρόνια νόσος
που στους περισσότερους ασθενείς εμφανίζει περιοδικές υποτροπές, αν και από άλλους
υποστηρίζεται αρκετά πειστικά ότι είναι απλώς επιλογή του ατόμου που προκύπτει από τον
χαρακτήρα του και από τις περιστάσεις της ζωής του. Η ύπαρξη ψυχοπαθολογίας συμβάλλει
στη ροπή για χρήση ουσιών και για εξάρτηση από αυτές, αλλά και η ίδια η χρήση ουσιών
αυξάνει κατά πολύ την πιθανότητα ανάπτυξης ψυχιατρικής συμπτωματολογίας (Friedman et
al 1987).
Η εξάρτηση διακρίνεται στη σωματική και στην ψυχική. Σωματική εξάρτηση εμφανίζεται
όταν το άτομο έχει αναπτύξει ανοχή σε ουσία που ελήφθη επανειλημμένως και εκδηλώνεται
με σωματικά συμπτώματα ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα όταν αυτή εξέρχεται του
οργανισμού. Ψυχική εξάρτηση είναι η λαχτάρα απόκτησης (craving) ή ο καταναγκασμός που
οδηγεί το άτομο στην αναζήτηση και λήψη της ουσίας, ώστε να προκληθεί μια ευχάριστη
κατάσταση ή να εμποδιστεί η εμφάνιση μιας δυσάρεστης. Έχει προταθεί και ο όρος
κοινωνική εξάρτηση, η οποία διακρίνεται από τη σωματική και την ψυχική κατά το ότι στη
δραστηριότητα της λήψης ουσιών περιλαμβάνεται και η εμπλοκή σε δίκτυα άλλων χρηστών
μαζί με το στυλ της ζωής που τα επενδύει, τα οποία είναι δυνατόν καθαυτά να προκαλέσουν
εξάρτηση ανεξαρτήτως των συγκεκριμένων ουσιών. Η κατάσταση στέρησης περιλαμβάνει
σωματικά η/και ψυχικά συμπτώματα, που ποικίλλουν ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη
ουσία. Το σύνολο των σωματικών συμπτωμάτων διά των οποίων εκδηλώνεται αποτελεί το
σύνδρομο στέρησης.

Κατάχρηση φαρμάκου (substance abuse) ή μη ορθή λήψη ή κακή χρήση φαρμάκου είναι η
συστηματική ή περιστασιακή υπερβολική χρήση ενός φαρμάκου, η οποία είναι ασύμβατη ή
άσχετη με την αποδεκτή ιατρική πρακτική. Είναι η χρήση οποιουδήποτε φαρμάκου με τρόπο
567

που ξεφεύγει από τα παραδεκτά ιατρικά και κοινωνικά μοντέλα· όταν το φάρμακο
λαμβάνεται σε λανθασμένη δόση ή για λανθασμένη ένδειξη ή για ανεπίτρεπτα μεγάλη
χρονική περίοδο, ή όταν λαμβάνεται όχι για θεραπευτικούς σκοπούς αλλά για πρόκληση
από τον λήπτη μεταβολής της ψυχικής του κατάστασης. Το φαινόμενο της χρήσης πολλών
φαρμάκων ή/και ουσιών είναι πολύ διαδεδομένο. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαρτημένων
από ουσίες είναι πολυχρήστες. Οι χρήστες οπιοειδών παίρνουν επίσης κάνναβη ή
βενζοδιαζεπίνες ή γυρνούν από το ένα οπιοειδές στο άλλο. Η πολυχρησία επιτρέπει τη
χρήση άλλων, υποκατάστατων στην πραγματικότητα, ουσιών (όταν π.χ. η ηρωίνη δεν είναι
διαθέσιμη), αλλά εξαρτάται και από παράγοντες όπως το κόστος ή η αλλαγή προτιμήσεων.

Το δίκτυο διακίνησης εξαρτησιογόνων ουσιών. Από την σκοπιά της ιστορίας, η τεράστια
οικονομική σημασία της διακίνησης ναρκωτικών φάνηκε για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα όταν
η Βρετανική εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών με συνδυασμό πολιτικής, διπλωματίας, και
στρατιωτικής βίας στους δύο γνωστούς «πολέμους του οπίου» κατέστρεψε την Κίνα σαν
κράτος, δημιούργησε με κατάλληλα τεχνάσματα 120 εκατομμύρια οπιομανείς και με
εξαγωγές οπίου του μεγέθους των 16.000 τόνων ετησίως έσωσε την Βρετανική
Αυτοκρατορία από οικονομική καταστροφή, λόγω του ανταγωνισμού που αντιμετώπιζε στα
βαμβακερά υφάσματα και από άλλες αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις. Σήμερα ο ετήσιος
παγκόσμιος τζίρος του εμπορίου ναρκωτικών αποτιμάται σε 400-500 δισ. δολάρια και
αναλογεί στο 10% των διεθνών συναλλαγών. Έχει φθάσει στο σημείο η διακίνηση
ναρκωτικών να αποφέρει κάτι λιγότερο από τη διακίνηση πετρελαίου. Ένα δίκτυο απλωμένο
σε πλανητικό επίπεδο παράγει, διακινεί, διαφημίζει, διατηρεί και εξασφαλίζει την απαγόρευση
χρήσης και διακίνησης των ναρκωτικών, καλύπτει νομικώς τους διακινητές και ανακυκλώνει
το εμπόρευμα που κατάσχεται. Σε αυτό το δίκτυο περιλαμβάνονται εμπορικές επιχειρήσεις
και εφοπλιστικές εταιρείες, βουλευτές, δικαστές, δικηγόροι, αστυνομικά όργανα,
διαφημιστικές εταιρείες, κινηματογραφικές εταιρείες, μόδιστροι, τραγουδιστές, ηθοποιοί,
μαφίες και διαθέτες (μικροέμποροι και βαποράκια). Αυτή η Μυστική Αυτοκρατορία, όπως
γράφει και ο James Mills (2007), έχει περισσότερη δύναμη, γόητρο και πλούτο από πολλά
κράτη με μεγαλύτερο στρατό, πιο ικανούς πράκτορες αντικατασκοπίας και πιο σημαντικές
διπλωματικές υπηρεσίες από πολλές χώρες. Πρωταγωνιστούν οι πέντε μεγάλες μαφίες (η
ιταλική, η ρωσική, η ιαπωνική γιακούζα, οι κινεζικές τριάδες και το κολομβιανό καρτέλ
κοκαΐνης) και 30 κράτη, τα οποία επωφελούνται άμεσα ή έμμεσα ως παραγωγοί ή/και
διακινητές. Τα καρτέλ ναρκωτικών ανήκουν στις παγκόσμιες οικονομικές και πολιτικές
δυνάμεις. Η σχέση ναρκωτικών και πολιτικής τρομοκρατίας σε ορισμένες χώρες είναι
αναντίρρητη, ενώ σε άλλες συμπεραίνεται από την ανάλυση των γεγονότων. Κυβερνήσεις
παραμένουν στην εξουσία ή ανατρέπονται ανάλογα με τη συμπεριφορά τους απέναντι στους
βαρόνους ναρκωτικών, ενώ παγκόσμιες δυνάμεις χρησιμοποιούν τα ναρκωτικά ως εργαλείο
για τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής τους. Η Ελλάδα, καθώς γειτονεύει με κράτη που
είναι βαθιά βουτηγμένα στην παραγωγή και στη διακίνηση ναρκωτικών –πρακτικές από τις
οποίες επιβιώνουν–, ήδη από τη δεκαετία του ’90 έχει αναβαθμιστεί στα διεθνή κυκλώματα
λαθρεμπορίου ναρκωτικών (Μιχαλαρέας 2006). Ο ρόλος της έγκειται στην προσφορότητά
της για ξέπλυμα ναρκοχρημάτων, καθώς και στη δυνατότητα που έχουν οι ελληνοβαλκανικές
συμμορίες να διακινούν τις ουσίες στο εσωτερικό της χώρας και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Οικονομικές επιπτώσεις από τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Επειδή το οικονομικό


κόστος των τοξικομανών για την κάλυψη των αναγκών τους σε ουσίες είναι πολύ μεγάλο, οι
τοξικομανείς –αλλά όχι όλοι– συχνά εμπλέκονται σε παράνομες πράξεις (κλοπή,
πλαστογραφία, επίθεση, ληστεία, φόνος) με ελατήριο την απόκτηση της εθιστικής ουσίας. Σε
μία αμερικανική μελέτη σε 239 ηρωινομανείς βρέθηκε ότι κατά μέσον όρο ο κάθε τοξικομανής
στη διάρκεια ενός έτους διαπράττει 337 παράνομες πράξεις, σε πολλές περιπτώσεις με τη
χρησιμοποίηση όπλου (National Institute of Drug Abuse 1981). Το ποσοστό της
εγκληματικότητας που, άμεσα ή έμμεσα, οφείλεται στα ναρκωτικά ίσως ξεπερνάει το 30%
των εγκληματικών πράξεων. Το άμεσο οικονομικό κόστος της εγκατάστασης και λειτουργίας
ποικίλων υπηρεσιών που ασχολούνται με το πρόβλημα της τοξικομανίας, όπως υγεία,
ποιότητα ζωής, κοινωνικές υπηρεσίες για την πρόληψη και τη θεραπεία των εξαρτημένων,
568

νομικές και δικαστικές υπηρεσίες, δικηγόροι, αστυνομία, φυλακές, ψυχίατροι, ψυχολόγοι,


κ.λπ. είναι τεράστιο. Ένας ολόκληρος παρασιτικός κόσμος ζει από την καταπολέμηση των
ναρκωτικών και τις ψευτοθεραπευτικές μεθόδους που έχουν διαδοθεί. Το έμμεσο οικονομικό
κόστος προκύπτει από την ανεργία των τοξικομανών, από την απώλεια εργατικής
παραγωγικότητας και εργατικής δύναμης, ενώ σε αυτό συμβάλλουν επίσης οι αναπηρίες, τα
ατυχήματα και οι θάνατοι νέων ανθρώπων λόγω χρήσης ουσιών. Η κοινωνία στερείται τις
σημαντικές υπηρεσίες που θα παρείχαν σε αυτήν τα εξαρτημένα άτομα αν δεν έπασχαν από
τοξικοεξάρτηση. Υπάρχουν χώρες στις οποίες τεράστιες εκτάσεις που θα μπορούσαν να
αξιοποιηθούν για την καλλιέργεια χρήσιμων αγροτικών αγαθών, χρησιμοποιούνται για την
καλλιέργεια μήκωνος, κάνναβης ή κόκκας. Στα παραπάνω πρέπει ακόμη να προσμετρηθούν
το ποινικό αδίκημα, η πορνεία, η αρρώστια και ο θάνατος που σχετίζονται με τα ναρκωτικά.

Η στάση της κοινωνίας απέναντι στα εξαρτημένα από ουσίες άτομα ποικίλλει – από την
ανοχή μέχρι την περιφρόνηση και την ποινική δίωξη. Το σημερινό θεσμικό πλαίσιο
αντιμετωπίζει τον χρήστη ως εγκληματία και τον οδηγεί στις φυλακές. Οι παραδοσιακές
κοινωνίες είχαν καταφέρει να κρατάνε σε μια ισορροπία το φαινόμενο της εξάρτησης χωρίς
να καταφεύγουν στο ποινικό σύστημα, με ήπιους και εγγενείς μηχανισμούς (αυτό που θα
μπορούσε να ονομασθεί κοινωνική καταστολή). Μέχρι και τη δεκαετία του ’60 επικρατεί
ακόμη και στην επιστημονική βιβλιογραφία η παραδοσιακά προπολεμική κοινωνική αντίληψη
ότι οι ναρκομανείς είναι απόκληροι της κοινωνίας, μπεκρήδες, χασικλήδες κ.λπ. (Στριγγάρης
1938). Σήμερα η κοινωνία δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει τα εξαρτημένα άτομα, ακριβώς
επειδή δεν ξέρει πώς να τα χαρακτηρίσει, αφού άλλοτε τα θεωρεί άτομα εκφυλισμένα, άλλοτε
ασθενείς, άλλοτε εγκληματίες. Η εγκληματικοποίηση και η παθολογικοποίηση της χρήσης
ουσιών έχουν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία αγορών για τις ουσίες και την κοινωνική
(μερικές φορές και γεωγραφική) οριοθέτησή τους και την αντίστοιχη διαμόρφωση του
κοινωνικού προφίλ των χρηστών.

Η πολιτική της κρατικής καταστολής και οι συνέπειές της. Παράγοντες που επιδρούν
στον τρόπο διακίνησης και στην τιμή της παράνομης ουσίας είναι από τη μια ο κίνδυνος της
ποινής και από την άλλη ο βαθμός διαθεσιμότητάς της. Όταν ξέσπασε το πρώτο μεγάλο
επιδημικό κύμα χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών στις δυτικές κοινωνίες, η διεθνής κοινότητα
αντέδρασε με ευρείας κλίμακας προγράμματα μείωσης της παραγωγής (στην
πραγματικότητα άγριο αστυνομικό κυνηγητό των μικροπαραγωγών, όχι όμως τόσο δραστικό
ώστε να τους εξαφανίσει) και παρεμπόδιση της κυκλοφορίας των ναρκωτικών με σκληρά
απαγορευτικά μέτρα (όχι όμως τόσο αυστηρή ώστε να μην πωλούνται σχεδόν ελεύθερα σε
όλες τις γνωστές πιάτσες). Σε αλλεπάλληλες διεθνείς συνδιασκέψεις με συμμετοχή της WHO
(1987, 1990, 1993) αναγνωρίσθηκε η σημασία της ανάληψης δράσης με σκοπό τόσο τη
μείωση παραγωγής όσο και ζήτησης. Φυσικά αρκεί έστω και μία μη συνεργάσιμη
παραγωγός χώρα για να ανατραπούν οι στόχοι της διεθνούς κοινότητας όσον αφορά τον
περιορισμό στον εφοδιασμό της αγοράς, πράγμα που πάντοτε συμβαίνει. Το θέμα είναι
διεθνές και απαιτεί διεθνή συνεργασία που δεν επιτυγχάνεται σε επίπεδο κυβερνήσεων.
Εξάλλου πολλές χώρες δεν έχουν υπογράψει διεθνείς συμβάσεις.
Ορισμένες χώρες είναι οι ίδιες έμποροι ναρκωτικών, όπως η Βιρμανία, το Λάος, το
Αφγανιστάν, το οποίο παράγει τα 2/3 της παγκόσμιας παραγωγής ηρωίνης, και ορισμένες
κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική ελέγχονται πλήρως από τα καρτέλ της κοκαΐνης. Οι
συμμορίες των ναρκωτικών ευνοούνται από τη χαμηλού βαθμού συνεργασία μεταξύ των
κυβερνήσεων και των εθνικών ή διεθνικών νομικών και διωκτικών αρχών. Η απαγόρευση της
ελεύθερης χρήσεώς τους έχει δημιουργήσει πανίσχυρες δυνάμεις, πάμπλουτα και τερατώδη
μαφιόζικα κράτη-φαντάσματα με επιρροές στους νομικούς κύκλους, στην αστυνομία, στα
συστήματα διανομής μαζικής πληροφόρησης και κουλτούρας, στην οικονομία και στους
πολιτικούς θεσμούς. Οι έμποροι ναρκωτικών, ακόμη και αυτοί που βρίσκονται σε χαμηλές
βαθμίδες, ακόμη και οι διακινητές, έχουν υψηλές διασυνδέσεις και ισχυρούς προστάτες.
Η ποινική καταστολή, αντί να επιλύει κοινωνικά προβλήματα, πολλές φορές ανάγεται η
ίδια σε κοινωνικό πρόβλημα πρώτου μεγέθους (Δασκαλάκης 1981). Όταν οι καταδιωκτικές
αρχές έχουν μια πολύ μεγάλη επιτυχία εξαρθρώνοντας ένα δίκτυο ναρκωτικών, στην
569

πραγματικότητα συμμαχούν με τις αντίπαλες συμμορίες, που τώρα αποκτούν χωρίς έξοδα
όλη την πελατεία της εξαρθρωμένης αντίπαλης συμμορίας. Παρά τη σκληρότητα και τα
τεράστια υλικά και ανθρώπινα μέσα που κινητοποιεί, η θεσμική καταστολή έχει αποτύχει όχι
μόνο να βρει τον στόχο της αλλά και να επιτρέψει την εκδίπλωση της κοινωνικής καταστολής.
Μεγάλες καταστροφές έχουν υποστεί οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί και τεράστια ποσά
διοχετεύονται στις αστυνομίες. Πολύ μεγάλος αριθμός ατόμων έχει οδηγηθεί στις φυλακές.
Περίπου το 40% των φυλακισμένων στην Ελλάδα έχουν διαπράξει παραβάσεις που
σχετίζονται με τα ναρκωτικά. Αυτή η πολιτική θυμίζει την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης στις
ΗΠΑ το 1920-1933, που μέσα σε λίγα χρόνια οδήγησε τις τιμές των οινοπνευματωδών στα
ύψη, προκάλεσε τον εκρηκτικό πολλαπλασιασμό των παράνομων αποστακτηρίων και της
παράνομης διακίνησης όπλων, τη διαφθορά των διωκτικών αρχών και μετέτρεψε την ιταλική
μαφία σε παγκόσμια οικονομική και πολιτική δύναμη. Ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών με τη
σύγχρονη μορφή του και τον τρόπο που διεξάγεται θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι έχει
ουσιαστικό στόχο τη διατήρηση στη μαύρη αγορά της υψηλής τιμής των παράνομων ουσιών.
Θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί ότι οι μηχανισμοί της απαγόρευσης χρηματοδοτούνται
και ενισχύονται από τα καρτέλ ναρκωτικών, ώστε να ελέγχονται οι τιμές. Μέσα στο πλαίσιο
της κρατικής καταστολής εντάσσονται και οι πολιτικές μείωσης της παραγωγής και της
ζήτησης που έχουν ως τελικό πρακτικό αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής των ουσιών, αφού
μειώνεται μεν περιστασιακά η παραγωγή, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες ποτέ δεν
κατορθώθηκε να μειωθεί η ζήτηση, η οποία αντιθέτως συνεχώς αυξάνεται. Κατά την
τελευταία δεκαετία αναπτύσσεται η διακίνηση ναρκωτικών και μέσα από το διαδίκτυο, κυρίως
στα δωμάτια συζήτησης (chatrooms). Τη μέθοδο αυτή χρησιμοποιούν με επιτυχία οι
συμμορίες για επικοινωνία και άντληση πληροφοριών ή και για επιθετικότερες ενέργειες,
όπως η εισβολή στις ιστοσελίδες των διωκτικών αρχών ή η δημιουργία παραπλανητικών
ιστοσελίδων. Τα καρτέλ ναρκωτικών διαθέτουν άφθονο χρήμα για την προσέλκυση ικανών
και ταλαντούχων ατόμων, ώστε να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά την τεχνολογία.
Το κυριότερο μειονέκτημα της απαγόρευσης είναι ότι απέτυχε, αφού η χρήση
παράνομων ουσιών κατά τις τελευταίες δεκαετίες αυξήθηκε ιλιγγιωδώς. Η εισαγωγή των
ναρκωτικών στις χώρες που εφαρμόζουν κατασταλτικά μέτρα παραμένει αμείωτη, η
κατανάλωση αυξάνεται συνεχώς μαζί με τον αριθμό των τοξικομανών. Στους αφελείς και
καλοπροαίρετους οπαδούς της απαγόρευσης, ακούσιους συμμάχους των διεθνών καρτέλ
ναρκωτικών, συγκαταλέγονται η συντηρητική ηθικολογική επιχειρηματολογία (που ακόμη
είναι ισχυρότερη των επιστημονικών προσεγγίσεων του προβλήματος) και κυρίως η
θρησκευτική ακροδεξιά που ελέγχει τη θεσμική ζωή στις ΗΠΑ και διαχέει την ιδεολογία της
στον υπόλοιπο κόσμο.

Η άποψη της αποποινικοποίησης ή νομιμοποίησης. Αποποινικοποίηση σημαίνει ότι το


φάρμακο παραμένει παράνομο αλλά οι ποινές για προσωπική χρήση είναι μικρές ή
ανύπαρκτες. Νομιμοποίηση σημαίνει ότι η κατοχή και η εμπορική διάθεση της ουσίας είναι
νόμιμες και ρυθμίζονται με τον τρόπο που ισχύει για τις άλλες ουσίες (π.χ. αλκοόλ, καπνός
κ.λπ.) μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς. Οι υποστηρικτές της ελεύθερης
διάθεσης, διακίνησης και χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών επιμένουν ότι βασική προϋπόθεση
για κάθε θεραπευτικό μέτρο κατά των ναρκωτικών είναι η ελεύθερη χρήση τους. Σύμφωνα με
αυτούς, οι δαπάνες για τη μείωση της προσφοράς ναρκωτικών στην παράνομη αγορά έχουν
ξεπεράσει κάθε λογικό όριο και τα χρήματα που ξοδεύονται προς αυτήν την κατεύθυνση
μένουν χωρίς κανένα αντίκρισμα. Σε σχετική ανασκόπηση της κατάστασης (McCoun 1993)
γίνεται κριτική της «κλασικής θεωρίας αποτροπής» και εντοπίζονται επτά διαφορετικές οδοί
μέσω των οποίων τα μέτρα απαγόρευσης της χρήσης έχουν αντίθετο αποτέλεσμα,
προωθώντας ουσιαστικώς τη χρήση ναρκωτικών. Ένα άλλο επιχείρημά των υποστηρικτών
της ελεύθερης διάθεσης είναι ότι η απαγόρευση και δαιμονοποίηση των ναρκωτικών έχει
εμποδίσει τη σύγχρονη ιατρική να μελετήσει κατά τρόπο αυστηρώς επιστημονικό τις πολλές
και ποικίλες θεραπευτικές ιδιότητες των ψυχοδραστικών ουσιών.
Οι οπαδοί αυτής της άποψης υποστηρίζουν ακόμη ότι η προμήθεια ουσιών από
ανεξέλεγκτες πηγές είναι επικίνδυνη, αφού η νόθευση με άγνωστες ουσίες ή η παρασκευή
τους σε πρόχειρα παράνομα εργαστήρια είναι κανόνας. Έτσι το προϊόν που διακινείται στον
570

δρόμο δεν γνωρίζει κανείς τι περιέχει και σε ποια ποσότητα. Αυτό, λένε, δεν ισχύει μόνο για
τα ναρκωτικά αλλά για κάθε ουσία (π.χ. τα τρόφιμα) που ξεφεύγει από τον επίσημο
αγορανομικό και υγειονομικό έλεγχο και δεν διατίθεται μέσα από τα κανάλια της
θεσμοθετημένης αγοράς. Τα προϊόντα αυτά δεν έχουν σταθερή ποιότητα ούτε αξιόπιστες
οδηγίες χρήσης, όπως συμβαίνει και με το πιο απλό φάρμακο. Οι θιασώτες αυτής της
άποψης πιστεύουν ακόμη ότι η εμπορική απελευθέρωση των ουσιών θα οδηγήσει σε μεγάλη
πτώση της τιμής τους, με συνέπεια τη μείωση του κινήτρου διακίνησης, την αποδυνάμωση
και τελικώς την κατάρρευση του παράνομου εμπορίου ναρκωτικών, ενώ θα επιτρέψει
επιπλέον την πρόσβαση της πολιτείας στον έλεγχο ποιότητας των ουσιών, τον περιορισμό ή
και την εξαφάνιση των θανάτων από ατυχηματική δοσολογία (υπερβολική ή νοθευμένη
χρήση) και την πλήρη εξαφάνιση των εγκληματικών πράξεων για την εξασφάλιση της ουσίας.
Υπάρχει ακόμη η προσδοκία ότι θα μειωθεί ο αριθμός των φυλακισμένων, εκ των οποίων το
40% είναι παραβάτες του νόμου περί ναρκωτικών. Θα μειωθεί ο αριθμός των βλαβών από τη
χρήση, καθώς και η μετάδοση μολυσματικών νόσων όπως το AIDS και η ηπατίτιδα C. Τελικό
αποτέλεσμα θα είναι η απομυθοποίηση της αίσθησης της παρανομίας και της περιπέτειας
που γοητεύει τους νέους και τους οδηγεί στη χρήση. Η χρήση, υποστηρίζουν, μπορεί να είναι
ελεύθερη από μια ηλικία και πέρα, αλλά στις εφηβικές και παιδικές ηλικίες η εφαρμογή των
νόμων που αφορούν τη μέριμνα για την υγεία και την απόλυτη προστασία της ζωής σε αυτές
τις ηλικίες είναι αναγκαία. Οι ευθύνες του κράτους, ιδιαίτερα της αστυνομίας και των
διωκτικών αρχών, πρέπει να είναι περιορισμένες.
Ο αντίλογος στις αντιαπαγορευτικές απόψεις συνοψίζεται στα παρακάτω: Δεν είναι
ώριμες οι συνθήκες για αποποινικοποίηση. Τα αποτελέσματα της νομιμοποίησης μιας
παράνομης ουσίας δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν με βεβαιότητα. Αν ο νομικός έλεγχος
για μια συγκεκριμένη ουσία γίνει πιο χαλαρός, η μεγάλη ευχέρεια στην προμήθειά της θα
αυξήσει τη χρήση της. Εάν οι ουσίες είναι πιο διαθέσιμες, οι νέοι θα οδηγηθούν πιο εύκολα
σε αυτές. Όσο παραμένουν οι αιτίες που προκαλούν τοξικομανία και η διαθεσιμότητα των
ουσιών αυξάνεται, τόσο περισσότερο οι νέοι θα στρέφονται προς τις ουσίες. Πιθανές αλλαγές
στη νομοθεσία έχουν διεθνή σημασία. Αν μια χώρα αποφασίσει αλλαγή στη νομοθεσία της
σε ό,τι αφορά μια ναρκωτική ουσία ώστε αυτή να αντιμετωπίζεται όπως το οινόπνευμα, θα
υπάρξουν επιπτώσεις πέρα από τα σύνορα αυτής της χώρας. Αν η πρώτη ύλη της ουσίας
είναι εισαγόμενη, η απόφαση νομιμοποίησης θα επηρέαζε και τη χώρα παραγωγής, ενώ η
καταναλώτρια χώρα θα γινόταν κέντρο λαθρεμπορίου.

Κλινικά χαρακτηριστικά της χρήσης ουσιών


Αιτιοπαθογένεια. Βιολογικοί, ψυχοκοινωνικοί, πολιτιστικοί, πολιτικοί και ιστορικοί παράγοντες
αλληλοδιαπλέκονται στη διαμόρφωση ενός αιτιοπαθογενετικού πλαισίου ανάπτυξης της
εξαρτησιογόνου συμπεριφοράς. Όπως επισημαίνει ο Λιάππας (1992), οποιαδήποτε
προσπάθεια ερμηνείας του φαινομένου της ουσιοεξάρτησης πρέπει να είναι
πολυπαραγοντική και να συμπεριλαμβάνει δεδομένα από ποικίλους τομείς. Η φύση του
φαινομένου αυτού μπορεί να γίνει κατανοητή περισσότερο με τη σύγκλιση παρά με την
απόκλιση των διαφόρων απόψεων που ερμηνεύουν τη σχέση ανάμεσα στον χρήστη, την
ουσία και το περιβάλλον.
Η ντοπαμινεργική θεωρία της εξάρτησης βασίζεται σε ενδείξεις από τη δραστηριότητα του
ντοπαμινεργικού συστήματος. Η ντοπαμίνη είναι νευρομεταβιβαστής που συνδέεται με τη
δημιουργία ευχάριστων συναισθημάτων και συμμετέχει σε διαδικασίες μάθησης και
μνήμης. Κάθε ευφοριογόνο ερέθισμα αυξάνει τον ρυθμό λειτουργίας των ντοπαμινεργικών
νευρώνων αυτού του συστήματος, το οποίο δραστηριοποιείται κάθε φορά που το
αποτέλεσμα μιας ενέργειας είναι καλύτερο από το αναμενόμενο, ενώ αναστέλλεται όταν το
αποτέλεσμα είναι χειρότερο από το προσδοκώμενο. Ενεργοποιείται από παράγοντες όπως
π.χ. η προσδοκία ικανοποιήσεως (επιτυχία επίλυσης προβλήματος, αντάμωμα με
προσφιλές πρόσωπο κ.λπ.), αλλά και από πολλές εξαρτησιογόνες ουσίες. Τα ερεθίσματα
που προκαλούν αύξηση της ντοπαμίνης κάνουν το σύστημα ανταμοιβής να ωθεί τον
οργανισμό σε αναζήτηση ευφοριογόνων ερεθισμάτων.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα εξαρτημένα από ουσίες άτομα δεν τις διαλέγουν στην τύχη, αλλά
επειδή αυτές οι ουσίες τούς ανακουφίζουν από συγκεκριμένες επώδυνες ψυχοπαθολογικές
571

καταστάσεις. Σύμφωνα με την υπόθεση της αυτοφαρμακοθεραπείας (Khantzian 1985), οι


τοξικομανείς είναι προδιατεθειμένοι στην εξάρτηση επειδή υποφέρουν από επώδυνες
συναισθηματικές καταστάσεις. Η επιλογή της ουσίας είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης
μεταξύ της ψυχοφαρμακολογικής δράσης της ουσίας και των κυριαρχικών επώδυνων
συναισθημάτων με τα οποία ο χρήστης παλεύει. Οι χρήστες οπιοειδών τα χρειάζονται
επειδή καταστέλλουν τα αποδιοργανωτικά και απειλητικά συναισθήματα της οργής και της
επιθετικότητας. Οι χρήστες κοκαΐνης την επιλέγουν για την ικανότητά της να ανακουφίζει τη
δυσφορία που συνδέεται με την κατάθλιψη και να αμβλύνει τη δυσκολία των
διαπροσωπικών συναλλαγών.
Ο Μαρσέλος (1989) χαρακτηρίζει το φαινόμενο της τοξικομανίας ως «φαρμακευτική φυγή»,
ως απουσία προσωρινή (ύπνος) ή μόνιμη (θάνατος) μέσα από μια σειρά ριψοκίνδυνων
συμπεριφορών. Η χρήση ναρκωτικών δημιουργεί αφενός τις συνθήκες της απουσίας,
αφετέρου τις προϋποθέσεις για τη μετάπτωσή της από προσωρινή σε μόνιμη με τρόπο
ανώδυνο και ανεπαίσθητο μέσα στον ονειρικό χώρο της ίδιας της απουσίας.
Η μελέτη της προνοσηρής προσωπικότητας είναι δύσκολη χωρίς τη βοήθεια κάποιου
πληροφοριοδότη, συνήθως μέλους της οικογένειας, που να γνωρίζει τον χρήστη αρκετό
χρόνο πριν από την έναρξη λήψης της ουσίας. Υπάρχει μεγάλη δυσκολία στην εκτίμηση
τού κατά πόσον η εμφανιζόμενη προσωπικότητα του τοξικομανούς είναι και η πραγματική
βασική του προσωπικότητα ή σε ποιον βαθμό τροποποιείται από την ψυχοτρόπο δράση
της ουσίας. Για παράδειγμα, ένας χρήστης αμφεταμίνης μπορεί να εμφανίζεται ως
ομιλητικός και χαρούμενος, αλλά χωρίς την ουσία μπορεί να είναι ήσυχος, αγχώδης και
αποτραβηγμένος. Η ίδια η εξάρτηση από την ουσία μπορεί να είναι η έκφραση μιας
διαταραγμένης προσωπικότητας, η οποία κάτω από συνθήκες ψυχοκαταπόνησης ή κρίσης
οδηγείται στη χρήση ουσιών. Άτομα με αντικοινωνική προσωπικότητα κάνουν χρήση
ουσιών από μικρότερη ηλικία και η πλειονότητά τους αποτυγχάνει στα προγράμματα
απεξάρτησης. Παρά το ότι η μεγάλη πλειονότης των χρηστών παρουσιάζει σημεία
διαταραχών της προσωπικότητας, το φυσιολογικό άτομο είναι και αυτό ευάλωτο, ιδιαίτερα
όταν βρίσκεται σε περιόδους ψυχοκαταπόνησης ή κατάθλιψης. Τότε μπορεί να δοκιμάσει
φάρμακα (π.χ. αγχολυτικά) ή ουσίες (π.χ. αλκοόλ), από τα οποία είναι δυνατόν να
εξαρτηθεί. Νεαροί χρήστες είναι συνήθως συναισθηματικώς ανώριμα, ασταθή και
ανεπαρκή άτομα και κρατούν μια επικριτική στάση απέναντι στους άλλους και κυρίως σε
ό,τι έχει σχέση με τους θεσμούς και την εξουσία. Ίσως αποτυγχάνουν στην επίτευξη των
στόχων τους ή ίσως έχουν πολύ χαμηλές φιλοδοξίες. Πολλοί δεν μπορούν να
αποφασίσουν τι θα κάνουν στη ζωή τους. Έχουν κακές επιδόσεις στο σχολείο με πολλές
απουσίες. Τι οδηγεί αυτούς τους νέους σε επικίνδυνες συμπεριφορές; Η σύγκρουση με τον
πατέρα, και ό,τι αυτός συμβολίζει, είναι παγκόσμιο και διαχρονικό φαινόμενο και πυροδοτεί
πάντοτε τις δυνάμεις της αντιεξουσίας. Ορισμένες ριψοκίνδυνες συμπεριφορές των νεαρών
ατόμων επαναλαμβάνονται σε όλες τις χώρες και σε όλες τις εποχές, δηλαδή έχουν και
αυτές οικουμενικό και διαχρονικό χαρακτήρα. Στη σύγχρονη εποχή, μεταξύ μιας σειράς
επιλογών επικίνδυνων συμπεριφορών, αρκετοί νέοι επιλέγουν τα ναρκωτικά.
Κοινωνικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στην αιτιολογία της χρήσης ουσιών (WHO
1988). Η χρήση εξαρτησιογόνων και άλλων «καταραμένων» ουσιών από τους ανθρώπους
των γραμμάτων και της υψηλής μπουρζουαζίας κατά τον 19ο αιώνα υπήρξε το εναρκτήριο
λάκτισμα μιας διαδικασίας μίμησης και προπαγάνδας που οδήγησε τη χρήση ναρκωτικών
στη σημερινή κατάσταση. Το τελευταίο αστέρι της ναρκοκουλτούρας ο William Burroughs
(1914–1997), οπιομανής, συζυγοκτόνος και πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ
έγραψε το 1958 το εμβληματικό «Γυμνό Γεύμα» αληθινό κόσμημα της παγκόσμιας
λογοτεχνίας. Κατά τη δεκαετία του ’60 άρχισε η διάδοση των ναρκωτικών από τα
αμερικανικά πανεπιστήμια (πρώτα ορισμένοι καθηγητές και κατόπιν φοιτητές) και μέσα από
μια έξοχα οργανωμένη καλλιέργεια των μηχανισμών μίμησης απλώθηκε σε ολόκληρο τον
πλανήτη. Η εξάπλωση των ναρκωτικών δεν είναι δυνατόν να αναχαιτιστεί αν δεν
σταματήσει η διαφήμισή τους από πρόσωπα που για τις πλατιές πολτοποιημένες μάζες
είναι πρότυπα για μίμηση, όπως καλλιτέχνες, πολιτικοί κ.λπ. Το «Όπιουμ», για
παράδειγμα, το πρώτο άρωμα με την υπογραφή του Υβ Σεν Λοράν, λανσαρίστηκε το 1977
μέσα από μια θορυβώδη εκστρατεία των ΜΜΕ, στην οποία πρωταγωνιστούσε το μοντέλο
572

Τζέρι Χολ και όπου συνταιριάζονταν τεχνηέντως «η σεξουαλική επανάσταση, η ροκ


μουσική και τα ναρκωτικά».
Η ιδεολογία της απελευθέρωσης του ανθρώπου από κάθε φυσική, ηθική ή εθιμοτυπική
εξάρτηση και μαζί η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς μέσα στο πλαίσιο της δημοκρατίας
δεν οδήγησαν μόνο στην ανατροπή θεσμικών δεδομένων που λειτουργούσαν ως
αναχώματα, όπως η οικογένεια και οι κοινωνικές αξίες, αλλά διαμόρφωσαν και ένα κλίμα
ανοχής και επιτρεπτικότητας, που διευκολύνει την ανάπτυξη της ελεύθερης διακίνησης
ακραίων ιδεών και συμπεριφορών, μεταξύ των οποίων και η χρήση των ναρκωτικών. Η
τοξικομανία είναι η έκφραση δυσφορίας σε έναν πολιτισμό παρακμής, όπως γράφει πολύ
χαρακτηριστικά η Μάτσα (2002). Κοινωνικοί όροι που δημιουργούν αποξένωση
θεωρούνται από πολλούς ως τροφοδότες της τοξικομανίας. Η χρήση ναρκωτικών
συσχετίζεται με την κοινωνική και οικονομική αποστέρηση και με την έλλειψη προοπτικών
στη ζωή, αφού είναι πολύ περισσότερο διαδεδομένη στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Σε πληθυσμούς όπου παρατηρείται πτώση του κοινωνικού στάτους (π.χ. παιδιά με
εισόδημα μικρότερο εκείνου των γονέων), η συχνότητα χρήσης ναρκωτικών είναι
μεγαλύτερη. Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι υπάρχουν και ουσίες πολύ
διαδεδομένες στα ανώτερα στρώματα.
Το οικογενειακό περιβάλλον αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για πειραματισμό με
απαγορευμένες ουσίες. Το μεγαλύτερο ποσοστό των χρηστών ουσιών προέρχεται από
διαταραγμένες οικογένειες. Χωρισμός των γονέων, γονεϊκή υπεραυταρχικότητα, εργασιακή
απασχόληση και των δύο γονέων είναι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη
συμπεριφορών που οδηγούν στα ναρκωτικά. Τα κύρια χαρακτηριστικά της οικογένειας του
τοξικομανούς (Μάτσα 1997) είναι: μικρότερη συνοχή και μεγαλύτερη σύγκρουση μεταξύ
των μελών, λιγότερα ενδιαφέροντα, μικρότερη συμμετοχή σε πολιτιστικές και πνευματικές
δραστηριότητες, μεγαλύτερος αριθμός στρεσογόνων καταστάσεων και θανάτων,
συχνότερες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Η ιεραρχία μέσα στην οικογένεια έχει
ανατραπεί. Οι γονείς αρνούνται επί χρόνια, παρά τις σχετικές ενδείξεις, να δεχτούν την
τοξικομανία του παιδιού τους (οικογενειακή τύφλωση). Στο σπίτι η επικοινωνία μεταξύ των
μελών, κυρίως μεταξύ των γονέων, μπορεί να έχει πλήρως καταρρεύσει. Συχνά υπάρχει
ιστορικό ψυχικής νόσου ή διαταραχής της προσωπικότητας μέλους ή μελών στην
οικογένεια του τοξικομανούς.
Η πίεση που προέρχεται από την παρέα, ο τρόπος ζωής και το βιοτικό ύφος (life style) που
υιοθετούν τα μέλη στο εσωτερικό της, καθώς και η περιέργεια συμβάλλουν σημαντικά προς
αυτή την κατεύθυνση. Στην κουλτούρα των νεανικών ηλικιών τα ναρκωτικά πλασάρονται
επειδή καλμάρουν, δημιουργούν ευφορία, απαλλάσσουν από αμφιβολίες, απλοποιούν τις
σκέψεις. Πολλά νεαρά άτομα δεν έχουν κάποιο σοβαρό οικογενειακό ή άλλο λόγο, αλλά
παίρνουν την ουσία από περιέργεια, «για πλάκα», για συντροφιά. Πολλά παιδιά αρχίζουν
τη χρήση ουσιών επειδή δεν έχουν κανένα λόγο ή δικαιολογία για να μην το κάνουν αυτό.
Ορισμένοι κοινωνικοί αμφισβητίες, θεωρώντας πως ό,τι είναι παράνομο είναι και
επαναστατικό, μετατρέπουν τα ναρκωτικά σε σημαία της κοινωνικής εξέγερσης. Η
ριψοκινδυνότητα στις νεαρές ηλικίες είναι δυνατόν να προσλάβει χαρακτήρα ανατρεπτικό
και επικίνδυνο για το κοινωνικό status quo. Η χειραγώγησή της μπορεί να αποδειχθεί
χρήσιμη στρατηγική. Η εξουσία είναι σε θέση να εξουδετερώνει την επαναστατικότητα και
την ανατρεπτική δράση που προέρχεται από την κοινωνική αμφισβήτηση των νέων όχι με
την καταστολή –που δεν ταιριάζει στη σύγχρονη μορφή δημοκρατίας–, αλλά μέσα από τη
διάδοση της σεξουαλικής ελευθεριότητας, της διασκέδασης και της χρήσης ναρκωτικών.
Έτσι τα ναρκωτικά, ενώ παρουσιάζονται ως εργαλεία κοινωνικής επανάστασης,
μετατρέπονται εντέλει σε αποτρεπτικό μηχανισμό των επαναστάσεων (Henry and Leger
1976). Στις περισσότερες χώρες η αύξηση της χρήσης ουσιών άρχισε κατά τη δεκαετία του
’60 και συνδέθηκε με τα κινήματα της αντικουλτούρας, του πασιφισμού και του χιππισμού.
Ωστόσο δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η διάδοση των ναρκωτικών στις
αμερικανικές και στις ευρωπαϊκές νεολαίες ήταν μεθοδευμένη από μηχανισμούς της
εξουσίας ώστε, σε συνδυασμό με τη μεγάλη σεξουαλική επιτρεπτικότητα, να αναχαιτισθεί
ένα πολύ ισχυρό κίνημα πολιτικής διαμαρτυρίας και κοινωνικής επαναστατικότητας με
573

δυνητικώς τεράστια ανατρεπτική δύναμη που παρουσίαζε σημάδια μεγάλης διόγκωσης


εκείνη την εποχή.
Αρκετοί μελετητές αναρωτιούνται αν η επιδημία των ναρκωτικών είναι γνήσια ή
κατασκευασμένη από τα μέσα προπαγάνδας, που και αυτά καθοδηγούνται. Η διαφήμιση
που προωθούν τα ΜΜΕ υπέρ των ναρκωτικών, παρά το ότι επιδιώκουν να εμφανισθούν
ως διώκτες τους, βρίσκεται στο απόγειό της και σε πολλές περιπτώσεις είναι άμεση, ενώ
παράλληλα βρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη η απαγόρευση και η αστυνομική καταστολή. Τα
ναρκωτικά εξωραΐζονται μέσα από την ποικιλόμορφη δημοσιότητα που δίδεται στη χρήση
τους από διασημότητες της καθημερινότητας. Κεντρικός στόχος αυτής της προπαγάνδας
είναι οι μικρές ηλικίες, η εύρεση δελεαστικών τρόπων ώστε ο μαθητικός πληθυσμός του
λυκείου να μπει στον πειρασμό να δοκιμάσει την ουσία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο,
κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, εκατοντάδες βιβλία και αμέτρητα
τραγούδια φαίνονται στρατευμένα στη διαφημιστική εξύμνηση της χρήσης των ναρκωτικών.

Επιδημιολογία. Η παράνομη χρήση των εξαρτησιογόνων ουσιών δεν επιτρέπει τη διενέργεια


επακριβών επιδημιολογικών ερευνών. Τα στοιχεία που προσφέρονται τόσο από μελέτες όσο
και από αρμόδια δημόσια όργανα και υπηρεσίες έχουν μέτρια αξιοπιστία ή δεν έχουν
καθόλου. Έτσι ο αριθμός των χρηστών, το είδος των ουσιών που καταναλώνονται και οι
επιπτώσεις στη ζωή και την υγεία τους είναι αδύνατον να καταμετρηθούν με ακρίβεια, ακόμη
και σε χώρες που μπορούν να πραγματοποιήσουν επιδημιολογικές μελέτες.
Η ριψοκίνδυνη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών αφορά συνήθως νεαρά άτομα. Τα ποσοστά
των χρηστών στις ηλικιακές ομάδες 12-17 και άνω των 26 είναι πολύ μικρότερα. Αλλά η
ηλικία των 14 ετών από πολλούς αναφέρεται ως η μέση ηλικία έναρξης. Η αναλογία είναι
περίπου 3:1 υπέρ των ανδρών. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις, όπως στην χρήση
βενζοδιαζεπινών, οι γυναίκες υπερτερούν. Όσον αφορά το είδος των ουσιών που
προτιμώνται σε σχέση με την ηλικία, παιδιά και έφηβοι κάνουν χρήση κάνναβης, διαλυτικών
και ηρεμιστικών. Σε μια έκθεση της WHO, τα ποσοστά εκείνων που ελάμβαναν φάρμακα
(WHO 1983) κατά είδος ουσίας ήσαν: κάνναβη 27,4%, οπιοειδή 15%, κοκαΐνη 6,8%,
ψευδαισθησιογόνα 1,7%, ψυχοτρόπα φάρμακα για μη ιατρική χρήση όπως διεγερτικά,
ηρεμιστικά, υπνωτικά, αναλγητικά 7,0%. Νεαροί ενήλικες προτιμούν ηρωίνη, άλλα οπιοειδή
και κοκαΐνη, και οι ηλικιωμένοι αλκοόλ, ψυχοτρόπα φάρμακα, κοκαΐνη και αμφεταμίνες. Μετά
την ηλικία των 20 αρχίζει μία κάμψη και μετά τα 35-40 τα ποσοστά των χρηστών μειώνονται
κατά πολύ. Το φαινόμενο της πολυτοξικομανίας είναι πολύ διαδεδομένο.
Στην Ελλάδα τα στοιχεία είναι ανεπαρκέστατα και οι σχετικές μελέτες διακρίνονται για
την προχειρότητά τους, αν και μερικές δίνουν κάποιαν εικόνα του προβλήματος. Η
πλειονότητα των μαθητών του λυκείου έχουν δοκιμάσει επανειλημμένως οινόπνευμα και
νικοτίνη (Υφαντής 1989, Φραγκίδης 1989) και ένα σημαντικό ποσοστό χασίς (Κοκκέβη και
Στεφανής 1994). Ο Μώρος (1987) μελέτησε 489 χρήστες ναρκωτικών που ζήτησαν βοήθεια
από ψυχιατρικές υπηρεσίες στην Αθήνα. Η σχέση γυναικών προς άνδρες ήταν 1:6 και η μέση
ηλικία τους 25 έτη. Οι χρήστες ηρωίνης αποτελούσαν το 62%, ενώ οι χρήστες χασίς το 6%.
Αυτό βέβαια δείχνει ότι οι ηρωινομανείς χρειάζονται και επιζητούν εξειδικευμένη βοήθεια για
να απεξαρτηθούν, ενώ οι χρήστες χασίς χρειάζονται ανάλογη βοήθεια σε πολύ μικρότερο
βαθμό. Σε όλες τις ηλικιακές ομάδες άνω των 20 ετών παρατηρείται κατά τα τελευταία χρόνια
σταθερή μείωση της ενδοφλέβιας χρήσης ηρωίνης, αλλά με ταχείς ρυθμούς αυξάνεται η
χρήση της κοκαΐνης, μολονότι εμφανίζει ακόμη χαμηλή επικράτηση (2,6%).

Διάγνωση. Πρώιμη διάγνωση της ουσιοεξάρτησης είναι δυνατόν να βελτιώσει την πρόγνωση
και να διευκολύνει τη θεραπεία επειδή δεν έχουν ακόμη εγκατασταθεί παγιωμένες μορφές
τοξικομανιακής συμπεριφοράς σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο, όπως π.χ. η κουλτούρα της
βελόνας και η παραπτωματικότητα. Είναι επίσης δυνατόν να προληφθούν καταστάσεις όπως
υπερδοσολογία ή λοιμώξεις στους ενδοφλέβιους χρήστες. Ωστόσο, επειδή ένα μεγάλο μέρος
τοξικομανών είναι πολυχρήστες, η διάγνωση συγκεκριμένης εξάρτησης είναι δύσκολη.
Βέβαια οι περισσότερες ουσίες σήμερα είναι δυνατόν να ανιχνευθούν στο αίμα, στα ούρα ή
στην εκπνοή. Διάγνωση που βασίζεται στη λήψη ιστορικού δεν έχει μεγάλη εγκυρότητα,
επειδή οι χρήστες ουσιών είναι εξόχως αναξιόπιστοι. Άλλοι αποκρύπτουν τη χρήση ουσίας,
574

ενώ άλλοι υπερβάλλουν ως προς την ποσότητα που χρειάζονται, αναλόγως των κινήτρων
τους. Μερικά αντικειμενικά ευρήματα όπως θρομβωμένες φλέβες, ουλές από τρυπήματα,
προτίμηση μακρυμάνικων ενδυμάτων κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, μόνο σε αόριστες
και επισφαλείς υποψίες είναι δυνατόν να οδηγήσουν. Άλλα σημεία μπορεί να είναι οι πολλές
απουσίες στο σχολείο, η πτώση της επίδοσης στην εργασία, η μείωση των εξόδων ώστε να
εξασφαλιστούν χρήματα για την αγορά της ουσίας, η απώλεια του ενδιαφέροντος για την
προσωπική εμφάνιση και καθαριότητα, η κοινωνική απομόνωση, η εγκατάλειψη του
πατρικού σπιτιού, η συναναστροφή με άτομα που ανήκουν στην τοξικομανιακή
υποκουλτούρα, η εγκατάλειψη των παλιών φίλων, διάφορα προβλήματα με τον νόμο
(μικροκλοπές, πορνεία κ.λπ.). Η κατάταξη των χρηστών είναι δυνατόν να γίνει με βάση τη
συχνότητα χρήσης και την ποσότητα της προσλαμβανόμενης ουσίας. Έχουν προταθεί, στα
δύο μεγάλα ταξινομικά συστήματα, οι έννοιες: Βλαπτική χρήση και επικίνδυνη χρήση,
Αναφέρεται μια χρήση, Πειραματική (από περιέργεια) χρήση, Περιστασιακή χρήση, Κανονική
μη προβληματική χρήση, Κανονική προβληματική χρήση, Ψυχολογική ή/και φυσική εξάρτηση.
Η κλινική και διαγνωστική χρησιμότητα αυτών των κατατάξεων, χρήσιμων ίσως στις
ασφαλιστικές εταιρείες και στα δικαστήρια, είναι αμφισβητήσιμη. Π.χ., μπορούμε να μιλάμε
για κανονική μη προβληματική χρήση της ηρωίνης;

Συννοσηρότητα κατάχρησης ουσιών και ψυχικών διαταραχών είναι συχνό φαινόμενο και έχει
δύο πτυχές. Η πρώτη αφορά άτομα με ψυχικά νοσήματα τα οποία τείνουν στην κατάχρηση
ουσιών και η δεύτερη αφορά το είδος και τη συχνότητα της ψυχοπαθολογίας που προκύπτει
από τη χρήση ουσιών. Οι πιο συχνές συννοσηρές διαταραχές που παρατηρούνται στους
ουσιοεξαρτημένους είναι (Regier et al 1990): αγχώδεις διαταραχές, συναισθηματικές
διαταραχές, διαταραχές αντικοινωνικής προσωπικότητας και σχιζοφρένεια. Η ουσιοεξάρτηση
σχετίζεται επίσης με υψηλά ποσοστά αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς. Περίπου το 1/3 των
ατόμων με συναισθηματικές διαταραχές κάνουν χρήση κυρίως οινοπνεύματος και λιγότερο
άλλων ουσιών. Αγχώδεις διαταραχές οδηγούν στη χρήση αλκοόλ και αγχολυτικών
φαρμάκων. Η κάνναβη πυροδοτεί ψυχωσικά επεισόδια, όπως επίσης οι αμφεταμίνες και τα
μανιτάρια. Το αλκοόλ ευνοεί την κατάθλιψη, η κοκαΐνη προκαλεί παραληρητικές ιδέες
διωκτικού τύπου, τα οπιοειδή αμβλύνουν την ψυχοσεογόνο δράση της κάνναβης κ.λπ.

Θεραπεία. Βασικός γενικός κανόνας στη θεραπεία των ουσιοεξαρτήσεων είναι η επίτευξη
τριών στόχων: έναρξη της αποχής από την ουσία, μείωση και αντιμετώπιση των
συμπτωμάτων στέρησης και άλλων πιθανών επιπλοκών και, τέλος, συγκράτηση του
ασθενούς στη θεραπεία. Μετά τη διακοπή της ουσίας είναι απαραίτητο να συνεχιστεί η
θεραπεία ώστε να διατηρηθεί η αποχή. Οι ουσίες που χρησιμοποιούνται πρέπει να
καταγραφούν με ιδιαίτερη προσοχή από την αρχή, διότι υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές
μεταξύ τους όσον αφορά την εμφάνιση και τη σοβαρότητα των στερητικών συμπτωμάτων.
Παρά το ότι στην αρχή τα συμπτώματα της στέρησης (δυσφορία, αϋπνία, άγχος,
ευερεθιστότητα, ναυτία, διέγερση) είναι περίπου όμοια, κατά την εξέλιξη εμφανίζονται
μεγάλες διαφοροποιήσεις (Kosten and O’Connor 2003). Η απόσυρση από το αλκοόλ είναι
δυνατόν να οδηγήσει σε τρομώδες ντελίριο και να απειλήσει σοβαρά τη ζωή του ασθενούς,
ενώ η απόσυρση από τα οπιοειδή είναι ακίνδυνη παρά τις θορυβώδεις εκδηλώσεις της. Τα
στερητικά από βενζοδιαζεπίνες ενδεχομένως να εκδηλωθούν με επιληπτικές κρίσεις.
Επομένως η οργάνωση ενός θεραπευτικού προγράμματος απεξάρτησης είναι σαφώς
εξατομικευμένη και σε περιπτώσεις πολλών ουσιών ίσως απαιτηθεί νοσοκομειακή κάλυψη.

Πρόληψη. Τις τελευταίες δεκαετίες εφαρμόσθηκαν σε όλον τον κόσμο ποικίλα προγράμματα
πρόληψης βασισμένα σε συνδυασμούς δράσεων, όπως εκφοβισμός, υγειονομική διαφώτιση,
ενημέρωση νέων και γονέων, κοινωνική δυσανεξία και απόρριψη των τοξικομανών κ.λπ. Όλα
αυτά τα προγράμματα στέφθηκαν με πλήρη αποτυχία, διότι συνδυάζονταν με την αστυνομική
και δικαστική καταστολή. Κρατικά κατευθυνόμενη πρόληψη στο θέμα των ναρκωτικών είναι
καταδικασμένη σε αποτυχία. Τα πράγματα επίσης χειροτερεύουν πιο πολύ κατά το ότι το
θέμα της πρόληψης έχει αφεθεί πολλές φορές σε ομάδες συντηρητικών, κομφορμιστών,
υπερθρησκευόμενων και ηθικολόγων, που μπορούν να καταστρέψουν κάθε σωστή
575

προσπάθεια με τους τρόπους και τα μέσα που χρησιμοποιούν. Εξάλλου οι ίδιοι απαρτίζουν
άκρως απεχθείς και καθόλου πειστικές προς τους τοξικομανείς κοινωνικές ομάδες.
Επιτυχημένη πρόληψη ίσως σχετίζεται με την ενίσχυση της κοινωνικής παρέμβασης, με την
ενίσχυση των γονεϊκών ρόλων της οικογένειας και με τη συγκρότησή της σε επίπεδο
ψυχοσυναισθηματικής ολότητας. Ωστόσο μια τέτοια προοπτική μοιάζει σήμερα περισσότερο
με ευχή, αφού η διάλυση της οικογένειας προχωρεί με γοργούς ρυθμούς.

Αλκοόλ. Το οινόπνευμα είναι μια ουσία με πολύ ελκυστικά χαρακτηριστικά. Προσφέρει


ευχάριστα σωματικά και ψυχικά βιώματα, απομακρύνει συναισθήματα άγχους, φόβου,
αβεβαιότητας και δυσθυμίας. Στην ιστορία της ιατρικής το βρίσκει κανείς πολλές φορές να
χρησιμοποιείται ως αγχολυτικό, υπναγωγό και, σε συνδυασμό με άλλες ουσίες, ως
ναρκωτικό και αναλγητικό. Η αγχολυτική δράση του έχει επισημανθεί από πολλούς ως
πυροδοτικός παράγων της χρόνιας χρήσης και εξάρτησης. «Το άγχος διαλύεται στο αλκοόλ
όπως η ζάχαρη στο νερό», έλεγε ο Freud· και οι ψυχαναλυτές, επεκτείνοντας το λογοπαίγνιο,
έλεγαν ότι το εγώ είναι ένα τμήμα του ψυχικού οργάνου με μεγάλη διαλυτότητα στο αλκοόλ.
Είναι όμως και απόλυτο δηλητήριο του ΚΝΣ με τελική έκβαση, ύστερα από χρόνια χρήση, την
εγκεφαλική βλάβη. Σε γενικές γραμμές οι επιπτώσεις από την παθολογική χρήση του
συνοψίζονται σε ένα φάσμα προβλημάτων που περιλαμβάνουν φτωχή παραγωγικότητα,
αύξηση της νοσηρότητας και θνησιμότητας, τροχαία και άλλα ατυχήματα, εγκληματικότητα,
κακοποίηση παιδιών και γυναικών. Υψηλά ποσοστά εισαγωγών στα νοσοκομεία και θανάτων
λόγω παθολογικής χρήσεως αλκοόλ (παγκρεατίτιδα, κίρρωση του ήπατος) ή συνεπαγόμενων
ατυχημάτων καταγράφονται κυρίως στην Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο μη ισλαμικό
κόσμο. Η χρήση αλκοόλ ευθύνεται για το 40% του συνόλου των νεκρών από τροχαία, το
57% των οποίων είναι ηλικίας 17-25 ετών.

Παρά την ποικιλία των προσεγγίσεων στο ζήτημα του αλκοολισμού, υπάρχει ομοφωνία ως
προς μία τουλάχιστον παράμετρό του: ο αλκοολισμός είναι μια χρόνια διαταραχή της
συμπεριφοράς που εκδηλώνεται με εξακολουθητική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών σε
υπερβολικό βαθμό έτσι ώστε να επηρεάζει αρνητικά την υγεία του πότη καθώς και την
κοινωνική και οικονομική του κατάσταση. Η ημερήσια κατανάλωση 100 g καθαρής αλκοόλης
είναι ένα γενικώς αποδεκτό ποσοτικό κριτήριο, αν και υπάρχουν προτάσεις να θεωρηθεί ως
αλκοολικός εκείνος που λαμβάνει 40-50 g ημερησίως. Ο αλκοολισμός μπορεί να θεωρηθεί
μείζον ψυχιατρικό πρόβλημα στις σύγχρονες δυτικές βιομηχανικές κοινωνίες. Ωστόσο, η
επίγνωση του γενικού πληθυσμού σχετικά με τη νοσολογική διάσταση του προβλήματος
καθώς και η επίγνωση για τις σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές του επιπτώσεις είναι
ακόμη απογοητευτικά μικρές. Αυτή η ελλιπής γνώση δεν οφείλεται μόνο στην κοινωνική
αποδοχή της συνήθειας κατανάλωσης οινοπνεύματος αλλά και σε οικονομικούς λόγους. Σε
πολλές οινοπαραγωγούς χώρες σημαντικό ποσοστό του επαγγελματικώς ενεργού
πληθυσμού κερδίζει ένα μέρος ή και το σύνολο του εισοδήματός του από την παραγωγή ή
πώληση αλκοολούχων ποτών, η παραγωγή και κατανάλωση των οποίων συμβάλλει
σημαντικά στο εθνικό εισόδημα των περισσότερων χωρών της Ευρώπης και του υπόλοιπου
βιομηχανικού κόσμου. Μεγάλες ομάδες συμφερόντων συνδεδεμένων με αυτές τις
δραστηριότητες κάνουν ό,τι μπορούν για τη διαμόρφωση ενός κλίματος αποδοχής του από
τον πληθυσμό και η τάση είναι να χαρακτηρισθεί τελικώς το οινόπνευμα ως ένα φυσιολογικό
προϊόν με ελάχιστους περιορισμούς στη διακίνηση και διαθεσιμότητά του.

Επιδημιολογία. Περίπου το μισό της παγκόσμιας παραγωγής αλκοολούχων ποτών


καταναλώνεται στις βιομηχανικές χώρες, οι οποίες απαρτίζουν το 1/10 του παγκόσμιου
πληθυσμού. Στις χώρες με τη μεγαλύτερη κατανάλωση περιλαμβάνονται η Γαλλία, η Ρωσία,
η Γερμανία και η Ισπανία. Η συχνότητα του αλκοολισμού επηρεάζεται από την ηλικία, το
φύλο, το επάγγελμα, την κοινωνική τάξη και την ιδεολογία που κυριαρχεί στην πλειονότητα
του πληθυσμού. Τα ποσοστά των αλκοολικών σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες έχουν
εκτοξευτεί στα ύψη κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Περί το 8%-12% του γενικού πληθυσμού,
στις χώρες αυτές, παρουσιάζουν προβληματική χρήση του αλκοόλ και αλκοολισμό. Περίπου
το 10% των ασθενών των γενικών νοσοκομείων πάσχουν από αλκοολισμό. Η σχέση ανδρών
576

προς γυναίκες είναι 7:1. Η μεγαλύτερη συχνότητα αλκοολισμού παρατηρείται στους νέους
ανύπανδρους άνδρες των μεγάλων πόλεων. Η Ελλάδα είναι χώρα οινοπαραγωγός από την
αρχαιότητα, χωρίς αυστηρούς πολιτιστικούς ή νομοθετικούς περιορισμούς στην παραγωγή,
πώληση και κατανάλωση οινοπνευματωδών. Η κατανάλωση οίνου και άλλων ποτών
βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα (π.χ. η Ελλάδα έρχεται πρώτη στην Ευρώπη και ίσως διεθνώς
στην εισαγωγή ουίσκι). Επομένως το ότι δεν έχουν ανιχνευθεί υψηλά ποσοστά αλκοολισμού
σε παλαιότερες μελέτες (Μαδιανός και Λιάκος 1980) ίσως οφείλεται στις μεγάλες δυσκολίες
οργάνωσης μιας αξιόπιστης επιδημιολογικής μελέτης για τον αλκοολισμό που ακόμη δεν έχει
γίνει στην Ελλάδα.

Αιτιοπαθογένεια. Θεωρίες γενετικές, σωματικές, ψυχολογικές, ψυχαναλυτικές, κοινωνικές


έχουν προταθεί για την εξιχνίαση της αιτιοπαθογένειας της εξάρτησης από το αλκοόλ· έχει
επίσης προταθεί και ένα πολυπαραγοντικό μοντέλο, που περιλαμβάνει
αλληλοδιαπλεκόμενους κληρονομικούς, περιβαλλοντικούς και ψυχολογικούς παράγοντες
κινδύνου, το οποίο είναι γενικώς αποδεκτό.
Οι γενετικές θεωρίες αντλούν τα επιχειρήματά τους από μελέτες σε οικογένειες και από
μελέτες σε διδύμους και υιοθετημένους. Το γεγονός ότι ο αλκοολισμός έχει συχνά οικογενή
εμφάνιση και ότι υπάρχει οικογενειακή προδιάθεση σε αυτόν είναι γνωστό από παλιά, αλλά
κατά τη δεκαετία του ’70 διαπιστώθηκε σε μελέτες διδύμων και υιοθετημένων ατόμων (Clon-
inger et al 1981, Sigvardsson 1996) ότι μεγάλο μέρος της επιρρέπειας προς το αλκοόλ
κληρονομείται. Δεν είναι γνωστό τι ακριβώς κληρονομείται, ούτε αν πρόκειται για παράγοντα
που αφορά αποκλειστικά το οινόπνευμα. Οι επιμέρους παράγοντες που ενδέχεται να
κληρονομούνται και να ωθούν προς την κατεύθυνση του αλκοολισμού είναι οι ακόλουθοι: η
ιδιοσυγκρασία, η μειωμένη ικανότητα ελέγχου της συμπεριφοράς, η αρχική ευαισθησία στις
ευχάριστες ή δυσάρεστες επιδράσεις του οινοπνεύματος, ο βαθμός ικανότητας ανάπτυξης
ανοχής μετά από επανειλημμένη χρήση, ο ρυθμός και ο τρόπος μεταβολισμού του
οινοπνεύματος, τα σήματα από την περιφέρεια στον εγκέφαλο ύστερα από κατανάλωση
οινοπνεύματος, η ικανότητα συσχέτισης της εμπειρίας από κατανάλωση οινοπνεύματος με
τις συνέπειές της. Κατά ορισμένους μελετητές, τα υπάρχοντα δεδομένα είναι αρκετά ώστε να
δικαιολογούν μια ξεχωριστή διαγνωστική κατηγορία, εκείνη του οικογενειακού αλκοολισμού.
Ο κίνδυνος εμφάνισης αλκοολισμού σε συγγενείς αλκοολικών πρώτου βαθμού είναι 4-5
φορές μεγαλύτερος από εκείνον στον γενικό πληθυσμό (McGue et al 1992). Σε αρκετές
εργασίες έχει βρεθεί ότι οι υιοί αλκοολικών ανδρών, στους οποίους η επίπτωση του
αλκοολισμού είναι τετραπλάσια από εκείνη του γενικού πληθυσμού, παρουσιάζουν πολύ
χαμηλά επίπεδα δυσανεξίας στο αλκοόλ σε σχέση με φυσιολογικές ομάδες ελέγχου (Pollock
1992).
Οι Cloninger και συν (1981) υποστήριξαν ότι η απλή κατανάλωση οινοπνεύματος στην
πλειονότητα του πληθυσμού είναι ένα φαινόμενο χωρίς γενετική βάση που συνδέεται με το
φύλο, τα κοινωνικοπολιτιστικά ήθη, την προ-αλκοολική ψυχοπαθολογία και την κοινωνική
τάξη. Η εξάρτηση από το αλκοόλ όμως είναι ξεχωριστό φαινόμενο ελεγχόμενο σε
καθοριστικό βαθμό από γενετική ευθραυστότητα, η οποία δεν σχετίζεται ούτε με τις
συναισθηματικές διαταραχές ούτε με την κοινωνικοπαθητική συμπεριφορά. Μπορεί να
υπάρχουν φαινοτυπικά όμοιοι αλλά γονοτυπικά διαφορετικοί τύποι αλκοολισμού, μερικοί με
μεγάλη περιβαλλοντική συσχέτιση και άλλοι με μεγάλη γενετική συσχέτιση. Σύμφωνα με μια
άλλη μελέτη (Prescot and Kendler 1999) σε διδύμους, ποσοστό τουλάχιστον 50% της
ποικιλότητας στην ευαισθησία ως προς την εμφάνιση του αλκοολισμού οφείλεται σε
γενετικούς παράγοντες, ενώ οι περιβαλλοντικοί παράγοντες δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικοί.
Άλλες μελέτες διαπιστώνουν διαφορές μεταξύ ασθενών με εξάρτηση από το οινόπνευμα και
υγιών μαρτύρων ως προς τον γονότυπο των θέσεων σύνδεσης της σεροτονίνης στον
μεσεγκέφαλο και του μιτοχονδριακού RNA. Μεγάλη συχνότητα ψυχιατρικών διαταραχών
παρατηρείται επίσης στις οικογένειες των αλκοολικών.
Οι ψυχαναλυτές υποστήριζαν ότι η εξάρτηση από ουσίες (δεν έκαναν διάκριση μεταξύ
αλκοολικού και χρήστη άλλων ουσιών) είναι εκδήλωση καθηλώσεως στο στοματικό στάδιο
της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης. Υποστήριζαν ότι ο εξαρτημένος από τη λήψη φαρμάκων και
αλκοόλης βρίσκεται σε μια κατάσταση «έντασης και κατάθλιψης», ναρκισσιστικά
577

καθηλωμένος, με ανεπαρκές εγώ και ψυχαναγκασμένος σε σχέσεις μίσους με πρόσωπα τα


οποία είχε ενδοβάλει σε πρώιμες φάσεις της εξέλιξής του (Rado 1933). Το 1945 ο Fenichel
παρατήρησε ότι ο εξαρτημένος από τη λήψη φαρμάκων και αλκοόλης υποφέρει από
«αδιαφοροποίητη και άμορφη ένταση» και χρησιμοποιεί τους άλλους «ως διανομείς
προμηθειών». Η καταναγκαστική λήψη ουσιών είναι μια απόπειρα καταστολής αυτής της
έντασης και επίτευξης μιας ασφάλειας που χρονίως απουσιάζει.
Σε επίπεδο προσωπικότητας υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά που ανιχνεύονται
στους αλκοολικούς, όπως πολύ μικρή ανοχή στις ματαιώσεις, μια αυταπάτη παντοδυναμίας,
παρορμητικότητα, επαναστατικότητα και ατίθαση συμπεριφορά, καυχησιολογία, κομπασμός,
ψευδοαρσενική και «νταηλίδικη» συμπεριφορά, που επιστρατεύονται για να κρύψουν
αισθήματα έντονης ενοχής και ντροπής. Ο αλκοολισμός μπορεί να συνιστά τελική εκδήλωση
μιας ομάδας διαφορετικών διαταραχών της προσωπικότητας, όπως οι παραπάνω, ωστόσο
όλα αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αποκλείεται να προκαλούνται από τον αλκοολισμό παρά να
τον προκαλούν.

Κλινική εικόνα. Μια αδρή κατάταξη των ανθρώπων με κριτήριο τη λήψη οινοπνεύματος
αποδίδει τέσσερις διακριτές κατηγορίες: α) αυτούς που ποτέ ή σχεδόν ποτέ δεν πίνουν, β)
αυτούς που πίνουν σε κοινωνικές περιστάσεις, γ) τους προβληματικούς πότες και δ) τους
εξαρτημένους από το αλκοόλ. Υπάρχουν όμως και άλλες κατατάξεις.
Οι Babor και συν (1992) πρότειναν μια εμπειρική κατάταξη των αλκοολικών σε δύο ομάδες
(τους τύπους Α και Β). Ο αλκοολικός τύπου Α χαρακτηρίζεται από όψιμη εμφάνιση, με
λιγότερους παράγοντες επικινδυνότητας κατά την παιδική ηλικία, λιγότερο ισχυρή εξάρτηση
από το αλκοόλ, λιγότερα προσωπικά και κοινωνικά προβλήματα εξαιτίας του αλκοόλ και
λιγότερες ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις. Στον αλκοολικό τύπου Β διακρίνονται πολλοί
παράγοντες επικινδυνότητας κατά την παιδική ηλικία, αλκοολισμός στην οικογένεια,
πρώιμη έναρξη των σχετικών με το αλκοόλ προβλημάτων, ισχυρότερη εξάρτηση, χρήση
φαρμάκων, ψυχοκαταπονήσεις, νεαρότερη ηλικία έναρξης λήψης του οινοπνεύματος,
μεγαλύτερες ψυχοπαθολογικές διαταραχές.
Ο Cloninger και οι συνεργάτες του το 1981 περιέγραψαν επίσης δύο τύπους αλκοολικών. Ο
τύπος 1 (περιβαλλοντικός αλκοολικός) δεν καταναλώνει περισσότερο αλκοόλ από τον μέσο
καταναλωτή, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες βρίσκεται σε ένα πολύ ιδιαίτερο
περιβάλλον, π.χ. σε χώρο διασκέδασης. Ο τύπος 2, που έχει τη διαταραχή σε βαρύτερη
μορφή, παρατηρείται κυρίως στους άνδρες. Αρχίζει να πίνει από μικρή ηλικία, η τάση του
να πίνει δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα από το περιβάλλον, και προσέρχεται νωρίτερα για
θεραπεία. Στους πατέρες των αλκοολικών τύπου 2, σε αντίθεση με τους αλκοολικούς
τύπου 1, παρατηρείται μεγαλύτερη συχνότητα αλκοολισμού και εγκληματικότητας.

Κατά τη μέθη παρατηρείται απώλεια του ελέγχου της συμπεριφοράς και άρση αναστολών, με
πιθανά αποτελέσματα τα ατυχήματα, την επιθετική συμπεριφορά και την
παραπτωματικότητα. Το αλκοόλ οξειδώνεται αργά στο ήπαρ σε ακεταλδεΰδη και οξικό οξύ με
ρυθμό περίπου 8 gr/ώρα, αλλά η ταχύτατη απορρόφησή του οδηγεί σε συσσώρευση στο
αίμα, οπότε προκαλούνται φαινόμενα τοξικής επιδράσεως. Σε επίπεδα αλκοόλης μέχρι 0,3%
παρατηρούνται διάφοροι βαθμοί μέθης, ενώ στα επίπεδα 0,4% (σε τόσο πολύ μικρή διαφορά
συγκεντρώσεων!) το άτομο μπορεί να πέσει σε κώμα και να επέλθει ο θάνατος.

Κατά τη χρόνια χρήση ή εξάρτηση, οι ψυχολογικές επιπτώσεις συνίστανται στο ότι ο


χαρακτήρας του αλκοολικού οργανώνεται προς την κατεύθυνση της εξεύρεσης του αλκοόλ,
το οποίο αποκτά κυριαρχικό ρόλο στη ζωή του. Το καθετί περιστρέφεται γύρω από αυτό. Η
εξάρτηση αρχίζει πριν από το τέλος της δεκαετίας των 20 και με την πάροδο του χρόνου
επιβαρύνεται με καινούργια φαινόμενα: στη μεγάλη κατανάλωση προστίθεται η διαταραχή
της ψυχοκοινωνικής λειτουργικότητας σε πολλά πεδία της ζωής με επεισόδια απώλειας
ελέγχου, επιδείνωση των διαπροσωπικών, κοινωνικών και εργασιακών προβλημάτων και
των προβλημάτων σωματικής και ψυχικής υγείας.
Πρώιμα υποκειμενικά προειδοποιητικά σημεία του αλκοολισμού είναι: η ανάγκη λήψης
όλο και μεγαλύτερης ποσότητας οινοπνεύματος για την επίτευξη του ιδίου αποτελέσματος, η
578

εμφάνιση της αίσθησης ότι το άτομο χρειάζεται το αλκοόλ για να γίνει αποτελεσματικότερο, η
εδραίωση της συνήθειάς του να πίνει το πρωί ή να πίνει μόνο του, χωρίς παρέα. Η ανάπτυξη
ανοχής και η εμφάνιση στερητικού συνδρόμου είναι αναπόφευκτες συνέπειες της
μακροχρόνιας χρήσης. Το στερητικό σύνδρομο παρουσιάζεται με σοβαρή συμπτωματολογία,
που χαρακτηρίζεται από νευρικότητα, ανησυχία, άγχος, τρόμο, αϋπνία, ανορεξία. Η
κατάσταση είναι δυνατόν να επιδεινωθεί με επιληπτικές κρίσεις και να φθάσει μέχρι το
τρομώδες ντελίριο (βλ. οργανικά ψυχοσύνδρομα).
Στις σωματικές επιπτώσεις από τη χρόνια χρήση αλκοόλ περιλαμβάνονται διατροφικές
διαταραχές, γαστρίτιδα, παγκρεατίτιδα, κίρρωση του ήπατος, μυοκαρδιοπάθεια, περιφερική
νευροπάθεια κ.λπ. Εγκεφαλικές βλάβες είναι δυνατόν να προκληθούν λόγω της άμεσης
τοξικής δράσης του οινοπνεύματος στον εγκεφαλικό ιστό και λόγω αβιταμίνωσης Β1 και Β6,
που είναι χαρακτηριστικά ευρήματα στον αλκοολισμό. Έχει υποστηριχθεί (Ron 1977) ότι ο
χρόνιος αλκοολισμός είναι η πιο συχνή αιτία για την ανάπτυξη εγκεφαλικής ατροφίας κατά
την πέμπτη και έκτη δεκαετία της ζωής. Στις ψυχιατρικές διαταραχές που προκαλούνται από
τη χρόνια χρήση περιλαμβάνονται διαταραχές των ανώτερων νοητικών λειτουργιών (κυρίως
της μνήμης), το σύνδρομο Korsakoff, η αλκοολική ψευδαισθήτωση, το τρομώδες ντελίριο, η
ατροφία του εγκεφάλου με άνοια, το ζηλοτυπικό παραλήρημα (βλ. οργανικά ψυχοσύνδρομα).
Οι κοινωνικές επιπτώσεις μπορεί να είναι καταστροφικές. Αλλαγές στις σχέσεις μεταξύ
των μελών της οικογένειας που μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρές συγκρούσεις, ακόμη και
σε χωρισμούς, είναι το συχνότερο φαινόμενο. Εγκατάλειψη και παραμέληση της οικογένειας
θα οδηγήσει σε ψυχικό τραυματισμό των παιδιών, με συνέπειες την κακή σχολική επίδοση,
το σκασιαρχείο, την περιθωριοποίηση από τα άλλα παιδιά. Θα πρέπει ακόμη να αναφερθούν
εργασιακά προβλήματα όπως απουσίες από την εργασία ή συχνές αλλαγές επαγγελμάτων,
απομόνωση από τους φίλους και τους γείτονες και δημιουργία καινούργιων, κατώτερης
ποιότητας κοινωνικών σχέσεων. Το περιβάλλον του αλκοολικού αντιδρά ανάλογα με
απομόνωση, απόρριψη και στιγματοποίηση, με αποτέλεσμα η κοινωνική δυσλειτουργία του
ασθενούς να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο.

Διάγνωση. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των εξαρτημένων από το αλκοόλ είναι η μεγάλη
αδυναμία τους να αναγνωρίσουν το πρόβλημά τους: συχνά τείνουν να ελαχιστοποιούν τις
συνέπειες του ποτού και να αναφέρουν μικρότερη ποσότητα αλκοόλ από αυτή που
πραγματικά καταναλώνουν. Συνήθως αποσιωπούν το πρόβλημά τους από τον ιατρό, στον
οποίο εξαναγκάζονται να προσέλθουν είτε λόγω σοβαρών σωματικών προβλημάτων –
απόρροια της κατανάλωσης–, είτε πιεζόμενοι από τον οικογενειακό ή επαγγελματικό χώρο ή
ακόμη λόγω παραβιάσεων του νόμου. Οι εργαστηριακές εξετάσεις δεν έχουν ιδιαίτερη
αξιοπιστία, αφού μονάχα το 36% των αλκοολικών αποκαλύπτεται μέσω αυτών. Μόνο οι
ευθείες ερωτήσεις (με τη μορφή σύντομων ερωτηματολογίων) είναι δυνατόν, σε σημαντικό
βαθμό, να αποκαλύψουν την αλήθεια, με την επιφύλαξη βέβαια ότι ο αλκοολικός πάντοτε
αποκρύπτει τη σχέση του με το οινόπνευμα ή υποβαθμίζει τη σημασία της. Καθοριστικό ρόλο
στη διαμόρφωση της διάγνωσης παίζουν οι πληροφορίες από τους συγγενείς.

Συννοσηρότητα. Η συννοσηρότητα αλκοολισμού και κατάθλιψης είναι γνωστή. Στις γυναίκες


η παρουσία κατάθλιψης αποτελεί υψηλό παράγοντα κινδύνου για την εξάρτηση από
οινόπνευμα.

Πρόγνωση και πορεία. Το φύλο, η ηλικία, η οικογενειακή και η κοινωνική κατάσταση είναι
στοιχεία που παίζουν ρόλο στην πρόγνωση. Οι γυναίκες έχουν χειρότερη πρόγνωση. Όσο
αργότερα εμφανισθεί η εξάρτηση τόσο καλύτερη η πρόγνωση. Η διαπροσωπική και η
κοινωνική μοναξιά είναι κακό προγνωστικό σημείο. Ο αλκοολικός που διατηρεί στενές
προσωπικές σχέσεις με ένα τουλάχιστον άτομο έχει περισσότερες πιθανότητες να νικήσει την
εξάρτηση. Γι’ αυτό στη θεραπεία του αλκοολικού πρέπει από τα αρχικά στάδια να συμμετέχει
ενεργά και κάποιο στενό πρόσωπο, συνήθως σύζυγος. Κακή πρόγνωση έχουν οι ασταθείς ή
ψυχοπαθητικές προσωπικότητες, τα άτομα με χαμηλή νοημοσύνη, αυτοί που εξαρτήθηκαν
σε πολύ νεαρή ηλικία πριν πετύχουν κάτι σοβαρό στη ζωή τους. Η θνησιμότητα των χρόνιων
αλκοολικών σε σύγκριση με του γενικού πληθυσμού είναι 2-4 φορές μεγαλύτερη και
579

παραμένει σε υψηλά επίπεδα ακόμη και σε εκείνους που απεξαρτήθηκαν (Finney and Moos
1991), με κύρια αιτία θανάτου την κίρρωση του ήπατος. Η αυτοκτονία είναι επίσης συχνή. Οι
απόγονοι των ατόμων με αλκοολισμό αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου για ψυχιατρικές
διαταραχές, όπως συναισθηματικές διαταραχές, κατάχρηση ουσιών και σχιζοφρένεια. Το
εμβρυικό αλκοολικό σύνδρομο (Spohr et al 1993) συνίσταται στην ανάπτυξη διανοητικής
καθυστέρησης στο παιδί, που προκύπτει από λήψη αλκοόλ εκ μέρους της μητέρας κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης και χαρακτηρίζεται από μικροκεφαλία, μικροφθαλμία, αναπτυξιακή
καθυστέρηση και δυσλειτουργίες από το ΚΝΣ. Η συχνότητά του πλησιάζει τις 3-4
περιπτώσεις ανά 1.000 γεννήσεις.

Θεραπεία. Η οξεία μέθη και ο χρόνιος αλκοολισμός είναι προφανές ότι θέτουν για την
αντιμετώπισή τους τελείως διαφορετικά θεραπευτικά προβλήματα. Η συμπτωματολογία της
οξείας μέθης είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί με την ενδομυϊκή χορήγηση 250-500 mg
βιταμίνης Β6 (πυριδοξίνης). Η χορήγηση καφεΐνης δεν προσφέρει τίποτε, ενώ η χορήγηση
βενζοδιαζεπινών αποτελεί ιατρικό σφάλμα πρώτου μεγέθους, διότι αυξάνει τις πιθανότητες
αναπνευστικής καταστολής.
Μολονότι ο αλκοολισμός αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα υγείας, η θεραπευτική πλευρά
του είναι παραμελημένη. Εξειδικευμένες μονάδες στην Ευρώπη καλύπτουν το 10%-20% των
εξαρτημένων από αλκοόλ. Αλλά και οι ίδιοι οι αλκοολικοί αποφεύγουν τη θεραπεία, επειδή
τείνουν να αρνούνται την εξάρτησή τους ή να θεωρούν ότι μπορούν να απεξαρτηθούν με τις
δικές τους δυνάμεις και ως εκ τούτου να υπόσχονται συνεχώς ότι θα το κάνουν. Τελικώς
εκείνοι που ζητούν θεραπεία είναι όσοι βρίσκονται σε κατάσταση μεγάλης κοινωνικής
κατάπτωσης ή/και παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα σωματικής υγείας. Οι πιθανότητες
ευνοϊκού αποτελέσματος είναι πολύ μικρές. Ακόμη και σε πολύ καλά οργανωμένα
θεραπευτικά περιβάλλοντα η πιθανότητα επιτυχίας της διαδικασίας απεξάρτησης δεν
υπερβαίνει το 40%. Ο αλκοολισμός έχει τους δυσμενέστερους θεραπευτικούς δείκτες από
όλες τις ουσιοεξαρτήσεις.

Ο αλκοολικός θα πρέπει να θεραπεύεται στο νοσοκομείο, ακόμη και όταν βρίσκεται στα
αρχικά στάδια της εξάρτησης. Καταλληλότερη μονάδα είναι η ψυχιατρική κλινική στο Γενικό
Νοσοκομείο. Είναι ακόμη καλύτερο να υπάρχει εξειδικευμένη μονάδα για αλκοολικούς γιατί
έτσι ο ασθενής βρίσκεται με ομοιοπαθείς που συμμερίζονται τα προβλήματά του και
αντιμετωπίζεται από ειδικώς εξειδικευμένο προσωπικό. Πάντως η παρατεταμένη παραμονή
στο νοσοκομείο, και πολύ περισσότερο η καταναγκαστική, δεν συμβάλλουν στην
αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Καλή διατροφή και επιπρόσθετη χορήγηση βιταμινών
του συμπλέγματος Β, κυρίως των Β1, Β6 και Β12, είναι τα πρώτα μέτρα που πρέπει να
ληφθούν όταν αρχίζει μια προσπάθεια αντιμετώπισης ασθενούς με πρόβλημα το αλκοόλ, ο
οποίος κατά πάσα πιθανότητα θα παρουσιάζει αρχικά ή προχωρημένα σημεία
πολυνευροπάθειας. Υπάρχουν πέντε προσεγγίσεις για τη θεραπεία της αλκοολικής
εξάρτησης, οι οποίες θα πρέπει να γίνονται σε συνδυασμό και σταδιακά: Στέγνωμα,
θεραπεία αποστροφής, ατομική ψυχοθεραπεία, ομαδική ψυχοθεραπεία, αποτρεπτικά της
αλκοόλης φάρμακα.
Το στέγνωμα συνίσταται στην πλήρη διακοπή κατανάλωσης οινοπνεύματος και είναι βασική
προϋπόθεση για οποιαδήποτε σοβαρή θεραπευτική παρέμβαση που ισχύει όχι μόνο για το
αλκοόλ αλλά και για όλες τις εξαρτησιογόνες ουσίες, με εξαίρεση ίσως τα βαρβιτουρικά. Τα
στερητικά συμπτώματα (ανησυχία, νευρικότητα, τρόμος, αϋπνία) αντιμετωπίζονται με τη
χορήγηση ηρεμιστικών, μυοχαλαρωτικών και υπναγωγών φαρμάκων, όπως οι
βενζοδιαζεπίνες σε συνδυασμό με χλωρομεθειαζόλη, και παρέρχονται σχετικώς γρήγορα,
μετά από μερικές ημέρες. Η πιθανότητα ανάπτυξης σοβαρού στερητικού συνδρόμου
(τρομώδες ντελίριο) είναι μικρή και πάντως ο κίνδυνος από αυτό είναι περιορισμένος όταν
η νοσηλεία γίνεται σωστά.
Η θεραπεία αποστροφής βασίζεται στην κλασική μπηχαβιοριστική άποψη ότι ο αλκοολισμός
είναι μια κατάσταση που αποκτήθηκε μέσα από μια μαθησιακή διαδικασία. Κλασική είναι η
μέθοδος αποστροφής (aversion treatment). Ο ασθενής μετά την ενδομυϊκή χορήγηση ενός
ισχυρού εμετικού φαρμάκου (απομορφίνης) λαμβάνει μια ποσότητα αλκοολούχου ποτού. Ο
580

έμετος που προκαλείται εγκαθιστά μιαν αποστροφή προς την οσμή και γεύση του
οινοπνεύματος, που διαρκεί από μερικές εβδομάδες μέχρι μερικούς μήνες. Σε αυτό το
χρονικό διάστημα ο ασθενής δύναται να προχωρήσει σε βαθύτερες θεραπευτικές
προσεγγίσεις.
Η ατομική ψυχοθεραπεία είναι μια πολύ σημαντική θεραπευτική προσπάθεια για την επιτυχία
της απεξάρτησης από το αλκοόλ. Σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την προσωπικότητα του
θεραπευτή και τη σχέση που μπορεί να εγκαταστήσει με τον άρρωστό του. Οι
ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες θα πρέπει να είναι κανονικές και να δίνουν στον ασθενή τη
δυνατότητα να κατανοήσει τα βαθύτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, τις
διαπροσωπικές του σχέσεις και τον τρόπο της ζωής του που συνέβαλαν στην ανάπτυξη
της εξάρτησης.
Η πιο πετυχημένη μορφή ομαδικής ψυχοθεραπείας είναι οι Ανώνυμοι Αλκοολικοί (ΑΑ). Οι ΑΑ
είναι μια διεθνής θεραπευτική οργάνωση αποτελούμενη από πρώην αλκοολικούς. Σκοπός
τους είναι να βοηθήσουν τα μέλη τους στην κατανόηση του θέματος του αλκοολισμού στο
σύνολό του, καθώς και στην ανασυγκρότηση της διαταραγμένης προσωπικής,
οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής τους παρέχοντάς τους ένα καινούργιο κοινωνικό
πλαίσιο. Υπάρχει σκληρή δέσμευση μεταξύ των μελών να διατηρούνται στεγνοί και όλοι
έχουν υποχρέωση να προστατεύουν με κάθε μέσο το κάθε μέλος που κινδυνεύει να
υποτροπιάσει.
Φαρμακευτικοί παράγοντες κατά της υποτροπής περιλαμβάνουν ουσίες όπως ακαμπροσάτη,
δισουλφιράμη, καρβιμιδικό ασβέστιο, ανταγωνιστές των οπιοειδών όπως η ναλτρεξόνη. Το
πρόβλημα εδώ βρίσκεται στην πολύ χαμηλή συμμόρφωση των ασθενών στα θεραπευτικά
σχήματα. Άλλες ουσίες όπως τιαπρίδη, ριτανσερίνη, σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά
κ.λπ. (βλ. σχετικό κεφάλαιο στα φάρμακα) είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικές.
Ο ασθενής, επειδή είναι εξαιρετικά ευάλωτος στο οινόπνευμα, πρέπει να κατανοήσει πλήρως
την κατάστασή του ως αλκοολικού και να έχει επίγνωση ότι, ακόμη και μετά τη θεραπεία, δεν
θα είναι ποτέ σε θέση να ελέγχει την ποσότητα του οινοπνεύματος που θα καταναλώνει. Θα
πρέπει λοιπόν να αποφασίσει ότι από τη στιγμή που αρχίζει η θεραπεία δεν θα ξαναπιεί
αλκοόλ. Στην προσπάθεια για την απεξάρτηση και η πιο μικρή επιτυχία έχει τη σημασία της.
Χρειάζεται μεγάλη υπομονή από τη μεριά του ασθενούς και του θεραπευτή. Γύρω στο 20%
των αλκοολικών καταφέρνουν να μην ξαναγυρίσουν στο ποτό για περισσότερο από ένα
χρόνο μετά την πρώτη τους σοβαρή προσπάθεια και ένα ακόμη 20% θα παρουσιάσει
αξιόλογη βελτίωση. Όταν υπάρχει σταθερό κοινωνικό, επαγγελματικό και οικογενειακό
πλαίσιο, οι προγνωστικοί δείκτες είναι πολύ περισσότερο ευνοϊκοί. Μεγάλο ρόλο στην
επιτυχία της θεραπείας παίζει η επιθυμία του ασθενούς να θεραπευτεί, καθώς και ο βαθμός
συμμετοχής του στη θεραπεία. Οι αλκοολικοί βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο υποτροπής κατά
τους πρώτους μήνες μετά την απεξάρτηση και ένας από τους βασικούς θεραπευτικούς
στόχους είναι η αποτροπή αυτής της υποτροπής.

Πρόληψη. Η σημαντικότερη θεραπεία του αλκοολισμού είναι η πρόληψη, αλλά αυτή μπορεί
να γίνει μόνο με τη λήψη κοινωνικών μέτρων μεγάλου φάσματος. Αυτό όμως μοιάζει λίγο με
ουτοπία, αφού ακριβώς η ίδια η κοινωνία αποδέχεται τη χρήση αλλά και την κατάχρηση του
αλκοόλ. Η τελείως ασύδοτη τη διαφήμισή του από τα ΜΜΕ έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις
σε οποιαδήποτε προσπάθεια οργάνωσης της πρόληψης. Είναι φανερό βέβαια από την
εμπειρία της ποτοαπαγόρευσης στις ΗΠΑ κατά τον μεσοπόλεμο ότι με απαγορεύσεις και
αστυνομικά μέτρα δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα του αλκοολισμού.
Σε διάφορες χώρες της Ευρώπης έχουν ληφθεί μέτρα ελέγχου της κατανάλωσης
οινοπνεύματος, με συνέπεια τη μείωση των θανάτων από κίρρωση του ήπατος αλλά και τη
μείωση θανάτων νέων ατόμων από αυτοκινητικά δυστυχήματα. Μερικά από τα μέτρα αυτά
είναι τα ακόλουθα: Αύξηση της τιμής των αλκοολούχων. Περιορισμός του χρόνου κατά τη
διάρκεια του οποίου επιτρέπεται να πωλούνται οινοπνευματώδη. Περιορισμός των χώρων
πώλησης οινοπνευματωδών. Χορήγηση ειδικής άδειας πώλησης οινοπνευματωδών.
Υπαγωγή του εμπορίου οινοπνευματωδών στο κρατικό μονοπώλιο. Χορήγηση
οινοπνευματωδών με το δελτίο. Επιβολή υψηλής φορολογίας. Εκτεταμένη καμπάνια από τα
διάφορα αντιαλκοολικά κινήματα σχετικά με τις βλαβερές συνέπειες του αλκοολισμού.
581

Αύξηση του ορίου ηλικίας για αγορά οινοπνεύματος στα 21. Καθιέρωση ανώτατου
επιτρεπόμενου ορίου οινοπνεύματος στο αίμα νεαρών οδηγών σε 0,002% (η επονομαζόμενη
ανοχή μηδέν) και επιβολή εξοντωτικών προστίμων στους παραβάτες.

Κάνναβη. Ενδογενή κανναβινοειδή, παράγωγα του αραχιδονικού οξέως, και αντίστοιχοι


υποδοχείς έχουν επισημανθεί στο ανοσιακό σύστημα, στο γαστρεντερικό, στα γάγγλια του
συμπαθητικού. Στην περιοχή του ιπποκάμπου στον εγκέφαλο φαίνεται ότι παίζουν σημαντικό
αλλά όχι ακόμη διευκρινισμένο ρόλο στις διεργασίες της μνήμης (Grotenhermen 2005).
Με δραστική ουσία την Δ-9-τετραϋδροκανναβινόλη, που περιέχεται στις ρητίνες της
θηλυκής κάνναβης (Cannabis Sativa), το χασίς και η μαριχουάνα παραμένουν στην κορυφή
των περισσότερο χρησιμοποιούμενων ψυχοδραστικών ουσιών, αμέσως μετά την καφεΐνη, τη
νικοτίνη και το αλκοόλ. Η χρήση της γίνεται με το κάπνισμα ή τη λήψη από το στόμα. Οι
ψυχοδραστικές ιδιότητές της περιγράφονται από ανύπαρκτες έως ηρεμιστικές,
ψευδαισθησιογόνες ή αφροδισιακές, ανάλογα με τη δόση, την προσωπικότητα, την
υποβολιμότητα και τις προσδοκίες ή εμπειρίες του χρήστη (Μαρσέλος 1989). Τα συνήθη
συμπτώματα που προκύπτουν από τη χρήση είναι χαλάρωση, αταραξία, αίσθημα ευεξίας,
ευφορία, έντονη ομιλητικότητα, διάθεση για πολύ εύκολο γέλιο, κοκκίνισμα των ματιών,
ξηροστομία και βήχας. Περιγράφονται επίσης βιώματα στρέβλωσης του χώρου και του
χρόνου, υπερβολική όρεξη για φαγητό και ψευδαισθήσεις. Ορθοστατική υπόταση με ζάλη και
λιποθυμική τάση εμφανίζεται συχνά και ίσως έχει σχέση με φαινόμενα εγκεφαλικής ισχαιμίας
και διαταραχές αυτορρύθμισης της εγκεφαλικής αιματώσεως. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η
χρόνια χρήση κάνναβης προκαλεί εγκεφαλική ατροφία (Quickfall and Crockford 2006), αλλά
το θέμα απαιτεί περαιτέρω τεκμηρίωση. Έχουν αναφερθεί και θεραπευτικές χρήσεις της
κάνναβης, όπως για την αντιμετώπιση της ναυτίας και της εμεσίας που παρουσιάζεται στις
αντικαρκινικές χημειοθεραπείες, για την αύξηση της όρεξης στην ανορεξία των πασχόντων
από AIDS και σε άλλες καχεξίες, για την αντιμετώπιση της επώδυνης μυϊκής σπαστικότητας
και των διαταραχών της ούρησης στη σκλήρυνση κατά πλάκας.
Η οξεία κανναβινική τοξίκωση ή χασισική μέθη περιλαμβάνει αγχωτικού τύπου
εκδηλώσεις και διαταραχές της αντίληψης. Διαταραχές της μνήμης, κυρίως της πρόσφατης,
είναι δυνατόν να παραμείνουν για διάστημα μερικών εβδομάδων μετά την τελευταία χρήση.
Μεταβολίτες των κανναβινοειδών στα ούρα ανιχνεύονται από 7 μέχρι και 30 ημέρες μετά τη
χρήση, αναλόγως της ποσότητος που ελήφθη. Δεν υπάρχει σαφές στερητικό σύνδρομο.
Παρατεταμένη χρήση προκαλεί ανοχή, αλλά η εξάρτηση είναι κυρίως ψυχολογική, πολύ
έντονη μερικές φορές, και λιγότερο ή καθόλου σωματική. Οι χρόνιοι χρήστες εμφανίζουν
διαταραχές συγκέντρωσης και προσοχής, οπτικής και λεκτικής μνήμης, λόγω του ότι η
κανναβινική τοξίκωση παρεμβαίνει στις λειτουργίες μάθησης, άμεσης μνήμης και
πνευματικής επίδοσης (Block and Ghoneim 1993). Η συστηματική χρήση κάνναβης είναι
δυνατόν να επηρεάσει την πρωτοβουλία, προκαλεί περιορισμό των ενδιαφερόντων και γενική
επιβράδυνση των δραστηριοτήτων. Η επίδρασή της επομένως στη σχολική επίδοση είναι
σχεδόν καταστροφική. Υπάρχουν ισχυρά τεκμήρια για την ύπαρξη «κανναβικής ψύχωσης»
με συμπτώματα σχιζοφρενικόμορφης ψυχωσικής συνδρομής (βλ. σχετικό κεφάλαιο).
Φαίνεται ότι ο συνήθης τύπος του χρήστη κάνναβης άλλαξε τρεις φορές κατά τις
τελευταίες δεκαετίες. Από τον περιθωριακό «χασικλή», το «ρεμάλι» –εικόνα κυρίαρχη μέχρι
το ’50–, στον μεσοαστό αριστερό διανοούμενο ή/και χίπη των δεκαετιών ’60-’70, και από εκεί
στον σημερινό νεότερο σε ηλικία αφελή και «μοδάτο» χρήστη, προερχόμενο από κατώτερη
κοινωνική τάξη, ο οποίος ίσως ταλαιπωρείται και από μια πληθώρα ψυχοκοινωνικών
προβλημάτων. Οι συστηματικοί χρήστες, με μεγαλύτερη συχνότητα γονεϊκών διαζυγίων και
φτωχή ψυχική υγεία, είναι αποξενωμένοι από τις παραδοσιακές κοινωνικές αξίες και εχθρικοί
προς αυτές. Η επαναστατικότητα κατά του κοινωνικού κατεστημένου που συχνά προβάλλουν
δεν έχει κανένα αντίκρισμα, διότι οι ίδιοι ως παράγοντες κοινωνικής αλλαγής είναι απολύτως
ανεπαρκείς και εκμηδενισμένοι.
Οι οπαδοί της απελευθέρωσης της χρήσης ισχυρίζονται, σαφώς λανθασμένα, ότι το
χασίς δεν είναι βλαπτικό για την υγεία και ότι η χρήση του πρέπει να απελευθερωθεί, επειδή
ακριβώς είναι πλέον κοινωνικώς αποδεκτή. Οι αντίπαλοι αυτής της άποψης υποστηρίζουν ότι
δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η αποποινικοποίηση της κάνναβης, αφού είναι επιστημονικά
582

τεκμηριωμένο πως η χρήση της δημιουργεί προβλήματα, όπως ψυχώσεις και διαταραχές της
μνήμης. Αλλά αν η βλαπτικότητα ήταν κριτήριο της απαγόρευσης, τότε θα έπρεπε να
απαγορευτεί και το οινόπνευμα.

Οπιοειδή. Λέγονται και ναρκωτικά αναλγητικά, επειδή εκτός από την αναλγητική έχουν και
ναρκωτική δράση. Βασικός εκπρόσωπός τους είναι η μορφίνη, το κυριότερο αλκαλοειδές της
μήκωνος της υπνοφόρου (Papaver Somniferum). Τα οπιοειδή παράγωγα, φυσικά ή
συνθετικά, είναι πολλά και τα σημαντικότερα αναφέρονται παρακάτω. Οι υποδοχείς των
οπιοειδών είναι οι μ-1, μ-2, δ- και κ-. Οι κ- και δ- υποδοχείς ευθύνονται για την ανταπόκριση
στον πόνο από μη θερμικά ερεθίσματα και για αναλγησία, οι μ-1 και μ-2 σχετίζονται με
ευφορία, καταστολή του αναπνευστικού, δυσκοιλιότητα, εξάρτηση. Η δράση των οπιοειδών
είναι αναλγητική, αγχολυτική και ευφοριογόνος, με αποτέλεσμα να δημιουργούν ισχυρή
εξάρτηση. Οι παρενέργειές τους είναι κνησμός, ναυτία και έμετος, κατακράτηση ούρων,
καταστολή του αναπνευστικού, ενεργοποίηση ιών, σεξουαλική δυσλειτουργία, δυσλειτουργία
των οφθαλμικών κινήσεων (διπλωπία), δυσκοιλιότητα. Σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου
και στον γαστρεντερικό σωλήνα έχουν ανιχνευθεί φυσικά οπιοειδή πεπτίδια, οι εγκεφαλίνες,
οι ενδορφίνες και οι δυνορφίνες, που είναι νευρομεταβιβαστές (βλ. και νευρομεταβιβαστές).
Ηρωίνη. Συνθετικό οπιοειδές. Είναι η ισχυρότερη εξαρτησιογόνος ουσία της ομάδας των
οπιοειδών. Εισήχθη ως κατασταλτικό του βήχα από την εταιρεία Bayer το 1898. Παράγεται
μετά από επεξεργασία της μορφίνης με οξικό οξύ. Είναι 20 φορές ισχυρότερο από τη
μορφίνη, αναλγητικό και κατασταλτικό του βήχα. Προκαλεί μύση, ζάλη, πτώση της
αρτηριακής πιέσεως, δυσκοιλιότητα και κνησμό. Η υπερδοσολογία είναι δυνατόν να
προκαλέσει τον θάνατο λόγω καταστολής της αναπνευστικής λειτουργίας ύστερα από
παράλυση του αναπνευστικού κέντρου. Αν η υπερδοσολογία συνοδεύεται και από λήψη
άλλης ή άλλων ουσιών, τότε ο κίνδυνος είναι πολύ μεγάλος. Ο εθισμός και η εξάρτηση
εμφανίζονται ταχύτατα κατά την επαναλαμβανόμενη χρήση, κυρίως σε άτομα με ατελή
δομή της προσωπικότητας και χαμηλή ή ευτελή μόρφωση. Περίπου το 1/3 αυτών που
κάνουν κατ’ επανάληψη χρήση θα παρουσιάσουν συμπτώματα εξάρτησης. Η
παρατεταμένη χρήση προκαλεί μείωση της όρεξης για φαγητό και απίσχνανση. Τα
στερητικά συμπτώματα, αρκετά δυσφοριογόνα αλλά κατά κανέναν τρόπο επικίνδυνα,
χαρακτηρίζονται από μυοσκελετικά και κοιλιακά άλγη, έμετο, διάρροια, δακρύρροια, ρίγη με
χήνειο δέρμα, καταρροή (δηλαδή κάτι σαν «γριππώδη συνδρομή»), μυϊκές κράμπες,
διαταραχές του ύπνου. Η εμφάνιση του στερητικού συνδρόμου ποικίλλει αναλόγως της
ουσίας μεταξύ 1-3 ημερών μετά τη διακοπή και είναι δυνατόν να διαρκέσει από μερικές
ώρες μέχρι 5-7 ημέρες. Το στερητικό σύνδρομο είναι καλύτερα να παρέλθει μόνο του με
μια υποστηρικτική βοήθεια. Πολλοί όμως προτείνουν τη χρήση υποκατάστατων (π.χ.
μεθαδόνη), που τελικώς οδηγεί σε εξάρτηση από αυτά.
Πεθιδίνη ή μεπεριδίνη. Συνθετικό οπιοειδές. Εισήχθη ως ισχυρό αναλγητικό το 1939 και
υποστηριζόταν, λανθασμένα, ότι δεν έχει εξαρτησιογόνο δράση. Προκαλεί εξάρτηση
λιγότερο ισχυρή από εκείνη της ηρωίνης και της μορφίνης. Ανάλογες δράσεις και
ανεπιθύμητες ενέργειες με τη μορφίνη.
Μεθαδόνη. Συνθετικό οπιοειδές. Ανακαλύφθηκε στη Γερμανία κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο. Όπως και με την πεθιδίνη, εθεωρείτο ότι δεν προκαλεί εξάρτηση. Λαμβάνεται από
το στόμα. Κυριότερες δράσεις της είναι η ισχυρή αναλγησία, η καταστολή του ΚΝΣ και η
δυσκοιλιότητα. Προκαλεί λιγότερη ευφορία από την ηρωίνη, της οποίας εμποδίζει το
ευφοριογόνο αποτέλεσμα. Τα συμπτώματα στέρησης υποτίθεται ότι δεν είναι τόσο ισχυρά
όσο της ηρωίνης, αν και μάλλον διαρκούν περισσότερο χρόνο. Η χρησιμοποίησή της τα
τελευταία χρόνια ως υποκατάστατου της ηρωίνης σε προγράμματα απεξάρτησης με στόχο
την αναχαίτιση των συμπτωμάτων στέρησης της ηρωίνης έχει οδηγήσει στη δημιουργία
μεγάλων πληθυσμών ατόμων εξαρτημένων από τη μεθαδόνη και τη διοχέτευσή της στην
παράνομη αγορά από υπαλλήλους των υπηρεσιών αποτοξίνωσης. Ωστόσο επειδή
διατίθεται σχετικά εύκολα από κρατικές και ημικρατικές υπηρεσίες, φαίνεται ότι συμβάλλει
στη μείωση της σχετιζόμενης με τα ναρκωτικά εγκληματικότητας.
Βουπρενορφίνη. Ημισυνθετικό οπιοειδές. Χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο κατά της
εξάρτησης από τα οπιοειδή. Είναι μερικός αγωνιστής των μ-υποδοχέων των οπιοειδών και
583

ανταγωνιστής των κ-υποδοχέων. Η λήψη της έχει σαν αποτέλεσμα, η ταυτόχρονη χρήση
άλλων οπιοειδών (π.χ. ηρωίνης) να μην προσθέτει επιπλέον ευφορία. Μειώνει τη λαχτάρα
(craving) για λήψη ηρωίνης. Τα μηνύματα σχετικώς με τη χρήση της ως υποκατάστατης
ουσίας σε προγράμματα απεξάρτησης στη διεθνή κοινότητα είναι τελείως απογοητευτικά. Η
αποτελεσματικότητά της δεν υπερέχει της μεθαδόνης, αλλά το κόστος της είναι πέντε
φορές υψηλότερο. Στην παράνομη αγορά είναι πολύ φθηνότερη της ηρωίνης, γύρω στο
20%, και η δράση της πιο παρατεταμένη στον χρόνο, γι’ αυτό και ονομάσθηκε «ηρωίνη των
φτωχών». Η βουπρενορφίνη έγινε γνωστή στους χρήστες μέσα από επίσημα
προγράμματα απεξάρτησης, στα οποία χρησιμοποιείτο ως υποκατάστατη ουσία. Η
διακίνησή της στην παράνομη αγορά βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη σε πολλές χώρες. Στη
Γαλλία το 25% των ενδοφλέβιων χρηστών ηρωίνης κάνει και ενδοφλέβια χρήση
βουπρενορφίνης, ενώ στη Σκοτία την προτιμά το 95% των χρηστών. Ακόμη και ο
συνδυασμός βουπρενορφίνης με ναλοξόνη δεν έχει επιβεβαιωθεί ότι αποτρέπει την
κατάχρηση της ουσίας, αφού οι χρήστες έχουν τρόπους να αδρανοποιούν τη ναλοξόνη στο
μείγμα. Η διαθεσιμότητα της βουπρενορφίνης στην κατάχρηση είναι ακόμη μεγαλύτερη,
αφού αναμειγνύεται εύκολα με βενζοδιαζεπίνες και ενισχύει τη δράση της κοκαΐνης. Δεν
έχει βρεθεί αξιόπιστο υποκατάστατο για τις περιπτώσεις καταστολής του αναπνευστικού
συστήματος που θα προκληθούν από την ανεξέλεγκτη χρήση της.
Μορφίνη. Απομονώθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 19ου αιώνα. Ισχυρό αναλγητικό με
εκτεταμένη ιατρική χρήση, κυρίως για την αντιμετώπιση του μετεγχειρητικού άλγους.
Προκαλεί ισχυρή εξάρτηση, ανοχή και δυσκοιλιότητα.
Κωδεΐνη. Παλαιότερα χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα ως αντιβηχικό και ήπιο αναλγητικό. Έχει
μικρή ευφοριογόνο δράση. Προκαλεί δυσκοιλιότητα.
Οβιπαρίνη. Βρίσκεται σε κάποιες ποικιλίες της μήκωνος υπνοφόρου. Μεταβολίζεται σε
θηβαΐνη, που με τη σειρά της μεταβολίζεται σε μορφίνη.
Φαιντανύλη. Συνθετικό οπιοειδές, 75-125 φορές ισχυρότερο από τη μορφίνη.
Χρησιμοποιείται στην αναισθησιολογία. Ισχυρό αναλγητικό και κατασταλτικό της αναπνοής.
Εξόχως επικίνδυνο. Τσιρότα φαιντανύλης χρησιμοποιούνται ως παυσίπονα στους
καρκινοπαθείς. Γρηγορότερη έναρξη δράσης αλλά μικρότερης διάρκειας από τη μορφίνη,
γιατί ανακατανέμεται γρήγορα στους ιστούς.
Τραμαδόλη. Συνθετικό οπιοειδές, ανάλογο της κωδεΐνης, με επιπρόσθετη μονοαμινεργική
δραστηριότητα, αφού αναστέλλει την επαναπρόσληψη σεροτονίνης και νοραδρεναλίνης,
ενώ ενισχύει την α2-αδρενεργική δραστηριότητα. Προκαλεί αναλγησία, χωρίς αναπνευστική
καταστολή και ευφορία.
Βουτορφανόλη. Ημισυνθετικό οπιοειδές. Έχει μ-οπιοειδή δραστηριότητα, και ενώ η
εξαρτησιογόνος δράση της είναι σαφώς κατώτερη της μορφίνης, τα στερητικά φαινόμενα
είναι παρόμοια. Έχει χρησιμοποιηθεί ως αντιημικρανιακό και μετεγχειρητικό αναλγητικό σε
μερικές χώρες.

Αιτιοπαθογένεια. Πέραν των άλλων γνωστών και προαναφερθεισών θεωριών έχει


υποστηριχθεί (Martin and Inglis 1965, Holmes 1964) ότι η εξάρτηση από οπιοειδή είναι μια
μορφή αυτοθεραπείας, μια προσπάθεια του εξαρτημένου να ανεβάσει τον ουδό του άλγους
και να αυξήσει την αντοχή του σε επώδυνα ερεθίσματα. Αφού τα οπιοειδή καταστέλλουν τον
πόνο, τη σεξουαλική επιθυμία, την πείνα και τη δίψα, τα άτομα στα οποία κύριες πηγές του
άγχους τους είναι αυτά τα ορμέμφυτα επιλέγουν αυτές τις ουσίες.

Διάγνωση. Διαγνωστικό θέμα τίθεται στις περιπτώσεις απόκρυψης από τον ασθενή. Δεν
αναφέρεται στη βιβλιογραφία κάποια απλή και απαλλαγμένη από παρενέργειες διαδικασία
για τη διάγνωση της εξάρτησης από οπιοειδή. Είναι δυνατόν να ανιχνευθούν στα ούρα. Έχει
επίσης βρεθεί ότι η δοκιμασία ενστάλαξης διαλύματος ναλοξόνης στον επιπεφυκότα
προκαλεί σαφή και ομόπλευρη μυδρίαση σε χρήστες οπιοειδών (Auriacombe 1997) και
φαίνεται να είναι αξιόπιστη δοκιμασία εξακρίβωσης της χρήσης οπιοειδών. Ωστόσο ο
έμπειρος κλινικός καθοδηγούμενος από την εμφάνιση, την ομιλία, τα συμπτώματα, τον
τρόπο ζωής, τα κίνητρα και αιτήματα του εξεταζόμενου είναι δυνατον να προσεγγίσει
σημαντικά την διάγνωση.
584

Θεραπεία. Το κλισέ «μια φορά εξαρτημένος πάντα εξαρτημένος» έχει ορθώς αμφισβητηθεί.
Ο εξαρτημένος έχει πάντοτε δυνατότητες απεξάρτησης. Όταν το πρόβλημα της εξάρτησης
ήταν περιορισμένο (μέχρι τη δεκαετία του ’60), την ευθύνη της θεραπείας των οπιομανών
ανελάμβαναν ακόμη και γενικοί ιατροί και παθολόγοι οι οποίοι αντιμετώπιζαν όλες τις
εξαρτήσεις, αν και οι αλκοολικοί είχαν προχωρήσει στην οργάνωση συγκεκριμένων
θεραπευτικών προγραμμάτων (Ανώνυμοι Αλκοολικοί) ήδη από τη δεκαετία του ’30. Από τη
δεκαετία του ’60 η θεραπευτική αντιμετώπιση των εξαρτήσεων στις περισσότερες πέρασε
στη δημόσια ιατρική. Δημιουργήθηκαν ειδικά κέντρα απεξάρτησης, τα περισσότερα (όπως οι
υπηρεσίες του ΟΚΑΝΑ και του ΚΕΘΕΑ στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του ’80) εκτός των
κλασικών ψυχιατρικών υπηρεσιών. Στόχος της θεραπείας είναι η πλήρης και συνεχής
διακοπή της λήψης της εθιστικής ουσίας. Η απεξάρτηση ωστόσο είναι επώδυνη (αν και
καθόλου επικίνδυνη) διαδικασία για τον χρήστη και τους οικείους του και η πιθανότητα
επιτυχίας μικρή. Οι θεραπευτές θα πρέπει να παλέψουν και με τα πελώρια προβλήματα που
προκύπτουν από τη βαθιά διαταραγμένη προσωπικότητα των εξαρτημένων, που σε σχέση
με αυτήν πολύ λιγότερο προβληματική είναι η ίδια η εξάρτηση. Η διαδικασία της
απεξάρτησης αρχίζει όταν ο χρήστης ενταχθεί σε προγράμματα απεξάρτησης τα οποία
συνήθως συνδυάζονται με προγράμματα κοινωνικής επανένταξης.
Η θεραπεία είναι δυνατόν να γίνει με σταδιακή (ή προτιμότερο απότομη) μείωση και
διακοπή της λήψης, με χορήγηση ανταγωνιστών των οπιοειδών, ή με υποκατάσταση της
ουσίας από κάποιο άλλο φάρμακο, π.χ. μεθαδόνη. Η θεραπεία με υποκατάστατα (κυρίως
μεθαδόνη και βουπρενορφίνη) θεωρείται μια πρώτης γραμμής θεραπευτική επιλογή και,
παρά τις επιφυλάξεις, έχει επικρατήσει. Τα επίσημα θεραπευτικά προγράμματα
υποκατάστασης έχουν χαμηλό επίπεδο επιτυχίας, γύρω στο 10%. Στους ανταγωνιστές των
οπιοειδών περιλαμβάνονται η ναλοξόνη, η ναλτρεξόνη και η κυκλιζίνη. Η ναλοξόνη
χρησιμοποιείται στα τμήματα επειγόντων περιστατικών ως αντίδοτο στην υπερβολική
δοσολογία από οπιοειδή. Θα πρέπει επίσης να είναι δυνατόν να την προμηθεύονται οι
χρήστες ηρωίνης στον δρόμο και έτσι να σώζονται ζωές που κινδυνεύουν από
υπερδοσολογία (Dettmer et al 2001).
Η κοινωνική αποκατάσταση των τοξικομανών πρέπει να αρχίσει αμέσως μόλις
ζητήσουν βοήθεια για απεξάρτηση. Σκοπός της είναι να κινητοποιήσει τον εξαρτημένο ώστε
να απομακρυνθεί όχι μόνο από την ουσία αλλά και από την υποκουλτούρα των ναρκωτικών
και να αναπτύξει νέες κοινωνικές επαφές και σχέσεις χωρίς τις οποίες οι προσπάθειες για
φυσική και ψυχολογική απεξάρτηση θα αποτύχουν. Θα χρειαστεί να συνεχιστεί η υποστήριξη
για μεγάλο χρονικό διάστημα. Παρέμβαση στην οικογένεια και προσπάθειες για κοινωνική
αποκατάσταση είναι σημαντικοί θεραπευτικοί παράγοντες. Η κοινωνική εργασία πρέπει να
κατευθυνθεί προς τους βασικούς συνδετικούς κρίκους του χρήστη – οικογένεια, φίλοι,
εργοδότες. Τα περισσότερα προγράμματα απεξάρτησης εφαρμόζονται στις θεραπευτικές
κοινότητες. Αυτές είναι μικρές κοινωνίες με ειδικά μελετημένο πρόγραμμα κοινών
δραστηριοτήτων μέσα από τις οποίες καλλιεργείται η ειλικρινής και άμεση ανθρώπινη
επικοινωνία και αναπτύσσονται αισθήματα αλληλεγγύης και συντροφικότητας (βλ. σχετικό
κεφάλαιο). Οι θεραπευτικές κοινότητες εξυπηρετούν ένα πολύ μικρό ποσοστό εξαρτημένων
(λιγότερο του 5%). Παρά το ότι η αποτελεσματικότητα της θεραπείας και επανένταξης είναι
πολύ μικρή, έχει δημιουργηθεί η εσφαλμένη εντύπωση στο κοινό ότι η εισαγωγή σε μια
μονάδα απεξάρτησης λύνει το πρόβλημα του τοξικομανούς. Η οργάνωση και συντήρηση
μονάδων απεξάρτησης απορροφά τεράστια ποσά και η σύγκριση μεταξύ κόστους και
αποτελέσματος προκαλεί θλίψη. Τα τελευταία χρόνια οι μονάδες αυτές έχουν μετατραπεί σε
τόπους επαγγελματικής αποκατάστασης ανέργων επαγγελματιών ψυχικής υγείας. Θα πρέπει
να επισημανθεί ότι οι περισσότεροι τοξικομανείς δεν απεξαρτώνται σε ειδικά κέντρα αλλά
μόνοι τους όταν αποκτήσουν τις απαιτούμενες γι’ αυτό δυνάμεις.
Πέραν της αντιμετώπισης της εξάρτησης επιβάλλεται και η κατανόηση του βαθμού
πιθανότητας υποτροπής, διότι εκείνο που έχει σημασία είναι η διατήρηση της αποχής που
κερδήθηκε από τον εξαρτημένο. Και αυτό είναι το βασικό πρόβλημα στη θεραπεία όλων των
εξαρτήσεων. Σε αντίθεση με την ευκολία με την οποία επιτυγχάνεται η αποχή και διατηρείται
για κάποιο διάστημα, η σταθερή εμπειρία όλων των προσπαθειών απεξάρτησης συνίσταται
585

στο ότι τελικώς οι περισσότεροι χρήστες υποτροπιάζουν αργά ή γρήγορα, και αυτό
ανεξάρτητα από το είδος θεραπείας που εφαρμόζεται. Πολλοί τοξικομανείς είναι σε θέση να
κάνουν αποχή για μεγάλα διαστήματα μέχρι να υποτροπιάσουν και να αρχίσουν πάλι τη
χρήση. Είναι δεδομένο ότι οι τοξικομανείς μπορούν να σταματούν τη λήψη επανειλημμένως
και αργότερα να την ξαναρχίζουν. Οι «αυτοελεγχόμενοι» χρήστες ηρωίνης αποτελούν κοινό
τόπο και η συχνότητά τους είναι πολύ μεγάλη (Graeven and Folmer 1977). Αρκετές εργασίες
αναφέρονται σε περιπτώσεις ανθρώπων που χρησιμοποιούσαν με διαλείμματα ηρωίνη για
πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς να παρουσιάσουν φυσική εξάρτηση, καθώς και σε
περιπτώσεις άλλων που είχαν μεν εξαρτηθεί, αλλά στη συνέχεια κατάφεραν να περιορίσουν
ή να διακόψουν ολοκληρωτικά τη χρήση ναρκωτικών, ασφαλώς με τη δική τους θέληση και
με πολλή προσωπική προσπάθεια. Αναδρομικά, η συλλογική ένδειξη μοιάζει πειστική:
επαναλαμβανόμενη λήψη ηρωίνης δεν οδηγεί κατά κανόνα σε ψυχαναγκαστική χρήση, και η
εξάρτηση, όταν συμβαίνει, δεν θα πρέπει να εξισωθεί με διά βίου τάση για υποτροπές. Οι
υπηρεσίες έρχονται σε επαφή με αυτούς που δεν μπορούν να διακόψουν τη χρήση. Αλλά
υπάρχουν και άλλοι που το ελέγχουν και μπορούν να το κόψουν και αυτοί δεν προσφεύγουν
στις υπηρεσίες και έτσι δεν καταγράφονται.

Πρόγνωση και πορεία. Η υποτροπή της εξάρτησης σχετίζεται με την επαφή του πρώην
χρήστη με καταστάσεις υψηλού κινδύνου, όπως τακτικές συναντήσεις με ενεργούς χρήστες,
ευκολία πρόσβασης στην ουσία, και επίμονες διαπροσωπικές και συναισθηματικές
δυσκολίες. Σε μια μελέτη παρακολούθησης 581 οπιομανών σε βάθος χρόνου 33 ετών (Hser
et al 1993) βρέθηκαν τα εξής ενδιαφέροντα: Η πλειονότητα των εξαρτημένων άρχισε τη λήψη
πριν από την ηλικία των 20 ετών, ενώ η μέση ηλικία της πρώτης εισαγωγής τους σε
πρόγραμμα απεξάρτησης ήταν η ηλικία των 25,4 ετών. Τριάντα τρία χρόνια μετά την έναρξη
της παρακολούθησης 27,6% των ατόμων είχαν πεθάνει, ενώ 25,0% είχαν απεξαρτηθεί.
Λιγότερο του 10%, σε κάθε ετήσια μέτρηση, συμμετείχαν σε κάποιο πρόγραμμα
απεξάρτησης. Σε μια πιο πρόσφατη μελέτη παρακολούθησης επίσης 33 ετών (Nehkant et al
2005), 22% των χρηστών είχαν πεθάνει, 42% απείχαν από τη χρήση ουσιών για διάστημα
μεγαλύτερο των 10 ετών, 10% έπαιρναν μεθαδόνη και θεωρήθηκαν χρήστες. Οι
περισσότεροι θάνατοι δεν οφείλονται μόνο στη χρήση νοθευμένης ηρωίνης αλλά σε
υπερδοσολογία συνδυασμού ηρωίνης, ηρεμιστικών και αλκοόλ.

Παραισθησιογόνα ή ψευδαισθησιογόνα. Αναφέρονται και ως ψυχοσεομιμητικά.


Προέρχονται από κάκτους, από μανιτάρια, την ερυσιβώδη όλυρα κ.λπ. Είναι οι ουσίες που
λανσαρίστηκαν ως «ψυχεδελικές» και συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας τερατώδους
υποκουλτούρας στην Αμερική και στην Ευρώπη, κυρίως κατά τη δεκαετία του ’60.
Διανοούμενοι πρώτου μεγέθους, όπως ο Aldous Huxley (ο οποίος πέθανε το 1963 από
υπερδοσολογία LSD), στρατεύτηκαν στη διαφήμισή τους (Huxley 1932, 1963). Στο παιχνίδι
αυτό είχαν συμμετάσχει και ψυχίατροι που ισχυρίζονταν ότι με τις ουσίες αυτές
δημιουργούσαν συνθήκες πειραματικής ψυχοθεραπείας, όπως ο Grof που είχε διαφύγει στις
ΗΠΑ από την κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία (Grof et al 1972). Σε αυτές τις ουσίες
περιλαμβάνονται το LSD, η μεσκαλίνη, η ψιλοκυβίνη, η κεταμίνη η φαινυλκυκλιδίνη (PCP), το
Khat κ.λπ. Συνήθως λαμβάνονται από το στόμα, σπανίως ενδοφλεβίως. Η παραγωγή του
LSD και της μεσκαλίνης είναι πολυέξοδη και έτσι στην αγορά του δρόμου διατίθενται
νοθευμένα προϊόντα ή άλλες ουσίες (συνήθως PCP), που μπορεί να είναι πιο τοξικές.
Διαιθυλαμίδη του λυσεργικού οξέως (LSD). Είναι ένα ημισυνθετικό ψευδαισθησιογόνο που
παράγεται από τον μύκητα Claviceps Purpurea, που βρίσκεται στην ήρα και στη σίκαλη.
Στον συναπτικό χώρο επιφέρει μείωση της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης. Προκαλεί
μεγάλη φαντασιακή δραστηριότητα, στρέβλωση του βιώματος του χρόνου, παραισθήσεις
και ψευδαισθήσεις με περιεχόμενο συνήθως ευχάριστο αλλά ενίοτε τρομακτικό, ανησυχία,
οξεία εισβολή άγχους και παραληρητικές ιδέες παντοδυναμίας, διώξεως, μεγάλης ευφυΐας
και καλλιτεχνικών δυνατοτήτων. Το άτομο μερικές φορές δεν είναι σε θέση να διακρίνει τη
φαντασία από την πραγματικότητα και είναι δυνατόν η συμπεριφορά του να γίνει
απρόβλεπτη. Σε τοξικές δόσεις παρατηρείται αύξηση της αρτηριακής πιέσεως, μεγάλη
σιελόρροια, εφιδρώσεις, μυδρίαση, αύξηση των τενοντίων αντανακλαστικών, τρόμος των
586

άνω και των κάτω άκρων, απώλεια του προσανατολισμού σε χώρο, χρόνο και πρόσωπα.
Έχει χρησιμοποιηθεί, κατά τη δεκαετία του ’50, σε ψυχαναλυτικής εμπνεύσεως
ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες (Καυκαλίδης 1980) επειδή, κατά τους υποστηρικτές αυτής της
τεχνικής, προκαλεί «επέκταση του πεδίου της συνείδησης». Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού
Πολέμου η CIA διενήργησε μυστικά πειράματα μελέτης και ελέγχου της ανθρώπινης
συμπεριφοράς σε ανύποπτους ανθρώπους που έλαβαν (LSD) προκαλώντας και μερικούς
θανάτους. Επικεφαλής αυτού του προγράμματος ήταν ο πρόεδρος της Αμερικανικής
Ψυχιατρικής Εταιρείας καθηγητής Cameron.
Μεσκαλίνη. Προέρχεται από μια σειρά ψυχοδραστικών κάκτων της Λατινικής Αμερικής (Pe-
yote, San Pedro κλπ) με ενεργό ουσία την τριμεθοξυφεναιθυλαμίνη. Σπανίως βρίσκεται
στις αγορές του δρόμου επειδή το κόστος της είναι απαγορευτικό· στις περισσότερες
περιπτώσεις άλλες ουσίες, μερικές φορές πολύ επικίνδυνες, πλασάρονται ως μεσκαλίνη.
Έχει χρησιμοποιηθεί σε θρησκευτικές τελετουργίες από τους Ινδιάνους της Αμερικής.
Προκαλεί ψευδαισθήσεις και εκστασιακά βιώματα. Σε μεγάλες δόσεις προκαλεί έμετο.
Ψιλοκυβίνη. Τα μανιτάρια του δηλητηριώδους είδους ψιλοκύβη (Psilocybe Semilanceata)
περιέχουν αμίνες που προκαλούν ψευδαισθήσεις (ψυχωσεομιμητικές αμίνες), την ψιλοσίνη
και την ψιλοκυβίνη που είναι παράγωγα της τρυπταμίνης. Τα συμπτώματα μοιάζουν με του
LSD: διαταραχές της αφής, της ακοής και της οράσεως, ψευδαισθήσεις σχημάτων και
χρωμάτων, συναισθηματική διέγερση, ευφορία, άγχος και επεισόδια γέλωτος, μυδρίαση,
αταξία, διαταραχές του προσανατολισμού, πυρετός και σπασμοί. Και άλλα μανιτάρια, όπως
η Amanita Muscaria και η Amanita Pantherina, έχουν ισχυρές ψευδιασθησιογόνες
ιδιότητες.
Φαινυλκυκλιδίνη. Ανήκει στα κτηνιατρικά αναισθητικά. Χρησιμοποιείται από τους
ουσιοχρήστες, κυρίως για την πρόκληση ψευδαισθήσεων. Στην αγορά κυκλοφορεί με το
όνομα PCP. Συνήθως πωλείται ως μεσκαλίνη ή ψιλοκυβίνη. Σε μικρές δόσεις προκαλεί
υπνηλία και μούδιασμα στο σώμα, που ακολουθείται από αναλγησία και αναισθησία.
Εμφανίζεται ακόμη αποσυντονισμός των κινήσεων, διπλωπία, ζάλη, ταχυκαρδία και
αύξηση της αρτηριακής πιέσεως, που σε μεγαλύτερες δόσεις πέφτει. Συνυπάρχουν και
άλλα συμπτώματα και σημεία, όπως δυσαρθρία, αταξία και νυσταγμός, σιελόρροια,
μυδρίαση. Σε μερικές περιπτώσεις εμφανίζεται βαρεία ναυτία και υπερεμεσία. Σε
μεγαλύτερες δόσεις εμφανίζονται διέγερση και επιληπτικοί σπασμοί. Είναι δυνατόν να
προκαλέσει ισχυρές εμπειρίες άκρως τρομακτικές, αίσθημα επικείμενου θανάτου,
διαταραχές της εικόνας του σώματος (π.χ. ότι χάθηκε το βάρος του ή ότι μίκρυνε πάρα
πολύ), ενώ είναι συχνά τα ψυχωσικά επεισόδια με σχιζοφρενικόμορφη κλινική εικόνα.
Κεταμίνη. Ανήκει και αυτή στις κυκλιδίνες. Σύνθετες εμπειρίες με παραθανάτιες εμπειρίες
(Near Death Experiences) έχουν αναφερθεί τόσο στην ψυχαγωγική όσο και στην ιατρική
χρήση αυτού του αναισθητικού και ψυχοαποσυνδετικού φαρμάκου (Rogo 1984). Δεν
φαίνεται να προκαλεί σοβαρή εξάρτηση και δεν έχουν αναφερθεί στερητικά.
Khat. Ο θάμνος Catha Edulis ή θάμνος khat που βρίσκεται στη Ν. Υεμένη και στο Κέρας της
Αφρικής περιέχει τα αλκαλοειδή καθινόνη και καθίνη, που συγγενεύουν με την εφεδρίνη,
την νορ-εφεδρίνη και κάποια αμφεταμινοειδή. Τα φύλλα του θάμνου μασώνται ή πίνονται
ως αφέψημα (τσάι της Αβησσυνίας) μέσα στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινωνικής ζωής
αυτών των περιοχών, αλλά τα τελευταία χρόνια η συνήθεια διαδόθηκε και στις
βιομηχανικές χώρες. Κατά τη χρήση προκαλείται μια ονειροειδής κατάσταση με
ομιλητικότητα ή λογόρροια και ενεργητικότητα, που τη διαδέχονται απάθεια, απώλεια της
όρεξης για φαγητό και καταθλιπτικό συναίσθημα. Έχουν αναφερθεί και ψυχωσικά
σύνδρομα. Στα σωματικά συμπτώματα περιλαμβάνονται αϋπνία, ταχυκαρδία, αύξηση της
αρτηριακής πίεσης και της θερμοκρασίας του σώματος.

Διαλυτικές ουσίες. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν ουσίες όπως τα διαλυτικά που βρίσκονται
στις συγκολλητικές κόλλες, στις χρωστικές ύλες, στα προϊόντα με μορφή αεροσόλ και
διάφοροι υδρογονάνθρακες. Η χρήση υδρογονανθράκων (βουτάνιο, εξάνιο, πεντάνιο κ.λπ.)
προκαλεί συμπτώματα που μοιάζουν με εκείνα της αλκοολικής μέθης, σε συνδυασμό με
διαστρέβλωση των προσλαμβανόμενων ήχων και βουητό στα αυτιά. Σε μεγαλύτερες δόσεις
είναι δυνατόν να εμφανισθούν επιληπτικές κρίσεις, ντελίριο, κώμα και μόνιμες εγκεφαλικές
587

βλάβες. Στην κλασική μορφή αυτού του είδους εξάρτησης ανήκει η εισπνοή αιθέρα, που την
εφάρμοζαν οι φοιτητές της ιατρικής και οι κυρίες της ανώτερης κοινωνίας κατά τα τέλη του
19ου αιώνα και η οποία αργότερα, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, χρησιμοποιήθηκε
από στρατιώτες ως υποκατάστατο του οινοπνεύματος. Η εξάρτηση από διαλυτικές ουσίες,
κυρίως υδρογονάνθρακες με βάση την τολουένη, έχει αναγνωρισθεί ως σοβαρό πρόβλημα
εδώ και αρκετές δεκαετίες μεταξύ παιδιών και εφήβων. Η επαφή με τις ουσίες αυτές γίνεται
κατά τη χρήση συγκολλητικών μέσων στη σχολική εργασία. Καταστολή του ΚΝΣ, οίδημα των
βλεννογόνων, αιματολογικές διαταραχές, εγκεφαλικές, νεφρικές και ηπατικές δυσλειτουργίες
είναι δυνατόν να προκληθούν.

Φρέον. Τα αεροζόλ που περιέχουν φρέον προκαλούν ζάλη, ασυγκράτητο γέλιο και
ψευδαισθήσεις που διαρκούν για πολύ μικρό διάστημα (γύρω στα 5-10 λεπτά). Η κατάχρηση
παρατηρείται σε παιδιά του σχολείου 12-15 ετών και είναι μάλλον σπάνια. Σε χρόνια χρήση
προκαλούν αναπνευστικές διαταραχές, λόγω ινώσεως των πνευμόνων. Εχουν αναφερθεί
θάνατοι απόκοιλιακή μαρμαρυγή.

Αμφεταμίνες. (Βλ. Διεγερτικά του ΚΝΣ.)

Κοκαΐνη. Αλκαλοειδές ευρισκόμενο στα φύλλα του φυτού Erythroxylon Coca της νοτίου
Αμερικής. Τα 4/5 της παγκόσμιας παραγωγής προέρχονται από την Κολομβία.
Απομονώθηκε και έλαβε την ονομασία της το 1860. Παράγεται συνθετικώς και από την
εκγονίνη. Αρχικώς χρησιμοποιήθηκε ως τοπικό αναισθητικό. Κυκλοφορεί ως υδροχλωρική
κοκαΐνη (υδατοδιαλυτό κρυσταλλικό άλας) και ως ελεύθερη βάση κοκαΐνης σε σκόνη που δεν
είναι υδατοδιαλυτή αλλά καπνίζεται (το κρακ). Συνήθως εισπνέεται από τη μύτη, αλλά
σπανιότερα λαμβάνεται και ενδοφλεβίως. Εδώ και περισσότερα από 100 χρόνια από τότε
που ο Freud χρησιμοποίησε και συνέστησε τη χρήση της, η εξάρτηση από την κοκαΐνη έχει
εξελιχθεί σε επιδημία. Σε αντίθεση με την ηρωίνη, τα εξαρτημένα από την κοκαΐνη άτομα
ανήκουν στα εύπορα κοινωνικά στρώματα, στους καλλιτέχνες και στους πολιτικούς.
Χρησιμοποιείται επίσης από τους επιχειρηματίες, που χρειάζονται μεγάλες ταχύτητες, ως
μέσο για να κερδίζουν χρόνο και να καταρρίπτουν ρεκόρ μέσα στο ξέφρενο κυνήγι της
οικονομικής και κοινωνικής τους ανόδου. Η εκτεταμένη χρήση της από αυτά τα
κουρελιασμένα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας και η εμπλοκή θεσμικών και εξωθεσμικών
μηχανισμών στους πολέμους παράνομης διακίνησής της, την έχουν καταστήσει πανάκριβη
οδηγώντας σε εξαχρείωση ένα πλήθος κοινωνικών και θεσμικών ομάδων: η διακίνησή της
γίνεται από ασφαλέστερα κανάλια, ενώ και οι μαφίες που την ελέγχουν κατάφεραν να
διαβρώσουν σε σημαντικό βαθμό τις διωκτικές και άλλες αρχές, έτσι ώστε να
ανακυκλώνονται οι ποσότητες που κατάσχονται.
Η κοκαΐνη αυξάνει τη δραστηριότητα του ΚΝΣ διά της απελευθερώσεως ντοπαμίνης.
Αυξάνει τη δράση των κατεχολαμινών μέσω αναστολής της ΜΑΟ, με αποτέλεσμα την
πρόκληση γενικευμένης υπερδραστηριότητας του συμπαθητικού συστήματος. Αυξάνει τη
βιοδιαθεσιμότητα της σεροτονίνης προκαλώντας αναστολή της επαναπρόσληψής της. Έχει
ισχυρή τοπική αναισθητική και αγγειοσυσταλτική δράση όταν εφαρμόζεται σε βλεννογόνους
(της ρινός ή του στόματος). Σε γενικές γραμμές η δράση της είναι αρχικώς οδωτική των
λειτουργιών του ΚΝΣ και αργότερα ανασταλτική. Αρχικά προκαλεί ευφορία, αίσθημα αύξησης
των σωματικών και ψυχικών ικανοτήτων. Αργότερα πυροδοτεί την εκδήλωση δυσφορικών
βιωμάτων άγχους και ευερεθιστότητας, τα οποία δυνατόν να συνοδεύονται και από
ακουστικές, απτικές και μικροοπτικές ψευδαισθήσεις. Η ενδοφλέβια χορήγησή της προκαλεί
«οργασμική ηδονή» και μπορεί να επαναλαμβάνεται σε σύντομα χρονικά διαστήματα (15-30
λεπτών). Η στέρηση εκδηλώνεται με ατονία, σωματική κόπωση, καταθλιπτικά συμπτώματα.
Η συσχέτιση μεταξύ ψυχοκαταπόνησης και κατάχρησης ουσιών υποστηρίζεται από
μελέτες που δείχνουν ότι η χορήγηση κοκαΐνης προκαλεί φυσιολογικές αντιδράσεις, όπως
έκκριση αδρεναλίνης και κορτικοστεροειδών καθώς και ψυχολογική υπερεγρήγορση, όπως
αυτή που προκαλείται από περιβαλλοντικούς στρέσορες. Διακοπή λήψης της κοκαΐνης σε
χρόνιους εξαρτημένους χρήστες συνδέεται με παρατεταμένες διαταραχές της λειτουργίας του
υποθαλαμο-υποφυσεο-επινεφριδιακού άξονα, που μοιάζουν με εκείνες που παρατηρούνται
588

μετά από χρόνια έκθεση σε στρεσογόνους παράγοντες. O υποθαλαμο-υποφυσεο-


επινεφριδιακός άξονας βρέθηκε ότι υπολειτουργεί σε χρήστες κοκαΐνης.
Υπερδοσολογία είναι δυνατόν να προκαλέσει αύξηση της αρτηριακής πιέσεως,
υπερθερμία, μυδρίαση, εφιδρώσεις, αναπνευστική δυσλειτουργία, επιληπτικούς σπασμούς,
ντελίριο, εμβροντησία, κώμα και θάνατο από οξεία καρδιακή ανεπάρκεια (Mueller et al 1990).
Για ένα μικρό χρονικό διάστημα αμέσως μετά τη λήψη της αυξάνεται σε μεγάλο βαθμό ο
κίνδυνος ανάπτυξης εμφράγματος του μυοκαρδίου. Η χρόνια χρήση της είναι δυνατόν να
συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας παρανοειδούς ψυχωσικής συμπτωματολογίας, που σε
μερικές περιπτώσεις θα απαιτήσει διαφοροδιάγνωση από τη σχιζοφρένεια. Είναι επίσης
δυνατόν να προκληθεί και απτική ψευδαισθήτωση (βλ. σχετικό κεφάλαιο). Θεραπευτικώς για
την απεξάρτηση από την κοκαΐνη έχουν χρησιμοποιηθεί υποκατάστατες φαρμακευτικές
ουσίες (τρικυκλικά) καθώς και ψυχοθεραπευτικές μέθοδοι προσέγγισης του προβλήματος,
αλλά οι περισσότεροι κοκαϊνομανείς είναι σε θέση να διακόπτουν μόνοι τους τη λήψη της
ουσίας.

Καφεΐνη. Είναι ψυχοκινητικώς οδωτική ουσία. Αυξάνει το αίσθημα εγρήγορσης, αλλά ίσως
όχι και την επίδοση και απόδοση. Σε μεγάλες δόσεις προκαλεί νευρικότητα και τρόμο.
Σύνδρομο στέρησης έχει περιγραφεί με κεφαλαλγίες, αίσθημα κοπώσεως, κατάθλιψη και
βραδυψυχισμό (Silverman et al 1992).

Νικοτίνη. Το κάπνισμα είναι η πλέον διαδεδομένη μορφή λήψης εξαρτησιογόνου ουσίας,


ακολουθούμενη από το οινόπνευμα. Οι κυριότερες συνέπειες του καπνίσματος στην υγεία:
Καρκίνος (πνεύμονα, στόματος, φάρυγγα, οισοφάγου, τραχήλου της μήτρας, ουροδόχου
κύστης, παγκρέατος), χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, στεφανιαία νόσος, αγγειακά
εγκεφαλικά επεισόδια, επιπλοκές κατά την εγκυμοσύνη και τον τοκετό, πρόωρη
εμμηνόπαυση. Ανδρική ανικανότητα, ανωμαλίες της ποιότητας του σπέρματος, ρυτίδες
προσώπου, γκρίζα μαλλιά, απώλεια μαλλιών. Η νικοτίνη είναι εθιστική, διότι οδώνει θετικά το
ντοπαμινεργικό «σύστημα ανταμοιβής». Κόβει την όρεξη για υδατάνθρακες. Υπάρχουν
ενδείξεις ότι η συχνότητα της καταθλίψεως μεταξύ των εξαρτημένων από τη νικοτίνη ατόμων
είναι σημαντικά μεγαλύτερη σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό (Breslau et al 1991). Επίσης
έχει βρεθεί ότι οι πάσχοντες από κατάθλιψη δυσκολεύονται πολύ περισσότερο από τον μέσο
καπνιστή να κόψουν το κάπνισμα. Αυτό σημαίνει ότι η νικοτίνη ίσως είναι ουσία
αντικαταθλιπτική. Η αλοπεριδίνη αυξάνει την επιθυμία για κάπνισμα. Έτσι, μέχρις ενός
σημείου, εξηγείται το ότι οι πάσχοντες από σχιζοφρένεια καπνίζουν πολύ περισσότερο,
δεδομένου ότι η πλειονότητά τους λαμβάνει αλοπεριδίνη. Τρόποι διακοπής καπνίσματος:
διακοπή χωρίς εξωτερική βοήθεια, χορήγηση νικοτίνης, αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά,
συμβουλευτική θεραπεία, συνδυασμοί αυτών.

Βαρβιτουρικά. Τα βαρβιτουρικά δεν χρησιμοποιούνται πλέον παρά σποραδικά και σε πολύ


περιορισμένη έκταση, αλλά είναι ακόμη δυνατόν να βρεθούν στην αγορά του δρόμου.
Προκαλούν μεγάλη φυσική και ψυχική εξάρτηση. Η κλινική εικόνα κατά τη χρήση τους μοιάζει
με εκείνη της αλκοολικής μέθης με δυσαρθρία, ασυναρτησία, ζάλη και ψυχολογική
αμβλύτητα. Η παρουσία νυσταγμού είναι χρήσιμο διαγνωστικό σημείο. Συμπτώματα
στέρησης είναι δυνατόν να διαρκέσουν μέχρι και 15 ημέρες μετά τη διακοπή της ουσίας και
περιλαμβάνουν αϋπνία, ψυχωσικά συμπτώματα, επιληπτικούς σπασμούς τύπου grand mal,
ντελίριο, και είναι δυνατόν να οδηγήσουν στον θάνατο. Γι’ αυτό η απεξάρτηση πρέπει να γίνει
σε νοσοκομείο κάτω από ιατρική παρακολούθηση

Βενζοδιαζεπίνες (για τις φαρμακολογικές ιδιότητες και τις θεραπευτικές χρήσεις τους βλ.
σχετικό κεφάλαιο). Παρά το ότι η συνταγογράφηση των βενζοδιαζεπινών έχει μπει σε κάποια
τάξη τα τελευταία χρόνια, η κατάχρησή τους συνεχίζει να εξαπλώνεται, αν και με
βραδύτερους ρυθμούς. Οι γυναίκες μέσης ηλικίας είναι η πλέον ευάλωτη ομάδα. Συχνά οι
βενζοδιαζεπίνες συνδυάζονται με οινόπνευμα. Αυτός ο συνδυασμός μπορεί να προκαλέσει
καταστολή της αναπνευστικής λειτουργίας ή να οδηγήσει τον χρήστη σε τροχαία ή άλλα
ατυχήματα. Τα στερητικά συμπτώματα περιλαμβάνουν υπερευαισθησία στο φως και τον
589

θόρυβο, διαταραχές της συγκέντρωσης, της προσοχής και της μνήμης, ανησυχία,
νευρικότητα, τρόμο, άγχος, εφιδρώσεις, μυαλγίες, αϋπνία, επιληπτικές κρίσεις. Η σταδιακή
υποκατάσταση με προπρανολόλη είναι συνηθέστερη μέθοδος απεξάρτησης, αλλά ίσως είναι
απαραίτητη και η χορήγηση ενός αντιεπιληπτικού, π.χ. καρβαμαζεπίνης, για μερικές
εβδομάδες (Cantopher et al 1990).

Αντιπαρκινσονικά φάρμακα. Από τη δεκαετία του ’60 φάνηκε ότι τα αντιπαρκινσονικά,


ιδιαίτερα η τριεξυφαινυδίλη, είναι δυνατόν να προκαλέσουν εξάρτηση (Smith 1980), κυρίως
σε σχιζοφρενείς χρήστες νευροληπτικών φαρμάκων αλλά και σε άλλες κατηγορίες, όπως
ηρωινομανείς, πολυχρήστες φαρμάκων, άτομα με διαταραγμένη προσωπικότητα. Η
ευφοριογόνος δράση τους και η ιδιότητά τους να διευκολύνουν την κοινωνική συναναστροφή
είναι οι κυριότεροι λόγοι λήψης αυτών των ουσιών (για τις θεραπευτικές χρήσεις τους στην
ψυχιατρική βλ. σχετικό κεφάλαιο).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ Η. (1981). Οι συνέπειες της ποινικής αντίδρασης στη χρήση ναρκωτικών. Σύγχρονα Θέματα 13:
ΚΑΥΚΑΛΙΔΗΣ Αθ. (1980). Η γνώση της μήτρας. Η αυτοψυχογνωσία με ψυχοδηλωτικά φάρμακα. Αθήνα, εκδ.
Ολκός.
ΚΟΚΚΕΒΗ Α, ΣΤΕΦΑΝΗΣ Κ. (1994). Τα Ναρκωτικά στην Ελλάδα: Η διαχρονική πορεία της χρήσης. Εκδόσεις
ΕΠΙΨΥ και ΕΚΤΕΠΝ
ΛΙΑΠΠΑΣ Ι. (1992). Ναρκωτικά. Εθιστικές ουσίες. Κλινικά προβλήματα, αντιμετώπιση. Αθήνα, Πατάκη.
ΜΑΔΙΑΝΟΣ Μ, ΛΙΑΚΟΣ Α. (1980). Επιδημιολογικά στοιχεία του αλκοολισμού στην Ελλάδα και οι επιπτώσεις
τους στον σχεδιασμό πρόληψης του. Εγκέφαλος 17:104-108.
ΜΑΡΣΕΛΟΣ Μ. (1989). Η μυθολογική διάσταση των νεανικών θανάτων από ναρκωτικά. Τετρ Ψυχιατρ 27:53-68.
ΜΑΤΣΑ ΣΚ. (1997). Ο τοξικομανής και η οικογένειά του. Χαρακτηριστικά, σχέσεις, και δυναμικά του συστήματος.
Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιατρική Σχολή.
ΜΑΤΣΑ ΣΚ. (2002). Ψάξαμε για ανθρώπους και βρήκαμε σκιές. Αθήνα, Άγρα.
ΜΙΧΑΛΑΡΕΑΣ Η. (2006). Η γεωγραφία του λαθρεμπορίου στην Ελλάδα. Το λαθρεμπόριο της κάνναβης. Τετρ
Ψυχιατρ 96:186-190.
ΜΩΡΟΣ Ν. (1987). Μελέτη των χρηστών ηρωίνης και άλλων ψυχοτρόπων ουσιών οι οποίοι απευθύνονται σε
ψυχιατρικές υπηρεσίες. Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιατρική Σχολή.
ΣΤΡΙΓΓΑΡΗΣ. (1938). Χασίς.
ΥΦΑΝΤΗΣ Θ. (1989). Οινοπνευματώδη ποτά και μαθητόκοσμος. Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Ιωάννινα, Διδακτορική Διατριβή.
ΦΡΑΓΚΙΔΗΣ Χ. (1989). Κάπνισμα και μαθητόκοσμος. Χρήση, γνώσεις, στάση. Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων. Ιωάννινα, Διδακτορική Διατριβή.

AURIACOMBE M et al. (1997). The naloxone conjunctival test: an underused tool? A review of the available data
Eur Psychiatry 12:255-258
BABOR TF, HOFFMAN M, DelΒΟCA FK, et al. (1992). Types of alcoholics I. Arch. Gen. Psych. 49(8):599-608.
BLOCK RI, GHONEIM MM. (1993). Effects of chronic marijuana use on human cognition. Psychopharmacology
110:219-228.
BRESLAU N, KILBEY MM, ANDRESKI P. (1991). Nicotine dependence, major depression, and anxiety in young
adults. Arch. Gen. Psychiatry, 48:1069-1074.
CANTOPHER T, OLIVIERI S, CLEAVE N, EDWARDS JG. (1990). Chronic benzodiazepine dependence. A
comparative study of abrupt withdrawal under propranolol cover versus gradual withdrawal. Br. J. Psychiatry,
156:406-411.
CLONINGER CR, BOHMAN M, SIGVARDSSON S. (1981). Inheritance of alcohol abuse. Arch Gen Psychiatry
38:861-868.
DETTMER K et al. (2001). Take home naloxone and the prevention of deaths from opiate overuse. Two pilot
schemes. BMJ 322:895-96.
FENICHEL O. (1945). The Psychoanalytic theory of Neurosis. Norton, N.Y.
FINNEY JW, MOOS RH. (1991). The Long-Term course of treated alcoholism: I. Mortality, Relapse and Remis-
sion rates and comparisons with community controls. J for Studies on Alcohol 22(1):44-54.
FRIEDMAN AS, UTADA A, GLICKMAN NW, MORRISSEY MR. (1987). Psychopathology as an antecedent to,
and as a “consequence” of, substance use, in adolescence. J. Drug Educ. 17(3):233-244.
GRAEVEN DB, FOLMER W. (1977). Experimental heroin users: an epidemiologic and psychosocial approach.
Am J Drug Alcohol Abuse 4:365-375.
GROF S, GOODMAN LE, RICHARDS WA, KURLAND AA. (1973). LSD-assisted psychotherapy in patients with
terminal cancer. Int Pharmacopsychiatry 8(3):129-44.
GROTENHERMEN F. (2005). Cannabinoids. Curr Drug Targets CNS Neurol Disord. Oct;4(5):507-30. Review.
HENRY J, LEGER L. (1976). Les hommes se droguent. L’ Etat se renforce. Champ Libre.
HOLMES SJ. (1964). Chemical comforts and man. Canad Ment Hlth Suppl 44
590

HSER YL, ANGLIN MD, POWERS K. (1993) A 24-year follow-up of California narcotics addicts. Arch Gen Psy-
chiatry 50(7):577-84.
HUXLEY A. (1932). New Brave World. Penguin.
HUXLEY A. (1963). The doors of perception. Harper and Row, N.Y.
KHANTZIAN EJ. (1985). The self-medication hypothesis of addictive disorders: focus on heroin and cocaine de-
pendence. Am. J. Psychiatry, 142(11):1259-1264.
KOSTEN TR, O’CONNOR PG. (2003). Management of Drug and Alcohol Withdrawal. N Engl J Med 348:1786-
95.
MacCOUN RJ. (1993). Drugs and the Law: a psychological analysis of drug prohibition. Psychological Bulletin
113:497-512.
MARTIN JE, INGLIS J. (1965). Pai tolerance and narcotic addiction. Br J Soc Clin Psychol 4:224-229.
McGUE M, PICKENS RW, SVIKIS DS. (1992). Sex and age effects on the inheritance of alcohol problems: a twin
study. J Abnormal Psychol. 101:3-17.
MILLS J. (2007). Drugs and Empires: Essays in modern imperialism and intoxication, Book (editor) with Patricia
Barton, Palgrave Macmillan.
MUELLER PD, BENOWITZ NL, OLSON KR. (1990). Cocaine. Emergency Medicine Clinics of North America
8(3):481-493.
MUSTO DF. (1999). The mystery of addiction. Lancet 354.
NATIONAL INSTITUTE OF DRUG ABUSE. (1981). Drug Abuse Prevention,Treatment, and Rehabilitation in Fis-
cal Year 1981. Fourth Annual Report from the Secretary of the Department of Health and Human Services to the
President and Congress of the United States. Rockville, Maryland.
POLLOCK VE. (1992). Meta-analysis of subjective sensutivity to alcohol in sons of alcoholics. Am. J. Psychiatry
149(11):1534-1538.
PRESCOTT CA, KENDLER KS. (1999). Genetic and environmental contributions to alcohol abuse and depend-
ence in a population-based sample of male twins. Am J Psychiatry 156:34-40.
QUICKFALL J, CROCKFORD D. (2006). Brain Neuroimaging in Cannabis Use: A Review. Neuropsychiatry Clin
Neurosci. 18(3):318-32.
RADO S. (1933). The psychoanalysis of pharmacothymia. Psychoanal Q 2:1-23.
REGIER DA, FARMER ME, RAE DS. (1990). Comorbidity of mental disorders with alcohol and other drug abuse:
results from the Epidemiological Catchment Area (ECA) Study. JAMA 264:2511-2518.
ROGO DS. (1984). Ketamine and the near death experience. Anabiosis, 4:87-96.
RON MA. (1977). Brain damage in chronic alcoholism: a neuropathological, neuroradiological and psychological
review. Psychol Med 7:103-112.
SIGVARDSSON S, BOHMAN M, CLONINGER CR. (1996). Replication of the Stockholm Adoption Study of Al-
coholism. Arch Gen Psychiatry 58(8):681-687.
SILVERMAN K, EVANS SM, STRAIN EC, GRIFFITHS RR. (1992). Withdrawal syndrome after the double-blind
cessation of caffeine consumption. N Engl J Med 337:1109-14.
SMITH JM. (1980). Abuse of antiparkinsonian drugs: a review of the literature. J. Clin. Psychiatr. 41:351-354.
SPOHR HL, WILLMS J, STEINHAUSEN HC. (1993). Prenatal alcohol exposure and long-term developmental
consequences. Lancet 341:907-910.
WORLD HEALTH ORGANIZATION. (1983). Measures to assess drug abuse and the health, social and econom-
ic consequences of such abuse: summary of information from 21 countries. Bulletin on narcotics 35(3):19-32.
WORLD HEALTH ORGANIZATION. (1988). Report on Sociocultural factors in drug abuse. Vienna.
WROBLEWSKI BA, LEARY JM, PHELAN AM, WHYTE J, MANNING K. (1992). Methylphenydate and seizure
frequency in brain injured patients with seizure disorders. J. Clin. Psychiatry. 53:86-89.
591

69. ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΨΥΧΟΣΥΝΔΡΟΜΑ

Ένας αριθμός διαταραχών, όπως τραυματισμοί του εγκεφάλου, όγκοι του εγκεφάλου,
εγκεφαλίτις, η χορεία του Huntington, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η επιληψία, είναι γνωστό
ότι προκαλούν ψυχιατρική νόσο με ή χωρίς θόλωση της συνειδήσεως, η οποία συχνά
προσλαμβάνει έναν παρατεταμένο και διακυμαινόμενο χαρακτήρα (Trimble 1981, 1988).
Στην κατηγορία των οργανικών ψυχοσυνδρόμων κατατάσσονται και άλλες οργανικές
καταστάσεις ποικίλης αιτιοπαθογένειας και φαινομενολογίας. Άλλα νοσήματα, για
παράδειγμα το έμφραγμα του μυοκαρδίου, η λοίμωξη του αναπνευστικού κ.λπ., είναι
δυνατόν να προκαλέσουν παθολογικές μεταβολές της εγκεφαλικής λειτουργικότητας. Κάθε
προσβολή του εγκεφάλου –λοιμώδης, τοξική, μεταβολική, από συστηματικά νοσήματα κ.λπ.–
που διαταράσσει τη δομή ή/και λειτουργία του εγκεφάλου, είναι δυνατόν να προκαλέσει
ψυχιατρικές διαταραχές που χαρακτηρίζονται ως οργανικά ψυχοσύνδρομα.
Η πτώση της εγκεφαλικής λειτουργίας, ως συνέπεια οργανικών εγκεφαλικών βλαβών,
εκδηλώνεται με θόλωση της συνείδησης, διαταραχές του προσανατολισμού στον χώρο, στον
χρόνο και στα πρόσωπα, διαταραχές της αντίληψης που εκδηλώνονται με ψευδαισθήσεις και
ψευδαισθητώσεις, διαταραχές των νοηματικών δυνατοτήτων (ικανότητα υπολογισμού,
ικανότητα μαθήσεως, κριτικών ικανοτήτων κ.λπ.), εξασθένηση της μνήμης. Πτώχευση της
προσωπικότητας, παραληρητικές ιδέες, αφασικά, απραξικά φαινόμενα απαρτίζουν τις
ποικίλες εικόνες των οργανικών ψυχοσυνδρόμων, αναλόγως του είδους και του σταδίου στο
οποίο αυτό ευρίσκεται. Η επιδείνωση της κλινικής εικόνας κατά τη νύκτα είναι χαρακτηριστικό
592

γνώρισμα των οργανικών ψυχοσυνδρόμων. Διακρίνονται στα οξέα, στα χρόνια, στις άνοιες
και στις μεταδοτικές εκφυλιστικές ή σπογγοειδείς εγκεφαλοπάθειες, που και αυτές είναι
οργανικά ψυχοσύνδρομα αλλά ταξινομούνται ξεχωριστά λόγω της μεγάλης κλινικής
σημασίας τους. Για τα οξέα οργανικά ψυχοσύνδρομα πιστεύεται ότι η κατάσταση είναι
αναστρέψιμη, ενώ για τα χρόνια μη αναστρέψιμη.

ΟΞΕΑ ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΨΥΧΟΣΥΝΔΡΟΜΑ. Στα οξέα οργανικά ψυχοσύνδρομα η εισβολή των


συμπτωμάτων επιτελείται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα· το πρώτο σημείο είναι η
πτώση του επιπέδου της συνειδήσεως, που μπορεί να φθάσει μέχρι και το κώμα. Η διάρκειά
τους είναι μικρή. Κατά την αποκατάσταση, όταν αποδράμει η θόλωση της συνειδήσεως, είναι
δυνατόν να εμφανισθεί ένα παροδικό αμνησιακό σύνδρομο, εκτός αν έχει προκληθεί μαζική
καταστροφή εγκεφαλικού ιστού, οπότε το αμνησιακό σύνδρομο είναι μόνιμο και ακολουθείται
από κάποιου βαθμού άνοια. Στους αιτιοπαθογενετικούς μηχανισμούς που είναι δυνατόν να
συμβάλλουν στην ανάπτυξη ενός οξέως οργανικού ψυχοσυνδρόμου περιλαμβάνονται: οξεία
λοίμωξη (βρογχοπνευμονία, τυφοειδής πυρετός, γρίπη, οστρακιά), φλεγμονώδεις
καταστάσεις του ΚΝΣ (εγκεφαλίτιδες, μηνιγγίτιδες, αποστήματα), χρήση τοξικών ουσιών
(μόλυβδος, υδράργυρος, μονοξείδιο του άνθρακος), χρήση φαρμακευτικών ουσιών
(δακτυλίτιδα, διουρητικά, αντιυπερτασικά, οινόπνευμα, αμφεταμίνες, παραισθησιογόνα,
ατροπίνη, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά), μειωμένη παροχή οξυγόνου προς τον εγκέφαλο
(αναιμίες, πνευμονοπάθειες, καρδιοπάθειες, μεθαιμοσφαιριναιμία), μεταβολικές και
ενδοκρινικές διαταραχές (ουραιμία, ηπατική ανεπάρκεια, υπογλυκαιμία, βαρείες χειρουργικές
επεμβάσεις, νάρκωση, αβιταμίνωση Β6 και Β12, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, ερυθηματώδης
λύκος. Άλλες καταστάσεις ικανές να προκαλέσουν οργανικό ψυχοσύνδρομο είναι η
αφυδάτωση, η αζωθαιμία, οι υπερωσμωτικές καταστάσεις, οι διαταραχές της οξεοβασικής
ισορροπίας, η υπερασβεστιαιμία. Στη θεραπεία των οξέων οργανικών ψυχοσυνδρόμων
περιλαμβάνονται: καταπολέμηση του λοιμώδους, τοξικού κ.λπ. αιτίου, ενυδάτωση,
αποκατάσταση της ηλεκτρολυτικής ισορροπίας. Η προσπάθεια αποφυγής των επιπλοκών,
κυρίως από το κυκλοφορικό, το οποίο συνήθως τίθεται σε μεγάλη δοκιμασία, πρέπει να είναι
συνεχής. Χορήγηση κατασταλτικών και μυοχαλαρωτικών φαρμάκων. Οι χαρακτηριστικότερες
κλινικές καταστάσεις των οξέων οργανικών ψυχοσυνδρόμων είναι το συγχυτικό επεισόδιο, ο
συγχυτικός ονειρισμός, η συγχυτική εμβροντησία και το ντελίριο.
Συγχυτικό επεισόδιο. Χαρακτηρίζεται από πτώση του επιπέδου της συνειδήσεως με
διαταραχές του προσανατολισμού στον χώρο, στον χρόνο και στα πρόσωπα. Ο ασθενής
είναι ληθαργικός, χωρίς να δύναται να εστιάσει την προσοχή του. Απλές οπτικές
ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις και λανθασμένη αναγνώριση αντικειμένων του
περιβάλλοντος χώρου είναι συχνά φαινόμενα. Η λοίμωξη του ΚΝΣ, ο πυρετός, ποικίλες
μεταβολικές διαταραχές, το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, η καρδιακή κάμψη, η καρδιακή
αρρυθμία είναι δυνατόν να προκαλέσουν συγχυτικό επεισόδιο.
Συγχυτικός ονειρισμός. Όταν στη σύγχυση κυριαρχήσουν οι διαταραχές της αντίληψης με
τη μορφή ψευδαισθήσεων και παραισθήσεων, τότε διαμορφώνεται η κλινική εικόνα του
συγχυτικού ονειρισμού. Χαρακτηριστικές είναι οι λιλιπούτειες ψευδαισθήσεις ή μικροψίες
κατά τις οποίες ο ασθενής βλέπει ζώα σε σμίκρυνση (π.χ. ελέφαντες μεγέθους ποντικού
κ.λπ.). Αναφέρονται επίσης και οι λεγόμενες εξωπεδιακές (εκτός του οπτικού πεδίου του
ασθενούς) ψευδαισθήσεις.
Συγχυτική εμβροντησία. Ο ασθενής παρουσιάζει απώλεια του προσανατολισμού σε χώρο,
χρόνο και πρόσωπα, η ψυχοκινητική δραστηριότητα σχεδόν καταργείται, ενώ η
επικοινωνία, λεκτική και εξωλεκτική, αναστέλλεται. Είναι δυνατόν να παρουσιάσει απώλειες
ούρων και κοπράνων. Η οργανική συγχυτική εμβροντησία έχει βαρύ προγνωστικό δείκτη.

Ντελίριο. Το ντελίριο είναι συχνό μεταξύ των ηλικιωμένων ασθενών που νοσηλεύονται στο
νοσοκομείο με μια συχνότητα που ποικίλλει από 15%-25%, η οποία στους χειρουργικούς
ασθενείς είναι ακόμη υψηλότερη. Συχνότερα παρατηρείται στα γηριατρικά τμήματα, στις
μονάδες εντατικής θεραπείας, στις ορθοπεδικές και ογκολογικές κλινικές. Παρά τη μεγάλη
του συχνότητα, πολλές φορές παραβλέπεται μέσα στην καθημερινή κλινική ρουτίνα (Levkoff
et al 1992), κυρίως λόγω της ποικιλότητας με την οποία εκδηλώνεται η κλινική του εικόνα.
593

Προκαλείται από αλληλεπίδραση παραγόντων που σχετίζονται με τη νοσηλεία του


ασθενούς, όπως μεταβολικές και ηλεκτρολυτικές διαταραχές, τοξικές καταστάσεις που
επιδρούν στο ΚΝΣ, όπως χρονία ηπατοπάθεια, υποξεία βακτηριδιακή ενδοκαρδίτιδα,
καρκίνος, χειρουργικές επεμβάσεις, εκτεταμένα εγκαύματα κ.λπ. Ασθενείς που παίρνουν
πολλά φάρμακα, ιδίως αντιχολινεργικά, που πάσχουν από κατάθλιψη ή αλκοολισμό, είναι
αφυδατωμένοι και δεν διατρέφονται σωστά, βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Πρόδρομα
συμπτώματα περιλαμβάνουν αϋπνία, τρόμο των άκρων και φόβο. Ακολούθως εγκαθίστανται
υπερθερμία, ταχυσφυγμία, ταχύπνοια, ολιγουρία, υπεριδρωσία, αφυδάτωση. Η κλινική
εικόνα χαρακτηρίζεται επίσης από την ταχεία εγκατάσταση μιας εναλλασσόμενης
σημειολογίας, στην οποία κυριαρχούν διαταραχές του κύκλου ύπνου-εγρήγορσης, η θόλωση
της συνείδησης, της μνήμης και του προσανατολισμού σε τόπο, χρόνο και πρόσωπα. Η
ψυχοκινητική δραστηριότητα συνήθως αυξάνεται μέχρι το επίπεδο της διέγερση, αλλά
υπάρχουν και περιπτώσεις με μείωσή της, όπως συμβαίνει στους πάσχοντες από ηπατική
εγκεφαλοπάθεια. Συνηθέστερη είναι η μορφή της εναλλασσόμενης ψυχοκινητικής
δραστηριότητας. Κατά την ομιλία, δυνατόν να παρατηρηθεί βαθμός ασυναρτησίας.
Υπάρχουν συχνά διαταραχές της αντιλήψεως με παραισθήσεις και ζωηρές οπτικές
ψευδαισθήσεις. Παραληρητικές ιδέες, κυρίως διωκτικού χαρακτήρα, είναι επίσης συχνές. Η
κατάσταση έχει ποικίλλουσα διάρκεια, από μερικές ημέρες έως εβδομάδες αλλά λιγότερο
από έξι μήνες, στις τυπικές περιπτώσεις όμως διαρκεί περί τις δέκα ημέρες. Η σοβαρότητά
της ποικίλλει, αν και οι ελαφρές καταστάσεις είναι οι συνηθέστερες. Η χορήγηση
αλοπεριδίνης σε μικρές μοιρασμένες δόσεις, 2-5 mg, είναι η ενδεικνυόμενη αγωγή όταν ο
ασθενής χρειάζεται καταστολή.

Το τρομώδες ντελίριο (delirium tremens) έχει χαρακτηριστική βαρύτατη κλινική εικόνα και
σχετίζεται με στερητικές καταστάσεις κατά τον χρόνιο αλκοολισμό αλλά σε μερικές
περιπτώσεις εμφανίζεται κατά τη διάρκεια μεγάλης οινοποσίας σε χρόνιους πότες. Αν δεν
αντιμετωπιστεί σωστά, έχει θνητότητα 15%-30%, ενώ αν αντιμετωπιστεί lege artis, η
θνητότητα περιορίζεται στο 1%-8% (Turner 1989). Συγχυτική κατάσταση, ανησυχία, αύξηση
της ψυχοκινητικής δραστηριότητας που είναι δυνατόν να φθάσει μέχρι τη διέγερση, συνεχής
μικρός τρόμος των άκρων, υπερπυρεξία, οπτικές ψευδαισθήσεις, φόβος και πανικός είναι τα
κυριότερα συμπτώματα. Θεραπευτικώς χορηγούνται βενζοδιαζεπίνες. Στις χειρουργικές
μονάδες συνηθίζεται ακόμη, παρά το ότι είναι ξεπερασμένη, η χορήγηση αλκοολούχων
ποτών ή η ενδοφλέβια έγχυση οινοπνεύματος για την πρόληψη ή/και θεραπεία του
τρομώδους ντελίριου.

Σεροτονινεργικό σύνδρομο. Σεροτονινεργικό σύνδρομο είναι μια κατάσταση δυνητικά


θανατηφόρος, που συνήθως προκαλείται από τη συγχορήγηση φαρμάκων τα οποία
αυξάνουν τη συναπτική σεροτονίνη στο ΚΝΣ. Αναστολείς της ΜΑΟ σε συνδυασμό με άλλα
αντικαταθλιπτικά, όπως σεροτονινεργικά, τρικυκλικά, τρυπτοφάνη ή συνδυασμοί μερικών
σεροτονινεργικών, είναι δυνατόν να προκαλέσουν μεγάλη αύξηση της σεροτονίνης στο ΚΝΣ.
Τα συμπτώματα και σημεία με τα οποία εμφανίζεται είναι: διέγερση και σύγχυση,
υπερθερμία, εφιδρώσεις, διάρροια, υπόταση, δυσκαμψία, μυοκλονίες και τρόμος. Η
κατάσταση αυτή είναι δυνατόν να οδηγήσει σε διάσπαρτη ενδοαγγειακή πήξη αίματος,
ραβδομυόλυση και καρδιακή ανεπάρκεια. Η θεραπευτική αντιμετώπιση συνίσταται σε
μεταφορά του ασθενούς σε μονάδα εντατικής θεραπείας, διακοπή των φαρμάκων που
έπαιρνε και χορήγηση δαντρολένης και του αντισεροτονινεργικού, αντιισταμινικού
κυπροεπταδίνη.

Κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο. Έχει χαρακτηρισθεί ως η πιο σπάνια (0,5%-0,9%


αυτών που λαμβάνουν νευροληπτικά) αλλά και πιο επικίνδυνη επιπλοκή κατά τη χρήση των
νευροληπτικών. Παρά το ότι είναι γνωστό από την αρχή της χρήσεως των νευροληπτικών
(Delay and Deniker 1968), η διάγνωσή του είχε παραμεληθεί μέχρι τις αρχές του 1980. Η
θνητότητα υπερβαίνει το 20%, και απαιτείται άμεση μεταφορά του ασθενούς σε μονάδα
εντατικής θεραπείας. Μεγάλες δόσεις νευροληπτικών ή απότομη και μεγάλη αύξηση της
δοσολογίας σε συνδυασμό με διακοπή αντιπαρκινσονικής αγωγής σε εξαντλημένο,
594

αφυδατωμένο ασθενή, σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας περιβάλλοντος είναι ισχυρά


επιβαρυντικοί παράγοντες (Αγγελόπουλος και συν 1987). Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι η
ενδομυϊκή χορήγηση νευροληπτικού, η συγχορήγηση λιθίου ή/και συγχορήγηση πολλών
νευροληπτικών (Ουλής και συν 1996), η νοητική καθυστέρηση, η προϋπάρχουσα σωματική
νόσος, ο χρόνιος αλκοολισμός, η συναισθηματική διαταραχή μανιακού ή υπομανιακού
τύπου, η ψυχοκινητική διέγερση οποιασδήποτε αιτιολογίας. Έχουν ανακοινωθεί σποραδικά
περιστατικά κακοήθους νευροληπτικού συνδρόμου όχι μόνο με κλασικά αντιψυχωσικά αλλά
και με νεότερα, όπως η κλοζαπίνη, η ρισπεριδόνη και η αριπιπραζόλη. Τα κλινικά
χαρακτηριστικά του συνδρόμου εμφανίζονται σχετικά σύντομα (μέσα σε ώρες ή σε λίγες
ημέρες) με εκσεσημασμένη υπερπυρεξία, μεγάλη μυϊκή δυσκαμψία, διαταραχές του
επιπέδου της συνείδησης, ταχυκαρδία και ταχυαρρυθμία, αύξηση της αρτηριακής πιέσεως,
κυρίως της διαστολικής, που μερικές φορές είναι πρόδρομο σημείο, ταχύπνοια, μεγάλη
εφίδρωση, απώλειες ούρων και κατατονικά φαινόμενα. Τα εργαστηριακά ευρήματα δείχνουν
αύξηση της κρεατινοφωσφοκινάσης (μπορεί να φθάσει μέχρι και 60.000 IU/L),
λευκοκυττάρωση με κυριαρχία των πολυμορφοπύρηνων, αύξηση της αλδολάσης του ορού
και ηλεκτρολυτικές διαταραχές. Ο θάνατος συνήθως οφείλεται σε διάχυτη ενδοαγγειακή
θρόμβωση, νεφρική ανεπάρκεια ως συνέπεια εκτεταμένης ραβδομυόλυσης ή
καρδιοπνευμονική ανεπάρκεια (Susman 2001). Η διαφορική διάγνωση θα γίνει από
λοιμώξεις του ΚΝΣ, φαινοθειαζινική θερμοπληξία, κατατονία ψυχογενή ή νευροληπτική,
ραβδομυόλυση, αλληλεπίδραση φαρμάκων με αναστολείς της ΜΑΟ, κακοήθη εξ αναισθησίας
υπερθερμία, αντιχολινεργικό ντελίριο, βαριές δυστονικές εκδηλώσεις λόγω νευρολογικών
συνδρόμων. Θεραπευτικώς διακόπτονται τα νευροληπτικά αλλά όχι τα αντιπαρκινσονικά που
ενδεχομένως παίρνει ο ασθενής, των οποίων η δόση πρέπει να αυξηθεί. Ο ασθενής
ενυδατούται, υποβάλλεται σε αντιπηκτική αγωγή και σκεπάζεται με ψυχρά κλινοσκεπάσματα.
Χορηγείται ενδομυϊκώς (ή και ενδοφλεβίως) δαντρολένη, αλλά χρειάζεται προσοχή λόγω της
ηπατοτοξικότητάς της. Είναι δυνατόν επίσης να συγχορηγηθούν λοραζεπάμη ενδομυϊκώς
μέχρι 8 mg ημερησίως, και βρωμοκρυπτίνη 2,5-5 mg ημερησίως διά του στοματο-γαστρικού
σωλήνα.

Νευροληπτική θερμοπληξία. Τα νευροληπτικά επιδρούν στο θερμορυθμιστικό σύστημα


καθιστώντας τον ασθενή ευάλωτο στις μεταβολές της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Η
νευροληπτική θερμοπληξία χαρακτηρίζεται από υπερπυρεξία και διαταραχές της
συνειδήσεως χωρίς μυϊκή δυσκαμψία και εφίδρωση. Οι φαινοθειαζίνες είναι δυνατόν να
προκαλέσουν θερμοπληξία, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες, όχι μόνο επειδή επιδρούν
στο θερμορυθμιστικό κέντρο αλλά και επειδή αναχαιτίζουν την εφίδρωση. Εκτός από τη
θερμοκρασία του περιβάλλοντος άλλοι συντελεστικοί παράγοντες είναι η ψυχοκινητική
ανησυχία και η σωματική κόπωση. Η θεραπεία είναι συμπτωματική μετά τη διακοπή των
νευροληπτικών.

Αντιχολινεργικό ντελίριο. Χαρακτηρίζεται από ξηροστομία, μυδρίαση, ξηρό δέρμα,


παραλυτικό ειλεό, κατακράτηση ούρων, ελαφρά άνοδο της θερμοκρασίας του σώματος,
σύγχυση και ντελίριο. Στη διαφορική διάγνωση ενδέχεται να βοηθήσει η φυσοστιγμίνη σε
δόση 1-2 mg IV, η οποία παροδικά αναστέλλει την κλινική εικόνα, αλλά δεν πρέπει να
χρησιμοποιηθεί θεραπευτικώς, επειδή είναι δυνατόν να προκαλέσει σπασμούς και
αρρυθμίες.

Οξύ εγκεφαλικό οίδημα από υπονατριαιμία. Η υπονατριαιμία εμφανίζεται όταν η


συγκέντρωση νατρίου στον ορό είναι μικρότερη από 135 mEq/L, με πιο συχνή αιτία το
σύνδρομο απρόσφορης έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης (SIADH). Βαζοπρεσσίνη
εκκρίνεται απρόσφορα από την οπίσθια υπόφυση, με αποτέλεσμα μειωμένη απέκκριση
ελεύθερου ύδατος. Τα συμπτώματα σχετίζονται κατά κύριο λόγο με δυσλειτουργία του ΚΝΣ
και περιλαμβάνουν ναυτία, πονοκέφαλο, μυαλγίες, γενικευμένη αδιαθεσία και ακολουθούν
λήθαργος και σύγχυση, με διαταραχές του προσανατολισμού σε τόπο χρόνο και πρόσωπα.
Εάν δεν υπάρξει θεραπευτική παρέμβαση και η πτώση του νατρίου είναι ταχεία, οι ασθενείς
θα εμφανίσουν εγκεφαλικό οίδημα με γενικευμένους τονικό-κλονικούς σπασμούς, άπνοια
595

και τελικώς κώμα και θάνατο εξαιτίας εγκεφαλικού εγκολεασμού. Υπονατρία παρατηρείται
στην ψυχογενή πολυδιψία, προκαλείται όμως και από φάρμακα όπως η καρβαμαζεπίνη, η
αλοπεριδόλη, η αμιτρυπτιλίνη, η βρωμοκρυπτίνη, το λίθιο.

ΧΡΟΝΙΑ ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΨΥΧΟΣΥΝΔΡΟΜΑ. Στα χρόνια οργανικά ψυχοσύνδρομα η εισβολή


των συμπτωμάτων είναι αργόσυρτη και επιτελείται μέσα σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα
με πρώτο σημείο τις διαταραχές της μνήμης. Η διάρκειά τους είναι μεγάλη και η πορεία
δύσκολα ή μη αναστρέψιμη. Η Αλκοολική ψευδαισθήτωση, το Ζηλοτυπικό παραλήρημα, και
οι Επιληπτικές ψυχώσεις περιγράφονται στα κεφάλαια περί ψυχώσεων. (Βλ. Άλλες
ψυχώσεις.)

Σύνδρομο Korsakoff. Τα κλινικά χαρακτηριστικά του είναι προχωρητική και αναδρομική


αμνησία, διαταραχές του προσανατολισμού στον χρόνο, αδυναμία ανάκλησης της διαδοχής
των γεγονότων στον χρόνο, μυθοπλασία και νοσοαγνωσία. Η μνήμη και η μάθηση
προσβάλλονται σε πολύ μεγάλο βαθμό, ενώ οι άλλες ψυχονοητικές λειτουργίες πολύ
λιγότερο (Korsakoff 1889). Τα αμνησιακά φαινόμενα οφείλονται σε νευρωνική απώλεια
στους πρόσθιους θαλαμικούς πυρήνες. Πολύ συχνά συνδυάζεται με σημεία του συνδρόμου
Wernicke, δηλαδή σύγχυση, αταξία, νυσταγμό και οφθαλμοπληγία, τα οποία προηγούνται
της τελικής κλινικής εικόνας του συνδρόμου. Κυριότερος αιτιοπαθογενετικός μηχανισμός
είναι η χρόνια και υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, αλλά και άλλοι παράγοντες είναι
δυνατόν να προκαλέσουν παρόμοιες καταστάσεις. Η θειαμίνη σε μεγάλες δόσεις
(200mg/ημερησίως) θεωρείται ως θεραπεία επιλογής (Day et al 2004).

Ανοιες. Άνοια είναι μια επίκτητη, προοδευτική, μη αναστρέψιμη έκπτωση της νοητικής
λειτουργίας που εκδηλώνεται με διαταραχές κυρίως της μνήμης αλλά και άλλων ανώτερων
νοητικών λειτουργιών καθώς και της συμπεριφοράς. Οι ανοϊκές νόσοι διαφέρουν από τις
νοητικές υστερήσεις ή ολιγοφρένειες κατά το ότι στις πρώτες η νοημοσύνη έφθασε σε
φυσιολογικά επίπεδα πριν εμφανισθούν τα σημεία εκπτώσεως. Επίσης, σε αντίθεση με
πολλές από τις ολιγοφρένειες που είναι συγγενείς, αυτές είναι επίκτητες. Προκύπτουν από
εγκεφαλική δυσλειτουργία μετά από μια βραδεία και προοδευτική, μη επανορθώσιμη
καταστροφή του φλοιού ή υποφλοιωδών δομών του εγκεφάλου. Στην αφετηρία μιας ανοϊκής
διεργασίας συχνά είναι δυνατόν να βρίσκονται αγγειακές και νευροεκφυλιστικές διαταραχές.
Μεταξύ άλλων λιγότερο συχνών αιτίων περιλαμβάνονται η έλλειψη βιταμινών (Β12, νιασίνη),
ποικίλες τοξικώσεις, η δηλητηρίαση από CO, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η
σκλήρυνση κατά πλάκας, οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, η θυρεοειδική δυσλειτουργία, η
νευροσύφιλη και η προϊούσα γενική παράλυση κ.λπ.
Οι ανοϊκές νόσοι αποτελούν σοβαρό πρόβλημα στις ανεπτυγμένες χώρες με μια
συχνότητα εμφάνισης στους ηλικιωμένους που υπερβαίνει το 15% και συνεχώς αυξάνεται.
Στις ηλικίες άνω των 80 ετών τα ποσοστά φθάνουν το 30% (Skoog et al 1993): 47% εξ
αυτών πάσχει από αγγειακή άνοια, 43% από νόσο Alzheimer και 10% από άνοιες άλλου
τύπου. Η συχνότητα των πασχόντων από άνοια, νοσηλευομένων σε γενικό νοσοκομείο για
άλλη σωματική νόσο, βρέθηκε στο 3,9%, το δε κόστος νοσηλείας τους είναι κατά πολύ
μεγαλύτερο των άλλων ασθενών, όπως επίσης και ο χρόνος παραμονής τους στο
νοσοκομείο (Lyketsos et al 2000). Η τριετής θνητότητα στους ηλικιωμένους πάσχοντες από
άνοια είναι γύρω στο 50%, ενώ το ποσοστό αυτό σε αντίστοιχο υγιή πληθυσμό βρέθηκε στο
23% (Skoog et al 1993).
Οι ψυχικές διαταραχές είναι συχνές στους πάσχοντες από άνοια. Συχνότερες είναι οι
αγχώδεις καταστάσεις, η κατάθλιψη, η ψυχοκινητική ανησυχία, οι διαταραχές του ύπνου και
ποικίλα ψυχωσικά συμπτώματα ή σύνδρομα, καθώς και μεταβολές της προσωπικότητας με
ευπιστία, παιδαριώδη ή ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά, έλλειψη εναισθησίας και
διαταραχές της κριτικής ικανότητος. Σε αντίθεση με τη νοητική επιβάρυνση που επιδεινώνεται
σταδιακά με την πάροδο του χρόνου, τα ψυχοπαθολογικά στοιχεία της νόσου παρουσιάζουν
χαρακτηριστικές διακυμάνσεις. Έχουν ποικίλες εκδηλώσεις και η φύση των νοηματικών και
συμπεριφερικών μεταβολών έχει σχέση με την κατανομή και τη βαρύτητα της εγκεφαλικής
596

βλάβης, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται προσεκτική διαφοροδιαγνωστική διερεύνηση


(Τσολάκη 1995).
Παρά το ότι αντιστρεπτές άνοιες υπάρχουν πράγματι, δεν φαίνεται να συναντώνται
τόσο συχνά όσο πιστευόταν παλαιότερα. Οι περισσότεροι ασθενείς με αντιστρεπτές αιτίες
γεροντικής άνοιας δεν επανέρχονται σε φυσιολογική κατάσταση· αντίθετα, η εκπτωτική
πορεία της νοηματικής τους καταστάσεως συνεχίζεται παρά την άρση του αιτίου. Αναλόγως
της κατανομής των βλαβών στον εγκέφαλο υπάρχουν δύο ομάδες ανοιών, οι φλοιώδεις και
οι υποφλοιώδεις άνοιες. Στις φλοιώδεις τα συμπτώματα προκύπτουν από διαταραχές της
γνωσίας, της φασίας, της πραξίας και της αριθμησίας, ενώ στις υποφλοιώδεις από
διαταραχές της διάθεσης, της εγρήγορσης, της χρόνωσης (timing) και των κινήτρων.
Φλοιώδεις άνοιες. Οι βλάβες κατανέμονται στον φλοιό των ημισφαιρίων. Κύρια κλινικά
χαρακτηριστικά τους είναι η νοητική έκπτωση, με αφασικά συμπτώματα, διαταραχές της
καθηλώσεως και ανακλήσεως μαθησιακού υλικού, συμπτώματα αγνωσίας, αναριθμησίας
και απραξίας. Συνυπάρχουν ακόμη διαταραχές του προσανατολισμού σε χώρο, χρόνο και
πρόσωπα χωρίς πτώση του επιπέδου της συνείδησης, διαταραχές της σκέψης και της
κρίσης. Η επεξεργασία των εισερχόμενων πληροφοριών δυσχεραίνεται και ο ασθενής
αδυνατεί να παρακολουθήσει περισσότερα από ένα ερεθίσματα ταυτοχρόνως. Ο έλεγχος
των συναισθημάτων, των κινήτρων και της κοινωνικής συμπεριφοράς επηρεάζεται σοβαρά.
Κατάθλιψη εμφανίζεται συχνά στις φλοιώδεις άνοιες και κατά τα αρχικά στάδια είναι
δυνατόν να δημιουργηθούν διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα. Εκρήξεις ευερεθιστότητας
και συμπεριφορές που οφείλονται σε άρση αναστολών, όπως απρεπής σεξουαλική
συμπεριφορά, δεν είναι σπάνιες. Στις φλοιώδεις άνοιες ανήκουν η νόσος του Alzheimer, η
αγγειακή άνοια και η νόσος του Pick.
Υποφλοιώδεις άνοιες. Τα κλινικά χαρακτηριστικά των υποφλοιωδών ανοιών προκύπτουν
από διαταραχές θεμελιωδών λειτουργιών, όπως τα κίνητρα, η διάθεση, η χρόνωση και η
εγρήγορση, που ελέγχονται από δομές με πρώιμη φυλογενετική και οντογενετική εμφάνιση.
Οι βλάβες εντοπίζονται στα βασικά γάγγλια, στον θάλαμο, και σε δομές του εγκεφαλικού
στελέχους. Εμφανίζονται με διαταραχές στην εγρήγορση, στην προσοχή, στα κίνητρα, στο
συναίσθημα και εκδηλώνονται με ψυχοκινητική επιβράδυνση (βραδυφρένεια), διαταραχές
της μνήμης, συναισθηματικές διαταραχές και δυσκολίες στην οργάνωση
στοχοκατευθυνόμενης συμπεριφοράς προς επίλυση προβλημάτων. Στις υποφλοιώδεις
άνοιες ανήκουν ποικίλα ανοϊκά σύνδρομα που συνδυάζονται με εξωπυραμιδικά και άλλα
κινητικά συμπτώματα. Λοιμώδεις και αγγειακοί παράγοντες είναι δυνατόν να εμπλέκονται
στην αιτιοπαθογένεια (Cummings 1986). Υποφλοιώδης άνοια έχει βρεθεί στη νόσο του
Parkinson, στην ιδιοπαθή αποτιτάνωση των βασικών γαγγλίων, σε εκφυλιστικές διεργασίες
του θαλάμου, στην αγγειακή απόφραξη των βασικών γαγγλίων και του θαλάμου, στη νόσο
του Huntington και στη νόσο του Wilson.

Άνοια τύπου Alzheimer. Ο Alzheimer το 1907 παρατήρησε «διάσπαρτες καθ’ όλη την
έκταση του φλοιού, ειδικότερα στις ανώτερες στοιβάδες, αμέτρητες εστίες οι οποίες
προέρχονταν από την εναπόθεση μιας περίεργης ουσίας». Κατά τη δεκαετία του ’80
εξακριβώθηκε η ταυτότητα αυτής της ουσίας. Είναι η β-αμυλοειδής-πρωτεΐνη, μια πρωτεΐνη
αποτελούμενη από 40 αμινοξέα, τμήμα μιας μεγαλύτερου μοριακού βάρους πρωτεΐνης, της
β-προδρόμου αμυλοειδούς-πρωτεΐνης (β-amyloid prodromal peptide, β-APP), η οποία
αποτελείται από 695 αμινοξέα. Η β-APP με τη δράση δύο ενζύμων β- και γ-σεκρετάσης
διασπάται και δίδει την β-αμυλοειδή-πρωτεΐνη, η οποία συσσωρεύεται στον νευρικό ιστό και,
κατά την κυριαρχούσα άποψη, προκαλεί τη νόσο Alzheimer.

Επιδημιολογία. Άνοια τύπου Alzheimer ευθύνεται για τον μεγαλύτερο αριθμό των
περιπτώσεων γεροντικής άνοιας, αν και είναι δυνατόν να εμφανισθεί και πριν από την ηλικία
των 60. Η επικράτησή της στον γενικό πληθυσμό αυξάνεται σημαντικά με την αύξηση της
ηλικίας και κυμαίνεται από 5% για τις ηλικίες 60-75, μέχρι 25% για τις ηλικίες 70-85. Στην
Ελλάδα η επικράτησή της στο σύνολο του γενικού πληθυσμού είναι 0,6% (άλλο ένα 0,3%
αφορά τις υπόλοιπες άνοιες), ενώ τα ποσοστά στις ηλικίες από 70 μέχρι 85+ ανέρχονται από
το 5% στο 36% (Τσολάκη 2001). Σχηματικά θα έλεγε κανείς ότι περί τα 150.000 άτομα στην
597

Ελλάδα πάσχουν από τη νόσο Alzheimer. Είναι ίσως κάπως συχνότερη σε άτομα με χαμηλό
επίπεδο εκπαίδευσης.

Κλινική εικόνα. Διαταραχές της οσφρήσεως με αδυναμία διακρίσεως των οσμών


εμφανίζονται κατά τα πρώιμα στάδια και με την πρόοδο της νόσου εξελίσσονται, αν και αυτό
το σύμπτωμα δεν είναι σταθερό. Τα κυριότερα σημεία και συμπτώματα της νόσου καθώς
αυτή προχωρεί από στάδιο σε στάδιο είναι: προοδευτική απώλεια της πρόσφατης αρχικά και
της αναδρομικής μνήμης αργότερα που είναι και το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της νόσου,
κλονισμός της προσωπικότητας, παραληρητικές ιδέες κλοπής ή διωκτικό παραλήρημα,
διαταραχές αναγνωρίσεως προσώπων, οπτικές και ακουστικές ψευδαισθήσεις.
Επιθετικότητα, περιπλάνηση, κτηνώδης λαιμαργία, άρση σεξουαλικών και άλλων αναστολών
μαζί με αφασικά φαινόμενα και ανικανότητα εκπλήρωσης απλών καθημερινών καθηκόντων
εμφανίζονται στα τελικά μάλλον στάδια. Οι διαταραχές της συμπεριφοράς είναι εντονότερες
στις βαρύτερες περιπτώσεις. Τα ψυχωσικά συμπτώματα εμφανίζονται σε ποσοστό άνω του
30% (Cooper et al 1991) και η παρουσία τους συνοδεύεται από μεγαλύτερη νοητική
επιδείνωση και πιθανώς σημαίνει ταχύτερη πορεία της άνοιας. Οι πάσχοντες που κατά την
εξέλιξη της νόσου παρουσίασαν αφασικά ή απραξικά συμπτώματα βρέθηκε ότι είχαν
ταχύτερη επιδείνωση (Yesavage et al 1993). Σε ένα επίσης πολύ μεγάλο ποσοστό οι
ασθενείς παρουσιάζουν συμπτώματα καταθλίψεως, που όχι σπάνια είναι δυνατόν να
δυσχεράνουν το διαφοροδιαγνωστικό σκεπτικό. Επειδή σε πολλούς ηλικιωμένους
καταθλιπτικούς η συμπτωματολογία της κατάθλιψης συνοδεύεται και από μεγάλη, μερικές
φορές, πτώση των νοητικών ικανοτήτων, είναι φρόνιμο να θεωρείται κάθε
πρωτοεμφανιζόμενη ανοϊκή συμπτωματολογία ως οφειλόμενη σε κατάθλιψη και να
αντιμετωπίζεται αναλόγως. Αν πρόκειται περί καταθλίψεως, τα ανοϊκά φαινόμενα θα
υποχωρήσουν μαζί με την κατάθλιψη – κάτι που δεν θα συμβεί σε περίπτωση νόσου
Alzheimer.

Ιστολογικά, βιοχημικά και νευροαπεικονιστικά χαρακτηριστικά. Η βλάβη έχει κατανομή στον


μετωπιαίο, βρεγματικό και κροταφικό λοβό, καθώς και στον ιππόκαμπο, όπου παρατηρείται
μαζική απώλεια των μεγάλων πυραμιδικών κυττάρων. Τα εγκεφαλικά κύτταρα μετατρέπονται
σε εκφυλισμένες μάζες και κολλώδη μορφώματα αναπτυσσόμενα βραδέως, με την πάροδο
δεκαετιών. Ονομάσθηκαν γεροντικές πλάκες και αποτελούνται από νευροϊνώδη πλέγματα
στα οποία έχει συσσωρευθεί β-αμυλοειδής-πρωτεΐνη. Οι εναποθέσεις της β-αμυλοειδούς-
πρωτεΐνης γίνονται στις νευρικές απολήξεις, μεταξύ των νευρικών κυττάρων, ακόμη και στα
σώματα των νευρικών κυττάρων. Δεν είναι γνωστό αν αυτές οι εναποθέσεις είναι αιτία της
νόσου ή απλώς μία από τις εκδηλώσεις της, τα υγιή νευρικά κύτταρα πάντως παράγουν
μικρές ποσότητες β-αμυλοειδούς-πρωτεΐνης. Η β-αμυλοειδής-πρωτεΐνη όταν ενσωματώνεται
σε τεχνητές λιπιδικές διστοιβάδες, που θεωρούνται δυνητικά πρότυπα των κυτταρικών
μεμβρανών, δημιουργεί σε αυτές εκλεκτικές διόδους σε κατιόντα ασβεστίου Ca++. Η
παρουσία τέτοιων ανώμαλων διόδων στις μεμβράνες των νευρώνων ίσως να διαταράσσει
την ισορροπία των κατιόντων Ca++ στα νευρικά κύτταρα. Και οι δίοδοι αυτές είναι πιθανόν να
ευθύνονται για τις βλάβες στο ΚΝΣ που προκαλούνται στη νόσο Alzheimer, λόγω
υπερβολικών συγκεντρώσεων αλάτων Ca++.
Έχει διαπιστωθεί μεγάλη (μέχρι 80%-90%) μείωση της ακετυλχολίνης και της
χολινοακετυλτρανσφεράσης στους εγκεφάλους πασχόντων από τη νόσο, ιδιαίτερα στον
βρεγματικό λοβό, στον ιππόκαμπο και στους αμυγδαλοειδείς πυρήνες. Σημαντικώς
προσβεβλημένοι είναι οι χολινεργικοί νευρώνες στον πυρήνα του Meynert. Είναι γνωστό ότι
το χολινεργικό νευρομεταβιβαστικό σύστημα εμπλέκεται στη ρύθμιση ορισμένων γνωσιακών
λειτουργιών. Ο χολινεργικός αποκλεισμός που προκαλείται από τη χορήγηση σκοπολαμίνης
αναστέλλει τις διαδικασίες προσοχής, εγγραφής νέας πληροφορίας και προκαλεί αμνησία,
ενώ η χορήγηση ουσιών που αυξάνουν την κεντρική χολινεργική δραστηριότητα (χολίνη,
αρεκολίνη, νικοτίνη) βελτιώνουν αυτές τις λειτουργίες. Η ανεπάρκεια του χολινεργικού
νευρομεταβιβαστικού συστήματος έχει προταθεί ως ο θεμελιώδης αιτοπαθογενετικός
μηχανισμός της νόσου. Ωστόσο έχει υποστηριχθεί ότι το χολινεργικό σύστημα είναι μάλλον
απίθανο να εμπλέκεται σε όλες τις πλευρές της γνωσιακής λειτουργίας που επηρεάζονται
598

από τη νόσο Alzheimer και ίσως εμπλέκονται εκφυλιστικές διεργασίες και σε άλλα
νευρομεταβιβαστικά συστήματα, όπως το νοραδρενεργικό και το σεροτονινεργικό (Perry,
1988).
Από νευροαπεικονιστική άποψη πολύ συχνά, στην αξονική ή μαγνητική τομογραφία,
παρατηρείται ατροφία του φλοιού και διεύρυνση των κοιλιών. Η συσχέτιση, μεταξύ
φλοιώδους ατροφίας, αύξησης του μεγέθους των κοιλιών και νόσου Alzheimer δεν είναι
απόλυτη, αν και είναι οπωσδήποτε τα μέγιστα ενδεικτική, δεδομένου ότι αρκετά άτομα με
φυσιολογικές νοητικές λειτουργίες παρουσιάζουν κάποια φλοιώδη ατροφία και κάποιο βαθμό
διεύρυνσης των κοιλιών.

Αιτιοπαθογένεια. Η αιτιολογία της νόσου είναι άγνωστη. Η έρευνα για εξωτερικούς


αιτιολογικούς παράγοντες δεν έχει δώσει τεκμηριωμένα αποτελέσματα. Στους παράγοντες
κινδύνου για την ανάπτυξή της περιλαμβάνονται, εκτός της ηλικίας, το οικογενειακό ιστορικό,
το εγκεφαλικό επεισόδιο, φάρμακα που προκαλούν διαταραχές του χολινεργικού συστήματος
(έχουν ενοχοποιηθεί οι βενζοδιαζεπίνες, τα αντιχολινεργικά, τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά
κ.λπ.), η κατάθλιψη, η σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση και διάφορες ιώσεις, κυρίως
ερπητικές λοιμώξεις.
Γενετικοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί, αλλά η τεκμηρίωση δεν είναι επαρκής, και μόνο
ένα μικρό ποσοστό των περιπτώσεων μπορεί να αποδοθεί σε κάποια γενετική ανωμαλία.
Υπάρχει συνύπαρξη της νόσου στους μονοζυγωτικούς διδύμους κατά 40% και στους
διζυγωτικούς κατά 12%. Όσο πρωιμότερη είναι η εμφάνιση της νόσου τόσο πιθανότερο
είναι οι ασθενείς να έχουν συγγενείς με νόσο Alzheimer. Μεταλλάξεις ορισμένων γονιδίων
σχετίζονται με την εμφάνισή της. Σημαντικό είναι και το εύρημα σύμφωνα με το οποίο η
νόσος Alzheimer συνδέεται με το σύνδρομο Down. Έχει παρατηρηθεί ότι άτομα με
σύνδρομο Down που φθάνουν στην ηλικία των 40 ετών εμφανίζουν συχνά μια εικόνα που
μοιάζει με νόσο Alzheimer. Το 1996 βρέθηκε ότι τα γονίδια της πρεσενιλίνης 1 (PS1) και
πρεσενιλίνης 2 (PS2) (το PS1 στο χρωμόσωμα 14, το PS2 στο χρωμόσωμα 1) παίζουν
καθοριστικό ρόλο στην επεξεργασία της προδρόμου του αμυλοειδούς πρωτεΐνης,
ρυθμίζοντας τη δραστικότητα της γ-σεκρετάσης, και ότι μεταλλάξεις σε αυτά προκαλούν
πρώιμη εμφάνιση νόσου Alzheimer μεταδιδόμενης κατά τον επικρατητικό χαρακτήρα.
Σύμφωνα με μία άλλη άποψη, η νόσος Alzheimer προκαλείται από την παθολογική ποικιλία
Ε4 του γονιδίου της απολιποπρωτεΐνης Ε (ApoE). Το γονίδιο αυτό, το οποίο υπάρχει σε
τέσσερις αλληλόμορφες ποικιλίες Ε, Ε2, Ε3, και Ε4, βρίσκεται στο χρωμόσωμα 19 και
εμπλέκεται στην παραγωγή της ApoE, πρωτεΐνης η οποία κατευθύνει τη χοληστερόλη του
αίματος. Η ύπαρξη της ποικιλίας ApoΕ4 είναι δείκτης ευαλωσίας σε καρδιαγγειακή νόσο
αλλά ακόμη περισσότερο σε νόσο Alzheimer. Βρέθηκε ότι το 91% των ατόμων με δύο
αλληλόμορφα ApoE4 παρουσίαζε τη νόσο σε πολλαπλάσιο βαθμό σε σύγκριση με άτομα
που δεν έφεραν αλληλόμορφα ApoE4. Βέβαια και η άποψη αυτή δεν είναι ικανοποιητικά
τεκμηριωμένη, αφού υπάρχουν φορείς του ApoE4 γονιδίου που δεν παρουσιάζουν τη
νόσο, ενώ έχουν βρεθεί και πάσχοντες από τη νόσο Alzheimer που δεν είναι φορείς του
γονιδίου. Επίσης έχει ενοχοποιηθεί το γονίδιο της β-APP στο χρωμόσωμα 21. Φαίνεται ότι
υπάρχει γενετική ετερογένεια με γονιδιακές θέσεις στο χρωμόσωμα 21 που συνδέονται με
πρώιμη, προγεροντική έναρξη και με γονιδιακές θέσεις στο χρωμόσωμα 19 (ApoE) που
σχετίζονται με όψιμη έναρξη.
Σύμφωνα με τη θεωρία της φλεγμονώδους εμπλοκής (Δερετζή και Πελίδου 2003), η
ενεργοποίηση της μικρογλοίας και η αυξημένη ρύθμιση των κυτταροκινών που προάγουν
τη φλεγμονή αποτελούν ενδείξεις εμπλοκής κάποιου φλεγμονώδους μηχανισμού στην
αιτιοπαθογένεια της νόσου Alzheimer. Το ότι στην παρατεταμένη χορήγηση μη στεροειδών
αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ή αναστολέων της κυκλοξυγενάσης αποδίδεται κάποια
προφυλακτική δράση κατά της νόσου ενισχύει αυτήν την άποψη.
Έχει υποστηριχθεί, ότι η ηυξημένη επίπτωση της νόσου στις ηλικιωμένες γυναίκες οφείλεται
σε οιστρογονική ανεπάρκεια και επομένως θα ήταν χρήσιμος προληπτικός παράγων η
χορήγηση οιστρογόνων στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση (Paganini-Hill 1996).
Έχει επίσης ενοχοποιηθεί το αργίλιο, η συζήτηση για τον ρόλο του οποίου στην
αιτιοπαθογένεια της νόσου συνεχίζεται ακόμη. Μεγάλες ποσότητες αργιλίου ανευρίσκονται
599

σε αιμοκαθαιρόμενους νεφροπαθείς που έχουν αναπτύξει γνωσιακές δυσλειτουργίες. Το


αργίλιο είναι άκρως τοξική ουσία για το εγκεφαλικό κύτταρο και έχουν ανιχνευθεί υψηλές
συγκεντρώσεις του στις νευροϊνωματώδεις πλάκες των πασχόντων.

Θεραπεία. Η θεραπεία της νόσου πιθανώς να μην έχει τεθεί ακόμη ούτε καν στην αφετηρία
της, αν και προσφάτως γίνονται προσπάθειες για τη σύνθεση ουσιών που εμποδίζουν τη
συσσώρευση της β-ΑPP στα νευρικά κύτταρα.
Η χολινεργική θεραπεία είναι πιο αποδοτική κατά τα αρχικά στάδια της νόσου, όταν έχει
επιδεινωθεί η μνήμη αλλά όχι οι άλλες νοητικές και ψυχικές λειτουργίες. Οι χολινεργικές
στρατηγικές περιλαμβάνουν χορήγηση πρόδρομων ουσιών (λεκιθίνη), αύξηση
απελευθέρωσης ακετυλχολίνης (λινοπιρδίνη), χορήγηση αναστολέων της
ακετυλοχολινεστεράσης για να επιτευχθεί μείωση του μεταβολισμού της ακετυλοχολίνης,
καθώς και άμεση διέγερση μουσκαρινικών και νικοτινικών υποδοχέων (βλ. νοοτρόπα). Όλες
όμως οι προσπάθειες κάλυψης της χολινεργικής ανεπάρκειας και ενίσχυσης της κεντρικής
χολινεργικής λειτουργίας δεν έχουν αποδώσει. Εντατικές προσπάθειες βρίσκονται σε εξέλιξη
για την ανάπτυξη ανοσιακών μορφών θεραπείας (Schenk 2002) με τη μορφή εμβολίου.
Καθώς η νόσος προχωρεί, ο ασθενής θα χρειασθεί ιδιαίτερη φροντίδα, την οποία η
σημερινή πυρηνική οικογένεια δεν θα μπορέσει να του προσφέρει. Μόνο οι μεγάλες
οικογένειες είναι σε θέση να προσφέρουν χωρίς να δυσανασχετούν την αγάπη και τη
φροντίδα που χρειάζεται ο ασθενής. Οι σύγχρονες πυρηνικές οικογένειες που ζουν
συνωστισμένες σε διαμερίσματα πολυκατοικιών αντιμετωπίζουν αυτό το έργο ως μια
κολοσσιαία ταλαιπωρία. Ειδικά ιδρύματα περιθάλψεως πασχόντων από τη νόσο Alzheimer
θα χρειασθεί να δημιουργηθούν στο άμεσο μέλλον. Αυτά δεν πρέπει να ταυτίζονται με τα
γηροκομεία, τα οποία επιτελούν άλλο έργο. Στους ανοϊκούς ασθενείς που παρουσιάζουν
ψυχωτική συμπτωματολογία ή διέγερση είναι συνηθισμένη πρακτική να χορηγούνται
νευροληπτικά. Έχει βρεθεί όμως ότι με αυτήν την αντιμετώπιση τριπλασιάζονται οι
πιθανότητες πρόκλησης θανατηφόρου εγκεφαλικού επεισοδίου.
Στους προστατευτικούς παράγοντες συγκαταλέγονται η εκπαίδευση, το επίπεδο
μόρφωσης, τα αντιφλεγμονώδη, τα αντιοξειδωτικά, η αντιμετώπιση της συστολικής
υπέρτασης και τα οιστρογόνα στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, αν και ο προστατευτικός .
Σχετικώς με τα οιστρογόνα έχει υποτεθεί ότι η οιστρογονική υποκατάσταση στις
εμμηνοπαυσιακές γυναίκες ίσως έχει κάποιο προστατευτικό ρόλο κατά της νόσου Alzheimer,
αλλά τα ευρήματα δεν είναι πειστικά (Haines 1998).

Άνοια τύπου σωματίων Lewy. Η άνοια τύπου σωματίων Lewy είναι ένας σχετικώς συχνός
τύπος εκφυλιστικής άνοιας, η διαφοροδιάγνωση του οποίου από τη νόσο Alzheimer είναι
πολύ δύσκολη, αφού και οι δύο συνυπάρχουν στο ίδιο ηλικιακό φάσμα, δηλαδή το γήρας.
Από παθολογοανατομική άποψη στους εγκεφάλους των πασχόντων ανευρίσκονται
ενδονευρονικά πρωτεϊνικά κυτταροπλσματικά συσσωματώματα, τα λεγόμενα σωμάτια Lewy,
ενώ τα νευροϊνιδιακά πλέγματα της νόσου Alzheimer καθώς και οι γεροντικές πλάκες είναι
μάλλον σπανιότερα. Η κατανομή των σωματίων Lewy περιλαμβάνει τον ιππόκαμπο, τους
κροταφικούς λοβούς, την έλικα του προσαγωγίου, τη μέλαινα ουσία, ορισμένες υποφλοιώδεις
περιοχές και τον νεοφλοιό. Από βιοχημική άποψη η έλλειψη της ακετυλοχολίνης είναι
παρόμοια με της νόσου Alzheimer, αλλά υπάρχουν και εκτεταμένες διαταραχές της
ντοπαμινεργικής μεταβίβασης. Οι άνδρες προσβάλλονται συχνότερα από τις γυναίκες και η
κλινική πορεία είναι ταχύτερη της νόσου Alzheimer (McKeith et al 1995). Στην άνοια αυτή η
κατάθλιψη, οι οπτικές και οι ακουστικές ψευδαισθήσεις εμφανίζονται πρωίμως, σε αντίθεση
με τη νόσο Alzheimer στην οποία εμφανίζονται αργότερα, στα προχωρημένα στάδια της
νόσου. Ιδιαίτερα οι οπτικές και οι ακουστικές ψευδαισθήσεις είναι πολύ συχνές και
συνοδεύονται από δευτερογενείς παραληρητικές ιδέες διώξεως. Συχνά είναι τα ανεξήγητα
λιποθυμικά επεισόδια. Μερικοί ασθενείς είναι δυνατόν να παρουσιάζουν μια εικόνα με
κυμαινόμενα επίπεδα εγρήγορσης και γνωσιακών δυνατοτήτων, που θυμίζει ντελίριο ή
παροδική εγκεφαλική ισχαιμία. Τα ανοϊκά συμπτώματα συνοδεύονται και από κινητικές
διαταραχές παρκινσονικού τύπου. Από νευροψυχολογική άποψη φαίνεται ότι οι πάσχοντες
από άνοια τύπου σωματίων Lewy έχουν καλύτερες επιδόσεις στην ανάκληση μνημονικού
600

υλικού, οπωσδήποτε μέσα στο πλαίσιο της βαρείας άνοιας από την οποία πάσχουν, αλλά οι
επιδόσεις τους σε πραξιακά καθήκοντα είναι χειρότερες από εκείνες των πασχόντων από
νόσο Alzheimer (Walker et al 1997). Δεν υπάρχει θεραπεία αυτής της νόσου, όπως και σε
κάθε άνοια, και θα ήταν φρόνιμο σε αυτούς τους ασθενείς να μην υποδειχθεί καμία
θεραπευτική αγωγή αλλά να βελτιωθούν οι συνθήκες γενικότερης φροντίδας τους. Χορήγηση
νευροληπτικών είναι δυνατόν να επιφέρει δραματική επιδείνωση της γνωσιακής και κινητικής
λειτουργικότητος του ασθενούς και όχι σπάνια να προκαλέσει τον θάνατο (McKeith et al
1992).

Αγγειακή ή πολυεμφρακτική ή αρτηριοσκληρυντική άνοια. Η εγκεφαλική


αρτηριοσκλήρυνση είναι μία από τις συχνότερες αιτίες της άνοιας, αντιστοιχεί στο 20%
περίπου των ανοιών, και πρέπει να διακρίνεται από τη γεροντική άνοια. Προκαλείται από
μείωση της αιματώσεως του εγκεφάλου λόγω αποφράξεως των αρτηριών μεγάλου και
μεσαίου μεγέθους, οπότε προκαλείται φλοιώδης αγγειακή άνοια, ή από πολλά μικρά
εγκεφαλικά έμφρακτα με αθροιστικό αποτέλεσμα, οπότε προκαλείται υποφλοιώδης άνοια ή
νόσος Binswanger. Ένας συγκεκριμένος τύπος υποφλοιώδους αγγειακής άνοιας, η
εγκεφαλική αυτοσωματική επικρατητική αρτηριοπάθεια με υποφλοιώδη έμφρακτα και
λευκοεγκεφαλοπάθεια (CADASIL: Cerebral Autosomal Dominant Arteriopathy with Subcorti-
cal Infarcts and Leukoencephalopathy), παρουσιάζει και αξιοσημείωτη ψυχιατρική
συμπτωματολογία, κυρίως συναισθηματικού τύπου. Η πολυεμφρακτική άνοια είναι πιο
προοδευτική από την άνοια οξέως επεισοδίου. Τυπικά προηγούνται παροδικά ισχαιμικά
επεισόδια με διαταραχές της συνείδησης ή/και παρέσεις βραχείας διάρκειας, αλλά δεν
αποκλείονται και μεγαλύτερα οξέα εγκεφαλικά επεισόδια. Ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών με
πολυεμφρακτική άνοια είναι υπερτασικοί ή/και διαβητικοί. Κύριο εύρημα, οι μεγάλες
διαταραχές της μνήμης, ωστόσο συνυπάρχουν και άλλα συμπτώματα, όπως εστιακά
νευρολογικά, συναισθηματική αστάθεια με κλάματα ή εκρηκτικούς γέλωτες, άρση αναστολών
κ.λπ. Το άγχος και η κατάθλιψη μπορεί να είναι σοβαροί συννοσηροί παράγοντες. Η πορεία
είναι βραδεία και συνοδεύεται από επιπρόσθετα εγκεφαλικά επεισόδια. Το προσδόκιμο ζωής
είναι περιορισμένο.

Ήπια διαταραχή των γνωσιακών λειτουργιών. Χαρακτηρίζεται από εξασθένηση της


μνήμης όσον αφορά λεπτομέρειες γεγονότων ή καταστάσεων αλλά όχι απώλεια της μνήμης
στο σύνολο αυτών των γεγονότων ή καταστάσεων. Δεν ενοχλεί τους ηλικιωμένους ούτε τους
προκαλεί ιδιαίτερα προβλήματα, αλλά ενδέχεται να είναι πρώιμο σημείο άνοιας Alzheimer.
Οφείλεται στο ότι το βάρος του εγκεφάλου μειώνεται με την αύξηση της ηλικίας (κατά 50 gr
μέχρι την ηλικία των 85 ετών), κυρίως στη μέλαινα ουσία, στον μετωπιαίο και στον κροταφικό
λοβό όπου παρατηρούνται οι μεγαλύτερες απώλειες.

Γεροντική άνοια. Θα πρέπει να γίνεται διάκριση της γεροντικής άνοιας από τις ήπιες
διαταραχές της νόησης και της μνήμης που παρατηρούνται σε αυτήν την ηλικία χωρίς όμως
να επηρεάζουν σοβαρά την ποιότητα ζωής αυτών των ατόμων. Εμφανίζεται μετά την ηλικία
των 70 ετών και είναι συχνότερη στις γυναίκες. Η εγκεφαλική ατροφία είναι εκτεταμένη, πιο
εκσεσημασμένη στους μετωπιαίους και στους ινιακούς λοβούς. Διαταραχές της προσοχής,
σύγχυση, επεισόδια φόβου, όχι καλά οργανωμένο διωκτικό παραλήρημα είναι τα συχνότερα
συμπτώματα. Ο ασθενής είναι δυνατόν να χάσει τον προσανατολισμό του και να
περιπλανηθεί στους δρόμους προσπαθώντας να βρει το σπίτι του. Τα συμπτώματα
επιδεινώνονται κατά τις βραδινές ώρες.

Νόσος του Pick ή μετωποκροταφική άνοια. Άγνωστης αιτιολογίας άνοια, σχετικώς


σπάνια, αποτελεί το 1%-5% όλων των ανοιών. Προσβάλλεται περισσότερο ο μετωπιαίος
λοβός και λιγότερο ο κροταφικός και ο βρεγματικός, όπου ανευρίσκονται ιστοπαθολογικές
αλλοιώσεις υπό μορφήν αργυρόφιλων εγκλείστων (σωμάτια του Pick). Αρχίζει περί την ηλικία
40-60 ετών και χαρακτηρίζεται από εξωπυραμιδικά συμπτώματα, προοδευτική άνοια,
αφασικά φαινόμενα, ευφορικές εκδηλώσεις, διαταραχές της συμπεριφοράς και άρση
αναστολών. Αρχικά συμπτώματα μπορεί να είναι άγχος και κατάθλιψη σε συνδυασμό με
601

πτώση της απόδοσης στην εργασία και διαταραχές της προσωπικότητας. Συχνά συγχέεται
με τη νόσο Alzheimer (Μπαλογιάννης 2000). Δεν υπάρχει θεραπεία, η δε πορεία της νόσου
διαρκεί περί τα 5-10 έτη.

Άνοια στη νόσο Huntington. Η νόσος του Huntington (Naarding et al 2001) κληρονομείται
κατά τον αυτόσωμο επικρατητικό τρόπο. Η απώλεια νευρώνων του ραβδωτού σώματος και
των απαγωγών τους νευραξόνων οδηγεί σε κινητικές διαταραχές (συνήθως χορεία),
ψυχιατρικά συμπτώματα (κατάθλιψη και παρανοειδείς εκδηλώσεις) και άνοια. Ο θάνατος
συνήθως έρχεται 15-20 χρόνια μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων. Απάθεια,
αδράνεια και ευερεθιστότητα, χρόνια δυσθυμία, αδυναμία επίλυσης προβλημάτων, έλλειψη
εναισθησίας, απώλεια ελέγχου, είναι συχνά συμπτώματα της νόσου. Τα πρώτα συμπτώματα
εμφανίζονται κατά τη μέση ενήλικο ζωή μαζί με τις χορειακές κινήσεις. Οι διαταραχές της
μνήμης είναι πρόδρομα σημεία ότι ο πάσχων από ν. Huntington αρχίζει να παρουσιάζει
άνοια, η οποία ανήκει στις υποφλοιώδεις άνοιες.

Άνοια στη νόσο Parkinson. Οι νοητικές και συναισθηματικές διαταραχές είναι συχνές,
κυρίως στην ακινητικού τύπου νόσο του Parkinson. Η άνοια εμφανίζεται σε προχωρημένες
και βαριές περιπτώσεις της νόσου με βραδύτητα στη διακίνηση των γνωσιακών διεργασιών,
διαταραχές της μνήμης, διαταραχές οπτικού προσανατολισμού στον χώρο (visuospatial diso-
rientation). Πολύ συχνό εύρημα είναι τα σωμάτια Lewy στις φλοιώδεις περιοχές.

Άνοια κατά την ιογενή ανοσοανεπάρκεια. Ο ιός του AIDS είναι νευροτρόπος και φαίνεται
ότι προκαλεί υποξεία εγκεφαλίτιδα. Καθώς η νόσος προχωρεί, ένα μεγάλο ποσοστό των
ασθενών παρουσιάζει σημεία και συμπτώματα σοβαρής εγκεφαλικής δυσλειτουργίας.
Προσβάλλονται κυρίως υποφλοιώδεις σχηματισμοί του εγκεφάλου. Σταδιακά εκδηλώνονται
νευρολογικά συμπτώματα (επιληπτικές κρίσεις, αδιαδοχοκινησία, υπερτονία). Η εικόνα
άνοιας εμφανίζεται με διαταραχές της συγκέντρωσης και προσοχής, διαταραχές της μνήμης,
απάθεια, κοινωνική απόσυρση και συναισθηματικές διαταραχές. Αργότερα εμφανίζεται
βαρύτατη άνοια με σύγχυση, ψευδαισθήτωση, αποπροσανατολισμό, αφασικές διαταραχές,
παραπληγία, απώλεια ούρων και κοπράνων, η οποία καταλήγει στον θάνατο εντός μερικών
μηνών. Είναι δυνατόν πριν από την ολοκλήρωση της εικόνας της άνοιας να εμφανισθούν
σημεία και συμπτώματα ψυχωσικού τύπου, όπως ψευδαισθήσεις, παραληρητικές ιδέες και
μανιακά επεισόδια.

ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΕΣ ΕΚΦΥΛΙΣΤΙΚΕΣ Ή ΣΠΟΓΓΟΕΙΔΕΙΣ ΕΓΚΕΦΑΛΟΠΑΘΕΙΕΣ. Οι


σπογγοειδείς εγκεφαλοπάθειες (Harrison and Roberts 1991, Σπέγγος 2002) είναι χρόνιες
θανατηφόρες νόσοι που προσβάλλουν το ΚΝΣ ορισμένων θηλαστικών. Η ονομασία τους
προέρχεται από τη χαρακτηριστική σπογγώδη μορφή που έχει ο εγκέφαλος των πασχόντων
κατά τη νεκροψία. Είναι μεταδοτικές, αλλά σε μερικές περιπτώσεις είναι κληρονομικές.
Ποικιλίες τους υπάρχουν σε διάφορα ζωικά είδη και είναι δυνατόν να μεταδοθούν μετά από
κατανάλωση μολυσμένου κρέατος. Στα αιγοπρόβατα εμφανίζονται με τη μορφή σκράπι
(scrapie). Προσβάλλονται επίσης τα αιλουροειδή (μιγκ, γάτες), τα ελάφια, στα οποία
προκαλείται μια εγκεφαλοπάθεια ονομαζόμενη χρονία απισχναντική νόσος των ελαφιών, και
τα βοοειδή, στα οποία προκαλείται μια σπογγιόμορφη εγκεφαλοπάθεια γνωστή ως νόσος
των τρελών αγελάδων. Στα βοοειδή η νόσος μεταδόθηκε όταν τα ζώα εκτέθηκαν στον
παράγοντα scrapie καταναλώνοντας ζωοτροφές που είχαν παρασκευαστεί από
προσβεβλημένα πρόβατα (Παπαδοπούλου 1992)· στο Ηνωμένο Βασίλειο η νόσος έλαβε
διαστάσεις επιδημίας επειδή η βρετανική κυβέρνηση προσπάθησε να αποκρύψει το
πρόβλημα κατά τρόπο σκανδαλώδη, για να προστατεύσει τους κρεατοπαραγωγούς. Στους
ανθρώπους εμφανίζονται ως νόσος Κουρού (Kuru), νόσος Creutzfeld-Jacob, νόσος
Gerstman-Straussler-Scheinker και Θανατηφόρος Οικογενής Αϋπνία (Fatal Familial
Insomnia).
Οι παθήσεις αυτές οφείλονται (Prusiner 1971) σε συγκεντρώσεις στον εγκέφαλο
αμυλοειδούς και «κακομεταφρασμένων», λανθασμένα αναδιπλωμένων, μορφών της
πρωτεΐνης πριόν ή πράιον (Proteinaceous Infectious particles, Proin και για λόγους
602

ευφωνίας Prion, το οποίο συμβολίζεται ως PrP). Όταν οι κακοδιπλωμένες PrP έλθουν σε


επαφή με τις φυσιολογικές PrP, προκαλούν λανθασμένη αναδίπλωση και των φυσιολογικών
PrP. Με τον τρόπο αυτό οι παθολογικές PrP αντιγράφονται μετασχηματίζοντας ομαλές
πρωτεΐνες σε παθολογικές μορφές πριόν και έτσι εξελίσσεται η παθολογική διεργασία. Η
πρωτεΐνη αυτή, της οποίας η λειτουργία στον εγκέφαλο δεν έχει αποσαφηνισθεί, φαίνεται ότι
συμβάλλει στην καλύτερη συναπτική λειτουργία και ενισχύει διαδικασίες επεξεργασίας
εισερχόμενων πληροφοριών στο νευρικό κύτταρο. Οι νόσοι που οφείλονται στην PrP
προκύπτουν από μεταλλάξεις στο σχετικό γονίδιο, που έχουν ως τελικό αποτέλεσμα την
παραγωγή δυσλειτουργικής πρωτεΐνης PrP και είναι δυνατόν να πυροδοτήσουν παθολογικές
διεργασίες σε λοιμώδη αλλά και σε γενετική βάση. Θεραπευτικώς έχει ανακοινωθεί ότι ο
συνδυασμός του ανθελονοσιακού κινακρίνη και του νευροληπτικού χλωροπρομαζίνη ίσως
διαθέτει σημαντικές ιδιότητες κατά των μολυσματικών πρίον νόσων (Korth 2001). Αυτό όμως
δεν αναιρεί τη βαρύτατη και θανατηφόρο πρόγνωση αυτών των νόσων.

Νόσος Creutzfeldt-Jacob. Παλαιότερα πιστευόταν ότι προσβάλλει ηλικίες άνω των 60 ετών,
αλλά νεότερα στοιχεία δείχνουν ότι εμφανίζεται σε οποιαδήποτε ηλικία, κυρίως όμως στους
ενήλικες 45-75 ετών. Εξελίσσεται ταχέως και οδηγεί στον θάνατο σε 1-2 έτη, αν και ένα
μεγάλο ποσοστό των ασθενών αποθνήσκει σε λιγότερους από 6 μήνες. Η ετήσια επίπτωση
της νόσου ίσως είναι 0,5-1 περίπτωση στο εκατομμύριο. Δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε
άνθρωπο. Προσβάλλει συχνότερα τις γυναίκες σε αναλογία 3:2. Οφείλεται σε λοίμωξη από
πρωτεΐνη PrP που μεταδίδεται από κατανάλωση κρέατος αγελάδος και προκαλεί υποξεία
σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια. Έχουν ανακοινωθεί και περιστατικά ιατρογενούς μετάδοσης της
νόσου (με νευροχειρουργικά εργαλεία, χρήση μολυσμένης βοΐου γοναδοτρόπου ορμόνης ή
αυξητικής ορμόνης, μεταμόσχευση κερατοειδούς κ.λπ.). Μία στις 10 περιπτώσεις έχει
κληρονομικό χαρακτήρα επικρατητικού τύπου. Βασικό κλινικό χαρακτηριστικό είναι η φλοιϊκή
άνοια. Εκτός από την άνοια εμφανίζονται και νευρολογικά φαινόμενα, τα οποία μπορεί να
προηγούνται της άνοιας, με μυόκλονο και σπαστική παράλυση των κάτω άκρων,
εξωπυραμιδικά συμπτώματα, χορειοαθετωσικές κινήσεις και βαριές διαταραχές της οπτικής
αντίληψης λόγω προσβολής της πληκτραίας σχισμής. Η προσβολή του θαλάμου θα δώσει
και σοβαρές διαταραχές της υπνικής λειτουργίας. Κόπωση και εξάντληση, αϋπνία,
κατάθλιψη, απώλεια βάρους, κεφαλαλγίες, άλλα διάχυτα σωματικά άλγη, παρουσιάζονται ως
πρόδρομα συμπτώματα στο 1/3 των περιπτώσεων. Το ΗΕΓ δείχνει μια χαρακτηριστική
εικόνα περιοδικών τριφασικών εκφορτίσεων στο 1-2Hz και έχει μεγάλη διαγνωστική σημασία.
Από διαγνωστική άποψη επίσης βρέθηκε ότι η παρουσία της πρωτεΐνης 14-3-3 στο ΕΝΥ
είναι πιο αξιόπιστος δείκτης σε σχέση με το ΗΕΓ ή τη μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου
(Poser et al 1999). Κατά τη βιοψία εγκεφάλου παρατηρείται απώλεια νευρικών κυττάρων σε
πολύ μεγάλη κλίμακα στον φλοιό και στην παρεγκεφαλίδα συνοδευόμενη από υπερπλασία
των αστροκυττάρων. Η τριάδα: προγεροντική άνοια, μυόκλονος και ανώμαλο ΗΕΓ είναι
δυνατόν να προσφέρει αξιόπιστη διάγνωση, αλλά αυτό σπάνια συμβαίνει χωρίς βιοψία
εγκεφάλου.

Νόσος Κουρού (Kuru). Χαρακτηρίζεται από παρεγκεφαλιδική αταξία, σε συνδυασμό με


τρόμο και άνοια. Έχει ταχύτατη και έντονη πορεία οδηγώντας τα θύματά της στον θάνατο
εντός έτους. Ο χρόνος επώασής της φθάνει από τα 4 μέχρι τα 40 χρόνια. Πρόδρομα
συμπτώματα είναι κεφαλαλγίες, πόνοι στα άκρα και στις αρθρώσεις. Μοναδικό ιστολογικό
εύρημα είναι η παρουσία αστροκύττωσης και κενοτοπίων στο ΚΝΣ. Είναι και αυτή μια
μολυσματική πριονική νόσος, που πήρε όμως διαστάσεις επιδημίας σε γυναίκες και παιδιά
φυλών των Παπούα της Ν. Γουϊνέας στις αρχές του 20ού αιώνα λόγω των
ενδοκαννιβαλιστικών τελετών που επετελούντο όταν έθνησκε ένα μέλος της κοινότητας και οι
οποίες περιελάμβαναν κατανάλωση του εγκεφάλου του από τις γυναίκες και τα παιδιά, ενώ
τις σάρκες έτρωγαν οι άνδρες. Η επίπτωση της νόσου μειώθηκε σημαντικά όταν σταμάτησε
αυτό το έθιμο.
603

Νόσος Gerstman-Straussler-Scheinker. Περιγράφηκε το 1928 ως μια «περίεργη


κληρονομικο-οικογενής θανατοφόρος νόσος του ΚΝΣ». Η διάρκειά της, περίπου 5 χρόνια,
είναι κατά πολύ μεγαλύτερη της νόσου Creutzfeldt-Jacob. Ηλικία έναρξης μεταξύ 30 και 40
ετών. Αταξία προοδευτικώς επιδεινούμενη και άλλες κινητικές διαταραχές εμφανίζονται νωρίς
μαζί με διαταραχές του ύπνου, ενώ η άνοια εισβάλλει κατά τα μετέπειτα στάδια της νόσου.
Διάχυτες αμυλοειδείς πλάκες, απώλεια νευρώνων και λευκής ουσίας, αστροκυτταρική
υπερπλασία είναι τα παθολογοανατομικά ευρήματα. Είναι αυτόσωμη διαταραχή
επικρατητικού τύπου και τα προσβεβλημένα άτομα παρουσιάζουν μεταλλάξεις στο γονίδιο
της πρωτεϊνης PrP. Η επίπτωσή της βρίσκεται στο 1/10 της νόσου Creutzfeldt-Jacob.

Θανατηφόρος Οικογενής Αϋπνία (Fatal Familial Insomnia). Αυτή η νόσος είναι


κληρονομική και οφείλεται σε γενετική ανωμαλία στο κωδώνιο 178 του γονιδίου PrP.
Εμφανίζεται ως αθεράπευτη αϋπνία σε συνδυασμό με δυσλειτουργία του αυτόνομου ΝΣ. Δεν
έχουν ανευρεθεί σπογγοειδείς αλλοιώσεις στον εγκέφαλο ούτε αμυλοειδείς πλάκες, αλλά
παρατηρείται βαριά εκλεκτική ατροφία του θαλάμου. Εξελίσσεται σε πέντε στάδια διαρκείας
μερικών μηνών το καθένα. Κατά το πρώτο στάδιο εμφανίζεται βαθμιαίως η αϋπνία σε
συνδυασμό με κρίσεις πανικού και περίεργες φοβίες. Κατά το επόμενο στάδιο
παρουσιάζονται ψευδαισθήσεις, ψυχοκινητική ανησυχία και εφιδρώσεις. Ακολουθεί καθολική
αϋπνία και απώλεια βάρους. Ο ασθενής παρουσιάζει εμφάνιση πρόωρης γήρανσης. Στο
τελικό στάδιο προστίθενται απώλεια ούρων, βαρεία άνοια, αμβροντησία και θάνατος
συνήθως αιφνίδιος.

ΑΛΛΕΣ ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ


Οργανικές συναισθηματικές διαταραχές. Η συναισθηματική ευμεταβλητότητα, το εύκολο ή
παθολογικό κλάμα, ο παθολογικός γέλως και η συναισθηματική ακράτεια εμφανίζονται σε
ασθενείς μετά από εγκεφαλικά επεισόδια (House 1987) και σχετίζονται με τον εντοπισμό της
βλάβης. Βλάβες στο επικρατητικό ημισφαίριο σχετίζονται με συναισθηματική
ευμεταβλητότητα, κατάθλιψη, εύκολο κλάμα και ανησυχία, ενώ βλάβες στο υπολειπόμενο
ημισφαίριο σχετίζονται με αδιαφορία και απάθεια του ασθενούς για την κατάστασή του.

Οργανική κατάθλιψη. Σε μεγάλο ποσοστό καταθλιπτικών της τρίτης ηλικίας έχουν βρεθεί
στοιχεία αθηρωματικής νόσου σε αγγεία του εγκεφάλου, ευρήματα στα οποία στηρίζεται η
υπόθεση της αγγειακής κατάθλιψης. Τα κυριότερα στοιχεία που στηρίζουν αυτήν την
υπόθεση είναι η υψηλή συννοσηρότητα κατάθλιψης και παραγόντων αγγειακού κινδύνου και
η υψηλή επίπτωση της κατάθλιψης σε ασθενείς με αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Χρειάζεται προσοχή στη διαφοροδιάγνωση από τις άλλες καταθλίψεις.

Μεταδιασεισικό σύνδρομο. Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις που


προκύπτουν από εγκεφαλική διάσειση που προκαλείται μετά από πλήγμα στο κρανίο,
απώλεια της συνειδήσεως για χρονικό διάστημα από 15 λεπτά μέχρι 6 ώρες και αναδρομική
αμνησία 1-24 ωρών. Οι περισσότεροι ασθενείς ανακάμπτουν πλήρως σύντομα, αλλά γύρω
στο 30% από αυτούς παρουσιάζουν μια χαρακτηριστική συμπτωματολογία για σχετικά
μεγάλο χρονικό διάστημα (King 2003). Τα σημαντικότερα συμπτώματα είναι κεφαλαλγία,
ζάλη, σωματική εξάντληση, ευερεθιστότητα, διαταραχές της συγκέντρωσης και της
προσοχής, διαταραχές του ύπνου, φωτοφοβία, ευαισθησία στους θορύβους και
συναισθηματική ευμεταβλητότητα, τα οποία είναι δυνατόν να επιμένουν παρά την απουσία
φυσικών σημείων. Είναι συχνότερο στις γυναίκες. Κοινωνικοί παράγοντες, προνοσηρή
ψυχοπαθολογία και προσωπικότητα του ασθενούς σε συνδυασμό με απαιτήσεις
αποζημίωσης διαμορφώνουν την κλινική εικόνα και σε αρκετές περιπτώσεις η
διαφοροδιάγνωση καθίσταται δυσχερής.

Εγκεφαλοπάθεια Hashimoto. Σπάνια, σοβαρή αλλά θεραπεύσιμη αυτοάνοση νόσος του


θυρεοειδούς που επηρεάζει την εγκεφαλική λειτουργία. Η παρουσία αντιθυρεοειδικών
604

αντισωμάτων είναι σταθερή και βασικός διαγνωστικός παράγων, αν και η λειτουργία του
θυρεοειδούς μπορεί να είναι φυσιολογική. Παρατηρείται συχνότερα σε παιδιά και εφήβους.
Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται επιληπτικές κρίσεις, σύγχυση, ισχυρές κεφαλαλγίες,
αταξία και ψευδαισθήσεις. Θεραπευτικώς χορηγείται πρεδνιζόνη (Alink and de Vries 2008).

Οργανική κατατονική διαταραχή. Οργανική εγκεφαλική διαταραχή που χαρακτηρίζεται


από κατατονικά συμπτώματα και εναλλαγές της ψυχοκινητικής δραστηριότητας, η οποία
είναι δυνατόν να μεταπίπτει από τη διέγερση στην εμβροντησία. Κυριότερες αιτίες είναι η
δηλητηρίαση με μονοξείδιο του άνθρακα, εγκεφαλίτιδες, εγκεφαλικά τραύματα,
νευροχειρουργικές επεμβάσεις πλησίον του υποθαλάμου, μεταβολικές διαταραχές. Η
διαφοροδιάγνωση θα γίνει από την κατατονική σχιζοφρένεια και τη νευροληπτική κατατονία.

Οργανική σχιζοφρενικόμορφη διαταραχή. Χαρακτηρίζεται από επίμονες παραληρητικές


ιδέες, συνήθως διωκτικού τύπου, αν και είναι δυνατόν να εμφανισθούν ιδέες μεγαλείου,
παραληρητικές ιδέες μεταβολής του σώματος, ζηλοτυπίας κ.λπ. Οι ψευδαισθήσεις δεν είναι
σταθερό φαινόμενο. Συχνότερη αιτία είναι η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών (κοκαΐνη,
αμφεταμίνη, ψευδαισθησιογόνες ουσίες), καθώς και όγκοι στην κροταφική χώρα.

Οργανική αγχώδης διαταραχή. Προκαλείται από οργανική εγκεφαλική παθολογία,


μεταβολικού, λοιμώδους ή τοξικού χαρακτήρα. Εμφανίζεται με συμπτωματολογία αγχώδους
διαταραχής ή κρίσεων πανικού. Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται τρόμος, ταχυπαλμίες,
αίσθηση ασφυξίας, στηθαγχικά άλγη κ.λπ. Υπερθυρεοειδισμός, φαιοχρωμοκύττωμα και
υπογλυκαιμία περιλαμβάνονται στους κυριότερους αιτιακούς παράγοντες. Θα γίνει
διαφοροδιάγνωση από άλλες σωματικής αιτιολογίας αγχώδεις καταστάσεις (π.χ.
φαιοχρωμοκύττωμα), καθώς και από τις νευρωσικού τύπου αγχώδεις διαταραχές.

Οργανική διαταραχή της προσωπικότητας. Μεγάλη αλλαγή των τρόπων συμπεριφοράς


του ασθενούς σε σχέση με τη προνοσηρή προσωπικότητά του, κυρίως ως προς την
έκφραση των συναισθημάτων με συναισθηματική ευμεταβλητότητα και ευερεθιστότητα, και
των παρορμήσεων με παρορμητική συμπεριφορά. Είναι δυνατόν να επηρεασθεί και η
γνωσιακή κατάστασή του καθώς και ο βαθμός επίγνωσης του νοσηρού. Συνηθέστερες
αιτίες: κρανιοεγκεφαλική κάκωση, ενδοκρανιακοί όγκοι, υπαραχνοειδής αιμορραγία, χρήση
ψυχοδραστικών ουσιών, ενδοκρινοπάθειες κ.λπ.

Οργανική ψυχοαποσυνδετική διαταραχή. Οργανικοί παράγοντες είναι δυνατόν να


προκαλέσουν συμπτωματολογία ψυχοαποσυνδετικού τύπου, όπως φυγές και πλανήσεις,
λυκοφωτικές καταστάσεις κ.λπ. Χρειάζεται προσοχή διότι υπάρχει κίνδυνος λανθασμένης
διαφοροδιάγνωσης.

Σύνδρομο Kluver-Bucy. Είναι ένα σπάνιο σύνδρομο που προκύπτει από


αμφοτερόπλευρες βλάβες των κροταφικών λοβών κυρίως στη μέση κάτω κροταφική έλικα,
στον ιππόκαμπο και στους αμυγδαλοειδείς πυρήνες. Παρατηρήθηκε για πρώτη φορά σε
ασθενείς που υπέστησαν λοβεκτομή κροταφικού λοβού (Temporal Lobectomy Behavior
Syndrome) αλλά συνήθως προκαλείται από ερπητική εγκεφαλίτιδα ή τραύμα στον εγκέφαλο.
Εκδηλώνεται με έκπτωση της πρόσφατης μνήμης, διάσπαση της προσοχής, επιληπτικές
κρίσεις, ετοιμότητα για απάντηση και σε ασήμαντα εξωτερικά ερεθίσματα με ευερεθιστότητα,
οπτική αγνωσία, λειχίες και δαγκώματα των χειλέων, αύξηση της σεξουαλικότητας,
επιθετικότητα, υπερφαγία (Ισμαηλίδης και συν 1987).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΒ, ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ Σ, ΓΙΩΤΑΚΗ Ε. (1987). Κακόηθες Νευροληπτικό Σύνδρομο, μετά από
διακοπή αντιπαρκινσονικής φαρμακευτικής αγωγής. Εγκέφαλος, 24:21-26.
ΔΕΡΕΤΖΗ Γ, ΠΕΛΙΔΟΥ Σ-Ε. (2003). Ρόλος της φλεγμονώδους διεργασίας στη νόσο Alzheimer. Εγκέφαλος
40:20-25.
ΙΣΜΑΗΛΙΔΗΣ Γ, και συν. (1987). Πρόσθετοι όροι: Klüver-Bucy σύνδρομο. Επιληψία κροταφικού λοβού-
στοματικές τάσεις. Εγκέφαλος 24(1):9-15.
605

ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙ. (2000). Η μετωπιαία άνοια: Μία φλοιική άνοια καλυπτόμενη υπό τον μανδύαν της νόσου
του Alzheimer. Εγκέφαλος 37(4):165-174.
ΟΥΛΗΣ Π, ΣΑΚΚΑΣ Π, ΜΑΜΟΥΝΑΣ Ι, ΒΕΛΔΕΚΗΣ Ν. (1996). Τοξική επίδραση αλάτων λιθίου σε συνδυασμό με
νευροληπτικά. Ψυχιατρική 7:215-218.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡ. (1992). Νόσος των τρελλών αγελάδων: απειλή ή οχι για την δημόσια υγεία; Ελληνική
Ιατρική 58(1):1-14.
ΣΠΕΓΓΟΣ Κ. (2002). Σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες. Μια ανασκόπηση των μέχρι στιγμής δεδομένων. Εγκέφαλος
39:36-42.
ΤΣΟΛΑΚΗ Μ. (1995). Διάγνωση και διαφορική διάγνωση της Ανοιας. Νευρολογία 5(2):76-100.
ΤΣΟΛΑΚΗ Μ. (2001). Νόσος Alzheimer: Πρόκληση στην αρχή της χιλιετίας. Αρχεία ΕΨΨΕΠ 30:33-39.

Alink J, de Vries TW. (2008). Unexplained seizures, confusion or hallucinations: think Hashimoto encephalopa-
thy. Acta Paediatr. 97(4):451-3.
CUMMINGS JL. (1986). Subcortical Dementia. Neuropsychology, Neuropsychiatry, and Pathophysiology. Brit J
Psychiatry 149:682-697.
DAY E, BENTHAM P, CALLAGHAN R, KURUVILLA T, GEORGE S. (2004). Thiamine for Wernicke-Korsakoff
Syndrome in people at risk from alcohol abuse. Cochrane Database Syst Rev.;(1):CD004033.
DELAY J, DENIKER P. (1968). Drug induced extrapyramidal syndromes. In: Handbook of clinical Neurology:
Diseases of the Basal Ganglia. By Vincan, P.I and Brugn. New York: Elsevier. Holland.
HAINES CI. (1998). Oestrogen and Alzheimer’s disease. Curr Obstet and Gynaecol 8:49-53.
HARRISON PJ, ROBERTS GW. (1991). “Life Jim, But Not as We Know It”? Transmissible Dementias and the
Prion Protein. Brit J Psychiatr 158:457-470.
HOUSE A. (1987). Mood disorders after stroke: A review of the evidence. Int J Geriatr Psychiatry 2:211-221.
KING NS. (2003). Post-concussion syndrome: clarity amid the controversy? British Journal of Psychiatry 183:276-
278.
KORSAKOFF SS. (1889). Psychic disorder in conjunction with peripheral neuritis. Translated and published
(1955) by M. Victor and PI Yakovlef. Neurology 5, 394-406.
KORTH C, MAY BC, COHEN FE, PRUSINER SB. (2001). Acridine and phenothiazine derivatives as pharrma-
cotherapeutics for prion disease. Proc Natl Acad Sci U S A. 98(17):9836-41.
LEVKOFF SE, EVANS DA, LIPTZIN B et al (1992). Delirium. The occurrence of symptoms among elderly
hospitalized patients. Arch Intern Med 152:334-340.
LYKETSOS CG, SHEPPARD JME, RABINS PV. (2000). Dementia in Elderly Persons in a General Hospital Am J
Psychiatry 157:704-707.
McKEITH IG, FAIRBAIRN A, PERRY A, THOMPSON p, PERRY E. (1992). BMJ 305(6855):673-677.
McKEITH IG, GALASKO D, WILCOCK GK, BYRNE EJ. (1995). Lewy Body Dementia-Diagnosis and treatment.
Brit J Psychiatry 167:709-717.
NAARDING P, KREMER HPH, ZITMAN FG. (2001). Huntington’s disease: a review of the literature on preva-
lence and treatment of neuropsychiatric phenomena. Eur Psychiatry 16:439-445
PAGANINI-HILL A. (1996). Oestrogen replacement therapy and Alzheimer’s disease. Brit J Obst Gynaecol
103(13):80-86.
PERRY E. (1988). Acetylcholine and Alzheimer’s disease. Brit J Psychiatry 152:737-740.
POSER S, et al. (1999). How to improve the clinical diagnosis of Creutzfeldt-Jakob disease. Brain. 122 (Pt 12):
2345-51.
PRUSINER SB. (1971). Molecular biology of prion diseases. Science 251:1515-1522.
SCHENK D. (2002). Amyloid-beta immunotherapy for Alzheimer's disease: the end of the beginning. Nat Rev
Neurosci. 3(10):824-8.
SKOOG I, NILSON L, PALMERTZ B et al. (1993). A population based study of dementia in 85-year-olds. N Engl
J Med 328:153-158.
SUSSMAN N. (2001). Review of atypical antipsychotics and weight gain. J Clin Psychiatry 62(suppl 23):5-12.
THOMAS AJ, PERRY R, et al. (2003). Neuropathological evidence for ischemia in the white matter of the dorso-
lateral prefrontal cortex in late-life depression. Int J Geriatr Psychiatry 18(1):7-13
TRIMBLE MR. (1981). Neuropsychiatry. Chichester: John Wiley & Sons.
TRIMBLE MR. (1988). Biological Psychiatry. Chichester: John Wiley & Sons.
TURNER RC, LICHSTEIN PR, PEDEN JG jr, BUSHER JT, WAIVERS LE. (1989). Alcohol withdrawal syn-
dromes: a review of pathophysiology, clinical presentation, and treatment. J Gen Intern Med 4:432-444.
WALKER Z, ALLEN RL, SHERGIL S, KATONA CL. (1997). Neuropsychological performance in Lewy Body de-
mentia and Alzheimer’s disease. Brit J Psychiatry 170:156-158.
YESAVAGE JA, BROOKS JO, TAYLOR J, TINGLENBERG J. (1993). Development of aphasia, apraxia and
agnosia and decline in Alzheimer’s disease. Br J Psychiatry 162:742-747.

70. ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ
606

Η σχιζοφρένεια, διαταραχή των θεμελιωδών εκείνων λειτουργιών που προσδίδουν στον


φυσιολογικό άνθρωπο το αίσθημα ελέγχου του εαυτού και της μοναδικότητας της
ατομικότητάς του, αποτελεί το μεγάλο αίνιγμα της ψυχιατρικής. Είναι νόσος με τεράστιες
οικονομικές επιπτώσεις για τους ασθενείς, τις οικογένειές τους, τα συστήματα παροχής
υπηρεσιών υγείας και για ολόκληρη την κοινωνία. Με αιτιοπαθογένεια άγνωστη, κλινική
εικόνα ρευστή και πορεία από αβέβαιη μέχρι καταστροφική και οπωσδήποτε σκοτεινή, η
νόσος αυτή έχει συμβάλει καθοριστικά στην καθήλωση του κύρους της ψυχιατρικής. Δεν έχει
κατορθωθεί καν, όλη η μεγάλη και ετερόκλητη ποικιλία των συμπτωμάτων που εκδηλώνεται
σε αυτήν να ενταχθεί στο πλαίσιο κάποιας ενιαίας, αναγνωρίσιμης διαταραχής.

Η σχιζοφρένεια εμφανίσθηκε ως όρος στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Bleuler (1911), ο
οποίος την εισήγαγε για να καλύψει «μια ομάδα διαταραχών», όπως έγραφε. Η άποψη ότι η
σχιζοφρένεια είναι ένα μείγμα διαφορετικών οντοτήτων έχει υποστηριχθεί από πολλούς
μελετητές μετά τον Bleuler. Είχε προηγηθεί η νοσολογική της οριοθέτηση από τον Kraepelin,
που της είχε δώσει το όνομα Dementia Praecox. Ήδη όμως από το 1860 ο Morel είχε
περιγράψει μια ηβηφρενοκατατονική (με τα σημερινά κριτήρια) εικόνα σε έναν νεαρό ασθενή,
την οποία είχε ονομάσει Demence Juvenile. Είναι άγνωστα τα ίχνη της πριν από τον 18ο
αιώνα και έχει ενδιαφέρον η άποψη ότι δεν υπήρχε τέτοια νοσολογική οντότητα πριν από τον
αιώνα αυτόν (Torrey 1966). Πράγματι, σε μια εκτεταμένη σχετική ανασκόπηση υλικού από
την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή λογοτεχνία από τον 5ο έως τον 2ο π.Χ. αιώνα (Evans et al
2003) δεν ανευρέθησαν από τους μελετητές περιγραφές περιπτώσεων σχιζοφρένειας, παρά
την ευρεία γνώση άλλων ψυχωτικών καταστάσεων εκείνη την εποχή.

Λόγω πλήρους σκότους ως προς την αιτιοπαθογένειά της έχει αμφισβητηθεί ακόμη και ως
οντότητα (Szasz 1961). Υποστηρίχθηκε ότι οι σχιζοφρενείς είναι απλώς άτομα με
αποκλίνουσα συμπεριφορά (Scheff 1966), διότι καμία βιολογική βλάβη δεν υπάρχει που να
εξηγεί τη συμπεριφορά τους, και ότι η σχιζοφρένεια δεν είναι τίποτε διαφορετικό από ένα
ψυχεδελικό ταξίδι προκειμένου να γλιτώσει το άτομο από την απηνή καταδίωξη στην οποία
το έχει υποβάλει η οικογένειά του (Laing 1967). Ορισμένοι θεωρητικοί βλέπουν τους
σχιζοφρενείς ως κοινωνικώς απορριφθέντα άτομα και υποτροπιάζοντες παραβάτες του
νόμου που έχουν την ατυχία να πέσουν στα δίχτυα πανίσχυρων κοινωνικών δυνάμεων που
ονομάζονται υπηρεσίες ψυχικής υγείας και να πάρουν αυτήν την ταμπέλα. Σύμφωνα με τους
υποστηρικτές αυτών των απόψεων, οι Bleuler και Kraepelin δεν ανακάλυψαν τη
σχιζοφρένεια αλλά την επινόησαν. Βέβαια αυτές οι απόψεις, οι λεγόμενες αντινοσολογικές ή
γενικότερα αντιψυχιατρικές, με τον έντονα αντιεπιστημονικό, ψευδοεπαναστατικό και
λαϊκίστικο χαρακτήρα τους ποτέ δεν έγιναν αποδεκτές από το ψυχιατρικό κατεστημένο και
καταπολεμήθηκαν πολύ σκληρά, ιδιαίτερα από εκείνους που πιστεύουν στη φαρμακευτική
θεραπεία της σχιζοφρένειας και στην ιδρυματική ψυχιατρική.

Επιδημιολογία. Η επιδημιολογία της σχιζοφρένειας χαρακτηρίζεται από μια σειρά


δυσεπίλυτων μεθοδολογικών προβλημάτων. Κυριότερα είναι ο ορισμός της διάγνωσης με
συμβατικά κριτήρια, η ποικιλότητα της πορείας της νόσου παρά την ομοιότητα της
συμπτωματολογίας και η ετερογένεια των μελετώμενων πληθυσμών. Σε γενικές γραμμές
εμφανίζεται στο 0,5-1,2% του πληθυσμού, αλλά η αναφερόμενη από ανασκοπήσεις της
βιβλιογραφίας (Torrey 1987) επίπτωσή της ποικίλλει από χώρα σε χώρα, μεταξύ
γεωγραφικών περιοχών, κρατών και κοινωνικών ομάδων, όπως επίσης και ο επιπολασμός,
για τον οποίο αναφέρονται τιμές με σχέση 1:56, από τη χαμηλότερη (0,3 ανά 1.000 κατοίκους
στην υπερσυντηρητική αγροτική κοινότητα των Άμος στις ΗΠΑ) μέχρι την υψηλότερη (17,0
ανά 1.000 κατοίκους σε έναν απομονωμένο πληθυσμό της βόρειας Σουηδίας). Ποικίλλει
επίσης στον χρόνο, μέσα στο έτος και από έτος σε έτος. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90
ορισμένες μελέτες έδειχναν ότι η συχνότητα εμφανίσεως της σχιζοφρένειας στον γενικό
πληθυσμό τείνει να μειωθεί. Η συχνότητα εισαγωγής σχιζοφρενών σε ψυχιατρικά ιδρύματα
στην Αγγλία και στην Ουαλία έπεσε στο μισό από το 1966 μέχρι το 1986. Μερικοί
οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι η νόσος τείνει προς την εξαφάνισή της ή ότι διέρχεται μια
περίοδο καλοήθους μεταμορφώσεώς της (Harrison and Mason 1993). Τα δεδομένα στοιχεία
607

δεν τεκμηριώνουν πειστικά αυτές τις απόψεις, αλλά το θέμα χρειάζεται προσεκτικότερη
μελέτη. Για παράδειγμα, οι Kendel και συν (1992) υποστηρίζουν ότι αυτή η πτωτική τάση
οφείλεται στο ότι η διαγνωστική αντίληψη των ιατρών για τη σχιζοφρένεια έχει στενέψει τα
τελευταία χρόνια, με την υιοθέτηση αυστηρών διαγνωστικών κριτηρίων. Εξ’ άλλου λόγω των
σχετικώς αποτελεσματικών σύγχρονων φαρμακευτικών θεραπειών οι σχιζοφρενείς, στην
συντριπτική τους πλειονότητα, δεν χρειάζεται να νοσηλευθούν σε ίδρυμα.
Ηλικιακή κατανομή. Η εφηβεία θεωρείται περίοδος μεγάλης ευαλωσίας για την
εκδήλωση ψυχωσικών φαινομένων. Κατά τις ηλικίες 18-24 παρατηρούνται τα περισσότερα
περιστατικά και με την αύξηση της ηλικίας η συχνότητα της νόσου μειώνεται σημαντικά
(Häfner et al 1998). Το θέμα της όψιμης έναρξης της σχιζοφρένειας έχει προκαλέσει
αντιπαραθέσεις τα τελευταία χρόνια. Το κλασικό κριτήριο ότι μετά την ηλικία των 40 ετών (45
κατά τις αμερικανικές ταξινομήσεις) δεν πρέπει να τίθεται η διάγνωση της σχιζοφρένειας,
τείνει να υπερκερασθεί, ενώ φαίνεται ότι και η συμπτωματολογία της πρώιμης έναρξης
διαφέρει από εκείνη της όψιμης. Στην πρώιμη υπερτερούν διαταραχές της σκέψης,
απροσφορότητα συναισθήματος, ιδέες παθητικής επιδράσεως, ενώ στην όψιμη υπερτερούν
ακουστικές ψευδαισθήσεις, ιδέες διώξεως και άλλες οργανωμένες παραληρητικές ιδέες.
Κατανομή της νόσου στα φύλα. Ο Kraepelin θεωρούσε τη σχιζοφρένεια νόσο των
νεαρών ανδρών· σε αρκετές σύγχρονες εργασίες (Iacono and Beiser 1992) έχει βρεθεί ότι οι
άνδρες πράγματι εμφανίζουν τη νόσο σε μεγαλύτερη συχνότητα από ό,τι οι γυναίκες. Οι
γυναίκες τείνουν να την εμφανίσουν 3-6 χρόνια αργότερα με μια αύξηση της συχνότητας κατά
την εμμηνόπαυση, και έτσι στις νεανικές ηλικίες υπερτερούν οι άνδρες, ενώ στις ωριμότερες
οι γυναίκες. Η σχιζοφρένεια όψιμης έναρξης είναι συχνότερη και σοβαρότερη στις γυναίκες.
Οι άνδρες παρουσιάζουν συχνότερα τα συμπτώματα της επιπέδωσης του συναισθήματος
και άλλα αρνητικά συμπτώματα, ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν συχνότερα δυσφορία,
ακουστικές ψευδαισθήσεις και διωκτικό παραλήρημα. Η πρόγνωση στους άνδρες είναι
χειρότερη από ό,τι στις γυναίκες. Κάποιες μελέτες δείχνουν ότι οι συγγενείς γυναικών
σχιζοφρενών παρουσιάζουν μεγαλύτερη επικινδυνότητα να προσβληθούν από τη νόσο από
ό,τι συγγενείς ανδρών σχιζοφρενών. Η επίδραση των οιστρογόνων (Häfner et al 1991) τόσο
κατά την κυοφορία του θήλεος όσο και κατά την εφηβεία, καθώς και η μεγαλύτερη ευαλωσία
του άρρενος νεογνού στις περιγεννητικές επιπλοκές ίσως παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση
αυτών των διαφορών. Πειράματα σε ζώα έχουν δείξει ότι η χορήγηση οιστρογόνων μειώνει
την ευαισθησία των D2 υποδοχέων και συνεπώς την ντοπαμινεργική δραστηριότητα.
Κατανομή της νόσου στις κοινωνικές τάξεις. Η νόσος είναι συχνότερη στις κατώτερες
κοινωνικές τάξεις σε αναλογία 5:1 σε σχέση με τις ανώτερες. Αλλά θα πρέπει να ληφθεί υπ’
όψιν ότι οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις έχουν δυνατότητες απόκρυψης της νόσου, αφού τα
μέλη τους νοσηλεύονται κυρίως σε ιδιωτικές κλινικές στις οποίες είναι εύκολο να αλλοιωθούν
τα στατιστικά δεδομένα.

Αιτιοπαθογένεια. Η αιτιοπαθογένεια της σχιζοφρένειας απέχει πολύ από του να έχει


διευκρινισθεί έστω και μερικώς. Γενετικές, νευροαναπτυξιακές, βιοχημικές υποθέσεις,
θεωρίες κοινωνιογένεσης της νόσου, διαταραγμένης οικογενειακής επικοινωνίας, παθογόνου
μητρομέριμνας, ψυχαναλυτικές απόψεις κ.λπ. έχουν επιστρατευθεί για να δοθεί μια εικόνα
της αιτιοπαθογένειάς της, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Έτσι το επικρατέστερο
μοντέλο ερμηνείας, πολυπαραγοντικό όπως συμβαίνει συχνά στις άγνωστες
αιτιοπαθογένειες, είναι εκείνο που προτείνει ότι ο συνδυασμός γενετικών και
περιβαλλοντικών παραγόντων παίζει ρόλο στη διαμόρφωση της αιτιοπαθογενετικής
διεργασίας της σχιζοφρένειας και όχι η δράση ενός και μόνου παράγοντα. Ένα από τα
κεντρικά προβλήματα που η επίλυσή του ίσως δώσει απαντήσεις στην αιτιοπαθογένεια της
σχιζοφρένειας είναι το γιατί η νόσος πλήττει νεανικούς πληθυσμούς.

Γενετικές υποθέσεις. Οι υποστηρικτές της γενετικής αιτιολογίας βασίζουν την


επιχειρηματολογία τους στα εξής: 1) Η σχιζοφρένεια παρατηρείται σε όλες τις ανθρώπινες
κοινωνίες στην ίδια περίπου συχνότητα. 2) Η ηλικία έναρξης (συνήθως νεανική) είναι
ανεξάρτητη από περιβαλλοντικούς παράγοντες. 3) Η υιοθεσία δεν μειώνει τον κίνδυνο
αναπτύξεως της νόσου. Τα πρώτα στοιχεία που έδειχναν τη σημασία της κληρονομικότητας
608

στη σχιζοφρένεια παρεσχέθησαν από τον Kallmann (1938), ο οποίος είχε εντυπωσιασθεί με
το γεγονός ότι ο επιπολασμός της σχιζοφρένειας σε όλον τον κόσμο είναι ο ίδιος, γύρω στο
1%, ακόμη και όταν περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες ποικίλλουν σημαντικά. Βρήκε
ότι η συχνότητα της σχιζοφρένειας μεταξύ των συγγενών των ασθενών ήταν 15%. Ωστόσο
αυτά τα ευρήματα από μόνα τους δεν αρκούν, αφού πολλές σαφώς μη κληρονομικές
διαταραχές παρατηρούνται σε οικογένειες ως αποτέλεσμα άλλων (κοινωνικών, οικονομικών,
μορφωτικών) παραγόντων, ενώ ούτε ο επιπολασμός της νόσου είναι αυστηρά στο 1%-1,2%.
Δεδομένα από μελέτες οικογενειών, διδύμων και υιοθεσιών υποδεικνύουν συμμετοχή
της κληρονομικότητας στην αιτιοπαθογένεια της σχιζοφρένειας. Οι πρώτου βαθμού συγγενείς
των σχιζοφρενών παρουσιάζουν ψυχιατρική συμπτωματολογία σε τετραπλάσιο ποσοστό
από τον γενικό πληθυσμό. Ένα παιδί έχει πιθανότητα 10% να εμφανίσει τη νόσο αν ο ένας
γονέας είναι σχιζοφρενής, ενώ αν είναι και οι δύο η πιθανότητα ανέρχεται στο 40%. Ισχυρές
ενδείξεις για την ύπαρξη γενετικών παραγόντων παρουσιάστηκαν και στις εργασίες του Kety
στη Δανία (1971,1994), όπου βρέθηκε ότι στους συγγενείς των σχιζοφρενών τα ποσοστά
συχνότητας της σχιζοφρένειας ήσαν σημαντικά υψηλότερα. Η τάση των διδύμων να έχουν
την ίδια νόσο λέγεται σύμπτωση (concordance). Αρκετές μελέτες έχουν τεκμηριώσει ότι η
σύμπτωση για τη σχιζοφρένεια στους μονοζυγωτικούς διδύμους είναι περίπου 45% σε
σύγκριση με 15% στους διζυγωτικούς, που είναι περίπου το ίδιο για τα άλλα αδέλφια.
Έχει υποτεθεί ότι γενετικοί παράγοντες εμπλέκονται στη δημιουργία δομικών
εγκεφαλικών ανωμαλιών, που με τη σειρά τους ευθύνονται για την ανάπτυξη σχιζοφρένειας.
Η γενετική προδιάθεση εκφράζεται ως διαταραχή της ανάπτυξης του εμβρυϊκού εγκεφάλου
κατά το δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Η ύπαρξη μιας γενετικής εστίας (locus)
υποστηρίζεται από δύο παρατηρήσεις. α) Ανευπλοειδή φυλετικά χρωμοσώματα (ΧΧΧ, ΧΧΥ
και ίσως ΧΥΥ) έχουν βρεθεί σε ψυχωσικούς πληθυσμούς σε τριπλάσια αναλογία από ό,τι
στον γενικό πληθυσμό. β) Αδέρφια με ψύχωση είναι συχνότερα του ιδίου φύλου (π.χ.
αδελφός-αδελφός ή αδερφή-αδελφή), παρά του αντιθέτου. Τα εμπλεκόμενα γονίδια έχουν
μια ποικιλία από εκφραστικότητες και σχετίζονται με την ανάπτυξη των ημισφαιρίων,
ιδιαίτερα του κροταφικού λοβού, και με την ικανότητα για ομιλία και επικοινωνία. Η γενετική
μεταβίβαση της νόσου μπορεί να γίνεται με ένα συγκεκριμένο παθογόνο γονίδιο, κυριαρχικό
ή υπολειπόμενο, ή με τη συμβολή ενός μεγάλου αριθμού γονιδίων. Το χρωμόσωμα 11
παρουσιάζει ενδιαφέρον στις σχετικές έρευνες, διότι εκτός άλλων σε αυτό είναι
εγκατεστημένο και το γονίδιο του D2 υποδοχέα, αλλά τα αποτελέσματα των εργασιών είναι
αντιφατικά. Έχουν εντοπισθεί μερικά γονίδια που θεωρήθηκε από τις ομάδες που τα
μελέτησαν ότι σχετίζονται με τη σχιζοφρένεια: το γονίδιο της δυσβινδίνης (Dysbindin) στο
χρωμόσωμα 6 που σχετίζεται με τη δομή των συνάψεων, ο αυξητικός συναπτικός παράγων
NRG1 στο χρωμόσωμα 8, η γονιδιακή περιοχή DISC1 στο χρωμόσωμα 1, το γονίδιο G72
στο χρωμόσωμα 13, το ένζυμο COMT στο χρωμόσωμα 22 που επιδρά στον μεταβολισμό
της ντοπαμίνης.
Η ανθεκτικότητα των ψυχώσεων, πάρα την πολύ καλά τεκμηριωμένη χαμηλή
γονιμότητα των σχιζοφρενών, προκαλεί το ερώτημα μήπως το γονίδιο διευκολύνεται μέσω
των συγγενών των ψυχωσικών ασθενών (Stevens 1969). Στην Ισλανδία (Karlsson 1984,
2004) βρέθηκε ότι συγγενείς τέτοιων ασθενών υπεραντιπροσωπεύονται στις επιδόσεις στα
μαθήματα (κυρίως στα μαθηματικά), στη δημόσια ζωή και στα επαγγέλματα με υψηλό κύρος.
Ο Karlsson (1978) είχε ήδη επιστήσει την προσοχή στην υψηλή συχνότητα ψυχιατρικού
ιστορικού σε άτομα που είχαν διακριθεί στη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά. Η
φύση της σχέσεως μεταξύ αυτών των δύο παραγόντων, ψυχώσεων και επίδοσης στην
εκπαίδευση, είναι ενδιαφέρουσα. Σε μια νορβηγική μελέτη βρέθηκε ότι άτομα με μέση και
ανώτερη εκπαίδευση παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό εισαγωγών σε σχέση με τον γενικό
πληθυσμό για τη μανιοκατάθλιψη στα δύο φύλα και για τη σχιζοφρένεια στις γυναίκες (Noreik
and Οdegaard 1966). Αυτά τα δεδομένα ενδέχεται να σημαίνουν ότι το γονιδιακό υπόστρωμα
των νόσων αυτών έχει όχι μόνο αρνητικές αλλά και θετικές επιπτώσεις, καθώς προκαλεί
αύξηση της γονιμότητας σε κάποιους μη πάσχοντες συγγενείς των ασθενών.
Η μονογονιδιακή θεωρία υποστηρίζει την ύπαρξη ενός γονιδίου, επικρατητικού ή
υπολειπόμενου, το οποίο είναι υπεύθυνο για ένα συγκεκριμένο μεταβολικό σφάλμα που
παράγει διαταραγμένους τύπους συμπεριφοράς οι οποίοι διαμορφώνουν τον σχιζοφρενικό
609

φαινότυπο. Οι επονομαζόμενες θεωρίες της κληρονομικής προδιάθεσης και


ψυχοκαταπόνησης υποστηρίζουν ότι η προδιάθεση περιλαμβάνει πολλά γονίδια και
εκδηλώνεται ως ανεπάρκεια στην απαρτίωση του νευρικού συστήματος, που σε
αλληλεπίδραση με το περιβάλλον οδηγεί στη διαμόρφωση χαρακτηριστικών όπως υψηλά
επίπεδα άγχους, συμπεριφορές κοινωνικής αποφυγής και αδυναμίας επίτευξης
ικανοποίησης. Οι θεωρίες της γενετικής ετερογένειας δέχονται την ύπαρξη μερικών γονιδίων
που δεν είναι αλληλόμορφα το ένα για το άλλο, καθένα από τα οποία μπορεί να έχει ως
αποτέλεσμα έναν διαφορετικό τύπο σχιζοφρένειας. Όπως και να έχει το πράγμα, οι
γονιδιακές θεωρίες δεν έχουν αποδείξει μέχρι στιγμής κάτι καθοριστικό και οπωσδήποτε
βρίσκονται ακόμη σε πολύ πρώιμα ερευνητικά στάδια.
Ενδοφαινότυποι (Turetsky et al 2007) είναι ένα είδος πολύ ειδικών
συμπεριφερειολογικών σηματοδοτών-φαινοτύπων που έχουν σαφείς γενετικές συνδέσεις.
Επειδή καθορίζονται από μικρό αριθμό γονιδίων σε σχέση με το πολύπλοκο σύνολο όλων
των κλινικών φαινομένων μιας νόσου, είναι δυνατόν η μελέτη τους να απλοποιήσει τη
γενετική ανάλυση. Τα τελευταία χρόνια η έρευνα για τη σχιζοφρένεια έχει στραφεί σε
ενδοφαινότυπους, όπως η διαδικασία προσαρμογής των απαντήσεων του εγκεφάλου σε
επαναλαμβανόμενα ερεθίσματα (Sensory gating), η ενεργός μνήμη (working memory), οι
σακκαδικές οφθαλμικές κινήσεις και άλλες νευροφυσιολογικές λειτουργίες. Τα αποτελέσματα
είναι ακόμη πενιχρά.

Νευροαναπτυξιακές υποθέσεις εγκεφαλικής βλάβης. Σύμφωνα με αυτές τις απόψεις η


σχιζοφρένεια είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή κατά την οποία μία συγκεκριμένη
εγκεφαλική βλάβη ή δυσπλασική κατάσταση κατά το 1ο-2ο τρίμηνο της εμβρυϊκής ζωής
αλληλεπιδρά με συγκεκριμένα φυσιολογικά αναπτυξιακά γεγονότα τα οποία επιτελούνται
πολύ αργότερα, συγκεκριμένα κατά την εφηβεία, και πυροδοτεί την εκδίπλωση της
συμπτωματολογίας της σχιζοφρένειας (Weinberger 1987). Ποικίλοι βλαπτικοί παράγοντες
επιδρούν αρνητικά στην ανάπτυξη του εγκεφάλου του εμβρύου προδιαθέτοντάς τον
αργότερα για την ανάπτυξη σχιζοφρένειας.
Αυτές οι εγκεφαλικές βλάβες, σύμφωνα με ελεγχόμενες νεκροτομικές και
νευροαπεικονιστικές μελέτες, βρίσκονται στην παρακοιλιακή λιμβική και διεγκεφαλική
καθώς επίσης και στην προμετωπιαία χώρα, ιδιαίτερα στον οπισθοπλάγιο προμετωπιαίο
φλοιό (Degreef et al 1992, Buchsbaum et al 1992), στον ιππόκαμπο, ο οποίος τα τελευταία
χρόνια είναι αντικείμενο εντατικής έρευνας, στους αμυγδαλοειδείς πυρήνες και στον
αριστερό κροταφικό φλοιό (Shenton et al 1992). Οι διαταραχές στους κροταφικούς λοβούς
είναι δυνατόν να ανιχνευθούν με EEG, προκλητά δυναμικά, PET, MRI ή νευροψυχολογικές
προσεγγίσεις (Trimble 1988). Συχνό εύρημα είναι ακόμη η διεύρυνση των κοιλιών, κυρίως
της τρίτης, σε συνδυασμό με ατροφία του φλοιού, το οποίο έχει ενοχοποιηθεί για τα
αρνητικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας. Υπολειτουργία του προμετωπιαίου λοβού
(hypofrontality), με χαρακτηριστικό εύρημα τη μείωση της αιματώσεώς του και της
κατανάλωσης γλυκόζης, που επιβεβαιώθηκε και με ποζιτρονικές τομογραφίες, έχει
ιδιαίτερα συσχετισθεί με τη σχιζοφρένεια, ιδίως με τα αρνητικά συμπτώματά της (Berman et
al 1992).
Οι σχιζοφρενείς επίσης παρουσιάζουν (Woods et al 1991) περισσότερα «αδρά» νευρολογικά
σημεία από τους φυσιολογικούς, και αυτοί που προέρχονται από οικογένεια με ιστορικό
σχιζοφρένειας ακόμη περισσότερα. Ως «αδρά» νευρολογικά σημεία χαρακτηρίσθηκαν
εκείνα τα οποία έχουν τη μεγαλύτερη πιθανότητα να οφείλονται σε εντοπισμένη βλάβη,
όπως διαταραχές της ισορροπίας, σημείο Babinski, υποτονία, μονόπλευρη κινητική
αδυναμία, αταξία βαδίσματος, μονόπλευρη απώλεια αισθητικότητας, μονόπλευρη
αγραφαισθησία, μονόπλευρο σημείο τροχού, τρόμος ηρεμίας, μη συμμετρική αύξηση
αντανακλαστικών, τρόμος προθέσεως, αντανακλαστικό δραγμού κ.λπ.
Εποχιακές διαφορές στην έναρξη της νόσου και στην ημερομηνία γέννησης έχουν πολύ
συζητηθεί. Είναι πιο πιθανόν, στο βόρειο ημισφαίριο, οι σχιζοφρενείς να έχουν γεννηθεί
κατά τους τελευταίους χειμερινούς μήνες (Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος) και η έναρξη
της νόσου να συμβεί κατά τους πρώτους καλοκαιρινούς μήνες. Αυτά τα ευρήματα
υποδεικνύουν την ύπαρξη νευροπαθογόνου παράγοντα ο οποίος επιτίθεται κατά του
610

εμβρύου. Ποικίλοι, σχετιζόμενοι με τις εποχές, παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί, όπως ο


ρόλος της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος κατά τις πρώτες εβδομάδες μετά τη σύλληψη
(υψηλές θερμοκρασίες και καύσωνες), διαιτολογικοί παράγοντες (η φυσική έλλειψη
βιταμίνης C περί το τέλος της ανοίξεως), ιογενείς λοιμώξεις αμέσως μετά τη γέννηση κ.λπ.
Περισσότερο από όλους αυτούς τους παράγοντες έχει ενοχοποιηθεί η ιογενής λοίμωξη και
κυρίως ο ιός της γρίπης (Mednick et al 1988). Καλά οργανωμένες μελέτες στη Δανία (Barr
et al 1990) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (Sham et al 1992) έχουν δείξει ότι υπάρχει σημαντική
σχέση μεταξύ επιδημιών γρίπης και αύξησης των κρουσμάτων σχιζοφρένειας ατόμων,
κυρίως γυναικών (Takei et al 1994), που οι μητέρες τους είχαν εκτεθεί στη γρίπη κατά τη
διάρκεια της πρώτης φάσεως της εγκυμοσύνης τους. Βέβαια η συντριπτική πλειονότητα
των παιδιών που γεννήθηκαν από μητέρες που παρουσίασαν γριπώδη λοίμωξη κατά την
εγκυμοσύνη δεν ανέπτυξαν σχιζοφρένεια. Αυτά που ανέπτυξαν σχιζοφρένεια θα πρέπει να
είχαν ευπάθεια στη νόσο που προκλήθηκε και από άλλους παράγοντες πιθανόν
σχετιζόμενους και με το γενετικό τους υπόστρωμα. Ωστόσο το θέμα απαιτεί περαιτέρω
τεκμηρίωση όχι μόνο ως προ τον ιό της γρίπης αλλά και ως προς άλλους λοιμώδεις
παράγοντες.
Ποικίλες επιπλοκές κατά τον τοκετό έχουν ενοχοποιηθεί. Η περιγεννητική υποξία
συσχετίζεται με υποπλασία του ιπποκάμπου, η οποία ανευρίσκεται στην πλειονότητα των
πασχόντων από σχιζοφρένεια. Άλλοι παράγοντες που έχουν ενοχοποιηθεί είναι:
υποσιτισμός της μητέρας, λήψη διουρητικών κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης από
υπερτασικές εγκύους, εποχιακές συνθήκες, μεγάλη ηλικία του πατέρα κατά τον χρόνο
γέννησης του παιδιού κ.λπ.

Βιοχημικές υποθέσεις. Παρά τη μεγάλη διάδοσή τους και την ισχυρή υποστήριξη από
πλήθος εργασιών που σχετίζονται με την αποτελεσματικότητα των αντιψυχωτικών
φαρμάκων, οι βιοχημικές υποθέσεις δεν έχουν προσφέρει αδιαμφισβήτητα τεκμηριωμένη
απόδειξη για την αιτιοπαθογένεια της σχιζοφρένειας. Τρεις νευρομεταβιβαστές εμπλέκονται
στις νευροχημικές υποθέσεις: η ντοπαμίνη, η σεροτονίνη (5-ΗΤ) και το γλουταμινικό οξύ.
Υπερδραστηριότητα του ντοπαμινεργικού συστήματος σε συνδυασμό με ανεπάρκεια του
νοραδρενεργικού ενδέχεται να αποτελούν μέρος μιας βιοχημικής ευαλωσίας στη
σχιζοφρένεια, σύμφωνα με την ντοπαμινική υπόθεση. Έχουν προταθεί και άλλοι βιοχημικοί
παράγοντες, όπως η χολοκυστοκινίνη και τα οπιοειδή πεπτίδια, αλλά οι ενδείξεις για
συμμετοχή τους στην αιτιοπαθογένεια της σχιζοφρένειας είναι λιγότερο επαρκείς.
Η υπόθεση της ντοπαμίνης (Randrup and Munkvad 1972) συνίσταται στο ότι η σχιζοφρένεια
προκαλείται από απορρύθμιση του ντοπαμινεργικού συστήματος σε ορισμένες περιοχές
του εγκεφάλου, που οδηγεί στην υπερδραστηριότητά του, ιδιαίτερα στον ιππόκαμπο, στους
αμυγδαλοειδείς πυρήνες και στον κροταφικό λοβό. Βασίζεται στο γεγονός ότι νευροληπτικά
φάρμακα ανταγωνιστές των υποδοχέων της ντοπαμίνης είναι αποτελεσματικά στην
αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας. Οι υποδοχείς της ντοπαμίνης
διακρίνονται στην ομάδα D1 (που περιλαμβάνει τους υποδοχείς D1 και D5) και στην ομάδα
D2 (που περιλαμβάνει τους υποδοχείς D2, D3 και D4). Βρίσκονται σε μεγάλη πυκνότητα
στα βασικά γάγγλια και σε διάφορες περιοχές του μεταιχμιακού συστήματος και του
νεοφλοιού. Οι υποδοχείς D2 θεωρούνται κύριοι στόχοι των αντιψυχωτικών φαρμάκων.
Επομένως τα κλασικά αντιψυχωτικά οφείλουν την αποτελεσματικότητά τους στη
δυνατότητα που έχουν να αποκλείουν τους ντοπαμινεργικούς αποδέκτες. Ωστόσο η
λειτουργία της ντοπαμίνης είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκη από το να δρα ως
διακόπτης των ψυχωσικών συμπτωμάτων. Εξάλλου ο ντοπαμινεργικός αποκλεισμός δεν
απαλλάσσει τον ασθενή παρά σε μέτριο βαθμό από την ψυχωσική συμπτωματολογία.
Η σεροτονινεργική υπόθεση προτάθηκε στη δεκαετία του 1950. Βασίστηκε σε παρατηρήσεις
ότι η διαιθυλαμίδη του λυσεργικού οξέως (LSD), στο μόριο της οποίας περιλαμβάνεται
ολόκληρο το μόριο της σεροτονίνης, είχε ψυχωσεομιμητικές ιδιότητες, αφού προκαλούσε
καταστάσεις που θύμιζαν σχιζοφρένεια. Η θεωρία αυτή αναζωπυρώθηκε τελευταίως,
κυρίως επειδή ορισμένα νεότερα αντιψυχωτικά φάρμακα, όπως π.χ. η κλοζαπίνη,
ανταγωνίζονται την 5-ΗΤ2 και υποτίθεται ότι έχουν αποτελεσματικότητα στα αρνητικά
συμπτώματα της σχιζοφρένειας. Σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση μια μορφή σεροτονινικής
611

δυσλειτουργίας συμβάλλει στην παθογένεση της σχιζοφρένειας άμεσα ή μέσω του


ντοπαμινεργικού συστήματος, ενώ η διακοπή ορισμένων σεροτονινεργικών κυκλωμάτων
με κατάλληλα φάρμακα έχει αντιψυχωτικό αποτέλεσμα.
Το γλουταμινικό οξύ βρίσκεται σε κάποια αλληλεπίδραση με το σύστημα της ντοπαμίνης
στην περιοχή των βασικών γαγγλίων. Έχουν βρεθεί ελαττωμένα επίπεδα γλουταμινικού
οξέως στο ΕΝΥ καθώς και ελαττωμένη πυκνότητα υποδοχέων γλουταμινικού οξέως στον
κροταφικό λοβό σχιζοφρενών ασθενών.

Ο ρόλος της οικογένειας. Οι υποθέσεις γύρω από τον ρόλο της οικογένειας στην
αιτιοπαθογένεια της σχιζοφρένειας έχουν εστιαστεί κυρίως σε παράγοντες παθολογικής
μητρομέριμνας και διαταραγμένης ενδοοικογενειακής επικοινωνίας. Σήμερα οι θεωρίες αυτές,
μαζί με την έντονη ενοχοποίηση των γονέων ως προκλητικών παραγόντων της νόσου που
δημιουργούσε επιπρόσθετα θύματα της νόσου, έχουν πλήρως αποδυναμωθεί.
Οι οικογένειες σχιζοφρενών επικοινωνούν με λιγότερη ακρίβεια και σαφήνεια από ό,τι οι
φυσιολογικές και η φύση των σχέσεων μεταξύ των γονέων δεν είναι καθόλου
ικανοποιητική. Συνήθως υπάρχει βαθιά σύγκρουση μεταξύ τους που διασπά την οικογένεια
σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Υπάρχει συναισθηματικό χάσμα μεταξύ των γονέων και
ταυτόχρονα μεγάλη αδιαφορία και των δύο για τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού. Ο
πατέρας κατά κάποιον τρόπο απουσιάζει από την οικογένεια. Άλλοτε είναι ιδιαίτερα
αδύναμος, παθητικός, γεμάτος έγνοιες και άλλες φορές είναι άρρωστος (Lidz et al 1965). Η
μητέρα ρυθμίζει με επιδέξια τεχνάσματα το συναισθηματικό πεδίο του άρρωστου παιδιού.
Είναι αυταρχική, υπερπροστατευτική και ταυτόχρονα απωθητική. Η συμβίωση μητέρας και
παιδιού είναι παθολογική. Δεν τερματίζεται με την πάροδο του χρόνου η εξάρτηση του
παιδιού και έτσι αναστέλλεται σοβαρά η ανάπτυξη της αυτονομίας, της ατομικής εξέλιξης
και διαφοροποίησής του.
Παθογόνος μητρομέριμνα. Το 1948 προτάθηκε από την Frieda Fromm-Reichman ο ατυχής
όρος σχιζοφρενειογόνος μητέρα, διάσημος κατά τις δεκαετίες ’50 και ‘60 αλλά όχι
απαραίτητα σωστός. Η στάση της σχιζοφρενειογόνου μητέρας προς το παιδί είναι:
συγκεκαλυμμένα απορριπτική, αμφιθυμική, υπερπροστατευτική, αγχώδης και ανασφαλής,
μη φιλική έως εχθρική, περιοριστική, αυταρχική, άκαμπτη. Χαρακτηριστική έλλειψη
αμοιβαιότητας της μητέρας προς τα παιδιά της, αδυναμία να καταλάβει αυτό που θέλει να
εκφράσει το παιδί και μια έντονη τάση να γκρινιάζει και να παρεμβαίνει. Το κατά πόσο αυτά
τα χαρακτηριστικά της μητέρας έχουν αιτιακή σχέση με την σχιζοφρένεια του παιδιού δεν
έχει αποδειχθεί.
Έχει υποστηριχθεί ότι οι διαταραχές της σκέψης στη σχιζοφρένεια έχουν αιτιολογική σχέση
με γνωσιακά ελλείμματα στο γλωσσικό και στο εξωγλωσσικό σύστημα επικοινωνίας των
ασθενών με τη μητέρα τους. Το παιδί, όπως κάθε άτομο, θέλει να ξέρει με ακρίβεια τι
είδους μηνύματα του στέλνονται από τον άλλο ώστε να ανταποκριθεί ικανοποιητικά.
Σύμφωνα με τη θεωρία του διπλού δεσμού (double-bind theory) του Bateson (1960), η
παθολογία της επικοινωνίας στις σχέσεις μητέρας και παιδιού χαρακτηρίζεται από το ότι η
μητέρα στέλνει ταυτόχρονα δύο κατηγορίες αντιφατικών μηνυμάτων στο παιδί, το οποίο
δεν μπορεί να ερμηνεύσει τα μηνύματα που λαμβάνει, δεν μπορεί να καταλάβει τον μεταξύ
τους διαχωρισμό και να βρει σε ποιο από τα δύο να απαντήσει. Έτσι όποια απάντηση και
να δώσει θα είναι άκυρη. Η θεωρία του διπλού δεσμού, παρά το ότι δεν δίνει
ικανοποιητικές απαντήσεις στο πρόβλημα της αιτιοπαθογένειας της σχιζοφρένειας, έχει
γενικότερη χρησιμότητα στην κατανόηση των μορφών επικοινωνίας στην οικογένεια και τα
τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε μια Συστημική Θεωρία της Επικοινωνίας (Systems
Theory of Communication).

Κοινωνιογενείς θεωρίες. Σύμφωνα με αυτές τις θεωρίες, στρεσογόνες καταστάσεις της


ζωής συνδυαζόμενες με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο οδηγούν στην αύξηση της
συχνότητας της νόσου. Η μεγαλύτερη συχνότητα σχιζοφρενικών ψυχώσεων έχει
παρατηρηθεί μεταξύ ανειδίκευτων εργατών, μεταναστών και ανύπανδρων, στα κέντρα των
μεγαλουπόλεων, όπου συνδυάζονται το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και η μεγάλη
612

πυκνότητα πληθυσμού. Απομόνωση, φτώχεια, αποσύνθεση και κατάρρευση της κοινωνικής


κουλτούρας έχουν ενοχοποιηθεί ως πυροδοτικοί παράγοντες της νόσου.
Παρά το ότι η αστικοποίηση έχει προκαλέσει πελώρια ψυχοκοινωνικά προβλήματα, το
ερώτημα αν τα μεγάλα αστικά κέντρα έχουν κάποια αιτιακή σχέση με τη σχιζοφρένεια δεν
έχει απαντηθεί. Το 1939 οι Faris and Dunham πρότειναν την υπόθεση του
«κατρακυλίσματος» (Drift Hypothesis), σύμφωνα με την οποία πρόσωπα που νοσούν από
σχιζοφρένεια δεν γεννιούνται στην πόλη αλλά, ακολουθώντας μια καθοδική πορεία,
οικονομική και κοινωνική, τείνουν να μετακινούνται προς το κέντρο της μεγαλούπολης, το
οποίο χαρακτηρίζεται από κοινωνική αποσύνθεση και όπου υπάρχουν κάποιες ευκαιρίες
για περιστασιακή εργασία, οι κοινωνικές απαιτήσεις είναι μικρές και τα καταλύματα φτηνά.
Έτσι στο κέντρο της πόλης η συχνότητα της σχιζοφρένειας είναι ηυξημένη, ενώ τα
χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στα προάστια όπου κατοικούν εύπορες οικογένειες.
Ωστόσο άλλοι μελετητές (Lewis et al 1992) μελετώντας 50.000 Σουηδούς στρατιώτες
βρήκαν ότι η συχνότητα της σχιζοφρένειας σε αυτούς που είχαν γεννηθεί σε πόλεις ήταν
1,65 φορές μεγαλύτερη από ό,τι σε εκείνους που είχαν γεννηθεί σε αγροτικές περιοχές,
παρά το ότι παράγοντες όπως χρήση κάνναβης και γονεϊκό διαζύγιο που είναι συχνότερα
στις πόλεις είχαν ληφθεί υπ’ όψιν.
Η συχνότητα της σχιζοφρένειας στις κατώτερες τάξεις σε σχέση με τις ανώτερες είναι 5:1. Δεν
έχει όμως αποδειχτεί ότι η κοινωνική τάξη των γονέων είναι παράγων κινδύνου ανάπτυξης
σχιζοφρένειας. Ωστόσο έχει βρεθεί από αρκετούς μελετητές ότι οι σχιζοφρενείς μερικά
χρόνια πριν εκδηλωθεί η νόσος ευρίσκοντο σε μειονεκτική κοινωνική θέση (κακές οικιστικές
συνθήκες, χαμηλού επιπέδου εναλλασσόμενες εργασίες) σε σχέση με ομάδες ελέγχου. Η
φτώχεια λειτουργεί ως ισχυρός στρεσογόνος παράγων και ίσως μέσω αυτού του
μηχανισμού να εμπλέκεται στην αιτιοπαθογένεια της σχιζοφρένειας. Παρά το άφθονο και σε
αρκετές περιπτώσεις πολύ σημαντικό και ενδιαφέρον υλικό, δεν κατορθώθηκε να
τεκμηριωθεί η άποψη της κοινωνικής αιτιολογίας της νόσου και είναι μάλλον απίθανο
πολιτιστικοί και κοινωνικοί παράγοντες να παίζουν κάποιον καθοριστικό ρόλο στην
αιτιολογία της σχιζοφρένειας.

Ψυχαναλυτικές απόψεις. Σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία η φύση της ψυχικής νόσου


καθορίζεται από τον βαθμό της λιβιδινικής παλινδρόμησης στο στάδιο του «πρωτογενούς
ναρκισσισμού» που προκαλείται από διάφορες πηγές ματαίωσης (frustration) και
ψυχοκαταπόνησης (stress). Όσο βαθύτερη και πιο εκτεταμένη είναι η παλινδρόμηση τόσο
βαρύτερη είναι η διαταραχή. Η κατάσταση του «πρωτογενούς ναρκισσισμού» είναι
χαρακτηριστική μιας περιόδου της βρεφικής ηλικίας κατά την οποία τα συστήματα της
ψυχικής λειτουργίας (το Εκείνο (id), το Εγώ, το Υπερεγώ) δεν έχουν διαφοροποιηθεί το ένα
από το άλλο και δεν υπάρχει η διάκριση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου. Ο
πυρήνας της σχιζοφρενικής ψυχοπαθολογίας θεωρείται ότι είναι η διάσπαση των δεσμών με
την πραγματικότητα, η οποία εκδηλώνεται μετά την επάνοδο του Εγώ στην αρχική
αδιαφοροποίητη κατάστασή του κατά την οποία είναι διαλελυμένο πλήρως ή μερικώς μέσα
στο id. Οι ψυχαναλυτικές αυτές απόψεις για την αιτιοπαθογένεια της σχιζοφρένειας δεν είναι
πλέον αποδεκτές από το μεγαλύτερο μέρος της ψυχιατρικής κοινότητας, διότι απουσιάζει
παντελώς η επιστημονική τεκμηρίωσή τους.

Προνοσηρή προσωπικότητα. Μερικοί μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι υπάρχει μια σειρά
χαρακτηριστικών της προσωπικότητας τα οποία, αλληλοδιαπλεκόμενα, συνιστούν
προδιάθεση στην ανάπτυξη ψυχωσικής συμπτωματολογίας. Ο Eysenck (1952) εισήγαγε τον
όρο «ψυχωτισμός» (μία από τις τρεις διαστάσεις της προσωπικότητας που πρότεινε), που
αποτελεί τρόπον τινά το έδαφος για ανάπτυξη ψύχωσης και χαρακτηρίζεται από ένα είδος
χαλαρής σύνδεσης με την πραγματικότητα, μαθησιακές δυσκολίες, μια έντονη τάση
δημιουργίας προσωπικών πεποιθήσεων σε απομονωμένα άτομα με προβλήματα
συμπεριφοράς. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι η σχιζοτυπική διαταραχή της προσωπικότητας
(κοινωνική απόσυρση, κοινωνικοσυναισθηματική δυσλειτουργία και παράδοξη συμπεριφορά)
είναι προθάλαμος της σχιζοφρένειας.
613

Ψυχοτραυματικά γεγονότα. Ορισμένα ψυχοτραυματικά γεγονότα κατά την παιδική ηλικία,


όπως κακοποίηση, απώλεια γονέως ή αδελφού, διάλυση της οικογένειας από διαζύγιο ή
θάνατο, έχει βρεθεί ότι αυξάνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης ψυχωσικής συμπτωματολογίας.
Στην ενήλικο ζωή διαπροσωπικές συγκρούσεις, ψυχοτραυματισμοί, εξάντληση στο πεδίο της
μάχης σε περιόδους πολεμικών συγκρούσεων, θεωρούνται πυροδότες ψυχωσικών
επεισοδίων ή υποτροπών. Τελευταία προτείνεται ως αιτιολογικός παράγων της
σχιζοφρένειας ο συνδυασμός μιας γενετικής ευπάθειας με στρεσογόνους παράγοντες (diath-
esis-stress model).

Κλινική εικόνα και διάγνωση. Η έναρξη της νόσου εκδηλώνεται στη συντριπτική
πλειονότητα των περιπτώσεων κατά την αρχή της μεταεφηβείας. Σπανιότερα εμφανίζεται
μετά τα 35 και όχι μετά τα 45, αν και κάποιοι υποστηρίζουν ότι υπάρχουν και πολύ όψιμες
σχιζοφρένειες. Η νοηματική και η κοινωνική λειτουργικότητα των ασθενών παρουσιάζει
διαταραχές πολύ πριν από την έναρξη της νόσου, ήδη κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ
παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Υπάρχει μια προδρομική περίοδος διάρκειας περίπου πέντε
ετών και μια προψυχωτική φάση περίπου ενός έτους. Η πρώιμη σχιζοφρένεια (κάτω των 21
ετών) και η αμφισβητούμενη πολύ πρώιμη σχιζοφρένεια (κάτω των 14 ετών) χαρακτηρίζονται
από λειτουργική αποδιοργάνωση, διαταραχές της συμπεριφοράς, αδιαφοροποίητη και άτυπη
συμπτωματολογία. Δεκαετίες ερευνητικών προσπαθειών δεν έγινε κατορθωτό να οδηγήσουν
στην ανακάλυψη βιολογικών δεικτών που να έχουν εξειδικευμένο χαρακτήρα χρήσιμο για τη
διάγνωση της σχιζοφρένειας. Επομένως η διάγνωσή της βασίζεται σε περιγραφικούς
διαγνωστικούς ορισμούς που αντανακλούν στον ένα ή στον άλλο βαθμό τη φαινομενολογία
της.
Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από δύο τύπους συμπτωμάτων, τα θετικά και τα
αρνητικά. Τα θετικά συμπτώματα είναι ενεργητικού χαρακτήρα διεργασίες και ίσως
οφείλονται σε νευρομεταβιβαστική υπερδραστηριότητα, κυρίως ντοπαμινεργική, ενώ τα
αρνητικά είναι αποτελέσματα ελλειμματικότητας φυσιολογικών λειτουργιών και ίσως
οφείλονται σε απώλειες νευρικών κυττάρων και σε δομικές μεταβολές στον εγκέφαλο. Τα
θετικά συμπτώματα είναι κυρίως ψευδαισθήσεις, παραληρητικές ιδέες και περίεργη
συμπεριφορά, εμφανιζόμενα συνήθως κατά τα αρχικά στάδια της νόσου. Τα αρνητικά
συμπτώματα, αβουλησία, επιπέδωση του συναισθήματος, απόσυρση, πτώχευση της
σκέψης/ομιλίας και απάθεια εμφανίζονται αργότερα κατά την εξέλιξη των επεισοδίων της
νόσου, αν και πολλοί μελετητές έχουν βρει ότι, σε σπάνιες περιπτώσεις, αρνητικά και μη
ειδικά συμπτώματα μπορεί να εμφανίζονται κατά μέσο όρο μέχρι και 5 χρόνια πριν από την
εμφάνιση των θετικών.
Στην κλασική συμπτωματολογία που προτάθηκε από τους Kraepelin και Bleuler η νόσος
χαρακτηριζόταν πρωταρχικά ως βαρεία διαταραχή της βούλησης, της γνωσίας και του
συναισθήματος, ενώ οι παραληρητικές ιδέες με τις ψευδαισθήσεις είχαν δευτερεύουσα
διαγνωστική βαρύτητα· στην εποχή μας όμως η κατάταξη αυτή έχει αντιστραφεί. Το 1939 ο
Schneider (Schneider 1974), εμπνεόμενος από τη φαινομενολογία του Karl Jaspers,
περιέγραψε αυτά που ονόμασε συμπτώματα πρώτης γραμμής (first-rank symptoms) και
υποστήριξε ότι είναι παθογνωμονικά για τη διάγνωση της σχιζοφρένειας, όταν δεν υπάρχει
οργανικό υπόστρωμα. Τα συμπτώματα αυτά είναι:
1. Ο ασθενής ακούει τις σκέψεις του να ομιλούνται φωναχτά μέσα στο κεφάλι του.
2. Ο ασθενής ακούει φωνές να σχολιάζουν τις πράξεις του.
3. Ο ασθενής ακούει φωνές να συζητούν σε τρίτο πρόσωπο.
4. Ο ασθενής περιγράφει αισθήματα έξωθεν σωματικής επιδράσεως.
5. Ο εξεταστής διαπιστώνει απόσυρση της σκέψης, διάχυση της σκέψης και άλλες μορφές
διαταραχών στη σκέψη του ασθενούς.
6. Ο ασθενής προσδίδει παθολογική σημασία σε πραγματικές αντιλήψεις (παραληρηματική
αντίληψη).
7. Οτιδήποτε προέρχεται από τη σφαίρα των βιωμάτων, των κινήτρων και της βούλησης, ο
ασθενής αισθάνεται ότι του επιβάλλεται από άλλους και ότι επηρεάζεται από αυτούς.
614

Τα συμπτώματα πρώτης γραμμής γνώρισαν μεγάλη διάδοση ως διαγνωστικά εργαλεία, ως


τμήματα δομημένων διαγνωστικών συνεντεύξεων και χρησιμοποιήθηκαν ως διαγνωστικά
κριτήρια από τα έγκυρα ταξινομικά συστήματα ICD-10 και DSM-IV.

Διεθνώς είναι γενικώς αποδεκτή η κωδικοποιημένη συμπτωματολογία της σχιζοφρένειας με


βάση τα παρακάτω κυρίως συμπτώματα, όπως καταγράφονται στο ICD-10 (WHO 1991).
1. Ηχώ της σκέψης, παρεμβολή στη σκέψη, απόσυρση της σκέψης, εκπομπή της σκέψης.
2. Παραληρητικές ιδέες ελέγχου, επίδρασης, παθητικότητας που αναφέρονται στο σώμα,
στα άκρα, στη σκέψη, στις πράξεις, στις αισθήσεις.
3. Ακουστικές ψευδαισθήσεις που ακούονται ως φωνές που σχολιάζουν τον ασθενή ή που
συζητούν μεταξύ τους γι’ αυτόν.
4. Παραληρητικές ιδέες θρησκευτικού ή πολιτικού χαρακτήρα, ή ιδιαιτέρων ικανοτήτων.
5. Ασυναρτησία, ασχετολογία, νεολογισμοί. Ανακοπές της σκέψης.
6. Διέγερση, λήψη παράξενων στάσεων, κηρώδης ευκαμψία, αρνητισμός, αλαλία,
εμβροντησία.
7. Αρνητικά συμπτώματα: απάθεια, αμβλύτητα ή ασυμβατότητα του συναισθήματος,
κοινωνική απόσυρση, απώλεια ενδιαφερόντων, οκνηρία, έλλειψη σκοπού,
αυτοενασχόληση.
Η προσήλωση στην καταγραφή αυτής της συμπτωματολογίας αποπροσανατόλισε από την
αναζήτηση των θεμελιωδών διαταραχών της σχιζοφρένειας –που εντοπίζονται στο επίπεδο
της συνείδησης, της αυτοαντίληψης και των ορίων του Εγώ– και οδήγησε τη διαγνωστική
σκέψη στο κυνήγι των θετικών συμπτωμάτων, των ψευδαισθήσεων (οι περίφημες φωνές
που μιλούν για τον ασθενή σε τρίτο πρόσωπο) και των παραληρητικών ιδεών, απλώς και
μόνον επειδή αυτές μπορούν να μετρηθούν με ψυχομετρικά εργαλεία και να τροποποιηθούν
με τη χρήση νευροληπτικών φαρμάκων. Ο κίνδυνος απλοποίησης της έννοιας της
σχιζοφρένειας είναι μεγάλος από αυτήν τη διαγνωστική στάση. Και άλλα συμπτώματα και
σημεία διαμορφώνουν τις ποικίλες χαρακτηριστικές κλινικές εικόνες των πασχόντων από τη
νόσο.
 Διαταραχές της εικόνας του σώματος είναι από τα πρώτα συμπτώματα της
σχιζοφρένειας που εκφράζονται και με το σημείο του καθρέφτη. Ο ασθενής
παρακολουθεί πολλές φορές στη διάρκεια της ημέρας και για πολλή ώρα το πρόσωπό
του στον καθρέφτη.
 Στερεοτυπική κινητική συμπεριφορά παρατηρείται συχνά στους, χρόνιους κυρίως,
σχιζοφρενείς. Κινήσεις της κεφαλής και του σώματος εμπρός και πίσω (rocking),
βηματισμοί εμπρός και πίσω, και άλλες επαναληπτικές κινήσεις της κεφαλής και των
άκρων περιλαμβάνονται σε αυτές τις κινητικές στερεοτυπίες.
 Γνωσιακού τύπου διαταραχές που αφορούν, π.χ., τη λειτουργική ή ενεργό μνήμη (work-
ing memory) και την προσοχή είναι χαρακτηριστικές στους σχιζοφρενείς ανεξαρτήτως
της ευφυΐας τους.
 Μειωμένη οσφρητική διακριτική δυνατότητα.
 Η έλλειψη εναισθησίας είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της κλινικής εικόνας της
σχιζοφρένειας αλλά και άλλων ψυχώσεων. Η εναισθησία είναι ένα σύνθετο φαινόμενο
και δεν πρέπει να εξετάζεται μόνο από την πλευρά τού αν ο ασθενής πιστεύει ή όχι ότι
πάσχει από μια νόσο, η οποία πάντως είναι και η σημαντικότερη, αφού σχετίζεται με τη
συμμόρφωσή του στη θεραπεία.

Για να τεθεί η διάγνωση της σχιζοφρένειας, πρέπει επίσης να ικανοποιούνται δύο


προϋποθέσεις: α) να έχει προηγηθεί η συμπτωματολογία της νόσου για χρονικό διάστημα
τουλάχιστον έξι μηνών χωρίς επάνοδο της ψυχοκοινωνικής λειτουργικότητας στο προνοσηρό
επίπεδο και β) να διαπιστώνεται από τον εξεταστή η απουσία συναισθηματικής
συμπτωματολογίας που να θεμελιώνει τη διάγνωση πρωτοπαθούς συναισθηματικής
διαταραχής. Στις περιπτώσεις εμφάνισης της νόσου σε μεγάλη ηλικία η διαφοροδιάγνωση
μεταξύ σχιζοφρένειας, παρανοειδούς ψυχώσεως και όψιμης παραφρένειας είναι δυσχερής.
615

Διαφορική διάγνωση. Παρά το ότι οι περισσότεροι σήμερα αποδέχονται τον κρεπελινικό


διαχωρισμό ανάμεσα σε σχιζοφρένεια και μανιοκαταθλιπτική ψύχωση, ο διαχωρισμός αυτός
δεν έχει πλήρως δικαιωθεί· αρκετοί (Taylor 1992) υποστηρίζουν ότι υπάρχει ένα συνεχές που
αρχίζει από καθαρά συναισθηματικές διαταραχές, διέρχεται από τις σχιζοσυναισθηματικές
ψυχώσεις και φθάνει μέχρι τη σχιζοφρένεια. Προσεκτική μελέτη της συμπτωματολογίας και
της πορείας της δεν επιτρέπει πλήρη διαχωρισμό αυτών των οντοτήτων. Οι ομοιότητες ως
προς την εποχή γέννησης των ασθενών και την εποχή εμφάνισης της νόσου υπαινίσσονται
ότι οι δύο ψυχώσεις ίσως έχουν κοινούς αιτιολογικούς παράγοντες. Σε μελέτες οικογενειών
βρέθηκε ότι ηυξημένο ποσοστό παιδιών που παρουσιάζουν σχιζοφρένεια προέρχονται από
μανιοκαταθλιπτικούς ασθενείς και γενικώς η συνύπαρξή τους σε οικογένειες δεν είναι σπάνιο
φαινόμενο. Μελέτες στη σχιζοσυναισθηματική ψύχωση απέτυχαν να αποσπάσουν αυτήν την
οντότητα είτε από τη μανιοκατάθλιψη είτε από τη σχιζοφρένεια.
Η διάγνωση της σχιζοφρένειας πρέπει να είναι πάντοτε τελευταία στη
διαφοροδιαγνωστική λίστα. Πρώτον και κύριο γιατί η εγκυρότητα της νοσολογικής έννοιας της
σχιζοφρένειας δεν έχει ικανοποιητικά αποδειχθεί. Το προφίλ της δείχνει μια συσσώρευση
ετερογενών ψυχοπαθολογιών. Δεύτερον γιατί μόνο καθώς περνούν τα χρόνια η διάγνωση
εγκαθίσταται. Το επιχείρημα ότι απαντά στα νευροληπτικά δεν είναι ιδιαίτερα πειστικό, αφού
όλες οι ψυχωσικές καταστάσεις απαντούν στα νευροληπτικά, κυρίως όταν συνοδεύονται από
άγχος, φόβο, ευφορία, συναισθηματική αναστάτωση, παραλήρημα ή ψευδαισθήσεις. Είναι
χαρακτηριστικό ότι μέχρι και στο 50% των μανιακών ασθενών υπάρχουν «σχιζοφρενικά»
συμπτώματα, ενώ η κουλτούρα, η θρησκεία, ακόμη και η κυρίαρχη ιδεολογία σε μία χώρα
είναι δυνατόν να διαμορφώσουν διαγνωστικά κριτήρια.

Συννοσηρότητα σχιζοφρένειας. Αμέσως μετά την εμφάνισή της η σχιζοφρένεια


συσχετίζεται με μια σειρά συννοσηρών καταστάσεων οι οποίες πρέπει να αντιμετωπισθούν
σωστά, ώστε να μειωθεί η θνητότητα και να δοθεί καλύτερη ώθηση στο θεραπευτικό
πρόγραμμα.
Η συνύπαρξη σχιζοφρένειας και συναισθηματικών διαταραχών δημιουργεί σοβαρά
διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα. Η κατάθλιψη μπορεί να είναι αποτέλεσμα της
αντιψυχωτικής φαρμακευτικής αγωγής, ή να εμφανίζεται κατά την αποδρομή των οξέων
συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας. Η συχνότητα της κατάθλιψης στους σχιζοφρενείς είναι
μεγάλη, κυρίως στις περιόδους υφέσεως των συμπτωμάτων. Είναι δυνατόν ένα οξύ
σχιζοφρενικό επεισόδιο να εμφανισθεί με εικόνα μανίας, αυτό όμως δεν πρέπει να
χαρακτηρισθεί ως συννοσηρότητα αλλά ως τρόπος έκφρασης του σχιζοφρενικού επεισοδίου.
Σε ένα μικρό ποσοστό σχιζοφρενών, περίπου 2%-5%, αναπτύσσεται
ιδεοψυχαναγκαστική συμπτωματολογία για την οποία έχουν ικανοποιητική εναισθησία. Η
κατάσταση αυτή είναι δυνατόν να περιπλέξει την οργάνωση του θεραπευτικού
προγράμματος, αφού τα φάρμακα επιλογής για την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (κυρίως
τα σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά) είναι δυνατόν να επιδεινώσουν τη συμπτωματολογία
της σχιζοφρένειας ή να προκαλέσουν μανιακό επεισόδιο.
Είναι πολύ συχνή η χρήση και κατάχρηση ουσιών από τους σχιζοφρενείς, κυρίως
νικοτίνης, καφεΐνης, οινοπνεύματος, αμφεταμινών και καννάβεως. Φαίνεται ότι οι
σχιζοφρενείς επιλέγουν τις ουσίες για να αντιμετωπίσουν προβλήματα που τους ενοχλούν.
Νικοτίνη, αμφεταμίνες και καφεΐνη προτιμώνται από τους αποσυρμένους ασθενείς, αλκοόλ
και χασίς όταν αυξάνονται οι δυνατότητες κοινωνικότητάς τους στις περιόδους
σταθεροποίησης και βελτίωσης της συμπτωματολογίας τους. Θα πρέπει όμως να
επισημανθεί ότι η κάνναβη επιδεινώνει τα θετικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας, ενώ η
νικοτίνη επιταχύνει την αποβολή των νευροληπτικών από τον οργανισμό.

Πορεία και πρόγνωση. Γενετικοί και γενικότερα βιολογικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν με


την ηλικία, τις ειδικές συμπεριφορές του φύλου και το αναπτυξιακό επίπεδο του ατόμου κατά
την έναρξη της νόσου και επηρεάζουν όχι μόνο την κλινική έκφραση αλλά και την κοινωνική
πορεία της νόσου. Σήμερα η άποψη του Kraepelin ότι η σχιζοφρένεια έχει μια αναπόφευκτη
πορεία προς τη συνεχή επιδείνωση δεν ισχύει. Είναι μάλιστα δυνατόν να πει κανείς ότι σε
αρκετές, όχι βέβαια στις περισσότερες, περιπτώσεις υπάρχει μια πορεία προς κάποια
616

βελτίωση, που οφείλεται στους καλύτερους θεραπευτικούς χειρισμούς που εφαρμόζονται τα


τελευταία χρόνια σε φαρμακευτικό, οικογενειακό και ψυχοκοινωνικό επίπεδο.
Τα πρώτα στάδια της σχιζοφρένειας συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση της
πορείας της. Το πρόβλημα σε αυτήν τη φάση μερικές φορές είναι ότι δύσκολα τίθεται η
διάγνωση λόγω της υπουλότητας της έναρξης και του ότι τα συμπτώματα είναι ασαφή μέσα
σε ένα κλίμα δυσκολιών στην επικοινωνία, στις γνωσιακές ικανότητες και στη συμπεριφορά.
Άλλες φορές η εικόνα είναι παραπλανητική, αφού συμπτώματα με τα οποία εμφανίζεται,
όπως αγχώδεις εκδηλώσεις, αντικοινωνική συμπεριφορά, κατάχρηση ουσιών, δεν
υποδεικνύουν ψύχωση. Οι ασθενείς με πρώτο επεισόδιο σχιζοφρένειας συνήθως έχουν καλή
ανταπόκριση στη θεραπεία και η ύφεση των συμπτωμάτων είναι δυνατόν να διαρκέσει για
μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ωστόσο μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό ασθενών δεν θα υποτροπιάσει τα επόμενα δύο
χρόνια. Οι υποτροπές είναι συχνές κατά τα πρώτα έτη της νόσου. Πιο πιθανόν είναι να
υποτροπιάσουν σε σύντομο διάστημα εκείνοι οι ασθενείς που παρουσίαζαν και αρνητικά
συμπτώματα κατά το πρώτο επεισόδιο. Πολλοί παράγοντες εμπλέκονται στις υποτροπές της
νόσου, όπως η σοβαρότητα της σχιζοφρένειας, ο αριθμός των προηγούμενων επεισοδίων, η
δοσολογία και το είδος των φαρμάκων, οι στάσεις της οικογένειας, η συμμόρφωση στη
θεραπεία. Από το σύνολο των ασθενών μονάχα το 20% θα παρουσιάσουν μόνο ένα
επεισόδιο και θα έχουν πολύ καλή πρόγνωση και σχεδόν πλήρη αποκατάσταση. Είναι
άγνωστο τι είναι εκείνο που στοιχειοθετεί αυτή την ομάδα καλής πρόγνωσης. Αντίθετα, ένα
πολύ μεγάλο ποσοστό ασθενών θα έχει και δεύτερο επεισόδιο σε διάστημα όχι μεγαλύτερο
των δύο ετών, και ένα μικρότερο θα κάνει υποτροπή, ακόμη και αν βρίσκεται σε
ικανοποιητική φαρμακευτική αγωγή. Επομένως κάθε προσπάθεια κατά το στάδιο αυτό θα
πρέπει να συμβάλλει στην παρεμπόδιση της εισβολής ενός νέου επεισοδίου. Η πιθανότητα
υποτροπής πενταπλασιάζεται μετά τη διακοπή της αντιψυχωτικής φαρμακευτικής αγωγής.
Σημαντικά στρεσογόνα γεγονότα της ζωής και ψυχοκαταπονήσεις λειτουργούν ως
πυροδότες υποτροπών.
Καλοί προγνωστικοί δείκτες είναι: η μεγάλη ηλικία κατά την έναρξη της νόσου, η
διακίνηση του συναισθήματος, η οξεία εκδήλωση της συμπτωματολογίας, η καλή κοινωνικο-
οικονομική κατάσταση και η χαμηλή συναισθηματική εκφραστικότητα των μελών της
οικογένειας του ασθενούς. Κακοί προγνωστικοί δείκτες είναι τα αντίθετα των παραπάνω,
καθώς και η ύπαρξη σχιζοτυπικής προνοσηρής προσωπικότητας. Η αντιψυχωτική
φαρμακευτική αγωγή, η κοινωνική υποστήριξη και οι κατάλληλες υπηρεσίες που βοηθούν
προς την κατεύθυνση της επαγγελματικής και κοινωνικής αποκατάστασης παίζουν μεγάλο
ρόλο στη θετική διαμόρφωση της πρόγνωσης.
Η μεγάλη πλειονότητα των ασθενών δεν θα παρουσιάσουν αξιόλογη βελτίωση, αν και
αρκετοί από αυτούς θα επιδείξουν επαρκή ψυχοκοινωνική λειτουργικότητα. Ένα μικρό
ποσοστό θα παρουσιάσει σταθερή στον χρόνο επιδείνωση. Η συμπτωματολογία θα
μεταβληθεί, τα αρνητικά συμπτώματα θα κυριαρχήσουν και η γνωσιακή δυσλειτουργικότητα,
που ήδη υπάρχει, θα ενταθεί. Ένα σημαντικό μέρος της ζωής τους μετά τη διάγνωση,
συνήθως όχι συνεχώς αλλά με διαλείμματα, θα το περάσουν μέσα σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Οι
περισσότεροι θα γεράσουν χωρίς να θεραπευτούν (Καράβατος και Μποζίκας 2000). Το
προσδόκιμο ζωής των σχιζοφρενών είναι σημαντικά μικρότερο (κατά 20%) του γενικού
πληθυσμού. Ο ηυξημένος κίνδυνος θανάτου που παρουσιάζουν αποδίδεται σε μεγάλο
βαθμό στην αυτοκτονία, στο κάπνισμα (περίπου το 60% είναι βαρείς καπνιστές), στη χρήση
νευροληπτικών (Joukamaa et al 2006), στην άθλια υγιεινή του στόματος και των οδόντων, σε
καρδιαγγειακή νόσο και σε διαβήτη. Η προσβασιμότητά τους σε θεραπείες σοβαρών
ιατρικών καταστάσεων είναι πολύ χειρότερη εκείνης του γενικού πληθυσμού. Με την πάροδο
του χρόνου, ο θάνατος των γονέων τους, η πτώση του κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου, η
ανεργία και η έλλειψη στέγης είναι οι μεγάλοι κίνδυνοι που απειλούν τους σχιζοφρενείς.
Ένα σημαντικό ποσοστό σχιζοφρενών (10%), πολύ μεγαλύτερο από εκείνο του γενικού
πληθυσμού, αυτοκτονεί. Ο κίνδυνος αυτοκτονίας βρίσκεται στο αποκορύφωμά του στα
πρώτα στάδια της νόσου και μπορεί να αντιμετωπισθεί με καλής ποιότητας αδιατάρακτη
παρακολούθηση του ασθενούς. Η κλοζαπίνη έχει βρεθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο αυτοκτονίας
στους σχιζοφρενείς.
617

Ίσως και η κουλτούρα να παίζει κάποιον ρόλο στις επουλωτικές επιδράσεις της
κοινωνίας. Έχει βρεθεί, για παράδειγμα, στο International Pilot Study of Schizophrenia (WHO
1973) ότι η έκβαση της σχιζοφρένειας είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την οικονομική
ανάπτυξη της κοινωνίας, με ευνοϊκότερη πρόγνωση στη Νιγηρία και δυσμενέστερη στο
Ηνωμένο Βασίλειο.

Νοσηρότητα και θνησιμότητα στα παιδιά ψυχωσικών γονέων. Το θέμα της νοσηρότητας
και της θνησιμότητας των παιδιών με ψυχωσικούς γονείς είναι πολύ σοβαρό και ευαίσθητο,
αλλά τα τεκμηριωμένα στοιχεία πάνω στα οποία θα μπορούσε να στηριχτεί η οργάνωση
υπηρεσιών πρόληψης είναι περιορισμένα (Webb et al 2005). Υψηλότερα ποσοστά
μαιευτικών και νεογνικών επιπλοκών (ανωμαλίες πλακούντα, λοχειακή αιμορραγία, εμβρυϊκή
δυσφορία), κακή ποιότητα παρακολούθησης μετά τον τοκετό, παρατηρούνται σε
σχιζοφρενείς γυναίκες. Φάρμακα και ηλεκτροσόκ, κακή διατροφή, πολύ υψηλά επίπεδα
άγχους, έλλειψη σωματικής άσκησης, χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο είναι συνοδοί
αρνητικοί παράγοντες. Οι πάσχουσες είναι πιο πιθανό να συνεχίζουν το κάπνισμα ή να
κάνουν χρήση ουσιών κατά την εγκυμοσύνη, καθώς και να πάσχουν από αδιάγνωστες
συννοσηρές ιατρικές καταστάσεις. Κατά τη βρεφική και την παιδική ηλικία τα τέκνα τους είναι
πιθανότερο να βιώσουν εγκατάλειψη και να ζήσουν σε δυσμενές οικογενειακό περιβάλλον.
Στις λίγες εργασίες που έχουν δημοσιευθεί μέχρι τώρα για τέκνα σχιζοφρενών μητέρων
(πολύ λίγες είναι οι εργασίες για τέκνα σχιζοφρενών πατέρων και τα ευρήματα είναι ασαφή) η
συχνότητα εμβρυϊκής, περιγεννητικής και βρεφικής θνησιμότητας σε αυτά είναι υψηλότερη σε
σύγκριση με την αντίστοιχη στον γενικό πληθυσμό. Αποβολές, νεογνικοί θάνατοι, συγγενείς
ανωμαλίες είναι επίσης πολύ συχνότερα. Ακόμη μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για
μετανεογνικό θάνατο καθώς επίσης και για σύνδρομο αιφνιδίου θανάτου, ο οποίος ίσως
περιλαμβάνει και άγνωστο αριθμό συγκεκαλυμμένων βρεφοκτονιών. Αν και η πιθανότητα
ανθρωποκτονίας στο σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου είναι αμφισβητήσιμη, το θέμα
δεν έχει επαρκώς μελετηθεί. Όταν τα τέκνα των πασχουσών γυναικών φθάσουν στην
εφηβεία, μεγαλύτερες συχνότητες ψυχικής διαταραχής, χρήσης ουσιών, ατυχημάτων,
επικίνδυνης, βίαιης ή αυτοκτονικής συμπεριφοράς μπορεί να τα θέσουν σε μεγαλύτερο
κίνδυνο θνησιμότητας, ο οποίος στα χαμηλά στρώματα είναι ακόμη μεγαλύτερος.
Η συχνότητα αποχωρισμού του παιδιού από τον ένα γονέα ή και από τους δύο γονείς
είναι πολύ μεγάλη σε αυτήν την ομάδα. Για τα βρέφη και τα παιδιά αυτά δύο προοπτικές
υπάρχουν: είτε να εκτεθούν σε μεγάλο κίνδυνο λόγω της εισαγωγής τους σε ένα κατώτερο
υποκατάστατο περιβάλλον ανατροφής, είτε, αντιθέτως, να διαφύγουν τον μεγάλο κίνδυνο
χάρη στην απομάκρυνσή τους από το αρνητικό περιβάλλον του σπιτιού (γεγονός που τα
προφυλάσσει από την παραμέληση και μειώνει την έκθεσή τους στους κινδύνους που
συνδέονται άμεσα με τη γονεϊκή ψυχωτική διαταραχή). Οι στρατηγικές πρόληψης θα πρέπει
να εστιαστούν στην επίτευξη των κάτωθι: βελτίωση των επιπέδων μητρικής φροντίδας,
συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου και της πρώιμης θεραπείας ψυχωτικών διαταραχών κατά
την περιγεννητική περίοδο· αύξηση της συμμετοχής συνδυασμού υπηρεσιών για την
υποστήριξη πληγεισών οικογενειών με βρέφη και μικρά παιδιά· βελτίωση των δεξιοτήτων
ανατροφής των παιδιών των ψυχωτικών ατόμων.

Κλινικές μορφές σχιζοφρένειας. Η σχιζοφρένεια είναι κλινικώς ετερογενής, αλλά δεν έχει
διευκρινιστεί αν αυτό πράγματι οφείλεται στην ύπαρξη διακριτών υποτύπων ή αν πρόκειται
περί εντελώς διαφορετικών νοσολογικών οντοτήτων. Έχουν περιγραφεί πολλές μορφές
σχιζοφρένειας, αλλά οι πλέον επικρατούσες στη διεθνή βιβλιογραφία είναι οι παρακάτω:

Οξύ σχιζοφρενικό επεισόδιο. Χαρακτηρίζεται από οξεία εγκατάσταση των συμπτωμάτων,


με σύγχυση, αμηχανία, ιδέες συσχετίσεως και έντονη συναισθηματική αναταραχή με
στοιχεία αγωνίας, φόβου, πανικού ή κατάθλιψης. Έχει υψηλά ποσοστά ιάσεως. Οι ασθενείς
που δεν θα ιαθούν σε διάστημα μέχρι 6 μηνών θα προχωρήσουν σε μία από τις κλασικές
μορφές της νόσου.
618

Παρανοειδής σχιζοφρένεια. Είναι η συχνότερη μορφή σχιζοφρένειας με πορεία που


ποικίλλει από την επεισοδιακή εμφάνιση της συμπτωματολογίας με περιόδους
ασυμπτωματικές μέχρι τη χρονιότητα. Στην κλινική εικόνα κυριαρχούν παραληρητικές ιδέες
με περιεχόμενο συνήθως διωκτικό, αλλά δεν είναι σπάνιες και ιδέες ελέγχου, επιδράσεως
και παθητικότητας, μεγαλείου ή ζηλοτυπίας. Συσχετίσεις και παρερμηνείες είναι συχνές. Οι
ακουστικές ψευδαισθήσεις είναι επίσης συχνές, αλλά οι ψυχοκινητικές διαταραχές, οι
διαταραχές του συναισθήματος και της βουλήσεως είναι μάλλον σπάνιες σε αυτήν τη μορφή
σχιζοφρένειας. Η συμπεριφορά του ασθενούς είναι συντονισμένη με τις παραληρητικές ιδέες
του. Η προσωπικότητα δεν αποδιοργανώνεται τόσο πολύ όσο σε άλλες μορφές της νόσου.

Ηβηφρενική σχιζοφρένεια. Εκδηλώνεται περί το τέλος της εφηβείας και πολύ γρήγορα
εμφανίζονται φαινόμενα επιπέδωσης του συναισθήματος και αβουλησίας. Στην κλινική
εικόνα κυριαρχούν οι διαταραχές του συναισθήματος με ρηχότητα, απροσφορότητα,
αναίτιους γέλωτες και χαμόγελα. Στην ψυχοκινητική συμπεριφορά κυριαρχούν
επαναλαμβανόμενες φράσεις, γκριμάτσες, ιδιοτροπισμοί, χονδρά αστεία και μερικές φορές
έντονη επιτήδευση. Χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο του καθρέφτη. Συχνά είναι τα
υποχονδριακά ενοχλήματα. Η σκέψη αποδιοργανώνεται και η ομιλία καθίσταται ασυνάρτητη,
ακόμη περισσότερο αν συμβαίνει ο ασθενής να απασχολείται με θρησκευτικά ή
ψευδοφιλοσοφικά διαπορήματα. Οι ψευδαισθήσεις είναι ήπιες και παροδικές, ενώ οι
παραληρητικές ιδέες είναι ασυστηματοποίητες και δεν κυριαρχούν στην κλινική εικόνα.

Κατατονική σχιζοφρένεια. Περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Kahlbaum το 1874.
Κατατονική συμπτωματολογία είναι δυνατόν να εμφανισθεί σε πλήθος οργανικών και
ψυχογενών καταστάσεων και επομένως χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διαφορική
διάγνωση. Στη σχιζοφρένεια η κατατονική συμπτωματολογία εμφανίζεται σε κάπως
μεγαλύτερη ηλικία συγκριτικά με τις άλλες μορφές και η συχνότητά της στις γυναίκες είναι
διπλάσια των ανδρών. Κυριαρχούν στην κλινική εικόνα στοιχεία ψυχοκινητικής διαταραχής,
τα οποία απλώνονται σε ένα φάσμα από την τυφλή υπερδιέγερση μέχρι την πλήρη
εμβροντησία. Η θανατηφόρος μορφή κατατονίας, επονομαζόμενη και θανατηφόρος
κατατονία του Stauder (Stauder 1934), δεν παρατηρείται πλέον τόσο συχνά όσο στην προ
των νευροληπτικών εποχή, αλλά και η συχνότητα της κατατονικής σχιζοφρένειας έχει επίσης
μειωθεί.
Η κατατονική διέγερση χαρακτηρίζεται από ανοργάνωτη και έξαλλη κινητικότητα, μέρα και
νύχτα χωρίς διακοπή, και είναι δυνατόν να εξελιχθεί σε τυφλή καταστροφική συμπεριφορά
μέχρι τελικής εξαντλήσεως του ασθενή. Θόλωση της συνείδησης, αποδιοργάνωση της
σκέψης, ασυναρτησία, ακουστικές και οπτικές ψευδαισθήσεις, παράδοξες παραληρητικές
ιδέες κυριαρχούν στην εικόνα. Σωματικά συμπτώματα, όπως ταχυκαρδία, εφίδρωση,
υπέρταση, κυάνωση των άκρων, αιματώματα στο δέρμα γίνονται με την πάροδο του χρόνου
εντονότερα. Η θερμοκρασία του σώματος είναι δυνατόν να αυξηθεί απότομα μέχρι και 43ο C.
Η κατάσταση αυτή είναι δυνατόν να διαρκέσει από μερικές ώρες μέχρι εβδομάδες, συνήθως
όμως διαρκεί γύρω στις 5-10 ημέρες. Τα συμπτώματα αυτά δίνουν τη θέση τους σε μια
εμβροντησιακή εξάντληση με ακραία υπερθερμία, κώμα, κατάρρευση του καρδιοαγγειακού
και θάνατο σε ποσοστό περίπου 60%. Η κατατονική εμβροντησία, που συνήθως διαδέχεται
την κατατονική διέγερση, χαρακτηρίζεται από μείωση της ψυχοκινητικής δραστηριότητας,
παράξενες στάσεις, δυσκαμψία και εναντιωματικότητα, αυτόματη υπακοή και προκλητή
υποβολιμότητα με ηχοπραξία, ηχολαλία, ηχομιμία και κηρώδη ευκαμψία. Ο ασθενής είναι
δυνατόν να συγκρατήσει σίελο, ούρα και κόπρανα και να περιέλθει σε κατάσταση νεκρικής
ακινησίας.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής είναι δυσχερής. Τα νευροληπτικά
λίγα προσφέρουν όταν εγκατασταθεί το κατατονικό σύνδρομο και είναι πολύ πιθανό να
περιπλέξουν τα πράγματα προκαλώντας κατατονικό νευροληπτικό σύνδρομο. Πολλοί
προτείνουν ηλεκτροσπασμοθεραπεία, σε συνδυασμό με κορτικοστεροειδή. Επίσης οι
βενζοδιαζεπίνες είναι δυνατόν να βοηθήσουν λόγω της μυοχαλαρωτικής τους δράσεως.
619

Αδιαφοροποίητη ή άτυπη σχιζοφρένεια. Ο ασθενής παρουσιάζει συμπτώματα που


πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ως σχιζοφρενής, αλλά δεν υπάρχουν
επαρκή διαγνωστικά δεδομένα για την κατάταξη σε κάποια μορφή σχιζοφρένειας.

Υπολειμματική σχιζοφρένεια. Όσο εξελίσσεται η σχιζοφρένεια τόσο υποχωρούν τα θετικά


συμπτώματα και η κλινική εικόνα συμπληρώνεται από αρνητική συμπτωματολογία με
παθητικότητα και έλλειψη πρωτοβουλίας, υποδραστηριότητα, αβουλησία, άμβλυνση του
συναισθήματος, κοινωνική απόσυρση, χάλαση του συνειρμού και πτώχευση της ομιλίας. Τα
συμπτώματα αυτά δεν είναι δευτερογενή άλλων καταστάσεων, όπως κατάθλιψη, νοητική
καθυστέρηση ή εξωπυραμιδικά συμπτώματα, και για να τεθεί η διάγνωση πρέπει η διάρκειά
τους να υπερβαίνει τους 12 μήνες.

Απλή σχιζοφρένεια. Μοιάζει με την υπολειμματική σχιζοφρένεια κατά το ότι και εδώ
κυριαρχούν τα αρνητικά συμπτώματα, αλλά δεν προηγήθηκε περίοδος με θετική
συμπτωματολογία. Παρατηρείται βραδεία μείωση των ενδιαφερόντων, απάθεια και
αδιαφορία, τάση για ονειροπόληση, κλινοφιλία, περιορισμός των διαπροσωπικών σχέσεων
και της κοινωνικής ζωής. Οι ασθενείς σε κατάσταση αδράνειας περιφέρονται άσκοπα,
αλλάζουν επαγγέλματα και εκπίπτουν κοινωνικώς. Στο τέλος περιέρχονται σε κατάσταση
αλητείας με περιθωριακή και παραπτωματική συμπεριφορά.

Ψευδοψυχοπαθητική μορφή σχιζοφρένειας. Έχει αποσυρθεί από τα πρόσφατα


ταξινομικά συστήματα. Εκδηλώνεται με συμπεριφορές ψυχοπαθητικού τύπου, ψυχρότητα
και σκληρότητα προς συγγενείς και φίλους, συχνές φιλονικίες, εκρήξεις οργής,
εκκεντρικότητες, βαναυσότητα. Αλητεία και μικροπαραπτωματικότητα, πορνεία, κατάχρηση
ουσιών είναι δυνατόν να οδηγήσουν τους πάσχοντες στη φυλακή (Ιεροδιακόνου και συν
1971). Αυτή η μορφή σχιζοφρένειας συνήθως συνυπάρχει με την απλή σχιζοφρένεια.

Ψευδονευρωσική μορφή σχιζοφρένειας. Δεν είναι πλέον αποδεκτή στις επίσημες


ταξινομήσεις αυτή η υποκατηγορία της σχιζοφρένειας, ωστόσο η κλινική εικόνα της είναι
χαρακτηριστική και ενδιαφέρουσα. Το σημαντικότερο σύμπτωμά της είναι μια συσσώρευση
διάχυτου άγχους και ενός πλήθους νευρωσικών συμπτωμάτων και σωματόμορφων
στοιχείων, ενώ κατά την πορεία της εκδηλώνονται μικρής διάρκειας ψυχωτικά επεισόδια.

Θεραπευτικοί στόχοι στην αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας. Οι στόχοι στη θεραπεία της
σχιζοφρένειας θα μπορούσαν να συνοψισθούν στο παρακάτω τρίπτυχο: καλύτερα φάρμακα,
εύστοχες ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις, αποτελεσματικός συνδυασμός και των δύο. Η
σχιζοφρένεια είναι μια χρόνια κατάσταση η οποία συχνά έχει καταστροφικές επιπτώσεις σε
όλες σχεδόν τις πλευρές της ζωής του ασθενούς. Οι περισσότεροι ασθενείς θα χρειασθούν
συνεχή και επιμελημένη βοήθεια σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Είναι φανερό από
πλήθος πηγών ότι το αποτέλεσμα της θεραπείας εξαρτάται από την όσο το δυνατόν
ταχύτερη εφαρμογή φαρμακευτικής αγωγής και επιτυχούς οργάνωσης της πρόληψης των
υποτροπών. Οι ραγδαίες εξελίξεις στις νευροεπιστήμες επιβεβαιώνουν ότι πράγματι στον
πυρήνα της νόσου βρίσκεται μια σοβαρή νευροβιολογική δυσλειτουργία. Το ότι όλοι οι
σχιζοφρενείς πρέπει να τίθενται σε αντιψυχωτική αγωγή με νευροληπτικά φάρμακα είναι
σήμερα θεμελιώδης κανόνας της θεραπευτικής στρατηγικής στη σχιζοφρένεια. Οι εξαιρέσεις
είναι πολύ περιορισμένες (π.χ. σε πολύ σύντομα και ήπια σχιζοφρενικόμορφα επεισόδια ή
όταν η χορήγηση αντιψυχωτικών ενδέχεται να είναι εξόχως δυσμενής για την υγεία του
ασθενούς). Οι σκοποί και οι στρατηγικές της θεραπείας ποικίλλουν ανάλογα με τη φάση και
τη σοβαρότητα της νόσου (Fleischhacker and Hummer 1996). Κατά την εξέλιξη των φάσεων
της νόσου είναι απαραίτητη η απαρτίωση των ποικίλων, εκτός της φαρμακευτικής,
ψυχοκοινωνικών προσεγγίσεων. Φαρμακευτική αγωγή, ψυχοεκπαιδευτικό πρόγραμμα
παρέμβασης στην οικογένεια, μακρά περίοδος σταθερής και αδιατάρακτης παρακολούθησης
σε εξωτερική βάση και οι κατάλληλοι ψυχοκοινωνικοί χειρισμοί πρέπει να συνδυασθούν κατά
τον καλύτερο τρόπο – και εδώ βρίσκεται η μεγαλύτερη δυσκολία στην οργάνωση της
θεραπείας της σχιζοφρένειας.
620

Θεραπευτικοί στόχοι στην Οξεία φάση. Ως οξεία φάση χαρακτηρίζεται κάθε υποτροπή της
νόσου, καθώς επίσης και η αρχική φάση, αν και αυτή μπορεί να είναι έρπουσα και
αργόσυρτη στον χρόνο. Βασικός θεραπευτικός σκοπός κατά τη διάρκεια της οξείας φάσεως
είναι η μείωση των θετικών συμπτωμάτων και η ταχεία επάνοδος σε ένα καλύτερο επίπεδο
λειτουργικότητας. Η νοσηλεία πρέπει να γίνει σε περιβάλλον όσο το δυνατόν λιγότερο
περιοριστικό, που να διαθέτει ασφάλεια για τον ασθενή και να επιτρέπει την αποτελεσματική
θεραπεία. Η παραμονή σε νοσοκομείο ενδείκνυται όταν ο ασθενής παρουσιάζει υψηλά
επίπεδα επικινδυνότητας για τον εαυτό του και τους άλλους. Οπωσδήποτε όμως νοσηλεία
είναι δυνατόν να γίνει και στο σπίτι ή να υπάρξει ένας συνδυασμός νοσοκομείου, σπιτιού και
άλλων υπηρεσιών (π.χ. κέντρο ψυχικής υγείας), εφόσον το επιτρέπει η κατάσταση του
ασθενούς. Τα αντιψυχωτικά φάρμακα ενδείκνυνται για όλα τα οξέα σχιζοφρενικά ή
σχιζοφρενικόμορφα επεισόδια. Αρκετά από τα κλασικά και όλα τα νεότερα ή άτυπα
αντιψυχωτικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Η χορήγησή τους πρέπει να αρχίσει όσο το
δυνατόν γρηγορότερα. Όλες οι πιθανές αντιστάσεις του ασθενούς πρέπει να καμφθούν και
να λάβει τη φαρμακευτική αγωγή με ή χωρίς τη θέλησή του.
Παρά το ότι τα άτυπα αντιψυχωτικά στις δημοσιευόμενες εργασίες κερδίζουν συνεχώς
έδαφος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι και τα κλασικά αντιψυχωτικά (ιδιαίτερα η αλοπεριδόλη)
διατηρούν υψηλές θέσεις στη λίστα της αποτελεσματικότητας, και οπωσδήποτε η κλοζαπίνη
έχει γίνει παραδεκτό ότι είναι το μόνο άτυπο αποτελεσματικότερο της αλοπεριδόλης. Στη
θεραπεία με κλασικά αντιψυχωτικά τα εξωπυραμιδικά συμπτώματα κυριαρχούν σε αυτή τη
φάση της νόσου, ενώ στις μετέπειτα φάσεις κυριαρχούν η αύξηση βάρους και η σεξουαλική
δυσλειτουργία. Οι εξωπυραμιδικές παρενέργειες δεν αποτελούν απλώς κάποιες
παρενέργειες. Για πολλούς ασθενείς αποτελούν κεντρικό παράγοντα της νόσου, όπως
εκείνοι την αντιλαμβάνονται, και της συμμόρφωσης στη θεραπεία της. Τα πλεονεκτήματα των
νεότερων αντιψυχωτικών βρίσκονται στο ότι σε κλινικώς αποτελεσματικές δόσεις προκαλούν
λιγότερες εξωπυραμιδικές παρενέργειες, αλλά είναι υπεύθυνα για άλλες πολύ σοβαρές
παρενέργειες, όπως μεταβολικό σύνδρομο, αύξηση βάρους, υπερπρολακτιναιμία και
καρδιακή δυσλειτουργία (βλ. νευροληπτικά) .
Ένας γενικώς αποδεκτός κανόνας είναι ότι η δοσολογία των φαρμάκων βρίσκεται στο
εύρος του ισοδυνάμου των 5-20 mg αλοπεριδόλης και κατά κανόνα προτιμάται μόνο ένα
αντιψυχωτικό. Η χορήγηση υψηλών δόσεων κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της
θεραπείας (η λεγόμενη «ταχεία νευροληπτική αγωγή») πρέπει οπωσδήποτε να αποφεύγεται,
επειδή όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτε περισσότερο από θεραπευτική άποψη αλλά είναι και
επικίνδυνη λόγω των παρενεργειών που δύναται να προκαλέσει. Βενζοδιαζεπίνες θα
χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο του άγχους και της διέγερσης. Αν ο ασθενής δεν
ανταποκριθεί σε ένα κλασικού τύπου θεραπευτικό σχήμα σε εύλογο χρονικό διάστημα (γύρω
στις 4-6 εβδομάδες) ή παρουσιάσει σοβαρές εξωπυραμιδικές παρενέργειες που δεν
ανταποκρίνονται στην αντιπαρκινσονική αγωγή, τότε πρέπει να γίνει σκέψη αλλαγής με
κάποιο από τα άτυπα αντιψυχωτικά. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι πολλοί ψυχίατροι, οι
περισσότεροι, αρχίζουν σήμερα τη θεραπεία όχι με κλασικά αλλά με κάποιο από τα νεότερα
αντιψυχωτικά.
Φάση σταθεροποίησης. Στόχοι της θεραπείας κατά τη φάση αυτή είναι: α) ελαχιστοποίηση
της πιθανότητας υποτροπής, β) ενίσχυση των δυνατοτήτων κοινωνικοποίησης του ασθενούς,
γ) σταθεροποίηση της ύφεσης των συμπτωμάτων. Αν ο ασθενής βελτιώθηκε σε ένα
συγκεκριμένο θεραπευτικό σχήμα, πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει τα ίδια φάρμακα στην
ίδια δόση για τους επόμενους έξι μήνες. Πρόωρη μείωση της δόσης ή διακοπή του φαρμάκου
κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης εκθέτει τον ασθενή στον κίνδυνο υποτροπής μέσα στους
2-3 επόμενους μήνες. Η χορήγηση σε χαμηλότερες δόσεις του ισοδυνάμου 5-15 mg
αλοπεριδόλης, εφόσον δεν υπάρχουν θετικά συμπτώματα, είναι επαρκής. Ακόμη και στο 1/5
της δοσολογίας είναι δυνατόν να κατέλθει η δοσολογία κατά τη φάση σταθεροποίησης.
Σταθερή φάση. Βασικός θεραπευτικός στόχος σε αυτή τη φάση είναι η πρόληψη των
υποτροπών. Άλλοι στόχοι είναι: α) Η διασφάλιση της διατήρησης και βελτίωσης της
λειτουργικότητας του ασθενούς και της ποιότητας ζωής του. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται
με επανεκπαίδευσή του σε κοινωνικές δεξιότητες μέσα από ποικίλες ψυχοκοινωνικές
παρεμβάσεις με συμμετοχή και μελών της οικογένειάς του. β) Ο προσεκτικός έλεγχος και η
621

αντιμετώπιση των παρενεργειών των φαρμάκων είναι βασικός παράγων της κλινικής
παρακολούθησης σε όλες τις φάσεις, ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση στη θεραπεία.
γ) Η αντιμετώπιση των πρόδρομων συμπτωμάτων των σχιζοφρενικών υποτροπών. Τόσο τα
κλασικά συμβατικά όσο και τα νεότερα άτυπα αντιψυχωτικά φάρμακα είναι αποτελεσματικά
για τη μείωση του κινδύνου υποτροπής. Η χορήγηση ενέσιμων αντιψυχωτικών βραδείας
απορροφήσεως αποτελεί χρήσιμη επιλογή σε αυτήν τη φάση. Τα φάρμακα αυτά
δημιουργούν σχετικά σταθερές συγκεντρώσεις στο πλάσμα για μερικές εβδομάδες. Τα
μειονεκτήματα είναι ότι πολλοί ασθενείς αρνούνται αυτή τη θεραπεία και ότι, άπαξ και
χορηγηθεί το φάρμακο, δεν υπάρχει άλλη επιλογή για διάστημα μερικών εβδομάδων.

Σχιζοφρένεια ανθεκτική στη θεραπεία. Η έννοια της ανθεκτικής σχιζοφρένειας δεν


υποδηλώνει κάποια νοσολογική υποκατηγορία της νόσου, αν και αυτό δεν αποκλείεται, αλλά
εισήχθη για να διευκολυνθεί η οργάνωση του θεραπευτικού προγράμματος. Σημαντικό
ποσοστό, μέχρι και 30%, ασθενών με σχιζοφρένεια δεν έχουν ικανοποιητική ανταπόκριση
στη φαρμακευτική αγωγή. Παρά τις δεκαετίες εμπειρίας με τα αντιψυχωτικά φάρμακα, ακόμη
δεν έχουν διατυπωθεί κάποιοι κανόνες για τη θεραπεία ασθενών που δεν ανταποκρίνονται ή
ανταποκρίνονται μη ικανοποιητικά σε μια επαρκή αντιψυχωτική αγωγή. Για να χαρακτηρισθεί
η σχιζοφρένεια ανθεκτική στη θεραπεία, ακολουθείται η εξής διαδικασία: Αν μετά από
παρέλευση ευλόγου χρονικού διαστήματος στην αρχική θεραπεία με ένα νευροληπτικό (3-4
εβδομάδες) ο ασθενής δεν παρουσιάσει σημεία βελτίωσης, τότε τίθεται σε αγωγή με ένα
νευροληπτικό μεγάλης αντιψυχωσικής ισχύος και με ένα χαμηλής, στην ενδεδειγμένη δόση,
για χρονικό διάστημα το πολύ τριών μηνών. Εφόσον δεν ανταποκρίνεται, δοκιμάζεται ένας
συνδυασμός των δύο με τρίτο νευροληπτικό. Αν και αυτή η προσπάθεια αποτύχει, τότε ο
ασθενής θεωρείται ανθεκτικός. Πολλοί για την αντιμετώπιση ανθεκτικών ψυχώσεων
αυξάνουν τις δοσολογίες των φαρμάκων ή κάνουν συνδυασμούς με άλλα αντιψυχωτικά, με
βενζοδιαζεπίνες, με λίθιο, με αντιεπιληπτικά ή κάνουν ECT. Ωστόσο η αποτελεσματικότητα
αυτών των θεραπευτικών στρατηγικών δεν έχει τεκμηριωθεί, αν και φαίνεται ότι η επιλογή της
κλοζαπίνης και ενδεχομένως ο συνδυασμός της με αμισουλπρίδη αποδίδει.

Συμμόρφωση στη θεραπεία. Το θέμα της συμμόρφωσης του ασθενούς στη θεραπεία είναι
θεμελιώδες και αφορά κυρίως τη συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή (βλ. νευροληπτικά).
Η συμμόρφωση στη θεραπεία δεν επηρεάζεται μόνο από τις παρενέργειες των φαρμάκων,
αν και αυτός είναι καθοριστικός παράγων. Και άλλοι παράγοντες, όπως η προσωπικότητα
του ασθενούς, το είδος της νόσου, η σχέση ιατρού-ασθενούς, το θεραπευτικό περιβάλλον, το
είδος της θεραπείας και η διάρκειά της, καθώς και ποικίλοι δημογραφικοί και πολιτιστικοί
παράγοντες, παίζουν σημαντικό ρόλο.

Εκπαίδευση της οικογένειας. Η οικογένεια είναι σημαντικός παράγων στη θεραπεία της
σχιζοφρένειας, κυρίως στην πρόληψη των υποτροπών. Το απρόσμενο εύρημα ότι οι
ασθενείς με σχιζοφρένεια υποτροπίαζαν συχνότερα όταν η οικογένειά τους παρουσίαζε
υψηλά επίπεδα συναισθηματικής εμπλοκής (Leff and Vaughn 1980) οδήγησε σε
προσεκτικότερη μελέτη του ρόλου της οικογένειας στην πορεία της νόσου και σε
προσεκτικότερη χρησιμοποίησή της ως εργαλείου στην οργάνωση του θεραπευτικού
προγράμματος. Ασθενείς οι οικογένειες των οποίων δεν έχουν μάθει πώς πρέπει να
χειρίζονται την κατάστασή τους έχουν εντυπωσιακά περισσότερες πιθανότητες υποτροπής,
ενώ καλά εκπαιδευμένες οικογένειες αποτελούν πανίσχυρους θεραπευτικούς παράγοντες.
Στόχοι της εκπαίδευσης της οικογένειας είναι η μείωση της υπερβολικής έκφρασης
συναισθήματος από τα μέλη της, η αντιμετώπιση στοιχείων δυσλειτουργικότητας μεταξύ των
μελών της, η αντιμετώπισή της ως στρεσογόνου παράγοντα του ασθενούς κ.λπ. Μαθήματα
που παρέχουν πληροφορίες ως προς την αιτιολογία και τη θεραπεία της σχιζοφρένειας
αποτελούν τον άξονα της εκπαίδευσης. Συνήθως η εκπαίδευση γίνεται σε ομάδες που
περιλαμβάνουν πολλές οικογένειες.

Ψυχοθεραπεία. Δεν υπάρχει σήμερα αμφιβολία ότι η θεραπεία της σχιζοφρένειας και των
άλλων ψυχώσεων βασίζεται στη φαρμακευτική αγωγή. Η εφαρμογή μόνο ψυχοθεραπείας,
622

και μάλιστα ψυχοδυναμικού χαρακτήρα με τη χρήση ερμηνειών, προσλαμβάνει τον


χαρακτήρα ιατρικού σφάλματος πρώτης γραμμής. Ωστόσο έχει βρεθεί ότι ψυχοθεραπεία
βασισμένη σε σχέση εμπιστοσύνης δημιουργεί στον ασθενή αίσθηση υποστήριξης μέσα από
τη διαμόρφωση της θεραπευτικής συμμαχίας και είναι δυνατόν να βελτιώσει τη συμπεριφορά
του, να ενισχύσει την προσήλωσή του στη φαρμακευτική αγωγή και να μειώσει τη συχνότητα
των υποτροπών. Κατά την παρακολούθησή του στις συναντήσεις του με τον ιατρό –που
πρέπει να του δίνουν την αίσθηση ότι υπάρχει αρκετός χρόνος, ότι ο ιατρός δεν βιάζεται– ο
ασθενής θα ωφεληθεί με την επισήμανση και αναγνώριση των λανθασμένων συλλογισμών
του, με το να μάθει να παρακολουθεί μερικά από τα συμπτώματά του και να βρίσκει τρόπους
να τα χειρίζεται προς όφελός του.

Κοινωνική επανένταξη και επαγγελματική αποκατάσταση. Αποκατάσταση είναι η διαδικασία


επισήμανσης και πρόληψης ή ελάττωσης των πολλαπλών αιτίων που οδηγούν σε κοινωνική
μειονεκτικότητα τους πάσχοντες από σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές. Συνδυάζεται με
βοήθεια προς τον ασθενή ώστε να αναπτύξει τις ικανότητές του, να επιτύχει κοινωνικούς
στόχους και έτσι να αποκαταστήσει έναν βαθμό αυτοπεποίθησης που θα του επιτρέψει να
κατακτήσει περαιτέρω κοινωνικούς στόχους (Βοστάνης 1989). Η σχιζοφρένεια οδηγεί τον
ασθενή σε παρατεταμένη ανεργία. Τα αρνητικά συμπτώματα, η πτωχή προνοσηρή
λειτουργικότητα και η γνωσιακή δυσλειτουργία παίζουν καταστροφικό ρόλο στις εργασιακές
δυνατότητές του. Η κοινωνική επανένταξη είναι εφικτός στόχος, αλλά η προσπάθεια για
επαγγελματική αποκατάσταση είναι τις περισσότερες φορές καταδικασμένη σε αποτυχία,
παρά το ότι ο ρόλος της εργασίας είναι εξαιρετικά σημαντικός, αφού καταπολεμά την
αδράνεια, τον κυριότερο παράγοντα κοινωνικής και επαγγελματικής απόσυρσης των
σχιζοφρενών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΟΣΤΑΝΗΣ Π. (1989). Αποκατάσταση ψυχιατρικών αρρώστων. Εγκέφαλος 26:97-103.
ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ Χ, ΤΟΥΡΜΟΥΖΗ Θ, ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ Κ. (1971). Ψυχοπαθητική εικών κατά την έναρξιν της
σχιζοφρένειας. Διαγνωστικά προβλήματα επί στρατιωτών. Ιατρ Επιθ Εν Δυναμ 5:249-255
ΚΑΡΑΒΑΤΟΣ Α, ΜΠΟΖΙΚΑΣ Β. (2000). Όταν οι σχιζοφρενείς γερνούν. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής. 17(6):556-
560.

BARR CE, MEDNICK SA, MUNK-JØRGENSEN P. (1990). Exposure to influenza epidemics during gestation
and adult schizophrenia. Arch Gen Psychiatry 47:869-874.
BATESON G. (1960). Minimal requirements for a theory of schizophrenia. Arch Gen Psychiatry. May;2:477-91.
BERMAN KF, TORREY EF, DANIEL DG, WEINBERGER DR. (1992). Regional cerebral blood flow in monozy-
gotic twins discordant and concordant for schizophrenia. Arch. Gen. Psychiatry 49(12):927-934.
BLEULER M. (1911). Dementia Praecox or the group of schizophrenias, translated by J. Zinkin (1950). New
York: International Universities Press.
BUCHSBAUM MS, et al. (1992). Frontostriatal disorder of cerebral metabolism in never-medicated schizophren-
ics. Arch. Gen. Psychiatry 49:935-942.
DEGREEF G, et al. (1992).Volumes of ventricular system subdivisions measured from magnetic resonance im-
ages in first-episode schizophrenic patients. Arch Gen Psychiatry. 49(7): 531- 537.
EVANS K, MCGRATH J, MILNS R. (2003). Searching for schizophrenia in ancient Greek and Roman literature:
a systematic review. Acta Psychiatr Scand 107: 323–330.
FARIS DEL, DUNHAM HW. (1939). Mental disorders in urban areas: an ecological study of schizophrenia and
other psychosis. Chicago: University of Chicago Press.
FLEISCHHACKER WW, HUMMER M. (1996). Drug treatment of schizophrenia in the 90s. Achievements and
future possibilities in optimising outcomes. Drug 53(6):915-929.
HÄFNER H, BEHRENS S, DE VRY J, GATTAZ WF. (1991). Oestradiol enhances the vulnerability threshold for
schizophrenia in women by an early effect on dopaminergic transmission-evidence from an epidemiological study
and from animal experiments. Eur Arch Psychiatry Clin Neurosci 241:65-68.
HÄFNER H, et al. (1998). Is schizophrenia a disorder of all ages? A comparison of first episodes and early
course across the life-cycle. Psychol Med 28:351-365.
HARRISON G, MASON P. (1993). Schizophrenia-falling incidence and better outcome? Br. J. Psychiatry
163:535-541.
IACONO WG, BEISER M. (1992). Are males more likely than females to develop schizophrenia? Am. J. Psy-
chiatry 149(8):1070-1074.
JOUKAMAA M, HELIÖVAARA M, et al. (2006). Schizophrenia, neuroleptic medication and mortality. Br J Psy-
chiatry 188:122-127.
623

KAHLBAUM, KL. (1874). Die Katatonie. Eineneue, klinische Krankheitsform. Berlin, A.Hirschwald .59: Katatonia
oder das Spannungsirresein.
KALLMANN FJ. (1938). The genetics of schizophrenia. Augustin, New York.
KARLSON J. (1978). Inheritance of Creative Intelligence. Chicago, Nelson-Hall.
KARLSON J. (1984). Creative Intelligence of mental patients. Hereditas, 100:83-86.
KARLSON J. (2004). Psychosis and academic performance. British Journal of Psychiatry 184:327-329.
KENDELL RE, MALCOLM DE, ADAMS W. (1992). Is the incidence of schizophrenia falling? Schizophr Res
6:100-1.
ΚΕΤΥ SS, et al. (1971) Mental illness in the biological and adoptive families of adpoted schizophrenics. Am J
Psychiatry. 128(3):302-6.
ΚΕΤΥ SS, et al. (1994). Mental illness in the biological and adoptive relatives of schizophrenic adoptees. Repli-
cation of the Copenhagen Study in the rest of Denmark. Arch Gen Psychiatry 51:442-455.
LAING RD. (1967). The politics of experience. London:Penguin.
LEFF J, VAUGHN C. (1980). The interaction of life events and relatives' expressed emotion in schizophrenia
and depressive neurosis. Br J Psychiatry 136:146-53
LEWIS G, DAVID A, ANDREASSON S, ALLEBECK P. (1992). Schizophrenia and city life. Lancet 340:137-140.
LIDZ T, FLACK S, CORNELISON A. (1965). Schizophrenia and the family. NY, International Press.
MEDNICK SA, MACHON RA, HUTTENEN MO, BONET D. (1988). Adult schizophrenia following prenatal expo-
sure to an influenza epidemic. Arch Gen Psychiatry. 45(2):189-92.
NOREIK K, ODEGAARD O. (1966). Psychoses in Norwegians with a background of higher education. British J.
Psychiatry 112:43-55.
RANDRUP A, MUNKVAD I. (1972). Evidence indicating an association between schizophrenia and dopaminer-
gic hyperactivity in the brain. Orthomol Psychiat 1:2-27.
SCHEFF T. (1966). Being Mentally Ill: A sociological theory. London:Weidenfield and Nicholson.
SCHNEIDER K. (1974). Primary and secondary symptoms in schizophrenia. In Themes and Variations in Euro-
pean Psychiatry (eds SR Hirsch & M. Shepherd), pp 40-46. Bristol: John Wright.
SHAM PC, et al. (1992). Schizophrenia following prenatal exposure to influenza epidemics between 1939 and
1960. Br J Psychiatry 160:461-466.
SHENTON ME, et al. (1992). Abnormalities of the left temporal lobe and thought disorder in schizophrenia. N.
Engl. J. Med. 327(9):604.
STAUDER KH. (1934). Die tödliche Katatonie. Arch Psychiatr Nervenkr 102:614-634.
STEVENS BC. (1969). Marriage and fertility of women suffering from schizophrenia and affective disorders.
Maudsley Monograph no. 19 Oxford, Oxford University press.
SZASZ TS. (1961). The Myth of Mental Illness. New York:Harper and Row.
SZASZ TS. (1976). Schizophrenia: The Sacred Symbol of Psychiatry. Brit J Psychiat 129:308-316.
TAKEI N, et al. (1994). Prenatal exposure to influenza and the development of schizophrenia: Is the effect con-
fined to females? Am J Psychiatry 151(1):117-119.
TAYLOR MA. (1992). Are schizophrenia and affective disorder related? Am. J. Psychiatry 149(1):22-32
TORREY EF. (1987). Prevalence studies in schizophrenia. Brit. J. Psychiatry 150:598-608.
TORREY EF. (1996). Schizophrenia and civilization. New York, J Aronson.
TRIMBLE MR. (1988). Biological Psychiatry. Chichester: John Wiley & Sons.
TURETSKY BI, et al. (2007). Neurophysiological endophenotypes of schizophrenia: the viability of selected can-
didate measures. Schizophr Bull. Jan;33(1):69-94.
WEBB R, ABEL K, PICKLES A, APPLEBY L. (2005). Mortality in Offspring of Parents with Psychotic Disorders:
A Critical Review and Meta-Analysis. Am J Psychiatry 162:1045-1056
WEINBERGER DR. (1987). Implications of normal brain development for the pathogenesis of schizophrenia.
Arch Gen Psychiatry, 44:660-669.
WOODS BT, KINNEY DK, YURGELUM-TODD DA. (1991). Neurological “hard” signs and family history of psy-
chosis in schizophrenia. Biol. Psychiatry 30:806-816.
WORLD HEALTH ORGANIZATION (1973). The International Pilot Study of Schizophrenia. Geneva: WHO
WORLD HEALTH ORGANIZATION (1987). Tenth Revision of the International Classification of Diseases (ICD-
10). Geneva, WHO.
624

71. ΑΛΛΕΣ ΨΥΧΩΣΕΙΣ

ΟΞΥ ΨΥΧΩΣΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΨΥΧΟΚΑΤΑΠΟΝΗΣΗ. Ονομάζεται και Βραχεία


Αντιδραστική Ψύχωση. Είναι γνωστό ότι ισχυρή ψυχοκαταπόνηση είναι δυνατόν να
πυροδοτήσει την έναρξη μιας ψυχωσικής διεργασίας. Ψυχωσικές καταστάσεις με
συμπτωματολογία ομοιάζουσα της σχιζοφρένειας έχουν περιγραφεί στο πεδίο της μάχης
από την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και τις πολύ πρόσφατες πολεμικές
συγκρούσεις. Βέβαια ψυχοκαταπόνηση δεν προκαλείται μόνο στο πεδίο της μάχης. Και
άλλες στρεσογόνες καταστάσεις, όπως φυσικές ή άλλες καταστροφές, αιφνίδιο πένθος,
σωματική κακοποίηση και ψυχοκοινωνικές κρίσεις, είναι δυνατόν να βρίσκονται στην
αφετηρία μιας ψυχωτικής συμπτωματολογίας. Τα ψυχωσικά συμπτώματα εμφανίζονται μέσα
σε μερικές εβδομάδες ύστερα από ένα ή περισσότερα ψυχοπιεστικά γεγονότα. Κύρια
χαρακτηριστικά της κλινικής εικόνας είναι η αμηχανία, η έλλειψη προσοχής κατά τη
συζήτηση, η εκρηκτική επιθετικότητα, οι ιδέες αναφοράς, το διωκτικό παραλήρημα και
σπανιότερα οι ακουστικές ψευδαισθήσεις (Seedat et al 2003). Θα πρέπει να γίνει προσεκτική
διάκριση των ψυχωσικών συμπτωμάτων από τα ψυχοαποσυνδετικά φαινόμενα, τις επίμονες
τραυματικές αναμνησιακές αναδρομές, τους εφιάλτες κ.λπ., που επίσης χαρακτηρίζουν τις
ισχυρές ψυχοτραυματικές ψυχοκαταπονήσεις. Το αργότερο μετά από 2-3 μήνες επέρχεται
συνήθως πλήρης ίαση.

ΥΣΤΕΡΙΚΗ ΨΥΧΩΣΗ. Επειδή πολλοί υποστηρίζουν ότι η ψύχωση αυτή πυροδοτείται από
αντίδραση σε ισχυρούς στρέσορες, έχει χαρακτηρισθεί και ως μεταψυχοτραυματική
ψυχοαποσυνδετική ψύχωση (Hollender and Hirsch 1964) και θα μπορούσε να θεωρηθεί
υποκατηγορία της Βραχείας Αντιδραστικής Ψύχωσης. Παρατηρείται σε ανώριμα άτομα με
ιστριονικά και εξαρτητικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, σε άτομα με μεγάλη
υποβολιμότητα και ευεπίφορα στον υπνωτισμό (Spiegel and Fink 1979), κυρίως σε γυναίκες.
Τα συμπτώματα είναι δυνατόν να εκδηλωθούν ως οπτικές ψευδαισθήσεις, παραληρητικές
ιδέες και ανάλογη ψυχωτική συμπεριφορά με έντονα θεατρικά στοιχεία. Εισβάλλουν και
αποδράμουν αιφνιδίως, το αργότερο μετά από μερικές εβδομάδες. Έχει υποτεθεί ότι η
ψυχωτική συμπτωματολογία σε αυτούς τους ασθενείς εμφανίζεται όταν το άτομο δοκιμάσει
μια ισχυρή απογοήτευση σε θέματα σχετιζόμενα με την ερωτικότητα ή/και σεξουαλικότητά
του, ή όταν αντιμετωπίζει περιστάσεις εγκατάλειψης από πρόσωπα από τα οποία έχει
625

εξαρτηθεί. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διαγνωστική διεργασία, διότι πολλά


ψυχοαποσυνδετικά επεισόδια είναι δυνατόν να παραπλανήσουν τον εξεταστή και να
θεωρηθούν ψυχωτικά.

ΟΞΕΙΑ ΠΑΡΟΔΙΚΗ ΨΥΧΩΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ. Είναι και αυτή μια κατασκευασμένη από τους
ειδικούς διάγνωση (consensus diagnosis) μεταξύ των πολλών που βλέπει κανείς στα
σύγχρονα ταξινομικά συστήματα. Οι διαγνώσεις «Οξύ Ψυχωσικό Παροδικό Επεισόδιο»
«Οξεία Πολύμορφη Ψυχωσική Διαταραχή» και «Σχιζοφρενικόμορφη Ψυχωσική Διαταραχή»
στην πραγματικότητα καλύπτουν το ίδιο νοσολογικό πεδίο το οποίο εμφανίσθηκε στη γαλλική
βιβλιογραφία το 1886 από τον Legrain με την ονομασία Bouffée Délirante (ώσεις
παραληρήματος) και το οποίο συνεχίζει με αυτήν την ονομασία να χρησιμοποιείται και
σήμερα στη γαλλική ψυχιατρική. Υπάρχει προβληματισμός στη βιβλιογραφία αν αυτή η
διαταραχή είναι υποκατηγορία της σχιζοφρένειας ή κυκλική συναισθηματική διαταραχή, ή αν
είναι αυτόνομη διαταραχή (Pillman et al 2003). Εισβάλλει οξέως, χωρίς εμφανή εκλυτικό
παράγοντα, με δραματικό τρόπο, «ως κεραυνός εν αιθρία», και η εικόνα ολοκληρώνεται
εντός 48 ωρών, με ποικίλες ψευδαισθήσεις και παραληρητικές ιδέες οι οποίες μεταβάλλονται
σε τύπο και ένταση από ημέρα σε ημέρα ή ακόμη και από ώρα σε ώρα. Η ψυχωσική
συμπτωματολογία συνοδεύεται από σύγχυση, φαινόμενα αποπροσωποποίησης-
αποπραγματοποίησης και διαταραχές του συναισθήματος με έντονα αλλά ασταθή και
παροδικά συναισθήματα ευφορίας, έκστασης, άγχους ή θυμού. Η κλινική εικόνα υποχωρεί
ταχέως μέσα σε διάστημα 2-12 εβδομάδων, αλλά τα επεισόδια τείνουν να επαναλαμβάνονται
και σε μερικές περιπτώσεις ο ασθενής μεταπίπτει σε βαρύτερη και μονιμότερη ψυχωσική
διαταραχή.

ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΨΕΥΔΟΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΙΣ (Delusional Misidentification Syndromes). Ο


βασικός ψυχοπαθολογικός μηχανισμός των παραληρηματικών ψευδοαναγνωρίσεων
συνίσταται στη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου λανθασμένων πίστεων, προσδοκιών και
αντιλήψεων (Fleminger 1992). Οι προσδοκίες που τρέφει ένας άνθρωπος είναι δυνατόν να
επιδράσουν στις αντιληπτικές διεργασίες του. Λανθασμένες προσδοκίες προκαλούμενες από
λανθασμένες πίστεις είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε λανθασμένες αντιλήψεις, οι οποίες με
τη σειρά τους ενισχύουν τις λανθασμένες πίστεις. Οι παραληρηματικές ψευδοαναγνωρίσεις
περιλαμβάνουν ποικίλες διαταραχες με κοινό χαρακτηριστικό το ότι ο ασθενής δεν
αναγνωρίζει την ταυτότητα και μοναδικότητα των αντικειμένων, του χώρου, των προσώπων
ή και του εαυτού του. Παραληρηματική ψευδοαναγνώριση προσώπων μπορεί να
παρατηρηθεί σε μια σειρά από οργανικές και λειτουργικές ψυχώσεις, ενώ η παραληρηματική
ψευδοαναγνώριση χώρου συνήθως προκαλείται από βλάβες στο δεξιό ημισφαίριο. Σε αυτά
τα σύνδρομα περιλαμβάνονται το σύνδρομο Capgras, το σύνδρομο Fregoli, η
διαμεταμόρφωση ή καλύτερα αλληλομεταμόρφωση (intermetamorphosis) και μεικτές
καταστάσεις (Christodoulou 1991).
Το σύνδρομο Capgras ή σύνδρομο του Σωσία (Capgras and Reboul-Lachaux 1923) είναι
κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής πιστεύει ότι ένα πρόσωπο γνωστό σε αυτόν, ένας
φίλος ή συγγενής, έχει αντικατασταθεί από κάποιον άλλον, έναν απατεώνα που του μοιάζει
πλήρως στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά, έναν σωσία. Είναι σπάνιο φαινόμενο και
κυρίως παρατηρείται κατά την πορεία της παρανοειδούς σχιζοφρένειας. Λιγότερες
περιπτώσεις έχουν συνδεθεί με άνοια, εγκεφαλικές βλάβες, επιληψία και με οργανικές
καταστάσεις των μετωποκροταφικών περιοχών του δεξιού ημισφαιρίου που προκαλούν
προσωποαγνωσία (Edelstyn and Oyebode 1999).
Το σύνδρομο Fregoli έχει πάρει το όνομά του από τον διάσημο ηθοποιό των αρχών του 20ού
αιώνα Leopoldo Fregoli, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να αλλάζει ενδυμασίες σε εκπληκτικά
βραχύ χρονικό διάστημα. Ο ασθενής πιστεύει ότι κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο
τον παρακολουθεί, εμφανίζεται κατά διαφορετικό τρόπο ή με διαφορετικές ταυτότητες, σε
διαφορετικές περιστάσεις. Παρά το ότι σε μερικές περιπτώσεις έχει βρεθεί οργανικό
υπόστρωμα το σύνδρομο αυτό από φαινομενολογική άποψη έχει χαρακτηριστικό
λειτουργικό ψυχωσικό χαρακτήρα (Mojtabai 1994).
626

Στην αλληλομεταμόρφωση ο ασθενής πιστεύει ότι οικεία του πρόσωπα αλλάζουν ταυτότητα
μεταξύ τους και έτσι ο Άλφα γίνεται Βήτα, ο Βήτα γίνεται Γάμμα, ο Γάμμα γίνεται Άλφα κ.λπ.
Είναι σπάνιο σύνδρομο και τις περισσότερες φορές οφείλεται σε διαταραχές αναγνώρισης
προσώπου (προσωποαγνωσίες) προκαλούμενες από δυσλειτουργικές καταστάσεις στο
δεξιό ημισφαίριο.

ΣΥΝΔΡΟΜΟ COTARD Ή ΜΗΔΕΝΙΣΤΙΚΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ. Ο ασθενής πιστεύει ότι δεν


υπάρχει, ότι έχει χάσει την ψυχή του, τα όργανά του, ότι δεν έχει κεφάλι, δεν έχει αίμα, ότι δεν
βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη, ότι είναι νεκρός κ.λπ. Παρατηρείται συχνά στη
σχιζοφρένεια, τη βαριά ψυχωσική μελαγχολία ή τη μελαγχολική φάση της μανιοκατάθλιψης,
αλλά αναφέρονται περιπτώσεις και σε οργανικές βλάβες του μη επικρατητικού
κροταφοβρεγματικού φλοιού. Είναι σπάνια διαταραχή, δεν έχουν περιγραφεί περισσότερα
από 100 περιστατικά στη διεθνή βιβλιογραφία (Cotard 1884, Pearn and Gardner-Thorpe
2001).

ΣΧΙΖΟΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ. Χαρακτηρίζεται από συνεκδήλωση


σχιζοφρενικόμορφης και συναισθηματικής συμπτωματολογίας μανιακού, καταθλιπτικού ή
εναλλασσόμενου μανιοκαταθλιπτικού τύπου. Οι ασθενείς παρουσιάζουν μεγάλη ετερογένεια
ως προς την κλινική εικόνα και πορεία. Η σχέση της με τη σχιζοφρένεια ή τις τυπικές
συναισθηματικές διαταραχές δεν έχει αποσαφηνισθεί. Πολλοί δεν την αναγνωρίζουν ως
νοσολογική οντότητα και την αποδίδουν σε αδυναμία της κλασικής ψυχιατρικής νοσολογίας
να δεχθεί ότι στην τυπική σχιζοφρένεια είναι δυνατόν να εμφανίζονται εκτός από τα γνωστά
αρνητικά συναισθηματικά συμπτώματα (αμβλύτητα ή απροσφορότητα συναισθήματος) και
θετικά συναισθηματικά συμπτώματα (κατάθλιψη, ευφορία κ.λπ.). Ωστόσο κλινική
συμπτωματολογία σχιζοσυναισθηματικού τύπου έχει περιγραφεί τόσο εκτός σχιζοφρένειας
όσο και εκτός διπολικής διαταραχής. Κατά τη σχιζοσυναισθηματική διαταραχή μανιακού
τύπου μαζί με τα τυπικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας, το συναίσθημα είναι υπερθυμικό
συνοδευόμενο από ιδέες μεγαλείου. Είναι δυνατόν στην εικόνα να προέχει η ευερεθιστότητα
και η επιθετικότητα σε συνδυασμό με ιδέες αναφοράς και διωκτικό παραλήρημα. Άλλα
χαρακτηριστικά συμπτώματα μπορεί να είναι η έντονη ενεργητικότητα και η μειωμένη
δυνατότητα συγκέντρωσης της προσοχής. Η αποδρομή των συμπτωμάτων συμβαίνει σε
διάστημα μερικών εβδομάδων, για να επανέλθει η κλινική εικόνα του σχιζοφρενούς στην
προηγούμενη κατάστασή της. Κατά τη σχιζοσυναισθηματική διαταραχή καταθλιπτικού
τύπου, μαζί με τα τυπικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας, το συναίσθημα είναι καταθλιπτικό
συνοδευόμενο από επιβράδυνση και απώλεια της ενεργητικότητας, απώλεια της ορέξεως
για φαγητό με απίσχνανση, μείωση των ενδιαφερόντων, ιδέες ενοχής, απελπισίας και
αυτοκτονίας. Τα συμπτώματα διαρκούν περισσότερο από τη διαταραχή μανιακού τύπου.

ΛΟΧΕΙΑΚΗ ΨΥΧΩΣΗ. Η συχνότητα της λοχειακής ψύχωσης κυμαίνεται, αναλόγως των


κριτηρίων που χρησιμοποιούνται, από 1 μέχρι 6 προς 1.000 τοκετούς. Αν σκεφθεί κανείς τον
τοκετό ως ψυχοσωματική καταπόνηση με την επακολουθούσα φυσική εξάντληση, και αν
συνυπολογίσει τις τεράστιες επιπτώσεις του στις φυσιολογικές λειτουργίες, τις αιφνίδιες και
δραματικές αλλαγές στον μεταβολισμό και στις ενδοκρινικές λειτουργίες, την απώλεια
αίματος και μερικές φορές τη λοίμωξη, θα μπορούσε να περιμένει μεγαλύτερη συχνότητα των
λοχειακών ψυχώσεων από αυτήν που πράγματι υπάρχει. Οι περισσότεροι συγγραφείς
συμφωνούν ότι τα συμπτώματα της λοχειακής ψύχωσης δεν εμφανίζονται πριν από την
παρέλευση τριών ημερών από τον τοκετό και πάντως όχι μετά την παρέλευση επτά ημερών.
Ωστόσο κατά τις πρώτες τριάντα ημέρες ο κίνδυνος συνεχίζει να είναι μεγάλος, ιδιαίτερα στις
πρωτοτόκες.
Η νόσος εισβάλλει με αϋπνία, ανησυχία και ευερεθιστότητα. Θόλωση της συνείδησης με
διαταραχές του προσανατολισμού στον χρόνο, στον χώρο και στα πρόσωπα είναι φαινόμενο
συχνό στις περιπτώσεις οξείας εισβολής. Ακολουθεί διάσπαση του συνειρμού, που
εκδηλώνεται με ποικίλων διαβαθμίσεων ασυναρτησία της ομιλίας και με την εισβολή οπτικών
και ακουστικών ψευδαισθήσεων, με τα οποία ολοκληρώνεται μια εικόνα ντελίριου. Κατά τη
διάρκεια της θόλωσης της συνειδήσεως, μερικές ημέρες, διαμορφώνεται μια χαρακτηριστική
627

συμπτωματολογία που μπορεί να λάβει τη μορφή ψυχωσικής μελαγχολίας, σχιζοφρενικής


ψύχωσης, ή σχιζοσυναισθηματικής ψύχωσης. Η διάγνωση θα τεθεί όταν παρέλθει η θόλωση
της συνειδήσεως, υποχωρήσει το ντελίριο και εγκατασταθεί η τελική συμπτωματολογία. Η
καταθλιπτική συμπτωματολογία χαρακτηρίζεται από αισθήματα ενοχής και αναξιότητας (η
ασθενής αισθάνεται ανίκανη ως μητέρα, φοβάται ότι δεν θα τα βγάλει πέρα, κ.λπ.), από
παραληρητικές ιδέες, υποχονδριακές και διωκτικές, και από μηδενιστικές συμπεριφορές, π.χ.
άρνηση τροφής. Τα ψυχωσικά συμπτώματα χαρακτηρίζονται από αντιληπτικές διαταραχές,
κυρίως ακουστικές ψευδαισθήσεις και παραληρητικές ιδέες, όπως ότι το παιδί είναι νεκρό ή
ανώμαλο, ότι δεν έχει γίνει ο τοκετός, ότι είναι παρθένα και ανύπανδρη. Ιδέες θανάτωσης του
βρέφους ή/και αυτοκτονίας είναι σπάνιες, καλό όμως είναι να ελέγχεται η παρουσία τους και
να αντιμετωπίζονται με προσοχή αλλά και ψυχραιμία, διότι συνήθως είναι παροδικά
φαινόμενα.
Αιτιοπαθογένεια. Βιολογικοί και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες εμπλέκονται στην
αιτιοπαθογένεια της νόσου. Φαίνεται όμως ότι σημαντικότερο ρόλο παίζουν οι πρώτοι (Dow-
latshahi and Paykel 1990), αν και για κανέναν δεν υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση. Συνοπτικά
οι σημαντικότεροι αιτιοπαθογενετικοί συντελεστές είναι:
 Οι αιφνίδιες ενδοκρινικές μεταβολές. Αμέσως μετά τον τοκετό μετατοπίζεται απότομα η
αλληλεπίδραση μεταξύ θυρεοειδικής και επινεφριδιακής λειτουργίας από τη μια μεριά και
των υψηλών επιπέδων οιστρογόνων και προγεστερόνης από την άλλη, η οποία υπάρχει
κατά την εγκυμοσύνη. Αυτή η ορμονική αναστάτωση ίσως παίζει κάποιο πυροδοτικό
ρόλο στην ανάπτυξη της λοχειακής ψύχωσης. Η μελέτη της λειτουργίας των
οιστρογονικών υποδοχέων κατά τη λοχεία είναι δυνατή διά της μετρήσεως της
αντίδρασης της νευροφυσίνης του πλάσματος (Bearn et al 1990) η οποία, λόγω της
ταχείας μείωσης των οιστρογόνων που συμβαίνει κατά τον τοκετό, βρέθηκε σχετικά
εξασθενημένη τον πρώτο μήνα της λοχείας, κατά τη διάρκεια του οποίου υπάρχει ο
μεγαλύτερος κίνδυνος εμφάνισης της ψυχώσεως της λοχείας.
 Οι αλλαγές της εικόνας του σώματος που επιτελούνται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
ενδέχεται να σχετίζονται με μηχανισμούς διαρρήξεως των ορίων του εγώ, οι οποίοι
γενικώς έχουν ενοχοποιηθεί ως παράγοντες ψυχωσικών διεργασιών.
 Ψυχοδυναμικές μελέτες των ψυχιατρικών διαταραχών της λοχείας δίδουν έμφαση στα
αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα της μητέρας σε σχέση με την εμπειρία της ως
μητέρας, με τον άνδρα της (ως εραστή, σύντροφο, πατέρα του παιδιού της, γονέα), με
τον εαυτό της (μητέρα του παιδιού της, παιδί της μητέρας της). Αυτό το τελευταίο είναι
ίσως σημαντικό γιατί παρότι αρκετές γυναίκες είναι προσηλωμένες στην προσδοκία της
μητρότητος, οι παιδικές τους εμπειρίες τις οδηγούν στην απόρριψη των μητέρων τους ως
προτύπων για μίμηση και ταυτοποίηση.
 Η ευρεία αναδιοργάνωση πλήθους όχι μόνο ενδοψυχικών αλλά και εξωτερικών
ψυχοκοινωνικών παραγόντων με την προσδοκία του γίγνεσθαι μητέρα ίσως εμπλέκονται
στην ανάπτυξη ψυχωσεογόνων διεργασιών, εάν συμβεί να έχουν στρεσογόνο
χαρακτήρα.
 Η διάσταση μεταξύ του πραγματικού και του φαντασιωσικού παιδιού. Το φαντασιωσικό
παιδί ενσαρκώνει τις ονειροπολήσεις και τις προσδοκίες της μητέρας. Το πραγματικό
παιδί εμφανίζεται μπροστά στη μητέρα μετά τον τοκετό. Αυτή η διαφορά ίσως πυροδοτεί
ψυχοπαθολογικές διεργασίες.
 Ως παράγοντες κινδύνου αναφέρονται τα εξής: το διάστημα των πρώτων 30 ημερών μετά
τον τοκετό, ο τοκετός πρώτου παιδιού, ο παράγων «ανύπανδρη μητέρα», η καισαρική
τομή, ο θάνατος του βρέφους. Γυναίκες με ψυχιατρικά προβλήματα πριν από την
εγκυμοσύνη διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο.
Από προγνωστική άποψη η κατάσταση δεν είναι τόσο κακοήθης όσο πιστευόταν
παλαιότερα. Η πρόγνωση σήμερα είναι πολύ καλή μέχρι και εξαιρετική για το 50%-70% των
περιπτώσεων. Λίγες ασθενείς χρειάζονται νοσοκομειακή νοσηλεία και η δημιουργία
δυνατοτήτων νοσηλείας των ασθενών μαζί με τα βρέφη τους σε ψυχιατρικές κλινικές Γενικών
Νοσοκομείων, ώστε να μη διακόπτεται η σχέση του νεογέννητου με τη μητέρα του,
διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τη θεραπεία και τη φροντίδα τους. Προτιμότερο όμως είναι η
νοσηλεία να γίνει στο σπίτι, εφόσον υπάρχουν εγγυήσεις για άψογη φροντίδα και
628

παρακολούθηση της ασθενούς. Καλά προγνωστικά σημεία είναι η οξεία εισβολή, η θόλωση
της συνειδήσεως και η εμφάνιση κατάθλιψης. Η φαρμακευτική αγωγή στην οποία θα
υποβληθεί η μητέρα ενδέχεται να επιβάλλει διακοπή του θηλασμού.

ΕΠΙΛΗΠΤΙΚΕΣ ΨΥΧΩΣΕΙΣ. Οι πάσχοντες από επιληψία είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στις


ψυχωσικές εισβολές, οι οποίες εμφανίζονται είτε ως χρόνια ψυχωσικά σύνδρομα είτε ως οξέα
ψυχωσικά επεισόδια. Συγκεκριμένες διαταραχές περιοχών του δρεπανοειδούς συστήματος,
όπως ο αμυγδαλοειδής πυρήνας και ο ιππόκαμπος, ιδιαίτερα ο αριστερός κροταφικός λοβός,
ευθύνονται για την ψυχωσική συμπτωματολογία. Οι επιληπτικές ψυχώσεις παρατηρούνται
κυρίως στις κροταφικές επιληψίες και είναι δυνατόν να παρουσιασθούν με κλινική εικόνα που
μοιάζει με της σχιζοφρένειας, έχει την ίδια πορεία και απαντά με παρόμοιο τρόπο στην
αντιψυχωτική αγωγή. Οι ακουστικές ψευδαισθήσεις είναι συχνές και οι παραληρητικές ιδέες
έχουν περιεχόμενο θρησκευτικό, μυστικιστικό και αποκαλυπτικό. Η διαφορά από τη
σχιζοφρένεια έγκειται στο ότι οι ασθενείς αυτοί διατηρούν τον συναισθηματικό τους τόνο και
με την πάροδο του χρόνου δεν παρουσιάζουν επιπέδωση του συναισθήματος, όπως οι
γνήσιοι σχιζοφρενείς. Διατηρούν επίσης τα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά της επιληπτικής
προσωπικότητας, όπως είναι η ισχυρογνωμοσύνη, η εκδικητικότητα και η κολλώδης
συμπεριφορά.

ΧΑΣΙΣΙΚΗ ΨΥΧΩΣΗ. Είναι δυνατόν η κάνναβη σε περιπτώσεις υπερβολικής ή/και


παρατεταμένης χρήσης να προκαλέσει σύντομες οξείες οργανικές αντιδράσεις ή τοξικού
τύπου ψυχωσικά επεισόδια (Mathers and Ghodse 1992), ενώ σε ένα μικρό ποσοστό
χρηστών θα αναπτυχθούν συμπτώματα σχιζοφρενικόμορφης ψυχωσικής συνδρομής,
βραχείας συνήθως διάρκειας. Έχει ωστόσο αναφερθεί και σημαντική αιτιολογική συσχέτιση
μεταξύ χρήσης κάνναβης και σχιζοφρένειας σε μια διαχρονική μελέτη 50.000 Σουηδών
στρατιωτών, στην οποία βρέθηκε ότι οι κληρωτοί που χρησιμοποιούσαν μαριχουάνα είχαν έξι
φορές περισσότερες πιθανότητες σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό να αναπτύξουν
αργότερα στη ζωή τους σχιζοφρένεια (Andreasson et al 1987, Zammit et al 2002). Σε άλλες
μελέτες βρέθηκε ότι σχιζοφρενείς που κάνουν χρήση κάνναβης παρουσιάζουν επιδείνωση
των ψυχωτικών συμπτωμάτων λίγες ώρες μετά τη χρήση, που αποδόθηκε στην
ενεργοποίηση μηχανισμών αύξησης της ντοπαμινεργικής δραστηριότητας (Voruganti et al
2001). Αργά ή γρήγορα θα ανακαλύψουν και τις αντιψυχωσικές ιδιότητες της ηρωίνης.

ΨΥΧΩΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΟ ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟ. Το θέμα των αλκοολικών


ψυχώσεων έχει μελετηθεί ανεπαρκώς επειδή λόγω της σπανιότητάς τους οι σχετικές μελέτες
δεν έχουν συστηματικό χαρακτήρα. Είναι οργανικές ψυχωσικές διαταραχές που εμφανίζονται
μετά από χρόνια και υπερβολική χρήση οινοπνεύματος, στο ηλικιακό φάσμα των 40-50 ετών.
Η κλινική εικόνα τους χαρακτηρίζεται από ποικιλία ακουστικών ή οπτικών ψευδαισθήσεων
και από παραληρητικές ιδέες διωκτικού συνήθως τύπου. Δεν σχετίζονται με στερητικές
καταστάσεις, αλλά συνήθως παρατηρούνται σε αλκοολικούς που συνεχίζουν να πίνουν.
Αρκετοί από αυτούς τους ασθενείς έχουν διαγνωσθεί ως παρανοϊκοί σχιζοφρενείς και έχουν
τεθεί σε θεραπεία με αντιψυχωτικά φάρμακα. Την εικόνα της ψύχωσης συχνά συνοδεύουν
αλκοολική ηπατοπάθεια, περιφερική νευρίτις και άλλες νευρολογικές διαταραχές. Σε, λίγες,
χρόνιες αλκοολικές ψυχώσεις βαθμιαία προστίθεται και ανοϊκή σημειολογία με ευρήματα
ατροφίας του φλοιού.

Αλκοολική ψύχωση. Συνήθως εμφανίζεται ξαφνικά, διαρκεί όχι περισσότερο από έξι μήνες,
υποτροπιάζει και τείνει προς τη χρονιότητα. Χαρακτηρίζεται από ακουστικές ψευδαισθήσεις,
«φωνές» οι οποίες συζητούν για τον ασθενή κατά τρόπο αρνητικό, σε τρίτο πρόσωπο. Συχνά
συνυπάρχουν και παραληρητικές ιδέες. Το επίπεδο συνείδησης είναι φυσιολογικό. Παρά το
ότι επιφανειακά μοιάζει με τη σχιζοφρένεια, τα άλλα χαρακτηριστικά της σχιζοφρένειας (π.χ.
διαταραχές της σκέψης) απουσιάζουν. Ανιχνεύονται και στοιχεία ήπιας νοητικής έκπτωσης.

Αλκοολική ψευδαισθήτωση. Είναι σπάνια κατάσταση με οξεία εισβολή και σύντομη (εντός
μερικών μηνών) πορεία στην οποία, σε καλό επίπεδο συνείδησης, κυριαρχούν
629

ψευδαισθητικές αντιλήψεις κυρίως ακουστικού τύπου, αλλά την εικόνα συνοδεύουν συχνά
οπτικές, απτικές και οσφρητικές ψευδαισθήσεις. Τείνει να υποτροπιάζει και σε μερικές
περιπτώσεις αποκτά πλήρως χρόνιο χαρακτήρα. Κατά μία άποψη η αλκοολική
ψευδαισθήτωση είναι κατάσταση αλκοολικής στέρησης η οποία διαφέρει από το τρομώδες
ντελίριο κατά το ότι σε αυτήν δεν υπάρχει πτώση του επιπέδου συνείδησης ούτε διαταραχές
του προσανατολισμού. Κατά μία άλλη άποψη, που βασίζεται στη χρονιότητα της νόσου και
στις ακουστικές ψευδαισθήσεις, η διαταραχή αυτή είναι μια μορφή σχιζοφρένειας (Glass
1989).

Ζηλοτυπικό παραλήρημα. Όπως και η αλκοολική ψευδαισθήτωση, είναι σπάνια κατάσταση


που παρατηρείται πολύ συχνότερα στους άρρενες χρόνιους αλκοολικούς. Ο ασθενής
πιστεύει ότι η σύντροφός του τον απατά ή ότι εκδίδεται ως πόρνη και μέσα στο πλαίσιο
αυτού του παραληρήματος είναι δυνατόν να γίνει επικίνδυνος ακόμη και για τη ζωή της.

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΨΥΧΩΣΕΙΣ. Ορισμένα φάρμακα και ουσίες είναι δυνατόν να


προκαλέσουν οξέα παροδικά ψυχωσικά επεισόδια διαρκείας μερικών ημερών έως μερικών
εβδομάδων. Αυτές οι διαταραχές θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν γενικώς ως
σποραδικές, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι η συχνότητά τους αυξήθηκε κατακόρυφα κατά τα
τελευταία χρόνια στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Από τις λεγόμενες μη νόμιμες (illicit) ουσίες, τα
διεγερτικά (κοκαΐνη, αμφεταμίνες), η κάνναβη, τα διαλυτικά, το LSD, η φαινυκυκλιδίνη είναι
δυνατόν να προκαλέσουν ψυχωτικά επεισόδια ή να τα επιδεινώσουν. Από τις νόμιμες
φαρμακευτικές ουσίες τις χρησιμοποιούμενες στην κλινική πράξη, τα στεροειδή, τα
αντιπαρκινσονικά, ορισμένοι α-αδρενεργικοί αναστολείς, τα σκευάσματα ατροπίνης, τα
αντικαταθλιπτικά, τα ανθελονοσιακά, έχουν ενοχοποιηθεί για πρόκληση σύντομων
ψυχωτικών επεισοδίων, τα οποία υποχωρούν ταχέως μετά τη διακοπή του φαρμάκου.
Αντιπαρκινσονικά. Κυρίως η λεβοντόπα, η βρωμοκρυπτίνη, η τριεξυφαινιδύλη, και η
αμανταδίνη σε χρόνια χρήση από Παρκινσονικούς ασθενείς έχουν ενοχοποιηθεί για την
πρόκληση κλινικών εικόνων που χαρακτηρίζονται από ζωηρά όνειρα, παραισθήσεις,
ψευδαισθήσεις και συγχυτικές καταστάσεις μέχρι ντελίριο.
Ανθελονοσιακά (χλωροκίνη, μεφλοκίνη, πλακενίλη). Είναι δυνατόν να προκαλέσουν
ψυχωτικά επεισόδια με ύπουλη έναρξη και παρανοειδή ή μανιακή συμπτωματολογία σε
μικρή συχνότητα. Τα ανθελονοσιακά χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των
συμπτωμάτων διαφόρων ρευματολογικών διαταραχών, κυρίως του ερυθυματώδους λύκου.
Ατροπίνη. Έχουν αναφερθεί σποραδικά ψυχωτικά επεισόδια είτε από τη χρήση
σκευασμάτων ατροπίνης είτε από τη βρώση καρπών της Atropa Belladona, τα οποία
αντιμετωπίστηκαν με τη χορήγηση φυσοστιγμίνης.
Αντικαταθλιπτικά. Τόσο τα νοραδρενεργικά όσο και τα σεροτονινεργικά είναι δυνατόν να
πυροδοτήσουν μανιακό επεισόδιο σε καταθλιπτικούς ασθενείς ή ακόμη και καθαρό
ψυχωτικό επεισόδιο σε συχνότητα περί το 8% (Preda et al 2001). Χρειάζεται ιδιαίτερη
προσοχή διότι αρκετοί ασθενείς με κατάθλιψη παίρνουν αντικαταθλιπτική αγωγή από
ιατρούς της πρωτοβάθμιας φροντίδας, οι οποίοι θα πρέπει να είναι σε θέση: α) να
αναγνωρίσουν ασθενείς σε κίνδυνο ανάπτυξης ψυχωτικού επεισοδίου (αν και αυτό είναι
πολλές φορές δύσκολο) και β) να παρακολουθήσουν τους καταθλιπτικούς ασθενείς τους
σωστά.
Ορισμένοι α-αδρενεργικοί αναστολείς (πραζοσίνη, δοξαζοπίνη) μαζί με υπνηλία, κόπωση
και καταβολή, είναι δυνατόν να προκαλέσουν κατάθλιψη η/και ψυχωτικά επεισόδια σε
χρόνιους λήπτες.
Εφεδρίνη και παράγωγα (ψευδοεφεδρίνη). Είναι συμπαθομιμητικά ψυχοδιεγερτικά και
χρησιμοποιούνται κυρίως ως ανορεξιογόνα. Έχουν τη δυνατότητα πρόκλησης ψυχιατρικών
διαταραχών, όπως μανιακά επεισόδια και σχιζοφρενικόμορφες εικόνες (Alevizos 2003).
Στεροειδή. Τα συστηματικά κορτικοστεροειδή σε μικρό ποσοστό έχουν συσχετισθεί με την
εκδήλωση χρονίων ή οξέων ψυχιατρικών διαταραχών, όπως κατάθλιψη ή ευφορία,
παρανοειδή σύνδρομα, μανιακά ή σχιζοφρενικόμορφα επεισόδια, ακόμη και ντελίριο.
630

ΕΠΑΚΤΗ Ή ΣΥΜΒΙΩΤΙΚΗ ΨΥΧΩΣΗ. Έχει και άλλες ονομασίες, όπως δυαδική ψύχωση,
μεταδοτικό παραλήρημα κ.λπ. Διεθνώς είναι γνωστή και με το όνομα folie a deux (δυαδική
τρέλα), όπως αναφέρεται στη γαλλική βιβλιογραφία. Πρόκειται περί διαταραχής κατά την
οποία δύο άτομα συμμερίζονται μία ομάδα παρόμοιων παραληρητικών ιδεών ζηλοτυπίας,
διώξεως ή μεγαλείου και αλληλοϋποστηρίζουν ο ένας τις ιδέες και τα βιώματα του άλλου.
Ωστόσο μόνο το ένα άτομο πάσχει από γνήσια ψυχωσική διαταραχή, συνήθως αλλά όχι
απαραιτήτως, σχιζοφρενικού τύπου. Τα άτομα αυτά έχουν πολύ στενή σχέση μεταξύ τους και
είναι απομονωμένα από τον κοινωνικό περίγυρο. Συνήθως είναι γονέας-τέκνο, ιδίως μητέρα-
κόρη (Χατζηαντωνίου και συν 1991), αδέλφια, ή ζευγάρια που συζούν νόμιμα ή όχι. Το άτομο
με τη γνήσια ψύχωση (δότης) είναι ισχυρότερο ως προσωπικότητα από το άλλο (δέκτης), το
οποίο είναι εξαρτημένο και υποταγμένο σε αυτό, το οποίο επίσης συχνά πάσχει από κάποια
παρανοϊκού τύπου διαταραχή. Σε περιπτώσεις παραληρητικών ιδεών σεξουαλικής
κακοποίησης ή βαρείας σωματικής νόσου του δότη, το εξαρτημένο άτομο λειτουργεί ως
αντιπρόσωπος και συνήγορός του. Έχουν περιγραφεί μερικές μορφές της νόσου, όπως η
επιβαλλόμενη ή μεταδιδόμενη μορφή (folie communique ou imposée), κατά την οποία ο
δότης επιβάλλει κατά κάποιον τρόπο καταναγκαστικά τις ιδέες του στον δέκτη, η μορφή κατά
την οποία η ψυχοπαθολογία εμφανίζεται ταυτόχρονα στα δύο άτομα (folie simultanée)
(Μαλιάρας 1969), αλλά φαίνεται ότι υπάρχουν αδιευκρίνιστα ακόμη στοιχεία σχετικώς με την
ομαδοποίηση των υποτύπων και τη διαφοροδιάγνωση της νόσου (Τσίτουρας και συν 1995).
Ο χωρισμός των πασχόντων είναι το πρώτο βήμα προς την οργάνωση της θεραπείας· η
οποία στην περίπτωση του δότη επιβάλλει τη χρήση νευροληπτικών, στην περίπτωση όμως
του δέκτη ίσως η ψυχοθεραπεία είναι χρησιμότερη.

ΟΨΙΜΗ ΠΑΡΑΦΡΕΝΕΙΑ. Το 1863 ο Kahlbaum χρησιμοποίησε τον όρο παραφρένεια για να


περιγράψει ψυχωτικές διαταραχές σχετιζόμενες με μεταβατικές περιόδους της ζωής,
εφηβικές και γεροντικές (όψιμες). Η εφηβική παραφρένεια ως όρος έχει εγκαταλειφθεί, διότι η
σχετική ψυχοπαθολογία ενσωματώθηκε ταξινομικώς στην ηβηφρενική μορφή σχιζοφρένειας.
Στην όψιμη παραφρένεια η ψυχωτική συμπτωματολογία εισβάλλει μετά την ηλικία των 60
ετών με παραληρητικές ιδέες διωκτικού τύπου, ακουστικές ψευδαισθήσεις, χωρίς να
επηρεάζονται οι ανώτερες νοητικές λειτουργίες, όπως συμβαίνει στις άνοιες. Η απουσία
συναισθηματικής αμβλύτητας είναι χαρακτηριστικό στοιχείο διαφοροδιαγνωστικό της
σχιζοφρένειας. Η διαφοροδιάγνωση θα γίνει από την ψυχωτική συμπτωματολογία που
εμφανίζεται στο πλαίσιο της νόσου Alzheimer, καθώς και από την όψιμη σχιζοφρένεια, η
οποία ωστόσο σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές δεν εμφανίζεται μετά την ηλικία
των 40-45 ετών. Φτωχή συμμόρφωση στη θεραπεία είναι σημαντικό χαρακτηριστικό των
πασχόντων, περισσότερο από ό,τι στις άλλες ψυχώσεις, και η χρησιμοποίηση σκευασμάτων
αντιψυχωτικών βραδείας απορρόφησης περισσότερο αναγκαία.

ΠΑΡΑΛΗΡΗΤΙΚΗ Ή ΨΥΧΩΣΙΚΗ ΥΠΟΧΟΝΔΡΙΑΣΗ. Είναι δυνατόν να εμφανίζεται


πρωτογενώς, στο πλαίσιο οργανικών ψυχοσυνδρόμων ή σχιζοφρένειας. Η πρωτογενής
ονομάζεται και μονοσυμπτωματική υποχονδριακή ψύχωση. Ο ασθενής κατέχεται από
απόλυτη και αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα ότι πάσχει από κάποια νόσο ή ότι έχει σοβαρό
σωματικό ελάττωμα. Επειδή είναι σίγουρος ότι πάσχει, η αντίδρασή του είναι δυνητικά έντονη
και καταστροφική. Η κατάσταση ενδέχεται να γίνει επικίνδυνη, αφού μπορεί να οδηγήσει τον
ασθενή σε κατάχρηση ιατρικών υπηρεσιών, να τον εξουθενώσει, ακόμη και να τον ωθήσει
στην αυτοκτονία. Χαρακτηριστικές υποκατηγορίες της πρωτογενούς ψυχωσικής
υποχονδρίασης είναι η παραληρητική παρασίτωση, η δυσμορφοφοβία, η αποτεμνοφιλία και
η νόσος Koro (περιγράφεται στα πολιτιστικά σύνδρομα).
Παραληρητική παρασίτωση ή σύνδρομο Ekbom. Παρατηρείται κυρίως σε πάσχοντες από
ποικίλες οργανικές εγκεφαλικές βλάβες, όγκους της υποφύσεως και γεροντική άνοια, αλλά
έχουν αναφερθεί και περιστατικά χωρίς οργανικό υπόστρωμα. Τα διεγερτικά φάρμακα,
ιδιαίτερα η κοκαΐνη, είναι δυνατόν επίσης να προκαλέσουν αυτό το σύνδρομο. Ο ασθενής,
χωρίς να παρουσιάζει άλλες παραληρητικές ιδέες ή ψευδαισθήσεις, κατέχεται από την
παραληρητική ιδέα, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και απτική ψευδαίσθηση, ότι κάτω από
το δέρμα του ή και στα εσωτερικά του όργανα υπάρχουν παράσιτα ή μικρά ζωύφια τα
631

οποία τον τσιμπούν και τον αγκυλώνουν. Ενδέχεται να πιστεύει ότι τα παράσιτα έχουν
μολύνει τα ρούχα, το σπίτι ή το ευρύτερο περιβάλλον του. Συνήθως προσέρχεται στον
δερματολόγο προσκομίζοντας μικρά κουτάκια μέσα στα οποία έχει μαζέψει ξέσματα από το
δέρμα του και άλλα «αποδεικτικά» στοιχεία. Η κλινική πορεία της νόσου είναι χρόνια και
δυσθεράπευτη. Θεραπευτικώς έχει προταθεί η χορήγηση πιμοζίδης.
Δυσμορφοφοβία. Περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Morselli (1891). Χρησιμοποιείται
επίσης διεθνώς και έχει επικρατήσει ο λανθασμένος όρος σωματοδυσμορφική διαταραχή
(body dysmorphic disorder). Και άλλοι όροι έχουν προταθεί, όπως ντροπή του σώματος,
ψύχωση της ασχήμιας, υποχονδρίαση της ωραιότητας, τρέλα της αυτοπαρατήρησης (Ber-
rios and Kan 1996). Σε χώρες όπου έχουν γίνει επιδημιολογικές μελέτες η συχνότητα της
νόσου φθάνει στο 1% του πληθυσμού. Συνήθως παρατηρείται σε νεαρά άτομα, κυρίως
γυναίκες, που ένα σημαντικό ποσοστό τους ασχολείται με τις τέχνες και την αισθητική του
σώματος (Patterson et al 2001). Είναι μια διαταραχή παραληρηματικο-ψυχαναγκαστική
κατά την οποία ο ασθενής έχει την παραληρηματική βεβαιότητα, αν και υπάρχουν ποικίλοι
βαθμοί εναισθησίας, ότι κάτι στο σώμα του, συνήθως κάποιο χαρακτηριστικό του
προσώπου, είναι άσχημο και απωθητικό, ακόμη και αποκρουστικό, και το οποίο προκαλεί
αποστροφή στους άλλους και βαθύτατη απέχθεια στον ίδιο. Το επίκεντρο της προσοχής
αυτών των ασθενών είναι συνήθως το δέρμα, τα μαλλιά και η μύτη και σπανιότερα άλλες
περιοχές του σώματος. Οι επιπτώσεις αυτής της συμπτωματολογίας στη διαπροσωπική και
στην κοινωνική ζωή αυτών των ασθενών είναι προφανείς και σε μερικές περιπτώσεις
πλήρως καταστροφικές. Ο κίνδυνος αυτοκτονίας είναι μεγάλος.
Οι ασθενείς με δυσμορφοφοβία επιδιώκουν πλαστικές χειρουργικές επεμβάσεις από τα
αποτελέσματα των οποίων συνήθως δεν ικανοποιούνται, οπότε υπάρχει κίνδυνος να
γίνουν επιθετικοί προς τους χειρουργούς που τους ανέλαβαν· ενίοτε ανακαλύπτουν
αμέσως μετά την επέμβαση κάποια άλλη δυσμορφία και η όλη εικόνα επιβαρύνεται
περισσότερο. Στις κλινικές που ασχολούνται με καλλωπιστική χειρουργική απευθύνονται
όχι μόνο όσοι έχουν δυσμορφίες ρεαλιστικές που απαιτούν διόρθωση, αλλά και ένας
αριθμός ασθενών με βαριά τελειοθηρικούς ψυχαναγκαστικούς χαρακτήρες, καταθλιπτικές
γυναίκες με υποχονδριακά συμπτώματα και οι πάσχοντες από δυσμορφοφοβίες. Το
υψηλότερο ποσοστό ψυχοπαθολογίας ανιχνεύεται σε εκείνους, κυρίως άνδρες, που
επιζητούν ρινοπλαστική (Druss et al 1971). Η καλλωπιστική χειρουργική σε αυτές τις
περιπτώσεις δεν αποκαθιστά την αυτοπεποίθηση, όπως συμβαίνει στις ρεαλιστικές
δυσμορφίες.
Είναι άγνωστη η αιτιοπαθογένεια της νόσου. Από ψυχοδυναμική άποψη υποστηρίζεται
ότι η δυσμορφοφοβία είναι ένα παραπέτασμα πίσω από το οποίο κρύβεται μια ασυνείδητη
επιθυμία του ασθενούς να υποκύψει στον πειρασμό της σεξουαλικής αναζήτησης (Philip-
popoulos 1979). Θεραπευτικώς έχει προταθεί η χορήγηση πιμοζίδης καθώς και άτυπων
αντιψυχωτικών, αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές οι διαταραχές είναι πολύ ανθεκτικές
στις θεραπευτικές παρεμβάσεις. Άλλοι δίνουν έμφαση στον ισχυρό ψυχαναγκαστικό
χαρακτήρα των συμπτωμάτων και χορηγούν σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά σε μεγάλες
δόσεις. Ο συνδυασμός χλωριμιπραμίνης και πιμοζίδης προτιμάται ιδιαιτέρως, αλλά
χρειάζεται μεγάλη προσοχή λόγω της επιμήκυνσης του διαστήματος QT που προκαλούν
και οι δύο ουσίες.
Αποτεμνοφιλία. Σπανιότατη διαταραχή κατά την οποία ο ασθενής επιδιώκει τον
ακρωτηριασμό ενός άκρου του, συνήθως κάτω άκρου, επειδή έχει την παραληρητική ιδέα
ότι αυτό το άκρο είναι περιττό, παρά το ότι είναι απολύτως υγιές (Lawrence 2006). Έχει
χαρακτηρισθεί επίσης ως διαταραχή της ταυτότητας του σωματικού εγώ ή ως μια μορφή
τρανσεξουαλισμού, αλλά περισσότερο μοιάζει με ψυχωσική συνδρομή υποχονδριακού
τύπου. Οι ασθενείς αισθάνονται δυστυχείς γιατί πιστεύουν ότι το «περιττό» άκρο
διαταράσσει την ισορροπία του σώματός τους και κάνουν απόπειρες αυτοακρωτηριασμού,
ενώ δηλώνουν ευτυχείς όταν καταφέρουν να πείσουν κάποιον χειρουργό να τους το
αφαιρέσει.

ΕΡΩΤΟΜΑΝΙΑ Ή ΕΡΩΤΟΜΑΝΙΑΚΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ ή σύνδρομο De Clérambault.


Διακρίνεται στην πρωτοπαθή ερωτομανία, που εμφανίζεται αυτόνομα χωρίς να συνδέεται με
632

κάποια άλλη ψυχιατρική νόσο, και στη δευτεροπαθή ερωτομανία, που είναι συχνότερη και
εμφανίζεται στο πλαίσιο κυρίως μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης, οργανικού ψυχοσυνδρόμου ή
σχιζοφρένειας (Kennedy et al 2002). Παρατηρείται συχνότερα σε γυναίκες σε αναλογία 3:1.
Είναι σπάνια διαταραχή κατά την οποία η ασθενής πιστεύει ότι ένα πρόσωπο ανώτερης από
αυτήν κοινωνικής, οικονομικής ή μορφωτικής τάξης είναι ερωτευμένο μαζί της και της κάνει
ερωτικές προτάσεις. Το παραλήρημα εμφανίζεται μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα
(μερικών ημερών), αλλά τελικώς χρονίζει. Η ασθενής είναι δυνατόν να οδηγήσει αυτήν την
κατάσταση σε επικίνδυνο σημείο και το πρόσωπο στο οποίο έχει εστιάσει το παραλήρημά
της είναι δυνατόν να κινδυνεύσει. Μερικές φορές η κατάσταση προσλαμβάνει χαρακτήρα
ξεχωριστού συνδρόμου, του επονομαζόμενου συνδρόμου του δαιμονικού εραστή
φαντάσματος ή Incubus Syndrome (Petrikis et al 2003), όταν η ασθενής φθάνει στο σημείο
να πιστεύει ότι το άλλο πρόσωπο την πλησίασε σεξουαλικώς τη νύχτα στο κρεβάτι της.
Στους πρωτοπαθείς ερωτομανιακούς η πρόγνωση και η αποτελεσματικότητα της θεραπείας
είναι καλύτερη.

ΣΥΝΔΡΟΜΟ CHARLES BONNET. Περιγράφηκε το 1780 από τον Ελβετό φιλόσοφο Charles
Bonnet ο οποίος το παρατήρησε στον παππού του που έπασχε από διαταραχές της όρασης.
Εμφανίζεται με συχνότητα περίπου 1% σε άτομα ηλικιωμένα, υψηλής μόρφωσης, που
πάσχουν από οφθαλμολογικά νοσήματα, όπως εκφυλισμό της ωχράς κηλίδος ή και πλήρη
τύφλωση (Shiraishi et al 2004). Χαρακτηρίζεται από επίμονες, επαναλαμβανόμενες οπτικές
ψευδαισθήσεις με ευχάριστο ή ουδέτερο περιεχόμενο χωρίς άλλα ψυχωτικά συμπτώματα ή
διαταραχή της συνείδησης· γενικώς οι ασθενείς δεν εμφανίζουν άλλου τύπου ψυχοπαθολογία
(Damas-Mora 1982). Παρουσιάζουν μερική εναισθησία. Η κατάσταση είναι δυνατόν να
επιδεινωθεί από συννοσηρότητα με κατάθλιψη, μοναξιά, πένθος κ.λπ. Στις ψευδαισθήσεις
περιλαμβάνονται αλλοιωμένα πρόσωπα, νάνοι, άτομα που φορούν καπέλα, πολύχρωμα
λουλούδια, παιδιά που χορεύουν. Πολλοί δεν τη θεωρούν ψυχωτική διαταραχή αλλά
αντιληπτική διαταραχή προκύπτουσα από οφθαλμική δυσλειτουργία η οποία, αν
αντιμετωπισθεί, θα βελτιώσει την κατάσταση. Κατανόηση, ενσυναίσθηση του ασθενούς και
καλό χιούμορ βοηθάνε περισσότερο από αντιψυχωτικά φάρμακα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΑΛΙΑΡΑΣ Δ. (1969). Επακτή Ψύχωσις (folie a deux). Διατριβή επί διδακτορία. Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΤΣΙΤΟΥΡΑΣ Π, ΟΥΛΗΣ Π, ΜΑΛΛΙΑΡΑΣ Δ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΝ. (1995). Διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα
επακτών ψυχώσεων: δύο περιπτώσεις. Ψυχιατρική 6:27-34.
ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ Γ, ΚΟΝΤΗΣ Κ, ΚΑΡΟΥΖΟΣ Χ, ΠΑΡΑΣΧΑΚΗΣ Κ, ΠΑΝΥΠΕΡΗΣ Α. (1991). Μελέτη δυαδικής
ψυχώσεως σε μητέρα και κόρη. Προσπάθεια ερμηνείας των μηχανισμών γενέσεως και μεταδόσεως του
παραληρήματος. Ψυχιατρική 2:60-66.

ALEVIZOS B. (2003). Dependence and chronic psychosis with D-nor-pseudoephedrine. European Psychiatry
18:423-425.
ANDREASSON S, ALLEBECK P, ENGSTROM A et al. (1987). Cannabis and schizophrenia. A longitudinal
study of Swedish conscripts. Lancet ii 1483-1486
BEARN JA, et al. (1990) Changes in a proposed new neuroendocrine marker of oestrogen receptor function in
postpartum women. Psychol Med. 20(4):779-83.
BERRIOS GE, KAN CS. (1996). A conceptual and quantitative analysis of 178 historial cases of dys-
morphphobia. Acta Psychiatr Scand 94:1-7.
CAPGRAS J, REBOUL-LACHAUX J. (1923). Illusion de sosies un delire systematize chronique. Bull Soc Clin
Med Ment 2:6-16.
CHRISTODOULOU GN. (1991). The delusional misidentification syndromes. (Review). Br. J. Psychiatry, 159
(supplement 14): 65-69.
COTARD J. (1882). Du délire des négations. Arch Neurol (Paris) 4:152-170;282-296.
DAMAS-MORA J, SKELTON-ROBINSON M, JENNER FA. (1982) The Charles Bonnet syndrome in perspec-
tive. Psychol Med. 12(2):251-61.
DOWLATSHAHI D, PAYKEL ES. (1990). Life events and social stress in puerperal psychoses: absence of ef-
fect. Psychol. Med. 20:655-662.
FLEMINGER S. (1992). Seeing is believing: The role of "preconscious" perceptual processing in delusional misi-
dentification. Brit J Psychiatry 160:293-303.
GLASS IB. (1989). Alcoholic hallucinosis: a psychiatric enigma-1. The Development of an Idea. Br J Addict
84:29-41. Alcoholic hallucinosis: a psychiatric enigma-2. Follow-up studies. Br J Addict 84:151-164.
HOLLENDER MH, HIRSCH SJ. (1964). Hysterical Psychosis. Am J Psychiatry 120:1066-1074.
633

KENNEDY N, McDONOUGH M, KELLY B, BERRIOS GE. (2002). Erotomania revisited: Clinical course and
treatment. Comprehensive Psychiatry 43:1-6.
LAWRENCE AA. (2006). Clinical and theoretical parallels between desire for limb amputation and gender identi-
ty disorder. Arch Sex Behav. 35(3):263-78.
MATHERS DC, GHODSE AH. (1992). Cannabis and psychotic illness. Br. J. Psychiatry, 161:648-653.
MORSELLI E. (1891). Sulla Dismorfofobia e sulla Talefobia due forme non per anco descritte di Pazzia con idee
fisse. Bolletino della R. Academia Medica 6:110-119.
PATTERSON WM, et al. (2001). Body dysmorphic disorder Int J Dermatology 40 (11):688-690.
PEARN J, GARDNER-THORPE C. (2001). Jules Cotard (1840-1889). His life and the unique syndrome which
bears his name. Neurology 58:1400-1403.
PETRIKIS P, ANDREOU C, KARAVATOS A, GARYFALLOS G. (2003). Incubus syndrome and folie à deux: a
case study. European Psychiatry 18:322-323.
PHILIPPOPOULOS GS. (1979). The analysis of a case of dysmorfophobia. Can J Psychiatry 24(5):397-401.
PILLMANN F, HARING A, BALZUWEIT S, BLÖINK R, MARNEROS A. (2003). Bouffée délirante and ICD-10
acute and transient psychoses: a comparative study. Austr NZ J Psychiatry 37:327-333.
SHIRAISHI Y, et al. (2004). The rarity of Charles Bonnet syndrome. J Psychiatr Res. 38(2):207-13.
SPIEGEL D, FINK R. (1979). Hysterical psychosis and hypnotizability. Am J Psychiatry 136:777-781.
VORUGANTI LNP, et al. (2001). Cannabis induced dopamine release: an in-vivo SPECT study. Psychiatry Re-
search: Neuroimaging 107:173-177.
ZAMMIT S, et al. (2002). Self reported cannabis use and schizophrenia in Swedish conscripts of 1969. A histori-
cal cohort study. British Medical Journal 325:1199-1203.
EDELSTYN NM, OYEBODE F.(1999). A review of the phenomenology and cognitive neuropsychological origins
of the Capgras syndrome. Int J Geriatr Psychiatry. 14(1):48-59.
MOJTABAI R.( 1994). Fregoli syndrome. Aust N Z J Psychiatry. 28(3):458-62.
PREDA A, MACLEAN RW, MAZURE CM, BOWERS MB JR.( 2001). Antidepressant-associated mania and
psychosis resulting in psychiatric admissions. J Clin Psychiatry. 62(1):30-3.

72. ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ

Εθνικότητα, θρησκεία, κοινωνική τάξη, επαγγελματικό επίπεδο, αστικός, ημιαστικός ή


αγροτικός τόπος κατοικίας παίζουν σημαντικό ρόλο και διαμορφώνουν χαρακτηριστικές
ιδιομορφίες στις πρακτικές ανατροφής των παιδιών, στη σεξουαλική συμπεριφορά, στη
συναισθηματική εκφραστικότητα, στα ενδιαφέροντα, στις στάσεις, στις προσωπικότητες,
ακόμη και στις ψυχοπαθολογίες. Στην ψυχιατρική, οι διαπολιτισμικές συγκρίσεις παρέχουν
δυνατότητα καθορισμού της σημασίας των κοινωνικών παραγόντων, αν και υπάρχουν δύο
σοβαρά προβλήματα. Η έλλειψη ενιαίων κριτηρίων για τα ψυχιατρικά συμπτώματα σε όλες
τις κουλτούρες και η έλλειψη ικανοποιητικών τεχνικών μέτρησης των σχετικών με αυτά
κοινωνικοπολιτιστικών παραμέτρων. Παρά το ότι υπάρχει στην ψυχιατρική βιβλιογραφία μια
τάση που υποστηρίζει ότι οι ψυχιατρικές διαταραχές είναι όμοιες σε όλες τις κουλτούρες,
αυτό δεν φαίνεται να ισχύει. Ίσως το σοβαρότερο καθήκον της διαπολιτισμικής ψυχιατρικής
αυτήν την εποχή είναι να βρει σε ποιον βαθμό οι ψυχιατρικές διαταραχές διαφέρουν σε
διαφορετικές κοινωνίες και όχι σε ποιον βαθμό μοιάζουν.

Η κλινική φροντίδα του ασθενούς, σε μια κοινωνία που φιλοξενεί άτομα από διαφορετικές
κουλτούρες, όπως συμβαίνει και με την Ελλάδα, πρέπει να περιλαμβάνει την πολιτισμικά
ευαίσθητη μικροεθνογραφία του, ώστε να εξακριβώνονται από άποψη πολιτισμική αλλά και
προσωπική τα ατομικά του σύμβολα και οι μεταφορικές σημασίες των συμπτωμάτων του. Για
παράδειγμα, ο φόβος της παχυσαρκίας ή το να μείνει κανείς κλινήρης από αρρώστια μόνος
634

στο σπίτι έχει διαφορετική σημασία στις χώρες του βιομηχανικού πολιτισμού από ό,τι στις
γεωργικές κτηνοτροφικές κουλτούρες. Οι έννοιες «ατιμασμένος» και «επαίσχυντος» και όχι η
έννοια «ένοχος» διακρίνουν τους καταθλιπτικούς από τους μη καταθλιπτικούς ασθενείς στο
Βιετνάμ και στις ΗΠΑ. Η παρουσία ψευδαισθήσεων μεταξύ των Ινδιάνων της Αμερικής που
διανύουν ένα συνηθισμένο πένθος θεωρείται κάτι πολιτισμικώς αποδεκτό και φυσιολογικό.
Σε μερικές αφρικανικές κουλτούρες το άγχος μεταφράζεται σε φόβους αποτυχίας στην
τεκνοποίηση, σε όνειρα και αιτιάσεις για μαγική επίδραση. Το αίσθημα της μη αγνότητας
στην Ινδία και το Πακιστάν αναφέρεται σε ένα κεφάλαιο τεράστιας πολιτισμικής σημασίας,
που εκφράζει διακρίσεις στην κάστα, στη σεξουαλικότητα, στην κοινωνική ιεραρχία και
διαμορφώνει τη ζωή σε όλα της τα επίπεδα.

Τα λεγόμενα πολιτισμικά σύνδρομα (culture-bound syndromes) είναι καταστάσεις με ακραίο,


επεισοδιακό και δραματικό χαρακτήρα, όχι αναγκαστικά ψυχωτικές, που εμφανίζονται σε
συγκεκριμένες λίγο πολύ περιορισμένες ή απομακρυσμένες από τον δυτικό πολιτισμό
κουλτούρες (Yap 1951). Περιλαμβάνουν φαινόμενα ψυχοαποσυνδετικά, ψυχωσικά,
κατάθλιψη, διαταραχές της συμπεριφοράς και σωματικά συμπτώματα. Έχουν καταγραφεί
μερικές δεκάδες τέτοια σύνδρομα, αλλά τα πιο γνωστά, επειδή είναι δυνατόν να
παρατηρηθούν και σε ευρύτερες πολιτισμικές ομάδες, είναι το Αμόκ, το Κόρο, το Λάταχ
(Latah), το Ντατ (Dhat) και το Ταϊτζίν Κυοφούσο (Taijin Kyofusho). Είναι δύσκολη η κατάταξή
τους στα σύγχρονα διεθνή ταξινομικά συστήματα. Πολλά από αυτά δεν είναι τίποτε
περισσότερο από ιατρικοποιημένες μορφές εκδήλωσης της ψυχοκαταπόνησης σε
συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο και η νοσολογική ύπαρξή τους στις δυτικές ταξινομήσεις
στην πραγματικότητα αντανακλά μια ξεπερασμένη ευρωκεντρική και αμερικανοκεντρική
αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική αντίληψη στον χώρο της ψυχιατρικής (Sumathipala et al
2004). Εξάλλου υπάρχουν και ορισμένα σαφώς πολιτισμικά ψυχιατρικά σύνδρομα του
δυτικού κόσμου, όπως η προσωπικότητα (ή συμπεριφορά) τύπου Α, η ψυχογενής βουλιμία,
κ.λπ., τα οποία όμως δεν ταξινομούνται ως πολιτισμικά.

Αμόκ. Έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά ενός ψυχοαποσυνδετικού επεισοδίου.


Εκδηλώνεται χωρίς φανερή εξωτερική αιτία, με χαοτική υπερκινητικότητα, εκρήξεις
ασυγκράτητης ανθρωποκτόνου βίας εναντίων πολλών ατόμων και, αν ο δράστης δεν
συλληφθεί ή εξοντωθεί από παρευρισκομένους, καταλήγει σε αυτοκτονική συμπεριφορά.
Προηγείται μια περίοδος «επώασης» και, ανεξάρτητα από το αν ο ασθενής φθάσει ή όχι στον
φόνο, το επεισόδιο εκβάλλει σε μια κατάσταση εξάντλησης και αμνησίας των γεγονότων. Η
άποψη ότι το σύνδρομο παρατηρείται στους άνδρες της Μαλαισίας και της Ινδονησίας δεν
ευσταθεί, διότι έχει παρατηρηθεί σε όλες τις κοινωνίες, ακόμη και στις δυτικές, στις οποίες
μάλιστα η συχνότητα των επεισοδίων ομαδικών φόνων από ένα άτομο παρουσιάζει τάσεις
αυξητικές. Εκείνο που διαφέρει είναι τα μέσα που χρησιμοποιούνται. Γι’ αυτό έχει προταθεί
να μην κατατάσσεται στα πολιτισμικά σύνδρομα (Saint Martin 1999). Από ψυχοδυναμική
σκοπιά ίσως εκφράζει μια έσχατη αρνησικυρία που ασκεί ο ασθενής σε έναν δεσποτικό και
ανελέητο εξουσιαστή (Guillick 1958), αλλά το ψυχοπαθολογικό υπόστρωμα συνήθως είναι
μια ψυχωσική, καταθλιπτική ή ψυχοαποσυνδετική διαταραχή.

Ντατ (Dhat). Το ντατ είναι η σπερματόρροια όπως έχει ονομασθεί στην ινδική ιατρική.
Αναφέρεται κυρίως στην ινδικής προέλευσης βιβλιογραφία· εκδηλώνεται με άγχος απώλειας
σπέρματος είτε στη διάρκεια του ύπνου είτε διά των ούρων. Ο ασθενής αναστατώνεται με τη
σκέψη ότι χάνει το σπέρμα του ακόμη και κατά τη συνουσία ή τον αυνανισμό. Συνδυάζεται
και με άλλα συμπτώματα, όπως ανικανότητα, πρώιμη εκσπερμάτωση, άγχος για την εξέλιξη
της σεξουαλικής κατάστασης. Η άποψη ότι η σπερματόρροια είναι εξόχως βλαπτική
βασίζεται στις λαϊκές και ιατρικές δοξασίες (Ινδική Αγκνιβέσα, Ιπποκράτης, Γαληνός κ.λπ.)
σύμφωνα με τις οποίες το σπέρμα είναι η πιο πυκνή, συμπυκνωμένη και τέλεια ουσία του
σώματος και η συγκράτησή της εγγυάται υγεία και μακροζωία. Απώλειά του σημαίνει
απώλεια του ζωτικού πνεύματος, εξάντληση, αποξήρανση του σώματος. Ιατροί του 19ου
αιώνα πίστευαν ότι η απώλεια του σπέρματος, κυρίως διά του αυνανισμού, μπορεί να
προκαλέσει μελαγχολία, εξάντληση και τρέλα (Sumathipala et al 2004). Αυτές οι απόψεις
635

επιδρούσαν κατά τρόπο τρομοκρατικό στην αντίληψη των ανθρώπων για τη σημασία του
σπέρματος και για τις επιπτώσεις από την απώλειά του, και εκδηλώσεις όπως το ντατ είναι
συχνές σε όλες τις κουλτούρες ακόμη και σήμερα.

Koro. Ο ασθενής, συνήθως άνδρας αλλά δεν αποκλείονται και οι γυναίκες, καταλαμβάνεται
από ισχυρό άγχος επειδή πιστεύει ότι τα γεννητικά του όργανα συρρικνώνονται, εισέρχονται
μέσα στο σώμα του και ότι αυτό θα του προκαλέσει ανικανότητα, στείρωση και στο τέλος θα
του στοιχίσει τη ζωή. Συνήθως αναφέρονται σποραδικά περιστατικά στην ΝΑ Ασία και στην
Κίνα (Tseng et al 1988) σε άτομα χαμηλής μόρφωσης και σε χρήστες κάνναβης, αλλά δεν
σπανίζουν και επιδημικές μορφές. Στην Κίνα οι λαϊκές παραδόσεις αποδίδουν τη νόσο στα
κακά πνεύματα της θηλυκής αλεπούς, στη ΝΑ Ασία σε μαζική δηλητηρίαση και στην Αφρική
σε μαγική επίδραση ( Mattelaer and Jilek 2007). Έχουν αναφερθεί περιστατικά στις ΗΠΑ σε
χρήστες κάνναβης και σποραδικά στην Ελλάδα σε, προφανώς χρήστες κάνναβης, ναυτικούς
(Ιορδανίδης 1970). Δεν υπάρχει ομοφωνία για την κατάταξη της νόσου, αλλά επικρατούσα
είναι πλέον η άποψη ότι πρόκειται περί παραληρητικής καταστάσεως, αν και έχει
υποστηριχθεί ότι είναι μια κατάσταση αποπροσωποποίησης με άγχος και πανικό ή ότι
πρόκειται περί υστερικής νόσου.

Λάταχ (Latah). Είναι σύνδρομο συχνό στη Μαλαισία και στην Ινδονησία (Simons and
Hughes 1985). Ο ασθενής φαίνεται σαν να τα έχει χαμένα, σαν να είναι αιφνιδιασμένος και
λέει πράγματα τα οποία στους άλλους μπορεί να φαίνονται και διασκεδαστικά. Μιμείται τα
λόγια (ηχολαλία, ηχομιμία) και τις κινήσεις των άλλων (ηχοπραξία), βωμολοχεί, βλασφημεί
και καταριέται, χαρακτηρίζεται από υπερυποβολιμότητα και αυτόματη υποταγή.

Ταϊτζίν Κυοφούσο (Taijin Kyofusho). Είναι ένα είδος διαπροσωπικής και κοινωνικής φοβίας
ή ίσως δυσμορφοφοβίας στην Ιαπωνία (Kirmayer 1991). Ο ασθενής έχει άγχος στις
κοινωνικές εκδηλώσεις, αποφεύγει τη βλεμματική επικοινωνία, κατέχεται από τον φόβο ότι
αναδίδει άσχημη οσμή ή ότι θα πληγώσει άλλους χωρίς τη θέληση του λόγω της κακής του
συμπεριφοράς, ότι τα φυσικά χαρακτηριστικά του είναι κακοφτιαγμένα και δυσάρεστα.

Σούτσι-Μπαρ (Suchi-bar). Κατά λέξη από την ινδική (hindu) γλώσσα σημαίνει μανία
καθαρμού και ίσως μοιάζει με καταναγκαστική υπερκαθαριότητα, σύμπτωμα της
ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής.

Χούο Κούι Ντα. Κινεζικός όρος που αναφέρεται σε ένα αίσθημα καύσου που αρχίζει από
την κοιλιά και φθάνει μέχρι τον λαιμό. Βασίζεται στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική έννοια
του κι (ζωική ενέργεια). Όταν το κι είναι πολύ θερμό, μπορεί να προκαλεί συμπτώματα, αλλά
μεταφορικά μπορεί να σημαίνει ευερέθιστη προσωπικότητα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ Θ. (1970). Αλλοιοπροσωπία τύπου Κόρο επί Έλληνος ναύτου. Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων
Δυνάμεων 4:885-887.

GUILLICK JM. (1958). Indigenous political systems in western Malaya. London School of Economics Monograph
on Social Anthropology, No. 17. London: Athlone Press.
SAINT MARTIN ML. (1999). Running Amok: A modern perspective on a culture-bound syndrome. Prim Care
Comp J Clin Psychiatry 1:66-70.
SEEDAT S, STEIN MB, OOSTHUIZEN PP, EMSLEY RA, STEIN DJ. (2003). Linking Postraumatic Stress Dis-
order and Psychosis. A look at epidemiology, phenomenolohy, and treatment. J Nerv Ment Dis 191(10):675-681.
SIMONS RC, HUGHES CC. (1985). The Culture Bound Syndromes. Reidel: Dordrecht.
SUMATHIPALA A, SIRIBADDANA SH, BHUGRA D. (2004). Culture-bound syndromes: the story of dhat syn-
drome. Brit J Psychiatry 184:200-209.
TSENG WS, MO KM, HSU J, LI LS, OU LW, CHEN GQ, JIANG DW. (1988). A sociocultural study of koro epi-
demics in Guangdong, China. Am J Psychiatry.145(12):1538-43
YAP PM. (1951). Mental diseases peculiar to certain cultures. A survey of comparative psychiatry. J. Ment. Sci-
ence 97:313-327.
MATTELAER JJ, JILEK W.( 2007). Koro--the psychological disappearance of the penis. J Sex Med. 4(5):1509-
15.
636

KIRMAYER LJ. (1991). The place of culture in psychiatric nosology: Taijin kyofusho and DSM-III-R. J Nerv Ment
Dis. 179(1):19-28.

73. ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Η επείγουσα ψυχιατρική ασχολείται με καταστάσεις και διαταραχές οι οποίες θέτουν σε


κίνδυνο τον ασθενή, άλλα πρόσωπα ή αντικείμενα και επιβάλλουν ταχεία και αποτελεσματική
επέμβαση. Πρέπει να τονιστεί ότι το μέγιστο ποσοστό αυτών των περιστατικών
αντιμετωπίζεται από τις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας, ιδιαίτερα στις μη αστικές
περιοχές, και μικρότερος αριθμός στο τμήμα επειγόντων των Γενικών Νοσοκομείων. Ένας
ακόμη μικρότερος αριθμός αντιμετωπίζεται στις καθαρά ψυχιατρικές υπηρεσίες. Μεγάλος
αριθμός ατόμων που βρίσκονται σε κρίση μετά την επίδραση ισχυρών στρεσόρων
(καταστροφές, ατυχήματα κ.λπ.) θα δεχτεί τη φροντίδα των ειδικών έξω από τον χώρο των
υπηρεσιών υγείας, στον τόπο του γεγονότος ή στο σπίτι. Επομένος ένας σημαντικός αριθμός
μη ψυχιάτρων ιατρών θα έλθει σε επαφή με τέτοια περιστατικά και θα χρειασθεί να τα
αντιμετωπίσει πριν τα παραπέμψει σε περισσότερο εξειδικευμένες υπηρεσίες.

Τα επείγοντα ψυχιατρικά περιστατικά είναι καταστάσεις που επιβάλλουν αναγνώριση και


παρέμβαση χωρίς καμία καθυστέρηση, λόγω της ανυπόφορης δυσφορίας που προκαλούν
στον ασθενή ή στο περιβάλλον του ή των κινδύνων που μπορεί να υπάρχουν και από τις δύο
πλευρές (Αγγελόπουλος 1991). Τα περιστατικά αυτά, από άποψη αιτιολογίας, κλινικής
φαινομενολογίας και τρόπου αντιμετώπισης, είναι δυνατόν να διακριθούν σε εκείνα που
απαιτούν ταχεία διάγνωση και οργανικού τύπου επείγουσα αντιμετώπιση, όπως π.χ. εκείνα
637

που προκύπτουν μετά από υποτροπή μιας χρόνιας ψυχωσικής συνδρομής (emergency cas-
es), και σε εκείνα που προκύπτουν ως συνέπειες ψυχοκοινωνικών κρίσεων και στα οποία
ανήκουν ασθενείς ευρισκόμενοι σε ισχυρή ψυχοσυναισθηματική κρίση (crisis cases). Τόσο
από θεωρητική όσο και από πρακτική άποψη επιβάλλεται αυτή η διάκριση, μεταξύ
επείγουσας ψυχιατρικής και της παρέμβασης σε ψυχοκοινωνική κρίση (WHO 1985), λόγω
των διαφορετικών ψυχιατρικών προβλημάτων, των αναγκών που έχουν οι αντίστοιχοι
ασθενείς αλλά και των τρόπων προσέγγισης και αντιμετώπισης τους.

Ψυχιατρικά επείγοντα (emergency cases). Στην ομάδα αυτή ανήκουν ασθενείς που
βρίσκονται σε επείγουσα ανάγκη ψυχιατρικής θεραπείας, είτε για πρώτη φορά είτε επειδή
παρουσιάζουν επιδείνωση κάποιας χρόνια ψυχιατρικής κατάστασης. Σε αυτά τα περιστατικά
ο βιολογικός συντελεστής του προβλήματος είναι περισσότερο εμφανής από τον
ψυχοκοινωνικό. Συνεπώς η παρέμβαση έχει λιγότερο συμβουλευτικό και περισσότερο
ψυχοφαρμακευτικό χαρακτήρα. Η αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων περιγράφεται στα
σχετικά κεφάλαια.
Οργανικά ψυχιατρικά επείγοντα. Οι ψυχίατροι σε γενικές γραμμές δεν αντιμετωπίζουν
οργανικές καταστάσεις απειλητικές για τη ζωή. Ωστόσο υπάρχουν μερικές τέτοιες
καταστάσεις που το πιθανότερο είναι να τις συναντήσει πρώτος ο ψυχίατρος όπως είναι το
Ντελίριο, το Κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο, το Σεροτονινεργικό σύνδρομο, οι ποικίλες
Κατατονίες και Κατατονικά σύνδρομα, η Οξεία τοξίκωση από ουσίες (αλκοολική μέθη,
χασισική μέθη κ.λπ.).
Οξείες ψυχοσωματικές καταστάσεις. Εμφανίζονται, και αντιμετωπίζονται, σε διάφορες
μονάδες του Γενικού Νοσοκομείου, όπως στη μονάδα εντατικής θεραπείας, στη μονάδα
εμφράγματος, στους χώρους μετεγχειρητικής ανάνηψης, στους μετεγχειρητικούς θαλάμους
κ.λπ. Δεν είναι όμως καθόλου σπάνιες και σε εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες πρωτοβάθμιας
φροντίδας.
Κρίσεις πανικού. Κρίση πανικού είναι δυνατόν να εκδηλώσουν ασθενείς που πάσχουν από
αγχώδεις ή φοβικές διαταραχές. Ωστόσο και άλλες καταστάσεις, όπως υπέρπνοια,
παραληρητικές διαταραχές, χρήση ή στέρηση ουσιών, θυρεοτοξίκωση, πρόπτωση
μιτροειδούς, φαιοχρωμοκύττωμα, καρδιακές αρρυθμίες είναι δυνατόν να πυροδοτήσουν μια
κρίση πανικού.
Μανιακό επεισόδιο. Κλινική εικόνα μανιακού επεισοδίου είναι δυνατόν να εμφανισθεί στη
διπολική διαταραχή κατά τη μανιακή φάση, στη νόσο Cushing, σε ορισμένες
κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, σε αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και στον
υπερθυρεοειδισμό. Φάρμακα επίσης (κορτικοστεροειδή, κυκλοσπορίνη, αμφεταμίνες,
βρωμοκρυπτίνη, σιμετιδίνη, δισουλφιράμη, ισονιαζίδη, λεβοντόπα, ατροπίνη, διγοξίνη,
αντικαταθλιπτικά) είναι δυνατόν να προκαλέσουν μανιακά ή/και ψυχωτικά επεισόδια.
Ορισμένες θεραπευτικές προσεγγίσεις της κατάθλιψης (φωτοθεραπεία, στέρηση ύπνου,
rTMS, ECT) έχουν ενοχοποιηθεί ως πυροδότες μανιακών επεισοδίων.
Ψυχοαποσυνδετικά επεισόδια. Αμνησιακά επεισόδια, λυκοφωτικές καταστάσεις, φυγές και
πλανήσεις, είναι δυνατόν να προσλάβουν επείγοντα χαρακτήρα και το πιθανότερο είναι να
μεταφερθούν άμεσα σε ψυχιατρικές υπηρεσίες οπότε θα δεχθούν την φροντίδα ψυχιάτρων.
Μετατρεπτικές διαταραχές. Υστερική παράλυση, ψευδοεπιληπτικές κρίσεις κ.λπ. Το
μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των διαταραχών προσκομίζεται στα επείγοντα των
νοσοκομείων ή στα Κεντρα Υγείας και αρκετές φορές είναι δυνατόν να προκαλέσουν
σοβαρό διαφοροαδιαγνωστικό πρόβλημα που θα περιπλέξει την αντιμετώπιση τους.
Διαταραχές της προσωπικότητας. Η ψυχοπαθητική, η οριακή και η ιστριονική
προσωπικότητα είναι δυνατόν, λόγω των ακραίων συμπεριφορών που εκδηλώνουν, να
δημιουργήσουν καταστάσεις που θα απαιτήσουν επείγουσα αντιμετώπιση.
Οξύ ψυχωσικό επεισόδιο. Το οξύ ψυχωσικό επεισόδιο λόγω του θορυβώδους χαρακτήρα
του, του απρόβλεπτου της συμπεριφοράς του ασθενούς και της πιθανής βιαιότητας που
εμπεριέχει είναι δυνατόν να βάλει σε δοκιμασία την διαγνωστική διαδικασία αλλά κυρίως
την δυνατότητα των θεραπευτικών επιλογών.
Απόπειρα αυτοκτονίας. Οι περισσότερες απόπειρες αυτοκτονίας εκτυλίσσονται τα
σαββατοκύριακα από νεαρές κοπέλλες που ματαιώνονται συναισθηματικώς. Ολες οι
638

απόπειρες παραπέμπονται στα τμήματα επειγόντων των γενικών νοσοκομείων όπου


γίνονται οι κατάλληλοι θεραπευτικοί χειρισμοί (π.χ πλύση στομάχου) και ακολούθως γίνεται
η ψυχιατρική εξέταση για την διαπίστωση του πιθανού ψυχιατρικού υποστρώματος. Η
διάγνωση που θα προκύψει θα καθοδηγήσει και στην ανάλογη θεραπευτική αντιμετώπιση
του ασθενούς.

Ψυχοκινητική διέγερση και βίαιη συμπεριφορά. Ο διεγερτικός ασθενής φαίνεται


αναστατωμένος, αγχώδης, φωνάζει, απειλεί, δεν συνεργάζεται και επιτίθεται φραστικώς ή και
φυσικώς. Η κριτική του ικανότητα είναι περιορισμένη και η όλη συμπεριφορά του
απρόβλεπτη. Δυνητικά καθίσταται επικίνδυνος για τη φυσική ακεραιότητα του ιδίου ή άλλων.
Επειδή οι αιτιοπαθογενετικοί παράγοντες της διέγερσης εκτείνονται σε μεγάλο φάσμα, αν η
κατάσταση δεν επιβάλλει επειγόντως τη φαρμακευτική καταστολή ή καθήλωσή του, είναι
προτιμότερο να ληφθεί ιστορικό και να γίνει φυσική και ψυχιατρική εξέταση του ασθενούς. Το
θεμελιώδες ερώτημα που πρέπει οπωσδήποτε να απαντηθεί είναι αν η διέγερση οφείλεται ή
όχι σε οργανικό παράγοντα, διότι σε τέτοια περίπτωση η αντιμετώπιση μπορεί να είναι
διαφορετική και πέραν της ψυχιατρικής.

Οργανικής αιτιολογίας διεγερτικά επεισόδια είναι δυνατόν να προκληθούν από σοβαρές


ιατρικές καταστάσεις (ηπατική ανεπάρκεια, νεφρική ανεπάρκεια, πορφυρία, διαταραχές Ca++,
Na++), λοιμώξεις του ΚΝΣ (μηνιγγίτις, εγκεφαλίτις), κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις,
μετεγχειρητικές καταστάσεις, εγκεφαλικά επεισόδια, έλλειψη βιταμινών (Β12, θειαμίνη,
νιασίνη), ενδοκρινοπάθειες, στέρηση οινοπνεύματος και βενζοδιαζεπινών, ουσίες που
επιδρούν στο ΚΝΣ (φάρμακα, διαλυτικά, ζιζανιοκτόνα, αρσενικό, μόλυβδος, υδράργυρος,
κ.λπ.), χρήση ουσιών (κοκαΐνη, αμφεταμίνες, LSD, κάνναβη). Τα οργανικά διεγερτικά
επεισόδια συχνά εμφανίζονται αιφνιδίως, ο ασθενής είναι συγχυτικός,
αποπροσανατολισμένος σε χώρο, χρόνο και πρόσωπα, παρουσιάζει σοβαρές διαταραχές
συγκέντρωσης, προσοχής και μνήμης, κυρίως των πρόσφατων γεγονότων. Σπανιότερα
εμφανίζονται και ψευδαισθήσεις, κυρίως οπτικές.

Ψυχιατρικές διαταραχές που μπορεί να προκαλέσουν ψυχοκινητική διέγερση είναι το οξύ


ψυχωσικό επεισόδιο (σχιζοφρενικό ή σχιζοφρενικόμορφο), η διπολική διαταραχή, κυρίως
κατά τη μανιακή αλλά όχι σπανίως και κατά την καταθλιπτική φάση, η ψυχωσική κατάθλιψη,
η μεταψυχοτραυματική διαταραχή, ορισμένα ψυχοαποσυνδετικά επεισόδια. Οι πρωτόγονες
προσωπικότητες παρασύρονται σε διέγερση όταν βρίσκονται σε συναισθηματική
καταπόνηση ή όταν βιώνουν ματαιώσεις. Η ψυχοπαθητική και η παρορμητική
προσωπικότητα είναι δυνατόν να εκδηλώσουν αγριότατη ψυχοκινητική διέγερση όταν
βρεθούν σε ματαιωτικές καταστάσεις. Πυροδότες μιας ψυχοκινητικής διέγερσης και βίαιης
συμπεριφοράς μέσα στην κλινική μπορεί να είναι η επιβολή περιορισμών στον ασθενή, η
άρνηση εξυπηρέτησης, η προκλητική συμπεριφορά άλλων προς αυτόν (άλλοι ασθενείς,
προσωπικό, συγγενείς), παρερμηνείες κατά την επικοινωνία ή κατά την ώρα χορήγησης των
φαρμάκων (Flannery 2005). Ο βίαιος ασθενής δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με τον διεγερτικό
και γι’ αυτό η εξακρίβωσή του είναι δύσκολη και η πρόβλεψη της βίας τις περισσότερες
φορές αποτυχημένη. Άτομα με προηγούμενο ιστορικό βίαιης συμπεριφοράς, αλκοολική μέθη,
διωκτικό παραλήρημα, αντικοινωνική και μεθοριακή διαταραχή της προσωπικότητας, ίσως
μπορεί να θεωρηθεί ότι προσφέρουν αρκετές διαγνωστικές ενδείξεις. Συνήθως τα βίαια
άτομα εκφράζουν ένα είδος αγανάκτησης επειδή αισθάνονται ότι πρόσφατα έχουν
ταπεινωθεί, εξευτελισθεί ή αδικηθεί.

Καταστολή της διέγερσης. Η καταστολή της διέγερσης στη μεγάλη πλειονότητα των
περιπτώσεων είναι δυνατόν να επιτευχθεί με φάρμακα, χωρίς εφαρμογή βίας ή άλλων
περιοριστικών μέσων. Η χορήγηση νευροληπτικών ή/και βενζοδιαζεπινών θα κριθεί
απαραίτητη. Ο ασθενής πρέπει να βρίσκεται σε περιβάλλον με περιορισμένα εξωτερικά
ερεθίσματα. Συνιστάται μη προκλητική συμπεριφορά προς τον ασθενή, ενημέρωσή του για
την ταυτότητα του προσωπικού και του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκεται. Δεν ωφελούν η
παρατεταμένη συζήτηση και οι πολλές ερωτήσεις καλύτερα να αποφεύγονται. Ο διεγερτικός
639

ή βίαιος άρρωστος θα πρέπει, αν αυτό είναι δυνατόν, να απομακρυνθεί από τους άλλους
ασθενείς και να αφαιρεθούν από επάνω του οποιαδήποτε δυνητικώς επικίνδυνα αντικείμενα.
Θα πρέπει να έχει εξασφαλιστεί η δυνατότητα διαφυγής των θεραπευτών σε περίπτωση
επικίνδυνης κλιμάκωσης της κατάστασης. Ο θεραπευτής πρέπει να έχει ήρεμη και
υποστηρικτική εμφάνιση, να μιλάει λίγο και καθαρά στον ασθενή, να του δείχνει σεβασμό, να
μην του ασκεί κριτική, να τον ρωτάει τι μπορεί να κάνει για να τον βοηθήσει και να μην τον
κοιτάζει επίμονα στα μάτια.
Τουλάχιστον πέντε άτομα χρειάζονται για να αντιμετωπιστεί ένας βίαιος ασθενής, διότι
σε περίπτωση που θα απαιτηθεί ακινητοποίησή του, ένας θα κρατήσει το κεφάλι του και οι
υπόλοιποι τέσσερις θα κρατήσουν από ένα άκρο. Ένας δίνει οδηγίες και οι άλλοι εκτελούν. Ο
επικεφαλής της ομάδας δηλώνει στον ασθενή ότι, αν δεν ηρεμήσει, θα τον δέσουν με ιμάντες,
ενώ συγχρόνως του εκθέτει λεπτομερώς το σκεπτικό της απόφασης. Παρέχεται στον ασθενή
πίστωση χρόνου μερικών δευτερολέπτων. Αμέσως μόλις δώσει το σήμα ο επικεφαλής, τα
άτομα που συμμετέχουν στην επιχείρηση χειραγωγούν τον ασθενή και τον ξαπλώνουν
μπρούμυτα στο έδαφος, του χορηγούν ενδομυϊκώς το επιλεγέν φαρμακευτικό σχήμα, και στη
συνέχεια τον γυρίζουν ανάσκελα και τοποθετούν τους ιμάντες. Ο ασθενής μεταφέρεται σε
κατάλληλο χώρο. Τα φάρμακα επιλογής είναι:
 Αλοπεριδόλη και λοραζεπάμη σε συνδυασμό (στην ίδια σύριγγα) ή εναλλάξ (Foster et al
1997). Χορηγούνται ενδομυϊκώς, αφού η ενδοφλέβια χορήγηση δεν παρουσιάζει
ιδιαίτερο πλεονέκτημα ως προς την ταχύτητα δράσης. Αρχική δοσολογία 10 mg
αλοπεριδόλης και 2 mg λοραζεπάμης, η οποία δύναται να επαναλαμβάνεται ανά 30-45
λεπτά μέχρι το επίπεδο των 50-70 mg για την αλοπεριδόλη και των 8-12 mg για τη
λοραζεπάμη, αν και σπανίως θα χρειασθεί μια τόσο μεγάλη και δυνητικώς επικίνδυνη
δοσολογία. Η λοραζεπάμη συμβάλλει στην ηρεμιστική δράση της αλοπεριδόλης και
προφυλάσσει από την πιθανότητα δυστονικών αντιδράσεων που μπορεί να προκληθούν
από την αλοπεριδόλη.
 Μια εναλλακτική επιλογή είναι η ενδομυϊκή χορήγηση συνδυασμού αλοπεριδόλης 10 mg
και προμεθαζίνης 50 mg. Η προμεθαζίνη, αντιισταμινικό, έχει ανάλογη δράση με τη
λοραζεπάμη (Alexander et al 2004).
 Η δροπεριδόλη ενδομυϊκώς στα 5-10 mg, μόνη ή σε συνδυασμό με λοραζεπάμη 2-4 mg,
χρησιμοποιείται εκτεταμένα στην κλινική πράξη και θεωρείται από πολλούς η καλύτερη
επιλογή, παρά το ότι δεν υποστηρίζεται επαρκώς από τη βιβλιογραφία. Ο χρόνος
ημιζωής της δροπεριδόλης (περίπου 2 ώρες) είναι πολύ μικρότερος εκείνου της
αλοπεριδόλης (περίπου 12-16 ώρες). Το πρόβλημα με τη δροπεριδόλη είναι ότι αυξάνει
επικίνδυνα το QT διάστημα με κίνδυνο να προκληθούν επικίνδυνες ταχυαρρυθμίες.
 Η χλωροπρομαζίνη χορηγείται συχνά, αλλά είναι δυνατόν να προκαλέσει σοβαρή
υπόταση, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους και εξαντλημένους ασθενείς, χωρίς να έχει
ιδιαίτερα πλεονεκτήματα σε σχέση με την αλοπεριδόλη.
 Και άλλες φαρμακευτικές επιλογές έχουν προταθεί (π.χ. άτυπα αντιψυχωτικά,
καρβαμαζεπίνη, βαλπροϊκό, λαμοτριγίνη και συνδυασμοί τους), αλλά δεν έχει
επιβεβαιωθεί με ασφάλεια η χρησιμότητά τους στην αντιμετώπιση τέτοιων ισχυρότατων
και απρόβλεπτων καταστάσεων.

Η χρήση ιμάντων θα πρέπει να γίνεται με τη μεγαλύτερη δυνατή φειδώ. Η λύση αυτή –όπως
και ο περιορισμός σε κλειστό χώρο για την αντιμετώπιση επικίνδυνων συμπεριφορών–
αποτελεί μόνιμο αντικείμενο σφοδρών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό της ψυχιατρικής
κοινότητας. Μολονότι υποστηρίζεται ότι η χρήση τέτοιων μέτρων είναι ασφαλής και πολύ
χρήσιμη, η συντριπτική πλειονότητα των μελετητών του θέματος επισημαίνει τα
προβληματικά και επώδυνα αποτελέσματα, ακόμη και όταν είναι απολύτως αναγκαία, τόσο
στον ασθενή όσο και στο προσωπικό που εμπλέκεται. Τόσο οι ιατροί όσο και οι ασθενείς και
οι συγγενείς επικροτούν τακτικές που δεν περιλαμβάνουν φυσικό περιορισμό (Sullivan et al
2005).

Αντιμετώπιση του αυτοκτονικού ασθενή. (Για την αυτοκτονία και την απόπειρα
αυτοκτονίας βλ. σχετικό κεφάλαιο.) Ο κίνδυνος απόπειρας αυτοκτονίας θα πρέπει να
640

θεωρηθεί επείγον ψυχιατρικό περιστατικό. Εντόνως ενοχοποιητικά φαινόμενα όπως έκφραση


πρόθεσης για αυτοκτονία, ύπαρξη σχεδίων αυτοκτονίας, προηγούμενες απόπειρες,
απελπισία, πρέπει να εξετάζονται με μεγάλη προσοχή, διότι τις περισσότερες φορές δεν είναι
πολύ σαφή αλλά αχνά και φευγαλέα. Ευθείες ερωτήσεις (Σκέφτεσαι να αυτοκτονήσεις; Πόσο
πολύ το θέλεις;), όσο σκληρές και αν είναι, όταν γίνονται σε κλίμα αγάπης και υποστήριξης,
είναι δυνατόν να βοηθήσουν πολύ τον θεραπευτή στην κατανόηση των προθέσεων του
ασθενούς. Η ικανότητα του ιατρού να διαγιγνώσκει τον βαθμό κινδύνου απόπειρας
αυτοκτονίας είναι θεμελιώδης παράγων πρόληψης, κυρίως η δυνατότητα διαφοροδιάγνωσης
μεταξύ γνήσιας πρόθεσης για αυτοκτονία και υποτροπιάζοντος αυτοτραυματισμού χωρίς
πρόθεση αυτοκτονίας. Πολλές απόπειρες θεωρούμενες ως χειριστικές είχαν γνήσια πρόθεση
όπως φάνηκε κατά την επιτυχή επανάληψή τους.
Ο χειρισμός του κινδύνου και η πρόληψη της αυτοκτονίας είναι προτιμότερη
θεραπευτική επιλογή και πρέπει, αν είναι δυνατόν, να επιτελούνται στην κοινότητα παρά να
εισάγεται ο ασθενής σε ψυχιατρική κλινική· ωστόσο είναι πολύ δύσκολο να αναλάβει κανείς
την ευθύνη αυτής της επιλογής. Η επιλογή της φροντίδας του αυτοκτονικού ασθενούς στο
σπίτι είναι επικίνδυνη. Οι αυτοκτονικοί ασθενείς δεν πρέπει να αφήνονται μόνοι τους και σε
μερικές περιπτώσεις η κλειστή νοσηλεία ίσως τους σώσει τη ζωή. Στενή ψυχοθεραπευτική
σχέση με τον ασθενή, ανόρθωση της αυτοπεποίθησης και της ελπίδας του, δυνατότητα να
επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με τον θεραπευτή, φαρμακευτική καταπολέμηση του άγχους, της
αϋπνίας και της κατάθλιψης είναι βασικοί παράγοντες καλού χειρισμού του αυτοκτονικού
ασθενούς.

Ψυχοκοινωνικές κρίσεις (crisis cases). Κρίση (Hoff 1989) συμβαίνει όταν το άτομο δεν είναι
σε θέση να τα βγάλει πέρα με στρεσογόνες μεταβολές του διαπροσωπικού, κοινωνικού ή
φυσικού περιβάλλοντος, επειδή τις προσλαμβάνει ως άκρως σημαντικές και απειλητικές,
είναι εξαντλημένο, οι λύσεις που επιλέγει είναι αναποτελεσματικές, ενώ δεν διαθέτει άλλες
εναλλακτικές (βλ. κεφ. «Σημαντικά γεγονότα ζωής και στρεσογόνες καταστάσεις»). Στην
ομάδα αυτή ανήκουν άτομα χωρίς προηγούμενη ενεργό ψυχοπαθολογία, τα οποία κάτω από
την πίεση κάποιας αιφνίδιας και ισχυρής ψυχοκαταπόνησης φθάνουν σε οξεία κατάσταση
δυσφορίας, άγχους και απελπισίας. Στις ψυχοκοινωνικές κρίσεις περιλαμβάνονται οι φυσικές
καταστροφές, τα τροχαία ατυχήματα, οι εγκληματικές πράξεις, οι τρομοκρατικές ενέργειες, το
αιφνίδιο πένθος, ο βιασμός, η σωματική κακοποίηση κ.λπ. Σε αντίθεση με τα επείγοντα
ψυχιατρικά περιστατικά, στις ψυχοκοινωνικές κρίσεις η παρέμβαση πολλές φορές θα
απαιτηθεί να γίνει όχι μόνο σε ένα άτομο αλλά και σε ομάδες ατόμων, ενίοτε δε εξαιρετικά
πολυπληθείς. Άγχος και φόβος, αισθήματα απελπισίας και ανικανότητας, ενοχές, σύγχυση,
εκρήξεις οργής, αναστάτωση και αποδιοργάνωση είναι τα κύρια χαρακτηριστικά κατά την
ψυχοκοινωνική κρίση. Είναι δυνατόν να συνοδεύονται και από σωματικά συμπτώματα, όπως
πτώση της ενεργητικότητας, διαταραχές της όρεξης για φαγητό, αϋπνία. Η οξεία
μεταψυχοτραυματική διαταραχή (acute stress disorder) καθώς και η χρόνια
μεταψυχοτραυματική διαταραχή (post traumatic stress disorder, PTSD) είναι ψυχιατρικές
διαταραχές που εκδηλώνονται μετά την επίδραση τέτοιων ισχυρών στρεσογόνων γεγονότων.
Τα άτομα που έχουν υποστεί τις συνέπειες ενός ισχυρού, απειλητικού και
καταστροφικού στρέσορα χρειάζονται ψυχοθεραπευτική και ψυχοκοινωνική βοήθεια. Σκοπός
της παρέμβασης είναι να επανέλθει το άτομο στη φυσιολογική λειτουργική του κατάσταση το
συντομότερο. Οργανωμένα συνεργεία από ψυχολόγους και άλλα εξειδικευμένα στην
αντιμετώπιση κρίσεων άτομα αναλαμβάνουν τη διαχείριση αυτών των καταστάσεων. Η
αντιμετώπιση γίνεται είτε με άμεση υποστηρικτική συμβουλευτική δραστηριότητα στον τόπο
όπου εκδηλώνεται η κρίση (π.χ. καταστροφές, τρομοκρατικές επιθέσεις, δυστυχήματα κ.λπ.),
σε εξειδικευμένη μονάδα, είτε με επίσκεψη στο σπίτι. Φάρμακα και κοινωνικοί χειρισμοί
μπορεί να είναι αναγκαίοι, αλλά το πρωταρχικό μέσο είναι η σχέση μεταξύ θεραπευτού και
ασθενούς. Ο θεραπευτής παρεμβαίνει και δεν κρατάει στάση παθητικού ακροατή. Παρέχει
δυνατότητες και μηχανισμούς που θα διευκολύνουν την αλλαγή της αφόρητης κατάστασης σε
μια περισσότερο αποδεκτή. Η στάση του είναι υποστηρικτική. Συζητά με τον πάσχοντα γύρω
από τους ποικίλους κοινωνικούς ή διαπροσωπικούς παράγοντες στους οποίους είναι δυνατή
η προσφυγή για βοήθεια συναισθηματική, οργανωτική ή υλική. Παρουσιάζει προτάσεις
641

εναλλακτικών στάσεων απέναντι στη διαμορφωμένη κατάσταση, καθώς και ιδέες και
στρατηγικές δράσης για αντιμετώπιση της κατάστασης. Η χορήγηση φαρμάκων καλό είναι να
αποφεύγεται στις κρίσεις, αν και κάποιες φορές ίσως κριθεί αναγκαία η χορήγηση
αγχολυτικών ή υπναγωγών για πολύ μικρό χρονικό διάστημα.

Η έννοια της επικινδυνότητας και καταναγκαστική νοσηλεία. Η έννοια της


επικινδυνότητας έχει γίνει αντικείμενο μελέτης περισσότερο μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής
ψυχιατρικής (Σακελλαρόπουλος και Λειβαδίτης 1991). Στην καθημερινή κλινική πράξη η
έννοια της επικινδυνότητας συμβαδίζει παράλληλα με την σοβαρότητα της ψυχικής νόσου.
Στην κλασική μελέτη των Segal et al (1988a, 1988b) αλλά και σε άλλες μελέτες εχει βρεθεί ότι
αυτοί που εκρίθησαν ως πλέον επικίνδυνοι με τα κριτήρια της επικινδυνότητας προς τον
εαυτό, προς τους άλλους καθώς και το κριτήριο βαρείας ανεπάρκειας (grave disability), ήσαν
επίσης βαρέως πάσχοντες όσον αφορά και την ψυχιατρική συμπτωματολογία κυρίως ως
προς τους δείκτες της παρορμητικότητας.
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της επείγουσας ψυχιατρικής είναι ότι σε μερικούς
ασθενείς επιβάλλεται η στροφή από τη συνεργασιακή φροντίδα στην καταναγκαστική
φροντίδα, στροφή από τους παράγοντες αποκατάστασης στους παράγοντες κινδύνου και
από τη μακροπρόθεσμη θεραπεία στην άμεση παρέμβαση. Η έλλειψη εναισθησίας στον
ασθενή, η αδυναμία συνεργασίας μαζί του, η διεγερτική ή καταστροφική συμπεριφορά, η
παρορμητικότητα, η αποφυγή επικίνδυνων καταστάσεων, αλλά και η εξασφάλιση σωστής
θεραπείας στο οξύ περιστατικό, μερικές φορές επιβάλλουν τη δρομολόγηση μιας διαδικασίας
καταναγκαστικής νοσηλείας του ασθενούς. Η διαδικασία αυτή συνοδεύεται και από μερικά
επιπρόσθετα φαινόμενα, όπως είναι η απομόνωση του ασθενούς από συγκεκριμένα
πρόσωπα ή δραστηριότητες, η παρακολούθησή του για την αποφυγή ατυχημάτων, η
υποχρεωτική λήψη φαρμακευτικής αγωγής –συνήθως ενέσιμης–, η ενημέρωση των
δικαστικών αρχών ανεξαρτήτως της επιθυμίας του ασθενούς. Πολλοί ψυχίατροι αρνούνται να
εμπλακούν σε αυτήν την εφιαλτική, πράγματι, διαδικασία, η οποία ωστόσο είναι
αναπόφευκτη, αφού επιβάλλεται από την κατάσταση του ασθενούς. Οι επιπτώσεις που έχει
αυτός ο τύπος φροντίδας στο κίνητρο του ασθενούς για θεραπεία και στη συμμόρφωσή του
σε αυτήν είναι πολύ αρνητικές. Ένας άλλος κίνδυνος είναι η ταμπελοποίηση, αφού κάθε
προηγούμενη καταναγκαστική νοσηλεία λειτουργεί ως ενισχυτικός παράγων για μια επόμενη.
Η καταναγκαστική φροντίδα εμποδίζει τις δυνατότητες συνεργασιακής φροντίδας. Οι
ασθενείς με καταναγκαστική νοσηλεία αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου για αυτοκτονία,
την υψηλότερη μεταξύ όλων των κατηγοριών ψυχιατρικών ασθενών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Β ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ. (1991). Εξωνοσοκομειακή περίθαλψη και οξέα περιστατικά. Κεφάλαιο στο
βιβλίο: Επικινδυνότητα και κοινωνική ψυχιατρική, σελ. 220-224. Yπευθ. Εκδ. Σακελλαρόπουλος Π, Λειβαδίτης Μ.
Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.
ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Π, ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ Μ. (1991). Επικινδυνότητα και κοινωνική ψυχιατρική. Εκδ. Παπαζήση,
Αθήνα.

ALEXANDER J, et al. (2004). Rapid tranquilization of violent or agitated patients in a psychiatric emergency set-
ting. Br J Psychiatry 185:63-69.
FLANNERY RB. (2005). Precipitants to psychiatric patient assaults on staff: Review of empirical findings, 1990-
2003, and risk management implications. Psychiatric Quarterly 76(4):317-326.
FOSTER S, KESSEL J, BERMAN ME, SIMPSON GM. (1997). Efficacy of lorazepam and haloperidol for rapid
tranquilization in a psychiatric emergency room setting. Int Clin Psychopharmacol. 12(3):175-9.
HOFF LA. (1989). People in crisis: Understanding and helping (3 rd ed). Redwood City, CA: Addison Wesley Pub-
lishing Co.
SEGAL SP, WATSON MA, GOLDFINGER SM, AVERBUCK DS. (1988a). Civil commitment in the psychiatric
emergency room. I. The assessment of dangerousness by emergency room clinicians. Arch Gen Psychiatry.
45(8): 748-52.
SEGAL SP, WATSON MA, GOLDFINGER SM, AVERBUCK DS. (1988b). Civil commitment in the psychiatric
emergency room. II. Mental disorder indicators and three dangerousness criteria. Arch Gen Psychiatry. 45(8):753-
8.
SULLIVAN AM, et al. (2005). Reducing restraints: Alternatives to restraints on an inpatient psychiatric service –
utilizing safe and effective methods to evaluate and treat the violent patient. Psychiatric Quarterly 76(1):51-65.
642

WORLD HEALTH ORGANIZATION. (1985). Working Group on Crisis Intervention and Psychiatric Emergency
Services in Europe. Vienna.

74. ΟΙ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ

Η ιστορία των θεραπευτικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των ψυχιατρικών


διαταραχών βρίθει από λανθασμένες επιλογές. Κονιοποιημένη σάρκα λύκου για τις
επιληπτικές κρίσεις, απομόνωση σε μοναστήρια, καθήλωση με αλυσίδες, βάπτισμα σε κρύο
ή ζεστό νερό, μετάγγιση αίματος, αφαίμαξη με βδέλλες, μετάδοση της ψώρας και δημιουργία
τεχνητών αποστημάτων για τη θεραπεία της μανίας, έκθεση σε δυσάρεστες μυρουδιές,
κλειτοριδεκτομή για την υστερία, ινσουλινικό κώμα, παρατεταμένος ύπνος και πυρετός
ελονοσίας για τη σχιζοφρένεια που έχει πάρει και βραβείο Νόμπελ (Braslow 1995),
λοβεκτομή στα λεγόμενα υπερκινητικά παιδιά. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ευρεία
χρήση ψυχοφαρμάκων και η βελτίωση των ψυχοθεραπευτικών μεθόδων σε συνδυασμό με
την υιοθέτηση αυστηρών κριτηρίων για την αποδοχή της αποτελεσματικότητας μιας
643

θεραπείας δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ενός ορθολογικότερου


πλαισίου στην ψυχιατρική θεραπευτική.

Σήμερα οι θεραπευτικές μέθοδοι που αξιοποιούνται στην ψυχιατρική διακρίνονται εν συνόλω,


αν και τα μεταξύ τους όρια δεν είναι πάντοτε σαφή, στις δύο γνωστές και μεγάλες κατηγορίες
των σωματικών θεραπειών και των ψυχοθεραπειών. Συμπεριλαμβάνονται επίσης οι
λεγόμενες συμπληρωματικές ή ανορθόδοξες θεραπείες, η κοινωνική υποστήριξη και οι
στρατηγικές αυτοβοήθειας. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι υπάρχει μεγάλη ρευστότητα όσον
αφορά την εφαρμογή αυτών των θεραπειών. Η αποτελεσματικότητά τους είναι δυνατόν να
ποικίλλει από ασθενή σε ασθενή, μερικές θεραπευτικές προσεγγίσεις απαιτούν συνδυασμούς
με άλλες για να είναι αποτελεσματικές, και ακόμη ο ίδιος ασθενής σε διαφορετικές φάσεις της
ζωής του και της νόσου του ενδέχεται να ωφεληθεί ή να μην ωφεληθεί από μια θεραπεία.
Υπάρχουν ψυχιατρικές διαταραχές που απαντούν αποκλειστικά σε σωματικές θεραπείες,
όπως επίσης υπάρχουν ψυχιατρικές διαταραχές που απαντούν αποκλειστικά σε
ψυχοθεραπευτικές τεχνικές, αν και στην πλειονότητα των ψυχιατρικών διαταραχών
επιβάλλεται η θεραπευτική στρατηγική να αξιοποιεί τις θεραπευτικές δυνατότητες και των δύο
κατευθύνσεων. Πολύ σημαντικός παράγοντας στην οργάνωση ενός ψυχιατρικού
θεραπευτικού προγράμματος είναι και η συμμετοχή του ιδίου του ασθενούς. Με τη σωστή
πληροφόρηση ο ασθενής σε πολλές περιπτώσεις είναι σε θέση να πάρει σωστές αποφάσεις
σχετικώς με το ποια θεραπευτική προσέγγιση τού ταιριάζει περισσότερο. Το πρόβλημα όμως
είναι ότι πολλοί ψυχίατροι δεν έχουν πρόθεση να ακούσουν τη γνώμη του ασθενούς σχετικά
με το αν δέχεται ή όχι κάποια θεραπεία και, αν δέχεται, ποια είναι αυτή.

Στις ψυχολογικές θεραπείες περιλαμβάνονται διαδικασίες ιδιόμορφης λεκτικής επικοινωνίας


μεταξύ ασθενούς και ιατρού, που διευκολύνουν τον ασθενή να κατανοήσει τα συμπτώματά
του, καθώς και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκαν και εκδηλώθηκαν.
Επειδή η κατανόηση των συμπτωμάτων και των περιστάσεων που τα δημιούργησαν είναι
ανεπαρκής χωρίς την κατανόηση του εαυτού, το σύνολο σχεδόν των ψυχοθεραπειών δίδει
κεντρική σημασία στην προσπάθεια να αντιληφθεί ο ασθενής τα κίνητρα, τις στάσεις, τις
συγκρούσεις, τις φαντασιώσεις, τις αναμνήσεις, τις τραυματικές εμπειρίες και οτιδήποτε έχει
συμβάλει στη διαμόρφωση της ιδιοσυγκρασίας και του χαρακτήρα του αλλά και της
ψυχοπαθολογίας του. Οι ψυχοθεραπείες θεμελιώνονται στην άποψη ότι το ψυχοκοινωνικό
περιβάλλον του ασθενούς, από τις διαπροσωπικές σχέσεις με πρόσωπα-κλειδιά μέχρι τις
σχέσεις με μικρές ή μεγάλες ομάδες, παίζει σημαντικό ρόλο αν όχι στη διαμόρφωση,
οπωσδήποτε όμως στην εκδήλωση της ψυχιατρικής συμπτωματολογίας.

Στις σωματικές θεραπείες κατατάσσονται μια σειρά από τεχνικές που αποσκοπούν στη
θεραπεία μέσα από επεμβάσεις σε λειτουργίες του σώματος. Οι σωματικές θεραπείες
αναγνωρίζουν ότι θεμελιώδη ρόλο για τη διαμόρφωση της ψυχιατρικής συμπτωματολογίας
παίζουν ποικίλες βιολογικές διαταραχές.

Τα ψυχοδραστικά φάρμακα ανήκουν βέβαια στις σωματικές θεραπείες, αλλά η τεράστια


διάδοσή τους, όχι μόνο λόγω της αποτελεσματικότητάς τους αλλά και επειδή έχουν γίνει
φορείς ενός πρωτοφανούς εμπορικού ανταγωνισμού μεταξύ των φαρμακευτικών εταιρειών,
τα τοποθετεί σε ιδιαίτερη κατηγορία.

Η κοινωνική υποστήριξη προσφέρει βοήθεια σε πρακτικά θέματα, όπως η εξεύρεση στέγης


ή χρηματικής ενίσχυσης· στη σύγχρονη εποχή προσφέρεται από οργανωμένες κοινωνικές
υπηρεσίες, κρατικές ή μη. Αυτή καθεαυτήν δεν είναι θεραπεία, αλλά μερικές φορές είναι
δυνατόν η τελική ωφελιμότητά της να φθάσει στο επίπεδο και κλασικών μορφών θεραπείας.

Στρατηγικές αυτοβοήθειας. Υπάρχουν πολλές στρατηγικές αυτοβοήθειας για την ανακούφιση


από τα ψυχιατρικά συμπτώματα – από την προσωπική προσπάθεια του ασθενούς να
προσαρμοστεί στα καθημερινά συμπτώματα, προβλήματα και δυσκολίες (π.χ. στρατηγικές
ελέγχου των ακουστικών ψευδαισθήσεων) μέχρι τις ομάδες αυτοβοήθειας και υποστήριξης.
644

Στις συμπληρωματικές ή ανορθόδοξες θεραπείες περιλαμβάνονται όλες εκείνες οι θεραπείες


που δεν εντάσσονται στο σώμα της κλασικής ορθόδοξης δυτικής ιατρικής.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BRASLOW JT. (1995). Effect of therapeutic innovation on perception of disease and the doctor-patient
relationship: a history of general paralysis of the insane and malaria fever therapy, 1910-1950. Am J Psychiatry.
152(5):660-5.

75. ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ

Στις σωματικές θεραπείες περιλαμβάνονται η φωτοθεραπεία, η στέρηση ύπνου, η


ηλεκτροσπασμοθεραπεία, η επαναλαμβανόμενη διακρανιακή μαγνητική διέγερση και
ποικίλες ψυχοχειρουργικές επεμβάσεις, οι οποίες, εκτός από τις κλασικές μεθόδους,
περιλαμβάνουν και πιο πρόσφατες, όπως την εν τω βάθει διέγερση του εγκεφάλου και τη
διέγερση του πνευμονογαστρικού νεύρου. Έχουν προηγηθεί αυτών των θεραπειών,
χαιρετισθεί με ενθουσιασμό, αχρηστευθεί και ανήκουν πλέον στην ιστορία, και άλλες
σωματικές θεραπείες, όπως η μαλαριοθεραπεία, η ινσουλινοθεραπεία, που μόλις πριν από
λίγα χρόνια εγκαταλείφθηκε, η παρατεταμένη υπνοθεραπεία κ.λπ. Είναι δυσεξήγητο γιατί
στην ιατρική τα προβλήματα που απορρέουν από τόσο εμφανώς λανθασμένες θεραπείες
645

όπως αυτές που καταργήθηκαν δεν γίνονται αντιληπτά κατά την πολλές φορές μακρά
χρονική περίοδο που εφαρμόζονται αλλά μόνο εκ των υστέρων, αφού αντικατασταθούν από
άλλες, που και αυτές θα έχουν την ίδια μοίρα.

Φωτοθεραπεία. Η φωτοθεραπεία ως θεραπευτική μέθοδος με τη σύγχρονη μορφή της


εμφανίσθηκε κατά τη δεκαετία του ’70. Η βασική εξήγηση της αποτελεσματικότητάς της
έγκειται στην καταστολή παραγωγής της καταθλιπτικογόνου ορμόνης μελατονίνης από το
κωνάριο που επιτυγχάνεται με την έκθεση σε φως (Lewy et al 1980). Κυριότερη ένδειξή της
είναι η εποχιακή κατάθλιψη, αλλά χρησιμοποιείται, περιορισμένα, ως συνοδευτική
θεραπευτική μέθοδος και σε μη εποχιακές καταθλίψεις (Kripke 1997), καθώς και για την
αντιμετώπιση διαταραχών του ύπνου και της συμπεριφοράς σε ηλικιωμένους ανοϊκούς
ασθενείς (Mishima et al 1993). Δεν είναι βέβαιο αν στην Ελλάδα, μια χώρα με πλούσια
ηλιοφάνεια, η φωτοθεραπεία είναι πρόσφορο θεραπευτικό μέσο, ωστόσο υπάρχουν σχετικές
ανακοινώσεις (Βαρτζόπουλος και συν 1995). Η τεχνική της εφαρμογής της συνίσταται σε
έκθεση του ασθενούς σε έντονο τεχνητό φως ολικού φάσματος, λευκό ή απαλό κόκκινο,
εντάσεως 2.500 lux, όση και η ένταση του φυσικού φωτός μια ηλιόλουστη ημέρα, σε δίωρες
πρωινές ή απογευματινές συνεδρίες. Στις περιπτώσεις εποχιακής καταθλίψεως οι συνεδρίες
διαρκούν καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα, επειδή πολλοί πάσχοντες υποτροπιάζουν όταν
σταματήσει η φωτοβολία. Όταν το φως προσπίπτει στους οφθαλμούς τα αποτελέσματα είναι
καλύτερα από το αν προσπίπτει στο δέρμα. Η επιλογή του χρόνου εφαρμογής της
φωτοθεραπείας (πρωινές ή βραδινές ώρες) φαίνεται ότι για τους περισσότερους μελετητές
δεν έχει σημασία, αφού σε μερικές μελέτες βρέθηκε ότι η πρωινή φωτοθεραπεία ήταν
αποτελεσματική, όχι όμως η νυχτερινή, ενώ σε άλλες το αντίθετο. Αυτό ίσως οφείλεται σε
διαφορετικές επιδράσεις που ασκούν στους βιόρυθμους οι δύο αυτές χρονικές περίοδοι της
ημέρας. Ανωμάλως καθυστερημένοι βιόρυθμοι καθυστερούν ακόμη περισσότερο με το
βραδινό φως, ενώ επιταχύνονται με το ημερήσιο. Στις παρενέργειες της φωτοθεραπείας
έχουν αναφερθεί κεφαλαλγίες, πίεση στους οφθαλμούς, αϋπνία κ.λπ. Η φωτοθεραπεία
πρέπει να αποφεύγεται σε πάσχοντες από οφθαλμολογικές παθήσεις.

Στέρηση ύπνου. Έχει παρατηρηθεί ότι αν καταθλιπτικοί ασθενείς δεν κοιμηθούν μία νύχτα,
τότε παρουσιάζουν προσωρινή βελτίωση, ενώ η επαναφορά του ύπνου στους
περισσότερους από αυτούς συνεπάγεται υποτροπή της κατάθλιψης. Έχει επίσης
παρατηρηθεί ότι οι ποικίλοι ψυχολογικοί, διαπροσωπικοί, περιβαλλοντικοί και
ψυχοφαρμακολογικοί παράγοντες που φαίνεται να πυροδοτούν την εμφάνιση μανιακών
επεισοδίων ίσως δρουν με τη δυνατότητα που έχουν να προκαλούν ένα είδος αποστέρησης
του ύπνου στους πάσχοντες από διπολική συναισθηματική νόσο (Wehr et al 1987). Επίσης η
στέρηση ύπνου σε σχιζοφρενείς βελτιώνει τα αρνητικά και επιδεινώνει τα θετικά συμπτώματα
της νόσου. Η υπνική στέρηση δραστηριοποιεί το περιφερικό συμπαθητικό σύστημα και
επιδρά στη νοραδρενεργική νευρομεταβίβαση. Φαίνεται ότι θερμορυθμιστικοί μηχανισμοί,
ιδιαίτερα ο νυκτερινός ρυθμός ευαισθησίας του σώματος στη θερμοκρασία του
περιβάλλοντος, παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του αντικαταθλιπτικού
αποτελέσματος της υπνικής στέρησης, όπως επίσης και οι χρόνοι επελεύσεως του ύπνου και
της αφυπνίσεως. Γενικότερα, η στέρηση ύπνου βελτιώνει καταστάσεις με ψυχοκινητική
αναστολή, αλλά επιδεινώνει καταστάσεις με ψυχοκινητική ανησυχία.
Η υπνική στέρηση χρησιμοποιείται ως μέθοδος θεραπείας της κατάθλιψης από το 1966
(Schulte 1966). Τέσσερις τρόποι εφαρμογής της μεθόδου έχουν προταθεί: η ολική στέρηση
διαρκείας 36 ωρών (Παπαδημητρίου και Χριστοδούλου 1990), που θεωρείται και
αποτελεσματικότερη, η μερική του πρώτου ημίσεως της νύχτας, η μερική του δευτέρου
ημίσεως της νύχτας και η στέρηση του REM ύπνου (που απαιτεί οργανωμένο εργαστήριο
ύπνου). Υπάρχουν ενδείξεις ότι η αγρύπνια κατά το δεύτερο ήμισυ της νύχτας, οπότε
κυριαρχεί ο REM ύπνος, έχει ιδιαίτερη αντικαταθλιπτική σημασία. Ο αριθμός των
απαιτούμενων συνεδριών δεν έχει τεκμηριωθεί, αλλά συνηθέστερη πρακτική είναι δύο
συνεδρίες εβδομαδιαίως μέχρι την εμφάνιση θεραπευτικού αποτελέσματος, το οποίο
αναμένεται το αργότερο σε τέσσερις εβδομάδες. Άλλες καταστάσεις, εκτός από την
κατάθλιψη, για τις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι απαντούν στη θεραπεία στέρησης ύπνου
646

είναι η προεμμηνορρυσιακή δυσθυμία, καθώς και η διαφοροδιάγνωση της καταθλιπτικής


ψευδοάνοιας από τη γεροντική ή προγεροντική άνοια με κατάθλιψη (Leibenluft and Wehr
1992). Με την στέρηση ύπνου η καταθλιπτική ψευδοάνοια θα βελτιωθεί ενώ η γεροντική
άνοια θα επιδεινωθεί.
Το θεραπευτικό αποτέλεσμα συνήθως είναι μικρής διάρκειας, μερικών το πολύ
ημερών, και αυτό αποτρέπει τους ασθενείς από το να επαναλάβουν τη διαδικασία. Οι μισοί
από τους υποβαλλόμενους στη θεραπεία αυτή ανταποκρίνονται θετικά (Παπαδημητρίου και
Χριστοδούλου 1990, Giedke 2002). Είναι καλύτερο το αποτέλεσμα όταν η στέρηση ύπνου
συνδυάζεται με την έκθεση του ασθενούς σε λαμπρό φωτισμό κατά τις πρώτες πρωινές ώρες
και με φαρμακευτική αντικαταθλιπτική αγωγή. Ασθενείς με μεγάλη ημερήσια διακύμανση του
συναισθήματος απαντούν καλύτερα στη θεραπεία υπνικής στέρησης (Haug 1992). Οι
παρενέργειες δεν είναι σημαντικές, αλλά έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις πρόκλησης οξέων
ψυχωσικών επεισοδίων σε καταθλιπτικούς που υποβλήθηκαν σε στέρηση ύπνου.

Ηλεκτροσπασμοθεραπεία (Electro Convulsive Treatment, ECT). Η


ηλεκτροσπασμοθεραπεία επιτελείται με ηλεκτρική πρόκληση σειράς γενικευμένων
επιληπτικών κρίσεων, με σκοπό να επιτευχθεί υποχώρηση ορισμένων ψυχιατρικών
διαταραχών (Ottoson 1985, Παπαδημητρίου και Παπακώστας 1992). Παρά τις ισχυρές
επιθέσεις που έχει δεχθεί, συνεχίζει να χρησιμοποιείται, αν και σε αρκετά μετριασμένο
επίπεδο. Ήταν πάντοτε μια αμφισβητούμενη θεραπευτική μέθοδος, κυρίως από την πλευρά
του εξωιατρικού κόσμου, λόγω του αστήρικτου φόβου ότι προκαλεί εγκεφαλικές βλάβες.
Είναι γνωστή η χρησιμοποίηση κατά την αρχαιότητα ηλεκτρικών χελιών της οικογένειας
Electrophorus Electricus για θεραπευτικούς σκοπούς (κεφαλαλγίες, κατοχή από κακά
πνεύματα κ.λπ.). Η σύγχρονη ιστορία της ηλεκτροσπασμοθεραπείας αρχίζει από τη μάλλον
λανθασμένη παρατήρηση ότι η σχιζοφρένεια και η επιληψία είναι νόσοι ανταγωνιστικές, η
οποία οδήγησε τον Ούγγρο ψυχίατρο Laslo Meduna το 1934 στην εφαρμογή επιληπτικών
σπασμών για τη θεραπεία της σχιζοφρένειας με τη χρησιμοποίηση μετραζόλης (Meduna
1938). Λίγο αργότερα οι Cerleti και Bini (1938) χρησιμοποίησαν το ηλεκτρικό ρεύμα για την
πρόκληση σπασμών. Στην αρχική μορφή της συχνά προκαλούσε μεγάλους
καταγματογόνους σπασμούς και τα θανατηφόρα συμβάματα δεν ήσαν σπάνια. Σήμερα
γίνεται υπό γενική αναισθησία, οξυγόνωση, με χρήση μυοχαλαρωτικών φαρμάκων και την
πρόκληση μικρής διάρκειας επιληπτικής κρίσεως, βελτιώσεις που έχουν αυξήσει
σημαντικότατα την ασφάλειά της. Πολύ γρήγορα μετά την εμφάνισή της στον κατάλογο των
θεραπευτικών μεθόδων υπερεκτιμήθηκε, πήρε διαστάσεις μόδας και θεωρήθηκε θεραπεία
πανάκεια σχεδόν για όλες τις ψυχιατρικές διαταραχές. Ωστόσο με την πάροδο του χρόνου
φάνηκε ότι δεν είναι αποτελεσματική στην περίπτωση της σχιζοφρένειας, στην οποία κυρίως
στόχευε, ούτε στην πληθώρα των άλλων ενδείξεων, έχει όμως αξιοπρόσεκτη θεραπευτική
αξία κυρίως στην ενδογενή ή ψυχωσική μελαγχολία (Kho et al 2003). Εκτός από την
ατεκμηρίωτη ένδειξη για ECT στη σχιζοφρένεια υπάρχουν και άλλες μη τεκμηριωμένες
ενδείξεις της, όπως μανιακό επεισόδιο, ψυχωσική συμπτωματολογία αποδιδόμενη σε
οργανικό ψυχοσύνδρομο, κατατονικές καταστάσεις, κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο,
βαρεία ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Η εφαρμογή ηλεκτροσπασμοθεραπείας σήμερα σε
κάποιες από αυτές τις καταστάσεις δύναται σε ορισμένες περιπτώσεις να θεωρηθεί και
ιατρικό σφάλμα.
Το ECT θα χρησιμοποιηθεί στη μείζονα ή ενδογενή ή ψυχωσική μελαγχολία, όταν
αποτύχουν οι άλλες συμβατικές θεραπευτικές προσπάθειες. Σε επιλεγμένες φαρμακοάντοχες
βαριές μελαγχολίες, όταν η πορεία της νόσου είναι παρατεταμένη και υποτροπιάζουσα, όταν
τα φάρμακα δεν είναι ανεκτά λόγω ανεπιθύμητων παρενεργειών ή όταν το ιστορικό είναι
επιβεβαρυμμένο με ιδέες ή απόπειρες αυτοκτονίας, το ECT μπορεί να δώσει εξαιρετικά
αποτελέσματα. Το ότι έχει ταχύτερο αποτέλεσμα από τα αντικαταθλιπτικά την καθιστά
προτιμητέα μέθοδο σε περιπτώσεις που είναι επειγόντως αναγκαία η ταχεία βελτίωση. Ένας
μικρός αριθμός ασθενών γνωρίζει ότι ωφελείται μόνο με ECT και το απαιτεί. Καλοί
προγνωστικοί δείκτες θετικού αποτελέσματος στην κατάθλιψη είναι η απώλεια βάρους, η
ημερήσια διακύμανση του συναισθήματος και ιδιαίτερα οι υποχονδριακές παραληρητικές
ιδέες. Αλλά και σε περιπτώσεις φτωχού αποτελέσματος, καταθλιπτικοί ασθενείς ανθεκτικοί
647

στο ECT παρουσιάζουν σημαντική βελτίωση αν αμέσως μετά τη λήξη των συνεδριών
υποβληθούν σε επαρκή αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή (Λύκουρας και συν 1992).
Η αποτελεσματικότητα του ECT εξαρτάται από την τοποθέτηση των ηλεκτροδίων, την
ένταση και τη διάρκεια χορήγησης του ηλεκτρικού ρεύματος. Οι παράγοντες αυτοί παίζουν
σημαντικό ρόλο στο μέγεθος και στην ποιότητα της επιληπτικής κρίσεως, η οποία θα πρέπει
να είναι μια πλήρης και γενικευμένη επιληπτική κρίση. Αναγκαία συνθήκη είναι να προηγηθεί
επιληπτογόνος εκφόρτιση διάρκειας τουλάχιστον 1 millisec. Η επιληπτική κρίση στο ECT
αποτελείται από δύο φάσεις, την τονική και την κλονική. Η τονική φάση, διάρκειας 10-20 sec,
χαρακτηρίζεται από συσπάσεις των μυών του προσώπου και της κάτω γνάθου, πελματιαία
έκταση και οξεία υψηλής συχνότητας ΗΕΓραφική δραστηριότητα. Η κλονική φάση διαρκεί
μερικά δευτερόλεπτα και περιλαμβάνει ρυθμικές συσπάσεις και εισβολές πολυατρακτικής
ΗΕΓραφικής δραστηριότητας. Μια αποτελεσματική επιληπτική κρίση πρέπει να διαρκεί
τουλάχιστον 20-25 sec. Αν παρατείνεται, θα τερματιστεί με ενδοφλέβια χορήγηση
διαζεπάμης. Από φαρμακολογική άποψη απαραιτήτως ο ασθενής δεν πρέπει να έχει λάβει
τις προηγούμενες 12-24 ώρες οποιαδήποτε βενζοδιαζεπίνη ή άλλο αντιεπιληπτικό φάρμακο,
διότι αυτό θα δυσχεράνει ή και αποκλείσει την πρόκληση σπασμών. Ο συνολικός αριθμός
των συνεδριών κυμαίνεται μεταξύ 6-12, με συχνότητα 2-3 συνεδριών την εβδομάδα.
Ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, αλλά ανεπαρκώς τεκμηριωμένες, έχουν γίνει
αναφορικώς με την τοποθέτηση των ηλεκτροδίων. Εκτός από την κλασική αμφοτερόπλευρη
τοποθέτηση έχει προταθεί, και χρησιμοποιείται ευρέως, η δεξιά ή αριστερή μονόπλευρη
εφαρμογή, αναλόγως του επικρατούντος ημισφαιρίου. Στο ετερόπλευρο ECT παρατηρούνται
λιγότερες διαταραχές της μνήμης. Η αποτελεσματικότητα (επί δεξιοχείρων) αυξάνεται στο
δεξιό ετερόπλευρο ECT, αλλά στο αμφοτερόπλευρο ακόμη περισσότερο. Αν εφαρμοσθεί
μονόπλευρη εφαρμογή δεξιά σε καταθλιπτικό ασθενή, η κατάστασή του θα βελτιωθεί. Αν
εφαρμοσθεί αριστερά, θα χειροτερεύσει. Αντίθετα, στη μανία η εφαρμογή των ηλεκτροδίων
αριστερά οδηγεί σε βελτίωση, ενώ η εφαρμογή τους δεξιά οδηγεί σε επιδείνωση.
Συχνές παρενέργειες είναι η κεφαλαλγία, η ναυτία, ο έμετος, η ζάλη, η κόπωση, η
αϋπνία και η ανορεξία, οι μυαλγίες ή ακόμη οι καταστροφές στα δόντια, αν δεν ληφθούν με
σχολαστικότητα τα σωστά προληπτικά μέτρα. Σοβαρότερη παρενέργεια του ECT είναι η
μνημονική δυσλειτουργία και ακόμη, αλλά πολύ λιγότερο συχνά, παρατεταμένοι σπασμοί
(status epilepticus), καρδιαγγειακή δυσλειτουργία, παρατεταμένη άπνοια και εμφάνιση
μανιακής συμπτωματολογίας. Η συχνότητα θανάτου είναι στο επίπεδο 1-2:10.000 ασθενείς
και εμφανίζεται στη διάρκεια των σπασμών ή αμέσως μετά. Η διαταραχή της μνήμης δεν
πρέπει να υποτιμάται, διότι μεγάλος αριθμός ασθενών, περίπου 30%, υποφέρει από αυτήν
για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρά την εντύπωση των ιατρών ότι είναι μικρής σοβαρότητας
και παροδική (Rose et al 2003). Η χορήγηση βιταμίνης Β1 (θειαμίνης) σε υψηλές δόσεις είναι
χρήσιμη στην αντιμετώπιση των άμεσων νοητικών διαταραχών μετά την εκάστοτε συνεδρία.
Στις αντενδείξεις περιλαμβάνονται καταστάσεις που αυξάνουν την ενδοκράνια πίεση (π.χ.
όγκοι εγκεφάλου ή ενδοεγκεφαλική αιμορραγία), έμφραγμα του μυοκαρδίου, αγγειακά
ανευρύσματα ή δυσπλασίες, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, φαιοχρωμοκύττωμα,
υπέρταση, ταχυαρρυθμία. Τα δύο τελευταία απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, επειδή κατά τη
διάρκεια του ECT η αρτηριακή πίεση αυξάνεται κατακόρυφα.
Το θεραπευτικό αποτέλεσμα φθάνει μέχρι και το 50% των ασθενών, αλλά θα πρέπει να
σημειωθεί ότι τα καλά αποτελέσματα δεν διατηρούνται στον μεγαλύτερο αριθμό αυτών που
βελτιώθηκαν. Περίπου οι μισοί από τους ασθενείς που απάντησαν θετικά υποτροπιάζουν
μετά από 2-3 εβδομάδες. Έτσι το ότι η ενδογενής ή ψυχωσική μελαγχολία είναι βασική
ένδειξη για ECT δεν αποτελεί και εγγύηση αποτελεσματικότητας (The UK ECT Review Group
2003). Ο τρόπος δράσης του ECT αποτελεί μυστήριο. Μαζική εκφόρτιση ηλεκτρικού
ρεύματος που προκαλείται από το ECT σε ευρύτατες περιοχές του εγκεφάλου έχει
αναπόφευκτη επίδραση σε πλείστες λειτουργίες, ενεργοποίηση του περιφερικού ΝΣ,
απελευθέρωση ορμονών από τους ενδοκρινείς αδένες με σημαντικές σωματοφυσιολογικές
και ψυχοφυσιολογικές επιπτώσεις. Αλλά ποιες είναι αυτές οι μεταβολές που προκαλούν το
αντικαταθλιπτικό αποτέλεσμα; Άγνωστο. Αρκετές ερμηνείες έχουν προταθεί, όπως
απελευθέρωση στον υποθάλαμο ενδορφινών, μεγάλη αύξηση της προλακτίνης και TRH,
επίδραση στο νοραδρενεργικό, χολινεργικό, ντοπαμινεργικό και σεροτονινεργικό σύστημα,
648

εμπλοκή του GABA συστήματος, αύξηση της ροής του αίματος στον εγκέφαλο κ.λπ. Έχει
ακόμη υποστηριχθεί ότι το ECT αυξάνει τις πιθανότητες νευρογένεσης στην περιοχή του
ιπποκάμπου ο οποίος πλήττεται περισσότερο από κάθε άλλη εγκεφαλική δομή κατά την
κατάθλιψη (Altar et al 2004).

Ψυχοχειρουργική. Το ότι εγκεφαλικά τραύματα, ιδιαίτερα στους μετωπιαίους λοβούς, είναι


δυνατόν να προκαλέσουν σοβαρές μεταβολές στην προσωπικότητα και στη συμπεριφορά,
ήταν γνωστό από παλιά· στη βιβλιογραφία υπήρχε πληθώρα αναφορών ήδη από τον 19ο
αιώνα, αλλά ο αριθμός των περιπτώσεων και των σχετικών δημοσιεύσεων εκτοξεύτηκε στα
ύψη κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (Swayze 2nd 1995, Γεωργακούλιας
και συν 2001). Η ψυχοχειρουργική προστέθηκε στις θεραπευτικές μεθόδους της ψυχιατρικής
από τον διάσημο –λόγω του ότι εφάρμοσε πρώτος την αγγειογραφία του εγκεφάλου κατά τη
δεκαετία του ’30– Πορτογάλο Egar Moniz, ο οποίος έλαβε βραβείο Nobel. Η εφαρμογή της
πήρε μεγάλες διαστάσεις κατά τις δεκαετίες του ’40 και του ’50, κυρίως στις ΗΠΑ, όπου η
πλειονότητα των χειρουργουμένων ήσαν σχιζοφρενείς και για τους οποίους η επέμβαση αυτή
θεωρήθηκε ύστατο μέτρο θεραπείας (Pressman 1998). Η καταδίωξη αυτών των ασθενών
τερματίσθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 (αφού λοβοτομήθηκαν αρκετές δεκάδες
χιλιάδες), διότι η έλλειψη στοιχειώδους ανθρωπισμού και ιατρικής φρονήσεως στη χρήση
αυτής της μεθόδου προκάλεσε τη γενική κατακραυγή, με αποτέλεσμα τη μείωση του αριθμού
τέτοιων επεμβάσεων. Σημαντική συμβολή σε αυτό είχαν η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, που
τότε άρχισε να κυριαρχεί στην αμερικανική ψυχιατρική υποσκελίζοντας άκριτα άλλες
θεραπευτικές προσεγγίσεις, και η ανακάλυψη των νευροληπτικών στην Ευρώπη. Κατά τις
δεκαετίες 1950-60, η διάδοση της ψυχοχειρουργικής και σε άλλες εκτός της σχιζοφρένειας
νοσολογικές οντότητες οδήγησε σε πρωτοβουλίες για «βιολογική θεραπεία» της
επιθετικότητας, της βίαιης συμπεριφοράς ή της λεγόμενης υπερκινητικότητας των παιδιών.
Εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες, παιδιά κάτω των 12 ετών, πολλά από τα οποία και κάτω των
5 ετών, υπέστησαν λοβοτομές για να «θεραπευθεί» συμπεριφορά ανυπακοής ή βιαιότητας
με απελπιστικά αποτελέσματα και ολέθριες επιπτώσεις στη νοηματικότητα και τον ψυχισμό
των δύσμοιρων παιδιών. Η βιβλιογραφία είναι πλούσια από περιγραφές αφελών, στην
καλύτερη περίπτωση, νευροχειρουργών που νόμιζαν ότι έκαναν θαύματα με τη λευκοτομή
παλαιότερα και με τη στερεοτακτική διατομή της μετωποθαλαμικής οδού αργότερα. Στη
Σοβιετική Ένωση είχε απαγορευθεί η ψυχοχειρουργική από το 1950 με το αιτιολογικό ότι η
αντίληψη περί της δυνατότητας βελτίωσης της ζωής του ανθρώπου με πρόκληση βλάβης
στον εγκέφαλό του είναι πεπλανημένη και με συμπληρωματικό επιχείρημα την παβλωφική
άποψη ότι ο εγκέφαλος είναι ολοκληρωμένο λειτουργικό σύστημα.

Οι ψυχοχειρουργικές τεχνικές εστιάζονται σε περιοχές του κυκλώματος Papez, όπως


προσθία εκτομή της έλικος του προσαγωγίου, διατομή μετωποδρεπανοειδών συνδέσεων ή
μονόπλευρη αφαίρεση του κροταφικού λοβού. Οι αρχικές ευρείας βλάβης τεχνικές έχουν
αντικατασταθεί από λεπτότερες διά των οποίων προκαλείται αυστηρά συγκεκριμένη βλάβη
με πιθανότητα εκτροπής μικρότερη του 1 mm, π.χ. στερεοτακτική λευκοτομή στην περιοχή
του δρεπανοειδούς συστήματος, αμυγδαλεκτομή ή υποθαλαμεκτομή. Οι οπαδοί της μεθόδου
(Kelly 1976) υποστηρίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο μειώνεται στο μηδέν ο κίνδυνος θανάτου
και ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι εμφανίσεως επιληπτικών κρίσεων. Οι άμεσες
μετεγχειρητικές επιπλοκές, όπως αστοχία ως προς το σημείο του εγκεφάλου το οποίο
έπρεπε να χειρουργηθεί, υψηλή θνητότητα (μέχρι και 18% έχει αναφερθεί), επιληπτικές
κρίσεις, αυτοκτονίες σε υψηλό ποσοστό (9%), δυσλειτουργία των μετωπιαίων λοβών με
απάθεια, συναισθηματική αμβλύτητα, μείωση της κριτικής ικανότητας, έλλειψη πρωτοβουλίας
(μετωπιαίο σύνδρομο), κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν οπωσδήποτε μειωθεί σε κάποιο
βαθμό λόγω εφαρμογής και βελτιωμένων τεχνικών, όπως η θερμική εκτομή της κάψας, η
εκτομή της κάψας με gamma knife (Kihlstrom et al 1997) κ.λπ. Ενδιαφέρον και επικίνδυνο
μετεγχειρητικό φαινόμενο είναι η συνέχιση και διεύρυνση της αρχικής χειρουργικής βλάβης
με την πάροδο του χρόνου.
649

Ως κυριότερες ενδείξεις εφαρμογής της ψυχοχειρουργικής έχουν κατά καιρούς προταθεί


διάφορες βαρείες και ανθεκτικές σε άλλες θεραπείες ψυχιατρικές καταστάσεις, όπως η
σχιζοφρένεια, η βαριά ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση (Mindus 1992), η εξουθενωτική
αγχώδης διαταραχή, η παρατεταμένη κατάθλιψη, ορισμένες επιληψίες, κάποιες διαταραχές
της συμπεριφοράς κατά την παιδική και εφηβική ηλικία κ.λπ. Το θεραπευτικό αποτέλεσμα ως
προς τη στοχευόμενη ψυχοπαθολογία είναι αμφίβολο έως αποκαρδιωτικό, αλλά και το
κόστος ως προς τις συνέπειες τεράστιο, με μεγάλες απώλειες στη δομή της προσωπικότητας
και του ψυχισμού του ασθενούς. Σήμερα οι περισσότερες παραπομπές αφορούν τη
βαρύτατη μορφή ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής και έχουν αναφερθεί κάποιες επιτυχίες.

Εν τω βάθει Εγκεφαλική Διέγερση (Deep Brain Stimulation). Είναι μέθοδος που επιτρέπει
την πρόσβαση σε υποφλοιώδεις περιοχές, πρόσβαση η οποία καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο
είναι επικίνδυνη. Συνίσταται στην εμφύτευση, με σύγχρονες στερεοτακτικές μεθόδους
(νευροαπεικόνιση, λειτουργική χαρτογράφηση, υπολογιστική πλοήγηση), ηλεκτροδίου σε
επιλεγμένες θαλαμικές και περιθαλαμικές περιοχές, την έλικα του προσαγωγίου, την ωχρά
σφαίρα, την περιοχή Α25 του ιπποκάμπου. Το ηλεκτρόδιο μέσω καλωδίου συνδέεται με
παλμική γεννήτρια η οποία έχει χειρουργικώς εμφυτευθεί κάτω από το δέρμα στο στήθος του
ασθενούς και δύναται να αποστείλει ηλεκτρικό ρεύμα διεγείροντας αυτές τις περιοχές. Η
συχνότητα, η ένταση, και το παλμικό εύρος της διέγερσης προγραμματίζονται στο πλαίσιο
ορίων ασφαλείας από τον ιατρό, αλλά και ο ασθενής δύναται να τροποποιήσει τις
παραμέτρους. Χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της νόσου του Parkinson και άλλων
νευρολογικών διαταραχών. Ως παρενέργειες έχουν αναφερθεί αιμορραγία ή φλεγμονή,
δυσλειτουργία ή αποκόλληση των ηλεκτροδίων, επιληπτικές κρίσεις, παραισθησίες στο
κεφάλι και στα χέρια, πάρεση άκρου, δυσαρθρία και κατάθλιψη. Σποραδικές ανακοινώσεις,
όχι περισσότερες από τριάντα σε ολόκληρο τον πλανήτη, αναφέρονται στην ψυχιατρική
χρήση αυτής της ανατριχιαστικής μεθόδου σε περιπτώσεις βαρείας καταθλίψεως και
ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής που δεν απαντούσαν σε συμβατικά θεραπευτικά σχήματα.
Τα αποτελέσματα που έχουν ανακοινωθεί επιτρέπουν κάποια αισιοδοξία, αλλά απαιτείται
μεγάλος αριθμός ασθενών και καλά μεθοδευμένες μελέτες ώστε να καταδειχτεί ο βαθμός
αποτελεσματικότητάς της (Mogilner and Rezaih 2004).

Διέγερση του Πνευμονογαστρικού (Vagus Nerve Stimulation). Το παρασυμπαθητικό είναι


ένα μεικτό νεύρο με 80% κεντρομόλες ίνες και 20% φυγόκεντρες. Οι κεντρομόλες
(αισθητικές) ίνες καταλήγουν στον πυρήνα της μονήρους δεσμίδος (tractus solitarius), ο
οποίος συνδέεται με άλλες περιοχές, όπως οι πυρήνες της ραφής και ο υπομέλας τόπος (lo-
cus coeruleous), οι αμυγδαλοειδείς πυρήνες, ο υποθάλαμος, περιοχές με έντονη
νοραδρενεργική και σεροτονινεργική δραστηριότητα. Έτσι εξηγείται η αντικαταθλιπτική δράση
της μεθόδου. Η διέγερση του παρασυμπαθητικού για την αντιμετώπιση φαρμακοάντοχων
επιληπτικών καταστάσεων χρησιμοποιείται από τη δεκαετία του ’90, αλλά άρχισε να
χρησιμοποιείται και στις καταθλίψεις, επειδή παρατηρήθηκε ότι προκαλεί και σημαντική
βελτίωση της συναισθηματικής καταστάσεως. Η τεχνική της συνίσταται στη χειρουργική
εφαρμογή, στην αυχενική μοίρα του αριστερού πνευμονογαστρικού νεύρου, ηλεκτροδίου
συνδεόμενου με συσκευή-διεγέρτη, η οποία εμφυτεύεται υποδορίως στο στήθος του
ασθενούς και προγραμματίζεται έτσι ώστε να κάνει παλμικές εκφορτίσεις στο
πνευμονογαστρικό επιλεγόμενης έντασης και συχνότητας. Θεωρείται και αυτή ύστατο
θεραπευτικό μέσο (last resort treatment) και συνιστάται στις βαρύτατες ανθεκτικές
καταθλίψεις. Ίσως είναι δύσκολο για έναν καταθλιπτικό ασθενή να ανεχθεί μια τέτοια
θεραπεία. Ωστόσο υπάρχουν λίγες αναφορές ανοικτών μελετών που δείχνουν κάποια
υπεροχή της μεθόδου σε σχέση με εικονικές θεραπείες (Matthews and Eljamel 2003) σε ένα
ποσοστό γύρω στο 15%-30% των ασθενών. Παρενέργειες περιλαμβάνουν χειρουργική
βλάβη ή φλεγμονή του νεύρου, άλγος, δυσφορία, κεφαλαλγία, πόνους στον θώρακα, στον
φάρυγγα, στα δόντια, βραχνάδα ή αλλοιώσεις –ακόμη και απώλεια– της φωνής,
δυσκαταποσία.
650

Διακρανιακή Μαγνητική Διέγερση (TMS-Transcranial Magnetic Stimulation). Η μέθοδος


αυτή (George et al 1996) συνίσταται στην εφαρμογή στο δέρμα του κρανίου ενός μικρού
αλλά πανίσχυρου μαγνήτη ο οποίος με ταχέως εναλλασσόμενο (παλμικό) μαγνητικό πεδίο
αλλάζει τη ροή του ηλεκτρικού ρεύματος του εγκεφάλου μέχρι βάθους 2cm και επιδρά στη
φαιά ουσία. Η διαδικασία αυτή είναι δυνατόν προσωρινά να διεγείρει ή να καταστείλει
ορισμένες εγκεφαλικές περιοχές. Ερεθισμός του κινητικού φλοιού είναι δυνατόν να
προκαλέσει μυϊκές συσπάσεις ή να εμποδίσει μια κίνηση, ερεθισμός του ηνιακού φλοιού θα
προκαλέσει παροδικά φωσφένια (μετεικάσματα) ή σκοτώματα. Η μεταβολή της λειτουργίας
του εγκεφάλου συνεχίζεται και μετά τη διακοπή της διέγερσης, προσφέροντας έτσι
θεραπευτικές δυνατότητες. Ένας τυπικός θεραπευτικός κύκλος περιλαμβάνει καθημερινές
20λεπτες συνεδρίες για διάστημα 2-3 εβδομάδων. Δεν απαιτεί αναισθησία. Προκαλείται
ερεθισμός του αριστερού ραχιαιπλάγιου προμετωπιαίου φλοιού, συνήθως από
επαναλαμβανόμενους μαγνητικούς παλμούς κατά τακτά χρονικά διαστήματα (repetitive-
Transcranial Magnetic Stimulation, rTMS). Η αποτελεσματικότητά της στην ανθεκτική
κατάθλιψη είναι αμφιλεγόμενη. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι έχει την ίδια αποτελεσματικότητα
με το ECT (Janicak et al 2002). Τα συνολικά στοιχεία ωστόσο υποδεικνύουν ότι οι μέχρι
τώρα μελέτες δεν έδωσαν την απαιτούμενη τεκμηρίωση για τη χρησιμοποίηση του TMS ως
θεραπευτικού μέσου στην κατάθλιψη (Simons and Dierick 2005). Στις παρενέργειες
περιλαμβάνονται επιληπτικές κρίσεις. Έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις εκδηλώσεως
μανιακών επεισοδίων σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε αυτήν τη θεραπεία (Sakkas et al
2003).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΑΡΤΖΟΠΟΥΛΟΣ Ι, ΜΠΑΖΑΝΗΣ Ε, ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΑΚΗΣ Μ, ΜΙΧΕΛΑΚΟΥ Κ, ΤΖΕΜΠΕΛΙΚΟΣ Ε. (1995).
Φωτοθεραπεία σε δύο περιπτώσεις εποχιακής κατάθλιψης. Ψυχιατρική 6:149-153.
ΓΕΩΡΓΑΚΟΥΛΙΑΣ Ν, ΛΑΓΙΟΥ Κ, ΣΥΓΚΟΥΝΑΣ Ε, ΣΑΚΚΑΣ Δ. (2001). Νευροχειρουργική θεραπεία ψυχιατρικών
παθήσεων. Ελληνική Νευροχειρουργική 8:13-21.
ΛΥΚΟΥΡΑΣ Λ, ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗΣ Α, ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ Γ, ΣΤΕΦΑΝΗΣ Κ. (1992). Η απάντηση στην φαρμακευτική
αγωγή ασθενών ανθεκτικών στην ηλεκτροσπασμοθεραπεία. Ψυχιατρική 3:40-46.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΝ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΝ. (1990). Θεραπευτική εφαρμογή της στέρησης ύπνου στην
μελαγχολία. Ψυχιατρική 1:289-294.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΝ. (1992). Σύγχρονη εφαρμογή της ηλεκτροσπασμοθεραπείας. Ψυχιατρική 3:25-33.

ALTAR CA, LAENG P, et al. (2004). Electroconvulsive seizures regulate gene expression of distinct neurotrophic
signaling pathways. J Neurosci 24:2667-2677.
CERLETI U, BINI L. (1938). L’ electroshock. Arch Gen Neurol Psychiat Psychoanal, 19:266-268.
GEORGE MS, WASSERMANN EM, POST PM. (1997). Transcranial magnetic stimulation: a neuropsychiatric tool
for the 21st century. J Neuropsychiatry Clin Neurosci 8:373-382.
GIEDKE H. (2002). The usefulness of therapeutic sleep deprivation in depression. Journal of affective Disorders
78:85-86.
HAUG HJ. (1992). Prediction of sleep deprivation outcome by diurnal variation mood. Biol. Psychiatry, 31:271-
278.
JANICAK PG, DOWD SM, MARTIS B, et al. (2002). Repetitive Transcranial Magnetic Stimulation versus Elec-
troconvulsive Therapy for Major Depression: Preliminary results of a Randomized Trial. Biol Psychiatry 51:659-
667.
KELLY D. (1976). Psychosurgery in the 70’s. Br. J. Hosp. Med. 165-174.
KHO KH, VREESWIJK MF, SIMPSON S, ZWINDERMAN AH. (2003). A Meta-Analysis of Electroconvulsive
Therapy Efficacy in Depression. The Journal of ECT, 19:139-147.
KIHLSTROM L, et al. (1997). Radiosurgical lesions in the normal human brain 17 years after gamma knife cap-
sulotomy. Neurosurgery 41:396-401.
KRIPKE DF. (1997). Light treatment for nonseasonal depression: speed, efficacy, and combined treatment. Jour-
nal of Affective Disorders 49:109-117.
LEIBENFLUT E, WEHR TA. (1992). Is sleep deprivation useful in the treatment of depression? Am. J. Psychiatry,
149:159-168.
MATTHEWS K, ELJAMEL MS. (2003). Vagus nerve stimulation and refractory depression. Please can you
switch me doctor? Br J Psychiatry 183:181-183. του πνευμονογαστρικού
MISHIMA K, et al. (1993). Morning bright light for sleep and behavior disorders in elderly patients with dementia.
Acta Psych Scand 89:1-7
MEDUNA L. von (1938). General discussion of cardiazol therapy. American Journal of Psychiatry 94 (supp.):40-
50.
MINDUS P. (1992). Neurosurgical treatment of malignant obsessive-compulsive disorder. Psychiatr. Clin. North
Am. 15:921-938.
651

MOGILNER AY, REZAIH AR. (2004). Brain stimulation: current clinical indications and future prospects.
Suppl Clin Neurophysiol.57:721-32. Review.
OTTOSSON O. (1985). Use and Misuse of electroconvulsive treatment. Biol Psychiatry 20:933-946.
PRESSMAN DJ. (1998). Last Resort: Psychosurgery and the Limits of Medicine. Cambridge University Press.
ROSE D, et al. (2003). Patient’s perspectives on electroconvulsive therapy: systematic review. British Medical
Journal 326:1363
SAKKAS P, MIHALOPOULOU P, MOURTZOUHOU P, et al. (2003). Induction of mania by rTMS: report of two
cases. Eur Psychiatry 18(4):196-8.
SCHULTE W. (1966). Kombinierte psycho- und pharmakotherapie bei Melancholien. In: Kranz H, Petrilowitsch N
(Eds), Probleme der pharmakopsychiatrischen Kombinations- und Langzeitbehandlung. Karger, Basel, pp150-
169.
SIMONS W, DIERICK M. (2005). Transcranial magnetic stimulation as a therapeutic tool in psychiatry.
World J Biol Psychiatry. 6(1):6-25.
SWAYZE VW 2nd (1995). Frontal leukotomy and related psychosurgical procedures in the era before antipsychot-
ics (1935-1954): A Historical overview. Am J Psychiatry 152:505-515.
The UK ECT Review Group. (2003). Electroconvulsive therapy: systematic review and meta-analysis of efficacy
and safety in depressive disorders. Lancet 361:799-808.

76. ΨΥΧΟΔΡΑΣΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ

Τα ψυχοδραστικά φάρμακα επιδρούν σε νευρωνικούς μηχανισμούς που συνδέονται κυρίως


με τα συναισθήματα, την ψυχοκινητική έκφραση και την συμπεριφορά. Ασκούν όμως
εκτεταμένη επίδραση όχι μόνο σε αυτά αλλά και στην αντίληψη, στις νοητικές διεργασίες,
στον χαρακτήρα και στις παρορμήσεις. Τα φάρμακα με ψυχοτρόπο δράση αποτελούν μια
652

ευρύτατη κατηγορία που εκτείνεται πολύ πέραν των ορίων των κλασικών ψυχοφαρμάκων.
Τα αντιβιοτικά, για παράδειγμα, ενδεχομένως επιδρούν δυσμενώς στις λειτουργίες της
μνήμης, ενώ τα αντιυπερτασικά επιβαρύνουν το συναίσθημα και τη σεξουαλική επιθυμία.
Από τα σαφώς ψυχοδραστικά φάρμακα στο κεφάλαιο αυτό θα συζητηθούν εκείνα που
χρησιμοποιούνται στην ψυχιατρική θεραπευτική. Η εποχή της σύγχρονης
ψυχοφαρμακολογίας αρχίζει στις αρχές της δεκαετίας του ’50 με την εισαγωγή της
χλωροπρομαζίνης στην αντιμετώπιση συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας. Ωστόσο θα πρέπει
από την αρχή να επισημανθεί ότι όλα τα ψυχοφάρμακα έχουν ως κοινό τρόπο δράσης τη
διαταραχή της φυσιολογικής εγκεφαλικής λειτουργίας. Δεν έχουν ειδική δράση για
συγκεκριμένη νόσο, αλλά δημιουργούν συμπτώματα τα οποία ανταγωνίζονται τα ψυχιατρικά
συμπτώματα, π.χ. καταστολή για την αντιμετώπιση της διέγερσης. Κάθε θεραπεία ισορροπεί
μεταξύ οφέλους και βλάβης. Η βλάβη δεν περιλαμβάνει μόνο τις παρενέργειες του φαρμάκου
αλλά και το κόστος που πρέπει να καταβάλει ο ασθενής και το περιβάλλον του, το οποίο δεν
είναι μόνο οικονομικό.

Παράγοντες που πρέπει να εκτιμώνται κατά την επιλογή ενός ψυχοφαρμάκου είναι η
ασφάλεια, η ανοχή, η αποτελεσματικότητα, η απλότητα στη χρήση και η θετική σχέση
κόστους-αποτελέσματος. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά μιας αποτελεσματικής
ψυχοφαρμακευτικής αγωγής; Έχει περιορισμένους παράγοντες κινδύνου από παρενέργειες.
Συμβάλλει στην πρόληψη των υποτροπών. Διασφαλίζει τη λειτουργικότητα του ασθενούς και
την ποιότητα της ζωής του. Ασκεί αποτελεσματική δράση σε όλο το φάσμα της
συμπτωματολογίας, καθώς και στις ανθεκτικές μορφές της νόσου. Συμβάλλει στην καλύτερη
συμμόρφωση στη θεραπεία.
Ιδανικό ψυχοφάρμακο θα ήταν εκείνο που απορροφάται πλήρως από τον οργανισμό, έχει
υψηλή βιοδιαθεσιμότητα και εξειδικευμένη δράση στον εγκέφαλο, η δοσολογία του σχετίζεται
απολύτως με την αποτελεσματικότητα, δεν συνδέεται με τις πρωτεΐνες του σώματος, δεν
αναστέλλει μεταβολικά ένζυμα, μεταβολίζεται πλήρως χωρίς μεταβολίτες που να
περιπλέκουν τη δράση του, ο χρόνος ημιζωής του είναι ιδανικός για τη χρήση του, είναι
ασφαλές σε περίπτωση υπερδοσολογίας και, τέλος, φθηνό. Τέτοιο φάρμακο δεν υπάρχει.

Ο ιατρός που συνταγογραφεί πρέπει να έχει καθαρή και ρεαλιστική αντίληψη των σχέσεων
μεταξύ οφέλους και βλάβης του φαρμάκου που γράφει και να έχει υπ’ όψιν του μερικές
βασικές προϋποθέσεις για την ορθή χρήση των ψυχοφαρμάκων:
1. Πριν δοθεί ένα ψυχοφάρμακο, πρέπει να τεθεί πλήρης διάγνωση. Είναι εξαιρετικά
δύσκολη η εφαρμογή αυτού του κανόνα και ίσως εδώ βρίσκεται η ρίζα των περισσότερων
θεραπευτικών σφαλμάτων στην ψυχιατρική. Σε πολλές περιπτώσεις η διάγνωση τίθεται
μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα παρακολούθησης, στη διάρκεια της οποίας
οπωσδήποτε απαιτείται φαρμακευτική αγωγή, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μια νοσολογική
οντότητα συνυπάρχει με άλλες ή υπάρχει διαδοχή κλινικών καταστάσεων με την πάροδο
του χρόνου, που και εδώ επιβάλλεται η φαρμακευτική παρέμβαση. Είναι επομένως
λογική η επιλογή της φαρμακευτικής αγωγής σε τέτοιες περιστάσεις, ωστόσο χωρίς να
έχει στη διάθεσή του ο ιατρός μια πλήρη διάγνωση κάθε στιγμή κινδυνεύει να εμπλακεί σε
μια σκοτεινή περιπέτεια.
2. Όταν ο ιατρός γράφει ένα ψυχοφάρμακο, πρέπει να μπορεί να εξηγήσει πλήρως τους
λόγους για τους οποίους το κάνει αυτό. Πιο εύκολα δικαιολογείται η χρησιμοποίηση ενός
ψυχοφαρμάκου για την αντιμετώπιση συμπτωμάτων ή σημείων παρά για την
αντιμετώπιση ψυχιατρικών νόσων. Αν όμως ο ιατρός αντιμετωπίζει μόνο συμπτώματα,
τότε ίσως βρεθεί σε ένα διαγνωστικό και θεραπευτικό λαβύρινθο.
3. Δεν πρέπει να γράφονται εύκολα τα ψυχοφάρμακα. Πολλά ψυχιατρικά συμπτώματα
υποχωρούν χωρίς φαρμακευτική αγωγή, ενώ το κόστος σε παρενέργειες δεν είναι
καθόλου αμελητέο. Η ευκολία και η αφροσύνη με την οποία συνταγογραφήθηκαν οι
βενζοδιαζεπίνες κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 έχει οδηγήσει ένα σημαντικό μέρος
του πληθυσμού των βιομηχανικών χωρών σε εξάρτηση από αυτά τα φάρμακα.
4. Καλό είναι να αποφεύγονται οι συνδυασμοί ψυχοφαρμάκων γιατί στις περισσότερες
περιπτώσεις δεν είναι επαρκώς γνωστές μερικές σημαντικές λεπτομέρειες· π.χ. δεν είναι
653

γνωστό πόσο το ένα φάρμακο α) εμποδίζει την απορρόφηση ενός άλλου, β) του αφαιρεί
τις πρωτεΐνες με τις οποίες συνδέεται, γ) αναχαιτίζει ή ενεργοποιεί μεταβολικά ένζυμα
που αφορούν το άλλο φάρμακο, δ) αυξάνει ή μειώνει τη νεφρική κάθαρση του άλλου
φαρμάκου, ε) παρεμβαίνει στον συναπτικό χώρο όπου δρα το άλλο φάρμακο.
5. Επειδή η συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπεία με ψυχοφάρμακα συνήθως είναι
δύσκολη, θα πρέπει να επιδιώκεται η μικρότερη θεραπευτική δόση, όσο το δυνατό
λιγότερες φορές την ημέρα. Από αυτήν την άποψη ιδανικό ψυχιατρικό φάρμακο θα
μπορούσε να είναι εκείνο που ο άρρωστος το παίρνει μία φορά την ημέρα, ακόμη
καλύτερα μία φορά την εβδομάδα ή και μία φορά τον μήνα.

Φαρμακοκινητική. Η γνώση της φαρμακοκινητικής ενός ψυχοφαρμάκου –η απορρόφηση, η


κατανομή, ο μεταβολισμός και η αποβολή του– είναι απαραίτητη, γιατί μπορεί να δώσει
θεμελιώδεις απαντήσεις στα ερωτήματα που προκύπτουν κατά την πρακτική της χορήγησής
του. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των ανθρώπων όσον αφορά τη φαρμακοκινητική
και την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων που λαμβάνουν, και αυτό ίσως υποδηλώνει τη
συμμετοχή γενετικών παραγόντων στη διαμόρφωση της απάντησης στο φάρμακο
(Παπαδημητρίου 1999). Υπάρχουν διαφορές και μεταξύ των δύο φύλων (Yonkers et al
1992). Νεαρές γυναίκες, π.χ., σε σχέση με νεαρούς άνδρες αντιδρούν καλύτερα στα
αντιψυχωσικά φάρμακα, στις βενζοδιαζεπίνες και στα μη τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και
χρειάζονται μικρότερες δόσεις, αλλά είναι πιο ευάλωτες στην καρδιοτοξικότητα των
νευροληπτικών.
Επίπεδα φαρμάκου στο πλάσμα. Ένα από τα κυριότερα προβλήματα της θεραπείας έγκειται
στο ότι υπάρχει δυσκολία εξεύρεσης της βέλτιστης, δηλαδή της χαμηλότερης
αποτελεσματικής δόσης, που να επιφέρει τη μεγαλύτερη περιστολή των συμπτωμάτων με
ελάχιστες ή καθόλου παρενέργειες. Οι διαφορές μεταξύ ασθενών ως προς την κλινική
απάντηση στη θεραπεία θα πρέπει να σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τα επίπεδα του
φαρμάκου που αναπτύσσονται στο πλάσμα παρά με τη δοσολογία του. Ο χρόνος ημιζωής
των περισσότερων ψυχοφαρμάκων είναι συνήθως μερικές ώρες, ενώ οι συγκεντρώσεις
τους στο πλάσμα είναι δυνατόν να ποικίλλουν μέχρι και 10 φορές από άτομο σε άτομο,
πράγμα που αντανακλά μεγάλες διατομικές διαφορές στη βιοδιαθεσιμότητα και στον
μεταβολισμό τους, που ενδεχομένως οφείλεται σε παραλλαγές των ισοενζύμων του P450
κυττοχρώματος. Η σχέση μεταξύ επιπέδων φαρμάκου στο πλάσμα και θεραπευτικού
αποτελέσματος είναι ασθενής, πράγμα που σημαίνει ότι η παρακολούθηση των επιπέδων
έχει μάλλον μικρή αξία για τον αξιόπιστο καθορισμό της χαμηλότερης θεραπευτικής δόσης.
Ωστόσο μια τέτοια προσέγγιση έχει κάποια χρησιμότητα για τον έλεγχο της μη
συμμόρφωσης στη θεραπεία αλλά και για τον έλεγχο σοβαρών μη αναμενόμενων
ανεπιθύμητων παρενεργειών, για τη μελέτη της αλληλεπίδρασης φαρμάκων, για την
αποφυγή υπερδοσολογίας και για την αποσαφήνιση των αιτίων ανεπαρκούς θεραπευτικού
αποτελέσματος ή μη αποτελεσματικότητας (Baldessarini et al 1988, Van Putten et al 1991).
Υποτίθεται ότι η κατανομή του φαρμάκου από την κυκλοφορία μέχρι τις θέσεις των
υποδοχέων γίνεται ελεύθερα και ότι η συγκέντρωσή του στους υποδοχείς καθορίζει το
κλινικό αποτέλεσμα. Επομένως τα επίπεδά του στο πλάσμα είναι δυνατόν να
συσχετισθούν με την ποσότητά του στον υποδοχέα. Ωστόσο υπάρχουν παράγοντες στον
άξονα αυτής της διαδρομής που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των ψυχοφαρμάκων
και έτσι το αποτέλεσμα ποικίλλει από ασθενή σε ασθενή. Τέτοιοι παράγοντες που
ποικίλλουν από ασθενή σε ασθενή είναι: 1. Η αναλογία του ελεύθερου (μη δεσμευμένου
στις πρωτεΐνες τού πλάσματος) φαρμάκου στο πλάσμα ποικίλλει οδηγώντας σε αποκλίσεις
ως προς τη διαπερατότητα του αιματοεγκεφαλικού φραγμού. 2. Ο βαθμός αποκλεισμού και
η ευαισθησία των υποδοχέων είναι δυνατόν να ποικίλλει από ασθενή σε ασθενή.
Έτσι η εκτίμηση της συγκέντρωσης ενός φαρμάκου στο πλάσμα είναι το πρώτο από
πολλά βήματα που πρέπει να γίνουν προς την κατεύθυνση της κατανόησης του
αντιψυχωτικού αποτελέσματός του. Η αλοπεριδόλη είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, και ως
παράδειγμα, για την κατανόηση των επιπέδων φαρμάκου στο πλάσμα λόγω του απλού
μεταβολισμού της και της αξιοπιστίας των δειγμάτων. Δεν έχει ωστόσο βρεθεί σαφής
σχέση, και τα ευρήματα που έχουν δημοσιευθεί είναι αντικρουόμενα. Από το σύνολο των
654

δημοσιεύσεων προκύπτει ότι η σχέση ή είναι αρνητική (αυξάνεται η δόση – μειώνεται το


αποτέλεσμα) ή είναι curvilinear (το ονομαζόμενο θεραπευτικό παράθυρο) (Kirch et al 1988,
Kelly et al 1990). Οι περισσότερες μελέτες υποστηρίζουν το φαινόμενο του θεραπευτικού
παραθύρου και δείχνουν ότι το μέγιστο θεραπευτικό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με
συγκεντρώσεις στο πλάσμα της τάξεως των 5 ng/ml έως και 20 ng/ml αλοπεριδόλης και ότι
πέραν αυτών των συγκεντρώσεων δεν υπάρχει αποτέλεσμα. Αντιθέτως αυξάνουν κατά
πολύ οι ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου. Από την άλλη μεριά όμως μέχρι και 25%
των ασθενών δεν ανταποκρίνονται σε αυτές τις συγκεντρώσεις.
Απορρόφηση του φαρμάκου. Τα ψυχοφάρμακα γενικώς απορροφώνται καλά από το έντερο.
Παράγοντες που εμποδίζουν την απορρόφηση είναι η κατάσταση της γαστρεντερικής οδού
και η παρουσία φαρμάκων που μειώνουν την κινητικότητα του εντέρου, όπως τα
αντιχολινεργικά, τα αντιόξινα κ.λπ.
Κατανομή στο σώμα. Μετά την απορρόφηση τα περισσότερα ψυχοφάρμακα ταχέως
κατανέμονται στους ιστούς του σώματος. Κατά 90% δεσμεύονται σε πρωτεΐνες του
πλάσματος και λόγω της λιποδιαλυτότητάς τους θα διαπεράσουν τον αιματοεγκεφαλικό
φραγμό και θα φθάσουν στον εγκέφαλο. Ωστόσο οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις τους δεν
βρίσκονται στον εγκέφαλο αλλά στους πνεύμονες, στο ήπαρ και στους αδένες.
Μεταβολισμός και απέκκριση. Τα ψυχοφάρμακα γενικώς, με λίγες εξαιρέσεις, έχουν
εκτεταμένο μεταβολισμό, που καταλήγει σε μεγάλο αριθμό, μερικές φορές της τάξεως των
δεκάδων, ενεργών και ανενεργών μεταβολιτών. Αν οι μεταβολίτες προκαλούν κλινικά
αποτελέσματα, ενδεχομένως να περιπλέκουν τη σχέση «επίπεδα στο πλάσμα και κλινική
απάντηση», ιδιαίτερα όταν δεν είναι πλήρως γνωστοί. Η απέκκρισή τους εξαρτάται από τη
μετατροπή τους σε υδατοδιαλυτές ουσίες. Απεκκρίνονται από τα ούρα και τα κόπρανα, στα
οποία είναι δυνατόν να ανιχνευθούν μέχρι και μερικές εβδομάδες μετά την τελευταία λήψη.
Ο μεταβολισμός των ψυχοφαρμάκων, ιδίως εκείνων που λαμβάνονται από στόμα, είναι
δυνατόν να φθάσει μέχρι του σημείου να τα απενεργοποιήσει. Επαγωγή ενζύμων και
ανώμαλες οδοί μεταβολισμού του φαρμάκου είναι παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν
τον μεταβολισμό του προς αυτήν την κατεύθυνση. Γύρω στο 5%-10% των ανθρώπων δεν
μεταβολίζουν σωστά τα ψυχοφάρμακα και οι διαφορές μεταξύ λευκών, νέγρων και
Μογγόλων μπορεί να είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές.
Τα ισοένζυμα του P450 κυττοχρώματος εδράζονται στο ενδοπλασμικό δίκτυο των
ηπατοκυττάρων. Είναι μια οικογένεια περισσοτέρων από 30 ενζύμων τα οποία εμπλέκονται
στον οξειδωτικό μεταβολισμό ποικίλων φαρμάκων και ενδογενών ουσιών. Η πλειονότητα
των ψυχοφαρμάκων είτε μεταβολίζονται από αυτά τα ισοένζυμα είτε αναστέλλουν σε
ποικίλους βαθμούς ένα ή περισσότερα (Nemerof et al 1996, Παπαδημητρίου 1999),
ιδιαίτερα το CΥP-2D6. Είναι επομένως σαφές ότι η γνώση των αναστολέων των
ισοενζύμων του P450 κυττοχρώματος βοηθάει στην πρόβλεψη κλινικώς σημαντικών
φαρμακευτικών αλληλεπιδράσεων. Άλλα φάρμακα επάγουν το Ρ450 κυτόχρωμα (π.χ.
καρβαμαζεπίνη) και άλλα το αναστέλλουν (π.χ. παροξετίνη, φλουοξετίνη). Η
καρβαμαζεπίνη κατεβάζει τα επίπεδα της ολανζαπίνης και κλοζαπίνης και επιταχύνει τον
μεταβολισμό της ρισπεριδόνης, ενώ η φλουοξετίνη αυξάνει τη βιοδιαθεσιμότητα της
ολανζαπίνης και κλοζαπίνης. Η σιμετιδίνη είναι δυνατόν να αναστείλει τον μεταβολισμό των
αντιψυχωτικών φαρμάκων. Ο κατάλογος είναι μακρύς, συνεχώς ανανεώνεται, και απαιτεί
ιδιαίτερη προσοχή. Ο παρακάτω πίνακας, προφανώς ενδεικτικός, δείχνει ποια φάρμακα
αναστέλλουν ορισμένα ισοένζυμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χλωριμιπραμίνη και η
φλουοξετίνη αναστέλλουν όλα τα αναφερόμενα ισοένζυμα καθιστώντας έτσι τον
συνδυασμό τους με φάρμακα που μεταβολίζονται από αυτά προβληματικό.

Ρ450-1Α2 Ρ450-2C Ρ450-2D6 Ρ450-3A4


Κωδεΐνη + +
655

Αμιτριπτυλίνη + + + +
Καφεΐνη +
Χλωριμιπραμίνη + + + +
Κλοζαπίνη +
Φλουβοξαμίνη +
Αλοπεριδόλη + +
Φαινακετίνη +
Τακρίνη +
Βεραπαμίλη + +
Θεοφυλλίνη +
Σιταλοπράμη +
Διαζεπάμη +
Μοκλοβεμίδη +
Φλουοξετίνη + + + +
Μαπροτιλίνη +
Τολβουταμίδη +
Δεξτρομεθορφάνη + +
Μετοπρολόλη +

Αλληλεπιδράσεις φαρμάκων. Η χρόνια συγχορήγηση άνω των τριών φαρμάκων είναι


συχνό φαινόμενο, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους. Οι επιπτώσεις από τις αλληλεπιδράσεις
συγχορηγούμενων φαρμάκων (αιφνίδιος θάνατος, σπασμοί, διαταραχές του καρδιακού
ρυθμού, σεροτονινεργικό σύνδρομο, κακοήθης υπέρταση, κακόηθες νευροληπτικό
σύνδρομο, ντελίριο, δυσανεξία προς το φάρμακο, επιδείνωση των συμπτωμάτων της νόσου,
εμφάνιση συμπτωμάτων που μιμούνται άλλη διαταραχή, έλλειψη αποτελεσματικότητας τού ή
των φαρμάκων) έχουν τα τελευταία χρόνια δημιουργήσει σοβαρές ανησυχίες (Preskorn
2005). Η οργάνωση συστηματικών μελετών προσκρούει σε ηθικές και δεοντολογικές
απαγορεύσεις και επομένως εκείνο που θα βοηθήσει στην αποσαφήνιση του προβλήματος
είναι κυρίως η εμπειρία και η κλινική παρατήρηση. Όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα
συνταγογραφείται ένα φάρμακο τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες ανίχνευσης παρενεργειών.

Επαρκής δοσολογία. Δεν είναι εύκολο να βρεθεί η χαμηλότερη θεραπευτική δόση, αφού
συνήθως απαιτούνται εβδομάδες για την εμφάνιση του θεραπευτικού αποτελέσματος. Στη
θέση της καταγραφής των επιπέδων του φαρμάκου στο πλάσμα προτιμότερες είναι οι
κλινικές στρατηγικές. Η διακρίβωση της χαμηλότερης θεραπευτικής δόσης σε πάσχοντες από
σχιζοφρένεια, για παράδειγμα, είναι πιο εύκολη ως προς τη διαδικασία. Η καλύτερη
στρατηγική συνίσταται στη σταδιακή μείωση της δοσολογίας του φαρμάκου (π.χ. κατά 1/4 ή
1/6 ανά 12 εβδομάδες), μέχρις ότου εμφανισθούν πρόδρομα φαινόμενα της υποτροπής,
οπότε η δοσολογία τροποποιείται και σταθεροποιείται αναλόγως. Με στενή παρακολούθηση
του ασθενούς και συνεργασία με τους συγγενείς είναι δυνατή η άμεση παρέμβαση για την
αποτροπή της εκδήλωσης συμπτωμάτων επιδείνωσης (Kistrup et al 1991).

Ασφάλεια και παρενέργειες. Οι παρενέργειες από τα ψυχοτρόπα φάρμακα, αναλόγως και


του είδους, προκαλούν δυσφορία στον ασθενή, διαταράσσουν την ομιλία, την εμπλοκή του
σε εργασίες που απαιτούν κινητικές ικανότητες και δυσχεραίνουν τη συμμετοχή του σε
κοινωνικές εκδηλώσεις. Παρεμβαίνουν στη φυσιολογική σεξουαλική ζωή, επιφέρουν απώλεια
γοητείας και μείωση της αυτοεκτίμησης. Επειδή είναι στιγματογόνα συμβάλλουν στην
πρόκληση κοινωνικής απόρριψης και μειώνουν τις πιθανότητες ενσωμάτωσης του ασθενούς
στην κοινότητα. Θα πρέπει επίσης οι παρενέργειες να θεωρηθούν και ως μορφές με τις
οποίες εκδηλώνεται ο χαμηλός βαθμός ασφάλειας του φαρμάκου, ιδιαίτερα μερικές από
αυτές, όπως οι διαταραχές του μεταβολισμού της γλυκόζης και των λιπιδίων, οι σεξουαλικές
δυσλειτουργίες, η οστεοπόρωση και η παράταση του QT διαστήματος στο ΗΚΓ. Δεν έχουν
όλα τα ψυχοφάρμακα τις ίδιες παρενέργειες, ούτε στο ίδιο εύρος. Μερικά δεν απειλούν μόνο
την ποιότητα της ζωής των ασθενών αλλά και την ίδια τους τη ζωή..Σήμερα η επιλογή
φαρμάκου πρέπει να γίνεται σε αυτό το πεδίο, δηλαδή με βάση το προφίλ των παρενεργειών
656

και όχι της αποτελεσματικότητας, αφού λίγο-πολύ η αποτελεσματικότητα είναι γνωστή μέσα
από την καταιγιστική, και ίσως παραπλανητική, προπαγάνδα των φαρμακευτικών εταιρειών.
Ένα φάρμακο ίσως και να μη διαφέρει πολύ από το άλλο της ίδιας κατηγορίας ως προς το
κλινικό αποτέλεσμα, αλλά μπορεί να υπάρχει μεταξύ τους μεγάλη διαφορά ως προς τις
παρενέργειες και την ασφάλεια στη χρήση.

Τρόποι χορήγησης. Η επιλογή τρόπου χορήγησης του φαρμάκου είναι δυνατόν να


συμβάλει σημαντικά στη συμμόρφωση του ασθενούς στη θεραπεία και έτσι έμμεσα να
αυξήσει την αποτελεσματικότητά του. Οι μορφές με τις οποίες κυκλοφορούν τα φάρμακα
ποικίλλουν: από του στόματος, ταχέως ή βραδέως απορροφώμενα δισκία· διαλύματα και
σιρόπια. Τα ενδομυϊκώς χορηγούμενα έχουν το πλεονέκτημα να παρακάμπτουν τόσο το
γαστρεντερικό σύστημα όσο και την πυλαία κυκλοφορία. Διακρίνονται στα βραδείας
απορροφήσεως, όλα νευροληπτικά, τα οποία λειτουργούν με τον μηχανισμό της βραδείας
υδρόλυσης του εστέρος του φαρμάκου, και στα ταχείας απορροφήσεως, οπότε οι ενέσεις
πρέπει να επαναλαμβάνονται σε σύντομα διαστήματα ώστε να διατηρούνται τα επίπεδα στο
πλάσμα. Τα ενδομυϊκώς βραδείας απορροφήσεως χορηγούμενα νευροληπτικά διευκολύνουν
την οργάνωση της θεραπευτικής στρατηγικής των χρόνιων σχιζοφρενών, διότι αυξάνουν τη
συμμόρφωση στη θεραπεία και υπερνικούν τα προβλήματα απορρόφησης και
βιοδιαθεσιμότητας τών από του στόματος λαμβανομένων σκευασμάτων. Στα πλεονεκτήματα
συγκαταλέγονται η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στις μακροχρόνιες θεραπείες, τα
προβλέψιμα σταθερά επίπεδα πλάσματος, η αποφυγή του μεταβολισμού πρώτης διόδου διά
του ήπατος –οπότε απαιτούνται χαμηλότερες δόσεις του φαρμάκου–, η αποφυγή της
απότομης διακοπής και η επιβεβαιωμένη λήψη της φαρμακευτικής αγωγής. Ασθενές σημείο
μιας τέτοιας φαρμακευτικής επιλογής είναι ότι η τροποποίηση της δοσολογίας σε χαμηλότερα
επίπεδα είναι ανέφικτη μετά την ένεση. Παρενέργειες στο σημείο της ενέσεως είναι σχετικώς
σπάνιες και περιλαμβάνουν αποστήματα και κοκκιώματα, τα οποία είναι δυνατόν να
οδηγήσουν στη διακοπή της χορήγησης του φαρμάκου.

Συμμόρφωση στη θεραπεία είναι ο βαθμός στον οποίο η συμπεριφορά του ασθενούς
συμπίπτει με τις οδηγίες που έλαβε από τον ιατρό και είναι σημαντικός παράγων επιτυχίας
κάθε θεραπευτικής αγωγής (Perkins 2002). Η μη συμμόρφωση στη θεραπεία εκδηλώνεται με
ποικίλους τρόπους, όπως άρνηση λήψης φαρμακευτικής αγωγής, ακατάστατη λήψη
φαρμάκων ως προς τη δοσολογία και τον χρόνο λήψης, απουσίες από τα ραντεβού, άρνηση
εισαγωγής στο νοσοκομείο, αποτυχία έναρξης θεραπευτικού προγράμματος, πρόωρη
διακοπή της θεραπείας κ.λπ. Μεγάλος αριθμός ασθενών (άνω του 40%) δεν λαμβάνουν
όπως πρέπει τη φαρμακευτική αγωγή ή δεν τη λαμβάνουν καθόλου (Van Putten 1974). Οι
άνδρες παρουσιάζουν χαμηλότερους δείκτες συμμόρφωσης σε σχέση με τις γυναίκες. Σε
σχιζοφρενείς με χαμηλούς δείκτες συμμόρφωσης έχουν ανιχνευθεί τα μεγαλύτερα ποσοστά
υποτροπών της νόσου, εισαγωγών σε ψυχιατρική κλινική, μεγαλύτερου χρόνου
νοσοκομειακής νοσηλείας.

Οι αιτίες του φαινομένου είναι πολλές και ποικίλες:


 Η σχέση με τον ιατρό. Για να βοηθήσει τον ασθενή του να δεχθεί μια φαρμακευτική
αγωγή, ο ιατρός θα πρέπει να εγκαταστήσει θεραπευτική σχέση ποιότητας που θα του
επιτρέψει να γίνει πειστικός και τότε να αναλάβει να δώσει εξηγήσεις για τη θεραπεία που
προτείνει.
 Η εναισθησία παίζει σημαντικότατο ρόλο. Όσο ελλιπέστερη επίγνωση της νόσου του έχει
ο ασθενής τόσο δυσκολότερα δέχεται τη φαρμακευτική του αγωγή και προσαρμόζεται σε
αυτήν. Επίσης το επίπεδο των γνωσιακών λειτουργιών του ασθενούς ενδέχεται να έχει
επιδεινωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην του επιτρέπει την κατανόηση της σημασίας και
της διαδικασίας της θεραπευτικής αγωγής. Μια άλλη μορφή έλλειψης εναισθησίας είναι
όταν μετά την υποχώρηση της συμπτωματολογίας ο ασθενής αισθάνεται καλά, νομίζει ότι
η νόσος απέδραμε και δεν πιστεύει ότι πρέπει να συνεχισθεί η θεραπεία.
 Η αντίληψη και το σύνολο των εντυπώσεων, στάσεων και ιδεών που έχει ο ασθενής για
τη νόσο του και για το όφελος από τη θεραπεία. Η αντίληψη του για τη δράση του
657

φαρμάκου. Υπάρχουν ασθενείς που θεωρούν παράλογο ότι οι σκέψεις και τα


συναισθήματά τους είναι δυνατόν να ελέγχονται από φάρμακα. Ο ασθενής που έχει την
πεποίθηση ότι τα φάρμακα δεν προσφέρουν τίποτε ή ότι θα τον στιγματίσουν είναι
πιθανό να προβάλει ισχυρές αντιστάσεις στη θεραπεία. Ο φόβος ότι τα φάρμακα
ντοπάρουν ή προκαλούν εξάρτηση αναχαιτίζει σε σημαντικό βαθμό την συμμόρφωση στη
θεραπεία.
 Ορισμένες παρενέργειες, ιδιαίτερα οι εξωπυραμιδικές, η καταστολή, η υπνηλία, η
απόκτηση βάρους και η σεξουαλική δυσλειτουργία, είναι ισχυροί δείκτες μη
συμμόρφωσης στη θεραπεία.
 Η αίσθηση που έχει ο ασθενής ότι πάσχει από χρόνια νόσο. Η χρονιότητα είναι
απαράδεκτη σαν ιδέα στους ψυχικώς πάσχοντες, πολύ περισσότερο στους νεαρούς σε
ηλικία.
 Οι διακυμάνσεις της αυτοεκτίμησης. Όταν ο ασθενής νιώθει λιγότερο δημιουργικός και
παραγωγικός, λιγότερο ελκυστικός στους/στις συντρόφους και φίλους του, τότε είναι
πολύ πιθανόν να μη δεχθεί τη θεραπεία.

Η μη συμμόρφωση αντιμετωπίζεται με εγκατάσταση καλύτερης θεραπευτικής σχέσης με τον


ασθενή, σωστή παρακολούθηση και χρήση καλύτερα ανεκτών φαρμάκων. Οι απειλητικές
προειδοποιήσεις προς τον ασθενή ότι αν δεν πάρει τα φάρμακά του θα έχει άσχημες
συνέπειες στην υγεία του συνήθως αυξάνουν το αίσθημα ευαλωσίας του και τον οδηγούν στο
να «ξεχάσει» μαζί νόσο, θεραπεία και θεραπευτή. Μονοθεραπεία, άμεση αντιμετώπιση
παρενεργειών, τακτική συζήτηση με τον ασθενή για ωφελήματα έναντι των κινδύνων, τακτική
εκτίμηση της συμμόρφωσης αποτελούν την καλύτερη στρατηγική για την αντιμετώπιση του
προβλήματος.

Η χρήση ψυχοτρόπων φαρμάκων σε παιδιά και εφήβους κάτω των 18 ετών είναι εξόχως
επισφαλής όχι μόνο λόγω χαμηλής ή και ανύπαρκτης αποτελεσματικότητας αλλά και λόγω
παρενεργειών. Η τεκμηριωμένη γνώση της φαρμακοκινητικής των ψυχοφαρμάκων στις κάτω
των 18 ετών ηλικίες είναι ουσιαστικώς ανύπαρκτη. Ιδιαίτερα για τα σεροτονινεργικά
αντικαταθλιπτικά η Επιτροπή για την Ασφάλεια των Φαρμάκων του Υπ. Υγείας της Μ.
Βρετανίας (Committee on Safety of Medicines 2003) συνιστά την απαγόρευση της χρήσης
τους σε άτομα κάτω των 18 ετών. Δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι από πολλές πλευρές γίνεται
μανιώδης προσπάθεια ψυχιατρικοποίησης της συμπεριφοράς παιδιών και εφήβων, γιατί έτσι
ανοίγεται μια αχανής αγορά ψυχοφαρμάκων.

Η χρήση ψυχοτρόπων φαρμάκων σε ηλικιωμένους. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς συνήθως


πάσχουν και από άλλες διαταραχές και λαμβάνουν πολλά φάρμακα ποικίλων κατηγοριών.
Αυτοί οι συνδυασμοί είναι δυνατόν να θέτουν σε κίνδυνο όχι μόνο τις γνωσιακές λειτουργίες
τους αλλά και τη φυσική τους υγεία. Ο μεταβολισμός των φαρμάκων μεταβάλλεται
σημαντικώς με την αύξηση της ηλικίας. Τροποποιείται και γίνεται βραδύτερος. Επομένως η
χρήση ψυχοτρόπων φαρμάκων δεν είναι μια απομονωμένη θεραπευτική διαδικασία αλλά
τμήμα ενός γενικότερου θεραπευτικού σχεδιασμού που πρέπει να οργανώσει ο ιατρός.
Πολλά ψυχοτρόπα είναι δυνατόν να προκαλέσουν συγχυτικά επεισόδια σε ηλικιωμένους
ασθενείς. Ορισμένες εταιρείες ήδη έχουν αποστείλει προειδοποιήσεις στους ιατρούς για το
επικίνδυνο της χρήσεως νευροληπτικών σε άτομα άνω των 65 ετών.

Δείκτης Θανάσιμης Τοξικότητας. Ο υπολογισμός του Δείκτη Θανάσιμης Τοξικότητας ενός


φαρμάκου γίνεται με τη διαίρεση του αριθμού των θανάτων λόγω δηλητηρίασης προς τη
συνολική ποσότητα της ουσίας που καταναλώθηκε, οπότε προκύπτει ο αριθμός θανάτων
ανά εκατομμύριο συνταγών ή ανά εκατομμύριο ασθενών ανά έτος. Είναι χρήσιμος
στατιστικός διαχρονικός δείκτης που συμβάλλει σημαντικά στην κατανόηση της τοξικότητας
των φαρμάκων.

Φάρμακα και εγκυμοσύνη. Όλα τα ψυχοτρόπα φάρμακα διέρχονται τον πλακούντα και είναι
δυνατόν να επηρεάσουν το έμβρυο σε ποικίλους βαθμούς (Altshuler et al 1996). Οι γυναίκες
658

που θέλουν να συλλάβουν καθώς και οι γυναίκες που εγκυμονούν αντιμετωπίζουν σοβαρά
διλήμματα και ερωτηματικά που σχετίζονται με τη λήψη αυτών των φαρμάκων. Κατά γενικό
κανόνα δεν υπάρχει για κανένα ψυχοτρόπο φάρμακο έγκριση χορήγησής του κατά την
εγκυμοσύνη. Οι εγκυμονούσες που πάσχουν από ψυχιατρικές διαταραχές διατρέχουν
κινδύνους υποτροπής μετά τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής τους δημιουργώντας έτσι
τις συνθήκες ενός σοβαρού και δυσεπίλυτου προβλήματος, το οποίο ο ιατρός καλείται να
επιλύσει αξιολογώντας τους κινδύνους τόσο για την εγκυμονούσα (αν διακοπεί η θεραπεία)
όσο και για το έμβρυο (αν η θεραπεία συνεχισθεί). Στους κινδύνους για το έμβρυο
περιλαμβάνονται περιγεννητικά τοξικά σύνδρομα ή διαταραχές της συμπεριφοράς του
παιδιού αργότερα κατά την ανάπτυξή του. Η τερατογένεση προκύπτει μετά από έκθεση του
εμβρύου στο φάρμακο κατά τις πρώτες 12 εβδομάδες της κύησης, οπότε επιτελείται η
οργανογένεση.

Φαρμακευτικές εταιρείες. Το σημαντικότερο στοιχείο όσον αφορά τη φαρμακευτική


βιομηχανία είναι ότι αποτελεί πρακτικά τη μόνη πηγή ανακάλυψης και επεξεργασίας νέων
φαρμακευτικών παραγόντων. Αυτό την καθιστά κεντρικό και αναντικατάστατο άξονα της
λειτουργικότητας της σύγχρονης ιατρικής. Τα τελευταία χρόνια οι πωλήσεις φαρμάκων έχουν
εκτοξευθεί στα ύψη και μερικές φαρμακευτικές εταιρείες, μετά από στρατηγικές
συγχωνεύσεις, κατάφεραν να εξελιχθούν σε παγκόσμιες δυνάμεις με προϋπολογισμούς
συγκρινόμενους με εκείνους ευημερούντων κρατών. Οκτώ φαρμακευτικές εταιρείες
μοιράζονται το 50% των πωλήσεων φαρμάκων στον πλανήτη. Τα κέρδη είναι τεράστια και
κατά μέσο όρο διπλασιάζονται ανά τριετία τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η φαρμακευτική
βιομηχανία λειτουργεί στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς, και από εδώ ακριβώς
εκπορεύονται όλα τα προβλήματα που σχετίζονται με τις φαρμακευτικές εταιρείες. Οξύτατος
ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών για τον έλεγχο της αγοράς, ύπουλη και «γκρίζα»
δυσφήμηση φαρμάκων από αντίπαλες εταιρείες και πρόκληση σύγχυσης στον ιατρικό κόσμο.
Τις τελευταίες δεκαετίες η οργανωμένη (νοσοκομειακή ή πανεπιστημιακή) ιατρική, λόγω
της φτωχής χρηματοδότησης της έρευνας από το κράτος ή την κοινωνία, έφθασε στο σημείο
να εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά από τις φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες με ιδιαίτερη
προθυμία χρηματοδοτούν μελέτες σχετιζόμενες με τα σκευάσματά τους. Είναι άραγε δυνατόν
η φαρμακευτική βιομηχανία να πραγματοποιήσει αξιόπιστη έρευνα για τα φάρμακά της και να
τα προωθήσει στην αγορά με έντιμο τρόπο όταν η μεγίστη προτεραιότητά της είναι η αύξηση
της αξίας των μετοχών της στο χρηματιστήριο και η εξουδετέρωση των ανταγωνιστών της;
Το πεδίο των κλινικών δοκιμών είναι ανεξέλεγκτο και όλο και περισσότερο κυριαρχείται και
ελέγχεται από τις φαρμακευτικές εταιρείες (Μεγαλοοικονόμου 2005). Η επιτήρηση των
κανόνων διεξαγωγής των ερευνών ουσιαστικώς δεν είναι στην ευθύνη ουδενός. Μεγάλος
αριθμός δημοσιεύσεων στα περιοδικά έχει επιδοτηθεί από φαρμακευτικές εταιρείες, που σε
ορισμένες περιπτώσεις φθάνει στο 90% (Healy and Thase 2003). Οι εταιρείες θεωρούν τα
συλλεγόμενα δεδομένα ιδιοκτησία τους και δεν επιτρέπουν τον δημόσιο έλεγχό τους, ενώ οι
ερευνητές πληρώνονται για την εργασία της συλλογής και δεν συμμετέχουν στην
επεξεργασία των δεδομένων. Τα ονόματά τους είναι πολύ πιθανόν να μην εμφανισθούν στις
δημοσιεύσεις, στις οποίες συνήθως εμφανίζονται διασημότητες που συμμετείχαν μόνο εν
μέρει στη συλλογή των στοιχείων ή δεν συμμετείχαν καθόλου. Οι χρηματοδοτούμενες από τις
φαρμακευτικές εταιρείες δοκιμές δίνουν για λόγους «ανεξήγητους» θετικά αποτελέσματα για
το φάρμακό τους, ακόμη και όταν είναι διπλές-τυφλές σε ποσοστά 70%-92% (Procyshyn et al
2004) και οι σχετικές δημοσιεύσεις προφανώς επιδρούν αρνητικά στην ανεξαρτησία των
ερευνητών και υπονομεύουν το κύρος τους.
Μερικές από τις παραπλανητικές συμπεριφορές των φαρμακευτικών εταιρειών στην
έρευνα είναι οι ακόλουθες:
 Σύγκριση της νέας ουσίας με μια ήδη υπάρχουσα που είναι γνωστό ότι έχει χαμηλή
αποτελεσματικότητα.
 Σύγκριση με εικονικό φάρμακο και αποφυγή σύγκρισης με ουσία αναφοράς που μπορεί
να αποδειχθεί αποτελεσματικότερη από το υπό μελέτη φάρμακο.
659

 Σύγκριση με την ουσία αναφοράς σε πολύ χαμηλή δοσολογία, έτσι ώστε να


μεγιστοποιείται η αποτελεσματικότητα τού υπό μελέτη φαρμάκου στις μελέτες
αποτελεσματικότητας.
 Σύγκριση με την ουσία αναφοράς σε πολύ υψηλή δοσολογία, έτσι ώστε να
ελαχιστοποιούνται οι παρενέργειες τού υπό μελέτη φαρμάκου στις μελέτες ασφάλειας.
 Διεξαγωγή της μελέτης σε πολλά κέντρα –οι περίφημες πολυκεντρικές μελέτες–, ώστε να
υπάρχει δυνατότητα να δημοσιευθούν τελικώς αποτελέσματα από κέντρα που δίνουν
ευνοϊκά αποτελέσματα.
 Η αμερικανική υπηρεσία FDA (Food and Drug Administration) τα τελευταία χρόνια έχει
αναδειχθεί από τις φαρμακευτικές εταιρείες ως de facto ταγός των μηχανισμών
αποδοχής ενός φαρμάκου. Αν ένα φάρμακο εγκριθεί από τον FDA, τότε η καριέρα του
στην παγκόσμια αγορά είναι εξασφαλισμένη. Ωστόσο υπάρχουν άφθονες ενδείξεις ότι ο
FDA έχει διαβρωθεί από τη διαφθορά.
 Ομάδες ιατρών, πανεπιστημιακοί ερευνητές, επαγγελματικές ενώσεις, ομάδες
καταναλωτών, κλινικές και εργαστήρια αλλά και ελεύθεροι επαγγελματίες ιατροί
αποφεύγουν να καταγγείλουν την ελλιπή αποτελεσματικότητα φαρμάκων ή να
κοινοποιήσουν τη βλαπτικότητά τους, όταν την ανακαλύπτουν, αφού εξαρτώνται σε
σημαντικό βαθμό από χρηματοδοτήσεις εκ μέρους των φαρμακευτικών εταιρειών
(Rosenheck 2005). Υποτροφίες, εκχώρηση θέσης συμβούλου στην εταιρεία, δώρα,
τοποθέτηση του ιατρού στη θέση συγγραφέα άρθρου που ο ίδιος δεν έγραψε, ταξίδια σε
συνέδρια ή εκδρομές (Κοντζαμάνηs 2004), είναι μερικοί από τους τρόπους εξαγοράς
(Procyshyn et al 2004).
Μερικές από τις παραπλανητικές συμπεριφορές των φαρμακευτικών εταιρειών στη διάθεση
του φαρμάκου είναι οι ακόλουθες:
 Υπερδιαφήμιση των θετικών ενεργειών των φαρμάκων και τακτική αποσιώπησης όσον
αφορά το ζήτημα των παρενεργειών. Όλες οι εταιρείες προσπαθούν να μειώσουν τη
σημασία των παρενεργειών που έχουν τα φάρμακά τους ή και να τις αποκρύψουν.
 Οι συνιστώμενες δόσεις είναι κατά πολύ μεγαλύτερες από τις πραγματικά αναγκαίες.
 Συνιστάται η χορήγηση του φαρμάκου και για διαταραχές για τις οποίες δεν έχει λάβει
έγκριση. Ασήμαντες διαταραχές χαρακτηρίζονται ως σοβαρές και συνιστάται η
φαρμακευτική θεραπεία τους, όταν η εταιρεία πιστεύει ότι εκεί μπορεί να «ανοίξει»
αγορά. Οι ιατρικές εταιρείες είναι αποφασισμένες να μεταβάλουν το καθετί σε ασθένεια η
οποία να θεραπεύεται με φαρμακευτική αγωγή.
 Απαξιώνονται και γελοιοποιούνται οι μη φαρμακευτικές θεραπευτικές προσεγγίσεις.
 Η πολιτική των φαρμακευτικών εταιρειών είναι: «καινούργια και ακριβά φάρμακα». Η
αξία της ημερήσιας δόσης της ολανζαπίνης είναι 40πλάσια της αντίστοιχης της
αλοπεριδόλης, ενώ η θεραπευτική αξία της σαφώς υπολείπεται.
 Οι εταιρείες κρατούν την πατέντα των θεραπευτικών μορίων για μεγάλα χρονικά
διαστήματα μετά την κυκλοφορία τους. Στην προσπάθειά τους να παρατείνουν τον
χρόνο χρήσεως της πατέντας του φαρμάκου επιφέρουν τροποποιήσεις στο μόριο και το
πλασάρουν σαν καινούργιο φάρμακο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΟΝΤΖΑΜΑΝΗΣ Κ. (2004). Sinequan ή Σιγκαπούρη; (για τις φαραμακοεταιρείες). Τετρ. Ψυχιατρικής 85:24-25.
ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Θ. (2005). Φαρμακευτικές εταιρείες, κράτος και ψυχιατρική. Οι επικίνδυνες παρενέργειες
της σύγχρονης έρευνας, παραγωγής και διάθεσης ψυχοφαρμάκων. Τετρ Ψυχιατρ 89:79-81.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΝ. (1999). Συμβολή της φαρμακογενετικής στη μελέτη των ψυχοφαρμάκων. Ψυχιατρική
10:105-114.

ALTSHULER LL, COHEN L, et al. (1996). Pharmacologic management of psychiatric illness during pregnancy:
dilemmas and guidelines.Am J Psychiatry. 153(5):592-606.
BALDESSARINI RJ, COHEN BM, TEICHER MH. (1988). Significance of neuroleptic dose and plasma level in
the pharmacological treatment of psychoses. Arch Gen Psychiatry 45:79-91.
CHANPATTANA W, CHAKRABHAND ML. (2001). Combined ECT and neuroleptic therapy in treatment-
refractory schizophrenia: prediction of outcome. Psychiatry research 105:107-115.
660

COMMITTEE ON SAFELY OF MEDICINES. (2003). Selective serotonin reuptake inhibitors SSRIs: overview of
regulatory status and CSM advice in relation to major depressive disorder (MDD) in children and adolescents.
Summary of clinical trials. www.medicines.mhra.gov.uk
KELLY MW, PERRY PJ, et al. (1990). Reduced haloperidol plasma concentration and clinical response in acute
exacerbations of schizophrenia. Psychopharmacology 102:514-520.
KIRCH DG, BIGELOW LB, et al. (1989). Serum haloperidol concentration and clinical response in schizophrenia.
Schizophr Bull 14:283-289.
KISTRUP K, GERLACH J, LARSEN N-E. (1991). Perphenazine decanoate and cis(z)-flupenthixol decanoate in
maintenance treatment of schizophrenic outpatients. Psychopharmacology 105:42-48.
NEMEROFF CB, DeVANE CL, POLLOCK BG. (1996). Newer Antidepressants and the Cytochrome P450 Sys-
tem. Am. J. Psychiatry, 153:311-320.
PERKINS DO. (2002). Predictors of noncompliance in patients with schizophrenia. J Clin Psychiatry 63(12):1121-
1128.
PRESKORN SH. (2005). Drug-Drug interactions: Proof of Relevance (Parts I and II). J Psychiatric Practice Vol
11, No2:116-122, No6:397-401.
PROCYSHYN RM, CHAU A, et al. (2004). Prevalence and outcomes of pharmaceutical industry-sponsored clini-
cal trials involving clozapine, risperidone, or olanzapine. Can J Psychiatry. 49(9):601-6.
VAN PUTTEN T, MARDER SR, et al. (1991). Neuroleptic plasma levels. Schizophr Bull 197-216.
VAN PUTTEN T. (1974). Why do schizophrenic patients refuse to take their drugs? Arch Gen Psychiatr 31:67.
YONKERS KA, KANDO JC, COLE JO, BLUMENTHAL S. (1992). Gender differences in pharmacokinetics and
pharmacodynamics of psychotropic medication. Am J Psychiatr 149(5):587-595.
661

77. ΑΓΧΟΛΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΥΠΝΑΓΩΓΑ

Περιλαμβάνουν ουσίες όπως τα βαρβιτουρικά, τις βενζοδιαζεπίνες, τις ιμιδαζοπυρίνες, τη


μελατονίνη κ.ά. Το αλκοόλ επίσης θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως κλασικό και
διαχρονικό αγχολυτικό στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά κανείς ιατρός δεν θα χρησιμοποιούσε
ως φάρμακο μια τόσο πολύ τοξική και εξαρτησιογόνο ουσία. Στην κλινική πράξη σήμερα όταν
ομιλούμε για αγχολυτικά και υπναγωγά φάρμακα ουσιαστικώς εννοούμε τις βενζοδιαζεπίνες
οι οποίες έχουν κατά πολύ υπερκεράσει όλα τα κατά καιρούς εμφανισθέντα αγχολυτικά και
υπναγωγά και η διάδοσή τους έχει προσλάβει επιδημικό χαρακτήρα, κυρίως μεταξύ του
γυναικείου πληθυσμού των βιομηχανικών κοινωνιών.

Βενζοδιαζεπίνες. Οι βενζοδιαζεπίνες ενεργοποιούν την GABAεργική μεταβίβαση. Δρουν


κατασταλτικά στο δρεπανοειδές σύστημα και στον δικτυωτό σχηματισμό. Η παρουσία
βενζοδιαζεπινικών υποδοχέων στο ΚΝΣ υποδηλώνει την ύπαρξη άγνωστης φυσικής ουσίας
στον εγκέφαλο η οποία ελέγχει το άγχος. Το παράδοξο είναι ότι οι βενζοδιαζεπίνες είναι
ουσίες συνθετικές. Ανακαλύφθηκαν το 1920-1930, αλλά η ψυχιατρική χρήση τους άρχισε στις
αρχές της δεκαετίας του ’60 με τη χλωροδιαζεποξίδη και τη διαζεπάμη. Η κατάταξή τους στα
αγχολυτικά αντανακλά περισσότερο την κυριότερη κλινική ένδειξη παρά όλες τις
φαρμακολογικές ιδιότητές τους. Είναι φάρμακα με δράση όχι μόνο αγχολυτική αλλά και
μυοχαλαρωτική, υπναγωγό και αντιεπιληπτική. Δεν προκαλούν τόσο ισχυρή εξάρτηση όσο
τα, πριν από αυτά χρησιμοποιηθέντα, βαρβιτουρικά ούτε παραγωγή οξειδωτικών ενζύμων.
Από κλινική άποψη πρέπει να γίνει σαφές ότι οι δράσεις τους στο άγχος και στην αϋπνία δεν
έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα, διότι μετά τη διακοπή τους τα συμπτώματα αυτά πιθανότατα
θα επανέλθουν. Είναι φάρμακα με ευρύτατη διάδοση, αφού άνω του 15% του πληθυσμού
στην Ευρώπη τις χρησιμοποιεί συστηματικά. Αναλόγως της ημιπεριόδου ζωής, η οποία έχει
μεγάλη κλινική σημασία σε όλα τα αγχολυτικά, διακρίνονται σε:
 Βενζοδιαζεπίνες μακράς δράσεως: διαζεπάμη, χλωροδιαζεποξείδη, πραζεπάμη,
χλωραζεπάτη.
 Βενζοδιαζεπίνες ενδιαμέσου δράσεως: φθοριονιτραζεπάμη, αλπραζολάμη,
βρωμαζεπάμη, κλοναζεπάμη, νιτραζεπάμη. Η κλοναζεπάμη, εκτός από την αγχολυτική
και κυρίως αντιεπιληπτική της δράση, φαίνεται ότι είναι χρήσιμη αν προστεθεί ως
ενισχυτικό φάρμακο στη θεραπεία ανθεκτικών καταθλίψεων. Έχει χρησιμοποιηθεί σε
συνδυασμό με σεροτονινεργικά αλλά και ως μονοθεραπεία στις κρίσεις πανικού και στην
κοινωνική φοβία (Nardi and Perna 2005). Η αλπραζολάμη εκτός από την αγχολυτική της
δράση έχει προταθεί και ως φάρμακο κατά των κρίσεων πανικού και της αγοραφοβίας,
αλλά καλά μεθοδευμένες εργασίες (Marks et al 1993) δείχνουν ότι πιο σίγουρη και
σταθερή θεραπεία αυτών των καταστάσεων είναι η θεραπεία έκθεσης (exposure
treatment) σε συνδυασμό με σεροτονινεργικά. Φαίνεται ότι είναι ελαφρώς τοξικότερη
από τις άλλες βενζοδιαζεπίνες στις απόπειρες αυτοκτονίας. Ούτε η πολυδιαφημισμένη
αντικαταθλιπτική δράση της έχει τεκμηριωθεί.
 Βενζοδιαζεπίνες βραχείας δράσεως: τριαζολάμη, οξαζεπάμη, λοραζεπάμη, τεμαζεπάμη.
Οι φαρμακολογικές ιδιότητες των βενζοδιαζεπινών βραχείας δράσεως (ταχεία αποβολή,
απουσία συσσώρευσης του φαρμάκου και των μεταβολιτών του) προσφέρουν
πλεονεκτήματα, κυρίως όταν χρησιμοποιούνται ως υπναγωγά.

Όλες οι βενζοδιαζεπίνες έχουν υψηλή, αν και όχι την ίδια, λιποδιαλυτότητα και διαπερνούν
ταχύτατα τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Χορηγούμενες από του στόματος απορροφώνται
γρήγορα ακόμη και από τον βλεννογόνο του στόματος, κυρίως η διαζεπάμη, η
φλουραζεπάμη, η χλωραζεπάτη και η λοραζεπάμη. Η πραζεπάμη και η χλωροδιαζεποξείδη
έχουν πολύ βραδύτερο ρυθμό απορρόφησης. Τελικός μεταβολίτης των περισσοτέρων
662

βενζοδιαζεπινών είναι η δεσμεθυλδιαζεπάμη. Έχουν αμελητέα ηπατοτοξική και νεφροτοξική


δράση.

Κυριότερες και συχνότερες ενδείξεις τους είναι το παθολογικό, ιδιαίτερα το οξύ άγχος, η
διαταραχή πανικού, το άγχος που συνοδεύει άλλες ψυχιατρικές διαταραχές, οι διαταραχές
του ύπνου, οι μυοσκελετικές διαταραχές, οι επιληπτικές κρίσεις, η αντιμετώπιση στερητικών
του αλκοόλ συμπτωμάτων, καθώς και η προεγχειρητική προετοιμασία για αναισθησία.
Σημαντικές επίσης ενδείξεις των βενζοδιαζεπινών είναι οι χρόνιες σωματικές νόσοι που
επιπλέκονται με άγχος, όπως η υπέρταση, η ισχαιμική καρδιοπάθεια, το άσθμα, καθώς και
επεμβατικές διαδικασίες, όπως η ενδοσκόπηση. Μετά από συνεχή χρήση πέραν των
τεσσάρων μηνών ίσως πλέον δεν αποδίδουν ως αγχολυτικά ή υπναγωγά φάρμακα. Σε
συνδυασμό με νευροληπτικά, κυρίως αλοπεριδόλη, χρησιμοποιούνται ευρέως για την
καταστολή ψυχοκινητικών διεγέρσεων. Η συγχορήγηση αυτή είναι συχνή στην κλινική πράξη
και αρκετές μελέτες την υποστηρίζουν (Τσόλκα και συν 1976, Carpenter et al 1999). Οι
διαφορές μεταξύ των βενζοδιαζεπινών ως προς τις ενδείξεις δεν είναι ποιοτικές, αλλά
ποσοτικές. Ωστόσο είναι χρήσιμο να γνωρίζει κανείς ότι:
 Αγχολυτική δράση έχει κυρίως η χλωραζεπάτη και ακολουθούν η βρωμαζεπάμη, η
χλωροδιαζεποξείδη, η διαζεπάμη και η λοραζεπάμη.
 Αντιεπιληπτική δράση έχει κυρίως η κλοναζεπάμη και ακολουθούν η διαζεπάμη και η
νιτραζεπάμη.
 Μυοχαλαρωτική δράση έχει κυρίως η διαζεπάμη.
 Υπναγωγό δράση έχουν οι βραχείας ημιζωής βενζοδιαζεπίνες, κυρίως η
φθοριονιτραζεπάμη, και ακολουθούν η τεμαζεπάμη, η νιτραζεπάμη και η τριαζολάμη.

Οι βενζοδιαζεπίνες είναι σε γενικές γραμμές ασφαλή φάρμακα, ακόμη και σε μεγάλες δόσεις.
Θανατηφόρος δηλητηρίαση μόνο από βενζοδιαζεπίνες δεν αναφέρεται στη βιβλιογραφία.
Συνηθέστερες ανεπιθύμητες παρενέργειες είναι: κόπωση, καταστολή, υπνηλία, διαταραχές
της μνήμης, αύξηση του χρόνου αντίδρασης και επιδείνωση της ψυχοκινητικής
λειτουργικότητας με συνακόλουθη μείωση της ικανότητας για οδήγηση ή χειρισμό
επικίνδυνων μηχανημάτων. Η ιδιότητά τους να καθυστερούν την εκσπερμάτωση έχει
χρησιμοποιηθεί στη διαταραχή πρώιμης εκσπερμάτωσης με κάποια αποτελέσματα όταν η
διαταραχή σχετίζεται με πολύ άγχος. Συγχυτικές καταστάσεις στους ηλικιωμένους δεν είναι
σπάνιες. Διαταραχές της στασίας και της βασίας στους ηλικιωμένους είναι δυνατόν να
ευθύνονται για πτώσεις και κατάγματα. Πολύ λιγότερο συχνές παρενέργειες είναι το
φαινόμενο της παράδοξης υπερεγρήγορσης και η εμφάνιση επιθετικότητας, η οποία, αν και
έχει αναφερθεί ως επιπλοκή των βενζοδιαζεπινών (Hall and Zisook 1981, Greenblatt and
Shader 1974), ίσως να σχετίζεται και με τη γνωστή αντίστροφη σχέση μεταξύ άγχους και
επιθετικότητας (Αngelopoulos 2006).
Όταν η χρήση βενζοδιαζεπινών παρατείνεται πέραν του έτους, πράγμα που συμβαίνει
πολύ συχνά παρά τις προειδοποιήσεις ότι η χορήγησή τους πέραν των 3-4 μηνών
αντενδείκνυται, οι ασθενείς ύστερα από απότομη διακοπή είναι δυνατόν να παρουσιάσουν
στερητικά φαινόμενα σε ποσοστό μέχρι και 60%, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι και στο πολύ
μικρότερο χρονικό διάστημα των 6-8 εβδομάδων είναι δυνατόν να εμφανισθούν στερητικά.
Χρήστες βενζοδιαζεπινών βραχείας δράσεως έχουν περισσότερες πιθανότητες να
παρουσιάσουν στερητικά, αλλά εδώ υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες, όπως το ύψος της
ημερήσιας δόσεως, η εξαρτητική προσωπικότητα, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, τα υψηλά
επίπεδα άγχους και κατάθλιψης, η κατανάλωση αλκοόλ (Rickels et al 1990, Schweiger et al
1990). Όταν η διακοπή είναι βαθμιαία, τα στερητικά είναι πολύ μικρότερης εντάσεως. Στις
γυναίκες είναι συχνότερη η χρήση, όπως συχνότερη γίνεται και με την αύξηση της ηλικίας.
Παρά το ότι μεγάλες μάζες πληθυσμών στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ βρίσκονται σε σχέση
εξάρτησης από τις βενζοδιαζεπίνες, το ζήτημα της χρήσης τους πρέπει να αντιμετωπίζεται με
σωφροσύνη, διότι έτσι ή αλλιώς ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ασθενών δεν μπορεί να τα βγάλει
πέρα στις αγχογόνους συνθήκες της σύγχρονης ανερμάτιστης ζωής χωρίς κάποια αγχόλυση.
Οι βενζοδιαζεπίνες έχουν εισβάλει στην κουλτούρα της ουσιοεξάρτησης και συνοδεύουν
απαραιτήτως τη χρήση σκληρών ναρκωτικών και πολύ συχνά σε υπερβολικές δοσολογίες. Η
663

διάδοσή τους στον δρόμο των ναρκωτικών και η παράνομη εμπορική τους διάθεση έχουν
προσλάβει πελώριες διαστάσεις στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες.
Τα συνήθη συμπτώματα στέρησης είναι άγχος, τρόμος, εφιδρώσεις, φωτοευαισθησία
και ηχοευαισθησία, αϋπνία και εφιάλτες, διαταραχές συγκέντρωσης, προσοχής και μνήμης,
μυαλγίες, γαστρεντερικές διαταραχές και αύξηση της αρτηριακής πιέσεως. Σοβαρότερα αλλά
σπάνια στερητικά σύνδρομα περιλαμβάνουν επιληπτικές κρίσεις, ακόμη, πολύ σπανιότερα,
και ψυχωσικά επεισόδια. Τα παρατεταμένα συμπτώματα απόσυρσης μετά τη διακοπή λήψης
βενζοδιαζεπινών, αυτά που διαρκούν πέραν των 2-3 εβδομάδων, ενδέχεται να
προκαλούνται: α) από την επιστροφή του άγχους (rebound anxiety), β) από αντίδραση
υστερικής μετατροπής, γ) από διαταραχή της ισορροπίας των μεταβιβαστών μέσα από την
παρατεταμένη διαδικασία εξάρτησης από τα φάρμακα. Το πιθανότερο είναι το τελευταίο,
δηλαδή τα στερητικά να οφείλονται όχι στην επιστροφή του άγχους αλλά σε ένα γνήσιο
ιατρογενές εξαρτητικό σύνδρομο οφειλόμενο στην παρατεταμένη θεραπεία με
βενζοδιαζεπίνες. Παρά την εξάρτηση που προκαλείται από τη χρήση τους, η απεξάρτηση
είναι σχετικώς εύκολη. Η στρατηγική συνίσταται σε σταδιακή μείωση της δοσολογίας της
βενζοδιαζεπίνης και σε χρήση υποκατάστατων αγχολυτικών, όπως β-αναστολείς, υδροξυζίνη
ή χλωρομεθειαζόλη. Φάρμακα με τα οποία οι βενζοδιαζεπίνες αλληλεπιδρούν και προκαλούν
δυνητικώς επικίνδυνες καταστάσεις είναι κυρίως το αλκοόλ και τα κατασταλτικά του ΚΝΣ. Ο
συνδυασμός με αλκοόλ είναι δυνατόν να αυξήσει σημαντικά την πιθανότητα εκδηλώσεως
επιθετικής συμπεριφοράς.
Λήψη βενζοδιαζεπινών κατά την εγκυμοσύνη έχει ενοχοποιηθεί για υπερωιοσχιστία
(oral cleft) του νεογνού, αλλά παρά το πλήθος των δημοσιεύσεων τεκμηριωμένες μελέτες
απουσιάζουν, τα δημοσιευμένα στοιχεία είναι αντιφατικά και ο πραγματικός κίνδυνος είναι
μάλλον μικρός ή και ανύπαρκτος (Dolovich et al 1998). Μετά τον τοκετό το νεογνό που έχει
εκτεθεί σε βενζοδιαζεπίνες ίσως θα παρουσιάζει μυϊκή υποτονία, αδυναμία θηλασμού,
διαταραχές της αναπνοής και θερμορυθμιστικές ανωμαλίες. Αργότερα το παιδί που η μητέρα
του κατά την εγκυμοσύνη ελάμβανε βενζοδιαζεπίνες ίσως παρουσιάσει αναπτυξιακές
καθυστερήσεις.

Υδροξυζίνη. Είναι αντιισταμινικό. Κυκλοφορεί ως αγχολυτικό από το 1955. Χρησιμοποιείται


ευρύτατα για αγχώδεις διαταραχές, κυρίως στη γενικευμένη διαταραχή άγχους, σε δυσυπνίες
και σε ψυχογενή σωματικά ενοχλήματα. Δεν προκαλεί εξάρτηση, ούτε διαταραχές της
μνήμης.

Βουσπιρόνη. Ως προς τη δομή είναι μία αζαπιρόνη και οι φαρμακολογικές ιδιότητές της δεν
μοιάζουν με των βενζοδιαζεπινών. Προκαλεί μεταβολές των GABAεργικών και των
μονοαμινεργικών συστημάτων. Καταστέλλει τη σεροτονινεργική και αυξάνει τη
νοραδρενεργική και ντοπαμινεργική δραστηριότητα. Κατεβάζει τα επίπεδα του άγχους χωρίς
να προκαλεί καταστολή ή επιδείνωση των ανώτερων ψυχικών λειτουργιών. Δεν προκαλεί
εξάρτηση, δεν έχει μυοχαλαρωτική ούτε αντιεπιληπτική δράση. Σε μερικούς ασθενείς είναι
δυνατόν να προκαλέσει νευρικότητα. Αν χορηγηθεί σε ασθενείς που προσφάτως είχαν κάνει
θεραπεία με βενζοδιαζεπίνες, πιθανόν να μην είναι αποτελεσματική.

Χλωρομεθειαζόλη. Έχει βραχεία ημιπερίοδο ζωής. Ηρεμιστικό, υπναγωγικό,


αντισπασμωδικό, χρησιμοποιείται συνήθως για την αντιμετώπιση των στερητικών
συμπτωμάτων μετά τη διακοπή του αλκοόλ. Σε ηλικιωμένους ασθενείς με αϋπνία είναι
χρήσιμο διότι δεν προκαλεί συγχυτικές καταστάσεις.

Βαρβιτουρικά. Είναι φάρμακα αγχολυτικά, υπναγωγά και αντισπασμωδικά. Ασκούν


κατασταλτική δράση στον νεοφλοιό και στον δικτυωτό σχηματισμό. Προκαλούν εξάρτηση με
σοβαρά στερητικά συμπτώματα. Χορηγούμενα σε ηλικιωμένους ασθενείς είναι δυνατόν να
προκαλέσουν συγχυτικά επεισόδια. Σε υπερδοσολογία είναι θανατηφόρα και έμειναν στην
ιστορία ως τα κατεξοχήν φάρμακα για αυτοκτονία κατά τον μεσοπόλεμο. Κυριάρχησαν για
μερικές δεκαετίες ως υπναγωγά, αλλά τώρα έχουν τεθεί εκτός χρήσεως και έχουν σχεδόν
664

εξαφανισθεί, αλλά δεν είναι σπάνια η χρήση τους στους δρόμους των ναρκωτικών. Ορισμένα
χρησιμοποιούνται ακόμη ως αντιεπιληπτικά.

Μεπροβαμάτη. Είναι μία προπανεδιόλη. Μοιάζει με τα βαρβιτουρικά ως προς τη δράση και


είναι περίπου το ίδιο τοξική και εξαρτησιογόνος με αυτά. Ελάχιστοι ιατροί τη χρησιμοποιούν
σήμερα.

β-Αδρενεργικοί αναστολείς. Αποκλείουν τους β-αδρενεργικούς υποδοχείς και αναστέλλουν


την κατεχολαμινική δέσμευση. Οι ενδείξεις τους στην ιατρική είναι πολλές, αλλά εστιάζονται
κυρίως στην υπέρταση, στις αρρυθμίες, στο έμφραγμα του μυοκαρδίου και στην πρόληψη
ημικρανιακών κρίσεων. Στην ψυχιατρική είναι χρήσιμα φάρμακα επειδή αναχαιτίζουν το
συμπαθητικό και έτσι εμποδίζονται οι σωματικές εκδηλώσεις του άγχους, όπως παλμοί,
ταχυκαρδία, διάρροια, ξηροστομία κ.λπ. (Whitlock and Price 1974). Είναι επίσης χρήσιμα
στην αντιμετώπιση της ευερεθιστότητας και της ήπιας επιθετικότητας. Αρκετοί έχουν
υποστηρίξει ότι ο συνδυασμός τους με κλασικά ή άτυπα νευροληπτικά αυξάνει την
αντιψυχωτική τους δράση. Δεν προκαλούν εξάρτηση. Στις παρενέργειές τους
περιλαμβάνονται εφιαλτικά όνειρα, αϋπνία, εξάντληση και βραδυκαρδία. Πρέπει να
αποφεύγονται σε πάσχοντες από βρογχικό άσθμα ή χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.
Έχουν ενοχοποιηθεί ότι προκαλούν κατάθλιψη. Στην ψυχιατρική χρησιμοποιούνται κυρίως οι
διερχόμενοι τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό λιποδιαλυτοί β-αναστολείς, όπως η πινδολόλη
(Ρουτσώνης και Πασαλίδης 1978), η οξπρενολόλη και η προπρανολόλη.

ΥΠΝΑΓΩΓΑ. Το ιδανικό υπναγωγό φάρμακο θα πρέπει να φέρνει έναν ευχάριστο


φυσιολογικό ύπνο σε σύντομο διάστημα μετά τη λήψη του (15΄-30΄), ενώ μετά την αφύπνιση
θα πρέπει να έχει αποβληθεί από τον οργανισμό· επίσης, ιδανικό θα ήταν να μην προκαλεί
καταστολή των πνευματικών λειτουργιών και της ψυχοκινητικής συμπεριφοράς και να μην
έχει αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα. Οι φαρμακοβιομηχανίες όμως απέχουν πολύ από
αυτόν τον στόχο.
Οι βενζοδιαζεπίνες χρησιμοποιούνται συστηματικά τα τελευταία πενήντα χρόνια ως
αποτελεσματικοί υπναγωγοί παράγοντες, κυρίως η φθοριονιτραζεπάμη, η τεμαζεπάμη, η
νιτραζεπάμη και η τριαζολάμη. Εκτός από τις γνωστές παρενέργειες, ένα σοβαρό πρόβλημα
είναι ότι μετά τη διακοπή τους η αϋπνία πολλές φορές επανέρχεται δριμύτερη
δημιουργώντας έτσι προϋπόθεση για εξάρτηση. Ορισμένα αντικαταθλιπτικά όπως η
μιρταζαπίνη, η τραζοδόνη και η αμιτρυπτιλίνη έχουν σημαντική υπναγωγό δράση, αλλά
σπανίως χρησιμοποιούνται ως αυτόνομα υπναγωγά φάρμακα. Για τη δοξεπίνη υπάρχει η
άποψη ότι σε πολύ χαμηλές δόσεις (1-8 mg) έχει σημαντικότερη υπναγωγό δράση από ό,τι
στις γνωστές υψηλές δόσεις των 10-15 mg.
Υπάρχουν και άλλες υπναγωγές ουσίες (τα λεγόμενα ζ-φάρμακα επειδή τα ονοματα
τους αρχίζουν από ζ) που εισήλθαν στην αγορά πολύ μετά τις βενζοδιαζεπίνες και παρά τη
μεγάλη διαφήμισή τους δεν φαίνεται να πλεονεκτούν σοβαρά των προκατόχων τους ούτε ως
προς την αποτελεσματικότητα ούτε ως προς την εξαρτησιογόνο δυνατότητα. Η ζοπικλόνη
μοιάζει περισσότερο με βενζοδιαζεπίνη, αλλά είναι κυρίως υπναγωγό φάρμακο παρά
αγχολυτικό. Προκαλεί μικρότερη καταστολή του αναπνευστικού και έτσι μπορεί να
χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς με αναπνευστικά προβλήματα όπως υπνική άπνοια. Οι
ιμιδαζοπυριδίνες αλπιδέμη και ζολπιδέμη είναι φάρμακα εκλεκτικά για τους ω1
βενζοδιαζεπινικούς υποδοχείς. Έχουν τις κλασικές αγχολυτικές και υπναγωγικές ιδιότητες
των βενζοδιαζεπινών αλλά με λιγότερες παρενέργειες. Η ζολπιδέμη υποστηρίζεται ότι δεν
προκαλεί αϋπνία μετά τη διακοπή της, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώθηκε. Η ζαλεπλόνη έχει
παρόμοια δράση με τις ιμιδαζοπυριδίνες, με βραχεία ημιπερίοδο ζωής και ταχεία έναρξη
δράσης.
Τα τελευταία υπναγωγά φάρμακα (Hardeland et al 2008), τα οποία αυτήν την εποχή
εισέρχονται στην αγορά, λειτουργούν μέσω του μηχανισμού της μελατονίνης. Η μελατονίνη
(βλ. σχετικό κεφάλαιο) και τα σχετικά παράγωγα, εκτός της υπναγωγικής δράσης τους,
ασκούν και ρυθμιστικές επιδράσεις στον ρυθμό «ύπνος-εγρήγορση». Αυτά τα φάρμακα είναι
περισσότερο χρήσιμα σε διαταραχές του ύπνου σιρκαδιανού χαρακτήρα· τέτοιες διαταραχές
665

είναι η αποδιοργάνωση του προγράμματος ύπνου σε περιπτώσεις όπου υπάρχει


εναλλασσόμενο ωράριο εργασίας ή ταξίδι σε άλλη χρονική ζώνη, π.χ. στις διαμεσημβρινές
πτήσεις (jet lag), οι οποίες προκαλούν απορρύθμιση των σιρκαδιανών ρυθμών με
αποτέλεσμα την αναστροφή του ύπνου. Είναι επίσης χρήσιμα στις γεροντικές αϋπνίες και
γενικότερα στις αϋπνίες επέλευσης. Δεν προκαλούν κατάλοιπη κεφαλαλγία (hangover) ούτε
συμπτώματα απόσυρσης. Η εξαρτησιογόνος δυνατότητά τους είναι μηδαμινή. Η
αποτελεσματικότητά τους όμως είναι μάλλον περιορισμένη, ίσως επειδή ο χρόνος ημιζωής
τους είναι πάρα πολύ μικρός. Προσφάτως κυκλοφόρησε μια ουσία με το όνομα ραμελτεόνη
(ramelteon) η οποία έχει μεγάλη συνάφεια με τους υποδοχείς ΜΤ1 και ΜΤ2 της μελατονίνης
στον υπερχιασματικό πυρήνα όπου βρίσκεται ο σιρκαδιανός βηματοδότης του ύπνου.
Επιπλέον ο χρόνος ημιζωής της είναι πολύ μεγαλύτερος της μελατονίνης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΡΟΥΤΣΩΝΗΣ ΚΓ, ΠΑΣΑΛΙΔΗΣ Θ. (1978). Η εφαρμογή της πιντολόλης (Visken) σε αγχώδεις νευρωτικές
καταστάσεις. Γαληνός 20:648-652.
ΤΣΟΛΚΑ Αικ, ΤΟΓΚΟΣ Δ, ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ Ν, ΛΥΚΕΤΣΟΣ Γ. (1976). Δοκιμή του WY-4036 (Lorazepam) επί
χρονίων σχιζοφρενών. Ελλην Ιατρική 45:256-262.

ΑNGELOPOULOS NV. (2006). Relation of Anxiety to Hostility in the Course of Inpatient Treatment. Aggressive
Behavior 32:1-6
WHITLOCK FA, PRICE J. (1974). The use of beta adrenergic receptor blocking drugs in psychiatry. Curr Ther
15:107-122.
SCHWEIGER E, RICKELS K, CASE WG, GREENBLAT DJ. (1990). Long-term therapeutic use of benzodiaze-
pines. II. Effects of gradual taper. Arch. Gen. Psychiat. 47:908-915.
RICKELS K, SCHWEIGER E, CASE WG, GREENBLAT DJ. (1990). Long-term therapeutic use of benzodiaze-
pines. I. Effects of abrupt discontinuation. Arch. Gen. Psychiat. 47:899-907.
NARDI AE, PERNA G. (2005). Clonazepam in the treatment of psychiatric disorders: an update. Int Clin Psycho-
pharmacol 21(3):131-142.
MARKS IM, SWINSON RP, BASOGLU M et al. (1993). Alprazolam and exposure alone and combined in panic
disorder with agoraphobia- A controlled study in London and Toronto. Br. J. Psychiatry 162:776-787.
HARDELAND R, POEGGELER B, SRINIVASAN V, et al. (2008). Melatonergic drugs in clinical practice.
Arzneimittelforschung. 58(1):1-10.
HALL RCV, ZISOOK S. (1981). Paradoxical reactions to benzodiazepines. Br. J. Clin. Pharm. 11:995-1045.
GREENBLATT DJ, SHADER RI. (1974). Benzodiazepines in clinical practice. New York. Raven Press.
DOLOVICH LR, ADDIS A, et al. (1998). Benzodiazepine use in pregnancy and major malformations or oral cleft:
meta-analysis of cohort and case-control studies. BMJ. Sep 26;317(7162):839-43.
CARPENTER WTJr, BUCHANAN RW, KIRKPATRICK B, BREIER AF. (1999) Diazepam Treatment of Early
Signs of Exacerbation in Schizophrenia. Am J Psychiatry 156:299-303.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΑ ΑΓΧΟΛΥΤΙΚΑ

Φάρμακο Εμπορική ονομασία Δοσολογία


Διαζεπάμη Atarviton, Stedon, Apollonset, Stesolid 5-30 mg
Δεσμεθυλδιαζεπάμη Lomax 5-10 mg
Χλωροδιαζεποξείδη Oasil 20-40 mg
Πραζεπάμη Centrac 10-30 mg
Κλοβαζάμη Frisium 5-20 mg
Χλωραζεπάτη Tranxene 15-30 mg
Βρωμαζεπάμη Lexotanil, Notorium, Libronil, Evagelin 3-9 mg
Αλπραζολάμη Xanax, Saturnil 1-3 mg
Κλοναζεπάμη Rivotril 1-4 mg
Τριαζολάμη Halcion 0,25-0,5 mg
Οξαζεπάμη Januar, Mepizin 10-30 mg
Λοραζεπάμη Tavor, Modium, Nifalin, Titus 1-5 mg
Πινδολόλη Visken 10-40 mg
Οξπρενολόλη Trazicor 20-40 mg
Προπρανολόλη Inderal 40-80 mg
Χλωρομεθειαζόλη Heminevrin 300-600 mg
Υδροξιζίνη Atarax, Iremofar 10-40 mg
666

Μεπροβαμάτη Praol 100-300 mg


Βουσπιρόνη Bespar, Anchocalm 5-15 mg
Βαλεποτριάτη Valmane 50-150 mg

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΑ ΥΠΝΑΓΩΓΑ

Φάρμακο Εμπορική ονομασία Δοσολογία


Φθοριονιτραζεπάμη Hipnosedon, Vulbegal 2-4 mg
Νιτραζεπάμη Mogadon 5-10 mg
Λορμεταζεπάμη Loramet 2-4 mg
Τεμαζεπάμη Normison, 20-40 mg
Ζολπιδέμη Stilnox 10-20 mg
Ζαλεπλόνη Sonata 10 mg
Ζοπικλόνη Imovane 7,5 mg
Μελατονίνη Circadin 2-4 mg
Ραμελτεόνη Σε εξέλιξη
667

78. ΑΝΤΙΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΑ

Το αντιφυματικό φάρμακο ιπρονιαζίδη (που αργότερα απεδείχθη ότι είναι αναστολέας της
ΜΑΟ) θεωρείται το πρώτο αντικαταθλιπτικό, διότι παρατηρήθηκε ότι προκαλούσε
θυμοαναληπτική δράση στους φυματικούς που θεραπεύονταν με αυτό. Η εισαγωγή της
ιμιπραμίνης περί τα τέλη της δεκαετίας του ’50 για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης
σηματοδοτεί την έναρξη μιας σοβαρής και αποδοτικής φαρμακευτικής κατεύθυνσης στη
θεραπεία των καταθλίψεων και στην πρόληψη των υποτροπών τους, η οποία όμως δεν έχει
ούτε γενική ούτε απόλυτη ισχύ. Απόλυτη ισχύ δεν έχει, διότι το 30%-40%, ίσως και
περισσότερο, των πασχόντων από κατάθλιψη δεν απαντούν ικανοποιητικά στη
φαρμακευτική αντικαταθλιπτική αγωγή. Δεν έχει επίσης γενική ισχύ διότι η επιλογή ενός
αντικαταθλιπτικού φαρμάκου για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης π.χ. σε σχιζοφρενείς
ασθενείς ενδέχεται να είναι λανθασμένη, αφού έχει βρεθεί ότι τα αντικαταθλιπτικά όχι μόνο
δεν προσφέρουν τίποτε σε αυτούς τους ασθενείς, αλλά αναζωπυρώνουν σε κάποιο βαθμό
και τα ψυχωσικά τους συμπτώματα (Kramer et al 1989). Φαίνεται ότι τα αντικαταθλιπτικά
είναι σε σημαντικό βαθμό αποτελεσματικά στη μείζονα κατάθλιψη, αλλά δεν έχει αποδειχθεί
με πειστικότητα η ωφελιμότητά τους στις άλλες μορφές της.
Εκτός από την κατάθλιψη ορισμένα αντικαταθλιπτικά έχουν και άλλες ενδείξεις. Τα
νοραδρενεργικά κυρίως έχουν αναλγητική δράση και χορηγούνται σε καταστάσεις χρόνιου
άλγους ή για την προφύλαξη από κεφαλαλγίες, ανεξαρτήτως συνυπάρξεως κατάθλιψης.
Ορισμένα έχουν ειδικές δράσεις σε συγκεκριμένα συμπτώματα ή σε καταστάσεις όπως
επεισόδια πανικού, αγοραφοβία και κοινωνική φοβία, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή,
επεισόδια ναρκοληψίας, νυκτερινή ενούρηση, παχυσαρκία, πρώιμη εκσπερμάτωση.
Επομένως ο χαρακτηρισμός τους ως αντικαταθλιπτικών είναι οπωσδήποτε λανθασμένος και
απλώς προέκυψε από το ότι αρχικώς χρησιμοποιήθηκαν και μελετήθηκαν σε καταθλιπτικούς
ασθενείς. Τα περισσότερα από τα κλασικά όπως η ιμιπραμίνη, η λοφεπραμίνη, η
νορτριπτυλίνη, η μιανσερίνη κ.λπ. μετά την εισβολή των νεότερων σεροτονινεργικών και
άλλων αντικαταθλιπτικών αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία, όχι τόσο λόγω μειωμένης
αποτελεσματικότητας αλλά για λόγους καθαρά εμπορικούς. Μια ομάδα αντικαταθλιπτικών μη
φαρμακευτικών ουσιών έχει εμφανισθεί, όπως το βαλσαμόχορτο και ορισμένα ιχθυέλαια,
αλλά η κλινική εμπειρία είναι μάλλον φτωχή και δεν θα ήταν συνετό να χρησιμοποιηθούν ως
αποκλειστικές αντικαταθλιπτικές αγωγές.

Μηχανισμός δράσης. Ο ειδικός μηχανισμός δράσης των αντικαταθλιπτικών δεν είναι


απολύτως σαφής, αλλά οι περισσότερες ενδείξεις στρέφονται κυρίως στο ότι συντελούν στην
αύξηση της βιοδιαθεσιμότητας της σεροτονίνης, της νοραδρεναλίνης και λιγότερο της
ντοπαμίνης. Επίσης τροποποιούν τους γλουταμινεργικούς υποδοχείς. Η αναστολή
επαναπρόσληψης νοραδρεναλίνης προκαλεί βελτίωση της κατάθλιψης, αλλά συνοδεύεται και
από τρόμο, ταχυκαρδία, διαταραχές στύσεως και εκσπερματώσεως. Η αναστολή
επαναπρόσληψης σεροτονίνης συμβάλλει στη βελτίωση της κατάθλιψης, αλλά προκαλεί
σοβαρές διαταραχές της σεξουαλικής λειτουργίας και ανορεξία. Η αναστολή
επαναπρόσληψης ντοπαμίνης εκτός από την αντικαταθλιπτική δράση είναι δυνατόν να
προκαλέσει ψυχοκινητική ενεργοποίηση και επιδείνωση ψύχωσης.

Χρόνος απόδοσης της θεραπείας. Ο χρόνος που απαιτείται για την εμφάνιση
αποτελέσματος ποικίλλει μεταξύ των αντικαταθλιπτικών σε ένα φάσμα μερικών εβδομάδων.
Σε μερικά εμφανίζεται κάπως ενωρίτερα, σε άλλα κάπως αργότερα, δεν υπάρχει όμως
668

τεκμηριωμένη κατάταξή τους. Ωστόσο στην κλινική πράξη η αναμονή δεν πρέπει να
υπερβαίνει τις 4-6 εβδομάδες. Τόσο είναι το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να
διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητα ενός αντικαταθλιπτικού, εφόσον χορηγείται στην
κατάλληλη δοσολογία. Αν ο ασθενής δεν ανταποκριθεί σε αυτό το χρονικό διάστημα, τότε το
αντικαταθλιπτικό πρέπει να αντικατασταθεί. Η χορήγηση της κατάλληλης δοσολογίας θα
αυξήσει τις πιθανότητες βελτίωσης. Δεν πρέπει οι ασθενείς να παίρνουν υποθεραπευτικές
δόσεις για την αποφυγή ενοχλητικών μικροπαρενεργειών. Ο ασθενής θα ανεχθεί τις
παρενέργειες και δεν θα διακόψει τη θεραπεία αν του εξηγηθεί ότι αυτές μειώνονται με την
πάροδο του χρόνου, δεν είναι σοβαρές και οπωσδήποτε το φάρμακο θα διακοπεί αν δεν
υπάρξουν θετικά αποτελέσματα μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Γενικώς είναι παραδεκτό
ότι η αγωγή θα πρέπει να συνεχισθεί για διάστημα 4-6 μηνών μετά την πλήρη υποχώρηση
των συμπτωμάτων και να ακολουθήσει σταδιακή μείωση της δοσολογίας του
αντικαταθλιπτικού. Αυτό ίσως να μην ισχύει για τους ηλικιωμένους ασθενείς, οι οποίοι θα
συνεχίσουν τη θεραπεία τουλάχιστον για 2 χρόνια και ίσως για όλη τους τη ζωή. Η πρόωρη
διακοπή της αντικαταθλιπτικής αγωγής μετά από καλή ανταπόκριση έχει ως αποτέλεσμα την
επανεμφάνιση των αρχικών συμπτωμάτων σε περίπου 50% των ασθενών (Prien and Kupfer
1986).

Αντικαταθλιπτικά και σεξουαλική δυσλειτουργικότητα. Η σεξουαλική δυσλειτουργικότητα


(απόσυρση της libido, ανεπαρκής διέγερση, ανεπαρκής στύση, καθυστέρηση
εκσπερμάτωσης, απουσία οργασμού) προκαλούμενη από την αντικαταθλιπτική αγωγή είναι
δυνατόν να συντελέσει στην επιδείνωση της κατάθλιψης και στη μη συμμόρφωση στη
θεραπεία, κυρίως από μια μειονότητα καταθλιπτικών ασθενών που παρά τη νόσο
ενδιαφέρεται για το σεξ (Ηλίας και συν 2005). Βέβαια και η ίδια η κατάθλιψη ευθύνεται γι’
αυτό το πρόβλημα, αφού συχνά προκαλεί πλήρη απόσυρση της libido. Η σχέση μεταξύ
σεροτονινεργικής, νοραδρενεργικής και ντοπαμινεργικής δραστηριότητας του
χρησιμοποιούμενου αντικαταθλιπτικού καθορίζει τον βαθμό και το είδος του προβλήματος.
Προτιμότερη λύση είναι η αντικατάσταση του αντικαταθλιπτικού και όχι η προσθήκη άλλων
φαρμάκων (π.χ. στυσεογόνων). Τα σεροτονινεργικά και η βενλαφαξίνη σχετίζονται
περισσότερο με σεξουαλική δυσλειτουργικότητα. Η δουλοξετίνη λιγότερο. Η μοκλοβεμίδη, η
μιρταζαπίνη, η τραζοδόνη και η νεφαζοδόνη δεν έχουν αρνητική επίδραση στη
σεξουαλικότητα (Werneke et al 2007).

Αντικαταθλιπτικά και αυτοκτονία. Ενώ είναι γνωστό, και αυτονόητο, ότι οι καταθλιπτικοί
ασθενείς όταν αυτοκτονούν χρησιμοποιούν τα φάρμακά τους, μερικά αντικαταθλιπτικά έχουν
ενοχοποιηθεί (κυρίως η αμιτρυπτιλίνη, η μαπροτιλίνη, η παροξετίνη και η φλουοξετίνη) ότι τα
ίδια προκαλούν αυτοκαταστροφική συμπεριφορά· ωστόσο οι υποψίες δεν έχουν τεκμηριωθεί
επαρκώς και μπορεί ώς έναν βαθμό να εντάσσονται στον ανελέητο και βαθύτατα ανήθικο
πόλεμο μεταξύ των φαρμακευτικών εταιρειών για την κατάκτηση της αγοράς. Υπάρχουν
εργασίες που αξιολογούν τα αντικαταθλιπτικά με κριτήριο τον βαθμό κατά τον οποίο
μειώνουν τις ιδέες αυτοκτονίας, αλλά δεν υπάρχει μελέτη στην οποία να φαίνεται ότι κάποιο
αντικαταθλιπτικό αυξάνει τις ιδέες αυτοκτονίας. Έτσι το αν και σε ποιο βαθμό ορισμένα
αντικαταθλιπτικά οδώνουν τις ιδέες αυτοκτονίας είναι θέμα ανοικτό. Η Επιτροπή
Φαρμακευτικών Προϊόντων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού
Φαρμάκων θεωρεί ωστόσο ότι τα διαθέσιμα δεδομένα λειτουργούν ως προειδοποιητικό σήμα
για το ότι τα αντικαταθλιπτικά προκαλούν πράγματι αύξηση της αυτοκτονικής συμπεριφοράς
(που περιλαμβάνει απόπειρες αυτοκτονίας, ιδεασμό αυτοκτονίας και/ή παρεμφερή
συμπεριφορά όπως αυτοτραυματισμό) σε παιδιά και εφήβους υπό θεραπεία. Η CHMP
εξέφρασε τις ανησυχίες της σε σχέση με την ασφαλή χρήση αυτών των φαρμάκων σε παιδιά
και εφήβους, ανεξάρτητα από τη θεραπευτική ένδειξη. Οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα
ότι τα αντικαταθλιπτικά δεν πρέπει να χορηγούνται σε παιδιά και εφήβους (Tonkin and Jurei-
dini 2005).

Απουσία συμμόρφωσης. Ένα σοβαρό μειονέκτημα των αντικαταθλιπτικών είναι η χαμηλή


συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπεία. Όσον αφορά τα κλασικά αντικαταθλιπτικά, η
669

συμμόρφωση φθάνει στο 40% (Montgomery and Kasper 1995) και σχετίζεται με
παρενέργειες όπως υπνηλία, καταστολή, γνωσιακή δυσλειτουργία, ξηροστομία και
ορθοστατική υπόταση. Η μοιρασμένη σε δύο ή τρεις δόσεις την ημέρα χορήγηση του
φαρμάκου είναι ένας ακόμη λόγος μη συμμόρφωσης. Τα νεότερα αντικαταθλιπτικά λόγω των
ηπιότερων παρενεργειών τους αλλά και του απλού δοσολογικού τους σχήματος
διευκολύνουν κάπως τη συμμόρφωση στη θεραπεία.

Πυροδότηση ψυχωσικού ή μανιακού επεισοδίου. Όλα τα αντικαταθλιπτικά, άλλα


περισσότερο και άλλα λιγότερο, είναι δυνατόν να ωθήσουν ένα καταθλιπτικό επεισόδιο στη
μανία, ιδιαίτερα στους διπολικούς ασθενείς. Επίσης λανθάνουσες ψυχωσικές διεργασίες είναι
δυνατόν να εντατικοποιηθούν και να οδηγήσουν σε ανοικτές ψυχωσικές καταστάσεις. Σήμερα
θεωρείται ιατρικό σφάλμα η χορήγηση αντικαταθλιπτικών σε διπολικούς ασθενείς χωρίς
κάλυψη με σταθεροποιητικό του συναισθήματος.

Κατάταξη των αντικαταθλιπτικών. Η κλασική κατάταξη με βάση τη δομή σε τρικυκλικά,


τεταρτοκυκλικά κ.λπ. δεν δίνει στον κλινικό τις πληροφορίες που χρειάζεται για την
κατανόηση της λειτουργίας ενός αντικαταθλιπτικού και είναι προτιμότερο να αντικατασταθεί
με μια κατάταξη αναλόγως της δράσεως στον συναπτικό χώρο (Preskorn 2003, Preskorn
2004). Έτσι τα αντικαταθλιπτικά διακρίνονται: α) Στους αναστολείς επαναπρόσληψης των
βιογενών αμινών νοραδρεναλίνης, σεροτονίνης και ντοπαμίνης και β) στους αναστολείς της
ΜΑΟ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά την εμπορική προπαγάνδα που γίνεται, τα
περισσότερα αντικαταθλιπτικά δεν επιδρούν σε έναν και μόνο νευρομεταβιβαστή αλλά έχουν
μεικτή δράση στον συναπτικό χώρο.

Αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης (ΜΑΟ). Οι κλασικοί αναστολείς της ΜΑΟ, ιπρονιαζίδη,


τρανυλκυπρομίνη και φαινελζίνη είναι φάρμακα αντικαταθλιπτικά και αντιφοβικά. Η μη
αναστρέψιμη αναστολή της μονοαμινοξειδάσης που προκαλούν έχει ως αποτέλεσμα την
παρεμπόδιση του μεταβολισμού όλων των μονοαμινών, περιλαμβανομένης και της
τυραμίνης που περιέχεται σε ορισμένες τροφές, με αποτέλεσμα να προκαλούνται τοξικές
αντιδράσεις, κυρίως υπερτασικές κρίσεις, αν δεν ακολουθηθεί ιδιαίτερη δίαιτα. Ο
συνδυασμός τους με άλλα φάρμακα, π.χ. τρικυκλικά, μπορεί να αποβεί μοιραίος. Γι’ αυτούς
τους λόγους η χρήση τους περιορίστηκε σημαντικά, στην Ελλάδα μάλιστα οι κλασικοί
αναστολείς της ΜΑΟ δεν κυκλοφόρησαν ποτέ. Οι αναστρέψιμοι αναστολείς της ΜΑΟ δεν
αντιδρούν με την τυραμίνη των τροφών, με αποτέλεσμα λιγότερες παρενέργειες.
Η μοκλοβεμίδη, ο μοναδικός αναστρέψιμος αναστολέας της ΜΑΟ που κυκλοφορεί ως
αντικαταθλιπτικό, δεν έχει την τοξικότητα των κλασικών αναστολέων, ωστόσο καλό είναι να
αποφεύγονται οι συνδυασμοί του με άλλα φάρμακα. Έχει χρησιμοποιηθεί, εκτός από την
κατάθλιψη, για την αντιμετώπιση της κοινωνικής φοβίας και της αγοραφοβίας. Ιδιαιτέρως
αναφέρεται ότι δεν προκαλεί σεξουαλική δυσλειτουργία όπως άλλα αντικαταθλιπτικά. Στους
ηλικιωμένους καταθλιπτικούς με στοιχεία άνοιας ενδέχεται, εκτός από την αντικαταθλιπτική
δράση της, να βελτιώνει και ορισμένες γνωσιακές παραμέτρους, κυρίως τη μνήμη.

Αναστολείς επαναπρόσληψης νοραδρεναλίνης. Η δράση τους προκύπτει από την


αναστολή επαναπροσλήψεως νοραδρεναλίνης που προκαλούν στον συναπτικό χώρο, αλλά
σε πολύ μικρότερο βαθμό εμποδίζουν την επαναπρόσληψη και της σεροτονίνης.
Απορροφώνται πλήρως από το πεπτικό σύστημα, δεσμεύονται σε μεγάλο βαθμό από τις
πρωτεΐνες του πλάσματος και, επειδή είναι εξόχως λιποδιαλυτές, διέρχονται εύκολα από τον
αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Μεταβολίζονται διά του ήπατος. Έχουν μέση διάρκεια ζωής πάνω
από 24 ώρες. Τα επίπεδά τους στο πλάσμα συσχετίζονται κατά χαρακτηριστικό τρόπο με το
κλινικό αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει και με άλλα ψυχοφάρμακα, με την έννοια ότι από ένα
σημείο και μετά ανώτερα επίπεδα του φαρμάκου οδηγούν σε φτωχότερο αποτέλεσμα.
Επομένως πρέπει και εδώ να τονιστεί ότι, αυξανόμενη πέραν ενός ορίου, η δοσολογία του
φαρμάκου τελικώς προκαλεί αναστολή του θετικού θεραπευτικού αποτελέσματος. Τα
περισσότερα από αυτά έχουν δράση ηρεμιστική και αγχολυτική. Η θεραπευτική
αντικαταθλιπτική δράση τους εμφανίζεται συνήθως ύστερα από 3-4 εβδομάδες ή και
670

περισσότερο, αλλά οι παρενέργειες είναι δυνατόν να παρουσιασθούν με την έναρξη της


θεραπείας – και αυτό το στοιχείο είναι σημαντικός παράγων χαμηλής συμμόρφωσης στη
φαρμακευτική αγωγή. Παρά το ότι σε σημαντικό βαθμό έχουν υποσκελιστεί από τα νεότερα,
κυρίως σεροτονινεργικά, αντικαταθλιπτικά, φαίνεται ότι δεν υπολείπονται σημαντικά, και σε
μερικές ομάδες ασθενών όπως οι ηλικιωμένοι μάλλον υπερτερούν (Parker 2003). Οι
παρενέργειές τους περιλαμβάνουν ζάλη, δυσκοιλιότητα, ορθοστατική υπόταση, εφιδρώσεις,
θόλωση της οράσεως, διαταραχές της μνήμης, καταστολή, τρόμο, διαταραχές του ύπνου,
διαταραχές της όρεξης για φαγητό, αύξηση του βάρους, πτώση της σεξουαλικής επιθυμίας,
καθυστέρηση της εκσπερματώσεως, διαταραχές του ΗΕΓ και επιληπτικούς σπασμούς,
υπερτροφία του προστάτη, γλαύκωμα κλειστής γωνίας. Η καρδιοτοξική τους δράση οφείλεται
στην επιβράδυνση της καρδιακής αγωγιμότητας, που μπορεί να είναι επικίνδυνη σε ασθενείς
με κολποκοιλιακό αποκλεισμό και αρρυθμίες. Είναι δυνατόν, σπανίως, κατά την 4η-6η
εβδομάδα της θεραπείας να εμφανισθεί ακοκκιοκυτταραιμία, η οποία υποχωρεί μετά τη
διακοπή της θεραπείας. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και είναι προτιμότερο να αποφεύγεται
η χορήγησή τους σε ασθενείς με καρδιολογικά προβλήματα, ηπατοπάθειες, γλαύκωμα,
υπερπλασία του προστάτη, διπολική διαταραχή χωρίς κάλυψη από σταθεροποιητή, κατά την
εγκυμοσύνη και τον θηλασμό, την επιληψία και σε ασθενείς που έχουν λάβει αναστολείς της
ΜΑΟ.
Αμιτριπτυλίνη. Εκτός από την ισχυρή αντικαταθλιπτική δράση έχει επίσης
αποτελεσματικότητα στα χρόνια άλγη. Σε αρκετές περιπτώσεις η υπναγωγός δράση της
αξιοποιείται στους αγχώδεις καταθλιπτικούς ασθενείς. Αυξάνει το QT διάστημα και είναι
δυνατόν να προκαλέσει κοιλιακή ταχυκαρδία.
Νορτριπτυλίνη. Η δράση της είναι παρόμοια με της αμιτρυπτιλίνης.
Δοξεπίνη. Έχει σημαντική αντικαταθλιπτική δράση. Αναφέρεται ότι είναι χρήσιμη στους
καταθλιπτικούς με δυσπεπτικά συμπτώματα. Σε πολύ μικρή δοσολογία (1-8 mg) έχει
υπναγωγό δράση. Ζάλη, αίσθημα κόπωσης, εφιάλτες, ξηροστομία, δερματική
φωτοευαισθησία είναι οι συχνότερες παρενέργειες. Αυξάνει το QT διάστημα και είναι
δυνατόν να προκαλέσει κοιλιακή ταχυκαρδία.
Μαπροτιλίνη. Θεωρήθηκε το πρώτο τροποποιημένο τρικυκλικό που είχε εξειδικευμένη
νοραδρενεργική δράση, χωρίς επίδραση στους μουσκαρινικούς και ισταμινικούς υποδοχείς.
Είναι ανταγωνιστής των α2-αδρενεργικών υποδοχέων, οι οποίοι ελέγχουν την
απελευθέρωση της νοραδρεναλίνης και της σεροτονίνης. Έχει περίπου την ίδια
αντικαταθλιπτική δράση με τα κλασικά, αλλά σαφώς λιγότερες παρενέργειες. Προτιμάται σε
ηλικιωμένους ασθενείς, διότι δεν επιβαρύνει τυχόν υπάρχουσα υπερτροφία προστάτου.
Έχει ενδιαφέρουσα υπναγωγό δράση. Είναι εξίσου καρδιοτοξικό με τα κλασικά και έχει
ενοχοποιηθεί για πρόκληση επιληπτικών κρίσεων περισσότερο από κάθε άλλο
αντικαταθλιπτικό. Η υπερδοσολογία είναι δυνατόν να αποβεί μοιραία. Αυξάνει το QT
διάστημα και μπορεί να προκαλέσει κοιλιακή ταχυκαρδία.

Αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης και νοραδρεναλίνης. Οι ουσίες που


ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία αναστέλλουν την επαναπρόσληψη της νοραδρεναλίνης και
της σεροτονίνης. Πολλοί υποστηρίζουν ότι φάρμακα που συνδυάζουν σεροτονινεργική και
νοραδρενεργική δραστηριότητα έχουν την ισχυρότερη αντικαταθλιπτική και επίσης
αναλγητική δράση.
Χλωριμιπραμίνη. Είναι ένα κλασικό τρικυκλικό με ισχυρή αντικαταθλιπτική δράση αλλά και με
τις γνωστές παρενέργειες που οφείλονται στη συγγένειά της προς τους μουσκαρινικούς,
ισταμινικούς και αδρενεργικούς υποδοχείς, όπως συμβαίνει με όλα τα τρικυκλικά. Εκτός
από την κατάθλιψη, ιδεοψυχαναγκασμοί, φοβίες, κρίσεις πανικού, χρόνιο άλγος, πρώιμη
εκσπερμάτωση, σύνδρομο Gilles de la Tourette, ψυχογενής ανορεξία, νυκτερινή ενούρηση,
είναι καταστάσεις που απαντούν στη θεραπεία με χλωριμιπραμίνη. Έχει δράση μάλλον
διεγερτική και επομένως θα χρησιμοποιηθεί σε βραδυψυχικούς και αποσυρμένους
καταθλιπτικούς. Αυξάνει το QT διάστημα και είναι δυνατόν να προκαλέσει κοιλιακή
ταχυκαρδία.
Βενλαφαξίνη. Αναστέλλει σε μικρές δόσεις την επαναπρόσληψη της σεροτονίνης και σε
μεγαλύτερες της νοραδρεναλίνης. Στα πλεονεκτήματά της συγκαταλέγονται ο
671

περιορισμένος αριθμός παρενεργειών, κυρίως η απουσία καρδιοτοξικότητος, και η ταχεία


δράση της, σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες. Έχει χορηγηθεί σε καταθλίψεις που
συνοδεύονται από χρόνιο άλγος (ινομυαλγία, κεφαλαλγίες, νευροπαθητικά άλγη κ.λπ.),
καθώς και για την αντιμετώπιση της γενικευμένης διαταραχής άγχους, κυρίως όταν
συνυπάρχει με κατάθλιψη. Η αλληλεπίδρασή της με άλλα φάρμακα είναι περιορισμένη,
διότι αναστέλλει ασθενώς το κυττόχρωμα Ρ450 και δεσμεύεται σε μικρό βαθμό από τις
πρωτεΐνες του σώματος. Δεν αυξάνει το βάρος του σώματος. Μπορεί να προκαλέσει
υπέρταση. Προκαλεί σοβαρές σεξουαλικές διαταραχές (στυτική δυσλειτουργία, παράταση
χρόνου εκσπερμάτωσης, ανοργασμία).
Δουλοξετίνη. Ισχυρό αντικαταθλιπτικό χρήσιμο στις καταθλίψεις που συνοδεύονται από
συμπτώματα άγχους. Εκτός από την κατάθλιψη έχει ένδειξη και στη διαβητική περιφερική
νευροπάθεια και στην ακράτεια ούρων από προσπάθεια. Έχει σημαντική αναλγητική
δράση. Ναυτία, ξηροστομία, ζάλη και δυσκοιλιότητα είναι οι συχνότερες παρενέργειες.
Μεταβολίζεται από το κυττόχρωμα Ρ450. Δεν επιτρέπεται η συγχορήγησή της με
σεροτονινεργικά, επειδή γίνεται αμοιβαία αναστολή του μεταβολισμού τους στο ήπαρ,
αθροιστική αύξηση της τοξικότητάς τους και υπάρχει κίνδυνος σεροτονινεργικού
συνδρόμου.

Μεγεθυντές της νευρομεταβίβασης σεροτονίνης και νορεπινεφρίνης. Μοναδικός


εκπρόσωπος αυτής της κατηγορίας είναι η μιρταζαπίνη η οποία προέρχεται από
τροποποίηση του μορίου της μιανσερίνης. Είναι ανταγωνιστής των α 2-νοραδρενεργικών
υποδοχέων αυξάνοντας έτσι την έκκριση τόσο της νοραδρεναλίνης όσο και της σεροτονίνης
χωρίς αναστολή της επαναπρόσληψης, και επομένως θεωρείται μεγεθυντής της
νευρομεταβίβασης της σεροτονίνης και της νορεπινεφρίνης. Είναι ιδιαίτερα ευεργετικό σε
καταθλιπτικούς ασθενείς με άγχος και διαταραχές του ύπνου. Καλύτερα αποδεκτό από τους
ηλικιωμένους ασθενείς. Έχει το πλεονέκτημα της ταχείας εμφανίσεως των σημείων
βελτίωσης, λιγότερο των τεσσάρων εβδομάδων. Στις ανθεκτικές καταθλίψεις, αν συνδυαστεί
με σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά, ενισχύεται σημαντικά το αποτέλεσμα. Υπνηλία, αύξηση
της όρεξης για φαγητό και απόκτηση βάρους είναι συχνές παρενέργειες του φαρμάκου. Δεν
επηρεάζει τον μεταβολισμό των φαρμάκων που μεταβολίζονται διά του P450
κυττοχρώματος. Δεν προκαλεί σεξουαλικές διαταραχές. Σε σημαντικό ποσοστό
καταθλιπτικών ασθενών που λαμβάνουν μιρταζαπίνη έχει παρατηρηθεί το σύνδρομο των
ανησύχων ποδών.

Εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης ή σεροτονινεργικά (Selective


Serotonin Reuptake Inhibitors-SSRI). Δεν είναι απολύτως εκλεκτικοί αναστολείς της
σεροτονίνης αφού, οπωσδήποτε σε μικρό βαθμό, παρεμβαίνουν στο νοραδρενεργικό και στο
ντοπαμινεργικό σύστημα (Geddes and Cipriani 2004). Η χρησιμότητά τους σχετίζεται με τον
ρόλο που παίζει η σεροτονίνη στη φυσιολογική ρύθμιση του ύπνου, του συναισθήματος, της
παρορμητικότητας και της συμπεριφοράς πρόσληψης τροφής. Χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη
φορά στο τέλος της δεκαετίας του ’80 (Grimsley and Jann 1992). Κατά σειρά ισχύος
αναστολής επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (η οποία δεν σχετίζεται αναγκαστικά με
αντικαταθλιπτικό αποτέλεσμα), πρώτη έρχεται η παροξετίνη και ακολουθούν η σερτραλίνη, η
εσιταλοπράμη, η σιταλοπράμη, η φλουοξετίνη και η φλουβοξαμίνη. Δεν έχει ακόμη επιτευχθεί
μια αξιόπιστη κατάταξή τους ως προς την αποτελεσματικότητα. Εκτός από την
αντικαταθλιπτική δράση είναι χρήσιμα στις ιδεοψυχαναγκαστικές καταστάσεις, στα
αγοραφοβικά και κοινωνιοφοβικά συμπτώματα, στις κρίσεις πανικού, στην κατάχρηση
οινοπνεύματος, στην ψυχογενή βουλιμία και στο προεμμηνορυσιακό σύνδρομο.
Σεροτονίνη Νοραδρεναλίνη Δοπαμίνη
Εσιταλοπράμη 1.1 7841 274100
Σιταλοπράμη 1.6 6190 16540
Φλουοξετίνη 1.1 599 3764
Σερτραλίνη .26 714 22
Φλουβοξαμίνη 2.3 1427 16790
Παροξετίνη .1 45 268
672

Σεροτονινεργικά: Βαθμός εκλεκτικότητας στη σεροτονίνη, στη


νοραδρεναλίνη και στην ντοπαμίνη (μικρότερη τιμή = μεγαλύτερη
εκλεκτικότητα).

Υποστηρίζεται ότι δεν είναι τόσο τοξικά όσο τα κλασικά αντικαταθλιπτικά. Οι


παρενέργειές τους συνήθως είναι ναυτία, διάρροια και σπανιότερα δυσκοιλιότητα,
κεφαλαλγία, τρόμος, νευρικότητα, άγχος, αϋπνία, ζάλη, ξηροστομία, εφιδρώσεις και σοβαρές
σεξουαλικές διαταραχές (στυτική δυσλειτουργία, παράταση χρόνου εκσπερμάτωσης,
ανοργασμία). Ενδεχομένως προκαλούν κάποια επιδείνωση των εξωπυραμιδικών
συμπτωμάτων σε πάσχοντες από νόσο Parkinson, αλλά είναι δυνατόν να προκληθούν
εξωπυραμιδικά και σε μη παρκινσονικούς ασθενείς, κυρίως από τη σερτραλίνη και την
παροξετίνη. Δεν έχουν αντιχολινεργική ή καρδιοτοξική δράση, δεν αυξάνουν το διάστημα QT,
εκτός από τη φλουοξετίνη, δεν κατεβάζουν τον επιληπτικό ουδό, δεν προκαλούν υπόταση.
Προκαλούν αναστολή παραγωγής της αυξητικής ορμόνης και επομένως η χορήγησή τους σε
παιδιά μπορεί να προκαλέσει αναστολή της ανάπτυξης (Weintrob et al 2002). Λόγω των
ηπιότερων παρενεργειών τους είναι προτιμότερη η χρήση τους σε ηλικιωμένους ασθενείς.
Συμπτώματα απόσυρσης έχουν αναφερθεί μετά από μακροχρόνια χρήση ορισμένων
σεροτονινεργικών, όπως γενική σωματική και γαστρεντερική δυσφορία με ή χωρίς άγχος και
ανησυχία, διαταραχές του ύπνου με πολλά και ζωηρά όνειρα, αϋπνία κ.λπ. (Ηλίας και συν
2006). Τα σεροτονινεργικά επηρεάζουν σημαντικά το σύστημα ισοενζύμων του Ρ450
κυττοχρώματος αναστέλλοντας τη λειτουργία του. Ισχυρότερη από αυτήν την άποψη είναι η
φλουοξετίνη και η παροξετίνη, ενώ λιγότερο δραστική είναι η σερτραλίνη, η φλουβοξαμίνη και
η σιταλοπράμη. Έτσι, η πλειονότητα των σεροτονινεργικών φαίνεται ότι συνδέεται με κίνδυνο
ανάπτυξης φαρμακολογικών αλληλεπιδράσεων με άλλα φάρμακα, όπως τα τρικυκλικά
αντικαταθλιπτικά, οι β-αναστολείς, αντιαρρυθμικά φάρμακα, αντιπηκτικά τύπου βαρφαρίνης
κ.λπ. Η κλινική σημασία αυτών των αλληλεπιδράσεων άρχισε να εμφανίζεται στη
βιβλιογραφία από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 (Taylor 1995, Nemeroff et al 1996) και η
κλινική εμπειρία είναι ακόμη μικρή, επομένως χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Η συγχορήγηση
σεροτονινεργικού και φαρμάκου που μεταβολίζεται μέσω αυτών των ενζύμων είναι δυνατόν
να προκαλέσει μεγάλη αύξηση των επιπέδων του φαρμάκου στο αίμα και να
πολλαπλασιασθούν οι πιθανότητες παρενεργειών. Πρέπει να σημειωθεί ότι 7% των ατόμων
της λευκής φυλής δεν διαθέτουν το Ρ450. Η συγχορήγηση σεροτονινεργικών με
νευροληπτικά που αυξάνουν το διάστημα QT (πιμοζίδη, ζιπρασιδόνη) αντενδείκνυται. Η
λήψη σεροτονινεργικών αντικαταθλιπτικών κατά την εγκυμοσύνη εξαπλασιάζει τον κίνδυνο
πνευμονικής υπέρτασης του νεογνού (Källen and Olausson 2008).
Σιταλοπράμη. Χρόνος ημιζωής περίπου 1 ημέρα. Επειδή η τροφή αυξάνει τη
βιοδιαθεσιμότητά της συνιστάται η χορήγησή της κατά τα γεύματα.
Εσ-σιταλοπράμη έχει χαρακτηρισθεί ως R-εναντιομερές της σιταλοπράμης. Δεν υπάρχει
αρκετή κλινική εμπειρία επειδή εισήχθη προσφάτως στην αγορά. Έχει μικρό χρόνο
αναμονής μέχρι την εμφάνιση της αποτελεσματικότητας και ήπιο περίγραμμα
περενεργειών. Δεν υπάρχει εμπειρία στους ηλικιωμένους.
Σερτραλίνη. Χρόνος ημιζωής 1 ημέρα. Δεν αυξάνει το βάρος του σώματος. Είναι δυνατόν να
προκληθούν εξωπυραμιδικά.
Παροξετίνη. Χρόνος ημιζωής 1 ημέρα. Είναι δυνατόν να προκαλέσει αύξηση μέχρι και 7%
του συνολικού βάρους του ασθενούς μετά από αρκετές εβδομάδες ή μήνες θεραπείας.
Είναι δυνατόν να προκληθούν εξωπυραμιδικά. Η παράταση του χρόνου εκσπερμάτωσης
που προκαλεί έχει χρησιμοποιηθεί θεραπευτικώς στην πρώιμη εκσπερμάτωση. Η λήψη
παροξετίνης κατά την εγκυμοσύνη έχει συσχετισθεί με καρδιακές ανωμαλίες του νεογνού.
Φλουβοξαμίνη. Έχει ισχυρή αντικαταθλιπτική δράση. Βελτιωτικό του ύπνου. Δεν προκαλεί
ναυτία. Δεν επιδρά στο σωματικό βάρος.
Φλουοξετίνη. Είναι το μόνο σεροτονινεργικό με ενεργό μεταβολίτη, τη νορφλουοξετίνη, με
αποτέλεσμα συνολικό χρόνο ημιζωής που υπερβαίνει τις 7 ημέρες. Αυτό έχει το
θεραπευτικό πλεονέκτημα ότι δεν είναι απαραίτητη η ημερήσια χορήγησή της και μπορεί να
χορηγείται ακόμη και σε εβδομαδιαίες δόσεις. Δεν επιφέρει αύξηση βάρους λόγω της
πτώσης της όρεξης που προκαλεί και έχει χρησιμοποιηθεί για αντιμετώπιση συμπτωμάτων
βουλιμίας. Αυξάνει το QT διάστημα και είναι δυνατόν να προκαλέσει κοιλιακή ταχυκαρδία.
673

Αναστολείς επαναπρόσληψης ντοπαμίνης και νοραδρεναλίνης. Ορισμένα φάρμακα


που αναστέλλουν την επαναπρόσληψη της ντοπαμίνης και της νοραδρεναλίνης βρέθηκε ότι
έχουν αντικαταθλιπτική δράση. Η βουπροπιόνη είναι μια μονοκυκλική αμινοκετόνη, η οποία
δρα τροποποιώντας τη νοραδρενεργική και την ντοπαμινική δραστηριότητα. Δεν προκαλεί
σεξουαλικές διαταραχές (στυτική δυσλειτουργία ή παράταση χρόνου εκσπερμάτωσης), αλλά
η πρόκληση επιληπτικών κρίσεων είναι μέχρι και τέσσερις φορές συχνότερη από ό,τι με τα
άλλα αντικαταθλιπτικά. Προκαλεί μείωση της όρεξης για φαγητό και απώλεια βάρους. Άλλες
συχνές παρενέργειες είναι νευρικότητα και ανησυχία, ναυτία, έμετος, ξηροστομία,
υπεριδρωσία, κεφαλαλγία.

Τραζοδόνη. Δεν κατατάσσεται σε κάποια από τις τρέχουσες κατηγορίες αντικαταθλιπτικών.


Είναι εκλεκτικός αναστολέας επαναπρόσληψης της σεροτονίνης σε μικρή δοσολογία και
αγωνιστής της σεροτονίνης χωρίς να αναστέλλει την επαναπρόσληψη σεροτονίνης σε
μεγαλύτερη δοσολογία. Εκτός από την αντικαταθλιπτική δράση της έχει ακόμη αναλγητικές,
αγχολυτικές και υπναγωγικές ιδιότητες. Δεν παρουσιάζει τις κλασικές αντιχολινεργικές
παρενέργειες των τρικυκλικών. Σχετικά ασφαλής σε υπερδοσολογία. Μπορεί να προκαλέσει
πριαπισμό στους άνδρες και αύξηση της συνουσιακής οργασμικότητας στις γυναίκες.
Αυξάνει το QT διάστημα και είναι δυνατόν να προκαλέσει κοιλιακή ταχυκαρδία.

Δείκτης Θανάσιμης Τοξικότητας αντικαταθλιπτικών (Buckle and McManus, 2002). Για


ορισμένα φάρμακα (Βουπροπιόνη, Δουλοξετίνη, Εσιταλοπράμη) δεν έχει εξακριβωθεί ακόμη
ο ΔΘΤ, επειδή εισήλθαν προσφάτως στην κυκλοφορία. Η αμιτρυπτιλίνη, η δοξεπίνη, η
βενλαφαξίνη και χλωριμιπραμίνη έχουν πολύ υψηλό ΔΘΤ και επομένως απαιτείται ιδιαίτερη
παρακολούθηση των ασθενών που λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα.

Φάρμακο Συνταγές Θάνατοι Θάνατοι ανά εκατομμύριο


(χιλιάδες) συνταγών
Αμιτρυπτιλίνη 23.844 906 38,0 (35,5 έως 40,5)
Δοξεπίνη 1.587 40 25,2 (18,0 έως 34,3)
Βενλαφαξίνη 2.570 34 13,2 (9,2 έως 18,5)
Χλωριμιπραμίνη 4.315 54 12,5 (9,4 έως 16,3)
Μοκλοβεμίδη 365 2 5,5 (0,6 έως 19,8)
Νορτριπτυλίνη 1.269 7 5,5 (2,2 έως 11,4)
Μαπροτιλίνη 201 1 5,0 (0,1 έως 27,7)
Τραζοδόνη 2.753 11 4,0 (2,0 έως 7,1)
Μιρταζαπίνη 324 1 3,1 (0,1 έως 17,2)
Φλουβοξαμίνη 660 2 3,0 (0,3 έως 10,9)
Σιταλοπράμη 2.603 5 1,9 (0,6 έως 4,5)
Σερτραλίνη 5.964 7 1,2 (0,5 έως 2,4)
Φλουοξετίνη 19.926 18 0,9 (0,5 έως 1,4)
Παροξετίνη 15.031 11 0,7 (0,4 έως 1,3)

Η αγομελατίνη (agomelatine) προτάθηκε ως φάρμακο με συνδυασμένη αντικαταθλιπτική


(σεροτονινεργική) και υπναγωγό (μέσω των μελατονινεργικών ΜΤ1 και ΜΤ2 υποδοχέων)
δράση, αλλά ακόμη βρίσκεται στο στάδιο των μελετών. Η πιθανότερη ένδειξή της θα είναι οι
εποχιακές καταθλίψεις με αϋπνία (Lam 2007).

Ωμέγα-3 λιπαρά οξέα. Οι μεμβράνες των νευρικών κυττάρων συντίθενται και από ορισμένα
πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (ω-3 και ω-6) τα οποία δεν παράγονται από τον οργανισμό αλλά
πρέπει να προσλαμβάνονται από εξωτερικές πηγές. Έχουν παρατηρηθεί ανωμαλίες στα
πολυακόρεστα των νευρικών κυττάρων σε αρκετές ψυχιατρικές διαταραχές (Chιou et al
2003) και στην κατάθλιψη. Χώρες με μεγάλη κατανάλωση ιχθυερών παρουσιάζουν μικρότερη
συχνότητα κατάθλιψης και αυτοκτονιών. Το ιχθυέλαιο καταστέλλει την ενεργοποίηση των
μακροφάγων και μειώνει την παραγωγή των καταθλιπτικογόνων μονοκινών IL-1, IL-2 και του
παράγοντα TNF. Η προσθήκη ιχθυελαίων πλούσιων σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (ω-3 και
ω-6) φαίνεται ότι ενισχύει τις αντικαταθλιπτικές φαρμακευτικές αγωγές (Su et al 2003).
674

Βαλσαμόχορτο ή βότανο του Αγίου Ιωάννη (Hypericum Perforatum). Χρησιμοποιείται


από την εποχή της αρχαιότητας για ποικίλους ιατρικούς σκοπούς, μεταξύ αυτών η
ανακούφιση του άλγους και η θεραπεία της κατάθλιψης (Ιστίκογλου και συν 2005). Η
σύνθεση και ο τρόπος λειτουργίας των ουσιών που ανευρίσκονται στην σκόνη και το
αφέψημα του δεν έχουν αποσαφηνιστεί. Δεν συνταγογραφείται επισήμως αλλά διατίθεται
σε διάφορες μορφές (κάψουλες, αφεψήματα κ.λπ.) ευρύτατα στην Ευρώπη και στην
Αμερική από φαρμακεία και καταστήματα ειδών υγιεινής διατροφής. Οι μελέτες είναι λίγες
και αντιφατικές ως προς την αποτελεσματικότητα (Philipp et al 1999), αλλά πρέπει να
συνυπολογισθεί ότι οι εταιρείες που παράγουν αντικαταθλιπτικά φάρμακα έχουν
εξαπολύσει εναντίον του σφοδρή επίθεση δυσφήμισης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΗΛΙΑΣ Σ, ΑΝΤΩΝΑΤΟΣ Ε, ΠΕΡΤΕΣΗ Ε, και συν. (2005). SSRI’s και σεξουαλικές δυσλειτουργίες σε ασθενείς
με μείζονα κατάθλιψη. Εγκέφαλος 42(4):184-186.
ΗΛΙΑΣ Σ, ΑΝΤΩΝΑΤΟΣ Σ, και συν. (2006). Στερητικό σύνδρομο από SSRI’s. Εγκέφαλος 43:30-32.
ΙΣΤΙΚΟΓΛΟΥ Χ, και συν. (2005). Υπέρικο (St John’s Wort): Ιστορία και φαρμακολογία ενός αρχαίου
αντικαταθλιπτικού βοτάνου. Ψυχιατρικής 90:125-129

BUCKLEY NA, MCMANUS PR. (2002). Fatal toxicity of serotoninergic and other antidepressant drugs: analysis
of United Kingdom mortality data. BMJ;325:1332-1333
CHIOU CC, HUANG SY, SU KP, et al. (2003). Polyunsaturated fatty acid deficit in patients with bipolar mania.
Eur Neuropsychopharm 13(2):99-103.
GEDDES JR, CIPRIANI A. (2004). Selective serotonin reuaptake inhibitors. British Medical Journal 329:809-810.
GRIMSLEY SR, JANN MW. (1992). Paroxetine, sertraline, and fluvoxamine: New selective serotonin reuaptake
inhibitors. Clinical Pharmacy 11:930-956.
KÄLLEN B, OLAUSSON PO. (2008). Maternal use of selective serotonin re-uptake inhibitors and persistent pul-
monary hypertension of the newborn. Pharmacoepidemiol Drug Saf.
KRAMER MS, VOGEL WH, DIJOHNSON C, et al. (1989). Antidepressants in “depressed” schizophrenic inpa-
tients. A controlled trial. Arch Gen Psychiatry 46:922-928.
LAM RW. (2007). High-quality remission: potemtial benefits of the melatonergic approach for patients with major
depressive disorder. Int Clin Psychopharmacol 22 (suppl 2):S21-S25.
MONTGOMERY SA, KASPER S. (1995). Comparison of compliance between serotonin reuptake inhibition and
tricyclic antidepressants: a meta-analysis. Int Clin Psychopharmacol 9(Suppl4):33-40.
NEMEROFF CB, DeVANE CL, POLLOCK BG. (1996). Newer Antidepressants and the Cytochrome P450 Sys-
tem. Am. J. Psychiatry, 153:311-320.
PARKER G. (2002). Differential effectiveness of newer and older antidepressants appears mediated by an age
effect on the phenotypic expression of depression. Acta Psychiatr Scand 106(3):168-70.
PHILIPP M et al. (1999). Hypericum extract vs imipramine or placebo in patients with moderate depression: ran-
domized multicenter study of treatment for 8 weeks. BMJ 11(319):1534-8.
PRESKORN SH. (2003). Classification of neuropsychiatric medications by principal mechanism of action: a
meaningful way to anticipate pharmacodynamically mediated drug interactions. J Psychiatr Pract. 9(5):376-84.
PRESKORN SH. (2004). Classification of neuropsychiatric medications by principal mechanism of action: a
meaningful way to anticipate pharmacodynamically mediated drug interactions (part II). J Psychiatr Pract.
May;10(3):177-81.
PRIEN RF, KUPFER DJ. (1986). Continuation drug therapy for major depressive episodes:how long should it be
maintaines? Am J Psychiatry 143:18-23.
SU KP, HUANG SY, CHIOU CC, SHEN WW. (2003). Omega-3 fatty acids in major depressive disorder. A prelim-
inary double-blind, placebo-controlled trial. Eur Neuropsychopharm 13:267-271.
TAYLOR D. (1995). Selective Serotonine Reuptake Inhibitors and Tricyclic Antidepressants in Combination. In-
teractions and Therapeutic Uses. Brit. J. Psychiatry, 167:575-580.
TONKIN A, JUREIDINI J. (2005). Wishful thinking: antidepressant drugs in childhood depression. British Journal
of Psychiatry 187:304-305.
WEINTROB N, COHEN D, et al. (2002). Decreased growth during therapy with selective serotonin reuptake in-
hibitors. Arch Pediatr Adolesc Med. 156(7):696-701.
WERNEKE U, NORTHEY S, BHUGRA D. (2007). Antidepressants and sexual dysfunction. Acta Psychiatr
Scand. 115(3):255.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΑ

Εμπορική ονομασία Δοσολογία


Χημική ονομασία
Αμιτρυπτιλίνη Saroten, Stelminal 100-150 mg
Βουπροπιόνη Ziban, Wellbutrin 300 mg
Βενλαφαξίνη Efexor 75-150 mg
675

Δουλοξετίνη Cymbalta, Xeristar 60 mg


Δοξεπίνη Sinequan 75-200 mg
Εσιταλοπράμη Cipralex, Entact 10-20 mg
Μαπροτιλίνη Ludiomil 25-150 mg
Μοκλοβεμίδη Aurorix 300-600 mg
Μιρταζαπίνη Remeron 15-45 mg
Νορτριπτυλίνη Nortrilen 100-150 mg
Παροξετίνη Seroxat 20-40 mg
Σερτραλίνη Zoloft 50-200 mg
Σιταλοπράμη Seropram 20-60 mg
Τραζοδόνη Trittico 50-300 mg
Φουβοξαμίνη Dumyrox, Myroxine 100-200 mg
Φλουοξετίνη Ladose, Zinovat, Fluxadir 20-60 mg
Χλωριμιπραμίνη Anafranil 100-150 mg

79. ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ

Ως σταθεροποιητικά του συναισθήματος θεωρούνται φάρμακα που έχουν ιδιότητες


αντιμανιακές, αντικαταθλιπτικές και προφυλακτικές των φάσεων της διπολικής διαταραχής.
Μολονότι τα άλατα λιθίου συνεχίζουν να κρατούν τα σκήπτρα της αποτελεσματικότητας της
θεραπείας, καινούργιες θεραπευτικές χρήσεις γνωστών φαρμάκων αλλά και η εμφάνιση νέων
ουσιών άλλαξαν το τοπίο της θεραπείας των συναισθηματικών διαταραχών που εντάσσονται
στο διπολικό φάσμα. Κλασικά και νεότερα αντιεπιληπτικά, άτυπα αντιψυχωτικά,
βενζοδιαζεπίνες, και άλλες ουσίες χρησιμοποιούνται σήμερα μαζί με τα άλατα λιθίου κάτω
από τον ευρύ όρο σταθεροποιητικά του συναισθήματος. Ένα σοβαρό πρόβλημα της
θεραπείας της μανιοκαταθλιπτικής διαταραχής είναι ότι η προσπάθεια αντιμετώπισης των
καταθλιπτικών φάσεων με αντικαταθλιπτικά είναι δυνατόν να πυροδοτήσει μανιακό επεισόδιο
και ακολούθως η διπολικότητα της νόσου να αποκτήσει ταχυκυκλικό (rapid cycling)
χαρακτήρα, ενώ η προσπάθεια καταστολής του μανιακού επεισοδίου με νευροληπτικά να
οδηγήσει τον ασθενή σε κατάθλιψη. Είναι φανερό επομένως ότι μια ιδανική θεραπευτική
αντιμετώπιση της διπολικής διαταραχής πρέπει να ελέγχει τα φασικά φαινόμενα της νόσου
χωρίς να οδηγεί σε αυτές τις καταστάσεις. Αυτός ο στόχος δεν έχει επιτευχθεί.

Λίθιο. Η πρώτη αναφορά στην αντιμανιακή δράση του λιθίου έγινε το 1949 (Cade 1949).
Αλλά πολύ σημαντική είναι η δράση του στην προφύλαξη από τις υποτροπές της
μανιοκαταθλιπτικής νόσου στο σύνολό της, ιδιαίτερα της κλασικής μορφής, όπου τα ποσοστά
επιτυχίας υπερβαίνουν το 60%. Μικρότερα είναι τα ποσοστά επιτυχίας στην ταχυκυκλική
μορφή της νόσου και όταν συνυπάρχει διαταραχή της προσωπικότητας. Συχνά
χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με καρβαμαζεπίνη ή με άλλα αντιεπιληπτικά σε περιπτώσεις
διπολικής νόσου ανθεκτικής στη θεραπεία με το ένα ή το άλλο φάρμακο. Πρόσφατες μελέτες
δείχνουν ότι η μακροχρόνια θεραπεία με λίθιο συμβάλλει στην πρόληψη της αυτοκτονίας και
του εκούσιου αυτοτραυματισμού στους πάσχοντες από διπολική διαταραχή (Cipriani et al
2005). Ενδιαφέρουσες είναι οι αντιαυτοκτονικές ιδιότητες του λιθίου, ακόμη και σε
μανιοκαταθλιπτικούς ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στο φάρμακο (Muller-
Oerlinghausen et al 2003). Τα επίπεδά του πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 0,4 και 1,2 meq/L.
Συνήθως χορηγείται σε τρεις ημερήσιες δόσεις, αλλά αν ο ασθενής μπορεί να ανεχθεί δύο
δόσεις, ή και μία, ένα τέτοιο σχήμα είναι προτιμότερο. Η τοξικότητά του είναι μεγάλη, ιδίως
όταν υπερδοσολογείται ή συνδυάζεται με άλλα φάρμακα, ιδιαίτερα με τα νευροληπτικά.
Δυσκαμψία, τρόμος, αταξία, όψιμη δυσκινησία, ακόμη και κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο
είναι δυνατόν να εμφανισθούν (Ουλής και συν 1996). Διαταραχές της λειτουργίας του
θυρεοειδούς υπό τη μορφή μείωσης της σύνθεσης θυρεοειδικών ορμονών και βρογχοκήλης,
διαταραχές της νεφρικής λειτουργίας με πολυουρία και πολυδιψία και μυοκαρδιοπάθειες είναι
επίσης σοβαρές παρενέργειες από τη χρόνια χρήση του λιθίου. Η διαταραχή της μνήμης
παρατηρήθηκε αρχικώς από τον Schou, ο οποίος έλαβε ποσότητες λιθίου μαζί με τους
συνεργάτες του για μικρό χρονικό διάστημα (Schou 1968). Πρόκειται για σταδιακά
676

εμφανιζόμενη και δυσφοριογόνο για τον ασθενή διαταραχή (Χριστοδούλου 1979). Η


ψωρίαση δεν είναι σπάνια παρενέργεια. Η συγχορήγηση με θειαζιδικά διουρητικά
αντενδείκνυται, διότι πολλαπλασιάζει την τοξικότητα του λιθίου.

Αντιεπιληπτικά. Κατά τη δεκαετία του ’80 αυξήθηκαν οι ενδείξεις ότι η καρβαμαζεπίνη και το
βαλπροϊκό (άλας νατρίου ή οξύ) μπορεί να είναι σοβαρές εναλλακτικές θεραπείες στις
μανιοκαταθλιπτικές ψυχώσεις όταν αυτές αντιστέκονται στο λίθιο, καθώς και σε περιπτώσεις
ταχυκυκλικής διπολικής διαταραχής (Ballenger and Post 1990). Σήμερα η χρήση ορισμένων
αντιεπιληπτικών σε αυτόν τον τομέα έχει πλήρως τεκμηριωθεί (Μποζίκας 2000, Ketter et al
2004). Η δόση και η συχνότητα χορήγησής τους εξαρτώνται από τον χρόνο
υποδιπλασιασμού, και αυτό σημαίνει ότι επιβάλλεται ο προσδιορισμός τους στο πλάσμα. Η
τελική δοσολογία πρέπει να επιτυγχάνεται σταδιακά, με βραδύτητα και ιδιαίτερη προσοχή
στην εμφάνιση παρενεργειών. Λόγω των παρενεργειών ή της μη επαρκούς
σταθεροποιητικής τους δράσης δεν χορηγούνται συνήθως ως μονοθεραπείες αλλά σε
συνδυασμό κυρίως με λίθιο. Χρειάζεται όμως προσοχή, διότι έτσι αυξάνονται περαιτέρω οι
πιθανότητες και άλλων παρενεργειών. Μερικά έχουν κατασταλτικές ιδιότητες, είναι
αντιμανιακά και αγχολυτικά, προκαλούν υπνηλία, γνωσιακές δυσλειτουργίες, κόπωση,
αύξηση βάρους. Η δράση τους επιτελείται διά της ενισχύσεως της γαμμα-αμινοβουτυρικής
(GABA) νευρομεταβίβασης. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι βενζοδιαζεπίνες κλοναζεπάμη
και λοραζεπάμη, η καρβαμαζεπίνη, η γαβαπεντίνη, η οξκαρβαμαζεπίνη και το βαλπροϊκό.
Αυτά τα φάρμακα θα αποδώσουν καλύτερα σε ασθενείς με υπερυψωμένο συναίσθημα,
άγχος, αϋπνία και απώλεια βάρους. Άλλα έχουν ενεργοποιητική δράση, βελτιώνουν την
ενεργητικότητα, προκαλούν απώλεια βάρους, είναι αντικαταθλιπτικά και πιθανώς αγχογόνα.
Η δράση τους προκύπτει κυρίως από αντι-γλουταμινική νευρομεταβίβαση. Ενδείκνυνται σε
ασθενείς με κατάθλιψη, απάθεια, υπερυπνία, πτώση της ενεργητικότητας και αύξηση του
βάρους. Εδώ ανήκει η τοπιραμάτη. Υπάρχουν και μερικά με μεικτή δράση συνδυάζοντας
καταστολή με απώλεια βάρους. Η δράση τους προκύπτει από συνδυασμό αντι-
γλουταματικής και GABAεργικής νευρομεταβίβασης. Στην κατηγορία αυτή ανήκει η
λαμοτριγίνη.
Βαλπροϊκό νάτριο, Βαλπροϊκό οξύ. Έχει ισχυρή GABAεργική δράση και ελαφρά αντι-
γλουταματική. Είναι κατασταλτικό, με μέτρια αγχολυτική δράση. Παρορμητικότητα,
υπερδραστηριότητα, ευερεθιστότητα είναι συμπτώματα που απαντούν καλύτερα στο
βαλπροϊκό. Έχει εξαιρετικές αντιμανιακές ιδιότητες, αλλά το αντικαταθλιπτικό προφίλ του
είναι μάλλον φτωχό. Σταθεροποιεί «από επάνω προς τα κάτω». Παρά την ευρύτατη
διάδοσή του δεν είναι επαρκές σταθεροποιητικό, κυρίως όταν χορηγείται ως μονοθεραπεία·
συνήθως συνδυάζεται με λίθιο ή σπανιότερα με αντιψυχωτικά. Έχει χρησιμοποιηθεί, με
περιορισμένη τεκμηρίωση, κατά την απεξάρτηση από αλκοόλ, στις διεγερτικές καταστάσεις
στη σχιζοφρένεια, στην οριακή διαταραχή της προσωπικότητας. Στις παρενέργειες
περιλαμβάνονται υπνηλία, ακμή, γαστρεντερικές διαταραχές, αύξηση βάρους, αλωπεκία,
ηπατοτοξικότητα και παγκρεατίτις. Οι θεραπευτικές συγκεντρώσεις στον ορό κυμαίνονται
μεταξύ 75-100 μg/ml. Η πιθανότητα εμφάνισης πολυκυστικών ωοθηκών φθάνει και στο
10%. Είναι τερατογόνο, και στο 1%-2% των εμβρύων που έχουν εκτεθεί μπορεί να
προκαλέσει δισχιδή ράχη επιπεπλεγμένη από υδροκέφαλο (Καρβέλας 1997). Το
βαλπροϊκό αναστέλλει τον μεταβολισμό της καρβαμαζεπίνης και της λαμοτριγίνης. Η
καρβαμαζεπίνη μειώνει τις συγκεντρώσεις βαλπροϊκού στον ορό.
Καρβαμαζεπίνη. Έχει δράση GABAεργική και ελαφρά αντι-γλουταματική. Έχει κατασταλτικό
περίγραμμα με αντιμανιακές ιδιότητες, αλλά η αντικαταθλιπτική δράση του είναι μάλλον
φτωχή. Είναι αποτελεσματικό φάρμακο τόσο στη μανιακή φάση όσο και ως θεραπεία
προφύλαξης. Εκτός από τη διπολική διαταραχή και την επιληψία χρησιμοποιείται και σε
άλλες καταστάσεις, όπως η νευραλγία του τριδύμου και η επώδυνη περιφερική
νευροπάθεια. Συχνά συγχορηγείται με λίθιο, ο συνδυασμός είναι ανεκτός από τον ασθενή
και θεωρείται ασφαλής, αν και υπάρχουν ενδείξεις αντιθυρεοειδικής δράσης του
συνδυασμού μεγαλύτερης από εκείνης του λιθίου. Όταν συγχορηγείται με αντικαταθλιπτικά,
χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και αυτό θα πρέπει να γίνεται μόνον όταν υπάρχουν
δυνατότητες καταμέτρησης του επιπέδου των φαρμάκων στο αίμα. Όταν συγχορηγείται με
677

άτυπα αντιψυχωτικά, κλοναζεπάμη ή βαλπροϊκό νάτριο, μειώνει την αποτελεσματικότητά


τους. Τα ορμονικά αντισυλληπτικά μπορεί να απενεργοποιηθούν ή να προκληθεί
τοξικότητα όταν συγχορηγηθεί με ερυθρομυκίνη. Καταστολή, διπλωπία, αταξία και
νυσταγμός εμφανίζονται όταν οι συγκεντρώσεις στον ορό περάσουν τα 12 μg/ml.
Δερματολογικές παρενέργειες δεν είναι σπάνιες και όταν εμφανισθούν θα πρέπει να
διακοπεί η χορήγηση του φαρμάκου. Πτώση του αριθμού των ερυθροκυττάρων,
λευκοκυττάρων και αιμοπεταλίων δεν είναι σπάνια και χρειάζεται συχνός αιματολογικός
έλεγχος. Ηπατική και καρδιακή δυσλειτουργία έχουν αναφερθεί σε αρκετές περιπτώσεις.
Είναι τερατογόνο, και στο 0,5%-1% των εμβρύων που έχουν εκτεθεί μπορεί να προκαλέσει
δισχιδή ράχη και ίσως υποσπαδία (Καρβέλας 1997). Λόγω αυτών των παρενεργειών δεν
θεωρείται πρώτης επιλογής φάρμακο αλλά μάλλον εναλλακτική λύση.
Οξκαρβαμαζεπίνη. Είναι παράγωγο της καρβαμαζεπίνης. Έχει ηρεμιστική δράση και
αντιμανιακές ιδιότητες. Είναι καλύτερα ανεκτό από την καρβαμαζεπίνη, αλλά όχι
περισσότερο αποτελεσματικό για θεραπεία διάρκειας με σκοπό την προφύλαξη των
φάσεων. Περισσότερο αποτελεσματικό είναι στην αντιμετώπιση της μανίας. Επειδή δεν
αλληλεπιδρά σημαντικά με το ενζυμικό σύστημα του Ρ450 κυττοχρώματος, η παράλληλη
συγχορήγησή της με νευροληπτικά ή αντικαταθλιπτικά είναι καλά ανεκτή. Ως συχνές
παρενέργειες αναφέρονται το εξάνθημα, συμπτώματα από το γαστρεντερικό και η
υπονατριαιμία, που είναι δυνητικώς επικίνδυνη κατάσταση. Δεν προκαλεί απλαστική
αναιμία ή άλλες αιματολογικές διαταραχές όπως η καρβαμαζεπίνη. Καταργεί τη δράση των
ορμονικών αντισυλληπτικών.
Λαμοτριγίνη. Είναι ουσία που μειώνει την παραγωγή γλουταμινικού οξέως. Έχει ισχυρό
αντικαταθλιπτικό και ελάχιστα ή καθόλου αντιμανιακό περίγραμμα. Σταθεροποιεί «από
κάτω προς τα επάνω». Επομένως δεν πρέπει να αποκλείεται η πιθανότητα πρόκλησης
μανιακών επεισοδίων. Είναι χρήσιμη στη θεραπεία και στην πρόληψη της διπολικής
κατάθλιψης και ίσως στην ταχυκυκλική μορφή της διπολικής διαταραχής. Ελαττώνει το
αίσθημα κόπωσης, δεν προκαλεί αύξηση βάρους. Το βαλπροϊκό διπλασιάζει τις
συγκεντρώσεις της λαμοτριγίνης στον ορό, ενώ η καρβαμαζεπίνη τις υποδιπλασιάζει.
Μειώνει την αποτελεσματικότητα των ορμονικών αντισυλληπτικών. Σημαντικές
παρενέργειές της είναι η αϋπνία, η ευερεθιστότητα/επιθετικότητα, η ναυτία, η διπλωπία και
το εξάνθημα, μερικές φορές αρκετά σοβαρό (μπορεί να εξελιχθεί σε σύνδρομο Stevens-
Johnson) ώστε να επιβάλει τη διακοπή της θεραπείας. Νεότερα στοιχεία συσχετίζουν τη
χρήση λαμοτριγίνης κατά την εγκυμοσύνη με αυξημένο κίνδυνο συγγενών στοματικών
δυσπλασιών στο έμβρυο του τύπου του λυκοστόματος.
Τοπιραμάτη. Η δράση της προκύπτει από συνδυασμό GABAεργικής και αντιγλουταματικής
νευρομεταβίβασης. Έχει δράση ηρεμιστική. Δεν έχει μόνη της ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα
στη διπολική διαταραχή αλλά ως συγχορηγούμενο με άλλα σταθεροποιητικά. Προκαλεί
μείωση βάρους, η οποία δύναται να χρησιμοποιηθεί θεραπευτικώς, π.χ. σε παχύσαρκους
διπολικούς ασθενείς. Έχει χρησιμοποιηθεί σε διπολικούς με ημικρανίες, βουλιμία,
παχυσαρκία ή εξάρτηση από το αλκοόλ. Υπνηλία, παραισθήσεις, αταξία, ψυχοκινητική
επιβράδυνση, γνωσιακές δυσλειτουργίες, διαταραχές στην ομιλία είναι οι συχνότερες
παρενέργειες. Νεφρολιθίαση έχει παρατηρηθεί στο 1% των χρηστών και σπανιότερα οξεία
μυωπία και γλαύκωμα. Μειώνει την αποτελεσματικότητα των ορμονικών αντισυλληπτικών.
Η καρβαμαζεπίνη υποδιπλασιάζει τις συγκεντρώσεις της τοπιραμάτης στον ορό.
Γαβαπεντίνη. Προάγει τη σύνθεση του GABA και μειώνει την ενδοκυττάρια σύνθεση του
γλουταμινικού οξέως. Έχει ηρεμιστική και αγχολυτική δράση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί
ως υπναγωγό. Τα αντικαταθλιπτικά της αποτελέσματα είναι μέτρια. Δεν έχει αντιμανιακή
δράση. Δεν έχει ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα στη διπολική διαταραχή. Μερικές μελέτες
έδειξαν ότι είναι χρήσιμο στα χρόνια νευροπαθητικά άλγη (κυρίως μεθερπητική νευραλγία),
στην καθημερινή κεφαλαλγία, στην κοινωνική φοβία και στις κρίσεις πανικού. Προκαλεί
υπνηλία, κόπωση, νυσταγμό, γαστρεντερικές διαταραχές, αύξηση βάρους. Αποβάλλεται
από τους νεφρούς όπως το λίθιο, αλλά δεν είναι νεφροτοξικό όπως εκείνο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΡΒΕΛΑΣ Α. (1997). Αντιεπιληπτικά φάρμακα, εγκυμοσύνη και τερατογένεση. Νευρολογία 1:17-22.
678

ΜΠΟΖΙΚΑΣ Β. (2000). Τα δεύτερης γενιάς αντιεπιληπτικά φάρμακα στη θεραπεία των διπολικών διαταραχών.
Ψυχιατρική 11:277-289.
ΟΥΛΗΣ Π, ΣΑΚΚΑΣ Π, ΜΑΜΟΥΝΑΣ Ι, ΒΕΛΔΕΚΗΣ Ν. (1996). Τοξική επίδραση αλάτων λιθίου σε συνδυασμό με
νευροληπτικά. Ψυχιατρική 7:215-218.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΝ. (1979). Λίθιο και διαταραχή της μνήμης. Ιατρική 35:362-364.

BALLENGER JC, POST RM. (1980). Effects of carbamazepine in manic-depressive illness: A new treatment.
Am. J. Psychiatry 137:782-790.
CADE JFJ. (1949). Lithium salts in the treatment of psychotic excitement. Med J Aust 14:349-352.
CIPRIANI A, PRETTY H, HAWTON K, GEDDES JR. (2005) Lithium in the prevention of suicidal behavior and all-
cause mortality in patients with mood disorders: a systematic review of randomized trials. Am J Psychiatry.
162(10):1805-19.
KETTER TA, WANG PW, NOWAKOWSKA C, MARSH WK. (2003). New medication treatment options for bipo-
lar disorders. Acta Psychiatr Scand 110 (Suppl. 422):18-33
MULLER-OERLINGHAUSEN B, BERGHOFER A, AHRENS B. (2003). The antisuicidal and mortality reducing
effect of lithium prophylaxis: consequences for guidelines in clinical psychiatry. Can J Psychiatry 48(7):433-439.
SCHOU M. (1968). Lithium in psychiatric therapy and prophylaxis. J Psychiatr Res 6(1):67-95.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΑ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ

Εμπορική ονομασία Δοσολογία


Χημική ονομασία
Βαλπροϊκό νάτριο + Βαλπροϊκό οξύ Depakine Chrono 20 mg ανά kg βάρους
Βαλπροϊκό νάτριο Depakine 20 mg ανά kg βάρους
Γαβαπεντίνη Neurontin 600-1.200 mg
Καρβαμαζεπίνη Tegretol 400-1.200 mg
Λαμοτριγίνη Lamictal 100-200 mg
Λίθιο ανθρακικό Milithin, Priadel επίπεδα: 0,6-1,2 meq/L
Λίθιο θειικό Lithiofor επίπεδα: 0,6-1,2 meq/L
Οξκαρβαμαζεπίνη Trileptal 900-2.400 mg
Τοπιραμάτη Topamac 75-150 mg
679

80. ΝΕΥΡΟΛΗΠΤΙΚΑ Ή ΑΝΤΙΨΥΧΩΣΙΚΑ

Η θεραπεία της σχιζοφρένειας συνεχίζει να αποτελεί ένα πελώριο πρόβλημα που θέτει σε
μεγάλη δοκιμασία το κύρος της ψυχιατρικής. Τα επιτεύγματα σε αυτόν τον τομέα
υπολείπονται ακόμη και από τις μετριοπαθέστερες προσδοκίες. Οι βασικοί θεραπευτικοί
στόχοι, δηλαδή η εύρεση καλύτερων φαρμάκων, οι εύστοχες ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις
και κυρίως η εκπαίδευση της οικογένειας, δεν έχουν ακόμη επιτευχθεί. Τα φάρμακα πρώτης
γραμμής που χρησιμοποιούνται σήμερα, τα ονομαζόμενα νευροληπτικά ή αντιψυχωτικά,
έχουν πολλά μειονεκτήματα. Πενήντα χρόνια μετά την εισαγωγή τους, θεμελιώδεις ερωτήσεις
για τον θεραπευτικό ρόλο τους στη σχιζοφρένεια παραμένουν αναπάντητες, ιδιαίτερα για
ασθενείς χρόνιους που παίρνουν τα φάρμακα επί δεκαετίες. Ένα σημαντικό ποσοστό των
ασθενών έχουν ελάχιστο όφελος από αυτά. Αλλά και στον πληθυσμό των ασθενών που
ωφελούνται ανακύπτουν συνεχώς προβλήματα, τα οποία οφείλονται είτε στα συμπτώματα
που δεν κατορθώθηκε να καταπολεμηθούν είτε στις παρενέργειες που προκαλούν δυσφορία
και ποικίλες διαταραχές της λειτουργικότητας. Δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το ότι τα
φάρμακα αυτά είναι δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία και τη ζωή των ασθενών. Η
χορήγησή τους σε ασθενείς άνω των 65 ετών αυξάνει την πιθανότητα πρόκλησης κακοήθους
νευροληπτικού συνδρόμου ή εγκεφαλικών επεισοδίων. Σε ανοϊκούς η πιθανότητα είναι ακόμη
μεγαλύτερη. Επίσης έχει επισημανθεί ότι τα νευροληπτικά όχι μόνο δεν βελτιώνουν τις
νοητικές λειτουργίες των ασθενών, αλλά ίσως ευθύνονται για την πυροδότηση ανάπτυξης
αμυλοειδών νευροϊνιδιακών πλακών στους σχιζοφρενείς οδηγώντας προς την εμφάνιση
εικόνας άνοιας (Oken and McGeer 1996).

Δεν έχει λήξει ακόμη η συζήτηση σχετικά με την ευστοχία και την καταλληλότητα των όρων
που προσδιορίζουν αυτήν την κατηγορία φαρμάκων, συζήτηση η οποία ξεκίνησε από τις
αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο όρος «νευροληπτικά» που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη
φορά το 1955 από τον Delay δεν είναι από πολλούς αποδεκτός, παρά την ευρύτατη διάδοσή
του. Οι εναλλακτικοί όροι που χρησιμοποιούνται συνήθως είναι «μείζονα ηρεμιστικά» και
«αντιψυχωτικά». Ο όρος «μείζονα ηρεμιστικά» είναι παραπλανητικός, επειδή υπαινίσσεται
ότι η κύρια δράση των αντισχιζοφρενικών φαρμάκων είναι η ηρεμιστική και ότι η δράση αυτή
είναι παρόμοια με εκείνη άλλων ηρεμιστικών (π.χ. βενζοδιαζεπινών). Από την άλλη μεριά ο
όρος «αντιψυχωτικά» έχει δεχθεί κριτική στη βάση του επιχειρήματος ότι η σχιζοφρένεια είναι
μόνο ένας τύπος ψυχώσεως και ότι αυτή η κατηγορία φαρμάκων δεν είναι εξίσου
αποτελεσματική σε όλους τους τύπους των ψυχωτικών διαταραχών. Επειδή και ο όρος
«άτυπα αντιψυχωτικά» –η νεότερη υποκατηγορία των αντιψυχωτικών– είναι αυθαίρετος ως
προς τον τρόπο δημιουργίας του, ασαφής ως προς το περιεχόμενό του και ενδεχομένως
680

παραπλανητικός, έχουν προταθεί ο όρος «νεότερα αντιψυχωτικά» –παρόλο που και αυτός
είναι ασαφής–, όπως επίσης και ο όρος «αντιψυχωτικά δεύτερης γενιάς». Επομένως όλοι οι
παραπάνω όροι είναι λίγο-πολύ ισοδύναμα αντικαταστάσιμοι και υπάρχουν ακόμη ευρέα
περιθώρια για την αυθαίρετη και εναλλακτική χρησιμοποίησή τους.

Η εμφάνιση της χλωροπρομαζίνης το 1952 σήμανε την έναρξη μιας μεγάλης επανάστασης
στη θεραπευτική ψυχιατρική. Η επόμενη επανάσταση που ακολούθησε, της κοινωνικής
ψυχιατρικής, οφείλει πολλά σε αυτήν την επιτυχία. Σήμερα τα νευροληπτικά είναι από τα
πλέον διαδεδομένα φάρμακα, αφού τουλάχιστον ένα σταθερό ποσοστό 1,5% του πληθυσμού
τα χρησιμοποιεί συνεχώς και αποτελούν το θεμέλιο της σύγχρονης ψυχιατρικής τεχνολογίας
και ιδεολογίας, οδηγώντας σταθερά τις ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις σε ανυποληψία. Οι
αρνητικές συνέπειες αυτού του θεραπευτικού μονόδρομου δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί με
νηφαλιότητα. Όταν τα νευροληπτικά άρχισαν να χρησιμοποιούνται, δεν ήταν γνωστός ο
τρόπος δράσης τους, αλλά στη δεκαετία του ’60 εμφανίσθηκαν οι πρώτες ενδείξεις ότι
επιδρούν στους υποδοχείς της ντοπαμίνης του μεσομεταιχμιακού συστήματος αποκλείοντάς
τους. Στη δεκαετία του ’70 επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη δύο υποδοχέων της ντοπαμίνης, των D1
και D2, οι οποίοι έχουν σχέση με την αντιψυχωσική δράση αυτών των φαρμάκων. Αργότερα
απομονώθηκαν οι υποδοχείς D3, D4 και D5, οι οποίοι είναι κατανεμημένοι σε διαφορετικές
περιοχές ο ένας από τον άλλο (αν και κατά κύριο λόγο βρίσκονται στο δρεπανοειδές). Αυτό
μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμο στον σχεδιασμό φαρμάκων με ισχυρή αντιψυχωσική
δράση και με ήπιες ή καθόλου παρενέργειες. Π.χ. ο D3 δεν είναι συγκεντρωμένος στα σημεία
του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη νόσο του Parkinson, πράγμα που σημαίνει ότι φάρμακα
που επιδρούν στον D3 ενδέχεται να προκαλούν ήπια εξωπυραμιδικά συμπτώματα.
Αργότερα, όταν στη δεκαετία του ’90 εμφανίσθηκαν τα άτυπα αντιψυχωτικά που
δρούσαν και στο σεροτονινεργικό σύστημα, υποστηρίχθηκε ότι η αντιψυχωσική δράση
οφείλεται σε έναν συνδυασμό αποκλεισμού τόσο των ντοπαμινεργικών όσο και των
σεροτονινεργικών υποδοχέων. Έτσι η παλαιότερη θεωρία για διαταραχή της
σεροτονινεργικής μεταβίβασης στη σχιζοφρένεια έχει έλθει πάλι στο προσκήνιο. Σήμερα είναι
γνωστό ότι όλα τα αντιψυχωτικά επενεργούν σε μεγάλο φάσμα νευρομεταβιβαστικών
συστημάτων σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου όπως οι α-1 και α-2 αδρενεργικοί
υποδοχείς, αλλά το καθένα έχει το δικό του προφίλ αποτελεσματικότητας και παρενεργειών.

Αποκλεισμός Η1 Ισταμινικών υποδοχέων Καταστολή, υπνηλία, αύξηση βάρους, υπόταση


Αποκλεισμός μουσκαρινικών υποδοχέων Θόλωση όρασης, ξηροστομία, ταχυκαρδία, δυσκοιλιότητα,
δυσουρία, μνημονική δυσλειτουργία
Αποκλεισμός α1 αδρενεργικών υποδοχέων Υπόταση, ζάλη, ταχυκαρδία, μείωση της libido
Αποκλεισμός D2 ντοπαμινεργικών υποδοχέων Εξωπυραμιδικά συμπτώματα, υπερπρολακτιναιμία
Αποκλεισμός 5-ΗΤ2 σεροτονινεργικών υποδοχέων Διαταραχές εκσπερμάτωσης, υπόταση, ημικρανία

Βασικοί θεραπευτικοί στόχοι των νευροληπτικών είναι η μείωση της έντασης της
συμπτωματολογίας και η πρόληψη των υποτροπών της σχιζοφρένειας. Θα πρέπει να
επισημανθεί ότι ένα ποσοστό περίπου 50% των σχιζοφρενών δεν ωφελούνται από τη
θεραπεία με νευροληπτικά, λόγω παρενεργειών, ανθεκτικότητας της νόσου ή έλλειψης
συμμόρφωσης στη θεραπεία από τον ασθενή. Όσον αφορά τα συμπτώματα, στην αρχή
στόχος ήταν η αντιμετώπιση των θετικών, αργότερα και των αρνητικών συμπτωμάτων και
πρόσφατα η βελτίωση των νοητικών λειτουργιών και γενικότερα της ποιότητας της ζωής των
ασθενών. Από την εποχή της εμφάνισης της χλωροπρομαζίνης βασικοί στόχοι για βελτίωση
των αντιψυχωσικών ήσαν και είναι η αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους, η μείωση των
παρενεργειών και η επιδίωξη μιας ημερήσιας λήψης του φαρμάκου. Έκτοτε, μερικά όπως η
χλωροπρομαζίνη συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται, αρκετά όμως αποσύρθηκαν από την
κυκλοφορία για ποικίλους λόγους, είτε λόγω παρενεργειών (π.χ. σερτινδόλη, ρεμοξιπρίδη,
θειοριδαζίδη) είτε για λόγους εμπορικούς, όπως συνέβη με πολλά κλασικά αντιψυχωτικά τα
οποία μετά την εμφάνιση των νεότερων «ατύπων» εξαφανίσθηκαν από την αγορά, παρά την
αξιόλογη θεραπευτική αξία τους.
681

Κλασικά νευροληπτικά. Τα κλασικά αντιψυχωτικά αποκλείουν μη επιλεκτικά τους D2


υποδοχείς σε όλες τις περιοχές του εγκεφάλου. Η αντιψυχωτική δράση τους, δηλαδή η
μείωση των ψευδαισθήσεων και των παραληρητικών ιδεών, είναι αποτέλεσμα της δράσης
τους στο μεσομεταιχμιακό σύστημα, ενώ η επίδρασή τους στο μελαινοραβδωτό προκαλεί
εξωπυραμιδικά συμπτώματα. Η μείωση της ντοπαμινεργικής δραστηριότητας στους
μετωπιαίους λοβούς προκαλεί νοητική δυσλειτουργία, ενώ στην πρόσθια υπόφυση προκαλεί
υπερπρολακτιναιμία. Τα κλασικά αντιψυχωτικά κατατάσσονται στις φαινοθειαζίνες, τις
βουτυροφαινόνες, τα θειοξανθένια και τις βενζαμίδες. Τα περισσότερα έχουν αποσυρθεί από
την κυκλοφορία μετά την εμφάνιση των αντιψυχωσικών δεύτερης γενιάς ή άτυπων
αντιψυχωσικών.

Φαινοθειαζίνες. Συνηθέστερες παρενέργειές τους είναι: ξηροστομία, υπόταση,


δυσκοιλιότητα, εξωπυραμιδικά, ζάλη, αύξηση βάρους, υπερπρολακτιναιμία, φωτοευαισθησία
του δέρματος, επιληπτικές κρίσεις.
Χλωροπρομαζίνη. Έχει σημαντική αντιψυχωτική δράση. Προκαλεί υπνηλία. Μειώνει τον
επιληπτογόνο ουδό. Προκαλεί εξωπυραμιδικά σε μικρότερο βαθμό από ό,τι η αλοπεριδόλη.
Αυξάνει το QT διάστημα και είναι δυνατόν να προκαλέσει κοιλιακή ταχυκαρδία.
Λεβομεπρομαζίνη. Δεν έχει σοβαρή αντιψυχωτική δράση. Έχει σημαντική υπναγωγό και
κατασταλτική δράση. Προκαλεί μεγάλη υπόταση.
Περισιαζίνη. Έχει υπναγωγό και αγχολυτική δράση. Οι παρενέργειές της είναι ηπιότερες της
χλωροπρομαζίνης. Δεν έχει σοβαρή αντιψυχωτική δράση.
Θειοπροπεραζίνη. Δεν έχει σοβαρή αντιψυχωτική δράση. Έχει υπναγωγό και αγχολυτική
δράση. Οι παρενέργειές της είναι ηπιότερες της χλωροπρομαζίνης.
Τριφθοριοπεραζίνη. Δεν έχει σοβαρή αντιψυχωτική δράση. Έχει υπναγωγό και αγχολυτική
δράση. Οι παρενέργειες της είναι ηπιότερες της χλωροπρομαζίνης.

Βενζαμίδες. Πολλοί τις κατατάσσουν στα άτυπα αντιψυχωσικά παρά το ότι εμφανίσθηκαν
κατά την δεκαετία του ’60. Είναι εκλεκτικοί αναστολείς της ντοπαμινεργικής μεταβίβασης.
Εκτός από τη σημαντική αντιψυχωσική δράση τους, σε μικρές ποσότητες έχουν και δράση
αγχολυτική και ενδεχομένως αντικαταθλιπτική. Εξωπυραμιδικά συμπτώματα και
υπερπρολακτιναιμία είναι συχνότερες και σοβαρότερες παρενέργειές τους, λιγότερο έντονες
όμως σε σύγκριση με τα άλλα κλασικά νευροληπτικά.
Τιαπρίδη. Δεν έχει σοβαρή αντιψυχωτική δράση. Έχει χρησιμοποιηθεί για τις αντιεμετικές
ιδιότητές της καθώς και για την αντιμετώπιση της ψυχοκινητικής διέγερσης, της αϋπνίας και
ευερεθιστότητας στους ηλικιωμένους. Φαίνεται ότι βοηθάει τους αλκοολικούς που
βρίσκονται σε αποχή από το αλκοόλ να ενισχύσουν την αποτοξινωτική τους προσπάθεια,
αλλά ακόμη και αυτούς που δεν το καταφέρνουν πλήρως τους βοηθάει να μειώσουν την
κατανάλωση του οινοπνεύματος.
Σουλπιρίδη. Έχει ισχυρή αντιεμετική δράση. Έχει χρησιμοποιηθεί ως αντικαταθλιπτικό και
αντιψυχωτικό με σημαντική αποτελεσματικότητα στα αρνητικά συμπτώματα της
σχιζοφρένειας, αλλά δεν συνιστάται ως σοβαρός αντιψυχωσικός παράγων.
Αμισουλπρίδη. Είναι εκλεκτικός αναστολέας των D2 και D3 υποδοχέων, χωρίς να έχει
συνάφεια με άλλους υποδοχείς. Έχει χρόνο ημιζωής 12 ώρες. Παρά το ότι είναι ισχυρό
αντιψυχωσικό, δεν φαίνεται να έχει καταθλιπτικογόνο δράση. Σε χαμηλές δόσεις (50-300
mg) ενδείκνυται για τις περιπτώσεις όπου υπερτερούν τα αρνητικά συμπτώματα, ενώ εκεί
όπου υπερτερούν τα θετικά συνιστάται δοσολογία 400-800 mg. Προκαλεί ήπια
εξωπυραμιδικά συμπτώματα, επειδή δεν δρα στο ραβδωτό σώμα αλλά μόνο στο
μεταιχμιακό. Δοσοεξαρτώμενη αύξηση της προλακτίνης, άγχος, ανησυχία και αϋπνία, μικρή
αύξηση βάρους, είναι οι συχνότερες παρενέργειες. Δεν αναστέλλει τα ισοένζυμα του Ρ450
κυττοχρώματος. Μεταβολίζεται κυρίως στους νεφρούς και πολύ λιγότερο στο ήπαρ και
επομένως ίσως είναι χρήσιμη επιλογή για πάσχοντες από ηπατική ανεπάρκεια.

Βουτυροφαινόνες. Οι βουτυροφαινόνες, κυρίως η αλοπεριδόλη, έφεραν τη φαρμακευτική


θεραπεία των ψυχωσικών διαταραχών στο απόγειο της αποτελεσματικότητάς της, αλλά
682

δημιούργησαν και νέες ιατρογενείς νόσους, όπως το κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο και
την όψιμη δυσκινησία.
Αλοπεριδόλη. Είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος αυτής της ομάδας και ίσως το ισχυρότερο
αντιψυχωσικό φάρμακο. Αποκλείει κυρίως τους D2 ντοπαμινεργικούς και λιγότερο τους α1
αδρενεργικούς υποδοχείς. Κανένα νευροληπτικό δεν έχει δείξει αποτελεσματικότερη δράση
με εξαίρεση την κλοζαπίνη. Εισήχθη στη θεραπευτική κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’50
(Ayd 1978). Είναι ίσως το πλέον διαδεδομένο και έχει φθάσει στο επίπεδο να
χρησιμοποιείται ως φάρμακο αναφοράς και σύγκρισης με τα άλλα αντιψυχωτικά. Είναι
ισχυρότατο κατασταλτικό και η χρήση της στην αντιμετώπιση ψυχοκινητικών διεγέρσεων
είναι αξιόπιστη και ευρύτατη. Είναι αποτελεσματική στα θετικά, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι
είναι εξίσου αποτελεσματική και στα αρνητικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας, όπως
συμβαίνει εξάλλου και με όλα τα αντιψυχωτικά. Τα καλύτερα αποτελέσματα σε
σχιζοφρενείς επιτυγχάνονται όταν οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα είναι 5-12 μg/ml, που
αντιστοιχούν σε μία μέση δοσολογία περί τα 12 mg ημερησίως. Η δοσολογία για την
αντιμετώπιση διεγέρσεων μπορεί να είναι και πενταπλάσια της μέσης δόσης συντηρήσεως,
αλλά η διάρκεια αυτής της παρέμβασης πρέπει να είναι περιορισμένη το πολύ σε μερικές
ημέρες. Έχει καταθλιπτικογόνο δράση. Εξωπυραμιδικά συμπτώματα, κυρίως δυστονία και
όψιμη δυσκινησία είναι οι σοβαρότερες δοσοεξαρτώμενες παρενέργειες. Αυξάνει το QT
διάστημα και είναι δυνατόν να προκαλέσει κοιλιακή ταχυκαρδία.
Βενπεριδόλη. Έχει χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο διαταραγμένης σεξουαλικής
συμπεριφοράς και άλλων απαράδεκτων δυσκοινωνικών συμπεριφορών οφειλόμενων σε
ψυχωσική ή μη νόσο χωρίς σοβαρή τεκμηρίωση αυτής της δράσης. Έχει παρόμοιες
παρενέργειες με της αλοπεριδόλης.
Πιπαμπερόνη. Προτείνεται για τον έλεγχο των διαταραχών της συμπεριφοράς σε
διανοητικώς καθυστερημένα άτομα. Χρειάζεται προσοχή διότι προκαλεί αύξηση του QT
διαστήματος.

Θειοξανθένεια. Όλα τα θειοξανθένεια έχουν περίπου τις ίδιες παρενέργειες, οι συχνότερες


από τις οποίες είναι: ξηροστομία, δυσκοιλιότητα, αύξηση του σωματικού βάρους, δυσκολία
στην ούρηση. Το εύρος της αντιψυχωσικής δράσης τους είναι μέτριο.
Ζουκλοπενθιξόλη. Έχει χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο των διαταραχών της συμπεριφοράς
σε ψυχωσικούς ασθενείς και σε διανοητικώς καθυστερημένα άτομα. Σε συνδυασμό με
αλοπεριδόλη έχει χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση ψυχοκινητικών διεγέρσεων
χορηγούμενο ενδομυϊκώς. Χορηγείται από του στόματος, ενδομυϊκώς και σε ενδομυϊκή
μορφή βραδείας απορροφήσεως.

Διφαινυλ-βουτυλ-πιπεριδίνες.
Πιμοζίδη: Δεν κατατάσσεται στις φαινοθειαζίνες, αν και έχει πιπεριδινική δομή. Δεν
ενδείκνυται σε ψυχοκινητικές διεγέρσεις, επειδή δεν έχει αξιόλογη κατασταλτική δράση.
Χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στους χρόνιους σταθεροποιημένους σχιζοφρενείς, στη
μονοσυμπτωματική υποχονδριακή ψύχωση και στη νόσο Gilles de la Tourette χωρίς
αποδεδειγμένα αποτελέσματα. Έχει ενοχοποιηθεί για σοβαρή δοσοεξαρτώμενη
επιμήκυνση του διαστήματος QT. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στη συγχορήγησή του με
άλλα φάρμακα.
Πενφλουριδόλη: Δεν προκαλεί καταστολή και υπνηλία. Χρησιμοποιήθηκε και αυτή σε
χρόνιους σταθεροποιημένους σχιζοφρενείς. Χορηγείται μία φορά την εβδομάδα.

Νεότερα νευροληπτικά ή Άτυπα αντιψυχωσικά. Τα φάρμακα αυτά διαφέρουν από τα


κλασικά κατά το ότι: α) δρουν αποκλείοντας τους D2 υποδοχείς στο λιμβικό σύστημα αλλά όχι
στο μελαινοραβδωτό ούτε στους μετωπιαίους λοβούς· β) σε σχέση με τα κλασικά
αντιψυχωσικά αποσυνδέονται ταχέως από τους D2 υποδοχείς προκαλώντας έτσι λιγότερα
εξωπυραμιδικά· γ) τα περισσότερα αποκλείουν και τους σεροτονινεργικούς υποδοχείς· δ)
έχουν δράση εξειδικευμένη σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου αλλά όχι σε άλλες.
Ασκούν δράση στα θετικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας αλλά, παρά τα θρυλούμενα, δεν
είναι καλά τεκμηριωμένο ότι έχουν υπερέχουσα αποτελεσματικότητα και στα αρνητικά.
683

Έχουν λίγες ή καθόλου εξωπυραμιδικές παρενέργειες. Παρά τις προσπάθειες να επεκταθούν


οι ενδείξεις τους και στις διπολικές διαταραχές, ως σταθεροποιητικά, δεν υπάρχουν εργασίες
που να τεκμηριώνουν τέτοιες δράσεις. Τελευταία η χρησιμοποίησή τους έχει ξεπεράσει εκείνη
των κλασικών, κυρίως στις ανθεκτικές σχιζοφρένειες. Αποτελούν πρόοδο στη θεραπεία της
σχιζοφρένειας χάρη στις σημαντικά λιγότερες και ηπιότερες εξωπυραμιδικές παρενέργειές
τους καθώς και στη σημαντική συμβολή τους στη βελτίωση των νοητικών λειτουργιών των
ασθενών, στην ικανότητά τους να ελέγχουν και συμπτώματα που σχετίζονται με το
συναίσθημα και την επιθετικότητα. Συμβάλλουν ικανοποιητικά στην πρόληψη των
υποτροπών και στη βελτίωση της κοινωνικής λειτουργικότητας των ασθενών. Με τα
δεδομένα που υπάρχουν, τα νεότερα αντιψυχωτικά φαίνεται ότι είναι ασφαλέστερα και
αποτελεσματικότερα από τα περισσότερα κλασικά εκτός της αλοπεριδόλης. Αλλά για να
τεκμηριωθεί πλήρως αυτή η άποψη, θα χρειασθεί χρόνος και προσεκτική μελέτη των
παρενεργειών, οι οποίες ενδεχομένως θα προκύψουν από μη αναμενόμενα σημεία (όπως
π.χ. αναιμία στη ρεμοξιπρίδη ή παράταση του QT στη σερτινδόλη). Καθώς συσσωρεύεται η
εμπειρία, φαίνεται ότι αυτά τα φάρμακα έχουν ένα δικό τους προφίλ παρενεργειών.
Επομένως η φαρμακοεπαγρύπνηση είναι επιβεβλημένη.

Κλοζαπίνη. Θεωρείται ένα από τα ισχυρότερα αντιψυχωσικά φάρμακα. Έχει ισχυρή


αντιψυχωσική δράση τόσο στα θετικά όσο και στα αρνητικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας,
με λίγες παρενέργειες από το εξωπυραμιδικό. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως αγχολυτικό και οι
ιδιότητές της ως αντιψυχωτικού ανακαλύφθηκαν τυχαία. Όταν πρωτοεμφανίστηκε, ήταν το
μόνο αντιψυχωτικό που ήταν αποτελεσματικό χωρίς να αποκλείει τους D2 ντοπαμινικούς
αποδέκτες. Με την αναγνώριση των D3 και D4 ντοπαμινικών υποδοχέων διαπιστώθηκε ότι
ανταγωνίζεται αυτούς, κυρίως τον D4. Ανταγωνίζεται επίσης τον 5-ΗΤ2Α, τον Η1 και τον α1. Η
εμφάνισή της στη θεραπευτική της σχιζοφρένειας έδειξε ότι υπάρχουν εναλλακτικοί στόχοι
θεραπείας που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη νόσο χωρίς τις
αναπόφευκτες παρενέργειες του ντοπαμινικού αποκλεισμού. Αυτό τώρα μπορεί να λεχθεί για
όλη σχεδόν τη σειρά των νεότερων αντιψυχωτικών. Η βελτιωτική επίδρασή της στα αρνητικά
συμπτώματα της σχιζοφρένειας υποστηρίχθηκε ότι οφείλεται σε ενεργοποίηση του μέσου
προμετωπιαίου λοβού. Χρησιμοποιείται ως θεραπεία σε ανθεκτικούς ασθενείς που δεν
απαντούν στα συνήθη αντιψυχωσικά (Γαρύφαλλος και συν 1997, Διαούρτα-Τσιτουρίδου και
Τσιτουρίδης 2001). Έχει ισχυρή επίδραση κατά της επιθετικότητας, ενδοστρεφόμενης και
εξωστρεφόμενης, και αρκετές εργασίες επισημαίνουν τον σημαντικό ρόλο της στη μείωση του
αριθμού των αυτοκτονιών (Hennen and Baldessarini 2005). Αιματολογικές διαταραχές
(λευκοπενία και ακοκκιοκυτταραιμία) με θανατηφόρα περιστατικά οδήγησαν σε συρρίκνωση
της χρήσης της στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν πρωτοεμφανίστηκε. Φαίνεται ότι οι
ανησυχίες ήσαν μάλλον υπερβολικές, παρά το ότι η ακοκκιοκυτταραιμία αποτελεί πράγματι
σοβαρό κίνδυνο, ο οποίος αυξάνεται με την ηλικία και μειώνεται σταδιακά ύστερα από έξι
μήνες χρησιμοποιήσεως του φαρμάκου. Η παρακολούθηση των λευκών αιμοσφαιρίων
μειώνει τον κίνδυνο, αφού η ακοκκιοκυτταραιμία υποχωρεί μετά τη διακοπή του φαρμάκου. Η
αύξηση του σωματικού βάρους είναι μια από τις σοβαρές παρενέργειες της κλοζαπίνης.
Έντονη και παρατεταμένη σιελόρροια, ΗΕΓγραφικές διαταραχές και επιληπτικοί σπασμοί,
καταστολή και υπνηλία έχουν επίσης παρατηρηθεί σε σημαντικά ποσοστά ασθενών (Naber
et al. 1990). Ο κίνδυνος της μυοκαρδιοπάθειας είναι υπαρκτός (περίπου στο 0,1%) και το
θέμα χρειάζεται προσεκτικότερη μελέτη.

Ρισπεριδόνη. Η δράση της αποδίδεται στο ότι συνδυάζει ιδιότητες αποκλεισμού των
ντοπαμινεργικών D2, των σεροτονινεργικών 5-ΗΤ2Α και 5-ΗΤ2C, των αδρενεργικών α1 και α2
υποδοχέων. Έχει παρόμοια δράση με την αλοπεριδόλη στα θετικά συμπτώματα και στην
αντιμετώπιση των μανιακών επεισοδίων και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στα αρνητικά.
Συμβάλλει στη μείωση των υποτροπών. Αν η δοσολογία της είναι στα σωστά πλαίσια (2-6
mg), δεν προκαλεί εξωπυραμιδικές παρενέργειες ή κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο, αλλά
σε μεγαλύτερες δόσεις είναι δυνατόν να εμφανισθούν εξωπυραμιδικά, κυρίως ακαθησία και
ίσως δυστονικά φαινόμενα. Δεν παρουσιάζει αντιχολινεργικά και αντιισταμινικά φαινόμενα.
Ενδιαφέρον είναι επίσης το εύρημα ότι δεν αυξάνει τα επίπεδα της κρεατινοφωσφοκινάσης
684

στο αίμα, και αυτό σημαίνει ότι ίσως να προκαλεί σε μικρότερο βαθμό από τα άλλα
νευροληπτικά κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο. Προκαλεί αύξηση του σωματικού βάρους
κατά τι περισσότερο από ό,τι τα τυπικά αντιψυχωσικά, αλλά λιγότερο από την κλοζαπίνη και
την ολανζαπίνη. Η υπερπρολακτιναιμία είναι συχνή παρενέργεια και αυτός είναι ο λόγος που
προκαλεί σεξουαλική δυσλειτουργία περισσότερο από κάθε άλλο άτυπο αντιψυχωσικό. Η
συγχορήγηση με φάρμακα που αναστέλλουν το CYP2D6 κυττόχρωμα (π.χ. παροξετίνη)
αυξάνουν τα επίπεδά της στο πλάσμα.

Ολανζαπίνη. Παρουσιάζει δομική αναλογία προς την κλοζαπίνη. Ανταγωνίζεται κυρίως τους
5-ΗΤ2Α, 5-ΗΤ2C και Η1, και λιγότερο τους μουσκαρινικούς, ισταμινικούς και D2 υποδοχείς
(Littrell et al 2006). Έχει παρόμοια δράση με την αλοπεριδόλη στα θετικά συμπτώματα της
σχιζοφρένειας και στην αντιμετώπιση των μανιακών επεισοδίων (σε συνδυασμό με λίθιο ή
βαλπροϊκό) και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στα αρνητικά. Πιθανόν να έχει ευεργετική
δράση στα καταθλιπτικά συμπτώματα που εμφανίζονται στο πλαίσιο των ψυχωσικών
συνδρομών. Οι πιθανότητες πρόκλησης εξωπυραμιδικών παρενεργειών είναι μικρές. Αύξηση
σωματικού βάρους, υπεργλυκαιμία και υπερλιπιδαιμία είναι συχνές παρενέργειες. Δεν
υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ακοκκιοκυτταραιμίας ή λευκοπενίας. Κυκλοφορεί σε ταχέως
διαλυόμενα στο στόμα δισκία και σε ενέσιμες μορφές για άμεση χρήση και για βραδεία
απορρόφηση. Η ενδομυϊκή χορήγηση για αντιμετώπιση διεγερτικών καταστάσεων δεν
φαίνεται να υπερτερεί της ενδομυϊκώς χορηγούμενης αλοπεριδόλης και, παρά το
πλεονέκτημα, ό,τι δεν προκαλεί δυστονικά φαινόμενα είναι προτιμότερο να αποφεύγεται,
διότι έχουν αναφερθεί θάνατοι λόγω καρδιοαναπνευστικής καταστολής και υπότασης.

Ζιπρασιδόνη. Εκτός από τον ανταγωνισμό των D2 υποδοχέων έχει και την ιδιότητα να
ανταγωνίζεται τους 5-ΗΤ2Α και 5-ΗΤ2c. Είναι αποτελεσματική τόσο στα θετικά όσο και στα
αρνητικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας, καθώς και στα μανιακά επεισόδια αλλά σαφώς
λιγώτερο αποτελεσματική της αλοπεριδόλης, ολανζαπίνης και ρισπεριδόνης(Greenberg and
Citrome 2007). Έχει χρόνο ημιζωής 6-7 ώρες. Μεταβολίζεται κυρίως στο Ρ450, 3Α4
ισοένζυμο, και επομένως αντιδρά με φάρμακα που το αναστέλλουν, όπως η βαρφαρίνη και
το αντιμυκητιασικό κετοκοναζόλη. Δεν αλληλεπιδρά με λίθιο ή βενζοδιαζεπίνες. Η
συγχορήγηση με καρβαμαζεπίνη μειώνει τις συγκεντρώσεις της κατά 35% περίπου. Τα
πλεονεκτήματά της βρίσκονται στο ότι στις θεραπευτικές της δόσεις δεν έχει αξιόλογες
παρενέργειες από το εξωπυραμιδικό, δεν προκαλεί αύξηση σωματικού βάρους, ολικής
χοληστερίνης, τριγλυκεριδίων. Έχουν αναφερθεί περιστατικά αύξησης των επιπέδων
προλακτίνης. Προκαλεί αύξηση του διαστήματος QT, ίσως μεγαλύτερη των άλλων
αντιψυχωτικών, και επομένως η συγχορήγησή της με παράγοντες που αυξάνουν το QT
διάστημα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη. Υπνηλία είναι η πλέον άμεση παρενέργειά της. Λιγότερο
συχνές παρενέργειες είναι: άγχος, εξωπυραμιδικά συμπτώματα, αναπνευστική
δυσλειτουργία, εφιάλτες, διαταραχές της όρασης, κράμπες κάτω άκρων, εξάνθημα.

Κουετιαπίνη. Δρα κυρίως μέσω αναστολής των Η1 ισταμινικών και των α1 αδρενεργικών
και λιγότερο των D2 υποδοχέων.. Έχει χρόνο ημιζωής 6-7 ώρες. Μεταβολίζεται κυρίως στο
Ρ450, 3Α4 κυττόχρωμα και επομένως αντιδρά με φάρμακα που το αναστέλλουν, όπως η
βαρφαρίνη και το αντιμυκητιασικό κετοκοναζόλη. Έχει δράση ηρεμιστική και κατασταλτική.
Είναι αποτελεσματική στη θεραπεία των θετικών και των αρνητικών συμπτωμάτων της
σχιζοφρένειας και στα μανιακά επεισόδια (σε συνδυασμό με λίθιο ή βαλπροϊκό) αλλά σαφώς
λιγώτερο αποτελεσματική της αλοπεριδόλης, ολανζαπίνης και ρισπεριδόνης. Δεν προκαλεί
εξωπυραμιδικές παρενέργειες, δυστονικές αντιδράσεις, αύξηση της προλακτίνης. Δεν είναι
καταθλιπτικογόνο, ίσως έχει και ελαφρά αντικαταθλιπτική δράση. Ως κυριότερες
παρενέργειες αναφέρονται: υπνηλία, ξηροστομία, αύξηση βάρους, ηπατική δυσλειτουργία,
μείωση των επιπέδων της Τ4 θυροξίνης, παροδική ουδετεροπενία, αύξηση του QT
διαστήματος στο ΗΚΓ, μείωση της ποσότητας του σπέρματος. Το θέμα της δοσολογίας της
φαίνεται ότι, μετά από πολλές παλλινοδίες, καταλήγει στα 200-500 mg ημερησίως (Sparshatt
et al 2008).
685

Αριπιπραζόλη. Σε υπερντοπαμινεργικό περιβάλλον δρα ως ανταγωνιστής των D2


υποδοχέων, ενώ σε υποντοπαμινεργικό ως αγωνιστής των D2 υποδοχέων και γι’ αυτό
περιγράφεται ως σταθεροποιητής του συστήματος ντοπαμίνης-σεροτονίνης. Ανταγωνίζεται
επίσης τους 5-ΗΤ1Α και 5-ΗΤ2Α υποδοχείς. Δεν επηρεάζει τον μηχανισμό έκκρισης
προλακτίνης. Δεν αυξάνει το βάρος του σώματος, δεν προκαλεί εξωπυραμιδικά, δεν αυξάνει
τα λιπίδια και το σάκχαρο του αίματος, δεν αυξάνει το διάστημα QT. Άγχος, ανησυχία, αϋπνία
ή υπνηλία, ναυτία και έμετος, κεφαλαλγία είναι οι συχνότερες ανεπιθύμητες παρενέργειες
(Bhattacharjee and El-Sayeh 2008). Η πιθανότητα αλληλεπίδρασης με λίθιο, βαλπροϊκό,
βαρφαρίνη είναι μικρή. Όπως συμβαίνει και με τα περισσότερα νευροληπτικά, η χορήγησή
της σε ασθενείς άνω των 65 ετών αυξάνει την πιθανότητα πρόκλησης εγκεφαλικών
επεισοδίων. Σε ανοϊκούς η πιθανότητα είναι ακόμη μεγαλύτερη. Μεταβολίζεται κυρίως στο
ήπαρ διά των ενζύμων 3Α4 και 2D6 του Ρ450 κυττοχρώματος. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται
προσοχή όταν συγχορηγείται με φάρμακα που αναχαιτίζουν ή αντιθέτως οδώνουν αυτά τα
ένζυμα.

Παλιπεριδόνη. Ισχυρό αντιψυχωσικό φάρμακο (Owen 2007), αν και η πρόσφατη


κυκλοφορία του στην αγορά δεν επέτρεψε ακόμη την εμφάνιση αξιόπιστων μελετών και τη
συσσώρευση θεραπευτικής εμπειρίας. Είναι ο δραστικός μεταβολίτης της ρισπεριδόνης και
κυκλοφόρησε στην αγορά όταν η εταιρεία που διακινούσε τη ρισπεριδόνη έχασε την πατέντα.
Αποκλείει τους σεροτονινεργικούς 5-HT2 και τους ντοπαμινεργικούς D2 υποδοχείς. Σε
μικρότερο βαθμό τους α1 και α2-αδρενεργικούς και Η1-ισταμινεργικούς υποδοχείς. Συνήθεις
παρενέργειες: ορθοστατική υπόταση, ταχυκαρδία, εξωπυραμιδική ακαθησία, αύξηση βάρους.
Δεν πρέπει να συγχορηγείται με φάρμακα που παρατείνουν το διάστημα QT ή ελαττώνουν
τον επιληπτικό ουδό. Κυκλοφορεί σε μορφή παρατεταμένης αποδέσμευσης που επιτρέπει
μία ημερήσια δόση.

Ζοτεπίνη. Δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη στην ελληνική αγορά. Σε χαμηλές δόσεις αυξάνει
την ντοπαμινεργική δραστηριότητα, αλλά σε μεγαλύτερες την αναστέλλει. Επίσης αναστέλλει
την επαναπρόσληψη της νοραδρεναλίνης. Μεταβολίζεται διά του Ρ450 κυττοχρώματος.
Επιληπτικές κρίσεις, αύξηση βάρους, υπνηλία, ήπια ηπατική δυσλειτουργία, αύξηση ουρικού
οξέως αναφέρονται ως οι σοβαρότερες παρενέργειες.

Κατάταξη των αντιψυχωτικών ως προς την αποτελεσματικότητα. Οι ασθενείς με


σχιζοφρένεια, μανιακά επεισόδια ή άλλες ψυχώσεις παρουσιάζουν ποικιλία ανταποκρίσεων
στα αντιψυχωσικά φάρμακα. Τα γνήσια ψυχωσικά συμπτώματα, ψευδαισθήσεις και
παραληρητικές ιδέες, δεν είναι βέβαιο ότι αντιμετωπίζονται από τα νευροληπτικά.
Περισσότερο φαίνεται ότι αντιμετωπίζονται η επιθετικότητα, η αντιθετική συμπεριφορά και η
παρορμητική συμπεριφορά. Η δράση και η θεραπευτική αποτελεσματικότητα των
νευροληπτικών αποδίδεται στο ότι καταστέλλουν την ψυχοκινητική λειτουργία, μειώνουν την
απαντητικότητα του ατόμου σε εξωτερικά και σε εσωτερικά ερεθίσματα, αμβλύνουν τη
συναισθηματική ένταση και τη δυνατότητα καθήλωσης της προσοχής. Σε γενικές γραμμές
μειώνουν το επίπεδο διέγερσης του ΚΝΣ, αλλά δεν φαίνεται να επηρεάζουν περισσότερο τις
ανώτερες νοητικές λειτουργίες. Η ωφέλιμη δράση τους μπορεί να οφείλεται στην καταστολή
της υπερεγρήγορσης, που διευκολύνεται έμμεσα από την καταστολή της ντοπαμινεργικής
υπερλειτουργίας του δρεπανοειδούς συστήματος και τη φυσιολογικοποίηση της ασύμμετρης
κροταφοϊπποκαμπικής λειτουργίας. Παρότι τα κλασικά αντιψυχωτικά είναι αποτελεσματικά
στη μείωση των θετικών συμπτωμάτων και σημείων της σχιζοφρένειας (παραληρητικές ιδέες,
ψευδαισθήσεις, αποδιοργάνωση της σκέψης), είναι λιγότερο αποτελεσματικά στη βελτίωση
των αρνητικών (επιπέδωση του συναισθήματος, αβουλησία, κοινωνική απόσυρση). Και
οπωσδήποτε θα πρέπει κανείς να σημειώσει ότι οι τρομακτικές συνέπειες της σχιζοφρένειας
μόνον εν μέρει έχουν μετριασθεί από τις φαρμακευτικές θεραπείες, οι οποίες όχι μόνον στο
παρελθόν αλλά και τώρα συχνά προσθέτουν σημαντικές ανεπιθύμητες παρενέργειες στο ήδη
βαρύ φορτίο της νόσου.
686

Δεν υπάρχει σήμερα αμφιβολία ότι η ανάπτυξη νευροληπτικών ικανών να μειώσουν μια
μεγάλη ποικιλία συμπτωμάτων αποτέλεσε ορόσημο στην κλινική ψυχοφαρμακολογία της
σχιζοφρένειας. Βέβαια σχετικώς με τη σύγκριση μεταξύ των κλασικών και των νεότερων
νευροληπτικών δεν υπάρχει σαφής απόδειξη ότι τα άτυπα δεύτερης γενιάς είναι
αποτελεσματικότερα και καλύτερα ανεκτά από τα συμβατικά (Geddes et al 2000). Η
Cochrane Collaboration (Gilbody et al 2003) διατυπώνει την άποψη ότι είναι πολύ δύσκολο
να εξαχθούν σταθερά συμπεράσματα πάνω σε αυτό το θέμα. Γενικώς φαίνεται ότι όλα τα
νευροληπτικά είναι λίγο-πολύ εξίσου αποτελεσματικά, χωρίς κάποιο να έχει ιδιαίτερα
πλεονεκτήματα σε σχέση με τα άλλα. Υπάρχουν διαφορές στα αρνητικά συμπτώματα, όπου
φαίνεται ότι τα άτυπα νευροληπτικά ίσως είναι αποτελεσματικότερα. Η κλοζαπίνη είναι το
μόνο νευροληπτικό με σαφή υπεροχή από όλα τα άλλα στη θεραπεία των θετικών και των
αρνητικών συμπτωμάτων. Σύμφωνα με πρόσφατες μετα-αναλύσεις (Geddes et al 2000, Da-
vis and Chen 2005), τα αντιψυχωτικά θα μπορούσαν να καταταχθούν ως προς την
αποτελεσματικότητα σε τρεις, όχι όμως σαφώς διακριτές, κατηγορίες: στην πρώτη κατηγορία
–της μεγάλης αποτελεσματικότητας– βρίσκονται η αλοπεριδόλη και η κλοζαπίνη. Στη δεύτερη
–της μέτριας– η αμισουλπρίδη, η ολανζαπίνη και η ρισπεριδόνη. Στην τρίτη –της μικρής
αποτελεσματικότητας– η αριπιπραζόλη, η κουετιαπίνη, η ζιπραζιδόνη. Το ενδιαφέρον σημείο
σε αυτές τις μετα-αναλύσεις είναι ότι δεν αναδεικνύουν υπεροχή των άτυπων σε σχέση με τα
κλασικά, και βέβαια είναι ακόμη νωρίς για τελικά συμπεράσματα, αφού μερικά από τα
νεότερα βρίσκονται σε χρήση για μικρό χρονικό διάστημα.

Παρενέργειες των αντιψυχωτικών. Περίπου οι μισοί από τους ασθενείς που παίρνουν
αντιψυχωτικά είναι δυσαρεστημένοι με τη φαρμακευτική τους αγωγή και σχεδόν όλοι
αναφέρουν τουλάχιστον μία παρενέργεια (Fakhoury et al 2001), με κυριότερες την
κατάθλιψη, την υπνηλία, τη δυσκολία στη σκέψη και τη συγκέντρωση, την παχυσαρκία.
Υποστηρίζεται ότι η μεγάλη παρενέργεια όλων των νευροληπτικών είναι μια βραδέως
αναπτυσσόμενη, μη αντιστρεπτή ύπουλη εγκεφαλική βλάβη, που εκδηλώνεται σε μια
ποικιλία μορφών (Breggin 1990). Σήμερα βασικό κριτήριο επιλογής νευροληπτικού πρέπει να
είναι όχι τόσο το πεδίο της αποτελεσματικότητας, που φυσικά καθόλου δεν πρέπει να
παραβλέπεται, αλλά το πεδίο της γνώσης των παρενεργειών του.
Παρενέργειες των κλασικών νευροληπτικών. Συχνότερες είναι η ορθοστατική υπόταση, τα
εξωπυραμιδικά συμπτώματα, η σεξουαλική δυσλειτουργία, οι επιληπτικές κρίσεις, η
φωτοευαισθησία και η μελάγχρωση του δέρματος, η απόκτηση βάρους, η αύξηση της
προλακτίνης στο αίμα, η σύγχυση και το ντελίριο και το κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο.
Οι παρενέργειες αυτές, κυρίως οι εξωπυραμιδικές, προκαλούν ανησυχία στους ασθενείς
και στις οικογένειές τους και συμβάλλουν στη μείωση της συμμόρφωσης στη θεραπευτική
αγωγή. Η κακή οργάνωση της δοσολογίας είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για αυτές τις
παρενέργειες. Σήμερα όλες σχεδόν οι μετα-αναλύσεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι
ορισμένες δοσολογίες, π.χ. αλοπεριδόλης άνω των 20 mg ή ρισπεριδόλης άνω των 6 mg,
ενώ δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικές, προκαλούν οπωσδήποτε σοβαρές
παρενέργειες.
Παρενέργειες των άτυπων αντιψυχωτικών. Τα πλεονεκτήματα των άτυπων αντιψυχωτικών
έναντι των κλασικών νευροληπτικών (Καρούζος και συν 2001) είναι ότι δεν προκαλούν, ή
πάντως προκαλούν σε πολύ μικρό βαθμό, παρενέργειες, όπως παρκινσονισμό, ακαθησία,
δυστονία, όψιμη δυσκινησία· ωστόσο η πραγματική φυσιογνωμία τους δεν έχει ακόμη
αποκαλυφθεί αφού, όπως συνέβη και με τα κλασικά, χρειάζεται μεγάλο χρονικό διάστημα
για την τεκμηρίωση όχι μόνο της αποτελεσματικότητας αλλά και των παρενεργειών τους.
Όσο περισσότερο χρονικό διάστημα συνταγογραφείται ένα φάρμακο τόσο αυξάνονται οι
πιθανότητες ανίχνευσης παρενεργειών· κυριότερος παράγων για την ανίχνευσή τους είναι
πρώτα η κλινική παρατήρηση και στη συνέχεια οι οργανωμένες μελέτες, πολλές από τις
οποίες έχουν χαμηλή αξιοπιστία. Η αρχική εντύπωση περί πολύ μικρού βαθμού
πρόκλησης εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων και καταστολής ήταν πράγματι ορθή, αλλά τα
νεότερα αντιψυχωτικά συν τω χρόνω εμφανίζουν ένα δικό τους προφίλ παρενεργειών
σχετιζόμενο περισσότερο με τον μεταβολισμό και την ενδοκρινική λειτουργικότητα
(Λύκουρας 2003), που εκδιπλώνεται με βραδύτητα και απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα
687

κλινικής εμπειρίας για την τελική του αξιολόγηση. Πάντως τα σημεία από τα πρώτα 10-15
χρόνια χρήσης τους δεν είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά. Επίσης πρέπει να επισημανθεί ότι,
σε αντίθεση με τη σχετική ομοιομορφία των παρενεργειών των κλασικών, δεν έχουν όλα τα
άτυπα τις ίδιες παρενέργειες ούτε είναι εξίσου ασφαλή στη χρήση. Υπάρχουν μεταξύ τους
μεγάλες και κρίσιμες διαφορές.

Εξωπυραμιδικά συμπτώματα. Περιλαμβάνουν τρόμο, δυσκαμψία, σιελόρροια και


δυσκαταποσία, ακαθησία, ορισμένες δυστονικές καταστάσεις και όψιμη δυσκινησία.
Οφείλονται σε ντοπαμινεργικό αποκλεισμό στις μελαινοραβδωτές περιοχές. Προκαλούν
μεγάλη σωματική δυσλειτουργικότητα και υποκειμενική δυσφορία, που πολύ συχνά οδηγούν
σε πτωχή συμμόρφωση στη θεραπεία. Περισσότερο θα έπρεπε να θεωρούνται ιατρογενή
νοσήματα, διότι προλαμβάνονται αν εφαρμοσθεί σωστή θεραπευτική τακτική και χρήση των
φαρμάκων από τη μεριά του ιατρού. Ο κίνδυνος ανάπτυξης εξωπυραμιδικών εμφανίζεται
όταν η κάλυψη των D2 υποδοχέων υπερβεί το ποσοστό του 80%. Όλα τα κλασικά
νευροληπτικά είναι δυνατόν να προκαλέσουν σοβαρά εξωπυραμιδικά συμπτώματα, κυρίως
οι βουτυροφαινόνες. Από τα νεότερα η ρισπεριδόνη και η αμισουλπρίδη προκαλούν
δοσοεξαρτώμενα εξωπυραμιδικά, ενώ η κλοζαπίνη, η ολανζαπίνη, η αριπιπραζόλη, η
ζιπρασιδόνη και η κουετιαπίνη δεν προκαλούν τέτοια συμπτώματα στις θεραπευτικές δόσεις.
Η εξήγηση βρίσκεται στην άποψη ότι ο αποκλεισμός των σεροτονινεργικών υποδοχέων, που
προκαλείται από τα άτυπα, συντελεί στην αύξηση της παραγωγής ντοπαμίνης, η οποία
ισορροπεί την έλλειψή της λόγω αποκλεισμού.
Παρκινσονισμός. Περιλαμβάνει τρόμο, βραδυκινησία, δυσκαμψία, σιελόρροια,
δυσκαταποσία, γνωσιακή επιβάρυνση. Ηλικιωμένα άτομα και γυναίκες κινδυνεύουν
περισσότερο.
Ακαθησία. Ως σύμπτωμα ποικίλων ψυχογενών (υστερία) αλλά και οργανικών (ιδιοπαθής
παρκινσονισμός, ληθαργική εγκεφαλίτιδα) διαταραχών έχει ήδη διατυπωθεί και περιγραφεί
ως όρος από το 1903 (Haskovec 1903). Είναι συχνή και πολύ ενοχλητική παρενέργεια των
κλασικών κυρίως νευροληπτικών. Οι ασθενείς έχουν μια αίσθηση εσωτερικής ανησυχίας με
αδυναμία να σταθούν στην ίδια θέση έστω και για λίγο διάστημα. Παραπονούνται για ένα
υποκειμενικό αίσθημα αδιάκοπης κινητικότητας, κυρίως στα πόδια. Σηκώνονται από το
κάθισμα, βηματίζουν, κάθονται πάλι, κουνούν τα πόδια τους κ.λπ. Μοιάζει με την
ψυχοκινητική ανησυχία, το γενικευμένο άγχος και το σύνδρομο ανησύχων ποδών, αλλά
είναι σημαντικό να αναγνωρίζεται, διότι η αντιμετώπιση είναι διαφορετική. Αντιμετωπίζεται
με μείωση της δοσολογίας των νευροληπτικών και πιθανώς συγχορήγηση
αντιπαρκινσονικών, αγχολυτικών ή β-αποκλειστών.
Δυστονία. Είναι μια μη φυσιολογική στάση που προκαλείται από παρατεταμένη επώδυνη
μυϊκή σύσπαση. Παρουσιάζεται στην αρχή (12-48 ώρες από την έναρξη) της θεραπείας με
νευροληπτικά και χαρακτηρίζεται από ακούσιες παρατεινόμενες συσπάσεις ποικίλων
μυϊκών ομάδων της κεφαλής, της γλώσσας ή των οφθαλμικών βολβών που προκαλούν
βλεφαρόσπασμο, οπισθότονο, ραιβόκρανο, ανώμαλες στάσεις του σώματος (σύνδρομο
της Πίζας) και χαρακτηριστικές γκριμάτσες στο πρόσωπο. Σπανίως είναι δυνατόν να
προκληθεί αιφνίδιος θάνατος από οξεία στοματο-λαρυγγοφαρυγγική δυστονία. Ο
συνδυασμός των νευροληπτικών με βενζοδιαζεπίνες περιορίζει τις πιθανότητες
εμφανίσεως δυστονικών συμπτωμάτων.
Όψιμη δυστονία. Είναι μια σπάνια, επίμονη, συνήθως μη αντιστρεπτή δυστονία. Διαφέρει
από την όψιμη δυσκινησία κατά το ότι αναπτύσσεται ταχύτερα, είναι επώδυνη και
δυσφοριογόνος, συχνότερη σε νεαρά άτομα, άνδρες. Σπανίως εμφανίζεται ως αυτόνομη
κλινική οντότητα, συνήθως εκδηλώνεται στο πλαίσιο της όψιμης δυσκινησίας.
Όψιμη δυσκινησία. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι οι συνεχείς χορειοαθετωσικές ή ρυθμικές
μασητικές και χειλεογλωσσικές κινήσεις, γι’ αυτό έχει ονομασθεί και στοματική δυσκινησία
(Crane 1973, Παράσχος 1979). Ο ασθενής δεν έχει σαφή επίγνωση της κατάστασης και
δεν παραπονείται για τα συμπτώματά του. Η συχνότητά της πλησιάζει το 15% των
λαμβανόντων κλασικά νευροληπτικά. Είναι μη αντιστρεπτή διαταραχή αν προχωρήσει και
πάντως δεν αντιμετωπίζεται εύκολα. Εμφανίζεται ύστερα από μακροχρόνια χρήση
νευροληπτικών, κυρίως των κλασικών και λιγότερο των ατύπων. Υψηλές δόσεις
688

νευροληπτικών σε συνδυασμό με αντιπαρκινσονικά φάρμακα βρέθηκε ότι αυξάνουν


περισσότερο τον κίνδυνο ανάπτυξης της όψιμης δυσκινησίας (Muscettola et al 1993).
Ενδέχεται οι κίνδυνοι ανάπτυξής της να είναι μικρότεροι όταν χρησιμοποιούνται ενέσιμα
νευροληπτικά μακράς δράσεως. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς, περισσότερο οι γυναίκες, είναι
ιδιαίτερα ευάλωτοι στην ανάπτυξη αυτής της παρενέργειας. Οι πάσχοντες από σακχαρώδη
διαβήτη αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου. Η παρουσία της επιδεινώνει σοβαρά την
πρόγνωση της σχιζοφρένειας. Ένα χρόνο μετά τη διακοπή των νευροληπτικών, μόνο στο
2% των πασχόντων μπορεί να έχουν υποχωρήσει τα συμπτώματα. Χορήγηση μεγάλων
δόσεων βιταμίνης Ε μπορεί να βοηθήσει σε κάποιο βαθμό.

Νευροληπτική κατατονία. Τα νευροληπτικά είναι δυνατόν να προκαλέσουν κατατονικά


φαινόμενα που μοιάζουν με ψυχογενή κατατονία. Στη νευροληπτική κατατονία εκτός από την
κηρώδη ευκαμψία, την εμβροντησία, τον αρνητισμό και τους μανιερισμούς συνυπάρχουν και
εξωπυραμιδικά σημεία, όπως δυσκαμψία, τρόμος κ.λπ. (Fricchione 1985).

Κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο, Νευροληπτική θερμοπληξία, Αντιχολινεργικό


ντελίριο. (Βλ. Οργανικά ψυχοσύνδρομα.)

Φωτοευαισθησία και μελάγχρωση του δέρματος. Προκαλείται κυρίως από τη


χλωροπρομαζίνη και, παρά τις κρατούσες απόψεις, είναι αντιστρεπτή, αρκεί να παρέλθει
ικανό χρονικό διάστημα μετά τη διακοπή του φαρμάκου (Bloom et al 1993).

Νευροληπτική δυσφορία. Τα υποκειμενικά βιώματα των ασθενών από τη χρήση


νευροληπτικών θα πρέπει να είναι μερικές φορές αφόρητα οδυνηρά και ιδιαζόντως απεχθή.
Η νευροληπτική δυσφορία είναι μια ανεπαίσθητη και δυσδιάκριτη στην κλινική παρατήρηση
παρενέργεια των νευροληπτικών (Voruganti and Awad 2004) που εκδηλώνεται με ποικιλία
δυσάρεστων υποκειμενικών μεταβολών στην εγρήγορση, στο συναίσθημα, στο σκέπτεσθαι
και στα κίνητρα. Ο άρρωστος αισθάνεται άθλια, αποδίδει αυτήν την κατάσταση στο φάρμακο,
προς το οποίο τρέφει απέχθεια και θέλει να το διακόψει. Οι Belmaker and Wald (1977), και οι
δύο ψυχίατροι, χορήγησαν αλοπεριδόλη 5 mg ενδοφλεβίως στους εαυτούς τους.
Περιέγραψαν εκσεσημασμένη επιβράδυνση της σκέψης και της κινητικότητάς τους μέσα σε
μια κατάσταση πελώριας εσωτερικής ανησυχίας. Κανείς από τους δύο δεν μπόρεσε να
συνεχίσει την εργασία του, την οποία εγκατέλειψαν για περισσότερο από 36 ώρες. Και οι δύο
παρουσίασαν παράλυση της βούλησης και εξαφάνιση της φυσικής και της ψυχικής τους
ενεργητικότητας. Ένιωθαν ανίκανοι να διαβάσουν, να τηλεφωνήσουν, ή να εκτελέσουν
μικροδουλειές στο σπίτι με δική τους πρωτοβουλία, αν και μπορούσαν να τις κάνουν αν τους
διέτασσαν. Δεν υπήρχε υπνηλία ή καταστολή. Αντίθετα και οι δύο βίωναν δριμύτατο άγχος.
Οι κλινικοί ιατροί που συνταγογραφούν νευροληπτικά πρέπει να αποκτήσουν μια στοιχειώδη
ενσυναίσθηση της ανυπόφορης υποκειμενικής δυστυχίας στην οποία ωθούν τους ασθενείς
τους όταν τους συνιστούν τόσο «γενναιόδωρες» δοσολογίες.

Απόκτηση βάρους. Προκαλείται κυρίως από ορισμένα άτυπα αντιψυχωσικά, αν και έχει
παρατηρηθεί από την αρχή της εισαγωγής των νευροληπτικών στη θεραπεία των ψυχώσεων
(Sussman 2001). Είναι εξόχως δυσφοριογόνος κατάσταση που υποβιβάζει την αυτοεκτίμηση
του ασθενούς (Russel and Mackell 2001) και επηρεάζει δυσμενώς τη συμμόρφωσή του στη
θεραπεία. Αυξάνει επίσης τον κίνδυνο ανάπτυξης σακχαρώδους διαβήτη, υπέρτασης,
υπερλιπιδαιμίας και καρδιαγγειακής νόσου. Πιθανόν να προκαλείται από μείωση της
ευαισθησίας του ΚΝΣ στη λεπτίνη, που με τη σειρά της οδηγεί σε αύξηση της όρεξης,
περαιτέρω έκκριση λεπτίνης και αύξηση του βάρους. Έχουν βρεθεί ηυξημένα επίπεδα όχι
μόνο λεπτίνης αλλά και της γρελίνης (ορμόνης που διεγείρει την όρεξη για λήψη τροφής) στο
αίμα ασθενών που βρίσκονται σε αγωγή με κλοζαπίνη και ολανζαπίνη. Η άποψη ότι η
παχυσαρκία ίσως συσχετίζεται θετικά με την αντιψυχωσική δράση του φαρμάκου δεν ισχύει.
Επίσης δεν ισχύει η άποψη ότι είναι δοσοεξαρτώμενη. Η κλοζαπίνη και η ολανζαπίνη έχουν
ενοχοποιηθεί περισσότερο από κάθε άλλο νευροληπτικό, με αύξηση βάρους περίπου 10%
κατά το πρώτο έτος μετά την έναρξη της θεραπείας στο 20%-30% των ασθενών.
689

Ακολουθούν η χλωροπρομαζίνη, η κουετιαπίνη και η ρισπεριδόνη. Λιγότερο ενοχοποιούνται


η αμισουλπρίδη και η ζοτεπίνη. Η ζιπραζιδόνη και η αριπιπραζόλη δεν προκαλούν αύξηση
βάρους. Το λίθιο και το βαλπροϊκό δρουν πιθανόν συνεργικά με τα παχυσαρκιογόνα άτυπα
σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση βάρους. Η καλύτερη λύση στην αντιμετώπιση αυτού του
προβλήματος είναι η αντικατάσταση αντιψυχωσικού φαρμάκου με άλλο που δεν προκαλεί
παχυσαρκία. Αυτή η επιλογή δεν είναι πάντοτε εύκολη, αλλά η αναζήτηση άλλων λύσεων ή
δεν είναι αποτελεσματική (δίαιτα, γυμναστική) ή είναι δυνητικά επικίνδυνη (π.χ. φάρμακα
όπως τοπιραμάτη, αμανταδίνη, ορλιστάτη).

Υπεργλυκαιμία, Σακχαρώδης διαβήτης, Διαβητική κετοξέωση, Παγκρεατίτις. Η


συχνότητα του σακχαρώδους διαβήτη στους πάσχοντες από σχιζοφρένεια (12%) είναι
μεγαλύτερη από του γενικού πληθυσμού (6%), όπως έχει βρεθεί σε αρκετές μελέτες πριν
από την ανακάλυψη των νευροληπτικών, πράγμα που υποδεικνύει μια πιθανή γενετική
σχέση μεταξύ των δύο νόσων. Έχει επίσης βρεθεί ότι οι σχιζοφρενείς που λαμβάνουν
νευροληπτικά βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο να αναπτύξουν υπεργλυκαιμία. Η αύξηση του
σακχάρου συνήθως είναι ήπια, αλλά έχουν παρατηρηθεί και σοβαρές περιπτώσεις, μέχρι
θανατηφόρο διαβητική κετοξέωση. Το 90% των ασθενών που εμφανίζουν διαβήτη από
χρήση άτυπων αντιψυχωτικών είναι παχύσαρκοι. Δεν είναι δοσοεξαρτώμενη, είναι όμως
αντιστρεπτή μετά τη διακοπή του φαρμάκου. Οφείλεται σε αντίσταση στην ινσουλίνη ή σε
μεγάλη αύξηση χρησιμοποίησής της λόγω της παχυσαρκίας που προηγείται. Έχουν
ενοχοποιηθεί κυρίως η κλοζαπίνη και η ολανζαπίνη (30%-35% των ασθενών), η κουετιαπίνη,
η αλοπεριδόλη και η ρισπεριδόνη λιγότερο (Jin et al 2004). Ασθενείς που έπαιρναν άτυπα
αντιψυχωτικά (ιδίως κλοζαπίνη, ολανζαπίνη) είχαν 9% περισσότερες πιθανότητες να
αναπτύξουν διαβήτη σε σχέση με εκείνους που έπαιρναν κλασικά νευροληπτικά (Sernyak et
al 2002). Η ζιπραζιδόνη και η αριπιπραζόλη δεν αυξάνουν τα επίπεδα σακχάρου. Οι
ασθενείς που είναι σε αντιψυχωσική αγωγή πρέπει να υποβάλλονται σε έλεγχο για διαβήτη,
ιδιαίτερα εκείνοι που έχουν παράγοντες κινδύνου όπως κληρονομικότητα ή παχυσαρκία.
Έχουν αναφερθεί μερικά περιστατικά παγκρεατίτιδος μετά από χρήση ολανζαπίνης,
κλοζαπίνης και ρισπεριδόνης (Αβραμίδου και συν 2000, Hauben 2004), ορισμένα από τα
οποία ήσαν θανατηφόρα περιστατικά νεκρωτικής παγκρεατίτιδος.

Υπερλιπιδαιμία. Τα τριγλυκερίδια είναι δυνατόν να αυξηθούν μέχρι και στο 55% και η
χοληστερόλη μέχρι και στο 48% των ασθενών που λαμβάνουν κλοζαπίνη. Ακολουθούν η
ολανζαπίνη, η κουετιαπίνη και η ρισπεριδόνη. Η ζιπραζιδόνη και η αριπιπραζόλη δεν
προκαλούν αύξηση των τριγλυκεριδίων.

Υπερπρολακτιναιμία. Η ντοπαμίνη σε φυσιολογικές καταστάσεις προκαλεί αναστολή στην


έκκριση προλακτίνης από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Ο αποκλεισμός των υποδοχέων
της ντοπαμίνης που προκαλείται από πολλά ψυχοτρόπα φάρμακα συνεπάγεται
υπερπρολακτιναιμία. Η αύξηση των επιπέδων προλακτίνης έχει θεωρηθεί παράγων
ηυξημένου κινδύνου καρδιαγγειακών διαταραχών, σεξουαλικής δυσλειτουργίας, μείωσης της
ποσότητας του σπέρματος και γυναικομαστίας στους άνδρες και δυσμηνόρροιας,
ανωορρηξίας, διόγκωσης και ευαισθησίας του μαστού με ή χωρίς γαλακτόρροια στις
γυναίκες. Οστεοπόρωση έχει επίσης παρατηρηθεί σε σχιζοφρενείς που λαμβάνουν
προλακτινογόνα αντιψυχωτικά, λόγω απόσπασης ασβεστίου από τα οστά, μειωμένης
απορρόφησής του από τον γαστρεντερικό σωλήνα και ηυξημένης απώλειάς του από τους
νεφρούς. Η υπερπρολακτιναιμία συσχετίζεται και με υψηλά επίπεδα επιθετικότητας, άγχους
και κατάθλιψης. Από τα άτυπα η αμισουλπρίδη και η ρισπεριδόνη προκαλούν μεγάλη
δοσοεξαρτώμενη αύξηση της προλακτίνης. Πολύ λιγότερο ενοχοποιούνται η ζοτεπίνη, η
κλοζαπίνη και η ολανζαπίνη, ενώ η κουετιαπίνη, η ζιπραζιδόνη και η αριπιπραζόλη δεν
προκαλούν αύξηση της προλακτίνης.

Σεξουαλική δυσλειτουργία. Σοβαρές παρενέργειες παρατηρούνται στη σεξουαλική σφαίρα,


όπως μείωση της επιθυμίας, προβλήματα στη στύση, πριαπισμός, αλλοιώσεις στην
εμφάνιση και ποιότητα του οργασμού, καθυστέρηση της εκσπερμάτωσης. Η σεξουαλική
690

δυσλειτουργία από τη χρήση νευροληπτικών σε άνδρες και γυναίκες φθάνει σε ποσοστό


μέχρι και 30% και είναι σοβαρός παράγων μη συμμόρφωσης στη θεραπεία. Ίσως σχετίζεται
με την υπερπρολακτιναιμία που προκαλούν μερικά κλασικά ή άτυπα νευροληπτικά. Η
ρισπεριδόνη προκαλεί σεξουαλική δυσλειτουργία περισσότερο από κάθε άλλο άτυπο
αντιψυχωσικό. Ακολουθούν, με περιορισμένες επιπτώσεις στη σεξουαλικότητα, η
αμισουλπρίδη, η κουετιαπίνη και η ολανζαπίνη. Η κλοζαπίνη δεν προκαλεί σεξουαλική
δυσλειτουργία. Για τη ζιπραζιδόνη και την αριπιπραζόλη δεν έχουν συγκεντρωθεί ακόμη
στοιχεία.

Θυρεοειδικές ορμόνες. Έχουν αναφερθεί περιστατικά πτώσεως των επιπέδων


θυρεοειδικών ορμονών με κουετιαπίνη.

Παρενέργειες από το καρδιαγγειακό. Είναι συχνές οι παρενέργειες των νευροληπτικών


από το καρδιαγγειακό. Συχνότερη είναι η ορθοστατική υπόταση, την οποία προκαλούν
κυρίως η χλωροπρομαζίνη και η κλοζαπίνη και σε μικρότερο βαθμό η ρισπεριδόνη και η
κουετιαπίνη. Σοβαρότερες αλλά σπανιότερες είναι οι διαταραχές αγωγιμότητας, η ταχύτατη
περιφερική αγγειοδιαστολή και οι οξείες μυοκαρδίτιδες και μυοκαρδιοπάθειες, στις οποίες ο
κίνδυνος αιφνιδίου θανάτου είναι υπαρκτός (Straus et al 2004). Εμφανίζονται συνήθως στην
αρχή της θεραπείας, ακόμη και σε μικρές δόσεις. Μυοκαρδιοπάθεια καθώς και αλλεργική
μυοκαρδίτις έχουν αναφερθεί (Coulter et al 2001) σε ασθενείς που ελάμβαναν κλοζαπίνη, η
οποία ενοχοποιείται περισσότερο από κάθε άλλο αντιψυχωτικό γι’ αυτές τις παρενέργειες.
Ακολουθούν, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό, η χλωροπρομαζίνη, η φθοριοφαιναζίνη, η
ρισπεριδόνη και η αλοπεριδόλη.
Η παράταση του QT διαστήματος είναι δυνατόν να οδηγήσει σε επικίνδυνες, δυνητικά
θανατηφόρες, ταχυκαρδίες, τις λεγόμενες ριπιδοειδείς ταχυκαρδίες (torsades de pointes).
Ενοχοποιούνται κυρίως η σερτινδόλη (που γι’ αυτόν τον λόγο αποσύρθηκε από την
κυκλοφορία), η ζιπρασιδόνη και η κλοζαπίνη. Λιγότερο η πιμοζίδη, η κουετιαπίνη και πολύ
λίγο η ρισπεριδόνη, η ολανζαπίνη, η αλοπεριδόλη. Φυσιολογικοί παράγοντες κινδύνου:
ηλεκτρολυτικές διαταραχές (υποκαλιαιμία, υπομαγνησαιμία, διουρητικά), σύνδρομο
παρατεταμένου QT (Wolf-Parkinson-White syndrome), καρδιακή νόσος, ηλικιωμένοι. Οι
γυναίκες κινδυνεύουν περισσότερο από τους άνδρες. Υψηλές δόσεις νευροληπτικών, άλλα
συγχορηγούμενα καρδιοτοξικά φάρμακα, είναι επιπρόσθετοι παράγοντες κινδύνου. Ασθενείς
με σύνδρομο μακρού QT δεν πρέπει να παίρνουν αντιψυχωτικά ή να τους χορηγούνται οι
ελάχιστες δόσεις και να αποφεύγονται οι συνδυασμοί. Όταν το QT διάστημα είναι μεγαλύτερο
των 500 msec, τότε πρέπει να διακόπτεται η θεραπεία.
Θρομβοεμβολικά επεισόδια, μερικές φορές θανατηφόρα, αναφέρονται από την αρχή
της χρήσης των νευροληπτικών, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένες γυναίκες με καρδιαγγειακή νόσο και
κιρσούς στα πόδια. Η τριπλάσια συχνότητα των εγκεφαλικών επεισοδίων στους ασθενείς
που λαμβάνουν νευροληπτικά (κυρίως ολανζαπίνη, αριπιπραζόλη και ρισπεριδόνη)
κατέστησε απαγορευτική τη χρήση των νευροληπτικών σε ασθενείς άνω των 65 ετών,
ιδιαίτερα σε εκείνους που πάσχουν από άνοια.

Ακοκκιοκυτταραιμία. Στα κλασικά νευροληπτικά είναι σχετικώς σπάνια. Η κλοζαπίνη έχει


αυξημένο κίνδυνο ακοκκιοκυτταραιμίας, κυρίως κατά τους πρώτους 2-3 μήνες από την
έναρξη της θεραπείας. Τα άλλα άτυπα δεν έχουν εμφανίσει μέχρι τώρα σοβαρή αιματολογική
τοξικότητα. Ωστόσο είναι αναγκαίος ο συχνός αιματολογικός έλεγχος στους ασθενείς που
λαμβάνουν νευροληπτικά οποιασδήποτε κατηγορίας.

Επιληπτικές κρίσεις. Τα νευροληπτικά προκαλούν ΗΕΓραφικές διαταραχές οι οποίες στις


περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν επιληπτογόνο χαρακτήρα. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι
ορισμένα σχετίζονται σημαντικά με την πρόκληση επιληπτικών κρίσεων. Από τα κλασικά η
χλωροπρομαζίνη έχει σημαντική επιληπτογόνο δράση. Από τα άτυπα η κλοζαπίνη
παρουσιάζει μεγαλύτερο, δοσοεξαρτώμενο, κίνδυνο πρόκλησης επιληπτικών κρίσεων. Η
ρισπεριδόνη, η ολανζαπίνη, η κουετιαπίνη δεν έχουν ενοχοποιηθεί. Για τα υπόλοιπα άτυπα
οι πληροφορίες είναι ανεπαρκείς, αλλά μάλλον δεν προκαλούν Ε κρίσεις.
691

Ηπατοτοξικότητα. Ηπατοτοξικότητα παρατηρείται σε μικρό αριθμό ασθενών που


λαμβάνουν νευροληπτικά, κυρίως χλωροπρομαζίνη. Αύξηση των τρανσαμινασών του
ήπατος έχει παρατηρηθεί κατά τη χρήση κλοζαπίνης, ολανζαπίνης, ρισπεριδόνης και
κουετιαπίνης.

Επίδραση στο συναίσθημα. Ενώ τα κλασικά αντιψυχωσικά θεωρούνται γενικώς


καταθλιπτικογόνα φάρμακα, πάνω από 30 μελέτες κατά τα τελευταία χρόνια παρουσιάζουν
σοβαρές ενδείξεις ότι ορισμένα άτυπα έχουν προκαλέσει σε πολλές περιπτώσεις μανιακά ή
υπομανιακά επεισόδια (Rachid et al 2004). Ιδεοψυχαναγκαστικά φαινόμενα έχουν
παρατηρηθεί κατά τη χρήση ολανζαπίνης και ρισπεριδόνης. Άγχος και διέγερση από τις
ολανζαπίνη, κλοζαπίνη, αμισουλπρίδη, ζιπραζιδόνη και αριπιπραζόλη.

Επίδραση στις νοητικές λειτουργίες. Οι λειτουργίες της προσοχής, της μνήμης και των
εκτελεστικών δυνατοτήτων έχουν επιβαρυνθεί σημαντικά στους σχιζοφρενείς. Τα
περισσότερα, ίσως και όλα, τα νευροληπτικά είναι δυνατόν να μειώσουν περαιτέρω την
ποιότητα των ανώτερων νοητικών λειτουργιών στη μεγάλη πλειονότητα των ασθενών. Έχει
υποστηριχθεί ότι η πρόκληση όψιμης άνοιας σε αυτούς τους ασθενείς, ιδιαίτερα στους
εμφανίζοντες όψιμη δυσκινησία (Breggin 1990), είναι πολύ πιθανή. Έχει επίσης
υποστηριχθεί ότι τα νευροληπτικά επιταχύνουν την πορεία της άνοιας στους πάσχοντες από
ανοϊκά σύνδρομα.

Χορήγηση σε ηλικιωμένους. Οι κίνδυνοι από τη χορήγηση άτυπων νευροληπτικών στους


ηλικιωμένους είναι σοβαροί. Οι εταιρείες που παράγουν την ολανζαπίνη, τη ρισπεριδόνη και
την αριπιπραζόλη ζήτησαν τη μη χορήγηση αυτών των φαρμάκων σε ηλικιωμένους ανοϊκούς
ασθενείς, αν και φαίνεται ότι ο κίνδυνος εγκεφαλικών επεισοδίων είναι μεγάλος σε όλους
τους ηλικιωμένους ασθενείς από όλα τα νευροληπτικά.

Οι συνηθέστεροι συνδυασμοί των νευροληπτικών γίνονται με άλλα νευροληπτικά


(πρώτη με δεύτερη γενιά, υψηλής ισχύος με χαμηλής ισχύος, διαφορετικές κατηγορίες,
ενδομυϊκώς και από το στόμα), με βενζοδιαζεπίνες, με λίθιο, με αντιεπιληπτικά, με
αντικαταθλιπτικά, με αντιψυχωτικά. Ο συνδυασμός νευροληπτικών δεν είναι
αποτελεσματικότερος από τη μονοθεραπεία με το ισχυρότερο από τα χρησιμοποιούμενα.
Εδώ και λίγο καιρό προτείνεται συνδυασμός με οιστρογόνα. Σύμφωνα με την οιστρογονική
υπόθεση η μικρότερη ανάγκη νευροληπτικών σε θήλεις που πάσχουν από σχιζοφρένεια
οφείλεται στην ντοπαμινεργική δράση των οιστρογόνων. Λόγω της μειωμένης παραγωγής
οιστρογόνων στη διάρκεια της κλιμακτηρίου αυτό το «νευροληπτικό» αποτέλεσμα παύει να
υπάρχει και η ανάγκη για νευροληπτικά αυξάνεται στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με
σχιζοφρένεια. Η έκκριση τεστοστερόνης, το σωματικό βάρος και το κάπνισμα συμμετέχουν
στις διαφορές μεταξύ των φύλων σε ό,τι αφορά τη χορήγηση νευροληπτικών. Υπάρχουν
διαφορές μεταξύ των δύο φύλων σχετικώς με τη φαρμακοκινητική των ψυχοδραστικών
ουσιών. Σε σχέση με νεαρούς άνδρες οι νεαρές γυναίκες αντιδρούν καλύτερα στα
αντιψυχωσικά φάρμακα, στις βενζοδιαζεπίνες και στα μη τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και
χρειάζονται μικρότερες δόσεις.

Συνδυασμός νευροληπτικών με ECT. Υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την


αποτελεσματικότητα της χρήσης ECT στην αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας, παρά την ευρεία
χρήση του ιδίως στις ΗΠΑ. Έχει ανακοινωθεί ότι ο συνδυασμός ECT και νευροληπτικού
φαρμάκου σε ανθεκτικούς σχιζοφρενείς έχει καλά αποτελέσματα στα θετικά αλλά όχι στα
αρνητικά συμπτώματα της νόσου. Η όλη διαδικασία ενώ δεν τεκμηριώνεται ως προς την
αποτελεσματικότητα της, έχει εξόχως ψυχοτραυματικό και στιγματογόνο χαρακτήρα για τους
ασθενείς. Τα τελευταία χρόνια η χρήση ECT σε πάσχοντες από σχιζοφρένεια μειώνεται
σταθερά.
692

Δείκτης Θανάσιμης Τοξικότητας νευροληπτικών. Από τον αρχικό πίνακα των Buckley
and McManus (1998) έχουν αφαιρεθεί τα φάρμακα που αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία.
Φάρμακο Θάνατοι Συνταγές (χιλιάδες) Θάνατοι ανά
εκατομμύριο συνταγών
Χλωροπρομαζίνη 137 55.595 24,5
Ζουκλοπενθιξόλη 2 132 15,2
Φλουφαιναζίνη 2 180 11,1
Τριφθοριοπεραζίνη 23 4.874 4,7
Αλοπεριδόλη 5 2.011 2,5
Σουλπιρίδη 1 498 2
Φλουπενθιξόλη 3 3.337 0,9
Πιμοζίδη 0 569 0

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ Κ, ΜΑΛΕΦΑΚΗ Α, ΒΕΡΥΚΟΚΑΚΗΣ Γ, ΠΟΛΙΤΗΣ Π, ΤΡΙΠΟΔΙΑΝΑΚΗΣ Γ. (2000). Περίπτωση
οξείας παγκρεατίτιδας από συνδυασμό κλοζαπίνης και βαλπροϊκού νατρίου. Ψυχιατρική 11:139-143.
ΓΑΡΥΦΑΛΛΟΣ Γ, ΛΑΥΡΕΝΤΙΑΔΗΣ Γ, ΒΛΑΧΑΚΗ Αικ, ΠΑΡΑΣΧΟΣ Α. (1997). Η αποτελεσματικότητα της
κλοζαπίνης σε ανθεκτικούς στη θεραπεία σχιζοφρενικούς ασθενείς. Ψυχιατρική 8:49-60.
ΔΙΑΟΥΡΤΑ-ΤΣΙΤΟΥΡΙΔΟΥ Μ, ΤΣΙΤΟΥΡΙΔΗΣ ΣΓ. (2001). Παρατηρήσεις από 12ετή χορήγηση κλοζαπίνης σε
άρρενες ψυχωσικούς ασθενείς. Εγκέφαλος 38:1999-211.
ΚΑΡΟΥΖΟΣ Χ, ΚΟΝΤΗΣ Δ, ΚΟΝΤΗΣ Κ. (2001). Συγκριτική αξιολόγηση των παρενεργειών των νεώτερων
αντιψυχωτικών φαρμάκων. Τετράδια Ψυχιατρικής 73:152-161.
ΛΥΚΟΥΡΑΣ Ε. (2003). Ενδοκρινική δυσλειτουργία κατά τη διάρκεια θεραπείας με άτυπα αντιψυχωσικά φάρμακα.
Ελλ Ψυχιατρ Γεν Νοσοκ 1(1):9-19.
ΠΑΡΑΣΧΟΣ ΑΙ. (1979). Το όψιμο φαρμακευτικό εξωπυραμιδικό σύνδρομο. Διατριβή Υφηγεσίας. Ιατρική Σχολή
Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης.

AYD FJ. (1978). Haloperidol: Twenty years’ clinical experience. J Clin Psychiatry 39:807-814.
BELMAKER ΡΗ, WALD D. (1977). Haloperidol in normals. Br J Psychiatry 131:222-223.
BHATTACHARJEE J, EL-SAYEH HG. (2008). Aripiprazole versus typical antipsychotic drugs for schizophrenia.
Cochrane Database Syst Rev. Jul 16;(3):CD006617.
BLOOM D, KRISHNAN B, THAVUNDAYIL JX, LAL S. (1993). Resolution of chlorpromazine-induced cutaneous
pigmentation following substitution with levopromazine or other neuroleptics. Acta Psych. Scand. 87:3,223-224.
BREGGIN PR. (1990). Brain damage, dementia and persistent cognitive dysfunction associated with neuroleptic
drugs. Evidence, aetiology, implications. J Mind and Behavior 11:425-464.
BUCKLEY N, MCMANUS P. (1998). Fatal toxicity of drugs used in the treatment of psychotic illnesses Br J Psy-
chiatry 172: 461-464.
COULTER DM, BATE A, MEYBOOM RHB, LINDQUIST M, EDWARDS IR. (2001). Antipsychotic drugs and
heart muscle disorder in international pharmacovigilance: data mining study. BMJ 322:1207-1209.
CRANE G. (1973). Clinical psychopharmacology in its 20 th year. Science 181:121-128.
DAVIS JM, CHEN N. (2005). Old versus new: weighing the evidence between the first- and the second-
generation antipsychotics. European Psychiatry 20:7-14.
FAKHOURY WKH, WRIGHT D, WALLACE M. (2001). Prevalence and extent of distress of adverse effects of
antipsychotics among callers to a United Kingdom National Mental Health Helpline. Int Clin Psychopharmacology
16:153-162.
FRICCHIONE GL. (1985). Neuroleptic Catatonia and its Relationship to Psychotic Catatonia. Biol. Psychiatry,
20:304-313.
GEDDES J, FREEMANTLE N, HARRISON P, BEBBINGTON P. ( 2000) Atypical antipsychotics in the treatment
of schizophrenia: systematic overview and meta-regression analysis BMJ;321:1371-1376
GILBODY SM, BAGNALL AM, DUGGAN L, TUUNAINEN A. (2003). Risperidone versus other atypical antipsy-
chotic medication for schizophrenia. The Cochrane Library, Issue 1.
GREENBERG WM, CITROME L. (2007). Ziprasidone for schizophrenia and bipolar disorder: a review of the clini-
cal trials. CNS Drug Rev.13(2):137-77.
HASKOVEC L. (1903). Nouvelles remarques sur l’ akathisie. Nouv Iconograph Salpetriere 16:287-296.
HAUBEN M. (2004) Application of an empiric Bayesian data mining algorithm to reports of pancreatitis associated
with atypical antipsychotics. Pharmacotherapy. 24(9):1122-9.
HENNEN J, BALDESSARINI RJ. (2005). Suicidal risk during treatment with clozapine: a meta-analysis. Schizo-
phr Res. 73(2-3):139-45.
JIN H, MEYER JM, JESTE DV. (2004). Atypical antipsychotics and glucose dysregulation: a systematic review.
Schizophrenia Research 71:195-212
LITTRELL KH, PETTY RG, WOLF NM. (2006). Olanzapine: a 5-year perspective. Expert Rev Neurother. 6(6):
811-21.
MUSCETTOLA G, PAMPALLONA S, BARBATO G, CASIELLO, BOLLINI P. (1993). Persistent tardive dyskine-
sia: demographic and pharmacological risk factors. Acta Psych. Scand. 87(1):29-36
693

NABER D, HIPPIUS H. (1990). The European experience with the use of clozapine. Hosp. Community Psychia-
try, 41:886-890.
OKEN RJ, MCGEER PL. (1996). Schizophrenia, Alzheimer's disease, and anti-inflammatory agents. Schizophr
Bull 22:1-4.
OWEN RT. (2007). Extended-release paliperidone: Efficacy, safety and tolerability profile of a new atypical anti-
psychotic. Drugs Today 43(4):249-258.
RACHID F, BERTSCHY G, BONDOLFI G, AUBRY JM. (2004). Possible induction of mania or hypomania by
atypical antipsychotics: an updated review of reported cases. J Clin Psychiat 65(11):1537-45.
RUSSEL JM, MACKELL JA. (2001). Bodyweight gain associated with atypical antipsychotics. CNS Drugs
15(7):537-551.
SERNYAK MJ, LESLIE DL, ALARCON RD, LOSONCZY MF, ROSENHECK R. (2002). Association of diabetes
mellitus with use of atypical neuroleptics in the treatment of schizophrenia. Am J Psychiatry 159:561-566.
SPARSHATT A, JONES S, TAYLOR D. (2008). Quetiapine: dose-response relationship in schizophrenia. CNS
Drugs.;22(1):49-68; discussion 69-72.
STRAUS SMJM, et al. (2004). Antipsychotics and the risk of sudden cardiac death. Arch Intern Med 164:1293-
1297.
SUSMAN VL. (2001). Clinical management of neuroleptic malignant syndrome. Psychiatric Quarterly 72(4):325-
336.
VORUGANTI L, AWAD AG. (2004). Neuroleptic Dysphoria: towards a new synthesis. Psychopharmacology,
171:121-132.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΑ ΑΝΤΙΨΥΧΩΣΙΚΑ
Εμπορική ονομασία Δοσολογία
Χημική ονομασία
Αριπιπραζόλη Abilify 10-20 mg
Αλοπεριδόλη Aloperidin 2-15 mg
Αμισουλπρίδη Solian 400-800 mg
Βενπεριδόλη Glianimon 0.25-1.5 mg
Ζουκλοπενθιξόλη Clopixol 25-75 mg
Ζιπρασιδόνη Geodon 40-160 mg
Θειοπροπεραζίνη Majeptil 15-30 mg
Κλοζαπίνη Leponex 200-600 mg
Κουετιαπίνη Seroquel 400-800 mg
Λεβομεπρομαζίνη Nozinan 25-50 mg
Ολανζαπίνη Zyprexa 5-15 mg
Πενφλουριδόλη Flupidol 20-60 / εβδομ.
Πιπαμπερόνη Dipiperon 40-120 mg
Παλιπεριδόνη Invega 6 mg
Πιμοζίδη Pirium 1-8 mg
Ρισπεριδόνη Risperdal 2-8 mg
Σουλπιρίδη Dogmatyl 100-500 mg
694

Τιαπρίδη Tiapridal 100-300 mg


Τριφθοριοπεραζίνη Stelazine 2-6 mg
Χλωροπρομαζίνη Largactil, Zuledin 25-300 mg

ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΒΡΑΔΕΙΑΣ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΕΩΣ

Χημική ονομασία Εμπορική ονομασία Δοσολογία


Δεκανοϊκή αλοπεριδόλη Aloperidine Decanoas 1-3 ml / 4 εβδομ.
1 ml/50 mg, 3 ml/150 mg
Δεκανοϊκή κλοπενθιξόλη Clopixol Depot 1 ml/50-200 mg 200-400 mg /4 εβδομ.
Ρισπεριδόνη σε μικροσφαιρίδα Risperdal Consta 25 mg / 2 εβδομ.

81. ΑΝΤΙΠΑΡΚΙΝΣΟΝΙΚΑ

Η χρήση των αντιπαρκινσονικών φαρμάκων για την αντιμετώπιση εξωπυραμιδικών


παρενεργειών, τόσο εκείνων που εμφανίζονται οξέως (όπως η δυστονία) όσο και εκείνων
που εμφανίζονται κατά την εξέλιξη της θεραπείας (τρόμος, ακαθησία, όψιμη δυσκινησία),
από την αγωγή με νευροληπτικά είναι πολύ διαδεδομένη, μολονότι έχει βρεθεί ότι μόνο ένα
μικρό ποσοστό ασθενών που λαμβάνουν νευροληπτικά θα αναπτύξει εξωπυραμιδικά και
χρειάζεται πράγματι αντιπαρκινσονική αγωγή (Gerlach et al 1977). Μετά την κυκλοφορία των
άτυπων αντιψυχωτικών τα περιστατικά των εξωπυραμιδικών παρενεργειών μειώθηκαν
σημαντικά. Σύμφωνα με οδηγίες της WHO (1990) τα αντιπαρκινσονικά πρέπει να
χορηγούνται προληπτικώς μόνο σε ασθενείς με υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης εξωπυραμιδικών
(νέοι άνδρες με πρώτο επεισόδιο, νευροληπτικά χορηγούμενα παρεντερικώς ή σε μεγάλες
δόσεις) ή εφόσον τα νευροληπτικά ήδη προκαλούν εξωπυραμιδικά συμπτώματα. Ο κύριος
λόγος για την προληπτική χορήγηση αντιπαρκινσονικών βρίσκεται στον φρικώδη χαρακτήρα
των δυστονικών συμπτωμάτων τα οποία εμφανίζονται αιφνιδίως και δεν είναι δυνατόν να
προβλεφθούν. Η κυριότερη αιτία των εξωπυραμιδικών είναι η συνταγογράφηση των
φαρμάκων σε υψηλότερες των επιτρεπόμενων δόσεις. Μια άλλη αιτία είναι η συγχορήγηση
695

νευροληπτικών. Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ο βλαπτικός χαρακτήρας της συνεχούς


χορήγησης αντιπαρκινσονικών (Burgyone et al 2004).

Συνήθως χρησιμοποιούνται τα αντιχολινεργικά βιπεριδένη, βενζεξόλη και ορφαιναδρίνη.


Μπορεί να προκαλέσουν θόλωση της οράσεως, ξηροστομία, δυσκοιλιότητα, δυσκολία στην
ούρηση, μείωση της εφίδρωσης, ταχυκαρδίες, διάβρωση των δοντιών, διαταραχές της
μνήμης. Δεν είναι σπάνιες ακόμη και σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές όπως ανησυχία,
διέγερση, οπτικές και ακουστικές ψευδαισθήσεις, υπομανιακά φαινόμενα, ευφορία,
διαταραχές των νοητικών λειτουργιών, παρανοϊκά συμπτώματα, σύγχυση και ντελίριο
(Goodwin 1971). Η ορφαιναδρίνη είναι προτιμότερο να αποφεύγεται, επειδή προκαλεί
σπασμούς και καρδιακή αρρυθμία και υπάρχουν ενδείξεις ότι έχει πολύ υψηλό δείκτη
θανάσιμης τοξικότητας (71,5 ανά εκατομμύριο συνταγών). Η εξάρτηση από τα
αντιπαρκινσονικά, λόγω της ευφορίας που προκαλούν, μπορεί να φθάσει μέχρι και στο 11%
των ασθενών που τα λαμβάνουν. Περισσότερο έχει ενοχοποιηθεί η βενζεξόλη, η οποία
βρίσκεται υψηλά στον κατάλογο των ουσιών που διακινούνται στη μαύρη αγορά των
ναρκωτικών, κυρίως μεταξύ των πολυουσιοχρηστών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BURGYONE K, ADURI K, ANANTH J, PARAMESWARAN S. (2004). The use of antiparkinsonian agents in the
management of drug-induced extrapyramidal symptoms. Curr Pharm10(18):2239-48.
BUCKLEY N, MCMANUS P. (1998). Fatal toxicity of drugs used in the treatment of psychotic illnesses Br J Psy-
chiatry 172: 461-464.
GERLACH J, RASMUSEN PT, HANSEN L, KRISTIANSEN P. (1977). Antiparkinsonian agents and long-term
neuroleptic treatment. Effect of G31.406 orphenadrine and placebo on parkinsonism, schizophrenic symptoms,
depression and anxiety. Acta Psychiatr Scand 55:251-260.
GOODWIN FK. (1971). Psychiatric side effects of levedopa in man. JAMA, 218:1915-20.
WHO (1990). Prophylactic use of anticholinergics in patients on long-term neuroleptic treatment. Br J Psychiatry
156:412-414.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΑ ΑΝΤΙΠΑΡΚΙΝΣΟΝΙΚΑ
Φάρμακο Εμπορική ονομασία Δοσολογία
Βιπεριδένη Akineton 4-8 mg
Ορφαιναδρίνη Disipal 50-200 mg

82. ΝΟΟΤΡΟΠΑ

Η ανάγκη εξεύρεσης φαρμάκων για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων πτώσης της
νοητικής λειτουργίας στους ηλικιωμένους είναι μεγάλη, αλλά μέχρι τώρα παραμένει εντελώς
ανικανοποίητη. Το πρόβλημα της γεροντικής άνοιας, ιδίως της νόσου Alzheimer, η συχνότητα
της οποίας αυξάνεται, εξελίσσεται σε σημαντικό ιατρικό πρόβλημα του αμέσου μέλλοντος,
καθώς πληθύνεται ο αριθμός των γερόντων στις δυτικές κοινωνίες. Φάρμακα που διευρύνουν
τις νοηματικές δυνατότητες, τα λεγόμενα νοοτρόπα, υποστηρίζεται ότι βελτιώνουν ορισμένες
λειτουργίες ανώτερης απαρτίωσης –την προσοχή, την αποθήκευση και ανάκληση
πληροφορίας– και μετριάζουν τη βαρύτητα των νοητικών διαταραχών που προκαλούνται
από την ηλικία, τα εγκεφαλικά τραύματα ή επεισόδια, και υποτίθεται ότι αναστέλλουν την
εξέλιξη της άνοιας (Gualtieri 2002). Στόχος των ερευνητικών προσπαθειών κατά τα τελευταία
χρόνια είναι οι νευρομεταβιβαστές ακετυλοχολίνη και γλουταμινικό οξύ που εμπλέκονται στις
λειτουργίες της μάθησης και της μνήμης, οι διαταραχές της οποίας είναι το πιο
χαρακτηριστικό εύρημα στις άνοιες όλων των τύπων. Τα χρησιμοποιούμενα νοοτρόπα δεν
έχει καταδειχθεί ότι είναι αποτελεσματικά, παρά το ότι συνταγογραφούνται ευρύτατα. Ίσως
696

βελτιώνουν ελαφρώς ορισμένες ψυχικές και γνωσιακές λειτουργίες των μετρίως ανοϊκών
ασθενών, αλλά το πρόβλημα των ανοιών στο σύνολό του δεν επηρεάζεται ούτε στο ελάχιστο.
Τα κλινικά οφέλη από αυτά τα φάρμακα πρέπει να αξιολογούνται σε τακτά χρονικά
διαστήματα και να διακόπτεται η χορήγησή τους αν δεν υπάρχουν ενδείξεις θεραπευτικού
αποτελέσματος, που είναι και το πιθανότερο. Διακρίνονται στα ακόλουθα:

Βελτιωτικά της μεταβολικής λειτουργίας του νευρικού κυττάρου. Πυρισουξιδεανόλη,


πιρακετάμη, πυριτινόλη, ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία.
Η πιρακετάμη αυξάνει την κατανάλωση γλυκόζης και οξυγόνου και έτσι βελτιώνεται ο
μεταβολισμός του νευρικού κυττάρου. Έχει αντιθρομβωτικές ιδιότητες, επειδή εμποδίζει τη
συγκόλληση των αιμοπεταλίων και συμβάλλει στη βιοσύνθεση ορισμένων
νευρομεταβιβαστών. Οι ενδείξεις της περισσότερο αφορούν καταστάσεις σχετιζόμενες με
εγκεφαλικά επεισόδια και με τις συνέπειές τους στη νοηματική σφαίρα παρά με τα ανοϊκά
σύνδρομα. Έχει επίσης ενδείξεις στις κεφαλαλγίες και στους ιλίγγους (Winblad 2005).

Αναστολείς της χολινεστεράσης. Δρουν στον φλοιό και στον ιππόκαμπο. Ενισχύουν την
χολινεργική νευρομεταβίβαση αναστέλλοντας την ακετυλοχολινεστεράση και έτσι εμποδίζεται
η αποδόμηση της ακετυλχολίνης. Τακρίνη, δονεπεζίλη, ριβαστιγμίνη, γαλανταμίνη ανήκουν
σε αυτήν την κατηγορία. Θεωρούνται τα καλύτερα νοοτρόπα, αλλά οι ενδείξεις για όλα δεν
είναι καθόλου ενθαρρυντικές και τα αποτελέσματα από όλες τις σχετικές μελέτες από φτωχά
μέχρι σαφώς αρνητικά (Courtney et al 2004). Ισως να προσφέρουν κάποια μικρή βοήθεια
βελτιώνοντας τις γνωσιακές λειτουργίες στις ήπιες μορφές της άνοιας.
Τακρίνη. Ήταν η πρώτη από τις ουσίες αυτής της κατηγορίας που κυκλοφόρησε.
Aνιστρεπτός αναστολέας της χολινεστεράσης. Κυκλοφορούσε από το 1940 ως
αντιμικροβιακό χορηγούμενο ενδοφλεβίως και αργότερα για την αντιμετώπιση κωματωδών
καταστάσεων από φαρμακευτική υπερδοσολογία. Κατά τη δεκαετία του ’80 θεωρήθηκε ότι
έχει ευεργετικά αποτελέσματα στους πάσχοντες από τη νόσο Alzheimer (Summers 2006).
Προκαλεί αύξηση των ηπατικών ενζύμων και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη χρήση
της.
Ριβαστιγμίνη. Αναστέλλει την ακετυλοχολινεστεράση και τη βουτυρυλοχολινεστεράση (Onor
et al 2007). Βελτιώνει την αιματική ροή και τον μεταβολισμό της γλυκόζης στον εγκέφαλο. Η
δοσολογία του φαρμάκου (3-6 mg) εγκαθίσταται σταδιακά σε διάστημα μερικών
εβδομάδων. Δεν μεταβολίζεται από τα ένζυμα P450 και έτσι δεν αλληλεπιδρά με πολλά
από τα φάρμακα που συνήθως λαμβάνουν οι ηλικιωμένοι. Ναυτία, έμετος και τρόμος είναι
συνήθεις παρενέργειες κατά τη φάση της τιτλοποίησης.
Γαλανταμίνη. Εκτός από την αναστολή της ακετυλοχολινεστεράσης τροποποιεί τους
νικοτινικούς υποδοχείς βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα της ακετυλχολίνης (Razay
and Wilcock 2008). Ναυτία, έμετος, ανορεξία και διάρροια είναι συνήθεις παρενέργειες
κατά τη φάση της τιτλοποίησης. Δεν ενδείκνυται η χορήγησή της σε πάσχοντες από
ηπατική δυσλειτουργία. Σε τελευταίες μελέτες βρέθηκε ότι ασθενείς που ελάμβαναν
γαλανταμίνη, εκτός του ότι δεν έδειξαν βελτίωση της νοητικής τους λειτουργίας,
παρουσίαζαν σημαντικώς υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας (αγγειακά, αιφνίδιος θάνατος)
από την ομάδα ελέγχου.
Δονεπεζίλη. Βελτιώνει τον μεταβολισμό της γλυκόζης στο νευρικό κύτταρο. Θεωρείται
εκλεκτικός αναστολέας της ακετυλοχολινεστεράσης. Έχει καλό περίγραμμα ασφάλειας και
ανεκτικότητας (Benjamin and Burns 2007). Ναυτία, ανορεξία και διάρροια είναι συνήθεις
παρενέργειες κατά την τιτλοποίηση. Παρά το ότι θεωρείται το καλύτερο από τα νοοτρόπα,
δεν υπάρχουν εργασίες που να τεκμηριώνουν την αποτελεσματικότητά της.

Ανταγωνιστές του ασβεστίου. Δρουν αποτρέποντας την υπερφόρτωση του κυττάρου με


ασβέστιο και μειώνοντας την τοξικότητά του στο νευρικό κύτταρο. Υποτίθεται ότι αυτή η
δράση συμβάλλει στη βελτίωση των γνωσιακών διεργασιών και κυρίως της μνήμης.
Νιμοδιπίνη. Η νιμοδιπίνη είναι εξειδικευμένος ανταγωνιστής του ασβεστίου στον εγκέφαλο.
Εκτός από την άνοια Alzheimer ίσως προσφέρει βοήθεια και σε πάσχοντες από άλλες
697

άνοιες και αγγειακές και μη. Οι σχετικές μετα-αναλύσεις ωστόσο δεν είναι ενθαρυντικές
(López-Arrieta and Birks 2002).

Ανταγωνιστές του NMDA (N-methyl-D-aspartate). Η υπόθεση της νευροτοξικότητας του


νευρομεταβιβαστή γλουταμάτη στην παθογένεση της νόσου Alzheimer είναι αποδεκτή από
πολλούς μελετητές. Κεντρική πρόταση αυτής της υπόθεσης είναι ότι
υπερδραστηριοποιούνται κατά τρόπο ήπιο, χρόνιο και συνεχή (και όχι φασικό που είναι ο
φυσιολογικός) υποδοχείς της γλουταμάτης τύπου NMDA οδηγόντας σταδιακά σε νευρωνική
βλάβη και θάνατο. Από την άλλη μεριά πλήρης αποκλεισμός του NMDA υποδοχέα βλάπτει
την πλαστικότητα του νευρικού κυττάρου και προκαλεί δυσλειτουργικότητα(Parsons et al
2007).
Μεμαντίνη. Αναστέλλει την παθολογική ενεργοποίηση των υποδοχέων του Ν-μεθυλ-D-
ασπαρτικού οξέως (NMDA). Ενδέχεται να προστατεύει τους νευρώνες από εκφύλιση και να
βελτιώνει τις νοητικές λειτουργίες. Προτείνεται και στις σοβαρές μορφές της νόσου, καθώς
και σε πάσχοντες από αυτισμό. Είναι δυνατόν να προκαλέσει ψευδαισθήσεις.

Αντιοξειδωτικοί παράγοντες. Εμποδίζουν την ανάπτυξη νευροτοξικών ελευθέρων ριζών οι


οποίες προκαλούν εκφύλιση του νευρώνα μέσω της υπεροξείδωσης των λιπιδίων της
μεμβράνης του. Βιταμίνη Ε, σελεγιλίνη, εκχύλισμα Gingo biloba, γλουταθειόνη.

Τα οιστρογόνα υποτίθεται ότι λειτουργούν νευροπροστατευτικά διότι προωθούν την


ανάπτυξη χολινεργικών νευρώνων, αλληλεπιδρούν με την απολιποπρωτεΐνη Ε, αυξάνουν τη
ροή του αίματος και τη χρησιμοποίηση της γλυκόζης από το νευρικό κύτταρο, αλλά τίποτε
ακόμη δεν έχει τεκμηριωθεί.

Τα αντιφλεγμoνώδη, κυρίως η ασπιρίνη, λειτουργούν νευροπροστατευτικά μέσω της


αναστολής των φλεγμονωδών διεργασιών στον εγκέφαλο και αποκλεισμού απελευθέρωσης
κυτοκινών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BENJAMIN B, BURNS A. ( 2007). Donepezil for Alzheimer's disease. Expert Rev Neurother. 7(10):1243-9.
COURTNEY C, FARREL D, et al. (2004). Long-term donepezil treatment in 565 patients with Alzheimer's disease
(AD2000): randomised double-blind trial. Lancet. 363(9427):2105-15.
GUALTIERI F, MANETTI D, ROMANELLI M, GHELARDINI C. (2002). Design and Study of Piracetam-like
Nootropics, Controversial Members of the Problematic Class of Cognition-Enhancing Drugs Current Pharmaceu-
tical Design. 8(2):125-138.
LOPEZ-ARRIETA JM, BIRKS J. (2002). Nimodipine for primary degenerative, mixed and vascular dementia.
Cochrane Database Syst Rev.;(3):CD000147.
ONOR ML, TREVISIOL M, AGUGLIA E. ( 2007). Rivastigmine in the treatment of Alzheimer's disease: an up-
date. Clin Interv Aging.;2(1):17-32.
PARSONS CG, STÖFFLER A, DANYSZ W. ( 2007). Memantine: a NMDA receptor antagonist that improves
memory by restoration of homeostasis in the glutamatergic system--too little activation is bad, too much is even
worse. Neuropharmacology. Nov;53(6):699-723.
RAZAY G, WILCOCK GK.( 2008). Galantamine in Alzheimer's disease. Expert Rev Neurother. Jan;8(1):9-17.
SUMMERS WK.( 2006). Tacrine, and Alzheimer's treatments. J Alzheimers Dis.;9(3 Suppl):439-45.
WINBLAD B. (2005). Piracetam: a review of pharmacological properties and clinical uses. CNS Drug Rev.
11(2):169-82

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΑ ΝΟΟΤΡΟΠΑ
Χημική ονομασία Εμπορική ονομασία Δοσολογία
Βιταμίνη Ε Eviol (και πολλές άλλες ονομασίες) 400-800 IU
Γαλανταμίνη Reminyl 16-24 mg
Δονεπεζίλη Aricept 5-10 mg
Μεμαντίνη Ebixa 20 mg
Νιμοδιπίνη Nimotop, Naborel, Rosital 30-90 mg
Πιρακετάμη Nootrop, Oxynium, Piracem, Stamin 2400 mg
Ριβαστιγμίνη Exelon, Prometax 3-6 mg
Τακρίνη Cognex 40-150 mg
698

83. ΨΥΧΟΔΙΕΓΕΡΤΙΚΑ

Η συχνότερη χρήση τους αφορά την καταπολέμηση της κόπωσης και της υπνηλίας. Τα
άτομα που στερούνται επαρκούς ύπνου έχουν μειωμένες φυσικές και ψυχολογικές
δυνατότητες. Εγρήγορση, επαγρύπνηση, εκτέλεση σύνθετων καθηκόντων, μνήμη
επηρεάζονται σημαντικά από τα ψυχοδιεγερτικά. Η στρατιωτική χρήση τους εφαρμόζεται σε
μονάδες που επιχειρούν για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα και οι στρατιώτες στερούνται
ύπνου, με αποτέλεσμα να βλάπτονται οι σιρκαδιανοί ρυθμοί τους. Οι πιλότοι των
στρατιωτικών αεροπλάνων κρατιούνται ξύπνιοι επί ώρες και, μερικές φορές, επί ημέρες
χωρίς να ικανοποιούνται οι βασικές τους ανάγκες για ύπνο (Nicholson 1984, Senechal 1988).
Η χορήγηση δεξτροαμφεταμίνης και μοδαφινίλης σε αυτούς τους στρατιώτες είναι σχεδόν
ρουτίνα (Eliyahu et al 2007), αφού οι ουσίες αυτές «μπορούν να κρατήσουν τους πολεμιστές
699

όρθιους στις επιχειρήσεις επί τρεις μέρες και τρεις νύχτες συνέχεια», όπως είπε ο Michel
Jouvet (1969), αυθεντία στη στρατιωτική χρήση διεγερτικών και άλλων ουσιών.

Τα ψυχοδιεγερτικά φάρμακα προκαλούν σημαντική αίσθηση εγρήγορσης και ευεξίας και


έχουν χρήσιμες αντικαταθλιπτικές ιδιότητες ως ενισχυτικά της κλασικής αντικαταθλιπτικής
αγωγής στην ανθεκτική κατάθλιψη, στις καταθλίψεις που παρατηρούνται στις καταληκτικές
νόσους, καθώς και στην πολύ μεγάλη ηλικία, οπότε η εξάρτηση δεν έχει κλινική ή άλλη
σημασία (Orr and Taylor 2007).

Οι αμφεταμίνες (αμφεταμίνη, μεθυλμεθαμφεταμίνη, δεξαμφεταμίνη,


μεθυλενοδιεθυλοαμφεταμίνη, μεθυλφαινιδάτη). Είναι οδωτικά της ψυχοκινητικής
δραστηριότητας, συμπαθητικομιμητικά, αυξάνουν τα επίπεδα εγρήγορσης, καθώς και το
αίσθημα σωματικής και ψυχικής αντοχής. Μειώνουν σχεδόν πλήρως το αίσθημα της πείνας
και έχουν χρησιμοποιηθεί ως απισχναντικά. Μέχρι το 1957 ήσαν τα κυριότερα
αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Λόγω της ευφοριογόνου δράσης τους, είναι δυνατόν να
προκαλέσουν εξάρτηση, ενώ η ανοχή εμφανίζεται γρήγορα. Ο χρήστης είναι δυνατόν να
φθάσει στο σημείο να παίρνει το φάρμακο συνεχώς μέχρι και για πέντε 24ωρα χωρίς
καθόλου ύπνο.
Χρησιμοποιούνται συχνά, κυρίως η μεθυλφαινιδάτη, για την αντιμετώπιση γνωσιακών
και συμπεριφερικών προβλημάτων σε παιδιά με προβλήματα υπερδραστηριότητας και
απροσεξίας (attention deficit hyperactivity disorder, ADHD). Συχνά χρησιμοποιούνται και ως
ανορεξιογόνα, για την αύξηση της πνευματικής απόδοσης και για την καταπολέμηση της
σωματικής κόπωσης και σε ασθενείς με τραυματικές εγκεφαλικές κακώσεις. Πλειστάκις έχουν
χρησιμοποιηθεί σε πολεμικές επιχειρήσεις για τη διατήρηση της εγρήγορσης, της
επαγρύπνησης και για την καταπολέμηση της κόπωσης στο στρατιωτικό προσωπικό, κυρίως
το ιατρικό, και στους πιλότους της πολεμικής αεροπορίας. Λαμβάνονται από το στόμα, αλλά
η μεθυλμεθαμφεταμίνη είναι δυνατόν να ληφθεί και ενδοφλεβίως. Η τοξική δράση τους
εκδηλώνεται με δύο μορφές, την οξεία και τη χρόνια.
Στην οξεία μορφή εμφανίζονται λογόρροια και ευφορία ακολουθούμενη, ύστερα από
μερικές ώρες, από ψυχολογική πτώση, μέχρι και κατάθλιψη. Ξηρότητα της μύτης, του
στόματος και των χειλέων που εκδηλώνεται με χαρακτηριστικές κινήσεις της γλώσσας για
εφύγρανση του στόματος. Όταν η δόση είναι μεγάλη, εμφανίζεται ένταση, νευρικότητα,
ευερεθιστότητα, λεκτική επιθετικότητα, μυδρίαση, καρδιακές αρρυθμίες, αύξηση των
τενοντίων αντανακλαστικών, μυαλγίες, τρόμος, εφιδρώσεις και σε μεγαλύτερη δοσολογία
είναι δυνατόν να προκληθεί υψηλός πυρετός, ντελίριο και κατάρρευση του καρδιαγγειακού.
Ένα οξύ σύμπτωμα της υπερδοσολογίας είναι το διαξιφιστικό οπισθοστερνικό άλγος,
συνοδευόμενο από ολιγόλεπτης διάρκειας απώλεια της συνειδήσεως. Θάνατος είναι δυνατόν
να προκληθεί από καρδιακή ανεπάρκεια, εγκεφαλική αιμορραγία ή υψηλό πυρετό. Αποχή
από φαγητό, υγρά και ύπνο είναι δυνατόν να αυξήσει την ψυχοτοξικότητα των αμφεταμινών.
Τη χρόνια λήψη αμφεταμινών συνοδεύει έντονη και διαρκής αϋπνία, που οδηγεί στην
κατάχρηση υπναγωγών φαρμάκων και εξάρτηση από αυτά. Έχουν παρατηρηθεί ψυχωσικές
συνδρομές με σχιζοφρενικόμορφη εικόνα συνοδευόμενη από ακουστικές και οπτικές
ψευδαισθήσεις και χαρακτηριστικά διωκτικά παραληρήματα, συνδρομές οι οποίες συνήθως
υποχωρούν με την κατάλληλη αντιψυχωσική αγωγή· έχουν αναφερθεί ωστόσο και ανθεκτικές
περιπτώσεις (Angrist 1994). Δυσίατα έλκη, εύθρυπτα νύχια, είναι δυνατόν επίσης να
εμφανισθούν. Στα στερητικά συμπτώματα περιλαμβάνονται, κόπωση, κίνδυνος ανάπτυξης
κατάθλιψης με ιδέες αυτοκτονίας και αύξηση του REM ύπνου. Πιθανόν να προκαλούν ή να
επιδεινώνουν κινητικά και φωνητικά μυοσπάσματα και τη νόσο Gilles de la Tourette. Οι
ανεπιθύμητες ενέργειες, ο κίνδυνος εξάρτησης και η πιθανότητα καθυστέρησης της
ανάπτυξης καθιστούν τη χρήση αυτών των φαρμάκων στα παιδιά προβληματική.

Μοδαφινίλη. Δεν ανήκει στις αμφεταμίνες, είναι ένας κεντρικώς δρων α-1 αδρενεργικός
αγωνιστής. Καταπολεμά το αίσθημα κόπωσης και της υπνηλίας. Κύρια ένδειξή της είναι η
ναρκοληψία, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί στις κοινές υπερυπνίες, στην ημερήσια υπνηλία, ως
προσθετικό σε αντικαταθλιπτικές αγωγές και ως υποκατάστατο στη διαδικασία απεξάρτησης
700

από κοκαΐνη. Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί σε παιδιά που πάσχουν από διαταραχή
ελαττωματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ADHD). Δεν φαίνεται προκαλεί εξάρτηση.
Συνήθεις παρενέργειες είναι νευρικότητα, αϋπνία, υπέρταση, αρρυθμίες, ταχυκαρδία και
εξανθήματα που μπορεί να είναι πολύ σοβαρά μέχρι και τοξική επιδερμική νεκρώλυση ή και
το βαρύτατο σύνδρομο Steven-Johnson. Είναι δυνατόν να πυροδοτήσει ψυχωσικά ή μανιακά
επεισόδια. Αυξάνει τον μεταβολισμό των αντισυλληπτικών και μειώνει την αντισυλληπτική
δράση τους. Αποφεύγεται η χορήγηση του σε ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια και σε αγχώδη
νεύρωση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ANGRIST B. (1994). Amphetamine psychosis: clinical variations of the syndrome. In Cho AK, SEGAL DS. (eds.)
Amphetamine and its Analogs. San Diego, Academic Press. Pp 387-414.
BALLON JS, FEIFEL D. (2006). A systematic review of modafinil: Potential clinical uses and mechanisms of ac-
tion. J Clin Psychiatry 67(4):554-66 .
ELIYAHU U, BERLIN S, HADAD E, HELED Y, MORAN DS. (2007). Psychostimulants and military operations.
Mil Med. 172(4):383-7.
NICHOLSON AN. (1984). Long-range air capability and the South Atlantic Campaign. Aviat Space Environ Med
55:269-270
ORR K, TAYLOR D. (2007). Psychostimulants in the treatment of depression: a review of the evidence. CNS
Drugs. 21(3):239-57.
SENECHAL PK. (1988). Flight surgeon support of combat operations at RAF Upper Heyford. Aviat Space Envi-
ron Med 59: 776-777.
MICHEL JOUVET. (1969). Biogenic Amines and the States of Sleep. Science 163 (862) : 32-41

84. ΑΝΤΙΕΞΑΡΤΗΣΙΟΓΟΝΑ ΦΑΡΜΑΚΑ

Ναλτρεξόνη (Nalorex). Οι ανταγωνιστές των οπιοειδών, στους οποίους ανήκει και η


ναλτρεξόνη, προκαλούν μείωση της συμπεριφοράς πρόσληψης ουσιών γενικώς και όχι
μόνον των οπιοειδών. Η ναλτρεξόνη χρησιμοποιείται ευρύτατα ως συμπληρωματικός
παράγων στα προγράμματα απεξάρτησης από οπιοειδή και αλκοόλ, επειδή προκαλεί μείωση
της έντονης επιθυμίας για λήψη αλλά και της προκαλούμενης ευφορίας μετά τη λήψη (Mason
2005). Έχει βρεθεί (Sandman et al 1990) ότι φάρμακα που εμποδίζουν τη δράση των
ενδογενών οπιοειδών στους υποδοχείς τους, όπως η ναλτρεξόνη, επιφέρουν κάποια
701

βελτίωση της συμπεριφοράς διανοητικώς καθυστερημένων ατόμων, πράγμα που


υποδεικνύει διαταραχή των συστημάτων ενδογενών οπιοειδών σε αυτούς τους ασθενείς.
Παρόμοια παρατήρηση έχει γίνει και σε αυτιστικά παιδιά τα οποία με τη χρήση της
ναλτρεξόνης έδειξαν βελτιωμένη συμπεριφορά και επικοινωνία στο σπίτι ή στο σχολείο.
Συνήθεις αλλά παροδικές παρενέργειες είναι το άγχος, η νευρικότητα, γαστρεντερικές
διαταραχές. Είναι δυνατόν να προκαλέσει ηπατική βλάβη.

Ναλοξόνη (Narcan). Είναι καθαρός μη εκλεκτικός βραχείας δράσεως ανταγωνιστής των


οπιοειδών. Ουσία χρήσιμη για την αντιμετώπιση της οξείας δηλητηρίασης από
υπερδοσολογία οπιοειδών και αποκατάστασης της καταστολής της αναπνοής που προκύπτει
από αυτήν. Η διάδοσή της στους πληθυσμούς των τοξικομανών και στις πιάτσες όπου
συχνάζουν, σε συνδυασμό με σχετική εκπαίδευση για τη χρησιμοποίησή της από τους
παρισταμένους, φίλους κ.λπ., ίσως περιορίσει τους θανάτους από υπερδοσολογία (Baca and
Grant 2005). Χρειάζεται όμως προσοχή διότι μπορεί να προκαλέσει οξύ στερητικό σύνδρομο
ή καρδιαναπνευστική δυσλειτουργία (van Dorp et al 2007).

Δισουλφιράμη (Antabuse). Χρησιμοποιείται εδώ και περισσότερο από 50 χρόνια για την
απεξάρτηση από το οινόπνευμα (Chick et al 1992). Είναι φάρμακο που ασκεί ένα είδος
ψυχολογικής απειλής στον ασθενή (Suh et al 2006) ώστε να αποφύγει τις αλληλεπιδράσεις
δισουλφιράμης και οινοπνεύματος. Παρεμβαίνει στον μεταβολισμό της αλκοόλης και
προκαλεί μεγάλη αύξηση των επιπέδων ακεταλδεΰδης στο αίμα. Αποτέλεσμα είναι να
προκληθούν εξαιρετικώς δυσάρεστα συμπτώματα στον ασθενή (ερυθρότητα προσώπου,
ταχυκαρδία, ταχύπνοια, ζάλη, πτώση της πιέσεως, ναυτία, έμετος), αν αφού πάρει το
φάρμακο καταναλώσει αλκοόλ. Τα συμπτώματα αυτά είναι δυνατόν να προσλάβουν
δραματικό χαρακτήρα και, σε σπάνιες περιπτώσεις, να χρειασθεί η μεταφορά του ασθενούς
σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Η δισουλφιράμη πρέπει να δίδεται σε προσεκτικά
επιλεγμένους ασθενείς που συνεργάζονται ειλικρινά και έχουν γνήσια κίνητρα, μεγάλη
επιθυμία για απεξάρτηση, αλλά ξέρουν ότι κάποια φορά ίσως σπάσει η αντίστασή τους. Έχει
χρησιμοποιηθεί και για την απεξάρτηση από την κοκαΐνη (Carroll et al 2004). Η
αποτελεσματικότητά της δεν είναι πλήρως τεκμηριωμένη και οι περισσότεροι ασθενείς δεν
επιθυμούν θεραπεία με αυτό το φάρμακο. Ο συνδυασμός με ναλτρεξόνη φαίνεται ότι είναι
αποτελεσματικότερος.

Καρβιμίδη (Abstem). Τα ίδια περίπου ισχύουν και για την καρβαμίδη, αν και ο ρόλος στην
αντιμετώπιση της αλκοολικής εξάρτησης είναι αμφίβολος και η χρήση της περιορισμένη.

Ακαμπροσάτη (Campral). Χρησιμοποιείται για την πρόληψη της υποτροπής του


αλκοολισμού μετά την απεξάρτηση (Kranzler and Gage 2008). Έχει GABAεργικό και
αντιγλουταμινικό νευρομεταβιβαστικό προφίλ. Σε συνδυασμό με τη ναλτρεξόνη φαίνεται ότι
έχει καλύτερα αποτελέσματα (Mason 2005). Δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα.

Ονδανσετρόνη (Cruzafen, Onda, Zofron). Είναι ανταγωνιστής της σεροτονίνης, αντιεμετικό


φάρμακο (Wilde and Markham 1996) και χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της
υπερεμεσίας σε δηλητηριάσεις από φάρμακα, στην ουραιμία, κατά τις χημειοθεραπείες στους
πάσχοντες από καρκίνο κ.λπ. Μερικές μελέτες έδειξαν ότι μειώνει τις ποσότητες της
καταναλισκόμενης αλκοόλης και ίσως είναι χρήσιμη στην αντιμετώπιση του αλκοολισμού
(Dawes et al 2005). Έχει χρησιμοποιηθεί και στη θεραπεία της ψυχογενούς βουλιμίας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BACA CT, GRANT KJ. (2005). Take-home naloxone to reduce heroin death. Addiction 100(12):1823-31.
CARROLL KM, FENTON LR, et al. (2004). Efficacy of disulfiram and cognitive behavior therapy in cocaine-
dependent outpatients: a randomized placebo-controlled trial. Arch Gen Psychiatry. Mar;61(3):264-72.
CHICK J, FALKOWSKI W, et al. (1992). Disulfiram treatment of alcoholism. Br J psychiatry 161:84-89.
DAWES MA, JOHNSON BA, et al. (2005). Reductions in and relations between “craving” and drinking in a pro-
spective, open-label trial of ondansetron in adolescents with alcohol dependence. Addictive Behaviors 30:1630-
1637.
702

MASON BJ. (2005). Rationale for combining acamprosate and naltrexone for treating alcohol dependence. J
Stud Alcohol Suppl. 2005 Jul;(15):148-56;
SANDMAN CA, BARRON JL, CHICZ-DEMET A, DEMET EM. (1990). Ι. Plasma B-endorphin levels in patients
with self-injurious behaviour and stereotypy. Sandman CA, Barron JL, Colman H. (1990). II. An orally adminis-
tered opiate blocker, naltrexone, attenuates self-injurious behaviour. Am J Ment Retard 95, 84-102.
van DORP EL, YASSEN A, DAHAN A. (2007). Naloxone treatment in opioid addiction: the risks and benefits.
Expert Opin Drug Saf. 6(2):125-32.
SUH JJ, PETTINATI HM, KAMPMAN KM, O'BRIEN CP. (2006). The status of disulfiram: a half of a century lat-
er. J Clin Psychopharmacol. 26(3):290-302.
KRANZLER HR, GAGE A. (2008). Acamprosate efficacy in alcohol-dependent patients: summary of results from
three pivotal trials. Am J Addict. 17(1):70-6.
WILDE MI, MARKHAM A. (1996). Ondansetron. A review of its pharmacology and preliminary clinical findings in
novel applications. Drugs 52(5):773-94.

85. ΟΙ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΕΣ

Ψυχοθεραπεία είναι κατά βάση μια λεκτική συναλλαγή μεταξύ δύο ατόμων, του θεραπευτή
και του αιτούντος βοήθεια ασθενούς, οι οποίοι επιδιώκουν από κοινού κάποιο θεραπευτικό
αποτέλεσμα. Τα δύο αυτά άτομα εργάζονται μαζί επάνω στα προβλήματα του ασθενούς με
την ελπίδα ότι θα πετύχουν μία αλλαγή που θα ανακουφίσει από συμπτώματα ή θα
επιδιορθώσει συμπεριφορές. Η χρήση ψυχολογικών μεθόδων για την τροποποίηση και τη
βελτίωση διαταραχών του συναισθήματος ή της συμπεριφοράς έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία
703

της ιατρικής. Επί χιλιάδες χρόνια, αλλά ακόμη και σήμερα, έχουν χρησιμοποιηθεί ως
θεραπευτικοί παράγοντες πρωτόγονες μορφές ψυχοθεραπείας, όπως η εξομολόγηση, η
μαγικοθρησκευτική θεραπευτική, η υποβολή, η ύπνωση και ποικίλες μορφές τιμωρίας.
Μολονότι οι ψυχοθεραπείες, όταν ασκούνται εκτός του πεδίου της ιατρικής και ειδικότερα της
ψυχιατρικής, ενδέχεται να έχουν απρόβλεπτες και ίσως οδυνηρές επιπτώσεις στους
ασθενείς, από τη φύση τους δεν είναι δυνατόν να περιχαρακωθούν και να ασκούνται με
προϋποθέσεις κάποιας επίσημης άδειας εξασκήσεως επαγγέλματος, παρά το ότι όντως αυτό
γίνεται. Όπως πολύ σωστά δηλώνει ο Λακάν, «ο ψυχοθεραπευτής δεν εξουσιοδοτείται παρά
μόνο από τον εαυτό του». Η ψυχοθεραπεία δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικό ιατρικό ούτε καν
ειδικό ψυχιατρικό εργαλείο, και οπωσδήποτε δεν είναι προνόμιο της ειδικότητας της
ψυχιατρικής, παρά το ότι το ψυχιατρικό κατεστημένο θέλησε, και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε,
να την προβάλει ως αποκλειστικό εργαλείο της ψυχιατρικής.

Η δεκαετία του ’70 γνώρισε μια εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των ψυχοθεραπειών,
πέραν των κλασικών ψυχαναλυτικών, και μάλιστα σε μια ποικιλία ποιότητας, βάθους και
αξιοπιστίας. Για πρώτη φορά επίσης εμφανίσθηκε και αυτούσιο το επάγγελμα του
ψυχοθεραπευτή, για την άσκηση του οποίου δεν θεωρείται προαπαιτούμενο να είναι κανείς
ψυχίατρος. Ψυχολόγοι, νοσηλευτές, κοινωνικοί λειτουργοί και ποικίλων ειδών
ψυχοσύμβουλοι ασκούν το επάγγελμα του ψυχοθεραπευτή, ενώ μια μεγάλη ομάδα
ψυχιάτρων απεχθάνεται την ψυχοθεραπεία και έτσι αυτοκαταδικάζεται να αντιμετωπίζει
κυρίως ψυχωσικούς ασθενείς, και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο, δηλαδή να
συνταγογραφεί νευροληπτικά. Μετά τη θεαματική εισβολή των φαρμάκων στη θεραπεία των
ψυχιατρικών διαταραχών και τον απηνή πόλεμο που κήρυξαν εναντίον της ψυχοθεραπείας οι
φαρμακευτικές εταιρείες, η χρήση της σταδιακά μειώνεται· ωστόσο όλο και περισσότερο
αποδεικνύεται ο κεφαλαιώδης ρόλος της στην οργάνωση κάθε θεραπείας (Ιεροδιακόνου
2000), ενώ παράλληλα γίνεται κοινή πεποίθηση ότι ο συνδυασμός ψυχοθεραπείας και
φαρμακευτικής αγωγής είναι κατά πολύ αποτελεσματικότερος από τη μεμονωμένη και
ανεξάρτητη χρήση είτε μόνο φαρμάκων είτε μόνο ψυχοθεραπείας.

Τα καινούργια ψυχοθεραπευτικά συστήματα δίνουν στις συνεδρίες έναν χαρακτήρα


περισσότερο εκπαιδευτικό και συμπεριφορικό παρά αναλυτικό, και ο αριθμός των συνεδριών
δεν είναι πια απεριόριστος αλλά σε πολλές περιπτώσεις σαφώς προκαθορισμένος. Ο
χρυσός κανόνας της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, πέντε φορές την εβδομάδα αναλυτική
συνεδρία στο ντιβάνι, έχει εγκαταλειφθεί ακόμη και από αρκετούς ψυχαναλυτές. Ατομικές
ψυχοθεραπείες, ψυχοδυναμικής ή μπηχαβιοριστικής εμπνεύσεως, είναι οι πλέον
διαδεδομένες, υπάρχουν όμως και άλλες μορφές, όπως οι ομαδικές ψυχοθεραπείες, οι
θεραπείες ζεύγους, οι θεραπείες οικογένειας, οι θεραπείες περιβάλλοντος. Τα ποικίλα
ψυχοθεραπευτικά συστήματα που χρησιμοποιούνται επίσημα, από τις ψυχαναλυτικής
κατευθύνσεως ψυχοδυναμικές ψυχοθεραπείες μέχρι τις εξιστενσιαλιστικές και τις
μπηχαβιοριστικές, ίσως ξεπερνούν τα 200. Υπαρξιακή ανάλυση, Gestalt ψυχοθεραπεία,
Ψυχανάλυση, Πρωτογενής κραυγή, Ψυχόδραμα, Υποστηρικτική ψυχοθεραπεία, Θεραπεία
συμπεριφοράς, Λογοθεραπεία, Γνωσιακή, Χαρακτηρολογική ανάλυση, Θεραπεία άμεσης
απόφασης, Θεραπεία επικεντρωμένη στον πελάτη, Βιο-αναδρασιακή κ.λπ., κ.λπ. Οι μεταξύ
τους σχέσεις είναι μερικές φορές εξόχως εχθρικές, χαρακτηριζόμενες από αντιπάθεια και
δυσπιστία, ενώ δεν λείπουν και οι εκατέρωθεν ανταλλαγές δηκτικών και απαξιωτικών
σχολίων. Καθεμία έχει τη δική της θεωρία, τεχνική και αντίληψη για την ψυχική νόσο, για τις
βασικές θεραπευτικές διαδικασίες, καθώς και για τη σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου.

Η αποσαφήνιση των θεραπευτικών μηχανισμών που αποδεσμεύονται κατά τη διαδικασία


είναι κεντρικό και θεμελιώδες ερώτημα που αφορά κάθε μορφή ψυχοθεραπείας. Μολονότι
είναι βέβαιο ότι η ψυχοθεραπεία είναι όντως θεραπευτική, το ερώτημα πώς γίνεται αυτό
παραμένει αναπάντητο. Όλες οι ψυχοθεραπευτικές σχολές αναγνωρίζουν την ύπαρξη τριών
παραγόντων θεραπευτικής αλλαγής: συναισθηματική εμπειρία, γνωσιακή κυριαρχία και
ρύθμιση της συμπεριφοράς (Karasu 1986). Κάθε σχολή όμως ισχυρίζεται ότι οι δικοί της
«ειδικοί» θεραπευτικοί παράγοντες, διαδικασίες ή τεχνικές είναι εκείνα που οδηγούν στο
704

θεραπευτικό αποτέλεσμα, όπως η ανάλυση της μεταβίβασης, η συστηματική


απευαισθητοποίηση, η κάθαρση, η χαλάρωση κ.λπ. Ωστόσο μετά την κατάρρευση των
δογματισμών και στις ψυχοθεραπείες, από τη δεκαετία του ’90 και μετά αναδεικνύεται μια
«βασική ψυχοθεραπεία» που εμποτίζεται από τις ποικίλες τεχνικές και τις θεωρίες του
παρελθόντος μόνο στον βαθμό που αυτές διαθέτουν ένα σοβαρό στοιχείο θεραπευτικής
χρησιμότητας· διότι, πέρα από την οποιαδήποτε –λιγότερο ή περισσότερο αυστηρή– τεχνική,
η προσωπικότητα του θεραπευτή παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση της ποιότητας
της ψυχοθεραπείας. Ο ψυχοθεραπευτής του μέλλοντος, αλλά και του παρόντος σε πλείστες
περιπτώσεις, θα δύναται κατά την κρίση του να αναμειγνύει τεχνικές που ταιριάζουν στην
προσωπικότητα και στην ιδιοσυγκρασία του και οι οποίες αναμένεται να του προσδώσουν
την απαραίτητη αυτοπεποίθηση ώστε να λειτουργεί θεραπευτικώς. Επίσης θα έχει την
απαραίτητη ευελιξία ώστε να εφαρμόζει και το είδος της ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης που
ταιριάζει στον συγκεκριμένο ασθενή.

Ο Frank (1971) υποστηρίζει ότι κεντρικός άξονας επιτυχίας κάθε ψυχοθεραπείας είναι η
ικανότητά της να καταπολεμά την αποθάρρυνση και την πτώση του ηθικού (anti
demoralization hypothesis)· από αυτή την άποψη είναι ένας μη ειδικός θεραπευτικός
παράγων. Η διάκριση «ειδικών» θεραπευτικών παραγόντων από «μη ειδικούς» θα
μπορούσε να εκληφθεί κατά κάποιον τρόπο ως αναζήτηση μιας «πραγματικής»
ψυχοθεραπείας, η οποία θα ήταν δυνατό να συμβάλει στην απόσπαση από το placebo
στοιχείο που εμπεριέχεται σε κάθε ψυχοθεραπεία. Κάτι τέτοιο όμως δεν έχει επιτευχθεί.
Αντίθετα οι «μη ειδικοί» θεραπευτικοί παράγοντες (ανθρώπινη ζεστασιά, στενή
συναισθηματική σχέση, εμπιστοσύνη κ.λπ.) είναι πανίσχυροι και έχουν καθολική ισχύ σε όλες
τις ψυχοθεραπείες, και πάντως η αναζήτηση ειδικών θεραπευτικών παραγόντων αποτελεί
μια ακαδημαϊκή περιπέτεια που στην πραγματικότητα τείνει να προκαλέσει πτώχευση της
θεραπευτικής σχέσης. Όλες οι ψυχοθεραπείες έχουν κοινά χαρακτηριστικά, δηλαδή μη
ειδικούς θεραπευτικούς παράγοντες:
 Όλες επιδιώκουν να φέρουν τους ασθενείς αντιμέτωπους με μη αποδεκτά στοιχεία του
εαυτού τους.
 Κάθε ψυχοθεραπεία είναι μία σχέση συναισθηματικά φορτισμένη, επειδή κατά το
ξετύλιγμά της ανεγείρονται, «αποψύχονται» και εκφράζονται συναισθήματα.
 Σε όλες τις ψυχοθεραπείες υπάρχει μία θεραπευτική λογική (ο λόγος της θεραπείας)
κοινά αποδεκτή από τον ιατρό και τον ασθενή.
 Σε όλες τις ψυχοθεραπείες παρέχεται καινούργια πληροφορία και ισχυροποιείται η
προσδοκία του ασθενούς για βοήθεια μέσα από εμπειρίες επιτυχίας.
 Όλες οι ψυχοθεραπείες στοχεύουν στην απόκτηση αυτοεπίγνωσης, εκτός από τις
μπηχαβιοριστικές, που αποσκοπούν μόνο στην απάλειψη συμπτωμάτων. Αλλά και αυτό
μπορεί να οδηγήσει σε κάποιον βαθμό αυτοεπίγνωσης.
 Όλες οι ψυχοθεραπείες έχουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό έναν χαρακτήρα
παρεμβατικό, με εξαίρεση ίσως την κλασική ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, παρά το ότι ο
Freud υποστήριζε, και ώς ένα βαθμό το εφάρμοζε και ο ίδιος, ότι ο θεραπευτής πρέπει
να είναι κατά κάποιον τρόπο και παιδαγωγός (Freud 1919).
 Σε τελική ανάλυση όλες οι ψυχοθεραπείες είναι στηρικτικές, αφού έχουν στόχο την
αναστήλωση του αρρώστου, τη στήριξή του, την προσφορά βοήθειας ώστε να μη
βουλιάξει.

Κατευθύνουσα (directive) ή ενεργός (active) είναι η ψυχοθεραπεία κατά την οποία ο ιατρός
αναλαμβάνει ενεργούς παρεμβατικούς χειρισμούς, π.χ. πιέζει τον ασθενή να καταπολεμήσει
τα συμπτώματά του ή να δει καθαρά το στυλ συμπεριφοράς του. Αντί να περιορίζεται μόνο
στο να τον ακούει και να κάνει ερμηνείες, αναλαμβάνει ένα μέρος της ευθύνης στον έλεγχο
της πορείας και αποφασίζει τι είναι το καλύτερο για τον ασθενή. Αξιόλογο φαινόμενο είναι η
ισχυρή εκτόνωση της συναισθηματικής έντασης που παρατηρείται όταν κατά τη διάρκεια μίας
επιτυχημένης συνεντεύξεως ο ασθενής αρχίζει να εμπιστεύεται τον ιατρό, επειδή τον βρίσκει
επιεική, αξιόπιστο, ικανό να σκύψει πάνω στα προβλήματα του, να σκεφτεί σωστά και να
ενεργήσει δημιουργικά για την εξεύρεση λύσεων. Είναι φανερό ότι όλες οι ψυχοθεραπευτικές
705

σχολές χρησιμοποιούν συνδυασμούς γνωσιακής κυριαρχίας, συναισθηματικής εμπειρίας και


ρύθμισης της συμπεριφοράς (Karasu 1986, Beitman et al 1989). Στην πραγματικότητα αυτός
ο κορμός είναι η ουσία της ψυχοθεραπείας. Τα υπόλοιπα, στα οποία δομούνται οι διαφορές
τους, είναι οι ποικίλες εξειδικευμένες τεχνικές των διαφόρων ψυχοθεραπευτικών σχολών, για
καμία από τις οποίες όμως δεν αποδείχθηκε ότι έχει θεραπευτικό χαρακτήρα.

Τα χαρακτηριστικά του ψυχοθεραπευτή. Ο ψυχοθεραπευτής πρέπει να δέχεται τον


ασθενή του όπως αυτός είναι, γιατί και αυτός έτσι δέχεται τον εαυτό του, και να μη του
διαφεύγει ότι ο άρρωστος είναι πρόσωπο αδιαπραγμάτευτης αξίας, ανεξάρτητα από τη
συμπεριφορά ή τις ιδέες του. Ο ασθενής θέλει να απαλλαγεί από τη δυσφορία, τα
συμπτώματα ή τα προβλήματά του, αλλά σπάνια θέλει να απαλλαγεί από τον εαυτό του,
ακόμη και αν ο θεραπευτής πιστεύει ότι κάτι τέτοιο πρέπει να γίνει. Κοινό χαρακτηριστικό
όλων των καλών ψυχοθεραπευτών είναι η ικανότητά τους να ακούνε με προσοχή. Η
ακρόαση επιτρέπει στον ασθενή να ανακουφισθεί από τις πιέσεις των συναισθημάτων και
των βιωμάτων του και έχει μεγάλη θεραπευτική αξία. Δεν πρέπει όμως να παραβλέπεται ότι
ορισμένοι ασθενείς, ιδιαίτερα οι σχιζοφρενείς, καταλαμβάνονται από δυσφορία όταν η
συνεδρία παρατείνεται πέραν ενός χρονικού ορίου (συνήθως 20-30 λεπτά). Ένα άλλο
χαρακτηριστικό του θεραπευτή είναι η ανοχή στην αβεβαιότητα την οποία φέρει και
εκδιπλώνει συνεχώς κατά τη συνεδρία ο ασθενής. Ο θεραπευτής δεν παρασύρεται σε
ανταγωνιστικές συζητήσεις με τον ασθενή, δεν επιβεβαιώνει ούτε αρνείται τις παραληρητικές
ιδέες του, δεν κάνει κριτική, δεν πατρονάρει, δεν μέμφεται ούτε καταδικάζει τον ασθενή.
Χωρίς μια καλή σχέση, κανείς δεν είναι δυνατόν να ανοίξει τον εαυτό του στον θεραπευτή. Ο
θεραπευτής όμως δεν επιτρέπεται να συνάψει άλλου τύπου σχέση με τον ασθενή πέραν της
θεραπευτικής.

Στην επιλογή των ασθενών για ψυχοθεραπεία έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίο ο
ασθενής βλέπει τον εαυτό του και αντιλαμβάνεται τα προβλήματά του καθώς και τα κίνητρα
που έχει για πραγματική αλλαγή και όχι μόνο η επιθυμία του να ανακουφισθεί από τα
συμπτώματά του. Το κίνητρο του ασθενούς για αλλαγή θεωρείται πολύ σημαντικός
προγνωστικός δείκτης της αποτελεσματικότητας της ψυχοθεραπείας (Sifneos 1978). Ο
άρρωστος πρέπει να θέλει και να μπορεί να διερευνήσει τα συναισθήματά του και να είναι σε
θέση να εργασθεί μέσα στο πλαίσιο της θεραπείας, ώστε να αναπτύξει μία σχέση με τον
θεραπευτή που να μπορεί να μελετηθεί και να τροποποιηθεί θεραπευτικά. Ο ασθενής, είναι
αυτονόητο, πρέπει να μιλάει αρκετά και να εκφράζεται ικανοποιητικά. Μη λεκτικοί τρόποι
έκφρασης υπάρχουν σε μεγάλη ποικιλία, αλλά στην ψυχοθεραπεία δεν υποκαθιστούν την
ομιλία. Ασθενείς με μαζοχιστική, καταναγκαστική ή παρανοειδή δομή της προσωπικότητας,
με παιδόμορφη ή υπομανιακή συμπεριφορά δεν προσφέρονται για ψυχοθεραπεία. Ο τυπικός
ασθενής που δύναται να κάνει ψυχοθεραπεία, σύμφωνα με τις κλασικές ψυχοδυναμικές
απόψεις, προέρχεται από τη μεσαία τάξη, είναι συνήθως γυναίκα ηλικίας 25-45 ετών, με
μορφωτικό επίπεδο και επιτεύξεις άνω του μέσου όρου∙ αλλά αυτή η ελιτίστικη άποψη στην
πραγματικότητα δεν μπορεί και δεν πρέπει να ισχύσει αρκεί ο θεραπευτής να έχει την
δυνατότητα να συνδιαλέγεται με κάθε άνθρωπο και όχι μόνο με γυναίκες παρόμοιου
μορφωτικού και ταξικού επιπέδου με αυτόν.

Πόσο αποτελεσματική είναι η ψυχοθεραπεία; Το 1952 ο Eysenck σε ένα πολύ


προκλητικό για την εποχή άρθρο (Eysenck 1952) υποστήριξε ότι τα αποτελέσματα της
ψυχοθεραπείας ήσαν μηδαμινά, αφού δεν ήσαν καλύτερα από τα ποσοστά της «αυτόματης
ίασης». Είναι δύσκολο να δοθεί απάντηση σε αυτό το ερώτημα, επειδή η εκτίμηση της
αποτελεσματικότητας της ψυχοθεραπείας με επιστημονικά κριτήρια εμποδίζεται από δύο
θεμελιώδη προβλήματα: πρώτον, δεν υπάρχει συμφωνία για τον τρόπο, το είδος και την
«ποσότητα» βελτιώσεως του ασθενούς· και δεύτερον, είναι εξαιρετικά δυσχερές να
διαχωρισθούν τα αποτελέσματα της ψυχοθεραπείας από τις πιθανές ψυχοθεραπευτικές
επιδράσεις των εμπειριών της ζωής. Πολλές δημοσιευμένες εργασίες πάσχουν από
μεθοδολογικές αδυναμίες και τα αποτελέσματά τους, θετικά ή αρνητικά, δεν θεμελιώνουν μια
καθαρή άποψη για τον βαθμό αποτελεσματικότητας της ψυχοθεραπείας (Χατζηβασίλης και
706

Παντελής 1998, Ποταμιάνος 2006). Ωστόσο ορισμένες απόψεις επάνω στο θέμα έχουν ήδη
αποκρυσταλλωθεί, όπως π.χ. ότι όλες οι ψυχοθεραπείες έχουν παρόμοια
αποτελεσματικότητα και ότι αν μερικές προβάλλονται ως αποτελεσματικότερες από τις άλλες,
αυτό οφείλεται στην επίδραση εξωτερικών παραγόντων, όπως π.χ το ότι οι ασφαλιστικές και
οι φαρμακευτικές εταιρείες που προτιμούν τις ποικίλες βραχείες ψυχοθεραπείες για λόγους
προφανείς. Εξάλλου, αν δει κανείς το θέμα από ευρύτερη θεραπευτική οπτική, ίσως και η
επιστημονική απόδειξη της αποτελεσματικότητας της ψυχοθεραπείας να είναι περιττή και μια
τέτοια προσέγγιση ξεπερασμένη.

Παρενέργειες της ψυχοθεραπείας. Πρόκειται για ένα θέμα που έχει απασχολήσει αρκετούς
μελετητές (Buckley et al 1981), αφού εκ πρώτης όψεως δεν θα περίμενε κανείς παρενέργειες
από μια λεκτική θεραπευτική συναλλαγή. Ωστόσο ανεπιθύμητες επιπτώσεις της
ψυχοθεραπείας υπάρχουν, και μπορεί να αφορούν τον ασθενή ή τους άλλους. Στις
προσωπικές επιπτώσεις περιλαμβάνονται η επιδείνωση συζυγικών σχέσεων, η εμφάνιση
acting-out με καταστροφικές μερικές φορές συνέπειες (απόπειρα αυτοκτονίας), η μεγάλη
απόσυρση από τις συνηθισμένες κοινωνικές σχέσεις, η εμφάνιση νέων σοβαρότερων
συμπτωμάτων, η εξάρτηση από την ψυχοθεραπεία. Αδέξια ή άστοχη ψυχοθεραπεία σε
ψυχοσωματικές παθήσεις (ρευματοειδής αρθρίτις, ελκώδης κολίτις) μπορεί να πυροδοτήσει
μεγάλες και επικίνδυνες επιδεινώσεις αυτών των χρόνιων νοσημάτων. Παρενέργειες στους
άλλους περιλαμβάνουν βλαπτικές επιπτώσεις σε μέλη της οικογένειας (λόγω αλλαγής των
ισορροπιών στην οικογένεια), εγκατάλειψη οικογένειας, λήψη καταστροφικών αποφάσεων
σχετικώς με τα παιδιά, διάβρωση των διαπροσωπικών σχέσεων, πυροδότηση συγκρούσεων
στον εργασιακό χώρο.
Τα αρνητικά αποτελέσματα της ψυχοθεραπείας μπορεί να οφείλονται στην
προσωπικότητα του ασθενούς ή του θεραπευτή, στην παθολογική αλληλεπίδραση μεταξύ
αυτών, στη λανθασμένη θεραπευτική τεχνική ή σε άλυτα κοινωνικά προβλήματα του
ασθενούς (Crown 1983). Συνήθως ασθενείς με παρανοειδή, μαζοχιστική ή ναρκισσιστική
προσωπικότητα, καθώς και οι αλεξιθυμικοί, δεν καταφέρνουν να εγκαταστήσουν καλή
ψυχοθεραπευτική σχέση. Η έλλειψη ενσυναίσθησης (empathy), γνησιότητας και ζεστασιάς
από τη μεριά του θεραπευτή είναι παράγοντες που υπονομεύουν την ψυχοθεραπευτική
διαδικασία. Η ανασφάλεια του θεραπευτή είναι επίσης πολύ αρνητικός παράγων. Ακαμψία
της τεχνικής, μη ρεαλιστική επιλογή στόχων, υπερβολική παρεμβατικότητα και ανάμειξη του
θεραπευτή, υποτίμηση του ασθενούς ή τραυματισμός της αυτοεκτίμησής του, αυταρχική
στάση, υπερβολική σκοτεινότητα και αδιαφάνεια του θεραπευτή, πρόκληση σύγχυσης στον
ασθενή με αντικρουόμενα μηνύματα είναι πολύ αρνητικοί παράγοντες. Οι παρενέργειες από
την ψυχοθεραπεία είναι δυνατόν να προβλεφθούν κατά τη διαδικασία εκτίμησης του
ασθενούς πριν από την έναρξη της ψυχοθεραπείας. Μετά την εμφάνισή τους θα
αντιμετωπισθούν με μείωση της συχνότητας των συνεδριών, μείωση των ψυχοδυναμικών
«ερμηνειών» και με μετάθεση από την ενασχόληση με τα προβλήματα της πρώιμης
ανάπτυξης στα προβλήματα της τρέχουσας ζωής.

Αντίλογος στην ψυχοθεραπεία έχει αρχίσει να αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια.


Σύμφωνα με αυτόν οι ψυχοθεραπείες είναι χαοτικά πολλές (πάνω από 200), δεν έχουν
επιστημονικώς τεκμηριωμένη αποτελεσματικότητα, είναι μη ηθικές και αντιδεοντολογικές. Οι
αντιψυχοθεραπευτές ισχυρίζονται ότι η ψυχοθεραπεία είναι τοξική για τον ασθενή και θα
πρέπει να υπάρχει σχετική προειδοποίηση, όπως και στα φάρμακα. Ψυχιατρικοποίηση της
ζωής, εγκατάλειψη της προσωπικής αυτονομίας και ανάπτυξη εξάρτησης από τον
θεραπευτή, εμπόδια στην εκδίπλωση της προσωπικότητας και ο κίνδυνος τελικώς η ίδια να
μετατραπεί σε τρόπο ζωής αντί για θεραπεία είναι τα κυριότερα αρνητικά χαρακτηριστικά που
καταλογίζονται σε όλες τις ψυχοθεραπείες. Η ψυχανάλυση σύμφωνα με τους
αντιψυχοθεραπευτές δημιούργησε πλήθος προβλημάτων, με πρώτο το περιβόητο θέμα της
μεταβίβασης, τα οποία κατόπιν δεν μπόρεσε να επιλύσει. Σε επιστημονικό πεδίο,
υποστηρίζουν οι αντιψυχοθεραπευτές, δεν υπάρχουν σοβαρές εργασίες που να
αποδεικνύουν τη θεραπευτική αξία οποιασδήποτε ψυχοθεραπείας σε οποιαδήποτε
ψυχιατρική διαταραχή.
707

Τεχνολογική επανάσταση και ψυχοθεραπεία. Οι μεγάλες εξελίξεις στην τεχνολογία


διαμορφώνουν καινούργιες μορφές ψυχοθεραπευτικών σχέσεων και παρεμβάσεων, όπως
ψυχοθεραπεία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail psychotherapy), διαδικτυακές
ιστοσελίδες αυτοβοήθειας (internet self-help sites), υπολογιστική ψυχοθεραπεία (computer-
ised psychotherapy), ψυχοθεραπεία σε εικονική πραγματικότητα (virtual reality psychothera-
py) κ.λπ. Αυτές οι ψυχοθεραπείες έχουν ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά, όπως απεριόριστο
χρόνο συνεδριών, διαφορετικού τύπου κίνητρο και συμμόρφωση στη θεραπεία, ταυτόχρονη
διασπορά ψυχοθεραπευόμενων (Newman 2004). Προς το παρόν, δεν μπορεί να πει κανείς
περισσότερα για αυτό το θέμα· θα πρέπει να περάσει αρκετό διάστημα και η πράξη θα
αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και την αποτελεσματικότητα αυτών των εγχειρημάτων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΗΣ Β, ΠΑΝΤΕΛΗΣ Π. (1998). Είναι αποτελεσματική η ψυχοθεραπεία; Τετρ Ψυχιατρ 61:108-113.
ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ ΧΣ. (2000). Η αναγκαιότητα της ψυχοθεραπείας: Μπορούμε μέσα από τις σημερινές συνθήκες
να ανταποκριθούμε; Ψυχιατρική 11:255-267.
ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ Γρ. (2006). Ψυχοθεραπεία: η προβληματική της τεκμηριωμένης αποτελεσματικότητας των
ψυχοθεραπευτικών προτάσεων. Μια κριτική προσέγγιση. Τετρ Ψυχιατρ 96:113119.

BEITMAN BD, GOLDFRIED MR, NORCROSS JC. (1989). The movement toward integrating the Psychothera-
pies: An overview. Am J Psychiatry 146:138-147.
BUCKLEY P, KARASU TB, CHARLES E. (1981). Psychotherapist’s view of their personal Psychotherapy. The-
ory, Research and Practice 18:299-305.
CROWN S. (1983). Contraindications and dangers of psychotherapy. Brit J Psychiat 143:436-441.
EYSENCK HJ. (1952). The effects of psychotherapy: An evaluation. J Cinsult Psychol 16:319-324
FRANK J. (1971). Therapeutic factors in psychotherapy. Am. J. Psychother. 25:350-361.
FREUD S. (1919). Lines of advance in psychoanalytic therapy. Standard Edition vol. 17 (ed. J. Strachey) Lon-
don: Hogarth.
KARASU T. (1986). The specificity versus nonspecificity dilemma: Toward identifying therapeutic change
agents. Am. J. Psychiat. 143:687-695.
NEWMAN MG. (2004). Technology in psychotherapy: an introduction. J Clin Psychol. 60(2):141-5.
SIFNEOS PE. (1978). Motivation for change. A prognostic guide for successful Psychotherapy. Psychother. Psy-
chosom 29:293-298.

86. ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΕΣ


708

Οι ψυχοθεραπείες που θεμελιώνουν τη φιλοσοφία και την τεχνική τους κατά κάποιον τρόπο
στην ψυχανάλυση και στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία έχει επικρατήσει να ονομάζονται
ψυχοδυναμικές. Είναι λιγότερο φιλόδοξες από την κλασική ψυχανάλυση, αφού σκοπός τους
δεν είναι η ολική και βαθιά αλλαγή του ασθενούς αλλά η αντιμετώπιση του συμπτώματος.
Είναι συνηθισμένη πρακτική στις ψυχοδυναμικές ψυχοθεραπείες οι ασθενείς να έχουν μια
πρώτη συνεδρία εκτίμησης από έναν ψυχοθεραπευτή και να ακολουθούν οι θεραπευτικές
συνεδρίες από άλλον. Γενικώς το ποσοστό διακοπής της ψυχοθεραπείας είναι πολύ υψηλό
από τις πρώτες συνεδρίες· έχει όμως διαπιστωθεί ότι το ποσοστό είναι ακόμη υψηλότερο
όταν ακολουθείται η πρακτική της αλλαγής θεραπευτών, ενώ μειώνεται λίγο όταν ο ασθενής
συνεχίζει τη θεραπεία του με τον ίδιο ψυχοθεραπευτή (Noel and Howard 1989).

Ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία. Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία συνέβαλε περισσότερο στη


δημιουργία μιας κουλτούρας μέσα στην ψυχιατρική, και γενικότερα στην κοινωνία, και
λιγότερο στην εφαρμογή μεθόδων ίασης. Οι έννοιες ψυχανάλυση και ψυχαναλυτική
ψυχοθεραπεία δεν ταυτίζονται πλήρως, αφού η πρώτη δίδει μεγαλύτερη έμφαση στη
μεταβίβαση και έχει μια περισσότερο διευρυμένη στοχοθεσία από τη δεύτερη (McGlashan
and Miller 1982), αλλά στη βιβλιογραφία θεωρούνται πλέον συνώνυμες. Η ψυχανάλυση
πρέπει να θεωρηθεί ως το πρώτο καλά επεξεργασμένο και οργανωμένο σύστημα
ψυχοθεραπείας. Ο Freud (1938) συνέβαλε στη δημιουργία αυτού του αποτελέσματος με μια
σειρά δραστικών μεθόδων: κατάργησε το κύκλωμα ύπνωση-υποβολή και το αντικατέστησε
με ένα νέο κύκλωμα θεμελιωμένο στον λόγο και στην ακρόασή του: η ελεύθερη συνειρμική
ομιλία από τη μεριά του ασθενούς και η σύστοιχη προσπάθεια ερμηνευτικής προσπέλασής
της από τη μεριά του ιατρού διαμορφώνουν μια σχέση που ονομάσθηκε σχέση μεταβίβασης.
Η μέθοδος διαφέρει από τις άλλες ψυχοθεραπείες κατά το ότι, σε αντίθεση με εκείνες, που
εστιάζονται στην επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων, αυτή εστιάζεται στην ανάλυση και
ερμηνεία της μεταβίβασης. Η αξιοποίηση των συμπτωμάτων κατά τη θεραπευτική διαδικασία
ως φορέων σημασίας είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας. Τα
συμπτώματα δεν είναι μόνο ενδείξεις ψυχικής νόσου αλλά και μηνύματα που ίσως μόνο
διαμέσου αυτών μπορεί να εκφρασθεί ο ασθενής. Κεντρικός στόχος της ψυχαναλυτικής
ψυχοθεραπείας είναι να επιτύχει ώστε η ασυνείδητη εμπειρία να ανέλθει στο επίπεδο της
συνείδησης.

Κατά κάποιον σχηματικό τρόπο, που όμως διατηρεί την ουσία της όλης διαδικασίας, το
ψυχοθεραπευτικό μοντέλο της ψυχανάλυσης μπορεί να περιγραφεί ως εξής: Απαράδεκτες
ενστικτικές ευχές και επιθυμίες καταπιέζονται και εκτοπίζονται στο ασυνείδητο, όπου
δημιουργείται μια συγκρουσιακή κατάσταση μεταξύ των επιθυμιών αυτών και των
αντίστοιχων απαγορεύσεων. Λόγω των απαγορεύσεων, οι επιθυμίες ανέρχονται στο επίπεδο
της συνειδήσεως συγκεκαλυμμένες, με τη μορφή του συμπτώματος. Το σύμπτωμα δεν
μπορεί να υποχωρήσει παρά μόνο όταν αποκαλυφθεί αυτό το οποίο αποκρύπτει, δηλαδή η
απαράδεκτη επιθυμία. Ο ασθενής βοηθείται στο να αποκτήσει εμπειρία των εσωτερικών του
συγκρούσεων, έτσι ώστε να τις ελέγξει στο επίπεδο της συνειδήσεως. Για να γίνει αυτό,
πρέπει να υπάρξουν κάποιες προϋποθέσεις: α) να αλλάξουν οι σχέσεις μεταξύ Εκείνου, Εγώ
και Υπερεγώ, β) να ασκηθούν πιέσεις στο Υπερεγώ ώστε να αμβλυνθεί η αυστηρότητα και
να αυξηθεί η ανεκτικότητά του, γ) να αποκτήσει ο ασθενής επίγνωση τέτοια ώστε να μπορεί
μόνος του να χειρίζεται τις νευρωσικές του συγκρούσεις, επιφέροντας μόνιμες αλλαγές στο
τρίπτυχο Εκείνο, Εγώ και Υπερεγώ, αυξάνοντας έτσι την ισχύ και την αυτονομία του Εγώ
του. Ο στόχος αυτός διευκολύνεται από τη σχέση του ασθενούς με τον θεραπευτή, η οποία
οριοθετείται από τα ακόλουθα στοιχεία: τη θεραπευτική συμμαχία, τη θετική ή την αρνητική
μεταβίβαση, την αντιμεταβίβαση, τις ερμηνείες, την αντίσταση και τα όνειρα μαζί με τους
ελεύθερους συνειρμούς.
 Θεραπευτική συμμαχία. Η ψυχoθεραπευτική σχέση προκύπτει από τη σύμπραξη δύο
προσώπων (αναλυτή και αναλυόμενου) στο πλαίσιο μιας κοινής προσπάθειας με
ρεαλιστική κατεύθυνση (: τη θεραπεία). Για να τελεσφορήσει αυτή η προσπάθεια,
απαιτείται μια συμμαχία βασισμένη στις αρχές του αμοιβαίου σεβασμού, της
709

εμπιστοσύνης, της εχεμύθειας και της συνεργασιμότητας. Η θεραπευτική συμμαχία


υποδηλώνει τον ουσιώδη χαρακτήρα της ψυχοθεραπείας, δηλαδή την αλληλενέργεια
μεταξύ ασθενούς και θεραπευτή, με την έννοια ότι και οι δύο καταβάλλουν κοινή
προσπάθεια για τη θεραπεία. Τι γίνεται όμως όταν δεν δύναται να εγκατασταθεί
θεραπευτική συμμαχία; Τότε ο θεραπευτής θα πρέπει να παραδεχθεί την αποτυχία
περατώνοντας τη θεραπεία, φροντίζοντας να απέχει από οποιοδήποτε συμβουλευτικό
τόνο και από οποιαδήποτε πρακτική δελεαστικής προσέλκυσης ή επιθετικής
αντιμετώπισης του ασθενούς (Langs 1975).
 Μεταβίβαση. Είναι διεργασία διά της οποίας ασυνείδητες επιθυμίες που έχουν την
αφετηρία τους στην παιδική ζωή ενεργοποιούνται και υποστασιοποιούνται ως επίκαιρα
γεγονότα κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Τα αισθήματα του ασθενούς προς τον
θεραπευτή του δεν είναι καθαρά και αδιαμεσολάβητα αλλά υφίστανται πολλαπλές
στρεβλώσεις, καθώς ποικίλα βιώματα από προηγούμενες σχέσεις, συνήθως με γονεϊκές
φιγούρες, σωρεύονται αθροιστικά επάνω στη φιγούρα του αναλυτή. Αυτά τα
στρεβλωμένα αισθήματα εκφράζουν εσωτερικές συγκρούσεις του ασθενούς, οι οποίες
θα πρέπει να γίνουν αντικείμενο κατανόησης και βαθμιαία να τροποποιηθούν. Η
μεταβίβαση απαιτεί αποσαφήνιση – γεγονός που αποτελεί μία από τις βασικές
ιδιομορφίες της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας. Είναι αλήθεια βέβαια ότι ορισμένοι
ασθενείς δεν έχουν φθάσει στο αναπτυξιακό επίπεδο που θα τους επέτρεπε να θεωρούν
τον θεραπευτή ξεχωριστό αντικείμενο· σε αυτές τις περιπτώσεις θα ήταν προτιμότερο να
μην επιχειρείται ερμηνευτική προσπέλαση της μεταβίβασης για μεγάλο χρονικό
διάστημα, μέχρις ότου αναπτυχθεί μια ναρκισσιστική μεταβίβαση χωρίς παρέμβαση από
την πλευρά του θεραπευτή (Holinger, 1989).
 Αντιμεταβίβαση. Είναι η αντίδραση του θεραπευτή προς τον ασθενή. Περιλαμβάνει
ασυνείδητα συγκρουσιακά στοιχεία του αναλυτή, τα οποία αναδύονται κατά την
αναλυτική διεργασία. Έχει ιδιαίτερη σημασία ο θεραπευτής να γνωρίζει την
αντιμεταβίβαση που έχει αναπτύξει και να την εφαρμόζει δημιουργικά προς όφελος του
ασθενούς, παραμένοντας ουδέτερος και αντικειμενικός και αποφεύγοντας να ενεργεί.
 Ερμηνεία. Διά της ερμηνείας η ασυνείδητη σημασία ενός ψυχικού γεγονότος γίνεται
συνειδητή, ενώ αποκαλύπτεται επίσης η ασυνείδητη σημασία των συμπτωμάτων. Η
ερμηνεία έχει ως αντικείμενο τη μεταβίβαση και τις τρέχουσες συγκρούσεις. Ο
θεραπευτής συμβάλλει στην κατανόηση του υλικού που ανασύρει από μέσα του ο
ασθενής αποσαφηνίζοντας ερμηνευτικά αρκετές όψεις και σημεία αυτού του υλικού. Η
ερμηνεία μπορεί να επιχειρηθεί πολύ νωρίς ή να μετατεθεί για πολύ αργότερα. Η
επιλογή της στιγμής κατά την οποία δίνεται μια ερμηνεία είναι εξόχως σημαντική: κακή
επιλογή του χρόνου ενδέχεται να ακυρώσει την ερμηνεία.
 Αντίσταση. Η αντίσταση αποτελεί ένα είδος πίεσης που ασκεί ο ασθενής προκειμένου να
παραμείνουν στο ασυνείδητό του τα επώδυνα στοιχεία. Η άρση των αντιστάσεων και η
ανάδυση του καταπιεσμένου υλικού πραγματοποιείται διά της ομιλίας· η λεκτικοποίηση
καθιστά αυτό το υλικό οικείο και το απογυμνώνει από τον αγχογόνο χαρακτήρα του.
 Όνειρα. Τα όνειρα αξιοποιούνται περισσότερο όταν διερευνάται το ασυνείδητο και
λιγότερο όταν στόχος της θεραπείας είναι η ενίσχυση του Εγώ.

Η ψυχαναλυτική διαδικασία στηρίζεται σε μία σειρά από αρχές και κανόνες που
διαμορφώνουν τον συνολικό χαρακτήρα της:
 Ο ασθενής εκφράζει οτιδήποτε ανέρχεται στο επίπεδο της συνείδησής του κατά τη
διάρκεια της συνεδρίας, ακόμη και αν αυτό είναι χωρίς σημασία, άσχετο προς τις
περιστάσεις, οδυνηρό ή αγενές. Πρόκειται για την περίφημη έκφραση ελευθέρων
συνειρμών. Ο κανόνας αυτός συνεπάγεται ότι ο ασθενής ομιλεί πολύ, και ελάχιστα ή
καθόλου ο θεραπευτής, ο οποίος βέβαια εγγυάται ότι θα είναι διακριτικός και θα βοηθά
στην εκτύλιξη της διαδικασίας.
 Ο θεραπευτής δεν επιτρέπει να εισέλθουν στη συνεδρία στοιχεία από την προσωπική
του σφαίρα.
 Οι αναδυόμενες κατά τις συνεδρίες επιθυμίες του ασθενούς δεν ικανοποιούνται από τον
θεραπευτή.
710

 Η χρήση του ντιβανιού συντελεί στην αποφυγή άμεσης επικοινωνίας μεταξύ θεραπευτή
και ασθενούς, αλλά επιτρέπει ένα είδος παλινδρόμησης του ασθενούς στην παιδική
ηλικία.

Στις βασικές αρχές της σωστής ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας


περιλαμβάνονται και οι εξής (Anna Freud 1966):
 Η χειραγώγηση του ασθενούς πρέπει να διατηρηθεί στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο. Δεν
πρέπει να γίνεται χρήση εξουσίας.
 Θεμιτά εργαλεία της θεραπείας πρέπει να θεωρούνται μόνο η ανάλυση της αντίστασης
και της μεταβίβασης, καθώς και η ερμηνεία του ασυνείδητου υλικού.
 Η ανάλυση της αντίστασης του Εγώ πρέπει να προηγείται της ανάλυσης του
περιεχομένου του id· η εργασία της ερμηνείας πρέπει να διευκολύνεται ώστε να κινείται
ελεύθερα μεταξύ id και Εγώ, ακολουθώντας την ανάδυση του υλικού.
 Η διαδικασία θα πρέπει να εκτυλίσσεται από την επιφάνεια προς το βάθος.
 Το πρόσωπο του θεραπευτή πρέπει να προσφέρεται ως αντικείμενο μεταβίβασης για
την αναγέννηση και την ερμηνεία ασυνείδητων φαντασιώσεων και στάσεων.
 Η ανάλυση των παρορμήσεων πρέπει όσο το δυνατόν να γίνεται στην κατάσταση της
ματαίωσης και να αποφεύγεται η εκδραμάτιση ή η ικανοποίησή τους.
 Η ανακούφιση από την ένταση δεν πρέπει να αναμένεται από την κάθαρση αλλά από το
υλικό που μετακινείται από το επίπεδο των αρχέγονων διεργασιών στο επίπεδο των
διεργασιών της σκέψης.

Παραδόξως, όσο περίεργο και ενοχλητικό κι αν ακούγεται στους ορθόδοξους ψυχαναλυτές, ο


ίδιος ο Freud (1919) υποστήριζε την ανάγκη για ευκολότερη εκτύλιξη της ψυχοθεραπείας. Για
να γίνει αυτό, πρότεινε τρεις τροποποιήσεις στην κλασική ψυχαναλυτική τεχνική: 1) ο
θεραπευτής πρέπει να γίνει περισσότερο παιδαγωγός, διδάσκοντας τους ασθενείς του πώς
να οργανώνουν τη ζωή τους καλύτερα· 2) οι θεραπείες πρέπει να διαρκούν συγκεκριμένο
χρονικό διάστημα, να μην είναι απεριόριστες και ατέρμονες· 3) ο θεραπευτής πρέπει να
χρησιμοποιεί ως εργαλεία εκτός από τη δύναμη της προσωπικότητάς του και άλλες
εξωψυχαναλυτικές τεχνικές, όπως χαλάρωση κ.λπ.

Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία ενδείκνυται, και ίσως διαθέτει κάποιον βαθμό


αποτελεσματικότητας (Θεοδωρόπουλος και Βασλαματζής 2006), σε έναν μικρό αριθμό
ασθενών που πάσχουν από ήπιες νευρώσεις, σεξουαλικές διαταραχές κ.λπ. Στο ερώτημα «τι
μπορεί να προσφέρει η ψυχανάλυση;», ο Freud απαντούσε: «Να μετατρέψουμε τη νευρωτική
μιζέρια σε συνηθισμένη δυστυχία». Αυτό όμως μπορεί να προσφέρει κάθε ψυχοθεραπεία, θα
μπορούσε να προστεθεί. Οι μαθητές του Freud και οι ποικιλώνυμοι οπαδοί του, πρώιμοι
όπως οι Karl Jung, Alfred Adler, Melanie Klein, Wilhelm Reich, Karen Horney, Harry Stack
Sullivan, Otto Rank, Franz Alexander, αλλά και όψιμοι όπως οι Victor Frankl, Jacques Lacan,
RD Laing κ.ά., διαμόρφωσαν δικά τους συστήματα ψυχοθεραπείας, ψυχαναλυτικής
εμπνεύσεως, που διαφέρουν λίγο ή πολύ από τις βασικές θεωρητικές φόρμουλες του Freud,
κυρίως ως προς την τεχνική. Σχεδόν όλες είναι ξεπερασμένες και η θεραπευτική αξιοπιστία
τους θεωρείται εξόχως ισχνή. Μερικές επιβιώνουν ακόμη, περισσότερο ως αιρέσεις
ολιγάριθμων «μυημένων» πιστών και λιγότερο ως θεραπευτικά εργαλεία.

Αντλεριανή ψυχοθεραπεία. Ο Alfred Adler υποστήριζε ότι το βασικό στοιχείο στον


άνθρωπο δεν είναι η libido αλλά η βούληση για ισχύ, διαμέσου της οποίας προσπαθεί να
μετακινηθεί από μειονεκτικές σε πλεονεκτικές θέσεις. Υποστήριζε επίσης ότι ο άνθρωπος
από τα πρώτα χρόνια της ζωής του διαμορφώνει ένα σχέδιο ζωής, το οποίο αργότερα
επιχειρεί να πραγματοποιήσει μέσα από τη συστηματική κινητοποίηση του συνόλου των
ψυχοδιανοητικών του δυνατοτήτων (Ζαχαριάδης 1991). Η αντλεριανή ψυχοθεραπεία
αποσκοπεί να συσχετίσει τις ανάγκες του θεραπευόμενου με πραγματικές και όχι
φανταστικές επιδιώξεις, και στόχος της είναι η αναπροσαρμογή ή ακόμη και η αλλαγή του
σχεδίου ζωής. Βασικοί επίσης στόχοι της είναι η διεύρυνση και η εντατικοποίηση της
κοινωνικής ζωής του ασθενούς, η μείωση των αισθημάτων κατωτερότητας, με
711

επανεκπαίδευση, ώστε να καταπολεμηθούν τα εγωιστικά ενδιαφέροντα και η αποφυγή


ευθυνών του ασθενούς. Πρόκειται για ψυχοθεραπεία βραχείας διάρκειας (20-30 συνεδρίες).
Σε αντίθεση με τις άλλες ψυχαναλυτικές ψυχοθεραπείες, δεν αποκλείει τη χρήση φαρμάκων
και άλλων σωματικών θεραπειών. Αντλεριανές θεραπευτικές προσεγγίσεις έχουν ευρύτερη
διάδοση στις εφηβικές ηλικίες.

Υπαρξιακή ψυχοθεραπεία. Η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία έχει τις ρίζες της στην


εξιστενσιαλιστική φιλοσοφία και στους ψυχιάτρους οπαδούς της Karl Jaspers, Ludwig
Binswanger και Medard Boss, με διάδοση κυρίως στην Ελβετία και στη Γερμανία. Στο
Ηνωμένο Βασίλειο ο RD Laing προώθησε μια υπαρξιακή ψυχοθεραπεία βασισμένη κυρίως
στο έργο του Jean-Paul Sartre. Στόχος της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας είναι να συμφιλιωθεί
ο θεραπευόμενος με το υπαρξιακό κενό της ζωής του, να αποδεχτεί την πολυπλοκότητα και
τις αντιφάσεις της και να αντιμετωπίσει τον μύθο της ατομικής επιτυχίας που τον σπρώχνει
ακατάπαυστα σε φθοροποιούς ανταγωνισμούς. Ο θεραπευτής, εφόσον κατορθώσει να
διεισδύσει στο προσωπικό σύμπαν του θεραπευόμενου, θα δημιουργήσει τις βάσεις για
αμοιβαιότητα και, μέσα σε ένα κλίμα «συνεταιριστικής» συνεργασίας, θα τον βοηθήσει να
βρει ένα νόημα στη ζωή του. Η Λογοθεραπεία του Victor Frankl (Frankl 1966), μια μορφή
υπαρξιακής ψυχοθεραπείας, διαδόθηκε ευρέως κατά τη δεκαετία του ’70 και έχει ακόμη
κάποιους οπαδούς.

Βραχείες ψυχοθεραπείες. Διαφέρουν από τις κλασικές ψυχοθεραπείες κατά το ότι θέτουν
χρονικά όρια για την επίτευξη του θεραπευτικού στόχου. Αναλόγως των στόχων ή των
θεωρητικών προσεγγίσεων, έχουν αναπτυχθεί ποικίλες βραχείες ψυχοθεραπείες (Ursano
and Hales 1986) όπως: η εστιακή του Malan, η αγχοπροκλητική του Sifneos, η ευρείας
εστίας ψυχοδυναμική του Davanloo κ.λπ. Η συντριπτική πλειονότητα των ψυχοθεραπειών
σήμερα είναι περιορισμένου χρονικού βεληνεκούς, περί τις 10-20 συνεδρίες.

Διαπροσωπική ψυχοθεραπεία. Στην αρχή εφαρμόσθηκε για τη θεραπεία της κατάθλιψης


(Klerman et al 1984), αλλά αργότερα τροποποιήθηκε ώστε να χρησιμοποιείται και σε άλλες
διαταραχές. Βασική άποψη των οπαδών της διαπροσωπικής ψυχοθεραπείας είναι ότι οι
ψυχιατρικές διαταραχές, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας τους, εκδιπλώνονται μέσα σε ένα
διαπροσωπικό και κοινωνικό πλαίσιο. Ο θεραπευτής διδάσκει τον ασθενή να κατανοεί τη
σχέση μεταξύ της εμφάνισης και της διακύμανσης των συμπτωμάτων του με τα γεγονότα της
διαπροσωπικής του ζωής και να βρίσκει τρόπους να τα βγάζει πέρα με τα διαπροσωπικά του
προβλήματα. Είναι σύντομη σε διάρκεια (12-16 συνεδρίες) και εστιασμένη σε συγκεκριμένα
προβλήματα που προκύπτουν από τις διαπροσωπικές σχέσεις του ασθενούς. Στην
κατάθλιψη δεν προσφέρει κάτι σημαντικό, αλλά ίσως υπάρχει κάποια επιτυχία στη βουλιμία
και στην επεισοδιακή κατανάλωση τροφής.

Πελατοκεντρική ψυχοθεραπεία (Client Centred Psychotherapy). Μερικοί την ονομάζουν και


προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία. Διαμορφώθηκε από τον Carl Rogers (1962), ο οποίος
συνδύασε εξιστενσιαλιστικές και ψυχαναλυτικές αρχές και υποστήριζε ότι η ψυχοπαθολογία
είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης μεταξύ της έμφυτης τάσης του ανθρώπου για
αυτοπραγμάτωση και της επίκτητης τάσης για αποδοχή και εκτίμηση από τους άλλους.
Σύμφωνα με τον Carl Rogers η εμπειρία αξιολογείται μόνο στον βαθμό που κατανοείται, και
κατανοείται μόνο διά της αντιλήψεως που έχει γι’ αυτήν το άτομο και κυρίως με τη σημασία
που της αποδίδει. Επομένως οι ασυνείδητες διεργασίες θα επηρεάσουν τη συμπεριφορά
μόνον όταν βιωθούν ως συνειδητές. Η προσέγγιση της Πελατοκεντρικής ψυχοθεραπείας είναι
μη επεμβατική. Δεν επιδιώκεται να τεθεί διάγνωση, ούτε να δοθούν ερμηνείες ή να πεισθεί ο
ασθενής. Αντίθετα, γίνεται προσπάθεια δημιουργίας ενός κλίματος ζεστασιάς, γνησιότητας,
διαφάνειας, κατανόησης και παραδοχής μέσα στο οποίο ο ασθενής θα αφεθεί ελεύθερος να
αποκτήσει επίγνωση της καταστάσεώς του και της μοναδικότητας του εαυτού του. Ο ιατρός
φροντίζει ώστε να αποσαφηνίζονται τα πράγματα μέσα από το πλαίσιο της θεραπείας και
σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που αυτή παίρνει.
712

Αναλυτική νευροφυτοθεραπεία. Η αναλυτική νευροφυτοθεραπεία του Wilhelm Reich, μέσα


στο πλαίσιο αυτού που οι οπαδοί της ονομάζουν «σωματική ψυχοθεραπεία», στοχεύει να
φέρει τον ασθενή σε μια «ενεργειακή ισορροπία». Συνδυάζει στοιχεία ψυχανάλυσης και
σωματικών χειρισμών, όπως τεχνικές χαλάρωσης, μασάζ, ειδική γυμναστική κ.λπ.

Ατομική ψυχοθεραπεία του Carl Jung. Η ψυχοθεραπεία με βάση τις απόψεις του Carl
Jung είναι βαθιά επηρεασμένη από θρησκευτικά, μυστικιστικά, αλχημιστικά και αστρολογικά
στοιχεία. Οι θεραπευτές που την εφαρμόζουν στην πλειονότητά τους δεν είναι ιατροί.

Κοντστρουκτιβιστική ψυχοθεραπεία. Ο κονστρουκτιβισμός είναι μια θεωρητική προοπτική


που συμπεριλαμβάνει ποικίλες παραδόσεις στην ιατρική, στη φιλοσοφία και σε εκείνο που
αποκαλείται πορεία προς την ψυχοπνευματική σοφία. Η κονστρουκτιβιστική ψυχοθεραπεία
δίνει έμφαση στους σύνθετους κύκλους της φυσικής τάξης και των διαδικασιών αναδιάταξής
τους, που χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη όλων των έμβιων συστημάτων και του ανθρώπου.
Τα άτομα ενθαρρύνονται ώστε να βλέπουν τον εαυτό τους ως ενεργό παράγοντα της ζωής
τους, να βρίσκουν την αίσθηση της προσωπικής ισορροπίας τους και να την εκλεπτύνουν
καθώς αναπτύσσονται· ενθαρρύνονται ακόμη να αξιοποιούν τον πλούτο των
διαπροσωπικών σχέσεων και των συμβόλων τους κατασκευάζοντας καινούργιες σημασίες
και βάζοντάς τις σε τάξη (construct) καθώς αναπτύσσονται (Mahoney and Granvold 2005)
μέσα σε μια διαδικασία αυτοοργάνωσης ή αυτοποίησης (autopoiesis). Είναι μια
ψυχοθεραπεία με έντονα μεταφυσικά στοιχεία και συγγενεύει με τις εξιστενσιαλιστικές
ψυχοθεραπείες και την ατομική ψυχοθεραπεία του Carl Jung.

Υποστηρικτική ψυχοθεραπεία. Η υποστηρικτική ψυχοθεραπεία είναι η περισσότερο


διαδεδομένη μορφή ψυχοθεραπείας (Bloch 1987), αφού την εξασκεί η πλειονότητα των
θεραπευτών. Δεν ομολογείται όμως η χρήση της, αφού δεν διαθέτει τον «αέρα της
αναδόμησης του εαυτού» που υπόσχονται οι άλλες ψυχοθεραπείες, και γι’ αυτό από
πολλούς θεωρείται η κατώτερη από όλες, ο φτωχός συγγενής των ψυχοθεραπειών (Holmes
1995). Ωστόσο η υποστηρικτική ψυχοθεραπεία έχει επιβιώσει από πολλές βαρύγδουπες
ψυχοθεραπείες, οι οποίες όχι μόνο έχουν καταρρεύσει αλλά οδεύουν προς την εξαφάνισή
τους. Η περιοχή στην οποία όλες οι ψυχοθεραπείες αλληλοκαλύπτονται είναι η περιοχή της
υποστηρικτικής ψυχοθεραπείας. Στοιχεία πελατοκεντρικής ψυχοθεραπείας, γνωσιακές
στρατηγικές, συστημικές προσεγγίσεις, ψυχανάλυση και κοινή λογική συνυπάρχουν ως ένα
απόθεμα τεχνικών από το οποίο ο θεραπευτής επιλέγει κατά περίσταση τις πλέον
κατάλληλες. (Crown 1988). Είναι και αυτή μια ψυχοθεραπεία που, όπως όλες, απαιτεί τη
γνωστή περίπλοκη ανάμειξη ιατρικής τέχνης, γνώσης και επιδεξιότητας και μπορεί να
ωφελήσει και να βλάψει, αναλόγως των δυνατοτήτων του θεραπευτή. Βασίζεται στην
ενθάρρυνση, στη διδακτική επεξήγηση, στην κατανόηση και στις καθοδηγητικές συμβουλές.
Στοχεύει στην ανακούφιση από εξωτερικές κρίσεις και ψυχοπιεστικές καταστάσεις, σε χρόνια
και δυσεπίλυτα εξωτερικά ή εσωτερικά προβλήματα, ενισχύει την αυτοπεποίθηση και την
αυτοεκτίμηση του ασθενούς, τον φέρνει σε επαφή με την πραγματικότητα. Η συχνότητα των
συνεδριών και η συνολική της διάρκεια εξατομικεύονται. Ασθενείς ευάλωτοι και
ψυχοτραυματισμένοι, δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα των πασχόντων από ψυχιατρικές
διαταραχές, που ίσως δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με μία παρατεταμένη και σκληρή
ψυχανάλυση ή με άλλες μορφές εξειδικευμένης ψυχοθεραπείας, χρειάζονται περισσότερο το
στοιχείο της στήριξης. Όλων των ειδών οι ασθενείς είναι δυνατόν να ευεργετηθούν από την
υποστηρικτική ψυχοθεραπεία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ ΝΑ. (1991). Η Αντλεριανή ψυχοθεραπευτική προσέγγιση στην κατάθλιψη (με ιδιαίτερη αναφορά
στην ενδογενή κατάθλιψη). Ψυχιατρική 2:305-308.
ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ ΠΓ, ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ Γρ. (2006). Μελέτες έκβασης στην ψυχανάλυση: Μεθοδολογικοί
προβληματισμοί και σύγχρονα δεδομένα. Ψυχιατρική 17:343-354.

BLOCH S. (1987). An Introduction to the psychotherapies (2ndn). Oxford: Oxford University Press.
CROWN S. (1988). Supportive Psychotherapy. Acontadiction in terms? Brit J Psychiat 152:266-269.
713

FRANK J. (1974). Common features of psychotherapies and their patients. Psychother. Psychosom. 24:368-371.
FRANKL V. (1966). Logotherapy and existential analysis--a review. Am J Psychother. 20(2):252-60.
FREUD Anna. (1966). Normality and Pathology in Childhood. Hogarth Press.
FREUD S. (1938). Outline of psychoanalysis. Standard Edition, vol. 23.
HOLINGER PC. (1989). A developmental perspective on psychotherapy and psychoanalysis. Am. J. Psychiatry
146:1404-12.
HOLMES J. (1995). Supportive Psychotherapy. The search for positive meanings. Br J Psychiatry 167:439-445.
KLERMAN GL, WEISSMAN MM, et al. (1984). Interpersonal Psychotherapy for Depression. New York, Basic
Books.
LANGS R. (1975). Therapeutic misalliances. Int J Psychoanal Psychother 4:77-105.
MAHONEY MJ, GRANVOLD DK. (2005). Constructivism and Psychotherapy. World Psychiatry 4(2):74-77.
McGLASHAN TH, Miller GH. (1982). The goals of psychoanalysis and psychoanalytic psychotherapy. Arch Gen
Psychiatry 39:377-388.
NOEL SB, HOWARD KI. (1989). Initial contact and engagement in psychotherapy. J. Clin. Psychol. 45:798-805.
ROGERS C. (1962). On becoming a person. Constable.
URSANO RJ, HALES RE. (1986). A Review of Brief Individual Psychotherapies. Am J Psychiatry 143:1507-1517.
714

87. ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΑΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ

Κατά τη δεκαετία του ’60 άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους, ως σοβαρή εναλλακτική
πρόταση απέναντι στις ψυχοδυναμικές θεραπείες, ποικίλες ψυχοθεραπευτικές τεχνικές που
βασίζονται σε θεωρητικά μοντέλα εμπνεόμενα από τις θεωρίες της συμπεριφοράς και τη
γνωσιακή ψυχολογία.

Συμπεριφορικές θεραπείες. Σκοπός αυτών των θεραπευτικών μεθόδων είναι η


αντικατάσταση νοσηρών συμπεριφορών από συμπεριφορές υγιείς, επειδή κατά τους
μπηχαβιοριστές τόσο το σύνολο της συμπεριφοράς όσο και ορισμένες ψυχιατρικές
καταστάσεις έχουν αποκτηθεί μέσα από διαδικασίες μάθησης (Marks 1986).
Ψυχαναγκαστικά συμπτώματα, φοβίες, σεξουαλικές διαταραχές, εξαρτήσεις από ουσίες
αποτελούν τους κυριότερους στόχους αυτών των μεθόδων (Αγγελίδης 1970). Ο μεγάλος
ενθουσιασμός για τις εν λόγω θεραπείες και η τεράστια δημοσιότητα που έλαβαν στα ΜΜΕ
κατά τις δεκαετίες ’60 και ’70 υποχώρησαν πολύ γρήγορα. Τα τελευταία χρόνια το
ενδιαφέρον γι’ αυτές έχει μειωθεί, επειδή παρατηρήθηκε ότι τα αποτελέσματα ήσαν πενιχρά
και η επιτυχής καταπολέμηση ενός συμπτώματος, όποτε συμβεί, τελικώς οδηγεί στην
εμφάνιση άλλου.
Συστηματική απευαισθητοποίηση (Systematic Desensitization). Περιλαμβάνει τη χαλαρή
και σταδιακή προσέγγιση μιας φοβικής κατάστασης (Wolpe 1958). Βασικός σκοπός είναι η
μείωση και τελικώς η εξαφάνιση του άγχους που συνοδεύει την επαφή του ασθενούς με το
αγχογόνο αντικείμενο ή κατάσταση. Η μέθοδος βασίζεται στην υπόθεση ότι το άγχος που
απελευθερώνεται από την επαφή με τα αγχογόνα αντικείμενα ή τις αγχογόνες καταστάσεις
δεν είναι στην πραγματικότητα επικίνδυνο και ότι γρήγορα εξαφανίζεται αν ο ασθενής το
αντιμετωπίσει. Η μέθοδος απευθύνεται κυρίως σε ασθενείς που πάσχουν από φοβικές ή
ψυχαναγκαστικές καταστάσεις, άγχος στις δημόσιες ομιλίες, κοινωνικό άγχος κ.λπ.
Καταστρώνεται μία λίστα από καθήκοντα τα οποία ο ασθενής πρέπει να εκτελέσει
σταδιακά, σε μία ιεραρχική κλίμακα από το λιγότερο προς το πλέον αγχογόνο. Η κατάρτιση
του καταλόγου, που περιλαμβάνει ιεράρχηση των αγχογόνων καταστάσεων, πρέπει να
είναι λεπτομερής και απαιτείται γι’ αυτό ιδιαίτερη προσοχή. Βαθμιαία και από στάδιο σε
στάδιο γίνονται ασκήσεις μυοχαλάρωσης. Η επαφή με το αγχογόνο καθήκον ή η έκθεση
(exposure) σε αυτό γίνεται άμεσα (in vivo), ή φαντασιωσικά, ή με τη βοήθεια ειδικών
προγραμμάτων στον υπολογιστή (FearFighters) (Kenwright and Marks 2004).
Κατακλυσμική θεραπεία (Flooding ή Implosion Therapy). Ο ασθενής έρχεται ξαφνικά σε
άμεση αντιπαράθεση με το φοβογόνο αντικείμενο χωρίς δυνατότητα απόδρασης, μέχρις
ότου εξοικειωθεί με αυτό (Boulougouris and Marks 1969). Έχει εφαρμοσθεί σε απλές
φοβίες (με έκθεση στο φοβογόνο αντικείμενο) και σε περιπτώσεις μεταψυχοτραυματικής
διαταραχής (με τη διαδιακασία της φαντασιωσικής ανάδυσης του ψυχοτραυματικού
γεγονότος).
Θεραπεία αποστροφής (Aversion Therapy). Σκοπός της μεθόδου αυτής είναι να συνδέσει
ένα δυσάρεστο επαναλαμβανόμενο ερέθισμα με ένα ανεπιθύμητο σύμπτωμα, ή να
μετατρέψει μια δυσάρεστη εμπειρία σε αποτέλεσμα μιας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Με
αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται να μειωθεί ή να καταργηθεί η ανεπιθύμητη συμπεριφορά και,
αν είναι δυνατόν, στη θέση της να εγκατασταθεί μία άλλη αποδεκτή. Εφαρμόσθηκε κυρίως
στον αλκοολισμό με πρόκληση εμέτων διά ενδομυϊκής χορηγήσεως απομορφίνης αμέσως
μετά ή και κατά τη διάρκεια καταναλώσεως αλκοολούχου ποτού. Λιγότερο εφαρμόσθηκε
και σε ορισμένες σεξουαλικές διαστροφές με τη χρήση ηλεκτρικού ρεύματος.
Θετική εξάρτηση (Positive Conditioning). Με τη μέθοδο αυτή ορισμένες συμπεριφορές
ανταμείβονται και έτσι ενισχύονται, ενώ άλλες δεν ανταμείβονται και βαθμιαία
715

εγκαταλείπονται. Εφαρμόζεται κυρίως στα νήπια για απόκτηση ελέγχου της κύστεως κατά
τη νυκτερινή ενούρηση.
Θεραπεία εκμάθησης νέας συμπεριφοράς ή Συντελεστική εξάρτηση (Operant Condition-
ing). Κλασικά εφαρμόζεται στην εκπαίδευση ζώων στα τσίρκα για την εκμάθηση
θεαματικών συμπεριφορών. Εφαρμόζεται στους ανθρώπους σε περιπτώσεις που είναι
αναγκαία η ενίσχυση ανεπαρκών συμπεριφορών ή η δημιουργία καινούργιων. Η επιθυμητή
συμπεριφορά αμείβεται και έτσι ενισχύεται, η ανεπιθύμητη τιμωρείται και έτσι
εγκαταλείπεται. Έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως στη νυκτερινή ενούρηση, όπου ηλεκτρική
εκκένωση προκαλούμενη διά της διαβροχής θέτει σε λειτουργία ένα ξυπνητήρι και
αφυπνίζει το παιδί. Όταν αυτή η διαδικασία επαναληφθεί αρκετές φορές, εγκαθίσταται
εξαρτημένο αντανακλαστικό αφύπνισης κάθε φορά που διατάσσεται η κύστη. Μια μορφή
συντελεστικής εξάρτησης είναι η λεγόμενη Token economy που εφαρμόσθηκε για κάποια
περίοδο σε ιδρύματα όπου νοσηλεύονταν χρόνιοι ψυχωσικοί. Θετικές, καθορισμένες
συμπεριφορές αμείβονται με κουπόνια τα οποία οι ασθενείς μπορούν να εξαργυρώσουν
στο κυλικείο του ιδρύματος αγοράζοντας προϊόντα που επιθυμούν.
Διακοπή της σκέψης (Thought Stopping). Εφαρμόζεται κυρίως σε ιδεοψυχαναγκαστικού
τύπου διαταραχές, όπως ιδεοληπτικοί φόβοι θανάτου, φόβοι νόσου, φόβοι του βλάπτειν
άλλους ανθρώπους κ.λπ. Σύμφωνα με αυτήν την τεχνική, ο ασθενής μαθαίνει να διακόπτει
την εξέλιξη μιας ιδεοληψίας με ένα ισχυρό εξωτερικό ερέθισμα (Wolpe and Lazarus 1966).
Στην αρχή αυτό γίνεται με τη βοήθεια του θεραπευτή. Όταν π.χ. εμφανίζεται μια ιδεοληψία,
ο ασθενής το αναφέρει στον θεραπευτή και εκείνος φωνάζει δυνατά «στοπ!». Σιγά σιγά η
διαδικασία εκτελείται από τον ίδιο τον ασθενή, στην αρχή φωναχτά και αργότερα σιωπηλά.
Τεχνική Response-Prevention. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, που συνιστάται στις
ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές, ο ασθενής παρακολουθεί με προσοχή και καταγράφει τη
βελτίωση τού κάθε συμπτώματος ξεχωριστά. Ο ασθενής, απαγορεύοντας στον εαυτό του
να προχωρήσει σε ψυχαναγκαστικές τελετουργίες, διαπιστώνει και μόνος του ότι πράγματι
η απαγόρευση της εκτέλεσής τους δεν επιφέρει καμία από τις καταστροφές που φοβόταν.

Γνωσιακή ψυχοθεραπεία (Cognitive Psychotherapy). Βασίζεται στη θεωρητική άποψη ότι


πολλά ψυχιατρικά συμπτώματα προκύπτουν από σφάλματα στο σκέπτεσθαι του ασθενούς
(Beck 1976). Στις λανθασμένες σκέψεις (γνωσίες [cognitions]) περιλαμβάνονται ο εσωτερικός
διάλογος, καθώς και οι αντιλήψεις και οι φαντασίες με τις οποίες ο ασθενής οικοδομεί την
εννοιολογική σημασία που δίδει στις συμπεριφορές του. Η γνωσιακή ψυχοθεραπεία
αναφέρεται σε εκείνες τις πλευρές της θεραπείας που χρησιμοποιούν τη λογική και τη
σημασία (συνειδητή ή ασυνείδητη) ως κύρια θεραπευτικά εργαλεία και επιχειρεί να πετύχει
αποτελέσματα μέσα από την απόκτηση και απαρτίωση νέων αντιλήψεων, τρόπων σκέψεως
και αυτογνωσίας (Μπρούμας και συν 1993, Παπακώστας 1995). Τα αρνητικά συναισθήματα
προκύπτουν από τον αρνητικό τρόπο με τον οποίο ερμηνεύονται τα αρνητικά γεγονότα που
σχετίζονται με αυτά. Αυτή η επίμονα αρνητική σκέψη συνιστά τις γνωσιακές διαστρεβλώσεις,
οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι εξής:
 Σκέψη τύπου «όλα ή τίποτα, άσπρο ή μαύρο».
 Υπεργενίκευση. Ένα απλό αρνητικό γεγονός μετατρέπεται σε δείκτη ότι όλα τα γεγονότα
είναι ή θα είναι αρνητικά.
 Νοητικό φίλτρο. Μια αρνητική λεπτομέρεια απομονώνεται, διογκώνεται υπερβολικά και
φθάνει να συσκοτίζει ολόκληρη τη θεώρηση της πραγματικότητας.
 Παράβλεψη του θετικού. Οι θετικές εμπειρίες θεωρούνται ασήμαντες.
 Μεγαλοποίηση, καταστροφοποίηση ή υποτίμηση καταστάσεων.
 Τάση να παίρνει κανείς τα πάντα προσωπικά. Να κατηγορεί τον εαυτό του χωρίς λόγο
ως υπαίτιο ενός αρνητικού γεγονότος.
 Συναισθηματική θεώρηση. Ο ασθενής πιστεύει ότι τα συναισθήματά του αντανακλούν
την πραγματικότητα.

Σκοπός της γνωσιακής θεραπείας είναι η αναδόμηση της αρνητικής θεώρησης που έχει ο
άρρωστος για τον εαυτό του, τον κόσμο και το μέλλον – αυτό που οι γνωσιοθεραπευτές
ονομάζουν «γνωσιακή τριάδα». Στο πλαίσιο αυτής της τεχνικής ο θεραπευτής προσπαθεί να
716

φέρει στην επιφάνεια το πλέγμα των λανθασμένων συμπερασμάτων (των επονομαζόμενων


«σχημάτων») καθώς και των παραγόντων του περιβάλλοντος του ασθενούς που συνδέονται
με την ανάπτυξή τους. Ο ασθενής εκπαιδεύεται ώστε να αντιλαμβάνεται τις αρνητικές του
σκέψεις και τα γνωσιακά του λάθη και να τα αντικαθιστά με σκέψεις ρεαλιστικές και
αισιόδοξες. Γνωσιακές προσεγγίσεις, όταν εφαρμόζονται μηχανικά και παπαγαλίστικα, είναι
δυνατόν να προκαλέσουν υπερδιανοητικοποίηση των προβλημάτων και τελικά να
αποτρέψουν την έκφραση συναισθημάτων. Έχουν αναφερθεί καλά αποτελέσματα σε
πάσχοντες από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και κατάθλιψη, αλλά οι πραγματικές
διαστάσεις της αποτελεσματικότητας αυτής της θεραπείας –όπως και της επόμενης, της
Γνωσιακής συμπεριφορικής– θα φανούν όταν υποχωρήσει κάπως το πελώριο κύμα
δημοσιότητας που αυτήν την εποχή απολαμβάνουν.

Γνωσιακή συμπεριφορική ψυχοθεραπεία (Cognitive Behavior Psychotherapy).


Προέρχεται από τη γνωσιακή ψυχοθεραπεία με την ενσωμάτωση και στοιχείων από τη
θεραπεία συμπεριφοράς (Μπουλουγούρης 1992). Βασίζεται στην άποψη ότι οι
συναισθηματικές διαταραχές προκύπτουν από στρεβλωμένες αρνητικές σκέψεις σε
συνδυασμό με δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές. Στόχος της θεραπείας είναι η
τροποποίηση σκέψεων και συμπεριφορών ώστε να βελτιωθεί η διαταραχή. Είναι σύντομη,
γύρω στις 15-20 συνεδρίες, στη διάρκεια των οποίων αποκαλύπτονται οι συνδέσεις μεταξύ
αρνητικών σκέψεων και αντίστοιχων συμπεριφορών. Εστιάζεται στα συμπτώματα. Δίδει
έμφαση στο παρόν και στο μέλλον. Η συμμετοχή του θεραπευτή είναι μεγάλη και εστιάζεται
σε μια εμπειρική προσέγγιση των λανθασμένων απόψεων του ασθενούς (Williams 1984,
Πρίφτης 2000). Εφαρμόζεται με κάποια επιτυχία στις διαταραχές πανικού με ή χωρίς
αγοραφοβία, στη γενικευμένη αγχώδη διαταραχή, στη βουλιμία, στην επεισοδιακή
κατανάλωση τροφής και στην κοινωνική φοβία. Αλλά και στη σχιζοφρένεια έχουν αναφερθεί
θετικά αποτελέσματα, μείωση των υποτροπών και της συχνότητας επανεισαγωγών, σε
συνδυασμό με τη φαρμακευτική αγωγή.

Γνωσιακή αναλυτική ψυχοθεραπεία (Cognitive Analytic Psychotherapy). Είναι βραχεία


ψυχοθεραπεία διάρκειας 16 συνεδριών. Η θεωρητική της βάση έγκειται στην άποψη ότι κατά
την ανάπτυξη του ανθρώπου τα αναφυόμενα προβλήματα ασκούν παραμορφωτικές
επιδράσεις στην προσωπικότητα, ενώ τα προκύπτοντα στρεβλά χαρακτηριστικά ενισχύονται
και συντηρούνται μέσα στο πλέγμα των σχέσεων και των ατομικών ρόλων του ατόμου (Ryle
1990). Έτσι διαμορφώνονται στρεβλές πεποιθήσεις που οδηγούν σε πολωμένες επιλογές, με
αποτέλεσμα οι στόχοι να μην επιτυγχάνονται και να εγκαταλείπονται. Στοιχεία από την
ψυχανάλυση, όπως η έννοια της σύγκρουσης, η μεταβίβαση κ.λπ. ενσωματώνονται στην
ψυχοθεραπευτική διαδικασία σε συνδυασμό με γνωσιακές προσεγγίσεις, όπως η εκπαίδευση
στην αυτοπαρατήρηση ή η μέτρηση των αλλαγών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΑΑ. (1970). Αι θεραπείαι συμπεριφοράς (Behavior Therapy). Νέαι θεραπευτικαί τεχνικαί εις την
Ψυχιατρικήν. Ιατρ Επιθ Ενόπλ Δυνάμεων 4:799-814.
ΜΠΟΥΛΟΥΓΟΥΡΗΣ ΓΚ. (1992). Ο κοινωνικογνωσιακός συμπεριφορισμός στην ψυχιατρική. Ψυχιατρική 3:1-2.
ΜΠΡΟΥΜΑΣ Β, και συν. (1993). Η θεωρία της γνωσιακής ψυχοθεραπείας της κατάθλιψης. Τετρ Ψυχιατρ 44:91-
96.
ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ Ι. (1995). Γνωσιακή ψυχοθεραπεία. Αρχεία ΕΨΨΕΠ 2(3):89-90.
ΠΡΙΦΤΗΣ ΚΦ. (2000). Η θεραπευτική σχέση στη γνωσιακή συμπεριφορική ψυχοθεραπεία. Ανασκόπηση.
Τετράδια Ψυχιατρικής 71:59-64.

BECK A. (1976). Cognitive therapy and the emotional disorders. New York, International University Press.
WILLIAMS M. (1984). Cognitive – Behaviour Therapy for Depression. Problems and Perspectives. Brit J Psychia-
try 145:254-262
BOULOUGOURIS J, MARKS I. (1969). Implosion (flooding). A new treatment for phobias. Brit Med J 1:721-723.
KENWRIGHT M, MARKS IM. (2004). Computer aided self-help for phobia/panic via internet at home: a pilot
study. Brit J Psychiatry 184:448-449.
MARKS I. (1986). Behavioural Psychotherapy in General Psychiatry. Helping patients to help themselves. Brit J
Psychiatry.150:593-597.
RYLE A. (1990). Cognitive Analytic Therapy: Active Participation in Change. Willey, London.
717

WOLPE J. (1958): Psychotherapy by Reciprocal Inhibition. Stanford, Calif, Stanford University Press.
WOLPE J, LAZARUS AA. (1966). A fear servey schedule for use in behaviour therapy. Behav Res Ther 2,27.

88. ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Η συστηματική χρησιμοποίηση ομάδων ασθενών για θεραπευτικούς σκοπούς είναι σχετικά


πρόσφατη, αλλά οι θεραπευτικές ιδιότητες της ομάδας έχουν αναγνωρισθεί από παλιά,
κυρίως στις θρησκευτικές τελετουργίες. Όταν τα ανθρώπινα προβλήματα ιδωθούν από μια
σκοπιά καθολικότητας («συμβαίνει και σε άλλους, ας προσπαθήσουμε μαζί»), τότε το άγχος
και οι ενοχές μειώνονται και η διάθεση για αλλαγή ισχυροποιείται. Στο πλαίσιο της σύγχρονης
ιατρικής η ομαδική ψυχοθεραπεία γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη χάρη σε μια ομάδα
στρατιωτικών ψυχιάτρων (Bion, Main, Foulkes) στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου, σε μια περίοδο κατά την οποία ο μεγάλος αριθμός των ψυχιατρικών ασθενών
μεταξύ των στρατιωτών και ο πολύ μικρός αριθμός ψυχιάτρων υπαγόρευε ομαδικές
μεθόδους θεραπείας. Ομαδικές θεραπευτικές διεργασίες εκτός ιατρικής ανεπτύχθησαν μέσα
από την τεχνική του Carl Rogers (1962). Νωρίτερα το 1946 ο Kurt Lewin, προσπαθώντας να
βοηθήσει την εκτόνωση των ρατσιστικών εντάσεων στις ΗΠΑ, δημιούργησε τα T-Groups
(training groups) ή ομάδες για την εξάσκηση στην ευαισθησία, οι οποίες στη συνέχεια
χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από τις εταιρείες για να βοηθήσουν τους υπαλλήλους τους στην
ανάπτυξη αυτογνωσίας και προσωπικής ολοκλήρωσης.

Η θεραπευτική ομάδα έχει υποστηρικτικές δυνατότητες που δεν συναντώνται στην ατομική
ψυχοθεραπεία. Είναι δεδομένο το θεραπευτικό δυναμικό που υπάρχει σε πολλές ομάδες και
το οποίο βασίζεται στην υποστήριξη, στο μοίρασμα καθηκόντων, ενδιαφερόντων και ιδεών,
στην αμοιβαία ενθάρρυνση, στη συνεκτικότητα και στην αίσθηση ταυτότητας που δίνει η κάθε
ομάδα στο καθένα από τα μέλη της. Όλες οι ομαδικές ψυχοθεραπείες μάχονται την πτώση
της αυτοπεποίθησης και δίνουν στον άρρωστο το κουράγιο να διερευνήσει και να
τροποποιήσει τις στάσεις και τις συμπεριφορές του. Η έκφραση συναισθημάτων στην ομάδα
είναι βασική θεραπευτική προϋπόθεση. Βεβαίως δεν ομιλούν και δεν εκφράζουν συναίσθημα
όλοι οι ασθενείς το ίδιο, άλλοι ομιλούν πολύ και άλλοι λίγο, άλλοι ελεύθερα και άλλοι
συνεσταλμένα, ωστόσο στην ομάδα όλοι ενθαρρύνονται να εκφρασθούν κατά τον καλύτερο
τρόπο κατανικώντας αναστολές και ντροπαλότητα. Η ποικιλία των ομαδικών ψυχοθεραπειών
εκτείνεται από τις αυτοδιερευνητικές ψυχαναλυτικού τύπου μέχρι τις πιο ενεργητικές, στις
οποίες το άγγιγμα και η αντιμετώπιση του άλλου μαζί με άλλες δραστηριότητες όπως η
έντονη εμπειρία ισχυρών συναισθημάτων είναι συχνές διεργασίες.

Από τη μεριά του θεραπευτή, η καθοδήγηση ομάδων απαιτεί εκτός από θεωρητική γνώση και
τεχνική δεξιότητα, αυτογνωσία, εμπιστοσύνη στον εαυτό του, ευαισθησία και λεπτότητα.
Ανεπαρκώς εκπαιδευμένοι καθοδηγητές προκαλούν άγχη, φόβους και ψυχοτραυματισμούς,
αφού δεν δύνανται να εξασφαλίσουν ορισμένες θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την εύρυθμη
λειτουργία της ομάδας, όπως ασφαλή σύνορα της ομάδας ή υποστήριξη για τη βαθμιαία
ανάπτυξη αμοιβαίας φροντίδας και κατανόησης. Ο ρόλος του θεραπευτή είναι ενεργητικός
και διακρίνεται από αισιοδοξία, ευελιξία και αυτοπεποίθηση· κατά κανόνα είναι
υποστηρικτικός αλλά, όποτε χρειάζεται, μπορεί να γίνει αντιπαραθετικός. Ο ηγετικός ρόλος
είναι απαραίτητος, ωστόσο ο θεραπευτής πρέπει να μπορεί να αποβάλλει τα ηγετικά
χαρακτηριστικά ώστε να αποκαλύπτονται στοιχεία του χαρακτήρα του.
718

Αρκετές τεχνικές λεπτομέρειες έχουν γίνει αντικείμενο εκτεταμένων σχολιασμών από τους
πρωτεργάτες της ομαδικής θεραπείας (Foulkes 1974)· μερικές από αυτές είναι οι παρακάτω:
μικρή ή μεγάλη ομάδα, ανοιχτή ή κλειστή ομάδα, μέγεθος ομάδας και αριθμός μελών, ομάδες
στις ψυχιατρικές κλινικές, βιντεοσκόπηση, βραχεία ομαδική ψυχοθεραπεία, κριτήρια επιλογής
ασθενών, αντενδείξεις, συχνότητα συνεδριών, ομογενείς ή ετερογενείς ομάδες, απουσίες ή
αποσκιρτήσεις ασθενών, απουσία ή θάνατος του θεραπευτή, επικέντρωση της ομάδας στα
προβλήματα, επικέντρωση της ομάδας στη θεραπεία, επικέντρωση της ομάδας στην
απόκτηση εμπειρίας, σχέσεις έξω από την ομάδα, η διαδικασία τερματισμού.

Βασικά χαρακτηριστικά των ώριμων ομάδων είναι η διαπροσωπική μάθηση, η


συνεκτικότητα, ο προσανατολισμός στο «εδώ και τώρα» και στο μέλλον, η αποθάρρυνση του
«εκεί και τότε», η αντίληψη που έχει κάθε μέλος για τις δυναμικές της ομάδας. Μερικοί από
τους θεραπευτικούς παράγοντες που αναπτύσσονται στις ομάδες (Βοστάνης 1990) είναι οι
ακόλουθοι:
Συνεκτικότητα. Πρόκειται για το τελικό αποτέλεσμα όλων των δυνάμεων που δρουν στο
εσωτερικό της ομάδας και κρατούν τα μέλη εντός της (Yalom 1975). Η ομάδα είναι
συνεκτική όταν τα μέλη της έχουν το αίσθημα του ανήκειν και της αμοιβαίας αποδοχής,
όταν υπάρχει αίσθημα υποστήριξης και η ομάδα είναι πηγή φροντίδας.
Διαπροσωπική μάθηση. Κάθε άτομο εισέρχεται στην ομάδα με τα δικά του ιδιαίτερα
γνωρίσματα, μερικά από τα οποία ευθύνονται για τα προβλήματά του (εξάρτηση,
ναρκισσιστική συμπεριφορά, παρορμητικότητα κ.λπ.). Η ομάδα τηρεί απέναντι στο
εκάστοτε νέο ασθενές μέλος της αντίστοιχη στάση, από την οποία το νέο μέλος αντλεί
μαθήματα, τροποποιώντας σταδιακά τη συμπεριφορά του.
Καθολικότητα. Αντικατάσταση του «εγώ» από το «εμείς».
Ελπίδα, από μέρους του ασθενή, και προσδοκία για βοήθεια που μπορεί να προέλθει τόσο
από την ομάδα όσο και από τον θεραπευτή.
Αλληλεγγύη. Η ίδια η δομή της ομάδας διευκολύνει την αλληλοβοήθεια και
αλληλοϋποστήριξη. Ο άρρωστος αισθάνεται ότι είναι χρήσιμος στους άλλους.
Καθοδήγηση και παροχή πληροφορίας, με σκοπό να αντιμετωπισθούν η σύγχυση, οι
δισταγμοί και η δυσφορία των νέων ασθενών. Η αποσαφήνιση προβλημάτων βοηθάει τον
ασθενή να τα αντιμετωπίζει καλύτερα.
Μηχανισμοί ταύτισης με την οικογένεια. Η δομή της ομάδας, κυρίως όταν περιλαμβάνει δύο
θεραπευτές διαφορετικών φύλων, παρέχει κατάλληλο έδαφος για την κατανόηση από
μέρους του ασθενούς πολλών στοιχείων της οικογένειάς του, κυρίως κατά τα πρώτα χρόνια
της ζωής του.
Κάθαρση διά της αυτοαποκάλυψης. Συναισθηματική ανακούφιση μέσα από την έκφραση
θυμού, άγχους, ντροπής, ενοχής ή με την αποκάλυψη πληροφοριών για τον εαυτό.

Ασθενείς με νευρωσικές διαταραχές και διαταραχές της προσωπικότητας, εξαρτημένοι από


ουσίες, ακόμη και πάσχοντες από ψυχώσεις είναι δυνατόν να βοηθηθούν μέσα από ομαδικές
θεραπευτικές διεργασίες. Περισσότερο θα ωφεληθούν από την ομαδική ψυχοθεραπεία, πέρα
από τη διαγνωστική κατηγορία στην οποία ανήκουν, άτομα με σύγχυση ταυτότητας, χαμηλή
αυτοεκτίμηση, έλλειψη σκοπού και κατεύθυνσης. Άτομα με άγχος, κατάθλιψη, σωματοποίηση
προβλημάτων, σεξουαλικά προβλήματα, αδυναμία έκφρασης συναισθημάτων,
διαπροσωπικά προβλήματα και κοινωνική δυσφορία. Η ομαδική θεραπεία δεν ενδείκνυται
στους βαριά καταθλιπτικούς, στους σχιζοφρενείς σε οξεία φάση, στην παρανοειδή
προσωπικότητα, στην έντονα σχιζοειδική προσωπικότητα, στην ψυχοπαθητική και
ναρκισσιστική προσωπικότητα, στον πάσχοντα από υποχονδριακή διαταραχή. Μεγάλη είναι
η χρησιμότητα των ομαδικών θεραπειών σε πάσχοντες από χρόνια σωματικά νοσήματα ή
προβλήματα (π.χ. μαστεκτομηθείσες γυναίκες).

Ο άρρωστος που θα ωφεληθεί από την ομαδική ψυχοθεραπεία πρέπει να έχει κίνητρο για
αλλαγή και να έρχεται στην ομάδα με δική του πρωτοβουλία. Να έχει υψηλή αισιοδοξία για το
αποτέλεσμα της ομαδικής θεραπείας. Να έχει αρκετή ικανότητα να αντιλαμβάνεται
ψυχολογικά προβλήματα και καταστάσεις και να συζητάει πάνω σε αυτά. Οι πλέον
719

διαδεδομένες ομαδικές θεραπείες είναι η Αναλυτική Ομαδική Ψυχοθεραπεία, η Θεραπεία


Gestalt, η Θεραπευτική Κοινότητα και το Ψυχόδραμα.

Αναλυτική Ομαδική Ψυχοθεραπεία. Οι ψυχαναλυτές στην αρχή αντιμετώπισαν με


επιφύλαξη την ομαδική θεραπεία. Ο Freud ήταν γνώστης της σημασίας των ομαδικών
φαινομένων, αλλά, όπως και ο Jung, πίστευε ότι η ψυχιατρική νόσος είναι καθαρά
προσωπικό βίωμα που απαιτεί ανάλογη αντιμετώπιση. Η τυπική αναλυτική ομαδική
ψυχοθεραπεία (Foulkes 1948) χαρακτηρίζεται από τη συνάθροιση 6-8 ατόμων, ξένων μεταξύ
τους, σε εβδομαδιαίες συναντήσεις επί ένα ή δύο χρόνια, με έναν ψυχοθεραπευτή ο οποίος
διευκολύνει την αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της ομάδας έτσι ώστε σταδιακά να
εκφράζουν και να διερευνούν τα προβλήματα, τα συναισθήματα και τις μεταξύ τους
αντιδράσεις. Η όλη διαδικασία βασίζεται στις δυναμικές της μικρής ομάδας· αφορά κάθε
πρόσωπο της ομάδας ξεχωριστά, το οποίο καλείται να (εκ)θέσει τον εαυτό του ενώπιον των
άλλων μελών, να αναλύσει τις δυσκολίες του και να βιώσει τη διαδικασία και το περιεχόμενο
της θεραπευτικής κατάστασης. Ο συνδυασμός ειλικρινείας, αποδοχής και αποφυγής της
κριτικής επιτρέπουν τη μάθηση από τις εμπειρίες και τις αντιδράσεις των άλλων και
διευκολύνουν την ανάπτυξη καινούργιων δρόμων συμπεριφοράς και απόκτησης εμπειρίας,
καθώς και τη βελτίωση των σχέσεων και της αποδοτικότητας. Οι θεραπευτικές δεξιότητες του
κάθε μέλους της ομάδας και τα φαινόμενα πολλαπλής μεταβίβασης αξιοποιούνται για το
όφελος όλων και του θεραπευτή.

Θεραπεία Gestalt. Η λέξη Gestalt σημαίνει «ολοκληρωμένο σύνολο». Η Gestalt θεραπεία


αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ από τον Γερμανό ψυχαναλυτή Frederick Perls (Tillett 1984). Εκτός
από τις φροϋδικές καταβολές της έχει στενή συγγένεια με εξιστενσιαλιστικές και ουμανιστικές
προσεγγίσεις, καθώς και με την Gestalt ψυχολογία, η οποία δίνει έμφαση στον δυναμικό
χαρακτήρα της προσωπικότητας που συνεχίζει να αλλάζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Η
έμφαση στο «εδώ και τώρα», καθώς και η άποψη ότι ο ασθενής, όπως κάθε άτομο, πρέπει
να αναλαμβάνει τις ευθύνες του για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται είναι επίσης
σημαντικά στοιχεία της Gestalt θεραπείας. Η διαδικασία περιλαμβάνει τον κύκλο της ομάδας,
στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ένα κάθισμα (το «καυτό κάθισμα») που καταλαμβάνεται
εθελοντικά από κάποιο μέλος της ομάδας. Αυτός που κάθεται στο κέντρο συνομιλεί με τον
θεραπευτή για συγκεκριμένο πρόβλημά του και τα άλλα μέλη παρακολουθούν. Μοιάζει σαν
ατομική ψυχοθεραπεία μέσα σε μιαν ομάδα. Σκοπός είναι η επίτευξη επίγνωσης (awareness)
μέσω της ανασκόπησης εμπειριών του παρελθόντος και δι’ αυτής η ωρίμανση και
απαρτίωση της προσωπικότητας.

Θεραπευτική κοινότητα. Οι έννοιες του θεραπευτικού περιβάλλοντος και οι προσπάθειες


εφαρμογής του εμφανίσθηκαν και διαμορφώθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα. Η θεραπεία
περιβάλλοντος (milieu therapy) προηγήθηκε της θεραπευτικής κοινότητας, χαρακτηρίσθηκε
ως θεραπεία μέσα από το σύνολο της βιωματικής εμπειρίας του ασθενούς (total living expe-
rience) και εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία του μεσοπολέμου από τον Simmel
(1929), ο οποίος είχε εμπειρία από ομαδικές ψυχοθεραπείες ψυχαναλυτικής εμπνεύσεως σε
φυματικούς. Στόχος ήταν, στο «ψευδοπεριβάλλον» του ασθενούς να αντιπαρατεθεί ένα
«αυθεντικό περιβάλλον» το οποίο θα διοχέτευε την παρορμητική του επιθετικότητα σε
αποδεκτές μορφές δραστηριότητας, θα παρείχε υποκατάστατες ικανοποιήσεις «ακόμη και σε
επίπεδο μητρικό», θα τον προστάτευε μέχρις ότου θα ήταν σε θέση να ζήσει μια αυτόνομη
ζωή. Αλλά το πείραμα κράτησε λίγο, επειδή ο ναζισμός δεν μπορούσε να ανεχθεί ούτε την
ψυχανάλυση ούτε την εμπλοκή του κοινωνικού περιβάλλοντος σε οποιαδήποτε προσπάθεια
ερμηνείας των ψυχοκοινωνικών φαινομένων, ούτε και τον Simmel που ήταν εβραίος. Ενώ η
milieu therapy χαρακτηρίζεται από πολλαπλές προσεγγίσεις γύρω από τις οποίες
συστηματικά οργανώνονται θεραπευτικές δραστηριότητες και σχέσεις ιδωμένες κυρίως από
ψυχαναλυτική σκοπιά, η θεραπευτική κοινότητα δίνει έμφαση στην κοινωνική αλληλεπίδραση
και είναι πραγματικά μεταπολεμικό φαινόμενο. Ως όρος η θεραπευτική κοινότητα
εμφανίσθηκε το 1946 (Μain et al 1946) και παρουσιάσθηκε ως αντίδραση στα
αντιθεραπευτικά αποτελέσματα των μεγάλων κουστωδιακών ασύλων, τα οποία
720

χαρακτηρίζονταν από ένα μείγμα πατερναλιστικής φιλανθρωπίας και αυταρχισμού. Ωστόσο


ήδη από το 1940 ο Sullivan δούλευε σε μια μονάδα με έξι κρεβάτια προσπαθώντας να
θεραπεύσει νεαρούς ασθενείς με τροποποίηση του προσωπικού, του κοινωνικού και του
πολιτιστικού περιβάλλοντός τους μέσα από ομαδικές κυρίως διαδικασίες.

Η θεραπευτική κοινότητα αντιλαμβάνεται την ψυχιατρική νόσο μέσα σ’ ένα δυναμικό πλαίσιο
ως αποτέλεσμα διαπλοκής διαπροσωπικών δυνάμεων και δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις
ομαδικές και κοινοτικές διεργασίες, όπου γίνεται προσπάθεια απόκτησης μεγαλύτερης
κοινωνικής αυτοεπίγνωσης και τα συναισθήματα εκφράζονται σύμφωνα με τις ανάγκες της
πραγματικής ζωής (Caine and Smail 1969). Ο Jones (1953) θεώρησε την θεραπευτική
κοινότητα κοινωνικό σύστημα στο οποίο όλα τα μέλη, ασθενείς και προσωπικό,
αλληλοεπηρεάζονται αμοιβαία για το καλύτερο ή για το χειρότερο, πράγμα που εξαρτάται
από τους τρόπους λειτουργίας της. Μέσα σε αυτό το σύστημα, η θεραπευτική κοινότητα
αποτελεί σημαντική επιπρόσθετη διάσταση της ψυχολογικής αλλά και της βιολογικής
θεραπείας: δίνει έμφαση στις διαδικασίες κοινωνικής μάθησης και στον έλεγχο της
παρορμητικής συμπεριφοράς μέσω των πολλαπλών συναντήσεων ασθενών και
προσωπικού, ενώ διέπεται επίσης από τις θεμελιώδεις αρχές της ελευθερίας, της
υπευθυνότητας και της δραστηριότητας. Ο Rapoport (1960) πίστευε ότι η συνολική κοινωνική
οργάνωση και όχι μόνο η σχέση με τον ιατρό επιδρά στο θεραπευτικό αποτέλεσμα, πράγμα
που σημαίνει ότι όλες οι σχέσεις –των ασθενών μεταξύ τους, μεταξύ ασθενών και
προσωπικού και μεταξύ μελών του προσωπικού– θεωρούνται δυνητικά θεραπευτικές. Σε μια
ατμόσφαιρα αποδοχής, κατανόησης και ανοχής ο άρρωστος έχει την ευκαιρία να
πειραματιστεί με νέες δυνατότητες και στάσεις και να μάθει καλύτερους τρόπους
ικανοποίησης των συναισθηματικών του αναγκών. Η δημοκρατικότητα (democratization), η
επιτρεπτικότητα (permissiveness), το κοινοτικό και συλλογικό πνεύμα (communalism) και η
αντιμετώπιση της πραγματικότητας (reality confrontation) πρέπει να υιοθετηθούν ως
θεμελιώδεις και κατευθυντήριες δυνάμεις της θεραπευτικής κοινότητας, υποστήριξε ο
Rapoport.

Όλες οι θεραπευτικές κοινότητες έχουν αρχές, κανόνες και διαδικασίες, θέτουν όρια στις
συμπεριφορές των μελών τους και ανταμείβουν τα μέλη εκείνα που εργάζονται για την
πραγματοποίηση των κανόνων λειτουργίας τους. Ανάλογα με το αν τα μοντέλα είναι ανοιχτά
ή κλειστά, δημοκρατικά ή ιεραρχικά, απομονωμένα ή τμήματα νοσοκομείων, δίδουν έμφαση
στις λειτουργικές διαδικασίες που τους ταιριάζουν περισσότερο (Sugarman 1984). Η
αντιμετώπιση της πραγματικότητας ίσως είναι το σημαντικότερο λειτουργικό στοιχείο της
θεραπευτικής κοινότητας. Η ομάδα ως σύνολο ενημερώνει ένα ή περισσότερα μέλη της για
ορισμένα ζητήματα, όπως για τον τρόπο με τον οποίο εισπράχθηκε κάποια πράξη του, για τη
σημασία και για τον αντίκτυπο που είχε. Αυτό οδηγεί σε δημόσια εξομολόγηση, η οποία σε
συνδυασμό με τη δημόσια δέσμευση για προσωπική αλλαγή σε συγκεκριμένα ζητήματα είναι
από τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά πολλών θεραπευτικών κοινοτήτων. Άλλοι κανόνες και
αρχές λειτουργίας των θεραπευτικών κοινοτήτων είναι οι εξής:
Επικοινωνία. Επιδιώκεται η μεγιστοποίηση των ευκαιριών για επικοινωνία μεταξύ των
ασθενών, μεταξύ ασθενών και προσωπικού και μεταξύ των μελών του προσωπικού.
Υπάρχει ανοιχτό πεδίο για την έκφραση γνώμης, διότι άλυτες εντάσεις –κυρίως μεταξύ των
μελών του προσωπικού– επιδρούν αρνητικά στην πορεία των ασθενών. Η αναστολή των
συναισθημάτων πρέπει να αποφεύγεται. Τα συναισθήματα πρέπει να εκφράζονται μέσα
στην ομάδα, στον κατάλληλο χρόνο και τόπο.
Εξατομίκευση των δυνατοτήτων. Επιδιώκεται η ενίσχυση των ασθενών έτσι ώστε να
λειτουργούν σε επίπεδο ανάλογο με τις δυνατότητες τους, προκειμένου να αυξηθεί η
αυτοπεποίθησή τους και να εμποδιστεί η παλινδρόμηση. Τους παρέχονται ευκαιρίες ώστε
να συμμετέχουν στη διαχείριση της θεραπευτικής κοινότητας, πράγμα που προϋποθέτει
ανοιχτό σύστημα επικοινωνίας, ισότιμη ροή της πληροφορίας και συμμετοχή στη λήψη
αποφάσεων.
Κοινωνικοποίηση. Δίδεται έμφαση στις ομαδικές λειτουργίες και στην προώθηση της
κοινωνικοποίησης. Η ομαδική θεραπεία με την αυτοαποκάλυψη, την προσήλωση στο «εδώ
721

και τώρα», τον προσανατολισμό προς το μέλλον, συντελεί στη θεραπεία. Μέσα από τη
συμμετοχή στις ομαδικές διεργασίες τα μέλη συγκεκριμενοποιούν την αντίληψη που έχουν
για τη θεραπευτική κοινότητα, αναπτύσσουν το αίσθημα ότι ανήκουν κάπου –σε μια
αυτάρκη ομάδα–, ότι είναι ασφαλείς, γεγονός που αυξάνει τη συνεκτικότητα της ομάδας, τη
συλλογικότητα και την ευθύνη καθενός προς τα άλλα μέλη.
Αλληλοβοήθεια. Στις θεραπευτικές κοινότητες είναι διάχυτο το αίσθημα ότι το να βοηθάς τον
άλλον είναι ο καλύτερος τρόπος να βοηθάς τον εαυτό σου και ότι η βοήθεια στον
συμπάσχοντα έχει μεγαλύτερη, αν και διαφορετική, αξία από εκείνη του ειδικού, καθότι ο
τελευταίος δεν διαθέτει την κοινή εμπειρία.
Δημιουργική δραστηριότητα. Μέσα από τη δημιουργική δραστηριότητα και τα επιτεύγματα σε
ατομικό ή ομαδικό επίπεδο αναπτύσσεται αίσθημα εμπιστοσύνης στον εαυτό,
συναγωνιστική διάθεση και θετική στάση προς την κοινότητα.

Υπάρχουν δύο μεγάλα ρεύματα στις θεραπευτικές κοινότητες: οι λεγόμενες ιεραρχικές ή


προγραμματικές και οι δημοκρατικές. Έχει υποστηριχθεί (Glasser 1984) ότι οι πρακτικές
αυτών των δύο ρευμάτων διαφέρουν ριζικά ως προς την ιδεολογία, τις στάσεις και τα
πιστεύω του προσωπικού, ως προς τα είδη της κοινωνικής μάθησης και της αμοιβαιότητας
που υπάρχει μεταξύ των μελών, και ότι οι διαφορές τους είναι τόσο μεγάλες που δεν είναι
δυνατή καμία συνύπαρξή τους. Άλλοι όμως (Sugarman 1984) υποστηρίζουν ότι αυτά τα δύο
ρεύματα μπορεί όχι μόνο να συνυπάρχουν αλλά και να συντελέσουν στη διαμόρφωση ενός
τρίτου μοντέλου, το οποίο μέσα από την απαρτίωση των αντιθέσεών τους θα έχει πλατύτερη
εφαρμογή. Είναι άραγε δυνατόν η θεραπευτική κοινότητα να ευδοκιμήσει σε ποικίλα
ψυχιατρικά ιδρύματα, σε δομές και υπηρεσίες με ποικίλους ασθενείς, ή μήπως η
αποτελεσματικότητά της εξαντλείται στις ομοιογενείς ομάδες (ψυχοπαθητικοί, νευρωσικοί και
κυρίως εξαρτημένοι από ουσίες), από όπου αναφέρονται και οι μεγαλύτερες επιτυχίες; Η
απάντηση είναι καταφατική, με την προϋπόθεση ότι οι αρχές της θα πρέπει αδογμάτιστα και
με ευελιξία να προσαρμόζονται στις ανάγκες της συγκεκριμένης κλινικής, του συγκεκριμένου
νοσοκομείου ή ιδρύματος και της συγκεκριμένης σύνθεσης του πληθυσμού των ασθενών. Ο
Clark (1965) πρότεινε τη διάκριση ανάμεσα στη «γνήσια θεραπευτική κοινότητα» (therapeutic
community proper) και τη «θεραπευτική κοινότητα κατά προσέγγιση» (therapeutic community
approach). Η πρώτη είναι καθαρή και πλήρης εφαρμογή των αρχών της θεραπευτικής
κοινότητας, ενώ στη δεύτερη εφαρμόζονται ορισμένες αρχές, εκείνες που μπορούν να
ευδοκιμήσουν στο ιδιαίτερο κλίμα της κλινικής, του ιδρύματος κ.λπ.

Ψυχόδραμα. Το ψυχόδραμα (Μαντωνάκης 1973, Marineau 1989, Λιοδάκης 2007) κατάγεται


από τον Ρουμάνο ιατρό, συγγραφέα, φανταιζίστ ποιητή και διανοούμενο Jacob Levy Moreno
(1889-1974), ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί και ένας από τους ιδρυτές της ομαδικής
ψυχοθεραπείας. Αρχικώς οργάνωσε διηγήσεις παραμυθιών σε παιδιά, τα οποία κατόπιν
καλούνταν να εκδραματίσουν το παραμύθι που άκουσαν. Αργότερα, το 1921, ίδρυσε στη
Βιέννη το θέατρο Das Stregreif, όπου ηθοποιοί και θεατές με απόλυτη ελευθερία ανέβαιναν
στη σκηνή και εκδραμάτιζαν πραγματικές ή φανταστικές ιστορίες. Τελικώς, εφάρμοσε το
ψυχόδραμα ως έδαφος για ένα είδος ομαδικής ψυχοθεραπείας. Βασικές έννοιες του
ψυχοδράματος ήσαν η ανάληψη ρόλου, ο αυθορμητισμός, η δημιουργικότητα, η
ενσυναίσθηση (empathy) και η κάθαρση. Ο άρρωστος παρουσιάζει επεισόδια από τη ζωή
του κατά δραματικό τρόπο, με τη βοήθεια άλλων ασθενών που μοιράζονται διάφορους
ρόλους, με τελικό στόχο την απελευθέρωση από στερεότυπες συμπεριφορές. Κατά την
εξέλιξη της εκδραμάτισης συγκρούσεων και προβλημάτων στις διαπροσωπικές σχέσεις οι
ηθοποιοί ασθενείς αποκτούν εναισθησία και με τη βοήθεια της ομάδας θεραπεύουν
παθολογικούς τρόπους συμπεριφοράς και βελτιώνουν τις δεξιότητές τους. Σήμερα ελάχιστα
χρησιμοποιείται ως θεραπευτικό μέσο, κυρίως σε άτομα με ψυχοκοινωνικές δυσκολίες.

ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ. Η οικογένεια είναι σύστημα με ιδιότητες μοναδικές, πολύ


περισσότερες από το άθροισμα των χαρακτηριστικών των μελών της (βλ. σχετικό κεφάλαιο).
Η μελέτη των μορφών επικοινωνίας σε οικογένειες σχιζοφρενών (Bateson, Lidz, Leff) κατά
τις δεκαετίες ’50 και ’60 πυροδότησε το ενδιαφέρον για θεραπευτικές παρεμβάσεις στην
722

οικογένεια· με την πάροδο του χρόνου η ανάπτυξη νέων θεωρητικών μοντέλων για τη
λειτουργία και την ψυχοπαθολογία της οικογένειας οδήγησαν σε αρκετά εξειδικευμένες
μορφές θεραπευτικών προσεγγίσεων (Βασιλείου και Βασιλείου 1994). Σε γενικές γραμμές,
θεραπεία οικογένειας επιλέγεται όταν ο ασθενής έχει προβλήματα τόσο στενά δεμένα με
λανθασμένες λειτουργίες στην οικογένειά του ώστε η ατομική θεραπεία να καθίσταται
ακατάλληλη. Τέτοια προβλήματα είναι, ενδεικτικά, η συζυγική δυσαρμονία, οι συγκρούσεις
μεταξύ γονέων και παιδιών, οι διαταραχές της συμπεριφοράς παιδιού, η αντικοινωνική
συμπεριφορά εφήβου, η άρνηση σχολείου, η αντιμαχία μεταξύ αδελφών κ.λπ. Μερικοί από
τους στόχους της θεραπείας οικογένειας είναι να ανεβάσει τα επίπεδα και την ποιότητα
επικοινωνίας μεταξύ των μελών, να αμβλύνει τη συναισθηματική δυσφορία και να προαγάγει
την υγεία στην οικογένεια σαν σύνολο, να επιλύσει τις παθολογικές συγκρούσεις στο πλαίσιο
των διαπροσωπικών σχέσεων των μελών, να αυξήσει την αμοιβαία μεταξύ των μελών
ικανοποίηση των συναισθηματικών τους αναγκών, να αυξήσει τις αντοχές της οικογένειας
στις κρίσεις. Μοντέλα θεραπείας οικογένειας:
Κυβερνητικό, Συστημικό μοντέλο. Οι ιδέες της κυβερνητικής (cybernetics) και η θεωρία
των συστημάτων επικοινωνίας (von Bertalanffy 1950) βρίσκονται στη βάση της
οικογενειακής θεραπείας όπως αυτή προτάθηκε από τον Bateson (Bateson 1972, Durkin
1982, Τομαράς 1994). Βασίζονται στην άποψη ότι για τη μελέτη πολύπλοκων
προβλημάτων πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν όχι μόνον όλοι οι παράγοντες του
προβλήματος αλλά και οι μεταξύ τους σχέσεις. Σύμφωνα με το κυβερνητικό μοντέλο η
οικογένεια είναι ένας ομοιοστατικός μηχανισμός με τύπους επικοινωνίας ανάλογους με
εκείνους των μηχανικών συστημάτων επεξεργασίας της πληροφορίας και επομένως τα
άτομα και οι κοινωνικές ομάδες ορίζονται ως ανοιχτά πολυεπίπεδα βιοψυχοκοινωνικά
συστήματα. Ποικίλα συμπτώματα ή διαταραγμένες συμπεριφορές ενός ασθενούς, παιδιού
ή ενήλικα, είναι μέρος μίας διαταραχής που περιλαμβάνει και άλλους και μπορεί να
εστιάζεται στον γάμο ή σε ολόκληρη την οικογένεια.
Δομικό μοντέλο. Είναι εξελιγμένο συστημικό μοντέλο (Minuchin 1974), πολύ διαφημισμένο
και διαδεδομένο αυτήν την εποχή. Βασικός στόχος είναι η αλλαγή οργάνωσης της δομής
της οικογένειας. Ο θεραπευτής, εξόχως ενεργός και παρεμβατικός, γίνεται μέλος του
συστήματος της οικογένειας και λειτουργεί ως καταλύτης προς την κατεύθυνση της θετικής
αλλαγής. Δημιουργεί υποσυστήματα στην ομάδα και τα ξεχωρίζει από την υπόλοιπη
οικογένεια είτε αυξάνοντας τις αποστάσεις στη διάρκεια της συνεδρίας ή ζητώντας τους για
κάποιο διάστημα να μη συμμετέχουν στις διεργασίες αλλά να τις παρακολουθούν μέσα από
μονόδρομο καθρέφτη. Οι ανισορροπίες που δημιουργούνται συμβάλλουν στην κατανόηση
της λειτουργικότητας της οικογένειας.
Ψυχοδυναμικό μοντέλο. Ο θεραπευτής δίνει ερμηνείες και ενεργεί ώστε οι ασυνείδητες
εμπειρίες και τα συναισθήματα των ασθενών να ανέλθουν στο επίπεδο της συνείδησής
τους, βοηθώντας τους συγχρόνως να βρουν τη σχέση μεταξύ παρελθούσης και παρούσης
συμπεριφοράς. Τελικός στόχος είναι η επίγνωση, η ολοκλήρωση και η φυσιολογική
λειτουργία της οικογένειας.
Επικοινωνιακό. Βασίζεται στην άποψη ότι οι σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας
καθορίζονται από την επικοινωνία όσον αφορά μηνύματα και κανόνες, ενώ όταν η
επικοινωνία είναι λανθασμένη, διαταράσσονται οι σχέσεις. Σκοπός της θεραπείας είναι να
δώσει έναν άλλο τρόπο επικοινωνίας, μια άλλη δομή και ιεραρχία στην οικογένεια. Να
τροποποιήσει τις σχέσεις εξουσίας ώστε να αποκατασταθεί η επικοινωνία μέσα από τον
σχεδιασμό και την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων.
Μπηχαβιοριστικό. Βασίζεται στις αρχές της μαθησιακής θεωρίας. Σκοπός του είναι η άμεση
αλλαγή συγκεκριμένων μορφών συμπεριφοράς σύμφωνα με την επιθυμία της ίδιας της
οικογένειας. Δηλαδή ο καθένας ζητάει μια συγκεκριμένη αλλαγή από τους άλλους, αλλά
υποχρεώνεται να αλλάξει και δικές του συγκεκριμένες συμπεριφορές που ζητάνε οι άλλοι.
Στόχος είναι στη θέση των ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ των μελών να δημιουργηθούν
συμπεριφορές συνεργασίας μέσα από προγράμματα αμοιβαίας ενίσχυσης των θετικών
συμπεριφορών· ακόμη, η εκμάθηση νέων τρόπων αντιμετώπισης των κρίσεων μεταξύ των
μελών της οικογένειας στη θέση των παλαιών.
723

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Γ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ B. (1994). Η ανάπτυξη της οικογενειακής θεραπείας όπως την ζήσαμε. Τετρ Ψυχιατρ
45:11-21.
ΒΟΣΤΑΝΗΣ Π. (1990). Θεραπευτικοί παράγοντες στην ομαδική ψυχοθεραπεία. Κριτική ανασκόπηση της
βιβλιογραφίας. Εγκέφαλος 27:73-79.
ΓΙΩΤΗΣ Λ. (2004). Ανασκόπηση της σύγχρονης έρευνας στο πεδίο της Δραματοθεραπείας. Τετρ Ψυχιατρ 86:118-
130.
ΛΙΟΔΑΚΗΣ Α. (2007). Ψυχόδραμα – Μια θεραπεία δράσης. Τετρ Ψυχιατρ 97:89-91
ΜΑΝΟΣ Ν. (1980). Ομαδική ψυχοθεραπεία και θεραπευτική κοινότητα στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο. Εγκέφαλος
17:29-32.
ΜΑΝΤΩΝΑΚΗΣ Ι. (1973). Η θεατρική καταγωγή του ψυχοδράματος και η θεραπευτική του δράσις εις το
ακροατήριον. Ψυχολογία 1:3-12.
ΤΟΜΑΡΑΣ Β. (1994). Συστημική θεωρία οικογένειας: Η εξελικτική πορεία. Τετρ Ψυχιατρ 45:134-142.

BATESON G. (1972). Steps Towards an Ecology of Mind. New York: Ballantine Books.
CAINE JM, SMAIL DJ. (1969). The Treatment of Mental Illness-Science, Faith and the Therapeutic Personality.
University of London Press. London.
CLARK DH. (1965). The Therapeutic Community. Concept, practice and future. Brit. J. Psychiatry, 11:947-954.
DURKIN HE. (1982). Change in group psychotherapy: therapy and practice: a systems perspective.Int J Group
Psychother. 32(4):431-9.
FOULKES SH. (1948). Introduction to Group Analytic Psychotherapy. Heinemann, London
FOULKES SH. (1974). Problems of the large group from a group-analytic point of view. In: The Large Group. Dy-
namics and Therapy. Ed, Kreeger L, Peacock Pubs.
GLASSER AN. (1984). Therapeutic Communities and Therapeutic Communities. A personal perspective. Int. J.
of Ther. Commun. 4(2):150-162.
JONES M. (1953). The Therapeutic Community. Basic Books Inc. New York.
MAIN TF. (1980). Towards a New Common Model of the Therapeutic Community. Structural components, Learn-
ing Processes and Outcomes. Int. J. Ther. Commun. 5(2):77-98.
MARINEAU, RF. (1989). Jacob Levy Moreno (1889-1974): Father of psychodrama, sociometry, and group psy-
chotherapy. Routlidge London & New York.
MINUCHIN, S. (1974). Families and Family Therapy. Harvard University Press.
PERLS F, HEFFERLIN R, GOODMAN P. (1950). Gestalt Therapy: Excitement and Growth in the Human Per-
sonality. London, Pelican Books.
RAPOPORT RN. (1960). Community as a doctor: New Perspectives on a Therapeutic Community. London,
Tavistock.
ROGERS C. (1962). On becoming a person. Constable.
SIMMEL E. (1929). Psychoanalytic treatment in a sanatorium. Int. J. Psychoanal. 10:70.
SUGARMAN B. (1984). Towards a New, Common Model of the Therapeutic Community: Structural Components,
Learning Processes and Outcomes. Int. J. Ther. Commun. 5(2):17-98.
TILLET R. (1984). Gestalt Therapy in Theory and in Practice. Brit J Psychiatry 145:231-235.
von BERTALANFFY, L. (1950). An outline of general systems theory. British Journal of Philosophical Science, 1,
134–165.
YALOM I. (1975). The Theory and Practice of Group Psychotherapy. New York. Basic Books.
724

89. ΑΛΛΕΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Τεχνικές χαλάρωσης. Οι αγχώδεις και ψυχοσωματικές διαταραχές, το στρες, καθώς και οι


ψυχοτραυματικές καταστάσεις αποτελούν τις κυριότερες ενδείξεις των τεχνικών χαλάρωσης.
Στις τεχνικές αυτές το άτομο διδάσκεται να επιτυγχάνει χαλάρωση μέσα από μια διαδικασία
που απαιτεί αυτοέλεγχο. Οι τεχνικές χαλάρωσης είναι δυνατόν να οδηγήσουν στην επίτευξη
μιας επιθυμούμενης συνειδησιακής κατάστασης συνδυασμένης με μια επιθυμούμενη
ψυχοφυσιολογική κατάσταση, εκείνη της απαλλαγής από κάθε φορτίο (Δέγλερης 1991).
Θεμελιώδης προϋπόθεση για την επιτυχία οποιασδήποτε τεχνικής χαλάρωσης είναι η
αποσύνδεση από τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Δεν συγκαταλέγονται στις αυστηρά
ιατρικές τεχνικές, ίσως διότι δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη σοβαρή έρευνα που να αφορά
τις παραμέτρους αυτής της θεραπευτικής περιοχής. Ο αριθμός τους είναι μεγάλος, μερικές
έχουν μακραίωνη ιστορία και δεν πρέπει να περιφρονούνται επειδή δεν έχουν επιστημονική
τεκμηρίωση. Σε ψυχοφυσιολογικό επίπεδο κατά την πλήρη χαλάρωση παρατηρούνται
ηλεκτροεγκεφαλογραφικές μεταβολές με την εμφάνιση βραδύτερων κυμάτων, μείωση της
δερματικής αγωγιμότητας, πτώση της θερμοκρασίας του σώματος, ισοηλεκτρική γραμμή στο
ηλεκτρομυογράφημα.
Η αυτογενής εξάσκηση (autogenic training) προτάθηκε από τον Johannes Schultz το 1932
(Schultz 1950, 1970). Έχει αποκληθεί «χαλάρωση της συγκέντρωσης». Μέθοδος
χαλάρωσης διά της επικεντρωμένης αυτοαποσύσπασης, όπως ονομάσθηκε, συνίσταται σε
μια σειρά συνεδριών κατά τις οποίες ο ασθενής μαθαίνει να χαλαρώνει τα άκρα του, να
επιδρά στο αυτόνομο ΝΣ, στην καρδιακή και στην αναπνευστική λειτουργία του. Η
διαδικασία περιλαμβάνει εξάσκηση στη βραδεία ρυθμική αναπνοή με ενδιάμεση παύλα
(εισπνοή-παύλα-εκπνοή), που συνοδεύεται από νοερή επανάληψη στερεότυπων και χωρίς
καμία συναισθηματική σημασία λέξεων ή εικόνων (χρωμάτων), ώστε να εμποδίζεται η
ανάπτυξη ενοχλητικών σκέψεων. Στόχος είναι να προκληθεί ένα ευχάριστο ζεστό αίσθημα
σε όλο το σώμα και ένα αίσθημα δροσιάς στο μέτωπο. Υπάρχει μια συγγένεια με τη γιόγκα
και τον διαλογισμό, αλλά η αυτογενής εξάσκηση δεν έχει σχέση με τον μυστικισμό.
Επιτυγχάνεται μια κατάσταση μυοχαλάρωσης και υπνωτισμού μέσα από μια διαδικασία έξι
βασικών ασκήσεων. 1. Εμπειρία του σωματικού βάρους και μυϊκή αποσύσπαση. 2.
Εμπειρία ζεστασιάς και αποσύσπαση των ιστών. 3. Καρδιακή εξάσκηση. 4. Αναπνευστική
εξάσκηση. 5. Έλεγχος της κοιλιακής χώρας. 6. Τακτοποίηση της κεφαλής, αίσθημα δροσιάς
στο μέτωπο. Κατά την πρακτική εφαρμογή της η αυτογενής εξάσκηση είναι ένα σύστημα
αυστηρά εξειδικευμένων διαδικασιών αυθυποβολής με στόχο την ανακούφιση από
εντάσεις, τον χειρισμό και την αντιμετώπιση της ψυχοκαταπόνησης και διαφόρων
ψυχοσωματικών διαταραχών, της αϋπνίας, της παχυσαρκίας, της αδυναμίας
συγκέντρωσης της προσοχής, της υπέρτασης, της δυσκοιλιότητας, διαφόρων
δερματολογικών προβλημάτων κ.λπ. Η μέθοδος διδάσκεται σε ιδιωτικά ιατρεία, σε κλινικές
και σε πανεπιστήμια στην Ευρώπη, κυρίως στη Γερμανία.
Προοδευτική χαλάρωση κατά Jacobson (Jacobson 1938). Σύμφωνα με αυτήν την τεχνική
στην εκδήλωση του άγχους συμμετέχει η αύξηση του μυϊκού τόνου. Οι ποικίλες
μυοσυσπάσεις, καθολικές ή εντοπισμένες (τρόμος, μυϊκά άλγη, κεφαλαλγίες, ραχιαλγίες
725

κ.λπ.), συνδιαμορφώνουν, μαζί και με άλλα στοιχεία, το βίωμα του άγχους. Επομένως
μυϊκή χάλαση και άγχος είναι οντότητες αμοιβαίως εξουδετερούμενες και έτσι το άγχος δεν
είναι δυνατόν να προσβάλει εκείνον που βρίσκεται σε κατάσταση μυοχαλάρωσης. Ο
ασθενής εκπαιδεύεται ώστε να χαλαρώνει τμηματικώς τα μέλη του σώματός του αρχίζοντας
από τα άνω άκρα και τελικώς να επιτυγχάνει μια χαλάρωση ολόκληρου του σώματος. Πριν
από αυτό διδάσκεται την έννοια της σύσπασης (σφίγγει τη γροθιά του και άλλες μυϊκές
ομάδες) και την έννοια της χαλάρωσης (ξεσφίγγει τη γροθιά του και άλλες μυϊκές ομάδες)·
διδάσκεται επίσης να κατανοεί και τα αντίστοιχα αισθήματα που συνοδεύουν αυτές τις
καταστάσεις. Αυτό γίνεται με όλες τις περιοχές του σώματος, από τα άνω άκρα προς τα
κάτω.
Έλεγχος της αναπνευστικής λειτουργίας (respiratory training). Είναι η διαφραγματική ή
στομαχική αναπνοή, που θεωρείται φυσιολογική αναπνοή. Χρησιμοποιείται το διάφραγμα
το οποίο κατά την εισπνοή κατέρχεται και προκαλεί προβολή του στομάχου προς τα έξω,
ενώ κατά την εκπνοή συμβαίνει το αντίθετο. Έχει βρεθεί ότι με την αύξηση της ηλικίας οι
άνθρωποι τείνουν να αναπνέουν με τον θώρακα, κυρίως τα αγχώδη άτομα. Ο ασθενής
εισπνέει αργά και ήρεμα από τη μύτη σαν να κατεβάζει τον αέρα στην κοιλιά και καθυστερεί
την εκπνοή για λίγα δευτερόλεπτα. Μαθαίνει να ελέγχει την αναπνευστική λειτουργία, ώστε
η αναπνοή του να έχει πάντοτε τον ίδιο ρυθμό (αργό) και το ίδιο βάθος (μεγάλο). Μαθαίνει
επίσης να εστιάζει την προσοχή του στην αναπνοή του χωρίς να έρχονται στο μυαλό του
άλλες σκέψεις, τις οποίες όταν έρχονται πρέπει να αποδιώχνει. Η άσκηση διαρκεί περί τα
10 λεπτά και επαναλαμβάνεται 2-3 φορές την ημέρα. Έχει αγχολυτικό χαρακτήρα.
Συνιστάται ιδιαιτέρως στις προσβολές άγχους και στις κρίσεις πανικού (West 1990).
Γιόγκα (σανσκριτική λέξη που σημαίνει ένωση ή ζεύξη). Η γιόγκα, ινδική άσκηση πειθαρχίας,
αποτελεί μέρος της πρακτικής της ιατρικής αγιουρβέδα. Η τεχνική της περιλαμβάνει έναν
συνδυασμό στάσεων (ασάνας), τεχνικών αναπνοής (πραναγιάμα) και διαλογισμού. Δεν
περιλαμβάνει στοιχεία ανταγωνισμού. Σκοπός της είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο από μια
κατάσταση δυσφορίας σε μια κατάσταση άνεσης. Αποτέλεσμά της είναι η ταυτόχρονη μυϊκή
και ψυχολογική χαλάρωση. Τελικός σκοπός της η επίτευξη υγείας, άνεσης και ευτυχίας.
Κατά την άσκηση γιόγκα παρατηρείται πτώση του τόνου του αυτόνομου ΝΣ. Πλήθος
πλανώδιων και στεγασμένων θεραπευτών διδάσκει τις τεχνικές της γιόγκα οι οποίες
ωστόσο δεν πρέπει να υποτιμηθούν διότι η δισχιλιετής επιβίωση της τεχνικής αυτής ίσως
παρέχει ενδείξεις αξιοποίησης της.
Υπερβατικός διαλογισμός (transcendental meditation). Μια από τις πολλές τεχνικές
διαλογισμού και χαλάρωσης (Adelman 2006). Είναι απλή τεχνική. Απαιτεί λίγο χρόνο
διδασκαλίας (4-6 ώρες) και είναι εντελώς πνευματική, δεν απαιτεί σωματική εξάσκηση,
ειδικές δίαιτες ή άλλες ασκητικές απαιτήσεις (όπως συμβαίνει σε άλλες μορφές
διαλογισμού). Το άτομο κάθεται άνετα, σκέπτεται χωρίς προσπάθεια και επαναληπτικά ένα
mantra (ιερή λέξη, συλλαβή, ευχή ή ξόρκι) και εφαρμόζει διαφραγματική αναπνοή.
Βιοανάδραση (Biofeedback). Μέσω ειδικών συσκευών αποστέλλονται πληροφορίες στο
άτομο για συγκεκριμένες φυσιολογικές του λειτουργίες (π.χ. καρδιακή λειτουργία,
αγωγιμότητα δέρματος), τις οποίες αξιοποιεί ώστε να αποκτήσει καλύτερο έλεγχο των
λειτουργιών του.

Σωματική άσκηση. Η απλούστερη διαδικασία σωματικής άσκησης περιλαμβάνει τρέξιμο ή


γρήγορο βάδισμα, κολύμβηση ή ποδήλατο για 30-45 λεπτά. Η σημασία της στην ποιότητα
ζωής (Penedo and Dahn 2005), στην πρόληψη αλλά και στη θεραπεία μιας μεγάλης σειράς
σωματικών παθήσεων είναι γνωστή, αν και οι μηχανισμοί δράσης δεν είναι ευκρινείς. Σε
αρκετές μελέτες επιβεβαιώνεται ότι η σωματική άσκηση συμβάλλει στη βελτίωση της
διάθεσης και στην καλύτερη αντιμετώπιση στρεσογόνων καταστάσεων, στη βελτίωση των
διαταραχών του ύπνου, του άγχους και κυρίως της κατάθλιψης. Στις ψυχώσεις, η προσθήκη
σωματικής άσκησης στις γνωστές φαρμακευτικές και ψυχοκοινωνικές θεραπευτικές
στρατηγικές έχει οπωσδήποτε θετική θεραπευτική επίδραση (Σακελλαρόπουλος και συν
2003).
726

Βιβλιοθεραπεία. Η βιβλιοθεραπεία συνίσταται στη μελέτη εγχειριδίων, βιβλίων,


προγραμμάτων στον υπολογιστή, και γενικά στην αξιοποίηση οπτικο-ακουστικού υλικού με
σκοπό την κατανόηση και επίλυση προβλημάτων που σχετίζονται με τις θεραπευτικές
ανάγκες του ασθενούς.

Ομάδες αυτοβοήθειας. Οι ομάδες αυτοβοήθειας είναι περισσότερο συχνές στις ΗΠΑ και
λιγότερο στην Ευρώπη. Αποτελούνται από άτομα που πάσχουν από κάποια ασθένεια, έχουν
χαρακτήρα ψυχοθεραπευτικό, λειτουργούν αυτόνομα και διατηρούν διάφορους βαθμούς
επαφής με τους ιατρούς. Μερικές ομάδες όπως η Recovery Incorporated δέχονται όλους
όσοι πάσχουν, ανεξαρτήτως διαγνώσεως, αλλά οι περισσότερες, όπως η Alcoholic Anony-
mous, δέχονται πάσχοντες από συγκεκριμένο πρόβλημα ή νόσο. Ομάδες αυτοβοήθειας
είναι εθελοντικοί σύλλογοι ατόμων με παρόμοια προβλήματα που ελέγχονται από τα μέλη
τους και όχι από ειδικούς επαγγελματίες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΕΓΛΕΡΗΣ ΝΕ. (1991). Επιστημονική χαλάρωση. Ιατρικό Βήμα. Νοέμβριος, 47-51.
ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Π, ΜΙΧΑΛΑΙΝΑΣ Α, ΣΕΓΡΕΔΟΥ Ε. (2003). Φυσική (σωματική) δραστηριότητα και
θεραπεία των ψυχώσεων. Εγκέφαλος 40:53-59.

ADELMAN EM. (2006). Mind-body intelligence: a new perspective integrating Eastern and Western healing
traditions. Holist Nurs Pract. 20(3):147-51
BENSON H. (1975). The Relaxation Response. New York, William Morrow and Co. Inc.
JACOBSON E. (1938). Progressive Relaxation. University of Chicago Press.
PENEDO FJ, DAHN JR. (2005). Exercise and well-being: a review of mental and physical health benefits associ-
ated with physical activity. Curr Opin Psychiatry. 18(2):189-93.
SCHULTZ JH. (1932). Autogenic Training, Concentrative Self Relaxation.
SCHULTZ JH. (1970). Das Autogene Training. Stuttgart.
WEST M. (1990). The Psychology of Meditation. Oxford: Oxford University Press.
727

90. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ

Η κοινωνική ψυχιατρική έχει χαρακτηρισθεί ως η τρίτη ψυχιατρική επανάσταση. Η πρώτη


πραγματοποιήθηκε κατά την εποχή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, όταν ανετράπη η άποψη
ότι η ψυχική νόσος είναι συνέπεια αμαρτίας, μαγικής επίδρασης και δαιμονοκατοχής. Η
δεύτερη έλαβε χώρα με την ανάπτυξη της ψυχανάλυσης, εστιαζόταν στις έννοιες των
ασυνείδητων δυνάμεων που καθορίζουν τη συμπεριφορά και έδινε έμφαση στην αιτιολογική
ερμηνεία των ψυχιατρικών διαταραχών. Η ανακάλυψη και η γενικευμένη χρήση των
ψυχοφαρμάκων αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι η τέταρτη ψυχιατρική
επανάσταση, που διευκόλυνε σημαντικά την εξέλιξη και εδραίωση της κοινωνικής
ψυχιατρικής, της οποίας όμως η εμφάνιση είχε προηγηθεί κατά δεκαετίες.

Κατά τον Μεσαίωνα αιτίες της ψυχικής νόσου είχαν θεωρηθεί η αμαρτία και η δαιμονοκατοχή·
λόγω αυτής της έντονα θεολογικής αντίληψης για τη νόσο, το μοναστήρι εύλογα βρισκόταν
στο επίκεντρο των θεραπευτικών προσπαθειών. Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, με την
ανάδυση της επιστημονικής σκέψης, με τις ποικίλες ανακατατάξεις που επέφερε η μετάβαση
των δυτικών κοινωνιών από την αγροτική στη βιομηχανική μορφή τους και με την εμφάνιση
ισχυρών κοινωνικών κινημάτων στην Ευρώπη, η θεολογική ερμηνεία της νόσου στην ιατρική
υποχώρησε θεαματικά· εφεξής, ως αιτιολογικοί παράγοντες της ψυχιατρικής νόσου
προβάλλονταν η οκνηρία και η ηθική εξαχρείωση (μια ενδιάμεση στάση μεταξύ θεοκρατικής
και επιστημονικής ερμηνείας), οπότε και οι θρησκευτικές θεραπείες παραχώρησαν και αυτές
βαθμιαία τη θέση τους στις λεγόμενες «ηθικές θεραπείες». Τότε δημιουργήθηκαν τεράστια
ψυχιατρικά ιδρύματα (άσυλα) με σκοπό να απομονώσουν από την κοινωνία αυτούς που
παρουσίαζαν βαριές ψυχιατρικές διαταραχές αλλά και να τους προστατεύσουν από τις
εξοντωτικές συνθήκες της κοινωνικής και οικονομικής ζωής που επικρατούσαν κατά τη
νεανική εκείνη περίοδο του άγριου, όπως ονομάσθηκε, καπιταλισμού. Καθώς η βιομηχανική
επανάσταση ωθούσε όλο και περισσότερους ανθρώπους στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, τα
άσυλα πλημμύρισαν από ασθενείς και οι συνθήκες ζωής και νοσηλείας σε αυτά
υποβαθμίσθηκαν απελπιστικά. Ο εκφυλισμός των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, η
έκπτωση των ανθρωπιστικών αξιών στην Ευρώπη και η ολοένα πιο άγρια καπιταλιστική
ανάπτυξη της βιομηχανίας, επέφεραν περαιτέρω επιδείνωση της θέσης των εγκλείστων στα
άσυλα (Rothman 1971). Αν μάλιστα συνυπολογιστεί το γεγονός ότι ο 19ος αιώνας δεν
χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από τις προσπάθειες του κράτους και των ιατρών για τη βελτίωση
της θέσης των αρρώστων, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις, γίνεται αντιληπτό πόσο
σκληρές ήσαν οι νοσηλευτικές συνθήκες –αν υπήρχαν βέβαια τέτοιες– εκείνη την περίοδο
στα μεγάλα άσυλα. Περί το τέλος του 19ου αιώνα οι ηθικές θεραπείες περιήλθαν στην
728

ανυποληψία τόσο της κοινωνίας όσο και των ιατρών. Στην ψυχιατρική, ως καταλληλότερες
για την ερμηνεία των ψυχιατρικών νόσων, άρχισαν να κυριαρχούν θεωρίες σωματικές,
κληρονομικές και κοινωνικοπολιτιστικές. Η αντιπαλότητα μεταξύ τους ήταν ισχυρή και, καθώς
ήσαν συναρτημένες στις τρέχουσες ιδεολογίες, οι οπαδοί της μιας θεωρίας απέκλειαν τις
άλλες, πολλές φορές με φανατισμό.

Προδρομικές μορφές κοινωνικής ψυχιατρικής πρέπει να αναζητηθούν στην εποχή της


Γαλλικής Επαναστάσεως. Ο Philip Pinel «έσπασε τις αλυσίδες» των ψυχασθενών στη
Σαλπετριέρη, ενώ τις προσπάθειες εξανθρωπισμού των ψυχιατρείων σύντομα μιμήθηκαν και
άλλοι ψυχίατροι στη Βρετανία και στις ΗΠΑ. Εκείνος όμως που μπορεί να θεωρηθεί
πρόδρομος της κοινωνικής ψυχιατρικής ήταν ο Pietro Pizani (1760-1837), ο οποίος
εφάρμοζε μεθόδους που μοιάζουν με αυτό που σήμερα αποκαλείται «θεραπεία
περιβάλλοντος». Η εργασία του Jarvis το 1866 για τη σχέση μεταξύ κληρονομικότητας και
φτώχειας στην ανάπτυξη της ψυχικής νόσου άνοιξε την αυλαία της κοινωνικής ψυχιατρικής
στο πεδίο της ερευνητικής μεθοδολογίας, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα η κλασική μελέτη
του Durkheim (1897) για τις αυτοκτονίες έδωσε ώθηση στην ποιοτική ολοκλήρωση της
μελέτης της ψυχικής νόσου από κοινωνική σκοπιά. Έτσι η κοινωνική ψυχιατρική ως θεώρηση
του όλου χώρου της ψυχικής υγείας αλλά και ως θεραπευτική αντίληψη καθιερώνεται
βαθμιαία κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Μετά την επανάσταση των
μπολσεβίκων άλλαξε στη Σοβιετική Ένωση η νομοθεσία για τους ψυχικώς πάσχοντες
(Galachyan 1968), ιδρύθηκε το Κρατικό Ινστιτούτο Επιστημονικών Ερευνών για τη
Νευροψυχιατρική Προφύλαξη, δημιουργήθηκαν αποκεντρωμένες ψυχιατρικές υπηρεσίες,
κάτι σαν τα σημερινά Κέντρα Ψυχικής Υγείας, και διαμορφώθηκε ένα πλαίσιο για τη
διενέργεια κοινωνικοψυχιατρικών ερευνών, κάτι που εξάλλου ευνοούσε η μαρξιστική
ιδεολογία. Στις ΗΠΑ η κοινωνική ψυχιατρική, από τις αρχές του 20ού αιώνα, βρήκε
κατάλληλο έδαφος στα πανεπιστήμια, όπου αναπτύχθηκε ως ιδιαίτερο γνωστικό αντικείμενο
για έρευνα και διδασκαλία. Η ψυχανάλυση ίσως επιβράδυνε κάπως την ανάπτυξη των
κοινωνικών κατευθύνσεων στην ψυχιατρική λόγω της τάσης της να αντιμετωπίζει
ανταγωνιστικά όλες σχεδόν τις άλλες θεωρητικές κατευθύνσεις της ψυχιατρικής· από την
άλλη, ωστόσο, δίνοντας έμφαση στην ψυχολογική και ανθρωπιστική διάσταση της
αντιμετώπισης των ψυχοπαθολογικών φαινομένων, η ψυχανάλυση βοήθησε έμμεσα στην
ανάπτυξη της κοινωνικής ψυχιατρικής.

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τεράστιες επιπτώσεις στην ανάπτυξη της ψυχιατρικής
συνολικά και ακόμη περισσότερο της κοινωνικής ψυχιατρικής. Στις ΗΠΑ (Appel 1946) κατά το
διάστημα 1940-45, για λόγους καθαρά ψυχιατρικούς, 1.750.000 άνδρες κρίθηκαν ανίκανοι
για στρατιωτική υπηρεσία και πήραν απολυτήριο από τον στρατό πριν καταταχθούν, ενώ
1.000.000 στρατιώτες νοσηλεύθηκαν στα νοσοκομεία για ψυχιατρικά προβλήματα και γύρω
στις 750.000 απολύθηκαν από τον στρατό ενόσω υπηρετούσαν για ψυχιατρικούς λόγους.
Στο πεδίο της μάχης, η μελέτη πάνω στη «νεύρωση μάχης» και οι τρόποι για την κατάλληλη
αντιμετώπισή της δημιούργησαν προϋποθέσεις για ενδιαφέρουσες εξελίξεις. Οι αρχές της
ταχείας θεραπείας, όσο γίνεται πιο κοντά στο πεδίο της μάχης, η ενεργός ψυχοθεραπεία, η
κοινωνική υποστήριξη και η προσδοκία ταχείας επανόδου στη μάχιμη υπηρεσία, είχαν
μεγάλη επίδραση στη μετέπειτα ανάπτυξη μεθόδων θεραπείας των οξέων ψυχιατρικών
διαταραχών. Οι μεγάλες και παρατεταμένες πολεμικές συγκρούσεις που ακολούθησαν στην
Κορέα και στο Βιετνάμ έδωσαν το πλαίσιο για καλύτερη εφαρμογή του μοντέλου:

έγκαιρη διάγνωση

ταχεία θεραπευτική παρέμβαση

γρήγορη αποκατάσταση

επιστροφή στο πεδίο της μάχης
729

Η στρατιωτική εμπειρία (Gillespie 1941, Σκούρας 1942) έδειξε ότι αντί να στέλνεται ο
στρατιώτης σε μακρινά ιδρύματα και να του κολλάνε διάφορες ταμπέλες, ήταν προτιμότερο
να αντιμετωπίζεται στον χώρο της υπηρεσίας του. Ακόμη έδειξε τη χρησιμότητα της πρώιμης
διάγνωσης και της ταχείας θεραπείας, μείωσε το στίγμα της ψυχικής νόσου και απέδειξε ότι η
ψυχική νόσος είναι δυνατόν να προκληθεί από ψυχική και σωματική καταπόνηση και, όπως
κάθε άλλη νόσος, μπορεί να αντιμετωπισθεί με έγκαιρη διάγνωση και ενεργητικές
θεραπευτικές παρεμβάσεις. Η προσδοκία της ανάρρωσης και οι τεχνικές της ενεργού
θεραπείας μεταφράσθηκαν σε χρήσιμες εμπειρίες. Παρά το ότι αυτές οι εμπειρίες
γεννήθηκαν στο πεδίο της μάχης, μέσα από στρατιωτικές επιχειρησιακές ανάγκες, είχαν
μεγάλη επίδραση και επιπτώσεις στην υπόλοιπη, μη στρατιωτική ψυχιατρική· εφεξής, η αρχή
της θεραπείας όσο το δυνατόν πιο κοντά στον χώρο των υποχρεώσεων ή της κατοικίας του
ασθενούς απετέλεσε τον θεμελιώδη λίθο της κοινωνικής ψυχιατρικής.

Μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στο γενικότερο κλίμα αισιοδοξίας
λόγω των μεγάλων πολιτικών, πολιτιστικών και κοινωνικών ανακατατάξεων, σημειώθηκε μια
αποφασιστική στροφή στην ποιότητα και στον χαρακτήρα της ψυχιατρικής περίθαλψης.
Κύρια γνωρίσματά της ήσαν η εγκατάσταση ψυχιατρικών υπηρεσιών στην κοινότητα και η
συρρίκνωση των ασύλων. Άμεσοι συντελεστές αυτής της στροφής ήσαν η ανάπτυξη των
ψυχοτρόπων φαρμάκων, η επισήμανση του ρόλου του ψυχικού παράγοντα στις σωματικές
νόσους με τη συνεπαγόμενη ανάγκη αμφίδρομης και στενής συνεργασίας μεταξύ των
ψυχιάτρων και των ιατρών των άλλων ειδικοτήτων (Cawley and McLehlan 1973) και το
αίτημα για αρτιότερα εκπαιδευτικά προγράμματα απευθυνόμενα στο νοσηλευτικό
προσωπικό, στους φοιτητές και στους ιατρούς όλων των ειδικοτήτων στο Γενικό Νοσοκομείο.
Ο αντιαυταρχικός, ανθρωπιστικός, φιλελεύθερος και ριζοσπαστικός χαρακτήρας των ιδεών
της δεκαετίας του ’40, καθώς και η συνεχώς αυξανομένη αναγνώριση της σημασίας που έχει
η κοινωνική εμπειρία στις διαδικασίες μάθησης, επικοινωνίας και συμπεριφοράς,
συνετέλεσαν στην ανάπτυξη νέων προτάσεων για τη λύση του προβλήματος της ψυχιατρικής
φροντίδας και νοσηλείας. Καινούργιες αντιλήψεις μπήκαν σε δοκιμασία, όπως η τομεοποίηση
στο Παρίσι (Μαρτινίδης 1972) ή οι θεραπευτικές κοινότητες, τα κέντρα ημέρας και οι
ψυχιατρικές κλινικές στα Γενικά Νοσοκομεία (ΨΚΓΝ) στην Αγγλία. Στη Σουηδία, από το 1963
μέχρι το 1978 ο αριθμός των κρεβατιών στα ψυχιατρεία έπεσε κάτω του μισού, από 27.000
στα 13.000, ενώ ο αριθμός τους στις ΨΚΓΝ διπλασιάστηκε, από 1.984 στα 4.368 (Perris
1983). Αλλά και στις ΗΠΑ από το 1945 μέχρι το 1963 ο αριθμός των ΨΚΓΝ αυξήθηκε από 40
σε 500 (Greenhill 1979).

Μετά το 1950, όταν άρχισαν να αποφέρουν καρπούς οι πρώτες κοινωνικοψυχιατρικές


εργασίες πάνω στον ιδρυματισμό, στην οργάνωση και παροχή ψυχιατρικών υπηρεσιών στην
κοινότητα, καθώς και οι εργασίες πάνω στην επιδημιολογία, η κοινωνική ψυχιατρική έγινε
ευρύτατα αποδεκτή ως ψυχιατρική επιστήμη και θεωρία. Η ανακάλυψη και η εφαρμογή των
ψυχοφαρμάκων υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές αφού συνετέλεσαν στην αθρόα έξοδο
ασθενών από τα ψυχιατρεία και στην επικράτηση της εξωιδρυματικής ψυχιατρικής, σε
συνδυασμό με το αίτημα του σεβασμού της προσωπικότητας και των ατομικών δικαιωμάτων
του ασθενούς. Κατά τη δεκαετία του ’60 η κοινωνική ψυχιατρική στρέφεται στην πρακτική της
πλευρά, αυτό που ονομάζεται κοινοτική ψυχιατρική, με ιδιαίτερους στόχους τη δημιουργία
δικτύου αποκεντρωμένων ψυχιατρικών υπηρεσιών στην κοινότητα ώστε η θεραπευτική
παρέμβαση να φθάσει στον ασθενή, την επίτευξη της τομεοποίησης, την παρέμβαση και στα
τρία επίπεδα της πρόληψης κ.λπ. (Τομαράς και Στεφανής 1987).

Κατά τη δεκαετία του ’70 στην Ιταλία με την πίεση του κινήματος Democratia Psychiatrica
υπό την καθοδήγηση του Franco Basaglia και άλλων ψυχιάτρων αναμορφώνεται ριζικά η
νομοθεσία και το σύστημα παροχής υπηρεσιών, με κύριο άξονα την αποασυλοποίηση,
δημιουργώντας νέες προοπτικές αλλά και προβλήματα. Κατά την ίδια περίοδο κυρίως στην
Αγγλία (Laing, Cooper) και λιγότερο στις ΗΠΑ (Szasz) αναπτύχθηκε ένα ρεύμα που, μέσα
από μια μαχητική και πολλές φορές υπερβολική επιχειρηματολογία, έθεσε σε αμφισβήτηση
ολόκληρη την υποδομή, τη μεθοδολογία και την ορολογία της ψυχιατρικής, ακόμη και την ίδια
730

την ψυχιατρική νόσο, αφού κατά την άποψη των υποστηρικτών του ο ψυχιατρικός ασθενής
είναι απλώς διαφορετικός και η λεγόμενη ψυχική νόσος είναι μια φυγή, ένα ταξίδι προς την
ωριμότητα. Το ρεύμα αυτό με αφετηρία την εξιστενσιαλιστική φιλοσοφία εξελίχθηκε ως
ολοκληρωμένο αντιψυχιατρικό κίνημα υποστηρίζοντας ότι δεν είναι άρρωστος ο άνθρωπος
αλλά η κοινωνία. Οι οπαδοί του εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση κατά της ασυλιακής και
ιδρυματικής ψυχιατρικής, την οποία χαρακτήρισαν κατασταλτικό θεσμό, πανίσχυρο μέσο
κοινωνικού ελέγχου, σύστημα ταξινόμησης, ιστορικό δόγμα, θρησκεία μεταμφιεσμένη σε
επιστήμη εξοπλισμένη με αυταρχικές μεθόδους, όπως ψυχοφάρμακα, ηλεκτροσόκ και άλλες
μορφές φανερής ή συγκεκαλυμμένης βίας. Κατά τους αντιψυχιάτρους το άσυλο αντιμετωπίζει
τους ασθενείς περισσότερο σαν ενοχλητικά αντικείμενα παρά σαν πάσχοντες ανθρώπους,
αυξάνει την αποδιοργάνωση της προσωπικότητάς τους και επιτείνει την αποξένωση από το
περιβάλλον τους.

Κατά τη δεκαετία του ’80, μέσα σε ένα κλίμα καταπληκτικών και ραγδαία
αλληλοδιαδεχόμενων ανακαλύψεων στον τομέα των νευροεπιστημών, το ρεύμα των
αντίρροπων ιατροκεντρικών και βιολογικών αντιλήψεων αποκτά μεγάλη δύναμη και το κύρος
των θεωρητικών αρχών της κοινωνικής ψυχιατρικής αρχίζει να κλονίζεται. Αντίθετα, η
πρακτική της πλευρά, η κοινοτική ψυχιατρική, με την ανάπτυξη πλήθους υπηρεσιών
παροχής ψυχικής υγείας, κυρίως ψυχιατρικών κλινικών στα Γενικά Νοσοκομεία, Κέντρων
Ψυχικής Υγείας και μονάδων κοινωνικής επανένταξης στην κοινότητα γνώρισε, και συνεχίζει
να γνωρίζει, μεγάλη άνθηση.

Για να γίνει κατανοητή η εξέλιξη του ρεύματος της κοινωνικής ψυχιατρικής πρέπει να
εξετασθούν οι στάσεις της κοινωνίας απέναντι στην ψυχική νόσο, καθώς και οι αντιλήψεις της
για την προέλευση, την αιτιολογία και τους τρόπους αντιμετώπισής της. Και αυτό γιατί οι
θεραπευτικές επιλογές και η γενικότερη αντιμετώπιση του ασθενούς δεν καθορίζονται
αυστηρά μόνο από την επιστημονική και ιατρική γνώση της εκάστοτε εποχής αλλά και από
την εξελικτική φάση στην οποία βρίσκεται η κοινωνία και το πλέγμα των ιδεολογιών που την
κατευθύνουν.

Το στίγμα. Το στίγμα συνίσταται στο ότι οι ασθενείς προσδιορίζονται, κατηγοριοποιούνται


και υποβιβάζονται σε μιαρά και ανυπόληπτα άτομα, με βάση ορισμένα χαρακτηριστικά που
εκπορεύονται από τη νόσο τους τα οποία η κοινωνία θεωρεί επονείδιστα και απαξιωτικά
(Goffman 2001). Σε πρακτικό επίπεδο εκδηλώνεται με συμπεριφορές διάκρισης, υποτίμησης
και αποκλεισμού από την εργασία και την κοινωνική ζωή. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι η άρνηση των κατοίκων ορισμένων περιοχών να δεχθούν στην περιοχή
τους υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Στην ιστορική του εξέλιξη το στίγμα δεν αφορούσε μόνο
ψυχιατρικές νόσους αλλά κάθε χρόνιο, επιδεινούμενο ή μη, νόσημα, όπως φυματίωση,
σύφιλη, διανοητική καθυστέρηση, αλκοολισμό, ανοσοανεπάρκεια κ.λπ. Ακόμη και η
συγγένεια με ψυχικώς πάσχοντα ήταν επαίσχυντη, επονείδιστη και στιγματογόνος για το
άτομο, ακόμη και αν το ίδιο ήταν υγιές.
Η σημασία του στίγματος βρίσκεται στο ότι οι στιγματογόνες στάσεις της κοινότητας
έχουν άμεσες και εξόχως αρνητικές επιπτώσεις στην πρόληψη, στην πρώιμη διάγνωση, στην
αποκατάσταση και στην ποιότητα ζωής των ασθενών. Από την αρχή του κινήματος της
κοινωνικής ψυχιατρικής η αρνητική στάση της κοινότητας χαρακτηρίσθηκε κεντρικός
παράγων στις προσπάθειες αποκατάστασης των ασθενών, αφού για την επίτευξή της
απαιτείται ένα κοινωνικό περιβάλλον ανεκτικό και υποστηρικτικό. Επομένως έχει σημασία να
αποσαφηνιστούν οι δυνάμεις που ωθούν μια κοινωνική ομάδα, μεγάλη ή μικρή, να
στιγματίζει μέλη της ως ψυχικώς πάσχοντες και να παίρνει μέτρα εναντίον τους. Κυριότερη
από αυτές τις δυνάμεις είναι η σχέση μεταξύ τρέλας και βίας, σχέση που αναδύεται
συνειρμικά στη σκέψη των ανθρώπων και έχει την καταγωγή της στην άποψη της
δαιμονοκατοχής ως αιτιολογικού παράγοντα της ψυχικής νόσου και η οποία δεν έπαψε να
λειτουργεί ασυνείδητα ή και συνειδητά ως ερμηνευτικός παράγων, αφού καλλιεργείται
συστηματικά από πολλές πλευρές. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέπεται το ότι όλα τα μεγάλα
731

ψυχιατρεία χτίστηκαν έξω από τις πόλεις, και αυτό συνέβαλε στην καλλιέργεια της ιδέας του
εξοστρακισμού τού ψυχικώς πάσχοντα.
Η εικόνα του ψυχικώς πάσχοντος, συνήθως σχιζοφρενούς, συγκροτείται από ένα
πλέγμα εσφαλμένων αντιλήψεων, προκαταλήψεων, μύθων και ρατσισμού και παρουσιάζεται
με τέτοιον τρόπο ώστε να προκαλεί φόβο, οίκτο ή απέχθεια. Ο σχιζοφρενής: είναι βίαιος και
επικίνδυνος, τεμπέλης και ανεύθυνος, ανίκανος να πάρει λογικές αποφάσεις για τη ζωή του,
ανίκανος να εργαστεί, απρόβλεπτος, ενώ είναι δυνατόν να μεταδώσει την τρέλα στους
άλλους. Όχι μόνον ο ψυχικώς πάσχων είναι επικίνδυνος αλλά και ο δράστης πράξεων
βίαιων, αλλόκοτων ή απεχθών θα πρέπει να είναι ψυχοπαθής, ανισόρροπος, παρανοϊκός, να
έχει ψυχολογικά προβλήματα ή να παίρνει ψυχοφάρμακα. Η άποψη ότι η σχιζοφρένεια
οφείλεται σε λάθη ανατροφής των γονέων είναι δυνατόν να στιγματίσει και να ενοχοποιήσει
ολόκληρη την οικογένεια.
Η ροή της ενημέρωσης δεν γίνεται σήμερα μόνο από τους κλασικούς θρησκευτικούς ή
θεσμικά πολιτιστικούς παράγοντες, αλλά από μηχανισμούς μεγάλης ισχύος ως προς τη
δυνατότητα κατασκευής ιδεών, απόψεων και στάσεων, όπως το ραδιόφωνο, η τηλεόραση ο
ημερήσιος τύπος και τα βιβλία. Η κάλυψη θεμάτων ψυχικής υγείας από τα ΜΜΕ συχνά
αντικατοπτρίζει την παρεξηγημένη αντίληψη που υπάρχει στην ευρύτερη κοινωνία γύρω από
αυτά τα προβλήματα (Stuart 2003). Στιγματογόνοι παράγοντες δεν είναι μόνο οι σχετιζόμενοι
με την άγνοια και τις προκαταλήψεις, κυρίως στα χαμηλά μορφωτικοκοινωνικά στρώματα,
αλλά και άλλοι, οπωσδήποτε δυσδιάκριτοι. Έχει βρεθεί ότι οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες
ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανομένων και των ψυχιάτρων, αποτελούν πανίσχυρη
στιγματογόνο κοινωνική ομάδα (Lauber et al 2006). Ίσως οι ψυχίατροι δεν θα πρέπει να
συμμετέχουν στις εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού κατά του στίγματος, αφού τα ευρήματα
δείχνουν ότι αποτελούν την πρωτοπορία στις ομάδες με τις στερεότυπες στιγματογόνες
προκαταλήψεις.

Ιδρυματισμός (ασυλοποίηση). Η εισαγωγή στο απωθητικό και απομακρυσμένο από την


κοινότητα ψυχιατρείο αποτελεί γεγονός με βαρύ τραυματικό και στιγματιστικό χαρακτήρα.
Υπαινίσσεται δρόμο χωρίς γυρισμό, κατάσταση μη ιάσιμη, εγκατάλειψη. Ιδρυματισμός είναι
μια κατάσταση ψυχοκοινωνική που προκύπτει ως συνέπεια της μακράς παραμονής
ασθενούς σε κλειστό ίδρυμα. Χαρακτηρίζεται από παθητικότητα, απάθεια, έλλειψη
ενδιαφερόντων, έλλειψη πρωτοβουλίας, απώλεια ψυχοκοινωνικών δεξιοτήτων.

Αποϊδρυματισμός. Αποϊδρυματισμός σε επίπεδο ασθενούς είναι μια διαδικασία άρσης των


συνεπειών του χρόνιου εγκλεισμού που αρχίζει με την έξοδό του από το ίδρυμα και τελειώνει
με την επίτευξη στοιχειωδών επιπέδων κοινωνικής αποκατάστασης. Αποϊδρυματισμός σε
επίπεδο υπηρεσιών είναι η μετάβαση από τις παραδοσιακές ιδρυματικές, ασυλιακές
υπηρεσίες σε υπηρεσίες εγκατεστημένες στην κοινότητα, με βασικό στοιχείο τη δραστική
μείωση των εισαγωγών νέων περιστατικών στα άσυλα.

Περιεχόμενο και πρακτική της κοινωνικής ψυχιατρικής. Η προσωπική ιστορία του κάθε
ανθρώπου είναι στην πραγματικότητα ιστορία αλληλεπιδράσεων με το κοινωνικό περιβάλλον
από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι τον θάνατό του. Η κοινωνία είναι πάντα παρούσα κατά
την εγκυμοσύνη, τη γέννηση, την παιδική και εφηβική ηλικία, το γήρας, παρέχοντας στον
καθένα διαφορετικούς κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς ρόλους. Εξεταζόμενη είτε
από τη σκοπιά του ατόμου είτε από τη σκοπιά του είδους η ψυχοπαθολογία αποκαλύπτει
πάντοτε, με τη μία ή την άλλη μορφή, την επίδραση της κοινωνικής ζωής σε τέτοιο σημείο
μάλιστα που, από θεωρητική τουλάχιστον σκοπιά, η ψυχιατρική να μη μπορεί παρά να είναι
ταυτόχρονα ατομική και κοινωνική.

Δεν υπάρχει μια αποσαφηνισμένη και καθολικά αποδεκτή περιγραφή των ορίων της
κοινωνικής ψυχιατρικής (Bell and Spiegel 1960, Priebe and Finzen 2002), στο περιεχόμενο
της οποίας περιλαμβάνονται δραστηριότητες από την οργάνωση ψυχιατρικών υπηρεσιών σε
κοινοτικό επίπεδο μέχρι την καθαρή έρευνα. Ο Μαδιανός (1980) επιχείρησε μια περιγραφή
της και προσδιόρισε πέντε θεμελιώδη συγκροτήματα χαρακτηριστικών:
732

1. Η κοινωνική ψυχιατρική προκύπτει από τη σύζευξη του κοινωνικού και της ψυχιατρικής
και ασχολείται με περιβαλλοντικές και κοινωνικές παραμέτρους που σχετίζονται με την
αιτιολογία, τη διάγνωση, τη θεραπεία και την πρόληψη των ψυχικών διαταραχών.
2. Αναπτύσσει κατάλληλα όργανα έρευνας για να ερμηνεύσει την ψυχοβιολογική και την
κοινωνικοπολιτιστική απαρτίωση του ανθρώπου, διερευνά σημαντικούς παράγοντες της
οικογένειας και της κοινωνίας που επιδρούν στην προσαρμογή ατόμων και ομάδων,
εξετάζει συστηματικά τις σχέσεις ατόμου και κοινωνίας και εφαρμόζει τις γνώσεις αυτές
στην πράξη, δηλαδή στην πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία.
3. Ενδιαφέρεται για την επίπτωση και τον επιπολασμό των ψυχικών παθήσεων και
διερευνά τους κοινωνικοπολιτιστικούς παράγοντες που έχουν πιθανή σημασία στην
αιτιολογία και στη δυναμική τους.
4. Έχει σφαιρική θεώρηση των αιτιολογικών παραγόντων και εκδηλώσεων της ψυχικής
νόσου, την οποία συμπληρώνει με τη βοήθεια των άλλων επιστημών του ανθρώπου και
της συμπεριφοράς, όπως η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία, η ψυχολογία, η
κυβερνητική, ο μπηχαβιορισμός, η ηθολογία κ.λπ.
5. Δεν ξεφεύγει από τις αρχές της κλασικής κλινικής ψυχιατρικής, με την έννοια ότι
αποδέχεται τη βιολογική υπόσταση της ψυχικής νόσου, αλλά εστιάζεται στις ιστορικές και
στις κοινωνικοπολιτιστικές συνθήκες εντός των οποίων αναπτύσσεται το άτομο στον
συγκεκριμένο κοινωνικό του χώρο, και με βάση αυτά τα δεδομένα διερευνά τους
τρόπους αντιμετώπισης της ψυχικής νόσου.

Μερικά από τα ζητήματα που περιλαμβάνονται στο πλαίσιο μελέτης της κοινωνικής
ψυχιατρικής είναι τα ακόλουθα: ομάδες ατόμων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ευάλωτοι
πληθυσμοί, φυλετικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές μειονότητες, κοινωνική κινητικότητα,
μετανάστευση, φτώχεια, περιθωριακότητα, κοινωνική αποδιοργάνωση, ο ρόλος της ταξικής
διαστρωμάτωσης στην ανάπτυξη της νόσου, η επίδραση της γρήγορης πολιτιστικής αλλαγής.
Η κοινωνική ψυχιατρική τοποθετεί τόσο τον ασθενή όσο και τη θεραπεία πάνω σε βάσεις
κοινωνικές. Απορρίπτει την ασυλιακή θεραπεία, προτείνει υπηρεσίες όπως το Κέντρο
Ψυχικής Υγείας και την ψυχιατρική κλινική στο Γενικό Νοσοκομείο. Η παρέμβαση συνίσταται
σχεδόν πάντοτε σε έναν συνδυασμό φαρμακευτικών, ψυχοθεραπευτικών και
κοινωνιοθεραπευτικών μέσων, με έμφαση στα τελευταία, ανάλογα και με την ιδιαιτερότητα
της κάθε περίπτωσης. Ο ασθενής είναι μέλος της κοινότητας με πλήρη δικαιώματα και σε
περίπτωση νοσηλείας η απομάκρυνση από το σπίτι του είναι προσωρινή και μόνο για λόγους
θεραπευτικούς. Άσχετα από την πρόοδο στη φαρμακευτική, βιοχημική, νευροφυσιολογική ή
γενετική πλευρά της ψυχιατρικής, πρέπει να κρατηθεί αμείωτη η διαπροσωπική επαφή με
τον ασθενή. Η ψυχιατρική διαγνωστική, προγνωστική και θεραπευτική, πρέπει να είναι και
κοινωνική. Να δίδεται η ανάλογη έμφαση στη μελέτη του συστήματος των σχέσεων του
ασθενούς με το περιβάλλον του, με την οικογένεια και την εργασία και τα ευρήματα να
συσχετίζονται με την προσωπική του ιστορία. Ακόμη να εξετάζεται προσεκτικά η ποιότητα
του φυσικού και ψυχοκοινωνικού περιβάλλοντος, καθώς και τα οικονομικά και πολιτιστικά
δεδομένα του παρελθόντος και του παρόντος του ασθενούς.

Τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές πλευρές της κοινωνικής ψυχιατρικής έχουν επισημανθεί
επαρκώς (Μάνος 1979).
Θετικές πλευρές:
 Με ανθρωπιστικό και κοινωνικό πνεύμα η ψυχιατρική στο σύνολό της στράφηκε
ενεργητικά προς τον άνθρωπο και το άμεσο περιβάλλον του, την κοινότητα.
 Έγιναν προσπάθειες εξανθρωπισμού των ασύλων από απόψεως διαμονής, χειρισμού
των ασθενών κ.λπ.
 Το μεγάλο ψυχιατρικό ίδρυμα έδωσε προοδευτικά τη θέση του στην ψυχιατρική κλινική
του Γενικού Νοσοκομείου και στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκαν
δίκτυα υπηρεσιών αποκαταστάσεως σε μια προσπάθεια να πριμοδοτηθούν η
υπευθυνότητα και η κοινωνικότητα του ασθενούς και να βοηθηθεί στην επαγγελματική
του αποκατάσταση.
733

 Το νοσηλευτικό προσωπικό αποκαταστάθηκε στον πραγματικό του ρόλο αφού


απομακρύνθηκε από εκείνον του φύλακα.
 Η μακροχρόνια παραμονή στο ίδρυμα έδωσε τη θέση της στη βραχεία νοσηλεία.
 Η σωστή εξωνοσοκομειακή παρακολούθηση συνετέλεσε στη μείωση των
επανεισαγωγών.
 Κατοχυρώθηκαν βασικά δικαιώματα του ασθενούς (Scott 1977), όπως το δικαίωμα για
θεραπεία, αξιοπρέπεια και ιδιωτική ζωή, το δικαίωμα αρνήσεως θεραπειών, όπως το
ECT, η ψυχοχειρουργική ή ακόμη και η φαρμακευτική αγωγή, και το δικαίωμα μηνύσεως
του ιδρύματος ή του θεραπευτή στην περίπτωση που ο ασθενής πιστεύει ότι τον
κακομεταχειρίστηκαν ή ότι ακολούθησαν λανθασμένη αγωγή.

Οι αρνητικές πλευρές της κοινωνικής ψυχιατρικής θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα


παρακάτω, αν και οι ευθύνες ίσως δεν είναι δικές της:
 Τα μεγάλα ψυχιατρικά ιδρύματα ποτέ δεν εξανθρωπίσθηκαν πραγματικά, ενώ πολλά
βρίσκονται ακόμη σε ελεεινή κατάσταση. Η διαδικασία κλεισίματος ή συρρίκνωσής τους
είναι βραδεία και προσκρούει σε οικονομικά εμπόδια, γραφειοκρατική δυσκαμψία,
επαγγελματικό συντηρητισμό και αντίσταση από την κοινότητα.
 Δεν ήταν πάντοτε θετική η βράχυνση της νοσηλείας. Πολλοί νοσηλευόμενοι μετά την
έξοδό τους από το ψυχιατρείο γίνονται αβάσταχτο βάρος για τις οικογένειές τους ή ζουν
μόνοι, άνεργοι, άστεγοι, περιθωριοποιημένοι μέχρι να δώσουν κάποια αφορμή και να
εισαχθούν πάλι στο άσυλο.
 Ο απαιτούμενος συντονισμός μεταξύ ψυχιατρείου, Κέντρου Ψυχικής Υγείας, ψυχιατρικής
κλινικής Γενικού Νοσοκομείου και των ποικίλων υπηρεσιών αποκαταστάσεως δεν
έφθασε ποτέ σε ικανοποιητικό επίπεδο, με αποτέλεσμα τη συχνή διάσπαση και την
αμοιβαία σύγκρουση των προγραμμάτων τους.
 Οι υπερβολές στην εφαρμογή του εκδημοκρατισμού και των αρχών της θεραπευτικής
κοινότητας οδήγησαν σε φαινόμενα δυσλειτουργίας και αποδιοργάνωσης των
θεραπευτικών μονάδων, κυρίως των Κέντρων Ψυχικής Υγείας, με αποτέλεσμα πολλά να
έχουν μετατραπεί σε κοινωνικές λέσχες με μικρή δυνατότητα για θεραπευτική παρέμβαση
και ως εκ τούτου να μην προτιμούνται από τους ασθενείς αλλά και τους ψυχιάτρους.
 Η προληπτική ψυχιατρική μάλλον υπερδιαφημίσθηκε, διότι δεν φαίνεται να συνετέλεσε
στη μείωση του αριθμού των ασθενών που χρειάζονται ψυχιατρική βοήθεια.
 Τα σύνορα μεταξύ κοινωνικής ψυχιατρικής, ψυχικής υγιεινής, κοινωνικής εκπαίδευσης,
κοινωνικής ψυχολογίας είναι ρευστά και έτσι οι εκτός κλινικής ψυχιατρικής
δραστηριότητες ψυχιάτρων, κοινωνικών λειτουργών, κοινωνιολόγων και ψυχολόγων
μπορεί και να ταυτίζονται. Ο ρόλος πλέον δεν καθορίζεται από κάποια επιστημονική ή
κλινική αρμοδιότητα αλλά από προσωπικές δυνατότητες και φιλοδοξίες. Μέσω αυτού του
ρευστού χώρου άτομα χωρίς ιατρικές αρμοδιότητες και εκπαίδευση ενδέχεται να
παρεισφρήσουν στον ιατρικό χώρο και να εκτελούν λαθραίο ιατρικό έργο.

Ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα. Κατά τη δεκαετία του 1980 με την ψήφιση του
(ιστορικού πλέον) Νόμου 815/84 άρχισε στην Ελλάδα μια μεγάλη προσπάθεια
αναδιοργάνωσης του δημόσιου συστήματος παροχής ψυχιατρικών υπηρεσιών, η οποία
συνεχίζεται μέχρι σήμερα (Μαδιανός 2002). Τη μεταρρυθμιστική αυτή προσπάθεια επέβαλαν
όχι μόνο η άθλια κατάσταση της παρεχόμενης περίθαλψης αλλά και οι προσπάθειες του
κράτους να κατευνάσει τη διεθνή κατακραυγή κατά της Ελλάδος ύστερα από τα
συγκλονιστικά ρεπορτάζ των διεθνών ΜΜΕ από τα άσυλα του Δαφνιού και της Λέρου.
Κεντρικοί στόχοι της ήσαν η δημιουργία και η αποκέντρωση υπηρεσιών ψυχικής υγείας
μέσω της εγκατάστασης Κέντρων Ψυχικής Υγείας στην κοινότητα και της ίδρυσης
ψυχιατρικών κλινικών στα Γενικά Νοσοκομεία, η συρρίκνωση του παραδοσιακού ασύλου και
η αποϊδρυματοποίηση των τροφίμων με την παροχή εναλλακτικής στέγασης και φροντίδας,
και η εκπαίδευση του ιατρικού και του νοσηλευτικού προσωπικού ώστε να ανταποκριθεί στις
απαιτήσεις της αναμόρφωσης. Η εγκατάσταση της ψυχιατρικής στο Γενικό Νοσοκομείο ήταν
η σημαντικότερη εξέλιξη, αφού εγκαινίασε μια καινούργια περίοδο συνεργασίας της
ψυχιατρικής με τις άλλες σωματικές ιατρικές ειδικότητες. Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση είχε
734

κάποιες επιτυχίες σε όλους τους στόχους της (Σαραντίδης και Τριποδιανάκης 1990).
Μειώθηκε ο αριθμός των ψυχιατρείων, σε αυτά που έμειναν έγιναν σοβαρές παρεμβάσεις
εξανθρωπισμού τους, ιδρύθηκαν μερικές Ψυχιατρικές Κλινικές σε Γενικά Νοσοκομεία καθώς
και Κέντρα Ψυχικής Υγείας, αλλά ο δρόμος που απομένει είναι ακόμη μακρύς. Η
τομεοποίηση των ψυχιατρικών υπηρεσιών δεν έχει ακόμη αρχίσει και η πρωτοβάθμια
φροντίδα δεν έχει αναλάβει το μερίδιό της στην αντιμετώπιση ψυχιατρικών προβλημάτων του
πληθυσμού. Οι εναλλακτικές του ψυχιατρείου υπηρεσίες καλύπτουν ποσοστά πολύ
κατώτερα των απαιτούμενων. Οι δομές στεγαστικής και εργασιακής αποκατάστασης
βρίσκονται ακόμη σε πολύ πρώιμο στάδιο. Επειδή τα προγράμματα που εκδιπλώνονται στο
πλαίσιο της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση
και την ελληνική πολιτεία, η απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων έχει επείγοντα
χαρακτήρα, με αποτέλεσμα τα προγράμματα να εκχωρούνται με μεγάλη ευκολία σε ιδιωτικές
εταιρείες (κερδοσκοπικές ή μη), οι οποίες είναι ταχύτερες και πλέον ευέλικτες από τον
δημόσιο τομέα. Έτσι παρατηρείται μια έρπουσα ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών
ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης (Μάτσα 2003). Βέβαια οι αξονικές ψυχιατρικές υπηρεσίες
(Κέντρα Ψυχικής Υγείας και Ψυχιατρικές Κλινικές στα Γενικά Νοσοκομεία) δεν είναι στο
βεληνεκές των δυνατοτήτων των ιδιωτικών εταιρειών, οι οποίες τελικώς σπαταλούν χρήματα
σε δευτερεύουσας σημασίας υπηρεσίες. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ψυχιατρική
μεταρρύθμιση εκτός από το πλήθος των δυσκολιών που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει,
καλείται επίσης να αντιπαλέψει τις φοβίες και να κάμψει τη δυσανεκτικότητα του γενικού
πληθυσμού, ο οποίος τείνει να υπονομεύει ακατάπαυστα την αποϊδρυματοποίηση και την
εγκατάσταση υπηρεσιών στην κοινότητα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΑΔΙΑΝΟΣ Μ. (1980). Κοινωνική Ψυχιατρική: Ιστορική ανασκόπηση, ορισμός και ιδεολογία. Εγκέφαλος, 17:159-
163.
ΜΑΔΙΑΝΟΣ Μ. (2002). Η ψυχιατρική περίθαλψη στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Ψυχιατρική 13(4):297-300.
ΜΑΝΟΣ Ν. (1979). Κριτική της Κοινωνικής Ψυχιατρικής και προοπτικές της. Ιατρική, 36:394-398
ΜΑΡΤΙΝΙΔΗΣ Π. (1972). Οι “απελευθερώσεις” της τρέλλας. Sectorisation, ένα πρόσφατο παράδειγμα.
ΜΑΤΣΑ Κατερίνα. (2003). Το εγχείρημα της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης. Το πολιτικό πλαίσιο. Τετράδια
Ψυχιατρικής 83:21-24.
ΣΑΡΑΝΤΙΔΗΣ Δ, ΤΡΙΠΟΔΙΑΝΑΚΗΣ Ι. (1990). Ψυχιατρική Περίθαλψη στην Ελλάδα. Έτος 1987. Επιθ Υγείας
Σεπτ-Οκτ 1990:52-58.
ΣΚΟΥΡΑΣ Φ. (1942). Το Άγχος και αι Πολεμικαί Ψυχώσεις. Αθήναι.
ΤΟΜΑΡΑΣ Β, ΣΤΕΦΑΝΗΣ Κ. (1987). Κοινοτική Ψυχιατρική: Οι αρχές και οι εφαρμογές της. Αρχεία Ιατρικής
4:146-154.

APPEL JW. (1946). Incidence of neuropsychiatric disorders in the U.S. Army in World War II. Am. J. Psychiatry
102:433
BELL N, SPIEGEL J. (1960). Social Psychiatry. Vagaries of a term. Arch Gen Psychiatry 337-345
CAWLEY R, McLACHLAN G. (1973). Policy for action: A symposium on the planning of a comprehensive District
Psychiatric Service. London. Oxford Univ. Press.
DURKHEIM E. (1897). Suicide. A Study of Sociology. The Free Press reprint 1997.
GALACHYAN A. (1968). Soviet Psychiatry. In: Kiev (ed.) Psychiatry in the Communist World. Science House.
New York.
GILLESPIE R. (1941). Psychological effects of war on citizen and soldier. Norton.
GOFFMAN E. (2001). Στίγμα. Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
GREENHILL MH. (1979). Psychiatric units in general hospitals. Hospital and Community Psychiatry, 30:169-182.
JARVIS E. (1866). Influence of distance from and nearness to an insane hospital on its use to people. Am. J.
Insan. 22:361.
LAUBER C, NORDT C, BRAUNSCHWEIG C, RÖSSLER W. (2006). Do mental health professionals stigmatize
their patients? Acta Psychiatr Scand 113 (suppl 429):51-59.
PERRIS C. (1983). Integration of a mental hospital and a university department of psychiatry at a general hospi-
tal. Five years follow-up. Proceedings of the International Congress on General Hospital Psychiatry, Madrid,
Spain. (eds. JJ Lopez-Ibor Jr et al.) Excerpta Medica, Amsterdam.
PRIEBE S, FINZEN A. (2002). On the different connotations of social psychiatry. Soc Psychiatry Psychiatr Epi-
demiol 37:47-49.
ROTHMAN D. (1971) The Discovery of asylum. Little Brown, Boston.
SCOTT EP. (1977). The Right to Refuse Treatment. A Developing Legal Concept. Hosp. Community Psychiatry
28:372.
STUART H. (2003). Stigma and the Daily News: Evaluation of a Newspaper Intervention. Can J Psychiatry,
48:10(651-656).
735

91. ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗΣ

Συστήματα περίθαλψης. Ένα θεμελιώδες πρόβλημα της ιατρικής φροντίδας, που


ουσιαστικά δεν έχει λυθεί ακόμη ούτε στις ανεπτυγμένες χώρες, είναι με ποιον τρόπο πρέπει
να είναι οργανωμένο το σύστημα περίθαλψης ώστε να καλύπτει αμέσως και πλήρως
οποιονδήποτε έχει ανάγκη από ιατρική βοήθεια. Με βάση αυτό το κριτήριο τα συστήματα
οργάνωσης υγείας μπορούν να διακριθούν σε «παραδοσιακά» και «σύγχρονα». Η διάκριση
αυτή σήμερα έχει περισσότερο ιστορικό και λιγότερο ουσιαστικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι
ναι μεν τα σύγχρονα συστήματα ακολούθησαν τα παραδοσιακά στην εξέλιξη του χρόνου,
αλλά παραδοσιακές αντιλήψεις στην οργάνωση των συστημάτων παροχής υπηρεσιών
υγείας επανέκαμψαν μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών ιδεών και την αποδυνάμωση
της αντίληψης του κράτους πρόνοιας κατά τις δεκαετίες ’80 και ’90.

Η ιδεολογία των «παραδοσιακών» συστημάτων οργάνωσης της υγείας βασίζεται στη


φιλοσοφία του οικονομικού φιλελευθερισμού και στο αξίωμα ότι η υγεία είναι υποχρέωση του
ατόμου. Το παραδοσιακό σύστημα διοργανώνεται από την ιδιωτική πρωτοβουλία και
εκφράζεται από πλήθος φορέων (ιδιώτες, ασφαλιστικά ταμεία, κράτος). Η χρηματοδότηση
των προσφερομένων υπηρεσιών είναι πολλαπλή, αφού τα χρήματα δίδονται (ως
αποζημίωση συνήθως) από ασφαλιστικά ταμεία, από ιδιωτικές πληρωμές, από κρατικές
επιχορηγήσεις ή από χρηματοδοτήσεις δημοσίων ιδρυμάτων. Στα παραδοσιακά συστήματα
προτεραιότητα δίδεται στις τεχνολογικές επιτεύξεις, με αποκλειστικό στόχο τη θεραπεία·
κύριο γνώρισμά τους είναι οι μεγάλες νοσοκομειακές μονάδες, στις οποίες παρατηρείται
υπερσυγκέντρωση ιατρικού, νοσηλευτικού και άλλου προσωπικού. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα «παραδοσιακού» συστήματος περίθαλψης είναι εκείνο των ΗΠΑ.

Η ιδεολογία των «σύγχρονων» συστημάτων οργάνωσης της υγείας βασίζεται στο αξίωμα ότι
η υγεία είναι υποχρέωση της κοινωνίας και εκπορεύεται από την αναγκαιότητα συμμετοχής
της κοινωνίας, ως συνόλου, στη διαφύλαξη και στην προστασία της υγείας των μελών της. Η
736

οικονομική φιλοσοφία που τα στηρίζει εκπορεύεται από το φάσμα των απόψεων εκείνων που
υποστηρίζουν κάποια μορφή κρατικού παρεμβατισμού (κράτος πρόνοιας). Η οργάνωση του
συστήματος πηγάζει από την κρατική ευθύνη και εκφράζεται μέσω ενός κρατικού φορέα ο
οποίος προσφέρει προπληρωμένη κάλυψη για την ταχύτερη και χωρίς γραφειοκρατικούς
περιορισμούς εξυπηρέτηση του ασθενούς. Κεντρικό πρόβλημα του όλου θέματος είναι ότι
όσοι έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη από τις φροντίδες των υπηρεσιών υγείας ανήκουν σε μη
ευνοημένες κοινωνικές ομάδες με χαμηλές αυτοχρηματοδοτικές δυνατότητες (γέροι, φτωχοί,
μετανάστες). Τα σύγχρονα συστήματα δίδουν προτεραιότητα στην πρόληψη και στην
κάλυψη των αναγκών όλου του πληθυσμού. Το κράτος πρόνοιας, έστω και αν κοστίζει, είναι
ηθικό αίτημα στη σύγχρονη κοινωνία, ένα αίτημα που η πραγματοποίησή του είναι τεχνικά
εφικτή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα «σύγχρονου» (ηλικίας άνω των 60 ετών) συστήματος
περίθαλψης, παρά την υπονόμευση που έχει υποστεί, είναι το Εθνικό Σύστημα Υγείας του
Ηνωμένου Βασιλείου. Το κοινωνικό κράτος δεν αποτελεί εκδήλωση φιλανθρωπίας αλλά
εισάγει μια ιδιαίτερη κατηγορία δικαιωμάτων στα οποία το άτομο έχει πρόσβαση ακριβώς
επειδή είναι μέλος της κοινωνίας. Το κράτος πρόνοιας, έκφραση της ευρωπαϊκής αντίληψης
για τον χειρισμό προβλημάτων υγείας, βρίσκεται τα τελευταία χρόνια κάτω από ισχυρή πίεση
αντίρροπων δυνάμεων: των ελλείψεων στις χρηματοδοτήσεις ως αποτέλεσμα της γήρανσης
του πληθυσμού, της επέκτασης της ασταθούς απασχόλησης και της ανεργίας από τη μια, και
της ιδεολογικής κυριαρχίας της έννοιας της συρρίκνωσης του κράτους, της απόλυτης
κυριαρχίας του καπιταλισμού από την άλλη (Πετμεζίδου 2004).

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι ψυχιατρικές υπηρεσίες άλλαξαν προσανατολισμό: από την
οργάνωση ιδρυμάτων για χρόνια και κουστωδιακή νοσηλεία, στην οργάνωση κοινοτικών
υπηρεσιών για εξωτερικούς ασθενείς. Κατά παράδοξο τρόπο (Mollica 1983, Thornicroft and
Tansella 2004) αυτό είχε σαν συνέπεια τη μεγάλη διόγκωση της χρήσης ψυχιατρικών
υπηρεσιών και την εμφάνιση σημείων πτώσης στην ποιότητα της φροντίδας. Διάφοροι
παράγοντες, όπως απόπειρες αποϊατρικοποίησης των υπηρεσιών και αλληλοκάλυψη ρόλων
μεταξύ των ψυχιάτρων και των παραψυχιατρικών επαγγελμάτων (κοινωνικοί λειτουργοί,
ψυχολόγοι), βρίσκονται στη ρίζα αυτού του φαινομένου μαζί με άλλα στοιχεία, όπως η
υπερέμφαση που δόθηκε στην κοινωνική μεταρρύθμιση και η συνακόλουθη αντικατάσταση
των ιατρικών όρων από πολιτικούς.

Η καλά εδραιωμένη άποψη ότι ο δημόσιος τομέας παρέχει υπηρεσίες πλήρεις και
αποτελεσματικές σε επίπεδο πολύ ανώτερο του ιδιωτικού ενδεχομένως είναι σωστή, αλλά το
θέμα επιβάλλει ιδιαίτερη μελέτη, διότι δεν ταυτίζονται οι πληθυσμοί των ασθενών που
καλύπτονται από αυτούς τους φορείς σε νοσολογικό επίπεδο αλλά ούτε σε οικονομικό,
κοινωνικό και μορφωτικό, ιδιαίτερα στον τομέα της ψυχικής υγείας. Κατά τις πρώτες
μεταπολεμικές δεκαετίες, μέσα σε ένα κλίμα έντονα συνθηματολογικό, ο δημόσιος τομέας
κυριαρχήθηκε από μια όλο και ισχυρότερη τάση αποϊατρικοποίησης, απομάκρυνσης από τις
ψυχοβιολογικές προσεγγίσεις στη διάγνωση και στη θεραπεία και προσκόλλησης σε ένα
μοντέλο μονόπλευρα κοινωνικό. Οι συνέπειες αυτής της στροφής για την ψυχιατρική ως
συνολική ειδικότητα δεν έχουν εκτιμηθεί ακόμη, διότι δεν έχει αποκατασταθεί το απαιτούμενο
κλίμα νηφαλιότητας. Εκείνο που φαίνεται να έχει κάποιο ενδιαφέρον είναι ότι κατά τον
σχεδιασμό των υπηρεσιών τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήσαν ιατρικά και κλινικά
αλλά μάλλον πολιτικά και ιδεολογικά.

Ψυχιατρικές διαταραχές στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα. Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας


(ΠΦΥ) αποτελεί θεμέλιο λίθο για την οργάνωση μιας σωστής συνεχιζόμενης ψυχιατρικής
περίθαλψης στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου συστήματος περίθαλψης του πληθυσμού.
Από την ΠΦΥ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η στάση του ατόμου με ψυχική διαταραχή που θα
είναι αργότερα χρήστης των λοιπών υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Σημαντικό επίσης είναι ότι η
σωστή αντιμετώπιση των ψυχιατρικών διαταραχών στην ΠΦΥ μπορεί να συμβάλει
ουσιαστικά στη μείωση της ψυχιατρικής νοσηρότητας στην κοινότητα και να εμποδίσει την
αδικαιολόγητη ψυχιατρικοποίηση. Ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί ότι η πρωτοβάθμια
περίθαλψη στην Ελλάδα γίνεται από ιατρούς των εξωτερικών ιατρείων των νοσοκομείων,
737

των Κέντρων Υγείας και των ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι συνεχώς εναλλάσσονται,
δεν τηρείται φάκελος νοσηλείας με πλήρες ιστορικό, με αποτέλεσμα η ψυχιατρική
παρακολούθηση να είναι σχεδόν ανέφικτη. Ποιες είναι οι συχνότερες ψυχιατρικές διαταραχές
στην ΠΦΥ; Σε μια έρευνα που διενεργήθηκε στην περιοχή Ιωαννίνων (Φωτιάδου και συν
2003), μελετήθηκαν 1.128 ασθενείς που παρουσιάστηκαν για ψυχιατρική εξέταση σε Κέντρα
Υγείας του Νομού κατά την τριετία 2000-2002. Επρόκειτο για ασθενείς ηλικίας 18-83 ετών
(μέση ηλικία 47,4 έτη), κυρίως γυναίκες (65%). Από τα άτομα που εξετάστηκαν παρουσίαζαν:
Αγχώδεις διαταραχές 25%, Σωματόμορφες διαταραχές 20%, Κατάθλιψη 12%, Διαταραχή
προσωπικότητας 8%, Αλκοολισμό 7%, Διαταραχές προσαρμογής 5%, Ουσιοεξαρτήσεις 4%,
Ψυχαναγκαστική διαταραχή 2%, Διπολική διαταραχή 1,5%, Σχιζοφρενική διαταραχή 1,2%. Οι
υπόλοιποι (ποσοστό 14,3%) προσήρχοντο με αιτήματα κοινωνικο-οικονομικά, κυρίως για
έκδοση συντάξεων ή βοηθημάτων. Παρόμοια στοιχεία βρίσκει κανείς και σε διεθνείς
επιδημιολογικές μελέτες.

Κέντρο Ψυχικής Υγείας (ΚΨΥ). Το ΚΨΥ, βασικός μηχανισμός της πρωτοβάθμιας


ψυχιατρικής φροντίδας, αποσκοπεί στην παροχή υπηρεσιών μέσα στην κοινότητα έτσι ώστε
το άτομο να μην απομακρυνθεί από τον φυσικό και τον κοινωνικό του χώρο (ΚΕΣΥ 1984,
Μαδιανός 2003). Δεν αναπτύσσει κλίνες. Αν κριθεί αναγκαία η εισαγωγή ασθενούς, αυτή
γίνεται στην ψυχιατρική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου με την οποία το ΚΨΥ συνδέεται. Το
ΚΨΥ ακολουθεί την αρχή της γεωγραφικής τομεοποίησης. Η περιοχή ευθύνης του στις
αστικές περιοχές αφορά πληθυσμό 90-160 χιλιάδων κατοίκων. Η επίδραση του κοινωνικού
περιβάλλοντος στην ψυχική κατάσταση του ατόμου λαμβάνεται πρωτίστως υπ’ όψιν στο
ΚΨΥ και συνεκτιμάται στην οργάνωση της θεραπείας. Το άτομο που ζητά βοήθεια
αντιμετωπίζεται ως ενιαία βιοψυχοκοινωνική ενότητα. Μεταξύ των πρωταρχικών λειτουργιών
του ΚΨΥ περιλαμβάνονται η έγκαιρη διάγνωση, αντιμετώπιση και θεραπεία μεγάλου αριθμού
ψυχιατρικών διαταραχών, αλλά η αντιμετώπιση των επειγόντων περιστατικών είναι
προτιμότερο να αναλαμβάνεται από την ΨΚΓΝ. Η παροχή υπηρεσιών στο σπίτι του
ασθενούς είναι σημαντικός στόχος του ΚΨΥ. Άλλες λειτουργικές δυνατότητές του είναι η
παρέμβαση σε κρίση (crisis intervention), καθώς και η πολλαπλή υποστήριξη του ασθενούς
σε ατομική βάση αλλά και σε επίπεδο οικογένειας. Αν υπάρχουν δυνατότητες,
αναπτύσσονται παιδοψυχιατρικές υπηρεσίες, και αν υπάρχουν ειδικοί γεωγραφικοί ή
πληθυσμιακοί λόγοι, αναπτύσσονται και κινητές μονάδες.

Από θεραπευτική άποψη χρησιμοποιούνται κάποιες από τις καθιερωμένες θεραπευτικές


μεθόδους –βιολογικές, ψυχοθεραπευτικές και ψυχοκοινωνικές–, με μεγαλύτερη έμφαση στις
ψυχοκοινωνικές, σε ατομικό, ομαδικό και οικογενειακό επίπεδο. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται
στην κοινωνική και επαγγελματική αποκατάσταση των ασθενών, καθώς και στη συνεχή
παρακολούθηση των χρονίων ασθενών, με στόχο τη βελτίωση της λειτουργικότητάς τους και
την αποτροπή των υποτροπών ώστε να κρατηθεί ο άρρωστος έξω από το ψυχιατρείο.
Αγωγή ψυχικής υγείας στην κοινότητα με ανάπτυξη προγραμμάτων και δραστηριοτήτων
(διαλέξεις, συζητήσεις, σεμινάρια, σχολές γονέων) που εστιάζονται στην εκπαίδευση σε
θέματα ψυχικής υγείας και απευθύνονται όχι μόνο στον γενικό πληθυσμό αλλά και σε ειδικές
ομάδες, όπως εκπαιδευτικοί, υγειονομικοί, ομάδες υψηλού κινδύνου κ.λπ., είναι σημαντικές
δραστηριότητες του ΚΨΥ. Για διευκόλυνση του έργου του συνδέεται με τις άλλες ψυχιατρικές
υπηρεσίες, όπως με την ψυχιατρική κλινική Γενικού Νοσοκομείου, με το ψυχιατρείο, με
μονάδες αποκατάστασης, με επαγγελματικά προστατευόμενα εργαστήρια, με υπηρεσίες
πρωτοβάθμιας περίθαλψης της περιοχής ευθύνης του και με διαφόρους κοινωνικούς φορείς,
όπως δήμοι, πολιτιστικοί σύλλογοι, σχολεία, σύλλογοι γονέων κ.λπ. Τα τελευταία χρόνια έχει
αναπτυχθεί μια κριτική και ενίοτε έντονα επικριτική στάση απέναντι στα ΚΨΥ, η οποία θα
μπορούσε να συνοψισθεί στα εξής:
1. Παραμελούνται οι χρονίως πάσχοντες, αφού δίδεται μεγαλύτερη προσοχή σε ασθενείς
με ψυχοκοινωνικά κυρίως προβλήματα.
2. Πολλοί ασθενείς που δεν μπορούν να κάνουν ψυχοθεραπεία διότι δεν έχουν
ενδοσκοπικές και εκφραστικές ικανότητες τελικά αποκλείονται από τα ΚΨΥ, τα οποία
είναι κυρίως ψυχοθεραπευτικώς προσανατολισμένα.
738

3. Οι υποστηρικτές των ΚΨΥ κάνουν έντονη και πολλές φορές άδικη κριτική στο ιατρικό
μοντέλο και έτσι προκαλούν μεγάλη μείωση του αριθμού των ψυχιάτρων που εργάζονται
σε αυτά, ενώ αυξάνεται ο αριθμός των ψυχολόγων και των κοινωνικών λειτουργών.
4. Οι θεραπευτικές ομάδες στα ΚΨΥ παρουσίασαν προβλήματα σύγχυσης ταυτοτήτων και
ρόλων, με αποτέλεσμα να αναδυθούν φαινόμενα ανταγωνισμού σε ένα κλίμα
ισοπεδωτικό με πλήρη, πολλές φορές, έλλειψη καθοδήγησης.
5. Μερικοί έφθασαν στο σημείο να εκφράζουν αμφιβολίες για το αν τα ΚΨΥ αποτελούν
πράγματι τμήμα του συστήματος υγείας και όχι του συστήματος παροχής κοινωνικών
υπηρεσιών, υποστηρίζοντας ότι ξέφυγαν από τον θεραπευτικό τους προσανατολισμό και
μετατράπηκαν σε κοινωνικές λέσχες.
6. Ο πληθυσμός, όταν είναι σε θέση να διαλέξει μεταξύ ΚΨΥ και άλλων ψυχιατρικών
υπηρεσιών (όπως π.χ. η ψυχιατρική κλινική στο Γενικό Νοσοκομείο), τότε δηλώνει
χαμηλά επίπεδα προτίμησης στο ΚΨΥ.

Ψυχιατρική κλινική στο Γενικό Νοσοκομείο. Ψυχιατρικές κλινικές σε Γενικά Νοσοκομεία


(ΨΚΓΝ), όχι βέβαια με τη μορφή που συναντώνται σήμερα, αναφέρονται ήδη από τον
Μεσαίωνα. Κατά τον 11ο αιώνα τα μεγάλα νοσοκομεία της Κωνσταντινούπολης και της
Βαγδάτης διέθεταν τέτοιες κλινικές. Στη Βρετανία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης
αναφέρονται κάποιες ΨΚΓΝ κατά τον 18ο αιώνα, αλλά ελάχιστες επιβίωσαν περισσότερο
από μερικές δεκαετίες (Mayou 1989), ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα μόνο μερικές εκλεκτές
ιατρικές σχολές διέθεταν στα νοσοκομεία τους ψυχιατρικές υπηρεσίες.

Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ψυχιατρική
ως φροντίδα ασθενών αλλά και ως εκπαίδευση ιατρών ήταν περιορισμένη κυρίως στα
άσυλα, τα οποία, καθώς ήσαν πλημμυρισμένα από εξαθλιωμένους ασθενείς, ολότελα
παραμελημένους και στοιβαγμένους τον έναν πάνω στον άλλον, είχαν καταντήσει
περισσότερο τόποι κουστωδιακής κατακράτησης και λιγότερο χώροι θεραπείας και μελέτης
της ψυχιατρικής νόσου. Νευρωσικοί, ψυχοσωματικοί ή εξαρτημένοι από ουσίες ασθενείς δεν
είχαν ελπίδα να ενταχθούν σε ένα σοβαρό θεραπευτικό πρόγραμμα, αφού ο μόνος δρόμος
νοσηλείας ήταν αυτός που οδηγούσε στο άσυλο. Ορισμένα ψυχιατρικά περιστατικά
νοσηλεύονταν χωρίς συστηματικότητα και σποραδικά σε νευρολογικές και παθολογικές
κλινικές, σε ένα περιβάλλον από κάθε άποψη ελάχιστα ευνοϊκό για τους ασθενείς. Όσο για
τους πάσχοντες από σωματικές παθήσεις νοσηλευόμενους στα Γενικά Νοσοκομεία που
παρουσίαζαν ψυχιατρικά προβλήματα, η πιο κατάλληλη έκφραση θα μπορούσε να είναι
«πλήρης εγκατάλειψη μέσα στην άγνοια». Η ψυχιατρική είχε σχεδόν αποκοπεί από τον
κορμό της ιατρικής και, όσο πιο πολύ προσηλωνόταν σε ψευδοφιλοσοφικούς στοχασμούς
και θεωρητικολογίες, τόσο περισσότερο έχανε την επαφή της με την κλινική ουσία της
ψυχιατρικής νόσου. Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είχαν είτε
μονότροπη βιολογική είτε μονότροπη ψυχολογική διάσταση, ενώ το φυσικό και το κοινωνικό
περιβάλλον μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η νόσος και πραγματοποιείται η θεραπεία δεν
λαμβάνονταν καθόλου υπ’ όψιν, παρά το ότι ήταν γνωστό ότι η ψυχιατρική νόσος αντανακλά
ποικίλους συνδυασμούς βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων και ότι οι
βιωματικές εμπειρίες του ασθενούς κατά τη θεραπεία μπορεί να επιδράσουν θετικά ή
αρνητικά στην πορεία της νόσου του.

Για πρώτη φορά το 1949 σε νοσοκομείο του Μάντσεστερ λειτούργησε μια ψυχιατρική κλινική
με δώδεκα κρεβάτια (Carson and Kitching 1949), ύστερα από απόρριψη, εκ μέρους των
αρμόδιων τοπικών αρχών, προτάσεων για ίδρυση νέων ασύλων στην περιοχή (Pickstone,
1989). Από τότε ο θεσμός επεκτάθηκε, και δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν καταθέσει τις
εμπειρίες τους από τη λειτουργία της ΨΚΓΝ (Leyberg 1959, Freeman 1960, Reding and
Maguire 1973, Schwad 1977, Cotton et al 1980). Τα επιχειρήματα κατά της εγκατάστασης
της ψυχιατρικής κλινικής στο ΓΝ είχαν χαρακτήρα κλασικής προκατάληψης και στερούνταν
επιστημονικής σοβαρότητας, γι’ αυτό και δεν άργησαν να παραμεριστούν. Εστιάζονταν
κυρίως σε θέματα όπως η επικινδυνότητα, η πρόκληση ανωμαλιών στην εύρυθμη λειτουργία
του νοσοκομείου, ο αρνητικός αντίκτυπος που θα είχε μια τέτοια εξέλιξη στους ασθενείς και
739

στους συγγενείς τους, αφού υποτίθεται ότι θα κλόνιζε την εν γένει θετική εικόνα τους για το
κλασικό νοσοκομείο· στην ίδια λογική εκινείτο και ο ισχυρισμός ότι το ΓΝ δεν έχει τα αναγκαία
μέσα ούτε μπορεί να εφαρμόσει ειδικές θεραπευτικές αγωγές, ενώ το κατώτερο προσωπικό
δεν είναι ειδικώς εκπαιδευμένο ούτε επαρκεί για την αντιμετώπιση του ψυχιατρικού
περιστατικού. Στην Ελλάδα υπήρχαν ψυχιατρικές κλινικές στα Γενικά Στρατιωτικά
Νοσοκομεία από τη δεκαετία του ’50 (Σούλης 1961). Το ελληνικό νοσοκομείο του Καΐρου
διέθετε επίσης νευρολογικό και ψυχιατρικό τμήμα. Σε πανεπιστημιακό επίπεδο δύο
ψυχιατρικές κλινικές λειτούργησαν αρχικώς στα πανεπιστημιακά νοσοκομεία της
Αλεξανδρούπολης το 1978 και των Ιωαννίνων το 1983 (Κλαδούχος και συν 1991,
Angelopoulos and Liakos 1990, Κανταράκιας 1993). Σήμερα λειτουργούν περί τα 34
ψυχιατρικά τμήματα σε Γενικά Νοσοκομεία, πανεπιστημιακά και μη, ενώ περίπου 15 από
αυτά διαθέτουν μονάδες νοσηλείας.

Περιγραφή. Η ΨΚΓΝ είναι μια κλινική ενσωματωμένη στην κτιριακή, λειτουργική και
διοικητική δομή του Γενικού Νοσοκομείου. Ο χώρος στέγασής της δεν είναι απλό ζήτημα, και
πρέπει οπωσδήποτε να καταπολεμηθεί η τάση κτιριακής περιθωριοποίησης –κάθετης (πολύ
υψηλός όροφος ή υπόγειο) ή οριζόντιας (έξω από το κτιριακό σώμα του νοσοκομείου)– που
ενδεχομένως θα εκδηλωθεί κατά τον σχεδιασμό καινούργιων ΨΚΓΝ στην Ελλάδα. Τάση
κτιριακής περιθωριοποίησης έχει ήδη εκδηλωθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε όλες τις
ΨΚΓΝ, και σε ορισμένες περιπτώσεις το αποτέλεσμα ήταν ο πραγματικός εξοστρακισμός της
κλινικής από το σώμα του νοσοκομείου. Βασικά καθήκοντα μιας ΨΚΓΝ, εκτός από τη
νοσηλεία και την παρακολούθηση των ψυχιατρικών ασθενών και την ψυχιατρική βοήθεια
προς τους σωματικούς ασθενείς των άλλων κλινικών, είναι να συμβάλλει στη διαμόρφωση
μιας βιοψυχοκοινωνικής αντίληψης για τη νόσο, χρήσιμης στον χειρισμό των ψυχιατρικών
προβλημάτων όλων των ασθενών, σωματικών και ψυχιατρικών, και να βοηθήσει στη
βελτίωση της ικανότητας του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού του νοσοκομείου να
αναλαμβάνει και να φροντίζει ασθενείς με ψυχιατρικά συμπτώματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο
κύριοι στόχοι της ΨΚΓΝ είναι η εξέταση και η παρακολούθηση ασθενών στα εξωτερικά
ιατρεία της, η αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών, η βραχεία νοσηλεία, η ανάπτυξη της
διασυνδετικής ψυχιατρικής, η εκπαίδευση και η έρευνα. Λειτουργεί όπως οι άλλες κλινικές σε
24ωρη βάση και καλύπτει τους μόνιμους κατοίκους μιας καθορισμένης γεωγραφικής
περιοχής. Αποκτά σύνδεση με προγράμματα που αφορούν την ψυχική υγεία στην κοινότητα.
Όπου είναι δυνατόν, διαθέτει Κέντρο Ημέρας.

Το εξωτερικό ιατρείο, όταν είναι καλά οργανωμένο, μπορεί να συντελέσει ώστε οι εισαγωγές
να κρατηθούν σε κανονικά επίπεδα και ο χρόνος νοσηλείας να βραχύνει σημαντικά. Σήμερα
κανείς δεν αμφιβάλλει ότι το εξωτερικό ψυχιατρικό ιατρείο στο Γενικό Νοσοκομείο προτιμάται
περισσότερο από κάθε άλλο είδος ψυχιατρικής πρωτοβάθμιας φροντίδας, και οι λόγοι είναι
απλοί: προσιτότητα, ανυπαρξία στιγματισμού, συνεργασία με καλά οργανωμένα εργαστήρια,
δυνατότητα παραπομπής σε άλλα εξωτερικά ιατρεία ή ακόμη και εισαγωγής σε κάποια από
τις κλινικές του νοσοκομείου, αν χρειασθεί. Όλα τα επείγοντα ψυχιατρικά περιστατικά πρέπει
να αντιμετωπίζονται στο εξωτερικό ιατρείο, κυρίως εκείνα που δεν έχουν προηγούμενη
επαφή με κάποια ψυχιατρική υπηρεσία, και κατόπιν να παραπέμπονται στην κλινική για
νοσηλεία ή σε άλλη κατάλληλη ψυχιατρική υπηρεσία. Η κλινική διαθέτει περίπου 25 κλίνες,
αλλά δεν αποκλείεται η ύπαρξη μονάδων με περισσότερες κλίνες. Διαθέτει ακόμη γραφεία
ιατρών και λοιπού προσωπικού, βιβλιοθήκη, αίθουσες συναντήσεων, εστιατόριο και κυλικείο.
Είναι σε ποικίλους βαθμούς ανοιχτή κλινική, αφού οι απόλυτα ανοιχτές κλινικές είναι σπάνιες.
Οι περισσότερες διαθέτουν θάλαμο απομόνωσης, αν και είναι προτιμότερο να μην υπάρχει
απομόνωση, ούτε κιγκλιδώματα στα παράθυρα. Ο θάλαμος απομόνωσης μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για την καλύτερη φροντίδα διεγερτικού ασθενούς, αν και αυτό συνήθως δεν
χρειάζεται, και για τον εγκλεισμό εισαγγελικού ασθενούς. Αν επιτραπεί εγκλεισμός
εισαγγελικού ασθενούς, η κλινική κινδυνεύει να ολισθήσει σε τόπο κατακράτησης και να
απολέσει πολλά από τα θεραπευτικά πλεονεκτήματά της. Σε μια ΨΚΓΝ δεν νοσηλεύονται
ασθενείς που η κατάστασή τους επιβάλλει χρήση περιορισμού με ιμάντες, αλλά αυτό δεν
πρέπει να ισχύει απόλυτα, γιατί έτσι κάποιοι ασθενείς με παροδικές ψυχοκινητικές διεγέρσεις
740

ίσως χάνουν το δικαίωμα μιας νοσηλείας που θα πρέπει κατά τα άλλα να πραγματοποιηθεί
σε ΨΚΓΝ.

Οι ΨΚΓΝ διαφέρουν ως προς τις διαγνωστικές κατηγορίες στις οποίες εμπίπτουν οι ασθενείς
τους και ως προς το είδος των υπηρεσιών που προσφέρουν. Υπάρχουν κλινικές άκρως
επιλεκτικές ως προς τα κριτήρια εισαγωγής, επιδιώκουν νοσηλεία μικρού χρόνου και
προτιμούν συμμορφούμενους, μη ενοχλητικούς και ταχέως ανταποκρινόμενους στη θεραπεία
ασθενείς (Richman and Harris 1985). Φυσικά μια τέτοια πολιτική εξαρτάται από ένα καλά
οργανωμένο σύστημα παροχής ψυχιατρικών υπηρεσιών στην περιοχή ευθύνης της ΨΚΓΝ,
υποστηριζόμενο από ψυχιατρικό ίδρυμα για κάλυψη όλων των αναγκών. Άλλες κλινικές
αναλαμβάνουν μεγαλύτερο μέρος υπηρεσιών με παρακολούθηση οξέων και χρονίων
ασθενών σε ευρύ διαγνωστικό φάσμα, ακόμη και ασθενών που εξέρχονται από άσυλα
(Bachrach 1985). Εκτός από τον κλασικό τρόπο υπάρχουν και άλλοι τρόποι οργάνωσης της
ψυχιατρικής υπηρεσίας στο ΓΝ, όπως οι εξειδικευμένες ψυχοσωματικές κλινικές (Kohle
1983), στις οποίες επικρατεί κλίμα ψυχοδυναμικό, ψυχοκοινωνικό και ψυχαναλυτικό. Επίσης
υπάρχουν συνδυασμένες ψυχιατρικές και ιατρικές μονάδες στον ίδιο χώρο, ιατροψυχιατρικές
μονάδες όπως τις ονόμασαν (Molnar et al 1985), και, σε ένα ακόμη πιο προχωρημένο
επίπεδο, έχει προταθεί η ανάληψη της ευθύνης ορισμένων σωματικών περιστατικών στο
σύνολό τους από ψυχιατρικές κλινικές (Fogel and Goldberg 1983).

Κατά μέγιστο βαθμό η εισαγωγή των ασθενών γίνεται εθελουσίως, δεν αποκλείεται όμως η
ακούσια εισαγωγή. Σχετικά με το ποιοι ασθενείς είναι κατάλληλοι, οι διαγνωστικοί
περιορισμοί δεν ωφελεί να έχουν απόλυτο χαρακτήρα. Πάντως δεν πρέπει να διαφεύγει ότι
τα διαγνωστικά κριτήρια για εισαγωγή έχουν σαφείς επιπτώσεις σε πολλά δεδομένα, όπως
στο είδος των ασθενών που θα αποτελέσουν τον πληθυσμό της κλινικής, στον χρόνο
παραμονής τους, στις θεραπευτικές παρεμβάσεις. Για παράδειγμα, όσο μεγαλύτερος ο
αριθμός των ψυχωσικών ασθενών τόσο ισχυρότερη η πιθανότητα στροφής προς τις
βιολογικές θεραπείες και υποτίμησης των ψυχοθεραπευτικών διεργασιών σε ατομικό και σε
ομαδικό επίπεδο, καθώς και του συμβουλευτικού έργου στις άλλες κλινικές. Επειδή η
επιλογή των ασθενών για εισαγωγή είναι αναπόφευκτη, επείγει η διατύπωση σαφών και
καθολικά αποδεκτών κριτηρίων γι’ αυτήν. Πολλοί θεώρησαν βασικό κριτήριο εισαγωγής την
επαφή του ασθενούς με την πραγματικότητα, την έλλειψη ψυχοκινητικής διέγερσης ή
έκδηλων παραληρημάτων και ψευδαισθήσεων (Ιεροδιακόνου και συν 1982). Άλλοι
(Αγγελόπουλος και συν 1987) πρότειναν το σχήμα: «αν ο ασθενής χρειάζεται νοσηλεία,
ανεξαρτήτως διαγνώσεως και συμπεριφοράς, εισάγεται στην κλινική εφόσον το επιθυμεί ο
ίδιος».

Πρακτικά, η ΨΚΓΝ είναι σε πλεονεκτικότερη θέση από κάθε άλλη ψυχιατρική υπηρεσία να
βοηθήσει ασθενείς με ψυχοσωματικά και σωματόμορφα προβλήματα και να αντιμετωπίσει
όλες τις νευρώσεις και τις διαταραχές προσωπικότητας που χρειάζονται νοσηλεία, τον
αλκοολισμό και άλλες εξαρτήσεις από ουσίες –τουλάχιστον σε κάποια από τα θεραπευτικά
στάδια–, τις καταθλίψεις και τις ποικίλες ψυχωσικές συνδρομές που δεν είναι σε ακραία
διεγερτική φάση και δεν περικλείουν ιδιαίτερα σοβαρούς κινδύνους, αν και αυτό δεν σημαίνει
ότι κατά κανόνα ασθενείς με ιδέες αυτοκτονίας ή ευρισκόμενοι σε διέγερση δεν εισάγονται
στην κλινική (Wilder et al 1966, Reading and Maguire 1973). Τόσο οι διεγερτικοί ασθενείς
όσο και οι λεγόμενοι επικίνδυνοι είναι δυνατόν να εισαχθούν, όταν υπάρχουν κάποιες
υποστηρικτικές προϋποθέσεις, π.χ. μέλη οικογένειας που μπορούν να συντροφεύουν τον
ασθενή κατά τη νοσηλεία του. Όπως είναι αυτονόητο, δεν εισάγονται σοβαρές νοητικές
καθυστερήσεις, παιδοψυχιατρικά και επιπεπλεγμένα ψυχογηριατρικά περιστατικά, για τα
οποία υπάρχουν καταλληλότερες υπηρεσίες. Επίσης δεν είναι δυνατόν να αξιοποιήσουν
θεραπευτικά την κλινική οι εξαιρετικά επικίνδυνοι ασθενείς και οι χρόνιοι υπολειμματικοί
σχιζοφρενείς (Ιεροδιακόνου και συν 1982β). Από τους ασθενείς που κρίνεται ότι χρειάζονται
εισαγωγή το ποσοστό που τελικώς εισάγεται κυμαίνεται στο 89%-98% (Ιεροδιακόνου και συν
1982β, Κανταράκιας 1993, Αγγελόπουλος και συν 1987β), αλλά αναφέρονται και μικρότερα
ποσοστά, γύρω στο 82% (Cotton et al 1980). Αυτοί που δεν είναι νοσηλεύσιμοι και
741

μεταφέρονται στο ψυχιατρείο μετά την εξέταση στο εξωτερικό ιατρείο ή μετά από σύντομη
νοσηλεία είναι συνήθως νεαροί άνδρες ευρισκόμενοι σε δραματική ψυχοκινητική διέγερση
που δεν απαντά στη φαρμακευτική καταστολή.

Η στενή και συνεχής επαφή ασθενών και προσωπικού δημιουργεί συνθήκες ασφάλειας και
επιτρέπει στους θεράποντες ιατρούς να έχουν διαρκώς πλήρη και σαφή εικόνα της
κατάστασης του ασθενούς. Η αξιοποίηση των συγγενών και η συμμετοχή τους στη νοσηλεία
του ασθενούς (Liakos et al 1989) είναι ένα σπουδαίο κεφάλαιο της ψυχιατρικής
νοσηλευτικής. Σε πολλές περιπτώσεις είναι δυνατόν να γίνει κατορθωτή η νοσηλεία τους και
να αποφευχθεί η μεταφορά τους σε άσυλο χάρις στην ανάληψη από τους συγγενείς μέρους
των ευθυνών για τη φροντίδα και την παρακολούθησή τους. Η στενή καθημερινή
παρακολούθηση δημιουργεί συνθήκες ασφάλειας πολύ ικανοποιητικές και ταυτόχρονα
αποδεκτές από τους ασθενείς όταν σε αυτή τη διαδικασία συμμετέχουν και μέλη της
οικογένειάς τους, τα οποία ενδέχεται να ενταχθούν και σε γενικότερα προγράμματα
θεραπείας οικογένειας (Σακκάς 1994). Η νοσηλεία είναι βραχείας διάρκειας και κυμαίνεται
περί τις 6 εβδομάδες. Ο μέσος χρόνος νοσηλείας όλων των ασθενών, ανεξαρτήτως
διαγνώσεως, κυμαίνεται περί τις 26 ημέρες (Priest et al 1979, Αγγελόπουλος και συν 1987β,
Δημακοπούλου 1993). Αυτοί που μένουν για μεγάλο διάστημα στην κλινική (πάνω από 3
μήνες) ίσως είναι χρόνιοι ασθενείς που έχουν ανάγκη παρατεταμένης φροντίδας σε
ψυχιατρικό ίδρυμα ή είναι ασθενείς για τους οποίους δεν υπάρχουν πραγματικοί ψυχιατρικοί
λόγοι παραμονής, αλλά για τους οποίους η κοινότητα δεν έχει εξασφαλίσει κάποια
εναλλακτική φροντίδα. Η μείωση του χρόνου νοσηλείας στην ΨΚΓΝ δεν πρέπει να τείνει
κάτω από ένα όριο, διότι ενώ ο μεγάλος χρόνος παραμονής υπαινίσσεται μια έρπουσα
ιδρυματοποίηση των ασθενών, από την άλλη μεριά ένα μίνιμουμ χρονικό διάστημα
παραμονής είναι απαραίτητο για να εγκατασταθούν δυνατότητες διατήρησης της βελτίωσης
που επιτυγχάνεται κατά τη διάρκεια της νοσηλείας (Lehman et al 1982).

Όλο το φάσμα των θεραπευτικών παρεμβάσεων είναι δυνατόν να κινητοποιηθεί στο


εξωτερικό ιατρείο, στην κλινική και σε διασυνδετικό/συμβουλευτικό επίπεδο, από τις
βιολογικές θεραπείες και τις θεραπείες συμπεριφοράς μέχρι τις ατομικές και τις ομαδικές
ψυχοθεραπείες ψυχοδυναμικού ή άλλου προσανατολισμού. Είναι δυνατόν ακόμη μια τέτοια
κλινική να λειτουργεί στις γραμμές του millieu therapy και της θεραπευτικής κοινότητας
(Αγγελόπουλος 1986, 1994). Εξάλλου, η συνύπαρξη στην κλινική ψυχωσικών και
νευρωσικών ασθενών μαζί με διαταραγμένες προσωπικότητες κ.λπ. προσφέρει κίνητρα και
δυνατότητες για συμμετοχή σε ομαδικές διεργασίες. Θα πρέπει να τονισθεί ότι η μεγάλη
έμφαση που δίδεται στις ομαδικές διεργασίες (συνάντηση της κοινότητας για συζήτηση των
προβλημάτων που δημιουργεί η διαβίωση στην κλινική, συναντήσεις ευαισθησίας, ομαδικές
ψυχοθεραπείες, απασχολησιοθεραπεία, διάφορες άλλες ομαδικές δραστηριότητες) δεν
αναιρεί τον θεμελιώδη ρόλο των βιολογικών θεραπειών. Ότι η ΨΚΓΝ μπορεί να εφαρμόσει
αρχές της θεραπευτικής κοινότητας (ΘΚ) φαίνεται από την επιτυχία που είχε αυτό το πείραμα
όταν πρωτοεφαρμόσθηκε (Wilmer 1958). Δεν έλειψαν όμως οι οξείες αντιδράσεις, που
συνεχίζονται, τώρα μάλιστα που το εκκρεμές απομακρύνεται από την ψυχοκοινωνική και
πλησιάζει τη βιολογική τάση ερμηνείας και θεραπείας των ψυχιατρικών νόσων, αν και
περισσότερο αποδίδονται στο γεγονός ότι η ΘΚ αποτελεί σοβαρή πρόκληση στην ιεραρχική
λειτουργία της ΨΚΓΝ (Gunderson 1980). Είναι αλήθεια ότι οι ΘΚ αναπτύχθηκαν σε
ψυχιατρεία κυριαρχούμενα από ψυχαναλυτικές απόψεις (Cassel Hospital, Chestnut Longe),
αρκετά προφυλαγμένα από την αντίληψη του ιατροκεντρικού μοντέλου. Η χρήση
ψυχοτρόπων φαρμάκων και η ανάπτυξη ψυχιατρικών κρεβατιών σε Γενικά Νοσοκομεία
ενίσχυσαν τη βιολογική προσέγγιση και το ιατροκεντρικό μοντέλο και, επειδή εκείνο που
προέχει είναι η ανάπτυξη εξειδικευμένων βιολογικών θεραπειών, οι σημερινές διαγνωστικές
και θεραπευτικές αναγκαιότητες επιβάλλουν ανθρώπους ειδικούς στη διάγνωση, τη
θεραπεία, την τεχνική και την τεχνολογία της ψυχιατρικής νοσηλείας (Sederer 1984). Έτσι
ενισχύθηκαν απόψεις που υποστηρίζουν ότι η ΨΚΓΝ πρέπει να αποστρέφεται τις
ψυχοδυναμικές προσεγγίσεις και ότι είναι ασυμβίβαστη με τη ΘΚ (Hoffman and Singer 1977).
Ωστόσο, από εργασίες μεθοδολογικά έγκυρες και επαρκώς τεκμηριωμένες (Lehman et al
742

1982) έχει φανεί ότι, παρ’ όλες τις δυσκολίες, στις ΨΚΓΝ όπου εφαρμόζονται οι ΘΚ είναι μεν
αυξημένος ο χρόνος παραμονής των ασθενών και τα θεραπευτικά αποτελέσματα είναι εν
πολλοίς παρόμοια με εκείνα των κλινικών που εφαρμόζουν βιολογικές προσεγγίσεις, ωστόσο
οι πρώτες υπερέχουν όχι μόνο επειδή σε αυτές καταναλίσκονται λιγότερα φάρμακα αλλά και
επειδή, τόσο στους ασθενείς όσο και στο προσωπικό, υπάρχει υψηλό αίσθημα αισιοδοξίας
και μεγάλη ικανοποίηση από την ατμόσφαιρα που επικρατεί στην κλινική αλλά και από τις
διαπροσωπικές σχέσεις, ακόμη και όταν αυτές είναι προβληματικές, πράγμα όχι ασυνήθιστο
στις κάθε είδους ψυχιατρικές υπηρεσίες.

Η εκπαίδευση στην ΨΚΓΝ εκτείνεται σε όλο το φάσμα προσώπων και γνωστικών


αντικειμένων. Ιατροί των άλλων τμημάτων, ψυχίατροι, φοιτητές, ειδικευόμενοι σε όλες τις
ειδικότητες και νοσηλευτικό προσωπικό πρέπει να συμμετέχουν σε εκπαιδευτικά
προγράμματα που διοργανώνει η ΨΚΓΝ. Η πρακτική εξάσκηση προσανατολίζει φοιτητές και
ειδικευόμενους στις μεγάλες περιοχές της ψυχιατρικής νοσολογίας που δεν θα συναντηθούν
στο άσυλο, στο οποίο κανείς θα δει κυρίως τη σχιζοφρένεια, ιδιαίτερα στις χρόνιες και
διακεκαυμένες μορφές της, και πολύ λιγότερο κάποιες από τις άλλες ψυχώσεις. Η
εκπαιδευτική συνεργασία με τις άλλες κλινικές θα οικοδομηθεί επάνω στα κοινά προβλήματα.
Ενδεικτικά, η οργάνωση εκπαιδευτικού προγράμματος στη γυναικολογική-μαιευτική κλινική
περιλαμβάνει θέματα όπως: 1) ψυχιατρική νοσηρότητα στις φάσεις της αναπαραγωγικής
περιόδου της γυναίκας, 2) ψυχιατρική νοσηρότητα μετά από μεγάλες γυναικολογικές
επεμβάσεις, 3) διακοπή της κύησης, εμβρυοκτονίες και ενημέρωση σχετικά με τη νομοθεσία
για τις εκτρώσεις, 4) ψυχιατρικές επιπτώσεις της στειρότητας, 5) ψυχοπαθολογία της
τοξιναιμίας κυήσεως, 6) ψυχοπαθολογία της λοχείας και των πρώτων σταδίων της
μητρότητας, 7) ψυχοκαταπόνηση και ψυχιατρική νοσηρότητα κατά την εγκυμοσύνη, 8)
αντισύλληψη, 9) ψυχοπαθολογία και γυναικεία σεξουαλικότητα. Αν αθροίσει κανείς απλώς
τον αριθμό των κλινικών του ΓΝ και σκεφτεί το εκπαιδευτικό έργο που υπάρχει για καθεμία,
καταλαβαίνει το τεράστιο εκπαιδευτικό τοπίο που απλώνεται μετά την εγκατάσταση της
ψυχιατρικής στο Γενικό Νοσοκομείο.
Εκπαίδευση κατά την εργασία (in service training) είναι μια άλλη, προσφορότερη
εκπαιδευτική διάσταση, που αφορά κυρίως νοσηλευτικό προσωπικό και ειδικευόμενους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο ρόλος των μελών του προσωπικού είναι να διευκολύνει τη
λειτουργία του ασθενούς στο επίπεδο των καθημερινών του αναγκών και υποχρεώσεων,
δραστηριοτήτων και ομαδικών διεργασιών, να δέχεται τον ασθενή, να κατανοεί την
ιδιαιτερότητά του και να αναπτύσσει σχέση μαζί του – γεγονός που αναμένεται να έχει θετικές
εκπαιδευτικές επιπτώσεις για το προσωπικό. Ο φόβος και η αμηχανία στην αντιμετώπιση
διεγερτικών καταστάσεων –φόβος που αντανακλά περισσότερο την έλλειψη εμπειρίας παρά
κάποιον πραγματικό κίνδυνο– αντιμετωπίζεται με την εξάσκηση κοντά στον ασθενή, με την
εξοικείωση μαζί του και με τη συμμετοχή όλου του προσωπικού στις συζητήσεις για
θεραπευτικά προβλήματα (Cotton et al 1980, Reading and Maguire 1973). Έχουν όμως
εκφρασθεί και αρκετές επιφυλάξεις (Pasnau et al 1986). Η προσπάθεια εκπαίδευσης μη
ψυχιατρικού προσωπικού σε θέματα διάγνωσης και θεραπείας, εκτός από το ότι είναι χάσιμο
πολύτιμου χρόνου, απλοϊκοποιεί και μειώνει τον ρόλο του ψυχιάτρου ενισχύοντας την άποψη
ότι «όλοι μπορούν να κάνουν ψυχιατρική». Αυξάνονται ακόμη οι πιθανότητες ανάληψης
θεραπευτικών πρωτοβουλιών από αναρμόδιους και τροφοδοτούνται συμπεριφορές
ανεξαρτητοποίησης ή ακόμη και ανταγωνιστικότητας προς τους ψυχιάτρους, με οδυνηρές
συνέπειες για την οργάνωση του θεραπευτικού προγράμματος.
Συνεχής καταγραφή κάθε προόδου και κάθε αποτυχίας με σκοπό την αναθεώρηση του
προγράμματος δράσης της κλινικής είναι θεμελιώδης ερευνητικός κανόνας στην ΨΚΓΝ.
Εκτός από αυτόν τον πρωταρχικό στόχο, τα πλησιέστερα θέματα για ψυχιατρική έρευνα στο
ΓΝ περιλαμβάνουν αντικείμενα όπως η οργάνωση, η λειτουργικότητα και η ποιότητα των
παρεχομένων υπηρεσιών υγείας (Cohen-Cole et al 1986), τα διαγνωστικά προβλήματα, οι
μηχανισμοί αλληλεπίδρασης μεταξύ σωματικής και ψυχικής διάστασης στη νόσο, οι
ψυχοκοινωνικές και οι βιολογικές θεραπείες κ.λπ. Οι μηχανισμοί αλληλεπίδρασης βιολογικών
και ψυχοκοινωνικών παραγόντων στις περιπτώσεις συνυπάρξεως ψυχικών και σωματικών
νόσων είναι ένας άλλος μεγάλος τομέας έρευνας. Ψυχοκοινωνικές θεραπείες, χειρισμός της
743

ψυχοκαταπόνησης, βραχείες ψυχοθεραπείες, υποστηρικτική ψυχοθεραπεία, ψυχοθεραπείες


για τον έλεγχο συμπτωμάτων όπως κόπωση και άλλα σωματικά συμπτώματα, συμμόρφωση
στη θεραπεία, ποιότητα ζωής σε πάσχοντες από καρκίνο, έμφραγμα μυοκαρδίου,
δερματολογικές παθήσεις, παθήσεις του αναπνευστικού ή του γαστρεντερικού συστήματος
είναι μερικές από τις όψεις αυτού του ερευνητικού πεδίου.

Προβλήματα. Τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά τη λειτουργία της ΨΚΓΝ ποικίλλουν και
εξαρτώνται κυρίως από το περιεχόμενο των υποχρεώσεών της, αλλά και από τη φάση
ανάπτυξης στην οποία βρίσκεται – φάση σχεδιασμού, πρώιμη και προχωρημένη φάση
έναρξης ή φάση ωριμότητας. Το ζήτημα της περιοχής ευθύνης, π.χ., δεν έχει αντιμετωπισθεί
με σοβαρότητα και αυτό, εκτός από το ότι προσθέτει αρκετά λειτουργικά προβλήματα, δείχνει
το πρώιμο στάδιο στο οποίο βρίσκεται το σύστημα παροχής ψυχιατρικών υπηρεσιών στην
Ελλάδα.
Η βαθμιαία συσσώρευση ασθενών που νοσηλεύονται περισσότερο από ένα χρόνο, οι
λεγόμενοι «νέοι χρόνιοι» ασθενείς (Manns and Cree 1976), είναι δυσεπίλυτο πρόβλημα,
αφού οι δυσκολίες αντιμετώπισης χρονίων ασθενών στις ΨΚΓΝ είναι μεγάλες. Ένα άλλο
πρόβλημα προκαλείται από χρόνιους ασθενείς οι οποίοι δεν παραμένουν για μεγάλο
διάστημα στην κλινική αλλά ο αριθμός των κατ’ έτος νοσηλειών τους είναι μεγάλος, με
αποτέλεσμα την αύξηση των επανεισαγωγών και τη συνακόλουθη πλασματική μείωση του
μέσου χρόνου νοσηλείας. Είναι οι λεγόμενοι «ασθενείς της περιστρεφόμενης πόρτας». Η
επιτυχία των ΨΚΓΝ εξαρτάται από τον βαθμό αποτροπής της συσσώρευσης χρονίων
ασθενών, αλλά αυτό με τη σειρά του εξαρτάται πολύ και από τον βαθμό κατά τον οποίο τα
ψυχιατρικά ιδρύματα και οι ξενώνες καλύπτουν κρεβάτια που πρέπει να διατίθενται για
άλλους ασθενείς. Η στενότητα των οικονομικών παροχών προς την ψυχιατρική κλινική, αλλά
κυρίως η αδυναμία της κοινότητας να δεχθεί στους κόλπους της τον ασθενή είναι οι
σημαντικότεροι συντελεστές αυτών των προβλημάτων.
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα είναι οι πιέσεις που δέχεται το εξωτερικό ιατρείο. Οι
τακτικοί ασθενείς προσέρχονται με προσυνεννόηση, είτε για πρώτη φορά είτε για
παρακολούθηση. Στην οργάνωση ενός αποτελεσματικού προγράμματος ραντεβού θα πρέπει
να λαμβάνεται υπ’ όψιν η τάση που έχουν πολλοί ασθενείς να προσέρχονται χωρίς ραντεβού
ή να μην προσέρχονται στο ραντεβού τους αλλά να έρχονται εκτάκτως το απόγευμα ή σε
ώρες εφημερίας. Ο μεγάλος αριθμός ασθενών παρακολουθήσεως (follow up patients) στα
εξωτερικά ιατρεία πρέπει να θεωρηθεί σοβαρός δείκτης δυσλειτουργίας (Αγγελόπουλος και
συν 1987). Σε ορισμένες ΨΚΓΝ για τα νέα ραντεβού ο χρόνος που μεσολαβεί μπορεί να είναι
πολύ μεγάλος, γύρω στις 6-8 εβδομάδες, επειδή νέα περιστατικά αναλαμβάνουν μόνο
ειδικευμένοι ψυχίατροι. Για τους ασθενείς παρακολουθήσεως, που τους βλέπουν και
ειδικευόμενοι, ο χρόνος που μεσολαβεί είναι κάπως μικρότερος αλλά όχι πολύ, γιατί ο
αριθμός αυτών των ασθενών είναι μεγάλος και συνεχώς αυξάνεται.
Υπάρχουν άραγε δυσκολίες στη συνεργασία μεταξύ της κλασικής κλινικής ιατρικής και
της βιοψυχοκοινωνικής προσέγγισης; Αν πράγματι συμβαίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να
αναμένεται συρρίκνωση, ίσως και κατάρρευση, της διασυνδετικής ψυχιατρικής και ίσως
ολόκληρου του οικοδομήματος της ψυχιατρικής στο Γενικό Νοσοκομείο. Είναι αλήθεια
(Greenhill 1979) ότι η ΨΚΓΝ μοιάζει με τον Ιανό, αφού πρέπει να κοιτάζει ταυτόχρονα σε δύο
κατευθύνσεις, την εξωτερική κοινότητα από την οποία προέρχονται οι ασθενείς της και με την
οποία πρέπει να συνεργασθεί, και την εσωτερική κοινότητα, το Γενικό Νοσοκομείο, απέναντι
στην οποία έχει να εκπληρώσει ένα πλήθος συμβατικών και ουσιαστικών υποχρεώσεων. Δεν
πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι η θέση της ΨΚΓΝ δεν είναι αδιαμφισβήτητη και σε
μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να δεχθεί ισχυρά πλήγματα σε διοικητικό επίπεδο, με
αφαίρεση χώρων, μείωση κρεβατιών, προσωπικού και κονδυλίων. Το διοικητικό προσωπικό
ενδέχεται να έχει επιφυλακτική στάση και όταν το νοσοκομείο αντιμετωπίζει οικονομικά
προβλήματα ή προβλήματα χώρου, θα πρέπει να αναμένεται ότι διοικητικές αποφάσεις που
περιορίζουν πόρους, προσωπικό και λειτουργίες θα πλήξουν πρώτα την ΨΚΓΝ. Οι
δυσκολίες που προέρχονται από αυτόν τον τομέα αντιμετωπίζονται με την πλήρη συμμετοχή
των ψυχιάτρων σε όλα τα νόμιμα διοικητικά όργανα του νοσοκομείου, έτσι ώστε καμία
απόφαση να μη λαμβάνεται ερήμην της ψυχιατρικής κλινικής.
744

Προοπτικές. Η ΨΚΓΝ, εκτός του ότι μειώνει τον αριθμό των εισαγωγών στο ψυχιατρείο,
βελτιώνει και την ποιότητα της κλινικής φροντίδας (Williams and Balestrieri 1989). Έτσι,
καθώς θα μειώνεται ο αριθμός των κρεβατιών στα ψυχιατρεία και θα αυξάνονται οι
ψυχιατρικές υπηρεσίες στην κοινότητα, ο ρόλος της ΨΚΓΝ θα γίνεται πιο σημαντικός. Ίσως οι
ΨΚΓΝ, ακολουθώντας το δικό τους μοντέλο λειτουργίας, θα αφήσουν πίσω τις άλλες
υπηρεσίες που δεν θα μπορούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις. Μία από τις συνέπειες
της σωστής ανάπτυξης και λειτουργίας των ΨΚΓΝ είναι, ώς ένα βαθμό, η μείωση των
νοσηλευομένων στα ειδικά ψυχιατρεία, αν και είναι βέβαια δύσκολο και επισφαλές να
βγαίνουν συμπεράσματα για την ποιότητα μιας ψυχιατρικής υπηρεσίας από τα πρόχειρα
αριθμητικά δεδομένα των εισαγωγών, του χρόνου παραμονής κ.λπ. Έτσι, παρά το ότι οι νέες
ψυχιατρικές υπηρεσίες, μαζί με την ΨΚΓΝ, αναμένεται ότι θα ανακόψουν ριζικά τη ροή
ασθενών προς το ψυχιατρείο, αυτό θα συνεχίσει να δέχεται ασθενείς που το ποσοστό τους
θα καθορίζεται από την ψυχοπαθολογία τους και από τον βαθμό οικογενειακής και
κοινωνικής υποστήριξης που δέχονται. Διότι, όπως φαίνεται και από τη διεθνή εμπειρία, είναι
δυνατόν να υπάρξει αδυναμία παροχής κοινωνικής φροντίδας στους ασθενείς που
εξέρχονται από τα ψυχιατρεία, οι οποίοι έτσι καταντούν να ζουν κάτω από συνθήκες μεγάλης
κοινωνικής απομόνωσης και βιολογικής εξαθλίωσης.

Συμβουλευτική και Διασυνδετική ψυχιατρική. Η εμφάνιση της συμβουλευτικής (consulta-


tion) και της διασυνδετικής (liaison) ψυχιατρικής και η ανάπτυξή τους κατά τις δεκαετίες του
’60 και του ’70 σηματοδοτεί τη στροφή της ψυχιατρικής προς κατευθύνσεις σαφώς
περισσότερο ιατροκεντρικές. Οι όροι συμβουλευτική και διασυνδετική ψυχιατρική έχουν
διαφορετικές σημασίες. Ο πρώτος υποδηλώνει μια επικέντρωση στον ασθενή και δίδει
έμφαση στη διάγνωση και στη θεραπεία, ενώ ο δεύτερος έχει ευρύτερο προσανατολισμό,
που περιλαμβάνει και τις επιστημονικές, εκπαιδευτικές, ερευνητικές, ακόμη και τις
διαπροσωπικές σχέσεις με τους ιατρούς των άλλων ειδικοτήτων και με το νοσηλευτικό
προσωπικό. Αυτές οι διαφορές δεν είναι από όλους τελείως κατανοητές ή αποδεκτές. Έτσι
όταν οι ψυχίατροι μιλούν για διασυνδετική ψυχιατρική, οι ιατροί των άλλων ειδικοτήτων –αλλά
ακόμη και αρκετοί ψυχίατροι– εννοούν συμβουλευτική. Βεβαίως όλες οι ιατρικές ειδικότητες
ασκούν συμβουλευτικό και διασυνδετικό έργο, καθεμία με τον δικό της τρόπο, ωστόσο δεν
έχουν δημιουργήσει υποειδικότητες και έκτακτη ορολογία ούτε κάνουν τόσο θόρυβο γι’ αυτό
όπως οι ψυχίατροι. Το χειρότερο είναι ότι, για λόγους ελάχιστα σαφείς, ξέσπασε, κυρίως στις
ΗΠΑ, μια σύγκρουση, η οποία μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις πήρε οξείες διαστάσεις
(Lipowski 1986), μεταξύ αυτών που υποστήριζαν τη συμβουλευτική και εκείνων που
υποστήριζαν τη διασυνδετική κατεύθυνση (συγκρούσεις για ασήμαντα και τετριμμένα θέματα
δεν είναι ασυνήθιστες μεταξύ των ψυχιάτρων).
Επειδή αυτοί οι όροι προκαλούν σύγχυση αλλά και δίνουν λαβή για μάταιες
αντιπαραθέσεις, ίσως είναι σωστή η πρόταση να αντικατασταθούν από τον όρο Ψυχιατρική
στο Γενικό Νοσοκομείο, που είναι πλήρης και περιεκτικός. Από το 2002, ωστόσο, η
Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία πρότεινε την μετωνομασία της Συμβουλευτικής–
Διασυνδετικής ψυχιατρικής σε Ψυχοσωματική Ιατρική την οποία και ανέδειξε ως την έβδομη
υποειδικότητα της ψυχιατρικής εντάσσοντας στο γνωστικό της αντικείμενο ο,τι δήποτε έχει
σχέση με το σημείο επαφής της ψυχοπαθολογίας και της σωματικής νόσου.
Η ΨΚΓΝ πρέπει να βρίσκεται σε στενή διαγνωστική, θεραπευτική, ερευνητική και
εκπαιδευτική συνεργασία με τις άλλες κλινικές του νοσοκομείου για την αντιμετώπιση
ενδεχόμενων ψυχιατρικών προβλημάτων των σωματικών ασθενών, αλλά και για την
κατάλληλη φροντίδα των σωματικών προβλημάτων των ψυχιατρικών ασθενών, για την
ευαισθητοποίηση και την εκπαίδευση των ιατρών και του άλλου νοσηλευτικού προσωπικού
σε ψυχιατρικά θέματα, καθώς και για την κατανόηση του ρόλου του ψυχικού παράγοντα σε
κάθε νόσο.
Από τους νοσηλευόμενους για σωματικές παθήσεις στα ΓΝ, 30%-60% παρουσιάζουν
ψυχιατρικά προβλήματα που σχετίζονται κυρίως με την πρωταρχική σωματική νόσο τους,
χωρίς να υπολογισθεί η ψυχοκαταπόνηση που το ίδιο το νοσοκομείο προκαλεί στους
ασθενείς από τον τρόπο λειτουργίας των ιατρικών και των νοσηλευτικών υπηρεσιών του.
745

Πολλοί ασθενείς που επισκέπτονται τους ιατρούς των σωματικών ειδικοτήτων στην
πραγματικότητα πάσχουν από ψυχιατρικά προβλήματα. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν
ασθενείς που αντιμετωπίζονται ως ψυχιατρικά περιστατικά παρόλο που πάσχουν από τις
συνέπειες κάποιας σωματικής νόσου, ενώ αρκετοί ψυχιατρικοί ασθενείς είναι απαραίτητο να
υποβληθούν σε αρκετές από τις εργαστηριακές και κλινικές εξετάσεις που διενεργούνται στο
νοσοκομείο. Ωστόσο, παρά τη μεγάλη συχνότητα εμφάνισης ψυχιατρικής συμπτωματολογίας
στους σωματικούς ασθενείς, τα ψυχιατρικά συμπτώματα πολύ συχνά δεν επισημαίνονται
καν, ή παραμελούνται και αγνοούνται πλήρως από τους ιατρούς. Στην αφετηρία αυτού του
αρνητικού φαινομένου, όπως και άλλων ανάλογων που τοποθετούνται στη ζώνη επαφής του
σωματικού με το ψυχικό στο νοσοκομείο, βρίσκεται προφανώς η βαθύτατη και
απογοητευτική άγνοια των ιατρών ακόμη και σε στοιχειώδη ζητήματα ψυχιατρικής. Μεγάλο
μερίδιο ευθύνης γι’ αυτά τα φαινόμενα φέρουν βέβαια οι ιατρικές σχολές, που δεν είναι σε
θέση να οργανώσουν σοβαρή ψυχιατρική εκπαίδευση για τους φοιτητές τους.
Η συνεργασία της κάθε ειδικής μονάδας του ΓΝ με την ψυχιατρική κλινική παρουσιάζει
ιδιομορφίες που εξαρτώνται από το είδος του περιστατικού που πρέπει να αντιμετωπισθεί.
Σε μερικές περιπτώσεις οι ιατροί της μονάδας είναι σε θέση να θεραπεύουν ασθενείς τους με
ψυχιατρικά προβλήματα, αρκεί να συμβουλεύονται τους ιατρούς της ψυχιατρικής κλινικής. Σε
άλλες περιπτώσεις απαιτείται κοινή συνεργασία των ιατρών και των δύο μονάδων, και σε
άλλες περιπτώσεις την ευθύνη του ασθενούς πρέπει να αναλάβει ο ψυχίατρος. Η σχέση και η
συνεργασία μεταξύ ψυχιάτρου και παραπέμποντος ιατρού πρέπει να είναι στενή, να
χαρακτηρίζεται από αμοιβαία εκτίμηση και συναδελφικότητα και, αν είναι δυνατόν, να
ξεπερνάει τη συμβατική υποχρέωση και να γίνεται φιλική. Είναι αυτονόητο ότι καλές
προσωπικές σχέσεις παίζουν εξαιρετικό ρόλο στη διαμόρφωση θετικού κλίματος και δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι η στενότερη συνεργασία των ψυχιάτρων με τους ιατρούς των άλλων
ειδικοτήτων θα προαγάγει σε μεγάλο βαθμό μια συνολική και περιεκτική άποψη για την υγεία
και τη νόσο (αυτό που πολλοί ονομάζουν ολιστική ιατρική) και θα μειώσει το χάσμα μεταξύ
καθαρά σωματικής και καθαρά ψυχικής νόσου, που ταλανίζει τη σύγχρονη ιατρική.
Ο ψυχίατρος που ασκεί συμβουλευτικό έργο πρέπει να δίδει έμφαση σε όλους τους
παράγοντες πρόληψης (Pasnau 1982). Ιδιαίτερη σημασία έχει αυτό σε ασθενείς που
πρόκειται να υποβληθούν σε μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις (εγχειρήσεις ανοικτής
καρδιάς, ακρωτηριασμοί, επεμβάσεις στα γεννητικά όργανα κ.λπ.), σε νοσηλευόμενους σε
εντατικές μονάδες, σε τραυματίες και εγκαυματίες, σε αιμοδιαλυόμενους νεφροπαθείς, σε
θνήσκοντες ασθενείς, και σε κάθε περίπτωση που το άλγος παίρνει χρόνιο χαρακτήρα και
περιπλέκει την πορεία της νόσου ή τη μετεγχειρητική περίοδο.
Η ανάπτυξη της διασυνδετικής ψυχιατρικής στο ΓΝ βρίσκεται ακόμη σε χαμηλά
επίπεδα. Οι Cohen-Cole και Freedman (1982) βρήκαν ότι 200 μη ψυχίατροι ιατροί ενός
πανεπιστημιακού νοσοκομείου ανέφεραν ότι 37% των ασθενών τους είχαν ανάμεσα στα
συμπτώματά τους κάποιον σημαντικό ψυχιατρικό παράγοντα, αλλά πίστευαν ότι μόνο το
11% παρουσίαζε ενδείξεις για ψυχιατρική εξέταση. Τελικώς όμως παρέπεμψαν για εξέταση
μόνο το 3,6%. Στην Ελλάδα τα ποσοστά είναι ακόμη πιο χαμηλά. Το ποσοστό παραπομπών
στην ψυχιατρική κλινική του ΓΝ Πατρών ήταν 0,18% (Χοϊδάς 1989), εξαιρετικά χαμηλό αλλά
όχι ασήμαντο αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η κλινική ευρίσκετο στην εναρκτήρια φάση της. Η
ψυχιατρική κλινική του ΓΝ Ιωαννίνων (Γιαννίτση και Λιάκος 1985) με μεγαλύτερο χρόνο
λειτουργίας, περί τα δύο χρόνια, αναφέρει αρκετά μεγαλύτερο ποσοστό παραπομπών, που
φτάνει το 0,43%. Είναι βέβαιο ότι η μακροχρόνια λειτουργία των ΨΚΓΝ θα συμβάλει στην
αύξηση του συμβουλευτικού έργου. Ένα ενδιαφέρον εύρημα (Γιωτάκος και συν 1993) είναι
ότι ένας αριθμός αρρώστων με ψυχιατρικό πρόβλημα που νοσηλεύεται στο ΓΝ έχει την
πρώτη του επαφή με το σύστημα ψυχιατρικών υπηρεσιών διά της συμβουλευτικής
ψυχιατρικής. Πρόκειται για ασθενείς που νοσηλεύονται κυρίως σε παθολογικά τμήματα και
των οποίων η συννοσηρότητα αναγνωρίσθηκε από τους ιατρούς τους.
Μια αποτελεσματική διασυνδετική και συμβουλευτική υπηρεσία, με συμμετοχή στις
επισκέψεις των παθολογικών και χειρουργικών μονάδων ψυχιάτρων που ξέρουν να
συζητούν την ψυχοπαθολογία με τους άλλους ιατρούς χωρίς ιδιωματική γλώσσα, μπορεί να
παίξει σπουδαίο ρόλο ώστε να αρθούν προκαταλήψεις σε βάρος της ψυχιατρικής που
διακατέχουν ακόμη πολλούς ιατρούς. Αυτό διευκολύνεται από την ικανοποιητική γνώση από
746

τη μεριά του ψυχιάτρου της ιατρικής των άλλων ειδικοτήτων, τη γνώση των βιολογικών
παραγόντων που εμπλέκονται στη διαμόρφωση της ψυχοπαθολογίας, καθώς και των νέων
τεχνολογιών στη διάγνωση. Στο νοσοκομείο, στο οποίο ομιλείται η γλώσσα της κλασικής
ιατρικής, δεν είναι ανεκτές άλλες γλώσσες, διάλεκτοι και ιδιώματα. Και βέβαια ποτέ δεν
πρέπει να λησμονείται ότι εκείνο που κυρίως περιμένουν οι ιατροί των άλλων ειδικοτήτων
από τον ψυχίατρο είναι να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ως ψυχιατρικός σύμβουλος
ασχολούμενος με τον ασθενή και όχι να εμπλέκεται σε διαπροσωπικές συγκρούσεις του
προσωπικού και στα «δυναμικά» της μονάδας στην οποία προσκαλείται.

Προβλήματα ρόλων στις ψυχιατρικές υπηρεσίες. Το κοινωνικό περιβάλλον μπορεί να


οδώσει ή να αναχαιτίσει την ικανότητα του ανθρώπου να λειτουργεί σαν αυτόνομο και
δημιουργικό άτομο. Πτωχευμένα κοινωνικά περιβάλλοντα όπου το άτομο αισθάνεται ότι δεν
συμμετέχει στη διαμόρφωση και λήψη εκείνων των αποφάσεων που επιδρούν στη ζωή του ή
περιβάλλοντα όπου του δίδεται με τεχνάσματα η ψευδαίσθηση ότι συμμετέχει αλλά οι
ουσιαστικές αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς αυτόν, οδηγούν σε απάθεια, απώλεια
ενθουσιασμού, ανάδυση πρωτόγονων προβλητικών μηχανισμών και παλινδρόμηση. Σε μια
ψυχιατρική υπηρεσία αυτό μπορεί να αφορά τόσο τους ασθενείς όσο και το προσωπικό. Για
να διευκολυνθεί η δημιουργία ενός κοινωνικού περιβάλλοντος που να συντελεί στη θεραπεία
και στην ανάπτυξη της αυτονομίας και της δημιουργικότητας, θα πρέπει να υπάρχει σαφήνεια
ως προς την κοινωνική και ως προς την οργανωτική δομή (Main 1980). Η σύγχυση και η
αλληλοεπικάλυψη ρόλων έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των συγκρούσεων, τον κακοήθη
ανταγωνισμό, την επιθετικότητα και το άγχος. Σε μια ψυχιατρική μονάδα υπάρχουν διαφορές
μεταξύ των μελών του προσωπικού ως προς την εκπαίδευση, την υπευθυνότητα, την
εμπειρία, τη θέση και τη λειτουργία και είναι κακό να δημιουργείται η πλασματική εντύπωση
ότι τέτοιες διαφορές δεν υπάρχουν (Hertz et al 1966). Είναι σημαντικό βέβαια να
αξιοποιούνται στο μέγιστο όλες οι δυνατότητες και τα ταλέντα, αλλά οι ρόλοι, τα καθήκοντα,
οι ευθύνες και οι σχέσεις μεταξύ των μελών πρέπει να καθορίζονται με κρυστάλλινη
σαφήνεια. Μόνο με αυτόν τον τρόπο τα διαπροσωπικά προβλήματα που αφορούν τη
λειτουργία, την επικοινωνία και την κατανόηση μεταξύ των μελών της μονάδας είναι δυνατόν
να εξετασθούν μέσα σε μια υποστηρικτική και όχι καταστροφική ατμόσφαιρα. Η οργανωτική
παλινδρόμηση είναι κατάσταση που εκδηλώνεται όταν οι ικανοποιήσεις είναι μικρότερες από
τα καθήκοντα ή όταν το προσωπικό μπαίνει σε σύγχυση από έλλειψη σαφών
προτεραιοτήτων ή από την ύπαρξη αντιφατικών στόχων και αλληλοκαλυπτόμενων ρόλων
(Kernberg 1978). Μπορεί να πάρει τη μορφή τεμάχισης του προσωπικού σε
αλληλοσυγκρουόμενες μικροομάδες ή τη μορφή εξάρτησής του από έναν εξιδανικευμένο
διευθυντή.

Κέντρο ημέρας. Το κέντρο ημέρας συνήθως είναι παράρτημα της ΨΚΓΝ για ασθενείς που
χρειάζονται περισσότερη θεραπεία από ό,τι στο εξωτερικό ιατρείο αλλά για ποικίλους λόγους
δεν είναι δυνατή η εισαγωγή τους στην κλινική, ή για εκείνους που χρειάζονται ολιγοήμερη
παρακολούθηση και έλεγχο της φαρμακευτικής τους αγωγής ή, τέλος, για ασθενείς που
επιστρέφουν στην κοινότητα μετά από μια περίοδο ενδονοσοκομειακής νοσηλείας.

Το Ψυχιατρείο. Το ψυχιατρείο ή ψυχιατρικό ίδρυμα, γνωστό και ως άσυλο, συνεχίζει να είναι


η κυριότερη ψυχιατρική υπηρεσία για τη φροντίδα οξέως και χρονίως πασχόντων ασθενών
προερχόμενων από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Στην Ελλάδα αποτελεί έναν από τους
μεγάλους τρεις κρίκους της αλυσίδας των ψυχιατρικών υπηρεσιών. Ο εγκλεισμός στο άσυλο
(άσυλο = ιερός και ασφαλής χώρος) δεν έχει μόνο το νόημα της παροχής προστασίας αλλά
και το νόημα της απόσπασης του ψυχικώς νοσούντος από την κοινωνική ομάδα στην οποία
ανήκει και της απομόνωσής του. Δεν πρέπει να διαφεύγει ότι τα άσυλα ήσαν χώροι
κατάφωρης παραβίασης κάθε ανθρωπιστικής αξίας και πεδία εκδηλώσεων μεγάλης
αγριότητας εις βάρος των ασθενών. Σήμερα, είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο ασυλιακός τρόπος
νοσηλείας είναι ανεπαρκής, πολυέξοδος και ανθρωπιστικά επιζήμιος, επειδή όχι μόνο δεν
καταφέρνει να θεραπεύσει ένα πολύ μεγάλο μέρος των ασθενών, αλλά και ενδεχομένως να
τους αχρηστεύει κρατώντας τους τα περισσότερα χρόνια της ζωής τους έγκλειστους σε αυτό.
747

Από τη δομή και λειτουργία του, καθώς και από την ίδια την ιδεολογία που το διατηρεί, το
άσυλο δεν ενδιαφέρεται για τη διαμόρφωση και την αλλαγή των νοσογόνων στοιχείων του
περιβάλλοντος και των συνθηκών ζωής του ασθενούς ώστε να παρέμβει σε αυτές, δεν
ασχολείται με την επαγγελματική αποκατάσταση ούτε με την κοινωνική αποδοχή του
ασθενούς, δεν κάνει προληπτική ψυχιατρική ούτε είναι σε θέση να προλάβει τις υποτροπές·
μόνο ένα μικρό μέρος των ασθενών είναι δυνατόν να βοηθήσει, και αυτούς ελλειμματικά.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ακόμη σοβαροί λόγοι για τη διατήρηση των ψυχιατρείων:
1. Η ιδρυματική φροντίδα στην ιστορική της εξέλιξη ανέπτυξε, πολύ πέραν της απλής
παροχής παρατεταμένης παραμονής, μια πολύπλοκη και εκτεταμένη σειρά λειτουργιών
στην υπηρεσία των τροφίμων της: ιατρική φροντίδα, τακτική παρακολούθηση,
ανακούφιση της υπερφορτωμένης οικογένειας, δημιουργία ενός κοινωνικού δικτύου για
τον ασθενή μέσα στο ίδρυμα, παροχή συνηγορίας (Bachrach 1984).
2. Πολλοί ασθενείς μετά την έξοδό τους από το ψυχιατρείο δεν μπορούν να
αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής χωρίς σοβαρή υποστήριξη. Είναι ανίκανοι να
βρουν και να κρατήσουν δουλειά ή να λειτουργήσουν ομαλά μέσα στην κοινωνία. Οι
περισσότεροι ζουν μια περιθωριακή ζωή μέσα σ’ ένα κλίμα καχυποψίας, απόρριψης ή
και φόβου από τη μεριά της κοινότητας.
3. Οι συνθήκες διαμονής των εξερχόμενων ασθενών συχνά είναι απελπιστικές. Οι ξενώνες
και τα οικοτροφεία, χώροι υποδοχής που αντικατέστησαν τα ψυχιατρεία στο θέμα
παροχής στέγης, είναι ελάχιστοι. Πολλές φορές είναι χειρότεροι από αυτά σε οργάνωση,
μαστίζονται από υπερπληθυσμό, ενώ η φτώχεια και η έλλειψη φροντίδας για τους
ασθενείς είναι τέτοιες ώστε αυτοί στερούνται πολλές φορές και τη στοιχειώδη ιατρική
περίθαλψη που είχαν στο άσυλο. Οι ασθενείς που διαμένουν σε αυτούς τους χώρους
έχουν τελικά μια ζωή εξίσου ή και περισσότερο αδρανή από εκείνη που ζούσαν στο
ψυχιατρείο. Αλλά ακόμη και στις καλύτερες περιπτώσεις οι ασθενείς δυσκολεύονται να
προσαρμοσθούν σε αυτούς τους χώρους. Γι’ αυτό μια μεγάλη μερίδα ψυχιάτρων έχει
στραφεί σαφώς εναντίον της καταργήσεως των μεγάλων ψυχιατρείων και της διαβίωσης
των ασθενών στην κοινότητα.

Ένα καλά οργανωμένο ψυχιατρείο διαθέτει:


 Τμήμα αξιολόγησης ασθενών που λειτουργεί σαν «κέντρο διαλογής» και κατανομής
των ασθενών στα τμήματά του.
 Τμήμα οξέων περιστατικών, για βραχεία νοσηλεία.
 Τμήμα μέσης νοσηλείας για περιστατικά που δεν απαιτούν παρατεταμένη νοσηλεία και
που δεν είναι οξέα.
 Τμήματα μακράς νοσηλείας για νοσηλεία άνω των 6 μηνών.
 Τμήμα οργανικών ψυχοσυνδρόμων.
 Ψυχογηριατρικό τμήμα.
 Τμήμα αποκατάστασης, το οποίο λειτουργεί με επιλεγμένο προσωπικό και
επιλεγμένους ασθενείς και εφαρμόζει ειδικά θεραπευτικά προγράμματα με στόχο την
τόνωση και κινητοποίηση δεξιοτήτων και ικανοτήτων των χρόνιων ασυλοποιημένων
ασθενών, ως μια πρώτη προσπάθεια για την κοινωνική επανένταξή τους.
 Ευνόητο είναι ότι πρέπει να λειτουργούν πλήρως ανεπτυγμένα εξωτερικά ιατρεία και να
υπάρχει αντίστοιχη οργάνωση και στελέχωση των άλλων ιατρικών υπηρεσιών και
εργαστηρίων. Δεν συνιστάται η εγκατάσταση τμημάτων για αποτοξίνωση τοξικομανών
και αλκοολικών στα ψυχιατρεία. Τέτοιες μονάδες πρέπει να δημιουργηθούν είτε σαν
ανεξάρτητες (π.χ. θεραπευτικές κοινότητες) είτε, υπό αυστηρές προϋποθέσεις για τους
αλκοολικούς, σαν παραρτήματα ψυχιατρικής κλινικής Γενικού Νοσοκομείου.

Ξενώνες και οικοτροφεία. Πρόκειται για ενδιάμεσες (μεταξύ νοσοκομείου και οικογένειας)
μορφές ψυχιατρικής περίθαλψης. Σκοπός τους είναι να συμβάλουν στη φιλοξενία των
τροφίμων μετά τη συρρίκνωση των ψυχιατρείων. Λειτουργούν ως ανεξάρτητες μονάδες ή ως
μονάδες-παραρτήματα των ΚΨΥ. Στόχος τους είναι η αποτροπή του ιδρυματισμού των
ασθενών. Το επιστημονικό προσωπικό τους επιδιώκει, πέραν της συνέχισης της θεραπείας
των ασθενών, την κοινωνικοποίησή τους και την αποφυγή της υποτροπής. Το βοηθητικό
748

προσωπικό δημιουργεί μια υποκατάστατη οικογενειακή ατμόσφαιρα και επιδιώκει την


εφαρμογή ενός καθημερινού προγράμματος δραστηριοτήτων. Οι ξενώνες είναι μονάδες
κυρίως ανάρρωσης και αποθεραπείας για μια περίοδο διάρκειας μέχρι 6 μήνες. Συνήθως σε
αυτούς ζουν περίπου 15 άτομα. Δέχονται και ασθενείς που δεν είναι ακόμη έτοιμοι ή δεν
επιθυμούν να επιστρέψουν στην οικογένειά τους. Τα οικοτροφεία δέχονται επίσης χρόνιους
αποθεραπευμένους ενοίκους με μειωμένες ελπίδες οικογενειακής επανένταξης και
κοινωνικής αποκατάστασης. Ο χρόνος διαβίωσης σε αυτές τις περιπτώσεις υπερβαίνει τους
6 μήνες.

Προστατευόμενα διαμερίσματα. Τα προστατευόμενα διαμερίσματα είναι χώροι στέγασης –


σε πολυκατοικίες ή μονοκατοικίες– ατόμων με ψυχικές διαταραχές τα οποία έχουν αυξημένες
αλλά όχι πλήρεις ικανότητες αυτοφροντίδας και αυτοεξυπηρέτησης. Σε ένα προστατευόμενο
διαμέρισμα συνήθως διαμένουν περί τα 4-6 άτομα. Η ψυχοκοινωνική φροντίδα που
παρέχεται σε αυτά τα άτομα έχει σκοπό την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής
λειτουργικότητάς τους μέσα από την απόκτηση μεγαλύτερου βαθμού ανεξαρτησίας και
αυτονομίας.

Μονάδες επαγγελματικής εκπαίδευσης και αποκατάστασης. Η επαγγελματική


εκπαίδευση απευθύνεται σε ασθενείς που λόγω ηλικίας, κλινικής κατάστασης και
προσωπικού κινήτρου είναι σε θέση να αποκατασταθούν επαγγελματικώς. Η διάρκεια
εκπαίδευσης διαρκεί από μερικούς μήνες μέχρι ένα έτος. Μετά την εκπαίδευση οι ασθενείς
κατευθύνονται στην ελεύθερη αγορά, όπου εντελώς απροστάτευτοι λόγω ανυπαρξίας
απαραίτητων προστατευτικών νομοθετικών μέτρων καταβροχθίζονται από την κερδοσκοπική
επιχείρηση. Συνεργατικές παραγωγικές μονάδες υποστηριζόμενες από την πολιτεία, ή
προστατευμένα εργαστήρια που εξασφαλίζουν εργασία, αμοιβή και αξιοπρέπεια στον
ασθενή, ουσιαστικώς δεν υπάρχουν.

Συνέχιση της φροντίδας. Η εξασφάλιση της συνέχισης της φροντίδας (continuity of care)
του ασθενούς όταν μεταφέρεται σε άλλη υπηρεσία ή όταν στην ίδια υπηρεσία αλλάζει το
προσωπικό αποτελεί κεντρικό στόχο ενός απαρτιωμένου συστήματος παροχής ψυχιατρικών
υπηρεσιών. Εκτός από τις άλλες κλινικές του Γενικού Νοσοκομείου η ψυχιατρική κλινική
συνδέεται με το ειδικό ψυχιατρικό νοσοκομείο και με το ΚΨΥ της περιοχής ευθύνης της.
Ανάλογα με τον βαθμό βελτίωσης που θα παρουσιάσει, ο ασθενής επιστρέφει στην
οικογένειά του, με την οποία πάντοτε επιδιώκεται καλή συνεργασία, ή στο ΚΨΥ. Στις
περιπτώσεις που δεν υπάρχει βελτίωση ή υπάρχει ανάγκη για πιο μακροχρόνια θεραπεία ο
ασθενής μεταφέρεται σε ανάλογο με την κατάστασή του τμήμα του ειδικού ψυχιατρικού
νοσοκομείου. Το αίτημα της οργάνωσης ψυχιατρικών υπηρεσιών ικανών να καλύψουν όλες
τις διαγνωστικές, νοσηλευτικές και θεραπευτικές ανάγκες, με την απόκτηση ενός επιπέδου
εξειδίκευσης που να απευθύνεται σε όλους τους ασθενείς δεν ικανοποιείται πλήρως χωρίς
την ΨΚΓΝ. Το ψυχιατρικό ίδρυμα, έστω και καλά οργανωμένο, το ΚΨΥ και οι άλλες
διάσπαρτες ψυχιατρικές υπηρεσίες δεν μπορούν να ανέλθουν στο υψηλό επίπεδο μιας
συνολικής και απαρτιωμένης προσφοράς υπηρεσιών, διότι απλώς δεν είναι σε θέση να
κάνουν πράξη το θεμελιώδες αίτημα της σύγχρονης ψυχιατρικής, δηλαδή να δουν ασθενή,
νόσο και θεραπεία ως βιοψυχοκοινωνικά γεγονότα στα οποία πρέπει να παρέμβουν κατά
τρόπο βιοψυχοκοινωνικό. Μόνο η ΨΚΓΝ είναι σε θέση να εκπληρώσει αυτόν τον ρόλο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΒ, ΜΑΝΩΛΕΣΟΣ Γ, ΛΙΑΚΟΣ Α. (1987). Ψυχιατρική κλινική στο γενικό νοσοκομείο.
Εμπειρίες από τη λειτουργία του θεσμού στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Εγκέφαλος, 24:154-158.
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΒ. (1986). Η θεραπευτική κοινότητα στην ψυχιατρική κλινική του γενικού νοσοκομείου. Κοιν.
Εργ. 1:27-34.
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΒ. (1994). Ψυχιατρική κλινική στο Γενικό Νοσοκομείο. Συγκρότηση και λειτουργία, δυσκολίες
και προοπτικές. Τετράδια Ψυχιατρικής 48:8-26.
ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ ΣΤ, ΛΙΑΚΟΣ Α. (1985). Προκαταρκτικές παρατηρήσεις από διετή εμπειρία συμβουλευτικής
ψυχιατρικής σε γενικό νοσοκομείο. Εγκέφαλος 22:135-139.
749

ΓΙΩΤΑΚΟΣ Ο, ΣΑΡΑΝΤΙΔΗΣ Δ, ΤΡΙΠΟΔΙΑΝΑΚΗΣ Γ. (1993). Ασθενείς με πρώτη ψυχιατρική επαφή στον χώρο
της συμβουλευτικής ψυχιατρικής. Τετράδια Ψυχιατρικής, 44:69-74.
ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Αικ. (1993). Η συμβολή του ψυχιατρικού τομέα του Γενικού Νοσοκομείου Νικαίας-Πειραιά
στον αποϊδρυματισμό και τη σύγχρονη ψυχιατρική θεραπευτική. Ψυχιατρική, 4:38-42.
ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ Χ, ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ Α, ΜΠΙΚΟΣ Κ. (1982α). Δύο έτη εφαρμογής ενός νέου θεσμού στην Ελλάδα.
Ψυχιατρικής κλινικής σε γενικό νοσοκομείο. Εγκέφαλος, 19:379-382.
ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ Χ, και συν. (1982β). Προβλήματα και χειρισμός των αρρώστων που δεν μπορούν να
νοσηλευθούν σε Ψυχιατρική Κλινική Γενικού Νοσοκομείου. Εγκέφαλος, 19:386-390.
ΚΑΝΤΑΡΑΚΙΑΣ, Στάμος. (1993). Η συμβολή του ψυχιατρικού τομέα του Γενικού Νοσοκομείου Βόλου στον
αποϊδρυματισμό και τη σύγχρονη ψυχιατρική θεραπευτική. Ψυχιατρική, 4:33-37.
ΚΕΣΥ. Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας- Επιτροπή Ψυχικής Υγείας (1984). Κέντρα Ψυχικής Υγείας. Αριθμ Απόφ 2 της
19ης Ολομέλειας/3-12-1984
ΚΛΑΔΟΥΧΟΣ Β, ΣΑΡΑΝΤΙΔΗΣ Δ, ΤΡΙΠΟΔΙΑΝΝΑΚΗΣ Ι. (1991). Οι υπηρεσίες παροχής υπηρεσιών ψυχικής
υγείας. 12ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχιατρικής. Βόλος. Τόμος Περιλήψεων.
ΜΑΔΙΑΝΟΣ Μ. (2003). Πρωτοβάθμια φροντίδα ψυχικής υγείας ως βασικός άξονας της ψυχιατρικής
μεταρρύθμισης. Τί έγινε; Ποιό είναι το μέλλον; Τετράδια Ψυχιατρικής 84:94-99.
ΠΕΤΜΕΖΙΔΟΥ Μ. (2004). Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα: Τάσεις, Προκλήσεις και Προοπτικές. Τετρ Ψυχιατρ
88:15-28.
ΣΟΥΛΗΣ, Δ. (1961). Θεραπεία Οξέων Σχιζοφρενικών Επεισοδίων εντός Γενικού Νοσοκομείου. Ιατρ. Επ.
Ενόπλων Δυν. 4:207-218.
ΤΟΜΑΡΑΣ Β, και συν. (1988). Πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης χρονίων σχιζοφρενών στην κοινότητα:
μέθοδος αξιολόγησης. Εγκέφαλος 25:112-118.
ΤΟΜΑΡΑΣ Β, και συν. (2005). Προς την επανένταξη του χρόνιου ψυχικά αρρώστου: Ένα πιλοτικό πρόγραμμα
αναδοχής. Ψυχιατρική 16(3):217-225.
ΦΩΤΙΑΔΟΥ Α, ΠΡΙΦΤΗΣ Φ, ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Σ. (2004) O ρόλος της Πρωτοβάθμιας φροντίδας Υγείας, στην
αντιμετώπιση των ατόμων με ψυχική διαταραχή. Εγκέφαλος 41(1)
ΧΟΪΔΑΣ, ΣΤ. (1989). Διασυνδετική-Συμβουλευτική ψυχιατρική στο γενικό νοσοκομείο Πατρών. Εγκέφαλος, 26:40-
44.

ANGELOPOULOS NV, LIAKOS A. (1990). Secondary Psychiatric Care. The General Hospital Psychiatric Units
in Greece. VIII World Psychiatric Association Congress, Athens. Proceedings pp 689-694. Elsevier, Holland.
BACHRACH LL. (1985). General hospital psychiatry and deinstitutionalization: A systems review. Gen. Hosp.
Psychiatry 7:239-248.
CARSON J, KITCHING E. (1949). Psychiatric beds in a general ward. Lancet, I, 833.
COHEN-COLE SA, et al. (1986). Recent research developments in consultation-liaison psychiatry. Gen Hosp
Psychiatry 8:316-329.
COHEN-COLE SA, FRIEDMAN CP. (1982). Attitudes of nonpsychiatric physicians towards psychiatric consulta-
tion. Hosp. Community Psychiatry 33:1002-1005.
COTTON GP, BENE-KOCIEMBA A, ROSES S. (1980). Transfers from a General Hospital Psychiatric Service to
a State Hospital. Am. J. Psychiat. 137:230-233.
FOGEL BS, GOLDBERG RJ. (1983/4). Beyond liaison: a future role for psychiatry in medicine. International
Journal of Psychiatry in Medicine, 13:185-192.
FREEMAN HL. (1960). Oldham and district psychiatric service. Lancet I, 218.
GUNDERSON JG. (1980). A reevaluation of millieu therapy for nonchronic schizophrenic patients. Schizophr.
Bull. 6:64-69.
HERTZ MI, WILENSKY H, EARLE A. (1966). Problems of the role definition in the Therapeutic Community. Arch.
Gen. Psychiat. 14:
HOFFMAN I, SINGER PR. (1977). The incompatibility of the medical model and the therapeutic community. So-
cial Science and Medicine 11:425-431.
KERNBERG OF. (1978). Leadership and organizational functioning: Organizational regression. Int. J. Group Psy-
chother. 28:3-25.
KOHLE K. (1983). The psychosomatic ward. In Advances in Psychosomatic Medicine Vol. II. Consultation-
Liaison throughout the World (eds. TN Wise and H Freyberger) Basel: S. Karger, 176-190.
LIAKOS A, et al. (1989). Admitting a Relative During Hospitalization. Poster Presentation. American Psychiatric
Association Annual Meeting. San Francisco, CA, USA, May 6-12.
LIPOWSKI ZJ. (1981). New prospects for liaison psychiatry. Psychosomatics 22:806-809.
LIPOWSKI ZJ. (1986). Consultation-Liaison Psychiatry: the first half century. Gen. Hosp. Psychiatry 8:305-315.
MAIN TF, BRIDGER H, BION WR, et al. (1946). The Hospital as a Therapeutic Institution. Bull. Meninger Clin.
10:66
MANNS S, CREE W. (1976). “New” Long-Stay Patients: a national sample of 15 mental Hospitals in England and
Wales. Psychol. Med. 6:603-616.
MAYOU R. (1989). The History of General Hospital Psychiatry. Brit. J. Psychiatry, 155:764-766.
MOLLICA RF. (1983). From Asylum to the Community: The threatened disintegration of the public psychiatry.
New Engl. J. Med. 308:367-373
MOLNAR G, FAVA GA, ZIELENZY MA. (1985). A comparison of medical psychiatric unit, liaison-consultation
and psychiatric inpatient unit patients. Psychosomatics, 26:193-209.
750

PASNAU RO, et al. (1986). Resolved: Liaison psychiatry’s relationship with other medical specialities, in Continu-
ing Medical Education Syllabus, the American Psychiatric Association. 139th Annual Meeting, Washington, DC.
PASNAU RO. (1982). Consultation-liaison psychiatry at the crossroads: In search of a definition for the 1980s.
Hospital and Community Psychiatry 33:989-995.
PICKSTONE JV. (1989). Psychiatric units in district general hospitals: the history and geography of a “silent inno-
vation”. Social History of Medicine, 1:259-260.
PRIEST RG, RAPTOPOULOS P, CHAN ML. (1979). Psychiatric patients: How long do they stay? The Lancet
LEHMAN AF, STRAUSS S, et al. (1982). First Admission Psychiatric Ward Millieu. Arch. Gen. Psychiat. 39:1293-
1298.
REDING RG, MAGUIRE B. (1973). Nonsegregated acute psychiatric admissions to General Hospitals. Continuity
of care within the community hospital. New Engl. J. Med. 185-189.
RICHMAN Α, HARRIS P. (1985). General Hospital Psychiatry: Are its roles and functions adjunctive or pivotal?
Gen. Hosp. Psychiatry 7:239-248.
SCHWAD JR. (1977). The evolution of a General Hospital Psychiatric Unit. Current Psych. Ther. 301-308.
SEDERER LI. (1984). Inpatient Psychiatry. What place the Millieu? Am. J. Psychiatr. 141(5): 673-674.
THORNICROFT G, TANSELLA M. (2004). Components of modern mental health service: apragmatic balance of
community and hospital care. Br J Psychiatry 185:283-290.
WILLIAMS P, BALESTRIERI M. (1989). Psychiatric Clinics in General Practice. Do they reduce admissions? Brit.
J. Psychiatry 154:67-71.
WILMER HA. (1958). Social Psychiatry in Action. Springfield, Ill. Charles Thomas.

92. ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΠΡΟΛΗΨΗ

Αν βασικός στόχος της πρόληψης στην ψυχιατρική μπορεί να θεωρηθεί η οργάνωση


μηχανισμών και διαδικασιών σε ατομικό και σε κοινωνικό επίπεδο με στόχο την αποτροπή
της ψυχικής νόσου, τότε φαίνεται ότι ο ίδιος αυτός ορισμός αντανακλά εναργώς το μέγεθος
της ασάφειας, της ρευστότητας και της απροσδιοριστίας του όλου πράγματος. Πολλοί, πέραν
της αποτροπής της ψυχικής νόσου, προσθέτουν και την έννοια της ποιότητας της ζωής, που
είναι εξίσου ρευστή με επιπρόσθετα υποκειμενικά στοιχεία. Είναι γενικώς αποδεκτό ότι η
πρόληψη είναι προτιμότερη της θεραπείας. Εξάλλου, ως έννοιες είναι μάλλον
ανταγωνιστικές, αφού η πρώτη αποκλείει τη δεύτερη. Δεν είναι λίγοι όμως αυτοί που
ισχυρίζονται ότι τα μέτρα πρόληψης σε επίπεδο δημοσίων εξόδων στοιχίζουν πολύ
περισσότερο από τα μέσα θεραπείας. Η ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη σώζει ζωές με
μικρότερο κόστος από ό,τι τα μέτρα προστασίας στους χώρους εργασίας ή τα μέτρα
751

προστασίας του περιβάλλοντος. Είναι προφανή τα κίνητρα αυτής της επιχειρηματολογίας,


αφού αυτοί που επωμίζονται τα έξοδα για την εξασφάλιση της προστασίας στους
εργασιακούς χώρους και για την αποφυγή της μόλυνσης του περιβάλλοντος είναι οι
ιδιοκτήτες εργοστασίων και μεταφορικών μέσων. Η πρόληψη είναι πάγιο ανθρώπινο αίτημα
και κανένα επιχείρημα δεν πρέπει να ανατρέψει τις προσπάθειες για αποτροπή του
ατυχήματος ή της νόσου.

Στόχος της ψυχιατρικής πρόληψης είναι η αποφυγή της νόσου. Της ψυχιατρικής πρόληψης
προηγείται η ψυχική υγιεινή ή προαγωγή της υγείας. Η διαφορά μεταξύ πρόληψης και
προαγωγής της υγείας είναι ότι η πρώτη ασχολείται με συγκεκριμένα νοσήματα, ενώ η
δεύτερη αποβλέπει στη βελτίωση και διατήρηση της υγείας στο σύνολό της. Θετική ψυχική
υγιεινή είναι το σύνολο των παραγόντων που αποβλέπουν στην ευεξία και στη διατήρηση της
υγείας και όχι η καταπολέμηση της νόσου. Παράγοντες που προάγουν την ψυχική υγεία σε
ατομικό επίπεδο είναι: η ικανότητα προσαρμογής, η συμμετοχή στην κοινότητα, η ικανότητα
επαγγελματικής συναλλαγής, η φυσιολογική σεξουαλικότητα, η ανθεκτικότητα στις
ψυχοκαταπονήσεις, ο αισιόδοξος τόνος, ο βαθμός ανεξαρτησίας στις διαπροσωπικές σχέσεις
και στις σχέσεις με την εξουσία, η ικανότητα οργάνωσης και ελέγχου, η αυτοεκτίμηση, η
ικανότητα λήψης αποφάσεων, οι ώριμοι μηχανισμοί αμύνης του Εγώ, η υψηλή νοημοσύνη.

Σε κοινωνικό επίπεδο η αγωγή ψυχικής υγείας ουσιαστικώς είναι μια διαδικασία εκπαιδευτική
(Lehtinen 1998) που απευθύνεται στον γενικό πληθυσμό και της οποίας αντικείμενο είναι η
μείωση της συχνότητας εμφάνισης μιας σειράς ψυχιατρικών νοσημάτων. Αυτό είναι και το
σημείο ένωσης της αγωγής υγείας με την πρωτοβάθμια πρόληψη. Στόχοι της είναι η παροχή
εκπαίδευσης σε θέματα υγείας σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού, η ανάπτυξη Κοινωνικών
Υποστηρικτικών Συστημάτων, η δημιουργία συμβουλευτικών υπηρεσιών για άτομα και
οικογένειες, τα ειδικά προγράμματα ψυχολογικής ενίσχυσης, οι ομάδες αυτοβοήθειας. Για την
επιτυχία προγραμμάτων πρόληψης στην κοινότητα απαιτείται ένα στοιχειώδες επίπεδο
ικανοτήτων και γνώσεων (Jorm 2000) από τη μεριά του πληθυσμού, όπως η δυνατότητα
αναγνώρισης των πολύ αδρών ψυχιατρικών διαταραχών, κάποιες γνώσεις για τους
παράγοντες κινδύνου και τις αιτίες, γνώσεις πάνω σε θέματα αυτοβοήθειας, γνώσεις για τους
ειδικούς της ψυχικής υγείας, γνώσεις για τον τρόπο απόκτησης των απαιτούμενων
πληροφοριών. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πλήρη άγνοια για τα θέματα αυτά. Η
συνεργασία των υπηρεσιών προαγωγής της ψυχικής υγείας με κοινωνικούς φορείς, με
εκπροσώπους της εξουσίας, με τα ΜΜΕ, με υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας, με
υπηρεσίες επαγγελματικής υγιεινής και υγιεινής της εργασίας θα μπορούσε να συμβάλει στην
καλύτερη οργάνωση των μηχανισμών προαγωγής ψυχικής υγείας σε κοινωνικό επίπεδο.

Πρωτοβάθμια πρόληψη. Κεντρικός στόχος της πρωτοβάθμιας πρόληψης είναι η αναχαίτιση


της εκδήλωσης μιας συγκεκριμένης ψυχιατρικής διαταραχής με την καταπολέμηση των
αφετηριακών μηχανισμών της. Γενικότερα οι στόχοι της πρωτοβάθμιας πρόληψης
επιτυγχάνονται με τη συμμετοχή ευρύτερων φορέων και υπηρεσιών πέραν της ιατρικής και
της ψυχιατρικής· αποτελούν κυρίως βασικά καθήκοντα της κρατικής κοινωνικής πολιτικής με
βασικό άξονα τη συστηματική εκπαίδευση του γενικού πληθυσμού σε θέματα ψυχικής υγείας.
Φορέας της πρωτοβάθμιας πρόληψης είναι η οργανωμένη κοινοτική ψυχιατρική που
λειτουργεί μέσα από υπηρεσίες όπως τα Κέντρα Ψυχικής Υγιεινής, τα οποία σχεδιάζουν και
επιτελούν συγκεκριμένες παρεμβάσεις. Το ενδιαφέρον των υπηρεσιών πρόληψης είναι
στραμμένο σε ευάλωτους στην ψυχιατρική νόσο πληθυσμούς, όπως ανέργους, άτομα με
οικονομική ανέχεια ή κοινωνική απομόνωση, μετανάστες, θύματα ψυχοπιεστικών
καταστάσεων ή καταστροφών, πάσχοντες από χρόνιες σωματικές παθήσεις, μονογονεϊκές
οικογένειες, οικογένειες με μέλη ουσιοεξαρτημένα κ.λπ.

Οι υποστηρικτές της οργάνωσης της πρόληψης στην κοινότητα προτείνουν μια σειρά
μέτρων, Ενδεικτικά:
752

 Τα άτομα που υφίστανται ισχυρά ψυχοτραυματικά γεγονότα χρειάζονται ιδιαίτερη


φροντίδα για να αποφευχθεί η εκδήλωση ψυχοπαθολογίας. Παρέμβαση στην κρίση
(crisis intervention).
 Υπάρχουν δύο κοινωνικά μέτρα που η εφαρμογή τους σε ορισμένες χώρες έχει σώσει
ζωές νέων ατόμων. Η αύξηση του ορίου ηλικίας για αγορά οινοπνεύματος στα 21 και η
καθιέρωση ανώτατου επιπέδου οινοπνεύματος στο αίμα νεαρών οδηγών σε 0,002%, η
επονομαζόμενη ανοχή μηδέν.
 Επισήμανση προβλημάτων στην κύηση και στο σύνολο της περιγεννητικής περιόδου.
 Γενετική συμβουλευτική σε άτομα που πάσχουν από σχιζοφρένεια ή μανιοκαταθλιπτική
ψύχωση. Αρχή της γενετικής συμβουλευτικής θα πρέπει να είναι η μη καθοδηγητικότητα
αλλά και η ενημέρωση μέσω της οποίας οι ενδιαφερόμενοι θα πάρουν τις αποφάσεις
τους.
 Η κατάλληλη δίαιτα προλαμβάνει τη νοητική καθυστέρηση σε παιδιά που πάσχουν από
φαινυλκετονουρία.
 Περιορισμός των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων περιορίζει τις ψυχιατρικές
διαταραχές που προκύπτουν από αυτά.
 Συμβουλές που αποσκοπούν στη βελτίωση της οικογενειακής ατμόσφαιρας, στην
αποτροπή της κακής μητρομέριμνας, της παραμέλησης, της εγκατάλειψης ή της
κακοποίησης των παιδιών.
 Αποτροπή της ανάληψης του γονεϊκού ρόλου από γονείς με σοβαρή ψυχοπαθολογία,
χρήστες ουσιών ή διαταραγμένες προσωπικότητες και τοποθέτηση των παιδιών σε
ανάδοχες οικογένειες.
 Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και διδασκαλία της φροντίδας του παιδιού στα σχολεία.
 Βελτίωση της σωματικής υγείας του πληθυσμού σε επίπεδο σωστής διατροφής,
αποφυγής τοξικών, λοιμωδών ή τραυματικών επιδράσεων στο ΚΝΣ στους ενήλικες αλλά
κυρίως στα παιδιά.
 Αναδιαμόρφωση του σχολικού περιβάλλοντος, της σχολικής διδασκαλίας και της
βαθμολογίας έτσι ώστε να είναι λιγότερο αγχογόνα, λιγότερο τιμωρητικά και
απορριπτικά.

Δεν είναι όλα τα προληπτικά μέτρα αποδεκτά τόσο από τους επαγγελματίες της οργάνωσης
των μέτρων πρόληψης όσο και από τον πληθυσμό. Μερικά από τα προαναφερθέντα είναι
σαφώς χρήσιμα, άλλα διακρίνονται για την αφέλειά τους και άλλα είναι αντιδεοντολογικά, μη
ηθικά και αφορήτως παρεμβατικά στην προσωπική ζωή των ανθρώπων.

Δευτεροβάθμια πρόληψη. Συνίσταται στην πρώιμη επισήμανση, τη διάγνωση και την


έγκαιρη θεραπευτική αντιμετώπιση μιας συγκεκριμένης ψυχιατρικής διαταραχής. Στην
πραγματικότητα δεν πρόκειται για πρόληψη αλλά για έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της
ψυχιατρικής διαταραχής με στόχο την ταχεία αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς.
Δηλαδή είναι πρόληψη της επιβάρυνσης της νόσου και της χρόνιας πορείας της. Επαρκείς
και προσβάσιμες στον γενικό πληθυσμό υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας είναι
θεμελιώδης παράγων επιτυχίας της δευτερογενούς πρόληψης. Το 90% των πασχόντων από
ήπιες ψυχιατρικές νόσους επισκέπτεται έναν ιατρό πρωτοβάθμιας φροντίδας, συνήθως
παθολόγο, 6-12 μήνες μετά από την έναρξη της νόσου του. Αλλά σε λιγότερο του 50% αυτών
των ασθενών διαγιγνώσκεται η ψυχιατρική νόσος (κυρίως κατάθλιψη ή σωματόμορφες
διαταραχές). Σε ασθενείς που πάσχουν από σωματικές παθήσεις η κατάθλιψη είναι μια
τρομερή επιπλοκή και είναι ιατρικό σφάλμα πρώτου μεγέθους η μη διάγνωση και
αντιμετώπισή της από τον ιατρό. Κυριότερη αιτία αυτού του φαινομένου είναι η αδυναμία των
ιατρικών σχολών να διδάξουν σωστή ψυχιατρική στους φοιτητές της ιατρικής.

Τριτοβάθμια πρόληψη. Ο χρόνιος ψυχιατρικός ασθενής προσδιορίζεται από τα εξής


χαρακτηριστικά: μακρά διάρκεια και μεγάλη σοβαρότητα της νόσου (ψύχωση, οργανικό
ψυχοσύνδρομο) και συνεπακόλουθη κοινωνική και επαγγελματική δυσλειτουργικότητα.
Σκοπός της τριτοβάθμιας πρόληψης είναι η μείωση της έκπτωσης και της αποδιοργάνωσης
που συνοδεύουν μια ήδη εγκατεστημένη χρόνια διαταραχή. Κάθε νόσος οδηγεί σε
753

διαφορετικά εκπτωτικά και δυσλειτουργικά φαινόμενα και απαιτεί εξειδικευμένες


παρεμβατικές στρατηγικές. Κλασικές είναι οι προσπάθειες που αφορούν διανοητικώς
καθυστερημένα άτομα, αυτιστικούς ασθενείς ή πάσχοντες από σχιζοφρένεια στους οποίους
ήδη έχουν εγκατασταθεί μεγάλου βαθμού εκπτωτικές καταστάσεις. Η εκμάθηση βασικών
προσωπικών και κοινωνικών δεξιοτήτων, η καταπολέμηση του ιδρυματισμού, η κοινωνική
επανένταξη και κάποιου βαθμού επαγγελματική απασχόληση αποτελούν θεμελιώδεις
στρατηγικές της τριτοβάθμιας πρόληψης, οι οποίες συνηθίζεται στο σύνολό τους να
ονομάζονται αποκατάσταση.

Αποκατάσταση είναι η διαδικασία μέσω της οποίας ο χρόνιος ψυχωσικός ασθενής


βοηθείται να προσαρμοστεί στους περιορισμούς που συνεπάγεται η δυσλειτουργία του
(σωματική, ψυχική, επαγγελματική, κοινωνική), έτσι ώστε να προσεγγίσει το μέγιστο δυνατό
επίπεδο επαγγελματικής λειτουργικότητας και κοινωνικής αυτονομίας (Τομαράς 1988, 2005,
Χριστοδούλου και συν 2000). Η έννοια της αποκατάστασης περιλαμβάνει δύο διακριτές αλλά
σε πρακτικό επίπεδο αλληλοσυνδεόμενες προσεγγίσεις με διαφορετικές φιλοσοφίες και
εφαρμογές. Μία ιατρική και μία εκπαιδευτική. Στόχος της ιατρικής προσέγγισης είναι η
αναγνώριση της ψυχοπαθολογικής κατάστασης, η διάγνωση και η θεραπεία της, η μείωση
της συμπτωματολογίας με κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, η ψυχοθεραπεία ή η
ψυχοκοινωνική παρέμβαση και η εξάλειψη των συνεπειών των ιατρογενών προβλημάτων
(π.χ. παρενέργειες φαρμάκων). Στόχος της εκπαιδευτικής προσέγγισης είναι η αναγνώριση
των δεξιοτήτων, των στάσεων και των κινήτρων του ασθενούς, ώστε να χρησιμοποιηθούν
δημιουργικά προς την κατεύθυνση της αλλαγής. Ενίσχυση των δυνατοτήτων του ασθενούς
για αυτοϋποστήριξη και προσωπική αυτονομία, ενίσχυση των κοινωνικών δυνατοτήτων του,
υποστήριξη της οικογένειάς του, καταπολέμηση της διάκρισης και του στίγματος. Η παροχή
κοινωνικής υποστήριξης περιλαμβάνει εξασφάλιση της ζωής του ασθενούς στην κοινότητα
και υιοθέτηση κοινωνικής ζωής της προτίμησής του. Περιλαμβάνει ακόμη αναβάθμιση των
διαπροσωπικών του σχέσεων, εξεύρεση ευκαιριών για εργασία και απόκτηση των αναγκαίων
δεξιοτήτων, προσαρμογή στο εργασιακό περιβάλλον και συμμετοχή στην κοινωνική ζωή με
πλήρη δικαιώματα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΟΜΑΡΑΣ Β, και συν. (1988). Πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης χρονίων σχιζοφρενών στην
κοινότητα: μέθοδος αξιολόγησης. Εγκέφαλος 25:112-118.
ΤΟΜΑΡΑΣ Β, και συν. (2005). Προς την επανένταξη του χρόνιου ψυχικά αρρώστου: Ένα πιλοτικό πρόγραμμα
αναδοχής. Ψυχιατρική 16(3):217-225.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΝ, ΚΟΝΤΑΞΑΚΗΣ ΒΠ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Μ. (2000). Προληπτική Ψυχιατρική. Αθήνα, Εκδ
Βήτα.

JORM AF. (2000). Mental health literacy. Br J Psychiatr 177:396-401.


LEHTINEN V, RIIKONEN E, LAHTINEN E. (1998). Promotion of Mental Health on the European Agenda. Hel-
sinki, Stakes.
RÖSSLER W. (2006). Psychiatric rehabilitation today: an overview. World Psychiatry 5(3):151-157.

View publication stats

You might also like