Professional Documents
Culture Documents
net/publication/281404991
CITATIONS READS
0 3,920
1 author:
Nikiforos V Angelopoulos
University of Thessaly
192 PUBLICATIONS 1,611 CITATIONS
SEE PROFILE
Some of the authors of this publication are also working on these related projects:
All content following this page was uploaded by Nikiforos V Angelopoulos on 16 September 2016.
Νικηφόρος Β. Αγγελόπουλος
2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ι. ΙΑΤΡΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ .................................................................................................................................................................. ..8
2. Η ΨΥΧΗ, Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ .................................................................................... 10
Η έννοια της Ψυχής στην Ιατρική και το Αντικείμενο της Ιατρικής Ψυχολογίας.
3. ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ. ................................................................................................................................................ .16
Υποκειμενική κατεύθυνση, Φαινομενολογία και Υπαρξισμός. Αντικειμενική κατεύθυνση. Μελέτη βιολογικών δομών. Τεχνικές
απεικόνισης. Ακτινογραφία κρανίου. Αγγειογραφία εγκεφάλου. Πνευμοεγκεφαλογραφία. Αξονική τομογραφία. Μαγνητική
τομογραφία. Μελέτη βιολογικών γεγονότων. Μελέτες στην περιφέρεια. Τεχνικές απεικόνισης λειτουργίας του εγκεφάλου.
Ηλεκτροεγκεφαλογραφία. Προκλητά δυναμικά, οπτικά, στελεχιαία ακουστικά, σωματοαισθητικά, γνωσιακά. Χαρτογράφηση
φλοιού. Μαγνητοεγκεφαλογράφημα. Τομογραφία ποζιτρονίου. Τομογραφία φωτονίου. Μαγνητική φασματοσκόπηση. Χειρισμοί
στον εγκέφαλο. Ηλεκτρική διέγερση εγκεφάλου, χημικός ερεθισμός εγκεφάλου, βλάβες στον εγκέφαλο, επίδραση στον
εγκέφαλο διά της κυκλοφορίας. Ψυχομετρική εκτίμηση. Ερωτηματολόγια, Κλίμακες. Αξιοπιστία, εγκυρότητα, στάθμιση.
Προβλητικές δοκιμασίες, δοκιμασία Rorschach, δοκιμασία ΤΑΤ. Επεξεργασία στοιχείων και συμπεράσματα. Κατανομή
χαρακτηριστικών. Μεταβλητή. Δείγμα. Ομάδα ελέγχου. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Γενετική. Διασταύρωση επιλεγμένων ζώων.
Φυσικές μεταλλάξεις. Γονιδιακή τεχνολογία στα ζώα. Μελέτες οικογενειών. Χαρτογράφηση ανθρώπινου γονιδιακού υλικού.
Μοριακή γενετική. Ψυχανάλυση. Τοπογραφική υπόθεση. Δομική υπόθεση. Δυναμική υπόθεση. Το ασυνείδητο. Το εκείνο (id),
το εγώ (ego), το υπερεγώ (superego). Μηχανισμοί άμυνας. Carl Jung. Alfred Adler. Οι διάδοχοι του Freud. Αντίλογος στην
ψυχανάλυση. Εθολογία. Συμπεριφορά. Ένστικτο. Αποτύπωση (imprinting). Παγιωμένοι τρόποι δράσης. Σήμα-ερέθισμα.
Έμφυτος αποδεσμευτικός μηχανισμός. Μεταθετική δραστηριότητα. Το υπερπραγματικό αντικείμενο. Κοινωνική Εθολογία.
Εθολογία στους ανθρώπους. Εθολογία και Ψυχοπαθολογία.
4. ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ................................................................................................................................................. ..34
Ανθρώπινος εγκέφαλος και ηλεκτρονικός υπολογιστής. Το αντανακλαστικό τόξο. Εγκέφαλος. Μεσολόβιο, Μετωπιαίος λοβός,
Βρεγματικός λοβός, Κροταφικός λοβός, Ινιακός λοβός, Βασικά γάγγλια και κοιλές, Ραβδωτό σώμα, Αμυγδαλοειδείς πυρήνες,
Υποθάλαμος, Οπτικοί θάλαμοι, Παρεγκεφαλίδα. Εξωπυραμιδικό σύστημα. Δικτυωτός σχηματισμός. Αυτόνομο Νευρικό
Σύστημα, Συμπαθητικό, Παρασυμπαθητικο. Φλοιώδεις και υποφλοιώδεις λειτουργίες. Δεξιό και αριστερό ημισφαίριο.
Αιματοεγκεφαλικός φραγμός. Κυτταρική αρχιτεκτονική του εγκεφάλου. Εντοπισμός ψυχικών λειτουργιών. Franz Josef Gall.
Pierre Flourens. Hughling Jackson. Karl Lashley. Alexander Luria. Paul McLean. Νευρομεταβιβαστές. Συνάψεις. Υποδοχείς.
Γλουταμάτη. Ασπαρτικό και γλουταμινικό οξύ. Σεροτονίνη. Κατεχολαμίνες, Τυραμίνη, Νοραδρεναλίνη, Αδρεναλίνη, Ντοπαμίνη,
Διυδροξυφαινυλαλανίνη (DOPA), Ακετυλχολίνη, γ-αμινογουτυρικό οξύ (GABA), ενδορφίνες.
5. ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ......................................................................................................................................... .. 50
Υποθάλαμος, Εκλυτίνη της αυξητικής ορμόνης (GHRH), Εκλυτίνη της κορτικοτροπίνης (CRH), Γοναδοτροπινική εκλυτίνη
(GnRH), Βαζοπρεσίνη (ADH), Αγγειοτενσίνη Ι, Αγγειοτενσίνη ΙΙ, Σωματοστατίνη. Υπόφυση, Αυξητική ορμόνη (GH),
Αδρενοκορτικοτροπική ορμόνη (ACTH), Γοναδοτροπίνες, Προλακτίνη, Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη, Ωκυτοκίνη, Μελανοκορτίνη.
Κωνάριο ή Επίφυση, Μελατονίνη. Θυρεοειδής, Τρι-ιωδοθυρονίνη, Τετρα-ιωδοθυρονίνη, Θυρεοκαλσιτονίνη. Παραθυρεοειδείς,
Παραθορμόνη. Θύμος. Πάγκρεας, Ινσουλίνη. Επινεφρίδια, Αδρεναλίνη, Νοραδρεναλίνη, Γλυκοκορτικοειδή, Αλατοκορτικοειδή,
Ανδροκορτικοστεροειδή. Όρχεις, Τεστοστερόνη, Εμβρυική τεστοστερόνη, Εφηβική τεστοστερόνη. Ωοθήκες, Οιστρογόνα,
Προγεστερόνη, Εμμηνορυσιακός κύκλος.
6. ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ .................................................................................................................................... .. 58
Νευροενδοκρινοανοσολογικός άξονας. Κυτοκίνες.
7. ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΩΡΟΛΟΓΙΑ.. .......................................................................................................................................... …61
Σιρκαδιανοί ρυθμοί, Ουλτραδιανοί ρυθμοί, Ινφραδιανοί ρυθμοί.
8. ΓΕΝΕΤΙΚΟ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑ.. ........................................................................................................................................ …64
9. ΤΡΟΦΕΣ... .................................................................................................................................................................. …66
Υδατάνθρακες, Λίπη, Πρωτεΐνες, Βιταμίνες, Ιχνοστοιχεία. Νερό. Υποσιτισμός.
10. ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ. ............................................................................................................ …71
Γεωγραφική περιοχή. Ατμοσφαιρικές συνθήκες. Ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Κλίμα. Εποχές του έτους. Φως. Χώρος, Προσωπικός
χώρος, Εδαφική κυριαρχικότητα. Πυκνότητα πληθυσμού. Συνωστισμός.
11. ΔΟΜΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ...................................................................................................... …77
Κατοικία. Πόλη. Θόρυβος. Στερητικά περιβάλλοντα. Θεραπευτικά περιβάλλοντα. Ψυχαγωγικά περιβάλλοντα.
12. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ...................................................................................................... …87
Παραδοσιακή κοινωνία. Μεταβατική κοινωνία. Σύγχρονη κοινωνία. Μεταβιομηχανική κοινωνία. Εργοστασιακή αντίληψη του
κόσμου. Εργασία. Ελεύθερη αγορά. Δημοκρατία. Η κατάρρευση του άνδρα. Η κατάρρευση της γυναίκας. Η γήρανση του
πληθυσμού. Καταστροφή των τελετουργιών. Ο άνθρωπος καταναλωτής. Πληροφοριακή υπερφόρτωση. Κοινωνική
υπερφόρτωση.
13. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ............................................................................................................... …95
Η έννοια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Η κοινωνική τάξη. Η κοινωνική απόσταση. Ταξική συνείδηση. Τάξη I. Τάξη ΙI. Τάξη
IΙΙ. Τάξη IV. Τάξη V.
14. ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ............................................................................................................................ .100
Πολιτισμός. Θρησκεία. Θεσμοί. Εφημερίδες και Περιοδικά. Ραδιόφωνο. Τηλεόραση. Διαδίκτυο. Προπαγάνδα. Μόδα. Μέσα
μαζικής διαμόρφωσης αντιλήψεων και συμπεριφοράς. Πλύση εγκεφάλου. Ψυχολογικός πόλεμος. Διαφήμιση. Δημοσκοπήσεις.
Οι διανοούμενοι. Ψυχορύπανση. Οικολογία. Το Διαδίκτυο.
15. ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ- ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ- ΟΜΑΔΑ ................................................................................................. .109
Διαπροσωπικές σχέσεις. Σχέσεις μητέρας-παιδιού. Γάμος. Διαζύγιο. Οικογένεια. Λειτουργίες της Οικογένειας. Το δίκτυο
σχέσεων στην οικογένεια. Αδέλφια. Διαταραγμένες σχέσεις στην οικογένεια. Αποχωρισμός στην οικογένεια. Μονογονεϊκές
οικογένειες. Νόσος και οικογένεια. Διανοητική ανάπτυξη και οικογένεια. Οικογένεια και ψυχοπαθολογία. Εκτίμηση οικογένειας.
Ομάδα. Συνοχή της ομάδας. Η ομάδα ως μηχανισμός στήριξης. Πλήθος ή Μάζα. Όχλος.
16. Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. ............................................................................................................................................... 123
Η χρησιμότητα της μελέτης των αναπτυξιακών σταδίων. Γενικά χαρακτηριστικά των αναπτυξιακών σταδίων. Εμβρυικό στάδιο.
Βρεφική ηλικία (Στοματικό στάδιο, Πρωκτικό στάδιο, Εμπιστοσύνη ή δυσπιστία, Αυτονομία ή ντροπή και αμφιβολία). Νηπιακή
ηλικία (Φαλλικό και οιδιποδικό, Πρωτοβουλία ή ενοχή). Παιδική ηλικία (Λανθάνον στάδιο, Παραγωγικότητα ή Κατωτερότητα).
Εφηβεία (Ταυτότητα ή σύγχυση ταυτότητας). Ωριμότητα (Συντροφικότητα και αλληλεγγύη ή απομόνωση, Δημιουργικότητα ή
τελμάτωση μέσα στην αυτοαπορρόφηση). Το γήρας (Ολοκλήρωση ή απελπισία).
17. ΥΠΝΟΣ ΚΑΙ ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ ........................................................................................................................................... .135
Εγρήγορση. Προσανατολισμός. Ύπνος. Δομή του ύπνου. Βιολογικό υπόστρωμα και φυσιολογία του ύπνου. Όνειρα και
εφιάλτες. Ανάγκη για ύπνο. Αποστέρηση ύπνου. Παρατεταμένος ύπνος.
18. ΕΝΣΤΙΚΤΑ, ΚΙΝΗΤΡΑ, ΟΡΜΕΜΦΥΤΑ ......................................................................................................................... ..143
Ομοιόσταση. Ένστικτα. Ορμέμφυτα. Κίνητρα. Ανταμοιβή-Ενίσχυση. Ικανοποίηση. Πόνος-Ηδονή.
4
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το βιβλίο αυτό απευθύνεται στους ψυχιάτρους, τους ειδικευόμενους στην ψυχιατρική αλλά
και στους ιατρούς εκείνους που επιθυμούν να εμβαθύνουν στις ψυχικές δραστηριότητες και
εκδηλώσεις του ανθρώπου κατά την υγεία και, κυρίως, κατά τη νόσο. Κάθε νόσος, σωματική
ή ψυχική, έχει ένα δικό της “ψυχιατρικό βάρος” που ενδέχεται να έχει τεράστια σημασία για
την έκβασή της και η προσμέτρησή του κατά την κλινική εκτίμηση είναι δυνατόν να καθορίζει
και την ποιότητα του ιατρού, στον βαθμό που αυτός το επισημαίνει και το αξιοποιεί.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου, η Ιατρική Ψυχολογία, εστιάζεται στη φαινομενολογία της
ψυχολογίας της υγείας, σωματικής και ψυχικής. Η μελέτη κάθε ψυχικής λειτουργίας
περιλαμβάνει γενικές περιγραφικές έννοιες, την ανάπτυξη και τις εκδηλώσεις της κατά την
εκδίπλωση της ζωής. Το κεφάλαιο που πραγματεύεται τους βιολογικούς παράγοντες που
επιδρούν στην ψυχική υγεία περιλαμβάνει θέματα όπως: Νευρικό σύστημα, Ενδοκρινικό
σύστημα, Ανοσοποιητικό σύστημα, Βιολογικά ωρολόγια, Γενετικό υπόστρωμα, Τροφές. Το
κεφάλαιο που πραγματεύεται τους κοινωνικούς παράγοντες που επιδρούν στην ψυχική υγεία
περιλαμβάνει θέματα όπως: Σχέσεις μητέρας-παιδιού, Σχέση μελών ζευγαριού,
Διαπροσωπικές σχέσεις, Δίκτυο των σχέσεων των μελών της Οικογένειας, Ομάδα. Φυσικό
Περιβάλλον, Εδαφική κυριαρχικότητα, Πυκνότητα πληθυσμού, Συνωστισμός. Δομημένο
περιβάλλον. Στερητικά περιβάλλοντα, Θεραπευτικά περιβάλλοντα, Ψυχαγωγικά
περιβάλλοντα. Κοινωνικό περιβάλλον, Παραδοσιακή κοινωνία, Μεταβατική κοινωνία,
Σύγχρονη κοινωνία, Μεταβιομηχανική κοινωνία. Πληροφοριακή και Κοινωνική υπερφόρτωση.
Κοινωνικές τάξεις και Ψυχική Υγεία. Κουλτούρα και Ψυχική Υγεία. Μέσα μαζικής
διαμόρφωσης αντιλήψεων και συμπεριφοράς, Πλύση εγκεφάλου, Ψυχολογικός πόλεμος και
Διαφήμιση. Ψυχορύπανση. Θέματα παραψυχολογίας περιγράφονται συνοπτικά στο τέλος
αυτού του μέρους αφού, και αυτό συμβαίνει διαχρονικά στην εξέλιξη της ιστορίας της
ανθρωπότητας, ο μυστικισμός ασκεί ακατανίκητη γοητεία στους περισσότερους ανθρώπους
και επιδρά μερικές φορές καταλυτικά στην υγεία τους.
Στον τομέα της Ψυχοπαθολογίας που αναπτύσσεται κυρίως στο τρίτο και το τέταρτο μέρος
η προσοχή εστιάζεται στην περιγραφή και κατάταξη ψυχιατρικών συμπτωμάτων, σημείων,
συνδρόμων και νόσων και γίνεται προσπάθεια επισήμανσης των πιθανών σχέσεων και
αλληλοκαλύψεων που υπάρχουν μεταξύ τους. Αυτού του τύπου η περιγραφή των
ψυχολογικών διεργασιών και των διαταραχών τους έχει ως αποτέλεσμα να διαμορφώνεται
ένα ιδιαίτερο πλαίσιο ταξινόμησης των ψυχιατρικών διαταραχών, κάπως διαφορετικό από τα
δύο σύγχρονα συστήματα ταξινόμησης (το ICD-10 και το DSM-IV), στο οποίο όμως
διατηρείται η διεθνώς αποδεκτή ορολογία. Το περιεχόμενο είναι καθαρά περιγραφικό. Δεν
9
ακολουθείται καμία θεωρητική κατεύθυνση ούτε στο πεδίο της περιγραφής ούτε, πολύ
περισσότερο, στο πεδίο της ερμηνείας. Είναι αναπόφευκτο να παρατίθενται ερμηνευτικές
προτάσεις αντλημένες από το ευρύ φάσμα θεωρητικών σχολών, αλλά το βιβλίο κρατά σαφείς
αποστάσεις από αυτές στο σύνολο τους. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στο μεγάλο φάσμα
των θεραπευτικών προσεγγίσεων
Η βιβλιογραφία, εξ ανάγκης επιλεγμένη, είναι ενδεικτική και αποτελεί περισσότερο ένα είδος
χρηστικού οδηγού για περαιτέρω μελέτη. Δεν έχει αποδεικτικό χαρακτήρα. Ο ανά χείρας
τόμος είναι διδακτικό εγχειρίδιο και, σε τέτοια βιβλία, δεν είναι υποχρεωτικό να καταδεικνύεται
η ερευνητική βάση και προέλευση της κάθε φράσης, γεγονός που θα επιβάρυνε τις σελίδες
του τόμου με εκατοντάδες παραπομπές. Από την άλλη μεριά, σε τέτοια κείμενα ελλοχεύει ο
κίνδυνος για τον συγγραφέα να κατηγορηθεί απροκάλυπτα για λογοκλοπή. Ένα διδακτικό
εγχειρίδιο –από τη φύση του αντικειμένου του μια ανασκόπηση γνώσεων– δεν μπορεί παρά
να είναι συλλογικό έργο, ακόμη και όταν έχει έναν συγγραφέα. Δεν πρέπει λοιπόν να
νομίζουν οι αναγνώστες, και πολύ περισσότερο ο συγγραφέας, ότι ένα τέτοιο βιβλίο είναι ένα
επίτευγμα απολύτως προσωπικό.
10
Η ΨΥΧΗ. Στο θέμα της ψυχής η ιατρική δεν υποκαθιστά με κανέναν τρόπο τη Μεταφυσική,
την Τέχνη, ή τη Θεολογία. Η μεγάλη ποικιλομορφία των απόψεων περί ψυχής –είτε
προέρχονται από θρησκευτικά δόγματα είτε από φιλοσοφικά συστήματα– αφορά κυρίως την
ουσία της και όχι αυτή καθαυτή την ύπαρξή της, την οποία παρά την διαφορετικότητα της
μορφής, των ονομάτων και των ιδιοτήτων που της αποδίδονται κανείς δεν φαίνεται να
αρνείται. Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι ένα μεγάλο ρεύμα στην φιλοσοφία υποστηρίζει ότι
την ιδέα της ψυχής, και του θεού, δημιούργησε ο άνθρωπος ως καταφύγιο και ικανή
παρηγοριά για τον φόβο του θανάτου. Για πολλούς η ψυχή είναι πηγή της ζωής, πηγή
αφηρημένης σκέψης, εκδήλωση των ανώτερων λειτουργιών, ενώ το κύριο χαρακτηριστικό
της είναι ότι παραμένει αναλλοίωτη και μετά τον θάνατο, σε αντίθεση με το σώμα που είναι
θνητό και αποσυντίθεται. Αλλοι θεωρούν ότι το σώμα χρησιμοποιείται ως όργανο από την
ψυχή η οποία του παρέχει ζωή και άλλοι ότι είναι ο χειρότερος εχθρός του αφού δεν το
αφήνει να χαρεί όταν εκείνο θέλει να χαρεί.
Στα ομηρικά έπη τα ψυχικά φαινόμενα οφείλονται στον θυμό, αυτό που εννοούμε σήμερα ως
συναισθήματα, ο οποίος εντοπίζεται στο ήτορ, δηλαδή στην καρδιά, ή στις φρένες, δηλαδή
στο διάφραγμα. Θεωρείται ως απαρχή του θάρρους, του πάθους, του οίκτου, του άγχους, της
ζωικής όρεξης αλλά σπάνια σχετίζεται με το σκέπτεσθαι και τη λογική. Ο θυμός αφανίζεται με
τον θάνατο. Μαζί με τον θυμό υπάρχει και η αθάνατη ψυχή, που είναι πνευματική αρχή της
ζωής, η δύναμη που διατηρεί τον άνθρωπο στη ζωή και η οποία εξέρχεται τη στιγμή του
θανάτου ως τελευταία πνοή, από το «έρκος των οδόντων» ή από κάποια πληγή. Η ψυχή
κατεβαίνει στον Άδη και γίνεται το είδωλο του νεκρού. Δεν υπάρχει στον Όμηρο λέξη η οποία
να αναφέρεται στην έννοια ψυχή με τη σημασία που έχει σήμερα. Η λέξη νους σχετίζεται με
τις έννοιες της ιδέας και της αναπαράστασης. Το σώμα ορίζεται με πολλούς τρόπους, αλλά η
λέξη σώμα ποτέ δεν χρησιμοποιείται για τους ζωντανούς. Θυμός, νους και ψυχή δεν
διακρίνονται με σαφήνεια από τα όργανα του σώματος. Παράξενα πράγματα επίσης έχει πει
και ο Ηράκλειτος για την ψυχή, για την οποία πίστευε μεν ότι η αφετηρία της είναι υγρή αφού
προέρχεται από το νερό, αλλά «αυγή ξηρή ψυχή σοφωτάτη και αρίστη». Για τις ψυχές είναι
τέρψη να μπαίνουν στη ζωή. Οι ψυχές αυτών που σκοτώνονται στη μάχη είναι καθαρότερες
εκείνων που πεθαίνουν από αρρώστιες. Είπε ακόμη: «ανθρώπους μένει αποθανόντας άσσα
ουκ έλπονται ουδέ δοκέουσιν» και «Ψυχής πείρατα ιών ουκ αν εξεύροιο πάσαν
επιπορευόμενος οδόν· ούτω βαθύν λόγον έχει».
Στη Βίβλο υπάρχει μια περίπλοκη και δυσνόητη διαφοροποίηση της ψυχής και του
πνεύματος από το σώμα και τη σάρκα. Το σώμα και η σάρκα διαφοροποιούνται μεταξύ τους,
όπως επίσης η ψυχή από το πνεύμα. Το σώμα αντιτίθεται προς το πνεύμα και την ψυχή, όχι
όμως και η σάρκα. Όπως συνδέεται η σάρκα με το σώμα, έτσι συνδέεται και η ψυχή με το
πνεύμα. Η ψυχή της σάρκας είναι το αίμα και γι’ αυτό δεν πρέπει να τρώγεται η σάρκα ζώου
αν δεν αφαιρεθεί από αυτήν όλο το αίμα. "η ψυχή της σαρκός είναι εν τω αίματι", διότι και τα
ζώα έχουν ψυχή. Η ψυχή πεθαίνει με το σώμα. Το πνεύμα όμως είναι αθάνατο. Ο άνθρωπος
που έχει σώμα και ψυχή μόνο, δεν δύναται να επικοινωνήσει με τον θεό παρά μόνον αν
διαθέτει πνεύμα.
Ο Πλάτων πίστευε ότι η ψυχή είναι το κέντρο, η πηγή και η αιτία της ζωής. Αθάνατη,
ακατάλυτη και πνευματική, καθορίζει τις ανθρώπινες σκέψεις και πράξεις. Η υπόστασή της
είναι τριμερής και διακρίνεται στο λογιστικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό, τα οποία
11
συνδέονται αντιστοίχως με τις αρετές της σοφίας, της ανδρείας και της σωφροσύνης. Για τον
Πλάτωνα, η ψυχή είναι τελείως ανεξάρτητη και διαφορετική ουσία από το σώμα, έχει
συζευχθεί προσωρινά μαζί του, και επιδιώκει συνεχώς να δραπετεύσει από αυτό και τους
περιορισμούς του. Η μόνη δυνατότητα αποδέσμευσης της ψυχής από το σώμα είναι μέσω
του θανάτου. Ο Πλάτων διακρίνει τον κόσμο σε δύο επίπεδα: τον νοητό κόσμο των ιδεών,
που είναι αναλλοίωτος, και τον αισθητό κόσμο των υλικών αντικειμένων, που τα γνωρίζουν οι
άνθρωποι με τις αισθήσεις τους και για τον οποίο πίστευε ότι είναι κόσμος παρακμιακός,
καταδικασμένος στην αέναη μεταβολή και τη φθορά. Σε αυτόν τον παρακμιακό κόσμο ανήκει
και το ανθρώπινο σώμα. Δίδασκε δε ότι η σχέση του ανθρώπου με το σώμα του θα πρέπει
να είναι αρνητική και ότι πρέπει να το δέχεται ως κάτι που υπόκειται στον μαρασμό και το
οποίο επομένως είναι ανάξιο να ταυτίσει μαζί του την ουσία της υπάρξεώς του.
Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι «η ψυχή τούτο, ω ζώμεν και αισθανόμεθα και διανοούμεθα»,
ακόμη ότι «ζώον εκ ψυχής και σώματος» και ότι «βέλτιον ψυχή σώματος». Ακόμη
περισσότερο «η ψυχή του σώματος άρχη δεσποτικήν αρχήν». Θεωρούσε την ψυχή ως
ζωογόνο αρχή του σώματος ως αρχή και αιτία του. Βασικές δυνάμεις της ψυχής σε όλα τα
ζώα διέκρινε το θρεπτικόν, το ορεκτικόν, το αισθητικόν, το κινητικόν και στο άνθρωπο το
διανοητικόν. Η ενασχόληση του Αριστοτέλη με την εμπειρική ψυχολογία δεν συνεχίστηκε από
τους μαθητές του και έτσι όταν τον 3ο αιώνα πχ οι επιστήμες χωρίστηκαν από την φιλοσοφία,
η ψυχολογία έμεινε στην περιοχή της φιλοσοφίας μέχρι και τον 19ο αιώνα.
Ο Ψελλός θεωρεί την ψυχή αυτόνομη από το σώμα, με τον νου ανώτατη τελείωση της
ψυχής. Ο νους είναι ο μόνος που αντιλαμβάνεται την ύπαρξη της ψυχής. Και τα ζώα έχουν
ψυχή αλλά δεν την αντιλαμβάνονται επειδή δεν διαθέτουν νου ευρισκόμενα στα χαμηλώτερα
επίπεδα συνειδητότητας.
Η δυϊστική άποψη (αισθητό/νοητό, σώμα/ψυχή) βρίσκεται στα θεμέλια όλων των πίστεων
περί την αθανασία της ψυχής και τη μετεμψύχωση, και σαν φιλοσοφικό σύστημα είχε αρχίσει
να διαμορφώνεται ήδη από τον Πυθαγόρα, τον Ηράκλειτο και τον Εμπεδοκλή, για να βρει μια
πληρέστερη και πιο συνεκτική μορφή στο έργο του Πλάτωνα και στη μακρά σειρά των
επιγόνων του. Ο René Descartes (Καρτέσιος) άσκησε μεγάλη επίδραση στη συγκρότιση
μιάς δυϊστικής φιλοσοφίας στο θέμα σώμα-ψυχή ισχυροποιώντας την άποψη ότι μεταξύ τους
υπάρχει ένα χάσμα, ότι αποκλείονται αμοιβαίως, το ένα εξασθενεί το άλλο και ότι η ψυχή
μπορεί να υπάρξει χωρίς το σώμα. Οι ιδέες του Καρτέσιου παρά το ότι δεν είχαν ιδιαίτερη
πρωτοτυπία αποτέλεσαν το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκαν όλες οι σύγχρονες δυϊστικές
θεωρίες με τη γνωστή ακραία διατύπωση του φιλόσοφου Gilbert Ryle για το «φάντασμα στη
μηχανή». Παρ’όλα αυτά και παρά τις μανιώδεις, περιφλεγείς και συναρπαστικά γοητευτικές
προσπάθειες των αποκρυφιστών (Markides 1987) ποτέ δεν τεκμηριώθηκε η ύπαρξη μιας
ασώματης ψυχής.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι σώμα και ψυχή προέρχονται από την ίδια ουσία, ότι και η ψυχή
αποτελείται από λεπτότατη ύλη (τα άτομα του Δημόκριτου), ή ότι δεν είναι τίποτε άλλο από
γεγονότα, τα ψυχικά φαινόμενα, τα οποία αποτελούν προϊόντα της λειτουργίας του
εγκεφάλου, όπως η χολή είναι προϊόν της χοληδόχου κύστεως (La Mettrie, Holbach). Ο
Eccless (1992) πιστεύει ότι ολόκληρος ο κόσμος της συνείδησης, ο ψυχικός κόσμος, είναι
μικροκοκκιώδης, με ψυχικές μονάδες που τις ονόμασε ψυχώνια (psychons). Το ψυχώνιο
μέσω μιας κβαντικής διαδικασίας συνδέεται με το νευρικό κύτταρο, και αυτό σε
μακροσκοπικό επίπεδο αποτελεί τη σύνδεση εγκεφάλου-ψυχής. Η άποψη ότι ψυχή και σώμα
αποτελούν ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο και ότι ο δυϊσμός είναι ασύμβατος με την
επιστημονική αντίληψη του ανθρώπου έχει επιβάλει μια επιστημονική στενή οριοθέτηση της
έννοιας της ψυχής, η οποία ενδεχομένως αφήνει ένα μεγάλο μέρος της εκτός επιστημονικού
πεδίου.
Στην ιατρική σκέψη υπάρχει ασάφεια περί την κατανόηση και απόδοση της έννοιας της
ψυχής, ασάφεια η οποία ποικίλλει αναλόγως της ιστορικής περιόδου και της κυρίαρχης
12
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Η κατανόηση της φύσης του ανθρώπου και των έργων του
αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση της ιατρικής. «Ουκ ενί δυνατόν ιητρικήν ειδέναι, όστις
μη οίδεν ό,τι άνθρωπος εστίν» έγραψε ο Ιπποκράτης. Η έννοια του ανθρώπου και η σχέση
του με τον κόσμο ποικίλλουν ανάλογα με την κυριαρχούσα φιλοσοφική ή θρησκευτική
ιδεολογία στην εκάστοτε διανυόμενη ιστορική περίοδο και συνήθως έχουν μικρή χρησιμότητα
για την κατανόηση του ανθρώπου ως αντικειμένου της ιατρικής παρατήρησης και θεραπείας.
Οι Τιτάνες παγίδευσαν τον νήπιο Διόνυσσο, τον έσκισαν σε κομμάτια, τον έβρασαν, τον
έφαγαν και αμέσως κατακεραυνώθηκαν από τον Δία. Από τους καπνούς των λειψάνων τους
ξεπήδησαν οι άνθρωποι που κληρονόμησαν τις φρικώδεις συνήθειες των Τιτάνων. Αλλά
μέσα τους υπάρχει η ουσία του Διόνυσσου, θεία ψυχή και απόκρυφο εγώ. Εκτοτε η
εξημέρωση του ανθρώπου αποτελεί τον ακατόρθωτο στόχο της ανθρωπότητας. Ο
Ηράκλειτος επεσήμανε ότι οι πλείστοι των ανθρώπων «κεκόρυνται ώκοσπερ κτήνεα» και
ακόμη χειρότερα αναφέρει γι’αυτούς ο Πλάτων στην Πολιτεία (586 α Πολιτεία)
…..βοσκημάτων δίκην κάτω αεί βλέποντες και κεκυφότες εις γήν καί εις τραπέζας βόσκονται
χορταζόμενοι καί οχεύοντες, [b.] καί ένεκα τής τούτων πλεονεξίας λακτίζοντες καί κυρήττοντες
αλλήλους σιδηροίς κέρασι τε καί οπλαίς ἀποκτεινύασι δι’ απληστίαν, ἅτε οὐχὶ τοῖς οὖσιν οὐδὲ τὸ
ὂν...
Μετάφραση: ….σάν τα ζώα της βοσκής, βλέποντας πάντοτε προς τα κάτω, καμπουριασμένοι προς
τη γη και στα τραπέζια βόσκουν χορταινόμενοι και μαρκαλιζόμενοι (συνουσιαζόμενοι) και η
πλεονεξία τους γι’ αυτές τις ηδονές τους κάνει λακτίζοντας και κερατίζοντας ο ένας τον άλλον με
σιδερένια κέρατα και οπλές να σκοτώνονται εξ αιτίας της απληστίας τους, αφού δεν ασχολούνται
με την πλήρωση του μέρους εκείνου του εαυτού τους που είναι πραγματικά ον….
13
Ο Σπινόζα γράφει ότι οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι ώστε να αισθάνονται οίκτο για τους
δυστυχείς και φθόνο για τους ευτυχείς. Ότι προτιμούν την εκδίκηση από το έλεος. Ξεσπούν
μεταξύ τους συγκρούσεις επειδή ο κάθε ένας θέλει να είναι πρώτος, προσπαθούν να
συντρίψουν ο ένας τον άλλον και ο νικητής περηφανεύεται επειδή νίκησε τον αντίπαλο του
παρά γιατί αποκόμισε ο ίδιος κάποιο αγαθό. Ο Kant εστιάζεται ιδιαίτερα στην τάση του
ανθρώπου να μπορεί να ασκεί επίδραση στους άλλους να τους υποτάσσει. Αυτό επιδιώκει
να το πετύχει με την συσσώρευση χρήματος, την απόκτηση ισχύος και την κατάκτηση της
δόξας. Ο Freud θεωρούσε τους περισσότερους ανθρώπους σκουπίδια.
Ο ανθρωποκεντρισμός τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο του κόσμου και βλέπει την
ευημερία του ως τελικό σκοπό του σύμπαντος και της δημιουργίας. Αυτή η θεώρηση,
σύμφυτη με την ανάπτυξη της γεωργικής κοινωνίας, κυριάρχησε επί μακρόν μέχρι τον 18ο -
19ο αιώνα, οπότε η διάδοση της επιστημονικής σκέψης και η ραγδαία ανάπτυξη της
τεχνολογίας οδήγησαν στην ανάδυση του εργοστασιακού πολιτισμού ο οποίος ουσιαστικά
εγκαθίδρυσε και θεσμικά την ανθρωποκεντρικότητα. Ωστόσο, η πορεία αυτή είχε
δρομολογηθεί ήδη από την Αναγέννηση. Τα χαρακτηριστικά της είναι η ρήξη με την
παράδοση, η βαθμιαία χειραφέτηση της γνώσης από την αυθεντία των αρχαίων και την
κηδεμονία των θεών, η προμηθεϊκή πίστη στη δυνατότητα του ανθρώπου να πάρει την τύχη
στα χέρια του, η βεβαιότητα ότι είναι δυνατή η ερμηνεία των φυσικών φαινομένων και η
αποκωδικοποίηση των μυστικών του σύμπαντος χάρη στην επιστημονική πρόοδο και τον
θρίαμβο της τεχνικοκρατίας. Οι παραπάνω εξελίξεις δεν πλήττουν μόνο τον μεσαιωνικό
θεοκεντρισμό αλλά, μέσα από μια καθολική απομάγευση του κόσμου, εγκαθιστούν τα
προνόμια του ανθρώπινου πνεύματος και ενισχύουν την ανθρωποκεντρική προσήλωση της
φιλοσοφικής σκέψης, οριστικά απορφανισμένης πλέον από Θεό.
Κατά τους τελευταίους δύο αιώνες της βιομηχανικής ανάπτυξης, της εισβολής και της
επικράτησης του καπιταλισμού ως παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και της
αποτυχημένης προσπάθειας για αντικατάστασή του από τον σοσιαλισμό, η μοίρα του
ανθρώπου σε όλα τα πεδία γίνεται σχεδόν το αποκλειστικό αντικείμενο του φιλοσοφικού
στοχασμού. Άλλοτε ως υποκείμενο που συνθλίβεται στα γρανάζια απρόσωπων οικονομικών
δομών (όπως τον βλέπουν οι Feuerbach και Marx) και άλλοτε ως υποκείμενο μιας διαρκούς
αναζήτησης γύρω από το νόημα της ατομικής ύπαρξης (όπως τον βλέπουν οι υπαρξιστές
Heidegger, Jaspers και Sartre), ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο της φιλοσοφικής
νεωτερικότητας. Ωστόσο ο φιλοσοφικός αυτός προσανατολισμός αντανακλά ήδη την
πραγματικότητα του εργοστασιακού πολιτισμού. Τα ερωτήματα που τίθενται στο φιλοσοφικό
επίπεδο σχετικά με τον βαθμό ελευθερίας και ευθύνης του ανθρώπου αντικατοπτρίζουν
ταπεινές καθημερινές πραγματικότητες της εποχής του εργοστασιακού πολιτισμού, ο οποίος
ορίζεται αφενός από την αυστηρή εργασιακή πειθαρχία και από το κυνήγι της
αντικειμενικότητας, και αφετέρου από τη ριζοσπαστικότητα, από μια ρηχή ελευθεριότητα,
καθώς και από την τάση για υπέρμετρη διασκέδαση και καταναλωτισμό κατά τον «ελεύθερο
χρόνο» (Tofler 1982).
Σημαντικά κοινωνικά χαρακτηριστικά που εμφανίστηκαν κατά τον 18ο και 19ο αιώνα και
αναδιαμόρφωσαν κατά τρόπο ριζικό την έννοια του ανθρώπου είναι τα ακόλουθα:
1. Η πλειονότητα του πληθυσμού προσφέρει εργασία σε ιδιωτικές ή δημόσιες επιχειρήσεις
με αντάλλαγμα την εξασφάλιση ενός μισθού και την υπόσχεση για σταθεροποίηση της
οικονομικής του κατάστασης.
2. Η απώλεια της εργασιακής ελευθερίας και η βαθμιαία αντικατάστασή της από την
εργασιακή δουλεία, που τώρα έχει απλωθεί σε ολόκληρο τον βιομηχανικό κόσμο, δεν
έχει γίνει αντιληπτή από τους ανθρώπους.
3. Οι μη παραγωγικές ομάδες του πληθυσμού εκτοπίζονται σε ειδικά κέντρα
συγκέντρωσης (βρεφονηπιακοί σταθμοί, γηροκομεία, άσυλα ανιάτων, φυλακές), ώστε
οι μισθωτοί εργαζόμενοι να δουλεύουν απερίσπαστοι.
14
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Η μελέτη των ψυχικών φαινομένων, η ψυχολογία, έχει γίνει κατά καιρούς
αντικείμενο σημαντικά διαφορετικών θεωρήσεων, ανάλογα με τις ευρύτερες αντιλήψεις που
επικρατούν σε κάθε ιστορική περίοδο. Μέχρι προσφάτως εθεωρείτο κλάδος της φιλοσοφίας.
Ακόμη και σήμερα σε αρκετές πανεπιστημιακές φιλοσοφικές σχολές διδάσκεται ψυχολογία,
παρά το ότι είναι γενικώς παραδεκτό ότι τα ψυχικά φαινόμενα εντάσσονται στο πλαίσιο
μελέτης των βιολογικών φαινομένων. Κατά την ιστορική εξέλιξη της ψυχολογίας, με την
πάροδο του χρόνου και τη συσσώρευση γνώσεων, αποκαλύπτεται ότι η μελέτη των ψυχικών
φαινομένων είναι αδιανόητη χωρίς τη βαθιά και απαρτιωτική διερεύνηση του νευρικού
συστήματος σε επίπεδο πειραματικό, κλινικό και θεραπευτικό. Και δεν είναι μόνο το νευρικό
σύστημα ο ακρογωνιαίος λίθος της μελέτης των ψυχικών φαινομένων. Στη διαμόρφωσή τους
συμμετέχουν κατά τρόπο καθοριστικό το ορμονικό, το βιορυθμικό και το ανοσιακό σύστημα,
μέσω των οποίων καθορίζεται η αδιαφιλονίκητη ένταξη των φαινομένων αυτών μέσα στο
πλαίσιο της ιατρικής και της ψυχιατρικής. Η νευροενδοκρινολογία, π.χ., έχει φτάσει σε τέτοιο
στάδιο εξέλιξης, ώστε καμία σοβαρή μελέτη στον τομέα της βιοσυμπεριφερειολογικής
έρευνας δεν μπορεί να αποφύγει τη συζήτηση θεμάτων που αφορούν τις επιπτώσεις της
ορμονικής λειτουργίας στον βιωματικό χώρο, στη συμπεριφορά και στην ψυχοπαθολογία.
Το γνωστικό και κλινικό αντικείμενο της ψυχολογίας περιλαμβάνει τα φαινόμενα της
συνείδησης και της συμπεριφοράς μαζί με τα συνειδητά και τα ασυνείδητα κίνητρά της. Τις
απαρχές, την ανάπτυξή τους κατά τις διαδοχικές φάσεις της ζωής και τις εκδηλώσεις τους. Τα
ψυχικά φαινόμενα είναι λειτουργίες που εξυπηρετούν την προσαρμογή και την επιβίωση, και
επομένως η ψυχολογία δεν μπορεί να μην εξετάζει τις αμοιβαίες σχέσεις του ανθρώπου και
του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει. Συνεπώς η μελέτη αυτών των φαινομένων πρέπει να
θεωρεί τον άνθρωπο όχι απλό μεμονωμένο άτομο αλλά μέλος της κοινωνίας γενικώς, και
ποικίλων κοινωνικών ομάδων ειδικότερα, μέχρι το επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων.
Και βέβαια επιβάλλεται όχι μόνο η μελέτη των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά, αλλά
και η διερεύνηση των δυνατοτήτων τροποποίησής τους.
Παρ' όλα αυτά, μεγάλες περιοχές της ψυχολογίας «βυθίζονται» στην παιδαγωγική και στη
φιλοσοφία. Όμως αυτό δεν είναι σημαντικό πρόβλημα. Το σημαντικότερο είναι η ιδιαίτερη
κακομεταχείριση που έχει υποστεί η ψυχολογία κατά τις τελευταίες δεκαετίες λόγω της
μεγάλης εκλαϊκεύσεώς της. Η χωρίς όρια διάδοση της διδασκαλίας της σε πλήθος μη
ιατρικών πανεπιστημιακών και άλλων σχολών «ευκαιρίας», η μετατροπή της σε επάγγελμα
χωρίς σαφές εργασιακό περιεχόμενο και η φτηνή χρησιμοποίησή της από τα μέσα μαζικής
προπαγάνδας, δημιούργησαν έναν εκτεταμένο, υπερβολικό και αρκετές φορές γελοίο
«ψυχολογισμό», αφού έφθασαν να τη χρησιμοποιούν για την ερμηνεία οποιουδήποτε
ατομικού ή κοινωνικού φαινομένου. Μεγάλο μέρος ανθρώπινων δραστηριοτήτων,
κοινωνικών συγκρούσεων και πολιτικών συμπεριφορών υποβλήθηκαν σε «εξαντλητικές»,
αλλά αρκετές φορές αφελείς, ψυχολογικές διερευνήσεις. Εξωφρενικές συσχετίσεις μεταξύ
15
πρέπει να κατέχει τις γνώσεις και τις τεχνικές ώστε να αξιοποιεί την ψυχολογική διάσταση σε
όλες τις φάσεις χειρισμού του περιστατικού – από τη διάγνωση μέχρι την κατάστρωση του
θεραπευτικού προγράμματος, τη συμμόρφωση του ασθενούς σε αυτό, και την τελική έκβαση.
Αυτές οι ψυχικές διεργασίες τις οποίες αξιοποιεί ο ιατρός ώστε να διευκολύνει τη συνεργασία
με τον ασθενή του απαρτίζουν έναν από τους κεντρικούς άξονες της ιατρικής ψυχολογίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ECCLES JC. (1992). Evolution of consciousness. Proc Natl Acad Sci USA 89(16):7320-4.
EISENBERG L. (1972). The Human Nature of Human Nature. Science.14;176(4031):123-128.
MARKIDES K. (1987). Fire in the Heart. Samans, Magicians and Healers. Arcana, New York.
TOFLER A. (1982). The Third Wave [Το τρίτο κύμα]. μετ. Ερ. Μπαρτζινόπουλος. Εκδ. Κάκτος. Αθήνα.
3. ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ
Jaspers (1913) έβλεπε τη φαινομενολογία ως μεθοδολογία και την εισήγαγε στη μελέτη της
ψυχοπαθολογίας. Η ψυχοπαθολογική έρευνα πρέπει να στηρίζεται πρωτίστως στη μελέτη
της ψυχικής καταστάσεως όπως αυτή βιώνεται από τον ίδιο τον άρρωστο και να συνδέει το
σύμπτωμα με το βιωματικό υπόστρωμα του ασθενούς.
Κατά την υπαρξιστική άποψη (Frankl, Rogers, Laing, κ.ά.), η οποία στην πραγματικότητα
δεν διακρίνεται από τη φαινομενολογική αφού είναι θεμελιωμένη επάνω σε αυτήν, η
ψυχοπαθολογική εκδήλωση προκύπτει από μια βαθιά αποξένωση του ατόμου από τον εαυτό
του και από τα φυσικά του συναισθήματα, με αποτέλεσμα να κυριαρχείται από ένα αίσθημα
αδυναμίας να πραγματώσει τον εαυτό του, δηλαδή να γίνει αυτό που ήδη είναι ή αυτό που
μπορεί να γίνει. Εκείνος που δεν καταφέρνει να αποκαταστήσει σωστή σχέση με τον εαυτό
του αποτυγχάνει στην εκπλήρωση των ενορμητικών του τάσεων, αδυνατεί να νιώσει τον
άλλο, με αποτέλεσμα να αποτυγχάνει και στη διαπροσωπική του συναλλαγή και στο τέλος να
κατακλύζεται από οντολογικό άγχος. Σύμφωνα με τους υπαρξιστές ο άνθρωπος βρίσκεται σε
έναν κόσμο τον οποίο δεν μπορεί να ελέγξει, ο οποίος περιέχει «δεδομένα» που δεν έχει
διαλέξει (π.χ. το γενετικό του υπόστρωμα, την οικογένεια, τις περιστάσεις), αλλά μπορεί να
διαλέξει την απάντησή του απέναντι σε αυτά τα «δεδομένα», γεγονός που συνιστά την
ελευθερία και την ευθύνη του.
Στο στόχαστρο των πρώτων υπαρξιστών βρέθηκε εξαρχής η θετική και πραγματοκρατική
σκέψη, και ιδίως η χεγκελιανή διαλεκτική, για την οποία ο Kierkegaard διακήρυττε ότι δεν έχει
ισχύ στο βιωματικό επίπεδο της ανθρώπινης υπάρξεως, αφού η ύπαρξη θεμελιώνεται όχι
στη σχέση με το περιβάλλον αλλά στη σχέση με τον εαυτό. Ταυτισμένη με την ανοιχτότητα
και την αμφιβολία, η ύπαρξη, για τον Kierkegaard, παραμένει ριζικά απρόσβλητη από την
κίνηση της σκέψης, ανθίσταται σε κάθε αναγωγή της στην αντικειμενική γενικότητα και
αρνείται την περιχαράκωσή της σε κάποιο αφηρημένο εννοιολογικό σύστημα. Κατά τους
υπαρξιστές, η ανθρώπινη ζωή κυριαρχείται από την ανάγκη αναζήτησης του υπερβατικού.
Από τη σχέση του με το υπερβατικό και το Απόλυτο αντλεί ο άνθρωπος το αίσθημα του
μοναδικού και ανεπανάληπτου της υπάρξεώς του. Στην «επιθυμία για ηδονή» των
φροϋδικών και στη «θέληση για δύναμη» των αντλεριανών η υπαρξιστική σχολή
αντιπαραθέτει τη «θέληση για νόημα» η οποία, όταν δεν ικανοποιείται, οδηγεί στην ανάδυση
της υπαρξιακής αγωνίας. Πολλά από τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου αποδίδονται
–και όχι μόνο από τους υπαρξιστές– στην απώλεια του νοήματος της ζωής, γεγονός που
ευθύνεται για τη δημιουργία ενός τεράστιου πλήθους ανερμάτιστων και ηθικά
εξουθενωμένων ανθρώπων, ευάλωτων σε κάθε είδους ψυχολογικές διαταραχές. Ο
σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια πληθώρα δυνατοτήτων που απορρέουν
από τη θεμελιώδη ιδιότητά του να υπάρχει, και ως εκ τούτου βρίσκεται αντιμέτωπος με το
καθήκον της επιλογής. Το άγχος της επιλογής, που εκτείνεται σε όλα τα πεδία, από το
πρακτικό μέχρι το ηθικό και το αισθητικό, αυτός ο ίλιγγος και η αναποφασιστικότητα μπροστά
στο χάος των διλημματικών δυνατοτήτων ώθησε τον Sartre να χαρακτηρίσει την ανθρώπινη
ελευθερία ως καταδίκη.
Η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ επανήλθε στο προσκήνιο περί τα τέλη του 19ου αιώνα,
όταν ο Wund ίδρυσε στη Λειψία το πρώτο εργαστήριο πειραματικής ψυχολογίας, αλλά οι
ρίζες της ανάγονται σε παλαιότερες εποχές. Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) χρησιμοποίησε
εμπειρικές μεθόδους για τη μελέτη των ψυχικών λειτουργιών του ανθρώπου. Ο Καρτέσιος
(1596-1650) υποστήριξε ότι κάθε ζώο, μαζί και ο άνθρωπος, είναι όπως μία μηχανή και
μπορεί να μελετηθεί όπως οποιαδήποτε μηχανή. Πρότεινε ένα είδος θεωρίας
αντανακλαστικού τόξου, σύμφωνα με την οποία τα νεύρα παίζουν ρόλο αγωγών για τη
μεταφορά των ζωικών πνευμάτων στον εγκέφαλο, όπου δημιουργούνται οι εντυπώσεις, και
αντίστροφα στους μυς όπου δημιουργείται η κίνηση. Διαχώριζε πλήρως σώμα και ψυχή, τα
οποία υποστήριξε ότι συντονίζονται μέσω της λειτουργίας της επίφυσης.
Χαρακτηριστικό της αντικειμενικής κατεύθυνσης είναι η αυτονόμηση του μελετητή από το
παρατηρούμενο ψυχικό φαινόμενο, ακόμη και στις περιπτώσεις διερεύνησης της
υποκειμενικής εμπειρίας, όπως π.χ. συμβαίνει στην ψυχανάλυση και σε ορισμένες
ψυχομετρικές μεθόδους, ιδιαίτερα τις προβλητικές. Οι προς αξιολόγηση πληροφορίες
αντλούνται με άμεση παρατήρηση ή μετά από πρόκληση αλλαγών στο βιολογικό, το
18
Μελέτες στον εγκέφαλο. Η in vitro μελέτη της αδρής μορφολογίας, καθώς και των
νευροϊστολογικών και νευροχημικών δεδομένων του εγκεφάλου, έχει δώσει σημαντική
ώθηση στην κατανόηση των γεγονότων που επιτελούνται στο ΚΝΣ. Αλλά η μετά τον θάνατο
μελέτη του εγκεφάλου παρουσιάζει προβλήματα, σημαντικότερο από τα οποία είναι η
δυσκολία εξεύρεσης εγκεφάλων. Μόλις πρόσφατα άρχισαν να δημιουργούνται τράπεζες
εγκεφάλων σε μερικές χώρες. Υπάρχουν ασαφείς και αόριστες μεταβλητές κατά τις
νεκροτομικές μελέτες του εγκεφάλου. Οι κλινικές διαγνώσεις για τη νόσο ή τις νόσους από τις
οποίες έπασχε το άτομο έχουν γενικώς χαμηλό δείκτη αξιοπιστίας. Είναι αναπόφευκτες οι
19
αλλοιώσεις του νευρικού ιστού κατά την περίοδο από τον θάνατο μέχρι τη νεκροψία. Ακόμη,
σοβαρές αλλοιώσεις του εγκεφαλικού ιστού είναι δυνατόν να συμβούν κατά τη διάρκεια της
νεκροψίας και της διαδικασίας λήψεως τού προς μελέτη υλικού. Συμβαίνουν αλλοιώσεις
ακόμη και κατά τη διάρκεια της πλέον άψογης διατήρησης ιστών, και βέβαια δεν είναι
πάντοτε γνωστό πόσο επαρκής και αξιόπιστη ήταν η διατήρηση. Επίσης δεν θα πρέπει να
αγνοούνται τα ποικίλα μεθοδολογικά προβλήματα μέτρησης και αξιολόγησης των
ευρημάτων.
Οι in vivo τεχνικές συγκέντρωσης και μελέτης υλικού από το ΚΝΣ γνώρισαν μεγάλη
πρόοδο κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Θα μπορούσαν να διακριθούν στις τεχνικές
απεικόνισης της δομής ή/και της λειτουργίας και στις τεχνικές που περιλαμβάνουν
επεμβατικούς χειρισμούς στον εγκέφαλο.
Τεχνικές απεικόνισης της δομής του εγκεφάλου.
Ακτινογραφία κρανίου. Οι πληροφορίες που αντλούνται είναι σχετικά μικρής σημασίας.
Χρησιμοποιείται περισσότερο ως αδρή κλινική διαγνωστική τεχνική, αλλά τείνει να
αντικατασταθεί πλήρως από την αξονική και μαγνητική τομογραφία.
Αγγειογραφία εγκεφάλου. Επιτυγχάνεται με την έγχυση σκιαγραφικού υλικού στο
αγγειακό σύστημα του εγκεφάλου. Μετά την ανάπτυξη των νέων τεχνικών
νευροαπεικόνισης η χρησιμότητά της έχει περιορισθεί, αλλά η σημασία των
πληροφοριών για το αγγειακό δένδρο του εγκεφάλου κατά την κλινικοδιαγνωστική
διαδικασία μπορεί να είναι μεγάλη.
Πνευμο-εγκεφαλογραφία. Επιτυγχάνεται με εμφύσηση αέρος στο κοιλιακό σύστημα του
εγκεφάλου, για το οποίο δίδει κάποιες πληροφορίες. Επώδυνη και επικίνδυνη μέθοδος.
Σπάνια χρησιμοποιείται σήμερα για διαγνωστικούς σκοπούς και φαίνεται ότι μάλλον
ανήκει πλέον στην ιστορία.
Αξονική τομογραφία. Δίδει εικόνες μεγάλης ευκρίνειας από τη δομική μορφολογία του
εγκεφάλου και τις διαταραχές της, αλλά μόνο σε κάθετες τομές (αξονικές) και όχι σε
οριζόντιες ή οβελιαίες, που είναι πράγματι αναγκαίες για την αποκάλυψη περισσότερων
τμημάτων του εγκεφάλου. Εκπέμπει, όπως και οι προηγούμενες τεχνικές, ιονίζουσα
ακτινοβολία, αλλά γενικώς θεωρείται ασφαλής μέθοδος εξέτασης.
Μαγνητική τομογραφία (magnetic resonance imaging, MRI). Δεν εκπέμπει ιονίζουσα
ακτινοβολία, αφού στηρίζεται σε μαγνητικά πεδία που προκαλούνται από μαγνήτες
μεγάλης ισχύος, αλλά καθυστερεί πολύ (45min η κάθε εξέταση) και φέρνει δυσφορία στον
ασθενή λόγω του κλειστού (κουβουκλιακού) χώρου στον οποίο διενεργείται και του
θορύβου που παράγει. Είναι ακριβέστερη από την αξονική τομογραφία ως προς τον
εντοπισμό δομικών διαφορών, δίδει εξαιρετικά λεπτομερείς εικόνες του εγκεφάλου και
στα τρία επίπεδα, αξονικό, οβελιαίο και οριζόντιο, κάνει διάκριση μεταξύ λευκής και φαιάς
ουσίας. Με την ανακάλυψη του MRI, προβλήματα αξιοπιστίας των νεκροτομικών μελετών
και της ανεπαρκούς τεχνολογίας για in vivo μελέτες αντιμετωπίστηκαν με θεαματική
επιτυχία. Πολύ χρήσιμο μέσο για την εξέταση παιδιών, ακόμη και εμβρύων (εξετάσεις in
utero). Η χρησιμοποίησή της στην ψυχιατρική διαγνωστική (Brodie 1996), στη μελέτη των
ψυχώσεων και ιδιαίτερα της σχιζοφρένειας και της άνοιας, ίσως οδηγήσει σε ανακαλύψεις
με μεγάλη σημασία για την αποσαφήνιση της αιτιοπαθογένειας των νόσων αυτών.
Τεχνικές απεικόνισης της λειτουργίας του εγκεφάλου. Ο συνδυασμός της χρήσης του
ηλεκτρονικού υπολογιστή και του ηλεκτροεγκεφαλογράφου, του τομογράφου και άλλων
τεχνικών απεικόνισης ήταν μια εξαιρετικά καρποφόρα εξέλιξη στην ιατρική έρευνα και
οδήγησε στη δημιουργία πλήθους κλινικοδιαγνωστικών τεχνικών με εφαρμογές και στην
ψυχιατρική. Κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια παρατηρούνται ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα
των μη παρεμβατικών (noninvasive) τεχνικών νευροαπεικόνισης, οι οποίες, καθώς
επιτρέπουν άμεση μελέτη του λειτουργούντος εγκεφάλου σε φυσιολογικές και παθολογικές
συνθήκες, έδωσαν εκρηκτική ώθηση στην ψυχιατρική έρευνα, ειδικότερα στην έρευνα της
σχιζοφρένειας, των διαφόρων μορφών άνοιας και των δυσκινησιών και έβαλαν σε νέο δίαυλο
τη συζήτηση για τη σχέση μεταξύ εγκεφάλου και ψυχικών λειτουργιών.
Ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ΗΕΓ). Από το 1875 ο Caton είχε επισημάνει στον εγκέφαλο
την ύπαρξη βιοηλεκτρικής δραστηριότητας. Το 1929 ο Hans Berger πρότεινε έναν τρόπο
20
καταγραφής αυτής της δραστηριότητας, που αργότερα εξελίχθηκε στο ΗΕΓ, με το οποίο
καταγράφονται υπό μορφήν κυμάτων οι διαφορές δυναμικού μεταξύ συγκεκριμένων
περιοχών του εγκεφάλου. Τα κύματα που καταγράφονται στο ΗΕΓ αντιστοιχούν σε
διάφορα επίπεδα εγρήγορσης, εξαρτώνται από τον βαθμό ωριμάνσεως του εγκεφάλου και
διακρίνονται στους παρακάτω ρυθμούς, αναλόγως της συχνότητάς τους: Ο ρυθμός δ, με
συχνότητα μικρότερη των 4c/sec, αναδύεται κυρίως κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου. Η
συχνότητα των κύκλων/sec πέφτει βαθμιαία καθώς βαθαίνει ο ύπνος και φθάνει μέχρι και
1-2 κύκλους/sec. Ο ρυθμός θ, με συχνότητα 4-7c/sec, παρατηρείται επίσης στον βαθύ
ύπνο. Ο ρυθμός α, με συχνότητα 8-12 c/sec, παρατηρείται στον ύπνο αλλά και κατά την
εγρήγορση, σε καταστάσεις διαλογισμού, ονειροπόλησης και υπνηλίας. Ο ρυθμός β, με
συχνότητα 10-18 c/sec και περισσότερο (έχουν γίνει καταγραφές μέχρι 80), εμφανίζεται
κατά την εγρήγορση και την πλήρη επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. Το φυσιολογικό ΗΕΓ
του εν εγρηγόρσει ενήλικου ανθρώπου δείχνει ρυθμούς 8-13 c/sec. Ρυθμοί με συχνότητα
κάτω των 4 c/sec είναι παθολογικοί και μεταξύ 4-8 c/sec δείχνουν κάποιον βαθμό
παθολογίας ή ανωριμότητας του ΚΝΣ. Ταχύτεροι ρυθμοί συχνά προκαλούνται από
φάρμακα. Κατά τον ύπνο παρατηρείται συμμετρική επιβράδυνση των κυμάτων τα οποία
παίρνουν χαρακτηριστικές μορφές, όπως οξείες κορυφές και υπνικές άτρακτοι.
Το ΗΕΓ εξελίσσεται και ωριμάζει παράλληλα με την ωρίμανση και εξέλιξη του εγκεφάλου
του ανθρώπου. Το ΗΕΓ που καταγράφεται κατά την εγρήγορση από τη γέννηση μέχρι την
ενηλικίωση δείχνει μια μετατόπιση προς ταχύτερες συχνότητες. Παρά το ότι τυπικές μορφές
ενήλικου ΗΕΓ είναι δυνατόν να εμφανισθούν για μικρά χρονικά διαστήματα ακόμη και στην
ηλικία των τριών ετών, η ωρίμανση του ΗΕΓ δεν επιτυγχάνεται πριν από την εφηβεία
(Dumermuth 1976). Βραδύτερα και ταχύτερα κύματα συνδυάζονται σε διαφορετικά
ποσοστά σε κάθε στάδιο ωρίμανσης, αλλά το ποσοστό ποικίλλει σε μεγάλο εύρος αρκετές
φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας ενός παιδιού. Έτσι ηλικιακά ώριμες μορφές ΗΕΓ είναι
δυνατόν να ανιχνευθούν κατά την παιδική ηλικία, αλλά και ηλικιακά ανώριμες μορφές είναι
δυνατόν να ανιχνευθούν κατά την ηλικιακή ωριμότητα του ανθρώπου.
Το ΗΕΓ είναι χρήσιμο στη μελέτη του ύπνου και ως διαγνωστική μέθοδος κυρίως στην
εξιχνίαση επιληπτικών εστιών. Είναι επίσης δυνατόν να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση
εγκεφαλικής νόσου του φλοιού ή για τις επιπτώσεις πολλών σωματικών νόσων στο ΚΝΣ.
Ειδικότερα στη μελέτη του ύπνου χρησιμοποιείται το υπνόγραμμα, κατά το οποίο, σε
ελεγχόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες, γίνεται ταυτόχρονη καταγραφή τουλάχιστον τριών
ηλεκτροφυσιολογικών παραμέτρων: ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος,
ηλεκτροοφθαλμογραφήματος και υπογναθίου ηλεκτρομυογραφήματος. Παθολογικοί
ΗΕΓραφικοί ρυθμοί στους ενήλικες κατά την εγρήγορση περιλαμβάνουν θήτα κύματα <4
Hz, 50-350 μV (όσο υψηλότερη είναι η τάση τόσο περισσότερο ανώμαλα αργά είναι τα
κύματα θήτα και δέλτα). Αιχμές ή αιχμηρά κύματα ταχύτερα, υψηλότερης τάσεως όταν είναι
παροξυσμικά, σημαίνουν επιληψία. Το πλέον παθολογικό εύρημα είναι η εξαφάνιση των
ΗΕΓραφικών κυμάτων (ηλεκτροεγκεφαλική σιωπή) η οποία, όταν δεν υπάρχει μεγάλη
υποθερμία ή όταν δεν οφείλεται σε υψηλά επίπεδα φαρμάκων που προκαλούν αναισθησία,
σημαίνει μη αντιστρεπτό κώμα ή εγκεφαλικό θάνατο.
Προκλητά δυναμικά (ΠΔ). Μια άλλη ηλεκτροεγκεφαλογραφική μέθοδος, τα προκλητά
δυναμικά, είναι μεταβολές της ηλεκτρικής ενέργειας που προκύπτουν κατά την αντίδραση
σε αισθητικά ερεθίσματα. Το εύρος αυτών των δυναμικών είναι 0.5-20 μV, πράγμα που
σημαίνει ότι οι προκλητές απαντήσεις πρέπει να αθροισθούν και να βγει ο μέσος όρος
ώστε να γίνει διάκριση του τύπου του επάρματος. Η καταγραφή περιλαμβάνει λανθάνοντα
χρόνο, διάρκεια, και εύρος της απάντησης. Δίδουν xρήσιμες πληροφορίες για ένα πλήθος
παραγόντων αλλά οι διαταραχές που ανιχνεύονται δεν είναι ειδικού τύπου. Είναι δυνατόν
να βρεθούν σε παθήσεις όπως σκλήρυνση κατά πλάκας, AIDS, συστηματικός
ερυθηματώδης λύκος, νευροσύφιλις, παρεγκεφαλιδονωτιαίες εκφυλίσεις, οικογενής
σπαστική παραπληγία, ή ανεπάρκεια σε βιταμίνες Ε και Β12. Διακρίνονται στα οπτικά, τα
στελεχιαία ακουστικά, τα σωματοαισθητικά και τα γνωσιακά προκλητά δυναμικά.
Οπτικά προκλητά δυναμικά. Εναλλαγές σε πεδίο που μοιάζει με σκάκι προκαλούν
χαρακτηριστικά επάρματα, το μέγιστο είναι 95-115 ms (Ρ100 απάντηση). Είναι δυνατόν
να χρησιμοποιηθούν για τη διερεύνηση του γλαυκώματος, της πίεσης στα οπτικά νεύρα ή
21
στο χίασμα ή στην οπτική οδό, καθώς και για τη διερεύνηση εκφυλιστικών οπτικών
νόσων και κυρίως της οπτικής νευρίτιδας.
Στελεχιαία ακουστικά προκλητά δυναμικά. Με χρήση ακουστικών δίδονται στον
εξεταζόμενο μονόπλευρα ακουστικά ερεθίσματα, και παράγονται επτά τύποι επαρμάτων
(I-VII), τα οποία αντιπροσωπεύουν διαδοχική ενεργοποίηση του ακουστικού νεύρου (I)
και των στελεχιαίων ακουστικών οδών (κοχλιακός πυρήνας II, κάτω ελαία III, έσω
λημνίσκος IV, κάτω διδύμια V, ανώτερα ακουστικά κέντρα VI και VII). Βλάβη σε κάποιο
από αυτά τα επίπεδα καθυστερεί ή εξαλείφει τα κύματα. Είναι ευαίσθητη δοκιμασία για
την εξακρίβωση του ακουστικού νευρινώματος, του εντοπισμού της βλάβης στο κώμα
(συνήθως φυσιολογική στο τοξικό/μεταβολικό κώμα ή σε αμφοτεροημισφαιρική νόσο) ή
σε πιθανολογούμενη παθολογία του στελέχους καθώς και για την εκτίμηση της
ακουστικής ικανότητας στα βρέφη.
Σωματοαισθητικά προκλητά δυναμικά. Μικρά ανώδυνα ηλεκτρικά ερεθίσματα σε
μεγάλες αισθητικές ίνες της χειρός ή του ποδός παράγουν κεντρομόλους καταιγισμούς
που καταγράφονται σε πολλά επίπεδα της σωματοαισθητικής οδού και αντανακλούν
διαδοχική δραστηριότητα στα περιφερικά νευρικά στελέχη, στις οδούς του νωτιαίου
μυελού, σε γεφυρικές και παρεγκεφαλιδικές δομές, στον θάλαμο, σε θαλαμοφλοιώδεις
οδούς, και στον πρωτογενή αισθητικό φλοιό. Τα σωματοαισθητικά ΠΔ έχουν τη
δυνατότητα εντοπισμού της βλάβης όπως και τα στελεχιαία ακουστικά ΠΔ.
Γνωσιακά προκλητά δυναμικά. Υπάρχουν στοιχεία στα ΠΔ τα οποία εξαρτώνται από
την ψυχική κατάσταση του εξεταζόμενου, και τα οποία είναι γνωστά και ως δυναμικά
συνδεδεμένα με γεγονότα ή ενδογενή δυναμικά (ΕΠΔ). Κλινικό ενδιαφέρον έχει το
στοιχείο Ρ3 ή Ρ300 επειδή έχει λανθάνοντα χρόνο περίπου 300-400ms μετά την
εφαρμογή ακουστικού ερεθίσματος. Οι αντιδράσεις είναι χαρακτηριστικές για κάθε άτομο
και δεν σχετίζονται με το φύλο και την ηλικία στο ηλικιακό φάσμα από 3 έως 25 ετών.
Επηρεάζονται από την κόπωση, το σάκχαρο του αίματος, τη λειτουργία του θυρεοειδούς
και τον μεταβολισμό. Το Ρ3 παρατείνεται στην άνοια, αλλά στην κατάθλιψη ή σε άλλες
ψυχιατρικές νόσους που μοιάζουν με άνοιες είναι φυσιολογικό.
Χαρτογράφηση του φλοιού. Η αξιοποίηση των ευρημάτων του ΗΕΓ μέσω ηλεκτρονικού
υπολογιστή (computerized electroencephalogram, CEEG) δίδει χάρτες του εγκεφαλικού
φλοιού (αλλά όχι των βασικών γαγγλίων), και είναι μία φθηνή και τελείως ακίνδυνη μέθοδος
χαρτογράφησης του εγκεφάλου (Τριανταφύλλου 1995).
Μαγνητοεγκεφαλογράφημα. Μετρά τις μεταβολές μαγνητικών πεδίων που συνδέονται με
βιοηλεκτρικά ρεύματα και έτσι επιτρέπει τρισδιάστατο εντοπισμό συγκεκριμένης
εγκεφαλικής δραστηριότητας. Κοστίζει πολύ και είναι χρονοβόρο.
Τομογραφία ποζιτρονίου (positron emission tomography, PET). Βασίζεται σε
ραδιογραφικές τεχνικές μετρήσεως χρησιμοποίησης της γλυκόζης σε συγκεκριμένες
περιοχές του εγκεφάλου. Χρησιμοποιείται ραδιοσεσημασμένη δεσοξυγλυκόζη ή άλλες
ουσίες (π.χ. φάρμακα), με άτομα Ca11, O15 και F18, τα οποία ταχύτατα (μέσα σε λεπτά ή
ώρες) διασπώνται και εκπέμπουν ποζιτρόνια. Καθώς τα ποζιτρόνια απελευθερώνονται
στους ιστούς, συγκρούονται με τα αντισωματίδιά τους, τα ηλεκτρόνια, και αμφότερα
εξαφανίζονται με ταυτόχρονη παραγωγή ανιχνεύσιμων γάμμα κβάντων. Με αυτήν την
τεχνική, διά της οποίας είναι δυνατή η μελέτη της νευρωνικής λειτουργίας in vivo, για
πρώτη φορά φάνηκαν στον φλοιό, και αλλού στον εγκέφαλο, οι φυσιολογικές λειτουργίες
της όρασης, της ακοής, της κίνησης, και ανωτέρων διεργασιών όπως η προσοχή, η μνήμη,
η πρόθεση, η μάθηση και οποιαδήποτε άλλη λειτουργία που συνδέεται με
υπερκατανάλωση γλυκόζης σε αντίστοιχες εγκεφαλικές περιοχές. Ακόμη και οπτική
απεικόνιση της κατανομής συναπτικών υποδοχέων στον ζωντανό εγκέφαλο κατέστη
δυνατή με αυτήν τη μέθοδο, όπως επίσης φαρμακοκινητικές μελέτες νέων φαρμάκων. Η
χρήση της PET στη μελέτη ψυχοπαθολογικών καταστάσεων είναι ήδη σε ανάπτυξη και
αρκετά διαδεδομένη. Έχει βρεθεί, για παράδειγμα, ότι ο μεταβολισμός της γλυκόζης
συνολικά αυξάνεται στο φάσμα από την κατάθλιψη προς την ευφορία, και ειδικότερα στους
καταθλιπτικούς ασθενείς βρέθηκε μία μείωση του μεταβολισμού της γλυκόζης στον
κερκοφόρο πυρήνα (Baxter et al 1990).
22
Χειρισμοί στον εγκέφαλο. Είναι τεχνικές που εφαρμόζονται σε πειραματικές συνθήκες στις
οποίες χρησιμοποιούνται ζώα.
Ηλεκτρική διέγερση εγκεφάλου. Εξαιρετικά διαδεδομένη μέθοδος μελέτης της λειτουργίας
του ΚΝΣ στα ζώα. Με βάση ειδικούς άτλαντες του εγκεφάλου του είδους του ζώου, γίνεται
οπή σε συγκεκριμένη περιοχή του κρανίου με τη στερεοτακτική μέθοδο και από εκεί
εισάγονται μικροηλεκτρόδια, ή άλλα ειδικά και ευαίσθητα όργανα, στην προς μελέτη
περιοχή του εγκεφάλου, διά των οποίων καταγράφεται άμεσα η ηλεκτρική δραστηριότητα
των νευρικών κυττάρων.
Χημικός ερεθισμός εγκεφάλου. Επιτυγχάνεται με την εφαρμογή χημικών ουσιών σε
επιλεγμένες εγκεφαλικές περιοχές. Με αυτόν τον τρόπο επιτεύχθηκε η αναισθησία π.χ.
επιφανειακών περιοχών του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα να εκδηλωθούν ή να καταργηθούν
συγκεκριμένες συμπεριφορές. Οι χημικές ουσίες είναι επίσης δυνατόν να χορηγηθούν και
με ενέσεις στις κοιλίες του εγκεφάλου ή σε συγκεκριμένες περιοχές της εγκεφαλικής μάζας,
ακόμη και μικροσκοπικού μεγέθους, με τη χρήση μικροσυρίγγων.
Βλάβες στον εγκέφαλο. Οι βλάβες συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου προκαλούν
καταστροφή μεγάλου αριθμού νευρικών κυττάρων, με συνέπεια την εκδήλωση μεταβολών
της συμπεριφοράς, οι οποίες καταγράφονται. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία τρόπων και
μεθόδων επίτευξης πειραματικής βλάβης στον εγκέφαλο: ηλεκτρολυτικές αλλαγές με χρήση
ηλεκτροδίων, μικροτομές, ψύξη συγκεκριμένων περιοχών, χρήση χημικών ουσιών,
εμφύτευση ραδιενεργού ύλης, κ.λπ. Υπάρχουν και οι φυσικές βλάβες (όγκοι, αιμορραγίες,
τραύματα, λοιμώξεις, τοξικές επιδράσεις) που οι εκδηλώσεις τους, στον άνθρωπο,
παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τη σχέση βλάβης και παθολογίας και, εμμέσως,
εγκεφαλικής περιοχής και φυσιολογικής λειτουργίας.
Επίδραση στον εγκέφαλο μέσω της κυκλοφορίας. Με την έγχυση, ενδοφλέβιο ή
ενδομυϊκή, διαφόρων ουσιών στην κυκλοφορία του αίματος ή στο ΕΝΥ, είναι δυνατόν να
ασκηθούν επιδράσεις στη λειτουργία του εγκεφάλου. Οι ουσίες διασπείρονται σε όλους
τους ιστούς του σώματος, αλλά μόνον ορισμένες μπορούν να περάσουν στον εγκέφαλο.
Και αυτό διότι ο εγκέφαλος διαθέτει ένα φίλτρο, τον λεγόμενο αιματοεγκεφαλικό φραγμό, το
οποίο επιτρέπει την είσοδο στον εγκέφαλο μόνο λιποδιαλυτών ουσιών. Η
ψυχοδραστικότητα μιας ουσίας καθορίζεται πρωταρχικά από τη δυνατότητά της να
εισέρχεται στο ΚΝΣ, δηλαδή από τον βαθμό διαπερατότητας του αιματοεγκεφαλικού
φραγμού, τουτέστιν από τον βαθμό λιποδιαλυτότητας που διαθέτει.
Γενικώς όμως, η χρησιμότητά τους στη διαμόρφωση και λήψη κλινικών αποφάσεων δεν
φαίνεται να έχει τεκμηριωθεί ικανοποιητικά, παρά την ευρύτατη χρήση τους. Για παράδειγμα,
έχει βρεθεί ότι διάφορες κλίμακες για τη μέτρηση ψυχιατρικών συμπτωμάτων, κυρίως
κατάθλιψης και άγχους, παράγουν πολύ υψηλά ποσοστά συχνότητας αυτών των
συμπτωμάτων, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Στους παράγοντες που
συντελούν στην εμφάνιση τέτοιων ψευδοθετικών ευρημάτων, συγκαταλέγονται και ερωτήσεις
που δεν αφορούν μόνο συμπτώματα αλλά και μη παθολογικά συναισθήματα, καθώς και
πολιτιστικώς επηρεαζόμενα στοιχεία όπως οι λεγόμενες στάσεις (attitudes). Πολύ γρήγορα,
παρά την τεράστια διάδοσή τους, δημιουργήθηκαν αμφιβολίες για τη χρησιμότητά τους. Ήδη
από το 1953 έγινε πρόταση να εγκαταλειφθεί το Rorschach test. Στο ίδιο συμπέρασμα
κατέληξαν πολλοί και για άλλες ψυχομετρικές δοκιμασίες, όπως το ΤΑΤ, το ΜΜΡΙ κλπ, με
εξαίρεση τις δοκιμασίες νοημοσύνης οι οποίες, παρά την ισχυρή υποψία ότι δίδουν
ευνοϊκότερα αποτελέσματα στους λευκούς από ό,τι στους έγχρωμους, φαίνεται ότι είναι
αρκετά έγκυρες και αξιόπιστες, ιδίως όταν εφαρμόζονται στα παιδιά και στους εφήβους.
Ερωτηματολόγια και κλίμακες (Goldberg 1972). Συμπληρώνονται είτε από τον
εξεταζόμενο (self-rating scales) είτε από τον εξεταστή (observer's rating scales). Με αυτά
εξετάζεται ένα ευρύ φάσμα ψυχικών καταστάσεων, φυσιολογικών ή παθολογικών, όπως
συναισθήματα, στάσεις (attitudes), ανώτερες ψυχικές λειτουργίες (νοημοσύνη, μνήμη,
προσοχή), ψυχιατρικά συμπτώματα κλπ. Για να είναι χρήσιμα αυτά τα εργαλεία, πρέπει να
είναι αξιόπιστα, έγκυρα, και σταθμισμένα.
Αξιοπιστία (reliability). Μια δοκιμασία είναι αξιόπιστη όταν η επανάληψή της στα ίδια
άτομα μετά από κάποιο χρονικό διάστημα (test-retest trial) ή από διαφορετικούς
εξεταστές (inter-rater evaluation) δίδει το ίδιο αποτέλεσμα με την ίδια ακρίβεια.
Εγκυρότητα (validity). Έγκυρη είναι η δοκιμασία όταν πράγματι μετράει το χαρακτηριστικό
για το οποίο έχει κατασκευασθεί, ωστόσο η εγκυρότητα μιας δοκιμασίας μπορεί να έχει
διάφορες μορφές. α) Η συντρέχουσα εγκυρότητα (concurrent validity) αφορά τον βαθμό
κατά τον οποίο ένα εργαλείο διαφοροποιεί άτομα τα οποία είναι δεδομένο ότι πράγματι
διαφέρουν ως προς το εξεταζόμενο χαρακτηριστικό. β) Η εγκυρότητα περιεχομένου
(content validity) υποδηλώνει ότι το περιεχόμενο του εργαλείου δεν πρέπει να είναι
άσχετο με την κουλτούρα των εξεταζομένων. γ) Η σημασιακή εγκυρότητα (semantic
validity) αναφέρεται στο ότι οι λέξεις που απαρτίζουν το ερωτηματολόγιο πρέπει να έχουν
την ίδια σημασία για εξεταστές και εξεταζόμενους. δ) Η εγκυρότητα κριτηρίου (criterion
validity) αφορά το κατά πόσον οι κατασκευαστές του εργαλείου και οι ερωτώμενοι έχουν
την ίδια αντίληψη για το φυσιολογικό και το παθολογικό. ε) Η εννοιακή εγκυρότητα
(conceptual validity) σημαίνει ότι οι απαντήσεις που δίδονται πρέπει να έχουν σχέση με
μια θεωρητική δομή μέσα στην κουλτούρα του εξεταζόμενου.
Στάθμιση (standardization). Θα σταθμισθεί ένα ερωτηματολόγιο όταν δοθεί σε ένα
αντιπροσωπευτικό δείγμα του γενικού πληθυσμού. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εργαλείων
που μετρούν ψυχιατρικά συμπτώματα, εκτός από τη στάθμιση σε αντιπροσωπευτικό
δείγμα του γενικού πληθυσμού θα πρέπει να υπάρχουν και στοιχεία από φυσιολογικούς
πληθυσμούς (normative data), διότι είναι σαφές ότι το αντιπροσωπευτικό δείγμα του
γενικού πληθυσμού δεν ταυτίζεται με δείγμα φυσιολογικών ατόμων.
Πολύ σοβαρό είναι το ζήτημα της χρησιμοποίησης, μετά από μετάφραση, ψυχομετρικών
εργαλείων που έχουν δημιουργηθεί για πληθυσμούς που μιλούν άλλη γλώσσα και ζουν σε
λίγο ή πολύ διαφορετική κουλτούρα. Στην Ελλάδα εργαλεία κατασκευασμένα από Έλληνες
ερευνητές για τον ελληνικό πληθυσμό είναι ελάχιστα. Σχεδόν όλα τα χρησιμοποιούμενα
εργαλεία έχουν εισαχθεί κυρίως από τις αγγλοσαξονικές χώρες χωρίς την παραμικρή
προσπάθεια προσαρμογής τους στην ελληνική κουλτούρα και ιδιοσυγκρασία, και έτσι πολλές
24
Μελέτες μονοζυγωτικών διδύμων (ΜΔ), βασίζονται στο δεδομένο ότι στους μονοζυγώτες
όλα τα γονίδια είναι όμοια, ενώ στους ετεροζυγώτες όμοια είναι τα μισά. Ως μέθοδος
έρευνας κατέστη εξαιρετικά καρποφόρος κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαίτερα όταν τα
υπό μελέτη δίδυμα αδέλφια ανατρέφονται σε ξεχωριστές οικογένειες. Οι ΜΔ σε αυτές τις
περιπτώσεις είναι στην πραγματικότητα μια φυσική πειραματική διάταξη όπου μία σειρά
ταυτόσημων γονιδίων υποβάλλονται στην επίδραση διαφορετικών περιβαλλοντικών
παραγόντων. Π.χ. σε δοκιμασίες νοημοσύνης η συσχέτιση φθάνει στο 0,9 στους
ομοζυγωτικούς, 0,7 στους ετεροζυγωτικούς και 0,5 στα απλά αδέλφια. Ωστόσο η αξιοπιστία
αυτών των μελετών είναι μικρότερη της αναμενόμενης (Joseph 2002) αφού και σε αυτές τις
μελέτες οι παράγοντες συσκότισης (απουσία σαφούς ορισμού του μελετώμενου στοιχείου,
ανεπαρκής καθορισμός της μονοζυγοτικότητας, μη-τυφλές διαγνωστικές προσεγγίσεις,
κλπ) δεν απουσιάζουν.
Χαρτογράφηση ανθρώπινου γενετικού υλικού. Είναι μια μεγάλη προσπάθεια που
εγκαινιάστηκε με την έναρξη της δεκαετίας του ’90. Ο εντοπισμός και η καταγραφή των
25.000 περίπου γονιδίων του ανθρώπινου γονιδιώματος, καθώς και η πλήρης
αποκωδικοποίηση και χαρτογράφησή του, τερματίσθηκαν ουσιαστικά το 2005, ωστόσο
παραμένει σχεδόν παντελώς άγνωστος ο ρόλος που παίζει καθένα από αυτά τα γονίδια
στο επίπεδο της λειτουργικότητας, φυσιολογικής ή παθολογικής. Μέχρι τώρα οι ουσιαστικές
πραγματοποιήσεις και εφαρμογές, διαγνωστικές ή θεραπευτικές, είναι ασήμαντες, ωστόσο
οι προοπτικές που διανοίγονται είναι εξόχως ελπιδοφόρες. Πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις,
πανεπιστήμια και οργανισμοί σπεύδουν να κατοχυρώσουν τα αποκλειστικά δικαιώματα
χρήσης των ανακαλύψεών τους, κατοχύρωση που θα επιτρέψει εμπορική εκμετάλλευση.
Τα εκμεταλλεύσιμα γονιδιώματα περιλαμβάνουν εκατοντάδες χιλιάδες είδη εκτός του
ανθρώπου. Η κατάκτηση αυτής της γνώσης θα επιτρέψει την κατανόηση της λειτουργίας
φυσιολογικών αλλά και νοσογόνων γονιδίων, με αποτέλεσμα την αύξηση του επιπέδου
ευστοχίας της ψυχιατρικής διάγνωσης και την καλύτερη κατανόηση της αλληλεπίδρασης
μεταξύ περιβάλλοντος και γενετικού υποστρώματος σε θέματα ψυχικής υγείας και
ψυχοπαθολογίας. Όλα τα γονίδια που εκφράζονται στον εγκέφαλο είναι δυνητικώς ύποπτα
για συμμετοχή στη διαμόρφωση φυσιολογικών ή/και παθολογικών ψυχολογικών
χαρακτηριστικών.
Μοριακή γενετική. Γενετικές παραλλαγές των γονιδίων, πολυμορφισμοί, έχουν γίνει
αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής, καθώς ενδέχεται να συσχετίζονται με την εμφάνιση
νόσου. Η ανεύρεση χρωμοσωμικής ανωμαλίας και η συσχέτισή της με κληρονομούμενη
διαταραχή μπορεί να υποδείξει τη θέση εμπλεκόμενου γονιδίου (Φιδάνη και Καπρίνης
2002). Ορισμένοι παράγοντες είναι δυνατόν να δυσχεραίνουν τις γενετικές μελέτες, όπως η
ασάφεια της ψυχιατρικής διάγνωσης, ο πολυγονιδιακός τρόπος κληρονομικότητας, η
ατελής ή μερική διείσδυση του φαινοτύπου, το ότι μεταλλάξεις σε διαφορετικά γονίδια
μπορεί να έχουν το ίδιο ψυχοπαθολογικό αποτέλεσμα, καθώς και οι αλληλεπιδράσεις
γονιδίων με μη ελεγχόμενους περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Μεταβλητή είναι ο παράγων που παρεμβαίνει και καθορίζει την υπό μελέτη συμπεριφορά.
Είναι κάθε ερέθισμα, κάθε απάντηση σε ερέθισμα ή οποιοδήποτε χαρακτηριστικό γεγονός
που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια μιας πειραματικής διαδικασίας ή διερεύνησης ενός
φαινομένου. Οι μεταβλητές μπορούν να διακριθούν σε δύο είδη: α) Ανεξάρτητη μεταβλητή
είναι ο παράγων που βρίσκεται υπό έλεγχο ώστε να εξακριβωθεί η σχέση του με τον υπό
μελέτη παράγοντα, που συνήθως είναι η απάντηση στο ερέθισμα. β) Εξαρτημένη
μεταβλητή είναι εκείνη της οποίας οι μεταβολές αποδίδονται στην ανεξάρτητη μεταβλητή,
που συνήθως είναι η απάντηση στο ερέθισμα.
Το δείγμα. Αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι εκείνο στο οποίο κάθε υποκείμενο του γενικού
συνόλου έχει την ίδια πιθανότητα να συμπεριληφθεί στο υπό μελέτη δείγμα.
Ομάδα ελέγχου. Μία ομάδα υποκειμένων σε μία διάταξη μελέτης (πειραματική ή διάταξη
παρατήρησης και σύγκρισης) που δεν γίνεται αντικείμενο χειρισμών, αλλά είναι ίδια με την
πειραματική ομάδα. Τα χαρακτηριστικά της ομάδας ελέγχου προσφέρονται προς σύγκριση
με εκείνα της πειραματικής ομάδας. Η απουσία ομάδας ελέγχου σε ορισμένες μελέτες
θεωρείται σοβαρό πλήγμα κατά της αξιοπιστίας των ευρημάτων.
Ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Εκείνο που παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα δεν είναι τόσο
η επιλογή μεθόδου έρευνας (με τις ιδιαίτερες αδυναμίες της), όσο η αξιολόγηση των
ευρημάτων. Υπάρχουν δύο τρόποι ερμηνείας των ευρημάτων. Ο συσχετισιακός (correla-
tional) και ο αιτιολογικός (causational).
Η συσχετισιακή προσέγγιση είναι ένας τρόπος εκτίμησης των μεταβολών σε ένα
πλαίσιο μελέτης (π.χ. στο φυσιολογικό περιβάλλον), μεταβολών που σχετίζονται με
κάποια ταυτόχρονη, προκλητή ή μη, δραστηριότητα σε ένα άλλο πλαίσιο (π.χ. στην
ψυχική σφαίρα). Για παράδειγμα, βιοχημικές μεταβολές ανιχνεύονται στον εγκέφαλο
κατά την επίδραση ισχυρής ψυχοκαταπόνησης. Αυτή η σχέση μπορεί να είναι τυχαία,
μπορεί όμως και όχι.
Η αιτιακή προσέγγιση έχει εγκυρότητα όταν πραγματοποιείται σε αυστηρά ελεγχόμενες
πειραματικές συνθήκες, όπως π.χ. όταν μελετάται κάποια σαφώς καθορισμένη
συμπεριφορά μετά την πρόκληση συγκεκριμένων αλλοιώσεων σε συγκεκριμένες
περιοχές του ΚΝΣ. Οι έννοιες αίτιο-αποτέλεσμα στα βιολογικά, και ακόμη περισσότερο
στα ψυχοβιολογικά ή ψυχοκοινωνικά, φαινόμενα δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται
μόνον ως μίας κατεύθυνσης (αίτιο-αποτέλεσμα). Το αποτέλεσμα είναι δυνατόν να
λειτουργεί άμα τη γενέσει του και ως αίτιο. Επίσης, μία αιτία είναι δυνατόν να προκαλεί
ποικίλα αποτελέσματα ή κάποιο αποτέλεσμα να προκαλείται από τη συνδρομή πολλών
αιτίων. Ακόμη, είναι δυνατόν να υπάρχει πλήρης ταύτιση αιτίας-αποτελέσματος. Η
ύπαρξη υψηλών επιπέδων αδρεναλίνης στο αίμα ενός ανθρώπου με άγχος δεν
σημαίνει αναγκαστικά ότι η αδρεναλίνη προκαλεί άγχος, αλλά μπορεί να υποστηριχθεί
και το αντίθετο, ότι το άγχος προκαλεί έκκριση αδρεναλίνης ή ακόμη ότι ένας άλλος
παράγων προκαλεί δύο ανεξάρτητα φαινόμενα, το άγχος και την έκκριση αδρεναλίνης.
Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αφετηρία και η πρόθεση της ψυχανάλυσης ήταν
εξαρχής θεραπευτική και όχι ερευνητική (Freud 1919, 1920). Ωστόσο είναι ίσως προτιμότερο
να καταχωρηθεί στις μεθόδους έρευνας, διότι στον αιώνα που πέρασε από τη γέννησή της
φάνηκε ότι μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερα ως διερευνητικό και ερμηνευτικό
εργαλείο παρά ως διαγνωστικό ή θεραπευτικό (για την ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, βλ.
κεφάλαιο Ψυχοθεραπείες). Σύμφωνα με τα κλασικά επιστημονικά κριτήρια η αποδεικτική αξία
της είναι μικρή (Eysenck and Wilson 1973), ωστόσο η συμβολή της στην κατανόηση του
ψυχικού κόσμου, των κινήτρων, της ψυχοπαθολογίας, των κοινωνικών συμπεριφορών, της
τέχνης και γενικότερα της κουλτούρας υπήρξε κολοσσιαία, και δικαίως έχει χαρακτηρισθεί μία
από τις μεγάλες επαναστάσεις όχι μόνο της ψυχιατρικής αλλά γενικότερα της ανθρώπινης
σκέψης.
Κατά την ψυχαναλυτική άποψη ο ανθρώπινος ψυχισμός διακρίνεται στο συνειδητό και
στο ασυνείδητο. Το πρώτο είναι πεδίο καταγραφής εμπειριών και κινήτρων για τα οποία ο
άνθρωπος έχει, grosso modo, πλήρη επίγνωση. Το δεύτερο περιλαμβάνει ψυχικές
διεργασίες που δεν γίνονται αντιληπτές από το άτομο. Είναι ένα «σκοτεινό αμπάρι» μέσα στο
οποίο βρίσκονται απωθημένες ενορμήσεις, ανεπίτρεπτες επιθυμίες θανάτου ή σεξουαλικής
27
Το Ασυνείδητο. Η έννοια του ασυνειδήτου δεν είναι ανακάλυψη της ψυχανάλυσης, αφού
είναι βέβαιο ότι διέτρεχε τη σκέψη αρκετών στοχαστών ήδη από την εποχή της ελληνικής
αρχαιότητας. Το 1866 ο Γερμανός ιατρός Carus σε μία μελέτη του για τη φύση του
ασυνειδήτου επεσήμανε το βάρος των καταπιέσεων της σεξουαλικότητας που ασκείται
επάνω σε αυτό, ενώ το 1868 ο φιλόσοφος Hartman έγραψε μια εκτεταμένη φιλοσοφική
πραγματεία με τον τίτλο Φιλοσοφία του Ασυνειδήτου (Whyte 1960). Η προερχόμενη από
τον Jackson (ή το πιθανότερο από τον Von Feuchtersleben) ιδέα των διαφορετικών
ψυχικών επιπέδων είναι θεμελιώδης στην ψυχαναλυτική θεωρία. Η ψυχανάλυση επιδιώκει
την εξιχνίαση του ασυνειδήτου μέσω της καταγραφής και ανάλυσης υλικού προερχόμενου
από τα όνειρα, την ομιλία, τα νευρωσικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, τα
ψυχιατρικά συμπτώματα (Brenner 1976) και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, από τη γραφή ή τη
συμπεριφορά. Το υλικό παρουσιάζεται υπό μορφήν συμβόλων, τα οποία πρέπει να
αποκωδικοποιηθούν και να ερμηνευθούν. Ο Freud θεωρούσε τις παραδρομές της
γλώσσας, τα υστερικά συμπτώματα, τα όνειρα, την καλλιτεχνική και δημιουργική
δραστηριότητα και τα μεταϋπνωτιστικά φαινόμενα σημεία που μαρτυρούν την ύπαρξη του
ασυνειδήτου, αν και αναθεώρησε αρκετές φορές τις θεωρίες του μετά την αρχική διάκριση
σε συνειδητό και ασυνείδητο.
Το Εκείνο (Id). Θεωρείται η βιολογική βάση του ψυχικού οργάνου και εδράζεται στο
ασυνείδητο. Περιλαμβάνει ενστικτώδεις ορμές, σεξουαλικές επιθυμίες (libido), επιθυμίες
θανάτου (destrudo) και πρωτόγονα συναισθήματα. Λειτουργεί με βάση την αρχή της
ηδονής, αναζητά ικανοποίηση εδώ και τώρα, δεν δέχεται ματαίωση ούτε αναβολή.
Το Εγώ (Ego) οργανώνεται βαθμιαία από τη διαφοροποίηση που υφίστανται στοιχεία του
Εκείνο κατά την επαφή τους με την εξωτερική πραγματικότητα. Αντίληψη της
πραγματικότητας και ικανότητα προσαρμογής σε αυτήν είναι θεμελιώδεις ιδιότητές του,
μαζί με τη λογική σκέψη. Μόνο αυτό διαθέτει εκτελεστικές ιδιότητες. Είναι ρεαλιστικό και
διέπεται από την αρχή της πραγματικότητας. Αναβάλλει την ικανοποίηση επιθυμιών, ώστε
να μην έρχονται σε δυσαρμονία με τις κοινωνικές απαιτήσεις. Είναι ένα είδος μεσολαβητή
μεταξύ του Εκείνο και του εξωτερικού κόσμου. Άλλες λειτουργίες του είναι η ικανότητα
δημιουργίας αντικειμενοτρόπων σχέσεων, η απαρτιωτική λειτουργία ώστε να
παρουσιάζεται μία συνολική εικόνα του εαυτού, κλπ.
Το Υπερεγώ (superego), συνειδητό και ασυνείδητο ταυτόχρονα, αντιτίθεται στην αρχή της
ηδονής, στην εκδίπλωση των ενορμήσεων, και παρεμποδίζει την ικανοποίηση
ανεπίτρεπτων επιθυμιών. Είναι αυστηρό, τελειοθηρικό, ενοχοποιητικό, τιμωρητικό,
ανελαστικό, και φορτισμένο με ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα επιθετικότητας. Η ορθότητα μιας
συμπεριφοράς καθορίζεται από ηθικές αξίες. Διαμορφώνεται διά της επιβολής προτύπων
συμπεριφοράς και ηθικών αξιών, όπως αυτά διδάσκονται στο παιδί από τους γονείς του ή
από άλλα κηδεμονικά πρόσωπα. Η ανάπτυξή του οδηγεί στη δημιουργία ασυνείδητων
συγκρούσεων και στην ανάδυση συναισθημάτων ενοχής. Ο Freud (1924) υποστήριξε ότι
είναι μεν δικαιολογημένη η διάκριση του Εγώ από το Εκείνο για λόγους διδακτικούς,
28
ωστόσο το Εγώ είναι πανομοιότυπο με το Εκείνο, αφού αποτελεί απλώς ένα ειδικά
διαφοροποιημένο τμήμα του. Το ίδιο ισχύει και για τη σχέση μεταξύ Εγώ και Υπερεγώ. Σε
πολλές περιπτώσεις αυτά τα δύο συγχωνεύονται, κατά κανόνα όμως είναι δυνατή η
διάκρισή τους όταν μεταξύ τους αναπτύσσεται ένταση ή σύγκρουση. Λογοκρισία,
λειτουργία ελέγχου των απαγορευμένων κινήτρων ή των κινήτρων που δεν είναι δυνατόν
πλέον να ικανοποιηθούν, είναι μερικές από τις δραστηριότητες που ασκούν το Εγώ και
κυρίως το Υπερεγώ (Freud 1923). Χάρη σε αυτές τις δραστηριότητες, ανεπίτρεπτα κίνητρα
και απαγορευμένες επιθυμίες υποβάλλονται σε αλλοιώσεις και μετασχηματισμούς πριν από
την ικανοποίησή τους, έτσι ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η άμεση και απευθείας
αναγνώρισή τους.
Οι μηχανισμοί άμυνας του Εγώ –από τις μεγάλες συμβολές της ψυχανάλυσης στην
κατανόηση των μηχανισμών διαμόρφωσης της συμπεριφοράς και της ψυχοπαθολογίας–,
καθώς και οι θεωρητικές απόψεις των φροϋδικών για τη σεξουαλικότητα και τα εξελικτικά
στάδια ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του ανθρώπου περιγράφονται στα οικεία κεφάλαια.
Ο Carl Jung (Jung 1916, 1951) επεξέτεινε την έννοια του ασυνειδήτου από το άτομο στην
ομάδα και το ονόμασε συλλογικό ασυνείδητο. Η έννοια αυτή δεν περιλαμβάνει προσωπικά
στοιχεία αλλά πρωτόγονους φόβους, αισθήματα και σκέψεις συνδεδεμένα με τη φυλετική
εμπειρία. Περιλαμβάνει ακόμη τη μεγάλη πνευματική κληρονομιά του ανθρώπινου γένους, η
οποία ανατυπώνεται / εγγράφεται σε κάθε άτομο κυρίως μέσα από τα αρχέτυπα, που είναι
παγκόσμια υπερπροσωπικά στοιχεία με αξία καθολική, αναδυόμενα από τις συσσωρευμένες
προγονικές μνήμες που εκφράζονται στους μύθους και στα σύμβολα. Τα μεγάλα αρχέτυπα
είναι πανανθρώπινοι συμβολισμοί και μύθοι για τη γέννηση, τον έρωτα, τον θάνατο και την
ανάσταση, τη θησαυροθηρία. Οι μυθοποιημένες μορφές του πατέρα, της μητέρας-γης, του
παιδιού και του ήρωα, του γεροσοφού, μαζί με την persona και τη σκιά, τη θηλυκή και
αρσενική ψυχή (anima-animus) συγκαταλέγονται στα μεγάλα αρχέτυπα. Υπάρχουν και άλλα
που εμφανίζονται ως ανθρώπινα ή ημιανθρώπινα μορφώματα, θεοί και θεές, γίγαντες και
νάνοι, πραγματικά ή φανταστικά ζώα και φυτά κλπ., σε αφηρημένες ή γεωμετρικές μορφές,
όπως οι μαντάλες και τα αρχαϊκά σύμβολα: τετράγωνο, κύκλος και σταυρός σε όλες του τις
ποικιλίες. Ο Jung υποστήριξε ακόμη την ύπαρξη τεσσάρων λειτουργιών που
προσανατολίζουν τον άνθρωπο στον κόσμο την αισθητηριακή, που λειτουργεί μέσα από τις
αισθήσεις· τη λειτουργία της σκέψης, που προσφέρει κατανόηση και σημασία· τη βιωματική
λειτουργία, που ζυγίζει και αξιολογεί· την ενορασιακή, που προσανατολίζει στις μελλοντικές
πιθανότητες και πληροφορεί για την ατμόσφαιρα που περιβάλλει όλες τις εμπειρίες.
Alfred Adler. Ο Adler (Adler 1917) πρότεινε, συμπληρωματικά στην έννοια της libido, τις
έννοιες ορμή για επικράτηση, αίσθημα κατωτερότητας και σχέδιο ζωής. Η όλη φιλοσοφία της
αντλεριανής σχολής διατυπώνεται μέσα από πέντε υποθέσεις.
Υπόθεση για το άτομο. Το άτομο είναι αδιαίρετο όχι μόνο αντικειμενικά αλλά και
βιωματικά. Είναι ένα σύνολο μέσα στο οποίο απαρτιώνονται δυναμικά οι βιολογικές,
ψυχολογικές και κοινωνικές διαδικασίες.
Υπόθεση για το βασικό κίνητρο (σύμπλεγμα κατωτερότητας). Βασικό κίνητρο δεν είναι τα
ένστικτα και οι ασυνείδητες ενορμήσεις, αλλά η συνειδητή ανάγκη να ξεπεραστεί ένα
συνυφασμένο με το βιολογικό υπόστρωμα πλέγμα αδυναμιών που γίνεται αισθητό
αμέσως μετά τη γέννηση και που εκφράζεται σαν απόλυτη εξάρτηση από το περιβάλλον.
Υπόθεση για τον σκοπό της ζωής. Κάθε άτομο ζει με έναν σκοπό αποκλειστικά δικό του
και μοναδικό. Όλη του τη συμπεριφορά την προσαρμόζει σε αυτόν τον σκοπό.
Δυναμογόνος πηγή του σκοπού της ζωής είναι το βασικό κίνητρο.
Υπόθεση για το σχέδιο ζωής. Το άτομο στον αγώνα του για την κατάκτηση του σκοπού
της ζωής υιοθετεί έναν τρόπο συμπεριφοράς και ένα στυλ τελείως προσωπικό.
Υπόθεση για το κοινωνικό συναίσθημα. Ο άνθρωπος γεννιέται με έμφυτη τη δυνατότητα
να αναπτύξει κοινωνικό συναίσθημα. Οι ανάγκες της κοινότητας ρυθμίζουν όλες τις
σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η κοινωνική ζωή του ανθρώπου προχρονολογείται της
ατομικής του ζωής.
29
άδικα, ότι οι βαθύτερες πλευρές του ανθρώπινου ψυχισμού έχουν τόσο θεμελιώδη
σημασία και τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, ώστε ακόμη και οι κακώς οργανωμένες
(ψυχαναλυτικές) μελέτες να έχουν μεγαλύτερη αξία από τις γνωστές αυστηρά
πειραματικές διατάξεις, οι οποίες διαθέτουν μεν εγκυρότητα αλλά τα ευρήματά τους
αφορούν δευτερεύοντα και λιγότερο σημαντικά θέματα.
Η ψυχαναλυτική θεραπευτική στρατηγική οδηγείται συχνά σε αποτυχία. Οι κυριότεροι
παράγοντες που ευθύνονται γι’ αυτό είναι, μεταξύ άλλων, η απροσδιόριστη και μάλλον
ατέρμονη παράταση της ψυχοθεραπείας, η ολοένα μεγαλύτερη αδυναμία προσδιορισμού
των κριτηρίων θεραπείας και η διολίσθηση του ενδιαφέροντος των ψυχαναλυτών από την
κλινική έρευνα στην καλλιέργεια ενός αμιγώς θεωρητικού στοχασμού με αμφίβολη κλινική
εφαρμογή (Legrand 1975).
Τα τελευταία χρόνια μετά την ιλιγγιώδη πρόοδο των νευροεπιστημών και τα θεαματικά
επιτεύγματά τους στον τομέα της κατανόησης του ΚΝΣ, της συμπεριφοράς και της
ψυχοπαθολογίας, διαπιστώνεται μια συρρίκνωση του ενδιαφέροντος του ψυχιατρικού
κόσμου για την ψυχανάλυση, σε αντίθεση με άλλους χώρους όπως η λογοτεχνία, η θεωρία
της λογοτεχνίας και η φιλολογική κριτική, η ανθρωπολογία και η κοινωνιολογία, στους
οποίους η ψυχανάλυση διαθέτει ακόμη μεγάλη ερμηνευτική δύναμη. Πρόκειται για τομείς της
ανθρώπινης γνώσης, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την αποδεικτική αξία των
ευρημάτων της ψυχανάλυσης, αλλά στους οποίους οι θεμελιώδεις έννοιές της –το
υποσυνείδητο, οι ενορμήσεις, οι αρχές της ηδονής και της πραγματικότητας, ο έρωτας και ο
θάνατος– μπορούν να αποτελέσουν εξαιρετικούς διαύλους για την κατανόηση της
ανθρώπινης ζωής και δημιουργικότητας. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι πολλές από τις
μεγάλες ανακαλύψεις της με τεράστια χρηστική αξία, όπως οι μηχανισμοί αμύνης του Εγώ,
δεν έχουν ακόμη αξιοποιηθεί σοβαρά στην ιατρική, λόγω της ιδιωματικής γλώσσας που
ενίοτε καθιστά απρόσιτα και αναγνωστικά απροσπέλαστα πολλά από τα ψυχαναλυτικά
κείμενα. Η ψυχανάλυση, όπως έγραψε ο παρεξηγημένος Γαλανός (Γαλανός 1972), υπήρξε
αναγκαίο στάδιο στην ανάπτυξη της ψυχιατρικής σκέψης, αφού την έβγαλε από τις
μηχανιστικές και στείρες αντιλήψεις. Έχει φθάσει πλέον η εποχή ώστε η ψυχιατρική να
απαγκιστρωθεί ολοκληρωτικά από τον δογματισμό και τα αναπόδεικτα αξιώματά της για να
επεξεργασθεί μια επιστημονικά θεμελιωμένη ψυχοπαθολογία.
Κοινωνική εθολογία. Εξετάζει τη συμπεριφορά των κοινωνικών ομάδων των ζώων και την
κοινωνική δομή τους, σε αντίθεση με την κλασική εθολογία που μελετά την ατομική
συμπεριφορά του ζώου. Οι εθολόγοι υποστηρίζουν ότι οι κοινωνικές συμπεριφορές,
χαρακτηριστικές του είδους, αλληλεπιδρούν με τα φυσιολογικά συστήματα. Για παράδειγμα,
το ανώτερο κοινωνικό στάτους σχετίζεται με υψηλά επίπεδα σεροτονίνης στο αίμα, ενώ το
χαμηλό κοινωνικό στάτους με χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης στο αίμα.
ADLER A. (1917). Study of Organ Inferiority and its Psychical Compensation. Washington.
AMBROSE A. (1968). The Comparative Approach to Early Child Development: the Data of Ethology. In Miller E.
(Ed.) Foundations of Child Psychiatry. Pergamon: London.
BAXTER R. (1990). Brain imaging as a tool in establishing a theory of brain pathology in obsessive compulsive
disorder. J Clin Psychiatry 51(8 suppl.):32-35.
BERGER H. (1929). Uber das Electrencephalogram des Menschen. Arch. Psychiat. Nervenkr., 87:527-570.
BINSWANGER L. (1963). Being-in-the-world. Selected Papers of Ludwig Binswanger, London, Souvenir Press.
BOWLBY J. (1957). Symposium of the Contribution of Current Theories to an Understanding of Child Develop-
ment. I. An etiological approach to research in child development. Br J Med Psychol 9;30(4):230-40.
BRENNER C. (1976). Psychoanalytic Technique and Psychic Conflict. N.Υ. Int. Univ. Press.
33
BRODIE JB. (1996). Imaging for the Clinical Psychiatrist: Facts, Fantasies, and Other Musings. Am. J. Psychiatry
153(2):145-149.
CATON R. (1875). The Electric Currents of the Brain. Brit. Med. J. ii, 278.
CREWS FC. (1998). Unauthorized Freud: Doubters Confront a Legend. New York: Viking.
DUMERMUTH G. (1976). Elektroencephalographie im kindesalter. Stuttgart: Thieme.
EIBL-EIBESFELDT. (1970). Ethology. The Biology of Behaviour. New York. Holt, Rinehart and Wilson.
EIBL-EIBESFELDT. (1989). Human Ethology. Aldine de Gruyter, New York.
EYSENCK J, WILSON G. (1973). The Experimental Study of Freudian Theories. London, Methuen.
FREUD S. (1914). Zur Einfluhrung des Narzissismus. In Gessamelte Werke, Vol X, 143-44.
FREUD S. (1919). Lines of Advance in Psychoanalytic Therapy. Standard Edition vol. 17 (ed. J. Strachey) Lon-
don: Hogarth.
FREUD S. (1920). A General Introduction to Psychoanalysis. Boni and Liveright: New York.
FREUD S. (1923). Certain Neurotic Mechanisms in Jealousy, Paranoia and Homosexuality. Int. J. Psychoanalysis
4:1-10.
FREUD S. (1924). Inhibitions, Symptoms and Anxiety. Standard Edition (ed. J. Strachey) London: Hogarth.
GOLDBERG DP. (1972). The Detection of Psychiatric Illness by Questionnaire. New York. Oxford University
Press.
HARLOW HF, GRIFFIN G. (1965). Induced mental and social deficits in rhesus monkeys. In Osler SF, Cooke RE.
(Eds.) The Biological basis of mental retardation. John Hopkins Press: Baltimore.
HILGARD ER, ATKINSON RC, ATKINSON RL. (1971). Introduction to Psychology. (5th edition). Harcourt Brace
Jovanovich: New York.
JASPERS K. (1913). Algemeine Psychopathologie. Αγγλική μετάφραση: Psychopathologie Generale. Kastler et
Mendause. Alcan, 1933.
JOSEPH J. (2002). Twin studies in psychiatry and psychology: Science or pseudoscience? Psychiatric Quarterly
73(1):71-82.
JUNG C. (1923). Psychological Types. London, Kegan Paul.
JUNG C. (1951). Introduction to the Science of Mythology. London.
KLEIN Z. (2000). The ethological approach to the study of human behaviour. Neuroendocrinology Letters, 21,
477-481.
LEGRAND M. (1975). Hypothèses pour une histoire de la psychanalyse. Dialectica 29:189-207.
LORENZ K. (1966). On Aggression. Methuen, London.
LORENZ K. (1981). Foundations of Ethology. New York. Simon and Schuster.
McGUIRE MT. (1988). On the possibility of ethological explanations of psychiatric disorders. Acta Psychiatr scand
(Suppl), 341:7-22.
MONS W. (1950). Principles and Practice of the Rorschach Personality Test. Faber and Faber. London.
MORRIS D. (1977). Man watching, a field guide to human behaviour. London: Cape.
PEDERSON J, et al. (1988). An ethological description of depression. Acta Psychiatr Scand 78:320-330.
RORSHACH H. (1942). Psychodiagnostik. Hans Huber.
SPITZ RA. (1946). The smiling response: a contribution to the ontogenesis of social relations. Genet. Psychol.
Monogr. 34:57-125.
SPITZ RA. (1965). The first year of life. Int. University Press. New York.
STEIN MI. (1955). The Thematic Apperception Test. Addison-Welcy.
TINBERGEN N. (1951).The Study of Instinct. London: Oxford University Press.
TROISI A. (1999). Ethological research in clinical psychiatry: the study of nonverbal behavior during interviews.
Neuroscience and Biobehavioral Reviews 23:905-913.
WHYTE LL. (1960). The unconscious before Freud. London.
34
4. ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Οι σχετικές με τη σημασία του εγκεφάλου γνώσεις εμφανίζονται με σαφήνεια όχι μόνο στο
έργο του Ιπποκράτη αλλά και στο έργο του σύγχρονού του Δημόκριτου, ο οποίος θεωρούσε
τη νόηση τμήμα του φυσικού κόσμου, αλλά ακόμη και στις σκέψεις του Αλκμέωνα του
Κροτωνιάτη, που έζησε έναν αιώνα πριν από αυτούς. Τίποτε, επί της ουσίας, δεν χρειάζεται
σήμερα να προστεθεί σε αυτά που γράφει ο Ιπποκράτης για τον ρόλο του εγκεφάλου:
Ειδέναι δε χρη τους ανθρώπους, ότι εξ ουδενός ημίν αι ηδοναί γίνονται και αι
ευφροσύναι και γέλωτες και παιδιαί ή εντεύθεν [εκ του εγκεφάλου], και λύπαι και
ανίαι και δυσφροσύναι και κλαυθμοί. Και τούτω φρονεύομεν μάλιστα και νοεύομεν
και βλέπομεν και ακούομεν και γινώσκομεν τα τε αισχρά και τα καλά και τα κακά και
αγαθά και ηδέα και αηδέα, τα μεν νόμω διακρίνοντες τα δε τω ξυμφέροντι
αισθανόμενοι, τω δε και τας ηδονάς και τας αηδίας τοίσι καιροίσι διαγινώσκοντες, και
ου ταυτά αρέσκει ημίν. Τω δε αυτώ τούτω και μαινόμεθα και παραφρονέομεν, και
δείματα και φόβοι παρίστανται ημίν τα μεν νύκτωρ, τα δε μεθ’ ημέρην, και ενύπνια
και πλάνοι άκαιροι, και φροντίδες ουχ ικνεύομεναι, και αγνωσίη των καθεστεώτων
και αηθίη και απειρίη. Και ταύτα πάσχομεν από του εγκεφάλου πάντα, όταν ούτος μη
υγιαίνη, αλλ’ ή θερμότερος της φύσιος γένηται ή ψυχρότερος ή υγρότερος ή
ξηρότερος, ή τι άλλο πεπόνθη πάθος παρά την φύσιν ο μη εώθη.
Από ανθρωπολογική άποψη, κατά την πορεία της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους οι δομές
που βρίσκονται κάτω από τον φλοιό, και ιδιαίτερα το δρεπανοειδές σύστημα, ο υποθάλαμος
και το στέλεχος, άλλαξαν πολύ λίγο σε σχέση με τον νεοφλοιό. Σε αντίθεση με τον άνθρωπο,
μια γάτα χωρίς φλοιό είναι ικανή να περπατάει, να τρέχει, να σκαρφαλώνει, να τρέφεται,
ακόμη και να επιτίθεται. Σε ατομικό επίπεδο, αξίζει να παρατηρηθεί ότι δεκαέξι εβδομάδες
μετά τη γονιμοποίηση οι κυτταρικές διαιρέσεις των νευρώνων σταματούν και ο μέγιστος
αριθμός των νευρώνων έχει επιτευχθεί. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Changeux
(Changeux 1983), ο άνθρωπος γεννιέται με έναν εγκέφαλο που ο αριθμός των νευρώνων
του από τη γέννηση και μετά ακολουθεί φθίνουσα πορεία και συνεχώς θα ελαττώνεται. Στην
ηλικία των 4 ετών ο συνολικός όγκος του εγκεφάλου έχει φθάσει στο 95% του όγκου που θα
έχει στην ενήλικο ζωή. Το ότι μέχρι την ενηλικίωση το βάρος του εγκεφάλου αυξάνει κατά
οκτώ φορές οφείλεται στην ανάπτυξη των συνάψεων και όχι των νευρικών κυττάρων.
κεντρικό ρόλο στην απαρτίωση και προώθηση «υλικού» που προέρχεται από τον
συνειρμικό φλοιό. Υπάρχουν ενδείξεις από πολλές πηγές για δομικές ή λειτουργικές
ανωμαλίες στον κροταφικό λοβό πασχόντων από σχιζοφρένεια.
Στον ινιακό λοβό βρίσκονται κέντρα οπτικο-αισθητηριακά καθώς και κέντρα που επιτελούν
την ψυχική απαρτίωση των οπτικών ερεθισμάτων.
Βασικά γάγγλια και κοιλίες υπάρχουν στο εσωτερικό κάθε ημισφαιρίου. Ο ταινιοειδής
πυρήνας ή προτείχισμα, ο αμυγδαλοειδής πυρήνας και το ραβδωτό σώμα, ο ερυθρός
πυρήνας, το σώμα του Luys και γενικότερα οι υποφλοιώδεις σχηματισμοί δεν είναι απλοί
πυρήνες που συνδέουν τον εγκεφαλικό φλοιό με το στέλεχος και τον νωτιαίο μυελό αλλά
έχουν σπουδαίες αναλυτικές και συνθετικές λειτουργίες οι οποίες τροποποιούν, εστιάζουν και
κατευθύνουν εισερχόμενες και εξερχόμενες ώσεις.
Το ραβδωτό σώμα (striatum) αποτελείται από τον κερκοφόρο (caudate nucleus) και τον
φακοειδή πυρήνα (lenticular nucleus), την ωχρά σφαίρα (globus pallidus) και το κέλυφος
(putamen). Περιλαμβάνει κύτταρα τα οποία λειτουργούν ως ανιχνευτές ερεθισμάτων (stimu-
lus detectors) για την αναγνώριση εγγενών και μαθημένων τύπων συμπεριφορών. Ο
κερκοφόρος εκτός από την συμβολή του στις κινητικές λειτουργίες φαίνεται ότι συμμετέχει
και σε διαδιακασίες επεξεργασίας της πληροφορίας, της μάθησης και της μνήμης και κατά
κάποιον τρόπο ενέχεται στην ανάπτυξη της κατάθλιψης. Σε MRI μελέτες βρέθηκε ότι
καταθλιπτικοί ασθενείς είχαν μικρότερου μεγέθους κερκοφόρο πυρήνα (Krishnah et al
1992).
Αμυγδαλοειδείς πυρήνες. Ανήκουν στα συγκινησιακά κέντρα του εγκεφάλου. Ίσως παίζουν
ρυθμιστικό ρόλο στη διαχείριση του φόβου, της μνήμης και της προσοχής και ορισμένων
σεξουαλικού τύπου συμπεριφορών. Δυσλειτουργία των αμυγδαλοειδών πυρήνων είναι
υπεύθυνη για εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς. Αμφοτερόπλευρος ηλεκτρικός ερεθισμός
τους σε χειρουργικές επεμβάσεις με τοπική αναισθησία προκαλούσε στους ασθενείς
λεκτική ή φυσική επιθετικότητα.
Μέλαινα ουσία (Substantia nigra). Η μέλαινα ουσία τροφοδοτεί με ντοπαμίνη το ραβδωτό
σώμα. Παίζει μεγάλο ρόλο στη νόσο του Parkinson, αφού με την εκδήλωση της νόσου
χάνει μεγάλο αριθμό ντοπαμινεργικών νευρώνων.
Οι κοιλίες του εγκεφάλου περιέχουν εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ) και στο έδαφός τους
βρίσκονται ζωτικά κέντρα. Με ειδικούς αγωγούς επικοινωνούν με χώρους εκτός του
εγκεφάλου, μεταξύ των μηνίγγων, και μέσω αυτών με το κυκλοφορικό διά του οποίου
απάγεται το ΕΝΥ. Το κροταφικό κέρας της πλαγίας κοιλίας παρουσιάζει χαρακτηριστική
διόγκωση σε σχιζοφρενείς ασθενείς και με βάση αυτό το εύρημα έχει προταθεί (Crow et al
1989) ότι η σχιζοφρένεια έχει την αφετηρία της σε διαταραχή των γενετικών μηχανισμών
που ελέγχουν την ανάπτυξη της εγκεφαλικής ασυμμετρίας.
Ο έσχατος εγκέφαλος περιλαμβάνει τον προμήκη και την ΙV κοιλία. Ο νωτιαίος μυελός
(ΝΜ) είναι νευρική κυλινδρική στήλη που αρχίζει από τον πρώτο αυχενικό σπόνδυλο και
φθάνει μέχρι την οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Μέσα από τον ΝΜ διέρχονται
νευρικές ίνες κινητικές, αισθητικές και φυτικές που συνδέουν αμφίδρομα τον εγκέφαλο με την
περιφέρεια.
ΤΟ ΕΞΩΠΥΡΑΜΙΔΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ απαρτίζεται από μία ομάδα πυρήνων της γέφυρας και της
παρεγκεφαλίδας, όπως ο ερυθρός πυρήν, ο οδοντωτός πυρήν, και από πυρήνες του
σκώληκος, πυρήνες του Deiters, την ελαία, αλλά συμμετέχει σε αυτό και ο φλοιός.
Συμμετέχουν ακόμη το ραβδωτό σώμα, το σώμα του Luys, ο δικτυωτός σχηματισμός και η
μέλαινα ουσία. Τα κέντρα που το απαρτίζουν είναι ιεραρχημένα. Προσδίδει στις κινήσεις
ρυθμό, αρμονία και εκφραστικότητα. Είναι υπεύθυνο για ασυνείδητες ή αυτοματικές κινήσεις,
απλές ή συνδυασμένες (βάδισμα), ίσως δε και για πολύπλοκες κινήσεις που μαθαίνονται και
κατόπιν αυτοματοποιούνται (κολύμβηση, ποδηλασία). Εμπλέκεται επίσης στις μιμικές
κινήσεις του προσώπου.
Ο ΔΙΚΤΥΩΤΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ είναι μάζα δικτυωτής ουσίας απλωμένη καθ' όλο το μήκος
του στελέχους, από τον προμήκη μέχρι τους θαλάμους. Διακρίνεται στο ανιόν δικτυωτό
σύστημα διαχύτου προβολής (ή ενεργοποιό ή της εγρήγορσης) και το κατιόν δικτυωτό
40
σύστημα. Και τα δύο έχουν ενεργοποιό δράση επί του φλοιού και παίζουν ρόλο στη
διατήρηση και προώθηση της εγρήγορσης και στη ρύθμιση του επιπέδου της συνειδήσεως
(Moruzzi και Magoun 1949). Βλάβη ή καταστροφή του δικτυωτού σχηματισμού οδηγεί σε
κώμα. Τα περισσότερα από τα ψυχοτρόπα, τα αναισθητικά και άλλα φάρμακα που
διέρχονται τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό έχουν εκλεκτική δράση στον δικτυωτό σχηματισμό,
στον οποίο επίσης δρουν προϊόντα του ανώμαλου μεταβολισμού, με δυνητικό αποτέλεσμα
την εμφάνιση των λεγόμενων μεταβολικών κωμάτων (ουραιμικό, διαβητικό κ.λπ.).
ΦΛΟΙΩΔΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΟΦΛΟΙΩΔΕΙΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ. Μία μεγάλη ομάδα από ψυχικές ιδιότητες
και λειτουργίες ελέγχονται και ρυθμίζονται από τον φλοιό, ενώ μία άλλη ομάδα ψυχικών
ιδιοτήτων και λειτουργιών ρυθμίζονται και ελέγχονται από υποφλοιώδεις σχηματισμούς. Οι
πρώτες, λειτουργίες του φλοιού, έχουν ονομασθεί και τελεστικές λειτουργίες (instrumental
functions). Σε αυτές συγκαταλέγονται η αντιληπτική αναγνώριση (γνωσία), η ομιλία (φασία), η
πραξία, η μνήμη, και η αριθμησία. Αυτές οι λειτουργίες εξαρτώνται από την απαρτίωση
εστιακών φλοιωδών περιοχών και υπόκεινται σε διαταραχές μετά από εντοπισμένες βλάβες
ή από διακοπή σχετικών φλοιο-φλοιωδών δεματίων. Αντίστοιχες διαταραχές αυτών των
λειτουργιών είναι οι αγνωσίες, οι αφασίες, οι απραξίες, οι αμνησίες και η αναριθμησία.
Νευρομεταβιβαστής σε αυτά τα συστήματα είναι η ακετυλχολίνη. Ο βασικός πυρήνας του
Meynert περιέχει τα κυτταρικά σώματα των χολινεργικών νευρικών κυττάρων που
νευρώνουν τον νεοφλοιό.
Οι δεύτερες, υποφλοιώδεις, έχουν ονομασθεί και θεμελιώδεις λειτουργίες (fundamental
functions). Σε αυτές ανήκουν η εγρήγορση, η προσοχή, η χρόνωση (timing), δηλαδή ο
χρονικός υπολογισμός για την εκτέλεση μιας ενέργειας, ο κινητικός προγραμματισμός, το
κίνητρο, η διάθεση, το συναίσθημα. Αυτές οι λειτουργίες πραγματοποιούνται μέσω των
βασικών γαγγλίων, που διασυνδέονται πυκνά με τον φλοιό. Οι θεμελιώδεις λειτουργίες
εμφανίζονται νωρίς στη φυλογενετική και την οντογενετική εξέλιξη και ο ρόλος τους είναι
κρίσιμος για την επιβίωση. Διαταραχές αυτών των λειτουργιών εκφράζονται ως επιβράδυνση
της επεξεργασίας των εισερχόμενων πληροφοριών, κατάρρευση της λειτουργίας της μνήμης,
της γνωσίας, του συναισθήματος και του κινήτρου. Οι νευρομεταβιβαστές ντοπαμίνη,
νοραδρεναλίνη, σεροτονίνη, GABA, ακετυλχολίνη εμπλέκονται στα αντίστοιχα νευρωνικά
συστήματα, υπεύθυνα για τις λειτουργίες αυτές.
ΔΕΞΙΟ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΗΜΙΣΦΑΙΡΙΟ. Υπάρχει διαφορά ως προς την επικράτηση και τις
λειτουργίες των δύο ημισφαιρίων. Στους δεξιόχειρες κυριαρχεί το αριστερό ημισφαίριο,
πράγμα που σχετίζεται με μεγαλύτερη επιδεξιότητα στη χρήση του δεξιού χεριού, ποδιού και
οφθαλμού. Ωστόσο και στα 2/3 των αριστερόχειρων δεν επικρατεί το δεξιό αλλά το αριστερό
ημισφαίριο. Έτσι είναι πράγματι πολύ μικρός ο αριθμός των αριστερόχειρων που έχουν ως
επικρατητικό ημισφαίριο το δεξιό. Το ίδιο ημισφαίριο δεν είναι υποχρεωτικά υπεύθυνο
ταυτόχρονα για το προτιμώμενο χέρι και για την ομιλία. Το 90% των ανθρώπων είναι
δεξιόχειρες, αλλά ένα 5% από αυτούς ομιλούν με το δεξιό ημισφαίριο. Ένα 10% είναι
αριστερόχειρες, αλλά το 70% από αυτούς ομιλούν με το αριστερό ημισφαίριο. Η αιτία της
αριστεροχειρίας ίσως οφείλεται σε πρώιμη, συνήθως ενδομήτριο, βλάβη του αριστερού
ημισφαιρίου λόγω υποξίας ή ασκήσεως μηχανικής πιέσεως στο ημισφαίριο κατά τον τοκετό.
Αυτή η βλάβη είναι δυνατόν να προκαλέσει αναδιάταξη της ημισφαιρικής κυριαρχίας την
οποία αναλαμβάνει το δεξιό ημισφαίριο, κυρίως στον τομέα της ομιλίας και της προτιμήσεως
χεριού. Επειδή το δεξιό ημισφαίριο είναι οντογενετικώς αρχαιότερο, είναι λιγότερο ευάλωτο
σε εξωτερικές αρνητικές επιδράσεις. Οι αριστερόχειρες συναντούν πολλά προβλήματα στο
σύγχρονο τεχνολογικό περιβάλλον, σχεδιασμένο για δεξιόχειρες, γεγονός που τους εκθέτει
σε κίνδυνο ατυχήματος πολύ περισσότερο από τους δεξιόχειρες. Γενικά το προσδόκιμο ζωής
τους, ιδιαιτέρως των γυναικών, είναι σημαντικά (γύρω στα εννέα χρόνια) βραχύτερο των
δεξιοχείρων (Coren and Halpern 1991). Επίσης έχει βρεθεί αριστεροχειρία συχνότερα μεταξύ
ανθρώπων με ανωμαλίες στο ανοσοποιητικό σύστημα, με υψηλά ποσοστά καπνίσματος και
αλκοολισμού, καθώς και στους πάσχοντες από τη νόσο Crohn και από ελκώδη κολίτιδα,
ιδιαίτερα στις γυναίκες (Searleman and Fugali 1987). Η πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του
μαστού στις γυναίκες αριστερόχειρες είναι διπλάσια από των δεξιοχείρων (Fritschi et al
41
2007). Διαταραχές της συμπεριφοράς, αυτισμός και δυσλεξία είναι συχνότερες μεταξύ των
αριστεροχείρων, οι οποίοι ωστόσο έχουν και αρκετά πλεονεκτήματα, όπως το ότι συχνά είναι
προικισμένοι με ταλέντα και δημιουργικότητα και ανανήφουν ευκολότερα από την αφασία
μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Κάθε ημισφαίριο είναι δυνητικά ένας ανεξάρτητος νοητικός μηχανισμός. Κατά τη βρεφική
ηλικία τα ημισφαίρια φαίνεται ότι είναι ισοδύναμα, και μια βλάβη στο ένα ενδέχεται να
προκαλέσει ανάπτυξη των αντίστοιχων ιδιοτήτων στο άλλο. Τα δύο ημισφαίρια έχουν
πολύπλοκες συμπληρωματικές αλλά και ανταγωνιστικές λειτουργίες. Για παράδειγμα, το
αριστερό ημισφαίριο παράγει κύματα α (άλφα) τα οποία υποδηλώνουν κατάσταση πλήρους
ηρεμίας. Κατά τη διάρκεια της ύψιστης αποδόσεως το αριστερό ημισφαίριο εξουδετερώνεται
ως αναλυτικός μηχανισμός και τον έλεγχο αναλαμβάνει το δεξιό ημισφαίριο, με αποτέλεσμα
την είσοδο σε μια κατάσταση «εκστάσεως», που συνοδεύεται από πλήρη αφοσίωση στον
σκοπό. Οι μελέτες διατομής του μεσολοβίου (split brain studies) στα ζώα (Sperry 1952)
έδωσαν τη δυνατότητα να διερευνηθεί η μεταξύ των ημισφαιρίων επικοινωνία, ωστόσο δεν
έχει δοθεί ακόμη κάποια εξήγηση για τις μεταξύ τους διαφορές και για την επικράτηση του
ενός πάνω στο άλλο. Ισως εντάσσεται και αυτή η διαίρεση στον κατάλογο των μεγάλων
μυστηριακών πολωμένων αντιθέσεων (συν και πλην, αρσενικό και θηλυκό, φως και σκοτάδι,
κίνηση και ακινησία).
πολύ δύσκολα. Γενικότερα, οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των ουσιών καθορίζουν τον
βαθμό και την ταχύτητα εισόδου τους στο ΚΝΣ. Ωστόσο η διαπερατότητα του
αιματοεγκεφαλικού φραγμού επηρεάζεται από την ψυχική κατάσταση, αφού εξακολουθητικές
συναισθηματικές διεγέρσεις μπορούν να μεταβάλλουν, μέσω της ορμονικής οδού, την
διαπερατότητά του. Η μεταβολή της διαπερατότητας του αιματοεγκεφαλικού φραγμού σε
διάφορες παθολογικές καταστάσεις έχει ως αποτέλεσμα την έξοδο πρωτεϊνών και ύδατος
από το πλάσμα στον εξωκυττάριο εγκεφαλικό χώρο, καθώς και τροποποίηση των
βιοχημικών και ανοσιακών λειτουργιών του, με επιπτώσεις στο εγκεφαλικό παρέγχυμα.
συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου, λίγο ή πολύ αυστηρά καθορισμένες, είναι υπεύθυνες
για συγκεκριμένες ψυχικές λειτουργίες και συμπεριφορές. Η άλλη, που ονομάσθηκε ολιστική
θεωρία, προτείνει την άποψη ότι πολλές περιοχές του εγκεφάλου είναι εξίσου υπεύθυνες για
συγκεκριμένες συμπεριφορές ή ψυχικές λειτουργίες.
Franz Josef Gall (1758-1828). Ο F.J. Gall, ιατρός και νευροανατόμος, κορυφαίος και
ακραίος εκπρόσωπος της θεωρίας του εντοπισμού, μπορεί να θεωρηθεί και ιδρυτής της
θνησιγενούς επιστήμης της Φρενολογίας (βλ τυπολογίες προσωπικότητας). Ο Gall
υποστήριζε ότι υπάρχουν 27 νοητικές και ηθικές ιδιότητες της ψυχής (ένστικτο
αναπαραγωγής, αγάπη των παιδιών, μητρική ή πατρική αγάπη, τάση για αντιδικία και
διαμάχη, υπεροψία, πάθος εξουσίας, μεταφυσική διάθεση, ποιητικό ταλέντο, ευλάβεια κλπ.),
οι οποίες εντοπίζονται σε 27 συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου. Η ιδέα τού ήρθε όταν
παρατήρησε ότι οι φλύαροι φοιτητές της ιατρικής είχαν διογκωμένα υπερόφρυα οστά,
γεγονός που τον ώθησε να τοποθετήσει το κέντρο της ομιλίας στην αντίστοιχη περιοχή του
εγκεφάλου(!).
Οι μελετητές εκείνης της εποχής ενδιαφέρονταν για λειτουργίες της ψυχής νεφελώδεις και
αόριστες –μόλις και μετά βίας ψυχικές λειτουργίες με τη σημερινή έννοια–, όπως ηθικότητα,
αγαθότητα, γενναιοδωρία, δύναμη της θελήσεως κ.λπ. Έτσι πολύ γρήγορα οι οπαδοί
εντοπιστικών απόψεων βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, γιατί δεν μπορούσαν να εντοπίσουν
τέτοιες λειτουργίες στον εγκέφαλο. Αργότερα, όταν εγκατελείφθη η έννοια της ψυχής ως
γενικό και ενιαίο αντικείμενο μελέτης, οι «λειτουργίες της ψυχής» αντικαταστάθηκαν από πιο
συγκεκριμένες λειτουργίες ή συμπεριφορές, όπως είναι η προσοχή, η μνήμη, η θλίψη, η
οργή, ο ύπνος, η συνουσιακή συμπεριφορά ή οι βασικές ορμές πείνα, δίψα, επιθετικότητα,
σεξουαλικότητα κλπ. Έτσι οι οπαδοί του εντοπισμού ήσαν ξανά σε θέση να αναπτύξουν τα
επιχειρήματά τους πάνω σε καλύτερες βάσεις και η συζήτηση μεταξύ ολιστών και εντοπιστών
συνεχίσθηκε σε άλλα πεδία.
O Hughlings Jackson (1835-1911) γύρω στο 1870 (Taylor 1931) διατύπωσε την άποψη ότι
η λειτουργία του εγκεφάλου είναι οργανωμένη κατά επίπεδα διαστρωματωμένα από επάνω
προς τα κάτω. Τα ανώτερα και νεότερα φυλογονικώς ανατομικά στοιχεία του νευρικού
συστήματος, τα ημισφαίρια, αποτελούν κέντρα ανωτέρων λειτουργιών και ταυτοχρόνως
ασκούν ανασταλτική δράση επί της λειτουργίας των κατωτέρων και φυλογονικώς
αρχαιοτέρων. Ο φλοιός ασκεί έλεγχο επί των υποφλοιωδών δομών, οι υποφλοιώδεις δομές
ασκούν έλεγχο στον μεσεγκέφαλο, ο μεσεγκέφαλος ασκεί έλεγχο στον προμήκη και στον
νωτιαίο μυελό. Όταν αρθεί ο ανασταλτικός έλεγχος των ανωτέρων κέντρων, τότε
απελευθερώνεται πλήρως η λειτουργία των κατωτέρων με την εμφάνιση χαρακτηριστικής
συμπεριφοράς ή νευρολογικής σημειολογίας. Έτσι, σύμφωνα με τον Jackson, ο εντοπισμός
μιας βλάβης στον εγκέφαλο δεν συνεπάγεται τον εντοπισμό μιας λειτουργίας, αφού αυτή
εκτείνεται σε πολλά «ανατομικά επίπεδα» και επομένως μόνο κατά ένα μέρος βλάπτεται.
Ο Karl Lashley (1890–1958) πίστευε ότι ο εγκέφαλος είναι υπεύθυνος για το σύνολο των
λειτουργιών του, ο φλοιός του είναι αδιαφοροποίητος και ότι, όπου κι αν βρίσκεται η βλάβη,
οι διαταραχές είναι όμοιες (Lashley 1951). Υποστήριζε ότι εκείνο που καθορίζει τη διαταραχή
44
της συμπεριφοράς είναι το μέγεθος της βλάβης στον εγκέφαλο, ενώ η θέση της είναι χωρίς
σημασία. Γενικά δεχόταν ότι μόνο σε μερικούς βασικούς άξονες της συμπεριφοράς υπάρχει
εντοπισμός ψυχικών λειτουργιών στον εγκέφαλο.
Paul McLean (1913-2007). Ο P. McLean (McLean 1969, 1970, 1985) υποστηρίζει ότι ο
άνθρωπος κατά την πορεία της εξέλιξης έχει κληρονομήσει τη δομή και οργάνωση τριών
εγκεφαλικών τύπων, τους οποίους ονόμασε ερπετοειδή, παλαιοθηλαστικό και νεοθηλαστικό
εγκέφαλο.
Ο ερπετοειδής εγκέφαλος αποτελείται από το εγκεφαλικό στέλεχος και περιλαμβάνει μεγάλο
μέρος του δικτυωτού σχηματισμού, του μεσεγκεφάλου και των βασικών γαγγλίων. Είναι ο
πιο ενστικτικός και αυτοματικός από τους τρεις και καθορίζει στερεότυπες συμπεριφορές
σύμφωνα με οδηγίες βασισμένες στην αποτύπωση (imprinting), στην αρχαϊκή μάθηση και
την αρχαϊκή μνήμη, και καθορίζει ακόμη λειτουργίες όπως προσυνουσιακές και
συνουσιακές συμπεριφορές, τάισμα των παιδιών, κλπ.
45
Η επικρατούσα τάση τόσο στην κλινική πράξη όσο και στην έρευνα είναι να συσχετίζονται
κλινικά σύνδρομα με συγκεκριμένες, εντοπισμένες ανωμαλίες ή διαταραχές στον εγκέφαλο.
Αυτή η τάση ωστόσο έρχεται σε αντίφαση με τα κλινικά δεδομένα και κατά πάσα πιθανότητα
οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Η επίμονη αναζήτηση της εντοπισμένης παθολογικής
εστίας στον εγκέφαλο, εστίας ανατομικής ή βιοχημικής, υπεύθυνης για την εκδήλωση
κάποιας ψυχοπαθολογικής φαινομενολογίας, δείχνει ότι η παράδοση των στενών
εντοπιστικών αντιλήψεων κυριαρχεί ακόμη στη σκέψη πολλών ψυχιάτρων, παρά τον όγκο
των δεδομένων που υποδεικνύουν άλλες κατευθύνσεις και επισημαίνουν την ανάγκη
δημιουργίας ενός ολιστικά απαρτιωμένου προτύπου εγκεφαλικής λειτουργίας.
Επιπροσθέτως, το πρότυπο της μόνης ανατομικής εστίας εντοπίζει την παθογένεση στο
ανατομικό επίπεδο, ενώ παραβλέπει το φυσιολογικό, το ψυχολογικό ή το κοινωνικό επίπεδο.
Οπωσδήποτε, τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά και η διερεύνηση του όλου θέματος δεν
μπορεί να γίνει χωρίς τον συνυπολογισμό των πολύπλοκων νευρωνικών κυκλωμάτων και
των πολλαπλών αμφίδρομων συστημάτων οδώσεως και αναστολής της λειτουργίας των
ανώτερων και των κατώτερων κέντρων του ΚΝΣ. Η δομική κατανόηση του ΚΝΣ δεν επαρκεί
για την ερμηνεία των ψυχικών λειτουργιών, οι οποίες απαρτιώνονται διά της συναρθρώσεως
και άλλων συστημάτων, όπως το αυτόνομο ΝΣ, το ορμονικό, το ανοσιακό, το
βιορυθμολογικό, το γονιδίωμα. Και πάντως ως βιολογικό υπόστρωμα θα πρέπει να νοείται
ένα ευρύτατο ανατομολειτουργικό συγκρότημα ευρισκόμενο σε πολύτροπες σχέσεις με το
φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον του και όχι απλώς μια μεμονωμένη ανατομική συσκευή.
Περισσότερο από δύο αιώνες κυριαρχίας της αναλυτικής σκέψης στην ιατρική, σε συνδυασμό
με τις ολοένα μεγαλύτερες τεχνολογικές δυνατότητες, οδήγησαν στη συσσώρευση ενός
τεράστιου όγκου πληροφοριών για τη λειτουργία του ΚΝΣ· ωστόσο, η εικόνα που έχει
σχηματιστεί για τη σχέση μεταξύ βιολογικού υποστρώματος και ψυχικών λειτουργιών
παραμένει ακόμη απογοητευτικά ασαφής και ενδεχομένως σε αρκετά σημεία να είναι
λανθασμένη. Εκείνο που απουσιάζει είναι η συνθετική και απαρτιωτική σκέψη που θα
συνέβαλλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση μιας δυναμικής εικόνας της σχέσης αυτής.
από τις νοραδρενεργικές νευρωνικές απολήξεις. Η απέκκρισή της από τα ούρα, μετά από
διά του στόματος χορήγηση, έχει χρησιμοποιηθεί για τη διαφοροδιάγνωση της
ενδογενούς από τη νευρωσική κατάθλιψη.
Νοραδρεναλίνη ή νορεπινεφρίνη. Είναι συγκεντρωμένη στον υποθάλαμο, κυρίως στον
υπομέλανα τόπο (locus coeruleus), έναν μικρό νοραδρενεργικό πυρήνα, με προβολές σε
όλον τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό, ο οποίος παράγει το 70% της εγκεφαλικής
νοραδρεναλίνης. Η βιοσύνθεσή της διαταράσσεται κατά την κατάθλιψη και μειώνονται τα
επίπεδα του τελικού της μεταβολίτη MHPG στα ούρα. Αυξάνεται η παραγωγή της κατά
την ψυχοκαταπόνηση (stress). Είναι η πηγή των ηλεκτρικών εκκενώσεων του REM
ύπνου και συμμετέχει στη διαμόρφωση υψηλών επιπέδων εγρήγορσης, αντιδράσεων
φόβου και άγχους. Όλο και περισσότερο γίνεται φανερή η σημασία του ισοζυγίου στη
δραστηριότητα νοραδρεναλίνης-σεροτονίνης για τη διατήρηση της φυσιολογικής
συναισθηματικής διάθεσης (νορμοθυμίας).
Αδρεναλίνη ή επινεφρίνη. Ο ρόλος της αδρεναλίνης στο ΚΝΣ δεν έχει αποσαφηνισθεί,
αλλά συσχετίζεται η υπερπαραγωγή της με την αύξηση της επιθετικότητας. Η ποσότητά
της είναι μεγαλύτερη στην περιφέρεια (3:1) από ό,τι στο ΚΝΣ, στο οποίο κυριαρχεί η
νοραδρεναλίνη.
Ντοπαμίνη. Προηγείται, κατά τη βιοσύνθεση, της νοραδρεναλίνης. Τα επίπεδα
παραγωγής της μειώνονται κατά τον ύπνο. Οι υποδοχείς της ντοπαμίνης διακρίνονται
στην ομάδα D1 (που περιλαμβάνει τους υποδοχείς D1 και D5) και στην ομάδα D2 (που
περιλαμβάνει τους υποδοχείς D2, D3 και D4). Βρίσκονται σε μεγάλη πυκνότητα στα
βασικά γάγγλια και σε διάφορες περιοχές του δρεπανοειδούς συστήματος και του
νεοφλοιού. Είναι ο σημαντικότερος μεταβιβαστής στα βασικά γάγγλια και εμπλέκεται
κυρίως σε κινητικές λειτουργίες. Οι νευρωνικοί μηχανισμοί που σχετίζονται με το σύστημα
ικανοποίησης στον υποθάλαμο και στο στέλεχος του εγκεφάλου χρησιμοποιούν ως
νευρομεταβιβαστή τη ντοπαμίνη. Η ρύθμιση λειτουργιών όπως λήψη τροφής και ύδατος
ελέγχεται από την ντοπαμίνη. Είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος της στην αύξηση της
εγρήγορσης, σε περιόδους κινδύνου και ψυχοκαταπόνησης. Κατά το τέλος της εφηβείας
παρατηρείται η μεγαλύτερη ντοπαμινεργική δραστηριότητα στον εγκέφαλο. Απώλειες
νευρικών κυττάρων ή αναστολή της λειτουργίας τους σε ντοπαμινεργικές περιοχές του
ΚΝΣ, όπως το ραβδωτό σώμα και η μέλαινα ουσία, έχουν άμεση σχέση με διαταραχές
της κινητικότητος παρκινσονικού τύπου. Το ομοβανιλικό οξύ, τελικός μεταβολίτης της
ντοπαμίνης, έχει βρεθεί σε χαμηλές συγκεντρώσεις στο ΕΝΥ καταθλιπτικών ασθενών με
απόπειρες αυτοκτονίας, κάτι που υποδηλώνει ότι μείωση της ντοπαμινεργικής
νευρομεταβίβασης ίσως συμβάλλει, οπωσδήποτε μαζί με άλλους παράγοντες, στην
εκδήλωση αυτοκτονικής συμπεριφοράς σε καταθλιπτικούς ασθενείς. Πολύ έχει συζητηθεί
ο ρόλος της ντοπαμίνης στις ψυχώσεις, και ιδιαίτερα στη σχιζοφρένεια, αν και φαίνεται
λογικό να υποθέσει κανείς ότι είναι απίθανο η δυσλειτουργία ενός και μόνο
νευρομεταβιβαστικού συστήματος να ευθύνεται για μια τόσο πολύπλοκη διαταραχή όπως
η σχιζοφρένεια. Οι υποδοχείς D2 θεωρούνται κύριοι στόχοι των αντιψυχωτικών
φαρμάκων.
Διυδροξυφαινυλαλανίνη (DOPA). Σχηματίζεται στα επινεφρίδια, στο συμπαθητικό
σύστημα και στον εγκέφαλο. Διέρχεται τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Όταν χορηγείται
από έξω προκαλεί αύξηση του επιπέδου της εγρήγορσης, της δραστηριότητας και
ενδεχομένως ευφορικό συναίσθημα.
Η σεροτονίνη (5-ΗΤ, 5-υδροξυτρυπταμίνη) προέρχεται από το αμινοξύ τρυπτοφάνη. Τελικός
μεταβολίτης της είναι το 5-υδροξυ ινδολεακετικό οξύ (5-hydroxyindoleacetic acid, 5-HIAA).
Ένας άλλος μεταβολίτης της τρυπτοφάνης, η τρυπταμίνη, έχει δράση συμπαθομιμητική. Η
σεροτονίνη είναι, εκτός από νευρομεταβιβαστής στο ΚΝΣ, και ουσία που στην περιφέρεια
διαδραματίζει κάποιο ρόλο στις φλεγμονώδεις διεργασίες. Ανευρίσκεται στις απολήξεις των
νεύρων, στα αιμοπετάλια, στα βασεόφιλα ιστιοκύτταρα και στα εντεροχρωματινοφόρα
κύτταρα του βλεννογόνου του εντέρου. Ενέχεται στον ρυθμό ύπνος-εγρήγορση –με τις
συγκεντρώσεις της να μειώνονται κατά τη διάρκεια του ύπνου–, στη συναισθηματική
διάθεση, στην παρορμητικότητα, στην όρεξη για λήψη τροφής, στη μάθηση και στη
σεξουαλικότητα. Συμβάλλει στη ρύθμιση του συναισθήματος και ώς ένα βαθμό, όπως και η
48
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΚΑΛΛΑΡΑΣ Κ. (1982). Ενδογενή οπιοειδή πεπτίδια. Ελληνική Ιατρική 48:253-270.
ΚΑΣΒΙΚΗΣ Ι. (1985). Ο ρόλος των ενδογενών οπιοειδών πεπτιδίων στις αντιδράσεις προσαρμογής. Εγκέφαλος
22:28-33.
CANNON WB. (1929). Bodily Changes in Pain, Hunger, Fear and Rage. New York.
CHANGEUX JP. (1983). L’homme neuronal. Fayard, Paris.
COREN S, HALPERN DF. (1991). Left-handedness: a maker for decreased survival fitness. Psychological Bulle-
tin 109(1):90-106.
CORSELLIS JA. (1970). The neuropathology of temporal lobe epilepsy. Mod Trends Neurol.;5(0):254-70.
CROW TJ et al, (1989). Schizophrenia as an anomaly of development of cerebral asymmetry. A post-mortem
study and a proposal concerning the genetic basis of the disease. Arch. Gen. Psychiatry, 46:1145-1150.
FLOR-HENRY P. (1984). Cerebral Basis of Psychopathology. Boston: J. Wright.
FRITSCHI L, et al (2007). Left-handedness and risk of breast cancer. Br J Cancer. 3;97(5):686-7.
GRAY JA. (1982). The neuropsychology of Anxiety: An inquiry into the functions of the septo-hippocampal sys-
tem. New York. Oxford University Press.
50
JOPE RS et al (1985). Cholinergic process in blood samples from patients with major psychiatric disorders. Biol.
Psychiatry 20(12):1258-66.
KRISHNAH K et al. (1992). Magnetic Resonance Imaging of the caudate nuclei in depression. Arch. Gen. Psy-
chiat. 49(7):553-557.
LASHLEY KS. (1951). Cerebral Mechanisms of Behaviour.
LAWLOR BA, DAVIS KL. (1992). Does modulation of glutamatergic function represent a viable therapeutic strat-
egy in Alzheimer’s disease? Biol. Psychiatry, 31:337-350.
LURIA A. (1973). The Working Brain. Basic Books. New York.
MARTIN WR et al. (1976). The effects of morphine- and nalorphine- like drugs in the nondependent and mor-
phine-dependent chronic spinal dog. J Pharmacol Exp Ther. 197(3):517-32.
McLEAN P. (1970). The triune brain, emotion and scientific bias. In: The Neurosciences, Second Studt Program
(eds F.O. Schmidt & F.G. Worden) pp336-349. New York: Rockerfeller University Press.
McLEAN P. (1985). Evolutionary Psychiatry and the triune brain. Psychol. Med. 15:219-221.
McLEAN, P. (1969). The Paranoid Streak on Man. In: A. Koestler and J. Smythies (Des) Beyond Reductionism.
Hutchinson. London.
MORAVEC H. (1988). Mind Children: The future of robot and human intelligence. Cambridge, Mass: Harvard
University Press.
MORUZZI G, MAGOUN HW. (1949). Brain stem reticular formation and activation of the EEG. Clin. Neurophysiol.
1:433-455.
MURPHY MR. (1981). Endogenous opiates and the mechanism of male sexual behaviour.
PENFIELD W, RASMUSSEN T. (1950). The Cerebral Cortex of Man. New York, Macmillan.
SEARLEMAN A, FUGALI A. (1987). Suspected autoimmune disorders and left-handedness: evidence from indi-
viduals with diabetes, Crohn’s disease and ulcerative colitis. Neuropsychologia, 25(2):367-374.
SPERRY RW. (1952) Neurology and the mind-brain problem. Am. Sci. 40, 291-312.
SPERRY RW. (1966) Brain bisection and mechanisms of consciousness. In Brain and Conscious Experience (ed.
Eccles JC), pp. 298-313. Springer, New York.
TAYLOR J. (1931). Selected Writings of Iohn Hughlings Jackson. Hobber and Stoughton. London.
Van KAMMEN DP. (1987).5-HT, a Neurotransmitter for all seasons? Biol Psychiatry 22:1-3
WINCHEL RM, STANLEY M. (1991). Self-injurious behavior: A review of the behavior and biology of self-
mutilation. Am J Psychiatry, 148:306-317.
5. ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η επίδραση που ασκούν οι ορμόνες στη διαμόρφωση της ιδιοσυγκρασίας, του ψυχισμού,
των βιωμάτων και των συναισθημάτων, των ορμέμφυτων και των στοχοκατευθυνόμενων
συμπεριφορών αλλά και της ψυχοπαθολογίας είναι μεγάλη. Πρόκειται για ουσίες που
σχηματίζονται είτε στους ενδοκρινείς αδένες (αδενικές ορμόνες) είτε σε ειδικά κυτταρικά
συστήματα (ιστικές ή κυτταρικές ορμόνες). Οι αδενικές ορμόνες απελευθερώνονται από τους
αδένες στο αίμα και επιδρούν σε συγκεκριμένα όργανα ή διεγείρουν την έκκριση ορμονών
από άλλους αδένες. Οι ιστικές και κυτταρικές ορμόνες είναι δραστικές μόνο στον τόπο
έκκρισής τους, δηλαδή στους αντίστοιχους ιστούς ή κύτταρα. Οι κυριότεροι ενδοκρινείς
αδένες είναι η πρόσθια υπόφυση ή αδενοϋπόφυση, η οπίσθια υπόφυση ή νευροϋπόφυση, το
κωνάριο ή επίφυση, ο θυρεοειδής, οι παραθυρεοειδείς αδένες, ο θύμος, το πάγκρεας, τα
επινεφρίδια, οι ωοθήκες και οι όρχεις. Ο υποθάλαμος έχει επίσης και σημαντικότατη
ορμονική λειτουργία. Οι ορμόνες συμβάλλουν στη ρύθμιση της ισορροπίας πολλών
οργάνων, λειτουργικών συστημάτων και ολόκληρου του οργανισμού διά της συμμετοχής
51
τους στην εκπλήρωση ουσιωδών λειτουργιών όπως: Μορφογένεση, ανάπτυξη και ωρίμανση
του οργανισμού, ρύθμιση του μεταβολισμού, ρύθμιση του εσωτερικού περιβάλλοντος (millieu
interieur), ώστε να διευκολύνεται η προσαρμογή στις εξωτερικές συνθήκες, διέγερση ή
καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος. Πέρα από τις επιπρόσθετες κοινωνικές και
ιστορικές αιτίες, οι διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, νεαρών και ηλικιωμένων στο
επίπεδο του ψυχισμού, της συμπεριφοράς και των πραγματοποιήσεων, οφείλονται και στις
ορμονικές διαφορές, αρχίζοντας από τον τρόπο έκκρισης, ο οποίος στους άνδρες είναι
τονικός, ενώ στις γυναίκες είναι και κυκλικός. Οι περισσότερες από τις γνωστές ορμόνες
επηρεάζουν τη λειτουργία του νευρικού συστήματος, αλλά και οι αδένες βρίσκονται άμεσα ή
έμμεσα κάτω από την επίδραση του νευρικού συστήματος. Μεταβολές στα επίπεδα των
κυκλοφορούντων στο αίμα ορμονών μπορεί να έχουν χαρακτηριστικές επιπτώσεις τόσο στη
διαδικασία της νευρομεταβίβασης όσο και στη συμπεριφορά. Οι επιπτώσεις των ορμονών
στην ψυχική σφαίρα και στη συμπεριφορά μπορεί να είναι άμεσες (π.χ. αδρεναλίνη),
συνήθως όμως είναι έμμεσες.
Υπόφυση. Είναι γνωστή από τις αρχές του 20ου αιώνα η στενή σχέση της υπόφυσης με τον
υποθάλαμο (Cushing 1927). Αποτελείται από δύο τμήματα η λοβούς: τον πρόσθιο λοβό ή
αδενοϋπόφυση που παράγει τις ορμόνες: αυξητική, αδρενοκορτικοτροπική, γοναδοτροπίνες
(θυλακοτρόπο και ωχρινοτρόπο), προλακτίνη και θυρεοειδοτρόπο, και τον οπίσθιο λοβό ή
νευροϋπόφυση που παράγει την αντιδιουρητική ορμόνη και την ωκυτοκίνη. Οι λειτουργίες
της υποφύσεως ελέγχονται από διεγκεφαλικές δομές, που και αυτές βρίσκονται υπό τον
έλεγχο του εγκεφαλικού φλοιού.
Αυξητική ορμόνη ή σωματοτροπική ορμόνη (growth hormone GH, somatotrophic hormone).
Παράγεται κυρίως κατά τη διάρκεια του ύπνου βραδέων κυμάτων και επομένως μειώνεται η
παραγωγή της με την πάροδο της ηλικίας. Προάγει την πρωτεϊνοσύνθεση και την κυτταρική
αναζωογόνηση. Έχει λιπολυτικές δράσεις και προκαλεί ανακατανομή του σωματικού
λίπους. Επειδή βελτιώνει ορισμένα συμπτώματα του γήρατος, όπως η ελάττωση της μυϊκής
μάζας και της οστικής πυκνότητας, υποστηρίχθηκε ότι εμπλέκεται σε μηχανισμούς
καθυστέρησης του γήρατος. Ενδέχεται να προκαλεί αύξηση της ψυχοκινητικής
δραστηριότητος. Η εξωτερική της χορήγηση ενδεχομένως συσχετίζεται με σακχαρώδη
διαβήτη ή καρκινογένεση.
Αδρενοκορτικοτροπική ορμόνη (adrenocorticotrophic hormone, ACTH). Προέρχεται από
την προοπιομελανοκορτίνη (POMC), η οποία μετά από επεξεργασία στην πρόσθια
υπόφυση μετατρέπεται σε ACTH καθώς και σε άλλες ουσίες που επιδρούν στη
διαμόρφωση της αμυντικής συμπεριφοράς. H έκκρισή της από την πρόσθια υπόφυση
βρίσκεται υπό πολυορμονικό έλεγχο. Προκαλεί τη σύνθεση και έκκριση κορτικοειδών
ορμονών από τον φλοιό των επινεφριδίων, οι οποίες κατά κλασικό βιοαναδραστικό τρόπο
αναστέλλουν την έκκρισή της. Με την εξαίρεση της αλδοστερόνης όλα τα κορτικοειδή
εκκρίνονται μέσω της ACTH. Παίζει σημαντικό ρόλο ως ορμόνη της προσαρμογής.
Σύμφωνα με τον Seley (1956, 1974), όλοι οι φυσικοί και ψυχικοί στρέσσορες προκαλούν
αύξηση της παραγωγής ACTH, μέσω του υποθαλάμου, του συμπαθητικού σκέλους του
αυτόνομου ΝΣ, και της προσθίας υποφύσεως. Φαίνεται ότι είναι δυνατόν να προκαλέσει
53
Κωνάριο ή επίφυση. Μέχρι πρόσφατα δεν είχε κατορθωθεί να του αποδοθεί κάποια
λειτουργία, αν εξαιρέσει κανείς τη γνωστή εικασία του Καρτέσιου ότι αποτελεί το κέντρο της
ψυχής. Το ότι συχνά μετά την εφηβεία ασβεστοποιείται είχε οδηγήσει στην ατεκμηρίωτη
υπόθεση ότι παίζει κάποιο ρόλο στην προεφηβική ανάπτυξη. Κατά τη δεκαετία του '70
βρέθηκε ότι στο κωνάριο παράγεται από τη σεροτονίνη η ορμόνη μελατονίνη, η οποία τώρα
βρίσκεται στο επίκεντρο μιας σειράς μελετών που σχετίζονται με τους βιορυθμούς, τον ύπνο
και την κατάθλιψη.
Η μελατονίνη παράγεται από την τρυπτοφάνη και εκκρίνεται κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ο
ρυθμός έκκρισής της παρουσιάζει έναν χαρακτηριστικό ημερήσιο και ετήσιο ρυθμό. Τα
επίπεδα παραγωγής της καθορίζονται από τη διάρκεια της φωτοπεριόδου του 24ωρου
(Boyce and Kennaway 1987). Κατά τη διάρκεια της νύχτας τον χειμώνα (20 Δεκεμβρίου η
μικρότερη φωτοπερίοδος) αυξάνεται η παραγωγή της σε σχέση με την ημέρα, και το
καλοκαίρι (20 Ιουνίου η μεγαλύτερη φωτοπερίοδος) πέφτει στα χαμηλότερα επίπεδά της. Η
μελατονίνη σχετίζεται άμεσα και με τη νορεπινεφρινική νευρομεταβίβαση. Έχει
παρατηρηθεί ότι η εποχιακή μείωση της ημερήσιας φωτοπεριόδου συσχετίζεται με την
αύξηση της συχνότητας εμφάνισης κατάθλιψης καθώς και παχυσαρκίας, αν και αυτά τα δύο
δεν συνδυάζονται αναγκαστικά στο ίδιο άτομο. Φαίνεται ότι βοηθά στη ρύθμιση
54
Θύμος αδένας. Συγγενής ατροφία του θύμου αδένος στα ποντίκια συνοδεύεται από
ενδοκρινικές διαταραχές της αδενοϋπόφυσης με μείωση ή και εξαφάνιση των κυττάρων που
περιέχουν την αυξητική και τη θυρεοειδοτρόπο ορμόνη. Από ανοσοποιητικής πλευράς
παρατηρείται πλήρης έλλειψη κυτταρικής ανοσίας (Τ-λεμφοκύτταρα). Πτώση της λειτουργίας
του θύμου αδένα είναι δυνατόν να παρατηρηθεί σε περιπτώσεις ισχυρής ψυχοκαταπόνησης
και κατάθλιψης.
Πάγκρεας. Η ενδοκρινής μοίρα του παγκρέατος παράγει την ορμόνη ινσουλίνη. Η ουσία
αυτή επιδρά στον μεταβολισμό των υδατανθράκων αλλά και, σε μικρότερο βαθμό, των λιπών
και των πρωτεϊνών. Προκαλεί πτώση του επιπέδου του σακχάρου στο αίμα, υπογλυκαιμία, η
οποία συνοδεύεται συνήθως από αίσθημα πείνας, κόπωση, ευερεθιστότητα, ζάλη,
εριστικότητα και επιθετικότητα. Ο σακχαρώδης διαβήτης χαρακτηρίζεται από αύξηση του
σακχάρου στο αίμα, και οφείλεται στην αδυναμία του παγκρέατος να παράγει ινσουλίνη,
πράγμα που έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο στις σωματικές όσο και στις ψυχικές λειτουργίες.
Η συχνότητα της καταθλίψεως και της σεξουαλικής δυσλειτουργίας στους πάσχοντες από
διαβήτη είναι μεγάλη.
Οι ωοθήκες παράγουν τα ωάρια και τις γεννητικές ορμόνες του θήλεος, οιστρογόνα και
προγεστερόνη. Ο ρόλος τους αυτός τις καθιστά θεμελιώδες ανατομολειτουργικό στοιχείο της
συνουσιακής και γεννητικής συσκευής της γυναίκας (ωοθήκες, σάλπιγγες, μήτρα, κόλπος).
Τα οιστρογόνα (οιστραδιόλη, οιστρόνη) παράγονται κατά την πρώτη φάση του
εμμηνορρυσιακού κύκλου. Παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση των γεννητικών οργάνων του
θήλεος, στην ανάπτυξη του μαστού, του εφηβαίου, των σαλπίγγων, της μήτρας, του
58
κόλπου, των μικρών και μεγάλων χειλέων του αιδοίου. Αυξάνουν επίσης την «κολπική
ετοιμότητα» για συνουσία. Η αφαίρεση ωστόσο των ωοθηκών δεν φαίνεται να προκαλεί
μείωση της σεξουαλικότητας, διότι ο χαρακτήρας της δεν είναι μόνο βιολογικός αλλά και
ψυχοκοινωνικός. Η χρήση σκευασμάτων για την υποκατάσταση της οιστρογονικής
λειτουργίας μετά την εμμηνόπαυση έχει ίσως θετικά αποτελέσματα στην πρόληψη
καρδιαγγειακής νόσου, οστεοπόρωσης και ενδεχομένως ορισμένων συμπτωμάτων της
νόσου Alzheimer, αλλά όλο και περισσότερο ενοχοποιείται για πυροδότηση
καρκινογένεσης.
Η προγεστερόνη παράγεται από το ωχρό σωμάτιο κατά τη δεύτερη φάση του
εμμηνορρυσιακού κύκλου. Σε ψυχολογικό επίπεδο προγεστερόνη και οιστρογόνα έχουν
δράση ανταγωνιστική. Η προγεστερόνη προάγει τη μητρική τρυφερότητα και ανάλογες
συμπεριφορές, ενώ τα οιστρογόνα τις καταργούν. Υπερβολικά υψηλές ποσότητες
οιστρογόνων στα πουλιά οδηγούν σε παύση επωάσεως των αυγών τους και κανιβαλισμό
της μητέρας προς τα παιδιά της. Η κατάθλιψη μεταξύ των χρηστών από του στόματος
αντισυλληπτικών είναι γνωστή και τεκμηριωμένη, αν και εμφανίζεται σε μάλλον χαμηλά
ποσοστά (3-8% των χρηστών). Οι γυναίκες που παίρνουν το χάπι πιθανόν να ανήκουν σε
μια ομάδα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, επιρρεπείς σε νευρωσικές εκδηλώσεις, αν και είναι
γνωστό ότι υπάρχει σχετική βιοχημική βάση στην αιτιοπαθογένεια αυτής της κατάθλιψης.
Τα οιστρογόνα προκαλούν μια εκτροπή του μεταβολισμού της τρυπτοφάνης, προδρόμου
ουσίας της τρυπταμίνης και της σεροτονίνης, καθώς και μείωση των διαθεσίμων βιταμίνης
Β6.
Ο γεννητικός ή εμμηνορρυσιακός κύκλος είναι μια σειρά από διεργασίες που οδηγούν
στην ωρίμανση και εκβολή του ωαρίου από την ωοθήκη και προώθησή του μέσω της
σάλπιγγας (ή ωαγωγού) στη μήτρα, με σκοπό τη γονιμοποίηση για την οποία το ενδομήτριο
έχει κατάλληλα προετοιμαστεί. Μετά τη ρήξη του ωοθυλακίου και την έξοδο του ωαρίου
δημιουργείται το ωχρό σωμάτιο (corpus luteus), το οποίο παράγει οιστρογόνα και
προγεστερόνη. Αν δεν γίνει η γονιμοποίηση του ωαρίου, η παραγωγή των ορμονών από το
ωχρό σωμάτιο διακόπτεται ύστερα από παρέλευση 14 ημερών από την ωορρηξία, και το
ενδοθήλιο της μήτρας απορρίπτεται κατά την έμμηνο ρύση που ακολουθεί. Σε περίπτωση
γονιμοποιήσεως, το ωχρό σωμάτιο εκφυλίζεται βαθμιαία και μετά την εγκατάσταση του
εμβρύου στη μήτρα αρχίζει η παραγωγή από τον πλακούντα της χορειακής γοναδοτροπίνης
και άλλων ορμονών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ALTEMUS M, PIGGOT T, KALOGERAS K. (1992). Abnormalities in the regulation of vazopressine and cortico-
tropin releasing factor secretion in obsessive-compulsive disorder. Arch. Gen. Psychiatry 49:9-20.
ANDERSON DC. (1981). Physiology of human fetal sex differentiation. In Clinical Paediatric Endocrinology (ed.
CSD Brooke). Oxford: Blackwell Scientific Publications.
ARNOLD AP. (1980). Sexual differences in the brain. American Science, 68, 165-173.
BAKER SW. (1980). Psychosexual differentiation in the human. Biology of Reproduction, 22, 61-72.
BOYCE P, KENNAWAY DJ. (1987). Effects of light in Melatonin production. Biol. Psychiatry 22: 474-478.
CHROUSOS GP. (1992). Regulation and Dysregulation of the Hypothalamic-Pituitary-Adrenal axis. The Cortico-
tropin-Releasing Hormone Perspective. Endocrinology and Metabolism Clinics of North America, 21(4):833-858.
CUSHING (1927). The Pituitary body and Hypothalamus. Springfield.
PATERSON CR. (1974). Metabolic Disorders of Bone. Oxford: Blackwell Scientific Pub.
RUBINOW DR, SCHMIDT PJ. (1996). Androgens, Brain and Behavior. Am J Psychiatry 153:974-984.
RUBINOW DR. (1986). Cerebrospinal fluid somatostatin and psychiatric illness. Biol Psychiat 21(4):341-365.
SELYE H. (1956). The Stress of Life. McGraw Hill, New York.
SELYE H. (1974). Stress without distress.
VACCARINO FJ, et al (1994). The effects of growth hormone releasing factor on food consumption in anorexia
nervosa patients and normals. Biol Psychiatry 35:446-51
6. AΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
59
Τα όργανα του ανοσοποιητικού είναι ο θύμος αδένας, ο μυελός των οστών, ο σπλην, οι
λεμφαδένες, τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αντισώματα. Ο ρόλος του στην ψυχική σφαίρα αλλά
και οι επιπτώσεις ψυχιατρικών συμπτωμάτων στη λειτουργία του ερευνώνται τα τελευταία
χρόνια εντατικά και τα ευρήματα διαμορφώνουν καινούργιες κατευθύνσεις τόσο στην
ανοσολογία όσο και στην ψυχιατρική. Το ανοσοποιητικό σύστημα και το ΚΝΣ έχουν μερικές
κοινές ιδιότητες (Solomon 1981). Διαμέσου και των δύο έρχεται ο οργανισμός σε επαφή με
τον έξω κόσμο. Και τα δύο έχουν την ιδιότητα να μαθαίνουν από την εμπειρία και να τη
διατηρούν στη μνήμη. Π.χ. το ανοσοποιητικό «θυμάται» σε ποια μικρόβια έχει εκτεθεί ο
οργανισμός. Και τα δύο εξυπηρετούν λειτουργίες προσαρμογής και άμυνας. Είναι γνωστό ότι
υπάρχει στενή σχέση μεταξύ ΚΝΣ και ανοσοποιητικού και ότι ανταλλάσσουν μηνύματα με τη
μεσολάβηση ορμονών, νευρομεταβιβαστών και νευροπεπτιδίων. Είναι πυκνή η νεύρωση
όλων των οργάνων του ανοσοποιητικού συστήματος. Είναι τόσο στενές οι ομοιότητες μεταξύ
ΚΝΣ και ανοσοποιητικών λειτουργιών, που μερικοί συγγραφείς (Blalock and Smith 1985)
χαρακτήρισαν το ανοσοποιητικό σύστημα «κινούμενο εγκέφαλο».
Η ψυχοκαταπόνηση (στρες) και η κατάθλιψη επηρεάζουν όχι μόνο ορμονικές αλλά και
ανοσοποιητικές διεργασίες προκαλώντας δυσλειτουργίες και διαταραχές όπως λεμφοπενία,
ατροφία του θύμου αδένα, ελάττωση παραγωγής αντισωμάτων, ανεπάρκεια
κυτταροτοξικότητας των μακροφάγων, ανεπαρκή παραγωγή Τ-λεμφοκυττάρων, αδυναμία
απόρριψης μοσχεύματος κ.λπ. Βασικό ρόλο σε αυτές τις διαταραχές φαίνεται ότι παίζουν τα
κορτικοστεροειδή. Ανακατανομή των λεμφοκυττάρων, μείωση της παραγωγής της γ-
ιντερφερόνης, αναστολή της παραγωγής λεμφοκίνης είναι τεκμηριωμένες επιπτώσεις της
επίδρασης των κορτικοστεροειδών. Από την άλλη μεριά είναι γνωστό ότι μερικές λεμφοκίνες
και θυμοσίνες είναι δυνατόν να αυξάνουν τη δραστηριότητα του LHPA. Ορμόνες και
ανοσοποιητικές ουσίες φαίνεται ότι μοιράζονται κοινές δραστηριότητες, καθώς οι ορμόνες
μπορεί να συμπεριφέρονται κατά τις περιστάσεις ως ανοσολογικές ουσίες –όπως π.χ.
ιντερφερόνη και νοραδρεναλίνη– και το αντίστροφο. Τα λεμφοκύτταρα φέρουν υποδοχείς για
διαφόρους νευρομεταβιβαστές και φαίνεται ότι το αυτόνομο ΝΣ είναι δυνατόν να προκαλεί
απ' ευθείας καταστολή της ανοσιακής λειτουργίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ Ν. (1983). Η σχέση ανάμεσα στο νευρικό, ενδοκρινικό, και ανοσολογικό σύστημα. Η έννοια του
"νευροενδοκρινοανοσολογικού άξονα". Αρχεία Ιατρικής Εταιρείας, 9:3, 281-291.
7. ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΩΡΟΛΟΓΙΑ
62
Πολλές βιολογικές διεργασίες είναι ρυθμικές καθώς υπόκεινται στον έλεγχο προσαρμοστικών
ομοιοστατικών μηχανισμών. Ρυθμικές σημαίνει ότι κινούνται μεταξύ δύο άκρων με την
πάροδο του χρόνου. Ο ωτορινολαρυγγολόγος Wilhelm Fliess στις αρχές του 20ού αιώνα
υποστήριξε ότι το εύρος της ζωής του ανθρώπου μπορεί να διαιρεθεί σε φάσεις των επτά
ετών, μια άποψη που ήταν ευρύτατα διαδεδομένη μεταξύ των ιατρών της αρχαιότητας.
Υποστήριξε ακόμη την ύπαρξη ρυθμικών φάσεων διάρκειας 23 και 28 ημερών για τον άνδρα
και τη γυναίκα, αντίστοιχα. Το όλο θέμα έλαβε μεγάλη δημοσιότητα αν και πολλοί θεωρούν
ότι η βιορυθμολογία δεν διαθέτει καμία επιστημονική βάση (Hines 1998).
Ωστόσο έχουν επισημανθεί και μελετηθεί δεκάδες βιολογικοί ρυθμοί στα ζώα και στον
άνθρωπο, άλλοι εγγενείς και άλλοι ελεγχόμενοι από το εξωτερικό περιβάλλον (ημέρα-νύχτα,
εποχές). Ο άνθρωπος έχει καθαρή και ισορροπημένη σχέση με τον φυσικό χρόνο, καθώς οι
φυσιολογικές λειτουργίες του εκδιπλώνονται σε αρμονία με την εκδίπλωση του κύκλου των
ημερήσιων, μηνιαίων και ετήσιων φυσικών φαινομένων. Αυτή η σχέση έχει ρυθμικό
χαρακτήρα και διατηρείται σε ομαλότητα μέσω των βιολογικών ωρολογίων που βρίσκονται
στον υποθάλαμο. Βασικοί συντελεστικοί παράγοντες των βιόρυθμων είναι οι βηματοδότες και
οι χρονοδότες. Οι βηματοδότες είναι νευρωνικοί μηχανισμοί που καθορίζουν τον ρυθμό, ενώ
οι χρονοδότες είναι εξωτερικά ερεθίσματα που προσδιορίζουν τον χρόνο έναρξης μιας
βηματοδοτικής λειτουργίας. Έχει μεγάλη σημασία για τη σωματική και ψυχική υγεία ο
συγχρονισμός κυρίως των σιρκαδιανών αλλά και των άλλων ρυθμών. Υπάρχουν ενδείξεις ότι
οι βιόρυθμοι μεταβάλλονται με την ηλικία. Για παράδειγμα ο ρυθμός έκκρισης μελατονίνης
στους ηλικιωμένους είναι σημαντικά διαφορετικός από τον αντίστοιχο ρυθμό στους νέους, με
την έννοια ότι στους ηλικιωμένους εκκρίνονται αξιοσημείωτα μικρότερες ποσότητες ορμόνης.
Υπάρχει επίσης διαφορά ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο εκκρίνονται οι μεγαλύτερες
ποσότητες. Οι ηλικιωμένοι καθυστερούν. Αυτό το φαινόμενο αποδίδεται όχι μόνο στη μείωση
της πρωτεϊνοσύνθεσης, αλλά και στη μείωση της ευαισθησίας των υποδοχέων του κωναρίου
και στη μείωση της επιφυσιακής σεροτονίνης, που είναι πρόδρομος ουσία της μελατονίνης.
Σιρκαδιανοί ρυθμοί (circadian). Η περίοδός τους είναι περίπου ίση με του εικοσιτετραώρου.
Αφορούν τους κύκλους θερμορύθμιση, έκκριση ορμονών, ύπνος-εγρήγορση, διάφορες
μεταβολικές διεργασίες, διάθεση για λήψη τροφής κ.λπ. Όλοι οι σιρκαδιανοί ρυθμοί
βρίσκονται μεταξύ τους σε στενή φασική σχέση, αν και επηρεάζονται διαφορετικά από τις
συνθήκες του περιβάλλοντος. Αν διαταραχθεί αυτή η σχέση, είναι δυνατόν να προκύψουν
δυσλειτουργικές καταστάσεις, που εκδηλώνονται κυρίως με αίσθημα κοπώσεως. Οι
σιρκαδιανοί ρυθμοί δεν πρέπει να θεωρούνται περιγραφικά απλώς περιοδικές διακυμάνσεις
των βιολογικών διεργασιών. Από ερμηνευτική άποψη θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως
κυκλική οργάνωση των βιολογικών λειτουργιών, μια προέκταση της ομοιόστασης που στόχος
της είναι η εξυπηρέτηση και μεγιστοποίηση της απόδοσης πρωταρχικών φυσιολογικών
λειτουργιών, καθώς και η διακοπή διεργασιών που δεν είναι πλέον απαραίτητες. Αυτή η
λειτουργία, που έχει ονομασθεί και προβλεπτική ομοιόσταση (predictive homeostasis)
(Wever 1979), προσανατολίζεται προς τον σκοπό της ελαχιστοποίησης της απώλειας
εσωτερικής ενέργειας που προκαλείται από τις τριβές μεταξύ εσωτερικών και
περιβαλλοντικών ρυθμών διευκολύνοντας τον συγχρονισμό τους.
Ο υπερχιασματικός πυρήνας του υποθαλάμου είναι το ανατομικό υπόστρωμα των
σιρκαδιανών ρυθμών. Είναι ιδιαίτερα πλούσιος σε συνδέσεις με άλλα κέντρα του
δρεπανοειδούς συστήματος, αλλά οι λειτουργίες του δεν έχουν με βεβαιότητα τεκμηριωθεί.
Μελέτες σε ζώα έδειξαν ότι διατομή της ψαλίδας ή βλάβες των πυρήνων της ραφής και του
διαφανούς διαφράγματος αμβλύνουν ή και εξαφανίζουν τους ορμονικούς βιόρυθμους,
πράγμα που υποδεικνύει την ύπαρξη βηματοδοτών σε αυτές τις εγκεφαλικές δομές. Η
συχνότητα των σιρκαδιανών ρυθμών καθορίζεται από δύο βηματοδότες, τον ισχυρό και τον
ασθενή. Ο ισχυρός βηματοδότης, η ανατομική θέση του οποίου δεν έχει προσδιορισθεί αλλά
υπάρχουν ενδείξεις ότι βρίσκεται στον ιππόκαμπο, ρυθμίζει τη θερμοκρασία του σώματος,
την έκκριση κορτιζόλης, την εμφάνιση του ύπνου REM. Ανθίσταται στους εξωτερικούς
χρονοδότες και αργεί να προσαρμοσθεί στις μεταβολές τους. Ο ασθενής βηματοδότης
63
ρυθμίζει τον κύκλο ύπνου και εγρήγορσης, καθώς και την νευροενδοκρινική δραστηριότητα
που συνδέεται με τον ύπνο. Επηρεάζεται εύκολα από εξωτερικούς χρονοδότες, όπως η
εναλλαγή φωτός-σκότους. Εντοπίζεται στον υπερχιασματικό πυρήνα και βρίσκεται σε
νευρωνική σύνδεση με τον αμφιβληστροειδή. Η σχέση μεταξύ των δύο βηματοδοτών είναι
ιεραρχική. Ο συντονισμός του ισχυρού βηματοδότη στην εναλλαγή ημέρας-νύχτας
επιτυγχάνεται μέσω του ασθενούς βηματοδότη. Μερικοί από τους βιόρυθμους που έχουν ώς
έναν βαθμό μελετηθεί είναι οι παρακάτω.
Ο βιόρυθμος ύπνος-εγρήγορση επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες πολύ πιο άμεσα
από ό,τι οι άλλοι βιόρυθμοι, και έτσι είναι δυνατόν να προσαρμοσθεί ταχύτερα σε ξαφνικές
και παροδικές αλλαγές του περιβάλλοντος (π.χ. αεροπορικά διαμεσημβρινά ταξίδια), με
αλλαγή του χρόνου επελεύσεως του ύπνου.
Ο βιόρυθμος της θερμοκρασίας του σώματος δεν έχει την προσαρμοστικότητα του
προηγουμένου. Η θερμοκρασία του σώματος είναι στα χαμηλότερα επίπεδά της κατά τις 6
π.μ., και στα υψηλότερα κατά τις 6 μ.μ.
Οι ορμόνες του υποθαλαμο-υποφυσεο-επινεφριδιακού άξονα εκκρίνονται κατά κύματα με
χαρακτηριστική σιρκαδιανή κυκλικότητα. Χαμηλά επίπεδα ανευρίσκονται κατά τις πρώτες
ώρες του ύπνου, φθάνουν στα χαμηλότερα επίπεδα κατά τις πρώτες μεταμεσονύκτιες
ώρες, ενώ αυξάνονται κατακόρυφα κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, με τις μεγαλύτερες
τιμές περίπου κατά την αφύπνιση.
Τα γλυκοκορτικοειδή προκαλούν ενεργοποίηση της δεκαρβοξυλάσης της ορνιθίνης (ODC),
ενζύμου που μειώνει τη βιοσύνθεση των πολυαμινών και μπορεί να θεωρηθεί σηματοδότης
του πολλαπλασιασμού των νευρικών κυττάρων στον εμβρυϊκό εγκέφαλο. Οι μεταβολές της
δραστηριότητας της ODC ακολουθούν τον ίδιο σιρκαδιανό ρυθμό με εκείνον των επιπέδων
των γλυκοκορτικοειδών στο πλάσμα.
Η έκκριση αδρεναλίνης από τον μυελό των επινεφριδίων είναι μεγαλύτερη κατά τις πρωινές
ώρες, με πιθανό αποτέλεσμα την πρόκληση της γνωστής πρωινής νευρικότητας αλλά και
την ευαλωσία σε αγγειακά επεισόδια. Τα εμφράγματα του μυοκαρδίου, όπως είναι γνωστό,
έχουν τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφανίσεως κατά τις πρώτες 1-3 ώρες μετά την πρωινή
αφύπνιση.
Η σεροτονινεργική δραστηριότητα στο ΚΝΣ αυξάνεται κατά τις μεσημβρινές ώρες.
Η παραγωγή ενδορφινών στο ΚΝΣ πέφτει στα χαμηλότερα επίπεδά της κατά τις
απογευματινές ώρες και αυξάνεται κατά το μεσονύκτιο παρασέρνοντας αναλόγως τον ουδό
αντοχής στο άλγος.
Οι νευροχημικές, νευροφαρμακολογικές και νευροφυσιολογικές ενδείξεις που ενισχύουν
την υπόθεση ότι στις συναισθηματικές διαταραχές εμπλέκεται ένα είδος δυσλειτουργίας σε
κάποιους σιρκαδιανούς ρυθμούς συνεχώς αυξάνονται (Healy 1987). Οι σιρκαδιανοί ρυθμοί
πολλών ορμονών είναι διαταραγμένοι κατά την κατάθλιψη (Malatino et al 1982). Κεφαλαλγίες
και εγκεφαλικά ισχαιμικά επεισόδια ίσως επηρεάζονται από τους ίδιους ή παρόμοιους
σιρκαδιανούς ρυθμούς (Τριανταφύλλου και συν 1993).
της νύχτας μπορεί να καταργηθεί με έκθεση του ατόμου σε περιόδους φωτός σε αυτό το
κρίσιμο σημείο του κύκλου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Α. και συν. (1993). Οι κιρκαδιανοί ρυθμοί στην ημικρανία και στο ισχαιμικό εγκεφαλικό
επεισόδιο. Μια τυχαία ομοιότητα ή κοινός παθογενετικός μηχανισμός; Κεφαλαλγία 1(4):145-149.
8. ΓΕΝΕΤΙΚΟ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑ
Κάθε βιολογικό είδος έχει χαρακτηριστικούς τύπους συμπεριφοράς που διαφέρουν ελαφρώς
από το ένα μέλος του είδους στο άλλο· αρκετές απλές ή πολύπλοκες συμπεριφορές σε
έντομα, πτηνά και θηλαστικά έχουν βάση γενετική, αν και δεν υπάρχουν περιπτώσεις στις
οποίες τα γονίδια να καθορίζουν κάποια συμπεριφορά χωρίς περιβαλλοντική επίδραση,
ακριβώς όπως δεν υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το περιβάλλον και μόνον να καθορίζει
κάποια συμπεριφορά χωρίς τη συμβολή του γενετικού υποστρώματος του οργανισμού. Ο
βαθμός αλληλεπίδρασης γενετικού υποστρώματος και περιβάλλοντος και της ξεχωριστής
συμβολής του καθενός ποικίλλει, αναλόγως του είδους του οργανισμού και του είδους της
συμπεριφοράς. Γενικώς, οργανισμοί με απλά νευρικά συστήματα, όπως τα έντομα, τείνουν
να βασίζονται σε γενετικά καθορισμένες συμπεριφορές περισσότερο από όσο οργανισμοί με
πολύπλοκα νευρικά συστήματα, όπως τα θηλαστικά. Συμπεριφορές που σχετίζονται άμεσα
με την επιβίωση (αποφυγή κινδύνου) και την αναπαραγωγικότητα (συνουσιακές
συμπεριφορές) και πρέπει να γίνουν σωστά από την πρώτη φορά, τείνουν να βρίσκονται
περισσότερο κάτω από γονοτυπική επίδραση.
Η άποψη ότι στον άνθρωπο υπάρχει κάποιο γενετικό υπόστρωμα που καθορίζει πολλές
συμπεριφορές, ψυχικές ιδιότητες, ικανότητες ή διαταραχές έχει υποστηριχθεί από πολλούς
μελετητές ήδη από τον προηγούμενο αιώνα. Ακόμη και σήμερα όμως, παρά τις τεράστιες
προόδους στη σχετική έρευνα, δεν υπάρχουν οριστικά συμπεράσματα ούτε είναι γνωστό αν
υπάρχει γενετικός έλεγχος σε συγκεκριμένες μονάδες συμπεριφοράς από τις οποίες
συντίθενται βασικοί τρόποι δράσης. Βέβαια, για πολλές ψυχικές λειτουργίες υπάρχουν
σοβαρές ενδείξεις κληρονομικής μεταβίβασης. Οι ομοιότητες στην εκδήλωση συναισθημάτων
και άλλων χαρακτηριστικών, όπως μαχητικότητα, δειλία, αιδημοσύνη, εύκολη απώλεια
ψυχραιμίας, ή τάση να αναστατώνεται κανείς εύκολα, αλλά και ψυχοφυσιολογικών
εκδηλώσεων, όπως αγωγιμότητα του δέρματος, σφυγμός, αναπνευστικός ρυθμός,
ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, είναι πολύ μεγαλύτερες μεταξύ μονοζυγωτικών διδύμων από ό,τι
μεταξύ διζυγωτικών. Πάντως πρέπει να τονισθεί ότι είναι μακρύς ο δρόμος που πρέπει να
διανυθεί ώστε ένα κωδικοποιημένο μήνυμα στο DNA να οδηγήσει στην εκδήλωση της
συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Και ακόμη δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι ο
γενετικός χαρακτήρας μιας συμπεριφοράς δεν αποκλείει τροποποιητικές επιδράσεις από το
περιβάλλον.
Το όλο ζήτημα της μελέτης της κληρονομικής μεταβίβασης ψυχικών ιδιοτήτων ή διαταραχών
τους είναι πολύπλοκο, διότι:
υπάρχουν γονίδια τα οποία μπορεί να συμμετέχουν στη διαμόρφωση πολλών
χαρακτηριστικών της συμπεριφοράς (πλειοτρόπα γονίδια), π.χ. στους άνδρες ο γενετικός
έλεγχος του ανατομικού υποστρώματος της όσφρησης, των κυττάρων του οσφρητικού
βολβού, και της παραγωγής τεστοστερόνης είναι κοινός και πραγματοποιείται από
γονίδιο ευρισκόμενο στο Χ χρωμόσωμα·
κάθε αρχέγονη συμπεριφορά διαμορφώνεται από τη συμβολή πολλών γονιδίων, τα
οποία βρίσκονται σε αλληλεπίδραση·
επειδή η έκφραση των γονιδίων ποικίλλει, μπορεί να παρατηρηθούν ποικίλες
φαινοτυπικές εκδηλώσεις. Το ίδιο γενετικό υπόστρωμα είναι δυνατόν να βρίσκεται στην
αφετηρία διαφορετικών ψυχοπαθολογικών καταστάσεων. Η υστερία μετατροπής έχει, για
παράδειγμα, μια τάση να εμφανίζεται σε περισσότερα του ενός θηλυκά μέλη μιας
οικογένειας, αλλά στους άνδρες αυτών των οικογενειών πολύ συχνά έχει επισημανθεί
αντικοινωνική συμπεριφορά (Guze et al 1986).
Για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι γενετικές μελέτες,
καθώς και άλλες μη ψυχαναλυτικές απόψεις για την αιτιοπαθογένεια των ψυχιατρικών
διαταραχών αλλά και της φυσιολογικής ψυχολογίας γνώρισαν την απόλυτη απαξίωση από
την επιστημονική κοινότητα, επειδή η αφετηρία τους υπήρξε σαφέστατα ναζιστική (Cocks
66
1985). Ας αναφερθεί εδώ ότι ο Ernst Rudin, ιδρυτής της ψυχιατρικής γενετικής, υπήρξε και
οργανωτής της Εταιρείας Φυλετικής Υγιεινής, που είχε ως στόχο τη στείρωση των
ψυχιατρικώς πασχόντων.
Οι μεταπολεμικές εξελίξεις της βιοχημείας και της μοριακής γενετικής οδήγησαν στην
ανακάλυψη συγκεκριμένων βιοχημικών ανεπαρκειών και σε μερικές περιπτώσεις και των
αντίστοιχων ειδικών γενετικών διαταραχών ενός ικανού αριθμού από τα λεγόμενα
εκφυλιστικά νοσήματα του ΚΝΣ αλλά και κλασικών ψυχιατρικών διαταραχών (Rutter and
Plomin 1997). Πρόοδοι στις λεγόμενες στρατηγικές ανάλυσης σύνδεσης (genetic linkage
strategies) και ανάλυσης μεταλλάξεων (mutation analysis) οδήγησαν στην ανακάλυψη
γονιδίων σχετιζόμενων με ψυχικές διαταραχές. Ωστόσο υπάρχουν και εργασίες που δεν
επιβεβαιώνουν τέτοια ευρήματα, πράγμα που δείχνει την ανάγκη προσεκτικότερης εκτίμησης
της ερευνητικής μεθοδολογίας στη γενετική μελέτη των ψυχιατρικών νόσων, διότι
υπεισέρχονται εξαιρετικά ρευστές και πολύπλοκες μεταβλητές όπως διαγνωστικές ασάφειες,
αδιευκρίνιστος τρόπος μεταβίβασης της νόσου, πολλαπλότητα και ετερογένεια στον τομέα
των αιτιολογικών παραγόντων κ.λπ. Σχιζοφρένεια, μανιοκαταθλιπτική ψύχωση, νόσος
Huntington, νόσος Pick, επιληψία, ένα ποσοστό ομοφυλοφιλίας, νευροϊνομάτωση,
υπερτελορισμός, οικογενής αμαυρωτική ιδιωτεία, φαινυλκετονουρία, γαργουλισμός (νόσος
του Hurler), ηπατοφακοειδής εκφύλιση, νόσος του Schilder, είναι μερικές από τις παθήσεις
που έχει υποστηριχθεί ότι βρίσκονται κάτω από γενετικό έλεγχο, και ενώ σε μερικές αυτό
είναι αναμφισβήτητο, σε άλλες η γονιδιακή εμπλοκή έχει μάλλον υπερτιμηθεί. Στο επίπεδο
της ψυχοπαθολογίας εκείνο που κληρονομείται πολλές φορές δεν είναι η νόσος αλλά η
προδιάθεση προς αυτήν, οπότε η ψυχική ιδιότητα ή η νόσος εκδηλώνονται όταν συντρέξουν
και εξωτερικές συνθήκες, πυροδότες.
Η σταθερή επανάληψη τρινουκλεοτιδίων σε μια περιοχή του DNA είναι μια μορφή
μετάλλαξης, η ονομαζόμενη εκτεινόμενη ή δυναμική μετάλλαξη, που συνδέθηκε με αρκετές
διαταραχές, όπως τη νόσο Huntington, το εύθραυστο Χ χρωμόσωμα, τη μυοτονική
δυστροφία κ.λπ. Η ασταθής φύση της εκτεινόμενης επανάληψης οδηγεί σε μοντέλα
κληρονομικότητας νόσων (σχιζοφρένεια; διπολική διαταραχή;) που δεν υπακούουν στους
νόμους της μενδελιανής γενετικής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
COCKS G. (1985). Psychotherapy in the third Reich: The Goring Institute. New York, Oxford University Press.
GUZE SB, CLONINGER CR, MARTIN RL, CLAYTON PJ. (1986). A follow-up and family study of Briquet’s syn-
drome. Brit. J. Psychiatry, 149:17-23.
RUTTER M, PLOMIN R. (1997). Opportunities for psychiatry from genetic findings. British Journal of Psychiatry.
171:209-219.
67
9. ΤΡΟΦΕΣ
Οι συμπεριφορές λήψης τροφής δεν εκδηλώνονται μόνο με σκοπό την κάλυψη ενεργειακών
αναγκών. Πολλές φορές οι άνθρωποι τρώνε όχι επειδή πεινάνε αλλά επειδή θέλουν να
ευχαριστηθούν. Μερικές τροφές καταναλώνονται ειδικά για να ανακουφίσουν από
δυσφορικές συναισθηματικές καταστάσεις και χρησιμοποιούνται κυριολεκτικά ως
θεραπευτικοί παράγοντες (Macdiarmid and Hetherington 1995). Έτσι η δυνατότητα της
τροφής να προκαλεί ευχαρίστηση δημιουργεί και τις προϋποθέσεις κατάχρησης και
εξάρτησης, όπως π.χ. συμβαίνει με τη σοκολάτα. Το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των
απαιτούμενων πρωτεϊνών του διαιτολογίου του ο άνθρωπος το παίρνει από το κρέας. Επειδή
η κατανάλωση κρέατος είχε στο παρελθόν θεωρηθεί πράξη κοινωνικής καταξίωσης και
ένδειξη οικονομικής ισχύος, η αλόγιστη χρήση του είχε ξεπεράσει κάθε μέτρο, όπως άλλωστε
συμβαίνει και σήμερα, παρά τις πολλές ενδείξεις ότι η βρώση του σχετίζεται με σοβαρές
ασθένειες. Πολλοί έχουν ισχυρισθεί, ίσως όχι αδίκως, ότι το κρέας δεν είναι φυσική τροφή για
τον άνθρωπο. Ο Ρουσσώ στον Αιμίλιο γράφει ότι οι μεγάλοι κρεατοφάγοι έχουν βάρβαρο και
σκληρό χαρακτήρα.
Τόσο η ποσότητα όσο και η ποιότητα των θρεπτικών ουσιών επιδρούν στη διαδικασία
ωρίμανσης και ακολούθως στη διαδικασία της λειτουργικότητας του ΚΝΣ, αφού
χρησιμοποιούνται ως δομικοί του λίθοι, ως πηγές ενέργειας και ως βασικά υλικά για τη
σύνθεση των νευρομεταβιβαστών. Ο βαθμός επίδρασης των τροφών στο ΚΝΣ και στις
ψυχικές λειτουργίες απασχολεί παλαιόθεν τους ιατρούς, αλλά μόνο προσφάτως ξεκίνησε
σοβαρή έρευνα του ζητήματος. Ειδικότερα η έρευνα αφορά το κατά πόσον η βρώση
ορισμένων τροφών προκαλεί μεταβολές της διάθεσης και του συναισθήματος. Η σχέση
μεταξύ συναισθήματος, διάθεσης και προσλαμβανόμενης τροφής είναι ένα πολύ δημοφιλές
θέμα, ωστόσο οι πραγματικά χρήσιμες τεκμηριωμένες γνώσεις είναι οπωσδήποτε πενιχρές.
Έχει υποστηριχθεί ότι κατά τη διάρκεια του τέλους της δευτέρας φάσεως του
εμμηνορρυσιακού κύκλου, ένα βραδινό δείπνο πλούσιο σε υδατάνθρακες βελτιώνει τη
διάθεση μειώνοντας τα καταθλιπτικά συναισθήματα, τη νευρικότητα και κατάπτωση αυτής της
προεμμηνορρυσιακής περιόδου, μέσα από διαδικασίες αυξήσεως της σεροτονινεργικής
δραστηριότητας. Υπάρχει σημαντική σχέση μεταξύ ορισμένων ψυχιατρικών διαταραχών,
ιδίως της σχιζοφρένειας, και της ευαισθησίας στη γλουτένη, ουσία που βρίσκεται στα
δημητριακά.
Λίπη. Τα λιπίδια είναι τα βασικά ανατομικά και λειτουργικά συστατικά (μεμβράνες και
μυελίνη) του εγκεφάλου. Η μεγάλη ποικιλία των λιπών της ανθρώπινης δίαιτας αποτελεί
εμπόδιο στην κατανόηση του ρόλου τους στην εγκεφαλική λειτουργία. Μεταβολές της
ισορροπίας των λιπιδίων του εγκεφάλου έχουν συσχετισθεί με ποικίλες ψυχιατρικές
διαταραχές. Τα 3-ωμέγα και 6-ωμέγα λιπαρά οξέα που βρίσκονται κυρίως σε ψάρια όπως η
σαρδέλα, το σκουμπρί και ο σολομός ενδέχεται να έχουν προληπτική ή και θεραπευτική
δράση σε ορισμένες ψυχιατρικές διαταραχές, κυρίως εκείνες του καταθλιπτικού φάσματος.
Μείωση της κατανάλωσης ζωικών λιπών έχει ευνοϊκή επίδραση στην πορεία πολλών
ψυχιατρικών διαταραχών. Τροφές πλούσιες σε ζωικά λίπη αναχαιτίζουν την παραγωγή
τεστοστερόνης, μειώνουν τα επίπεδά της και ενδεχομένως μειώνουν τη σεξουαλική διάθεση
και το σεξουαλικό ενδιαφέρον. Τα χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης μειώνουν τον κίνδυνο από
καρδιαγγειακή νόσο, αλλά βρέθηκε ότι αυξάνουν τον κίνδυνο θανάτου από αυτοκτονίες ή
ατυχήματα (Muldoon et al 2001), πιθανόν μέσα από διαδικασίες μείωσης της σεροτονίνης.
Πρωτεΐνες και αμινοξέα. Οι πρωτεΐνες είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για τον εγκέφαλο, αφού τα
τελικά προϊόντα της διάσπασής τους, τα αμινοξέα, είναι πρόδρομες ουσίες σχεδόν όλων των
νευρομεταβιβαστών και ποικίλων πεπτιδίων. Η δυσαπορρόφηση ορισμένων πρωτεϊνών
προερχόμενων από δημητριακά που ανήκουν στην οικογένεια της γλουτένης (γλουτενική
εντεροπάθεια) θεωρείται ότι εμπλέκεται στην αιτιοπαθογένεια ορισμένων ψυχωσικού τύπου
διαταραχών (Zioudrou and Klee 1979). Τα επίπεδα των αμινοξέων κυμαίνονται κατά τη
διάρκεια της ημέρας επηρεαζόμενα από ποικίλους σιρκαδιανούς βιόρυθμους.
Η τρυπτοφάνη είναι πρόδρομος ουσία της σεροτονίνης. Η δίαιτα με στόχο την
απίσχνανση είναι δυνατόν να μειώσει την τρυπτοφάνη, με αποτέλεσμα να
δυσχεραίνεται η σύνθεση της σεροτονίνης στον εγκέφαλο. Οι γυναίκες είναι
περισσότερο ευάλωτες σε αυτό. Φαίνεται ότι η τρυπτοφάνη του πλάσματος είναι
μειωμένη σε πάσχοντες από μελαγχολία, ιδιαίτερα σε γυναίκες που παρουσιάζουν
απώλεια βάρους. Αυτό ίσως οφείλεται στην υπερέκκριση κορτιζόλης κατά την
κατάθλιψη, όπως και στην απώλεια βάρους. Έχει επισημανθεί η ύπαρξη ενός
σιρκαδιανού ρυθμού στα επίπεδα τρυπτοφάνης στο πλάσμα αίματος. Στους
φυσιολογικούς είναι υψηλότερα κατά τη νύχτα, ενώ σε καταθλιπτικούς ασθενείς ήσαν
υψηλότερα κατά τις ώρες της ημέρας (Malatino et al 1982).
Η τυροσίνη, που προέρχεται είτε από τις τροφές είτε από τη φαινυλαλανίνη, είναι
πρόδρομος ουσία των κατεχολαμινών ντοπαμίνη και νοραδρεναλίνη.
Η χολίνη βρίσκεται κυρίως στη λεκιθίνη, και από αυτήν συντίθεται η ακετυλχολίνη.
Δίαιτα πλούσια σε λεκιθίνη διευκολύνει στην απομνημόνευση. Μεγάλες ποσότητες
χολίνης στη διατροφή είχαν θετικές επιπτώσεις σε πάσχοντες από όψιμη δυσκινησία.
κατάθλιψη, διαταραχές της μνήμης, ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις φθάνει μέχρι το οξύ
ψυχωτικό επεισόδιο.
Βανάδιο. Ενεργοποιεί ορισμένες αλλοϋπεροξειδάσες, ιδιαιτέρως την υπεροξειδάση του
θυρεοειδούς και έτσι έχει κάποια σχέση με τις διαταραχές των θυρεοειδικών λειτουργιών.
Βόριο. Επηρεάζει τον σχηματισμό του δραστικού ή του υδροξυλιωμένου παραγώγου
ορισμένων τύπων στερινοειδών ορμονών, όπως η 17β-οιστραδιόλη και η τεστοστερόνη.
Μαγνήσιο. Η υπομαγνησαιμία έχει ενοχοποιηθεί για συμπτώματα όπως μυϊκή αδυναμία,
ανησυχία, μείωση της συγκέντρωσης, της προσοχής και της μνήμης. Έχει προταθεί η
χορήγηση μαγνησίου ως σταθεροποιητικού του συναισθήματος στις ταχύσυρτες
μανιοκαταθλίψεις. Η συχνότητα της υπομαγνησαιμίας στις πάσχουσες από ψυχογενή
ανορεξία ή ψυχογενή βουλιμία είναι μεγάλη, άνω του 25%, και έχει προταθεί η θεραπευτική
της χορήγηση σε αυτές τις ασθενείς (Hall et al 1988).
Νικέλιο. Εμπλέκεται στον μεταβολισμό της βιταμίνης Β12.
Σίδηρος. Ανεπάρκεια σιδήρου στα παιδιά έχει συσχετισθεί με επιδείνωση των διανοητικών
δυνατοτήτων, μείωση της προσοχής και της μαθησιακής δυνατότητας, απάθεια και
ψυχοκινητική αναστολή, ευερεθιστότητα, εύκολη κόπωση, πίκα (Conde et al 1993).
Μεταβολές στα αποθέματα σιδήρου έχουν παρατηρηθεί σε νευρολογικές παθήσεις όπως
νόσος Huntington, νόσος Parkinson, σκλήρυνση κατά πλάκας. Πτώση των επιπέδων της
τρανσφερρίνης, που σχετίζεται με τη δυνατότητα συνδέσεως του αργιλίου, έχει
παρατηρηθεί σε πάσχοντες από νόσο Alzheimer (Youdim 1988, Farrar and Altmann 1990),
και κάποιοι μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι η νόσος Alzheimer μπορεί να προκαλείται από
μια πρωτογενή διαταραχή στον μεταβολισμό του σιδήρου (Hallgren and Sourander 1960).
Σελήνιο. Σε συνδυασμό με τη βιταμίνη Ε φαίνεται ότι ασκεί ισχυρή αντιοξειδωτική δράση.
Χρώμιο. Οι ανάγκες σε χρώμιο μεταβάλλονται κατά τις διαταραχές του μεταβολισμού των
υδατανθράκων, κατά την άθληση, καθώς και σε λοιμώξεις και σε ακραίες θερμοκρασιακές
συνθήκες του περιβάλλοντος.
Χαλκός. Είναι βασικό χημικό συστατικό σε δεκάδες ένζυμα, μεταξύ των οποίων η
μονοαμινοξειδάση και η β-υδροξυλάση της ντοπαμίνης.
Ψευδάργυρος. Συμμετέχει στη βιοσύνθεση DNA, RNA και ποικίλων πρωτεϊνών κατά την
ανάπτυξη του εγκεφάλου. Συμβάλλει στην ανοσοποιητική λειτουργία, στη λειτουργία της
γεύσης και της όσφρησης, στη δράση της ινσουλίνης. Μεγάλες συγκεντρώσεις
ψευδαργύρου έχουν ανιχνευθεί στον ιππόκαμπο και στην χορειοηδή στιβάδα του
αμφιβληστροειδούς. Ανεπάρκεια ψευδαργύρου κατά την παιδική ηλικία σχετίζεται με
μαθησιακές δυσκολίες (Pfeiffer and Braveman 1982).
Το νερό. Η συσχέτιση της διαταραχής της ισορροπίας του νερού με ψυχικές διαταραχές έχει
αναγνωρισθεί εδώ και πολλές δεκαετίες, όταν ο Hoskins και οι συνεργάτες του (Hoskins
1933, Hoskins and Sleeper 1933) παρατήρησαν ότι σχιζοφρενείς ασθενείς απέβαλλαν
μεγάλες ποσότητες ούρων, χωρίς να υπάρχουν νεφρικές διαταραχές, επειδή κατανάλωναν
μεγάλες ποσότητες ύδατος. Αργότερα οι Barlow και de Wardener (1959) περιέγραψαν έναν
παρόμοιο συνδυασμό πολυδιψίας και πολυουρίας σε πάσχοντες και από άλλες ψυχιατρικές
διαταραχές, ωστόσο το φαινόμενο παρατηρείται κυρίως στους σχιζοφρενείς. Η κατανάλωση
μεγάλων ποσοτήτων ύδατος είναι δυνατόν να προκαλέσει τοξικά φαινόμενα (δηλητηρίαση δι’
ύδατος) με χαρακτηριστικά συμπτώματα: κακουχία, ανησυχία, ναυτία και έμετο, τρόμο,
αταξία, σπασμούς, κώμα και θάνατο (Vieweg et al. 1984).
Ο υποσιτισμός κατά την πρώτη παιδική ηλικία μπορεί να βρίσκεται στην αφετηρία
ανάπτυξης διανοητικής καθυστερήσεως. Η παρατεταμένη στέρηση τροφής έγινε
υποχρεωτικό αντικείμενο μελέτης κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Ελλάδα η
Μεγάλη Πείνα του 1941-42 κατά την Κατοχή προκάλεσε εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους
(Καλογήρου 1942, Πετσετάκης 1945, Σκούρας και συν. 1946). Η θνησιμότητα των παιδιών,
παράλληλα με εκείνη των ενηλίκων, δεν αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της πείνας αλλά
αργότερα, προς το τέλος του λιμού. Τη μεγαλύτερη θνησιμότητα παρουσίασαν οι άνδρες
οικογενειάρχες, που έπρεπε να θυσιαστούν για να φροντίσουν τους άλλους, ακολούθησαν οι
γυναίκες, οι γέροι και τελευταία τα παιδιά. Κατά τα προχωρημένα στάδια της πείνας
71
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ (1942). Τις η έκτασις και ποία τα αποτελέσματα του επικρατούντος υπό τας παρούσας συνθήκας
υποσιτισμού. Ιατρική Εταιρεία Αθηνών.
ΠΕΤΣΕΤΑΚΗΣ (1943). Στατιστική μελέτη των περιπτώσεων τροφοπενίας και θνητότητος κατά τον λιμόν της
Ελλάδος από Οκτώβριον 1941 μέχρι Δεκέμβριον 1942. Β! Παθολογική Κλινική.
ΣΚΟΥΡΑΣ Φ. (1942). Το Άγχος και αι Πολεμικαί Ψυχώσεις. Αθήναι.
ΣΚΟΥΡΑΣ Φ, ΧΑΤΖΗΔΗΜΟΣ Α, ΚΑΛΟΥΤΣΗΣ Α, ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ. (1946). Η ψυχοπαθολογία της πείνας,
του φόβου και του άγχους. εκδ. Οδυσσέας/Τρίαψις Λόγος, Αθήνα 1991.
BARLOW ED, de WARDENER HE. (1959). Compulsive water drinking. Q. J. Med. 28:235-258.
CONDE LV, dela CANTARA JJ, BLANCO LM, LOPEZ G. (1993). Iron metabolism in psychiatry: Changes relat-
ed to old age. Eur. J. Psychiatr. 7(1):50-58.
FAFOUTI M et al (2002). Mood disorder with mixed features due to vitamin B12 and folate deficiency. General
Hospital Psychiatry 24:106-109.
FARRAR G, ALTMANN P, et al. (1990). Defective gallium-transferrin binding in Alzheimer disease and Down
syndrome: possible mechanism for accumulation of aluminium brain. Lancet, 335:747-750.
FERNSTON JD, WURTMAN RJ. (1971). Brain serotonin content: Increase following ingestion of carbohydrate
diet. Science, 174:1023-25.
HALL RC et al (1988). Hypomagnesemia in patients with eating disorders. Psychosomatics 3:264-272.
HALLGREN B, SOURANDER P. (1960). The nonhaemin iron in the cerebral cortex in Alzheimer’s disease. J
Neurochem 5:307-310.
HOSKINS RG, SLEEPER FH. (1933). Organic functions of schizophrenia. Arch. Neurol. Psychiatry 30:123-140.
HOSKINS RG. (1933). Schizophrenia from the physiological point of view. Ann. Intern. Med. 7:445-456.
JACOBSON RR, ACKER CF, LISHMAN WA. (1991). Patterns of neuropsychological deficit in alcoholic Korsa-
koff's syndrome. Psychol. Med. 20:321-34.
LEVANDER OA. (1986). Trace elements in Human and Animal Nutrition. Academic Press, Orlando, F.L.
MACDIARMID JI, HETHERINGTON MM. (1995). Mood modulation by food: an exploration of affect and cravings
in “chocolate addicts”. Br J Clin Psychol 34:129-138.
MALATINO LS, et al. (1982). Circadian rhythm of plasma tryptophan in clinically healthy subjects and patients
with endogenous depression. Chronobiologia. 9(1):13-20.
MULDOON MF, et al (2001). Cholesterol reduction and non-illness mortality: meta-analysis of randomized clinical
trials. BMJ 322(7277):11-15.
PAULING L. (1968). Orthomolecular psychiatry. Science, 160:265.
PFEIFFER CC, BRAVEMAN ER. (1982). Zinc, the Brain and Behavior. Biological Psychiatry 17(4):513-532.
REYNOLDS EH, CARNEY MP, TOONE BK. (1984). Methylation and mood. Lancet 2:196-8.
STUMPF WE, PRIVETTE TH. (1989). Light, vitamin D and psychiatry. Role of 1,25 dihydro xyvitamin D3 (soltriol)
in etiology and therapy of seasonal effective disorder and other mental processes. Psychopharmacology 97:285-
294.
VIEWEG V, ROWE W, DAVID J, SPRADLIN W. (1984). Hyposthenuria as a marker for self-induced water intoxi-
cation and schizophrenic disorders. Am J Psychiatry. 141(10):1258-60.
YOUDIM M. (1988). Iron in the brain: Implications for Parkinson’s and Alzheimer’s diseases. Mount Sinai J. of
Med., 55:97-101.
ZIOUDROU C, KLEE WA. (1979). Possible roles of peptides derived from food proteins in brain function. In: Nu-
trition and Brain Vol. 4, edited by RJ WURTMAN and JJ Wurtman, Raven Press NY.
72
Το φυσικό αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον είναι δυνατόν να επιδρούν τόσο στις νοηματικές
όσο και στις συμπεριφορικές διεργασίες κατά τρόπο προβλέψιμο ακόμη και στις πιο
διαφορετικές κουλτούρες. Φυσιολογικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές αντιδράσεις
δρουν ως μεσολαβητικοί παράγοντες μεταξύ προσώπου και περιβάλλοντος. Ωστόσο άμεσες
σχέσεις του τύπου αιτίας και αποτελέσματος μεταξύ φυσικού περιβάλλοντος και ψυχολογίας
ή ψυχοπαθολογίας είναι δύσκολο να βρεθούν (με εξαίρεση τις στερητικές, τοξικές και
λοιμώδεις επιδράσεις), ενώ στην περίπτωση του κοινωνικού περιβάλλοντος η δυσκολία είναι
ακόμη μεγαλύτερη. Και αυτό διότι το αντικειμενικό περιβάλλον και το περιβάλλον όπως
προσλαμβάνεται από το άτομο συνήθως δεν ταυτίζονται.
Κάθε πληθυσμός περιλαμβάνει μια ευάλωτη ομάδα προσώπων που έχουν μεγαλύτερη ροπή
στην ανάπτυξη νόσου, σωματικής ή ψυχικής, και παραλλήλως έχουν την τάση να
διαμαρτύρονται για το περιβάλλον τους, όποιο και αν είναι αυτό, το οποίο κυρίως
ενοχοποιούν για τη φτωχή τους υγεία. Περιβαλλοντικοί παράγοντες διαδραματίζουν
καθοριστικό ρόλο σε όλες τις μορφές δυσπροσαρμοστίας, αλλά ο τρόπος δράσης τους σε
πολύ μεγάλο βαθμό παραμένει άγνωστος. Δεν έχει δοθεί απάντηση στο ερώτημα τι είναι
πραγματικά αυτό που προδιαθέτει στην ανάπτυξη δυσπροσαρμοστικών διαταραχών και
πολύ λίγα είναι γνωστά γύρω από τους ψυχολογικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς που
εμπλέκονται σε αυτές τις διαταραχές.
ποικιλομορφίας δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς ως προς τις επιπτώσεις τους στην ψυχική
υγεία.
Αστρικές επιδράσεις. Η πίστη στην επίδραση των άστρων, της σελήνης και των
πλανητικών φάσεων στην ανθρώπινη υγεία και συμπεριφορά έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία
και, παρά τον σύγχρονο σκεπτικισμό λόγω έλλειψης επαρκούς επιστημονικής τεκμηρίωσης,
διατηρεί την έλξη της και μια κάποια ιατρική γοητεία. Ορισμένες μελέτες έδειξαν αύξηση της
ανώμαλης συμπεριφοράς κατά την πανσέληνο, αύξηση που αποδόθηκε σε γεωμαγνητικές
μεταβολές που παρατηρούνται μεταξύ δύο σεληνιακών φάσεων, άλλες μελέτες όμως (Wil-
kinson et al 1997) δεν επιβεβαίωσαν τις απόψεις για την αύξηση της ψυχοπαθολογίας σε
σχέση με τις σεληνιακές φάσεις.
Γεωγραφική περιοχή και κλίμα. Ο άνθρωπος είναι εγκατεστημένος προς τα επάνω μέχρι
το όριο των δένδρων (θεραπευτήρια και σανατόρια στις Άλπεις). Πάνω και κάτω από το όριο
των δένδρων, στους τροπικούς, η απόδοση πέφτει, παρά το ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι ο
άνθρωπος είναι φτιαγμένος να ζει και σε τροπικό κλίμα. Ο Esquirol έγραφε (1837) ότι δεν
είναι τα θερμά κλίματα εκείνα που ευθύνονται για τις ψυχικές διαταραχές, αλλά μάλλον τα
εύκρατα, κυρίως εκείνα στα οποία η θερμοκρασία είναι ψυχρή και υγρή ή θερμή και υγρή.
Με τις σημερινές τεχνολογικές ευκολίες ο άνθρωπος πρακτικά μπορεί να ζήσει σε όλα τα
κλίματα. Εκατομμύρια άνθρωποι κάθε χρόνο ταξιδεύουν, διανύοντας μέσα σε διάστημα
λίγων ωρών τεράστιες αποστάσεις, εκτιθέμενοι σε μεγάλες κλιματικές μεταβολές, χωρίς να
έχουν εντοπιστεί ιδιαίτερες επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία.
Εποχές του έτους. Σημαντικές περιοδικότητες όσον αφορά το αίσθημα της ευεξίας, της
συναισθηματικής διάθεσης, της πρόσληψης τροφής, του ύπνου, αλλά και συμπτωμάτων
όπως το άγχος ή η κατάθλιψη έχουν επισημανθεί σε σχέση με τις εποχές του χρόνου
(Kramer 1982). Έχουν αναφερθεί ποικίλες εποχιακές ψυχιατρικές διαταραχές, όπως
χειμερινή κατάθλιψη, θερινή υπομανία, εποχιακές μεταβολές των διαταραχών πρόσληψης
τροφής (ψυχογενής ανορεξία, ψυχογενής βουλιμία), απόπειρες αυτοκτονίας και αυτοκτονίες
(Bazas et al 1979, Frangos et al 1980). Φαίνεται ότι η ημερήσια φωτοπερίοδος είναι ο
παράγοντας που σχετίζεται δυναμικότερα με αυτές τις διαταραχές. Σε νεκροτομικές μελέτες
εγκεφάλων ατόμων που πέθαναν σε διάφορες εποχές του έτους από μη νευροψυχιατρικές
αιτίες παρατηρήθηκε μια κάθετη πτώση της σεροτονίνης του υποθαλάμου από το
φθινόπωρο προς τον χειμώνα (Carlsson et al 1980). Μεγάλη αύξηση των εισαγωγών για
διπολική διαταραχή (μανία) και σχιζοφρένεια, αλλά όχι για νευρωσικές διαταραχές ή
διαταραχές της προσωπικότητας, έχει παρατηρηθεί κατά τους θερινούς μήνες σε καλά
οργανωμένες μελέτες (Takei et al 1992) ενώ τα συμπτώματα άγχους, σωματοποίησης και
κατάθλιψης αυξήθηκαν κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες σε γυναικείους
πληθυσμούς (Schlager et al 1993).
Εποχιακές διαφορές τόσο ως προς την έναρξη της νόσου όσο και ως προς την
ημερομηνία γέννησης έχουν συζητηθεί μέσα στο πλαίσιο της αιτιοπαθογένειας της
σχιζοφρένειας και άλλων διαταραχών, όπως οι μαθησιακές διαταραχές, η διανοητική
καθυστέρηση και το σύνδρομο Down. Οι σχιζοφρενείς ασθενείς είναι πιο πιθανόν να έχουν
γεννηθεί κατά τους χειμερινούς μήνες (Ιανουάριος-Φεβρουάριος), ενώ η έναρξη της νόσου
είναι πιθανό να συμβεί κατά τους πρώτους θερινούς μήνες. Παρόμοια στοιχεία έχουν βρεθεί
και για τη μανιοκαταθλιπτική νόσο (Dalen 1975, Hove and Walter 1978). Αυτές οι τάσεις
παρακολουθούν τις εποχές στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Ποικίλοι, σχετιζόμενοι με τις
εποχές, παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί, όπως ο ρόλος της θερμοκρασίας του
περιβάλλοντος κατά τις πρώτες εβδομάδες μετά τη σύλληψη, διαιτολογικοί παράγοντες (π.χ.
φυσική έλλειψη βιταμίνης C περί το τέλος της ανοίξεως), ιογενείς λοιμώξεις αμέσως μετά τη
γέννηση, κ.λπ. Υπάρχουν ενδείξεις επιδείνωσης της σπερματογένεσης κατά τους θερινούς
μήνες.
βοηθά στη θεραπεία της εποχιακής κατάθλιψης, ενώ το φως βοηθάει. Στον πληθυσμό των
επιληπτικών ένα ποσοστό περίπου 5% είναι ευαίσθητο σε διακοπτόμενα φωτεινά ερεθίσματα
που προκαλούνται από τις αναλαμπές του ηλιακού φωτός, την τηλεόραση, τις φωτορυθμικές
διαφημίσεις, τα ριγωτά αντικείμενα, τις γρίλιες των παραθύρων κ.λπ., τα οποία πυροδοτούν
επιληπτικές κρίσεις, που ευνοούνται από την έλλειψη ύπνου. Φως προσλαμβανόμενο από
τον οφθαλμό τροποποιεί την ανοσοποιητική λειτουργία.
Το έδαφος. Τα ελώδη και υγρά εδάφη, αναφέρεται ήδη από τον Ιπποκράτη, καθιστούν
νωθρό το πνεύμα και ασθενικόν τον οργανισμό, ενώ το ξηρό έδαφος δυναμώνει το σώμα και
καθιστά ταχεία την αντιληπτικότητα.
Xώρος. Στις ανθρώπινες κοινωνίες οι άνθρωποι μοιράζονται μεταξύ τους τον χώρο και για
να γίνει αυτό έχουν αναπτυχθεί πολύπλοκα κοινωνικά συστήματα. Ο αλληλοσυσχετισμός
παρατηρήσεων και θεωριών γύρω από την ανθρώπινη χρήση του χώρου (Hall 1968) οδηγεί
σε ευρήματα όπως ότι το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο επιτελούνται οι
ψυχικές διεργασίες και αναπτύσσεται η συμπεριφορά μεταβιβάζεται όχι μόνο μέσω της
γλώσσας αλλά και μέσω κωδικοποιημένων στοιχείων από τη χρήση του χώρου, τα οποία
ποικίλλουν από άτομο σε άτομο και από κουλτούρα σε κουλτούρα. Από ψυχαναλυτική
άποψη υποστηρίζεται ότι δυσκολίες προσανατολισμού στον χώρο και προβλήματα
σχετιζόμενα με τα όρια και τη θέση του σώματος ίσως αντανακλούν πτωχή εξέλιξη του
αισθήματος παραχώρησης χώρου από τη μητέρα κατά τη βρεφική ηλικία (Meloche 1988).
Εδαφική κυριαρχικότητα. Πολλά ζώα υπερασπίζονται την περιοχή τους, την οποία οι
φυσιοδίφες έχουν ονομάσει εδαφική επικράτεια (territory). Το φαινόμενο συναντάται
ευρύτατα στο ζωικό βασίλειο. Ο Wynne-Edwards (1962) πιστεύει ότι τα ζώα που
υπερασπίζονται μία επικράτεια αγωνίζονται μάλλον για ένα συμβολικό έπαθλο παρά για
ουσιαστικό κέρδος (π.χ. τροφή). Σε πολλές περιπτώσεις τα θηλυκά δεν ζευγαρώνουν με
αρσενικά που δεν έχουν δική τους επικράτεια. Συχνά το θηλυκό που ο σύντροφός του
νικήθηκε και η επικράτειά του κατακτήθηκε, προσφέρεται με προθυμία στον νικητή. Ακόμη
και σε εμφανώς πιστά μονογαμικά είδη, το θηλυκό συνδέεται στενά μάλλον με την επικράτεια
του αρσενικού παρά με το ίδιο.
Ως εδαφική κυριαρχικότητα (territoriality) έχει ορισθεί η πραγματική ή ψυχολογική
δόμηση ενός στατικού χώρου για τον οποίο το άτομο έχει αισθήματα κατοχής. Η έννοια της
εδαφικής κυριαρχικότητας είναι γνωστή από μελέτες σε ζώα αλλά η σημασία της για τους
ανθρώπους παραμένει ασαφής, όπως εξάλλου και το πρόβλημα της ανάγκης του
προσωπικού χώρου. Το θέμα αυτό στους ανθρώπους αφορά ζητήματα σχετικά με τις έννοιες
της ιδιαιτερότητας του χώρου, του συνωστισμού, της πυκνότητας του πληθυσμού και του
υπερπληθυσμού, τα οποία αλληλοσυσχετίζονται και συνήθως συγχέονται μεταξύ τους.
Πολλοί έχουν δει την εδαφική κυριαρχικότητα στους ανθρώπους σαν ένα πρωτόγονο
σύστημα εξουσίας. Σε περιπτώσεις που δεν ισχύουν ή δεν εφαρμόζονται φυσιολογικοί
κοινωνικοί περιορισμοί οι άνθρωποι τείνουν να εκπίπτουν στην εδαφική κυριαρχικότητα και
76
Προσωπικός χώρος. Ως προσωπικός χώρος έχει οριστεί μια νοητή περιοχή που περιβάλλει
το σώμα. Έχει επίσης ονομασθεί «προστατευτική ζώνη του σώματος». Κάθε απόπειρα
σφετερισμού αυτής της ζώνης θεωρείται απειλητική ενέργεια, και ως εκ τούτου πυροδοτεί
άγχος στον απειλούμενο και εκλύει εκ μέρους του αμυντική συμπεριφορά. Η μελέτη αυτής
της ζώνης έδειξε ότι οι άνθρωποι τείνουν και επιδιώκουν να διατηρούν μεταξύ τους μια
απόσταση, η οποία ποικίλλει. Η έκτασή της είναι καθαρά υποκειμενική και καθορίζεται από
τα προσωπικά χαρακτηριστικά, την κουλτούρα και την πιθανή ψυχοπαθολογία του ατόμου.
Οι σχιζοφρενείς, συγκριτικά με τους φυσιολογικούς, βάζουν μεγαλύτερες αποστάσεις
ανάμεσα σε αυτούς και τους άλλους, οι ενδοστρεφείς μεγαλύτερες από τους εξωστρεφείς, και
οι βίαιοι φυλακισμένοι μεγαλύτερες από τους μη βίαιους. Αυτά τα φαινόμενα ίσως εξηγούνται
με βάση την εγρήγορση. Οι ενδοστρεφείς, π.χ., αλλά και οι σχιζοφρενείς, υπερφορτώνονται
σε χαμηλότερα επίπεδα αισθητηριακής πρόσληψης. Έτσι με την αύξηση της προστατευτικής
ζώνης η εγκεφαλική επαγρύπνηση θα μπορούσε να κρατηθεί μέσα σε διευθετήσιμα όρια.
Αυτή η υπόθεση όμως δεν έχει ακόμη διερευνηθεί πλήρως από νευροφυσιολογική σκοπιά.
Σε σχετική μελέτη που έγινε στον υπόγειο σιδηρόδρομο της Νέας Υόρκης, βρέθηκε ότι η
συμπεριφορά των επιβατών επηρεάζεται από τη διασπορά τους στο μέσο μεταφοράς. Στις
ώρες αιχμής τα καθίσματα, που επιτρέπουν τον φυσικό διαχωρισμό του ενός επιβάτη από
τον άλλον, ήσαν πιασμένα, οπότε η σωματική επαφή μεταξύ ξένων ήταν αναπόφευκτη. Έτσι
σε αυτήν την περίπτωση η εδαφική άμυνα καθίσταται σε μεγάλο βαθμό ψυχολογική, που
εκδηλώνεται με αποφυγή της βλεμματικής επικοινωνίας, αγνόηση του ενός από τον άλλον
και φαινομενική αδιαφορία για τον σφετερισμό του προσωπικού χώρου. Ωστόσο, παρά τον
συνωστισμό η συμπεριφορά παραμένει ρυθμισμένη και προβλέψιμη, πράγμα που δείχνει την
προσαρμογή πολλών βιολογικών και ψυχολογικών τάσεων σε ένα τόσο αφύσικο
περιβάλλον. Όταν υπάρχει δυνατότητα επιλογής, κατά τις ώρες της χαμηλής κυκλοφορίας, οι
επιβάτες τείνουν να κάθονται όσο πιο μακριά γίνεται ο ένας από τον άλλον, πράγμα που
μειώνει στο ελάχιστο τις «συνοριακές συγκρούσεις» και ικανοποιεί την ανάγκη συνεχούς
αποφυγής της επαφής με ξένους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΥ ΑΦ. (1928). Υγιεινή του περιβάλλοντος εις τους αρχαίους Έλληνας. Ιατρική Πρόοδος, 288-333.
ΤΣΙΚΛΑΚΟΣ ΧΜ. (2001). Ιατρική Βιομετεωρολογία. Ι. Η επίδραση των μετεωρολογικών μεταβολών (καιρού) στο
άλγος. ΙΙ. Επίδραση του καιρού ή της εποχής σε νοσήματα της Γενικής Παθολογίας και Ψυχιατρικής. Ελλην
Νευροχειρουργ 8:23-42.
ANDERSON CA. (1989). Temperature and aggression: ubiquitus effects of heat on occurrence of human vio-
lence. Psychological Bulletin 106(1):74-96.
BAZAS T, JEMOS J, STEPHANIS K, TRICHOPOULOS D. (1979). Incidence and seasonal variation of suicide
mortality in Greece. Compr Psychiatry 20:15-20.
CARLSSON A, SVENNERHOLM L, WINBLAD B. (1980). Seasonal and circadian monoamine variations in hu-
man brains examined post-mortem. Acta Psychiatr Scand (Suppl 280):75-85.
CHRISTIAN JJ. (1961). The potential role of the adrenal cortex as affected by social rank and population density
on experimental epidemics. Amer. J. Epidemiol. 87:255
DALEN P. (1975). Season of Birth: A Study of Schizophrenia and other Mental Disorders Amsterdam: North-
Holland.
78
DEISENHAMMER EA, KEMMLER G, PARSON P. (2003). Association of meteorological factors with suicide.
Acta Psychiatr Scand 108:455-459.
ESQUIROL JED. (1837). Des Maladies Mentales Considerees sous le Rapports Medical, Hygienique et Medi-
colegal.
FRANGOS A, ATHANASSENAS G, et al (1980). Seasonality of the episodes of recurrent affective psychoses:
Possible prophylactic interventions. J Affective Disorders 2:239-247.
KAY RW. (1994). Geomagnetic storms: Association with incidence of depression as measured by hospital admis-
sion. Br J Psychiatry 164:403-409.
MELOCHE M. (1988). Body-limits, time and space in psychosomatic organization.
SCHLAGER D, SCHWARTS EJ, BROMET EJ. (1993). Seasonal variations of current symptoms in a healthy
population. Br J Psychiatry 163:322-326.
TAKEI N, et al (1992). Seasonability of amdmissions in the psychoses: effect of diagnosis, sex, and age at onset.
Br J Psychiat 161:506-511.
WILKINSON G, et al (1997). Lunar cycle and consultation for anxiety and depression in general practice. Int J
Soc Psychiatry 43(1):29-34.
WYNNE-EDWARDS VC. (1962). Animal dispersion in relation to social behaviour. Oliver and Boyd. Edinburg.
Το δομημένο περιβάλλον δεν περιλαμβάνει μόνο την πόλη και την κατοικία, που είναι
πράγματι θεμελιώδη κατασκευασμένα στοιχεία στη ζωή του ανθρώπου, αλλά και άλλους
παράγοντες, όπως τα ψυχαγωγικά περιβάλλοντα (θέατρα, κινηματογράφοι, εστιατόρια,
πλαζ), τα θεραπευτικά περιβάλλοντα (νοσοκομεία, κέντρα υγείας, ιατρεία) και τα στερητικά
περιβάλλοντα (εργασιακός χώρος, ιδρύματα, φυλακές).
(Μιχελής 1965). Έτσι η σύγχρονη αρχιτεκτονική αποκάλυψε εντέλει την αδιαφορία της για τις
πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες και επιβεβαίωσε την κριτική που της έχει ασκηθεί, ότι
δηλαδή στόχος της δεν είναι η βελτίωση της ανθρώπινης ζωής αλλά μάλλον η αναζήτηση
κατάφωρα ιδεολογικών και εξεζητημένων στιλιστικών εκφράσεων. Εννοείται βέβαια ότι οι
αρχιτέκτονες δεν είναι οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι γι’ αυτήν την καταστροφή. Δημοτικοί
άρχοντες, πολιτικοί ηγήτορες, εργολάβοι και κατασκευαστές είναι παράγοντες του συνολικού
μηχανισμού που επέφερε την πλήρη μετάλλαξη του δομημένου περιβάλλοντος στο σύνολο
σχεδόν του πλανήτη.
Ένας σχετικός με το παραπάνω παράγοντας, και μάλιστα όχι μόνο σε περιοχές με υψηλά
ποσοστά κοινής εγκληματικότητας, είναι το αυξημένο αίσθημα φυσικής και συναισθηματικής
ευαλωσίας. Οι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων, μέσα από μια φαντασίωση «καθαρότητας»,
αναπτύσσουν έναν ιδιότυπο ρατσισμό, παράλληλα με τον κλασικό που είναι περισσότερο
διαδεδομένος στις ημιαστικές και αγροτικές περιοχές, αποφεύγοντας τη συγκατοίκηση με
άτομα που οι ίδιοι πιστεύουν ότι ενδέχεται να τους δημιουργήσουν προβλήματα με τη
συμπεριφορά τους επειδή είναι διαφορετικοί. Ανάμεσα στους πλέον ανεπιθύμητους είναι οι
81
Η κατάσταση αυτή οδηγεί εντέλει στη δημιουργία δύο διαφορετικών και διακριτών
βιόκοσμων. Από τη μια, το πλήθος των τακτοποιημένων μικροαστών και των
νοικοκυρεμένων της μεγαλούπολης οι οποίοι, αναγκασμένοι καθώς είναι να συνυπάρχουν με
τους φτωχούς, τους δυστυχισμένους, τους περιθωριακούς και τους πάσης φύσεως
απόκληρους –που γίνονται ολοένα και περισσότεροι–, πληρώνουν εντέλει τη γειτνίαση αυτή
με την επιβάρυνση του νευρικού τους συστήματος, καθώς βρίσκονται σε κατάσταση
διαρκούς και έντονης επαγρύπνησης. Όσο κι αν είναι αναπόφευκτη η εγγύτητα αυτών των
άλλων, η ανοίκεια παρουσία τους δεν παύει να αποτελεί πηγή άγχους και επιθετικότητας,
λιγότερο ή περισσότερο ελεγχόμενης, ένα είδος πρόκλησης που ο κάτοικος της πόλης
καλείται καθημερινά να διαχειριστεί προκειμένου να συμφιλιωθεί μαζί της. Από την άλλη, όσοι
ανήκουν στην οικονομική ελίτ, οι πολύ πλούσιοι, οι οποίοι, ανήσυχοι από το κύμα
γενικευμένης βίας και τυφλής τρομοκρατίας που απλώνεται στον δυτικό κόσμο, επιχειρούν
να ξορκίσουν το φάσμα του διάχυτου φόβου επιλέγοντας την οικιστική περιχαράκωση.
Πράγματι, νέες ιδιωτικές πόλεις-φρούρια έχουν αρχίσει να εμφανίζονται λίγο έξω από τις
μητροπόλεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης, οργανωμένες έτσι ώστε να διασφαλίζουν στους
πλούσιους κατοίκους την πολυπόθητη ασφάλεια, κρατώντας μακριά τους την ανησυχητική
και απροσδιόριστα απειλητική ζωή της πραγματικής πόλης. Πρόκειται για εκούσια γκέτο
όπου οι προνομιούχοι «έγκλειστοι», επιστρατεύοντας μια ολόκληρη παράταξη υπηρεσιών
ασφάλειας –από ηλεκτρονικούς φράχτες και τοίχους μέχρι φύλακες επί εικοσιτετραώρου
βάσεως, επιτήρηση από ιδιωτική αστυνομία και εκπαιδευμένα σκυλιά-φονιάδες–,
απολαμβάνουν την έλλειψη εγγύτητας με τους ανεπιθύμητους άλλους. Είναι προφανές έτσι
ότι οι άνθρωποι της σύγχρονης μεγαλούπολης δεν ζουν σε μία αλλά σε πολλές ξεχωριστές
πόλεις, πόλεις διαχωρισμένες μεταξύ τους με νοερά ή πραγματικά τείχη, φτιαγμένες για τους
πλούσιους και τους ισχυρούς από τη μια, τους φτωχούς και τους αποκλεισμένους από την
άλλη.
Η αντικειμενοποίηση των σχέσεων και η μείωση της έντασης των κοινωνικών και
συναισθηματικών επαφών είναι χαρακτηριστικά της εργοστασιακού τύπου, καλά
οργανωμένης κοινωνίας των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων, όπου παρατηρείται
μεγάλη κοινωνική κινητικότητα, οριζόντια και κάθετη, γεωγραφική και ταξική. Η
αποπροσωποποίηση και μαζί η ανωνυμοποίηση των ανθρώπων στις σύγχρονες
μεγαλουπόλεις –σύμπτωμα και συγχρόνως αιτία της αποσύνθεσης του κοινωνικού ιστού και
του παρηκμασμένου δημόσιου χώρου– είναι πολύ πιθανόν ότι καταστρέφουν τις πλέον
ζωτικές πηγές από όπου ο άνθρωπος αντλεί όχι μόνο ένα αίσθημα εσωτερικής αξίας αλλά
και την αίσθηση ότι έχει ο ίδιος αξία για τους άλλους. Ο ψυχαναλυτής Alexander Mitcherlich
χρησιμοποίησε τον όρο «σύνδρομο Caspar Hauser» για να περιγράψει αυτό το
«σύμπλεγμα» εσωτερικής μοναξιάς, συναισθηματικής ατροφίας και ανικανότητας για
διαπροσωπικές σχέσεις και κοινωνική ζωή που χαρακτηρίζει τους κατοίκους των
μεγαλουπόλεων. Ως γνωστόν, ο Caspar Hauser –ο οποίος εγκαταλείφθηκε όταν ήταν ακόμη
βρέφος, μεγάλωσε σε πλήρη μοναξιά και αυτοκτόνησε το 1833– είχε την τάση να υποδύεται
διάφορα άλλα πρόσωπα.
Παρά τον μεγάλο όγκο της σχετικής βιβλιογραφίας, δεν έχει ακόμη ξεκαθαριστεί αν η ζωή
στις πόλεις είναι, από σωματική και ψυχική άποψη, πιο υγιεινή απ’ ό,τι η ζωή στις αγροτικές
περιοχές. Οι εργασίες που βασίστηκαν στα αρχεία των υπηρεσιών υγείας υπόκεινται σε
περιορισμούς: οι διαφορές που αναδεικνύουν είναι φανερό ότι έχουν επηρεασθεί σε κάποιο
βαθμό από τις διαφορές στη συχνότητα χρησιμοποίησης αυτών των υπηρεσιών και όχι μόνο
από τις διαφορές στη νοσηρότητα. Στις κοινωνικά αποδιοργανωμένες περιοχές, επί
παραδείγματι, η πίεση της κοινότητας για εισαγωγή των ασθενών στο ψυχιατρικό ίδρυμα
μπορεί να είναι σαφώς μεγαλύτερη, αφού με τον τρόπο αυτό οι οικείοι τους βρίσκουν έναν
τρόπο να απαλλαγούν από τους ίδιους και από το δυσβάστακτο φορτίο της φροντίδας τους.
Οι υπηρεσίες υγείας στις πόλεις τείνουν να είναι περισσότερο προσιτές από ό,τι στις
82
αγροτικές περιοχές, γεγονός που ευνοεί συχνότερη χρήση τους, κι αυτό με τη σειρά του
μπορεί να εξηγεί, ώς ένα βαθμό τουλάχιστον, την αναφερόμενη αυξημένη νοσηρότητα στις
πόλεις. Έχουν εκπονηθεί πολλές σχετικές επιδημιολογικές μελέτες, ωστόσο τα πολλά
μεθοδολογικά λάθη τους δεν επέτρεψαν τη διαλεύκανση του ζητήματος. Από μεθοδολογική
άποψη είναι ίσως καλύτερο να μελετηθεί όχι τόσο η νοσηρότητα στις μεγάλες πόλεις, όσο η
θνησιμότητα και το προσδόκιμο ζωής. Από αυτή τη σκοπιά φαίνεται ότι οι πόλεις ίσως
πλεονεκτούν έναντι της υπαίθρου, αλλά και πάλι κατά τα τελευταία χρόνια έχουν ανακύψει
ισχυροί παράγοντες κινδύνου, όπως η ρύπανση του περιβάλλοντος, οι πιθανότητες
ατυχήματος από την κυκλοφορία οχημάτων, η ψυχορύπανση κ.λπ. Πάντως η απαισιόδοξη
άποψη που εστιάζει στις αρνητικές επιπτώσεις της πυκνοκατοίκησης των πόλεων στην υγεία
δεν τεκμηριώθηκε ικανοποιητικά· δεν υπάρχουν επαρκείς και πειστικές αποδείξεις ότι η ζωή
στις πόλεις είναι όντως βλαπτική· απεναντίας, φαίνεται ότι η ζωή αυτή συνοδεύεται από
πολλά πλεονεκτήματα, αφού η πόλη εξασφαλίζει μια ιδιαίτερη ποιότητα διαβίωσης μέσα από
τις πολλαπλές, κυρίως πολιτιστικές, ευκαιρίες που παρέχει.
Η σχέση των δημογραφικών περιστάσεων της αστικής ζωής με τις ψυχολογικές εμπειρίες του
ατόμου έχει απασχολήσει αρκετούς μελετητές. Εκτεταμένη συζήτηση για το ψυχολογικό
κλίμα των πόλεων έχει γίνει από τότε που ο Siemmel (1903) μιλούσε για «εντατικοποίηση της
συναισθηματικής ζωής λόγω της ταχείας και συνεχούς εναλλαγής εξωτερικών και
εσωτερικών ερεθισμάτων στην πόλη». Ο Durkheim πριν από εκατό και πλέον χρόνια,
μελετώντας τους Γάλλους χωρικούς που μετακινήθηκαν στα μεγάλα πολεοδομικά
συγκροτήματα των γαλλικών πόλεων, διαπίστωσε την απώλεια της solidarite και την
ανάπτυξη της anomie. Όμως η συζήτηση αυτή δεν έχει μεγάλη επιστημονική εγκυρότητα. Ως
προς το ζήτημα αν και σε ποιο βαθμό η πόλη μπορεί να πυροδοτήσει ψυχοπαθολογικές
καταστάσεις, η βιβλιογραφία είναι αρκετά πλούσια, ωστόσο η ζωή στην πόλη ως παράγων
ψυχικής νόσου θα πρέπει να εξετασθεί ανεξάρτητα από τη μετανάστευση στα αστικά κέντρα,
που είναι πανίσχυρος στρεσογόνος παράγων. Στο Μπρίστολ βρέθηκε ότι οι συχνότητες
αυτοκτονίας σε κατοίκους του κέντρου ήσαν πολύ μεγαλύτερες από ό,τι στο υπόλοιπο της
πόλης, ωστόσο για την ερμηνεία του ευρήματος αυτού πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός
ότι σε αυτήν την περιοχή ζούσαν πολλοί ξένοι μετανάστες υπό φοβερά άσχημες συνθήκες.
Σε παιδιά που κατοικούσαν στο Λονδίνο οι συναισθηματικές διαταραχές, οι διαταραχές
συμπεριφοράς και διάφορες ειδικές μαθησιακές διαταραχές, όπως δυσκολίες στην
ανάγνωση, ήσαν δυο φορές συχνότερες από ό,τι στο Νησί του Ανθρώπου, επαρχιακή
περιοχή στο απώτατο άκρο του Ενωμένου Βασιλείου. Αυτά τα προβλήματα αποδόθηκαν
κυρίως σε συζυγικά δυσαρμονικά φαινόμενα, σε ψυχικές διαταραχές και διαταραχές της
συμπεριφοράς των γονέων, στις άθλιες οικονομικές συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι
οικογένειες, καθώς και στη μεγάλη συχνότητα με την οποία άλλαζαν οι δάσκαλοι στα
σχολεία, φαινόμενα που οπωσδήποτε παρατηρούνται συχνότερα στο Λονδίνο παρά στην
επαρχία.
Σε μια μελέτη που έγινε το 1939 στο Σικάγο (Faris and Dunham 1939), τα μεγαλύτερα
ποσοστά ψυχιατρικής νοσηρότητας εντοπίσθηκαν στο κέντρο της πόλης, σε περιοχές
μεγάλης κοινωνικής αποδιοργάνωσης. Τα ποσοστά αυτά ήταν πολύ χαρακτηριστικά για τη
σχιζοφρένεια, που όσο απομακρυνόταν κανείς από το κέντρο της πόλης τόσο έπεφτε η
συχνότητά της. Το ίδιο συνέβαινε με τις αλκοολικές ψυχώσεις, τις γεροντικές ψυχώσεις και
την εξάρτηση από φάρμακα. Έκτοτε και άλλες εργασίες έδειξαν ότι ένα ικανό ποσοστό
ασθενών σε ψυχιατρικά ιδρύματα προέρχεται από μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα και
κυρίως από περιοχές με μεγάλη φτώχεια και κοινωνική απομόνωση. Ήταν φυσικό να τεθεί το
ζήτημα κατά πόσον αυτά τα επιδημιολογικά ευρήματα μπορούν να δώσουν ικανοποιητική
απάντηση στο ερώτημα αν η ζωή στο κέντρο της μεγαλούπολης ευνοεί την ανάπτυξη
ψυχοπαθολογίας και να τεκμηριώσουν μια αιτιακή συνάφεια ανάμεσα στα δύο φαινόμενα.
Ενδιαφέρουσα αρνητική απάντηση δόθηκε από τον Myerson (Myerson 1940), ο οποίος
πρότεινε την υπόθεση του «κατρακυλίσματος» (drift hypothesis), σύμφωνα με την οποία
πρόσωπα που νοσούν από σχιζοφρένεια ακολουθούν μια καθοδική πορεία, οικονομική και
κοινωνική, και τείνουν να μετακινούνται γεωγραφικά προς το κέντρο της μεγαλούπολης, ένα
περιβάλλον λιγώτερο ανελαστικό και περισσότερο συγχωρητικό όπου υπάρχουν κάποιες
83
ευκαιρίες για περιστασιακή εργασία, οι κοινωνικές απαιτήσεις είναι μικρές, και τα καταλύματα
φτηνά. Οι Faris και Dunham ονόμασαν το φαινόμενο αυτό κοινωνική επιλογή της μεγάλης
πόλης. Αρκετές μελέτες επιβεβαιώνουν την υπόθεση του κατρακυλίσματος. Ένα σημαντικό
ποσοστό αστέγων που κοιμούνται έξω στις μεγάλες πόλεις είναι σχιζοφρενείς. Πολλοί
σχιζοφρενείς στο Μπρίστολ είχαν εγκατασταθεί στο κέντρο της πόλης λίγο πριν από την
εισαγωγή τους σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Σε μια άλλη μελέτη που διεξήχθη στο Σικάγο, φάνηκε
ότι ενώ οι πρώτες εισαγωγές παρουσίαζαν μια τυχαία κατανομή ως προς τον τόπο κατοικίας
του ασθενούς, οι επανεισαγωγές έδειχναν συγκέντρωση προς το κέντρο, δηλαδή αφορούσαν
ασθενείς που προέρχονταν κυρίως από τις περιοχές του κέντρου. Ωστόσο δεν βρέθηκε
σχέση μεταξύ κοινωνικής τάξης και ψυχιατρικής νόσου, αν και το κατρακύλισμα μπορεί να
συγκεντρώσει ασθενείς σε περιοχές με χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Επίσης
βρέθηκε ότι μεγαλύτερες συχνότητες ψυχοπαθολογίας είχαν οι περιοχές της πόλης που
βρίσκονταν σε διαδικασίες μεγάλης και ταχείας κοινωνικής αλλαγής.
Η κλασική πλέον μελέτη των Faris και Dunham εγκαινίασε αυτό που σήμερα ονομάζεται
«ψυχιατρική γεωγραφία», μια συνάντηση της επιστήμης της γεωγραφίας με την ψυχιατρική
επιδημιολογία που επιδιώκει την εξακρίβωση παραγόντων του γεωγραφικού (φυσικού και
δομημένου) χώρου που συντελούν στην διαμόρφωση αρνητικής ποιότητας ζωής και
ψυχοπαθολογίας (Philo 2005) και τον σχεδιασμό του «ψυχιατρικού χάρτη» της υπό μελέτη
πόλης ή περιοχής.
Φυλακές. Όσοι έχουν δικαίως φυλακιστεί για κάποιον πραγματικό λόγο βρίσκονται σε
στερητικό περιβάλλον όχι από κάποια αδυσώπητη μοίρα, όπως συμβαίνει με τους γέρους και
τα βρέφη, ούτε από την ανάγκη της επιβίωσης, όπως συμβαίνει με τους εργαζόμενους, αλλά
επειδή τους οδήγησαν εκεί οι ίδιες τους οι πράξεις. Είναι συζητήσιμο το αν η φυλακή πρέπει
να έχει τιμωρητικό ή σωφρονιστικό χαρακτήρα. Στις σύγχρονες κοινωνίες οι φυλακές
επιδιώκεται να έχουν σωφρονιστικό ρόλο, αλλά η επίτευξη αυτού του στόχου δεν είναι
εύκολη, επειδή οι φυλακισμένοι δύσκολα εντάσσονται σε εκπαιδευτικές διαδικασίες. Σταδιακά
οι φυλακισμένοι κατακτούν και διαιωνίζουν μέσα στη φυλακή τη δυνατότητα διαμόρφωσης
μιας ιδιόμορφης κοινωνικής διαστρωμάτωσης και κουλτούρας με εσωτερικούς κανόνες και
ανελέητους μηχανισμούς επιβολής. Η άτεγκτα τιμωρητική συμπεριφορά των φυλακισμένων
απέναντι σε εκείνους που έχουν καταδικασθεί για σεξουαλικά εγκλήματα είναι ενδεικτικό
παράδειγμα. Στον σχεδιασμό των φυλακών εκτός από τον κύριο στόχο, που είναι ο
αποκλεισμός από την κοινωνία, λαμβάνονται υπ’ όψιν και ιδιόμορφες λεπτομέρειες, όπως
π.χ. η εξάλειψη όλων των πιθανών μέσων που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο
φυλακισμένος για να απαγχονισθεί, δεδομένου ότι ο απαγχονισμός είναι σχεδόν ο μοναδικός
τρόπος αυτοκτονίας μέσα στη φυλακή.
Βρεφονηπιακοί και παιδικοί σταθμοί. Η ανάγκη για απελευθέρωση της γυναίκας από τα
μητρικά της καθήκοντα ώστε να προσφέρει τον εαυτό της στην αγορά εργασίας είναι
φαινόμενο σύγχρονο της βιομηχανικής επανάστασης και χρονολογείται ήδη από τις αρχές
του 19ου αιώνα. Σήμερα οι παιδικοί σταθμοί θεωρούνται αναντίρρητα απαραίτητοι και έχουν
γίνει θεσμός. Τα παιδιά στους βρεφονηπιακούς σταθμούς, εκτός από τις συνέπειες του
αποχωρισμού από τη μητέρα (Bowlby 1969), υφίστανται σαφή, αν και έμμεσο, ιδρυματισμό.
Η κακομεταχείριση των παιδιών στους σταθμούς είναι συνηθέστατο φαινόμενο. Το ποσοστό
θνησιμότητας σε αυτούς είναι υψηλότερο σε σχέση με εκείνο των παιδιών που μεγαλώνουν
στα σπίτια τους με τις οικογένειές τους. Ο ρυθμός ανάπτυξης των παιδιών επιβραδύνεται σε
τέτοια περιβάλλοντα και μπορεί να ανιχνευθεί σημαντική νοηματική καθυστέρηση, η οποία
αυξάνεται καθώς το παιδί μεγαλώνει. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα που εφαρμόζονται σε
αυτούς τους χώρους έχουν εξαιρετικά περιορισμένη εμβέλεια, αφού απουσιάζουν
86
Γηροκομεία. Η διάλυση της εκτεταμένης οικογένειας και η αντικατάστασή της από την
πυρηνική οικογένεια ευθύνεται εν πολλοίς για τη θλιβερή εγκατάλειψη εκατομμυρίων
ηλικιωμένων. Στην Ευρώπη γύρω στο 10% των γερόντων περνούν τις τελευταίες μέρες τους
σε αυτά τα στερητικά ιδρύματα. Το ποσοστό στην Ελλάδα είναι πολύ μικρότερο, κάτω από
1%, αλλά διαρκώς μεγαλώνει. Είναι τέτοια η κακομεταχείριση των γέρων σε ορισμένα από
αυτά τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ώστε πολλές φορές αναγκάζεται να παρέμβει η
δικαιοσύνη.
αποκοπής από την επαγγελματική και κοινωνική ζωή, καθώς και οι ιδιάζουσες πειθαρχίες
που επέβαλλε το θεραπευτικό πρόγραμμα συνέβαλλαν οπωσδήποτε στη διαμόρφωσή της.
Είναι, για παράδειγμα, ενδεικτικό ότι στον κανονισμό λειτουργίας του σανατορίου
περιλαμβανόταν, τουλάχιστον για ορισμένες ώρες, η αυστηρή επιβολή σιωπητηρίου, κατά τη
διάρκεια του οποίου οι τρόφιμοι ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν απόλυτη σιωπή, αφού
απαγορευόταν όχι μόνο η συνομιλία, αλλά και η ανάγνωση, η μεγαλόφωνη ομιλία, το
τραγούδι, το σφύριγμα, καθώς και κάθε πολιτική, κοινωνιολογική ή θρησκευτική συζήτηση
που ήσαν ιδιαίτερα δημοφιλείς στους τροφίμους όπως φαίνεται και στο Μαγικό βουνό του
Τόμας Μαν.
Χάρη στις εξελίξεις στη θεραπεία της φυματίωσης, οι περισσότερες επιπλοκές της νόσου,
αλλά κυρίως η ζωή στο σανατόριο, έχουν περάσει πια στο παρελθόν και έχουν μόνο ιστορικό
ενδιαφέρον. Πολλά σανατόρια στην Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα το σανατόριο της
Τρίπολης, μετετράπησαν σε ψυχιατρικά άσυλα. Αξίζει ωστόσο να αναφερθεί ότι στο
σανατόριο εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά η θεραπεία περιβάλλοντος (milieu therapy), από
την οποία προέκυψαν η θεραπευτική κοινότητα και η ομαδική ψυχοθεραπεία, οι οποίες έχουν
ασκήσει αξιόλογη επίδραση στη σύγχρονη ψυχιατρική θεραπευτική. Η θεραπεία
περιβάλλοντος εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία του μεσοπολέμου από τον
Siemmel (1929), ο οποίος είχε προηγούμενη εμπειρία από ομαδικές ψυχοθεραπείες
ψυχαναλυτικής εμπνεύσεως σε φυματικούς. Ήταν μια θεραπεία στην οποία συμμετείχε
σύνολη η βιωματική εμπειρία του ασθενούς (total living experience). Ο στόχος ήταν να
διαμορφωθούν τέτοιες συνθήκες ώστε στο «ψευδοπεριβάλλον» του ασθενούς να
αντιπαρατεθεί ένα «αυθεντικό περιβάλλον» το οποίο θα διευκόλυνε τη διοχέτευση της
παρορμητικής επιθετικότητάς του σε αποδεκτές μορφές δραστηριότητας, θα του παρείχε
υποκατάστατες ικανοποιήσεις, «ακόμη και σε επίπεδο μητρικό», και θα τον προστάτευε
μέχρις ότου να είναι σε θέση να ζήσει μια αυτόνομη ζωή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΡΑΜΑΝΗΣ Γ. (1933). Εσωτερικός Κανονισμός του Σανατορίου Πηλίου “Η Ζωοδόχος Πηγή”. Αθήνα.
ΚΟΥΣΟΥΛΑΚΟΣ Α. (1973). Η επίδρασις του θορύβου επί του ανθρωπίνου οργανισμού. Εκδόσεις Ciba Αθήναι.
ΜΙΧΕΛΗΣ Π. (1965). Η Αρχιτεκτονική ως Τέχνη. Ίδρυμα Μιχελή.
ΠΙΤΣΙΩΡΗΣ Γ. (1970). Γεώργιος Καραμάνης: Η ζωή και το έργο του. Ομιλία στο Συμπόσιο για τη Φυματίωση.
Χάνια, Πηλίου.
ARNETZ BB, WIHOLM C. (1997). Technological stress: psychophysiological symptoms in modern offices. J Psy-
chosom Res 43:35-42.
BOWLBY J. (1969). Attachment and loss. London.
DURKHEIM E. (1897). Suicide. A Study of Sociology. The Free Press reprint 1997.
FARIS DEL, DUNHAM HW. (1939). Mental disorders in urban areas: an ecological study of schizophrenia and
other psychosis. Chicago: University of Chicago Press.
JONES GS. (1971). Outcast London. New York: Pantheon.
KRAMER P, EASTWOOD R (1982). Weather and infradian rhythms in self-reports of health, sleep, and mood
measures. J. Psychosom. Res. 26(2):231-235.
Le CORBUSIER (1963). Towards a new Architecture. London: The Architectural Press.
MOOS RH, INSEL P. (1974). Issues in Social Ecology: Human Millieus. Palo Alto, Natιonal Press.
MYERSON, A. (1940). "Review of Mental Disorders in Urban Areas." American Journal of Psychiatry 96:995-97.
PHILO C. (2005). The geography of mental health: an established field? Curr Opin Psychiatry. 18(5):585-91.
SCHWARTZ MS. (1954). What is a therapeutic milieu? In Stanton AH and Schwartz MS (eds.) The Mental Hospi-
tal. A study of Institutional Participation in Psychiatric Illness and Treatment. London: Tavistock.
SIEMMEL E. (1929). Psychoanalytic treatment in a sanatorium. Int. J. Psychoanal. 10:70.
88
WEINSTEIN ND. (1978). Individual differences in reactions to noise: a longitudinal study in a college dormitory. J.
Appl. Psychol. 63(4):458-466.
Η κοινωνία επιδρά στο άτομο ποικιλοτρόπως, και οι επιδράσεις αυτές οδηγούν στη
διαμόρφωση ανάλογων ηθών και συμπεριφορών. Η επίδραση επιτελείται σε πολλαπλά
επίπεδα, μέσα από τον διάλογο του ατόμου με το περιβάλλον, τη διαπαιδαγώγηση, την
κουλτούρα και την ιστορία, την εργασία και την ανταλλακτική αξία της, τα καταναλώσιμα
αγαθά, τη συμπεριφορά κατά τον ελεύθερο χρόνο. Η σύγχρονη κοινωνία εμπεριέχει στοιχεία
από τα προγενέστερα εξελικτικά της στάδια· συνυπάρχουν σε αυτήν στοιχεία της
παραδοσιακής, της μεταβατικής, της βιομηχανικής και της μεταβιομηχανικής κοινωνίας.
Υπάρχουν γεωγραφικές περιοχές στον πλανήτη, αρκετά εκτεταμένες μάλιστα, στις οποίες
κυριαρχεί η παραδοσιακή κοινωνική δομή, όπως υπάρχουν και άλλες, εντοπισμένες κυρίως
στις μητροπόλεις των πολύ προοδευμένων τεχνολογικά χωρών, όπου κυριαρχεί ο
μεταβιομηχανικός τρόπος κοινωνικής οργάνωσης. Ωστόσο, ακόμη και μέσα στην πιο
ανεπτυγμένη κοινωνία είναι δυνατόν να υπάρχουν, γκετοποιημένες συνήθως, κοινότητες
καθηλωμένες σε προηγούμενα εξελικτικά στάδια.
Παραδοσιακή κοινωνία. Χαρακτηριστικό της είναι η ζωή μακριά από τα μεγάλα αστικά
κέντρα, κυρίως στις αγροτικές περιοχές. Το επίπεδο ποιότητας της ζωής είναι σχετικά
χαμηλό και ενδεχομένως η θνησιμότητα υψηλή, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι στις αγροτικές
παραδοσιακές κοινότητες των ανεπτυγμένων χωρών το προσδόκιμο ζωής είναι μεγαλύτερο
και η ποιότητα ζωής καλύτερη από ό,τι στα μεγάλα αστικά κέντρα όπου κυριαρχούν
89
Μεταβατική κοινωνία. Η Ελλάδα πέρασε από αυτήν τη φάση κατά τις δύο πρώτες
μεταπολεμικές δεκαετίες: κύρια χαρακτηριστικά της μεταβατικής κοινωνίας είναι η εισβολή
της τεχνολογίας στα μέσα παραγωγής, η αστυφιλία και η συνακόλουθη πληθυσμιακή
διόγκωση των μεγάλων πόλεων, μέσα σε ένα κλίμα προόδου και μαζί μεγάλης κοινωνικής
και οικονομικής ρευστότητας. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η μαζική μετακίνηση προς τις
πόλεις δημιούργησαν μια σειρά από προβλήματα, όπως αδυναμία εξεύρεσης αποδοτικής
εργασίας, ανυπαρξία συνθηκών καλής διαβίωσης, αδυναμία κατάκτησης ενός στοιχειωδώς
ικανοποιητικού πολιτιστικού επιπέδου. Ωστόσο η άνοδος του βιοτικού επιπέδου συνοδεύεται
από μείωση της θνησιμότητας χωρίς να επηρεάζεται το υψηλό ποσοστό γεννήσεων.
Διάφορα κοινωνικά ιδεολογήματα κάνουν την εμφάνισή τους, τα οποία αφενός
διατυμπανίζουν την πίστη στην πρόοδο και την προσδοκία για καλύτερη ζωή, και αφετέρου
υποθάλπουν την καχυποψία για τις παραδόσεις και πλήττουν το συμβολικό κύρος των
ηλικιωμένων, υπερτονίζοντας τη σημασία του χάσματος των γενεών. Η επίδραση της
θρησκείας υποχωρεί, για να δώσει τη θέση της στη μεγάλη και υπνωτιστική επίδραση της
επιστημονικο-τεχνολογικής προόδου και της προπαγάνδας των ΜΜΕ. Η ζωή των ανθρώπων
συρρικνώνεται σε ένα σκληρό αγώνα για την απόκτηση συμβόλων επιτυχίας και κοινωνικού
γοήτρου (επώνυμα ενδύματα και κοσμήματα, αυτοκίνητα, σπίτια).
Βιομηχανική και μεταβιομηχανική κοινωνία. Ισχυρά θεμέλια όλων των κοινωνικών και
πολιτικών θεσμών που μορφοποιήθηκαν μετά τον θρίαμβο της βιομηχανικής επανάστασης,
στην αυγή του 19ου αιώνα, ήσαν οι αρχές της αυστηρής πειθαρχίας στην εργασία, της
τυποποίησης των παραγόμενων αγαθών, της εξειδίκευσης, του συγχρονισμού της
ανθρώπινης συμπεριφοράς με τους ρυθμούς της μηχανής, της μεγιστοποίησης της
παραγωγής, του συγκεντρωτισμού ως προς τις αποφάσεις, της συσσώρευσης των αγαθών
και του κεφαλαίου (Tofler 1982). Αυτές οι αρχές, που παραπέμπουν σε μια εργοστασιακή
αντίληψη για τα πράγματα, έγιναν και αρχές της κοινωνικής, πολιτικής, ακόμη και
προσωπικής ζωής, με θλιβερές συνέπειες που άρχισαν να γίνονται εμφανείς μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων
στις σύγχρονες βιομηχανικές και μεταβιομηχανικές κοινωνίες συνοψίζονται στα κάτωθι:
Γενικευμένος αυτοματισμός στα μέσα παραγωγής, ο οποίος όμως οδηγεί σε απαιτήσεις
για ολοένα δραστικότερη μείωση του ωραρίου εργασίας.
Υψηλό βιοτικό επίπεδο και αφθονία υλικών αγαθών σε αρκετά ευρείες μάζες πληθυσμού,
αλλά ταυτόχρονα αύξηση του αριθμού των φτωχών και των περιθωριοποιημένων.
Υψηλά επίπεδα μέριμνας της φυσικής υγείας και ανάπτυξης της κοινωνικής πρόνοιας.
Στα περισσότερα κράτη, εκτός από εκείνα του πολύ άγριου καπιταλισμού, όπως οι ΗΠΑ,
έχουν οργανωθεί Εθνικά Συστήματα Υγείας.
Αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Μείωση των γεννήσεων.
Μικρή πυρηνική οικογένεια. Πολλά διαζύγια. Καταστροφικές πιέσεις στον τομέα των
διαπροσωπικών σχέσεων, της οικογένειας και του κοινωνικού ιστού εν γένει, για τις
οποίες ευθύνεται κυρίως ο τρόπος οργάνωσης της εργασίας.
Απλούστευση της γλωσσικής επικοινωνίας. Πτώση της αισθητικής συνείδησης και
ασυναρτησία στην καλλιτεχνική δημιουργία. Απόλυτη κυριαρχία των ΜΜΕ.
Τυφλή πίστη των μαζών στην επιστήμη και την τεχνολογία μέσα σ’ ένα κλίμα
πραγματικής άγνοιας, που ευνοεί τη διάδοση του αποκρυφισμού και της
δαιμονολαγνείας.
Απρόσωπη μαζική ζωή.
90
Η εργοστασιακή αντίληψη του κόσμου, που αναδύθηκε τον 19ο αιώνα, παρά το
αναμφισβήτητο γεγονός ότι απελευθέρωσε την ανθρωπότητα από την τυραννία πολλών
ανόητων αντιλήψεων του παρελθόντος (Tofler 1982), αποδείχθηκε και αυτή ένα είδος
φυλακής. Συνέβαλε στην ανάπτυξη και εδραίωση μιας νοοτροπίας που απορρίπτει ή αγνοεί
ό,τι δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια, ενώ έντεχνα πριμοδοτεί την ακαμψία στην
εφαρμογή κανόνων και προγραμμάτων και τιμωρεί τη φαντασία, αναζητώντας μηχανιστικές
91
Εργασία. Η εργασία σήμερα θεωρείται αναπόφευκτη και αναγκαία. Ωστόσο αυτή η άποψη
δεν ήταν πάντοτε αυτονόητη ούτε έχαιρε καθολικής αποδοχής. Ο Σωκράτης έλεγε ότι οι
χειρώνακτες δεν μπορούν να είναι ούτε καλοί φίλοι ούτε καλοί πολίτες, επειδή δεν τους
περισσεύει χρόνος για κάτι τέτοιο. Ο Ηρόδοτος πίστευε ότι τα μεγάλα επιτεύγματα του
πνεύματος στην Ελλάδα οφείλονταν στην περιφρόνηση που έτρεφαν οι Έλληνες προς την
εργασία. Ο Κικέρων υποστήριζε ότι όποιος προσφέρει εργασία με αντάλλαγμα το χρήμα
πουλάει τον εαυτό του και τον μεταθέτει στις τάξεις των σκλάβων. Η δημιουργικότητα δεν
ταυτίζεται με την εργασία, πολύ περισσότερο με τη μισθωτή εργασία, που στόχος της είναι η
καταναγκαστική παραγωγικότητα.
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι δεσμευμένος στη βαριά και πειθαρχημένη μισθωτή
εργασία ισχυρότερα και μονιμότερα από τις εποχές που ήταν έρμαιο της δουλείας και της
αιχμαλωσίας. Μόνο που τώρα είναι ελεύθερος να πουλήσει ο ίδιος τον εαυτό του. Αυτή η
ωμή πραγματικότητα κρύβεται πίσω από κατασκευασμένα προβλήματα όπως μισθοί, ώρες
εργασίας, συνθήκες εργασίας, εκμετάλλευση, παραγωγικότητα, κερδοφορία κ.λπ. Κατά την
εργασία πρέπει να είναι κανείς πειθαρχημένος στο ωράριο, με τυποποιημένη συμπεριφορά,
μέλος μιας ομάδας, πλήρως συμβιβασμένος με τους κανόνες εργασίας που έχουν ως στόχο
την αύξηση της παραγωγής. Ανιαρή, κουραστική και εξευτελιστική εργασία διαμορφώνει
ανάλογη ψυχολογία. Όπως έλεγε ο Adam Smith, «αυτός που ξοδεύει τη ζωή του κάνοντας τα
ίδια μονότονα πράγματα, δεν έχει ευκαιρίες να εξασκήσει την κατανόησή του [...], και γενικά
γίνεται τόσο βλάκας και αμαθής όσο είναι δυνατόν να γίνει ένα ανθρώπινο πλάσμα». Οι
επιπτώσεις της μισθωτής εργασίας στην υγεία είναι τόσο καταστροφικές, που πολλοί τη
χαρακτηρίζουν μαζική δολοφονία και γενοκτονία. Αναρίθμητες περιπτώσεις θανάτων πάνω
στη δουλειά, απροσμέτρητα περιστατικά με τραυματισμούς, αναπηρίες, ή νοσήματα
σχετιζόμενα με την εργασία, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, μείωση του προσδόκιμου ζωής
είναι μερικά από τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η παραπάνω άποψη.
Ελεύθερη αγορά. Η σύγχρονη κοινωνία είναι κοινωνία της εμπορευματοποίησης και της
ελεύθερης διακίνησης αγαθών. Κεντρικός στόχος της παραγωγής είναι η μαζική
92
κατανάλωση. Ηγεμονεύουσα ιδεολογία είναι εκείνη της ελεύθερης αγοράς. Όλα υπάγονται
στην υπηρεσία της οικονομίας της αγοράς, στην οποία βαθμιαία φαίνεται να προσχωρούν
ακόμη και θεσμοί τεράστιου κύρους. Τα πανεπιστήμια και οι πανεπιστημιακές σχολές, για
παράδειγμα, προσάρμοσαν τη διδακτέα ύλη στις ανάγκες της οικονομίας και έτσι
μετετράπησαν σε επαγγελματικά λύκεια, ενώ η επιστημονική έρευνα συνδέθηκε με τις
βιομηχανίες, όπως π.χ. η έρευνα στις ιατρικές σχολές, οι οποίες αλώθηκαν από τις μεγάλες
φαρμακευτικές εταιρείες. Όλα πουλιούνται και αγοράζονται ή ανταλλάσσονται στην εμπορική
κοινωνία – τα αγαθά, τα αντικείμενα, το χρήμα, οι τέχνες, οι ιδέες των ανθρώπων και οι
ψυχές τους. Το εμπορικό συμφέρον μπορεί να διαφθείρει ή και να διαλύσει προσωπικές
σχέσεις αγάπης και φιλίας, οικογενειακούς δεσμούς, όλο το υποστηρικτικό δίκτυο της
κοινότητας.
Από ψυχιατρική άποψη, αυτή η εποχή εξαιτίας των παραπάνω γνωρισμάτων της, είναι ίσως
το πιο απειλητικό γεγονός που αντιμετώπισε η ανθρωπότητα στην ιστορία της. Επιδημίες
ψυχοπαθολογίας βρίσκονται σε εξέλιξη, όπως του άγχους, της κατάθλιψης, της εξάρτησης
από ουσίες, των αυτοκτονιών και ετεροκτονιών και των διαταραχών της προσωπικότητας.
Η κατάρρευση του άνδρα είναι από τα πιο χαρακτηριστικά φαινόμενα της σύγχρονης
κοινωνίας. Πολλοί άνδρες αισθάνονται θύματα αυτής της κοινωνίας που τους αμφισβητεί και
τους κακομεταχειρίζεται, υπονομεύοντας τις αξίες τους και στερώντας την αρσενική
ταυτότητά τους. Οι περισσότεροι βρίσκονται σε εξαρτημένη σχέση εργασίας, με αφεντικά το
κράτος ή την ιδιωτική επιχείρηση, που και στις δύο περιπτώσεις είναι απρόσωποι μηχανισμοί
εφοδιασμένοι με τη δυνατότητα να επιτύχουν την πλήρη υποταγή του εργαζόμενου και
απέναντι στους οποίους οι εργαζόμενοι έχουν μηδαμινές δυνατότητες διαφυγής. Ο
πραγματικός άνδρας, φορέας των αρσενικών ιδιοτήτων και αξιών, όπως είναι η προσφορά, η
προστατευτικότητα, η γενναιότητα και κυρίως η τάση για κοινωνική αμφισβήτηση, έχει
σχεδόν εξαφανισθεί. Όσον αφορά την οικονομική ισχύ, ούτε ένας στους πέντε δεν είναι
σήμερα σε θέση να στηρίξει μια οικογένεια, έστω και μικρή. Η σεξουαλική κατάρρευση του
άνδρα, που εκδηλώνεται με την ευρύτατη διάδοση της αζωοσπερμίας, των στυτικών
δυσλειτουργιών, της ομοφυλοφιλίας, όπως και πλήθους άλλων σεξουαλικών διαστροφών και
της συναφούς κουλτούρας τους, είναι ένα δυσεξήγητο φαινόμενο. Ως ισχυροί παράγοντες
αποαρρενοποίησης έχουν ενοχοποιηθεί, μεταξύ άλλων, η οικονομική ανασφάλεια, η
αβεβαιότητα στο πεδίο της μισθωτής εργασίας και κυρίως το φάσμα του ελέγχου.
Ανδρικότητα σημαίνει να έχει ο ίδιος ο άνδρας τη δυνατότητα αυτοελέγχου και όχι να
υπόκειται σε έλεγχο από άλλον άνδρα, πολύ περισσότερο όταν αφεντικό συμβαίνει να είναι
κάποια γυναίκα. Η απώλεια περιεχομένου στις σχέσεις πατέρα-γιού, είναι επίσης ένας
σημαντικός συντελεστής αυτής της κατάρρευσης αφού μέσα σε αυτές τις συνθήκες η
προσωπικότητα του πατέρα πάντα υστερεί κατά κάποιο τρόπο, απούσα, ταπεινωμένη,
διχασμένη ή διακοσμητική όπως λέει ο Λακάν.
την εισβολή ενός άγριου, απειλητικού και κοινωνικά ολέθριου καπιταλισμού κατά τη δεκαετία
του ’90, όπου χιλιάδες γυναίκες προσήλθαν μαζικά στα ιατρεία ζητώντας να υποβληθούν σε
στείρωση για να μπορούν να βρουν δουλειά.
Η επιθυμία για καριέρα, η επιδίωξη της οικονομικής άνεσης και της προσωπικής
ανεξαρτησίας, ένα αίσθημα ανασφάλειας και ανεπάρκειας για τον μητρικό ρόλο και η διάχυτη
εντύπωση ότι η ύπαρξη ενός παιδιού όχι μόνο δεν δίδει αλλά μάλλον στερεί κάθε νόημα από
τη συζυγική σχέση, ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τη διάδοση της ηθελημένης ατεκνίας, τη
μείωση των γάμων, την αύξηση των διαζυγίων. Όλα συντελούν σε αυτό που θα μπορούσε να
ονομασθεί κοινωνιογενής στείρωση του άνδρα και της γυναίκας. Οι σύγχρονες γυναίκες,
αποκομμένες από τις μητέρες τους και από άλλες γυναίκες, συγγενείς ή φίλες,
απομονωμένες μέσα σε απρόσωπους εργασιακούς χώρους ή σε διαμερίσματα
πολυκατοικιών, δεν είναι πλέον σε θέση να αναθρέψουν μόνες τα παιδιά τους, ακόμη και
όταν οι ίδιες δεν εργάζονται. Ως συνέπεια των παραπάνω, οι δείκτες των εμβρυοκτονιών
κινούνται σε υψηλότατα επίπεδα, η δε παιδοκτονία δεν είναι σπάνια και, δεδομένων των
θεσμικών, νομικών και πολιτιστικών συνθηκών, ενδεχομένως είναι σήμερα συχνότερη από
ό,τι σε άλλες εποχές.
Η γήρανση του πληθυσμού προκύπτει από τον διπλό συνδυασμό της αύξησης του
προσδόκιμου ζωής και της μείωσης των γεννήσεων. Η αιτία του φαινομένου στις
ανεπτυγμένες χώρες είναι αφενός ο εκσυγχρονισμός της ζωής και η εξάπλωση της ιατρικής
φροντίδας, που συντελεί στην αύξηση του μέσου όρου ζωής, και αφετέρου η είσοδος της
γυναίκας στην αγορά εργασίας, που συντελεί στη μείωση των γεννήσεων. Ο αριθμός των
ηλικιωμένων ξεπερνά το 15% του πληθυσμού στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Από
εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ προκύπτει ότι η κατά κεφαλή δαπάνη για προσφορά υπηρεσιών υγείας
στους ηλικιωμένους είναι έξι έως οκτώ φορές μεγαλύτερη από τη μέση δαπάνη για όλες τις
άλλες ηλικίες. Στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα η δημογραφική γήρανση κρατάει χαμηλά
τα επίπεδα της παραγωγικότητας, προκαλεί ανισορροπία μεταξύ εργαζομένων και
συνταξιούχων, εξωθώντας τα ταμεία των κοινωνικών ασφαλίσεων στη χρεοκοπία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
KLAPP OE. (1969). Collective Search for Identity, Holt, Rinehart & Winston, New York.
LIPOWSKI ZJ. (1986). Consultation-Liaison Psychiatry: the first half century. Gen Hosp Psychiatry 8:305-315.
TOFLER A. (1982). The Third Wave. μετ. Ερ. Μπαρτζινόπουλος. Εκδ. Κάκτος. Αθήνα.
BLACK B. (1985). The Abolition of Work and Other Essays, Loompanics Unlimited, Port Townsend WA.
96
Η έννοια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης από τη σκοπιά της ιατρικής, τόσο ως προς τον
ακριβή ορισμό της όσο και ως προς τον προσδιορισμό των σχέσεών της με την υγεία και τη
νόσο, αποτελεί μόνιμο αντικείμενο αντιπαραθέσεων. Πρόκειται για μια δύσκολη έννοια,
δανεισμένη από το πεδίο των κοινωνικών επιστημών, που και αυτές δεν έχουν ουσιαστικό
διάλογο με την ιατρική, και η οποία επιπροσθέτως χρωματίζει όλες τις κοινωνικοπολιτικές και
ταξικές συγκρούσεις. Ωστόσο η χρησιμότητά της στη μελέτη της νοσηρότητας και της
θνησιμότητας, καθώς και στην οργάνωση της παρεχόμενης ιατρικής βοήθειας στον γενικό
πληθυσμό κάθε κοινωνίας είναι σημαντική.
97
Ταξική συνείδηση. Εκφράζεται ως παροχή μιας ποικιλίας μορφών υποστήριξης από την
ταξική ομάδα προς τα μέλη της. Στην εποχή μας οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις έχουν
χαμηλό επίπεδο ταξικής συνείδησης –κάτι που δεν συνέβαινε μέχρι και τα μέσα του 20ου
αιώνα–, και το γεγονός αυτό τις καθιστά οπωσδήποτε περισσότερο ευάλωτες στην
οικονομική εκμετάλλευσή τους από τις ανώτερες. Οι ανώτερες ταξικές ομάδες είναι συχνά
στεγανές, σχολαστικά ιεραρχημένες, δομημένες πάνω σε εσωτερικά δίκτυα διανομής
προνομίων στα μέλη και ταυτόχρονα κληρονομικής μεταβίβασης αυτών των προνομίων
στους απογόνους, έτσι ώστε τα μέλη και οι κληρονόμοι όχι μόνο να καταλαμβάνουν τις
καλύτερες θέσεις οικονομικής ή συμβολικής εξουσίας, αλλά και να εγείρουν ανυπέρβλητα
98
εμπόδια για την είσοδο σε αυτές ατόμων που προέρχονται από κατώτερα κοινωνικά
στρώματα.
Καμία έγκυρη μελέτη των σχέσεων ανάμεσα στην ταξική θέση και την ψυχολογική
διαμόρφωση ή την ψυχιατρική νόσο δεν είναι δυνατή χωρίς τη σαφή οριοθέτηση των
κοινωνικών τάξεων. Η κλασική μαρξιστική διάκριση μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης,
παρά την αναμφισβήτητη χρησιμότητά της στη μελέτη της ιστορίας και παρά την αξιοποίησή
της ως πολιτικού εργαλείου για την προώθηση των επιδιώξεων της εργατικής τάξης, δεν
επαρκεί γι' αυτό το είδος μελέτης. Οι Hollingshead και Redlich (1958) πρότειναν τη διάκριση
σε πέντε κοινωνικές τάξεις με κριτήρια την οικονομική ισχύ και τον τρόπο άσκησής της, τη
θέση στην ιεραρχία της εξουσίας, την εκπαίδευση και το μορφωτικό επίπεδο, το κοινωνικό
γόητρο, τις κοινωνικές συναναστροφές, τη μόρφωση των παιδιών, τον τόπο και το είδος
κατοικίας.
Τάξη I. Αποτελεί την ηγεσία του επιχειρηματικού, επαγγελματικού και επιστημονικού τομέα.
Αριθμητικά δεν υπερβαίνει το 1-3% του γενικού πληθυσμού. Διατηρεί εξαιρετικά στενές
σχέσεις με την πολιτική εξουσία, μέσω της οποίας καταφέρνει να ικανοποιεί κατά κανόνα τα
συμφέροντά της. Πράγματι, οι δυνατότητες που διαθέτει για την εξαγορά πολιτικών
προσώπων και τη δι’ αυτών πραγματοποίηση των οικονομικών σχεδίων της είναι
εντυπωσιακές. Διακρίνεται σε δύο ομάδες. Μια παλαιά παραδοσιακή ομάδα από
αλληλοσυσχετιζόμενες οικογένειες και μια ανερχόμενη μικρή ομάδα. Τα μέλη της
παραδοσιακής ομάδας συνήθως κληρονομούν την οικονομική δύναμή τους μαζί με συναφείς
κοινωνικές αξίες που δίδουν έμφαση στην παράδοση, τη σταθερότητα και την κοινωνική
υπευθυνότητα. Απεναντίας, τα μέλη της νέας ομάδας δεν έχουν συνήθως υψηλή μόρφωση,
είναι αυτοδημιούργητοι, οπωσδήποτε ικανοί, αλλά επιθετικοί και αδίστακτοι μπροστά σε
διλήμματα, κυρίως ηθικά. Οι οικογενειακές σχέσεις τους σπανίως έχουν συνεκτικότητα και
σταθερότητα, σε αντίθεση με την παραδοσιακή ομάδα. Η παραδοσιακή ομάδα, μολονότι
στον οικονομικό τομέα αναγκάζεται να συνεργάζεται μαζί τους, τείνει μάλλον να τους
απορρίπτει, επειδή αποτελούν απειλή καθώς διεκδικούν και αυτοί την ηγεσία στους
σημαντικούς τομείς που η ίδια κατέχει. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες και οι δύο ομάδες της
τάξης αυτής έχουν περιέλθει σε κατάσταση πλήρους ηθικής εξαχρείωσης και διαφθοράς,
μολύνοντας ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό μέσα από τους πανίσχυρους μηχανισμούς
διάδοσης της κυρίαρχης ιδεολογίας, της οποίας, εξάλλου, είναι οι κύριοι παραγωγοί.
Τάξη ΙΙ. Η αριθμητική της δύναμη φτάνει περίπου το 10% του γενικού πληθυσμού. Τα μέλη
της έχουν μεταλυκειακή και συχνά πανεπιστημιακή μόρφωση και εργάζονται ως διευθυντικά
στελέχη σε επιχειρήσεις ή έχουν καλές θέσεις σε επιστημονικά επαγγέλματα. Τέσσερις στους
πέντε κινούνται προς την Τάξη Ι, αλλά ο συνωστισμός είναι μεγάλος σε στενή δίοδο. Τείνουν
να έχουν σταθερές οικογένειες, συνήθως όμως, σε αντίθεση με την Τάξη Ι, είναι άτομα που
έχουν εγκαταλείψει τις πατρικές οικογένειες και τον τόπο καταγωγής τους. Υπάρχει ένταση
λόγω της συνεχούς προσπάθειας για οικονομική και κοινωνική επιτυχία. Η τάξη αυτή έχει
απολέσει την περιορισμένη αυτονομία που διέθετε απέναντι στην πρώτη τάξη και βρίσκεται
πλέον σε κατάσταση εργασιακής υποδούλωσης και ηθικής καταρρεύσεως. Επειδή τα μέλη
της παίζουν ρόλο διαμορφωτή της κοινής γνώμης, οι ευθύνες τους για τη διακίνηση και
διασπορά των κυρίαρχων ιδεολογημάτων της άρχουσας τάξης, καθώς και για την επέκταση
της διαφθοράς και του ευτελισμού στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας είναι πραγματικά
κολοσσιαίων διαστάσεων. Μεγάλη διάδοση χρήσης κοκαΐνης και αλκοόλ.
Τάξη ΙΙΙ. Αποτελείται κυρίως από έμμισθους υπαλλήλους και μικροεπιχειρηματίες οι οποίοι
τυπικά είναι απόφοιτοι λυκείων. Καλύπτει περίπου το 25% του γενικού πληθυσμού. Πολλές
από τις γυναίκες εργάζονται. Συχνά είναι ασφαλείς οικονομικά, κατοικούν σε σχετικά καλές
οικιστικές περιοχές, έχουν όμως λίγες ευκαιρίες ανέλιξης, κοινωνικής ή οικονομικής. Οι
οικογένειές τους είναι κάπως λιγότερο σταθερές από την Τάξη ΙΙ. Έχουν την τάση να γίνονται
μέλη ποικίλων συντεχνιακών οργανώσεων και είναι δραστήριοι σε αυτές. Σε σχέση με την
Τάξη ΙΙ, υπάρχει γενικά λιγότερη ικανοποίηση και λιγότερη αισιοδοξία για το μέλλον. Η
99
Τάξη ΙV. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μελών αυτής της πολυπληθούς τάξης (γύρω στο 45%
του γενικού πληθυσμού) αποτελείται από ειδικευμένους ή ημιειδικευμένους εργάτες και
εργαζόμενους σε ποικίλες υπηρεσίες. Η εκπαίδευση συνήθως φθάνει μέχρι την 6η Δημοτικού
ή έστω την 3η Γυμνασίου, τόσο για τους γονείς όσο και για τα παιδιά. Ζουν σε περιοχές
υποβαθμισμένες, σε μάλλον περιορισμένο οικιστικό χώρο. Επτά στους δέκα παραμένουν
στις οικογένειές τους, στο εσωτερικό των οποίων συνυπάρχουν κατά κανόνα τρεις γενεές.
Πρακτικά όλες οι γυναίκες που μπορούν να εργασθούν εργάζονται. Η διάλυση της
οικογένειας είναι πολύ πιθανή. Οι περισσότεροι αισθάνονται ότι τους αρκεί η ζωή που
διάγουν και δεν κάνουν θυσίες για να πάνε μπροστά. Ωστόσο υπάρχουν αρκετά μεγάλα
ποσοστά συμμετοχής τους σε συνδικαλιστικές ενώσεις που αγωνίζονται για τη βελτίωση των
συνθηκών ζωής τους. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ου, αυτή η τάξη
ήταν στην πρωτοπορία του εργατικού και επαναστατικού σοσιαλιστικού κινήματος. Μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε βαθμιαία η διαφθορά της, για να φτάσει γρήγορα σε
απελπιστικό επίπεδο και τώρα, πλήρως χειραγωγημένη από τα ΜΜΕ, αποτελεί τη
μεγαλύτερη καταναλωτική ομάδα διατροφικών κυρίως ειδών, ψυχοτρόπων ουσιών, αλλά και
ευτελών απομιμήσεων συμβόλων επιτυχίας.
Τάξη V. Αποτελεί περίπου το 15% του γενικού πληθυσμού. Τα μέλη της δεν έχουν τελειώσει
το δημοτικό σχολείο και έχουν εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου εργασιακή εξειδίκευση. Οι
περισσότεροι είναι ανειδίκευτοι ή μισοειδικευμένοι εργάτες. Είναι συγκεντρωμένοι σε κακές
οικιστικές περιοχές. Οι οικογενειακοί δεσμοί είναι εύθραυστοι. Πολύ λίγοι συμμετέχουν σε
κοινωνικές οργανώσεις. Μεγάλα ποσοστά ανεργίας. Υπάρχει αγώνας για την επιβίωση
συνοδευόμενος από επιθετικότητα και αγανάκτηση για τον τρόπο που τους μεταχειρίζεται και
τους εκμεταλλεύεται η εξουσία και όλη η υπόλοιπη κοινωνία. Οι έφηβοι συνήθως έχουν
μπλεξίματα με την αστυνομία, καθώς αναζητούν εναγωνίως τρόπους να διαρρήξουν τα
ασφυκτικά κοινωνικά πλαίσια μέσα στα οποία ζουν. Μεγάλη διάδοση ψυχοτρόπων ουσιών.
Οι δύο κατώτερες κοινωνικές Τάξεις ΙV και V μαστίζονται από μεγάλα ποσοστά ανεργίας,
υποαπασχόλησης και ετεροαπασχόλησης, με αποτέλεσμα το χαμηλό εισόδημα, το
υποβαθμισμένο οικιστικό περιβάλλον, την κακή διατροφή, παράγοντες που πιέζουν τα μέλη
τους προς ακόμη χαμηλότερα κοινωνικά επίπεδα. Η ανεργία από μόνη της είναι ανεξάρτητος
παράγων υψηλής νοσηρότητας και θνησιμότητας των πληθυσμών που πλήττει. Οι γυναίκες,
όταν υπάρχει ανεργία, είναι ιδιαίτερα ευάλωτες από ψυχολογική άποψη στην άσκηση βίας
από άλλα μέλη της οικογένειάς τους (πατέρες ή συζύγους). Αμερικανικές μελέτες (Gilligan
1997) δείχνουν ότι η αύξηση της ανεργίας κατά μια εκατοστιαία μονάδα συνδέεται με αύξηση
της εγκληματικότητας κατά έξι μονάδες.
100
Τα ευρήματα αυτά δεν επιβεβαιώθηκαν πλήρως και από άλλες μελέτες (Schwab et al 1979)·
οι κυριότερες ενστάσεις επικεντρώθηκαν σε παράγοντες που παρεμβαίνουν στη
διαμόρφωση των στατιστικών στοιχείων, όπως το ότι τα μέλη των ανώτερων τάξεων έχουν
περισσότερες πιθανότητες από τα μέλη των κατώτερων να λάβουν θεραπεία στο σπίτι ή σε
ιδιωτική κλινική, στο αρχείο της οποίας ενδέχεται και να μην καταγραφούν καθόλου ή να
καταγραφούν με πλαστό όνομα και επάγγελμα. Βέβαια ο οικονομικός παράγοντας επηρεάζει
την πορεία της νόσου, καθώς καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα της νοσηλείας
(ιδιωτικές κλινικές από τη μια, δημόσια ιδρύματα από την άλλη), τόσο σε επίπεδο ποιότητας
της παρεχόμενης νοσηλείας και του εμπλεκόμενου σε αυτήν προσωπικού, ιατρικού και μη,
όσο και σε επίπεδο ξενοδοχειακό. Ένας άλλος παράγοντας διαστρέβλωσης των στατιστικών
στοιχείων είναι το γεγονός ότι οι χαμηλές κοινωνικές τάξεις δεν έχουν άλλη επιλογή από τη
δημόσια ψυχιατρική υπηρεσία, με αποτέλεσμα τα δημόσια ψυχιατρικά ιδρύματα να δέχονται
σχεδόν αποκλειστικά ασθενείς από τις μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες, πράγμα που
σημαίνει ότι οι ιδρυματικοί και νοσοκομειακοί ασθενείς δεν αντικατοπτρίζουν από ταξική
άποψη τον πραγματικό ταξικό διαχωρισμό ως προς την ψυχιατρική νοσηρότητα.
Το συμπέρασμα που συνάγεται από τα παραπάνω είναι ότι τα ποσοστά ψυχικής νόσου
στις ανώτερες τάξεις είναι οπωσδήποτε ανώτερα από αυτά που έχουν καταγραφεί. Αλλά
κανείς δεν αμφιβάλλει ότι γενικώς οι ψυχικές παθήσεις είναι συχνότερες στα κατώτερα
κοινωνικά στρώματα. Από πλευράς διαγνωστικών κατηγοριών, και με τις προκύπτουσες
επιφυλάξεις, φαίνεται ότι οι νευρωσικοί επικρατούν στις ανώτερες τάξεις, με εξαίρεση την
υστερική νεύρωση, που είναι συχνότερη στις κατώτερες, ενώ οι ψυχωτικοί συγκεντρώνονται
στις κατώτερες. Οι ψυχώσεις (σχιζοφρενικές, συναισθηματικές, γεροντικές) και ο
αλκοολισμός είναι συχνότερα όσο κατέρχεται κανείς το επίπεδο της κοινωνικής
διαστρωμάτωσης. Οι ψυχώσεις στην Τάξη V είναι οκτώ φορές συχνότερες από ό,τι στις
Τάξεις Ι και ΙΙ, ενώ τα καρδιαγγειακά νοσήματα τέσσερις φορές συχνότερα. Οι ασθενείς από
κατώτερες τάξεις ή/και με χαμηλή μόρφωση τείνουν να έχουν σωματικά αντί για
συναισθηματικά συμπτώματα, και πιστεύουν ότι η αιτία της δυσφορίας τους είναι μια
σωματική και όχι μια συναισθηματική διαταραχή.
101
Σύμφωνα με τη μελέτη των Hollingshead και Redlich, στην Τάξη Ι το 52,6% των ψυχιατρικών
διαγνώσεων ανήκε στις νευρώσεις, ενώ στην Τάξη V μόνο το 8,4% των διαγνώσεων
αφορούσε τις νευρώσεις. Όσον αφορά τις ψυχώσεις, αποτελούσαν το 47,4% των
διαγνώσεων στην Τάξη Ι, και το 91,6% στην Τάξη V. Ειδικότερα για τη σχιζοφρένεια, στην
Τάξη Ι το 0,7% των ασθενών έλαβε αυτή τη διάγνωση, ενώ στην Τάξη V αυτή η διάγνωση
δόθηκε στο 45,2%. Γενικά βρέθηκε ότι η Τάξη V είχε την υπεροχή σε όλους τους δείκτες που
αφορούν την πρώτη είσοδο, την υποτροπή, τις οξείες κρίσεις ή τα χρόνια προβλήματα. Στο
σημείο που αφορά την κοινωνική κινητικότητα βρέθηκε στην ίδια μελέτη ότι το 91% των
ψυχιατρικών ασθενών συνολικώς προέρχονταν από οικογένειες που δεν είχαν εμπλακεί στον
αγώνα για κοινωνική άνοδο και έμεναν στάσιμες στο ίδιο ταξικό επίπεδο. Υπάρχει σημαντική
διαφορά και ως προς το είδος της παρεχόμενης θεραπείας. Οι ανώτερες τάξεις έχουν τη
δυνατότητα να υποβληθούν σε ψυχοθεραπεία στο 73% των περιπτώσεων, ενώ η Τάξη V
έχει αυτή τη δυνατότητα στο 16% των περιπτώσεων. Ως προς τις οργανικές θεραπείες
(φάρμακα, ECT), παρέχονται στο 10% των ασθενών της Τάξης Ι και στο 32% της Τάξης V.
Χωρίς καμία θεραπευτική παρέμβαση μένουν το 16% των ασθενών της Τάξης Ι, και το 51%
της Τάξης V. Οι ιατροί που αναλαμβάνουν ασθενείς των κατώτερων κοινωνικών τάξεων
έχουν λιγότερο καλή εκπαίδευση και εμπειρία.
Οι σύγχρονες κοινωνίες, σκληρά ανταγωνιστικές, προάγουν ηθικά την ανοδική ταξική πορεία,
με συνέπεια η κοινωνική κινητικότητα να καθίσταται θεμελιώδες γνώρισμά τους. Αυτή η
πορεία όμως, συνήθως άπιαστο όνειρο, είναι ισχυρός πυροδότης έντασης και άγχους.
Φαίνεται ότι ορισμένες τάξεις βρίσκονται κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες ώστε να
πραγματοποιήσουν το «όραμα» της ανόδου. Η ιδέα της υψηλής επίδοσης στα μαθήματα,
στις εξετάσεις, στη δουλειά και η επιδίωξή της ως υπέρτατου στόχου βάζει σε μεγάλη
δοκιμασία τις ανθρώπινες εφεδρείες, υποθάλπει την επιθετικότητα και τον τυφλό
ανταγωνισμό, υπονομεύει τη γνήσια δημιουργικότητα. Η σύνδεση της εκπαίδευσης και των
σπουδών με την απόκτηση διπλώματος, το οποίο εξαργυρώνεται με την απόκτηση
οικονομικής ευημερίας και κοινωνικού κύρους, είναι παράγων υψηλής επικινδυνότητας για
δημιουργία φόβων κοινωνικής εκμηδένισης και ιδεών αυτοϋποτίμησης ή αναξιότητας, σε
περίπτωση αποτυχίας. Χαρακτηριστικό φαινόμενο είναι οι αυτοκτονίες των αποτυχόντων
μαθητών κάθε Ιούνιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
DOHRENWEND BS, DOHRENWEND BP. (1974). Stressful life events: Their nature and effects. New York, John
Willey and Sons Inc.
FRYERS T, MELZER D, JENKINS R. (2003). Social inequalities and the common mental disorders. A systematic
review of the evidence. Soc Psychiatry Psychiatr Epidemiol 38:229-237.
HOLLINGSHEAD A, REDLICH F. (1958). Social Class and Mental Illness. J. Miley, New York
MECHANIC D. (1973). The contributions of socio-biology to psychiatry. Psychol. Med. 3(1):1-4.
MECHANIC D. (1978). Medical Sociobiology. New York. The Free Press.
SCHWAB JJ, et al. (1979). Social Order and Mental Health. New York, Brunner/Mazel.
Στην ελληνική γλώσσα οι όροι κουλτούρα (culture) και πολιτισμός (civilization) έχουν
διαφορετικό νόημα απ’ ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο όρος κουλτούρα
περιλαμβάνει κυρίως στοιχεία μυθολογικά, εθιμικά και καλλιτεχνικά, ενώ ο όρος πολιτισμός
περιλαμβάνει στοιχεία θεσμικά, επιστημονικά και τεχνολογικά, αν και η διάκριση δεν είναι
απόλυτη. Η ελληνική αντιστοίχιση του όρου culture με τη λέξη καλλιέργεια ή Παιδεία δεν
102
ανταποκρίνεται στο σημασιολογικό εύρος που έχει ο όρος στις ευρωπαϊκές γλώσσες· από
την άλλη, ο όρος πολιτισμός έχει οπωσδήποτε μεγαλύτερο νοηματικό εύρος από τον
ξενόγλωσσο όρο civilization. Η έννοια της πνευματικής καλλιέργειας περιορίζεται κυρίως στο
μορφωτικό επίπεδο, αφορά πρόσωπα και ίσως μικρές ομάδες, ενώ η έννοια της κουλτούρας
περιλαμβάνει πολύ περισσότερα πολιτιστικά και εθιμικά στοιχεία και αφορά μεγάλες εθνικές
ή φυλετικές ομάδες. Η λέξη κουλτούρα, εξαιρετικά κακόηχη, στερείται παραγώγων στην
ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα η συγγενής λέξη πολιτισμός –πολύ πιο εύπλαστη
γλωσσικά– να χρησιμοποιείται ευρέως ακόμη και για την περιγραφή φαινομένων που
ανήκουν στην πρώτη, γεγονός που επιτείνει την εννοιολογική σύγχυσή τους.
Ως κουλτούρα θα μπορούσε να οριστεί ένα σύνολο συμπεριφορών, κοινών στα μέλη μιας
ομάδας –συνήθως εθνοτικής–, οι οποίες μαθαίνονται και μεταδίδονται από γενεά σε γενεά με
εγγενή σκοπό την ψυχοκοινωνική προσαρμογή και ανάπτυξη του ατόμου και της κοινωνίας.
Εξωτερικά, εκφράζεται με θεσμούς, ρόλους και καλιτεχνικά κατασκευάσματα, και εσωτερικά
με αξίες, στάσεις, πεποιθήσεις, επιστημολογικές αντιλήψεις και γενικά με τη διαμόρφωση της
συνείδησης των ατόμων (Marsella 1988). Η κουλτούρα δεν ταυτίζεται με την κοινωνική
πρόοδο, ούτε οδηγεί αναγκαστικά στην προσωπική τελειότητα. Πολιτισμός είναι ένα σύνολο
έργων και θεσμών, φτιαγμένων από τον άνθρωπο έτσι ώστε να τον βοηθούν στην
εκμετάλλευση της φύσης, να τον προστατεύουν από τις ακραίες εκδηλώσεις της και να
συμβάλλουν στην οργάνωση και διευθέτηση των σχέσεών του με τους άλλους ανθρώπους
(Freud 1929). Κύρια χαρακτηριστικά του είναι η τεχνική πρόοδος και η ανάπτυξη της
επιστήμης.
Η κουλτούρα γενικά και ο πολιτισμός ειδικότερα είναι μείζονες καθοριστικοί παράγοντες της
ανθρώπινης συμπεριφοράς, διότι επιβάλλουν περιστολή των αντικοινωνικών συμπεριφορών,
οργανώνουν την ανθρώπινη πρακτική στη βάση του διπόλου καθαριότητα και τάξη,
συμβάλλουν στην εξάλειψη της επιθετικότητας, του ενστίκτου της καταστροφής και της
βαρβαρότητας, μεθοδεύουν τη διοχέτευση του προσωπικού δυναμικού σε επωφελείς για το
κοινωνικό σύνολο πραγματώσεις, περιστέλλουν και ελέγχουν την ερωτικότητα και γενικότερα
περιορίζουν τις επιλογές αναζήτησης ηδονής καναλιζάροντάς τες σε ένα ορθολογικό πλαίσιο.
Ευνοούν επίσης την αναζήτηση του ωραίου και την καλλιέργεια της τέχνης, θέτουν όρια στις
ατομικές ελευθερίες, και οργανώνουν τον διακανονισμό των κοινωνικών σχέσεων αξιώνοντας
την υποταγή του ατομικού δικαίου στο κοινωνικό, αν και η ομάδα συνήθως υποτάσσεται στην
κυρίαρχη κάστα ή τάξη. Η θρησκεία, η τέχνη, οι θεσμοί, οι ποικίλες ιδεολογίες και τα
ιδεολογήματα, οι νόμοι, οι επιστημονικές θεωρίες κ.λπ., καθώς και οι τρόποι διάδοσής τους,
π.χ. τα μέσα μαζικής διαμόρφωσης της συμπεριφοράς, κατασκευάζουν το κλίμα μέσα στο
οποίο εκδιπλώνονται σε ατομικό πλαίσιο οι επιταγές της κουλτούρας στο σύνολο της.
103
Μέσα μαζικής διαμόρφωσης της συμπεριφοράς. Είναι γνωστά και με άλλες, περισσότερο
ή λιγότερο εύστοχες, ονομασίες, όπως μέσα μαζικής επικοινωνίας, μέσα μαζικής επιρροής,
μέσα μαζικής προπαγάνδας και μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ), όρος που έχει
καθιερωθεί. Η επικοινωνία με αυτά είναι μονής κατεύθυνσης, από τον πομπό προς τον
δέκτη. Διακρίνονται στα έντυπα μέσα, που περιλαμβάνουν κυρίως εφημερίδες και περιοδικά,
και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Διαφοροποιούνται επίσης ως προς το καθεστώς ιδιοκτησίας.
Τα ιδιωτικά είναι μεγάλες επιχειρήσεις εξαρτημένες από ακόμη μεγαλύτερες οικονομικές
ομάδες με τεράστια ισχύ, αποτελούμενες από έναν μικρό αριθμό οικογενειών του μεγάλου
κεφαλαίου, ενώ τα κρατικά μέσα ελέγχονται ασφυκτικώς από τα πολιτικά κόμματα που
βρίσκονται κάθε φορά στην εξουσία. Οι άλλες κοινωνικές ομάδες ασκούν μάλλον μηδενική
επιρροή στη διαμόρφωση των προγραμμάτων και των στρατηγικών σχεδιασμών τους. Πηγές
πληροφοριών, συμβόλων, γνωμών, τα μέσα έχουν εισχωρήσει βαθιά στην καθημερινή ζωή
καθορίζοντας τα κριτήρια αυτού που θεωρείται προσωπική αποτυχία ή επιτυχία σε
πάμπολλους τομείς, αλλά κυρίως στα σπορ, στην ψυχαγωγία και στην πολιτική.
Οι «αρχές» πάνω στις οποίες οικοδομείται η λειτουργία τους (Chomsky 1992) είναι η
ευτέλεια, η μετριότητα, το αγελαίο, η δουλικότητα απέναντι στην εξουσία, ο κυνισμός και η
καλλιέργεια της απληστίας, o φόβος για πραγματικές ή φανταστικές απειλές, η κατασκευή
εχθρών. Έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν την παραγωγή κύματος μαζικής συγκίνησης
μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Μετατοπίζοντας τεχνηέντως την προσοχή του κοινού σε
θέματα ασήμαντα αλλά συναισθηματικώς φορτισμένα, τα οποία εκδραματοποιούν στον
υπέρτατο βαθμό, τα μέσα στερούν από το κοινό τη δυνατότητα να διαμορφώσει μια σφαιρική
εικόνα για το πραγματικό, το εκτοπίζουν στο περιθώριο των τεκταινομένων, δημιουργώντας
σε πλανητική κλίμακα το πλαίσιο ενός ομοιογενούς και εντέλει αγοραίου τρόπου ζωής. Αυτή
η γενικευμένη χειραγώγηση διά της υποβολής επιτυγχάνεται χωρίς μεγάλη δυσκολία, αφού
έχουν ήδη αποσυντεθεί οι κοινωνικοί θεσμοί του παρελθόντος που θα μπορούσαν να
παίξουν αντισταθμιστικό ρόλο. Η χρησιμοποίηση διανοουμένων ή επιστημόνων αφενός
εξασφαλίζει άλλοθι στα μέσα, καθώς προσδίδει μια επίφαση ποιότητας, εγκυρότητας και
ποικιλίας, και αφετέρου τονώνει τον ναρκισσισμό και τη ματαιοδοξία αυτών των προσώπων
με αντάλλαγμα τη δική τους αδρανοποίηση και την παροχή συμβολικής νομιμοποίησης στα
συμφέροντα των ιδιοκτητών. Συνήθως πρόκειται περί τηλεοπτικών «διανοουμένων», φορέων
μιας κλισαρισμένης, κομφορμιστικής σκέψης, που άγονται μονάχα από το πάθος της
υπέρμετρης προσωπικής προβολής τους.
Η ενημέρωση για επιστημονικά θέματα, όποτε παρέχεται από τα μέσα, είναι σε γενικές
γραμμές ατελής· περιέχει πολλά στοιχεία παραπληροφόρησης και σχετίζεται όχι τόσο με
ζητήματα ουσίας, αλλά κυρίως μάρκετινγκ, εμπορικής διακίνησης και διαφημιστικής
προβολής: κοσμητική χειρουργική, αναβολικά στεροειδή, διατροφή, σεξουαλική ζωή,
προϊόντα που σχετίζονται με την αισθητική του σώματος. Ο τρόπος που τα ΜΜΕ χειρίζονται
το θέμα των ψυχοτρόπων ουσιών, κυρίως της ηρωίνης, της κοκαΐνης και της κάνναβης, είναι
τόσο παραπλανητικός, ώστε δημιουργείται η βάσιμη υποψία ότι ενεργούν ακολουθώντας
οργανωμένο σχέδιο διάδοσής τους. Εξαίρεση στα παραπάνω είναι ίσως η καλωδιακή
τηλεόραση, η οποία προσφέρει περισσότερα και σοβαρότερα μορφωτικά, επιστημονικά και
καλλιτεχνικά προγράμματα, ωστόσο η πρόσβαση σε αυτήν είναι ακόμη σχετικώς
περιορισμένη. Όπως και να έχει, παρά την τεράστια δύναμη επιρροής που έχουν τα ΜΜΕ,
υπάρχουν ενδείξεις ότι οι περισσότερες καμπάνιες τους για την υγεία και την εκπαίδευση σε
θέματα υγιεινής έχουν ελάχιστη ή μηδενική επίδραση στη συμπεριφορά των ανθρώπων –
φαινόμενο που αξίζει οπωσδήποτε γίνει αντικείμενο προβληματισμού.
Οι εφημερίδες και τα περιοδικά. Παρά το ότι οι εφημερίδες διανύουν μια περίοδο
παρακμής λόγω του άνισου ανταγωνισμού με τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, η τυφλή
εμπιστοσύνη των περισσότερων κοινών ανθρώπων στον έντυπο λόγο φαίνεται πως δεν
έχει ουσιαστικά κλονιστεί. Είναι αλήθεια ότι ο δημοσιογραφικός λόγος διαπρέπει πλέον όχι
107
στην παραγωγή αυθεντικής σκέψεως πάνω στα γεγονότα, αλλά μάλλον στην
αναπαραγωγή αναρίθμητων κλισέ και αφόρητων στερεοτύπων, που μπλοκάρουν αντί να
διευκολύνουν τη δυνατότητα κατανόησης. Ωστόσο απομένουν κάποιες εφημερίδες με
βαθιά παράδοση στα ανθρωπιστικά ιδεώδη του διαφωτισμού, που αντιστέκονται στο γενικό
κλίμα ηθικής παράλυσης.
Το ραδιόφωνο. Γνώρισε μέρες δόξας κατά τις δεκαετίες του ΄30 και του ΄40, αν και
βρισκόταν υπό ασφυκτικό κομματικό και κρατικό έλεγχο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Κατά
τις τελευταίες δεκαετίες πολλαπλασιάστηκαν οι ραδιοσταθμοί κατά το παράδειγμα των
ιδιωτικών καναλιών στην τηλεόραση, εμφανίστηκαν μάλιστα σταθμοί με εξειδικευμένο
πρόγραμμα που απευθύνονται σε συγκεκριμένο ακροατήριο, αλλά ο χρόνος ραδιοφωνικής
ακρόασης έχει μειωθεί, διότι οι μάζες προτιμούν την τηλεόραση. Η αγωνία των ιδιοκτητών
για αύξηση της ακροαματικότητας έχει οδηγήσει και το ραδιόφωνο στον ευτελισμό των
προγραμμάτων του.
Η τηλεόραση. Η αγωνία των ιδιοκτητών των τηλεοπτικών σταθμών να αυξήσουν το
ποσοστό τηλεθέασης, που με τη σειρά του θα προσελκύσει περισσότερες διαφημίσεις
καταναλωτικών προϊόντων, είναι ο αθέατος διαμορφωτής των τηλεοπτικών προγραμμάτων
και ο σημαντικότερος παράγων ανταγωνισμού ανάμεσα στα κανάλια. Τηλεπαιχνίδια,
ερωτικές ή περιπετειώδεις τηλεσειρές, αθλητικά προγράμματα, κωμωδίες, συνταρακτικές
ειδήσεις αποτελούν τον κεντρικό δομικό κορμό γύρω από τον οποίο διαμορφώνεται ο
τηλεοπτικός χρόνος και το περιεχόμενό του. Ο ρόλος του μάρκετινγκ και της διαφήμισης
στη διαμόρφωση προγραμμάτων είναι καταλυτικός. Η πληροφόρηση είναι ανεπαρκής και
στρεβλωμένη, ενώ η ψυχαγωγία αντιμετωπίζεται από τους ιθύνοντες ως ευκαιρία για να
βομβαρδίσουν το απαθές κοινό με άθλιας ποιότητας τηλεοπτικά υποπροϊόντα. Τα
προγράμματα με βίαιο περιεχόμενο έχουν ενοχοποιηθεί για την αύξηση της βίαιης
συμπεριφοράς στους νεανικούς πληθυσμούς (Centerwell 1992). Η τηλεόραση καλύπτει το
κενό που προκύπτει στην οικογένεια όταν οι γονείς αδυνατούν ή δεν θέλουν να βρίσκονται
με τα παιδιά τους ή να επικοινωνούν μεταξύ τους. Τα παιδικά προγράμματα έχουν αυξηθεί
και καινούργιοι παιδικοί τηλεοπτικοί σταθμοί κάνουν συνεχώς την εμφάνισή τους. Πολλοί
μελετητές θεωρούν ότι η απόσυρση του ενδιαφέροντος των ανθρώπων για τα κοινά και η
αδιαφορία για τη συμμετοχή τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι που παρατηρείται κατά τις
τελευταίες δεκαετίες, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην τηλεόραση.
Προπαγάνδα. Η ιστορία της προπαγάνδας αρχίζει με τον αγώνα προσηλυτισμού που έκανε
η καθολική Εκκλησία τον 16ο αιώνα, αλλά σύντομα ο μηχανισμός της προπαγάνδας
εντάχθηκε στο οπλοστάσιο των μεγάλων πολιτικών και στρατιωτικών συγκρούσεων. Θα
μπορούσε να ορισθεί ως προσχεδιασμένη και συστηματική πολιτική επιθετική δράση με
μέσα που κινητοποιούνται και κατευθύνονται έτσι ώστε να τροποποιήσουν τη γνώμη, τα
συναισθήματα και τις ενέργειες, τη συνείδηση, τον ψυχικό κόσμο, το ήθος και τη
συμπεριφορά των ενόπλων δυνάμεων αλλά και των μεγάλων πληθυσμιακών μαζών του
αντιπάλου. Επιτυχημένη είναι η προπαγάνδα όταν γίνει κατορθωτό να πεισθούν οι λαϊκές
μάζες για μια ιδέα τόσο βαθειά ώστε να μην μπορούν να την απορρίψουν.
Κυριότερος τρόπος δράσης της, που αφορά κυρίως τον πολιτικό πόλεμο, είναι οι ψευδείς
ειδήσεις, δεν λείπουν όμως το σαμποτάζ, ο εκφοβισμός, η τρομοκρατία. Λέγεται λευκή
προπαγάνδα όταν είναι φανερή, φαιά ή γκρίζα όταν η πηγή της πληροφορίας είναι άγνωστη,
και μαύρη όταν παρουσιάζονται καμουφλαρισμένες ειδήσεις. Εκτός από τις ειδήσεις
χρησιμοποιούνται η τέχνη, τα βιβλία και τα περιοδικά κάθε είδους, αρκεί να βρίσκουν έστω
και ελάχιστους –ακόμη και έναν, όπως έλεγε ο Χίτλερ– θεατές ή ακροατές. Η σχεδιοποιημένη
χρησιμοποίηση της προπαγάνδας και των συναφών δραστηριοτήτων είχε ονομασθεί
παλαιότερα πλύση εγκεφάλου ή ψυχολογικός πόλεμος, ο οποίος από επικουρικό μέσο
αρχικά απέκτησε στη συνέχεια κεντρική σημασία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου
(1950-1991) και, σε συνδυασμό με τον μυστικό πόλεμο, τις εγκαταστάσεις πρακτόρων σε
κεντρικές και ηγετικές θέσεις του αντίπαλου μηχανισμού, συνέβαλε τα μάλα στην κατάρρευση
του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.
Μετά την κατάρρευση των φασιστικών καθεστώτων αρχικά, των κομμουνιστικών
αργότερα και τη συνακόλουθη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, ο όρος προπαγάνδα –που ήταν
108
Η διαφήμιση είναι η προπαγάνδα στις περιόδους ειρήνης. Πετυχαίνει τους στόχους της
καταφεύγοντας στην υπόσχεση ικανοποίησης αρχέγονων επιθυμιών και αναγκών. Τα
καταναλωτικά αγαθά, χάρη σε μια τεχνική αποστασιοποίησης, παρουσιάζονται εντελώς
αποκομμένα από τον μόχθο που απαιτείται για την απόκτησή τους, και δημιουργείται η
αίσθηση ότι αρκεί κανείς να απλώσει το χέρι του για να τα κάνει δικά του. Όλο και πιο συχνά,
εκλεπτύνοντας περισσότερο τις τεχνικές της, η διαφήμιση οργανώνεται με τέτοιον δραστικά
υπόγειο τρόπο, ώστε η σχέση που διατηρεί με το διαφημιζόμενο προϊόν να είναι όχι άμεση
αλλά μακρινή, έμμεση, υπαινικτική. Η μεθοδολογία της έχει χαρακτήρα υπνωτιστικής
υποβολής με πολλαπλή επανάληψη της ίδιας φόρμας. Χρησιμοποίηση της σεξουαλικότητας,
προβολή μορφών εξουσίας (ηθοποιοί, πολιτικοί, αθλητές κ.λπ. οι οποίοι υποτίθεται ότι
χρησιμοποιούν το διαφημιζόμενο προϊόν), τρομοκρατία (φόβος δυσοσμίας, προοπτική
απώλειας κύρους και αφάνειας), ψευδαισθήσεις ταξικής αλλαγής και απόκτησης κύρους.
Ακριβώς επειδή υπάγει την τέχνη στην υπηρεσία του εμπορίου υλικών αγαθών, αλλά και
στην υπηρεσία προώθησης εμπορευματοποιημένων πνευματικών αγαθών, όπως είναι
κάποιες πολιτικές ιδεολογίες, η διαφήμιση, μαζί με τον κινηματογράφο, αποτελεί την επίσημη,
τη θεσμική τέχνη των σύγχρονων κοινωνιών.
Η μόδα αντλεί τη δύναμή της από την ικανότητά της να δημιουργεί ταυτότητα μέσα από
μηχανισμούς μίμησης. Σε μια εποχή που πολλοί δεν διαθέτουν ταυτότητα, μπορούν να
αγοράσουν. Το πρόβλημα είναι ότι μετά θέλουν να αγοράσουν καινούργια ταυτότητα και
αυτό ουσιαστικά αποτελεί τον ορισμό της μόδας ως το σύνολο των προτιμήσεων στον τρόπο
ζωής μιας εποχής που αλλάζουν ταχύτερα από ότι αυτή η εποχή. Η μόδα αφορά κυρίως την
εμφάνιση μέσα από την οποία το άτομο θέλει να διακριθεί και να επιδείξει τη νεωτερικότητα
του. Η αναζήτηση της νεωτερικότητας στην ενδυμασία έδωσε τα γνωστά κύματα
σκανδαλιστικού ντυσίματος μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο (μίνι φούστες, καυτά σορτς,
μπικίνι μαγιό) ή ντυσίματος-μηνύματος (τραγιάσκα, μπότες, μακρυά μαλιά και γένια,
στρατιωτικά τζάκετς, μπερέδες, κ.λπ). Ετσι πολλοί καταφέρνουν μέσω του λάϊφ στάϊλ της
μόδας «από μηδενικά να γίνουν νούμερα».
ποτέ δεν βγαίνουν στη δημοσιότητα. Οι δεύτερες συνήθως είναι νοθευμένες και τείνουν στην
εξαπάτηση του κόσμου, επειδή επηρεάζουν το εκλογικό σώμα και, μέσω των ΜΜΕ, το
προσανατολίζουν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Οικολογία. Η αμφισβήτηση της χρησιμότητας της τεχνολογίας και των κάθε μορφής
εκσυγχρονισμών στη βελτίωση της ανθρώπινης ζωής έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις κατά τις
τελευταίες δεκαετίες και εκφράζεται κυρίως, αλλά βαθύτατα ανεπαρκώς, μέσα από τα ποικίλα
οικολογικά κινήματα. Τα σημαντικότερα μεθοδολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η
Οικολογία ως κίνημα είναι: α) η ετερογένεια των περισσότερων πληθυσμιακών ομάδων· β) η
αλληλεξάρτηση των γεωγραφικών ομάδων ανάλυσης· γ) η δυσχέρεια εφαρμογής των
οικολογικών συσχετίσεων στους ανθρώπους.
Διαδίκτυο. Το διαδίκτυο είναι μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις στην ιστορία των μέσων
ενημέρωσης. Δεκάδες εκατομμύρια ιστοσελίδες είναι διαθέσιμες προς ανάγνωση για
οποιοδήποτε θέμα. Η συμβολή του στη διανομή της γνώσης είναι απροσμέτρητη. Τα
σκουπίδια που αναπόφευκτα κυκλοφορούν εγείρουν την ευθύνη της προσεκτικής επιλογής
σε προσωπικό επίπεδο. Οι απεριόριστες και αλογόκριτες δυνατότητες ενδοδικτυακής
επικοινωνίας σε πλανητικό επίπεδο (e-mail, msn, blogs etc.) έχει δημιουργήσει πολυάριθμες
δι-εθνικές ομάδες ανθρώπων με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και ιδιαίτερους τρόπους
επικοινωνίας. Δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς οι επιπτώσεις της χρήσεως του διαδικτύου στην
ψυχική υγεία φαίνεται όμως ότι στις πολύ νεαρές ηλικίες (12-16 ετών) υπάρχει πιθανότητα
ανάπτυξης μιας μορφής εξάρτησης που τώρα βρίσκεται υπό μελέτη (Siomos et al 2007).
Το δίκτυο Echelon περιλαμβάνει τις μυστικές υπηρεσίες της Αυστραλίας, του Καναδά,
του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ν. Ζηλανδίας και των ΗΠΑ. Δημιουργήθηκε στις αρχές του
Ψυχρού Πολέμου, αλλά το διαδίκτυο του προσέδωσε τεράστια δύναμη. Σκοπός του είναι να
παρακολουθεί δεκάδες χιλιάδες ιστοσελίδες, να συγκεντρώνει πληροφορίες, να κάνει
βιομηχανική και εταιρική κατασκοπία, παραβιάζοντας την ιδιωτικότητα και την ελευθερία
διακίνησης των πληροφοριών (Materazzi 2005). Οι γενικότερες ψυχολογικές επιπτώσεις είναι
άγνωστες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
110
ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΗΣ Γ. (1998). Η θέση της Εκκλησίας στην κοινωνία. Η Καθημερινή. 21 Ιουλίου 1998.
BARING A, CASHFORD J. (1993). The Myth of Goddes: Evolution of an Image. Penguin Books.
BENEDICT R. (1934). Patterns of culture. Boston. Houghton Mifflin Co.
BIRTCHNELL J. (1993). How humans relate: A new interpersonal theory. London, Praeger.
CENTERWELL BS. (1992). Television and violence. The scale of the problem and where to go from here. JAMA,
267:3059-63.
CHOMSKY N. (1992). What Uncle Sam Really Wants. Odonian Press, Berkeley, California.
DAWKINS R. (2007). The God Illussion.
ELLIS A. (1980). Psychotherapy and atheistic values. A reply to A.E. Bergin’s “Psychotherapy and Religious val-
ues” J Consult Clin Psychology 48:635-639.
FREUD S. (1927). The future of an illusion. London, Hogarth Press.
FREUD S. (1929). Civilization and its discontents. London, Hogarth Press.
KLEINMAN A. (1987). Anthropology and Psychiatry. The role of culture in cross-cultural research on illness. Brit.
J. Psychiat. 151:447-454.
LANGER EJ. (1975). The illusion of control. J Pers Soc Psychol 32:311-328.
Le BON G. (1895). La psychologie des foules. Paris.
MARSELLA AJ. (1988). Cross-cultural research on severe mental dosorders: Issues and findings. Acta Psychiatr
Scand 344:7-22.
MATERAZZI MA. (2005). Advances in Psychiatry, mass media, and mental health. In: Advances in Psychiatry
(Ed GN Christodoulou), pp 271-277.
MITKA M. (1998). Getting Religion Seen as Help in Being Well. JAMA 280:1829-31
NEELMAN J, PERSAUD R. (1995). Why do psychiatrists neglect religion? Br J Med Psychol 68:169-178.
PINEL P. (1808). Traite Medico-philosophique sur L’ Alienation Mentale. Paris
ROSS M, OLSON JM. (1981). An expectancy-attribution model of the effects of placebos. Psychol Rev 88:408-
437.
SIOMOS KE, MOUZAS OD, ANGELOPOULOS NV. (2007). Addiction to the use of internet and psychopathology
in Greek adolescents. A preliminary study. 3 rd International Congress on Brain and Behaviour. Thessaloniki 28
November-2 December. Poster No 025.
WITTER RA, STOCK WA, OKUN MA, HARRING MJ. (1985). Religion and subjective well being in adulthood: a
quantitative synthesis. Rev Rel Research 26:332-341.
111
Ο Bowlby (1988) διακρίνει τις σχέσεις σε ασφαλείς και ανασφαλείς στη βάση ενός διπλού
κριτηρίου: α) αν το άτομο που εμπλέκεται σε μια σχέση θεωρεί ότι ο άλλος εμπλεκόμενος
είναι πρόσωπο που θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε πιθανές εκκλήσεις για βοήθεια και
υποστήριξη· και β) αν και κατά πόσο πιστεύει ο ίδιος ότι είναι ανάλογα διαθέσιμος και ότι θα
ήταν σε θέση να ανταποκριθεί σε αντίστοιχες εκκλήσεις. Οι ασφαλείς τύποι έχουν
διαπροσωπικές σχέσεις που χαρακτηρίζονται από σχήματα θετικής αντίληψης για τον εαυτό
τους και για τους άλλους. Οι ανασφαλείς τύποι διακρίνονται στις παρακάτω κατηγορίες:
Νοιασμένος, περίφροντις (Peoccupied): έχει αρνητική εικόνα για τον εαυτό του και θετική για
τους άλλους, και αυτό τον καθιστά υποχωρητικό και ευάλωτο στη συναισθηματική
εκμετάλλευση. Αποφευκτικός (Avoidant): έχει αρνητική εικόνα για τον εαυτό του και τους
άλλους. Απορριπτικός (Dismissing): έχει εξιδανικευμένα θετική εικόνα για τον εαυτό του και
αρνητική για τους άλλους.
Σχέση μητέρας και παιδιού. Η σχέση μητέρας και παιδιού αποτελεί τον πυρήνα πάνω στον
οποίο κατά τη μετέπειτα ζωή δομείται ένα ολόκληρο φάσμα σχέσεων, από τη σύναψη
προσωπικών δεσμών μέχρι τη δυνατότητα για κοινωνική ζωή, κι αυτό διότι από την
παραπάνω σχέση προκύπτει η βασική πρωταρχική εμπιστοσύνη από την οποία εξελίσσεται
η κοινωνικότητα (Bowlby 1958). Η μητέρα συνδέεται με το μικρό της μέσω μιας σειράς
ερεθισμάτων τα οποία λειτουργούν ως σήματα, ενεργοποιούν μηχανισμούς ικανοποίησης και
112
Σχέση πατέρα και παιδιού. Ο πατέρας έχει αναλάβει ρόλους ευθύνης ως προς την
εξασφάλιση κοινωνικής και οικονομικής σιγουριάς στην οικογένεια. Παρέχει συναισθηματική
υποστήριξη στην μητέρα κατά την παιδική ηλικία και συμμετοχή σε αλληλεπιδράσεις
αναψυχής με τα παιδιά. Ο πατέρας είναι πρόσωπο εξουσίας και πειθαρχίας, είναι αυτός που
δίνει την «ταυτότητα» της οικογένειας. Ασκεί έντονη επίδραση στο χαρακτήρα και την
προσωπικότητα των παιδιών, επηρεάζοντάς τα μέχρι την ενήλικη ζωή τους. Δεν έχει
θεωρηθεί ως ισχυρός παράγων στην ψυχοπνευματική ανάπτυξη του παιδιού όσο η μητέρα
αλλά το πόσο μεγάλο λάθος είναι αυτό φαίνεται από τις επιπτώσεις που έχει στο παιδί η
φυσική ή ψυχοσυναισθηματική απώλεια του πατέρα.
Γάμος. Ενώ το ζευγάρωμα των ζώων είναι συνουσιακή συμπεριφορά, ο γάμος των
ανθρώπων είναι κοινωνικός θεσμός συμβίωσης με ισχυρά νομικά και θρησκευτικά στοιχεία,
διά του οποίου εξασφαλίζεται η συνουσία, η γέννηση παιδιών και η δημιουργία οικογένειας.
Τι είναι αυτό που κάνει την έγγαμη σχέση βιώσιμη; Τα παιδιά; Η ποιότητα της
διαπροσωπικής σχέσης μεταξύ των μελών του ζευγαριού; Οι θεσμοί που προστατεύουν τον
γάμο; Ενδιαφέρον θέμα στη σημερινή εποχή είναι το ποιος παντρεύεται ποιον και γιατί.
Θρησκευτικοί, φυλετικοί, πολιτιστικοί, ταξικοί κ.λπ. παράγοντες είναι σημαντικοί ρυθμιστές
της επιλογής, αν και στις δυτικές κοινωνίες η ατομική επιλογή και η ερωτική σχέση παίζουν
πρωταρχικό ρόλο. Ως αποτέλεσμα των μεγάλων ανακατατάξεων που έφερε η σεξουαλική
επανάσταση κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ποικίλες σεξουαλικές μειονότητες
απαίτησαν, και σε κάποιες περιπτώσεις επέβαλαν, τη θεσμική κατοχύρωση των δικαιωμάτων
τους με τη μορφή του γάμου για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, ακόμη και με τη δυνατότητα
υιοθεσίας παιδιών. Οι ψυχοπαθολογικές επιπτώσεις αυτών των φαινομένων δεν έχουν
ακόμη μελετηθεί.
Η παραδοσιακή ιεραρχική δομή του γάμου τείνει να εξαφανισθεί, καθώς και η κλασική
διαφοροποίηση των ρόλων, αφού έχει εγκατασταθεί μια σχέση ισοτιμίας και συντροφικότητας
μεταξύ των συζύγων. Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια καθολικό, είναι όμως χαρακτηριστικό.
Παραδοσιακά ο ρόλος του άνδρα ήταν να κερδίζει το ψωμί της οικογένειας, να είναι η
«κεφαλή» της και να έχει την ευθύνη για τη λήψη των μεγάλων αποφάσεων. Ο ρόλος της
γυναίκας ήταν να μεγαλώνει τα παιδιά και να φροντίζει το σπίτι. Σήμερα οι σχέσεις είναι
113
Διαζύγιο. Η έγγαμη σχέση βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης στις σύγχρονες κοινωνίες.
Προσωρινοί χωρισμοί, παρατεταμένες περίοδοι διάστασης για το ζευγάρι ή συμβατικές
μορφές συμβίωσης, όπου οι σύζυγοι ζουν μεν μαζί, χωρίς όμως να έχει καμία σημασία ο
ένας για τον άλλον, επίσημο διαζύγιο, είναι διαφορετικές μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται το
ίδιο πράγμα: δύο άνθρωποι που πριν από λίγο χρόνο είχαν συναινέσει διαπροσωπικά και
θεσμικά να ξεκινήσουν μια κοινή ζωή, αναιρούν αυτήν την υπόσχεση. Σήμερα στην Ελλάδα
τα διαζύγια είναι διπλάσια από εκείνα της δεκαετίας του ’50· σύμφωνα με στατιστικές
εκτιμήσεις, περίπου ένας στους δέκα γάμους θα φθάσει στο διαζύγιο. Ισχυροί συντελεστές
του διαζυγίου είναι οι ακόλουθοι:
Μειώθηκε ο θρησκευτικός έλεγχος πάνω στον γάμο και υπερίσχυσαν διάφοροι κοινωνικοί
κανόνες και θεσμοί.
Προχώρησε σε μεγάλο βαθμό η οικονομική και κοινωνική απελευθέρωση των γυναικών.
Το διαζύγιο έχει γίνει πολύ εύκολη υπόθεση όταν υπάρχει κοινή συμφωνία.
Η διάλυση της ευρείας οικογένειας, στυλοβάτη της σταθερότητας του γάμου μέχρι την
έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης, κατέστησε εξαιρετικά εύθραυστη και την
εναπομείνασα πυρηνική οικογένεια.
Η αποξένωση του άνδρα και της γυναίκας στην πυρηνική οικογένεια είναι συχνό
φαινόμενο, αφού και οι δύο εργάζονται συνήθως σε διαφορετικές δουλειές και τα παιδιά
τους τα μεγαλώνουν άλλοι, μη συγγενικά πρόσωπα, συνήθως υπάλληλοι παιδικών
σταθμών.
Τα άτεκνα ζευγάρια χωρίζουν πιο εύκολα. Όσο αυξάνεται ο αριθμός των παιδιών τόσο
μειώνεται η συχνότητα των διαζυγίων.
Μοιχεία, σκληρότητα και εγκατάλειψη είναι κλασικοί παράγοντες πρόκλησης
ανεπανόρθωτης βλάβης στη γαμήλια σχέση.
Οι γάμοι μεταξύ ατόμων πολύ νεαρής ηλικίας είναι πολύ εύθραυστοι.
Η προσωπικότητα αυτών που χωρίζουν, ιδίως εκείνων που επαναλαμβάνουν το
διαζύγιο, είναι συνήθως προβληματική με ναρκισσιστικά στοιχεία. Τα άτομα αυτά δεν
μπορούν να αντισταθούν στην ιδέα ότι είναι ακαταμάχητο αντικείμενο πόθου για τους
άλλους και γι’ αυτό εκπίπτουν σε διαδοχικές εξωσυζυγικές σχέσεις.
114
Η πρώτη γενιά που μεγάλωσε σε περιβάλλον με συχνά διαζύγια ήσαν τα παιδιά που
γεννήθηκαν από το 1965 μέχρι το 1975. Ακόμη και έφηβοι των οποίων οι οικογένειες δεν
γνώρισαν κλυδωνισμούς είχαν συνήθως φίλους με χωρισμένους γονείς, και έτσι οι
ψυχολογικές επιπτώσεις του διαζυγίου απλώθηκαν σε όλη την κοινωνία. Το διαζύγιο έχει
ενδιαφέρον από ψυχιατρική άποψη γιατί ένα μέρος των εμπλεκομένων, ζευγάρι και παιδιά,
καταλήγουν να ζητούν ψυχιατρική βοήθεια. Σε αυτούς τους πληθυσμούς διαταραχές όπως
άγχος, κατάθλιψη, απόπειρες αυτοκτονίας, χρήση ουσιών, ψυχοσωματικές διαταραχές
εμφανίζονται με χαρακτηριστικά μεγάλη συχνότητα.
Ριζικές αλλαγές επιτελούνται στις σχέσεις των γονέων με τα παιδιά τους όχι μόνο στην
περίοδο του διαζυγίου αλλά και νωρίτερα, όταν αρχίζει η κρίση στο ζευγάρι. Τότε μειώνεται
ακόμη περισσότερο η ενασχόληση των γονέων με τις φυσικές και ψυχικές ανάγκες των
παιδιών τους και εμφανίζεται κάτι σαν σύγχυση μεταξύ των δικών τους αναγκών και των
αναγκών των παιδιών τους. Μερικές φορές συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχουν τα
παιδιά. Καυγάδες μπροστά στα παιδιά, επικρίσεις και απαξίωση του ενός γονέα από τον
άλλον κατά την απουσία του, ενθάρρυνση των παιδιών να επικρίνουν τον απόντα γονέα,
εξαναγκασμός των παιδιών να κάνουν επιλογή μεταξύ των δύο γονέων, προσπάθεια του
ενός να στρέψει τα παιδιά εναντίον του άλλου, διερευνητική συλλογή πληροφοριών για τον
άλλο γονέα από τα παιδιά και εξώθησή τους σε κατασκοπία, μετατροπή τους σε
ταχυδρόμους μηνυμάτων, είναι μερικά από τα ιδιαιτέρως νοσηρά φαινόμενα που
εμφανίζονται στις οικογένειες των οποίων το ζευγάρι οδηγείται σε χωρισμό.
Επιπτώσεις στους άνδρες. Μετά το διαζύγιο οι άνδρες ξαναπαντρεύονται συχνότερα από ό,τι
οι γυναίκες. Ένα εύρημα που ισχύει και για τις γυναίκες είναι ότι οι μοναχικοί άνδρες έχουν
πτωχότερους δείκτες υγείας από τους παντρεμένους. Επίσης και οι δύο ταλαιπωρούνται
από αισθήματα ενοχής απέναντι στα παιδιά τους.
Επιπτώσεις στις γυναίκες. Στις σύγχρονες κοινωνίες πολλές γυναίκες μετά το διαζύγιο
υποχρεώνονται να μεγαλώσουν τα παιδιά τους χωρίς σύντροφο κάτω από δυσμενείς
συνθήκες διαβίωσης, μέσα στη φτώχεια και την ανεργία. Μοναχικές μητέρες με μικρά
παιδιά παρουσιάζουν υψηλούς δείκτες ήπιων ψυχιατρικών συμπτωμάτων, κυρίως άγχους
και καταθλίψεως. Υπάρχουν περιοχές στην Ευρώπη, κυρίως περιοχές με πληθυσμούς
χαμηλού μορφωτικού, κοινωνικού και οικιστικού επιπέδου, όπου οι ανύπανδρες μητέρες
είναι περισσότερες από τις παντρεμένες. Το φαινόμενο παίρνει διαστάσεις, ενδεχομένως
επειδή οι εμπλεκόμενες αποκομίζουν κάποια οικονομικά οφέλη, αφού σε πολλές
ευρωπαϊκές χώρες οι γυναίκες αυτές επιδοτούνται ικανοποιητικά.
Επιπτώσεις στα παιδιά. Άγχος, θυμός και πένθος είναι τα συναισθήματα που κυριαρχούν στα
παιδιά όταν αρχίζει η περιπέτεια του διαζυγίου των γονέων τους. Τα παιδιά χρειάζονται και
τους δύο γονείς τους, ανεξάρτητα από το αν οι μεταξύ τους σχέσεις είναι καλές ή κακές,
υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει φυσική βία. Τα παιδιά συχνά φοβούνται τον χωρισμό
των γονιών τους πολύ πριν αυτός συμβεί, και εκδηλώνουν τον φόβο τους με ποικίλους
τρόπους, μερικές φορές παθολογικούς. Οι αναμνήσεις των παιδιών από τη διαδικασία
χωρισμού των γονέων και από την αντιδικία που τη συνοδεύει δυσκολεύουν την
αντιμετώπιση των προβλημάτων της εφηβείας. Στις οικογένειες των διαζευγμένων
επισυμβαίνει μια ριζική μετατόπιση ρόλων, αφού τα παιδιά από εκεί που ήταν συμμέτοχα
στη ζωή της οικογένειας έχουν μετατραπεί σε πρόβλημά της. Η ηλικία και το φύλο του
παιδιού παίζουν ρόλο στη διαδικασία προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Όταν ο χωρισμός
συμβαίνει πριν από τα 10 χρόνια της ηλικίας, τα παιδιά προσαρμόζονται καλύτερα, ενώ
όταν συμβαίνει κατά την προεφηβική περίοδο, πυροδοτεί εκρηκτικές καταστάσεις. Τα
κορίτσια προσαρμόζονται καλύτερα στο αμέσως μετά το διαζύγιο διάστημα, αλλά
παρουσιάζουν ήπια ψυχιατρικά συμπτώματα κατά την εφηβεία, κυρίως κατάθλιψη και
χρήση αλκοόλ, και αργότερα προβλήματα στις σχέσεις με τους άνδρες, κυρίως με τη
μορφή της ταχείας εναλλαγής περιστασιακών εραστών (promiscuity). Ο χωρισμός των
γονέων φαίνεται ότι λειτουργεί και ως συσσωρευτικό τραύμα. Οι επιπτώσεις στα παιδιά
εμφανίζονται μετά την ενηλικίωση, όταν τα ίδια προσπαθούν να χτίσουν τις δικές τους
σχέσεις, που συχνά χαρακτηρίζονται από επιφυλακτικότητα και λανθασμένες επιλογές.
115
Το κλασικό υπέρ του διαζυγίου επιχείρημα, ότι παρόλο που η εμπειρία ενός διαζυγίου είναι
ψυχοτραυματική για το παιδί, δεν έχει εντούτοις τόσο καταστρεπτικά αποτελέσματα στη
διαμόρφωση του χαρακτήρα του όσο η συνεχιζόμενη συμβίωση σ' ένα γάμο προβληματικό,
σε μια οικογένεια που μαστίζεται από δυσαρμονία και εσωτερικές διαμάχες, δεν έχει
τεκμηριωθεί επιστημονικά. Προσαρμογή στην άσχημη οικογενειακή ατμόσφαιρα ή απώλεια
του αισθήματος οικογενειακής στήριξης; Ποιο από τα δύο είναι περισσότερο καταστροφικό;
Άγνωστο, ίσως. Αλλά τα παιδιά από διαλυμένες οικογένειες αναφέρονται πιο συχνά
συνδεδεμένα με ψυχοπαθολογικούς δείκτες και κακή επίδοση στο σχολείο από παιδιά
διαταραγμένων αλλά μη διαλυμένων οικογενειών. Υπάρχουν σοβαρές παράμετροι που
ακόμη δεν έχουν μελετηθεί ικανοποιητικά (Roberts 1995). Για παράδειγμα, η ομάδα των
παιδιών που δεν γνώρισαν πατέρα επειδή η μητέρα τους δεν παντρεύτηκε ποτέ. Τι αίσθηση
και βίωμα αρσενικότητας και πατρότητας αποκτούν αυτά τα παιδιά, που ίσως έχουν δει
διαφόρους άνδρες να μπαίνουν στο σπίτι ως φίλοι της μητέρας; Και ακόμη δεν πρέπει να
ξεχνά κανείς ότι οι μητέρες μπορεί να επιλέγουν να ζήσουν χωρίς άνδρα, αλλά τα παιδιά δεν
επιλέγουν να ζήσουν χωρίς πατέρα.
Λειτουργίες της οικογένειας. Οι ικανότητες των γονέων να καλύπτουν τις ανάγκες των
παιδιών, από τη βρεφική μέχρι την εφηβική ηλικία, συμπεριλαμβανομένων και των τρόπων
που χρησιμοποιούν για την επίτευξη αυτού του στόχου, είναι προϋπόθεση επιβίωσης της
οικογένειας. Από ψυχολογική άποψη, βασική λειτουργική προϋπόθεση της οικογένειας είναι
να εξασφαλίζει την επαρκή δυνατότητα ανάπτυξης της προσωπικότητας του παιδιού. Η
οργάνωσή της, πέρα από συγκρούσεις και ενοχές, πρέπει να παρέχει ευκαιρίες για
αυτοέκφραση και ανεξάρτητη ανάπτυξη, απαλλαγμένη από κάθε υπόνοια ανάρμοστων ή
αιμομικτικών δεσμών και εσφαλμένων ταυτίσεων φύλου. Όντας η βασική κοινωνική ομάδα, η
οικογένεια έχει και το καθήκον να διδάξει στο παιδί την κατανόηση της γλώσσας, τις τεχνικές
επικοινωνίας με τους άλλους, τις βασικές κοινωνικές αξίες, τους ρόλους και τους θεσμούς της
κοινωνίας· με δύο λόγια, να το εισαγάγει –όπως λένε οι ψυχαναλυτές– στη συμβολική τάξη.
Το δίκτυο των σχέσεων στην οικογένεια διαμορφώνεται μέσα από την επικοινωνία, τις
συναισθηματικές σχέσεις, τους ρόλους και την άσκηση εξουσίας από τα μέλη της, καθώς και
από τις σχέσεις της με τον έξω κόσμο.
Κάθε μέλος έχει μια συγκεκριμένη σχέση με κάθε άλλο μέλος. Από μία ηλικία και μετά, οι
διαφορές ανάμεσα στον πατέρα και τη μητέρα καθορίζονται και από τον τρόπο που
παίζουν με το παιδί και συναλλάσσονται μαζί του. Από την άλλη μεριά, η επαφή με
αδέλφια (ή συνομηλίκους) έχει τεράστια σημασία και είναι σχεδόν επαρκής για την
φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού.
Οι σχέσεις πάντα ασκούν αμοιβαία επίδραση. Το παιδί δεν είναι πηλός που πλάθεται
από τους γονείς. Η συμπεριφορά του διαμορφώνει τη συμπεριφορά των γονέων, από την
οποία διαμορφώνεται.
Οι σχέσεις επιδρούν η μία στην άλλη. Η συμπεριφορά ενός μέλους της οικογένειας προς
κάποιο άλλο επηρεάζεται από τις σχέσεις του καθενός προς τους άλλους. Το παιδί ασκεί
βαθιά επίδραση στη φύση του γάμου, αλλά η συμπεριφορά των γονιών απέναντί του έχει
σχέση με την ποιότητα του γάμου τους. Η απουσία του πατέρα επηρεάζει τη στάση της
μητέρας προς τα παιδιά. Η άφιξη του δεύτερου παιδιού επιδρά στη σχέση των γονέων με
το πρώτο.
Η δομή της οικογένειας αλλάζει με τον χρόνο. Αυτό αφορά όχι μόνο την αριθμητική
διάσταση της οικογένειας, αλλά κυρίως τη δομή των σχέσεων των μελών της. Πάντως, η
ποιότητα της αλλαγής εξαρτάται περισσότερο από αλλαγές στη μητέρα παρά στο παιδί.
Η δομή της οικογένειας δέχεται επιδράσεις από έξω. Υπάρχει κάποια ισορροπία μεταξύ
πυρηνικής οικογένειας, συγγενών και συνομηλίκων. Π.χ. κάποιος στενός συγγενής
μπορεί να βοηθήσει τον έφηβο στην κατάκτηση της ανεξαρτησίας του. Οι συνθήκες και οι
περιστάσεις της ζωής της οικογένειας, όπως η κοινωνική διαστρωμάτωση ή η οικιστική
περιοχή, ασκούν επίδραση στη δομή και στον χαρακτήρα της.
Κάθε παιδί έχει ανάγκη και τους δύο γονείς. Έναν γονέα του ιδίου φύλου με τον οποίο να
κάνει τις απαραίτητες ταυτίσεις και να τον χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα και έναν γονέα
του αντίθετου φύλου που καθίσταται βασικό αντικείμενο αγάπης και διαμορφώνει το
έδαφος επάνω στο οποίο θα δομηθούν όλες οι επόμενες σχέσεις του. Ο γιος χρειάζεται
έναν ισχυρό και κυριαρχικό πατέρα. Η κόρη χρειάζεται μιαν εκφραστική και υποστηρικτική
μητέρα.
αντίδραση του παιδιού στο πένθος και την απώλεια εξαρτάται από το επίπεδο της
νοηματικής ανάπτυξής του, δηλαδή, στις φυσιολογικές περιπτώσεις, από την ηλικία.
Συνήθως εκτυλίσσεται ένα «λανθάνον» αποτέλεσμα που εκδηλώνεται πολύ αργότερα με
κατάθλιψη, διαταραχές της συμπεριφοράς και αρνητικές ίσως επιδράσεις στη
διαπροσωπική ζωή του ατόμου και στον γάμο του. Περισσότερο βλάπτεται το παιδί του
ιδίου φύλου με τον απολεσθέντα γονέα. Στα αγόρια παρατηρούνται διαταραχές στην
κοινωνική συμπεριφορά και στη σεξουαλικότητα. Στα κορίτσια υπάρχει μια ευαλωσία στην
κατάθλιψη. Ο πρώιμος μόνιμος αποχωρισμός, περισσότερο από τον θάνατο γονέως, είναι
υπεύθυνος για την ανάπτυξη γενικευμένου άγχους και μείζονος καταθλίψεως στις γυναίκες
(Kendler et al 1992).
Ανατροφή του παιδιού σε ίδρυμα ή σε κατάσταση κοινωνικής απομόνωσης.
Αποχωρισμός από τη μητέρα και ανατροφή σε ίδρυμα πριν από τα πέντε πρώτα χρόνια
της ζωής μπορεί να συντελέσουν αργότερα στην εκδήλωση εγκληματικότητας ή ψυχικών
διαταραχών. Κοινωνική απομόνωση και ανάπτυξη σε ιδρύματα μπορεί να επιφέρουν
διαταραχές στη νοηματική ανάπτυξη, καθυστέρηση στη γλωσσική εξέλιξη και αντικοινωνική
συμπεριφορά.
Νόσος στην οικογένεια. Η νόσος στην οικογένεια, ενός ή περισσοτέρων μελών, ιδιαίτερα η
χρονία νόσος, είναι από τους ισχυρότερους παράγοντες πρόκλησης διαταραχών και την
κατάσταση που δημιουργείται τη βιώνει ολόκληρη η οικογένεια και όχι μόνο ο ασθενής. Τα
τελευταία χρόνια το επίκεντρο της φροντίδας του ασθενούς μετακινήθηκε από το νοσοκομείο
στο σπίτι, σαν αποτέλεσμα της μείωσης του μέσου χρόνου παραμονής του στο νοσοκομείο.
Έτσι η οικογένεια αναλαμβάνει μεγαλύτερο ρόλο στη φροντίδα του ασθενούς, καλύπτοντας
ένα μεγάλο φάσμα των αναγκών του, όπως αντιμετώπιση συμπτωμάτων, χρήση και
παρακολούθηση μηχανημάτων, εκτίμηση παραμέτρων υγείας, συμβολή στην προσπάθεια
του ασθενούς να φροντίσει τον εαυτό του κ.λπ. Η κάθε οικογένεια οργανώνει αυτές τις
διαδικασίες με τον δικό της τρόπο (Given and Given 1994) και έτσι ο ρόλος της ως
διαπαιδαγωγού και προαγωγού της υγείας είναι πολύ σημαντικός (Fleck 1976). Ο τρόπος με
τον οποίο η οικογένεια αντιμετωπίζει τη νόσο από την οποία πάσχει ένα μέλος της, το οποίο
επιπλέον αγωνίζεται να προσαρμοστεί σε αυτήν, έχει ισχυρές επιπτώσεις στην καλή φυσική
και ψυχοκοινωνική κατάσταση όλων των μελών της αλλά και στη διαμόρφωση της κλινικής
εικόνας κατά τη διάρκεια της πορείας της νόσου. Πολλές φορές είναι αναπόφευκτο όλη η
οικογένεια να εμπλέκεται στα συμπτώματα του ασθενούς, οι διάφορες διαγνωστικές
διαδικασίες, οι θεραπείες και τα φάρμακα να μετατρέπονται σε κεντρικό καθημερινό θέμα
συζήτησης, αυξάνοντας τις εντάσεις, την ανησυχία και τις τριβές μέσα στην οικογένεια.
Η διαγνωστική φάση είναι άκρως στρεσογόνος, καθώς συνοδεύεται από μεγάλο άγχος,
αβεβαιότητα και δυσκολία στη λήψη αποφάσεων. Η περίοδος της ενδονοσοκομειακής
νοσηλείας είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τους/τις συζύγους των ασθενών, που πρέπει να
αντιμετωπίζουν τα διάφορα προβλήματα που προκύπτουν τόσο στο σπίτι όσο και στο
νοσοκομείο. Κατά την ανάρρωση τόσο οι ασθενείς όσο και τα μέλη της οικογένειάς τους
119
δεν έχουν απαντηθεί κατά τρόπο τεκμηριωμένο. Εξίσου πλημμελώς μελετημένο είναι και το
θέμα της προετοιμασίας των παιδιών για ό,τι πρόκειται να συμβεί. Παράγοντες σημαντικοί
που πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού και το στάδιο της
νόσου του γονέως. Χρειάζεται προσοχή στους χειρισμούς του θέματος από τον άλλον
γονέα ώστε να αποφευχθούν σοβαρές ψυχολογικές συνέπειες στο παιδί.
Όταν νοσεί παιδί. Παρά τις ουσιαστικές βελτιώσεις κατά τα τελευταία χρόνια στη θεραπεία
των χρονίων παιδικών νόσων και στην επιβίωση, η διάγνωσή τους συνεχίζει να αποτελεί
μεγάλη απειλή για ολόκληρη την οικογένεια, η οποία διέρχεται μια περίοδο μεταβάσεως
προς την κατάσταση που θα της επιτρέπει να ζει με ένα παιδί που πάσχει από χρόνια και
απειλητική νόσο (Birenbaum 1990). Αυτή η μετάβαση χαρακτηρίζεται αρχικά από μια
περίοδο αβεβαιότητας μετά τη διάγνωση, στη συνέχεια από τη χρησιμοποίηση νέων
στρατηγικών για την αναδόμηση της πραγματικότητας, και τέλος από τη δόμηση μιας «νέας
πραγματικότητας» για την οικογένεια, κατά την οποία η αβεβαιότητα μεταβάλλεται μεν,
αλλά η φύση της παραμένει (Clarke-Steffen 1993). Συνεκτικότητα, εκφραστικότητα, βαθμός
συγκρούσεων και άλλοι παράγοντες οικογενειακής ατμόσφαιρας έχουν μελετηθεί επαρκώς
(Davies et al 1993). Ένας αξιόλογος δείκτης είναι το αίσθημα αβοηθησίας που βιώνουν
αυτοί που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τον πόνο του πάσχοντος παιδιού και
γενικότερα τις επιπτώσεις του πόνου σε όλη την οικογένεια. Οι μητέρες, π.χ.,
παρουσιάζουν πολύ χαμηλότερη αυτοεκτίμηση από τους πατέρες, αλλά αυτό είναι ούτως ή
άλλως ένα πολύ διαδεδομένο γυναικείο χαρακτηριστικό.
Διανοητική ανάπτυξη και οικογένεια. Η διανοητική ανάπτυξη του παιδιού εξαρτάται από το
διανοητικό επίπεδο των μελών της οικογένειας που βρίσκει όταν γεννιέται, αλλά και από τη
δυνατότητα να παίξει τον ρόλο του δασκάλου εφόσον γεννηθεί σύντομα και άλλος αδελφός ή
αδελφή. Τα πρωτότοκα παρουσιάζουν καλύτερη διανοητική ανάπτυξη καθώς και
μεγαλύτερες φιλοδοξίες για ανώτερες σπουδές και είναι ανθεκτικότερα στους στρεσογόνους
παράγοντες της ζωής (Hanson 1979). Τα μοναχοπαίδια όμως βρίσκονται πιο χαμηλά και τα
δίδυμα χαμηλότερα. Όσο μεγαλύτερο το μέγεθος της οικογένειας τόσο μικρότερη η
διανοητική ανάπτυξη, ιδιαίτερα όταν συσσωρεύονται αρνητικοί παράγοντες όπως
συνωστισμός, κοινωνικά και οικονομικά μειονεκτήματα, διαφορετικός βαθμός γονεϊκής
φροντίδας, ευάλωτες στην κατάθλιψη μητέρες. Θετικό ρόλο στη διανοητική ανάπτυξη των
παιδιών παίζουν ποικίλοι παράγοντες, όπως το να αντλεί η μητέρα ευχαρίστηση από το
παιδί της και να νιώθει περήφανη γι' αυτό, ή το να έχουν τα παιδιά στο σπίτι τον πατέρα και
έτσι να έχουν μεγαλύτερο κίνητρο για παιχνίδι, ενώ αρνητικό ρόλο παίζουν η πολλή τιμωρία
με λίγη λογική από τη μητέρα, καθώς και η επιβολή από τον πατέρα πειθαρχίας πολύ
πρώιμα και με αυταρχικό τρόπο.
Οικογένεια και ψυχοπαθολογία. Η οικογένεια παίζει μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη και
εξέλιξη αρκετών ψυχοπαθολογικών καταστάσεων. Η ψυχοπαθολογία στην οικογένεια μπορεί
να προηγείται ή να έπεται μιας ψυχιατρικής καταστάσεως ενός μέλους της. Το είδος και η
πορεία της νόσου, η συχνότητα υποτροπής, και άλλοι δείκτες (όπως π.χ. αυτοκτονία)
επηρεάζονται από τον τρόπο λειτουργίας της οικογένειας. Τα παιδιά καταθλιπτικών ασθενών
κυρίως, αλλά και πασχόντων από αρκετές άλλες ψυχιατρικές παθήσεις αντιμετωπίζουν
υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης ψυχοπαθολογίας. Σε μια ενδιαφέρουσα μελέτη (Kohn and Klausen
1956) διερευνήθηκε η στάση που κρατούσαν απέναντι στους γονείς τους σχιζοφρενείς
ασθενείς και φυσιολογικά άτομα. Οι σχιζοφρενείς έτειναν να βλέπουν τις μητέρες τους σαν
ισχυρές, κυριαρχικές φιγούρες, και τους πατέρες τους σαν αδύναμους, παθητικούς και
ανεπαρκείς. Βρέθηκε επίσης ότι σημαίνοντα ρόλο παίζει η κοινωνική τάξη. Οι φυσιολογικοί
από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα έβλεπαν τις μητέρες τους περίπου όπως και οι
σχιζοφρενείς, ενώ οι φυσιολογικοί από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα έβλεπαν τους
πατέρες τους σε ρόλους κυριαρχικούς και πανίσχυρους. Ύπαρξη κυριαρχικής μητέρας έχει
παρατηρηθεί και σε άλλες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις εκτός της σχιζοφρένειας, όπως σε
περιπτώσεις εξάρτησης από ουσίες, εφηβικής εγκληματικότητας, ψυχογενούς ανορεξίας,
ομοφυλοφιλίας κ.λπ. Στις μη σχιζοφρενικές αλλά διαταραγμένες οικογένειες οι δομές
δύναμης και εξουσίας είναι εξισωτικές, ενώ στις φυσιολογικές οικογένειες είναι ιεραρχικές. Ο
121
πατέρας ασκεί μεγαλύτερη επιρροή στις φυσιολογικές οικογένειες από ό,τι στις
σχιζοφρενικές. Οι φυσιολογικές οικογένειες δείχνουν περισσότερο θετικά συναισθήματα, σε
αντίθεση με τις διαταραγμένες που δείχνουν περισσότερο αρνητικά συναισθήματα.
ΟΜΑΔΑ. Ομάδα είναι ένα οργανωμένο σύνολο ανθρώπων που έχουν δυνατότητα
διαπροσωπικής ψυχοσυναλλαγής. Παρά την επιθετικότητά του προς τους άλλους, ο
άνθρωπος καταφέρνει να ζει κοινωνικά μέσα σε ποικίλες ομάδες. Ως μέλος της ομάδας
αποκτά και μια άλλη διάσταση, πέραν της ατομικής, την κοινωνική διάσταση, η οποία
συντελεί στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης, μέσω της οποίας υποτάσσεται στις
αρχές και στους νόμους της ομάδας. Οι δυνάμεις που ωθούν το άτομο να παραμείνει μέλος
της ομάδας εξαρτώνται από ποικίλους παράγοντες, μερικοί από τους οποίους είναι οι
ακόλουθοι: α) ο βαθμός κατά τον οποίο οι αλληλεπιδράσεις στην ομάδα έχουν θετικό
χαρακτήρα για το κάθε μέλος, β) ο βαθμός κατά τον οποίο οι ομαδικές δραστηριότητες
προσπορίζουν ένα αίσθημα ικανοποίησης στο κάθε μέλος, γ) η δυνατότητα που έχει κανείς
να αξιοποιεί την ιδιότητά του ως μέλους της ομάδας σαν μέσο για την επίτευξη προσωπικών
στόχων.
Συνοχή και συνεκτικότητα είναι κεντρομόλες δυνάμεις που ωθούν τα μέλη της ομάδας
ώστε ο καθένας να αισθάνεται ότι ανήκει σε αυτήν αλλά και όλοι να δέχονται τον καθένα ως
μέλος της ομάδας. Όσο μεγαλύτερη είναι η συνεκτικότητα τόσο ισχυρότερες είναι οι αρνητικές
αντιδράσεις προς τα μέλη εκείνα των οποίων οι προσωπικές συμπεριφορές δεν
συμμορφώνονται προς τους αποδεκτούς από την ομάδα κανόνες συμπεριφοράς. Οι
122
ο βαθμός ικανοποίησης που προκύπτει από αυτήν παίζει μεγάλο ρόλο στην
αποτελεσματικότητα της υποστήριξης. Ανάλογη με το είδος του στρες θα πρέπει να είναι και
η υποστήριξη. Ένα επαγγελματικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται καλύτερα όταν η βοήθεια έλθει
από το εργασιακό περιβάλλον. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι αυτό καθαυτό το είδος της
ψυχοκαταπόνησης που υφίσταται ένας άνθρωπος είναι δυνατόν να οδηγήσει σε μείωση της
κοινωνικής υποστήριξης που θα μπορούσε να δεχθεί, είτε άμεσα, λόγω υπερβολικών
απαιτήσεων, είτε έμμεσα, λόγω των ψυχιατρικών προβλημάτων του ασθενούς τα οποία
ενδέχεται να τον αποξενώσουν από το υποστηρικτικό του περιβάλλον (Goldberg and
Breznitz 1982). Το στρες δεν βλάπτει μόνο το άτομο, αλλά και τα υποστηρικτικά συστήματα
που αυτό διαθέτει. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν άτομα τα οποία τείνουν να
υποτιμούν και να θεωρούν ανεπαρκή τη βοήθεια που δέχονται, και αυτό ίσως να μην
αντανακλά την πραγματική κατάστασή τους ως προς την υποστήριξη που λαμβάνουν, αλλά
να είναι μέρος της όλης λειτουργίας της διαταραχής από την οποία πάσχουν.
Ηγεσία της ομάδας. Το κυρίαρχο αρσενικό περιγράφεται από τον Robin Fox (1967) ως
άτομο γνωστικό, αυτοελεγχόμενο, πανούργο, συνεργάσιμο, ελκυστικό στις γυναίκες, καλό με
τα παιδιά, άνετο στις σχέσεις, σκληρό και ανελέητο όταν τιμωρεί, με μεγάλη ευφράδεια,
επιδεξιότητα σε πρακτικά θέματα και αποδοτικότητα στην αυτοάμυνα και στο κυνήγι. Αυτά
είναι κλασικά ανθρωπολογικά γνωρίσματα όπως τα προτείνουν οι ανθρωπολόγοι. Τα
γνωρίσματα του ηγέτη της σύγχρονης εποχής δεν διαφέρουν και πολύ: πείθει ότι έχει τις
απαιτούμενες γνώσεις και τη δύναμη να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της ομάδας και να
υλοποιήσει τους στόχους της. Γενναιόδωρος τόσο ως προς τα υλικά αγαθά όσο και ως προς
τα συναισθήματα, έχει εντούτοις τη δυνατότητα να τιμωρεί, ενίοτε μάλιστα πολύ σκληρά.
Πείθοντας τους άλλους ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για τον συγκεκριμένο ρόλο, διεγείρει
ταυτίσεις σε μαζικό επίπεδο, τυφλή πίστη και υποταγή. Ορισμένα γνωρίσματα του ρόλου του
έχουν σαφέστατα κοινωνιογενή προέλευση, όπως π.χ. η πεποίθηση ότι η πειθαρχική
ανταπόκριση στα κελεύσματά του αποτελεί καθήκον και υποχρέωση (πρβλ., π.χ., την
πειθαρχία προς τον αρχηγό της εκκλησίας, τον ανώτατο άρχοντα κ.λπ.). Ο ηγέτης είναι
επίσης πολύ καλά πληροφορημένος· και όσο καλύτερη πληροφόρηση έχει, τόσο αυξάνουν
και οι πιθανότητες να κατακτήσει την εξουσία. Ωστόσο, όταν γίνει αυτό, τα άλλα
χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του, όπως η επιθετικότητα και οι δογματικές
προσκολλήσεις, θα προσελκύσουν γύρω του άτομα αποφασισμένα να τον κολακεύουν και τα
οποία δεν θα του επιτρέπουν να μαθαίνει παρά μόνο όσα θέλει να ακούει, οπότε, εξαιτίας
ακριβώς αυτής της ελλιπούς και διαστρεβλωμένης πληροφόρησης, προετοιμάζεται εντέλει το
έδαφος για την ίδια την ανατροπή του ως ηγέτη εγωπαθούς και κακώς πληροφορημένου.
Το πλήθος ή μάζα είναι ένα σύνολο ανθρώπων που βρίσκονται μαζί είτε κατά τύχη είτε
προς κάποιο σκοπό (όπως π.χ. στη διαδήλωση ή στην παρακολούθηση κάποιου θεάματος).
Το πλήθος είναι πιθανό να διακατέχεται από κοινή συναισθηματικότητα, να παρουσιάζει
ομοιογένεια συμπεριφοράς και τάσεων αλλά, σε αντίθεση με την ομάδα, δεν έχει λογική. Η
έννοια του πλήθους είναι κατανοητή στις μεγάλες πόλεις αλλά όχι στις μικρές κοινότητες.
124
Όχλος. Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που τα συναισθήματά τους τούς οδήγησαν σε μια
ανοργάνωτη συνάθροιση. Ο όχλος δημιουργείται σε έκτακτες περιστάσεις και ο χαρακτήρας
του είναι παροδικός. Χαρακτηρίζεται από τυφλή και όχι σπάνια καταστροφική κινητικότητα.
Ζητωκραυγάζει, διαπομπεύει ή γίνεται έξαλλος με μεγάλη ευκολία. Διαδηλώσεις, λεηλασίες,
λυντσαρίσματα είναι μερικές από τις καταστάσεις στις οποίες μπορεί να εκτραπεί ένας όχλος.
Η συνειδητή ατομική προσωπικότητα εξαφανίζεται μέσα στον όχλο, του οποίου η μέση
νοημοσύνη είναι κατά πολύ κατώτερη των ανθρώπων που τον αποτελούν. Το άτομο μέσα
στον όχλο αποκτά ένα αίσθημα ακατανίκητης δύναμης, αλλά ταυτόχρονα αφοπλίζεται από
οποιαδήποτε προσωπική αντίσταση έχοντας μετατραπεί σε αντικείμενο πανίσχυρης
υποβολής από τον παράγοντα που ελέγχει τον όχλο, όπως π.χ. συμβαίνει με τους
χαρισματικούς ομιλητές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΦΕΤΣΙΟΣ Κ. (2003). Ενεργά μοντέλα δεσμού ενηλίκων και ψυχική υγεία: Επισκόπηση της περιοχής και
προτάσεις για κλινική εφαρμογή και έρευνα. Εγκέφαλος 40:26-41.
AYMANNS P, FILIP SH, KLAUER T. (1995). Family support and coping with cancer: some determinants and
adaptive correlates. Br. J. Soc. Psychol. 34(Pt 1):107-24
BATESON G. (1960). Minimal requirements for a theory of schizophrenia. Arch Gen Psychiatry 2:477-91.
BIRENBAUM LK. (1990). Family coping with childhood cancer. Hosp. J.6(3):17-33.
BOWLBY J. (1958). The nature of the child's role to his mother. Int. J. Psychoanal. 39:350-373.
BOWLBY J. (1988). A secure base: Parent-child attachment and healthy human development. NY, basic Books.
CLARKE-STEFFEN L. (1993). A model of the family transition to living with childhood cancer. Cancer Pract.
1(4):285-92.
DAVIES CM, NOLL RB, DAVIES WH, BUKOWSKI WM. (1993). Mealtime interactions and family relationships of
families with children who have cancer in long term remission and controls. J Am Diet Assoc 93(7):773-6
DOHRENWENT BS, DOHRENWENT BP. (1969). Social Status and Psychological Disorder: a Causal Inquiry.
New York, Willey-Interscience.
FERREL BR, et al (1991). Family factors influencing cancer pain management. Postgrad. Med. J. Suppl 2:s64-69
FLECK SA. (1976). A general systems approach to severe family pathology. Am. J. Psychiatry 133:669
FOX R. (1967). Kinship and Marriage: An Anthropological Perspective
GILLESPIE R. (1941). Psychological effects of war on citizen and soldier. Norton.
GIVEN B, GIVEN CW. (1994). Family home care for individuals with cancer. Oncology Huntingt. 8(5):77-83
GOLDBERG L, BREZNITZ. (1982). Handbook of Stress; Theoretical and Clinical aspects. Free Press. New York.
HANSON RO. (1979). Birth order and life stress. J Soc Psychol 109(2): 305-306.
HENDERSON S, BURNE DG, DUNCAN-JONES P. (1981). Neurosis and the Social Environment. New York,
Academic Press.
HILTON BA (1994). Family communication patterns in coping with early breast cancer. West J. Nurs. Res. 16(4):
366-88
HOLDEN CM. (1991). Anorexia in the terminally ill cancer patient: the emotional impact on the patient and the
family. Hosp. J. 7(3):73-84.
KENDLER KS, NEALE MC, KESSLER RC, EAVES LJ. (1992). Childhood parental loss and adult psychopathol-
ogy in women. A twin study perspective. Arch. Gen. Psychiatry, 49:109-116.
KOHN ML, KLAUSEN LA. (1965). Parental authority behaviour and schizophrenia. Am. J. Orthopsychiatry,
26:297-213.
ROBERTS J. (1995). Lone Mothers and Their Children. Brit. J. Psychiat 167:159-162
ROBSON KS. (1967). The Role of Eye to Eye Contact in Maternal-Infant Attachment. J Child Psychol Psychiatr
8:13-25.
WADSWORTH J, BURNELL I, et al. (1985). The influence of family type on children’s behavior and development
at five years. Journal of Children Psychology and Psychiatry, 26, 245-254.
WATZLAWICK P, BEAVIN J, JACKSON D. (1967). Pragmatics of human communication. A study of Interac-
tional patterns, pathologies, and paradoxes. Norton, New York.
125
έχουν πρώιμες παιδικές εμπειρίες στην ανάπτυξη του ανθρώπου και στον χαρακτήρα του,
είτε αυτές είναι μεμονωμένα γεγονότα είτε συσσωρευμένες εμπειρίες. Αξονική αναπτυξιακή
γραμμή, για τους ψυχαναλυτές, είναι αυτή που σηματοδοτείται από την περίοδο της
εξάρτησης προς την αυτοεμπιστοσύνη, και από αυτήν στις ώριμες αντικειμενοτρόπους
σχέσεις του ενηλίκου. Οι σχέσεις εκτυλίσσονται από αυτιστικές σε συμβιωτικές και
ακολούθως, ύστερα από μία περίοδο αποχωρισμού, ο άνθρωπος εγκαινιάζει την έναρξη της
ατελεύτητης πορείας προς την ατομοποίηση. Ισχυροί παράγοντες προς την κατεύθυνση της
ωριμότητας και ολοκλήρωσης είναι το υψηλό επίπεδο ανοχής στις ματαιώσεις, μία
δυνατότητα εξιδανίκευσης, αποτελεσματικοί τρόποι χειραγώγησης του άγχους και ο βαθμός
ισχύος που έχει η εγγενής σε κάθε άνθρωπο τάση προς την ολοκλήρωση της ανάπτυξής του.
Ισχυροί παράγοντες προς την κατεύθυνση της ανωριμότητας είναι οι καθηλώσεις οι οποίες
ευνοούν τις παλινδρομήσεις. Η παλινδρόμηση σε προηγούμενα στάδια εξέλιξης
μεταμορφώνει το άτομο σε παιδί και έτσι διευκολύνει διαδικασίες ανάπτυξης φροντίδας και
στοργής προς αυτό. Κατά τους ψυχαναλυτές (Anna Freud 1966) υπάρχουν τέσσερις
περιοχές όπου διαπιστώνονται χαρακτηριστικές διαφορές μεταξύ ενηλίκων και παιδιών. Η
εγωκεντρικότητα, η ανωριμότητα των σεξουαλικών οργάνων, η αδυναμία του σκέπτεσθαι σε
σχέση με την ισχύ των παρορμήσεων και των φαντασιώσεων και η εκτίμηση του χρόνου.
Συνοπτικά, σύμφωνα με τους ψυχαναλυτές, η ψυχοσυναισθηματική απαρτίωση του
ανθρώπου ολοκληρώνεται μέχρι τα έξι του χρόνια και μετά τη λήξη του οιδιποδικού σταδίου
τίποτε σημαντικό δεν συμβαίνει.
Σύμφωνα με τον Erickson (1956), η ζωή του ανθρώπου είναι μία αλυσίδα αλλεπάλληλων
κρίσεων με χαρακτήρα ψυχοκοινωνικό. Το άτομο κατά τα στάδια της ανάπτυξής του
βρίσκεται υπό την επίδραση καταστάσεων, σχέσεων και ειδικών προβλημάτων, τα οποία
εμφανίζονται ως κρίσεις και τα οποία καλείται κάθε φορά να επιλύει, πράγμα που σημαίνει ότι
πρέπει να διαθέτει αρκετά ισχυρό Εγώ ώστε, εκδηλώνοντας τις ανάλογες ποιότητες, να
οργανώσει την όλη διαδικασία υπερνικήσεως της εκάστοτε κρίσεως. Έπειτα από την επίλυση
κάθε κρίσεως και της εκπλήρωσης των αναλόγων καθηκόντων που επιβάλλει, οπότε
επιτυγχάνεται η μετάβαση στο επόμενο στάδιο, ο άνθρωπος ωριμάζει περισσότερο
αποκτώντας καλύτερη συνείδηση του εαυτού του. Αν δεν επιλυθεί η κρίση, δεν γίνεται
μετάβαση. Ο Erickson έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην εφηβική και πρώιμη ενήλικο φάση, τότε
που ο άνθρωπος πρέπει να αποκτήσει ταυτότητα αλλά και ικανότητα ανάπτυξης στενών
διαπροσωπικών σχέσεων.
Ορισμένες εξελικτικές φάσεις του ανθρώπου στην παρούσα ιστορική περίοδο, όπως η
εμμηνόπαυση ή το γήρας, πολλές φορές βιώνονται ως ψυχοτραυματικά γεγονότα. Ο
ψυχοτραυματικός χαρακτήρας τους όμως προκαλείται από τις σύγχρονες κοινωνικές
αντιλήψεις, που αφενός διαστρεβλώνουν τον μυητικό χαρακτήρα αυτών των μεταβάσεων,
αφετέρου υποχρεώνουν τους ανθρώπους να διέλθουν από αυτές μόνοι, σε αντίθεση με ό,τι
συνέβαινε σε παλαιότερες φάσεις της ιστορίας, όπου τα αναπτυξιακά γεγονότα του ατόμου
ήσαν υπόθεση της κοινότητας.
του φύλου, της ηλικίας και της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκουν. Πρέπει να τονισθεί ότι
η νοηματική κατάσταση παίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο κατά τη διαδικασία των
μετακινήσεων από τη μία εξελικτική φάση στην άλλη, η πορεία όμως προς την ωριμότητα
επιβάλλει τη συμμετοχή και άλλων παραγόντων, όπως η εμπειρία και η διδασκαλία. Κάθε
αναπτυξιακή φάση παρουσιάζει κρίσιμα καθήκοντα, ψυχοκοινωνικού χαρακτήρα,
αναπόφευκτα στοιχεία της αναπτυξιακής διαδικασίας, τα οποία πρέπει να εκπληρωθούν.
Μόνο έτσι το άτομο θα καταστεί ικανό να αντιμετωπίσει και να επιλύσει, χωρίς καταστροφική
ψυχοκαταπόνηση, τα καθήκοντα της επόμενης φάσης. Με το να είναι κυρίαρχος αυτών των
«κρίσεων» ο άνθρωπος κερδίζει κάθε φορά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και την αίσθηση ότι
του επαρκεί ο εαυτός του για να τα βγάλει πέρα. Πολλά από αυτά που ονομάζονται ψυχικά
τραύματα, τα οποία ενδέχεται να πυροδοτήσουν εκδηλώσεις ψυχιατρικής
συμπτωματολογίας, αντικατοπτρίζουν την αδυναμία ή τη μεγάλη δυσκολία που έχει το άτομο
να τα βγάλει πέρα με αυτά τα κρίσιμα καθήκοντα.
Υπάρχει ένα πλήθος κατατάξεων των αναπτυξιακών σταδίων στη σχετική βιβλιογραφία. Εδώ
περιγράφονται από τρεις διαφορετικές σκοπιές: τα «κλασικά» στάδια αναπτύξεως, την
ψυχαναλυτική προσέγγιση και τις απόψεις του Erickson. Η πρώτη προσέγγιση βλέπει το
ζήτημα εμπειρικά, η δεύτερη δίδει έμφαση στη διαδοχή ψυχοσεξουαλικών γεγονότων και στα
συναισθήματα που τα επενδύουν, η τρίτη εστιάζεται στις σχέσεις του ατόμου με άλλα
πρόσωπα και ομάδες. Οι απόψεις του Piaget που πραγματεύονται τη νοηματική και τη
γλωσσική διάσταση του προβλήματος περιγράφονται στο σχετικό με τη νοηματική ανάπτυξη
κεφάλαιο.
Εμβρυική φάση, από τη σύλληψη μέχρι τον τοκετό. Περί τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης
όλες οι λειτουργίες των αισθητηρίων είναι απαρτιωμένες και το έμβρυο είναι βιώσιμο, κάτι
που ήταν γνωστό από τα έργα του Αριστοτέλη. Ωστόσο οι σύγχρονες τεχνολογικές
δυνατότητες, οι οποίες παρέχουν μεγάλες ευκαιρίες μελέτης της συμπεριφοράς του εμβρύου,
δείχνουν ότι πολύ πριν από αυτό το χρονικό σημείο το έμβρυο ακούει (Peiper 1925), αντιδρά
στην πίεση, στο άγγιγμα και στον πόνο, γεύεται και καταπίνει, διαλέγει τη θέση που προτιμάει
μέσα στη μήτρα, δείχνει σημάδια μαθησιακής δυνατότητας, κοιμάται κατά το 70-80% του
χρόνου του και έχει κάποια πρωτόγονα όνειρα (Piontelli 1987, Hepper 1989). Η μήτρα δεν
θεωρείται πλέον ένας σιωπηλός, απόλυτα κλειστός χώρος. Η φωνή της μητέρας, οι
καρδιακοί παλμοί της, η ροή του αίματος στα μεγάλα αγγεία, οι εντερικοί βορβορυγμοί,
φθάνουν στο έμβρυο και γίνονται αντιληπτά από αυτό. Με βάση όλα αυτά τα δεδομένα η
άρνηση στοιχειώδους σκέψης και συνείδησης στο έμβρυο, που έχει υποστηριχθεί από
διάφορες ιδεολογίες, δεν μπορεί να στηριχθεί σε επιστημονικό έδαφος.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ψυχική κατάσταση της μητέρας επιδρά στις ορμονικές
διεργασίες που επιτελούνται στο έμβρυο. Σε καταθλιπτικές εγκυμονούσες βρέθηκε ότι
προκαλείται καταστολή της δράσης της εμβρυϊκής τεστοστερόνης με επιπτώσεις στην πορεία
128
αρρενοποίησης του αρσενικού εμβρύου. Ιογενείς λοιμώξεις κατά το 1ο τρίμηνο της κυήσεως
ενδέχεται να παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη ψυχοπαθολογικών διαδικασιών που αργότερα στη
ζωή εκδηλώνονται υπό τη μορφή ψυχιατρικών νόσων. Ειδικότερα, και με αρκετά πειστικά
δεδομένα, έχει υποστηριχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο για τη σχιζοφρένεια (Barr et al 1990),
αλλά το ζήτημα χρειάζεται βαθύτερη έρευνα.
Σε αυτήν την περίοδο της ζωής του ο άνθρωπος διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο από τη
μητέρα του. Η σχέση εκτρώσεων προς γεννήσεις στις βιομηχανικές κοινωνίες είναι 3:1 και σε
μερικές φθάνει τις 5:1. Η εμβρυοκτονία πυροδοτείται κυρίως από ισχυρές κοινωνικές πιέσεις
που δέχεται η γυναίκα προκειμένου να απεμπολήσει τον μητρικό ρόλο προς όφελος άλλων
ρόλων, όπως της ερωμένης ή της εργαζόμενης οικονομικά αυτόνομης και κοινωνικά
ανεξάρτητης γυναίκας. Κατά τη διαδικασία γέννησής του το έμβρυο αντιμετωπίζει μια σειρά
από ισχυρούς στρέσορες, όπως μηχανική πίεση εξώθησης από τη μήτρα, μεταβολές της
κυκλοφορίας του αίματος και της οξυγόνωσης, που προκαλούν την έκκριση μεγάλων
ποσοτήτων νοραδρεναλίνης και αδρεναλίνης και απαρτιώνουν μια εικόνα ψυχοτραυματικής
εμπειρίας που έχει ήδη από το 1929 περιγραφεί από τους ψυχαναλυτές (Rank 1929).
Βρεφική ηλικία (από τη γέννηση μέχρι το 3ο έτος). Αυτό το πολύ κρίσιμο ηλικιακό στάδιο τα
τελευταία χρόνια τείνει να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη υποειδικότητα της
παιδοψυχιατρικής, τη βρεφική ψυχιατρική (Minde and Benoit 1991). Στη διάρκεια αυτής της
περιόδου, υπό φυσιολογικές συνθήκες και με επίκεντρο τον θηλασμό, αναπτύσσεται μια
πολύ στενή σχέση του παιδιού με τη μητέρα του που το ωθεί σε απόλυτη προσκόλληση και
πλήρη εξάρτηση από αυτήν. Αυτή η εξάρτηση έχει στο ανθρώπινο είδος μεγάλη χρονική
διάρκεια.
Από την ηλικία των 6-7 μηνών το βρέφος αρχίζει να εμφανίζει σημεία μεγάλου άγχους
όταν η μητέρα το αφήνει μόνο του, επειδή φοβάται ότι η μητέρα του θα φύγει και δεν θα
γυρίσει. Το άγχος αποχωρισμού από τη μητέρα εκδηλώνεται με κλάμα, μείωση της
εξερευνητικής διάθεσης, άρνηση να πάει μόνο του για ύπνο, στροφή της δραστηριότητάς του
στην αναζήτηση της μητέρας και απόρριψη οποιουδήποτε προσώπου αναλάβει τη φροντίδα
του πλην της μητέρας. Γίνεται όλο και εντονότερο μέχρι την ηλικία των 18 μηνών και μετά
αρχίζει βαθμιαία να υποχωρεί, για να εξαφανισθεί περί το τέλος της προσχολικής ηλικίας,
πράγμα που εξαρτάται από το πότε το παιδί θα μπορεί να καταλάβει ότι η σχέση με τη
μητέρα δεν διακόπτεται με τη φυσική της απουσία και ότι αυτή η απουσία είναι προσωρινή.
Τα αγόρια ίσως δείχνουν μεγαλύτερο άγχος αποχωρισμού, το οποίο υποχωρεί κάπως
αργότερα από ό,τι στα κορίτσια, διότι η νοηματική τους ανάπτυξη είναι πιο αργόσυρτη.
Το παιδί έχει μεγάλη ανάγκη τη μητέρα του, ιδιαίτερα τα πρώτα 3-4 χρόνια και μέχρι την
ηλικία των 12 ετών. Απομόνωση νεαρών πιθήκων ρέζους από τη μητέρα και τα αδέλφια τους
προκαλεί κατά την ενηλικίωση απόσυρση, σεξουαλική ανικανότητα, εξαφάνιση του γονεϊκού
ορμέμφυτου (Harlow and Griffin 1965). Όσο παρατείνεται ο θηλασμός τόσο μεγαλύτερος
είναι αργότερα ο δείκτης ευφυΐας του παιδιού (Lucas et al 1992). Υψηλά ποσοστά μητρικής
αποστέρησης κατά τη βρεφική ηλικία βρέθηκαν σε άτομα που στα 18 χρόνια παρουσίασαν
βίαιη συμπεριφορά και εγκληματικότητα (Raine et al 1994). Η εξουθενωτική καταδίωξη που
υφίσταται ο μητρικός ρόλος από τη σύγχρονη κοινωνία υποβάλλει το παιδί σε ισχυρές
ψυχοκαταπονήσεις, κυριότερη από τις οποίες είναι η μόνιμη ή παροδική μητρική
αποστέρηση λόγω εργασίας και/ή υπερβολικής ψυχαγωγίας της μητέρας. Η κακή φροντίδα
του βρέφους έχει περισσότερο αρνητικές συνέπειες στη μετέπειτα συναισθηματική και
κοινωνική του ωρίμανση παρά στη σωματική και τη διανοητική.
Τα μητρικά υποκατάστατα συνήθως είναι βρεφονηπιακοί σταθμοί. Ο εγκλεισμός έστω και
για λίγες ώρες κάθε ημέρα σε τέτοια ιδρύματα (Spitz 1945, 1946, 1965) δεν συνεπάγεται
μόνο μητρική αλλά καθολική οικογενειακή αποστέρηση, που την υποκαθιστά μία ψευδής,
κατασκευασμένη και γελοία «κοινωνική ζωή». Σε αυτούς τους στερητικούς χώρους τα
καταθλιπτικά από τη μητρική στέρηση βρέφη εμφανίζουν μεγάλη νοσηρότητα στις λοιμώξεις
και πολλές φορές μη αναστρέψιμες διαταραχές στη νοηματική, συναισθηματική και
γενικότερα ψυχική τους ανάπτυξη. Έχουν ήδη γίνει προτάσεις από παιδιάτρους και
παιδοψυχιάτρους για κατάργηση των βρεφικών, ίσως και των νηπιακών, σταθμών
(Pechstein 1976). Οι γονείς της μητέρας ή του πατέρα χρησιμοποιούνται επίσης ως μητρικά
129
υποκατάστατα. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες ο αριθμός των παιδιών που τα φροντίζουν οι
παππούδες κατά την απουσία των γονέων έχει αυξηθεί, και στις ΗΠΑ βρίσκεται στο 44%.
Δεν έχουν μελετηθεί οι επιπτώσεις στα παιδιά, αλλά οι επιπτώσεις στους ηλικιωμένους
φροντιστές είναι πέραν πάσης αμφιβολίας αρνητικές και σαφώς βλαπτικές για την ψυχική
τους υγεία. Αντιμετωπίζουν διπλάσιο κίνδυνο να πάθουν κατάθλιψη από συνομηλίκους τους
που δεν έχουν τέτοιες ευθύνες.
Η φυσιολογική ανάπτυξη του βρέφους έχει άμεση σχέση με την ποιότητα της γονεϊκής
φροντίδας που δέχεται. Μερικές εβδομάδες μετά τη γέννησή του το μωρό αναγνωρίζει τη
μητέρα του από τον ήχο της φωνής της, την οσμή της και τον τρόπο που το κρατά. Από τον
6ο μήνα αρχίζουν να εμφανίζονται συναισθηματικές και στοιχειώδεις κοινωνικές απαντήσεις
και η λειτουργία της ομιλίας. Όταν βρεθεί μπροστά σε καθρέφτη αναγνωρίζει το πρόσωπό
του και το ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο και αυτό σημαίνει ότι ήδη έχει διαμορφώσει
κάποια όρια του εαυτού του. Αρχίζει να ξεχωρίζει τους ξένους από τους γνωστούς, να
πλησιάζει τους γνωστούς και να αντιμετωπίζει τους ξένους με εκδηλώσεις φόβου και
συμπεριφορές αποφυγής, που οφείλονται στο άγχος αποχωρισμού από τη μητέρα. Περί το
1ο έτος αποκτά έλεγχο της κινητικότητάς του, κατακτά την όρθια στάση και αρχίζει το
βάδισμα. Σε αυτήν την ηλικία τα φυσιολογικά βρέφη έχουν αναπτυχθεί κοινωνικά τόσο ώστε
να επιδιώκουν και να καταφέρνουν να τραβούν την προσοχή των άλλων. Νιώθουν σίγουρα
για τον εαυτό τους και περήφανα για τα επιτεύγματά τους. Παίζουν ρόλους με επιτυχία και
έχουν την επιθυμία και την ικανότητα του ανταγωνισμού. Το αργότερο μέχρι το 3ο έτος το
παιδί πρέπει να ομιλεί και, αν δεν συμβεί αυτό, τότε είναι δύσκολο να αποκτήσει στο μέλλον
ανώτερες νοητικές ικανότητες. Στο τέλος αυτού του σταδίου τελειοποιεί τη δεξιότητά του να
τρώει μόνο του, καθώς επίσης να ελέγχει την ούρηση και την αφόδευσή του και προωθεί
ακόμη περισσότερο τη σωματική αυτονομία του. Σε αυτήν τη φάση γίνεται και η
κοινωνικοπολιτιστική εγκατάσταση του φύλου.
Στο δεύτερο εξάμηνο της ζωής του παιδιού εμφανίζεται ο φόβος των ξένων, τον οποίο ο
Spitz (1965) ερμηνεύει ως φόβο αποχωρισμού από τη μητέρα, άλλοι όμως υποστηρίζουν ότι
είναι φόβος έμφυτος με μεγάλη προστατευτική σημασία για το είδος. Εκτός από τον φόβο
των ξένων εμφανίζονται και άλλοι φόβοι, όπως γνωστών προσώπων που άλλαξαν
ενδυμασία και αντικειμένων που έρπουν (ακόμη και αν δεν είναι φίδια). Στα παιδιά αρκετές
φοβίες, όπως νυχτερινές φοβίες, φοβίες για ποικίλα φυσικά φαινόμενα κ.λπ., δεν πρέπει να
αξιολογούνται ως παθολογικές, αφού στην πραγματικότητα είναι φυσιολογικές εξελικτικές
φάσεις.
Κατά το Πρωκτικό στάδιο (2ο και 3ο έτος) το αίσθημα πληρότητος του ορθού, ο ερεθισμός
του βλεννογόνου του πρωκτού κατά τη διέλευση των κοπράνων και όλη η αφόδευση
αποτελούν μεγάλη πηγή ηδονής και σχηματίζουν το κέντρο της αυτοαντίληψης του
βρέφους, ενώ τα ίδια τα περιττώματα είναι αντικείμενα ηδονής. Η κυριαρχία πάνω στους
σφιγκτήρες είναι το μεγάλο πρόβλημα που επιβάλλεται για λύση κατά την περίοδο αυτή.
Μέσω της εκπαίδευσης στην καθαριότητα, η αφόδευση τίθεται υπό τον έλεγχο των γονέων
και του παιδιού. Η μητέρα ζητάει από το παιδί να θυσιάσει την ικανοποίηση που παίρνει
από την ελεύθερη αποβολή των κοπράνων για χάρη της ή για κάποια αμοιβή ή και για τα
δύο, χωρίς να απουσιάζει και η τιμωρία. Αυτή η εκπαίδευση απαιτεί μεγάλη προσπάθεια
από το παιδί και ο έλεγχος των σφιγκτήρων αποτελεί πραγματικό κατόρθωμα. Μέσα από
την προσπάθεια αυτή αναπτύσσεται η αίσθηση του εαυτού και διαμορφώνεται το υπερεγώ
ως «προσεκβολή του Id», αλλά με έναν τελείως διαφορετικό στόχο: όχι την ικανοποίηση
εδώ και τώρα αλλά γενικότερα τον κοινωνικό έλεγχο των παρορμήσεων, την οικοδόμηση
ενός συστήματος αξιών και μαζί την εδραίωση της αίσθησης του καλού και του κακού, με
μέσα την απαγόρευση ικανοποίησης ανεπίτρεπτων επιθυμιών, τη λογοκρισία, την τιμωρία
διά του αισθήματος της ενοχής και την επίδειξη φοβερής ανελαστικότητας σε ό,τι έχει
σχέση με εκπλήρωση καθήκοντος. Το παιδί αρχίζει να μαθαίνει να συνεργάζεται, να
αντιστέκεται και να αισθάνεται την ενοχή. Το πρωκτικό στάδιο έχει χαρακτηρισθεί και ως
σαδιστικό, επειδή το παιδί σε αυτήν την ηλικία διαθέτει αρκετές καταστροφικές δυνατότητες
λόγω της σωματοκινητικής του ανάπτυξης αλλά κυρίως λόγω της επίγνωσης που αποκτά
για τις σχέσεις εξουσίας στην οικογένεια. Στις συγκρούσεις με τους γονείς και με άλλα
άτομα του περιβάλλοντός του, λειτουργεί πάνω στη στάση «ή όλα ή τίποτα». Αρχέγονοι
φόβοι του σε αυτό το στάδιο είναι εκείνοι του φόνου, του ακρωτηριασμού ή της σύνθλιψης
του σώματός του. Καθήλωση σε αυτό το στάδιο θα οδηγήσει στη διαμόρφωση της
ψυχαναγκαστικής προσωπικότητας που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ευαισθησία στην
κριτική, ισχυρογνωμοσύνη, υπερευσυνειδησία, σχολαστικότητα, φειδωλότητα στο χρήμα,
τον χρόνο και το συναίσθημα. Μία τέτοια προσωπικότητα είναι αρκετά ευάλωτη στην
ανάπτυξη ψυχιατρικών προβλημάτων, όπως παρανοειδής ή ιδεοψυχαναγκαστική
συμπτωματολογία.
Κατά τον Erickson δύο ψυχοκοινωνικές κρίσεις καλείται να υπερκεράσει το άτομο κατά την
περίοδο αυτή:
Εμπιστοσύνη ή δυσπιστία (από τη γέννηση μέχρι και το 1ο έτος). Κατά τη φάση αυτή
διαμορφώνονται θεμελιώδεις σχέσεις με τη μητέρα ή με μητρικά υποκατάστατά της. Η
μητέρα, σε φυσιολογικές συνθήκες και όταν είναι μαζί του, είναι σε θέση να δημιουργήσει
σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί, το οποίο μαθαίνει και αισθάνεται ότι υπάρχει καλοσύνη
στους άλλους και στον εαυτό του. Αντίθετα, αν η μητέρα λόγω της απουσίας της δεν είναι
σε θέση να δημιουργήσει σχέση εμπιστοσύνης, το παιδί αισθάνεται την ύπαρξη μιας
«διαβολικότητας και κακίας» από τη μεριά του κόσμου.
Αυτονομία ή ντροπή και αμφιβολία (2ο έτος). Στις σχέσεις του με τους γονείς, το παιδί
αρχίζει να αναπτύσσει τα πρώτα σημεία αυτόνομης συμπεριφοράς τα οποία, αν
καλλιεργηθούν καταλλήλως από τους γονείς, θα ενισχύσουν την αναγνώριση της
αυτονομίας του που αργότερα, κατά την εφηβεία, θα του επιτρέψει να ξεπεράσει το
δύσκολο στάδιο της κρίσης ταυτότητας χωρίς μεγάλους κλυδωνισμούς, χωρίς αισθήματα
ντροπής και αμφιβολίας για τον εαυτό του.
Νηπιακή ηλικία (από το 3ο μέχρι το 6ο έτος). Είναι η περίοδος που το παιδί αρχίζει να
εγκαθιστά δυναμικές σχέσεις με τα άλλα μέλη της οικογένειας και βαθμιαία εντάσσεται στον
ιστό της ως πλήρες μέλος. Οι συναισθηματικές αντιδράσεις του είναι ισχυρές και οι εκρήξεις
οργής όταν ματαιώνονται οι επιθυμίες του δεν είναι σπάνιες. Αρχίζει να προσαρμόζει τη
συμπεριφορά του στις απαιτήσεις του οικογενειακού και κοινωνικού του περιβάλλοντος και
χρησιμοποιεί κυρίως τους γονείς του ως πρότυπα μίμησης συμπεριφορών. Κατακτά την
ικανότητα να διαμορφώνει τον εσωτερικό του κόσμο και να διατηρεί μυστικά που κρατά για
τον εαυτό του, ενώ ταυτόχρονα ανακαλύπτει ότι μπορεί να λέει ψέματα. Η εξάρτηση από
τους γονείς, πρόσωπα ισχυρά προς τα οποία το παιδί αναφέρεται και ταυτίζεται μαζί τους,
131
είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ομαλή ανάπτυξή του κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Αυτή η εξάρτηση αναπτύσσεται μέσα από διαδικασίες θετικής ή αρνητικής ενίσχυσης των
συμπεριφορών του, πράγμα που σημαίνει συνεχή καθημερινή ψυχοσυναλλαγή των γονέων
με το παιδί.
Σχεδόν το 90% των παιδιών αυτής της ηλικίας βρίσκονται σε νηπιαγωγεία. Πολλοί έχουν
την αυταπάτη ότι το νηπιαγωγείο είναι μια άλλη οικογένεια με τη μαμά-δασκάλα και τα άλλα
παιδιά αδελφάκια σε έναν χώρο που μοιάζει με σπίτι. Το νηπιαγωγείο είναι ένα δομημένο και
ψυχολογικό ψευδοπεριβάλλον με τεχνητή οικογενειακή και κοινωνική ατμόσφαιρα, με
εργαζόμενες γυναίκες εξαναγκασμένες από τις ανάγκες της ζωής να παίξουν
υποκατάστατους μητρικούς ρόλους, πολλές από τις οποίες έχουν υποστεί επαγγελματική
εξουθένωση (burned out). Πολλές φορές οι επιπτώσεις αυτών των γυναικών στην ψυχολογία
των παιδιών είναι σχεδόν καταστροφικές. Επειδή σε αυτό το στάδιο οι κινητικές δυνατότητες
του παιδιού αναπτύσσονται ραγδαία μέσα σ' έναν κόσμο γεμάτο παγίδες και κινδύνους, των
οποίων όπως είναι φυσικό δεν έχει εμπειρία, οι πιθανότητες ατυχημάτων από δηλητηριάσεις,
προσκρούσεις σε τζάμια, πτώσεις, εγκαύματα και ηλεκτροπληξίες, είναι εξαιρετικά μεγάλες. Η
απροσεξία των γονέων και οι σύγχρονες ατυχηματογόνες συνθήκες ζωής ευθύνονται σε
μεγάλο βαθμό γι' αυτά τα ατυχήματα.
Κατά τον Erickson, το παιδί καλείται να υπερκεράσει στη διάρκεια αυτής της περιόδου την
ψυχοκοινωνική κρίση Πρωτοβουλία ή ενοχή (από το 3ο μέχρι το 5ο έτος). Οι σχέσεις του
εξαπλώνονται από τους γονείς προς στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Αν οι
πρωτοβουλίες του για εξερεύνηση του περιβάλλοντος και οι δημιουργικές δραστηριότητες
κατά κάποιον τρόπο αστοχήσουν (π.χ. αναχαιτισθούν ή αφεθούν να οδηγηθούν σε
επαναλαμβανόμενες αποτυχίες), τότε αναπτύσσεται μια διάθεση ενοχική για το επίπεδο των
πραγματώσεών του αλλά και των προθέσεών του.
Παιδική ηλικία (από το 6ο μέχρι το 12ο έτος). Η σωματική υγεία είναι καλή σε αυτήν την
περίοδο, αφού μειώνονται σημαντικά οι λοιμώξεις, τελειοποιείται σχεδόν πλήρως ο έλεγχος
των κινητικών λειτουργιών, αδρών και λεπτών, και το παιδί ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τις
αθλοπαιδιές. Η νοηματική, συναισθηματική και βουλησιακή ανάπτυξή του είναι ακόμη
μεγαλύτερη. Διαπλατύνεται το κοινωνικό περιβάλλον του, έξω από την οικογένεια ή τη
132
γειτονιά, ενώ το σχολείο με τους συμμαθητές και συνομηλίκους μπαίνει στο επίκεντρο των
ενδιαφερόντων του. Το κοινωνικό περιβάλλον έχει μεγάλη σημασία στην ανάπτυξη και
διατήρηση της αντίληψης που έχει το παιδί για τον εαυτό του και η επίδρασή του εκτυλίσσεται
μέσα από τις χαρακτηριστικές διαδικασίες της αντανάκλασης και της μίμησης. Κατά τη
διαδικασία της αντανάκλασης αποκτά αυτοαντίληψη μέσα από τις εκτιμήσεις που κάνουν για
το άτομό του πρόσωπα κλειδιά του αμέσου περιβάλλοντος (γονείς, συγγενείς, δάσκαλοι).
Κατά τη διαδικασία της μίμησης αποκτά μια αίσθηση του εαυτού του μιμούμενο τα πρόσωπα
αυτά.
Το σχολείο απορροφά ένα μεγάλο μέρος των ψυχοσυναισθηματικών στοιχείων του
παιδιού. Λειτουργεί στο πλαίσιο του μοντέλου λειτουργίας του εργοστασιακού πολιτισμού, με
κανόνες λειτουργίας, ωράριο έναρξης, λήξης και διαλειμμάτων, πειθαρχίας και τοποθέτησης
του κάθε παιδιού σε συγκεκριμένο χώρο, στο συγκεκριμένο θρανίο. Η επίδραση της
δασκάλας ή του δασκάλου είναι καταλυτική, αφού έχει απόλυτη κυριαρχία στην τιμωρία και
στην επιβράβευση, στην ανάδειξη των δυνατοτήτων του παιδιού ή στην καταστολή τους.
Όλοι οι δάσκαλοι είναι εργαζόμενοι μισθωτοί, οι περισσότεροι με χαμηλής ποιότητας
εκπαίδευση, οι οποίοι καταδυναστεύονται από αγωνία για την επιβίωση, ενώ η υποχρέωσή
τους να εφαρμόζουν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που επιβάλλεται από το υπουργείο
Παιδείας οδηγεί σε μια πτωχευμένη σχέση με τα παιδιά. Παρ’ όλα αυτά, τα θετικά στοιχεία
της φοίτησης στο σχολείο είναι οπωσδήποτε αδιαμφισβήτητα και ως προς τις γνώσεις που
θα αποκτήσει το παιδί αλλά και ως προς τις τεράστιες δυνατότητες κοινωνικότητας που του
προσφέρει. Ωστόσο η προσαρμογή του στο σχολείο εξαρτάται από την ποιότητα των
οικογενειακών του σχέσεων τόσο στο τρέχον διάστημα όσο και κατά τα προηγούμενα
ηλικιακά στάδια.
Ψυχικά τραύματα κατά την παιδική ηλικία παίζουν σημαντικό ρόλο, αιτιολογικό μερικές
φορές, στην εκδήλωση ψυχιατρικών καταστάσεων όχι μόνο κατ' αυτήν την περίοδο αλλά και
μετά την ενηλικίωση. Τα τραύματα αυτά είναι δυνατόν να προκληθούν από οδυνηρές
εμπειρίες (αιφνίδιος θάνατος στενού συγγενούς, ατυχήματα που προκαλούν στο παιδί
αναπηρίες) ή από παρατεταμένες και επώδυνες συμπεριφορές, όπως γονεϊκή αποστέρηση,
απόρριψη και προσβολή της αξιοπρέπειάς του, υπερπροστασία, υπερβολική πειθαρχία και
κακές εφαρμογές της, υπερβολική επιείκεια και υποχωρητικότητα προς το παιδί,
παρατεταμένη και επαναλαμβανόμενη ψυχολογική, σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση,
κ.λπ. Οι γονείς που παραμελούν, εγκαταλείπουν ή κακοποιούν τα παιδιά τους είναι ανώριμες
ή διαταραγμένες προσωπικότητες, συνήθως με χαμηλή μόρφωση και χαμηλά εισοδήματα, αν
και το φαινόμενο δεν απουσιάζει στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Παραμέληση, εγκατάλειψη,
ή κακοποίηση παιδιών είναι από τα σοβαρότερα προβλήματα της σύγχρονης
μεταβιομηχανικής εποχής και έχουν λάβει διαστάσεις επιδημίας. Τα άστεγα παιδιά στις ΗΠΑ
φθάνουν τις πεντακόσιες χιλιάδες, σαράντα χιλιάδες εξαφανίζονται κάθε χρόνο, 26%
παίρνουν ψυχοτρόπες ουσίες, 40% από αυτά τρώνε μόνα στο σπίτι. Το φαινόμενο είναι
συχνότερο στις υποβαθμισμένες συνοικίες των μεγαλουπόλεων. Στις φτωχές χώρες τα
παιδιά αποστερούνται τη μόρφωση και χρησιμοποιούνται ως φτηνό και χειραγωγήσιμο
εργατικό δυναμικό. Στις μεγαλουπόλεις της Βραζιλίας δολοφονούνται στους δρόμους κατά
δεκάδες, πιθανότατα για λήψη των οργάνων τους. Στην Αφρική στρατολογούνται και
εκπαιδεύονται ως φονιάδες στις εμφύλιες συγκρούσεις. Στην Ευρώπη γίνονται αντικείμενο
συγκεκαλυμμένης ή και απροκάλυπτης σεξουαλικής εκμετάλλευσης, ενώ στην Ταϊλάνδη
εξωθούνται συστηματικά στην πορνεία για την ικανοποίηση διεστραμμένων Ευρωπαίων ή
Αμερικανών τουριστών που συρρέουν εκεί με ειδικά ναυλωμένες πτήσεις. Ποτέ στην ιστορία
της ανθρωπότητας τα παιδιά δεν έχουν ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ όσο στη σύγχρονη εποχή,
που οι συνθήκες ζωής τα αποστέρησαν από τους γονείς τους.
Οι ψυχαναλυτές ονομάζουν αυτήν την περίοδο Λανθάνον στάδιο και υποστηρίζουν ότι είναι
μια περίοδος συναισθηματικής και ψυχοσεξουαλικής καταπράϋνσης και απαλλαγής από την
πίεση των ενστικτωδών ενορμήσεων των προηγούμενων φάσεων. Εμφανίζεται μετά τη λήξη
του οιδιποδικού σταδίου και τη δημιουργία στο Εγώ ηθικών και αισθητικών ορίων. Κατά την
περίοδο αυτή το παιδί εστιάζει την προσοχή του στην απόκτηση δεξιοτήτων στα μαθήματα
του σχολείου και γενικότερα στον έξω κόσμο. Ορισμένοι μηχανισμοί άμυνας, όπως η
133
Εφηβεία (περίπου από το 12ο έως το 18ο έτος). Σωματικές, νοητικές, συναισθηματικές,
ψυχοσεξουαλικές και κοινωνικές αλλαγές με χαρακτήρα, μερικές φορές, ιδιαίτερα δριμύ
εκδιπλώνονται κατά την περίοδο αυτή. Ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη δεξιοτήτων, κυρίως
νοηματικών, παρατηρείται σε αυτό το στάδιο (βλ σχετικό κεφάλαιο), ενώ έχει σχεδόν
περατωθεί η σωματική ωρίμανση μέχρι το επίπεδο της ανατομικής, λειτουργικής και
αισθητικής τελειότητας. Η όλη διαδικασία συνοδεύεται από συναισθηματική αναστάτωση
(Rutter 1980), που εκδηλώνεται με απαισιοδοξία, θλίψη και εναντιωματική συμπεριφορά, ενώ
βαθμιαία εγκαθίσταται ένα αίσθημα ευθύνης και αυτοπεποίθησης. Αυτή η στροφή εγκαινιάζει
αυτό που οι ψυχαναλυτές ονομάζουν δεύτερη περίοδο της ατομοποίησης (η πρώτη τελειώνει
περί το τέλος του 3ου έτους) και χαρακτηρίζεται από την απομάκρυνση του παιδιού από
εσωτερικευμένα αντικείμενα, κυρίως το γονεϊκό δίπολο (Μπεράτη 1991).
Στα κορίτσια η πρώιμη εφηβεία δεν εισπράττεται πάντοτε ως πλεονέκτημα. Έχουν άγχος
και ανησυχία για τις σωματικές αλλαγές που βλέπουν να εκδηλώνονται στον εαυτό τους,
προσπαθούν να κρύψουν τους μαστούς τους και έτσι αλλάζουν τη στάση του σώματος. Στα
αγόρια που αργούν να φθάσουν στην εφηβεία υπάρχει ένα αίσθημα μειονεξίας σε σχέση με
τα άλλα αγόρια, επειδή υπολείπονται στη σωματική εμφάνιση. Ορισμένες ψυχιατρικές
καταστάσεις, όπως οι αγχώδεις διαταραχές, η αντικοινωνική συμπεριφορά, η εξάρτηση από
ψυχοδραστικές ουσίες και ένα μεγάλο μέρος των σχιζοφρενικών ψυχώσεων, εμφανίζονται
συνήθως κατά την εφηβεία.
Οι ορμονικές αλλαγές προκαλούν ραγδαίες μετατοπίσεις της σωματικής κατασκευής
και σηματοδοτούνται από την εμφάνιση των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου
(φωνή, τρίχωση, ανάπτυξη μυών στα αγόρια, κατανομή λίπους στα κορίτσια),
σπερματογένεση και έμμηνο ρύση με αναδιάταξη της σεξουαλικότητας, ισχυροποίηση του
σεξουαλικού ενδιαφέροντος και σαφή στροφή της προτίμησης στο άλλο φύλο (βλ. σχετικό
κεφάλαιο). Η αναζήτηση ερωτικού συντρόφου είναι σημαντικό κίνητρο για ποικίλες
συμπεριφορές και δραστηριότητες του εφήβου. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά την
τεράστια ισχύ της σε αυτήν την περίοδο, η σεξουαλική παρόρμηση υφίσταται την επίδραση
εξίσου ισχυρών αναστολών, όπως η αναζήτηση μεγάλου σκοπού και αποστολής στη ζωή,
πνευματικές και άλλες εσωτερικές αξίες.
Οι βασικές πολιτιστικές αξίες αποκτώνται κατά τα πρώτα αναπτυξιακά στάδια, αλλά
υφίστανται αναθεωρήσεις κατά την εφηβεία, κάτω από την επίδραση των συνομηλίκων και
των ιστορικοκοινωνικών περιστάσεων. Η στροφή του εφήβου προς μια σειρά ιδανικών, προς
την αναζήτηση της αυτονομίας του μέσω της δριμύτατης κριτικής, της λήψης απόλυτων
θέσεων και της απόρριψης των γονεϊκών μορφοειδώλων και των συγγενικών προς αυτά
προτύπων, δηλαδή των δασκάλων, της εξουσίας, των κοινωνικών θεσμών κ.λπ., γίνεται σε
μια παράλληλη προσπάθεια αναζήτησης του εαυτού του. Ο έφηβος εκδηλώνει μια ισχυρή
134
ροπή προς την ομαδική ζωή, αλλά ταυτοχρόνως αναζητά τη δική του ταυτότητα. Αυτή η
ροπή φθάνει στο απόγειό της περί το τέλος της εφηβείας· εκδηλώνεται με την ένταξή του σε
ποικίλες ομάδες, παρέες, οργανώσεις, ακόμη και συμμορίες, η τάση των οποίων για
βανδαλισμούς δεν είναι σπάνια. Η ομάδα δίδει την αίσθηση του ανήκειν, παρέχει ευκαιρίες
για την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, τρόπους εμφάνισης, επιλογής στυλ, είδους
μουσικής, ακραίας κόμμωσης κ.λπ. Πολλές ομάδες διαμορφώνουν μια δική τους
«κουλτούρα», η συμμόρφωση στην οποία είναι προϋπόθεση της ένταξης. Ηγετικές
φυσιογνωμίες της πολιτικής, της τέχνης ή του αθλητισμού χρησιμοποιούνται ως πρότυπα για
ταυτίσεις, με επιλογές όχι πάντοτε εύστοχες. Η έντονη αναζήτηση της συζήτησης και του
διαλόγου, κυρίως σε θέματα κοινωνικοπολιτικά, προκαλεί την ένταξη σε πολιτικές
οργανώσεις και τη συμμετοχή σε πρακτικές πολιτικού ακτιβισμού. Σε σπάνιες περιπτώσεις
ομαδοποίηση αυτού του φαινομένου μπορεί να προκαλέσει στην κοινωνία αλλαγές ιστορικού
μεγέθους, όπως συνέβη στη Γαλλία τον Μάιο του 1968. Ο έφηβος μετουσιώνει και
εξιδανικεύει αυτές τις τρεις τάσεις (σεξουαλική αναζήτηση, ομαδική ζωή, αναζήτηση ηγέτη)
τόσο πολύ, που πολλές φορές όλα τα σχετικά στοιχεία των αντίστοιχων συμπεριφορών
διαπλέκονται και καλύπτονται κάτω από ένα «παχύ στρώμα» αφηρημένων εννοιών,
ιδεολογιών, φιλοσοφικών μελετών, θρησκευτικών ενασχολήσεων και τελετουργιών.
Συνοπτικά είναι δυνατόν να λεχθεί ότι ο έφηβος είναι ένας ανιχνευτής «μεγάλων
πραγμάτων». Οι πραγματώσεις αρχίζουν λίγο αργότερα, αν και όχι πάντοτε, και πολλές
φορές όχι σύμφωνα με τις αρχικές προσδοκίες.
Όλη αυτή η κατάσταση, φορτισμένη από μια πρωτοφανή αναζωπύρωση της οιδιπόδειας
σύγκρουσης, προκαλεί μεγάλες εντάσεις και αναστατώσεις στην οικογενειακή ατμόσφαιρα
(Τσιάντης 1991). Ο χρόνος που ο έφηβος αφιερώνει στην οικογένεια υφίσταται δραστική
συρρίκνωση προκειμένου να μεταγγισθεί στην παρέα, αφού οι συνομήλικοι επενδύονται
πλέον με πολύ μεγαλύτερη σημασία, καθώς η συνεκτική ύλη που τους συνδέει δεν είναι πια
τα παιχνίδια αλλά οι κοινές ιδέες, τα είδωλα για μίμηση και τα ιδανικά με τα σύμβολά τους.
Ολόκληρο το φάσμα των προτιμήσεών του γίνεται πεδίο αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων
με τα άλλα μέλη της οικογένειας, κυρίως όμως με τους γονείς, και ιδιαίτερα με τον πατέρα.
Στην πραγματικότητα βέβαια τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά, γιατί στο βάθος οι αξίες, οι
πίστεις και τα κριτήρια ζωής των γονέων διατηρούνται στη συντριπτική πλειονότητα των
εφήβων και στις περισσότερες περιπτώσεις η ατμόσφαιρα στο σπίτι είναι σε γενικές γραμμές
αρμονική. Εξάλλου η ζωντάνια του εφήβου μπορεί να δώσει στους γονείς την ευκαιρία να
έρθουν σε επαφή με την τρέχουσα ζωντανή πραγματικότητα. Είναι σημαντικός ο ρόλος του
γονέα γιατί με την παρουσία του, χωρίς να εμπλέκεται σε αντιζηλίες και συγκρούσεις μαζί
του, δίνει τη δυνατότητα στον έφηβο να ακουμπήσει επάνω του, σε όλες τις φάσεις κατά τις
οποίες προσπαθεί να ανακαλύψει τον εαυτό του με την αμφισβήτηση, ακόμη και με την
επανάσταση (Τσιάντης 1991).
στο σχολείο με ισχυρή ροπή για αποδέσμευση από την οικογένεια και εμπλοκή σε δυνητικά
επικίνδυνες πράξεις και συμπεριφορές.
Ωριμότητα. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου, που διαρκεί από την αρχή της τρίτης μέχρι
το τέλος της έκτης δεκαετίας της ζωής, το άτομο πραγματοποιεί και δημιουργεί
εκπληρώνοντας βιολογικά και ψυχοκοινωνικά καθήκοντα. Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι
ο βαθμός της ψυχικής υγείας του ανθρώπου καθορίζεται σημαντικά και από τον βαθμό που
θα κατορθώσει να εκπληρώσει τα θεμελιώδη καθήκοντα: το σεξουαλικό, που απαρτιώνεται
στη δημιουργία οικογένειας, το επαγγελματικό, που ολοκληρώνεται στην ανάπτυξη
δεξιοτήτων παραγωγής ανταλλάξιμων αγαθών και στη δυνατότητα συναλλαγής, και το
κοινωνικό, που επιστέγασμά του είναι η συμμετοχή στην κοινωνική ζωή και στο κοινωνικό
γίγνεσθαι. Κατά την ενηλικίωση ο άνθρωπος διέρχεται από τη μακροχρόνια και αργόσυρτη
εμπειρία της ατομοποίησης, της ανακάλυψης κρυμμένων πλευρών της προσωπικότητάς του.
Περί το τέλος αυτής της περιόδου η γυναίκα απαλλάσσεται από τις ευθύνες της φροντίδας
των παιδιών και επιδίδεται σε άλλες, κοινωνικού χαρακτήρα, δραστηριότητες. Η
εμμηνόπαυση με τις συναισθηματικές αναστατώσεις που τη συνοδεύουν προσδίδει ένα
ιδιαίτερο χρώμα σε αυτήν την περίοδο της γυναίκας (βλ. σχετικό εδάφιο στη σεξουαλικότητα).
Οι ψυχοκοινωνικές κρίσεις που το άτομο θα πρέπει να διαχειριστεί κατά την περίοδο αυτή
είναι δύο: Συντροφικότητα και αλληλεγγύη ή απομόνωση· και Δημιουργικότητα ή τελμάτωση
μέσα στην αυτοαπορρόφηση.
Η Συντροφικότητα και αλληλεγγύη ή απομόνωση χαρακτηρίζει την ενήλικο ζωή στην
αρχική φάση της. Οι διαπροσωπικές σχέσεις επιδιώκονται με στόχους την ανάπτυξη
φιλίας, την ολοκλήρωση της σεξουαλικότητας, την επίτευξη επαγγελματικής ή κοινωνικής
συνεργασίας για την επιτυχή έκβαση ανταγωνιστικών καταστάσεων. Συνοψίζεται στην
έκφραση «να χάσει τον εαυτό του και να τον βρει στον άλλον ή να μείνει μόνος».
Η Δημιουργικότητα ή τελμάτωση μέσα στην αυτοαπορρόφηση αντιστοιχεί στη μέση
ενήλικο ζωή. Το άτομο νιώθει ότι έχει ωριμάσει αρκετά ώστε να καθοδηγεί τους νεότερους,
ενώ οι σχέσεις με συνεργάτες στη δουλειά και στο σπίτι είναι το επίκεντρο των
ενδιαφερόντων του. Χαρακτηριστικό γνώρισμα και καθήκον αυτής της περιόδου είναι η
παραγωγικότητα και η φροντίδα των άλλων. Η αίσθηση ότι η προσφορά του δεν είναι
σημαντική ενδέχεται να δώσει μια εγωκεντρική στροφή στις ενέργειές του
προσανατολίζοντάς τες στην αυτοφροντίδα, στη σωματική ευεξία και στη συσσώρευση
υλικών αγαθών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΠΕΡΑΤΗ ΣΤ. (1990). Ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού κατά την σχολική ηλικία. Ψυχιατρική, 1:220-223.
ΜΠΕΡΑΤΗ ΣΤ. (1991). Σχέσεις αντικειμένου στην εφηβεία. Ψυχιατρική 2:131-135.
ΤΣΙΑΝΤΗΣ Ι. (1991). Δυναμικές αλληλεπιδράσεις και διεργασίες στις σχέσεις εφήβου οικογένειας. Ψυχιατρική
2:111-117.
BARR CE, MEDNICK SA, MUNK-JORGENSEN P. (1990). Exposure to influenza epidemics during gestation and
adult schizophrenia. A 40-year study. Arch Gen Psychiatry 47:869-874.
BUTLER RN. (1963). The life review: an integration of the reminiscence in the aged. Psychiatry 26:25-76.
CUMMING M, HENRY WE. (1961). Growing Old; The Process of Disengagement. N.Y.
ERICKSON EE. (1956). The Challenge of Youth. New York. Garden City.
FREUD S. (1905). Three essays on the theory of sexuality. Standard Edition
137
την παιδική ηλικία, οι οποίες επαναλαμβάνονται. Δηλαδή ο ύπνος είναι μια παλινδρόμηση σε
προηγούμενα στάδια της ανάπτυξης που περιλαμβάνουν μνημονικό υλικό αλλά και
γνωσιακές τεχνικές επεξεργασίας της πληροφορίας. Όπως ο ενήλικας παρουσιάζει
δυσκολίες στην ανάκληση γεγονότων που συνέβησαν κατά τα πρώτα αναπτυξιακά στάδια
της ζωής του, κατά τον ίδιο τρόπο παρουσιάζει δυσκολίες στην ανάκληση των ονείρων και
των υπναγωγικών ψευδαισθήσεων της προηγούμενης νύχτας. Κατά τη διάρκεια του ύπνου
επιτελούνται επαναλαμβανόμενες λειτουργικές παλινδρομήσεις πρόσβασης σε πρωιμότερο
μνημονικό υλικό και γνωσιακές στρατηγικές που δεν είναι διαθέσιμες κατά την εγρήγορση,
επειδή έχουν απολεσθεί λόγω της λήθης. Η επαναλαμβανόμενη προσπέλαση
αποθηκευμένων αναμνήσεων, γεγονότων και εμπειριών που επιτελέσθησαν σε αυτά τα
στάδια και η μεταφορά τους σε ανώτερο επίπεδο δίδει την δυνατότητα επεξεργασίας τους
στο επίπεδο της συνείδησης. Πληροφορία που κάποτε αποκτήθηκε παραμένει έτσι χρήσιμη
στο άτομο και πολύ σημαντικές εμπειρίες του παρελθόντος τουλάχιστον εν μέρει
ενσωματώνονται στην εν εγρηγόρσει ζωή και είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν στον
χειρισμό προβλημάτων του παρόντος, πράγμα που έχει μεγάλη φυσιολογική και ψυχολογική
σημασία.
Δομή του ύπνου. Το 1937 έγινε από τον Loomis και τους συνεργάτες του η πρώτη μελέτη
των σταδίων του ύπνου με βάση ηλεκτροφυσιολογικά δεδομένα και διατυπώθηκαν τα
κριτήρια εκτίμησης του βάθους και των φάσεών του. Το 1953 οι Aserinsky και Kleitman κατά
τη διάρκεια του ύπνου παρατήρησαν φάσεις με ταχείες οφθαλμικές κινήσεις, συνοδευόμενες
από αποσυγχρονισμό του ΗΕΓ, χαμηλά δυναμικά και ταχείες συχνότητες. Αυτός ο ύπνος
ονομάσθηκε ύπνος ταχέων οφθαλμικών κινήσεων (Rapid Eye Movement Sleep, REMS), σε
αντίθεση με τον χωρίς οφθαλμικές κινήσεις ύπνο (Non Rapid Eye Movement Sleep, NREMS)
ή ορθόδοξο ύπνο.
Κατά τη διάρκεια του REM ύπνου, ο οποίος έχει ονομασθεί και παράδοξος,
ενεργοποιημένος, αποσυγχρονισμένος, ή ονειρικός, ανέρχεται η θερμοκρασία του σώματος
και η αρτηριακή πίεση, αυξάνεται η συχνότητα του καρδιακού ρυθμού και της αναπνοής, η
αιμάτωση του εγκεφάλου, η κατανάλωση Ο2 από τους ιστούς, και στους άνδρες εμφανίζονται
στύσεις (Hirshkowitz 1997). Η μυϊκή ατονία, σχεδόν πλήρης παράλυση, είναι σημαντικό
χαρακτηριστικό του REM ύπνου, που τον διαχωρίζει από τον NREM (Jouvet 1959), κατά τον
οποίο επιτελούνται κινήσεις ακόμα και στη φάση των βραδέων κυμάτων. Κατά τις αφυπνίσεις
από τον REM ύπνο αναφέρονται πολύ περισσότερες αφηγήσεις ονείρων από όσο από άλλες
υπνικές φάσεις. Τα όνειρα του REM ύπνου είναι περισσότερο παράξενα και χωρίς λογική,
ενώ τα όνειρα των άλλων φάσεων έχουν περιεχόμενο που σχετίζεται με τις περιστάσεις της
ζωής (Dement 1965). Ο REM ύπνος είναι συχνότερος στα μικρά παιδιά. Εμφανίζεται στο
έμβρυο μερικές εβδομάδες πριν από τη γέννηση (Dreyfus-Brisac 1979) και στα βρέφη
καταλαμβάνει το 50% του συνολικού ύπνου, για να πέσει στο 20-25% κατά την ενήλικο ζωή
και 20% κατά το γήρας. Η ποσότητα του REM ύπνου μειώνεται με τη χρήση τρικυκλικών,
βενζοδιαζεπινών και φαινελζίνης, ενώ αυξάνεται με τη χρήση ρεσερπίνης. Αύξηση του REM
ύπνου παρατηρείται μετά από μια στρεσογόνο περίοδο, στενοχώρια ή έντονη μαθησιακή
διαδικασία, και γενικώς μετά από γεγονότα που φορτίζουν συναισθηματικώς κατά τη διάρκεια
της ημέρας (Greenberg 1981). Ο REM ύπνος έχει ίσως κάποια ειδική ψυχολογική σημασία
στον χειρισμό της πληροφορίας από τον εγκέφαλο όχι μόνο με την άμεση επιλογή, τον
διακανονισμό και την αξιοποίηση των εμπειριών της ημέρας, αλλά ακόμη μέσα από τη
βελτιστοποίηση και τη σύνδεση μεταξύ τους παλαιών και νέων εμπειριών. Η βελτίωση της
μνημονικής λειτουργίας είναι, μαζί με τα όνειρα και τη μυϊκή ατονία, βασικές παράπλευρες
λειτουργίες του REM ύπνου.
Το μεγαλύτερο όμως μέρος του ύπνου διανύεται χωρίς ταχείες αλλά με ήπιες εκκρεμοειδείς
οφθαλμικές κινήσεις (NREM ύπνος ή βραδύς ύπνος). Η καρδιοαναπνευστική λειτουργία είναι
σταθερή και σε μάλλον χαμηλούς ρυθμούς και το ΗΕΓ δείχνει βραδέα κύματα διακοπτόμενα
από παροδικές εισβολές κυμάτων συχνότητος 12-14 c/sec, που είναι γνωστά ως άτρακτοι,
καθώς και συμπλεγμάτων Κ τα οποία είναι μεμονωμένα οξύαιχμα κύματα που μοιάζουν με δ,
140
υψηλού δυναμικού, με απότομη εναλλαγή αρνητικής και θετικής φάσης, συνοδευόμενα από
βραχείες υπνικές ατράκτους. Κατά τον NREM διακρίνονται τέσσερα στάδια.
Στάδιο 1. Ο πλέον ελαφρύς ύπνος. Το ΗΕΓ χαρακτηρίζεται από χαμηλό δυναμικό
δραστηριότητας, εξαφάνιση των κυμάτων α (συχνότητα 8-12 c/sec) και παρουσία
διάσπαρτων κυμάτων θ (με συχνότητα 4-7c/sec).
Στάδιο 2. Ουσιαστικά από αυτό το στάδιο αρχίζει ο ύπνος ως μετρίως βαθύς. Αυξάνεται
ο αριθμός των κυμάτων δ (συχνότητα μικρότερη των 4c/sec), αλλά παραμένει η
κυριαρχία των κυμάτων θ (με συχνότητα 4-7c/sec) και εμφανίζονται κατά ριπές άτρακτοι
στο ΗΕΓ συχνότητος περίπου 14κ/sec και συμπλέγματα Κ.
Στάδιο 3. Βαθύς ύπνος. Τα κύματα γίνονται ακόμη βραδύτερα, κύματα δ, γύρω στους
2c/sec. Σπάνιες άτρακτοι. Τα κύματα με συχνότητα κάτω των 2c/sec καταλαμβάνουν το
20-25%
Στάδιο 4. Πολύ βαθύς ύπνος. Τα κύματα με συχνότητα κάτω των 2c/sec υπερβαίνουν το
50%. Σπανιότατες, μεμονωμένες άτρακτοι.
Φυσιολογία και βιολογικό υπόστρωμα του ύπνου. Ο Pierron (1913) υποστήριξε ότι μία
ουσία που την ονόμασε υπνοτοξίνη συσσωρεύεται κατά τη διάρκεια της ημέρας και όταν
φθάσει σε ένα ορισμένο σημείο συσσώρευσης προκαλεί ύπνο, κατά τη διάρκεια του οποίου
141
Ανάγκη για ύπνο. Αποστέρηση ύπνου. Κατά τη νεογνική ηλικία η διάρκεια του ύπνου
υπερβαίνει τις 18 ώρες/24ωρο, ενώ το έμβρυο φαίνεται ότι ευρίσκεται σχεδόν σε κατάσταση
διαρκούς ύπνου, για να ξυπνήσει κατά τον τοκετό. Κατά τη γεροντική ηλικία η διάρκεια του
ύπνου μειώνεται σημαντικά.
Οι ανάγκες των ανθρώπων για ύπνο παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις. Η μέση
ανάγκη ύπνου στον ενήλικα είναι περί τις 8 ώρες/24ωρο. Υπάρχουν περιπτώσεις ατόμων
που λειτουργούσαν ικανοποιητικά με συνολική διάρκεια ύπνου 1-2 ωρών. Ο Ναπολέων και ο
Τσου Εν Λαϊ κοιμούνταν γύρω στις 5 ώρες, αλλά ο Αϊνστάιν κοιμόταν πολλές ώρες. Οι
πάσχοντες από ψυχιατρικές διαταραχές, σε όλες σχεδόν τις νοσολογικές κατηγορίες,
παρουσιάζουν μείωση του συνολικού χρόνου ύπνου οφειλόμενη κυρίως στη μείωση του
ΝREM ύπνου, ενώ ο REM ύπνος διατηρείται, και ιδιαίτερα στις συναισθηματικές διαταραχές
είναι ηυξημένος (Benca et al 1992). Φαίνεται ότι η πρωινή έγερση που αποτρέπει την
εμφάνιση του μεγαλύτερου σε διάρκεια REM ύπνου προστατεύει από την κατάθλιψη ή
συμβάλλει στη θεραπεία της (Olders 2003). Πρακτικά ο χρόνος αφύπνισης για την επίτευξη
αυτού του στόχου πρέπει να συμπίπτει με την ανατολή του ηλίου ή να προηγείται ελαφρώς.
Αγρυπνία πέραν των 4 ημερών δεν έχει γίνει κατορθωτό να επιτευχθεί, διότι μετά από
κάποιο χρονικό διάστημα το άτομο υποκύπτει στον ύπνο, αφού βιώσει κάτι μεταξύ
υπναγωγικών ψευδαισθήσεων και παρανοειδούς ιδεασμού. Έχει όμως παρατηρηθεί ότι
στέρηση ύπνου και μετατόπιση της υπνικής φάσεως είναι δυνατόν να προκαλέσουν αλλαγές
του συναισθηματικού τόνου. Αυτό ίσως σημαίνει ότι μηχανισμοί εγρήγορσης - ύπνου
εμπλέκονται στην παθογένεση της κατάθλιψης και επομένως χειρισμοί στον ύπνο έχουν
επιπτώσεις στην πορεία της νόσου και είναι θεραπευτικώς αξιοποιήσιμοι μέσω της
αποκατάστασης διαταραγμένων σιρκαδιανών ρυθμών, που καλύπτουν τόσο την υπνική
λειτουργία όσο και τη συναισθηματική κατάσταση. Ο ψυχοτονωτικός ρόλος της αγρυπνίας
στις θρησκείες και στο πένθος κατά κάποιον τρόπο αποσαφηνίζεται μέσα στο πλαίσιο αυτών
των ευρημάτων (για τη θεραπευτική χρήση της υπνικής στέρησης βλ. σχετικό κεφάλαιο).
Μικρή διάρκεια ή κακή ποιότητα ύπνου μειώνουν την παραγωγικότητα και αυξάνουν τις
πιθανότητες ατυχήματος (για τις διαταραχές του ύπνου βλ σχετικό κεφάλαιο). Ο τεχνητός
φωτισμός έχει διαδοθεί πλήρως στις βιομηχανικές κοινωνίες και έχει μειώσει στο ελάχιστο
144
τον χρόνο ύπνου. Το φαινόμενο που έχει προκύψει δεν είναι μια προσωρινή (μία ή δύο
νύχτες) υπνική στέρηση αλλά μια χρόνια μερική στέρηση ύπνου. Πολλοί άνθρωποι
κοιμούνται πολύ αργά και ξυπνάνε κατά μέσον όρο 5,5-6,5 ώρες αργότερα για την εργασία
τους. Πολλοί επίσης εργάζονται τη νύχτα και κοιμούνται την ημέρα. Η απώλεια ωρών
νυχτερινού ύπνου σε χρόνιο επίπεδο αλλοιώνει την παραγωγή των υποφυσιακών ορμονών,
προκαλεί αύξηση όχι μόνο της πρωινής αλλά και της απογευματινής κορτιζόλης, με συνέπεια
την ευόδωση της αντίστασης στην ινσουλίνη, ανατρέπει την ισορροπία συμπαθητικού –
παρασυμπαθητικού, με επιπτώσεις σε λειτουργίες όπως παραγωγή ινσουλίνης και
απελευθέρωση λεπτίνης και κίνδυνο παχυσαρκίας και διαβήτη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΡΤΕΜΙΔΩΡΟΣ ο Δαλδιανός. (2ος μ.χ. αιώνας). Περί Ονειροκρισίας.
ΣΑΡΑΝΤΟΓΛΟΥ Γ. (2002). Περί του “Ονειρωγμού” (ήγουν του ερωτικού ονείρου) στην ελληνορωμαϊκή
αρχαιότητα. Τετρ Ψυχιατρ 77:101-110.
ALFORD FP, et al. (1973). Temporal patterns of integrated plasma hormone levels during sleep and wakeful-
ness. I.Thyroid-stimulating hormone, growth hormone and cortizol. J Clin Endocrinol Metab 37:841-847.
ASERINSKY E, KLEITMAN N. (1953). Regularly occuring periods of aye motility and concomitant phenomena
during sleep. Science 118:274-274.
BAILLARGER M. (1846). Des hallucinations psycho-sensorielles. Annales Medico Psychologiques, 7:1-12.
BARD P. (1956). Medical Physiology. Mosby, St Louis.
BENCA RM, et al. (1992). Sleep and Psychiatric disorders–A meta-analysis. Arch Gen Psychiatry 49(8):651-668.
BORN J, et al. (1986). Night-time Plasma Cortizol Secretion is Associated with Specific Sleep Stages. Biological
Psychiatry 21:1415-1424.
DEMENT W. (1965). An essay on dreams: The role of the physiology in understanding their nature. In New Direc-
tions in Psychology, 2:135-257. New York, Holt.
DREYFUS-BRISAC C. (1979). Ontogenesis of brain bioelectrical activity and sleep organisation in neonates and
infants. In Human growth (Faulkner, F., Tanner, J., eds), Vol. 3.
FISHMAN LC. (1983). Dreams, hallucinogenic, drug states and schizophrenia: a Psychological and biological
comparison. Schizophr. Bull. 9:73-94.
FOULKES D. (1962). Dream reports from different stages of sleep. J Abn Soc Psychol 65:14-25
FREUD S. (1900). The Interpretation of Dreams. Standard Edition, vol 4. Strachey J (ed). London:Hogarth Press.
GREENBERG R. (1981). Dreams and REM sleep-An integrative approach. In Sleep Dreams and Memory (ed W.
Fishbein). Lancaster: MTP Press.
HARTMAN E, et al. (1987). Who has nightmares? Arch Gen Psychiat 44:49-56.
HESS WR. (1957). Functional Organisation of the Diencephalon. Grunne and Stratton. N.Y.
HIRSHKOWITZ M. (1997). Sleep-Related erections J Psychosom Res 42(6):515-516.
KALES JD, KALES A, SOLDATOS CR, et al (1980). Night terrors: Clinical characteristiscs and personality pat-
terns. Arch Gen Psychiatry 37:1413.
KOUKKOU M, LEHMANN D. (1983). Dreaming: The functional State-Shift Hypothesis. A Neuropsychophysiolog-
ical Model. Brit J Psychiatry 142:221-231.
LOOMIS AL, HARVEY EN, HOBART GA. (1937). Cerebral states during sleep as studied by human brain poten-
tials. J Exp Psychol. 21:127-144.
MORUZZI G, MAGOUN HW. (1949). Brain stem reticular formation and activation of the EEG. Clin. Neurophysiol.
1:433-455.
MUZUR A. (2005). Oward an integrative theory of sleep and dreaming. J Theoretical Biol 233:103-118.
OHAYON MM, PRIEST RG, CAULET M, GUILLEMINAULT C. (1996). Hypnagogic and Hypnopompic Hallucina-
tions: Pathological Phenomena? Brit J Psychiatry 169:459-467.
OLDERS H. (2003). Average sunrise time predicts depression prevalence. J Psychosom Res 55:99-105.
PIERON Henri (1913). Le Probleme Physiologique du Sommeil.
145
ψυχολογίας, αν και κατά λιγότερο σαφή τρόπο από ό,τι στη φυσιολογία. Οι σωματικές
ανάγκες προκαλούν και ψυχολογικές αποκλίσεις, οι οποίες με τη σειρά τους κινητοποιούν
συμπεριφορές προς ανάληψη δράσης για αποκατάσταση της προηγούμενης ισορροπίας ή
για την επίτευξη κάποιας άλλης, καινούργιας. Όταν η απόκλιση αφορά ψυχοβιολογικούς
δείκτες (π.χ. πείνα, δίψα, κρύο, επιθυμία για συνουσία), η κινητοποίηση είναι κατανοητή.
Πολλές ωστόσο ψυχολογικές αποκλίσεις δεν σχετίζονται φανερά με μεταβολές βιολογικών
δεικτών και οι διαδικασίες αποκατάστασης ισορροπίας που κινητοποιούνται είναι εξαιρετικά
ασαφείς. Εξάλλου ασαφής είναι και η ίδια η έννοια της ψυχικής ισορροπίας.
Πόνος και Ηδονή. Αν εξαιρέσει κανείς την αναπαραγωγική δραστηριότητα, δεν υπάρχει
τίποτε πιο βασικό για την επιβίωση ενός είδους από την επιτυχία με την οποία τα μέλη του
πλησιάζουν ό,τι είναι ωφέλιμο και αποφεύγουν ό,τι είναι βλαπτικό. Έτσι, κατά την εξέλιξη,
αναπτύχθηκαν μηχανισμοί που αυξάνουν την πιθανότητα επαφής με ό,τι είναι αναγκαίο για
τη ζωή ή τη δυνατότητα αποφυγής παραγόντων κινδύνου. Η αναζήτηση ηδονής και η
αποφυγή πόνου είναι ζήτημα που δεν έχει απασχολήσει μόνο την πειραματική ψυχολογία.
Υπήρχαν πάντα ως θεμελιώδεις αρχές (η τιμή, το δέον και το όφελος, κατά Αριστοτέλη) που
καθορίζουν την ανθρώπινη δράση και αποτελούν το έδαφος μιας μεγάλης σειράς
φιλοσοφικών αναζητήσεων και ιδεολογικών αντιμαχιών. Στην εμπειρία του πόνου
περιλαμβάνονται και ψυχικοί παράγοντες, όπως συναισθήματα, γνωσίες, προσδοκίες κ.λπ.
Ως προς την υποκειμενική στάση απέναντι στο άλγος, υπάρχει μεγάλη ποικιλία μεταξύ των
ατόμων, που σχετίζεται με προηγούμενες εμπειρίες κ.λπ. Το αίσθημα της ηδονής σχετίζεται
με την ικανοποίηση πιεστικής σωματικής ανάγκης αλλά και ως συναίσθημα η ηδονή σημαίνει
μια ικανοποιούσα σχέση μεταξύ του Εαυτού και κάποιου σημαντικού αντικειμένου, συνήθως
ενός άλλου ανθρώπου.
Ενίσχυση, ανταμοιβή, ικανοποίηση. Η κοινή βάση των εννοιών αυτών βρίσκεται στο ότι
κατά την επίτευξη ενός στόχου υπάρχουν ερεθίσματα που διαμορφώνουν τη συμπεριφορά
προς την κατεύθυνση της επανάληψης. Οι θεωρητικοί της μάθησης βασίζονται σημαντικά
στην έννοια της ενίσχυσης για να ερμηνεύσουν τις μαθησιακές διεργασίες.
Η ενίσχυση είναι μηχανισμός διά του οποίου αυξάνεται η πιθανότητα επανεκδήλωσης
κάποιας προηγηθείσης συμπεριφοράς. Ως ενισχυτής μπορεί να θεωρηθεί κάθε γεγονός ή
ερέθισμα (εσωτερικό ή εξωτερικό) το οποίο προκαλεί ενίσχυση της συμπεριφοράς. Οι
ενισχυτές διακρίνονται σε πρωταρχικούς, όταν συνδέονται με την ικανοποίηση βασικών
βιολογικών αναγκών, και σε δευτερεύοντες, όπως το χρήμα, η εξουσία, η εκτίμηση των
άλλων, οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο είναι συναρτημένοι με κάποιον πρωταρχικό ενισχυτή
και έχουν όλες ή μέρος από τις ιδιότητές του (Hull 1943).
Η ανταμοιβή αναφέρεται σε διεργασίες που τροποποιούν τη συμπεριφορά έτσι ώστε αυτή
να δημιουργεί πλεονεκτήματα για τον οργανισμό. Κίνητρο και ανταμοιβή πρέπει να
εξετάζονται μαζί διότι, και τα δύο συνδεδεμένα, υπεισέρχονται βαθιά στις επιμέρους
ενέργειες των οργανισμών οι οποίες διαμορφώνουν την προσαρμοστική συμπεριφορά
τους.
Η ικανοποίηση είναι μία υποκειμενική κατάσταση που περιλαμβάνει θετικά συναισθήματα.
Είναι συνειδησιακό φαινόμενο και η ύπαρξή της βεβαιώνεται μέσα από την έκφραση του
υποκειμένου. Τα θετικά συναισθήματα συνοδεύονται από συμπεριφορές προσέγγισης, ενώ
οι συμπεριφορές αποφυγής κινητοποιούνται από απωθητικά αισθήματα ή αρνητικές
συναισθηματικές εμπειρίες. Επάνω σε αυτές τις συμπεριφορές κατέστη δυνατόν να
μελετηθεί η έννοια της ηδονής σε ζώα και ανθρώπους. Η ενίσχυση και η ικανοποίηση, ενώ
έχουν ως κοινή βάση την ανταμοιβή, διαφέρουν μεταξύ τους κατά το ότι η ικανοποίηση έχει
περισσότερα βιωματικά στοιχεία ενώ η ενίσχυση είναι περισσότερο τελεστική.
βιολογική αφετηρία, ενεργειακές εφεδρείες που προκύπτουν από αυτήν και κατεύθυνση προς
ένα συγκεκριμένο στόχο. Το ζώο δεν μπορεί να αντισταθεί στην ορμή να πραγματοποιήσει
τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, η οποία εμφανίζεται σε κάποιο από τα αναπτυξιακά στάδια
και πυροδοτείται από κάποιο γεγονός που επιτελείται στο περιβάλλον. Αφορά συμπεριφορές
ανεξάρτητες από τη μάθηση, για τις οποίες δεν απαιτείται εξάσκηση και εκπαίδευση, με
κατεύθυνση συγκεκριμένη και εκφράζεται κατά τρόπο αναγκαστικό, σταθερό και στερεότυπα
επαναλαμβανόμενο, αυτοματοποιημένο, μη τροποποιήσιμο και επιτακτικό. Θα έλεγε κανείς
ότι οι ενστικτώδεις και οι αντανακλαστικές αντιδράσεις είναι εκδηλώσεις βιολογικά ανάλογες,
μόνο που οι πρώτες είναι πολύπλοκες ενώ οι δεύτερες είναι απλές.
Ο Mc Dougal (1926), στην κλασική επιχειρηματολογία του για τα ένστικτα, εισηγήθηκε την
ορμική ψυχολογία η οποία δίδει έμφαση στη σημασία των ενστικτικών παρορμήσεων που
ανώτατο αναπτυξιακό επίπεδό τους είναι η σκόπιμη αναζήτηση. Υποστήριξε ότι οι
ανθρώπινες σκέψεις, τα βιώματα και οι συμπεριφορές είναι αποτελέσματα ενστίκτων τα
οποία είναι γενετικώς καθορισμένα, αν και είναι δυνατόν να τροποποιηθούν διά της εμπειρίας
και της μαθήσεως. Περιέγραψε 14 ένστικτα, τα οποία είναι τα παρακάτω:
Η φυγή, που συναισθηματικά επενδύεται από τον φόβο.
Η αποστροφή, με την αηδία ως συναισθηματική της έκφραση.
Η περιέργεια, που φέρνει την έκπληξη και βρίσκεται στη βάση της μάθησης.
Η επιθετικότητα, που εκδηλώνεται με οργή, μίσος και θυμό.
Το γονεϊκό ένστικτο, με την τρυφερότητα ως συναισθηματική του έκφραση.
Η κυριότητα ή ιδιοκτησία.
Το αναπαραγωγικό ένστικτο.
Ο συναγελασμός ή η κοινωνικότητα.
Η δημιουργικότητα ή η κατασκευαστικότητα.
Η υποχωρητικότητα και η αυτοϋποτίμηση.
Η αυτοεπιβολή και η αυτοεπίδειξη.
Το παιχνίδι.
Το χιούμορ.
Το γέλιο.
Στην ψυχαναλυτική ορολογία ο όρος ένστικτο ενδεχομένως δεν έχει μεταφρασθεί εύστοχα
από τη γερμανική στην αγγλική και από αυτήν στην ελληνική. Ο όρος treibe, που
χρησιμοποίησε ο Freud, θα ήταν προτιμότερο να μεταφρασθεί ως drive ή impulse, δηλαδή
παρόρμηση, ενόρμηση ή ορμέμφυτο. Ο Freud θεωρούσε τα ένστικτα θεμελιώδεις κινητήριες
δυνάμεις της ανθρώπινης ζωής και υποστήριζε την ύπαρξη δύο μεγάλων ενστικτικών
ρευμάτων, του έρωτα ή της σεξουαλικότητας (eros ή libido) και του θανάτου ή της
επιθετικότητας (thanatos ή destrudo), που θυμίζουν έντονα την φιλότητα και το νείκος του
Εμπεδοκλή. Κατέληξε σε αυτήν τη διατύπωση μετά από μελέτη των φαινομένων του
σαδισμού και του μαζοχισμού (Freud 1920). Τα πρώτα κινητοποιούν προς την κατεύθυνση
της ηδονής και δι' αυτής προς την επίτευξη της αυτοσυντήρησης αλλά και της διαιώνισης του
είδους. Περιλαμβάνουν τις παραγωγικές και δημιουργικές τάσεις της ζωής, εκφραζόμενες
από τη libido, που είναι η σεξουαλικότητα και η περί αυτήν ενέργεια. Τα ένστικτα του θανάτου
ή επιθετικότητας περικλείουν τις καταστροφικές τάσεις που οδηγούν προς οτιδήποτε
βλαπτικό για τους άλλους ή για τον εαυτό και γενικότερα ωθούν τη ζωή σε αποδιοργάνωση
και διάλυση. Αυτά τα δύο ενστικτικά ρεύματα βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση και το καθένα
διακρίνεται από έναν ισχυρό καταναγκασμό για επανάληψη των πραγματώσεών του.
Ωστόσο δεν είναι ανεξάρτητα και διακεκριμένα το ένα από το άλλο σε καθαρές μορφές, αλλά
υπάρχει μεταξύ τους μια βαθιά και αμοιβαία διήθηση.
148
Συνοπτικά λοιπόν κάθε ορμή έχει δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα: πρώτον, ο οργανισμός
δεν διστάζει να καταβάλει προσπάθεια για να επιτύχει τον στόχο του και δεύτερον,
αντιστέκεται σθεναρά σε αντίξοους ή απαγορευτικούς παράγοντες. Οι θεωρίες που
προτάθηκαν για την ερμηνεία των πρωτογενών ορμέμφυτων διακρίνονται στις
επονομαζόμενες τοπικές και κεντρικές.
Σύμφωνα με τις τοπικές θεωρίες η εκδήλωση μίας ορμής γίνεται μέσω ενός οργάνου ή ενός
συστήματος οργάνων μέσα από διαδικασίες βιολειτουργικών αλλαγών. Η αίσθηση, π.χ.,
της πείνας έχει τις ρίζες της σε συσπάσεις του στομάχου, που οφείλονται σε έκκριση
γαστρικού υγρού, ενώ της δίψας στην ξηρότητα του στόματος. Η σεξουαλική επιθυμία
προκαλείται από ένταση που υπάρχει στα γεννητικά όργανα. Αυτές οι απόψεις δεν
ισχύουν. Είναι σήμερα γνωστό ότι οι άρρωστοι με ολική γαστρεκτομή συνεχίζουν να
παρουσιάζουν αίσθημα πείνας, ενώ η αφαίρεση των γεννητικών οργάνων δεν εξαφανίζει,
καθεαυτήν, τη σεξουαλική επιθυμία, αλλά ακόμη κι αν εκλείψει η επιθυμία, αυτό σχετίζεται
περισσότερο με ποικίλα ψυχοσεξουαλικά προβλήματα που πολλές φορές προκύπτουν
από τέτοιες τραυματικές καταστάσεις.
Σύμφωνα με τις κεντρικές θεωρίες, κάποιος κεντρικός εγκεφαλικός μηχανισμός είναι
υπεύθυνος για την εκδήλωση των κινήτρων και ορμέμφυτων, τα οποία δεν είναι απλώς
αντιδράσεις σε περιφερικά ερεθίσματα αλλά πολύπλοκες απαρτιώσεις αισθητηριακών,
ορμονικών και νευρωνικών παραγόντων που ενσωματώνονται σε έναν, υπεύθυνο για κάθε
ορμέμφυτο, κεντρικό νευρικό μηχανισμό. Ακόμη περισσότερο, κάθε ορμή εξαρτάται από
νευρωνικές δραστηριότητες οι οποίες πραγματοποιούνται όχι μόνο από τον ερεθισμό των
υποδοχέων των νευρικών κυττάρων αλλά και από απευθείας επίδραση της χυμικής
κατάστασης (ορμόνες, μεταβολίτες) του αίματος. Τέτοιοι κεντρικοί νευροορμονικοί
μηχανισμοί εντοπίζονται κυρίως στον υποθάλαμο. Έχει βρεθεί ότι υποθαλαμικές βλάβες σε
ζώα συσχετίζονται με μεγάλες αλλοιώσεις βασικών βιολογικών ορμών όπως η πείνα, η
δίψα, η συνουσιακή επιθυμία και συμπεριφορά κ.λπ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΛΕΜΠΕΣΗΣ, Ε. (1989). Η Επαναστατική Μάζα και η τεράστια σημασία των Βλακών εν τω Συγχρόνω Βίω. 4 η
Εκδοση. Οι Εκδόσεις των Φίλων. Αθήνα, 1989.
CANNON WB. (1929). Bodily Changes in Pain, Hunger, Fear and Rage. New York.
CANNON WB. (1932). The Wisdom of the Body. New York, W.W. Norton.
FREUD S. (1920). Beyond the Pleasure Principle. International Psychoanal Press. London.
HULL CL. (1943). The Principles of the Behaviour. New York.
LEWIN K. (1935). A dynamic theory of personality. New York.
Mc DOUGAL W. (1926). Social psychology.
151
19. ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ
Στα πολυκύτταρα βιολογικά συστήματα κάθε καινούργιος οργανισμός προκύπτει από την
ανάμειξη δύο φυλετικών κυττάρων παραγομένων αντίστοιχα από έναν αρσενικό και έναν
θηλυκό φορέα· στην αφετηρία της διαδικασίας που οδηγεί σε αυτήν την ανάμειξη βρίσκεται το
γενετήσιο ένστικτο. Στον άνθρωπο ό,τι έχει σχέση με την ορμή που ωθεί το αρσενικό και το
θηλυκό στη συνάντηση με σκοπό τη συνουσιακή επαφή αφορά αυτό που έχει κυριαρχήσει να
ονομάζεται σεξουαλικότητα. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μέσα στο κλίμα της ελευθεριότητας
που ζουν οι μεταβιομηχανικές κοινωνίες και μετά τη συρρίκνωση της έννοιας της διαστροφής,
η διατύπωση αυτή διευρύνθηκε και περιλαμβάνει την έννοια της επιθυμίας για συνεύρεση όχι
μόνο με ετερόφυλο αλλά και με ομόφυλο άτομο, καθώς επίσης και τη στροφή στον εαυτό για
την ικανοποίηση της επιθυμίας. Η μελέτη της σεξουαλικότητας στην ιατρική είναι αναγκαία,
κυρίως διότι τα σεξουαλικά ενδιαφέροντα και οι πρακτικές των ανθρώπων, επειδή έχουν
μεγάλη συναισθηματική και κοινωνική σημασία, δυνητικώς διαμορφώνουν άμεσα ή έμμεσα
ένα πλήθος παθολογικών καταστάσεων σε όλη τη βιοψυχοκοινωνική διάσταση της
ανθρώπινης ζωής. Πολλές θεωρίες για την ανθρώπινη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη
αναγνωρίζουν τη σεξουαλικότητα ως καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση της
προσωπικότητας και γενικότερα της συμπεριφοράς. Η ψυχανάλυση, π.χ., υποστηρίζει ότι η
σεξουαλική συμπεριφορά του ενήλικα έχει πρώιμες εκδηλώσεις (παιδική σεξουαλικότητα,
ερωτογενείς ζώνες, στοματικός και πρωκτικός ερωτισμός) κατά την παιδική ηλικία, οι οποίες
152
συμβάλλουν στη διαμόρφωση της σεξουαλικότητας αλλά και στη δόμηση της όλης
προσωπικότητάς του.
Ο γενετικός κώδικας, η κατασκευή των εξωτερικών και των εσωτερικών γεννητικών οργάνων,
ο ρόλος των ορμονών και η κοινωνική αγωγή είναι θεμελιώδεις παράγοντες της
διαμόρφωσης του σεξουαλικού χαρακτήρα του ανθρώπου. Αν υπάρχει Υ χρωμόσωμα (ΧΥ),
σε 6 εβδομάδες μετά τη σύλληψη εμφανίζονται οι όρχεις. Αν και τα δύο χρωμοσώματα είναι
Χ (ΧΧ), τότε η γονάδα διαφοροποιείται σε ωοθήκη μετά από 12 εβδομάδες. Στην πρώτη
περίπτωση οι όρχεις παράγουν ανδρογόνα και έτσι διαμορφώνεται η ανδρική δομή σε όλα τα
επίπεδα μέχρι το ΚΝΣ μαζί με τη βάση για τη διαμόρφωση ανδρικής συμπεριφοράς. Η
γυναικεία διαφοροποίηση απαιτεί την απουσία ανδρογόνων. Κατά τη γέννηση του αγοριού
παύει η παραγωγή ανδρογόνων και μέχρι την εφηβεία δεν υπάρχουν διαφορές ως προς την
ορμονική λειτουργία μεταξύ αγοριών και κοριτσιών. Κατά την εφηβεία επιτελείται μια
ορμονική εκπυρσοκρότηση η οποία προκαλεί ραγδαίες σεξουαλικές διαφοροποιήσεις στα
δύο φύλα.
Η ταυτότητα του φύλου, δηλαδή ο βαθμός ταυτίσεως του βιολογικού φαινοτύπου και της
υποκειμενικής αντίληψης που έχει ο καθένας για το φύλο του είναι το έδαφος πάνω στο
οποίο χτίζεται η σεξουαλικότητα. Η ταυτότητα του φύλου περιλαμβάνει στοιχεία όπως ο
βαθμός κατά τον οποίο το άτομο ταυτίζεται με το αρσενικό ή το θηλυκό, ο βαθμός κατά τον
οποίο το άτομο συμπεριφέρεται με τρόπους που πολιτιστικά είναι αποδεκτοί σαν θηλυκοί ή
αρσενικοί και η φύση της επιλογής του αντικειμένου σεξουαλικής ικανοποίησης. Οι
παράγοντες που τη διαμορφώνουν είναι βαθιά βιολογικοί, ενώ το περιβάλλον παίζει ρόλο
υποβοηθητικό και ενισχυτικό της φυλετικής κατεύθυνσης. Τα παιδιά γύρω στην ηλικία των 2-
3 ετών μαθαίνουν το φύλο τους από τους γονείς τους και γύρω στην ηλικία των 4-6 ετών
μαθαίνουν ότι αυτό είναι αναπόφευκτο και δεν αλλάζει. Στην αρχή ξεχωρίζουν τα φύλα με
κριτήρια το ντύσιμο, τα μαλλιά κ.λπ. Αργότερα μαθαίνουν να τα ξεχωρίζουν με βάση τα
γεννητικά όργανα. Τα αγόρια πιστεύουν για τα κορίτσια ότι και αυτά είχαν κάποτε πέος αλλά
το έχασαν. Στη σύγχρονη εποχή περισσότερα κορίτσια θέλουν να είναι αγόρια, και αυτό
οφείλεται στο ότι μαθαίνουν ότι το να είσαι αγόρι είναι πλεονέκτημα. Κατά την προσχολική
ηλικία τα αγόρια παίζουν με όπλα, αυτοκίνητα, μηχανές, ενώ τα κορίτσια προτιμούν να
ράβουν, να στρώνουν κρεβάτια, να κάνουν νοικοκυριό. Αργότερα τα κορίτσια προτιμούν να
μένουν στο σπίτι και να παίζουν με τις κούκλες τους, να δοκιμάζουν φορέματα κ.λπ., ενώ τα
αγόρια προτιμούν να είναι έξω και να χτίζουν ή να ασχολούνται με σωματικά παιχνίδια και να
εμπλέκονται σε ανταγωνισμούς.
Οι συμπεριφορές του φύλου, δηλαδή εμφάνιση, ομιλία, ενδυμασία, χειρονομίες και άλλα
στοιχεία που επιτρέπουν την κοινωνική διάκριση του αρσενικού από το θηλυκό, μπορεί να
είναι από αδρά χαρακτηριστικές μέχρι συγκεχυμένες ή ακόμη συγκεκαλυμμένες και
παραπλανητικές. Οι ορμόνες δεν καθορίζουν το φύλο αλλά τις λειτουργίες και τον φαινότυπό
του, στον οποίο περιλαμβάνεται και η συμπεριφορά. Η εμβρυϊκή τεστοστερόνη διευκολύνει
τις διεργασίες αρρενοποίησης και αποθηλεοποίησης του αρσενικού εμβρύου, κυρίως στον
τομέα των μαθησιακών δυνατοτήτων, κάτι που αργότερα διευκολύνει την εκμάθηση
αρσενικών συμπεριφορών. Στο θηλυκό έμβρυο η μη έκκριση τεστοστερόνης διαμορφώνει
άλλου τύπου μαθησιακά κανάλια τα οποία επιτρέπουν την εκμάθηση θηλυκών
συμπεριφορών. Τα παραπάνω προκύπτουν από μελέτες σε ζώα, συγγενείς ανωμαλίες στο
ενδοκρινικό σύστημα (π.χ. σύνδρομο Turner) ή μετά από χορήγηση συνθετικών ορμονών σε
εγκύους.
Οι αρχέγονες συνουσιακές συμπεριφορές στα θηλαστικά, που είναι οι θεμελιώδεις και
«τελικές» συμπεριφορές του φύλου, υπόκεινται σε γενετικό έλεγχο, έχουν αυτοματικό
χαρακτήρα και δεν ελέγχονται από τη μάθηση. Οι αρχέγονες αρσενικές συνουσιακές
συμπεριφορές προκύπτουν από αρρενοποιητικές διεργασίες και είναι η καβαλίκευση του
θηλυκού, η διεμβόλιση του κόλπου με το πέος, το σπρώξιμο κατά τη συνουσία και η
εκσπερμάτωση που είναι κυρίως αντανακλαστική. Οι αρρενοποιητικές διεργασίες
ολοκληρώνονται με την αποθηλεοποίηση, η οποία πραγματοποιείται με τη μη εμφάνιση
γυναικείων συνουσιακών συμπεριφορών. Οι αρχέγονες θηλυκές συνουσιακές συμπεριφορές
είναι η δοτικότητα, η λορδωτική στάση, η άφεση ή και διευκόλυνση του πέους να εισχωρήσει
στον κόλπο κ.λπ. Στο επίπεδο της διαπροσωπικής και κοινωνικής έκφρασης των
συμπεριφορών του φύλου η εικόνα της σεμνότυφης ναζιάρας γυναίκας και του ενθουσιώδους
φλογερού άνδρα είναι γνωστή και κλασική. Ο άνδρας βρίσκεται συνεχώς σε γενετήσια
εγρήγορση, ενώ η γυναίκα χρειάζεται τον άνδρα για να αφυπνίσει τη σεξουαλικότητά της. Ο
άνδρας επιτίθεται για να κατακτήσει, η γυναίκα υποχωρεί για να προσελκύσει. Οι άνδρες θα
συναγωνιστούν και θα προσπαθήσουν να ζευγαρώσουν με κάθε ευκαιρία. Οι γυναίκες είναι
επιλεκτικές και θα κρατήσουν την εύνοιά τους για τον ισχυρότερο και πιο φανταχτερό
αρσενικό, όπως έλεγε ο Δαρβίνος. Αυτοί οι ρόλοι όμως διευκολύνουν την οικονομία της
παραγωγής και διάθεσης του σπέρματος.
Η εξέλιξη της σεξουαλικότητας. Κατά τη διάρκεια του κύκλου της ζωής η σεξουαλικότητα
διέρχεται από χαρακτηριστικά στάδια ώσπου να φθάσει στην πλήρη υποχώρησή της κατά το
γήρας.
Σεξουαλικά παιχνίδια μεταξύ αγοριών και κοριτσιών της προσχολικής ηλικίας και των
πρώτων ετών του δημοτικού, όπου συμβαίνει γδύσιμο και επίδειξη γεννητικών οργάνων με
στοιχεία οφθαλμολαγνείας, είναι αρκετά συχνά σε σεξουαλικά ανεκτικές κοινωνίες
(πρωτόγονοι της Αφρικής και της Αυστραλίας και μεταβιομηχανικές κοινωνίες). Το
ομοφυλόφιλο παιχνίδι στα αγόρια και στα κορίτσια, κυρίως με τη μορφή του αμοιβαίου
αυνανισμού, φθάνει μέχρι και το 30% στην ηλικία των 13 ετών, αν και τα κορίτσια μάλλον
υπολείπονται. Αυτό το παιχνίδι σύντομα σταματάει και πάντως εξαρτάται από το κοινωνικό
πλαίσιο και τις ετεροφυλοφιλικές ευκαιρίες και δεν φαίνεται να έχει πραγματική σχέση με την
ομοφυλοφιλία.
Μετά την ηλικία των 15 ετών η καμπύλη της σεξουαλικής εμπειρίας ανεβαίνει
κατακόρυφα. Πάνω από τα 2/3 των αγοριών και των κοριτσιών σε αυτήν την ηλικία νιώθουν
ότι είναι ερωτευμένα με κάποιο προσιτό ή απρόσιτο πρόσωπο. Στην ηλικία των 18 ετών το
30% των αγοριών και το 18% των κοριτσιών έχουν αποκτήσει την εμπειρία μίας συνουσίας,
αλλά ένα μεγάλο ποσοστό αγοριών και κοριτσιών «σκοντάφτουν» σε κάτι και δεν βρίσκουν
ευχαρίστηση από την πρώτη εμπειρία ή δεν προχωρούν μετά από αυτή για κάποιο χρονικό
διάστημα. Η πρώτη σεξουαλική εμπειρία πράγματι είναι πιθανόν να διαμορφώσει το σύνολο
της συνουσιακής συμπεριφοράς και ένας αριθμός σεξουαλικών διαταραχών, όπως η
διαταραχή της στύσεως, η αποστροφή προς το άλλο φύλο ή η πρώιμη εκσπερμάτωση,
έχουν την αφετηρία τους σε αρνητικές εμπειρίες της πρώτης συνουσίας. Τα κορίτσια, εφόσον
αρχίσουν, είναι περισσότερο δραστήρια στο σεξ. Δεν είναι πλήρως τεκμηριωμένη η άποψη
ότι όσο νωρίτερα αρχίσει σεξ το αγόρι και κυρίως το κορίτσι τόσο περισσότερο ισχυρό είναι
αργότερα το πεδίο απόλαυσης και η οργασμικότητα. Λίγο αργότερα, όταν η εκδίπλωση της
σεξουαλικότητας είναι σχεδόν πλήρης, τα αγόρια ψάχνουν για περισσότερες ερωμένες γιατί
θέλουν την περιπέτεια και την επιβεβαίωση, ενώ τα κορίτσια προτιμούν τις παρατεταμένες
σχέσεις γιατί επιζητούν τη ρομαντική ατμόσφαιρα και τη διαρκή τρυφερότητα. Από την ηλικία
των 25 ετών αρχίζει να διαμορφώνεται και στους άνδρες μια τάση προς τη μονογαμικότητα.
Η ανδρική σεξουαλικότητα βαθμιαία υφίεται μετά την υψηλότερη βαθμίδα της γύρω στα 18-
22 χρόνια. Η στύση χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να επιτευχθεί, μειώνεται ο αριθμός
των συνουσιών από τις επτά το μήνα στην αρχή της σεξουαλικής ζωής στις δύο περί το
τέλος, αν και η συχνότητα της συνουσίας εξαρτάται και από την προηγούμενη σεξουαλική
ζωή του άνδρα. Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο συνουσιών αυξάνεται από
λίγα λεπτά στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών σε μερικές ημέρες ή και εβδομάδες κατά το
γήρας. Η εκσπερμάτωση χάνει σε δύναμη και διάρκεια, ελαττώνεται η ποσότητα του
σπέρματος. Κάπου γύρω στην ηλικία των 70-80, ίσως και λίγο αργότερα, βαθμιαία σταματά,
αν και αυτό σχετίζεται με παράγοντες όπως η προηγούμενη σεξουαλικότητα, η ύπαρξη
επαρκών ερεθισμάτων, το ενδιαφέρον κ.λπ. Όσο μειώνεται και εκπίπτει η σεξουαλικότητα
στον άνδρα τόσο, με πρόσχημα το αίτημα για απότιση σεβασμού και υποταγής στη
συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία, αυξάνεται η επιδίωξη τίτλων, θέσεων και συμβόλων
εξουσίας, που πολλές φορές φθάνει στα όρια της φαιδρότητας.
Η γυναικεία σεξουαλικότητα, που επίκεντρό της έχει την εγκυμοσύνη, περνάει από φάσεις οι
οποίες διαμορφώνουν τις μεγάλες ερωτικές μεταμορφώσεις της γυναίκας και τη
μεταλλάσσουν σε μητέρα. Εκδραματίζονται από τη στιγμή που το πρώτο ωάριο πέφτει στη
μήτρα μέχρι την τελευταία ωορρηξία. Οι μεταβάσεις αυτές σηματοδοτούνται από πλούσια σε
155
βιοψυχοκοινωνική και μυητική σημασία συμβολικά βιολογικά γεγονότα, όπως η έναρξη της
εμμηνορρυσίας, η διακόρευση, η εγκυμοσύνη και η εμμηνόπαυση. Η εμμηνορρυσία
σηματοδοτεί τη μετατροπή της κορασίδας σε γυναίκα. Η διακόρευση τη μετατροπή της
κορασίδας-γυναίκας σε ερωμένη. Η εγκυμοσύνη τη μετατροπή της ερωμένης σε μητέρα. Η
εμμηνόπαυση τη μετατροπή της μητέρας σε παράγοντα φροντίδας και πρόνοιας μέσα στην
οικογένεια και την κοινότητα. Αγάπη, μέριμνα, περίθαλψη, υπομονή και εγκαρτέρηση είναι
θεμέλια της μητρικής ψυχολογίας τα οποία στερείται η ερωμένη η οποία, στραμμένη στην
προσπάθεια προσέλκυσης και εγκλωβισμού του αρσενικού, δεν διακατέχεται από
αλτρουιστικά αισθήματα. Θεμελιώδης διαφορά μεταξύ μητέρας και ερωμένης είναι ότι η
μητέρα προτιμά το παιδί της από τον άνδρα της, ενώ η ερωμένη προτιμά τον εραστή από το
παιδί του, γιατί πράγματι το βλέπει σαν δικό του παιδί ακόμη και αν το έχει γεννήσει η ίδια
(σύνδρομο της Μήδειας). Η ερωμένη, ακόμη και αν έχει τεκνοποιήσει, δεν έχει μεταμορφωθεί
ψυχολογικά σε μητέρα και το προϊόν του τοκετού μπορεί να είναι βάρος, το οποίο μάλιστα
καθίσταται αβάσταχτο φορτίο αν απουσιάζει ο άνδρας εραστής.
Η εμμηνόπαυση. Ένα μεγάλο μέρος της βιολογικής ζωής της, πάνω από τριάντα χρόνια, η
γυναίκα το διανύει μετά την εμμηνόπαυση. Η εμμηνόπαυση, που μέσα από έναν συνδυασμό
ενδοκρινικών και κοινωνικών παραγόντων κλείνει την ερωτική αυλαία της γυναίκας, είναι
ένας πανίσχυρος αλλά και αρνητικά μυθοποιημένος σηματοδότης της γυναικείας
σεξουαλικότητας, αφού ερμηνεύεται ως τραυματική εμπειρία ταπείνωσης και απώλειας του
γυναικείου ναρκισσισμού. Βαθμιαία απώλεια της νεανικής ακτινοβολίας και ελκυστικότητας
μαζί με αλλαγές της ορμονικής λειτουργίας που προκαλούν σταδιακή ατροφία των
γεννητικών οργάνων, μείωση της ελαστικότητας και ύγρανσης του κόλπου συμβάλλουν στη
μείωση της συχνότητας της συνουσίας, κάτι που απορυθμίζει τη σεξουαλικότητα. Βέβαια
πολύ πριν από την εμμηνόπαυση χαμηλώνουν οι τόνοι της σεξουαλικής επιθυμίας, καθώς
μέσα από τις εγκυμοσύνες και την ανατροφή των παιδιών της η γυναίκα από ερωμένη
μεταμορφώνεται σε μητέρα. Στο απόγειο της ωριμότητάς της, ως μητέρα, δεν χρειάζεται
πλέον τη σεξουαλικότητα, την οποία βαθμιαία αποβάλλει, και έτσι όταν φθάνει στην
εμμηνόπαυση είναι ήδη ψυχολογικά έτοιμη γι' αυτό. Αλλά και η ίδια η κλιμακτηριακή περίοδος
με τα ποικίλα ψυχοσωματικά της φαινόμενα συνήθως κάνει τη γυναίκα λιγότερο επιδεκτική. Ο
Freud (1913) ισχυρίζεται ότι όταν οι γυναίκες χάσουν τη γεννητική λειτουργία τους, ο
χαρακτήρας τους υφίσταται μία χαρακτηριστική μεταβολή. Γίνονται εριστικές, δυσάρεστες,
δυναστευτικές, μικρόψυχες και φιλάργυρες, δηλαδή εκδηλώνουν σαφώς σαδιστικά και
πρωκτικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν είχαν κατά την προηγούμενη περίοδο της ζωής τους.
Κατά τη γνώμη του Freud, αυτή η αλλαγή αντιστοιχεί σε μια παλινδρόμηση της
σεξουαλικότητας σε προγεννητικά σαδιστικά και πρωκτικά στάδια, τα οποία είναι η βάση της
ψυχαναγκαστικής νεύρωσης. Δηλαδή το πρωκτικό στάδιο δεν είναι μόνο ο προπομπός της
γεννητικής περιόδου αλλά και ο διάδοχός της, μετά την εκπλήρωση της αποστολής των
γεννητικών οργάνων.
Αυνανισμός. Ο αυνανισμός αρχίζει κατά πολλούς από το τέλος της νηπιακής ηλικίας, αλλά
δεν έχει τον ίδιο χαρακτήρα σε όλες τις ηλικιακές φάσεις. Έχει παρατηρηθεί ότι αγόρια της
προσχολικής ηλικίας χειραγωγούν το πέος τους και ευχαριστιούνται από αυτό. Αργότερα
ίσως πετυχαίνουν ένα είδος ερεθισμού και ικανοποίησης, που επειδή δεν υπάρχει η
αναχαίτιση της εκσπερμάτωσης, μπορεί να έχει επαναληπτικό χαρακτήρα. Το αντίστοιχο για
τα κορίτσια της ίδιας ηλικίας είναι το τρίψιμο των μηρών ή οι θωπείες του αιδοίου. Και στις
δύο περιπτώσεις η συχνότητα αυτών των ενασχολήσεων είναι άγνωστη, ενδέχεται όμως να
είναι μεγάλη. Η συχνότητα των αυνανιστικών ενασχολήσεων πέφτει κάτω από 10% κατά τη
λανθάνουσα περίοδο (6-12 ετών), αλλά στην ηλικία των 13 ετών αρχίζει να αυξάνεται
εντυπωσιακά και γρήγορα φθάνει στο 80% ή και το ξεπερνάει.
Είναι αλήθεια ότι οι συζητήσεις για τον αυνανισμό δεν γίνονται πάντοτε σε κλίμα
επιστημονικής νηφαλιότητας. Είναι επίσης αλήθεια ότι κανείς δεν μπόρεσε να πει σε τι κάνει
κακό ο αυνανισμός και σε τι κάνει καλό. Δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι, καθεαυτόν, παθολογικό
φαινόμενο ή ότι προκαλεί καταστάσεις όπως φυματίωση ή τρέλα κ.λπ., όπως πίστευαν
παλαιότερα, αν και ψυχοπαθολογίες αυτιστικού τύπου όπως η σχιζοφρένεια ίσως συνδέονται
156
Η έλξη. Στα θηλαστικά, και στα περισσότερα είδη ζώων, τα θηλυκά είναι εκείνα που
επιλέγουν, και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί παράγουν μόνο ένα ωάριο (ή πολύ λίγα)
με μεγάλα χρονικά μεσοδιαστήματα, ενώ τα αρσενικά παράγουν συνεχώς τεράστιους
συγκριτικά αριθμούς σπερματοζωαρίων, και δεύτερον, γιατί τα θηλυκά αναλαμβάνουν την
ανατροφή των νεογνών με τη συνδρομή, αλλά όχι πάντοτε, του αρσενικού. Μία λάθος
επιλογή μπορεί να αποβεί εξαιρετικά δαπανηρή, αν δεν εξασφαλισθεί η επιλογή των
καλύτερων γονιδίων ενός συντρόφου ικανού να προστατεύσει τη μητέρα. Στους ανθρώπους,
η δυνατότητα της μητρότητας στα θηλυκά και της πατρότητας στα αρσενικά σημαίνεται με
σηματοδότες φορτισμένους από σεξουαλική ελκυστικότητα. Το ότι η γυναικεία ομορφιά
υπαινίσσεται γονιμότητα, ενώ η ανδρική οικονομική ευρωστία την ικανότητα προστασίας μίας
οικογένειας είναι ερμηνείες παλαιές και αυτονόητες. Η εναπόθεση λίπους στους γλουτούς και
στους μαστούς της γυναίκας σημαίνει τη δυνατότητά της να αναθρέψει το βρέφος. Αλλά
ακριβώς αυτές οι ενεργειακές εφεδρείες έχουν γίνει ερωτικά σύμβολα στον άνθρωπο.
Λιποβαρείς γυναίκες, όπως και γυναίκες που ασκούνται επαγγελματικά με τον
πρωταθλητισμό έχουν πολύ χαμηλούς δείκτες γονιμότητας και ελκυστικότητας. Οι άνδρες
δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη φυσική γοητεία και τη νεαρή ηλικία της ερωτικής συντρόφου
τους, ενώ οι γυναίκες, χωρίς να υποτιμούν τη φυσική ανδρική γοητεία, συνήθως προτιμούν
157
άνδρες με κοινωνική θέση και καλή οικονομική κατάσταση. Η γυναίκα πρέπει να δεσμεύει
συναισθηματικά τον άνδρα ώστε να την προστατεύει κατά την περίοδο της μητρότητας, που
διαρκεί αρκετά χρόνια για κάθε παιδί, και αυτό πρέπει να το πετυχαίνει ικανοποιώντας το
ανδρικό σεξουαλικό ένστικτο, το οποίο βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα μέχρι τα γηρατειά του.
Αυτό ίσως ερμηνεύει την πολυγαμική διάσταση της ανδρικής σεξουαλικότητας. Η πολυγαμία
είναι περισσότερο διαδεδομένη από τη μονογαμία στους ανθρώπους, αλλά και στις
μονογαμικές κοινωνίες οι σχέσεις είναι κατά βάθος πολυγαμικές, με τους διαδοχικούς
γάμους, την ανοχή στη μοιχεία, τις κρυφές εξωσυζυγικές σχέσεις των παντρεμένων και την
πορνεία.
Ο έρωτας. Η βιολογική σημασία του έρωτα έγκειται στη δυνατότητά του να προκαλεί στον
ερωτευμένο μία μεγάλη διαστρέβλωση, σχεδόν παραληρηματική, των χαρακτηριστικών του
αντικειμένου της αγάπης του, ώστε αυτό να είναι αποδεκτό και επιθυμητό σε όλα τα επίπεδα,
από το σωματικό μέχρι το ανώτερο ψυχοπνευματικό. Τελικός στόχος όμως είναι η
σεξουαλική συνεύρεση και γονιμοποίηση. Το ότι η εξιδανίκευση αυτή είναι μια αυταπάτη ο
ερωτευμένος το καταλαβαίνει μετά την ύφεση των ερωτικών συναισθημάτων και την
αναπόφευκτη απομυθοποίηση. Η σεξουαλικότητα, μετουσιωμένη σε έρωτα, είναι ισχυρή
συνδετική ύλη μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Ο έρωτας τροφοδοτεί τη διαρκή σχέση, που και
αυτή είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανατροφή των παιδιών που θα προκύψουν, αν
και το χρονικό βεληνεκές του είναι γενικώς μικρό. Οι ερωτευμένοι βρίσκονται σε μια μοναδική
ψυχολογική κατάσταση κατά την οποία νιώθουν αυτοπεποίθηση, αισθάνονται πιο ωραίοι,
έχουν ιδιαίτερη ζωηρότητα στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά τους. Ο έρωτας είναι
δυνατόν να εξαπολύσει ισχυρές καταστροφικές δυνάμεις, αλλά μπορεί να είναι αφετηριακή
δύναμη μεγάλων και υπέροχων ανθρώπινων πράξεων και επιτευγμάτων, αν και τα μεγάλα
επιτεύγματα επιτελούνται από μεγάλους ανθρώπους, και αυτό ίσως είναι σημαντικότερο από
την ερωτική κατάσταση στην οποία βρίσκονται.
Η συνουσία είναι η τελική έκφραση της αμοιβαίας επιθυμίας και του πιθανού ερωτικού
δράματος που, σε λανθάνουσα ή φανερή κατάσταση, την πυροδοτεί, αν και το πλήθος των
ερωτικών συναισθημάτων δεν συνιστά προϋπόθεση για μια συνουσία.
Το προσυνουσιακό παιχνίδι, αναγκαίο για την πλήρη ανάπτυξη της ετοιμότητας για
συνουσία και στα δύο μέρη, σχετίζεται στενά όχι μόνο με την επιθυμία αλλά και με τους
βαθμούς ασφάλειας που παρέχει το περιβάλλον. Στα ανθρωποειδή πάντοτε αναζητείται
ήσυχος και ασφαλής χώρος. Η σεξουαλική διάθεση μειώνεται από το άγχος και την
ψυχοκαταπόνηση. Η διέγερση στον άνδρα είναι απλή, ενώ στη γυναίκα περίπλοκη και
αργόσυρτη. Γενικώς το είδος και η ποιότητα του προσυνουσιακού παιχνιδιού εξαρτώνται από
την κουλτούρα, την κοινωνική τάξη και τη μόρφωση. Οι ανώτερες μορφωτικά και κοινωνικά
τάξεις επιδίδονται περισσότερο σε αυτό. Στα χαμηλά στρώματα η διαδικασία είναι
απλούστερη και συντομότερη. Πλήρης εκδίπλωση του προσυνουσιακού παιχνιδιού, αν και
όχι απαραιτήτως αναγκαία προϋπόθεση για την έναρξη της συνουσίας, περιλαμβάνει
διέγερση των ερωτογόνων περιοχών κυρίως της γυναίκας (χείλη στόματος, λοβία ώτων,
θηλές μαστών, κλειτορίδα, μεγάλα και μικρά χείλη του αιδοίου, δακτύλιος του πρωκτού και
όλο το δέρμα) αλλά και του άνδρα (πέος, βάλανος του πέους, όσχεο), που οδηγεί σε μια
κλιμάκωση της επιθυμίας και στην επίτευξη της συνουσιακής ετοιμότητας. Το φιλί, με
εισχώρηση της γλώσσας στο στόμα του άλλου, τελετουργικοποιημένη συμπεριφορά
προερχόμενη από το τάισμα των μικρών από τη μητέρα με το στόμα, είναι αφετηριακό
σημείο και στοιχείο του ερωτικού παιχνιδιού, όπως το παίξιμο και ο ερεθισμός με τη γλώσσα
των γεννητικών οργάνων της γυναίκας (cunnilingus) ή του άνδρα (fellatio). Τα τελευταία
κυρίως, αλλά και τα προηγούμενα εν μέρει, θεωρούνται φυσιολογικά παιχνίδια, διαστροφές ή
πράξεις κοινωνικώς ή και ποινικώς καταδικαστέες, αναλόγως της νομοθεσίας, της
κουλτούρας, της θρησκείας, της μόδας, της μόρφωσης, και της κοινωνικής τάξης. Στις
βιομηχανικές κοινωνίες της Δύσης, από τις μεγάλες πληθυσμιακές μάζες όλα τα παραπάνω
θεωρούνται φυσιολογικές συνουσιακές πρακτικές. Καθώς ξετυλίγεται το παιχνίδι, αυξάνεται η
υπεραιμία των γεννητικών οργάνων και άλλων περιοχών του σώματος, η αρτηριακή πίεση, οι
καρδιακοί παλμοί κ.λπ. Όταν η κατάσταση έχει κορυφωθεί, τότε το πέος, που ήδη βρίσκεται
158
σε στύση, εισέρχεται στον κόλπο, ο οποίος βρίσκεται σε ετοιμότητα για να το δεχθεί. Βασικό
στοιχείο της «κολπικής ετοιμότητας» για συνουσία, πλην της στύσης του πρόδρομου βολβού
που καθιστά την είσοδο του κόλπου στενότερη, είναι η έκκριση από τον αδένα του Bartholini
βλεννώδους υγρού που επιτρέπει τη διολίσθηση του φαλλού. Είναι φανερό ότι συνουσία
επιτελείται μόνον όταν ορθώνεται το πέος.
Στύση είναι μία κατάσταση κατά την οποία κάποιος ιστός από μαλακός και εύκαμπτος
μετατρέπεται σε σκληρό και άκαμπτο (Βαϊδάκης 1982). Στυτικοί ιστοί υπάρχουν στο πέος,
στη θηλή και στην άλω του μαστού, στην κλειτορίδα και στον πρόδρομο βολβό του κόλπου.
Η στύση επιτυγχάνεται διά της αθροίσεως και του εγκλωβισμού αίματος εντός των στυτικών
ιστών, οι οποίοι έχουν σηραγγώδη δομή και στο πέος ονομάζονται σηραγγώδη σώματα.
Κατά τη στύση το μεν πέος ορθώνεται προς τα επάνω, η δε κλειτορίδα στρέφεται προς τα
κάτω και πίσω, έτσι ώστε κατά τη διάρκεια των εμβολικών κινήσεων να επιτυγχάνεται
καλύτερη τριβή της στη ράχη του πέους και πλουσιότερος ερεθισμός της. Τα συνήθη
ερεθίσματα που προκαλούν στύση είναι η τριβή των στυτικών ιστών, οπτικά ή οσφρητικά
ερεθίσματα, όπως η εμφάνιση του σώματος, κυρίως του γυμνού, τα ρούχα, το μακιγιάζ, τα
αρώματα κ.λπ. Οι φανταστικές αναπαραστάσεις παίζουν στον άνδρα σημαντικό ρόλο, αλλά
το ότι δεν μπορεί να υπάρξει στύση του πέους χωρίς φαντασιωσική εικόνα σωματικών
στάσεων, ή τμημάτων γυμνού σώματος, όπως ισχυρίζονται μερικοί μελετητές, είναι μάλλον
υπερβολικό. Απειλητικές καταστάσεις, παθολογική ψυχοσυναισθηματική αναστάτωση
(άγχος, φόβος, νευρικότητα), ψυχοκαταπόνηση, ορισμένες ουσίες ή φάρμακα είναι δυνατόν
να αναστείλουν τη στύση. Το ιερό παρασυμπαθητικό κέντρο (Ι2-Ι4) είναι υπεύθυνο για τη
στύση των γεννητικών οργάνων, αλλά και στον ιππόκαμπο υπάρχουν κέντρα που
εμπλέκονται στη στύση.
Οι ρυθμικές κινήσεις του σώματος, οι ολισθητικοί εμβολισμοί του πέους στον κόλπο μαζί
με την τριβή των οργάνων οδηγούν τελικώς τον ερεθισμό στο έπακρο, οπότε εισβάλλει δίκην
κατακλυσμού και κατακυριαρχεί ένας συνδυασμός μεγάλης ηδονής, απόλαυσης και
ανακούφισης, που ονομάσθηκε οργασμικό βίωμα, τα υποκειμενικά στοιχεία του οποίου
οικοδομούνται επάνω σε ψυχοφυσιολογικά φαινόμενα όπως σιελόρροια, ταχύπνοια,
ταχυκαρδία, ρυθμικές συσπάσεις του πέους με εξακόντιση του σπέρματος, συσπάσεις της
μήτρας και του κόλπου. Το βιωματικό αυτό συνονθύλευμα εκφράζεται με ποικιλότατους
τρόπους, όπως βογγητά και βρυχηθμούς, άναρθρες κραυγές, φράσεις ποικίλου
περιεχομένου, συνήθως εκφράσεις βαθιάς αγάπης ή χυδαίες βωμολοχίες, ακόμη και
προσευχές μαζί με κάποια ήπια και μετουσιωμένη επιθετικότητα. Διαταραχή της επαφής με
την πραγματικότητα, σύγχυση και σπάνια λιποθυμικές καταστάσεις ή επιληπτοειδείς
σπασμοί μπορεί να συμβούν. Υπάρχουν ενδείξεις (Heath 1972) ότι η ακετυλχολίνη ως
νευρομεταβιβαστής νευρωνικών συστημάτων στην περιοχή του εγκεφαλικού διαφράγματος
εμπλέκεται στον οργασμό.
Στο ν άνδρα ο οργασμός έρχεται πάντοτε διά της εκσπερματώσεως, η οποία είναι
χαρακτηριστικό του φαινόμενο. Έχει χαρακτήρα αντανακλαστικό, με κέντρο στην οσφυϊκή
μοίρα του νωτιαίου μυελού, ενώ τα κύρια ερεθίσματα προέρχονται από τη βάλανο και τον
βλεννογόνο της ουρήθρας. Έρχεται ενωρίτερα από ό,τι στη γυναίκα, μερικές φορές τόσο
πολύ που ουσιαστικά καταστρέφει τη συνουσία, και διαρκεί μικρότερο χρονικό διάστημα.
Ακολουθείται από μυϊκή χαλάρωση, αισθήματα ανακούφισης, κόπωσης, υπνηλίας και
μερικές φορές μελαγχολίας. Στις περιπτώσεις που η συνουσία δεν τελειώνει με
εκσπερμάτωση, εισβάλλει έντονη δυσφορία, αφού αυτό ο άνδρας το θεωρεί μεγάλη αποτυχία
που την αποδίδει σε παθολογικά αίτια, πράγμα που μπορεί να είναι το έναυσμα μιας
υποχονδριακής ενασχόλησης, η οποία ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στη
σεξουαλικότητά του αλλά και στην ψυχική υγεία του. Η διάρκεια της συνουσίας καθορίζεται
από την ταχύτητα με την οποία ο άνδρας φθάνει στην εκσπερμάτωση, αφού η συνουσία
τελειώνει με την εκσπερμάτωση.
Ο οργασμός στη γυναίκα είναι θέμα γεμάτο ασάφειες και προκαταλήψεις. Και οτιδήποτε
σχετίζεται με αυτόν είναι περισσότερο εικασία και λιγότερο τεκμηριωμένο επιστημονικό
δεδομένο. Ενδεικτικά: Το πεδίο απόλαυσης είναι πιο εκτεταμένο και ο οργασμός
εντονότερος, διαρκέστερος, και έρχεται αργότερα. Η γυναίκα κορέννυται ή κουράζεται πολύ
πιο δύσκολα από τον άνδρα. Είναι χρήσιμος για τη σύλληψη, αφού οι συσπάσεις της μήτρας
159
Τρόποι σύζευξης υπάρχουν πολλοί αναλόγως των περιστάσεων ή των διαθέσεων και, ενώ
φαινομενικά υπάρχει η εντύπωση ότι η επιλογή της κάθε στάσης αποβλέπει στην όσο το
δυνατόν μεγαλύτερη διεύρυνση του πεδίου της ηδονής, στην πραγματικότητα εκείνο που
επιδιώκεται από τη βιολογική τελεολογία της συνουσίας είναι η πλήρης εφαρμογή των
160
Η συχνότητα συνουσίας επηρεάζεται από παράγοντες της σωματικής υγείας και από τον
συναισθηματικό τόνο, με την κατάθλιψη και την ευφορία να καταλαμβάνουν τα δύο άκρα.
Αυτοί οι παράγοντες πρέπει να εκτιμώνται με σοβαρότητα προκειμένου να διευκρινισθεί η
161
σεξουαλικότητα του φυσιολογικού ατόμου αλλά και του ασθενούς. Οι θρησκείες και οι
μεγάλες ιδεολογίες έχουν κάνει προσπάθειες να υποτάξουν τη σεξουαλικότητα και σε αυτό το
επίπεδο. Άπαξ της εβδομάδος ωφελεί, δις της ημέρας βλάπτει, έλεγε ο Λούθηρος, ο
Σόλωνας συνιστούσε τρεις συνουσίες κάθε τέσσερις εβδομάδες και ο Ζωροάστρης ήθελε μία
κάθε εννέα ημέρες. Οι «οδηγίες» αυτές δεν έχουν κανέναν άλλο στόχο από το να πετύχουν
μία θρησκευτικοκοινωνική χειραγώγηση του ερωτισμού, γιατί από ιατρική άποψη ποτέ δεν
τεκμηριώθηκε η ύπαρξη ωφέλιμης ή βλαπτικής επίδρασης στην υγεία από τη συχνότητα
συνουσίας. Υγιές είναι αυτό που ικανοποιεί την επιθυμία στη φυσιολογική σεξουαλικότητα.
Αλλά η επιθυμία καθορίζεται από πολλούς συντελεστές και οι θρησκευτικοί δεν είναι σήμερα
οι ισχυρότεροι.
Αποχή, αγνότητα, απέχθεια προς τα ερωτικά, εθελοντική αυτοστέρηση από τον αυνανισμό,
το ερωτικό παιχνίδι και τη συνουσία. Αυτή η ακραία μορφή στέρησης μπορεί να είναι
εκδήλωση θρησκευτικού ή άλλου ασκητισμού, ποικίλων αντιλήψεων που θεωρούν τη
σεξουαλικότητα βλαπτική για την υγεία ή δείγμα ψυχοπαθολογίας. Στο βάθος κάθε
προσπάθειας για καταστολή της σεξουαλικότητας πολλές φορές ανιχνεύεται κάποια
σωματική ανικανότητα, έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας ή σεξουαλική ψυχρότητα στα νεανικά
χρόνια. Μακροχρόνια σεξουαλική αποστέρηση στους άνδρες δεν βρέθηκε να σχετίζεται με
επιπτώσεις, εκτός από κάποια μείωση της παραγωγής τεστοστερόνης, ενώ στις γυναίκες
αναφέρεται ότι σχετίζεται με αμηνόρροια. Σε αποχή οδηγεί επίσης η υποταγή στον ηθικό
κανόνα ότι σκοπός της σεξουαλικότητας είναι η αναπαραγωγή και όχι η ηδονή, πράγμα που
σημαίνει ότι η συνουσία επιτρέπεται οπωσδήποτε μέσα στο πλαίσιο του γάμου και μόνο για
τεκνοποίηση. Αυτούσια η άποψη αυτή παρουσιάζεται στους Νόμους του Πλάτωνα και
σήμερα ισχύει σε ορισμένες καθολικές κοινότητες, αλλά εν μέρει έχει επηρεάσει την
απαγορευτική στάση άλλων κοινωνιών και θρησκευτικών ρευμάτων προς τις προγαμιαίες
σεξουαλικές σχέσεις. Ο Πλάτωνας, τόσο στην Πολιτεία (461b9-c1, 461c5-7) όσο και στους
Νόμους (838e-839a, 841d2-6), επιτρέπει τη σεξουαλική επαφή μεταξύ των εγγάμων κατά τη
διάρκεια της γόνιμης ηλικίας (30-50 για τους άνδρες και 20-40 για τις γυναίκες) που
αποσκοπεί στην τεκνογονία. Εκτός της νόμιμης ηλικίας και εκτός γάμου συνουσία
απαγορεύεται. Το παιδί που θα γεννηθεί από τέτοια συνουσία είναι νόθο. Κάθε συνουσία με
γυναίκες που δεν επιθυμούν να γίνουν μητέρες καταδικάζεται. Η ομοφυλοφιλία και η
παιδεραστία καταδικάζονται. Η μυστικότητα και η απόκρυψη των παράνομων σεξουαλικών
δραστηριοτήτων, το «λανθάνειν που προέρχεται από την αιδώ», παραδόξως, ενισχύεται στο
πλατωνικό έργο και θεωρείται έντιμη πράξη.
Άνδρες και γυναίκες. Η αρσενικότητα και η θηλυκότητα καθορίζονται κατά τη σύλληψη από
τον γενετικό κώδικα με τη θεμελιώδη μορφή του φύλου, όπως αυτή εκφράζεται στα
ανατομικά γνωρίσματά του, και ως προς το βιολογικό τους υπόστρωμα είναι απολύτως
χαρακτηριστικές και ανθίστανται σε τροποποιήσεις. Η αρσενικότητα και η θηλυκότητα δεν
καθορίζονται από τις κυκλοφορούσες στο αίμα ορμόνες, που βέβαια ασκούν σημαντικές
επιδράσεις, αλλά από τη λειτουργική οργάνωση του εγκεφάλου προς αυτήν ή εκείνη την
κατεύθυνση που πραγματοποιείται μέσα στις πρώτες 12 εβδομάδες της εμβρυϊκής ζωής.
Παρά την οικουμενικότητα των διαφορών μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, η μορφή του φύλου
δεν είναι τόσο άκαμπτη στο επίπεδο των ψυχοκοινωνικών εκδηλώσεών της, γι' αυτό στη
διάρκεια της ιστορίας τους οι ανθρώπινες κοινότητες έπαιρναν μέτρα προστασίας των
βιοψυχοκοινωνικών γνωρισμάτων των δύο φύλων.
επιδεξιότητα των χεριών, στην αντιληπτική ταχύτητα και ακρίβεια, στη μνήμη, στις
αριθμητικές πράξεις και στη λεκτική ικανότητα. Κατά την αποτυχία, τα αγόρια από την πρώτη
σχολική ηλικία, και πιο πριν συνήθως, επαναλαμβάνουν την προσπάθεια, ενώ τα κορίτσια
περισσότερες φορές από τα αγόρια παραιτούνται και αυτοκατηγορούνται για ανεπάρκεια και
ανικανότητα. Υπάρχει μία τάση να υποστηρίζεται η ύπαρξη καταθλιπτικής ιδιοσυγκρασίας
στις γυναίκες και υπερθυμικής στους άνδρες. Κατά την εφηβική ηλικία τα κορίτσια έχουν μια
τάση για ενδοστρέφεια, ενώ τα αγόρια εκδηλώνουν παρορμητικές συμπεριφορές. Πολλοί
όμως υποστηρίζουν ότι αυτές οι ιδιότητες και οι συμπεριφορές δεν είναι εγγενείς αλλά
μαθαίνονται στην οικογένεια ή κατά τις πρώτες συναναστροφές στο σχολείο. Οι ορμονικές
διαφορές ενέχονται και στην ανάπτυξη διαφορετικών ικανοτήτων. Για παράδειγμα, κατά τη
διάρκεια της εμμηνορρυσίας, που τα οιστρογόνα βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδό τους,
υπάρχουν ενδείξεις ότι οι γυναίκες γίνονται καλύτερες στα μαθηματικά και κατά την άνοιξη,
που η τεστοστερόνη πέφτει στα χαμηλότερα ετήσια επίπεδά της, οι άνδρες χάνουν ένα μέρος
της ικανότητας προσανατολισμού στον χώρο.
Η αρσενική κυριαρχία πάνω στο θηλυκό είναι ένα παγκόσμιο γεγονός και η εμφάνισή της σε
εκατοντάδες ή και χιλιάδες ξεχωριστών και ανεξάρτητων κοινωνικών ομάδων είναι κατανοητή
μόνο πάνω στη βάση μιας βιολογικής αιτίας που κινητοποιεί ισχυρούς βιολογικούς
παράγοντες, διαμορφωτές των ρόλων των δύο φύλων σε όλη τη βιοψυχοκοινωνική διάσταση
του ανθρώπου. Στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες της ελεύθερης αγοράς βρίσκονται σε
πλήρη ανάπτυξη διεργασίες αναχαίτισης της αρρενοποίησης των ανδρών και της
θηλεοποίησης των γυναικών από τα πρώτα στάδια της ανάπτυξής τους μετά τη γέννηση.
Αυτό οδηγεί σε αμβλύνσεις των διαφορών μεταξύ των δύο φύλων, που διευκολύνουν τη
μετατροπή των ανθρώπων σε πειθαρχημένους εργάτες και καλούς καταναλωτές μέσα σε
αυτές τις κοινωνίες. Η αποανθρωποποίηση του ανθρώπου διά της μεταμορφώσεώς του σε
καταναλωτή είναι στάδιο που βρίσκεται στην απαρχή των κατεδαφίσεων της αρσενικότητας,
της θηλυκότητας και της σεξουαλικότητας που έχουν θριαμβεύσει στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη
κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες.
Δεν είναι μόνο η σεξουαλική επιθυμία που φέρνει κοντά τα δύο φύλα. Κοινά ενδιαφέροντα και
διαπροσωπική επικοινωνία παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των μεταξύ τους
σχέσεων. Άνδρας και γυναίκα ακόμη και σήμερα προσπαθούν να πλησιάσουν περισσότερο
ο ένας τον άλλον, αλλά οι κοινωνικές συνθήκες καθιστούν αυτό το πλησίασμα ολοένα και πιο
δύσκολο. Τα θρυμματισμένα δίκτυα της οικογένειας και της ελάχιστα υποστηρικτικής
κοινότητας –στην οποία κυριαρχούν πλέον όχι οι κοινές αξίες αλλά η αρχή της ατομικής
αποτελεσματικότητας και η στείρα μοναξιά–, η αρνητική εμπειρία από τον εργασιακό χώρο
στον οποίο αισθάνονται βαθιά και αθεράπευτα υποταγμένοι, καθιστούν σήμερα τα δύο φύλα
ριζικά ανασφαλή, παρασυρμένα στη δίνη ενός αδιέξοδου αγώνα για εξουσιαστική κυριαρχία
του ενός πάνω στο άλλο, με αποτέλεσμα κάθε απόπειρα προσέγγισης να αντιμετωπίζεται και
από τις δύο πλευρές με καχυποψία και να καταλήγει σε σύγκρουση και αμοιβαία εξαπάτηση.
Η αποαρρενοποίηση των ανδρών βρίσκεται στην αφετηρία φαινομένων όπως η μείωση της
προτίμησης προς πειραματικούς, κατακτητικούς και ριψοκίνδυνους ρόλους, επαγγελματικούς
ή άλλους, και η αναζήτηση ασφαλούς υπαλληλικής εργασίας, κατά προτίμηση στο δημόσιο,
υποτίμηση των κλασικών ανδρικών γνωρισμάτων (ευθύτητα, αξιοπρέπεια, επιφυλακτικότητα,
σιγηλή απόσταση, αταραξία), τροφοδότηση της κοινωνίας της ανοχής και της
επιτρεπτικότητας, εκτεταμένη πτώση ή και κατάρρευση της ανδρικής σεξουαλικότητας,
υπερανάπτυξη συμπεριφορών μη αμφισβήτησης της εξουσίας, πριμοδότηση της κοινωνικής
υποταγής και ευρεία διάχυση της ομοφυλοφιλικής κουλτούρας. Η κοινωνικοποίηση οδηγεί τα
αγόρια στην απόκτηση μερικών θηλυκών χαρακτηριστικών (όπως το άγχος και η
ευσυνειδησία), αλλά δεν κάνει τα κορίτσια αρμονικότερα.
έχει επιφέρει τεράστιες καταστροφές στην ποιότητα ανατροφής των παιδιών, στη γυναικεία
σεξουαλικότητα και στην αντίληψη που οικοδομεί η σύγχρονη γυναίκα για τον εαυτό της. Η
αποθηλεοποίηση έχει οδηγήσει στη δημιουργία φτηνού και σκληρά εκμεταλλευόμενου
θηλυκού εργατικού δυναμικού, κατέστησε ευκολότερη τη διάλυση του γάμου, αύξησε τον
αριθμό των εμβρυοκτονιών σε δυσθεώρητα ύψη, απεξάρθρωσε τους οικογενειακούς
δεσμούς, πυροδότησε έναν σεξουαλικό αναπροσανατολισμό προς την ομοφυλοφιλία. Έχει
όμως καταστήσει την ελεύθερη γυναίκα σοβαρότατη αγοραστική δύναμη. Το πρόβλημα δεν
είναι καθόλου απλό. Αν οι γυναίκες εγκατέλειπαν την εξωσπιτική εργασία, έτσι όπως έχουν
έρθει τα πράγματα, οι άνδρες μόνοι δεν θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα και να στηρίξουν
μία οικογένεια, αφού και οι ίδιοι πλέον έχουν καταρρεύσει ως στυλοβάτες της. Στις σύγχρονες
μεταβιομηχανικές κοινωνίες το ποσοστό των ανδρών που είναι σε θέση να στηρίξουν τις
οικογένειές τους μόνο με τη δική τους εργασία είναι λιγότερο του 25%. Η υποτίμηση της
μητρότητας και η ώθηση της γυναίκας στην αναζήτηση εργασίας είναι οι πιο ισχυροί
αρρενοποιητικοί παράγοντες για τις γυναίκες και προωθούνται ως ιδανικά από τα μέσα
μαζικής διαμόρφωσης της συμπεριφοράς των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών.
Οικογένεια και σεξουαλικότητα. Η ταυτότητα του φύλου του παιδιού καθορίζεται και από
την αντίληψη που έχουν οι γονείς γι’ αυτήν αλλά και από την αντίληψη που έχουν οι ίδιοι για
τη δική τους σεξουαλικότητα. Οι μητέρες μεταχειρίζονται διαφορετικά τα αγόρια από τα
κορίτσια. Μιλάνε πιο πολύ στα κορίτσια προσπαθώντας να τα καθοδηγήσουν, ενώ ενισχύουν
στα αγόρια, εξωλεκτικά κυρίως, την τάση τους για φυσική επαφή με τα κορίτσια. Οι
αρρενωποί πατέρες έχουν θηλυκές κόρες αλλά όχι αναγκαστικά αρρενωπούς γιους, ενώ η
απουσία τους επηρεάζει τα αγόρια στη διαμόρφωση της ταυτότητας του φύλου τους αλλά όχι
τα κορίτσια. Απώλεια του ομόφυλου γονέως έχει υποστηριχθεί ότι είναι δυνατόν να επιδράσει
διαστρεβλωτικά στη ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του παιδιού.
Αν η οικογένεια θεωρηθεί μεσολαβητής μεταξύ ατόμου και κοινωνίας ως προς το θέμα
της ταυτότητας του φύλου, τότε είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι άτομα που έγιναν
αντικείμενα μιας μεσολάβησης ακαθόριστης, διφορούμενης, ασυνεπούς και αντιφατικής ως
προς το φύλο τους και τους ρόλους που προσιδιάζουν σ' αυτό, κινδυνεύουν να υποστούν τις
συνέπειες και να αναπτύξουν προβλήματα όχι μόνο στα θέματα που αφορούν τη
σεξουαλικότητά τους αλλά και σε εκείνα που αφορούν την οργάνωση της προσωπικότητάς
τους, ίσως ακόμη και της ψυχικής υγείας τους. Οι γονεϊκοί ρόλοι, οι οποίοι έχουν υποστεί
πολλαπλές καθιζήσεις στις σύγχρονες βιομηχανικές και μεταβιομηχανικές κοινωνίες, έχουν
γενετικό υπόστρωμα και ανήκουν στην τάξη του πολιτιστικού εποικοδομήματος. Ο πατέρας
δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο της μητέρας ούτε το αντίστροφο. Οι ρόλοι είναι μοναδικοί.
Η φυσική φροντίδα του βρέφους δεν αποτελεί μέρος του πατρικού ρόλου, αλλά η φυσική
προστασία και ασφάλεια της οικογένειας εξαρτώνται από τις ικανότητες του άνδρα. Η
164
επιδίωξη της ρευστοποίησης των ορίων των δύο φύλων κάτω από την επίδραση
πανίσχυρων οικονομικών και ιδεολογικών πιέσεων κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει
οδηγήσει αρκετούς και αρκετές στην υιοθέτηση θέσεων αν όχι νοσηρών, πάντως απλοϊκών
και αφελών, όπως λ.χ. ότι «από τη στιγμή που η γυναίκα δεν θα χρειάζεται να φθείρει τις
δυνάμεις της ως παιδοποιητική μηχανή, θα μπορεί να αφιερώνει όλη τη στοργή και τις
φροντίδες της σε ολόκληρο το περιβάλλον της. Η μητρότητα θα ξεπεράσει το βιολογικό
επίπεδο και θα εκδηλωθεί ως κοινωνική δύναμη» (Borneman 1988).
Σεξουαλικές σχέσεις μέσα στην οικογένεια επιτρέπονται μόνο ανάμεσα στους γονείς και
ποτέ ανάμεσα σε γονείς και παιδιά ή μεταξύ των παιδιών. Αυτός ο κανόνας είναι
πανανθρώπινος και η αιμομιξία επισύρει την καθολική κατακραυγή. Η περιορισμένη μέχρι
τώρα έρευνα δεν έχει δείξει τι είδους διαστρεβλώσεις στον ψυχισμό και στη σεξουαλικότητα
του παιδιού προκαλούνται από την ανάπτυξή του μέσα σε μια σεξουαλικά άτυπη οικογένεια,
με ομοφυλόφιλο πατέρα ή λεσβιακή μητέρα, από την ανάπτυξη μέσα σε ανώμαλες
σεξουαλικές οικογενειακές καταστάσεις και ανώμαλες πρώιμες σεξουαλικές εμπειρίες του
παιδιού.
αναδομεί ένα μεγάλο μέρος της ψυχολογίας της. Φαίνεται ότι αυτός που διακορεύει την
κοπέλα δημιουργεί σε αυτήν ιδιαίτερα συναισθήματα εξάρτησης, αφού μέσα από αυτόν
σηματοδοτείται η μεταμόρφωση της κόρης σε γυναίκα-ερωμένη. Κατά τον μεσαίωνα η
διακόρευση της νύφης ήταν προνόμιο του αρχηγού της φάρας. Η κοινωνική πίεση για
διατήρηση του παρθενικού υμένα είχε οδηγήσει τους ανθρώπους σε θλιβερές καταπιέσεις και
στρεβλώσεις της σεξουαλικής επιθυμίας και σε υστερικές κοινωνικές αντιδράσεις στις
περιπτώσεις διακορεύσεων εκτός γάμου, γεγονός που κατά τις περασμένες δεκαετίες
οδήγησε σε μία βιομηχανία παρθενορραφών. Σήμερα ένας άθικτος παρθενικός υμένας δεν
δίνει μεγάλη αξία στη νύφη και υπάρχουν περιπτώσεις που δεν είναι προς το συμφέρον της
να είναι παρθένα. Δεν είναι βέβαια οι παρθενορραφές που άλλαξαν το σκηνικό αλλά η
τεράστια αλλαγή στα σεξουαλικά ήθη που πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Ευνουχισμός. Αν γίνει πριν από την ολοκλήρωση της φυσικής ανάπτυξης, προκαλεί
αλλαγές του μεταβολισμού, αναστολή της ανάπτυξης του πέους, παιδομορφισμό και
παχυσαρκία, με θηλυκού τύπου κατανομή του λίπους στους μαστούς και στους γλουτούς.
Στους ενήλικες είναι δυνατόν να προκαλέσει πτώση της σεξουαλικής επιθυμίας και σπάνια
ψυχικές διαταραχές. Παλαιότερα γνώρισε ευρύτατη διάδοση για λόγους δουλεμπορικούς,
θρησκευτικούς, τιμωρητικούς και σεξουαλικούς (χρησιμοποίηση των παχύσαρκων και
άτριχων ευνούχων σε ασέλγειες). Υπήρχαν ποικιλίες ευνουχισμών και ευνούχων. Εκτός από
τους πλήρως ευνουχισθέντες με αφαίρεση και των δύο όρχεων, ήσαν και οι σπάδωνες, αυτοί
που τους είχε αφαιρεθεί ο ένας όρχις, και οι θλασίες ή θλιβίες, στους οποίους δεν είχαν
αφαιρεθεί οι όρχεις αλλά είχαν γίνει άγονοι διά της συνθλίψεως. Η επίδραση του ευνουχισμού
στον τόνο της φωνής είχε αξιοποιηθεί κατά τους δύο περασμένους αιώνες για τη δημιουργία
οξύφωνων τραγουδιστών (castrati), οι οποίοι εντυπωσίαζαν με την αντίθεση λεπτής φωνής
και τεράστιου σωματικού όγκου. Σήμερα αφαίρεση των όρχεων γίνεται για θεραπευτικούς
σκοπούς ή ύστερα από ατύχημα. Επίσης εφαρμόζεται σε μερικές χώρες σε περιπτώσεις
σεξουαλικής εγκληματικότητας, αλλά οι χιλιάδες ευνουχισμοί που έγιναν έδειξαν ότι σε ένα
σημαντικό ποσοστό αυτών των ευνουχισθέντων παρατηρήθηκε υποτροπή των πράξεων
σεξουαλικής βίας. Ο μετά την ήβη ευνουχισμός, στις σπάνιες περιπτώσεις που δεν
συνοδεύεται από ψυχολογικά προβλήματα, δεν προκαλεί μείωση της επιθυμίας για
συνουσία, του αριθμού και της ποιότητας των στύσεων και της γενικότερης ικανότητας για
πραγματοποίηση της συνουσίας.
Περιτομή. Χειρουργική απελευθέρωση της βαλάνου από την κάλυψη της πόσθης στους
άνδρες, ενώ στις γυναίκες η περιτομή έχει τη μορφή εκτομής της κλειτορίδας. Διαδεδομένη
στον ισλαμικό κόσμο και με τις δύο μορφές της, ενώ οι Εβραίοι κάνουν περιτομές μόνο στα
αγόρια λίγες ημέρες μετά τη γέννησή τους. Τελετουργία μυητική που η ρίζα της βρίσκεται
στην επιδίωξη της υγιεινής των γεννητικών οργάνων. Υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι
περιτετμημένοι μπορούν να ελέγχουν την εκσπερμάτωσή τους λόγω μειώσεως της
ευαισθησίας της βαλάνου. Στα κορίτσια κόβεται η κλειτορίδα, μερικές φορές μαζί με τα μικρά
χείλη του αιδοίου, με προφανή στόχο την καταστροφή της οργασμικότητας. Στη σύγχρονη
ιατρική χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της φίμωσης και προσφάτως υποστηρίχθηκε ότι
μειώνει την πιθανότητα μετάδοσης του AIDS από γυναίκες φορείς σε άνδρες μέχρι και 30%.
Στείρωση. Σε ορισμένες χώρες είναι συνηθισμένος τρόπος για τον έλεγχο των γεννήσεων.
Στους άνδρες γίνεται απολίνωση του σπερματικού πόρου, ενώ στις γυναίκες περίδεση των
σαλπίγγων. Είναι μία μη αναστρέψιμη ενέργεια και πολλοί από τους επιχειρούντες τέτοια
στείρωση συνήθως μετανιώνουν για την επιλογή τους. Τα τελευταία χρόνια πολλές
επιχειρήσεις, προκειμένου να αποφύγουν τα προβλήματα που τους δημιουργούν οι γυναίκες
κατά και μετά την εγκυμοσύνη, προσλαμβάνουν γυναίκες που αποδεδειγμένα δεν μπορούν
να τεκνοποιήσουν.
Μοιχεία. Η ερωτική πίστη έρχεται σε αντίθεση με τον νόμο της μεγαλύτερης δυνατής
διασποράς των γονιδίων σε ένα είδος. Οι άμεσες ή έμμεσες προσπάθειες όλων των
κοινωνικών, θρησκευτικών και ιδεολογικών συστημάτων να αναχαιτίσουν τη συζυγική
166
απιστία έχουν πέσει στο κενό. Η τάση τόσο των ανδρών όσο, ίσως περισσότερο, και των
γυναικών στην αναζήτηση και άλλων ερωτικών συντρόφων είναι δεδομένη και
αδιαμφισβήτητη, και ίσως υποδηλώνει την αναγκαιότητα αναδιατύπωσης και διεύρυνσης των
ορίων του επιτρεπτού από την κοινωνία. Ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι και η
αποποινικοποίηση της μοιχείας. Ο Πλάτωνας επιτρέπει τις εξωσυζυγικές σχέσεις, με την
προϋπόθεση ότι θα κρατηθούν μυστικές. Οι συνέπειες της απιστίας και της μοιχείας σε
διαπροσωπικό και οικογενειακό επίπεδο είναι συνήθως άκρως αρνητικές και η συνοδεύουσα
ψυχοπαθολογία τόσο πριν όσο και μετά την πράξη της απιστίας είναι σημαντική. Απαιτείται
αρκετό ψυχικό σθένος για να ανθέξει κανείς την ψυχοκαταπόνηση των διπλών σχέσεων
μέσα σε ένα κλίμα παρανομίας, παρακολούθησης και ρήξεων.
Πορνεία. Η απαίτηση ανταλλαγμάτων από τον άνδρα για παροχή σε αυτόν σεξουαλικής
ικανοποίησης από τη γυναίκα είναι σημαντικός παράγων της σεξουαλικής ψυχολογίας. Σε
επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων τα «ανταλλάγματα» είναι συνήθως αγάπη, τρυφερότητα,
αφοσίωση, φροντίδα και συχνά κάποια δώρα (λουλούδια ή κοσμήματα). Όποτε όμως το
θέμα αποκτά απρόσωπη διάσταση, τότε οι απαιτήσεις αποκτούν εμπορικό χαρακτήρα.
Πορνεία είναι η δημιουργία σεξουαλικών σχέσεων όπου το ένα μέλος της σχέσης, συνήθως η
γυναίκα, δεν έχει ούτε ερωτική ούτε σεξουαλική διάθεση αλλά προσφέρεται με σκοπό να
αποκομίσει οικονομικό όφελος. Βιολογικός προορισμός της πορνείας είναι η εκτόνωση της
ανδρικής επιθυμίας για συνουσία όταν αυτή δεν είναι εφικτή μέσα στο πλαίσιο των
κοινωνικώς αποδεκτών τρόπων. Στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση που έχει υποβάλει το
σεξουαλικό ορμέμφυτο σε απόλυτο έλεγχο με σκοπό την εδραίωση της οικογένειας επάνω
στην οποία έχουν δομηθεί όλοι οι χριστιανικοί πολιτισμοί, η πορνεία θεωρείται βαρύ
αμάρτημα.
Πολλές γυναίκες εργάζονται ως επαγγελματίες πόρνες εθελουσίως ή βιαίως
στρατολογημένες από εκμεταλλευτές που είναι οργανωμένοι σε παράνομα συνδικάτα με
διεθνή παρακλάδια. Το νοητικό και μορφωτικό επίπεδο της κοπέλας που προσφέρεται ως
πόρνη είναι συνήθως πολύ χαμηλό, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις κατά τις οποίες οι πόρνες
είναι ιδιαιτέρως εμφανίσιμες, έξυπνες και με πολύ καλό επίπεδο μόρφωσης (escort girls) για
πολύ πλούσιους άνδρες. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι γκέισες στην Ιαπωνία, που είναι
εκπαιδευμένες στο τραγούδι, τον χορό και τη συζήτηση.
Στις κοπέλες που προσφέρονται εθελοντικά βασικό κίνητρο είναι η φτώχεια. Κοπέλες σε
ακριβά ξενοδοχεία, εργαζόμενες σε μπαρ, περιστασιακές πόρνες κάτω από συγκεκριμένες
περιστάσεις, κοπέλες του δρόμου, εργαζόμενες σε «σπίτι» μόνες, εργαζόμενες σε
μπουρδέλα, επισκέπτριες σε σπίτι μετά από τηλεφωνική επικοινωνία κ.λπ. Όσο λιγότερο
οργανωμένος και επίσημος (π.χ. μπουρδέλα) είναι ο τρόπος παροχής αυτών των υπηρεσιών
τόσο περισσότερο πιθανόν είναι οι κοπέλες να πέσουν θύματα κακομεταχείρισης και
εκμετάλλευσης. Η πιο ευάλωτη ομάδα είναι τα πολύ νεαρά κορίτσια που μεταναστεύουν από
τη χώρα τους για να ξεφύγουν από τη φτώχεια και να ζήσουν μια συναρπαστική (όπως
φαντάζονται) ζωή, οπότε πέφτουν στα δίκτυα των μαφιόζων, οι οποίοι τις πωλούν σε ομάδες
εκμετάλλευσης. Αυτές είναι οι λεγόμενες σκλάβες πόρνες και φαίνεται ότι στην Ευρώπη
τουλάχιστον είναι οι περισσότερες. Αμείβονται τόσο όσο χρειάζεται για να ζήσουν.
Οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, ιδιαίτερα ανδρικών (π.χ. στρατιωτικές μονάδες,
ναυτικές βάσεις), ευνοούν την πορνεία. Ο τουρισμός είναι ισχυρός παράγων ανάπτυξης της
πορνείας, αφού δημιουργεί μια σειρά επαγγελμάτων στην ξενοδοχειακή και ψυχαγωγική
αλυσίδα των προσφερόμενων υπηρεσιών. Σε μερικές χώρες της Άπω Ανατολής ο
συνδυασμός τουρισμού και πορνείας είναι απόλυτος και άκρως επικερδής. Το θέμα της
σεξουαλικής εκμετάλλευσης ήταν πάντοτε ένα ιδιαίτερα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Η
σύγχρονη κοινωνία πρέπει να κρατάει σταθερή και σαφή στάση απέναντι στα θέματα
πορνείας και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η παιδική πορνεία ή η χρησιμοποίηση
παιδιών για την παραγωγή πορνογραφικού υλικού, η στάση της πρέπει να είναι
απερίφραστα αρνητική στο θεσμικό και αμείλικτα τιμωρητική στο νομικό επίπεδο.
Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση. Υπάρχει πλήρης σύγχυση περί του τι είναι αυτή η περίφημη
σεξουαλική διαπαιδαγώγηση που το φάσμα της κατά τις τελευταίες δεκαετίες κατατρύχει τα
167
σχολεία της μέσης και μερικές φορές και της στοιχειώδους εκπαίδευσης στην Ευρώπη και
στην Αμερική, οι οποίες πνίγονται μέσα σε ένα όργιο σεξουαλικής προπαγάνδας και
κατακλύζονται με πορνογραφικό υλικό από τις εφημερίδες, τα περιοδικά, την τηλεόραση, τον
κινηματογράφο.
Μία πλήρης ανάπτυξη της θεματολογίας θα μπορούσε να περιλαμβάνει ανατομία,
φυσιολογία, παθολογία και υγιεινή των γεννητικών οργάνων και του σεξ, τεχνικές της
συνουσίας, αντισύλληψη, πρόληψη αφροδισίων νοσημάτων και ανεπιθύμητων κυήσεων.
Έχει όμως σημασία το είδος των μηνυμάτων που στέλνονται στο παιδί, τα οποία ενδέχεται
να κυμαίνονται από την ενθάρρυνση της σεξουαλικότητας με διανομές προφυλακτικών στα
σχολεία έως τη σεξουαλική τρομοκρατία μέσα από την προτροπή για αποφυγή του σεξ πριν
από την ενηλικίωση και με την ενθάρρυνση του φόβου και της ντροπής. Οι επιπτώσεις αυτών
των μαθημάτων στην αύξηση των ποικίλων σεξουαλικών διαταραχών, της εφηβικής
εγκυμοσύνης και της αναπόφευκτης συνέπειάς της, της εμβρυοκτονίας, δεν έχουν ακόμη
μελετηθεί.
Το κυριότερο, αλλά αυθαίρετο και ατεκμηρίωτο, επιχείρημα υπέρ της σεξουαλικής
αγωγής είναι ότι τα παιδιά και οι έφηβοι είναι εξαιρετικά περίεργα γι' αυτά τα θέματα και όταν
δεν ενημερώνονται «επίσημα και υπεύθυνα», εύκολα παρασύρονται σε πράξεις με
δυσάρεστα αποτελέσματα, ενώ το ενημερωμένο παιδί όχι μόνο δεν παρασύρεται αλλά
γίνεται και φορέας υγιών απόψεων στον νεανικό του περίγυρο. Ένα άλλο, γελοίο, επιχείρημα
είναι ότι στη σημερινή απρόσωπη, καταναλωτική και κερδοσκοπική κοινωνία η σεξουαλική
διαπαιδαγώγηση επιβάλλεται ώστε τα νεαρά άτομα να μην πέσουν θύματα της
εμπορευματοποίησης της ερωτικής επιθυμίας, μέσα στο πλαίσιο του κανόνα ότι η παιδεία
δεν πρέπει να είναι αποκομμένη από την υπόλοιπη κοινωνία και να προσφέρει μόνο
γνώσεις, αλλά και να διαπλάθει τον χαρακτήρα του μαθητή.
Τα, επίσης ασθενή, επιχειρήματα εναντίον της γενετήσιας αγωγής είναι: οι εκπαιδευτικοί
που αναλαμβάνουν αυτό το έργο δεν είναι βέβαιο τι ποιότητα εκπαίδευσης έχουν λάβει. Ο
δάσκαλος είναι δύσκολο να μην παρασυρθεί από τη δική του, άγνωστη, σεξουαλικότητα και
τις δικές του συναισθηματικές, ιδεολογικές και ηθικές προκαταλήψεις, και αυτό ίσως
περιπλέκεται ακόμη περισσότερο αν κυριαρχήσει η άποψη ότι η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση
στα σχολεία θα πρέπει να είναι κάτω από τον έλεγχο των γονέων. Ακόμη ένας άλλος
σκοτεινός συντελεστής είναι το πόσο προβληματική μπορεί να είναι η ανάμιξη ενός τέτοιου
προγράμματος στην εξαιρετικά ευαίσθητη, ρευστή, και ευάλωτη σεξουαλικότητα του εφήβου.
Πολλοί επίσης υποστηρίζουν ότι η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, ακόμη και στην καλύτερη
μορφή της, δεν προσφέρει μόνο πληροφορία αλλά προωθεί συγκεκριμένες ιδεολογίες
παρεμβαίνοντας έτσι στη διαμόρφωση της ελεύθερης βούλησης του ατόμου. Οι γονείς και το
άμεσο κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο στη
διαμόρφωση αντιλήψεων και σεξουαλικών στάσεων, αλλά το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του
σχολείου είναι αμφίβολο, κυρίως γιατί δεν έγινε κατορθωτό να προταθεί το περιεχόμενο
αυτής της διαπαιδαγώγησης, ενώ σε πολλά προγράμματα γίνεται ταύτισή της με την υγιεινή
των γεννητικών οργάνων.
Ανεξαρτήτως της αξίας των επιχειρημάτων αυτών, το ισχυρό ρεύμα προς την κατεύθυνση
της επίσημης σεξουαλικής ενημέρωσης παιδιών και εφήβων δεν αφήνει ευκαιρίες για
νηφάλιες σκέψεις πάνω στη χρησιμότητά της και τις παρενέργειές της, αφού οποιαδήποτε
επιφύλαξη ή αντίθετη γνώμη στιγματίζεται ως μεσαιωνικός αναχρονισμός.
Σεξουαλική παρενόχληση γυναικών από άνδρες αλλά και, καθόλου σπάνια, ανδρών από
γυναίκες, περιλαμβάνει στοιχεία όπως απρεπείς υπαινιγμούς και υπονοούμενα, σωματικές
επαφές και χειρονομίες, πορνογραφικές εικόνες που επιδεικνύονται χωρίς συγκατάθεση του
άλλου κ.λπ. Στις βόρειες βιομηχανικές χώρες οι γυναίκες που δηλώνουν παρενόχληση
φθάνουν στο 40%, ενώ στις μεσογειακές δεν ξεπερνούν το 5%. Επειδή είναι δύσκολο να
πιστέψει κανείς ότι οι βόρειοι άνδρες είναι «θερμότεροι» από τους μεσογειακούς, η ερμηνεία
του φαινομένου είναι σαφώς κοινωνική. Στους χώρους εργασίας η όλη καμπάνια κατά της
σεξουαλικής παρενόχλησης υποστηρίχθηκε θερμά από τις επιχειρήσεις, γιατί η ανάπτυξη της
σεξουαλικότητας στον χώρο εργασίας επιδρά αρνητικά στην παραγωγή.
168
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΒΑΪΔΑΚΗΣ Ν. (1982). Ανατομία και φυσιολογία της σεξουαλικής πράξης. Ιατρική 42(2):116 121.
ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ Ν, ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ Δ, ΣΤΕΦΑΝΗΣ Κ. (1980). Οι ψυχολογικές διαφορές των φύλων: Συγκριτική
αξιολόγηση των διαφορικών ερευνητικών δεδομένων. Εγκέφαλος 17(1):12-25.
ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Π, ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Κ, ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ Σ. (2003). Η Αρχαΐκή Μητέρα: Μυθολογία και βασικές
ψυχαναλυτικές έννοιες. Ψυχιατρική 14(1):19-27.
ADLER A. (1917). Study of Organ Inferiority and its Psychical Compensation. Washington.
BEIT-HALLAHMI B. (1985). Dangers of the vagina. Br J Med Psychol, 58 ( Pt 4):351-6.
BORNEMAN E. (1988). Η Πατριαρχία. Η προέλευση και το μέλλον του κοινωνικού μας συστήματος. μετ. Δ.
Κουρτοβικ. Εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθν. Τραπέζης. Αθήνα.
BRINDLEY GS. (1986). Maintenance Treatment of Erectile Impotence by Cavernosal Unstriated Muscle Relaxant
Injection. British Journal of Psychiatry, 149, 210-215.
BYNE W, PARSONS B. (1993). Human sexual orientation. The biological theories reappraised. Arch Gen Psych
50:228-239.
EICHWALD EJ, SILMSER CR. (1955). Untitled Communication. Transplant Bulletin, 2, 148-149.
FREUD S. (1908). Die “Kulturelle” sexualmoral und die moderne Nervosität. Gesamelte Werke, vol. 7, p. 143.
FREUD S. (1913). The predisposition to obsessional neurosis: A contribution to the problem of the option neuro-
sis. Standard Edition (1958) 12:311-326.
FREUD S. (1919). Lines of advance in psychoanalytic therapy. Standard Edition vol. 17 (ed. J. Strachey) London:
Hogarth.
GOODMAN RE. (1983). Biology of sexuality. Inborn determinants of human sexual Response. Brit J Psychiatry
143:216-220.
HASELTINE RP, OHNO S. (1981). Mechanism of gonadal differentiation. Science, 21:1272-84.
HEATH RG. (1972). Pleasure and brain activity in man. J. Nerv. Ment. Dis. 154:3-18.
KAPLAN HS. (1974). The new sex therapy: Active treatment of sexual dysfunction. London: Bailliere Tindall.
MORRIS D. (1967). The Naked Ape. Jonathan Cape:London.
SULLIVAN G, LUKOFF D. (1990). Sexual side effects of antipsychotic medication: Evaluation and interventions.
Hosp. Commun. Psychiatry 41:1238-1241.
WOLF T, et al. (1980). Turner's syndrome patients are HY-positive. Human Genetics, 54, 315-318.
169
20. ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η έννοια της επιθετικότητας. Όπως από τη συζήτηση περί σεξουαλικότητας έτσι και από
την αντίστοιχη περί επιθετικότητας απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό η νηφαλιότητα· όλοι σχεδόν
όσοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα έχουν αλληλοκατηγορηθεί για πουριτανισμό, συντηρητισμό,
ακραίο λιμπεραλισμό, βιολογικό ή περιβαλλοντικό ντετερμινισμό, κοινωνισμό, βιολογισμό,
δαρβινισμό, αντιφεμινισμό, αναρχισμό, παρακμιακό διανοουμενισμό κ.λπ.
Οι ποικίλες και ατελέσφορες προσπάθειες ορισμού της επιθετικότητας άλλοτε δίδουν έμφαση
σε αυτά και άλλοτε σε εκείνα τα χαρακτηριστικά της, δείχνοντας έτσι την εννοιολογική
πολυπλοκότητα ενός φαινομένου με δραματικές εκδηλώσεις και πολύμορφες επιδράσεις
στην ανθρώπινη ζωή, την ψυχοπαθολογία και την ιστορική μοίρα των ανθρώπων. Πλήθος
συγγραφέων, ορμώμενων από ποικίλες και αντικρουόμενες μεθοδολογικές και θεωρητικές
κατευθύνσεις, περιγράφουν, οριοθετούν, σημασιοδοτούν και ερμηνεύουν φαινόμενα, στα
οποία άλλοτε απονέμουν επιμεριστικά τους συναφείς όρους εχθρική διάθεση, εχθρότητα, βία,
μίσος, οργή, θυμός κ.λπ., και άλλοτε τα στεγάζουν κάτω από τη γενική έννοια της
επιθετικότητας· μεγάλο μέρος της σύγχυσης που διέπει τη σχετική βιβλιογραφία διεθνώς
οφείλεται εν πολλοίς στην τάση να χρησιμοποιείται ο ίδιος όρος για να περιγραφούν
διαφορετικές συμπεριφορές ή βιώματα. Πλήθος στοιχείων συνωστίζονται στην προσπάθεια
διαμόρφωσης ενός ορισμού:
Για αρκετούς συγγραφείς ο ορισμός της επιθετικότητας περιλαμβάνει μόνο τη βλαπτική
πρόθεση και την ύπαρξη στόχου στον οποίο απευθύνεται.
Για άλλους η επιθετικότητα ταυτίζεται με την απρόκλητη επίθεση.
Άλλοι προτείνουν ότι για να ταξινομηθεί μια συμπεριφορά ως επιθετική πρέπει να
απευθύνεται σε ζωντανό στόχο και να έχει μία υποκειμενική πιθανότητα να τον φθάσει.
Ο θυμός και η οργή, με τις συνοδεύουσες ψυχοφυσιολογικές εκδηλώσεις (μυδρίαση,
ταχυκαρδία, αλλαγή χρώματος προσώπου κ.λπ.) θεωρούνται από αρκετούς οι πλέον
καταφανείς μορφές επιθετικής συμπεριφοράς, παρά το ότι πρόκειται περί
συναισθημάτων.
Η συγκεκαλυμμένη έκφραση της επιθετικής συμπεριφοράς με αλλαγή κατεύθυνσης του
πλήγματος ή με υποκατάστατες απαντήσεις έχει επίσης προταθεί να συμπεριληφθεί στον
ορισμό της επιθετικότητας.
Στους ανθρώπους η φαντασίωση μιας επιθετικής πράξης είναι δυνατόν να εκπληρώνει
τον ορισμό που δίδεται στην επιθετικότητα, ακόμη και αν η εμπράγματη συμπεριφορά
δεν επιτελείται ποτέ. Μία βασική παρατήρηση που στηρίζει αυτή την υπόθεση είναι ότι η
φαντασίωση είναι μορφή συμπεριφοράς που ακολουθεί τις ίδιες αρχές που διέπουν και
την κινητική συμπεριφορά. Φαντασιωσική συμπεριφορά, όπως και άλλες μορφές
συμπεριφοράς, μπορεί να χρησιμεύσει ως απάντηση σε υποκατάστατο στόχο όταν δεν
είναι δυνατόν να δοθεί απάντηση στον κατάλληλο στόχο. Μέσα από αυτόν το μηχανισμό
η φαντασιωσική έκφραση της επιθετικότητας μπορεί να μειώσει τουλάχιστον εν μέρει μία
επιθετική παρόρμηση που προκλήθηκε από μία πραγματική ή φαντασιωσική κατάσταση.
Οι τρομακτικές αφηγήσεις, υποστήριζε ο παιδοψυχαναλυτής Μπρούνο Μπέτελχαϊμ,
επιτελούν λειτουργία ιδιαίτερα χρήσιμη για τα παιδιά, βοηθώντας τα να
διαπραγματευτούν τους πραγματικούς και τους φανταστικούς φόβους τους.
Μία άλλη διάσταση της εχθρότητας είναι ο βαθμός επίγνωσης που έχει ο καθένας για τη
δική του επιθετικότητα, επίγνωση που είναι δυνατόν να μην υπάρχει ή να εκτείνεται από
ένα ασυνείδητο επίπεδο μέχρι το πλήρως και σαφώς συνειδητό.
του πλήγματος ή με άλλες και ποικίλες υποκατάστατες απαντήσεις. Η διαδικασία στο σύνολό
της είναι δυνατόν να λειτουργεί και σε επίπεδο φαντασιωσικό. Ο θυμός και η οργή είναι τα
συναισθήματα που πολλές φορές επενδύουν την επιθετικότητα. Όπως φαίνεται από αυτήν τη
συνοπτική καταγραφή, η επιθετικότητα δεν είναι ενιαίο φαινόμενο. Η κατανόησή της ίσως
μπορέσει να επιτευχθεί μόνον όταν τα διάφορα είδη και τα δομικά στοιχεία της αποκτήσουν
επαρκείς και χρηστικούς ορισμούς.
Μορφές επιθετικότητας. Ο Moyer (1976) πρότεινε μια κατάταξη των ειδών της επιθετικής
συμπεριφοράς στα ζώα που σε γενικές γραμμές ισχύει και στον άνθρωπο και η οποία δεν
στηρίζεται στη φαινομενολογία των εκδηλώσεών της αλλά στα κίνητρα και στις ορμές που
την απελευθερώνουν.
Επιθετικότητα σχετιζόμενη με εδαφική κυριαρχικότητα (territorial conflict). Έχει γίνει
αντικείμενο μεγάλης συζήτησης (Ardrey 1966) με έντονες ιδεολογικές προσμίξεις. Αφορά
την ψυχολογική δόμηση ενός γεωγραφικού χώρου τον οποίο το άτομο αισθάνεται ότι
κατέχει και τον οποίο υπερασπίζεται ή διεκδικεί ως προέκταση του εαυτού του. Η
επιθετικότητα αυτή διατηρεί μεταξύ των ατόμων αποστάσεις και έτσι κάνει τα μέλη του
είδους να απλώνονται σε μεγαλύτερη έκταση. Στους ανθρώπους πολλοί την έχουν δει ως
ένα πρωτόγονο σύστημα εξουσίας και, σε περιπτώσεις που δεν ισχύουν ή δεν
εφαρμόζονται φυσιολογικοί κοινωνικοί περιορισμοί, οι άνθρωποι τείνουν να εκπίπτουν σε
αυτήν και να τη χρησιμοποιούν ως μηχανισμό εκδήλωσης τών (συνήθως αρνητικών)
προθέσεών τους στις συναλλαγές τους με τους άλλους. Όταν η ομάδα εμπλέκεται στη
διεκδίκηση ή υπεράσπιση χώρου, τότε τα πράγματα μπορεί να γίνουν πολύ επικίνδυνα,
όπως δείχνει η ιστορία των ανθρώπων. Μετά την ήττα του ναζισμού, ο οποίος στήριξε τη
στρατιωτική επιθετικότητά του στη θεωρία του “ζωτικού χώρου”, ετέθη υπό διωγμόν κάθε
άποψη σχετιζόμενη με την εδαφική κυριαρχικότητα. Η συζήτηση αναζωπυρώθηκε μετά τις
μελέτες των εθολόγων στη δεκαετία του ‘50· πολλοί όμως συνεχίζουν να αρνούνται την
ύπαρξή της όχι μόνο στον άνθρωπο αλλά και στα ζώα.
Κυνηγετική επιθετικότητα (predatory), η οποία δεν εξαρτάται μόνο από την πείνα αλλά και
από μία φυσική τάση για φόνο, που αυξάνεται ακόμη περισσότερο με τη στέρηση της
τροφής.
Μεταξύ αρσενικών (inter-male), για τη σεξουαλική κυριαρχία πάνω στα θηλυκά και κατά
επέκταση στην ομάδα. Είναι αυτονόητο ότι αυτή η μορφή επιθετικότητας, στην αυθεντική
μορφή της, δεν εμφανίζεται παρά μόνον όταν επιτευχθεί σεξουαλική ωρίμανση. Η
τελεολογία της έγκειται στην τελική επιλογή των ισχυρότερων και υγιέστερων αρσενικών τα
οποία οδηγούνται στην κοινωνική επικράτηση. Όταν επιτευχθεί απόλυτη και
αδιαμφισβήτητη κοινωνική ιεράρχηση, αυτή η μορφή επιθετικότητας εκμηδενίζεται στην
ομάδα.
Επιθετικότητα προκαλούμενη από φόβο (fear induced). Στην καθαρή μορφή της
εμφανίζεται μετά από προσπάθειες απόδρασης, όταν υπάρχει κάποια κατάσταση
περιορισμού, όπου το ζώο είναι “στριμωγμένο”, δεν μπορεί να ξεφύγει, και έτσι επιτίθεται.
Μητρική επιθετικότητα (maternal), που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια κυρίως της τροφικής
σχέσης της μητέρας με το νεογνό, και στόχο έχει την προστασία του από εξωτερικούς
κινδύνους. Στην εξέλιξη των ειδών προσωπικοί δεσμοί εμφανίζονται πολύ αργά, στο τέλος
του μεσοζωικού αιώνα (Lorentz 1966). Η αγάπη προήλθε από την εξέλιξη της φροντίδας
των μικρών. Τα ζώα (ερπετά και αμφίβια) που δεν φροντίζουν τα μικρά τους δεν
υπερασπίζουν καμία ομάδα ούτε αγωνίζονται από κοινού.
Σχετιζόμενη με τη συνουσία (sex-related). Κατά την περισυνουσιακή περίοδο τα θηλαστικά
και τα ανθρωποειδή γίνονται πολύ επιθετικά τόσο μεταξύ τους, αν και αυτό είναι μέσα στο
πλαίσιο του ερωτικού παιχνιδιού, όσο και με οποιονδήποτε παράγοντα απειλεί την
συνουσία.
Στον άνθρωπο έγιναν κατατάξεις της επιθετικότητας που δεν υπάρχουν στα ζώα. Ένα
μοναδικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης επιθετικότητας είναι ότι έχει τη δύναμη να
στρέφεται και κατά μελών στο εσωτερικό του είδους και πλειστάκις στο παρελθόν
συνοδευόταν από κανιβαλισμό. Στα άλλα ζώα ο ανταγωνισμός τερματίζεται με τα σημάδια
171
υποταγής του ηττημένου ο οποίος επιβιώνει. Στον άνθρωπο συχνά τερματίζεται με φόνο και
στην ιστορία αφθονούν τα παραδείγματα θανάτωσης όχι μόνο του αντιπάλου αλλά και κάθε
συγγενικού ή άλλου ατόμου για την πρόληψη της εκδίκησης.
Ο Gottschalk με τους συνεργάτες του (1963) πρότειναν μία κατάταξη σύμφωνα με την οποία
η εχθρότητα περιλαμβάνει τις εξής υποκατηγορίες: Μία συμπεριφορά λεκτική ή φυσική που
από τον εξωτερικό παρατηρητή ερμηνεύεται ότι έχει καταστροφική λειτουργία και την οποία
ονόμασαν επιθετικότητα (aggressiveness). Στάσεις καχυποψίας, μνησικακίας και
απαρέσκειας, που τις ονόμασαν εχθρότητα ή εχθρική διάθεση (hostility). Μία υποκειμενική
εμπειρία ενός συναισθήματος με αντικειμενικά ψυχοφυσιολογικά επακόλουθα, που συνήθως
ονομάζεται θυμός ή οργή. Μία προδιάθεση και ετοιμότητα για συμπεριφορά κατά κάποιον
τρόπο εχθρική και επιθετική. Διέκριναν επίσης την ενδοστρεφόμενη από την εξωστρεφόμενη
επιθετικότητα.
Ο Buss (1966) διέκρινε την εχθρική διάθεση (hostility) από την επιθετικότητα (aggressive-
ness). Χαρακτήρισε την εχθρική διάθεση στάση-απάντηση (attitudinal response) που
περιλαμβάνει αρνητικές εκτιμήσεις και συναισθήματα για ανθρώπους και γεγονότα, είναι
παρατεταμένη στον χρόνο, και εκφράζεται λεκτικά ή εξωλεκτικά. Τον όρο επιθετικότητα
χρησιμοποίησε για να χαρακτηρίσει την εμπράγματη, ενόργανη, εχθρική συμπεριφορά. Κατά
την άποψή του οι όροι εχθρική διάθεση και επιθετικότητα καλύπτουν πολλές και διαφορετικές
στάσεις και συμπεριφορές, που η καθεμία απαιτεί ιδιαίτερη εκτίμηση. Τις διαφοροποίησε από
τον θυμό, τον οποίο χαρακτήρισε ως συναισθηματική αντίδραση. Περιέγραψε τις
υποκατηγορίες ευερεθιστότητα (υπερβολική ευαισθησία σε εξωτερικά ερεθίσματα
συνοδευόμενη από ετοιμότητα για εκδήλωση αρνητικού συναισθήματος με την παραμικρή
πρόκληση), αρνητισμό, αντιθετική συμπεριφορά, λεκτική εχθρότητα, βιαιοπραγία, μνησικακία
(ζηλοτυπία και μίσος λόγω πραγματικής ή φαντασιωσικής κακομεταχείρισης), έμμεση
επιθετικότητα, καχυποψία (προβολή της εχθρικής διάθεσης στους άλλους). Στον κατάλογο
172
όμως δεν περιλαμβάνει στάσεις και διαθέσεις ενδοστρεφόμενης επιθετικότητας, τις οποίες
χαρακτήρισε ως “ανασταλτικές επιδράσεις” στην έκφραση της επιθετικότητας.
Βιολογικό υπόστρωμα της επιθετικότητας. Γενικώς λίγα είναι γνωστά για το βιολογικό
υπόστρωμα όλων των μορφών επιθετικότητας, αφού κάθε είδος της έχει, από ό,τι φαίνεται,
το δικό του ιδιαίτερο βιολογικό υπόστρωμα. Έχει υποστηριχθεί (Moyer 1968, 1976) ότι
υπάρχουν εγγενώς οργανωμένα λειτουργικά συστήματα στον εγκέφαλο των θηλαστικών τα
οποία επιτρέπουν, με τα κατάλληλα ερεθίσματα, την εκδήλωση εχθρικών απαντήσεων και
αντιθέτως υπάρχουν άλλα λειτουργικά συστήματα τα οποία αναχαιτίζουν αυτές τις
συμπεριφορές.
Το νευρωνικό σύστημα που καθορίζει τις περισσότερες μορφές επιθετικότητας εκτείνεται
στον υποθάλαμο, στον μεσεγκέφαλο, στους αμυγδαλοειδείς πυρήνες και στον ιππόκαμπο,
στον οποίο συνυπάρχουν και κέντρα στύσεως. Το σύμπλεγμα των αμυγδαλοειδών
πυρήνων, ο υποθάλαμος και η κεντρική φαιά ουσία του μεσεγκεφάλου θεωρούνται οι πιο
σημαντικές δομές του δρεπανοειδούς συστήματος που σχετίζονται με την επιθετικότητα.
Δυσλειτουργία στο δρεπανοειδές, ιδιαίτερα στους αμυγδαλοειδείς πυρήνες, είναι υπεύθυνη
για εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς (Mark and Ervin 1970). Αμφοτερόπλευρος ηλεκτρικός
ερεθισμός των αμυγδαλοειδών πυρήνων, κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων με
τοπική αναισθησία (Hitchcock and Cairns 1973), προκαλούσε στους ασθενείς λεκτική ή
φυσική επιθετικότητα.
Στο πλαίσιο του ορμονικού συστήματος μεγάλο ρόλο παίζουν τα ανδρογόνα, αφού
βαθμός επιθετικότητας και επίπεδα ανδρογόνων στο αίμα συσχετίζονται θετικά σε όλα τα
ανθρωποειδή και στον άνθρωπο (Persky et al 1971). Η κυριαρχικότητα και η εκδήλωση
αρχηγικών συμπεριφορών επίσης σχετίζονται με υψηλά επίπεδα ανδρογόνων. Με την
αύξηση της ηλικίας και τη σταδιακή μείωση της εκκρίσεως τεστοστερόνης, η επιθετικότητα
κάμπτεται και βαθμηδόν γίνεται ενδοστρεφόμενη. Το αντίστροφο συμβαίνει με τα οιστρογόνα
και την προγεστερόνη που καταστέλλουν την επιθετικότητα (Blumber and Migeon 1975).
Έτσι ίσως εξηγείται το ότι στις νεαρές ηλικίες οι άνδρες έχουν μεγαλύτερη επιθετικότητα από
τις γυναίκες, οι οποίες μάλιστα έχουν ισχυρή τάση να τη στρέφουν προς τον εαυτό τους με
μηχανισμούς ενοχής, αυτοεπίκρισης και αισθήματος αβοηθησίας. Ωστόσο τα επίπεδα της
τεστοστερόνης δεν είναι απόλυτος δείκτης της επιθετικότητας, αφού υπάρχουν εξαιρέσεις και
από τις δύο πλευρές του θέματος. Έχουν βρεθεί άνδρες με πολύ υψηλά επίπεδα
τεστοστερόνης αλλά χαμηλή επιθετικότητα, και το αντίστροφο (Wolfgang 1957). Η ACTH,
όταν υπερεκκρίνεται, αναχαιτίζει την επιθετικότητα. Από την άλλη μεριά, αύξηση της τιμής
των κορτικοστεροειδών έχει βρεθεί στο ΕΝΥ και στο πλάσμα ατόμων που αυτοκτόνησαν.
Παρόμοια ευρήματα έχουν διαπιστωθεί και σε πάσχοντες από κατάθλιψη.
Το χρωμόσωμα Υ φαίνεται ότι σχετίζεται με την επιθετικότητα, αφού το 85-90% των
βίαιων συμπεριφορών εκδηλώνεται από τους άνδρες και μόνο το 10-15% από τις γυναίκες
σε όλες τις κουλτούρες. Φαίνεται επίσης ότι υπάρχει σχέση μεταξύ εγκληματικότητας και
πλεονάζοντος Υ χρωμοσώματος (ΧΥΥ αντί για ΧΥ). Τα άτομα με υπεράριθμο Υ χρωμόσωμα
είναι άνδρες υψηλοί και ένα σημαντικό ποσοστό από αυτούς παρουσιάζει διαταραχές στη
σεξουαλικότητα και την κοινωνική συμπεριφορά τους με μεγάλο αριθμό παραπτωματικών
πράξεων. Παρ’ όλα αυτά η άποψη ότι υπεράριθμο Υ χρωμόσωμα συνδέεται με βίαιη
συμπεριφορά δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη
Σε επίπεδο νευρομεταβιβαστών λίγα πράγματα είναι γνωστά (Δουζένης και συν 2004).
Έχει βρεθεί στο ΕΝΥ μία αρνητική σχέση μεταξύ του μεταβολίτη της σεροτονίνης 5-υδροξυ-
ινδολεακετικό οξύ (5-HIAA) και παρορμητικής επιθετικότητας (Roy et al 1988). Άλλοι
επισημαίνουν ότι για την εκδήλωση παρορμητικής επιθετικότητας εκτός από τα χαμηλά
επίπεδα σεροτονίνης πρέπει να υπάρχουν και υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης (Virkkunen et
al 1994). Χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης έχουν βρεθεί και στο ΕΝΥ ατόμων που έκαναν
απόπειρα αυτοκτονίας. Υπάρχουν ενδείξεις (Nielsen et al 1994) ότι σε ορισμένα άτομα μια
γενετική παραλλαγή του γονιδίου της υδροξυλάσης της τρυπτοφάνης (ΤPH), που ρυθμίζει τη
βιοσύνθεση της σεροτονίνης και ελέγχει σεροτονινοεξαρτώμενες συμπεριφορές, είναι
δυνατόν να επηρεάσει τις συγκεντρώσεις της 5-HIAA και να προδιαθέσει σε αυτοκτονική
συμπεριφορά. Η αντίστροφη σχέση μεταξύ επιπέδων χοληστερόλης και επιθετικότητας έχει
173
παρατηρηθεί και στα ανθρωποειδή. Το επίπεδο της χοληστερίνης στο αίμα σχετίζεται στενά
με παράγοντες όπως η επιδίωξη κοινωνικής ισχύος και η σχετιζόμενη με αυτήν
επιθετικότητα. Ο μηχανισμός πιθανόν ξετυλίγεται μέσα από διαδικασίες μείωσης της
σεροτονίνης.
Θεωρίες για την επιθετικότητα. Έχει πλέον αναγνωρισθεί η σημασία της επιθετικότητας ως
κινητήριας δύναμης της συμπεριφοράς ζώων και ανθρώπων, αλλά είναι μεγάλη η διαμάχη
για το αν πράγματι υπάρχει ένα ένστικτο της επιθετικότητας. Σύμφωνα με τις ψυχαναλυτικές
απόψεις (Freud 1923, Storr 1968) αλλά και τις απόψεις των εθολόγων (Lorenz 1966), η
επιθετικότητα έχει ενστικτική αρχή, αν και οι δεύτεροι δεν χρησιμοποιούν τον όρο ένστικτο
αλλά προτιμούν εκφράσεις όπως «εγγενής αποδεσμευτικός μηχανισμός». Οι υποστηρικτές
της ενστικτικής αρχής δέχονται ότι μία επιθετική δύναμη ή ενέργεια αναπτύσσεται και
διαρκώς συσσωρεύεται μέχρις ότου εκφορτίζεται και μειώνεται ραγδαία μέσω της εχθρικής
εκδήλωσης ή κάποιας υποκατάστατης συμπεριφοράς, εμπράγματης ή φαντασιωσικής. Στη
βάση αυτής της διαμάχης βρίσκεται το ερώτημα αν η επιθετικότητα εμφανίζεται αυτόματα,
χωρίς την ύπαρξη εξωτερικού ερεθίσματος, όπως υποτίθεται ότι συμβαίνει με τα ένστικτα.
Πολλοί (Lorenz 1966, Storr 1975) θεωρούν δεδομένη την ύπαρξη αυτής της αυτοματικότητας
των εσωτερικών παρορμήσεων προς επιθετική συμπεριφορά.
Κατά τους υποστηρικτές της ενστικτικής φύσης της επιθετικότητας, αυτή πάντοτε βρίσκει
διέξοδο και εκδηλώνεται ωμά ή μετουσιωμένα κατά απλό ή σύνθετο τρόπο ως άμεση ή
έμμεση εχθρική ενέργεια στρεφόμενη εναντίον προσώπων ή αντικειμένων, ως συμμετοχή σε
κοινωνικά αποδεκτές ανταγωνιστικές δραστηριότητες, ως επιδίωξη θέσεων εξουσίας, αλλά
και στον αθλητισμό, στη στρατιωτική δραστηριότητα, στην ειρήνη και στον πόλεμο κ.λπ. Αν
δεν ακολουθήσει αυτά, ή και άλλα, αποδεκτά ή μη, κανάλια ροής, τότε μετατρέπεται σε
σωματική ή ψυχιατρική συμπτωματολογία σε ατομικό επίπεδο και σε ανεξέλεγκτες εκρήξεις
μαζικής βίας σε κοινωνικό επίπεδο. Η ευχαρίστηση σαν κίνητρο της επιθετικότητας (στους
καυγάδες, στα αθλήματα, στα παιχνίδια, στους ποικίλους συναγωνισμούς) είναι καθολικό
φαινόμενο και ακριβώς αυτή η ύπαρξη ευχαρίστησης υποδηλώνει την ανακούφιση μίας
έντασης.
Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, η επιθετικότητα στην αρχική μορφή της θεωρείται
ένα φαινόμενο «πρωτογενούς διεργασίας», φύσεως παρορμητικής, μη υποτασσόμενο στις
απαιτήσεις και στους περιορισμούς της πραγματικότητας, με μία ποιότητα χαρακτηριστικά
καταστροφική. Ο Freud στις πρώτες διατυπώσεις του για τη νεύρωση θεώρησε ότι η
επιθετικότητα προκύπτει από την αναστολή των λιβιδινικών δυνάμεων, αλλά αργότερα
(1922), σε μία προσπάθεια να ερμηνεύσει τα αυτοκαταστροφικά φαινόμενα που
παρατηρούνται σε καταστάσεις όπως ο μαζοχισμός και η κατάθλιψη, αλλά και υπό την
επίδραση του δέους που του είχε προκαλέσει ο φονικότατος Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος,
174
πρότεινε την ύπαρξη ενός καταστροφικού ενστίκτου που το ονόμασε «θάνατος» (thanatos,
destrudo).
Πολλοί συγγραφείς αποκλείουν την ενστικτική αρχή, το βιολογικό έδαφος και τις
οργανικές ρίζες της επιθετικότητας (Montague 1966, Hinde 1974, Bandura 1973) και τονίζουν
ότι όταν δεν υπάρχει εξωτερικός ερεθισμός, δεν επισυμβαίνει εσωτερική ανάδυση της
επιθετικότητας, τείνουν δε να την αποδώσουν σε ψυχολογικές επιδράσεις της ανατροφής και
του κοινωνικού κλίματος. Ο Adorno, π.χ., υποστηρίζει ότι η αυταρχική προσωπικότητα είναι
προϊόν εμπειριών που αποκτά ο άνθρωπος στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Μία άλλη
ενδιαφέρουσα άποψη (Bandura 1973) είναι ότι η επιθετικότητα είναι προϊόν κοινωνικής
μάθησης, είτε μέσα από διαδικασίες μίμησης πραγματικών, μυθοποιημένων ή συμβολικών
προτύπων, είτε μέσα από θετική ενίσχυση της επιθετικής δραστηριότητας από την κοινωνία.
Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης δέχεται την μπηχαβιοριστική άποψη ότι το άτομο επιλέγει
συμπεριφορές που τελικώς αμείβονται και αποφεύγει εκείνες που τιμωρούνται, αλλά την
επεκτείνει στο επίπεδο της ομάδας όπου οι παράγοντες αμοιβής και τιμωρίας είναι
κοινωνικοί, κυρίως η μάθηση, και επιτελούνται μέσα από κοινωνικές εμπειρίες τιμωρίας και
επιβράβευσης.
Η παρεμπόδιση ή διακοπή μιας ψυχικής διεργασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη με επιδίωξη
την τελική ικανοποίηση, γνωστή ως ματαίωση (frustration), ενδέχεται να πυροδοτεί, εκτός
από άλλες καταστάσεις, όπως ψυχολογική παλινδρόμηση, άγχος ή φαντασιωσική
ενασχόληση, και απαντήσεις με ποιότητα εχθρική. Ο βαθμός της εχθρότητας που
αναπτύσσεται είναι ανάλογος με τον βαθμό εμποδισμού της αυθόρμητης έκφρασης αυτών
των επιδιώξεων. Η ματαίωση, που δεν ταυτίζεται με τη στέρηση ικανοποίησης βιολογικών
αναγκών αλλά την ξεπερνά, μπορεί να είναι παροδική ή μόνιμη και να αφορά όχι μόνο
εξωτερικές περιστάσεις αλλά και εσωτερικές, όπως π.χ. την κατάσταση της υγείας ή τις
συνθήκες εργασίας. Αυτή η ερμηνεία της επιθετικότητας (frustration aggression hypothesis),
που προτάθηκε από τους Dollard και Miller το 1939, έχει ρίζα στην ψυχαναλυτική άποψη ότι
η επιθετικότητα αναδύεται ως αποτέλεσμα αναστολής των λιβιδινικών τάσεων.
Ο ρόλος της κουλτούρας, της κοινωνικής μάθησης και ποικίλων περιστασιακών
παραγόντων είναι σημαντικός στη διαμόρφωση της επιθετικότητας και της αντίστοιχης
συμπεριφοράς, αλλά εξίσου σημαντικές είναι και οι κληρονομικές προδιαθέσεις, πράγμα που
καθιστά αναγκαία και τη μελέτη των γενετικώς εγκατεστημένων ατομικών διαφορών. Σε μία
μελέτη 14.427 παιδιών αποχωρισμένων από γεννήσεως από τους φυσικούς γονείς τους
(Mednick et al 1984), βρέθηκε ότι παιδιά με βιολογικούς γονείς που είχαν καταδικαστεί για
εγκληματικές πράξεις παρουσίαζαν κίνδυνο να εκδηλώσουν παρόμοια συμπεριφορά, ενώ
όσα δεν είχαν τέτοιους γονείς δεν διέτρεχαν ανάλογο κίνδυνο, ακόμη και αν οι θετοί γονείς
τους είχαν καταδικαστεί για εγκληματικές πράξεις. Σε άλλη μελέτη βρέθηκε ότι συμπεριφορές
επιθετικότητας όχι μόνο παρέμεναν σταθερές με την αύξηση της ηλικίας αλλά μεταδίδονταν
σε τρεις γενεές, από τους γονείς στα παιδιά και στα εγγόνια τους (Huesman et al 1984).
Μέτρηση της επιθετικότητας. Μολονότι είναι αναγκαίο –και όχι μόνο στην ιατρική– να
μετρηθούν κατά τρόπο έγκυρο και αξιόπιστο οι εχθρικές στάσεις και συμπεριφορές στους
ανθρώπους είτε ως εχθρική διάθεση είτε ως επιθετική συμπεριφορά, τίθεται το ερώτημα αν
κάτι τέτοιο είναι δυνατόν. Στην πραγματικότητα ποικίλες πολιτιστικές επιδράσεις είναι
πιθανόν να καλύπτουν ή να αλλοιώνουν διαφορές στην επιθετικότητα, οι οποίες όμως θα
μπορούσαν να επισημανθούν κατά την ελεύθερη παρατήρηση ή σε πειραματικές συνθήκες.
Το ότι οι διάφορες δοκιμασίες μέτρησης της επιθετικότητας, κυρίως τα ερωτηματολόγια και οι
κλίμακες (Buss and Durkee 1957, Caine et al 1967), δίδουν αποτελέσματα τα οποία δεν
συσχετίζονται ικανοποιητικά με την πραγματική, την έξω από τις συνθήκες μέτρησης,
επιθετικότητα, φαίνεται και από το ότι μέχρι τώρα σε μεγάλο βαθμό αυτές οι δοκιμασίες δεν
επιτρέπουν μία ασφαλή πρόβλεψη της επιθετικής συμπεριφοράς, ενώ η αδρή παρατήρηση
έχει οδηγήσει σε γενικής φύσεως μεν, αλλά ασφαλέστερα συμπεράσματα.
Έλεγχος της επιθετικότητας. Η επιθυμία της κοινωνίας για έλεγχο της επιθετικότητας
τροφοδοτείται και από την άποψη ότι επιθετικότητα χωρίς βλαπτική και τελικώς
καταστροφική διάθεση δεν υπάρχει.
175
Οι θεωρητικοί της ενστικτικής αρχής, που δέχονται ότι η τάση για επιθετικότητα μπορεί να
προκύπτει αυτομάτως, είναι απαισιόδοξοι για την αποτελεσματικότητα της χρησιμοποίησης
μεθόδων ελέγχου τέτοιων εγγενών ροπών του ανθρώπου. Θεωρούν αφελή την ελπίδα ότι ο
άνθρωπος θα προσπαθήσει και θα επιτύχει να κατανοήσει την επιθετικότητα και την εδαφική
κυριαρχικότητά του και να ασκήσει επάνω τους κάποιον έλεγχο, διότι δεν πρόκειται να τον
αφήσει η ακατέργαστη ζωική φύση του. Ούτε η εκπαίδευση ή οι κανόνες πειθαρχίας μπορούν
να αναχαιτίσουν την επιθετικότητα, η οποία με τέτοιους τρόπους περιορισμού της απλώς
συσσωρεύεται, για να εκδηλωθεί τελικώς εκρηκτικά ή μέσα από την ανάπτυξη ψυχιατρικής
συμπτωματολογίας. Όταν οι δυνατότητες εκτόνωσης της επιθετικότητας μειώνονται, τότε
αναπτύσσονται ισχυρές συσσωρεύσεις που ενδέχεται να αποδεσμευτούν κατά βίαιο τρόπο,
ενώ η καταπίεσή της έχει εκφυλιστικά αποτελέσματα πάνω στη φυσιολογία του οργανισμού.
Υποστηρίζουν ακόμη ότι η εξαφάνιση των επιθετικών τάσεων του ανθρώπου θα ήταν
πλήγμα εναντίον μεγάλων αρετών του, όπως η φιλοδοξία και η δημιουργικότητα. Ως προς το
θέμα αυτό θεωρούν ότι η μετουσιωμένη και κοινωνικά αποδεκτή «απελευθέρωση» της
συσσωρευμένης επιθετικής παρόρμησης είναι ίσως η καλύτερη μέθοδος ελέγχου της
επιθετικότητας. Βέβαια η άποψη ότι ο άνθρωπος είναι ζώο αρπαχτικό επειδή έτσι γεννήθηκε
και ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει για να αλλάξει αυτή η κατάσταση τον απαλλάσσει από
ενδεχόμενες ενοχές και από την ευθύνη για τις καταστροφικές πράξεις του.
Άλλοι, ορμώμενοι από διαφορετικές θεωρητικές διατυπώσεις, ισχυρίζονται ότι η
εξαφάνιση ή η ελάττωση των ποικίλων κοινωνικών πυροδοτών της επιθετικότητας, όπως
είναι οι ματαιώσεις και οι στερήσεις, θα προκαλέσουν τελικώς τη μείωση της επιθετικότητας.
Αυτό όμως μοιάζει περισσότερο με ευχή, αφού οι πιο άγριες εκδηλώσεις επιθετικότητας όχι
μόνο σε κοινωνικό αλλά και σε διαπροσωπικό επίπεδο παρατηρούνται στις κοινωνίες της
αφθονίας, οι οποίες τροφοδοτούν τις παθολογικές διαπροσωπικές σχέσεις που είναι το
υπέδαφος της ματαιωμένης ζωής στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες.
Άλλοι, τέλος, είναι υποστηρικτές της μη ανοχής στην επιθετικότητα, γιατί η ανοχή και η
επιτρεπτικότητα γεννούν τις συνθήκες για ακόμη περισσότερη επιθετικότητα. Συνιστούν
μείωση των ερεθισμάτων που την πυροδοτούν στο περιβάλλον και εκπαίδευση των
ανθρώπων ώστε να μάθουν να ενεργούν κατά τρόπους ασυμβίβαστους με την επιθετικότητα.
Κατά την γνώμη τους, η τιμωρία είναι απαραίτητη για τον έλεγχο της επιθετικότητας όταν
εφαρμόζεται χωρίς καθυστέρηση, είναι σταθερή και συνδυάζεται με λογικά επιχειρήματα
(Berkowitz 1962). Βέβαια η τιμωρία, επειδή είναι οδυνηρή, μπορεί να κυοφορήσει την
ανάπτυξη καινούργιας εχθρικής συμπεριφοράς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
176
21. ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ
Ένας ορισμός για τα συναισθήματα δεν μπορεί παρά να είναι πολύ περιγραφικός και
αναγκαστικά ελάχιστα αυστηρός. Τα συναισθήματα είναι σύνθετες καταστάσεις-διαθέσεις,
χαρακτηριζόμενες από υψηλή αντίληψη συγκεκριμένου αντικειμένου, γεγονότος ή
καταστάσεως, σε συνδυασμό με μεταβολές σωματικών λειτουργιών και βιωματικά στοιχεία.
Τείνουν να οδηγούν σε συγκεκριμένες συμπεριφορές ή τις επενδύουν, και στο υποκειμενικό
επίπεδο εισπράττονται σε ένα φάσμα αποχρώσεων, από το ευχάριστο μέχρι το δυσάρεστο
και από το αδιάφορο μέχρι το συναρπαστικό, αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν
αδιάφορα συναισθήματα. Τα βιωματικά στοιχεία του συναισθήματος συνθέτουν μία σημασία
για το άτομο και αυτή είναι που οδηγεί σε κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά, ή δίδει κάποιο
χαρακτήρα ή στυλ σε αυτήν. Παρά το ότι το συναισθηματικώς φορτισμένο άτομο βρίσκεται σε
εγρήγορση, το συνειδησιακό πεδίο του παρουσιάζει στενώσεις που διαστρεβλώνουν την
κρίση του και παρεμποδίζουν τις αναστολές του. Η παρόρμηση για δράση είναι πολύ ισχυρή
στα συναισθήματα αλλά ποιες είναι οι ενέργειες στις οποίες θα προβεί το άτομο και ποιο θα
είναι το είδος και η ποιότητά τους εξαρτάται και από άλλους παράγοντες όπως η δομή της
προσωπικότητας και οι κοινωνικές περιστάσεις.
Κατά μία άλλη κατάταξη, υπάρχουν τα συναισθήματα που σχετίζονται με βιολογικές ανάγκες,
τα λεγόμενα ζωικά συναισθήματα, και εκείνα που σχετίζονται με διανοητικές λειτουργίες, τα
διανοητικά συναισθήματα. Αυτά τα συναισθήματα βρίσκονται σε συνεχή αντιπαλότητα και
σύγκρουση, αλλά είναι αμφίβολο αν υπάρχουν γνήσια διανοητικά συναισθήματα. Είναι
πιθανόν διά των «διανοητικών συναισθημάτων» να εκφράζονται βιολογικά γεγονότα και
ανάγκες μετουσιωμένες και εξιδανικευμένες.
φόβου, ακόμη και χωρίς την ύπαρξη προηγούμενης φοβικής εμπειρίας από το
συγκεκριμένο φοβογόνο αντικείμενο.
Γνωσιακή προσέγγιση. Κατά την άποψη αυτή, ό,τι βιώνεται ως συναίσθημα είναι συνέπεια
μιας γνωσιακής διεργασίας (Lane and Schwartz 1987). Κατά κάποιον τρόπο η
συναισθηματική εμπειρία εξαρτάται από την παρατήρηση και τη γνωσιακή εμπειρία
προηγούμενων συναισθημάτων. Για παράδειγμα, ο τρόπος που οι καταθλιπτικοί
επεξεργάζονται την πληροφορία, το τι πιστεύουν και πώς ερμηνεύουν τα γεγονότα που
τους συμβαίνουν, συμβάλλει, μαζί με άλλους παράγοντες, στην ανάπτυξη της κατάθλιψης
(Beck 1967, 1979).
Βιολογικό υπόστρωμα των συναισθημάτων. Όπως και στις άλλες ψυχικές λειτουργίες,
ποικίλες δομές του ΚΝΣ αλληλοσυσχετίζονται ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για
την απαρτίωση και εκδήλωση των συναισθημάτων. Το συναίσθημα, σε σχέση με το φάσμα
εγρήγορση-ύπνος, αναπτύσσεται στα ακραία σημεία ενός συνεχούς εγρηγόρσεως. Ο ανιών
δικτυωτός σχηματισμός παίζει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωσή τους, αφού αυτός είναι
υπεύθυνος για τη λειτουργία της εγρήγορσης, απαραίτητου πλαισίου έκφρασης των
συναισθημάτων. Οι προμετωπιαίες χώρες, οι έλικες του προσαγωγίου και του ιπποκάμπου,
η οδοντωτή έλικα, σχετίζονται με τις συναισθηματικές εμπειρίες καθώς και με τον έλεγχο και
την ολοκλήρωση των συναισθηματικών αντιδράσεων.
Όμως εκείνη η δομή που έχει άμεση σχέση με την ανάπτυξη του συναισθήματος είναι
το δρεπανοειδές σύστημα. Ιδιαίτερο ρόλο παίζει το κύκλωμα Papez το οποίο αρχίζει από τον
ιππόκαμπο και καταλήγει στην υπερμεσολόβιο έλικα, αφού διέλθει από την ψαλίδα, τα
μαστία και τους πρόσθιους θαλαμικούς πυρήνες. Στο κύκλωμα περιλαμβάνονται επίσης η
έλικα του προσαγωγίου, δομές του υποθαλάμου, του αυτόνομου ΝΣ και του νεοφλοιού, αφού
στη διαμόρφωση του συναισθήματος παίζουν σημαντικό ρόλο η αντίληψη, η μάθηση και η
μνήμη. Στο κλασικό του άρθρο ο Papez (1937), μετά από μελέτες σε πάσχοντες από λύσσα,
ο ιός της οποίας προσβάλλει κυρίως τον ιππόκαμπο, υποστήριξε ότι αυτές οι δομές
απαρτίζουν έναν αρμονικό μηχανισμό ο οποίος επεξεργάζεται τις λειτουργίες του
συναισθήματος και συμβάλλει στην έκφρασή του. Ο Papez επεσήμανε ότι ο
παλαιοθηλαστικός φλοιός είναι από δομική άποψη κατά κάποιον τρόπο πρωτόγονος, έχει
όμως ισχυρές συνδέσεις με περιοχές κλειδιά όπως ο υποθάλαμος, κέντρο που παίζει
σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση της συναισθηματικής εμπειρίας και ορισμένων
σπλαχνικών εκδηλώσεων όπως η όρεξη για φαγητό, ο ύπνος, η σεξουαλική παρόρμηση, η
θερμοκρασία του σώματος και η ορμονική λειτουργία.
δεν ήσαν ενημερωμένοι για το περιεχόμενο της ενέσεως έφερνε, εκτός από την
υπερεγρήγορση που ήταν καθολική, σε άλλους ευφορία και σε άλλους θυμό, αναλόγως των
γνωσιακών προϋποθέσεων του καθενός και αναλόγως των λόγων που είχε το κάθε άτομο να
ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο αυτό ή εκείνο το συναίσθημα. Αν δεν προϋπήρχαν
γνωσιακές προϋποθέσεις, το άτομο βίωνε ένα είδος άγχους. Αυτό ίσως δείχνει αφενός ότι σε
βιολογικό επίπεδο η ίδια διεργασία είναι δυνατόν να οδηγήσει σε διαφορετικά βιώματα,
αφετέρου ότι ο ρόλος των ατομικών διαφορών σε επίπεδο γνωσιακών παραγόντων,
μάθησης, οργάνωσης της προσωπικότητας και κουλτούρας στη διαμόρφωση των
συναισθημάτων μπορεί να είναι εξαιρετικά σημαντικός.
Το κλάμα εμφανίζεται αμέσως μετά τη γέννηση, αλλά είναι άγνωστο σε ποιο βαθμό αυτή η
αρχέγονη συμπεριφορά αποτελεί και έκφραση συναισθηματική ή πότε ακριβώς αρχίζει να
επενδύεται από συναίσθημα· στην αρχή πάντως είναι εκδήλωση βιολογικής στέρησης και
δυσφορίας, ενώ αργότερα είναι συνοδευτικό της θλίψης λόγω συναισθηματικής απόρριψης ή
απώλειας αγαπημένου αντικειμένου. Το κλάμα του μωρού λειτουργεί ως ειδικό ερέθισμα και,
εκτός του ότι προκαλεί γαλακτόρροια στη μητέρα, απελευθερώνει τον μηχανισμό εκδίπλωσης
συμπεριφορών φροντίδας προς το βρέφος. Μητέρες που διέκοψαν τον θηλασμό ενοχλούνται
από το κλάμα του μωρού περισσότερο από εκείνες που τον συνεχίζουν. Οι μητέρες που δεν
αντιδρούν φυσιολογικά σε αυτό το ερέθισμα θέτουν το βρέφος σε κινδύνους. Μετά το τρίτο
έτος της ηλικίας περιορίζεται σημαντικά η συχνότητά του.
Το γέλιο. Είναι κατεξοχήν ανθρώπινη συμπεριφορά. Συνήθως εμφανίζεται περί τον τέταρτο
μήνα και προκαλείται εύκολα με φιλιά στη στομαχική χώρα του παιδιού. Γύρω στον ένατο
μήνα είναι δυνατόν να το προκαλέσουν και κοινωνικά ερεθίσματα. Προηγείται το χαμόγελο,
που εμφανίζεται περί τη δεύτερη εβδομάδα από τη γέννηση. Το προκαλούν οι φωνές, το
πρόσωπο και τα γέλια της μητέρας. Αργότερα το προκαλούν οι φωνές, το πρόσωπο και τα
γέλια και άλλων οικείων προσώπων και ίσως εκφράζει ένα είδος ικανοποίησης μέσα από ένα
αίσθημα ελέγχου του περιβάλλοντος από το βρέφος. Από τον τρίτο μήνα εξελίσσεται όλο και
περισσότερο σε κοινωνική συμπεριφορά. Αργότερα κατά την ενήλικο ζωή, σύμφωνα με τους
ψυχαναλυτές, το γέλιο συνδυάζεται με ανακούφιση από τη συνειδητή ή ασυνείδητη ένταση
που δημιουργείται μετά τη διαφυγή κάποιου κινδύνου ή από τη χωρίς ενοχές έκφραση της
επιθετικότητας. Αδυναμία να εκφρασθεί κανείς με χαμόγελο ή γέλιο είναι δείγμα μεγάλης
συναισθηματικής στέρησης και απώλειας της δυνατότητας για ανθρώπινη επαφή. Το γέλιο
είναι συναισθηματική εκδήλωση, αλλά το χιούμορ είναι κάτι διαφορετικό, έχει
απελευθερωτικό χαρακτήρα και ενίοτε λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας.
Φόβοι. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν ορισμένοι φόβοι, όπως οι φόβοι των ζώων, γίνονται
σπανιότεροι, ενώ άλλοι, όπως οι κοινωνικοί φόβοι, εγκαθίστανται και αναπτύσσονται. Οι
φόβοι (Marks 1969, Mayr 1974) διακρίνονται σε μη επικοινωνήσιμους, που κατευθύνονται
181
προς τις φυσικές πλευρές του περιβάλλοντος όπως κεραυνοί, υψοφοβία, φόβοι κλειστών
χώρων, διάφορες άλλες ειδικές φοβίες, και στους επικοινωνήσιμους, που κατευθύνονται
προς τα ζώα (ζωοφοβίες) και τους ανθρώπους (κοινωνικές φοβίες). Οι πρώτοι, οι μη
επικοινωνήσιμοι, δεν πυροδοτούν αντιδράσεις, ενώ οι δεύτεροι πυροδοτούν. Είναι προφανές
ότι στη διαμόρφωση των φόβων, γενετικοί παράγοντες βρίσκονται σε αλληλεπίδραση με
πολιτιστικούς και άλλους εξωτερικούς παράγοντες. Η απηνής και θανατηφόρος επίθεση που
επί εκατοντάδες χιλιετίες υπέστησαν τα θηλαστικά, τα ανθρωποειδή και ο άνθρωπος από
ορισμένα ζώα, ιδίως τα ερπετά, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας θέσης του
φόβου στη γενετική αποθήκη κατά την εξέλιξη αυτών των ειδών. Από εξελικτική σκοπιά, ο
φόβος των ερπετών συνιστά παραδειγματικό πρότυπο των φόβων του ανθρώπου, ενώ στη
μυθολογία του φόβου το ερπετό έγινε δράκος και έτσι έδωσε υλικό για τη δημιουργία του
φοβερότερου πλάσματος στις ανθρώπινες κουλτούρες, του διαβόλου (Sagan 1977). Ο
κεραυνός, το φίδι, η φωτιά ήσαν μέχρι πρόσφατα τα ισχυρότερα φοβογόνα αντικείμενα στην
ανθρώπινη ιστορία. Η τεχνολογική πρόοδος έφερε στο προσκήνιο νέα φοβογόνα
αντικείμενα, πραγματικά (πυρηνικά, μυστικές κάμερες, μαγνητόφωνα) ή φαντασιωσικά
(ιπτάμενοι δίσκοι, εξωγήινοι).
Θυμός, Οργή. Ο θυμός είναι μια έντονη ψυχική κατάσταση προκαλούμενη από αίσθημα
αδικίας, προσβολής ή ισχυρής δυσαρέσκειας. Όταν εντατικοποιηθεί, μετατρέπεται σε οργή
και εκδηλώνεται με επιθετική συμπεριφορά και επιθυμία για εκδίκηση (Τσικλάκος 2000).
Προκαλείται από ποικίλες καταστάσεις που εισπράττονται από το άτομο ως άκρως
απαράδεκτες, εκδηλώνεται εκρηκτικά με τη μορφή οξείας κρίσεως και καταλαμβάνει το
σωματικό και ψυχοσωματικό σύνολο του ατόμου. Πολλοί ταυτίζουν τον θυμό και την οργή με
την επιθετικότητα, αλλά ενώ η οργή είναι συναίσθημα, η επιθετικότητα είναι στάση (attitude)
που εκδηλώνεται με βλαπτικές συμπεριφορές. Από αναπτυξιακή άποψη είναι χαρακτηριστικό
το φαινόμενο των εκρήξεων οργής (temper tantrums) οι οποίες φθάνουν σε μεγάλη
συχνότητα κατά το 2ο-4ο έτος, κυρίως όταν τα παιδιά είναι κουρασμένα ή πεινάνε, και
συνήθως έχουν ως αφορμές τις γονεϊκές απαγορεύσεις. Με την πάροδο του χρόνου γίνονται
λιγότερο συχνές. Στην ηλικία των 5 ετών παρατηρούνται σε λιγότερο του 10% των παιδιών,
ενώ στην ηλικία των 15 ετών παρατηρούνται στο 2% των παιδιών.
Απέχθεια ή αηδία. Το αρνητικό αυτό συναίσθημα (Phillips et al 1988) έχει τη ρίζα του στην
αποστροφή που προκαλείται από το ενδεχόμενο επαφής με ορισμένες ουσίες που μπορεί να
έχουν κακοήθη επίδραση στον οργανισμό, όπως αίμα, σίελος, ιδρώτας, τρίχες, ούρα,
κόπρανα κ.λπ. Επάνω σε αυτό το βιολογικό έδαφος οικοδομούνται κατ’ επέκτασιν και άλλα
συναισθήματα αποστροφής, σε διαπροσωπικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και ηθικό επίπεδο (οι
βρωμιάρηδες, οι σιχαμένοι κ.λπ.).
Ζηλοτυπία. Η ζήλεια ή ζηλοτυπία είναι ένα συναίσθημα κοινό και παγκόσμιο, αν και η θέση
της στα φυσιολογικά συναισθήματα είναι από πολλούς αμφισβητήσιμη (Mullen 1991). Στον
έρωτα («αυτός που δεν ζηλεύει δεν αγαπάει») η ζήλεια έχει αλληλένδετες μορφές: αφενός
παραπέμπει στο ιδεώδες μιας ιδανικής σχέσης και στην αγωνία των μελών της (ή ενός από
τα δύο) να την υπερασπιστούν ενάντια σε κάθε απειλή που θα κινδύνευε να τη διαταράξει ή
να οδηγήσει στην απώλεια του ονείρου της ερωτικής πίστης· αφετέρου υποδηλώνει το
στοιχείο επιβολής στον άλλον μιας αφόρητης κατακτητικότητας, που εκδηλώνεται μέσα από
τη διαρκή αναζήτηση ενδείξεων και σημείων που επιβεβαιώνουν την πίστη του· η αναζήτηση
αυτή αποβαίνει όμως ατελέσφορη, αφού οποιοδήποτε στοιχείο στη συμπεριφορά του άλλου
μπορεί να παρερμηνευτεί ως ένδειξη απιστίας, γεγονός που με τη σειρά του διεγείρει μια
ακόμη πιο φρενήρη αναζήτηση νέων αποδεικτικών στοιχείων και άρα ασφυκτικότερο έλεγχο
του άλλου. Το αν η ζηλοτυπία εμφανίζεται σαν σύμπτωμα μιας ψυχοπαθολογικής διεργασίας
(ζηλοτυπικό παραλήρημα), ή σαν αντίδραση σε μια υπαρκτή και κατανοητή απειλή της
ερωτικής σχέσης είναι θέμα που παρουσιάζει μεγάλες διαγνωστικές δυσχέρειες. Έξω από
τον έρωτα η ζηλοτυπία μοιάζει κάπως με τον φθόνο. Η αντιπαλότητα μεταξύ αδελφών, η
μνησικακία προς εκείνους που είναι περισσότερο επιτυχημένοι ή διαθέτουν περισσότερα
αγαθά ή πλεονεκτήματα πυροδοτούν συναισθήματα ζηλοτυπικού χαρακτήρα.
182
Διαφορές μεταξύ των φύλων. Δεν υπάρχουν σοβαρές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων
στην έκφραση συναισθημάτων κατά τη βρεφική και νηπιακή ηλικία, αλλά οι διαφορές αυτές
αρχίζουν να διαμορφώνονται κατά τη σχολική ηλικία, ενώ κατά την εφηβεία γίνονται πολύ
χαρακτηριστικές. Κατά την εφηβεία, στα αγόρια εμφανίζεται περισσότερο μια έντονη διάθεση
εριστικότητας, ενώ στα κορίτσια παρατηρείται σε μεγάλη συχνότητα η δυσθυμία, ένας
συνδυασμός άγχους, κατάθλιψης και κακοκεφιάς. Στους ενήλικες, οι γυναίκες παρουσιάζουν
συχνότερα κατάθλιψη σε αναλογία 2:1 ή και περισσότερο. Ως πιθανές αιτίες αυτού του
φαινομένου έχουν προταθεί αρκετές: 1) Διαφορές στον τρόπο αντίδρασης: η ίδια αιτία από
την οποία πάσχουν άνδρες και γυναίκες, στους μεν παρουσιάζεται ως επικίνδυνη
συμπεριφορά ή αλκοολισμός, στις δε ως κατάθλιψη. 2) Ενδοκρινικές αλλαγές όπως
εκφράζονται στον εμμηνορρυσιακό κύκλο, στη λοχεία, κατά την εμμηνόπαυση κ.λπ. 3) Η
μειονεκτική θέση της γυναίκας στη δυτική κοινωνία. Οι γυναίκες που έχουν παιδιά στην
προσχολική ηλικία και οι άνεργες γυναίκες είναι περισσότερο ευάλωτες στην κατάθλιψη.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο γάμος προστατεύει ψυχολογικά τους άνδρες, όχι όμως τις γυναίκες.
4) Η αλλαγή του ρόλου της γυναίκας. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η «κατάρρευση» του γυναικείου
φύλου, μέσα από την απάρνηση της μητρότητας και την υιοθέτηση ανδροειδών ή
σεξοερωτικών ρόλων, οδήγησε τη γυναίκα σε μία πρωτοφανή αμφισβήτηση της ίδιας της
υποστάσεώς της ακριβώς σε μια εποχή που ο κοινωνικός ρόλος της έγινε πιο σημαντικός
από κάθε άλλη φορά στην ιστορία, γεγονός που πυροδοτεί μια ολόκληρη σειρά αρνητικών
συναισθημάτων.
αντίδραση της οικογένειας απέναντι στον ασθενή (Jenkins and Karno 1992). Ωστόσο αυτά τα
ευρήματα δεν είναι πλήρως τεκμηριωμένα, αφού σε άλλες εργασίες δεν επιβεβαιώνονται
(Stirling et al 1993).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΤΣΙΚΛΑΚΟΣ Χ. (2000). Η οργή ως ψυχολογικό φαινόμενο. Ελληνική Νευροχειρουργική 7(5):5-13.
BECK AT. (1967). Depression: Clinical, Experimental and Theoretical aspects. New York. Harper and Row.
BECK AT. (1976). Cognitive Therapy and Emotional Disorders. New York: Meridan.
BECK AT, et al. (1979). Cognitive therapy of Depression: a treatment manual. New York, Guilford Press.
CANNON WB. (1929). Bodily Changes in Pain, Hunger, Fear and Rage. New York.
EYSENCK HJ. (1947) Dimensions of Personality. London: Routledge & Kegan Paul.
JAMES W. (1884). What is an emotion. Mind 9:188-205.
JENKINS JH, KARNO M. (1992). The meaning of expressed emotion: Theoretical issues raised by cross-cultural
research. Am. J. Psychiatry 149(1):9-21.
LANE RD, SCHWARTZ GE. (1987). Levels of Emotional Awareness: A Cognitive Developmental Theory and its
Application to Psychopathology. Am J Psychiat 144:133-143.
LANGE CG. (1885). The Emotions. Engl transl publ 1922. Williams and Wilkins. Baltimore.
MARKS I. (1969). Fears and Phobias. London. Heineman, Medical Books.
MAYR E. (1974). Behaviour programs and evolutionary strategies. Amer. Scientist, 62:650-9.
Mc DOUGAL W. (1926). Introduction to Social psychology. Luce, Boston.
MULLEN PE. (1991). Jealousy: The pathology of Passion. Brit J Psychiatry 158:593-601.
PHILLIPS ML, et al. (1988). Disgust-the forgotten emotion of psychiatry [editorial]. Br J Psychiatry 172:373-375
PAPEZ JW. (1937). Proposed Mechanism of Emotion. Arch. Neurol. Psychiat. 38:725-743.
SAGAN C. (1977). The dragons of Edem: Speculations on the evolution of human intelligence. London: Holder
and Stoughton.
SCHACHTER S, SINGER J. (1962). Cognitive, social and physiological determinants of emotional states.
SPITZ RA. (1965). The first year of life. Int. University Press. New York.
STIRLING J, et al. (1993). Expressed emotion and schizophrenia: the ontogeny of EE during an 18-month follow-
up. Psychol Med 23:3 771-8
WATSON JB, MORGAN (1917). Emotional Reactions and Psychological Experimentation. American Journal of
Psychology, 28:163-174.
184
ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ. Στην ιατρική ψυχολογία και ψυχιατρική ο όρος «συνείδηση» εμπλέκεται στην
κλινική εκτίμηση ασθενών αλλά κυρίως σε μεγάλο αριθμό ψυχοφυσιολογικών προβλημάτων
και συζητήσεων ερευνητικού και θεωρητικού επιπέδου. Ως γενική έννοια, παρά τον άμεσο και
αυτονόητο χαρακτήρα της, παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, γιατί είναι αφηρημένη και
υποκειμενική, δηλαδή δεν είναι δυνατόν να μελετηθεί σε άλλους (Ντώνιας 2002). Η γνωσιακή
φύση της, οι συμπεριφορικοί της παράγοντες και οι σχετικές συμπεριφορικές εκδηλώσεις, η
εξέλιξή της στα ζωικά είδη και στον άνθρωπο, ο λειτουργικός ρόλος της δεν είναι με σαφήνεια
γνωστά. Ο ρόλος της γλώσσας, των προσωπικών αναμνήσεων και της προσωπικής ιστορίας
στη συνολική διαμόρφωση και απαρτίωσή της είναι επίσης στοιχεία για τα οποία δεν υπάρχει
επαρκής γνώση. Η κατανόηση της δυσχεραίνεται από τη χρήση όρων με παραπλήσιο ή
διαφορετικό περιεχόμενο, όπως οι ψυχαναλυτικές έννοιες συνειδητό και ασυνείδητο, ή οι
φιλοσοφικές έννοιες υπερβατική συνείδηση, ηθική συνείδηση και γνωσιολογική συνείδηση
του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου, αν και η τελευταία βρίσκεται πιο κοντά στην έννοια
της συνείδησης όπως την εννοεί η ιατρική ψυχολογία. Η άποψη ότι η συνείδηση είναι μέρος
του σύμπαντος και του κόσμου, όσο αληθινή και αν είναι, αποτελεί αντικείμενο μιας
συζήτησης που ξεφεύγει από τους στόχους και τις προτεραιότητες ενός ιατρικού εγχειριδίου.
Δεν θα πρέπει ακόμη να συγχέεται με την έννοια της συνείδησης ως στάσης απέναντι σε
κοινωνικές αξίες και επιταγές, στάσης που ανήκει στις αρχέγονες συμπεριφορές του
ανθρώπινου είδους και οι οποίες αφορούν συστήματα κοινωνικής υποταγής και υπακοής
στους κώδικες λειτουργίας της ομάδας.
Υπάρχει ωστόσο ένα ερμηνευτικό χάσμα μεταξύ των φυσικών, νευρωνικών διεργασιών και
της συνείδησης. Το θεμελιώδες πρόβλημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουν οι
νευροεπιστήμες είναι πώς, με ποιον νευρωνικό τρόπο, οι εγκεφαλικές διεργασίες
δημιουργούν τη συνείδηση και πώς, με ποιον νευρωνικό τρόπο, η συνείδηση ως
υποκειμενικό φαινόμενο γίνεται αντιληπτή από τον εγκέφαλο. Παρά το ότι σύμφωνα με τις
περισσότερες ενδείξεις η υποκειμενική εμπειρία προκύπτει μέσα από φυσικές διεργασίες, δεν
είναι ούτε στο ελάχιστο γνωστός ο τρόπος με τον οποίο οι φυσιολογικές διεργασίες στον
εγκέφαλο οδηγούν στην εμφάνιση της υποκειμενικής εμπειρίας. Ίσως διότι η συνείδηση είναι
ένα ιδιόμορφο επιστημονικό πρόβλημα και η ερμηνεία της θα πρέπει να περάσει τα σύνορα
της δομής και της λειτουργίας του ανατομικού της υποστρώματος και επομένως η εντύπωση
ότι η πρόοδος των νευροεπιστημών θα οδηγήσει σε πρόοδο και στην κατανόηση της
συνείδησης αφού την εντάξει στον κατάλογο των κλασικών επιστημονικών προβλημάτων,
ενδέχεται να είναι πεπλανημένη.
ΑΝΤΙΛΗΨΗ. Κύρια λειτουργία της είναι η σύλληψη και μεταφορά πληροφοριών από το
εσωτερικό και το εξωτερικό περιβάλλον, οι οποίες απαρτιώνονται στη ροή και άλλων
ψυχικών διεργασιών, όπως η μνήμη, η μάθηση, η λήψη αποφάσεων, η εκδήλωση
συμπεριφοράς κ.λπ. Η αντίληψη, διαδικασία διάκρισης, επιλογής, οργανώσεως και ερμηνείας
δεδομένων, αισθητηριακής κυρίως προελεύσεως, αποτελεί τον πυρήνα της νοηματικής
οργανώσεως του ανθρώπου και είναι ο άξονας περί τον οποίο αρθρώνεται η διαδικασία
διαμόρφωσης της γνώσης, η ονομαζόμενη γνωσία. Πέραν όμως της γνωσιολογικής βρίσκεται
η πρακτική της αξία, αφού αποτελεί προϋπόθεση για κάθε στοχοκατευθυνόμενη
συμπεριφορά και έλλογη ενέργεια. Η αισθητικότητα είναι το έδαφος επάνω στο οποίο
οικοδομείται η αντίληψη και περιλαμβάνει τις διεργασίες διά των οποίων τα εξωτερικά ή τα
εσωτερικά ερεθίσματα, αφού επιδράσουν στους κατάλληλους υποδοχείς, προκαλούν μια
στοιχειώδη εμπειρία. Πηγές αισθητηριακής πρόσληψης είναι τα αισθητήρια της όρασης, της
ακοής, της οσφρήσεως, της γεύσεως, οι δερματικές αισθήσεις (αφής, πιέσεως, δονήσεως,
πόνου, θερμού, ψυχρού), η κοιναισθησία, η κιναισθητικότητα και η αίσθηση στάσεως του
σώματος. Από τους υποδοχείς των αισθητηρίων οργάνων τα ερεθίσματα μεταφέρονται διά
των αισθητηρίων νεύρων σε ειδικά αισθητηριακά κέντρα του φλοιού. Εκεί
186
Ενώ σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από τις εξωτερικές περιστάσεις, η αντίληψη δεν παύει να
εξαρτάται από την εσωτερική κατάσταση, σωματική και ψυχολογική, και επομένως έχει στενή
σχέση με την «κατασκευή» του κάθε ατόμου. Αυτή η αλληλεπίδραση εξωτερικών
παραγόντων και εσωτερικής καταστάσεως φανερώνει τον δυναμικό χαρακτήρα της. Τα
φυσικά γνωρίσματα του ερεθίσματος αλλά και η επίδοση της «αντιληπτικής συσκευής» ενός
ενεργού ατόμου καθορίζουν μαζί τι προσλαμβάνεται και πώς. Η ποσότητα του
πληροφοριακού υλικού που θα προσληφθεί καθορίζεται από την επίδοση της «αντιληπτικής
συσκευής», αλλά για να επιτευχθεί αυτό οι βασικές συνθήκες, οι ειδικές ιδιότητες, οι
μηχανισμοί και η επιτέλεση της αντίληψης βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση με άλλες
ιδιότητες (προσοχή, μαθησιακή προσφορότητα) μέσα στο πλαίσιο του αναπτυξιακού σταδίου
στο οποίο ευρίσκεται το κάθε άτομο. Τα ερεθίσματα μετά τη διέγερση εξειδικευμένων
αισθητηριακών υποδοχέων μετατρέπονται σε απλές εμπειρίες, τα αισθήματα, τα οποία είναι
μονάδες, δηλαδή δεν επιδέχονται διαίρεση. Η έντασή τους εξαρτάται από την ισχύ των
αντίστοιχων ερεθισμάτων, ενώ η ποιότητά τους από το είδος των διεγειρομένων υποδοχέων.
Δεν προσλαμβάνονται ερεθίσματα τα οποία δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε αισθήματα
(υπέρηχοι, υπέρυθρη και υπεριώδης ακτινοβολία κ.λπ.). Καθώς «ανέρχονται» στα επίπεδα
της ανώτερης νοηματικής απαρτίωσης, τα «αισθήματα των ερεθισμάτων» κωδικοποιούνται
σε «πληροφορίες», που είναι δομικό υλικό υπόστρωμα των εννοιών και οι έννοιες το
θεμελιώδες υπόστρωμα της γνώσης (Nihil est in intellectu quod non prius fuerit in sensu).
Η αντίληψη συγγενεύει με την αίσθηση, κατά το ότι και οι δύο είναι λειτουργίες
πρόσληψης ερεθισμάτων, αλλά την ξεπερνά, διότι είναι κάτι πολύ περισσότερο από μία
187
εντύπωση αισθητηρίων οργάνων. Ακόμη και από την αφετηρία τους διαφέρουν ριζικά, αφού
το αισθάνεσθαι είναι παθητική διεργασία, ενώ το αντιλαμβάνεσθαι είναι διεργασία ενεργητική.
Η μεταβολή της αισθήσεως σε αντίληψη, δηλαδή η «ερμηνεία» της αισθήσεως, είναι
διεργασία επιτελούμενη σε νευρωνικά επίπεδα πολύ ανώτερης απαρτίωσης. Σε πρακτικό
ωστόσο επίπεδο αυτή η διάκριση μόλις και μετά βίας καθίσταται δυνατή και τα όρια μεταξύ
αίσθησης και αντίληψης είναι πράγματι πολύ ασαφή.
Εκτός από τη σχηματοποίηση των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος απαραίτητη είναι και
μια κατάσταση σταθερότητος για τη διατήρηση της αντίληψης. Η σταθερότητα των
αντιληπτικών δεδομένων εξαρτάται από την κατάλληλη δομή του περιβάλλοντος που
παρέχει αυτά τα δεδομένα. Επειδή δεν επιτυγχάνεται πάντοτε σταθερότητα της αντίληψης, ο
παρατηρητής είναι δυνατόν να αντιλαμβάνεται πολλά σχήματα με διαφορετικούς τρόπους ή
να αμφιβάλλει για το σχήμα τους και αρκετές φορές να δημιουργούνται οι λεγόμενες πλάνες
αντιλήψεως ή ακόμη και παραισθήσεις.
Η αντίληψη του χώρου. Από άποψη εξελικτική ο άνθρωπος ανακαλύπτει πρώτα την
αίσθηση του χώρου και αργότερα την αίσθηση (ή βίωμα) του χρόνου. Ο χώρος είναι έννοια
συγκεκριμένη και πραγματική, ενώ ο χρόνος είναι έννοια αφηρημένη, υποθετική και
συμβατική μεταξύ των ανθρώπων. Σε κοινωνικό επίπεδο ο χώρος είναι δυνατόν να καταστεί
αντικείμενο διεκδικήσεως μεταξύ των ανθρώπων, όχι όμως ο χρόνος. Διαφέρουν τα
βιωματικά φαινόμενα του διαυγούς και του σκοτεινού χώρου. Στον διαυγή χώρο υπάρχει
φωτεινότητα, αντίληψη των χρωμάτων και ακρίβεια στις σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων,
κάτι που δεν συμβαίνει στον σκοτεινό χώρο, ο οποίος βιώνεται περισσότερο ως ακουστική
και πολύ λιγότερο ως οπτική διάσταση (Παλαιολόγος 1970). Το βίωμα της απόστασης,
γεωμετρικής και υποκειμενικής, είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό της αντίληψης του χώρου.
Το βίωμα του χρόνου. Εξαιρετικά ιδιάζουσα είναι η αντίληψη του χρόνου η οποία, σε ζώα
και σε ανθρώπους, παίζει σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες εκδηλώσεως ενός φάσματος
συμπεριφορών, η εξάρτηση των οποίων από τη ροή του χρόνου μέσω του ημερήσιου και
εποχιακού προσανατολισμού είναι μεγάλη. Στους ανθρώπους οι αντιλήψεις της διέλευσης
του χρόνου και της ικανότητας εκτίμησης τμημάτων του, των χρονικών μονάδων (ημέρες,
ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα), η στροφή της προσοχής προς τις έννοιες της χρονικής
διάρκειας, του ταυτόχρονου, της αλλαγής του χρόνου και της διαδοχής χρονικών ενοτήτων
έχουν διαμορφώσει το πλαίσιο ολόκληρων πολιτισμών, όπως του σύγχρονου βιομηχανικού,
και σε μεγάλο βαθμό έχουν στρεβλώσει τη φυσικότητα της ζωής των ανθρώπινων
κοινωνιών. Ο έλεγχος του χρόνου μέσα από τον ενεργητικό προσανατολισμό του εαυτού στο
παρόν, το παρελθόν και το μέλλον δίδει μία χροιά ιστορικότητας στην ανθρώπινη ζωή.
Ωστόσο οι έννοιες του παρελθόντος και του μέλλοντος δεν είναι αντικειμενικές, αφού
εντάσσονται στο υποκειμενικό παρόν (το παρελθόν του παρόντος, το παρόν του παρόντος,
το μέλλον του παρόντος).
Η φαντασία συνίσταται στη σύνθεση παλαιών αντιληπτικών εμπειριών και στην αναβίωσή
τους σε ιδεατό επίπεδο. Ο Αριστοτέλης στο σύγγραμμά του Περί ψυχής διετύπωσε τη γνώμη
ότι τα «είδωλα» είναι αποτελέσματα της φαντασίας, η οποία όμως δεν λειτουργεί χωρίς τις
αισθήσεις, μια άποψη που ισχύει και σήμερα.
Η αντίληψη κατά την ανάπτυξη. Φαίνεται ότι, κυρίως κατά το εμβρυϊκό και ίσως κατά το
πρώτο βρεφικό στάδιο της ζωής, η αντιληπτική δυνατότητα είναι δυνατόν να αναπτυχθεί
χωρίς την ύπαρξη ερεθισμάτων. Πέρα όμως από αυτήν την ηλικία, τόσο τα ερεθίσματα όσο
και η γενικότερη συναλλαγή με το περιβάλλον είναι στοιχεία απαραίτητα για την απαρτίωση
της αντιληπτικής λειτουργίας. Κατά την πορεία της ζωής η αντίληψη αναπτύσσεται και
ολοκληρώνεται παράλληλα με την αισθητηριακή, νοηματική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του
ανθρώπου. Υφίσταται όμως με την πάροδο του χρόνου και στρεβλώσεις, όχι μόνο από τη
φυσική εξασθένηση και φθορά των αισθητηρίων αλλά και από τη συσσώρευση
προκαταλήψεων, δεισιδαιμονιών και ιδεολογιών, οι οποίες επιδεινώνουν την αισθητηριακή
ανεπάρκεια και παραμορφώνουν το αντιληπτικό πεδίο και τα αντιληπτικά δεδομένα.
188
από το μαύρο στο λευκό σε έναν τρίτο άξονα. Τα πολύ γειτονικά μεταξύ τους χρώματα
έχουν παρόμοιες αντιληπτικές αναπαραστάσεις στον εγκέφαλο και είναι δυνατόν να
βιώνονται ως όμοια.
5. Ομαδοποίηση. Ορισμένα στοιχεία του αντιληπτικού πεδίου αρθρώνονται μεταξύ τους κατά
κάποιο συγκεκριμένο τρόπο και έτσι μορφοποιούνται. Η αντιληπτική μορφοποίηση των
ομάδων γίνεται σύμφωνα: α) με τον βαθμό εγγύτητας της γειτνίασής τους, β) με τον βαθμό
ομοιότητάς τους κατά το σχήμα, το μέγεθος, το χρώμα κ.λπ., γ) με τον βαθμό της
ολοκλήρωσης των σχημάτων. Τα κλειστά σχήματα προσλαμβάνονται ως μονάδες
(κλείσιμο), τα απλά και συμμετρικά αντικείμενα εντάσσονται ευκολότερα σε ομάδες παρά
τα σύνθετα και ασύμμετρα (συμμετρία), ενώ τα συνεχόμενα αντικείμενα εντάσσονται
ευκολότερα σε ομάδες (συνέχεια).
6. Κυριαρχική προδιάθεση. Από την ποικιλία των ενδεχόμενων μορφών ενός αντιληπτικού
πεδίου αναδύεται μια συγκεκριμένη μορφή η οποία κυριαρχεί αυτομάτως στην αντίληψη.
Οι άλλες εναλλακτικές μορφές απορρίπτονται.
7. Μετατόπιση. Μία μορφή προσλαμβάνεται ως τέτοια εφόσον τα τυχόν νέα στοιχεία που
εισέρχονται στο αντιληπτικό πεδίο δεν μεταβάλλουν τη σύστασή της. Στην περίπτωση
που νέα στοιχεία μεταβάλλουν τη σύστασή της, τότε αυτή παύει να αναγνωρίζεται και
κάποια άλλη παίρνει τη θέση της.
8. Πραγματική γένεση. Μία αόριστη και συγκεχυμένη εικόνα (προ-gestalt) είναι δυνατόν να
αποσαφηνισθεί κάτω από ευνοϊκές συνθήκες και μέσα από διαδικασίες λεπτομερέστερης
παρατήρησης του αντιληπτικού πεδίου, έτσι που να δίδεται η εντύπωση ότι η εικόνα
«γεννιέται» μέσα από ένα αδιαμόρφωτο τοπίο.
Εξέταση της αντίληψης γίνεται είτε μέσα σε πειραματικές συνθήκες είτε μέσα σε πλαίσια
διαγνωστικά.
Bender Gestalt Test. Είναι μια δοκιμασία για τον έλεγχο της Gestalt αντίληψης και
αναπαραγωγής. Ο εξεταζόμενος πρέπει να αντιγράψει εννέα γεωμετρικά σχήματα. Έχει
χρησιμοποιηθεί και για την εκτίμηση της νοημοσύνης και για την ανίχνευση οργανικής
βλάβης στο ΚΝΣ.
Πειράματα Caspar-Houser. Ζώα εκτρέφονται σε συνθήκες μεγάλης αποστέρησης
εμπειριών, με σκοπό να διαχωριστούν οι γενετικώς ελεγχόμενες από τις επίκτητες
συμπεριφορές.
Αισθητηριακή αποστέρηση. Τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτήν την πειραματική
διαδικασία (Hebb 1949, Lilly 1996) τοποθετούνται σε χώρο από τον οποίο απουσιάζουν,
κατά το δυνατόν, έξωθεν προερχόμενα οπτικά, ακουστικά και κάθε άλλου τύπου
ερεθίσματα. Σε αυτές τις συνθήκες κάθε μικρή έως ασήμαντη πληροφορία που
προσλαμβάνεται γίνεται αντικείμενο μεγάλης προσέλκυσης της προσοχής και
μεγιστοποιείται. Μετά από λίγες ώρες αισθητηριακής αποστέρησης παρατηρήθηκαν
διαταραχές της συγκέντρωσης και της προσοχής και ψυχοκινητική ανησυχία που έφθανε
ώς τη διέγερση. Όταν παρουσιασθούν αυτά τα φαινόμενα, γύρω στις δώδεκα ώρες μετά
την έναρξη του πειράματος, οι εθελοντές συνήθως ζητούν διακοπή της πειραματικής
διαδικασίας. Στους λίγους που θα συνεχίσουν εμφανίζονται και άλλα συμπτώματα, όπως
οπτικές και ακουστικές ψευδαισθήσεις, και σε ακόμη πιο προχωρημένα στάδια η εμφάνιση
παραληρητικών ιδεών ολοκληρώνει την εικόνα ενός ντελίριου. Μετά τη λήξη του
πειράματος διαπιστώνεται ότι οι συμμετέχοντες έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους
στον χρόνο. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις κατά τις οποίες η πλήρης απουσία
εξωτερικών ερεθισμάτων διευκόλυνε, όπως συμβαίνει και στην καθημερινή ζωή, την
ανάπτυξη μίας υπναγωγικής καταστάσεως η οποία κατέληξε σε ύπνο. Ο Foerster
αναφέρει την περίπτωση ενός ανθρώπου που δεν του έμεινε άλλος σύνδεσμος με το
περιβάλλον του από ένα μάτι, αφού είχε χάσει το άλλο μάτι, ήταν κουφός και η δερματική
αισθητικότητά του είχε καταργηθεί σε όλο το σώμα του. Αυτός ο άνθρωπος μόλις έκλεινε
το μάτι του, έπεφτε σε λήθαργο.
Αυτά υπό την προϋπόθεση ότι η διάρκεια της αισθητηριακής αποστέρησης είναι
μικρή, γιατί σε περιπτώσεις παρατεταμένης αποστέρησης η εμφάνιση ψυχοπαθολογικών
φαινομένων είναι σχεδόν σίγουρη. Η μέθοδος εφαρμοζόταν κατά κάποιον τρόπο κατά την
190
Βιολογικό υπόστρωμα της προσοχής. Κατά την εκδίπλωση και διατήρηση της προσοχής
ο δικτυωτός σχηματισμός, οι θάλαμοι, ο ιππόκαμπος και ο φλοιός βρίσκονται σε συνεχή
αλληλεπίδραση. Το χολινεργικό σύστημα θεωρείται ότι παίζει βασικό ρόλο στην προσοχή.
Και το σεροτονινεργικό παίζει κάποιον μικρότερο ρόλο, ο οποίος όμως είναι μάλλον ασαφής
(Ruotsalainen et al 2000). Ηλεκτροεγκεφαλογραφικώς η προσήλωση της προσοχής
χαρακτηρίζεται από υποχώρηση των κυμάτων άλφα και πολλαπλασιασμό των κυμάτων
βήτα.
της διασπάσεως της προσοχής και οφείλονται στην κόπωση των κυττάρων του
αμφιβληστροειδούς. Παρόμοιοι μυϊκοί μηχανισμοί ίσως ισχύουν και στην ακοή και στην
όσφρηση, αν και είναι δύσκολο να απομονωθούν και να μελετηθούν.
4. Ευκινησία. Η ικανότητα στροφής της προσοχής επί ενός νέου θεματικού πεδίου.
5. Έκταση ή εύρος ή κατανομή. Ο αριθμός των στοιχείων στα οποία δύναται να προσηλωθεί
η προσοχή και τα όρια της ικανότητας πρόσληψης πληροφορίας ταυτόχρονα από πολλές
πηγές. Η ικανότητα της προσοχής να κατανέμεται ταυτοχρόνως σε πολλά αντικείμενα,
γεγονότα ή καταστάσεις. Υπάρχει μία κατηγορία ατόμων με μικρό εύρος προσοχής, η
οποία κατά συνέπεια είναι λεπτομερειακή, δεν εκτρέπεται εύκολα και τους διευκολύνει στη
συναγωγή αντικειμενικών κρίσεων για περιορισμένο αριθμό θεμάτων. Μία άλλη ομάδα
διαθέτει μεγάλο εύρος προσοχής, η οποία τείνει να προσλάβει το σύνολο του θεματικού
πεδίου και γι' αυτό διακυμαίνεται εύκολα και οδηγεί σε κρίσεις με υποκειμενικό χαρακτήρα
για θέματα μεγάλης εκτάσεως.
Είδη προσοχής
Αναλόγως του αν πυροδοτείται από εξωτερικό ερέθισμα ή από τον προσανατολισμό της
συνείδησης η προσοχή διακρίνεται σε:
Ακούσια. Σχετίζεται περισσότερο με τη φύση του εξωτερικού ερεθίσματος, κυρίως την
ένταση, και εκλύεται άμεσα, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Εκούσια. Σχετίζεται περισσότερο με την κατάσταση της συνείδησης και για την
επιτέλεσή της απαιτείται καταβολή προσπάθειας. Η Συγκέντρωση ή επιλεκτική
προσοχή, όπως αποκαλείται από πολλούς, μπορεί να θεωρηθεί και υποκατηγορία της
εκούσιας προσοχής. Είναι μια συνειδητή οριοθέτηση της προσοχής, εξαρτάται από το
ενδιαφέρον που προκαλεί το θεματικό αντικείμενο και αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση
για σωματικές ή πνευματικές επιδόσεις. Η ικανότητα βαθιάς συγκέντρωσης την
κατάλληλη στιγμή είναι προϋπόθεση υψηλής επίδοσης. Η κρίσιμη στιγμή της ύψιστης
απόδοσης σχετίζεται με μία κατάσταση πλήρους συγκέντρωσης και ολοκληρωτικής
αφοσίωσης στο θεματικό πεδίο, που τώρα μετατρέπεται σχεδόν σε στόχο. Αυτή η
κατάσταση πλήρους προσοχής προς τον στόχο δίνει την εντύπωση ότι ο παρατηρητής
έχει βγει από τον εαυτό του και έχει εισέλθει στο αντικείμενο που παρατηρεί.
Αναλόγως της καταβαλλομένης προσπάθειας, η προσοχή διακρίνεται σε:
Ενεργητική ή κατευθυνόμενη. Σε αυτό το είδος προσοχής το άτομο καταβάλλει
προσπάθεια ώστε να συγκεντρώσει την αντιληπτική και εκτελεστική συσκευή του σε
ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, πρόβλημα ή κατάσταση.
Παθητική ή αυθόρμητη. Η αντιληπτικότητα και το ενδιαφέρον στρέφονται προς ένα
αιφνίδιο ερέθισμα.
Υποστηριζόμενη ή εξαρτημένη. Στην περίπτωση αυτή η προσοχή διατηρείται σε
ικανοποιητικά επίπεδα μόνον όταν ενισχύεται από εξωτερικούς ενισχυτές του
ενδιαφέροντος.
Αναλόγως του θεματικού πεδίου, η προσοχή διακρίνεται σε:
Αισθητική ή αισθητηριακή, η οποία αφορά θεματικά πεδία που προσλαμβάνονται διά
των αισθητηρίων.
Ψυχοδιανοητική, η οποία αφορά μνημονικές ή φανταστικές παραστάσεις.
ΜΑΘΗΣΗ. Μάθηση είναι η λειτουργία που παρέχει στο άτομο τη δυνατότητα να αξιοποιεί την
πείρα και την άσκηση και να αποκτά καινούργιους τύπους συμπεριφοράς ώστε να
συμπληρώνει και να προεκτείνει τις έμφυτες δυνατότητές του για προσαρμογή. Οποιαδήποτε
σχετικά μόνιμη αλλαγή της συμπεριφοράς που οφείλεται στην πείρα ή στην εξάσκηση
προέρχεται από μαθησιακές διαδικασίες. Ο Ebbinghaus (1885) εισήγαγε την έρευνα της
μαθήσεως σε καθαρά επιστημονικό επίπεδο. Ο Thorndike (1932) επίσης συνέβαλε στη
διαμόρφωση των πειραματικών και θεωρητικών πλαισίων μελέτης της μάθησης. Ο Hebb
(1949) χαρακτήρισε τη μάθηση ως μία μεταβολή στην κατεύθυνση που ακολουθούν τα
μηνύματα στο ΚΝΣ, ενώ ο Skinner πρότεινε την άποψη ότι μάθηση είναι μία μεταβολή στην
πιθανότητα απαντήσεως (Skinner 1953). Αντί για τον όρο μάθηση πολλοί ψυχοφυσιολόγοι
χρησιμοποιούν τον όρο εξάρτηση (conditioning). Στο ερώτημα αν υπάρχει διαφορά μεταξύ
εξάρτησης και μάθησης ή αν οι δύο έννοιες ταυτίζονται, δεν έχει δοθεί μία τελική απάντηση.
Δεν είναι όμως ίδιο το περιεχόμενο αυτών των εννοιών, γιατί η μεν εξάρτηση αφορά μία απλή
σχέση μεταξύ ερεθίσματος και απαντήσεως, ενώ η μάθηση αναφέρεται στην απόκτηση νέας
και πλέον σύνθετης εμπειρίας και συμπεριφοράς.
Όπως είναι φυσικό, η μάθηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη από την εξέλιξη του
είδους. Αντιθέτως υπάγεται σε αυτήν και διαμορφώνεται από αυτήν, αφού προκύπτει σαν
λύση σε ειδικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα μέλη του είδους. Έτσι αναπτύχθηκαν
γενετικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν στα ζώα να απλοποιήσουν και να εκμεταλλευτούν
εκείνες τις σχέσεις των πραγμάτων στον χώρο και στον χρόνο που χαρακτηρίζουν τις
αιτιακές αλληλουχίες τους (Marler and Terrace 1984). Σε αυτό το εξελικτικό πλαίσιο πρέπει
να ενταχθεί και η λεγόμενη «βιολογικώς προετοιμασμένη» μάθηση (Seligman and Hager
1972), διά της οποίας ενεργοποιούνται αυτομάτως τα συστήματα αμύνης του ζώου που
αφορούν έναν επικίνδυνο για το είδος εχθρό. Αυτό το είδος μάθησης απαιτεί ένα
απειροελάχιστο ποσό εξωτερικών ερεθισμάτων για να αποκτηθεί και οδηγεί σε απαντήσεις
εξαιρετικά σταθερές, οι οποίες δεν εκριζώνονται εύκολα. Οι πίθηκοι Ρέζους, για παράδειγμα,
μαθαίνουν να διακρίνουν το φοβογόνο ερπετοειδές ερέθισμα μετά από έκθεση μπροστά σε
φίδι σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα συγκριτικά με τον χρόνο που απαιτείται για την
εκμάθηση άλλων συμπεριφορών (Mineka et al 1984).
Βιολογικό υπόστρωμα της μάθησης. Σε επίπεδο σοβαρής τεκμηρίωσης δεν είναι γνωστό
πώς επιτελείται η διαδικασία της μάθησης στον εγκέφαλο και ποιες είναι οι εμπλεκόμενες
διεργασίες. Σε επίπεδο παρατηρήσεων φαίνεται ότι η μάθηση, όπως και η μνήμη,
αποτυπώνεται χημικώς επί μορίων. Κατά τη διάρκεια της μαθησιακής διαδικασίας
σχηματίζονται ίσως σε μιτοχονδριακούς σχηματισμούς ουσίες που αφορούν τις
συγκεκριμένες γνώσεις που αποκτώνται. Όμως το όλο ζήτημα έρευνας και μελέτης του
βιολογικού υποστρώματος της μάθησης βρίσκεται στα πολύ αρχικά του στάδια.
193
είναι το σύνολο των νευρικών, μυϊκών και αδενικών αντιδράσεων του ατόμου στα ερεθίσματα
που προσλαμβάνει. Ο άνθρωπος είναι ένα σύνολο βιολογικών μηχανισμών που λειτουργούν
με βάση το δίπολο ερέθισμα-αντίδραση (stimulus-response) και τα ψυχολογικά γεγονότα
εξετάζονται από αυτήν τη σκοπιά. Γενικά όλες οι ψυχικές λειτουργίες έχουν χαρακτήρα
αντανακλαστικό. Στις ανθρώπινες ενέργειες δεν υπάρχει βούληση ούτε κίνητρο για δράση
αλλά μόνο ερεθίσματα και μηχανικές αντιδράσεις σε αυτά. Κάθε απάντηση που προκαλεί
ικανοποίηση επαναλαμβάνεται και τελικά μαθαίνεται. Η συμπεριφορά του ατόμου σε μία
συγκεκριμένη κατάσταση εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περίστασης, από
την εκτίμηση που κάνει το άτομο για την περίσταση, κάτι που δεν συμβαίνει πάντοτε, και από
τις προηγούμενες ανταμοιβές ή τιμωρίες που έχει λάβει, άμεσα ή από εμπειρίες άλλων από
ανάλογες συμπεριφορές. Είναι επομένως φανερό ότι για τους μπηχαβιοριστές ψυχολογία του
ανθρώπου είναι η επιστήμη της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Έννοιες που περιλαμβάνουν
βαθμούς υποκειμενικότητας, όπως η συνείδηση, εξαφανίσθηκαν από τα μπηχαβοριστικά
εγχειρίδια και σε ορισμένες χώρες όπου κυριαρχούσαν οι μπηχαβιοριστές, όπως οι ΗΠΑ,
ετέθησαν υπό ανελέητο διωγμό.
Σύμφωνα με τον μπηχαβιορισμό, η μάθηση συνίσταται στην προσθήκη νέων
αντανακλάσεων. Τα προϊόντα της μάθησης ούτε έννοιες είναι ούτε γνώσεις ούτε ιδέες, διότι
δεν υπάρχει συνείδηση στο πεδίο της οποίας να αποθηκεύονται, αλλά έξεις, συνήθειες,
δηλαδή αυτόματες μηχανικές αντιδράσεις μαθημένες. Ό,τι έχει σχέση με τη συνείδηση και την
ενδοσκόπηση απορρίπτεται ως αντικείμενο μελέτης. Οι απαντήσεις που προέρχονται από
τους μυς και τους αδένες είναι εκείνες που ενδιαφέρουν τους μπηχαβιοριστές. Πέρα από
αυτές δεν υπάρχει ούτε «ψυχική δραστηριότητα» ούτε «συνείδηση». Πολύ αργότερα, όταν
άρχισε να κάμπτεται κάπως η θεωρητική αδιαλλαξία τους, οι μπηχαβιοριστές αποδέχθηκαν
την ομιλία ως συμπεριφορά και μέσω αυτής μπόρεσαν να μελετήσουν ακόμη και όνειρα
(διηγήσεις ονείρων), χωρίς ωστόσο αυτή τη μελέτη να τη θεωρήσουν μορφή ενδοσκόπησης.
Η άποψη ότι ο άνθρωπος δεν είναι ένας απλός δέκτης ερεθισμάτων αλλά σκέπτεται, παίρνει
αποφάσεις, κατευθύνεται προς επιδιώξεις και επιλέγει από τη ροή των πληροφοριών που
δέχεται ό,τι επιλέξιμο βρίσκει, είχε αφήσει τους μπηχαβιοριστές τελείως αδιάφορους. Κατά
τον Skinner στόχος του μπηχαβιορισμού είναι η πρόβλεψη και ο έλεγχος της συμπεριφοράς
χωρίς αναφορά στις υποκειμενικές διεργασίες. Ο μπηχαβιορισμός δεν ασχολείται με το τι
συμβαίνει στην ψυχική σφαίρα, (στο «μαύρο κουτί»), στον εγκέφαλο. Ασχολείται με το τι
μπαίνει στο κουτί και με το τι βγαίνει από αυτό.
Κατά τους μπηχαβιοριστές οι εξωτερικά παρατηρούμενες ενέργειες, η συμπεριφορά,
επιτελούνται χωρίς την ύπαρξη κάποιου εξειδικευμένου γενετικού ή φυσιολογικού
υποστρώματος. Αυτές οι ενέργειες, που τις ονόμασαν μονάδες συμπεριφοράς, είναι τα
αντανακλαστικά που απαρτίζουν το έδαφος της μαθήσεως και μέσω αυτής τη συμπεριφορά
που, πάντα κατά τους μπηχαβιοριστές, αποτελεί το αντικείμενο της ψυχολογίας. Βασίζονται
αποκλειστικά σε γεγονότα που προσλαμβάνονται διά των αισθητηρίων και η χρησιμότητά
τους κρίνεται σε επίπεδο βιολογικό. Κατά τον Watson, για να εγκατασταθεί εξάρτηση, η
οποία αποτελεί και τη βάση της μαθήσεως, απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις:
Ενίσχυση (Reinforcement). Ενίσχυση είναι κάθε γεγονός που όταν εφαρμόζεται
κατάλληλα αυξάνει τις πιθανότητες διατηρήσεως της εξαρτημένης αντιδράσεως και της
αντίστοιχης συμπεριφοράς. Ενισχυτικό ερέθισμα είναι εκείνο που αυξάνει την πιθανότητα
να επαναληφθεί μια συμπεριφορά. Οι ενισχύσεις διακρίνονται σε πρωταρχικές (τροφή)
και δευτερεύουσες (κοινωνική άνοδος). Μία συμπεριφορά ισχυροποιείται όταν συντελεί
στην αύξηση των ικανοποιήσεων (θετικές ενισχύσεις) και αποδυναμώνεται ή αποφεύγεται
όταν συντελεί στην εμφάνιση πόνου ή τιμωρίας (αρνητικές ενισχύσεις). Τα ερεθίσματα
που προκαλούν τιμωρία ονομάσθηκαν ερεθίσματα αποστροφής. Διάστημα ενίσχυσης
είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ εξαρτημένου και ανεξάρτητου ερεθίσματος. Όσο
μικρότερος είναι αυτός ο χρόνος τόσο ισχυρότερη είναι η σύνδεση μεταξύ των δύο
ερεθισμάτων.
Απόσβεση ή εξάλειψη (extinction). Όταν το εξαρτημένο ερέθισμα δεν συνοδεύεται από
ενισχύσεις τότε μειώνεται η εξαρτημένη αντίδραση.
196
Οι κοινωνικές επιπτώσεις του μπηχαβιορισμού φαίνονται καλύτερα στους τομείς που έτυχαν
μιας κάπως πιο εκτεταμένης εφαρμογής στην εκπαίδευση και σε θεραπευτικές διαδικασίες
ορισμένων ψυχιατρικών καταστάσεων. Υπήρξε μια περίοδος, κυρίως στις ΗΠΑ μέχρι το 1970
περίπου, που οτιδήποτε είχε υποκειμενικό χαρακτήρα απορριπτόταν από την επίσημη
ακαδημαϊκή έρευνα. Η μελέτη της συνείδησης, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, είχε
σχεδόν απαγορευτεί και η διδασκαλία της είχε εξοστρακισθεί από το πρόγραμμα σπουδών
των τμημάτων ψυχολογίας. Μεγάλοι προπαγανδιστές αυτής της κατεύθυνσης κατά τη
δεκαετία του '70 ήσαν ο Eysenck στην Ευρώπη και ο Skinner στις ΗΠΑ. Κύριος στόχος της
επιχειρηματολογίας τους ήταν η δυνατότητα «απευαισθητοποίησης (desensitization)» ή
«απεξάρτησης (deconditioning)» από ψυχιατρικά συμπτώματα ή ακόμη και από κοινωνικώς
ανεπιθύμητες συμπεριφορές με τη βοήθεια μπηχαβιοριστικών μεθόδων. Βέβαια οι τότε
προτάσεις τους (π.χ. ηλεκτροσόκ στον ομοφυλόφιλο καθώς θα βλέπει εικόνες γυμνών
ανδρών ή θεραπεία της αραχνοφοβίας με την «έκθεση» του ασθενούς σε ψεύτικες στην αρχή
και αληθινές αργότερα αράχνες) έχουν μια γεύση αφελούς ρηχότητας, αν αναλογισθεί κανείς
τη μεγάλη εμπλοκή πολλών και ποικίλων παραγόντων στην ανάπτυξη και διαμόρφωση
τέτοιου τύπου καταστάσεων.
Η ΜΝΗΜΗ. Η μνήμη είναι διαδικασία μέσω της οποίας εμπειρίες αποθηκεύονται στο ΚΝΣ και
ανακαλούνται, έτσι ώστε να επιδρούν στη μελλοντική συμπεριφορά. Εγγραφή αντιληπτικών
δεδομένων και ανάκλησή τους δεν είναι προνόμιο μόνο του ΚΝΣ. Το ανοσιακό σύστημα
διαθέτει μηχανισμούς μνήμης, αλλά και ο γενετικός κώδικας μέσα στη διαχρονική ιστορία τού
κάθε είδους διαμορφώνεται και εκδηλώνεται κατά τρόπο που θυμίζει μνημονική λειτουργία. Η
φιλοσοφική απεικόνιση της μνήμης ως χαραγμένης επιφάνειας είναι χαρακτηριστική στην
αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τη λέξη «εικόνα» για κάθε είδος
αισθητηριακής πρόσληψης που αποθηκεύεται στη μνήμη, ενώ κατά τον Πλάτωνα η μνήμη
μοιάζει με κέρινη επιφάνεια επάνω στην οποία χαράσσονται και αποτυπώνονται εικόνες.
Αλλά και ως χώρος αποθήκευσης έχει χαρακτηρισθεί από τον Πλάτωνα η μνήμη. Ο
197
Ebbinghaus περί τα τέλη του 19ου αιώνα έβαλε τα θεμέλια της επιστημονικής μελέτης της
μνήμης. Προσπάθησε να μελετήσει τη μνήμη χωρίς τις επιδράσεις των γνώσεων του
εξεταζομένου, χρησιμοποιώντας ως μέθοδο δοκιμασίες απομνημόνευσης συλλαβών χωρίς
νόημα. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ικανότητα απομνημόνευσης βελτιώνεται με την
εξάσκηση και την εμπειρία και ότι από την απόκτηση μιας πληροφορίας μέχρι την εμπέδωσή
της υπάρχει ένα λανθάνον χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου η πληροφορία είναι
δυνατόν να απολεσθεί. Διέκρινε τη μνήμη σε πρόσφατη και σε παλαιά.
Από αναπτυξιακή άποψη η μνημονική συσκευή κληρονομείται κενή από πληροφορίες,
αλλά κατά τη διάρκεια της ψυχονοητικής ανάπτυξης ωριμάζει, αφού διέλθει από στάδια. Κατά
τη διαδικασία αυτή παρατηρείται κάποια ιεράρχηση των φάσεων ανάπτυξης της μνημονικής
λειτουργίας, οι οποίες φαίνεται ότι οικοδομούνται κατά επάλληλα στρώματα. Η ανάπτυξη της
μνημονικής λειτουργίας εξαρτάται από το επίπεδο εγρηγόρσεως, την ηλικία, τη νοημοσύνη,
τη συναισθηματική κατάσταση, από έμφυτες καταβολές και από τον τρόπο παροχής του
μνημονικού υλικού. Η εξέλιξη της μνήμης είναι αδιαχώριστη από τη γενικότερη ψυχολογική
εξέλιξη του ατόμου. Η μνήμη δεν είναι μία απομονωμένη λειτουργία, αλλά συνδέεται στενά με
άλλες ψυχικές λειτουργίες και εξαρτάται από συστήματα διά των οποίων επιτελούνται οι
προσαρμοστικές προς το περιβάλλον διαδικασίες. Η διαδικασία λειτουργικής οργανώσεως
της μνήμης εξελίσσεται χρονικά σε τρεις φάσεις.
Φάση μάθησης και άμεσης μνήμης. Είναι φάση κατά την οποία επιτελούνται λειτουργίες
εγχάραξης και κωδικοποίησης των εισερχόμενων πληροφοριών. Κατά τη φάση αυτή γίνεται
ανάλυση της αρχικής αντιληπτικής πληροφορίας και κατόπιν πρόσληψη και εγγραφή του
πληροφοριακού υλικού. Η αρχική πληροφορία, αφού γίνει αντιληπτή, αναπαράγεται για
διάστημα 2 min περίπου. Ο αριθμός των πληροφοριών που είναι δυνατόν να
προσληφθούν αποτελεί το εύρος (span) της μνήμης. Στους ενήλικες το εύρος κυμαίνεται
από 7 έως 9 αριθμούς ή αντικείμενα.
Φάση συγκράτησης και αποθήκευσης. Χαρακτηρίζεται από επεξεργασία της πληροφορίας
η οποία, αφού κωδικοποιηθεί, αποθηκεύεται ανάλογα με την εννοιολογική, τη χωροχρονική
και τη συναισθηματική διάστασή της. Χάρη σε αυτές τις διαδικασίες το άτομο είναι σε θέση
να απομνημονεύσει μεγαλύτερο αριθμό πληροφοριών από ό,τι με την άμεση μνήμη,
ακριβώς επειδή αυτές επενδύονται από ιδιαίτερες σημασίες. Έχει υποτεθεί ότι ο εγκέφαλος
διαθέτει κάποιο σύστημα αρχειοθέτησης πληροφοριών κατά κατηγορίες, οι οποίες
κατατάσσονται σε χωριστά δίκτυα κυττάρων. Υπάρχουν γύρω στις 15-20 μεγάλες
κατηγορίες: φυτά, ζώα, μέρη του σώματος, χρώματα, γράμματα, ουσιαστικά, ρήματα,
επίθετα, πρόσωπα, εκφράσεις προσώπου κ.λπ.
Φάση ανάκλησης. Κατά τη φάση αυτή, η οποία είναι δυνατόν να εκδιπλωθεί αυτομάτως ή
εκουσίως, συντελείται η αναζήτηση της καθηλωμένης πληροφορίας, ο εντοπισμός της, και
η ανάκλησή της στη συνείδηση. Μία λεπτομέρεια μπορεί να προκαλέσει την ανάκληση του
συνόλου μίας αποθηκευμένης ανάμνησης (φαινόμενο το οποίο αποτύπωσε ο M. Proust με
απαράμιλλη αφηγηματική δεξιοτεχνία στο μυθιστόρημά του Αναζητώντας τον χαμένο
χρόνο). Η ταχύτητα της ανάκλησης εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο έγινε η
κωδικοποίηση της πληροφορίας. Είναι μεγαλύτερη σε αισθητηριακά ερεθίσματα από ό,τι
σε εννοιολογικά.
Είδη μνήμης.
Άμεση ή πρόσφατη μνήμη. Μια απλή εμπειρία προκαλεί μεταβολή στα νευρικά κύτταρα
του εγκεφάλου, αλλά η μεταβολή αυτή εξαφανίζεται αν δεν επαναληφθεί, και αυτό
συμβαίνει σε διάστημα 10-20 sec. Ανακαλούνται γεγονότα που μόλις κατεγράφησαν. Οι
πληροφορίες καταγράφονται σε συγκεκριμένο κώδικα. Οι κώδικες ποικίλλουν. Είναι
οπτικοί, ακουστικοί, οσφρητικοί, απτικοί, συμβολικοί, εννοιολογικοί κ.λπ. Υπάρχουν
ενδείξεις ότι η βραχείας διάρκειας μνήμη ευνοεί τον ακουστικό κώδικα για λεκτικό υλικό,
κυρίως ονόματα και λέξεις. Στις περιπτώσεις μη λεκτικού υλικού, π.χ. εικόνες, τίθεται σε
λειτουργία ο οπτικός κώδικας.
Μακροχρόνια ή παλαιά μνήμη. Με την επανάληψη της πληροφορίας επιτελούνται κάποιες
σχετικά μόνιμες δομικές μεταβολές στα νευρικά κύτταρα, και αυτό αποτελεί τη βάση για τη
μακροχρόνια μνήμη. Ανακαλούνται γεγονότα που έχουν αποθηκευθεί μετά από πολλές
198
Λήθη. Η λήθη ή λησμοσύνη, σε αντίθεση με την αμνησία, δεν είναι αναγκαστικά παθολογικό
φαινόμενο· απεναντίας, τις περισσότερες φορές είναι φυσιολογική λειτουργία, αφού
εξυπηρετεί την ψυχική ομοιόσταση συμβάλλοντας στην αποφυγή της πληροφοριακής
υπερφόρτωσης του μηχανισμού της μνήμης. Διακρίνεται στην ακούσια και την εκούσια λήθη.
199
Ο Ebbinghaus μελέτησε τον βαθμό καθήλωσης μιας λίστας συλλαβών χωρίς σημασία και
διαπίστωσε ότι υπάρχει πολύ γρήγορη επέλευση της λήθης κατά την πρώτη ώρα, ότι ένα
ποσοστό περίπου 30% αυτών που είχαν απομνημονευθεί ξεχνιόταν κατά τις επόμενες 2-3
ημέρες, ενώ μετά από ένα μήνα το 90% των απομνημονευθέντων συλλαβών είχε
λησμονηθεί. Από ψυχαναλυτική άποψη η λησμοσύνη επιτελείται μέσα σε ένα πλαίσιο
συναισθηματικό, το οποίο έχει δημιουργηθεί από απωθημένες τραυματικές εμπειρίες της
πρώτης παιδικής ηλικίας.
Ακούσια λήθη. Είναι δυνατόν να οφείλεται σε αχρήστευση υλικού διότι οι πληροφορίες
που αποθηκεύονται, όταν δεν χρησιμοποιούνται και όταν μαζί τους δεν καταχωρείται
παρόμοιο υλικό, «ατροφούν» και βαθμιαία χάνονται. Είναι δυνατόν επίσης να οφείλεται σε
διαστρέβλωση του μνημονικού υλικού ή σε παρεμβολή άλλου πληροφοριακού υλικού πριν ή
κατά τη διάρκεια της πρόσληψης και της εγχάραξης.
Εκούσια λήθη. Αποφεύγεται η ανάκληση μνημονικού υλικού όταν αυτό έχει χαρακτήρα
ψυχοτραυματικό, επειδή σχετίζεται με οδυνηρές εμπειρίες ή ανεπίτρεπτες επιθυμίες.
Απωθείται λοιπόν ώστε να αποφευχθεί η εισβολή άγχους και ενοχής που θα προκαλούσε η
ανάκλησή του στο επίπεδο της συνείδησης. Εδώ η λήθη παίζει τον ρόλο μηχανισμού άμυνας.
Η ανάπτυξη αυτού του μηχανισμού δεν είναι πάντοτε εκούσια, αφού επιτελείται και μέσω
διεργασιών ασυνείδητων ή ευρισκόμενων στην περίμετρο της συνείδησης.
Ανατομικό και βιοχημικό υπόστρωμα της μνήμης. Δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη
συγκεκριμένων κέντρων μνήμης στον εγκέφαλο. Σημαντικό ρόλο παίζει το κύκλωμα του
Papez, το οποίο συνδέει τους κροταφικούς με τους μετωπιαίους λοβούς και έχει θεωρηθεί
ενεργοποιό σύστημα της μνήμης. Η βλάβη του προκαλεί ανωμαλίες στην καθήλωση του
μνημονικού υλικού, που εκδηλώνονται ως διαταραχές της πρόσφατης μνήμης. Τα νευρωνικά
συστήματα που ευθύνονται για το συναίσθημα και τη μνήμη, όπως το κύκλωμα του Papez,
έχουν πολλά κοινά και ενδεχομένως ταυτίζονται (Heath 1986).
Σε ασθενείς που υφίστανται χειρουργικές επεμβάσεις στον κροταφικό λοβό έχει
παρατηρηθεί απώλεια της ικανότητος ένταξης τρεχουσών εμπειριών στη διεργασία της
μνήμης. Η συγκράτηση και ανάκληση πρόσφατου μνημονικού υλικού είναι διαταραγμένη,
αλλά δεν επηρεάζεται η συγκράτηση παλαιού μνημονικού υλικού. Αυτό ίσως σημαίνει ότι η
προς απομνημόνευση εμπειρία καταγράφεται στον κροταφικό φλοιό αλλά η κωδικοποίηση
και παγίωση αυτής της πρόσληψης πραγματοποιείται και σε άλλες εγκεφαλικές περιοχές.
Ο ιππόκαμπος είναι ένα είδος επεξεργαστού πληροφοριών και υποστηρίζεται ότι
συσχετίζει πρόσφατες με παλαιές εμπειρίες. Με βάση την κλασική εργασία του Milner (1965),
ο ιππόκαμπος έχει διερευνηθεί εξαντλητικά ως προς τη σχέση του με τη μνήμη, και τα
ευρήματα έχουν πυροδοτήσει μια μεγάλη συζήτηση επειδή είναι σε κάποιο βαθμό αντιφατικά.
Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος των δεδομένων υποδεικνύει ότι ο ιππόκαμπος συνδέεται στενά
με την επεξεργασία της εισερχόμενης πληροφορίας και έχει θεωρηθεί υψηλής δυνατότητος
μνημονική αποθήκη. Μεταβολές ηλεκτρικών δυναμικών μεταξύ δομών του ιπποκάμπου και
του φλοιού οι οποίες υπεισέρχονται στη διαδικασία της μάθησης επιφέρουν μόνιμες
βιοχημικές μεταβολές στο κυτταρόπλασμα νευρικών κυττάρων και στη νευρογλοία. Σε αυτές
τις μεταβολές στηρίζεται η μνημονική καταγραφή.
Το ότι τα μαστία και η μαστιοθαλαμική οδός ενέχονται στις μνημονικές διαδικασίες
φαίνεται από το ότι υφίστανται βλάβες σε αμνησίες τύπου Korsakoff. Ο θάλαμος φαίνεται
επίσης ότι παίζει σημαντικό ρόλο στις μνημονικές λειτουργίες, αλλά οι λεπτομέρειες αυτής
της συμμετοχής δεν έχουν αποσαφηνισθεί. Η ψαλίδα ενέχεται στις μνημονικές διεργασίες,
αφού αμφοτερόπλευρες βλάβες της συναντώνται σε μια σειρά διαταραχών της μνήμης. Ο
ανιών δικτυωτός σχηματισμός εμπλέκεται έμμεσα επειδή συμμετέχει στις διαδικασίες
εγρήγορσης-ύπνου, οι οποίες επιδρούν ριζικά στις καθηλωτικού τύπου λειτουργίες της
μνήμης. Επίσης υπάρχουν ενδείξεις ότι τα κυκλώματα του δρεπανοειδούς συστήματος είναι
δέκτες επεξεργασμένων πληροφοριών.
Σε καθαρά κυτταρικό επίπεδο η απόκτηση νέου μνημονικού υλικού που αφορά τη μνήμη
μακράς διάρκειας συνοδεύεται από σχηματισμό νέων συνάψεων και βελτίωση της μεταξύ
των συνάψεων επικοινωνίας. Από πολλές δεκαετίες είναι γνωστό ότι η μνήμη έχει κάποιο
βιοχημικό υπόστρωμα. Περιβάλλον με πολλά ερεθίσματα αυξάνει το βάρος του εγκεφάλου
200
Εξέταση της μνήμης. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός τρόπων εξέτασης της μνήμης, αλλά
στην κλινική απαιτούνται γρήγοροι και πρακτικοί τρόποι εκτίμησής της. Για την εξέταση της
βραχείας διάρκειας μνήμης παρουσιάζονται στον εξεταζόμενο αλληλοδιαδεχόμενα σύμβολα
και θα πρέπει να τα επαναλάβει με την ίδια σειρά. Όσο μεγαλύτερη είναι η σειρά των
συμβόλων που μπορεί να επαναλάβει τόσο μεγαλύτερο είναι το εύρος της βραχείας
διάρκειας μνήμης. Για την εξέταση της μακράς διάρκειας μνήμης δίδεται ένας κατάλογος με
λέξεις ή άλλο υλικό, το οποίο επαναλαμβάνεται μέχρις ότου ο εξεταζόμενος μπορεί να το
επαναλάβει χωρίς λάθος. Μετά την εκμάθηση του καταλόγου των δεδομένων, και εφόσον
μεσολαβήσει ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα (λεπτών ή ωρών, αναλόγως της
εξετάσεως), ο εξεταζόμενος θα πρέπει να τον επαναλάβει.
ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ. Το θέμα της νοημοσύνης, περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο στον
χώρο της ψυχολογίας, από την πρώτη στιγμή που τέθηκε έγινε αντικείμενο σφοδρών
πολιτικών και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, με αποτέλεσμα ακόμη και ισχυρής τεκμηρίωσης
δεδομένα να συσκοτίζονται και να παρερμηνεύονται. Όταν επιχειρούν να δώσουν έναν
ορισμό της νοημοσύνης, πολλοί αναφέρονται σε ένα φάσμα ικανοτήτων με ευρύ χαρακτήρα,
όπως είναι η ικανότητα προσαρμογής σε καινούργιες καταστάσεις –δηλαδή η δυνατότητα του
ατόμου να δίδει προσαρμοστικές απαντήσεις στα νέα δεδομένα που αντιμετωπίζει–, η γενική
ικανότητα για κατανόηση και λογική επεξεργασία, ή ακόμη περισσότερο η ικανότητα
παραγωγής σχέσεων, σημασιών και νοημάτων. Η ικανότητα πρόβλεψης έχει επίσης
θεωρηθεί ισχυρός δείκτης νοημοσύνης. Μία ειδική κατηγορία νοημοσύνης και ευστροφίας
στην ελληνική σκέψη, η οποία αναφέρεται στη χρήση δόλου και απάτης προκειμένου ένας
θεός ή ένας ήρωας να επιβληθεί στον σωματικώς ανώτερο αντίπαλό του, ονομαζόταν Μήτις
(Vernant - Detienne 1993).
Ο Binet (1905) περιέγραψε τη νοημοσύνη ως μια γενική ικανότητα του ατόμου να
προσαρμόζεται σε νέες καταστάσεις. Η καλή κρίση, η καλή κατανόηση, η λογική σκέψη,
αποτελούν τα κύρια συστατικά στοιχεία της σύμφωνα με τον Binet. Όχι πολύ διαφορετική, και
εξίσου αόριστη, είναι η περιγραφή του Wechsler, ο οποίος χαρακτήρισε τη νοημοσύνη ως τη
γενική ικανότητα του ατόμου να δρα σκόπιμα, να σκέπτεται λογικά και να αντιμετωπίζει με
αποτελεσματικότητα το περιβάλλον του. Άλλοι υποστήριξαν έναν πολυπαραγοντικό
202
Βιολογική βάση της νοημοσύνης. Μελετώντας τη βιολογική βάση της νοημοσύνης έχει
βρεθεί (Andreasen et al 1993) ότι το μέγεθος ορισμένων εγκεφαλικών δομών, όπως ο
ενδοκρανιακός όγκος, ο συνολικός όγκος της φαιάς ουσίας, οι κροταφικοί λοβοί, ο
ιππόκαμπος, η παρεγκεφαλίδα, όχι όμως ο κερκοφόρος πυρήν και οι πλάγιες κοιλίες, έχει
κάποια σχέση, αν και όχι ισχυρή, με τον δείκτη νοημοσύνης. Άλλοι έχουν παρατηρήσει ότι οι
εγκέφαλοι των ανθρώπων με ανώτερη νοημοσύνη χρησιμοποιούν λιγότερη ενέργεια κατά
203
την επίλυση προβλημάτων. Είναι φανερό ότι υπάρχει πτωχεία ευρημάτων γύρω από το θέμα
της βιολογικής βάσης της νοημοσύνης.
Ανάπτυξη της νοημοσύνης. Η φυσιολογική ανάπτυξη της νοημοσύνης, όπως και κάθε
άλλης ανθρώπινης ψυχικής ιδιότητας, προκύπτει από την αλληλεπίδραση γενετικής
καταβολής και περιβάλλοντος. Το ζήτημα όμως των σχέσεων γενετικής καταβολής και
περιβάλλοντος στη νοημοσύνη έχει γίνει αφορμή συγκρούσεων μεταξύ των οπαδών της
κληρονομικότητας και των οπαδών των πολιτιστικών επιδράσεων. Η κληρονομικότητα παίζει
σημαντικό ρόλο, ίσως μέχρι και στο 40%, αλλά υπήρξαν περιπτώσεις που η σύγκρουση
έφθασε σε ανεπίτρεπτα επίπεδα, όπως εκείνη του περιώνυμου καθηγητή της ψυχολογίας Sir
Cyril Burt, ο οποίος κατά τη δεκαετία του ’50 νόθευσε δεδομένα που αφορούσαν
μονωζυγωτικούς διδύμους για να υποστηρίξει ότι η νοημοσύνη καθορίζεται απολύτως από
την κληρονομικότητα. Προσφάτως ανακοινώθηκε η ανακάλυψη ενός γονιδίου που σχετίζεται
με τη νοημοσύνη, αλλά αυτό δεν λέει και πολλά πράγματα, αφού τα τελευταία χρόνια σχεδόν
για καθετί έχει βρεθεί και ένα γονίδιο, ακόμη και για τη θρησκευτικότητα.
Με την πάροδο του χρόνου και την ωρίμανση, η νοηματική ικανότητα και έκφραση του
ατόμου διαφοροποιούνται. Ο Piaget (1952) τόνιζε τη σημασία της δράσης του παιδιού με τα
αντικείμενα για την ανάπτυξη της νοημοσύνης του. Ο ρόλος της εμπειρίας και της μάθησης
γίνεται βαθμιαία ιδιαίτερα σημαντικός. Οι προσωπικές κλίσεις, οι επαγγελματικές
επιδεξιότητες και οι κοινωνικές στάσεις «λειαίνουν» και πλάθουν τις νοηματικές λειτουργίες
καθώς ακόμη αυτές εξελίσσονται. Η καμπύλη της νοηματικής ικανότητας ακολουθεί τη
γνωστή πορεία για τους ανθρώπους. Άνοδος μέχρι την εφηβική ηλικία, σταθεροποίησή της
γύρω στα 20-25 χρόνια και διατήρησή της στα ίδια επίπεδα μέχρι τα 35-40, οπότε αρχίζει
αδιόρατα και αργόσυρτα η κάμψη, που γίνεται εμφανέστερη μετά τα 60. Τα σημάδια της
πτώσεως εμφανίζονται κυρίως σε ιδιότητες που αφορούν ταχύτητα, οπτική αντίληψη και
αφηρημένες χωρικές έννοιες. Γενετικοί, φυλετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, μάθηση,
κοινωνικές σχέσεις, επηρεάζουν την ανάπτυξη της νοημοσύνης καθ' όλη την πορεία της
ωρίμανσης του ανθρώπου. Και στους διανοητικά προικισμένους η βελτίωσή της είναι
δυνατόν να συνεχίζεται εφ’ όρου ζωής.
Μέτρηση της νοημοσύνης. Η αδυναμία επίτευξης μιας καθολικής ομοφωνίας γύρω από το
περιεχόμενο του όρου νοημοσύνη, παρά τις ατέρμονες σχετικές συζητήσεις, έχει
οπωσδήποτε επιπτώσεις στη δημιουργία εργαλείων εκτίμησης της νοημοσύνης. Καταρχήν,
σε ατομικό επίπεδο, είναι προφανές ότι η νοημοσύνη περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από
όσα μπορεί να δείξει ένα σκορ σε ένα τεστ. Ακόμη, στις δεκαετίες που πέρασαν από την
εποχή που οι Binet και Simon επινόησαν το πρώτο τεστ, φάνηκε καθαρά ότι είναι πολύ
δύσκολο να κατασκευασθούν δοκιμασίες νοημοσύνης ελεύθερες από την επίδραση
πολιτιστικών παραγόντων. Τα διαφορετικά σκορ που μπορεί να φέρουν δύο λαοί σε ένα τεστ
νοημοσύνης δεν είναι απαραίτητο να αντανακλούν πραγματικές διαφορές στη νοημοσύνη
τους. Οι δοκιμασίες αυτές έχουν αμφισβητηθεί έντονα διότι, κατά τους επικριτές τους,
ευνοούν κυρίως την ανάδειξη της ευφυΐας και της πολιτισμικής υπεροχής του λευκού
Δυτικοευρωπαίου ή Βορειοαμερικανού, ενώ οδηγούν σε κατάφωρα άδικες και δυσμενείς
κρίσεις για άτομα από άλλες φυλές ή κουλτούρες. Έχουν γίνει προσπάθειες δημιουργίας
δοκιμασιών νοημοσύνης που να είναι ελεύθερες, δηλαδή να μη διαμεσολαβούνται από
πολιτιστικούς παράγοντες, χωρίς όμως ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα ως προς την
αξιοπιστία τους. Ένα άλλο στοιχείο που δυσχεραίνει την κατασκευή αξιόπιστων εργαλείων
μέτρησης της νοημοσύνης είναι ότι τα σχετικά τεστ πρέπει να μετρούν κατά το δυνατόν
έμφυτες ικανότητες και όχι ικανότητες που αποκτήθηκαν στο σχολείο ή μετά από
συστηματική εκπαίδευση.
Οι δοκιμασίες νοημοσύνης χρησιμοποιούνται τόσο για περιγραφικούς όσο και για
προγνωστικούς σκοπούς. Οι παλαιότερες, που έκαναν συνολική και σφαιρική εκτίμηση της
νοημοσύνης, τείνουν να αντικατασταθούν από άλλες που εξετάζουν ποικίλες γνωσιακές
διαδικασίες σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Παρ’ όλα αυτά οι κλασικές δοκιμασίες διατηρούν σε
μεγάλο βαθμό την προτίμηση των εξεταστών. Οι πιο διαδεδομένες περιγράφονται με
συντομία παρακάτω.
204
Συναισθηματική νοημοσύνη. Ως όρος προέκυψε από τον Goleman (1995), έναν ψυχολόγο,
συγγραφέα επιστημονικών άρθρων σε αμερικανικές εφημερίδες. Περιλαμβάνει ικανότητα
λόγου, λεκτική εκφραστικότητα, φυσική συνεργασία σώματος και πνεύματος, καλύτερη
αντίληψη των οπτικών δεδομένων του χώρου και προσανατολισμό σε αυτόν,
αυτοσυγκράτηση, ενθουσιασμό και μεγάλη ικανότητα συνεργασίας, ικανότητα του ατόμου να
κατανοεί και να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, να νιώθει τα συναισθήματα των άλλων και
να διαχειρίζεται τις σχέσεις του με τους άλλους. Είναι μια «νοημοσύνη» που ξεπερνάει τα
αυστηρά οριοθετημένα όρια των μετρήσεων του IQ και βοηθάει άτομα, έστω και με
χαμηλότερο IQ, να έχουν πολύ πιο αξιόλογες επιτυχίες στη ζωή τους. Φαίνεται επίσης ότι
205
σχετίζεται θετικά με δείκτες καλής σωματικής και ψυχικής υγείας (Tsaousis and Nikolaou
2005).
Κατάταξη % IQ
Ιδιοφυία 1 <139
Ανώτερη Υψηλή Νοημοσύνη 11 120-139
Υψηλή Νοημοσύνη 18 110-119
Μέση Φυσιολογική Νοημοσύνη 46 90-109
Χαμηλή Νοημοσύνη 15 80-89
Οριακή Νοημοσύνη 6 70-79
Διανοητική Καθυστέρηση 3 >70
ΓΝΩΣΙΑ. Γνωσιακή είναι κάθε διεργασία διά της οποίας αποκτάται γνώση καταστάσεων,
αντικειμένων ή περιβάλλοντος. Η γνωσιακή διεργασία είναι ό,τι παρεμβάλλεται μεταξύ
αισθητηριακής πρόσληψης και απάντησης σε αυτήν. Ανταποκρινόμενη στο αισθητηριακό
ερέθισμα, που προσλαμβάνεται με ποικίλους τρόπους, η γνωσιακή διεργασία το κωδικοποιεί,
το ερμηνεύει, το τροποποιεί και, αν χρειασθεί, το προσαρμόζει και το εναποθέτει στη μνήμη,
από την οποία είναι δυνατόν να ανακληθεί. Αντίληψη, αναγνώριση, ανακάλυψη, κρίση,
μνήμη, μάθηση, σκέψη, φαντασία, εννοιοποίηση και ομιλία είναι διαδικασίες διά των οποίων
επιτυγχάνεται η ανάπτυξη και εκδήλωση των γνωσιακών διεργασιών. Πολλοί υποστηρίζουν
ότι στις γνωσιακές διεργασίες δεν περιλαμβάνεται μόνο γνώση της πραγματικότητας αλλά
απάντηση στα προσλαμβανόμενα δεδομένα της, ωστόσο η γνωσία, μολονότι πράγματι δεν
έχει παθητικό αλλά ενεργητικό χαρακτήρα, ουσιαστικά δεν διαθέτει εκτελεστικές ιδιότητες.
Το μεγάλο φιλοσοφικό πρόβλημα της δυνατότητας γνώσεως του αντικειμενικού και του
υποκειμενικού κόσμου ίσως ανάγεται στο πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ αντιληπτικής και
αντικειμενικής πραγματικότητας. Ο περιορισμός του πεδίου της προσλαμβανόμενης
εμπειρίας, λόγω της ανεπάρκειας των αισθητηριακών οργάνων, καθορίζει και το χάσμα
μεταξύ αντιληπτικής και αντικειμενικής πραγματικότητας, μεταξύ εικόνας και αλήθειας. Ο
κόσμος μπορεί να φαίνεται έτσι, αλλά μπορεί να είναι και αλλιώς. Πραγματικότητα λοιπόν και
αλήθεια κρύπτονται πίσω από την ανεπάρκεια των αισθητηριακών οργάνων. Και πίσω από
αυτήν την ανεπάρκεια κρύπτονται τα ανθρώπινα κίνητρα, οι ανάγκες και οι αναμνήσεις
εμπειριών. Τέλος, όλα αυτά μαζί διαμορφώνουν αυτό που θα μπορούσε να ονομασθεί
αντιληπτικό πεδίο.
Η “διεύρυνση” των αισθήσεων, της νόησης και του λόγου (ratio) έχει επιτευχθεί σήμερα
σε σημαντικό βαθμό με τη βοήθεια τεχνικών μέσων. Οι αισθήσεις των ανθρώπων είναι
ατελείς, αλλά η νόηση είναι ένας σπουδαίος μηχανισμός που αναπληρώνει την ατέλειά τους
και επανορθώνει τις ελλειμματικές ή διαστρεβλωμένες πληροφορίες που έρχονται από το
περιβάλλον. Η ενόραση όμως, ως τρόπος απόκτησης γνώσης, είναι έξω από το πεδίο της
επιστημονικής έρευνας και μελέτης και συνεχίζει να τροφοδοτεί μυστικιστικές εκδοχές τόσο
για τη γενεαλογία όσο και για την τελεολογία της γνώσης. Ο Πλωτίνος διακρίνει τις γνώσεις
που προέρχονται εκ των αισθητηρίων από εκείνες που προέρχονται εκ της νοήσεως.
Υποστηρίζει όμως ότι “τελειοτάτη πασών η δι’ εκστάσεως συλλαμβανομένη γνώσις”. Όμως οι
γνωσιολογικές απόψεις των νεοπλατωνικών, κυρίως όταν προσλαμβάνουν τόσο ακραίες
206
μορφές, δεν είναι δυνατόν να ενταχθούν μέσα σε ένα επιστημονικό σύστημα μελέτης των
γνωσιακών διεργασιών.
Από φιλοσοφική άποψη, το θέμα της βούλησης διακινήθηκε χαρακτηριστικά τον 19ο αιώνα.
Ο Schopenhauer προσδίδει στη βούληση χαρακτήρα ενστικτικό και δυναμικό, που
εκδηλώνεται ως επιθυμία. Την περιγράφει ως μια τυφλή και άπληστη ορμή και όρεξη για ζωή
και ύπαρξη που πάσχει όταν μένει ανικανοποίητη και κυριεύεται από ανία όταν ικανοποιείται.
Κατά την ψυχανάλυση υπάρχουν τρεις μορφές βούλησης. Η προεγωτική, που κυριαρχείται
από την αρχή της ηδονής και της ικανοποίησης των αναγκών εδώ και τώρα, η βούληση του
Εγώ, που κυριαρχείται από την αρχή της πραγματοποίησης των επιθυμιών μέσα στα
επιτρεπτά πλαίσια, και η υπερεγωτική βούληση, που κυριαρχείται από υψηλές ηθικές αξίες
και επιβάλλει αυστηρούς και άτεγκτους κανόνες συμπεριφοράς προς όφελος του εξωραϊσμού
της ανθρώπινης ζωής και κοινωνίας.
Σύμφωνα με τους μπηχαβιοριστές, ο άνθρωπος δεν έχει βούληση αλλά αντιδρά στα
ερεθίσματα μέσα από τους μηχανισμούς δοκιμή-λάθος και ανταμοιβή-τιμωρία, που είναι
αντανακλαστικού τύπου και υπόκεινται στη μάθηση. Κινητήρια δύναμη πίσω από τις
περισσότερες πράξεις των ανθρώπων είναι η επιθυμία. Οι πράξεις συνίστανται από
παράγοντες προθεσιακούς, επιδίωξη στόχου, και παράγοντες νοητικούς. Οι άνθρωποι είναι
αβουλησιακές μηχανές.
Ο Maslow (1943), διαμορφώνει την γνωστή ιεραρχική πυραμίδα των αναγκών, στηριζόμενος
στην αρχή ότι ανώτατη ανάγκη του ανθρώπου είναι η αυτοπραγμάτωση, δηλαδή το αίτημα
να κάνει ελεύθερη χρήση των δυνατοτήτων του και έτσι να εκδιπλώσει τη βουλησιακή
φυσιογνωμία του. Ο Maslow κατατάσσει τις ανάγκες-κίνητρα του ανθρώπου με βάση τον
κανόνα ότι η ικανοποίηση των ανωτέρων αναγκών προϋποθέτει την ικανοποίηση των
κατωτέρων και επομένως μόνο ανάγκες που δεν έχουν ικανοποιηθεί είναι παράγοντες
βουλησιακής υποκίνησης.
Οι Βιολογικές ανάγκες, που βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας, σχετίζονται με την
επιβίωση και ικανοποιούνται με την πρόσληψη ουσιών (τροφές, αέρας, νερό), αποβολή
περιττωμάτων και την ανάπαυση.
Οι ανάγκες Ασφάλειας, ικανοποιούνται με την εξασφάλιση σταθερότητας στο περιβάλλον
και την απεμπόλιση φοβογόνων παραγόντων.
Οι ανάγκες Αγάπης και Παραδοχής με κυριότερες αυτές που σχετίζονται με την
συναισθηματική προστασία και αγάπη από την οικογένεια, τους φίλους, τους συνεργάτες,
τον ερωτικό σύντροφο. Συνοψίζονται στην ανάγκη για αγάπη, τη σύνδεση με άλλους, την
ένταξη σε ομάδα, τη φιλία.
207
Οι ανάγκες για Αναγνώριση από τους άλλους (φήμη, κύρος, εκτίμηση, σεβασμός),
αυτοσεβασμού, ανάγκες απόκτησης γνώσεων, αισθητικές ανάγκες.
Οι ανάγκες Αυτοπραγμάτωσης, που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας. Ηθικότητα,
δημιουργικότητα, επίλυση προβλημάτων, απαλλαγή από προκαταλήψεις, αποδοχή των
δεδομένων της πραγματικότητας, είναι χαρακτηριστικά αυτού του επιπέδου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Α. (1971). Το ανατομικόν υπόστρωμα της συνειδήσεως. Ιατρ. Επιθ. Εν. Δυνάμ. 5:311-320.
ΝΤΩΝΙΑΣ Σ. (2002). Η εποχή της συνείδησης. Ψυχιατρική 13(3):166-163.
ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ Α. (1970). Το βίωμα του χώρου. Παρουσίασις του προβλήματος του και δοκίμιον συμβολής εις
την μελέτην των διαταραχών του. Εγκέφαλος 6(1):3-52.
ANDREASEN NC, et al. (1993). Intelligence and brain structure in normal individuals. Am J Psychiatry,
150(1):130-134.
BANDURA A, WALTERS RH. (1963). Social Learning and Personality Development. N.Y.
BATTY GD, DEARY IJ, GOTTFREDSON LS. (2007). Premorbid (early life) IQ and later mortality risk: systematic
review. Ann Epidemiol. 17(4):278-88.
BINET A. (1905). New methods for the diagnosis of the intellectual level of subnormals. L'Année Psychologique,
12:191-244.
BROADBENT DE. (1958). Perception and Communication. London: Pergamon Press.
CHALKE FG, ERTL J. (1965). Evoked potentials and intelligence. Life Sci 4:13, 1319-1322.
DEPTULA D, SINGH R, POMARA N. (1993). Aging, emotional states and memory. Am J Psychiatry 150(3):429-
434.
EBBINGHAUS H. (1885). Uber das Gedachtnas
ECCLESTON C. (1994). Chronic pain and attention: A cognitive approach. Brit J Clin Psychol 33:535-547.
GOLEMAN, D. (1995) Emotional intelligence. New York: Bantam Books.
GUILFORD JP. (1959). Three faces of intellect. Amer. Psychologist, 14:469-479.
GUILFORD JP. (1967). The nature of Human Intelligence. Mc Graw-Hill, N.Y.
HEATH RG. (1986). The neural substrate of emotion. In, Emotion: Theory, research and experience, Vol. 3, Bio-
logical Foundations of Emotion (eds. Plutchik and Kellerman, H.) pp3-36. Academic Press: Orlando, Florida.
HEBB DO. (1949). The Organisation of Behaviour. New York and London.
HERRNSTEIN RJ, MURRAY C. (1994). Bell Curve: Intelligence and Class Structure in American Life. Free Press
Paperbacks.
HYDEN H. (1980). The learning brain during a life-cycle - some biochemical and psychological aspects. Acta
Neurol Scand 80:9-27.
IVANITSKY AM. (1993). Consciousness: Criteria and possible mechanisms. Int J Psychophysiol 14(3):179-187.
JAMES W. (1890). The Principles of Psychology. New York. 1950.
LILLY JC, BRAY F, GOLD EJ, PERRY L. (1996). Tanks for the Memories: Floatation Tank Talks. Gateways.
MARLER P, TERRACE HS. (eds.) (1984). The Biology of Learning. Berlin, Springer-Verlag.
MASLOW AH. (1943). A Theory of Human Motivation Psychological Review, 50, 370-396.
METZGER W. (1954). Psychologie. Darmstadt.
MILNER B. (1965). Visually guided maze learning in man: effects of bilateral hippocampal, bilateral frontal, and
unilateral cerebral lesions. Neuropsychologia 3:317-318.
MINEKA S, DAVIDSON M, KEIR R, COOK M. (1984). Observational conditioning of snake fear in Rhesus mon-
keys. J. Abnorm. Psychol. 93, 355-372.
NIEDERMEYER E. (1994). Consciousness: function and definition. Clin Electroencephalogr 25(3):86-93.
PAVLOV IP. (1927). Conditioned Reflexes. London.
PENFIELD W, RASMUSSEN T. (1950). The Cerebral Cortex of Man. New York, Macmillan.
PIAGET J. (1952). The origins of intelligence in children. New York. Intern. Univ. Press.
RUOTSALAINEN S, et al. (2000). Blockade of muscarinic, rather than nicotinic, receptors impairs attention, but
does not interact with serotonin depletion. Psychopharmacology 148(2):111-123.
SELIGMAN MEP, HAGER JE. (1972). Biological boundaries of learning. Appleton, n.y.
SKINNER BF. (1938). The behaviour of the organisms. New York.
SKINNER BF. (1953). Science and human behaviour. New York.
SPEARMAN C. (1904). “General Intelligence”, Objectively Determined and Measured. Am J Psychol 15, 201-293
TSAOUSIS I, NIKOLAOU I. (2005).Exploring the relationship of emotional intelligence with physical and psycho-
logical health functioning. Stress and Health 21:77-86.
THORNDIKE E. (1932). The Fundamentals of Learning. New York: Teachers College Press.
THURSTONE LL. (1934). The Vectors of Mind. Psychological Review, 41, 1-32.
TULVING E, DONALDSON W. (1972). Organization of memory. NewYork: Academic Press.
UNGAR G. (1974) Molecular coding of memory. Life Sci. 14(4):595-604.
VERNANT JP - DETIENNE M. (1993). Μήτις. Η πολύτροπη νόηση στην Αρχαία Ελλάδα. Μτφρ. Ιωάννα
Παπαδοπούλου. Δαίδαλος-Ι. Ζαχαρόπουλος. Αθήνα.
WATSON JB. (1919). Psychology from the standpoint of a behaviourist. Philadelphia.
WERTHEIMER M. (1912). Significant Contributions to the History of Psychology. (English translation D.N. Rob-
inson) Series A. Orientations, vol. ii. Washington, D.C.: University Publications of America, 1977.
208
σκέψης (thought), μαζί με την ανάλυση της γνώσης, ενώ η διαδικασία του σκέπτεσθαι
(thinking) αφορά την ψυχολογία». Ωστόσο η αναγνώριση του περίπλοκου και πολυσύνθετου
χαρακτήρα της σκέψης φαίνεται ότι επιβάλλει σήμερα την ευρεία συνέργεια πολλών
γνωστικών κλάδων για την αποτελεσματικότερη έρευνά της. Όπως και να έχει, η εξέλιξη της
επιστήμης και της τεχνολογίας, οι νέοι τρόποι οργάνωσης της κοινωνίας και η κατάρρευση
των ιδεολογιών αφαίρεσαν από τη φιλοσοφία το δικαίωμα να επιβάλλει σε αυτό το πεδίο την
υπέρτατη δικαιοδοσία. Υπό αυτούς τους όρους, η μελέτη της σκέψης, και κυρίως του
σκέπτεσθαι, στα φιλοσοφικά σπουδαστήρια, στο βαθμό που αρνείται να συναινέσει στη
θραύση της μεθοδολογικής στεγανότητάς της και να ανοιχτεί σε διάλογο με άλλες επιστήμες,
δεν είναι πλέον δυνατό να προσφέρει ούτε κόκκο νέας γνώσεως. Το ίδιο αδύναμη να
συνεισφέρει ουσιαστικά στην κατανόηση είναι και η κλασική ψυχολογία – στο βαθμό που
αποτελεί η ίδια παρακλάδι της φιλοσοφίας αποκομμένο από την ιατρική έρευνα.
Σύμφωνα με τον πλέον διαδεδομένο, χρήσιμο στην ιατρική και αποδεκτό ορισμό, το
σκέπτεσθαι είναι μια νοητική διεργασία, κατά την εκτύλιξη της οποίας υπεισέρχονται
φαντασίες, χρήση και έκφραση γραπτών ή προφορικών συμβόλων (αριθμοί ή λέξεις), καθώς
και εξωλεκτικές αναπαραστάσεις (χειρονομίες, εκφράσεις του προσώπου), οι οποίες
αντιπροσωπεύουν μια εικόνα αντικειμένου ή καταστάσεως υπό μορφήν εννοιών. Το
σκέπτεσθαι είναι μια αναπαραγωγή του εσωτερικευμένου εξωτερικού κόσμου με τη βοήθεια
συμβόλων, αφού δημιουργεί, επεξεργάζεται και χρησιμοποιεί σύμβολα. Τα σύμβολα έχουν
σημασίες, οι οποίες εξαρτώνται από τη μάθηση, τις προηγηθείσες εμπειρίες και τις
περιστάσεις. Ένα γεγονός ή μια αλληλουχία γεγονότων είναι δυνατόν να βιώνονται από το
άτομο ως ιδιαίτερη μορφή ομιλίας. Όταν δεν βιώνονται ως ιδιαίτερη μορφή ομιλίας αλλά ως
αίσθηση, η σκέψη επιτελείται με εικόνες. Ο ορισμός αυτός δεν περιλαμβάνει στοιχεία όπως η
σύνδεση των εννοιών μέσα στο πλαίσιο της λογικής ή το γεγονός ότι η σκέψη κινητοποιείται
και κατευθύνεται από το κίνητρο της επιλύσεως κάποιου προβλήματος, διότι, αν και
εξαιρετικά σημαντικά, αυτά τα στοιχεία δεν αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις του
σκέπτεσθαι. Ο Piaget (1977) υποστηρίζει ότι η σκέψη και η ομιλία είναι δύο διαφορετικά
πράγματα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Μια πτωχεία στη γλωσσική έκφραση δεν σημαίνει
αναγκαστικά καθυστέρηση στη σκέψη. Όπως και μεγάλη γλωσσική ευχέρεια δεν πρέπει
οπωσδήποτε να υπαινίσσεται ανεπτυγμένη σκέψη. Η ικανότητα του σκέπτεσθαι είναι
βαθύτερη από εκείνη του ομιλείν. Η δεύτερη επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τη
μόρφωση, αλλά η πρώτη φαίνεται ότι έχει βαθύτερες ρίζες.
Η έννοια, δομικός λίθος της σκέψης, είναι ένα σύμβολο που απεικονίζει μονάδες ή ομάδες
αντικειμένων, γεγονότων ή ιδεών με κοινές ιδιότητες. Στις έννοιες καταχωρίζονται
συγκεκριμένες πληροφορίες και διά των εννοιών γίνεται ταξινόμηση του κόσμου. Οι έννοιες
μπορεί να είναι συγκεκριμένες (π.χ. ψωμί) ή αφηρημένες (π.χ. δικαιοσύνη, μαθηματικές
πράξεις κ.λπ.). Η αναπτυξιακή διαδικασία σχηματισμού εννοιών (Vygotsky 1962)
περιλαμβάνει ορισμένα στάδια, στη διαμόρφωση και εκδήλωση των οποίων οι λέξεις παίζουν
κεντρικό ρόλο. Τα στάδια αυτά είναι τα ακόλουθα: 1. Το παιδί συγκεντρώνει διαφορετικά
συγκεκριμένα αντικείμενα στη βάση των εξωτερικών τους σχέσεων και τα τοποθετεί κάτω
από ένα κοινό «οικογενειακό όνομα». 2. Εγκαθιστά αντικειμενικές σχέσεις, ενώνει και
γενικεύει απλά αντικείμενα, αποκλείει ορισμένα κοινά στοιχεία και έτσι σχηματίζει «δυνητικές
έννοιες». 3. Λαμβάνει υπ' όψιν του τα στοιχεία που βρίσκονται έξω από τους πραγματικούς
δεσμούς μεταξύ των αντικειμένων, αποσπά, αφαιρεί και απομονώνει τα συγκεκριμένα
στοιχεία και κατόπιν προχωρεί στον σχηματισμό γνήσιων εννοιών.
Αφαίρεση είναι η διαδικασία παραγωγής και ανάπτυξης μιας έννοιας. Υπάρχουν τρεις
μορφές αφαίρεσης, η γενίκευση, η μόνωση, και η ιδεολογικοποίηση. Κατά τη γενίκευση τα
βασικά χαρακτηριστικά και οι βασικές σχέσεις των πραγμάτων διαχωρίζονται από τα μη
βασικά. Κατά τη μόνωση τα χαρακτηριστικά, οι σχέσεις κ.λπ. εξετάζονται ανεξάρτητα το ένα
από το άλλο. Κατά την ιδεολογικοποίηση κατασκευάζονται μη πραγματικά πρότυπα διά των
οποίων διαμορφώνονται οι έννοιες. Η ικανότητα της αφαίρεσης χαρακτηρίζει τα ανώτερα
στάδια της νοηματικής ανάπτυξης.
210
Είδη σκέψης
Προλογική σκέψη (αυτιστική, πρωτογενής, παθητική, ενδοσκοπική). Δεν ελέγχεται ούτε
εξαρτάται από τη βούληση, δεν κατευθύνεται από οδηγούς παραστάσεις, δεν έχει σαφή
στόχο και πολλές φορές στην αφετηρία της υπάρχουν συγκινησιακές συσσωρεύσεις.
Βιώνεται ως αβέβαιη, πλούσια και χαοτική. Από μορφολογική άποψη οι προλογικές
σκέψεις μπορεί να είναι ατελείς, τηλεγραφικές, δολιχοδρομικές και τα δομικά τους στοιχεία
να περιλαμβάνουν αισθητηριακές παραστάσεις και εικόνες, αντί για έννοιες.
Ονειροπολήσεις και φαντασίες υπάγονται στην προλογική σκέψη. Κατά την ονειροπόληση
το άτομο καταλαμβάνεται από ευχάριστες, και σπανιότερα δυσάρεστες, φαντασιώσεις, οι
οποίες συνήθως σχετίζονται με την ικανοποίηση επιθυμιών και ευχών του. Παρατηρείται
συχνά σε παιδιά και σε εφήβους, αλλά μπορεί να συνεχισθεί και αργότερα.
Λογική σκέψη. Έχει ονομασθεί και ρεαλιστική, ορθολογική, ελεγχόμενη, δευτερογενής και
ενεργητική. Ελέγχεται από τη βούληση, κατευθύνεται από οδηγούς παραστάσεις και
κανόνες, σχετίζεται με τα επίπεδα συνειδητότητας και ενημερότητας, επιδιώκει την ακρίβεια
και τη χρηστικότητα και στοχεύει στην επίλυση προβλημάτων και στη διαπροσωπική
επικοινωνία.
Κατευθυνόμενη σκέψη. Είναι η διαδικασία σκέψης που κατευθύνεται σε έναν τελικό σκοπό.
Διακρίνεται στην κριτική ή αποδεικτική και στη δημιουργική σκέψη. Η κριτική σκέψη
χαρακτηρίζεται από προσπάθεια απόδειξης ενός συλλογισμού ή μιας υποθέσεως. Η
δημιουργική σκέψη χαρακτηρίζεται από προσπάθεια εξεύρεσης λύσεων.
Συνειρμική σκέψη. Πραγματοποιείται σύμφωνα με τους νόμους της ομοιότητας, της
αντίθεσης και της συνάφειας, που προτάθηκαν από τον Αριστοτέλη. Κατά τον πρώτο
Αριστοτελικό νόμο, η ομοιότητα δύο στοιχείων του μνημονικού υλικού τα συνδέει μεταξύ
τους, ενώ κατά τον δεύτερο νόμο συνδετικό στοιχείο είναι η αντίθεση και κατά τον τρίτο
νόμο η συνάφεια μεταξύ δύο στοιχείων στον χώρο και στον χρόνο, με την έννοια της
ταυτόχρονης συνυπάρξεως ή της άμεσης διαδοχής.
Συγκλίνουσα και αποκλίνουσα σκέψη (Guilford 1956). Η συγκλίνουσα σκέψη στρέφεται
προς την αναζήτηση της μίας, της σωστής, της καλύτερης ή της τυπικότερης σε ένα
πρόβλημα απάντησης. Κατά την αποκλίνουσα σκέψη, ο τρόπος έκφρασης της σκέψης είναι
δυνατόν να ποικίλλει, αναλόγως της νοημοσύνης, της μόρφωσης και του χαρακτήρα. Η
σκέψη του υστερικού χαρακτήρα εκφράζεται κατά τρόπο άμεσο, κυριαρχείται από
υποβολιμότητα και συναισθηματικότητα, αδιαφορία για τις λεπτομέρειες και την ακρίβεια,
και στις ανώτερες ποιοτικά μορφές της εγγίζει την ενοραματική σκέψη. Αντίθετα, η σκέψη
του ψυχαναγκαστικού ατόμου χαρακτηρίζεται από την εμμονή στις λεπτομέρειες,
περιορισμό του συναισθήματος και αδυναμία αντίληψης του συνολικού.
Παράπλευρη σκέψη (lateral thinking). Κατά την άποψη του de Bono (de Bono 1975), η
ευφυΐα είναι δυνατόν να δημιουργηθεί. Πολλοί έξυπνοι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να
επωφεληθούν από την εξυπνάδα τους επειδή δεν έχουν μάθει πώς να τη χρησιμοποιούν.
211
Ο de Bono ορίζει την παράπλευρη σκέψη σαν ένα σύνολο μεθόδων του σκέπτεσθαι που
τείνουν στο να αλλάξουν αντίληψη και έννοιες, σαν έναν τρόπο αντιμετώπισης των
προβλημάτων από διαφορετικές γωνίες, σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς γραμμικούς
και λογικούς τρόπους. Βασική κατευθυντήρια γραμμή που συνιστά ο de Bono είναι «κάνε
μια εμπνευσμένη υπόθεση και κατόπιν δούλεψε αντίστροφα ελέγχοντας την απάντησή
σου».
Η εξέλιξη της σκέψης κατά τα αναπτυξιακά στάδια. O Piaget (Piaget 1977) εξέτασε την
ανάπτυξη της σκέψης και των στοιχείων που την απαρτίζουν, δηλαδή τη γλώσσα, το
συλλογίζεσθαι, το εννοιοποιείν και το κατανοείν τον χώρο και τον χρόνο (Μπόντη 2005).
Μελέτησε και την ηθική ανάπτυξη του παιδιού, αλλά έδωσε έμφαση στη νοηματική και τη
γλωσσική ανάπτυξη παρά στη συναισθηματική και την κοινωνική και κατάταξε τη νοηματική
εξέλιξή του σε στάδια ή φάσεις. Κατά τον Piaget, το ένα στάδιο διαφέρει ποιοτικά από τα
άλλα ως προς το σκέπτεσθαι, και στο καθένα από αυτά το παιδί κατέχει μια ολόκληρη και
διαφορετική «δοξασία ή κοσμοθεωρία» (π.χ. τα νήπια πιστεύουν ότι ο αέρας δημιουργείται
όταν τα δέντρα κινούν τα κλαδιά τους), ενώ ταυτόχρονα οι μαθησιακές ικανότητές του έχουν
όρια που από εκπαιδευτική άποψη είναι χρήσιμο να λαμβάνονται υπ’ όψιν. Ακόμη, τα στάδια
ανάπτυξης του σκέπτεσθαι είναι σαφή και παγιωμένα στη διάρκεια της κάθε φάσεως, αλλά
μετά το πέρας της ανάπτυξής του το άτομο, αναλόγως των περιστάσεων, δύναται να
εκδηλώσει και να χρησιμοποιήσει τον κατάλληλο τρόπο σκέπτεσθαι (π.χ. αφαιρετικοί
συλλογισμοί κατά την επίλυση θεωρητικών προβλημάτων, πρακτική συλλογιστική στα
προβλήματα της καθημερινότητας).
Αισθητικο-κινητικό στάδιο (ηλικία 0-2 ετών). Κύριο χαρακτηριστικό του σταδίου αυτού είναι ότι
το παιδί βρίσκεται σε μια προλεκτική κατάσταση, αν και βαθμιαία εμφανίζονται τα πρώτα
φωνήματα και στο τέλος αυτού του σταδίου φθάνει να κατέχει 200-300 λέξεις και αρχίζει να
κατανοεί την ομιλία των άλλων. Αποκτά αντίληψη των αντικειμένων, ξεχωρίζει το σώμα του
από αυτά και θεωρεί ως υπαρκτό μόνο ό,τι υπάρχει στο οπτικό του πεδίο.
Στάδιο εγωκεντρισμού και προ-εννοιολογικής σκέψης (ηλικία 2-4 ετών). Το παιδί δεν μπορεί
ακόμη να ξεχωρίσει μεταξύ εξωτερικών παραγόντων και εσωτερικευμένης εμπειρίας.
Μαθαίνει να χειρίζεται άλλες 1.200 λέξεις περίπου, αλλά συνήθως τούς δίδει δικές του
έννοιες, «προ-έννοιες». Μαθαίνει επίσης να χρησιμοποιεί σύμβολα, αλλά τα συνδέει με τις
εμπειρίες του, δεν είναι ακόμη σε θέση να σκεφθεί με βάση τους κανόνες της λογικής ούτε
να διαμορφώσει έννοιες. Σε αυτό το στάδιο παρατηρείται το προσφιλές στον Piaget θέμα
των παράλληλων μονολόγων στα μικρά παιδιά. Το παιδί πιστεύει ότι οι άλλοι ξέρουν τις
λέξεις που χρησιμοποιεί (εγωκεντρισμός), και αυτό φαίνεται από την ευκολία με την οποία
τα νήπια που προέρχονται από διαφορετικές χώρες και μιλούν διαφορετικές γλώσσες
«συνομιλούν» με τις ώρες καθώς παίζουν στις παραλίες τα καλοκαίρια.
Στάδιο της διαισθητικής σκέψης (4-8 ετών). Η έννοια που έχει το παιδί για τον αριθμό
εξαρτάται από τα αντικείμενα και τον χώρο που καταλαμβάνουν. Το ίδιο συμβαίνει με τις
έννοιες της ποσότητας, του βάρους, του όγκου και του μήκους, αλλά αργότερα, σε αυτό το
στάδιο, εξοικειώνεται με αυτές τις έννοιες. Μαθαίνει άλλες 2.500 λέξεις, διαθέτει δηλαδή
συνολικά περί τις 4.000 λέξεις, πολύ κοντά στον μέσο όρο των ενηλίκων. Δεν μπορεί
212
φράσεις και προτάσεις, και έναν σημασιακό, που σχετίζεται με το νοηματικό περιεχόμενό της.
Το γλωσσικό ύφος διαφέρει από τη μία ηλικιακή περίοδο στην άλλη. Το πηλίκον του αριθμού
των ρημάτων (ενεργητικές λέξεις) διά του αριθμού των επιθέτων (ποιοτικές λέξεις) ποικίλλει
αναλόγως της ηλικίας. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου έχει βρεθεί (Buseman 1925)
ότι υπάρχει ένα είδος ρυθμικής εναλλαγής των «ενεργητικών» και των «ποιοτικών» φάσεων.
Στις πρώτες το πηλίκον είναι υψηλό, στις δεύτερες χαμηλό και θεωρείται οτι είναι δείκτης της
συναισθηματικής σταθερότητος και του επιπέδου των πραγματοποιήσεων του ατόμου για τη
συγκεκριμένη ηλικιακή φάση.
Από αναπτυξιακή άποψη ομιλία και σκέψη συνδέονται στενά, ενώ ο ρόλος του κοινωνικού
περιβάλλοντος στην εξελικτική πορεία τους είναι καθοριστικός. Οι ψυχογλωσσολόγοι δίδουν
μεγαλύτερη έμφαση στη δομή της γραμματικής από ό,τι στο περιεχόμενο της ομιλίας του
παιδιού. Το παιδί κατά το δεύτερο έτος της ηλικίας του αποκτά μια αρχαϊκή γραμματική
χρησιμοποιώντας απλούς συνδυασμούς δύο «αξονικών λέξεων» που τις συνδυάζει και με
άλλες λέξεις κατασκευάζοντας απλές τηλεγραφικές προτάσεις. Υπάρχουν μεγάλες κοινωνικές
και ταξικές διαφορές αυτής της διαδικασίας αλλά και του τρόπου που οι γονείς επεκτείνουν
αυτές τις απλές προτάσεις. Οι γονείς της μεσαίας τάξης, για παράδειγμα, επεκτείνουν όχι
μόνο τη γραμματική πολυπλοκότητα αλλά και το φάσμα των ιδεών που εκφράζονται από το
παιδί, και ίσως αυτός είναι ο λόγος που τα παιδιά της μεσαίας τάξης βρίσκονται σε γλωσσικά
πλεονεκτικότερη θέση όταν αρχίζουν το σχολείο.
αποτέλεσμα είναι το άτομο να έχει μεν λεκτική ευχέρεια αλλά να είναι αδέξιο, άκομψο, και
δύσκολα να δέχεται την αλλαγή ενώ η ομιλία του είναι χαρακτηριστικά ρηχή (σύνδρομο
της ομιλίας του κοκτέιλ πάρτι).
Διεργασίες της σκέψης όπως η ανάλυση, η σύνθεση, η σύγκριση, η επίλυση
προβλημάτων επιτελούνται στις συνειρμικές περιοχές του φλοιού, κυρίως στον μετωπιαίο
λοβό. Ασθενείς με βλάβες στους μετωπιαίους λοβούς παρουσιάζουν αδυναμία επιλογής
μιας άλλης μεθόδου εργασίας, διαφορετικής από εκείνη που ήξεραν για την επίλυση του
προβλήματος. Το planum temporale είναι δομή της περιοχής Wernicke στη γωνία της
αύλακος του Sylvious, που καλύπτεται από τον οπίσθιο κροταφικό λοβό, ανεπτυγμένη
μόνον στο ανθρώπινο είδος. Σχετίζεται με την ικανότητα για ομιλία και επικοινωνία. Οι
μορφολογικές διαταραχές της σκέψης, που παρατηρούνται κυρίως στις σχιζοφρενικές
ψυχώσεις, ίσως έχουν την αφετηρία τους σε βλάβες αυτής της περιοχής.
Στην προσπάθεια εξιχνίασης της απαρχής της ομιλίας, πρόσφατες μελέτες
περιλαμβάνουν και την παρεγκεφαλίδα. Σύμφωνα με αυτές η παρεγκεφαλίδα στον
άνθρωπο, ιδιαίτερα ο οδοντωτός πυρήνας, αναπτύχθηκε παράλληλα με τους
μετωπιαίους λοβούς και μετά από γονιδιακές μεταλλαξιογόνες διαδικασίες
δημιουργήθηκαν μεταξύ τους συνδέσεις που σχημάτισαν ένα μετωπο-παρεγκεφαλιδικό
κύκλωμα το οποίο κατέστησε δυνατή την ομιλία, κυρίως στο επίπεδο της άρθρωσης
λέξεων και φράσεων.
Οι περιοχές του εγκεφάλου στις οποίες υποτίθεται ότι σχηματίζονται οι έννοιες δεν είναι
σταθερά τεκμηριωμένες. Αυτό είναι και το αξονικό επιχείρημα της ολιστικής εκδοχής, η οποία
θεωρεί τη φασία συνολική συμβολική δραστηριότητα που πρέπει να εξετάζεται ανεξάρτητα
από το εγκεφαλικό υπόστρωμα. Δεν υπάρχει ένα μοναδικό κέντρο για τη γλώσσα, αλλά ο
εγκέφαλος διανέμει τις γλωσσικές διαδικασίες σε πολλά νευρωνικά κυκλώματα. Υπάρχουν
π.χ. περιοχές «σύγκλισης» όπου έρχονται σε συνάφεια χωριστά τοποθετημένες ιδιότητες
μίας λέξεως ή φράσεως. Η πρώτη γλώσσα του κάθε ανθρώπου είναι στενά οργανωμένη σε
συγκεκριμένα νευρωνικά κυκλώματα. Οι άλλες γλώσσες που μαθαίνει αργότερα είναι
λιγότερο οργανωμένες στον εγκέφαλο, γι’ αυτό χρειάζεται περισσότερο χρόνο να βρει τις
λέξεις.
Θεωρίες για τη γλώσσα. O Pavlov, ήδη από το 1924, διατύπωσε τη γνώμη ότι τα
συμπεράσματα από τη μελέτη των εξαρτημένων αντανακλαστικών στα ζώα ισχύουν και για
τη συμπεριφορά του ανθρώπου, με τη διαφορά ότι στον άνθρωπο δρουν σαν εξαρτημένα
ερεθίσματα («σήματα») όχι μόνον αντικείμενα αλλά και λέξεις που «σημαίνουν» τα
αντικείμενα. Οι μπηχαβιοριστές (Skinner 1957) πιστεύουν ότι η γλώσσα είναι μια
συμπεριφορά που μαθαίνεται και ότι αντιπροσωπεύει ειδική περίπτωση σε σχέση με άλλες
συμπεριφορές κατά το ότι μπορεί να γενικεύεται απεριόριστα. Το αδύνατο σημείο της
μπηχαβιοριστικής θεωρίας για τη γλώσσα είναι ότι δεν δίδει πειστική απάντηση στο ερώτημα:
πώς ενώνονται οι λέξεις σε νέες μη τυποποιημένες εκφράσεις, δηλαδή πώς εξηγείται η
δυνατότητα παραγωγής τεράστιου αριθμού προτάσεων από σχετικά περιορισμένο αριθμό
λέξεων και φράσεων.
Σύμφωνα με το τριαδικό σύστημα του Peirce (1935), ένα σημείο μόνο του δεν είναι
φορέας σημασίας. Η σημασία του προκύπτει όταν κάποιος απαντήσει σε αυτό. Η σημασία
δεν είναι ιδιοκτησία του σημείου αλλά της σχέσης μεταξύ του σημείου και του προσώπου
που το προσλαμβάνει και απαντάει σε αυτό. Έτσι η σημασία περιλαμβάνει τριαδικές σχέσεις
μεταξύ του σημείου, του χρήστη του σημείου και της σηματοδοτούμενης έννοιας. Σύμφωνα
με τον Peirce, η συνομιλία δεν τελειώνει ποτέ παρά μόνο τελετουργικά με εξωτερική
απόφαση, αφού αποτελεί μια συνεχή σειριακή αλληλοδιαδοχή σημείων που είναι ερεθίσματα
και σημείων που είναι απαντήσεις.
Η θεωρία της πληροφορίας (Shanon and Weaver 1949) ασχολείται με τα σημεία: την
κωδικοποίησή τους, τις συχνότητες, την κατανομή και τα σφάλματα κατά τη μετάδοσή τους.
Η πληροφορία μπορεί να είναι κωδικοποιημένη σε σημεία, σύμβολα ή έννοιες, οπότε στην
αξία της συνεκτιμάται και η δυνατότητα αποκωδικοποίησής της, αλλά μπορεί και να είναι
αδρή πρώτη ύλη προερχόμενη κατευθείαν από τα πράγματα. Η πληροφορία έχει δύο
βασικές πλευρές: μία φυσική-αντικειμενική και μία βιωματική. Η συνειδητή εμπειρία είναι μια
215
πληροφοριακή κατάσταση, η άλλη πλευρά της οποίας είναι μέρος μιας φυσικής εγκεφαλικής
διεργασίας.
Ο Chomsky (1957) υποστηρίζει ότι το ανθρώπινο είδος στο σύνολό του διαθέτει μιαν
έμφυτη και ειδική γλωσσική ικανότητα εγκατεστημένη στον εγκέφαλο, αυτό που ονόμασε
«παγκόσμια γραμματική», η οποία σε αλληλεπίδραση με παράγοντες προερχόμενους από
το διαπροσωπικό και το κοινωνικό περιβάλλον του, συμπεριλαμβανομένης και της
γλωσσικής ατμόσφαιρας στην οποία ζει, ολοκληρώνει τη γλωσσική δομή και λειτουργία του
κάθε ανθρώπου. Η γλώσσα αποτελείται από δύο συνιστώσες: ένα απόθεμα λέξεων και ένα
σύνολο κανόνων βάσει των οποίων διαμορφώνονται οι νόμιμες ακολουθίες των λέξεων.
Σημείο. Η πληροφορία διακινείται και μεταβιβάζεται μέσω των σημείων, της σηματοδότησης
και της σημασίας. Για την πληροφορία υπάρχει μόνο αυτό που μπορεί να σηματοδοτηθεί.
Κάθε καινούργια έννοια απαιτεί ένα καινούργιο σημείο. Γλωσσικά σημεία, οδικά σημεία,
νομίσματα, μαθηματικά σύμβολα, αποτελούν ομάδες σημείων που έχουν εφευρεθεί από τον
άνθρωπο και δομούν τις χειρονομίες, τη γλώσσα, τις εικόνες, τα σύμβολα, τις έννοιες. Η
σύνταξη των σημείων περιλαμβάνει την ταξινόμηση και κατάταξη των σημείων καθαυτά
χωρίς αναφορά στη σημασία τους, ενώ η σημασία αφορά τις τυπικές σχέσεις μεταξύ των
σημείων και των σηματοδοτούμενων εννοιών τους, όπως στη λογική, στα μαθηματικά κ.λπ.
Εξέταση της σκέψης. Η ανάλυση της ομιλίας περιλαμβάνει μελέτη της μορφολογίας, της
σύνταξης, της συνεκτικότητας και της σημασίας που εμπεριέχεται σε αυτήν. Η ανάλυση της
ομιλίας δεν είναι ο μόνος έγκυρος τρόπος ανάλυσης της σκέψης, είναι όμως ο
προσφορότερος. Σε ερευνητικό επίπεδο η ανάλυση δειγμάτων ομιλίας επιτελείται με τη
βοήθεια Η/Υ, κατά την οποία γίνεται εκτίμηση διαφόρων παραγόντων, όπως ευχέρεια και
αρτιότητα του λόγου, πολυπλοκότητα, συντακτική ανάλυση της ομιλίας κ.λπ. Σε κλινικό
επίπεδο συνήθως χρησιμοποιούνται ειδικές δοκιμασίες, όπως η δοκιμασία Gordstein-
Scheerer κατά την οποία παρουσιάζεται στον εξεταζόμενο μια ομάδα ετερόκλητων
217
αντικειμένων και ζητείται από αυτόν να τα ξεχωρίσει σε ομάδες και να αιτιολογήσει την
ομαδοποίηση που επέλεξε. Η συγκλίνουσα (convergent) σκέψη εξετάζεται με δοκιμασίες
κατά τις οποίες για κάθε ερώτηση προσφέρονται πολλές απαντήσεις μεταξύ των οποίων
βρίσκεται και η σωστή. Η μελέτη των μορφολογικών ή δομικών διαταραχών της σκέψης
γίνεται με τη χρήση ειδικών κλιμάκων, όπως η κλίμακα της Andreasen (1979) για τη σκέψη,
τη γλώσσα και την επικοινωνία. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται αξιόλογη προσπάθεια
μελέτης της ομιλίας πασχόντων από ψυχιατρικές διαταραχές, ιδιαίτερα σχιζοφρενών και
μανιοκαταθλιπτικών, αφού η λειτουργικότητα της σκέψης εκτιμάται κατά την εξέταση του
προφορικού και του γραπτού λόγου (Morice and Ingram 1980, Fraser et al 1985).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΠΟΝΤΗ Ε. (2005). Τα «στάδια γνωστικής ανάπτυξης» του Piaget και ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός του
Vygotsky». Ψυχοαπαιδαγωγικές συνέπειες των αποκλίσεων και συγκλίσεών τους. Τετρ Ψυχιατρ. 92:66-70.
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ Α. (2005). Σύγχρονες απεικονιστικές μέθοδοι διερεύνησης της γλώσσας. Σύναψις 01:50-57.
ANDREASEN NC. (1979). Thought, language, and communication disorders I. Clinical assessment, definition of
terms and evaluation of their reliability. Arch Gen Psychiatry 36:1315-1321. II. Diagnostic significance. Arch Gen
Psychiatry 36:1325-1330.
BATESON G. (1960). Minimal requirements for a theory of schizophrenia. Arch Gen Psychiatry. May;2:477-91.
BONO E. (1975). Lateral Thinking: Creativity Step-by-Step. Harper Collins.
BROCA P. (1861). Nouvelle observation d’ aphasie produite par une lesion de la 3eme circonvulation frontale.
Bull. Soc. Anatomie, 6(2eme serie), 398-407.
BUSEMAN A. (1925). Die Sprache der Jungend als Ausdruck der Entwicklungsrhy-thmic: Sprachestatistische
Untersuchungen. Iena.
CAVALLI-SFORZA LL. (1991). Genes, Peoples and Languages. Scient Amer 265(5):72-8.
CHANGEUX JP. (1983). L’ homme neuronal, Fayard. Paris.
CHOMSKY N. (1957). Syntactic Structures. The Hague/Paris: Mouton.
FODOR JA. (1981). Representations. Cambridge, Mass. MIT Press.
FRASER WI, KING KM, THOMAS P, KENDELL RE. (1986). The Diagnosis of Schizophrenia by Language Anal-
ysis. Brit. J. Psychiatry 148:275-278.
GUILFORD JP. (1956). The structure of intellect. Psychol Bull 53:267-293.
KOSSLYN S. (1980). Image and Mind. Cambridge, Mass. Harvard Univ. Press.
MORICE R, INGRAM JCL. (1982). Language analysis in schizophrenia. Austr NZ J Psychiatry 16:11-21.
PEIRCE CS. (1935). The Collected Papers of Charles Sanders Peirce. ed Hartshorne C. and Weiss P, Harvard.
PIAGET J. (1977). The development of thought: Equilibration of cognitive structures. Viking Press. New York.
RUSSEL B. (1918). The philosophy of logical atomism.
SHANNON C, WEAVER W. (1949). The Mathematical Theory of Communication. Urbana, University of Illinois
Press.
SKINNER BF. (1957). Verbal Behavior.
VYGOTSKY LS. (1962). Thought and Language. Cambridge, Mass.
24. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ
218
Στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα όλες οι θεωρητικές κατευθύνσεις της ψυχολογίας και της
ψυχιατρικής –ψυχαναλυτικές, μπηχαβιοριστικές, σωματοτυπολογικές και άλλες–
καταπιάστηκαν με κάποιον τρόπο με το ζήτημα της προσωπικότητας. Ωστόσο, παρά την
πληθωρική συνεισφορά τόσων απόψεων η σχετική συζήτηση απέβη εν πολλοίς άκαρπη.
Φώτισε βέβαια αποσπασματικά το τοπίο, στις περισσότερες όμως περιπτώσεις ο
κατακερματισμός σε πλήθος επιμέρους προσεγγίσεις όχι μόνο δεν συνέβαλε στη δημιουργία
μιας πλήρους εικόνας, αλλά μάλλον αποδυνάμωσε τη δυνατότητα κατανόησής της. Ένας
ανασταλτικός παράγοντας που δυσχεραίνει την κατανόηση της προσωπικότητας και οδηγεί
σε παραπλανητικά συμπεράσματα είναι οι επιδράσεις που δέχονται οι μελετητές της από την
περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής και από τις διάχυτες κοινωνικές δοξασίες. Το ιστορικό
πλαίσιο, οι κυρίαρχες ιδεολογίες και οι διάφοροι συρμοί διαμορφώνουν πρότυπα τα οποία οι
άνθρωποι, και φυσικά και οι μελετητές, θαυμάζουν ή αποστρέφονται, μιμούνται ή
καταδιώκουν, αναλόγως των αναγκών της εποχής. Το 1950 ο Adorno, μέσα στα ερείπια που
άφησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, περιέγραψε τον τύπο της «αυταρχικής
προσωπικότητας» –την οποία χαρακτήρισε και ως «δυνητικά φασιστική προσωπικότητα»–,
κυριότερα δομικά στοιχεία της οποίας είναι ο αντισημιτισμός, ο εθνοκεντρισμός, η ακαμψία, ο
πολιτικός και οικονομικός συντηρητισμός, ενώ το μόνο ψυχολογικό χαρακτηριστικό της είναι
η δυσκολία στην ανοχή της αμφιβολίας. Μια άλλη περιγραφή, που εμφανίσθηκε όταν ο
Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στο απόγειό του, αφορά τον «ολοκληρωτικό χαρακτήρα» (που
προφανώς αναφερόταν στους κομμουνιστές), με δομικά στοιχεία τον θαυμασμό της
εξουσίας, την υποταγή σε αυτήν και ταυτόχρονα την ισχυρή επιθυμία άσκησης εξουσίας και
καθυπόταξης των άλλων. Τέτοιες αφετηρίες για τη μελέτη της προσωπικότητας είναι βέβαιο
ότι δεν οδηγούν πουθενά.
ΙΙ. Συστήματα κοινωνικής σύγκρισης και υποταγής. Υπάρχουν, μέσα στα πλαίσια της
κοινωνικής τους εξέλιξης, δύο μορφές αρχέγονης κοινωνικής οργάνωσης στις κοινωνίες των
ανθρωποειδών και στον άνθρωπο: η ιεραρχική και η εδαφική.
Η ιεραρχική οργάνωση αναπτύσσεται σε γεωγραφικά εκτεταμένο και πλούσιο φυσικό
περιβάλλον, ικανό να θρέψει μεγάλο αριθμό ζώων. Τα μέλη της ομάδας ευρίσκονται σε
στενή συνάφεια στον χώρο. Τα άτομα έχουν ισχυρό κοινωνικό αίσθημα, ανάγκη για
συντροφιά, ενώ για την ανάπτυξη της συνοχής χρειάζεται ισχυρή υποταγή στην ομάδα. Η
υπακοή στους κανόνες κατά τρόπο τυπικό, επιβάλλεται. Ομάδες στις οποίες δεν υπάρχει
υπακοή στους κανόνες διαλύονται. Η τελεολογία της υποταγής είναι η διατήρηση της
ιεραρχίας και μέσω αυτής η επιβίωση της ομάδας. Οι συγκρούσεις είναι τελετουργικές,
διευκολύνοντας μια αργόσυρτη αλλαγή της εξουσίας. Ο νικημένος υποκύπτει αλλά
επιβιώνει μέσα στην ομάδα και προστατεύεται από αυτήν. Στην κορυφή της εξουσίας το
παιχνίδι είναι σκληρότερο. Ο γέρος αρσενικός αφέντης διατηρεί την κυριαρχία του επάνω
στους νέους που συνεχώς συνωμοτούν για την ανατροπή του, για να υποστούν και οι ίδιοι
222
αργότερα την ίδια μοίρα. Αυτοί που έχουν την εξουσία αναλαμβάνουν ιδιαίτερα καθήκοντα
στην υπηρεσία της ομάδας. Δίδουν λύσεις σε επείγοντα προβλήματα και παίρνουν
αποφάσεις στις οποίες οι υπόλοιποι υπακούουν. Προστατεύουν τα ανίσχυρα μέλη της
ομάδας και παρεμβαίνουν στις φιλονικίες λύνοντας τίς μεταξύ των μελών διαφορές.
Χαρακτηριστικό των αρχηγών είναι ότι, μολονότι ανελέητοι στις συγκρούσεις με τους
αντιπάλους τους, καταφέρνουν να γίνονται συμπαθείς μέσα από την ανεκτικότητα και την
ικανότητά τους να κάνουν φιλίες. Διαθέτουν πείρα και δύναμη, σωματική και ψυχική.
Η εδαφική κοινωνική οργάνωση συνίσταται στο ότι τα ζώα ζουν σε μικρές ομάδες, σε φτωχό
και άξενο περιβάλλον. Πρέπει να αντιμετωπίσουν μόνα τούς κινδύνους, πράγμα που τα
κάνει οξυδερκή και ευρηματικά. Ο ισχυρότερος δεσμός είναι στο διαπροσωπικό επίπεδο,
μεταξύ δύο ατόμων, και δεν υπάρχει τελετουργική νομιμοφροσύνη στην ομάδα. Η εξέλιξη
του ανθρώπου από τα άλλα πρώτιστα περιελάμβανε αλλαγές στο πεδίο της κοινωνικής
οργάνωσης, από μεγάλες τροφοσυλλεκτικές φυτοφάγες ομάδες σε μικρές κυνηγετικές
σαρκοφάγες ομάδες, παρόμοιες με εκείνες του λύκου (Etkin 1964). Αποτελέσματα αυτής
της αλλαγής ήσαν: α) η εξαφάνιση της μεγάλης ιεραρχίας και των χαρεμιών τύπου
Μακάκου και Ρέζους· β) η χαλάρωση της άμυνας στις περιοχές ελέγχου της ομάδας, ώστε
να βελτιωθεί η συνεργασία στο κυνήγι· γ) ο περιορισμός του αριθμού των μελών της
ομάδας. Ωστόσο στα ανθρωποειδή, στοιχεία τόσο ιεραρχικής όσο και εδαφικής
συμπεριφοράς παρέμειναν στο ίδιο ζώο και με τον ίδιο τρόπο εμφανίζονται και στους
ανθρώπους.
Η κυριαρχικότητα και η υποταγή είναι χαρακτηριστικά κοινωνικά φαινόμενα στα ομαδικά ζώα,
ιδιαίτερα στα ανθρωποειδή (Hinde 1974) και στους ανθρώπους. Τα μέλη της ομάδας
κατατάσσονται ιεραρχικά μέσα από διαδικασίες κυριαρχίας, η οποία εγκαθίσταται ως
αποτέλεσμα ατομικού ανταγωνισμού. Τις περισσότερες φορές ο ανταγωνισμός περιορίζεται
σε επίπεδο συμβολικό, όπου τα ζώα με ποικίλους τρόπους προσπαθούν να νικήσουν τους
αντιπάλους τους επιδεικνύοντας θάρρος και δύναμη. Πολλά ζωικά είδη έχουν αναπτύξει
ειδικά εκφραστικά ή μορφολογικά χαρακτηριστικά γι' αυτού του είδους τις συγκρούσεις. Στα
ανθρωποειδή η έκφραση του προσώπου παίζει αποφασιστικό ρόλο. Ένας κυριαρχικός
αρσενικός χιμπαντζής δείχνει το κοινωνικό στάτους που κατέχει με βάδισμα ευθυτενές και
σηκωμένες τις τρίχες της κεφαλής. Καθηλώνει τον αντίπαλο με επίμονο αποφασιστικό
βλέμμα κάτω από πυκνά σηκωμένα φρύδια. Το στόμα είναι κλειστό, τα χείλη σφιγμένα με τις
γωνίες κατεβασμένες ελαφρά. Το νικημένο αρσενικό, πριν αποχωρήσει από το πεδίο της
σύγκρουσης, δείχνει σημάδια αποδοχής της ήττας και υποταγής, και αυτό δίδει τέλος στη
σύγκρουση. Αποφυγή του βλέμματος του αντιπάλου, μορφασμοί φόβου όπως φρύδια
ανασηκωμένα, μάτια ανοιχτά, γωνίες του στόματος τραβηγμένες πίσω ώστε να φαίνονται τα
δόντια και μερικές φορές τα ούλα. Λιγότερο συχνά, για να ησυχάσει ο νικητής, χρειάζονται
επιπρόσθετα σημάδια, όπως εκδηλώσεις γυναικείες (γύρισμα των οπισθίων, δείγμα
παράδοσης για συνουσία) ή εφηβικές (ξεσκόνισμα των ώμων του νικητή). Ο νικημένος έχει
πλήρως εξευτελιστεί και κατρακυλά στο τελευταίο σκαλί της κοινωνικής ιεραρχίας. Φιλί,
αγκάλιασμα, χάϊδεμα και ξεψείρισμα μπορεί να είναι συμπεριφορές εντασσόμενες στο
σύστημα κοινωνικής ιεραρχίας και υποταγής (Eibesfeldt 1970).
Κοινωνική υποταγή και θηλυκή σεξουαλικότητα είναι στενά συνδεδεμένες στα
ανθρωποειδή, όπου το καβάλημα αποτελεί συμπεριφορά απειλής και κυριαρχίας. Για τα
αρσενικά θηλαστικά το να καβαλήσουν κάποιο μέλος της ομάδας αποτελεί ένδειξη
κυριαρχίας· πολλές φορές αυτό γίνεται και από θηλυκά προς μέλη του είδους τους (αρσενικά
και θηλυκά) που βρίσκονται πιο κάτω στην ιεραρχία. Το συνουσιακό σπρώξιμο είναι επίσης
μια συμπεριφορά που στα ανθρωποειδή δείχνει κυριαρχία. Τέτοια συμπεριφορά σε μερικά
ανθρωποειδή έχει αξία κοινωνική και λειτουργεί περισσότερο ως μηχανισμός μετουσίωσης
μεταξύ των αρσενικών πιθήκων που δεν έχουν εξουσία αλλά ζουν στην περιφέρεια της
ομάδας χωρίς δυνατότητα να προσεγγίσουν τα θηλυκά. Δηλαδή δεν είναι αναγκαστικά
φιλομόφυλη συμπεριφορά (Goy and Goldfoot 1975).
Όταν υπάρχει αδυναμία εκδήλωσης στοιχείων υπεροχής, τότε από τους κατώτερους
αναπτύσσονται μηχανισμοί κοινωνικής μείωσης και υποβιβασμού εκείνων που βρίσκονται
ψηλά στην ιεραρχία της ομάδας, ή ακόμη μηχανισμοί μίμησής τους. Μέσα από διαδικασίες
223
την αυτονομική φάση, οι κανόνες υπάρχουν προς όφελος όλων και γι' αυτό όλοι πρέπει να
τους υπερασπίζονται. «Μάχεσθαι χρη τον δήμον υπέρ του νόμου οκώσπερ τείχεος», λέει ο
Ηράκλειτος. Η ποινή είναι ανταπόδοση, για την έκδοση της οποίας συνεκτιμώνται και τα
κίνητρα της παραβίασης του κανόνα.
Τυπολατρία ή κομφορμισμός και αντικοινωνική συμπεριφορά είναι τα δύο άκρα ενός
διπόλου, στο φάσμα των συμπεριφορών κοινωνικής σύγκρισης και υποταγής. Τυπολατρία
είναι η πλήρης και κατά γράμμα στερεότυπη εφαρμογή και υποστήριξη των κανόνων
κοινωνικής συμπεριφοράς, παραδοσιακών ή θεσμοθετημένων. Αν και ο Adorno (1950) τη
θεωρούσε ένα από τα χαρακτηριστικά της λεγόμενης «αυταρχικής προσωπικότητας», κανείς
δεν ισχυρίσθηκε ότι είναι φαινόμενο ψυχοπαθολογικό που χρειάζεται ιατρική βοήθεια.
Αντίθετα η διαταραγμένη κοινωνική συμπεριφορά αναγνωρίζεται ευκολότερα μεταξύ των
ψυχιατρικών διαταραχών και κατατάσσεται σε αυτές με ποικίλα ονόματα. Εξάλλου στην
ψυχιατρική ένα από τα ισχυρότερα κριτήρια βελτίωσης είναι αυτό που προκύπτει από
συγκρίσεις με αυτά που θεωρούνται φυσιολογικές κοινωνικές συμπεριφορές, και η
επαγγελματική και κοινωνική αποκατάσταση των ψυχικώς πασχόντων έχει από πολλούς
τεθεί στο επίκεντρο των θεραπευτικών στρατηγικών των ψυχικών νόσων.
Έχουν γίνει απόπειρες ερμηνείας της ψυχοπαθολογίας με αφετηρία αυτά τα
ανθρωπολογικά δεδομένα. Η κατάθλιψη, π.χ., ίσως αντανακλά μια υποτιμητική κάθοδο στην
κοινωνική ιεραρχία. Η σχιζοφρένεια δημιουργείται από εκδήλωση εδαφικής συμπεριφοράς σε
μία κοινωνική οργάνωση που δεν διαθέτει αντίστοιχα δεδομένα εδαφικού τύπου (Kellet
1973). Θα έλεγε κανείς ότι η σχιζοφρένεια είναι μια διαταραχή του ενστίκτου διεκδίκησης
εδάφους. Η κατάσταση του σχιζοφρενούς μοιάζει με εκείνη ενός ζώου του οποίου το έδαφος
περιορίζεται και το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση απειλής από όλες τις μεριές. Έτσι ο
σχιζοφρενής κατακλύζεται από συναισθήματα αποξενώσεως, αποπροσωποποιήσεως και
από την αίσθηση επιθετικής επέλασης προς το μέρος του εξωτερικών επιδράσεων. Στον
σχιζοφρενικό τρόπο αντιδράσεως υπάρχει ανικανότητα εδαφικής διεκδίκησης. Αυτό οδηγεί
σε συρρίκνωση του διεκδικούμενου χώρου, η οποία εκφράζεται ως απόσυρση.
IIΙ. Μηχανισμοί άμυνας του εγώ. Εγγενείς ακούσιες διεργασίες επιτελούμενες αυτομάτως,
και κατά το πλείστον ασυνειδήτως. Είναι τρόποι διαστρεβλώσεως της αντιληπτικής ή
γνωσιακής επεξεργασίας μίας δυσφοριογόνου ή αγχογόνου καταστάσεως ή της στάσεως του
ατόμου απέναντι σε αυτήν. Στόχος τους η μείωση του επώδυνου χαρακτήρα της αγχογόνου
καταστάσεως. Καταρχήν, οι μηχανισμοί άμυνας του εγώ δεν είναι παθολογικοί, αφού
συμβάλλουν στη μείωση της έντασης και στην αποκατάσταση της ισορροπίας, αν και
υπάρχουν σαφώς παθολογικοί μηχανισμοί άμυνας. Μπορεί επίσης να είναι παθολογικές οι
καταστάσεις μέσα στις οποίες αναπτύσσονται. Το είδος των μηχανισμών που επιλέγει το
άτομο παίζει διαμορφωτικό ρόλο στην προσωπικότητά του, αλλά και οι ίδιοι οι μηχανισμοί
άμυνας δεν παραμένουν σταθεροί, ακολουθούν και αυτοί μια πορεία προς την ωριμότητα,
αφού κατά την ενηλικίωση οι ανώριμοι μηχανισμοί υποδιπλασιάζονται και οι ώριμοι
διπλασιάζονται (Vaillant 1992). Ανήκουν στις μεγάλες ανακαλύψεις του 20ου αιώνα (Freud S
1915, Freud A 1949). Σχεδόν καθόλου δεν έχουν αξιοποιηθεί στην ιατρική και πολύ λίγο στην
ψυχιατρική. Και αυτό όχι γιατί δεν έχουν άμεση χρηστική αξία στη μελέτη της οργάνωσης της
προσωπικότητας και της συμπτωματολογίας, ψυχιατρικής και σωματικής, αλλά κυρίως λόγω
της εξαιρετικά ιδιωματικής γλώσσας που χρησιμοποιείται για την περιγραφή τους από τα
ποικιλώνυμα ψυχαναλυτικά ρεύματα που τους έχουν ιδιοποιηθεί, και η οποία, μέσα από την
εξεζητημένη ρητορική της, τρομοκρατεί τους μη ψυχαναλυτές ιατρούς αποτρέποντάς τους να
ασχοληθούν μαζί τους.
Οι μηχανισμοί άμυνας παρέχουν στο άτομο το χρονικό περιθώριο που είναι απαραίτητο
ώστε να μπορέσει να επιβληθεί και να χειραγωγήσει τις μεταβολές στην εικόνα του εαυτού
του τις οποίες δεν μπορεί να απαρτιώσει αμέσως, όπως π.χ. συμβαίνει στην εφηβεία ή
αργότερα στις μεγάλες αλλαγές που επιβάλλει η ζωή. Επίσης είναι δυνατόν να
αδρανοποιήσουν την αιφνίδια αύξηση και απαιτητικότητα των βιολογικών ορμών, ή να
καταστήσουν το άτομο ικανό να χειρισθεί ανεπίλυτες συγκρούσεις με πρόσωπα κλειδιά·
μπορούν ακόμη να διατηρήσουν το άγχος, την ντροπή και την ενοχή σε υποφερτά επίπεδα
στη διάρκεια ξαφνικών συγκρούσεων με τη συνείδηση ή με το πολιτιστικό περιβάλλον. Η
225
γνώση του αμυντικού στυλ του ασθενούς και η συνεκτίμησή του με άλλους διαγνωστικούς
παράγοντες είναι δυνατόν να προσφέρει σημαντική βοήθεια στην κατανόηση και στην
αντιμετώπιση αρκετών προβλημάτων. Πληροφορίες γύρω από το αμυντικό στυλ έχουν
μεγάλο ενδιαφέρον γιατί ο χαρακτήρας του είναι δυναμικός, σε αντίθεση με τον στατικό
χαρακτήρα των μετρήσεων της προσωπικότητας. Αλλά η δυσκολία στην εκτίμησή του
έγκειται στο ότι αυτές οι πληροφορίες, για να είναι έγκυρες και χρήσιμες, πρέπει να
συναχθούν από παρατηρήσεις της συμπεριφοράς και της ομιλίας του παρατηρουμένου, οι
οποίες πρέπει να γίνουν από έμπειρο στην ψυχιατρική συνέντευξη ψυχίατρο για
παρατεταμένο χρονικό διάστημα.
Πρωτόγονοι μηχανισμοί άμυνας. Αναπτύσσονται πολύ νωρίς, κατά το πρώτο έτος της ζωής.
Αργότερα, κατά την ενήλικο ζωή, η κινητοποίησή τους είναι σημείο μεγάλης αδυναμίας του
Εγώ και σε περίπτωση κατάρρευσής τους είναι δυνατόν να εκδηλωθεί ψυχωτική
συμπτωματολογία.
Άρνηση (denial). Το άτομο, μέσα από μηχανισμούς λήθης, αρνείται την ύπαρξη
οποιασδήποτε εμπειρίας που μπορεί να τραυματίζει την αυτοεκτίμησή του, ή αρνείται την
ύπαρξη ορισμένων στοιχείων της εξωτερικής πραγματικότητας που η συνειδητή
αναγνώρισή τους θα προκαλούσε άγχος.
Παραληρηματική διαστρέβλωση (delusional distortion). Λανθασμένη παρουσίαση της
πραγματικότητας. Διεργασία τροποποίησης απαράδεκτων για το άτομο ασυνείδητων
ψυχικών στοιχείων, έτσι ώστε να μπορούν να μπουν στη συνείδηση με πιο αποδεκτή,
μεταμφιεσμένη μορφή.
Ενσωμάτωση (incorporation). Η αναπαράσταση κάποιου ατόμου ή τμημάτων του σώματός
του αφομοιώνεται στον εαυτό μέσα από μια διαδικασία συμβολικής στοματικής
πρόσληψης. Η ενσωμάτωση μοιάζει με ειδικό τύπο ενδοβολής και είναι ο πιο αρχέγονος
τρόπος ταυτοποίησης.
Προβολή (projection). Είναι μια εξωτερίκευση απαράδεκτων ή ανεπιθύμητων σκέψεων,
ιδεών, ενορμήσεων και συναισθημάτων, τις οποίες το άτομο αποδίδει σε κάποιον άλλο ή
άλλους.
Διάσχιση ή διαχωρισμός (splitting). Ενδοβολές και ταυτοποιήσεις αντιθετικού χαρακτήρα
παραμένουν ξεχωριστές και έτσι εμποδίζεται η απαρτίωση ολοκληρωμένου εαυτού και
σταθερής ταυτότητας. Οι μηχανισμοί προβολής και διαχωρισμού είναι χαρακτηριστικοί σε
άτομα με ναρκισσιστικές και παρανοειδείς προσωπικότητες. Πολύ συχνά παρατηρούνται
σε άτομα φανατικά που ακολουθούν μεγάλες ιδεολογίες αλλά καταλήγουν συνήθως να
στρατολογούνται από μικρές πολιτικές ή θρησκευτικές ομάδες, αιρετικές, φανατικές και
ανελέητες. Για όλα τα προβλήματα, τις δυσκολίες και τις αποτυχίες φταίει ο έξω κόσμος
(προβολή). Μέσα σε αυτόν τον κόσμο υπάρχουν εκείνοι που συμμερίζονται τις απόψεις της
ομάδας και είναι οι «καλοί», όταν δεν είναι χαφιέδες, ενώ όλοι οι άλλοι είναι συλλήβδην
«κακοί» (διαχωρισμός).
Προβλητική ταυτοποίηση (projective identification). Εξαιρετικά αμφισβητούμενος και
δυσνόητος μηχανισμός άμυνας. Εισήχθη από τη Melanie Klein (1986), η οποία μετά από
παρατηρήσεις σε παιδιά συνεπέρανε την ύπαρξη ασυνείδητων σαδιστικών φαντασιώσεων
σχετιζόμενων με επιθέσεις και εισβολές στο σώμα της μητέρας, υπό την έννοια της εισόδου
στο σώμα της τμημάτων ή και ολοκλήρου του σώματος του παιδιού, έτσι ώστε το σώμα της
μητέρας να τραυματίζεται και να ελέγχεται από μέσα. Το αποτέλεσμα είναι ταυτοποίηση με
το αντικείμενο (μητέρα), αλλά και προσπάθεια ελέγχου του αντικειμένου. Διαφέρει από την
προβολή κατά το ότι το άτομο ταυτόχρονα αισθάνεται και τα στοιχεία που προβάλλει (π.χ.
επιθετικά τμήματα του εαυτού) και την απειλή από το αντικείμενο στο οποίο προβλήθηκαν
τα ασυνείδητα στοιχεία.
Ανώριμοι μηχανισμοί άμυνας. Βρίσκονται στο έδαφος των περισσότερων διαταραχών της
προσωπικότητας. Κατά το στάδιο της εφηβείας μερικοί από αυτούς τους μηχανισμούς
αποκτούν κυριαρχικό χαρακτήρα, αλλά στις φυσιολογικές περιπτώσεις με την πάροδο του
χρόνου αντικαθίστανται από ωριμότερους μηχανισμούς, αν και αυτό δεν είναι ο κανόνας.
226
Συμβολισμός (symbolization). Μια ιδέα ή αντικείμενο παίρνει τη θέση ενός άλλου με βάση
την ύπαρξη ενός κοινού γνωρίσματος ανάμεσα στα δύο. Ο συμβολισμός στηρίζεται στην
ομοιότητα και στον συσχετισμό. Τα σύμβολα που σχηματίζονται προστατεύουν το άτομο
από το άγχος που μπορεί να είναι συνδεδεμένο με την αρχική ιδέα ή το αντικείμενο. Ο
μηχανισμός αυτός συμμετέχει στον σχηματισμό των ονείρων και ορισμένων υστερικών και
ιδεοψυχαναγκαστικών συμπτωμάτων.
Νευρωσικοί μηχανισμοί άμυνας. Βρίσκονται στην αφετηρία των διεργασιών ανάπτυξης της
νευρωσικής συμπτωματολογίας.
Αποσύνδεση (dissociation). Αποχωρισμός μιας ομάδας ψυχικών ή ψυχοκινητικών
διεργασιών από την υπόλοιπη ψυχική σφαίρα και δραστηριότητα του ατόμου, με
αποτέλεσμα να εκτυλίσσονται δύο ψυχικές λειτουργίες ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Η
ικανότητα για αποσύνδεση είναι αντιστρόφως ανάλογη της ηλικίας, της νοημοσύνης, του
πολιτιστικού υποστρώματος και εξαρτάται από υλικές και συναισθηματικές ανάγκες, από το
φύλο και τη δομή της προσωπικότητας. Παρατηρείται στις ψυχοαποσυνδετικές μορφές
υστερίας.
Μετατροπή (conversion). Άγχος ή άλλα απαράδεκτα συναισθήματα που πηγάζουν από
εσωτερική σύγκρουση μετατρέπονται και εκφράζονται με συμβολικά σωματικά
συμπτώματα, όπως στην υστερική νεύρωση ή στις ψυχοσωματικές διαταραχές.
Μετάθεση (displacement). Επιθυμίες, συναισθήματα ή ιδέες μεταφέρονται από το αρχικό
τους αντικείμενο σε ένα πιο αποδεκτό υποκατάστατο.
Αναστολή (inhibition). Περιορισμός ή καταστολή κάποιας παρόρμησης ή επιθυμίας.
Εκλογίκευση (rationalization). Παράλογη ή μη αποδεκτή συμπεριφορά, απαράδεκτα
συναισθήματα ή κίνητρα δικαιολογούνται διά της χρήσεως λογικών επιχειρημάτων ή
γίνονται αποδεκτά με λογικές εξηγήσεις.
Μόνωση (isolation). Αποχωρισμός μιας ιδέας ή ανάμνησης από τη συνοδό συναισθηματική
επένδυσή της, με αποτέλεσμα το μη αποδεκτό ιδεακό περιεχόμενο να απελευθερώνεται
από τη δυσάρεστη συναισθηματική φόρτιση.
Σχηματισμός αντίδρασης (reaction formation) ή μετακίνηση στο διαμετρικά αντίθετο άκρο.
Υιοθέτηση συναισθημάτων, ιδεών, στάσεων και συμπεριφορών ακριβώς αντίθετων από τις
συνειδητές ή τις ασυνείδητες ενορμήσεις. Π.χ. η ακραία καθαριότητα του ψυχαναγκαστικού,
η οποία καλύπτει την τάση του για ακαταστασία.
Ματαίωση ή αναίρεση (undoing). Συμβολική εκδραμάτιση, κατά αντίστροφη φορά, μη
αποδεκτού γεγονότος.
Ώριμοι μηχανισμοί άμυνας. Αν και συχνά οι ώριμοι μηχανισμοί εμφανίζονται στο τέλος της
διαδικασίας ωρίμανσης της προσωπικότητας, είναι ωστόσο δυνατόν να εμφανισθούν πολύ
ενωρίς, ακόμη και κατά την παιδική ηλικία. Οι ώριμοι μηχανισμοί σχετίζονται με καλύτερους
δείκτες ψυχικής και σωματικής υγείας (Scwartz et al 2003).
Πρόβλεψη (anticipation). Η ικανότητα να προβλέπει κανείς τις συνέπειες των πράξεών του
και να τροποποιεί τη συμπεριφορά του αναλόγως. Το μέλλον είναι αφηρημένη έννοια, γι’
αυτό λίγοι αποκτούν την ικανότητα της πρόβλεψης.
Αλτρουισμός (altruism). Ο αλτρουισμός, επεκτεινόμενος και ως κοινωνικό ενδιαφέρον, είναι
μια μη εγωιστική συμπεριφορά, που κατευθύνεται προς την ανάπτυξη πλεονεκτημάτων για
τους άλλους χωρίς να έχει ως κίνητρό της το προσωπικό όφελος. Είναι ένας δυσεξήγητος
μηχανισμός, βαθιά ανθρώπινος και σαφέστατα αντιδαρβινικός.
Καταπίεση (suppression) των επιθυμιών, που είναι δυνατόν να φθάσει μέχρι τον ασκητισμό.
Είναι χαρακτηριστικό το πείραμα του Mitchel που διεξήχθη σε νηπιαγωγείο στο Στάνφορδ
των ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του ’60. Σε μια ομάδα τετράχρονων παιδιών ο δάσκαλος
προτείνει να διαλέξουν είτε μια καραμέλα που θα τους την προσφέρει αμέσως, είτε δύο
καραμέλες που θα τις πάρουν αν περιμένουν ώσπου να επιστρέψει μετά από μια μικρή
βόλτα. Μόλις ο δάσκαλος βγήκε από την πόρτα, μερικά παιδιά έτρεξαν και πήραν την
καραμέλα από το τραπέζι. Μερικά άλλα, τα λιγώτερα, περίμεναν ώσπου να έρθει ο
δάσκαλος και τότε πήραν τις δύο καραμέλες. Οι δύο ομάδες αυτών των παιδιών
μελετήθηκαν μετά από δεκατέσσερα χρόνια και τότε βρέθηκε ότι τα παιδιά που καταπίεσαν
228
την επιθυμία και περίμεναν παρουσίαζαν ουσιαστικές διαφορές από τα άλλα παιδιά. Ήσαν
πιο κοινωνικά, αντιμετώπιζαν με μεγαλύτερη ευκολία τις δυσκολίες της ζωής, είχαν
περισσότερη άνεση με τους καθηγητές και τους συμμαθητές τους, πετύχαιναν στις
εξετάσεις σε μεγαλύτερο ποσοστό και βεβαίως παρουσίαζαν ακόμη εκείνη την έντονη
ικανότητα αυτοσυγκράτησης.
Μετουσίωση (sublimation). Είναι η διαδικασία κατά την οποία η ενέργεια που σχετίζεται με
μη αποδεκτές ενορμήσεις μεταστρέφεται σε κανάλια προσωπικώς και κοινωνικώς
αποδεκτά, όπως π.χ. η καλλιτεχνική δημιουργία.
Χιούμορ (humor). Από την ελληνική λέξη χυμός. Παρουσιάζει μεγάλη δυσκολία ορισμού
εξαιτίας της ποικιλίας των εκφάνσεών του. Ο Mell Brooks, γνωστός σκηνοθέτης κωμωδίας,
ορίζει το χιούμορ ως «ακόμη μια άμυνα εναντίον του σύμπαντος». Το χιούμορ προϋποθέτει
την αναγνώριση της ασυμφωνίας μεταξύ πραγματικότητας και ιδανικής ζωής, αποτέλεσμα
της οποίας είναι μια αβεβαιότητα ανάμεσα στο γέλιο και το κλάμα. Υποδηλώνει εύθυμη
διάθεση που καλύπτεται από σοβαρό ύφος και εκφράζεται ως άκακη ή αβρή ειρωνεία,
συμπαθής αυτο- ή ετερο-σαρκασμός ή πνευματώδης παραδοξολογία. Μπορεί να
προκαλείται μέσα από λέξεις ή από καταστάσεις και γενικά μπορεί να θεωρηθεί ένας
τρόπος να βλέπει κανείς τη ζωή και τον άνθρωπο. Βασικό χαρακτηριστικό του είναι η
αποδοχή της ανθρώπινης φύσης, ακόμη και μέσα από τις αδυναμίες και τους
παραλογισμούς της. Διαφέρει από τον σαρκασμό ή το «καλαμπούρι» κατά το ότι δεν έχει
στοιχεία επιθετικότητας ή αν έχει αυτά κατευθύνονται κατά του εαυτού. Το χιούμορ, η
αίσθηση του χιούμορ (sense of humor), είναι σημάδι ωριμότητας, μεγάλης δυνατότητας
μετουσίωσης, το τελικό απαρτιωτικό στάδιο της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης.
χωρική (spatial) σκέψη, οι αφαιρετικές ικανότητες και τα ταλέντα, δηλαδή ικανότητες που
ξεπερνούν το φυσιολογικό και εκδηλώνονται με εξαιρετικά επιτεύγματα.
Στα διαμορφωτικά στοιχεία της προσωπικότητας συγκαταλέγονται, χαρακτηριζόμενες ως
ιδιότητες, μορφές επιθετικότητας (η παρορμητική επιθετικότητα, η ενοχή, η αυτοεπίκριση,
η προβλητική επιθετικότητα), καθώς και τύποι σεξουαλικότητας, όπως η ταυτότητα του
φύλου, οι συνουσιακές συμπεριφορές κ.λπ. Τα επιτεύγματα είναι διαμορφωτικοί
παράγοντες της προσωπικότητας.
Θεμελιώδεις προϋποθέσεις για κάθε επίτευγμα είναι η προσαρμοστική ικανότητα, η
ιδιοσυγκρασία, η νοημοσύνη και οι πρακτικές ικανότητες. Ο Hope (1930) βρήκε τα ίχνη
της προσωπικής επίδοσης σε εμπειρίες επιτυχίας και αποτυχίας και την εξάρτησή της
από τη θετική προσδοκία, το ύψος της οποίας επίσης καθορίζεται από συσσωρευμένες
επιτυχίες ή αποτυχίες. Ο βαθμός επίδοσης καθορίζει το είδος της αυτοαντίληψης, η
μεταξύ τους συσχέτιση είναι θετική και λειτουργεί ως αφετηρία ενός «κινήτρου προς την
επιτυχία». Όμως η ελπίδα της επιτυχίας και ο φόβος της αποτυχίας δεν δημιουργούνται
μόνο από συσσωρεύσεις των αντίστοιχων εμπειριών, αλλά σχετίζονται και με το είδος
του καθήκοντος στόχου και το κοινωνικό πλαίσιο.
Εστία ελέγχου (Locus of control). Οι άνθρωποι έχουν μια γενική προσδοκία γύρω από την
έκταση κατά την οποία ελέγχουν τις ανταμοιβές, τις τιμωρίες και γενικώς τα γεγονότα που
συμβαίνουν στη ζωή τους. Η προσδοκία αυτή είναι δυνατόν να εκφράζεται με πίστη σε μία
εσωτερική εστία ελέγχου, που είναι ο εαυτός, ή σε μια εξωτερική εστία ελέγχου, που είναι
κάποια φυσική ή μεταφυσική αυθεντία ή εξουσία.
ΤΥΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ. Για την εκτίμηση και κατάταξη των τύπων της
προσωπικότητας απαιτούνται μελέτες σε πολλαπλά επίπεδα, γιατί προφανώς η
προσωπικότητα είναι πιο πολυσύνθετη από τις λίγο ή πολύ μονομερείς κατατάξεις που
ακολουθούν. Η διάκριση του Απολλώνιου από το Διονυσιακό φωλιάζει μέσα σε όλες σχεδόν
τις τυπολογίες. Το Απολλώνιο εκφράζει την επιδίωξη της τάξης, του μέτρου, της αρμονίας και
της μορφής. Το Διονυσιακό, αντίθετα, είναι δυναμικό, δημιουργικό, οργιαστικό, γεμάτο
πάθος. Οι τυπολογίες γενικώς κατατάσσονται στις μυστικιστικές και τις επιστημονικές, που
και αυτές διακρίνονται στις σωματικές και τις ψυχολογικές.
Ιπποκρατική κατάταξη. Η τυπολογία του Ιπποκράτη αντανακλά κατά κάποιον τρόπο μια
τυπολογία της Φύσεως η οποία κυριαρχούσε στη φιλοσοφική σκέψη του 6ου και του 5ου π.Χ.
αιώνα. Ήδη τον 5ο π.Χ. αιώνα ο μεγάλος φιλόσοφος και ιατρός Αλκμέωνας ο Κροτωνιάτης
πειραματιζόταν σε ζώα, γνώριζε την κατάταξη των στοιχείων, των ιδιοτήτων, των γεύσεων
και των ανθρώπινων χυμών, θεωρούσε τον εγκέφαλο κέντρο των αισθήσεων και της
νοήσεως, ενώ ο Δημόκριτος εξηγούσε σε κάποιον μαθητή του πως «τα ζώα που βλέπεις εδώ
ανοιγμένα, τα ανοίγω όχι επειδή μισώ τα έργα της θείας πρόνοιας, αλλά επειδή αναζητώ τη
φύση και τη θέση της χολής, γιατί, όπως γνωρίζεις, όταν πλεονάζει η χολή, αυτό είναι η αιτία
της τρέλας». Ο Δημόκριτος, σύμφωνα με τα Ψευδεπίγραφα Ιπποκρατικά, είχε γράψει
πραγματεία περί παραφροσύνης.
Αέρας, γη, ύδωρ, φωτιά, τα τέσσερα στοιχεία. Ψυχρό, θερμό, ξηρό, υγρό, οι τέσσερις
μεγάλες ιδιότητες. Πικρό, γλυκό, όξινο, αλμυρό, οι θεμελιώδεις γεύσεις. Αίμα, φλέγμα,
μέλαινα χολή, κίτρινη χολή, τα στοιχεία του σώματος, οι βασικοί χυμοί, ο βαθμός κυριαρχίας
των οποίων καθορίζει και το είδος της ιδιοσυγκρασίας. Σύμφωνα με τον Παράκελσο (1493-
1541), κάθε πικρό είναι ζεστό και ξηρό, δηλαδή χολερικό, κάθε όξινο είναι κρύο και ξηρό,
δηλαδή μελαγχολικό, γλυκό γίνεται το φλεγματικό που είναι κρύο και υγρό, ενώ αλμυρό
γίνεται το αιματώδες που είναι ζεστό και υγρό. Με βάση τους χυμούς αίμα, φλέγμα, μέλαινα
χολή, κίτρινη χολή, η ιπποκρατική σχολή προτείνει τέσσερις διακριτές ιδιοσυγκρασίες με
ιδιαίτερα ψυχολογικά γνωρίσματα και τρόπους συμπεριφοράς. Στην Αιματώδη
ιδιοσυγκρασία, υπερέχει το αίμα. Θερμή και υγρή ιδιοσυγκρασία, με αισιοδοξία, καλή
διάθεση, κοινωνικότητα, απουσία φόβου και φλογερούς πόθους. Στην Μελαγχολική
ιδιοσυγκρασία (ψυχρή και ξηρή) που υπερέχει η μέλαινα χολή κυριαρχεί η καταθλιπτική
διάθεση, οι απαισιόδοξες σκέψεις και η υποτίμηση του εαυτού. Στην Χολερική ιδιοσυγκρασία
υπερέχει η κίτρινη χολή. Θερμή και ξηρή ιδιοσυγκρασία. Ευερεθιστότητα, ευμεταβλητότητα,
ευθιξία, αμεσότητα, συναισθηματική δραστηριότητα είναι τα χαρακτηριστικά της. Στην
Φλεγματική ιδιοσυγκρασία υπερέχει το φλέγμα. Ψυχρή και υγρή ιδιοσυγκρασία.
Χαρακτηριστικά της είναι η αδράνεια, η απάθεια και η δύσκολη διακίνηση συναισθημάτων. Η
ιπποκρατική τυπολογία γνώρισε μεγάλη ακμή και εχρησιμοποιείτο ευρέως μέχρι και τον 19ο
αιώνα. Ακόμη και σήμερα ασκεί μια κάποια γοητεία, επιδρά άμεσα ή έμμεσα στη σύγχρονη
σκέψη για την οργάνωση της προσωπικότητας και δίδει την εντύπωση ότι διαθέτει
περισσότερο βάθος από όσο αφήνουν να διαφανεί οι περιγραφές της.
232
Η παυλοβιανή και σοβιετική ψυχολογία μέχρι και τη δεκαετία του ’80 βασιζόταν στην
ιπποκρατική τυπολογία (Pavlov 1957), την οποία είχε τροποποιήσει ελαφρώς στους εξής
τύπους: α) Ισχυρός τύπος, ισορροπημένος, ψυχοκινητικώς ταχύς (αιματώδης). β) Ισχυρός
τύπος, ισορροπημένος και ψυχοκινητικώς βραδύς (φλεγματικός). γ) Ισχυρός τύπος, μη
ισορροπημένος και παρορμητικός (χολερικός). δ) Ασθενικός τύπος (μελαγχολικός). Οι Gesell
and Ilg (1943), ακολουθώντας παυλοβιανή γραμμή, διέκριναν τρεις ιδιοσυγρασιακούς τύπους
στα βρέφη και στα νήπια, που αργότερα διαμορφώνουν τρεις χαρακτηριστικές
ιδιοσυγκρασίες: Άλφα ιδιοσυγκρασία (αργή-συμπαγής, slow-solid). Προσεκτικός στις
καινούργιες καταστάσεις. Ήρεμος. Προσανατολίζεται στη συνολικότητα του χρόνου και του
χώρου. Ζητάει λίγο, στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Βήτα ιδιοσυγκρασία (ταχεία-
καλόβολη, rapid-facile). Αυθόρμητος. Έξυπνος. Προσανατολίζεται στον παρόντα χρόνο και
στον άμεσο χώρο. Σαφής σε ό,τι ζητάει, όχι απαιτητικός. Γάμμα ιδιοσυγκρασία (άρρυθμη-
ακανόνιστη, irregular-uneven). Υπέρ- και υπο-προσεκτικός. Σπινθηροβόλος. Κακόκεφος. Σε
σύγχυση καθώς προσπαθεί, και πετυχαίνει, να προσανατολισθεί, αυτό που θα λέγαμε
«χαοτικός». Πολύ απαιτητικός, ζητάει πολλά ή δεν ζητάει καθόλου. Οι παυλοβιανές απόψεις
για τις ιδιοσυγρασιακές τυπολογίες δεν είναι πια της μόδας.
Κατάταξη Sheldon. Ο Sheldon (1942) ακολούθησε την ίδια γραμμή μελέτης με τον
Kretschmer και διέκρινε, με βάση τα τρία βλαστικά δέρματα, τους τύπους εκτόμορφο,
μεσόμορφο και ενδόμορφο. Ο ενδόμορφος είναι σπλαχνοτονικός, κοντόχονδρος, παχύς,
κοινωνικός, φίλος των ανέσεων, bon viver. Ο μεσόμορφος είναι σωματοτονικός, αθλητικά
ανεπτυγμένος, δραστήριος, επιρρεπής στη παραπτωματική συμπεριφορά. Ο εκτόμορφος
είναι εγκεφαλοτονικός, λεπτός, ψηλός, ενδοστρεφής. Η εγκεφαλοτονία χαρακτηρίζεται από
ευαισθησία, αναστολή της εκφραστικότητας και δυσκολία στην προσαρμογή. Η νόηση, το
σκέπτεσθαι, υπερέχει των άλλων στοιχείων και οι πράξεις ελέγχονται από τον φλοιό του
εγκεφάλου.
233
επιτεύγματα. Η επιλογή των στοιχείων είναι αυθαίρετη. Αυτή η κατεύθυνση στην κατάταξη
των τύπων φιλοδοξεί, σε κάποιες από τις τυπολογίες, να πετύχει μια ποσοτική μέτρηση της
προσωπικότητας. Σε μερικές περιπτώσεις πράγματι διευκολύνονται ποσοτικές αναλύσεις και
στατιστικές συγκρίσεις δεδομένων αλλά με την πάροδο των δεκαετιών φάνηκε ότι η
συγκομιδή ήταν πενιχρή.
Φροϋδική τυπολογία. Σύμφωνα με την κλασική φροϋδική θεωρία προσωπικότητα είναι ό,τι
εκφράζεται εξωτερικά μέσω της αλληλεπίδρασης των στοιχείων του ψυχικού οργάνου. Η
καθήλωση της libido σε κάποιο από τα πρώτα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης είναι
δυνατόν να επιδράσει στη διαμόρφωση της προσωπικότητας κατά τρόπο χαρακτηριστικό.
Στοματική καθήλωση ως απόρροια πρόωρου απογαλακτισμού είναι δυνατόν να οδηγήσει
στη διαμόρφωση μιας στοματικής προσωπικότητας με ισχυρά εξαρτησιακές διαπροσωπικές
σχέσεις και τάση για στοματικές ικανοποιήσεις. Πολύ πρώιμη ή πολύ αυστηρή εξάσκηση
στον έλεγχο των σφιγκτήρων και στην κανονικότητα της αφόδευσης είναι δυνατόν να
οδηγήσει σε πρωκτική καθήλωση και στην ανάπτυξη της πρωκτικής προσωπικότητας,
χαρακτηριστικά της οποίας είναι η ευθιξία και η ευαισθησία στην κριτική, η
ισχυρογνωμοσύνη, η ευταξία, η φειδωλότητα (σε χρόνο, χρήμα και συναίσθημα), η
ανθεκτικότητα στις εξωτερικές πιέσεις, η αποθησαυριστική και συλλεκτική διάθεση.
Τυπολογία του Carl Jung. Η θεωρία του Jung (1951) με στοιχεία μυστικιστικά και
θρησκευτικά δίδει λιγότερη έμφαση στη σεξουαλικότητα και στην επιθετικότητα από τη
φροϋδική. Ο Jung προσδίδει στη libido διαφορετική σημασία από την αντίστοιχη φροϋδική,
σημασία ευρύτερη, που μοιάζει περισσότερο με την φιλότητα του Εμπεδοκλή ή με την
ερωτική σχέση των πρώτων χριστιανών με τον Θεό. Ο ίδιος την ταύτιζε σχεδόν με αυτό που
ονόμαζε ενδιαφέρον για τον εσωτερικό ή τον εξωτερικό κόσμο. Τα αρχέτυπα είναι δείκτες
μιας σημαντικής μεταβολής στην ψυχική οικονομία και εμφανίζονται σε αφηρημένες ή
γεωμετρικές μορφές, ως ανθρώπινα ή ημιανθρώπινα μορφώματα, θεοί και θεές, γίγαντες και
νάνοι, πραγματικά ή φανταστικά ζώα και φυτά. Το συλλογικό ασυνείδητο, με τις
συσσωρευμένες μνήμες των προγόνων που αρχετυπικά εκφράζονται στους μύθους και στα
σύμβολα, συμμετέχει στη διαμόρφωση της προσωπικότητας μέσα από τα μεγάλα αρχέτυπα:
persona και σκιά, γεροσοφός, μητέρα γη, θηλυκή και αρσενική ψυχή (anima-animus). Η
θηλυκή και η αρσενική ψυχή αντιπροσωπεύουν προσωποποιημένα χαρακτηριστικά και
τάσεις των δύο φύλων. Ο κάθε άνθρωπος έχει και τα δύο, αλλά απωθεί το ένα και το
συγκαλύπτει με τον αρσενικό ή τον θηλυκό ρόλο που υιοθετεί. Η anima είναι αρχέτυπη
έννοια της θηλυκής ψυχής, στο ασυνείδητο του άνδρα. Έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία του
ανθρώπινου γένους, εμφανίζεται στα όνειρα και στις φαντασιώσεις και γίνεται σαφέστερη ως
εικόνα καθώς το άτομο πορεύεται προς την προσωπική του ωρίμανση. Το αντίστοιχο ισχύει
και για το animus στη γυναίκα. Είναι δυνατόν η σχέση μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας
να διαστρεβλώνεται, αν στη σχέση τους ο άνδρας προβάλλει το anima ή η γυναίκα το
animus. Ο Jung παρουσιάζει την πορεία προς την ολοκλήρωση ως αναζήτηση της
ισορροπίας και συνυπάρξεως των δύο αντιθετικών στοιχείων της ανθρώπινης ψυχής, του
αρσενικού-animus (θέληση για ανεξαρτητοποίηση, λογική, αυτονομία) και του θηλυκού-
anima (νιώσιμο, επιδίωξη της ομαδικότητας και της συλλογικότητας).
Η τυπολογία του Jung (1923) περιλαμβάνει δύο κατατάξεις. Μία σύμφωνα με την κατεύθυνση
της libido και μία δεύτερη σε τέσσερις λειτουργικούς τύπους. Από τον συνδυασμό τους
προκύπτει μια μεγάλη σειρά τύπων. Η κατάταξη σύμφωνα με την κατεύθυνση της libido
περιλαμβάνει έναν τύπο εξωστρεφή και έναν ενδοστρεφή. Στον πρώτο τύπο η libido
στρέφεται προς τον έξω κόσμο και διαμορφώνει ανάλογες στάσεις και συμπεριφορές, όπως
πραγματιστική στάση απέναντι στα φαινόμενα και κοινωνικότητα. Στον δεύτερο τύπο η libido
στρέφεται προς τα μέσα, προς τον εαυτό. Το ενδοστρεφές άτομο αποσύρεται από το φυσικό
και το κοινωνικό περιβάλλον αναπτύσσοντας μια ιδεοκρατική στάση απέναντι στα φαινόμενα
και τον κόσμο. Η κατάταξη των τεσσάρων λειτουργικών τύπων περιλαμβάνει τον
Αισθητηριακό, τον Βιωματικό, τον Σκεπτόμενο, και τον Ενοραματικό. Ο Αισθητηριακός τύπος
διαμορφώνεται από την κυριαρχία της αισθητηριακής (sensation) λειτουργίας. Δέχεται τα
235
πράγματα από την εμπειρία. Η σκέψη και το φανταστικό διακινούνται σε μικρή κλίμακα. Ο
Βιωματικός τύπος διαμορφώνεται από την κυριαρχία της βιωματικής (feeling) λειτουργίας.
Συμπεριφέρεται όπως νιώθει, όπως βιώνει τα πράγματα. Ο Σκεπτόμενος τύπος
διαμορφώνεται από την κυριαρχία της λειτουργίας της σκέψης (thinking). Η ζωή του
κατευθύνεται από τη σκέψη και οι ενέργειές του είναι αποτέλεσμα νοητικής διεργασίας. Ο
Ενοραματικός τύπος είναι αυτός που εμπνέεται, διαμορφώνεται από την κυριαρχία της
ενόρασης (intuition), της ικανότητας να προσλαμβάνει πραγματικότητες που βρίσκονται έξω
από τη συνείδηση. Οι περισσότεροι άνθρωποι για να διαμορφώσουν την προσωπικότητά
τους χρησιμοποιούν μία λειτουργία, συνήθως την πρώτη, την αισθητηριακή. Πιο σύνθετα
άτομα διαθέτουν δύο λειτουργίες και οι πολύ ολοκληρωμένες προσωπικότητες
χρησιμοποιούν τρεις. Η προσθήκη της τέταρτης λειτουργίας ανήκει στη μεγάλη διαδικασία
της ατομοποίησης (individuation) ή ολοκλήρωσης της προσωπικότητας, που στην
πραγματικότητα είναι η συμφιλίωση των αντιθετικών δυνάμεων της ανθρώπινης φύσης και
δωρίζεται σε πολύ λίγους.
Κατάταξη του Eysenck. Ο Eysenck (1947) προχώρησε ακόμη περισσότερο την παυλοβιανή
άποψη για την τυπολογία της προσωπικότητας. Κεντρική άποψή του είναι ότι η μελέτη της
προσωπικότητας είναι εγκυρότερη όταν γίνεται όχι με βάση έναν κατάλογο στοιχείων και
τύπων αλλά με βάση μια σειρά αξόνων, τους οποίους ονόμασε διαστάσεις (dimensions).
Αρχικώς, απομόνωσε τις διαστάσεις της ενδοστρέφειας-εξωστρέφειας και της σταθερότητας-
αστάθειας και κατασκεύασε το τεστ EPI (Eysenck personality inventory). Αργότερα
αντικατέστησε τη διάσταση σταθερότητα-αστάθεια με τη διάσταση νευρωτισμός-ψυχωτισμός
236
Τυπολογία του Sjobring. Ο Sjobring (1879-1956) είχε προτείνει την ύπαρξη τεσσάρων
ανεξάρτητων και συνεχώς μεταβαλλόμενων διαστάσεων της προσωπικότητας, που τις
ονόμασε ικανότητα (capacity), ισχύ (validity), σταθερότητα (stability) και συμπαγή δομή (so-
lidity). Θεμέλιο της τυπολογίας του είναι η αρχή ότι κάθε νευρικό σύστημα έχει την
προδιάθεση να αντιδρά κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο, και το περιβάλλον είναι σε θέση να
πλάθει το άτομο μέσα σε όρια που καθορίζονται από την εγγενή κατασκευή του ΚΝΣ.
Ικανότητα ή ιδιότητα (capacity). Αναφέρεται στη διανοητική ικανότητα.
Σταθερότητα (stability). Είναι ιδιότητα που αφορά τον έλεγχο του συναισθήματος, τη χάρη
και την ακρίβεια στη σκέψη και στις κινήσεις του σώματος, τους βαθμούς ικανότητας για
αφαιρετική σκέψη. Ο λίγο σταθερός (substable) εξοικειώνεται αργά με τις νέες ή
εναλλασσόμενες καταστάσεις. Οι αντιληπτικές διαδικασίες του χρειάζονται χρόνο για να
εκτυλιχθούν. Αργεί στην ανάπτυξη νέων επιδεξιοτήτων. Αργεί στη διαδικασία διάκρισης
του σημαντικού από το ασήμαντο. Ο πολύ σταθερός (superstable) έχει μεγάλη ακρίβεια
και χάρη στη σκέψη και στις κινήσεις του, ταχύτητα στην αντίληψη και στις αποφάσεις του,
ικανότητα για αφαιρετική σκέψη, κινείται με άνεση στον κόσμο των ιδεών, αλλά μπορεί να
είναι συναισθηματικά ψυχρός και απόμακρος.
Συμπάγεια (solidity). Εκφράζει τον βαθμό αδράνειας στη λειτουργία του ΚΝΣ, τη
μακροπρόθεσμη και αργόσυρτη οργάνωση της ψυχικής ζωής. Σχετίζεται με την
ευμεταβλητότητα και την υποβολιμότητα στη διανοητική και τη συναισθηματική ζωή. Ο
λίγο συμπαγής (subsolid) είναι ευχάριστος και συναισθηματικά δοτικός, πολύ υποβόλιμος,
ανταποκρίνεται στις νέες ιδέες και στα νέα πρόσωπα, ενώ στις ψυχοκαταπονήσεις γίνεται
δραματικός. Ο πολύ συμπαγής (supersolid) είναι σταθερός, ανθεκτικός, ατάραχος,
ψυχρός και ανιαρός.
Ισχύς ή εγκυρότητα (validity). Η ιδιότητα αυτή σχετίζεται με την ποσότητα ενέργειας που
διατίθεται στη λειτουργία του ΚΝΣ. Ο πολύ ισχυρός (supervalid) είναι υπερενεργητικός,
δυναμικός, με αυτοπεποίθηση, έτοιμος για καινούργια καθήκοντα, ακούραστος,
αποτελεσματικός, πιεστικός, μη ευαίσθητος. Ο λίγο ισχυρός (subvalid) έχει χαμηλά
ενεργειακά αποθέματα. Όταν του επιβάλλονται νέα καθήκοντα, τείνει να βιώνει άγχος,
ένταση και άλλα συμπτώματα. Ήσυχος και ανασφαλής, μη ενοχλητικός. Χαρακτηρίζεται
από διστακτικότητα, αβεβαιότητα, στενότητα αντιλήψεων.
Ηράκλειτος είχε κάνει αυτή τη διάκριση ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. («Αιρεύνται γαρ έν αντί
απάντων οι άριστοι, κλέος αέναον θνητών, οι δε πολλοί κεκόρηνται όκωσπερ κτήνεα») και ο
Paul McLean μίλησε για τον άγριο εγκέφαλο (brutish brain) που λειτουργεί μαζί με τον
νεοεγκέφαλο χωρίς όμως να συνεργάζεται καλά μαζί του. Αλλά ο Spinoza είναι
διεξοδικότερος σ’ αυτό το θέμα: «Οι άνθρωποι είναι έτσι φτιαγμένοι ώστε να αισθάνονται
οίκτο για τους δυστυχείς και φθόνο για τους ευτυχείς. Προτιμούν την εκδίκηση από το έλεος.
Ο καθένας επιθυμεί να ζουν οι άλλοι σύμφωνα με τη δική του ιδιοσυγκρασία, να αποδέχονται
αυτό που αποδέχεται και να απορρίπτουν αυτό που απορρίπτει. Καθώς όλοι θέλουν να είναι
πρώτοι, ξεσπούν μεταξύ τους συγκρούσεις όπου προσπαθούν να συντρίψουν ο ένας τον
άλλον και ο νικητής υπερηφανεύεται πολύ περισσότερο επειδή θριάμβευσε του αντιπάλου
του παρά γιατί αποκόμισε ο ίδιος κάποιο αγαθό. Συνεπώς αυτοί που νομίζουν ότι είναι
δυνατόν το πλήθος των ανθρώπων να μπορέσει να ζήσει σύμφωνα με τις επιταγές του
λόγου ονειρεύονται τον χρυσό αιώνα των ποιητών, δηλαδή αρέσκονται στη μυθοπλασία».
έζησε μέσα σε αυτές σαν προικισμένο παιδί, και με τις καταπληκτικές πνευματικές
ικανότητές του τις οδήγησε μαζί του στον πολιτισμό. Έναν πολιτισμό που τον έφτιαξε όχι
τόσο στα δικά του μέτρα αλλά στα μέτρα του αγαπημένου νεαντερτάλιου αδελφού. Παρ'
όλα αυτά η προσαρμογή του νεαντερτάλιου στους κοινωνικούς θεσμούς, που
σφυρηλατήθηκαν με μεγάλες ιστορικές δυσκολίες, έγινε και συνεχίζει να γίνεται «με
σφιγμένα τα δόντια», και οπωσδήποτε κάτω από τον φόβο της ποινής.
του (MMPI-2) έχει 567 ερωτήσεις. Πολλές από τις υποκλίμακες του ΜΜΡΙ είναι
καθαρά ψυχοπαθολογικές κλίμακες, όπως υποχονδρία, κατάθλιψη, υστερία,
παράνοια, ψυχονεύρωση, σχιζοφρένεια, υπομανία και δεν έχουν τίποτε να κάνουν με
τη δομή της προσωπικότητας του εξεταζόμενου. Ωστόσο η διάδοση και χρήση του
ΜΜΡΙ είναι πολύ μεγάλη.
Σταθμισμένη εκτίμηση της προσωπικότητας (Standardized Assessment of Personali-
ty) (Pilgrim and Mann 1990). Μέθοδος που προτείνεται από το ICD-10 (WHO 1987).
Πρόκειται περί ημιδομημένης συνεντεύξεως με κάποιο στενό συγγενή ή φίλο τού υπό
εξέτασιν προσώπου, ο οποίος χρησιμοποιείται ως πληροφοριοδότης· για την
εκτίμηση της προσωπικότητας εφαρμόζονται ειδικά κριτήρια.
The Marke-Nyman Temperament Scale. Η κλίμακα αυτή βασίζεται στην τυπολογία
του Sjobring.
Defence Mechanism Rating Scales (Perry and Cooper 1989). Χρησιμοποιείται κυρίως
για την ανίχνευση των μηχανισμών αμύνης του εγώ και για την εξακρίβωση του
«αμυντικού στυλ» του εξεταζόμενου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ADORNO TW, et al. (1950). The Authoritarian Personality. New York.
ALLPORT GW. (1937). Personality. A Psychological Interpretation. New York.
ALLPORT GW. (1963). Pattern and Growth of Personality. Holt, Rinehart and Winston, London.
ALLPORT GW, ODBERT HS. (1936). Trait-Names: A Psycho-Lexical study. Psychol. Monographs 211.
BANDURA A, WALTERS RH. (1963). Social Learning and Personality Development. N.Y.
BETZ BJ, THOMAS CB. (1979). Individual Temperament as a Predictor of Health or Premature Disease. The
Johns Hopkins Medical Journal 144(3):81-89.
CAREY G, DiLALLA DL. (1994). Personality and Psychopathology: Genetic Perspectives. J Abnorm Psychology
103(1):32-43.
CATTELL RB. (1956). Validation and intensification of the Sixteen Personality Factor Questionnaire. J Clin Psy-
chol 12(3):205-14.
COSTA P, McGRAE R, ZONDERMAN A. (1987). Environmental and Dispositional influences on wellbeing: a
longitudinal follow-up of an American national sample. Brit J Psychol 78:299-306.
EIBL-EIBESFELDT. (1970). Ethology. The Biology of Behaviour. New York. Holt, Rinehart and Wilson.
ETKIN W. (1964). Social Behaviour and Organisation among Vertebrates. Chicago.
EYSENCK HJ. (1947) Dimensions of Personality. London: Routledge & Kegan Paul.
EYSENCK HJ. (1964). Crime and Personality.
EYSENCK HJ. (1967). The biological basis of Personality. Illinois.
FOLKMAN S, LAZARUS R. (1980). An analysis of coping in a middle aged community sample. Journal of Health
and Social Behaviour 21: 219-239.
FESTINGER L. (1954). A theory of social comparison processes. Human Relations, 2:117-40.
FREUD Anna. (1949). The Ego and its Defence Mechanisms. Hogarth Press.
FREUD Anna. (1966). Normality and Pathology in Childhood. Hogarth Press.
FREUD S. (1915). Some character types met within psychoanalytic work. Imago, Vol. 4.
GESSEL A, ILG FL. (1943). Infant and Child in the Culture of Today. Harper and Bros. N.Y.
GOULD JL, MARLER P. (1984). Ethology and the natural history of learning. In P. Marler and HS. Terrace
(Eds.). The biology of learning. Berlin: Springer and Verlag.
GAUQUELIN M, GAUQUELIN F. (1976). The Planetary factors in personality. Paris. LERRCP.
HATHAWAY SR, MCKINLEY JC. (1940). The MMPI manual. New York: Psychological Corporation. McAllister.
HINDE RA. (1974). Biological bases of human social behaviour. New York: McGraw-Hill.
HYMAN HH, SINGER E. (1967). An introduction to the reference group theory and research. In Hollander EP.
and Hunt RG. (eds.). Current perspectives in social psychology (2nd ed.) New York: Oxford University Press.
JUNG C. (1923). Psychological Types. London, Kegan Paul.
KELLET JM. (1973). Evolutionary theory for the dichotomy of the functional psychoses. The Lancet, April 21,
860-863.
KLEIN M. (1986). The Selected Melanie Klein. Ed. J. Mitchell. Harmondsworth, Middlesex: Penguin. Soc. 6(1):5-
13.
KRETSCHMER E. (1921). Physique and Character. An Investigation of the Nature of Constitution and the Theory
of Temperament. New York: Harcourt, Brace.
LYKKEN D, TELLEGEN A. (1996). Happiness is a stochastic phenomenon Psychol Sci 7:186-189
MAYR E. (1974). Behaviour programs and evolutionary strategies. Amer Scientist 62:650-659.
McGUIRE MT, RALEICH MJ, BRAMMER LA. (1982). Sociopharmacology. Ann. Rev. Pharmacol. Toxicol.
22:635-653.
ÖHMAN A. (1985). Face the beast and fear the face. Psychophysiology, 23:2, 123-145.
PAVLOV IP. (1957). Experimental Psychology. New York: The Philosophical Library.
PERRY JC, COOPER SH. (1989). An Empirical Study of Defence Mechanisms. Arch Gen Psychiatry 46:444-452.
240
PILGRIM JA, MANN AH. (1990). Use of the ICD-10 version of the Standardised Assessment of Personality to
determine the prevalence of personality disorder in psychiatric inpatients. Psychol. Med. 20, 985-992.
RUTTER M. (1980). Emotional Development. in: Rutter, M., ed. Scientific foundations of development in psychia-
try. New York: William Haneman Medical Books Limited.
SAPOLSKY RM. (1983). Individual differences in cortical secrecy patterns in the wild baboon: role of negative
feedback sensitivity. Endocrinol. 113:2263-2267.
SCHLEGEL WS. (1962). Constitutional biological principles of homosexuality. [Article in German]. Z Mensch
Vererb Konstitutionsl, 36:341-64.
SCHWARTZ C, MEISENHELDER JB, MA Y, REED G. (2003). Altruistic social interest behaviors are associated
with better mental health. Psychosom Med. 65(5):778-85.
SHELDON WH, STEVENS SS. (1942). The Varieties of Temperament. New York.
SHELDON WH, STEVENS SS, TUCKER WB. (1940). The varieties of human physique. N.Y.
SHERIF CW, SHERIF M, NEBERGALL RE. (1965). Attitude and Attitude change. Philadelphia.
THOMAS CB, DUSZYNSKI KR. (1985)Are words of the Rorschach predictors of disease and death? The case
of "whirling" Psychosomatic Medicine, 47(2) 201-211.
VAILLANT G. (1992). Ego Mechanisms of Defence: A Guide for Clinicians and Researchers. Washington DC,
American Psychiatric Press.
WORLD HEALTH ORGANISATION (1987). Tenth Revision of the International Classification of Diseases (ICD-
10). Geneva, WHO.
Η πίστη του ανθρώπου ότι η ύπαρξή του δεν περιορίζεται μόνο στην υλική της
πραγματικότητά αλλά ολοκληρώνεται και σε μια διάσταση πέραν αυτής, σε μια διάσταση
υπερβατική, τον συνόδευε –άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο– σε όλη τη διάρκεια της
μακραίωνης ιστορίας του και ουσιαστικά δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Η πίστη στην
υπερβατικότητα μπορεί να είναι μεταφυσικού, εσχατολογικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα, ή
και να διακινείται σε επίπεδα συγκινητικής ή φαιδρής αφέλειας. Στον σύγχρονο κόσμο πλήθη
ανθρώπων σαγηνεύονται από φαινόμενα όπως τα ζώδια, η ύπαρξη πνευμάτων, η μαγική
επίδραση, η μεταβίβαση της σκέψης, το ταξίδι της ψυχής, ο άλλος κόσμος και η μεταθανάτια
μοίρα. Αυτή η σαγήνη έχει επενδυθεί σε ένα τεράστιο κερδοφόρο παζάρι μυστικισμού,
εσωτερικής φιλοσοφίας, αστρολογίας και αποκρυφισμού, στην άνθηση του οποίου
συμμετέχουν όχι μόνο τα πλατιά στρώματα του πληθυσμού αλλά και ισχυροί πολιτικοί και
οικονομικοί παράγοντες οι οποίοι και αποτελούν την κυριότερη πελατεία αστρολόγων,
μέντιουμ, ονειροκριτών και τηλεπαθητικών, στους οποίους προσφέρουν αφειδώς προστασία
και νομιμοποίηση. Σημαντικός λόγος αυτής της στροφής προς τα παραφυσικά φαινόμενα
είναι η βαθμιαία απώλεια του κύρους της επιστήμης ως αποκλειστικού εργαλείου ερμηνείας
του κόσμου και η εκχώρηση ολόκληρων τομέων του πραγματικού στην αρμοδιότητα της
παραψυχολογίας, η οποία διεκδικεί το δικαίωμα να αποφαίνεται για φαινόμενα μπροστά στα
οποία η επιστημονική ερμηνεία αποδεικνύεται ανίσχυρη ή αναποτελεσματική.
Το βασικό πρόβλημα των σχέσεων της επιστήμης με τις άλλες πηγές γνώσης έγκειται
στο ότι η επιστήμη είναι υποχρεωμένη να απορρίπτει τις ιδέες, τις θεωρίες και τις απόψεις
που δεν μπορεί να ελέγξει μέσα από τη μεθοδολογία της, την παρατήρηση και το πείραμα,
διαδικασίες που πρέπει να επαναληφθούν και από άλλους ερευνητές. Στον επιστημονικό
κόσμο υπάρχει μια γενική, αν και άρρητη, απαγόρευση κάθε συζήτησης περί τα παραφυσικά
φαινόμενα, υπόλειμμα της σκληρής σύγκρουσης μεταξύ αυτών των πεδίων, σύγκρουσης
που ανάγεται ήδη στους αιώνες κατά τους οποίους ο ορθός λόγος της επιστήμης
προσπαθούσε να αναδυθεί από μια θάλασσα πλανών και μύθων, να κατακτήσει την
αυτονομία του και να εισβάλει στην κοινωνική ζωή. Ο επίσημος επιστημονικός ακαδημαϊκός
κόσμος, που πιστεύει ότι η μονοπωλιακή χρήση της γνώσης και της λογικής είναι ιδιοκτησία
του, αποκηρύσσει διαρρήδην οποιαδήποτε ενασχόληση με αυτά τα θέματα. Αυτή η στάση
δεν αντανακλά μόνο την επικράτηση μιας ορθολογικής και μηχανιστικής αντίληψης του
241
κόσμου, που είναι θεμέλιο της επιστήμης, αλλά και τον βαθύτερο φόβο ότι η εντεινόμενη
ενασχόληση με τα παραφυσικά φαινόμενα μπορεί να αποτελέσει τον δούρειο ίππο για τη
μαζική εισβολή στην κοινωνική ζωή προλήψεων, δεισιδαιμονιών και θρησκοληψιών, τις
οποίες η ανθρωπότητα κατάφερε, σε ένα μεγάλο τουλάχιστον βαθμό, να ξεπεράσει. Μέσα σε
αυτό το πλαίσιο είναι πιθανό η άρνηση των παραψυχολογικών φαινομένων να αποτελεί
συχνά και την προϋπόθεση ώστε ένα πρόσωπο ή μια άποψη να κατακτήσει επιστημονικό
κύρος. Ωστόσο κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια άνθηση των
παραψυχολογικών μελετών και σε ακαδημαϊκό επίπεδο και σχετικές σχολές έχουν ιδρυθεί σε
αρκετά πανεπιστήμια.
Στα τέλη του 18ου αιώνα ο Mesmer διατύπωσε τη θεωρία του ζωικού μαγνητισμού,
αλλά ήταν τόσο ισχυρή η εντύπωση της αγυρτείας, ώστε εξαναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τη
Βιέννη καταδιωγμένος από την επιστημονική κοινότητα. Μεγάλοι επιστήμονες όπως ο
Λαβουαζιέ και ο Μεντελέγιεφ άσκησαν αμείλικτη κριτική στις παραψυχολογικές θεωρίες.
Υπάρχουν όμως και ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις. Κορυφαίοι επιστήμονες και διανοούμενοι
αποδέχονταν την ύπαρξη παραφυσικών φαινομένων, όπως ο Kant, ο Bergson, ο Koestler. Ο
Strindberg πίστευε ότι είχε την ικανότητα να γίνεται αόρατος. Δεκάδες παραψυχολογικές
εταιρείες εμφανίσθηκαν στην Ευρώπη ήδη από τον 19ο αιώνα και έκτοτε αρκετά έγκυρα
πρόσωπα συμμετείχαν και εξακολουθούν να συμμετέχουν στις δραστηριότητες και τις
εκδηλώσεις τους. Το φιλοσοφικό υπέδαφος πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η ενασχόληση με
τα παραφυσικά φαινόμενα είναι ο μυστικισμός, δηλαδή η πίστη στη δυνατότητα μιας
προσωπικής και άμεσης ενώσεως του ανθρώπινου πνεύματος με τη θεμελιώδη αρχή της
ύπαρξης, ένωση η οποία οδηγεί ταυτοχρόνως σε έναν τρόπο υπάρξεως και τρόπο γνώσεως
διαφορετικό και ανώτερο από την κανονική ύπαρξη και γνώση.
Είναι αλήθεια ότι τα παραφυσικά φαινόμενα δεν έχουν σοβαρή επιστημονική
τεκμηρίωση και ολόκληρο σχεδόν το πεδίο της παραψυχολογίας το λυμαίνονται τσαρλατάνοι
και απατεώνες. Εκείνο όμως που έχει σημασία στην ιατρική σκέψη είναι κατά ποιον τρόπο
και σε ποιον βαθμό η πίστη των ανθρώπων σε αυτά τα φαινόμενα, που έτσι ή αλλιώς
υπάρχει, μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη παθολογίας και, κυρίως, να επιδράσει στην
εξάσκηση της ιατρικής, θετικά ή αρνητικά. Τα άτομα, για παράδειγμα, με παραψυχολογικές
κλίσεις, ιδιότητες ή ιδιαιτερότητες, τις περισσότερες φορές παρουσιάζουν νευρωσικού τύπου
συμπτωματολογία σε κάποιο βαθμό, ενώ έντονα σχιζοτυπικά χαρακτηριστικά ανιχνεύονται
σε αυτούς που προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία σε συμπτωματικά γεγονότα. Από την άλλη
μεριά η θρησκευτικότητα και η ενασχόληση με θρησκευτικές τελετουργίες έχει χαρακτήρα
προστατευτικό της υγείας.
Η παρουσίαση των παραψυχολογικών φαινομένων σε αυτό το βιβλίο δεν σημαίνει κατά
κανέναν τρόπο αποδοχή τους, όπως και με κανέναν τρόπο δεν θα επιχειρηθεί ο χλευασμός
τους, αφού εξάλλου πολλά από αυτά, αν και όχι όλα, αυτολοιδορούνται κατά κραυγαλέο
τρόπο. Εξ’ άλλου πολλοί από τους μελετητές αυτών των φαινομένων έχουν το δικαίωμα ενός
στοιχειώδους σεβασμού τουλάχιστον για την τιμιότητα των προθέσεων τους στην αναζήτηση
της αλήθειας.
Εγκοίμηση στον Ναό. Yψιστη τελειοποίηση και θεραπευτική χρησιμοποίηση της υποβολής
και αυθυποβολής είναι στην αρχαιότητα η εγκοίμηση (incubare) στον Ναό, και στη σύγχρονη
εποχή οι τεχνικές placebo (βλ σχετικό κεφάλαιο: Σχέση ιατρού – ασθενούς). Η επιτυχία της
εγκοίμησης βασιζόταν στην απεριόριστη εμπιστοσύνη των ασθενών στον Ασκληπιό
(Πουρναρόπουλος 1970, Koutouvidis et al 1996). Κατά την εγκοίμηση επεδιώκετο η
πρόκληση στον ασθενή «μαντικού ονείρου» δια του οποίου ο θεός καθοδηγούσε τον ικέτη
στη διαδικασία της θεραπείας. Ο ασθενής λουζόταν με θαλασσινό νερό και κατεκλίνετο, μαζί
με άλλους ασθενείς, στο ιερό δωμάτιο, στο «άβατον» του τέμπλου. Τα φώτα έσβυναν και
στην ατμόσφαιρα απλωνόταν ευωδία από αρωματικές αναθυμιάσεις. Επικρατούσε απόλυτη
σιγή και στους ικέτες – ασθενείς τρόμος και αγωνία. Εμφανιζόταν ο πρωθιερέας
υποδιώμενος τον θεό και μαζί με τα ιερά φίδια τον ακολουθούσαν ιέρειες ως πρόσωπα της
οικογένειας του θεού η Ιασώ, η Υγεία, η Πανάκεια. Προχωρούσαν ήρεμα και εξέταζαν τους
243
ασθενείς. Σε άλλους ναούς της ανατολής στο «άβατον» του τέμπλου παιζόταν μουσική, μετά
από τελετουργικές καθάρσεις, ειδικές δίαιτες, υποκαπνισμούς και χρήση ποικίλων
υπνωτικών φαρμάκων. Εγκοιμήσεις σε χριστιανικούς ναούς όπως του Αγίου Αρτεμίου, είχαν
μεγάλη ομοιότητα με εκείνες των Ασκληπιείων και με την απλή μορφή ενός νυχτερινού ύπνου
στον ναό επιτελούνται και σήμερα. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η Ιπποκράτεια ιατρική και οι
θεραπείες του Ασκληπιού είναι από την αρχή εκ διαμέτρου αντίθετες (Vlastos 1949). Η
αυξημένη ζήτηση της μαγικής ίασης, η πρώτη μορφή εναλλακτικής ιατρικής, μεταμόρφωσε
τον Ασκληπιό από ελάσσονα ήρωα σε μείζονα θεό και στο απόγειο της η κλασσική εποχή
ανέδειξε την ισχυρή πνευματική της πόλωση αφού ενώ τιμούσε το θεραπευτικό φίδι του
Ασκληπιού, ταυτόχρονα έφερε στη δημοσιότητα τις πιο σοβαρές επιστημονικές διατριβές του
Ιπποκράτη.
(1946) αναφέρει την περίπτωση ενός ασθενή που είχε ξεπεράσει το στάδιο ψυχικής νάρκης
και κατατονίας της πείνας και ίσως είχε εισέλθει σε κώμα, αλλά επανήλθε: «Αισθανόμουν τις
διανοητικές μου δυνάμεις σε πλήρη αποσύνθεση. Δεν γνώριζα τον εαυτό μου. Κάποτε μου
φαινόταν ότι ήμουν διπλός, σαν να αποτελούμαι από δύο όντα που το καθένα τους είχε τη
δική του υπόσταση». Το 1975 ο Moody δημοσίευσε το κλασικό πάνω στο θέμα των NDE
βιβλίο Life after Life, στο οποίο παρουσίασε μία συλλογή από 150 τέτοιες εμπειρίες και
κατασκεύασε ένα πρότυπο παραθανάτιας εμπειρίας, που περιλαμβάνει τα εξής
χαρακτηριστικά:
1. Ο άνθρωπος ίσως ακούει ιατρούς ή άλλους ανθρώπους να λένε ότι έχει πεθάνει.
2. Νιώθει μια αίσθηση ειρήνης και ησυχίας.
3. Ίσως υπάρχει κάτι σαν κουδούνισμα ή βουητό και νιώθει αυτομάτως να μετακινείται
προς ένα μακρύ και σκοτεινό τούνελ.
4. Κατόπιν ανακαλύπτει ότι βρίσκεται έξω από το σώμα του και είναι καθηλωμένος πάνω
από αυτό. Η έξω από το σώμα εμπειρία, παρά το ότι συσχετίζεται με τα φαινόμενα της
αυτοσκόπησης και της αστρικής προβολής, διακρίνεται από αυτά κατά το ότι το άτομο
πιστεύει ότι έχει εγκαταλείψει το σώμα του, βλέπει όλο το σώμα του αφημένο πίσω, ενώ
δεν υπάρχει δυσάρεστο συναίσθημα (Blackmore 1982).
5. Καταλαβαίνει ότι έχει και άλλο ένα σώμα, αν και διαφορετικής φύσεως, και παρατηρεί
σαν θεατής τις προσπάθειες ανάνηψης που κάνουν οι ιατροί.
6. Μπορεί να συναντηθεί με νεκρούς συγγενείς, φίλους ή άλλους που τον βοηθούν και
νιώθει την παρουσία ενός πνεύματος ζεστασιάς και αγάπης.
7. Έρχεται σε επαφή με ένα λαμπρό φως ή συναντά μια φωτεινή ύπαρξη με την οποία
επικοινωνεί εξωλεκτικά, εμπειρία που συνοδεύεται από μια αίσθηση χαράς, αγάπης και
ειρήνης.
8. Έχει μια πανοραμική και στιγμιαία αναπαράσταση των μεγαλύτερων γεγονότων της
ζωής του.
9. Τέλος φθάνει σε κάτι που μοιάζει με σύνορο που χωρίζει τη γήινη ζωή από την επόμενη
και καταλαβαίνει ότι πρέπει να επιστρέψει στη γήινη ύπαρξή του γιατί ο χρόνος του
θανάτου του δεν ήρθε ακόμη.
Δεν είναι όλες οι επιθανάτιες εμπειρίες ευχάριστες, έχουν αναφερθεί και τρομακτικές
εμπειρίες. Τα πρώτα στάδια αναφέρονται συχνότερα από τα επόμενα.
Μια άλλη κατάταξη των NDE διακρίνει τρία επίπεδα (Greyson 1985). Ένα υπερβατικό, όπου
το άτομο διαβαίνοντας από το πεδίο της συνείδησης περνά σε μια ξένη διάσταση,
συναντιέται με οδηγητικές μορφές, βλέπει σε σμίκρυνση πρόσωπα ή θρησκευτικές φιγούρες,
και φθάνει σε ένα σύνορο χωρίς επιστροφή. Ένα συναισθηματικό, όπου μέσα σε ένα λαμπρό
φως βιώνονται συναισθήματα χαράς, ειρήνης και αρμονίας. Και ένα γνωσιακό, με επιτάχυνση
της αντίληψης του χρόνου και των σκέψεων, πανοραμική μνήμη και αιφνίδια κατανόηση.
Έχουν προταθεί ορισμένα ερμηνευτικά μοντέλα για την εξήγηση των NDE (πνευματιστικές,
οργανιστικές, ψυχολογικές θεωρίες), χαρακτηριστικότερα από τα οποία είναι τα παρακάτω,
χωρίς όμως να διαθέτουν έγκυρα δεδομένα για την τεκμηρίωσή τους.
Πρόσωπα που αντιμετωπίζουν αναπόδραστο κίνδυνο προσπαθούν να αποκλείσουν
αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση από τη συνείδηση και την αντικαθιστούν με ευχάριστες
φαντασιώσεις, οι οποίες τους προστατεύουν από την εξουθένωση (Pfister 1930).
Υπάρχει επαναδραστηριοποίηση της ανάμνησης της γεννήσεως μέσα από τον
πανίσχυρο μηχανισμό της παλινδρόμησης.
Είναι μια πνευματιστική αφύπνιση, μια επαφή με την παγκόσμια πηγή της ύπαρξης και
συνείδησης, της Έσχατης Πνευματικής Πραγματικότητας (Lorimer 1987).
Το παράδειγμα του Grosso (1983) βασισμένο στην ορφική αντίληψη «somosena», ότι το
σώμα είναι ένας τύμβος. Η αληθινή ζωή καλεί τους ανθρώπους να βγούνε έξω από το
σώμα τους. Ο θάνατος είναι γέννηση, υπέρβαση του περίκλειστου, «transcendence over
enclosure».
Υπάρχει βέβαια και ισχυρός αντίλογος, που μπορεί να συνοψισθεί στα παρακάτω
επιχειρήματα: Κανένα από τα NDE φαινόμενα δεν παρατηρείται αποκλειστικά και μόνο κοντά
στον θάνατο και όλες αυτές οι εμπειρίες δεν είναι τίποτε άλλο από σύνθετες ψευδαισθήσεις
προκαλούμενες από τα φάρμακα που χορηγούνται για την αναισθησία. Η έξω από το σώμα
245
ΜΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ. Η μαντική τέχνη περιλαμβάνει κυρίως την αστρολογία
και την ονειροκριτική, αλλά ακόμη τη χειρομαντεία, τη γεωμαντεία, την ονοματομαντεία, τη
νεκρομαντεία, την πυρομαντεία, κ.λπ. Η προφητεία έχει υψηλότερο, γενικότερο και
θρησκευτικότερο χαρακτήρα.
247
Αστρολογία. Μυθολογικός πατέρας της αστρολογίας ήταν ο Ερμής ο Τρισμέγιστος. Είναι μια
άποψη για τη ζωή που βασίζεται στην πρωτόγονη αντίληψη ότι ο κόσμος είναι μια μαγική
ενότητα και κάθε πλανήτης έχει τον αντιπρόσωπο του σε κάποιο ζώο, φυτό ή μέταλλο που
συνδέεται μαζί του με μιαν απόκρυφη «συμπάθεια» και μια κοινότητα εμπειρίας. Αυτό το
«αστροβιολογικό» σύστημα στο σύνολο του μέσα στους αιώνες συνδυάστηκε με την μαγική
ιατρική και την αλχημεία και δημιούργησε τη βάση μιας ολόκληρης ιδεολογίας. Κατά την
Αναγέννηση Έδρες Αστρολογίας υπήρχαν στα πανεπιστήμια της Μπολόνια και της Πάντοβα.
Ήταν η κυριότερη εναλλακτική θεωρία για την ερμηνεία της ιδιοσυγκρασίας και της νόσου
μετά την ιπποκρατική, σε ολόκληρη την ιστορία της ιατρικής μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα αν
και σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει συνδυασμός και των δύο.
Ο Ιπποκράτης επικαλείται τη συμβολή των αστερισμών στην αιτιοπαθογένεια των
νόσων: «Άστρων τε επιτολάς και δυσίας γιγνώσκειν δει, όκως επίστηται τας μεταβολάς και
τας υπερβολάς φυλάσσειν και σίτων και ποτών και πνευμάτων και του όλου κόσμου, εξ’
ώνπερ αι νούσοι τοισιν ανθρώποισι φύονται». Συνιστούσε ιδιαίτερη προσοχή την εποχή της
ανατολής του αστερισμού του Κυνός (με κυριότερον αστέρα τον Σείριο) και του αστέρα
Αρκτούρου (που βρίσκεται στην προέκταση της ουράς της Μεγάλης Άρκτου), καθώς και την
εποχή της δύσης των Πλειάδων, διότι κατά το διάστημα των ημερών αυτών κρίνονται
συνήθως τα νοσήματα και μερικά από αυτά καταλήγουν στον θάνατο, άλλα υποχωρούν και
όλα τα άλλα παίρνουν διαφορετική μορφή και διαφορετική σύσταση. Από τη θέση των
αστερισμών κατά την εκδήλωση της νόσου και σύμφωνα με το ωροσκόπιο του ασθενούς οι
ιατροί μάντευαν την πορεία και την έκβαση της νόσου. Η θέση των άστρων καθόριζε την
κατάλληλη στιγμή χορήγησης των φαρμάκων. Η αστρολογική ιατρική σε συνδυασμό με τα
ιατρομαθηματικά ήσαν αναπόσπαστα βοηθήματα των καλών ιατρών. Ο Γαληνός έλεγε ότι ο
ιατρός που αγνοεί την αστρολογία δεν διαφέρει του δολοφόνου.
Ο Πλωτίνος υποστήριζε ότι λόγω της παγκόσμιας συμπάθειας (δηλαδή της αρχής της
αλληλεπίδρασης όλων των πραγμάτων) τα αστέρια μπορούν να αποκαλύψουν αλλά δεν
μπορούν να καθορίσουν το μέλλον. Λίγο μετά τη διατύπωση αυτής της άποψης ο Πλωτίνος
πέθανε από ένα οδυνηρό νόσημα, και οι αστρολόγοι είδαν στην εξέλιξη αυτή την εκδίκηση
των προσβεβλημένων αστρικών δαιμόνων. Ο αστρολόγος Ηφαιστίων, συγγραφέας του
έργου Τα Αποτελεσματικά, καταγόταν από τις αιγυπτιακές Θήβες. Έζησε περί τα τέλη του 4ου
αιώνα μ.Χ., και ίσως ήταν χριστιανός. Το έργο του, μια εφαρμοσμένη αστρολογία με βάση τη
θέση των ουρανίων σωμάτων, περιλαμβάνει μια γενική εισαγωγή στην αστρολογία, για τις
εξόδους των καταρχών των άστρων και προβλέψεις για τη ζωή και τη μοίρα των ανθρώπων
με βάση το ζώδιο στο οποίο ανήκουν, αν και το σημαντικότερο μέρος της αστρολογίας του
αφορά την τυπολογία των προσωπικοτήτων αναλόγως ζωδίου και λιγότερο την πρόβλεψη.
Κατά τον Παράκελσο (1493-1541), οι αισθήσεις και η λογική, που απαρτίζουν το
πνεύμα, επειδή ακριβώς είναι πνευματικές ιδιότητες, δεν εξαρτώνται από υλικά στοιχεία αλλά
από τους αστερισμούς. «Όπως το σώμα έχει ανάγκη από υλική τροφή, έτσι και η ψυχή δεν
μπορεί να υπάρχει χωρίς πνευματική τροφή, την οποία δέχεται από τους αστερισμούς. Η
σοφία του ανθρώπου θα ήταν πολύ μικρή χωρίς τα άστρα». Πίστευε, όπως οι πλείστοι ιατροί
εκείνη την εποχή, ότι τα διάφορα μέρη του σώματος αντιστοιχούν το καθένα σε συγκεκριμένο
αστέρα (Σελήνη – Εγκέφαλος, Ηλιος – Καρδία, Δίας – Ηπαρ, Κρόνος – Σπλήν) και
οποιαδήποτε διατάραξη των κινήσεων τους επιδρά στα όργανα αυτά. Ο Franz Anton Mes-
mer (1735-1815) στη Βιέννη με τη διδακτορική διατριβή του Dissertatio Physiomedica de
Planetarum Influxu το 1766 υποστήριξε ότι τα άστρα επιδρούν στη διαμόρφωση της
ψυχοπαθολογίας. Η σχετική συζήτηση, μετά από 200 χρόνια και πλέον, αναζωπυρώθηκε
όταν βρέθηκε ότι οι σχιζοφρενείς γεννιούνται συχνότερα κατά τους χειμερινούς μήνες και ότι
αυτοί που γεννιούνται τους εαρινούς μήνες έχουν υψηλότερα ποσοστά στις αυτοκτονίες.
Η ενασχόληση με τα ζώδια ενδέχεται να διαμορφώνει ασυνείδητα στάσεις και
συμπεριφορές που εναρμονίζονται με το ζώδιο στο οποίο πιστεύει κανείς ότι ανήκει, και το
οποίο υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει μια ιδιάζουσα αντίληψη για τον εαυτό και για τα
περιστατικά της ζωής. Πολλοί άνθρωποι πίστευαν και πιστεύουν ότι τα ουράνια σώματα
παίρνουν θέσεις που, αν τις γνωρίζει κανείς, θα μπορεί να προβλέψει την εξέλιξη της ζωής
κάθε ανθρώπου, τις αρρώστιες, την καριέρα του, τον χρόνο και τον τρόπο του θανάτου του.
248
Πιστεύουν ότι οι πλανήτες επηρεάζουν τις φυσιολογικές και τις ψυχικές λειτουργίες και ότι η
μελέτη των θέσεών τους κατά τη γέννηση, και αργότερα, είναι δυνατόν να παράσχει
πληροφορίες για μελλοντικά γεγονότα. Δεν υπάρχει αποδεικτικό έδαφος γι’ αυτές τις εικασίες,
πολλοί πιστεύουν ότι είναι καθαρές ανοησίες, αλλά η διάσταση απόψεων πάνω στο θέμα
είναι τόσο παλαιά όσο και το ίδιο. Οι άνθρωποι προσπαθούν εναγωνίως να κατευνάσουν το
αίσθημα ανασφάλειας που τους δημιουργεί το άγνωστο επιδιώκοντας να γνωρίσουν το
μέλλον. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η πίστη στην αστρολογία έχει διαδοθεί ευρύτατα σε όλα
τα κοινωνικά στρώματα. Αλλά αν η πίστη αυτή απαντά σε ανθρώπους χωρίς μόρφωση,
απλοϊκούς και αφελείς, το πράγμα εξάπτει τη φαντασία όταν εμφανίζονται αποκαλύψεις στον
τύπο για τις μαγικοαστρολογικές ενασχολήσεις δημοσίων προσώπων (του Χίτλερ, του
Μιττεράν κ.ά.).
Χειρομαντεία. Η τέχνη της αναγνώσεως της χειρός, ιδίως της παλάμης, με σκοπό την
προφητεία αλλά και τη διερεύνηση του χαρακτήρα έχει μακρά ιστορία και παραμένει πάντα
στην επικαιρότητα. Η μορφολογία της παλάμης, ιδιαίτερα οι γραμμώσεις της, υποτίθεται ότι
σχετίζεται με τους αστερισμούς αλλά και με τα όργανα του σώματος. Τα ευρήματα
στερούνται επιστημονικής εγκυρότητας, αλλά στο χέρι είναι δυνατόν να εμφανίζονται
διαγνωστικά σημάδια όπως η πληκτροδακτυλία, που αντανακλά αναπνευστικά προβλήματα,
ή η ερυθρότητα της παλάμης, εκδήλωση ηπατικής δυσλειτουργίας.
Προφήτες και προφητείες. Η γνώση του μέλλοντος εμφανίσθηκε ως ανάγκη κάλυψης της
αγχογόνου αβεβαιότητας που δημιουργεί το άγνωστο από την εποχή που η ανθρώπινη
σκέψη απέκτησε τη δυνατότητα της αφαίρεσης. Οι προλέγοντες τα εσσόμενα προϋπήρξαν
των θρησκευτικών ηγετών, των φιλοσόφων και των συγγραφέων. Η εξέλιξη της πρόβλεψης –
από την υπόθεση, την ενόραση και το όνειρο στην επιστημονική πρόγνωση– έχει μακρά
ιστορία στις ανθρώπινες κοινωνίες. Ο προφήτης Ησαΐας, η Αποκάλυψη του Ιωάννη και οι
Αιώνες του Michel de Nostre Dame (1603-1662) είναι τα πλέον διαδεδομένα προφητικά
κείμενα, αλλά υπάρχουν και άλλα που έχουν ασκήσει σημαντική επιρροή ανά τους αιώνες,
όπως το Arbor Mirabilis του Ulrich von Meinz (1486-1558), τα κείμενα του Αλβέρτου του
Μέγα (1193-1280), του Λεονάρδο ντα Βίντσι (1452-1519) και άλλων. Υπάρχουν και νεότεροι
συγγραφείς που στο έργο τους διακρίνονται προφητικού τύπου διατυπώσεις, όπως οι Ιούλιος
Βερν (1828-1905), George Wells (1866-1946), Albert Einstein (1879-1955), Aldous Haxley
(1894-1960), Arthur Clark (1917-2008) κ.ά.
Ονειροκριτική. Στην αρχαιότητα αλλά και στη σύγχρονη εποχή καταβάλλεται μεγάλη
προσπάθεια αποκαλύψεως του προφητικού περιεχομένου των ονείρων από τους
ονειροκρίτες. Ο Αρτεμίδωρος ο Δαλδιανός (2ος μ.Χ. αιώνας) έγραψε βιβλία περί της
ερμηνείας των ονείρων (Ονειροκριτικά), καθώς και περί της οιωνοσκοπίας (Οιωνοσκοπικά)
και της χειρομαντείας (Χειροσκοπικά) (Papamichael and Marketos 1995), στα οποία
αναγνωρίζει, μεταξύ και άλλων ειδών ονείρων, την ύπαρξη θεόπεμπτων ονείρων με
προφητικό χαρακτήρα. Κατά την αρχαιότητα, όπως και σήμερα άλλωστε, η πίστη στην
ονειροκριτική τέχνη ήταν κάτι που δεν περιοριζόταν μόνο στις μάζες. Ο Σοφοκλής και ο
Αισχύλος αποδέχονταν την ερμηνεία των ονείρων ως σημαντικό κλάδο της μαντικής. Ο
Γαληνός, πριν πάθει παράλυση, ονειρεύτηκε ότι το ένα σκέλος του ήταν λίθινο και την άλλη
μέρα το βρήκε παράλυτο, αλλά η ερμηνεία αυτού του γεγονότος σήμερα είναι πασιφανής,
αφού στη σύγχρονη εποχή τα όνειρα ερμηνεύονται από την επιστήμη όχι ως δίαυλοι
επικοινωνίας της συνείδησης με το θείο και το υπερφυσικό, αλλά της συνείδησης με τις
περιστάσεις του ατόμου και το ασυνείδητο.
Τα προφητικά όνειρα κυρίως εκπορεύονται από τον θεό («και γαρ τ’ όναρ εκ Διός
εστίν»). Στα προφητικά όνειρα γίνονται νύξεις για γεγονότα που θα προκύψουν στο μέλλον.
Πολλοί πιστεύουν ότι καθώς το σώμα καθεύδει, το πνεύμα εξέρχεται, περιφέρεται και
ταξιδεύει σε τόπους, σε καταστάσεις και πρόσωπα από τα οποία αντλεί στοιχεία ενδεικτικά
της μελλοντικής ζωής και των περιστάσεων που θα αντιμετωπίσει ο ονειρευόμενος. Η
εμφάνιση στο όνειρο ζώων, νεκρών ανθρώπων και ποικίλων αντικειμένων έχει θεωρηθεί
στοιχείο δηλωτικό της υπάρξεως πνευμάτων. Τα πνεύματα, επειδή δύνανται να εισέρχονται
249
οπουδήποτε, είναι σε θέση να μαθαίνουν οτιδήποτε και διά των ονείρων να το ανακοινώνουν
και να το αποκαλύπτουν στον ενδιαφερόμενο. Ο Μεντελέγιεφ, που απεχθανόταν την
παραψυχολογία, δεν διστάζει να συνδέσει το σημαντικότερο επίτευγμά του, την επινόηση του
Περιοδικού πίνακα χημικών στοιχείων, με τη μεσολάβηση ενός ονείρου: «είδα ένα όνειρο με
έναν πίνακα όπου όλα τα στοιχεία βρίσκονταν στη θέση τους, όπως έπρεπε. Ξυπνώντας
αμέσως τον κατέγραψα σε μια κόλλα χαρτί». Σίγουρα ο Μεντελέγιεφ στις αγωνιώδεις
προσπάθειές του να βρει έναν τρόπο κατάταξης των στοιχείων, «κατασκεύασε» τον χάρτη
τους, ο οποίος εμφανίσθηκε εναργέστερος στο όνειρο.
τον 1ο αιώνα μ.Χ. Λέγεται ότι είχε την ικανότητα να βρίσκεται συγχρόνως σε δύο τόπους:
Όταν ήταν στην Αλεξάνδρεια ήταν συγχρόνως και στη Ρώμη ως αυτόπτης μάρτυρας της
δολοφονίας του αυτοκράτορα Δομιτιανού. Η φήμη του ήταν τεράστια, λατρεύτηκε ως θεός
και, αν οι ιστορικές συγκυρίες ήσαν διαφορετικές, ίσως να είχε επικρατήσει του
χριστιανισμού.
Ο Παράκελσος στρεφόμενος με πολεμική διάθεση εναντίον των ιατρών της εποχής του και
της σωρευμένης γραπτής παράδοσης στην οποία αυτή βασίζονταν, υποστήριζε ότι η ιατρική
δεν χρειάζεται γραπτά βιβλία και κείμενα, διότι η φύση από μόνη της αποτελεί ένα κείμενο και
ο ιατρός δεν έχει να κάνει τίποτε άλλο από το να το σχολιάζει και να το ερμηνεύει (Ρόζος
1972). Στο ερώτημα πώς θα ανακαλυφθούν οι μυστικές αξίες που είναι κρυμμένες στο φυτικό
και το ορυκτό βασίλειο, η απάντησή του είναι κατηγορηματική: καταφεύγοντας στις
απόκρυφες επιστήμες και πρωτίστως στη μαγεία, που είναι η «ανατομία της ιατρικής».
Ιατρός που δεν είναι ειδικευμένος στη μαγεία δεν μπορεί να είναι παρά τρελός ή ερασιτέχνης:
αυτό τουλάχιστον υποστήριζε στο βιβλίο του Ο λαβύρινθος των πλανημένων ιατρών. Ο
Παράκελσος ονόμασε Medicina Adepta την υπερφυσική θεραπεία που προκύπτει από την
άσκηση της απόκρυφης ιατρικής: πρόκειται για μια ιατρική που στηρίζεται στη γνώση των
αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ ουρανού και ανθρώπου και στη γνώση των ασθενειών που
προκύπτουν όταν αυτή η αμοιβαία συσχέτιση διαταράσσεται. Ονόμασε Magnalia τα ιατρικά
παρασκευάσματα γενικώς και Mysteria τις μυστικές συνταγές.
Σύμφωνα με τον Παράκελσο η φύση του ανθρώπου απλώνεται σε επτά πεδία τα εξής:
Πρώτο πεδίο το σώμα, η απλή αδρανής ύλη. Δεύτερο πεδίο το ζωτικό ή φυσικό πνεύμα, η
δύναμη που ζωντανεύει το σώμα και κανονίζει τις οργανικές λειτουργίες. Τρίτο πεδίο το
αστρικό σώμα, το οποίο ενώνει τον άνθρωπο με τις ουσίες, με τις βαθύτερες δυνάμεις, με τη
μυστική ζωή του κόσμου. Τέταρτο πεδίο η ζωική ψυχή, που περιλαμβάνει τα ένστικτα και τη
σαρκική γνώση. Πέμπτο πεδίο η ορθολογική ψυχή. Έκτο πεδίο η πνευματική ψυχή. Έβδομο
πεδίο το θείο πνεύμα. Η ζωή του ανθρώπου κυριαρχείται από πέντε όντα ή σφαίρες. Οι
διάφορες ασθένειες δεν προέρχονται από μία αλλά από πέντε αιτίες, πέντε ενεργητικές αρχές
ή επιδράσεις που κυβερνούν το ανθρώπινο σώμα, τις οποίες ονόμασε Entia και προέρχονται
από τα πέντε όντα: Ens Astrorum, οι αστερισμοί. Προέρχονται από το Αστρικό ον, το οποίο
συνίσταται από τις κοσμικές επιρροές των αστερισμών που δρουν επί των γήινων όντων.
Ens Veneri, τα δηλητήρια. Προέρχονται από το Δηλητηριώδες ον, το οποίο περιλαμβάνει
διάφορες βλάβες που απειλούν τον ανθρώπινο οργανισμό και προέρχονται από το
περιβάλλον και τις τροφές. Ens Naturale, οι επιδράσεις της φύσεως. Προέρχονται από το
Φυσικό ον, το οποίο είναι η ζωτική δύναμη που εξασθενεί από τις ασθένειες. Ens Spirituale,
οι πνευματικές επιδράσεις. Προέρχονται από το Πνευματικό ον, το οποίο είναι η
συναισθηματική πλευρά του ανθρώπου. Ens Dei, οι θεϊκές επιδράσεις, προέρχονται από το
Θεϊκό ον, το οποίο εκφράζει τη θεία βούληση. Η αρμονία μεταξύ των προηγούμενων
τεσσάρων όντων, που την κανονίζει το Θείο ον, συμπίπτει με την υγεία του οργανισμού. Η
ιατρική κατά τον Παράκελσο ερείδεται πάνω σε τέσσερις στύλους: τη Φιλοσοφία, την
Αστρονομία, την Αλχημεία και την Ηθική. Ο πρώτος στύλος είναι η φιλοσοφική γνώση της
γης και του νερού. Ο δεύτερος, η αστρονομία, καλύπτει την πλήρη κατανόηση της πύρινης
και της αέρινης φύσης. Ο τρίτος η Αλχημεία αποτελεί επαρκή ερμηνεία των ιδιοτήτων των
τεσσάρων στοιχείων, δηλαδή ολόκληρου του σύμπαντος, και μια εισαγωγή στην τέχνη της
μετουσίωσής τους. Τέλος ο τέταρτος, η Ηθική, είναι εκείνη που στηρίζει και συμπληρώνει
τους άλλους τρεις στύλους και δείχνει στον ιατρό τις αρετές που πρέπει να τον ακολουθούν
μέχρι τον θάνατό του. Η παρακελσιανή ιατρική, παρά το ότι δεν είναι ανατολική αλλά δυτική
και στην ουσία της χριστιανική, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν πρότυπο για την κατανόηση
της φιλοσοφίας και της πρακτικής και των άλλων παραδοσιακών ιατρικών.
Ο Μιχαήλ Ψελλός, Βυζαντινός λόγιος, θεολόγος και φιλόσοφος που έζησε τον 11ο αιώνα
(1018-1096), ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον αποκρυφισμό και τη μαγεία. Στο βιβλίο του
Περί δαιμόνων περιγράφει λεπτομερώς δραστηριότητες μάγων και δαιμόνων, πτήσεις,
συνάξεις και όργια μαγισσών, τελετουργικές παιδοκτονίες, και αναφέρεται σε δηλητήρια,
μαγικά φίλτρα και φάρμακα που διευκολύνουν την εμφάνιση δαιμόνων. Ο Pico della
251
Μάγος, αγύρτης και τυχοδιώκτης, ιατρός και αστρολόγος του επισκόπου της Βαμβέργης,
μορφή πραγματική, που όμως τα στοιχεία και οι λεπτομέρειες της ζωής του χάνονται μέσα
στον θρύλο, ο Φάουστ είναι ο κατεξοχήν αρχετυπικός μάγος που στοίχειωσε τη νεότερη
δυτική φαντασία. Εμπνέοντας συγγραφείς από τον Christopher Marlow και τον Goethe μέχρι
τον Thomas Mann, ο Φάουστ καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στην παγκόσμια φιλολογία, τη
μουσική, το θέατρο και τις καλές τέχνες. Ο μύθος του δραματοποιεί την αρχέγονη ιδέα του
ανθρώπου που συνάπτει συμφωνία με τον διάβολο πουλώντας σε εκείνον την ψυχή του και
κερδίζοντας ως αντάλλαγμα τη γνώση και τον έρωτα. Ο μεσαίωνας και η Αναγέννηση
βρίθουν από παρόμοιες μεγάλες φυσιογνωμίες. O Agrippa Cornelius (1486-1535), ιατρός,
αλχημιστής, καθηγητής της θεολογίας στην Κολωνία, επίσημος μάγος και αστρολόγος της
μητέρας του Φραγκίσκου Α’ της Γαλλίας και ιδρυτής μυστικών εταιρειών, έγραψε το 1549 το
De Occulta Philosophia και ισχυρίσθηκε ότι η ενασχόληση με την επιστήμη είναι μάταιο έργο.
Ο Marcilio Ficino (1433-1499), μαθητής του Πλήθωνα Γεμιστού, επικεφαλής της Πλατωνικής
Ακαδημίας της Φλωρεντίας, ορφικός, ερμητιστής, νεοπλατωνικός και πυθαγόρειος έγραψε το
1471 το De Vita Libri Tres, το οποίο είναι μια ιατρική πραγματεία. Το 1450 επινόησε μια
θεωρία, την Prisca Theologia, σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια αρχαία εσωτερική σοφία,
που οι ρίζες της εκτείνονται προς τα πίσω μέχρι τον Μωυσή, στην οποία έχουν προσχωρήσει
οι φιλόσοφοι αποκρύπτοντάς την από τους αμύητους. Ο John Dee (1527-1607),
καββαλιστής, μαθηματικός, μάγος, αστρολόγος, πυθαγόρειος και λάτρης της επιστημονικής
αναζήτησης, διετέλεσε αστρολόγος της βασίλισσας Ελισάβετ και άλλων βασιλέων της
Ευρώπης.
Η μαγνητική θεραπεία των πληγών ήταν το αποκορύφωμα της αγυρτείας στην ιστορία της
ιατρικής και χαρακτηριστικό παράδειγμα ακραίας και καταστροφικής εκτροπής από την
επιστήμη (Clericuzio 1994). Ήταν βασισμένη σε ένα βάλσαμο φτιαγμένο από σάρκα νεκρού
άνδρα, που έπρεπε να απλωθεί όχι επάνω στο τραύμα αλλά στο όπλο που το προκάλεσε· το
βάλσαμο αυτό υποτίθεται ότι γιάτρευε το τραύμα, ανεξάρτητα από την απόσταση που
υπήρχε ανάμεσα στο τραύμα και το όπλο διότι λειτουργούσε μέσω του παγκόσμιου
πνεύματος. Για να είναι αποτελεσματική η θεραπεία, έπρεπε να πληρούνται κάποιες
προϋποθέσεις: να υπάρχουν ίχνη αίματος από το τραύμα πάνω στο όπλο· το όπλο να
διατηρείται καθαρό διά πλύσεων με ανθρώπινα ούρα· την ημέρα που θα ετοποθετείτο η
αλοιφή πάνω στο όπλο ο τραυματίας έπρεπε να απέχει από κάθε σεξουαλική επαφή. Πάνω
από 100 χρόνια κυριάρχησε σαν άκρως αποτελεσματική θεραπεία. Το 1661 σε μια
συνάντηση της Royal Society of Medicine στο Λονδίνο ζητήθηκε από τους ιατρούς που
διέθεταν την αλοιφή να φέρουν μια ποσότητα στην επόμενη συνάντηση.
252
Αβασκανία ή Βασκανία. Το κακό μάτι που από φθόνο προκαλεί δυσμενή επίδραση και
βλάβη. Οι θρησκείες δεν καταδικάζουν την αβασκανία και την αποδίδουν σε επίδραση κακού
πνεύματος. Θεωρείται ότι μπορεί κανείς να την εξουδετερώσει με κατάλληλα φυλαχτά (κατά
την αρχαιότητα με χαραγμένους φαλλούς, στη σύγχρονη εποχή με κομποσκοίνια που
αγοράζονται στις εκκλησίες και στα μοναστήρια).
ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ. «Ως γαρ o εν Δελφοίς ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει, κατά τον
Ηράκλειτον, ούτω των Πυθαγορικών συμβόλων και το φράζεσθαι δοκούν κρυπτόμενον εστί
και το κρύπτεσθαι νοούμενον» (από την ανθολογία του Στοβαίου, Πυθαγορικά, 72). Η φράση
αυτή ίσως εκφράζει κατά τον σαφέστερο τρόπο τα ριζώματα του αποκρυφισμού. Ο
αποκρυφισμός δηλώνει την αδυναμία της επιστήμης και του ορθού λόγου να εξηγήσουν τον
κρυπτικό και μυστηριώδη χαρακτήρα της υπάρξεως. Το μυστικό, το κρυφό δεν είναι
αποτέλεσμα κάποιας προσωπικής βούλησης, αλλά είναι ιδιότυπο χαρακτηριστικό της ίδιας
της φύσης. Όσο η γνώση του κόσμου επεκτείνεται τόσο γίνεται απόκρυφη, διότι η γλώσσα
της δεν είναι ανακοινώσιμη. Κατά τους αποκρυφιστές, ο άνθρωπος βρίσκεται σε πλήρη
επαφή και σχέση με την ολότητα του σύμπαντος. Ο Γαληνός στα έργα του αναφέρεται σε
απόκρυφες ιδιότητες, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν διά της λογικής, και κάνει
λόγο για την προσπάθεια αποκάλυψης των σχέσεων μεταξύ αυτών των ιδιοτήτων και της
ουσίας. Ο ψυχίατρος Morel (1809-1873) και πιθανόν ο Carl Jung, είχαν ασχοληθεί με τον
αποκρυφισμό. Σύμφωνα τους αποκρυφιστές, που είναι διασκορπισμένοι σε πλήθος φανερών
ή μυστικών εταιρειών, υπάρχουν θεμελιώδεις αρχαϊκές αλήθειες που είναι στη βάση όλων
των θρησκειών (Blavatsky 1888). Η απόκρυφη πλευρά της Φύσης ποτέ δεν κατορθώθηκε να
προσεγγισθεί από την επιστήμη του σύγχρονου πολιτισμού. Η αλήθεια έρχεται διά της
αποκαλύψεως. Όλα τα αντικείμενα, τα όντα και οι δυνάμεις αποτελούν απλώς
διαφοροποιήσεις του Μεγάλου Αγνώστου, για το οποίο είναι αδύνατη οποιαδήποτε εικασία ή
υπόθεση, αφού ξεπερνά τη δυνατότητα σύλληψης του ανθρώπου. Είναι η πανίσχυρη
απρόσωπη Πραγματικότητα, αφού περιλαμβάνει τα πάντα και το καθένα ξεχωριστά. Ο
άνθρωπος σε αυτόν τον πλανήτη έχει έρθει για να τεθεί σε δοκιμασία. Δεν έχει κανένα
προνόμιο, αλλά θα πρέπει να διασώσει το Εγώ του με προσωπική προσπάθεια και μέσα
από μια μακρά σειρά μετεμψυχώσεων και επανενσαρκώσεων μέσα στις αλληλοδιαδεχόμενες
χιλιετίες. Η αρετή εμπεριέχει την ανταμοιβή και η κακία εμπεριέχει την τιμωρία.
Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελεί ο καββαλιστικός αποκρυφισμός. Η καββάλα αποτελείται
από εβραϊκά αποκρυφιστικά και μεταφυσικά δόγματα συνδεόμενα με τον Μωυσή και τον Θεό
που διαδόθηκαν στη μεσαιωνική Ευρώπη από την Ισπανία. Μεγάλο ενδιαφέρον εκδηλώθηκε
σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά οι ασχολούμενοι με αυτήν καταγγέλθηκαν από την
χριστιανική Εκκλησία ως μάγοι και καταδιώχθηκαν απηνώς. Οι εσωτερικιστές και οι
αποκρυφιστές είχαν ιδιαίτερη επίδραση στις τέχνες. Ο Yeats ήταν μέλος του Ερμητικού
Τάγματος της Μητέρας της Χρυσής Αυγής. Οι συμβολιστές ζωγράφοι έκαναν τις εκθέσεις
τους σε αίθουσες των ροδοσταυριτών. Ο Ezra Pound υποστήριζε θεωρίες που ανάγονταν
στα Ελευσίνια Μυστήρια και ο Antonin Artaud, λίγο πριν γλιστρήσει στη σχιζοφρένεια, είχε
βυθισθεί στην καββάλα, τα ταρό, την αλχημεία κ.λπ. Η έλλειψη και της παραμικρής λογικής
και εμπειρικής βάσης του αποκρυφισμού έχει προκαλέσει ισχυρές και σφοδρές αντιδράσεις
παρά το ότι οι οπαδοί του υποστηρίζουν ότι η βάση του δεν είναι η λογική και η εμπειρία
αλλά αυτό που αποκαλόυν «ανώτερο επίπεδο συνειδητότητας». Ο αποκρυφισμός είναι η
μεταφυσική των ηλιθίων, είχε πει ο Adorno, ενώ άλλοι χαρακτηρίζουν τον αποκρυφισμό ως
χασισοποτείο της σκέψης.
Τύχη και Ειμαρμένη. Ειμαρμένη (από το μείρομαι, παίρνω το μερίδιό μου) είναι η άγνωστη
και ακαταμάχητη αλληλουχία των συμβάντων. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι στη ζωή όλα
είναι προκαθορισμένα από ανώτερους νόμους και δυνάμεις και πως κάθετί έχει ήδη
"αποφασιστεί". " Καθ' ειμαρμένην τα πάντα γίνεσθαι" έλεγαν οι Στωικοί και την όριζαν σαν
αδιάκοπη συνέχεια από αιτίες, που κανονίζει όσα γίνονται στον κόσμο, όλα με σειρά
προδιαγεγραμμένη, μια ακολουθία από αλληλουχίες. Η θεά Ειμαρμένη (Fatum) περιστρέφει
τον "τροχό της Τύχης". Είναι η ίδια η τύχη, η αναπότρεπτη μοίρα, το πεπρωμένο, το γραφτό
253
κάθε ανθρώπου, που περιλαμβάνει και προδιαγράφει ολόκληρη τη ζωή του. Είναι η
προσωποποίηση της πιο μεγάλης δύναμης, που κυριαρχεί στη φύση και κανονίζει τις
ενέργειες των ανθρώπων, η κυρίαρχος των Μοιρών. Η άποψη αυτή βρίσκεται σε διαρκή
σύγκρουση με την θέση πως οι άνθρωποι είναι κυρίαρχοι των πράξεών τους, οι αρχιτέκτονες
της ζωής τους αφού είναι προικισμένοι με την ελεύθερη βούληση. Το θέμα «ειμαρμένη-
ελεύθερη βούληση» αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα φιλοσοφικά προβλήματα-αδιέξοδα και
αναπόφευκτα σχετίζεται, ανάλογα με την θέση που παίρνει κανείς, τόσο με τη θεώρηση της
ύπαρξης του θεού και τη σχέση του με τους ανθρώπους όσο και με την αστρολογία.
Οι άνθρωποι γενικώς πιστεύουν ότι είναι τυχεροί ή άτυχοι, και αυτό ενδέχεται να έχει
επιπτώσεις στις αποφάσεις που παίρνουν στη ζωή τους αλλά και στη διαμόρφωση της
προσωπικότητάς τους. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι είναι μάλλον τυχεροί παρά άτυχοι.
Είναι ενδιαφέρουσες οι διάφορες δοξασίες που σχετίζονται με το θέμα αυτό, όπως π.χ. ότι ο
άνθρωπος γεννιέται τυχερός ή άτυχος και ότι αυτό παραμένει ακλόνητο, ή αντίθετα ότι ο ίδιος
μπορεί να επηρεάσει την τύχη του προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Υπάρχει ακόμη η
προκατάληψη ότι κάποια άλλη δύναμη ελέγχει την τύχη του ανθρώπου, η οποία άλλοτε του
την προσφέρει και άλλοτε του την αφαιρεί. Σε ορισμένες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις οι
άνθρωποι επικαλούνται την τύχη τους κατά χαρακτηριστικό τρόπο. Οι καταθλιπτικοί
πιστεύουν ότι είναι κακότυχοι, ενώ οι ευφορικοί και οι υπομανιακοί πιστεύουν ότι είναι
τυχεροί. Πάντως, αν πράγματι υπάρχουν τυχεροί άνθρωποι, μπορεί να οφείλουν την καλή
τους τύχη και στο ότι είναι ικανοί στη συλλογή σωστών πληροφοριών από το περιβάλλον,
ικανοί στο να προβλέπουν και στο να ενεργούν την κατάλληλη στιγμή∙ μεγιστοποιούν τις
ευκαιρίες που τους δίνονται, έχουν την τάση να παίρνουν αποφάσεις ενεργώντας με τη
διαίσθηση και τα συναισθήματά τους, δείχνουν μια σιγουριά ότι το μέλλον τους θα είναι καλό,
διαθέτουν την ικανότητα να μετατρέπουν την κακοτυχία σε καλοτυχία αναλογιζόμενοι ότι
υπάρχουν και χειρότερα, και ενεργούν δραστήρια αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες και
παίρνοντας τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια τους (Wiseman 2003).
Αριθμοί. Επειδή ως σημεία οι αριθμοί έχουν έναν χαρακτήρα αφηρημένο και αυθαίρετο, είναι
δυνατόν να διεγείρουν ψυχοσυναισθηματικές καταστάσεις. Ο Freud ήταν γοητευμένος με την
αριθμολογία και, καθότι ψυχαναγκαστικός, διακατεχόταν από παράλογους φόβους σχετικά
με τους αριθμούς. Ήταν πεπεισμένος ότι θα πεθάνει σε ηλικία 62 ετών και κάποτε παρέλυσε
από τον φόβο του όταν η τηλεφωνική εταιρεία της Βιέννης τού έστειλε τον αριθμό του
καινούργιου τηλεφώνου του που έληγε σε 62.
Ο σαμάνος είναι αρχέγονος γιατρός, εμπνευσμένος και ιδιαίτερα ευάλωτος στην κατοχή από
πνεύματα, μέσα από τον οποίο αυτά επικοινωνούν με τον ασθενή αφού ο ίδιος περιέλθει σε
κατάσταση αναστάτωσης μετά από ισχυρό υποκαπνισμό, κατανάλωση οινοπνεύματος και
254
φαρμάκων. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του σαμανισμού δεν είναι η είσοδος ενός ξένου
πνεύματος στον σαμάνα. Είναι η απελευθέρωση του πνεύματος του σαμάνα που
εγκαταλείπει το σώμα του και ξεκινά για ένα μαντικό ταξίδι ή μια «ψυχική διαδρομή». Μπορεί
να του συμπαρασταθούν υπερφυσικά όντα, όμως η δική του προσωπικότητα αποτελεί
αποφασιστικό στοιχείο. Ο σαμάνος είναι ένα άτομο ψυχικώς ασταθές που δέχθηκε το
κάλεσμα για θρησκευτική ζωή. Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι περνάει μια περίοδο αυστηρής
εξάσκησης, απομόνωσης, νηστείας και ψυχολογικής αλλαγής του φύλου. Η ψυχή του
εγκαταλείπει το σώμα και ταξιδεύει σε μακρινά μέρη, στον κόσμο των πνευμάτων. Από τις
εμπειρίες αυτές αποκτά την επιδεξιότητα στη μαντεία, τη θρησκευτική ποίηση και τη μαγική
ιατρική. Διάσημοι σαμάνες ήσαν ο Αριστέας και ο Ερμότιμος ο Κλαζομένιος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΟΥΡΑΣ Φ, ΧΑΤΖΗΔΗΜΟΣ Α, ΚΑΛΟΥΤΣΗΣ Α, ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ. (1946). Η ψυχοπαθολογία της πείνας,
του φόβου και του άγχους. εκδ. Οδυσσέας/Τρίαψις Λόγος, Αθήνα 1991.
ΠΕΛΕΓΡΙΝΗΣ Θ. (1994). Η Μαγεία της Φιλοσοφίας. Η Φιλοσοφία της Μαγείας. Ελλ. Γράμματα.
ΠΟΥΡΝΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΚ. (1970). Η Ιατρική εις τους ναούς.
ΡΟΖΟΣ ΒΠ. (1972). Παράκελσος. Ο Λούθηρος της Ιατρικής. Υγειονομική Φωνή.
STEVENSON I. (2000). The phenomenon of claimed memories of previous lives: possible interpretations and
importance. Medical Hypotheses 54(4):62-659.
STEVENSON I, BELOFF J, WEST DJ, EYSENCK HJ. (1969). ESP-A scientific evaluation. British Journal of
Psychiatry 115:743-748.
SYRIADA KL, CUMMINGS C, DONALDSON W. (1992). Hypnosis or cognitive behavioural training for the reduc-
tion of pain and nausea during cancer treatment: a controlled clinical trial. Pain, 48:137-146.
VLASTOS G. (1949). Religion and Medicine in the Cult of Asclepius. Review of Religion (1949) 278ff.
WISEMAN R. (2003). The Luck Factor: The Scientific Study of the Lucky. Mind Century Books.
YATES F. (1964). Giordano Bruno and the Hermetic Tradition. Univ. Chicago Press.
Όταν οι ίδιες οι αντιστάσεις του οργανισμού γίνονται επιβλαβείς, δύναται να προκύψει νόσος.
Όταν οι αντιστάσεις αυτές δεν αφορούν το οργανικό υπόστρωμα αλλά την ψυχική σφαίρα,
τότε είναι δυνατόν από τη σωματική σφαίρα να παράγονται ιδιάζουσες σωματικές
παθολογικές καταστάσεις. Δεδομένων των εξελίξεων στη σύγχρονη ιατρική, οι ασθενείς,
καλώς ή κακώς, χωρίζονται ως πάσχοντες στη βάση δύο μεγάλων κατηγοριών παθήσεων,
των σωματικών και των ψυχικών. Στη συνοριακή γραμμή που χωρίζει αυτές τις δύο
νοσολογικές περιοχές υπάρχει μία «γκρίζα ζώνη» που καταλαμβάνεται από κάθε ψυχολογικό
ή ψυχιατρικό στοιχείο που σχετίζεται φαινομενολογικά ή αιτιολογικά με ποικίλες σωματικές
παθολογικές εκδηλώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι λεγόμενες ψυχοσωματικές
διαταραχές.
Σωρευμένη κλινική εμπειρία έχει δείξει ότι οι ψυχολογικοί παράγοντες και η σωματική
υγεία συνδέονται στενά, ενώ η παρατήρηση του ποιού και της φύσης των σχέσεων μεταξύ
συγκινήσεων και σωματικών λειτουργιών έδειξε ότι οι συγκινήσεις έχουν στενή σχέση και με
τα σωματικά συμπτώματα. Μεταβολές της καρδιαγγειακής και νεφρικής λειτουργίας, της
πηκτικότητας και της γλοιότητας του αίματος ως αποτέλεσμα συγκινησιακών καταστάσεων
αποτελούν πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα. Είναι γνωστή η επίδραση των
συναισθημάτων στη φυσιολογική λειτουργία των οργάνων, τόσο από παρατηρήσεις
περιπτώσεων όσο και από παρατηρήσεις σε πειραματικές συνθήκες. Στην ιστορική αφετηρία
της μελέτης αυτής της επίδρασης, βρίσκονται οι Wolf και Wolff (1947), όταν δημοσίευσαν την
περίπτωση νεαρού ο οποίος σε ηλικία 17 ετών μετά από χειρουργική επέμβαση παρουσίασε
257
ένα γαστροκοιλιακό συρίγγιο, που επέτρεπε την παρατήρηση της επιφάνειας του γαστρικού
βλεννογόνου του στομάχου και έτσι δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστωθούν χαρακτηριστικές
μεταβολές της μορφολογίας και της λειτουργίας του βλεννογόνου σε σχέση με
συναισθηματικές καταστάσεις. Κατά τον θυμό ο βλεννογόνος γινόταν οιδηματώδης,
υπεραιμικός και σποραδικά εμφανίζονταν παροδικά έλκη. Σε καταστάσεις θλίψεως ο
βλεννογόνος καθίστατο αναιμικός με μειωμένη κινητικότητα στομάχου και έκκριση γαστρικού
υγρού.
Στο θέμα όμως της αιτιολογικής σχέσης μεταξύ συγκινήσεων και ορισμένων σωματικών
νόσων, αυτών που ονομάσθηκαν ψυχοσωματικές, τα πράγματα δεν είναι σαφή. Η ισχυρή,
κατά τα τελευταία χρόνια, αμφισβήτηση της αιτιολογικής σημασίας των συναισθημάτων στην
παθογένεση των ψυχοσωματικών νόσων οδήγησε στη μετριοπαθέστερη άποψη ότι οι
συγκινήσεις παίζουν σημαντικό αλλά όχι αιτιολογικό ρόλο. Οι ψυχικές πιέσεις της
καθημερινής ζωής που εκπηγάζουν από την εργασία, τις διαπροσωπικές σχέσεις και την
οικογένεια συχνά εμπλέκονται στην ανάπτυξη ψυχοσωματικών νόσων. Ενώ τα νευρωσικά
συμπτώματα ανάγονται σε πρώιμες συναισθηματικές αποστερήσεις, σε ασυνείδητες
ψυχοσυγκρούσεις και ψυχοτραυματικές καταστάσεις της παιδικής ηλικίας, οι ψυχοσωματικές
διαταραχές έχουν την αφετηρία τους σε συγκινησιακές καταστάσεις του παρόντος που
«διεισδύουν» στη λειτουργία κάποιου οργάνου και εκφράζονται μέσα από αυτήν.
Μετατρεπτικά φαινόμενα. Η μετατροπή είναι μηχανισμός άμυνας κατά τον οποίο το άγχος
που πηγάζει από εσωτερική σύγκρουση μετατρέπεται σε σωματικό σύμπτωμα και έτσι
εκφράζεται κατά τρόπο συμβολικό. Τα μετατρεπτικά συμπτώματα υποκαθιστούν τη
σύγκρουση αυτή και ταυτόχρονα παρέχουν μια συμβιβαστική λύση στην αντιμετώπισή της.
Κλασικά τέτοια φαινόμενα είναι οι υστερικές παραλύσεις, οι υστερικές αφωνίες, κωφώσεις και
τυφλώσεις. Οι επιληπτικόμορφες κρίσεις που μοιάζουν με μεγάλες προσβολές (grand mal)
είναι, κατά την ψυχαναλυτική ερμηνεία, έκφραση και συμβολική αναπαράσταση της
συνουσιακής κινησιολογίας και του οργασμού ή κατά άλλους μια συμβολική εκδήλωση της
επιθετικής συμπεριφοράς. Η ψευδοκύηση περιλαμβάνει συμπτώματα όπως αμηνόρροια και
διόγκωση της κοιλίας (βλ. περισσότερα στο κεφάλαιο: Υστερικές Διαταραχές).
Η αλεξιθυμία αφορά την αδυναμία έκφρασης συναισθημάτων διά του λόγου, οπότε αυτά
βρίσκουν διέξοδο μέσω της σωματικής διάστασης και έτσι το σώμα εκφράζει αυτά που δεν
εκφράζονται με τη γλώσσα (Sifneos 1977). Τα αλεξιθυμικά άτομα, «συναισθηματικώς
αναλφάβητα» ή «συναισθηματικώς αφασικά», όπως έχουν αποκληθεί, χαρακτηρίζονται από
έλλειψη ευελιξίας στη διαπραγμάτευσή τους με στοιχεία του περιβάλλοντος, κατατρίβονται με
ασήμαντα καθημερινά προβλήματα, παραπονούνται για σωματικά ενοχλήματα. Έχουν
ελαττωμένη ικανότητα για φαντασίωση και συμβολική σκέψη. Η σκέψη τους είναι
259
«καρφωμένη» στην πραγματικότητα, έχουν αυτό που οι μελετητές Marty, de M’Uzan και Da-
vid (1963) ονόμασαν pensèe opèratoire. Όταν πρόκειται για συναισθήματα, έχουν μια τάση
να δρουν παρά να ομιλούν γι’ αυτά. Όπως γράφει ο Sifneos (1996), το πιο εντυπωσιακό
χαρακτηριστικό τους είναι ότι έχουν μεγάλη δυσκολία να περιγράψουν αυτό που νιώθουν,
δίνοντας την αίσθηση ότι δεν καταλαβαίνουν τη σημασία των λέξεων «νιώθω»,
«συναισθάνομαι». Όχι μόνο οι πάσχοντες από ψυχοσωματικά ενοχλήματα αλλά και ασθενείς
που παρουσιάζουν και άλλες σωματικές διαταραχές με ψυχογενή στοιχεία έχουν σε
σημαντικό βαθμό μειωμένο συναισθηματικό λεξιλόγιο (Taylor and Doody 1985). Η αλεξιθυμία
έχει χαρακτηρισθεί ως βασικός παράγων που δύναται να οδηγήσει κάθε ψυχοδυναμική και
ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία σε πλήρη αποτυχία.
Επιλογή οργάνου. Ο τύπος της ψυχοσωματικής παθήσεως εξαρτάται από την ένταση της
αυτονομικής και ενδοκρινικής απαντήσεως στις ψυχοκαταπονήσεις και από το αν θα
επικρατήσει συμπαθητική ή παρασυμπαθητική αντίδραση. Τα όργανα που προσβάλλονται
από ψυχοσωματικές ασθένειες υπόκεινται στον έλεγχο του αυτόνομου ΝΣ. Το όργανο που
επιλέγεται έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σχετιζόμενα με την ψυχοσυναισθηματική οργάνωση
του πάσχοντος. Όταν ένα όργανο είναι ευάλωτο λόγω συγγενούς ή επικτήτου μειονεξίας,
τότε γίνεται παθολογικός δέκτης των συγκινησιακών πληγμάτων. Η σημασία που προσδίδει
στο συγκεκριμένο όργανο και στη λειτουργία του ο ασθενής διαμορφώνει τη διαδικασία
καθήλωσης της συμπτωματολογίας σε αυτό το όργανο. Η ιδιοσυγκρασία του πάσχοντος και
η ψυχοσυναισθηματικοί συντελεστές οργάνωσης της προσωπικότητάς του είναι επίσης
σημαντικοί παράγοντες επιλογής του οργάνουπου θα προσβληθεί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΛΥΚΕΤΣΟΣ ΓΚ, ΛΥΚΕΤΣΟΣ ΚΓ. (1990). Διαπολιτισμική Ψυχοσωματική. Ψυχιατρική 1:224-230.
ALEXANDER F. (1950). Psychosomatic Medicine: Its Principles and Application. W.W. Norton, New York.
AMELANG M, SCHMIDT-RATHJENS C. (1996). Personality, cancer and coronary heart disease: Further evi-
dence on a controversial issue. British Journal of Health Psychology 1:191-205.
FORD CV, LONG KD. (1977). Group psychotherapy for somatized patients. Psychother Psychosom 28:294-304.
LIPOWSKI ZJ, LIPSITT DR, WHYBROWPC, editors (1977). Psychosomatic Medicine: Current trends and clini-
cal applications. NY: Oxford University Press.
MARTY P, de M’UZAN M, DAVID C. (1963). La pensèe opèratoire. Revue Francaise de Psychoanalyse 27:345-
356.
SIFNEOS PE. (1975). Problems of psychotherapy of patients with alexithymic characteristics and physical dis-
ease. Psychother Psychosom 26:65-70.
SIFNEOS PE. (1977). The phenomenon of “alexithymia”. Psychother Psychosom 28:47-57.
SIFNEOS PE. (1996). Alexithymia: Past and Present. Am J Psychiatry 153(7):137-142.
TAYLOR GJ, DOODY K. (1985). Verbal measures of alexithymia: What do they measure? Psychother. and Psy-
chosom. 43(1):32-37.
WOLF S, WOLFF H G. (1947). Human Gastric Function (ed. 2). Oxford, London.
Το σώμα είναι φυσικό φαινόμενο, εφόσον απαντάται στον χώρο και στον χρόνο και οι
κινήσεις του υπακούουν στην αιτιότητα. Όμως το σώμα του ο άνθρωπος δεν το γνωρίζει
μόνο απέξω, ως «παράσταση» και φαινόμενο μέσω του χώρου, του χρόνου και της
αιτιότητας, αλλά επιπλέον βιώνει τις κινήσεις του άμεσα και εσωτερικά, και συναισθάνεται
έτσι ότι υπάρχει πέρα από τη φυσική υπόστασή του: σε αυτό το «σκοτεινό» και ασαφές
σωματικό βίωμα αποκαλύπτεται η άδηλη ουσία του εαυτού, η οποία εν-σαρκώνεται στο
αισθητό σώμα, στα όργανα, στις λειτουργίες και στις κινήσεις του. Το βιολογικό σώμα
εγγράφεται σε όλα τα συστήματα που οικοδομούν τη ζωή και την ενότητα του ανθρώπινου
οργανισμού, και αυτή η πολλαπλότητα καθιστά έγκυρα όλα τα δυνατά ερμηνευτικά μοντέλα.
Αναφορικά όμως με τον ψυχισμό, η παρουσία του σώματος δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο
μέσα σε αυτό που ο Freud ονόμασε ψυχική πραγματικότητα, που είναι διακριτή από την
εξωτερική πραγματικότητα. Το σώμα βρίσκεται στην «προνομιούχο» θέση να είναι,
ταυτόχρονα, μέρος της εξωτερικής πραγματικότητας αλλά και πηγή της ψυχικής
261
πραγματικότητας. Γι’ αυτό και εμπλέκεται σε όλο το φάσμα της ψυχοπαθολογίας, από την
υστερία μέχρι το παραλήρημα.
Το σώμα έχει σημαντική θέση στην υποκειμενικότητα. Η συνείδηση του Εαυτού εκφράζεται
με την ικανότητα διάκρισής του από τον Άλλον, τους Άλλους ή τα Άλλα. Η συνείδηση του
Εαυτού περιλαμβάνει την ικανότητα ιδιοποίησης της αυτουργίας των σκέψεων και των
πράξεών του. Στο «σώμα-αντικείμενο» αντιπαραβάλλεται το «βιούμενο σώμα». Ο Cumming
(1988) ταξινόμησε το σχήμα του σώματος σαν ένα «δεδομένο της αντίληψης», το συσχέτισε
με τη λειτουργία του βρεγματικού λοβού και επεσήμανε τον ρόλο του προσαγωγού
σωματοαισθητικού συστήματος και του θαλάμου. Η ιδιοδεκτική αισθητικότητα ενημερώνει για
το σχήμα του σώματος, το οποίο είναι μια σταθερά με βάση την οποία όλες οι αλλαγές
στάσης και κίνησης καταχωρίζονται και μετριούνται πριν εισέλθουν στη συνείδηση. Οι
σχέσεις ανάμεσα στην αισθητικότητα, την κινητικότητα και το συναίσθημα είναι πάντα πολύ
στενές.
Η εμπειρία του σώματος στη σχιζοφρένεια. Διαταραχές της εικόνας του σώματος είναι
από τα πρώτα συμπτώματα της σχιζοφρένειας, που εκφράζονται και με το σημείο του
καθρέφτη. Η εμπειρία του εαυτού και της σωματικής ταυτότητας διαταράσσονται. Η κλινική
παρατήρηση δείχνει ότι οι σχιζοφρενείς παρουσιάζουν συμπτώματα αποχωρισμού από το
σώμα τους, δυσφορία για το ότι έχουν αυτό το σώμα, αισθήματα αποσύνθεσης, αποδόμησης
ή κατακερματισμού του, ή μία αίσθηση σαν να έχει κοπεί το σώμα στα δύο. Συχνά έχουν
ανώμαλες σκέψεις και διαθέσεις προς το σώμα τους, καθώς και ποικίλες παθολογικές
αισθήσεις από τα αισθητήρια. Οι διαταραχές μπορεί ακόμη να αφορούν το σωματικό σχήμα,
τη θέση του σώματος και των μελών στον χώρο, τα φαινόμενα της αποπροσωποποίησης και
της αποσωματοποίησης. Όσο πιο σοβαρή είναι η κατάσταση τόσο πιο συχνή είναι η
δυσαρμονία στη σχέση των μελών του σώματος και η αίσθηση διαμελισμού και
κατακερματισμού. Το αίσθημα αλλαγής του σώματος και κυρίως του προσώπου και της
μιμικής του απασχολούν έντονα και συχνά αγχώνουν τους ασθενείς, οι οποίοι συσχετίζουν τη
μιμική του προσώπου με τις παραληρητικές ιδέες τους. Η διαταραχή της αντίληψης του
μεγέθους του σώματος και το αίσθημα ότι ορισμένα μέλη του είναι ασυνήθιστα μικρά
αποτελούν ειδικά συμπτώματα της παθολογίας του σώματος σε ασθενείς με παρανοειδή
μορφή σχιζοφρένειας και σχιζοσυναισθηματική διαταραχή και υποδεικνύουν μια
δυσλειτουργία στην επεξεργασία της αισθητηριακής πληροφορίας (Priebe and Röhricht
2001) που δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί. Η συχνότητα των διαταραχών της εικόνας του
σώματος στους σχιζοφρενείς (Lukianowicz 1967) κυμαίνεται μεταξύ 15% και 30%. Εάν
συμπεριληφθούν και διαταραχές από τα αισθητηριακά αισθήματα όπως σωματικές
262
πόνος είναι τελικά μια αντίληψη και όχι μόνο μια αντικειμενική κατάσταση του σώματος, και η
άποψη ότι για κάθε σωματική αλγεινή αίσθηση υπάρχει μια αναγνωρίσιμη βιολογική αιτία
ουσιαστικά δεν ισχύει. Ο πόνος πρέπει να εξετάζεται από άποψη νευροφυσιολογική,
συναισθηματική, βιωματική και συμπεριφερειολογική και να αποσαφηνίζεται ο μηχανισμός
διά του οποίου επιδρά στον προσωπικό και στον κοινωνικό τρόπο ζωής του ανθρώπου· είναι
προφανές ότι μπορεί να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στη ζωή και στο οικογενειακό
περιβάλλον του πάσχοντος, να τον αδρανοποιήσει ψυχοκοινωνικά –αφού τον υποχρεώνει να
στρέφει την προσοχή του μόνο στο άλγος–, ενώ ενδέχεται επίσης να προκαλέσει μεγάλες
διαταραχές της υπνικής λειτουργίας, κατάθλιψη, χρήση φαρμάκων, κατάχρηση και εξάρτηση
από αυτά.
Ο πρωταρχικός πόνος (primal pain) ως έννοια περιγράφηκε από τον Arthur Janov το 1970
(Janov 1970). Πρωταρχικοί πόνοι, σωματικοί και ψυχολογικοί, βιώνονται από τα βρέφη και τα
νήπια, καταγράφονται, κωδικοποιούνται και βρίσκονται στην αφετηρία ψυχοσωματικών
διαταραχών που εμφανίζονται αργότερα στην ηλικία, όταν αυτοί οι πόνοι δεν θα
απαρτιωθούν με ώριμο τρόπο κατά την εκδίπλωση της ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξης του
ατόμου.
Η τελεολογία του πόνου. Παρά τον δυσάρεστο χαρακτήρα του, ο πόνος είναι ένα κρίσιμο
συστατικό του αμυντικού μηχανισμού του οργανισμού. Η ίδια η δυσάρεστη ποιότητά του
κινητοποιεί τον οργανισμό να χρησιμοποιήσει όποιον τρόπο διαθέτει ώστε να απεμπλακεί
από το επιβλαβές επώδυνο ερέθισμα. Μετά από μια πρώτη προσβολή του οργανισμού από
τον βλαπτικό παράγοντα, ο πόνος δύναται να εμποδίσει περαιτέρω βλάβη και να συμβάλει
στη διαδικασία ίασης, μέσα από μηχανισμούς προστασίας της αλγούσης περιοχής. Η ιατρική
σημασία του πόνου είναι θεμελιώδης από διαγνωστική άποψη, αφού αποτελεί
προειδοποίηση ότι κάτι επικίνδυνο συμβαίνει στο σώμα. Είναι αληθές ωστόσο ότι σοβαρές
νόσοι (π.χ. βαλβιδική καρδιοπάθεια) δεν συνοδεύονται ούτε και από ελάχιστο άλγος, ενώ
ασήμαντες και καθόλου απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις είναι δυνατόν να εκφράζονται με
δριμύτατο άλγος.
Βιολογία του άλγους. Το άλγος προκαλείται από τον ερεθισμό ειδικών αισθητικών
απολήξεων που βρίσκονται στα όργανα και στο δέρμα, και οι οποίες δεν διαθέτουν τελικό
υποδοχέα αλλά είναι γυμνές νευρικές ίνες και αντιδρούν σε όλα τα εξωτερικά ή εσωτερικά
ερεθίσματα (nociceptors). Τα αλγεινά ερεθίσματα διά των γαγγλίων των οπισθίων ριζών και
του νωτιαίου μυελού φθάνουν στον θάλαμο. Οι θάλαμοι και μέρος του μετωπιαίου φλοιού
συμμετέχουν στην αποκωδικοποίηση και απαρτίωση του άλγους ως αισθήματος και ως
βιώματος. Πρακτικά κάθε ιστός διαθέτει γυμνές νευρικές αισθητικές απολήξεις, εκτός από τα
συστήματα του ΚΝΣ. Ο εγκέφαλος δεν διαθέτει αλγαισθησιακό ιστό και επομένως δεν
δύναται να αντιληφθεί επώδυνα ερεθίσματα. Αυτή η έλλειψη αλγαισθησιακού ιστού έχει
ιδιαιτέρως προστατευτικό χαρακτήρα, αφού βλάβες ικανές να προκαλέσουν άλγος στον
εγκέφαλο θα αχρήστευαν τον οργανισμό στο σύνολό του και θα τον απέτρεπαν από το να
αναλάβει τη δέουσα δράση άμυνας. Τα νευρωνικά συστήματα που απαρτιώνουν το αίσθημα
του άλγους έχουν αναπτυχθεί μέχρι τον 4ο-5ο μήνα της κυήσεως. Το έμβρυο αντιδρά κατά τη
διάρκεια ενδομήτριων επεμβάσεων με συμπεριφορές αποφυγής αλγεινών ερεθισμάτων.
Νευρομεταβιβαστική ουσία για τον πόνο, ίσως περισσότερο για το άλγος που προέρχεται
από φλεγμονή, είναι η ουσία Ρ (από τη λέξη pain), ένα πεπτίδιο αποτελούμενο από έντεκα
αμινοξέα, το οποίο ανευρίσκεται κυρίως στον νωτιαίο μυελό. Μεγάλες συγκεντρώσεις της
ουσίας Ρ παρατηρούνται επίσης στη μέλαινα ουσία. Η σεροτονίνη και η νοραδρεναλίνη
συμμετέχουν στη νευρομεταβίβαση του άλγους δρώντας σε ένα σύστημα αναλγησίας που
συνδέει τον υπομέλανα τόπο με τα οπίσθια κέρατα του νωτιαίου μυελού. Αποστολή του
συστήματος αυτού φαίνεται ότι είναι η ανάσχεση των επώδυνων ερεθισμάτων. Έτσι ίσως
εξηγείται η αναλγητική δράση των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, ιδιαίτερα των
νοραδρενεργικών, τα οποία ισχυροποιούν τη δράση των συνήθων αναλγητικών. Οι
ενδορφίνες είναι ενδογενείς αναλγητικοί παράγοντες· είναι πεπτίδια που δρουν στο νευρικό
265
Χρόνιος πόνος. Για να χαρακτηρισθεί ο πόνος ως χρόνιος πρέπει να διαρκεί πάνω από έξι
μήνες. Ενώ το οξύ άλγος συχνά προκαλείται από ένα σαφές επώδυνο ερέθισμα, αυτό δεν
συμβαίνει στο χρόνιο άλγος. Παρατεταμένο στον χρόνο άλγος, συνεχές ή διαλείπον, δεν έχει
σαφή σκοπό, καθώς δεν βοηθάει το σώμα να εμποδίσει κάποια βλάβη όπως συμβαίνει με το
οξύ άλγος. Υποχωρεί δύσκολα με τη χρήση αναλγητικών και μόνον παροδικά. Μερικοί
παρομοιάζουν τον χρόνιο πόνο με σύστημα συναγερμού που κόλλησε και ίσως είναι
αποτέλεσμα κακής θεραπευτικής αγωγής κατά την αντιμετώπιση του αρχικού παροξυσμικού
πόνου. Συνήθως ο χρόνιος πόνος αποδιοργανώνει ψυχολογικώς τον πάσχοντα και στις
περισσότερες των περιπτώσεων συμβάλλει στην ανάπτυξη ψυχιατρικής συμπτωματολογίας,
κυρίως κατάθλιψης και σωματόμορφων διαταραχών ενώ ο κίνδυνος εξάρτησης από
αναλγητικές, αγχολυτικές και υπναγωγές ουσίες είναι μεγάλος. Στη βιβλιογραφία είναι
σταθερά τεκμηριωμένο ότι ο χρόνιος πόνος συσχετίζεται θετικά με συμπτώματα κατάθλιψης
(Moldofsky and Chester 1970, Ντώνιας 1993). Ο καρκίνος προκαλεί τις περισσότερες
περιπτώσεις στις οποίες επιβάλλεται η αναλγησία. Η χρήση παυσίπονων στον θνήσκοντα
ασθενή πρέπει να είναι σωστά προγραμματισμένη και αρκούντως γενναιόδωρη.
Ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις ως επίκουροι της φαρμακευτικής αναλγησίας βοηθούν
πολύ, διότι παροτρύνουν τον πάσχοντα να εγκαταλείψει τη στάση της παθητικότητας και της
απελπισίας και να βελτιώσει τη φυσική, και την ψυχοκοινωνική λειτουργικότητά του.
Πόνος και προσωπικότητα. Τα εξωστρεφή άτομα, επειδή έχουν χαμηλό ουδό προς το
άλγος, εκδηλώνουν εντονότερα τα αισθήματα που επενδύουν στο άλγος τους σε σύγκριση με
τα ενδοστρεφή. Τα άτομα με ψυχοπαθητικές διαταραχές της προσωπικότητας έχουν μεγάλη
ανθεκτικότητα στο άλγος.
Παράγοντες που επιδρούν στο άλγος. Τα οπιούχα και άλλα ναρκωτικά αναλγητικά
αναστέλλουν την απελευθέρωση της ουσίας Ρ στις νευρικές απολήξεις του πόνου. Η
σωματική άσκηση προκαλεί αύξηση της εκλύσεως ενδορφινών. Τα αντικαταθλιπτικά, κυρίως
τα νοραδρενεργικά, έχουν αναλγητική δράση κατά άμεσο τρόπο, είτε επιδρώντας στους
νευρομεταβιβαστές που ελέγχουν τη μεταβίβαση του άλγους είτε αντιδρώντας με τα ενδογενή
οπιοειδή και τους υποδοχείς τους στον εγκέφαλο. Έχουν όμως και έμμεση αναλγητική
δράση, αφού βελτιώνουν την κατάθλιψη που συχνά συνοδεύει το χρόνιο άλγος αλλά και
ενισχύουν τη δράση των κλασικών αναλγητικών. Τα αντιεπιληπτικά (φαινυτοΐνη,
καρβαμαζεπίνη κ.λπ.) έχουν επίσης αναλγητική δράση. Ορισμένοι ψυχικοί παράγοντες όπως
το άγχος κατεβάζουν τον ουδό του άλγους, ενώ άλλοι (υπερπροσοχή, αυτοσυγκέντρωση,
ύπνωση) τον ανεβάζουν. Σε αυτούς τους παράγοντες βασίζονται οι τεχνικές για την επίτευξη
ανώδυνου τοκετού ή οι τεχνικές βιοανάδρασης για τον έλεγχο του πόνου. Με τη βοήθεια
ειδικού μηχανήματος ο ασθενής μαθαίνει να ελέγχει ακούσιες λειτουργίες του σώματος, όπως
καρδιακή λειτουργία, αρτηριακή πίεση κ.λπ., οι οποίες είναι δείκτες του επιπέδου του άγχους,
το οποίο έτσι ελαττώνεται ανεβάζοντας τον ουδό του άλγους. Αυτοαποτελεσματικότητα (self-
efficacy) είναι η πίστη που έχει το άτομο στην ικανότητά του να οργανώνει και να εκτελεί
συμπεριφορές απαραίτητες για την επίτευξη των στόχων του. Η αυτοαποτελεσματικότητα
μαζί με την ικανότητά του να ελέγχει ή να προλαμβάνει αρνητικά ερεθίσματα θεωρούνται
ισχυροί παράγοντες αύξησης της αντοχής σε επώδυνα ερεθίσματα (Rokke et al 2004).
Η φιλοσοφία του πόνου. Η έννοια του πόνου είναι ιδιαίτερα πολυσήμαντη και υπήρξε
αντικείμενο ποικίλων και διαφορετικών θεωρήσεων. Για τη χριστιανική θρησκεία, ο πόνος
267
αποτελεί ένα είδος ποινής, που επιβάλλεται στον άνθρωπο μετά τον θάνατο ως φοβερή
τιμωρητική ανταπόδοση για τις αμαρτίες στη διάρκεια της ζωής του. Ταυτόχρονα όμως ο
χριστιανισμός θεωρεί ότι ο πόνος είναι μια εξαγνιστική διαδικασία, ένα είδος μαθητείας μέσα
από την οποία ο άνθρωπος οδεύει προς την κατάκτηση της πνευματικότητας. Ο βουδισμός,
από την άλλη, ταυτίζει την ίδια την ύπαρξη με τον πόνο· θεωρεί ότι ο πόνος και η δυστυχία
βρίσκονται παντού στον κόσμο, και γι’ αυτό θέτει ως απώτερο στόχο της διδασκαλίας του την
κατάπαυση του πόνου μέσω της «Νιρβάνα». Στην ισλαμική θρησκεία, τέλος, ο πόνος είναι
μια δοκιμασία προς το μαρτύριο και τον εξαγνισμό διά του θανάτου.
Οι φιλοσοφικές απόψεις για τον πόνο παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία. Η
φιλοσοφία είδε τον πόνο όπως τον βλέπουν όλοι οι άνθρωποι, ως τον πόνο των άλλων. Ο
ίδιος ο πόνος βιώνεται, ενώ μόνο ο πόνος των άλλων μπορεί να γίνει αντικείμενο μελέτης.
Εξαίρεση σε αυτή την προσέγγιση ήταν ο Σωκράτης, ο οποίος μιλούσε από βιωματική
σκοπιά. Πίστευε ότι ο πόνος και η ηδονή έχουν κοινή ρίζα, είναι σαν δυο κεράσια
κρεμασμένα από το ίδιο κοτσάνι. Άλλοι φιλόσοφοι, αντίθετα με τον Σωκράτη, θεώρησαν ότι ο
πόνος βρίσκεται στον αντίποδα της ηδονής και δεν συνδέεται μαζί της. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα ο προσωκρατικός Εμπεδοκλής, ο οποίος θεωρούσε τη φιλότητα (αγάπη) και το
νείκος (μίσος) αντίπαλα στοιχεία. Ο Επίκτητος πίστευε ότι ο πόνος είναι μια εξάσκηση στη
στωικότητα. Ο Καρτέσιος θεώρησε ότι η ψυχή και το σώμα συνδέονται με τη φαντασία, όπως
επίσης με τις ποικίλες κοινωνικοποιήσεις του πόνου και της ηδονής. Ο μαρκήσιος de Sade
αντιπροσωπεύει μια εντελώς διαφορετική στάση απέναντι στον πόνο: συνδέει τον πόνο με
ένα είδος ηθικής και θεωρεί ότι η αναζήτηση ή η επιβολή του ενδέχεται να είναι χρήσιμη και
ηδονική· φτάνει μάλιστα να υποστηρίξει ότι ο σκοπός του κράτους είναι να ικανοποιεί την
επιθυμία πρόκλησης πόνου ως εκδίκηση, μέσω του νόμου. Στον 20ό αιώνα ο Michel
Foucault, προχωρώντας σε ένα είδος αρχαιολογίας του πόνου, παρατήρησε ότι το βιο-
ιατρικό μοντέλο του πόνου και η εγκατάλειψη της επώδυνης τιμωρίας ως κοινωνικά
αποδεκτής πρακτικής σωφρονισμού ανάγεται στο πρόγραμμα του Διαφωτισμού, ο οποίος
εισήγαγε την ιδέα ότι ο πόνος του τιμωρούμενου συνδέεται στενά με τον ίδιο τον τιμωρό. Η
εξουσία –είτε μέσω συστηματικής πρόκλησης πόνου για την εδραίωση και τη διαιώνισή της
είτε μέσω της άρσης της προστασίας από αυτόν– στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί τον
πόνο, ψυχικό ή σωματικό, ως εργαλείο για την χειραγώγηση των άλλων, όσων βρίσκονται
υπό το κράτος της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΙΑΤΡΟΥ Χ. (2003). Όσα πρέπει να γνωρίζουμε για τον αλγαισθητικό πόνο. Ελλ. Περιοδικό Περιεγχειρητικής
Ιατρικής 1:48-57.
ΝΤΩΝΙΑΣ Σ. (1993). Ανασκόπηση της σχέσης του χρόνιου πόνου με την κατάθλιψη. Κεφαλαλγία 1(3):106-110.
DWORKIN RH. (1994). Pain insensitivity in schizophrenia: A neglected phenomenon and some implications.
Schizophr. Bull.20: 235–248.
GUIEU R, SAMUELIAN JC, COULOUVRAT H. (1994). Objective evaluation of pain perception in patients with
schizophrenia. Br J Psychiatry 164: 253–255.
JANOV A. (1970). The Primal Scream. New York: Abacus.
MERSKEY H, BOGDUK N. (1994). Classification of chronic pain. In JN Cambell (Ed): Pain 1994, An updated
review. IASP press, Seattle.
MOLDOFSKY H, CHESTER WJ. (1970). Pain and mood patterns in patients with rheumatoid arthritis: a pro-
spective study. Psychosom. Med. 32:309-318.
ZBOROWSKI M. (1952). Cultural Components in Responses to Pain. Journal of Social Issues 8:16-30.
Η στροφή προς τη μελέτη και τη θεραπευτική αξιοποίηση της ψυχιατρικής διάστασης που
περικλείεται σε κάθε σωματική νόσο είναι μια συνεχώς διογκούμενη τάση της ιατρικής κατά
270
Όταν ο άνθρωπος είναι υγιής, δεν δίδει ιδιαίτερη προσοχή στις σωματικές λειτουργίες του. Η
σωματική νόσος, ως πραγματικό ή ως φαντασιωσικό γεγονός, εισβάλλει σαν παράγοντας
που διακόπτει την ομαλή ροή της ζωής του, με την έννοια ότι το σύνολο σχεδόν του
ενδιαφέροντός του αποσύρεται από τον έξω κόσμο και στρέφεται προς τον πάσχοντα εαυτό.
Η ίδια η αναγγελία της διάγνωσης μιας βαριάς νόσου ενδέχεται να είναι καταστροφικό
γεγονός για τον ασθενή, επειδή εγκαινιάζει μια πορεία προς τον θάνατο και μια διαδικασία
πολλαπλών αποδιαρθρώσεων των υποστηρικτικών διαπροσωπικών σχέσεών του. Η
απώλεια, ή ο φόβος της απώλειας, της φυσικής δύναμης, της ανεξαρτησίας, της εργασίας και
του κοινωνικού ρόλου είναι από ψυχολογική άποψη ολέθρια.
Το χρόνιο νόσημα. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα η μεγάλη ανάπτυξη της ιατρικής,
η γήρανση του πληθυσμού και άλλοι παράγοντες συνετέλεσαν σε μια μετατόπιση του
επιπολασμού από τα οξέα προς τα χρόνια νοσήματα. Επειδή το χρόνιο νόσημα απαιτεί
μακροχρόνια παρακολούθηση και φροντίδα και επιβάλλει περιορισμούς στην επιτέλεση
καθημερινών δραστηριοτήτων και στην ικανοποίηση βασικών αναγκών, προσβάλλει καίρια
την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν υποφέρει μόνο ο
ασθενής αλλά ένα μεγάλο βάρος δέχονται και τα κοντινά σε αυτόν πρόσωπα. Ως
παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν τα συζυγικά προβλήματα που μπορεί να
προκαλέσει η χρονία νόσος του παιδιού, αλλά και τα προβλήματα που ενδέχεται να
δημιουργήσει στα άλλα παιδιά λόγω της υπερβολικής φροντίδας που απαιτεί το άρρωστο
271
Το άτομο που πάσχει από χρόνια νόσο αργά ή γρήγορα θα δοκιμάσει δυσκολίες κατά τη
συνουσία. Οι περισσότεροι, χρονίως πάσχοντες αποφεύγουν τη συνουσία ή με την πάροδο
του χρόνου χάνουν τον σεξουαλικό ερεθισμό τους. Υπάρχουν όμως μερικά βασικά σημεία
που πρέπει να υπενθυμίζονται στους ασθενείς και τα οποία ενδέχεται να τονώσουν και να
διευκολύνουν τη σεξουαλικότητά τους. Η χρονία νόσος δεν μειώνει αναγκαστικά τη
σεξουαλική δυνατότητα ούτε τα φάρμακα επηρεάζουν πολύ σοβαρά την επιθυμία. Η φυσική
προσπάθεια που χρειάζεται για τη συνουσία είναι περίπου ίση με εκείνη που απαιτείται για
να ανέβει κανείς τα σκαλιά ενός ορόφου. Η καλή επιλογή του χώρου, του χρόνου, της
θερμοκρασίας του περιβάλλοντος και της διαδικασίας της συνουσίας είναι απαραίτητες
προϋποθέσεις. Να αποφεύγεται η συνουσία μετά από βαρύ γεύμα, μεγάλη κατανάλωση
αλκοόλ ή σε κατάσταση συναισθηματικής έντασης. Υπάρχουν συνουσιακές στάσεις που δεν
απαιτούν μεγάλη κατανάλωση ενέργειας και καλό είναι να προτιμώνται. Η πλαγία κεκλιμένη
στάση ίσως είναι η καλύτερη. Ο/η υγιής σύντροφος θα πρέπει να έχει ενεργητικότερο και
ρόλο.
Υπάρχει μία γενική ποιότητα ζωής, όπως ονομάζεται, μία ποιότητα ζωής σχετιζόμενη με την
υγεία και ειδικότερα μία ποιότητα ζωής που αφορά συγκεκριμένη νόσο. Η κοινωνική, η
οικολογική και η πολιτική διάσταση της γενικής ποιότητας ζωής αναφέρονται σε
αναντικατάστατες πλευρές της ζωής, όπως εισόδημα, κατοικία, συνθήκες οργάνωσης
κοινωνικής υγιεινής, κουλτούρα, πολιτική κ.λπ. Για άτομα που πάσχουν από χρόνιες
σωματικές ή ψυχιατρικές καταστάσεις η εξέτασή τους από τη σκοπιά της γενικής ποιότητας
ζωής δεν είναι πρόσφορη, διότι σε αυτές τις περιπτώσεις η νόσος, με τις σοβαρές
επιπτώσεις της στη γενική υγεία του ατόμου, αναμφισβήτητα επηρεάζει την οικονομική και
την κοινωνική ζωή του (Lehman 1995), παράγοντες που εμπλέκονται στη διαμόρφωση της
γενικής ποιότητας ζωής.
Η σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής (Bech 1993) αναφέρεται σε χρόνιες νόσους,
ιδιαίτερα στις επιπτώσεις των συμπτωμάτων τους και σε πλευρές της οργάνωσης της
θεραπευτικής στρατηγικής και του θεραπευτικού αποτελέσματος. H σχετιζόμενη με την υγεία
ποιότητα ζωής είναι δυναμική έννοια ευρισκόμενη σε αλληλεπίδραση με την κατάσταση της
νόσου και μεταβάλλεται κατά τη διαδικασία προσαρμογής του ασθενούς σε αυτήν. Καθώς η
συχνότητα των χρονίων νοσημάτων συνεχώς αυξάνεται συμβάλλοντας με τον τρόπο της στη
διαμόρφωση της νοσηρότητας του πληθυσμού, παράλληλα αυξάνεται και ο προβληματισμός
γύρω από τον ρόλο τους στον περιορισμό των φυσικών δυνατοτήτων, την επιδείνωση της
ψυχολογικής καταστάσεως και τον περιορισμό των κοινωνικών ρόλων των πασχόντων.
Η ποιότητα ζωής περιλαμβάνει τη φυσική υγεία, την ψυχολογική κατάσταση, τον βαθμό
αυτονομίας, τις κοινωνικές σχέσεις, τις προσωπικές πεποιθήσεις, τη σχέση του ατόμου με το
περιβάλλον, το υποκειμενικό αίσθημα του ευ ζην και τους βαθμούς λειτουργικότητας στους
κοινωνικούς χώρους. Θεμελιώδεις άξονες γύρω από τους οποίους στρέφεται και οι οποίοι
επηρεάζουν τη συμπτωματολογία των νόσων αλλά επηρεάζονται και από αυτές, είναι η
σεξουαλική ζωή, ο γάμος, οι οικογενειακές και οι διαπροσωπικές σχέσεις, η εργασία και η
επαγγελματική ζωή και ποικίλες κοινωνικές και καθημερινές δραστηριότητες.
Περιλαμβάνονται επίσης διαστάσεις όπως η βαρύτητα της συμπτωματολογίας, η επιδείνωση
ή η βελτίωση της νόσου, οι θεραπευτικές παρεμβάσεις και η αποτελεσματικότητά τους, η
επίδραση της νόσου στο προσδόκιμο ζωής, η αντίληψη που έχει το άτομο για την υγεία του.
Από την πλευρά οργάνωσης πολιτικής, η ποιότητα ζωής προσεγγίζεται με βάση διάφορες
σωματικές και ψυχοκοινωνικές λειτουργικές καταστάσεις, την αναγνώριση και ταυτοποίηση
πληθυσμών υψηλού κινδύνου, τις ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις, την αποκατάσταση, την
εκπαίδευση σε θέματα υγείας. Ασθενείς, συγγενείς, θεραπευτές, οργανωτές της υγείας και
χρηματοδότες επηρεάζονται άμεσα από τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνονται και
εφαρμόζονται οι έννοιες αυτές στο θεραπευτικό, διαπροσωπικό, κοινωνικό και επαγγελματικό
περιβάλλον του ασθενούς. Η ψυχική καταπόνηση που προκύπτει από μια ιδιαίτερη σχέση
276
μεταξύ ενός ατόμου και του περιβάλλοντός του (στην προκειμένη περίπτωση η κατάσταση
της υγείας και οι ιατρικές παρεμβάσεις) οφείλεται στο ότι είτε το άτομο νιώθει ότι του στοιχίζει
πολύ είτε ότι ξεπερνάει τις εφεδρείες του και θέτει σε κίνδυνο το ευ ζην του.
Για να εξασφαλίσει ένας άνθρωπος μια ικανοποιητική ποιότητα ζωής είναι αναγκαίο να βρει
το κατάλληλο συνταίριασμα μεταξύ προσωπικών αναγκών και ευκαιριών που παρέχονται
από το περιβάλλον. Αυτό είναι ήδη δύσκολο για ένα υγιές πρόσωπο. Και είναι άκρως
δυσχερές για έναν ασθενή με χρόνια, σωματική ή ψυχική, διαταραχή. Και αυτό διότι οι
ανάγκες του είναι περισσότερες και οι προσωπικές του δυνατότητες περιορισμένες. Οι
πάσχοντες υφίστανται περιορισμούς της καθημερινής λειτουργικότητάς τους, όπως
δυσκολίες στις διαπροσωπικές περιστάσεις, προβλήματα στην αντιμετώπιση στρεσογόνων
καταστάσεων, δυσκολίες στη συγκέντρωση και προσοχή, έλλειψη ενεργητικότητας και
πρωτοβουλίας, πολλές φορές δυσκολίες στο να αντιληφθούν και να κοινοποιήσουν σωστά
τις ανάγκες τους, απώλεια κοινωνικών δεξιοτήτων.
Τα χρόνια νοσήματα έχουν βαθιές και παρατεταμένες επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής. Οι
άνθρωποι αντιδρούν ο καθένας κατά τον δικό του μοναδικό τρόπο στην αρρώστια και στην
ανικανότητα που προκύπτει από αυτήν. Πολλοί δεν είναι σε θέση να προσαρμοσθούν στις
απαιτήσεις της νόσου, με αποτέλεσμα να υφίστανται φθορές και πέραν του σωματικού
πεδίου, δηλαδή στο ψυχοκοινωνικό πεδίο της ζωής τους. Καθώς προσπαθούν να
προσαρμοσθούν, αντιμετωπίζουν μια μοναδική και πρωτοφανή σειρά προκλήσεων και
στρεσογόνων παραγόντων. Όταν η νόσος έχει άγνωστη αιτιολογία, αβέβαιη πρόγνωση,
περιορισμένες δυνατότητες επιλογής στο θεραπευτικό φάσμα και περιλαμβάνει βαθμούς
λειτουργικής ανικανότητας, τότε οι προκλήσεις και οι στρέσορες γίνονται σοβαρότεροι και
απειλητικότεροι. Η αβεβαιότητα στη διάγνωση, τη θεραπεία, την πρόγνωση και την τελική
έκβαση της νόσου, λόγω της απειλητικότητας που περιέχει για τη ζωή των ασθενών (Padilla
et al 1992), είναι παράγων επιδεινώσεως της ποιότητας ζωής μέσα από την ανάπτυξη και
ψυχιατρικών συμπτωμάτων.
Για να κατανοήσει ο ιατρός μέσα σε ένα ολιστικό πλαίσιο τι σημαίνει αρρώστια για έναν
άνθρωπο, θα πρέπει να αντιλαμβάνεται, πέρα από τα συμπτώματα και τις στάσεις, τις
απόψεις και το στυλ της ζωής του ασθενούς. Έτσι κατά την οργάνωση της θεραπείας, στην
οποία πρέπει να συνεκτιμώνται και παράγοντες όπως παρενέργειες και κόστος θεραπείας, η
προσοχή πρέπει να ξεπερνάει τον περιορισμένο στόχο της ανακούφισης από τα
συμπτώματα και να περιλαμβάνει τη ζωή του ασθενούς στο σύνολό της, χωρίς βεβαίως να
παραβλέπεται ότι η ανακούφιση από τα συμπτώματα εκτιμάται βαθύτατα από τον ασθενή και
συμβάλλει καθοριστικά στη βελτίωση της γενικότερης λειτουργίας του και της ποιότητας ζωής
του.
Η εκτίμηση της ποιότητας ζωής αναδύθηκε σαν παράρτημα της συνολικής εκτίμησης της
κατάστασης της υγείας, σε συνδυασμό με την οργάνωση της θεραπευτικής αγωγής και
γενικώς της φροντίδας του ασθενούς. Η εκτίμηση που έχουν οι άνθρωποι για την ποιότητα
της ζωής τους είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενική, ρευστή και εξαρτάται από τις περιστάσεις
που αντιμετωπίζουν. Από την άλλη μεριά, οι ιατροί παραδοσιακά συμπληρώνουν τις
διαγνωστικές εκτιμήσεις τους με μετρήσεις σωματικών δεικτών, όπως π.χ. θερμοκρασία
σώματος, μέτρηση λευκών αιμοσφαιρίων, λειτουργικές δοκιμασίες των οργάνων, αλλά
συνήθως είναι λιγότερο εξοικειωμένοι και ελάχιστα δεκτικοί σε μετρήσεις που περιγράφουν
περιορισμούς στη σωματική, στην ψυχολογική και στην κοινωνική λειτουργικότητα των
ασθενών τους, παράγοντες που σε καθολικότερο επίπεδο είναι δυνατόν να έχουν σημαντικές
επιπτώσεις στην έκβαση της νόσου και γενικότερα στην υγεία.
Οι εκδηλώσεις των στοιχείων που συνεκτιμώνται στην ποιότητα ζωής ποικίλλουν σε
μεγάλο βαθμό μεταξύ των ανθρώπων, γεγονός που εξηγεί την ασυμφωνία ως προς τον
ακριβή ορισμό της έννοιας. Σε αυτό συμβάλλει και η έλλειψη –μέχρι πολύ πρόσφατα–
σταθμισμένων μεθόδων μέτρησης, πράγμα που οδηγεί σε αδυναμία ουσιαστικής σύγκρισης
των μελετών. Οι τεχνικές μέτρησης ποικίλλουν – από απλές ερωτήσεις μέχρι πολύπλοκες
277
στατιστικές αναλύσεις εξειδικευμένων ερωτηματολογίων γύρω από το στυλ της ζωής και των
δραστηριοτήτων του ασθενούς. Έχει σημασία να εκτιμηθεί η αξία την οποία προσδίδουν οι
ασθενείς στη νόσο τους και ο βαθμός δυσφορίας και κυρίως ο βαθμός ανικανότητας που
τους προκαλεί, δηλαδή ο βαθμός κατά τον οποίο επηρεάζονται οι δραστηριότητές τους.
Οι ψυχιατρικοί παράγοντες που παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση της ποιότητας ζωής είναι
εξαιρετικά σημαντικοί, παίζουν κεντρικό ρόλο στον καθορισμό της ποιότητας ζωής, αλλά θα
πρέπει να συνεκτιμώνται μαζί με το επίπεδο δραστηριότητας στο οποίο βρίσκεται η νόσος
(Turnbull and Vallis 1995). Τέτοιοι παράγοντες είναι η δομή της προσωπικότητας του
ασθενούς και οι στρατηγικές αντιμετώπισης κρίσεων (coping strategies) που εκδιπλώνει,
ποικίλοι στρεσογόνοι παράγοντες τους οποίους υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει και τα
ψυχιατρικά συμπτώματα τα οποία ενδεχομένως θα παρουσιάσει. Ψυχιατρικά συμπτώματα
όπως άγχος, κατάθλιψη και ψυχαναγκαστικές διαταραχές παρεμβαίνουν κατά την πορεία της
νόσου και επηρεάζουν πολύ αρνητικά την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Η κατάθλιψη είναι
μια τρομερή επιπλοκή όλων των μεγάλων και χρόνιων σωματικών νόσων και όσο
επιβαρύνεται η νόσος τόσο αυξάνουν οι πιθανότητες εμφανίσεώς της. Η παραγνώριση της
κατάθλιψης και η παραμέληση της θεραπείας της συνιστούν ιατρικά σφάλματα πρώτου
μεγέθους. Το άγχος επίσης σχετίζεται θετικά με τις περιόδους επιδεινώσεως της νόσου
(Porcelli et al 1994, Angelopoulos et al 1995). Σοβαρό ψυχιατρικό πρόβλημα είναι η
διαρκής υπεραπασχόληση του ασθενούς με τη νόσο, η οποία είναι δυνατόν να προσλάβει
χαρακτήρα υποχονδριακής διαταραχής με αύξηση της χρήσεως υπηρεσιών υγείας,
δημόσιων και ιδιωτικών. Ψυχιατρικές θεραπείες (φάρμακα, ψυχοθεραπείες) είναι αναγκαίο να
χρησιμοποιούνται όταν τα ψυχιατρικά συμπτώματα, κυρίως η κατάθλιψη, παίρνουν
απειλητικό χαρακτήρα, αλλά δεν θα πρέπει να δίδεται στον ασθενή η ψευδής εντύπωση ότι
είναι θεραπευτικοί παράγοντες και της σωματικής του νόσου. Οι παράγοντες που
επηρεάζουν την ποιότητα ζωής από την έναρξη της νόσου και κατά τη διάρκεια της
θεραπείας περιλαμβάνουν το επίπεδο δραστηριότητας της νόσου, την ανακούφιση ή την
επιδείνωση των συμπτωμάτων, τις παρενέργειες των φαρμάκων, την ανάγκη για
περισσότερες νοσοκομειακές θεραπείες, τη βελτίωση ή την επιδείνωση της προγνώσεως, τις
χειρουργικές επεμβάσεις, την επάνοδο στην εργασία ή την αδυναμία πλήρους εργασιακής
αποδόσεως, τη φυσική δραστηριότητα, την ψυχολογική κατάσταση του ασθενούς, τον βαθμό
κοινωνικής υποστήριξης και τις πολιτιστικές επιδράσεις (Garrett and Drossman 1990).
Υπάρχει μια λίστα θεμάτων που απασχολούν τους ασθενείς. Ο τρόπος που τα χειρίζονται και
οι απαντήσεις στα ερωτήματα που προκύπτουν είναι δυνατόν να διαμορφώσουν το
ψυχολογικό κλίμα μέσα στο οποίο θα ληφθούν πολλές αποφάσεις και θα εκδιπλωθούν
συμπεριφορές, με ανάλογη θετική ή αρνητική επίπτωση στην πορεία της θεραπείας και,
συνακόλουθα, της ποιότητας ζωής. Μέσα σε αυτό το κλίμα είναι ακόμη δυνατόν να
αναπτυχθούν ψυχιατρικά συμπτώματα τα οποία οπωσδήποτε θα επιβαρύνουν σοβαρά την
όλη κατάσταση.
Ένα μεγάλο ερώτημα που απασχολεί τους ασθενείς είναι η αιτία της ασθένειας και των
συμπτωμάτων. Όταν η αιτιοπαθογένεια της νόσου δεν έχει αποσαφηνισθεί, πολλοί
ασθενείς είναι δυνατόν να δώσουν ερμηνείες με αρνητικές επιπτώσεις στην οργάνωση
του θεραπευτικού προγράμματος.
Ποιες είναι οι πιθανότητες ιάσεως από τη νόσο; Υπάρχει πιθανότητα η νόσος να
εξελιχθεί σε κακοήθεια;
Γιατί έχει επιδεινωθεί τόσο η σεξουαλική τους ζωή; Είναι αλήθεια ότι υπάρχει επιδείνωση
της σεξουαλικότητας, αλλά η αιτία της πολλές φορές βρίσκεται έξω από την ασθένεια
καθεαυτήν, στον ψυχισμό του ασθενούς.
Σοβαρά προβλήματα δημιουργεί στους ασθενείς το αίσθημα ότι έχουν λίγη
πληροφόρηση γύρω από τη νόσο τους, και γι' αυτό τείνουν να συμβουλεύονται
περισσότερους ιατρούς. Πολλοί, λόγω του φόβου από τις ανεπιθύμητες επιπτώσεις των
διαγνωστικών χειρισμών, αποφεύγουν την επαφή με τον ιατρό. Ο φόβος από τις
παρενέργειες των θεραπευτικών χειρισμών και των φαρμάκων είναι δυνατόν να
επιδράσει αρνητικά στη συμμόρφωση του ασθενούς στο θεραπευτικό πρόγραμμα. Οι
278
ασθενείς έχουν μία τάση να σκέπτονται διχοτομικά τις έννοιες της τοξικότητας και της
αποτελεσματικότητας, και πολλές φορές συγχέουν τα συμπτώματα της ασθένειας με τις
παρενέργειες της θεραπείας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ANGELOPOULOS NV, TZIVARIDOU D, NIKOLAOU N, PAVLIDIS N. (1995). Psychiatric Symptoms, hostility
features and stressful life events in patients with cancer. Acta Psychiatrica Scandinavica 92: 44-50.
AYMANNS P, FILIP SH, KLAUER T. (1995). Family support and coping with cancer: some determinants and
adaptive correlates. Br. J. Soc. Psychol. 34(Pt 1):107-24
BECH P. (1993). Quality of life measurements in chronic disorders. Psychother. Psychosom. 59(1):1-10
BIRENBAUM LK (1990). Family coping with childhood cancer. Hosp. J.6(3):17-33.
FERREL BR, et al (1991). Family factors influencing cancer pain management. Postgrad. Med. J. Suppl 2:s64-69
FLECK SA. (1976). A general systems approach to severe family pathology. Am. J. Psychiatry 133:669
GARRETT JW, DROSSMAN DA. (1990). Health status in inflammatory bowel disease. Biological and behavioral
considerations. Gastroenterology 99(1):90-96.
GIVEN B, GIVEN CW. (1992). The patient and family caregiver reaction to new and recurrent breast cancer. J.
Am. Med. Assoc. 47(5):201-6, 212
GIVEN B, GIVEN CW. (1994). Family home care for individuals with cancer. Oncology Huntingt. 8(5):77-83
HILTON BA. (1996). Getting back to normal: the family experience during early stage breast cancer. Oncol. Nurs.
Forum 23(4): 605-14
280
HOLDEN CM. (1991). Anorexia in the terminally ill cancer patient: the emotional impact on the patient and the
family. Hosp. J. 7(3):73-84.
KATSCHNIG H. (2006).Quality of life in mental disorders: challenges for research and clinical practice. World
Psychiatry. 5(3):139-45.
LEHMAN AF. (1995). Measuring quality of life in a reformed health system. Health Aff. (Milwood) 14(3): 90-101.
NORTHOUSE LL. (1992). Psychological impact of the diagnosis of breast cancer on the patient and her family.
J. Am. Med. Assoc. 47(5):161-4
PADILLA GV, MISHEL MH, GRANT MM. (1992). Uncertainty, appraisal and quality of life. Qual. Life Res.
1(3):155-165.
PORCELLI P, ZAKA S, CENTOSE S, SISTO G. (1994). Psychological distress and levels of disease activity in
inflammatory bowel disease. Ital. J. Gastroenterol. 26(3):111-115.
ROSE JH. (1990). Social support and cancer: adult patient’s desire for support from family, friends, and health
professionals. Am. J. Commun. Psychol. 18(3):439-64
TURNBULL GK, VALLIS TM. (1995). Quality of life in inflammatory bowel disease: the interaction of disease
activity with psychosocial function. Am. J. Gastroenterol 90(9):1450-54.
281
Η σχέση μεταξύ ενδοκρινικού συστήματος και ψυχικής λειτουργίας είναι πολύ στενή. Σχεδόν
κάθε ψυχοκαταπόνηση δύναται να προκαλέσει μεταβολές στα επίπεδα πολλών ορμονών,
όπως η ACTH, τα στεροειδή, η αυξητική ορμόνη, η προλακτίνη κ.λπ. Η φαινομενολογία, η
αιτιοπαθογένεια, η παθοφυσιολογία, η πορεία και η θεραπεία των διαταραχών από το
ορμονικό σύστημα είναι θέματα που αφορούν την ενδοκρινολογία. Εδώ παρουσιάζονται οι
σημαντικότερες ψυχιατρικές επιπτώσεις αυτών των διαταραχών και εξετάζεται κυρίως ο
ρόλος των ορμονών στη διαμόρφωση και στην έκφραση στοιχείων της ψυχοπαθολογίας
(Αγγελόπουλος και συν 1970).
Νόσος του Cushing. Η υπερκορτιζολαιμία έχει ενοχοποιηθεί για τις ψυχιατρικές διαταραχές
που εκδηλώνονται σε πάσχοντες από τη νόσο του Cushing (Hackett, 1985), κυρίως για τα
επεισόδια αγχώδους κατάθλιψης και σε μικρότερο ποσοστό για τα μανιακά επεισόδια.
Σπανιότερα παρατηρούνται και ψυχωσικά επεισόδια. Σε κλινικό επίπεδο η κατάθλιψη είναι
σχεδόν αδύνατον να διαφοροδιαγνωσθεί από μια πρώιμη ή ήπια μορφή νόσου του Cushing.
Παρόμοια είναι τα ευρήματα και σε όγκους του φλοιού των επινεφριδίων.
Νόσος του Addison. Ψυχιατρικές διαταραχές παρατηρούνται σχεδόν κατά κανόνα. Κόπωση
και αδυναμία τόσο μυϊκή όσο και πνευματική, ευερεθιστότητα και κατάθλιψη είναι τα
συχνότερα συμπτώματα και ακολουθούν διαταραχές της μνήμης. Βαριές μεταβολικές
διαταραχές είναι δυνατόν να προκαλέσουν οξύ οργανικό ψυχοσύνδρομο με θόλωση της
συνείδησης, εμβροντησία, ντελίριο και κώμα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Γ, ΓΙΑΝΝΑΤΟΣ Ι, ΔΕΣΤΑΜΠΑΣΙΔΗΣ Χ, ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ Ι. (1970). Ενδοκρινοπάθειες και
νευροψυχικές διαταραχές. Εγκέφαλος 7(1,2):110-121.
BECK-FRIIS J, et al (1985). Serum melatonin in relation to clinical variables in patients with major depressive
disorders: a hypothesis of a low melatonin syndrome. Acta Psychiatr Scand 71:319-330.
CASSIDY F, EHEARN E, CARROL BJ. (1999). Elevated frequency of diabetes mellitus in hospitalized manic-
depressive patients. Am J Psychiatry. Sep;156(9):1417-20.
HACKETT RF. (1985). Diagnostic categorisation of psychiatric disturbance in Cushing's syndrome. Am J
Psychiatry, 142(8):911-916.
KYVIK KO, STENAGER EN, GREEN A, SVENDSEN A. (1994). Suicides in men with IDDM. Diabetes Care
17:210-12.
283
Νόσος του Parkinson. Κατάθλιψη παρατηρείται στο 40% των πασχόντων από νόσο του
Parkinson και συνοδεύεται από υψηλά επίπεδα άγχους. Στους μισούς από αυτούς τους
ασθενείς η κατάθλιψη είναι πολύ σοβαρή. Οι πάσχοντες από κατάθλιψη παρκινσονικοί
παρουσιάζουν περισσότερα δυσλειτουργικά σημεία στον μετωπιαίο λοβό και μεγαλύτερη
εμπλοκή των ντοπαμινεργικών συστημάτων από τους μη καταθλιπτικούς παρκινσονικούς
(Cummings 1992). Σε παρκινσονικούς με κατάθλιψη που υπεβλήθησαν σε θεραπεία με ECT
παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση όχι μόνο της κατάθλιψης αλλά και των παρκινσονικών
συμπτωμάτων (Douyon et al 1989). Οι μακροχρόνια αντιπαρκινσονική θεραπεία συχνά
προκαλεί ψυχωσικού τύπου διαταραχές με ζωηρές οπτικές ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις.
Αυτή η κατάσταση είναι δυνατόν να επιπλακεί με θόλωση της συνείδησης, διαταραχή
προσανατολισμού σε τόπο, χρόνο και πρόσωπα, και να εξελιχθεί σε ντελίριο. Η άνοια που
εμφανίζεται στη νόσο του Parkinson φθάνει με την πάροδο του χρόνου σε υψηλά ποσοστά,
που ξεπερνούν το 30%.
Επιληψία. Μέχρι και τον 20ό αιώνα ήταν ευρύτατα διαδεδομένη η πίστη στη βαθιά σχέση
μεταξύ επιληψίας και ψυχιατρικών διαταραχών (Καρβέλας 2002). Η σχέση αυτή, στο θέμα
των ψυχώσεων, ήταν αρνητική, με την έννοια ότι οι επιληπτικές κρίσεις έχουν χαρακτήρα
προφυλακτικό κατά των ψυχώσεων, και οδήγησε στην εφαρμογή της
ηλεκτροσπασμοθεραπείας. Αρκετά ψυχιατρικά προβλήματα ίσως είναι και αποτέλεσμα της
ψυχοκοινωνικής αντίληψης που έχουν για τη νόσο τόσο ο ασθενής όσο και το κοινωνικό
σύνολο. Ο επιληπτικός αισθάνεται απόβλητος και ανεπιθύμητος. Κατέχεται από άγχος για
την αναμενόμενη επιληπτική κρίση. Ζητάει προστασία από τον Θεό γιατί πιστεύει ότι το
κοινωνικό σύνολο του την αρνείται. Μερικές από τις ψυχιατρικές διαταραχές που συνδέονται
με την επιληψία είναι οι ακόλουθες:
Επιληπτικές ψυχώσεις. Πολλές από τις λεγόμενες βραχείες επιληπτικές ψυχώσεις είναι στην
πραγματικότητα συγχυτικές καταστάσεις που εμπλουτίζονται με ψευδαισθήσεις και μια
ποικιλομορφία παραληρητικών ιδεών. Παρατεινόμενη ψυχωσική συμπτωματολογία
σχιζοφρενικού τύπου συνοδευόμενη από οπτικές και ακουστικές ψευδαισθήσεις και
παραληρητικές ιδέες διώξεως είναι δυνατόν επίσης να παρατηρηθεί. Στις ινιακές επιληψίες
είναι χαρακτηριστικές οι οπτικές ψευδαισθήσεις (McKenna et al 1985).
Επιληπτική προσωπικότητα. Οργιλότητα. Εγωκεντρισμός. Μείωση των φιλητικών
συναισθημάτων. Απεραντολογία και σχοινοτένια. Υπερθρησκευτικότητα και εμπλοκή σε
θρησκευτικές συζητήσεις. Γλοιώδης και φορτική (κολλώδης) συμπεριφορά.
Επεισόδια αυτοματισμού. Χαρακτηρίζονται από στερεότυπες κινήσεις, αιφνίδια συσκότιση
της συνειδήσεως, παρορμητική και βίαιη συμπεριφορά.
Λυκοφωτικές καταστάσεις, Επεισόδια φυγών και πλανήσεων. Μικρή αλλοίωση του επιπέδου
συνειδήσεως. Πραγματικότητα, φαντασία και όνειρο συγχέονται. H διαφοροδιάγνωση θα
γίνει από τα ανάλογα υστερικού τύπου ψυχοαποσυνδετικά επεισόδια.
284
Εγκεφαλικά επεισόδια. Περίπου ένας στους τρεις ασθενείς παρουσιάζουν κατάθλιψη μετά
το εγκεφαλικό επεισόδιο και σε ένα σημαντικό ποσοστό από αυτούς η κατάθλιψη είναι τόσο
σοβαρή ώστε να κρίνεται αναγκαία η αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή (Robinson et al
1985). Η σχέση μεταξύ εγκεφαλικού επεισοδίου και κατάθλιψης είναι πολύπλοκη και η
τοποθεσία της βλάβης είναι ένας παράγων, μεταξύ αρκετών άλλων, που συμβάλλει στη
διαμόρφωση του δυσφορικού και καταθλιπτικού συναισθήματος που εμφανίζεται ύστερα από
εγκεφαλικό επεισόδιο. Η σοβαρότητα της κατάθλιψης σχετίζεται επίσης με τον εντοπισμό της
βλάβης στο δεξιό ή στο αριστερό ημισφαίριο. Είναι μεγαλύτερη η κατάθλιψη όταν η βλάβη
είναι αριστερά, ενώ όταν είναι στο δεξιό ημισφαίριο περισσότερο βλάπτεται και περιορίζεται η
ικανότητα κατανόησης και έκφρασης του συναισθήματος, αν και δεν αποκλείεται να
εμφανισθούν ευφορικές τάσεις (Tiller 1992). Ένα χρόνο μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο τα
ψυχιατρικά συμπτώματα έχουν υποχωρήσει σημαντικά και δεν φαίνεται να υπάρχει
ψυχιατρική συμπτωματολογία διαφορετική από εκείνη του γενικού πληθυσμού (House et al
1991), αν και αυτό έχει σχέση με τον βαθμό που ο ασθενής θα κατορθώσει να ανακτήσει την
προ του επεισοδίου λειτουργικότητά του.
προκαλέσει απώλεια συνειδήσεως και μετά από χρονικό διάστημα περίπου 5min σε μη
αντιστρεπτή εγκεφαλική βλάβη.
Ημικρανία. Ο επιπολασμός της ημικρανίας στον γενικό πληθυσμό είναι μεγάλος, περίπου
7%. Προσβάλλει και τα δύο φύλα, συχνότερα τις γυναίκες, στις οποίες οι κρίσεις είναι
συχνότερες και εντονότερες. Το ημικρανιακό επεισόδιο αρχίζει με οπτικά φαινόμενα, όπως
μείωση του οπτικού πεδίου και εμφάνιση φωτεινών στοιχείων (σχήματα δαντελωτά,
αστεράκια κ.λπ.) και, εκτός από την ισχυρή μονόπλευρη κεφαλαλγία, συνοδεύεται από
ναυτία και τάση προς έμετο (Καραγεωργίου και Παναγόπουλος 1993). Δεν έχουν
τεκμηριωθεί οι ισχυρισμοί ότι οι πάσχοντες είναι άτομα πρωκτικού χαρακτήρα που
ενδοστρέφουν την επιθετικότητά τους και καταπνίγουν αισθήματα θυμού. Άλλοι
υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας «ημικρανιακής προσωπικότητας». Υπάρχουν ενδείξεις ότι η
ημικρανία μαζί με άγχος και κατάθλιψη ίσως απαρτίζουν κάποιο ιδιαίτερο σύνδρομο το οποίο
κατά την παιδική και την εφηβική ηλικία χαρακτηρίζεται από άγχος ακολουθούμενο από
ημικρανίες και, αργότερα κατά την ενήλικο ζωή, από χαρακτηριστικά επεισόδια κατάθλιψης
και/ή φοβικών αντιδράσεων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΘΩΜΑΪΔΗΣ Θ. (1994). Μετατραυματική κεφαλαλγία. Κεφαλαλγία 2(1): 15-19.
ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Κ, ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ Γ. (1993). Παθογένεια της ημικρανίας. Κεφαλαλγία 1(2):48-51.
ΚΑΡΒΕΛΑΣ Α. (2002). Επιληψίες και ψυχικές διαταραχές. Εγκέφαλος 39:49-55.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΓΠ, ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ Ε. (1996). Ψυχιατρικές εκδηλώσεις της σκλήρυνσης κατά πλάκας. Ψυχιατρική
7:25-36.
ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ Α. (1993). Κεφαλαλγία τάσεως. Μεικτή κεφαλαλγία. Κεφαλαλγία 1(2):65-69.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Α. (1993). Διαγνωστικά κριτήρια ημικρανίας. Κεφαλαλγία 1(2):38-35.
286
ΧΕΙΜΩΝΑΣ Γ. (1983). Νευροψυχολογικές και ψυχιατρικές διαταραχές σε επιληπτικούς ασθενείς με χρόνια ειδική
αγωγή. Πρακτικά 10ου Πανελληνίου Συνεδρίου Ν/Ψ σελ 44-50.
CUMMINGS JL. (1992). Depression and Parkinson’s disease: a review. Am J Psychiatry 149(4): 443-454.
DOUYON R, SERBY M, KLUTCHKO B, ROTROSEN J. (1989). ECT and Parkinson’s disease revisited: a “natu-
ralistic” study. Am J Psychiatry 146:1451-1455. (1989). ECT and Parkinson’s disease revisited: a “naturalistic”
study. Am J Psychiatry 146:1451-1455.
GUPTA RK, KUMAR R. (2004). Benign brain tumors and psychiatric morbidity: a 5-years retrospective data anal-
ysis. Austr N Zealand J Psychiatr 38:316-319.
HOUSE A, et al. (1991). Mood disorders in the year after first stroke. Br J Psychiatry 158:83-92.
McKENNA PJ, KANE JM, PARRISH K. (1985). Psychotic Syndromes in Epilepsy. Am J Psychiatry 142:895-904
ROBINSON RG, LIPSEY JR, PRICE TR. (1985). Diagnosis and clinical management of post-stroke depression.
Psychosomatics 26:769-778.
TILLER JWG. (1992). Post-Stroke Depression. Psychopharmacology, 106:130-133.
287
Καρδιακές και κυκλοφορικές εκδηλώσεις με αλλαγές στον σφυγμό, στο ΗΚΓ, στην αρτηριακή
πίεση και στη φλεβική κυκλοφορία παρατηρούνται κατά τη φυσική άσκηση και τη μυϊκή
εργασία, αλλά και σε καταστάσεις όπως σωματικά τραύματα (shock), ψυχοκαταπόνηση και
βιώματα με ισχυρό συναισθηματικό περιεχόμενο. Το κυκλοφορικό, μέσω του αυτόνομου ΝΣ,
επηρεάζεται από την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση με ταχυκαρδία, αύξηση ή πτώση της
αρτηριακής πιέσεως, αλλαγή του χρώματος του δέρματος. Δεν υπάρχει ακόμη δυνατότητα
εξακρίβωσης των πιθανών ειδικών επιδράσεων στο καρδιαγγειακό σύστημα από
συγκεκριμένα συναισθήματα, αλλά φαίνεται ότι όλα τα συναισθήματα ασκούν περίπου την
ίδια επίδραση. Ποικίλοι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί ως εμπλεκόμενοι
στην αιτιοπαθογένεια ορισμένων καρδιαγγειακών νόσων.
Μη ειδικά προκάρδια άλγη. Περισσότεροι από 50% των ασθενών που επισκέπτονται τα
εξωτερικά ιατρεία των καρδιολογικών κλινικών παραπονούμενοι για προκάρδια άλγη δεν
παρουσιάζουν ενδείξεις ισχαιμίας ή άλλες σοβαρές διαταραχές. Από εκείνους των οποίων τα
στεφανιαία αγγειογραφήματα είναι αρνητικά για στεφανιαία νόσο ένα σημαντικό ποσοστό
(50%-70%) συνεχίζουν να υποφέρουν από επίμονα προκάρδια άλγη, να φοβούνται ότι
πάσχουν από καρδιακό νόσημα και να περιορίζουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες
(Klimes et al 1990). Οι πάσχοντες από μη ειδικά προκάρδια άλγη έχουν διπλάσιες
πιθανότητες να παρουσιάζουν ψυχιατρικά προβλήματα από ασθενείς με ισχαιμική νόσο
(Kisely et al 1992). Οι καθησυχαστικές εκφράσεις δεν φέρνουν πολλές φορές αποτέλεσμα και
οι πολλές εξετάσεις, δοκιμασία κοπώσεως ή ηχοκαρδιογράφημα κ.λπ., βάζουν σε σκέψεις
αυτούς τους ασθενείς, ακόμη και όταν είναι αρνητικές. Γνωσιακές θεραπευτικές προσεγγίσεις
μπορούν να βοηθήσουν αρκετά αυτούς τους ασθενείς (Esler and Bock 2004).
Πρόπτωση μιτροειδούς. Κατά τη δεκαετία του ’60 περιγράφηκε μια ιδιάζουσα και σχετικώς
ακίνδυνη καρδιολογική κατάσταση κατά την οποία μια "χαλαρότητα" των γλωχίνων της
μιτροειδούς έχει αποτέλεσμα στο κλείσιμό τους να υποχωρούν προς τον αριστερό κόλπο. Τα
συμπτώματα της πρόπτωσης μιτροειδούς είναι έκτακτες συστολές, ταχυκαρδία, προκάρδια
άλγη, αίσθημα κοπώσεως, νευρικότητα και κρίσεις πανικού.
Ισχαιμική καρδιοπάθεια. Ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών με παθήσεις των στεφανιαίων έχει
παρατηρηθεί ότι είναι άτομα αρχηγικά, φιλόδοξα και ανταγωνιστικά, ανικανοποίητα από τις
επιτυχίες τους, με υψηλά επίπεδα θυμού και εχθρικότητας, υπερφορτωμένα από καθήκοντα,
τα οποία νιώθουν μονίμως να ασφυκτιούν από την πίεση χρόνου, με φόβους που
περιστρέφονται γύρω από το ενδεχόμενο επερχόμενης επαγγελματικής και κοινωνικής
αποτυχίας. Αυτά είναι χαρακτηριστικά τα οποία συγκροτούν τη γνωστή ως προσωπικότητα
τύπου Α, η οποία έχει συσχετισθεί με παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος.
288
Έμφραγμα του μυοκαρδίου. Σε ασθενείς που νοσηλεύονται για έμφραγμα του μυοκαρδίου
τις πρώτες 1-2 ημέρες πρέπει να αντιμετωπισθεί το ισχυρό άγχος από το οποίο
καταλαμβάνονται λόγω του αισθήματος επερχόμενης καταστροφής ή θανάτου, ενώ κατά τις
επόμενες ημέρες αρχίζει να εμφανίζεται η κατάθλιψη λόγω των αρνητικών σκέψεων που
κάνει ο ασθενής για τις επιπτώσεις του εμφράγματος στη ζωή του. Η κατάθλιψη αυτή, αν δεν
διαγνωσθεί ή αν παραμεληθεί, είναι δυνατόν να χρονίσει και να επιδεινωθεί λαμβάνοντας τη
μορφή μείζονος κατάθλιψης με καταστροφικές επιπτώσεις στην υγεία του ασθενούς (Cassem
and Hackett 1971, Hance et al 1996) και σοβαρή μείωση του προσδόκιμου ζωής του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ALEXANDER F. (1950). Psychosomatic Medicine: Its Principles and Application. W.W. Norton, New York.
BLACK PH, GARBUTT LD. (2002). Stress, inflammation and cardiovascular disease. J Psychosomatic Re-
search 52:1-23.
CASSEM NH, HACKETT TP. (1971). Psychiatric consultation in a coronary care unit. Annals of Internal
Medicine, 75:9-14.
ESLER JL, BOCK BC. (2004). Psychological treatments for noncardiac chest pain. Recommendations for a new
approach. J Psychoso Res 56:263-269.
HANCE M, CARNEY RM, FREEDLAND KE, SKALA J. (1996). Depression in patients with coronary heart dis-
ease. A 12-month follow-up. Gen Hosp Psychiatry 18:61-65.
HOKANSON JE, SHELTER S. (1961). The effect of over aggression on vascular processes. J. Abnorm. Psy-
chol. 63:446-448.
KISSELY SR, et al (1992). The course of psychiatric disorder associated with non-specific chest pain. J.
Psychosom. Res. 36: 329-335.
KLIMES I, MAYOU RA, et al. (1990). Psychological treatment for atypical noncardiac chest-pain: a controlled
evaluation. Psychol. Med. 20: 605-611.
PILGRIM JA, STANSFELD S, MARMOT M. (1992). Low bood pressure, low mood? Br. Med. J. 304:75-78.
289
Ψυχοκοινωνικοί και ψυχιατρικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της
λειτουργικής κατάστασης του πεπτικού συστήματος. Η επίδραση στρεσογόνων γεγονότων
στις γαστρεντερικές διαταραχές έχει επισημανθεί από αρκετούς μελετητές. Ότι το στρες, η
ανησυχία, το άγχος και ο ισχυρός φόβος μπορεί να επιδράσουν στο πεπτικό σύστημα είναι
γνωστό. Σε κάθε τμήμα του, από τον βλεννογόνο του στόματος μέχρι τον πρωκτό, είναι
δυνατόν να εκδηλωθούν λειτουργικές μεταβολές (ξηροστομία, επιγαστρικό άλγος ή
δυσφορία, έμετος ή διάρροια) λόγω της επίδρασης ισχυρών ψυχολογικών ή κοινωνικών
παραγόντων.
Σπασμός του οισοφάγου. Ανήκει στις διαταραχές μετατρεπτικού τύπου (βλ. σχετικό
κεφάλαιο). Ο ασθενής είναι δυνατόν να πανικοβληθεί από το διαξιφιστικό άλγος και να
νομίσει ότι έχει πάθει έμφραγμα του μυοκαρδίου. Είναι κατάσταση που όταν
επαναλαμβάνεται ενδέχεται να πυροδοτήσει κρίσεις πανικού.
Ψυχογενείς έμετοι. Ανήκουν στις μετατρεπτικές διαταραχές. Ειδικότερα στις γυναίκες, ένα
φαινόμενο της πρώτης κυρίως φάσης της εγκυμοσύνης είναι η υπερεμεσία του πρώτου
τριμήνου (hyperemesis gravidarum), η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλή ψυχοκοινωνική
νοσηρότητα (κατάθλιψη, σκέψεις διακοπής της κύησης, διαταραγμένες σχέσεις με τον
290
Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Συχνά αποτελεί τμήμα μιας γενικότερης και λανθάνουσας
ψυχοπαθολογικής διαταραχής, καταθλιπτικής ή αγχώδους (Hislop 1971). Άλλοι μελετητές
(Palmer et al 1974, Ραμπαβίλας και συν 1980) βρήκαν θετικές σχέσεις μεταξύ
ψυχονευρωτικών καταστάσεων και ευερέθιστου εντέρου και προτάθηκε ότι αυτά βρίσκονται
στο ίδιο συνεχές το οποίο καθορίζεται από χαρακτηριολογικούς και ψυχοφυσιολογικούς
παράγοντες, όπως το υψηλό επίπεδο εγρήγορσης και η βραδύτητα στην αυτονομική
εξοικείωση (Lader 1975). Έχει υποστηριχθεί ακόμη ότι το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και
η ελκώδης κολίτις αποτελούν δύο διαφορετικά στάδια της ίδιας διαταραχής, όπου το
σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου αποτελεί το ψυχολειτουργικό ενώ η ελκώδης κολίτις το
ψυχοσωματικό, οργανικό, στάδιο αυτής της διαταραχής (Ζούνη και συν 1979).
Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως μια
σωματική διαταραχή με σημαντική ψυχιατρική συννοσηρότητα (Toner 1990, Blanchard et al
1990, Walker 1995). Οι πάσχοντες παρουσιάζουν σε μεγάλη συχνότητα κατάθλιψη (26%),
αγχώδεις διαταραχές (46%) και φοβικές διαταραχές με κρίσεις πανικού (31%). Όταν το
σύνδρομο συνδυάζεται με διαταραχή πανικού, τότε οι διάρροιες αποτελούν το κύριο
χαρακτηριστικό. Είναι πιθανόν οι κρίσεις πανικού να είναι ατελείς, αλλά τα συνοδά σωματικά
στοιχεία, όπως υπέρπνοια, ταχυκαρδία και επιδείνωση των γαστρεντερικών συμπτωμάτων,
μπορεί να είναι ισχυρά. Η θεραπεία της ψυχιατρικής διαταραχής έχει ως αποτέλεσμα τη
βελτίωση και των γαστρεντερικών συμπτωμάτων. Ένα σύνδρομο που μοιάζει με ψυχογενή
ανορεξία με μεγάλη απίσχνανση και ορμονικές διαταραχές είναι δυνατόν να παρουσιασθεί
μεταξύ των πασχόντων. Όμως η πολύ αυστηρή δίαιτα που κάνουν αυτοί οι ασθενείς δεν
οφείλεται στην επιθυμία αδυνατίσματος ούτε σε διαταραχές της εικόνας του σώματος, αλλά
στην προσπάθεια αποφυγής της επιδείνωσης των γαστρεντερικών συμπτωμάτων τους.
Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου είναι δυνατόν να σχετίζεται με ψυχοτραυματική
διαταραχή που προκύπτει μετά από σεξουαλική ή φυσική κακοποίηση. Σε ποσοστό που
φθάνει μέχρι το 30% των πασχόντων αναφέρεται ιστορικό φυσικής ή σεξουαλικής
κακοποίησης, αν και παρόμοια ευρήματα αναφέρονται και από άλλες ψυχοσωματικές
διαταραχές. Συναισθηματική νόσος, πρόσφατη ψυχοκαταπόνηση, δυσαρμονικές
διαπροσωπικές σχέσεις, ιστορικό χωρισμών στο παρελθόν, διαταραχές στις οικογενειακές
σχέσεις, κακομεταχείριση κατά την παιδική ηλικία, είναι παράγοντες που έχουν κατά κάποιον
τρόπο συσχετισθεί με το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (Drossman et al 1990, Hislop 1971,
McDonald and Bouchier 1980, Walker 1995). Σε επίπεδο οργάνωσης της προσωπικότητας οι
πάσχοντες είναι άτομα ευσυνείδητα, τελειοθηρικά και δύσκαμπτα, δηλαδή ψυχαναγκαστικά,
με ιδιαιτέρως έντονα αλεξιθυμικά χαρακτηριστικά.
Κοιλιακά άλγη. Το κοιλιακό άλγος είναι μια πολύ κοινή σωματική αίσθηση που στις
περισσότερες περιπτώσεις δεν φθάνει στο επίπεδο του συμπτώματος. Οι περισσότεροι
άνθρωποι το αγνοούν, το ανέχονται ή το ξεχνούν. Ωστόσο άλλες καταστάσεις, όπως τα
στρεσογόνα γεγονότα και οι ψυχιατρικές διαταραχές, είναι δυνατόν να το ισχυροποιήσουν και
έτσι οι ασθενείς να ζητήσουν ιατρική βοήθεια. Η κατάθλιψη, για παράδειγμα, μεγεθύνει την
291
αίσθηση του άλγους και τροποποιεί την κινητικότητα του εντέρου. Άλγος εντοπισμένο στη
δεξιά κοιλιακή χώρα είναι δυνατόν να προσλάβει τα χαρακτηριστικά σκωληκοειδίτιδος, και
στο χειρουργείο να βρεθεί φυσιολογική σκωληκοειδής.
Κνησμός του πρωκτού. Ο ιδιοπαθής κνησμός του πρωκτού επί ανδρών αναφέρεται στην
ψυχαναλυτική βιβλιογραφία ότι συνδέεται με σεξουαλικού τύπου λανθάνουσες
ψυχοσυγκρούσεις φιλομοφυλικού τύπου. Γενικώς παρατηρείται σε αυστηρούς,
καταπιεστικούς άνδρες, με τελειοθηρική και καθαριομανή προσωπικότητα, και έτσι ο
ερεθισμός είναι δυνατόν να προκληθεί και να συντηρηθεί από υπερβολικό πλύσιμο. Ετσι ο
επίμονος ψυχογενής κνησμός στην πρωκτογεννητική περιοχή συντηρείται από έναν φαύλο
κύκλο κνησμού-απόξεσης.
Σύνδρομο φλεγμονώδους εντέρου. Σε αυτό ανήκει η ελκώδης κολίτις και η νόσος του
Crohn. Οι πάσχοντες από νόσο του Crohn φαίνεται ότι παρουσιάζουν περισσότερους
ψυχοπαθολογικούς δείκτες, αλλά το ψυχοπαθολογικό περίγραμμα και στις δύο νόσους είναι
παρόμοιο.
292
Ηπατικές παθήσεις. Η επίδραση των ηπατικών παθήσεων στην ψυχική κατάσταση (Collis
and Lloyd 1992) και στη σεξουαλική λειτουργία είναι πολύ αρνητική. Ο συνδυασμός
ηπατοπάθειας και κατανάλωσης αλκοόλ είναι δυνατόν να οδηγήσει σε σοβαρές ψυχικές
διαταραχές. Η ηπατική εγκεφαλοπάθεια παρατηρείται στην πλειονότητα των πασχόντων
από ηπατική ανεπάρκεια και εκδηλώνεται με διαταραχές από την συνείδηση, το συναίσθημα
και την συμπεριφορά, σε μια ποικιλία έντασης και σοβαρότητας (βλ οργανικά
ψυχοσύνδρομα).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΡΑΜΠΑΒΙΛΑΣ ΑΔ και συν (1980). Συγκριτικά ψυχοφυσιολογικά ευρήματα σε αρρώστους με συνδρομή
ευερέθιστου κόλου και σε αγχώδεις νευρωσικούς. Εγκέφαλος 17:100-103.
293
ΖΟΥΝΗ Μ, και συν (1979). Κλινικές παρατηρήσεις, ψυχομετρικά και ψυχοφυσιολογικά ευρήματα σε αρρώστους
με ελκώδη κολίτιδα και συνδρομή ευερέθιστου κόλου. Εγκέφαλος 16:5-9.
ALEXANDER F. (1950). Psychosomatic Medicine: Its Principles and Application. W.W. Norton, New York.
ANGELOPOULOS NV, et al. (1996). Psychiatric symptoms hostility and life events in ulcerative colitis patients
during active phase and remission. The European Journal of Psychiatry 10(2):87-99.
ARONOWITZ R, SPIRO HM (1988). The rise and fall of the psychosomatic hypothesis in ulcerative colitis. J Clin
Gastroenterol 10(3): 298-305.
BELLINI M, TANSELA M. (1976). Obsessional scores and subjective general psychiatric complains of patients
with duodenal ulcer or ulcerative colitis. Psychol Med. 6:461-467.
BLANCHARD EB, et al. (1990). The role of anxiety and depression in the irritable bowel syndrome. Behav Res
Ther 28(5): 401-405.
COLLIS I, LLOYD G. (1992). Psychiatric aspects of liver disease. Br. J. Psychiatry 161:12-22.
DROSSMAN DA, et al (1990). Sexual and physical abuse in women with functional or organic gastrointestinal
disorders. Ann Intern Med 113:828-833.
DROSSMAN DA, et al (1989). Health-related quality of life in inflammatory bowel disease. Functional status and
patients worries and concerns. Dig. Dis. Sci. 34(9):1379-86.
ELAM M, THOREN P, SVENSSON TH. (1986). Locus coeruleus neurons and sympathetic nerves: activation by
visceral afferents. Brain Res 375:117-125.
HARVEY RF, SALIH SY, READ AE. (1983). Organic and functional Disorders in 2000 gastroenterology outpa-
tients. Lancet 1:632-634.
HELZER JE, et al (1982). A controlled study of the association between ulcerative colitis and psychiatric disor-
ders. Dig Dis and Sci 27:513-518.
HISLOP IG. (1971). Psychological significance of the irritable colon syndrome. Gut 12:452-457.
KELTIKANGAS-JÄRVINEN L. (1989). “Psychosomatic personality”- A personality constellation or an illness-
related reaction? Brit J Med Psychol 62:325-331.
LADER MH. (1975). The psychophysiology of mental illness. Routledge and Kegan Paul, London.
McDONALD AJ, BOUCHIER IAD. (1980). Non-Organic Gastrointestinal Illness: A Medical and Psychiatric
Study. Brit J Psychiat 136: 276-283.
MAGNI G, et al (1991). Psychiatric diagnoses in ulcerative colitis. A controlled study. Br J Psychiatry 158:413-5.
MAZZOTA P, et al (2000). Psychosocial morbidity among women with nausea and vomiting of pregnancy:
prevalence and association with anti-emetic therapy. J Psychosom Obstet Gynaecol 21(3): 129-136.
McLEAN P. (1985). Evolutionary Psychiatry and the triune brain. Psychol. Med. 15:219-221.
MURRAY JB. (1984). Psychological factors in ulcerative colitis. J Gen Psychol 110:201-21.
PALMER RL, et al (1974). Psychological characteristics of patients with irritable bowel disease. Postgrad Med J
50:416.
PORCELLI P, ZAKA S, CENTOSE S, SISTO G. (1994). Psychological distress and levels of disease activity in
inflammatory bowel disease. Ital. J. Gastroenterol. 26(3): 111-115.
RAO SS, HATFIELD RA (1996). Paroxysmal anal hyperkinesis: a characteristic feature of proctalgia fugax. Gut
39(4): 609-612.
RIX KJB, PEARSON DG, BENTLEY SJ. (1984). A psychiatric study of patients with supposed food allergy. Br J
Psychiatry 145:121-126.
TONER BB, GARFINKEL PE, JEEJEEBOY KN. (1990). Psychological factors in irritable bowel syndrome. Can
J Psychiatry 35:158-161.
WALKER EA, et al (1995). Psychiatric diagnoses, sexual and physical victimization and disability in patients with
irritable bowel syndrome or inflammatory bowel disease. Psychol Med 25:1259-1267.
294
εστιαστεί στην άποψη ότι η γλωσσοδυνία είναι ισοδύναμο της κατάθλιψης και επομένως η
αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή θα βοηθήσει τον ασθενή.
Δερματολογική μη νόσος. Ο ασθενής παραπονείται για δερματικά ενοχλήματα, αλλά τα
ευρήματα για δερματολογική νόσο είναι πενιχρά ή ανύπαρκτα. Είναι επομένως διαταραχή
της εικόνας του δέρματος και έχει προταθεί η κατάταξή της στις δυσμορφοφοβίες. Συνήθως
αφορά το πρόσωπο, το τριχωτό της κεφαλής, τα γεννητικά όργανα. Τα προβαλλόμενα
συμπτώματα είναι καύσος, κνησμός, τριχόπτωση του τριχωτού της κεφαλής ή τριχοφυΐα
στο πρόσωπο. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ανυπόφορη οδύνη στην οποία περιέρχεται
ο ασθενής. Μερικές φορές η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή και ο ασθενής παρουσιάζει
επίσημη μελαγχολία, διότι πιστεύει ότι δεν θα θεραπευτεί. Έχουν αναφερθεί και επιτυχείς
αυτοκτονίες. Ψυχοθεραπεία και αντικαταθλιπτική αγωγή επιβάλλονται.
Ψευδαίσθηση δύσοσμου ιδρώτα. Ο ασθενής, συνήθως έφηβος, κατέχεται από την
πεποίθηση ότι ο ιδρώτας του μυρίζει άσχημα. Η κατάσταση ίσως είναι παροδική κατά τη
διάρκεια της εφηβείας. Με την πάροδο του χρόνου όμως είναι δυνατόν να αποκτήσει
εντόνως παραληρητικό χαρακτήρα, οπότε ολοκληρώνεται η εικόνα μιας
μονοσυμπτωματικής υποχονδριακής ψύχωσης.
Σύνδρομο ψυχογενούς πορφύρας ή σύνδρομο Gardner-Diamond. Αρχικώς είχε
αποδοθεί σε αυτοερυθροκυτταρική ευαισθητοποίηση, αλλά φαίνεται ότι οι βλάβες είναι
προκλητές (Gardner and Diamond 1955). Είναι ασυνήθιστο και σπάνιο νόσημα,
διακρινόμενο από επώδυνες εκχυμώσεις στο σώμα (κυρίως στα χέρια, στα πόδια, στο
πρόσωπο) μετά από ασήμαντο τραύμα και πολλαπλές ενοχλήσεις από τα συστήματα,
όπως κρίσεις απωλείας της συνειδήσεως, κοιλιακά άλγη και εμέτους. Παρατηρείται
συνήθως στις γυναίκες. Ίσως βοηθήσει η ψυχοθεραπεία, αν και οι ασθενείς δεν
παραδέχονται την ψυχιατρική διάσταση της νόσου τους.
Παραληρητική παρασίτωση ή ακαρεοφοβία ή παρασιτοφοβία (Munro 1980). Είναι μια
ειδική μορφή μονοσυμπτωματικής υποχονδριακής ψύχωσης, συχνότερη στις γυναίκες.
Παρατηρείται κυρίως σε πάσχοντες από γεροντική άνοια, αλλά έχουν αναφερθεί και
περιστατικά χωρίς οργανική εγκεφαλική βλάβη. Ο ασθενής, χωρίς να παρουσιάζει άλλες
παραληρητικές ιδέες ή ψευδαισθήσεις, κατέχεται από την επίμονη και ακλόνητη βεβαιότητα
ότι κάτω από το δέρμα του υπάρχουν παράσιτα ή μικρά ζωύφια τα οποία του προκαλούν
κνησμό, τον τσιμπούν και τον αγκυλώνουν. Είναι κατάσταση δυσθεράπευτη (Gould and
Gragg 1976). Έχει αναφερθεί ότι η χορήγηση πιμοζίδης μπορεί να συμβάλει στη θεραπεία,
αν και τα αποτελέσματα είναι μάλλον πτωχά (Reilly et al 1978).
Ψυχογενείς διαταραχές δερματικής αισθητικότητας. Ψυχογενής ανωμαλία ή απώλεια της
δερματικής αισθητικότητας παρατηρείται στις μετατρεπτικές υστερίες. Απαραίτητο
διαφοροδιαγνωστικό δεδομένο είναι η απουσία βλάβης σε οποιοδήποτε επίπεδο της
αισθητικής οδού. Η διαταραχή σχετίζεται άμεσα με τις γνώσεις που έχει ο ασθενής για τη
λειτουργία της αισθητικότητας (π.χ. κάποιος συγγενής ή γνωστός έπαθε κάτι παρόμοιο),
και, όπως συμβαίνει σε όλες τις μορφές υστερίας, η διαταραχή βοηθάει τον ασθενή να
ξεφύγει από μια δυσάρεστη και ψυχοπιεστική κατάσταση. Συμπεριφορές προσέλκυσης της
προσοχής των άλλων και κάποιος βαθμός «γλυκιάς αδιαφορίας» (belle indifference)
συνοδεύουν τη συμπτωματολογία. Ποτέ δεν τίθεται η διάγνωση της υστερίας, αν δεν
αποκλεισθούν με βεβαιότητα οργανικές διαταραχές που μπορεί να βρίσκονται στην
αφετηρία των συμπτωμάτων, στην περίπτωση αυτή νευρολογικές παθήσεις με
προοδευτική πορεία (π.χ. σκλήρυνση κατά πλάκας).
Τριχοτιλλομανία. Είναι χρονία νόσος και συχνά περιλαμβάνει πολλά σημεία του σώματος
από τα οποία ξεριζώνονται οι τρίχες (μασχάλες, τριχωτό κεφαλής, εφήβαιο), αλλά η
μετωπιαία και η κροταφοβρεγματική περιοχή προσβάλλονται συχνότερα. Τελευταία
κατατάσσεται στις ψυχαναγκαστικές διαταραχές, αν και συνήθως συνοδεύεται και από άλλα
ψυχιατρικά συμπτώματα. Παρατηρείται κυρίως στις γυναίκες νεαρής ηλικίας όταν διανύουν
περιόδους ψυχοκαταπόνησης (Sanderson and Hall-Smith 1970). Από νευροεθολογική
σκοπιά η τριχοτιλλομανία είναι διαταραχή μιας από τις συμπεριφορές αυτοπεριποίησης
(grooming behaviours), στις οποίες ανήκουν και η ονυχοφαγία, το χτένισμα, το ξεψείρισμα
κ.λπ. Η χλωριμιπραμίνη, η πιμοζίδη, τα σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά έχουν
χρησιμοποιηθεί ως θεραπευτικοί παράγοντες. Φαίνεται ότι ένας συνδυασμός πιμοζίδης και
297
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ Ι και συν (2000). Γλωσσοδυνία: Κλινική περίπτωση. Ψυχιατρική 11:220-226.
ALEXANDER F. (1950). Psychosomatic Medicine: Its Principles and Application. W.W. Norton, New York.
ANGELOPOULOS NV, DROSOS AA, MOUTSOPOULOS HM. (2001). Psychiatric symptoms involved in sclero-
derma. Psychotherapy and Psychosomatics 70(3):145-150.
BERGDAHL M, BERGDAHL J. (1999). Burning mouth syndrome: prevalence and associated factors. J Oral
Pathol 28:350-354.
COTTERILL JA. (1981). Dermatological non-disease: a common and potentially fatal disturbance of cutaneous
body image. Br J Dermatol. 104(6):611-9.
FABISH W. (1980). Psychiatric aspects of dermatitis artefacta. Brit J Dermatol 102:29-34.
GARDNER FM, DIAMOND LK. (1955). Autoerythrocyte sensitization. Blood 675-690.
GOULD WM, GRAGG TM. (1976) Delusions of parasitosis. An approach to the problem. Arch Dermatol.
112(12):1745-8.
HUGHES JE, BARRACLOUGH BM, HAMBLIN LG, WHITE JE. (1983). Psychiatric symptoms in dermatology
patients. Brit J Psychiat 143:51-54.
MUNRO A. (1980). Monosymptomatic hypochondriacal psychosis. Brit J Hosp Med 24:34-38.
MOUZAS OD, ANGELOPOULOS NV, PAPALIAGKA MN, TSOGAS P. (2008). Increased frequency of self-
reported parasomnias in patients suffering from vitiligo. Eur J Dermatol, 18(2):165-8.
REILLY TM, JOPLING WH, BEARD AW. (1978). Succesful treatment with pimozide of delusional parasitosis.
Brit J Dermatol 98:457-459.
SANDERSON KV, HALL-SMITH P. (1970). Tonsure trichotillomania. Brit J Dermatol 82:343-350.
SNEDDON IB. (1979). The presentation of psychiatric illness to the dermatologist. Acta Derm Venereol Suppl
(Stockh) 59(85):177-9.
TRIKKAS G, NIKOLATOU O, SAMARA C, et al (1996). Glossodynia: Personality characteristics and psycho-
pathology. Psychother Psychosom 163-168.
ZAFIRIOU E, ANGELOPOULOS NV, ZINTZARAS E, RALLIS E, ROUSSAKI-SCHULZE AV. (2005). Psychiatric
factors in patients with sensitive skin. Drugs Exp Clin Res.
298
Ρευματοειδής αρθρίτις. Επίμονο και συνεχές άλγος, δυσκαμψία στις αρθρώσεις λόγω της
φλεγμονής και κόπωση είναι τα κυριότερα συμπτώματα του πάσχοντος από ρευματοειδή
αρθρίτιδα, με επιπτώσεις στη φυσική, ψυχολογική και κοινωνική του λειτουργικότητα. Η
κατάθλιψη και το άγχος είναι τα συνηθέστερα ψυχιατρικά συμπτώματα που απαντώνται σε
αυτούς τους ασθενείς, όπως σχεδόν σε όλους τους πάσχοντες από χρόνια νοσήματα. Η
νόσος παρουσιάζει εξάρσεις και υφέσεις και η επιδείνωση των συμπτωμάτων της
συνοδεύεται από ανάλογη επιδείνωση του άγχους και της κατάθλιψης (Zaphiropoulos and
Burry 1973, Bishop et al 1987). Έχει υποστηριχθεί ότι αυτοί οι ασθενείς, σε επίπεδο δομής
προσωπικότητας, έχουν υψηλά επίπεδα επιθετικότητας, περιορισμένη ικανότητα να
αναγνωρίζουν και να εκφράζουν συναισθήματα και ότι είναι άτομα τελειοθηρικά και άκαμπτα.
Ιδιαίτερα οι πάσχουσες γυναίκες είναι κυριαρχικές και αρρενοποιημένες. Ωστόσο αυτές οι
απόψεις απέχουν πολύ από το να είναι ικανοποιητικά τεκμηριωμένες. Έχει προταθεί και η
άποψη ότι οι πάσχοντες από ρευματοειδή αρθρίτιδα έχουν μια ορισμένη, ιδιαίτερα
χαρακτηριστική, δομή προσωπικότητας, την ονόμασαν μάλιστα «ρευματική προσωπικότητα»
(Moos and Solomon 1964). Στοιχεία μεθοριακής προσωπικότητας έχουν επίσης επισημανθεί
(Hyphantis et al 2006). Παρόμοιες προσπάθειες έχουν γίνει και σε όλες σχεδόν τις
ψυχοσωματικές παθήσεις, αλλά τίποτε τεκμηριωμένο δεν έχει προκύψει. Μία ενδιαφέρουσα
και δυσεξήγητη παρατήρηση, ότι οι πάσχοντες από ρευματοειδή αρθρίτιδα διατρέχουν
μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης σχιζοφρένειας (Gorwood et al 2004), έχει δώσει αφορμή για
299
υποθέσεις ότι αυτές οι νόσοι αποκλείονται αμοιβαίως, αλλά το όλο θέμα απαιτεί περαιτέρω
διερεύνηση.
Ιδιοπαθής περιβαλλοντική δυσανεξία. Έχει πάρει και άλλα ονόματα, όπως πολλαπλή
χημική ευαισθησία, παναλλεργία, εγκεφαλική αλλεργία, ολική διαταραχή του ανοσιακού
συστήματος κ.λπ. Περιγράφεται ως χρονία πολυσυστηματική νόσος που προκύπτει από
αντίδραση των ασθενών, κυρίως γυναικών, σε χημικούς και άλλους περιβαλλοντικούς
παράγοντες σε επίπεδα που είναι ανεκτά από τον γενικό πληθυσμό, αλλά όχι από τους
ασθενείς (Simon et al 1990, Μάλαμα και Παπαϊωάννου 2004, Bornschein et al 2006). Δεν
υπάρχουν σαφή διαγνωστικά κριτήρια για τη νόσο και τα αναφερόμενα συμπτώματα
αφορούν κυρίως το ΚΝΣ (κεφαλαλγίες, συναισθηματικές διαταραχές, κόπωση, υπνηλία,
ψυχοκινητική διέγερση κ.λπ.), το δέρμα (κνησμός, ερύθημα, εξανθήματα, υπεριδρωσία), το
αναπνευστικό (ρινίτιδα, οπισθορινική έκκριση, φαρυγγαλγία, αναπνευστική δυσχέρεια).
Εντομοκτόνα, αρώματα, βαφές, καθαριστικά σπιτιού, καυσαέρια, χλωριωμένες πισίνες κ.λπ.,
περιλαμβάνονται στους εκλυτικούς παράγοντες. Ισχυρός αρνητικός προγνωστικός δείκτης
είναι η τάση προς σωματοποίηση, όπως επίσης και η προΰπαρξη ψυχιατρικών
συμπτωμάτων. Συχνά συνυπάρχει με τα επίσης δυσεξήγητα: σύνδρομο χρονίας κοπώσεως,
σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, ινομυαλγία, διαταραχή της κροταφογναθικής άρθρωσης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΑΛΑΜΑ Ε, ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Δ. (2004). Ιδιοπαθής περιβαλλοντική δυσανεξία: Ψυχιατρική θεώρηση.
Εγκέφαλος 41:193-200.
ANGELOPOULOS NV, DROSOS A, MOUTSOPOULOS HM (2001). Psychiatric symptoms associated with scle-
roderma. Psychotherapy and Psychosomatics 70(3):145-150.
ANGELOPOULOS NV, et al. (1988). Personality and psychopathology in patients with Sjogren's syndrome.
Terapevt Arkhiv LX(4):49-52.
BISHOP D, GREEN S, CANTOR W, TORRESIN W. (1987). Depression, anxiety, and rheumatoid arthritis activi-
ty. Clin. Experim. Rheumatol. 5:147-150.
BORNSCHEIN S, et al. (2006). Psychiatric morbidity and toxic burden in patients with environmental illness: a
controlled study. Psychosom Med 68(1):104-9.
ESTES D, CHRISTIAN D. (1971). The natural history of systemic Lupus Erythematosus by prospective analysis.
Medicine 50:85-95.
GORWOOD P, et al. (2004). Rheumatoid arthritis and schizophrenia: a negative association at a dimensional
level. Schizophr Res. 66(1):21-9.
GULLEDGE AD. (1968). Scleroderma. Some Psychiatric aspects of progressive systemic sclerosis. J Cansas
Med Soc 69:593-596.
HYPHANTIS TN, et al. (2006). Psychological distress and personality traits in early rheumatoid arthritis: A pre-
liminary survey. Rheumatol Int. 26(9):828-36.
MALINOW KL, et al. (1985). Neuropsychiatric Dysfunction in Primary Sjogren’s syndrome. Ann Int Med103:
344-349.
300
MOOS RH, SOLOMON GF. (1964). Personality correlations of the rapidity of progression of rheumatoid arthritis.
Ann Rheum Dis;23:145-151.
RIMON R, KRONQVIST K, HELVE T. (1988). Overt Psychopathology in Systemic Lupus Erythematosus. Scand.
J. Rheumatol. 17: 143-146.
ROCA RP, WIGLEY FR, WHITE B. (1996). Depressive symptoms associated with scleroderma. Arthritis Rheum
39:1035-1040.
SIMON GE, KATON WJ, SPARKS PJ. (1990). Allergic to life: psychological factors in environmental illness. Am.
J. Psychiatry 147:901-906.
WOLF G. (1999). Endure!: How Paul Klee’s illness influenced his art. The Lancet 353(9163): 1516-1518.
ZAPHIROPOULOS G, BURRY HG. (1973). A study of depression and rheumatoid disease. Ann. Rheum. Dis.
32:593
Οι μολυσματικές ασθένειες, κυρίως εκείνες που επί χιλιετίες εξολόθρευαν τους ανθρώπους –
είτε κατά κύματα και μαζικά, όπως η πανούκλα και η χολέρα, είτε συνεχώς και σταθερά,
όπως η φυματίωση και η σύφιλη–, αλλά επίσης οι πιο πρόσφατες, όπως το AIDS και άλλες
ιογενείς λοιμώξεις, διαμορφώνουν στον πληθυσμό, πάσχοντες και μη, ένα ιδιαίτερα βαρύ
ψυχολογικό κλίμα, ικανό όχι μόνο να απεξαρθρώσει τον κοινωνικό ιστό αλλά και να
πυροδοτήσει καταστροφικές συμπεριφορές στη διαπροσωπική και στην ομαδική ζωή. Κατά
την περίοδο των μεγάλων επιδημικών κυμάτων της πανώλους, από το 1347 μέχρι τις αρχές
του 18ου αιώνα, καθώς οι ιατροί δεν μπορούσαν να κατανοήσουν και να αντιμετωπίσουν την
επιδημική νόσο, οι πρακτικές της μαγείας, της ονειρομαντείας και της αστρολογίας γνώρισαν
μεγάλη άνθηση και διαδόθηκαν ευρέως στις πλατιές μάζες, ενώ στους κύκλους των
επιστημόνων και των ευγενών εκδηλώθηκε ενδιαφέρον για την αλχημεία και τον
αποκρυφισμό· σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια της κοινωνίας να ερμηνεύσει την αιτία μιας
επιδημίας οδηγούσε κατ’ ανάγκην σε μυθεύματα, αναλόγως της εποχής. Έτσι, όταν ξέσπασε
η επιδημία της σύφιλης, πολλοί σοφοί την απέδωσαν στη συναστρία Διός, Άρεως, Ηλίου και
Ερμού στον αστερισμό του Ζυγού, φαινόμενο που παρατηρήθηκε εκείνη την εποχή. Τα
θεραπευτικά σχήματα καθορίζονταν από την αμάθεια, την άγνοια, τη δεισιδαιμονία, την
απελπισία των ασθενών και επιπροσθέτως από τη φιλαργυρία των ιατρών, φαινόμενα που
και σήμερα είναι διαδεδομένα.
Η στάση της κοινότητας απέναντι στους πάσχοντες. Η λοιμώδης νόσος καθιστά τους
μολυνθέντες, αναλόγως και του είδους της νόσου, αμαρτωλούς και απόβλητους. Τους
συφιλιδικούς ούτε οι λεπροί δεν τους δέχονταν στα ερημητήριά τους. Ο περιορισμός των
συναναστροφών μερικές φορές ήταν απόλυτος. Όταν ξέσπασε η επιδημία της συφιλίδος στο
Παρίσι το 1497, οι κήρυκες σαλπιγκτές καλούσαν τους ξένους να αποχωρήσουν από την
πόλη, γιατί αλλιώς θα αντιμετώπιζαν την αγχόνη, τους δε εντόπιους να κλειστούν στα σπίτια
τους, ειδάλλως θα ρίχνονταν στον Σηκουάνα. Η εγκατάσταση των πρώτων
λοιμοκαθαρτηρίων (λαζαρέτων) και η υποχρεωτική παραμονή σε αυτά όλων των υπόπτων
για διασπορά οποιασδήποτε λοιμώδους νόσου ενίσχυσε τα αντανακλαστικά αυτοπροστασίας
των υγιών και περιθωριοποίησης των «άλλων». Σε περίπτωση εισβολής λοιμογόνου
παράγοντα αν μετά την παρέλευση 40 ημερών δεν αναφερόταν κάποιο νέο κρούσμα ή
θάνατος λοιμόβλητου, γινόταν καθαρισμός των κατοικιών και των ενδυμάτων και μετά την
παρέλευση άλλου τόσου χρονικού διαστήματος, και εφόσον η νόσος δεν υποτροπίαζε,
δινόταν άδεια ελευθεροκοινωνίας. Κατά τη διάρκεια της επιδημίας οι κουρείς όφειλαν, επί
ποινή θανάτου, να κλείσουν τα κουρεία τους. Στην Ελλάδα αυτά τα μέτρα ελαμβάνοντο από
301
Η επιδημική εμφάνιση της νόσου είναι δυνατόν να προκαλέσει έκρηξη πανικού σε μεγάλα
τμήματα του πληθυσμού, με συνακόλουθες επιπτώσεις στην ατομική και στην κοινωνική
συμπεριφορά, τις πολιτιστικές τάσεις και την οικονομική δραστηριότητα. Σπανιότερα, είναι
δυνατόν να παίξει διαμορφωτικό ρόλο ακόμη και στην πορεία ιστορικών γεγονότων, όπως η
καταστροφή της Αθήνας μετά τον αποδεκατισμό του πληθυσμού και της πολιτικής ηγεσίας
από τον περίφημο «λοιμό». Ενδεικτικά:
Πανώλης. Ένα μεγάλο κύμα πανώλους εμφανίσθηκε κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού το
542 στη Γάζα της Παλαιστίνης και σε πέντε περίπου χρόνια επεκτάθηκε σε ολόκληρη την
αυτοκρατορία, εξόντωσε εκατομμύρια ανθρώπους και συνετέλεσε στην κατάρρευση των
ανατολικών επαρχιών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που κατελήφθησαν από τους Άραβες
(Κοντούλης 2005)· ταυτόχρονα η πανδημία προκάλεσε σκλήρυνση του κράτους το οποίο,
έχοντας αλωθεί πλήρως από τη χριστιανική Εκκλησία, επιδόθηκε στη βίαιη μαζική
εξόντωση μη χριστιανικών πληθυσμών. Το 1347 ένα επίσης μεγάλο επιδημικό κύμα
πανώλους, ο επονομασθείς Μαύρος Θάνατος, αφάνισε το 1/3 των κατοίκων της Ευρώπης,
οδήγησε σε ένα πρωτοφανές κύμα μυστικισμού και λαγνείας και συνετέλεσε στις εξεγέρσεις
των χωρικών, που προανήγγειλαν τους αγώνες για ισότητα και δημοκρατία στην Ευρώπη.
Ευλογιά. Η πρώτη καταγραφή της ανάγεται στον 16ο αιώνα π.Χ. στην Αίγυπτο, αλλά στους
αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, παραδόξως, ήταν άγνωστη. Η πρώτη περιγραφή της σε
ελληνικό κείμενο εμφανίζεται τον 6ο αιώνα μ.Χ.. Μέχρι και τον 19ο αιώνα η νόσος επηρέαζε
τις πολεμικές συρράξεις στην Ευρώπη, αναλόγως του στρατεύματος που έπληττε, στο
οποίο προκαλούσε μαζικό υστερικό πανικό. Ήταν μια φρικώδης νόσος που σκότωνε το
50% των θυμάτων της, ενώ όσοι επιζούσαν έφεραν στο πρόσωπό τους τις αναλλοίωτες
δυσμορφίες που προκαλούσε. Οι Έλληνες ιατροί Εμμανουήλ Τιμόνης και Ιάκωβος
Πυλαρινός (Κατσαρός και συν 2005) στις αρχές του 18ου αιώνα πρότειναν έναν τρόπο
εμβολιασμού, τον οποίο λίγο αργότερα εισήγαγε τροποποιημένο στην Αγγλία ο Jenner.
Από το 1750 περίπου επιβλήθηκε υποχρεωτικός δαμαλισμός στον γαλλικό στρατό, μέτρο
που επεκτάθηκε στον γερμανικό και ακολούθως στους υπόλοιπους στρατούς της
Ευρώπης, για να επεκταθεί σταδιακά και στον γενικό πληθυσμό. Το 1978 η Παγκόσμια
Οργάνωση Υγείας ανακοίνωσε την πλήρη εκρίζωση της νόσου. Το 1990 αποκαλύφθηκε ότι
στα εργαστήρια των μεγάλων δυνάμεων καλλιεργούνται άκρως επικίνδυνα στελέχη του ιού
για πολεμική χρήση.
Η χολέρα πυροδότησε μεταναστευτικά κύματα στην Αμερική κατά τον 19ο αιώνα. Είναι η
πρώτη ασθένεια στην ιστορία της ιατρικής που αναγνωρίσθηκε ότι έχει σχέση με τρόπους
λειτουργίας της κοινωνίας. Το φθινόπωρο του 1854, μεγάλη επιδημία χολέρας έπληξε την
Ελλάδα. Η «Ξένη», όπως ονομάστηκε, έφθασε στον Πειραιά από Γάλλους στρατιώτες που
ήρθαν από την Κριμαία για να επιβάλλουν στην Ελλάδα την φιλοτουρκική αγγλο-γαλλική
πολιτική. Στην Αθήνα προκλήθηκε μαζικός πανικός και ο κόσμος για να γλιτώσει έφευγε
μακριά προς τα χωριά της Αττικής ή στα κοντινά νησιά. «Η Ιερά Οδός, η οδός των
Πατησίων, της Κηφισιάς, του Μαραθώνος, κάθε δρόμος που έφερνε σ' ένα χωριό της
Αττικής ήτο γεμάτος από κάρρα, αμάξια, φορτηγά, ζώα, πεζούς, παντού μία ατέλειωτη
αλυσίδα, που εσέρνουντο και σήκωνε παχύ, ουρανόψηλο τον κουρνιαχτό. Πολλοί
δυστυχισμένοι, που δεν είχαν τις τρακόσιες ή τετρακόσιες δραχμές που είχε φτάσει το αγώι
ενός αμαξιού έως εις τα περίχωρα, έφευγαν φορτωμένοι ολίγα ρούχα στον ώμο, ένα καλάθι
με ψωμί στο χέρι, κι οι γυναίκες έσερναν τα παιδιά. Τριάντα χιλιάδες ψυχές είχαν τότε αι
Αθήναι. Δεν έμειναν μέσα στην πόλι περισσότερες από οκτώ. Έτσι ήταν γραφτό να στήση
στον άμοιρο, στον πολυβασανισμένο τούτο τόπο, το μαύρο τσαντήρι της, στριγγλιάρα
γύφτισσα, η πρασινοκίτρινη αμαζόνα του θανάτου, η Επιδημία», όπως γράφει ο
Εμμανουήλ Λυκούδης στο διήγημά του «Η Ξένη του 1854».
Η ελονοσία σχεδόν αποδεκάτισε τον Ελληνικό πληθυσμό, κατά τον 19ο και μέχρι τα μισά του
20ου αιώνα. Η διανομή κινίνης δεν συνετέλεσε στην ουσιαστική περιστολή της νόσου και
απεχθή σκάνδαλα νωθείας του φαρμάκου ταλάνιζαν την πολιτική ζωή. Στα πρώτα χρόνια
της δεκαετίας του 1920, τα κρούσματα ελονοσίας έφταναν το ένα εκατομμύριο ετησίως.
302
Η λύσσα. Κατά την αρχαιότητα τη θεωρούσαν, μαζί με τη μανία, θεότητα που προκαλούσε
τη θανατηφόρο τρέλλα σε αυτούς που επέλεγαν οι θεοί. Ακόμα και σήμερα, μετά την
θριαμβευτική αντιλυσσική θεραπεία που πρότεινε ο Pasteur το 1885, παραμένει απειλή για
την ανθρωπότητα. Οι θάνατοι από τη νόσο ξεπερνούν τους 45,000 ετησίως στον πλανήτη,
ενώ υπολογίζεται ότι περί τα 4,000,000 εκατομμύρια άνθρωποι κάθε χρόνο υπόκεινται σε
προληπτική αντιλυσσική θεραπεία. Τα κλινικά συμπτώματα της μετά από δήγμα νοσούντος
κυνός κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, η ευαισθησία στο φως, στον ήχο και στην αφή, ο
φαρυγγικός σπασμός κατά την κατάποση υγρών και η συνεπαγόμενη υδροφοβία, η
έκπτωση των πνευματικών λειτουργιών, η ανησυχία, η ευερεθιστότητα, η αϋπνία, η
επιθετικότητα, οι ψευδαισθήσεις, οι σπασμοί και η παράλυση που προηγούνται της βέβαιης
κατάληξής στον θάνατο προκαλούν στους ανθρώπους πανικό και στο άκουσμα της λέξης.
Η λέπρα. Νόσος βραδύτατα εξελισσόμενη με εκδηλώσεις από το δέρμα και τα νεύρα που
οδηγούν σε χαρακτηριστικές παχύνσεις και νεκρώσεις του δέρματος. Κατά τον μεσαίωνα τα
περιστατικά της λέπρας αυξήθηκαν περισσότερο από κάθε άλλη ιστορική περίοδο με 5
περίπου κρούσματα στα 1000 άτομα. Η χριστιανική θρησκεία, όπως και οι άλλες,
θεωρούσε τους λεπρούς ως απόλυτα στιγματισμένους αμαρτωλούς και συνιστούσε την
αποβολή τους από την κοινωνία σε ειδικά κοινόβια έξω από τα τείχη, τα λεπροκομεία, τους
παρείχε όμως τροφή και ρουχισμό. Υπάρχουν άτομα που αγιοποιήθηκαν λόγω της
αφοσίωσης τους στην βοήθεια των λεπρών. Οι φρικώδεις δυσμορφίες που προκαλούσε η
νόσος είχαν εξάψει την φαντασία κοινού και καλλιτεχνών. Η νόσος έχασε τον επιδημικό της
χαρακτήρα στην ευρώπη ήδη από τον 18ο αιώνα και τα λεπροκομεία άρχισαν σταδιακά να
κλείνουν. Το ελληνικό λεπροκομείο στη Σπιναλόγγα λειτούργησε από το 1903 μέχρι το
1957 (Hislop 2005).
Η σύφιλη από τα τέλη του 15ου αιώνα μέχρι και τα μέσα του 20ού απετέλεσε αληθινή
μάστιγα της ανθρωπότητας. Σε αντίθεση με την πανώλη, τη χολέρα και την ευλογιά που
ενέσκηπταν κατά τρόπο επιδημικό σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα και αποχωρούσαν
αργά ή γρήγορα αφού σκότωναν ταχέως τα θύματά τους, η σύφιλη έπληττε όλο και
μεγαλύτερους αριθμούς ανθρώπων και φόνευε τα θύματά της κατά τρόπο τυραννικό,
βραδέως, αφού πρώτα τα καθιστούσε ανάπηρα σωματικώς και πνευματικώς διά της
Προϊούσης Γενικής Παραλύσεως ή της συφιλιδικής παραφροσύνης, όπως την
αποκαλούσαν (Σταθόπουλος 1981). Πιστεύεται ότι καμία άλλη νόσος στην ιστορία της
ανθρωπότητας δεν διεδόθη σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο η σύφιλη κατά τους τέσσερις
αιώνες της κυριαρχίας της, κυρίως στην Ευρώπη, ίσως επειδή κατά τον αιώνα που
προηγήθηκε της εμφανίσεως της νόσου η Ευρώπη είχε εκτραχυνθεί σε έναν άνευ
προηγουμένου έκλυτο βίο, συνέπεια της πανδημίας της πανούκλας του 1347. Αλλά και η
ίδια με τη σειρά της σταδιακά περιόρισε την αχαλίνωτη σεξουαλική ελευθεριότητα της
Αναγέννησης.
Φυματίωση. Η φυματίωση απασχόλησε την ιατρική από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας
μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Μετά την ανακάλυψη της στρεπτομυκίνης έπαψε να είναι το
μεγάλο ιατροκοινωνικό πρόβλημα που ταλαιπωρούσε την ανθρωπότητα επί χιλιάδες χρόνια
και συρρικνώθηκε στις διαστάσεις μιας σοβαρής αλλά οπωσδήποτε θεραπεύσιμης νόσου.
Υπολογίζεται πως μέσα στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, περίπου 40.000 άτομα,
303
ηλικίας από 15 έως 35 χρόνων, πέθαιναν από φυματίωση κάθε χρόνο στην Ελλάδα, ενώ
μέχρι το 1930 είχαν πεθάνει περισσότερα από ένα εκατομμύριο νεαρά κυρίως άτομα.
Από άποψη κοινωνικής προελεύσεως, δεν ήσαν όλοι οι άνθρωποι στον ίδιο βαθμό
υποψήφιοι να προσβληθούν από τη φυματίωση. Οι πάσχοντες συνήθως προέρχονταν από
τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Η υπερβολική, αυστηρά πειθαρχημένη και ανθυγιεινή
εργασία που επέβαλλε η εποχή της εκβιομηχάνισης και του άγριου καπιταλισμού στις
εξαθλιωμένες εργατικές μάζες των αστικών κέντρων, όπου συνωστίζονταν για να εργασθούν
κάτω από εξευτελιστικές εργασιακές και οικιστικές συνθήκες, ήταν σοβαρός παράγων
καλλιέργειας της νόσου στους φτωχούς αστικούς πληθυσμούς. Επίσης η νόσος έκανε
θραύση και στους φτωχούς συγγραφείς και καλλιτέχνες, πράγμα που της προσέδιδε μια
χαρακτηριστική και περίεργη αίγλη και ακτινοβολία. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι η
λογοτεχνία του 19ου αιώνα βρίθει από περιγραφές ανθρώπων που πεθαίνουν από
φυματίωση σε κατάσταση μακαριότητας, ενισχύοντας την αντίληψη για τη «φθίση» ως μια
εξευγενισμένη, «πνευματοποιημένη» νόσο και καθιερώνοντας τη ρομαντικοποίησή της στο
κοινωνικό φαντασιακό (Sontag 1993).
Παρά το ότι η αιτία της ήταν γνωστή ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, αυτό δεν
εμπόδιζε τους ιατρούς από το να παραδέχονται την ύπαρξη εξωμικροβιακών παραγόντων
που συμβάλλουν στην προδιάθεση ή στην πορεία της. Δεν αρκεί μόνο η μόλυνση, αλλά και η
ψυχοκαταπόνηση που συνοδεύει τα αρνητικά γεγονότα της ζωής συμβάλλει στη δημιουργία
και στην εκδήλωση της νόσου, αφού προκαλεί καθιζήσεις στο αμυντικό σύστημα του
οργανισμού. Και βέβαια δεν αντιμετωπίζουν όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο τις
αντιξοότητες και κακοτυχίες της ζωής, αφού ορισμένοι δεν διαθέτουν επαρκείς μηχανισμούς
άμυνας, πράγμα που έχει σχέση με τη δομή της προσωπικότητάς τους. Ο Kissen (1958)
υποστήριζε ότι η νόσος ήταν συχνότερη σε ασθενείς με μια ακατάστατη (inordinate) ανάγκη
για αγάπη και τρυφερότητα. Το 60% των φυματικών που εξέτασε είχαν στερηθεί τη στοργή
κατά την παιδική ηλικία σε σύγκριση με το 16% της ομάδας ελέγχου. Αυτή η παρατήρηση
είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, και δεν αφορά μόνο τους φυματικούς, αφού είναι γνωστό ότι η
μητρική αποστέρηση προκαλεί ανοσιακή κατάρρευση στα παιδιά μέσα από την κατάθλιψη
που τους προκαλεί ο αποχωρισμός από τη μητέρα. Και βέβαια η κατάθλιψη προκαλεί
καθιζήσεις του ανοσιακού συστήματος όχι μόνο στα παιδιά αλλά και στους ενήλικες.
Σοβαρές ψυχοπαθολογικές μελέτες είναι δυσανάλογα ολιγάριθμες σε σχέση με τη
μεγάλη διασπορά και τις τεράστιες επιπτώσεις της φυματίωσης μέχρι και λίγο μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και οι περισσότερες είναι οπωσδήποτε ατεκμηρίωτες και
αφελείς. Υποστηρίχθηκε ότι ο φυματικός έχει ειδική ψυχοσύνθεση, αλλά αν αυτό είναι
αλήθεια το ερώτημα είναι πότε αποκτάται αυτή η ψυχοσύνθεση. Αποκτάται πριν από την
έναρξη της νόσου, είναι δηλαδή ένα είδος προνοσηρής (προφυματικής) προσωπικότητας, ή
προκύπτει από τις βιολογικές, τις ψυχολογικές και τις κοινωνικές επιπτώσεις της νόσου; Ο
Wittcower (1949) περιέγραψε τέσσερις προνοσηρές προσωπικότητες φυματικών: α) τους
ανασφαλείς (insecure) τύπους, β) τους ανατρεπτικούς, επαναστατικούς τύπους (rebellious),
γ) τους αυτοκατευθυνόμενους (self-drivers) και δ) τους ταλαιπωρούμενους από συγκρούσεις
(conflict harassed). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές οι αόριστες και δυσνόητες κατηγορίες
ήσαν εκτός πραγματικότητας και στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαν να
χαρακτηρισθούν ως στάσεις και συμπεριφορές αντίδρασης στη νόσο από το ιατρικό
κατεστημένο της εποχής.
Πολλές απόπειρες έγιναν να συσχετισθεί η φυματίωση με διάφορες ψυχιατρικές
παθήσεις, κυρίως με τη σχιζοφρένεια, ίσως γιατί η σχιζοφρένεια πίστευαν ότι συνδέεται κατά
κάποιον τρόπο με τη λεπτόσωμη σχιζοθυμική ιδιοσυγκρασία, η οποία έχει ομοιότητες, στο
σωματικό επίπεδο, με την εικόνα του προχωρημένου φυματικού. Αυτή η σύνδεση δεν
τεκμηριώθηκε. Και το ότι στα ψυχιατρικά άσυλα έκανε θραύση η φυματίωση
(Αναστασόπουλος και συν 1964) πρέπει να αποδοθεί στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των
ασθενών και όχι σε κάποια σχέση μεταξύ των δύο ασθενειών. Αφθονούσαν επίσης απόψεις
που συνέδεαν τη νευρασθένεια, ή νεύρωση εξαντλήσεως, με τη σύφιλη και τη φυματίωση.
Πολλοί μάλιστα (Σακόρραφος 1928) πίστευαν ότι η νευρασθένεια απορρέει από τη
φυματίωση, και μάλιστα εμφανίζεται μετά την πρώτη αιμόπτυση. Πίστευαν ακόμη
(Σακόρραφος 1928) ότι οι τοξίνες του βακτηριδίου της φυματιώσεως έχουν ιδιαίτερη
304
επίδραση στο νευρικό σύστημα και στην ψυχική σφαίρα και ίσως έχουν αιτιολογική σχέση με
μείζονες ψυχιατρικές παθήσεις, όπως μανιακές καταστάσεις και πρώιμη άνοια (όπως
ονόμαζαν τη σχιζοφρένεια). Τα συμπτώματα της γενικής κακουχίας και αδυναμίας πολλές
φορές συγχέονταν με την εικόνα της νευρασθένειας και της κατάθλιψης. Η συμπτωματική
ψυχωσική συνδρομή ήταν πολύ σπάνια ψυχιατρική εκδήλωση και φαίνεται ότι την
προκαλούσε η εξάπλωση της φυματιώσεως στις μήνιγγες, αν και αυτή η ερμηνεία είναι
δύσκολο να τεκμηριωθεί. Ακόμη πιο δύσκολο να τεκμηριωθεί είναι η αρκετά διαδεδομένη τότε
άποψη ότι οι τοξίνες του βακίλου της φυματιώσεως που εκχέονται στον οργανισμό έχουν
ψυχωσεογόνο δράση.
Είχε υποστηριχθεί (Day 1951) ότι ο θετικός ρόλος της ισονιαζίδης στη θεραπεία της
φυματίωσης οφείλεται και στην αντικαταθλιπτική δράση της, άποψη που τοποθετούσε την
κατάθλιψη στους σημαντικούς παράγοντες επιδείνωσης της φυματίωσης. Σε σχετικά
πρόσφατη μελέτη νέων περιστατικών φυματιώσεως (Immerman and Pankratova 1988),
νευρωσικές διαταραχές ανιχνεύθηκαν στο 64,7% των ασθενών, τη συντριπτική πλειονότητα
των οποίων (84,7%) αποτελούσαν καταθλιπτικές συνδρομές. Ενδιαφέρον και δυσερμήνευτο
εύρημα αυτής της εργασίας είναι ότι μετά την επιτυχή αντιφυματική αγωγή το 51,5% των
ασθενών συνέχιζε να εκδηλώνει καταθλιπτικά συμπτώματα. Και άλλα ψυχιατρικά
συμπτώματα εκτός από κατάθλιψη είχαν καταγραφεί σε φυματικούς ασθενείς, όπως
υποχονδριακές εκδηλώσεις, υστερική συμπεριφορά, συναισθηματική ευμεταβλητότητα,
αδιαφορία προς τους ηθικούς κανόνες και τους κοινωνικούς περιορισμούς, επικίνδυνη
απόρριψη των ιατρικών οδηγιών και ένας ισχυρός προσανατολισμός στην αναζήτηση
σεξουαλικής ικανοποίησης.
Μέσω του φαινομένου spes phthisica συνδέθηκε η φυματίωση με την έννοια της
ψυχικής αστάθειας. Δεν ήταν πολύ συχνό φαινόμενο, και κυρίως εμφανιζόταν στις μάλλον
οξείες καταστάσεις. Ο ασθενής ήταν χαρούμενος, αισιόδοξος, έλεγε ότι αισθανόταν περίφημα
και έκανε με ενθουσιασμό σχέδια για το μέλλον, παρά τον υψηλό πυρετό, τον βήχα και τη
μεγάλη απίσχνανση, ενώ είχε φθάσει σε σημείο να είναι σχεδόν αδύνατον να φροντίσει τον
ίδιο του τον εαυτό. Σε άλλες περιπτώσεις η κατάσταση της spes phthisica ήταν δυνατόν να
προσλάβει διαστάσεις ψυχωσικής συνδρομής με την εισβολή παραληρητικών ιδεών και
άλλου ψυχωσικού υλικού. Το φαινόμενο της spes phthisica είναι μια μορφή άρνησης της
νόσου, ένα φτερούγισμα προς την υγεία (flight to health), όπως έχει ονομασθεί αυτή η
αντιδραστική συναισθηματική στάση και συμπεριφορά. Είναι συχνό πρόβλημα σε πάσχοντες
από σωματικές παθήσεις η άρνηση της νόσου και είναι δυνατόν να συντελέσει σε πλήρη
άρνηση συμμόρφωσης στη θεραπεία, με καταστροφικές συνέπειες για την υγεία του
ασθενούς.
Η φοβία του θανάτου μέσα από τα κύματα τυφλού πανικού που πυροδοτεί είναι
δυνατόν να αποδιοργανώσει πλήρως τη ζωή του ασθενούς και να αχρηστεύσει τις
προσπάθειες για καλύτερη φροντίδα του. Εμφανίζεται σε άτομα με ανώριμη προσωπικότητα
και χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Η φοβία θανάτου ήταν συχνό ψυχιατρικό σύμπτωμα των
φυματικών και βρισκόταν στην αφετηρία πολλών ψυχοπαθολογικών καταστάσεων, όταν δεν
εκδηλωνόταν καθαρά η ίδια (Παπαπαναγιώτου 1970), ενώ στην πορεία και εξέλιξη της νόσου
εξαφανιζόταν κατά τη βελτίωση και εμφανιζόταν κατά την επιδείνωσή της, καθώς ο φόβος
της υποτροπής τη συντηρούσε. Η νοσοφοβία παρατηρείται συχνότερα σε άτομα με
ψυχαναγκαστικές ή παρανοϊκές προσωπικότητες, με έντονο ενδιαφέρον για την καθαριότητα
και τη σωματική υγεία τους, και εκδηλώνεται με επίμονη αναζήτηση ιατρικών εξετάσεων άμα
τη εμφανίσει υπόπτου συμπτώματος. Η φθισιοφοβία ήταν συνήθης και αναμενόμενη
αντίδραση σε μια τόσο απειλητική νόσο. Ο άνθρωπος όταν είναι στο έλεος μιας τέτοιας
νόσου, ανυπεράσπιστος, έρμαιο της άγνοιας, αντιδρά με φόβο και αγωνία. Από τη μια
καταλαμβάνεται από πανικό όταν ανακαλύψει και την παραμικρή, πραγματική ή
φαντασιωσική, ένδειξη ότι πάσχει από τη νόσο, και από την άλλη αντιδρά με φρίκη και
αποστροφή προς εκείνους που υποψιάζεται ότι είναι φορείς της νόσου. Αυτή η παρανοϊκή
ατμόσφαιρα είναι δυνατόν να διαμορφώσει το ψυχολογικό κλίμα μιας ολόκληρης εποχής.
Πανούκλα, σύφιλη, ευλογιά, φυματίωση, AIDS, όλες αυτές οι επιδημικές νόσοι προκάλεσαν
εντυπωσιακές νοσοφοβικές αντιδράσεις, που σε κοινωνικό επίπεδο εκδηλώθηκαν με
φαινόμενα αποδιαπόμπευσης και κοινωνικού ρατσισμού. Υπάρχουν και ψυχιατρικές
305
σε κάποια φάση της νόσου συμπτώματα διέγερσης στο πλαίσιο μιας ψυχωσικής διεργασίας
ή ενός ντελίριου.
Η στάση των άλλων προς τους ασθενείς έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που κατά βάσιν
πυροδοτούνται από τον φόβο της μόλυνσης και του κοινωνικού στιγματισμού. Εκτός
νοσοκομείου οι ασθενείς βιώνουν τη συναισθηματική απόρριψη από συγγενείς και φίλους,
ενώ η οικογενειακή αλληλεπίδραση αλλοιώνεται και αυτή σε σημαντικό βαθμό. Μέσα στο
νοσοκομείο οι ασθενείς είναι απομονωμένοι. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές είναι θωρακισμένοι
με γάντια, μάσκες και πλαστικές στολές. Το προσωπικό είναι απρόθυμο να τους πλύνει, να
τους αλλάξει, να τους πάρει αίμα κ.λπ., παρά το ότι θεωρείται ποινικό αδίκημα η άρνηση
παροχής ιατρικής βοήθειας προς τους πάσχοντες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Ν, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Μ. (1987). Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσοανεπάρκειας. Ψυχιατρικά και
ψυχοκοινωνικά προβλήματα. Αρχ Ελλ Ιατρ 4:221-224
ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ Γ. και συν. (1964). Στατιστική σχέσις της φυματιώσεως προς την σχιζοφρένειαν και άλλας
ψυχικάς νόσους. Ι. Πανελ. Συν. Νευρολ. Ψυχιατρ. Θεσσαλονίκη.
ΚΑΤΣΑΡΟΣ Ε, ΤΣΙΜΑΡΑ Α, ΤΣΙΜΑΡΑ Ε, ΠΡΟΒΗΣ Α. (2005). Η καταπολέμηση της ευλογιάς στην Ευρώπη και
η συμβολή των Ελλήνων ιατρών. Αρεταίος Απρ-Ιούν 758-760.
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ Η. (2005). Τα λοιμώδη νοσήματα στο βυζαντινό κόσμο, τρόποι αντιμετώπισής τους όπως
προκύπτουν από τις πηγές. Αρεταίος, Ιούλ-Σεπτέμβρ 812-816.
ΜΟΥΓΟΓΙΑΝΝΗΣ Ι. (1983). Ο Γεώργιος Καραμάνης και το Σανατόριο Πηλίου. Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, 6:7-
32.
ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΚΠ. (1970). Φοβία θανάτου απότοκος TBC. Εγκέφαλος, 7(1-2):209-215.
ΣΑΚΟΡΡΑΦΟΣ ΜΜ. (1928). Η Πνευμονική Φυματίασις. Αθήναι.
ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ Α. (1981). Η Σύφιλις ως μάστιγξ της ανθρωπότητος από των τελών του ΙΕ΄ αιώνος έως
σήμερον. Ανακοίνωσις εις το Ζ΄ Διεθνές Συνέδριον της Εταιρείας Παραδοσιακών σπουδών.
BACH J-F. (2002). The effects of infections on susceptibility to autoimmune and allergic diseases. N Engl J Med
347(12):911-920.
DAY G. (1951). The psychosomatic approach to pulmonary tuberculosis. Lancet, I, 1025.
HISLOP V. (2005). The Island. (ελλ μεταφρ Μ Δελέγκος, εκδ διόπτρα 2007).
HRISO E, et al. (1991). Extrapyramidal symptoms due to dopamine-blocking agents in patients with AIDS en-
cephalopathy. Am J Psychiatry 148:1558-1561.
IMMERMAN KL, PANKRATOVA LE. (1988). Characteristics of the nature and dynamics of neuropsychic disor-
ders in patients with newly detected pulmonary tuberculosis undergoing intensive chemotherapy. Zh. Nevropa-
thol. Psikhiatr. 88(6):109-13.
KISSEN DM. (1958). Emotional Factors in Pulmonary Tuberculosis. London, Tavistock Publications.
SONTAG S. (1993). Illness as Metaphor, Aids and Its Metaphors. [Η νόσος ως μεταφορά, Το Aids και οι
μεταφορές του, ελλ. μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Στέφανος Ροζάνης]. Ύψιλον/βιβλία.
WITTKOWER E. (1949). A psychiatrist looks at tuberculosis. London: National Association for the prevention of
tuberculosis.
307
Εμφύσημα. Οι εμφυσηματικοί ασθενείς έχουν ήδη χάσει το 50%-70% του πνευμονικού ιστού
τους όταν αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα της νόσου. Κύριο
308
χαρακτηριστικό της διαταραχής είναι η δύσπνοια κατά την άσκηση, που προοδευτικά
εμφανίζεται και κατά την ηρεμία, με βαθμιαία αύξηση της δυσανεξίας στη σωματική άσκηση.
Είναι συχνότερο στους βαρείς καπνιστές. Πολύ συχνά συνοδεύεται από αγχώδη και
καταθλιπτική συμπτωματολογία και επιβάρυνση της ποιότητας ζωής.
Χρόνια βρογχίτις. Κύρια γνωρίσματα της χρόνιας βρογχίτιδας είναι ο βήχας, η δύσπνοια,
και η παραγωγή πτυέλων. Η νυκτερινή κατάκλιση επιδεινώνει την κατάσταση, έτσι ο ασθενής
σε προχωρημένα στάδια της νόσου αναγκάζεται να κοιμάται σε καθιστή θέση. Είναι και αυτή
συχνότερη στους βαρείς καπνιστές. Και αυτή πολύ συχνά συνοδεύεται από αγχώδη και
καταθλιπτική συμπτωματολογία και επιβάρυνση της ποιότητας ζωής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
LOEW TH, et al (2001). Efficacy of “Functional Relaxation” in comparison with Terbutaline and “Placebo Relaxa-
tion” method in patients with acute asthma. Psychother Psychosom 70:151-157.
ΤΑΟΥΙΛ Γ. (1988). Διερεύνηση της επιδράσεως του άγχους, της μελαγχολίας και της επιθετικότητας στους
ασθματικούς. Εγκέφαλος 25:186-198.
309
«αδιαθεσίας», που μπορεί να σημαίνει ασθένεια αλλά και «μη διαθεσιμότητα» προς
συνουσία.
Εγκυμοσύνη. Είναι πολλά τα κίνητρα που ωθούν μια γυναίκα να τεκνοποιήσει, κοινωνικού η
οικονομικού χαρακτήρα αλλά το κυριότερο κίνητρο είναι ότι βλέπει το παιδί ως υπέρτατη
έκφραση αγάπης μεταξύ αυτής και ενός άνδρα. Η περίοδος της πρώτης εγκυμοσύνης
αποτελεί για τη γυναίκα εξελικτικό στάδιο κατά το οποίο επιτελείται η ψυχολογική
μεταμόρφωσή της από ερωμένη σε μητέρα. Σε κάθε νέα εγκυμοσύνη αυτή η μεταμόρφωση
εγκαθιδρύεται ισχυρότερα. Η εγκυμοσύνη, ως ψυχική ανασυγκρότηση με την προοπτική του
γίγνεσθαι μητέρα, μαζί με την περίοδο της λοχείας θεωρούνται κρίσιμες φάσεις στην πορεία
της γυναίκας προς την ωριμότητα, ισοδύναμης σημασίας με εκείνες της εμμηνορρυσίας, της
πρώτης συνουσίας και της εμμηνόπαυσης.
Αυξημένη τάση για εξάρτηση, παθητικότητα, ενδοστρέφεια, αναζήτηση προστατευτικού
περιβάλλοντος και ανέσεων, αδράνεια, αύξηση της όρεξης για φαγητό μέχρι βουλιμίας, είναι
μερικά από τα πιο σταθερά ψυχολογικά φαινόμενα που χαρακτηρίζουν την εγκυμονούσα. Οι
ψυχοκαταπονήσεις αυτής της περιόδου προκύπτουν από ενδοκρινικές μετατοπίσεις και
μεταβολές στον μεταβολισμό, ψυχικές μεταβολές σχετιζόμενες με την εικόνα του σώματος
και ενεργοποίηση ασυνείδητων ψυχοσυγκρούσεων σχετιζόμενων με την εγκυμοσύνη. Παρά
την ισχυρή, μερικές φορές, ψυχοκαταπόνηση που μπορεί να προκληθεί από αυτές τις
μεταβολές, η εγκυμοσύνη δεν σχετίζεται με υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης ψυχιατρικών
προβλημάτων για τη μητέρα, ίσως όχι όμως και για το έμβρυο. Ισχυρές ψυχικές δοκιμασίες
της εγκυμονούσης είναι δυνατόν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στο έμβρυο, ιδίως όταν
πρόκειται περί άρρενος. Έχει παρατηρηθεί σε ζώα ότι ισχυρές ψυχοκαταπονήσεις της
μητέρας επιδρούν στη διαμόρφωση της αρσενικότητας του εμβρύου μέσω κάποιου
μηχανισμού εξουδετερώσεως της εμβρυϊκής τεστοστερόνης, με αποτέλεσμα να μη
διαμορφώνονται σε επαρκές επίπεδο οι αρσενικού τύπου μαθησιακοί δίαυλοι.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τα συνηθέστερα ψυχιατρικά προβλήματα των
γυναικών, στο πολύ μικρό ποσοστό που εμφανίζονται, αφορούν ήπιες αγχώδεις και
καταθλιπτικές αντιδράσεις. Το άγχος αρχικά μπορεί να είναι μια αντίδραση στη σύλληψη και
στις ενδεχόμενες ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της. Αργότερα, κατά την προχωρημένη
εγκυμοσύνη, μπορεί να είναι άγχος αναμονής σχετιζόμενο με τη φυσιολογικότητα και την
αρτιμέλεια του παιδιού, ενώ στις πρωτότοκες το άγχος συνδέεται με την άγνωστη και
απειλητική προοπτική του τοκετού και της λοχείας. Ο αριθμός των ψυχώσεων που για πρώτη
φορά εμφανίζονται στις εγκυμονούσες δεν είναι μεγαλύτερος από εκείνον του γενικού
πληθυσμού. Πολλές νευρωσικές γυναίκες απαλλάσσονται από τα νευρωσικά τους
συμπτώματα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και θεωρούν αυτήν την περίοδο μια από τις
καλύτερες στη ζωή τους (Villeponteaux et al 1992), άλλα μετά τον τοκετό τα συμπτώματα
συνήθως επανέρχονται. Μία στις δέκα γυναίκες κατά την εγκυμοσύνη ενδέχεται να αναπτύξει
κάποια μορφή κατάθλιψης, συνήθως ελαφράς μορφής, που παρέρχεται χωρίς ιδιαίτερες
θεραπευτικές προσπάθειες. Αν όμως έχει μεγάλη ένταση και εμφανισθεί περί το τέλος της
311
εγκυμοσύνης, αυτό είναι ίσως ένδειξη ανάπτυξης λοχειακής κατάθλιψης. Στους μηχανισμούς
παθογένειας αυτών των καταθλίψεων μπορεί να εμπλέκονται παράγοντες όπως ο
χαρακτήρας της μητέρας ή η αποδοχή του παιδιού. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι
αντιδραστικές καταθλίψεις είναι σοβαρές και οι κίνδυνοι μεγάλοι, κυρίως όταν το παιδί δεν
είναι νόμιμο. Τα πράγματα γίνονται πιο σοβαρά αν υπάρχουν συγκρουσιακά προβλήματα
μεταξύ της εγκυμονούσης και του εργασιακού της περιβάλλοντος, όταν η εγκυμονούσα
βρίσκεται σε κακή οικονομική κατάσταση, όταν έχει προβλήματα με τον πατέρα του παιδιού ή
όταν πρόκειται περί απρογραμμάτιστης εγκυμοσύνης. Φαίνεται πάντως ότι η ευτυχία και η
ικανοποίηση από τον γάμο παίζουν τον σημαντικότερο ρόλο στη στάση της γυναίκας
απέναντι στην εγκυμοσύνη της και αποτελούν ισχυρούς αποτρεπτικούς παράγοντες
ανάπτυξης ψυχοπαθολογίας. Ανδροποιημένες ή υπερβολικά ερωτικοποιημένες γυναίκες δεν
μπορούν να συντονισθούν με τις φυσιολογικές ανάγκες και λειτουργίες, και έτσι δεν θα
μπορέσουν να απολαύσουν τη μητρότητα και είναι ευάλωτες στην ανάπτυξη
ψυχοπαθολογίας.
Δεύτερο τρίμηνο. Κατά τη δεύτερη φάση, από τον 4ο ώς τον 6ο μήνα, είναι δυνατόν να
παρατηρηθεί μια ενασχόληση της εγκυμονούσης με τη σωματική εικόνα της, όπου οι αλλαγές
στο σώμα βιώνονται ως ναρκισσιστικά τραύματα με υπεύθυνο το παιδί. Αυτό υποδηλώνει
ίσως μια αδυναμία της γυναίκας να απαγκιστρωθεί από το στάδιο της ερωμένης και να
προχωρήσει σε μια ώριμη προετοιμασία να γίνει μητέρα.
Τρίτο τρίμηνο. Κατά την τρίτη φάση, κυριαρχούν φόβοι που σχετίζονται με τη σωματική
διάπλαση και τη νοηματική αρτιότητα του παιδιού, φόβοι κυρίως μήπως κυοφορείται τέρας
αλλά, παρά την ισχυρή μερικές φορές δυσφορία που προκαλούν, δεν έχουν σοβαρή
ψυχοπαθολογική σημασία. Εξάλλου η τεχνολογία των υπερήχων δίδει πειστικές
πληροφορίες για τη διαμόρφωση του εμβρύου. Υποχονδριακές ιδέες και φόβοι θανάτου κατά
την εγκυμοσύνη ή τον τοκετό αποκτούν, σπάνια, παραληρηματικό χαρακτήρα. Στις ανώριμες
και εξαρτητικές γυναίκες οι ευθύνες της μητρότητας αντιμετωπίζονται με φόβο και ανησυχία,
που όσο πλησιάζει ο καιρός του τοκετού αυξάνονται. Γυναίκες με ψυχαναγκαστική
προσωπικότητα υποφέρουν ακόμη περισσότερο από αυτούς τους φόβους. Μεγάλοι κίνδυνοι,
αλλά όχι συχνοί, εμφανίζονται κατά τα τελικά στάδια της εγκυμοσύνης. Τοξιναιμία και
312
εκλαμψία είναι δυνατόν, εκτός από τα άλλα, να προκαλέσουν ντελίριο και επιληπτικές
κρίσεις. Αυτή η κατάσταση είναι δυνατό να εμφανισθεί τελείως ξαφνικά και μερικοί πιστεύουν
ότι μπορεί να προοιωνίζεται ψύχωση λοχείας, αλλά αυτό δεν έχει τεκμηριωθεί. Στην
περίπτωση επίσης της χορείας της εγκυμοσύνης (chorea gravidarum) είναι δυνατόν να
συνυπάρχει και ψυχωσική συμπτωματολογία με ψευδαισθήσεις και παραληρητικές ιδέες.
Τοκετός και λοχεία. Ο τοκετός δεν είναι μόνο η φυσιολογική κατάληξη της κυήσεως αλλά
ένα ψυχοσωματικό συμβάν που βιώνεται από τη γυναίκα ως ολοκλήρωση της θηλυκότητάς
της και εκπλήρωση του προορισμού της ως μητέρας. Το άλγος μπορεί να θεωρείται
αναπόσπαστο στοιχείο του τοκετού –«εν λύπαις τέξη τέκνα»–, αλλά ο σωματικός και ψυχικός
μόχθος, δηλαδή «το έργον του τοκετού», υπερέχει του άλγους. Ο τοκετός και η λοχεία μπορεί
να θεωρηθούν ισχυροί στρεσογόνοι παράγοντες και κατατάσσονται από τους Holmes και
Rahe μεταξύ των 43 πιο σημαντικών γεγονότων τα οποία είναι σε θέση να προκαλέσουν
προβλήματα προσαρμογής. Κατά τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τάση να μη θεωρείται
μόνον ο τοκετός καθεαυτόν αιτιολογικός παράγοντας των ψυχικών διαταραχών που
εμφανίζονται κατά τη λοχεία, αλλά επίσης και η ιδιοσυστασία και η δομή της
προσωπικότητας, αφού οι διαταραχές της προσωπικότητας είναι συχνό εύρημα μεταξύ των
γυναικών που αναπτύσσουν ψυχιατρικά συμπτώματα κατά τη διάρκεια της λοχείας.
Κατά τα τελευταία χρόνια, λόγω των βελτιώσεων που έχουν επέλθει στην ιατρική
παρακολούθηση και φροντίδα της εγκυμονούσης αλλά και των καλύτερων συνθηκών
νοσηλείας και αντιμετώπισης των λοιμώξεων, παρατηρείται μείωση των ψυχωσικών
διαταραχών τοξιναιμικού ή λοιμώδους τύπου. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ψυχιατρικών
διαταραχών της λοχείας εμφανίζεται τους πρώτους 3 μήνες μετά τον τοκετό και μεγάλο μέρος
από αυτές κατά τις πρώτες 3-4 εβδομάδες. Ωστόσο πολλοί πιστεύουν ότι δεν πρέπει να
κατατάσσονται στις ψυχιατρικές διαταραχές της λοχείας εκείνες που εμφανίζονται μετά την
παρέλευση 30 ημερών από τον τοκετό. Αρκετές σχετικές εργασίες έχουν δείξει ότι ενώ η
ψύχωση είναι πολύ σπάνια κατά την εγκυμοσύνη, η κατάθλιψη και το άγχος είναι αρκετά
συχνά φαινόμενα τόσο κατά την εγκυμοσύνη όσο και κατά τη λοχεία. Μία στις τέσσερις
γυναίκες αναπτύσσουν κατά την περίοδο της λοχείας συμπτώματα όπως ανησυχία,
ευερεθιστότητα, καταβολή, άγχος και κατάθλιψη. Κατά την πρώτη τους έξοδο από το σπίτι
μετά τον τοκετό μπορεί να αναπτύξουν και αγοραφοβικά συμπτώματα. Όλα όμως αυτά τα
συμπτώματα, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι ήπια και παροδικά (για συγκεκριμένες
ψυχιατρικές διαταραχές μετά τον τοκετό βλ. σχετικά κεφάλαια).
Εμβρυοκτονία. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που μπορεί να εισβάλλει στη μήτρα του και
εκεί να τεμαχίζει ή να πολτοποιεί το κύημα. Η εμβρυοκτονία είναι η φοβερότερη επιπλοκή της
εγκυμοσύνης. Οι καλλωπιστικές ή παραπλανητικές εκφράσεις «διακοπή της κύησης»,
«έκτρωση» ή «άμβλωση» πρέπει να παραμερισθούν, ώστε να αποκαλυφθεί με σαφήνεια η
ηθική, η κοινωνική και η ιατρική σημασία αυτής της πράξεως, αλλά και τα νομικά, κοινωνικά
και ιδεολογικά ζητήματα που αποκρύπτονται κάτω από αυτές τις εκφράσεις. Η ανθρώπινη
κοινωνία προστατεύει με πλήθος θεσμών και νόμων, σε όλους και στον ίδιο βαθμό, την
ανθρώπινη ζωή. Το δικαίωμα στη ζωή είναι εγγυημένο και η ανθρώπινη ύπαρξη
προστατεύεται μέχρι τον φυσικό θάνατο, όπως επίσης προστατεύεται η ανθρώπινη
αξιοπρέπεια και το δικαίωμα του καθενός στην πλήρη ανάπτυξη και ολοκλήρωση. Το
γονιμοποιημένο ωάριο είναι άνθρωπος από την ημέρα της γονιμοποίησής του και πάντως
κανείς δεν αμφιβάλλει ότι θα γίνει άνθρωπος, εκτός αν συντελεσθεί κάποια εκτρωσιακή
παρέμβαση, φυσική ή ανθρώπινη.
Είναι σαφές ότι η σύγχρονη κοινωνία (όχι η ιατρική, διότι η ιατρική έχει απαντήσει δια
στόματος Ιπποκράτη), ίσως κατά τρόπο υποκριτικό, δεν έχει κατορθώσει ακόμη να
απαντήσει σε απλά ερωτήματα: είναι το έμβρυο άνθρωπος; Αν δεν είναι άνθρωπος, πότε
γίνεται; Και αν είναι άνθρωπος, έχει ή δεν έχει τα συνταγματικά δικαιώματα που
αναγνωρίζονται στους άλλους ανθρώπους; Η σύγχρονη κοινωνία αποφεύγει να χαρακτηρίσει
την έκτρωση ως εμβρυοκτονία, επειδή αποφεύγει να χαρακτηρίσει το έμβρυο ως άνθρωπο,
με αποτέλεσμα να του στερεί στοιχειώδη συνταγματικά δικαιώματα, και έτσι να συμμετέχει
313
Είναι ακόμη τεκμηριωμένο με σύγχρονες τεχνικές άμεσης παρατήρησης ότι κατά την περίοδο
που γίνονται συνήθως οι εμβρυοκτονίες το έμβρυο είναι σε θέση να προσλαμβάνει πλήθος
ερεθισμάτων από τον έξω κόσμο, αφού το ΚΝΣ αντιδρά στα ερεθίσματα του πόνου με
συμπεριφορά αποφυγής. Επειδή δεν υπάρχει σήμερα αμφιβολία ότι τα έμβρυα πονούν κατά
τη διάρκεια των διαμελιστικών ενεργειών που επιτελούνται κατά την έκτρωση, υπάρχουν
πολλοί που υποστηρίζουν ότι απαιτείται να επιβληθεί η χρήση εμβρυϊκής αναισθησίας πριν
από την επέμβαση.
Τα υπέρ της εκτρώσεως επιχειρήματα, ότι είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου να εξουσιάζει το
σώμα του και να το χρησιμοποιεί όπως αυτός θέλει, καθώς και ότι οι γονείς του εμβρύου ως
δημιουργοί του έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου σε αυτό, είναι ανόητα. Το έμβρυο δεν είναι
μέλος του σώματος της εγκυμονούσης αλλά ένας άλλος άνθρωπος, και δεν δημιουργείται
από τους συνουσιαζόμενους, οι οποίοι δεν είναι τίποτε περισσότερο από ασήμαντοι φορείς
μιας σκοτεινής τελεολογίας. Εξάλλου, η συνταγματική κατοχύρωση της εξάσκησης του
δικαιώματος εξουσίας του ανθρώπου πάνω στο σώμα του προϋποθέτει την υποχρέωση
σεβασμού των άλλων ανθρώπων, και στην προκείμενη περίπτωση του εμβρύου.
Από νομική άποψη, η εμβρυοκτονία θεωρείται εγκληματική ενέργεια και τιμωρείται με βάση
τον ποινικό κώδικα. Επιτρέπεται η διενέργειά της όταν συντρέχουν λόγοι κοινωνικοί,
ανθρωπιστικοί και ιατρικοί. Ωστόσο είναι προφανές ότι η απαγόρευση και η ποινική δίωξη
της άμβλωσης δημιουργεί τεράστια προβλήματα σε μια εποχή που δεν ανέχεται την
ανελευθερία και οδηγεί στην εμπορευματοποίηση των ανθρώπων και στην κερδοσκοπία από
τη μεριά των γυναικολόγων. Θεμελιώδες χρέος της ιατρικής είναι η υπεράσπιση της ζωής.
Τους ιατρούς πρέπει να τους απασχολούν αποκλειστικά και μόνον οι ιατρικοί λόγοι, και η
διατύπωση κριτηρίων για την απόφαση διενέργειας εμβρυοκτονίας είναι ένα εξαιρετικά
σοβαρό ιατρικό πρόβλημα που απαιτεί υψηλό αίσθημα ευθύνης. Η εμβρυοκτονία
απαγορεύεται στον ιπποκρατικό όρκο και ο ιατρός που αποφασίζει να τον παραβεί και να
υποστεί την ανελέητη κατάρα του Απόλλωνα ας προσέξει τουλάχιστον να δώσει γνωμάτευση
για εμβρυοκτονία μόνο με βάση αυστηρώς ιατρικά κριτήρια και να αποφύγει τα κοινωνικά,
οικονομικά ή άλλα κριτήρια.
Ιατρικοί λόγοι για εμβρυοκτονία συντρέχουν όταν η συνέχιση της κύησης αποτελεί σοβαρή
απειλή για τη ζωή της μητέρας. Επομένως το θεμελιώδες ερώτημα διαμορφώνεται ως εξής:
θα μπορέσει η μητέρα να φθάσει και να περάσει επιτυχώς το στάδιο της εξώθησης χωρίς να
διατρέξει η ζωή της θανάσιμο κίνδυνο; Νεφρική ανεπάρκεια, καρδιακή κάμψη, σακχαρώδης
διαβήτης, βαριές νευρολογικές νόσοι, ίσως επιβάλλουν μια τέτοια απόφαση. Πρέπει ωστόσο
να σημειωθεί ότι πολύ συχνά αναφέρονται περιπτώσεις επιτυχούς κυοφορίας και τοκετού σε
βαρέως πάσχουσες γυναίκες.
Είναι γνωστό ότι πολλές εμβρυοκτονίες δικαιολογούνται με βάση την ψυχιατρική
κατάσταση της εγκυμονούσης. Καταρχήν πρέπει να εξακριβωθεί αν υπάρχουν πραγματικά
ψυχιατρικοί λόγοι για τη διακοπή της κύησης ή μήπως η εγκυμοσύνη είναι για άλλους λόγους
ανεπιθύμητη, οπότε πρέπει να εξακριβωθεί ποιος είναι αυτός που δεν επιθυμεί την
εγκυμοσύνη: μήπως είναι ο σύζυγος, και, αν η μητέρα είναι ανύπανδρη, μήπως οι γονείς της;
Ή ο φίλος της; Πολλές γυναίκες παραδέχονται ότι αν είχαν αυτές την πρωτοβουλία της
επιλογής, δεν θα έφθαναν στην έκτρωση. Εξάλλου ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των
γυναικών που κάνουν έκτρωση μετανιώνουν και αναπτύσσουν ισχυρά σύνδρομα ενοχής.
Τόσο η πραγματοποίηση μιας εγκυμοσύνης όσο και η διακοπή της, με τον φόνο ενός
παιδιού, είναι εξαιρετικά σοβαρά ζητήματα και το δικαίωμα κάθε γυναίκας να παίρνει μόνη
της μια τέτοια απόφαση είναι πολύ σημαντικό. Όταν αντί για την ίδια τη γυναίκα την απόφαση
την παίρνουν άλλοι (συνήθως συγκεκαλυμμένοι παράγοντες αρσενικής αφετηρίας), τότε το
έμβρυο διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο. Δεν είναι καθόλου σπάνιο μια γυναίκα να μετανιώνει για
την απόφασή της να κάνει έκτρωση, απόφαση που στο τέλος τής δημιουργεί περισσότερα
314
Η εμβρυοκτονία πυροδοτείται κυρίως από ισχυρές κοινωνικές πιέσεις που υφίσταται σήμερα
η γυναίκα να απεμπολήσει τον μητρικό ρόλο προς όφελος άλλων ρόλων, όπως της
ερωμένης ή της οικονομικά αυτόνομης και κοινωνικά ανεξάρτητης γυναίκας. Οι ρόλοι αυτοί
τονώνουν σημαντικά τον καταναλωτισμό στη σύγχρονη κοινωνία της αγοράς (τέτοιες
γυναίκες ψωνίζουν προϊόντα και κάνουν χρήση υπηρεσιών σε πολλαπλάσιο βαθμό από
μητέρες με δύο και περισσότερα παιδιά), και γι’ αυτό προπαγανδίζονται και εξωραΐζονται
από τα μέσα μαζικής προπαγάνδας. Οι ρόλοι αυτοί έχουν προκαλέσει στις γυναίκες
αγωνιώδη αναζήτηση ψευδεπίγραφων κοινωνικών συμπεριφορών προς τον σκοπό της
επίτευξης οικονομικής ανεξαρτησίας, φαινόμενο που έχει οδηγήσει σε ισχυρές
αρρενοποιήσεις ή σε παθολογική ερωτικοποίηση του σώματος και στη θεοποίηση της
νεανικότητας που μετατρέπει ώριμες γυναίκες σε γελοιογραφίες του παλαιού εαυτού τους και
γενικώς στην πλήρη κατάρρευση των γυναικείων ιδιοτήτων (ψυχορύπανση της γυναίκας).
Ψυχιατρικές επιπτώσεις από τη διακοπή της κυήσεως. Η έκτρωση είναι θέμα εξόχως
αμφιλεγόμενο και υπήρξε αντικείμενο ποικίλων θρησκευτικών και πολιτικών
αντιπαραθέσεων. Μέσα σε αυτό το κλίμα είναι απαραίτητο οι ιατροί να βασίζουν τα
συμπεράσματα και τις αποφάσεις τους σε αξιόπιστη έρευνα, αυστηρή και απαλλαγμένη από
ιδεολογικές προκαταλήψεις (Major 2003), διότι η επιστημονική έρευνα επάνω στις
ψυχολογικές επιπτώσεις της έκτρωσης αξιοποιείται από πολλούς κοινωνικούς και πολιτικούς
φορείς ως βάση για τη διαμόρφωση πολιτικής.
Η έρευνα σχετικώς με τις ψυχολογικές επιπτώσεις της έκτρωσης αντιμετωπίζει μια
σειρά μεθοδολογικών προβλημάτων και εμποδίων, κυριότερο από τα οποία είναι η ίδια η
διαδικασία της έκτρωσης. Γυναίκες που αποφασίζουν να κάνουν έκτρωση δεν είναι ιδιαίτερα
επιδεκτικές στην υποβολή ατελείωτων ερωτήσεων γύρω από το πώς αισθάνονται, συχνά
αρνούνται να συμμετάσχουν σε σχετικές έρευνες, ενώ είναι χαρακτηριστική και η τάση τους
να αποκρύπτουν ψυχιατρικά συμπτώματα ή να αποσιωπούν προηγούμενες εκτρώσεις.
Επίσης, είναι μάλλον απίθανο να επιστρέψουν για παρακολούθηση μετά την έκτρωση, ενώ
βασικές ψυχολογικές εκτιμήσεις για την κατάστασή τους πριν μείνουν έγκυες είναι ανέφικτες.
Έτσι οι περισσότερες μελέτες περιέχουν ελάχιστη ή δεν περιέχουν καθόλου αντικειμενική
πληροφόρηση σχετικώς με την ψυχολογική κατάσταση της γυναίκας πριν από τη σύλληψη,
αλλά και μετά την έκτρωση η παρακολούθηση στις περισσότερες περιπτώσεις περιορίζεται
σε μικρά χρονικά διαστήματα, το πολύ μερικών μηνών.
Οι περιστάσεις της ζωής των γυναικών που περατώνουν την εγκυμοσύνη τους
διαφέρουν σε πολλές λεπτομέρειες από εκείνες των γυναικών που τη διακόπτουν, με
ποικιλότατες για την καθεμία σημασίες, που οπωσδήποτε συμβάλλουν κατά θετικό ή
315
αρνητικό τρόπο στην ψυχική υγεία τους. Γυναίκες που επιλέγουν να γεννήσουν στις
περισσότερες περιπτώσεις είναι παντρεμένες, θέλουν το παιδί και αισθάνονται οικονομικά
και συναισθηματικά ικανές να το αναθρέψουν. Γυναίκες που ζητούν έκτρωση παρουσιάζουν
συχνά σοβαρά προβλήματα κοινωνικού και διαπροσωπικού τύπου. Πιο συχνά είναι
ανύπανδρες, με χαμηλή κοινωνική υποστήριξη και επικαλούνται οικονομικά προβλήματα,
έλλειψη υποστηρικτικής σχέσης και αδυναμία να αναλάβουν τις ευθύνες της εγκυμοσύνης και
του παιδιού. Αυτοί οι παράγοντες σχετίζονται με φτωχή ψυχική υγεία και ηυξημένη
πιθανότητα σύλληψης. Πολλές γυναίκες που καταφεύγουν στην έκτρωση επειδή έμειναν
έγκυες χωρίς να θέλουν το παιδί έχουν χαρακτηριστικά ανώριμης παρορμητικής
προσωπικότητας, στοιχεία που δεν τους επιτρέπουν να οργανώσουν την αντισύλληψή τους
ή να φέρουν σε πέρας την εγκυμοσύνη (Baetsen et al 1985). Μολονότι είναι πιθανόν η
έκτρωση να οδηγεί σε ψυχιατρικά προβλήματα, είναι επίσης πιθανόν τα ψυχιατρικά
προβλήματα να οδηγούν στην έκτρωση, αφού αυτές οι γυναίκες όταν μείνουν έγκυες
αισθάνονται λιγότερο ικανές να αναθρέψουν ένα παιδί και έτσι τερματίζουν την εγκυμοσύνη.
Ένας σοβαρός παράγων σύγχυσης στην έρευνα του θέματος είναι ότι ψυχιατρικά
συμπτώματα που παρουσιάζονται σε γυναίκες στην πρώτη φάση της εγκυμοσύνης μπορεί
να θεωρηθεί ότι σχετίζονται με τις επιπτώσεις της έκτρωσης στην ψυχική υγεία.
Οι άμεσες και συχνότερες (γύρω στο 15%) ψυχιατρικές επιπτώσεις είναι ήπιες, ενώ οι
σοβαρές δεν είναι ιδιαίτερα συχνές. Ορισμένες ομάδες γυναικών, όπως εκείνες με
προηγούμενο ψυχιατρικό ιστορικό, νεαρές, με μικρή κοινωνική υποστήριξη, καθώς και
εκείνες που προέρχονται από κουλτούρες που αντιτίθενται στις εκτρώσεις, είναι περισσότερο
ευάλωτες (Zolese and Blacker 1992). Οι θρησκευόμενες καταφεύγουν δυσκολότερα στην
έκτρωση και είναι πολύ περισσότερο ευάλωτες στις ενοχές όταν την πραγματοποιήσουν.
Γυναίκες που κάνουν έκτρωση για ιατρικούς λόγους λόγω ανωμαλιών του εμβρύου ή
σοβαρών λόγων υγείας τους παρουσιάζουν ακόμη φτωχότερη ψυχική υγεία. Αυτό εξηγείται
από το ότι η γυναίκα πενθεί για ένα παιδί που το ήθελε ή αισθάνεται ένοχη που θα έφερνε
στον κόσμο ένα άρρωστο ή παραμορφωμένο παιδί.
Η βιβλιογραφία δείχνει ότι οι ψυχιατρικές διαταραχές που αναφέρονται συχνότερα ως
συνέπεια εκτρώσεως είναι νευρωτικού, και λιγώτερο συχνά συναισθηματικού ή ψυχωσικού
τύπου. Σε μια συγκριτική μελέτη γυναικών που γέννησαν και γυναικών που έκαναν έκτρωση
(David et al 1981) οι δεύτερες παρουσίαζαν μεγαλύτερα ποσοστά εισαγωγών σε ψυχιατρικές
κλινικές από τις πρώτες (12% και 18,4% ανά 10.000 πληθυσμού αντίστοιχα). Σε άλλη μελέτη
η συχνότητα ψυχιατρικών εισαγωγών των γυναικών που έκαναν έκτρωση ήταν μεγαλύτερη
από την αντίστοιχη των γυναικών που ολοκλήρωσαν την εγκυμοσύνη τους, 90 ημέρες μετά
τον τοκετό ή την έκτρωση (Reardon et al 2003). Χωρισμένες, διαζευγμένες και χήρες
βρίσκονταν σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο (David 1985). Στη μελέτη των Frank et al (1985),
σε 6.105 γυναίκες βρέθηκε ότι η ψυχιατρική συμπτωματολογία τρεις εβδομάδες μετά την
έκτρωση έφθασε στο 2,5%, αλλά μόνο το 1,2% από αυτές χρειάσθηκε ψυχιατρική βοήθεια.
Η συχνότητα των νευρωσικού και συναισθηματικού τύπου διαταραχών παρουσιάζει
ευρύτατη διακύμανση από έρευνα σε έρευνα (από 0% μέχρι 40%), προφανώς λόγω
μεθοδολογικών προβλημάτων, ίσως και ιδεολογικών προκαταλήψεων. Γυναίκες που έκαναν
έκτρωση παρουσίαζαν υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης από γυναίκες που έφεραν εις πέρας
μια μη προγραμματισμένη εγκυμοσύνη (Reardon and Cougle 2002, Thorp et al 2003). Ένα
μικρό ποσοστό βιώνει την έκτρωση ως ψυχοτραυματικό γεγονός και έτσι είναι δυνατόν να
αναπτύξει μια μεταψυχοτραυματική διαταραχή. Με την πάροδο του χρόνου τα αρνητικά
συναισθήματα, οι ενοχές, η κατάθλιψη και η απογοήτευση σχετικώς με την απόφαση για
έκτρωση γίνονται ισχυρότερα (Major et al 2000). Το 20% των γυναικών που έκαναν έκτρωση
(McCane et al 1973) είχαν κατάθλιψη ακόμη και 24 μήνες μετά την έκτρωση. Απόπειρες
αυτοκτονίας είναι συχνότερες από ό,τι στον γενικό πληθυσμό. Γυναίκες με προηγούμενο
ιστορικό κατάθλιψης είχαν σχεδόν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να πάθουν
κατάθλιψη μετά την έκτρωση. Παρά το ότι η βιβλιογραφία περιλαμβάνει μερικές
παρουσιάσεις περιστατικών βαρέων ψυχιατρικών διαταραχών του τύπου της λοχειακής
ψύχωσης (θα την ονομάζαμε μετα-εκτρωσιακή ψύχωση), αυτές θα πρέπει πράγματι να
θεωρηθούν εξαιρετικώς σπάνιες. Σε μια σχετική μελέτη (Brewer 1977) οι αντίστοιχοι αριθμοί
ήσαν 0,3 και 1,7 ανά 10.000 γυναικών αντιστοίχως. Μείζονες ψυχιατρικές διαταραχές
316
Στους άνδρες υπάρχει μια ήπια σταδιακή μείωση των επιπέδων της τεστοστερόνης με την
πάροδο του χρόνου. Μειώνεται κατά 1% κάθε χρόνο από την ηλικία των 30 ετών. Αυτό δεν
είναι ομοιόμορφο σε όλους τους άνδρες. Η ηλικία έναρξης της μείωσης και η ταχύτητα
εξέλιξης της, διαφέρουν από άνδρα σε άνδρα. Οι άνδρες άνω των 45 ετών χρειάζονται 5
φορές περισσότερο χρόνο για να γονιμοποιήσουν μια γυναίκα παρά όταν είναι 25 ετών. Τις
τελευταίες δεκαετίες στον ανδρικό πληθυσμό μειώνεται σταδιακά ο όγκος του σπέρματος και
ο αριθμός σε αυτό των ζωντανών σπερματοζωαρίων ενώ αυξάνεται ο αριθμός των
σπερματοζωαρίων με παθολογική μορφολογία και παθολογική κινητικότητα. Οι διαταραχές
παραγωγής και ποιότητας του σπέρματος αποτελούν το 25-30% των αιτίων της
υπογονιμότητας των ζευγαριών. Το στρες, ιδιαιτέρως το εργασιακό στρες στους μισθωτούς,
μπορεί επίσης να έχει ως αποτέλεσμα την πτώση του αριθμού των σπερματοζωαρίων.
Εχουν επίσης ενοχοποιηθεί ποικίλες οιστρογονομιμητικές ουσίες όπως ορισμένα πλαστικά ή
η κατανάλωση κρέατος από ζώα που για την ταχεία ανάπτυξη τους χρησιμοποιήθηκαν
317
Εκτός από τις καθαρά ιατρικές αντενδείξεις για την θεραπεία της υπογονιμότητας, θα πρέπει
και ο παράγοντας ηλικία να έχει κάποιο όριο, διότι μετά από μια πολύ προχωρημένη ηλικία
δημιουργούνται σύνθετα προβλήματα. Παράγοντες όπως η ηλικία της γυναίκας και οι
οικονομικές δυνατότητες του ζευγαριού πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν, δεδομένου ότι
η διάγνωση και η θεραπεία της υπογονιμότητας μπορεί μερικές φορές να αποβεί και
χρονοβόρος και δαπανηρή. Στην επιλογή της κατάλληλης θεραπευτικής στρατηγικής πρέπει
να σταθμιστούν προσεκτικά όλα τα δεδομένα και το ζευγάρι να οδηγηθεί, με την βοήθεια της
θεραπευτικής ομάδας, σε μια νηφάλια και καθαρή απόφαση. Η συχνότητα του φαινομένου
της τεκνοποίησης από γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, με τεχνητή γονιμοποίηση,
παρουσιάζει αύξηση. Υπάρχουν φωνές εναντίον της κατάστασης αυτής, με το δικαιολογητικό
ότι οι γυναίκες πιθανόν να μη δουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν, λόγω ηλικίας. Υπάρχουν
όμως και οι υποστηρικτές οι οποίοι λέγουν ότι δεν μπορεί να μην επιτρέπεται η τεκνοποίηση
μετά την εμμηνόπαυση, μόνο λόγω ηλικίας εφ’ όσον δεν υπάρχουν άλλα ιατρικά
προβλήματα. Βέβαια θα πρέπει να ελέγχεται το οικονομικό επίπεδο των γυναικών που
επιθυμούν να τεκνοποιήσουν μετά ’50 και να λειτουργούν τα ίδια κριτήρια που ισχύουν για
την υιοθεσία, εξασφαλίζοντας επαρκή φροντίδα στο παιδί μέχρι την ενηλικίωση του. Το
οικονομικό φορτίο μερικών από τις θεραπείες είναι πολύ μεγάλο και σε συνδυασμό με τις
σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της υπογονιμότητας μπορεί να φθάσει την όλη
κατάσταση στο απροχώρητο. Η ισχυρή επιθυμία της τεκνοποίησης δίνει στο ζευγάρι μεγάλη
δύναμη να αντιμετωπίσει αυτά τα εμπόδια, αλλά τα υπογόνιμα ζευγάρια χρειάζονται
επιπρόσθετη βοήθεια από την πολιτεία.
318
Ανδρες και γυναίκες επηρεάζονται από την υπογονιμότητα κατά διαφορετικούς τρόπους.
Αυτό σχετίζεται με τους παραδοσιακούς τρόπους που άνδρες και γυναίκες έχουν εκπαιδευτεί
να σκέφτονται, να συναισθάνονται και να δρούν.
319
Ορισμένα ζευγάρια δεν χρειάζονται ιδιαίτερη υποστήριξη, αφού η παροχή συμβουλών και
ενημέρωσης από τον ιατρό αρκεί για να αντιμετωπισθούν τα περισσότερα προβλήματα.
Όμως άλλα ζευγάρια δεν μπορούν να βγουν μόνα τους από τις δυσκολίες και γι’ αυτό
χρειάζονται στήριξη. Κυρίως χρειάζονται κάποιον να τους ακούσει, να εξωτερικεύσουν την
απογοήτευσή τους και να τονώσουν την αυτοεκτίμησή τους. Οι συγγενείς και οι φίλοι,
ανάλογα βεβαίως με την δομή της κάθε οικογένειας, μπορούν συχνά να καλύψουν αυτή την
ανάγκη. Βεβαίως, εάν το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον δεν είναι σε θέση να βοηθήσει,
το ζευγάρι μπορεί και πρέπει να απευθυνθεί στον ειδικό. Σε αρκετές περιπτώσεις ένας
συνδυασμός ψυχολογικής υποστήριξης και αγχολυτικών βοηθούν στο να αντιμετωπισθεί το
πρόβλημα. Είναι σημαντικό να υπενθυμίζεται στο ζευγάρι, ότι η υπογονιμότητα δεν είναι
ντροπή, ότι τα υπογόνιμα άτομα δεν είναι υποδεέστερα. Επίσης, είναι πολύ σημαντικό το
ζευγάρι να γνωρίζει τη διάγνωση, την προτεινόμενη αγωγή και το σκεπτικό της, τους λόγους
μιας ενδεχόμενης αποτυχίας, τις θεραπευτικές δυνατότητες και τα όριά τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BAETSEN KL, et al (1985). A comparative MMPI study of abortion-seeiking women and those who intent to carry
their pregnancies to term. Family Practice Research Journal 4:199-207.
Baram D, et al (1988). Psychological adjustment following unsuccessful in vitro fertilization, J Psychosom Obstet
Gynaecol 8, 181.
BEARN JA, et al. (1990). Changes in a proposed new neuroendocrine marker of oestrogen receptor function in
postpartum women. Psychol. Med. 20:779-783.
BREWER C (1977). Incidence of post-abortion psychosis: a prospective study. British Medical Journal i, 476-477.
DAVID HB (1985). Post-abortion and post-partum psychiatric hospitalization. In Abortion:Medical Progress and
Social Implications. CIBA Foundation Symposium 115, 150-161.
DOMAR AD, SEIBEL MM. (1997). Emotional aspects of infertility. In: MM Seibel (Ed) Infertility: A Comprehensive
Text, Appleton & Lange, Stamford.
DOWLATSHAHI D, PAYKEL ES. (1990). Life events and social stress in puerperal psychoses: absence of effect.
Psychol. Med. 20:655-662.
FRANK PI, et al (1985). Induced abortion operations and their early sequelae. Journal of the Royal Colege of
General Practitioners, 35:175-180.
FREEMAN EW et al. (1985) Psychological evaluation and support in a program of in vitro fertilization and embryo
transfer, Fertil Steril 43 (1), 48–53
320
GONZALAS LO. (2000). Infertility as a transformational process: a framework for psychotherapeutic support of
infertile women, Issues Ment Health Nurs 21, 619–633.
GREIL AL (1997). Infertility and psychological distress: A critical review of the literature, Soc Sci Med 45, 1679–
1704.
HEFFNER L. (2004). Advanced maternal age – how old is too old?, N Engl J Med 351, 1927–1929.
MAHLSTEDT PP. (1985). The psychological component of infertility. Fertil Steril 43:335–346.
MAJOR B. (2003). Psychological implications of abortion – highly charged and rife with misleading research.
CMAJ 168:1257-8.
MAJOR B, COZZARELLI C, COOPER ML, et al (2000). Psychological responses of women after first-trimester
abortion. Arch Gen Psychiat 57(8):777-784.
McCANE C, OLLEY PC, EDWARD V. (1973). Long-term psychiatric follow-up. In Experience with Abortion (ed G
Horobin), pp245-300. Cambridge, Cambridge University Press.
NIETER P. (1977). Psychosomatic complains and patterns of reproductive history. J Psychosom Res 21:105-113.
REARDON DC, et al. (2003). Psychiatric admissions of low-income women following abortion and childbirth.
CMAJ 168(10):1253-6.
THORP JM Jr, HARTMANN KE, SHADIGIAN E. (2003). Long-term physical and psychological health conse-
quences of induced abortion: review of the evidence. Obstet Gynecol Surv. Jan;58(1):67-79.
VILLEPONTEAUX VA, et al. (1992). The effects of pregnancy on pre-existing panic disorder. J. Clin. Psychiatry,
53(6):201-203.
WHITEFORD LM, GONZALAS L. (1995). Stigma: the hidden burden of infertility, Soc Sci Med 40, pp. 27–36
World Health Organization. (2002). Current Practices and Controversies in Assisted Production. Geneva,
Switzerland.
World Health Organization. (2003). Progress Report in Reproductive Health Research, No. 23. Geneva,
Switzerland.
WRIGHT F et al. (1991). Psychological distress and infertility: men and women respond differently. Fertil Steril
55:100–108
ZOLESE G, BLACKER CVR. (1992). The psychological complications of therapeutic abortion. Br. J. Psychiatry.
160:742-749.
κατάθλιψης, της σωματοποίησης και της εχθρικής διάθεσης (Τζιβαρίδου και συν 1989). Οι
ασθενείς που κάνουν αιμοκάθαρση είναι πλήρως εξαρτημένοι από τη μηχανή και πρέπει να
βρίσκονται στο νοσοκομείο δύο-τρεις φορές την εβδομάδα για τρεις-τέσσερις ώρες κάθε
φορά. Οι ασθενείς σε περιτοναϊκή διάλυση είναι πιο ανεξάρτητοι, κάνουν τη θεραπεία στο
σπίτι τους, επισκέπτονται το νοσοκομείο μια φορά τον μήνα, αισθάνονται λιγότερο ασθενείς
και έχουν καλύτερη ποιότητα ζωής. Κεφαλαλγία, διαταραχές του ύπνου με εναλλαγές
υπνηλίας και αϋπνίας, μυϊκές συσπάσεις και συγχυτικά επεισόδια και σπανιότερα βαρεία
τοξική ψύχωση είναι δυνατόν να παρατηρηθούν σε θεραπευτικώς παραμελημένους
ασθενείς.
Ουροδόχος κύστις. Είναι γνωστή η σημαντική επίδραση των συγκινήσεων στη λειτουργία
της ουροδόχου κύστεως και η μεγάλη ετοιμότητά της να απαντά σε συγκινησιακά
ερεθίσματα. Η λειτουργία της κύστεως των νευρωσικών είναι ακόμη περισσότερο ευαίσθητη
σε συγκινησιακές καταστάσεις. Έχει βρεθεί ότι ο θυμός προκαλεί αύξηση της διουρήσεως,
ενώ η θλίψη μείωση. Η συχνότητα των διαταραχών της ουροδόχου κύστεως αυξάνει με την
αύξηση της ηλικίας. Η συχνουρία είναι φαινόμενο που παρατηρείται κατά το άγχος, μαζί με
άλλα συμπαθητικής αφετηρίας συμπτώματα. Η ακράτεια ούρων είναι ιδιαίτερα συχνή στις
ηλικιωμένες γυναίκες. Η ψυχογενής σπαστική κύστη οφείλεται σε σπασμό του έξω
σφιγκτήρος της κύστεως και παρατηρείται συχνότερα σε γυναίκες με ιστορικό παιδικής
ενουρήσεως. Χαρακτηρίζεται από συχνουρία και ισχυρή έπειξη προς ούρηση, που συχνά
φθάνει μέχρι την απώλεια ούρων. Το επώδυνο κυστικό σύνδρομο χαρακτηρίζεται από
υποτροπιάζουσα δυσφορία ή πόνο στην ουροδόχο κύστη και στη γειτνιάζουσα πυελική
χώρα, καθώς και από πίεση, ευαισθησία, επείγουσα τάση προς ούρηση, συχνουρία. Στις
γυναίκες η κατάσταση επιδεινώνεται κατά την εμμηνορυσία και είναι δυνατόν να συνοδεύεται
από κολπικό άλγος κατά τη συνουσία. Φαίνεται ότι έχει κληρονομικό χαρακτήρα, και στις
οικογένειες στις οποίες έχει παρατηρηθεί είναι πολύ συχνότερες οι κρίσεις πανικού και οι
άλλες αγχώδεις διαταραχές (Weissman et al 2004). Νυκτερινή ενούρηση (βλ. σχετικό
κεφάλαιο).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΖΙΒΑΡΙΔΟΥ Δ, ΜΑΡΑΓΚΟΣ Σ, ΠΑΠΠΑΣ Μ, ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΒ, ΣΙΑΜΟΠΟΥΛΟΣ Κ. (1989). Ασθενείς σε
τελικό στάδιο χρονίας νεφρικής ανεπάρκειας. Διαφορές ως προς το είδος και την ένταση των ψυχιατρικών
συμπτωμάτων τους σε σχέση με τη μέθοδο της εξωνεφρικής κάθαρσης. 15ο Πανελλήνιο Ιατρικό Συνέδριο.
Αθήνα, 9-13 Μαΐου Περιλ. 383, σελ. 98.
ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ ΜΣ, ΠΑΓΩΝΗΣ ΘΑ, ΚΕΛΕΣΙΑΔΟΥ ΒΘ, ΜΟΥΖΑΣ ΟΔ, ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΒ. (2005).
Ψυχιατρικές διαταραχές αιμοδιυλιζομένων ασθενών σε επαρχιακό νοσοκομείο. 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο
Ψυχιατρικής στο Γενικό Νοσοκομείο, Θεσσαλονίκη 28-30 Ιανουαρίου. Αριθ. Περίλ. Ρ12.
SCHULMAN R, PRICE JDE, SPINELLI J. (1989). Biopsychosocial aspects of long0term survival on end-stage
renal failure. Psychol Med 19:945-954.
WEISSMAN MM, GROSS R, FYER A, et al. (2004). Interstitial cystitis and panic disorder: a potential genetic
syndrome. Arch Gen Psychiatry. 61(3):273-9.
και του στενού του περιβάλλοντος στη νόσο καθώς και των ψυχοκοινωνικών παραγόντων
που εμπλέκονται στην επιβίωση και στην ποιότητα ζωής του. Πολλά αντικαρκινικά κέντρα
σήμερα διαθέτουν ειδικευμένες ψυχο-ογκολογικές μονάδες (Ιακωβίδης και συν 2004).
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η κατάσταση των πασχόντων βελτιώθηκε σημαντικά και
συνδυαστικές χημειοθεραπείες και ορμονοθεραπείες ελαχιστοποίησαν τις χειρουργικές
επεμβάσεις και παρέτειναν την ζωή των ασθενών τόσο ώστε να μετατεθεί ο καρκίνος από
την τάξη της θανατηφόρου στην τάξη της σοβαρής χρόνιας νόσου (Greer 2003). Ετσι
αναπροσανατολίσθηκε η ιατρική προς τον στόχο της βελτίωσης της ποιότητας ζωής του
ασθενούς.
Ο ασθενής που πάσχει από καρκίνο, όπως και κάθε ασθενής που πάσχει από χρόνια νόσο,
αντιδρά σε αυτήν σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νόσου, της θεραπείας στην
οποία υποβάλλεται, των κοινωνικών στηριγμάτων του και, βέβαια, σύμφωνα με τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, στα οποία περιλαμβάνονται και οι ποικίλοι
μηχανισμοί άμυνας που διαθέτει. Παρά τις μεγάλες προόδους στην πρώιμη διάγνωση και
θεραπεία, η ανακοίνωση της διάγνωσης φέρνει στον ασθενή τον φόβο και τον τρόμο του
πόνου και του θανάτου. Το αίσθημα αβοηθησίας που απορρέει από την επίγνωση της
νόσου, σε συνδυασμό με το άλγος, τη ναυτία και την κακή εμφάνιση (αλωπεκία) –
αποτέλεσμα των θεραπευτικών παρεμβάσεων–, οδηγούν συχνά τον ασθενή σε κατάσταση
απελπισίας. Οι αντιδράσεις ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό και μπορεί να περιλαμβάνουν
άρνηση, φυγή, ψυχαναγκαστική αναζήτηση πληροφόρησης για τη νόσο, άγχος και
κατάθλιψη, αποδοχή και εκλογίκευση, ψυχαναγκαστική ή παρορμητική συμπεριφορά κ.λπ.
(Manos and Christakis 1985). Η χρήση του μηχανισμού της άρνησης από ορισμένους
ασθενείς ενδέχεται να οδηγήσει σε ευνοϊκότερη πρόγνωση, τουλάχιστον ως προς τη
βραχυπρόθεσμη έκβαση (Greer 1979), ενώ για τους/τις συζύγους των ασθενών μια τέτοια
άρνηση ίσως παρακωλύει την προπαρασκευή για πένθος.
Πρέπει ωστόσο να τονισθεί ότι υπάρχουν ενδείξεις πως όσο υψηλότερη είναι η
ψυχοπαθολογία στους πάσχοντες από καρκίνο τόσο μεγαλύτερη είναι σε αυτούς η διάρκεια
παραμονής στο νοσοκομείο, η ανάπτυξη ανώμαλης περί τη νόσο συμπεριφοράς, η οποία
συνοδεύεται από μικρή συμμόρφωση στα θεραπευτικά σχήματα, μείωση της
323
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ Β, ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ Γ, ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Β, ΜΠΕΝΤΕΝΙΔΗΣ Χ. (2004). Διασυνδετική Ψυχιατρική σε
ογκολογικό νοσοκομείο. Ψυχιατρική 15:57-66.
ANGELOPOULOS NV, TZIVARIDOU D, NIKOLAOU N, PAVLIDIS N. (1995). Mental symptoms, hostility fea-
tures and stressful life events in people with cancer. Acta Psychiatr Scand 92: 44-50.
CEBROMS RD, FINESINGER JE. (1951). Guilt reactions in patients with cancer. Cancer 3: 474-482.
GRAIG TJ, ABELOFF MD. (1974) Psychiatric symptomatology among hospitalised cancer patients. Am J Psy-
chiatry 131:1323-1327.
GRASSI L, GRITTI P, RIGATELLI M, GALA C. (2000). Psychosocial problems secondary to cancer: an Italian
multicenter survey of consultation-liaison psychiatry in oncology. Eur J Cancer 35:579-585.
GREER S, MORRIS T, PETTINGALE KW. (1979). Psychological response to breast cancer: effect on outcome.
Lancet, ii, 785-787.
GREER S. (2003). Healing the mind/body split: bringing the patient back into oncology. Integr Cancer Ther.
2(1):5-12.
HUGHES JE. (1985). Depressive illness and lung cancer. I. Depression before diagnosis. II. Follow-up of inoper-
able patients. Europ J Surg Oncol 11: 15-24. 18.
LEVINE PM, SILBERFARB PM, LIPOWSKI ZJ. (1978). Mental disorders in cancer patients. Cancer: 42: 1385-
9122.
MANOS N, CHRISTAKIS J. (1985). Coping with cancer: psychological dimensions. Acta Psychiatr. Scand. 72: 1-
5. 23.
PETTY F, NOYES R. (1981). Depression secondary to cancer. Biol. Psychiatr. 16 (12):1203-1220.
SRIVASTAVA S, BROOTA MD. (1990). Personality factors in cancer. J. Pers. Clin. Stud 6(1): 63-67.
STAVRAKY KM. (1968). Psychological factors in the outcome of human cancer. J. Psychosom. Res. 12: 251-
259.
Οι περισσότεροι άνθρωποι τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους θα χρειασθεί, για
περισσότερο ή λιγώτερο σοβαρούς λόγους, να υποβληθούν στην περιπέτεια μιας
χειρουργικής επέμβασης. Λίγοι ωστόσο βλέπουν με ηρεμία την πιθανότητα μιας εγχείρησης,
έστω και μικρής (Αγγελόπουλος 1985) και οι προσπάθειες που κάνουν για να την
αποφύγουν είναι χαρακτηριστικές της προσωπικότητας τους. Πολλές φορές η καθυστέρηση
προσφυγής στον ιατρό οφείλεται σε μια σύγκρουση, χωρίς σαφή έκβαση, μεταξύ ελπίδας
(τίποτε επικίνδυνο) και φόβου (σοβαρή νόσος). Άλλες φορές ο ασθενής ενδέχεται να κάνει
324
άρνηση της νόσου του και συνεπώς να δείξει μικρό ενδιαφέρον για την κατάστασή του
θέτοντας την υγεία του σε κίνδυνο. Μέσα σε αυτό το στρεσογόνο κλίμα τα ψυχιατρικά
προβλήματα που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της εμπλοκής του ασθενούς στην
«χειρουργική διαδικασία» είναι δυνατόν να επιδράσουν μερικές φορές κατά τρόπο
καθοριστικό στην πορεία της επέμβασης, στην πορεία της νόσου και στην πορεία της
ψυχικής υγείας του ατόμου.
για την ανάρρωση και τον χρόνο αποχής από την εργασία έχουν θετικές επιπτώσεις στον
ασθενή. Η φαρμακευτική αντιμετώπιση του προεγχειρητικού άγχους είναι βασικής σημασίας
και είναι δυνατόν πολύ εύκολα να επιτευχθεί με μικρές δόσεις αγχολυτικών. Η θέα του
χειρουργείου είναι δυνατόν να προκαλέσει φρίκη στον ασθενή, και αυτό είναι δυνατόν επίσης
να αντιμετωπισθεί προληπτικώς με φαρμακευτικά μέσα.
Κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης. Πολλοί νομίζουν ότι μέσα στο
χειρουργείο, όταν ο άρρωστος βρίσκεται επάνω στο χειρουργικό τραπέζι, οι ψυχολογικές
αντιδράσεις του μπορούν να αγνοηθούν, αφού ούτως ή άλλως βρίσκεται σε βαθιά
αναισθησία. Υπάρχουν ωστόσο ενδείξεις (Cheek 1959, Levinson 1965, Pollard 2005) ότι οι
ασθενείς είναι δυνατόν να αντιλαμβάνονται τα σχόλια που γίνονται κατά τη διάρκεια της
επέμβασης, και ας βρίσκονται σε βαθιά αναισθησία. Αυτή η κατάσταση μπορεί να έχει
αρνητικές και τραυματικές επιπτώσεις στην ψυχολογία των ασθενών και όταν τα σχόλια
υπαινίσσονται ότι κάτι δεν πάει καλά μεταβάλλεται η συμπεριφορά τους και να επηρεάζεται η
μετεγχειρητική πορεία με την πυροδότηση αγχωδών και καταθλιπτικών αντιδράσεων.
χαρακτήρες (Druss et al 1971). Αν δεν γίνει σωστή προεγχειρητική εκτίμηση της ψυχολογίας
και των κινήτρων του υποψηφίου για αισθητική επέμβαση οι μετεγχειρητικές επιπτώσεις εις
βάρος του χειρουργού μπορεί να είναι οδυνηρές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΒ. (1985). Ψυχιατρικά προβλήματα κατά την περιεγχειρητική περίοδο στους ενήλικες. Ελλ.
Αναισθησιολ. 19:4, 274-278.
ΒΙΔΑΛΗΣ ΑΑ, ΔΑΡΒΑΡΕΣΗΣ Θ, ΙΜΒΡΙΟΣ Γ. (1998). Προβλήματα επανένταξης ασθενών με μεταμόσχευση
οργάνων και μέθοδοι αντιμετώπισης τους. Μεταμόσχευση Οργάνων και Ιστών 3(1-2):44-66.
ΣΥΓΓΕΛΑΚΗΣ Μ, ΠΙΤΣΑΒΑΣ Α, ΚΑΡΑΒΑΤΟΣ Α, και συν (1996). Η ενδοψυχική ολοκλήρωση του μοσχεύματος
στο λήπτη. Μεταμόσχευση Οργάνων και Ιστών 1(3):167-176.
BASS C. (1984). Psychosocial outcome after coronary artery by-pass surgery. Brit J Psychiatry 145:526-532.
BERDEN JH, HOITSMA AJ, MERX JL, KEYSER A. (1985). Severe central nervous system toxicity associated
with cyclosporin (letter). Lancet 1:219-220.
BURKER E. et al. (1995). Depression in male and female patients undergoing cardiac surgery. Brit J Clin Psychol
34:119-128.
BURRA P, DE BONA M. (2007). Quality of life following organ transplantation. Transpl Int. 20(5):397-409.
CAPLAN LM, HACKETT TP. (1963). Prelude to death: Emotional effects of lower limb amputation in the aged. N
Engl J Med 269:1166
CHEEK DS. (1959). Unconscious perception of meaningful sounds during surgical anesthesia as revealed under
hypnosis. Amer J Clin Hypn 1:101
DEUTSCH H. (1942). Some psychoanalytic observations in surgery. Psychosom Med 4:105.
DRELLICH MC, BIEBER I. (1958). The psychological importance of the uterus and its functions: some psycho-
analytic implications of hysterectomy. J Nerv Ment Dis 126:322.
DRUSS R, O’CONNER J, STERN L. (1969). Psychologic response to colectomy. Arch Gen Psychiatry 18:53-59.
DRUSS RG, SYMONDS FC, CRIKELAR GF. (1971). The problem of somatic delusions in patients seeking cos-
metic surgery. Plast Roconstr 48:246
EGBERT LD, BATTIT GE, TURDORF A, BEECHER HK. (1963). The value of the pre-operative visit by an anes-
thetist. JAMA 185:553
EGERTON N, KAY JH. (1964). Psychological disturbances associated with open heart surgery. British J Psychia-
try 110:443
EWALT JR, RANDAL GC, MORRIS H. (1947). The phantom limb. Psychosom Med 9:118.
HARTH W, HERMES B. (2007). Psychosomatic disturbances and cosmetic surgery. J Dtsch Dermatol Ges
5(9):736-43
HORGAN O, MACLACHLAN M. (2004). Psychosocial adjustment to lower-limb amputation: a review. Disabil
Rehabil. Jul 22-Aug 5;26(14-15):837-50.
JANIS IL. (1958). Psychological Stress. N.York:Wiley.
KORNFELD DS. (1969). Psychiatric Aspects of Patient Care in the Operating Suite and Special Areas. Anesthe-
siology 31(2):166-171
LEVINSON BW. (1965). States of awareness during general anesthesia. British J Anaesth 37:544
PARKES CM. (1976). The psychological reaction to loss of a limb: The first year after amputation. In: Modern
perspectives in the psychiatric aspects of surgery. J.G. Howells (ed), Brunner/Mazel, New York.
ROESKE NA. (1978). The emotional response to hysterectomy. Psychiat Opin 15:11.
VOMVOLAKI E, KALMANTIS K, KIOSES E, ANTSAKLIS A. (2006). The effect of hysterectomy on sexuality and
psychological changes. Eur J Contracept Reprod Health Care. 11(1):23-7.
WEBER M, NEUNDORFER B, BIRKLEIN F. (2002). Sudeck's atrophy: Pathophysiology and treatment of a com-
plex pain syndrome. Dtsch Med Wochenschr 127(8):384-9.
WEINRYB R, ROSSEL R. (1986). Personality traits that can affect adaptation after colectomy: A study of 10 pa-
tients treated for ulcerative colitis either with proctocolectomy and ileostomy or with colectomy, proctocolectomy,
ileal pouch and ileoanal anastomosis. Psychotherapy and Psychosomatics, 45(2):57-65.
WILLIAMS JGL, JONES JR (1968). Psychophysiological response to anesthesia and operation. JAMA 203:127.
POLLARD E. (2005). Awareness during anaesthesia: what can be done to prevent it? Br J Perioper Nurs
15(10):420-5.
Στη σύγχρονη εποχή τίποτε δεν θεωρείται από τους ανθρώπους πιο αφύσικο, άδικο,
παράλογο και εξοργιστικό από τον θάνατο. Ο άνθρωπος βιώνει τον θάνατο ως ολοκληρωτική
καταστροφή και ως ένα άλυτο πρόβλημα που διαπερνά τη ζωή του. Όχι μόνο τον αρνείται
αλλά τον απωθεί τον υπερβαίνει και τον διαλύει με τη θρησκεία τον μύθο και τη μαγεία.
(Morin 1979, Θεοδωρόπουλος 1987). Μας είναι απολύτως αδύνατον, γράφει ο Freud, να
φαντασθούμε τον δικό μας θάνατο και κάθε φορά που το δοκιμάζουμε, εκείνο που συμβαίνει
είναι ότι παρακολουθούμε σαν θεατές. Κατά βάθος κανένας δεν πιστεύει στον δικό του
θάνατο· όλοι οι άνθρωποι στο υποσυνείδητό τους είναι βέβαιοι για την αθανασία τους. Όμως
από την άλλη μεριά η αυθεντικότητα της ύπαρξης χαρακτηρίζεται και από το ότι ο άνθρωπος
μπορεί να δεχθεί το αναπόφευκτο του πεπερασμένου του και να αναγνωρίσει τον θάνατο
σαν σταθερή δυνατότητα της κάθε στιγμής. Στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να
μιλήσει υποκειμενικά για τον θάνατο, αφού η συνείδηση δεν μπορεί ποτέ να αποκτήσει την
εμπειρία του. Σύμφωνα με την Kübler-Ross, ο μελλοθάνατος, στο έβδομο στάδιο της
επιθανάτιας αγωνίας, χάνει κάθε ουσιαστική επαφή με τον κόσμο των ζωντανών, με
αποτέλεσμα να είναι ανέφικτη ακόμη και η πιο αδρή περιγραφή του αισθήματος του
επερχόμενου θανάτου.
Μελλοθάνατος από ιατρική άποψη –διότι από μια άλλη οπτική όλοι οι άνθρωποι είναι
συνεχώς μελλοθάνατοι– θεωρείται ο πάσχων από τελική νόσο, αυτός που πρόκειται να
εκτελεσθεί, αυτός που έχει φθάσει σε έσχατο γήρας. Ασθενείς που πρόκειται να πεθάνουν
μέσα σε διάστημα τριών μηνών συνήθως γνωρίζουν ότι πεθαίνουν (Hinton 1963). Ο
άνθρωπος που γνωρίζει ότι πορεύεται προς τον θάνατο υφίσταται μεγάλες αλλαγές της
προσωπικότητάς του. Η αντίληψη της πραγματικότητας, οι σχέσεις του με αυτήν και η
συμπεριφορά του αλλάζουν. Ο ρόλος της ιατρικής στον θάνατο –αν έχει τέτοιο ρόλο η
ιατρική– είναι στην καλύτερη περίπτωση να ευοδώσει, χωρίς να επιταχύνει, την επιθανάτια
αγωνία. Όλοι οι πάσχοντες από καταληκτική νόσο διανύουν την ίδια διαδρομή από τη στιγμή
της αναγνώρησης του επικείμενου θανάτου τους μέχρι το τέλος. Υπάρχουν βέβαια
παραλλαγές, οι οποίες σχετίζονται με την ηλικία, την κοινωνική διαστρωμάτωση, τη
θρησκεία, τη μόρφωση, την προηγούμενη ζωή των θνησκόντων.
H Kübler-Ross (1973) με μιαν αισθαντικότητα και έναν σεβασμό για τον πόνο και την αγωνία
δυσεύρετο στις μέρες μας κατέγραψε και συζήτησε 200 συνεντεύξεις με θνήσκοντες ασθενείς
με βάση τις οποίες καταθέτει μια διαδικασία εκδίπλωσης της πορείας προς τον θάνατο σε
στάδια ή φάσεις: σοκ, άρνηση, θυμός, κατάθλιψη, παζάρεμα, παραδοχή, δεκάθεξη. Η
συνολική διαδικασία ακολουθεί δύο χρόνους. Ο ένας είναι του σώματος: αρχίζει στο
μεταίχμιο μεταξύ νόσου και επιθανάτιας αγωνίας και τελειώνει με τον θάνατο. Ο δεύτερος
είναι της συνείδησης και κορυφώνεται στη σταθερή ελπίδα της αυτόνομης μεταθανάτιας
επιβίωσης της συνείδησης.
Σοκ. Ακόμη και με τη μεγαλύτερη διακριτικότητα και λεπτότητα αν ανακοινωθεί, η πρόκληση
σοκ από τον επικείμενο θάνατο είναι αναπόφευκτη. Μια νέα πραγματικότητα εισβάλλει
αιφνιδιαστικά στη συνείδηση του ανθρώπου. Ο ασθενής νιώθει τον κόσμο του να
καταρρέει, την ανθρώπινη τάξη να συντρίβεται. Για πρώτη φορά ανακαλύπτει τη μοναξιά
και τη γύμνια του. Βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο.
Άρνηση. Υπάρχουν ασθενείς που τρέχουν από ιατρό σε ιατρό σε μια προσπάθεια να
πετύχουν ακύρωση της αρχικής διάγνωσης.
Θυμός. Είναι το στάδιο της εξέγερσης. Η συμπεριφορά του ασθενούς γίνεται εχθρική αφου
βιώνει την κορυφαία ματαίωση της ζωής του, αυτή η ίδια να τελειώνει μέσα σε μια
πολύβουη, πολύχρωμη, ερωτική, υποσχετική για το αύριο ζωή των άλλων.
Κατάθλιψη. Χαρακτηρίζεται από δυσπιστία, απάθεια, μοναξιά, ενοχές, εξασθένηση του
ενδιαφέροντος για τη θεραπεία. Είναι η φάση με τη μεγαλύτερη διάρκεια. Εκτός από την
απειλητικότητα της νόσου την τροφοδοτούν η πληθώρα των διαπροσωπικών,
οικογενειακών, οικονομικών και άλλων προβλημάτων που συνεχώς αναφύονται.
Παζάρεμα. Ο ασθενής έρχεται σε ένα είδος διαπραγμάτευσης με αυτούς που θεωρεί
διαχειριστές της υπάρξεώς του, τον Θεό, τον Χάρο, τον ιατρό. Δίνει υποσχέσεις, κλείνει
συμφωνίες, κάνει τάματα, δίνει όρκους.
331
Παραδοχή. Ο ασθενής περνά σε κατάσταση γαλήνης, αφού πλέον δέχεται ότι η επέλευση
του θανάτου είναι αναπόφευκτη. Κανονίζει τις εκκρεμότητές του, αποχαιρετά τους δικούς
του. Δίνει την εντύπωση ότι όλα όσα συμβαίνουν δεν αφορούν ακριβώς τον ίδιο αλλά το
σώμα του, μια προσωρινή κατοικία ή κάτι άλλο από αυτόν.
Δεκάθεξη. Στο στάδιο αυτό τερματίζεται κάθε επικοινωνία. Η συνείδηση του ασθενούς δεν
είναι προσιτή στην παρατήρηση.
CHOCHINOV HM. (2004). Palliative care: An opportunity for Mental Health Professionals. Can J Psychiatry 49(6):
347-349.
HINTON JM. (1963). The physical and mental distress of the dying. Q. J. Med. 32:1
KÜBLER-ROSS Ε. (1973). On death and dying. Tavistock. London.
SINGER et al (1999). Quality end-of-life-care: patients’ perspectives. JAMA 281:163-168.
WHO (1990). Cancer pain relief and palliative care. Technical Report series 804. Geneva.
MORIN E. (1979). Le Paradigme perdu : la nature humaine, Paris, Le Seuil (Points)
Η σχέση ιατρού-ασθενούς καθορίζεται από τις ανάγκες του ασθενούς, τη φύση της ιατρικής
εμπειρίας, την προσωπικότητα του ιατρού και ποικίλους κοινωνικούς συντελεστές που
προσδίδουν σε αυτόν κύρος και ακτινοβολία. Η διαπροσωπική επαφή μεταξύ ασθενούς και
ιατρού είναι το κλειδί που ανοίγει την πόρτα της ιατρικής φροντίδας. Κάθε ιατρική πράξη
περιλαμβάνει μια ψυχοσυναλλακτική διαδικασία μεταξύ ιατρού και ασθενούς, διαδικασία που
μπορεί μεν να είναι επικουρική της θεραπείας, αλλά ενίοτε μπορεί να έχει και καταστροφικές
συνέπειες. Η θεραπευτική αξία της εξαρτάται, μεταξύ άλλων, και από την αίγλη που μπορεί
να διαθέτει ο ιατρός στα μάτια του ασθενούς, αίγλη που αφορά την ιδιότητά του ως
θεραπευτού και όχι τόσο το πρόσωπό του, εξαιτίας του οποίου, αυτή η αξία είναι δυνατόν να
υπονομευτεί. Ο ασθενής προσδίδει δύναμη στον θεραπευτή και ο θεραπευτής προσδίδει
δύναμη στον εαυτό του, η οποία όμως ενδεχομένως δεν αντανακλάται στο σώμα της
θεωρητικής γνώσης και της πρακτικής δυνατότητας της ίδιας της ιατρικής.
Σήμερα ο ρόλος του ιατρού καθορίζεται κυρίως από τον τεχνοκρατικό χαρακτήρα των
ποικίλων ιατρικών παρεμβάσεων: Η ιατρική πράξη απαιτεί από τον ιατρό να είναι δραστήριος
και αποτελεσματικός. Πολλές ιατρικές πράξεις είναι διαδικασίες απρόσωπες, χρονικά
καθορισμένες και επιβάλλουν ένα είδος αποστασιοποίησης από τον άρρωστο ως πρόσωπο,
και εστίασης στον άρρωστο αποκλειστικά ως βιολογικό οργανισμό.Ο ιατρός βρίσκει
απάντηση για την ουσία της νόσου όχι μόνο από την επαφή με τον ασθενή αλλά από τις
διαγνωστικές και επεμβατικές ενέργειες. Οι επεμβατικές μάλιστα ενέργειες, πολύ
περισσότερο από το να δίδουν απαντήσεις σε διαγνωστικά ερωτήματα, προσφέρουν και ίαση
της νόσου. Αυτές οι παρεμβάσεις έρχονται σε αντίθεση με την πολύ προσωπική, διόλου
τεχνοκρατική, και οπωσδήποτε χρονοβόρα διαδικασία εγκατάστασης μιας σχέσης μεταξύ
ιατρού και ασθενούς, σχέσης που μερικές φορές επιβάλλει στον ιατρό να είναι παθητικός αντί
για δραστήριος, και συναισθηματικά κατευναστικός αντί για αποτελεσματικός.
Από την άλλη μεριά, η ευρύτατη δημοσιοποίηση των ιατρικών ζητημάτων τροποποίησε την
παλαιά κλασική σχέση. Τώρα ο ασθενής απαιτεί περισσότερη πληροφόρηση από τον ιατρό,
δεν ανέχεται συμπεριφορά αυταρχικού τύπου και επιβάλλει έναν βαθμό συμμετοχής στις
διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Η παγκοσμιοποίηση της πληροφορίας μέσα από νέες πηγές
απόκτησης γνώσεων έδωσε ώθηση στις διαδικασίες αυτονόμησης των ασθενών. Μέσω του
διαδικτύου οι πάσχοντες δύνανται να ψάξουν και να βρουν ιατρική πληροφορία για θεραπείες
και για την έρευνα, να επισκεφθούν ιστοσελίδες που τους ενδιαφέρουν και να συνδεθούν με
ομάδες υποστήριξης.
Ο δρόμος επικοινωνίας με τον άλλον περνά μέσα από την κατανόηση, θεμελιώδες στοιχείο
της οποίας είναι η δυνατότητα να αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία των εμπειριών και των
συμπεριφορών του άλλου, και μαζί το ενδεχόμενο να παραπέμπουν σε άλλου είδους
εμπειρίες και συμπεριφορές. Στη σχέση ιατρού-ασθενούς αυτή η διαδικασία αναπτύσσεται
αμοιβαία, με την έννοια ότι ο ένας επιδιώκει να κατανοήσει τις εμπειρίες και τις ενέργειες του
άλλου. Σύμφωνα με τον Karl Jaspers (1913), η διεργασία κατανόησης του ασθενούς:
334
Στην ιατρική πράξη η επικοινωνία, λεκτική και εξωλεκτική, έχει να κάνει κατά βάση με τη
δυσφορία του πάσχοντος, την οποία ο ίδιος δεν μπορεί με δικά του μέσα να ανακουφίσει
ούτε να κατανοήσει. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ιατρός θα πρέπει να έχει δομή ανάλογη
με του ασθενούς. Με την ευρύτερη δυνατή έννοια, αυτή περιλαμβάνει όχι μόνο τα εκφραστικά
μέσα αλλά ακόμη τις έννοιες, τους μύθους, τις ιδέες κ.λπ. Με άλλα λόγια, το γλωσσικό ιδίωμα
του ιατρού πρέπει να είναι συμβατό με το γλωσσικό ιδίωμα του ασθενούς, αλλά αυτός που
θα προσπαθήσει προς αυτήν την κατεύθυνση είναι ο ιατρός, και όχι ο ασθενής. Σε
περίπτωση παρανόησης, την ευθύνη έχει ο ιατρός και όχι ο ασθενής. Οι δεξιότητες της
σωστής επικοινωνίας με τον ασθενή είναι δυνατόν να εμποδιστούν από τους μηχανισμούς
άμυνας που παρατάσσει ο ιατρός, όπως αποστασιοποίηση, επιβολή ελέγχου, χειραγώγηση,
καθησυχαστική συμπεριφορά κ.λπ. Μορφές εξωλεκτικής επικοινωνίας του ιατρού
σχετίζονται με ποικίλες επιπτώσεις. Η εκφραστικότητα του ιατρού, το βλέμμα του, η
απόσταση που κρατάει από τον ασθενή, οι χειρονομίες του, το χαμόγελό του, ο μη
κυριαρχικός τόνος της φωνής του, σχετίζονται με αισθήματα από ικανοποίησης που έχει γι’
αυτόν ο ασθενής (Mast 2007).
Σήμερα, από την ώρα της εισαγωγής του στο νοσοκομείο ο άρρωστος, ευρισκόμενος σε
μεγάλη ανάγκη για υποστήριξη και συμπαράσταση από τον ιατρό του, μόλις και μετά βίας θα
καταφέρει να τον δει, σε ένα τελείως ουδέτερο και εν πολλοίς απρόσωπο κλίμα, μόνος, χωρίς
κανένα σύμμαχο, αντιμέτωπος με ένα από τα καλύτερα οργανωμένα γραφειοκρατικά
συστήματα της βιομηχανικής κοινωνίας. Η καταστροφή που έχει προκληθεί στις σχέσεις
ιατρού-ασθενούς από την «εργοστασιακή εκδοχή» της ιατρικής (πειθαρχία, ομοιομορφία,
τυποποίηση, αποτελεσματικότητα) ενδέχεται να είναι μεγαλύτερη εκείνης που πυροδοτήθηκε
από την απόλυτη ηγεμονία της επιστημονικής σκέψης αρχικώς, και της τεχνολογίας στη
συνέχεια. Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά την επικράτηση της αντίληψης ότι όλες οι
δραστηριότητες των ζωντανών οργανισμών, και φυσικά του ανθρώπου, μπορούν να
ερμηνευτούν μέσω της αναγωγής τους στη μοριακή βιολογία, αντίληψη που ενισχύει την
πίστη ότι η εφαρμογή της τεχνολογίας θα επιλύσει όλα τα ανθρώπινα προβλήματα.
335
Η έλλειψη συνεννόησης μεταξύ ιατρών και ασθενών αρκετές φορές είναι δυνατόν να
οδηγήσει σε ρήξη, που ενίοτε φθάνει να έχει ακόμη και δικαστικές προεκτάσεις (Βελογιάννη
και Κουτσελίνης 1985). Σε ακραίες περιπτώσεις, τα δύο αντιμαχόμενα μέρη παρουσιάζουν
ιδιαίτερα χαρακτηρολογικά γνωρίσματα. Ο ενάγων ασθενής είναι άτομο με δογματική
απολυτότητα στη σκέψη, έχει τάση να επιρρίπτει ευθύνες σε άλλους και κατέχεται από την
εξωπραγματική νοοτροπία να πιστεύει ότι η ιατρική είναι πανάκεια, ότι όλες οι νόσοι είναι
θεραπεύσιμες και ότι ο ρόλος του ιατρού είναι να επιφέρει ταχύτατα θεραπευτικά
αποτελέσματα, αν θέλει να θεωρείται ότι αμείφθηκε επαξίως. Ο εναγόμενος ιατρός είναι
άτομο με υπερβολική αυτοπεποίθηση, δεν δέχεται ότι η γνώση και η εμπειρία του έχουν όρια
και, όταν αντιμετωπίζει δυσαρεστημένο ασθενή, αντί να ερευνήσει την αιτία της δυσαρέσκειάς
του, τον παραμελεί και, έμμεσα ή και άμεσα, τον απορρίπτει.
Σχέσεις ιατρού με τους οικείους τού ασθενούς. Όταν ο ιατρός αναπτύσσει σχέσεις με τους
συγγενείς του ασθενούς, αυτές μπορεί να έχουν διαφορετικές ποιότητες. Οι συγγενείς, π.χ.,
μπορεί να θεωρηθούν συνεργάτες, ή ασθενείς και οι ίδιοι, ή μέλη μιας διαταραγμένης
οικογένειας η οποία χρειάζεται βοήθεια στο σύνολό της. Ο ιατρός που ενημερώνει τον
συγγενή ασθενούς προτείνοντας «ερμηνείες» για τη νόσο ενδέχεται να πέσει σε μια σειρά
από παγίδες (Mariner 1971). Ενδεικτικά θα μπορούσαν να αναφερθούν τα ακόλουθα:
Συχνά αγνοούνται οι κίνδυνοι που απορρέουν από την πρακτική τού να λέγονται όλα
στον συγγενή αλλά να μη αποκαλύπτεται τίποτε στον ασθενή.
Αν ο ιατρός ανακοινώσει στον συγγενή κάτι ανησυχητικό για τον ασθενή («είναι πολύ
άρρωστος, έχω πολλές αμφιβολίες για την πρόγνωση»), ο συγγενής ενδέχεται,
εξαρτώμενος από τις δικές του συναισθηματικές ανάγκες και από τη σχέση του με τον
ασθενή, ή να κρατήσει αυτό το μήνυμα για τον εαυτό του μη γνωρίζοντας τι να το κάνει ή
να το μεταδώσει σαδιστικά (άμεσα ή έμμεσα) στον ίδιο τον άρρωστο, μεταδίδοντάς του
και το συνοδό άγχος.
Ενδέχεται ακόμη να αξιοποιηθούν οι γνώσεις του ιατρού προς όφελος του συγγενούς και
όχι του ασθενούς.
Ο τρόπος που ο ιατρός συζητά με τους συγγενείς ενδέχεται να υπαινίσσεται ότι ο
άρρωστος είναι ανίκανος να μιλήσει ο ίδιος για τον εαυτό του και έτσι χρειάζεται έναν
συνήγορο, κάποιον υποστηρικτή. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος ο ιατρός να
δίνει έμφαση και να ισχυροποιεί άθελά του το δίπολο «άρρωστος και υγιής συγγενής»,
συμβάλλοντας έτσι στη διαιώνιση μιας διαταραγμένης οικογενειακής σχέσης.
336
Υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο οι οδηγίες του ιατρού στους συγγενείς για το πώς θα
συμπεριφερθούν στον ασθενή να τους οδηγήσουν σε πολύ ενοχλητικές συμπεριφορές
έναντι του ασθενούς.
Γενικώς κάθε συζήτηση «πίσω από την πλάτη» του ασθενούς ενδέχεται να γίνει
αντιληπτή και να βλάψει την εμπιστοσύνη προς τον ιατρό.
Ενημέρωση του ασθενούς και ανακοίνωση της αλήθειας. Παραδοσιακά, από την εποχή
της ιπποκρατικής ιατρικής, ο ιατρός διατηρούσε για τον εαυτό του το δικαίωμα να χειρίζεται
τις πληροφορίες που θα έδινε στον ασθενή με όποιον τρόπο επέλεγε και με κριτήριο το
όφελος του ασθενούς. Η μεγάλη πλειονότητα των ιατρών απέφευγε να ανακοινώσει
δυσάρεστα νέα στους πάσχοντες. Σταδιακά, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ποικίλες
κοινωνικές, πολιτικές, νομικές και ιατρικές ανακατατάξεις άλλαξαν τη στάση των ιατρών. Ο
σημαντικότερος παράγων είναι η εξέλιξη της αποτελεσματικότητας των θεραπευτικών
παρεμβάσεων που μετέτρεψαν ορισμένες θανατηφόρες νόσους σε χρόνια νοσήματα (ακόμη
και ο καρκίνος τείνει να μετατραπεί σε χρόνιο, αντιμετωπίσιμο νόσημα). Άλλοι παράγοντες
είναι η διάδοση των δικαιωμάτων του ασθενούς, όπως και η ανάπτυξη της έννοιας της
προσωπικής αυτονομίας και ευθύνης. Σήμερα οι ιατροί όλο και περισσότερο τείνουν να
ενημερώνουν τους ασθενείς τους για τη φυσική τους κατάσταση, διότι αφενός η γνώση της
κατάστασης της υγείας επιτρέπει στον ασθενή να λάβει τις απαραίτητες αποφάσεις για τον
εαυτό του και για το κοινωνικό περιβάλλον του, και αφετέρου διότι απαιτείται σαφής, νομικώς
κατοχυρωμένη συναίνεση του ασθενούς για τις θεραπευτικές ενέργειες στις οποίες θα προβεί
ο ιατρός.
Κατά την ενημέρωση ο ασθενής πληροφορείται πλήρως και με σαφήνεια σχετικά με
οτιδήποτε επηρεάζει την υγεία του, καθώς και για τις απαιτούμενες θεραπευτικές
προσεγγίσεις. Ο ιατρός είναι υποχρεωμένος από τον νόμο να είναι σαφής προς τον ασθενή
ως προς τη διάγνωση και τη θεραπεία, αλλά η όλη διαδικασία είναι πολύπλοκη και μερικές
φορές άκρως στρεσογόνος και απαιτεί από τη μεριά του ιατρού γνώσεις, εμπειρία,
διακριτικότητα, επίγνωση των ορίων του ασθενούς και του ιδίου. Η ανακοίνωση της αλήθειας
στον ασθενή, τόσο σχετικώς με τη διάγνωση όσο και με τη θεραπεία, έχει ως προϋπόθεση
τον βαθμό ανοχής της αλήθειας από αυτόν. Έτσι ο ιατρός θα πρέπει να αναρωτηθεί πόσο
εύκολα μπορεί ο ασθενής του να ακούσει πληροφορίες σαν τις παρακάτω:
Ότι το αντιβιοτικό που παίρνει από το στόμα, αφού εισέλθει στην κυκλοφορία, φθάνει
στους ιστούς και εκεί σκοτώνει τα μικρόβια. Προφανώς η πληροφορία αυτή είναι
απολύτως ανεκτή.
Ότι πάσχει από στένωση πυλωρού και ότι επιβάλλεται χειρουργική επέμβαση κατά τη
διάρκεια της οποίας θα γίνει αναισθησία, τομή στην κοιλία, αποκάλυψη του στομάχου,
χειρισμοί και τομές, κλείσιμο με ράψιμο, ανάνηψη με πιθανότητα επιπλοκών ή θανάτου
γύρω στο 1%. Αυτού του είδους η περιγραφή ενδέχεται να μην είναι υποφερτή από μια
μειοψηφία ασθενών.
Ότι για να θεραπευθεί από την κατάθλιψη πρέπει να γίνει ECT, το οποίο σημαίνει δίοδο
ρεύματος από τον εγκέφαλο. Και αυτή την πληροφορία λίγοι ασθενείς την αποδέχονται.
Ότι έχει βαρεία νόσο και θα πεθάνει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτήν την αλήθεια
κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να την ακούσει με ψυχραιμία. Διότι η ανακοίνωση της
αλήθειας σε πάσχοντα από τελική νόσο δεν διαφέρει ουσιαστικά από απαγγελία
θανατικής καταδίκης.
Αρκετές μελέτες έχουν δείξει κάτι προφανές, ότι δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα των
ανθρώπων (άνω του 90%) θέλουν να γνωρίζουν με ακρίβεια την κατάσταση της υγείας τους.
Ωστόσο η ανακοίνωση δυσάρεστων νέων, κάτι που επωμίζεται συχνά ο ιατρός, είναι
δύσκολο και πολύπλοκο θέμα. Αφενός η ανακοίνωση αυτή έχει αρνητικές επιπτώσεις στην
ποιότητα ζωής του ασθενούς, τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειάς του, και αφετέρου είναι
στρεσογόνος παράγων και για τους ίδιους τους ιατρούς, ιδιαίτερα όταν βρίσκονται στην αρχή
της καριέρας τους (Ptacek et al 2001). Απελπισία, κατάθλιψη, ιδέες αυτοχειριασμού αλλά και
πραγματικές απόπειρες αυτοκτονίας μετά την ανακοίνωση της αλήθειας για βαριά, ανίατη ή
337
θανατηφόρο νόσο είναι συνήθεις αντιδράσεις, τις οποίες ο ιατρός πρέπει να έχει υπ’ όψιν
του.
Στις πολύ σοβαρές περιπτώσεις χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή τόσο στην προετοιμασία του
περιβάλλοντος εντός του οποίου θα γίνει η ανακοίνωση όσο και ο τρόπος με τον οποίο θα
γίνει. Είναι προτιμώτερο ο ιατρός να είναι μόνος του και όχι μέλος μιας ομάδας και ο
ασθενής, ίσως είναι καλύτερα, να έχει μαζί κάποιον συγγενή ή φίλο. Ο χώρος πρέπει να
είναι ήσυχος, η γλώσσα του ιατρού απλή και κατανοητή, ενώ δεν πρέπει να αποκλείεται από
τον ασθενή η προοπτική κάποιας ελπίδας και μαζί να του παρέχεται ο χρόνος για να
εκφράσει τα συναισθήματά του. Η δογματική προσήλωση σε φιλοσοφικές ή θρησκευτικές
επιταγές σχετικά με την αξία της φιλαλήθειας δεν συμβάλλουν πάντοτε σε βελτίωση της
ποιότητας της θεραπείας και της φροντίδας του ασθενούς. Το κίνημα ανακοίνωσης άνευ
όρων της αλήθειας (truth telling movement) σε όλους τους ασθενείς από όλους τους ιατρούς
υπό οιεσδήποτε περιστάσεις, που έλαβε μεγάλες διαστάσεις κυρίως στις ΗΠΑ κατά τη
δεκαετία του ’80 (Moutsopoulos 1984), είχε καταστροφικά αποτελέσματα και οι οπαδοί του
αναδιπλώθηκαν σε λιγότερο άκριτες και αφελείς θέσεις.
Κάθε νόσος έχει όψεις αντικειμενικές, υποκειμενικές και σχεσιακές (του ασθενούς με τους
άλλους), οι οποίες διαμορφώνουν τη φύση της αλήθειας της νόσου του συγκεκριμένου
ασθενούς. Αν ο ιατρός δεν λάβει υπ’ όψιν τον υποκειμενικό και σχεσιακό χαρακτήρα της
νόσου αλλά μόνο τoν ουδέτερο αντικειμενικό, τότε εκείνο που παρουσιάζει στον ασθενή του
είναι απλώς η βιο-ιατρική αλήθεια της νόσου, και η ανακοίνωσή του έχει τον χαρακτήρα μιας
στενά μονόδρομης διαδικασίας παροχής πληροφοριών (Surbone 2006). Από μια άλλη
σκοπιά όμως, η αλήθεια δεν είναι κάτι που αποκαλύπτεται από τον ιατρό προς τον ασθενή
αλλά κάτι που χτίζεται σε κοινή και αμφίδρομη συνεργασία μαζί του. Ωστόσο το πρόβλημα
της ανακοίνωσης της αλήθειας στους πάσχοντες από κακοήθεις νόσους είναι γενικώς
ακανθώδες και απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς από τον ιατρό, σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης,
αγάπης και βαθιάς γνώσης του χαρακτήρα του ασθενούς. Και δεν πρέπει να υποτιμάται το
πόσο χρήσιμη είναι η ελπίδα της διάσωσης, αφού το συναίσθημα της αδυναμίας και της
αβοηθησίας παρασέρνει τελικά σε μια εγκατάλειψη που διευκολύνει την επέλευση του
θανάτου. Ποια περιθώρια ελευθερίας έχει σήμερα ο ιατρός να χειρισθεί την ιδιοσυγκρασία,
την προσωπικότητα και τις περιστάσεις του βίου του ασθενούς ώστε να σταθμίσει, σε
συνεργασία ίσως και με άλλους, τι είδους αλήθεια θα του ανακοινώσει, πότε θα την
ανακοινώσει και με ποιους τρόπους; Ελάχιστα.
Εικονικό φάρμακο και εικονική θεραπεία. Όταν ο ιατρός παρεμβαίνει στη θεραπευτική
αγωγή αξιοποιώντας την ψυχόσφαιρα του ασθενούς, τότε το θέμα της θεραπείας μετατίθεται
στον χώρο της τέχνης, με την ιπποκρατική έννοια του όρου, και προσδίδει στην Ιατρική τον
παραδοσιακό παραεπιστημονικό χαρακτήρα της. Κάθε θεραπευτική συμπεριφορά ή
θεραπευτικός παράγων που χρησιμοποιείται εσκεμμένα, παρά το ότι δεν έχει ειδική δράση, ή
που χορηγείται για υποτιθέμενη ειδική δράση την οποία δεν διαθέτει, είναι δυνατόν να
χαρακτηρισθεί ως εικονική θεραπεία (placebo). Η λέξη placebo στα λατινικά σημαίνει «θα σε
ευχαριστήσω», και ήταν η πρώτη λέξη στους ψαλμούς του εσπερινού για τους νεκρούς, τα
δικά μας «εσπερινά» ή «σπερνά». Κατά τον 12ο αιώνα αυτοί οι ψαλμοί γενικώς
αποκαλούνταν placebo και τους έψελναν έναντι αμοιβής μοιρολογίστρες, γιατί στην
πραγματικότητα ήσαν μοιρολόγια. Γύρω στο 1300 ο όρος αποσπάστηκε από τα
εκκλησιαστικά συμφραζόμενα και απέκτησε σημασία υποτιμητική υποδηλώνοντας κυρίως
τον κόλακα ή τον συκοφάντη· όταν αργότερα εισήλθε στην ιατρική ορολογία, διατήρησε και
αυτήν την αρνητική σημειολογία: το φάρμακο που θα ευχαριστήσει μεν, αλλά δεν θα
θεραπεύσει τον ασθενή (Brown 1998).
Στη σύγχρονη ιατρική ο όρος σημαίνει το φάρμακο που δεν διαθέτει φαρμακολογικές
ιδιότητες. Ωστόσο το φαινόμενο placebo δεν είναι κάτι που ελέγχεται πλήρως από τον ιατρό,
επειδή θεωρείται ένας είδος αγυρτείας ή απάτης (Παπακώστας 1999). Η μεγάλη εγκυρότητα
που έχει αποκτήσει η επιστημονική προσέγγιση της θεραπείας στη σύγχρονη ιατρική
παρεμποδίζει την κατανόηση ενός μη επιστημονικού αλλά βαθύτατα ιατρικού φαινομένου και
338
καταστέλλει τη δυνατότητα χρησιμοποίησής του προς όφελος του ασθενούς. Έτσι, τόσο οι
ιατροί όσο και το νοσηλευτικό προσωπικό απέχουν πολύ από το να εκτιμούν τη θεραπευτική
και διαγνωστική αξία του (Goodwin et al 1979). Η γνήσια εικονική θεραπεία στερείται εντελώς
ειδικής δράσεως, ενώ η μη γνήσια εικονική θεραπεία δεν στερείται ειδικής δράσεως αλλά
χρησιμοποιείται για καταστάσεις διαφορετικές της ενδεδειγμένης. Μια εικονική θεραπεία,
όπως κάθε θεραπεία, μπορεί να έχει μόνο ευεργετική ή μόνο αρνητική δράση, ευεργετική και
αρνητική δράση μαζί, ή να είναι αναποτελεσματική.
Όταν ο ιατρός γνωρίζει ότι η θεραπευτική παρέμβασή του δεν έχει ειδική δράση αλλά
δίδει στον ασθενή την εντύπωση ότι είναι αποτελεσματική, αυτό από στενά δεοντολογική
άποψη θεωρείται εσκεμμένη παραπλάνηση και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εικονική
θεραπεία είναι απάτη. Η εικονική θεραπευτική παρέμβαση δεν πρέπει να ταυτίζεται με την
ιδιοτελή απάτη, αφού η πρώτη συνοδεύεται από καλή πίστη και το κίνητρό της είναι το
όφελος του ασθενούς, ενώ η δεύτερη έχει ως κίνητρο το προσωπικό όφελος του θεραπευτή.
Ωστόσο –εκτός και αν οι ειδικές συνθήκες μιας συγκεκριμένης κατάστασης ευνοούν τη χρήση
εικονικής θεραπείας– στην καθημερινή κλινική πρακτική οι δεοντολογικοί παράγοντες που
εμποδίζουν τη χρήση μιας τέτοιας προσέγγισης είναι αρκετά σοβαροί για να μπορούν να
αγνοηθούν και να παραβιασθούν. Το ισχυρό υπέρ της χρήσης εικονικής θεραπείας
επιχείρημα, δηλαδή το όφελος του ασθενούς, βρίσκεται υπό την πίεση επίσης ισχυρών
αντεπιχειρημάτων:
Παραβιάζεται ο κώδικας ειλικρίνειας που πρέπει να κυριαρχεί στις σχέσεις ιατρού και
ασθενούς, με αποτέλεσμα να προκαλείται κρίση εμπιστοσύνης προς τον ιατρό και τη
γενικότερη θεραπευτική αγωγή αλλά και, ακόμη πιο πέρα, προς την αξιοπιστία της ίδιας
της Ιατρικής.
Το κέρδος για τον ασθενή, ακόμη και όταν υπάρχει, είναι τόσο μικρό που δεν δικαιολογεί
μια τέτοια συμπεριφορά απέναντί του.
Παραβιάζεται το δικαίωμα του ασθενούς να γνωρίζει πλήρως όλα τα σχετικά με την
ασθένειά του, δηλαδή διάγνωση, πορεία, σοβαρότητα, πρόγνωση, θεραπεία,
παρενέργειες θεραπείας κ.λπ., και οτιδήποτε ο ίδιος κρίνει ότι χρειάζεται για να
διαμορφώσει γνώμη.
Παραβιάζεται το δικαίωμα του ασθενούς να δίδει την συγκατάθεσή του στη θεραπεία μετά
από πλήρη ενημέρωση.
Πάντως δογματικές τοποθετήσεις όπως «το εικονικό φάρμακο δεν βοηθάει», «για κάθε
άρρωστο υπάρχει και μια ειδική θεραπεία», «όταν εφαρμόζεται η εικονική θεραπεία τότε
καταργείται η ειδική θεραπεία», δεν βοηθούν ούτε στην κατανόηση του φαινομένου ούτε στη
θεραπευτική αξιοποίησή του. Η ειδική δράση ενός φαρμάκου ή μιας θεραπευτικής αγωγής
αναφέρεται στην πραγματική και ακριβή δράση τους. Η διάκριση της μη ειδικής δράσης ή των
δράσεων ενός φαρμάκου ή μιας θεραπευτικής αγωγής δεν είναι πάντοτε εύκολη, αρκετές δε
φορές είναι ανέφικτη. Παράγοντες μη συνδεόμενοι με την ειδική δράση μιας αγωγής, όπως η
τιμή του φαρμάκου, η συσκευασία του, και ακόμη περισσότερο η σοβαρότητα του ιατρού, η
πειστικότητά του, το ιατρείο του, τα διπλώματά του στις κορνίζες, η εντύπωση που μεταδίδει
για τις γνώσεις και για την αξία του ως ιατρού, το ενδιαφέρον του για τον ασθενή,
συμβάλλουν στη διαμόρφωση «μη ειδικών» θεραπευτικών δράσεων, δηλαδή στην εικονική
θεραπεία, στο φαινόμενο placebo.
Δεν απαντούν όλοι οι ασθενείς με την ίδια ευκολία στην εικονική θεραπεία. Φαίνεται ότι
καταστάσεις συνδεδεμένες με ψυχοκαταπόνηση και δυσφορία απαντούν καλύτερα στην
εικονική θεραπεία. Κρυολογήματα, άσθμα, ημικρανίες, χρόνια άλγη, υπέρταση και
καρδιολογικά προβλήματα είναι μεταξύ των διαταραχών που επιδεινώνονται από το άγχος
και την ψυχοκαταπόνηση. Οι παράγοντες που επηρεάζουν την απάντηση σχετίζονται με την
ίδια τη θεραπεία, με τον ιατρό, αλλά κυρίως με τον ασθενή και τη νόσο του. Σημαντικοί
επίσης παράγοντες είναι η νοημοσύνη, η υποβολιμότητα, οι τάσεις εξάρτησης, οι τρόποι που
ο ασθενής ερμηνεύει τη στάση του ιατρού απέναντί του (ειλικρινές ενδιαφέρον, οικονομική
ιδιοτέλεια, συμπάθεια, απόρριψη κ.λπ.). Η φυλή, η κουλτούρα, το φύλο, η ηλικία, η
προσωπικότητα, η μόρφωση είναι επίσης ισχυροί παράγοντες διαμόρφωσης της απάντησης.
Ο ασθενής που πιστεύει ότι η κατάστασή του θα βελτιωθεί έχει περισσότερες πιθανότητες να
339
Αυτονομία του ασθενούς. Σε πρακτικό επίπεδο η αυτονομία του ασθενούς συνίσταται στη
δυνατότητά του να επιλέγει ελεύθερα τις διαδικασίες οργάνωσης μιας θεραπευτικής
στρατηγικής για το νόσημά του. Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να παίρνει αποφάσεις
για τη ζωή του, όσο παράλογες και αν είναι αυτές, στον βαθμό που δεν βλάπτει άλλους, αν
και η έννοια του παραλόγου είναι ρευστή και έχει αρκετές ασύμβατες μεταξύ τους σημασίες.
Η αυτονομία του ασθενούς είναι θεμελιώδης ηθική αρχή στα θέματα ιατρικής φροντίδας και
βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τις αρχές του «ωφελέειν ή μη βλάπτειν» και της δικαιοσύνης. Ο
βαθμός και η ποιότητα διασύνδεσης αυτών των αρχών, καθώς και οι τρόποι διά των οποίων
ερμηνεύονται και αξιοποιούνται, έχει ιδιαίτερη σημασία να γίνουν απολύτως κατανοητά, διότι
είναι φανερό ότι ερμηνεύονται διαφορετικά από τους ασθενείς, τους ιατρούς και από άλλες
επαγγελματικές ομάδες, όπως π.χ. το διοικητικό προσωπικό του νοσοκομείου, τους
δικηγόρους κ.λπ. Ο σεβασμός της αυτονομίας του ασθενούς δημιουργεί από την πλευρά του
ιατρού ορισμένες υποχρεώσεις, όπως συγκατάθεση μετά από ενημέρωση, εμπιστευτικότητα,
ανακοίνωση της αλήθειας.
Η αυτονομία του ασθενούς γίνεται όλο και περισσότερο σημαντική στη σύγχρονη ιατρική και
αλλάζει ριζικά τη φύση της σχέσης ιατρού-ασθενούς και θέτει σε αμφιβολία το αν η
παραδοσιακώς πατερναλιστική προσέγγιση σέβεται πράγματι τα δικαιώματα αυτοδιάθεσης
του ασθενούς (Αγγελόπουλος 2005). Επί αιώνες οι ιατροί, με βασικό κίνητρο να
εξασφαλίσουν το όφελος προς τον ασθενή ή να εμποδίσουν τη βλάβη του, είχαν την
ελευθερία να παρεμβαίνουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να ανατρέπουν ακόμα και τις προτιμήσεις
των ασθενών. Η σύγχρονη κοινωνία, προσανατολισμένη στον ατομικό αυτοέλεγχο και στην
προσωπική ελευθερία, έθεσε σε αμφισβήτηση τον ιατρικό πατερναλισμό, ο οποίος έπαψε
πλέον να είναι αποδεκτός άνευ όρων ως ο κυρίαρχος τρόπος λήψης αποφάσεων. Από την
341
άλλη μεριά, ούτε η λήψη αποφάσεων βασισμένη στην απόλυτη ελευθερία του ασθενούς
φαίνεται να είναι ικανοποιητική. Και αυτό διότι η πορεία προς την αυτονομία, εκτός από την
επίπονη καταπολέμηση της άγνοιας, διέρχεται από πολλαπλές αβεβαιότητες και σχετίζεται
στενά με τις ευθύνες που ο ασθενής είναι έτοιμος να αναλάβει, το μορφωτικό του επίπεδο,
την προσωπικότητά του, τη δυνατότητά του να χειρίζεται κρίσεις, το είδος του ρόλου
ασθενούς που παίζει κ.λπ. Μια αποτελεσματικότερη προσέγγιση θα ήταν η διαδικασία
διεύρυνσης της αυτονομίας να υποστηρίζεται από την ιατρική βοήθεια, όταν όμως αυτή είναι
σε θέση να ενσωματώνει τις αξίες και τις προοπτικές του ασθενούς. Αυτό είναι δυνατόν να
επιτευχθεί μέσω της συνεργασίας ασθενούς και ιατρού στη διαμόρφωση της απόφασης,
αναγνωρίζοντας ότι μόνο μέσω της ιατρικής βοήθειας δύναται ο ασθενής να πάρει σοβαρές
και τελικές αποφάσεις που να τον εξυπηρετούν κατά τον καλύτερο τρόπο. Με άλλα λόγια, για
να είναι η επικοινωνία αποτελεσματική, πρέπει να έχει ασθενοκεντρικό και όχι ιατροκεντρικό
χαρακτήρα.
Ωστόσο, παρά το ότι η συμμετοχή ιατρού και ασθενούς στη λήψη απόφασης είναι το ιδανικό,
η διαγνωστική, η προγνωστική και η θεραπευτική αβεβαιότητα αποτελούν ισχυρούς
ανασταλτικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα ο ιατρός να υποχωρεί και να αναδιπλώνεται
στην αυθεντία του ρόλου του, αρνούμενος τη συζήτηση ή την προοπτική αποκάλυψης των
σχετικών με τη νόσο λεπτομερειών και αποκλείοντας τις όποιες ευκαιρίες και δυνατότητες για
συναπόφαση. Σε καταστάσεις αυξημένης αβεβαιότητας, οι ιατροί θεωρούν ότι είναι δύσκολο
να αποκαλύψουν στον ασθενή κλινικές λεπτομέρειες, διότι φοβούνται ότι αν παραδεχτούν
ανοιχτά τη δική τους αβεβαιότητα, θα υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του ασθενούς και θα
του δημιουργήσουν επιπρόσθετη σύγχυση και άγχος. Στην πραγματικότητα όμως, μόνο η
σωστή αποκάλυψη μπορεί να προστατεύσει μακροπρόθεσμα την εμπιστοσύνη του
ασθενούς. Οι ασθενείς, τουλάχιστον αρκετοί από αυτούς, είναι σε θέση να χειρίζονται την
αβεβαιότητα, αρκεί να έχουν την κατάλληλη ενημέρωση, και έτσι μπορούν να συμμετέχουν
στην απαραίτητη συνεργασία για λήψη αποφάσεων σχετικώς με τη φροντίδα τους
(Parascandola et al 2002).
Η πορεία του ασθενούς προς την αυτονομία είναι άραγε συμβιβάσιμη με τον ρόλο και τις
συμπεριφορές του νοσηλευτικού προσωπικού στους χώρους νοσηλείας; Πόσο νόμιμο είναι
να αναλάβει ο νοσηλευτής τον ρόλο του συνηγόρου και του υπερασπιστή της αυτονομίας του
ασθενούς; Σε τι προσωπικές και επαγγελματικές διακινδυνεύσεις εισέρχεται; Τι είδους
αντιπαραθέσεις δημιουργούνται με τον πιθανώς θιγόμενο ιατρό ή με το σύνολο του
συστήματος μέσα στο οποίο αυτός λειτουργεί; Η σχέση ιατρού-νοσηλευτή είναι ιεραρχική. Η
διαφωνία είναι αδιανόητη, δεδομένης της παντογνωσίας του ιατρού και της απόλυτης
ευθύνης για τους χειρισμούς του (Stein 1967). Το έργο του νοσηλευτή έχει περισσότερο
προνοιακό και φιλανθρωπικό χαρακτήρα παρά επιστημονικό. Η αναδυόμενη σύγκρουση
μεταξύ ιατρικών και νοσηλευτικών συντεχνιών, με αντικείμενο τις παροχές, το επιστημονικό
στάτους, την εξουσία στο νοσοκομείο και το κοινωνικό γόητρο (Μητσάκη 2001) θέτει
342
Βέβαια, πέρα από την αυτονομία βρίσκεται η γνώση (αν και είναι προτιμότερο να προηγείται)
και πέρα από τη γνώση η δράση. Ιατρική βασισμένη σε αποδεικτικά στοιχεία (evidence
based medicine) από τη μεριά του ιατρού αλλά και μάνατζμεντ της νόσου από τη μεριά του
ασθενούς βασισμένο σε αποδεικτικά στοιχεία: αυτό είναι το επόμενο εξελικτικό στάδιο του
ασθενούς της σύγχρονης εποχής. Από παθητικός δέκτης των θεραπευτικών παρεμβάσεων
γίνεται ενεργός διαχειριστής των διαγνωστικών και των θεραπευτικών διαδικασιών. Η
μετατροπή του ασθενούς σε ιατρό-νοσηλευτή του εαυτού του και μάνατζερ των
προβληματικών περί την υγεία του καταστάσεων είναι εφικτή, παρά το ότι οι διεργασίες προς
αυτήν την κατεύθυνση είναι αργόσυρτες και μακροχρόνιες, τόσο σε επίπεδο προσωπικό όσο
και σε επίπεδο πολιτιστικό και κοινωνικό. Σε ορισμένες ωστόσο σωματικές παθήσεις (όπως
π.χ. ο σακχαρώδης διαβήτης, η χρόνια αναπνευστική πνευμονοπάθεια ή η ελκώδης κολίτις)
αυτό σήμερα είναι το ζητούμενο για την οργάνωση της θεραπευτικής στρατηγικής και, ώς ένα
βαθμό, έχει αρχίσει να επιτυγχάνεται. Εξάλλου γνωρίζουμε πόσο αγωνιώδεις είναι και σε
πολλούς ψυχιατρικούς ασθενείς οι προσπάθειες αυτονοσηλείας.
Ωστόσο με την πάροδο του χρόνου, στις παραπάνω χώρες, όλοι αυτοί οι αυστηροί κανόνες
τροποποιήθηκαν ή και παραβιάστηκαν και παρατηρήθηκαν περιπτώσεις θανάτωσης
ασθενών που δεν είχαν δώσει σχετική συγκατάθεση. Είναι φανερό ότι σε αυτές τις χώρες τα
ιατρικά πρότυπα για τη φροντίδα ασθενών τελικού σταδίου έχουν διαβρωθεί (Alpers and Lo
1997) και επομένως δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως μοντέλο για άλλες χώρες,
διότι υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσουν σε μια υποβάθμιση της ανακουφιστικής φροντίδας στις
χώρες αυτές και σε μια αναχαίτιση του ενδιαφέροντος για καλύτερη οργάνωσή της.
Ολισθηρός κατήφορος (slippery slope) ονομάσθηκε η σταδιακή διεύρυνση της χρήσης της
344
Το αν είναι κανείς υπέρμαχος ή όχι του δικαιώματος στον θάνατο εξαρτάται από τη
γενικότερη φιλοσοφική του τοποθέτηση. Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι η ζωή δεν
είναι κάτι που τους ανήκει αλλά κάτι που τους δόθηκε από τον Θεό και αυτό το δώρο δεν
έχουν το δικαίωμα να το καταστρέψουν. Από την άλλη μεριά, οι υποστηρικτές της
ευθανασίας υποστηρίζουν ότι υπάρχει αντιπαράθεση της έννοιας «προστασία της ζωής» με
την έννοια «ποιότητα ζωής». Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι η ευθανασία αποτελεί βασικό βήμα
κατοχύρωσης της πλήρους ελευθερίας του ατόμου να ορίζει τη ζωή και τον θάνατό του, διότι
τη ζωή του ο καθένας τη φτιάχνει μόνος του όπως και μόνος του χτίζει τον εαυτό του, την
προσωπικότητά του και την παρουσία του, ανάμεσα στα γνωρίσματα της οποίας
περιλαμβάνεται και το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του θανάτου. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα
να επιβάλλει σε έναν ασθενή που βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο να συνεχίσει να ζει κάτω
από αφόρητους πόνους, εάν αυτός εκφράσει με πλήρη συνείδηση και κατ’ επανάληψιν την
επιθυμία του να πεθάνει. Στον αντίποδα αυτής της επιχειρηματολογίας βρίσκεται η άποψη ότι
η βούληση του βαρέως πάσχοντος δεν είναι ελεύθερη και ανεπηρέαστη, αφού βρίσκεται υπό
το κράτος του πόνου, του άγχους και του επικείμενου θανάτου. Το σύνταγμα προστατεύει τη
ζωή ανεξάρτητα από την ποιότητά της. Η ιατρική δεοντολογία μιλάει για προστασία της
ανθρώπινης ζωής χωρίς διακρίσεις, με μοναδική ίσως εξαίρεση (Γκαράνη και Στράτζαλης
2001) την επέλευση εγκεφαλικού θανάτου, που είναι η μόνη περίπτωση όπου επιβάλλεται η
εφαρμογή ενεργητικής ευθανασίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΗΦ. (2005). Ο ασθενής ως αυτόνομο πρόσωπο, διαχειριστής της νόσου του, ιατρός και
νοσηλευτής. Σύναψις 01α, 106-109.
ΒΕΛΟΓΙΑΝΝΗ-ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ Λ, ΚΟΥΤΣΕΛΙΝΗΣ Α. (1985). Η επίδραση των διαπροσωπικών σχέσεων
γιατρού-αρρώστου στην αναζήτηση ιατρικής ευθύνης. Materia Medica 13(1):71-74.
ΓΚΑΡΑΝΗ Τ, ΣΤΡΑΤΖΑΛΗΣ Γ. (2001). Ηθικοί προβληματισμοί της αντιμετώπισης ασθενών σε επιμένουσα φυτική
κατάσταση (ΕΦΚ). Απόψεις Ελλήνων ιατρών. Ελλην. Νευροχειρουργ. 8:55-64.
ΓΚΟΥΝΗ Π, ΖΑΡΖΩΝΗ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ Σ. (2001). Ιστορικο-κοινωνιολογική ανάλυση των Ανθρώπινων
Δικαιωμάτων. Δικαιώματα Νοσηλευομένων ασθενών. Τετρ Ψυχιατρ 73:181-
ΜΗΤΣΑΚΗ Ε. (2001). Η Σχέση Γιατρού-Νοσηλευτή: Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Τετράδια Ψυχιατρικής 73:133-
140.
ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ ΙΓ. (1999). Η εικονική θεραπεία (placebo therapy) και η εικονική δράση (placebo effect).
Ψυχιατρική 10:152-160.
ALPERS A, LO B. (1997) Does it make clinical sense to equate terminally ill patients who require life-sustaining
interventions with those who do not? JAMA.;277:1705-1708.
BROWN WA. (1998). The placebo effect. Scientific American, January 1998.
CARR M, ROBINSON GE. (1990). Fatal attraction: the ethical and clinical dilemma of patient-therapist sex. Can J
Psychiatry 35:122-127.
CRISP AH. (1986). Undergraduate training for communication in medical practice. J Royal Society of Medicine
79:568-574.
FRANK JD, FRANK JB. (1991). Persuasion and Healing. John Hopkins University Press.
345
GOODWIN JS, GOODWIN JM, VOGEL AV. (1979). Knowledge and use of placebos by House Officers and
Nurses. Ann. Intern. Med. 91:106-110
JASPERS K. (1913) Algemeine Psychopathologie. Αγγλική μετάφραση: General Psychopathology. Translated by
Hoening J and Hamilton MW Chicago, University of Chicago Press, 1963.
MARINER AS. (1971). Psychotherapist’s Communications with Patient’s Relatives and Referring Professionals.
Am. J. Psychother. 25:4, 517-529.
MAST MS.( 2007) On the importance of nonverbal communication in the physician-patient interaction.Patient
Educ Couns. 67(3):315-8.
MOUTSOPOULOS L. (1984). Truth - Telling to patients. Med Law 3:237-251.
PARASCANDOLA M, HAWKINS J, DANIS M. (2002). Patient autonomy and the challenge of clinical uncertainty.
Kennedy Inst Ethics J 12(3):245-264.
PTACEK JT, PTACEK JJ, ELLISON NM. (2001). “I am sorry to tell you…”. Physicians’ reports of breaking bad
news. J of Behavioral News. 24(2):205-217.
STEIN L. (1967). The doctor-nurse game. Arch Gen Psychiat 16:699-703.
SURBONE A. (2006). Telling the truth to patients with cancer: what is the truth? Lancet Oncol 7:944-950.
SVEDBERG B, LUTZEN K. (2001). Psychiatric nurses’ attitudes towards patient autonomy in depot clinics. J Adv
Nurs 35(4):607-615.
TAUBER AI (2001). Historical and philosophical reflections on patient autonomy. Health Care Anal 9(3):299-319.
Τα μεγάλα ερωτήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ιατρική είναι αυτά που αντιμετώπιζε
πάντοτε. Είναι η νόσος φαινόμενο τοπικό ή γενικό; Ποια είναι η πρέπουσα ιατρική; Η ιατρική
των συστημάτων ή η ιατρική του όλου, μια ολιστική ιατρική; Τι οφείλει να θεραπεύει ο ιατρός,
τη νόσο ή τον άνθρωπο; Να προάγει την υγεία ή να αντιμετωπίζει τα συμπτώματα και τα
σημεία της νόσου; Μια καταπληκτική και διαχρονική ιδιομορφία της ιατρικής που σχετίζεται
με αυτά τα αιώνια ερωτήματα είναι η πολύ συχνά παρατηρούμενη έλλειψη βεβαιότητας τόσο
σε διαγνωστικό όσο και σε θεραπευτικό επίπεδο. Πλήθος αστάθμητων και απρόβλεπτων
παραγόντων αλληλοδιαπλέκονται στη διαμόρφωση της ιατρικής πρακτικής στην κάθε
συγκεκριμένη περίπτωση, και μέσα στους παράγοντες αβεβαιότητας συγκαταλέγεται και ο
ίδιος ο ιατρός. Και όλα αυτά υπό την ανελέητη πίεση του χρόνου. Έτσι πλήθος αποφάσεων
λαμβάνονται στη βάση αμφίβολων και ανεπαρκών στοιχείων.
Ιατρογενής νοσηρότης. Η νοσηρότης που προκαλείται από τους ιατρικούς χειρισμούς είναι
σύνηθες φαινόμενο στην ιατρική, αφού κάθε ιατρική πράξη είναι δυνατόν να έχει τραυματικό
χαρακτήρα. Έχει επιχειρηθεί μια διάκριση μεταξύ ιατρογενούς νοσηρότητας και ιατρικού
σφάλματος, αλλά τα μεταξύ τους όρια δεν είναι πάντοτε αρκετά σαφή. Στην πρώτη
περίπτωση εμφανίζονται νοσηρές εκδηλώσεις παρά το ότι οι θεραπευτικοί χειρισμοί ήσαν
lege artis, ενώ στη δεύτερη οι θεραπευτικοί χειρισμοί ήσαν λανθασμένοι. Όπως και να έχει το
πράγμα, τελική συνέπεια είναι η υγεία του ασθενούς να υφίσταται επιπρόσθετο πλήγμα.
Είναι φανερό ότι στις περιπτώσεις ιατρογενούς νοσηρότητος δεν τίθεται θέμα ποινικής
ευθύνης του ιατρού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ιατρογενούς νοσηρότητας, η υπνηλία των
αντιαλλεργικών φαρμάκων, ο υποθυρεοειδισμός μετά από θυρεοειδεκτομή, καρκίνο του
δέρματος μετά από ακτινοβολίες για τη θεραπεία ακμής. Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν
εξαρτηθεί από τις βενζοδιαζεπίνες στην προσπάθεια των ιατρών να αντιμετωπίσουν
αγχώδεις καταστάσεις και αϋπνίες. Επισημαίνεται η εμφάνιση νέων συνδρόμων από την
αλόγιστη φαρμακοθεραπεία (π.χ. κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο). Το ποσοστό των
ιατρογενών νόσων λόγω χρήσεως φαρμάκων επί του συνόλου των εισαγωγών στα
νοσηλευτικά ιδρύματα κυμαίνεται από 4,2% μέχρι 25,3%. Ιδιαίτερα μεγάλη συχνότητα
ιατρογενούς νοσηρότητας παρατηρείται στα τμήματα επειγόντων περιστατικών. Το
επιχείρημα ότι η ιατρογενής νοσηρότης οφείλεται στη μεγάλη και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της
βιοϊατρικής τεχνολογίας μόνο εν μέρει είναι αληθές. Υπάρχουν σοβαρότερες και βαθύτερες
αιτίες, οι οποίες υποδηλώνουν ότι δεν πρόκειται πάντοτε περί ιατρογενούς νοσηρότητος,
αλλά περί νοσηρότητος συνεπεία ιατρικού σφάλματος, όπως στην περίπτωση του
υπναγωγού θαλιδομίδη που προκάλεσε παγκόσμιο σάλο μετά τις τερατογενέσεις που
347
παρουσιάσθηκαν κατά τη χρήση του. Άλλα παλαιότερα παραδείγματα είναι οι συστάσεις των
ιατρών για ολική υστερεκτομή σε πάσχουσες από μη ειδική οσφυαλγία ή η ολική αφαίρεση
των δοντιών για θεραπεία ρευματοειδούς αρθρίτιδος.
Ιατρικά σφάλματα. Στην Ελλάδα 30 ασθενείς την ημέρα πεθαίνουν από τις συνέπειες
ιατρικών σφαλμάτων, ενώ εκείνοι που υποφέρουν ή καθίστανται ανάπηροι είναι
πολλαπλάσιοι. Ο ιατρός είναι δυνατόν να πραγματοποιήσει λανθασμένες ενέργειες καθ’ όλη
τη διάρκεια της ιατρικής διαδικασίας, από την έναρξη της διαγνωστικής προσπάθειας μέχρι
τη λήξη της θεραπείας, που γίνονται αιτία ο ασθενής να υποστεί βλάβη, να κινδυνεύσει η
ζωή του ή και να πεθάνει. Τα περισσότερα ιατρικά σφάλματα σχετίζονται με τη χρήση
φαρμάκων (Κοντογιάννης και συν 1987, Κωνσταντόπουλος και συν 1990). Ένα συχνό
σχετικό σφάλμα είναι όταν ο ασθενής παρακολουθείται από περισσότερους του ενός
ιατρούς και ο κάθε ιατρός δεν ασχολείται με τα φάρμακα που συνταγογραφούνται από τους
άλλους συναδέλφους του. Τα περισσότερα ωστόσο ιατρικά σφάλματα που καταλήγουν στη
δικαιοσύνη αφορούν τις χειρουργικές ειδικότητες, τη γυναικολογία και την παιδιατρική. Τα
τελευταία χρόνια η αύξηση αγωγών κατά ιατρών για ιατρικά σφάλματα είναι εντυπωσιακή.
Κυριότερες αιτίες πρόκλησης ιατρικών σφαλμάτων:
Η αμέλεια, στην οποία αποδίδεται το μεγαλύτερο ποσοστό (μέχρι 30%) των ιατρογενών
νόσων, και η οποία είναι η κυριότερη αιτία στοιχειοθέτησης ποινικής ευθύνης του ιατρού
(Κουτσελίνης και Μιχαλοδημητράκης 1980). Χιλιάδες αιμοφιλικοί ασθενείς στη Γαλλία
μολύνθηκαν από τον ιό του AIDS επειδή οι αρμόδιοι αμέλησαν να ελέγξουν το προς
μετάγγιση αίμα. Τέτοια κρούσματα εμφανίσθηκαν και στην Ελλάδα.
Το λάθος κατά την επικοινωνία ιατρού και ασθενούς. Διαταραχές της προσωπικότητας
του ασθενούς, έλλειψη συνεργασίας κ.λπ. είναι παράγοντες που πρέπει να διερευνώνται
εξονυχιστικά από τον ιατρό πριν προβεί σε θεραπευτικές ενέργειες.
Η άγνοια του ιατρού. Οι ιατρικές σχολές και η γενικότερη οργάνωση της ιατρικής
εκπαίδευσης έχουν ένα μερίδιο, αλλά η ευθύνη του ίδιου του ιατρού για την ποιότητα της
προσωπικής του εκπαίδευσης είναι μεγάλη.
Η εσφαλμένη διάγνωση. Τα βασικά ιατρικά σφάλματα εκπορεύονται από τη μη σωστή
διάγνωση της νόσου.
Ο ιδιοτελής υπερεπαγγελματισμός. Μεγάλο ποσοστό των χειρουργικών επεμβάσεων
είναι περιττές. Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες γεννούν τα παιδιά τους με καισαρική, ενώ
είναι γνωστό ότι σε ελάχιστο αριθμό περιπτώσεων επιβάλλεται μια τέτοια επέμβαση.
Η έλλειψη χρόνου. Η λήψη, η σωστή καταγραφή του ιστορικού και η ιατρική εξέταση
απαιτούν αρκετό χρόνο, που πολλές φορές ο σύγχρονος εργαζόμενος ιατρός δεν
διαθέτει. Το χειρότερο σε αυτήν την περίπτωση είναι η έναρξη χειρουργείου κατά τις
νυκτερινές ώρες ύστερα από κακό ή ελάχιστο ύπνο, κάτι που οδηγεί όχι μόνο σε
υποβάθμιση των βασικών χειρουργικών δεξιοτήτων του χειρουργού, της ταχύτητας και
της ακρίβειας των ενεργειών του, αλλά και σε σοβαρές νοητικές δυσλειτουργικότητες,
που έχουν επισημανθεί σε αξιόλογες μελέτες (Grantcharov et al 2001).
Οι λανθασμένες απαντήσεις στις εργαστηριακές εξετάσεις είναι ένας σημαντικός
παράγων ιατρογενούς νοσηρότητας.
Η συναδελφική αλληλεγγύη δεν πρέπει να καλύπτει τα ιατρικά σφάλματα. Ο ιατρικός κόσμος
οφείλει να συνετίζει τους ιατρούς που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή των ασθενών τους. Η
κατάσταση είναι δυνατόν να βελτιωθεί με την άνοδο της ποιότητας της ιατρικής εκπαίδευσης
και την αποκατάσταση και τη σωστή λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων των ιατρικών
συλλόγων.
Ιατρική και βασανιστήρια. Το βασανιστήριο είναι ένα εργαλείο άκρως χρήσιμο και
ανεκτίμητης αξίας στην επίτευξη και διατήρηση ισχύος και εξουσίας. Τα σύγχρονα
βασανιστήρια είναι αποδεκτά όχι μόνο από τα μέλη εγκληματικών συμμοριών αλλά και από
υψηλά κλιμάκια της εξουσίας, ακόμη και στις πλέον δημοκρατικές και ευνομούμενες
κοινωνίες, όπου μάλιστα εκεί καλύπτονται από τα κενά των νόμων και των θεσμών. Η όλη
οργάνωση και εκδίπλωσή τους έχει επιστημονικά χαρακτηριστικά και αποκτούν επιπρόσθετη
τελειότητα με τη βοήθεια της ιατρικής. Όταν ο ιατρός εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στα
348
βασανιστήρια κατά τον 16ο αιώνα, ο ρόλος του ήταν να πιστοποιήσει ότι το άτομο που
επρόκειτο να βασανιστεί ήταν υγιές και μπορούσε να υποστεί τη διαδικασία χωρίς άμεσο
κίνδυνο να απολέσει τη ζωή του. Λίγο αργότερα ο ρόλος διευρύνθηκε και ο ιατρός έγινε
σύμβουλος παρέχοντας οδηγίες για το είδος του βασανιστηρίου που ταίριαζε καλύτερα στο
θύμα, ώστε να καταφέρει να επιβιώσει. Αυτό το είδος συμμετοχής οδήγησε στην επίσημη και
νομοθετημένη ειδικότητα του ιατρού βασανιστηρίων (torture physician), ο οποίος απέκτησε
περαιτέρω αρμοδιότητες: να συμβουλεύει για το πότε πρέπει να διακοπεί η διαδικασία ώστε
να αποτραπεί αιφνίδιος θάνατος, να διαπιστώνει αν η απώλεια συνείδησης του θύματος ήταν
πραγματική και όχι υποκριτική, να φροντίζει τα τραύματα και τα κατάγματα ώστε να
«κρατηθεί» το θύμα περισσότερο χρόνο στο βασανιστήριο (Maio 2001). Από τον 20ό αιώνα
και μετά ο ιατρός δεν είναι παθητικός θεατής και σύμβουλος αλλά ενεργός μέτοχος και
εμπνευστής εργαλείων και μεθόδων, στον κατάλογο των οποίων προσετέθησαν και τα
ψυχολογικά βασανιστήρια, τα οποία οδήγησαν αυτήν την άθλια και κατάπτυστη ανθρώπινη
δραστηριότητα στο απόγειο της τελειότητάς της και την ιατρική στον ιστορικώς ανεπίστρεπτα
πλήρη ευτελισμό της. Υπάρχουν δεκάδες καταγγελιών των βασανιστηρίων από τους πιο
έγκυρους οργανισμούς, από παγκόσμιες συνελεύσεις κ.λπ. και η απαγόρευση της
συμμετοχής ιατρών σε αυτά είναι απολύτως σαφής και κατηγορηματική: «Ο ιατρός δεν
πρέπει να παρακολουθεί ως θεατής, να συγχωρεί ή να συμμετέχει στη διεξαγωγή
βασανιστηρίων ή άλλων απάνθρωπων και εξευτελιστικών διαδικασιών κάτω από
οποιεσδήποτε περιστάσεις» αναφέρεται στη Διακήρυξη της Χαβάης (1977) και στις αρχές
ιατρικής ηθικής των Ηνωμένων Εθνών (1983). Ωστόσο όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι η
συμμετοχή ιατρών σε βασανιστήρια οργανωμένα από επίσημες εξουσίες είναι αθρόα.
Σχέσεις μεταξύ των ιατρών. Ο ιατρός οφείλει να διατηρεί με τους συναδέλφους του σχέσεις
αβρότητας και γενναιοφροσύνης. Δεν επιτρέπεται, σε κύκλους εκτός των ιατρικών, να
επικρίνει ή να αποδοκιμάζει με λόγια, μορφασμούς ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο τους
ιατρούς που έχουν νοσηλεύσει πριν από αυτόν κάποιον άρρωστο. Εάν πρόκειται για πράξεις
ή παραλείψεις των ιατρών «πασιφανώς και προεσκεμμένως» επιβλαβών για την υγεία του
αρρώστου ή αντιθέτων προς την ηθική και την τιμή του ιατρικού σώματος, ο ιατρός που
έμαθε ή αντιλήφθηκε κάτι τέτοιο πρέπει να αναφερθεί στη διοίκηση του ιατρικού συλλόγου.
Κριτική ή σχολιασμός της επιστημονικής κατάρτισης ή της επαγγελματικής αποδόσεως και
συμπεριφοράς ιατρού επιτρέπεται όταν είναι τεκμηριωμένη και απευθύνεται σε αρμόδια
πρόσωπα εντός του ιατρικού επαγγέλματος. Όταν η κριτική είναι ατεκμηρίωτη και αποβλέπει
στον κλονισμό της εμπιστοσύνης του ασθενούς προς τον θεράποντα ιατρό, τότε πρόκειται
περί δυσφημήσεως ιατρού από ιατρό. Η ιατρική αλληλεγγύη και η υπεράσπιση ιατρού
επιβάλλονται, όταν αυτός, παρά το ότι ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες, κατηγορείται για
παραλείψεις, κακοτεχνίες κ.λπ. Όταν λόγω παραλείψεων ή άστοχων πράξεων του ιατρού
διακυβεύεται η ζωή και η υγεία του ασθενούς ή όταν η ικανότητα του ιατρού μειώνεται λόγω
νόσου ή εξαρτήσεως από ουσίες, κυρίως όταν ο ιατρός επιδιώκει να κρύψει το πρόβλημα,
τότε η αλληλεγγύη δεν είναι σύμφωνη με την ιατρική ηθική.
Ιδιαίτερο πρόβλημα αποτελεί η επικοινωνία του ψυχιάτρου με τους ιατρούς των άλλων
ειδικοτήτων. Η ιδιωματική γλώσσα του ψυχιάτρου, συνήθως καταφύγιο άγνοιας της ιατρικής,
είναι σοβαρό εμπόδιο στην επικοινωνία, αλλά αυτό παρατηρείται, σε μικρότερο βαθμό, και σε
άλλες ιατρικές ειδικότητες. Ένα άλλο πρόβλημα είναι η αίσθηση της διαφορετικότητας που
προβλήθηκε πολύ από τις παραψυχιατρικές θεωρίες που κυριάρχησαν στην ψυχιατρική κατά
τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70. Κύριος στόχος των επιθέσεών τους ήταν αυτά που
ονόμαζαν «ιατρικό μοντέλο» και «ιατροκεντρική ψυχιατρική». Πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να
απομακρύνουν την ψυχιατρική από το σώμα της ιατρικής, αφού πρώτα την απέσπασαν από
τη νευρολογία (ψυχιατρική χωρίς εγκέφαλο, brainless psychiatry). Η περιθωριοποίηση της
ψυχιατρικής έγινε ισχυρότερη και η αίσθηση ότι δεν ανήκει στο σώμα της ιατρικής
επεκτάθηκε σε ευρύτερες ομάδες ιατρών, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά ο αριθμός
των αποφοίτων των ιατρικών σχολών που προτιμούν την ψυχιατρική ως ειδικότητα.
Νοσηρότητα των ιατρών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ιατρική ως επάγγελμα είναι
φορτισμένη με ισχυρές ψυχοκαταπονήσεις, οφειλόμενες εν πολλοίς στα παρατεταμένα
349
ωράρια, στα πιεστικά κλινικά προβλήματα, στα ηθικά διλήμματα, στους δύσκολους ασθενείς,
στις αλληλοσυγκρουόμενες απαιτήσεις. Λεκτική και σωματική κακομεταχείριση, εκφοβισμός
και απειλητική συμπεριφορά από μέρους ορισμένων ασθενών και των συνοδών τους είναι
επίσης συχνό και εξόχως στρεσογόνο φαινόμενο. Στις χειρουργικές ειδικότητες αυτά
συμβαίνουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στις μη αιματηρές και μη επεμβατικές
ειδικότητες (Bergman et al 2003). Οι λιγότερο αναγνωρισμένου κύρους και χαμηλότερα
αμειβόμενες ειδικότητες, όπως η ψυχιατρική, ίσως διαμορφώνουν διαφορετικά, λιγότερο
«σκληρά», πλαίσια ψυχοκαταπόνησης και συνακόλουθης νοσηρότητας από τις ειδικότητες
υψηλού κύρους, εγνωσμένης ακτινοβολίας και μεγάλου ύψους αμοιβών, όπως η χειρουργική
και η καρδιολογία. Ειδικότερα για τους ψυχιάτρους, οι ιατροί των άλλων ειδικοτήτων τους
χαρακτηρίζουν ως «ασταθείς, παράξενους και χαοτικούς» αν και αυτό δεν επιβεβαιώνεται
από τις μελέτες (Christodoulou et al 1995). Πιστεύται ακόμη ότι επιλέγουν την ειδικότητα της
ψυχιατρικής για να επιλύσουν τα προσωπικά τους ψυχοπαθολογικά προβλήματα.
Σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, οι ιατροί έχουν περισσότερες πιθανότητες να
αποτύχουν στον γάμο τους, να γίνουν αλκοολικοί, να παίρνουν αγχολυτικά, αμφεταμίνες ή
υπνωτικά φάρμακα. Η εξάρτηση από ουσίες ήταν μέχρι το 1970 στοιχείο απολύτως
απαγορευτικό για τη λήψη ορισμένων ειδικοτήτων, όπως π.χ. η αναισθησιολογία, αλλά
σταδιακά αυτή η απαγόρευση άρχισε να υποχωρεί μέχρι που σήμερα έφτασε να μην ισχύει,
διότι κυριαρχεί η άποψη ότι με κατάλληλη θεραπεία οι εξαρτημένοι από ουσίες ιατροί
μπορούν να αρχίσουν ή να συνεχίσουν οποιαδήποτε ειδικότητα. Ωστόσο τα ποσοστά
υποτροπής είναι πολύ μεγάλα, όπως και οι θάνατοι από παρεντερική χρήση οπιοειδών
(Menk et al 1990). Ο αλκοολισμός είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα υγείας του ιατρικού
επαγγέλματος. Σε μια μελέτη σε ειδικευόμενους στην παιδιατρική στις ΗΠΑ (Knight et al
1999), το 15% των εξετασθέντων παρουσίαζαν εικόνα αλκοολισμού. Από αυτούς όμως
μόνον ένας είχε προσφύγει για βοήθεια, ενώ κανένας δεν πίστευε ότι το αλκοόλ
δημιουργούσε προβλήματα στην εργασία του. Η συχνότητα της κατάθλιψης και της
αυτοκτονίας είναι επίσης πολύ μεγάλη μεταξύ των ιατρών, πολύ μεγαλύτερη από ό,τι σε
άλλα «επαγγέλματα κύρους», και διπλάσια του γενικού πληθυσμού (Lindeman et al 1996).
Το γεγονός ότι πολλοί ιατροί είναι σοβαρά άρρωστοι φαίνεται εύκολα από τις ανησυχητικές
στατιστικές που δείχνουν ότι το ιατρικό επάγγελμα, συγκριτικά με άλλα επαγγέλματα της
αυτής κλάσεως, έχει τους υψηλότερους δείκτες στην αυτοκτονία, στον αλκοολισμό, στην
εξάρτηση από ουσίες, και σε άλλα προβλήματα ψυχικής υγείας. Ο ίδιος ο ιατρός δύσκολα
παραδέχεται ότι είναι άρρωστος ή ότι είναι εξαρτημένος από ουσίες, και αποκρούει κάθε
προσφορά βοήθειας. Πολύ συχνά συμβαίνει να αναλαμβάνει ο ίδιος τη θεραπεία του, μακριά
από τα βλέμματα των άλλων ιατρών. Οι παράγοντες που εμποδίζουν τους ιατρούς να
ζητήσουν βοήθεια σχετίζονται συχνά και με κυρώσεις τις οποίες είναι δυνατόν να υποστούν,
όπως διακρίσεις στην άδεια εξάσκησης επαγγέλματος ή στην επαγγελματική εξέλιξη. Στην
Αγγλία υπάρχει η Εθνική Συμβουλευτική Υπηρεσία που παρέχει ανεπίσημες, μη
υποχρεωτικές και εμπιστευτικές υπηρεσίες, δεχόμενη τηλεφωνήματα από αρρώστους
ιατρούς, από συναδέλφους τους που ανησυχούν ή από συγγενείς τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΟΥΤΣΕΛΙΝΗΣ Α, ΜΙΧΑΛΟΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ Μ. (1980). Το Ελληνικό Νομικό Πλαίσιο της Ιατρικής αμέλειας.
Ιατρική 37:277-285.
ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑ, και συν. (1987). Καταγραφή και αξιολόγηση ανεπιθύμητων ενεργειών φαρμάκων, επί
πέντε έτη σε Ελληνικό Νοσοκομείο σε εσωτερικούς ασθενείς. Το Φάρμακο σήμερα, 20:5-6.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Α, και συν. (1990). Εισαγωγές στο νοσοκομείο από τις ανεπιθύμητες ενέργειες διαφόρων
φαρμάκων. Ιατρικά Χρονικά 12:915-919.
BERGMAN B, AHMAD F, STEWART DE. (2003). Physician health, stress and gender at a university hospital. J
Psychosom Res 54:171-178.
GRANTCHAROV TP, BARDRAM L, FUNCH-JENSEN P, ROSENBERG J. (2001). Laparoscopic performance
after one night on call in a surgical department: prospective study. BMJ 323:1222-1223.
HEALY D, THASE ME. (2003). Is academic psychiatry for sale? Br J Psychiatry 182:388-390.
KNIGHT JR, PALACIOS JN, SHANNON M. (1999) Prevalence of alcohol problems among pediatric residents.
Arch Pediatr Adolesc Med. 153(11):1181-3.
LINDEMAN S, LÄÄRÄ E, HAKKO H, LÖNNQVIST J. (1996). A systematic review on gender-specific suicide
mortality in medical doctors. British Journal of Psychiatry 168:274-279.
350
MENK EJ, BAUMGARTEN RK, et al (1990). Success of reentry into anesthesiology training programs by resi-
dents with a history of substance abuse. JAMA 263:3060-2.
ROSENHECK R. (2005). The growth of psychopharmacology in the 1990s: Evidence-based practice or irrational
exuberance. Int J of Law and Psychiatry 28:467-483.
MAIO G. (2001). History of medical involvement in torture-then and now. The Lancet 357:1609-1611
CHRISTODOULOU GN, LYKOURAS LP, MOUNTOKALAKIS T, VOULGARI A, STEFANIS CN. (1995). Per-
sonalities of psychiatric versus other medical trainees. J Nerv Ment Dis. 183(5):339-40.
Σε τελεολογικό επίπεδο η ιατρική είναι μία, αφού έχει μοναδικό στόχο να θεραπεύσει. Σε
επίπεδο όμως οργανωμένης θεωρίας και πρακτικής η ιατρική δεν είναι μία αλλά πολλές,
μερικές από τις οποίες έχουν αρθεί στο ύψος σαφώς διακριτών και ολοκληρωμένων
συστημάτων σκέψης και πρακτικής. Αυτά τα ολοκληρωμένα συστήματα ιατρικής σκέψης και
πρακτικής επηρεάζονται από την πρόοδο των θετικών επιστημών, αλλά και από τις
ηγεμονεύουσες ιδεολογίες και τις θρησκείες. Το καλύτερα συγκροτημένο και οργανωμένο
σύστημα ιατρικής σήμερα είναι αυτό που προέκυψε από την αμαλγαμοποίηση της κλασικής
ιπποκρατικής ιατρικής με τις θετικές επιστήμες, οι οποίες στο διάστημα των τελευταίων πέντε
αιώνων ακολουθούν μια θριαμβευτική πορεία, οδεύοντας από επιτυχία σε επιτυχία,
σώζοντας εκατομύρια ζωές και βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Ωστόσο οι
καταπληκτικές επιτυχίες της σύγχρονης επιστημονικής ιατρικής προκάλεσαν την εμφάνιση
δογματικών αντιλήψεων και αντίστοιχων πρακτικών, μερικές από τις οποίες είναι οι
παρακάτω:
Η σύγχρονη ιατρική είναι τέλεια και ολοκληρωμένη επιστήμη. Η πίστη ότι η σύγχρονη ιατρική
είναι τέλεια και ολοκληρωμένη επιστήμη οδηγεί σε θρησκευτικού τύπου προσηλώσεις και
στην απόρριψη των άλλων ιατρικών, που πράγματι δεν είναι ούτε επιθυμούν να είναι ούτε
τέλειες, ούτε ολοκληρωμεένες επιστήμες.
Κάθε ασθένεια έχει φυσική βάση (μικρόβια, τοξίνες, μεταβολικές διαταραχές κ.λπ.).
Αποτέλεσμα αυτής της δογματικής άποψης είναι να μη κατανοούνται πλήρως οι
λειτουργικές, οι ψυχοσωματικές και οι ψυχιατρικές διαταραχές.
Η τεκμηρίωση της διάγνωσης δεν μπορεί να γίνει χωρίς τεχνική κάλυψη και εργαστηριακές
δοκιμασίες. Αποτέλεσμα αυτής της δογματικής άποψης είναι να διογκωθεί η τεχνολογική
διάσταση της ιατρικής και να υποτιμηθεί η φυσική διερεύνηση του ασθενούς.
Η σύγχρονη ιατρική δίδει πράγματι έμφαση στην πρόληψη της νόσου και στην επιμήκυνση
του προσδόκιμου της ζωής· ενδιαφέρεται για την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής και ωθεί
την οργανωμένη προσπάθεια για προαγωγή της υγείας (υγιεινό περιβάλλον, καθαρό νερό,
αποχέτευση, αγωγή υγείας του πληθυσμού, αναγνώριση ομάδων υψηλού κινδύνου για
συγκεκριμένες παθήσεις, εμβόλια)∙ σε συνδυασμό με την αξιοποίηση της ιατρικής
τεχνολογίας έχει καταπληκτικές επιτυχίες στη διάγνωση και στη θεραπεία σε όλο σχεδόν το
πεδίο της νοσολογίας. Ωστόσο το μεγάλο πρόβλημά της, παρά τις διακηρύξεις της, είναι ότι
351
απέτυχε να δει τον άνθρωπο συνολικά ως μια ενότητα βιολογική, ψυχοπνευματική και
ψυχοκοινωνική· μέσα από μια σχεδόν τυφλή αφοσίωση στο φυσικό και στο βιοχημικό
υπόστρωμα, οδηγήθηκε σε έναν θρυμματισμό ειδικοτήτων και υποειδικοτήτων. Αυτό
οδήγησε στο παράδοξο φαινόμενο η ποιότητα της ιατρικής φροντίδας να έχει πέσει, παρά
την τεχνολογική επανάσταση την οποία διανύει αυτήν την εποχή. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα της βιομηχανικής ιδεολογίας της επιστημονικής ιατρικής είναι η μεγάλη έμφαση
που δίδει στη μελέτη των οικονομικών επιπτώσεων της νόσου, όπως για παράδειγμα στις
χαμένες ανθρωποώρες εργασίας.
Δεν είναι λοιπόν ανεξήγητη η σημαντική στροφή, μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού, προς
τις παραδοσιακές και εναλλακτικές ιατρικές, τις λεγόμενες και ανορθόδοξες, που
παρατηρείται κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με τους Vincent και Furnham (1996), η
προτίμηση για αυτές τις ιατρικές οφείλεται σε μερικούς πολύ σημαντικούς παράγοντες:
Οι ιατρικές αυτές απορρίπτουν την τεχνολογική διάσταση της σύγχρονης επιστημονικής
ιατρικής, την επιθετικότητα των τεχνικών της και την τοξικότητα των φαρμάκων της.
Πολλοί πιστεύουν ότι είναι αποτελεσματικότερες από την ορθόδοξη ιατρική όχι μόνο στη
θεραπεία αλλά και στη δυνατότητα που έχουν να τους βοηθήσουν στη διατήρηση της
υγείας τους.
Πολλοί εκτιμούν το γεγονός ότι οι ιατρικές αυτές αντιμετωπίζουν τον ασθενή ολιστικά,
σαν ενιαίο σύνολο, ασχολούμενες περισσότερο με την ψυχοκοινωνική και τη
συναισθηματική πλευρά της νόσου του.
Έχουν απογοητευθεί από την ανικανότητα της συμβατικής ιατρικής να αντιμετωπίσει
χρόνια νοσήματα (όπως π.χ. τη ρευματοειδή αρθρίτιδα ή τις ψυχιατρικές διαταραχές).
Οι εναλλακτικοί θεραπευτές αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στους ασθενείς
συζητώντας μαζί τους τα προβλήματα και τους φόβους τους.
Οι ασθενείς που προτιμούν αυτές τις ιατρικές ανήκουν σε ανώτερα μορφωτικά και κοινωνικά
στρώματα (Sharma 1992). Υπάρχει επίσης ζωηρό ενδιαφέρον για τις εναλλακτικές ιατρικές
και από τους ιατρούς. Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας σε
παγκόσμιο επίπεδο το 70%-80% του πληθυσμού καταφεύγει σε παραδοσιακές ιατρικές για
να αντιμετωπίσει κυρίως προβλήματα πρωτοβάθμιας υγείας. Στην Αγγλία οι παραδοσιακές ή
εναλλακτικές ιατρικές επιτελούν το 10% περίπου όλων των ιατρικών πράξεων που
εκτελούνται κάθε έτος, ενώ στις ΗΠΑ οι επισκέψεις σε εναλλακτικούς ιατρούς συνολικά είναι
περισσότερες από εκείνες στους συμβατικούς. Παρά το ότι οι επιθέσεις εναντίον των
εναλλακτικών ιατρικών είναι ιδιαίτερα σκληρές από κύκλους που επηρεάζονται κυρίως από
τις φαρμακευτικές εταιρείες, είναι αλήθεια ότι το θεραπευτικό ουσιώδες που προσκομίζουν
στις καλύτερες των περιπτώσεων είναι μάλλον φτωχό και στις χειρότερες, πραγματική
αγυρτεία. Είναι σαφές ότι οι ιατροί της συμβατικής ιατρικής πρέπει να είναι γνώστες των
παραδοσιακών και εναλλακτικών θεραπευτικών μεθόδων, και ας μην τις παραδέχονται, διότι
τις χρησιμοποιούν οι ασθενείς τους. Έτσι δεν θα χάνουν την ευκαιρία να μπορούν να τους
συμβουλεύσουν ή ακόμη και να αξιοποιήσουν αυτές τις μεθόδους προς όφελος των ασθενών
τους, όταν αυτό είναι εφικτό.
Κινεζική ιατρική. Είναι βέβαιο ότι πριν από δύο-τρεις χιλιάδες χρόνια οι Κινέζοι γνώριζαν
την κυκλοφορία του φλεβικού και αρτηριακού αίματος και ίσως πάνω σε αυτήν τη γνώση
βασίζεται η ιδέα του «Γινγκ» (κενό, κρύο, σκοτάδι, θηλυκό) και του «Γιανγκ» (φως, ζέστη,
πληρότητα, αρσενικό). Μέσα στον άνθρωπο υπάρχει η ενέργεια «τσι», η οποία ρέει με
ορισμένη φορά σε 12 συγκεκριμένους αγωγούς, τους «μεσημβρινούς», και η λειτουργία των
οργάνων εξαρτάται από την ισορροπημένη ροή αυτής της ενέργειας. Οι «μεσημβρινοί» είναι
διατεταγμένοι ζευγαρωτά κατά συμμετρικό τρόπο ως προς τη μέση γραμμή του σώματος.
Κάθε «μεσημβρινός» είναι υπεύθυνος για ένα όργανο ή μια ομάδα λειτουργιών. Διαταραχή
353
της ισορροπίας του «τσι» οδηγεί στην ανάπτυξη νόσου. Στις αιτίες της νόσου
περιλαμβάνονται η ανισορροπία μεταξύ Γινγκ και Γιανγκ, τα πνεύματα και οι τροφές. Η
σφυγμολογία αποτελεί βασική διαγνωστική μέθοδο. Τα φάρμακα προέρχονται από ζωικά
προϊόντα, άνθη, ρίζες, μύκητες κ.λπ. Η δίαιτα είναι άκρως σημαντική, αλλά ο θρησκευτικός
παράγων δεν παίζει τόσο σημαντικό ρόλο όπως στη γιουνάνι και την αγιουρβέδα.
Βελονισμός. Αποτελεί βασικό συστατικό της θεραπευτικής της κινεζικής ιατρικής.
Συνίσταται στην τοποθέτηση λεπτών βελονών σε συγκεκριμένα σημεία του δέρματος, ώστε ο
επώδυνος ερεθισμός να επιδράσει στη λειτουργία των εσωτερικών οργάνων του σώματος
(Βασιλάκος 1998). Βασική αρχή του βελονισμού είναι η εφαρμογή επώδυνου ερεθίσματος σε
αλγούσα περιοχή ή στην αντίθετη περιοχή από εκεί όπου βρίσκεται το νοσούν όργανο. Αυτή
η αρχή εξελίχθηκε σε πολύπλοκη τεχνική συνδυασμού σημείων στα οποία θα προκληθεί το
άλγος με χάλκινη, αργυρή, ατσάλινη ή χρυσή βελόνη, η οποία εισέρχεται σε βάθος 4-20 mm.
Έχουν χαρτογραφηθεί περιοχές του δέρματος –μερικές εκατοντάδες– που αντιστοιχούν σε
συγκεκριμένες παθήσεις. Έχει επίσης διαπιστωθεί από τους βελονιστές ότι η εφαρμογή
επώδυνου ερεθίσματος σε μια αλγούσα περιοχή του σώματος προκαλεί ανακούφιση του
άλγους μιας άλλης επώδυνης περιοχής. Πολλά από τα αποτελέσματα του βελονισμού είναι
δυνατόν να εξηγηθούν επιστημονικά, όπως π.χ. ότι ίσως τα επώδυνα ερεθίσματα προκαλούν
έκκριση ενδορφινών. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε να διαδίδεται ευρέως
στον δυτικό κόσμο, αν και υπάρχουν αναφορές στον ιατρικό τύπο για εφαρμογή βελονισμού
στην Ευρώπη ήδη από τον 17ο αιώνα. Υπάρχει μια ποικιλία μορφών βελονισμού πέραν του
παραδοσιακού κινέζικου (ωτοβελονισμός, ηλεκτροβελονισμός, κρανιοβελονισμός κ.λπ.).
Εφαρμόζεται σε καταστάσεις χρόνιου άλγους, κυρίως κεφαλαλγίες και ημικρανίες, σε
αλλεργίες, για τη διακοπή του καπνίσματος, στην αρτηριακή υπέρταση, σε ήπια ψυχιατρικά
προβλήματα και σε προβλήματα που σχετίζονται με το στρες. Έχουν γίνει, κατά τους
υποστηρικτές του βελονισμού, επιτυχημένες προσπάθειες χειρουργικών επεμβάσεων μέσω
αναισθητοποίησης του σημείου της επέμβασης με βελονισμό. Με ταυτόχρονο βελονισμό και
φαρμακευτική νάρκωση μειώνεται σημαντικά η χρήση αναισθητικών φαρμάκων χωρίς να
επηρεασθεί η ποιότητα της νάρκωσης.
Αγιουρβέδα. Η παραδοσιακή ιατρική της Ινδίας έχει ηλικία μεγαλύτερη των 4.000 ετών.
Σύμφωνα με αυτήν ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως σύνολο και η νόσος θεωρείται
αποτέλεσμα ενεργειακής ανισoρροπίας του οργανισμού (Ninivaggi 2001). Ο όρος
«Ayurveda», γνώση της ζωής, έχει ως συστατικά τις λέξεις Ayus (Ζωή, Ζωτική Δύναμη,
Υγεία) και Veda (Ολοκληρωμένη Γνώση, Επιστήμη). Η Ζωή εδώ υποδηλώνει έναν
συνδυασμό αισθητικών οργάνων, σώματος, ψυχής και πνεύματος, και είναι ο υπεύθυνος
παράγων που εμποδίζει τον εκφυλισμό και τον θάνατο, διατηρεί το σώμα μέσα στον χρόνο
και κατευθύνει τις διαδικασίες της αναγέννησης. Οι αρχές της αγιουρβέδα, η φιλοσοφία και η
κοσμολογία της είναι καταγεγραμμένες στο Ριγ Βέδα (προσευχές γνώσης), το κατεξοχήν
θρησκευτικό αρχαίο βιβλίο με στοιχεία ιατρικής. Σύμφωνα με την παράδοση, η αγιουρβέδα
για πρώτη φορά παρουσιάστηκε σε ξεχωριστό ιατρικό βιβλίο γύρω στο 1000 π.Χ. με ολιστική
φιλοσοφία βασισμένη στη βεδική κουλτούρα. Περιλαμβάνει οκτώ κλάδους: Παθολογία,
Χειρουργική, Μάτια-Αυτιά-Μύτη-Θώρακας, Παιδιατρική, Ιατρική δηλητηρίων, Καθαρμός
γεννητικών οργάνων, Υγεία και Μακροζωία, Πνευματικές θεραπείες και Ψυχιατρική. Ο
ινδουισμός αποδίδει τη γένεση της αγιουρβέδα σε θεωρίες που, μεταδιδόμενες αρχικά από
ύπαρξη σε ύπαρξη, μέσω της συνειδητοποίησής τους από σοφούς προφήτες,
μεταβιβάστηκαν σταδιακά στην ανθρώπινη σφαίρα με τη χρήση ενός πολύπλοκου
συστήματος απομνημονεύσεων. Σε αυτό το σύστημα ο γκουρού κατευθύνει τους μαθητές σε
μια ζωή αγνότητας, τιμιότητας και φυτοφαγίας. Η διδασκαλία διαρκεί επτά έτη. Ο μαθητής
πρέπει να προσπαθεί με όλη τη δύναμη της ύπαρξής του να θεραπεύσει τον ασθενή. Να μην
τον προδώσει για δικό του όφελος. Η κεντρική ιδέα της αγιουρβεδικής ιατρικής βρίσκεται στη
θεωρία ότι η υγεία προκύπτει ως αποτέλεσμα της ισορροπίας μεταξύ τριών θεμελιωδών
ουσιών του σώματος, της Βάτα, της Πίττα και της Κάφα, που συντελούν σε μια καθολική
ομοιόσταση. Βάτα είναι η αρχή του αέρα, απαραίτητη για την κινητοποίηση της λειτουργίας
του νευρικού συστήματος. Πίττα είναι η αρχή της φωτιάς που χρησιμοποιεί τη χολή ώστε να
κατευθύνει την πέψη και ακολούθως τον μεταβολισμό στο φλεβικό σύστημα. Κάφα είναι η
354
αρχή του ύδατος που σχετίζεται με τη βλέννη και τη μεταφορά θρεπτικών στοιχείων στο
αρτηριακό σύστημα.
Ανισσοροπία μεταξύ των χυμών, πνεύματα και τροφές εμπλέκονται στις αιτίες της
νόσου, ενώ η διάγνωση συντελείται με τη μελέτη του σφυγμού και των αστρικών αρχών που
διέπουν τον ασθενή. Τα θεραπευτικά μέσα επιδιώκουν την αποκατάσταση μιας φυσικής,
ψυχικής, κοινωνικής και πνευματικής ισορροπίας. Διάφορα φάρμακα παράγονται από
λαχανικά, άνθη, μέταλλα (υδράργυρος, θειάφι, νιτρικό άλας, χλωριούχο κάλιο κ.λπ.). Φρούτα,
φύλλα και καρποί του φυτού Ashwagandha (Withania somnifera) χρησιμοποιούνται ως
αφροδισιακά, για την υποβοήθηση της γονιμότητας, ως διουρητικά και ενισχυτικά της
μνήμης. Περιλαμβάνονται επίσης εντριβές (μασάζ), υποκλυσμοί, ποικίλα υδρόλουτρα. Το
μασάζ μαλακώνει το άλγος, χαλαρώνει τους μυς, ανακουφίζει από το στρες, βελτιώνει το
συναίσθημα και τον ύπνο και θεωρείται βασικό θεραπευτικό εργαλείο. Με την πάροδο των
αιώνων, την ανακάλυψη νέων φαρμάκων και μεθόδων διάγνωσης, η αγιουρβέδα εξελίχθηκε
σημαντικά. Αγιουρβεδικές κλινικές και ιατρεία έχουν πολλαπλασιασθεί σε όλον τον δυτικό
κόσμο και τα αγιουρβεδικά φάρμακα και βότανα έχουν αναπτυχθεί σε άκρως κερδοφόρα
αγορά. Τα θεραπευτικά μέσα περιελάμβαναν επίσης μια πολύ επιτηδευμένη χειρουργική, τη
«Σάλυα Χικίτσα», αλλά σταδιακά ο χειρουργικός κλάδος της αγιουρβέδα ατρόφησε και
εξαφανίσθηκε.
Η δίαιτα είναι άκρως σημαντική. Οι γεύσεις των τροφών και των βοτάνων έχουν ιδιαίτερες
φυσιολογικές επιπτώσεις. Οι γλυκές τροφές είναι θρεπτικές, υγραντικές, λιπαντικές και
αυξάνουν το βάρος. Οι όξινες τροφές ζεσταίνουν, διαλύουν, ερεθίζουν, μαλακώνουν και
αυξάνουν το βάρος. Οι αλμυρές τροφές αυξάνουν το βάρος. Οι καυτερές τροφές ζεσταίνουν,
ξηραίνουν, διεγείρουν και μειώνουν το βάρος. Οι πικρές τροφές δροσίζουν, ξηραίνουν,
εξαγνίζουν, και μειώνουν το βάρος. Οι στυφές τροφές, δροσίζουν, ξηραίνουν και ελαττώνουν
τη γλοιότητα. Στα ινδικά ιατρικά εγχειρίδια υπάρχουν σαφείς κανόνες συμπεριφοράς. Το
«δάρμα» και το «κάμα» είναι η προσωπική ικανοποίηση που προκύπτει από τη σχέση που
έχουν το καλό και το κακό με την υγεία, την ηθική και την ψυχική γαλήνη.
Γιουνάνι ή Χικμάτ. Το σύστημα γιουνάνι έχει τις ρίζες του στην Ελλάδα (Γιουνάν), αλλά ενώ
ξεχάστηκε στη χώρα που το γέννησε, ρίζωσε στις αραβικές χώρες και έγινε επίσημη ιατρική
σε πολλές από τις περιοχές όπου κυριαρχεί η ισλαμική θρησκεία, αν και το ίδιο δεν έχει
σχέση με κανένα θρησκευτικό σύστημα. Στο Πακιστάν και στις Ινδίες υπάρχουν δεκάδες
κολλέγια και Ιατρικές Σχολές Γιουνάνι, παρά την προσπάθεια των Βρετανών κατά τη διάρκεια
της αποικιοκρατίας να την αντικαταστήσουν με τη δυτική ιατρική (Hume 1977). Πάνω από
250.000 ιατροί, 150 κλινικές και 1.500 φαρμακεία Γιουνάνι υπάρχουν μόνο στις Ινδίες. Έχει
αναγνωρισθεί από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και εφαρμόζεται σε ποικίλους βαθμούς
διάδοσης σε δεκάδες αραβικές και ευρωπαϊκές χώρες (Izhar 1989, Azmi 1987). Ενώ ο
Ιπποκράτης, ο Διοσκουρίδης και ο Γαληνός είναι οι εισηγητές, θα λέγαμε, της ιπποκρατικής
σχολής, οι μεγάλοι Άραβες ιατροί Ραζής (850-932) και Αβικέννας (980-1037), με τα βιβλία
τους Αλ Χαβί και Αλ Κανούν, που επέδρασαν βαθύτατα στη χριστιανική ιατρική και στην
ομοιοπαθητική ιατρική του Hahnemann, εμπλούτισαν την ιπποκρατική σχολή και
διαμόρφωσαν την ιατρική γιουνάνι.
Το αρχικό ελληνικό ιατρικό σύστημα και το διάδοχο γιουνάνι έχουν μια βασική φυσική
φιλοσοφία, βασισμένη στις μεγάλες φυσιοκρατικές αρχές τους. Αμφότερα τα συστήματα
αναγνωρίζουν: Τέσσερις ποιότητες: Ψυχρό, Θερμό, Υγρό, Ξηρό. Τέσσερα στοιχεία: Γη,
Αέρας, Νερό, Φωτιά. Είναι καταστάσεις με τις οποίες εμφανίζεται η ύλη· από τα στοιχεία αυτά
οικοδομείται οτιδήποτε στο σύμπαν. Καθένα από τα τέσσερα στοιχεία έχει τις δικές του
ποιότητες. Η γη είναι ψυχρή και ξηρή. Το νερό είναι ψυχρό και υγρό. Η φωτιά είναι θερμή και
ξηρή. Ο αέρας είναι θερμός και υγρός. Τέσσερις χυμοί: αίμα (θερμό και υγρό), φλέγμα
(ψυχρό και υγρό), κίτρινη χολή (θερμή και ξηρή), μαύρη χολή (ψυχρή και ξηρή). Τα βασικά
συστατικά του σώματος, καθώς και οι αρχές λειτουργίας του, ταξινομούνται σε επτά ομάδες:
Αρκάν. Είναι τα στοιχεία γη, νερό, αέρας και φωτιά. Μιτζάι. Θερμοκρασία. Η θερμοκρασία
ενός σώματος μπορεί να είναι ή να μην είναι σε ισορροπία. Κατά τη γέννησή του ο
άνθρωπος προικίζεται με μια μοναδική και υγιή χυμική ιδιοσυστασία που καθορίζει τη
θερμοκρασία του σώματός του. Αχλάτ. Οι χυμοί. Η θεωρία των χυμών (αίμα, φλέγμα, μαύρη
355
χολή, κίτρινη χολή) είναι στυλοβάτης της ιατρικής γιουνάνι. Αζά. Τα όργανα. Αρβάχ. Τα
πνεύματα, οι ζωτικές αναπνοές. Κούβα. Η ενέργεια. Αφ Αλ. Η δραστηριότητα. Ταξινομούνται
επίσης σε πέντε κατηγορίες ορισμένες λειτουργίες που η επαρκής εκδίπλωσή τους καθιστά
το άτομο ικανό να διατηρεί την απαραίτητη ισορροπία των χυμών του: Ο αέρας του
περιβάλλοντος στο οποίο ζει το άτομο, οι τροφές και τα ποτά, η κίνηση και η ανάπαυση, ο
ύπνος και η εγρήγορση, τα συναισθήματα.
Αυτοί οι παράγοντες πρέπει να ισορροπούν ως προς την ποσότητα, την ποιότητα και την
αλληλουχία. Το σώμα διαθέτει μια δύναμη αυτοδιατήρησης, η οποία προσπαθεί να
αποκαταστήσει κάθε διαταραχή μέσα στα προδιαγεγραμμένα όρια της συγκρότησής του. Ο
ιατρός βοηθάει και αξιοποιεί αυτήν τη δύναμη. Δεν την αντικαθιστά, δεν την παραγκωνίζει,
δεν παρακωλύει την λειτουργία της. Θεμελιώδεις διαγνωστικές και θεραπευτικές αρχές στις
οποίες βασίζεται η γιουνάνι είναι η προσεκτική μελέτη και σύγκριση των συμπτωμάτων, η
υποβοήθηση των φυσικών δυνάμεων του σώματος στην καταπολέμηση της νόσου, η δίαιτα
και η ανάπαυση. Η δίαιτα έχει τεράστια σημασία. Όταν αντιμετωπίζεται μια θερμή, ξηρή,
ψυχρή, ή υγρή νόσος, δεν πρέπει να χορηγείται τροφή με αντίθετες ποιότητες. Απαιτείται
λεπτομερέστατη εξέταση του σφυγμού, ώστε να καθοριστεί ποιος από τους τέσσερις χυμούς
κυριαρχεί κάθε φορά. Η εξέταση των ούρων είναι πολύ σημαντική. Χρώμα, γεύση, γλοιότητα,
αφρός στην επιφάνεια. Η εξέταση των κοπράνων είναι επίσης σημαντική. Η χρήση
στηθοσκοπίου για την ακρόαση της καρδιάς είναι διαδεδομένη. Η γιουνάνι υποδιαιρείται στις
ειδικότητες: παθολογία, χειρουργική, γυναικολογία, μαιευτική, παιδιατρική, τοξικολογία,
ψυχιατρική, θεραπείες αναζωογόνησης, σεξολογία, δίαιτα, υδροθεραπεία. Οι θεραπείες
περιλαμβάνουν τη σωστή διατροφή σε κάθε περίσταση, βότανα, μέταλλα, τη σωστή
συμπεριφορά για την επίτευξη υγείας, την ανάπαυση ως μέτρο θεραπευτικό και προληπτικό.
Εντριβές (μασάζ) και βεντούζες θεωρούνται εξαιρετικές θεραπείες. Η ιατρική γιουνάνι έχει
επιτυχίες στα χρόνια νοσήματα, όπως αρθρίτις, άσθμα, ψυχικές διαταραχές, καρδιολογικά,
ουρολογικά και σεξουαλικά νοσήματα. Είναι ένα εναλλακτικό σύστημα φθηνό,
αποτελεσματικό και εύκολα προσβάσιμο στις χώρες όπου κυριαρχεί.
Ομοιοπαθητική ιατρική. «Άλλος δε τρόπος διά τα όμοια νούσος γίγνεται και διά τα όμοια
προσφερόμενα εκ νοσούντων υγειαίνονται»: πρόκειται για την πρώτη ένδειξη
ομοιοπαθητικής κατεύθυνσης της ιατρικής σκέψης και απαντά στον Ιπποκράτη. Ο Χάνεμαν
(Samuel Christian Hahnemann 1755-1843) εμπνεύσθηκε την ομοιοπαθητική από το
ιπποκρατικό σύγγραμμα του Αβικέννα Αλ Κανούν, και με το βιβλίο του Όργανον της
θεραπευτικής τέχνης το 1810 εισήγαγε επίσημα την ομοιοπαθητική στο σώμα της σύγχρονης
ιατρικής. Κατά τους ομοιοπαθητικούς, ο οργανισμός του ανθρώπου συνίσταται σε τρία
λειτουργικά επίπεδα: το σωματικό, το συναισθηματικοψυχικό και το διανοητικό. Η φύση του
καθενός είναι διαφορετική από των άλλων. Υγεία είναι η ελευθερία του σώματος, της ψυχής,
και του πνεύματος. Η ελευθερία του σώματος επιτυγχάνεται με την κατάργηση του πόνου,
και κατάστασή της είναι η ευεξία. Η ελευθερία της ψυχής επιτυγχάνεται με την κατάργηση
των παθών και των αρνητικών συναισθημάτων, και κατάστασή της είναι η γαλήνη. Η
ελευθερία του πνεύματος επιτυγχάνεται με την απαλλαγή από τις εγωιστικές και σφαλερές
ιδέες, και κατάστασή της είναι η πνευματική ευφορία και καθαρότητα. Μέτρο δε της υγείας
είναι η δημιουργική δραστηριότητα, δηλαδή εκείνη που αποδίδει θετικό έργο στην
εξασφάλιση της αρμονίας σε σχέση με τον εαυτό και το περιβάλλον.
Αποτέλεσμα της προσπάθειας του αμυντικού μηχανισμού του οργανισμού να
αντιμετωπίσει τον νοσογόνο παράγοντα και να διατηρήσει την ομοιόστασή του είναι οι
διάφορες βιολογικές μεταβολές που εκδηλώνονται ως συμπτώματα και σημεία, τα οποία
αφορούν ένα ή περισσότερα λειτουργικά επίπεδα. Οι ομοιοπαθητικοί υποστηρίζουν ότι η
αιτία της νόσου δεν είναι ο νοσογόνος παράγων που πλήττει τον οργανισμό αλλά η αδυναμία
του αμυντικού συστήματος να τον αντιμετωπίσει (Vithoulkas 1980).
Σύμφωνα με τον νόμο των ομοίων (similia similibus curentur) η θεραπεία επιτυγχάνεται
με φαρμακευτικές ουσίες που έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν όμοια συμπτώματα με
εκείνα της νόσου για την οποία χορηγούνται. Κάθε ουσία που προκαλεί συγκεκριμένη
συμπτωματολογία μπορεί να θεραπεύσει όταν χορηγηθεί σε ασθενή ο οποίος εμφανίζει
παρόμοια συμπτωματολογία. Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα είναι φυτικές ή ζωικές ουσίες ή και
356
Ολιστική ιατρική. Η ολιστική ιατρική έχει τις ρίζες της στην ιπποκρατική ιατρική παράδοση
και ακρωγωνιαίος λίθος της είναι η κλασική ιπποκρατική αντίληψη ότι κάθε άνθρωπος έχει
μεγάλες δυνατότητες αυτό-ίασης τις οποίες όμως σε ελάχιστο βαθμό γνωρίζει πώς να
κινητοποιήσει. Ο ιατρός πρέπει να βοηθάει τους ασθενείς του να βοηθούν τους εαυτούς τους
να κινητοποιούν τις απεριόριστες εφεδρείες που έχουν κρυμένες στον υποκειμενικό τους
κόσμο και στη βούληση τους για ζωή (Ventegodt et al 2007). Στόχος της ολιστικής ιατρικής
είναι η απαρτίωση της ανθρώπινης συνείδησης ώστε να κατανοήσει την διαδικασία της ίασης
από ολιστική προοπτική. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ένα άθροισμα σωματικών οργάνων
αλλά ταυτόχρονα και μια συναισθηματική ψυχική και πνευματική υπόσταση σε πλήρη και
ολοκληρωτική αλληλοσύνδεση όλων αυτών των στοιχείων. Η ολιστική ιατρική είναι στη βάση
της μια προληπτική ιατρική. Δεν περιορίζεται μόνο στην αντιμετώπιση του συμπτώματος ή
της νόσου αλλά πολύ περισσότερο ενδιαφέρεται για την συνολική βελτίωση της υγείας του
ανθρώπου. Η διάγνωση της νόσου γίνεται με την ίδια αναλυτική μέθοδο και τις ίδιες
διαγνωστικές εξετάσεις που χρησιμοποιεί η συμβατική ιατρική αλλά χρησιμοποιεί και δικές
της μεθόδους διάγνωσης και κατάταξης της νόσου που προέρχονται από τις άλλες
παραδοσιακές ιατρικές, ιδιαιτέρως την γιουνάνι. Η ολιστική θεραπευτική έχει ως εμβλημα της
το Ιπποκρατικό «ωφελέειν ή μη βλάπτειν». Αποφεύγει τα φάρμακα και τις εγχειρήσεις.
Αποδέχεται σχεδόν στο σύνολο του το μη συμβατικό θεραπευτικό σύστημα, όπως
παραδοσιακή η κινεζική ιατρική (βελονισμός), η ομοιοπαθητική, η ενεργειακή ιατρική
(ηλεκτροβελονισμός) και στρέφεται περισσότερο προς τον διαλογισμό, την προσευχή, τα
βότανα, τις βιταμίνες, τα μεταλλικά άλατα τη διατροφική θεραπεία, την φυτοθεραπεία, την
οργανοθεραπεία, τις σωματοψυχικές ασκήσεις ανάλογα με το πρόβλημα υγείας. Δεν
αποκλείει και τις συμβατικές μεθόδους θεραπείας, όπου αυτές είναι απαραίτητες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ Δ. (1998). Βελονισμός μια μέθοδος θεραπείας. Εκδ Κώδικας Θεσσαλονίκη.
AZMI AA. (1987). Etiology of diseases in Unani medicine: a critical study. Stud Hist Med Sci. 10-11:105-19.
IZHAR N. (1989). The Unani traditional medical system in India: a case study in health behaviour. Geogr
Med.;19:163-85.
HUME JC. (1977). Rival traditions: Western Medicine and Yunan-I Tibb in the Punjab 1849-1889. Bull Hist Med
51:214-231.
NINIVAGGI FJ. (2001). An Elementary Textbook of Ayurveda: Medicine with a Six Thousand Year Old Tradition.
International Universities/Psychosocial Press, Madison.
SHARMA U. (1992). Complementary Medicine Today: Practitioners and Patients. London: Routledge.
TILLOTSON ΑΚ. (2001). Ay The One Earth Herbal Sourcebook: Everything You Need to Know About Chinese,
Western, and Ayurvedic Herbal Treatments.
VINCENT C, FURNHAM A. (1996). Why do patients turn to complementary medicine? An empirical study. Br J
Clin Psychol. 35:37-48.
VITHOULKAS G. (1980). The science of Homeopathy. Grove Press, California.
VENTEGODT S, KANDEL I, MERRICK J. (2007). A short history of clinical holistic medicine. Scientific World
Journal. 7:1622-30.
357
Οι περισσότερες ειδικότητες και οι πιο πολλοί κλάδοι της ιατρικής δεν παρουσιάζουν
ιδιαίτερες δυσκολίες όσον αφορά την οριοθέτηση, τον προσδιορισμό ή την περιγραφή
του πεδίου τους, αφού αναφέρονται είτε σε κάποιο όργανο (π.χ. καρδιολογία) είτε σε
κάποια νόσο (π.χ. ογκολογία) είτε σε κάποια τεχνική (π.χ. χειρουργική). Η ψυχιατρική
δεν είναι δυνατόν να ορισθεί μέσα σε παρόμοιο πλαίσιο, διότι η θεματολογία της
παρουσιάζει μεγάλο εύρος και ποικιλότητα τόσο στη διαγνωστική (π.χ. από τη νόσο
Alzheimer μέχρι την ψυχοτραυματική αντίδραση και από τις στρατηγικές προσαρμογής
του πάσχοντος από καταληκτική νόσο μέχρι το μεταδιασεισικό σύνδρομο) όσο και στη
θεραπευτική θεματολογία της (που το φάσμα της εκτείνεται από τις καθαρά βιολογικές
μέχρι τις διαπροσωπικές και ομαδικές ψυχοθεραπείες).
Η σύγκριση της ψυχιατρικής με την υπόλοιπη ιατρική είναι εξόχως δυσμενής για την
πρώτη. Οι φοιτητές της ιατρικής δεν την προτιμούν για μελλοντική τους ειδικότητα, ενώ
οι ιατροί των άλλων ειδικοτήτων την αντιμετωπίζουν με δυσπιστία. Οπωσδήποτε, για
τη δυσμενή αυτή στάση απέναντί της ευθύνονται αρκετοί παράγοντες, ανάμεσα στους
οποίους θα μπορούσαν να αναφερθούν οι παρακάτω: η ασυμφωνία μεταξύ των
ψυχιάτρων ως προς τη χρήση μιας σταθερής και κοινώς αποδεκτής ορολογίας· η
ασυμφωνία ως προς την ταξινόμηση των ψυχιατρικών διαταραχών· η παραμέληση, επί
πολλές δεκαετίες, της μελέτης της αποτελεσματικότητας των θεραπευτικών μεθόδων
της· η σχετική αποτυχία της ψυχοθεραπείας· και, τέλος, η ερμητική ιδιωματικότητα της
φροϋδικής γλώσσας, που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχε κυριαρχήσει στην
ψυχιατρική πρακτική και βιβλιογραφία. Επιπρόσθετοι παράγοντες επιβαρύνουν ακόμη
περισσότερο την αρνητική εικόνα της ψυχιατρικής. Η ίδια η φύση της ψυχιατρικής
νόσου, το στίγμα που επιφέρει στον πάσχοντα, τα περιοδικά σκάνδαλα μέσα από τα
οποία έρχονται στο φως οι φρικώδεις συνθήκες ζωής των νοσηλευομένων σε ορισμένα
ψυχιατρικά ιδρύματα, η οικογένεια του ασθενούς που κουράζεται από αυτόν και τη
φροντίδα του και δεν τον θέλει πια στο σπίτι. Οι θεραπείες που εφαρμόζονται,
σωματικές ή ψυχολογικές, έχουν γενικώς περιορισμένη αποτελεσματικότητα, ενώ
μερικές από αυτές (ψυχοφάρμακα, ψυχοχειρουργική, ηλεκτροσόκ) έχουν
επιπρόσθετους περιορισμούς επειδή αποτελούν αντικείμενο γενικότερης
αποδοκιμασίας.
Αλλά και η στάση της κοινωνίας απέναντι στην ψυχιατρική ήταν πάντοτε αμφίθυμη,
αμφιταλαντευόμενη, έως και εχθρική. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν ότι η
ψυχιατρική κάνει κακό στην κοινωνία, παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, διδάσκει
το μίσος ή απλώς λέει ανοησίες. Άλλοι πιστεύουν ότι η ψυχιατρική είναι ένα
συγκεκαλυμμένο ποινικό σύστημα και ότι ο ρόλος της είναι να συμβάλλει στην
αποκατάσταση του νόμου και της τάξης στην κοινωνία. Άλλοι, τέλος, ισχυρίζονται ότι οι
ψυχίατροι σπούδασαν ιατρική που δεν την ασκούν, ενώ ασκούν ψυχολογία την οποία
όμως δεν έχουν σπουδάσει. Όλες αυτές οι μομφές και παρανοήσεις ίσως προκαλούν
αγανάκτηση σε ορισμένους ψυχιάτρους, δεν είναι όμως τελείως ανεδαφικές.
Κατά τον 20ό αιώνα η ψυχιατρική εισέβαλε σε πολλά εξωιατρικά πεδία διακηρύσσοντας
ότι κάθε δυστυχισμένος, διαφορετικός, παραπτωματικός, εκκεντρικός ή αντισυμβατικός
άνθρωπος είναι ψυχιατρικός ασθενής. Το πένθος, η ανεργία, η αιμομιξία, η θέαση
καταστροφών, η έλλειψη σεξουαλικής ικανοποίησης, η τάση για κλοπή, η βιαιότητα, η
λαιμαργία προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των ψυχιάτρων, ενδιαφέρον που άρχισε να
επεκτείνεται σε ολοένα και περισσότερα φαινόμενα, και το οποίο αντανακλάται
χαρακτηριστικά στην άποψη ότι το έγκλημα είναι κατά βάση ψυχιατρικό πρόβλημα,
οπότε και η ψυχιατρική θα προσφέρει διάγνωση και θεραπεία στη θέση της δίκης και
της τιμωρίας. Πολλοί ψυχίατροι, επικαλούμενοι την ιδιότητά τους, θεώρησαν ότι έχουν
το δικαίωμα να μιλούν επί παντός του επιστητού και να αποφαίνονται δημοσίως για
ζητήματα ζωής και θανάτου, πολέμου και ειρήνης, φιλοσοφίας, πολιτικής, θρησκείας
και οικονομίας, σαν να έχουν κάποια ιδιαίτερη εξειδίκευση σε αυτά, καθιστώντας έτσι
την ψυχιατρική, στο όνομα της οποίας υποτίθεται ότι μιλούσαν, ακόμη περισσότερο
απεχθή. Τα ψυχιατρεία, εν ονόματι της φροντίδας και της προστασίας, μετατράπηκαν
360
Η χρησιμοποίησή της τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο από
καταπιεστικές και τυραννικές εξουσίες με σκοπό την καταδίωξη των αντιπάλων τους
ήταν το αποκορύφωμα της εξωιατρικής εκτροπής της ψυχιατρικής. Η πολιτική διαφωνία
στη Σοβιετική Ένωση θεωρήθηκε ψυχιατρική ανωμαλία και οι αντίπαλοι του
καθεστώτος οδηγήθηκαν στα ψυχιατρεία με διαγνώσεις όπως «reformist delusions»,
«sluggish schizophrenia», «truthseeking mania» (Merskey and Shafran 1986). Οι
μυστικές υπηρεσίες πολλών χωρών, κυρίως όμως των Ηνωμένων Πολιτειών και της
Σοβιετικής Ένωσης, είχαν καταλάβει τις ηγεσίες των Ψυχιατρικών Εταιρειών των
χωρών τους προάγοντας έτσι τη βίαιη εισαγωγή της πολιτικής στην ψυχιατρική και,
συνακόλουθα, την προσφυγή σε βαθύτατα αντιδεοντολογικές συμπεριφορές. Η
Παγκόσμια Ψυχιατρική Εταιρεία κατά τη δεκαετία του ’80 έγινε πεδίο μάχης μεταξύ CIA
και KGB, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της σοβιετικής αντιπροσωπείας από την
Παγκόσμια Ψυχιατρική Εταιρεία για μία περίπου δεκαετία. Τόσο ο Cameron –
πρόεδρος, για κάποια περίοδο, της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας και
αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρείας– όσο και ο Vartanyan, πρόεδρος
της Σοβιετικής Ψυχιατρικής Εταιρείας τη δεκαετία του ’80, ελάμβαναν τουλάχιστον
οικονομική ενίσχυση από τις αντίστοιχες μυστικές υπηρεσίες. Ο Cameron μάλιστα
χρηματοδοτήθηκε και για μελέτες ψυχοτροποποιητικών ουσιών με προορισμό τη
χρησιμοποίησή τους σε επιχειρήσεις της CIA.
Όμως το μεγάλο πεδίο αντιπαραθέσεων, που έχει κοστίσει στην ψυχιατρική το κύρος
και τις θεραπευτικές της δυνατότητες, ήταν εκείνο που αφορά την έννοια της ψυχικής
νόσου και τα όρια της ψυχιατρικής.
Ένα άλλο ρεύμα σχολιαστών της ψυχιατρικής (Eysenck 1960, 1975) υποστηρίζει ότι η
ψυχιατρική όχι μόνο αναλαμβάνει καθήκοντα, στο πλαίσιο της ψυχολογίας, για τα
οποία δεν έχει την αναγκαία εκπαίδευση, αλλά επιπλέον δεν είναι η ίδια ενιαία, όπως οι
άλλες ειδικότητες της ιατρικής, αλλά χωρίζεται σαφώς σε δύο κλάδους που έχουν
ελάχιστη σχέση μεταξύ τους: τον κλάδο της οργανικής ψυχιατρικής και τον κλάδο της
συμπεριφορικής (behavioral) ψυχιατρικής. Στον πρώτο κλάδο, που είναι ο μικρότερος,
ανήκουν «καταστάσεις ψυχιατρικές που προκαλούνται από όγκους, διάφορες βλάβες,
λοιμώξεις και άλλες παρόμοιες καταστάσεις», ενώ στον κατά πολύ μεγαλύτερο δεύτερο
κλάδο ανήκουν διαταραχές της συμπεριφοράς που προκύπτουν από τις συνήθεις
διαδικασίες μάθησης. Δηλαδή αυτό που οι ψυχίατροι θεωρούν ψυχιατρική νόσο στην
πραγματικότητα είναι μαθημένη συμπεριφορά, πράγμα που σημαίνει ότι την
καταλαβαίνουν και την αντιμετωπίζουν καλύτερα οι ψυχολόγοι παρά οι ιατροί. Οι
υποστηρικτές αυτής της άποψης προτείνουν να γίνει πλήρης διαχωρισμός μεταξύ της
οργανικής και της συμπεριφορικής ψυχιατρικής και η πρώτη να παραμείνει στα χέρια
των ιατρικώς εκπαιδευμένων ψυχιάτρων, με κάποια βοήθεια από τους ψυχολόγους,
ενώ η δεύτερη κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος να περιέλθει στην ευθύνη των μη ιατρικώς
εκπαιδευμένων ψυχολόγων. Σήμερα ένας τεράστιος αριθμός ψυχολόγων ασκεί
διαγνωστικό και θεραπευτικό έργο και κανείς δεν ξέρει τι επιπτώσεις έχει αυτό, θετικές
ή αρνητικές, στη δημόσια ψυχική υγεία.
Κατά τις δεκαετίες του 1950-60 σε αρκετά ψυχιατρικά κέντρα παραγωγής και
διαχείρισης της ψυχιατρικής γνώσης η ψυχιατρική φάνηκε να εγκαταλείπει το ρίζωμά
της στη βιολογία και στην πειραματική ιατρική, για να εξελιχθεί σε μια ειδικότητα με
ψυχαναλυτικές βάσεις, κοινωνιολογικό προσανατολισμό και έκδηλη αδιαφορία για τον
εγκέφαλο ως όργανο της ψυχικής δραστηριότητας. Σύντομα ακολούθησε η απόφαση
για αποσύνδεση της ψυχιατρικής από τη νευρολογία, γεγονός που δημιούργησε ένα
πρωτοφανές ιστορικό προηγούμενο στην ιατρική. Η ψυχιατρική έγινε η πρώτη ιατρική
ειδικότητα χωρίς δεσμούς με οποιοδήποτε όργανο ή σύστημα οργάνων. Ακόμη και ο
αναγκαίος χρόνος άσκησης στην Παθολογία και στη Νευρολογία για τη λήψη της
ειδικότητος μειώθηκε στο ελάχιστο, και σε μερικές χώρες για κάποιο διάστημα
καταργήθηκε. Ασθενείς επιληπτικοί, ανοϊκοί, πάσχοντες από ποικίλα οργανικά
ψυχοσύνδρομα, αναπτυξιακά καθυστερημένοι, εξαρτημένοι από ουσίες,
εγκατελείφθησαν από την ψυχιατρική, και τη φροντίδα τους ανέλαβαν άλλες
ειδικότητες. Οι ψυχίατροι έδειχναν μεγάλη συμπόνια και έντονο θεραπευτικό
ενδιαφέρον για όσους παρουσίαζαν υπαρξιακή δυσφορία, χαμηλή αυτοεκτίμηση,
χρόνια αδυναμία να εμπιστευτούν τους άλλους κ.λπ., και έτσι προκλήθηκε πλήρης
σύγχυση, που εν μέρει συνεχίζεται, ως προς το ποιες είναι οι ψυχιατρικές νόσοι και τι
χαρακτηρίζει μια ψυχιατρική νόσο. Πλήθος θεωρητικών παραδοξολογιών εισέβαλαν
362
Με την εφαρμογή στην κλινική πράξη της ψυχοφαρμακολογίας και τη μεταφορά του
κέντρου βάρους από το άσυλο στην Ψυχιατρική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου η
ψυχιατρική άλλαξε σταδιακά πορεία μπαίνοντας πάλι, κατά κάποιον τρόπο, στο ρεύμα
της ιατρικής. Η θέση ότι όλες οι ψυχικές λειτουργίες, ακόμη και οι πολυπλοκότερες,
έχουν την αφετηρία τους σε διεργασίες που επιτελούνται στον εγκέφαλο άρχισε πάλι να
κερδίζει έδαφος και να ισχυροποιείται. Σε αυτό βοήθησαν αρκετά η ραγδαία ανάπτυξη
των νευροεπιστημών, οι σχετικά αποτελεσματικές θεραπείες των μεγάλων ψυχιατρικών
νόσων και νέα κλινικώς έγκυρα και αντικειμενικά κριτήρια για τη διάγνωση των
ψυχιατρικών διαταραχών.
Εντυπωσιακή, αλλά ακόμη όχι ιδιαίτερα καρποφόρος, είναι η γενετική μελέτη
πολλών ψυχιατρικών διαταραχών, κυρίως των συναισθηματικών νόσων και της
σχιζοφρένειας. Βασικές αρχές πάνω στις οποίες εδραιώνεται είναι ότι τα γονίδια και τα
πρωτεϊνικά τους παράγωγα είναι σημαντικοί καθοριστικοί παράγοντες όχι μόνο των
τρόπων που διασυνδέονται μεταξύ τους οι νευρώνες στον εγκέφαλο αλλά επίσης και
των λεπτομερειών της λειτουργίας τους (Kendel 1998). Μεταβολές στην έκφραση των
γονιδίων που προκαλούνται μέσα από τη διαδικασία μάθησης προκαλούν μεταβολές
των τρόπων νευρωνικής σύνδεσης. Έτσι η αποτελεσματικότητα στην παρατεταμένη
τροποποίηση της συμπεριφοράς με τις περιβαλλοντικές κοινωνικές ή
ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις επιτυγχάνεται μέσα από μαθησιακές διαδικασίες οι
οποίες προκαλούν μεταβολές στη γονιδιακή εκφραστικότητα, που με τη σειρά τους
προκαλούν μεταβολές σε εκείνες τις συναπτικές συνδέσεις που είναι υπεύθυνες γι'
αυτές τις συμπεριφορές. Βέβαια μεταβολές των γονιδίων δεν είναι δυνατόν από μόνες
τους να εξηγήσουν ολόκληρη τη φαινομενολογία μιας ψυχιατρικής διαταραχής,
αντιθέτως μόνο ένα μικρό μέρος εξηγούν, και αυτό ίσως είναι το πιο αδύνατο σημείο
αυτής της επιχειρηματολογίας.
Σήμερα ορισμένοι ψυχίατροι έχουν φθάσει στο σημείο να υποστηρίζουν ότι η
ψυχιατρική πρέπει πάλι να συγχωνευθεί με τη νευρολογία ή να δημιουργηθεί αυτό που
άλλοι ονομάζουν κλινική νευροεπιστήμη και άλλοι νευροψυχιατρική. Η
νευροψυχιατρική, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της (Sachdev 2002), ως αναδυόμενη
ιατρική ειδικότητα, μπορεί να εφαρμόζει καλύτερα τις νευροεπιστημονικές αρχές στις
ψυχιατρικές νόσους, συσχετίζοντας τη λειτουργία του εγκεφάλου με τη συμπεριφορά
στην υγεία και στη νόσο. Το πεδίο της με βάση αυτόν τον ορισμό, το να ασχολείται
δηλαδή με ψυχιατρικούς ασθενείς που πάσχουν από σαφείς διαταραχές του ΚΝΣ, θα
είναι οπωσδήποτε περιορισμένο: άνοιες, ντελίρια, οργανικά ψυχοσύνδρομα, σύνδρομα
από ουσίες, ψυχιατρικές διαταραχές στους πάσχοντες από νευρολογικές νόσους κ.λπ.
Τόσο από άποψη επιστημονική και νοσολογική όσο και από άποψη επαγγελματική ήδη
από τα μέσα του 20ου αιώνα η ψυχιατρική άρχισε να διακλαδίζεται σε υποειδικότητες.
Αυτές οι εξελίξεις έλαβαν χώρα αρχικά στις ΗΠΑ και ακολούθησαν οι άλλες χώρες. Η
Παιδοψυχιατρική εμφανίσθηκε πρώτη την δεκαετία του 1950. Κατά την δεκαετία του
1990 εμφανίσθηκαν οι υποειδικότητες της Ψυχογηριατρικής, της Ψυχιατρικής των
εξαρτήσεων και της Ψυχιατροδικαστικής. Η Κλινική Νευροφυσιολογία και η Ιατρική του
Πόνου εμφανίσθηκαν λίγο αργότερα, και το 2002 η Συμβουλευτική-Διασυνδετική
ψυχιατρική αναδείχθηκε στην έβδομη υποειδικότητα της ψυχιατρικής αφού
μετωνομάσθηκε σε Ψυχοσωματική Ιατρική. Είναι αλήθεια ότι το ψυχιατρικό πεδίο είναι
πολύ εκτεταμένο και αυτή η διακλάδοση της ψυχιατρικής σε υποειδικότητες φαίνεται
δικαιολογημένη παρά τις επιφυλάξεις για τον θρυματισμό της ειδικότητας.
Η έννοια της νόσου και η έννοια της ψυχικής νόσου. Το μεγάλο μειονέκτημα της
έννοιας της νόσου στην ιατρική είναι ότι δεν περιλαμβάνει μια σαφή περιγραφή της
363
έννοιας της υγείας. Οι σύγχρονοι ορισμοί της υγείας περιστρέφονται γύρω από
αόριστες εκφράσεις όπως «κατάσταση πλήρους φυσικής, ψυχικής και κοινωνικής
ευεξίας». Από ιστορική άποψη φαίνεται πιθανόν ότι η έννοια της νόσου ξεκινάει από
την προσπάθεια του ανθρώπου να δώσει κάποια εξήγηση στο υποφέρειν, στη φυσική
αδυναμία και στην ανικανότητα. Ήδη από την εποχή των προσωκρατικών η υγεία
εννοιοποιείται διά της νόσου. «Νούσος υγείαν εποίησεν» γράφει ο Ηράκλειτος, και ο
Ιπποκράτης αντιλαμβάνεται την υγεία ως απουσία νόσου. Η σωματική υγεία δεν
φανερώνεται τόσο χαρακτηριστικά όσο η σωματική νόσος, αφού ο άνθρωπος, όταν
είναι υγιής, δεν θέτει πρόβλημα υγείας γιατί δεν σκέφτεται ούτε την υγεία ούτε τη νόσο.
Ωστόσο το θέμα δεν είναι τόσο απλό, διότι πολλοί άνθρωποι που κρίνονται ως
ασθενείς ούτε υποφέρουν ούτε διαμαρτύρονται, διότι δεν αντιλαμβάνονται κάποιο
σύμπτωμα. Είναι δυνατόν μάλιστα τελείως υγιείς, φαινομενικώς, άνθρωποι να
πεθάνουν αιφνιδίως χωρίς προειδοποίηση, αφού η πάθησή τους εκδηλώνεται με τον
θάνατο ως πρώτο σύμπτωμά της.
Η «ομοιόσταση» και η «προσαρμογή του σώματος στο περιβάλλον» είναι
θεμελιωδώς απαραίτητες για τη ζωή. Με την προϋπόθεση αυτή, η νόσος εκφράζει μια
μεταβολή των ομοιοστατικών μηχανισμών του σώματος που παρακωλύει τις
φυσιολογικές λειτουργίες και καθιστά τον οργανισμό λιγότερο ικανό να προσαρμοστεί
στις μεταβολές του περιβάλλοντος, προκαλώντας έτσι μορφολογικές, βιοχημικές και
λειτουργικές βλάβες. Όπως έλεγε ο Βίρχωβ, «νόσος είναι η φυσιολογία μετ’ εμποδίων».
Ωστόσο αυτό δεν είναι μια περιγραφή της έννοιας της νόσου αλλά μια γενικευτική
ερμηνεία της αιτιολογίας της.
Το μειονέκτημα της αδυναμίας ορισμού της υγείας και της χρησιμοποίησης της έννοιας
της νόσου για την κατανόησή της γίνεται ακόμη μεγαλύτερο στην ψυχιατρική, στην
οποία το θεμελιώδες ερώτημα που τίθεται σε θέματα μελέτης της ανθρώπινης
ψυχοπαθολογίας –η διάκριση μεταξύ παθολογικού και φυσιολογικού– είναι εξόχως
πολυπλοκότερο από ό,τι στη σωματική ιατρική. Είναι μυστηριώδη τα σύνορα μεταξύ
υγείας και νόσου, αλλά περισσότερο μυστηριώδη είναι τα σύνορα μεταξύ ψυχικής
υγείας και ψυχικής νόσου.
Η κλασική ελληνική αντίληψη της ψυχικής νόσου συνίστατο στην πίστη ότι η τρέλα είχε
υπερφυσικές αιτίες και ότι την προκαλούσαν δύο φοβερές θεές, η Μανία και η Λύσσα,
σταλμένες από τους θεούς. Περιγράφονταν οι ψυχιατρικές διαταραχές με όρους όπως
μανία, φρενίτις, μελαγχολία, παραφροσύνη, παράνοια κ.λπ. Στον Όμηρο δεν υπάρχει
περιγραφή κάποιας ψυχικής νόσου, αν και παρουσιάζονται ψυχοπαθολογικές
καταστάσεις, όπως εκείνη του Αίαντα. Πιθανόν ο φόβος έκπτωσης από την κοινωνική
τάξη να έχει την έννοια της νόσου, αφού οι μεσογειακές κουλτούρες της αρχαιότητας
έδιναν σημασία στην ντροπή, αντίθετα από άλλες κουλτούρες που έδιναν σημασία
στην ενοχή. Η ύβρις (η αλαζονεία, η αυθάδεια) είναι βαρύτατο ολίσθημα που μπορεί
να διαταράξει βαθιά την ψυχή του ανθρώπου, αφού θα επιφέρει αναπόφευκτα την
τιμωρία. Στην περίπτωση του Αίαντα η ύβρις οδηγεί τον ήρωα σε βίαιη συμπεριφορά,
το αποτέλεσμα της οποίας (η σφαγή ενός κοπαδιού προβάτων), όντας εξευτελιστικό
για τον ίδιο, τον ωθεί εντέλει στην αυτοκτονία. Στην περίπτωση του Ηρακλή η
προοδευτική εκδήλωση της τρέλας, την οποία προκάλεσε η θεά Λύσσα, τον οδηγεί
στον φόνο των παιδιών του. Το θέατρο επίσης, μέσα από την αναπαράσταση
ψυχοπαθολογικών καταστάσεων, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη λύτρωση ή κάθαρση του
θεατή από τα έντονα και οδυνηρά συναισθήματα μέσω ενός μηχανισμού που ο
Αριστοτέλης περιέγραψε ως «έλεος» και «φόβο». Στις Βάκχες το κύριο θέμα είναι η
σύγχυση ταυτότητας. Στις Ευμενίδες η βιαιότητα και η μητροκτονία. Η Μήδεια
περιστρέφεται γύρω από το θέμα του απελπισμένου έρωτα που έχει ως καταστροφική
κατάληξη την παιδοκτονία. Η ιουδαϊκή αντίληψη για την αιτιοπαθογένεια της ψυχικής
νόσου είναι επίσης καθαρά θεοκρατική: «Ο Θεός θα τιμωρήσει εκείνους που
παραβιάζουν τις εντολές του με τρέλα, τύφλωση (πραγματική ή πνευματική;) και
σταμάτημα της καρδιάς». Η ιπποκρατική ιατρική, αποδίδοντας τις ψυχικές νόσους,
364
όπως όλες τις νόσους, σε ανισορροπία των τεσσάρων χυμών του σώματος, εγκαινίασε
την απόσπαση της αιτιοπαθογένειας από θεοκρατικές αντιλήψεις και έδωσε μια ώθηση
στην ιατρική σκέψη, οι συνέπειες της οποίας συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Η αντίληψη των Τριών Κόσμων των Popper και Eccless (1977), αν και προσδίδει
ενδιαφέρουσα διάσταση στη μελέτη των ψυχικών και ψυχιατρικών φαινομένων, παρά
το ότι δεν έχει αξιοποιηθεί σοβαρά όπως φαίνεται στη βιβλιογραφία, δεν παύει να είναι
μια φιλοσοφική και ιδεολογική εκδοχή του ζητήματος, ίσως η τελευταία, καθώς η
απόλυτη αθεωρητικοκρατία κυριαρχεί σήμερα στην ιατρική και στην ψυχιατρική.
Κόσμος Ι είναι ο κόσμος των υλικών σωμάτων και πραγμάτων. Κόσμος ΙΙ είναι ο
ψυχολογικός κόσμος των ψυχικών και πνευματικών καταστάσεων. Εδώ ανήκουν και οι
ψυχιατρικές διαταραχές, οδυνηρές, εξαντλητικές και εξόχως προβληματικές. Κόσμος ΙΙΙ
είναι ο κόσμος των ανθρώπινων κατασκευασμάτων όπως οι θεσμοί, τα μυθιστορήματα
και τα θεατρικά έργα, τα οποία, μολονότι αφηρημένα, είναι και πραγματικά. Θα έλεγε
κανείς ότι τα ψυχικά και ψυχιατρικά φαινόμενα δεν ανήκουν μόνο στον Κόσμο ΙΙ, όπως
προτείνουν οι Popper και Eccless, αλλά και στους τρεις, αφού χωρίς αμφιβολία έχουν
τις ρίζες τους στον πρώτο, αλλά οπωσδήποτε μέσα από ποικίλους δρόμους διαχέονται
και στον τρίτο, τον οποίο διαμορφώνουν καθοριστικά.
Η νόσος ως βλάβη. Η βάση αυτής της άποψης έγκειται στο ότι κάθε νόσος έχει μία
αιτία που λειτουργεί ως αναγκαία και ικανή συνθήκη για την πρόκλησή της και
καταλήγει στη διαμόρφωση μιας βιολογικής βλάβης. Το πλεονέκτημα αυτής της
προσέγγισης είναι ότι παρέχει ένα αντικειμενικό και συχνά αξιόπιστο κριτήριο το οποίο
δεν εξαρτάται από τις ρευστές και αστάθμητες προτιμήσεις της κοινωνίας ούτε από τις
θεραπευτικές μόδες της εκάστοτε εποχής, και ταυτοχρόνως ενσωματώνει τουλάχιστον
μια μερική ερμηνεία των συμπτωμάτων του ασθενούς. Το μειονέκτημα είναι ότι
ψυχοπαθολογικές καταστάσεις των οποίων η βιολογική βλάβη είναι ακόμη άγνωστη
δεν μπορούν, σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, να θεωρηθούν νόσοι. Ένα άλλο
μειονέκτημα είναι ότι δεν είναι πάντοτε σαφές τι είναι αυτό που στοιχειοθετεί μια βλάβη,
πού τελειώνει το φυσιολογικό και πού αρχίζει το παθολογικό. Καθώς όμως γινόταν
φανερό ότι μια μεγάλη ομάδα αλληλεπιδρώντων παραγόντων, εσωτερικών και
εξωτερικών, συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της νόσου, προέκυψε η ανάγκη
χαρακτηρισμού κάποιου παράγοντα ως αιτιολογικού και των υπολοίπων ως
«παραγόντων που συμβάλλουν στην επιδείνωση», πράγμα που ενέχει σοβαρά
στοιχεία αυθαιρεσίας. Κατά τη δεκαετία του ’60 η έννοια της «βλάβης» και της συνοδού
της, της μιας αιτίας, είχε σχεδόν τελείως απαξιωθεί (Kendel 1975). Η προσπάθεια η
ψυχική νόσος να ενταχθεί και να ερμηνευθεί μέσα σε αποκλειστικώς βιολογικά πλαίσια
έχει αποτύχει παταγωδώς, παρά τις προσπάθειες που γίνονται κάθε φορά που
εμφανίζονται καινούργιες επιστημονικές μέθοδοι έρευνας, τεχνικές και βιολογικές
θεραπείες.
Μοντέλα ερμηνείας της υγείας και της νόσου. Τα σύγχρονα επιστημονικά μοντέλα
ερμηνείας της αιτιοπαθογένειας της ψυχικής υγείας και της νόσου είναι δύο, το
βιοϊατρικό και το βιοψυχοκοινωνικό. Με την προοδευτική ωρίμανση της ψυχιατρικής
κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, άρχισαν να κυριαρχούν θεωρίες σωματικές,
κληρονομικές και κοινωνικοπολιτιστικές στο πλαίσιο της προσπάθειας για την
οργάνωση μιας συγκροτημένης αντίληψης περί την αιτιοπαθογένεια, τη θεραπεία και
την ερμηνεία των ψυχιατρικών διαταραχών. Η μεταξύ τους αντιπαλότητα ήταν ισχυρή
και, καθώς ήσαν συναρτημένες με τις τρέχουσες πολιτικοφιλοσοφικές ιδεολογίες, οι
οπαδοί της μιας θεωρίας απέκλειαν τις άλλες, πολλές φορές με φανατισμό. Σήμερα,
367
παραγόντων στη διαμόρφωση της αιτιολογίας και της παθογένεσης σωματικών και
ψυχιατρικών διαταραχών. Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει καλύτερη κατανόηση της
νόσου, σωματικής και ψυχικής, αλλά προϋποθέτει συνολική γνώση του νοσούντος
ανθρώπου, της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει και των περιστάσεων της ζωής
του. Η βιοψυχοκοινωνική ιατρική προσέγγιση αντιπροσωπεύει οπωσδήποτε μια
σημαντική πρόοδο σε σχέση με το βιοϊατρικό μοντέλο –το οποίο ωστόσο χρησιμοποιεί
ως άξονά της–, επειδή υπερέχει όσον αφορά τον χαρακτήρα της φροντίδας προς τον
ασθενή, φροντίδα η οποία είναι πλήρης, ολοκληρωμένη και απαρτιωτική. Όταν η
ιατρική καταφέρει να συσχετίσει τη μελέτη των βιολογικών διαδικασιών της νόσου με τη
γενική σωματική και ψυχολογική κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού και του
περιβάλλοντός του, φυσικού και κοινωνικού, θα πετύχει ανωτέρου επιπέδου πρόληψη
και φροντίδα.
Η έννοια της ψυχικής υγείας ως δυναμικής ισορροπίας μεταξύ ποικίλων
βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων είναι συμβατή όχι μόνο με τη
σύγχρονη αντίληψη της ζωής, αλλά επίσης με πολλά παραδοσιακά μοντέλα της υγείας,
του νοσείν και του θεραπεύειν, μεταξύ των οποίων η ιπποκρατική παράδοση, που είναι
ακόμη πολύ ζωντανή στον ανατολικό ισλαμικό κόσμο με το όνομα γιουνάνι (Ιωνία), και
η κλασική κινεζική ιατρική. Και σε αυτά τα παραδοσιακά μοντέλα η έννοια της
δυναμικής ισορροπίας αναγνωρίζει την ύπαρξη «θεραπευτικών δυνάμεων» εγγενών σε
κάθε ζωντανό οργανισμό, δηλαδή την εγγενή τάση του οργανισμού να αποκαθιστά την
ισορροπία του όταν αυτή διαταράσσεται. Μπορεί να το κάνει αυτό με το να επιστρέφει,
λίγο ή πολύ, στην αρχική προ της νόσου κατάσταση μέσα από διαδικασίες
αυτοδιατήρησης. Παραδείγματα αυτού του φαινομένου είναι οι ελάσσονες νόσοι που
αποτελούν μέρος της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, οι οποίες συνήθως
αυτοϊώνται. Ο οργανισμός μπορεί ακόμη να περνάει διαδικασίες αυτοϋπέρβασης (self-
transcendence) και αυτομεταμόρφωσης (self-transformation), που περιλαμβάνουν
στάδια βιοψυχοκοινωνικών κρίσεων και μεταβάσεων (transitions) και οδηγούν σε
καινούργιες καταστάσεις ισορροπίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ Δ. (2001). Το αντιψυχιατρικό κίνημα και οι εκπρόσωποί του. Τετράδια Ψυχιατρικής 74:45-54.
ΜΑΤΣΑ Κ. (1999). Η κρίση της Ψυχιατρικής. Έχει μέλλον αυτή η επιστήμη; Τετράδια Ψυχιατρικής 66:44-47.
KENDEL RE. (1975). The Concept of Disease and its Implications for Psychiatry. Brit J Psychiat 127:305-
315.
KENDEL RE. (1998). A new intellectual framework for Psychiatry. Am J Psychiatry 155:457-69.
KRÄUPL TAYLOR F. (1971). A logical analysis of the medico-psychological concept of disease. Psycho-
logical Medicine 1:356-364.
LAING RD. (1967). The Politics of Experience and the bird of Paradise. Penguin Books.
MERSKEY H, SHAFRAN B. (1986). Political Hazards in the Diagnosis of “Sluggish Schizophrenia”. Brit J
Psychiatry 148:247-256.
MINAIRE P. (1992). Disease, illness and health: theoretical models of the disablement process. Bull World
Health Organ 70(3):373-379.
POPPER KR, ECCLESS JC. (1977). The Self and its Brain. Springer International. New York.
SACHDEV PS. (2002). Neuropsychiatry – a discipline for the future. J Psychosom Res 53:265-267.
SCADDING JG. (1967). Diagnosis: the clinician and the computer. Lancet, ii, 877-82
SCHEFF TJ. (1963). The role of the mentally ill and the dynamics of mental disorder: a research frame-
work. Sociometry 26:436-453.
SZASZ TS. (1961). The Myth of Mental Illness. Secker and Warburg, London.
SZASZ TS. (1971). The manufacture of madness. London.
Απόπειρες ταξινόμησης των ψυχιατρικών διαταραχών έχουν γίνει από αρκετές και
σημαντικές αφετηρίες. Ο Wernicke (1906) ανέπτυξε ένα σύστημα ταξινόμησης το οποίο
προσπάθησε να στηρίξει σε αρχές εντοπισμού της βλάβης στον εγκέφαλο, αλλά ως
εγχείρημα ήταν πρόωρο (και συνεχίζει να είναι πρόωρο ακόμη και έναν αιώνα
αργότερα). Ο Karl Jaspers (1913) είχε προτείνει μια κατάταξη των ψυχιατρικών
διαταραχών σε τρεις ομάδες. Στην πρώτη κατέταξε εκείνες που προκύπτουν από
βλάβες και αλλοιώσεις στον εγκέφαλο, στη δεύτερη κατέταξε τις ονομαζόμενες
λειτουργικές ψυχώσεις και στην τρίτη τις νευρώσεις και τις διαταραχές της
προσωπικότητας. Η ψυχοπαθολογία του Jaspers, σαφώς φαινομενολογική, έχει
επιδράσει καθοριστικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης περιγραφικής ψυχιατρικής.
Ο Karl Meninger (1963) διατύπωσε την ενδιαφέρουσα –αν και απλουστευτική και
παρακινδυνευμένη– άποψη ότι η ψυχιατρική νόσος είναι μία, και όλες οι ψυχιατρικές
διαταραχές είναι εκδηλώσεις πέντε φάσεων στις οποίες είναι δυνατόν να εκδιπλωθεί.
1. Η πρώτη φάση είναι ο εκνευρισμός, που χαρακτηρίζεται από διαταραχή της
προσαρμοστικότητας και της οργανωτικής δυνατότητας, και από κάποια μείωση
της δυνατότητας να αντιμετωπίζονται δυσκολίες.
2. Η δεύτερη φάση, στην οποία περιλαμβάνονται οι κλασικές νευρωσικές διαταραχές,
χαρακτηρίζεται από ακόμη μεγαλύτερη αποδυνάμωση της οργανωτικής
ικανότητας.
3. Η τρίτη φάση εκδηλώνεται με μορφές επιθετικότητας.
4. Η τέταρτη φάση, που περιλαμβάνει τις κλασικές ψυχώσεις, χαρακτηρίζεται από
μεγάλη αποδιοργάνωση και απομάκρυνση από την πραγματικότητα.
5. Την πέμπτη φάση ο Meninger χαρακτηρίζει ως κακόηθες άγχος και θανατηφόρο
κατάθλιψη.
Σημαντική βάση για την ταξινόμηση των ψυχιατρικών νόσων θα έπρεπε να είναι η
αιτιολογία και η παθογένεια, όπως και στα σωματικά νοσήματα. Η πλειονότητα όμως
των ψυχιατρικών νόσων είναι αγνώστου αιτιολογίας, η δε συζήτηση περί την
παθογένειά τους κινείται σε σφαίρες εικασίας και αυθαιρεσίας. Έτσι η ταξινόμηση των
ψυχιατρικών νόσων (και όχι μόνο αυτή αλλά και η ίδια η χαρτογράφηση της
ψυχιατρικής νοσολογίας) γίνεται στη βάση των συνδρόμων – αν ως σύνδρομο
θεωρηθεί η σχετικά σταθερή συνύπαρξη μιας σειράς συμπτωμάτων ή/και σημείων. Η
σύγχρονη ψυχιατρική ψάχνει για συμπτώματα και σημεία και εξετάζει τη δυνατότητα
συλλογής και ένταξής τους σε σύνδρομα ή νόσους. Ωστόσο, κάθε ονοματολογία και
ταξινόμηση βασισμένη όχι στην αιτιοπαθογένεια αλλά σε «ομαδοποιημένα»
συμπτώματα και σημεία είναι εξαιρετικά αφερέγγυος και ασαφής, και υπάρχουν
372
σοβαρές ενδείξεις ότι ίσως είναι εκ θεμελίων λανθασμένη, και αυτό διότι ο συνδυασμός
συμπτωμάτων σε σύνδρομα απαιτεί διευκρινίσεις ως προς τη σύνθεση, τη φύση, τα
όρια και τη σημασία των συμπτωμάτων, διευκρινίσεις οι οποίες δεν έχουν γίνει, ούτε
μπορούν να γίνουν. Τα σωματικά ευρήματα περιγράφονται μέσα στο πλαίσιο του
σώματος ως συνόλου, αλλά δεν καλύπτουν την έννοια της διάγνωσης. Οι ιατροί δεν
μπορούν να ομιλούν για καρκινοπαθή ή για φυματικό ασθενή και να σταματούν εκεί·
οφείλουν να διευκρινίσουν αν πρόκειται π.χ. για καρκίνο του παγκρέατος ή για
φυματίωση των οστών. Οι ψυχιατρικές περιγραφές όμως μπορούν να μετατρέπονται
σε επιθετικούς προσδιορισμούς με ασθενείς νευρωσικούς, μανιακούς ή ψυχωσικούς
χωρίς να δημιουργείται η αίσθηση μιας διαγνωστικής μειονεξίας.
Οι γενετικές μελέτες, παρά τις πολλά υποσχόμενες εξελίξεις, ελάχιστα σοβαρά και
αξιοποιήσιμα αποτελέσματα έχουν δώσει στο ζήτημα της ταξινόμησης και μέχρι
σήμερα δεν έχουν αξιοποιηθεί στις ταξινομήσεις.
Σοβαρό μειονέκτημα που περιορίζει σημαντικά τις φιλοδοξίες για ένα καθολικά
αποδεκτό παγκόσμιο σύστημα ταξινόμησης είναι οι μεγάλες διαφορές που υπάρχουν
στην εκδήλωση της ψυχοπαθολογίας από κουλτούρα σε κουλτούρα. Σε αυτό
συμβάλλουν διαφορετικές πίστεις για τον εαυτό και την πραγματικότητα και ποικίλοι
τρόποι έκφρασης της έννοιας της ψυχικής εμπειρίας (Simons and Hughes 1985).
Τα σύγχρονα ταξινομικά συστήματα ICD και DSM. Η πορεία προς την κατεύθυνση
μιας κοινώς αποδεκτής ταξινόμησης της ψυχιατρικής νοσολογίας σε παγκόσμιο
επίπεδο έχει επιταχυνθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες και έχουν προταθεί ταξινομικά
συστήματα, όπως π.χ. τα Diagnostic Criteria for use in Psychiatric Research (Feighner
1972) και τα Research Diagnostic Criteria (Spitzer et al 1978). Αλλά το ICD (Interna-
tional Classification of Diseases) της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και το DSM (Di-
agnostic and Statistical Manual) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας έχουν
εδραιωθεί στην παγκόσμια ψυχιατρική συνείδηση ήδη από τη δεκαετία του ’80. Στην
τρίτη αναθεώρηση του DSM, το DSM-ΙΙΙ, καθιερώθηκαν για πρώτη φορά διαγνωστικά
κριτήρια και ένα πολυαξονικό σύστημα για την εγκατάσταση της διάγνωσης. Και τα δύο
ταξινομικά συστήματα αναθεωρούνται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στη βάση
παρατηρήσεων που προκύπτουν από τη συνεργασία δεκάδων επιτροπών στις οποίες
συνεργάζονται εκατοντάδες ψυχίατροι και άλλοι ειδικοί. Βάση της ταξινόμησης και στα
δύο συστήματα είναι η κλινική περιγραφή.
Οι τελευταίες αναθεωρήσεις του ICD, το ICD-10, και του DSM, το DSM-IV, που στην
πραγματικότητα δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές, είναι αναπόφευκτα το αποτέλεσμα
συμβιβαστικών λύσεων, στην πρώτη περίπτωση μεταξύ των εθνικών ψυχιατρικών
αντιπροσωπειών στην Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, και στη δεύτερη περίπτωση
373
Το ICD (International Coding of Diseases) έχει τις ρίζες του σε διεθνείς προσπάθειες
ταξινόμησης των νόσων που ξεκίνησαν στη Γενεύη το 1853. Από το πρώτο διάστημα
ακόμη άρχισε να υποβάλλεται σε περιοδικές αναθεωρήσεις. Το 1948, όταν
δημοσιεύθηκε το ICD-6 (που ήταν και η πρώτη αναθεώρηση που περιελάμβανε
ψυχιατρικές διαταραχές), δημιουργήθηκε η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, που ανέλαβε
και την ευθύνη της περαιτέρω ανασκόπησης και αναθεώρησής του. Σήμερα βρίσκεται
στη δέκατη αναθεώρησή του. Η συνοπτική διατύπωσή του έχει ως ακολούθως:
1. Οργανικά ψυχοσύνδρομα και άνοιες (F00- F09). Περιλαμβάνονται: Άνοια στη νόσο
Alzheimer. Αγγειακή άνοια. Άνοια σε άλλα νοσήματα που ταξινομούνται αλλού. Μη
καθορισμένη άνοια. Οργανικό αμνησικό σύνδρομο που δεν προκαλείται από
αλκοόλ και άλλες ψυχοδραστικές ουσίες. Παραλήρημα που δεν προκαλείται από
αλκοόλ και άλλες ψυχοδραστικές ουσίες. Άλλες ψυχικές διαταραχές που
προκαλούνται από εγκεφαλική βλάβη και δυσλειτουργία και από φυσική νόσηση.
Διαταραχές της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς που οφείλονται σε
εγκεφαλικό νόσημα, εγκεφαλική βλάβη και δυσλειτουργία. Μη καθορισμένες
οργανικές ή συμπτωματικές ψυχικές διαταραχές.
2. Ψυχικές διαταραχές και διαταραχές συμπεριφοράς που οφείλονται στη χρήση
ψυχοδραστικών ουσιών (F10-F19). Περιλαμβάνονται: Ψυχικές διαταραχές και
διαταραχές συμπεριφοράς που οφείλονται στη χρήση αλκοόλ, οπιοειδών,
κανναβινοειδών, κατασταλτικών ή υπνωτικών, κοκαΐνης, άλλων διεγερτικών
συμπεριλαμβανομένης και της καφεΐνης, παραισθησιογόνων, καπνού, πτητικών
διαλυτών, πολλαπλών φαρμάκων και άλλων ψυχοδραστικών ουσιών.
3. Σχιζοφρένεια, σχιζοτυπικές και παραληρηματικές διαταραχές (F20-F29).
Περιλαμβάνονται: Σχιζοφρένεια. Σχιζοτυπικές διαταραχές. Εμμένουσες
παραληρηματικές διαταραχές. Οξείες και παροδικές ψυχωσικές διαταραχές.
Παραληρηματικές διαταραχές. Σχιζοσυναισθηματικές διαταραχές. Άλλες μη
οργανικές ψυχωσικές διαταραχές. Μη καθορισμένη μη-οργανική ψύχωση.
4. Συναισθηματικές διαταραχές (F30-F39). Περιλαμβάνονται: Μανιακό επεισόδιο.
Διπολική συναισθηματική διαταραχή. Καταθλιπτικό επεισόδιο. Υποτροπιάζοντα
καταθλιπτικά επεισόδια. Εμμένουσες συναισθηματικές διαταραχές. Άλλες
εμμένουσες συναισθηματικές διαταραχές. Μη καθορισμένες συναισθηματικές
διαταραχές.
5. Νευρωσικές, σχετιζόμενες με στρες και σωματόμορφες διαταραχές (F40-F48).
Περιλαμβάνονται: Φοβικές αγχώδεις διαταραχές. Άλλες αγχώδεις διαταραχές.
Ψυχαναγκαστική διαταραχή. Αντίδραση στο σοβαρό στρες και διαταραχές
προσαρμοστικότητας. Ψυχοαποσυνδετικές (σωματομετατρεπτικές) διαταραχές.
Σωματόμορφες διαταραχές. Άλλες νευρωσικές διαταραχές.
6. Συμπεριφορικά σύνδρομα που σχετίζονται με φυσιολογικές διαταραχές και
φυσικούς παράγοντες (F50-F59). Περιλαμβάνονται: Διαταραχές λήψης τροφής. Μη
οργανικές διαταραχές του ύπνου. Σεξουαλική δυσλειτουργία που δεν οφείλεται σε
374
Οι ειδικοί που επεξεργάζονται το ICD προτείνονται από τις εθνικές αντιπροσωπείες των
χωρών που συμμετέχουν στην Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, μεταξύ των οποίων
δεκάδες επιστήμονες προερχόμενοι από τις ΗΠΑ, και συνήθως –άλλοτε περισσότερο
και άλλοτε λιγότερο, ανάλογα και με τη χώρα– επιλέγονται με κομματικά κριτήρια από
την πολιτική παράταξη που βρίσκεται στη διακυβέρνηση της χώρας. Η διαπολιτισμική
διάστασή του είναι σημαντική. Παρέχει περισσότερο διαγνωστικές κατευθύνσεις και
εστιάζεται λιγότερο σε αυστηρά διαγνωστικά κριτήρια. Η πολυαξονική κατεύθυνση δεν
είναι ισχυρή.
Οι ειδικοί που επεξεργάζονται το DSM, πολλοί από τους οποίους δεν είναι Αμερικανοί
αλλά από άλλα μέρη του πλανήτη, προτείνονται από την Αμερικανική Ψυχιατρική
Εταιρεία, είναι συνήθως πανεπιστημιακοί υψηλού κύρους και αρκετοί από αυτούς
εκφράζουν εκτός των άλλων και συμφέροντα φαρμακευτικών και ασφαλιστικών
εταιρειών. Η διαπολιτισμική διάστασή του είναι σχετικώς περιορισμένη, αν και δίδει
έμφαση στα προβλήματα του «επιπολιτισμού» (acculturation), αφού οι ΗΠΑ είναι μια
χώρα μεταναστών. Παρέχει περισσότερο διαγνωστικά κριτήρια και επιμένει στην
αυστηρή εφαρμογή τους. Η πολυαξονική κατεύθυνση είναι ισχυρή, αλλά κατά την
εφαρμογή της πολύπλοκη και κουραστική.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Ε. (1978). Το πρόβλημα της ταξινόμησης στην Ψυχιατρική: η ψυχοδυναμική προσέγγιση.
Εγκέφαλος 15:99-104.
ΟΥΛΗΣ Π. (1991). DSM III και επιστημολογική κριτική. Ψυχιατρική 2:56-59.
376
AMERICAN PSYCHIATRIC ASSOCIATION (1987). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders
(DSM III) 3rd edition (revised). Washington.
ANGELOPOULOS NV, ECONOMOU M. (2001). Hierarchical arrangement of psychiatric symptoms in the
context of schizophrenia. European Psychiatry 16(5):267-273.
BLEULER M. (1945). Les Depressions en Medicine Generale. Lausane.
FEIGHNER JP, et al. (1972). Diagnostic criteria for use in psychiatric research. Arch Gen Psychiatry
26(1):57-63.
FOULDS GA, BEDFORD A.(1975). Hierarchy of Classes of personal illness. Psychol. Med. 5,181-192.
FOULDS GA. (1976). The Hierarchical Nature of Mental Illness. Academic Press, London.
JASPERS K. (1913) Algemeine Psychopathologie. Αγγλική μετάφραση: Psychopathologie Generale.
Kastler et Mendause. Alcan, 1933.
KRAEPELIN E. (1899). Psychiatrie. Leipsig, Barth.
MENNINGER KA. (1963). The Vital Balance. Viking Press, New York.
PICHOT PJ. (1984). The French approach to psychiatric. classification. British Journal of Psychiatry, 144,
113-118.
SIMONS RC, HUGHES CC. (1985). The Culture Bound Syndromes. Reidel: Dordrecht.
SPITZER RL, ENDICOTT J, ROBINS E. (1978). Research Diagnostic Criteria for a Selected Group of
Functional Disorders (3d edn.). New York Psychiatric Institute.
SZASZ TS. (1969). Psychiatric classification as strategy of personal constraint. In Ideology and Insanity
(ed. Szasz, T.S.). Garden City:
WERNICKE C. (1906). Fundamentals of psychiatry. Leipzig: Thieme.
WORLD HEALTH ORGANISATION (1948). Manual of the International Statistical Classification of Dis-
eases, Injuries, and Causes of Death. Geneva, W.H.O.
WORLD HEALTH ORGANISATION (1987). Tenth Revision of the International Classification of Diseases
(ICD-10). Geneva, WHO.
Η διάγνωση είναι από τη φύση της μια διατύπωση πιθανολογική. Είναι μια προσωρινή
ερμηνεία των διαθέσιμων στοιχείων και επομένως επεκτείνεται σε ένα φάσμα από το
σχεδόν βέβαιο μέχρι το αμυδρώς πιθανό. Η διαδικασία της διάγνωσης ποτέ δεν έπαψε
να είναι μια πάλη κατά της αβεβαιότητας. Ωστόσο, παρά την προσωρινότητα και
αναστρεψιμότητά της, είναι σαφώς διχοτομικού χαρακτήρα, του τύπου «ναι ή όχι».
Αυτή η «διχοτομικότητα» είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης νόησης, αλλά στη
φύση, που περιλαμβάνει τη φυσιολογία και την παθολογία, δεν υπάρχουν σαφώς
διχοτομικά φαινόμενα (Brugha 2005). Οι περισσότερες διαγνωστικές κατηγορίες είναι,
όπως έγραψαν οι Kendel και Jablensky (2003), «αυθαίρετες εστίες (loci) σε έναν
πολυδιαστασιακό χώρο». Ωστόσο μια μετάβαση από κατηγορίες σε διαστάσεις (cate-
gorical versus dimensional) θα δημιουργούσε μια άκρως πολύπλοκη κατάσταση στην
377
Η σύγχυση μεταξύ νόσων και διαγνώσεων –κάτι που, όπως προαναφέρθηκε, το είχε
ήδη επισημάνει ο Ιπποκράτης για το σύνολο της ιατρικής– είναι ένα διαρκές πρόβλημα
στην ψυχιατρική (Szasz 1991). O αντιψυχίατρος, καθηγητής της ψυχιατρικής, Thomas
Szasz προβάλλει το επιχείρημά του ως εξής: «Πολλοί επιστήμονες και ιατροί όπως και
κοινοί άνθρωποι πιστεύουν ότι αν βρεθεί στους ψυχικώς πάσχοντες μια γενετική
ανωμαλία ή εγκεφαλική βλάβη, αυτό θα είναι απόδειξη ότι η ψυχική νόσος πράγματι
υπάρχει. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Εάν οι ψυχιατρικές ασθένειες είναι
νοσήματα του ΚΝΣ, είναι νόσοι του εγκεφάλου και όχι της ψυχής. Εάν οι ψυχιατρικές
ασθένειες είναι ονόματα κακών συμπεριφορών, τότε είναι συμπεριφορές και όχι νόσοι
και οι ανώμαλες συμπεριφορές δεν είναι αναγκαστικά προϊόντα ανώμαλων
εγκεφάλων». Παραθέτει μια σειρά «συμπεριφορών» που οι ψυχίατροι αναγνωρίζουν
ως ψυχιατρικά νοσήματα, όπως η δυσμορφοφοβία, η πολλαπλή προσωπικότητα, η
εφαψιομανία, η απόσυρση της σεξουαλικής επιθυμίας, οι προκλητές ή
κατασκευασμένες (factitious) διαταραχές κ.λπ. Όλη αυτή η αποδοχή ψυχιατρικών
λέξεων και φράσεων ως ταξινομημένων ιατρικών όρων δημιουργεί σταθερά
προβληματικές καταστάσεις και δείχνει με δραματικό τρόπο την ιδεολογική χρεοκοπία
και την ηθική απομόνωση της ψυχιατρικής, όπως λέει ο Szasz. Οι διαγνώσεις λοιπόν
είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα, ενώ οι νόσοι υπάρχουν ως φυσικά φαινόμενα – και
αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται πάντοτε. Τότε για ποιον λόγο γίνονται οι διαγνώσεις;
Γίνονται, λέει ο Szasz, για πολλούς λόγους, μερικοί από τους οποίους είναι οι
παρακάτω:
Επιστημονικοί (να βρεθούν πληγέντα όργανα ή ιστοί και ίσως να ανιχνευθεί η αιτία
της νόσου).
Επαγγελματικοί (να διευρυνθεί το πεδίο, η ισχύς και το κύρος του προστατευμένου
από το κράτος ιατρικού μονοπωλίου και του εισοδήματος των ιατρών).
Νομικοί (να νομιμοποιηθούν οι εκτός του ποινικού συστήματος κρατικές
παρεμβάσεις).
Πολιτικο-οικονομικοί (να νομιμοποιηθούν μέτρα προαγωγής της υγείας και η
παροχή οικονομικής βοήθειας στην έρευνα και στη θεραπεία, μέσω
προγραμμάτων που κατατάσσονται στα ιατρικά).
Προσωπικοί (να γίνει αντικείμενο προσεταιρισμού η κοινή γνώμη και να
εξασφαλιστεί η υποστήριξη των ΜΜΕ και του νομικού συστήματος για την
αναγνώριση ειδικών πλεονεκτημάτων ή ειδικών καταπονήσεων σε πρόσωπα που
διαγνώσθηκαν ως πάσχοντες από ψυχικά νοσήματα).
Παρά τη σκληρή επίθεση κατά της ψυχιατρικής διάγνωσης που εξαπολύει ο Szasz,
που πάντως δεν είναι τελείως άδικη και ολοκληρωτικά κακόπιστη, οι ανάγκες για
επικοινωνία, θεραπευτική παρέμβαση και διδασκαλία είναι τόσο μεγάλες που
υπερκαλύπτουν κάθε επιφύλαξη.
επίγνωση του νοσηρού της καταστάσεώς τους. Αυτό δεν έχει μόνο αρνητικές
επιπτώσεις στην αξιοπιστία της διαγνώσεως αλλά επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τη
δυνατότητα συμμόρφωσης του ασθενούς στη θεραπευτική αγωγή του και επιπλέον
δυσχεραίνει σημαντικά την δυνατότητα πρόγνωσης της νόσου. Υπάρχουν και άλλοι
παράγοντες, όπως το κίνητρο, θετικό (κέρδος από τη νόσο) ή αρνητικό (δυσμενείς
κοινωνικές ή διαπροσωπικές επιπτώσεις, στίγμα), οι συνειδητές ή ασυνείδητες
αντιστάσεις του ασθενούς για ψυχιατρική εξέταση και η ίδια η ψυχική κατάσταση του
ασθενούς, που διαμορφώνουν τα επίπεδα αξιοπιστίας της διάγνωσης.
Από την πλευρά του εξεταστή υπάρχουν σοβαροί παράγοντες ικανοί να
επηρεάσουν την αξιοπιστία της ψυχιατρικής διαγνώσεως. Ο διαθέσιμος χρόνος, η
εφαρμοζόμενη διαγνωστική στρατηγική, η εκπαίδευση του ιατρού, το ενδιαφέρον του
και η στάση του (ουδετερότητα ή παρεμβατικότητα) είναι σημαντικοί παράγοντες. Η
εκπαίδευση και η επιδεξιότητα των εξεταστών παίζει επίσης σημαντικό ρόλο (Kendel
1971). Ωστόσο είναι αξιοπερίεργο το ότι ψυχίατροι εξίσου ικανοί παρουσιάζουν
σοβαρές αποκλίσεις στις διαγνωστικές διατυπώσεις τους και η μεταξύ τους συμφωνία
στην ψυχιατρική διάγνωση (interrater reliability) έχει βρεθεί ότι κυμαίνεται σε πολύ
χαμηλά επίπεδα. Στην κλασική μελέτη των Kreitman et al (1961) εξετάσθηκαν έξι
ομάδες ψυχιατρικών ασθενών από ζεύγη ψυχιάτρων. Η συμφωνία μεταξύ των
ψυχιάτρων έφθασε στο 65%-80% αναλόγως των περιστατικών, ποσοστό όχι ιδιαίτερα
ενθαρρυντικό. Όταν η διάρκεια της διαγνωστικής συνέντευξης κυμαίνεται μεταξύ 40-60
λεπτών, τότε η συμφωνία μεταξύ των εξεταστών φθάνει στο 70%-80%. Η συμφωνία
μεταξύ των εξεταστών βέβαια εξαρτάται και από το είδος της διαγνωστικής κατηγορίας.
Το μεγαλύτερο ποσοστό διαγνωστικής συμφωνίας υπάρχει στη διανοητική
καθυστέρηση (85%), που εύκολα μπορούν να την επισημάνουν και μη ψυχίατροι, και
ακολουθούν τα οργανικά ψυχοσύνδρομα (75%), η σχιζοφρενική ψύχωση (54%), η
ψυχοπαθητική προσωπικότητα (53%), οι συναισθηματικές διαταραχές (37%), και στο
τέλος βρίσκονται οι νευρώσεις με ένα ποσοστό γύρω στο 35%. Δεν έχει αποσαφηνισθεί
γιατί μεταξύ των εξεταστών υπάρχει καλύτερη συμφωνία στην περίπτωση των
ψυχώσεων παρά στην περίπτωση των νευρώσεων.
Οι δυσκολίες διάκρισης μεταξύ παθολογικού και φυσιολογικού από τους
ψυχιάτρους αναδείχθηκαν μερικές φορές κατά τρόπο ιλαροτραγικό. Το 1973 μια ομάδα
οκτώ φυσιολογικών ατόμων, μεταξύ των οποίων και ένας καθηγητής της ψυχιατρικής,
κατόρθωσαν να εξαπατήσουν τους ψυχιάτρους αντίστοιχου αριθμού αμερικανικών
ψυχιατρικών ιδρυμάτων, να εισαχθούν με τη διάγνωση της σχιζοφρένειας και να
υποβληθούν σε θεραπεία παρά το ότι οι συνασθενείς τους τούς είχαν αναγνωρίσει ως
φυσιολογικούς (Rosenhan 1973). Πολύ αργότερα μια αμερικανίδα ψυχολόγος (Slater
2005) παρουσιάσθηκε στα επείγοντα εννέα διαφορετικών ψυχιατρικών κλινικών και
παραπονέθηκε ότι έχει μια ακουστική ψευδαίσθηση, ότι ακούει «έναν γδούπο». Σχεδόν
σε όλες τις περιπτώσεις έλαβε μαζί με τη διάγνωση της μείζονος ψυχωσικής
μελαγχολίας και μια σειρά αντικαταθλιπτικών συνδυασμένων με αντιψυχωτικά
φάρμακα. Πολλοί δέχονται ότι οι διαγνώσεις διαμορφώνονται αυθαιρέτως, όχι από τα
σημεία και συμπτώματα των ασθενών αλλά από το πλαίσιο στο οποίο εργάζεται ο
ιατρός (θεωρητικό και επαγγελματικό) και σε πολλές περιπτώσεις κυριαρχούνται από
αυτό που ονομάσθηκε «συνταγογραφικός ζήλος».
Η διαμόρφωση μιας διαγνωστικής κατηγορίας που αναπτύσσεται για μια
συγκεκριμένη πολιτισμική ομάδα και η οποία κατόπιν εφαρμόζεται σε μέλη μιας άλλης
κουλτούρας, για τα οποία όμως δεν διαθέτει ούτε την απαιτούμενη συνοχή ούτε
τεκμηριωμένη εγκυρότητα, είναι σοβαρός παράγων αναξιοπιστίας. Το φαινόμενο αυτό
είναι πολύ διαδεδομένο κυρίως μετά τη σχεδόν απόλυτη επικράτηση του αμερικανικού
DSM. Για παράδειγμα η νευρωσική κατάθλιψη ή η δυσθυμική διαταραχή του DSM-IV
ίσως έχει μια συνεκτικότητα ως διάγνωση στη μεταβιομηχανική κοινωνία της αφθονίας,
αλλά στο υπόλοιπο του πλανήτη, και σε σημαντικά τμήματα των ιδίων των
μεταβιομηχανικών κοινωνιών, αντιπροσωπεύει μια ιατρικοποίηση των κοινωνικών
προβλημάτων όπου βαρύτατοι οικονομικοί, πολιτικοί και υγειονομικοί περιορισμοί
δημιουργούν ενδημικά αισθήματα αβοηθησίας και απελπισίας, όπου η κατάπτωση του
379
και σωματικών νόσων όπως και μεταξύ ψυχιατρικών νόσων και διαταραχών της
προσωπικότητας είναι πεδία μελέτης με τεράστιο κλινικοδιαγνωστικό εύρος. Η
συχνότητα της συννοσηρότητας στον γενικό ψυχιατρικό πληθυσμό φθάνει μέχρι και το
30% και ίσως περισσότερο. Η προγνωστική και θεραπευτική σημασία της αναγνώρισης
της συννοσηρότητας είναι προφανής.
Κάθε διαγνωστική ψυχιατρική συνέντευξη είναι μια λεπτή διαδικασία. Αν δεν διεξαχθεί
όπως πρέπει, είναι δυνατόν ο ασθενής να την ακυρώσει είτε διακόπτοντάς την είτε
δίδοντας ανεπαρκείς ή στρεβλές απαντήσεις. Ο χώρος όπου θα διεξαχθεί, η διάρκειά
της, η στάση του ιατρού προς τον ασθενή και η επιδεξιότητά του να αντλεί
πληροφορίες χωρίς να αναστατώνει ή να προσβάλλει τον ασθενή είναι θεμελιώδεις
παράγοντες που θα καθορίσουν την ποιότητα της ψυχιατρικής συνέντευξης. O χώρος
στον οποίο θα διεξαχθεί η διαγνωστική συνεδρία πρέπει να είναι ήσυχος και άνετος
ώστε να εξασφαλίζεται το απρόσκοπτο της διαδικασίας. Ωστόσο ο ιατρός πρέπει να
είναι προετοιμασμένος και για αντίξοες διαγνωστικές συνθήκες (π.χ. τμήμα επειγόντων
περιστατικών ή κλίνη του ασθενούς στο γενικό νοσοκομείο). Η διάρκεια της
διαγνωστικής συνέντευξης ποτέ δεν είναι μικρότερη από 40-60 λεπτά όταν ο ασθενής
είναι πρόσφορος. Ορισμένοι ασθενείς δεν προσφέρονται για τόσο παρατεταμένη
συνέντευξη είτε λόγω της κλινικής τους καταστάσεως (π.χ. διέγερση) είτε διότι δεν το
επιθυμούν. Ωστόσο διαγνωστική συνέντευξη συντομότερη των 20 λεπτών είναι πολύ
πιθανόν να οδηγήσει σε εσφαλμένη διάγνωση.
Η στάση του ιατρού απέναντι στον ασθενή πρέπει να διακρίνεται από ευγένεια,
λεπτότητα και διάθεση να προσφέρει βοήθεια, αλλά ταυτόχρονα να είναι
συγκρατημένη, με αποφυγή της οικειότητας. Ο ιατρός πρέπει να δείχνει στον ασθενή
ότι έχει ενδιαφέρον γι' αυτόν και ότι διαθέτει αρκετό χρόνο να τον ακούσει· ότι είναι
ευαίσθητος στις συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο
ασθενής και επιπλέον ότι είναι σε θέση να συζητήσει λεπτά θέματα χωρίς να προκαλεί
ενόχληση ή ανταγωνιστικότητα. Απευθύνεται στον εξεταζόμενο στον πληθυντικό και
συνδιαλέγεται μαζί του κατά τρόπο κατανοητό. Ιδιωματική γλώσσα συνοδευόμενη από
διανοουμενισμούς και επιστημονική ορολογία πρέπει να αποφεύγεται. Δεν μιλάει ο
ασθενής τη γλώσσα του ιατρού αλλά ο ιατρός τη γλώσσα του ασθενούς. Η επιλογή
μεταξύ ελεύθερης ή οργανωμένης συνέντευξης είναι στην κρίση του ιατρού και
καθορίζεται από τις περιστάσεις. Στην ελεύθερη συνέντευξη είναι προτιμότερο να
περιγράφουν οι ασθενείς το πρόβλημά τους όπως νομίζουν. Ο ιατρός αφήνει τον
381
ασθενή να ομιλεί χωρίς να κάνει διακοπές ή ερωτήσεις, αλλά κατά την πρόοδο της
συνεδρίας μεθοδεύει σταδιακά τη συνέντευξη, κυρίως στις περιπτώσεις που ο ασθενής
δεν μπορεί να τακτοποιήσει τις πληροφορίες που δίδει. Ο εξεταστής πρέπει να επιλέξει
τις στιγμές που θα κάνει καθοδηγητικές ερωτήσεις. Πρέπει σε κάθε περίπτωση να
αποφεύγεται ο ανακριτικός τόνος, αλλά η καθοδήγηση του ασθενούς σε
λεπτομερέστερες αφηγήσεις μπορεί να είναι αναγκαία. Οι οργανωμένες ή δομημένες
συνεντεύξεις (constructed interviews) είναι προετοιμασμένες, τυποποιημένες και
δοκιμασμένες. Συνήθως περιλαμβάνουν όλο το φάσμα της ψυχοπαθολογίας, αλλά
είναι κουραστικές, ψυχρές και άψυχες. Είναι πολύ χρήσιμες όχι τόσο στην κλινική
πράξη όσο στην έρευνα.
Επιπλέον εξετάσεις πέραν της συνεντεύξεως είναι πολλές φορές χρήσιμες για τη
συγκέντρωση επιπρόσθετων πληροφοριών που θα συναξιολογηθούν προς την
κατεύθυνση μιας ασφαλέστερης διάγνωσης.
Κλινικοεργαστηριακές εξετάσεις. Οι βασικότερες από αυτές είναι το
ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, η αξονική τομογραφία, η μαγνητική τομογραφία, η
εξέταση ψυχοτρόπων φαρμάκων στο αίμα, η δοκιμασία κατασπάσεως
δεξαμεθαζόνης (dexamethazone suppression test DST), ο έλεγχος ύπνου, η
ποζιτρονική τομογραφία. Ορισμένες από αυτές εκτελούνται στις ψυχιατρικές
κλινικές, κατά την εισαγωγή του ασθενούς ως εξετάσεις ρουτίνας, όπως το ΗΕΓ και
η αξονική τομογραφία. Άλλες, όπως το DST, δεν έχουν κλινική σημασία αλλά
χρησιμοποιούνται στην έρευνα.
Ψυχομετρικές δοκιμασίες. Για την εξέταση συγκεκριμένων ψυχιατρικών
διαταραχών χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη κλίμακες και ερωτηματολόγια,
όπως η BPRS (Brief Psychiatric Rating Scale), οι κλίμακες Hamilton για το άγχος
και την κατάθλιψη, το Mini Mental State Examination κ.λπ. Η συμβολή τους στη
διαμόρφωση διαγνωστικής εντύπωσης μπορεί να είναι σημαντική, όπως και η αξία
τους στην παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς. Σχεδόν όλες οι πολύ
σημαντικές ψυχομετρικές δοκιμασίες έχουν μεταφρασθεί στην ελληνική και οι
περισσότερες από αυτές είναι σταθμισμένες για τον ελληνικό πληθυσμό.
Ψυχολογικές δοκιμασίες. Δοκιμασίες νοημοσύνης, δοκιμασίες προσωπικότητας,
νευροψυχολογικές δοκιμασίες χρησιμοποιούνται σχεδόν σε επίπεδο ρουτίνας στις
καλές ψυχιατρικές κλινικές.
382
Ατομικό ιστορικό. Γέννηση, ανάπτυξη, ασθένειες κατά την παιδική ηλικία, σχολείο και
σπουδές, επαγγέλματα, στρατιωτική θητεία, σεξουαλικότητα, γάμος, παιδιά. Ιδιαίτερη
προσοχή δίδει ο εξεταστής στη διευκρίνιση των δυσκολιών και των προβλημάτων που
αντιμετώπισε ο εξεταζόμενος σε αυτές τις φάσεις της ζωής του. Ημερομηνία και τόπος
γέννησης. Κατάσταση της μητέρας στη διάρκεια της κύησης, τοκετός, θηλασμός ή
τεχνητή γαλουχία. Χρόνος απογαλακτισμού. Δυσκολίες διατροφής. Πρώιμη ανάπτυξη.
Ευαίσθητο ή υγιές βρέφος. Πρόωρο ή παρατασικό. Χρόνος οδοντοφυΐας, ομιλίας,
βάδισης, αγωγής των σφιγκτήρων. Δυσκολίες στη μάθηση των συνηθειών. Νευρωσικά
συμπτώματα πρώτης ηλικίας. Νυχτερινοί εφιάλτες, υπνοβασία, εκρήξεις οργής,
παραφορά, ενούρηση, δακτυλολειχία, ονυχοφαγία, δυσκολίες στο φαγητό, τραυλισμός,
ιδιοτροπίες, φοβίες. Κατάσταση υγείας κατά την παιδική ηλικία. Λοιμώξεις (ιδιαίτερα αν
συνοδεύονταν από υψηλό πυρετό και ψυχικά συμπτώματα), χορεία, βρεφικοί σπασμοί.
Παιχνίδι. Αυθόρμητα παιχνίδια στην παιδική ηλικία. Φανταστικά παιχνίδια. Οργάνωση
αγώνων κυρίως στην εφηβεία. Σχολείο. Ηλικία αρχής και τέλους. Σχολική επίδοση.
Ιδιαίτερες ικανότητες ή δυσχέρειες. Χόμπυ και ενδιαφέροντα. Σχέσεις με τους
383
μια στάση ή υπακούει σε εντολές ή δείχνει ότι δεν καταλαβαίνει; Διατροφή, ύπνος,
καθαριότητα, αγωγή των σφιγκτήρων. Τρόπος που περνά την ημέρα του.
Ομιλία: Μιλάει δυνατά ή σιγά; Λέει πολλά ή λίγα, μιλά αυθόρμητα ή μόνο απαντά σε
ερωτήσεις; Μιλάει αργά ή γρήγορα, διστακτικά ή πρόθυμα, ειδικά ή γενικά, κατανοητά
ή δυσνόητα, με παρεμβάσεις, με διακοπές, παρουσιάζει ξαφνικές σιωπές, αλλαγή
θέματος, χρησιμοποιεί παράξενες λέξεις ή σύνταξη, ομοιοκαταληξία, λογοπαίγνια;
Διάθεση: Χαρά ή λύπη, ευερεθιστότητα, καχυποψία, οργή, φόβος που δεν
ανταποκρίνεται στις περιστάσεις, ανησυχία, ταραχή, αμηχανία.
Παραληρητικές ιδέες και παρερμηνείες: Χρειάζεται η ανίχνευση και καταγραφή των
παραληρητικών ιδεών να είναι ιδιαιτέρως προσεκτική. Ποια είναι η στάση του
ασθενούς απέναντι στους ανθρώπους και στα πράγματα του περιβάλλοντός του.
Παρεξηγεί το τι συμβαίνει; Δίνει ιδιαίτερη ή λανθασμένη ερμηνεία, ή αμφιβάλλει γι’
αυτό; Σκέφτεται ότι κάποιος τον προσέχει ιδιαίτερα, του συμπεριφέρεται με έναν
ιδιαίτερο τρόπο, τον διώκει ή επιδρά πάνω του σωματικά ή πνευματικά με κοινούς ή
επιστημονικούς ή παραφυσικούς τρόπους; Τον περιγελούν; Τον θαυμάζουν; Τον
αποφεύγουν; Προσπαθούν να τον σκοτώσουν; Να τον βλάψουν; Να τον ενοχλήσουν;
Υποτιμά τον εαυτό του, το ηθικό του περιεχόμενο, την υγεία του; Έχει μεγαλειώδεις
δοξασίες; Το υλικό που αφορά τις παραληρητικές ιδέες είναι δυνατόν να περιπλέκεται
ή να αποκρύπτεται από τον ασθενή και χρειάζεται ιδιαίτερη δεξιοτεχνία για την
ανίχνευσή του.
Ψευδαισθήσεις ή άλλα συμπτώματα από την αντίληψη: Ακουστικές, οπτικές,
οσφρητικές, γευστικές, απτικές. Η πηγή, η ένταση, η βεβαιότητα για το πόσο
πραγματικές είναι, το περιεχόμενο, ο χρόνος εμφάνισης, η κατάσταση του ασθενούς
όταν του συμβαίνουν (τη νύχτα, όταν κοιμάται, όταν είναι μόνος).
Ιδεοψυχαναγκαστικά συμπτώματα: Έμμονες ιδέες, ορμές, επαναλαμβανόμενες πράξεις
και τελετουργίες. Ο βαθμός δυσφορίας που προκαλούν στον ασθενή.
Προσανατολισμός: Ελέγχεται και καταγράφεται ο προσανατολισμός του ασθενούς στον
χώρο, στον χρόνο και στα πρόσωπα.
Μνήμη: Μπορεί να ελεγχθεί συγκρίνοντας την έκθεση της ζωής του όπως τη δίνει αυτός
και οι άλλοι ή εξετάζοντας τα λάθη και τις ανακρίβειες στις επαναλήψεις. Εξετάζεται η
ανάκληση πρόσφατων γεγονότων. Όπου υπάρχει εκλεκτική ελάττωση της μνήμης για
ιδιαίτερες τυχαίες περιόδους, για πρόσφατα ή απομακρυσμένα συμβάντα, θα πρέπει
να καταγραφούν με λεπτομέρειες τόσο η στάση του ασθενή απέναντι στη λησμοσύνη
του όσο και τα πράγματα που ξεχνά. Δοκιμασίες μνήμης, προσοχής, συγκέντρωσης,
προσανατολισμού, αριθμησίας, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν.
Προσοχή και συγκέντρωση: Η προσοχή του διεγείρεται και διατηρείται εύκολα;
Συγκεντρώνεται; Αποσπάται εύκολα; Να ζητηθεί από τον ασθενή να πει τις μέρες της
βδομάδας, τους μήνες του έτους κατ’ αντίστροφη σειρά ή να κάνει απλές αριθμητικές
πράξεις (αφαίρεση του 7 από το 100, του 7 από το υπόλοιπο κ.λπ.).
Βαθμός εναισθησίας: Ποια είναι η στάση του ασθενή απέναντι στην παρούσα του
κατάσταση. Τη θεωρεί ασθένεια ψυχική που χρειάζεται θεραπεία; Πώς αντιμετωπίζει
προηγούμενες λεπτομέρειες, εμπειρίες, ψυχικές νόσους κ.λπ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BURKE et al (1990). Extracting information for diagnostic interviews on co-occurrence of symptoms of
anxiety and depression. In: Comorbidity of Mood and Anxiety and Disorders. Eds JD Maser and CR Clon-
inger. Washington DC:APP
BRUGHA T (2005). The end of the beginning: a requiem for the categorization of mental disorder? Psy-
chological Medicine 32:1149-1154.
COOKE MA, PETERS ER, KUIPERS E, KUMARI V. (2005). Disease, deficit or denial? Models of poor
insight in psychosis. Acta Psychiatr Scand. 112(1):4-17.
KENDEL RE, JABLENSKY A. (2003). Distinguishing between validity and utility of psychiatric diagnoses.
Am J Psychiatry 160:4-12.
KENDEL RE. (1971). Psychiatric Diagnoses: A study of how they are made. Brit. J Psychiatry 122:437-
445.
KREITMAN N, et al. (1961). The reliability of psychiatric assessment: an analysis. J Ment Sci 107:887-
908.
385
MARKOVA IS, BERRIOS GE. (1992). The meaning of insight in clinical psychiatry. Br J Psychiatry 160:
850-60.
PASAMANIC B, DINITZ S, LEFTON M. (1959). Psychiatric orientation and its relation to diagnosis and
treatment to a mental hospital. Am J Psychiatry 116:127-132.
ROSENHAN DL. (1973). On being sane in insane places. Science. 179(70):250-8.
SLATER L. (2005). Blue Beyond Blue: Extraordinary Tales for Ordinary Dilemmas, W.W. Norton & Com-
pany.
SPITZER RL, FLEISS JL. (1975). A re-analysis of the reliability of psychiatric diagnosis. Br J Psychiatry,
125:341-347.
SZASZ TS. (1991). Diagnoses are not Diseases. Lancet 338:1574-1575.
WHO (1973). The International Pilot Study of Schizophrenia. Geneva.
WITTCHEN HU. (1996). Critical issues in the evaluation of comorbidity of psychiatric patients. Brit J Psy-
chiatry 168:9-16.
κατανομή τους στον γενικό πληθυσμό είναι σποραδική και η φύση τους παροδική, σε
αντίθεση με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των οποίων η φύση είναι μόνιμη
και η κατανομή γενική. Τόσο οι κλινικοί όσο και οι ερευνητές εργάζονται κυρίως στο
επίπεδο των συνδρόμων και πολύ λιγότερο στο επίπεδο των συμπτωμάτων. Ωστόσο,
δεδομένου ότι η αξιοπιστία μιας σειράς συνδρόμων είναι αμφισβητήσιμη, η αναζήτηση
συμπτωμάτων και σημείων έχει αρκετά πλεονεκτήματα (Costello 1992), αφού έτσι
αμβλύνεται η διαστασιακή/κατηγορική αντιπαράθεση μεταξύ των συνδρόμων·
επιπλέον, καθώς τα συμπτώματα είναι πιο «καθαροί» φαινότυποι, η χρήση τους στις
γενετικές μελέτες είναι από ερευνητική άποψη προσφορότερη.
Σημείο είναι μία αλλαγή στη σωματική ή ψυχική λειτουργία που δεν αναφέρεται
αναγκαστικά από τον ασθενή ως δυσφοριογόνο ενόχλημα αλλά την οποία ο έμπειρος
παρατηρητής αναγνωρίζει ως παθολογικό δείκτη. Και το σημείο, όπως το σύμπτωμα,
εμποδίζει τις διαδικασίες προσαρμογής και διαταράσσει τη φυσιολογική συνέχεια της
συμπεριφοράς. Η χρήση του μοιάζει με εκείνη της υπόλοιπης ιατρικής, όπου το
σύμπτωμα που παρουσιάζεται ως ενόχλημα από τον ασθενή αντιπαραβάλλεται με το
σημείο το οποίο επισημαίνεται από τον ιατρό. Ο διαγνωστικός κίνδυνος βρίσκεται στο
ότι ενώ το σημείο είναι χρήσιμο για να κατανοηθεί μια παθολογική συμπεριφορά, στο
τέλος ενδέχεται να καταλήγει να δηλώνει αυτή τη συμπεριφορά. Ακόμη περισσότερο, η
γλώσσα των σημείων μπορεί να χρησιμοποιείται για να στιγματισθεί αυτό που είναι
απαράδεκτο και έτσι το ηθικώς καταδικαστέο, οτιδήποτε κακό, η κοινωνική
παρεκτροπή, ενδέχεται να γίνει ψυχιατρικό σημείο. Στη σύγχρονη κοινωνία που
προβάλλει τις αξίες της αποτελεσματικότητας, της τυποποίησης, της συμμόρφωσης
στο ωράριο και της εργασιακής πειθαρχίας, η ψυχιατρική σκέψη παγιδεύτηκε και
διαμόρφωσε ανάλογα διαγνωστικά κριτήρια. Πολλές συμπεριφορές κατατάχθηκαν ως
«ανώριμες», «ανεπαρκείς» ή «ανεύθυνες», ενώ σχεδόν αποκλείσθηκαν από το
φυσιολογικό και ψυχιατρικοποιήθηκαν οι εκδηλώσεις των αυθόρμητων υπερβολών, ο
αντικομφορμισμός, η ριζοσπαστικότητα, τα καπρίτσια, οι αυθαιρεσίες, οι πόζες, το
εκκεντρικό στυλιζάρισμα και γενικά κάθε εκκεντρική εκδήλωση. Ακόμη και υπερβολές
στην εκδήλωση αγάπης ή δύναμης έφθασαν να θεωρηθούν ψυχοπαθολογικές.
Επομένως χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κατά την διαγνωστική διαδικασία ώστε η
σημειολογία που ανιχνεύεται να έχει πράγματι χαρακτήρα ψυχοπαθολογικό.
Σύνδρομο. Η ιδέα της νόσου ως συνδρόμου έχει την απαρχή της τον 17ο αιώνα στον
Sydenham, αν και σε σπερματική κατάσταση τη συναντά κανείς στο ιπποκρατικό έργο.
387
Σύνδρομο είναι ένα άθροισμα ή μια ομάδα συμπτωμάτων και σημείων τα οποία
συμβαίνει να συνυπάρχουν συχνά, και είναι σαφώς διακριτό από άλλα τέτοια
αθροίσματα συμπτωμάτων και σημείων, όπως επίσης έχει χαρακτηριστική πρόγνωση.
Τα σύνδρομα πρέπει να ικανοποιούν τις προϋποθέσεις για αξιοπιστία και εγκυρότητα.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διακρίνονται μεταξύ τους με σαφήνεια και οι μεταξύ τους
σχέσεις να είναι σαφώς καταγεγραμμένες. Το κατά πόσον τα σύνδρομα πρέπει να
θεωρούνται εκδηλώσεις μιας συγκεκριμένης νοσολογικής οντότητας ή μιας
παθογένειας κοινής σε διαφορετικές αιτιολογίες είναι ζήτημα που πρέπει να
διευκρινισθεί και από παράπλευρες έρευνες (γενετική, πορεία νόσου, βιολογικοί
σηματοδότες, επιδράσεις του περιβάλλοντος κ.λπ.). Όταν υπάρχει συνδυασμός
συνδρόμων, αυτά πρέπει να διαγιγνώσκονται ξεχωριστά και ακόμη να διερευνάται αν η
μεταξύ τους αλληλοκάλυψη αντανακλά κάποια ιεραρχική ή κάποια παράλληλη σχέση.
Για πολλά παραδοσιακά ψυχιατρικά σύνδρομα δεν έχει ακόμη εγκατασταθεί η δομική
τους εγκυρότητα (construct validity). Πολύ λίγα σύνδρομα παρέχουν τη δυνατότητα
πρόβλεψης όσον αφορά τη φροντίδα και τη θεραπεία. Κανένα σύνδρομο δεν έχει
αποκτήσει εγκυρότητα με βάση την αιτιοπαθογένειά του. Στην ιστορία των ψυχιατρικών
ταξινομήσεων πολλά σύνδρομα ήρθαν και παρήλθαν, λίγα σύνδρομα έμειναν
απαράλλακτα.
Καταστάσεις. Παρά το ότι είναι φαινόμενα συνθετότερα των σημείων και των
συμπτωμάτων, δεν είναι ολοκληρωμένα σύνδρομα και γι’ αυτό δεν δύνανται να
ταξινομηθούν στην ψυχιατρική νοσολογία, ούτε όμως είναι απλώς συμπτώματα ή
σημεία. Μερικές φορές η υποκειμενική ή αντικειμενική απόκλιση από το φυσιολογικό
διακρίνεται ως «σημειο-συμπτωματολογικός» συνδυασμός, απλός (1 σύμπτωμα + 1
σημείο) ή σύνθετος με περισσότερα συμπτώματα και σημεία. Ο όρος «κατάσταση»
(state) ήταν πολύ διαδεδομένος στην ψυχιατρική βιβλιογραφία κατά τις δεκαετίες ’70
και ’80.
Σημεία, συμπτώματα και καταστάσεις από την αντίληψη (για τη φυσιολογία της
αντίληψης βλ. σχετικό κεφάλαιο). Δεν είναι όλες οι διαταραχές της αντίληψης
παθολογικές και μόνο ένα μέρος αυτών έχει ψυχιατρικό ενδιαφέρον. Επειδή όμως κάθε
διαταραχή της αντίληψης έχει ως αποτέλεσμα δυνητικά μία διαστρέβλωση των
δεδομένων της πραγματικότητας με συνεπαγόμενες μεγάλες ή μικρές διαταραχές στο
επίπεδο της ερμηνείας της πραγματικότητας, της λήψης αποφάσεων και της
συμπεριφοράς, γι’ αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν συνδυάζονται και με άλλες
ψυχιατρικές διαταραχές ή εκδηλώνονται μέσα στο πλαίσιο της κλινικής τους εικόνας
(π.χ. ψυχώσεις), ορισμένες διαταραχές της αντίληψης αποκτούν έντονα
ψυχοπαθολογικό χαρακτήρα.
Μετεικάσματα (φωσφένια). Είναι οπτικές αντιλήψεις που εμφανίζονται μετά την
απομάκρυνση οπτικών ερεθισμάτων. Τα φαινόμενα αυτά ταξινομούνται στην
ευρύτερη κατηγορία των μεταισθημάτων και εκδηλώνονται κυρίως ως χρωματικά
συμπληρώματα του οπτικού ερεθίσματος που απομακρύνθηκε. Π.χ. μετά τα λαμπρά
κόκκινα-πορτοκαλιά χρώματα του ηλίου, εμφανίζονται χρώματα πράσινα-κίτρινα. Δεν
έχουν κλινική σημασία στην ψυχιατρική.
Διαταραχές αντιλήψεως χρωμάτων. Δεν έχουν κλινική σημασία στην ψυχιατρική.
Είναι διαφορετικές μεταξύ των δύο φύλων. Γενικώς στη διαταραγμένη αντίληψη των
χρωμάτων υπερέχουν οι άνδρες. Φαίνεται ότι θα πρέπει να έχουν σχέση με τη
φυλοσύνδετη κληρονομικότητα και ειδικά με το χρωμόσωμα Χ. Αχρωματοψία.
Διακρίνεται σε ολική, όταν το άτομο δεν μπορεί να διακρίνει κανένα από τα χρώματα
του ηλιακού φάσματος, και μερική, όταν μπορεί να αντιληφθεί ορισμένα χρώματα. Οι
389
ιδέες (Slade 1976, Asaad and Shapiro 1986). Μία γενική κατάταξη των
ψευδαισθήσεων περιλαμβάνει τις φυσιολογικές και τις παθολογικές ή γνήσιες
ψευδαισθήσεις.
Ψευδαισθήσεις που δεν αξιολογούνται ως παθολογικές. Εμφανίζονται στην
υπναγωγική και υπνοπομπική φάση, σε καταστάσεις υψηλού κινδύνου για τη ζωή,
ισχυρής ψυχοκαταπόνησης, μερικής ή ολικής αισθητηριακής αποστέρησης, σε
ακραίες καταστάσεις βιολογικής στέρησης (πείνα, δίψα, κόπωση) και
συναισθηματικής αναστάτωσης (πένθος). Είναι επίσης δυνατόν να προκληθούν κατά
τη χρήση ψευδαισθησιογόνων ουσιών (μεσκαλίνη, LSD κ.λπ.). Καταχρηστικά
θεωρούνται μη παθολογικές και οι ψευδαισθήσεις που εκδηλώνονται σε άτομα που
συμμετέχουν σε ορισμένες θρησκευτικές τελετουργίες οπου η αφετηρία τους είναι
ψυχοαποσυνδετική. Επίσης στην ύπνωση ή σε άλλες παραφυσικές (paranormal)
καταστάσεις παρατηρούνται ψευδαισθήσιακά βιώματα.
Γνήσιες ή παθολογικές ψευδαισθήσεις. Οι παθολογικές ψευδαισθήσεις έχουν έναν
σχετικώς σταθερά επαναλαμβανόμενο τύπο, συνοδεύονται και από άλλα ψυχιατρικά
συμπτώματα, και εμφανίζονται επανειλημμένως κατά τη διάρκεια της νόσου. Ο
ασθενής κατέχεται από πλήρη βεβαιότητα περί της υπάρξεως των όσων ψευδώς
αντιλαμβάνεται. Μπορεί να είναι οπτικές, ακουστικές, κοιναισθητικές, απτικές,
γευστικές και οσφρητικές. Πιθανόν το είδος τους να σχετίζεται και με την κλινική
οντότητα στην οποία συμβαίνει. Για παράδειγμα, στη σχιζοφρένεια οι οπτικές
ψευδαισθήσεις είναι σπανιότερες, ενώ οι ακουστικές πολύ συχνές. Είναι δυνατόν να
εμφανισθούν σε διαταραχές του ΚΝΣ (όγκοι, λοιμώξεις, μεταβολικές διαταραχές,
εκφυλιστικές διεργασίες, φάρμακα ή τοξικές ουσίες), όπως και σε διαταραχές της
οράσεως και της ακοής.
Οι οπτικές ψευδαισθήσεις εμφανίζονται ως ολοκληρωμένες εικόνες ή οράματα.
Παρατηρούνται κυρίως στα οξέα οργανικά ψυχοσύνδρομα, αλλά δεν είναι σπάνιες
και στις λειτουργικές ψυχώσεις. Στους σχιζοφρενείς παρατηρούνται σε ένα ποσοστό
γύρω στο 25%-30% (Small et al 1966). Πολύ χαρακτηριστικές είναι οι ψευδαισθήσεις
μικρών, και συνήθως παράξενων, ζώων στο τρομώδες ντελίριο (delirium tremens)
των αλκοολικών. Ορισμένα ψυχεδελικά φάρμακα προκαλούν ζωηρόχρωμες οπτικές
ψευδαισθήσεις κατά την ακρόαση απλών ή σύνθετων (μουσικών) ήχων. Η
προπρανολόλη, η βενζοτροπίνη, η τριοξυφαινυδίλη, η ατροπίνη και η διγοξίνη είναι
δυνατόν να προκαλέσουν οπτικές ψευδαισθήσεις. Στην περίπτωση της ατροπίνης
εμφανίζονται χαρακτηριστικές λιλιπούτειες ψευδαισθήσεις ανθρώπων ή ζώων, ενώ
στην διγοξίνη οι ψευδαισθήσεις είναι δυνατόν να εμφανισθούν χωρίς άλλες
παρενέργειες.
Οι ακουστικές ψευδαισθήσεις εμφανίζονται σε ένα ευρύ φάσμα λειτουργικών
ψυχωσικών καταστάσεων και οργανικών ψυχοσυνδρόμων. Ενδέχεται ως εκ του
περιεχομένου τους ή όταν είναι διατακτικές να οδηγήσουν τον ασθενή σε επικίνδυνη
συμπεριφορά. Χαρακτηριστικές, σχεδόν παθογνωμονικές, είναι οι ακουστικές
ψευδαισθήσεις στη σχιζοφρένεια, όπου ο ασθενής ακούει δυσμενείς κρίσεις για τον
εαυτό του εκφερόμενες σε τρίτο πρόσωπο. Σε ψυχωτικούς ασθενείς που έχουν
φθάσει σε ανώτερα αναπτυξιακά και νοηματικά επίπεδα παρατηρούνται λιγότερο
συχνά ακουστικές ψευδαισθήσεις, αλλά αυτοί οι ασθενείς εκφράζουν συχνότερα
παραληρητικές ιδέες. Σε μελέτες με ποζιτρονική τομογραφία (PET), η βαρύτητα των
ακουστικών ψευδαισθήσεων συσχετίσθηκε με συρρίκνωση της άνω κροταφικής
έλικος, γνωστής συνειρμικής περιοχής. Βρέθηκε επίσης ότι και το ραβδωτό σώμα
παίζει σημαντικό ρόλο στις ακουστικές ψευδαισθήσεις.
Οσφρητικές και γευστικές ψευδαισθήσεις συνήθως συνυπάρχουν, αν και οι πρώτες
φαίνεται ότι είναι συχνότερες. Χαρακτηρίζονται από παράξενες, ιδιάζουσες ή
δυσάρεστες οσμές ή γεύσεις και εμφανίζονται κυρίως σε βλάβες του αγκίστρου του
ιπποκάμπου, όπως κατά τις επιληπτικές κρίσεις που πυροδοτούνται στην
αγκιστρωτή έλικα του ιπποκάμπου (κρίσεις αγκίστρου). Έχουν επίσης αναφερθεί σε
ημικρανιακές προσβολές και στη νόσο του Parkinson.
392
ψευδαισθήσεις είναι ασυνείδητο υλικό που εισβάλλει στο πεδίο της συνείδησης,
προβάλλεται προς τα έξω και βιώνεται ως προερχόμενο από τον έξω κόσμο. Είναι
δυνατόν να εκφράζουν αισθήματα ενοχής υπό μορφήν κριτικής, εκπλήρωση
συνήθως απαγορευμένων ευχών, διαπλάτυνση της αυτοεκτίμησης, ή την
ικανοποίηση καταπιεσμένων ή απορριφθέντων παρορμήσεων και επιθυμιών.
Σημεία, συμπτώματα και καταστάσεις από την προσοχή (για τη φυσιολογία της
προσοχής βλ. σχετικό κεφάλαιο). Η προσοχή διαταράσσεται πολύ συχνά λόγω
κοπώσεως, από πληροφοριακή υπερφόρτωση είτε λόγω στροφής της σε εσωτερικά
προβλήματα και επώδυνες καταστάσεις, σωματικές ή ψυχικές. Στη συνήθη κόπωση, η
συγκέντρωση της προσοχής και η εμμονή της είναι ελαττωμένες, ενώ είναι ενισχυμένη
η δυνατότητα αποσπάσεώς της. Σοβαρότερες διαταραχές της προσοχής
παρατηρούνται σε αρκετές ψυχιατρικές νοσολογικές οντότητες (Κουφάκης και συν
1970, Meldman 1964a, 1964b).
Υπερπροσεξία. Διακρίνεται σε γενική και εκλεκτική υπερπροσεξία. Η γενική
υπερπροσεξία προέρχεται από υποκειμενική αίσθηση ανεπάρκειας του ατόμου να
ελέγξει τον εαυτό του ή το εξωτερικό περιβάλλον και μοιάζει με κατάσταση
συναγερμού. Σε καταστάσεις όπου κυριαρχεί ο φόβος, αλλά το φοβογόνο αντικείμενο
είναι ασαφές, η γενική υπερπροσεξία είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο. Κατά την
εκλεκτική υπερπροσεξία η εστίαση της προσοχής γίνεται σε επιλεγμένο θεματικό
πεδίο, επειδή αυτό πυροδοτεί ανησυχία και ανασφάλεια κατά κάποιον τρόπο. Τόσο η
395
Σημεία, συμπτώματα και καταστάσεις από τη μνήμη (για τη φυσιολογία της μνήμης
βλ. σχετικό κεφάλαιο). Οι διαταραχές της μνήμης είναι πολύ συχνές, ιδιαίτερα αυτές
που προκαλούνται από οργανικές βλάβες του εγκεφάλου. Αποτελούν σοβαρό
παράγοντα αναστολής της ψυχοδιανοητικής δραστηριότητας του ανθρώπου και η
κλινική τους εμφάνιση θέτει κρίσιμα διαφοροδιαγνωστικά και θεραπευτικά ερωτήματα.
Στην αφετηρία των διαταραχών της μνήμης είναι δυνατόν να ευρίσκονται σωματική και
ψυχική κόπωση, άγχος, κατάθλιψη, ηλεκτροσπασμοθεραπεία, φάρμακα, οργανικές
εγκεφαλικές δυσλειτουργίες και βλάβες.
Αμνησία. Διαταραχές στην αντίληψη του χρόνου, δυσχέρεια στην εκμάθηση νέου
υλικού και μυθοπλασίες είναι χαρακτηριστικά συνοδά φαινόμενα της αμνησίας. Κατά
τον Delay, η αμνησία είναι φαινόμενο οπισθοδρόμησης και διάλυσης των
μνημονικών αποθεμάτων που κατέχουν μια ορισμένη θέση στη χρονική αλληλουχία
της ατομικής ζωής. Χαρακτηρίζεται από απορύθμιση των λειτουργιών εγχάραξης,
καθήλωσης και ανάκλησης. Ο Luria (1976) αναφέρει ότι η διαταραχή στην ανάκληση
μπορεί να προκληθεί από ανώμαλες παρεμβολές, σε διαφορετικούς χρόνους και με
διαφορετική σπουδαιότητα, οι οποίες καλύπτουν ήδη καθηλωμένες πληροφορίες. Η
διαταραχή στην ανάκληση συμβαίνει είτε διότι καταστρέφεται η αποθηκευμένη
πληροφορία είτε διότι δεν μπορεί να αναδυθεί. Είναι δυνατόν ακόμη να είναι
αποτέλεσμα κακής επεξεργασίας και καθήλωσης των πληροφοριών. Διακρίνεται
στην καθηλωτική και την αναδρομική αμνησία. Κατά την καθηλωτική ή προχωρητική
αμνησία, ο άρρωστος ξεχνάει ό,τι προσλαμβάνει· οφείλεται σε επιβάρυνση της
δυνατότητας εκμάθησης νέου υλικού. Κατά την αναδρομική αμνησία ο ασθενής
αδυνατεί να ανακαλέσει υλικό το οποίο έχει ήδη καθηλωθεί. Δηλαδή η απώλεια της
μνήμης αφορά γεγονότα που συνέβησαν πριν από την εγκατάσταση της βλάβης. Η
αναδρομική αμνησία είναι ανεξάρτητη από την προχωρητική αμνησία. Αναδρομική
και προχωρητική αμνησία είναι δυνατόν να συμβαίνουν ταυτόχρονα και να δείχνουν
βελτίωση ή επιδείνωση ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Κατά την μεικτή ή καθολική
ή προχωρητικο-αναδρομική αμνησία, που είναι και η συχνότερη μορφή, η αδυναμία
καθήλωσης της προσλαμβανόμενης πληροφορίας συνδυάζεται με μερική ή ολική
αδυναμία ανάκλησης ήδη καθηλωθέντος υλικού.Πρόκειται για προοδευτική αμνησία,
με την έννοια ότι λησμονούνται αρχικώς τα πρόσφατα και αργότερα τα παλαιότερα
γεγονότα. Η εντοπισμένη αμνησία διακρίνεται στην κενοτοπιακή και την εκλεκτική
αμνησία, κατά τις οποίες παρατηρείται αμνησία συγκεκριμένων στοιχείων μέσα σε
396
ένα γενικότερο πλαίσιο καλής μνημονικής λειτουργίας. Κατά τις περιοδικές αμνησίες,
που κυρίως εμφανίζονται ως ψυχοαποσυνδετικά επεισόδια (λυκοφωτικές
καταστάσεις, υπνοβατικά επεισόδια κ.λπ.), το άτομο δεν διατηρεί ανάμνηση των
όσων διέπραξε κατά τη διάρκεια της ψυχοαποσυνδετικής κρίσεως.
Αμνησίες οργανικής αιτιολογίας. Ο Luria (1974, 1976) περιγράφει κατά τον πλέον
διεξοδικό τρόπο τις οργανικές διαταραχές της μνήμης. Τοξικοί παράγοντες, οξεία
αλκοολική μέθη και χρόνιος αλκοολισμός, επιληψία, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις,
υπογλυκαιμία, εγκεφαλίτιδες (απλούς έρπης), ανοξία εγκεφάλου (δηλητηρίαση με
CO), αγγειακές βλάβες (θαλαμικά έμφρακτα, υπαραχνοειδής αιμορραγία),
ηλεκτροσπασμοθεραπεία, οργανικές εγκεφαλικές βλάβες εκφυλιστικού τύπου
(άνοιες) είναι οι κυριότερες αιτίες πρόκλησης αυτών των αμνησιών. Συνδυασμός
βλαβών στον ιππόκαμπο και στον αμυγδαλοειδή πυρήνα είναι δυνατόν να
προκαλέσει βαριές διαταραχές της μνήμης. Η αιτιοπαθογένειά τους ίσως σχετίζεται
με λανθασμένη κωδικοποίηση, λανθασμένη εγκατάσταση εισερχόμενης
πληροφορίας ή επιτάχυνση του λησμονείν. Έχει βρεθεί ότι ασθενείς με βλάβες στον
ιππόκαμπο παρουσιάζουν ταχύτερο λησμονείν, ακόμη και αν το υλικό έχει μαθευτεί
κανονικά και ικανοποιητικά. Λανθασμένη ανάκληση του υλικού ίσως επίσης να
εμπλέκεται. Αμνησιακοί ασθενείς δεν είναι ικανοί να καταπιέσουν ακατάλληλες
απαντήσεις κατά τη διάρκεια εκτέλεσης καθηκόντων ανάκλησης μνημονικού υλικού.
Βλάβες στον εγκέφαλο, κατά τα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης, μειώνουν τις
δυνατότητες αποθήκευσης πληροφοριών. Όταν η βλάβη συμβεί σε προχωρημένη
ηλικία, προκύπτουν διαταραχές στην ικανότητα καθήλωσης της άμεσης εμπειρίας,
ενώ μνημονικό υλικό που έχει καθηλωθεί κατά το παρελθόν διατηρείται. Τέτοιου
είδους μείωση της καθήλωσης ή ανάκλησης μνημονικού υλικού παρατηρείται στις
γεροντικές άνοιες, και στη νόσο του Korsakoff. Η αμνησία μετά από εγκεφαλικό
τραυματισμό είναι αναδρομική με νησίδες διατηρημένων αναμνήσεων μέσα στο
αμνησιακό πεδίο και τουλάχιστον κατά ένα μέρος μπορεί να οφείλεται σε διαταραχή
του μηχανισμού αναζήτησης και αναγνώρισης αποθηκευμένου υλικού. Αυτό
συμπεραίνεται από την παρατήρηση ότι μετά τον τραυματισμό ένα μέρος του
μνημονικού υλικού που έχει λησμονηθεί, προοδευτικά επανέρχεται. Το σχετικά
πρόσφατο μνημονικό υλικό χάνεται ευκολότερα. Το προχωρητικό στοιχείο στις
οργανικές αμνησίες δεν υποδηλώνει επιτάχυνση του λησμονείν, αλλά περιλαμβάνει
διαταραχή της δυνατότητας απόκτησης νέας πληροφορίας (μάθησης), και αυτό
δείχνει την ύπαρξη νευροχημικής δυσλειτουργίας στο δρεπανοειδές σύστημα
(Kopelman 1987).
Είναι δυνατόν ο αμνησιακός ασθενής να διατηρήσει συναισθηματικές
αντιδράσεις που σχετίζονται με τα γεγονότα τα οποία δεν θυμάται. Μπορεί, π.χ., να
αντιδρά με θρήνο κάθε φορά που ακούει την είδηση του θανάτου προσφιλούς
προσώπου, λίγο αργότερα να ξεχνάει την είδηση αλλά να δηλώνει ότι διακατέχεται
από μεγάλη στενοχώρια σαν να έχασε κάτι πολύ αγαπητό, και αυτό μπορεί να
επαναλαμβάνεται.
Η μυθοπλασία (confabulation) είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο που
παρατηρείται στις οργανικές αμνησίες. Ο ασθενής κατασκευάζει ιστορίες για να
καλύψει τα μνημονικά του κενά. Διακρίνεται στη «στιγμιαία» μυθοπλασία και στη
«φαντασιακή» (Berlyne 1972). Η πρώτη εμφανίζεται μόνον όταν ο ασθενής
προκληθεί με ερωτήσεις (π.χ. πού ήσουνα;), ενώ η δεύτερη είναι αυθόρμητη,
σταθερή, συνεχής, έχει μεγάλο εύρος και υποδηλώνει εμπλοκή του μετωπιαίου
λοβού (Luria 1976). Θα πρέπει να αντιδιαστέλλεται από την ψευδομανία ή
μυθομανία. Στις μυθοπλασίες ο ασθενής πράγματι έχει οργανικού τύπου απώλεια
μνήμης γεγονότων ή καταστάσεων, την οποία καλύπτει με πρόχειρο υλικό. Η
μυθομανία παρατηρείται σε υστερικά άτομα τα οποία δεν πάσχουν από διαταραχές
της μνήμης και είναι αποτέλεσμα της τάσεώς τους να υπερβάλλουν.
Ψυχογενείς αμνησίες. Πρόκειται περί αμνησιών που δεν έχουν σχέση με οργανική
βλάβη αλλά προκαλούνται από λειτουργικούς ψυχολογικούς παράγοντες. Μπορεί
να είναι εκλεκτικές και σπανιότερα περιοδικές. Ισχυρή ψυχοκαταπόνηση, κατάθλιψη
397
Σημεία, συμπτώματα και καταστάσεις από τη σκέψη (για τη φυσιολογία της σκέψης
βλ. σχετικό κεφάλαιο). Οι διαταραχές της σκέψης από τότε που εισήχθησαν στην
ψυχιατρική ως κλινικές οντότητες από τον Kraepelin και τον Bleuler αποτελούν έναν
από τους κεντρικούς άξονες της μελέτης των ψυχώσεων. Είναι πολύ γενικός και
μάλλον ασαφής όρος που περιλαμβάνει το παθολογικώς σκέπτεσθαι, που και αυτό
περισσότερο περιγράφεται παρά ορίζεται. Η Andreasen (1982) υποστηρίζει, κάπως
υπερβολικά αλλά προς τη σωστή κατεύθυνση, ότι ο όρος διαταραχές της σκέψης
χρησιμοποιείται τόσο πολύ άκριτα, ώστε πλέον τείνει να ευτελιστεί και να απογυμνωθεί
από κάθε σημασία. Από κλινική άποψη οι διαταραχές της σκέψης διαπιστώνονται στον
λόγο, προφορικό και γραπτό, και λιγότερο (έμμεσα) στη συμπεριφορά. Δεν υπάρχει
μεταξύ των μελετητών αλλά και των κλινικών ψυχιάτρων κοινό πλαίσιο συνεννόησης
για την εγκατάσταση αποδεκτών ορισμών των διαταραχών της σκέψης. Το κριτήριο
π.χ. της κατανόησης του λόγου από τη μεριά του εξεταστή ίσως φτάνει και στα όρια του
γελοίου από επιστημονική και κλινική άποψη (Szasz 1993). Αφελείς είναι ίσως και
398
κάποιες δοκιμασίες που χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των διαταραχών της σκέψης
(π.χ. εξήγηση παροιμιών). Ούτως ή άλλως η μελέτη των διαταραχών της σκέψης
μόνον εμμέσως επιτυγχάνεται μέσω της παρατήρησης της ομιλιακής συμπεριφοράς, αν
και ομιλία και σκέψη δεν είναι βέβαιο ότι ταυτίζονται πλήρως. Η ομιλία είναι
παρατηρήσιμη φυσική διαδικασία παραγωγής οργανωμένων ομιλιακών ήχων με όρια
πολύ μικρότερα εκείνων της σκέψης, η οποία είναι σύστημα μη άμεσα παρατηρήσιμων
νοητικών και γνωσιακών διεργασιών που περιλαμβάνει λεκτικούς αλλά και
εξωλεκτικούς παράγοντες.
Οι διαταραχές της σκέψης είναι πολλές και ετερογενείς. Οι Karasu και συν (1979)
βρήκαν στη βιβλιογραφία 37 διαφορετικούς τύπους. Προέρχονται από ποικίλες
αφετηρίες και παρατηρούνται σε ένα ευρύ φάσμα ψυχιατρικών διαταραχών.
Παρατηρούνται επίσης και σε φυσιολογικά άτομα. Η παρουσία τους, κυρίως των
διαταραχών δομής της σκέψης, έχει θεωρηθεί πρωταρχικό και από διαγνωστική άποψη
θεμελιώδες χαρακτηριστικό της σχιζοφρένειας. Μια γενική κατάταξή τους περιλαμβάνει
εκείνες που οφείλονται σε διαταραχές της δομής της σκέψης και εκείνες που αφορούν
το περιεχόμενο. Στην πρώτη περίπτωση οι επιμέρους λειτουργίες που εκτιμώνται για
την ανίχνευση διαταραχών είναι η παραγωγή και η ροή, ενώ στη δεύτερη περίπτωση
εξετάζεται το περιεχόμενο. Εκτιμάται επίσης το αίσθημα κατοχής που έχει ο
εξεταζόμενος για τη σκέψη του.
Α. Διαταραχές της δομής της σκέψης. Είναι διαταραχές που αφορούν τη διαδικασία,
την πορεία, τη σημασία ή την έκφραση της σκέψης. Θεμελιώδες κλινικό χαρακτηριστικό
τους είναι ότι καθιστούν την επικοινωνία από δυσχερή μέχρι και απολύτως αδύνατη.
Αφασικές διαταραχές. Η αφασία είναι κατάσταση που αφορά ασθενείς οι οποίοι, ενώ
δεν παρουσιάζουν κάποια περιφερική διαταραχή της αρθρώσεως, δεν μπορούν να
εκφρασθούν διά του λόγου. Οι βλάβες εντοπίζονται στις περιοχές λόγου του
επικρατητικού ημισφαιρίου. Η διάκριση από τη δυσαρθρία ή τον τραυλισμό είναι
σχετικά εύκολη, αφού στην αφασία διαταράσσεται η συμβολική διεργασία του λόγου,
ενώ στις άλλες περιπτώσεις διαταράσσεται η διαδικασία της κινητικής εκφοράς.
Κινητική αφασία του Broca. Εμφανίζεται σε περιπτώσεις βλάβης της περιοχής του
Broca που βρίσκεται στον μετωπιαίο λοβό, στην τρίτη μετωπική έλικα επάνω από τη
σχισμή του Sylvius. Ο πάσχων θυμάται τις λέξεις, δύναται να γράφει και να
αναγιγνώσκει, να καταλαβαίνει τον ομιλούντα, αλλά δεν μπορεί να αρθρώσει καμία
λέξη διότι έχασε τη δυνατότητα να συναρμολογεί τις κινήσεις που απαιτούνται για την
επιτέλεση της αρθρώσεως των λέξεων διά των φωνητικών οργάνων. Τρεις τύποι
διαταραχών συνήθως συνυπάρχουν: δυσκολία στην άρθρωση της ομιλίας, αδυναμία
ευρέσεως των καταλλήλων λέξεων (ανομία-anomia) και αγραμματισμός (agramma-
tism). O αγραμματισμός είναι ομιλία εκτός των κανόνων της γραμματικής. Κάθε λέξη
σχηματίζεται και εκφράζεται σωστά, αλλά είναι λανθασμένη η σειρά των λέξεων, ή
είναι λανθασμένη η κλίση ρημάτων και ουσιαστικών, καθώς και η σύγκριση επιθέτων
και επιρρημάτων. Τμήματα της ομιλίας (ένα ρήμα, μια πρόταση) είναι δυνατόν να
παραλειφθούν. Σε βαρύτερες περιπτώσεις η ομιλία καθίσταται ακατανόητη. Συχνά η
κατάσταση αυτή συνοδεύεται από στερεοτυπίες και εμμονές του λόγου
(perseveration).
Αισθητική (ακουστική) αφασία του Wernicke. Είναι διαταραχή της ανάλυσης του ήχου
και των φωνημάτων. Η βλάβη βρίσκεται στα οπίσθια τμήματα της άνω κροταφικής
χώρας του αριστερού ημισφαιρίου. Χαρακτηρίζεται από αδυναμία κατανοήσεως
φράσεων, αδυναμία επαναλήψεως λέξεων με παρείσφρηση ακατάλληλων ήχων μέσα
στις λέξεις (γραμματική αφασία) ή με ακατάλληλες συλλαβές μέσα στις λέξεις (λεκτική
παραφασία), και με αδυναμία περιγραφής αντικειμένων προφορικώς.
Αλεξία. Πρόκειται περί αδυναμίας αναγνώσεως, διότι ο ασθενής δεν δύναται να
αναγνωρίσει τα γράμματα του αλφαβήτου, χειρόγραφα ή τυπωμένα. Πρέπει να
διακρίνεται από την αφασική αλεξία στην οποία υπάρχει απώλεια της ομιλίας. Η
βλάβη βρίσκεται στη γωνιώδη έλικα του αριστερού κροταφικού λοβού στους
δεξιόχειρες.
399
Β. Διαταραχές του περιεχομένου της σκέψης. Αναφέρονται στο είδος των σκέψεων
που κάνει ο ασθενής. Εσφαλμένες ιδέες, προκαταλήψεις, πίστεις, φοβίες, μπορεί να
έχουν σε κάποιο βαθμό παθολογικό χαρακτήρα ή να είναι τελείως παθολογικές, όπως
οι παραληρητικές ιδέες. Οι παραληρητικές ιδέες αποτελούν τον κορμό αυτών των
διαταραχών. Άλλες διαταραχές που έχουν προταθεί, όπως π.χ. οι υπερτιμημένες ιδέες
(overvalued ideas), οι προσωπικές δοξασίες και οι προκαταλήψεις δεν είναι
παθολογικές. Η τάση που έχει κυριαρχήσει στην ψυχιατρική από τις αρχές του 20ού
αιώνα ότι το μη ορθό είναι και παθολογικό έχει πλήξει σοβαρά το κύρος της κλινικής
υπόστασης της ψυχιατρικής.
Παραληρητικές ιδέες (delusions, delusional ideas). Ως παραληρητική ιδέα θεωρείται η
απόλυτη βεβαιότητα και η βαθιά πίστη σε κάτι το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα, βρίσκεται σε δυσαρμονία με την πολιτισμική διάσταση της
κοινότητας στην οποία ζει ο ασθενής και δεν αντιμετωπίζεται με λογικά επιχειρήματα.
Είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας της σκέψης, οπωσδήποτε φυσιολογικής, που
όμως ξεκινάει από μια παθολογική αντίληψη ή παθολογική συναισθηματική
κατάσταση από την οποία κατέχεται ο ασθενής. Οι παραληρητικές ιδέες θεωρούνται
εξόχως ψυχοπαθολογικά φαινόμενα και πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι αποτελούν
τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη διάγνωση των ψυχωσικών συνδρομών,
οργανικών ή μη. Πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκονται από τις εσφαλμένες ιδέες και
από τις προσωπικές πεποιθήσεις. Υπάρχουν δύο ευρείες κατηγορίες παραληρητικών
ιδεών. Αυτές που ονομάσθηκαν πρωτοπαθείς ή αυτόχθονες παραληρητικές ιδέες,
που δημιουργούνται επάνω σε πραγματικά γεγονότα, και αυτές που ονομάσθηκαν
δευτεροπαθείς παραληρητικές ιδέες, που εκπηγάζουν από διαταραχές της αντίληψης,
στην προσπάθεια ερμηνείας κυρίως ψευδαισθήσεων και μάλιστα ακουστικών.
Διακρίνονται σε συστηματοποιημένες και σε μη συστηματοποιημένες. Το ενοχικό
στοιχείο που συνοδεύει τις παραληρητικές ιδέες ή που απουσιάζει από αυτές έχει
μεγάλη διαγνωστική αξία. Ο ασθενής που πιστεύει ότι παρακολουθείται και διώκεται
δικαίως λόγω των ασυγχώρητων σφαλμάτων και αμαρτιών που έχει διαπράξει δεν
εντάσσεται στην ίδια διαγνωστική κατηγορία με τον ασθενή που πιστεύει ότι διώκεται
ένεκα της αξίας του και πάντως όχι ένεκα δικής του υπαιτιότητος, αλλά λόγω του
φθόνου των άλλων. Ως προς το περιεχόμενο κατατάσσονται σε:
Παραληρητικές ιδέες μεγαλείου. Ο ασθενής πιστεύει ότι κατέχει σπουδαίες σωματικές,
πνευματικές, οικονομικές, κοινωνικές, σεξουαλικές ή μεταφυσικές ιδιότητες ή ότι είναι
πολύ σπουδαίο πρόσωπο με καταγωγή από αριστοκρατική ή βασιλική οικογένεια,
(αλλά του άλλαξαν θέση όταν γεννήθηκε) κ.λπ. Πιστεύει ότι είναι επιλεγμένος για να
εκτελέσει μια μεγάλη αποστολή· ότι έχει κάνει καταπληκτικές εφευρέσεις κ.ά. Πρέπει
να διαφοροποιούνται από τις ιδέες υπερτιμήσεως του Εγώ, που και αυτές είναι
παθολογικές ιδέες αλλά όχι παραληρητικές.
Παραληρητικές ιδέες διώξεως. Ο ασθενής πιστεύει ότι είναι θύμα μιας
εκτυλισσόμενης συνωμοσίας με σκοπό την προσωπική, ψυχική, κοινωνική βλάβη ή
καταστροφή του, ακόμη και τον θάνατό του. Εδώ περιλαμβάνονται και οι ιδέες
παρακολούθησης ή κατασκόπευσης και οι ιδέες συνωμοσίας.
Παραληρητικές ιδέες ζηλοτυπίας. Ο ασθενής πιστεύει ότι η σύντροφός του τον απατά,
πολλές φορές κατά τον αισχρότερο τρόπο, και μπορεί να φτάνει στο σημείο να
πιστεύει ότι εκδίδεται για χρήματα. Παρατηρείται, σπανιότερα, και στις γυναίκες. Είναι
συχνό φαινόμενο στην αλκοολική ψύχωση.
Ερωτομανιακό παραλήρημα. Ο ασθενής κατέχεται από την πεποίθηση ότι κάποιο
πρόσωπο, συνήθως σημαντικό ή διάσημο, τον έχει ερωτευθεί. Το ερωτομανιακό
παραλήρημα εξελίσσεται σε φάσεις: από την ελπίδα και την αναμονή, στις
παρενοχλήσεις, στην αποθάρρυνση και τέλος στην επιθυμία εκδίκησης. Συχνότερα
εκδιπλώνεται στο πλαίσιο ενός οργανικού ψυχοσυνδρόμου και σπανιότερα στη
σχιζοφρένεια. Είναι δυνατόν να συνυπάρχει και με άλλα σύνδρομα, όπως το
σύνδρομο Capgras, η δυαδική ψύχωση κ.λπ. Συγγενικό σύνδρομο είναι το σύνδρομο
του εραστή φαντάσματος κατά το οποίο η ασθενής, διότι παρατηρείται σε γυναίκες,
401
Εκπομπή της σκέψης. Ο ασθενής αναφέρει ότι αισθάνεται πως οι σκέψεις του είναι
τόσο ηχηρές που αν κάποιος είναι κοντά του μπορεί να τις ακούσει. Νιώθει ότι τις
σκέψεις του τις μοιράζεται και με άλλους.
Απόσυρση της σκέψης. Ο ασθενής αναφέρει ότι οι σκέψεις του έχουν αποσυρθεί, ότι
δεν έχει σκέψεις.
Σημεία, συμπτώματα και καταστάσεις από την ομιλία (για τη φυσιολογία της
ομιλίας βλ. σχετικό κεφάλαιο).
Ταχυλαλία. Ταχύς ρυθμός ομιλίας, με διάσπαση της ροής της. Η ομιλία είναι
ακανόνιστη, με ταχέα σπασμωδικά ξεσπάσματα, στην οποία διακοπές και
παρορμητική ομιλία εναλλάσσονται.
Υστερική δυσφωνία ή αφωνία. Οι πάσχουσες (η αναλογία ανδρών προς γυναίκες
είναι 1:8) δεν βγάζουν ήχο όταν ομιλούν ή μιλούν πολύ βραχνά ή χαμηλόφωνα (Wil-
son et al 1995). Η διάγνωση τίθεται όταν δεν υπάρχουν οργανικές διαταραχές
(λαρυγγίτιδα, πολύποδες φωνητικών χορδών, θηλώματα, παράλυση κ.λπ.).
Παρατηρείται σε νεαρές ηλικίες. Έχει θεωρηθεί μετατρεπτική μορφή υστερίας.
Εμβροντησία ή ενεότητα. Συνδυασμός πλήρους ακινησίας του σώματος και διακοπής
της ομιλίας. Διακρίνεται σε Υστερική, Καταθλιπτική, Οργανική και Κατατονική
εμβροντησία (βλ. σχετικά κεφάλαια).
Απροσωδίες ή Δυσπροσωδίες. Χαρακτηριστικό των δυσπροσωδιών είναι η
διαταραχή της τονικότητας και της συναισθηματικής εκφραστικότητας της ομιλίας
(Monrad-Krohn 1947). Παρατηρούνται σε περιπτώσεις καταστολής της λειτουργίας
του δεξιού ημισφαιρίου (π.χ. εστιακές εγκεφαλικές βλάβες δεξιού ημισφαιρίου, ECT)
και είναι το αντίστοιχο των αφασιών στις βλάβες του αριστερού ημισφαιρίου.
Απροσωδιακά χαρακτηριστικά φαίνεται ότι παρουσιάζονται και στην ομιλία χρονίων
σχιζοφρενών στους οποίους κυριαρχεί αρνητική συμπτωματολογία (Fricchione et al
1986).
Ηχολαλία. Ο ασθενής επαναλαμβάνει, επαναληπτικά και επίμονα, λέξεις ή φράσεις
του συνομιλητή του.
Παλιλλογία. Επανάληψη των λέξεων που λένε άλλοι. Δεν ταυτίζεται με την ηχολαλία, η
οποία παρατηρείται κυρίως στις ψυχωσικές διαταραχές, ενώ η παλιλλογία εντάσσεται
στα τικς.
Παλιλλαλία. Χαρακτηρίζεται από καταναγκαστική επανάληψη μίας φράσεως ή λέξεως
την οποία ο ασθενής επαναλαμβάνει με συνεχώς αυξανόμενη συχνότητα, ενώ
ταυτοχρόνως υπάρχει μια μείωση της εντάσεως της φωνής μέχρι του σημείου να μην
ακούγεται ήχος, αν και ο ασθενής συνεχίζει να κινεί τα χείλη του (αφωνική
403
Α. Καθολικοί σπασμοί
Επιληπτικοί σπασμοί. Διακρίνονται σε εκείνους που παρατηρούνται στις ολικές
(Grand Mal) επιληπτικές κρίσεις και σε εκείνους που παρατηρούνται στις μερικές ή
εστιακές (Petit Mal). Η αφαίρεση χαρακτηρίζεται από θόλωση της συνείδησης για 5-
10 sec. Ο ασθενής παραμένει τελείως ή σε μεγάλο βαθμό ακίνητος. Στο ΗΕΓ
ανιχνεύονται αιχμές και κύματα σε συχνότητα 3/sec. Είναι δυνατόν να εκδηλωθεί και
ως υστερικό φαινόμενο ή κατά τη διάρκεια του οργασμού, αλλά σε αυτές τις
περιπτώσεις δεν πρόκειται περί επιληψίας.
Υστερικοί σπασμοί ή ψευδοεπιληψία (βλ. κεφ. Υστερική νεύρωση).
Γ. Παραλύσεις
Υστερικές παραλύσεις (βλ. Υστερική νεύρωση).
οργανικές βλάβες του εγκεφάλου, στην επιληψία, στην υστερική νεύρωση και σε
διαταραχές της προσωπικότητας.
Καταπληξία. Επεισόδια μυϊκής αδυναμίας, γενικευμένης έκπτωσης του μυϊκού τόνου,
πτώσεως στο έδαφος και ακινητοποίησης του σώματος πυροδοτούμενα από
αιφνιδίως εισβάλλουσες συναισθηματικές εμπειρίες (άγχος, οργή, γέλωτας). Το άτομο
κατά την εκδήλωση του επεισοδίου βρίσκεται σε εγρήγορση.
Κηρώδης ευκαμψία (flexibilitas cerea, waxy flexibility). Ο ασθενής διατηρεί την
οποιαδήποτε στάση που του επιβάλλει ο εξεταστής για παρατεταμένο χρονικό
διάστημα. Παρατηρείται κυρίως στην κατατονική σχιζοφρένεια, αλλά και σε
νευροληπτικά σύνδρομα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΟΥΦΑΚΗΣ Ι, ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ Ν, ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ Π. (1970). Η Ψυχολογία της Προσοχής. Ιατρ. Επιθ.
Εν. Δυνάμεων 4:75-89.
ΠΑΠΛΟΣ ΚΓ, ΧΑΒΑΚΗ-ΚΟΝΤΑΞΑΚΗ ΜΙ, ΚΟΝΤΑΞΑΚΗΣ ΒΠ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΝ. (2002).
Παρορμητικότητα και ψυχικές διαταραχές. Ψυχιατρική 13:209-221.
ΦΙΛΙΠΠΟΠΟΥΛΟΣ Γ. (1970). Ψυχοδυναμική Ψυχιατρική. Εκδόσεις Καραβία.
CAINE JM, SMAIL DJ. (1969). The Treatment of Mental Illness-Science, Faith and the Therapeutic Per-
sonality. University of London Press. London.
409
WILSON JA, DEARY IJ, SCOTT S, MAC KENZIE K. (1995). Functional Dysphonia. Brit Med Journal 311:
1039-1040
γύρω στο 4% με τα αγόρια να υπερτερούν κατά πολύ των κοριτσιών. Με την πάροδο
των χρόνων φαίνεται ότι η κατάσταση βελτιώνεται αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι τα
παιδιά αυτά αναπτύσσουν κατά την εφηβεία αντικοινωνική διαταραχή της
προσωπικότητας και παραπτωματική συμπεριφορά. Η διάγνωση «Διαταραχή
προσήλωσης της προσοχής με υπερκινητικότητα» έχει δυνητικώς παραπλανητικό
χαρακτήρα και έτσι, απλώς ζωηρά παιδιά ή παιδιά που δεν τα ανέχονται οι γονείς
τους είναι δυνατόν να πάρουν αυτήν την ετικέτα και να υποστούν τις συνέπειες
αφρόνων θεραπευτικών παρεμβάσεων δεδομένου μάλιστα ότι και μεταξύ των ειδικών
η υπερδιάγνωση είναι χαρακτηριστικά υψηλή, άνω του 45% (Kube et al 2002).
Επειδή οι θεραπείες που έχουν προταθεί είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες, όπως η
λοβοτομή κατά τη δεκαετία του ’50 ή η χορήγηση αμφεταμινών κατά την παρούσα
περίοδο, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και μελέτη του παιδιού πριν από τη
διατύπωση αυτής της διάγνωσης.
Διαταραχές στερεοτυπικών κινήσεων. Στερεοτυπικές κινήσεις παρουσιάζουν
συνήθως τα παιδιά με νοητική υστέρηση, αυτισμό και διάφορα ψυχωσικά σύνδρομα.
Πρόκειται περί επαναληπτικών, άσκοπων και συχνά ρυθμικών ή λικνιστικών
κινήσεων του σώματος και της κεφαλής, τράβηγμα και συστροφή των μαλλιών,
χτύπημα του κεφαλιού, χειροκρότημα κ.λπ.
γάμος είναι παράγοντες που συμβάλλουν στην απομάκρυνση από αυτές τις
συμπεριφορές.
Ψευδολογία. Διακρίνεται σε αθώα, φαντασιωσική και παραπτωματική
ψευδολογία. Αυτή καθεαυτήν η ψευδολογία δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως
ψυχοπαθολογικό φαινόμενο αλλά η συχνότητα της στις διαταραχές διαγωγής είναι
πολύ μεγάλη. Κλοπή. Οι συμπεριφορές κλοπής μπορεί να είναι εκδηλώσεις
διανοητικής καθυστέρησης, παροδική εκδήλωση μετάβασης από ένα αναπτυξιακό
στάδιο σε άλλο, νευρωτικό σύμπτωμα ή σύμπτωμα παραπτωματικής συμπεριφοράς.
Τις περισσότερες φορές όμως η κλοπή δεν προσλαμβάνει ψυχοπαθολογικό χαρακτήρα
και η αξιολόγησή της κατά τη διαγνωστική συνεδρία μπορεί να οδηγήσει σε ψευδώς
θετικές διαγνώσεις και καταστροφικές «θεραπευτικές» παρεμβάσεις.
Ενούρηση. Θεωρείται αναπτυξιακό πρόβλημα αν συνεχίζεται και μετά την ηλικία των
τεσσάρων ετών (Κονδύλη και Χαντζαρά 2000). Χαρακτηρίζεται από ακούσια κένωση
της ουροδόχου κύστεως την ημέρα ή τη νύχτα, σε συχνότητα τουλάχιστον μία φορά την
εβδομάδα. Διακρίνεται σε πρωτοπαθή, όταν το παιδί δεν έχει υπάρξει ποτέ στεγνό, και
σε δευτεροπαθή, κατά την οποία το παιδί, που είχε υπάρξει στεγνό στο παρελθόν για
ένα τουλάχιστον έτος, χάνει τον έλεγχο της κύστεως μετά από κάποιο γεγονός. Η
οργανική ενούρηση οφείλεται σε σωματική νόσο, όπως διαβήτης, λοίμωξη του
ουροποιητικού, επιληψία κ.λπ. Η λειτουργική ενούρηση μπορεί να έχει ποικίλες
αφετηρίες όπως:
Εκδικητική ενούρηση. Πρόκειται περί διαμαρτυρίας του παιδιού για την
καταπιεστική προστασία των γονέων.
Λόγω παλινδρομήσεως του παιδιού σε προηγούμενα στάδια της
ψυχοσυναισθηματικής του εξέλιξης, όταν π.χ. μετά τη γέννηση άλλου παιδιού
«πιέζεται» σε ανταγωνισμό προς το νεογνό (ανταγωνιστική ενούρηση). Η έλευση
ενός άλλου παιδιού στην οικογένεια φέρνει το παιδί αντιμέτωπο με την απειλή
απόσυρσης του ενδιαφέροντος και της αγάπης από αυτό και είναι δυνατόν να
συμβάλλει στη συνέχιση ή στην επανεμφάνιση της ενούρησης.
Ενούρηση λόγω ισχυρού άγχους ή φόβου.
Φαντασίωση κακομεταχείρισης των γεννητικών οργάνων.
Για να αποκτήσει το παιδί έλεγχο της λειτουργίας της κύστεώς του πρέπει να
βοηθήσει η μητέρα και να ενισχύσει την προσπάθειά της όλη η οικογένεια. Αυτό
σημαίνει ότι η συναισθηματική σχέση της μητέρας με το παιδί πρέπει να είναι
ισχυρότερη από τις αντιστάσεις. Συναισθηματική ανωριμότητα της μητέρας ή αδιαφορία
από το οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να επιδράσει αρνητικά στο πρόβλημα. Η
φαρμακευτική θεραπεία είναι χρήσιμη σε επιλεγμένες περιπτώσεις. Συνήθως
χορηγείται χλωριμιπραμίνη, αλλά και η δεσμοπρεσσίνη υπό μορφήν ρινικού
εκνεφώματος έχει αποτελέσματα σε σημαντικό ποσοστό. Άλλη χρήσιμη θεραπεία είναι
το ηλεκτρικό βρακάκι το οποίο προκαλεί έναν βόμβο που ξυπνάει το παιδί όταν
βρέχεται και στη συνέχεια μόνο του ή με τη βοήθεια των γονέων ολοκληρώνει την
ούρηση στην τουαλέτα.
Αυτισμός. Ο όρος αυτιστική σκέψη ή αυτισμός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από
τον Kanner (1943) για να περιγραφεί μια μορφή παιδικής ψύχωσης με
χαρακτηριστικά τη μεγάλη δυσκολία στην επικοινωνία με το παιδί, λόγω πλήρους
απορρόφησής του από το ονειροπόλημα και τις δικές του σκέψεις. Έχει έναρξη πριν
από την ηλικία των 3-4 ετών και χαρακτηρίζεται από διαταραγμένη ανάπτυξη,
περιορισμένη στερεοτυπικά επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά και δυσλειτουργίες
στην επικοινωνία και στην κοινωνική συναλλαγή. Εμφανίζεται με πτώχευση των
συνοδών κινήσεων που τονίζουν τον προφορικό λόγο, έλλειψη συναισθηματικής
ανταπόκρισης και απουσία κοινωνικής και συναισθηματικής αμοιβαιότητας.
Στερεότυπες ενασχολήσεις με ασήμαντα πράγματα (ημερομηνίες, δρομολόγια) και
κινητικές στερεοτυπίες είναι χαρακτηριστικά φαινόμενα. Δυνατόν να συνυπάρχουν
φοβίες, διαταραχές του ύπνου, εκρήξεις θυμού, αυτοτραυματισμοί. Στη μεγάλη
πλειονότητα των περιπτώσεων συνυπάρχει σοβαρή ή μέτρια νοητική υστέρηση, ενώ
σε ένα μικρό ποσοστό αυτιστικών παιδιών ανιχνεύεται υψηλή αλλά πολύ
εξειδικευμένη ευφυΐα (π.χ. μαθηματικά). Αλλά και εκείνα, τα λίγα, που έχουν
φυσιολογική νοημοσύνη είναι δυνατόν να παρουσιάζουν μια σειρά από λεπτές
γνωσιακές ανεπάρκειες.
Ο αυτισμός παρουσιάζεται με μια συχνότητα περί το 1:1.000 παιδιά, αν και τα
επιδημιολογικά δεδομένα γενικώς κυμαίνονται σε ευρύ φάσμα. Φαίνεται ότι κατά τα
τελευταία χρόνια υπάρχει αύξηση της συχνότητας των αυτιστικών διαταραχών,
καθώς και των καταστάσεων που προσομοιάζουν στον αυτισμό (Gilber et al 1999).
Τα αγόρια παρουσιάζουν αυτήν την κατάσταση τρεις φορές συχνότερα από τα
κορίτσια, τα οποία όμως εμφανίζουν βαρύτερη συμπτωματολογία. Στα μισά παιδιά η
νόσος εμφανίζεται προτού αρχίσουν να ομιλούν, αλλά και σε αυτά που εμφανίζεται
μετά την έναρξη της ομιλίας τα παιδιά ομιλούν με περίεργο τρόπο, σαν να μη
χρησιμοποιούν την ομιλία για επικοινωνία, απλώς επαναλαμβάνουν τις λέξεις που
μαθαίνουν. Έτσι σχηματίζουν φράσεις χωρίς νόημα ή επιμένουν να συζητούν για ένα
θέμα συνεχώς. Αποζητούν την πλήρη απομόνωση και αποσύρονται σε ένα
περιβάλλον για το οποίο δεν ανέχονται καμία αλλαγή. Δεν είναι γνωστό γιατί τα
αυτιστικά άτομα είναι τόσο πολύ κοινωνικώς αποτραβηγμένα. Η κλασική άποψη
δέχεται ότι ο ασθενής ονειροπολεί, σκέπτεται και ικανοποιεί φαντασιωσικά
ανεκπλήρωτες επιθυμίες χωρίς να λαμβάνει υπ' όψιν του την πραγματικότητα. Κατά
τον Kanner ο πρώιμος παιδικός αυτισμός δεν προκαλείται από συνειδητή απόρριψη
του πραγματικού κόσμου ώστε να διευκολυνθεί το ονειροπόλημα, αλλά είναι εγγενής
και δεν οφείλεται σε λανθασμένη ανατροφή του παιδιού. Άλλοι υποστηρίζουν ότι αυτό
γίνεται επειδή τα αυτιστικά άτομα καταφέρνουν να συγκεντρώνουν την προσοχή τους
κάθε φορά μόνο σε μια στενή περιοχή του περιβάλλοντος.
Διαφορετικές παθήσεις του ΚΝΣ έχουν ενοχοποιηθεί ως αιτιολογικοί παράγοντες του
αυτισμού, όπως βλάβες στο ανώτερο τμήμα του εγκεφαλικού στελέχους ή μειωμένη
αιμάτωση περιοχών του φλοιού και της παρεγκεφαλίδας, χωρίς ισχυρή τεκμηρίωση.
Νευροαπεικονιστικές μελέτες έχουν δείξει διαταραχές στο δρεπανοειδές σύστημα και
στα παρεγκεφαλιδικά κυκλώματα, αλλά τα ευρήματα δεν έχουν ειδικό χαρακτήρα.
Πάντως μια ποικιλία οργανικών βλαβών του εγκεφάλου έχει επιβεβαιωθεί ότι
συνοδεύουν τον αυτισμό. Υπάρχουν ενδείξεις (Rolf et al 1993) ότι η σεροτονίνη των
αιμοπεταλίων των αυτιστικών παιδιών είναι σημαντικά ηυξημένη, ενώ τα αμινοξέα
ασπαρτικό οξύ, γλουταμινικό οξύ, γ-αμινοβουτυρικό οξύ και γλουταμίνη είναι
μειωμένα, και αυτό είναι ίσως ένας αιτιολογικός βιοχημικός δείκτης του παιδικού
αυτισμού. Η κληρονομικότητα ίσως συμμετέχει σημαντικά στην αιτιοπαθογένεια του
αυτισμού. Στους μονοζυγωτικούς φθάνει σε πολύ υψηλά ποσοστά, μέχρι και 90%,
ενώ στους διζυγωτικούς και στους απλούς αδελφούς κατέρχεται στο 3%. Επίσης έχει
βρεθεί ότι ένα σημαντικό ποσοστό αυτιστικών παιδιών παρουσιάζει και άλλες
γενετικές διαταραχές, όπως σύνδρομο ευθραύστου Χ χρωμοσώματος, οζώδης
σκλήρυνση, φαινυλκετονουρία και νευροϊνωμάτωση και με βάση αυτά έχει προταθεί
ένα υπόστρωμα με πολλαπλές γονιδιακές ευπάθειες που συντελούν στην εκδήλωση
της νόσου. Η νόσος πρέπει να διακρίνεται από τις ψυχωτικές καταστάσεις, τη νοητική
418
υστέρηση και το σύνδρομο Rett. Η πρόγνωση, που εξαρτάται από τη βελτίωση της
ομιλίας, των οπτικο-χωρικών δεξιοτήτων και της κοινωνικότητας, δεν είναι καλή και οι
περισσότεροι πάσχοντες θα έχουν διά βίου σοβαρές ανεπάρκειες στην προσωπική,
διαπροσωπική και κοινωνική τους ζωή. Πρακτικά δεν υπάρχει θεραπεία, αλλά η
χρήση φενφλουραμίνης ή νευροληπτικών έχει κάποια θετικά αποτελέσματα σε
θέματα συμπεριφοράς. Οργάνωση του περιβάλλοντος του παιδιού και διαμόρφωση
κατάλληλων προγραμμάτων βελτίωσης της συμπεριφοράς του και της διδασκαλίας
βασικών δεξιοτήτων έχουν πολύ μεγάλη αξία. Μεγάλη σημασία επίσης έχει η
προσπάθεια να αποενοχοποιηθούν οι γονείς από την αίσθηση ότι φταίνε κατά
κάποιον τρόπο για τη νόσο του παιδιού.
Διαταραχή Asperger. Παρουσιάζονται ανωμαλίες της κοινωνικής συναλλαγής,
περιορισμένα, στερεοτύπως επαναλαμβανόμενα ενδιαφέροντα και δραστηριότητες,
αλλά δεν επιβαρύνονται τόσο πολύ η γλωσσική και η γνωσιακή λειτουργία. Η
κατάσταση αφορά τα αγόρια σε ποσοστό 80%. Πολλοί αμφιβάλλουν για την ύπαρξή
του ως αυτόνομης νοσολογικής οντότητας και το θεωρούν ήπια παραλλαγή του
αυτισμού.
Σύνδρομο Rett. Παρατηρείται μόνο σε κορίτσια. Εμφανίζεται μεταξύ 7ου και 24ου
μηνός της ηλικίας με επιβράδυνση της φυσιολογικής ανάπτυξης του κρανίου, ατροφία
της σπονδυλικής στήλης και αναστολή της ανάπτυξης των δεξιοτήτων των χεριών και
της ομιλίας. Εμφανίζεται με στερεοτυπικές κινήσεις των χεριών, απώλεια των
σκόπιμων κινήσεων των χεριών, αναστολή της νοητικής και κοινωνικής ανάπτυξης
του παιδιού. Αργότερα εμφανίζεται αταξία, απραξία, χορειοαθετωσικές κινήσεις,
επιληπτικές κρίσεις, διαταραχές προσλήψεως τροφής, ουρήσεως και αφοδεύσεως.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΛΕΞΙΟΥ Δ, ΚΑΡΛΟΒΑΣΙΤΟΥ-ΚΟΝΙΑΡΗ Α. (2000). Το σύνδρομο Landau-Kleffner. Βιβλιογραφική
ανασκόπηση. Εγκέφαλος 37(3): 63-72.
ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΙΓ, ΤΣΟΜΠΑΝΟΓΛΟΥ ΓΟ. (2005). Νεανική παραβατικότητα στην Ελλάδα. Εγκέφαλος
42:67-75.
ΚΟΝΔΥΛΗ Αικ. ΧΑΝΤΖΑΡΑ Βασ. (2000). Ενούρηση - Ένα συχνό σύμπτωμα που βασανίζει παιδιά και
γονείς. Τετρ Ψυχιατρικής 70:80-90.
ΚΩΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ΣΙ. (2005). Δυσλεξία: Νεώτερα ευρήματα για την αιτιολογία, παθογένεια και θεραπευτική
αντιμετώπιση. Εγκέφαλος 42(2):55-66.
ΜΠΑΧΑΡΑΚΗ Σ. (1998). Εκλεκτική αλαλία. Ψυχιατρική 9:177-198.
ΣΟΥΡΕΤΗΣ Ι, ΑΛΕΒΙΖΟΣ Β, ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ. (1981). Βατταρισμός μέχρι πλήρους αλαλίας.
Εγκέφαλος 18:19-23.
ΦΡΑΝΣΙΣ Κ, ΚΟΥΜΟΥΛΑ Α. (1999): Αυτοάνοσος τύπος ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής ή/και
διαταραχής τικ σε παιδιά. Αναφορά δύο περπτώσεων διαταραχής Tourette. Ψυχιατρική 10:315-323.
419
GILBERG C, STEFFENBURG S, SCHAUMANN H. (1991). Is autism more common now than ten years
ago? Br J Psychiatry, 158:403-9.
KANNER L. (1943). Autistic Disturbances of affective contact. Nerv. Child. 2:217-250.
KUBE DA et al (2002). Attention Deficit Hyperactivity Disorder. Commorbidity and drug treatment. Clinical
Pediatrics 41:461-469.
MOFFIT TE. (1993). Adolescent-limited and life-course-persistent antisocial behavior: a developmental
taxonomy. Psychol Rev 100:674-701.
PAJER KA. (1998). What happens to “bad” girls? A review of the adult outcomes of antisocial adolescent
girls. Am J Psychiatry 155:862-870.
PRADER A, LABHART A, WILLI H. (1956).Ein symptom von Adipositas, kleinwuchs, kryptorchismus und
oligophrenie nach myatonieartigen zustand im neugeborenalter. Schweizerische Medizinische Woch-
enschrift 86:1260-1261.
ROLF LH, HAARMAN FY, GROTEMEYER KH, KEHRER H. (1993). Serotonin and amino acid content in
platelets of autistic children. Acta Psych. Scand. 87(5):312-316.
δηλαδή αντιπροσωπεύει μια ηλικία μεταξύ 9 και 12 ετών. Υπάρχει καθυστέρηση στην
κατανόηση και στην έκφραση της ομιλίας, αλλά τα άτομα αυτά είναι σε θέση να τα
βγάλουν πέρα στις καθημερινές συνομιλίες, έστω σε ένα χαμηλό επίπεδο. Η
ανεπαρκής σχολική τους επίδοση είναι αιτία να εγκαταλείψουν το σχολείο, αλλά τα
περισσότερα από αυτά είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τον εαυτό τους, να
αποκτήσουν μερικές στοιχειώδεις πρακτικές και κοινωνικές δεξιότητες και να βρουν
κάποια εργασία ανειδίκευτου. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν ανιχνεύονται
εγκεφαλικές βλάβες.
Μέτρια νοητική υστέρηση. Το IQ κυμαίνεται μεταξύ 35 και 49, δηλαδή μια ηλικία
μεταξύ 6 και 9 ετών. Στις περιπτώσεις αυτές οι διαταραχές εκπομπής και
κατανοήσεως της ομιλίας είναι αρκετά χαρακτηριστικές και οι δυνατότητες των
ασθενών πολύ περιορισμένες, αλλά μερικοί από αυτούς ίσως καταφέρουν να μάθουν
λίγη ανάγνωση και γραφή. Άλλοι δεν θα μάθουν ούτε να μιλάνε. Η αυτοεξυπηρέτηση
επιτυγχάνεται με δυσκολία, αλλά δεν υπάρχουν μεγάλα προβλήματα στην
κινητικότητα και στη σωματική δραστηριότητα. Ο ασθενής χρειάζεται επίπονη,
συστηματική καθοδήγηση και εκπαίδευση για να πετύχει σχετικά λίγα πράγματα.
Πλήρως ανεξάρτητη ζωή κατά την ενηλικίωση είναι μάλλον αδύνατον να επιτευχθεί.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ανιχνεύεται κάποια οργανική εγκεφαλική βλάβη.
Σοβαρή νοητική υστέρηση. Το IQ κυμαίνεται μεταξύ 20 και 34, που αντιπροσωπεύει
μια ηλικία 3 έως 6 ετών. Οι δυνατότητες για κατανόηση και έκφραση της ομιλίας και
για αυτοεξυπηρέτηση είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Σοβαρές κινητικές διαταραχές
και άλλα κλινικά σημεία επιβαρύνουν την κατάσταση και οι ασθενείς χρειάζονται
φροντίδα για όλη τους τη ζωή.
Βαρεία νοητική υστέρηση. Το IQ είναι κάτω του 20. Η ικανότητα για λεκτική
επικοινωνία είναι εξαιρετικά περιορισμένη ή και μηδαμινή. Οι περισσότεροι
αδυνατούν λίγο ή πολύ να κινηθούν, δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν ούτε βασικές
τους ανάγκες, παρουσιάζουν ακράτεια ούρων και κοπράνων. Στο σύνολο σχεδόν των
περιπτώσεων υπάρχει σοβαρή εγκεφαλική βλάβη, εκφραζόμενη από νευρολογικά
συμπτώματα και σημεία, επιληπτικές κρίσεις, διαταραχές της όρασης και ακοής κ.λπ.
ηλικία. Στο σύνολό τους είναι σπάνιες διαταραχές, 1 ανά 10-20 χιλ. στον γενικό
πληθυσμό. Οφείλονται στην ανεπάρκεια λυσοσωμικών ενζύμων, των οποίων η
λειτουργία είναι η αποδόμηση ποικίλων μακρομοριακών ενώσεων που κατά
διαφόρους τρόπους εισέρχονται ή δημιουργούνται στο κύτταρο. Η μη αποδόμηση
αυτών των ουσιών συνεπάγεται συσσώρευσή τους στα όργανα και πρόκληση
κλινικών φαινομένων. Οι λυσοσωμικές θησαυρωματώσεις ταξινομούνται επί τη βάσει
του είδους της κατακρατούμενης ουσίας και διακρίνονται σε:
Νόσους συσσωρεύσεως τριγλυκεριδίων με εστέρες χοληστερίνης. Τύποι Ι, ΙΙ και ΙΙΙ
(νόσος Wolman, Νόσος του Fabry).
Νόσους συσσωρεύσεως γλυκογόνου.
Νόσους συσσωρεύσεως ολιγισακχαριτών και βλενοπολυσακχαριτών.
Λιποχονδροδυστροφία ή Γαργοϋλισμός. Νόσος του Hurler. Νόσος του Hunter.
Βλεννοπολυσακχαρίδωση.
Νόσους στις οποίες διαταράσσονται λιπίδια, βλεννολιπίδια, σφιγγολιπίδια
(σφιγγομυελίνη, γαλακτοκεβροσίδη, σουλφατίδες, γαγγλιοσίδες, γλυκοκεβροσίδη).
Επειδή τα σφιγγολιπίδια είναι βασικά συστατικά των μεμβρανών των νευρικών
κυττάρων, οι σφιγγολιπιδώσεις είναι νευροεκφυλιστικά νοσήματα.
Νόσος Gaucher. Οφείλεται σε έλλειψη ή υπολειτουργία του λυσοσωμικού ενζύμου
γλυκοσερεβροσιδάση, με αποτέλεσμα να μη μεταβολίζεται το γλυκοσερεβροσίδιο το
οποίο αθροίζεται σε ιστιοκύτταρα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος στα οποία
προσδίδει χαρακτηριστική μορφολογία (κύτταρα του Gaucher). Η νόσος είναι
πολυσυστηματική με ηπατοσπληνική διόγκωση και σταδιακή διήθηση του μυελού
των οστών με κύτταρα του Gaucher (Brady et al 1966). Εμφανίζεται σε τρεις τύπους:
Στον τύπο Ι παρατηρούνται αιματολογικές και σκελετικές διαταραχές με
σπληνοηπατομεγαλία. Στον τύπο ΙΙ, ο οποίος εμφανίζεται κατά τη βρεφική ηλικία και
έχει ταχεία εξέλιξη με επέλευση του θανάτου κατά το πρώτο έτος της ηλικίας,
κυριαρχούν μαζί με την σπληνοηπατομεγαλία και νευρολογικές διαταραχές. Ο τύπος
ΙΙΙ λέγεται και υποξεία νευροπαθητική ή νεανική μορφή, εμφανίζεται σε παιδιά και
εφήβους με προοδευτική εγκατάσταση αταξίας, σπαστικότητας και άνοιας. Ως
θεραπευτική μέθοδος χρησιμοποιείται ενζυματική υποκατάσταση με έκχυση
κεκαθαρμένης γλυκοσερεβροσιδάσης κατά τακτά χρονικά διαστήματα.
Αμαυρωτική ιδιωτεία. Μεταδίδεται κατά τον υπολειπόμενο τρόπο. Οφείλεται στην
απουσία του ενζύμου εξοσαμινιδάση, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση γαγγλιοσίδης
στα νευρικά κύτταρα. Η βλάβη του ΚΝΣ αρχίζει κατά την εμβρυϊκή ζωή, αλλά τα
πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται κατά τη βρεφική ηλικία. Σπάνια κατάσταση που
παλαιότερα επιστεύετο ότι εμφανίζεται σε ιουδαϊκές οικογένειες. Στη νεογνική της
μορφή (ή νόσο του Tay-Sachs) το παιδί γεννιέται και αναπτύσσεται φυσιολογικά
μέχρι την εμφάνιση της νόσου κατά τον 3ο-4ο μήνα, οπότε παρουσιάζεται αναστολή
της νοηματικής ανάπτυξης, μυϊκή αδυναμία και τύφλωση. Είναι επίσης δυνατόν να
εκδηλωθεί κατά τη νηπιακή ηλικία (νόσος Bielschowski), κατά τη νεανική ηλικία
(νόσος Spielmeyer-Vogt) και κατά την ενηλικίωση (νόσος Niemann-Pick). Σε όλες τις
περιπτώσεις ο θάνατος επέρχεται σε διάστημα ολίγων ετών. Χαρακτηριστικό
οφθαλμολογικό εύρημα είναι μια βαθυέρυθρος κηλίδα στην περιοχή της ωχράς
κηλίδος λόγω εκφυλισμού των γαγγλιακών κυττάρων του αμφιβληστροειδούς.
Μεταγχρωματική λευκοδυστροφία. Κληρονομείται με τον υπολειπόμενο χαρακτήρα.
Προκαλείται από απομυελίνωση της λευκής ουσίας του εγκεφάλου λόγω
συσσώρευσης σουλφατίδης στη λευκή ουσία και στα περιφερικά νεύρα ως συνέπεια
ανεπάρκειας του ενζύμου αρυλ-σουλφατάση. Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως
κατά το δεύτερο έτος της ηλικίας, αλλά μπορεί και αργότερα κατά την ενηλικίωση. Τα
παιδιά συνήθως πεθαίνουν σε ηλικία 8-10 ετών. Τα συνήθη συμπτώματα είναι
νοητική υστέρηση, διαταραχές των εκουσίων κινήσεων και υποτονία. Επειδή
εκδηλώνεται και με ψυχωσική συμπτωματολογία, έχει υποστηριχθεί ότι ενδεχομένως
σχετίζεται με τη σχιζοφρένεια.
Νόσος του Wilson. Πρόκειται περί διαταραχής του μεταβολισμού του χαλκού λόγω
μειώσεως της κυανοπλασμίνης του αίματος. Κληρονομείται κατά τον υπολειπόμενο
422
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΠΑΣΙΑΛΑ Φρ, ΣΑΒΒΙΔΟΥ Ι, ΓΙΟΥΛΗΣ Π, ΜΠΟΖΙΚΑΣ Β, ΠΙΤΣΑΒΑΣ Σ, ΚΑΡΑΒΑΤΟΣ Θ. (2004).
Σύνδρομο Brachman-de Lange: Συμπεριφορικά προβλήματα και ποιότητα ζωής ασθενούς και οικογένειας.
Ψυχιατρική 15:155-162.
BRADY RO, KANFER JN, BRADLEY RM, SHAPIRO D. (1966). Demonstration of a deficiency of gluco-
cerebroside-cleaving enzyme in Gaucher’s disease. J. Clin. Invest. 45:1112.
DYKENS EM, ROSNER BA, LY T, SAGUN J. (2005). Music and Anxiety in Williams Syndrome: A Har-
monious or Discordant Relationship? American Journal on Mental Retardation: Vol. 110, No. 5, pp. 346–
358.
FREUND LS, REISS AL, HAGERMAN R, VINOGRADOV S. (1992). Chromosome fragility and psycho-
pathology in obligate female carriers of the fragile X chromosome. Arch Gen Psychiatry, 49:54-60.
LURIA AR (1973). The Working Brain. Basic Books. New York.
ROUSSEAU F, HEITZ D, BIANCALANA V, et al (1991). Direct diagnosis by DNA analysis of the fragile X
syndrome of mental retardation. N Engl J Med 325:1673-1681.
GUERRINI R, CARROZZO R, RINALDI R, BONANNI P. (2003). Angelman syndrome: etiology, clinical
features, diagnosis, and management of symptoms. Paediatr Drugs. 5(10):647-61.
παιδικής ηλικίας και την αρχή της εφηβείας και διαρκούν για το υπόλοιπο της ζωής.
Επομένως η διάγνωση δεν τίθεται πριν από την ηλικία των 18 ετών (WHO 1987). Ως
νοσολογικές οντότητες έχουν βρεθεί στα περιθώρια της κλινικής ψυχιατρικής, ενώ
έχουν εκφρασθεί πολλές αμφιβολίες για την εγκυρότητα, τη χρησιμότητα και τις
επιπτώσεις από τη χρήση της σχετικής ορολογίας (Rutter 1987). Αρκετοί υποστηρίζουν
ότι οι ψυχίατροι δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν τέτοιες διαγνώσεις (Lewis and Appleby
1988), διότι υποτίθεται ότι αφορούν την κατασκευή της προσωπικότητας και
αντανακλούν μια φιλοσοφία, μια στάση ζωής, που έχει αποδεχθεί το άτομο για τον
εαυτό του και για τις σχέσεις του με τους άλλους, άρα κινούνται μέσα σ' ένα φάσμα
φυσιολογικότητας. Ωστόσο οι καταστάσεις αυτές είναι συχνές, με εκτεταμένη
παθολογική φαινομενολογία και πολλοί άνθρωποι υποφέρουν εξαιτίας τους, όχι μόνο
οι πάσχοντες, αφού τα προβλήματα που προκαλούνται από αυτές είναι κυρίως
διαταραχές στις διαπροσωπικές σχέσεις, κοινωνική δυσλειτουργία και παραπτωματική
συμπεριφορά (Eysenck 1964).
Διάγνωση. Ένας βασικός λόγος για τον οποίο συχνά παραβλέπονται από διαγνωστική
άποψη οι διαταραχές της προσωπικότητας είναι ότι στους ενήλικες ισοδυναμούν με τις
ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές της παιδικής ηλικίας, με την έννοια ότι και αυτές έχουν
τάση να είναι σταθερές και διαρκείς (Bowlby 1946). Είναι αλήθεια ότι η διάγνωσή τους
παρουσιάζει ανυπέρβλητα εμπόδια και η διαγνωστική συμφωνία μεταξύ εκτιμητών είναι
πολύ χαμηλή. Κυριότεροι παράγοντες της ασυμφωνίας αυτής είναι ότι τα
χαρακτηριστικά (traits) στα οποία θα βασισθεί η διάγνωση δεν προκαλούν δυσφορία
στον εξεταζόμενο επειδή είναι εγωσυντονισμένα (ego-syntonic), καθώς και ότι η τυχόν
συνυπάρχουσα ψυχική νόσος παίζει τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση της εικόνας της
προσωπικότητας, αλλά και η ίδια επηρεάζεται από την προσωπικότητα. Ο συνδυασμός
και των δύο είναι συχνός στην κλινική πράξη. Επομένως ένα σημείο που χρειάζεται
ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διαγνωστική διαδικασία είναι ότι η παθολογική λειτουργία
της προσωπικότητας πρέπει να διαχωρίζεται σαφώς από την κλινική ψυχιατρική
συμπτωματολογία, όταν αυτή συνυπάρχει. Είναι συχνά δύσκολο να γίνει διάκριση
μεταξύ ορισμένων διαταραχών προσωπικότητας από κάποιες χρόνιες
ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, και έτσι η εκτίμηση της διαταραγμένης
προσωπικότητας είναι δυνατόν να στρεβλωθεί και να συσκοτισθεί σε μεγάλο βαθμό
από την ύπαρξη ψυχιατρικών συμπτωμάτων. Η ψυχική κατάσταση και η
προσωπικότητα μπορεί να διαταραχθούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη, ή και οι δύο
ταυτόχρονα. Και μολονότι είναι αναμφισβήτητο ότι η μία παθολογία επιδρά στην άλλη,
δεν παύει να έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι αποτελούν διαφορετικές οντότητες. Η
διάκριση μεταξύ, αφενός, των χαρακτηριστικών (traits) που διαμορφώνουν τα
κυριαρχικά γνωρίσματα της προσωπικότητας και αφετέρου των συμπτωμάτων και των
σημείων τα οποία εμφανίζονται κατά την πορεία των ψυχικών νόσων είναι απαραίτητη.
Τα συμπτώματα και τα σημεία έχουν σποραδική κατανομή στον πληθυσμό,
παρέρχονται ή μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου και στην πλειονότητά τους
προκαλούν δυσφορία στον ασθενή. Τα στοιχεία του χαρακτήρα παρατηρούνται σε
όλους τους ανθρώπους, έχει βέβαια ο καθένας τον δικό του συνδυασμό, διαρκούν
πολύ, τις περισσότερες φορές καλύπτουν ολόκληρες ηλικιακές φάσεις, ίσως ολόκληρη
ζωή, και καθαυτά δεν προκαλούν δυσφορία στον φέροντα, διότι είναι συντονισμένα με
το εγώ (ego-syntonic). Κατά τη διαγνωστική διαδικασία θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’
όψιν και το ότι υπάρχει συννοσηρότητα όχι μόνο στο επίπεδο της ψυχοπαθολογίας
αλλά και των διαταραχών προσωπικότητας.
Παρά το ότι η λήψη λεπτομερούς ιστορικού είναι αναντικατάστατη, έχει
συγκροτηθεί ένας μεγάλος αριθμός ερωτηματολογίων, κλιμάκων και δομημένων
συνεντεύξεων με σκοπό την έγκυρη διάγνωση των διαταραχών της προσωπικότητας.
Από αυτές φαίνεται ότι η ημιδομημένη συνέντευξη IPDE (International Personality Dis-
order Examination), που έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο του ICD-10, είναι η πλέον
εύχρηστη, έγκυρη και αξιόπιστη (Loranger 1994). Υπάρχουν και πιο εξειδικευμένα
426
Πορεία και πρόγνωση. Οι περισσότερες μελέτες σχετικώς με την πορεία και την
πρόγνωση των διαταραχών της προσωπικότητας αφορούν την οριακή, την
αντικοινωνική και τη σχιζοτυπική προσωπικότητα (Stone 1993). Από τις υπόλοιπες η
ναρκισσιστική, η καταναγκαστική και η σχιζοειδής έχουν γίνει αντικείμενο πολύ
περιορισμένης προσοχής, ενώ οι άλλες έχουν σχεδόν πλήρως παραμεληθεί. Σε γενικές
γραμμές δεν αναμένεται κάποια αξιόλογη μεταβολή της εικόνας των «πασχόντων» από
διαταραχές της προσωπικότητας με την πάροδο του χρόνου, αν και η ωρίμανση της
προσωπικότητας μέσω των εμπειριών και των πραγματοποιήσεων ίσως συμβάλλει
στην άμβλυνση της δριμύτητας ορισμένων συμπεριφορών, κυρίως στην ψυχοπαθητική,
στη ναρκισσιστική και στην ιστριονική προσωπικότητα. Οι οριακές προσωπικότητες
παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά βελτίωσης (50%-60%), αλλά ένα 3%-6% από αυτούς
θα αυτοκτονήσει. Οι σχιζοειδείς και οι σχιζοτυπικοί θα ζήσουν μια απομονωμένη και
περιθωριακή ζωή με πιθανότητες ψυχωσικών εκτροπών, ενώ και για τους
ψυχοπαθητικούς η πρόγνωση είναι πολύ δυσμενής, λόγω της εμπλοκής τους με το
ποινικό σύστημα και της υψηλής επικινδυνότητας των επιλογών τους.
Θεραπεία. Δεν υπάρχει απλή, οικονομική και αποτελεσματική θεραπεία για την
πλειονότητα των διαταραχών της προσωπικότητας, όχι μόνο λόγω των ιδιόμορφων
ανυπέρβλητων θεραπευτικών δυσκολιών που παρουσιάζει η καθεμία από αυτές, αλλά
και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι οι «ασθενείς» είναι απίθανο να ζητήσουν βοήθεια.
Από την άλλη μεριά, το ενδιαφέρον σε επίπεδο κλινικό καθώς και σε επίπεδο
οργάνωσης κατάλληλων υπηρεσιών, με εξαίρεση το ποινικό σύστημα για τις
παραβατικές συμπεριφορές, είναι πολύ μικρό και πολλοί ψυχίατροι αποφεύγουν
αυτούς τους «ασθενείς». Σε όλες τις διαταραχές προσωπικότητας η ψυχοθεραπεία,
ατομική ή ομαδική, ενδείκνυται περισσότερο από άλλες μεθόδους (Perry et al 1999). Η
μέθοδος της θεραπευτικής κοινότητας, κυρίως για προσωπικότητες που έχουν
εκδηλώσει εγκληματική συμπεριφορά (Warren 1994), ίσως είναι η καταλληλότερη.
Απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να αποδώσουν οι ψυχοθεραπευτικές
προσεγγίσεις και γι’ αυτό η βραχεία ψυχοθεραπεία δεν αποτελεί ρεαλιστική επιλογή.
Θεραπείες συμπεριφοράς και φαρμακευτικές αγωγές, κυρίως αντιψυχωτικά σε χαμηλές
δόσεις, έχουν επίσης προταθεί όταν οι διαταραχές εκτρέπονται προς το ψυχωσικό
φάσμα, αλλά θα πρέπει να τονιστεί ότι για τις διαταραχές προσωπικότητας καθαυτές
δεν υπάρχει χειρότερη θεραπευτική επιλογή από τη φαρμακοθεραπεία.
κυρίως όμως της ιστριονικής και της ναρκισσιστικής, της αποφευκτικής και της
εξαρτητικής, της σχιζοτυπικής και της παρανοειδούς, που αποτρέπουν αυστηρές
κατηγοριοποιήσεις. Είναι αμφίβολο επίσης αν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των δέκα
διαγνωστικών κατηγοριών του ICD-10 και των ένδεκα διαγνωστικών κατηγοριών του
DSM-IV. Το DSM-IV κατατάσσει τις ένδεκα διαγνωστικές κατηγορίες διαταραχών
προσωπικότητας σε τρεις ομαδοποιήσεις ή συγκροτήματα (clusters) συμπεριφορών:
Συγκρότημα Α: Παράδοξη ή εκκεντρική συμπεριφορά. Περιλαμβάνει την
παρανοειδή, τη σχιζοειδή και τη σχιζοτυπική προσωπικότητα.
Συγκρότημα B: Θεατρική, συναισθηματική ή αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά.
Περιλαμβάνει την ιστριονική, τη ναρκισσιστική, την αντικοινωνική και την οριακή
διαταραχή προσωπικότητας.
Συγκρότημα C: Αγχώδης ή φοβική συμπεριφορά. Περιλαμβάνει την αγχώδη ή
αποφευκτική, την εξαρτητική, την καταναγκαστική και την παθητικο-επιθετική
διαταραχή προσωπικότητας.
Παρακάτω παρουσιάζονται είκοσι τύποι διαταραχών της προσωπικότητας, εκ των
οποίων οι δέκα πρώτοι περιγράφονται και από τα δύο μεγάλα ταξινομικά συστήματα.
(ηθοποιός) και όχι από την ελληνική οίστρος (oestrus). Στην αγγλική βιβλιογραφία
χρησιμοποιείται εσφαλμένα ο όρος dramatic αντί του theatrical, που θα ήταν
ακριβέστερος· ωστόσο η λέξη drama στην αγγλική σημαίνει και θέατρο. Η συχνότητα
εμφάνισης της ιστριονικής προσωπικότητας στον γενικό πληθυσμό είναι γύρω στο 2%
(Nestadt et al 1990), με σαφή υπεροχή των γυναικών. Θεατρινισμοί, ψευδολογία,
υπερτονισμένη συναισθηματική εκφραστικότητα, εγωκεντρικότητα,
αυτοδραματοποίηση, έντονη ματαιοδοξία, απαιτητικότητα, σαγηνευτική και
σεξουαλικώς προκλητική συμπεριφορά, υποβολιμότητα από πρόσωπα και
καταστάσεις είναι χαρακτηριστικά στοιχεία αυτής της διαταραχής. Ο τρόπος ομιλίας
είναι εντυπωσιακός, αλλά γενικόλογος και όχι ακριβής. Το ιστριονικό άτομο έχει ρηχά
και ευμετάβλητα συναισθήματα που εκφράζονται κατά υπερβολικό και θεαματικό
τρόπο. Συνεχώς αναζητά συγκινήσεις και φτηνές εμπειρίες. Επιδιώκει με κάθε τρόπο
να κορέσει την επιθυμία του να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής και αισθάνεται
δυσφορία όταν δεν το καταφέρνει. Θεωρεί τις προσωπικές του σχέσεις στενότερες και
οικειότερες από όσο είναι στην πραγματικότητα και έχει την τάση να προσκολλάται σε
αυτές. Υπολογίζει πολύ στη σωματική του εμφάνιση και ελκυστικότητα, την οποία
συστηματικά αναδεικνύει με αποκαλυπτικές ενδυματολογικές επιλογές προκειμένου να
προσελκύσει και να παρασύρει τους άλλους. Ιδέες αυτοκτονίας εκφράζονται συχνά και
δεν θα πρέπει να υποτιμώνται. Η διαφοροδιάγνωση θα γίνει από τη ναρκισσιστική και
την εξαρτητική προσωπικότητα, με τις οποίες ούτως ή άλλως υπάρχει μεγάλη
αλληλοκάλυψη. Αυτά τα άτομα σπανίως ζητούν ψυχιατρική βοήθεια, αλλά αν συμβεί
αυτό, ίσως ωφεληθούν από κάποια μορφή ψυχοθεραπείας, πάντως όχι ομαδικής, η
οποία όταν εγκατασταθεί σπανίως διακόπτεται. Βαθιές γνωσιακές προσεγγίσεις δεν
βοηθούν, αφού απουσιάζει η ικανότητα εμβάθυνσης.
τις ανάγκες του στις ανάγκες αυτών των προσώπων. Για να πάρει και την
παραμικρότερη απόφαση, ζητάει τη συνδρομή και τις συμβουλές των άλλων. Στις
διαπροσωπικές του συναλλαγές βρίσκει εξαιρετικά δύσκολη την έκφραση μιας
διαφωνίας. Προκειμένου να μη διακινδυνεύσει η σχέση του, φθάνει στο σημείο να
περιορίσει στο ελάχιστο ακόμη και τις πλέον δικαιολογημένες απαιτήσεις του. Νιώθει
ανασφαλής, ανυπεράσπιστος και αβοήθητος όταν είναι μόνος και τρομάζει με την ιδέα
ότι το πρόσωπο από το οποίο εξαρτάται θα τον εγκαταλείψει. Η ανικανότητα να δεχθεί
τον χωρισμό είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτής της προσωπικότητας. Η
ψυχοθεραπεία σε συνδυασμό με αγχολυτική αγωγή είναι δυνατόν να βοηθήσει, αλλά ο
αριθμός και η ποιότητα των πραγματοποιήσεων που επιτυγχάνει το άτομο κατά την
εκδίπλωση της ζωής του και την, οπωσδήποτε δύσκολη αλλά επιτεύξιμη, πορεία προς
την ωριμότητα συμβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της προσωπικής αυτονομίας και
αποτελεί αξονικό θεραπευτικό παράγοντα.
Αγχώδης προσωπικότητα. Στις πρόσφατες ταξινομήσεις τής έχει δοθεί και η ανόητη
ονομασία αποφευκτική προσωπικότητα (avoidant personality). Διαταραχή συχνότερη
στους άνδρες. Η ανικανότητα να πάρει πρωτοβουλίες για διαπροσωπικές σχέσεις είναι
το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτής της προσωπικότητας. Το άτομο παρουσιάζει πολύ
χαμηλή αυτοεκτίμηση, ανασφάλεια και ντροπαλότητα. Κατέχεται από μια κατάσταση
έντασης και ανησυχίας, επειδή έχει την εντύπωση ότι είναι απωθητικό, κατώτερο ή
ανίκανο και συνεχώς κατατρύχεται από τον φόβο της αρνητικής κριτικής και της
απόρριψης από τους άλλους. Έχει την αίσθηση ότι η επιθυμία του για αποδοχή και
στοργή δεν ικανοποιείται. Αποτέλεσμα αυτών είναι να αποφεύγει τη δημιουργία
διαπροσωπικών σχέσεων, τις επαγγελματικές δραστηριότητες και τις κοινωνικές
επαφές και να μην αφήνεται σε αυτές παρά μόνο στις περιπτώσεις που ξέρει με
βεβαιότητα ότι είναι αποδεκτό. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες και αλληλοκαλύψεις με
την εξαρτητική προσωπικότητα, από την οποία θα πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκεται.
σκέψεις και το συναίσθημά του κυριαρχείται από θλίψη. Η εμφάνισή του χαρακτηρίζεται
από κατήφεια, χωρίς έκφραση χαράς, ευχαρίστησης και ευτυχίας. Μηδενιστικός,
επικριτικός και καταδικαστικός απέναντι και στους άλλους. Απαισιόδοξος για τα
προσωπικά του αλλά και για γενικότερα θέματα. Έχει την τάση να αισθάνεται ένοχος
και εύκολα καταλαμβάνεται από τύψεις. Άτομα με καταθλιπτική προσωπικότητα, όπως
είναι αναμενόμενο, παρουσιάζουν μεγάλη ευπάθεια στην ανάπτυξη καταθλιπτικής
συμπτωματολογίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ Θ. (1986). Νάρκισσος και Ναρκισσισμός. Μια άποψη της σχέσης του μύθου με την θεωρία.
Εγκέφαλος 23:65-68.
ΚΟΚΚΩΣΗ Μ και συν (1998). Το Ερωτηματολόγιο Ναρκισσιστικής Προσωπικότητας-NPI. Προσαρμογή
και μελέτη των ψυχομετρικών ιδιοτήτων του. Ψυχιατρική 9:119-133.
ΜΕΤΑΞΑΣ Α, ΜΠΑΛΛΗΣ Θ, ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Μ, και συν (1979). Ανώμαλη αντικοινωνική
προσωπικότητα (στατιστική μελέτη). Ιατρ. Επιθ. Εν. Δυνάμ. 13:789-795.
ΟΥΛΗΣ Π. (1994). Προσωπικότητα και Ψυχοπαθολογία. Τετρ. Ψυχιατρ. 46:135-141.
ΤΕΡΛΕΞΗΣ Π. (1975). Ο αυταρχικός άνθρωπος. Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.
LORANGER AW, et al. (1994) The international personality disorder examination. The World Health Or-
ganization/Alcohol, Drug Abuse, and Mental Health Administration International Pilot Study of Personality
Disorders. Arch. Gen. Psychiatry, 51:215-224.
NESTADT G, ROMANOSKI AJ, et al. (1990). An epidemiological study of histrionic personality disorder.
Psychol. Med. 20:413-422.
PERRY JC, BANON E, IANNI F. (1999). Effectiveness of psychotherapy for personality disorders. Am J
Psychiatry 156(9):1312-21.
RASKIN RN, HALLS CS (1979) A narcissistic personality inventory. Psychol Rep. 45(2):590.
RUTTER M. (1987). Temperament, Personality and Personality Disorder. Brit J Psychiat 150:443-458.
STONE MH. (1993). Long-Term Outcome in Personality Disorders. Brit J Psychiatry 162:299-313.
TORGERSEN S, et al. (2000). A twin study of personality disorders. Compr Psychiatry 41(6):416-25.
WARREN F. (1994). What do we mean by a Therapeutic Community for Offenders? Therapeutic Commu-
nities 15(4):312-319.
WOLFF S. (1991). "Schizoid" personality in childhood and adult life. I: The vagaries of diagnostic labelling.
Br. J. Psychiatry 159:615-620.
WOLFF S, TOWNSHEND R, MCGUIRE RJ, WEEKS DJ. (1991). "Schizoid" personality in childhood and
adult life. II. Adult adjustment and the continuity with schizotypal personality disorder. Br J Psychiat 159:
620-629.
WORLD HEALTH ORGANISATION (1987). Tenth Revision of the International Classification of Diseases
(ICD-10). Geneva, WHO.
437
Τα σύνορα της ιατρικής και της κλινικής έννοιας της σεξουαλικής διαταραχής
μετατοπίστηκαν πολλές φορές στη διάρκεια της ιστορίας· άλλοτε διευρύνθησαν και
άλλοτε συρρικώθηκαν, αναλόγως του κοινωνικού, ηθικού και ιδεολογικού κλίματος της
κάθε εποχής. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Szasz (1980), «Τον 19ο αιώνα ο
αυνανισμός ήταν νόσος και ο μη αυνανισμός θεραπεία. Σήμερα ο αυνανισμός είναι
θεραπεία και ο μη αυνανισμός νόσος». Ο κλασικός ορισμός του Krafft-Ebbing (1906)
ότι σεξουαλική εκτροπή ή διαστροφή είναι κάθε έκφραση του σεξουαλικού ενστίκτου
που δεν οδηγεί στον πολλαπλασιασμό του είδους, ενώ είναι οπωσδήποτε σωστή από
βιολογική-ιατρική άποψη, από κάθε άλλη άποψη είναι υπερβολικά στενή (π.χ. ποιος θα
κατέτασσε σήμερα στις διαστροφές τη χρήση προφυλακτικού ή τον αυνανισμό). Η
σεξουαλικότητα στις ανεπτυγμένες χώρες έχει σήμερα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικής
ανοχής από οποιαδήποτε άλλη εποχή. Ο σεξουαλικός πειραματισμός δεν γνωρίζει
περιορισμούς, οι τεχνικές αντισύλληψης όχι μόνο είναι προσβάσιμες αλλά
διαφημίζονται για λόγους προστασίας της υγείας (αφροδίσια νοσήματα, εκτρώσεις
κ.λπ.), η έκτρωση είναι απείρως ευκολότερη μολονότι απαγορεύεται, ο γάμος διέρχεται
περίοδο κρίσης καθώς εμφανίζονται και ρηξικέλευθες μορφές γαμήλιας συμβίωσης
μεταξύ ομοφυλοφίλων, η σεξουαλική πληροφόρηση είναι εκτεταμένη, οι στάσεις
απέναντι στις διαστροφές είναι πιο φιλελεύθερες και ανεκτικές. Οι εποχές της ενοχής
για τις αυνανιστικές τάσεις, της ανικανοποίητης σεξουαλικής περιέργειας, του φόβου
και της άγνοιας για σεξουαλικά θέματα ανήκουν στο παρελθόν, αλλά αν το δει κανείς
ιστορικά, μπορεί να ανήκουν και στο μέλλον.
I. ΠΕΡΙΣΥΝΟΥΣΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ
Η φυσιολογική εκτέλεση της σεξουαλικής πράξης είναι αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης
διεργασίας, σε κάθε σημείο της οποίας είναι δυνατόν να παρουσιασθούν διαταραχές.
Παρά το ότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων αυτές οι διαταραχές είναι
καθαρά ψυχογενείς, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις το ενδεχόμενο της υπάρξεως
οργανικού υποστρώματος πρέπει να εξετάζεται με προσοχή. Διαταραχές του
κυκλοφορικού, νευρολογικές διαταραχές, συστηματικές παθήσεις, παθήσεις των
γεννητικών οργάνων, φάρμακα κ.λπ., είναι δυνατόν να επιδράσουν αρνητικά στη
438
Έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας. Παρατηρείται και στα δύο φύλα, αλλά στις γυναίκες
έχει επικρατήσει να ονομάζεται και ψυχρότητα. Χαρακτηρίζεται από απουσία
ανταπόκρισης, σχεδόν πλήρη αποφυγή σεξουαλικής επαφής, η οποία θεωρείται από
τον/την ασθενή ως κουραστικό και βαρετό καθήκον. Προκαλείται τόσο από οργανικές
όσο και από ψυχολογικές καταστάσεις. Στις οργανικές καταστάσεις περιλαμβάνονται
παθήσεις που επιφέρουν άλγος κατά τη συνουσία, μείωση των οιστρογόνων κατά την
εμμηνόπαυση, ανωμαλίες στην κατασκευή των γεννητικών οργάνων. Στις ψυχολογικές
αιτίες περιλαμβάνονται ενοχές για τις σεξουαλικές δραστηριότητες, άγχος, κατάθλιψη
και άλλες ψυχιατρικές καταστάσεις, ψυχοκαταπόνηση, σύγκρουση με τον σύντροφο,
άγνοια των σεξουαλικών τεχνικών κ.λπ. Χαμηλή σεξουαλική επιθυμία είναι η
συνηθέστερη σεξουαλική δυσλειτουργία στις γυναίκες και αυξάνει με την ηλικία. Είναι
συχνή στις ανοργασμικές γυναίκες οι οποίες δεν επιθυμούν τη συνουσία επειδή δεν
έχει τίποτε να τους προσφέρει. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η έλλειψη σεξουαλικής
επιθυμίας δεν αποκλείει τη σεξουαλική διέγερση, η οποία κάτω από ιδανικές για τον
πάσχοντα ή την πάσχουσα προϋποθέσεις είναι δυνατόν να επιτευχθεί. Επομένως δεν
πρόκειται περί σεξουαλικής ανικανότητας. Η χρήση δονητών είναι δυνατόν να
πυροδοτήσει την ανάπτυξη επιθυμίας σε ψυχρές γυναίκες και να τις οδηγήσει σε
εμπειρίες οργασμών. Το αντίθετο της γυναικείας ψυχρότητας, η ανδρομανία ή
νυμφομανία, μία υπερβολική σεξουαλική επιθυμία για τους άνδρες, είναι μάλλον
σπάνιο φαινόμενο, καθαυτό μη παθολογικό, αλλά ενδέχεται να είναι εκδήλωση κάποιας
ψυχοπαθολογίας, όπως η μανιακή φάση της μανιοκαταθλιπτικής νόσου, η διανοητική
καθυστέρηση ή διάφορες ανοϊκές καταστάσεις που προκαλούν άρση των ηθικών
αναστολών.
Αποδίωξη της libido. Είναι κατάσταση κατά την οποία, κυρίως κατά τη διάρκεια του
ερωτικού παιγνιδιού ή και αμέσως μόλις αρχίσει η συνουσία, αποσύρεται κάθε επιθυμία
και το άτομο περατώνει πρόωρα τη διαδικασία στο σύνολό της. Ίσως οφείλεται σε
ενοχές ή σε αιφνιδίως αναδυόμενη απέχθεια προς τη συνουσία ή τον σεξουαλικό
σύντροφο και είναι δυνατόν να δημιουργήσει σοβαρές εντάσεις στο ζευγάρι.
Ανηδονία. Στην περίπτωση της ανηδονίας τόσο ο οργασμός στις γυναίκες όσο και η
εκσπερμάτωση στους άνδρες πραγματοποιούνται, αλλά απουσιάζει το ψυχικό
αποτέλεσμα ικανοποίησης και το άτομο νιώθει πλήρη έλλειψη αισθήματος ηδονής κατά
439
τη συνουσία από την αρχή μέχρι το τέλος της. Ο όρος ανηδονία έχει δεινοπαθήσει ως
περιγραφικό εργαλείο, επειδή αντίστοιχος όρος (anhedonia) χρησιμοποιείται στην
αγγλοσαξονική ονοματολογία για την περιγραφή του καταθλιπτικού συμπτώματος
απουσίας ευχαρίστησης από τις καθημερινές δραστηριότητες.
nique) λίγο πριν από την εκσπερμάτωση σε μια σειρά συνουσιακών συνεδριών με τη
σύντροφο.
Διαταραχή της διέγερσης στις γυναίκες εκδηλώνεται με ξηρότητα του κόλπου λόγω
μείωσης της εκκρίσεως του ολισθητικού υγρού του βαρθολίνιου αδένα. Είναι δυνατόν η
κατάσταση αυτή να δυσχεράνει σημαντικά τη συνουσία ή, και το συνηθέστερο, να τη
διακόψει. Εκτός από τις μολύνσεις ή την οιστρογονική ανεπάρκεια κατά την
εμμηνόπαυση, συνήθως εμφανίζεται σε γυναίκες που δεν είναι προετοιμασμένες ή δεν
επιθυμούν τη συνουσία, καθώς και σε νεαρές γυναίκες με παιδικές καθηλώσεις.
Ανοργασμία. Είναι πολύ συχνή δυσλειτουργία στις γυναίκες και η συχνότητά της
αυξάνει με την ηλικία (Βαϊδάκης 1982). Οι περισσότεροι μελετητές συγκλίνουν στην
άποψη ότι η μεγάλη πλειονότητα των γυναικών σταθερά δεν πετυχαίνουν οργασμό.
Ούτως ή άλλως ο οργασμός είναι διαδικασία δύσκολη και πολύπλοκη και η μελέτη του
έχει δεινοπαθήσει από την αβάσιμη διάκριση μεταξύ κολπικού και κλειτοριδικού
οργασμού και της τεράστιας παραφιλολογίας που τη συνοδεύει. Υποστηρίζεται από
αρκετούς ότι η μεγάλη συχνότητα έλλειψης οργασμού στις γυναίκες έχει
441
ανθρωπολογική ρίζα, κατά το ότι δεν είναι τόσο χρήσιμος σε αυτές όσο στον άνδρα για
την επίτευξη της γονιμοποίησης, ενώ η ύπαρξή του είναι δυνατόν να κινητοποιεί
υπερβολικά ερωτικά τη γυναίκα προς αναζήτηση συνουσίας, με αποτέλεσμα να τίθεται
σε κίνδυνο η μητρότητα και γενικότερα η δυνατότητά της να προσηλώνεται στα παιδιά
και να τα φροντίζει. Περιγράφονται διαταραχές του οργασμού κατά τη συνουσία,
διαταραχές του οργασμού κατά τον αυνανισμό και περιστασιακές διαταραχές του
οργασμού λόγω αλλαγής συντρόφου ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Οργανικές
αιτίες της οργασμικής δυσλειτουργίας, όπως ορμονικές διαταραχές, νοσήματα των
γεννητικών οργάνων, τοξικές ουσίες (κυρίως τα οπιοειδή) κ.λπ. είναι σχετικώς σπάνιες.
Στις ψυχολογικές αιτίες περιλαμβάνονται η συναισθηματική ανωριμότητα, διάφοροι
φόβοι σωματικής βλάβης ή εγκυμοσύνης, θρησκευτικές προκαταλήψεις και
αντιπαλότητα προς τον άνδρα ή απόρριψη του ως σεξουαλικού συντρόφου.
Θεραπευτικώς έχουν επινοηθεί και συνιστώνται ποικίλες αφελείς τεχνικές, όπως η
τεχνική ασκήσεων για την αύξηση της ισχύος του ηβοκοκκυγικού μυός που υποτίθεται
ότι έχει χαλαρώσει προκαλώντας ανοργασμία (Kegel 1952), ο προγραμματισμένος
αυνανισμός σε εννέα στάδια με το χέρι ή με δονητή σε συνδυασμό με κατανάλωση
λογοτεχνικού ή οπτικού πορνογραφικού υλικού (LoPiccolo and Lobitz 1972) κ.λπ.
φαινοτύπου των γεννητικών οργάνων, σαν κορίτσια μέχρι την εφηβεία, οπότε με την
έκκριση της ορχικής τεστοστερόνης το ενζυμικό μπλοκάρισμα αναστέλλεται και
αναπτύσσονται τα γεννητικά όργανα του άρρενος. Στα περισσότερα αγόρια δεν
παρατηρείται ιδιαίτερο πρόβλημα στην ανάληψη ανδρικού ρόλου, αφού ο κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης αρρενοποιημένος εγκέφαλος ήταν ήδη ικανός να ξεπεράσει
πρώιμα μαθησιακά προβλήματα. Στα κορίτσια η διαταραχή οφείλεται σε υπερβολική
έκκριση ανδρογόνων από τη μητέρα κατά την εγκυμοσύνη ή σε συγγενή υπερπλασία
των επινεφριδίων της ασθενούς με αποτέλεσμα την υπερπαραγωγή ανδρογόνων. Τα
εσωτερικά γεννητικά όργανα είναι θηλυκά, ενώ εμφανίζεται μια ανδροποίηση των
εξωτερικών γεννητικών οργάνων. Ανατρέφονται ως κορίτσια. Η διάγνωση πρέπει να
γίνει το ταχύτερο δυνατόν, αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού, ώστε να εφαρμοσθεί
το κατάλληλο θεραπευτικό πρόγραμμα και να περιορισθούν οι ιατρικές, ψυχολογικές
και κοινωνικές επιπτώσεις της διαταραχής. Τα παιδιά πρέπει οπωσδήποτε να
μεγαλώσουν σύμφωνα με το πραγματικό τους φύλο παράλληλα με το θεραπευτικό
πρόγραμμα.
του/της συντρόφου, γ) της συνεύρεσης με άτομο της ίδιας σεξουαλικής και ηλικιακής
ωριμότητας. Με εξαίρεση τον μαζοχισμό και τον σοδομισμό, οι σεξουαλικές ανωμαλίες
είναι σχετικώς σπάνιες στις γυναίκες. Δεν είναι σπάνιο στο ίδιο άτομο να εκδηλώνονται
περισσότερες από μία σεξουαλικές ανωμαλίες. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται:
η Σεξουαλική κακοποίηση, η Σεξουαλική παρενόχληση, ο Βιασμός, η Παιδεραστία, η
Αιμομιξία, ο Φετιχισμός, η Ηδονοβλεψία, η Επιδειξιομανία, η Αλγολαγνεία, η
Κτηνοβασία, η Ουρολαγνεία, η Κοπρολαγνεία, η Εφαψιομανία, η Νεκροφιλία, η
Κλυσματοφιλία και η Τηλεφωνική βωμολοχία.
Όσον αφορά τη συχνότητα των βιασμών, ίσως να υπάρχει και μια εποχιακή κατανομή.
Τον Δεκέμβριο οι γυναίκες κινδυνεύουν λιγότερο από ό,τι τους άλλους μήνες να
πέσουν θύματα βιασμού, ίσως επειδή δεν εκθέτουν το σώμα τους τόσο πολύ όσο το
καλοκαίρι. Μετά τον βιασμό το θύμα αισθάνεται σύγχυση, ντροπή, εξευτελισμό, φόβο
και οργή, συναισθήματα που μπορεί να διαρκέσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ακολουθούν αισθήματα σωματικής και ψυχικής ευθραυστότητας, η απειλητική αίσθηση
ότι ζει σε έναν πολύ κακό και επικίνδυνο κόσμο και ότι δεν ασκεί κανέναν έλεγχο στη
ζωή της. Σε γυναίκες που έχουν πλήρως εκδιπλώσει τη σεξουαλικότητά τους, η
σεξουαλική ζωή τους συνήθως δεν επηρεάζεται, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις
εμφανίζεται δυσπαρεύνια. Αισθήματα απογοήτευσης για τον έρωτα και μίσους για
όλους τους άνδρες είναι δυνατόν να εμφανισθούν. Πάνω από το 70% των θυμάτων
βιασμού εμφανίζουν ψυχιατρικά συμπτώματα τύπου μεταψυχοτραυματικής διαταραχής
που, στις περισσότερες γυναίκες, αποκτούν χρόνιο χαρακτήρα, ενώ στο 20% των
περιπτώσεων τα θύματα κάνουν απόπειρες αυτοκτονίας. Τα συμπτώματα είναι
ισχυρότερα όταν ασκείται σωματική βία, χρησιμοποιούνται όπλα και προκαλούνται
σωματικά τραύματα ή όταν ο βιασμός γίνεται από άγνωστο άτομο.
450
Επιδειξιομανία. Η επίδειξη γεννητικών οργάνων είναι πάρα πολύ συχνή. Πάνω από
50% των ανθρώπων θυμούνται, ως θεατές, μια τέτοια εμπειρία από τα παιδικά τους
χρόνια. Είναι ανωμαλία που αφορά την επίδειξη των γεννητικών οργάνων σε άλλον ή
σε άλλα πρόσωπα χωρίς αυτό να οδηγεί σε επίθεση ή σε επιδίωξη συνουσίας, που δεν
είναι στις προθέσεις του ασθενούς. Θα μπορούσε να ταξινομηθεί και στις διαταραχές
ελέγχου των παρορμήσεων, επειδή οι ασθενείς συνήθως τη βιώνουν ως κατάσταση
ξένη προς το εγώ τους, την οποία δεν μπορούν να ελέγξουν. Οι επιδειξιομανείς δεν
μπορούν να εξηγήσουν αυτή τη συμπεριφορά, η οποία τους δημιουργεί αγωνία. Στις
γυναίκες υπάρχουν αρκετά στοιχεία επιδεικτικής συμπεριφοράς αλλά, παρά τις όποιες
ακρότητες, αφορούν το σύνολο της εμφανίσεως, όχι μόνο τα γεννητικά όργανα, και
απευθύνονται σε όλους, παρά το ότι ο πραγματικός στόχος είναι να διεγείρουν την
ανδρική επιθυμία. Δεν έχει παθολογικό χαρακτήρα αυτή η συμπεριφορά. Στους άνδρες,
αντίθετα, η επιδειξιομανία παρουσιάζεται ως αγωνιώδης και καταναγκαστική
παρόρμηση να επιδείξουν τα γεννητικά τους όργανα σε γυναίκες ή και σε μικρά
κορίτσια, πράγμα που συνήθως επιτελείται σε ερημικά μέρη, σε αλσύλλια και σε
σκοτεινά δρομάκια, ενώ οι ίδιοι ευρίσκονται υπό το κράτος μεγάλης ταραχής,
νευρικότητας, ανησυχίας και άγχους, αν και όχι πάντοτε.
δεν είναι εκδήλωση πρωτογενούς ενστίκτου αλλά η ρίζα του βρίσκεται στον σαδισμό, ο
οποίος αντί να στραφεί προς τον άλλον, στρέφεται προς τον εαυτό μέσα από
μηχανισμούς ενοχής. Η επιδημιολογία αυτής της διαταραχής είναι τελείως άγνωστη, για
λόγους προφανείς. Αλλά είναι συχνότερη στους άνδρες. Στις πολύ βαριές περιπτώσεις
που καταλήγουν στην ποινική δικαιοσύνη διάφορες θεραπευτικές στρατηγικές έχουν
προταθεί (χορήγηση αντι-ανδρογόνων, εθελοντικός ευνουχισμός, ψυχοχειρουργική,
διάφορες ψυχοθεραπείες κ.λπ.), αλλά η αποτελεσματικότητά τους είναι ατεκμηρίωτη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΑΪΔΑΚΗΣ Ν. (1982). Σεξουαλικές διαταραχές στον άνδρα και τη γυναίκα. Ιατρική 42:279-287.
ΒΑΪΔΑΚΗΣ Ν. (1982). Θεραπεία των ψυχογενών σεξουαλικών διαταραχών. Ιατρική 42:363-372.
ΓΙΩΤΑΚΟΣ Ο. (2003). Παιδοφιλία. Αιτιολογία-Εκτίμηση-Αντιμετώπιση. Τετρ Ψυχιατρ 82:70-78.
ΤΑΛΦΑΝΙΔΗΣ Κ. (1994). Διαταραχή της ταυτότητας του φύλου σε αγόρια. Ψυχιατρική 5(suppl):24-29
ADLER A. (1917). Study of Organ Inferiority and its Psychical Compensation. Washington.
455
ALLEN LS, GORSKI RA. (1992). Sexual orientation and the size of the anterior commissure in the human
brain. Proceedings of the National Academy of Sciences, USA 89, 7199-7202.
BAILEY JM, PILARD RC, NEALE MC, AGYEL Y. (1993). Heritable factors influence sexual orientation in
women. Arch Gen Psych 50:217-223.
BAILEY JM, PILARD RC. (1991). A genetic study of male sexual orientation. Arch Gen Psychiat 48(12):
1089-1096.
BLANCHARD R, et al (1995). Birth order and sibling sex ratio in homosexual male adolescents and prob-
ably prehomosexual feminine boys. Developmental Psychol. 31:22-30.
EICHER W. (1981). HY Antigen in Transsexuality. Paper given to the fifth World Congress of Sexology.
Jerusalem.
FELDMAN HA, et al (1994). Impotence and its medical and psychosocial correlates: Results of the Mas-
sachusetts male aging study. J Urology 151:5460.
FINKELHOR D. (1979). Sexually Victimised Children. New York, Free Press.
FREUD S. (1919). Lines of advance in psychoanalytic therapy. Standard Edition vol. 17 (ed. J Strachey)
London: Hogarth.
HERMAN J, HIRSCHMAN L. (1981). Father-Dughter Incest. Harvard University Press.
HERMAN J, RUSSEL D, TROCKI K. (1986). Long-Term Effects of Incestuous Abuse in Childhood. Am J
Psychiat 143:1293-96.
HERRELL R, et al. (1999) Sexual orientation and suicidality: a co-twin control study in adult men. Arch
Gen Psychiatry, 56(10):867-74.
JENSCH K. (1941). Weiterer Beitrag zur Genealogie der Homosexualitat. Arch Psychiat Nervenkr 112:
679-696.
JOYCE PR, DING L. (1985). Transsexual sisters. NZL-Aust New Zealand J Psychiatry 19/2:188-189.
JUNG C. (1930). On the relation of analytical psychology to poetry. In: Jung C, Collected Works of CG
Jung, Vol. 15. Princeton University Press, 1966.
KINSEY AC, POMEROY WB, MARTIN CE. (1953). Sexual Behavior in the Human Female. Philadelphia
and London.
KRAFFT-EBBING R von. (1906). Psychopathia Sexualis. London, Heineman.
LOBITZ WC, LOPICCOLO J. (1972). New methods in behavioral treatment of sexual dysfunction. J Behav
Ther and Exper Psychiatr 3:265-271.
LOTHSTEIN LM. (1978). The psychological management and treatment of hospitalized transsexuals. J
Nerv Ment Dis 166(4): 255-262.
LOWICK-GOODALL J, van (1968). The behaviour of freeliving chimpanzees in the Gombe stream re-
serve. Anim. Beh. Monogr. 1(3):161-311.
MacCULLOCH MH, WADDINGTON JL (1981). Neuroendocrine mechanisms and the aetiology of male
and female homosexuality. Brit J Psychiatry 139:341-345.
MASTERS WH, JOHNSON VE. (1970). Human Sexual inadequacy. Little Brown and Co. Boston.
PAULY IB. (1989). Outcome of sex reassignement surgery for transsexuals. Austral and New Zeal J of
Psychiatry 15:45-51.
PRIBOR EF, DINWIDDIE SH. (1992). Psychiatric correlates of incest in childhood. Am J Psychiat 149(1):
52-56.
RADZINOWICZ L. (1957). English studies in criminal offences. Vol. 9. London, Macmillan.
RANDELL J. (1975). Transvestism and trans-sexualism. Brit J Psychiatry 9:201-205
RUSSEL DEH. (1984). Sexual Exploitation: Rape, Child Sexual Abuse, and Workplace Harassment. Bev-
erly Hills, Calif, Sage Publications.
SEMANS JH. (1956). Premature ejaculation: A new approach. Southern Medical Journal 49:353-358.
SZASZ T. (1980). Sex: Facts, Frauds and Follies. Blackwell, NY.
WEINBERG SK. (1955). Incest behaviour. New York, Citadel.
WILLIAMS TJ, et al (2000). Finger-length ratios and sexual orientation. Nature 404:455-456.
456
στους τρεις φόνους συνοδεύεται και από απόπειρα αυτοκτονίας του δράστη λίγες ώρες
μετά την ανθρωποκτονία. Μερικοί φονιάδες μάλιστα πεθαίνουν σε πράξεις
ταυτόχρονης ετεροκτονίας και αυτοκτονίας.
Ανθρωποκτονία. Στα ζώα του αυτού είδους ο φόνος αποτρέπεται, διότι το ηττημένο
ζώο εκδηλώνει σημεία υποταγής τα οποία, με τη μορφή τελετουργικών συμπεριφορών,
αναχαιτίζουν την επιθετικότητα ξεκαθαρίζοντας ταυτοχρόνως ποιος είναι ο νικητής και
ποιος ο νικημένος. Ο νικημένος λύκος πέφτει στο έδαφος ανάσκελα και αφήνει να του
φύγουν λίγα ούρα ή δείχνει τον λαιμό του και αφήνει εκτεθειμένη την καρωτίδα στη
διάθεση του νικητή, άλλα ζώα μένουν ακίνητα ή κρύβουν τα επιθετικά τους όργανα
(νύχια ή δόντια). Όταν ο αντίπαλος αναγνωρίσει την ήττα του, η σύγκρουση τελειώνει
και ο νικημένος όχι μόνο δεν χάνει τη ζωή του αλλά μερικές φορές κερδίζει την
πιθανότητα να προσπαθήσει εκ νέου αργότερα, ενώ ο νικητής κερδίζει τα θηλυκά και
την εξουσία στην ομάδα. Ο νικημένος μπορεί να μεταναστεύσει, μπορεί να
απομακρυνθεί κάπως από την ομάδα ή να παραμείνει στην ομάδα ως υποταγμένο
άτομο, δηλαδή χωρίς ευκαιρίες συνουσίας και αναπαργωγής, πράγμα που
διαμορφώνει τις κοινωνικές ιεραρχίες πάνω στη βάση της κυριαρχίας και της υποταγής.
Αυτό όμως στον άνθρωπο δεν είναι δεδομένο, διότι οι συγκρούσεις στο
ανθρώπινο είδος έχουν κατέλθει σε χαμηλά επίπεδα τελετουργικότητας μετά την είσοδό
460
του στην ιστορία· ίσως πάλι η ίδια η φύση του ανθρώπου να είναι στη ρίζα της
δολοφονική (Ardrey 1962). Στον άνθρωπο όλες αυτές οι τελετουργίες (σήκωμα ψηλά
των χεριών ή παρουσίαση χαρακτηριστικών συμβόλων υποταγής όπως λευκή σημαία
κ.λπ.) που αφήνουν την επιθετικότητα να εκδηλωθεί αλλά και τη ζωή να προστατευθεί,
πολύ εύκολα αχρηστεύονται. Η ήττα στις μεταξύ ανδρών συγκρούσεις φέρνει μαζί με
την υποταγή και ταπείνωση, που συνοδεύονται από τα πανίσχυρα αρνητικά
συναισθήματα του εξευτελισμού. Επομένως σε κάθε σύγκρουση μεταξύ ανδρών
μπαίνει και ο, ανθρωπολογικά, καινούργιος παράγοντας της πάση θυσία αποφυγής του
εξευτελισμού.
Στις φυσικές συγκρούσεις ο άμεσος κίνδυνος (π.χ. ένα άγριο ζώο) μπορεί να
εξουδετερώνεται διά της φυγής, χωρίς αυτό να έχει μεγάλο κόστος ως προς την εικόνα
του ατόμου στα άλλα μέλη της κοινότητας. Στις κοινωνικές συγκρούσεις όμως, εκείνο
που οι αντίπαλοι προσπαθούν να αποφύγουν είναι κυρίως η ταπείνωση, ο
εξευτελισμός της ήττας και λιγότερο ο τραυματισμός ή και ο θάνατος· γι' αυτό πολλοί
προτιμούν να πεθάνουν παρά να ηττηθούν και πολύ περισσότερο να αποδράσουν από
τον αντίπαλο. Και άλλοι παράγοντες κάνουν τις μεταξύ των ανθρώπων συγκρούσεις
φονικές, όπως ότι ο αντίπαλος κατά έναν περίεργο μηχανισμό χάνει την ανθρώπινη
ιδιότητα και μετατρέπεται σε «βρωμερό ζώο», οπότε φαντασιωσικά η σύγκρουση
μεταφέρεται εκτός του ανθρώπινου είδους, αφού ο ένας για τον άλλον ανήκει σε
διαφορετική ζωική κλίμακα. Επίσης κατά τις μεταξύ των ανθρώπων συγκρούσεις η
ψυχολογία τους καθηλώνεται στον παρόντα χρόνο και δεν μπορούν να
προσανατολισθούν ούτε με βάση τις δεσμεύσεις του παρελθόντος ούτε τις συνέπειες
των πράξεών τους στο μέλλον. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω θα πρέπει να εξετάζεται
όχι μόνο η παρουσία βίαιων προσώπων αλλά και η διαμόρφωση «βίαιων
καταστάσεων» στις μεταξύ των ανθρώπων συγκρούσεις.
Σε μια ιδιαίτερη και πολύ σπάνια κατηγορία ανήκουν οι κατά συρροήν δολοφόνοι (serial
killers). Συνήθως είναι φαινομενικώς φυσιολογικά άτομα που διαφεύγουν την
παρακολούθηση και διαπράττουν πολύ καλά προσχεδιασμένες και τελετουργικές
ανθρωποκτονίες σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους ωθούμενοι από φαντασιωσικά
κίνητρα, συνήθως σεξουαλικού χαρακτήρα. Είναι άνδρες στο 95% των περιπτώσεων,
νεαροί, με υψηλή νοημοσύνη, μέσου μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου, με
ψυχιατρικό ιστορικό στις περισσότερες περιπτώσεις, που έχουν ισχυρές φαντασιώσεις
βιασμού. Από ψυχιατρική άποψη συνήθως είναι ψυχοπαθητικές ή σαδιστικές
προσωπικότητες και σπανιότερα παρανοειδείς σχιζοφρενείς. Τα θύματα θα
αποπλανηθούν, θα ακολουθήσουν τον δολοφόνο σε ασφαλές μέρος και θα
εκτελεστούν με τελετουργικό και βασανιστικό τρόπο. Θα βιασθούν πριν από –ή
461
συνήθως μετά– την εκτέλεσή τους. Μερικοί είναι ομοφυλόφιλοι και σκοτώνουν
ζευγαράκια σε ερημικά μέρη. Άλλοι σκοτώνουν ηλικιωμένους ή πόρνες για να
απαλλάξουν, όπως λένε, την κοινωνία από το βάρος τους. Ένας μικρότερος αριθμός
έχει λιγότερο σαφή κίνητρα. Καθώς οι φόνοι έρχονται στη δημοσιότητα, ο δολοφόνος
αρχίζει να πιστεύει ότι είναι σπουδαίος, όχι ασήμαντος και μικρός, και ότι κατέχει έναν
τιμητικό τίτλο (serial killer), γεγονός που ενδέχεται να επιδράσει πολλαπλασιαστικά στα
φονικά κίνητρα του.
19.00). Όσον αφορά την ημέρα, για τα κορίτσια μέχρι 22 ετών βρέθηκε η Παρασκευή
και για τις γυναίκες από 22 μέχρι 40 η Πέμπτη. Εχουν αναφερθεί και συσχετίσεις της
αυτοκτονίας με την εποχή γέννησης (Chotai and Adolfsson 2002) με τις ισημερίες να
παίζουν κάποιον ρόλο. Οι γεννηθέντες τον Σεπτέμβριο παρουσιάζουν την μεγαλύτερη
συχνότητα αυτοκτονίας και οι γεννηθέντες τον Μάρτιο την μικρότερη αλλά ακόμη
βρέθηκε ότι οι σχετικές συχνότητες είναι παράλληλες με την δραστηριότητα της
μονοαμινικής νευρομεταβίβασης που εμπλέκεται στην διαμόρφωση της
ιδιοσυγκρασίας.
Προσωπικότητα και αυτοκτονία. Η αυτοκτονία έχει συνδεθεί με μια σειρά
χαρακτηριστικών της προσωπικότητας ή στάσεων, όπως η ενδοστρεφόμενη
επιθετικότητα και η παρορμητική συμπεριφορά. Άκαμπτη καταναγκαστική
προσωπικότητα, αδυναμία προσαρμογής σε εναλλασσόμενες καταστάσεις, ασθενική
προσωπικότητα, εξαρτητική προσωπικότητα, άτομα με αμφιθυμικά χαρακτηριστικά,
ανασφαλή άτομα, σεξουαλική δυσπροσαρμοστικότητα, κυρίως ομοφυλοφιλία, είναι
παράγοντες της προσωπικότητας που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν συνδεθεί με
αυτοκτονικές συμπεριφορές.
Ψυχοπαθολογία στην αυτοκτονία. Θα πρέπει να τονισθεί ότι περίπου 10%-20% αυτών
που κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας δεν παρουσιάζουν τυπική ψυχιατρική
συμπτωματολογία, ωστόσο σύμφωνα με τη μελέτη των Andersen et al (2000) το 42%
μιας ομάδας ανθρώπων που είχαν αυτοκτονήσει είχε τουλάχιστον μία φορά στη ζωή
του νοσηλευθεί σε ψυχιατρική κλινική. Ψυχιατρικές διαταραχές ή συμπτώματα που
έχουν θετική συσχέτιση με απόπειρες αυτοκτονίας είναι η κατάθλιψη, η υποχονδριακή
διαταραχή, το έντονο άγχος με κρίσεις πανικού, η αϋπνία, η κατάχρηση αλκοόλ και
ορισμένες φαρμακευτικές αγωγές. Όσο μεγαλύτερος ο αριθμός αυτών των
παραγόντων τόσο αυξάνει ο κίνδυνος αυτοκτονίας.
Ο αλκοολισμός, αν και δεν είναι ο κύριος παράγοντας της αυτοκτονίας, παίζει
σημαντικό ρόλο στο 20%-30% των αποπειρών, ενώ μεγάλο ποσοστό αυτών που
κάνουν απόπειρες αυτοκτονίας βρίσκονται σε κατάσταση μέθης. Όταν συνυπάρχει
αλκοολισμός και κατάθλιψη, τότε οι πιθανότητες αυτοκτονίας είναι ακόμη
μεγαλύτερες.
Η κατάθλιψη ως αυτόνομος παράγων είναι στενά συνδεδεμένη με την αυτοκτονία,
αφού περίπου 15% των καταθλιπτικών αυτοκτονούν.
Περίπου 10% των σχιζοφρενών αυτοκτονούν. Συνήθως είναι άνδρες που
παρουσιάζουν πυκνή αλληλουχία υφέσεων και εξάρσεων της νόσου.
Στη μανιοκαταθλιπτικη ψύχωση, όχι μόνο οι ευρισκόμενοι σε καταθλιπτική αλλά και
οι ευρισκόμενοι σε μανιακή φάση έχουν μεγάλες πιθανότητες να κάνουν απόπειρα
αυτοκτονίας. Το 10%-15% των πασχόντων από διπολική διαταραχή θα
αυτοκτονήσει τα επόμενα χρόνια.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι διαταραχές άγχους με κρίσεις πανικού συνοδεύονται από
υψηλό κίνδυνο αυτοκτονικού ιδεασμού και η συχνότητα απόπειρας αυτοκτονίας σε
αυτούς τους ασθενείς είναι υψηλότερη ακόμη και εκείνης των πασχόντων από
μείζονα μελαγχολία (Weissman et al 1989, Reich 1989). Τα συμπτώματα στις
κρίσεις πανικού μοιάζουν πολύ με συμπτώματα σωματικών παθήσεων, κυρίως από
το κυκλοφορικό, έτσι ώστε οι πάσχοντες να πιστεύουν ότι έχουν κάποια πολύ
σοβαρή νόσο ή ακόμη και ότι πρόκειται να πεθάνουν.
Στον κατάλογο της υψηλής επικινδυνότητας περιλαμβάνονται επίσης οι πάσχοντες
από οργανικά ψυχοσύνδρομα.
Τρόποι αυτοκτονίας. Η λήψη φαρμάκων (κυρίως αντικαταθλιπτικών ή νευροληπτικών)
ή άλλων ουσιών αποτελεί τον συχνότερο τρόπο αυτοκτονίας και προτιμάται από τις
γυναίκες. Η απόπειρα αυτοκτονίας με λήψη φαρμακευτικών ή άλλων σκευασμάτων έχει
το χαρακτηριστικό ότι τείνει να επαναλαμβάνεται πολύ συχνότερα από ό,τι οι άλλοι
τρόποι αυτοκτονίας. Στις νεανικές ηλικίες και στις γυναίκες το φαινόμενο είναι ακόμη
συχνότερο. Ακολουθούν η πτώση από ύψος και ο απαγχονισμός, αλλά στην Ελλάδα τη
δεκαετία 1985-95 το 50% των αυτοκτονιών και των δύο φύλων, με τους άνδρες να
υπερτερούν 4:1, έγινε με απαγχονισμό (Zacharakis et al 1998). Οι άνδρες επιλέγουν
465
ψυχιατρικό πληθυσμό, τουλάχιστον για κάποια χρονική περίοδο, και αποτελούν ένα
μεγάλο θέμα για την ψυχιατρική (βλ. μεταψυχοτραυματική διαταραχή).
αρνητικά με αυτήν. Όλα αυτά όμως είναι ανεπαρκή για τη διαμόρφωση μιας
αξιόπιστης εικόνας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΧΕ. (1980). Πρόληψη των αυτοκτονιών. Προβλήματα και προτάσεις. Εγκέφαλος 17:59-63.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΧΕ. (1995). Αυτοκαταστροφική συμπεριφορά στην Ελλάδα. Ψυχιατρική 6:225-232.
ΔΙΑΟΥΡΤΑ-ΤΣΙΤΟΥΡΙΔΟΥ Μ, ΤΣΙΤΟΥΡΙΔΗΣ ΣΓ. (2001). Πατροκτονία και μητροκτονία μεταξύ
ψυχιατρικών ασθενών. Εγκέφαλος 38:113-130.
ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ Κ, ΜΑΔΙΑΝΟΣ Μ, ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ, ΣΤΕΦΑΝΗΣ Κ. (2004). Προσχεδιασμός,
προειδοποίηση και σημείωμα αυτοκτονίας σε 83 περιπτώσεις αυτοκτονίας. Τετρ Ψυχιατρ 85:45-52.
ΜΠΑΖΑΣ Θ, ΤΖΕΜΟΣ Γ, ΣΤΕΦΑΝΗΣ Κ, ΤΡΙΧΟΠΟΥΛΟΣ Δ. (1978). Επίπτωση, εποχιακή διακύμανση και
δημογραφικοί χαρακτήρες των αυτοκτονιών στην Ελλάδα. Materia Medica Graeca 6(1):38-46.
AMNESTY INTERNATIONAL. (1994). Torture Worldwide. An effort to Human Dignity. New York.
ANDERSEN UA, ANDERSEN M, ROSHOLM JU, GRAM LF. (2000) Contacts to the health care system
prior to suicide: a comprehensive analysis using registers for general and psychiatric hospital admissions,
contacts to general practitioners and practising specialists and drug prescriptions. Acta Psychiatr Scand.
2000 Aug;102(2):126-34.
ANDERSON JR, CHAMOVE AS. (1976). Self-fighting syndrome in macaques: I. A representative case
study. Primates 17:1-12.
ANGELOPOULOS NV (1982). Psychiatric Symptoms and Changes in Hostility Structure. PhD Thesis,
University of London.
ARDREY R. (1962). African Genesis. Collins, London.
ARSENEAULT L, et al. (2000). Mental disorders and violence in a total birth cohort: results from the Dun-
edin Study Arch Gen Psychiatry 57(10):979-86.
BERATIS S. (1991). Suicide among adolescents in Greece. Brit J Psychiatry 159:515-519.
BILLE-BRAHE U, JESSEN G. (1994). Suicide in Denmark, 1922-1991: the choice of method. Acta Psy-
chiatr Scand 90:91-96
CARROL J, et al (1980). Family experiences of self-mutilating patients. American Journal of Psychiatry
137:852-853.
CHOTAI J, ADOLFSSON R. (2002).Converging evidence suggests that monoamine neurotransmitter
turnover in human adults is associated with their season of birth. Eur Arch Psychiatry Clin Neurosci
252(3):130-4.
DeMAIO D, CARANDENTE F, RIVA C. (1982). Evaluation of circadian, circaceptan and circannual perio-
dicity of attempted suicides. Chronobiologia, 9(2):185-193.
DIEKSTRA RWF. (1993). The epidemiology of suicide and parasuicide. Acta Psychiatr Scand, suppl, 71:9-
20.
FAGAN J. (1993). Interactions among drugs, alcohol and violence. Health Aff 12:65-79.
FELDMAN MD. (1988). The challenge of self-mutilation: A review. Comprehensive Psychiatry 29: 252-
269.
HART HH. (1950). The eye in symbol and symptom. Yearbook Psychoanal. 6:356-375.
HEIKKINEN Μ, ΑRO H, LONNQVIST J. (1992). Recent life events and their role in suicide as seen by the
spouses. Acta. Psych. Scand. 86(6):489-494.
HENRY AF, SHORT JF. (1954). Suicide and Homicide. Glencoe, Il. The Free Press.
HOLINGER PC, KLERMAN E. (1982). Violent deaths in the United States 1900-1975. Relationships be-
tween suicide, homicide and accidental deaths. Soc. Sci. Med. 16, 1929-1938.
HØYER G, LUND E. (1993). Suicide among women related to number of children in marriage. Arch Gen
Psychiatry 50:134-137.
ISOMETSÄ ET, HEIKKINEN ME, MARTTUNEN MJ, et al (1995). The last appointment before suicide: is
suicide intent communicated? Am J Psychiatry. 152 (6):919-22.
ISOMETSÄ ΕΤ. (2001). Psychological autopsy studies – a review. Eur Psychiatry 16:379-385.
KELLERMAN AL, RIVARA FP, RUSHFORTH NB, et al (1993). Gun ownership as a risk factor for homi-
cide in the home. N Engl J Med 329:1084-91.
KENNEDY HG, KEMP LI, DYER DE. (1992). Fear and anger in delusional (paranoid) disorder: the asso-
ciation with violence. Br. J. Psychiatry, 160:488-492.
KOTSOPOULOS S, LOUTSI Z. (1977). Trends of Juvenile Delinquency in Greece. Int J Offend Ther and
Comp Criminol 21:270-278.
LAUB JH. (2000). Delinquency and mortality: A 50-year follow-up study of 1,000 delinquent and
nondelinquent boys.Am J Psychiatry 157:96-102.
LEVI F, LaVECCHIA C, LUCCHINI F, et al (2003). Trends in mortality from suicide, 1965-1999. Acta Psy-
chiatr Scand 108:341-349.
LYONS HA (1972). Depressive illnes and aggression in Belfast. BMJ 1:342-344.
MALETZKY BM. (1973). The episodic dyscontrol syndrome. Dis Nerv Syst. 34(3):178-85.
MANHEIM H. (1962). The study of crime. In: Welford, A.T. (ed) Society. London.
MOFFITT TE, CASPI A, HARRINGTON H, et al (2002). Males on the life-course-persistent and adoles-
cence-limited antisocial pathways: follow-up at age 26 years. Develop and Psychopathol, 14:179-207.
472
OBERMAN M. (2003). Mothers who kill: Cross-cultural patterns in and perspectives on contemporary ma-
ternal filicide. Int J of Law and Psychiatry 26:493-514
OLVERA RL. (2002). Intermittent explosive disorder: epidemiology, diagnosis and management. NS Drugs
16(8):517-26.
PORTEFIELD AL. (1960). Traffic fatalities, suicide, and homicide. Am. Social. Rev. 25, 897-901.
POST JM. (1986). Hostilité, Conformité, Fraternité. The group dynamics of terrorist behavior. Int J Group
Psychother 36:211-224.
RABKIN J. (1979). Criminal behavior of discharged mental patients. Psychol Bull 86:1-27.
REICH P. (1989). Panic attacks and the risk of suicide. (editorial). N. Engl. J. Med. 321:1260-1.
ROY A, LINNOILA M. (1988). Suicidal behavior, impulsiveness and serotonin. Acta Psychiat Scand 78:
529-535.
SALIB E. (2003). Effect of 11 September 2001 on suicide and homicide in England and Walles. Brit J Psy-
chiatr 183:207-212.
SALIB E. (2003). Suicide terrorism: a case of folie à plusieurs? Brit J Psychiatr 182:475-476.
SANDMAN CA, BARRON JL, CHICZDEMET A, DEMET EM. (1990). Ι. Plasma B-endorphin levels in pa-
tients with self-injurious behaviour and stereotypy. Sandman CA, Barron JL, Colman H. (1990). II. An orally
administered opiate blocker, naltrexone, attenuates self-injurious behaviour. Am J Ment Retard 95, 84-102.
SHAW J, AMOS T, et al (2004). Mental illness in people who kill strangers: longitudinal study and national
clinical survey. BMJ 328:734-737.
SHNEIDMAN ES. (1976). An overview of suicide. Psychiatric Annals 6(2):606-619.
SIMPSON MA. (1976). Self-mutilation and suicide. In Suicidology: Contemporary Developments (ad ES
Shneidman) New York: Grune and Straton.
SINGHAL S, DUTTA A. (1990). Who commits patricide? Acta Psychiat Scand 82:40-43
SWANSON JW, HOLZER CE, GANJU VK, et al (1990). Violence and psychiatric disorders in the com-
munity: evidence from the Epidemiologic Catchment Area survey. Hosp Commun Psychiatry 41:761-770
TIIHONEN J, ISOHANNI M, KOIRANEN M, MORING J. (1997). Specific major mental disorders and crim-
inality: a 26-year prospective study of the 1966 Northern Finland birth cohort. Am J Psychiatry 154:840-
845.
TORREY EF. (1994). Violent behavior by individuals with serious mental illness. Hosp Commun Psychiatry
45:511-521.
VIRKKUNEN M, RAWLINGS R, TOKOLA R, et al. (1994). CSF biochemistries, glucose metabolism, and
diurnal activity rhythms in alcoholic, violent offenders, fire setters, and healthy volunteers. Arch Gen Psy-
chiat 51:20-27.
WEISSMAN MM, KLERMAN GL, MARKOWITZ JS, OUELETTE R. (1989). Suicidal ideation and suicide
attempts in panic disorder and attacks. N Engl J Med 321:1209-14.
ZACHARAKIS CA, MADIANOS MG, PAPADIMITRIOU GN, STEFANIS CN. (1998). Suicide in Greece
1980-1995: patterns and social factors. Soc Psychiatry Psychiatr Epidemiol 33(10): 471-6.
57. ΝΕΥΡΩΣΕΙΣ
Ο όρος νεύρωση εμφανίσθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα δηλώνοντας κυριολεκτικώς
κάθε ασθένεια που οφείλεται σε δυσλειτουργία του νευρικού συστήματος, αλλά με την
πάροδο του χρόνου έχασε βαθμιαία την αρχική του σημασία και έφθασε να δηλώνει
ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή μια ήπια –σε αντίθεση με τις ψυχώσεις– ασθένεια χωρίς
οργανικό υπόστρωμα από την οποία πάσχει ένα άτομο χωρίς να έχει χάσει την επαφή
του με την πραγματικότητα ή να έχει υποστεί κάποια σοβαρή αποδόμηση της
προσωπικότητάς του. Στις νευρώσεις περιλαμβάνονταν λειτουργικές διαταραχές, όπως
η καρδιακή νεύρωση και η υποχονδρίαση· άγχος, ψυχαναγκασμοί, ιδεοληψίες, φοβίες
προστέθηκαν με τον χρόνο, και όλοι συμφωνούσαν ότι η αιτιοπαθογένειά τους δεν είναι
473
οργανική αλλά ψυχολογική. Το ειρωνικό της ιστορίας είναι ότι ο όρος ψύχωση σήμερα
υπαινίσσεται οργανικό υπόστρωμα.
Η νεύρωση είναι όρος βαθιά ριζωμένος στην ψυχιατρική ορολογία και, παρά τις
προσπάθειες για κατάργησή του από τα σύγχρονα ταξινομικά συστήματα, διατηρεί τη
μεγάλη περιγραφική του σημασία και συνεχίζει ώς ένα βαθμό να είναι αποδεκτός από
την πλειονότητα των ψυχιάτρων, παρά τις ασάφειες και σε πείσμα ορισμένων μη
αποδεκτών αιτιοπαθογενετικών ερμηνειών που ίσως προκύπτουν κατά τη χρήση του.
Η επίθεση κατά του όρου αυτού, με το πρόσχημα ότι είναι ασαφής και ότι έχει
θεωρητικές προεκτάσεις ως προς την αιτιοπαθογένεια, σχετίζεται κυρίως με την
προσπάθεια της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, ήδη από τη δεκαετία του 1980,
να ανακόψει την επιρροή της ψυχανάλυσης.
συναίσθημα του φόβου, μόνο που εδώ δεν υπάρχει φοβογόνο αντικείμενο, το σήμα
κινδύνου είναι ασυνείδητο και το άτομο κατέχεται από μία διάχυτη και αόριστη αίσθηση
επικείμενου κακού. Ενώ ο φόβος τροφοδοτεί συντονισμένες δραστηριότητες (φυγή ή
επίθεση), το άγχος είναι δυνατόν να παραλύσει και να αδρανοποιήσει πλήρως τον
πάσχοντα.
Η λέξη άγχος απαντάται ήδη στα ομηρικά έπη και στην αρχαία ελληνική
γραμματεία με τη σημασία της περίσφιγξης του λαιμού, του πνιξίματος (Καράβατος
2005). Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες από τον μεσαίωνα και μετά ήταν κοινόχρηστη
λέξη και αντικείμενο μελέτης από λογοτέχνες και φιλοσόφους. Ως ψυχιατρικός όρος
εισήχθη από τον Freud το 1894, αλλά έγινε αποδεκτός πολύ αργότερα, μετά το 1930.
Ο Freud στην πραγματικότητα περιέγραφε τη διαταραχή πανικού (κρίσεις άγχους την
ονόμαζε) μέσα στο πλαίσιο της αγχώδους νευρώσεως. Πολύ πριν από τον Freud και
άλλοι μελετητές (Hartshorn 1864, Da Costa 1871) είχαν περιγράψει συμπτωματολογία
άγχους μέσα σε άλλα, σωματικά, κλινικά πλαίσια και με διαφορετική ορολογία, όπως
σύνδρομο υπεραερισμού, καρδιακή νεύρωση, κ.λπ.
Ώς ένα βαθμό, το άγχος μπορεί να είναι και φυσιολογική εμπειρία, εφόσον έχει
έναν βαθμό συμβατότητας με τις περιστάσεις και δεν αποδιοργανώνει. Ίσως μάλιστα
προσφέρει και κάποια πλεονεκτήματα, όπως ότι προετοιμάζει για αντίδραση σε
επικείμενο κίνδυνο ή απειλή, δίνει μια αίσθηση επαγρύπνησης και οδηγεί σε αποφάσεις
και ενέργειες. Μπορεί μάλιστα να συμβάλλει στην απόκτηση ικανοτήτων αντιμετώπισης
δύσκολων καταστάσεων και τελικώς στην ωρίμανση της προσωπικότητας. Σε
ορισμένες περιπτώσεις βιώνεται και ως ευχάριστη, επιδιωκόμενη εμπειρία (Αγγελίδης
1970) σε διάφορα θεάματα και αθλοπαιδιές (ποδόσφαιρο, περιπετειώδεις ταινίες
κ.λπ.). Από ένα σημείο και πέρα όμως, όταν είναι υπερβολικά έντονο και διαρκεί για
μεγάλο χρονικό διάστημα, το άγχος γίνεται παθολογικό, παύει να είναι ένα απλό σήμα
κινδύνου και προσλαμβάνει τον χαρακτήρα μιας κατάστασης που επιδεινώνει τις
προσαρμοστικές ικανότητες, αποδιοργανώνει πλήθος δραστηριοτήτων και εξουθενώνει
τον πάσχοντα.
Το άγχος συμπορεύεται με τους περιβαλλοντικούς στρέσορες, και ενεργοποιείται
σε περιπτώσεις απώλειας και σε άλλες καταστάσεις απειλητικές της φυσικής και της
ψυχολογικής ομαλότητας του ατόμου. Είναι επίσης κοινό σύμπτωμα αρκετών
ψυχιατρικών διαταραχών, όπως π.χ. της κατάθλιψης ή των παρανοειδών διαταραχών.
Οι σωματικές παθήσεις κατά κανόνα συνοδεύονται από άγχος και η προοπτική
εξάρτησης από άλλα άτομα λόγω χρονίας νόσου είναι ισχυρός αγχογόνος παράγων.
Στις αγχώδεις διαταραχές το άγχος βιώνεται ως κυρίαρχο σύμπτωμα αλλά προκαλείται
μέσα από διαφορετικές περιστάσεις (όπως π.χ. συμβαίνει στην αγοραφοβία ή στην
κοινωνική φοβία). Στα τρέχοντα ταξινομικά συστήματα η διάσπαση της κλασικής
αγχώδους νεύρωσης σε ξεχωριστές μικροδιαγνώσεις –διαταραχή πανικού, κοινωνική
φοβία, αγοραφοβία κ.λπ.– δεν έχει κλινικό ενδιαφέρον, δεν δικαιολογείται από τη
συμπτωματολογία και σε μερικές περιπτώσεις δρα εναντίον του συμφέροντος του
ασθενούς. Ωστόσο στο παρόν κεφάλαιο χρησιμοποιείται αυτή η ταξινομική κατάταξη
για να αποφευχθούν συγχύσεις.
κατάσταση των ασθενών, από το ότι πολλοί ασθενείς δεν προσέρχονται για θεραπεία
στον ειδικό και έτσι τα πραγματικά μεγέθη δεν είναι δυνατόν να αποσαφηνισθούν.
Υπολογίζεται ότι το 2%-5% του γενικού πληθυσμού πάσχει από αγχώδη νεύρωση, με
επικράτηση στον γυναικείο πληθυσμό (ακολουθούν κατά σειρά συχνότητας η
διαταραχή πανικού, η αγοραφοβία, η κοινωνική φοβία και οι ειδικές φοβίες). Σε
ελληνικούς πληθυσμούς έχουν βρεθεί υψηλότερα ποσοστά (Angelopoulos and
Economou 1994). Πολύ συχνή είναι στις ευπαθείς ομάδες (άνεργοι, διαζευγμένοι/ες,
χήροι/ες). Ηλικία έναρξης είναι η εφηβική στις περισσότερες περιπτώσεις. Πολύ συχνή
είναι η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή στις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας, ενώ
στις ψυχιατρικές υπηρεσίες έχει μικρότερη συχνότητα από τις άλλες αγχώδεις
διαταραχές. Η διάγνωση στην πρωτοβάθμια φροντίδα δυσχεραίνεται από το ότι οι
ασθενείς συνήθως προβάλλουν σωματικά συμπτώματα (μυϊκή τάση, αϋπνία,
κεφαλαλγίες, συμπτώματα από το γαστρεντερικό κ.λπ.) στα οποία επικεντρώνεται ο
ιατρός και έτσι του διαφεύγει το ψυχιατρικό υπόστρωμα. Μόνο ένας στους δύο ιατρούς
της πρωτοβάθμιας φροντίδας δύναται να διαγνώσει την αγχώδη διαταραχή, πράγμα
που αντανακλά την χαμηλή ποιότητα της ιατρικής εκπαίδευσης.
Κλινική εικόνα. Για να τεθεί η διάγνωση, πρέπει η συμπτωματολογία να διαρκεί πάνω
από μήνα. Οι πάσχοντες τείνουν να παραπονούνται κυρίως για τα σωματικά
συμπτώματα που συνοδεύουν το άγχος. Κάθε σύστημα και όργανο του σώματος είναι
δυνατόν να εμπλακεί μέσω της ενεργοποίησης του νευρομυϊκού και αυτόνομου ΝΣ.
Πολλοί ασθενείς είναι πεπεισμένοι ότι πάσχουν από βαρεία και απειλητική για τη ζωή
τους νόσο, το οποίο προκαλεί με τη σειρά του ακόμη περισσότερο άγχος και τους
απομακρύνει από την αναγνώριση ότι η συμπτωματολογία τους είναι ψυχογενής. Τα
κεντρικά συμπτώματα, από τα οποία προκύπτουν και τα άλλα, είναι τα εξής:
1. Κινητική ένταση, στην οποία περιλαμβάνονται η αδυναμία χαλάρωσης, ακαθόριστη
ανησυχία, τρόμος στα άνω άκρα αλλά και σε ολόκληρο το σώμα, κόπωση, εύκολο
ξάφνιασμα.
2. Μυϊκή σύσπαση των γραμμωτών μυών. Είναι μόνιμο και σταθερό σωματικό συνοδό
στοιχείο του άγχους και εκδηλώνεται με νευρικότητα, κεφαλαλγία συσπάσεως των
κρανιακών μυών, συσφιγκτικό αίσθημα στον θώρακα που περιγράφεται από τον
ασθενή ως αδυναμία αναπνοής, μυϊκά άλγη. O Jacobson (1938) πρότεινε την
άποψη ότι μυοχαλάρωση και άγχος δεν συμβιβάζονται και έτσι εισήγαγε μία πολύ
σημαντική θεραπευτική αντιμετώπιση του άγχους.
3. Υπερδραστηριότητα του αυτόνομου ΝΣ, με εφιδρώσεις κυρίως των παλαμών και
των δακτύλων, ψυχρά άκρα, ωχρότητα, ταχυκαρδία, έκτακτες συστολές, προκάρδια
άλγη, ξηροστομία, διαρροϊκές κενώσεις, συχνουρία, ναυτία και έμετοι.
4. Φόβος λιποθυμίας, θανάτου ή απώλειας ελέγχου.
5. Ανησυχία και αναμονή δυσάρεστων γεγονότων και κακοτυχιών στον ίδιο ή σε
αγαπητά πρόσωπα.
6. Εύκολη διάσπαση της προσοχής, δυσκολία συγκέντρωσης, διαταραχές της μνήμης,
ανυπομονησία.
7. Αϋπνία, ανήσυχος και άσχημος ύπνος με εφιάλτες παγίδευσης ή αγωνιώδους
πάλης.
8. Ανιχνευτική συμπεριφορά, υπερπροσοχή και υπερενδιαφέρον για τη σωματική
υγεία και κατάσταση.
Διαφορική διάγνωση. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διαγνωστική διαδικασία
ώστε να αποκλειστούν οι οργανικές διαταραχές, όπως π.χ. ο υπερθυρεοειδισμός, το
φαιοχρωμοκύττωμα, η κροταφική επιληψία, η χρήση αγχογόνων φαρμάκων (κάνναβη,
απισχναντικά). Επίσης πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν ότι το άγχος είναι συστατικό
στοιχείο πολλών ψυχιατρικών καταστάσεων, όπως η κατάθλιψη, η
ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, η σχιζοφρένεια, τα αρχικά στάδια της άνοιας κ.λπ.
Καταστάσεις όπως υπογλυκαιμία είναι δυνατόν να προκαλέσουν ισχυρές εκδηλώσεις
άγχους. Οι καταστάσεις άγχους είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε υπέρπνοια και
υπεραερισμό, ο οποίος μπορεί να πυροδοτήσει άλλες σωματικές καταστάσεις (π.χ.
σπασμούς), που είναι δυνατόν να περιπλέξουν τη διάγνωση.
476
σε μία μετέπειτα περίοδο της ζωής. Γενικώς το άγχος είναι δυνατόν να αναδυθεί όταν
ενοχλητικά και δυσφοριογόνα στοιχεία του εαυτού, τα οποία συνήθως έχουν έναν
συγκρουσιακό χαρακτήρα μεταξύ προεγωτικών απαιτήσεων και υπερεγωτικών
απαγορεύσεων, τείνουν να ανέλθουν στο επίπεδο του συνειδητού, οπότε αρχίζει μία
διαδικασία απορρίψεώς τους. Όποτε συμβαίνει άγνωστες εσωτερικές ενορμήσεις,
υπό την έννοια των απαιτήσεων για απραγματοποίητες και καταδικαστέες
ικανοποιήσεις, να απειλούν την ισορροπία μεταξύ Εγώ και Υπερεγώ, τότε εμφανίζεται
το άγχος ως προειδοποιητικό, κατά κάποιον τρόπο, σήμα κινδύνου (Κουρέτας 1968).
Οι εσωτερικές ενορμήσεις παραμένουν άγνωστες, εγκλωβισμένες στο ασυνείδητο, διά
των μηχανισμών της απώθησης και της μετάθεσης.
Πολλές θεωρητικές κατευθύνσεις αποδέχονται ότι η απώθηση ή καταστολή των
επιθετικών τάσεων του ατόμου είναι από τους βασικότερους γενεσιουργούς
συντελεστές του άγχους.
Μέσα στο πλαίσιο της άποψης ότι η επιδοκιμασία εκ μέρους των μεγάλων και ισχυρών
φέρνει ευφορία, άλλες ψυχοδυναμικές σχολές ερμηνεύουν το άγχος ως εκδήλωση
προφύλαξης από την αποδοκιμασία του διαπροσωπικού περιβάλλοντος.
Ειδικά ερεθίσματα όπως απειλή τιμωρίας, ματαίωση και αποτυχία, αβεβαιότητα του
καινούργιου, είναι δυνατόν να προκαλέσουν ανάπτυξη άγχους. Η απάντηση σε τέτοια
ερεθίσματα συνίσταται στην αναστολή της ήδη εξελισσόμενης συμπεριφοράς και
αύξηση του επιπέδου εγρήγορσης, με ιδιαίτερη έμφαση στην αύξηση της προσοχής
προς τα αγχογόνα ερεθίσματα.
Σωματική κόπωση και εξάντληση, ορμονικές διαταραχές όπως θυρεοτοξίκωση,
εγκεφαλικά τραύματα, αλκοολισμός έχουν αιτιοπαθογενετική σχέση με την αγχώδη
νεύρωση. Υπερβολικές δόσεις καφεΐνης είναι δυνατόν σε μερικές περιπτώσεις να
προκαλέσουν καταστάσεις που είναι αδύνατον να διαφοροδιαγνωσθούν από
αγχώδεις διαταραχές. Παρόμοια φαινόμενα προκαλούνται και από τη χορήγηση
αμφεταμίνης, που σε μεγαλύτερες δόσεις και σε χρόνια λήψη διαμορφώνουν εικόνα
παρανοειδούς διαταραχής.
Στρεσογόνες καταστάσεις της ζωής είναι δυνατόν να συμβάλλουν στην εκδήλωση
αγχωδών καταστάσεων, κυρίως όταν ο χαρακτήρας των ψυχοκαταπονήσεως περιέχει
στοιχεία αβεβαιότητας και αόριστης απειλής.
Πορεία. Η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή θα ταλαιπωρήσει τον ασθενή για μεγάλο
χρονικό διάστημα, ίσως και για όλη του τη ζωή. Ποικίλοι μικροστρέσορες είναι δυνατόν
να προκαλούν μεγάλες επιδεινώσεις. Ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις
παρατηρείται μια ήπια ύφεση με την παρέλευση των ετών, αλλά λιγότερο του 25% των
ασθενών παρουσιάζει σοβαρή βελτίωση ή και ίαση. Η επίμονη αναζήτηση
ανακούφισης από το άγχος είναι δυνατόν να οδηγήσει τους ασθενείς στην εξάρτηση
από το αλκοόλ ή τις βενζοδιαζεπίνες.
Θεραπεία. Ο ασθενής θα ζητήσει βοήθεια όταν το άγχος γίνει ανυπόφορο ή όταν αυτό
θα του υποδειχθεί από ιατρό άλλης ειδικότητας, στον οποίο θα έχει προσφύγει για τις
συνοδεύουσες σωματικές αιτιάσεις. Απομάκρυνση του ασθενούς από στρεσογόνες
καταστάσεις, τεχνικές χαλάρωσης, ψυχοθεραπεία και φαρμακευτική αγωγή είναι τα
μέσα που χρησιμοποιούνται συνδυαστικά.
Η φαρμακευτική αγωγή συνήθως περιλαμβάνει αγχολυτικά (κυρίως βενζοδιαζεπίνες),
ορισμένα αντικαταθλιπτικά (αμιτρυπτιλίνη, βενλαφαξίνη, παροξετίνη) ή συνδυασμούς
αγχολυτικών και αντικαταθλιπτικών. Ορισμένοι, εναλλακτικά, χορηγούν και
παρατεταμένης δράσεως νευροληπτικά (φλουσπιριλένη). Η θεραπευτική αγωγή
συνήθως υπερβαίνει το κλασικό χρονικό διάστημα των 6-8 εβδομάδων, που
ουσιαστικά θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως εναρκτήρια θεραπεία, και έχει μεγάλο
βάθος χρόνου, πράγμα που καθιστά απαραίτητη τη συμβολή κάποιας μορφής
ψυχοθεραπείας. Ψυχοεκπαιδευτικές τεχνικές και γνωσιακού τύπου
ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις είναι οι συχνότερες (Rouillon 2004).
Η γνωσιακή θεραπεία (Πρίφτης 2002) βασίζεται στην άποψη ότι κεντρικό γνώρισμα της
διαταραχής είναι η παθολογική ανησυχία την οποία ο ασθενής αισθάνεται ότι δεν
μπορεί να ελέγξει. Η ανησυχία αυτή διακρίνεται σε δύο τύπους: α) στον τύπο κατά
478
τον οποίο μία αρχική σκέψη, ερώτηση, ιδέα ή εικόνα πυροδοτεί τη διαδικασία της
ανησυχίας (τι θα γίνει αν συμβεί αυτό ή εκείνο κ.λπ.)· και β) στον τύπο κατά τον οποίο
ο ασθενής νομίζει ότι αν συνεχίσει να υποφέρει από τις ανησυχίες του, στο τέλος θα
καταρρεύσει. Η γνωσιακή θεραπεία συνίσταται σε ένα είδος διδασκαλίας ή
εκπαίδευσης του ασθενούς ώστε να μάθει να εκτιμά ρεαλιστικά το περιεχόμενο των
ανησυχιών του και των δύο τύπων, κυρίως ότι η ανησυχία μπορεί να κλιμακωθεί
ανεξέλεγκτα, ή ότι το άγχος μπορεί να τον «τρελάνει» ή να του προκαλέσει καρδιακό
επεισόδιο. Εφαρμόζεται και η λεγόμενη τεχνική της αναβολής ενασχόλησης με το
θέμα της ανησυχίας. Όταν εμφανίζεται η ανησυχία, τότε ο ασθενής πρέπει να λέει
στον εαυτό του: «αργότερα θα ασχοληθώ με αυτό». Σύμφωνα με μια άλλη τεχνική, ο
ασθενής παροτρύνεται κατά τη διάρκεια της ανησυχίας να ανησυχήσει ακόμη
περισσότερο, έτσι ώστε να διαπιστώσει ότι τίποτε σπουδαίο δεν πρόκειται να του
συμβεί επειδή ανησύχησε και ότι η ανησυχία σαν τρόπος αντιμετώπισης των
προβλημάτων δεν προσφέρει τίποτε, είναι χάσιμο χρόνου και πηγή μάταιης
καταπόνησης.
σοβαρά και έχει αίσθημα επικείμενου θανάτου ή την πεποίθηση ότι θα συμπεριφερθεί
ανάρμοστα ή επικίνδυνα. Αυτά τα συμπτώματα κορυφώνονται σε ένα κρεσέντο που
διαρκεί περί τα 10 έως 30 λεπτά της ώρας στις περισσότερες περιπτώσεις, και κατόπιν
ακολουθεί αποκλιμάκωση και επάνοδος στην κανονική κατάσταση. Στα
μεσοδιαστήματα των κρίσεων ο ασθενής καταλαμβάνεται από άγχος αναμονής κατά το
οποίο περιμένει με φόβο το επόμενο επεισόδιο και την πιθανότητα μελλοντικών
προσβολών. Έτσι αποφεύγει να βρίσκεται σε χώρους και περιστάσεις από όπου δεν
θα μπορέσει να διαφύγει αν υποστεί την κρίση πανικού. Συχνά σε κάποιο από τα
μεσοδιαστήματα ανακαλύπτει την αγχολυτική αξία του αλκοόλ ή των βενζοδιαζεπινών,
από τα οποία είναι πιθανόν να εξαρτηθεί.
Ενδιαφέρον θέμα είναι το γιατί σταματά μια κρίση πανικού, τι είναι αυτό που
οδηγεί στη λήξη του επεισοδίου· τι είναι δηλαδή αυτό που απομακρύνει τη λανθασμένη
εντύπωση της απειλής από κάποιο καταστροφικό γεγονός που αφορά τη ζωή του
ασθενούς. Οι περισσότεροι ασθενείς δηλώνουν ότι η κρίση υποχωρεί όταν γίνονται
ηπιότερα τα σωματικά συμπτώματα (π.χ. ταχυκαρδία ή δύσπνοια) ή επειδή άρχισαν να
φοβούνται λιγότερο ή επειδή εξαντλήθηκαν (Radomsky et al 2001). Αμέσως μετά την
κρίση, για μια μη προσδιορισμένη χρονική περίοδο, ο ασθενής αισθάνεται ασφαλής και
σχεδόν βέβαιος ότι δεν θα πάθει κρίση. Δεν έχει μελετηθεί καλά αυτή η περίοδος, η
οποία παρουσιάζει σημαντικά θεραπευτικά πλεονεκτήματα, αφού κατά τη διάρκειά της
ορισμένες τεχνικές έκθεσης ενδέχεται να είναι αποδοτικότερες.
Η διαταραχή πανικού παρουσιάζει διαγνωστική αλληλοκάλυψη με τις άλλες
διαταραχές άγχους και τις φοβικές διαταραχές, για τις οποίες είναι δυνατόν να
λειτουργήσει και ως πυροδοτικός μηχανισμός. Κατά την εκδίπλωση της νόσου στον
χρόνο συχνά εμφανίζονται φοβίες, κυρίως αγοραφοβία, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις ο
άρρωστος εμφανίζει συμπεριφορές αποφυγής αγχογόνων καταστάσεων και δεν βγαίνει
καθόλου από το σπίτι, αποσύρεται τελείως από κάθε κοινωνική δραστηριότητα, οπότε
είναι δυνατόν να αναπτύξει δευτερογενή κατάθλιψη. Τα ποσοστά χρήσης υπηρεσιών
υγείας από αυτούς τους ασθενείς είναι πολύ υψηλά και η θνησιμότητα είναι ηυξημένη
λόγω υψηλής συχνότητας αποπειρών αυτοκτονίας, καθώς και λόγω ηυξημένης
συχνότητας καρδιαγγειακής νόσου.
Αιτιοπαθογένεια.
Οι υποστηρικτές του γενετικού ελέγχου τονίζουν ότι ο φυσιολογικός φόβος των
ανθρώπων κληρονομείται, ότι άγχος και φόβος έχουν ισχυρούς μεταξύ τους
γενετικούς δεσμούς. Η συχνότητα των κρίσεων πανικού σε πρώτου βαθμού
συγγενείς πασχόντων υπερβαίνει το 20%, ενώ στους αντίστοιχους συγγενείς
φυσιολογικών ατόμων το ποσοστό είναι 4,2% (Harris et al 1983). Μεταξύ συγγενών
πασχόντων από διαταραχές άγχους τέτοια συμπτώματα είναι πολύ συχνότερα από
ό,τι στις οικογένειες ελέγχου και διπλάσιος αριθμός παρατηρείται σε γυναίκες παρά
σε άνδρες συγγενείς. Αλκοολισμός και κατάθλιψη παρατηρούνται επίσης συχνά σε
συγγενείς αυτών των ασθενών. Παιδιά με γονείς που πάσχουν από αγοραφοβία και
διαταραχή πανικού είναι συμπεριφερειολογικώς συνεσταλμένα και αργότερα
παρουσιάζουν αγχώδεις διαταραχές. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί πως ό,τι
παρατηρείται συχνά σε οικογένειες δεν είναι αναγκαστικά κληρονομικό, αλλά μπορεί
να κληροδοτείται μέσα από διαδικασίες μάθησης και μίμησης.
Σε νευρομεταβιβαστικό επίπεδο υπάρχει αύξηση της δραστηριότητας των
νοραδρενεργικών νευρώνων, κέντρο της οποίας είναι ο υπομέλας τόπος (locus
ceruleus)· η υπερβολική ενεργοποίηση αυτού προκαλεί εκτός από άγχος και κρίσεις
πανικού. Ο υπομέλας τόπος αυξάνει τη δραστηριότητά του όταν αυξάνονται τα
επίπεδα του CO2 στον εγκέφαλο μετά από χορήγηση γαλακτικού νατρίου,
υπεραερισμό ή εισπνοή διοξειδίου του άνθρακος. Φάρμακα που διεγείρουν τον
υπομέλανα τόπο, όπως η υοχιμβίνη, προκαλούν άγχος, ενώ φάρμακα που τον
αδρανοποιούν, όπως η κλονιδίνη, έχουν αγχολυτικές και αντιπανικές ιδιότητες.
Ωστόσο τα σχετικά ευρήματα δεν τεκμηριώνουν πλήρως την πανικογόνο εμπλοκή
του υπομέλανος τόπου.
480
SHORTER E, TYRER P (2003). Separation of anxiety and depressive disorders: blind alley in psycho-
pharmacology and classification of disease. British Medical Journal 327:158-160
Ζωοφοβίες. Αφορούν όλα τα ζώα (πουλιά, γάτες, ποντίκια κ.λπ.), συνήθως όμως
αφορούν τα έντομα και τα φίδια. Παρατηρούνται κυρίως στις γυναίκες. Αρχίζουν κατά
την παιδική ηλικία (7-10 ετών). Κλασική περίπτωση ζωοφοβίας, με ιστορική σημασία
σήμερα, είναι μια μελέτη του Freud από το 1909 στην οποία ο συγγραφέας ερμηνεύει
την ιπποφοβία ενός πεντάχρονου αγοριού, καταθέτοντας συγχρόνως και μια πλήρη
ψυχαναλυτική ερμηνεία των φοβιών εν γένει. Κατά τον Freud, στη συγκεκριμένη
περίπτωση, η ιπποφοβία συνιστά τροποποίηση του άγχους που προκαλεί η
σύγκρουση ανάμεσα στις ενορμήσεις του αγοριού κατά του πατέρα και στον φόβο του
για τα ευνουχιστικά αντίποινα από την πατρική πλευρά. Σύμφωνα με τη φροϋδική
ερμηνεία, το άλογο, με τα μεγάλα γεννητικά του όργανα, συμβόλιζε τον πατέρα. Οι
ζωοφοβίες δεν υποχωρούν χωρίς θεραπεία, η οποία εντάσσεται στις θεραπείες
συμπεριφοράς και συνήθως έχει τη μορφή της συστηματικής απευαισθητοποίησης.
Ειδικές φοβίες. Ο αριθμός τους είναι εντυπωσιακά μεγάλος, ίσως περισσότερες από
500. Αφορούν συγκεκριμένα αντικείμενα (τροφές, όπλα, ζώα), καταστάσεις (θύελλες,
σκοτάδι, ύψη) ή περιστάσεις (κλειστοί χώροι, ιατροί, νοσοκομεία). Οι φοβίες των
ασθενειών (παλαιότερα για τα λοιμώδη, τα αφροδίσια, τη φυματίωση, προσφάτως για
το έμφραγμα, τον καρκίνο, το AIDS) αποτελούν ένα μεγάλο τομέα των υποχονδριακών
διαταραχών και περιγράφονται στα οικεία κεφάλαια.
Φοβία θέασης αίματος και σωματικού τραύματος. Οι φοβίες του αίματος και του
σωματικού τραυματισμού, μολονότι κατατάσσονται στις ειδικές φοβίες, εκδηλώνονται
κατά διαφορετικό τρόπο, με την έννοια ότι η απάντηση σε αυτές δεν είναι το άγχος
αλλά η αγγειοκινητική λιποθυμία (Ost et al 1984). Η λιποθυμία σπανιότατα
παρατηρείται στις άλλες φοβικές διαταραχές. Οι φοβίες αυτές φαίνεται ότι έχουν το
ισχυρότερο γενετικό υπόστρωμα από όλες τις αγχώδεις και φοβικές διαταραχές (Marks
1986), υπόστρωμα που συνίσταται σε μία ειδική ευαισθησία του αυτόνομου ΝΣ
προερχόμενη ίσως από μια γενετικά καθοριζόμενη ευαλωσία, η οποία αρχίζει από την
παιδική ηλικία με βραδυκαρδία και λιποθυμικές τάσεις σε ερεθίσματα σχετιζόμενα με
σωματικό τραυματισμό και θέαση αίματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΑΡΚΙΔΗΣ Μ. (1999). Η κοινωνική φοβία και το “βλέμμα του άλλου”. Ψυχιατρική 10:51-58.
ΠΑΤΕΛΑΡΟΣ Ε, ΓΟΥΛΙΑΝΟΣ Α. (2005). Αγοραφοβία με κρίσεις πανικού ή διαταραχή πανικού με
αγοραφοβία; Ανασκόπηση βιβλιογραφίας και παρουσίαση στοιχείων του ΚΨΥ Καβάλας. Εγκέφαλος
42:177-183.
486
BERGING V, MEGEN van HJGM, WESTENBERG HGM. (2004). Glutamate and anxiety. Review. Eur
Neuropsychopharmacol 14:175-183.
CHARNEY DS, NAGY LM, BRENNER D et al (1996). Neurobiological mechanisms of human anxiety. In:
Fogel BS, Schiffer RB and Rao SM, Eds. Neuropsychiatry, Williams and Wilkins, Baltimore, MD.
JACOBSON E. (1938). Progressive Relaxation. Chicago.
JANET P (1903). Les obsessions et la psychasthenie. Felix Alcan, Paris.
LIEBOWITZ MR, GORMAN JM, FYER AJ, KLEIN DF. (1985). Social Phobia. Review of a neglected anxi-
ety disorder Arch Gen Psychiatry 42:729-736.
LELLIOT P, MARKS I, MCNAMEE G, TOBEŇA A. (1989). Onset of panic disorder with agoraphobia.
Arch Gen Psychiatry 46:1000-1004.
MARKS IM. (1986). Genetics of fear and anxiety disorders. Brit J Psychiatry 149:406-418.
MARKS IM, GELDER MG. (1996). Different ages of onset in varieties of phobia. Am J Psychiatry 123:218-
221.
MATCHETT G, DAVEY GCL. (1991). A test of a disease-avoidance model of animal phobias. Behav Res
Ther 29:91-94.
NEAL JA, EDELMAN RJ. (2001). The etiology of social phobia: Toward a developmental profile.Clin Psy-
chol Rev 23:761-786.
OST LG, STERNER U, LINDHAL IL. (1984). Psychological responces in blood phobics. Behavioural Re-
search Therapy 22:109-117.
487
μαγική σκέψη ότι γεγονότα που προφανώς δεν συνδέονται μεταξύ τους μπορεί τελικά
να έχουν κάποια σχέση, και ότι σκέψεις και γεγονότα κατά κάποιον τρόπο διαχέονται
οι μεν στα δε. Επί παραδείγματι, ο ασθενής φοβάται πως αν σκεφτεί ότι κάποιος
μπορεί να αρρωστήσει, η σκέψη του αυτή ενδέχεται και να προκαλέσει τον θάνατό
του. Γενικώς η σκέψη των ιδεοψυχαναγκαστικών ασθενών έχει έντονα προλογικά
χαρακτηριστικά με μαγική χρησιμοποίηση των λέξεων και έντονο συμβολισμό.
Ιδεοληπτικοί μηρυκασμοί. Είναι αλληλοδιαδεχόμενες σκέψεις και διαπορήματα, με
ανόητο, ασαφές ή ενοχλητικό περιεχόμενο και βασικό χαρακτηριστικό την αμφιβολία.
Εκτείνονται από το μεταφυσικό και θρησκευτικό επίπεδο (ύπαρξη ή ανυπαρξία, θεός
ή διάβολος;) μέχρι το καθημερινό (τι ρούχα να φορέσω; Έκλεισα τον θερμοσίφωνα;).
Οι αμφιβολίες, όταν αφορούν πραγματικές περιστάσεις της καθημερινότητας,
συνήθως οδηγούν σε τελετουργίες ελέγχου.
Ιδεοληπτικές παρορμήσεις. Ο ασθενής νιώθει ότι θα γίνει αιτία να τραυματιστεί κάποιος
άλλος από αιχμηρά αντικείμενα, ότι θα προκαλέσει βλάβη σε τρίτους, ότι θα
ξεστομίσει αισχρότητες σε θρησκευτικές συναθροίσεις κ.λπ.
Ιδεοληπτικές φοβίες. Φοβίες ρυπαρότητας, λοιμώδους ή άλλης νόσου, όπλων,
ξυραφιών, ψαλιδιών.
Διάγνωση. Ο εντοπισμός των πασχόντων είναι δυσχερής, επειδή έχουν την τάση να
αποκρύπτουν επιμελώς τη συμπτωματολογία τους. Η τάση του ασθενούς να
αποκρύπτει τα συμπτώματα της νόσου, για να αποφύγει την κριτική και τη
γελοιοποίηση από το κοινωνικό περιβάλλον του, είναι σημαντικό χαρακτηριστικό με
αρνητικές συνέπειες στη διάγνωση και θεραπεία. Η κλινική εμπειρία δείχνει ότι τα
παιδιά στα οποία πρωτοεμφανίζεται η νόσος κρατούν μυστική τη συμπτωματολογία
τους από τους γονείς, οι οποίοι συνήθως έχουν πολύ περιορισμένη εικόνα του
489
Χρόνος έναρξης και πορεία. Έχει χρόνια εξέλιξη και αργόσυρτη πορεία με
παρατεταμένης διάρκειας εξάρσεις και παροδικές υφέσεις στον μεγαλύτερο αριθμό των
ασθενών. Ένα σημαντικό ποσοστό των παιδιών που παρουσιάζουν
ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή θα εμφανίσουν αυτόματη ίαση πριν ενηλικιωθούν.
Επίσης μερικοί ενήλικες ασθενείς (20%) θα παρουσιάσουν αυτόματη ίαση μετά από
κάποιο χρονικό διάστημα από την έναρξη της νόσου, αρκετοί (60%) μικρού ή
μεγαλύτερου βαθμού βελτίωση και λίγοι (γύρω στο 10%) θα κατακλυσθούν τελείως
από τη νόσο χωρίς δυνατότητα έστω και μικρής ανακουφίσεως από τα συμπτώματα
(Skoog and Skoog 1999). Ένα μικρό ποσοστό των ασθενών (γύρω στο 5%) θα
παρουσιάσει ψυχωσική εκτροπή, συνήθως παρανοειδούς τύπου. Γενικώς η πρόγνωση
της νόσου είναι πτωχή, αν και με την αύξηση της ηλικίας φθίνει κάπως η ένταση των
συμπτωμάτων. Τα νέα θεραπευτικά σχήματα δημιουργούν προσδοκίες για πιο
παρατεταμένες σε χρονική διάρκεια βελτιώσεις.
Κλεπτομανία. Πρόκειται για μια όχι ιδιαίτερα σπάνια διαταραχή (0,6% του γενικού
πληθυσμού) και παρατηρείται πολύ συχνότερα στις γυναίκες. Χαρακτηριστικό
σύμπτωμά της είναι ότι η ασθενής δεν μπορεί να αντισταθεί στην έντονη επιθυμία να
κλέψει αντικείμενα, πολλές φορές ευτελή ή άχρηστα. Αισθάνεται άγχος και ενοχή πριν
από την κλοπή, τα οποία όμως δεν είναι ικανά να συγκρατήσουν τον ισχυρό
καταναγκασμό, ενώ μετά την πράξη της καταλαμβάνεται από αισθήματα ανακούφισης
και ικανοποίησης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗΣ ΑΓ. (1998). Το πρόβλημα των ψυχαναγκασμών όπως καταγράφεται στην «Κλίμακα»
Ιωάννου του Σιναΐτου. Ψυχιατρική 9:134-140.
ΚΑΡΠΟΥΖΑ Β, ΓΚΟΛΙΑ Ι, και συν. (2006). Διαγνωστικές και θεραπευτικές δυσκολίες σε ασθενείς με
ψυχαναγκαστική - καταναγκαστική διαταραχή. Εγκέφαλος 43:161-166.
ΚΟΥΜΑΝΤΑΝΟΥ Ε, ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ Π, ΠΟΥΛΟΥ Κ, ΚΑΣΒΙΚΗΣ Γ. (2004). Δημογραφικά και
φαινομενολογικά χαρακτηριστικά 60 Ελλήνων ασθενών με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Ψυχιατρική
15:236-244.
ΠΙΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ Ν. (2004). Χρηματιστηριακές συναλλαγές: Καταναγκαστική συμπεριφορά ενασχόλησης
με τυχερά παιχνίδια με δυνητικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία; Ψυχιατρική 15:253-260.
ΦΡΑΝΣΙΣ Κ, ΚΟΥΜΟΥΛΑ Α. (1999). Αυτοάνοσος τύπος ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής ή/και
διαταραχής τικ σε παιδιά. Αναφορά δύο περιπτώσεων διαταραχής Tourette. Ψυχιατρική 10:315-323.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΟΥ Σ, ΜΑΡΙΝΟΣ Β, ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ Α. (1993). Συγκριτική κλινική μελέτη
ψυχαναγκαστικής καταναγκαστικής διαταραχής και συνδρόμου Gilles de la Tourette. Τετρ Ψυχιατρ 44:75-
79.
ANGST J, GAMMA A, ENDRASS J, et al. (2004). Obsessive-compulsive severity spectrum in the com-
munity: prevalence, comorbidity and course. Eur Arch Clin Neurosci 254:156-164.
BAXTER LR, SCHWARTZ JM, BERKMAN KS, et al. (1992). Caudate glucose metabolic rate changes
with both drug and behavior therapy for OCD. Arch Gen Psychiatry 49:681-689.
496
Η επιλογή ενός όρου στην ιατρική και ειδικότερα στην ψυχιατρική έχει μεγάλη
σπουδαιότητα, διότι δύναται να διαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο ο ιατρός θα
χειρισθεί ασθενείς με ιδιαίτερα προβλήματα και διαταραχές. Ο όρος «υστερία» και τα
παράγωγά του σηματοδοτούν ποικίλες ψυχιατρικές καταστάσεις και χρησιμοποιούνται
κατά διαφορετικούς τρόπους εντός και εκτός της ψυχιατρικής. Είναι ένας όρος πολύ
δυσφημισμένος, όπως και αρκετοί άλλοι (σχιζοφρένεια, μανιοκαταθλιπτική ψύχωση
κ.λπ.), και έχει μια χροιά υποτιμητική για τον ασθενή. Είναι όμως βαθιά ριζωμένος στην
ιατρική φιλολογία και γι’ αυτό η αντικατάστασή του είναι εξαιρετικά δυσχερής.
αυτό αποδίδεται στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου. Οι κλασικές μείζονες μορφές
υστερικής νευρώσεως (υστερική παράλυση, υστερική τύφλωση, κ.λπ.) εξαφανίζονται
με την πάροδο του χρόνου, ενώ απαντώνται καινούργιες ελάσσονες μορφές (π.χ.
ψευδοκαρδιακά επεισόδια) που μοιάζουν περισσότερο με σωματόμορφες διαταραχές.
Στις σύγχρονες κοινωνίες οι γυναίκες, καθώς και οι άνδρες που λειτουργούν σε πλαίσια
εργασιακής υποταγής, δεν αντιδρούν πλέον στην ψυχοκαταπόνηση με υστερικούς
τρόπους αλλά με άλλα συμπτώματα και συμπεριφορές, όπως η κατάθλιψη και η
επιθετικότητα, εξωστρεφόμενη ή ενδοστρεφόμενη.
Πορεία. Γενικά η πρόγνωση είναι καλή, αλλά τα υστερικά συμπτώματα έχουν την τάση
να επανεμφανίζονται σε συνάρτηση με κάποιο ψυχοτραυματικό γεγονός. Όταν ο
άρρωστος δεν τα χρειάζεται άλλο, επειδή αλλάζουν οι περιστάσεις της ζωής του,
υποχωρούν αυτομάτως, αλλά μπορεί να επιμένουν όταν το δευτερογενές κέρδος είναι
μεγάλο.
Η έννοια και το περιεχόμενο του όρου «υστερία» έχουν μεταβληθεί κατά τις τελευταίες
δεκαετίες, αλλά η διάκριση σε Μετατρεπεπτικές και Ψυχοαποσυνδετικές διαταραχές
διατηρεί την αξία της και χρησιμοποιείται στα δύο μεγάλα διεθνή ταξινομικά συστήματα,
αν και με τρόπους διαφορετικούς. Για λόγους απροσδιόριστους, το DSM-IV κατατάσσει
τις μετατρεπτικές διαταραχές και τις ταξινομεί στην ίδια ομάδα, στις σωματόμορφες
διαταραχές. Στο ICD-10 οι μετατρεπτικές διαταραχές περιλαμβάνονται στις
ψυχοαποσυνδετικές, των οποίων θεωρούνται υποκατηγορία, αλλά είναι αβέβαιο αν η
Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας θα διορθώσει στο μέλλον αυτό το πολύ σοβαρό
ταξινομικό ολίσθημα.
Σπασμός των γραφέων. Είναι μια δυστονία που προσβάλλει τους μυς του χεριού,
σπανιότερα του αντιβραχίου, και εκδηλώνεται μόνο κατά το γράψιμο. Περιλαμβάνει
σπασμό, κράμπα, τρόμο, έλλειψη συντονισμού, παραισθησίες, κόπωση, αδυναμία και
εξάπλωση των συμπτωμάτων ακόμη και στο μη χρησιμοποιούμενο χέρι. Οι πρώτες
«επιδημίες» εμφανίσθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα στους Βρετανούς δημόσιους
υπαλλήλους και αποδόθηκαν στη χρήση της μεταλλικής πένας, που αντικατέστησε το
φτερό. Η σύγχυση περί του αν η βλάβη βρίσκεται στους τένοντες, τους μυς ή τα
περιφερικά νεύρα υπάρχει ακόμη. Το σύμπτωμα αυτό πρακτικώς είναι ανύπαρκτο σε
χώρες που για τη διαταραχή δεν προβλέπεται αποζημίωση.
ασθενής έχει επίγνωση της προσωπικής του ταυτότητας κατά τη διάρκεια του
επεισοδίου της αμνησίας, η συμπεριφορά του είναι καλά οργανωμένη και σε αρμονία
με τις συνθήκες του περιβάλλοντος και, παρά την αμηχανία και την όποια δυσφορία,
δέχεται σε γενικές γραμμές καλά την κατάσταση αυτή. Πρόκειται συνήθως για αμνησία
οπισθοχωρητική και τροποποιείται με την ύπνωση, την υποβολή και τη συναισθηματική
εκτόνωση κατά την ψυχοθεραπεία (Nemiah 1989). Πολλά τέτοια περιστατικά έχουν
καταγραφεί στους πολέμους ως συνέπεια της ψυχοκαταπόνησης της μάχης.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται (Torrie 1944) ότι κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
αμέσως ύστερα από μια σειρά μάχες στο μέτωπο της Β. Αφρικής, περίπου 5% των
στρατιωτών δεν είχαν καμία ανάμνηση των γεγονότων που είχαν διαδραματισθεί στο
εντελώς πρόσφατο ποαρελθόν. Αρκετά άτομα (άνω του 38%) λησμονούν το γεγονός
ότι υπήρξαν θύματα παιδικής κακοποίησης κατά το μακρινό παρελθόν, και αρκετοί
μελετητές αποδίδουν αυτή τη λήθη σε κάποια μορφή ψυχοαποσυνδετικής αμνησίας.
Πάντως έχει αμφισβητηθεί η εγκυρότητα των αναμνήσεων που σχετίζονται με την
παιδική κακοποίηση. Υποστηρίχθηκε μάλιστα η άποψη ότι σε ποικίλες καταστάσεις
αλλά και κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας είναι δυνατόν να δημιουργηθούν ψευδείς
αναμνήσεις κακοποίησης (Bremmer et al 1996) μέσα στο πλαίσιο αυτού που
ονομάσθηκε σύνδρομο λανθασμένης ανάμνησης (false memory syndrome).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Η, ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ Χ, ΚΟΥΡΕΤΑΣ Ν. (1970). Υπόκρισις ψυχικών νοσημάτων εν τω
στρατώ και διαφοροδιαγνωστικαί δυσχέρειαι. Ιατρ Επιθ Ενόπλων Δυνάμεων, 4:815-828.
ΚΑΡΑΒΑΤΟΣ Α, ΝΑΣΙΚΑ Ζ, ΠΕΤΡΙΚΗΣ Π, ΣΑΒΒΙΔΟΥ Ι. (2002). Παλαιές και σύγχρονες νοσογραφικές
«περιπέτειες» του συνδρόμου Ganser. Ψυχιατρική 13:97-105.
ΤΖΑΒΑΡΑΣ Θ. (2005). Έκσταση, καταπληξία, γλωσσολαλία. Σύναψις 2:15-19.
BREMMER DJ, KRYSTAL JH, CHARNEY DS, SOUTHWICK SM. (1996). Neural Mechanisms in Dissoci-
ative Amnesia for Childhood Abuse: Relevance to the Current Controversy Surrounding the "False
Memory Syndrome" Am. J. Psychiatry 153(7):71-82.
BROOME MR. (2004). A neuroscience of hysteria? Curr Opin Psychiatry 17:465-469.
FREUD S. (1895). Sudies on Hysteria. Werke Imago publishing.
GRADY B, LOEWENTHAL KM. (1997). Features associated with speaking in tongues (glossolalia). Br J
Med Psychol 70(2):185-191.
HUNTER ECM, SIERRA M, DAVID AS. (2004). The epidemiology of depersonalisation and derealisation.
A systematic review. Social Psychiatry and Psychiatric Epidemiology 39:9-18.
JANET P. (1907). The major symptoms of hysteria. McMillan, New York.
MECHANIC D. (1966). Response factors in illness: the study of illness behavior. Social Psychiatry 1(1):11-
20.
MERSKEY H. (1992). The manufacture of personalities. The production of multiple personality disorder.
British Journal of Psychiatry 160:327-340.
NEMIAH JC. (1989). Janet redivirus: the centenary of L' automatisme psychologique. Am J Psychiatry
146:1527-1529.
PONTIUS AA. (2003). From volitional action to automatized homicide: Changing levels of self and con-
sciousness during partial limbic seizures. Aggression and Violent Behavior 8:547-561.
ROEFOLS K, KEIJSERS GPJ, et al (2002). Childhood abuse in patients with conversion disorder. Am J
Psychiatry 159:1908-1913.
SCHILDER P. (1920). Medizinische Psychologie. Berlin. Translated (1953) as Medical Psychology by D.
Rapaport. New York. International Universities Press.
SHORTER E. (1992). From paralysis to Fatigue: A History of Psychosomatic illness in Modern Era.
NY:Free Press.
SNYDER SL. (1994). Commentary: Contra Pseudoseizure. The problem of Intention in Nonepileptic
events. General Hospital Psychiatry 16:248-250.
SPANOS NP, CROSS WP, LEPAGE M, CORISTINE M. (1986). Glossolalia as Learned Behavior: An Ex-
perimental Demonstration. J. Abnorm. Psychol. 95(1):21-23.
STEFANIS C, MARKIDIS M, CHRISTODOULOU G. (1976). Observations on the evolution of the Hysteri-
cal Symptomatology. Brit J Psychiat 128:269-275.
STENGEL E. (1941). On the aetiology of the fugue state. Journal of Mental Science, 87:572-599.
TEASELL RW, SHAPIRO AP. (2002). Misdiagnosing Conversion Disorders. Am J Phys Med Rehabil
81:236-240.
TORRIE A. (1944). Psychosomatic casualties in the Middle East. Lancet 29:139-143.
508
Σε έναν μεγάλο αριθμό ασθενών από εκείνους που ζητούν ιατρική φροντίδα σε
πρωτοβάθμιο επίπεδο για μια σειρά σωματικών ενοχλημάτων, δεν είναι δυνατόν να
τεθεί διάγνωση σωματικής νόσου. Οι σωματόμορφες διαταραχές περιλαμβάνουν μια
ετερογενή ομάδα διαγνώσεων που κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η παρουσίαση από
τους ασθενείς σωματικών ενοχλημάτων που υποδηλώνουν κάποια σωματική νόσο, για
τα οποία όμως δεν υπάρχει εξήγηση και αιτιολόγηση από τον ιατρό, αφού δεν
ανιχνεύονται κατά την εξέταση οργανικές βλάβες ούτε τα κλινικοεργαστηριακά
ευρήματα επιβεβαιώνουν την υπόνοια νόσου που να πυροδοτείται από ή να
συσχετίζεται με τα υποκειμενικά ενοχλήματα του ασθενούς. Εκτός από τα σωματικά
συμπτώματα οι ασθενείς με σωματόμορφες διαταραχές παρουσιάζουν και
επιπρόσθετα χαρακτηριστικά: Έχουν μια ισχυρή τάση να παρερμηνεύουν σωματικές
λειτουργίες και ήπια σωματικά ενοχλήματα ως σημάδια σοβαρής νόσου. Εστιάζουν
επιλεκτικά την προσοχή τους σε σωματικές λειτουργίες και αισθήσεις και μερικοί
φθάνουν στο σημείο να μετατρέπονται σε ραντάρ των λειτουργιών του σώματός τους.
Το παραμικρό που θα ανακαλύψουν θα χρησιμοποιηθεί για «επιβεβαίωση» των
ανησυχιών τους. Παρουσιάζουν μεγάλη δυσανεξία και στα ηπιότερα ενοχλήματα (π.χ.
η θερμότητα του πέλματος μετά από μετρίως κοπιαστικό βάδισμα). Παρά τις αρνητικές
κλινικές και εργαστηριακές εξετάσεις, συνεχίζουν να πιστεύουν ότι τα συμπτώματά τους
προκαλούνται από κάποια οργανική αιτία. Τείνουν στην αναζήτηση ιατρικής διάγνωσης
από πολλούς ιατρούς (doctor shopping), και στον εξαναγκασμό των ιατρών στη
διενέργεια μη αναγκαίων εξετάσεων και στη χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων.
μάλλον υπερέχουν των άλλων προτεινόμενων θεραπειών, αλλά δεν υπάρχει σοβαρή
τεκμηρίωση ούτε αυτής της θεραπευτικής επιλογής (Φωτιάδου και συν 2000).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΕΤΡΙΚΗΣ Π, ΒΑΣΑΛΟΣ Μ. (2006). Η έννοια της σωματοποίησης (Οι θεωρητικές συνέπειες μιας
αθεωρητικής προσέγγισης). Ελλ Ψυχιατρ Γεν Νοσοκ 4:44-47.
ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙ. (1999). Το σύνδρομον χρονίας κοπώσεως: αυτοτελής νόσος ή προοίμιον ενός
δράματος; Εγκέφαλος 36(4).
ΦΩΤΙΑΔΟΥ Α, ΚΟΥΤΟΥΒΙΔΗΣ Ν, ΗΛΙΑΣ Σ, ΠΑΠΑΛΗΜΝΑΙΟΥ Β. (2000). Η θεραπευτική αντιμετώπιση
του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης. Εγκέφαλος 37:49-56.
ΧΑΡΤΟΚΟΛΛΗΣ Π. (1998). Το σύνδρομο χρονίας κοπώσεως: Μια λανθάνουσα μορφή μελαγχολίας;
Ψυχιατρική 9:299-302.
KRUPP LB, MENDELSON WB, FRIEDMAN R. (1991). An Overview of Chronic Fatigue Syndrome. J Clin
Psychiatry 52(10):403-410.
LEWIS S, COOPER CL, BENNET D. (1994). Psychosocial factors and chronic fatigue syndrome. Psychol.
Med. 24:661-671.
CREED F, BARSKY A. (2004). A systematic review of the epidemiology of somatization disorder and hy-
pochondriasis. J Psychosom Res, 56:391-408.
deWAAL MWM, ARNOLD IA, et al (2004). Somatomoform disorders in general practice. Prevalence,
functional impairment and comorbidity with anxiety and depressive disorders. British Journal of Psychiatry
184:470-476.
KELLNER R, HERNANTEZ J, PATHAK D. (1992). Hypochondriacal fears and beliefs, anxiety, and soma-
tization. Br. J. Psychiatry 160(4): 525-532.
STECKEL, W. (1943). Τhe Interpretation of Dreams. Liveright, New York.
ROST KM, AKINS RN, BROWN FW, SMITH GR. (1992). The comorbidity of DSM-III-R personality disor-
ders in somatization disorder. Gen Hosp Psych 14: 322-6.
GUZE SB, CLONINGER CR, MARTIN RL, CLAYTON PJ. (1986). A follow-up and family study of Bri-
quet’s Syndrome. British Journal of Psychiatry 149:17-23
SCHILDER P. (1920). Medizinische Psychologie für Ärzte und Psychologen. Springer, Berlin.
SWANK RL, MARCHAND WE (1946). Combat neuroses: development of combat exhaustion. Archives of
Neurology and Psychology, 55, 236-247.
Η απόδοση του όρου Factitious Disorders στην ελληνική είναι αδόκιμη, αν και είναι
πιθανόν οι διαταραχές αυτές ως νοσολογική κατηγορία να απαλειφθούν από τα
ταξινομικά συστήματα προτού καθιερωθεί κάποιος όρος και γι’ αυτές, αφού
δημιουργήθηκαν από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία μέσα σε ευκαιριακές
περιστάσεις. Έχουν προταθεί εναλλακτικά και οι ακόμη περισσότερο αδόκιμοι όροι:
Επίπλαστες διαταραχές ή διαταραχές προσποίησης ή ακατανόητες (sic) διαταραχές
προσποίησης. Παλαιότερα κατατάσσονταν στις υστερικές διαταραχές μετατρεπτικού
τύπου. Στα σύγχρονα ταξινομικά συστήματα περιγράφονται ως «μη πραγματικές, ούτε
αυθεντικές ούτε φυσικές διαταραχές»!. Χαρακτηρίζονται από σωματικά ή ψυχολογικά
συμπτώματα, που κατασκευάζονται από το άτομο με τη βούλησή του. Οι ασθενείς
προσπαθούν να εμφανισθούν ως σωματικώς πάσχοντες και υποδύονται ή
δημιουργούν τον ρόλο του ασθενούς. Οι διαταραχές αυτές διακρίνονται από την
υποκρισία ή την προσποίηση (malingering) κατά το ότι ο στόχος του πάσχοντος δεν
είναι προφανής όπως στην υποκρισία –με την οποία επιδιώκει συνήθως κάποιο
κέρδος– αλλά μάλλον ο μοναδικός του στόχος είναι η ικανοποίηση της ενδοψυχικής
ανάγκης να πάρει τον ρόλο του ασθενούς, να καταφέρει να πιστέψουν οι άλλοι, κυρίως
οι ιατροί, ότι είναι άρρωστος. Η συχνότητά τους φτάνει περίπου το 0,8%-1% των
ασθενών που εξετάζονται στα εξωτερικά ψυχιατρικά ιατρεία των γενικών νοσοκομείων
(Sutherland and Rodin 1990). Παρουσιάζονται συχνότερα σε γυναίκες που βρίσκονται
στην 3η-4η δεκαετία της ζωής τους. Ένα σημαντικό ποσοστό των πασχόντων
513
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EISENDRATH SJ. (1989). Factitious physical disorders: Treatment without confrontation. Psychosomatics
30(4):383-387.
KRAHN LE, LI H, O’CONNOR MK. (2003). Patients who strive to be ill: Factitious Disorder with physical
symptoms. Am J Psychiatry 160:1163-1168.
SUTHERLAND AJ, RODIN GM. (1990). Factitious disorders in a general hospital setting: clinical features
and a review of the literature. Psychosomatics 31:392-399.
514
Παροδικές διαταραχές του ύπνου είναι μέρος της καθημερινής ζωής και, παρά τη
δυσφορία που προκαλούν, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως παθολογικά φαινόμενα
αν δεν έχουν κάποια διάρκεια. Οι διαταραχές του ύπνου ενδέχεται να είναι οι ίδιες
συμπτώματα άλλων διαταραχών, σωματικών ή ψυχικών. Είναι κοινό χαρακτηριστικό
πολλών ψυχιατρικών προβλημάτων, αλλά και οι ίδιες είναι δυνατόν να αποτελούν
παράγοντες κινδύνου για την πυροδότηση ψυχιατρικής συμπτωματολογίας. Κλασική
είναι η σύνδεση αϋπνίας και έναρξης συναισθηματικών διαταραχών. Ανεξάρτητες
διαταραχές του ύπνου είναι λιγότερο συχνές. Όλες προκαλούν έντονη δυσφορία και
δυσχεραίνουν τις καθημερινές δραστηριότητες. Γενικώς διακρίνονται στις Δυσυπνίες
και στις Παραϋπνίες. Οι Δυσυπνίες (στις οποίες περιλαμβάνονται η Αϋπνία, η Υπνηλία,
η Υπερυπνία, η Ναρκοληψία και η Αναστροφή του ύπνου) χαρακτηρίζονται από
διαταραχές της διάρκειας, του βάθους, της ποιότητας και του χρόνου επέλευσης του
ύπνου. Οι Παραϋπνίες (στις οποίες περιλαμβάνονται η Υπνοβασία, ο Υπνικός ή
Νυκτερινός τρόμος, το Σύνδρομο άπνοιας κατά τον ύπνο, το Σύνδρομο Kleine-Levin,
το Σύνδρομο ανήσυχων ποδών και η Νυκτερινή ενούρηση) χαρακτηρίζονται από
ανώμαλη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια του ύπνου με βίαιη μερικές φορές και
δραματική κινητική δραστηριότητα (Σταυριανουδάκης 1971).
ΔΥΣΥΠΝΙΕΣ
515
Αϋπνία. Αϋπνία είναι η χρόνια αδυναμία επίτευξης της ποσότητας και ποιότητας του
ύπνου που χρειάζεται το άτομο για να δύναται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της
καθημερινότητας (Sateia and Nowell 2004). Ο ασθενής παραπονείται ότι η διάρκεια του
ύπνου, το βάθος του και κυρίως το αίσθημα αναζωογόνησης που φέρνει δεν είναι
ικανοποιητικά. Η συχνότητά της στον γενικό πληθυσμό είναι πολύ μεγάλη, ίσως
ξεπερνάει το 20%, και στις ηλικίες άνω των 60 ετών είναι ακόμη μεγαλύτερη, αφού
πάνω από το 30% των ηλικιωμένων υποφέρουν από κάποιο βαθμό αϋπνίας. Στους
πάσχοντες από σωματικές παθήσεις η συχνότητά της είναι άνω του 60%. Στο 10%-
15% του πληθυσμού η αϋπνία είναι τόσο σοβαρή, ώστε εκτός από τις διαταραχές στην
καθημερινή λειτουργικότητα του ατόμου, προκαλεί ή επιδεινώνει ψυχιατρικά
προβλήματα.
Συνηθέστερες μορφές της αϋπνίας είναι η καθυστέρηση επελεύσεως του ύπνου,
οι διακοπές του ύπνου και η πολύ πρωινή αφύπνιση. Η θανατηφόρος οικογενής
αϋπνία είναι μια σπάνια, άλλου τύπου, διαταραχή (βλ. μεταδοτικές, εκφυλιστικές ή
σπογγοειδείς εγκεφαλοπάθειες). Αϋπνία επελεύσεως παρατηρείται στις περισσότερες
περιπτώσεις και συνήθως συνδυάζεται με ανήσυχο ύπνο. Παρατεταμένη αϋπνία είναι
προγνωστικό σημείο εμφάνισης κατάθλιψης. Διάσπαση του ύπνου προκαλείται είτε
από σωματικές αιτίες (π.χ. έπιξη προς ούρηση) είτε από ψυχιατρικές όπως η
κατάθλιψη. Πρώιμη αφύπνιση εμφανίζεται επίσης συχνά στην κατάθλιψη. Η με
οποιονδήποτε τρόπο μείωση της ποσότητας του ύπνου είναι δυνατόν να πυροδοτήσει
μανιακά επεισόδια. Η αϋπνία προκαλεί δυσφορία, εσωτερική ένταση, άγχος, και έντονο
αίσθημα κοπώσεως. Είναι δυνατόν να προκαλέσει εξάρτηση από φάρμακα, να
οδηγήσει σε πολυφαρμακία ή να επιβαρύνει αρκετές σωματικές ή ψυχιατρικές
καταστάσεις. Αν επαναλαμβάνεται, είναι δυνατόν να προκαλέσει στον ασθενή
υπεραπασχόληση με τον ύπνο υποχονδριακού τύπου. Ο ιατρός συνήθως διαβεβαιώνει
τον πάσχοντα από αϋπνία ότι «ποτέ κανείς δεν πέθανε από αϋπνία»· ωστόσο, είναι
πράγματι αυτό αλήθεια ή απλώς η σύγχρονη κλινική ιατρική δεν είναι σε θέση να
αποκαλύψει τις λεπτές και αδιόρατες επικίνδυνες επιπτώσεις της αϋπνίας στην υγεία;
Διαταραγμένος ύπνος έχει βρεθεί ότι συνδέεται με υψηλή θνησιμότητα και χρονίως
παρατεταμένη στέρηση ύπνου είναι δυνατόν να προκαλέσει καταστάσεις που μοιάζουν
με άνοια.
Οι αιτιολογικοί παράγοντες της αϋπνίας κατατάσσονται σε: Φυσιολογικούς: αλλαγές
στη βάρδια εργασίας, υπερατλαντικές πτήσεις, θορυβώδες περιβάλλον. Σωματικούς:
άλγος, βήχας, κνησμός, δύσπνοια. Ψυχολογικούς: συναισθηματική αναστάτωση,
στρεσογόνα γεγονότα. Ψυχιατρικούς: αγχώδεις καταστάσεις, κατάθλιψη, μανιακό
επεισόδιο. Φαρμακολογικούς: τσάι, καφές, αμφεταμίνες, βρογχοδιασταλτικά,
διουρητικά λόγω της πολυουρίας που προκαλούν, διακοπή υπναγωγών φαρμάκων. Οι
β-αποκλειστές, καθώς και η διακοπή των βενζοδιαζεπινών μετά από παρατεταμένη
χρήση προκαλούν εφιαλτικά όνειρα. Ειδικά σύνδρομα, όπως το σύνδρομο ανήσυχων
ποδών και η νυχτερινή άπνοια συντελούν στη δημιουργία σοβαρών καταστάσεων
αϋπνίας.
Η αφετηρία της θεραπείας των αϋπνιών (Soldatos and Dikeos 2003) βρίσκεται στη
διάγνωση της υποκείμενης σωματικής ή ψυχιατρικής διαταραχής και περιλαμβάνει
εκπαίδευση σε θέματα υγιεινής του ύπνου, κατάλληλες σωστά εξατομικευμένες
ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Στις ήπιες περιπτώσεις η χορήγηση βενζοδιαζεπινών
ή ιμιδαζοπυρινών μπορεί να βοηθήσει, αλλά ο κίνδυνος της εξάρτησης πρέπει να
επισημανθεί. Μια εναλλακτική μέθοδος είναι ο ασθενής να λαμβάνει υπνωτικά φάρμακα
όχι κάθε βράδυ αλλά 1-4 φορές την εβδομάδα· με τον τρόπο αυτό αποφεύγει την
εξάρτηση και ταυτόχρονα εξασφαλίζει μια παράταση στον χρόνο της λήψης
υπνωτικών. Μη φαρμακολογικές προσεγγίσεις με βάση την εξασφάλιση μιας
στοιχειώδους υγιεινής της διατροφής, της σωματικής άσκησης και του ύπνου είναι
οπωσδήποτε προτιμότερες. Η συμπεριφορική μέθοδος «περιορισμένου ύπνου» έχει
ενδιαφέρον. Ο ασθενής καλείται να μείνει στο κρεβάτι ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα 4
ωρών, είτε κοιμηθεί είτε όχι. Την άλλη νύχτα μπορεί να δοκιμάσει να κοιμηθεί όχι
516
περισσότερο από 4 ώρες κ.ο.κ. και σταδιακά αυξάνεται ο χρόνος παραμονής στην
κλίνη (Spielman et al 1987).
ΠΑΡΑΫΠΝΙΕΣ
Υπνοβασία (Somnambulism). Αποτελεί διαταραχή κατά την οποία συνυπάρχουν
στοιχεία ύπνου και εγρήγορσης. Προσβάλλεται περί το 2% του ενήλικου πληθυσμού,
αλλά αρκετά συχνότερα παρατηρείται κατά την παιδική και την εφηβική ηλικία. Στους
ενήλικες είναι δυνατόν να προκληθεί από στρες, φάρμακα και υπνική στέρηση (Hughes
2007). Στην αιτιολογία της η κληρονομικότητα φαίνεται ότι παίζει κάποιον ρόλο, αλλά
και άλλες καταστάσεις όπως θυρεοειδοτοξίκοση και ερπητική εγκεφαλίτιδα είναι
παράγοντες κινδύνου. Εμφανίζεται κατά τα στάδια 3 και 4 του ύπνου, συνήθως κατά τη
διάρκεια του πρώτου τρίτου, οπότε υπερτερεί ο ύπνος των βραδέων κυμάτων. Δεν
διαταράσσεται η κλασσική ΗΕΓραφική εικόνα του ύπνου. Εκδηλώνεται με μια σειρά
πολύπλοκων συμπεριφορών που έχουν ως τελική απόληξη την έγερση του ατόμου
από το κρεβάτι και την περιφορά του μέσα στο δωμάτιο –και σπανιότερα έξω από
αυτό– με ανοικτούς τους οφθαλμούς και παράλληλα την επιτέλεση κάποιων
στερεότυπων κινήσεων ή κάποιας συμπεριφοράς πριν να επανέλθει στην κλίνη του.
Είναι δύσκολη η αφύπνιση κατά το επεισόδιο της υπνοβασίας, και καλό είναι να
αποφεύγεται. Η κατάσταση αυτή συνδέεται με κινδύνους τραυματισμού, βίαιης και
ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς. Μετά την αφύπνιση το άτομο δεν διατηρεί ανάμνηση των
διαδραματισθέντων. Λόγω αυτής της ιδιομορφίας της η υπνοβασία είναι δυνατόν να
δημιουργήσει πολύπλοκα και δυσεπίλυτα νομικά προβλήματα όταν, σε πολύ σπάνιες
περιπτώσεις, οι συνέπειες της φθάσουν στα δικαστήρια. Στα ψυχολογικά
χαρακτηριστικά των υπνοβατών περιλαμβάνονται επιθετικότητα, άγχος, κρίσεις
πανικού και υστερία. Θα πρέπει να διαφοροδιαγνωσθεί από την ψυχοκινητική
επιληπτική κρίση, η οποία παρουσιάζεται και την ημέρα και κατά την οποία το ΗΕΓ έχει
ευρήματα, και από την ψυχοαποσυνδετική φυγή, κατά την οποία το άτομο είναι σε
εγρήγορση και εμφανίζει πλήρη επαφή με το περιβάλλον και ομαλή λειτουργικότητα σε
αυτό. Σε θεραπευτικό επίπεδο, όλες οι προσεγγίσεις που προτάθηκαν, φαρμακευτικές
ή ψυχοθεραπευτικές, έδωσαν απογοητευτικά αποτελέσματα. Με την πάροδο του
χρόνου παρατηρείται σημαντική μείωση της συχνότητας των επεισοδίων στα παιδιά και
στους εφήβους.
Σύνδρομο άπνοιας κατά τον ύπνο. Είναι συνήθης διαταραχή στην πρωτοβάθμια
φροντίδα αλλά βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα διάγνωσης με αρνητικές συνέπειες για
τη δημόσια υγεία (Pagel 2008). Περιλαμβάνει και το παλαιότερα ονομαζόμενο
σύνδρομο Pickwick, το οποίο αφορά τόσο ασθενείς που είναι παχύσαρκοι και
υποφέρουν από δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια όσο και μία ευρύτερη κατηγορία ασθενών
οι οποίοι δεν είναι αναγκαστικά παχύσαρκοι ούτε πάσχουν από δεξιά καρδιακή
ανεπάρκεια. Η συχνότητά του στον γενικό πληθυσμό κυμαίνεται περί το 3%-4% και η
σχέση ανδρών προς γυναίκες είναι 6:1. Σχετίζεται θετικώς με την ηλικία και τον δείκτη
μάζας σώματος. Διακρίνεται σε κεντρικού τύπου άπνοια χωρίς εισπνευστική
προσπάθεια και σε άπνοια περιφερικού αποφρακτικού τύπου με εισπνευστική
προσπάθεια λόγω απόφραξης του φάρυγγα από πτώση της γλώσσας. Ενίοτε στο ίδιο
άτομο, αναλόγως της θέσεως του σώματος και του σταδίου του ύπνου, ανευρίσκονται
κεντρικές και περιφερικές άπνοιες. Τα συμπτώματα κατά τον ύπνο είναι βαρύ ροχαλητό
διακοπτόμενο από παύσεις της αναπνοής, διάρκειας από μερικά δευτερόλεπτα μέχρι
ένα λεπτό κατά τις οποίες ο ασθενής προσπαθεί να αναπνεύσει και ενίοτε αφυπνίζεται
με έντονο άγχος και αίσθηση ασφυξίας. Αυτό συμβαίνει πολλές φορές στη διάρκεια της
νύχτας και έτσι ο ύπνος του ασθενούς «τεμαχίζεται». Κατά την ημέρα η εντονότατη
υπνηλία, συνοδευόμενη από πονοκεφάλους, ευερεθιστότητα, αδυναμία
συγκεντρώσεως της προσοχής και καταθλιπτικό συναίσθημα εξαρθρώνει την
επαγγελματική και κοινωνική ζωή του ασθενούς. Άλλες συνοδές καταστάσεις
(Hirshkowitz 2008) είναι η παχυσαρκία, η υπέρταση, η σεξουαλική δυσλειτουργία, η
νυκτερινή υπερκινητικότητα, οι νυκτερινοί ιδρώτες, η μείωση των νοητικών λειτουργιών.
Οι καρδιοαγγειακές επιπτώσεις του συνδρόμου είναι η πνευμονική και συστηματική
υπέρταση, η καρδιακή ανεπάρκεια, οι αρρυθμίες με έκτοπες κοιλιακές συστολές, το
έμφραγμα του μυοκαρδίου κ.λπ. Οι πάσχοντες έχουν διπλάσιες πιθανότητες να
πεθάνουν από καρδιαγγειακό νόσημα σε σχέση με τον γενικό μέσο όρο των
συνομηλίκων τους. Ο θάνατος, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, επέρχεται κατά τη
διάρκεια νυκτερινού ύπνου. Οι νευροψυχιατρικές επιπτώσεις είναι κατάθλιψη στο
περισσότερο του 50% των πασχόντων, νοητική δυσλειτουργία, μεγάλη τάση
πρόκλησης τροχαίων και επαγγελματικών ατυχημάτων. Το θεραπευτικό πρόγραμμα
περιλαμβάνει εξάσκηση για αποφυγή της ύπτιας στάσης κατά τον ύπνο, εφαρμογή
ειδικών συσκευών για συγκράτηση της γλώσσας, συμπληρωματική χορήγηση
οξυγόνου, απώλεια βάρους, προγεστερόνη και αντικαταθλιπτικά.
Υπνική παράλυση. Χαρακτηριστικό αυτής της διαταραχής είναι ότι ο ασθενής αμέσως
μετά την έναρξη του ύπνου ή κατά την αφύπνιση καταλαμβάνεται από αγωνία επειδή
διαπιστώνει ότι είναι τελείως αδύνατον να κινηθεί διότι νοιώθει σαν τελείως παράλυτος.
Κατά την είσοδο στον ύπνο ή κατά την αφύπνιση πάσχοντες από υπνική παράλυση
αναφέρουν συχνά υπναγωγικές ή υπνοπομπικές ψευδαισθήσεις συνήθως σύντομες,
σπανιότερα παρατεταμένες, το οποίο δηλώνει ότι ο ύπνος REM συνεχίζεται και πέραν
του ύπνου. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ψευδαισθήσεις είναι ακρως φρικώδεις και
αποκρουστικές και μερικοί μελετητές πιστεύουν ότι υποκρύπτουν αναμνήσεις
σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία (Abrams et al 2008).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΥΔΑΚΗΣ ΕΑ. (1971). Επεισοδιακά φαινόμενα καθ’ ύπνους. Ιατρ Επιθ Εν Δυνάμ 5:179-189.
ABRAMS MP, MULLIGAN AD, CARLETON RN, ASMUNDSON GJ. (2008). Prevalence and correlates of
sleep paralysis in adults reporting childhood sexual abuse. J Anxiety Disord. 13:34-43.
ARNULF I, ZEITZER JM, FILE J, FARBER N, MIGNOT E. (2005). Kleine-Levin syndrome: a systematic review of
186 cases in the literature. Brain.128(Pt 12):2763-76.
DOGHRAMJI PP, LIEBERMAN JA 3RD, GORDON ML. (2007). Stay awake! Understanding, diagnosing, and
successfully managing narcolepsy. J Fam Pract. Nov;56(11 Suppl Stay):S17-31;
HERXHEIMER A. (2005). Jet lag. Clin Evid. (13):2178-83.
HIRSHKOWITZ M. (2008). The clinical consequences of obstructive sleep apnea and associated excessive
sleepiness. J Fam Pract. 57(8 Suppl):S9-16.
HUGHES JR. (2007). A review of sleepwalking (somnambulism): the enigma of neurophysiology and
polysomnography with differential diagnosis of complex partial seizures. Epilepsy Behav. 11(4):483-91.
LOMBROSO CT.( 2000). Pavor nocturnus of proven epileptic origin. Epilepsia 41(9):1221-6.
Ohayon MM. (2008). From wakefulness to excessive sleepiness: what we know and still need to know. Sleep
Med Rev. 2008 Apr;12(2):129-41
PAGEL JF. (2008). The burden of obstructive sleep apnea and associated excessive sleepiness. J Fam Pract.
57(8 Suppl):S3-8.
PHILLIPS B et al. (2000). Epidemiology of restless legs symptoms in adults. Arch Intern Med 160:2137-41
ROTH T, ROHERS TA. (1997). Etiologies and sequelae of Excessive Daytime Sleepiness. Clinical Thera-
peutics 18(4):562-576.
SATEIA MJ, NOWELL PD. (2004). Insomnia. Lancet 364:1959-1973.
SOLDATOS CR, DIKEOS DG. (2003). An integrative approach to the management of insomnia. Curr Opin
Psychiatry 16(Suppl 2):S93-S99.
SPIELMAN AJ, SASKIN P, THORPY MJ. (1987). Treatment of chronic insomnia by restriction of time in
bed. Sleep 10:45-46.
YOSS RE, DALY DD. (1957). Criteria for the diagnosis of the narcoleptic syndrome. Mayo Clinic Proceed-
ings. 32:320-328.
520
Η κανονική ρύθμιση της λήψεως τροφής εξαρτάται από την αλληλεπίδραση δύο
υποθαλαμικών κέντρων, ενός οδωτικού και ενός ανασταλτικού. Βλάβη του
ανασταλτικού κέντρου στα ζώα προκαλεί υπερφαγία, ενώ βλάβη του οδωτικού μπορεί
να προκαλέσει αφαγία μέχρι θανάτου. Τα κέντρα αυτά λειτουργούν υπό την επίδραση
ειδικών νευρομεταβιβαστών. Η νοραδρεναλίνη παρεμβαίνει στη διαδικασία της σίτισης,
ενώ η ακετυλχολίνη μετέχει στη διαδικασία αντιμετώπισης της δίψας (αδρενεργική
θεωρία της σίτισης και χολινεργική θεωρία της δίψας). Πόνος, άγχος, ευφορία και
θυμός μπορεί να διαταράξουν το σύστημα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Σημεία
κορεσμού, που αναχαιτίζουν τη λήψη τροφής, είναι τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα και η
521
θερμοκρασία του σώματος, που ανέρχονται μετά τη λήψη τροφής, καθώς επίσης και ο
βαθμός διαστολής του στομάχου.
Οι προτιμήσεις των ανθρώπων για ορισμένες τροφές ποικίλλουν σύμφωνα με το
φύλο, την ιδιοσυγκρασία τους, την εποχή του έτους, τη γεωγραφική περιοχή διαμονής,
την ώρα της ημέρας, τη θρησκεία, την κουλτούρα και την κυρίαρχη μόδα. Η νόσος είναι
επίσης πανίσχυρος διαμορφωτής της ορέξεως, όχι μόνο ως προς την ποσότητα αλλά
και ως προς το είδος της τροφής. Στις γυναίκες κατά την εφηβεία παρατηρείται ισχυρή
αύξηση της ορέξεως για υδατάνθρακες. Από τη σκοπιά της ιδιοσυγκρασίας, οι πυκνικοί
(σπλαχνοτονικοί) προτιμούν το κρέας και τα λίπη, ενώ οι λεπτόσωμοι (εγκεφαλοτονικοί)
προτιμούν τα χόρτα και τα φρούτα. Κλιματολογικοί παράγοντες παίζουν ρόλο στις
επιλογές των τροφών. Οι λαοί της βόρειας Ευρώπης στρέφονται προς την
κρεατοφαγία, ενώ οι λαοί της νοτιοανατολικής Ασίας προς τη χορτοφαγία. Τις πρωινές
ώρες αποφεύγονται τα λίπη, αλλά η διάθεση για κατανάλωσή τους αυξάνει καθώς
έρχεται το βράδυ. Καθώς το άτομο ωριμάζει, αλλάζουν οι τροφικές προτιμήσεις του. Η
όρεξη για λήψη λιπών αυξάνει με την ηλικία και στα δύο φύλα αμέσως μετά την έναρξη
της εφηβείας, εποχή κατά την οποία ενεργοποιείται στον υποθάλαμο το νευροπεπτίδιο
γαλαμίνη (Galamine, GAL).
Η πείνα και η δίψα είναι ιδιόμορφα βιώματα που αφετηρία τους είναι η επιθυμία για
τροφή και νερό και επενεργούν ως κίνητρα ή ορμές για την πρόσληψή τους. Το κέντρο
της πείνας βρίσκεται στο έδαφος της 3ης κοιλίας, στον υποθάλαμο. Το κέντρο της
δίψας βρίσκεται επίσης στον υποθάλαμο. Το πεπτίδιο αγγειοτενσίνη ΙΙ ενεργοποιεί τους
νευρώνες του κέντρου της δίψας. Πτώση των υγρών προκαλεί έκκριση ρενίνης από
τους νεφρούς και η ρενίνη αυξάνει τα επίπεδα της αγγειοτενσίνης ΙΙ στο αίμα, η οποία
ερεθίζει τους νευρώνες του κέντρου της δίψας. Η τροφή λειτουργεί ως βασικός
522
ενισχυτής που απομακρύνει τις αρνητικές επιπτώσεις των ενεργειακών ελλείψεων και
της πείνας, προκαλώντας ευχάριστα αποτελέσματα. Ωστόσο οι συμπεριφορές
πρόσληψης τροφής είναι πολύπλοκες και δεν πυροδοτούνται μόνο από ενεργειακές
ανάγκες. Το βίωμα της πείνας, στο οποίο περιλαμβάνεται και η όρεξη για φαγητό, δεν
ταυτίζεται αναγκαστικά και πλήρως με πραγματική ανάγκη πρόσληψης τροφής. Η
πείνα ως ανάγκη για τροφή είναι βιολογικό φαινόμενο και πυροδοτείται από την πτώση
του σακχάρου του αίματος, ενώ η όρεξη για φαγητό είναι επιθυμία για πρόσληψη
τροφής και είναι φαινόμενο ψυχικό. Η όρεξη είναι εκλεκτική πείνα που ωθεί στην
ικανοποίηση συγκεκριμένων και όχι γενικών θρεπτικών αναγκών. Στις σύγχρονες
κοινωνίες της αφθονίας μεγάλες ποσότητες τροφίμων καταναλώνονται όχι για την
κάλυψη τροφικών αναγκών αλλά για απόλαυση (Lowe and Butryn 2007). Τα
παχύσαρκα άτομα προτιμούν εύγευστες τροφές περισσότερο από τα άτομα με
φυσιολογικό βάρος. Δηλαδή δεν έχουν πείνα για τροφή αλλά πείνα για (τροφική)
ηδονή. Φαίνεται ότι εκτός από το γενικό αίσθημα πείνας υπάρχουν και είδη πείνας
εκλεκτικά για είδη θρεπτικών ουσιών που τα έχει περισσότερο ανάγκη ο οργανισμός.
Διαταραχές στη λήψη τροφής μπορεί να είναι ποσοτικές, προς την κατεύθυνση της
υπερφαγίας ή της ασιτίας, και ποιοτικές, οπότε αφορούν ιδιόμορφες παρεκκλίσεις στην
αναζήτηση τροφής. Στη διαμόρφωση αυτών των διαταραχών μπορεί να παίζουν ρόλο
ποικίλοι παράγοντες, όπως ελαττωματικός μηχανισμός κορεσμού (πολύ χαμηλός ή
πολύ υψηλός ουδός κορεσμού του κέντρου πείνας), περιβαλλοντικοί κοινωνιογενείς
παράγοντες, ψυχιατρικά προβλήματα κ.λπ. Διαταραχές του αισθήματος της πείνας και
της δίψας παρατηρούνται σε πάσχοντες από συναισθηματικές νόσους: πολυδιψία και
πολυφαγία στους μανιακούς και ανορεξία στους καταθλιπτικούς. Μη ψυχοπαθολογικές
καταστάσεις σχετιζόμενες με τη λήψη τροφής ίσως είναι η νηστεία και η παχυσαρκία.
Από καθαρά ψυχοπαθολογική άποψη οι διαταραχές λήψης τροφής διακρίνονται
στις εμφανιζόμενες πριν από την εφηβεία (ονομάζονται και αναπτυξιακές διαταραχές
σίτισης, βλ. σχετικό κεφάλαιο) και στις εμφανιζόμενες μετά την εφηβεία. Στις πρώτες
περιλαμβάνονται η άρνηση τροφής, η υπερβολική ιδιοτροπία στη λήψη τροφής, ο
μηρυκασμός, η επαναλαμβανόμενη παλινδρόμηση της τροφής χωρίς ναυτία ή
οργανική νόσο, το σύνδρομο Prader-Willi κ.λπ. Στις δεύτερες περιλαμβάνονται η
ψυχογενής ανορεξία, η ψυχογενής βουλιμία και τα επεισόδια υπερφαγίας. Η βρώση μη
τροφικών ουσιών (πίκα) και η πολυδιψία κατατάσσονται επίσης στις διαταραχές λήψης
τροφής.
προκαλείται μάλλον από μεγάλες ανάγκες σε ασβέστιο και Vit. C που οδηγούν τη
γυναίκα σε αναζήτηση των τροφών που τις περιέχουν. Ωστόσο αυτή η ερμηνεία δεν
φαίνεται να εξηγεί πλήρως το φαινόμενο, αφού οι εγκυμονούσες δεν αναζητούν μόνο
άγουρα φρούτα αλλά πολλές φορές και ουσίες που δεν είναι καν τροφές. Φαίνεται ότι η
πίκα συνδυάζεται και με άλλους συντελεστές, όπως η ανάγκη κοινωνικής προβολής της
εγκυμοσύνης.
Σκουπιδοφαγία, κοπροφαγία, εμεσματοφαγία, πτωματοφαγία, κανιβαλισμός είναι
συνηθισμένα φαινόμενα σε περιόδους λιμού. Προϋποθέτουν ισχυρή άμβλυνση του
αισθήματος της αηδίας, συνδυάζονται με πτώση της αξιοπρέπειας και συντελούν σε
παλινδρομήσεις σε πολύ πρωτόγονα στάδια οργάνωσης της προσωπικότητας. Όταν
δεν εκδηλώνονται ως συνέπειες λιμού, υποδηλώνουν βαρύτατες ψυχοπαθολογικές
καταστάσεις. Η αυτοκοπροφαγία (το να τρώει κανείς τα κόπρανά του) σε συνδυασμό
μερικές φορές με είσοδο του δακτύλου στον πρωκτό και γλείψιμό του ή με πασάλειμμα
του σώματος με κόπρανα παρατηρείται σε διανοητικώς καθυστερημένα άτομα και σε
χρόνιους βαρέως πάσχοντες σχιζοφρενείς.
Παχυσαρκία. Είναι η αύξηση του βάρους του σώματος λόγω συσσωρεύσεως λίπους
που προκαλείται από αύξηση της κατανάλωσης παχυσαρκογόνων τροφών σε
συνδυασμό με μεγάλη μείωση της σωματικής δραστηριότητας. Παρά το ότι δεν
κατατάσσεται στις επίσημες διαταραχές πρόσληψης τροφής, δεν παύει να είναι μια
σοβαρή διατροφική νόσος, με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο της υγείας.
Λόγω της μακράς ιστορίας υποθρεψίας του ανθρώπινου είδους οι ομοιοστατικοί
μηχανισμοί στο σύγχρονο ανθρώπινο σώμα, διά των οποίων διατηρείται σταθερό το
βάρος του σώματος, στρέφονται προς την κατεύθυνση συσσώρευσης και όχι
αποδόμησης του λίπους (Ginter and Simko 2008). Η παχυσαρκία προκαλείται από
ανατροπή αυτών των γενετικώς καθορισμένων μηχανισμών. Σύμφωνα με διεθνώς
αποδεκτά κριτήρια της WHO, παχύσαρκα είναι τα άτομα των οποίων ο δείκτης μάζας
σώματος Quetelet (δείκτης σωματικής μάζας = βάρος σε Kg/m2 όπου m το ύψος του
σώματος) είναι >26 για τους άνδρες και >25 για τις γυναίκες. Αυτό πρακτικά σημαίνει
ότι όταν κάποιος έχει πάνω από 20% υπερβάρος, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως
παχύσαρκος. Ένας άλλος δείκτης παχυσαρκίας είναι η περίμετρος της μέσης, μέχρι
80cm για τις γυναίκες και μέχρι 94cm για τους άνδρες. Το άμεσο και έμμεσο κόστος της
παχυσαρκίας αποτελεί περίπου το 10% του συνολικού κόστους υγείας στις δυτικές
χώρες. Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά παχυσαρκίας.
Η παχυσαρκία, επειδή καθιστά το άτομο ευαίσθητο σχετικώς με την εμφάνισή του,
είναι δυνατόν να προκαλέσει ιδέες αυτοϋποτίμησης, να πυροδοτήσει την ανάπτυξη
άγχους και κατάθλιψης με επιπτώσεις στη διαπροσωπική και στη σεξουαλική ζωή του.
Δεν είναι μόνο πρόβλημα αισθητικής αλλά ανήκει στους παράγοντες νοσηρότητας
πολλών σημαντικών νόσων, όπως καρδιαγγειακές παθήσεις, υπέρταση, καρκίνος,
σακχαρώδης διαβήτης κ.λπ. Η σοβαρή παχυσαρκία σχετίζεται με μεγάλη αύξηση της
θνησιμότητας. Ωστόσο η ταχεία απώλεια βάρους (που επιδιώκεται ευρύτατα) ίσως
συνδυάζεται με μεγαλύτερη θνησιμότητα από ό,τι η ανάλογη απόκτηση βάρους.
Σύγχρονες συνθήκες ζωής στις βιομηχανικές κοινωνίες, όπως η αφθονία τροφίμων,
η εγκατάλειψη της σωματικής προσπάθειας στις καθημερινές δραστηριότητες,
βρίσκονται μεταξύ των αιτιακών συντελεστών. Παχυσαρκία και άλλες παχυσαρκιογόνες
συνήθειες των γονέων (προτίμηση ορισμένων τροφίμων, καθιστική ζωή) παίζουν ρόλο
στην ανάπτυξη παχυσαρκίας στα παιδιά. Σε αντίθεση με το παρελθόν η παχυσαρκία
σήμερα είναι πολύ συχνότερη στα κατώτερα κοινωνικοικονομικά στρώματα και στα
άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Ορισμένα φάρμακα, όπως τα νευροληπτικά και
ορισμένα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, είναι δυνατόν να προκαλέσουν παχυσαρκία.
Από ψυχολογική άποψη υποστηρίζεται ότι η παχυσαρκία συνδέεται με καταπιεσμένες
ή απωθημένες ανάγκες σωματικής εξάρτησης, με την έννοια ότι η λήψη τροφής
ικανοποιεί συμβολικώς και κατά ένα μέρος τις υπερβολικές ανάγκες αγάπης και
φροντίδας. Από πολλούς έχει χαρακτηρισθεί και ως εκδήλωση διαταραγμένης
προσωπικότητας.
Εκτός από τη δίαιτα, την τροποποίηση της συμπεριφοράς και τη σωματική άσκηση,
κυκλοφορούν και φαρμακευτικές ουσίες που είτε μειώνουν την πρόσληψη ενέργειας
είτε αυξάνουν την παραγωγή της ή μειώνουν την απορρόφηση των τροφών (όπως π.χ.
η ορλιστάτη, αναστολέας της παγκρεατικής λιπάσης, που εμποδίζει την απορρόφηση
λίπους από το έντερο). Συνήθως το παχύσαρκο άτομο μετά από αιματηρές
προσπάθειες χάνει αρκετό βάρος, αλλά πολύ σύντομα το αποκτά πάλι.
Είναι συχνή κατά την εφηβική και την πρώτη μετεφηβική περίοδο (14-25 ετών),
χωρίς να αποκλείεται η εμφάνισή της και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Πιστεύεται ότι πλήττει
περίπου το 0,5% των κοριτσιών και το 0,05% των αγοριών. Οι ασθενείς παρουσιάζουν
διαταραχές της εικόνας του σώματός τους που φθάνουν ακόμη και σε παραληρητικά
επίπεδα (ενώ είναι κάτισχνες πιστεύουν ότι είναι παχύσαρκες), φοβία σωματικού
βάρους και δυσμορφοφοβία. Επίσης δυνατόν να εμφανίζουν ψυχαναγκαστικά και
καταθλιπτικά συμπτώματα σε έδαφος διαταραχής της προσωπικότητας με στοιχεία
τελειοθηρικά, η δε αλεξιθυμία είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο (Halmi et al 2005).
Υπάρχουν και περίοδοι με φυσιολογικό βάρος, ενώ οι εναλλαγές νηστείας με
βουλιμία και καταβρόχθιση μεγάλων ποσοτήτων τροφής δεν είναι σπάνιες,
διαμορφώνοντας ένα «ανορεκτικο-βουλιμικό συνεχές». Όμως το πιο χαρακτηριστικό
και επίμονο στοιχείο είναι οι περίοδοι με μεγάλη και δραματική υποθρεψία και
απίσχνανση. Συχνότατες είναι οι ενδοκρινικές διαταραχές με υποθαλαμικό
υπογοναδισμό, επίμονη υπερκορτιζολαιμία, υπερέκκριση αυξητικής ορμόνης, ανώμαλη
ρύθμιση της έκκρισης θυρεοειδικών ορμονών, βαζοπρεσσίνης και ινσουλίνης, μειωμένη
έκκριση οιστρογόνων και διακοπή της εμμηνορρυσίας, μειωμένη έκκριση
τεστοστερόνης στους άνδρες. Άλλα συμπτώματα είναι τα προβλήματα στη
σεξουαλικότητα, η ξηροδερμία, η βραδυκαρδία, η υπόταση, τα οιδήματα, η αναιμία.
Συνοδά παθολογικά ευρήματα είναι οι ηλεκτρολυτικές διαταραχές, η οστεοπόρωση (μία
στις 3 ασθενείς θα υποστεί κάταγμα). Η υποκαλιαιμία σε ασθενή με διαταραχή στη
λήψη τροφής δείχνει με βεβαιότητα ότι η ασθενής παίρνει καθαρτικό ή κάνει έμετο
τουλάχιστον μία φορά την ημέρα (Greenfield et al 1995). Η διαφοροδιάγνωση γίνεται
από τη νόσο του Crohn, το σύνδρομο δυσαπορρόφησης, την υποφυσιογενή καχεξία
του Simmonds, το σύνδρομο Bartter (potassium waste syndrome) και τον
υπερθυρεοειδισμό.
Αιτιοπαθογένεια. Πολιτιστικοί, οικογενειακοί, γενετικοί, βιολογικοί, ψυχοπιεστικοί και
άλλοι παράγοντες αλληλοδιαπλέκονται στη διαμόρφωση της διαταραχής. Η ισχνότητα
ως σωματικό ιδεώδες καλλιεργείται κυρίως από τη μόδα και τα ΜΜΕ και επηρεάζει
μεγάλα τμήματα του γενικού πληθυσμού. Δίδυμοι αδελφοί πασχόντων από ψυχογενή
ανορεξία διατρέχουν σαφώς μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης διαταραχών λήψεως
τροφής και κατάθλιψης. Τα επίπεδα της γρελίνης του πλάσματος είναι υψηλότερα σε
πάσχοντες από ψυχογενή ανορεξία, τα οποία κατέρχονται καθώς ο ασθενής αποκτά
βάρος, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τα επίπεδα της λεπτίνης. Στους παράγοντες
κινδύνου περιλαμβάνονται η συγγένεια με άτομο που πάσχει από ψυχογενή ανορεξία,
ισχυρές ψυχοκαταπονήσεις στην πρώτη παιδική ηλικία, πρώιμη έναρξη της
εμμηνορυσίας, επαγγέλματα που δίνουν έμφαση στην εξωτερική εμφάνιση όπως
αθλητές-αθλήτριες, μοντέλα, χορεύτριες κ.λπ. Σύμφωνα με τη σοβαρότερη
ψυχαναλυτική άποψη (Benedek 1936), κατά την οργάνωση των εφηβικών
φαντασιώσεων, το μητρικό στοιχείο, με πρότυπο τον πλούσιο μαστό που θηλάζει το
μωρό, ενσωματώνεται ψυχικώς από το κορίτσι σαν παράγοντας αρνητικός,
επικίνδυνος ή καταδιωκτικός, που το αναγκάζει να κρατήσει σε απόσταση έναν πιθανό
μητρικό ρόλο μέσα από την επιλογή της σωματικής ισχνότητας. Υπάρχουν και άλλες
σαφώς αφελείς ψυχαναλυτικές απόψεις, όπως ότι η άρνηση τροφής από το κορίτσι
συμβολίζει την απόρριψη του ενσωματωμένου πέους του πατέρα ή τις ενοχές του
κοριτσιού για τις επιθυμίες καννιβαλιστικής κατοχής του πέους του πατέρα.
Πορεία. Καθαρά νεανικό σύνδρομο, όπως και η βουλιμία, υποχωρεί με την αύξηση της
ηλικίας, αλλά μέχρι την πλήρη αποδρομή του ο/η ασθενής διατρέχει σοβαρούς
κινδύνους και η πιθανότητα πρόωρου θανάτου, είτε ως συνέπεια της απισχνάνσεως
είτε μετά από επιτυχή απόπειρα αυτοκτονίας, είναι πολλαπλάσια εκείνης του
αντίστοιχου γενικού πληθυσμού (Norring and Sohlberg 1993). Συχνά εμφανίζεται με τη
μορφή ενός σχετικά σύντομου επεισοδίου με πλήρη ανάνηψη χωρίς υποτροπή. Η
πορεία της μπορεί να είναι επεισοδιακή ή σταθερά επιδεινούμενη με αυξανόμενη
πιθανότητα κατάληξης στον θάνατο. Μερικοί ασθενείς θα χρονίσουν και από αυτούς
ένας αριθμός (γύρω στο 5%) θα πεθάνουν.
527
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΩΡΟΓΙΑΝΝΗΣ Φ. (2003). Οι επιπτώσεις των ψυχιατρικών διαταραχών πρόσληψης τροφής στο άτομο,
την οικογένεια και την κοινωνία. Τετρ Ψυχιατρ 82:44-48.
ΣΑΡΑΝΤΟΓΛΟΥ Γ. (2001). Διατροφικές διαταραχές (Ανορεξία-Βουλιμία): Οι παρούσες διαστάσεις μιας
καλπάζουσας επιδημίας – «προνομίου» των ευημερουσών κοινωνιών. Τετρ Ψυχιατρ 76:35-76.
ΣΚΟΥΡΑΣ Φ και συν. (1946). Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους. Εκδ.
Οδυσσέας/Τρίαψις Λόγος, Αθήνα 1991.
BARLOW ED, de WARDENER HE. (1959). Compulsive water drinking. Q J Med 28:135-158.
BELLODI L, CAVALLINI MC, BERTELLI S, et al. (2001). Morbidity Risk for Obsessive-Compulsive Spec-
trum Disorders in First-Degree Relatives of Patients with Eating Disorders. Am J Psychiatry 158:563-569.
BENEDEK T. (1936). Dominant ideas and their relation to morbid cravings. International Journal of Psy-
choanalysis 17:40—56.
BREMNER AJ, REGAN A. (1991). Intoxicated by water. Br. J. Psychiatry 158(2): 244-250.
BUSHNELL JA, WELLS J, HORNBLOW AR, et al. (1990). Prevalence of three bulimia syndromes in the
general population. Psychol. Med. 20:671-680.
DREWNOWSKI A, et al. (1994). Body weight and dieting in adolescence: impact of socioeconomic status.
Int J Eating Disord 16:61-5
DUNDAS B, HARRIS M, NARASIMHAN M. (2007) Psychogenic polydipsia review: etiology, differential,
and treatment. Curr Psychiatry Rep. 9(3):236-41.
FICHTER MM, QUADFLIEG N. (2004). Twelve-year course and outcome of bulimia nervosa. Psychol
Med. 34(8):1395-406.
GINTER E, SIMKO V. (2008). Adult obesity at the beginning of the 21st century: epidemiology,
pathophysiology and health risk. Bratisl Lek Listy.109(5):224-30.
GREENFIELD D, MICKLEY D, QUINLAM D, ROLOFF P. (1995). Hypokalemia in outpatients with eating
disorders. Am J Psychiatry. 152(1):60-3.
HALMI KA et al. (2005). The relation among perfectionism, obsessive-compulsive personality disorder
and obsessive-compulsive disorder in individuals with eating disorders. Int J Eat Disord. 38(4):371-374
LATNER JD, CLYNE C. (2008). The diagnostic validity of the criteria for binge eating disorder. Int J Eat
Disord. 41(1):1-14.
LOWE MR, BUTRYN ML. (2007). Hedonic hunger: a new dimension of appetite? Physiol Behav.
24;91(4):432-9.
NORRING CEA, SOHLBERG SS. (1993). Outcome, recovery, relapse and mortality across six years in
patients with clinical eating disorders. Acta Psych. Scand. 87(6):437-444.
ROSE EA, PORCERELLI JH, NEALE AV.( 2000). Pica: common but commonly missed. J Am Board Fam
Pract. 13(5):353-8.
Ψυχοκαταπόνηση (stress). Το στρες είναι έννοια της Μηχανικής που δηλώνει τον
βαθμό αντοχής ενός υλικού αντικειμένου στη φυσική δύναμη που ασκείται επάνω του.
Σε επίπεδο βιολογικό, το στρες είναι ένας παράγων που θέτει σε κίνδυνο την
ομοιόσταση του οργανισμού, μια ανατροπή της ισορροπίας του οργανισμού ως
συνέπεια περιβαλλοντικών επιδράσεων (Johnson et al 1992). Σε επίπεδο ψυχολογικό
το στρες θεωρείται μια ψυχοβιολογική κατάσταση έντασης εμφανιζόμενη ως απάντηση
σε ερεθίσματα που απαιτούν την κινητοποίηση προσαρμοστικών διεργασιών σε νέες
συνθήκες. Στο πλαίσιο της ψυχοπαθολογίας η έννοια της ψυχοκαταπόνησης, που και
εδώ κυριάρχησε να αποκαλείται στρες, είναι δυνατόν να κατανοηθεί μόνο όταν
αποσαφηνισθούν οι λεπτές αλληλεπιδράσεις στο διαρκές παιχνίδι μεταξύ σώματος και
ψυχής, ή καλύτερα σώματος και συγκινήσεων. Σύμφωνα με τον Selye (1936, 1952,
1974), στρες είναι το μη ειδικό αποτέλεσμα οποιασδήποτε σωματικής ή ψυχικής
απαίτησης που επιβάλλεται στο πειραματόζωο. Αποκάλεσε αυτό το μη ειδικό
αποτέλεσμα γενικό σύνδρομο προσαρμογής (general adaptation syndrome, GAS) και
το θεώρησε σημαντικό προσαρμοστικό μηχανισμό στις περιπτώσεις εξωτερικών
αρνητικών επιδράσεων. Ο Caplan (1981) χαρακτηρίζει το στρες ως μια κατάσταση
στην οποία υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των απαιτήσεων που επιβάλλονται στον
οργανισμό (απώλειες ή επαπειλούμενες απώλειες) και της ικανότητάς του να
ανταποκριθεί σε αυτές. Το παροδικό στρες είναι συνήθης διάσταση της ζωής, αφού η
αλληλεπίδραση μεταξύ οργανισμού και περιβάλλοντος συχνά περιλαμβάνει μια
απώλεια της ευελιξίας των προσαρμοστικών δυνατοτήτων. Αλλά το παρατεταμένο
στρες, που ξετυλίγεται στον χρόνο αργόσυρτα, μπορεί να είναι βλαπτικό, ενδέχεται να
διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη σωματικών ή ψυχικών νοσογόνων
διεργασιών, και γενικώς εμπλέκεται σε έναν μεγάλο αριθμό ιατρικών προβλημάτων.
εξαφάνιση των συμπτωμάτων που παρουσιάσθηκαν στη φάση του συναγερμού και
επάνοδο στη φυσιολογική λειτουργικότητα. Αυτό επιτυγχάνεται με την κινητοποίηση
νευροορμονικών μηχανισμών και εκκρίσεως κυρίως κορτικοστεροειδών από τον
φλοιό των επινεφριδίων.
Φάση εξουθενώσεως. Όταν τα όρια αντίστασης του οργανισμού εξαντληθούν πριν
υποχωρήσουν οι στρεσογόνοι παράγοντες, εκδηλώνονται τα σημεία της εξάντλησης.
Μειώνεται η αποδοτικότητα της κινητοποίησης των νευροορμονικών μηχανισμών και
εμφανίζονται πάλι τα φαινόμενα της φάσης του συναγερμού, αλλά αυτή τη φορά
απειλητικότερα για τον οργανισμό, και προκαλούν την τελική κάμψη του.
Κατά την άποψη του Selye το γενικό σύνδρομο προσαρμογής μπορεί να διαρκέσει για
μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την παρέλευση του στρεσογόνου ερεθίσματος,
ή να παύσει ο προσαρμοστικός του ρόλος και να γίνει το ίδιο βλαπτικός παράγων. Στη
θεωρία του τονίζεται ότι η αντίδραση GAS δεν συνεπάγεται αναγκαστικά νόσο, αλλά αν
η αντίδραση παρατείνεται ή επαναλαμβάνεται συχνά, τότε μπορεί να αρχίσει διεργασία
ανάπτυξης νόσου εφόσον υπάρχει ευάλωτο όργανο ή λειτουργία. Προηγήθηκε ο
Cannon (1926, 1932), ο οποίος σε σχετικά πειράματα έδειξε ότι ο οργανισμός
προετοιμάζεται για ταχεία απελευθέρωση ενέργειας για την αντιμετώπιση επειγούσης
καταστάσεως με στροφή του αυτόνομου ΝΣ προς τη συμπαθητικοτονία. Η εμπλοκή του
υποθαλάμου οδηγεί σε έκκριση «ορμονών προσαρμογής» από την υπόφυση και τα
επινεφρίδια. Οι αντιδράσεις επιτελούνται σε τρία στάδια. Το στάδιο συναγερμού με
αύξηση της ροής του αίματος, υποθερμία και υποτονία είναι μια αντισόκ διαδικασία που
βρίσκεται στην αφετηρία της προσαρμογής. Το στάδιο αντίστασης χαρακτηρίζεται από
απελευθέρωση ενέργειας και είναι αμυντική φάση που αποσκοπεί στην προσαρμογή.
Κατά το στάδιο κόπωσης οι προσπάθειες προσαρμογής δεν είναι σε θέση να
υπερκεράσουν την κατάσταση.
Οι Paykel και συν (1974) περιέγραψαν: α) μια σειρά στρεσογόνων γεγονότων που
ονόμασαν «εξόδους», κατά τα οποία κάτι αποσπάται από το κοινωνικό τοπίο του
ανθρώπου, όπως συμβαίνει με τον θάνατο στενού συγγενούς, την απομάκρυνση από
το σπίτι κάποιου μέλους της οικογένειας, τον χωρισμό ή το διαζύγιο· και β) μια σειρά
στρεσογόνων γεγονότων «εισόδων», όπως η γέννηση παιδιού, η έναρξη εργασίας
κ.λπ. Δεν έχει απαντηθεί επαρκώς το ερώτημα αν τα επιθυμητά γεγονότα είναι εξίσου
στρεσογόνα με τα ανεπιθύμητα. Οι Holmes και Rahe (1967) υποστηρίζουν ότι όλα τα
γεγονότα δυνητικώς προκαλούν στρες, αν η αλλαγή που επιφέρουν, ανεξάρτητα από
το αν είναι επιθυμητή ή όχι, επιβάλλει σε ένα καλά προσαρμοσμένο άτομο την
καταβολή επιπρόσθετης προσπάθειας ώστε να πετύχει ακόμη μεγαλύτερη «ποσότητα
προσαρμογής», με αποτέλεσμα να μειώνει τις εφεδρείες του και να το καθιστά
ευάλωτο. Οι περισσότεροι όμως μελετητές δέχονται ότι μόνο γεγονότα που βιώνονται
ως μη επιθυμητά έχουν σοβαρή επίδραση προς την κατεύθυνση ανάπτυξης νόσου.
Άλλοι προσθέτουν και το στοιχείο του αναπάντεχου. Έτσι ανεπιθύμητα και μη
αναμενόμενα γεγονότα ενοχοποιούνται για την πυροδότηση νοσογόνων διεργασιών,
διότι μόνον αυτά περιέχουν την έννοια του τραύματος.
Συγκεκριμένες αναπτυξιακές φάσεις στη ζωή του ανθρώπου, παρά το ότι είναι
αναμενόμενες όπως η έναρξη του σχολείου, η εγκατάλειψη του γονεϊκού σπιτιού, οι
επαγγελματικές επιτεύξεις, ο γάμος, η απόκτηση παιδιού, η αναχώρηση του τελευταίου
παιδιού από το σπίτι, η κλιμακτήριος, η συνταξιοδότηση, έχουν δυνητικώς στρεσογόνο
χαρακτήρα. Ωστόσο τα φυσιολογικά και αναμενόμενα γεγονότα, όπως τα παραπάνω,
δεν είναι καθαυτά κρίσεις αλλά φυσιολογικές στροφές, σημεία στίξεως κατά μήκος της
γραμμής της ζωής. Προκαλούν ανακατατάξεις στην αντίληψη που έχει ο καθένας για
τον εαυτό του, αλλά το αν προκαλούν κρίσεις ή όχι, αυτό εξαρτάται, μαζί με άλλες
προϋποθέσεις, και από τον χρόνο εμφάνισής τους (Neugarten 1979). Για πολλούς
ανθρώπους η εγκατάλειψη του σπιτιού από τα παιδιά ή η συνταξιοδότηση είναι
γεγονότα φυσιολογικά και αναμενόμενα, και αν δεν πραγματοποιηθούν στον καιρό
τους, προκαλούν κρίση. Ακόμη και ο θάνατος είναι γεγονός φυσιολογικό και
αναμενόμενο από πολλούς υπερήλικες.
ευκαιρίες για καλύτερη ζωή, αν και δεν εγκαταλείπουν συνήθως την ελπίδα ότι η
παραμονή τους στη χώρα υποδοχής θα είναι προσωρινή και ότι κάποτε θα
επιστρέψουν στην πατρίδα. Στην εκτίμηση της τρωτότητας που προκαλεί η
μετανάστευση θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και το αν ο μετανάστης ή ο πρόσφυγας
έφθασε στη φιλοξενούσα χώρα μόνος ή με την οικογένεια του. Οι μετανάστες και οι
πρόσφυγες συχνά έχουν εμπειρία του πολιτισμικού σοκ επειδή είναι καινούργιοι σε
μια ξένη χώρα και αντιμετωπίζουν την αναγκαστική επιλογή νέων συνηθειών και
συμπεριφορών, αρκετές φορές πολύ διαφορετικών από τις παλιές. Τα προβλήματα
προκύπτουν κυρίως λόγω της απόσπασης από την οικογένεια και από τα ευρύτερα
δίκτυα κοινωνικής υποστήριξης της χώρας προέλευσης, και επιδεινώνονται από την
ανεργία, τις αναπόφευκτες δυσκολίες κατά την ψυχοκοινωνική προσαρμογή σε
αστικό περιβάλλον, τη διαφορετική γλώσσα και τις αλλαγές στους ρόλους και στις
συμπεριφορές των φύλων.
Η νοσταλγία της πατρίδας θα πυροδοτήσει σε πολλούς τη διαδικασία της
γκετοποίησης, η οποία θα τους προστατεύσει μεν από πολλούς κινδύνους, αλλά θα
επιβραδύνει σημαντικά την προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες. Η ψυχιατρική
διαταραχή θα προκύψει όταν οι ελπίδες και οι προσδοκίες τους για καλύτερη ζωή στη
χώρα υποδοχής ματαιωθούν, αλλά αυτό θα γίνει μάλλον σε μια μακροπρόθεσμη
προοπτική και όχι άμεσα. Το άμεσο στρες της μετανάστευσης δεν φαίνεται να
ευθύνεται ιδιαίτερα για την ανάπτυξη σοβαρής ψυχοπαθολογίας (Mavreas and
Bebbington 1989).
Ορισμένες δραστηριότητες στη χώρα υποδοχής, ιδιαίτερα η εργασία, είναι άκρως
δυσφοριογόνες στους μετανάστες. Σε μια μελέτη σε Ελληνίδες μετανάστριες στη
Σουηδία (Lofvander and Papastavrou 1990) βρέθηκαν τα εξής: 19% των
εργαζομένων γυναικών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα δήλωσαν άρρωστες για
μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το ημερολογιακό έτος 1982, ενώ το αντίστοιχο
ποσοστό για τις Σουηδέζες ήταν 4%. Στις παντρεμένες Ελληνίδες το ποσοστό ήταν
23,4%, ενώ στις παντρεμένες Σουηδέζες ήταν 4,3%. Στις ανύπανδρες Ελληνίδες ήταν
8,2%, ενώ στις ανύπανδρες Σουηδέζες ήταν 3,9%. Αν ο σύζυγος είχε γραφτεί
άρρωστος για μεγάλο χρονικό διάστημα ή είχε πάρει πρόωρη σύνταξη, τότε και η
γυναίκα στο 32% των περιπτώσεων ήταν γραμμένη άρρωστη για μεγάλο διάστημα
και στο 27% των περιπτώσεων είχε πάρει και αυτή σύνταξη. Τα αντίστοιχα ποσοστά
για τις Σουηδέζες ήσαν 8% και 14%. Οι διαγνώσεις που κυριαρχούσαν στις δηλώσεις
ασθενείας ήσαν ενοχλήματα στις αρθρώσεις και στους μυς, καθώς και ψυχικά
ενοχλήματα. Βέβαια η αποχή από την εργασία ίσως να αντανακλά σε κάποιο βαθμό
και τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά αυτής της ομάδας, αφού η «κοπάνα» από
την εργασία με πρόσχημα τη νόσο επιδιώκεται συχνά από τους μεσογειακούς λαούς.
Αστικοποίηση. Μια μορφή μετανάστευσης στο εσωτερικό της ίδιας χώρας είναι η
αστικοποίηση, αλλά οι δυσμενείς επιπτώσεις της συνήθως δεν είναι άμεσα ορατές και
μπορεί να φανούν μακροπρόθεσμα. Πράγματι, είναι δυνατόν να υπάρχει ένας χρόνος
επώασης, που μπορεί να επεκταθεί μέχρι και σε μερικές γενιές, κατά τη διάρκεια του
οποίου το περιβάλλον αλλάζει ακόμη περαιτέρω. Μια ιδιάζουσα μορφή
μετανάστευσης είναι η αναγκαστική αλλαγή κατοικίας λόγω αναδόμησης χώρων. Σε
μερικές από τις αναδομούμενες περιοχές είχαν εγκατασταθεί κοινότητες με
χαρακτηριστική κουλτούρα, σημαντικά δίκτυα ψυχοκοινωνικής επικοινωνίας και
αμοιβαίας βοήθειας. Συστήματα κοινωνικής υποστήριξης εγκατεστημένα και ριζωμένα
μέσα σε βάθος χρόνου εκατοντάδων ετών, θρυμματίζονται μέσα σε ελάχιστα χρόνια.
Οι φτωχογειτονιές παρέχουν βέβαια υποβαθμισμένη ποιότητα κατοικίας, αλλά
διασφαλίζουν επίσης πλούσια κοινωνική υποστήριξη, την οποία οι φτωχοί άνθρωποι
χρειάζονται προκειμένου να τα βγάλουν πέρα σε μια ζωή γεμάτη κρίσεις και
προβλήματα. Για πολλούς ανθρώπους η αλλαγή σπιτιού σημαίνει μια δραματική
αλλαγή στη ζωή τους, η οποία μπορεί να είναι στρεσογόνος και να έχει αρνητικές
επιπτώσεις στην υγεία, κυρίως σε εκείνους που είναι περισσότερο ευάλωτοι, όπως οι
ηλικιωμένες γυναίκες που έχουν τάσεις για κατάθλιψη. Αυτή η κατάσταση μοιάζει με
αντίδραση πένθους, διότι η μετακόμιση λειτουργεί ως σοβαρή απώλεια, αφού
536
Μέθοδοι διερεύνησης. Κατά τη διερεύνηση της σχέσης γεγονότων και νόσου έχει
σημασία να μελετηθεί το είδος των γεγονότων που συντελούν στη διαμόρφωση της
νόσου και να διευκρινισθεί αν αυτά είναι πάντοτε νοσογόνα ή γίνονται τέτοια υπό
ορισμένες προϋποθέσεις και συνθήκες. Ακόμη έχει σημασία να αποσαφηνισθεί ο
ρόλος και η συμβολή άλλων παραγόντων στη συγκρότηση των μηχανισμών
αντιμετώπισης στρεσογόνων παραγόντων, όπως η προσωπικότητα του υφισταμένου
τις εμπειρίες, το μορφωτικό του επίπεδο, η κοινωνική και οικονομική του κατάσταση και
ο τρόπος διαπλοκής αυτών των παραμέτρων με τα στρεσογόνα γεγονότα στη
διαμόρφωση της νόσου. Από μεθοδολογική άποψη, τόσο η επιλογή γεγονότων που
θεωρούνται νοσογόνα όσο και η ποσοτικοποίηση της νοσογόνου επιδράσεώς τους
είναι διαδικασίες ρευστές και σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετες.
Οι Holmes και Rahe (1967) έδωσαν ποσοτική διάσταση στην εκτίμηση των
γεγονότων, βαθμολογώντας τις αλλαγές που απαιτούν προσαρμογή. Συγκέντρωσαν
από έναν μεγάλο κατάλογο γεγονότα συνδεόμενα με ποικίλους βαθμούς διατάραξης
της ζωής του μέσου ατόμου, όπως ασθένεια ή θάνατος στην οικογένεια, εργασιακά
προβλήματα κ.λπ. και συγκρότησαν την κλίμακα προσφάτων εμπειριών (SRE,
Schedule of Recent Experiences), η οποία αποτελείται από 43 γεγονότα. Τα γεγονότα
αυτά βαθμολογήθηκαν σύμφωνα με τον βαθμό στρεσογόνου επίδρασης. Θάνατος
συζύγου, Διαζύγιο, Χωρισμός, Φυλάκιση, Θάνατος συγγενούς, θεωρήθηκαν τα
γεγονότα με τη μεγαλύτερη βαρύτητα ως προς την ψυχοκαταπόνηση που επιφέρουν. Η
κλίμακα αυτή δόθηκε σε ασθενείς με ποικίλες νόσους, οι οποίοι ανέφεραν μια διαρκή
συσσώρευση γεγονότων για διάστημα ενός ή δύο χρόνων πριν από την έναρξη της
νόσου τους. Παρατηρήθηκε ότι η συγκέντρωση βαθμολογίας που υπερέβαινε ένα
συγκεκριμένο όριο μονάδων μέσα σε ένα έτος ακολουθείτο από σημαντική αύξηση της
επίπτωσης ασθενειών, όπως έμφραγμα, πεπτικό έλκος, ψυχιατρικές διαταραχές κ.λπ.
538
Κατά την άποψη των συγγραφέων, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα κρίσιμο επίπεδο
πέρα από το οποίο γεγονότα που συμβαίνουν στη διάρκεια του έτους βάζουν το άτομο
σε κίνδυνο νοσήσεως. Από εκείνους που συγκέντρωσαν 300 μονάδες σε ένα έτος, περί
το 80% βρίσκονταν σε μεγάλο κίνδυνο νοσήσεως στο άμεσο μέλλον· από αυτούς με
βαθμολογία 159-299 μονάδες κινδύνευε περί το 50%, και από όσους είχαν κάτω από
150 μονάδες το ποσοστό που διέτρεχε κίνδυνο ήταν γύρω στο 30% (Holmes 1978).
Μια άλλη προσέγγιση μελέτης του θέματος είναι η δομημένη συνέντευξη
γεγονότων ζωής (Life Events Interview), των Brown και συν (1973). Με αυτό το
ερωτηματολόγιο εξετάζονται γεγονότα που έζησαν οι ασθενείς αλλά και οι πρώτου
βαθμού συγγενείς τους, ή πρόσωπα που κατοικούν μαζί τους. Τα γεγονότα που έχουν
επιλεγεί αφορούν αλλαγές στο θέμα της υγείας, κρίση πραγματική ή αναμενόμενη,
καταστάσεις που επιβάλλουν καινούργιους ρόλους και αλληλεπιδράσεις μεταξύ
προσώπων. Η συνέντευξη εξετάζει ακόμη τον καθορισμό του χρόνου μεταξύ γεγονότος
και ενάρξεως της νόσου και κάνει εκτίμηση της μεταξύ τους σύνδεσης. Η αξιοπιστία
στην ανακοίνωση των επιλεγμένων γεγονότων είναι υψηλή. Το επίπεδο συμφωνίας
μεταξύ ασθενών και συγγενών για την ημερομηνία έναρξης ενός καταθλιπτικού ή
σχιζοφρενικού επεισοδίου βρέθηκε να είναι της τάξεως του 86%. Από το σύνολο των
γεγονότων, 79% αναφέρθηκαν τόσο από τον ασθενή όσο και από τον συγγενή. Από τα
γεγονότα που είχαν εξαιρετικά απειλητικό χαρακτήρα μία εβδομάδα μετά την εμφάνισή
τους, το 92% αναφέρθηκε και από τα δύο μέρη.
τραυματική διάσπαση στην πορεία της ομαλής ανάπτυξης της αίσθησης του εαυτού
του, τότε αναφαίνεται ο πλαστός, ψευδής εαυτός.
Επηρεασμένος από τον Winnicott, ο Kahn (1963) συζήτησε τον ρόλο της μητέρας ως
προστατευτικής ασπίδας και περιέγραψε τυπικές περιπτώσεις αποτυχίας
εκπλήρωσης αυτού του ρόλου:
Η απώλεια της μητέρας ή ο χωρισμός από αυτήν λειτουργεί ως μηχανισμός
κατάρρευσης του ρόλου της ως προστατευτικής ασπίδας, περισσότερο από
οτιδήποτε άλλο.
Προβλήματα μπορεί να προκύψουν και από την εκτεταμένη ψυχοπαθολογία της
μητέρας.
Όταν υπάρχει ιδιοσυγκρασιακή ευαισθησία ή φυσική αναπηρία της μητέρας, η
απόκτηση παιδιού μπορεί να την επιβαρύνει με δυσβάσταχτα καθήκοντα και
υποχρεώσεις. Ακόμη, σοβαρή νόσος του παιδιού μπορεί να δημιουργήσει
ανάγκες φροντίδας τις οποίες κανένας ενήλικας δεν μπορεί να ικανοποιήσει.
Ένας άλλος τύπος μερικής κατάρρευσης της μητέρας ως προστατευτικής
ασπίδας, ορατός μόνο αναδρομικά, είναι το συσσωρευτικό τραύμα. Αυτό αφορά
σημαντικά σημεία ψυχοκαταπόνησης στην εξελισσόμενη σχέση μητέρας παιδιού,
ακόμη και προλεκτικά ψυχοφυσικά γεγονότα στη μεταξύ τους σχέση, τα οποία
γίνονται θεμέλιο του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του ενήλικα και έχουν
επίδραση στην εξέλιξη του εγώ.
Και άλλες μελέτες επιβεβαιώνουν τις βλαπτικές επιπτώσεις της κατάρρευσης της
μητέρας. Έχει βρεθεί (Hammen et al 1987) ότι παιδιά μητέρων που πάσχουν από
συναισθηματικές διαταραχές παρουσιάζουν σε μεγάλο ποσοστό κατάθλιψη,
προβλήματα κοινωνικής προσαρμογής, συμπεριφοράς και επίδοσης στο σχολείο,
συγκρινόμενα με παιδιά υγιών μητέρων. Παρόμοια φαινόμενα παρουσιάζονται και σε
παιδιά των οποίων οι μητέρες πάσχουν από σωματικές διαταραχές. Ανεξάρτητα από
το αν η τραυματική εμπειρία του παιδιού έχει οξύ ή παρατεταμένο χαρακτήρα και
ανεξάρτητα από το αν ήταν τραυματική από την αρχή ή έγινε τέτοια αργότερα, είναι η
εμπειρία αυτή πάντως που προδιαθέτει τον άνθρωπο σε διαταραχές προσαρμογής
όταν, αργότερα, υφίσταται την επίδραση στρεσογόνων παραγόντων.
Θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη σημασία των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας
για την κατανόηση όχι μόνο των αποτελεσμάτων των στρεσογόνων επιδράσεων
αλλά και της πρόκλησής τους. Άτομα με χαμηλή αυτοπεποίθηση, για παράδειγμα,
είναι δυνατόν να παρεξηγούν καταστάσεις και να τις βιώνουν ως στρεσογόνες
αντιδρώντας σε αυτές με απελπισία και βάζοντας τον εαυτό τους σε κίνδυνο
νοσήσεως, ή άτομα με ισχυρούς μηχανισμούς άμυνας μπορεί να έχουν μικρότερη
ικανότητα να αντιμετωπίσουν επαρκώς μια στρεσογόνο κατάσταση. Ό,τι είναι
στρεσογόνο για ένα άτομο δεν είναι αναγκαστικά και για κάποιο άλλο. Πρέπει να
τονισθεί η σημασία που έχει για τον καθένα η προσωπική στρατηγική του να τα
βγάζει πέρα, και οι περιορισμοί που επιβάλλονται σε αυτόν τον μηχανισμό από
ψυχολογικές και κοινωνικές παραμέτρους είναι περισσότερο σημαντικοί ως
νοσογόνοι παράγοντες και από τα ίδια τα στρεσογόνα γεγονότα (Lazarus 1966).
Οι ερμηνείες που έχουν δοθεί για τη σχέση μεταξύ στρέσορα και νόσου σε
ψυχοφυσιολογικό επίπεδο ξεκινούν από τις θεωρίες του Selye, οι οποίες αφορούν
φυσιολογικές αντιδράσεις στη σωματοψυχική καταπόνηση, το γνωστό γενικό
σύνδρομο προσαρμογής (GAS). Επειδή το μοντέλο των Holmes και Rahe έχει τις
ρίζες του στη θεωρία του GAS, όλες οι αλλαγές, θετικές ή αρνητικές, θεωρούνται ότι
είναι σε θέση να προκαλέσουν διαταραχή ισορροπίας, η οποία είναι δυνατόν να
εκφρασθεί ως σχηματισμός συμπτώματος. Εκείνο που πρέπει να πετύχει ένα
προηγουμένως καλά προσαρμοσμένο άτομο όταν αντιμετωπίζει στρεσογόνες
καταστάσεις είναι η επιπρόσθετη «ποσότητα προσαρμογής» (Dohrenwent 1973). Οι
στρεσογόνες αλλαγές που έχουν μεγάλη σημασία για το άτομο προκαλούν
ψυχολογικές απαιτήσεις για απαντήσεις, οι οποίες συχνά συνδέονται με
ψυχοφυσιολογικές αντιδράσεις. Αυτές με τη σειρά τους μπορεί να οδηγήσουν σε
540
Οξεία αντίδραση στο στρες. Υπάρχει σαφής σύνδεση της αναδεικνυόμενης κλινικής
εικόνας με ισχυρό και οξύ ψυχοτραυματικό γεγονός καθώς το άτομο βιώνει,
541
Πένθος. Το πένθος δεν είναι συναίσθημα αλλά κατάσταση στην οποία κυριαρχούν
βιώματα μεγάλης απώλειας, όπως και στην κατάθλιψη (Μαρκίδης 1993). Κατατάσσεται
όμως στα συναισθήματα, διότι εκείνο που την προσδιορίζει είναι πρωτίστως ο
συναισθηματικός χαρακτήρας της. Η εμπειρία του πένθους έχει για τον κάθε άνθρωπο
χαρακτήρα μοναδικό και τις περισσότερες φορές συμπεριλαμβάνει μια μεγάλη κλίμακα
συναισθημάτων, όπως θλίψη, θυμό, ενοχή, άγχος και ελπίδα. Το πένθος από απώλεια
αγαπημένου προσώπου θεωρείται ένα από τα πιο ισχυρά στρεσογόνα γεγονότα στη
ζωή του ανθρώπου. Εκφράζεται ως κατάθλιψη και είναι βραχύτερης διάρκειας από
αυτήν. Όταν παρατείνεται υπερβολικά, είναι δυνατόν να αποκτήσει παθολογικό
χαρακτήρα. Κατά την πρώτη παιδική ηλικία δεν υπάρχει πένθος, ίσως επειδή το παιδί
δεν γνωρίζει τον θάνατο ή δεν έχει ακόμη αναπτύξει τη δυνατότητα να πενθεί,
υπάρχουν όμως βαθιά βιώματα απώλειας που αναγνωρίζονται στις συμπεριφορές
αναζήτησης του απολεσθέντος προσώπου από το παιδί.
Η κατάθλιψη είναι διαφορετική από το πένθος. Παρά τις μεγάλες τους ομοιότητες,
διαφέρουν κλινικώς μεταξύ τους σε ορισμένα καίρια σημεία: στους πενθούντες δεν
ανιχνεύονται αισθήματα ενοχής και αναξιότητας, ενώ αντίθετα στους καταθλιπτικούς
διακρίνεται μια ακραία μείωση του αισθήματος αξιότητας του Εγώ, μια απέραντη
πενιχρότητα του Εγώ. Στην κατάσταση του πένθους ο κόσμος φαίνεται φτωχός και
κενός, ενώ στη μελαγχολία εκείνο που φτωχαίνει είναι το ίδιο το Εγώ, όπως λέει ο
Freud. Στο κλασικό του άρθρο «Πένθος και Μελαγχολία» ο Freud (1917) διευρύνει την
έννοια του πένθους, το οποίο θεωρεί ένα είδος αντίδρασης στην απώλεια όχι μόνο
αγαπημένου προσώπου αλλά και αγαπημένου αντικειμένου ή ιδεώδους κ.λπ., και το
543
περιγράφει ως βαθιά και οδυνηρή θλίψη, άρση του ενδιαφέροντος για τον έξω κόσμο,
απώλεια της ικανότητας για αγάπη και αναστολή κάθε δραστηριότητας.
Ταύτιση με το απολεσθέν αντικείμενο, ενδοβολή αλλά και αμφιθυμία απέναντί του
είναι χαρακτηριστικά του κάθε πενθούντος σύμφωνα με τους ψυχαναλυτές. Πράγματι η
απώλεια του αντικειμένου αγάπης αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία για να κινητοποιηθεί
και να αποκαλυφθεί η αμφιθυμία που διέπει τις σχέσεις αγάπης. Όταν υπάρχει
ψυχαναγκαστικό υπόστρωμα, η αμφιθυμική σύγκρουση προσδίδει στο πένθος
παθολογική μορφή και το εξαναγκάζει να εκφραστεί με τη μορφή αυτομομφών,
σύμφωνα με τις οποίες το ίδιο το υποκείμενο του πένθους είναι υπεύθυνο για την
απώλεια του αντικειμένου αγάπης, την οποία φαίνεται ότι επιθυμούσε. Ο έλεγχος της
πραγματικότητας δείχνει ότι το αγαπημένο αντικείμενο δεν υπάρχει πια και αξιώνει την
απόσυρση όλης της λίβιδο από τους δεσμούς που τη συνδέουν με αυτό. Χρειάζεται
κάποιος χρόνος για να εκτελεστεί διεξοδικά η εντολή του ελέγχου της πραγματικότητας,
μετά το πέρας όμως αυτής της διεργασίας το Εγώ κατορθώνει να απελευθερώσει τη
λίβιδό του από το χαμένο αντικείμενο. Τελικώς η διαδικασία του πένθους εξαναγκάζει
το Εγώ να απαρνηθεί το αντικείμενο, κηρύσσοντάς το νεκρό και προσφέροντας στο
Εγώ το κίνητρο για να παραμείνει στη ζωή.
Η εξέλιξη του πένθους ακολουθεί ορισμένα στάδια, τα οποία μπορεί να
περιγραφούν ως εξής: στην αρχή μια ασυνείδητη αδυναμία του πενθούντος να δεχθεί
το γεγονός του θανάτου, και συνεπώς μία τάση να συμπεριφέρεται προς τον νεκρό σαν
να ήταν ζωντανός. Ακολούθως, καθώς ο πενθών βιώνει μια συγκεχυμένη μεταβατική
κατάσταση, εμφανίζονται στοιχεία αποδιοργάνωσης της συμπεριφοράς, η οποία δεν θα
αναδιοργανωθεί παρά μόνο μετά την πλήρη αποδοχή του θανάτου και την
ολοκλήρωση της διαδικασίας αποεπένδυσης του νεκρού. Οι ψευδαισθήσεις,
χαρακτηριζόμενες από την αίσθηση παρουσίας του νεκρού, σε συνδυασμό με
ορισμένα άλλα οπτικά, ακουστικά ή και απτικά φαινόμενα, αποτελούν ομαλές εμπειρίες
κατά την εκτύλιξη του πένθους (Rees 1975) και είναι πολύ επικίνδυνο να θεωρούνται
ψυχωσικά συμπτώματα.
Ως ψυχοκοινωνική διαδικασία, μέσα από τις διαδοχικές του φάσεις, το πένθος
έχει μεγάλη προσαρμοστική αξία, παρουσιάζεται σε όλες τις κουλτούρες (τελετουργίες
του χρόνου που έπεται του θανάτου, π.χ. η κηδεία, τα μνημόσυνα κ.λπ.) και διατρέχει
ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, τροφοδοτώντας πλήθος θρησκευτικών πεποιθήσεων
και ιδεολογιών (Pollock 1961, 1971). Η θρησκεία, στηριγμένη στο αξίωμα της
μεταθανάτιας ζωής και της αθανασίας της ψυχής, οργανώνει με τον καλύτερο τρόπο
εδώ και πολλούς αιώνες την υπέρβαση αυτής της φοβερής ανθρώπινης κρίσης.
Ενθαρρύνοντας την πλήρη έκφραση του πένθους αλλά και αποθαρρύνοντας τις
υπερβολές, επιτρέπει στον πενθούντα να επανέλθει σταδιακά στη φυσιολογική ζωή. Η
διεργασία του πένθους χρειάζεται αρκετό διάστημα για να ολοκληρωθεί. Ένα έτος
φαίνεται ότι είναι το ελάχιστο απαιτούμενο χρονικό διάστημα για να δράσουν
αποτελεσματικά οι επουλωτικοί μηχανισμοί. Το πρόσωπο που πενθεί πρέπει να
αντιμετωπίσει διάφορες «δοκιμασίες»: να περάσει όλες τις επετείους (κυρίως επετείους
χαράς, όπως π.χ. τα Χριστούγεννα) και άλλες ημέρες αναμνήσεων χωρίς το
αγαπημένο πρόσωπο – και κάθε επέτειος είναι δυνατόν να αναπυροδοτεί έντονα το
πένθος.
Το πένθος είναι φυσική και φυσιολογική αντίδραση σε κάθε απώλεια,
υποδηλώνει την έσχατη αναγνώριση ότι αυτό που χάθηκε δεν θα επιστρέψει και τα
συναισθήματα που το συνοδεύουν είναι φυσιολογικά συναισθήματα για το άτομο που
τα φέρει. Παρά τις μεγάλες του αποκλίσεις από την ομαλή ζωή το πένθος δεν πρέπει
να θεωρείται παθολογική κατάσταση. Κάθε παρέμβαση σε αυτό, σύμφωνα με πολλούς
μελετητές, είναι ίσως άχρηστη και ενδεχομένως επιζήμια. Εξάλλου παρέρχεται μετά
από σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, αν και από μια άλλη σκοπιά ποτέ δεν παύει
κανείς να πενθεί όσο δεν ξεχνά. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι πάντοτε έτσι. Το
πένθος είναι δυνατόν να επιπλακεί. Υπάρχει βιβλιογραφία που δείχνει ότι η απώλεια
που προηγείται του πένθους είναι δυνατόν, όπως συμβαίνει και με άλλες στρεσογόνες
καταστάσεις που προκαλούνται από απώλειες, να θέσει σε κίνδυνο την ψυχική αλλά
544
και τη σωματική υγεία (Parkes 1972, 1985). Δεν έχουν όλες οι απώλειες το ίδιο βάρος.
Πολλοί άνθρωποι βγαίνουν ωριμότεροι και ισχυρότεροι όταν, ενήλικες οι ίδιοι, χάσουν
τους γονείς τους. Η απώλεια όμως παιδιών μπορεί να έχει πολύ οδυνηρά
αποτελέσματα και η επίπτωσή της στην ψυχική και στη σωματική υγεία του γονέως
μπορεί να είναι απολύτως καταστροφική (Fulton and Owen 1977).
BROWN GW, BIRLAY JLT. (1968). Crises and life changes and the onset of schizophrenia. J. Health
Soc. Behav. 9:203-214.
BROWN GW, HARRIS TO, PETO J. (1973). Life events and Psychiatric disorders: Nature of causal link.
Psychol. Med. 3:159-176.
CANNON WB. (1929). Bodily Changes in Pain, Hunger, Fear and Rage. New York.
CANNON WB. (1932). The Wisdom of the Body. New York, Norton.
CAPLAN G. (1981). Mastery of stress: Psychosocial aspects. Am. J. Psychiat. 138:4, 413-420.
DOHRENWEND BP. (1975). Sociocultural and social psychological factors in the genesis of mental disor-
ders. J. Health Soc. Behav. 16:365
DOHRENWEND BS, DOHRENWEND BP. (1974). Stressful life events: Their nature and effects. New
York, John Willey and Sons Inc.
DOHRENWEND BS. (1973). Social status and stressful life events. J Pers Soc Psychol 28:225-35.
DZEGEDE SA, PIKE SW, HACKWORTH JR. (1981). The relationship between health-related stressful life
events and anxiety. An analysis of a Florida metropolitan community. Community Ment. Health J. 17:294-
305.
FINLAY-JONES R, BROWN GW. (1981). Types of stressful life events and the onset of anxiety and de-
pressive disorders. Psychol. Med. 11:803-815.
FREUD S. (1917). Mourning and Melancholia. In Standard edition of the complete Psychological Works of
S. Freud, Vol. 14. Hogarth Press, London (1947).
FREUD S. (1921). Introduction to Psychoanalysis of War Neurosis. London, Institute of Psychoanalysis
Press.
FRUECH et al. (2005). British Journal of Psychiatry, 186:467-472.
FULTON R, OWEN G. (1977). Adjustment to Loss Through Death: A Sociological Analysis. Centre for
Death Education and Research. University of Minessota.
GOLDHAMER H, MARSHAL AW. (1953). Psychosis and Civilization: Two studies on the frequency of
Mental Disease. Free Press of Glencoe, N.Y.
GRANT I, et al. (1981). Quality of Life-Events in relation to Psychiatric symptoms. Arch. Gen. Psychiat.
38:335-339.
HAMMEN C, et al. (1987). Maternal Affective Disorders, Illness and Stress: Risk for Children's Psycho-
pathology. Am. J. Psychiatry 144:736-741.
HOLMES TS, RAHE RH. (1967). The Social Readjustment Rating Scale. J Psychosom Res 11:213.
HOLMES TS. (1978). Life situations and disease. J. Acad. Psychosom. Med. 19:747.
HULL AM, ALEXANDER DA, KLEIN S. (2002). Survivors of the Piper Alpha oil platfrorm disaster: long
term follow-up study. British Journal of Psychiatry 181:433-438.
JACOBS S, MYERS J. (1976). Recent life events and acute schizophrenic psychosis. A controlled study.
J. Nerv. Ment. Dis. 162:75-87.
JACOBS S, PRUSSOF B, PAYKEL B. (1974). Recent life events in schizophrenia and depression. Psy-
chol. Med. 31:31-44.
545
JOHNSON EO, KAMILARIS TC, CHROUSOS GP, GOLD PW. (1992). Mechanisms of stress: A Dynamic
Overview of Hormonal and behavioral Homeostasis. Neuroscience and Neurobehavioral Reviews 16:115-
130.
KAGAN AR, LEVI L. (1974). Health and environment. Psychosocial stimuli. A review. Soc Sci Med 8:225-
241.
KAHN MMR. (1963). The concept of cumulative trauma. Psychoanal. Study Child. 18:286
KEANE T, WOLPE J, TAYLOR K. (1987). Post-traumatic stress disorder: evidence for diagnostic validity
and methods of psychological assessment. J. Clin. Psychology. 43:32-43.
LANDERMAN R, GEORGE LK, BLAZER DG. (1992). Adult vulnerability for psychiatric disorders: effects
of negative childhood experience and recent stress. J Nerv Ment Dis 179:656-663.
LANGNER TS, MICHAEL ST. (1963). Life stresses and mental health: The Midtown Manhattan Study.
Free Press of Glencoe, N.Y.
LAZARUS RS, AVERILL JR, OPTON EM. (1974). The Psychology of Coping. Issues on research and
assessment. In: Coelho GV, Hamburg DA and Adams JE (eds) Coping and Adaptation. Basic Books, New
York.
LOFVANDER M, PAPASTAVROU D. (1990). Clinical factors, psycho-social stressors and sick-leave pat-
terns in a group of Swedish and Greek patients. Scand J Soc Med. Jun;18(2):133-8
MAVREAS V, BEBBINGTON P. (1989). Does the act of migration provoke psychiatric breakdown? A
study of Greek Cypriot immigrants. Acta Psychiatr. Scand. 80:469-73.
MYERS JK, LINDENTHALL JJ, PEPPER MP. (1971). Life events and psychiatric impairment. J Nerv
Ment Dis 152:149-157.
NEUGARTEN BL. (1979). Time, age and life cycle. Am. J. Psychiat. 136:887
PARKES CM. (1972). Bereavement: Studies of Grief in Adult Life. Harmondsworth, Penguin.
PARKES CM. (1985). Bereavement. British Journal of Psychiatry, 146:11-17.
PAYKEL ES, et al. (1969). Life events and depression: A controlled study. Arch Gen. Psychiat. 21:753-
759.
PAYKEL ES, PRUSSOF B, MYERS JK. (1975). Suicidal attempts and recent life events: a controlled
comparison. Arch. Gen. Psychiat. 32:327-333.
PAYKEL ES. (1974). Life events and psychiatric disorder: Application of the clinical approach. In: Dohren-
wend BS, Dohrenwend BP (eds) Stressful life events: Their nature and effects. N.Y., John Willey and Sons
Inc.
POLLOCK GH. (1961). Mourning and adaptation. Int. J. Psychoanal. 42:341.
POLLOCK GH. (1971). On time, death and immortality. Psychoanal. Q. 40:435.
POWER MJ. (1986). Depression: A brief account of a holistic perspective. Holist Med 1:97-104.
REES WD. (1975). The bereaved and their hallucinations. In Bereavement: Its psychological Aspects.
ROSE RM. (1984). Overview of endocrinology in stress. In: Brown et al (eds). Neyroendocrinology and
Psychiatric Disorder. New York, Raven Press.
SELYE H. (1936). A syndrome produced by diverse nocuous agents. Nature, 138:32.
SELYE H. (1952). The story of adaptation syndrome. Acta, Montreal.
SELYE H. (1956). The Stress of Life. McGraw Hill, New York.
SELYE H. (1974). Stress without distress. Lippincott, Philadelphia.
SROLE L, et al. (1962). Mental Health in the Metropolis: The Midtown Manhatan study. Mc Graw Hill. New
York.
THEORELL T, LIND E, FLODERUS-MYRHED B. (1975). The relationship of disturbing life changes and
emotions to the early development of myocardial infarction and other serious illnesses. Int. J. Epidemiol.
6:17-21.
WILCOX BL. (1981). Social support, life stress and psychological adjustment. A test of the buffering hy-
pothesis. Am. J. Comm. Psychol. 9:371-386.
WINNICOT D. (1971). Playing and Reality. Το παιδί η πραγματικότητα και ο εξωτερικός κόσμος. Εκδ
Καστανιώτη 1980.
WINNICOT DW. (1953). Transitional objects and transitional phenomena. Int J Psychoanal 34:89.
546
Πέραν των συναισθημάτων του φόβου, του άγχους, του θυμού και της οργής, της απέχθειας,
της ζηλοτυπίας, της έκπληξης, της ντροπής –που και αυτά εμπλέκονται σε χαρακτηριστικές
ψυχοπαθολογικές καταστάσεις–, η διαβάθμιση της ανθρώπινης συναισθηματικότητας
κυμαίνεται μεταξύ των δύο ακραίων πόλων της νοσηρής υπερθυμίας και της καταθλιπτικής
εμβροντησίας. Μεταξύ τους αναπτύσσονται καταστάσεις που εκτείνονται σε ένα μεγάλο
φάσμα: ευφορία, ευθυμία, ευεξία, χαρά, ευδιαθεσία, νορμοθυμία, αθυμία, δυσαρέσκεια,
ευερεθιστότητα, απογοήτευση, απαισιοδοξία, λύπη, απελπισία, νοσηρή κατάθλιψη. Από την
εποχή της Ιλιάδας και της Παλαιάς Διαθήκης, όπου περιγράφονται όχι μόνο η κατάθλιψη
αλλά και άλλες συναισθηματικές διαταραχές, τόσο οι έννοιες όσο και οι όροι έχουν υποστεί
πολλαπλές μεταλλάξεις μέχρι να ολοκληρωθεί η παγίωσή τους στις σύγχρονες ορολογίες.
Ιδιαίτερα η ιστορία της κατάθλιψης από μόνη της φωτίζει ένα μεγάλο μέρος της ίδιας της
ιστορίας της ψυχιατρικής (Χαρτοκόλλης 1995).
Οι περισσότερες συναισθηματικές διαταραχές κατά την παιδική ηλικία είναι κυρίως έντονες
εκδηλώσεις των αναπτυξιακών σταδίων παρά νοσολογικές οντότητες, και η διάγνωσή τους
θα πρέπει να τίθεται με μεγάλη επιφύλαξη. Οι οποιεσδήποτε συναισθηματικές διαταραχές
της ηλικίας αυτής στη μεγάλη πλειονότητά τους εξελίσσονται προς την ίαση, και ελάχιστες
προσλαμβάνουν νευρωσικό ή άλλον χαρακτήρα. Οι περισσότερες συναισθηματικές
διαταραχές των ενηλίκων έχουν ιστορικό εμφανίσεως μετά τη λήξη της εφηβείας, ενώ
ελάχιστες από αυτές έχουν την αφετηρία τους και περί το τέλος της εφηβικής περιόδου.
Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή αυτό το θέμα, διότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι
φαρμακευτικές εταιρείες θέτουν σε εφαρμογή ένα μεγάλο επιχειρησιακό σχέδιο με στόχο να
ανοίξει η αγορά των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων και στις νεαρές ηλικίες.
ΟΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΕΙΣ
Η κατάθλιψη, μια από τις οδυνηρότερες ανθρώπινες δοκιμασίες, καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα
συναισθηματικών διαταραχών. Μπορεί να είναι απλώς ένα φυσιολογικό συναίσθημα που
υποκειμενικώς έχει τον χαρακτήρα ενός λιγότερο ή περισσότερο ισχυρού βιώματος θλίψης.
Είναι όμως δυνατόν να πρόκειται περί συμπτώματος νόσου, μέρους ενός συνδρόμου, ή να
αποτελεί αυτοτελή νόσο. Αποκτά παθολογικό χαρακτήρα όταν είναι παρατεταμένης διάρκειας
και, αναλόγως του είδους της, όταν συνοδεύεται από ιδέες ενοχής, μειωμένη αυτοεκτίμηση,
ιδέες αναξιότητας και απόρριψη του εαυτού, απελπισία, απώλεια ενδιαφερόντων, πτώση της
σωματικής και πνευματικής δραστηριότητας, μειωμένη όρεξη για φαγητό και απώλεια
βάρους, διαταραγμένο ύπνο, σημαντική απώλεια της σεξουαλικής επιθυμίας. Συνοδεύεται
συχνά, αναλόγως του είδους της, και από άλλα συμπτώματα, όπως πρωινή αφύπνιση
ενωρίτερα από το συνηθισμένο, έντονη κόπωση ακόμη και σε μικρή προσπάθεια, μειωμένη
συγκέντρωση και πλημμελή προσοχή, προσδοκία ενός ζοφερού μέλλοντος και ιδέες
αυτοκτονίας. Η απώλεια της δυνατότητας για ευχαρίστηση θεωρείται σημαντικό σύμπτωμα
που διατρέχει όλο το φάσμα των καταθλίψεων και η παρουσία της υποδηλώνει φτωχή
προγνωστική πορεία και ύπαρξη ιδεών αυτοκτονίας.
Επιδημιολογία. Η αναγνώριση της μεγάλης συχνότητας των καταθλίψεων είναι ίσως μία από
τις σημαντικότερες προσφορές της ψυχιατρικής επιδημιολογίας στον τομέα της δημόσιας
υγείας. Το 8%-10% του γενικού πληθυσμού στον δυτικό κόσμο υποφέρει από κάποια μορφή
κατάθλιψης. Το ποσοστό αυτό είναι παρόμοιο και στην Ελλάδα και υπάρχουν ενδείξεις ότι
547
στο μέλλον θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο (Madianos and Stefanis 1992). Οι διαφορές
ωστόσο από χώρα σε χώρα και από κουλτούρα σε κουλτούρα, ως προς τη συχνότητα
εμφάνισής της στον γενικό πληθυσμό, φθάνουν και στο επίπεδο του εξηκονταπλάσιου
(Weissman et al 1996, Cross-National Collaborative Group 1992). Οι διαφορές αυτές ίσως
επηρεάζονται από διαφορετικά ιστορικά, κοινωνικά, οικονομικά ή περιβαλλοντικά δεδομένα,
ακόμη και από διαφορές στο διαιτολόγιο, όπως συμβαίνει και με τη στεφανιαία νόσο. Θα
πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι μελέτες βασισμένες σε ερωτηματολόγια δίνουν υπερβολικά
μεγέθη ως προς την επίπτωση και επικράτηση της νόσου, αφού είναι γνωστό ότι οι
εξεταζόμενοι με ερωτηματολόγια τείνουν να δίνουν υψηλές βαθμολογίες σε ερωτήσεις που
αφορούν την κατάθλιψη. Η συχνότητά της στις ηλικίες κάτω των 19 ετών είναι περίπου 4%
του συνόλου των καταθλίψεων, με τα περισσότερα περιστατικά κυρίως κατά το τέλος της
εφηβείας. Πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι η ηλικία έναρξης της κατάθλιψης
στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες κατέρχεται με την πάροδο των δεκαετιών και το ποσοστό
των καταθλιπτικών ασθενών ηλικίας 15-19 ετών αυξάνει. Μετά την ηλικία των 55 ετών η
συχνότητά της μειώνεται, αφού φθάσει στο υψηλότερο σημείο κατά την ηλικία των 35-45
ετών, ηλικιακό φάσμα στο οποίο παρατηρούνται τα περισσότερα περιστατικά (30%-40%).
Διαφορές μεταξύ των φύλων. Οι διαφορές μεταξύ των φύλων στη συχνότητα της κατάθλιψης
δεν έχουν εξηγηθεί επαρκώς. Από τη μεριά της γυναίκας διάφοροι ορμονικοί παράγοντες
σχετιζόμενοι με την αναπαραγωγική διαδικασία, η σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική
ηλικία, η χαμηλή αυτοεκτίμηση (φαινόμενο που παρατηρείται στα κορίτσια από την παιδική
ηλικία), η ανατροφή μικρών παιδιών σε ένα πλαίσιο χαμηλής διαπροσωπικής, οικογενειακής,
οικονομικής και εργασιακής υποστήριξης, η συμμετοχή της γυναίκας στην αγορά εργασίας σε
συνθήκες ανισοτιμίας με τον άνδρα, είναι παράγοντες που έχουν συζητηθεί και ερευνηθεί σε
μεγάλη έκταση. Από άποψη κατανομής στα φύλα υπερτερούν οι γυναίκες σε αναλογία
περίπου 2:1 σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και σε όλες τις υποκατηγορίες της κατάθλιψης.
Ιδιαίτερα ευάλωτες είναι οι γυναίκες της εργατικής τάξης καθώς και οι μητέρες χωρίς σύζυγο.
Η μεγαλύτερη συχνότητα της κατάθλιψης στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες είναι
εμφανής από την εφηβική ηλικία και είναι παρόμοια σε όλες τις ηλικιακές ομάδες (Weissman
and Klerman 1977). Περίπου το 20% των γυναικών και το 10% των ανδρών θα πάθουν
κάποια κατάθλιψη κατά τη διάρκεια της ζωής τους και το 1/3 αυτών των περιστατικών μπορεί
να είναι αρκετά σοβαρό ώστε να απαιτήσει συστηματική θεραπεία. Η κατάθλιψη, εκτός του
ότι εμφανίζεται νωρίτερα στις γυναίκες, έχει σε αυτές μεγαλύτερη συχνότητα υποτροπών, πιο
παρατεταμένη πορεία, δυσμενέστερη πρόγνωση. Επίσης η συννοσηρότητά της με άλλες
διαταραχές, ιδιαίτερα τις αγχώδεις, είναι συχνότερη στις γυναίκες. Η προεμμηνορυσιακή και η
λοχειακή φάση είναι περίοδοι με ηυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καταθλιπτικής
συμπτωματολογίας. Στις γυναίκες η συμπτωματολογία έχει μια ισχυρότερη τάση να
εκφράζεται και μέσα από σωματοποίηση ή αύξηση του σωματικού βάρους σε συνδυασμό με
εξωστρεφόμενη επιθετικότητα. Η πιθανότητα αυτοκτονίας είναι πολύ μικρότερη στις γυναίκες
από ό,τι στους άνδρες, και για ένα χρόνο μετά τον τοκετό, στις λοχειακές καταθλίψεις, ακόμη
μικρότερη. Οι άνδρες απαντούν ταχύτερα στη θεραπεία.
Γενική συμπτωματολογία. Παρά τις προόδους στην κατανόηση της νευροενδοκρινολογίας της
κατάθλιψης, η διάγνωση όλων των υποκατηγοριών της παραμένει κλινική, δηλαδή βασίζεται
στο ιστορικό και στη διερεύνηση της κλινικής φαινομενολογίας, στην ανίχνευση των
συμπτωμάτων και των σημείων της νόσου. Βιολογικοί σηματοδότες όπως η δοκιμασία
κατασπάσεως δεξαμεθαζόνης DST (Dexamethazone Supression Test), η δοκιμασία TSH
(Thyroid Stimulating Hormone Test) και η μέτρηση στα ούρα μεταβολιτών (όπως του MHPG)
δεν ικανοποίησαν τις προσδοκίες εκείνων που βασίστηκαν σε αυτές για να εξασφαλίσουν μια
έγκυρη διάγνωση της κατάθλιψης. Έτσι τα κλινικά φαινόμενα παραμένουν ακόμη οι έγκυροι
συντελεστές της διάγνωσης. Το καταθλιπτικό συναίσθημα και η απώλεια ενδιαφέροντος είναι
απαραίτητα συμπτώματα για την εγκατάσταση της διάγνωσης σε όλες τις μορφές
κατάθλιψης. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι κάθε τύπος κατάθλιψης έχει τις δικές του
ιδιομορφίες ως προς την έκφραση της κλινικής εικόνας, όπως εξάλλου συμβαίνει και με την
αιτιοπαθογένεια, την πορεία, την πρόγνωση και τη θεραπεία. Ο πάσχων από κατάθλιψη δίδει
περιγραφές του καταθλιπτικού του συναισθήματος με λέξεις όπως θλίψη, απελπισία,
αποθάρρυνση, επώδυνη αδυναμία να βιώσει ικανοποίηση κ.λπ. Το καταθλιπτικό
συναίσθημα είναι αξονικό σύμπτωμα της κατάθλιψης, όχι όμως οποιοδήποτε καταθλιπτικό
συναίσθημα αλλά το παθολογικό, δηλαδή εκείνο που επιδρά αρνητικά στη συνολική
ψυχοκοινωνική και ψυχοσυναλλακτική λειτουργικότητα του ατόμου και τείνει να
αδρανοποιήσει τις δραστηριότητές του. Επίσης θα θεωρηθεί παθολογικό αν η διάρκειά του
είναι μεγαλύτερη από μερικές εβδομάδες. Ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί ότι το βαθιά
καταθλιπτικό άτομο είναι πιθανόν να μην έχει καταθλιπτικό συναίσθημα αλλά να βιώνει ένα
είδος απώλειας της δυνατότητας να συναισθάνεται. Η απώλεια ενδιαφέροντος
χαρακτηρίζεται από παραμέληση και απόσυρση από απασχολήσεις που στο παρελθόν
έδιναν ευχαρίστηση στον ασθενή. Τις περισσότερες φορές το διαπιστώνει ο ίδιος, μερικές
φορές όμως το διαπιστώνουν οι συγγενείς.
Πορεία-πρόγνωση. Σε γενικές γραμμές μπορεί να πει κανείς ότι η πρόγνωση είναι δυσμενής,
αλλά όταν η κατάθλιψη συνδυάζεται με άλλα ψυχιατρικά ή σωματικά προβλήματα είναι
δυσμενέστερη. Βέβαια καθεμία από τις κλινικές οντότητες της κατάθλιψης έχει τη δική της
πορεία και πρόγνωση. Από άποψη κλινικής φαινομενολογίας και πορείας και ανεξάρτητα
από τη βαρύτητά της, η κατάθλιψη μπορεί να είναι μονήρης ή υποτροπιάζουσα με πλήρη
αποκατάσταση κατά τα μεσοδιαστήματα. Με την πάροδο όμως του χρόνου επιβεβαιώνεται
όλο και περισσότερο η άποψη ότι η κατάθλιψη είναι χρόνια υποτροπιάζουσα και
δυσθεράπευτη νόσος. Όσο περισσότερα βιολογικά συμπτώματα έχει (απώλεια βάρους,
κινητική επιβράδυνση, πολύ πρωινή αφύπνιση), τόσο σοβαρότερη είναι. Οι υποτροπές
συμβαίνουν στην πλειονότητα των ασθενών και συχνά έπονται λίγο ή πολύ ισχυρών
ψυχοκαταπονήσεων. Ένα σημαντικό ποσοστό καταθλιπτικών, κυρίως γυναικών με
επιβαρημένο ιστορικό, θα περάσει στη χρονιότητα. Σε καλά οργανωμένες μελέτες (Murphy
549
1990, Piccinelli and Wilkinson 1994) έχει βρεθεί ότι 50% μέχρι και 80% των πασχόντων από
κατάθλιψη αρκετά χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση της νόσου είχαν φτωχή πρόγνωση. Τα
στρεσογόνα γεγονότα είναι ισχυρός αρνητικός προγνωστικός παράγοντας. Άλλοι αρνητικοί
προγνωστικοί παράγοντες είναι το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, η μεγάλη ηλικία, η
κακή σωματική υγεία, οι φτωχές διαπροσωπικές σχέσεις και η απουσία δικτύων κοινωνικής
υποστήριξης στο οικογενειακό ή ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του ασθενούς.
Στην πορεία της κατάθλιψης θα πρέπει να συνυπολογιστούν οι υψηλές πιθανότητες
αύξησης της νοσηρότητας και θνησιμότητας από σωματική νόσο, η οποία είναι σχεδόν
διπλάσια από του γενικού πληθυσμού (Lee et al 1988) και οπωσδήποτε μεγαλύτερη από τη
θνησιμότητα λόγω αυτοκτονίας αφού γύρω στο 15% αυτών που κάποτε έπαθαν κατάθλιψη
τελικώς αυτοκτονεί ενώ υπάρχουν ενδείξεις που υποδεικνύουν συσχέτιση της κατάθλιψης με
θάνατο από καρκίνο. Ένας άγνωστος αριθμός ασθενών, ίσως μεγάλος, παρουσιάζει το
φαινόμενο της αυτόματης ίασης. Ένα μέρος αυτών των ασθενών δεν θα υποβληθεί ποτέ σε
θεραπεία. Ένα άλλο μέρος θα ζητήσει τη βοήθεια του ιατρού, θα υποβληθεί σε κάποιες από
τις γνωστές θεραπείες, αλλά η βελτίωση (ή και ίαση) που θα παρουσιάσει ίσως δεν θα
οφείλεται στο θεραπευτικό σχήμα. Η κατηγορία αυτών των ασθενών ελάχιστα έχει μελετηθεί.
Θεραπεία των καταθλίψεων. Η θεραπεία της κατάθλιψης είναι παράδειγμα μιας θεμελιώδους
αρχής της ψυχιατρικής: της αξίας των πολλαπλών θεραπευτικών προσεγγίσεων. Μια
διαταραχή με τόσο σύνθετη αιτιοπαθογένεια και τόσες κλινικές εικόνες είναι απίθανο να
αντιμετωπίζεται με μία και μοναδική θεραπεία. Η πλειονότητα των πασχόντων από
κατάθλιψη παραμένει χωρίς θεραπεία, είτε επειδή δεν καταφεύγει ο ασθενής στον ιατρό είτε
επειδή ο ιατρός αποτυγχάνει να διαγνώσει τη νόσο και να ενεργήσει καταλλήλως. Το είδος
και η κλινική εικόνα της κατάθλιψης θα επιβάλουν και την επιλογή της θεραπευτικής
στρατηγικής. Συνηθέστερο θεραπευτικό σχήμα στην πλειονότητα των καταθλίψεων είναι ένας
συνδυασμός ψυχοθεραπείας και φαρμακευτικής αγωγής. Παρά το ότι αρκετοί τύποι
ψυχοθεραπείας βοηθούν στη βελτίωση, σήμερα θα πρέπει να θεωρηθεί ιατρικό σφάλμα η μη
χορήγηση αντικαταθλιπτικής φαρμακευτικής αγωγής, σε οποιαδήποτε μορφή κατάθλιψης και
όχι μόνο της μείζονος ή ψυχωσικής.
Η ψυχοθεραπεία είναι οπωσδήποτε χρήσιμη, ιδιαίτερα όταν συνδυάζεται με τη
φαρμακευτική αγωγή, αλλά όχι καθοριστική για τη θεραπεία. Η χρησιμότητά της έγκειται στο
ότι συμβάλλει στην αποδοχή από τον ασθενή του θεραπευτικού προγράμματος που θα του
προταθεί και της φαρμακευτικής αγωγής του. Το ενδιαφέρον για την εφαρμογή
ψυχοθεραπείας στην κατάθλιψη διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, επειδή είναι δυνατόν να την
επιβάλλει η μορφή της συμπτωματολογίας, η προτίμηση των ασθενών προς αυτήν, οι
πιθανές αντενδείξεις στη χρησιμοποίηση φαρμάκων, η μη ανταπόκριση στη φαρμακευτική
αγωγή, ή η μη συμμόρφωση σε αυτήν. Επίσης σε καταθλιπτικούς ασθενείς με διαταραχές
της προσωπικότητας η ψυχοθεραπεία ίσως είναι αποδοτικότερη. Προτιμώνται κυρίως οι
λεγόμενες συνοπτικές ψυχοθεραπείες, η βραχεία δυναμική ψυχοθεραπεία, η γνωσιακή
ψυχοθεραπεία και η διαπροσωπική ψυχοθεραπεία, που η διάρκειά τους δεν υπερβαίνει τις
15-20 συνεδρίες (βλ. σχετικά κεφάλαια).
Από τη σκοπιά της φαρμακευτικής αγωγής, τόσο τα κλασικά νοραδρενεργικά, οι
αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης, τα νεότερα σεροτονινεργικά όπως και τα μεικτά
αντικαταθλιπτικά είναι χρήσιμοι παράγοντες στη θεραπεία των καταθλίψεων (βλ. σχετικό
κεφάλαιο). Η αποτελεσματικότητά τους φθάνει μέχρι περίπου το 60%-70% των
περιπτώσεων, αν και πολλοί πιστεύουν ότι αυτοί οι αριθμοί είναι υπερβολικά αισιόδοξοι.
Χρειάζεται αναμονή μερικών εβδομάδων μέχρι να αρχίσει η απόδοση της αγωγής. Επίσης
απαιτείται προσοχή ως προς την επιλογή του χρόνου διακοπής της αγωγής μετά την
αποκατάσταση του ασθενούς. Πρόωρη διακοπή της θεραπείας μετά από καλή ανταπόκριση
του ασθενούς με οξύ επεισόδιο έχει αποτέλεσμα την επανεμφάνιση των αρχικών
συμπτωμάτων στο 50% περίπου των ασθενών (Prien and Kupfer 1986). Ο μεγαλύτερος
κίνδυνος υποτροπής υπάρχει στους πρώτους τέσσερις μήνες μετά την ανταπόκριση. Αυτό
σημαίνει ότι για 4-6 μήνες μετά την εδραίωση του αποτελέσματος πρέπει να συνεχισθεί η
θεραπεία.
550
Η κατάθλιψη στην τρίτη ηλικία. Στους πληθυσμούς των ατόμων άνω των 65 ετών η
συχνότητα της κατάθλιψης είναι μικρότερη από κάθε άλλη ηλικιακή κατηγορία. Σημαντικοί
παράγοντες κινδύνου για κατάθλιψη σε αυτό το ηλικιακό φάσμα είναι ο θάνατος στενού
συγγενούς, οι διαταραχές ύπνου, οι αλληλεπιδράσεις συγχορηγούμενων φαρμάκων, το
ιστορικό προηγούμενης κατάθλιψης και το θήλυ φύλο. Στην κατάθλιψη της τρίτης ηλικίας η
συμπτωματολογία είναι σοβαρότερη και η αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών σχημάτων
πτωχότερη, αλλά ο κίνδυνος αυτοκτονίας είναι μάλλον μικρός. Η χρόνια νόσος και το είδος
της αναπηρίας που τη συνοδεύει έχουν ιδιαίτερη σημασία στην αιτιοπαθογένεια, όπως π.χ.
τα εγκεφαλικά επεισόδια, η νόσος Parkinson κ.λπ. Σοβαρό διαφοροδιαγνωστικό πρόβλημα
τίθεται με την άνοια, αγγειακή ή τύπου Alzheimer, διότι συχνά η κατάθλιψη αποτελεί
πρόδρομο σύνδρομό της, ενώ συχνά επίσης η μία διαταραχή «μιμείται» συμπτώματα της
άλλης. Σε περίπτωση αμφιβολίας ο ασθενής θα πρέπει αρχικώς να αντιμετωπίζεται ως
πάσχων από κατάθλιψη και να λαμβάνει αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Σημαντικός παράγων
στην επιτυχία της θεραπείας είναι η ύπαρξη οικογενειακής ή/και κοινωνικής υποστήριξης,
αλλά στις ψυχοθεραπείες οι ηλικιωμένοι δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά και επομένως
προτιμότερες είναι οι άλλες αντικαταθλιπτικές προσεγγίσεις. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή η
φαρμακευτική αγωγή των ηλικιωμένων, διότι συνήθως πάσχουν και από άλλες διαταραχές,
με αποτέλεσμα η πληθώρα των φαρμάκων που παίρνουν να θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τις
γνωσιακές τους λειτουργίες αλλά και τη φυσική υγεία τους.
Αιτιοπαθογένεια. Σύμφωνα με τις ενδείξεις η νόσος έχει ισχυρή βιολογική αφετηρία, αν και
δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις με εξωτερική πυροδότηση, ενώ οι ψυχολογικές θεωρίες
έχουν ακόμη αρκετή ισχύ και δεν αποκλείεται στο μέλλον να επανέλθουν με σοβαρότερα
αποδεικτικά στοιχεία.
Νευροχημική διαταραχή. Σύμφωνα με την υπόθεση της νευροχημικής διαταραχής, η νόσος
προκαλείται από μια λειτουργική ανεπάρκεια των μονοαμινών σεροτονίνης, ντοπαμίνης και
νοραδρεναλίνης μέσω διεργασιών που επιτελούνται κυρίως στους πυρήνες της ραφής, σε
δομές του δρεπανοειδούς συστήματος και στον υποθάλαμο. Αυτή η ευρύτατα διαδεδομένη
άποψη βασίστηκε στη μελέτη των επιπέδων αυτών των νευρομεταβιβαστών σε πάσχοντες
από κατάθλιψη και σε καταθλιπτικά άτομα που έκαναν πετυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας
(Cheetham et al 1989), καθώς και στη διαπίστωση ότι η χορήγηση φαρμάκων που
553
Διαφορική διάγνωση πρέπει να γίνει από τις άνοιες, από την υποχονδριακή παραληρηματική
ψύχωση, από την κατάθλιψη που ακολουθεί οργανικές νόσους (γρίπη, υποθυρεοειδισμός),
τη μετασχιζοφρενική κατάθλιψη ή άλλες μορφές κατάθλιψης.
(μείωση της αυθόρμητης ομιλίας, της συμπεριφοράς και των χειρονομιών), καταστάσεων
που επίσης προκαλούνται από τη χρήση νευροληπτικών.
Λοχειακή κατάθλιψη. Οι ψυχιατρικές διαταραχές μετά τον τοκετό διακρίνονται στη λοχειακή
ψύχωση (βλ. κεφάλαιο «Άλλες ψυχώσεις»), τη λοχειακή καταθλιπτική διάθεση, τη λοχειακή
κατάθλιψη και τη λοχειακή μανία. Η λοχειακή καταθλιπτική διάθεση (maternity blues) είναι μια
ελαφρά μορφή κατάθλιψης που παρατηρείται σε μεγάλο ποσοστό γυναικών (50%-80%).
Είναι ήπιο παροδικό σύνδρομο που συνήθως οι γυναίκες βιώνουν κατά τις πρώτες 5-10
ημέρες μετά τον τοκετό με συναισθηματική ευαισθησία, καταθλιπτική διάθεση και εύκολο
κλάμα. Θεωρείται κάτι σαν φυσιολογική αντίδραση και δεν επιβάλλει παρέμβαση. Η λοχειακή
κατάθλιψη, εμφανίζεται κατά τους πρώτους 3-4 μήνες μετά τον τοκετό, μοιάζει αρκετά με τη
μείζονα κατάθλιψη ως προς την κλινική εικόνα και η συχνότητά της είναι γύρω στο 10%-20%
του συνόλου των λοχειακών καταθλίψεων. Τα χαρακτηριστικά συμπτώματά της
περιλαμβάνουν: συναισθηματική ευαισθησία, αϋπνία, δυσφορία, κλάμα, άγχος, διαταραχές
της συγκέντρωσης και προσοχής, υποχονδριακά συμπτώματα, μείωση της ορέξεως για
φαγητό και ευερεθιστότητα. Παράγοντες που σχετίζονται με την ανάπτυξη της λοχειακής
κατάθλιψης είναι ο τοκετός με καισαρική τομή και γενικότερα ο δύσκολος τοκετός, η
προνοσηρή προσωπικότητα με στοιχεία νευρωτισμού, η προϋπάρξασα ψυχιατρική νόσος, η
δυσαρμονία στον γάμο, η απουσία υποστηρικτικής σχέσης με τον σύζυγο η έλλειψη θερμών
σχέσεων με τους γονείς και ιδιαίτερα με τον πατέρα και τα στρεσογόνα γεγονότα της ζωής
(Cox et al 1982, Δημητρίου και συν 1995). Τα χαρακτηριστικά του ίδιου του βρέφους, όταν
δεν ικανοποιούν τις προσδοκίες της μητέρας, είναι δυνατόν να πυροδοτήσουν την εκδήλωση
λοχειακής κατάθλιψης. Έχει υποστηριχθεί επίσης ότι στην αιτιοπαθογένεια της νόσου δεν
εμπλέκεται τόσο το γεγονός του τοκετού ως ισχυρού στρεσογόνου παράγοντα όσο κυρίως
μια σειρά ενδοκρινικών διαταραχών, όπως διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας, μεγάλη
πτώση του επιπέδου της προγεστερόνης και αύξηση των επιπέδων της προλακτίνης (Harris
et al 1994), που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη, τον τοκετό και τη λοχεία.
Η λοχειακή κατάθλιψη συνήθως παραβλέπεται και η συμπτωματολογία της μπορεί να
αποδίδεται στη σωματική και στην ψυχική καταπόνηση του τοκετού. Όταν όμως συνοδεύεται
από άγχος, ιδέες αυτομομφής και αναξιότητας, ανορεξία με απώλεια βάρους, διαταραχές της
υπνικής λειτουργίας, τότε πρέπει να ληφθούν ιδιαίτερα θεραπευτικά μέτρα. Η κατάθλιψη είναι
δυνατόν να επιδεινωθεί αν συντρέχουν και κοινωνικές δυσκολίες, όπως όταν η μητέρα μένει
μόνη στο σπίτι χωρίς συζυγική, γονεϊκή, οικονομική ή κάποια έστω απλή διαπροσωπική
υποστήριξη. Πάντως, παρά την καλοήθεια της συμπτωματολογίας και τη γενικώς καλή
πρόγνωση, ένα ποσοστό των γυναικών που παρουσιάζουν κατάθλιψη της λοχείας, ένα
χρόνο αργότερα δεν έχουν ακόμη αναρρώσει πλήρως. Εκτός από τις κλασικές
αντικαταθλιπτικές αγωγές έχουν προταθεί και θεραπευτικά σχήματα στα οποία
συμπεριλαμβάνονται και οιστρογόνα ή προγεστερόνη, εκπαίδευση στη χαλάρωση, μασάζ και
ελαφρά σωματική άσκηση. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της αντικαταθλιπτικής
φαρμακευτικής αγωγής στο βρέφος κατά τη γαλακτοφορία δεν έχουν εκτιμηθεί επαρκώς.
Πολλές μητέρες αρνούνται φαρμακευτική αγωγή όταν θηλάζουν και προτιμούν διάφορες
ψυχοθεραπείες. Βέβαια εκείνο που θα καθορίσει την τελική απόφαση τού αν η μητέρα θα
559
λάβει φαρμακευτική αγωγή είναι η σοβαρότητα της κατάθλιψης και οι κίνδυνοι που
προκύπτουν από τη μη θεραπεία της.
Μεικτή κατάθλιψη. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτής της κλινικής οντότητας που δεν
περιγράφεται στα ταξινομικά συστήματα είναι, εκτός της εικόνας της μείζονος κατάθλιψης, και
η ευερεθιστότητα, η νοητική υπερδραστηριότητα με ιδεοφυγή και συνωστισμό ιδεών, η
ψυχοκινητική ανησυχία και διέγερση, η υπερομιλητικότητα. Ο ασθενής συνήθως περιγράφει
δυσφοριογόνα καταθλιπτικά συμπτώματα. Από ταξινομική άποψη θα έλεγε κανείς ότι η
μεικτή κατάθλιψη βρίσκεται στο ενδιάμεσο ενός συνεχούς μεταξύ της ενδογενούς κατάθλιψης
στο ένα άκρο και της υπομανίας στο άλλο.
ΕΥΦΟΡΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ
Η υπομανία χαρακτηρίζεται από ήπια αλλά επίμονη (τουλάχιστον για μερικές ημέρες,
συνήθως για μερικές εβδομάδες) έξαρση της διάθεσης, υψηλή αυτοεκτίμηση, ελαττωμένη
ανάγκη ύπνου, αυξημένη ενεργητικότητα, αισθήματα ευεξίας, σωματικής και διανοητικής
αποδοτικότητας. Διαταραχές της ικανότητας συγκέντρωσης και προσοχής σε συνδυασμό με
φυγή ιδεών μειώνουν την ικανότητα για σοβαρή εργασία. Οικειότητα, ομιλητικότητα,
κοινωνικότητα, ελευθεριότητα στη χρήση του χρήματος και υπερσεξουαλικότητα, αλλά και
άγχος, ευερεθιστότητα, δυσφορία και κακή συμπεριφορά είναι συχνά φαινόμενα. Η όλη
εικόνα, παρά το ότι επισημαίνεται από το περιβάλλον του ασθενούς, δεν είναι τόσο έντονη
ώστε να προκαλεί σοβαρά προβλήματα στις διαπροσωπικές ή στις εργασιακές σχέσεις του
ασθενούς.
Η μανία έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την υπομανία, αλλά σε τέτοιο βαθμό που να προκαλεί
βαρύτατες επιπτώσεις στη διαπροσωπική, εργασιακή και κοινωνική ζωή του ασθενούς. Η
συμπεριφορά του παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις, και από την υπερθυμία είναι δυνατόν
να φθάσει μέχρι την ανεξέλεγκτη διέγερση. Η ομιλητικότητα και η πίεση λόγου φθάνουν μέχρι
την ακατάσχετη λογόρροια και τη διάσπαση του ειρμού της ομιλίας. Η διογκωμένη
αυτοεκτίμηση, οι ιδέες μεγαλείου και υπεραισιοδοξίας ενδέχεται να οδηγήσουν τον ασθενή σε
απαράδεκτα αφελείς ή ριψοκίνδυνες συμπεριφορές, στην απώλεια ελέγχου σε ζητήματα
διαχείρισης των χρημάτων του, τα οποία είναι δυνατόν να κατασπαταλήσει, ή στην άρση των
όποιων ηθικών αναστολών του και στη συνακόλουθη εμπλοκή του σε περιπέτειες
οικονομικού ή σεξουαλικού χαρακτήρα. Υπάρχει ενδεχόμενο η εικόνα να επιβαρυνθεί και με
ψυχωσικού τύπου συμπτώματα, όπως παραληρητικές ιδέες διώξεως ή ιδέες μεγάλης και
μεσσιανικής αποστολής και σπανιότερα ψευδαισθήσεις. Τα ψυχωσικά συμπτώματα είναι
560
Είναι γνωστό ήδη από τον 19ο αιώνα (Ambelas 1987) ότι τα μανιακά επεισόδια δεν
εκδηλώνονται μόνο μέσα στο πλαίσιο της μανιοκατάθλιψης αλλά, περιστασιακά, ενδέχεται να
προκληθούν και από ποικίλους εξωτερικούς παράγοντες. Εγκεφαλική διάσειση, αγγειακά
εγκεφαλικά επεισόδια (κυρίως το κογχομετωπιαίο σύνδρομο), όγκοι του ΚΝΣ, λοιμώξεις του
ΚΝΣ, εγκυμοσύνη και τοκετός, χειρουργικές επεμβάσεις έχουν ενοχοποιηθεί. Ορισμένα
φάρμακα (στεροειδή, διεγερτικά του ΚΝΣ, αναστολείς της ΜΑΟ, λεβοντόπα,
αντικαταθλιπτικά) έχουν επίσης ενοχοποιηθεί για πρόκληση μανιακών επεισοδίων. Η
στέρηση ύπνου είναι δυνατόν να πυροδοτήσει ένα μανιακό επεισόδιο, όπως και το μανιακό
επεισόδιο είναι φυσικό να προκαλεί αϋπνία. Εξάλλου οι ποικίλοι ψυχολογικοί,
διαπροσωπικοί, σωματικοί και φαρμακολογικοί παράγοντες που πυροδοτούν την εμφάνιση
μανίας ίσως δρουν μέσω της δυνατότητάς τους να προκαλούν στέρηση ύπνου. Επειδή η ίδια
η μανία προκαλεί αϋπνία, η ανάπτυξή της τελικώς επιτελείται από μηχανισμούς
αυτοτροφοδότησης και αυτονόμησης από τους αρχικούς ωθητικούς παράγοντες (Wehr et al
1987). Τους καλοκαιρινούς μήνες είναι συχνότερα τα μανιακά επεισόδια. Τα οξέα μανιακά
επεισόδια αποτελούν σε πολλές περιπτώσεις επείγοντα ιατρικά προβλήματα που απαιτούν
ενδονοσοκομειακή νοσηλεία για να εξασφαλισθεί η ασφάλεια και η ταχεία ανάρρωση του
ασθενούς. Η αντιμετώπιση των ισχυρών μανιακών επεισοδίων ίσως απαιτεί εκτός από λίθιο
ή βαλπροϊκό και τη χρήση αντιψυχωτικών φαρμάκων.
ΔΙΠΟΛΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
Επιδημιολογία. Παρατηρείται στο 1%-3% περίπου του πληθυσμού. Είναι νόσος που σπάνια
εμφανίζεται πριν από την έναρξη της ήβης και συνήθως εμφανίζεται στο ηλικιακό φάσμα
μεταξύ 25-35 ετών ή και αργότερα. Ίσως είναι ελαφρώς συχνότερη στις γυναίκες από ό,τι
στους άνδρες (1,2:1), υπάρχουν όμως και μελετητές που υποστηρίζουν ότι η κατανομή στα
δύο φύλα είναι περίπου η ίδια. Σε κάποιες μελέτες βρέθηκε τόσο στους ασθενείς με
μανιοκαταθλιπτική νόσο όσο και στους συγγενείς τους αυξημένη συχνότητα ενασχόλησης με
επαγγέλματα και δραστηριότητες υψηλής δημιουργικότητας, κυρίως καλλιτεχνικής.
συχνότητας επεισοδίων και διάρκειας του κάθε επεισοδίου. Όσο μεγαλύτερη είναι η
συχνότητα των επεισοδίων τόσο μικρότερη είναι η διάρκεια του κάθε επεισοδίου. Τα μανιακά
επεισόδια έχουν συνήθως απότομη έναρξη και διαρκούν περί τους 2-3 μήνες, ενώ τα
καταθλιπτικά διαρκούν περισσότερο. Με την πάροδο των ετών η διάρκεια των καταθλιπτικών
επεισοδίων επιμηκύνεται, ενώ τα μανιακά επεισόδια και τα νορμοθυμικά διαστήματα γίνονται
βραχύτερα.
Όταν συμβαίνουν περισσότερα των τεσσάρων διπολικά επεισόδια στη διάρκεια ενός
έτους, τότε η διπολική διαταραχή ονομάζεται ταχυκυκλική (rapid-cycling). Στους ασθενείς
αυτούς, που αποτελούν το 10%-15% των πασχόντων από διπολική νόσο, οι γυναίκες
αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα, 70%-90% σύμφωνα με σχετικές μελέτες. Έχουν
αναφερθεί και ακόμη συχνότερες εναλλαγές επεισοδίων, οι υπερταχυκυκλικές (ultra rapid-
cycling), κατά τις οποίες οι εναλλαγές επιτελούνται σε χρονικά διαστήματα μικρότερα των 48
ωρών. Οι ταχυκυκλικοί και οι υπερταχυκυκλικοί ασθενείς παρουσιάζουν βαρύτερη
συμπτωματολογία της νόσου, μεγαλύτερη νοσηρότητα και θνησιμότητα (Schneck et al 2004).
Το φαινόμενο υποτίθεται ότι πυροδοτείται κυρίως από χρήση αντικαταθλιπτικών ή όταν οι
διπολικοί ασθενείς πάσχουν από υποθυρεοειδισμό.
Πορεία-πρόγνωση. Δεν υπάρχει ίαση της νόσου. Ένα ποσοστό περί το 15%-20% του
συνόλου θα φθάσει τελικώς στο σημείο να εκδηλώσει ταχυκυκλική συμπτωματολογία, ενώ
15% θα αυτοκτονήσουν. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών θα διαμορφώσει έναν
σχετικώς σταθερό ως προς την κυκλικότητα τρόπο εκδηλώσεως των επεισοδίων. Ένα μέρος
αυτών των ασθενών θα παρουσιάσει μεγαλύτερη αστάθεια, με αύξηση της συχνότητας των
επεισοδίων, μεικτές καταστάσεις και εμπλοκή στη χρήση ουσιών. Η συχνότητα θανάτου από
καρδιαγγειακό νόσημα είναι μεγαλύτερη από εκείνην στον γενικό πληθυσμό.
Θεραπεία. Η απρόβλεπτη και ευμετάβλητη πορεία της αλλά και άλλοι άγνωστοι παράγοντες
καθιστούν τη θεραπεία της διπολικής διαταραχής εξόχως δυσχερή. Μια ικανοποιητική
θεραπευτική στρατηγική περιλαμβάνει έλεγχο του μανιακού ή υπομανιακού επεισοδίου,
θεραπεία της κατάθλιψης και εφαρμογή ενός θεραπευτικού σχήματος πρόληψης της
υποτροπής του ενός ή του άλλου επεισοδίου, δηλαδή εφαρμογή ενός σταθεροποιητικού
θεραπευτικού σχήματος. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι τα κλασικά αντιμανιακά φάρμακα
(δηλαδή τα νευροληπτικά) είναι συνήθως καταθλιπτικογόνα, ενώ τα αντικαταθλιπτικά είναι
δυνατόν να πυροδοτήσουν μανιακά επεισόδια. Θεραπεία πρώτης επιλογής για την πρόληψη
των υποτροπών της νόσου είναι η χορήγηση αλάτων λιθίου, αλλά ορισμένα αντιεπιληπτικά
όπως η καρβαμαζεπίνη και το βαλπροϊκό νάτριο έχουν παρόμοια ή μεγαλύτερη
αποτελεσματικότητα, κυρίως σε περιπτώσεις με ταχυκυκλικά επεισόδια ή όπου τα μανιακά
επεισόδια συνοδεύονται και από δυσφορικά συμπτώματα. Καινούργια αντιεπιληπτικά, όπως
η λαμοτριγίνη και η τοπιραμάτη, έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης. Θα πρέπει να σημειωθεί
ωστόσο ότι ένα ποσοστό ασθενών δεν ανταποκρίνεται στη θεραπεία. Σε εκείνους που
ανταποκρίνονται έχει διαπιστωθεί (Faedda et al 1993) ότι η διακοπή της σταθεροποιητικής
αγωγής οδηγεί σε υποτροπή μέσα σε χρονικό διάστημα μερικών μηνών. Η θεραπεία με λίθιο
και με άλλα σταθεροποιητικά δίνει φτωχά αποτελέσματα στις ταχυκυκλικές μορφές. Τα ω-2
λιπαρά οξέα που βρίσκονται στα λιπαρά ψάρια φαίνεται ότι έχουν σταθεροποιητική δράση
στο συναίσθημα και είναι δυνατόν να συζητηθούν όχι βέβαια ως σοβαρή θεραπευτική
επιλογή αλλά ως επιπρόσθετοι παράγοντες στην ήδη υπάρχουσα θεραπεία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΕΧ και συν. (1995). Ψυχικές διαταραχές της λοχείας. Ψυχιατρική 6(1): 35-44.
ΜΑΡΑΤΟΣ Μ. (1969). Τα σωματικά ισοδύναμα των καταθλίψεων. (Η διά σωματικών συμπτωμάτων εκδηλουμένη
συγκεκαλυμμένη κατάθλιψις). Διατριβή επί Διδακτορία. Αθήναι.
ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΥΔΑΚΗΣ ΕΑ. (1970). Το σύνδρομον της συγκεκαλυμμένης καταθλίψεως. Ιατρ Επιθ Ενόπλων
Δυνάμεων 4:399-409.
ΧΑΡΤΟΚΟΛΛΗΣ Π. (1995). Κατάθλιψη ή Μελαγχολία. Ψυχιατρική 6:355-358.
ABRAHAM K. (1917). Notes on the psychoanalytical investigation and tratment of manic-depressive insanity and
allied conditions. In: Selected Papers on Psycho-analysis. London, Hogarth Press 1927.
AKISKAL HS, DJENDEREDJIAN AH. (1977). Cyclothymic disorder: Validation criteria for inclusion in bipolar
affective group. Am. J. Psychiatry 134(11):1227-1233.
AKISKAL HS, McKINNEY WT Jr. (1975). Overview of recent research in depression. Integration of ten concep-
tual models into a comprehensive clinical frame. Arch Gen Psychiatry 32:285-305.
AKISKAL HS, McKINNEY WT, Jr. (1973). Depressive disorders: Toward a unified hypothesis. Science 182:20-
28.
AKISKAL HS, BOURGEOIS ML, et al. (2000). Re-evaluating the prevalence of diagnostic composition within the
broad clinical spectrum of bipolar disorders. J Affect Disord 59(suppl):S5-S30.
AMBELAS A. (1987). Causable mania (reactive, puerperal, secondary, life event related). The development of an
idea. Acta Psychiatr Scamd 75:225-230.
ANGST J, GAMMA A, SELLARO R, et al. (2002). Toward validation of atypical depression in the community. J
Affective Disorders 72:125-138.
APA Task Force. (1987). The Dexamethasone Suppression Test: An overview of its current status in psychiatry.
Am J Psychiatry 144:1253-1262.
BECK AT et al. (1979). Cognitive therapy of Depression: A Treatment Manual. New York, Guilford Press.
BENCH CJ, et al. (1993). Regional cerebral blood flow in depression measured by positron emission tomogra-
phy: the relationship with clinical dimensions. Psychol Med 23:579-590.
BINSWANGER L. (1931). Über Ideenfluct. Arch Suisses Neurol Psychol 2:28-30.
BOER PCAM, WIERSMA D, BOSCH VAN DEN RJ. (2004). Why is self-help neglected in the treatment of emo-
tional disorders? Psychological Medicine 34:959-971.
BROWN GW, HARRIS T. (1978). Social origins of depression: a study of psychiatric disorder in women. London:
Tavistock.
564
CARROL B. (1982). The Dexamethasone Supression Test for Melancholia. Brit J Psychiat 140:292-304.
CHEETHAM SC, et al. (1989). Serotonin concentrations and turnover in brains of depressed suicides. Brain Res
502:332-340.
COX JL, CONNOR Y, KENDEL RE. (1982). Prospective study of the psychiatric disorders of childbirth. British
Journal of Psychiatry 140:111-117.
CROSS-NATIONAL COLLABORATIVE GROUP. (1992). The changing rate of major depression. JAMA 268:
3098-105.
FAEDDA GL, TONDO L, et al. (1993). Outcome after rapid vs gradual discontinuation of lithium treatment in bi-
polar disorders. Arch Gen Psychiatry 50:448-455.
HARRIS B, LOVETT L, NEWCOMBE RG, et al. (1994). Maternity blues and major endocrine changes: Cardiff
puerperal mood and hormone study II. Br Med J 308:949-953.
HEALY D. (1987). Rhythm and blues. Neurochemical, neuropharmacological, and neurophysiological implications
of a hypothesis of circadian rhythm dysfunction in the affective dosorders. Psychopharmacology 93:271-285.
HIRSCHFELD RMA, KLERMAN GL. (1979). Personality attributes and affective disorders. Am J Psychiatry
136:67-70.
HUNT N, BRUCE-JONES W, SILVERSTONE T. (1992). Life events and relapse in bipolar affective disorder. J
Affect Disord 25:13-20.
KADRMAS A, WINOKUR G, CROW R. (1979). Post partum mania. Br J Psychiatry 135:551-554.
LEE AS, et al. (1988). The long-term outcome of Maudsley depressives Br J Psychiat 153:741-751.
LEONARD BE. (2001). Brain cytokines and the psychopathology of depression. In: Leonard BE, ed. Antidepres-
sants. Basel, Switzerland:Birkhauser Verlag; 109-120.
LEWIS AJ. (1934). Melancholia: a clinical survey of depressive states. Journal of Mental Science 80:277-378.
LIEB K, STAEHELI P. (2001). Borna disease virus – does it infect humans and cause psychiatric disorders? J
Clin Virol;21(2):119-27.
LYKOURAS E, IOANNIDIS A, VOULGARI A, JEMOS J, TZONOU A. (1989). Depression among general hospi-
tal patients in Greece. Acta Psychiatr Scand 79:148-152
MADIANOS MG, STEFANIS CN. (1992). Changes in the prevalence of the symptoms of depression and depres-
sion across Greece. Soc Psychiatry Psychiatr Epidemiol 27:211-219.
MAES M, SMITH R, SHARPE S. (1995). The monocyte –T-lymphocyte hypothesis of major depression. Psycho-
neuroendocrinology 20:111-116.
MARRS RW. (1995). A meta-analysis of bibliotherapy studies. American Journal of Community Psychology
23:843-870.
MCGUFFIN P, RIJSDIJK F, ANDREW M, SHAM P, KATZ R, CARDNO A. (2003). The heritability of bipolar af-
fective disorder and the genetic relationship to unipolar depression. Arch Gen Psychiatry. May;60(5):497-502.
McGLASHAN TH, CARPENTER WT. (1976). Postpsychotic Depression in Schizophrenia. Arch Gen Psychiatry,
33:231-239.
MORTENSEN PB, MORS O, FRYDENBERG M, EWALD H. (2003). Head injury as a risk factor for bipolar affec-
tive disorder. J Affect Dis 76:79-83.
MURPHY JM. (1990). Depression in the community: Finding from the Stirling County Study. Can J Psychiatry
35:390-396.
PATTEN SB. (2006). Does almost every body suffers from Bipolar Disorder? Can J Psychiatry 51:6-8.
PICCINELLI M, WILKINSON G. (1994). Outcome of depression in psychiatric settings. Br J Psychiatry 164:297-
304.
PRIEN RF, KUPFER DJ. (1986). Continuation drug therapy for major depressive episodes: how long should it be
maintained? Am J Psychiatry 143:18-23.
RAISON RL, CAPURON L, MILLER AH. (2006). Cytokines sing the blues: inflammation and the pathogenesis of
depression. Trends in Immunology, 27:24-31.
ROSENTHAL NE, SACK DA, et al. (1984). Seasonal affective disorder Arch Gen Psychiatry 41:72-80.
SCHNECK CD et al. (2004). Phenomenology of Rapid-Cycling Bipolar Disorder: Data from the first 500 partici-
pants in the systematic treatment enhancement program. Am J Psychiatry 161:1902-1908.
SPIJKER J, et al. (2002). Duration of depressive episodes in the general population. Results from the Nether-
lands Mental Health Survey and Incidence Study (NEMESIS). Br J Psychiatry 181:208-213.
STEELE RE. (1978). Relationship of race, sex, social class and social mobility to depression in normal adults. J
Soc Psychol 104:37-47.
SULLIVAN PF, NEALE MC, KENDLER KS. (2000). Genetic epidemiology of major depression: review and meta-
analysis. Am J Psychiatry 157(10):1552-62.
TAYLOR MA, ADAMS R. (1981). Early- and late-onset bipolar illness. Arch Gen Psychiatry 38(1):58-61.
TSIOURIS JA. (2005). Metabolic depression in hibernation and major depression: An explanatory theory and an
animal model of depression. Medical Hypotheses 65:829-840.
VIDEBECH P. (2000). PET measurements of brain glucose metabolism and blood flow in major depressive disor-
der: a critical review Review article Acta Psychiatr Scand 101(1):11 – January.
WEHR TA, SACK DA, ROSENTHAL NE. (1987). Sleep reduction as a final common pathway in the genesis of
mania. Am J Psychiatry 144:201-204.
WEISSMAN MM, BLAND RC, et al. (1996). Cross-national epidemiology of major depression and bipolar disor-
der. JAMA 276:293-299.
WEISSMAN MM, KLERMAN GL. (1977). Sex differences in the epidemiology of depression. Arch Gen Psychia-
try 34:98-111.
565
Από την αυγή της ανθρώπινης ιστορίας ο άνθρωπος πειραματίστηκε δοκιμάζοντας και
χρησιμοποιώντας ουσίες που μεταβάλλουν την ψυχοσυναισθηματική και συνειδησιακή του
κατάσταση. Από ιστορική άποψη, η χρήση αυτών των ουσιών είχε χαρακτήρα θεραπευτικό
και θρησκευτικό, κυρίως επειδή οι μεθυστικές και ευφραντικές ιδιότητές τους αλλά και η
σπανιότητά τους δεν επέτρεπαν ευρεία χρήση τους. Σε οργανωμένες ομαδικές διαδικασίες, οι
οποίες για θρησκευτικούς –και σπανιότερα για θεραπευτικούς– λόγους προσελάμβαναν
τελετουργικό χαρακτήρα, η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών ήταν προϋπόθεση της ομαλής
εκδίπλωσης και της τελικής έκβασης της τελετής. Οι πιο περιθωριακές βοτανομαγικές τελετές
είχαν και αυτές ομαδικό χαρακτήρα, αλλά πολύ κλειστό, πολύ αυστηρά οργανωμένο. Με λίγα
λόγια, η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών βρισκόταν κάτω από ισχυρό κοινωνικό έλεγχο και
σχεδόν πάντοτε είχε ομαδικό και επίσημο χαρακτήρα. Το οινόπνευμα έπαιζε σημαντικό ρόλο
στις κοινωνικές συναθροίσεις και σε ορισμένες από αυτές (γάμος, γέννηση, θρησκευτικά
γεγονότα, θάνατος) αποκτούσε και συμβολικό χαρακτήρα. Η σύνδεσή του με την κουλτούρα,
με θρησκευτικές τελετουργίες και γιορτές, το γεγονός ότι αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της
καθημερινής κοινωνικής ζωής και συμβάλλει στη χαλάρωση και στη δημιουργία ευχάριστης
ατμόσφαιρας, το καθιστά προσιτό για ευρύτατη χρήση, εδώ και χιλιετίες. Η μήκων η
υπνοφόρος καλλιεργείται σε μια έκταση από την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι την Κίνα επί
χιλιετίες. Κώδωνες της παπαρούνας απεικονίζονται σε μινωικούς δακτυλιόλιθους και το
όνομα της Κνωσού (κοιμισμένη πόλη) ίσως σχετίζεται με τη χρήση κάποιας υπνοφόρου
ουσίας. Στις χώρες της κεντρικής Ασίας το όπιο χρησιμοποιείται ευρύτατα ως παιδιατρικό
φάρμακο, αντιβηχικό και αντιδιαρροϊκό. Η κάνναβη στις ισλαμικές χώρες ήταν δυνατόν να
ληφθεί νόμιμα, όχι όμως και το αλκοόλ. Στις δυτικές κοινωνίες η καφεΐνη, η νικοτίνη και το
οινόπνευμα είναι κοινωνικώς αποδεκτές ψυχοδραστικές και εξαρτησιογόνες ουσίες. Οι
ινδιάνοι της Νότιας Αμερικής χρησιμοποιούν τη μεσκαλίνη για θρησκευτικούς σκοπούς, και το
μάσημα φύλλων κόκας είναι μια καθημερινή δραστηριότητα.
δραματικά. Από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά η χρήση
ψυχοδραστικών ουσιών έλαβε διαστάσεις πελώριου ψυχοκοινωνικού προβλήματος, ενώ ο
εξαρτησιογόνος χαρακτήρας τους τις έχει δαιμονοποιήσει εκτοπίζοντας τις άλλες
φαρμακολογικές τους ιδιότητες. Ωστόσο κάθε συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα δεν μπορεί
παρά να έχει τις αφετηρίες της στον ιατρικό χαρακτήρα του προβλήματος, η μελέτη του
οποίου προϋποθέτει γνώση εννοιών όπως εξάρτηση (σωματική, ψυχική και κοινωνική),
κατάσταση στέρησης και σύνδρομο στέρησης, ανοχή, κατάχρηση φαρμάκου κ.λπ.
Ανοχή (tolerance) σε ένα φάρμακο είναι η ελάττωση της αρχικής φαρμακολογικής ενέργειας
μετά από παρατεταμένη λήψη του. Για να δράσει κατά τον ίδιο τρόπο, απαιτείται αύξηση της
δοσολογίας του. Η ανοχή είναι συνδεδεμένη στενά με το φαινόμενο της σωματικής
εξάρτησης προς το οποίο εξελίσσεται.
Εξάρτηση. Στο ρωμαϊκό δίκαιο ο όρος addictus, από τον οποίο προέκυψαν και οι σχετικοί
διεθνείς όροι για την εξάρτηση (Musto 1999), αναφέρεται σε έναν οφειλέτη ο οποίος
παραδίδεται στον πιστωτή του για να τον υπηρετήσει ως δούλος. Σε αντίθεση με τους
σκλάβους, ο addictus μπορούσε να απελευθερωθεί μετά την εξόφληση του χρέους του. Στην
ελληνική γλώσσα, παρά το ότι έχει σχεδόν επικρατήσει ο όρος «εξάρτηση», θα ήταν
προτιμότερος ο όρος «εθισμός», αφού ο όρος «εξάρτηση» παραπέμπει σε ορολογία της
παβλωφικής και γενικότερα της μπηχαβιοριστικής ψυχολογίας (conditioning). Κάθε φυσική ή
συνθετική ουσία που η λήψη της επηρεάζει τον άνθρωπο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να τον
μεταβάλλει φυσιολογικώς, συγκινησιακώς ή συμπεριφορικώς, είναι δυνατόν να είναι
εξαρτησιογόνος. Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι οι έννοιες χρήση (ακόμη και επανειλημμένη)
και εξάρτηση δεν ταυτίζονται πλήρως.
Η εξάρτηση είναι κατάσταση παροδικής, περιοδικής, ή παρατεταμένης στον χρόνο
τοξίκωσης, αποτέλεσμα επανειλημμένης λήψης της ουσίας. Χαρακτηρίζεται από έντονη
επιθυμία ή ανάγκη (που βιώνεται ως καταναγκασμός) συνέχισης της λήψης της ουσίας,
επιδίωξη απόκτησής της με κάθε τρόπο, προσανατολισμό όλης της συμπεριφοράς προς
τρόπους αναζήτησής της, εμφάνιση ψυχικών ή και σωματικών συμπτωμάτων όταν η
στέρηση της ουσίας διαρκεί περισσότερο από κάποιο χρονικό διάστημα. Η εξάρτηση μπορεί
να αφορά μία ουσία ή ομάδα ουσιών. Μεταξύ των μελών της επιστημονικής κοινότητας
υπάρχει η άποψη ότι η εξάρτηση είναι δυνατόν να περιγραφεί καλύτερα ως χρόνια νόσος
που στους περισσότερους ασθενείς εμφανίζει περιοδικές υποτροπές, αν και από άλλους
υποστηρίζεται αρκετά πειστικά ότι είναι απλώς επιλογή του ατόμου που προκύπτει από τον
χαρακτήρα του και από τις περιστάσεις της ζωής του. Η ύπαρξη ψυχοπαθολογίας συμβάλλει
στη ροπή για χρήση ουσιών και για εξάρτηση από αυτές, αλλά και η ίδια η χρήση ουσιών
αυξάνει κατά πολύ την πιθανότητα ανάπτυξης ψυχιατρικής συμπτωματολογίας (Friedman et
al 1987).
Η εξάρτηση διακρίνεται στη σωματική και στην ψυχική. Σωματική εξάρτηση εμφανίζεται
όταν το άτομο έχει αναπτύξει ανοχή σε ουσία που ελήφθη επανειλημμένως και εκδηλώνεται
με σωματικά συμπτώματα ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα όταν αυτή εξέρχεται του
οργανισμού. Ψυχική εξάρτηση είναι η λαχτάρα απόκτησης (craving) ή ο καταναγκασμός που
οδηγεί το άτομο στην αναζήτηση και λήψη της ουσίας, ώστε να προκληθεί μια ευχάριστη
κατάσταση ή να εμποδιστεί η εμφάνιση μιας δυσάρεστης. Έχει προταθεί και ο όρος
κοινωνική εξάρτηση, η οποία διακρίνεται από τη σωματική και την ψυχική κατά το ότι στη
δραστηριότητα της λήψης ουσιών περιλαμβάνεται και η εμπλοκή σε δίκτυα άλλων χρηστών
μαζί με το στυλ της ζωής που τα επενδύει, τα οποία είναι δυνατόν καθαυτά να προκαλέσουν
εξάρτηση ανεξαρτήτως των συγκεκριμένων ουσιών. Η κατάσταση στέρησης περιλαμβάνει
σωματικά η/και ψυχικά συμπτώματα, που ποικίλλουν ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη
ουσία. Το σύνολο των σωματικών συμπτωμάτων διά των οποίων εκδηλώνεται αποτελεί το
σύνδρομο στέρησης.
Κατάχρηση φαρμάκου (substance abuse) ή μη ορθή λήψη ή κακή χρήση φαρμάκου είναι η
συστηματική ή περιστασιακή υπερβολική χρήση ενός φαρμάκου, η οποία είναι ασύμβατη ή
άσχετη με την αποδεκτή ιατρική πρακτική. Είναι η χρήση οποιουδήποτε φαρμάκου με τρόπο
567
που ξεφεύγει από τα παραδεκτά ιατρικά και κοινωνικά μοντέλα· όταν το φάρμακο
λαμβάνεται σε λανθασμένη δόση ή για λανθασμένη ένδειξη ή για ανεπίτρεπτα μεγάλη
χρονική περίοδο, ή όταν λαμβάνεται όχι για θεραπευτικούς σκοπούς αλλά για πρόκληση
από τον λήπτη μεταβολής της ψυχικής του κατάστασης. Το φαινόμενο της χρήσης πολλών
φαρμάκων ή/και ουσιών είναι πολύ διαδεδομένο. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαρτημένων
από ουσίες είναι πολυχρήστες. Οι χρήστες οπιοειδών παίρνουν επίσης κάνναβη ή
βενζοδιαζεπίνες ή γυρνούν από το ένα οπιοειδές στο άλλο. Η πολυχρησία επιτρέπει τη
χρήση άλλων, υποκατάστατων στην πραγματικότητα, ουσιών (όταν π.χ. η ηρωίνη δεν είναι
διαθέσιμη), αλλά εξαρτάται και από παράγοντες όπως το κόστος ή η αλλαγή προτιμήσεων.
Το δίκτυο διακίνησης εξαρτησιογόνων ουσιών. Από την σκοπιά της ιστορίας, η τεράστια
οικονομική σημασία της διακίνησης ναρκωτικών φάνηκε για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα όταν
η Βρετανική εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών με συνδυασμό πολιτικής, διπλωματίας, και
στρατιωτικής βίας στους δύο γνωστούς «πολέμους του οπίου» κατέστρεψε την Κίνα σαν
κράτος, δημιούργησε με κατάλληλα τεχνάσματα 120 εκατομμύρια οπιομανείς και με
εξαγωγές οπίου του μεγέθους των 16.000 τόνων ετησίως έσωσε την Βρετανική
Αυτοκρατορία από οικονομική καταστροφή, λόγω του ανταγωνισμού που αντιμετώπιζε στα
βαμβακερά υφάσματα και από άλλες αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις. Σήμερα ο ετήσιος
παγκόσμιος τζίρος του εμπορίου ναρκωτικών αποτιμάται σε 400-500 δισ. δολάρια και
αναλογεί στο 10% των διεθνών συναλλαγών. Έχει φθάσει στο σημείο η διακίνηση
ναρκωτικών να αποφέρει κάτι λιγότερο από τη διακίνηση πετρελαίου. Ένα δίκτυο απλωμένο
σε πλανητικό επίπεδο παράγει, διακινεί, διαφημίζει, διατηρεί και εξασφαλίζει την απαγόρευση
χρήσης και διακίνησης των ναρκωτικών, καλύπτει νομικώς τους διακινητές και ανακυκλώνει
το εμπόρευμα που κατάσχεται. Σε αυτό το δίκτυο περιλαμβάνονται εμπορικές επιχειρήσεις
και εφοπλιστικές εταιρείες, βουλευτές, δικαστές, δικηγόροι, αστυνομικά όργανα,
διαφημιστικές εταιρείες, κινηματογραφικές εταιρείες, μόδιστροι, τραγουδιστές, ηθοποιοί,
μαφίες και διαθέτες (μικροέμποροι και βαποράκια). Αυτή η Μυστική Αυτοκρατορία, όπως
γράφει και ο James Mills (2007), έχει περισσότερη δύναμη, γόητρο και πλούτο από πολλά
κράτη με μεγαλύτερο στρατό, πιο ικανούς πράκτορες αντικατασκοπίας και πιο σημαντικές
διπλωματικές υπηρεσίες από πολλές χώρες. Πρωταγωνιστούν οι πέντε μεγάλες μαφίες (η
ιταλική, η ρωσική, η ιαπωνική γιακούζα, οι κινεζικές τριάδες και το κολομβιανό καρτέλ
κοκαΐνης) και 30 κράτη, τα οποία επωφελούνται άμεσα ή έμμεσα ως παραγωγοί ή/και
διακινητές. Τα καρτέλ ναρκωτικών ανήκουν στις παγκόσμιες οικονομικές και πολιτικές
δυνάμεις. Η σχέση ναρκωτικών και πολιτικής τρομοκρατίας σε ορισμένες χώρες είναι
αναντίρρητη, ενώ σε άλλες συμπεραίνεται από την ανάλυση των γεγονότων. Κυβερνήσεις
παραμένουν στην εξουσία ή ανατρέπονται ανάλογα με τη συμπεριφορά τους απέναντι στους
βαρόνους ναρκωτικών, ενώ παγκόσμιες δυνάμεις χρησιμοποιούν τα ναρκωτικά ως εργαλείο
για τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής τους. Η Ελλάδα, καθώς γειτονεύει με κράτη που
είναι βαθιά βουτηγμένα στην παραγωγή και στη διακίνηση ναρκωτικών –πρακτικές από τις
οποίες επιβιώνουν–, ήδη από τη δεκαετία του ’90 έχει αναβαθμιστεί στα διεθνή κυκλώματα
λαθρεμπορίου ναρκωτικών (Μιχαλαρέας 2006). Ο ρόλος της έγκειται στην προσφορότητά
της για ξέπλυμα ναρκοχρημάτων, καθώς και στη δυνατότητα που έχουν οι ελληνοβαλκανικές
συμμορίες να διακινούν τις ουσίες στο εσωτερικό της χώρας και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η στάση της κοινωνίας απέναντι στα εξαρτημένα από ουσίες άτομα ποικίλλει – από την
ανοχή μέχρι την περιφρόνηση και την ποινική δίωξη. Το σημερινό θεσμικό πλαίσιο
αντιμετωπίζει τον χρήστη ως εγκληματία και τον οδηγεί στις φυλακές. Οι παραδοσιακές
κοινωνίες είχαν καταφέρει να κρατάνε σε μια ισορροπία το φαινόμενο της εξάρτησης χωρίς
να καταφεύγουν στο ποινικό σύστημα, με ήπιους και εγγενείς μηχανισμούς (αυτό που θα
μπορούσε να ονομασθεί κοινωνική καταστολή). Μέχρι και τη δεκαετία του ’60 επικρατεί
ακόμη και στην επιστημονική βιβλιογραφία η παραδοσιακά προπολεμική κοινωνική αντίληψη
ότι οι ναρκομανείς είναι απόκληροι της κοινωνίας, μπεκρήδες, χασικλήδες κ.λπ. (Στριγγάρης
1938). Σήμερα η κοινωνία δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει τα εξαρτημένα άτομα, ακριβώς
επειδή δεν ξέρει πώς να τα χαρακτηρίσει, αφού άλλοτε τα θεωρεί άτομα εκφυλισμένα, άλλοτε
ασθενείς, άλλοτε εγκληματίες. Η εγκληματικοποίηση και η παθολογικοποίηση της χρήσης
ουσιών έχουν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία αγορών για τις ουσίες και την κοινωνική
(μερικές φορές και γεωγραφική) οριοθέτησή τους και την αντίστοιχη διαμόρφωση του
κοινωνικού προφίλ των χρηστών.
Η πολιτική της κρατικής καταστολής και οι συνέπειές της. Παράγοντες που επιδρούν
στον τρόπο διακίνησης και στην τιμή της παράνομης ουσίας είναι από τη μια ο κίνδυνος της
ποινής και από την άλλη ο βαθμός διαθεσιμότητάς της. Όταν ξέσπασε το πρώτο μεγάλο
επιδημικό κύμα χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών στις δυτικές κοινωνίες, η διεθνής κοινότητα
αντέδρασε με ευρείας κλίμακας προγράμματα μείωσης της παραγωγής (στην
πραγματικότητα άγριο αστυνομικό κυνηγητό των μικροπαραγωγών, όχι όμως τόσο δραστικό
ώστε να τους εξαφανίσει) και παρεμπόδιση της κυκλοφορίας των ναρκωτικών με σκληρά
απαγορευτικά μέτρα (όχι όμως τόσο αυστηρή ώστε να μην πωλούνται σχεδόν ελεύθερα σε
όλες τις γνωστές πιάτσες). Σε αλλεπάλληλες διεθνείς συνδιασκέψεις με συμμετοχή της WHO
(1987, 1990, 1993) αναγνωρίσθηκε η σημασία της ανάληψης δράσης με σκοπό τόσο τη
μείωση παραγωγής όσο και ζήτησης. Φυσικά αρκεί έστω και μία μη συνεργάσιμη
παραγωγός χώρα για να ανατραπούν οι στόχοι της διεθνούς κοινότητας όσον αφορά τον
περιορισμό στον εφοδιασμό της αγοράς, πράγμα που πάντοτε συμβαίνει. Το θέμα είναι
διεθνές και απαιτεί διεθνή συνεργασία που δεν επιτυγχάνεται σε επίπεδο κυβερνήσεων.
Εξάλλου πολλές χώρες δεν έχουν υπογράψει διεθνείς συμβάσεις.
Ορισμένες χώρες είναι οι ίδιες έμποροι ναρκωτικών, όπως η Βιρμανία, το Λάος, το
Αφγανιστάν, το οποίο παράγει τα 2/3 της παγκόσμιας παραγωγής ηρωίνης, και ορισμένες
κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική ελέγχονται πλήρως από τα καρτέλ της κοκαΐνης. Οι
συμμορίες των ναρκωτικών ευνοούνται από τη χαμηλού βαθμού συνεργασία μεταξύ των
κυβερνήσεων και των εθνικών ή διεθνικών νομικών και διωκτικών αρχών. Η απαγόρευση της
ελεύθερης χρήσεώς τους έχει δημιουργήσει πανίσχυρες δυνάμεις, πάμπλουτα και τερατώδη
μαφιόζικα κράτη-φαντάσματα με επιρροές στους νομικούς κύκλους, στην αστυνομία, στα
συστήματα διανομής μαζικής πληροφόρησης και κουλτούρας, στην οικονομία και στους
πολιτικούς θεσμούς. Οι έμποροι ναρκωτικών, ακόμη και αυτοί που βρίσκονται σε χαμηλές
βαθμίδες, ακόμη και οι διακινητές, έχουν υψηλές διασυνδέσεις και ισχυρούς προστάτες.
Η ποινική καταστολή, αντί να επιλύει κοινωνικά προβλήματα, πολλές φορές ανάγεται η
ίδια σε κοινωνικό πρόβλημα πρώτου μεγέθους (Δασκαλάκης 1981). Όταν οι καταδιωκτικές
αρχές έχουν μια πολύ μεγάλη επιτυχία εξαρθρώνοντας ένα δίκτυο ναρκωτικών, στην
569
πραγματικότητα συμμαχούν με τις αντίπαλες συμμορίες, που τώρα αποκτούν χωρίς έξοδα
όλη την πελατεία της εξαρθρωμένης αντίπαλης συμμορίας. Παρά τη σκληρότητα και τα
τεράστια υλικά και ανθρώπινα μέσα που κινητοποιεί, η θεσμική καταστολή έχει αποτύχει όχι
μόνο να βρει τον στόχο της αλλά και να επιτρέψει την εκδίπλωση της κοινωνικής καταστολής.
Μεγάλες καταστροφές έχουν υποστεί οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί και τεράστια ποσά
διοχετεύονται στις αστυνομίες. Πολύ μεγάλος αριθμός ατόμων έχει οδηγηθεί στις φυλακές.
Περίπου το 40% των φυλακισμένων στην Ελλάδα έχουν διαπράξει παραβάσεις που
σχετίζονται με τα ναρκωτικά. Αυτή η πολιτική θυμίζει την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης στις
ΗΠΑ το 1920-1933, που μέσα σε λίγα χρόνια οδήγησε τις τιμές των οινοπνευματωδών στα
ύψη, προκάλεσε τον εκρηκτικό πολλαπλασιασμό των παράνομων αποστακτηρίων και της
παράνομης διακίνησης όπλων, τη διαφθορά των διωκτικών αρχών και μετέτρεψε την ιταλική
μαφία σε παγκόσμια οικονομική και πολιτική δύναμη. Ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών με τη
σύγχρονη μορφή του και τον τρόπο που διεξάγεται θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι έχει
ουσιαστικό στόχο τη διατήρηση στη μαύρη αγορά της υψηλής τιμής των παράνομων ουσιών.
Θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί ότι οι μηχανισμοί της απαγόρευσης χρηματοδοτούνται
και ενισχύονται από τα καρτέλ ναρκωτικών, ώστε να ελέγχονται οι τιμές. Μέσα στο πλαίσιο
της κρατικής καταστολής εντάσσονται και οι πολιτικές μείωσης της παραγωγής και της
ζήτησης που έχουν ως τελικό πρακτικό αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής των ουσιών, αφού
μειώνεται μεν περιστασιακά η παραγωγή, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες ποτέ δεν
κατορθώθηκε να μειωθεί η ζήτηση, η οποία αντιθέτως συνεχώς αυξάνεται. Κατά την
τελευταία δεκαετία αναπτύσσεται η διακίνηση ναρκωτικών και μέσα από το διαδίκτυο, κυρίως
στα δωμάτια συζήτησης (chatrooms). Τη μέθοδο αυτή χρησιμοποιούν με επιτυχία οι
συμμορίες για επικοινωνία και άντληση πληροφοριών ή και για επιθετικότερες ενέργειες,
όπως η εισβολή στις ιστοσελίδες των διωκτικών αρχών ή η δημιουργία παραπλανητικών
ιστοσελίδων. Τα καρτέλ ναρκωτικών διαθέτουν άφθονο χρήμα για την προσέλκυση ικανών
και ταλαντούχων ατόμων, ώστε να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά την τεχνολογία.
Το κυριότερο μειονέκτημα της απαγόρευσης είναι ότι απέτυχε, αφού η χρήση
παράνομων ουσιών κατά τις τελευταίες δεκαετίες αυξήθηκε ιλιγγιωδώς. Η εισαγωγή των
ναρκωτικών στις χώρες που εφαρμόζουν κατασταλτικά μέτρα παραμένει αμείωτη, η
κατανάλωση αυξάνεται συνεχώς μαζί με τον αριθμό των τοξικομανών. Στους αφελείς και
καλοπροαίρετους οπαδούς της απαγόρευσης, ακούσιους συμμάχους των διεθνών καρτέλ
ναρκωτικών, συγκαταλέγονται η συντηρητική ηθικολογική επιχειρηματολογία (που ακόμη
είναι ισχυρότερη των επιστημονικών προσεγγίσεων του προβλήματος) και κυρίως η
θρησκευτική ακροδεξιά που ελέγχει τη θεσμική ζωή στις ΗΠΑ και διαχέει την ιδεολογία της
στον υπόλοιπο κόσμο.
δρόμο δεν γνωρίζει κανείς τι περιέχει και σε ποια ποσότητα. Αυτό, λένε, δεν ισχύει μόνο για
τα ναρκωτικά αλλά για κάθε ουσία (π.χ. τα τρόφιμα) που ξεφεύγει από τον επίσημο
αγορανομικό και υγειονομικό έλεγχο και δεν διατίθεται μέσα από τα κανάλια της
θεσμοθετημένης αγοράς. Τα προϊόντα αυτά δεν έχουν σταθερή ποιότητα ούτε αξιόπιστες
οδηγίες χρήσης, όπως συμβαίνει και με το πιο απλό φάρμακο. Οι θιασώτες αυτής της
άποψης πιστεύουν ακόμη ότι η εμπορική απελευθέρωση των ουσιών θα οδηγήσει σε μεγάλη
πτώση της τιμής τους, με συνέπεια τη μείωση του κινήτρου διακίνησης, την αποδυνάμωση
και τελικώς την κατάρρευση του παράνομου εμπορίου ναρκωτικών, ενώ θα επιτρέψει
επιπλέον την πρόσβαση της πολιτείας στον έλεγχο ποιότητας των ουσιών, τον περιορισμό ή
και την εξαφάνιση των θανάτων από ατυχηματική δοσολογία (υπερβολική ή νοθευμένη
χρήση) και την πλήρη εξαφάνιση των εγκληματικών πράξεων για την εξασφάλιση της ουσίας.
Υπάρχει ακόμη η προσδοκία ότι θα μειωθεί ο αριθμός των φυλακισμένων, εκ των οποίων το
40% είναι παραβάτες του νόμου περί ναρκωτικών. Θα μειωθεί ο αριθμός των βλαβών από τη
χρήση, καθώς και η μετάδοση μολυσματικών νόσων όπως το AIDS και η ηπατίτιδα C. Τελικό
αποτέλεσμα θα είναι η απομυθοποίηση της αίσθησης της παρανομίας και της περιπέτειας
που γοητεύει τους νέους και τους οδηγεί στη χρήση. Η χρήση, υποστηρίζουν, μπορεί να είναι
ελεύθερη από μια ηλικία και πέρα, αλλά στις εφηβικές και παιδικές ηλικίες η εφαρμογή των
νόμων που αφορούν τη μέριμνα για την υγεία και την απόλυτη προστασία της ζωής σε αυτές
τις ηλικίες είναι αναγκαία. Οι ευθύνες του κράτους, ιδιαίτερα της αστυνομίας και των
διωκτικών αρχών, πρέπει να είναι περιορισμένες.
Ο αντίλογος στις αντιαπαγορευτικές απόψεις συνοψίζεται στα παρακάτω: Δεν είναι
ώριμες οι συνθήκες για αποποινικοποίηση. Τα αποτελέσματα της νομιμοποίησης μιας
παράνομης ουσίας δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν με βεβαιότητα. Αν ο νομικός έλεγχος
για μια συγκεκριμένη ουσία γίνει πιο χαλαρός, η μεγάλη ευχέρεια στην προμήθειά της θα
αυξήσει τη χρήση της. Εάν οι ουσίες είναι πιο διαθέσιμες, οι νέοι θα οδηγηθούν πιο εύκολα
σε αυτές. Όσο παραμένουν οι αιτίες που προκαλούν τοξικομανία και η διαθεσιμότητα των
ουσιών αυξάνεται, τόσο περισσότερο οι νέοι θα στρέφονται προς τις ουσίες. Πιθανές αλλαγές
στη νομοθεσία έχουν διεθνή σημασία. Αν μια χώρα αποφασίσει αλλαγή στη νομοθεσία της
σε ό,τι αφορά μια ναρκωτική ουσία ώστε αυτή να αντιμετωπίζεται όπως το οινόπνευμα, θα
υπάρξουν επιπτώσεις πέρα από τα σύνορα αυτής της χώρας. Αν η πρώτη ύλη της ουσίας
είναι εισαγόμενη, η απόφαση νομιμοποίησης θα επηρέαζε και τη χώρα παραγωγής, ενώ η
καταναλώτρια χώρα θα γινόταν κέντρο λαθρεμπορίου.
Διάγνωση. Πρώιμη διάγνωση της ουσιοεξάρτησης είναι δυνατόν να βελτιώσει την πρόγνωση
και να διευκολύνει τη θεραπεία επειδή δεν έχουν ακόμη εγκατασταθεί παγιωμένες μορφές
τοξικομανιακής συμπεριφοράς σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο, όπως π.χ. η κουλτούρα της
βελόνας και η παραπτωματικότητα. Είναι επίσης δυνατόν να προληφθούν καταστάσεις όπως
υπερδοσολογία ή λοιμώξεις στους ενδοφλέβιους χρήστες. Ωστόσο, επειδή ένα μεγάλο μέρος
τοξικομανών είναι πολυχρήστες, η διάγνωση συγκεκριμένης εξάρτησης είναι δύσκολη.
Βέβαια οι περισσότερες ουσίες σήμερα είναι δυνατόν να ανιχνευθούν στο αίμα, στα ούρα ή
στην εκπνοή. Διάγνωση που βασίζεται στη λήψη ιστορικού δεν έχει μεγάλη εγκυρότητα,
επειδή οι χρήστες ουσιών είναι εξόχως αναξιόπιστοι. Άλλοι αποκρύπτουν τη χρήση ουσίας,
574
ενώ άλλοι υπερβάλλουν ως προς την ποσότητα που χρειάζονται, αναλόγως των κινήτρων
τους. Μερικά αντικειμενικά ευρήματα όπως θρομβωμένες φλέβες, ουλές από τρυπήματα,
προτίμηση μακρυμάνικων ενδυμάτων κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, μόνο σε αόριστες
και επισφαλείς υποψίες είναι δυνατόν να οδηγήσουν. Άλλα σημεία μπορεί να είναι οι πολλές
απουσίες στο σχολείο, η πτώση της επίδοσης στην εργασία, η μείωση των εξόδων ώστε να
εξασφαλιστούν χρήματα για την αγορά της ουσίας, η απώλεια του ενδιαφέροντος για την
προσωπική εμφάνιση και καθαριότητα, η κοινωνική απομόνωση, η εγκατάλειψη του
πατρικού σπιτιού, η συναναστροφή με άτομα που ανήκουν στην τοξικομανιακή
υποκουλτούρα, η εγκατάλειψη των παλιών φίλων, διάφορα προβλήματα με τον νόμο
(μικροκλοπές, πορνεία κ.λπ.). Η κατάταξη των χρηστών είναι δυνατόν να γίνει με βάση τη
συχνότητα χρήσης και την ποσότητα της προσλαμβανόμενης ουσίας. Έχουν προταθεί, στα
δύο μεγάλα ταξινομικά συστήματα, οι έννοιες: Βλαπτική χρήση και επικίνδυνη χρήση,
Αναφέρεται μια χρήση, Πειραματική (από περιέργεια) χρήση, Περιστασιακή χρήση, Κανονική
μη προβληματική χρήση, Κανονική προβληματική χρήση, Ψυχολογική ή/και φυσική εξάρτηση.
Η κλινική και διαγνωστική χρησιμότητα αυτών των κατατάξεων, χρήσιμων ίσως στις
ασφαλιστικές εταιρείες και στα δικαστήρια, είναι αμφισβητήσιμη. Π.χ., μπορούμε να μιλάμε
για κανονική μη προβληματική χρήση της ηρωίνης;
Συννοσηρότητα κατάχρησης ουσιών και ψυχικών διαταραχών είναι συχνό φαινόμενο και έχει
δύο πτυχές. Η πρώτη αφορά άτομα με ψυχικά νοσήματα τα οποία τείνουν στην κατάχρηση
ουσιών και η δεύτερη αφορά το είδος και τη συχνότητα της ψυχοπαθολογίας που προκύπτει
από τη χρήση ουσιών. Οι πιο συχνές συννοσηρές διαταραχές που παρατηρούνται στους
ουσιοεξαρτημένους είναι (Regier et al 1990): αγχώδεις διαταραχές, συναισθηματικές
διαταραχές, διαταραχές αντικοινωνικής προσωπικότητας και σχιζοφρένεια. Η ουσιοεξάρτηση
σχετίζεται επίσης με υψηλά ποσοστά αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς. Περίπου το 1/3 των
ατόμων με συναισθηματικές διαταραχές κάνουν χρήση κυρίως οινοπνεύματος και λιγότερο
άλλων ουσιών. Αγχώδεις διαταραχές οδηγούν στη χρήση αλκοόλ και αγχολυτικών
φαρμάκων. Η κάνναβη πυροδοτεί ψυχωσικά επεισόδια, όπως επίσης οι αμφεταμίνες και τα
μανιτάρια. Το αλκοόλ ευνοεί την κατάθλιψη, η κοκαΐνη προκαλεί παραληρητικές ιδέες
διωκτικού τύπου, τα οπιοειδή αμβλύνουν την ψυχοσεογόνο δράση της κάνναβης κ.λπ.
Θεραπεία. Βασικός γενικός κανόνας στη θεραπεία των ουσιοεξαρτήσεων είναι η επίτευξη
τριών στόχων: έναρξη της αποχής από την ουσία, μείωση και αντιμετώπιση των
συμπτωμάτων στέρησης και άλλων πιθανών επιπλοκών και, τέλος, συγκράτηση του
ασθενούς στη θεραπεία. Μετά τη διακοπή της ουσίας είναι απαραίτητο να συνεχιστεί η
θεραπεία ώστε να διατηρηθεί η αποχή. Οι ουσίες που χρησιμοποιούνται πρέπει να
καταγραφούν με ιδιαίτερη προσοχή από την αρχή, διότι υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές
μεταξύ τους όσον αφορά την εμφάνιση και τη σοβαρότητα των στερητικών συμπτωμάτων.
Παρά το ότι στην αρχή τα συμπτώματα της στέρησης (δυσφορία, αϋπνία, άγχος,
ευερεθιστότητα, ναυτία, διέγερση) είναι περίπου όμοια, κατά την εξέλιξη εμφανίζονται
μεγάλες διαφοροποιήσεις (Kosten and O’Connor 2003). Η απόσυρση από το αλκοόλ είναι
δυνατόν να οδηγήσει σε τρομώδες ντελίριο και να απειλήσει σοβαρά τη ζωή του ασθενούς,
ενώ η απόσυρση από τα οπιοειδή είναι ακίνδυνη παρά τις θορυβώδεις εκδηλώσεις της. Τα
στερητικά από βενζοδιαζεπίνες ενδεχομένως να εκδηλωθούν με επιληπτικές κρίσεις.
Επομένως η οργάνωση ενός θεραπευτικού προγράμματος απεξάρτησης είναι σαφώς
εξατομικευμένη και σε περιπτώσεις πολλών ουσιών ίσως απαιτηθεί νοσοκομειακή κάλυψη.
Πρόληψη. Τις τελευταίες δεκαετίες εφαρμόσθηκαν σε όλον τον κόσμο ποικίλα προγράμματα
πρόληψης βασισμένα σε συνδυασμούς δράσεων, όπως εκφοβισμός, υγειονομική διαφώτιση,
ενημέρωση νέων και γονέων, κοινωνική δυσανεξία και απόρριψη των τοξικομανών κ.λπ. Όλα
αυτά τα προγράμματα στέφθηκαν με πλήρη αποτυχία, διότι συνδυάζονταν με την αστυνομική
και δικαστική καταστολή. Κρατικά κατευθυνόμενη πρόληψη στο θέμα των ναρκωτικών είναι
καταδικασμένη σε αποτυχία. Τα πράγματα επίσης χειροτερεύουν πιο πολύ κατά το ότι το
θέμα της πρόληψης έχει αφεθεί πολλές φορές σε ομάδες συντηρητικών, κομφορμιστών,
υπερθρησκευόμενων και ηθικολόγων, που μπορούν να καταστρέψουν κάθε σωστή
575
προσπάθεια με τους τρόπους και τα μέσα που χρησιμοποιούν. Εξάλλου οι ίδιοι απαρτίζουν
άκρως απεχθείς και καθόλου πειστικές προς τους τοξικομανείς κοινωνικές ομάδες.
Επιτυχημένη πρόληψη ίσως σχετίζεται με την ενίσχυση της κοινωνικής παρέμβασης, με την
ενίσχυση των γονεϊκών ρόλων της οικογένειας και με τη συγκρότησή της σε επίπεδο
ψυχοσυναισθηματικής ολότητας. Ωστόσο μια τέτοια προοπτική μοιάζει σήμερα περισσότερο
με ευχή, αφού η διάλυση της οικογένειας προχωρεί με γοργούς ρυθμούς.
Παρά την ποικιλία των προσεγγίσεων στο ζήτημα του αλκοολισμού, υπάρχει ομοφωνία ως
προς μία τουλάχιστον παράμετρό του: ο αλκοολισμός είναι μια χρόνια διαταραχή της
συμπεριφοράς που εκδηλώνεται με εξακολουθητική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών σε
υπερβολικό βαθμό έτσι ώστε να επηρεάζει αρνητικά την υγεία του πότη καθώς και την
κοινωνική και οικονομική του κατάσταση. Η ημερήσια κατανάλωση 100 g καθαρής αλκοόλης
είναι ένα γενικώς αποδεκτό ποσοτικό κριτήριο, αν και υπάρχουν προτάσεις να θεωρηθεί ως
αλκοολικός εκείνος που λαμβάνει 40-50 g ημερησίως. Ο αλκοολισμός μπορεί να θεωρηθεί
μείζον ψυχιατρικό πρόβλημα στις σύγχρονες δυτικές βιομηχανικές κοινωνίες. Ωστόσο, η
επίγνωση του γενικού πληθυσμού σχετικά με τη νοσολογική διάσταση του προβλήματος
καθώς και η επίγνωση για τις σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές του επιπτώσεις είναι
ακόμη απογοητευτικά μικρές. Αυτή η ελλιπής γνώση δεν οφείλεται μόνο στην κοινωνική
αποδοχή της συνήθειας κατανάλωσης οινοπνεύματος αλλά και σε οικονομικούς λόγους. Σε
πολλές οινοπαραγωγούς χώρες σημαντικό ποσοστό του επαγγελματικώς ενεργού
πληθυσμού κερδίζει ένα μέρος ή και το σύνολο του εισοδήματός του από την παραγωγή ή
πώληση αλκοολούχων ποτών, η παραγωγή και κατανάλωση των οποίων συμβάλλει
σημαντικά στο εθνικό εισόδημα των περισσότερων χωρών της Ευρώπης και του υπόλοιπου
βιομηχανικού κόσμου. Μεγάλες ομάδες συμφερόντων συνδεδεμένων με αυτές τις
δραστηριότητες κάνουν ό,τι μπορούν για τη διαμόρφωση ενός κλίματος αποδοχής του από
τον πληθυσμό και η τάση είναι να χαρακτηρισθεί τελικώς το οινόπνευμα ως ένα φυσιολογικό
προϊόν με ελάχιστους περιορισμούς στη διακίνηση και διαθεσιμότητά του.
προς γυναίκες είναι 7:1. Η μεγαλύτερη συχνότητα αλκοολισμού παρατηρείται στους νέους
ανύπανδρους άνδρες των μεγάλων πόλεων. Η Ελλάδα είναι χώρα οινοπαραγωγός από την
αρχαιότητα, χωρίς αυστηρούς πολιτιστικούς ή νομοθετικούς περιορισμούς στην παραγωγή,
πώληση και κατανάλωση οινοπνευματωδών. Η κατανάλωση οίνου και άλλων ποτών
βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα (π.χ. η Ελλάδα έρχεται πρώτη στην Ευρώπη και ίσως διεθνώς
στην εισαγωγή ουίσκι). Επομένως το ότι δεν έχουν ανιχνευθεί υψηλά ποσοστά αλκοολισμού
σε παλαιότερες μελέτες (Μαδιανός και Λιάκος 1980) ίσως οφείλεται στις μεγάλες δυσκολίες
οργάνωσης μιας αξιόπιστης επιδημιολογικής μελέτης για τον αλκοολισμό που ακόμη δεν έχει
γίνει στην Ελλάδα.
Κλινική εικόνα. Μια αδρή κατάταξη των ανθρώπων με κριτήριο τη λήψη οινοπνεύματος
αποδίδει τέσσερις διακριτές κατηγορίες: α) αυτούς που ποτέ ή σχεδόν ποτέ δεν πίνουν, β)
αυτούς που πίνουν σε κοινωνικές περιστάσεις, γ) τους προβληματικούς πότες και δ) τους
εξαρτημένους από το αλκοόλ. Υπάρχουν όμως και άλλες κατατάξεις.
Οι Babor και συν (1992) πρότειναν μια εμπειρική κατάταξη των αλκοολικών σε δύο ομάδες
(τους τύπους Α και Β). Ο αλκοολικός τύπου Α χαρακτηρίζεται από όψιμη εμφάνιση, με
λιγότερους παράγοντες επικινδυνότητας κατά την παιδική ηλικία, λιγότερο ισχυρή εξάρτηση
από το αλκοόλ, λιγότερα προσωπικά και κοινωνικά προβλήματα εξαιτίας του αλκοόλ και
λιγότερες ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις. Στον αλκοολικό τύπου Β διακρίνονται πολλοί
παράγοντες επικινδυνότητας κατά την παιδική ηλικία, αλκοολισμός στην οικογένεια,
πρώιμη έναρξη των σχετικών με το αλκοόλ προβλημάτων, ισχυρότερη εξάρτηση, χρήση
φαρμάκων, ψυχοκαταπονήσεις, νεαρότερη ηλικία έναρξης λήψης του οινοπνεύματος,
μεγαλύτερες ψυχοπαθολογικές διαταραχές.
Ο Cloninger και οι συνεργάτες του το 1981 περιέγραψαν επίσης δύο τύπους αλκοολικών. Ο
τύπος 1 (περιβαλλοντικός αλκοολικός) δεν καταναλώνει περισσότερο αλκοόλ από τον μέσο
καταναλωτή, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες βρίσκεται σε ένα πολύ ιδιαίτερο
περιβάλλον, π.χ. σε χώρο διασκέδασης. Ο τύπος 2, που έχει τη διαταραχή σε βαρύτερη
μορφή, παρατηρείται κυρίως στους άνδρες. Αρχίζει να πίνει από μικρή ηλικία, η τάση του
να πίνει δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα από το περιβάλλον, και προσέρχεται νωρίτερα για
θεραπεία. Στους πατέρες των αλκοολικών τύπου 2, σε αντίθεση με τους αλκοολικούς
τύπου 1, παρατηρείται μεγαλύτερη συχνότητα αλκοολισμού και εγκληματικότητας.
Κατά τη μέθη παρατηρείται απώλεια του ελέγχου της συμπεριφοράς και άρση αναστολών, με
πιθανά αποτελέσματα τα ατυχήματα, την επιθετική συμπεριφορά και την
παραπτωματικότητα. Το αλκοόλ οξειδώνεται αργά στο ήπαρ σε ακεταλδεΰδη και οξικό οξύ με
ρυθμό περίπου 8 gr/ώρα, αλλά η ταχύτατη απορρόφησή του οδηγεί σε συσσώρευση στο
αίμα, οπότε προκαλούνται φαινόμενα τοξικής επιδράσεως. Σε επίπεδα αλκοόλης μέχρι 0,3%
παρατηρούνται διάφοροι βαθμοί μέθης, ενώ στα επίπεδα 0,4% (σε τόσο πολύ μικρή διαφορά
συγκεντρώσεων!) το άτομο μπορεί να πέσει σε κώμα και να επέλθει ο θάνατος.
εμφάνιση της αίσθησης ότι το άτομο χρειάζεται το αλκοόλ για να γίνει αποτελεσματικότερο, η
εδραίωση της συνήθειάς του να πίνει το πρωί ή να πίνει μόνο του, χωρίς παρέα. Η ανάπτυξη
ανοχής και η εμφάνιση στερητικού συνδρόμου είναι αναπόφευκτες συνέπειες της
μακροχρόνιας χρήσης. Το στερητικό σύνδρομο παρουσιάζεται με σοβαρή συμπτωματολογία,
που χαρακτηρίζεται από νευρικότητα, ανησυχία, άγχος, τρόμο, αϋπνία, ανορεξία. Η
κατάσταση είναι δυνατόν να επιδεινωθεί με επιληπτικές κρίσεις και να φθάσει μέχρι το
τρομώδες ντελίριο (βλ. οργανικά ψυχοσύνδρομα).
Στις σωματικές επιπτώσεις από τη χρόνια χρήση αλκοόλ περιλαμβάνονται διατροφικές
διαταραχές, γαστρίτιδα, παγκρεατίτιδα, κίρρωση του ήπατος, μυοκαρδιοπάθεια, περιφερική
νευροπάθεια κ.λπ. Εγκεφαλικές βλάβες είναι δυνατόν να προκληθούν λόγω της άμεσης
τοξικής δράσης του οινοπνεύματος στον εγκεφαλικό ιστό και λόγω αβιταμίνωσης Β1 και Β6,
που είναι χαρακτηριστικά ευρήματα στον αλκοολισμό. Έχει υποστηριχθεί (Ron 1977) ότι ο
χρόνιος αλκοολισμός είναι η πιο συχνή αιτία για την ανάπτυξη εγκεφαλικής ατροφίας κατά
την πέμπτη και έκτη δεκαετία της ζωής. Στις ψυχιατρικές διαταραχές που προκαλούνται από
τη χρόνια χρήση περιλαμβάνονται διαταραχές των ανώτερων νοητικών λειτουργιών (κυρίως
της μνήμης), το σύνδρομο Korsakoff, η αλκοολική ψευδαισθήτωση, το τρομώδες ντελίριο, η
ατροφία του εγκεφάλου με άνοια, το ζηλοτυπικό παραλήρημα (βλ. οργανικά ψυχοσύνδρομα).
Οι κοινωνικές επιπτώσεις μπορεί να είναι καταστροφικές. Αλλαγές στις σχέσεις μεταξύ
των μελών της οικογένειας που μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρές συγκρούσεις, ακόμη και
σε χωρισμούς, είναι το συχνότερο φαινόμενο. Εγκατάλειψη και παραμέληση της οικογένειας
θα οδηγήσει σε ψυχικό τραυματισμό των παιδιών, με συνέπειες την κακή σχολική επίδοση,
το σκασιαρχείο, την περιθωριοποίηση από τα άλλα παιδιά. Θα πρέπει ακόμη να αναφερθούν
εργασιακά προβλήματα όπως απουσίες από την εργασία ή συχνές αλλαγές επαγγελμάτων,
απομόνωση από τους φίλους και τους γείτονες και δημιουργία καινούργιων, κατώτερης
ποιότητας κοινωνικών σχέσεων. Το περιβάλλον του αλκοολικού αντιδρά ανάλογα με
απομόνωση, απόρριψη και στιγματοποίηση, με αποτέλεσμα η κοινωνική δυσλειτουργία του
ασθενούς να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο.
Διάγνωση. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των εξαρτημένων από το αλκοόλ είναι η μεγάλη
αδυναμία τους να αναγνωρίσουν το πρόβλημά τους: συχνά τείνουν να ελαχιστοποιούν τις
συνέπειες του ποτού και να αναφέρουν μικρότερη ποσότητα αλκοόλ από αυτή που
πραγματικά καταναλώνουν. Συνήθως αποσιωπούν το πρόβλημά τους από τον ιατρό, στον
οποίο εξαναγκάζονται να προσέλθουν είτε λόγω σοβαρών σωματικών προβλημάτων –
απόρροια της κατανάλωσης–, είτε πιεζόμενοι από τον οικογενειακό ή επαγγελματικό χώρο ή
ακόμη λόγω παραβιάσεων του νόμου. Οι εργαστηριακές εξετάσεις δεν έχουν ιδιαίτερη
αξιοπιστία, αφού μονάχα το 36% των αλκοολικών αποκαλύπτεται μέσω αυτών. Μόνο οι
ευθείες ερωτήσεις (με τη μορφή σύντομων ερωτηματολογίων) είναι δυνατόν, σε σημαντικό
βαθμό, να αποκαλύψουν την αλήθεια, με την επιφύλαξη βέβαια ότι ο αλκοολικός πάντοτε
αποκρύπτει τη σχέση του με το οινόπνευμα ή υποβαθμίζει τη σημασία της. Καθοριστικό ρόλο
στη διαμόρφωση της διάγνωσης παίζουν οι πληροφορίες από τους συγγενείς.
Πρόγνωση και πορεία. Το φύλο, η ηλικία, η οικογενειακή και η κοινωνική κατάσταση είναι
στοιχεία που παίζουν ρόλο στην πρόγνωση. Οι γυναίκες έχουν χειρότερη πρόγνωση. Όσο
αργότερα εμφανισθεί η εξάρτηση τόσο καλύτερη η πρόγνωση. Η διαπροσωπική και η
κοινωνική μοναξιά είναι κακό προγνωστικό σημείο. Ο αλκοολικός που διατηρεί στενές
προσωπικές σχέσεις με ένα τουλάχιστον άτομο έχει περισσότερες πιθανότητες να νικήσει την
εξάρτηση. Γι’ αυτό στη θεραπεία του αλκοολικού πρέπει από τα αρχικά στάδια να συμμετέχει
ενεργά και κάποιο στενό πρόσωπο, συνήθως σύζυγος. Κακή πρόγνωση έχουν οι ασταθείς ή
ψυχοπαθητικές προσωπικότητες, τα άτομα με χαμηλή νοημοσύνη, αυτοί που εξαρτήθηκαν
σε πολύ νεαρή ηλικία πριν πετύχουν κάτι σοβαρό στη ζωή τους. Η θνησιμότητα των χρόνιων
αλκοολικών σε σύγκριση με του γενικού πληθυσμού είναι 2-4 φορές μεγαλύτερη και
579
παραμένει σε υψηλά επίπεδα ακόμη και σε εκείνους που απεξαρτήθηκαν (Finney and Moos
1991), με κύρια αιτία θανάτου την κίρρωση του ήπατος. Η αυτοκτονία είναι επίσης συχνή. Οι
απόγονοι των ατόμων με αλκοολισμό αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου για ψυχιατρικές
διαταραχές, όπως συναισθηματικές διαταραχές, κατάχρηση ουσιών και σχιζοφρένεια. Το
εμβρυικό αλκοολικό σύνδρομο (Spohr et al 1993) συνίσταται στην ανάπτυξη διανοητικής
καθυστέρησης στο παιδί, που προκύπτει από λήψη αλκοόλ εκ μέρους της μητέρας κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης και χαρακτηρίζεται από μικροκεφαλία, μικροφθαλμία, αναπτυξιακή
καθυστέρηση και δυσλειτουργίες από το ΚΝΣ. Η συχνότητά του πλησιάζει τις 3-4
περιπτώσεις ανά 1.000 γεννήσεις.
Θεραπεία. Η οξεία μέθη και ο χρόνιος αλκοολισμός είναι προφανές ότι θέτουν για την
αντιμετώπισή τους τελείως διαφορετικά θεραπευτικά προβλήματα. Η συμπτωματολογία της
οξείας μέθης είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί με την ενδομυϊκή χορήγηση 250-500 mg
βιταμίνης Β6 (πυριδοξίνης). Η χορήγηση καφεΐνης δεν προσφέρει τίποτε, ενώ η χορήγηση
βενζοδιαζεπινών αποτελεί ιατρικό σφάλμα πρώτου μεγέθους, διότι αυξάνει τις πιθανότητες
αναπνευστικής καταστολής.
Μολονότι ο αλκοολισμός αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα υγείας, η θεραπευτική πλευρά
του είναι παραμελημένη. Εξειδικευμένες μονάδες στην Ευρώπη καλύπτουν το 10%-20% των
εξαρτημένων από αλκοόλ. Αλλά και οι ίδιοι οι αλκοολικοί αποφεύγουν τη θεραπεία, επειδή
τείνουν να αρνούνται την εξάρτησή τους ή να θεωρούν ότι μπορούν να απεξαρτηθούν με τις
δικές τους δυνάμεις και ως εκ τούτου να υπόσχονται συνεχώς ότι θα το κάνουν. Τελικώς
εκείνοι που ζητούν θεραπεία είναι όσοι βρίσκονται σε κατάσταση μεγάλης κοινωνικής
κατάπτωσης ή/και παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα σωματικής υγείας. Οι πιθανότητες
ευνοϊκού αποτελέσματος είναι πολύ μικρές. Ακόμη και σε πολύ καλά οργανωμένα
θεραπευτικά περιβάλλοντα η πιθανότητα επιτυχίας της διαδικασίας απεξάρτησης δεν
υπερβαίνει το 40%. Ο αλκοολισμός έχει τους δυσμενέστερους θεραπευτικούς δείκτες από
όλες τις ουσιοεξαρτήσεις.
Ο αλκοολικός θα πρέπει να θεραπεύεται στο νοσοκομείο, ακόμη και όταν βρίσκεται στα
αρχικά στάδια της εξάρτησης. Καταλληλότερη μονάδα είναι η ψυχιατρική κλινική στο Γενικό
Νοσοκομείο. Είναι ακόμη καλύτερο να υπάρχει εξειδικευμένη μονάδα για αλκοολικούς γιατί
έτσι ο ασθενής βρίσκεται με ομοιοπαθείς που συμμερίζονται τα προβλήματά του και
αντιμετωπίζεται από ειδικώς εξειδικευμένο προσωπικό. Πάντως η παρατεταμένη παραμονή
στο νοσοκομείο, και πολύ περισσότερο η καταναγκαστική, δεν συμβάλλουν στην
αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Καλή διατροφή και επιπρόσθετη χορήγηση βιταμινών
του συμπλέγματος Β, κυρίως των Β1, Β6 και Β12, είναι τα πρώτα μέτρα που πρέπει να
ληφθούν όταν αρχίζει μια προσπάθεια αντιμετώπισης ασθενούς με πρόβλημα το αλκοόλ, ο
οποίος κατά πάσα πιθανότητα θα παρουσιάζει αρχικά ή προχωρημένα σημεία
πολυνευροπάθειας. Υπάρχουν πέντε προσεγγίσεις για τη θεραπεία της αλκοολικής
εξάρτησης, οι οποίες θα πρέπει να γίνονται σε συνδυασμό και σταδιακά: Στέγνωμα,
θεραπεία αποστροφής, ατομική ψυχοθεραπεία, ομαδική ψυχοθεραπεία, αποτρεπτικά της
αλκοόλης φάρμακα.
Το στέγνωμα συνίσταται στην πλήρη διακοπή κατανάλωσης οινοπνεύματος και είναι βασική
προϋπόθεση για οποιαδήποτε σοβαρή θεραπευτική παρέμβαση που ισχύει όχι μόνο για το
αλκοόλ αλλά και για όλες τις εξαρτησιογόνες ουσίες, με εξαίρεση ίσως τα βαρβιτουρικά. Τα
στερητικά συμπτώματα (ανησυχία, νευρικότητα, τρόμος, αϋπνία) αντιμετωπίζονται με τη
χορήγηση ηρεμιστικών, μυοχαλαρωτικών και υπναγωγών φαρμάκων, όπως οι
βενζοδιαζεπίνες σε συνδυασμό με χλωρομεθειαζόλη, και παρέρχονται σχετικώς γρήγορα,
μετά από μερικές ημέρες. Η πιθανότητα ανάπτυξης σοβαρού στερητικού συνδρόμου
(τρομώδες ντελίριο) είναι μικρή και πάντως ο κίνδυνος από αυτό είναι περιορισμένος όταν
η νοσηλεία γίνεται σωστά.
Η θεραπεία αποστροφής βασίζεται στην κλασική μπηχαβιοριστική άποψη ότι ο αλκοολισμός
είναι μια κατάσταση που αποκτήθηκε μέσα από μια μαθησιακή διαδικασία. Κλασική είναι η
μέθοδος αποστροφής (aversion treatment). Ο ασθενής μετά την ενδομυϊκή χορήγηση ενός
ισχυρού εμετικού φαρμάκου (απομορφίνης) λαμβάνει μια ποσότητα αλκοολούχου ποτού. Ο
580
έμετος που προκαλείται εγκαθιστά μιαν αποστροφή προς την οσμή και γεύση του
οινοπνεύματος, που διαρκεί από μερικές εβδομάδες μέχρι μερικούς μήνες. Σε αυτό το
χρονικό διάστημα ο ασθενής δύναται να προχωρήσει σε βαθύτερες θεραπευτικές
προσεγγίσεις.
Η ατομική ψυχοθεραπεία είναι μια πολύ σημαντική θεραπευτική προσπάθεια για την επιτυχία
της απεξάρτησης από το αλκοόλ. Σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την προσωπικότητα του
θεραπευτή και τη σχέση που μπορεί να εγκαταστήσει με τον άρρωστό του. Οι
ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες θα πρέπει να είναι κανονικές και να δίνουν στον ασθενή τη
δυνατότητα να κατανοήσει τα βαθύτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, τις
διαπροσωπικές του σχέσεις και τον τρόπο της ζωής του που συνέβαλαν στην ανάπτυξη
της εξάρτησης.
Η πιο πετυχημένη μορφή ομαδικής ψυχοθεραπείας είναι οι Ανώνυμοι Αλκοολικοί (ΑΑ). Οι ΑΑ
είναι μια διεθνής θεραπευτική οργάνωση αποτελούμενη από πρώην αλκοολικούς. Σκοπός
τους είναι να βοηθήσουν τα μέλη τους στην κατανόηση του θέματος του αλκοολισμού στο
σύνολό του, καθώς και στην ανασυγκρότηση της διαταραγμένης προσωπικής,
οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής τους παρέχοντάς τους ένα καινούργιο κοινωνικό
πλαίσιο. Υπάρχει σκληρή δέσμευση μεταξύ των μελών να διατηρούνται στεγνοί και όλοι
έχουν υποχρέωση να προστατεύουν με κάθε μέσο το κάθε μέλος που κινδυνεύει να
υποτροπιάσει.
Φαρμακευτικοί παράγοντες κατά της υποτροπής περιλαμβάνουν ουσίες όπως ακαμπροσάτη,
δισουλφιράμη, καρβιμιδικό ασβέστιο, ανταγωνιστές των οπιοειδών όπως η ναλτρεξόνη. Το
πρόβλημα εδώ βρίσκεται στην πολύ χαμηλή συμμόρφωση των ασθενών στα θεραπευτικά
σχήματα. Άλλες ουσίες όπως τιαπρίδη, ριτανσερίνη, σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά
κ.λπ. (βλ. σχετικό κεφάλαιο στα φάρμακα) είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικές.
Ο ασθενής, επειδή είναι εξαιρετικά ευάλωτος στο οινόπνευμα, πρέπει να κατανοήσει πλήρως
την κατάστασή του ως αλκοολικού και να έχει επίγνωση ότι, ακόμη και μετά τη θεραπεία, δεν
θα είναι ποτέ σε θέση να ελέγχει την ποσότητα του οινοπνεύματος που θα καταναλώνει. Θα
πρέπει λοιπόν να αποφασίσει ότι από τη στιγμή που αρχίζει η θεραπεία δεν θα ξαναπιεί
αλκοόλ. Στην προσπάθεια για την απεξάρτηση και η πιο μικρή επιτυχία έχει τη σημασία της.
Χρειάζεται μεγάλη υπομονή από τη μεριά του ασθενούς και του θεραπευτή. Γύρω στο 20%
των αλκοολικών καταφέρνουν να μην ξαναγυρίσουν στο ποτό για περισσότερο από ένα
χρόνο μετά την πρώτη τους σοβαρή προσπάθεια και ένα ακόμη 20% θα παρουσιάσει
αξιόλογη βελτίωση. Όταν υπάρχει σταθερό κοινωνικό, επαγγελματικό και οικογενειακό
πλαίσιο, οι προγνωστικοί δείκτες είναι πολύ περισσότερο ευνοϊκοί. Μεγάλο ρόλο στην
επιτυχία της θεραπείας παίζει η επιθυμία του ασθενούς να θεραπευτεί, καθώς και ο βαθμός
συμμετοχής του στη θεραπεία. Οι αλκοολικοί βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο υποτροπής κατά
τους πρώτους μήνες μετά την απεξάρτηση και ένας από τους βασικούς θεραπευτικούς
στόχους είναι η αποτροπή αυτής της υποτροπής.
Πρόληψη. Η σημαντικότερη θεραπεία του αλκοολισμού είναι η πρόληψη, αλλά αυτή μπορεί
να γίνει μόνο με τη λήψη κοινωνικών μέτρων μεγάλου φάσματος. Αυτό όμως μοιάζει λίγο με
ουτοπία, αφού ακριβώς η ίδια η κοινωνία αποδέχεται τη χρήση αλλά και την κατάχρηση του
αλκοόλ. Η τελείως ασύδοτη τη διαφήμισή του από τα ΜΜΕ έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις
σε οποιαδήποτε προσπάθεια οργάνωσης της πρόληψης. Είναι φανερό βέβαια από την
εμπειρία της ποτοαπαγόρευσης στις ΗΠΑ κατά τον μεσοπόλεμο ότι με απαγορεύσεις και
αστυνομικά μέτρα δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα του αλκοολισμού.
Σε διάφορες χώρες της Ευρώπης έχουν ληφθεί μέτρα ελέγχου της κατανάλωσης
οινοπνεύματος, με συνέπεια τη μείωση των θανάτων από κίρρωση του ήπατος αλλά και τη
μείωση θανάτων νέων ατόμων από αυτοκινητικά δυστυχήματα. Μερικά από τα μέτρα αυτά
είναι τα ακόλουθα: Αύξηση της τιμής των αλκοολούχων. Περιορισμός του χρόνου κατά τη
διάρκεια του οποίου επιτρέπεται να πωλούνται οινοπνευματώδη. Περιορισμός των χώρων
πώλησης οινοπνευματωδών. Χορήγηση ειδικής άδειας πώλησης οινοπνευματωδών.
Υπαγωγή του εμπορίου οινοπνευματωδών στο κρατικό μονοπώλιο. Χορήγηση
οινοπνευματωδών με το δελτίο. Επιβολή υψηλής φορολογίας. Εκτεταμένη καμπάνια από τα
διάφορα αντιαλκοολικά κινήματα σχετικά με τις βλαβερές συνέπειες του αλκοολισμού.
581
Αύξηση του ορίου ηλικίας για αγορά οινοπνεύματος στα 21. Καθιέρωση ανώτατου
επιτρεπόμενου ορίου οινοπνεύματος στο αίμα νεαρών οδηγών σε 0,002% (η επονομαζόμενη
ανοχή μηδέν) και επιβολή εξοντωτικών προστίμων στους παραβάτες.
τεκμηριωμένο πως η χρήση της δημιουργεί προβλήματα, όπως ψυχώσεις και διαταραχές της
μνήμης. Αλλά αν η βλαπτικότητα ήταν κριτήριο της απαγόρευσης, τότε θα έπρεπε να
απαγορευτεί και το οινόπνευμα.
Οπιοειδή. Λέγονται και ναρκωτικά αναλγητικά, επειδή εκτός από την αναλγητική έχουν και
ναρκωτική δράση. Βασικός εκπρόσωπός τους είναι η μορφίνη, το κυριότερο αλκαλοειδές της
μήκωνος της υπνοφόρου (Papaver Somniferum). Τα οπιοειδή παράγωγα, φυσικά ή
συνθετικά, είναι πολλά και τα σημαντικότερα αναφέρονται παρακάτω. Οι υποδοχείς των
οπιοειδών είναι οι μ-1, μ-2, δ- και κ-. Οι κ- και δ- υποδοχείς ευθύνονται για την ανταπόκριση
στον πόνο από μη θερμικά ερεθίσματα και για αναλγησία, οι μ-1 και μ-2 σχετίζονται με
ευφορία, καταστολή του αναπνευστικού, δυσκοιλιότητα, εξάρτηση. Η δράση των οπιοειδών
είναι αναλγητική, αγχολυτική και ευφοριογόνος, με αποτέλεσμα να δημιουργούν ισχυρή
εξάρτηση. Οι παρενέργειές τους είναι κνησμός, ναυτία και έμετος, κατακράτηση ούρων,
καταστολή του αναπνευστικού, ενεργοποίηση ιών, σεξουαλική δυσλειτουργία, δυσλειτουργία
των οφθαλμικών κινήσεων (διπλωπία), δυσκοιλιότητα. Σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου
και στον γαστρεντερικό σωλήνα έχουν ανιχνευθεί φυσικά οπιοειδή πεπτίδια, οι εγκεφαλίνες,
οι ενδορφίνες και οι δυνορφίνες, που είναι νευρομεταβιβαστές (βλ. και νευρομεταβιβαστές).
Ηρωίνη. Συνθετικό οπιοειδές. Είναι η ισχυρότερη εξαρτησιογόνος ουσία της ομάδας των
οπιοειδών. Εισήχθη ως κατασταλτικό του βήχα από την εταιρεία Bayer το 1898. Παράγεται
μετά από επεξεργασία της μορφίνης με οξικό οξύ. Είναι 20 φορές ισχυρότερο από τη
μορφίνη, αναλγητικό και κατασταλτικό του βήχα. Προκαλεί μύση, ζάλη, πτώση της
αρτηριακής πιέσεως, δυσκοιλιότητα και κνησμό. Η υπερδοσολογία είναι δυνατόν να
προκαλέσει τον θάνατο λόγω καταστολής της αναπνευστικής λειτουργίας ύστερα από
παράλυση του αναπνευστικού κέντρου. Αν η υπερδοσολογία συνοδεύεται και από λήψη
άλλης ή άλλων ουσιών, τότε ο κίνδυνος είναι πολύ μεγάλος. Ο εθισμός και η εξάρτηση
εμφανίζονται ταχύτατα κατά την επαναλαμβανόμενη χρήση, κυρίως σε άτομα με ατελή
δομή της προσωπικότητας και χαμηλή ή ευτελή μόρφωση. Περίπου το 1/3 αυτών που
κάνουν κατ’ επανάληψη χρήση θα παρουσιάσουν συμπτώματα εξάρτησης. Η
παρατεταμένη χρήση προκαλεί μείωση της όρεξης για φαγητό και απίσχνανση. Τα
στερητικά συμπτώματα, αρκετά δυσφοριογόνα αλλά κατά κανέναν τρόπο επικίνδυνα,
χαρακτηρίζονται από μυοσκελετικά και κοιλιακά άλγη, έμετο, διάρροια, δακρύρροια, ρίγη με
χήνειο δέρμα, καταρροή (δηλαδή κάτι σαν «γριππώδη συνδρομή»), μυϊκές κράμπες,
διαταραχές του ύπνου. Η εμφάνιση του στερητικού συνδρόμου ποικίλλει αναλόγως της
ουσίας μεταξύ 1-3 ημερών μετά τη διακοπή και είναι δυνατόν να διαρκέσει από μερικές
ώρες μέχρι 5-7 ημέρες. Το στερητικό σύνδρομο είναι καλύτερα να παρέλθει μόνο του με
μια υποστηρικτική βοήθεια. Πολλοί όμως προτείνουν τη χρήση υποκατάστατων (π.χ.
μεθαδόνη), που τελικώς οδηγεί σε εξάρτηση από αυτά.
Πεθιδίνη ή μεπεριδίνη. Συνθετικό οπιοειδές. Εισήχθη ως ισχυρό αναλγητικό το 1939 και
υποστηριζόταν, λανθασμένα, ότι δεν έχει εξαρτησιογόνο δράση. Προκαλεί εξάρτηση
λιγότερο ισχυρή από εκείνη της ηρωίνης και της μορφίνης. Ανάλογες δράσεις και
ανεπιθύμητες ενέργειες με τη μορφίνη.
Μεθαδόνη. Συνθετικό οπιοειδές. Ανακαλύφθηκε στη Γερμανία κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο. Όπως και με την πεθιδίνη, εθεωρείτο ότι δεν προκαλεί εξάρτηση. Λαμβάνεται από
το στόμα. Κυριότερες δράσεις της είναι η ισχυρή αναλγησία, η καταστολή του ΚΝΣ και η
δυσκοιλιότητα. Προκαλεί λιγότερη ευφορία από την ηρωίνη, της οποίας εμποδίζει το
ευφοριογόνο αποτέλεσμα. Τα συμπτώματα στέρησης υποτίθεται ότι δεν είναι τόσο ισχυρά
όσο της ηρωίνης, αν και μάλλον διαρκούν περισσότερο χρόνο. Η χρησιμοποίησή της τα
τελευταία χρόνια ως υποκατάστατου της ηρωίνης σε προγράμματα απεξάρτησης με στόχο
την αναχαίτιση των συμπτωμάτων στέρησης της ηρωίνης έχει οδηγήσει στη δημιουργία
μεγάλων πληθυσμών ατόμων εξαρτημένων από τη μεθαδόνη και τη διοχέτευσή της στην
παράνομη αγορά από υπαλλήλους των υπηρεσιών αποτοξίνωσης. Ωστόσο επειδή
διατίθεται σχετικά εύκολα από κρατικές και ημικρατικές υπηρεσίες, φαίνεται ότι συμβάλλει
στη μείωση της σχετιζόμενης με τα ναρκωτικά εγκληματικότητας.
Βουπρενορφίνη. Ημισυνθετικό οπιοειδές. Χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο κατά της
εξάρτησης από τα οπιοειδή. Είναι μερικός αγωνιστής των μ-υποδοχέων των οπιοειδών και
583
ανταγωνιστής των κ-υποδοχέων. Η λήψη της έχει σαν αποτέλεσμα, η ταυτόχρονη χρήση
άλλων οπιοειδών (π.χ. ηρωίνης) να μην προσθέτει επιπλέον ευφορία. Μειώνει τη λαχτάρα
(craving) για λήψη ηρωίνης. Τα μηνύματα σχετικώς με τη χρήση της ως υποκατάστατης
ουσίας σε προγράμματα απεξάρτησης στη διεθνή κοινότητα είναι τελείως απογοητευτικά. Η
αποτελεσματικότητά της δεν υπερέχει της μεθαδόνης, αλλά το κόστος της είναι πέντε
φορές υψηλότερο. Στην παράνομη αγορά είναι πολύ φθηνότερη της ηρωίνης, γύρω στο
20%, και η δράση της πιο παρατεταμένη στον χρόνο, γι’ αυτό και ονομάσθηκε «ηρωίνη των
φτωχών». Η βουπρενορφίνη έγινε γνωστή στους χρήστες μέσα από επίσημα
προγράμματα απεξάρτησης, στα οποία χρησιμοποιείτο ως υποκατάστατη ουσία. Η
διακίνησή της στην παράνομη αγορά βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη σε πολλές χώρες. Στη
Γαλλία το 25% των ενδοφλέβιων χρηστών ηρωίνης κάνει και ενδοφλέβια χρήση
βουπρενορφίνης, ενώ στη Σκοτία την προτιμά το 95% των χρηστών. Ακόμη και ο
συνδυασμός βουπρενορφίνης με ναλοξόνη δεν έχει επιβεβαιωθεί ότι αποτρέπει την
κατάχρηση της ουσίας, αφού οι χρήστες έχουν τρόπους να αδρανοποιούν τη ναλοξόνη στο
μείγμα. Η διαθεσιμότητα της βουπρενορφίνης στην κατάχρηση είναι ακόμη μεγαλύτερη,
αφού αναμειγνύεται εύκολα με βενζοδιαζεπίνες και ενισχύει τη δράση της κοκαΐνης. Δεν
έχει βρεθεί αξιόπιστο υποκατάστατο για τις περιπτώσεις καταστολής του αναπνευστικού
συστήματος που θα προκληθούν από την ανεξέλεγκτη χρήση της.
Μορφίνη. Απομονώθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 19ου αιώνα. Ισχυρό αναλγητικό με
εκτεταμένη ιατρική χρήση, κυρίως για την αντιμετώπιση του μετεγχειρητικού άλγους.
Προκαλεί ισχυρή εξάρτηση, ανοχή και δυσκοιλιότητα.
Κωδεΐνη. Παλαιότερα χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα ως αντιβηχικό και ήπιο αναλγητικό. Έχει
μικρή ευφοριογόνο δράση. Προκαλεί δυσκοιλιότητα.
Οβιπαρίνη. Βρίσκεται σε κάποιες ποικιλίες της μήκωνος υπνοφόρου. Μεταβολίζεται σε
θηβαΐνη, που με τη σειρά της μεταβολίζεται σε μορφίνη.
Φαιντανύλη. Συνθετικό οπιοειδές, 75-125 φορές ισχυρότερο από τη μορφίνη.
Χρησιμοποιείται στην αναισθησιολογία. Ισχυρό αναλγητικό και κατασταλτικό της αναπνοής.
Εξόχως επικίνδυνο. Τσιρότα φαιντανύλης χρησιμοποιούνται ως παυσίπονα στους
καρκινοπαθείς. Γρηγορότερη έναρξη δράσης αλλά μικρότερης διάρκειας από τη μορφίνη,
γιατί ανακατανέμεται γρήγορα στους ιστούς.
Τραμαδόλη. Συνθετικό οπιοειδές, ανάλογο της κωδεΐνης, με επιπρόσθετη μονοαμινεργική
δραστηριότητα, αφού αναστέλλει την επαναπρόσληψη σεροτονίνης και νοραδρεναλίνης,
ενώ ενισχύει την α2-αδρενεργική δραστηριότητα. Προκαλεί αναλγησία, χωρίς αναπνευστική
καταστολή και ευφορία.
Βουτορφανόλη. Ημισυνθετικό οπιοειδές. Έχει μ-οπιοειδή δραστηριότητα, και ενώ η
εξαρτησιογόνος δράση της είναι σαφώς κατώτερη της μορφίνης, τα στερητικά φαινόμενα
είναι παρόμοια. Έχει χρησιμοποιηθεί ως αντιημικρανιακό και μετεγχειρητικό αναλγητικό σε
μερικές χώρες.
Διάγνωση. Διαγνωστικό θέμα τίθεται στις περιπτώσεις απόκρυψης από τον ασθενή. Δεν
αναφέρεται στη βιβλιογραφία κάποια απλή και απαλλαγμένη από παρενέργειες διαδικασία
για τη διάγνωση της εξάρτησης από οπιοειδή. Είναι δυνατόν να ανιχνευθούν στα ούρα. Έχει
επίσης βρεθεί ότι η δοκιμασία ενστάλαξης διαλύματος ναλοξόνης στον επιπεφυκότα
προκαλεί σαφή και ομόπλευρη μυδρίαση σε χρήστες οπιοειδών (Auriacombe 1997) και
φαίνεται να είναι αξιόπιστη δοκιμασία εξακρίβωσης της χρήσης οπιοειδών. Ωστόσο ο
έμπειρος κλινικός καθοδηγούμενος από την εμφάνιση, την ομιλία, τα συμπτώματα, τον
τρόπο ζωής, τα κίνητρα και αιτήματα του εξεταζόμενου είναι δυνατον να προσεγγίσει
σημαντικά την διάγνωση.
584
Θεραπεία. Το κλισέ «μια φορά εξαρτημένος πάντα εξαρτημένος» έχει ορθώς αμφισβητηθεί.
Ο εξαρτημένος έχει πάντοτε δυνατότητες απεξάρτησης. Όταν το πρόβλημα της εξάρτησης
ήταν περιορισμένο (μέχρι τη δεκαετία του ’60), την ευθύνη της θεραπείας των οπιομανών
ανελάμβαναν ακόμη και γενικοί ιατροί και παθολόγοι οι οποίοι αντιμετώπιζαν όλες τις
εξαρτήσεις, αν και οι αλκοολικοί είχαν προχωρήσει στην οργάνωση συγκεκριμένων
θεραπευτικών προγραμμάτων (Ανώνυμοι Αλκοολικοί) ήδη από τη δεκαετία του ’30. Από τη
δεκαετία του ’60 η θεραπευτική αντιμετώπιση των εξαρτήσεων στις περισσότερες πέρασε
στη δημόσια ιατρική. Δημιουργήθηκαν ειδικά κέντρα απεξάρτησης, τα περισσότερα (όπως οι
υπηρεσίες του ΟΚΑΝΑ και του ΚΕΘΕΑ στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του ’80) εκτός των
κλασικών ψυχιατρικών υπηρεσιών. Στόχος της θεραπείας είναι η πλήρης και συνεχής
διακοπή της λήψης της εθιστικής ουσίας. Η απεξάρτηση ωστόσο είναι επώδυνη (αν και
καθόλου επικίνδυνη) διαδικασία για τον χρήστη και τους οικείους του και η πιθανότητα
επιτυχίας μικρή. Οι θεραπευτές θα πρέπει να παλέψουν και με τα πελώρια προβλήματα που
προκύπτουν από τη βαθιά διαταραγμένη προσωπικότητα των εξαρτημένων, που σε σχέση
με αυτήν πολύ λιγότερο προβληματική είναι η ίδια η εξάρτηση. Η διαδικασία της
απεξάρτησης αρχίζει όταν ο χρήστης ενταχθεί σε προγράμματα απεξάρτησης τα οποία
συνήθως συνδυάζονται με προγράμματα κοινωνικής επανένταξης.
Η θεραπεία είναι δυνατόν να γίνει με σταδιακή (ή προτιμότερο απότομη) μείωση και
διακοπή της λήψης, με χορήγηση ανταγωνιστών των οπιοειδών, ή με υποκατάσταση της
ουσίας από κάποιο άλλο φάρμακο, π.χ. μεθαδόνη. Η θεραπεία με υποκατάστατα (κυρίως
μεθαδόνη και βουπρενορφίνη) θεωρείται μια πρώτης γραμμής θεραπευτική επιλογή και,
παρά τις επιφυλάξεις, έχει επικρατήσει. Τα επίσημα θεραπευτικά προγράμματα
υποκατάστασης έχουν χαμηλό επίπεδο επιτυχίας, γύρω στο 10%. Στους ανταγωνιστές των
οπιοειδών περιλαμβάνονται η ναλοξόνη, η ναλτρεξόνη και η κυκλιζίνη. Η ναλοξόνη
χρησιμοποιείται στα τμήματα επειγόντων περιστατικών ως αντίδοτο στην υπερβολική
δοσολογία από οπιοειδή. Θα πρέπει επίσης να είναι δυνατόν να την προμηθεύονται οι
χρήστες ηρωίνης στον δρόμο και έτσι να σώζονται ζωές που κινδυνεύουν από
υπερδοσολογία (Dettmer et al 2001).
Η κοινωνική αποκατάσταση των τοξικομανών πρέπει να αρχίσει αμέσως μόλις
ζητήσουν βοήθεια για απεξάρτηση. Σκοπός της είναι να κινητοποιήσει τον εξαρτημένο ώστε
να απομακρυνθεί όχι μόνο από την ουσία αλλά και από την υποκουλτούρα των ναρκωτικών
και να αναπτύξει νέες κοινωνικές επαφές και σχέσεις χωρίς τις οποίες οι προσπάθειες για
φυσική και ψυχολογική απεξάρτηση θα αποτύχουν. Θα χρειαστεί να συνεχιστεί η υποστήριξη
για μεγάλο χρονικό διάστημα. Παρέμβαση στην οικογένεια και προσπάθειες για κοινωνική
αποκατάσταση είναι σημαντικοί θεραπευτικοί παράγοντες. Η κοινωνική εργασία πρέπει να
κατευθυνθεί προς τους βασικούς συνδετικούς κρίκους του χρήστη – οικογένεια, φίλοι,
εργοδότες. Τα περισσότερα προγράμματα απεξάρτησης εφαρμόζονται στις θεραπευτικές
κοινότητες. Αυτές είναι μικρές κοινωνίες με ειδικά μελετημένο πρόγραμμα κοινών
δραστηριοτήτων μέσα από τις οποίες καλλιεργείται η ειλικρινής και άμεση ανθρώπινη
επικοινωνία και αναπτύσσονται αισθήματα αλληλεγγύης και συντροφικότητας (βλ. σχετικό
κεφάλαιο). Οι θεραπευτικές κοινότητες εξυπηρετούν ένα πολύ μικρό ποσοστό εξαρτημένων
(λιγότερο του 5%). Παρά το ότι η αποτελεσματικότητα της θεραπείας και επανένταξης είναι
πολύ μικρή, έχει δημιουργηθεί η εσφαλμένη εντύπωση στο κοινό ότι η εισαγωγή σε μια
μονάδα απεξάρτησης λύνει το πρόβλημα του τοξικομανούς. Η οργάνωση και συντήρηση
μονάδων απεξάρτησης απορροφά τεράστια ποσά και η σύγκριση μεταξύ κόστους και
αποτελέσματος προκαλεί θλίψη. Τα τελευταία χρόνια οι μονάδες αυτές έχουν μετατραπεί σε
τόπους επαγγελματικής αποκατάστασης ανέργων επαγγελματιών ψυχικής υγείας. Θα πρέπει
να επισημανθεί ότι οι περισσότεροι τοξικομανείς δεν απεξαρτώνται σε ειδικά κέντρα αλλά
μόνοι τους όταν αποκτήσουν τις απαιτούμενες γι’ αυτό δυνάμεις.
Πέραν της αντιμετώπισης της εξάρτησης επιβάλλεται και η κατανόηση του βαθμού
πιθανότητας υποτροπής, διότι εκείνο που έχει σημασία είναι η διατήρηση της αποχής που
κερδήθηκε από τον εξαρτημένο. Και αυτό είναι το βασικό πρόβλημα στη θεραπεία όλων των
εξαρτήσεων. Σε αντίθεση με την ευκολία με την οποία επιτυγχάνεται η αποχή και διατηρείται
για κάποιο διάστημα, η σταθερή εμπειρία όλων των προσπαθειών απεξάρτησης συνίσταται
585
στο ότι τελικώς οι περισσότεροι χρήστες υποτροπιάζουν αργά ή γρήγορα, και αυτό
ανεξάρτητα από το είδος θεραπείας που εφαρμόζεται. Πολλοί τοξικομανείς είναι σε θέση να
κάνουν αποχή για μεγάλα διαστήματα μέχρι να υποτροπιάσουν και να αρχίσουν πάλι τη
χρήση. Είναι δεδομένο ότι οι τοξικομανείς μπορούν να σταματούν τη λήψη επανειλημμένως
και αργότερα να την ξαναρχίζουν. Οι «αυτοελεγχόμενοι» χρήστες ηρωίνης αποτελούν κοινό
τόπο και η συχνότητά τους είναι πολύ μεγάλη (Graeven and Folmer 1977). Αρκετές εργασίες
αναφέρονται σε περιπτώσεις ανθρώπων που χρησιμοποιούσαν με διαλείμματα ηρωίνη για
πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς να παρουσιάσουν φυσική εξάρτηση, καθώς και σε
περιπτώσεις άλλων που είχαν μεν εξαρτηθεί, αλλά στη συνέχεια κατάφεραν να περιορίσουν
ή να διακόψουν ολοκληρωτικά τη χρήση ναρκωτικών, ασφαλώς με τη δική τους θέληση και
με πολλή προσωπική προσπάθεια. Αναδρομικά, η συλλογική ένδειξη μοιάζει πειστική:
επαναλαμβανόμενη λήψη ηρωίνης δεν οδηγεί κατά κανόνα σε ψυχαναγκαστική χρήση, και η
εξάρτηση, όταν συμβαίνει, δεν θα πρέπει να εξισωθεί με διά βίου τάση για υποτροπές. Οι
υπηρεσίες έρχονται σε επαφή με αυτούς που δεν μπορούν να διακόψουν τη χρήση. Αλλά
υπάρχουν και άλλοι που το ελέγχουν και μπορούν να το κόψουν και αυτοί δεν προσφεύγουν
στις υπηρεσίες και έτσι δεν καταγράφονται.
Πρόγνωση και πορεία. Η υποτροπή της εξάρτησης σχετίζεται με την επαφή του πρώην
χρήστη με καταστάσεις υψηλού κινδύνου, όπως τακτικές συναντήσεις με ενεργούς χρήστες,
ευκολία πρόσβασης στην ουσία, και επίμονες διαπροσωπικές και συναισθηματικές
δυσκολίες. Σε μια μελέτη παρακολούθησης 581 οπιομανών σε βάθος χρόνου 33 ετών (Hser
et al 1993) βρέθηκαν τα εξής ενδιαφέροντα: Η πλειονότητα των εξαρτημένων άρχισε τη λήψη
πριν από την ηλικία των 20 ετών, ενώ η μέση ηλικία της πρώτης εισαγωγής τους σε
πρόγραμμα απεξάρτησης ήταν η ηλικία των 25,4 ετών. Τριάντα τρία χρόνια μετά την έναρξη
της παρακολούθησης 27,6% των ατόμων είχαν πεθάνει, ενώ 25,0% είχαν απεξαρτηθεί.
Λιγότερο του 10%, σε κάθε ετήσια μέτρηση, συμμετείχαν σε κάποιο πρόγραμμα
απεξάρτησης. Σε μια πιο πρόσφατη μελέτη παρακολούθησης επίσης 33 ετών (Nehkant et al
2005), 22% των χρηστών είχαν πεθάνει, 42% απείχαν από τη χρήση ουσιών για διάστημα
μεγαλύτερο των 10 ετών, 10% έπαιρναν μεθαδόνη και θεωρήθηκαν χρήστες. Οι
περισσότεροι θάνατοι δεν οφείλονται μόνο στη χρήση νοθευμένης ηρωίνης αλλά σε
υπερδοσολογία συνδυασμού ηρωίνης, ηρεμιστικών και αλκοόλ.
άνω και των κάτω άκρων, απώλεια του προσανατολισμού σε χώρο, χρόνο και πρόσωπα.
Έχει χρησιμοποιηθεί, κατά τη δεκαετία του ’50, σε ψυχαναλυτικής εμπνεύσεως
ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες (Καυκαλίδης 1980) επειδή, κατά τους υποστηρικτές αυτής της
τεχνικής, προκαλεί «επέκταση του πεδίου της συνείδησης». Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού
Πολέμου η CIA διενήργησε μυστικά πειράματα μελέτης και ελέγχου της ανθρώπινης
συμπεριφοράς σε ανύποπτους ανθρώπους που έλαβαν (LSD) προκαλώντας και μερικούς
θανάτους. Επικεφαλής αυτού του προγράμματος ήταν ο πρόεδρος της Αμερικανικής
Ψυχιατρικής Εταιρείας καθηγητής Cameron.
Μεσκαλίνη. Προέρχεται από μια σειρά ψυχοδραστικών κάκτων της Λατινικής Αμερικής (Pe-
yote, San Pedro κλπ) με ενεργό ουσία την τριμεθοξυφεναιθυλαμίνη. Σπανίως βρίσκεται
στις αγορές του δρόμου επειδή το κόστος της είναι απαγορευτικό· στις περισσότερες
περιπτώσεις άλλες ουσίες, μερικές φορές πολύ επικίνδυνες, πλασάρονται ως μεσκαλίνη.
Έχει χρησιμοποιηθεί σε θρησκευτικές τελετουργίες από τους Ινδιάνους της Αμερικής.
Προκαλεί ψευδαισθήσεις και εκστασιακά βιώματα. Σε μεγάλες δόσεις προκαλεί έμετο.
Ψιλοκυβίνη. Τα μανιτάρια του δηλητηριώδους είδους ψιλοκύβη (Psilocybe Semilanceata)
περιέχουν αμίνες που προκαλούν ψευδαισθήσεις (ψυχωσεομιμητικές αμίνες), την ψιλοσίνη
και την ψιλοκυβίνη που είναι παράγωγα της τρυπταμίνης. Τα συμπτώματα μοιάζουν με του
LSD: διαταραχές της αφής, της ακοής και της οράσεως, ψευδαισθήσεις σχημάτων και
χρωμάτων, συναισθηματική διέγερση, ευφορία, άγχος και επεισόδια γέλωτος, μυδρίαση,
αταξία, διαταραχές του προσανατολισμού, πυρετός και σπασμοί. Και άλλα μανιτάρια, όπως
η Amanita Muscaria και η Amanita Pantherina, έχουν ισχυρές ψευδιασθησιογόνες
ιδιότητες.
Φαινυλκυκλιδίνη. Ανήκει στα κτηνιατρικά αναισθητικά. Χρησιμοποιείται από τους
ουσιοχρήστες, κυρίως για την πρόκληση ψευδαισθήσεων. Στην αγορά κυκλοφορεί με το
όνομα PCP. Συνήθως πωλείται ως μεσκαλίνη ή ψιλοκυβίνη. Σε μικρές δόσεις προκαλεί
υπνηλία και μούδιασμα στο σώμα, που ακολουθείται από αναλγησία και αναισθησία.
Εμφανίζεται ακόμη αποσυντονισμός των κινήσεων, διπλωπία, ζάλη, ταχυκαρδία και
αύξηση της αρτηριακής πιέσεως, που σε μεγαλύτερες δόσεις πέφτει. Συνυπάρχουν και
άλλα συμπτώματα και σημεία, όπως δυσαρθρία, αταξία και νυσταγμός, σιελόρροια,
μυδρίαση. Σε μερικές περιπτώσεις εμφανίζεται βαρεία ναυτία και υπερεμεσία. Σε
μεγαλύτερες δόσεις εμφανίζονται διέγερση και επιληπτικοί σπασμοί. Είναι δυνατόν να
προκαλέσει ισχυρές εμπειρίες άκρως τρομακτικές, αίσθημα επικείμενου θανάτου,
διαταραχές της εικόνας του σώματος (π.χ. ότι χάθηκε το βάρος του ή ότι μίκρυνε πάρα
πολύ), ενώ είναι συχνά τα ψυχωσικά επεισόδια με σχιζοφρενικόμορφη κλινική εικόνα.
Κεταμίνη. Ανήκει και αυτή στις κυκλιδίνες. Σύνθετες εμπειρίες με παραθανάτιες εμπειρίες
(Near Death Experiences) έχουν αναφερθεί τόσο στην ψυχαγωγική όσο και στην ιατρική
χρήση αυτού του αναισθητικού και ψυχοαποσυνδετικού φαρμάκου (Rogo 1984). Δεν
φαίνεται να προκαλεί σοβαρή εξάρτηση και δεν έχουν αναφερθεί στερητικά.
Khat. Ο θάμνος Catha Edulis ή θάμνος khat που βρίσκεται στη Ν. Υεμένη και στο Κέρας της
Αφρικής περιέχει τα αλκαλοειδή καθινόνη και καθίνη, που συγγενεύουν με την εφεδρίνη,
την νορ-εφεδρίνη και κάποια αμφεταμινοειδή. Τα φύλλα του θάμνου μασώνται ή πίνονται
ως αφέψημα (τσάι της Αβησσυνίας) μέσα στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινωνικής ζωής
αυτών των περιοχών, αλλά τα τελευταία χρόνια η συνήθεια διαδόθηκε και στις
βιομηχανικές χώρες. Κατά τη χρήση προκαλείται μια ονειροειδής κατάσταση με
ομιλητικότητα ή λογόρροια και ενεργητικότητα, που τη διαδέχονται απάθεια, απώλεια της
όρεξης για φαγητό και καταθλιπτικό συναίσθημα. Έχουν αναφερθεί και ψυχωσικά
σύνδρομα. Στα σωματικά συμπτώματα περιλαμβάνονται αϋπνία, ταχυκαρδία, αύξηση της
αρτηριακής πίεσης και της θερμοκρασίας του σώματος.
Διαλυτικές ουσίες. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν ουσίες όπως τα διαλυτικά που βρίσκονται
στις συγκολλητικές κόλλες, στις χρωστικές ύλες, στα προϊόντα με μορφή αεροσόλ και
διάφοροι υδρογονάνθρακες. Η χρήση υδρογονανθράκων (βουτάνιο, εξάνιο, πεντάνιο κ.λπ.)
προκαλεί συμπτώματα που μοιάζουν με εκείνα της αλκοολικής μέθης, σε συνδυασμό με
διαστρέβλωση των προσλαμβανόμενων ήχων και βουητό στα αυτιά. Σε μεγαλύτερες δόσεις
είναι δυνατόν να εμφανισθούν επιληπτικές κρίσεις, ντελίριο, κώμα και μόνιμες εγκεφαλικές
587
βλάβες. Στην κλασική μορφή αυτού του είδους εξάρτησης ανήκει η εισπνοή αιθέρα, που την
εφάρμοζαν οι φοιτητές της ιατρικής και οι κυρίες της ανώτερης κοινωνίας κατά τα τέλη του
19ου αιώνα και η οποία αργότερα, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, χρησιμοποιήθηκε
από στρατιώτες ως υποκατάστατο του οινοπνεύματος. Η εξάρτηση από διαλυτικές ουσίες,
κυρίως υδρογονάνθρακες με βάση την τολουένη, έχει αναγνωρισθεί ως σοβαρό πρόβλημα
εδώ και αρκετές δεκαετίες μεταξύ παιδιών και εφήβων. Η επαφή με τις ουσίες αυτές γίνεται
κατά τη χρήση συγκολλητικών μέσων στη σχολική εργασία. Καταστολή του ΚΝΣ, οίδημα των
βλεννογόνων, αιματολογικές διαταραχές, εγκεφαλικές, νεφρικές και ηπατικές δυσλειτουργίες
είναι δυνατόν να προκληθούν.
Φρέον. Τα αεροζόλ που περιέχουν φρέον προκαλούν ζάλη, ασυγκράτητο γέλιο και
ψευδαισθήσεις που διαρκούν για πολύ μικρό διάστημα (γύρω στα 5-10 λεπτά). Η κατάχρηση
παρατηρείται σε παιδιά του σχολείου 12-15 ετών και είναι μάλλον σπάνια. Σε χρόνια χρήση
προκαλούν αναπνευστικές διαταραχές, λόγω ινώσεως των πνευμόνων. Εχουν αναφερθεί
θάνατοι απόκοιλιακή μαρμαρυγή.
Κοκαΐνη. Αλκαλοειδές ευρισκόμενο στα φύλλα του φυτού Erythroxylon Coca της νοτίου
Αμερικής. Τα 4/5 της παγκόσμιας παραγωγής προέρχονται από την Κολομβία.
Απομονώθηκε και έλαβε την ονομασία της το 1860. Παράγεται συνθετικώς και από την
εκγονίνη. Αρχικώς χρησιμοποιήθηκε ως τοπικό αναισθητικό. Κυκλοφορεί ως υδροχλωρική
κοκαΐνη (υδατοδιαλυτό κρυσταλλικό άλας) και ως ελεύθερη βάση κοκαΐνης σε σκόνη που δεν
είναι υδατοδιαλυτή αλλά καπνίζεται (το κρακ). Συνήθως εισπνέεται από τη μύτη, αλλά
σπανιότερα λαμβάνεται και ενδοφλεβίως. Εδώ και περισσότερα από 100 χρόνια από τότε
που ο Freud χρησιμοποίησε και συνέστησε τη χρήση της, η εξάρτηση από την κοκαΐνη έχει
εξελιχθεί σε επιδημία. Σε αντίθεση με την ηρωίνη, τα εξαρτημένα από την κοκαΐνη άτομα
ανήκουν στα εύπορα κοινωνικά στρώματα, στους καλλιτέχνες και στους πολιτικούς.
Χρησιμοποιείται επίσης από τους επιχειρηματίες, που χρειάζονται μεγάλες ταχύτητες, ως
μέσο για να κερδίζουν χρόνο και να καταρρίπτουν ρεκόρ μέσα στο ξέφρενο κυνήγι της
οικονομικής και κοινωνικής τους ανόδου. Η εκτεταμένη χρήση της από αυτά τα
κουρελιασμένα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας και η εμπλοκή θεσμικών και εξωθεσμικών
μηχανισμών στους πολέμους παράνομης διακίνησής της, την έχουν καταστήσει πανάκριβη
οδηγώντας σε εξαχρείωση ένα πλήθος κοινωνικών και θεσμικών ομάδων: η διακίνησή της
γίνεται από ασφαλέστερα κανάλια, ενώ και οι μαφίες που την ελέγχουν κατάφεραν να
διαβρώσουν σε σημαντικό βαθμό τις διωκτικές και άλλες αρχές, έτσι ώστε να
ανακυκλώνονται οι ποσότητες που κατάσχονται.
Η κοκαΐνη αυξάνει τη δραστηριότητα του ΚΝΣ διά της απελευθερώσεως ντοπαμίνης.
Αυξάνει τη δράση των κατεχολαμινών μέσω αναστολής της ΜΑΟ, με αποτέλεσμα την
πρόκληση γενικευμένης υπερδραστηριότητας του συμπαθητικού συστήματος. Αυξάνει τη
βιοδιαθεσιμότητα της σεροτονίνης προκαλώντας αναστολή της επαναπρόσληψής της. Έχει
ισχυρή τοπική αναισθητική και αγγειοσυσταλτική δράση όταν εφαρμόζεται σε βλεννογόνους
(της ρινός ή του στόματος). Σε γενικές γραμμές η δράση της είναι αρχικώς οδωτική των
λειτουργιών του ΚΝΣ και αργότερα ανασταλτική. Αρχικά προκαλεί ευφορία, αίσθημα αύξησης
των σωματικών και ψυχικών ικανοτήτων. Αργότερα πυροδοτεί την εκδήλωση δυσφορικών
βιωμάτων άγχους και ευερεθιστότητας, τα οποία δυνατόν να συνοδεύονται και από
ακουστικές, απτικές και μικροοπτικές ψευδαισθήσεις. Η ενδοφλέβια χορήγησή της προκαλεί
«οργασμική ηδονή» και μπορεί να επαναλαμβάνεται σε σύντομα χρονικά διαστήματα (15-30
λεπτών). Η στέρηση εκδηλώνεται με ατονία, σωματική κόπωση, καταθλιπτικά συμπτώματα.
Η συσχέτιση μεταξύ ψυχοκαταπόνησης και κατάχρησης ουσιών υποστηρίζεται από
μελέτες που δείχνουν ότι η χορήγηση κοκαΐνης προκαλεί φυσιολογικές αντιδράσεις, όπως
έκκριση αδρεναλίνης και κορτικοστεροειδών καθώς και ψυχολογική υπερεγρήγορση, όπως
αυτή που προκαλείται από περιβαλλοντικούς στρέσορες. Διακοπή λήψης της κοκαΐνης σε
χρόνιους εξαρτημένους χρήστες συνδέεται με παρατεταμένες διαταραχές της λειτουργίας του
υποθαλαμο-υποφυσεο-επινεφριδιακού άξονα, που μοιάζουν με εκείνες που παρατηρούνται
588
Καφεΐνη. Είναι ψυχοκινητικώς οδωτική ουσία. Αυξάνει το αίσθημα εγρήγορσης, αλλά ίσως
όχι και την επίδοση και απόδοση. Σε μεγάλες δόσεις προκαλεί νευρικότητα και τρόμο.
Σύνδρομο στέρησης έχει περιγραφεί με κεφαλαλγίες, αίσθημα κοπώσεως, κατάθλιψη και
βραδυψυχισμό (Silverman et al 1992).
Βενζοδιαζεπίνες (για τις φαρμακολογικές ιδιότητες και τις θεραπευτικές χρήσεις τους βλ.
σχετικό κεφάλαιο). Παρά το ότι η συνταγογράφηση των βενζοδιαζεπινών έχει μπει σε κάποια
τάξη τα τελευταία χρόνια, η κατάχρησή τους συνεχίζει να εξαπλώνεται, αν και με
βραδύτερους ρυθμούς. Οι γυναίκες μέσης ηλικίας είναι η πλέον ευάλωτη ομάδα. Συχνά οι
βενζοδιαζεπίνες συνδυάζονται με οινόπνευμα. Αυτός ο συνδυασμός μπορεί να προκαλέσει
καταστολή της αναπνευστικής λειτουργίας ή να οδηγήσει τον χρήστη σε τροχαία ή άλλα
ατυχήματα. Τα στερητικά συμπτώματα περιλαμβάνουν υπερευαισθησία στο φως και τον
589
θόρυβο, διαταραχές της συγκέντρωσης, της προσοχής και της μνήμης, ανησυχία,
νευρικότητα, τρόμο, άγχος, εφιδρώσεις, μυαλγίες, αϋπνία, επιληπτικές κρίσεις. Η σταδιακή
υποκατάσταση με προπρανολόλη είναι συνηθέστερη μέθοδος απεξάρτησης, αλλά ίσως είναι
απαραίτητη και η χορήγηση ενός αντιεπιληπτικού, π.χ. καρβαμαζεπίνης, για μερικές
εβδομάδες (Cantopher et al 1990).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ Η. (1981). Οι συνέπειες της ποινικής αντίδρασης στη χρήση ναρκωτικών. Σύγχρονα Θέματα 13:
ΚΑΥΚΑΛΙΔΗΣ Αθ. (1980). Η γνώση της μήτρας. Η αυτοψυχογνωσία με ψυχοδηλωτικά φάρμακα. Αθήνα, εκδ.
Ολκός.
ΚΟΚΚΕΒΗ Α, ΣΤΕΦΑΝΗΣ Κ. (1994). Τα Ναρκωτικά στην Ελλάδα: Η διαχρονική πορεία της χρήσης. Εκδόσεις
ΕΠΙΨΥ και ΕΚΤΕΠΝ
ΛΙΑΠΠΑΣ Ι. (1992). Ναρκωτικά. Εθιστικές ουσίες. Κλινικά προβλήματα, αντιμετώπιση. Αθήνα, Πατάκη.
ΜΑΔΙΑΝΟΣ Μ, ΛΙΑΚΟΣ Α. (1980). Επιδημιολογικά στοιχεία του αλκοολισμού στην Ελλάδα και οι επιπτώσεις
τους στον σχεδιασμό πρόληψης του. Εγκέφαλος 17:104-108.
ΜΑΡΣΕΛΟΣ Μ. (1989). Η μυθολογική διάσταση των νεανικών θανάτων από ναρκωτικά. Τετρ Ψυχιατρ 27:53-68.
ΜΑΤΣΑ ΣΚ. (1997). Ο τοξικομανής και η οικογένειά του. Χαρακτηριστικά, σχέσεις, και δυναμικά του συστήματος.
Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιατρική Σχολή.
ΜΑΤΣΑ ΣΚ. (2002). Ψάξαμε για ανθρώπους και βρήκαμε σκιές. Αθήνα, Άγρα.
ΜΙΧΑΛΑΡΕΑΣ Η. (2006). Η γεωγραφία του λαθρεμπορίου στην Ελλάδα. Το λαθρεμπόριο της κάνναβης. Τετρ
Ψυχιατρ 96:186-190.
ΜΩΡΟΣ Ν. (1987). Μελέτη των χρηστών ηρωίνης και άλλων ψυχοτρόπων ουσιών οι οποίοι απευθύνονται σε
ψυχιατρικές υπηρεσίες. Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιατρική Σχολή.
ΣΤΡΙΓΓΑΡΗΣ. (1938). Χασίς.
ΥΦΑΝΤΗΣ Θ. (1989). Οινοπνευματώδη ποτά και μαθητόκοσμος. Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Ιωάννινα, Διδακτορική Διατριβή.
ΦΡΑΓΚΙΔΗΣ Χ. (1989). Κάπνισμα και μαθητόκοσμος. Χρήση, γνώσεις, στάση. Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων. Ιωάννινα, Διδακτορική Διατριβή.
AURIACOMBE M et al. (1997). The naloxone conjunctival test: an underused tool? A review of the available data
Eur Psychiatry 12:255-258
BABOR TF, HOFFMAN M, DelΒΟCA FK, et al. (1992). Types of alcoholics I. Arch. Gen. Psych. 49(8):599-608.
BLOCK RI, GHONEIM MM. (1993). Effects of chronic marijuana use on human cognition. Psychopharmacology
110:219-228.
BRESLAU N, KILBEY MM, ANDRESKI P. (1991). Nicotine dependence, major depression, and anxiety in young
adults. Arch. Gen. Psychiatry, 48:1069-1074.
CANTOPHER T, OLIVIERI S, CLEAVE N, EDWARDS JG. (1990). Chronic benzodiazepine dependence. A
comparative study of abrupt withdrawal under propranolol cover versus gradual withdrawal. Br. J. Psychiatry,
156:406-411.
CLONINGER CR, BOHMAN M, SIGVARDSSON S. (1981). Inheritance of alcohol abuse. Arch Gen Psychiatry
38:861-868.
DETTMER K et al. (2001). Take home naloxone and the prevention of deaths from opiate overuse. Two pilot
schemes. BMJ 322:895-96.
FENICHEL O. (1945). The Psychoanalytic theory of Neurosis. Norton, N.Y.
FINNEY JW, MOOS RH. (1991). The Long-Term course of treated alcoholism: I. Mortality, Relapse and Remis-
sion rates and comparisons with community controls. J for Studies on Alcohol 22(1):44-54.
FRIEDMAN AS, UTADA A, GLICKMAN NW, MORRISSEY MR. (1987). Psychopathology as an antecedent to,
and as a “consequence” of, substance use, in adolescence. J. Drug Educ. 17(3):233-244.
GRAEVEN DB, FOLMER W. (1977). Experimental heroin users: an epidemiologic and psychosocial approach.
Am J Drug Alcohol Abuse 4:365-375.
GROF S, GOODMAN LE, RICHARDS WA, KURLAND AA. (1973). LSD-assisted psychotherapy in patients with
terminal cancer. Int Pharmacopsychiatry 8(3):129-44.
GROTENHERMEN F. (2005). Cannabinoids. Curr Drug Targets CNS Neurol Disord. Oct;4(5):507-30. Review.
HENRY J, LEGER L. (1976). Les hommes se droguent. L’ Etat se renforce. Champ Libre.
HOLMES SJ. (1964). Chemical comforts and man. Canad Ment Hlth Suppl 44
590
HSER YL, ANGLIN MD, POWERS K. (1993) A 24-year follow-up of California narcotics addicts. Arch Gen Psy-
chiatry 50(7):577-84.
HUXLEY A. (1932). New Brave World. Penguin.
HUXLEY A. (1963). The doors of perception. Harper and Row, N.Y.
KHANTZIAN EJ. (1985). The self-medication hypothesis of addictive disorders: focus on heroin and cocaine de-
pendence. Am. J. Psychiatry, 142(11):1259-1264.
KOSTEN TR, O’CONNOR PG. (2003). Management of Drug and Alcohol Withdrawal. N Engl J Med 348:1786-
95.
MacCOUN RJ. (1993). Drugs and the Law: a psychological analysis of drug prohibition. Psychological Bulletin
113:497-512.
MARTIN JE, INGLIS J. (1965). Pai tolerance and narcotic addiction. Br J Soc Clin Psychol 4:224-229.
McGUE M, PICKENS RW, SVIKIS DS. (1992). Sex and age effects on the inheritance of alcohol problems: a twin
study. J Abnormal Psychol. 101:3-17.
MILLS J. (2007). Drugs and Empires: Essays in modern imperialism and intoxication, Book (editor) with Patricia
Barton, Palgrave Macmillan.
MUELLER PD, BENOWITZ NL, OLSON KR. (1990). Cocaine. Emergency Medicine Clinics of North America
8(3):481-493.
MUSTO DF. (1999). The mystery of addiction. Lancet 354.
NATIONAL INSTITUTE OF DRUG ABUSE. (1981). Drug Abuse Prevention,Treatment, and Rehabilitation in Fis-
cal Year 1981. Fourth Annual Report from the Secretary of the Department of Health and Human Services to the
President and Congress of the United States. Rockville, Maryland.
POLLOCK VE. (1992). Meta-analysis of subjective sensutivity to alcohol in sons of alcoholics. Am. J. Psychiatry
149(11):1534-1538.
PRESCOTT CA, KENDLER KS. (1999). Genetic and environmental contributions to alcohol abuse and depend-
ence in a population-based sample of male twins. Am J Psychiatry 156:34-40.
QUICKFALL J, CROCKFORD D. (2006). Brain Neuroimaging in Cannabis Use: A Review. Neuropsychiatry Clin
Neurosci. 18(3):318-32.
RADO S. (1933). The psychoanalysis of pharmacothymia. Psychoanal Q 2:1-23.
REGIER DA, FARMER ME, RAE DS. (1990). Comorbidity of mental disorders with alcohol and other drug abuse:
results from the Epidemiological Catchment Area (ECA) Study. JAMA 264:2511-2518.
ROGO DS. (1984). Ketamine and the near death experience. Anabiosis, 4:87-96.
RON MA. (1977). Brain damage in chronic alcoholism: a neuropathological, neuroradiological and psychological
review. Psychol Med 7:103-112.
SIGVARDSSON S, BOHMAN M, CLONINGER CR. (1996). Replication of the Stockholm Adoption Study of Al-
coholism. Arch Gen Psychiatry 58(8):681-687.
SILVERMAN K, EVANS SM, STRAIN EC, GRIFFITHS RR. (1992). Withdrawal syndrome after the double-blind
cessation of caffeine consumption. N Engl J Med 337:1109-14.
SMITH JM. (1980). Abuse of antiparkinsonian drugs: a review of the literature. J. Clin. Psychiatr. 41:351-354.
SPOHR HL, WILLMS J, STEINHAUSEN HC. (1993). Prenatal alcohol exposure and long-term developmental
consequences. Lancet 341:907-910.
WORLD HEALTH ORGANIZATION. (1983). Measures to assess drug abuse and the health, social and econom-
ic consequences of such abuse: summary of information from 21 countries. Bulletin on narcotics 35(3):19-32.
WORLD HEALTH ORGANIZATION. (1988). Report on Sociocultural factors in drug abuse. Vienna.
WROBLEWSKI BA, LEARY JM, PHELAN AM, WHYTE J, MANNING K. (1992). Methylphenydate and seizure
frequency in brain injured patients with seizure disorders. J. Clin. Psychiatry. 53:86-89.
591
Ένας αριθμός διαταραχών, όπως τραυματισμοί του εγκεφάλου, όγκοι του εγκεφάλου,
εγκεφαλίτις, η χορεία του Huntington, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η επιληψία, είναι γνωστό
ότι προκαλούν ψυχιατρική νόσο με ή χωρίς θόλωση της συνειδήσεως, η οποία συχνά
προσλαμβάνει έναν παρατεταμένο και διακυμαινόμενο χαρακτήρα (Trimble 1981, 1988).
Στην κατηγορία των οργανικών ψυχοσυνδρόμων κατατάσσονται και άλλες οργανικές
καταστάσεις ποικίλης αιτιοπαθογένειας και φαινομενολογίας. Άλλα νοσήματα, για
παράδειγμα το έμφραγμα του μυοκαρδίου, η λοίμωξη του αναπνευστικού κ.λπ., είναι
δυνατόν να προκαλέσουν παθολογικές μεταβολές της εγκεφαλικής λειτουργικότητας. Κάθε
προσβολή του εγκεφάλου –λοιμώδης, τοξική, μεταβολική, από συστηματικά νοσήματα κ.λπ.–
που διαταράσσει τη δομή ή/και λειτουργία του εγκεφάλου, είναι δυνατόν να προκαλέσει
ψυχιατρικές διαταραχές που χαρακτηρίζονται ως οργανικά ψυχοσύνδρομα.
Η πτώση της εγκεφαλικής λειτουργίας, ως συνέπεια οργανικών εγκεφαλικών βλαβών,
εκδηλώνεται με θόλωση της συνείδησης, διαταραχές του προσανατολισμού στον χώρο, στον
χρόνο και στα πρόσωπα, διαταραχές της αντίληψης που εκδηλώνονται με ψευδαισθήσεις και
ψευδαισθητώσεις, διαταραχές των νοηματικών δυνατοτήτων (ικανότητα υπολογισμού,
ικανότητα μαθήσεως, κριτικών ικανοτήτων κ.λπ.), εξασθένηση της μνήμης. Πτώχευση της
προσωπικότητας, παραληρητικές ιδέες, αφασικά, απραξικά φαινόμενα απαρτίζουν τις
ποικίλες εικόνες των οργανικών ψυχοσυνδρόμων, αναλόγως του είδους και του σταδίου στο
οποίο αυτό ευρίσκεται. Η επιδείνωση της κλινικής εικόνας κατά τη νύκτα είναι χαρακτηριστικό
592
γνώρισμα των οργανικών ψυχοσυνδρόμων. Διακρίνονται στα οξέα, στα χρόνια, στις άνοιες
και στις μεταδοτικές εκφυλιστικές ή σπογγοειδείς εγκεφαλοπάθειες, που και αυτές είναι
οργανικά ψυχοσύνδρομα αλλά ταξινομούνται ξεχωριστά λόγω της μεγάλης κλινικής
σημασίας τους. Για τα οξέα οργανικά ψυχοσύνδρομα πιστεύεται ότι η κατάσταση είναι
αναστρέψιμη, ενώ για τα χρόνια μη αναστρέψιμη.
Ντελίριο. Το ντελίριο είναι συχνό μεταξύ των ηλικιωμένων ασθενών που νοσηλεύονται στο
νοσοκομείο με μια συχνότητα που ποικίλλει από 15%-25%, η οποία στους χειρουργικούς
ασθενείς είναι ακόμη υψηλότερη. Συχνότερα παρατηρείται στα γηριατρικά τμήματα, στις
μονάδες εντατικής θεραπείας, στις ορθοπεδικές και ογκολογικές κλινικές. Παρά τη μεγάλη
του συχνότητα, πολλές φορές παραβλέπεται μέσα στην καθημερινή κλινική ρουτίνα (Levkoff
et al 1992), κυρίως λόγω της ποικιλότητας με την οποία εκδηλώνεται η κλινική του εικόνα.
593
Το τρομώδες ντελίριο (delirium tremens) έχει χαρακτηριστική βαρύτατη κλινική εικόνα και
σχετίζεται με στερητικές καταστάσεις κατά τον χρόνιο αλκοολισμό αλλά σε μερικές
περιπτώσεις εμφανίζεται κατά τη διάρκεια μεγάλης οινοποσίας σε χρόνιους πότες. Αν δεν
αντιμετωπιστεί σωστά, έχει θνητότητα 15%-30%, ενώ αν αντιμετωπιστεί lege artis, η
θνητότητα περιορίζεται στο 1%-8% (Turner 1989). Συγχυτική κατάσταση, ανησυχία, αύξηση
της ψυχοκινητικής δραστηριότητας που είναι δυνατόν να φθάσει μέχρι τη διέγερση, συνεχής
μικρός τρόμος των άκρων, υπερπυρεξία, οπτικές ψευδαισθήσεις, φόβος και πανικός είναι τα
κυριότερα συμπτώματα. Θεραπευτικώς χορηγούνται βενζοδιαζεπίνες. Στις χειρουργικές
μονάδες συνηθίζεται ακόμη, παρά το ότι είναι ξεπερασμένη, η χορήγηση αλκοολούχων
ποτών ή η ενδοφλέβια έγχυση οινοπνεύματος για την πρόληψη ή/και θεραπεία του
τρομώδους ντελίριου.
και τελικώς κώμα και θάνατο εξαιτίας εγκεφαλικού εγκολεασμού. Υπονατρία παρατηρείται
στην ψυχογενή πολυδιψία, προκαλείται όμως και από φάρμακα όπως η καρβαμαζεπίνη, η
αλοπεριδόλη, η αμιτρυπτιλίνη, η βρωμοκρυπτίνη, το λίθιο.
Ανοιες. Άνοια είναι μια επίκτητη, προοδευτική, μη αναστρέψιμη έκπτωση της νοητικής
λειτουργίας που εκδηλώνεται με διαταραχές κυρίως της μνήμης αλλά και άλλων ανώτερων
νοητικών λειτουργιών καθώς και της συμπεριφοράς. Οι ανοϊκές νόσοι διαφέρουν από τις
νοητικές υστερήσεις ή ολιγοφρένειες κατά το ότι στις πρώτες η νοημοσύνη έφθασε σε
φυσιολογικά επίπεδα πριν εμφανισθούν τα σημεία εκπτώσεως. Επίσης, σε αντίθεση με
πολλές από τις ολιγοφρένειες που είναι συγγενείς, αυτές είναι επίκτητες. Προκύπτουν από
εγκεφαλική δυσλειτουργία μετά από μια βραδεία και προοδευτική, μη επανορθώσιμη
καταστροφή του φλοιού ή υποφλοιωδών δομών του εγκεφάλου. Στην αφετηρία μιας ανοϊκής
διεργασίας συχνά είναι δυνατόν να βρίσκονται αγγειακές και νευροεκφυλιστικές διαταραχές.
Μεταξύ άλλων λιγότερο συχνών αιτίων περιλαμβάνονται η έλλειψη βιταμινών (Β12, νιασίνη),
ποικίλες τοξικώσεις, η δηλητηρίαση από CO, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η
σκλήρυνση κατά πλάκας, οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, η θυρεοειδική δυσλειτουργία, η
νευροσύφιλη και η προϊούσα γενική παράλυση κ.λπ.
Οι ανοϊκές νόσοι αποτελούν σοβαρό πρόβλημα στις ανεπτυγμένες χώρες με μια
συχνότητα εμφάνισης στους ηλικιωμένους που υπερβαίνει το 15% και συνεχώς αυξάνεται.
Στις ηλικίες άνω των 80 ετών τα ποσοστά φθάνουν το 30% (Skoog et al 1993): 47% εξ
αυτών πάσχει από αγγειακή άνοια, 43% από νόσο Alzheimer και 10% από άνοιες άλλου
τύπου. Η συχνότητα των πασχόντων από άνοια, νοσηλευομένων σε γενικό νοσοκομείο για
άλλη σωματική νόσο, βρέθηκε στο 3,9%, το δε κόστος νοσηλείας τους είναι κατά πολύ
μεγαλύτερο των άλλων ασθενών, όπως επίσης και ο χρόνος παραμονής τους στο
νοσοκομείο (Lyketsos et al 2000). Η τριετής θνητότητα στους ηλικιωμένους πάσχοντες από
άνοια είναι γύρω στο 50%, ενώ το ποσοστό αυτό σε αντίστοιχο υγιή πληθυσμό βρέθηκε στο
23% (Skoog et al 1993).
Οι ψυχικές διαταραχές είναι συχνές στους πάσχοντες από άνοια. Συχνότερες είναι οι
αγχώδεις καταστάσεις, η κατάθλιψη, η ψυχοκινητική ανησυχία, οι διαταραχές του ύπνου και
ποικίλα ψυχωσικά συμπτώματα ή σύνδρομα, καθώς και μεταβολές της προσωπικότητας με
ευπιστία, παιδαριώδη ή ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά, έλλειψη εναισθησίας και
διαταραχές της κριτικής ικανότητος. Σε αντίθεση με τη νοητική επιβάρυνση που επιδεινώνεται
σταδιακά με την πάροδο του χρόνου, τα ψυχοπαθολογικά στοιχεία της νόσου παρουσιάζουν
χαρακτηριστικές διακυμάνσεις. Έχουν ποικίλες εκδηλώσεις και η φύση των νοηματικών και
συμπεριφερικών μεταβολών έχει σχέση με την κατανομή και τη βαρύτητα της εγκεφαλικής
596
Άνοια τύπου Alzheimer. Ο Alzheimer το 1907 παρατήρησε «διάσπαρτες καθ’ όλη την
έκταση του φλοιού, ειδικότερα στις ανώτερες στοιβάδες, αμέτρητες εστίες οι οποίες
προέρχονταν από την εναπόθεση μιας περίεργης ουσίας». Κατά τη δεκαετία του ’80
εξακριβώθηκε η ταυτότητα αυτής της ουσίας. Είναι η β-αμυλοειδής-πρωτεΐνη, μια πρωτεΐνη
αποτελούμενη από 40 αμινοξέα, τμήμα μιας μεγαλύτερου μοριακού βάρους πρωτεΐνης, της
β-προδρόμου αμυλοειδούς-πρωτεΐνης (β-amyloid prodromal peptide, β-APP), η οποία
αποτελείται από 695 αμινοξέα. Η β-APP με τη δράση δύο ενζύμων β- και γ-σεκρετάσης
διασπάται και δίδει την β-αμυλοειδή-πρωτεΐνη, η οποία συσσωρεύεται στον νευρικό ιστό και,
κατά την κυριαρχούσα άποψη, προκαλεί τη νόσο Alzheimer.
Επιδημιολογία. Άνοια τύπου Alzheimer ευθύνεται για τον μεγαλύτερο αριθμό των
περιπτώσεων γεροντικής άνοιας, αν και είναι δυνατόν να εμφανισθεί και πριν από την ηλικία
των 60. Η επικράτησή της στον γενικό πληθυσμό αυξάνεται σημαντικά με την αύξηση της
ηλικίας και κυμαίνεται από 5% για τις ηλικίες 60-75, μέχρι 25% για τις ηλικίες 70-85. Στην
Ελλάδα η επικράτησή της στο σύνολο του γενικού πληθυσμού είναι 0,6% (άλλο ένα 0,3%
αφορά τις υπόλοιπες άνοιες), ενώ τα ποσοστά στις ηλικίες από 70 μέχρι 85+ ανέρχονται από
το 5% στο 36% (Τσολάκη 2001). Σχηματικά θα έλεγε κανείς ότι περί τα 150.000 άτομα στην
597
Ελλάδα πάσχουν από τη νόσο Alzheimer. Είναι ίσως κάπως συχνότερη σε άτομα με χαμηλό
επίπεδο εκπαίδευσης.
από τη νόσο Alzheimer και ίσως εμπλέκονται εκφυλιστικές διεργασίες και σε άλλα
νευρομεταβιβαστικά συστήματα, όπως το νοραδρενεργικό και το σεροτονινεργικό (Perry,
1988).
Από νευροαπεικονιστική άποψη πολύ συχνά, στην αξονική ή μαγνητική τομογραφία,
παρατηρείται ατροφία του φλοιού και διεύρυνση των κοιλιών. Η συσχέτιση, μεταξύ
φλοιώδους ατροφίας, αύξησης του μεγέθους των κοιλιών και νόσου Alzheimer δεν είναι
απόλυτη, αν και είναι οπωσδήποτε τα μέγιστα ενδεικτική, δεδομένου ότι αρκετά άτομα με
φυσιολογικές νοητικές λειτουργίες παρουσιάζουν κάποια φλοιώδη ατροφία και κάποιο βαθμό
διεύρυνσης των κοιλιών.
Θεραπεία. Η θεραπεία της νόσου πιθανώς να μην έχει τεθεί ακόμη ούτε καν στην αφετηρία
της, αν και προσφάτως γίνονται προσπάθειες για τη σύνθεση ουσιών που εμποδίζουν τη
συσσώρευση της β-ΑPP στα νευρικά κύτταρα.
Η χολινεργική θεραπεία είναι πιο αποδοτική κατά τα αρχικά στάδια της νόσου, όταν έχει
επιδεινωθεί η μνήμη αλλά όχι οι άλλες νοητικές και ψυχικές λειτουργίες. Οι χολινεργικές
στρατηγικές περιλαμβάνουν χορήγηση πρόδρομων ουσιών (λεκιθίνη), αύξηση
απελευθέρωσης ακετυλχολίνης (λινοπιρδίνη), χορήγηση αναστολέων της
ακετυλοχολινεστεράσης για να επιτευχθεί μείωση του μεταβολισμού της ακετυλοχολίνης,
καθώς και άμεση διέγερση μουσκαρινικών και νικοτινικών υποδοχέων (βλ. νοοτρόπα). Όλες
όμως οι προσπάθειες κάλυψης της χολινεργικής ανεπάρκειας και ενίσχυσης της κεντρικής
χολινεργικής λειτουργίας δεν έχουν αποδώσει. Εντατικές προσπάθειες βρίσκονται σε εξέλιξη
για την ανάπτυξη ανοσιακών μορφών θεραπείας (Schenk 2002) με τη μορφή εμβολίου.
Καθώς η νόσος προχωρεί, ο ασθενής θα χρειασθεί ιδιαίτερη φροντίδα, την οποία η
σημερινή πυρηνική οικογένεια δεν θα μπορέσει να του προσφέρει. Μόνο οι μεγάλες
οικογένειες είναι σε θέση να προσφέρουν χωρίς να δυσανασχετούν την αγάπη και τη
φροντίδα που χρειάζεται ο ασθενής. Οι σύγχρονες πυρηνικές οικογένειες που ζουν
συνωστισμένες σε διαμερίσματα πολυκατοικιών αντιμετωπίζουν αυτό το έργο ως μια
κολοσσιαία ταλαιπωρία. Ειδικά ιδρύματα περιθάλψεως πασχόντων από τη νόσο Alzheimer
θα χρειασθεί να δημιουργηθούν στο άμεσο μέλλον. Αυτά δεν πρέπει να ταυτίζονται με τα
γηροκομεία, τα οποία επιτελούν άλλο έργο. Στους ανοϊκούς ασθενείς που παρουσιάζουν
ψυχωτική συμπτωματολογία ή διέγερση είναι συνηθισμένη πρακτική να χορηγούνται
νευροληπτικά. Έχει βρεθεί όμως ότι με αυτήν την αντιμετώπιση τριπλασιάζονται οι
πιθανότητες πρόκλησης θανατηφόρου εγκεφαλικού επεισοδίου.
Στους προστατευτικούς παράγοντες συγκαταλέγονται η εκπαίδευση, το επίπεδο
μόρφωσης, τα αντιφλεγμονώδη, τα αντιοξειδωτικά, η αντιμετώπιση της συστολικής
υπέρτασης και τα οιστρογόνα στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, αν και ο προστατευτικός .
Σχετικώς με τα οιστρογόνα έχει υποτεθεί ότι η οιστρογονική υποκατάσταση στις
εμμηνοπαυσιακές γυναίκες ίσως έχει κάποιο προστατευτικό ρόλο κατά της νόσου Alzheimer,
αλλά τα ευρήματα δεν είναι πειστικά (Haines 1998).
Άνοια τύπου σωματίων Lewy. Η άνοια τύπου σωματίων Lewy είναι ένας σχετικώς συχνός
τύπος εκφυλιστικής άνοιας, η διαφοροδιάγνωση του οποίου από τη νόσο Alzheimer είναι
πολύ δύσκολη, αφού και οι δύο συνυπάρχουν στο ίδιο ηλικιακό φάσμα, δηλαδή το γήρας.
Από παθολογοανατομική άποψη στους εγκεφάλους των πασχόντων ανευρίσκονται
ενδονευρονικά πρωτεϊνικά κυτταροπλσματικά συσσωματώματα, τα λεγόμενα σωμάτια Lewy,
ενώ τα νευροϊνιδιακά πλέγματα της νόσου Alzheimer καθώς και οι γεροντικές πλάκες είναι
μάλλον σπανιότερα. Η κατανομή των σωματίων Lewy περιλαμβάνει τον ιππόκαμπο, τους
κροταφικούς λοβούς, την έλικα του προσαγωγίου, τη μέλαινα ουσία, ορισμένες υποφλοιώδεις
περιοχές και τον νεοφλοιό. Από βιοχημική άποψη η έλλειψη της ακετυλοχολίνης είναι
παρόμοια με της νόσου Alzheimer, αλλά υπάρχουν και εκτεταμένες διαταραχές της
ντοπαμινεργικής μεταβίβασης. Οι άνδρες προσβάλλονται συχνότερα από τις γυναίκες και η
κλινική πορεία είναι ταχύτερη της νόσου Alzheimer (McKeith et al 1995). Στην άνοια αυτή η
κατάθλιψη, οι οπτικές και οι ακουστικές ψευδαισθήσεις εμφανίζονται πρωίμως, σε αντίθεση
με τη νόσο Alzheimer στην οποία εμφανίζονται αργότερα, στα προχωρημένα στάδια της
νόσου. Ιδιαίτερα οι οπτικές και οι ακουστικές ψευδαισθήσεις είναι πολύ συχνές και
συνοδεύονται από δευτερογενείς παραληρητικές ιδέες διώξεως. Συχνά είναι τα ανεξήγητα
λιποθυμικά επεισόδια. Μερικοί ασθενείς είναι δυνατόν να παρουσιάζουν μια εικόνα με
κυμαινόμενα επίπεδα εγρήγορσης και γνωσιακών δυνατοτήτων, που θυμίζει ντελίριο ή
παροδική εγκεφαλική ισχαιμία. Τα ανοϊκά συμπτώματα συνοδεύονται και από κινητικές
διαταραχές παρκινσονικού τύπου. Από νευροψυχολογική άποψη φαίνεται ότι οι πάσχοντες
από άνοια τύπου σωματίων Lewy έχουν καλύτερες επιδόσεις στην ανάκληση μνημονικού
600
υλικού, οπωσδήποτε μέσα στο πλαίσιο της βαρείας άνοιας από την οποία πάσχουν, αλλά οι
επιδόσεις τους σε πραξιακά καθήκοντα είναι χειρότερες από εκείνες των πασχόντων από
νόσο Alzheimer (Walker et al 1997). Δεν υπάρχει θεραπεία αυτής της νόσου, όπως και σε
κάθε άνοια, και θα ήταν φρόνιμο σε αυτούς τους ασθενείς να μην υποδειχθεί καμία
θεραπευτική αγωγή αλλά να βελτιωθούν οι συνθήκες γενικότερης φροντίδας τους. Χορήγηση
νευροληπτικών είναι δυνατόν να επιφέρει δραματική επιδείνωση της γνωσιακής και κινητικής
λειτουργικότητος του ασθενούς και όχι σπάνια να προκαλέσει τον θάνατο (McKeith et al
1992).
Γεροντική άνοια. Θα πρέπει να γίνεται διάκριση της γεροντικής άνοιας από τις ήπιες
διαταραχές της νόησης και της μνήμης που παρατηρούνται σε αυτήν την ηλικία χωρίς όμως
να επηρεάζουν σοβαρά την ποιότητα ζωής αυτών των ατόμων. Εμφανίζεται μετά την ηλικία
των 70 ετών και είναι συχνότερη στις γυναίκες. Η εγκεφαλική ατροφία είναι εκτεταμένη, πιο
εκσεσημασμένη στους μετωπιαίους και στους ινιακούς λοβούς. Διαταραχές της προσοχής,
σύγχυση, επεισόδια φόβου, όχι καλά οργανωμένο διωκτικό παραλήρημα είναι τα συχνότερα
συμπτώματα. Ο ασθενής είναι δυνατόν να χάσει τον προσανατολισμό του και να
περιπλανηθεί στους δρόμους προσπαθώντας να βρει το σπίτι του. Τα συμπτώματα
επιδεινώνονται κατά τις βραδινές ώρες.
πτώση της απόδοσης στην εργασία και διαταραχές της προσωπικότητας. Συχνά συγχέεται
με τη νόσο Alzheimer (Μπαλογιάννης 2000). Δεν υπάρχει θεραπεία, η δε πορεία της νόσου
διαρκεί περί τα 5-10 έτη.
Άνοια στη νόσο Huntington. Η νόσος του Huntington (Naarding et al 2001) κληρονομείται
κατά τον αυτόσωμο επικρατητικό τρόπο. Η απώλεια νευρώνων του ραβδωτού σώματος και
των απαγωγών τους νευραξόνων οδηγεί σε κινητικές διαταραχές (συνήθως χορεία),
ψυχιατρικά συμπτώματα (κατάθλιψη και παρανοειδείς εκδηλώσεις) και άνοια. Ο θάνατος
συνήθως έρχεται 15-20 χρόνια μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων. Απάθεια,
αδράνεια και ευερεθιστότητα, χρόνια δυσθυμία, αδυναμία επίλυσης προβλημάτων, έλλειψη
εναισθησίας, απώλεια ελέγχου, είναι συχνά συμπτώματα της νόσου. Τα πρώτα συμπτώματα
εμφανίζονται κατά τη μέση ενήλικο ζωή μαζί με τις χορειακές κινήσεις. Οι διαταραχές της
μνήμης είναι πρόδρομα σημεία ότι ο πάσχων από ν. Huntington αρχίζει να παρουσιάζει
άνοια, η οποία ανήκει στις υποφλοιώδεις άνοιες.
Άνοια στη νόσο Parkinson. Οι νοητικές και συναισθηματικές διαταραχές είναι συχνές,
κυρίως στην ακινητικού τύπου νόσο του Parkinson. Η άνοια εμφανίζεται σε προχωρημένες
και βαριές περιπτώσεις της νόσου με βραδύτητα στη διακίνηση των γνωσιακών διεργασιών,
διαταραχές της μνήμης, διαταραχές οπτικού προσανατολισμού στον χώρο (visuospatial diso-
rientation). Πολύ συχνό εύρημα είναι τα σωμάτια Lewy στις φλοιώδεις περιοχές.
Άνοια κατά την ιογενή ανοσοανεπάρκεια. Ο ιός του AIDS είναι νευροτρόπος και φαίνεται
ότι προκαλεί υποξεία εγκεφαλίτιδα. Καθώς η νόσος προχωρεί, ένα μεγάλο ποσοστό των
ασθενών παρουσιάζει σημεία και συμπτώματα σοβαρής εγκεφαλικής δυσλειτουργίας.
Προσβάλλονται κυρίως υποφλοιώδεις σχηματισμοί του εγκεφάλου. Σταδιακά εκδηλώνονται
νευρολογικά συμπτώματα (επιληπτικές κρίσεις, αδιαδοχοκινησία, υπερτονία). Η εικόνα
άνοιας εμφανίζεται με διαταραχές της συγκέντρωσης και προσοχής, διαταραχές της μνήμης,
απάθεια, κοινωνική απόσυρση και συναισθηματικές διαταραχές. Αργότερα εμφανίζεται
βαρύτατη άνοια με σύγχυση, ψευδαισθήτωση, αποπροσανατολισμό, αφασικές διαταραχές,
παραπληγία, απώλεια ούρων και κοπράνων, η οποία καταλήγει στον θάνατο εντός μερικών
μηνών. Είναι δυνατόν πριν από την ολοκλήρωση της εικόνας της άνοιας να εμφανισθούν
σημεία και συμπτώματα ψυχωσικού τύπου, όπως ψευδαισθήσεις, παραληρητικές ιδέες και
μανιακά επεισόδια.
Νόσος Creutzfeldt-Jacob. Παλαιότερα πιστευόταν ότι προσβάλλει ηλικίες άνω των 60 ετών,
αλλά νεότερα στοιχεία δείχνουν ότι εμφανίζεται σε οποιαδήποτε ηλικία, κυρίως όμως στους
ενήλικες 45-75 ετών. Εξελίσσεται ταχέως και οδηγεί στον θάνατο σε 1-2 έτη, αν και ένα
μεγάλο ποσοστό των ασθενών αποθνήσκει σε λιγότερους από 6 μήνες. Η ετήσια επίπτωση
της νόσου ίσως είναι 0,5-1 περίπτωση στο εκατομμύριο. Δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε
άνθρωπο. Προσβάλλει συχνότερα τις γυναίκες σε αναλογία 3:2. Οφείλεται σε λοίμωξη από
πρωτεΐνη PrP που μεταδίδεται από κατανάλωση κρέατος αγελάδος και προκαλεί υποξεία
σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια. Έχουν ανακοινωθεί και περιστατικά ιατρογενούς μετάδοσης της
νόσου (με νευροχειρουργικά εργαλεία, χρήση μολυσμένης βοΐου γοναδοτρόπου ορμόνης ή
αυξητικής ορμόνης, μεταμόσχευση κερατοειδούς κ.λπ.). Μία στις 10 περιπτώσεις έχει
κληρονομικό χαρακτήρα επικρατητικού τύπου. Βασικό κλινικό χαρακτηριστικό είναι η φλοιϊκή
άνοια. Εκτός από την άνοια εμφανίζονται και νευρολογικά φαινόμενα, τα οποία μπορεί να
προηγούνται της άνοιας, με μυόκλονο και σπαστική παράλυση των κάτω άκρων,
εξωπυραμιδικά συμπτώματα, χορειοαθετωσικές κινήσεις και βαριές διαταραχές της οπτικής
αντίληψης λόγω προσβολής της πληκτραίας σχισμής. Η προσβολή του θαλάμου θα δώσει
και σοβαρές διαταραχές της υπνικής λειτουργίας. Κόπωση και εξάντληση, αϋπνία,
κατάθλιψη, απώλεια βάρους, κεφαλαλγίες, άλλα διάχυτα σωματικά άλγη, παρουσιάζονται ως
πρόδρομα συμπτώματα στο 1/3 των περιπτώσεων. Το ΗΕΓ δείχνει μια χαρακτηριστική
εικόνα περιοδικών τριφασικών εκφορτίσεων στο 1-2Hz και έχει μεγάλη διαγνωστική σημασία.
Από διαγνωστική άποψη επίσης βρέθηκε ότι η παρουσία της πρωτεΐνης 14-3-3 στο ΕΝΥ
είναι πιο αξιόπιστος δείκτης σε σχέση με το ΗΕΓ ή τη μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου
(Poser et al 1999). Κατά τη βιοψία εγκεφάλου παρατηρείται απώλεια νευρικών κυττάρων σε
πολύ μεγάλη κλίμακα στον φλοιό και στην παρεγκεφαλίδα συνοδευόμενη από υπερπλασία
των αστροκυττάρων. Η τριάδα: προγεροντική άνοια, μυόκλονος και ανώμαλο ΗΕΓ είναι
δυνατόν να προσφέρει αξιόπιστη διάγνωση, αλλά αυτό σπάνια συμβαίνει χωρίς βιοψία
εγκεφάλου.
Οργανική κατάθλιψη. Σε μεγάλο ποσοστό καταθλιπτικών της τρίτης ηλικίας έχουν βρεθεί
στοιχεία αθηρωματικής νόσου σε αγγεία του εγκεφάλου, ευρήματα στα οποία στηρίζεται η
υπόθεση της αγγειακής κατάθλιψης. Τα κυριότερα στοιχεία που στηρίζουν αυτήν την
υπόθεση είναι η υψηλή συννοσηρότητα κατάθλιψης και παραγόντων αγγειακού κινδύνου και
η υψηλή επίπτωση της κατάθλιψης σε ασθενείς με αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Χρειάζεται προσοχή στη διαφοροδιάγνωση από τις άλλες καταθλίψεις.
αντισωμάτων είναι σταθερή και βασικός διαγνωστικός παράγων, αν και η λειτουργία του
θυρεοειδούς μπορεί να είναι φυσιολογική. Παρατηρείται συχνότερα σε παιδιά και εφήβους.
Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται επιληπτικές κρίσεις, σύγχυση, ισχυρές κεφαλαλγίες,
αταξία και ψευδαισθήσεις. Θεραπευτικώς χορηγείται πρεδνιζόνη (Alink and de Vries 2008).
ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙ. (2000). Η μετωπιαία άνοια: Μία φλοιική άνοια καλυπτόμενη υπό τον μανδύαν της νόσου
του Alzheimer. Εγκέφαλος 37(4):165-174.
ΟΥΛΗΣ Π, ΣΑΚΚΑΣ Π, ΜΑΜΟΥΝΑΣ Ι, ΒΕΛΔΕΚΗΣ Ν. (1996). Τοξική επίδραση αλάτων λιθίου σε συνδυασμό με
νευροληπτικά. Ψυχιατρική 7:215-218.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡ. (1992). Νόσος των τρελλών αγελάδων: απειλή ή οχι για την δημόσια υγεία; Ελληνική
Ιατρική 58(1):1-14.
ΣΠΕΓΓΟΣ Κ. (2002). Σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες. Μια ανασκόπηση των μέχρι στιγμής δεδομένων. Εγκέφαλος
39:36-42.
ΤΣΟΛΑΚΗ Μ. (1995). Διάγνωση και διαφορική διάγνωση της Ανοιας. Νευρολογία 5(2):76-100.
ΤΣΟΛΑΚΗ Μ. (2001). Νόσος Alzheimer: Πρόκληση στην αρχή της χιλιετίας. Αρχεία ΕΨΨΕΠ 30:33-39.
Alink J, de Vries TW. (2008). Unexplained seizures, confusion or hallucinations: think Hashimoto encephalopa-
thy. Acta Paediatr. 97(4):451-3.
CUMMINGS JL. (1986). Subcortical Dementia. Neuropsychology, Neuropsychiatry, and Pathophysiology. Brit J
Psychiatry 149:682-697.
DAY E, BENTHAM P, CALLAGHAN R, KURUVILLA T, GEORGE S. (2004). Thiamine for Wernicke-Korsakoff
Syndrome in people at risk from alcohol abuse. Cochrane Database Syst Rev.;(1):CD004033.
DELAY J, DENIKER P. (1968). Drug induced extrapyramidal syndromes. In: Handbook of clinical Neurology:
Diseases of the Basal Ganglia. By Vincan, P.I and Brugn. New York: Elsevier. Holland.
HAINES CI. (1998). Oestrogen and Alzheimer’s disease. Curr Obstet and Gynaecol 8:49-53.
HARRISON PJ, ROBERTS GW. (1991). “Life Jim, But Not as We Know It”? Transmissible Dementias and the
Prion Protein. Brit J Psychiatr 158:457-470.
HOUSE A. (1987). Mood disorders after stroke: A review of the evidence. Int J Geriatr Psychiatry 2:211-221.
KING NS. (2003). Post-concussion syndrome: clarity amid the controversy? British Journal of Psychiatry 183:276-
278.
KORSAKOFF SS. (1889). Psychic disorder in conjunction with peripheral neuritis. Translated and published
(1955) by M. Victor and PI Yakovlef. Neurology 5, 394-406.
KORTH C, MAY BC, COHEN FE, PRUSINER SB. (2001). Acridine and phenothiazine derivatives as pharrma-
cotherapeutics for prion disease. Proc Natl Acad Sci U S A. 98(17):9836-41.
LEVKOFF SE, EVANS DA, LIPTZIN B et al (1992). Delirium. The occurrence of symptoms among elderly
hospitalized patients. Arch Intern Med 152:334-340.
LYKETSOS CG, SHEPPARD JME, RABINS PV. (2000). Dementia in Elderly Persons in a General Hospital Am J
Psychiatry 157:704-707.
McKEITH IG, FAIRBAIRN A, PERRY A, THOMPSON p, PERRY E. (1992). BMJ 305(6855):673-677.
McKEITH IG, GALASKO D, WILCOCK GK, BYRNE EJ. (1995). Lewy Body Dementia-Diagnosis and treatment.
Brit J Psychiatry 167:709-717.
NAARDING P, KREMER HPH, ZITMAN FG. (2001). Huntington’s disease: a review of the literature on preva-
lence and treatment of neuropsychiatric phenomena. Eur Psychiatry 16:439-445
PAGANINI-HILL A. (1996). Oestrogen replacement therapy and Alzheimer’s disease. Brit J Obst Gynaecol
103(13):80-86.
PERRY E. (1988). Acetylcholine and Alzheimer’s disease. Brit J Psychiatry 152:737-740.
POSER S, et al. (1999). How to improve the clinical diagnosis of Creutzfeldt-Jakob disease. Brain. 122 (Pt 12):
2345-51.
PRUSINER SB. (1971). Molecular biology of prion diseases. Science 251:1515-1522.
SCHENK D. (2002). Amyloid-beta immunotherapy for Alzheimer's disease: the end of the beginning. Nat Rev
Neurosci. 3(10):824-8.
SKOOG I, NILSON L, PALMERTZ B et al. (1993). A population based study of dementia in 85-year-olds. N Engl
J Med 328:153-158.
SUSSMAN N. (2001). Review of atypical antipsychotics and weight gain. J Clin Psychiatry 62(suppl 23):5-12.
THOMAS AJ, PERRY R, et al. (2003). Neuropathological evidence for ischemia in the white matter of the dorso-
lateral prefrontal cortex in late-life depression. Int J Geriatr Psychiatry 18(1):7-13
TRIMBLE MR. (1981). Neuropsychiatry. Chichester: John Wiley & Sons.
TRIMBLE MR. (1988). Biological Psychiatry. Chichester: John Wiley & Sons.
TURNER RC, LICHSTEIN PR, PEDEN JG jr, BUSHER JT, WAIVERS LE. (1989). Alcohol withdrawal syn-
dromes: a review of pathophysiology, clinical presentation, and treatment. J Gen Intern Med 4:432-444.
WALKER Z, ALLEN RL, SHERGIL S, KATONA CL. (1997). Neuropsychological performance in Lewy Body de-
mentia and Alzheimer’s disease. Brit J Psychiatry 170:156-158.
YESAVAGE JA, BROOKS JO, TAYLOR J, TINGLENBERG J. (1993). Development of aphasia, apraxia and
agnosia and decline in Alzheimer’s disease. Br J Psychiatry 162:742-747.
70. ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ
606
Η σχιζοφρένεια εμφανίσθηκε ως όρος στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Bleuler (1911), ο
οποίος την εισήγαγε για να καλύψει «μια ομάδα διαταραχών», όπως έγραφε. Η άποψη ότι η
σχιζοφρένεια είναι ένα μείγμα διαφορετικών οντοτήτων έχει υποστηριχθεί από πολλούς
μελετητές μετά τον Bleuler. Είχε προηγηθεί η νοσολογική της οριοθέτηση από τον Kraepelin,
που της είχε δώσει το όνομα Dementia Praecox. Ήδη όμως από το 1860 ο Morel είχε
περιγράψει μια ηβηφρενοκατατονική (με τα σημερινά κριτήρια) εικόνα σε έναν νεαρό ασθενή,
την οποία είχε ονομάσει Demence Juvenile. Είναι άγνωστα τα ίχνη της πριν από τον 18ο
αιώνα και έχει ενδιαφέρον η άποψη ότι δεν υπήρχε τέτοια νοσολογική οντότητα πριν από τον
αιώνα αυτόν (Torrey 1966). Πράγματι, σε μια εκτεταμένη σχετική ανασκόπηση υλικού από
την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή λογοτεχνία από τον 5ο έως τον 2ο π.Χ. αιώνα (Evans et al
2003) δεν ανευρέθησαν από τους μελετητές περιγραφές περιπτώσεων σχιζοφρένειας, παρά
την ευρεία γνώση άλλων ψυχωτικών καταστάσεων εκείνη την εποχή.
Λόγω πλήρους σκότους ως προς την αιτιοπαθογένειά της έχει αμφισβητηθεί ακόμη και ως
οντότητα (Szasz 1961). Υποστηρίχθηκε ότι οι σχιζοφρενείς είναι απλώς άτομα με
αποκλίνουσα συμπεριφορά (Scheff 1966), διότι καμία βιολογική βλάβη δεν υπάρχει που να
εξηγεί τη συμπεριφορά τους, και ότι η σχιζοφρένεια δεν είναι τίποτε διαφορετικό από ένα
ψυχεδελικό ταξίδι προκειμένου να γλιτώσει το άτομο από την απηνή καταδίωξη στην οποία
το έχει υποβάλει η οικογένειά του (Laing 1967). Ορισμένοι θεωρητικοί βλέπουν τους
σχιζοφρενείς ως κοινωνικώς απορριφθέντα άτομα και υποτροπιάζοντες παραβάτες του
νόμου που έχουν την ατυχία να πέσουν στα δίχτυα πανίσχυρων κοινωνικών δυνάμεων που
ονομάζονται υπηρεσίες ψυχικής υγείας και να πάρουν αυτήν την ταμπέλα. Σύμφωνα με τους
υποστηρικτές αυτών των απόψεων, οι Bleuler και Kraepelin δεν ανακάλυψαν τη
σχιζοφρένεια αλλά την επινόησαν. Βέβαια αυτές οι απόψεις, οι λεγόμενες αντινοσολογικές ή
γενικότερα αντιψυχιατρικές, με τον έντονα αντιεπιστημονικό, ψευδοεπαναστατικό και
λαϊκίστικο χαρακτήρα τους ποτέ δεν έγιναν αποδεκτές από το ψυχιατρικό κατεστημένο και
καταπολεμήθηκαν πολύ σκληρά, ιδιαίτερα από εκείνους που πιστεύουν στη φαρμακευτική
θεραπεία της σχιζοφρένειας και στην ιδρυματική ψυχιατρική.
δεν τεκμηριώνουν πειστικά αυτές τις απόψεις, αλλά το θέμα χρειάζεται προσεκτικότερη
μελέτη. Για παράδειγμα, οι Kendel και συν (1992) υποστηρίζουν ότι αυτή η πτωτική τάση
οφείλεται στο ότι η διαγνωστική αντίληψη των ιατρών για τη σχιζοφρένεια έχει στενέψει τα
τελευταία χρόνια, με την υιοθέτηση αυστηρών διαγνωστικών κριτηρίων. Εξ’ άλλου λόγω των
σχετικώς αποτελεσματικών σύγχρονων φαρμακευτικών θεραπειών οι σχιζοφρενείς, στην
συντριπτική τους πλειονότητα, δεν χρειάζεται να νοσηλευθούν σε ίδρυμα.
Ηλικιακή κατανομή. Η εφηβεία θεωρείται περίοδος μεγάλης ευαλωσίας για την
εκδήλωση ψυχωσικών φαινομένων. Κατά τις ηλικίες 18-24 παρατηρούνται τα περισσότερα
περιστατικά και με την αύξηση της ηλικίας η συχνότητα της νόσου μειώνεται σημαντικά
(Häfner et al 1998). Το θέμα της όψιμης έναρξης της σχιζοφρένειας έχει προκαλέσει
αντιπαραθέσεις τα τελευταία χρόνια. Το κλασικό κριτήριο ότι μετά την ηλικία των 40 ετών (45
κατά τις αμερικανικές ταξινομήσεις) δεν πρέπει να τίθεται η διάγνωση της σχιζοφρένειας,
τείνει να υπερκερασθεί, ενώ φαίνεται ότι και η συμπτωματολογία της πρώιμης έναρξης
διαφέρει από εκείνη της όψιμης. Στην πρώιμη υπερτερούν διαταραχές της σκέψης,
απροσφορότητα συναισθήματος, ιδέες παθητικής επιδράσεως, ενώ στην όψιμη υπερτερούν
ακουστικές ψευδαισθήσεις, ιδέες διώξεως και άλλες οργανωμένες παραληρητικές ιδέες.
Κατανομή της νόσου στα φύλα. Ο Kraepelin θεωρούσε τη σχιζοφρένεια νόσο των
νεαρών ανδρών· σε αρκετές σύγχρονες εργασίες (Iacono and Beiser 1992) έχει βρεθεί ότι οι
άνδρες πράγματι εμφανίζουν τη νόσο σε μεγαλύτερη συχνότητα από ό,τι οι γυναίκες. Οι
γυναίκες τείνουν να την εμφανίσουν 3-6 χρόνια αργότερα με μια αύξηση της συχνότητας κατά
την εμμηνόπαυση, και έτσι στις νεανικές ηλικίες υπερτερούν οι άνδρες, ενώ στις ωριμότερες
οι γυναίκες. Η σχιζοφρένεια όψιμης έναρξης είναι συχνότερη και σοβαρότερη στις γυναίκες.
Οι άνδρες παρουσιάζουν συχνότερα τα συμπτώματα της επιπέδωσης του συναισθήματος
και άλλα αρνητικά συμπτώματα, ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν συχνότερα δυσφορία,
ακουστικές ψευδαισθήσεις και διωκτικό παραλήρημα. Η πρόγνωση στους άνδρες είναι
χειρότερη από ό,τι στις γυναίκες. Κάποιες μελέτες δείχνουν ότι οι συγγενείς γυναικών
σχιζοφρενών παρουσιάζουν μεγαλύτερη επικινδυνότητα να προσβληθούν από τη νόσο από
ό,τι συγγενείς ανδρών σχιζοφρενών. Η επίδραση των οιστρογόνων (Häfner et al 1991) τόσο
κατά την κυοφορία του θήλεος όσο και κατά την εφηβεία, καθώς και η μεγαλύτερη ευαλωσία
του άρρενος νεογνού στις περιγεννητικές επιπλοκές ίσως παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση
αυτών των διαφορών. Πειράματα σε ζώα έχουν δείξει ότι η χορήγηση οιστρογόνων μειώνει
την ευαισθησία των D2 υποδοχέων και συνεπώς την ντοπαμινεργική δραστηριότητα.
Κατανομή της νόσου στις κοινωνικές τάξεις. Η νόσος είναι συχνότερη στις κατώτερες
κοινωνικές τάξεις σε αναλογία 5:1 σε σχέση με τις ανώτερες. Αλλά θα πρέπει να ληφθεί υπ’
όψιν ότι οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις έχουν δυνατότητες απόκρυψης της νόσου, αφού τα
μέλη τους νοσηλεύονται κυρίως σε ιδιωτικές κλινικές στις οποίες είναι εύκολο να αλλοιωθούν
τα στατιστικά δεδομένα.
στη σχιζοφρένεια παρεσχέθησαν από τον Kallmann (1938), ο οποίος είχε εντυπωσιασθεί με
το γεγονός ότι ο επιπολασμός της σχιζοφρένειας σε όλον τον κόσμο είναι ο ίδιος, γύρω στο
1%, ακόμη και όταν περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες ποικίλλουν σημαντικά. Βρήκε
ότι η συχνότητα της σχιζοφρένειας μεταξύ των συγγενών των ασθενών ήταν 15%. Ωστόσο
αυτά τα ευρήματα από μόνα τους δεν αρκούν, αφού πολλές σαφώς μη κληρονομικές
διαταραχές παρατηρούνται σε οικογένειες ως αποτέλεσμα άλλων (κοινωνικών, οικονομικών,
μορφωτικών) παραγόντων, ενώ ούτε ο επιπολασμός της νόσου είναι αυστηρά στο 1%-1,2%.
Δεδομένα από μελέτες οικογενειών, διδύμων και υιοθεσιών υποδεικνύουν συμμετοχή
της κληρονομικότητας στην αιτιοπαθογένεια της σχιζοφρένειας. Οι πρώτου βαθμού συγγενείς
των σχιζοφρενών παρουσιάζουν ψυχιατρική συμπτωματολογία σε τετραπλάσιο ποσοστό
από τον γενικό πληθυσμό. Ένα παιδί έχει πιθανότητα 10% να εμφανίσει τη νόσο αν ο ένας
γονέας είναι σχιζοφρενής, ενώ αν είναι και οι δύο η πιθανότητα ανέρχεται στο 40%. Ισχυρές
ενδείξεις για την ύπαρξη γενετικών παραγόντων παρουσιάστηκαν και στις εργασίες του Kety
στη Δανία (1971,1994), όπου βρέθηκε ότι στους συγγενείς των σχιζοφρενών τα ποσοστά
συχνότητας της σχιζοφρένειας ήσαν σημαντικά υψηλότερα. Η τάση των διδύμων να έχουν
την ίδια νόσο λέγεται σύμπτωση (concordance). Αρκετές μελέτες έχουν τεκμηριώσει ότι η
σύμπτωση για τη σχιζοφρένεια στους μονοζυγωτικούς διδύμους είναι περίπου 45% σε
σύγκριση με 15% στους διζυγωτικούς, που είναι περίπου το ίδιο για τα άλλα αδέλφια.
Έχει υποτεθεί ότι γενετικοί παράγοντες εμπλέκονται στη δημιουργία δομικών
εγκεφαλικών ανωμαλιών, που με τη σειρά τους ευθύνονται για την ανάπτυξη σχιζοφρένειας.
Η γενετική προδιάθεση εκφράζεται ως διαταραχή της ανάπτυξης του εμβρυϊκού εγκεφάλου
κατά το δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Η ύπαρξη μιας γενετικής εστίας (locus)
υποστηρίζεται από δύο παρατηρήσεις. α) Ανευπλοειδή φυλετικά χρωμοσώματα (ΧΧΧ, ΧΧΥ
και ίσως ΧΥΥ) έχουν βρεθεί σε ψυχωσικούς πληθυσμούς σε τριπλάσια αναλογία από ό,τι
στον γενικό πληθυσμό. β) Αδέρφια με ψύχωση είναι συχνότερα του ιδίου φύλου (π.χ.
αδελφός-αδελφός ή αδερφή-αδελφή), παρά του αντιθέτου. Τα εμπλεκόμενα γονίδια έχουν
μια ποικιλία από εκφραστικότητες και σχετίζονται με την ανάπτυξη των ημισφαιρίων,
ιδιαίτερα του κροταφικού λοβού, και με την ικανότητα για ομιλία και επικοινωνία. Η γενετική
μεταβίβαση της νόσου μπορεί να γίνεται με ένα συγκεκριμένο παθογόνο γονίδιο, κυριαρχικό
ή υπολειπόμενο, ή με τη συμβολή ενός μεγάλου αριθμού γονιδίων. Το χρωμόσωμα 11
παρουσιάζει ενδιαφέρον στις σχετικές έρευνες, διότι εκτός άλλων σε αυτό είναι
εγκατεστημένο και το γονίδιο του D2 υποδοχέα, αλλά τα αποτελέσματα των εργασιών είναι
αντιφατικά. Έχουν εντοπισθεί μερικά γονίδια που θεωρήθηκε από τις ομάδες που τα
μελέτησαν ότι σχετίζονται με τη σχιζοφρένεια: το γονίδιο της δυσβινδίνης (Dysbindin) στο
χρωμόσωμα 6 που σχετίζεται με τη δομή των συνάψεων, ο αυξητικός συναπτικός παράγων
NRG1 στο χρωμόσωμα 8, η γονιδιακή περιοχή DISC1 στο χρωμόσωμα 1, το γονίδιο G72
στο χρωμόσωμα 13, το ένζυμο COMT στο χρωμόσωμα 22 που επιδρά στον μεταβολισμό
της ντοπαμίνης.
Η ανθεκτικότητα των ψυχώσεων, πάρα την πολύ καλά τεκμηριωμένη χαμηλή
γονιμότητα των σχιζοφρενών, προκαλεί το ερώτημα μήπως το γονίδιο διευκολύνεται μέσω
των συγγενών των ψυχωσικών ασθενών (Stevens 1969). Στην Ισλανδία (Karlsson 1984,
2004) βρέθηκε ότι συγγενείς τέτοιων ασθενών υπεραντιπροσωπεύονται στις επιδόσεις στα
μαθήματα (κυρίως στα μαθηματικά), στη δημόσια ζωή και στα επαγγέλματα με υψηλό κύρος.
Ο Karlsson (1978) είχε ήδη επιστήσει την προσοχή στην υψηλή συχνότητα ψυχιατρικού
ιστορικού σε άτομα που είχαν διακριθεί στη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά. Η
φύση της σχέσεως μεταξύ αυτών των δύο παραγόντων, ψυχώσεων και επίδοσης στην
εκπαίδευση, είναι ενδιαφέρουσα. Σε μια νορβηγική μελέτη βρέθηκε ότι άτομα με μέση και
ανώτερη εκπαίδευση παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό εισαγωγών σε σχέση με τον γενικό
πληθυσμό για τη μανιοκατάθλιψη στα δύο φύλα και για τη σχιζοφρένεια στις γυναίκες (Noreik
and Οdegaard 1966). Αυτά τα δεδομένα ενδέχεται να σημαίνουν ότι το γονιδιακό υπόστρωμα
των νόσων αυτών έχει όχι μόνο αρνητικές αλλά και θετικές επιπτώσεις, καθώς προκαλεί
αύξηση της γονιμότητας σε κάποιους μη πάσχοντες συγγενείς των ασθενών.
Η μονογονιδιακή θεωρία υποστηρίζει την ύπαρξη ενός γονιδίου, επικρατητικού ή
υπολειπόμενου, το οποίο είναι υπεύθυνο για ένα συγκεκριμένο μεταβολικό σφάλμα που
παράγει διαταραγμένους τύπους συμπεριφοράς οι οποίοι διαμορφώνουν τον σχιζοφρενικό
609
Βιοχημικές υποθέσεις. Παρά τη μεγάλη διάδοσή τους και την ισχυρή υποστήριξη από
πλήθος εργασιών που σχετίζονται με την αποτελεσματικότητα των αντιψυχωτικών
φαρμάκων, οι βιοχημικές υποθέσεις δεν έχουν προσφέρει αδιαμφισβήτητα τεκμηριωμένη
απόδειξη για την αιτιοπαθογένεια της σχιζοφρένειας. Τρεις νευρομεταβιβαστές εμπλέκονται
στις νευροχημικές υποθέσεις: η ντοπαμίνη, η σεροτονίνη (5-ΗΤ) και το γλουταμινικό οξύ.
Υπερδραστηριότητα του ντοπαμινεργικού συστήματος σε συνδυασμό με ανεπάρκεια του
νοραδρενεργικού ενδέχεται να αποτελούν μέρος μιας βιοχημικής ευαλωσίας στη
σχιζοφρένεια, σύμφωνα με την ντοπαμινική υπόθεση. Έχουν προταθεί και άλλοι βιοχημικοί
παράγοντες, όπως η χολοκυστοκινίνη και τα οπιοειδή πεπτίδια, αλλά οι ενδείξεις για
συμμετοχή τους στην αιτιοπαθογένεια της σχιζοφρένειας είναι λιγότερο επαρκείς.
Η υπόθεση της ντοπαμίνης (Randrup and Munkvad 1972) συνίσταται στο ότι η σχιζοφρένεια
προκαλείται από απορρύθμιση του ντοπαμινεργικού συστήματος σε ορισμένες περιοχές
του εγκεφάλου, που οδηγεί στην υπερδραστηριότητά του, ιδιαίτερα στον ιππόκαμπο, στους
αμυγδαλοειδείς πυρήνες και στον κροταφικό λοβό. Βασίζεται στο γεγονός ότι νευροληπτικά
φάρμακα ανταγωνιστές των υποδοχέων της ντοπαμίνης είναι αποτελεσματικά στην
αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας. Οι υποδοχείς της ντοπαμίνης
διακρίνονται στην ομάδα D1 (που περιλαμβάνει τους υποδοχείς D1 και D5) και στην ομάδα
D2 (που περιλαμβάνει τους υποδοχείς D2, D3 και D4). Βρίσκονται σε μεγάλη πυκνότητα
στα βασικά γάγγλια και σε διάφορες περιοχές του μεταιχμιακού συστήματος και του
νεοφλοιού. Οι υποδοχείς D2 θεωρούνται κύριοι στόχοι των αντιψυχωτικών φαρμάκων.
Επομένως τα κλασικά αντιψυχωτικά οφείλουν την αποτελεσματικότητά τους στη
δυνατότητα που έχουν να αποκλείουν τους ντοπαμινεργικούς αποδέκτες. Ωστόσο η
λειτουργία της ντοπαμίνης είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκη από το να δρα ως
διακόπτης των ψυχωσικών συμπτωμάτων. Εξάλλου ο ντοπαμινεργικός αποκλεισμός δεν
απαλλάσσει τον ασθενή παρά σε μέτριο βαθμό από την ψυχωσική συμπτωματολογία.
Η σεροτονινεργική υπόθεση προτάθηκε στη δεκαετία του 1950. Βασίστηκε σε παρατηρήσεις
ότι η διαιθυλαμίδη του λυσεργικού οξέως (LSD), στο μόριο της οποίας περιλαμβάνεται
ολόκληρο το μόριο της σεροτονίνης, είχε ψυχωσεομιμητικές ιδιότητες, αφού προκαλούσε
καταστάσεις που θύμιζαν σχιζοφρένεια. Η θεωρία αυτή αναζωπυρώθηκε τελευταίως,
κυρίως επειδή ορισμένα νεότερα αντιψυχωτικά φάρμακα, όπως π.χ. η κλοζαπίνη,
ανταγωνίζονται την 5-ΗΤ2 και υποτίθεται ότι έχουν αποτελεσματικότητα στα αρνητικά
συμπτώματα της σχιζοφρένειας. Σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση μια μορφή σεροτονινικής
611
Ο ρόλος της οικογένειας. Οι υποθέσεις γύρω από τον ρόλο της οικογένειας στην
αιτιοπαθογένεια της σχιζοφρένειας έχουν εστιαστεί κυρίως σε παράγοντες παθολογικής
μητρομέριμνας και διαταραγμένης ενδοοικογενειακής επικοινωνίας. Σήμερα οι θεωρίες αυτές,
μαζί με την έντονη ενοχοποίηση των γονέων ως προκλητικών παραγόντων της νόσου που
δημιουργούσε επιπρόσθετα θύματα της νόσου, έχουν πλήρως αποδυναμωθεί.
Οι οικογένειες σχιζοφρενών επικοινωνούν με λιγότερη ακρίβεια και σαφήνεια από ό,τι οι
φυσιολογικές και η φύση των σχέσεων μεταξύ των γονέων δεν είναι καθόλου
ικανοποιητική. Συνήθως υπάρχει βαθιά σύγκρουση μεταξύ τους που διασπά την οικογένεια
σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Υπάρχει συναισθηματικό χάσμα μεταξύ των γονέων και
ταυτόχρονα μεγάλη αδιαφορία και των δύο για τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού. Ο
πατέρας κατά κάποιον τρόπο απουσιάζει από την οικογένεια. Άλλοτε είναι ιδιαίτερα
αδύναμος, παθητικός, γεμάτος έγνοιες και άλλες φορές είναι άρρωστος (Lidz et al 1965). Η
μητέρα ρυθμίζει με επιδέξια τεχνάσματα το συναισθηματικό πεδίο του άρρωστου παιδιού.
Είναι αυταρχική, υπερπροστατευτική και ταυτόχρονα απωθητική. Η συμβίωση μητέρας και
παιδιού είναι παθολογική. Δεν τερματίζεται με την πάροδο του χρόνου η εξάρτηση του
παιδιού και έτσι αναστέλλεται σοβαρά η ανάπτυξη της αυτονομίας, της ατομικής εξέλιξης
και διαφοροποίησής του.
Παθογόνος μητρομέριμνα. Το 1948 προτάθηκε από την Frieda Fromm-Reichman ο ατυχής
όρος σχιζοφρενειογόνος μητέρα, διάσημος κατά τις δεκαετίες ’50 και ‘60 αλλά όχι
απαραίτητα σωστός. Η στάση της σχιζοφρενειογόνου μητέρας προς το παιδί είναι:
συγκεκαλυμμένα απορριπτική, αμφιθυμική, υπερπροστατευτική, αγχώδης και ανασφαλής,
μη φιλική έως εχθρική, περιοριστική, αυταρχική, άκαμπτη. Χαρακτηριστική έλλειψη
αμοιβαιότητας της μητέρας προς τα παιδιά της, αδυναμία να καταλάβει αυτό που θέλει να
εκφράσει το παιδί και μια έντονη τάση να γκρινιάζει και να παρεμβαίνει. Το κατά πόσο αυτά
τα χαρακτηριστικά της μητέρας έχουν αιτιακή σχέση με την σχιζοφρένεια του παιδιού δεν
έχει αποδειχθεί.
Έχει υποστηριχθεί ότι οι διαταραχές της σκέψης στη σχιζοφρένεια έχουν αιτιολογική σχέση
με γνωσιακά ελλείμματα στο γλωσσικό και στο εξωγλωσσικό σύστημα επικοινωνίας των
ασθενών με τη μητέρα τους. Το παιδί, όπως κάθε άτομο, θέλει να ξέρει με ακρίβεια τι
είδους μηνύματα του στέλνονται από τον άλλο ώστε να ανταποκριθεί ικανοποιητικά.
Σύμφωνα με τη θεωρία του διπλού δεσμού (double-bind theory) του Bateson (1960), η
παθολογία της επικοινωνίας στις σχέσεις μητέρας και παιδιού χαρακτηρίζεται από το ότι η
μητέρα στέλνει ταυτόχρονα δύο κατηγορίες αντιφατικών μηνυμάτων στο παιδί, το οποίο
δεν μπορεί να ερμηνεύσει τα μηνύματα που λαμβάνει, δεν μπορεί να καταλάβει τον μεταξύ
τους διαχωρισμό και να βρει σε ποιο από τα δύο να απαντήσει. Έτσι όποια απάντηση και
να δώσει θα είναι άκυρη. Η θεωρία του διπλού δεσμού, παρά το ότι δεν δίνει
ικανοποιητικές απαντήσεις στο πρόβλημα της αιτιοπαθογένειας της σχιζοφρένειας, έχει
γενικότερη χρησιμότητα στην κατανόηση των μορφών επικοινωνίας στην οικογένεια και τα
τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε μια Συστημική Θεωρία της Επικοινωνίας (Systems
Theory of Communication).
Προνοσηρή προσωπικότητα. Μερικοί μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι υπάρχει μια σειρά
χαρακτηριστικών της προσωπικότητας τα οποία, αλληλοδιαπλεκόμενα, συνιστούν
προδιάθεση στην ανάπτυξη ψυχωσικής συμπτωματολογίας. Ο Eysenck (1952) εισήγαγε τον
όρο «ψυχωτισμός» (μία από τις τρεις διαστάσεις της προσωπικότητας που πρότεινε), που
αποτελεί τρόπον τινά το έδαφος για ανάπτυξη ψύχωσης και χαρακτηρίζεται από ένα είδος
χαλαρής σύνδεσης με την πραγματικότητα, μαθησιακές δυσκολίες, μια έντονη τάση
δημιουργίας προσωπικών πεποιθήσεων σε απομονωμένα άτομα με προβλήματα
συμπεριφοράς. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι η σχιζοτυπική διαταραχή της προσωπικότητας
(κοινωνική απόσυρση, κοινωνικοσυναισθηματική δυσλειτουργία και παράδοξη συμπεριφορά)
είναι προθάλαμος της σχιζοφρένειας.
613
Κλινική εικόνα και διάγνωση. Η έναρξη της νόσου εκδηλώνεται στη συντριπτική
πλειονότητα των περιπτώσεων κατά την αρχή της μεταεφηβείας. Σπανιότερα εμφανίζεται
μετά τα 35 και όχι μετά τα 45, αν και κάποιοι υποστηρίζουν ότι υπάρχουν και πολύ όψιμες
σχιζοφρένειες. Η νοηματική και η κοινωνική λειτουργικότητα των ασθενών παρουσιάζει
διαταραχές πολύ πριν από την έναρξη της νόσου, ήδη κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ
παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Υπάρχει μια προδρομική περίοδος διάρκειας περίπου πέντε
ετών και μια προψυχωτική φάση περίπου ενός έτους. Η πρώιμη σχιζοφρένεια (κάτω των 21
ετών) και η αμφισβητούμενη πολύ πρώιμη σχιζοφρένεια (κάτω των 14 ετών) χαρακτηρίζονται
από λειτουργική αποδιοργάνωση, διαταραχές της συμπεριφοράς, αδιαφοροποίητη και άτυπη
συμπτωματολογία. Δεκαετίες ερευνητικών προσπαθειών δεν έγινε κατορθωτό να οδηγήσουν
στην ανακάλυψη βιολογικών δεικτών που να έχουν εξειδικευμένο χαρακτήρα χρήσιμο για τη
διάγνωση της σχιζοφρένειας. Επομένως η διάγνωσή της βασίζεται σε περιγραφικούς
διαγνωστικούς ορισμούς που αντανακλούν στον ένα ή στον άλλο βαθμό τη φαινομενολογία
της.
Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από δύο τύπους συμπτωμάτων, τα θετικά και τα
αρνητικά. Τα θετικά συμπτώματα είναι ενεργητικού χαρακτήρα διεργασίες και ίσως
οφείλονται σε νευρομεταβιβαστική υπερδραστηριότητα, κυρίως ντοπαμινεργική, ενώ τα
αρνητικά είναι αποτελέσματα ελλειμματικότητας φυσιολογικών λειτουργιών και ίσως
οφείλονται σε απώλειες νευρικών κυττάρων και σε δομικές μεταβολές στον εγκέφαλο. Τα
θετικά συμπτώματα είναι κυρίως ψευδαισθήσεις, παραληρητικές ιδέες και περίεργη
συμπεριφορά, εμφανιζόμενα συνήθως κατά τα αρχικά στάδια της νόσου. Τα αρνητικά
συμπτώματα, αβουλησία, επιπέδωση του συναισθήματος, απόσυρση, πτώχευση της
σκέψης/ομιλίας και απάθεια εμφανίζονται αργότερα κατά την εξέλιξη των επεισοδίων της
νόσου, αν και πολλοί μελετητές έχουν βρει ότι, σε σπάνιες περιπτώσεις, αρνητικά και μη
ειδικά συμπτώματα μπορεί να εμφανίζονται κατά μέσο όρο μέχρι και 5 χρόνια πριν από την
εμφάνιση των θετικών.
Στην κλασική συμπτωματολογία που προτάθηκε από τους Kraepelin και Bleuler η νόσος
χαρακτηριζόταν πρωταρχικά ως βαρεία διαταραχή της βούλησης, της γνωσίας και του
συναισθήματος, ενώ οι παραληρητικές ιδέες με τις ψευδαισθήσεις είχαν δευτερεύουσα
διαγνωστική βαρύτητα· στην εποχή μας όμως η κατάταξη αυτή έχει αντιστραφεί. Το 1939 ο
Schneider (Schneider 1974), εμπνεόμενος από τη φαινομενολογία του Karl Jaspers,
περιέγραψε αυτά που ονόμασε συμπτώματα πρώτης γραμμής (first-rank symptoms) και
υποστήριξε ότι είναι παθογνωμονικά για τη διάγνωση της σχιζοφρένειας, όταν δεν υπάρχει
οργανικό υπόστρωμα. Τα συμπτώματα αυτά είναι:
1. Ο ασθενής ακούει τις σκέψεις του να ομιλούνται φωναχτά μέσα στο κεφάλι του.
2. Ο ασθενής ακούει φωνές να σχολιάζουν τις πράξεις του.
3. Ο ασθενής ακούει φωνές να συζητούν σε τρίτο πρόσωπο.
4. Ο ασθενής περιγράφει αισθήματα έξωθεν σωματικής επιδράσεως.
5. Ο εξεταστής διαπιστώνει απόσυρση της σκέψης, διάχυση της σκέψης και άλλες μορφές
διαταραχών στη σκέψη του ασθενούς.
6. Ο ασθενής προσδίδει παθολογική σημασία σε πραγματικές αντιλήψεις (παραληρηματική
αντίληψη).
7. Οτιδήποτε προέρχεται από τη σφαίρα των βιωμάτων, των κινήτρων και της βούλησης, ο
ασθενής αισθάνεται ότι του επιβάλλεται από άλλους και ότι επηρεάζεται από αυτούς.
614
Ίσως και η κουλτούρα να παίζει κάποιον ρόλο στις επουλωτικές επιδράσεις της
κοινωνίας. Έχει βρεθεί, για παράδειγμα, στο International Pilot Study of Schizophrenia (WHO
1973) ότι η έκβαση της σχιζοφρένειας είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την οικονομική
ανάπτυξη της κοινωνίας, με ευνοϊκότερη πρόγνωση στη Νιγηρία και δυσμενέστερη στο
Ηνωμένο Βασίλειο.
Νοσηρότητα και θνησιμότητα στα παιδιά ψυχωσικών γονέων. Το θέμα της νοσηρότητας
και της θνησιμότητας των παιδιών με ψυχωσικούς γονείς είναι πολύ σοβαρό και ευαίσθητο,
αλλά τα τεκμηριωμένα στοιχεία πάνω στα οποία θα μπορούσε να στηριχτεί η οργάνωση
υπηρεσιών πρόληψης είναι περιορισμένα (Webb et al 2005). Υψηλότερα ποσοστά
μαιευτικών και νεογνικών επιπλοκών (ανωμαλίες πλακούντα, λοχειακή αιμορραγία, εμβρυϊκή
δυσφορία), κακή ποιότητα παρακολούθησης μετά τον τοκετό, παρατηρούνται σε
σχιζοφρενείς γυναίκες. Φάρμακα και ηλεκτροσόκ, κακή διατροφή, πολύ υψηλά επίπεδα
άγχους, έλλειψη σωματικής άσκησης, χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο είναι συνοδοί
αρνητικοί παράγοντες. Οι πάσχουσες είναι πιο πιθανό να συνεχίζουν το κάπνισμα ή να
κάνουν χρήση ουσιών κατά την εγκυμοσύνη, καθώς και να πάσχουν από αδιάγνωστες
συννοσηρές ιατρικές καταστάσεις. Κατά τη βρεφική και την παιδική ηλικία τα τέκνα τους είναι
πιθανότερο να βιώσουν εγκατάλειψη και να ζήσουν σε δυσμενές οικογενειακό περιβάλλον.
Στις λίγες εργασίες που έχουν δημοσιευθεί μέχρι τώρα για τέκνα σχιζοφρενών μητέρων
(πολύ λίγες είναι οι εργασίες για τέκνα σχιζοφρενών πατέρων και τα ευρήματα είναι ασαφή) η
συχνότητα εμβρυϊκής, περιγεννητικής και βρεφικής θνησιμότητας σε αυτά είναι υψηλότερη σε
σύγκριση με την αντίστοιχη στον γενικό πληθυσμό. Αποβολές, νεογνικοί θάνατοι, συγγενείς
ανωμαλίες είναι επίσης πολύ συχνότερα. Ακόμη μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για
μετανεογνικό θάνατο καθώς επίσης και για σύνδρομο αιφνιδίου θανάτου, ο οποίος ίσως
περιλαμβάνει και άγνωστο αριθμό συγκεκαλυμμένων βρεφοκτονιών. Αν και η πιθανότητα
ανθρωποκτονίας στο σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου είναι αμφισβητήσιμη, το θέμα
δεν έχει επαρκώς μελετηθεί. Όταν τα τέκνα των πασχουσών γυναικών φθάσουν στην
εφηβεία, μεγαλύτερες συχνότητες ψυχικής διαταραχής, χρήσης ουσιών, ατυχημάτων,
επικίνδυνης, βίαιης ή αυτοκτονικής συμπεριφοράς μπορεί να τα θέσουν σε μεγαλύτερο
κίνδυνο θνησιμότητας, ο οποίος στα χαμηλά στρώματα είναι ακόμη μεγαλύτερος.
Η συχνότητα αποχωρισμού του παιδιού από τον ένα γονέα ή και από τους δύο γονείς
είναι πολύ μεγάλη σε αυτήν την ομάδα. Για τα βρέφη και τα παιδιά αυτά δύο προοπτικές
υπάρχουν: είτε να εκτεθούν σε μεγάλο κίνδυνο λόγω της εισαγωγής τους σε ένα κατώτερο
υποκατάστατο περιβάλλον ανατροφής, είτε, αντιθέτως, να διαφύγουν τον μεγάλο κίνδυνο
χάρη στην απομάκρυνσή τους από το αρνητικό περιβάλλον του σπιτιού (γεγονός που τα
προφυλάσσει από την παραμέληση και μειώνει την έκθεσή τους στους κινδύνους που
συνδέονται άμεσα με τη γονεϊκή ψυχωτική διαταραχή). Οι στρατηγικές πρόληψης θα πρέπει
να εστιαστούν στην επίτευξη των κάτωθι: βελτίωση των επιπέδων μητρικής φροντίδας,
συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου και της πρώιμης θεραπείας ψυχωτικών διαταραχών κατά
την περιγεννητική περίοδο· αύξηση της συμμετοχής συνδυασμού υπηρεσιών για την
υποστήριξη πληγεισών οικογενειών με βρέφη και μικρά παιδιά· βελτίωση των δεξιοτήτων
ανατροφής των παιδιών των ψυχωτικών ατόμων.
Κλινικές μορφές σχιζοφρένειας. Η σχιζοφρένεια είναι κλινικώς ετερογενής, αλλά δεν έχει
διευκρινιστεί αν αυτό πράγματι οφείλεται στην ύπαρξη διακριτών υποτύπων ή αν πρόκειται
περί εντελώς διαφορετικών νοσολογικών οντοτήτων. Έχουν περιγραφεί πολλές μορφές
σχιζοφρένειας, αλλά οι πλέον επικρατούσες στη διεθνή βιβλιογραφία είναι οι παρακάτω:
Ηβηφρενική σχιζοφρένεια. Εκδηλώνεται περί το τέλος της εφηβείας και πολύ γρήγορα
εμφανίζονται φαινόμενα επιπέδωσης του συναισθήματος και αβουλησίας. Στην κλινική
εικόνα κυριαρχούν οι διαταραχές του συναισθήματος με ρηχότητα, απροσφορότητα,
αναίτιους γέλωτες και χαμόγελα. Στην ψυχοκινητική συμπεριφορά κυριαρχούν
επαναλαμβανόμενες φράσεις, γκριμάτσες, ιδιοτροπισμοί, χονδρά αστεία και μερικές φορές
έντονη επιτήδευση. Χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο του καθρέφτη. Συχνά είναι τα
υποχονδριακά ενοχλήματα. Η σκέψη αποδιοργανώνεται και η ομιλία καθίσταται ασυνάρτητη,
ακόμη περισσότερο αν συμβαίνει ο ασθενής να απασχολείται με θρησκευτικά ή
ψευδοφιλοσοφικά διαπορήματα. Οι ψευδαισθήσεις είναι ήπιες και παροδικές, ενώ οι
παραληρητικές ιδέες είναι ασυστηματοποίητες και δεν κυριαρχούν στην κλινική εικόνα.
Κατατονική σχιζοφρένεια. Περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Kahlbaum το 1874.
Κατατονική συμπτωματολογία είναι δυνατόν να εμφανισθεί σε πλήθος οργανικών και
ψυχογενών καταστάσεων και επομένως χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διαφορική
διάγνωση. Στη σχιζοφρένεια η κατατονική συμπτωματολογία εμφανίζεται σε κάπως
μεγαλύτερη ηλικία συγκριτικά με τις άλλες μορφές και η συχνότητά της στις γυναίκες είναι
διπλάσια των ανδρών. Κυριαρχούν στην κλινική εικόνα στοιχεία ψυχοκινητικής διαταραχής,
τα οποία απλώνονται σε ένα φάσμα από την τυφλή υπερδιέγερση μέχρι την πλήρη
εμβροντησία. Η θανατηφόρος μορφή κατατονίας, επονομαζόμενη και θανατηφόρος
κατατονία του Stauder (Stauder 1934), δεν παρατηρείται πλέον τόσο συχνά όσο στην προ
των νευροληπτικών εποχή, αλλά και η συχνότητα της κατατονικής σχιζοφρένειας έχει επίσης
μειωθεί.
Η κατατονική διέγερση χαρακτηρίζεται από ανοργάνωτη και έξαλλη κινητικότητα, μέρα και
νύχτα χωρίς διακοπή, και είναι δυνατόν να εξελιχθεί σε τυφλή καταστροφική συμπεριφορά
μέχρι τελικής εξαντλήσεως του ασθενή. Θόλωση της συνείδησης, αποδιοργάνωση της
σκέψης, ασυναρτησία, ακουστικές και οπτικές ψευδαισθήσεις, παράδοξες παραληρητικές
ιδέες κυριαρχούν στην εικόνα. Σωματικά συμπτώματα, όπως ταχυκαρδία, εφίδρωση,
υπέρταση, κυάνωση των άκρων, αιματώματα στο δέρμα γίνονται με την πάροδο του χρόνου
εντονότερα. Η θερμοκρασία του σώματος είναι δυνατόν να αυξηθεί απότομα μέχρι και 43ο C.
Η κατάσταση αυτή είναι δυνατόν να διαρκέσει από μερικές ώρες μέχρι εβδομάδες, συνήθως
όμως διαρκεί γύρω στις 5-10 ημέρες. Τα συμπτώματα αυτά δίνουν τη θέση τους σε μια
εμβροντησιακή εξάντληση με ακραία υπερθερμία, κώμα, κατάρρευση του καρδιοαγγειακού
και θάνατο σε ποσοστό περίπου 60%. Η κατατονική εμβροντησία, που συνήθως διαδέχεται
την κατατονική διέγερση, χαρακτηρίζεται από μείωση της ψυχοκινητικής δραστηριότητας,
παράξενες στάσεις, δυσκαμψία και εναντιωματικότητα, αυτόματη υπακοή και προκλητή
υποβολιμότητα με ηχοπραξία, ηχολαλία, ηχομιμία και κηρώδη ευκαμψία. Ο ασθενής είναι
δυνατόν να συγκρατήσει σίελο, ούρα και κόπρανα και να περιέλθει σε κατάσταση νεκρικής
ακινησίας.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής είναι δυσχερής. Τα νευροληπτικά
λίγα προσφέρουν όταν εγκατασταθεί το κατατονικό σύνδρομο και είναι πολύ πιθανό να
περιπλέξουν τα πράγματα προκαλώντας κατατονικό νευροληπτικό σύνδρομο. Πολλοί
προτείνουν ηλεκτροσπασμοθεραπεία, σε συνδυασμό με κορτικοστεροειδή. Επίσης οι
βενζοδιαζεπίνες είναι δυνατόν να βοηθήσουν λόγω της μυοχαλαρωτικής τους δράσεως.
619
Απλή σχιζοφρένεια. Μοιάζει με την υπολειμματική σχιζοφρένεια κατά το ότι και εδώ
κυριαρχούν τα αρνητικά συμπτώματα, αλλά δεν προηγήθηκε περίοδος με θετική
συμπτωματολογία. Παρατηρείται βραδεία μείωση των ενδιαφερόντων, απάθεια και
αδιαφορία, τάση για ονειροπόληση, κλινοφιλία, περιορισμός των διαπροσωπικών σχέσεων
και της κοινωνικής ζωής. Οι ασθενείς σε κατάσταση αδράνειας περιφέρονται άσκοπα,
αλλάζουν επαγγέλματα και εκπίπτουν κοινωνικώς. Στο τέλος περιέρχονται σε κατάσταση
αλητείας με περιθωριακή και παραπτωματική συμπεριφορά.
Θεραπευτικοί στόχοι στην αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας. Οι στόχοι στη θεραπεία της
σχιζοφρένειας θα μπορούσαν να συνοψισθούν στο παρακάτω τρίπτυχο: καλύτερα φάρμακα,
εύστοχες ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις, αποτελεσματικός συνδυασμός και των δύο. Η
σχιζοφρένεια είναι μια χρόνια κατάσταση η οποία συχνά έχει καταστροφικές επιπτώσεις σε
όλες σχεδόν τις πλευρές της ζωής του ασθενούς. Οι περισσότεροι ασθενείς θα χρειασθούν
συνεχή και επιμελημένη βοήθεια σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Είναι φανερό από
πλήθος πηγών ότι το αποτέλεσμα της θεραπείας εξαρτάται από την όσο το δυνατόν
ταχύτερη εφαρμογή φαρμακευτικής αγωγής και επιτυχούς οργάνωσης της πρόληψης των
υποτροπών. Οι ραγδαίες εξελίξεις στις νευροεπιστήμες επιβεβαιώνουν ότι πράγματι στον
πυρήνα της νόσου βρίσκεται μια σοβαρή νευροβιολογική δυσλειτουργία. Το ότι όλοι οι
σχιζοφρενείς πρέπει να τίθενται σε αντιψυχωτική αγωγή με νευροληπτικά φάρμακα είναι
σήμερα θεμελιώδης κανόνας της θεραπευτικής στρατηγικής στη σχιζοφρένεια. Οι εξαιρέσεις
είναι πολύ περιορισμένες (π.χ. σε πολύ σύντομα και ήπια σχιζοφρενικόμορφα επεισόδια ή
όταν η χορήγηση αντιψυχωτικών ενδέχεται να είναι εξόχως δυσμενής για την υγεία του
ασθενούς). Οι σκοποί και οι στρατηγικές της θεραπείας ποικίλλουν ανάλογα με τη φάση και
τη σοβαρότητα της νόσου (Fleischhacker and Hummer 1996). Κατά την εξέλιξη των φάσεων
της νόσου είναι απαραίτητη η απαρτίωση των ποικίλων, εκτός της φαρμακευτικής,
ψυχοκοινωνικών προσεγγίσεων. Φαρμακευτική αγωγή, ψυχοεκπαιδευτικό πρόγραμμα
παρέμβασης στην οικογένεια, μακρά περίοδος σταθερής και αδιατάρακτης παρακολούθησης
σε εξωτερική βάση και οι κατάλληλοι ψυχοκοινωνικοί χειρισμοί πρέπει να συνδυασθούν κατά
τον καλύτερο τρόπο – και εδώ βρίσκεται η μεγαλύτερη δυσκολία στην οργάνωση της
θεραπείας της σχιζοφρένειας.
620
Θεραπευτικοί στόχοι στην Οξεία φάση. Ως οξεία φάση χαρακτηρίζεται κάθε υποτροπή της
νόσου, καθώς επίσης και η αρχική φάση, αν και αυτή μπορεί να είναι έρπουσα και
αργόσυρτη στον χρόνο. Βασικός θεραπευτικός σκοπός κατά τη διάρκεια της οξείας φάσεως
είναι η μείωση των θετικών συμπτωμάτων και η ταχεία επάνοδος σε ένα καλύτερο επίπεδο
λειτουργικότητας. Η νοσηλεία πρέπει να γίνει σε περιβάλλον όσο το δυνατόν λιγότερο
περιοριστικό, που να διαθέτει ασφάλεια για τον ασθενή και να επιτρέπει την αποτελεσματική
θεραπεία. Η παραμονή σε νοσοκομείο ενδείκνυται όταν ο ασθενής παρουσιάζει υψηλά
επίπεδα επικινδυνότητας για τον εαυτό του και τους άλλους. Οπωσδήποτε όμως νοσηλεία
είναι δυνατόν να γίνει και στο σπίτι ή να υπάρξει ένας συνδυασμός νοσοκομείου, σπιτιού και
άλλων υπηρεσιών (π.χ. κέντρο ψυχικής υγείας), εφόσον το επιτρέπει η κατάσταση του
ασθενούς. Τα αντιψυχωτικά φάρμακα ενδείκνυνται για όλα τα οξέα σχιζοφρενικά ή
σχιζοφρενικόμορφα επεισόδια. Αρκετά από τα κλασικά και όλα τα νεότερα ή άτυπα
αντιψυχωτικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Η χορήγησή τους πρέπει να αρχίσει όσο το
δυνατόν γρηγορότερα. Όλες οι πιθανές αντιστάσεις του ασθενούς πρέπει να καμφθούν και
να λάβει τη φαρμακευτική αγωγή με ή χωρίς τη θέλησή του.
Παρά το ότι τα άτυπα αντιψυχωτικά στις δημοσιευόμενες εργασίες κερδίζουν συνεχώς
έδαφος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι και τα κλασικά αντιψυχωτικά (ιδιαίτερα η αλοπεριδόλη)
διατηρούν υψηλές θέσεις στη λίστα της αποτελεσματικότητας, και οπωσδήποτε η κλοζαπίνη
έχει γίνει παραδεκτό ότι είναι το μόνο άτυπο αποτελεσματικότερο της αλοπεριδόλης. Στη
θεραπεία με κλασικά αντιψυχωτικά τα εξωπυραμιδικά συμπτώματα κυριαρχούν σε αυτή τη
φάση της νόσου, ενώ στις μετέπειτα φάσεις κυριαρχούν η αύξηση βάρους και η σεξουαλική
δυσλειτουργία. Οι εξωπυραμιδικές παρενέργειες δεν αποτελούν απλώς κάποιες
παρενέργειες. Για πολλούς ασθενείς αποτελούν κεντρικό παράγοντα της νόσου, όπως
εκείνοι την αντιλαμβάνονται, και της συμμόρφωσης στη θεραπεία της. Τα πλεονεκτήματα των
νεότερων αντιψυχωτικών βρίσκονται στο ότι σε κλινικώς αποτελεσματικές δόσεις προκαλούν
λιγότερες εξωπυραμιδικές παρενέργειες, αλλά είναι υπεύθυνα για άλλες πολύ σοβαρές
παρενέργειες, όπως μεταβολικό σύνδρομο, αύξηση βάρους, υπερπρολακτιναιμία και
καρδιακή δυσλειτουργία (βλ. νευροληπτικά) .
Ένας γενικώς αποδεκτός κανόνας είναι ότι η δοσολογία των φαρμάκων βρίσκεται στο
εύρος του ισοδυνάμου των 5-20 mg αλοπεριδόλης και κατά κανόνα προτιμάται μόνο ένα
αντιψυχωτικό. Η χορήγηση υψηλών δόσεων κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της
θεραπείας (η λεγόμενη «ταχεία νευροληπτική αγωγή») πρέπει οπωσδήποτε να αποφεύγεται,
επειδή όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτε περισσότερο από θεραπευτική άποψη αλλά είναι και
επικίνδυνη λόγω των παρενεργειών που δύναται να προκαλέσει. Βενζοδιαζεπίνες θα
χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο του άγχους και της διέγερσης. Αν ο ασθενής δεν
ανταποκριθεί σε ένα κλασικού τύπου θεραπευτικό σχήμα σε εύλογο χρονικό διάστημα (γύρω
στις 4-6 εβδομάδες) ή παρουσιάσει σοβαρές εξωπυραμιδικές παρενέργειες που δεν
ανταποκρίνονται στην αντιπαρκινσονική αγωγή, τότε πρέπει να γίνει σκέψη αλλαγής με
κάποιο από τα άτυπα αντιψυχωτικά. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι πολλοί ψυχίατροι, οι
περισσότεροι, αρχίζουν σήμερα τη θεραπεία όχι με κλασικά αλλά με κάποιο από τα νεότερα
αντιψυχωτικά.
Φάση σταθεροποίησης. Στόχοι της θεραπείας κατά τη φάση αυτή είναι: α) ελαχιστοποίηση
της πιθανότητας υποτροπής, β) ενίσχυση των δυνατοτήτων κοινωνικοποίησης του ασθενούς,
γ) σταθεροποίηση της ύφεσης των συμπτωμάτων. Αν ο ασθενής βελτιώθηκε σε ένα
συγκεκριμένο θεραπευτικό σχήμα, πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει τα ίδια φάρμακα στην
ίδια δόση για τους επόμενους έξι μήνες. Πρόωρη μείωση της δόσης ή διακοπή του φαρμάκου
κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης εκθέτει τον ασθενή στον κίνδυνο υποτροπής μέσα στους
2-3 επόμενους μήνες. Η χορήγηση σε χαμηλότερες δόσεις του ισοδυνάμου 5-15 mg
αλοπεριδόλης, εφόσον δεν υπάρχουν θετικά συμπτώματα, είναι επαρκής. Ακόμη και στο 1/5
της δοσολογίας είναι δυνατόν να κατέλθει η δοσολογία κατά τη φάση σταθεροποίησης.
Σταθερή φάση. Βασικός θεραπευτικός στόχος σε αυτή τη φάση είναι η πρόληψη των
υποτροπών. Άλλοι στόχοι είναι: α) Η διασφάλιση της διατήρησης και βελτίωσης της
λειτουργικότητας του ασθενούς και της ποιότητας ζωής του. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται
με επανεκπαίδευσή του σε κοινωνικές δεξιότητες μέσα από ποικίλες ψυχοκοινωνικές
παρεμβάσεις με συμμετοχή και μελών της οικογένειάς του. β) Ο προσεκτικός έλεγχος και η
621
αντιμετώπιση των παρενεργειών των φαρμάκων είναι βασικός παράγων της κλινικής
παρακολούθησης σε όλες τις φάσεις, ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση στη θεραπεία.
γ) Η αντιμετώπιση των πρόδρομων συμπτωμάτων των σχιζοφρενικών υποτροπών. Τόσο τα
κλασικά συμβατικά όσο και τα νεότερα άτυπα αντιψυχωτικά φάρμακα είναι αποτελεσματικά
για τη μείωση του κινδύνου υποτροπής. Η χορήγηση ενέσιμων αντιψυχωτικών βραδείας
απορροφήσεως αποτελεί χρήσιμη επιλογή σε αυτήν τη φάση. Τα φάρμακα αυτά
δημιουργούν σχετικά σταθερές συγκεντρώσεις στο πλάσμα για μερικές εβδομάδες. Τα
μειονεκτήματα είναι ότι πολλοί ασθενείς αρνούνται αυτή τη θεραπεία και ότι, άπαξ και
χορηγηθεί το φάρμακο, δεν υπάρχει άλλη επιλογή για διάστημα μερικών εβδομάδων.
Συμμόρφωση στη θεραπεία. Το θέμα της συμμόρφωσης του ασθενούς στη θεραπεία είναι
θεμελιώδες και αφορά κυρίως τη συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή (βλ. νευροληπτικά).
Η συμμόρφωση στη θεραπεία δεν επηρεάζεται μόνο από τις παρενέργειες των φαρμάκων,
αν και αυτός είναι καθοριστικός παράγων. Και άλλοι παράγοντες, όπως η προσωπικότητα
του ασθενούς, το είδος της νόσου, η σχέση ιατρού-ασθενούς, το θεραπευτικό περιβάλλον, το
είδος της θεραπείας και η διάρκειά της, καθώς και ποικίλοι δημογραφικοί και πολιτιστικοί
παράγοντες, παίζουν σημαντικό ρόλο.
Εκπαίδευση της οικογένειας. Η οικογένεια είναι σημαντικός παράγων στη θεραπεία της
σχιζοφρένειας, κυρίως στην πρόληψη των υποτροπών. Το απρόσμενο εύρημα ότι οι
ασθενείς με σχιζοφρένεια υποτροπίαζαν συχνότερα όταν η οικογένειά τους παρουσίαζε
υψηλά επίπεδα συναισθηματικής εμπλοκής (Leff and Vaughn 1980) οδήγησε σε
προσεκτικότερη μελέτη του ρόλου της οικογένειας στην πορεία της νόσου και σε
προσεκτικότερη χρησιμοποίησή της ως εργαλείου στην οργάνωση του θεραπευτικού
προγράμματος. Ασθενείς οι οικογένειες των οποίων δεν έχουν μάθει πώς πρέπει να
χειρίζονται την κατάστασή τους έχουν εντυπωσιακά περισσότερες πιθανότητες υποτροπής,
ενώ καλά εκπαιδευμένες οικογένειες αποτελούν πανίσχυρους θεραπευτικούς παράγοντες.
Στόχοι της εκπαίδευσης της οικογένειας είναι η μείωση της υπερβολικής έκφρασης
συναισθήματος από τα μέλη της, η αντιμετώπιση στοιχείων δυσλειτουργικότητας μεταξύ των
μελών της, η αντιμετώπισή της ως στρεσογόνου παράγοντα του ασθενούς κ.λπ. Μαθήματα
που παρέχουν πληροφορίες ως προς την αιτιολογία και τη θεραπεία της σχιζοφρένειας
αποτελούν τον άξονα της εκπαίδευσης. Συνήθως η εκπαίδευση γίνεται σε ομάδες που
περιλαμβάνουν πολλές οικογένειες.
Ψυχοθεραπεία. Δεν υπάρχει σήμερα αμφιβολία ότι η θεραπεία της σχιζοφρένειας και των
άλλων ψυχώσεων βασίζεται στη φαρμακευτική αγωγή. Η εφαρμογή μόνο ψυχοθεραπείας,
622
BARR CE, MEDNICK SA, MUNK-JØRGENSEN P. (1990). Exposure to influenza epidemics during gestation
and adult schizophrenia. Arch Gen Psychiatry 47:869-874.
BATESON G. (1960). Minimal requirements for a theory of schizophrenia. Arch Gen Psychiatry. May;2:477-91.
BERMAN KF, TORREY EF, DANIEL DG, WEINBERGER DR. (1992). Regional cerebral blood flow in monozy-
gotic twins discordant and concordant for schizophrenia. Arch. Gen. Psychiatry 49(12):927-934.
BLEULER M. (1911). Dementia Praecox or the group of schizophrenias, translated by J. Zinkin (1950). New
York: International Universities Press.
BUCHSBAUM MS, et al. (1992). Frontostriatal disorder of cerebral metabolism in never-medicated schizophren-
ics. Arch. Gen. Psychiatry 49:935-942.
DEGREEF G, et al. (1992).Volumes of ventricular system subdivisions measured from magnetic resonance im-
ages in first-episode schizophrenic patients. Arch Gen Psychiatry. 49(7): 531- 537.
EVANS K, MCGRATH J, MILNS R. (2003). Searching for schizophrenia in ancient Greek and Roman literature:
a systematic review. Acta Psychiatr Scand 107: 323–330.
FARIS DEL, DUNHAM HW. (1939). Mental disorders in urban areas: an ecological study of schizophrenia and
other psychosis. Chicago: University of Chicago Press.
FLEISCHHACKER WW, HUMMER M. (1996). Drug treatment of schizophrenia in the 90s. Achievements and
future possibilities in optimising outcomes. Drug 53(6):915-929.
HÄFNER H, BEHRENS S, DE VRY J, GATTAZ WF. (1991). Oestradiol enhances the vulnerability threshold for
schizophrenia in women by an early effect on dopaminergic transmission-evidence from an epidemiological study
and from animal experiments. Eur Arch Psychiatry Clin Neurosci 241:65-68.
HÄFNER H, et al. (1998). Is schizophrenia a disorder of all ages? A comparison of first episodes and early
course across the life-cycle. Psychol Med 28:351-365.
HARRISON G, MASON P. (1993). Schizophrenia-falling incidence and better outcome? Br. J. Psychiatry
163:535-541.
IACONO WG, BEISER M. (1992). Are males more likely than females to develop schizophrenia? Am. J. Psy-
chiatry 149(8):1070-1074.
JOUKAMAA M, HELIÖVAARA M, et al. (2006). Schizophrenia, neuroleptic medication and mortality. Br J Psy-
chiatry 188:122-127.
623
KAHLBAUM, KL. (1874). Die Katatonie. Eineneue, klinische Krankheitsform. Berlin, A.Hirschwald .59: Katatonia
oder das Spannungsirresein.
KALLMANN FJ. (1938). The genetics of schizophrenia. Augustin, New York.
KARLSON J. (1978). Inheritance of Creative Intelligence. Chicago, Nelson-Hall.
KARLSON J. (1984). Creative Intelligence of mental patients. Hereditas, 100:83-86.
KARLSON J. (2004). Psychosis and academic performance. British Journal of Psychiatry 184:327-329.
KENDELL RE, MALCOLM DE, ADAMS W. (1992). Is the incidence of schizophrenia falling? Schizophr Res
6:100-1.
ΚΕΤΥ SS, et al. (1971) Mental illness in the biological and adoptive families of adpoted schizophrenics. Am J
Psychiatry. 128(3):302-6.
ΚΕΤΥ SS, et al. (1994). Mental illness in the biological and adoptive relatives of schizophrenic adoptees. Repli-
cation of the Copenhagen Study in the rest of Denmark. Arch Gen Psychiatry 51:442-455.
LAING RD. (1967). The politics of experience. London:Penguin.
LEFF J, VAUGHN C. (1980). The interaction of life events and relatives' expressed emotion in schizophrenia
and depressive neurosis. Br J Psychiatry 136:146-53
LEWIS G, DAVID A, ANDREASSON S, ALLEBECK P. (1992). Schizophrenia and city life. Lancet 340:137-140.
LIDZ T, FLACK S, CORNELISON A. (1965). Schizophrenia and the family. NY, International Press.
MEDNICK SA, MACHON RA, HUTTENEN MO, BONET D. (1988). Adult schizophrenia following prenatal expo-
sure to an influenza epidemic. Arch Gen Psychiatry. 45(2):189-92.
NOREIK K, ODEGAARD O. (1966). Psychoses in Norwegians with a background of higher education. British J.
Psychiatry 112:43-55.
RANDRUP A, MUNKVAD I. (1972). Evidence indicating an association between schizophrenia and dopaminer-
gic hyperactivity in the brain. Orthomol Psychiat 1:2-27.
SCHEFF T. (1966). Being Mentally Ill: A sociological theory. London:Weidenfield and Nicholson.
SCHNEIDER K. (1974). Primary and secondary symptoms in schizophrenia. In Themes and Variations in Euro-
pean Psychiatry (eds SR Hirsch & M. Shepherd), pp 40-46. Bristol: John Wright.
SHAM PC, et al. (1992). Schizophrenia following prenatal exposure to influenza epidemics between 1939 and
1960. Br J Psychiatry 160:461-466.
SHENTON ME, et al. (1992). Abnormalities of the left temporal lobe and thought disorder in schizophrenia. N.
Engl. J. Med. 327(9):604.
STAUDER KH. (1934). Die tödliche Katatonie. Arch Psychiatr Nervenkr 102:614-634.
STEVENS BC. (1969). Marriage and fertility of women suffering from schizophrenia and affective disorders.
Maudsley Monograph no. 19 Oxford, Oxford University press.
SZASZ TS. (1961). The Myth of Mental Illness. New York:Harper and Row.
SZASZ TS. (1976). Schizophrenia: The Sacred Symbol of Psychiatry. Brit J Psychiat 129:308-316.
TAKEI N, et al. (1994). Prenatal exposure to influenza and the development of schizophrenia: Is the effect con-
fined to females? Am J Psychiatry 151(1):117-119.
TAYLOR MA. (1992). Are schizophrenia and affective disorder related? Am. J. Psychiatry 149(1):22-32
TORREY EF. (1987). Prevalence studies in schizophrenia. Brit. J. Psychiatry 150:598-608.
TORREY EF. (1996). Schizophrenia and civilization. New York, J Aronson.
TRIMBLE MR. (1988). Biological Psychiatry. Chichester: John Wiley & Sons.
TURETSKY BI, et al. (2007). Neurophysiological endophenotypes of schizophrenia: the viability of selected can-
didate measures. Schizophr Bull. Jan;33(1):69-94.
WEBB R, ABEL K, PICKLES A, APPLEBY L. (2005). Mortality in Offspring of Parents with Psychotic Disorders:
A Critical Review and Meta-Analysis. Am J Psychiatry 162:1045-1056
WEINBERGER DR. (1987). Implications of normal brain development for the pathogenesis of schizophrenia.
Arch Gen Psychiatry, 44:660-669.
WOODS BT, KINNEY DK, YURGELUM-TODD DA. (1991). Neurological “hard” signs and family history of psy-
chosis in schizophrenia. Biol. Psychiatry 30:806-816.
WORLD HEALTH ORGANIZATION (1973). The International Pilot Study of Schizophrenia. Geneva: WHO
WORLD HEALTH ORGANIZATION (1987). Tenth Revision of the International Classification of Diseases (ICD-
10). Geneva, WHO.
624
ΥΣΤΕΡΙΚΗ ΨΥΧΩΣΗ. Επειδή πολλοί υποστηρίζουν ότι η ψύχωση αυτή πυροδοτείται από
αντίδραση σε ισχυρούς στρέσορες, έχει χαρακτηρισθεί και ως μεταψυχοτραυματική
ψυχοαποσυνδετική ψύχωση (Hollender and Hirsch 1964) και θα μπορούσε να θεωρηθεί
υποκατηγορία της Βραχείας Αντιδραστικής Ψύχωσης. Παρατηρείται σε ανώριμα άτομα με
ιστριονικά και εξαρτητικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, σε άτομα με μεγάλη
υποβολιμότητα και ευεπίφορα στον υπνωτισμό (Spiegel and Fink 1979), κυρίως σε γυναίκες.
Τα συμπτώματα είναι δυνατόν να εκδηλωθούν ως οπτικές ψευδαισθήσεις, παραληρητικές
ιδέες και ανάλογη ψυχωτική συμπεριφορά με έντονα θεατρικά στοιχεία. Εισβάλλουν και
αποδράμουν αιφνιδίως, το αργότερο μετά από μερικές εβδομάδες. Έχει υποτεθεί ότι η
ψυχωτική συμπτωματολογία σε αυτούς τους ασθενείς εμφανίζεται όταν το άτομο δοκιμάσει
μια ισχυρή απογοήτευση σε θέματα σχετιζόμενα με την ερωτικότητα ή/και σεξουαλικότητά
του, ή όταν αντιμετωπίζει περιστάσεις εγκατάλειψης από πρόσωπα από τα οποία έχει
625
ΟΞΕΙΑ ΠΑΡΟΔΙΚΗ ΨΥΧΩΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ. Είναι και αυτή μια κατασκευασμένη από τους
ειδικούς διάγνωση (consensus diagnosis) μεταξύ των πολλών που βλέπει κανείς στα
σύγχρονα ταξινομικά συστήματα. Οι διαγνώσεις «Οξύ Ψυχωσικό Παροδικό Επεισόδιο»
«Οξεία Πολύμορφη Ψυχωσική Διαταραχή» και «Σχιζοφρενικόμορφη Ψυχωσική Διαταραχή»
στην πραγματικότητα καλύπτουν το ίδιο νοσολογικό πεδίο το οποίο εμφανίσθηκε στη γαλλική
βιβλιογραφία το 1886 από τον Legrain με την ονομασία Bouffée Délirante (ώσεις
παραληρήματος) και το οποίο συνεχίζει με αυτήν την ονομασία να χρησιμοποιείται και
σήμερα στη γαλλική ψυχιατρική. Υπάρχει προβληματισμός στη βιβλιογραφία αν αυτή η
διαταραχή είναι υποκατηγορία της σχιζοφρένειας ή κυκλική συναισθηματική διαταραχή, ή αν
είναι αυτόνομη διαταραχή (Pillman et al 2003). Εισβάλλει οξέως, χωρίς εμφανή εκλυτικό
παράγοντα, με δραματικό τρόπο, «ως κεραυνός εν αιθρία», και η εικόνα ολοκληρώνεται
εντός 48 ωρών, με ποικίλες ψευδαισθήσεις και παραληρητικές ιδέες οι οποίες μεταβάλλονται
σε τύπο και ένταση από ημέρα σε ημέρα ή ακόμη και από ώρα σε ώρα. Η ψυχωσική
συμπτωματολογία συνοδεύεται από σύγχυση, φαινόμενα αποπροσωποποίησης-
αποπραγματοποίησης και διαταραχές του συναισθήματος με έντονα αλλά ασταθή και
παροδικά συναισθήματα ευφορίας, έκστασης, άγχους ή θυμού. Η κλινική εικόνα υποχωρεί
ταχέως μέσα σε διάστημα 2-12 εβδομάδων, αλλά τα επεισόδια τείνουν να επαναλαμβάνονται
και σε μερικές περιπτώσεις ο ασθενής μεταπίπτει σε βαρύτερη και μονιμότερη ψυχωσική
διαταραχή.
Στην αλληλομεταμόρφωση ο ασθενής πιστεύει ότι οικεία του πρόσωπα αλλάζουν ταυτότητα
μεταξύ τους και έτσι ο Άλφα γίνεται Βήτα, ο Βήτα γίνεται Γάμμα, ο Γάμμα γίνεται Άλφα κ.λπ.
Είναι σπάνιο σύνδρομο και τις περισσότερες φορές οφείλεται σε διαταραχές αναγνώρισης
προσώπου (προσωποαγνωσίες) προκαλούμενες από δυσλειτουργικές καταστάσεις στο
δεξιό ημισφαίριο.
παρακολούθηση της ασθενούς. Καλά προγνωστικά σημεία είναι η οξεία εισβολή, η θόλωση
της συνειδήσεως και η εμφάνιση κατάθλιψης. Η φαρμακευτική αγωγή στην οποία θα
υποβληθεί η μητέρα ενδέχεται να επιβάλλει διακοπή του θηλασμού.
Αλκοολική ψύχωση. Συνήθως εμφανίζεται ξαφνικά, διαρκεί όχι περισσότερο από έξι μήνες,
υποτροπιάζει και τείνει προς τη χρονιότητα. Χαρακτηρίζεται από ακουστικές ψευδαισθήσεις,
«φωνές» οι οποίες συζητούν για τον ασθενή κατά τρόπο αρνητικό, σε τρίτο πρόσωπο. Συχνά
συνυπάρχουν και παραληρητικές ιδέες. Το επίπεδο συνείδησης είναι φυσιολογικό. Παρά το
ότι επιφανειακά μοιάζει με τη σχιζοφρένεια, τα άλλα χαρακτηριστικά της σχιζοφρένειας (π.χ.
διαταραχές της σκέψης) απουσιάζουν. Ανιχνεύονται και στοιχεία ήπιας νοητικής έκπτωσης.
Αλκοολική ψευδαισθήτωση. Είναι σπάνια κατάσταση με οξεία εισβολή και σύντομη (εντός
μερικών μηνών) πορεία στην οποία, σε καλό επίπεδο συνείδησης, κυριαρχούν
629
ψευδαισθητικές αντιλήψεις κυρίως ακουστικού τύπου, αλλά την εικόνα συνοδεύουν συχνά
οπτικές, απτικές και οσφρητικές ψευδαισθήσεις. Τείνει να υποτροπιάζει και σε μερικές
περιπτώσεις αποκτά πλήρως χρόνιο χαρακτήρα. Κατά μία άποψη η αλκοολική
ψευδαισθήτωση είναι κατάσταση αλκοολικής στέρησης η οποία διαφέρει από το τρομώδες
ντελίριο κατά το ότι σε αυτήν δεν υπάρχει πτώση του επιπέδου συνείδησης ούτε διαταραχές
του προσανατολισμού. Κατά μία άλλη άποψη, που βασίζεται στη χρονιότητα της νόσου και
στις ακουστικές ψευδαισθήσεις, η διαταραχή αυτή είναι μια μορφή σχιζοφρένειας (Glass
1989).
ΕΠΑΚΤΗ Ή ΣΥΜΒΙΩΤΙΚΗ ΨΥΧΩΣΗ. Έχει και άλλες ονομασίες, όπως δυαδική ψύχωση,
μεταδοτικό παραλήρημα κ.λπ. Διεθνώς είναι γνωστή και με το όνομα folie a deux (δυαδική
τρέλα), όπως αναφέρεται στη γαλλική βιβλιογραφία. Πρόκειται περί διαταραχής κατά την
οποία δύο άτομα συμμερίζονται μία ομάδα παρόμοιων παραληρητικών ιδεών ζηλοτυπίας,
διώξεως ή μεγαλείου και αλληλοϋποστηρίζουν ο ένας τις ιδέες και τα βιώματα του άλλου.
Ωστόσο μόνο το ένα άτομο πάσχει από γνήσια ψυχωσική διαταραχή, συνήθως αλλά όχι
απαραιτήτως, σχιζοφρενικού τύπου. Τα άτομα αυτά έχουν πολύ στενή σχέση μεταξύ τους και
είναι απομονωμένα από τον κοινωνικό περίγυρο. Συνήθως είναι γονέας-τέκνο, ιδίως μητέρα-
κόρη (Χατζηαντωνίου και συν 1991), αδέλφια, ή ζευγάρια που συζούν νόμιμα ή όχι. Το άτομο
με τη γνήσια ψύχωση (δότης) είναι ισχυρότερο ως προσωπικότητα από το άλλο (δέκτης), το
οποίο είναι εξαρτημένο και υποταγμένο σε αυτό, το οποίο επίσης συχνά πάσχει από κάποια
παρανοϊκού τύπου διαταραχή. Σε περιπτώσεις παραληρητικών ιδεών σεξουαλικής
κακοποίησης ή βαρείας σωματικής νόσου του δότη, το εξαρτημένο άτομο λειτουργεί ως
αντιπρόσωπος και συνήγορός του. Έχουν περιγραφεί μερικές μορφές της νόσου, όπως η
επιβαλλόμενη ή μεταδιδόμενη μορφή (folie communique ou imposée), κατά την οποία ο
δότης επιβάλλει κατά κάποιον τρόπο καταναγκαστικά τις ιδέες του στον δέκτη, η μορφή κατά
την οποία η ψυχοπαθολογία εμφανίζεται ταυτόχρονα στα δύο άτομα (folie simultanée)
(Μαλιάρας 1969), αλλά φαίνεται ότι υπάρχουν αδιευκρίνιστα ακόμη στοιχεία σχετικώς με την
ομαδοποίηση των υποτύπων και τη διαφοροδιάγνωση της νόσου (Τσίτουρας και συν 1995).
Ο χωρισμός των πασχόντων είναι το πρώτο βήμα προς την οργάνωση της θεραπείας· η
οποία στην περίπτωση του δότη επιβάλλει τη χρήση νευροληπτικών, στην περίπτωση όμως
του δέκτη ίσως η ψυχοθεραπεία είναι χρησιμότερη.
οποία τον τσιμπούν και τον αγκυλώνουν. Ενδέχεται να πιστεύει ότι τα παράσιτα έχουν
μολύνει τα ρούχα, το σπίτι ή το ευρύτερο περιβάλλον του. Συνήθως προσέρχεται στον
δερματολόγο προσκομίζοντας μικρά κουτάκια μέσα στα οποία έχει μαζέψει ξέσματα από το
δέρμα του και άλλα «αποδεικτικά» στοιχεία. Η κλινική πορεία της νόσου είναι χρόνια και
δυσθεράπευτη. Θεραπευτικώς έχει προταθεί η χορήγηση πιμοζίδης.
Δυσμορφοφοβία. Περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Morselli (1891). Χρησιμοποιείται
επίσης διεθνώς και έχει επικρατήσει ο λανθασμένος όρος σωματοδυσμορφική διαταραχή
(body dysmorphic disorder). Και άλλοι όροι έχουν προταθεί, όπως ντροπή του σώματος,
ψύχωση της ασχήμιας, υποχονδρίαση της ωραιότητας, τρέλα της αυτοπαρατήρησης (Ber-
rios and Kan 1996). Σε χώρες όπου έχουν γίνει επιδημιολογικές μελέτες η συχνότητα της
νόσου φθάνει στο 1% του πληθυσμού. Συνήθως παρατηρείται σε νεαρά άτομα, κυρίως
γυναίκες, που ένα σημαντικό ποσοστό τους ασχολείται με τις τέχνες και την αισθητική του
σώματος (Patterson et al 2001). Είναι μια διαταραχή παραληρηματικο-ψυχαναγκαστική
κατά την οποία ο ασθενής έχει την παραληρηματική βεβαιότητα, αν και υπάρχουν ποικίλοι
βαθμοί εναισθησίας, ότι κάτι στο σώμα του, συνήθως κάποιο χαρακτηριστικό του
προσώπου, είναι άσχημο και απωθητικό, ακόμη και αποκρουστικό, και το οποίο προκαλεί
αποστροφή στους άλλους και βαθύτατη απέχθεια στον ίδιο. Το επίκεντρο της προσοχής
αυτών των ασθενών είναι συνήθως το δέρμα, τα μαλλιά και η μύτη και σπανιότερα άλλες
περιοχές του σώματος. Οι επιπτώσεις αυτής της συμπτωματολογίας στη διαπροσωπική και
στην κοινωνική ζωή αυτών των ασθενών είναι προφανείς και σε μερικές περιπτώσεις
πλήρως καταστροφικές. Ο κίνδυνος αυτοκτονίας είναι μεγάλος.
Οι ασθενείς με δυσμορφοφοβία επιδιώκουν πλαστικές χειρουργικές επεμβάσεις από τα
αποτελέσματα των οποίων συνήθως δεν ικανοποιούνται, οπότε υπάρχει κίνδυνος να
γίνουν επιθετικοί προς τους χειρουργούς που τους ανέλαβαν· ενίοτε ανακαλύπτουν
αμέσως μετά την επέμβαση κάποια άλλη δυσμορφία και η όλη εικόνα επιβαρύνεται
περισσότερο. Στις κλινικές που ασχολούνται με καλλωπιστική χειρουργική απευθύνονται
όχι μόνο όσοι έχουν δυσμορφίες ρεαλιστικές που απαιτούν διόρθωση, αλλά και ένας
αριθμός ασθενών με βαριά τελειοθηρικούς ψυχαναγκαστικούς χαρακτήρες, καταθλιπτικές
γυναίκες με υποχονδριακά συμπτώματα και οι πάσχοντες από δυσμορφοφοβίες. Το
υψηλότερο ποσοστό ψυχοπαθολογίας ανιχνεύεται σε εκείνους, κυρίως άνδρες, που
επιζητούν ρινοπλαστική (Druss et al 1971). Η καλλωπιστική χειρουργική σε αυτές τις
περιπτώσεις δεν αποκαθιστά την αυτοπεποίθηση, όπως συμβαίνει στις ρεαλιστικές
δυσμορφίες.
Είναι άγνωστη η αιτιοπαθογένεια της νόσου. Από ψυχοδυναμική άποψη υποστηρίζεται
ότι η δυσμορφοφοβία είναι ένα παραπέτασμα πίσω από το οποίο κρύβεται μια ασυνείδητη
επιθυμία του ασθενούς να υποκύψει στον πειρασμό της σεξουαλικής αναζήτησης (Philip-
popoulos 1979). Θεραπευτικώς έχει προταθεί η χορήγηση πιμοζίδης καθώς και άτυπων
αντιψυχωτικών, αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές οι διαταραχές είναι πολύ ανθεκτικές
στις θεραπευτικές παρεμβάσεις. Άλλοι δίνουν έμφαση στον ισχυρό ψυχαναγκαστικό
χαρακτήρα των συμπτωμάτων και χορηγούν σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά σε μεγάλες
δόσεις. Ο συνδυασμός χλωριμιπραμίνης και πιμοζίδης προτιμάται ιδιαιτέρως, αλλά
χρειάζεται μεγάλη προσοχή λόγω της επιμήκυνσης του διαστήματος QT που προκαλούν
και οι δύο ουσίες.
Αποτεμνοφιλία. Σπανιότατη διαταραχή κατά την οποία ο ασθενής επιδιώκει τον
ακρωτηριασμό ενός άκρου του, συνήθως κάτω άκρου, επειδή έχει την παραληρητική ιδέα
ότι αυτό το άκρο είναι περιττό, παρά το ότι είναι απολύτως υγιές (Lawrence 2006). Έχει
χαρακτηρισθεί επίσης ως διαταραχή της ταυτότητας του σωματικού εγώ ή ως μια μορφή
τρανσεξουαλισμού, αλλά περισσότερο μοιάζει με ψυχωσική συνδρομή υποχονδριακού
τύπου. Οι ασθενείς αισθάνονται δυστυχείς γιατί πιστεύουν ότι το «περιττό» άκρο
διαταράσσει την ισορροπία του σώματός τους και κάνουν απόπειρες αυτοακρωτηριασμού,
ενώ δηλώνουν ευτυχείς όταν καταφέρουν να πείσουν κάποιον χειρουργό να τους το
αφαιρέσει.
κάποια άλλη ψυχιατρική νόσο, και στη δευτεροπαθή ερωτομανία, που είναι συχνότερη και
εμφανίζεται στο πλαίσιο κυρίως μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης, οργανικού ψυχοσυνδρόμου ή
σχιζοφρένειας (Kennedy et al 2002). Παρατηρείται συχνότερα σε γυναίκες σε αναλογία 3:1.
Είναι σπάνια διαταραχή κατά την οποία η ασθενής πιστεύει ότι ένα πρόσωπο ανώτερης από
αυτήν κοινωνικής, οικονομικής ή μορφωτικής τάξης είναι ερωτευμένο μαζί της και της κάνει
ερωτικές προτάσεις. Το παραλήρημα εμφανίζεται μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα
(μερικών ημερών), αλλά τελικώς χρονίζει. Η ασθενής είναι δυνατόν να οδηγήσει αυτήν την
κατάσταση σε επικίνδυνο σημείο και το πρόσωπο στο οποίο έχει εστιάσει το παραλήρημά
της είναι δυνατόν να κινδυνεύσει. Μερικές φορές η κατάσταση προσλαμβάνει χαρακτήρα
ξεχωριστού συνδρόμου, του επονομαζόμενου συνδρόμου του δαιμονικού εραστή
φαντάσματος ή Incubus Syndrome (Petrikis et al 2003), όταν η ασθενής φθάνει στο σημείο
να πιστεύει ότι το άλλο πρόσωπο την πλησίασε σεξουαλικώς τη νύχτα στο κρεβάτι της.
Στους πρωτοπαθείς ερωτομανιακούς η πρόγνωση και η αποτελεσματικότητα της θεραπείας
είναι καλύτερη.
ΣΥΝΔΡΟΜΟ CHARLES BONNET. Περιγράφηκε το 1780 από τον Ελβετό φιλόσοφο Charles
Bonnet ο οποίος το παρατήρησε στον παππού του που έπασχε από διαταραχές της όρασης.
Εμφανίζεται με συχνότητα περίπου 1% σε άτομα ηλικιωμένα, υψηλής μόρφωσης, που
πάσχουν από οφθαλμολογικά νοσήματα, όπως εκφυλισμό της ωχράς κηλίδος ή και πλήρη
τύφλωση (Shiraishi et al 2004). Χαρακτηρίζεται από επίμονες, επαναλαμβανόμενες οπτικές
ψευδαισθήσεις με ευχάριστο ή ουδέτερο περιεχόμενο χωρίς άλλα ψυχωτικά συμπτώματα ή
διαταραχή της συνείδησης· γενικώς οι ασθενείς δεν εμφανίζουν άλλου τύπου ψυχοπαθολογία
(Damas-Mora 1982). Παρουσιάζουν μερική εναισθησία. Η κατάσταση είναι δυνατόν να
επιδεινωθεί από συννοσηρότητα με κατάθλιψη, μοναξιά, πένθος κ.λπ. Στις ψευδαισθήσεις
περιλαμβάνονται αλλοιωμένα πρόσωπα, νάνοι, άτομα που φορούν καπέλα, πολύχρωμα
λουλούδια, παιδιά που χορεύουν. Πολλοί δεν τη θεωρούν ψυχωτική διαταραχή αλλά
αντιληπτική διαταραχή προκύπτουσα από οφθαλμική δυσλειτουργία η οποία, αν
αντιμετωπισθεί, θα βελτιώσει την κατάσταση. Κατανόηση, ενσυναίσθηση του ασθενούς και
καλό χιούμορ βοηθάνε περισσότερο από αντιψυχωτικά φάρμακα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΑΛΙΑΡΑΣ Δ. (1969). Επακτή Ψύχωσις (folie a deux). Διατριβή επί διδακτορία. Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΤΣΙΤΟΥΡΑΣ Π, ΟΥΛΗΣ Π, ΜΑΛΛΙΑΡΑΣ Δ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΝ. (1995). Διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα
επακτών ψυχώσεων: δύο περιπτώσεις. Ψυχιατρική 6:27-34.
ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ Γ, ΚΟΝΤΗΣ Κ, ΚΑΡΟΥΖΟΣ Χ, ΠΑΡΑΣΧΑΚΗΣ Κ, ΠΑΝΥΠΕΡΗΣ Α. (1991). Μελέτη δυαδικής
ψυχώσεως σε μητέρα και κόρη. Προσπάθεια ερμηνείας των μηχανισμών γενέσεως και μεταδόσεως του
παραληρήματος. Ψυχιατρική 2:60-66.
ALEVIZOS B. (2003). Dependence and chronic psychosis with D-nor-pseudoephedrine. European Psychiatry
18:423-425.
ANDREASSON S, ALLEBECK P, ENGSTROM A et al. (1987). Cannabis and schizophrenia. A longitudinal
study of Swedish conscripts. Lancet ii 1483-1486
BEARN JA, et al. (1990) Changes in a proposed new neuroendocrine marker of oestrogen receptor function in
postpartum women. Psychol Med. 20(4):779-83.
BERRIOS GE, KAN CS. (1996). A conceptual and quantitative analysis of 178 historial cases of dys-
morphphobia. Acta Psychiatr Scand 94:1-7.
CAPGRAS J, REBOUL-LACHAUX J. (1923). Illusion de sosies un delire systematize chronique. Bull Soc Clin
Med Ment 2:6-16.
CHRISTODOULOU GN. (1991). The delusional misidentification syndromes. (Review). Br. J. Psychiatry, 159
(supplement 14): 65-69.
COTARD J. (1882). Du délire des négations. Arch Neurol (Paris) 4:152-170;282-296.
DAMAS-MORA J, SKELTON-ROBINSON M, JENNER FA. (1982) The Charles Bonnet syndrome in perspec-
tive. Psychol Med. 12(2):251-61.
DOWLATSHAHI D, PAYKEL ES. (1990). Life events and social stress in puerperal psychoses: absence of ef-
fect. Psychol. Med. 20:655-662.
FLEMINGER S. (1992). Seeing is believing: The role of "preconscious" perceptual processing in delusional misi-
dentification. Brit J Psychiatry 160:293-303.
GLASS IB. (1989). Alcoholic hallucinosis: a psychiatric enigma-1. The Development of an Idea. Br J Addict
84:29-41. Alcoholic hallucinosis: a psychiatric enigma-2. Follow-up studies. Br J Addict 84:151-164.
HOLLENDER MH, HIRSCH SJ. (1964). Hysterical Psychosis. Am J Psychiatry 120:1066-1074.
633
KENNEDY N, McDONOUGH M, KELLY B, BERRIOS GE. (2002). Erotomania revisited: Clinical course and
treatment. Comprehensive Psychiatry 43:1-6.
LAWRENCE AA. (2006). Clinical and theoretical parallels between desire for limb amputation and gender identi-
ty disorder. Arch Sex Behav. 35(3):263-78.
MATHERS DC, GHODSE AH. (1992). Cannabis and psychotic illness. Br. J. Psychiatry, 161:648-653.
MORSELLI E. (1891). Sulla Dismorfofobia e sulla Talefobia due forme non per anco descritte di Pazzia con idee
fisse. Bolletino della R. Academia Medica 6:110-119.
PATTERSON WM, et al. (2001). Body dysmorphic disorder Int J Dermatology 40 (11):688-690.
PEARN J, GARDNER-THORPE C. (2001). Jules Cotard (1840-1889). His life and the unique syndrome which
bears his name. Neurology 58:1400-1403.
PETRIKIS P, ANDREOU C, KARAVATOS A, GARYFALLOS G. (2003). Incubus syndrome and folie à deux: a
case study. European Psychiatry 18:322-323.
PHILIPPOPOULOS GS. (1979). The analysis of a case of dysmorfophobia. Can J Psychiatry 24(5):397-401.
PILLMANN F, HARING A, BALZUWEIT S, BLÖINK R, MARNEROS A. (2003). Bouffée délirante and ICD-10
acute and transient psychoses: a comparative study. Austr NZ J Psychiatry 37:327-333.
SHIRAISHI Y, et al. (2004). The rarity of Charles Bonnet syndrome. J Psychiatr Res. 38(2):207-13.
SPIEGEL D, FINK R. (1979). Hysterical psychosis and hypnotizability. Am J Psychiatry 136:777-781.
VORUGANTI LNP, et al. (2001). Cannabis induced dopamine release: an in-vivo SPECT study. Psychiatry Re-
search: Neuroimaging 107:173-177.
ZAMMIT S, et al. (2002). Self reported cannabis use and schizophrenia in Swedish conscripts of 1969. A histori-
cal cohort study. British Medical Journal 325:1199-1203.
EDELSTYN NM, OYEBODE F.(1999). A review of the phenomenology and cognitive neuropsychological origins
of the Capgras syndrome. Int J Geriatr Psychiatry. 14(1):48-59.
MOJTABAI R.( 1994). Fregoli syndrome. Aust N Z J Psychiatry. 28(3):458-62.
PREDA A, MACLEAN RW, MAZURE CM, BOWERS MB JR.( 2001). Antidepressant-associated mania and
psychosis resulting in psychiatric admissions. J Clin Psychiatry. 62(1):30-3.
Η κλινική φροντίδα του ασθενούς, σε μια κοινωνία που φιλοξενεί άτομα από διαφορετικές
κουλτούρες, όπως συμβαίνει και με την Ελλάδα, πρέπει να περιλαμβάνει την πολιτισμικά
ευαίσθητη μικροεθνογραφία του, ώστε να εξακριβώνονται από άποψη πολιτισμική αλλά και
προσωπική τα ατομικά του σύμβολα και οι μεταφορικές σημασίες των συμπτωμάτων του. Για
παράδειγμα, ο φόβος της παχυσαρκίας ή το να μείνει κανείς κλινήρης από αρρώστια μόνος
634
στο σπίτι έχει διαφορετική σημασία στις χώρες του βιομηχανικού πολιτισμού από ό,τι στις
γεωργικές κτηνοτροφικές κουλτούρες. Οι έννοιες «ατιμασμένος» και «επαίσχυντος» και όχι η
έννοια «ένοχος» διακρίνουν τους καταθλιπτικούς από τους μη καταθλιπτικούς ασθενείς στο
Βιετνάμ και στις ΗΠΑ. Η παρουσία ψευδαισθήσεων μεταξύ των Ινδιάνων της Αμερικής που
διανύουν ένα συνηθισμένο πένθος θεωρείται κάτι πολιτισμικώς αποδεκτό και φυσιολογικό.
Σε μερικές αφρικανικές κουλτούρες το άγχος μεταφράζεται σε φόβους αποτυχίας στην
τεκνοποίηση, σε όνειρα και αιτιάσεις για μαγική επίδραση. Το αίσθημα της μη αγνότητας
στην Ινδία και το Πακιστάν αναφέρεται σε ένα κεφάλαιο τεράστιας πολιτισμικής σημασίας,
που εκφράζει διακρίσεις στην κάστα, στη σεξουαλικότητα, στην κοινωνική ιεραρχία και
διαμορφώνει τη ζωή σε όλα της τα επίπεδα.
Ντατ (Dhat). Το ντατ είναι η σπερματόρροια όπως έχει ονομασθεί στην ινδική ιατρική.
Αναφέρεται κυρίως στην ινδικής προέλευσης βιβλιογραφία· εκδηλώνεται με άγχος απώλειας
σπέρματος είτε στη διάρκεια του ύπνου είτε διά των ούρων. Ο ασθενής αναστατώνεται με τη
σκέψη ότι χάνει το σπέρμα του ακόμη και κατά τη συνουσία ή τον αυνανισμό. Συνδυάζεται
και με άλλα συμπτώματα, όπως ανικανότητα, πρώιμη εκσπερμάτωση, άγχος για την εξέλιξη
της σεξουαλικής κατάστασης. Η άποψη ότι η σπερματόρροια είναι εξόχως βλαπτική
βασίζεται στις λαϊκές και ιατρικές δοξασίες (Ινδική Αγκνιβέσα, Ιπποκράτης, Γαληνός κ.λπ.)
σύμφωνα με τις οποίες το σπέρμα είναι η πιο πυκνή, συμπυκνωμένη και τέλεια ουσία του
σώματος και η συγκράτησή της εγγυάται υγεία και μακροζωία. Απώλειά του σημαίνει
απώλεια του ζωτικού πνεύματος, εξάντληση, αποξήρανση του σώματος. Ιατροί του 19ου
αιώνα πίστευαν ότι η απώλεια του σπέρματος, κυρίως διά του αυνανισμού, μπορεί να
προκαλέσει μελαγχολία, εξάντληση και τρέλα (Sumathipala et al 2004). Αυτές οι απόψεις
635
επιδρούσαν κατά τρόπο τρομοκρατικό στην αντίληψη των ανθρώπων για τη σημασία του
σπέρματος και για τις επιπτώσεις από την απώλειά του, και εκδηλώσεις όπως το ντατ είναι
συχνές σε όλες τις κουλτούρες ακόμη και σήμερα.
Koro. Ο ασθενής, συνήθως άνδρας αλλά δεν αποκλείονται και οι γυναίκες, καταλαμβάνεται
από ισχυρό άγχος επειδή πιστεύει ότι τα γεννητικά του όργανα συρρικνώνονται, εισέρχονται
μέσα στο σώμα του και ότι αυτό θα του προκαλέσει ανικανότητα, στείρωση και στο τέλος θα
του στοιχίσει τη ζωή. Συνήθως αναφέρονται σποραδικά περιστατικά στην ΝΑ Ασία και στην
Κίνα (Tseng et al 1988) σε άτομα χαμηλής μόρφωσης και σε χρήστες κάνναβης, αλλά δεν
σπανίζουν και επιδημικές μορφές. Στην Κίνα οι λαϊκές παραδόσεις αποδίδουν τη νόσο στα
κακά πνεύματα της θηλυκής αλεπούς, στη ΝΑ Ασία σε μαζική δηλητηρίαση και στην Αφρική
σε μαγική επίδραση ( Mattelaer and Jilek 2007). Έχουν αναφερθεί περιστατικά στις ΗΠΑ σε
χρήστες κάνναβης και σποραδικά στην Ελλάδα σε, προφανώς χρήστες κάνναβης, ναυτικούς
(Ιορδανίδης 1970). Δεν υπάρχει ομοφωνία για την κατάταξη της νόσου, αλλά επικρατούσα
είναι πλέον η άποψη ότι πρόκειται περί παραληρητικής καταστάσεως, αν και έχει
υποστηριχθεί ότι είναι μια κατάσταση αποπροσωποποίησης με άγχος και πανικό ή ότι
πρόκειται περί υστερικής νόσου.
Λάταχ (Latah). Είναι σύνδρομο συχνό στη Μαλαισία και στην Ινδονησία (Simons and
Hughes 1985). Ο ασθενής φαίνεται σαν να τα έχει χαμένα, σαν να είναι αιφνιδιασμένος και
λέει πράγματα τα οποία στους άλλους μπορεί να φαίνονται και διασκεδαστικά. Μιμείται τα
λόγια (ηχολαλία, ηχομιμία) και τις κινήσεις των άλλων (ηχοπραξία), βωμολοχεί, βλασφημεί
και καταριέται, χαρακτηρίζεται από υπερυποβολιμότητα και αυτόματη υποταγή.
Ταϊτζίν Κυοφούσο (Taijin Kyofusho). Είναι ένα είδος διαπροσωπικής και κοινωνικής φοβίας
ή ίσως δυσμορφοφοβίας στην Ιαπωνία (Kirmayer 1991). Ο ασθενής έχει άγχος στις
κοινωνικές εκδηλώσεις, αποφεύγει τη βλεμματική επικοινωνία, κατέχεται από τον φόβο ότι
αναδίδει άσχημη οσμή ή ότι θα πληγώσει άλλους χωρίς τη θέληση του λόγω της κακής του
συμπεριφοράς, ότι τα φυσικά χαρακτηριστικά του είναι κακοφτιαγμένα και δυσάρεστα.
Σούτσι-Μπαρ (Suchi-bar). Κατά λέξη από την ινδική (hindu) γλώσσα σημαίνει μανία
καθαρμού και ίσως μοιάζει με καταναγκαστική υπερκαθαριότητα, σύμπτωμα της
ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής.
Χούο Κούι Ντα. Κινεζικός όρος που αναφέρεται σε ένα αίσθημα καύσου που αρχίζει από
την κοιλιά και φθάνει μέχρι τον λαιμό. Βασίζεται στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική έννοια
του κι (ζωική ενέργεια). Όταν το κι είναι πολύ θερμό, μπορεί να προκαλεί συμπτώματα, αλλά
μεταφορικά μπορεί να σημαίνει ευερέθιστη προσωπικότητα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ Θ. (1970). Αλλοιοπροσωπία τύπου Κόρο επί Έλληνος ναύτου. Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων
Δυνάμεων 4:885-887.
GUILLICK JM. (1958). Indigenous political systems in western Malaya. London School of Economics Monograph
on Social Anthropology, No. 17. London: Athlone Press.
SAINT MARTIN ML. (1999). Running Amok: A modern perspective on a culture-bound syndrome. Prim Care
Comp J Clin Psychiatry 1:66-70.
SEEDAT S, STEIN MB, OOSTHUIZEN PP, EMSLEY RA, STEIN DJ. (2003). Linking Postraumatic Stress Dis-
order and Psychosis. A look at epidemiology, phenomenolohy, and treatment. J Nerv Ment Dis 191(10):675-681.
SIMONS RC, HUGHES CC. (1985). The Culture Bound Syndromes. Reidel: Dordrecht.
SUMATHIPALA A, SIRIBADDANA SH, BHUGRA D. (2004). Culture-bound syndromes: the story of dhat syn-
drome. Brit J Psychiatry 184:200-209.
TSENG WS, MO KM, HSU J, LI LS, OU LW, CHEN GQ, JIANG DW. (1988). A sociocultural study of koro epi-
demics in Guangdong, China. Am J Psychiatry.145(12):1538-43
YAP PM. (1951). Mental diseases peculiar to certain cultures. A survey of comparative psychiatry. J. Ment. Sci-
ence 97:313-327.
MATTELAER JJ, JILEK W.( 2007). Koro--the psychological disappearance of the penis. J Sex Med. 4(5):1509-
15.
636
KIRMAYER LJ. (1991). The place of culture in psychiatric nosology: Taijin kyofusho and DSM-III-R. J Nerv Ment
Dis. 179(1):19-28.
που προκύπτουν μετά από υποτροπή μιας χρόνιας ψυχωσικής συνδρομής (emergency cas-
es), και σε εκείνα που προκύπτουν ως συνέπειες ψυχοκοινωνικών κρίσεων και στα οποία
ανήκουν ασθενείς ευρισκόμενοι σε ισχυρή ψυχοσυναισθηματική κρίση (crisis cases). Τόσο
από θεωρητική όσο και από πρακτική άποψη επιβάλλεται αυτή η διάκριση, μεταξύ
επείγουσας ψυχιατρικής και της παρέμβασης σε ψυχοκοινωνική κρίση (WHO 1985), λόγω
των διαφορετικών ψυχιατρικών προβλημάτων, των αναγκών που έχουν οι αντίστοιχοι
ασθενείς αλλά και των τρόπων προσέγγισης και αντιμετώπισης τους.
Ψυχιατρικά επείγοντα (emergency cases). Στην ομάδα αυτή ανήκουν ασθενείς που
βρίσκονται σε επείγουσα ανάγκη ψυχιατρικής θεραπείας, είτε για πρώτη φορά είτε επειδή
παρουσιάζουν επιδείνωση κάποιας χρόνια ψυχιατρικής κατάστασης. Σε αυτά τα περιστατικά
ο βιολογικός συντελεστής του προβλήματος είναι περισσότερο εμφανής από τον
ψυχοκοινωνικό. Συνεπώς η παρέμβαση έχει λιγότερο συμβουλευτικό και περισσότερο
ψυχοφαρμακευτικό χαρακτήρα. Η αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων περιγράφεται στα
σχετικά κεφάλαια.
Οργανικά ψυχιατρικά επείγοντα. Οι ψυχίατροι σε γενικές γραμμές δεν αντιμετωπίζουν
οργανικές καταστάσεις απειλητικές για τη ζωή. Ωστόσο υπάρχουν μερικές τέτοιες
καταστάσεις που το πιθανότερο είναι να τις συναντήσει πρώτος ο ψυχίατρος όπως είναι το
Ντελίριο, το Κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο, το Σεροτονινεργικό σύνδρομο, οι ποικίλες
Κατατονίες και Κατατονικά σύνδρομα, η Οξεία τοξίκωση από ουσίες (αλκοολική μέθη,
χασισική μέθη κ.λπ.).
Οξείες ψυχοσωματικές καταστάσεις. Εμφανίζονται, και αντιμετωπίζονται, σε διάφορες
μονάδες του Γενικού Νοσοκομείου, όπως στη μονάδα εντατικής θεραπείας, στη μονάδα
εμφράγματος, στους χώρους μετεγχειρητικής ανάνηψης, στους μετεγχειρητικούς θαλάμους
κ.λπ. Δεν είναι όμως καθόλου σπάνιες και σε εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες πρωτοβάθμιας
φροντίδας.
Κρίσεις πανικού. Κρίση πανικού είναι δυνατόν να εκδηλώσουν ασθενείς που πάσχουν από
αγχώδεις ή φοβικές διαταραχές. Ωστόσο και άλλες καταστάσεις, όπως υπέρπνοια,
παραληρητικές διαταραχές, χρήση ή στέρηση ουσιών, θυρεοτοξίκωση, πρόπτωση
μιτροειδούς, φαιοχρωμοκύττωμα, καρδιακές αρρυθμίες είναι δυνατόν να πυροδοτήσουν μια
κρίση πανικού.
Μανιακό επεισόδιο. Κλινική εικόνα μανιακού επεισοδίου είναι δυνατόν να εμφανισθεί στη
διπολική διαταραχή κατά τη μανιακή φάση, στη νόσο Cushing, σε ορισμένες
κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, σε αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και στον
υπερθυρεοειδισμό. Φάρμακα επίσης (κορτικοστεροειδή, κυκλοσπορίνη, αμφεταμίνες,
βρωμοκρυπτίνη, σιμετιδίνη, δισουλφιράμη, ισονιαζίδη, λεβοντόπα, ατροπίνη, διγοξίνη,
αντικαταθλιπτικά) είναι δυνατόν να προκαλέσουν μανιακά ή/και ψυχωτικά επεισόδια.
Ορισμένες θεραπευτικές προσεγγίσεις της κατάθλιψης (φωτοθεραπεία, στέρηση ύπνου,
rTMS, ECT) έχουν ενοχοποιηθεί ως πυροδότες μανιακών επεισοδίων.
Ψυχοαποσυνδετικά επεισόδια. Αμνησιακά επεισόδια, λυκοφωτικές καταστάσεις, φυγές και
πλανήσεις, είναι δυνατόν να προσλάβουν επείγοντα χαρακτήρα και το πιθανότερο είναι να
μεταφερθούν άμεσα σε ψυχιατρικές υπηρεσίες οπότε θα δεχθούν την φροντίδα ψυχιάτρων.
Μετατρεπτικές διαταραχές. Υστερική παράλυση, ψευδοεπιληπτικές κρίσεις κ.λπ. Το
μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των διαταραχών προσκομίζεται στα επείγοντα των
νοσοκομείων ή στα Κεντρα Υγείας και αρκετές φορές είναι δυνατόν να προκαλέσουν
σοβαρό διαφοροαδιαγνωστικό πρόβλημα που θα περιπλέξει την αντιμετώπιση τους.
Διαταραχές της προσωπικότητας. Η ψυχοπαθητική, η οριακή και η ιστριονική
προσωπικότητα είναι δυνατόν, λόγω των ακραίων συμπεριφορών που εκδηλώνουν, να
δημιουργήσουν καταστάσεις που θα απαιτήσουν επείγουσα αντιμετώπιση.
Οξύ ψυχωσικό επεισόδιο. Το οξύ ψυχωσικό επεισόδιο λόγω του θορυβώδους χαρακτήρα
του, του απρόβλεπτου της συμπεριφοράς του ασθενούς και της πιθανής βιαιότητας που
εμπεριέχει είναι δυνατόν να βάλει σε δοκιμασία την διαγνωστική διαδικασία αλλά κυρίως
την δυνατότητα των θεραπευτικών επιλογών.
Απόπειρα αυτοκτονίας. Οι περισσότερες απόπειρες αυτοκτονίας εκτυλίσσονται τα
σαββατοκύριακα από νεαρές κοπέλλες που ματαιώνονται συναισθηματικώς. Ολες οι
638
Καταστολή της διέγερσης. Η καταστολή της διέγερσης στη μεγάλη πλειονότητα των
περιπτώσεων είναι δυνατόν να επιτευχθεί με φάρμακα, χωρίς εφαρμογή βίας ή άλλων
περιοριστικών μέσων. Η χορήγηση νευροληπτικών ή/και βενζοδιαζεπινών θα κριθεί
απαραίτητη. Ο ασθενής πρέπει να βρίσκεται σε περιβάλλον με περιορισμένα εξωτερικά
ερεθίσματα. Συνιστάται μη προκλητική συμπεριφορά προς τον ασθενή, ενημέρωσή του για
την ταυτότητα του προσωπικού και του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκεται. Δεν ωφελούν η
παρατεταμένη συζήτηση και οι πολλές ερωτήσεις καλύτερα να αποφεύγονται. Ο διεγερτικός
639
ή βίαιος άρρωστος θα πρέπει, αν αυτό είναι δυνατόν, να απομακρυνθεί από τους άλλους
ασθενείς και να αφαιρεθούν από επάνω του οποιαδήποτε δυνητικώς επικίνδυνα αντικείμενα.
Θα πρέπει να έχει εξασφαλιστεί η δυνατότητα διαφυγής των θεραπευτών σε περίπτωση
επικίνδυνης κλιμάκωσης της κατάστασης. Ο θεραπευτής πρέπει να έχει ήρεμη και
υποστηρικτική εμφάνιση, να μιλάει λίγο και καθαρά στον ασθενή, να του δείχνει σεβασμό, να
μην του ασκεί κριτική, να τον ρωτάει τι μπορεί να κάνει για να τον βοηθήσει και να μην τον
κοιτάζει επίμονα στα μάτια.
Τουλάχιστον πέντε άτομα χρειάζονται για να αντιμετωπιστεί ένας βίαιος ασθενής, διότι
σε περίπτωση που θα απαιτηθεί ακινητοποίησή του, ένας θα κρατήσει το κεφάλι του και οι
υπόλοιποι τέσσερις θα κρατήσουν από ένα άκρο. Ένας δίνει οδηγίες και οι άλλοι εκτελούν. Ο
επικεφαλής της ομάδας δηλώνει στον ασθενή ότι, αν δεν ηρεμήσει, θα τον δέσουν με ιμάντες,
ενώ συγχρόνως του εκθέτει λεπτομερώς το σκεπτικό της απόφασης. Παρέχεται στον ασθενή
πίστωση χρόνου μερικών δευτερολέπτων. Αμέσως μόλις δώσει το σήμα ο επικεφαλής, τα
άτομα που συμμετέχουν στην επιχείρηση χειραγωγούν τον ασθενή και τον ξαπλώνουν
μπρούμυτα στο έδαφος, του χορηγούν ενδομυϊκώς το επιλεγέν φαρμακευτικό σχήμα, και στη
συνέχεια τον γυρίζουν ανάσκελα και τοποθετούν τους ιμάντες. Ο ασθενής μεταφέρεται σε
κατάλληλο χώρο. Τα φάρμακα επιλογής είναι:
Αλοπεριδόλη και λοραζεπάμη σε συνδυασμό (στην ίδια σύριγγα) ή εναλλάξ (Foster et al
1997). Χορηγούνται ενδομυϊκώς, αφού η ενδοφλέβια χορήγηση δεν παρουσιάζει
ιδιαίτερο πλεονέκτημα ως προς την ταχύτητα δράσης. Αρχική δοσολογία 10 mg
αλοπεριδόλης και 2 mg λοραζεπάμης, η οποία δύναται να επαναλαμβάνεται ανά 30-45
λεπτά μέχρι το επίπεδο των 50-70 mg για την αλοπεριδόλη και των 8-12 mg για τη
λοραζεπάμη, αν και σπανίως θα χρειασθεί μια τόσο μεγάλη και δυνητικώς επικίνδυνη
δοσολογία. Η λοραζεπάμη συμβάλλει στην ηρεμιστική δράση της αλοπεριδόλης και
προφυλάσσει από την πιθανότητα δυστονικών αντιδράσεων που μπορεί να προκληθούν
από την αλοπεριδόλη.
Μια εναλλακτική επιλογή είναι η ενδομυϊκή χορήγηση συνδυασμού αλοπεριδόλης 10 mg
και προμεθαζίνης 50 mg. Η προμεθαζίνη, αντιισταμινικό, έχει ανάλογη δράση με τη
λοραζεπάμη (Alexander et al 2004).
Η δροπεριδόλη ενδομυϊκώς στα 5-10 mg, μόνη ή σε συνδυασμό με λοραζεπάμη 2-4 mg,
χρησιμοποιείται εκτεταμένα στην κλινική πράξη και θεωρείται από πολλούς η καλύτερη
επιλογή, παρά το ότι δεν υποστηρίζεται επαρκώς από τη βιβλιογραφία. Ο χρόνος
ημιζωής της δροπεριδόλης (περίπου 2 ώρες) είναι πολύ μικρότερος εκείνου της
αλοπεριδόλης (περίπου 12-16 ώρες). Το πρόβλημα με τη δροπεριδόλη είναι ότι αυξάνει
επικίνδυνα το QT διάστημα με κίνδυνο να προκληθούν επικίνδυνες ταχυαρρυθμίες.
Η χλωροπρομαζίνη χορηγείται συχνά, αλλά είναι δυνατόν να προκαλέσει σοβαρή
υπόταση, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους και εξαντλημένους ασθενείς, χωρίς να έχει
ιδιαίτερα πλεονεκτήματα σε σχέση με την αλοπεριδόλη.
Και άλλες φαρμακευτικές επιλογές έχουν προταθεί (π.χ. άτυπα αντιψυχωτικά,
καρβαμαζεπίνη, βαλπροϊκό, λαμοτριγίνη και συνδυασμοί τους), αλλά δεν έχει
επιβεβαιωθεί με ασφάλεια η χρησιμότητά τους στην αντιμετώπιση τέτοιων ισχυρότατων
και απρόβλεπτων καταστάσεων.
Η χρήση ιμάντων θα πρέπει να γίνεται με τη μεγαλύτερη δυνατή φειδώ. Η λύση αυτή –όπως
και ο περιορισμός σε κλειστό χώρο για την αντιμετώπιση επικίνδυνων συμπεριφορών–
αποτελεί μόνιμο αντικείμενο σφοδρών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό της ψυχιατρικής
κοινότητας. Μολονότι υποστηρίζεται ότι η χρήση τέτοιων μέτρων είναι ασφαλής και πολύ
χρήσιμη, η συντριπτική πλειονότητα των μελετητών του θέματος επισημαίνει τα
προβληματικά και επώδυνα αποτελέσματα, ακόμη και όταν είναι απολύτως αναγκαία, τόσο
στον ασθενή όσο και στο προσωπικό που εμπλέκεται. Τόσο οι ιατροί όσο και οι ασθενείς και
οι συγγενείς επικροτούν τακτικές που δεν περιλαμβάνουν φυσικό περιορισμό (Sullivan et al
2005).
Αντιμετώπιση του αυτοκτονικού ασθενή. (Για την αυτοκτονία και την απόπειρα
αυτοκτονίας βλ. σχετικό κεφάλαιο.) Ο κίνδυνος απόπειρας αυτοκτονίας θα πρέπει να
640
Ψυχοκοινωνικές κρίσεις (crisis cases). Κρίση (Hoff 1989) συμβαίνει όταν το άτομο δεν είναι
σε θέση να τα βγάλει πέρα με στρεσογόνες μεταβολές του διαπροσωπικού, κοινωνικού ή
φυσικού περιβάλλοντος, επειδή τις προσλαμβάνει ως άκρως σημαντικές και απειλητικές,
είναι εξαντλημένο, οι λύσεις που επιλέγει είναι αναποτελεσματικές, ενώ δεν διαθέτει άλλες
εναλλακτικές (βλ. κεφ. «Σημαντικά γεγονότα ζωής και στρεσογόνες καταστάσεις»). Στην
ομάδα αυτή ανήκουν άτομα χωρίς προηγούμενη ενεργό ψυχοπαθολογία, τα οποία κάτω από
την πίεση κάποιας αιφνίδιας και ισχυρής ψυχοκαταπόνησης φθάνουν σε οξεία κατάσταση
δυσφορίας, άγχους και απελπισίας. Στις ψυχοκοινωνικές κρίσεις περιλαμβάνονται οι φυσικές
καταστροφές, τα τροχαία ατυχήματα, οι εγκληματικές πράξεις, οι τρομοκρατικές ενέργειες, το
αιφνίδιο πένθος, ο βιασμός, η σωματική κακοποίηση κ.λπ. Σε αντίθεση με τα επείγοντα
ψυχιατρικά περιστατικά, στις ψυχοκοινωνικές κρίσεις η παρέμβαση πολλές φορές θα
απαιτηθεί να γίνει όχι μόνο σε ένα άτομο αλλά και σε ομάδες ατόμων, ενίοτε δε εξαιρετικά
πολυπληθείς. Άγχος και φόβος, αισθήματα απελπισίας και ανικανότητας, ενοχές, σύγχυση,
εκρήξεις οργής, αναστάτωση και αποδιοργάνωση είναι τα κύρια χαρακτηριστικά κατά την
ψυχοκοινωνική κρίση. Είναι δυνατόν να συνοδεύονται και από σωματικά συμπτώματα, όπως
πτώση της ενεργητικότητας, διαταραχές της όρεξης για φαγητό, αϋπνία. Η οξεία
μεταψυχοτραυματική διαταραχή (acute stress disorder) καθώς και η χρόνια
μεταψυχοτραυματική διαταραχή (post traumatic stress disorder, PTSD) είναι ψυχιατρικές
διαταραχές που εκδηλώνονται μετά την επίδραση τέτοιων ισχυρών στρεσογόνων γεγονότων.
Τα άτομα που έχουν υποστεί τις συνέπειες ενός ισχυρού, απειλητικού και
καταστροφικού στρέσορα χρειάζονται ψυχοθεραπευτική και ψυχοκοινωνική βοήθεια. Σκοπός
της παρέμβασης είναι να επανέλθει το άτομο στη φυσιολογική λειτουργική του κατάσταση το
συντομότερο. Οργανωμένα συνεργεία από ψυχολόγους και άλλα εξειδικευμένα στην
αντιμετώπιση κρίσεων άτομα αναλαμβάνουν τη διαχείριση αυτών των καταστάσεων. Η
αντιμετώπιση γίνεται είτε με άμεση υποστηρικτική συμβουλευτική δραστηριότητα στον τόπο
όπου εκδηλώνεται η κρίση (π.χ. καταστροφές, τρομοκρατικές επιθέσεις, δυστυχήματα κ.λπ.),
σε εξειδικευμένη μονάδα, είτε με επίσκεψη στο σπίτι. Φάρμακα και κοινωνικοί χειρισμοί
μπορεί να είναι αναγκαίοι, αλλά το πρωταρχικό μέσο είναι η σχέση μεταξύ θεραπευτού και
ασθενούς. Ο θεραπευτής παρεμβαίνει και δεν κρατάει στάση παθητικού ακροατή. Παρέχει
δυνατότητες και μηχανισμούς που θα διευκολύνουν την αλλαγή της αφόρητης κατάστασης σε
μια περισσότερο αποδεκτή. Η στάση του είναι υποστηρικτική. Συζητά με τον πάσχοντα γύρω
από τους ποικίλους κοινωνικούς ή διαπροσωπικούς παράγοντες στους οποίους είναι δυνατή
η προσφυγή για βοήθεια συναισθηματική, οργανωτική ή υλική. Παρουσιάζει προτάσεις
641
εναλλακτικών στάσεων απέναντι στη διαμορφωμένη κατάσταση, καθώς και ιδέες και
στρατηγικές δράσης για αντιμετώπιση της κατάστασης. Η χορήγηση φαρμάκων καλό είναι να
αποφεύγεται στις κρίσεις, αν και κάποιες φορές ίσως κριθεί αναγκαία η χορήγηση
αγχολυτικών ή υπναγωγών για πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Β ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ. (1991). Εξωνοσοκομειακή περίθαλψη και οξέα περιστατικά. Κεφάλαιο στο
βιβλίο: Επικινδυνότητα και κοινωνική ψυχιατρική, σελ. 220-224. Yπευθ. Εκδ. Σακελλαρόπουλος Π, Λειβαδίτης Μ.
Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.
ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Π, ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ Μ. (1991). Επικινδυνότητα και κοινωνική ψυχιατρική. Εκδ. Παπαζήση,
Αθήνα.
ALEXANDER J, et al. (2004). Rapid tranquilization of violent or agitated patients in a psychiatric emergency set-
ting. Br J Psychiatry 185:63-69.
FLANNERY RB. (2005). Precipitants to psychiatric patient assaults on staff: Review of empirical findings, 1990-
2003, and risk management implications. Psychiatric Quarterly 76(4):317-326.
FOSTER S, KESSEL J, BERMAN ME, SIMPSON GM. (1997). Efficacy of lorazepam and haloperidol for rapid
tranquilization in a psychiatric emergency room setting. Int Clin Psychopharmacol. 12(3):175-9.
HOFF LA. (1989). People in crisis: Understanding and helping (3 rd ed). Redwood City, CA: Addison Wesley Pub-
lishing Co.
SEGAL SP, WATSON MA, GOLDFINGER SM, AVERBUCK DS. (1988a). Civil commitment in the psychiatric
emergency room. I. The assessment of dangerousness by emergency room clinicians. Arch Gen Psychiatry.
45(8): 748-52.
SEGAL SP, WATSON MA, GOLDFINGER SM, AVERBUCK DS. (1988b). Civil commitment in the psychiatric
emergency room. II. Mental disorder indicators and three dangerousness criteria. Arch Gen Psychiatry. 45(8):753-
8.
SULLIVAN AM, et al. (2005). Reducing restraints: Alternatives to restraints on an inpatient psychiatric service –
utilizing safe and effective methods to evaluate and treat the violent patient. Psychiatric Quarterly 76(1):51-65.
642
WORLD HEALTH ORGANIZATION. (1985). Working Group on Crisis Intervention and Psychiatric Emergency
Services in Europe. Vienna.
Στις σωματικές θεραπείες κατατάσσονται μια σειρά από τεχνικές που αποσκοπούν στη
θεραπεία μέσα από επεμβάσεις σε λειτουργίες του σώματος. Οι σωματικές θεραπείες
αναγνωρίζουν ότι θεμελιώδη ρόλο για τη διαμόρφωση της ψυχιατρικής συμπτωματολογίας
παίζουν ποικίλες βιολογικές διαταραχές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BRASLOW JT. (1995). Effect of therapeutic innovation on perception of disease and the doctor-patient
relationship: a history of general paralysis of the insane and malaria fever therapy, 1910-1950. Am J Psychiatry.
152(5):660-5.
όπως αυτές που καταργήθηκαν δεν γίνονται αντιληπτά κατά την πολλές φορές μακρά
χρονική περίοδο που εφαρμόζονται αλλά μόνο εκ των υστέρων, αφού αντικατασταθούν από
άλλες, που και αυτές θα έχουν την ίδια μοίρα.
Στέρηση ύπνου. Έχει παρατηρηθεί ότι αν καταθλιπτικοί ασθενείς δεν κοιμηθούν μία νύχτα,
τότε παρουσιάζουν προσωρινή βελτίωση, ενώ η επαναφορά του ύπνου στους
περισσότερους από αυτούς συνεπάγεται υποτροπή της κατάθλιψης. Έχει επίσης
παρατηρηθεί ότι οι ποικίλοι ψυχολογικοί, διαπροσωπικοί, περιβαλλοντικοί και
ψυχοφαρμακολογικοί παράγοντες που φαίνεται να πυροδοτούν την εμφάνιση μανιακών
επεισοδίων ίσως δρουν με τη δυνατότητα που έχουν να προκαλούν ένα είδος αποστέρησης
του ύπνου στους πάσχοντες από διπολική συναισθηματική νόσο (Wehr et al 1987). Επίσης η
στέρηση ύπνου σε σχιζοφρενείς βελτιώνει τα αρνητικά και επιδεινώνει τα θετικά συμπτώματα
της νόσου. Η υπνική στέρηση δραστηριοποιεί το περιφερικό συμπαθητικό σύστημα και
επιδρά στη νοραδρενεργική νευρομεταβίβαση. Φαίνεται ότι θερμορυθμιστικοί μηχανισμοί,
ιδιαίτερα ο νυκτερινός ρυθμός ευαισθησίας του σώματος στη θερμοκρασία του
περιβάλλοντος, παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του αντικαταθλιπτικού
αποτελέσματος της υπνικής στέρησης, όπως επίσης και οι χρόνοι επελεύσεως του ύπνου και
της αφυπνίσεως. Γενικότερα, η στέρηση ύπνου βελτιώνει καταστάσεις με ψυχοκινητική
αναστολή, αλλά επιδεινώνει καταστάσεις με ψυχοκινητική ανησυχία.
Η υπνική στέρηση χρησιμοποιείται ως μέθοδος θεραπείας της κατάθλιψης από το 1966
(Schulte 1966). Τέσσερις τρόποι εφαρμογής της μεθόδου έχουν προταθεί: η ολική στέρηση
διαρκείας 36 ωρών (Παπαδημητρίου και Χριστοδούλου 1990), που θεωρείται και
αποτελεσματικότερη, η μερική του πρώτου ημίσεως της νύχτας, η μερική του δευτέρου
ημίσεως της νύχτας και η στέρηση του REM ύπνου (που απαιτεί οργανωμένο εργαστήριο
ύπνου). Υπάρχουν ενδείξεις ότι η αγρύπνια κατά το δεύτερο ήμισυ της νύχτας, οπότε
κυριαρχεί ο REM ύπνος, έχει ιδιαίτερη αντικαταθλιπτική σημασία. Ο αριθμός των
απαιτούμενων συνεδριών δεν έχει τεκμηριωθεί, αλλά συνηθέστερη πρακτική είναι δύο
συνεδρίες εβδομαδιαίως μέχρι την εμφάνιση θεραπευτικού αποτελέσματος, το οποίο
αναμένεται το αργότερο σε τέσσερις εβδομάδες. Άλλες καταστάσεις, εκτός από την
κατάθλιψη, για τις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι απαντούν στη θεραπεία στέρησης ύπνου
646
στο ECT παρουσιάζουν σημαντική βελτίωση αν αμέσως μετά τη λήξη των συνεδριών
υποβληθούν σε επαρκή αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή (Λύκουρας και συν 1992).
Η αποτελεσματικότητα του ECT εξαρτάται από την τοποθέτηση των ηλεκτροδίων, την
ένταση και τη διάρκεια χορήγησης του ηλεκτρικού ρεύματος. Οι παράγοντες αυτοί παίζουν
σημαντικό ρόλο στο μέγεθος και στην ποιότητα της επιληπτικής κρίσεως, η οποία θα πρέπει
να είναι μια πλήρης και γενικευμένη επιληπτική κρίση. Αναγκαία συνθήκη είναι να προηγηθεί
επιληπτογόνος εκφόρτιση διάρκειας τουλάχιστον 1 millisec. Η επιληπτική κρίση στο ECT
αποτελείται από δύο φάσεις, την τονική και την κλονική. Η τονική φάση, διάρκειας 10-20 sec,
χαρακτηρίζεται από συσπάσεις των μυών του προσώπου και της κάτω γνάθου, πελματιαία
έκταση και οξεία υψηλής συχνότητας ΗΕΓραφική δραστηριότητα. Η κλονική φάση διαρκεί
μερικά δευτερόλεπτα και περιλαμβάνει ρυθμικές συσπάσεις και εισβολές πολυατρακτικής
ΗΕΓραφικής δραστηριότητας. Μια αποτελεσματική επιληπτική κρίση πρέπει να διαρκεί
τουλάχιστον 20-25 sec. Αν παρατείνεται, θα τερματιστεί με ενδοφλέβια χορήγηση
διαζεπάμης. Από φαρμακολογική άποψη απαραιτήτως ο ασθενής δεν πρέπει να έχει λάβει
τις προηγούμενες 12-24 ώρες οποιαδήποτε βενζοδιαζεπίνη ή άλλο αντιεπιληπτικό φάρμακο,
διότι αυτό θα δυσχεράνει ή και αποκλείσει την πρόκληση σπασμών. Ο συνολικός αριθμός
των συνεδριών κυμαίνεται μεταξύ 6-12, με συχνότητα 2-3 συνεδριών την εβδομάδα.
Ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, αλλά ανεπαρκώς τεκμηριωμένες, έχουν γίνει
αναφορικώς με την τοποθέτηση των ηλεκτροδίων. Εκτός από την κλασική αμφοτερόπλευρη
τοποθέτηση έχει προταθεί, και χρησιμοποιείται ευρέως, η δεξιά ή αριστερή μονόπλευρη
εφαρμογή, αναλόγως του επικρατούντος ημισφαιρίου. Στο ετερόπλευρο ECT παρατηρούνται
λιγότερες διαταραχές της μνήμης. Η αποτελεσματικότητα (επί δεξιοχείρων) αυξάνεται στο
δεξιό ετερόπλευρο ECT, αλλά στο αμφοτερόπλευρο ακόμη περισσότερο. Αν εφαρμοσθεί
μονόπλευρη εφαρμογή δεξιά σε καταθλιπτικό ασθενή, η κατάστασή του θα βελτιωθεί. Αν
εφαρμοσθεί αριστερά, θα χειροτερεύσει. Αντίθετα, στη μανία η εφαρμογή των ηλεκτροδίων
αριστερά οδηγεί σε βελτίωση, ενώ η εφαρμογή τους δεξιά οδηγεί σε επιδείνωση.
Συχνές παρενέργειες είναι η κεφαλαλγία, η ναυτία, ο έμετος, η ζάλη, η κόπωση, η
αϋπνία και η ανορεξία, οι μυαλγίες ή ακόμη οι καταστροφές στα δόντια, αν δεν ληφθούν με
σχολαστικότητα τα σωστά προληπτικά μέτρα. Σοβαρότερη παρενέργεια του ECT είναι η
μνημονική δυσλειτουργία και ακόμη, αλλά πολύ λιγότερο συχνά, παρατεταμένοι σπασμοί
(status epilepticus), καρδιαγγειακή δυσλειτουργία, παρατεταμένη άπνοια και εμφάνιση
μανιακής συμπτωματολογίας. Η συχνότητα θανάτου είναι στο επίπεδο 1-2:10.000 ασθενείς
και εμφανίζεται στη διάρκεια των σπασμών ή αμέσως μετά. Η διαταραχή της μνήμης δεν
πρέπει να υποτιμάται, διότι μεγάλος αριθμός ασθενών, περίπου 30%, υποφέρει από αυτήν
για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρά την εντύπωση των ιατρών ότι είναι μικρής σοβαρότητας
και παροδική (Rose et al 2003). Η χορήγηση βιταμίνης Β1 (θειαμίνης) σε υψηλές δόσεις είναι
χρήσιμη στην αντιμετώπιση των άμεσων νοητικών διαταραχών μετά την εκάστοτε συνεδρία.
Στις αντενδείξεις περιλαμβάνονται καταστάσεις που αυξάνουν την ενδοκράνια πίεση (π.χ.
όγκοι εγκεφάλου ή ενδοεγκεφαλική αιμορραγία), έμφραγμα του μυοκαρδίου, αγγειακά
ανευρύσματα ή δυσπλασίες, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, φαιοχρωμοκύττωμα,
υπέρταση, ταχυαρρυθμία. Τα δύο τελευταία απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, επειδή κατά τη
διάρκεια του ECT η αρτηριακή πίεση αυξάνεται κατακόρυφα.
Το θεραπευτικό αποτέλεσμα φθάνει μέχρι και το 50% των ασθενών, αλλά θα πρέπει να
σημειωθεί ότι τα καλά αποτελέσματα δεν διατηρούνται στον μεγαλύτερο αριθμό αυτών που
βελτιώθηκαν. Περίπου οι μισοί από τους ασθενείς που απάντησαν θετικά υποτροπιάζουν
μετά από 2-3 εβδομάδες. Έτσι το ότι η ενδογενής ή ψυχωσική μελαγχολία είναι βασική
ένδειξη για ECT δεν αποτελεί και εγγύηση αποτελεσματικότητας (The UK ECT Review Group
2003). Ο τρόπος δράσης του ECT αποτελεί μυστήριο. Μαζική εκφόρτιση ηλεκτρικού
ρεύματος που προκαλείται από το ECT σε ευρύτατες περιοχές του εγκεφάλου έχει
αναπόφευκτη επίδραση σε πλείστες λειτουργίες, ενεργοποίηση του περιφερικού ΝΣ,
απελευθέρωση ορμονών από τους ενδοκρινείς αδένες με σημαντικές σωματοφυσιολογικές
και ψυχοφυσιολογικές επιπτώσεις. Αλλά ποιες είναι αυτές οι μεταβολές που προκαλούν το
αντικαταθλιπτικό αποτέλεσμα; Άγνωστο. Αρκετές ερμηνείες έχουν προταθεί, όπως
απελευθέρωση στον υποθάλαμο ενδορφινών, μεγάλη αύξηση της προλακτίνης και TRH,
επίδραση στο νοραδρενεργικό, χολινεργικό, ντοπαμινεργικό και σεροτονινεργικό σύστημα,
648
εμπλοκή του GABA συστήματος, αύξηση της ροής του αίματος στον εγκέφαλο κ.λπ. Έχει
ακόμη υποστηριχθεί ότι το ECT αυξάνει τις πιθανότητες νευρογένεσης στην περιοχή του
ιπποκάμπου ο οποίος πλήττεται περισσότερο από κάθε άλλη εγκεφαλική δομή κατά την
κατάθλιψη (Altar et al 2004).
Εν τω βάθει Εγκεφαλική Διέγερση (Deep Brain Stimulation). Είναι μέθοδος που επιτρέπει
την πρόσβαση σε υποφλοιώδεις περιοχές, πρόσβαση η οποία καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο
είναι επικίνδυνη. Συνίσταται στην εμφύτευση, με σύγχρονες στερεοτακτικές μεθόδους
(νευροαπεικόνιση, λειτουργική χαρτογράφηση, υπολογιστική πλοήγηση), ηλεκτροδίου σε
επιλεγμένες θαλαμικές και περιθαλαμικές περιοχές, την έλικα του προσαγωγίου, την ωχρά
σφαίρα, την περιοχή Α25 του ιπποκάμπου. Το ηλεκτρόδιο μέσω καλωδίου συνδέεται με
παλμική γεννήτρια η οποία έχει χειρουργικώς εμφυτευθεί κάτω από το δέρμα στο στήθος του
ασθενούς και δύναται να αποστείλει ηλεκτρικό ρεύμα διεγείροντας αυτές τις περιοχές. Η
συχνότητα, η ένταση, και το παλμικό εύρος της διέγερσης προγραμματίζονται στο πλαίσιο
ορίων ασφαλείας από τον ιατρό, αλλά και ο ασθενής δύναται να τροποποιήσει τις
παραμέτρους. Χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της νόσου του Parkinson και άλλων
νευρολογικών διαταραχών. Ως παρενέργειες έχουν αναφερθεί αιμορραγία ή φλεγμονή,
δυσλειτουργία ή αποκόλληση των ηλεκτροδίων, επιληπτικές κρίσεις, παραισθησίες στο
κεφάλι και στα χέρια, πάρεση άκρου, δυσαρθρία και κατάθλιψη. Σποραδικές ανακοινώσεις,
όχι περισσότερες από τριάντα σε ολόκληρο τον πλανήτη, αναφέρονται στην ψυχιατρική
χρήση αυτής της ανατριχιαστικής μεθόδου σε περιπτώσεις βαρείας καταθλίψεως και
ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής που δεν απαντούσαν σε συμβατικά θεραπευτικά σχήματα.
Τα αποτελέσματα που έχουν ανακοινωθεί επιτρέπουν κάποια αισιοδοξία, αλλά απαιτείται
μεγάλος αριθμός ασθενών και καλά μεθοδευμένες μελέτες ώστε να καταδειχτεί ο βαθμός
αποτελεσματικότητάς της (Mogilner and Rezaih 2004).
ALTAR CA, LAENG P, et al. (2004). Electroconvulsive seizures regulate gene expression of distinct neurotrophic
signaling pathways. J Neurosci 24:2667-2677.
CERLETI U, BINI L. (1938). L’ electroshock. Arch Gen Neurol Psychiat Psychoanal, 19:266-268.
GEORGE MS, WASSERMANN EM, POST PM. (1997). Transcranial magnetic stimulation: a neuropsychiatric tool
for the 21st century. J Neuropsychiatry Clin Neurosci 8:373-382.
GIEDKE H. (2002). The usefulness of therapeutic sleep deprivation in depression. Journal of affective Disorders
78:85-86.
HAUG HJ. (1992). Prediction of sleep deprivation outcome by diurnal variation mood. Biol. Psychiatry, 31:271-
278.
JANICAK PG, DOWD SM, MARTIS B, et al. (2002). Repetitive Transcranial Magnetic Stimulation versus Elec-
troconvulsive Therapy for Major Depression: Preliminary results of a Randomized Trial. Biol Psychiatry 51:659-
667.
KELLY D. (1976). Psychosurgery in the 70’s. Br. J. Hosp. Med. 165-174.
KHO KH, VREESWIJK MF, SIMPSON S, ZWINDERMAN AH. (2003). A Meta-Analysis of Electroconvulsive
Therapy Efficacy in Depression. The Journal of ECT, 19:139-147.
KIHLSTROM L, et al. (1997). Radiosurgical lesions in the normal human brain 17 years after gamma knife cap-
sulotomy. Neurosurgery 41:396-401.
KRIPKE DF. (1997). Light treatment for nonseasonal depression: speed, efficacy, and combined treatment. Jour-
nal of Affective Disorders 49:109-117.
LEIBENFLUT E, WEHR TA. (1992). Is sleep deprivation useful in the treatment of depression? Am. J. Psychiatry,
149:159-168.
MATTHEWS K, ELJAMEL MS. (2003). Vagus nerve stimulation and refractory depression. Please can you
switch me doctor? Br J Psychiatry 183:181-183. του πνευμονογαστρικού
MISHIMA K, et al. (1993). Morning bright light for sleep and behavior disorders in elderly patients with dementia.
Acta Psych Scand 89:1-7
MEDUNA L. von (1938). General discussion of cardiazol therapy. American Journal of Psychiatry 94 (supp.):40-
50.
MINDUS P. (1992). Neurosurgical treatment of malignant obsessive-compulsive disorder. Psychiatr. Clin. North
Am. 15:921-938.
651
MOGILNER AY, REZAIH AR. (2004). Brain stimulation: current clinical indications and future prospects.
Suppl Clin Neurophysiol.57:721-32. Review.
OTTOSSON O. (1985). Use and Misuse of electroconvulsive treatment. Biol Psychiatry 20:933-946.
PRESSMAN DJ. (1998). Last Resort: Psychosurgery and the Limits of Medicine. Cambridge University Press.
ROSE D, et al. (2003). Patient’s perspectives on electroconvulsive therapy: systematic review. British Medical
Journal 326:1363
SAKKAS P, MIHALOPOULOU P, MOURTZOUHOU P, et al. (2003). Induction of mania by rTMS: report of two
cases. Eur Psychiatry 18(4):196-8.
SCHULTE W. (1966). Kombinierte psycho- und pharmakotherapie bei Melancholien. In: Kranz H, Petrilowitsch N
(Eds), Probleme der pharmakopsychiatrischen Kombinations- und Langzeitbehandlung. Karger, Basel, pp150-
169.
SIMONS W, DIERICK M. (2005). Transcranial magnetic stimulation as a therapeutic tool in psychiatry.
World J Biol Psychiatry. 6(1):6-25.
SWAYZE VW 2nd (1995). Frontal leukotomy and related psychosurgical procedures in the era before antipsychot-
ics (1935-1954): A Historical overview. Am J Psychiatry 152:505-515.
The UK ECT Review Group. (2003). Electroconvulsive therapy: systematic review and meta-analysis of efficacy
and safety in depressive disorders. Lancet 361:799-808.
ευρύτατη κατηγορία που εκτείνεται πολύ πέραν των ορίων των κλασικών ψυχοφαρμάκων.
Τα αντιβιοτικά, για παράδειγμα, ενδεχομένως επιδρούν δυσμενώς στις λειτουργίες της
μνήμης, ενώ τα αντιυπερτασικά επιβαρύνουν το συναίσθημα και τη σεξουαλική επιθυμία.
Από τα σαφώς ψυχοδραστικά φάρμακα στο κεφάλαιο αυτό θα συζητηθούν εκείνα που
χρησιμοποιούνται στην ψυχιατρική θεραπευτική. Η εποχή της σύγχρονης
ψυχοφαρμακολογίας αρχίζει στις αρχές της δεκαετίας του ’50 με την εισαγωγή της
χλωροπρομαζίνης στην αντιμετώπιση συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας. Ωστόσο θα πρέπει
από την αρχή να επισημανθεί ότι όλα τα ψυχοφάρμακα έχουν ως κοινό τρόπο δράσης τη
διαταραχή της φυσιολογικής εγκεφαλικής λειτουργίας. Δεν έχουν ειδική δράση για
συγκεκριμένη νόσο, αλλά δημιουργούν συμπτώματα τα οποία ανταγωνίζονται τα ψυχιατρικά
συμπτώματα, π.χ. καταστολή για την αντιμετώπιση της διέγερσης. Κάθε θεραπεία ισορροπεί
μεταξύ οφέλους και βλάβης. Η βλάβη δεν περιλαμβάνει μόνο τις παρενέργειες του φαρμάκου
αλλά και το κόστος που πρέπει να καταβάλει ο ασθενής και το περιβάλλον του, το οποίο δεν
είναι μόνο οικονομικό.
Παράγοντες που πρέπει να εκτιμώνται κατά την επιλογή ενός ψυχοφαρμάκου είναι η
ασφάλεια, η ανοχή, η αποτελεσματικότητα, η απλότητα στη χρήση και η θετική σχέση
κόστους-αποτελέσματος. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά μιας αποτελεσματικής
ψυχοφαρμακευτικής αγωγής; Έχει περιορισμένους παράγοντες κινδύνου από παρενέργειες.
Συμβάλλει στην πρόληψη των υποτροπών. Διασφαλίζει τη λειτουργικότητα του ασθενούς και
την ποιότητα της ζωής του. Ασκεί αποτελεσματική δράση σε όλο το φάσμα της
συμπτωματολογίας, καθώς και στις ανθεκτικές μορφές της νόσου. Συμβάλλει στην καλύτερη
συμμόρφωση στη θεραπεία.
Ιδανικό ψυχοφάρμακο θα ήταν εκείνο που απορροφάται πλήρως από τον οργανισμό, έχει
υψηλή βιοδιαθεσιμότητα και εξειδικευμένη δράση στον εγκέφαλο, η δοσολογία του σχετίζεται
απολύτως με την αποτελεσματικότητα, δεν συνδέεται με τις πρωτεΐνες του σώματος, δεν
αναστέλλει μεταβολικά ένζυμα, μεταβολίζεται πλήρως χωρίς μεταβολίτες που να
περιπλέκουν τη δράση του, ο χρόνος ημιζωής του είναι ιδανικός για τη χρήση του, είναι
ασφαλές σε περίπτωση υπερδοσολογίας και, τέλος, φθηνό. Τέτοιο φάρμακο δεν υπάρχει.
Ο ιατρός που συνταγογραφεί πρέπει να έχει καθαρή και ρεαλιστική αντίληψη των σχέσεων
μεταξύ οφέλους και βλάβης του φαρμάκου που γράφει και να έχει υπ’ όψιν του μερικές
βασικές προϋποθέσεις για την ορθή χρήση των ψυχοφαρμάκων:
1. Πριν δοθεί ένα ψυχοφάρμακο, πρέπει να τεθεί πλήρης διάγνωση. Είναι εξαιρετικά
δύσκολη η εφαρμογή αυτού του κανόνα και ίσως εδώ βρίσκεται η ρίζα των περισσότερων
θεραπευτικών σφαλμάτων στην ψυχιατρική. Σε πολλές περιπτώσεις η διάγνωση τίθεται
μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα παρακολούθησης, στη διάρκεια της οποίας
οπωσδήποτε απαιτείται φαρμακευτική αγωγή, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μια νοσολογική
οντότητα συνυπάρχει με άλλες ή υπάρχει διαδοχή κλινικών καταστάσεων με την πάροδο
του χρόνου, που και εδώ επιβάλλεται η φαρμακευτική παρέμβαση. Είναι επομένως
λογική η επιλογή της φαρμακευτικής αγωγής σε τέτοιες περιστάσεις, ωστόσο χωρίς να
έχει στη διάθεσή του ο ιατρός μια πλήρη διάγνωση κάθε στιγμή κινδυνεύει να εμπλακεί σε
μια σκοτεινή περιπέτεια.
2. Όταν ο ιατρός γράφει ένα ψυχοφάρμακο, πρέπει να μπορεί να εξηγήσει πλήρως τους
λόγους για τους οποίους το κάνει αυτό. Πιο εύκολα δικαιολογείται η χρησιμοποίηση ενός
ψυχοφαρμάκου για την αντιμετώπιση συμπτωμάτων ή σημείων παρά για την
αντιμετώπιση ψυχιατρικών νόσων. Αν όμως ο ιατρός αντιμετωπίζει μόνο συμπτώματα,
τότε ίσως βρεθεί σε ένα διαγνωστικό και θεραπευτικό λαβύρινθο.
3. Δεν πρέπει να γράφονται εύκολα τα ψυχοφάρμακα. Πολλά ψυχιατρικά συμπτώματα
υποχωρούν χωρίς φαρμακευτική αγωγή, ενώ το κόστος σε παρενέργειες δεν είναι
καθόλου αμελητέο. Η ευκολία και η αφροσύνη με την οποία συνταγογραφήθηκαν οι
βενζοδιαζεπίνες κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 έχει οδηγήσει ένα σημαντικό μέρος
του πληθυσμού των βιομηχανικών χωρών σε εξάρτηση από αυτά τα φάρμακα.
4. Καλό είναι να αποφεύγονται οι συνδυασμοί ψυχοφαρμάκων γιατί στις περισσότερες
περιπτώσεις δεν είναι επαρκώς γνωστές μερικές σημαντικές λεπτομέρειες· π.χ. δεν είναι
653
γνωστό πόσο το ένα φάρμακο α) εμποδίζει την απορρόφηση ενός άλλου, β) του αφαιρεί
τις πρωτεΐνες με τις οποίες συνδέεται, γ) αναχαιτίζει ή ενεργοποιεί μεταβολικά ένζυμα
που αφορούν το άλλο φάρμακο, δ) αυξάνει ή μειώνει τη νεφρική κάθαρση του άλλου
φαρμάκου, ε) παρεμβαίνει στον συναπτικό χώρο όπου δρα το άλλο φάρμακο.
5. Επειδή η συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπεία με ψυχοφάρμακα συνήθως είναι
δύσκολη, θα πρέπει να επιδιώκεται η μικρότερη θεραπευτική δόση, όσο το δυνατό
λιγότερες φορές την ημέρα. Από αυτήν την άποψη ιδανικό ψυχιατρικό φάρμακο θα
μπορούσε να είναι εκείνο που ο άρρωστος το παίρνει μία φορά την ημέρα, ακόμη
καλύτερα μία φορά την εβδομάδα ή και μία φορά τον μήνα.
Αμιτριπτυλίνη + + + +
Καφεΐνη +
Χλωριμιπραμίνη + + + +
Κλοζαπίνη +
Φλουβοξαμίνη +
Αλοπεριδόλη + +
Φαινακετίνη +
Τακρίνη +
Βεραπαμίλη + +
Θεοφυλλίνη +
Σιταλοπράμη +
Διαζεπάμη +
Μοκλοβεμίδη +
Φλουοξετίνη + + + +
Μαπροτιλίνη +
Τολβουταμίδη +
Δεξτρομεθορφάνη + +
Μετοπρολόλη +
Επαρκής δοσολογία. Δεν είναι εύκολο να βρεθεί η χαμηλότερη θεραπευτική δόση, αφού
συνήθως απαιτούνται εβδομάδες για την εμφάνιση του θεραπευτικού αποτελέσματος. Στη
θέση της καταγραφής των επιπέδων του φαρμάκου στο πλάσμα προτιμότερες είναι οι
κλινικές στρατηγικές. Η διακρίβωση της χαμηλότερης θεραπευτικής δόσης σε πάσχοντες από
σχιζοφρένεια, για παράδειγμα, είναι πιο εύκολη ως προς τη διαδικασία. Η καλύτερη
στρατηγική συνίσταται στη σταδιακή μείωση της δοσολογίας του φαρμάκου (π.χ. κατά 1/4 ή
1/6 ανά 12 εβδομάδες), μέχρις ότου εμφανισθούν πρόδρομα φαινόμενα της υποτροπής,
οπότε η δοσολογία τροποποιείται και σταθεροποιείται αναλόγως. Με στενή παρακολούθηση
του ασθενούς και συνεργασία με τους συγγενείς είναι δυνατή η άμεση παρέμβαση για την
αποτροπή της εκδήλωσης συμπτωμάτων επιδείνωσης (Kistrup et al 1991).
και όχι της αποτελεσματικότητας, αφού λίγο-πολύ η αποτελεσματικότητα είναι γνωστή μέσα
από την καταιγιστική, και ίσως παραπλανητική, προπαγάνδα των φαρμακευτικών εταιρειών.
Ένα φάρμακο ίσως και να μη διαφέρει πολύ από το άλλο της ίδιας κατηγορίας ως προς το
κλινικό αποτέλεσμα, αλλά μπορεί να υπάρχει μεταξύ τους μεγάλη διαφορά ως προς τις
παρενέργειες και την ασφάλεια στη χρήση.
Συμμόρφωση στη θεραπεία είναι ο βαθμός στον οποίο η συμπεριφορά του ασθενούς
συμπίπτει με τις οδηγίες που έλαβε από τον ιατρό και είναι σημαντικός παράγων επιτυχίας
κάθε θεραπευτικής αγωγής (Perkins 2002). Η μη συμμόρφωση στη θεραπεία εκδηλώνεται με
ποικίλους τρόπους, όπως άρνηση λήψης φαρμακευτικής αγωγής, ακατάστατη λήψη
φαρμάκων ως προς τη δοσολογία και τον χρόνο λήψης, απουσίες από τα ραντεβού, άρνηση
εισαγωγής στο νοσοκομείο, αποτυχία έναρξης θεραπευτικού προγράμματος, πρόωρη
διακοπή της θεραπείας κ.λπ. Μεγάλος αριθμός ασθενών (άνω του 40%) δεν λαμβάνουν
όπως πρέπει τη φαρμακευτική αγωγή ή δεν τη λαμβάνουν καθόλου (Van Putten 1974). Οι
άνδρες παρουσιάζουν χαμηλότερους δείκτες συμμόρφωσης σε σχέση με τις γυναίκες. Σε
σχιζοφρενείς με χαμηλούς δείκτες συμμόρφωσης έχουν ανιχνευθεί τα μεγαλύτερα ποσοστά
υποτροπών της νόσου, εισαγωγών σε ψυχιατρική κλινική, μεγαλύτερου χρόνου
νοσοκομειακής νοσηλείας.
Η χρήση ψυχοτρόπων φαρμάκων σε παιδιά και εφήβους κάτω των 18 ετών είναι εξόχως
επισφαλής όχι μόνο λόγω χαμηλής ή και ανύπαρκτης αποτελεσματικότητας αλλά και λόγω
παρενεργειών. Η τεκμηριωμένη γνώση της φαρμακοκινητικής των ψυχοφαρμάκων στις κάτω
των 18 ετών ηλικίες είναι ουσιαστικώς ανύπαρκτη. Ιδιαίτερα για τα σεροτονινεργικά
αντικαταθλιπτικά η Επιτροπή για την Ασφάλεια των Φαρμάκων του Υπ. Υγείας της Μ.
Βρετανίας (Committee on Safety of Medicines 2003) συνιστά την απαγόρευση της χρήσης
τους σε άτομα κάτω των 18 ετών. Δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι από πολλές πλευρές γίνεται
μανιώδης προσπάθεια ψυχιατρικοποίησης της συμπεριφοράς παιδιών και εφήβων, γιατί έτσι
ανοίγεται μια αχανής αγορά ψυχοφαρμάκων.
Φάρμακα και εγκυμοσύνη. Όλα τα ψυχοτρόπα φάρμακα διέρχονται τον πλακούντα και είναι
δυνατόν να επηρεάσουν το έμβρυο σε ποικίλους βαθμούς (Altshuler et al 1996). Οι γυναίκες
658
που θέλουν να συλλάβουν καθώς και οι γυναίκες που εγκυμονούν αντιμετωπίζουν σοβαρά
διλήμματα και ερωτηματικά που σχετίζονται με τη λήψη αυτών των φαρμάκων. Κατά γενικό
κανόνα δεν υπάρχει για κανένα ψυχοτρόπο φάρμακο έγκριση χορήγησής του κατά την
εγκυμοσύνη. Οι εγκυμονούσες που πάσχουν από ψυχιατρικές διαταραχές διατρέχουν
κινδύνους υποτροπής μετά τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής τους δημιουργώντας έτσι
τις συνθήκες ενός σοβαρού και δυσεπίλυτου προβλήματος, το οποίο ο ιατρός καλείται να
επιλύσει αξιολογώντας τους κινδύνους τόσο για την εγκυμονούσα (αν διακοπεί η θεραπεία)
όσο και για το έμβρυο (αν η θεραπεία συνεχισθεί). Στους κινδύνους για το έμβρυο
περιλαμβάνονται περιγεννητικά τοξικά σύνδρομα ή διαταραχές της συμπεριφοράς του
παιδιού αργότερα κατά την ανάπτυξή του. Η τερατογένεση προκύπτει μετά από έκθεση του
εμβρύου στο φάρμακο κατά τις πρώτες 12 εβδομάδες της κύησης, οπότε επιτελείται η
οργανογένεση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΟΝΤΖΑΜΑΝΗΣ Κ. (2004). Sinequan ή Σιγκαπούρη; (για τις φαραμακοεταιρείες). Τετρ. Ψυχιατρικής 85:24-25.
ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Θ. (2005). Φαρμακευτικές εταιρείες, κράτος και ψυχιατρική. Οι επικίνδυνες παρενέργειες
της σύγχρονης έρευνας, παραγωγής και διάθεσης ψυχοφαρμάκων. Τετρ Ψυχιατρ 89:79-81.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΝ. (1999). Συμβολή της φαρμακογενετικής στη μελέτη των ψυχοφαρμάκων. Ψυχιατρική
10:105-114.
ALTSHULER LL, COHEN L, et al. (1996). Pharmacologic management of psychiatric illness during pregnancy:
dilemmas and guidelines.Am J Psychiatry. 153(5):592-606.
BALDESSARINI RJ, COHEN BM, TEICHER MH. (1988). Significance of neuroleptic dose and plasma level in
the pharmacological treatment of psychoses. Arch Gen Psychiatry 45:79-91.
CHANPATTANA W, CHAKRABHAND ML. (2001). Combined ECT and neuroleptic therapy in treatment-
refractory schizophrenia: prediction of outcome. Psychiatry research 105:107-115.
660
COMMITTEE ON SAFELY OF MEDICINES. (2003). Selective serotonin reuptake inhibitors SSRIs: overview of
regulatory status and CSM advice in relation to major depressive disorder (MDD) in children and adolescents.
Summary of clinical trials. www.medicines.mhra.gov.uk
KELLY MW, PERRY PJ, et al. (1990). Reduced haloperidol plasma concentration and clinical response in acute
exacerbations of schizophrenia. Psychopharmacology 102:514-520.
KIRCH DG, BIGELOW LB, et al. (1989). Serum haloperidol concentration and clinical response in schizophrenia.
Schizophr Bull 14:283-289.
KISTRUP K, GERLACH J, LARSEN N-E. (1991). Perphenazine decanoate and cis(z)-flupenthixol decanoate in
maintenance treatment of schizophrenic outpatients. Psychopharmacology 105:42-48.
NEMEROFF CB, DeVANE CL, POLLOCK BG. (1996). Newer Antidepressants and the Cytochrome P450 Sys-
tem. Am. J. Psychiatry, 153:311-320.
PERKINS DO. (2002). Predictors of noncompliance in patients with schizophrenia. J Clin Psychiatry 63(12):1121-
1128.
PRESKORN SH. (2005). Drug-Drug interactions: Proof of Relevance (Parts I and II). J Psychiatric Practice Vol
11, No2:116-122, No6:397-401.
PROCYSHYN RM, CHAU A, et al. (2004). Prevalence and outcomes of pharmaceutical industry-sponsored clini-
cal trials involving clozapine, risperidone, or olanzapine. Can J Psychiatry. 49(9):601-6.
VAN PUTTEN T, MARDER SR, et al. (1991). Neuroleptic plasma levels. Schizophr Bull 197-216.
VAN PUTTEN T. (1974). Why do schizophrenic patients refuse to take their drugs? Arch Gen Psychiatr 31:67.
YONKERS KA, KANDO JC, COLE JO, BLUMENTHAL S. (1992). Gender differences in pharmacokinetics and
pharmacodynamics of psychotropic medication. Am J Psychiatr 149(5):587-595.
661
Όλες οι βενζοδιαζεπίνες έχουν υψηλή, αν και όχι την ίδια, λιποδιαλυτότητα και διαπερνούν
ταχύτατα τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Χορηγούμενες από του στόματος απορροφώνται
γρήγορα ακόμη και από τον βλεννογόνο του στόματος, κυρίως η διαζεπάμη, η
φλουραζεπάμη, η χλωραζεπάτη και η λοραζεπάμη. Η πραζεπάμη και η χλωροδιαζεποξείδη
έχουν πολύ βραδύτερο ρυθμό απορρόφησης. Τελικός μεταβολίτης των περισσοτέρων
662
Κυριότερες και συχνότερες ενδείξεις τους είναι το παθολογικό, ιδιαίτερα το οξύ άγχος, η
διαταραχή πανικού, το άγχος που συνοδεύει άλλες ψυχιατρικές διαταραχές, οι διαταραχές
του ύπνου, οι μυοσκελετικές διαταραχές, οι επιληπτικές κρίσεις, η αντιμετώπιση στερητικών
του αλκοόλ συμπτωμάτων, καθώς και η προεγχειρητική προετοιμασία για αναισθησία.
Σημαντικές επίσης ενδείξεις των βενζοδιαζεπινών είναι οι χρόνιες σωματικές νόσοι που
επιπλέκονται με άγχος, όπως η υπέρταση, η ισχαιμική καρδιοπάθεια, το άσθμα, καθώς και
επεμβατικές διαδικασίες, όπως η ενδοσκόπηση. Μετά από συνεχή χρήση πέραν των
τεσσάρων μηνών ίσως πλέον δεν αποδίδουν ως αγχολυτικά ή υπναγωγά φάρμακα. Σε
συνδυασμό με νευροληπτικά, κυρίως αλοπεριδόλη, χρησιμοποιούνται ευρέως για την
καταστολή ψυχοκινητικών διεγέρσεων. Η συγχορήγηση αυτή είναι συχνή στην κλινική πράξη
και αρκετές μελέτες την υποστηρίζουν (Τσόλκα και συν 1976, Carpenter et al 1999). Οι
διαφορές μεταξύ των βενζοδιαζεπινών ως προς τις ενδείξεις δεν είναι ποιοτικές, αλλά
ποσοτικές. Ωστόσο είναι χρήσιμο να γνωρίζει κανείς ότι:
Αγχολυτική δράση έχει κυρίως η χλωραζεπάτη και ακολουθούν η βρωμαζεπάμη, η
χλωροδιαζεποξείδη, η διαζεπάμη και η λοραζεπάμη.
Αντιεπιληπτική δράση έχει κυρίως η κλοναζεπάμη και ακολουθούν η διαζεπάμη και η
νιτραζεπάμη.
Μυοχαλαρωτική δράση έχει κυρίως η διαζεπάμη.
Υπναγωγό δράση έχουν οι βραχείας ημιζωής βενζοδιαζεπίνες, κυρίως η
φθοριονιτραζεπάμη, και ακολουθούν η τεμαζεπάμη, η νιτραζεπάμη και η τριαζολάμη.
Οι βενζοδιαζεπίνες είναι σε γενικές γραμμές ασφαλή φάρμακα, ακόμη και σε μεγάλες δόσεις.
Θανατηφόρος δηλητηρίαση μόνο από βενζοδιαζεπίνες δεν αναφέρεται στη βιβλιογραφία.
Συνηθέστερες ανεπιθύμητες παρενέργειες είναι: κόπωση, καταστολή, υπνηλία, διαταραχές
της μνήμης, αύξηση του χρόνου αντίδρασης και επιδείνωση της ψυχοκινητικής
λειτουργικότητας με συνακόλουθη μείωση της ικανότητας για οδήγηση ή χειρισμό
επικίνδυνων μηχανημάτων. Η ιδιότητά τους να καθυστερούν την εκσπερμάτωση έχει
χρησιμοποιηθεί στη διαταραχή πρώιμης εκσπερμάτωσης με κάποια αποτελέσματα όταν η
διαταραχή σχετίζεται με πολύ άγχος. Συγχυτικές καταστάσεις στους ηλικιωμένους δεν είναι
σπάνιες. Διαταραχές της στασίας και της βασίας στους ηλικιωμένους είναι δυνατόν να
ευθύνονται για πτώσεις και κατάγματα. Πολύ λιγότερο συχνές παρενέργειες είναι το
φαινόμενο της παράδοξης υπερεγρήγορσης και η εμφάνιση επιθετικότητας, η οποία, αν και
έχει αναφερθεί ως επιπλοκή των βενζοδιαζεπινών (Hall and Zisook 1981, Greenblatt and
Shader 1974), ίσως να σχετίζεται και με τη γνωστή αντίστροφη σχέση μεταξύ άγχους και
επιθετικότητας (Αngelopoulos 2006).
Όταν η χρήση βενζοδιαζεπινών παρατείνεται πέραν του έτους, πράγμα που συμβαίνει
πολύ συχνά παρά τις προειδοποιήσεις ότι η χορήγησή τους πέραν των 3-4 μηνών
αντενδείκνυται, οι ασθενείς ύστερα από απότομη διακοπή είναι δυνατόν να παρουσιάσουν
στερητικά φαινόμενα σε ποσοστό μέχρι και 60%, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι και στο πολύ
μικρότερο χρονικό διάστημα των 6-8 εβδομάδων είναι δυνατόν να εμφανισθούν στερητικά.
Χρήστες βενζοδιαζεπινών βραχείας δράσεως έχουν περισσότερες πιθανότητες να
παρουσιάσουν στερητικά, αλλά εδώ υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες, όπως το ύψος της
ημερήσιας δόσεως, η εξαρτητική προσωπικότητα, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, τα υψηλά
επίπεδα άγχους και κατάθλιψης, η κατανάλωση αλκοόλ (Rickels et al 1990, Schweiger et al
1990). Όταν η διακοπή είναι βαθμιαία, τα στερητικά είναι πολύ μικρότερης εντάσεως. Στις
γυναίκες είναι συχνότερη η χρήση, όπως συχνότερη γίνεται και με την αύξηση της ηλικίας.
Παρά το ότι μεγάλες μάζες πληθυσμών στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ βρίσκονται σε σχέση
εξάρτησης από τις βενζοδιαζεπίνες, το ζήτημα της χρήσης τους πρέπει να αντιμετωπίζεται με
σωφροσύνη, διότι έτσι ή αλλιώς ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ασθενών δεν μπορεί να τα βγάλει
πέρα στις αγχογόνους συνθήκες της σύγχρονης ανερμάτιστης ζωής χωρίς κάποια αγχόλυση.
Οι βενζοδιαζεπίνες έχουν εισβάλει στην κουλτούρα της ουσιοεξάρτησης και συνοδεύουν
απαραιτήτως τη χρήση σκληρών ναρκωτικών και πολύ συχνά σε υπερβολικές δοσολογίες. Η
663
διάδοσή τους στον δρόμο των ναρκωτικών και η παράνομη εμπορική τους διάθεση έχουν
προσλάβει πελώριες διαστάσεις στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες.
Τα συνήθη συμπτώματα στέρησης είναι άγχος, τρόμος, εφιδρώσεις, φωτοευαισθησία
και ηχοευαισθησία, αϋπνία και εφιάλτες, διαταραχές συγκέντρωσης, προσοχής και μνήμης,
μυαλγίες, γαστρεντερικές διαταραχές και αύξηση της αρτηριακής πιέσεως. Σοβαρότερα αλλά
σπάνια στερητικά σύνδρομα περιλαμβάνουν επιληπτικές κρίσεις, ακόμη, πολύ σπανιότερα,
και ψυχωσικά επεισόδια. Τα παρατεταμένα συμπτώματα απόσυρσης μετά τη διακοπή λήψης
βενζοδιαζεπινών, αυτά που διαρκούν πέραν των 2-3 εβδομάδων, ενδέχεται να
προκαλούνται: α) από την επιστροφή του άγχους (rebound anxiety), β) από αντίδραση
υστερικής μετατροπής, γ) από διαταραχή της ισορροπίας των μεταβιβαστών μέσα από την
παρατεταμένη διαδικασία εξάρτησης από τα φάρμακα. Το πιθανότερο είναι το τελευταίο,
δηλαδή τα στερητικά να οφείλονται όχι στην επιστροφή του άγχους αλλά σε ένα γνήσιο
ιατρογενές εξαρτητικό σύνδρομο οφειλόμενο στην παρατεταμένη θεραπεία με
βενζοδιαζεπίνες. Παρά την εξάρτηση που προκαλείται από τη χρήση τους, η απεξάρτηση
είναι σχετικώς εύκολη. Η στρατηγική συνίσταται σε σταδιακή μείωση της δοσολογίας της
βενζοδιαζεπίνης και σε χρήση υποκατάστατων αγχολυτικών, όπως β-αναστολείς, υδροξυζίνη
ή χλωρομεθειαζόλη. Φάρμακα με τα οποία οι βενζοδιαζεπίνες αλληλεπιδρούν και προκαλούν
δυνητικώς επικίνδυνες καταστάσεις είναι κυρίως το αλκοόλ και τα κατασταλτικά του ΚΝΣ. Ο
συνδυασμός με αλκοόλ είναι δυνατόν να αυξήσει σημαντικά την πιθανότητα εκδηλώσεως
επιθετικής συμπεριφοράς.
Λήψη βενζοδιαζεπινών κατά την εγκυμοσύνη έχει ενοχοποιηθεί για υπερωιοσχιστία
(oral cleft) του νεογνού, αλλά παρά το πλήθος των δημοσιεύσεων τεκμηριωμένες μελέτες
απουσιάζουν, τα δημοσιευμένα στοιχεία είναι αντιφατικά και ο πραγματικός κίνδυνος είναι
μάλλον μικρός ή και ανύπαρκτος (Dolovich et al 1998). Μετά τον τοκετό το νεογνό που έχει
εκτεθεί σε βενζοδιαζεπίνες ίσως θα παρουσιάζει μυϊκή υποτονία, αδυναμία θηλασμού,
διαταραχές της αναπνοής και θερμορυθμιστικές ανωμαλίες. Αργότερα το παιδί που η μητέρα
του κατά την εγκυμοσύνη ελάμβανε βενζοδιαζεπίνες ίσως παρουσιάσει αναπτυξιακές
καθυστερήσεις.
Βουσπιρόνη. Ως προς τη δομή είναι μία αζαπιρόνη και οι φαρμακολογικές ιδιότητές της δεν
μοιάζουν με των βενζοδιαζεπινών. Προκαλεί μεταβολές των GABAεργικών και των
μονοαμινεργικών συστημάτων. Καταστέλλει τη σεροτονινεργική και αυξάνει τη
νοραδρενεργική και ντοπαμινεργική δραστηριότητα. Κατεβάζει τα επίπεδα του άγχους χωρίς
να προκαλεί καταστολή ή επιδείνωση των ανώτερων ψυχικών λειτουργιών. Δεν προκαλεί
εξάρτηση, δεν έχει μυοχαλαρωτική ούτε αντιεπιληπτική δράση. Σε μερικούς ασθενείς είναι
δυνατόν να προκαλέσει νευρικότητα. Αν χορηγηθεί σε ασθενείς που προσφάτως είχαν κάνει
θεραπεία με βενζοδιαζεπίνες, πιθανόν να μην είναι αποτελεσματική.
εξαφανισθεί, αλλά δεν είναι σπάνια η χρήση τους στους δρόμους των ναρκωτικών. Ορισμένα
χρησιμοποιούνται ακόμη ως αντιεπιληπτικά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΡΟΥΤΣΩΝΗΣ ΚΓ, ΠΑΣΑΛΙΔΗΣ Θ. (1978). Η εφαρμογή της πιντολόλης (Visken) σε αγχώδεις νευρωτικές
καταστάσεις. Γαληνός 20:648-652.
ΤΣΟΛΚΑ Αικ, ΤΟΓΚΟΣ Δ, ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ Ν, ΛΥΚΕΤΣΟΣ Γ. (1976). Δοκιμή του WY-4036 (Lorazepam) επί
χρονίων σχιζοφρενών. Ελλην Ιατρική 45:256-262.
ΑNGELOPOULOS NV. (2006). Relation of Anxiety to Hostility in the Course of Inpatient Treatment. Aggressive
Behavior 32:1-6
WHITLOCK FA, PRICE J. (1974). The use of beta adrenergic receptor blocking drugs in psychiatry. Curr Ther
15:107-122.
SCHWEIGER E, RICKELS K, CASE WG, GREENBLAT DJ. (1990). Long-term therapeutic use of benzodiaze-
pines. II. Effects of gradual taper. Arch. Gen. Psychiat. 47:908-915.
RICKELS K, SCHWEIGER E, CASE WG, GREENBLAT DJ. (1990). Long-term therapeutic use of benzodiaze-
pines. I. Effects of abrupt discontinuation. Arch. Gen. Psychiat. 47:899-907.
NARDI AE, PERNA G. (2005). Clonazepam in the treatment of psychiatric disorders: an update. Int Clin Psycho-
pharmacol 21(3):131-142.
MARKS IM, SWINSON RP, BASOGLU M et al. (1993). Alprazolam and exposure alone and combined in panic
disorder with agoraphobia- A controlled study in London and Toronto. Br. J. Psychiatry 162:776-787.
HARDELAND R, POEGGELER B, SRINIVASAN V, et al. (2008). Melatonergic drugs in clinical practice.
Arzneimittelforschung. 58(1):1-10.
HALL RCV, ZISOOK S. (1981). Paradoxical reactions to benzodiazepines. Br. J. Clin. Pharm. 11:995-1045.
GREENBLATT DJ, SHADER RI. (1974). Benzodiazepines in clinical practice. New York. Raven Press.
DOLOVICH LR, ADDIS A, et al. (1998). Benzodiazepine use in pregnancy and major malformations or oral cleft:
meta-analysis of cohort and case-control studies. BMJ. Sep 26;317(7162):839-43.
CARPENTER WTJr, BUCHANAN RW, KIRKPATRICK B, BREIER AF. (1999) Diazepam Treatment of Early
Signs of Exacerbation in Schizophrenia. Am J Psychiatry 156:299-303.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΑ ΑΓΧΟΛΥΤΙΚΑ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΑ ΥΠΝΑΓΩΓΑ
78. ΑΝΤΙΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΑ
Το αντιφυματικό φάρμακο ιπρονιαζίδη (που αργότερα απεδείχθη ότι είναι αναστολέας της
ΜΑΟ) θεωρείται το πρώτο αντικαταθλιπτικό, διότι παρατηρήθηκε ότι προκαλούσε
θυμοαναληπτική δράση στους φυματικούς που θεραπεύονταν με αυτό. Η εισαγωγή της
ιμιπραμίνης περί τα τέλη της δεκαετίας του ’50 για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης
σηματοδοτεί την έναρξη μιας σοβαρής και αποδοτικής φαρμακευτικής κατεύθυνσης στη
θεραπεία των καταθλίψεων και στην πρόληψη των υποτροπών τους, η οποία όμως δεν έχει
ούτε γενική ούτε απόλυτη ισχύ. Απόλυτη ισχύ δεν έχει, διότι το 30%-40%, ίσως και
περισσότερο, των πασχόντων από κατάθλιψη δεν απαντούν ικανοποιητικά στη
φαρμακευτική αντικαταθλιπτική αγωγή. Δεν έχει επίσης γενική ισχύ διότι η επιλογή ενός
αντικαταθλιπτικού φαρμάκου για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης π.χ. σε σχιζοφρενείς
ασθενείς ενδέχεται να είναι λανθασμένη, αφού έχει βρεθεί ότι τα αντικαταθλιπτικά όχι μόνο
δεν προσφέρουν τίποτε σε αυτούς τους ασθενείς, αλλά αναζωπυρώνουν σε κάποιο βαθμό
και τα ψυχωσικά τους συμπτώματα (Kramer et al 1989). Φαίνεται ότι τα αντικαταθλιπτικά
είναι σε σημαντικό βαθμό αποτελεσματικά στη μείζονα κατάθλιψη, αλλά δεν έχει αποδειχθεί
με πειστικότητα η ωφελιμότητά τους στις άλλες μορφές της.
Εκτός από την κατάθλιψη ορισμένα αντικαταθλιπτικά έχουν και άλλες ενδείξεις. Τα
νοραδρενεργικά κυρίως έχουν αναλγητική δράση και χορηγούνται σε καταστάσεις χρόνιου
άλγους ή για την προφύλαξη από κεφαλαλγίες, ανεξαρτήτως συνυπάρξεως κατάθλιψης.
Ορισμένα έχουν ειδικές δράσεις σε συγκεκριμένα συμπτώματα ή σε καταστάσεις όπως
επεισόδια πανικού, αγοραφοβία και κοινωνική φοβία, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή,
επεισόδια ναρκοληψίας, νυκτερινή ενούρηση, παχυσαρκία, πρώιμη εκσπερμάτωση.
Επομένως ο χαρακτηρισμός τους ως αντικαταθλιπτικών είναι οπωσδήποτε λανθασμένος και
απλώς προέκυψε από το ότι αρχικώς χρησιμοποιήθηκαν και μελετήθηκαν σε καταθλιπτικούς
ασθενείς. Τα περισσότερα από τα κλασικά όπως η ιμιπραμίνη, η λοφεπραμίνη, η
νορτριπτυλίνη, η μιανσερίνη κ.λπ. μετά την εισβολή των νεότερων σεροτονινεργικών και
άλλων αντικαταθλιπτικών αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία, όχι τόσο λόγω μειωμένης
αποτελεσματικότητας αλλά για λόγους καθαρά εμπορικούς. Μια ομάδα αντικαταθλιπτικών μη
φαρμακευτικών ουσιών έχει εμφανισθεί, όπως το βαλσαμόχορτο και ορισμένα ιχθυέλαια,
αλλά η κλινική εμπειρία είναι μάλλον φτωχή και δεν θα ήταν συνετό να χρησιμοποιηθούν ως
αποκλειστικές αντικαταθλιπτικές αγωγές.
Χρόνος απόδοσης της θεραπείας. Ο χρόνος που απαιτείται για την εμφάνιση
αποτελέσματος ποικίλλει μεταξύ των αντικαταθλιπτικών σε ένα φάσμα μερικών εβδομάδων.
Σε μερικά εμφανίζεται κάπως ενωρίτερα, σε άλλα κάπως αργότερα, δεν υπάρχει όμως
668
τεκμηριωμένη κατάταξή τους. Ωστόσο στην κλινική πράξη η αναμονή δεν πρέπει να
υπερβαίνει τις 4-6 εβδομάδες. Τόσο είναι το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να
διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητα ενός αντικαταθλιπτικού, εφόσον χορηγείται στην
κατάλληλη δοσολογία. Αν ο ασθενής δεν ανταποκριθεί σε αυτό το χρονικό διάστημα, τότε το
αντικαταθλιπτικό πρέπει να αντικατασταθεί. Η χορήγηση της κατάλληλης δοσολογίας θα
αυξήσει τις πιθανότητες βελτίωσης. Δεν πρέπει οι ασθενείς να παίρνουν υποθεραπευτικές
δόσεις για την αποφυγή ενοχλητικών μικροπαρενεργειών. Ο ασθενής θα ανεχθεί τις
παρενέργειες και δεν θα διακόψει τη θεραπεία αν του εξηγηθεί ότι αυτές μειώνονται με την
πάροδο του χρόνου, δεν είναι σοβαρές και οπωσδήποτε το φάρμακο θα διακοπεί αν δεν
υπάρξουν θετικά αποτελέσματα μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Γενικώς είναι παραδεκτό
ότι η αγωγή θα πρέπει να συνεχισθεί για διάστημα 4-6 μηνών μετά την πλήρη υποχώρηση
των συμπτωμάτων και να ακολουθήσει σταδιακή μείωση της δοσολογίας του
αντικαταθλιπτικού. Αυτό ίσως να μην ισχύει για τους ηλικιωμένους ασθενείς, οι οποίοι θα
συνεχίσουν τη θεραπεία τουλάχιστον για 2 χρόνια και ίσως για όλη τους τη ζωή. Η πρόωρη
διακοπή της αντικαταθλιπτικής αγωγής μετά από καλή ανταπόκριση έχει ως αποτέλεσμα την
επανεμφάνιση των αρχικών συμπτωμάτων σε περίπου 50% των ασθενών (Prien and Kupfer
1986).
Αντικαταθλιπτικά και αυτοκτονία. Ενώ είναι γνωστό, και αυτονόητο, ότι οι καταθλιπτικοί
ασθενείς όταν αυτοκτονούν χρησιμοποιούν τα φάρμακά τους, μερικά αντικαταθλιπτικά έχουν
ενοχοποιηθεί (κυρίως η αμιτρυπτιλίνη, η μαπροτιλίνη, η παροξετίνη και η φλουοξετίνη) ότι τα
ίδια προκαλούν αυτοκαταστροφική συμπεριφορά· ωστόσο οι υποψίες δεν έχουν τεκμηριωθεί
επαρκώς και μπορεί ώς έναν βαθμό να εντάσσονται στον ανελέητο και βαθύτατα ανήθικο
πόλεμο μεταξύ των φαρμακευτικών εταιρειών για την κατάκτηση της αγοράς. Υπάρχουν
εργασίες που αξιολογούν τα αντικαταθλιπτικά με κριτήριο τον βαθμό κατά τον οποίο
μειώνουν τις ιδέες αυτοκτονίας, αλλά δεν υπάρχει μελέτη στην οποία να φαίνεται ότι κάποιο
αντικαταθλιπτικό αυξάνει τις ιδέες αυτοκτονίας. Έτσι το αν και σε ποιο βαθμό ορισμένα
αντικαταθλιπτικά οδώνουν τις ιδέες αυτοκτονίας είναι θέμα ανοικτό. Η Επιτροπή
Φαρμακευτικών Προϊόντων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού
Φαρμάκων θεωρεί ωστόσο ότι τα διαθέσιμα δεδομένα λειτουργούν ως προειδοποιητικό σήμα
για το ότι τα αντικαταθλιπτικά προκαλούν πράγματι αύξηση της αυτοκτονικής συμπεριφοράς
(που περιλαμβάνει απόπειρες αυτοκτονίας, ιδεασμό αυτοκτονίας και/ή παρεμφερή
συμπεριφορά όπως αυτοτραυματισμό) σε παιδιά και εφήβους υπό θεραπεία. Η CHMP
εξέφρασε τις ανησυχίες της σε σχέση με την ασφαλή χρήση αυτών των φαρμάκων σε παιδιά
και εφήβους, ανεξάρτητα από τη θεραπευτική ένδειξη. Οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα
ότι τα αντικαταθλιπτικά δεν πρέπει να χορηγούνται σε παιδιά και εφήβους (Tonkin and Jurei-
dini 2005).
συμμόρφωση φθάνει στο 40% (Montgomery and Kasper 1995) και σχετίζεται με
παρενέργειες όπως υπνηλία, καταστολή, γνωσιακή δυσλειτουργία, ξηροστομία και
ορθοστατική υπόταση. Η μοιρασμένη σε δύο ή τρεις δόσεις την ημέρα χορήγηση του
φαρμάκου είναι ένας ακόμη λόγος μη συμμόρφωσης. Τα νεότερα αντικαταθλιπτικά λόγω των
ηπιότερων παρενεργειών τους αλλά και του απλού δοσολογικού τους σχήματος
διευκολύνουν κάπως τη συμμόρφωση στη θεραπεία.
Ωμέγα-3 λιπαρά οξέα. Οι μεμβράνες των νευρικών κυττάρων συντίθενται και από ορισμένα
πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (ω-3 και ω-6) τα οποία δεν παράγονται από τον οργανισμό αλλά
πρέπει να προσλαμβάνονται από εξωτερικές πηγές. Έχουν παρατηρηθεί ανωμαλίες στα
πολυακόρεστα των νευρικών κυττάρων σε αρκετές ψυχιατρικές διαταραχές (Chιou et al
2003) και στην κατάθλιψη. Χώρες με μεγάλη κατανάλωση ιχθυερών παρουσιάζουν μικρότερη
συχνότητα κατάθλιψης και αυτοκτονιών. Το ιχθυέλαιο καταστέλλει την ενεργοποίηση των
μακροφάγων και μειώνει την παραγωγή των καταθλιπτικογόνων μονοκινών IL-1, IL-2 και του
παράγοντα TNF. Η προσθήκη ιχθυελαίων πλούσιων σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (ω-3 και
ω-6) φαίνεται ότι ενισχύει τις αντικαταθλιπτικές φαρμακευτικές αγωγές (Su et al 2003).
674
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΗΛΙΑΣ Σ, ΑΝΤΩΝΑΤΟΣ Ε, ΠΕΡΤΕΣΗ Ε, και συν. (2005). SSRI’s και σεξουαλικές δυσλειτουργίες σε ασθενείς
με μείζονα κατάθλιψη. Εγκέφαλος 42(4):184-186.
ΗΛΙΑΣ Σ, ΑΝΤΩΝΑΤΟΣ Σ, και συν. (2006). Στερητικό σύνδρομο από SSRI’s. Εγκέφαλος 43:30-32.
ΙΣΤΙΚΟΓΛΟΥ Χ, και συν. (2005). Υπέρικο (St John’s Wort): Ιστορία και φαρμακολογία ενός αρχαίου
αντικαταθλιπτικού βοτάνου. Ψυχιατρικής 90:125-129
BUCKLEY NA, MCMANUS PR. (2002). Fatal toxicity of serotoninergic and other antidepressant drugs: analysis
of United Kingdom mortality data. BMJ;325:1332-1333
CHIOU CC, HUANG SY, SU KP, et al. (2003). Polyunsaturated fatty acid deficit in patients with bipolar mania.
Eur Neuropsychopharm 13(2):99-103.
GEDDES JR, CIPRIANI A. (2004). Selective serotonin reuaptake inhibitors. British Medical Journal 329:809-810.
GRIMSLEY SR, JANN MW. (1992). Paroxetine, sertraline, and fluvoxamine: New selective serotonin reuaptake
inhibitors. Clinical Pharmacy 11:930-956.
KÄLLEN B, OLAUSSON PO. (2008). Maternal use of selective serotonin re-uptake inhibitors and persistent pul-
monary hypertension of the newborn. Pharmacoepidemiol Drug Saf.
KRAMER MS, VOGEL WH, DIJOHNSON C, et al. (1989). Antidepressants in “depressed” schizophrenic inpa-
tients. A controlled trial. Arch Gen Psychiatry 46:922-928.
LAM RW. (2007). High-quality remission: potemtial benefits of the melatonergic approach for patients with major
depressive disorder. Int Clin Psychopharmacol 22 (suppl 2):S21-S25.
MONTGOMERY SA, KASPER S. (1995). Comparison of compliance between serotonin reuptake inhibition and
tricyclic antidepressants: a meta-analysis. Int Clin Psychopharmacol 9(Suppl4):33-40.
NEMEROFF CB, DeVANE CL, POLLOCK BG. (1996). Newer Antidepressants and the Cytochrome P450 Sys-
tem. Am. J. Psychiatry, 153:311-320.
PARKER G. (2002). Differential effectiveness of newer and older antidepressants appears mediated by an age
effect on the phenotypic expression of depression. Acta Psychiatr Scand 106(3):168-70.
PHILIPP M et al. (1999). Hypericum extract vs imipramine or placebo in patients with moderate depression: ran-
domized multicenter study of treatment for 8 weeks. BMJ 11(319):1534-8.
PRESKORN SH. (2003). Classification of neuropsychiatric medications by principal mechanism of action: a
meaningful way to anticipate pharmacodynamically mediated drug interactions. J Psychiatr Pract. 9(5):376-84.
PRESKORN SH. (2004). Classification of neuropsychiatric medications by principal mechanism of action: a
meaningful way to anticipate pharmacodynamically mediated drug interactions (part II). J Psychiatr Pract.
May;10(3):177-81.
PRIEN RF, KUPFER DJ. (1986). Continuation drug therapy for major depressive episodes:how long should it be
maintaines? Am J Psychiatry 143:18-23.
SU KP, HUANG SY, CHIOU CC, SHEN WW. (2003). Omega-3 fatty acids in major depressive disorder. A prelim-
inary double-blind, placebo-controlled trial. Eur Neuropsychopharm 13:267-271.
TAYLOR D. (1995). Selective Serotonine Reuptake Inhibitors and Tricyclic Antidepressants in Combination. In-
teractions and Therapeutic Uses. Brit. J. Psychiatry, 167:575-580.
TONKIN A, JUREIDINI J. (2005). Wishful thinking: antidepressant drugs in childhood depression. British Journal
of Psychiatry 187:304-305.
WEINTROB N, COHEN D, et al. (2002). Decreased growth during therapy with selective serotonin reuptake in-
hibitors. Arch Pediatr Adolesc Med. 156(7):696-701.
WERNEKE U, NORTHEY S, BHUGRA D. (2007). Antidepressants and sexual dysfunction. Acta Psychiatr
Scand. 115(3):255.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΑ
Λίθιο. Η πρώτη αναφορά στην αντιμανιακή δράση του λιθίου έγινε το 1949 (Cade 1949).
Αλλά πολύ σημαντική είναι η δράση του στην προφύλαξη από τις υποτροπές της
μανιοκαταθλιπτικής νόσου στο σύνολό της, ιδιαίτερα της κλασικής μορφής, όπου τα ποσοστά
επιτυχίας υπερβαίνουν το 60%. Μικρότερα είναι τα ποσοστά επιτυχίας στην ταχυκυκλική
μορφή της νόσου και όταν συνυπάρχει διαταραχή της προσωπικότητας. Συχνά
χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με καρβαμαζεπίνη ή με άλλα αντιεπιληπτικά σε περιπτώσεις
διπολικής νόσου ανθεκτικής στη θεραπεία με το ένα ή το άλλο φάρμακο. Πρόσφατες μελέτες
δείχνουν ότι η μακροχρόνια θεραπεία με λίθιο συμβάλλει στην πρόληψη της αυτοκτονίας και
του εκούσιου αυτοτραυματισμού στους πάσχοντες από διπολική διαταραχή (Cipriani et al
2005). Ενδιαφέρουσες είναι οι αντιαυτοκτονικές ιδιότητες του λιθίου, ακόμη και σε
μανιοκαταθλιπτικούς ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στο φάρμακο (Muller-
Oerlinghausen et al 2003). Τα επίπεδά του πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 0,4 και 1,2 meq/L.
Συνήθως χορηγείται σε τρεις ημερήσιες δόσεις, αλλά αν ο ασθενής μπορεί να ανεχθεί δύο
δόσεις, ή και μία, ένα τέτοιο σχήμα είναι προτιμότερο. Η τοξικότητά του είναι μεγάλη, ιδίως
όταν υπερδοσολογείται ή συνδυάζεται με άλλα φάρμακα, ιδιαίτερα με τα νευροληπτικά.
Δυσκαμψία, τρόμος, αταξία, όψιμη δυσκινησία, ακόμη και κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο
είναι δυνατόν να εμφανισθούν (Ουλής και συν 1996). Διαταραχές της λειτουργίας του
θυρεοειδούς υπό τη μορφή μείωσης της σύνθεσης θυρεοειδικών ορμονών και βρογχοκήλης,
διαταραχές της νεφρικής λειτουργίας με πολυουρία και πολυδιψία και μυοκαρδιοπάθειες είναι
επίσης σοβαρές παρενέργειες από τη χρόνια χρήση του λιθίου. Η διαταραχή της μνήμης
παρατηρήθηκε αρχικώς από τον Schou, ο οποίος έλαβε ποσότητες λιθίου μαζί με τους
συνεργάτες του για μικρό χρονικό διάστημα (Schou 1968). Πρόκειται για σταδιακά
676
Αντιεπιληπτικά. Κατά τη δεκαετία του ’80 αυξήθηκαν οι ενδείξεις ότι η καρβαμαζεπίνη και το
βαλπροϊκό (άλας νατρίου ή οξύ) μπορεί να είναι σοβαρές εναλλακτικές θεραπείες στις
μανιοκαταθλιπτικές ψυχώσεις όταν αυτές αντιστέκονται στο λίθιο, καθώς και σε περιπτώσεις
ταχυκυκλικής διπολικής διαταραχής (Ballenger and Post 1990). Σήμερα η χρήση ορισμένων
αντιεπιληπτικών σε αυτόν τον τομέα έχει πλήρως τεκμηριωθεί (Μποζίκας 2000, Ketter et al
2004). Η δόση και η συχνότητα χορήγησής τους εξαρτώνται από τον χρόνο
υποδιπλασιασμού, και αυτό σημαίνει ότι επιβάλλεται ο προσδιορισμός τους στο πλάσμα. Η
τελική δοσολογία πρέπει να επιτυγχάνεται σταδιακά, με βραδύτητα και ιδιαίτερη προσοχή
στην εμφάνιση παρενεργειών. Λόγω των παρενεργειών ή της μη επαρκούς
σταθεροποιητικής τους δράσης δεν χορηγούνται συνήθως ως μονοθεραπείες αλλά σε
συνδυασμό κυρίως με λίθιο. Χρειάζεται όμως προσοχή, διότι έτσι αυξάνονται περαιτέρω οι
πιθανότητες και άλλων παρενεργειών. Μερικά έχουν κατασταλτικές ιδιότητες, είναι
αντιμανιακά και αγχολυτικά, προκαλούν υπνηλία, γνωσιακές δυσλειτουργίες, κόπωση,
αύξηση βάρους. Η δράση τους επιτελείται διά της ενισχύσεως της γαμμα-αμινοβουτυρικής
(GABA) νευρομεταβίβασης. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι βενζοδιαζεπίνες κλοναζεπάμη
και λοραζεπάμη, η καρβαμαζεπίνη, η γαβαπεντίνη, η οξκαρβαμαζεπίνη και το βαλπροϊκό.
Αυτά τα φάρμακα θα αποδώσουν καλύτερα σε ασθενείς με υπερυψωμένο συναίσθημα,
άγχος, αϋπνία και απώλεια βάρους. Άλλα έχουν ενεργοποιητική δράση, βελτιώνουν την
ενεργητικότητα, προκαλούν απώλεια βάρους, είναι αντικαταθλιπτικά και πιθανώς αγχογόνα.
Η δράση τους προκύπτει κυρίως από αντι-γλουταμινική νευρομεταβίβαση. Ενδείκνυνται σε
ασθενείς με κατάθλιψη, απάθεια, υπερυπνία, πτώση της ενεργητικότητας και αύξηση του
βάρους. Εδώ ανήκει η τοπιραμάτη. Υπάρχουν και μερικά με μεικτή δράση συνδυάζοντας
καταστολή με απώλεια βάρους. Η δράση τους προκύπτει από συνδυασμό αντι-
γλουταματικής και GABAεργικής νευρομεταβίβασης. Στην κατηγορία αυτή ανήκει η
λαμοτριγίνη.
Βαλπροϊκό νάτριο, Βαλπροϊκό οξύ. Έχει ισχυρή GABAεργική δράση και ελαφρά αντι-
γλουταματική. Είναι κατασταλτικό, με μέτρια αγχολυτική δράση. Παρορμητικότητα,
υπερδραστηριότητα, ευερεθιστότητα είναι συμπτώματα που απαντούν καλύτερα στο
βαλπροϊκό. Έχει εξαιρετικές αντιμανιακές ιδιότητες, αλλά το αντικαταθλιπτικό προφίλ του
είναι μάλλον φτωχό. Σταθεροποιεί «από επάνω προς τα κάτω». Παρά την ευρύτατη
διάδοσή του δεν είναι επαρκές σταθεροποιητικό, κυρίως όταν χορηγείται ως μονοθεραπεία·
συνήθως συνδυάζεται με λίθιο ή σπανιότερα με αντιψυχωτικά. Έχει χρησιμοποιηθεί, με
περιορισμένη τεκμηρίωση, κατά την απεξάρτηση από αλκοόλ, στις διεγερτικές καταστάσεις
στη σχιζοφρένεια, στην οριακή διαταραχή της προσωπικότητας. Στις παρενέργειες
περιλαμβάνονται υπνηλία, ακμή, γαστρεντερικές διαταραχές, αύξηση βάρους, αλωπεκία,
ηπατοτοξικότητα και παγκρεατίτις. Οι θεραπευτικές συγκεντρώσεις στον ορό κυμαίνονται
μεταξύ 75-100 μg/ml. Η πιθανότητα εμφάνισης πολυκυστικών ωοθηκών φθάνει και στο
10%. Είναι τερατογόνο, και στο 1%-2% των εμβρύων που έχουν εκτεθεί μπορεί να
προκαλέσει δισχιδή ράχη επιπεπλεγμένη από υδροκέφαλο (Καρβέλας 1997). Το
βαλπροϊκό αναστέλλει τον μεταβολισμό της καρβαμαζεπίνης και της λαμοτριγίνης. Η
καρβαμαζεπίνη μειώνει τις συγκεντρώσεις βαλπροϊκού στον ορό.
Καρβαμαζεπίνη. Έχει δράση GABAεργική και ελαφρά αντι-γλουταματική. Έχει κατασταλτικό
περίγραμμα με αντιμανιακές ιδιότητες, αλλά η αντικαταθλιπτική δράση του είναι μάλλον
φτωχή. Είναι αποτελεσματικό φάρμακο τόσο στη μανιακή φάση όσο και ως θεραπεία
προφύλαξης. Εκτός από τη διπολική διαταραχή και την επιληψία χρησιμοποιείται και σε
άλλες καταστάσεις, όπως η νευραλγία του τριδύμου και η επώδυνη περιφερική
νευροπάθεια. Συχνά συγχορηγείται με λίθιο, ο συνδυασμός είναι ανεκτός από τον ασθενή
και θεωρείται ασφαλής, αν και υπάρχουν ενδείξεις αντιθυρεοειδικής δράσης του
συνδυασμού μεγαλύτερης από εκείνης του λιθίου. Όταν συγχορηγείται με αντικαταθλιπτικά,
χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και αυτό θα πρέπει να γίνεται μόνον όταν υπάρχουν
δυνατότητες καταμέτρησης του επιπέδου των φαρμάκων στο αίμα. Όταν συγχορηγείται με
677
ΜΠΟΖΙΚΑΣ Β. (2000). Τα δεύτερης γενιάς αντιεπιληπτικά φάρμακα στη θεραπεία των διπολικών διαταραχών.
Ψυχιατρική 11:277-289.
ΟΥΛΗΣ Π, ΣΑΚΚΑΣ Π, ΜΑΜΟΥΝΑΣ Ι, ΒΕΛΔΕΚΗΣ Ν. (1996). Τοξική επίδραση αλάτων λιθίου σε συνδυασμό με
νευροληπτικά. Ψυχιατρική 7:215-218.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΝ. (1979). Λίθιο και διαταραχή της μνήμης. Ιατρική 35:362-364.
BALLENGER JC, POST RM. (1980). Effects of carbamazepine in manic-depressive illness: A new treatment.
Am. J. Psychiatry 137:782-790.
CADE JFJ. (1949). Lithium salts in the treatment of psychotic excitement. Med J Aust 14:349-352.
CIPRIANI A, PRETTY H, HAWTON K, GEDDES JR. (2005) Lithium in the prevention of suicidal behavior and all-
cause mortality in patients with mood disorders: a systematic review of randomized trials. Am J Psychiatry.
162(10):1805-19.
KETTER TA, WANG PW, NOWAKOWSKA C, MARSH WK. (2003). New medication treatment options for bipo-
lar disorders. Acta Psychiatr Scand 110 (Suppl. 422):18-33
MULLER-OERLINGHAUSEN B, BERGHOFER A, AHRENS B. (2003). The antisuicidal and mortality reducing
effect of lithium prophylaxis: consequences for guidelines in clinical psychiatry. Can J Psychiatry 48(7):433-439.
SCHOU M. (1968). Lithium in psychiatric therapy and prophylaxis. J Psychiatr Res 6(1):67-95.
Η θεραπεία της σχιζοφρένειας συνεχίζει να αποτελεί ένα πελώριο πρόβλημα που θέτει σε
μεγάλη δοκιμασία το κύρος της ψυχιατρικής. Τα επιτεύγματα σε αυτόν τον τομέα
υπολείπονται ακόμη και από τις μετριοπαθέστερες προσδοκίες. Οι βασικοί θεραπευτικοί
στόχοι, δηλαδή η εύρεση καλύτερων φαρμάκων, οι εύστοχες ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις
και κυρίως η εκπαίδευση της οικογένειας, δεν έχουν ακόμη επιτευχθεί. Τα φάρμακα πρώτης
γραμμής που χρησιμοποιούνται σήμερα, τα ονομαζόμενα νευροληπτικά ή αντιψυχωτικά,
έχουν πολλά μειονεκτήματα. Πενήντα χρόνια μετά την εισαγωγή τους, θεμελιώδεις ερωτήσεις
για τον θεραπευτικό ρόλο τους στη σχιζοφρένεια παραμένουν αναπάντητες, ιδιαίτερα για
ασθενείς χρόνιους που παίρνουν τα φάρμακα επί δεκαετίες. Ένα σημαντικό ποσοστό των
ασθενών έχουν ελάχιστο όφελος από αυτά. Αλλά και στον πληθυσμό των ασθενών που
ωφελούνται ανακύπτουν συνεχώς προβλήματα, τα οποία οφείλονται είτε στα συμπτώματα
που δεν κατορθώθηκε να καταπολεμηθούν είτε στις παρενέργειες που προκαλούν δυσφορία
και ποικίλες διαταραχές της λειτουργικότητας. Δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το ότι τα
φάρμακα αυτά είναι δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία και τη ζωή των ασθενών. Η
χορήγησή τους σε ασθενείς άνω των 65 ετών αυξάνει την πιθανότητα πρόκλησης κακοήθους
νευροληπτικού συνδρόμου ή εγκεφαλικών επεισοδίων. Σε ανοϊκούς η πιθανότητα είναι ακόμη
μεγαλύτερη. Επίσης έχει επισημανθεί ότι τα νευροληπτικά όχι μόνο δεν βελτιώνουν τις
νοητικές λειτουργίες των ασθενών, αλλά ίσως ευθύνονται για την πυροδότηση ανάπτυξης
αμυλοειδών νευροϊνιδιακών πλακών στους σχιζοφρενείς οδηγώντας προς την εμφάνιση
εικόνας άνοιας (Oken and McGeer 1996).
Δεν έχει λήξει ακόμη η συζήτηση σχετικά με την ευστοχία και την καταλληλότητα των όρων
που προσδιορίζουν αυτήν την κατηγορία φαρμάκων, συζήτηση η οποία ξεκίνησε από τις
αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο όρος «νευροληπτικά» που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη
φορά το 1955 από τον Delay δεν είναι από πολλούς αποδεκτός, παρά την ευρύτατη διάδοσή
του. Οι εναλλακτικοί όροι που χρησιμοποιούνται συνήθως είναι «μείζονα ηρεμιστικά» και
«αντιψυχωτικά». Ο όρος «μείζονα ηρεμιστικά» είναι παραπλανητικός, επειδή υπαινίσσεται
ότι η κύρια δράση των αντισχιζοφρενικών φαρμάκων είναι η ηρεμιστική και ότι η δράση αυτή
είναι παρόμοια με εκείνη άλλων ηρεμιστικών (π.χ. βενζοδιαζεπινών). Από την άλλη μεριά ο
όρος «αντιψυχωτικά» έχει δεχθεί κριτική στη βάση του επιχειρήματος ότι η σχιζοφρένεια είναι
μόνο ένας τύπος ψυχώσεως και ότι αυτή η κατηγορία φαρμάκων δεν είναι εξίσου
αποτελεσματική σε όλους τους τύπους των ψυχωτικών διαταραχών. Επειδή και ο όρος
«άτυπα αντιψυχωτικά» –η νεότερη υποκατηγορία των αντιψυχωτικών– είναι αυθαίρετος ως
προς τον τρόπο δημιουργίας του, ασαφής ως προς το περιεχόμενό του και ενδεχομένως
680
παραπλανητικός, έχουν προταθεί ο όρος «νεότερα αντιψυχωτικά» –παρόλο που και αυτός
είναι ασαφής–, όπως επίσης και ο όρος «αντιψυχωτικά δεύτερης γενιάς». Επομένως όλοι οι
παραπάνω όροι είναι λίγο-πολύ ισοδύναμα αντικαταστάσιμοι και υπάρχουν ακόμη ευρέα
περιθώρια για την αυθαίρετη και εναλλακτική χρησιμοποίησή τους.
Η εμφάνιση της χλωροπρομαζίνης το 1952 σήμανε την έναρξη μιας μεγάλης επανάστασης
στη θεραπευτική ψυχιατρική. Η επόμενη επανάσταση που ακολούθησε, της κοινωνικής
ψυχιατρικής, οφείλει πολλά σε αυτήν την επιτυχία. Σήμερα τα νευροληπτικά είναι από τα
πλέον διαδεδομένα φάρμακα, αφού τουλάχιστον ένα σταθερό ποσοστό 1,5% του πληθυσμού
τα χρησιμοποιεί συνεχώς και αποτελούν το θεμέλιο της σύγχρονης ψυχιατρικής τεχνολογίας
και ιδεολογίας, οδηγώντας σταθερά τις ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις σε ανυποληψία. Οι
αρνητικές συνέπειες αυτού του θεραπευτικού μονόδρομου δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί με
νηφαλιότητα. Όταν τα νευροληπτικά άρχισαν να χρησιμοποιούνται, δεν ήταν γνωστός ο
τρόπος δράσης τους, αλλά στη δεκαετία του ’60 εμφανίσθηκαν οι πρώτες ενδείξεις ότι
επιδρούν στους υποδοχείς της ντοπαμίνης του μεσομεταιχμιακού συστήματος αποκλείοντάς
τους. Στη δεκαετία του ’70 επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη δύο υποδοχέων της ντοπαμίνης, των D1
και D2, οι οποίοι έχουν σχέση με την αντιψυχωσική δράση αυτών των φαρμάκων. Αργότερα
απομονώθηκαν οι υποδοχείς D3, D4 και D5, οι οποίοι είναι κατανεμημένοι σε διαφορετικές
περιοχές ο ένας από τον άλλο (αν και κατά κύριο λόγο βρίσκονται στο δρεπανοειδές). Αυτό
μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμο στον σχεδιασμό φαρμάκων με ισχυρή αντιψυχωσική
δράση και με ήπιες ή καθόλου παρενέργειες. Π.χ. ο D3 δεν είναι συγκεντρωμένος στα σημεία
του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη νόσο του Parkinson, πράγμα που σημαίνει ότι φάρμακα
που επιδρούν στον D3 ενδέχεται να προκαλούν ήπια εξωπυραμιδικά συμπτώματα.
Αργότερα, όταν στη δεκαετία του ’90 εμφανίσθηκαν τα άτυπα αντιψυχωτικά που
δρούσαν και στο σεροτονινεργικό σύστημα, υποστηρίχθηκε ότι η αντιψυχωσική δράση
οφείλεται σε έναν συνδυασμό αποκλεισμού τόσο των ντοπαμινεργικών όσο και των
σεροτονινεργικών υποδοχέων. Έτσι η παλαιότερη θεωρία για διαταραχή της
σεροτονινεργικής μεταβίβασης στη σχιζοφρένεια έχει έλθει πάλι στο προσκήνιο. Σήμερα είναι
γνωστό ότι όλα τα αντιψυχωτικά επενεργούν σε μεγάλο φάσμα νευρομεταβιβαστικών
συστημάτων σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου όπως οι α-1 και α-2 αδρενεργικοί
υποδοχείς, αλλά το καθένα έχει το δικό του προφίλ αποτελεσματικότητας και παρενεργειών.
Βασικοί θεραπευτικοί στόχοι των νευροληπτικών είναι η μείωση της έντασης της
συμπτωματολογίας και η πρόληψη των υποτροπών της σχιζοφρένειας. Θα πρέπει να
επισημανθεί ότι ένα ποσοστό περίπου 50% των σχιζοφρενών δεν ωφελούνται από τη
θεραπεία με νευροληπτικά, λόγω παρενεργειών, ανθεκτικότητας της νόσου ή έλλειψης
συμμόρφωσης στη θεραπεία από τον ασθενή. Όσον αφορά τα συμπτώματα, στην αρχή
στόχος ήταν η αντιμετώπιση των θετικών, αργότερα και των αρνητικών συμπτωμάτων και
πρόσφατα η βελτίωση των νοητικών λειτουργιών και γενικότερα της ποιότητας της ζωής των
ασθενών. Από την εποχή της εμφάνισης της χλωροπρομαζίνης βασικοί στόχοι για βελτίωση
των αντιψυχωσικών ήσαν και είναι η αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους, η μείωση των
παρενεργειών και η επιδίωξη μιας ημερήσιας λήψης του φαρμάκου. Έκτοτε, μερικά όπως η
χλωροπρομαζίνη συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται, αρκετά όμως αποσύρθηκαν από την
κυκλοφορία για ποικίλους λόγους, είτε λόγω παρενεργειών (π.χ. σερτινδόλη, ρεμοξιπρίδη,
θειοριδαζίδη) είτε για λόγους εμπορικούς, όπως συνέβη με πολλά κλασικά αντιψυχωτικά τα
οποία μετά την εμφάνιση των νεότερων «ατύπων» εξαφανίσθηκαν από την αγορά, παρά την
αξιόλογη θεραπευτική αξία τους.
681
Βενζαμίδες. Πολλοί τις κατατάσσουν στα άτυπα αντιψυχωσικά παρά το ότι εμφανίσθηκαν
κατά την δεκαετία του ’60. Είναι εκλεκτικοί αναστολείς της ντοπαμινεργικής μεταβίβασης.
Εκτός από τη σημαντική αντιψυχωσική δράση τους, σε μικρές ποσότητες έχουν και δράση
αγχολυτική και ενδεχομένως αντικαταθλιπτική. Εξωπυραμιδικά συμπτώματα και
υπερπρολακτιναιμία είναι συχνότερες και σοβαρότερες παρενέργειές τους, λιγότερο έντονες
όμως σε σύγκριση με τα άλλα κλασικά νευροληπτικά.
Τιαπρίδη. Δεν έχει σοβαρή αντιψυχωτική δράση. Έχει χρησιμοποιηθεί για τις αντιεμετικές
ιδιότητές της καθώς και για την αντιμετώπιση της ψυχοκινητικής διέγερσης, της αϋπνίας και
ευερεθιστότητας στους ηλικιωμένους. Φαίνεται ότι βοηθάει τους αλκοολικούς που
βρίσκονται σε αποχή από το αλκοόλ να ενισχύσουν την αποτοξινωτική τους προσπάθεια,
αλλά ακόμη και αυτούς που δεν το καταφέρνουν πλήρως τους βοηθάει να μειώσουν την
κατανάλωση του οινοπνεύματος.
Σουλπιρίδη. Έχει ισχυρή αντιεμετική δράση. Έχει χρησιμοποιηθεί ως αντικαταθλιπτικό και
αντιψυχωτικό με σημαντική αποτελεσματικότητα στα αρνητικά συμπτώματα της
σχιζοφρένειας, αλλά δεν συνιστάται ως σοβαρός αντιψυχωσικός παράγων.
Αμισουλπρίδη. Είναι εκλεκτικός αναστολέας των D2 και D3 υποδοχέων, χωρίς να έχει
συνάφεια με άλλους υποδοχείς. Έχει χρόνο ημιζωής 12 ώρες. Παρά το ότι είναι ισχυρό
αντιψυχωσικό, δεν φαίνεται να έχει καταθλιπτικογόνο δράση. Σε χαμηλές δόσεις (50-300
mg) ενδείκνυται για τις περιπτώσεις όπου υπερτερούν τα αρνητικά συμπτώματα, ενώ εκεί
όπου υπερτερούν τα θετικά συνιστάται δοσολογία 400-800 mg. Προκαλεί ήπια
εξωπυραμιδικά συμπτώματα, επειδή δεν δρα στο ραβδωτό σώμα αλλά μόνο στο
μεταιχμιακό. Δοσοεξαρτώμενη αύξηση της προλακτίνης, άγχος, ανησυχία και αϋπνία, μικρή
αύξηση βάρους, είναι οι συχνότερες παρενέργειες. Δεν αναστέλλει τα ισοένζυμα του Ρ450
κυττοχρώματος. Μεταβολίζεται κυρίως στους νεφρούς και πολύ λιγότερο στο ήπαρ και
επομένως ίσως είναι χρήσιμη επιλογή για πάσχοντες από ηπατική ανεπάρκεια.
δημιούργησαν και νέες ιατρογενείς νόσους, όπως το κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο και
την όψιμη δυσκινησία.
Αλοπεριδόλη. Είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος αυτής της ομάδας και ίσως το ισχυρότερο
αντιψυχωσικό φάρμακο. Αποκλείει κυρίως τους D2 ντοπαμινεργικούς και λιγότερο τους α1
αδρενεργικούς υποδοχείς. Κανένα νευροληπτικό δεν έχει δείξει αποτελεσματικότερη δράση
με εξαίρεση την κλοζαπίνη. Εισήχθη στη θεραπευτική κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’50
(Ayd 1978). Είναι ίσως το πλέον διαδεδομένο και έχει φθάσει στο επίπεδο να
χρησιμοποιείται ως φάρμακο αναφοράς και σύγκρισης με τα άλλα αντιψυχωτικά. Είναι
ισχυρότατο κατασταλτικό και η χρήση της στην αντιμετώπιση ψυχοκινητικών διεγέρσεων
είναι αξιόπιστη και ευρύτατη. Είναι αποτελεσματική στα θετικά, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι
είναι εξίσου αποτελεσματική και στα αρνητικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας, όπως
συμβαίνει εξάλλου και με όλα τα αντιψυχωτικά. Τα καλύτερα αποτελέσματα σε
σχιζοφρενείς επιτυγχάνονται όταν οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα είναι 5-12 μg/ml, που
αντιστοιχούν σε μία μέση δοσολογία περί τα 12 mg ημερησίως. Η δοσολογία για την
αντιμετώπιση διεγέρσεων μπορεί να είναι και πενταπλάσια της μέσης δόσης συντηρήσεως,
αλλά η διάρκεια αυτής της παρέμβασης πρέπει να είναι περιορισμένη το πολύ σε μερικές
ημέρες. Έχει καταθλιπτικογόνο δράση. Εξωπυραμιδικά συμπτώματα, κυρίως δυστονία και
όψιμη δυσκινησία είναι οι σοβαρότερες δοσοεξαρτώμενες παρενέργειες. Αυξάνει το QT
διάστημα και είναι δυνατόν να προκαλέσει κοιλιακή ταχυκαρδία.
Βενπεριδόλη. Έχει χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο διαταραγμένης σεξουαλικής
συμπεριφοράς και άλλων απαράδεκτων δυσκοινωνικών συμπεριφορών οφειλόμενων σε
ψυχωσική ή μη νόσο χωρίς σοβαρή τεκμηρίωση αυτής της δράσης. Έχει παρόμοιες
παρενέργειες με της αλοπεριδόλης.
Πιπαμπερόνη. Προτείνεται για τον έλεγχο των διαταραχών της συμπεριφοράς σε
διανοητικώς καθυστερημένα άτομα. Χρειάζεται προσοχή διότι προκαλεί αύξηση του QT
διαστήματος.
Διφαινυλ-βουτυλ-πιπεριδίνες.
Πιμοζίδη: Δεν κατατάσσεται στις φαινοθειαζίνες, αν και έχει πιπεριδινική δομή. Δεν
ενδείκνυται σε ψυχοκινητικές διεγέρσεις, επειδή δεν έχει αξιόλογη κατασταλτική δράση.
Χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στους χρόνιους σταθεροποιημένους σχιζοφρενείς, στη
μονοσυμπτωματική υποχονδριακή ψύχωση και στη νόσο Gilles de la Tourette χωρίς
αποδεδειγμένα αποτελέσματα. Έχει ενοχοποιηθεί για σοβαρή δοσοεξαρτώμενη
επιμήκυνση του διαστήματος QT. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στη συγχορήγησή του με
άλλα φάρμακα.
Πενφλουριδόλη: Δεν προκαλεί καταστολή και υπνηλία. Χρησιμοποιήθηκε και αυτή σε
χρόνιους σταθεροποιημένους σχιζοφρενείς. Χορηγείται μία φορά την εβδομάδα.
Ρισπεριδόνη. Η δράση της αποδίδεται στο ότι συνδυάζει ιδιότητες αποκλεισμού των
ντοπαμινεργικών D2, των σεροτονινεργικών 5-ΗΤ2Α και 5-ΗΤ2C, των αδρενεργικών α1 και α2
υποδοχέων. Έχει παρόμοια δράση με την αλοπεριδόλη στα θετικά συμπτώματα και στην
αντιμετώπιση των μανιακών επεισοδίων και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στα αρνητικά.
Συμβάλλει στη μείωση των υποτροπών. Αν η δοσολογία της είναι στα σωστά πλαίσια (2-6
mg), δεν προκαλεί εξωπυραμιδικές παρενέργειες ή κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο, αλλά
σε μεγαλύτερες δόσεις είναι δυνατόν να εμφανισθούν εξωπυραμιδικά, κυρίως ακαθησία και
ίσως δυστονικά φαινόμενα. Δεν παρουσιάζει αντιχολινεργικά και αντιισταμινικά φαινόμενα.
Ενδιαφέρον είναι επίσης το εύρημα ότι δεν αυξάνει τα επίπεδα της κρεατινοφωσφοκινάσης
684
στο αίμα, και αυτό σημαίνει ότι ίσως να προκαλεί σε μικρότερο βαθμό από τα άλλα
νευροληπτικά κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο. Προκαλεί αύξηση του σωματικού βάρους
κατά τι περισσότερο από ό,τι τα τυπικά αντιψυχωσικά, αλλά λιγότερο από την κλοζαπίνη και
την ολανζαπίνη. Η υπερπρολακτιναιμία είναι συχνή παρενέργεια και αυτός είναι ο λόγος που
προκαλεί σεξουαλική δυσλειτουργία περισσότερο από κάθε άλλο άτυπο αντιψυχωσικό. Η
συγχορήγηση με φάρμακα που αναστέλλουν το CYP2D6 κυττόχρωμα (π.χ. παροξετίνη)
αυξάνουν τα επίπεδά της στο πλάσμα.
Ολανζαπίνη. Παρουσιάζει δομική αναλογία προς την κλοζαπίνη. Ανταγωνίζεται κυρίως τους
5-ΗΤ2Α, 5-ΗΤ2C και Η1, και λιγότερο τους μουσκαρινικούς, ισταμινικούς και D2 υποδοχείς
(Littrell et al 2006). Έχει παρόμοια δράση με την αλοπεριδόλη στα θετικά συμπτώματα της
σχιζοφρένειας και στην αντιμετώπιση των μανιακών επεισοδίων (σε συνδυασμό με λίθιο ή
βαλπροϊκό) και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στα αρνητικά. Πιθανόν να έχει ευεργετική
δράση στα καταθλιπτικά συμπτώματα που εμφανίζονται στο πλαίσιο των ψυχωσικών
συνδρομών. Οι πιθανότητες πρόκλησης εξωπυραμιδικών παρενεργειών είναι μικρές. Αύξηση
σωματικού βάρους, υπεργλυκαιμία και υπερλιπιδαιμία είναι συχνές παρενέργειες. Δεν
υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ακοκκιοκυτταραιμίας ή λευκοπενίας. Κυκλοφορεί σε ταχέως
διαλυόμενα στο στόμα δισκία και σε ενέσιμες μορφές για άμεση χρήση και για βραδεία
απορρόφηση. Η ενδομυϊκή χορήγηση για αντιμετώπιση διεγερτικών καταστάσεων δεν
φαίνεται να υπερτερεί της ενδομυϊκώς χορηγούμενης αλοπεριδόλης και, παρά το
πλεονέκτημα, ό,τι δεν προκαλεί δυστονικά φαινόμενα είναι προτιμότερο να αποφεύγεται,
διότι έχουν αναφερθεί θάνατοι λόγω καρδιοαναπνευστικής καταστολής και υπότασης.
Ζιπρασιδόνη. Εκτός από τον ανταγωνισμό των D2 υποδοχέων έχει και την ιδιότητα να
ανταγωνίζεται τους 5-ΗΤ2Α και 5-ΗΤ2c. Είναι αποτελεσματική τόσο στα θετικά όσο και στα
αρνητικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας, καθώς και στα μανιακά επεισόδια αλλά σαφώς
λιγώτερο αποτελεσματική της αλοπεριδόλης, ολανζαπίνης και ρισπεριδόνης(Greenberg and
Citrome 2007). Έχει χρόνο ημιζωής 6-7 ώρες. Μεταβολίζεται κυρίως στο Ρ450, 3Α4
ισοένζυμο, και επομένως αντιδρά με φάρμακα που το αναστέλλουν, όπως η βαρφαρίνη και
το αντιμυκητιασικό κετοκοναζόλη. Δεν αλληλεπιδρά με λίθιο ή βενζοδιαζεπίνες. Η
συγχορήγηση με καρβαμαζεπίνη μειώνει τις συγκεντρώσεις της κατά 35% περίπου. Τα
πλεονεκτήματά της βρίσκονται στο ότι στις θεραπευτικές της δόσεις δεν έχει αξιόλογες
παρενέργειες από το εξωπυραμιδικό, δεν προκαλεί αύξηση σωματικού βάρους, ολικής
χοληστερίνης, τριγλυκεριδίων. Έχουν αναφερθεί περιστατικά αύξησης των επιπέδων
προλακτίνης. Προκαλεί αύξηση του διαστήματος QT, ίσως μεγαλύτερη των άλλων
αντιψυχωτικών, και επομένως η συγχορήγησή της με παράγοντες που αυξάνουν το QT
διάστημα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη. Υπνηλία είναι η πλέον άμεση παρενέργειά της. Λιγότερο
συχνές παρενέργειες είναι: άγχος, εξωπυραμιδικά συμπτώματα, αναπνευστική
δυσλειτουργία, εφιάλτες, διαταραχές της όρασης, κράμπες κάτω άκρων, εξάνθημα.
Κουετιαπίνη. Δρα κυρίως μέσω αναστολής των Η1 ισταμινικών και των α1 αδρενεργικών
και λιγότερο των D2 υποδοχέων.. Έχει χρόνο ημιζωής 6-7 ώρες. Μεταβολίζεται κυρίως στο
Ρ450, 3Α4 κυττόχρωμα και επομένως αντιδρά με φάρμακα που το αναστέλλουν, όπως η
βαρφαρίνη και το αντιμυκητιασικό κετοκοναζόλη. Έχει δράση ηρεμιστική και κατασταλτική.
Είναι αποτελεσματική στη θεραπεία των θετικών και των αρνητικών συμπτωμάτων της
σχιζοφρένειας και στα μανιακά επεισόδια (σε συνδυασμό με λίθιο ή βαλπροϊκό) αλλά σαφώς
λιγώτερο αποτελεσματική της αλοπεριδόλης, ολανζαπίνης και ρισπεριδόνης. Δεν προκαλεί
εξωπυραμιδικές παρενέργειες, δυστονικές αντιδράσεις, αύξηση της προλακτίνης. Δεν είναι
καταθλιπτικογόνο, ίσως έχει και ελαφρά αντικαταθλιπτική δράση. Ως κυριότερες
παρενέργειες αναφέρονται: υπνηλία, ξηροστομία, αύξηση βάρους, ηπατική δυσλειτουργία,
μείωση των επιπέδων της Τ4 θυροξίνης, παροδική ουδετεροπενία, αύξηση του QT
διαστήματος στο ΗΚΓ, μείωση της ποσότητας του σπέρματος. Το θέμα της δοσολογίας της
φαίνεται ότι, μετά από πολλές παλλινοδίες, καταλήγει στα 200-500 mg ημερησίως (Sparshatt
et al 2008).
685
Ζοτεπίνη. Δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη στην ελληνική αγορά. Σε χαμηλές δόσεις αυξάνει
την ντοπαμινεργική δραστηριότητα, αλλά σε μεγαλύτερες την αναστέλλει. Επίσης αναστέλλει
την επαναπρόσληψη της νοραδρεναλίνης. Μεταβολίζεται διά του Ρ450 κυττοχρώματος.
Επιληπτικές κρίσεις, αύξηση βάρους, υπνηλία, ήπια ηπατική δυσλειτουργία, αύξηση ουρικού
οξέως αναφέρονται ως οι σοβαρότερες παρενέργειες.
Δεν υπάρχει σήμερα αμφιβολία ότι η ανάπτυξη νευροληπτικών ικανών να μειώσουν μια
μεγάλη ποικιλία συμπτωμάτων αποτέλεσε ορόσημο στην κλινική ψυχοφαρμακολογία της
σχιζοφρένειας. Βέβαια σχετικώς με τη σύγκριση μεταξύ των κλασικών και των νεότερων
νευροληπτικών δεν υπάρχει σαφής απόδειξη ότι τα άτυπα δεύτερης γενιάς είναι
αποτελεσματικότερα και καλύτερα ανεκτά από τα συμβατικά (Geddes et al 2000). Η
Cochrane Collaboration (Gilbody et al 2003) διατυπώνει την άποψη ότι είναι πολύ δύσκολο
να εξαχθούν σταθερά συμπεράσματα πάνω σε αυτό το θέμα. Γενικώς φαίνεται ότι όλα τα
νευροληπτικά είναι λίγο-πολύ εξίσου αποτελεσματικά, χωρίς κάποιο να έχει ιδιαίτερα
πλεονεκτήματα σε σχέση με τα άλλα. Υπάρχουν διαφορές στα αρνητικά συμπτώματα, όπου
φαίνεται ότι τα άτυπα νευροληπτικά ίσως είναι αποτελεσματικότερα. Η κλοζαπίνη είναι το
μόνο νευροληπτικό με σαφή υπεροχή από όλα τα άλλα στη θεραπεία των θετικών και των
αρνητικών συμπτωμάτων. Σύμφωνα με πρόσφατες μετα-αναλύσεις (Geddes et al 2000, Da-
vis and Chen 2005), τα αντιψυχωτικά θα μπορούσαν να καταταχθούν ως προς την
αποτελεσματικότητα σε τρεις, όχι όμως σαφώς διακριτές, κατηγορίες: στην πρώτη κατηγορία
–της μεγάλης αποτελεσματικότητας– βρίσκονται η αλοπεριδόλη και η κλοζαπίνη. Στη δεύτερη
–της μέτριας– η αμισουλπρίδη, η ολανζαπίνη και η ρισπεριδόνη. Στην τρίτη –της μικρής
αποτελεσματικότητας– η αριπιπραζόλη, η κουετιαπίνη, η ζιπραζιδόνη. Το ενδιαφέρον σημείο
σε αυτές τις μετα-αναλύσεις είναι ότι δεν αναδεικνύουν υπεροχή των άτυπων σε σχέση με τα
κλασικά, και βέβαια είναι ακόμη νωρίς για τελικά συμπεράσματα, αφού μερικά από τα
νεότερα βρίσκονται σε χρήση για μικρό χρονικό διάστημα.
Παρενέργειες των αντιψυχωτικών. Περίπου οι μισοί από τους ασθενείς που παίρνουν
αντιψυχωτικά είναι δυσαρεστημένοι με τη φαρμακευτική τους αγωγή και σχεδόν όλοι
αναφέρουν τουλάχιστον μία παρενέργεια (Fakhoury et al 2001), με κυριότερες την
κατάθλιψη, την υπνηλία, τη δυσκολία στη σκέψη και τη συγκέντρωση, την παχυσαρκία.
Υποστηρίζεται ότι η μεγάλη παρενέργεια όλων των νευροληπτικών είναι μια βραδέως
αναπτυσσόμενη, μη αντιστρεπτή ύπουλη εγκεφαλική βλάβη, που εκδηλώνεται σε μια
ποικιλία μορφών (Breggin 1990). Σήμερα βασικό κριτήριο επιλογής νευροληπτικού πρέπει να
είναι όχι τόσο το πεδίο της αποτελεσματικότητας, που φυσικά καθόλου δεν πρέπει να
παραβλέπεται, αλλά το πεδίο της γνώσης των παρενεργειών του.
Παρενέργειες των κλασικών νευροληπτικών. Συχνότερες είναι η ορθοστατική υπόταση, τα
εξωπυραμιδικά συμπτώματα, η σεξουαλική δυσλειτουργία, οι επιληπτικές κρίσεις, η
φωτοευαισθησία και η μελάγχρωση του δέρματος, η απόκτηση βάρους, η αύξηση της
προλακτίνης στο αίμα, η σύγχυση και το ντελίριο και το κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο.
Οι παρενέργειες αυτές, κυρίως οι εξωπυραμιδικές, προκαλούν ανησυχία στους ασθενείς
και στις οικογένειές τους και συμβάλλουν στη μείωση της συμμόρφωσης στη θεραπευτική
αγωγή. Η κακή οργάνωση της δοσολογίας είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για αυτές τις
παρενέργειες. Σήμερα όλες σχεδόν οι μετα-αναλύσεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι
ορισμένες δοσολογίες, π.χ. αλοπεριδόλης άνω των 20 mg ή ρισπεριδόλης άνω των 6 mg,
ενώ δεν είναι περισσότερο αποτελεσματικές, προκαλούν οπωσδήποτε σοβαρές
παρενέργειες.
Παρενέργειες των άτυπων αντιψυχωτικών. Τα πλεονεκτήματα των άτυπων αντιψυχωτικών
έναντι των κλασικών νευροληπτικών (Καρούζος και συν 2001) είναι ότι δεν προκαλούν, ή
πάντως προκαλούν σε πολύ μικρό βαθμό, παρενέργειες, όπως παρκινσονισμό, ακαθησία,
δυστονία, όψιμη δυσκινησία· ωστόσο η πραγματική φυσιογνωμία τους δεν έχει ακόμη
αποκαλυφθεί αφού, όπως συνέβη και με τα κλασικά, χρειάζεται μεγάλο χρονικό διάστημα
για την τεκμηρίωση όχι μόνο της αποτελεσματικότητας αλλά και των παρενεργειών τους.
Όσο περισσότερο χρονικό διάστημα συνταγογραφείται ένα φάρμακο τόσο αυξάνονται οι
πιθανότητες ανίχνευσης παρενεργειών· κυριότερος παράγων για την ανίχνευσή τους είναι
πρώτα η κλινική παρατήρηση και στη συνέχεια οι οργανωμένες μελέτες, πολλές από τις
οποίες έχουν χαμηλή αξιοπιστία. Η αρχική εντύπωση περί πολύ μικρού βαθμού
πρόκλησης εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων και καταστολής ήταν πράγματι ορθή, αλλά τα
νεότερα αντιψυχωτικά συν τω χρόνω εμφανίζουν ένα δικό τους προφίλ παρενεργειών
σχετιζόμενο περισσότερο με τον μεταβολισμό και την ενδοκρινική λειτουργικότητα
(Λύκουρας 2003), που εκδιπλώνεται με βραδύτητα και απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα
687
κλινικής εμπειρίας για την τελική του αξιολόγηση. Πάντως τα σημεία από τα πρώτα 10-15
χρόνια χρήσης τους δεν είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά. Επίσης πρέπει να επισημανθεί ότι,
σε αντίθεση με τη σχετική ομοιομορφία των παρενεργειών των κλασικών, δεν έχουν όλα τα
άτυπα τις ίδιες παρενέργειες ούτε είναι εξίσου ασφαλή στη χρήση. Υπάρχουν μεταξύ τους
μεγάλες και κρίσιμες διαφορές.
Απόκτηση βάρους. Προκαλείται κυρίως από ορισμένα άτυπα αντιψυχωσικά, αν και έχει
παρατηρηθεί από την αρχή της εισαγωγής των νευροληπτικών στη θεραπεία των ψυχώσεων
(Sussman 2001). Είναι εξόχως δυσφοριογόνος κατάσταση που υποβιβάζει την αυτοεκτίμηση
του ασθενούς (Russel and Mackell 2001) και επηρεάζει δυσμενώς τη συμμόρφωσή του στη
θεραπεία. Αυξάνει επίσης τον κίνδυνο ανάπτυξης σακχαρώδους διαβήτη, υπέρτασης,
υπερλιπιδαιμίας και καρδιαγγειακής νόσου. Πιθανόν να προκαλείται από μείωση της
ευαισθησίας του ΚΝΣ στη λεπτίνη, που με τη σειρά της οδηγεί σε αύξηση της όρεξης,
περαιτέρω έκκριση λεπτίνης και αύξηση του βάρους. Έχουν βρεθεί ηυξημένα επίπεδα όχι
μόνο λεπτίνης αλλά και της γρελίνης (ορμόνης που διεγείρει την όρεξη για λήψη τροφής) στο
αίμα ασθενών που βρίσκονται σε αγωγή με κλοζαπίνη και ολανζαπίνη. Η άποψη ότι η
παχυσαρκία ίσως συσχετίζεται θετικά με την αντιψυχωσική δράση του φαρμάκου δεν ισχύει.
Επίσης δεν ισχύει η άποψη ότι είναι δοσοεξαρτώμενη. Η κλοζαπίνη και η ολανζαπίνη έχουν
ενοχοποιηθεί περισσότερο από κάθε άλλο νευροληπτικό, με αύξηση βάρους περίπου 10%
κατά το πρώτο έτος μετά την έναρξη της θεραπείας στο 20%-30% των ασθενών.
689
Υπερλιπιδαιμία. Τα τριγλυκερίδια είναι δυνατόν να αυξηθούν μέχρι και στο 55% και η
χοληστερόλη μέχρι και στο 48% των ασθενών που λαμβάνουν κλοζαπίνη. Ακολουθούν η
ολανζαπίνη, η κουετιαπίνη και η ρισπεριδόνη. Η ζιπραζιδόνη και η αριπιπραζόλη δεν
προκαλούν αύξηση των τριγλυκεριδίων.
Επίδραση στις νοητικές λειτουργίες. Οι λειτουργίες της προσοχής, της μνήμης και των
εκτελεστικών δυνατοτήτων έχουν επιβαρυνθεί σημαντικά στους σχιζοφρενείς. Τα
περισσότερα, ίσως και όλα, τα νευροληπτικά είναι δυνατόν να μειώσουν περαιτέρω την
ποιότητα των ανώτερων νοητικών λειτουργιών στη μεγάλη πλειονότητα των ασθενών. Έχει
υποστηριχθεί ότι η πρόκληση όψιμης άνοιας σε αυτούς τους ασθενείς, ιδιαίτερα στους
εμφανίζοντες όψιμη δυσκινησία (Breggin 1990), είναι πολύ πιθανή. Έχει επίσης
υποστηριχθεί ότι τα νευροληπτικά επιταχύνουν την πορεία της άνοιας στους πάσχοντες από
ανοϊκά σύνδρομα.
Δείκτης Θανάσιμης Τοξικότητας νευροληπτικών. Από τον αρχικό πίνακα των Buckley
and McManus (1998) έχουν αφαιρεθεί τα φάρμακα που αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία.
Φάρμακο Θάνατοι Συνταγές (χιλιάδες) Θάνατοι ανά
εκατομμύριο συνταγών
Χλωροπρομαζίνη 137 55.595 24,5
Ζουκλοπενθιξόλη 2 132 15,2
Φλουφαιναζίνη 2 180 11,1
Τριφθοριοπεραζίνη 23 4.874 4,7
Αλοπεριδόλη 5 2.011 2,5
Σουλπιρίδη 1 498 2
Φλουπενθιξόλη 3 3.337 0,9
Πιμοζίδη 0 569 0
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ Κ, ΜΑΛΕΦΑΚΗ Α, ΒΕΡΥΚΟΚΑΚΗΣ Γ, ΠΟΛΙΤΗΣ Π, ΤΡΙΠΟΔΙΑΝΑΚΗΣ Γ. (2000). Περίπτωση
οξείας παγκρεατίτιδας από συνδυασμό κλοζαπίνης και βαλπροϊκού νατρίου. Ψυχιατρική 11:139-143.
ΓΑΡΥΦΑΛΛΟΣ Γ, ΛΑΥΡΕΝΤΙΑΔΗΣ Γ, ΒΛΑΧΑΚΗ Αικ, ΠΑΡΑΣΧΟΣ Α. (1997). Η αποτελεσματικότητα της
κλοζαπίνης σε ανθεκτικούς στη θεραπεία σχιζοφρενικούς ασθενείς. Ψυχιατρική 8:49-60.
ΔΙΑΟΥΡΤΑ-ΤΣΙΤΟΥΡΙΔΟΥ Μ, ΤΣΙΤΟΥΡΙΔΗΣ ΣΓ. (2001). Παρατηρήσεις από 12ετή χορήγηση κλοζαπίνης σε
άρρενες ψυχωσικούς ασθενείς. Εγκέφαλος 38:1999-211.
ΚΑΡΟΥΖΟΣ Χ, ΚΟΝΤΗΣ Δ, ΚΟΝΤΗΣ Κ. (2001). Συγκριτική αξιολόγηση των παρενεργειών των νεώτερων
αντιψυχωτικών φαρμάκων. Τετράδια Ψυχιατρικής 73:152-161.
ΛΥΚΟΥΡΑΣ Ε. (2003). Ενδοκρινική δυσλειτουργία κατά τη διάρκεια θεραπείας με άτυπα αντιψυχωσικά φάρμακα.
Ελλ Ψυχιατρ Γεν Νοσοκ 1(1):9-19.
ΠΑΡΑΣΧΟΣ ΑΙ. (1979). Το όψιμο φαρμακευτικό εξωπυραμιδικό σύνδρομο. Διατριβή Υφηγεσίας. Ιατρική Σχολή
Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης.
AYD FJ. (1978). Haloperidol: Twenty years’ clinical experience. J Clin Psychiatry 39:807-814.
BELMAKER ΡΗ, WALD D. (1977). Haloperidol in normals. Br J Psychiatry 131:222-223.
BHATTACHARJEE J, EL-SAYEH HG. (2008). Aripiprazole versus typical antipsychotic drugs for schizophrenia.
Cochrane Database Syst Rev. Jul 16;(3):CD006617.
BLOOM D, KRISHNAN B, THAVUNDAYIL JX, LAL S. (1993). Resolution of chlorpromazine-induced cutaneous
pigmentation following substitution with levopromazine or other neuroleptics. Acta Psych. Scand. 87:3,223-224.
BREGGIN PR. (1990). Brain damage, dementia and persistent cognitive dysfunction associated with neuroleptic
drugs. Evidence, aetiology, implications. J Mind and Behavior 11:425-464.
BUCKLEY N, MCMANUS P. (1998). Fatal toxicity of drugs used in the treatment of psychotic illnesses Br J Psy-
chiatry 172: 461-464.
COULTER DM, BATE A, MEYBOOM RHB, LINDQUIST M, EDWARDS IR. (2001). Antipsychotic drugs and
heart muscle disorder in international pharmacovigilance: data mining study. BMJ 322:1207-1209.
CRANE G. (1973). Clinical psychopharmacology in its 20 th year. Science 181:121-128.
DAVIS JM, CHEN N. (2005). Old versus new: weighing the evidence between the first- and the second-
generation antipsychotics. European Psychiatry 20:7-14.
FAKHOURY WKH, WRIGHT D, WALLACE M. (2001). Prevalence and extent of distress of adverse effects of
antipsychotics among callers to a United Kingdom National Mental Health Helpline. Int Clin Psychopharmacology
16:153-162.
FRICCHIONE GL. (1985). Neuroleptic Catatonia and its Relationship to Psychotic Catatonia. Biol. Psychiatry,
20:304-313.
GEDDES J, FREEMANTLE N, HARRISON P, BEBBINGTON P. ( 2000) Atypical antipsychotics in the treatment
of schizophrenia: systematic overview and meta-regression analysis BMJ;321:1371-1376
GILBODY SM, BAGNALL AM, DUGGAN L, TUUNAINEN A. (2003). Risperidone versus other atypical antipsy-
chotic medication for schizophrenia. The Cochrane Library, Issue 1.
GREENBERG WM, CITROME L. (2007). Ziprasidone for schizophrenia and bipolar disorder: a review of the clini-
cal trials. CNS Drug Rev.13(2):137-77.
HASKOVEC L. (1903). Nouvelles remarques sur l’ akathisie. Nouv Iconograph Salpetriere 16:287-296.
HAUBEN M. (2004) Application of an empiric Bayesian data mining algorithm to reports of pancreatitis associated
with atypical antipsychotics. Pharmacotherapy. 24(9):1122-9.
HENNEN J, BALDESSARINI RJ. (2005). Suicidal risk during treatment with clozapine: a meta-analysis. Schizo-
phr Res. 73(2-3):139-45.
JIN H, MEYER JM, JESTE DV. (2004). Atypical antipsychotics and glucose dysregulation: a systematic review.
Schizophrenia Research 71:195-212
LITTRELL KH, PETTY RG, WOLF NM. (2006). Olanzapine: a 5-year perspective. Expert Rev Neurother. 6(6):
811-21.
MUSCETTOLA G, PAMPALLONA S, BARBATO G, CASIELLO, BOLLINI P. (1993). Persistent tardive dyskine-
sia: demographic and pharmacological risk factors. Acta Psych. Scand. 87(1):29-36
693
NABER D, HIPPIUS H. (1990). The European experience with the use of clozapine. Hosp. Community Psychia-
try, 41:886-890.
OKEN RJ, MCGEER PL. (1996). Schizophrenia, Alzheimer's disease, and anti-inflammatory agents. Schizophr
Bull 22:1-4.
OWEN RT. (2007). Extended-release paliperidone: Efficacy, safety and tolerability profile of a new atypical anti-
psychotic. Drugs Today 43(4):249-258.
RACHID F, BERTSCHY G, BONDOLFI G, AUBRY JM. (2004). Possible induction of mania or hypomania by
atypical antipsychotics: an updated review of reported cases. J Clin Psychiat 65(11):1537-45.
RUSSEL JM, MACKELL JA. (2001). Bodyweight gain associated with atypical antipsychotics. CNS Drugs
15(7):537-551.
SERNYAK MJ, LESLIE DL, ALARCON RD, LOSONCZY MF, ROSENHECK R. (2002). Association of diabetes
mellitus with use of atypical neuroleptics in the treatment of schizophrenia. Am J Psychiatry 159:561-566.
SPARSHATT A, JONES S, TAYLOR D. (2008). Quetiapine: dose-response relationship in schizophrenia. CNS
Drugs.;22(1):49-68; discussion 69-72.
STRAUS SMJM, et al. (2004). Antipsychotics and the risk of sudden cardiac death. Arch Intern Med 164:1293-
1297.
SUSMAN VL. (2001). Clinical management of neuroleptic malignant syndrome. Psychiatric Quarterly 72(4):325-
336.
VORUGANTI L, AWAD AG. (2004). Neuroleptic Dysphoria: towards a new synthesis. Psychopharmacology,
171:121-132.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΑ ΑΝΤΙΨΥΧΩΣΙΚΑ
Εμπορική ονομασία Δοσολογία
Χημική ονομασία
Αριπιπραζόλη Abilify 10-20 mg
Αλοπεριδόλη Aloperidin 2-15 mg
Αμισουλπρίδη Solian 400-800 mg
Βενπεριδόλη Glianimon 0.25-1.5 mg
Ζουκλοπενθιξόλη Clopixol 25-75 mg
Ζιπρασιδόνη Geodon 40-160 mg
Θειοπροπεραζίνη Majeptil 15-30 mg
Κλοζαπίνη Leponex 200-600 mg
Κουετιαπίνη Seroquel 400-800 mg
Λεβομεπρομαζίνη Nozinan 25-50 mg
Ολανζαπίνη Zyprexa 5-15 mg
Πενφλουριδόλη Flupidol 20-60 / εβδομ.
Πιπαμπερόνη Dipiperon 40-120 mg
Παλιπεριδόνη Invega 6 mg
Πιμοζίδη Pirium 1-8 mg
Ρισπεριδόνη Risperdal 2-8 mg
Σουλπιρίδη Dogmatyl 100-500 mg
694
81. ΑΝΤΙΠΑΡΚΙΝΣΟΝΙΚΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BURGYONE K, ADURI K, ANANTH J, PARAMESWARAN S. (2004). The use of antiparkinsonian agents in the
management of drug-induced extrapyramidal symptoms. Curr Pharm10(18):2239-48.
BUCKLEY N, MCMANUS P. (1998). Fatal toxicity of drugs used in the treatment of psychotic illnesses Br J Psy-
chiatry 172: 461-464.
GERLACH J, RASMUSEN PT, HANSEN L, KRISTIANSEN P. (1977). Antiparkinsonian agents and long-term
neuroleptic treatment. Effect of G31.406 orphenadrine and placebo on parkinsonism, schizophrenic symptoms,
depression and anxiety. Acta Psychiatr Scand 55:251-260.
GOODWIN FK. (1971). Psychiatric side effects of levedopa in man. JAMA, 218:1915-20.
WHO (1990). Prophylactic use of anticholinergics in patients on long-term neuroleptic treatment. Br J Psychiatry
156:412-414.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΑ ΑΝΤΙΠΑΡΚΙΝΣΟΝΙΚΑ
Φάρμακο Εμπορική ονομασία Δοσολογία
Βιπεριδένη Akineton 4-8 mg
Ορφαιναδρίνη Disipal 50-200 mg
82. ΝΟΟΤΡΟΠΑ
Η ανάγκη εξεύρεσης φαρμάκων για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων πτώσης της
νοητικής λειτουργίας στους ηλικιωμένους είναι μεγάλη, αλλά μέχρι τώρα παραμένει εντελώς
ανικανοποίητη. Το πρόβλημα της γεροντικής άνοιας, ιδίως της νόσου Alzheimer, η συχνότητα
της οποίας αυξάνεται, εξελίσσεται σε σημαντικό ιατρικό πρόβλημα του αμέσου μέλλοντος,
καθώς πληθύνεται ο αριθμός των γερόντων στις δυτικές κοινωνίες. Φάρμακα που διευρύνουν
τις νοηματικές δυνατότητες, τα λεγόμενα νοοτρόπα, υποστηρίζεται ότι βελτιώνουν ορισμένες
λειτουργίες ανώτερης απαρτίωσης –την προσοχή, την αποθήκευση και ανάκληση
πληροφορίας– και μετριάζουν τη βαρύτητα των νοητικών διαταραχών που προκαλούνται
από την ηλικία, τα εγκεφαλικά τραύματα ή επεισόδια, και υποτίθεται ότι αναστέλλουν την
εξέλιξη της άνοιας (Gualtieri 2002). Στόχος των ερευνητικών προσπαθειών κατά τα τελευταία
χρόνια είναι οι νευρομεταβιβαστές ακετυλοχολίνη και γλουταμινικό οξύ που εμπλέκονται στις
λειτουργίες της μάθησης και της μνήμης, οι διαταραχές της οποίας είναι το πιο
χαρακτηριστικό εύρημα στις άνοιες όλων των τύπων. Τα χρησιμοποιούμενα νοοτρόπα δεν
έχει καταδειχθεί ότι είναι αποτελεσματικά, παρά το ότι συνταγογραφούνται ευρύτατα. Ίσως
696
βελτιώνουν ελαφρώς ορισμένες ψυχικές και γνωσιακές λειτουργίες των μετρίως ανοϊκών
ασθενών, αλλά το πρόβλημα των ανοιών στο σύνολό του δεν επηρεάζεται ούτε στο ελάχιστο.
Τα κλινικά οφέλη από αυτά τα φάρμακα πρέπει να αξιολογούνται σε τακτά χρονικά
διαστήματα και να διακόπτεται η χορήγησή τους αν δεν υπάρχουν ενδείξεις θεραπευτικού
αποτελέσματος, που είναι και το πιθανότερο. Διακρίνονται στα ακόλουθα:
Αναστολείς της χολινεστεράσης. Δρουν στον φλοιό και στον ιππόκαμπο. Ενισχύουν την
χολινεργική νευρομεταβίβαση αναστέλλοντας την ακετυλοχολινεστεράση και έτσι εμποδίζεται
η αποδόμηση της ακετυλχολίνης. Τακρίνη, δονεπεζίλη, ριβαστιγμίνη, γαλανταμίνη ανήκουν
σε αυτήν την κατηγορία. Θεωρούνται τα καλύτερα νοοτρόπα, αλλά οι ενδείξεις για όλα δεν
είναι καθόλου ενθαρρυντικές και τα αποτελέσματα από όλες τις σχετικές μελέτες από φτωχά
μέχρι σαφώς αρνητικά (Courtney et al 2004). Ισως να προσφέρουν κάποια μικρή βοήθεια
βελτιώνοντας τις γνωσιακές λειτουργίες στις ήπιες μορφές της άνοιας.
Τακρίνη. Ήταν η πρώτη από τις ουσίες αυτής της κατηγορίας που κυκλοφόρησε.
Aνιστρεπτός αναστολέας της χολινεστεράσης. Κυκλοφορούσε από το 1940 ως
αντιμικροβιακό χορηγούμενο ενδοφλεβίως και αργότερα για την αντιμετώπιση κωματωδών
καταστάσεων από φαρμακευτική υπερδοσολογία. Κατά τη δεκαετία του ’80 θεωρήθηκε ότι
έχει ευεργετικά αποτελέσματα στους πάσχοντες από τη νόσο Alzheimer (Summers 2006).
Προκαλεί αύξηση των ηπατικών ενζύμων και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη χρήση
της.
Ριβαστιγμίνη. Αναστέλλει την ακετυλοχολινεστεράση και τη βουτυρυλοχολινεστεράση (Onor
et al 2007). Βελτιώνει την αιματική ροή και τον μεταβολισμό της γλυκόζης στον εγκέφαλο. Η
δοσολογία του φαρμάκου (3-6 mg) εγκαθίσταται σταδιακά σε διάστημα μερικών
εβδομάδων. Δεν μεταβολίζεται από τα ένζυμα P450 και έτσι δεν αλληλεπιδρά με πολλά
από τα φάρμακα που συνήθως λαμβάνουν οι ηλικιωμένοι. Ναυτία, έμετος και τρόμος είναι
συνήθεις παρενέργειες κατά τη φάση της τιτλοποίησης.
Γαλανταμίνη. Εκτός από την αναστολή της ακετυλοχολινεστεράσης τροποποιεί τους
νικοτινικούς υποδοχείς βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα της ακετυλχολίνης (Razay
and Wilcock 2008). Ναυτία, έμετος, ανορεξία και διάρροια είναι συνήθεις παρενέργειες
κατά τη φάση της τιτλοποίησης. Δεν ενδείκνυται η χορήγησή της σε πάσχοντες από
ηπατική δυσλειτουργία. Σε τελευταίες μελέτες βρέθηκε ότι ασθενείς που ελάμβαναν
γαλανταμίνη, εκτός του ότι δεν έδειξαν βελτίωση της νοητικής τους λειτουργίας,
παρουσίαζαν σημαντικώς υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας (αγγειακά, αιφνίδιος θάνατος)
από την ομάδα ελέγχου.
Δονεπεζίλη. Βελτιώνει τον μεταβολισμό της γλυκόζης στο νευρικό κύτταρο. Θεωρείται
εκλεκτικός αναστολέας της ακετυλοχολινεστεράσης. Έχει καλό περίγραμμα ασφάλειας και
ανεκτικότητας (Benjamin and Burns 2007). Ναυτία, ανορεξία και διάρροια είναι συνήθεις
παρενέργειες κατά την τιτλοποίηση. Παρά το ότι θεωρείται το καλύτερο από τα νοοτρόπα,
δεν υπάρχουν εργασίες που να τεκμηριώνουν την αποτελεσματικότητά της.
άνοιες και αγγειακές και μη. Οι σχετικές μετα-αναλύσεις ωστόσο δεν είναι ενθαρυντικές
(López-Arrieta and Birks 2002).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BENJAMIN B, BURNS A. ( 2007). Donepezil for Alzheimer's disease. Expert Rev Neurother. 7(10):1243-9.
COURTNEY C, FARREL D, et al. (2004). Long-term donepezil treatment in 565 patients with Alzheimer's disease
(AD2000): randomised double-blind trial. Lancet. 363(9427):2105-15.
GUALTIERI F, MANETTI D, ROMANELLI M, GHELARDINI C. (2002). Design and Study of Piracetam-like
Nootropics, Controversial Members of the Problematic Class of Cognition-Enhancing Drugs Current Pharmaceu-
tical Design. 8(2):125-138.
LOPEZ-ARRIETA JM, BIRKS J. (2002). Nimodipine for primary degenerative, mixed and vascular dementia.
Cochrane Database Syst Rev.;(3):CD000147.
ONOR ML, TREVISIOL M, AGUGLIA E. ( 2007). Rivastigmine in the treatment of Alzheimer's disease: an up-
date. Clin Interv Aging.;2(1):17-32.
PARSONS CG, STÖFFLER A, DANYSZ W. ( 2007). Memantine: a NMDA receptor antagonist that improves
memory by restoration of homeostasis in the glutamatergic system--too little activation is bad, too much is even
worse. Neuropharmacology. Nov;53(6):699-723.
RAZAY G, WILCOCK GK.( 2008). Galantamine in Alzheimer's disease. Expert Rev Neurother. Jan;8(1):9-17.
SUMMERS WK.( 2006). Tacrine, and Alzheimer's treatments. J Alzheimers Dis.;9(3 Suppl):439-45.
WINBLAD B. (2005). Piracetam: a review of pharmacological properties and clinical uses. CNS Drug Rev.
11(2):169-82
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝΤΑ ΝΟΟΤΡΟΠΑ
Χημική ονομασία Εμπορική ονομασία Δοσολογία
Βιταμίνη Ε Eviol (και πολλές άλλες ονομασίες) 400-800 IU
Γαλανταμίνη Reminyl 16-24 mg
Δονεπεζίλη Aricept 5-10 mg
Μεμαντίνη Ebixa 20 mg
Νιμοδιπίνη Nimotop, Naborel, Rosital 30-90 mg
Πιρακετάμη Nootrop, Oxynium, Piracem, Stamin 2400 mg
Ριβαστιγμίνη Exelon, Prometax 3-6 mg
Τακρίνη Cognex 40-150 mg
698
83. ΨΥΧΟΔΙΕΓΕΡΤΙΚΑ
Η συχνότερη χρήση τους αφορά την καταπολέμηση της κόπωσης και της υπνηλίας. Τα
άτομα που στερούνται επαρκούς ύπνου έχουν μειωμένες φυσικές και ψυχολογικές
δυνατότητες. Εγρήγορση, επαγρύπνηση, εκτέλεση σύνθετων καθηκόντων, μνήμη
επηρεάζονται σημαντικά από τα ψυχοδιεγερτικά. Η στρατιωτική χρήση τους εφαρμόζεται σε
μονάδες που επιχειρούν για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα και οι στρατιώτες στερούνται
ύπνου, με αποτέλεσμα να βλάπτονται οι σιρκαδιανοί ρυθμοί τους. Οι πιλότοι των
στρατιωτικών αεροπλάνων κρατιούνται ξύπνιοι επί ώρες και, μερικές φορές, επί ημέρες
χωρίς να ικανοποιούνται οι βασικές τους ανάγκες για ύπνο (Nicholson 1984, Senechal 1988).
Η χορήγηση δεξτροαμφεταμίνης και μοδαφινίλης σε αυτούς τους στρατιώτες είναι σχεδόν
ρουτίνα (Eliyahu et al 2007), αφού οι ουσίες αυτές «μπορούν να κρατήσουν τους πολεμιστές
699
όρθιους στις επιχειρήσεις επί τρεις μέρες και τρεις νύχτες συνέχεια», όπως είπε ο Michel
Jouvet (1969), αυθεντία στη στρατιωτική χρήση διεγερτικών και άλλων ουσιών.
Μοδαφινίλη. Δεν ανήκει στις αμφεταμίνες, είναι ένας κεντρικώς δρων α-1 αδρενεργικός
αγωνιστής. Καταπολεμά το αίσθημα κόπωσης και της υπνηλίας. Κύρια ένδειξή της είναι η
ναρκοληψία, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί στις κοινές υπερυπνίες, στην ημερήσια υπνηλία, ως
προσθετικό σε αντικαταθλιπτικές αγωγές και ως υποκατάστατο στη διαδικασία απεξάρτησης
700
από κοκαΐνη. Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί σε παιδιά που πάσχουν από διαταραχή
ελαττωματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ADHD). Δεν φαίνεται προκαλεί εξάρτηση.
Συνήθεις παρενέργειες είναι νευρικότητα, αϋπνία, υπέρταση, αρρυθμίες, ταχυκαρδία και
εξανθήματα που μπορεί να είναι πολύ σοβαρά μέχρι και τοξική επιδερμική νεκρώλυση ή και
το βαρύτατο σύνδρομο Steven-Johnson. Είναι δυνατόν να πυροδοτήσει ψυχωσικά ή μανιακά
επεισόδια. Αυξάνει τον μεταβολισμό των αντισυλληπτικών και μειώνει την αντισυλληπτική
δράση τους. Αποφεύγεται η χορήγηση του σε ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια και σε αγχώδη
νεύρωση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ANGRIST B. (1994). Amphetamine psychosis: clinical variations of the syndrome. In Cho AK, SEGAL DS. (eds.)
Amphetamine and its Analogs. San Diego, Academic Press. Pp 387-414.
BALLON JS, FEIFEL D. (2006). A systematic review of modafinil: Potential clinical uses and mechanisms of ac-
tion. J Clin Psychiatry 67(4):554-66 .
ELIYAHU U, BERLIN S, HADAD E, HELED Y, MORAN DS. (2007). Psychostimulants and military operations.
Mil Med. 172(4):383-7.
NICHOLSON AN. (1984). Long-range air capability and the South Atlantic Campaign. Aviat Space Environ Med
55:269-270
ORR K, TAYLOR D. (2007). Psychostimulants in the treatment of depression: a review of the evidence. CNS
Drugs. 21(3):239-57.
SENECHAL PK. (1988). Flight surgeon support of combat operations at RAF Upper Heyford. Aviat Space Envi-
ron Med 59: 776-777.
MICHEL JOUVET. (1969). Biogenic Amines and the States of Sleep. Science 163 (862) : 32-41
Δισουλφιράμη (Antabuse). Χρησιμοποιείται εδώ και περισσότερο από 50 χρόνια για την
απεξάρτηση από το οινόπνευμα (Chick et al 1992). Είναι φάρμακο που ασκεί ένα είδος
ψυχολογικής απειλής στον ασθενή (Suh et al 2006) ώστε να αποφύγει τις αλληλεπιδράσεις
δισουλφιράμης και οινοπνεύματος. Παρεμβαίνει στον μεταβολισμό της αλκοόλης και
προκαλεί μεγάλη αύξηση των επιπέδων ακεταλδεΰδης στο αίμα. Αποτέλεσμα είναι να
προκληθούν εξαιρετικώς δυσάρεστα συμπτώματα στον ασθενή (ερυθρότητα προσώπου,
ταχυκαρδία, ταχύπνοια, ζάλη, πτώση της πιέσεως, ναυτία, έμετος), αν αφού πάρει το
φάρμακο καταναλώσει αλκοόλ. Τα συμπτώματα αυτά είναι δυνατόν να προσλάβουν
δραματικό χαρακτήρα και, σε σπάνιες περιπτώσεις, να χρειασθεί η μεταφορά του ασθενούς
σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Η δισουλφιράμη πρέπει να δίδεται σε προσεκτικά
επιλεγμένους ασθενείς που συνεργάζονται ειλικρινά και έχουν γνήσια κίνητρα, μεγάλη
επιθυμία για απεξάρτηση, αλλά ξέρουν ότι κάποια φορά ίσως σπάσει η αντίστασή τους. Έχει
χρησιμοποιηθεί και για την απεξάρτηση από την κοκαΐνη (Carroll et al 2004). Η
αποτελεσματικότητά της δεν είναι πλήρως τεκμηριωμένη και οι περισσότεροι ασθενείς δεν
επιθυμούν θεραπεία με αυτό το φάρμακο. Ο συνδυασμός με ναλτρεξόνη φαίνεται ότι είναι
αποτελεσματικότερος.
Καρβιμίδη (Abstem). Τα ίδια περίπου ισχύουν και για την καρβαμίδη, αν και ο ρόλος στην
αντιμετώπιση της αλκοολικής εξάρτησης είναι αμφίβολος και η χρήση της περιορισμένη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BACA CT, GRANT KJ. (2005). Take-home naloxone to reduce heroin death. Addiction 100(12):1823-31.
CARROLL KM, FENTON LR, et al. (2004). Efficacy of disulfiram and cognitive behavior therapy in cocaine-
dependent outpatients: a randomized placebo-controlled trial. Arch Gen Psychiatry. Mar;61(3):264-72.
CHICK J, FALKOWSKI W, et al. (1992). Disulfiram treatment of alcoholism. Br J psychiatry 161:84-89.
DAWES MA, JOHNSON BA, et al. (2005). Reductions in and relations between “craving” and drinking in a pro-
spective, open-label trial of ondansetron in adolescents with alcohol dependence. Addictive Behaviors 30:1630-
1637.
702
MASON BJ. (2005). Rationale for combining acamprosate and naltrexone for treating alcohol dependence. J
Stud Alcohol Suppl. 2005 Jul;(15):148-56;
SANDMAN CA, BARRON JL, CHICZ-DEMET A, DEMET EM. (1990). Ι. Plasma B-endorphin levels in patients
with self-injurious behaviour and stereotypy. Sandman CA, Barron JL, Colman H. (1990). II. An orally adminis-
tered opiate blocker, naltrexone, attenuates self-injurious behaviour. Am J Ment Retard 95, 84-102.
van DORP EL, YASSEN A, DAHAN A. (2007). Naloxone treatment in opioid addiction: the risks and benefits.
Expert Opin Drug Saf. 6(2):125-32.
SUH JJ, PETTINATI HM, KAMPMAN KM, O'BRIEN CP. (2006). The status of disulfiram: a half of a century lat-
er. J Clin Psychopharmacol. 26(3):290-302.
KRANZLER HR, GAGE A. (2008). Acamprosate efficacy in alcohol-dependent patients: summary of results from
three pivotal trials. Am J Addict. 17(1):70-6.
WILDE MI, MARKHAM A. (1996). Ondansetron. A review of its pharmacology and preliminary clinical findings in
novel applications. Drugs 52(5):773-94.
85. ΟΙ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΕΣ
Ψυχοθεραπεία είναι κατά βάση μια λεκτική συναλλαγή μεταξύ δύο ατόμων, του θεραπευτή
και του αιτούντος βοήθεια ασθενούς, οι οποίοι επιδιώκουν από κοινού κάποιο θεραπευτικό
αποτέλεσμα. Τα δύο αυτά άτομα εργάζονται μαζί επάνω στα προβλήματα του ασθενούς με
την ελπίδα ότι θα πετύχουν μία αλλαγή που θα ανακουφίσει από συμπτώματα ή θα
επιδιορθώσει συμπεριφορές. Η χρήση ψυχολογικών μεθόδων για την τροποποίηση και τη
βελτίωση διαταραχών του συναισθήματος ή της συμπεριφοράς έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία
703
της ιατρικής. Επί χιλιάδες χρόνια, αλλά ακόμη και σήμερα, έχουν χρησιμοποιηθεί ως
θεραπευτικοί παράγοντες πρωτόγονες μορφές ψυχοθεραπείας, όπως η εξομολόγηση, η
μαγικοθρησκευτική θεραπευτική, η υποβολή, η ύπνωση και ποικίλες μορφές τιμωρίας.
Μολονότι οι ψυχοθεραπείες, όταν ασκούνται εκτός του πεδίου της ιατρικής και ειδικότερα της
ψυχιατρικής, ενδέχεται να έχουν απρόβλεπτες και ίσως οδυνηρές επιπτώσεις στους
ασθενείς, από τη φύση τους δεν είναι δυνατόν να περιχαρακωθούν και να ασκούνται με
προϋποθέσεις κάποιας επίσημης άδειας εξασκήσεως επαγγέλματος, παρά το ότι όντως αυτό
γίνεται. Όπως πολύ σωστά δηλώνει ο Λακάν, «ο ψυχοθεραπευτής δεν εξουσιοδοτείται παρά
μόνο από τον εαυτό του». Η ψυχοθεραπεία δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικό ιατρικό ούτε καν
ειδικό ψυχιατρικό εργαλείο, και οπωσδήποτε δεν είναι προνόμιο της ειδικότητας της
ψυχιατρικής, παρά το ότι το ψυχιατρικό κατεστημένο θέλησε, και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε,
να την προβάλει ως αποκλειστικό εργαλείο της ψυχιατρικής.
Η δεκαετία του ’70 γνώρισε μια εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των ψυχοθεραπειών,
πέραν των κλασικών ψυχαναλυτικών, και μάλιστα σε μια ποικιλία ποιότητας, βάθους και
αξιοπιστίας. Για πρώτη φορά επίσης εμφανίσθηκε και αυτούσιο το επάγγελμα του
ψυχοθεραπευτή, για την άσκηση του οποίου δεν θεωρείται προαπαιτούμενο να είναι κανείς
ψυχίατρος. Ψυχολόγοι, νοσηλευτές, κοινωνικοί λειτουργοί και ποικίλων ειδών
ψυχοσύμβουλοι ασκούν το επάγγελμα του ψυχοθεραπευτή, ενώ μια μεγάλη ομάδα
ψυχιάτρων απεχθάνεται την ψυχοθεραπεία και έτσι αυτοκαταδικάζεται να αντιμετωπίζει
κυρίως ψυχωσικούς ασθενείς, και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο, δηλαδή να
συνταγογραφεί νευροληπτικά. Μετά τη θεαματική εισβολή των φαρμάκων στη θεραπεία των
ψυχιατρικών διαταραχών και τον απηνή πόλεμο που κήρυξαν εναντίον της ψυχοθεραπείας οι
φαρμακευτικές εταιρείες, η χρήση της σταδιακά μειώνεται· ωστόσο όλο και περισσότερο
αποδεικνύεται ο κεφαλαιώδης ρόλος της στην οργάνωση κάθε θεραπείας (Ιεροδιακόνου
2000), ενώ παράλληλα γίνεται κοινή πεποίθηση ότι ο συνδυασμός ψυχοθεραπείας και
φαρμακευτικής αγωγής είναι κατά πολύ αποτελεσματικότερος από τη μεμονωμένη και
ανεξάρτητη χρήση είτε μόνο φαρμάκων είτε μόνο ψυχοθεραπείας.
Ο Frank (1971) υποστηρίζει ότι κεντρικός άξονας επιτυχίας κάθε ψυχοθεραπείας είναι η
ικανότητά της να καταπολεμά την αποθάρρυνση και την πτώση του ηθικού (anti
demoralization hypothesis)· από αυτή την άποψη είναι ένας μη ειδικός θεραπευτικός
παράγων. Η διάκριση «ειδικών» θεραπευτικών παραγόντων από «μη ειδικούς» θα
μπορούσε να εκληφθεί κατά κάποιον τρόπο ως αναζήτηση μιας «πραγματικής»
ψυχοθεραπείας, η οποία θα ήταν δυνατό να συμβάλει στην απόσπαση από το placebo
στοιχείο που εμπεριέχεται σε κάθε ψυχοθεραπεία. Κάτι τέτοιο όμως δεν έχει επιτευχθεί.
Αντίθετα οι «μη ειδικοί» θεραπευτικοί παράγοντες (ανθρώπινη ζεστασιά, στενή
συναισθηματική σχέση, εμπιστοσύνη κ.λπ.) είναι πανίσχυροι και έχουν καθολική ισχύ σε όλες
τις ψυχοθεραπείες, και πάντως η αναζήτηση ειδικών θεραπευτικών παραγόντων αποτελεί
μια ακαδημαϊκή περιπέτεια που στην πραγματικότητα τείνει να προκαλέσει πτώχευση της
θεραπευτικής σχέσης. Όλες οι ψυχοθεραπείες έχουν κοινά χαρακτηριστικά, δηλαδή μη
ειδικούς θεραπευτικούς παράγοντες:
Όλες επιδιώκουν να φέρουν τους ασθενείς αντιμέτωπους με μη αποδεκτά στοιχεία του
εαυτού τους.
Κάθε ψυχοθεραπεία είναι μία σχέση συναισθηματικά φορτισμένη, επειδή κατά το
ξετύλιγμά της ανεγείρονται, «αποψύχονται» και εκφράζονται συναισθήματα.
Σε όλες τις ψυχοθεραπείες υπάρχει μία θεραπευτική λογική (ο λόγος της θεραπείας)
κοινά αποδεκτή από τον ιατρό και τον ασθενή.
Σε όλες τις ψυχοθεραπείες παρέχεται καινούργια πληροφορία και ισχυροποιείται η
προσδοκία του ασθενούς για βοήθεια μέσα από εμπειρίες επιτυχίας.
Όλες οι ψυχοθεραπείες στοχεύουν στην απόκτηση αυτοεπίγνωσης, εκτός από τις
μπηχαβιοριστικές, που αποσκοπούν μόνο στην απάλειψη συμπτωμάτων. Αλλά και αυτό
μπορεί να οδηγήσει σε κάποιον βαθμό αυτοεπίγνωσης.
Όλες οι ψυχοθεραπείες έχουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό έναν χαρακτήρα
παρεμβατικό, με εξαίρεση ίσως την κλασική ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, παρά το ότι ο
Freud υποστήριζε, και ώς ένα βαθμό το εφάρμοζε και ο ίδιος, ότι ο θεραπευτής πρέπει
να είναι κατά κάποιον τρόπο και παιδαγωγός (Freud 1919).
Σε τελική ανάλυση όλες οι ψυχοθεραπείες είναι στηρικτικές, αφού έχουν στόχο την
αναστήλωση του αρρώστου, τη στήριξή του, την προσφορά βοήθειας ώστε να μη
βουλιάξει.
Κατευθύνουσα (directive) ή ενεργός (active) είναι η ψυχοθεραπεία κατά την οποία ο ιατρός
αναλαμβάνει ενεργούς παρεμβατικούς χειρισμούς, π.χ. πιέζει τον ασθενή να καταπολεμήσει
τα συμπτώματά του ή να δει καθαρά το στυλ συμπεριφοράς του. Αντί να περιορίζεται μόνο
στο να τον ακούει και να κάνει ερμηνείες, αναλαμβάνει ένα μέρος της ευθύνης στον έλεγχο
της πορείας και αποφασίζει τι είναι το καλύτερο για τον ασθενή. Αξιόλογο φαινόμενο είναι η
ισχυρή εκτόνωση της συναισθηματικής έντασης που παρατηρείται όταν κατά τη διάρκεια μίας
επιτυχημένης συνεντεύξεως ο ασθενής αρχίζει να εμπιστεύεται τον ιατρό, επειδή τον βρίσκει
επιεική, αξιόπιστο, ικανό να σκύψει πάνω στα προβλήματα του, να σκεφτεί σωστά και να
ενεργήσει δημιουργικά για την εξεύρεση λύσεων. Είναι φανερό ότι όλες οι ψυχοθεραπευτικές
705
Στην επιλογή των ασθενών για ψυχοθεραπεία έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίο ο
ασθενής βλέπει τον εαυτό του και αντιλαμβάνεται τα προβλήματά του καθώς και τα κίνητρα
που έχει για πραγματική αλλαγή και όχι μόνο η επιθυμία του να ανακουφισθεί από τα
συμπτώματά του. Το κίνητρο του ασθενούς για αλλαγή θεωρείται πολύ σημαντικός
προγνωστικός δείκτης της αποτελεσματικότητας της ψυχοθεραπείας (Sifneos 1978). Ο
άρρωστος πρέπει να θέλει και να μπορεί να διερευνήσει τα συναισθήματά του και να είναι σε
θέση να εργασθεί μέσα στο πλαίσιο της θεραπείας, ώστε να αναπτύξει μία σχέση με τον
θεραπευτή που να μπορεί να μελετηθεί και να τροποποιηθεί θεραπευτικά. Ο ασθενής, είναι
αυτονόητο, πρέπει να μιλάει αρκετά και να εκφράζεται ικανοποιητικά. Μη λεκτικοί τρόποι
έκφρασης υπάρχουν σε μεγάλη ποικιλία, αλλά στην ψυχοθεραπεία δεν υποκαθιστούν την
ομιλία. Ασθενείς με μαζοχιστική, καταναγκαστική ή παρανοειδή δομή της προσωπικότητας,
με παιδόμορφη ή υπομανιακή συμπεριφορά δεν προσφέρονται για ψυχοθεραπεία. Ο τυπικός
ασθενής που δύναται να κάνει ψυχοθεραπεία, σύμφωνα με τις κλασικές ψυχοδυναμικές
απόψεις, προέρχεται από τη μεσαία τάξη, είναι συνήθως γυναίκα ηλικίας 25-45 ετών, με
μορφωτικό επίπεδο και επιτεύξεις άνω του μέσου όρου∙ αλλά αυτή η ελιτίστικη άποψη στην
πραγματικότητα δεν μπορεί και δεν πρέπει να ισχύσει αρκεί ο θεραπευτής να έχει την
δυνατότητα να συνδιαλέγεται με κάθε άνθρωπο και όχι μόνο με γυναίκες παρόμοιου
μορφωτικού και ταξικού επιπέδου με αυτόν.
Παντελής 1998, Ποταμιάνος 2006). Ωστόσο ορισμένες απόψεις επάνω στο θέμα έχουν ήδη
αποκρυσταλλωθεί, όπως π.χ. ότι όλες οι ψυχοθεραπείες έχουν παρόμοια
αποτελεσματικότητα και ότι αν μερικές προβάλλονται ως αποτελεσματικότερες από τις άλλες,
αυτό οφείλεται στην επίδραση εξωτερικών παραγόντων, όπως π.χ το ότι οι ασφαλιστικές και
οι φαρμακευτικές εταιρείες που προτιμούν τις ποικίλες βραχείες ψυχοθεραπείες για λόγους
προφανείς. Εξάλλου, αν δει κανείς το θέμα από ευρύτερη θεραπευτική οπτική, ίσως και η
επιστημονική απόδειξη της αποτελεσματικότητας της ψυχοθεραπείας να είναι περιττή και μια
τέτοια προσέγγιση ξεπερασμένη.
Παρενέργειες της ψυχοθεραπείας. Πρόκειται για ένα θέμα που έχει απασχολήσει αρκετούς
μελετητές (Buckley et al 1981), αφού εκ πρώτης όψεως δεν θα περίμενε κανείς παρενέργειες
από μια λεκτική θεραπευτική συναλλαγή. Ωστόσο ανεπιθύμητες επιπτώσεις της
ψυχοθεραπείας υπάρχουν, και μπορεί να αφορούν τον ασθενή ή τους άλλους. Στις
προσωπικές επιπτώσεις περιλαμβάνονται η επιδείνωση συζυγικών σχέσεων, η εμφάνιση
acting-out με καταστροφικές μερικές φορές συνέπειες (απόπειρα αυτοκτονίας), η μεγάλη
απόσυρση από τις συνηθισμένες κοινωνικές σχέσεις, η εμφάνιση νέων σοβαρότερων
συμπτωμάτων, η εξάρτηση από την ψυχοθεραπεία. Αδέξια ή άστοχη ψυχοθεραπεία σε
ψυχοσωματικές παθήσεις (ρευματοειδής αρθρίτις, ελκώδης κολίτις) μπορεί να πυροδοτήσει
μεγάλες και επικίνδυνες επιδεινώσεις αυτών των χρόνιων νοσημάτων. Παρενέργειες στους
άλλους περιλαμβάνουν βλαπτικές επιπτώσεις σε μέλη της οικογένειας (λόγω αλλαγής των
ισορροπιών στην οικογένεια), εγκατάλειψη οικογένειας, λήψη καταστροφικών αποφάσεων
σχετικώς με τα παιδιά, διάβρωση των διαπροσωπικών σχέσεων, πυροδότηση συγκρούσεων
στον εργασιακό χώρο.
Τα αρνητικά αποτελέσματα της ψυχοθεραπείας μπορεί να οφείλονται στην
προσωπικότητα του ασθενούς ή του θεραπευτή, στην παθολογική αλληλεπίδραση μεταξύ
αυτών, στη λανθασμένη θεραπευτική τεχνική ή σε άλυτα κοινωνικά προβλήματα του
ασθενούς (Crown 1983). Συνήθως ασθενείς με παρανοειδή, μαζοχιστική ή ναρκισσιστική
προσωπικότητα, καθώς και οι αλεξιθυμικοί, δεν καταφέρνουν να εγκαταστήσουν καλή
ψυχοθεραπευτική σχέση. Η έλλειψη ενσυναίσθησης (empathy), γνησιότητας και ζεστασιάς
από τη μεριά του θεραπευτή είναι παράγοντες που υπονομεύουν την ψυχοθεραπευτική
διαδικασία. Η ανασφάλεια του θεραπευτή είναι επίσης πολύ αρνητικός παράγων. Ακαμψία
της τεχνικής, μη ρεαλιστική επιλογή στόχων, υπερβολική παρεμβατικότητα και ανάμειξη του
θεραπευτή, υποτίμηση του ασθενούς ή τραυματισμός της αυτοεκτίμησής του, αυταρχική
στάση, υπερβολική σκοτεινότητα και αδιαφάνεια του θεραπευτή, πρόκληση σύγχυσης στον
ασθενή με αντικρουόμενα μηνύματα είναι πολύ αρνητικοί παράγοντες. Οι παρενέργειες από
την ψυχοθεραπεία είναι δυνατόν να προβλεφθούν κατά τη διαδικασία εκτίμησης του
ασθενούς πριν από την έναρξη της ψυχοθεραπείας. Μετά την εμφάνισή τους θα
αντιμετωπισθούν με μείωση της συχνότητας των συνεδριών, μείωση των ψυχοδυναμικών
«ερμηνειών» και με μετάθεση από την ενασχόληση με τα προβλήματα της πρώιμης
ανάπτυξης στα προβλήματα της τρέχουσας ζωής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΗΣ Β, ΠΑΝΤΕΛΗΣ Π. (1998). Είναι αποτελεσματική η ψυχοθεραπεία; Τετρ Ψυχιατρ 61:108-113.
ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ ΧΣ. (2000). Η αναγκαιότητα της ψυχοθεραπείας: Μπορούμε μέσα από τις σημερινές συνθήκες
να ανταποκριθούμε; Ψυχιατρική 11:255-267.
ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ Γρ. (2006). Ψυχοθεραπεία: η προβληματική της τεκμηριωμένης αποτελεσματικότητας των
ψυχοθεραπευτικών προτάσεων. Μια κριτική προσέγγιση. Τετρ Ψυχιατρ 96:113119.
BEITMAN BD, GOLDFRIED MR, NORCROSS JC. (1989). The movement toward integrating the Psychothera-
pies: An overview. Am J Psychiatry 146:138-147.
BUCKLEY P, KARASU TB, CHARLES E. (1981). Psychotherapist’s view of their personal Psychotherapy. The-
ory, Research and Practice 18:299-305.
CROWN S. (1983). Contraindications and dangers of psychotherapy. Brit J Psychiat 143:436-441.
EYSENCK HJ. (1952). The effects of psychotherapy: An evaluation. J Cinsult Psychol 16:319-324
FRANK J. (1971). Therapeutic factors in psychotherapy. Am. J. Psychother. 25:350-361.
FREUD S. (1919). Lines of advance in psychoanalytic therapy. Standard Edition vol. 17 (ed. J. Strachey) Lon-
don: Hogarth.
KARASU T. (1986). The specificity versus nonspecificity dilemma: Toward identifying therapeutic change
agents. Am. J. Psychiat. 143:687-695.
NEWMAN MG. (2004). Technology in psychotherapy: an introduction. J Clin Psychol. 60(2):141-5.
SIFNEOS PE. (1978). Motivation for change. A prognostic guide for successful Psychotherapy. Psychother. Psy-
chosom 29:293-298.
Οι ψυχοθεραπείες που θεμελιώνουν τη φιλοσοφία και την τεχνική τους κατά κάποιον τρόπο
στην ψυχανάλυση και στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία έχει επικρατήσει να ονομάζονται
ψυχοδυναμικές. Είναι λιγότερο φιλόδοξες από την κλασική ψυχανάλυση, αφού σκοπός τους
δεν είναι η ολική και βαθιά αλλαγή του ασθενούς αλλά η αντιμετώπιση του συμπτώματος.
Είναι συνηθισμένη πρακτική στις ψυχοδυναμικές ψυχοθεραπείες οι ασθενείς να έχουν μια
πρώτη συνεδρία εκτίμησης από έναν ψυχοθεραπευτή και να ακολουθούν οι θεραπευτικές
συνεδρίες από άλλον. Γενικώς το ποσοστό διακοπής της ψυχοθεραπείας είναι πολύ υψηλό
από τις πρώτες συνεδρίες· έχει όμως διαπιστωθεί ότι το ποσοστό είναι ακόμη υψηλότερο
όταν ακολουθείται η πρακτική της αλλαγής θεραπευτών, ενώ μειώνεται λίγο όταν ο ασθενής
συνεχίζει τη θεραπεία του με τον ίδιο ψυχοθεραπευτή (Noel and Howard 1989).
Κατά κάποιον σχηματικό τρόπο, που όμως διατηρεί την ουσία της όλης διαδικασίας, το
ψυχοθεραπευτικό μοντέλο της ψυχανάλυσης μπορεί να περιγραφεί ως εξής: Απαράδεκτες
ενστικτικές ευχές και επιθυμίες καταπιέζονται και εκτοπίζονται στο ασυνείδητο, όπου
δημιουργείται μια συγκρουσιακή κατάσταση μεταξύ των επιθυμιών αυτών και των
αντίστοιχων απαγορεύσεων. Λόγω των απαγορεύσεων, οι επιθυμίες ανέρχονται στο επίπεδο
της συνειδήσεως συγκεκαλυμμένες, με τη μορφή του συμπτώματος. Το σύμπτωμα δεν
μπορεί να υποχωρήσει παρά μόνο όταν αποκαλυφθεί αυτό το οποίο αποκρύπτει, δηλαδή η
απαράδεκτη επιθυμία. Ο ασθενής βοηθείται στο να αποκτήσει εμπειρία των εσωτερικών του
συγκρούσεων, έτσι ώστε να τις ελέγξει στο επίπεδο της συνειδήσεως. Για να γίνει αυτό,
πρέπει να υπάρξουν κάποιες προϋποθέσεις: α) να αλλάξουν οι σχέσεις μεταξύ Εκείνου, Εγώ
και Υπερεγώ, β) να ασκηθούν πιέσεις στο Υπερεγώ ώστε να αμβλυνθεί η αυστηρότητα και
να αυξηθεί η ανεκτικότητά του, γ) να αποκτήσει ο ασθενής επίγνωση τέτοια ώστε να μπορεί
μόνος του να χειρίζεται τις νευρωσικές του συγκρούσεις, επιφέροντας μόνιμες αλλαγές στο
τρίπτυχο Εκείνο, Εγώ και Υπερεγώ, αυξάνοντας έτσι την ισχύ και την αυτονομία του Εγώ
του. Ο στόχος αυτός διευκολύνεται από τη σχέση του ασθενούς με τον θεραπευτή, η οποία
οριοθετείται από τα ακόλουθα στοιχεία: τη θεραπευτική συμμαχία, τη θετική ή την αρνητική
μεταβίβαση, την αντιμεταβίβαση, τις ερμηνείες, την αντίσταση και τα όνειρα μαζί με τους
ελεύθερους συνειρμούς.
Θεραπευτική συμμαχία. Η ψυχoθεραπευτική σχέση προκύπτει από τη σύμπραξη δύο
προσώπων (αναλυτή και αναλυόμενου) στο πλαίσιο μιας κοινής προσπάθειας με
ρεαλιστική κατεύθυνση (: τη θεραπεία). Για να τελεσφορήσει αυτή η προσπάθεια,
απαιτείται μια συμμαχία βασισμένη στις αρχές του αμοιβαίου σεβασμού, της
709
Η ψυχαναλυτική διαδικασία στηρίζεται σε μία σειρά από αρχές και κανόνες που
διαμορφώνουν τον συνολικό χαρακτήρα της:
Ο ασθενής εκφράζει οτιδήποτε ανέρχεται στο επίπεδο της συνείδησής του κατά τη
διάρκεια της συνεδρίας, ακόμη και αν αυτό είναι χωρίς σημασία, άσχετο προς τις
περιστάσεις, οδυνηρό ή αγενές. Πρόκειται για την περίφημη έκφραση ελευθέρων
συνειρμών. Ο κανόνας αυτός συνεπάγεται ότι ο ασθενής ομιλεί πολύ, και ελάχιστα ή
καθόλου ο θεραπευτής, ο οποίος βέβαια εγγυάται ότι θα είναι διακριτικός και θα βοηθά
στην εκτύλιξη της διαδικασίας.
Ο θεραπευτής δεν επιτρέπει να εισέλθουν στη συνεδρία στοιχεία από την προσωπική
του σφαίρα.
Οι αναδυόμενες κατά τις συνεδρίες επιθυμίες του ασθενούς δεν ικανοποιούνται από τον
θεραπευτή.
710
Η χρήση του ντιβανιού συντελεί στην αποφυγή άμεσης επικοινωνίας μεταξύ θεραπευτή
και ασθενούς, αλλά επιτρέπει ένα είδος παλινδρόμησης του ασθενούς στην παιδική
ηλικία.
Βραχείες ψυχοθεραπείες. Διαφέρουν από τις κλασικές ψυχοθεραπείες κατά το ότι θέτουν
χρονικά όρια για την επίτευξη του θεραπευτικού στόχου. Αναλόγως των στόχων ή των
θεωρητικών προσεγγίσεων, έχουν αναπτυχθεί ποικίλες βραχείες ψυχοθεραπείες (Ursano
and Hales 1986) όπως: η εστιακή του Malan, η αγχοπροκλητική του Sifneos, η ευρείας
εστίας ψυχοδυναμική του Davanloo κ.λπ. Η συντριπτική πλειονότητα των ψυχοθεραπειών
σήμερα είναι περιορισμένου χρονικού βεληνεκούς, περί τις 10-20 συνεδρίες.
Ατομική ψυχοθεραπεία του Carl Jung. Η ψυχοθεραπεία με βάση τις απόψεις του Carl
Jung είναι βαθιά επηρεασμένη από θρησκευτικά, μυστικιστικά, αλχημιστικά και αστρολογικά
στοιχεία. Οι θεραπευτές που την εφαρμόζουν στην πλειονότητά τους δεν είναι ιατροί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ ΝΑ. (1991). Η Αντλεριανή ψυχοθεραπευτική προσέγγιση στην κατάθλιψη (με ιδιαίτερη αναφορά
στην ενδογενή κατάθλιψη). Ψυχιατρική 2:305-308.
ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ ΠΓ, ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ Γρ. (2006). Μελέτες έκβασης στην ψυχανάλυση: Μεθοδολογικοί
προβληματισμοί και σύγχρονα δεδομένα. Ψυχιατρική 17:343-354.
BLOCH S. (1987). An Introduction to the psychotherapies (2ndn). Oxford: Oxford University Press.
CROWN S. (1988). Supportive Psychotherapy. Acontadiction in terms? Brit J Psychiat 152:266-269.
713
FRANK J. (1974). Common features of psychotherapies and their patients. Psychother. Psychosom. 24:368-371.
FRANKL V. (1966). Logotherapy and existential analysis--a review. Am J Psychother. 20(2):252-60.
FREUD Anna. (1966). Normality and Pathology in Childhood. Hogarth Press.
FREUD S. (1938). Outline of psychoanalysis. Standard Edition, vol. 23.
HOLINGER PC. (1989). A developmental perspective on psychotherapy and psychoanalysis. Am. J. Psychiatry
146:1404-12.
HOLMES J. (1995). Supportive Psychotherapy. The search for positive meanings. Br J Psychiatry 167:439-445.
KLERMAN GL, WEISSMAN MM, et al. (1984). Interpersonal Psychotherapy for Depression. New York, Basic
Books.
LANGS R. (1975). Therapeutic misalliances. Int J Psychoanal Psychother 4:77-105.
MAHONEY MJ, GRANVOLD DK. (2005). Constructivism and Psychotherapy. World Psychiatry 4(2):74-77.
McGLASHAN TH, Miller GH. (1982). The goals of psychoanalysis and psychoanalytic psychotherapy. Arch Gen
Psychiatry 39:377-388.
NOEL SB, HOWARD KI. (1989). Initial contact and engagement in psychotherapy. J. Clin. Psychol. 45:798-805.
ROGERS C. (1962). On becoming a person. Constable.
URSANO RJ, HALES RE. (1986). A Review of Brief Individual Psychotherapies. Am J Psychiatry 143:1507-1517.
714
Κατά τη δεκαετία του ’60 άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους, ως σοβαρή εναλλακτική
πρόταση απέναντι στις ψυχοδυναμικές θεραπείες, ποικίλες ψυχοθεραπευτικές τεχνικές που
βασίζονται σε θεωρητικά μοντέλα εμπνεόμενα από τις θεωρίες της συμπεριφοράς και τη
γνωσιακή ψυχολογία.
εγκαταλείπονται. Εφαρμόζεται κυρίως στα νήπια για απόκτηση ελέγχου της κύστεως κατά
τη νυκτερινή ενούρηση.
Θεραπεία εκμάθησης νέας συμπεριφοράς ή Συντελεστική εξάρτηση (Operant Condition-
ing). Κλασικά εφαρμόζεται στην εκπαίδευση ζώων στα τσίρκα για την εκμάθηση
θεαματικών συμπεριφορών. Εφαρμόζεται στους ανθρώπους σε περιπτώσεις που είναι
αναγκαία η ενίσχυση ανεπαρκών συμπεριφορών ή η δημιουργία καινούργιων. Η επιθυμητή
συμπεριφορά αμείβεται και έτσι ενισχύεται, η ανεπιθύμητη τιμωρείται και έτσι
εγκαταλείπεται. Έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως στη νυκτερινή ενούρηση, όπου ηλεκτρική
εκκένωση προκαλούμενη διά της διαβροχής θέτει σε λειτουργία ένα ξυπνητήρι και
αφυπνίζει το παιδί. Όταν αυτή η διαδικασία επαναληφθεί αρκετές φορές, εγκαθίσταται
εξαρτημένο αντανακλαστικό αφύπνισης κάθε φορά που διατάσσεται η κύστη. Μια μορφή
συντελεστικής εξάρτησης είναι η λεγόμενη Token economy που εφαρμόσθηκε για κάποια
περίοδο σε ιδρύματα όπου νοσηλεύονταν χρόνιοι ψυχωσικοί. Θετικές, καθορισμένες
συμπεριφορές αμείβονται με κουπόνια τα οποία οι ασθενείς μπορούν να εξαργυρώσουν
στο κυλικείο του ιδρύματος αγοράζοντας προϊόντα που επιθυμούν.
Διακοπή της σκέψης (Thought Stopping). Εφαρμόζεται κυρίως σε ιδεοψυχαναγκαστικού
τύπου διαταραχές, όπως ιδεοληπτικοί φόβοι θανάτου, φόβοι νόσου, φόβοι του βλάπτειν
άλλους ανθρώπους κ.λπ. Σύμφωνα με αυτήν την τεχνική, ο ασθενής μαθαίνει να διακόπτει
την εξέλιξη μιας ιδεοληψίας με ένα ισχυρό εξωτερικό ερέθισμα (Wolpe and Lazarus 1966).
Στην αρχή αυτό γίνεται με τη βοήθεια του θεραπευτή. Όταν π.χ. εμφανίζεται μια ιδεοληψία,
ο ασθενής το αναφέρει στον θεραπευτή και εκείνος φωνάζει δυνατά «στοπ!». Σιγά σιγά η
διαδικασία εκτελείται από τον ίδιο τον ασθενή, στην αρχή φωναχτά και αργότερα σιωπηλά.
Τεχνική Response-Prevention. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, που συνιστάται στις
ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές, ο ασθενής παρακολουθεί με προσοχή και καταγράφει τη
βελτίωση τού κάθε συμπτώματος ξεχωριστά. Ο ασθενής, απαγορεύοντας στον εαυτό του
να προχωρήσει σε ψυχαναγκαστικές τελετουργίες, διαπιστώνει και μόνος του ότι πράγματι
η απαγόρευση της εκτέλεσής τους δεν επιφέρει καμία από τις καταστροφές που φοβόταν.
Σκοπός της γνωσιακής θεραπείας είναι η αναδόμηση της αρνητικής θεώρησης που έχει ο
άρρωστος για τον εαυτό του, τον κόσμο και το μέλλον – αυτό που οι γνωσιοθεραπευτές
ονομάζουν «γνωσιακή τριάδα». Στο πλαίσιο αυτής της τεχνικής ο θεραπευτής προσπαθεί να
716
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΑΑ. (1970). Αι θεραπείαι συμπεριφοράς (Behavior Therapy). Νέαι θεραπευτικαί τεχνικαί εις την
Ψυχιατρικήν. Ιατρ Επιθ Ενόπλ Δυνάμεων 4:799-814.
ΜΠΟΥΛΟΥΓΟΥΡΗΣ ΓΚ. (1992). Ο κοινωνικογνωσιακός συμπεριφορισμός στην ψυχιατρική. Ψυχιατρική 3:1-2.
ΜΠΡΟΥΜΑΣ Β, και συν. (1993). Η θεωρία της γνωσιακής ψυχοθεραπείας της κατάθλιψης. Τετρ Ψυχιατρ 44:91-
96.
ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ Ι. (1995). Γνωσιακή ψυχοθεραπεία. Αρχεία ΕΨΨΕΠ 2(3):89-90.
ΠΡΙΦΤΗΣ ΚΦ. (2000). Η θεραπευτική σχέση στη γνωσιακή συμπεριφορική ψυχοθεραπεία. Ανασκόπηση.
Τετράδια Ψυχιατρικής 71:59-64.
BECK A. (1976). Cognitive therapy and the emotional disorders. New York, International University Press.
WILLIAMS M. (1984). Cognitive – Behaviour Therapy for Depression. Problems and Perspectives. Brit J Psychia-
try 145:254-262
BOULOUGOURIS J, MARKS I. (1969). Implosion (flooding). A new treatment for phobias. Brit Med J 1:721-723.
KENWRIGHT M, MARKS IM. (2004). Computer aided self-help for phobia/panic via internet at home: a pilot
study. Brit J Psychiatry 184:448-449.
MARKS I. (1986). Behavioural Psychotherapy in General Psychiatry. Helping patients to help themselves. Brit J
Psychiatry.150:593-597.
RYLE A. (1990). Cognitive Analytic Therapy: Active Participation in Change. Willey, London.
717
WOLPE J. (1958): Psychotherapy by Reciprocal Inhibition. Stanford, Calif, Stanford University Press.
WOLPE J, LAZARUS AA. (1966). A fear servey schedule for use in behaviour therapy. Behav Res Ther 2,27.
Η θεραπευτική ομάδα έχει υποστηρικτικές δυνατότητες που δεν συναντώνται στην ατομική
ψυχοθεραπεία. Είναι δεδομένο το θεραπευτικό δυναμικό που υπάρχει σε πολλές ομάδες και
το οποίο βασίζεται στην υποστήριξη, στο μοίρασμα καθηκόντων, ενδιαφερόντων και ιδεών,
στην αμοιβαία ενθάρρυνση, στη συνεκτικότητα και στην αίσθηση ταυτότητας που δίνει η κάθε
ομάδα στο καθένα από τα μέλη της. Όλες οι ομαδικές ψυχοθεραπείες μάχονται την πτώση
της αυτοπεποίθησης και δίνουν στον άρρωστο το κουράγιο να διερευνήσει και να
τροποποιήσει τις στάσεις και τις συμπεριφορές του. Η έκφραση συναισθημάτων στην ομάδα
είναι βασική θεραπευτική προϋπόθεση. Βεβαίως δεν ομιλούν και δεν εκφράζουν συναίσθημα
όλοι οι ασθενείς το ίδιο, άλλοι ομιλούν πολύ και άλλοι λίγο, άλλοι ελεύθερα και άλλοι
συνεσταλμένα, ωστόσο στην ομάδα όλοι ενθαρρύνονται να εκφρασθούν κατά τον καλύτερο
τρόπο κατανικώντας αναστολές και ντροπαλότητα. Η ποικιλία των ομαδικών ψυχοθεραπειών
εκτείνεται από τις αυτοδιερευνητικές ψυχαναλυτικού τύπου μέχρι τις πιο ενεργητικές, στις
οποίες το άγγιγμα και η αντιμετώπιση του άλλου μαζί με άλλες δραστηριότητες όπως η
έντονη εμπειρία ισχυρών συναισθημάτων είναι συχνές διεργασίες.
Από τη μεριά του θεραπευτή, η καθοδήγηση ομάδων απαιτεί εκτός από θεωρητική γνώση και
τεχνική δεξιότητα, αυτογνωσία, εμπιστοσύνη στον εαυτό του, ευαισθησία και λεπτότητα.
Ανεπαρκώς εκπαιδευμένοι καθοδηγητές προκαλούν άγχη, φόβους και ψυχοτραυματισμούς,
αφού δεν δύνανται να εξασφαλίσουν ορισμένες θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την εύρυθμη
λειτουργία της ομάδας, όπως ασφαλή σύνορα της ομάδας ή υποστήριξη για τη βαθμιαία
ανάπτυξη αμοιβαίας φροντίδας και κατανόησης. Ο ρόλος του θεραπευτή είναι ενεργητικός
και διακρίνεται από αισιοδοξία, ευελιξία και αυτοπεποίθηση· κατά κανόνα είναι
υποστηρικτικός αλλά, όποτε χρειάζεται, μπορεί να γίνει αντιπαραθετικός. Ο ηγετικός ρόλος
είναι απαραίτητος, ωστόσο ο θεραπευτής πρέπει να μπορεί να αποβάλλει τα ηγετικά
χαρακτηριστικά ώστε να αποκαλύπτονται στοιχεία του χαρακτήρα του.
718
Αρκετές τεχνικές λεπτομέρειες έχουν γίνει αντικείμενο εκτεταμένων σχολιασμών από τους
πρωτεργάτες της ομαδικής θεραπείας (Foulkes 1974)· μερικές από αυτές είναι οι παρακάτω:
μικρή ή μεγάλη ομάδα, ανοιχτή ή κλειστή ομάδα, μέγεθος ομάδας και αριθμός μελών, ομάδες
στις ψυχιατρικές κλινικές, βιντεοσκόπηση, βραχεία ομαδική ψυχοθεραπεία, κριτήρια επιλογής
ασθενών, αντενδείξεις, συχνότητα συνεδριών, ομογενείς ή ετερογενείς ομάδες, απουσίες ή
αποσκιρτήσεις ασθενών, απουσία ή θάνατος του θεραπευτή, επικέντρωση της ομάδας στα
προβλήματα, επικέντρωση της ομάδας στη θεραπεία, επικέντρωση της ομάδας στην
απόκτηση εμπειρίας, σχέσεις έξω από την ομάδα, η διαδικασία τερματισμού.
Ο άρρωστος που θα ωφεληθεί από την ομαδική ψυχοθεραπεία πρέπει να έχει κίνητρο για
αλλαγή και να έρχεται στην ομάδα με δική του πρωτοβουλία. Να έχει υψηλή αισιοδοξία για το
αποτέλεσμα της ομαδικής θεραπείας. Να έχει αρκετή ικανότητα να αντιλαμβάνεται
ψυχολογικά προβλήματα και καταστάσεις και να συζητάει πάνω σε αυτά. Οι πλέον
719
Η θεραπευτική κοινότητα αντιλαμβάνεται την ψυχιατρική νόσο μέσα σ’ ένα δυναμικό πλαίσιο
ως αποτέλεσμα διαπλοκής διαπροσωπικών δυνάμεων και δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις
ομαδικές και κοινοτικές διεργασίες, όπου γίνεται προσπάθεια απόκτησης μεγαλύτερης
κοινωνικής αυτοεπίγνωσης και τα συναισθήματα εκφράζονται σύμφωνα με τις ανάγκες της
πραγματικής ζωής (Caine and Smail 1969). Ο Jones (1953) θεώρησε την θεραπευτική
κοινότητα κοινωνικό σύστημα στο οποίο όλα τα μέλη, ασθενείς και προσωπικό,
αλληλοεπηρεάζονται αμοιβαία για το καλύτερο ή για το χειρότερο, πράγμα που εξαρτάται
από τους τρόπους λειτουργίας της. Μέσα σε αυτό το σύστημα, η θεραπευτική κοινότητα
αποτελεί σημαντική επιπρόσθετη διάσταση της ψυχολογικής αλλά και της βιολογικής
θεραπείας: δίνει έμφαση στις διαδικασίες κοινωνικής μάθησης και στον έλεγχο της
παρορμητικής συμπεριφοράς μέσω των πολλαπλών συναντήσεων ασθενών και
προσωπικού, ενώ διέπεται επίσης από τις θεμελιώδεις αρχές της ελευθερίας, της
υπευθυνότητας και της δραστηριότητας. Ο Rapoport (1960) πίστευε ότι η συνολική κοινωνική
οργάνωση και όχι μόνο η σχέση με τον ιατρό επιδρά στο θεραπευτικό αποτέλεσμα, πράγμα
που σημαίνει ότι όλες οι σχέσεις –των ασθενών μεταξύ τους, μεταξύ ασθενών και
προσωπικού και μεταξύ μελών του προσωπικού– θεωρούνται δυνητικά θεραπευτικές. Σε μια
ατμόσφαιρα αποδοχής, κατανόησης και ανοχής ο άρρωστος έχει την ευκαιρία να
πειραματιστεί με νέες δυνατότητες και στάσεις και να μάθει καλύτερους τρόπους
ικανοποίησης των συναισθηματικών του αναγκών. Η δημοκρατικότητα (democratization), η
επιτρεπτικότητα (permissiveness), το κοινοτικό και συλλογικό πνεύμα (communalism) και η
αντιμετώπιση της πραγματικότητας (reality confrontation) πρέπει να υιοθετηθούν ως
θεμελιώδεις και κατευθυντήριες δυνάμεις της θεραπευτικής κοινότητας, υποστήριξε ο
Rapoport.
Όλες οι θεραπευτικές κοινότητες έχουν αρχές, κανόνες και διαδικασίες, θέτουν όρια στις
συμπεριφορές των μελών τους και ανταμείβουν τα μέλη εκείνα που εργάζονται για την
πραγματοποίηση των κανόνων λειτουργίας τους. Ανάλογα με το αν τα μοντέλα είναι ανοιχτά
ή κλειστά, δημοκρατικά ή ιεραρχικά, απομονωμένα ή τμήματα νοσοκομείων, δίδουν έμφαση
στις λειτουργικές διαδικασίες που τους ταιριάζουν περισσότερο (Sugarman 1984). Η
αντιμετώπιση της πραγματικότητας ίσως είναι το σημαντικότερο λειτουργικό στοιχείο της
θεραπευτικής κοινότητας. Η ομάδα ως σύνολο ενημερώνει ένα ή περισσότερα μέλη της για
ορισμένα ζητήματα, όπως για τον τρόπο με τον οποίο εισπράχθηκε κάποια πράξη του, για τη
σημασία και για τον αντίκτυπο που είχε. Αυτό οδηγεί σε δημόσια εξομολόγηση, η οποία σε
συνδυασμό με τη δημόσια δέσμευση για προσωπική αλλαγή σε συγκεκριμένα ζητήματα είναι
από τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά πολλών θεραπευτικών κοινοτήτων. Άλλοι κανόνες και
αρχές λειτουργίας των θεραπευτικών κοινοτήτων είναι οι εξής:
Επικοινωνία. Επιδιώκεται η μεγιστοποίηση των ευκαιριών για επικοινωνία μεταξύ των
ασθενών, μεταξύ ασθενών και προσωπικού και μεταξύ των μελών του προσωπικού.
Υπάρχει ανοιχτό πεδίο για την έκφραση γνώμης, διότι άλυτες εντάσεις –κυρίως μεταξύ των
μελών του προσωπικού– επιδρούν αρνητικά στην πορεία των ασθενών. Η αναστολή των
συναισθημάτων πρέπει να αποφεύγεται. Τα συναισθήματα πρέπει να εκφράζονται μέσα
στην ομάδα, στον κατάλληλο χρόνο και τόπο.
Εξατομίκευση των δυνατοτήτων. Επιδιώκεται η ενίσχυση των ασθενών έτσι ώστε να
λειτουργούν σε επίπεδο ανάλογο με τις δυνατότητες τους, προκειμένου να αυξηθεί η
αυτοπεποίθησή τους και να εμποδιστεί η παλινδρόμηση. Τους παρέχονται ευκαιρίες ώστε
να συμμετέχουν στη διαχείριση της θεραπευτικής κοινότητας, πράγμα που προϋποθέτει
ανοιχτό σύστημα επικοινωνίας, ισότιμη ροή της πληροφορίας και συμμετοχή στη λήψη
αποφάσεων.
Κοινωνικοποίηση. Δίδεται έμφαση στις ομαδικές λειτουργίες και στην προώθηση της
κοινωνικοποίησης. Η ομαδική θεραπεία με την αυτοαποκάλυψη, την προσήλωση στο «εδώ
721
και τώρα», τον προσανατολισμό προς το μέλλον, συντελεί στη θεραπεία. Μέσα από τη
συμμετοχή στις ομαδικές διεργασίες τα μέλη συγκεκριμενοποιούν την αντίληψη που έχουν
για τη θεραπευτική κοινότητα, αναπτύσσουν το αίσθημα ότι ανήκουν κάπου –σε μια
αυτάρκη ομάδα–, ότι είναι ασφαλείς, γεγονός που αυξάνει τη συνεκτικότητα της ομάδας, τη
συλλογικότητα και την ευθύνη καθενός προς τα άλλα μέλη.
Αλληλοβοήθεια. Στις θεραπευτικές κοινότητες είναι διάχυτο το αίσθημα ότι το να βοηθάς τον
άλλον είναι ο καλύτερος τρόπος να βοηθάς τον εαυτό σου και ότι η βοήθεια στον
συμπάσχοντα έχει μεγαλύτερη, αν και διαφορετική, αξία από εκείνη του ειδικού, καθότι ο
τελευταίος δεν διαθέτει την κοινή εμπειρία.
Δημιουργική δραστηριότητα. Μέσα από τη δημιουργική δραστηριότητα και τα επιτεύγματα σε
ατομικό ή ομαδικό επίπεδο αναπτύσσεται αίσθημα εμπιστοσύνης στον εαυτό,
συναγωνιστική διάθεση και θετική στάση προς την κοινότητα.
οικογένεια· με την πάροδο του χρόνου η ανάπτυξη νέων θεωρητικών μοντέλων για τη
λειτουργία και την ψυχοπαθολογία της οικογένειας οδήγησαν σε αρκετά εξειδικευμένες
μορφές θεραπευτικών προσεγγίσεων (Βασιλείου και Βασιλείου 1994). Σε γενικές γραμμές,
θεραπεία οικογένειας επιλέγεται όταν ο ασθενής έχει προβλήματα τόσο στενά δεμένα με
λανθασμένες λειτουργίες στην οικογένειά του ώστε η ατομική θεραπεία να καθίσταται
ακατάλληλη. Τέτοια προβλήματα είναι, ενδεικτικά, η συζυγική δυσαρμονία, οι συγκρούσεις
μεταξύ γονέων και παιδιών, οι διαταραχές της συμπεριφοράς παιδιού, η αντικοινωνική
συμπεριφορά εφήβου, η άρνηση σχολείου, η αντιμαχία μεταξύ αδελφών κ.λπ. Μερικοί από
τους στόχους της θεραπείας οικογένειας είναι να ανεβάσει τα επίπεδα και την ποιότητα
επικοινωνίας μεταξύ των μελών, να αμβλύνει τη συναισθηματική δυσφορία και να προαγάγει
την υγεία στην οικογένεια σαν σύνολο, να επιλύσει τις παθολογικές συγκρούσεις στο πλαίσιο
των διαπροσωπικών σχέσεων των μελών, να αυξήσει την αμοιβαία μεταξύ των μελών
ικανοποίηση των συναισθηματικών τους αναγκών, να αυξήσει τις αντοχές της οικογένειας
στις κρίσεις. Μοντέλα θεραπείας οικογένειας:
Κυβερνητικό, Συστημικό μοντέλο. Οι ιδέες της κυβερνητικής (cybernetics) και η θεωρία
των συστημάτων επικοινωνίας (von Bertalanffy 1950) βρίσκονται στη βάση της
οικογενειακής θεραπείας όπως αυτή προτάθηκε από τον Bateson (Bateson 1972, Durkin
1982, Τομαράς 1994). Βασίζονται στην άποψη ότι για τη μελέτη πολύπλοκων
προβλημάτων πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν όχι μόνον όλοι οι παράγοντες του
προβλήματος αλλά και οι μεταξύ τους σχέσεις. Σύμφωνα με το κυβερνητικό μοντέλο η
οικογένεια είναι ένας ομοιοστατικός μηχανισμός με τύπους επικοινωνίας ανάλογους με
εκείνους των μηχανικών συστημάτων επεξεργασίας της πληροφορίας και επομένως τα
άτομα και οι κοινωνικές ομάδες ορίζονται ως ανοιχτά πολυεπίπεδα βιοψυχοκοινωνικά
συστήματα. Ποικίλα συμπτώματα ή διαταραγμένες συμπεριφορές ενός ασθενούς, παιδιού
ή ενήλικα, είναι μέρος μίας διαταραχής που περιλαμβάνει και άλλους και μπορεί να
εστιάζεται στον γάμο ή σε ολόκληρη την οικογένεια.
Δομικό μοντέλο. Είναι εξελιγμένο συστημικό μοντέλο (Minuchin 1974), πολύ διαφημισμένο
και διαδεδομένο αυτήν την εποχή. Βασικός στόχος είναι η αλλαγή οργάνωσης της δομής
της οικογένειας. Ο θεραπευτής, εξόχως ενεργός και παρεμβατικός, γίνεται μέλος του
συστήματος της οικογένειας και λειτουργεί ως καταλύτης προς την κατεύθυνση της θετικής
αλλαγής. Δημιουργεί υποσυστήματα στην ομάδα και τα ξεχωρίζει από την υπόλοιπη
οικογένεια είτε αυξάνοντας τις αποστάσεις στη διάρκεια της συνεδρίας ή ζητώντας τους για
κάποιο διάστημα να μη συμμετέχουν στις διεργασίες αλλά να τις παρακολουθούν μέσα από
μονόδρομο καθρέφτη. Οι ανισορροπίες που δημιουργούνται συμβάλλουν στην κατανόηση
της λειτουργικότητας της οικογένειας.
Ψυχοδυναμικό μοντέλο. Ο θεραπευτής δίνει ερμηνείες και ενεργεί ώστε οι ασυνείδητες
εμπειρίες και τα συναισθήματα των ασθενών να ανέλθουν στο επίπεδο της συνείδησής
τους, βοηθώντας τους συγχρόνως να βρουν τη σχέση μεταξύ παρελθούσης και παρούσης
συμπεριφοράς. Τελικός στόχος είναι η επίγνωση, η ολοκλήρωση και η φυσιολογική
λειτουργία της οικογένειας.
Επικοινωνιακό. Βασίζεται στην άποψη ότι οι σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας
καθορίζονται από την επικοινωνία όσον αφορά μηνύματα και κανόνες, ενώ όταν η
επικοινωνία είναι λανθασμένη, διαταράσσονται οι σχέσεις. Σκοπός της θεραπείας είναι να
δώσει έναν άλλο τρόπο επικοινωνίας, μια άλλη δομή και ιεραρχία στην οικογένεια. Να
τροποποιήσει τις σχέσεις εξουσίας ώστε να αποκατασταθεί η επικοινωνία μέσα από τον
σχεδιασμό και την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων.
Μπηχαβιοριστικό. Βασίζεται στις αρχές της μαθησιακής θεωρίας. Σκοπός του είναι η άμεση
αλλαγή συγκεκριμένων μορφών συμπεριφοράς σύμφωνα με την επιθυμία της ίδιας της
οικογένειας. Δηλαδή ο καθένας ζητάει μια συγκεκριμένη αλλαγή από τους άλλους, αλλά
υποχρεώνεται να αλλάξει και δικές του συγκεκριμένες συμπεριφορές που ζητάνε οι άλλοι.
Στόχος είναι στη θέση των ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ των μελών να δημιουργηθούν
συμπεριφορές συνεργασίας μέσα από προγράμματα αμοιβαίας ενίσχυσης των θετικών
συμπεριφορών· ακόμη, η εκμάθηση νέων τρόπων αντιμετώπισης των κρίσεων μεταξύ των
μελών της οικογένειας στη θέση των παλαιών.
723
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Γ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ B. (1994). Η ανάπτυξη της οικογενειακής θεραπείας όπως την ζήσαμε. Τετρ Ψυχιατρ
45:11-21.
ΒΟΣΤΑΝΗΣ Π. (1990). Θεραπευτικοί παράγοντες στην ομαδική ψυχοθεραπεία. Κριτική ανασκόπηση της
βιβλιογραφίας. Εγκέφαλος 27:73-79.
ΓΙΩΤΗΣ Λ. (2004). Ανασκόπηση της σύγχρονης έρευνας στο πεδίο της Δραματοθεραπείας. Τετρ Ψυχιατρ 86:118-
130.
ΛΙΟΔΑΚΗΣ Α. (2007). Ψυχόδραμα – Μια θεραπεία δράσης. Τετρ Ψυχιατρ 97:89-91
ΜΑΝΟΣ Ν. (1980). Ομαδική ψυχοθεραπεία και θεραπευτική κοινότητα στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο. Εγκέφαλος
17:29-32.
ΜΑΝΤΩΝΑΚΗΣ Ι. (1973). Η θεατρική καταγωγή του ψυχοδράματος και η θεραπευτική του δράσις εις το
ακροατήριον. Ψυχολογία 1:3-12.
ΤΟΜΑΡΑΣ Β. (1994). Συστημική θεωρία οικογένειας: Η εξελικτική πορεία. Τετρ Ψυχιατρ 45:134-142.
BATESON G. (1972). Steps Towards an Ecology of Mind. New York: Ballantine Books.
CAINE JM, SMAIL DJ. (1969). The Treatment of Mental Illness-Science, Faith and the Therapeutic Personality.
University of London Press. London.
CLARK DH. (1965). The Therapeutic Community. Concept, practice and future. Brit. J. Psychiatry, 11:947-954.
DURKIN HE. (1982). Change in group psychotherapy: therapy and practice: a systems perspective.Int J Group
Psychother. 32(4):431-9.
FOULKES SH. (1948). Introduction to Group Analytic Psychotherapy. Heinemann, London
FOULKES SH. (1974). Problems of the large group from a group-analytic point of view. In: The Large Group. Dy-
namics and Therapy. Ed, Kreeger L, Peacock Pubs.
GLASSER AN. (1984). Therapeutic Communities and Therapeutic Communities. A personal perspective. Int. J.
of Ther. Commun. 4(2):150-162.
JONES M. (1953). The Therapeutic Community. Basic Books Inc. New York.
MAIN TF. (1980). Towards a New Common Model of the Therapeutic Community. Structural components, Learn-
ing Processes and Outcomes. Int. J. Ther. Commun. 5(2):77-98.
MARINEAU, RF. (1989). Jacob Levy Moreno (1889-1974): Father of psychodrama, sociometry, and group psy-
chotherapy. Routlidge London & New York.
MINUCHIN, S. (1974). Families and Family Therapy. Harvard University Press.
PERLS F, HEFFERLIN R, GOODMAN P. (1950). Gestalt Therapy: Excitement and Growth in the Human Per-
sonality. London, Pelican Books.
RAPOPORT RN. (1960). Community as a doctor: New Perspectives on a Therapeutic Community. London,
Tavistock.
ROGERS C. (1962). On becoming a person. Constable.
SIMMEL E. (1929). Psychoanalytic treatment in a sanatorium. Int. J. Psychoanal. 10:70.
SUGARMAN B. (1984). Towards a New, Common Model of the Therapeutic Community: Structural Components,
Learning Processes and Outcomes. Int. J. Ther. Commun. 5(2):17-98.
TILLET R. (1984). Gestalt Therapy in Theory and in Practice. Brit J Psychiatry 145:231-235.
von BERTALANFFY, L. (1950). An outline of general systems theory. British Journal of Philosophical Science, 1,
134–165.
YALOM I. (1975). The Theory and Practice of Group Psychotherapy. New York. Basic Books.
724
κ.λπ.), συνδιαμορφώνουν, μαζί και με άλλα στοιχεία, το βίωμα του άγχους. Επομένως
μυϊκή χάλαση και άγχος είναι οντότητες αμοιβαίως εξουδετερούμενες και έτσι το άγχος δεν
είναι δυνατόν να προσβάλει εκείνον που βρίσκεται σε κατάσταση μυοχαλάρωσης. Ο
ασθενής εκπαιδεύεται ώστε να χαλαρώνει τμηματικώς τα μέλη του σώματός του αρχίζοντας
από τα άνω άκρα και τελικώς να επιτυγχάνει μια χαλάρωση ολόκληρου του σώματος. Πριν
από αυτό διδάσκεται την έννοια της σύσπασης (σφίγγει τη γροθιά του και άλλες μυϊκές
ομάδες) και την έννοια της χαλάρωσης (ξεσφίγγει τη γροθιά του και άλλες μυϊκές ομάδες)·
διδάσκεται επίσης να κατανοεί και τα αντίστοιχα αισθήματα που συνοδεύουν αυτές τις
καταστάσεις. Αυτό γίνεται με όλες τις περιοχές του σώματος, από τα άνω άκρα προς τα
κάτω.
Έλεγχος της αναπνευστικής λειτουργίας (respiratory training). Είναι η διαφραγματική ή
στομαχική αναπνοή, που θεωρείται φυσιολογική αναπνοή. Χρησιμοποιείται το διάφραγμα
το οποίο κατά την εισπνοή κατέρχεται και προκαλεί προβολή του στομάχου προς τα έξω,
ενώ κατά την εκπνοή συμβαίνει το αντίθετο. Έχει βρεθεί ότι με την αύξηση της ηλικίας οι
άνθρωποι τείνουν να αναπνέουν με τον θώρακα, κυρίως τα αγχώδη άτομα. Ο ασθενής
εισπνέει αργά και ήρεμα από τη μύτη σαν να κατεβάζει τον αέρα στην κοιλιά και καθυστερεί
την εκπνοή για λίγα δευτερόλεπτα. Μαθαίνει να ελέγχει την αναπνευστική λειτουργία, ώστε
η αναπνοή του να έχει πάντοτε τον ίδιο ρυθμό (αργό) και το ίδιο βάθος (μεγάλο). Μαθαίνει
επίσης να εστιάζει την προσοχή του στην αναπνοή του χωρίς να έρχονται στο μυαλό του
άλλες σκέψεις, τις οποίες όταν έρχονται πρέπει να αποδιώχνει. Η άσκηση διαρκεί περί τα
10 λεπτά και επαναλαμβάνεται 2-3 φορές την ημέρα. Έχει αγχολυτικό χαρακτήρα.
Συνιστάται ιδιαιτέρως στις προσβολές άγχους και στις κρίσεις πανικού (West 1990).
Γιόγκα (σανσκριτική λέξη που σημαίνει ένωση ή ζεύξη). Η γιόγκα, ινδική άσκηση πειθαρχίας,
αποτελεί μέρος της πρακτικής της ιατρικής αγιουρβέδα. Η τεχνική της περιλαμβάνει έναν
συνδυασμό στάσεων (ασάνας), τεχνικών αναπνοής (πραναγιάμα) και διαλογισμού. Δεν
περιλαμβάνει στοιχεία ανταγωνισμού. Σκοπός της είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο από μια
κατάσταση δυσφορίας σε μια κατάσταση άνεσης. Αποτέλεσμά της είναι η ταυτόχρονη μυϊκή
και ψυχολογική χαλάρωση. Τελικός σκοπός της η επίτευξη υγείας, άνεσης και ευτυχίας.
Κατά την άσκηση γιόγκα παρατηρείται πτώση του τόνου του αυτόνομου ΝΣ. Πλήθος
πλανώδιων και στεγασμένων θεραπευτών διδάσκει τις τεχνικές της γιόγκα οι οποίες
ωστόσο δεν πρέπει να υποτιμηθούν διότι η δισχιλιετής επιβίωση της τεχνικής αυτής ίσως
παρέχει ενδείξεις αξιοποίησης της.
Υπερβατικός διαλογισμός (transcendental meditation). Μια από τις πολλές τεχνικές
διαλογισμού και χαλάρωσης (Adelman 2006). Είναι απλή τεχνική. Απαιτεί λίγο χρόνο
διδασκαλίας (4-6 ώρες) και είναι εντελώς πνευματική, δεν απαιτεί σωματική εξάσκηση,
ειδικές δίαιτες ή άλλες ασκητικές απαιτήσεις (όπως συμβαίνει σε άλλες μορφές
διαλογισμού). Το άτομο κάθεται άνετα, σκέπτεται χωρίς προσπάθεια και επαναληπτικά ένα
mantra (ιερή λέξη, συλλαβή, ευχή ή ξόρκι) και εφαρμόζει διαφραγματική αναπνοή.
Βιοανάδραση (Biofeedback). Μέσω ειδικών συσκευών αποστέλλονται πληροφορίες στο
άτομο για συγκεκριμένες φυσιολογικές του λειτουργίες (π.χ. καρδιακή λειτουργία,
αγωγιμότητα δέρματος), τις οποίες αξιοποιεί ώστε να αποκτήσει καλύτερο έλεγχο των
λειτουργιών του.
Ομάδες αυτοβοήθειας. Οι ομάδες αυτοβοήθειας είναι περισσότερο συχνές στις ΗΠΑ και
λιγότερο στην Ευρώπη. Αποτελούνται από άτομα που πάσχουν από κάποια ασθένεια, έχουν
χαρακτήρα ψυχοθεραπευτικό, λειτουργούν αυτόνομα και διατηρούν διάφορους βαθμούς
επαφής με τους ιατρούς. Μερικές ομάδες όπως η Recovery Incorporated δέχονται όλους
όσοι πάσχουν, ανεξαρτήτως διαγνώσεως, αλλά οι περισσότερες, όπως η Alcoholic Anony-
mous, δέχονται πάσχοντες από συγκεκριμένο πρόβλημα ή νόσο. Ομάδες αυτοβοήθειας
είναι εθελοντικοί σύλλογοι ατόμων με παρόμοια προβλήματα που ελέγχονται από τα μέλη
τους και όχι από ειδικούς επαγγελματίες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΕΓΛΕΡΗΣ ΝΕ. (1991). Επιστημονική χαλάρωση. Ιατρικό Βήμα. Νοέμβριος, 47-51.
ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Π, ΜΙΧΑΛΑΙΝΑΣ Α, ΣΕΓΡΕΔΟΥ Ε. (2003). Φυσική (σωματική) δραστηριότητα και
θεραπεία των ψυχώσεων. Εγκέφαλος 40:53-59.
ADELMAN EM. (2006). Mind-body intelligence: a new perspective integrating Eastern and Western healing
traditions. Holist Nurs Pract. 20(3):147-51
BENSON H. (1975). The Relaxation Response. New York, William Morrow and Co. Inc.
JACOBSON E. (1938). Progressive Relaxation. University of Chicago Press.
PENEDO FJ, DAHN JR. (2005). Exercise and well-being: a review of mental and physical health benefits associ-
ated with physical activity. Curr Opin Psychiatry. 18(2):189-93.
SCHULTZ JH. (1932). Autogenic Training, Concentrative Self Relaxation.
SCHULTZ JH. (1970). Das Autogene Training. Stuttgart.
WEST M. (1990). The Psychology of Meditation. Oxford: Oxford University Press.
727
Κατά τον Μεσαίωνα αιτίες της ψυχικής νόσου είχαν θεωρηθεί η αμαρτία και η δαιμονοκατοχή·
λόγω αυτής της έντονα θεολογικής αντίληψης για τη νόσο, το μοναστήρι εύλογα βρισκόταν
στο επίκεντρο των θεραπευτικών προσπαθειών. Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, με την
ανάδυση της επιστημονικής σκέψης, με τις ποικίλες ανακατατάξεις που επέφερε η μετάβαση
των δυτικών κοινωνιών από την αγροτική στη βιομηχανική μορφή τους και με την εμφάνιση
ισχυρών κοινωνικών κινημάτων στην Ευρώπη, η θεολογική ερμηνεία της νόσου στην ιατρική
υποχώρησε θεαματικά· εφεξής, ως αιτιολογικοί παράγοντες της ψυχιατρικής νόσου
προβάλλονταν η οκνηρία και η ηθική εξαχρείωση (μια ενδιάμεση στάση μεταξύ θεοκρατικής
και επιστημονικής ερμηνείας), οπότε και οι θρησκευτικές θεραπείες παραχώρησαν και αυτές
βαθμιαία τη θέση τους στις λεγόμενες «ηθικές θεραπείες». Τότε δημιουργήθηκαν τεράστια
ψυχιατρικά ιδρύματα (άσυλα) με σκοπό να απομονώσουν από την κοινωνία αυτούς που
παρουσίαζαν βαριές ψυχιατρικές διαταραχές αλλά και να τους προστατεύσουν από τις
εξοντωτικές συνθήκες της κοινωνικής και οικονομικής ζωής που επικρατούσαν κατά τη
νεανική εκείνη περίοδο του άγριου, όπως ονομάσθηκε, καπιταλισμού. Καθώς η βιομηχανική
επανάσταση ωθούσε όλο και περισσότερους ανθρώπους στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, τα
άσυλα πλημμύρισαν από ασθενείς και οι συνθήκες ζωής και νοσηλείας σε αυτά
υποβαθμίσθηκαν απελπιστικά. Ο εκφυλισμός των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, η
έκπτωση των ανθρωπιστικών αξιών στην Ευρώπη και η ολοένα πιο άγρια καπιταλιστική
ανάπτυξη της βιομηχανίας, επέφεραν περαιτέρω επιδείνωση της θέσης των εγκλείστων στα
άσυλα (Rothman 1971). Αν μάλιστα συνυπολογιστεί το γεγονός ότι ο 19ος αιώνας δεν
χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από τις προσπάθειες του κράτους και των ιατρών για τη βελτίωση
της θέσης των αρρώστων, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις, γίνεται αντιληπτό πόσο
σκληρές ήσαν οι νοσηλευτικές συνθήκες –αν υπήρχαν βέβαια τέτοιες– εκείνη την περίοδο
στα μεγάλα άσυλα. Περί το τέλος του 19ου αιώνα οι ηθικές θεραπείες περιήλθαν στην
728
ανυποληψία τόσο της κοινωνίας όσο και των ιατρών. Στην ψυχιατρική, ως καταλληλότερες
για την ερμηνεία των ψυχιατρικών νόσων, άρχισαν να κυριαρχούν θεωρίες σωματικές,
κληρονομικές και κοινωνικοπολιτιστικές. Η αντιπαλότητα μεταξύ τους ήταν ισχυρή και, καθώς
ήσαν συναρτημένες στις τρέχουσες ιδεολογίες, οι οπαδοί της μιας θεωρίας απέκλειαν τις
άλλες, πολλές φορές με φανατισμό.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τεράστιες επιπτώσεις στην ανάπτυξη της ψυχιατρικής
συνολικά και ακόμη περισσότερο της κοινωνικής ψυχιατρικής. Στις ΗΠΑ (Appel 1946) κατά το
διάστημα 1940-45, για λόγους καθαρά ψυχιατρικούς, 1.750.000 άνδρες κρίθηκαν ανίκανοι
για στρατιωτική υπηρεσία και πήραν απολυτήριο από τον στρατό πριν καταταχθούν, ενώ
1.000.000 στρατιώτες νοσηλεύθηκαν στα νοσοκομεία για ψυχιατρικά προβλήματα και γύρω
στις 750.000 απολύθηκαν από τον στρατό ενόσω υπηρετούσαν για ψυχιατρικούς λόγους.
Στο πεδίο της μάχης, η μελέτη πάνω στη «νεύρωση μάχης» και οι τρόποι για την κατάλληλη
αντιμετώπισή της δημιούργησαν προϋποθέσεις για ενδιαφέρουσες εξελίξεις. Οι αρχές της
ταχείας θεραπείας, όσο γίνεται πιο κοντά στο πεδίο της μάχης, η ενεργός ψυχοθεραπεία, η
κοινωνική υποστήριξη και η προσδοκία ταχείας επανόδου στη μάχιμη υπηρεσία, είχαν
μεγάλη επίδραση στη μετέπειτα ανάπτυξη μεθόδων θεραπείας των οξέων ψυχιατρικών
διαταραχών. Οι μεγάλες και παρατεταμένες πολεμικές συγκρούσεις που ακολούθησαν στην
Κορέα και στο Βιετνάμ έδωσαν το πλαίσιο για καλύτερη εφαρμογή του μοντέλου:
έγκαιρη διάγνωση
ταχεία θεραπευτική παρέμβαση
γρήγορη αποκατάσταση
επιστροφή στο πεδίο της μάχης
729
Η στρατιωτική εμπειρία (Gillespie 1941, Σκούρας 1942) έδειξε ότι αντί να στέλνεται ο
στρατιώτης σε μακρινά ιδρύματα και να του κολλάνε διάφορες ταμπέλες, ήταν προτιμότερο
να αντιμετωπίζεται στον χώρο της υπηρεσίας του. Ακόμη έδειξε τη χρησιμότητα της πρώιμης
διάγνωσης και της ταχείας θεραπείας, μείωσε το στίγμα της ψυχικής νόσου και απέδειξε ότι η
ψυχική νόσος είναι δυνατόν να προκληθεί από ψυχική και σωματική καταπόνηση και, όπως
κάθε άλλη νόσος, μπορεί να αντιμετωπισθεί με έγκαιρη διάγνωση και ενεργητικές
θεραπευτικές παρεμβάσεις. Η προσδοκία της ανάρρωσης και οι τεχνικές της ενεργού
θεραπείας μεταφράσθηκαν σε χρήσιμες εμπειρίες. Παρά το ότι αυτές οι εμπειρίες
γεννήθηκαν στο πεδίο της μάχης, μέσα από στρατιωτικές επιχειρησιακές ανάγκες, είχαν
μεγάλη επίδραση και επιπτώσεις στην υπόλοιπη, μη στρατιωτική ψυχιατρική· εφεξής, η αρχή
της θεραπείας όσο το δυνατόν πιο κοντά στον χώρο των υποχρεώσεων ή της κατοικίας του
ασθενούς απετέλεσε τον θεμελιώδη λίθο της κοινωνικής ψυχιατρικής.
Μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στο γενικότερο κλίμα αισιοδοξίας
λόγω των μεγάλων πολιτικών, πολιτιστικών και κοινωνικών ανακατατάξεων, σημειώθηκε μια
αποφασιστική στροφή στην ποιότητα και στον χαρακτήρα της ψυχιατρικής περίθαλψης.
Κύρια γνωρίσματά της ήσαν η εγκατάσταση ψυχιατρικών υπηρεσιών στην κοινότητα και η
συρρίκνωση των ασύλων. Άμεσοι συντελεστές αυτής της στροφής ήσαν η ανάπτυξη των
ψυχοτρόπων φαρμάκων, η επισήμανση του ρόλου του ψυχικού παράγοντα στις σωματικές
νόσους με τη συνεπαγόμενη ανάγκη αμφίδρομης και στενής συνεργασίας μεταξύ των
ψυχιάτρων και των ιατρών των άλλων ειδικοτήτων (Cawley and McLehlan 1973) και το
αίτημα για αρτιότερα εκπαιδευτικά προγράμματα απευθυνόμενα στο νοσηλευτικό
προσωπικό, στους φοιτητές και στους ιατρούς όλων των ειδικοτήτων στο Γενικό Νοσοκομείο.
Ο αντιαυταρχικός, ανθρωπιστικός, φιλελεύθερος και ριζοσπαστικός χαρακτήρας των ιδεών
της δεκαετίας του ’40, καθώς και η συνεχώς αυξανομένη αναγνώριση της σημασίας που έχει
η κοινωνική εμπειρία στις διαδικασίες μάθησης, επικοινωνίας και συμπεριφοράς,
συνετέλεσαν στην ανάπτυξη νέων προτάσεων για τη λύση του προβλήματος της ψυχιατρικής
φροντίδας και νοσηλείας. Καινούργιες αντιλήψεις μπήκαν σε δοκιμασία, όπως η τομεοποίηση
στο Παρίσι (Μαρτινίδης 1972) ή οι θεραπευτικές κοινότητες, τα κέντρα ημέρας και οι
ψυχιατρικές κλινικές στα Γενικά Νοσοκομεία (ΨΚΓΝ) στην Αγγλία. Στη Σουηδία, από το 1963
μέχρι το 1978 ο αριθμός των κρεβατιών στα ψυχιατρεία έπεσε κάτω του μισού, από 27.000
στα 13.000, ενώ ο αριθμός τους στις ΨΚΓΝ διπλασιάστηκε, από 1.984 στα 4.368 (Perris
1983). Αλλά και στις ΗΠΑ από το 1945 μέχρι το 1963 ο αριθμός των ΨΚΓΝ αυξήθηκε από 40
σε 500 (Greenhill 1979).
Κατά τη δεκαετία του ’70 στην Ιταλία με την πίεση του κινήματος Democratia Psychiatrica
υπό την καθοδήγηση του Franco Basaglia και άλλων ψυχιάτρων αναμορφώνεται ριζικά η
νομοθεσία και το σύστημα παροχής υπηρεσιών, με κύριο άξονα την αποασυλοποίηση,
δημιουργώντας νέες προοπτικές αλλά και προβλήματα. Κατά την ίδια περίοδο κυρίως στην
Αγγλία (Laing, Cooper) και λιγότερο στις ΗΠΑ (Szasz) αναπτύχθηκε ένα ρεύμα που, μέσα
από μια μαχητική και πολλές φορές υπερβολική επιχειρηματολογία, έθεσε σε αμφισβήτηση
ολόκληρη την υποδομή, τη μεθοδολογία και την ορολογία της ψυχιατρικής, ακόμη και την ίδια
730
την ψυχιατρική νόσο, αφού κατά την άποψη των υποστηρικτών του ο ψυχιατρικός ασθενής
είναι απλώς διαφορετικός και η λεγόμενη ψυχική νόσος είναι μια φυγή, ένα ταξίδι προς την
ωριμότητα. Το ρεύμα αυτό με αφετηρία την εξιστενσιαλιστική φιλοσοφία εξελίχθηκε ως
ολοκληρωμένο αντιψυχιατρικό κίνημα υποστηρίζοντας ότι δεν είναι άρρωστος ο άνθρωπος
αλλά η κοινωνία. Οι οπαδοί του εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση κατά της ασυλιακής και
ιδρυματικής ψυχιατρικής, την οποία χαρακτήρισαν κατασταλτικό θεσμό, πανίσχυρο μέσο
κοινωνικού ελέγχου, σύστημα ταξινόμησης, ιστορικό δόγμα, θρησκεία μεταμφιεσμένη σε
επιστήμη εξοπλισμένη με αυταρχικές μεθόδους, όπως ψυχοφάρμακα, ηλεκτροσόκ και άλλες
μορφές φανερής ή συγκεκαλυμμένης βίας. Κατά τους αντιψυχιάτρους το άσυλο αντιμετωπίζει
τους ασθενείς περισσότερο σαν ενοχλητικά αντικείμενα παρά σαν πάσχοντες ανθρώπους,
αυξάνει την αποδιοργάνωση της προσωπικότητάς τους και επιτείνει την αποξένωση από το
περιβάλλον τους.
Κατά τη δεκαετία του ’80, μέσα σε ένα κλίμα καταπληκτικών και ραγδαία
αλληλοδιαδεχόμενων ανακαλύψεων στον τομέα των νευροεπιστημών, το ρεύμα των
αντίρροπων ιατροκεντρικών και βιολογικών αντιλήψεων αποκτά μεγάλη δύναμη και το κύρος
των θεωρητικών αρχών της κοινωνικής ψυχιατρικής αρχίζει να κλονίζεται. Αντίθετα, η
πρακτική της πλευρά, η κοινοτική ψυχιατρική, με την ανάπτυξη πλήθους υπηρεσιών
παροχής ψυχικής υγείας, κυρίως ψυχιατρικών κλινικών στα Γενικά Νοσοκομεία, Κέντρων
Ψυχικής Υγείας και μονάδων κοινωνικής επανένταξης στην κοινότητα γνώρισε, και συνεχίζει
να γνωρίζει, μεγάλη άνθηση.
Για να γίνει κατανοητή η εξέλιξη του ρεύματος της κοινωνικής ψυχιατρικής πρέπει να
εξετασθούν οι στάσεις της κοινωνίας απέναντι στην ψυχική νόσο, καθώς και οι αντιλήψεις της
για την προέλευση, την αιτιολογία και τους τρόπους αντιμετώπισής της. Και αυτό γιατί οι
θεραπευτικές επιλογές και η γενικότερη αντιμετώπιση του ασθενούς δεν καθορίζονται
αυστηρά μόνο από την επιστημονική και ιατρική γνώση της εκάστοτε εποχής αλλά και από
την εξελικτική φάση στην οποία βρίσκεται η κοινωνία και το πλέγμα των ιδεολογιών που την
κατευθύνουν.
ψυχιατρεία χτίστηκαν έξω από τις πόλεις, και αυτό συνέβαλε στην καλλιέργεια της ιδέας του
εξοστρακισμού τού ψυχικώς πάσχοντα.
Η εικόνα του ψυχικώς πάσχοντος, συνήθως σχιζοφρενούς, συγκροτείται από ένα
πλέγμα εσφαλμένων αντιλήψεων, προκαταλήψεων, μύθων και ρατσισμού και παρουσιάζεται
με τέτοιον τρόπο ώστε να προκαλεί φόβο, οίκτο ή απέχθεια. Ο σχιζοφρενής: είναι βίαιος και
επικίνδυνος, τεμπέλης και ανεύθυνος, ανίκανος να πάρει λογικές αποφάσεις για τη ζωή του,
ανίκανος να εργαστεί, απρόβλεπτος, ενώ είναι δυνατόν να μεταδώσει την τρέλα στους
άλλους. Όχι μόνον ο ψυχικώς πάσχων είναι επικίνδυνος αλλά και ο δράστης πράξεων
βίαιων, αλλόκοτων ή απεχθών θα πρέπει να είναι ψυχοπαθής, ανισόρροπος, παρανοϊκός, να
έχει ψυχολογικά προβλήματα ή να παίρνει ψυχοφάρμακα. Η άποψη ότι η σχιζοφρένεια
οφείλεται σε λάθη ανατροφής των γονέων είναι δυνατόν να στιγματίσει και να ενοχοποιήσει
ολόκληρη την οικογένεια.
Η ροή της ενημέρωσης δεν γίνεται σήμερα μόνο από τους κλασικούς θρησκευτικούς ή
θεσμικά πολιτιστικούς παράγοντες, αλλά από μηχανισμούς μεγάλης ισχύος ως προς τη
δυνατότητα κατασκευής ιδεών, απόψεων και στάσεων, όπως το ραδιόφωνο, η τηλεόραση ο
ημερήσιος τύπος και τα βιβλία. Η κάλυψη θεμάτων ψυχικής υγείας από τα ΜΜΕ συχνά
αντικατοπτρίζει την παρεξηγημένη αντίληψη που υπάρχει στην ευρύτερη κοινωνία γύρω από
αυτά τα προβλήματα (Stuart 2003). Στιγματογόνοι παράγοντες δεν είναι μόνο οι σχετιζόμενοι
με την άγνοια και τις προκαταλήψεις, κυρίως στα χαμηλά μορφωτικοκοινωνικά στρώματα,
αλλά και άλλοι, οπωσδήποτε δυσδιάκριτοι. Έχει βρεθεί ότι οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες
ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανομένων και των ψυχιάτρων, αποτελούν πανίσχυρη
στιγματογόνο κοινωνική ομάδα (Lauber et al 2006). Ίσως οι ψυχίατροι δεν θα πρέπει να
συμμετέχουν στις εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού κατά του στίγματος, αφού τα ευρήματα
δείχνουν ότι αποτελούν την πρωτοπορία στις ομάδες με τις στερεότυπες στιγματογόνες
προκαταλήψεις.
Περιεχόμενο και πρακτική της κοινωνικής ψυχιατρικής. Η προσωπική ιστορία του κάθε
ανθρώπου είναι στην πραγματικότητα ιστορία αλληλεπιδράσεων με το κοινωνικό περιβάλλον
από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι τον θάνατό του. Η κοινωνία είναι πάντα παρούσα κατά
την εγκυμοσύνη, τη γέννηση, την παιδική και εφηβική ηλικία, το γήρας, παρέχοντας στον
καθένα διαφορετικούς κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς ρόλους. Εξεταζόμενη είτε
από τη σκοπιά του ατόμου είτε από τη σκοπιά του είδους η ψυχοπαθολογία αποκαλύπτει
πάντοτε, με τη μία ή την άλλη μορφή, την επίδραση της κοινωνικής ζωής σε τέτοιο σημείο
μάλιστα που, από θεωρητική τουλάχιστον σκοπιά, η ψυχιατρική να μη μπορεί παρά να είναι
ταυτόχρονα ατομική και κοινωνική.
Δεν υπάρχει μια αποσαφηνισμένη και καθολικά αποδεκτή περιγραφή των ορίων της
κοινωνικής ψυχιατρικής (Bell and Spiegel 1960, Priebe and Finzen 2002), στο περιεχόμενο
της οποίας περιλαμβάνονται δραστηριότητες από την οργάνωση ψυχιατρικών υπηρεσιών σε
κοινοτικό επίπεδο μέχρι την καθαρή έρευνα. Ο Μαδιανός (1980) επιχείρησε μια περιγραφή
της και προσδιόρισε πέντε θεμελιώδη συγκροτήματα χαρακτηριστικών:
732
1. Η κοινωνική ψυχιατρική προκύπτει από τη σύζευξη του κοινωνικού και της ψυχιατρικής
και ασχολείται με περιβαλλοντικές και κοινωνικές παραμέτρους που σχετίζονται με την
αιτιολογία, τη διάγνωση, τη θεραπεία και την πρόληψη των ψυχικών διαταραχών.
2. Αναπτύσσει κατάλληλα όργανα έρευνας για να ερμηνεύσει την ψυχοβιολογική και την
κοινωνικοπολιτιστική απαρτίωση του ανθρώπου, διερευνά σημαντικούς παράγοντες της
οικογένειας και της κοινωνίας που επιδρούν στην προσαρμογή ατόμων και ομάδων,
εξετάζει συστηματικά τις σχέσεις ατόμου και κοινωνίας και εφαρμόζει τις γνώσεις αυτές
στην πράξη, δηλαδή στην πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία.
3. Ενδιαφέρεται για την επίπτωση και τον επιπολασμό των ψυχικών παθήσεων και
διερευνά τους κοινωνικοπολιτιστικούς παράγοντες που έχουν πιθανή σημασία στην
αιτιολογία και στη δυναμική τους.
4. Έχει σφαιρική θεώρηση των αιτιολογικών παραγόντων και εκδηλώσεων της ψυχικής
νόσου, την οποία συμπληρώνει με τη βοήθεια των άλλων επιστημών του ανθρώπου και
της συμπεριφοράς, όπως η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία, η ψυχολογία, η
κυβερνητική, ο μπηχαβιορισμός, η ηθολογία κ.λπ.
5. Δεν ξεφεύγει από τις αρχές της κλασικής κλινικής ψυχιατρικής, με την έννοια ότι
αποδέχεται τη βιολογική υπόσταση της ψυχικής νόσου, αλλά εστιάζεται στις ιστορικές και
στις κοινωνικοπολιτιστικές συνθήκες εντός των οποίων αναπτύσσεται το άτομο στον
συγκεκριμένο κοινωνικό του χώρο, και με βάση αυτά τα δεδομένα διερευνά τους
τρόπους αντιμετώπισης της ψυχικής νόσου.
Μερικά από τα ζητήματα που περιλαμβάνονται στο πλαίσιο μελέτης της κοινωνικής
ψυχιατρικής είναι τα ακόλουθα: ομάδες ατόμων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ευάλωτοι
πληθυσμοί, φυλετικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές μειονότητες, κοινωνική κινητικότητα,
μετανάστευση, φτώχεια, περιθωριακότητα, κοινωνική αποδιοργάνωση, ο ρόλος της ταξικής
διαστρωμάτωσης στην ανάπτυξη της νόσου, η επίδραση της γρήγορης πολιτιστικής αλλαγής.
Η κοινωνική ψυχιατρική τοποθετεί τόσο τον ασθενή όσο και τη θεραπεία πάνω σε βάσεις
κοινωνικές. Απορρίπτει την ασυλιακή θεραπεία, προτείνει υπηρεσίες όπως το Κέντρο
Ψυχικής Υγείας και την ψυχιατρική κλινική στο Γενικό Νοσοκομείο. Η παρέμβαση συνίσταται
σχεδόν πάντοτε σε έναν συνδυασμό φαρμακευτικών, ψυχοθεραπευτικών και
κοινωνιοθεραπευτικών μέσων, με έμφαση στα τελευταία, ανάλογα και με την ιδιαιτερότητα
της κάθε περίπτωσης. Ο ασθενής είναι μέλος της κοινότητας με πλήρη δικαιώματα και σε
περίπτωση νοσηλείας η απομάκρυνση από το σπίτι του είναι προσωρινή και μόνο για λόγους
θεραπευτικούς. Άσχετα από την πρόοδο στη φαρμακευτική, βιοχημική, νευροφυσιολογική ή
γενετική πλευρά της ψυχιατρικής, πρέπει να κρατηθεί αμείωτη η διαπροσωπική επαφή με
τον ασθενή. Η ψυχιατρική διαγνωστική, προγνωστική και θεραπευτική, πρέπει να είναι και
κοινωνική. Να δίδεται η ανάλογη έμφαση στη μελέτη του συστήματος των σχέσεων του
ασθενούς με το περιβάλλον του, με την οικογένεια και την εργασία και τα ευρήματα να
συσχετίζονται με την προσωπική του ιστορία. Ακόμη να εξετάζεται προσεκτικά η ποιότητα
του φυσικού και ψυχοκοινωνικού περιβάλλοντος, καθώς και τα οικονομικά και πολιτιστικά
δεδομένα του παρελθόντος και του παρόντος του ασθενούς.
Τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές πλευρές της κοινωνικής ψυχιατρικής έχουν επισημανθεί
επαρκώς (Μάνος 1979).
Θετικές πλευρές:
Με ανθρωπιστικό και κοινωνικό πνεύμα η ψυχιατρική στο σύνολό της στράφηκε
ενεργητικά προς τον άνθρωπο και το άμεσο περιβάλλον του, την κοινότητα.
Έγιναν προσπάθειες εξανθρωπισμού των ασύλων από απόψεως διαμονής, χειρισμού
των ασθενών κ.λπ.
Το μεγάλο ψυχιατρικό ίδρυμα έδωσε προοδευτικά τη θέση του στην ψυχιατρική κλινική
του Γενικού Νοσοκομείου και στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκαν
δίκτυα υπηρεσιών αποκαταστάσεως σε μια προσπάθεια να πριμοδοτηθούν η
υπευθυνότητα και η κοινωνικότητα του ασθενούς και να βοηθηθεί στην επαγγελματική
του αποκατάσταση.
733
Ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα. Κατά τη δεκαετία του 1980 με την ψήφιση του
(ιστορικού πλέον) Νόμου 815/84 άρχισε στην Ελλάδα μια μεγάλη προσπάθεια
αναδιοργάνωσης του δημόσιου συστήματος παροχής ψυχιατρικών υπηρεσιών, η οποία
συνεχίζεται μέχρι σήμερα (Μαδιανός 2002). Τη μεταρρυθμιστική αυτή προσπάθεια επέβαλαν
όχι μόνο η άθλια κατάσταση της παρεχόμενης περίθαλψης αλλά και οι προσπάθειες του
κράτους να κατευνάσει τη διεθνή κατακραυγή κατά της Ελλάδος ύστερα από τα
συγκλονιστικά ρεπορτάζ των διεθνών ΜΜΕ από τα άσυλα του Δαφνιού και της Λέρου.
Κεντρικοί στόχοι της ήσαν η δημιουργία και η αποκέντρωση υπηρεσιών ψυχικής υγείας
μέσω της εγκατάστασης Κέντρων Ψυχικής Υγείας στην κοινότητα και της ίδρυσης
ψυχιατρικών κλινικών στα Γενικά Νοσοκομεία, η συρρίκνωση του παραδοσιακού ασύλου και
η αποϊδρυματοποίηση των τροφίμων με την παροχή εναλλακτικής στέγασης και φροντίδας,
και η εκπαίδευση του ιατρικού και του νοσηλευτικού προσωπικού ώστε να ανταποκριθεί στις
απαιτήσεις της αναμόρφωσης. Η εγκατάσταση της ψυχιατρικής στο Γενικό Νοσοκομείο ήταν
η σημαντικότερη εξέλιξη, αφού εγκαινίασε μια καινούργια περίοδο συνεργασίας της
ψυχιατρικής με τις άλλες σωματικές ιατρικές ειδικότητες. Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση είχε
734
κάποιες επιτυχίες σε όλους τους στόχους της (Σαραντίδης και Τριποδιανάκης 1990).
Μειώθηκε ο αριθμός των ψυχιατρείων, σε αυτά που έμειναν έγιναν σοβαρές παρεμβάσεις
εξανθρωπισμού τους, ιδρύθηκαν μερικές Ψυχιατρικές Κλινικές σε Γενικά Νοσοκομεία καθώς
και Κέντρα Ψυχικής Υγείας, αλλά ο δρόμος που απομένει είναι ακόμη μακρύς. Η
τομεοποίηση των ψυχιατρικών υπηρεσιών δεν έχει ακόμη αρχίσει και η πρωτοβάθμια
φροντίδα δεν έχει αναλάβει το μερίδιό της στην αντιμετώπιση ψυχιατρικών προβλημάτων του
πληθυσμού. Οι εναλλακτικές του ψυχιατρείου υπηρεσίες καλύπτουν ποσοστά πολύ
κατώτερα των απαιτούμενων. Οι δομές στεγαστικής και εργασιακής αποκατάστασης
βρίσκονται ακόμη σε πολύ πρώιμο στάδιο. Επειδή τα προγράμματα που εκδιπλώνονται στο
πλαίσιο της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση
και την ελληνική πολιτεία, η απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων έχει επείγοντα
χαρακτήρα, με αποτέλεσμα τα προγράμματα να εκχωρούνται με μεγάλη ευκολία σε ιδιωτικές
εταιρείες (κερδοσκοπικές ή μη), οι οποίες είναι ταχύτερες και πλέον ευέλικτες από τον
δημόσιο τομέα. Έτσι παρατηρείται μια έρπουσα ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών
ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης (Μάτσα 2003). Βέβαια οι αξονικές ψυχιατρικές υπηρεσίες
(Κέντρα Ψυχικής Υγείας και Ψυχιατρικές Κλινικές στα Γενικά Νοσοκομεία) δεν είναι στο
βεληνεκές των δυνατοτήτων των ιδιωτικών εταιρειών, οι οποίες τελικώς σπαταλούν χρήματα
σε δευτερεύουσας σημασίας υπηρεσίες. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ψυχιατρική
μεταρρύθμιση εκτός από το πλήθος των δυσκολιών που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει,
καλείται επίσης να αντιπαλέψει τις φοβίες και να κάμψει τη δυσανεκτικότητα του γενικού
πληθυσμού, ο οποίος τείνει να υπονομεύει ακατάπαυστα την αποϊδρυματοποίηση και την
εγκατάσταση υπηρεσιών στην κοινότητα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΑΔΙΑΝΟΣ Μ. (1980). Κοινωνική Ψυχιατρική: Ιστορική ανασκόπηση, ορισμός και ιδεολογία. Εγκέφαλος, 17:159-
163.
ΜΑΔΙΑΝΟΣ Μ. (2002). Η ψυχιατρική περίθαλψη στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Ψυχιατρική 13(4):297-300.
ΜΑΝΟΣ Ν. (1979). Κριτική της Κοινωνικής Ψυχιατρικής και προοπτικές της. Ιατρική, 36:394-398
ΜΑΡΤΙΝΙΔΗΣ Π. (1972). Οι “απελευθερώσεις” της τρέλλας. Sectorisation, ένα πρόσφατο παράδειγμα.
ΜΑΤΣΑ Κατερίνα. (2003). Το εγχείρημα της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης. Το πολιτικό πλαίσιο. Τετράδια
Ψυχιατρικής 83:21-24.
ΣΑΡΑΝΤΙΔΗΣ Δ, ΤΡΙΠΟΔΙΑΝΑΚΗΣ Ι. (1990). Ψυχιατρική Περίθαλψη στην Ελλάδα. Έτος 1987. Επιθ Υγείας
Σεπτ-Οκτ 1990:52-58.
ΣΚΟΥΡΑΣ Φ. (1942). Το Άγχος και αι Πολεμικαί Ψυχώσεις. Αθήναι.
ΤΟΜΑΡΑΣ Β, ΣΤΕΦΑΝΗΣ Κ. (1987). Κοινοτική Ψυχιατρική: Οι αρχές και οι εφαρμογές της. Αρχεία Ιατρικής
4:146-154.
APPEL JW. (1946). Incidence of neuropsychiatric disorders in the U.S. Army in World War II. Am. J. Psychiatry
102:433
BELL N, SPIEGEL J. (1960). Social Psychiatry. Vagaries of a term. Arch Gen Psychiatry 337-345
CAWLEY R, McLACHLAN G. (1973). Policy for action: A symposium on the planning of a comprehensive District
Psychiatric Service. London. Oxford Univ. Press.
DURKHEIM E. (1897). Suicide. A Study of Sociology. The Free Press reprint 1997.
GALACHYAN A. (1968). Soviet Psychiatry. In: Kiev (ed.) Psychiatry in the Communist World. Science House.
New York.
GILLESPIE R. (1941). Psychological effects of war on citizen and soldier. Norton.
GOFFMAN E. (2001). Στίγμα. Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
GREENHILL MH. (1979). Psychiatric units in general hospitals. Hospital and Community Psychiatry, 30:169-182.
JARVIS E. (1866). Influence of distance from and nearness to an insane hospital on its use to people. Am. J.
Insan. 22:361.
LAUBER C, NORDT C, BRAUNSCHWEIG C, RÖSSLER W. (2006). Do mental health professionals stigmatize
their patients? Acta Psychiatr Scand 113 (suppl 429):51-59.
PERRIS C. (1983). Integration of a mental hospital and a university department of psychiatry at a general hospi-
tal. Five years follow-up. Proceedings of the International Congress on General Hospital Psychiatry, Madrid,
Spain. (eds. JJ Lopez-Ibor Jr et al.) Excerpta Medica, Amsterdam.
PRIEBE S, FINZEN A. (2002). On the different connotations of social psychiatry. Soc Psychiatry Psychiatr Epi-
demiol 37:47-49.
ROTHMAN D. (1971) The Discovery of asylum. Little Brown, Boston.
SCOTT EP. (1977). The Right to Refuse Treatment. A Developing Legal Concept. Hosp. Community Psychiatry
28:372.
STUART H. (2003). Stigma and the Daily News: Evaluation of a Newspaper Intervention. Can J Psychiatry,
48:10(651-656).
735
Η ιδεολογία των «σύγχρονων» συστημάτων οργάνωσης της υγείας βασίζεται στο αξίωμα ότι
η υγεία είναι υποχρέωση της κοινωνίας και εκπορεύεται από την αναγκαιότητα συμμετοχής
της κοινωνίας, ως συνόλου, στη διαφύλαξη και στην προστασία της υγείας των μελών της. Η
736
οικονομική φιλοσοφία που τα στηρίζει εκπορεύεται από το φάσμα των απόψεων εκείνων που
υποστηρίζουν κάποια μορφή κρατικού παρεμβατισμού (κράτος πρόνοιας). Η οργάνωση του
συστήματος πηγάζει από την κρατική ευθύνη και εκφράζεται μέσω ενός κρατικού φορέα ο
οποίος προσφέρει προπληρωμένη κάλυψη για την ταχύτερη και χωρίς γραφειοκρατικούς
περιορισμούς εξυπηρέτηση του ασθενούς. Κεντρικό πρόβλημα του όλου θέματος είναι ότι
όσοι έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη από τις φροντίδες των υπηρεσιών υγείας ανήκουν σε μη
ευνοημένες κοινωνικές ομάδες με χαμηλές αυτοχρηματοδοτικές δυνατότητες (γέροι, φτωχοί,
μετανάστες). Τα σύγχρονα συστήματα δίδουν προτεραιότητα στην πρόληψη και στην
κάλυψη των αναγκών όλου του πληθυσμού. Το κράτος πρόνοιας, έστω και αν κοστίζει, είναι
ηθικό αίτημα στη σύγχρονη κοινωνία, ένα αίτημα που η πραγματοποίησή του είναι τεχνικά
εφικτή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα «σύγχρονου» (ηλικίας άνω των 60 ετών) συστήματος
περίθαλψης, παρά την υπονόμευση που έχει υποστεί, είναι το Εθνικό Σύστημα Υγείας του
Ηνωμένου Βασιλείου. Το κοινωνικό κράτος δεν αποτελεί εκδήλωση φιλανθρωπίας αλλά
εισάγει μια ιδιαίτερη κατηγορία δικαιωμάτων στα οποία το άτομο έχει πρόσβαση ακριβώς
επειδή είναι μέλος της κοινωνίας. Το κράτος πρόνοιας, έκφραση της ευρωπαϊκής αντίληψης
για τον χειρισμό προβλημάτων υγείας, βρίσκεται τα τελευταία χρόνια κάτω από ισχυρή πίεση
αντίρροπων δυνάμεων: των ελλείψεων στις χρηματοδοτήσεις ως αποτέλεσμα της γήρανσης
του πληθυσμού, της επέκτασης της ασταθούς απασχόλησης και της ανεργίας από τη μια, και
της ιδεολογικής κυριαρχίας της έννοιας της συρρίκνωσης του κράτους, της απόλυτης
κυριαρχίας του καπιταλισμού από την άλλη (Πετμεζίδου 2004).
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι ψυχιατρικές υπηρεσίες άλλαξαν προσανατολισμό: από την
οργάνωση ιδρυμάτων για χρόνια και κουστωδιακή νοσηλεία, στην οργάνωση κοινοτικών
υπηρεσιών για εξωτερικούς ασθενείς. Κατά παράδοξο τρόπο (Mollica 1983, Thornicroft and
Tansella 2004) αυτό είχε σαν συνέπεια τη μεγάλη διόγκωση της χρήσης ψυχιατρικών
υπηρεσιών και την εμφάνιση σημείων πτώσης στην ποιότητα της φροντίδας. Διάφοροι
παράγοντες, όπως απόπειρες αποϊατρικοποίησης των υπηρεσιών και αλληλοκάλυψη ρόλων
μεταξύ των ψυχιάτρων και των παραψυχιατρικών επαγγελμάτων (κοινωνικοί λειτουργοί,
ψυχολόγοι), βρίσκονται στη ρίζα αυτού του φαινομένου μαζί με άλλα στοιχεία, όπως η
υπερέμφαση που δόθηκε στην κοινωνική μεταρρύθμιση και η συνακόλουθη αντικατάσταση
των ιατρικών όρων από πολιτικούς.
Η καλά εδραιωμένη άποψη ότι ο δημόσιος τομέας παρέχει υπηρεσίες πλήρεις και
αποτελεσματικές σε επίπεδο πολύ ανώτερο του ιδιωτικού ενδεχομένως είναι σωστή, αλλά το
θέμα επιβάλλει ιδιαίτερη μελέτη, διότι δεν ταυτίζονται οι πληθυσμοί των ασθενών που
καλύπτονται από αυτούς τους φορείς σε νοσολογικό επίπεδο αλλά ούτε σε οικονομικό,
κοινωνικό και μορφωτικό, ιδιαίτερα στον τομέα της ψυχικής υγείας. Κατά τις πρώτες
μεταπολεμικές δεκαετίες, μέσα σε ένα κλίμα έντονα συνθηματολογικό, ο δημόσιος τομέας
κυριαρχήθηκε από μια όλο και ισχυρότερη τάση αποϊατρικοποίησης, απομάκρυνσης από τις
ψυχοβιολογικές προσεγγίσεις στη διάγνωση και στη θεραπεία και προσκόλλησης σε ένα
μοντέλο μονόπλευρα κοινωνικό. Οι συνέπειες αυτής της στροφής για την ψυχιατρική ως
συνολική ειδικότητα δεν έχουν εκτιμηθεί ακόμη, διότι δεν έχει αποκατασταθεί το απαιτούμενο
κλίμα νηφαλιότητας. Εκείνο που φαίνεται να έχει κάποιο ενδιαφέρον είναι ότι κατά τον
σχεδιασμό των υπηρεσιών τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήσαν ιατρικά και κλινικά
αλλά μάλλον πολιτικά και ιδεολογικά.
των Κέντρων Υγείας και των ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι συνεχώς εναλλάσσονται,
δεν τηρείται φάκελος νοσηλείας με πλήρες ιστορικό, με αποτέλεσμα η ψυχιατρική
παρακολούθηση να είναι σχεδόν ανέφικτη. Ποιες είναι οι συχνότερες ψυχιατρικές διαταραχές
στην ΠΦΥ; Σε μια έρευνα που διενεργήθηκε στην περιοχή Ιωαννίνων (Φωτιάδου και συν
2003), μελετήθηκαν 1.128 ασθενείς που παρουσιάστηκαν για ψυχιατρική εξέταση σε Κέντρα
Υγείας του Νομού κατά την τριετία 2000-2002. Επρόκειτο για ασθενείς ηλικίας 18-83 ετών
(μέση ηλικία 47,4 έτη), κυρίως γυναίκες (65%). Από τα άτομα που εξετάστηκαν παρουσίαζαν:
Αγχώδεις διαταραχές 25%, Σωματόμορφες διαταραχές 20%, Κατάθλιψη 12%, Διαταραχή
προσωπικότητας 8%, Αλκοολισμό 7%, Διαταραχές προσαρμογής 5%, Ουσιοεξαρτήσεις 4%,
Ψυχαναγκαστική διαταραχή 2%, Διπολική διαταραχή 1,5%, Σχιζοφρενική διαταραχή 1,2%. Οι
υπόλοιποι (ποσοστό 14,3%) προσήρχοντο με αιτήματα κοινωνικο-οικονομικά, κυρίως για
έκδοση συντάξεων ή βοηθημάτων. Παρόμοια στοιχεία βρίσκει κανείς και σε διεθνείς
επιδημιολογικές μελέτες.
3. Οι υποστηρικτές των ΚΨΥ κάνουν έντονη και πολλές φορές άδικη κριτική στο ιατρικό
μοντέλο και έτσι προκαλούν μεγάλη μείωση του αριθμού των ψυχιάτρων που εργάζονται
σε αυτά, ενώ αυξάνεται ο αριθμός των ψυχολόγων και των κοινωνικών λειτουργών.
4. Οι θεραπευτικές ομάδες στα ΚΨΥ παρουσίασαν προβλήματα σύγχυσης ταυτοτήτων και
ρόλων, με αποτέλεσμα να αναδυθούν φαινόμενα ανταγωνισμού σε ένα κλίμα
ισοπεδωτικό με πλήρη, πολλές φορές, έλλειψη καθοδήγησης.
5. Μερικοί έφθασαν στο σημείο να εκφράζουν αμφιβολίες για το αν τα ΚΨΥ αποτελούν
πράγματι τμήμα του συστήματος υγείας και όχι του συστήματος παροχής κοινωνικών
υπηρεσιών, υποστηρίζοντας ότι ξέφυγαν από τον θεραπευτικό τους προσανατολισμό και
μετατράπηκαν σε κοινωνικές λέσχες.
6. Ο πληθυσμός, όταν είναι σε θέση να διαλέξει μεταξύ ΚΨΥ και άλλων ψυχιατρικών
υπηρεσιών (όπως π.χ. η ψυχιατρική κλινική στο Γενικό Νοσοκομείο), τότε δηλώνει
χαμηλά επίπεδα προτίμησης στο ΚΨΥ.
Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ψυχιατρική
ως φροντίδα ασθενών αλλά και ως εκπαίδευση ιατρών ήταν περιορισμένη κυρίως στα
άσυλα, τα οποία, καθώς ήσαν πλημμυρισμένα από εξαθλιωμένους ασθενείς, ολότελα
παραμελημένους και στοιβαγμένους τον έναν πάνω στον άλλον, είχαν καταντήσει
περισσότερο τόποι κουστωδιακής κατακράτησης και λιγότερο χώροι θεραπείας και μελέτης
της ψυχιατρικής νόσου. Νευρωσικοί, ψυχοσωματικοί ή εξαρτημένοι από ουσίες ασθενείς δεν
είχαν ελπίδα να ενταχθούν σε ένα σοβαρό θεραπευτικό πρόγραμμα, αφού ο μόνος δρόμος
νοσηλείας ήταν αυτός που οδηγούσε στο άσυλο. Ορισμένα ψυχιατρικά περιστατικά
νοσηλεύονταν χωρίς συστηματικότητα και σποραδικά σε νευρολογικές και παθολογικές
κλινικές, σε ένα περιβάλλον από κάθε άποψη ελάχιστα ευνοϊκό για τους ασθενείς. Όσο για
τους πάσχοντες από σωματικές παθήσεις νοσηλευόμενους στα Γενικά Νοσοκομεία που
παρουσίαζαν ψυχιατρικά προβλήματα, η πιο κατάλληλη έκφραση θα μπορούσε να είναι
«πλήρης εγκατάλειψη μέσα στην άγνοια». Η ψυχιατρική είχε σχεδόν αποκοπεί από τον
κορμό της ιατρικής και, όσο πιο πολύ προσηλωνόταν σε ψευδοφιλοσοφικούς στοχασμούς
και θεωρητικολογίες, τόσο περισσότερο έχανε την επαφή της με την κλινική ουσία της
ψυχιατρικής νόσου. Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είχαν είτε
μονότροπη βιολογική είτε μονότροπη ψυχολογική διάσταση, ενώ το φυσικό και το κοινωνικό
περιβάλλον μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η νόσος και πραγματοποιείται η θεραπεία δεν
λαμβάνονταν καθόλου υπ’ όψιν, παρά το ότι ήταν γνωστό ότι η ψυχιατρική νόσος αντανακλά
ποικίλους συνδυασμούς βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων και ότι οι
βιωματικές εμπειρίες του ασθενούς κατά τη θεραπεία μπορεί να επιδράσουν θετικά ή
αρνητικά στην πορεία της νόσου του.
Για πρώτη φορά το 1949 σε νοσοκομείο του Μάντσεστερ λειτούργησε μια ψυχιατρική κλινική
με δώδεκα κρεβάτια (Carson and Kitching 1949), ύστερα από απόρριψη, εκ μέρους των
αρμόδιων τοπικών αρχών, προτάσεων για ίδρυση νέων ασύλων στην περιοχή (Pickstone,
1989). Από τότε ο θεσμός επεκτάθηκε, και δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν καταθέσει τις
εμπειρίες τους από τη λειτουργία της ΨΚΓΝ (Leyberg 1959, Freeman 1960, Reding and
Maguire 1973, Schwad 1977, Cotton et al 1980). Τα επιχειρήματα κατά της εγκατάστασης
της ψυχιατρικής κλινικής στο ΓΝ είχαν χαρακτήρα κλασικής προκατάληψης και στερούνταν
επιστημονικής σοβαρότητας, γι’ αυτό και δεν άργησαν να παραμεριστούν. Εστιάζονταν
κυρίως σε θέματα όπως η επικινδυνότητα, η πρόκληση ανωμαλιών στην εύρυθμη λειτουργία
του νοσοκομείου, ο αρνητικός αντίκτυπος που θα είχε μια τέτοια εξέλιξη στους ασθενείς και
739
στους συγγενείς τους, αφού υποτίθεται ότι θα κλόνιζε την εν γένει θετική εικόνα τους για το
κλασικό νοσοκομείο· στην ίδια λογική εκινείτο και ο ισχυρισμός ότι το ΓΝ δεν έχει τα αναγκαία
μέσα ούτε μπορεί να εφαρμόσει ειδικές θεραπευτικές αγωγές, ενώ το κατώτερο προσωπικό
δεν είναι ειδικώς εκπαιδευμένο ούτε επαρκεί για την αντιμετώπιση του ψυχιατρικού
περιστατικού. Στην Ελλάδα υπήρχαν ψυχιατρικές κλινικές στα Γενικά Στρατιωτικά
Νοσοκομεία από τη δεκαετία του ’50 (Σούλης 1961). Το ελληνικό νοσοκομείο του Καΐρου
διέθετε επίσης νευρολογικό και ψυχιατρικό τμήμα. Σε πανεπιστημιακό επίπεδο δύο
ψυχιατρικές κλινικές λειτούργησαν αρχικώς στα πανεπιστημιακά νοσοκομεία της
Αλεξανδρούπολης το 1978 και των Ιωαννίνων το 1983 (Κλαδούχος και συν 1991,
Angelopoulos and Liakos 1990, Κανταράκιας 1993). Σήμερα λειτουργούν περί τα 34
ψυχιατρικά τμήματα σε Γενικά Νοσοκομεία, πανεπιστημιακά και μη, ενώ περίπου 15 από
αυτά διαθέτουν μονάδες νοσηλείας.
Περιγραφή. Η ΨΚΓΝ είναι μια κλινική ενσωματωμένη στην κτιριακή, λειτουργική και
διοικητική δομή του Γενικού Νοσοκομείου. Ο χώρος στέγασής της δεν είναι απλό ζήτημα, και
πρέπει οπωσδήποτε να καταπολεμηθεί η τάση κτιριακής περιθωριοποίησης –κάθετης (πολύ
υψηλός όροφος ή υπόγειο) ή οριζόντιας (έξω από το κτιριακό σώμα του νοσοκομείου)– που
ενδεχομένως θα εκδηλωθεί κατά τον σχεδιασμό καινούργιων ΨΚΓΝ στην Ελλάδα. Τάση
κτιριακής περιθωριοποίησης έχει ήδη εκδηλωθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε όλες τις
ΨΚΓΝ, και σε ορισμένες περιπτώσεις το αποτέλεσμα ήταν ο πραγματικός εξοστρακισμός της
κλινικής από το σώμα του νοσοκομείου. Βασικά καθήκοντα μιας ΨΚΓΝ, εκτός από τη
νοσηλεία και την παρακολούθηση των ψυχιατρικών ασθενών και την ψυχιατρική βοήθεια
προς τους σωματικούς ασθενείς των άλλων κλινικών, είναι να συμβάλλει στη διαμόρφωση
μιας βιοψυχοκοινωνικής αντίληψης για τη νόσο, χρήσιμης στον χειρισμό των ψυχιατρικών
προβλημάτων όλων των ασθενών, σωματικών και ψυχιατρικών, και να βοηθήσει στη
βελτίωση της ικανότητας του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού του νοσοκομείου να
αναλαμβάνει και να φροντίζει ασθενείς με ψυχιατρικά συμπτώματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο
κύριοι στόχοι της ΨΚΓΝ είναι η εξέταση και η παρακολούθηση ασθενών στα εξωτερικά
ιατρεία της, η αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών, η βραχεία νοσηλεία, η ανάπτυξη της
διασυνδετικής ψυχιατρικής, η εκπαίδευση και η έρευνα. Λειτουργεί όπως οι άλλες κλινικές σε
24ωρη βάση και καλύπτει τους μόνιμους κατοίκους μιας καθορισμένης γεωγραφικής
περιοχής. Αποκτά σύνδεση με προγράμματα που αφορούν την ψυχική υγεία στην κοινότητα.
Όπου είναι δυνατόν, διαθέτει Κέντρο Ημέρας.
Το εξωτερικό ιατρείο, όταν είναι καλά οργανωμένο, μπορεί να συντελέσει ώστε οι εισαγωγές
να κρατηθούν σε κανονικά επίπεδα και ο χρόνος νοσηλείας να βραχύνει σημαντικά. Σήμερα
κανείς δεν αμφιβάλλει ότι το εξωτερικό ψυχιατρικό ιατρείο στο Γενικό Νοσοκομείο προτιμάται
περισσότερο από κάθε άλλο είδος ψυχιατρικής πρωτοβάθμιας φροντίδας, και οι λόγοι είναι
απλοί: προσιτότητα, ανυπαρξία στιγματισμού, συνεργασία με καλά οργανωμένα εργαστήρια,
δυνατότητα παραπομπής σε άλλα εξωτερικά ιατρεία ή ακόμη και εισαγωγής σε κάποια από
τις κλινικές του νοσοκομείου, αν χρειασθεί. Όλα τα επείγοντα ψυχιατρικά περιστατικά πρέπει
να αντιμετωπίζονται στο εξωτερικό ιατρείο, κυρίως εκείνα που δεν έχουν προηγούμενη
επαφή με κάποια ψυχιατρική υπηρεσία, και κατόπιν να παραπέμπονται στην κλινική για
νοσηλεία ή σε άλλη κατάλληλη ψυχιατρική υπηρεσία. Η κλινική διαθέτει περίπου 25 κλίνες,
αλλά δεν αποκλείεται η ύπαρξη μονάδων με περισσότερες κλίνες. Διαθέτει ακόμη γραφεία
ιατρών και λοιπού προσωπικού, βιβλιοθήκη, αίθουσες συναντήσεων, εστιατόριο και κυλικείο.
Είναι σε ποικίλους βαθμούς ανοιχτή κλινική, αφού οι απόλυτα ανοιχτές κλινικές είναι σπάνιες.
Οι περισσότερες διαθέτουν θάλαμο απομόνωσης, αν και είναι προτιμότερο να μην υπάρχει
απομόνωση, ούτε κιγκλιδώματα στα παράθυρα. Ο θάλαμος απομόνωσης μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για την καλύτερη φροντίδα διεγερτικού ασθενούς, αν και αυτό συνήθως δεν
χρειάζεται, και για τον εγκλεισμό εισαγγελικού ασθενούς. Αν επιτραπεί εγκλεισμός
εισαγγελικού ασθενούς, η κλινική κινδυνεύει να ολισθήσει σε τόπο κατακράτησης και να
απολέσει πολλά από τα θεραπευτικά πλεονεκτήματά της. Σε μια ΨΚΓΝ δεν νοσηλεύονται
ασθενείς που η κατάστασή τους επιβάλλει χρήση περιορισμού με ιμάντες, αλλά αυτό δεν
πρέπει να ισχύει απόλυτα, γιατί έτσι κάποιοι ασθενείς με παροδικές ψυχοκινητικές διεγέρσεις
740
ίσως χάνουν το δικαίωμα μιας νοσηλείας που θα πρέπει κατά τα άλλα να πραγματοποιηθεί
σε ΨΚΓΝ.
Οι ΨΚΓΝ διαφέρουν ως προς τις διαγνωστικές κατηγορίες στις οποίες εμπίπτουν οι ασθενείς
τους και ως προς το είδος των υπηρεσιών που προσφέρουν. Υπάρχουν κλινικές άκρως
επιλεκτικές ως προς τα κριτήρια εισαγωγής, επιδιώκουν νοσηλεία μικρού χρόνου και
προτιμούν συμμορφούμενους, μη ενοχλητικούς και ταχέως ανταποκρινόμενους στη θεραπεία
ασθενείς (Richman and Harris 1985). Φυσικά μια τέτοια πολιτική εξαρτάται από ένα καλά
οργανωμένο σύστημα παροχής ψυχιατρικών υπηρεσιών στην περιοχή ευθύνης της ΨΚΓΝ,
υποστηριζόμενο από ψυχιατρικό ίδρυμα για κάλυψη όλων των αναγκών. Άλλες κλινικές
αναλαμβάνουν μεγαλύτερο μέρος υπηρεσιών με παρακολούθηση οξέων και χρονίων
ασθενών σε ευρύ διαγνωστικό φάσμα, ακόμη και ασθενών που εξέρχονται από άσυλα
(Bachrach 1985). Εκτός από τον κλασικό τρόπο υπάρχουν και άλλοι τρόποι οργάνωσης της
ψυχιατρικής υπηρεσίας στο ΓΝ, όπως οι εξειδικευμένες ψυχοσωματικές κλινικές (Kohle
1983), στις οποίες επικρατεί κλίμα ψυχοδυναμικό, ψυχοκοινωνικό και ψυχαναλυτικό. Επίσης
υπάρχουν συνδυασμένες ψυχιατρικές και ιατρικές μονάδες στον ίδιο χώρο, ιατροψυχιατρικές
μονάδες όπως τις ονόμασαν (Molnar et al 1985), και, σε ένα ακόμη πιο προχωρημένο
επίπεδο, έχει προταθεί η ανάληψη της ευθύνης ορισμένων σωματικών περιστατικών στο
σύνολό τους από ψυχιατρικές κλινικές (Fogel and Goldberg 1983).
Κατά μέγιστο βαθμό η εισαγωγή των ασθενών γίνεται εθελουσίως, δεν αποκλείεται όμως η
ακούσια εισαγωγή. Σχετικά με το ποιοι ασθενείς είναι κατάλληλοι, οι διαγνωστικοί
περιορισμοί δεν ωφελεί να έχουν απόλυτο χαρακτήρα. Πάντως δεν πρέπει να διαφεύγει ότι
τα διαγνωστικά κριτήρια για εισαγωγή έχουν σαφείς επιπτώσεις σε πολλά δεδομένα, όπως
στο είδος των ασθενών που θα αποτελέσουν τον πληθυσμό της κλινικής, στον χρόνο
παραμονής τους, στις θεραπευτικές παρεμβάσεις. Για παράδειγμα, όσο μεγαλύτερος ο
αριθμός των ψυχωσικών ασθενών τόσο ισχυρότερη η πιθανότητα στροφής προς τις
βιολογικές θεραπείες και υποτίμησης των ψυχοθεραπευτικών διεργασιών σε ατομικό και σε
ομαδικό επίπεδο, καθώς και του συμβουλευτικού έργου στις άλλες κλινικές. Επειδή η
επιλογή των ασθενών για εισαγωγή είναι αναπόφευκτη, επείγει η διατύπωση σαφών και
καθολικά αποδεκτών κριτηρίων γι’ αυτήν. Πολλοί θεώρησαν βασικό κριτήριο εισαγωγής την
επαφή του ασθενούς με την πραγματικότητα, την έλλειψη ψυχοκινητικής διέγερσης ή
έκδηλων παραληρημάτων και ψευδαισθήσεων (Ιεροδιακόνου και συν 1982). Άλλοι
(Αγγελόπουλος και συν 1987) πρότειναν το σχήμα: «αν ο ασθενής χρειάζεται νοσηλεία,
ανεξαρτήτως διαγνώσεως και συμπεριφοράς, εισάγεται στην κλινική εφόσον το επιθυμεί ο
ίδιος».
Πρακτικά, η ΨΚΓΝ είναι σε πλεονεκτικότερη θέση από κάθε άλλη ψυχιατρική υπηρεσία να
βοηθήσει ασθενείς με ψυχοσωματικά και σωματόμορφα προβλήματα και να αντιμετωπίσει
όλες τις νευρώσεις και τις διαταραχές προσωπικότητας που χρειάζονται νοσηλεία, τον
αλκοολισμό και άλλες εξαρτήσεις από ουσίες –τουλάχιστον σε κάποια από τα θεραπευτικά
στάδια–, τις καταθλίψεις και τις ποικίλες ψυχωσικές συνδρομές που δεν είναι σε ακραία
διεγερτική φάση και δεν περικλείουν ιδιαίτερα σοβαρούς κινδύνους, αν και αυτό δεν σημαίνει
ότι κατά κανόνα ασθενείς με ιδέες αυτοκτονίας ή ευρισκόμενοι σε διέγερση δεν εισάγονται
στην κλινική (Wilder et al 1966, Reading and Maguire 1973). Τόσο οι διεγερτικοί ασθενείς
όσο και οι λεγόμενοι επικίνδυνοι είναι δυνατόν να εισαχθούν, όταν υπάρχουν κάποιες
υποστηρικτικές προϋποθέσεις, π.χ. μέλη οικογένειας που μπορούν να συντροφεύουν τον
ασθενή κατά τη νοσηλεία του. Όπως είναι αυτονόητο, δεν εισάγονται σοβαρές νοητικές
καθυστερήσεις, παιδοψυχιατρικά και επιπεπλεγμένα ψυχογηριατρικά περιστατικά, για τα
οποία υπάρχουν καταλληλότερες υπηρεσίες. Επίσης δεν είναι δυνατόν να αξιοποιήσουν
θεραπευτικά την κλινική οι εξαιρετικά επικίνδυνοι ασθενείς και οι χρόνιοι υπολειμματικοί
σχιζοφρενείς (Ιεροδιακόνου και συν 1982β). Από τους ασθενείς που κρίνεται ότι χρειάζονται
εισαγωγή το ποσοστό που τελικώς εισάγεται κυμαίνεται στο 89%-98% (Ιεροδιακόνου και συν
1982β, Κανταράκιας 1993, Αγγελόπουλος και συν 1987β), αλλά αναφέρονται και μικρότερα
ποσοστά, γύρω στο 82% (Cotton et al 1980). Αυτοί που δεν είναι νοσηλεύσιμοι και
741
μεταφέρονται στο ψυχιατρείο μετά την εξέταση στο εξωτερικό ιατρείο ή μετά από σύντομη
νοσηλεία είναι συνήθως νεαροί άνδρες ευρισκόμενοι σε δραματική ψυχοκινητική διέγερση
που δεν απαντά στη φαρμακευτική καταστολή.
Η στενή και συνεχής επαφή ασθενών και προσωπικού δημιουργεί συνθήκες ασφάλειας και
επιτρέπει στους θεράποντες ιατρούς να έχουν διαρκώς πλήρη και σαφή εικόνα της
κατάστασης του ασθενούς. Η αξιοποίηση των συγγενών και η συμμετοχή τους στη νοσηλεία
του ασθενούς (Liakos et al 1989) είναι ένα σπουδαίο κεφάλαιο της ψυχιατρικής
νοσηλευτικής. Σε πολλές περιπτώσεις είναι δυνατόν να γίνει κατορθωτή η νοσηλεία τους και
να αποφευχθεί η μεταφορά τους σε άσυλο χάρις στην ανάληψη από τους συγγενείς μέρους
των ευθυνών για τη φροντίδα και την παρακολούθησή τους. Η στενή καθημερινή
παρακολούθηση δημιουργεί συνθήκες ασφάλειας πολύ ικανοποιητικές και ταυτόχρονα
αποδεκτές από τους ασθενείς όταν σε αυτή τη διαδικασία συμμετέχουν και μέλη της
οικογένειάς τους, τα οποία ενδέχεται να ενταχθούν και σε γενικότερα προγράμματα
θεραπείας οικογένειας (Σακκάς 1994). Η νοσηλεία είναι βραχείας διάρκειας και κυμαίνεται
περί τις 6 εβδομάδες. Ο μέσος χρόνος νοσηλείας όλων των ασθενών, ανεξαρτήτως
διαγνώσεως, κυμαίνεται περί τις 26 ημέρες (Priest et al 1979, Αγγελόπουλος και συν 1987β,
Δημακοπούλου 1993). Αυτοί που μένουν για μεγάλο διάστημα στην κλινική (πάνω από 3
μήνες) ίσως είναι χρόνιοι ασθενείς που έχουν ανάγκη παρατεταμένης φροντίδας σε
ψυχιατρικό ίδρυμα ή είναι ασθενείς για τους οποίους δεν υπάρχουν πραγματικοί ψυχιατρικοί
λόγοι παραμονής, αλλά για τους οποίους η κοινότητα δεν έχει εξασφαλίσει κάποια
εναλλακτική φροντίδα. Η μείωση του χρόνου νοσηλείας στην ΨΚΓΝ δεν πρέπει να τείνει
κάτω από ένα όριο, διότι ενώ ο μεγάλος χρόνος παραμονής υπαινίσσεται μια έρπουσα
ιδρυματοποίηση των ασθενών, από την άλλη μεριά ένα μίνιμουμ χρονικό διάστημα
παραμονής είναι απαραίτητο για να εγκατασταθούν δυνατότητες διατήρησης της βελτίωσης
που επιτυγχάνεται κατά τη διάρκεια της νοσηλείας (Lehman et al 1982).
1982) έχει φανεί ότι, παρ’ όλες τις δυσκολίες, στις ΨΚΓΝ όπου εφαρμόζονται οι ΘΚ είναι μεν
αυξημένος ο χρόνος παραμονής των ασθενών και τα θεραπευτικά αποτελέσματα είναι εν
πολλοίς παρόμοια με εκείνα των κλινικών που εφαρμόζουν βιολογικές προσεγγίσεις, ωστόσο
οι πρώτες υπερέχουν όχι μόνο επειδή σε αυτές καταναλίσκονται λιγότερα φάρμακα αλλά και
επειδή, τόσο στους ασθενείς όσο και στο προσωπικό, υπάρχει υψηλό αίσθημα αισιοδοξίας
και μεγάλη ικανοποίηση από την ατμόσφαιρα που επικρατεί στην κλινική αλλά και από τις
διαπροσωπικές σχέσεις, ακόμη και όταν αυτές είναι προβληματικές, πράγμα όχι ασυνήθιστο
στις κάθε είδους ψυχιατρικές υπηρεσίες.
Προβλήματα. Τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά τη λειτουργία της ΨΚΓΝ ποικίλλουν και
εξαρτώνται κυρίως από το περιεχόμενο των υποχρεώσεών της, αλλά και από τη φάση
ανάπτυξης στην οποία βρίσκεται – φάση σχεδιασμού, πρώιμη και προχωρημένη φάση
έναρξης ή φάση ωριμότητας. Το ζήτημα της περιοχής ευθύνης, π.χ., δεν έχει αντιμετωπισθεί
με σοβαρότητα και αυτό, εκτός από το ότι προσθέτει αρκετά λειτουργικά προβλήματα, δείχνει
το πρώιμο στάδιο στο οποίο βρίσκεται το σύστημα παροχής ψυχιατρικών υπηρεσιών στην
Ελλάδα.
Η βαθμιαία συσσώρευση ασθενών που νοσηλεύονται περισσότερο από ένα χρόνο, οι
λεγόμενοι «νέοι χρόνιοι» ασθενείς (Manns and Cree 1976), είναι δυσεπίλυτο πρόβλημα,
αφού οι δυσκολίες αντιμετώπισης χρονίων ασθενών στις ΨΚΓΝ είναι μεγάλες. Ένα άλλο
πρόβλημα προκαλείται από χρόνιους ασθενείς οι οποίοι δεν παραμένουν για μεγάλο
διάστημα στην κλινική αλλά ο αριθμός των κατ’ έτος νοσηλειών τους είναι μεγάλος, με
αποτέλεσμα την αύξηση των επανεισαγωγών και τη συνακόλουθη πλασματική μείωση του
μέσου χρόνου νοσηλείας. Είναι οι λεγόμενοι «ασθενείς της περιστρεφόμενης πόρτας». Η
επιτυχία των ΨΚΓΝ εξαρτάται από τον βαθμό αποτροπής της συσσώρευσης χρονίων
ασθενών, αλλά αυτό με τη σειρά του εξαρτάται πολύ και από τον βαθμό κατά τον οποίο τα
ψυχιατρικά ιδρύματα και οι ξενώνες καλύπτουν κρεβάτια που πρέπει να διατίθενται για
άλλους ασθενείς. Η στενότητα των οικονομικών παροχών προς την ψυχιατρική κλινική, αλλά
κυρίως η αδυναμία της κοινότητας να δεχθεί στους κόλπους της τον ασθενή είναι οι
σημαντικότεροι συντελεστές αυτών των προβλημάτων.
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα είναι οι πιέσεις που δέχεται το εξωτερικό ιατρείο. Οι
τακτικοί ασθενείς προσέρχονται με προσυνεννόηση, είτε για πρώτη φορά είτε για
παρακολούθηση. Στην οργάνωση ενός αποτελεσματικού προγράμματος ραντεβού θα πρέπει
να λαμβάνεται υπ’ όψιν η τάση που έχουν πολλοί ασθενείς να προσέρχονται χωρίς ραντεβού
ή να μην προσέρχονται στο ραντεβού τους αλλά να έρχονται εκτάκτως το απόγευμα ή σε
ώρες εφημερίας. Ο μεγάλος αριθμός ασθενών παρακολουθήσεως (follow up patients) στα
εξωτερικά ιατρεία πρέπει να θεωρηθεί σοβαρός δείκτης δυσλειτουργίας (Αγγελόπουλος και
συν 1987). Σε ορισμένες ΨΚΓΝ για τα νέα ραντεβού ο χρόνος που μεσολαβεί μπορεί να είναι
πολύ μεγάλος, γύρω στις 6-8 εβδομάδες, επειδή νέα περιστατικά αναλαμβάνουν μόνο
ειδικευμένοι ψυχίατροι. Για τους ασθενείς παρακολουθήσεως, που τους βλέπουν και
ειδικευόμενοι, ο χρόνος που μεσολαβεί είναι κάπως μικρότερος αλλά όχι πολύ, γιατί ο
αριθμός αυτών των ασθενών είναι μεγάλος και συνεχώς αυξάνεται.
Υπάρχουν άραγε δυσκολίες στη συνεργασία μεταξύ της κλασικής κλινικής ιατρικής και
της βιοψυχοκοινωνικής προσέγγισης; Αν πράγματι συμβαίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να
αναμένεται συρρίκνωση, ίσως και κατάρρευση, της διασυνδετικής ψυχιατρικής και ίσως
ολόκληρου του οικοδομήματος της ψυχιατρικής στο Γενικό Νοσοκομείο. Είναι αλήθεια
(Greenhill 1979) ότι η ΨΚΓΝ μοιάζει με τον Ιανό, αφού πρέπει να κοιτάζει ταυτόχρονα σε δύο
κατευθύνσεις, την εξωτερική κοινότητα από την οποία προέρχονται οι ασθενείς της και με την
οποία πρέπει να συνεργασθεί, και την εσωτερική κοινότητα, το Γενικό Νοσοκομείο, απέναντι
στην οποία έχει να εκπληρώσει ένα πλήθος συμβατικών και ουσιαστικών υποχρεώσεων. Δεν
πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι η θέση της ΨΚΓΝ δεν είναι αδιαμφισβήτητη και σε
μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να δεχθεί ισχυρά πλήγματα σε διοικητικό επίπεδο, με
αφαίρεση χώρων, μείωση κρεβατιών, προσωπικού και κονδυλίων. Το διοικητικό προσωπικό
ενδέχεται να έχει επιφυλακτική στάση και όταν το νοσοκομείο αντιμετωπίζει οικονομικά
προβλήματα ή προβλήματα χώρου, θα πρέπει να αναμένεται ότι διοικητικές αποφάσεις που
περιορίζουν πόρους, προσωπικό και λειτουργίες θα πλήξουν πρώτα την ΨΚΓΝ. Οι
δυσκολίες που προέρχονται από αυτόν τον τομέα αντιμετωπίζονται με την πλήρη συμμετοχή
των ψυχιάτρων σε όλα τα νόμιμα διοικητικά όργανα του νοσοκομείου, έτσι ώστε καμία
απόφαση να μη λαμβάνεται ερήμην της ψυχιατρικής κλινικής.
744
Προοπτικές. Η ΨΚΓΝ, εκτός του ότι μειώνει τον αριθμό των εισαγωγών στο ψυχιατρείο,
βελτιώνει και την ποιότητα της κλινικής φροντίδας (Williams and Balestrieri 1989). Έτσι,
καθώς θα μειώνεται ο αριθμός των κρεβατιών στα ψυχιατρεία και θα αυξάνονται οι
ψυχιατρικές υπηρεσίες στην κοινότητα, ο ρόλος της ΨΚΓΝ θα γίνεται πιο σημαντικός. Ίσως οι
ΨΚΓΝ, ακολουθώντας το δικό τους μοντέλο λειτουργίας, θα αφήσουν πίσω τις άλλες
υπηρεσίες που δεν θα μπορούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις. Μία από τις συνέπειες
της σωστής ανάπτυξης και λειτουργίας των ΨΚΓΝ είναι, ώς ένα βαθμό, η μείωση των
νοσηλευομένων στα ειδικά ψυχιατρεία, αν και είναι βέβαια δύσκολο και επισφαλές να
βγαίνουν συμπεράσματα για την ποιότητα μιας ψυχιατρικής υπηρεσίας από τα πρόχειρα
αριθμητικά δεδομένα των εισαγωγών, του χρόνου παραμονής κ.λπ. Έτσι, παρά το ότι οι νέες
ψυχιατρικές υπηρεσίες, μαζί με την ΨΚΓΝ, αναμένεται ότι θα ανακόψουν ριζικά τη ροή
ασθενών προς το ψυχιατρείο, αυτό θα συνεχίσει να δέχεται ασθενείς που το ποσοστό τους
θα καθορίζεται από την ψυχοπαθολογία τους και από τον βαθμό οικογενειακής και
κοινωνικής υποστήριξης που δέχονται. Διότι, όπως φαίνεται και από τη διεθνή εμπειρία, είναι
δυνατόν να υπάρξει αδυναμία παροχής κοινωνικής φροντίδας στους ασθενείς που
εξέρχονται από τα ψυχιατρεία, οι οποίοι έτσι καταντούν να ζουν κάτω από συνθήκες μεγάλης
κοινωνικής απομόνωσης και βιολογικής εξαθλίωσης.
Πολλοί ασθενείς που επισκέπτονται τους ιατρούς των σωματικών ειδικοτήτων στην
πραγματικότητα πάσχουν από ψυχιατρικά προβλήματα. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν
ασθενείς που αντιμετωπίζονται ως ψυχιατρικά περιστατικά παρόλο που πάσχουν από τις
συνέπειες κάποιας σωματικής νόσου, ενώ αρκετοί ψυχιατρικοί ασθενείς είναι απαραίτητο να
υποβληθούν σε αρκετές από τις εργαστηριακές και κλινικές εξετάσεις που διενεργούνται στο
νοσοκομείο. Ωστόσο, παρά τη μεγάλη συχνότητα εμφάνισης ψυχιατρικής συμπτωματολογίας
στους σωματικούς ασθενείς, τα ψυχιατρικά συμπτώματα πολύ συχνά δεν επισημαίνονται
καν, ή παραμελούνται και αγνοούνται πλήρως από τους ιατρούς. Στην αφετηρία αυτού του
αρνητικού φαινομένου, όπως και άλλων ανάλογων που τοποθετούνται στη ζώνη επαφής του
σωματικού με το ψυχικό στο νοσοκομείο, βρίσκεται προφανώς η βαθύτατη και
απογοητευτική άγνοια των ιατρών ακόμη και σε στοιχειώδη ζητήματα ψυχιατρικής. Μεγάλο
μερίδιο ευθύνης γι’ αυτά τα φαινόμενα φέρουν βέβαια οι ιατρικές σχολές, που δεν είναι σε
θέση να οργανώσουν σοβαρή ψυχιατρική εκπαίδευση για τους φοιτητές τους.
Η συνεργασία της κάθε ειδικής μονάδας του ΓΝ με την ψυχιατρική κλινική παρουσιάζει
ιδιομορφίες που εξαρτώνται από το είδος του περιστατικού που πρέπει να αντιμετωπισθεί.
Σε μερικές περιπτώσεις οι ιατροί της μονάδας είναι σε θέση να θεραπεύουν ασθενείς τους με
ψυχιατρικά προβλήματα, αρκεί να συμβουλεύονται τους ιατρούς της ψυχιατρικής κλινικής. Σε
άλλες περιπτώσεις απαιτείται κοινή συνεργασία των ιατρών και των δύο μονάδων, και σε
άλλες περιπτώσεις την ευθύνη του ασθενούς πρέπει να αναλάβει ο ψυχίατρος. Η σχέση και η
συνεργασία μεταξύ ψυχιάτρου και παραπέμποντος ιατρού πρέπει να είναι στενή, να
χαρακτηρίζεται από αμοιβαία εκτίμηση και συναδελφικότητα και, αν είναι δυνατόν, να
ξεπερνάει τη συμβατική υποχρέωση και να γίνεται φιλική. Είναι αυτονόητο ότι καλές
προσωπικές σχέσεις παίζουν εξαιρετικό ρόλο στη διαμόρφωση θετικού κλίματος και δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι η στενότερη συνεργασία των ψυχιάτρων με τους ιατρούς των άλλων
ειδικοτήτων θα προαγάγει σε μεγάλο βαθμό μια συνολική και περιεκτική άποψη για την υγεία
και τη νόσο (αυτό που πολλοί ονομάζουν ολιστική ιατρική) και θα μειώσει το χάσμα μεταξύ
καθαρά σωματικής και καθαρά ψυχικής νόσου, που ταλανίζει τη σύγχρονη ιατρική.
Ο ψυχίατρος που ασκεί συμβουλευτικό έργο πρέπει να δίδει έμφαση σε όλους τους
παράγοντες πρόληψης (Pasnau 1982). Ιδιαίτερη σημασία έχει αυτό σε ασθενείς που
πρόκειται να υποβληθούν σε μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις (εγχειρήσεις ανοικτής
καρδιάς, ακρωτηριασμοί, επεμβάσεις στα γεννητικά όργανα κ.λπ.), σε νοσηλευόμενους σε
εντατικές μονάδες, σε τραυματίες και εγκαυματίες, σε αιμοδιαλυόμενους νεφροπαθείς, σε
θνήσκοντες ασθενείς, και σε κάθε περίπτωση που το άλγος παίρνει χρόνιο χαρακτήρα και
περιπλέκει την πορεία της νόσου ή τη μετεγχειρητική περίοδο.
Η ανάπτυξη της διασυνδετικής ψυχιατρικής στο ΓΝ βρίσκεται ακόμη σε χαμηλά
επίπεδα. Οι Cohen-Cole και Freedman (1982) βρήκαν ότι 200 μη ψυχίατροι ιατροί ενός
πανεπιστημιακού νοσοκομείου ανέφεραν ότι 37% των ασθενών τους είχαν ανάμεσα στα
συμπτώματά τους κάποιον σημαντικό ψυχιατρικό παράγοντα, αλλά πίστευαν ότι μόνο το
11% παρουσίαζε ενδείξεις για ψυχιατρική εξέταση. Τελικώς όμως παρέπεμψαν για εξέταση
μόνο το 3,6%. Στην Ελλάδα τα ποσοστά είναι ακόμη πιο χαμηλά. Το ποσοστό παραπομπών
στην ψυχιατρική κλινική του ΓΝ Πατρών ήταν 0,18% (Χοϊδάς 1989), εξαιρετικά χαμηλό αλλά
όχι ασήμαντο αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η κλινική ευρίσκετο στην εναρκτήρια φάση της. Η
ψυχιατρική κλινική του ΓΝ Ιωαννίνων (Γιαννίτση και Λιάκος 1985) με μεγαλύτερο χρόνο
λειτουργίας, περί τα δύο χρόνια, αναφέρει αρκετά μεγαλύτερο ποσοστό παραπομπών, που
φτάνει το 0,43%. Είναι βέβαιο ότι η μακροχρόνια λειτουργία των ΨΚΓΝ θα συμβάλει στην
αύξηση του συμβουλευτικού έργου. Ένα ενδιαφέρον εύρημα (Γιωτάκος και συν 1993) είναι
ότι ένας αριθμός αρρώστων με ψυχιατρικό πρόβλημα που νοσηλεύεται στο ΓΝ έχει την
πρώτη του επαφή με το σύστημα ψυχιατρικών υπηρεσιών διά της συμβουλευτικής
ψυχιατρικής. Πρόκειται για ασθενείς που νοσηλεύονται κυρίως σε παθολογικά τμήματα και
των οποίων η συννοσηρότητα αναγνωρίσθηκε από τους ιατρούς τους.
Μια αποτελεσματική διασυνδετική και συμβουλευτική υπηρεσία, με συμμετοχή στις
επισκέψεις των παθολογικών και χειρουργικών μονάδων ψυχιάτρων που ξέρουν να
συζητούν την ψυχοπαθολογία με τους άλλους ιατρούς χωρίς ιδιωματική γλώσσα, μπορεί να
παίξει σπουδαίο ρόλο ώστε να αρθούν προκαταλήψεις σε βάρος της ψυχιατρικής που
διακατέχουν ακόμη πολλούς ιατρούς. Αυτό διευκολύνεται από την ικανοποιητική γνώση από
746
τη μεριά του ψυχιάτρου της ιατρικής των άλλων ειδικοτήτων, τη γνώση των βιολογικών
παραγόντων που εμπλέκονται στη διαμόρφωση της ψυχοπαθολογίας, καθώς και των νέων
τεχνολογιών στη διάγνωση. Στο νοσοκομείο, στο οποίο ομιλείται η γλώσσα της κλασικής
ιατρικής, δεν είναι ανεκτές άλλες γλώσσες, διάλεκτοι και ιδιώματα. Και βέβαια ποτέ δεν
πρέπει να λησμονείται ότι εκείνο που κυρίως περιμένουν οι ιατροί των άλλων ειδικοτήτων
από τον ψυχίατρο είναι να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ως ψυχιατρικός σύμβουλος
ασχολούμενος με τον ασθενή και όχι να εμπλέκεται σε διαπροσωπικές συγκρούσεις του
προσωπικού και στα «δυναμικά» της μονάδας στην οποία προσκαλείται.
Κέντρο ημέρας. Το κέντρο ημέρας συνήθως είναι παράρτημα της ΨΚΓΝ για ασθενείς που
χρειάζονται περισσότερη θεραπεία από ό,τι στο εξωτερικό ιατρείο αλλά για ποικίλους λόγους
δεν είναι δυνατή η εισαγωγή τους στην κλινική, ή για εκείνους που χρειάζονται ολιγοήμερη
παρακολούθηση και έλεγχο της φαρμακευτικής τους αγωγής ή, τέλος, για ασθενείς που
επιστρέφουν στην κοινότητα μετά από μια περίοδο ενδονοσοκομειακής νοσηλείας.
Από τη δομή και λειτουργία του, καθώς και από την ίδια την ιδεολογία που το διατηρεί, το
άσυλο δεν ενδιαφέρεται για τη διαμόρφωση και την αλλαγή των νοσογόνων στοιχείων του
περιβάλλοντος και των συνθηκών ζωής του ασθενούς ώστε να παρέμβει σε αυτές, δεν
ασχολείται με την επαγγελματική αποκατάσταση ούτε με την κοινωνική αποδοχή του
ασθενούς, δεν κάνει προληπτική ψυχιατρική ούτε είναι σε θέση να προλάβει τις υποτροπές·
μόνο ένα μικρό μέρος των ασθενών είναι δυνατόν να βοηθήσει, και αυτούς ελλειμματικά.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ακόμη σοβαροί λόγοι για τη διατήρηση των ψυχιατρείων:
1. Η ιδρυματική φροντίδα στην ιστορική της εξέλιξη ανέπτυξε, πολύ πέραν της απλής
παροχής παρατεταμένης παραμονής, μια πολύπλοκη και εκτεταμένη σειρά λειτουργιών
στην υπηρεσία των τροφίμων της: ιατρική φροντίδα, τακτική παρακολούθηση,
ανακούφιση της υπερφορτωμένης οικογένειας, δημιουργία ενός κοινωνικού δικτύου για
τον ασθενή μέσα στο ίδρυμα, παροχή συνηγορίας (Bachrach 1984).
2. Πολλοί ασθενείς μετά την έξοδό τους από το ψυχιατρείο δεν μπορούν να
αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής χωρίς σοβαρή υποστήριξη. Είναι ανίκανοι να
βρουν και να κρατήσουν δουλειά ή να λειτουργήσουν ομαλά μέσα στην κοινωνία. Οι
περισσότεροι ζουν μια περιθωριακή ζωή μέσα σ’ ένα κλίμα καχυποψίας, απόρριψης ή
και φόβου από τη μεριά της κοινότητας.
3. Οι συνθήκες διαμονής των εξερχόμενων ασθενών συχνά είναι απελπιστικές. Οι ξενώνες
και τα οικοτροφεία, χώροι υποδοχής που αντικατέστησαν τα ψυχιατρεία στο θέμα
παροχής στέγης, είναι ελάχιστοι. Πολλές φορές είναι χειρότεροι από αυτά σε οργάνωση,
μαστίζονται από υπερπληθυσμό, ενώ η φτώχεια και η έλλειψη φροντίδας για τους
ασθενείς είναι τέτοιες ώστε αυτοί στερούνται πολλές φορές και τη στοιχειώδη ιατρική
περίθαλψη που είχαν στο άσυλο. Οι ασθενείς που διαμένουν σε αυτούς τους χώρους
έχουν τελικά μια ζωή εξίσου ή και περισσότερο αδρανή από εκείνη που ζούσαν στο
ψυχιατρείο. Αλλά ακόμη και στις καλύτερες περιπτώσεις οι ασθενείς δυσκολεύονται να
προσαρμοσθούν σε αυτούς τους χώρους. Γι’ αυτό μια μεγάλη μερίδα ψυχιάτρων έχει
στραφεί σαφώς εναντίον της καταργήσεως των μεγάλων ψυχιατρείων και της διαβίωσης
των ασθενών στην κοινότητα.
Ξενώνες και οικοτροφεία. Πρόκειται για ενδιάμεσες (μεταξύ νοσοκομείου και οικογένειας)
μορφές ψυχιατρικής περίθαλψης. Σκοπός τους είναι να συμβάλουν στη φιλοξενία των
τροφίμων μετά τη συρρίκνωση των ψυχιατρείων. Λειτουργούν ως ανεξάρτητες μονάδες ή ως
μονάδες-παραρτήματα των ΚΨΥ. Στόχος τους είναι η αποτροπή του ιδρυματισμού των
ασθενών. Το επιστημονικό προσωπικό τους επιδιώκει, πέραν της συνέχισης της θεραπείας
των ασθενών, την κοινωνικοποίησή τους και την αποφυγή της υποτροπής. Το βοηθητικό
748
Συνέχιση της φροντίδας. Η εξασφάλιση της συνέχισης της φροντίδας (continuity of care)
του ασθενούς όταν μεταφέρεται σε άλλη υπηρεσία ή όταν στην ίδια υπηρεσία αλλάζει το
προσωπικό αποτελεί κεντρικό στόχο ενός απαρτιωμένου συστήματος παροχής ψυχιατρικών
υπηρεσιών. Εκτός από τις άλλες κλινικές του Γενικού Νοσοκομείου η ψυχιατρική κλινική
συνδέεται με το ειδικό ψυχιατρικό νοσοκομείο και με το ΚΨΥ της περιοχής ευθύνης της.
Ανάλογα με τον βαθμό βελτίωσης που θα παρουσιάσει, ο ασθενής επιστρέφει στην
οικογένειά του, με την οποία πάντοτε επιδιώκεται καλή συνεργασία, ή στο ΚΨΥ. Στις
περιπτώσεις που δεν υπάρχει βελτίωση ή υπάρχει ανάγκη για πιο μακροχρόνια θεραπεία ο
ασθενής μεταφέρεται σε ανάλογο με την κατάστασή του τμήμα του ειδικού ψυχιατρικού
νοσοκομείου. Το αίτημα της οργάνωσης ψυχιατρικών υπηρεσιών ικανών να καλύψουν όλες
τις διαγνωστικές, νοσηλευτικές και θεραπευτικές ανάγκες, με την απόκτηση ενός επιπέδου
εξειδίκευσης που να απευθύνεται σε όλους τους ασθενείς δεν ικανοποιείται πλήρως χωρίς
την ΨΚΓΝ. Το ψυχιατρικό ίδρυμα, έστω και καλά οργανωμένο, το ΚΨΥ και οι άλλες
διάσπαρτες ψυχιατρικές υπηρεσίες δεν μπορούν να ανέλθουν στο υψηλό επίπεδο μιας
συνολικής και απαρτιωμένης προσφοράς υπηρεσιών, διότι απλώς δεν είναι σε θέση να
κάνουν πράξη το θεμελιώδες αίτημα της σύγχρονης ψυχιατρικής, δηλαδή να δουν ασθενή,
νόσο και θεραπεία ως βιοψυχοκοινωνικά γεγονότα στα οποία πρέπει να παρέμβουν κατά
τρόπο βιοψυχοκοινωνικό. Μόνο η ΨΚΓΝ είναι σε θέση να εκπληρώσει αυτόν τον ρόλο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΒ, ΜΑΝΩΛΕΣΟΣ Γ, ΛΙΑΚΟΣ Α. (1987). Ψυχιατρική κλινική στο γενικό νοσοκομείο.
Εμπειρίες από τη λειτουργία του θεσμού στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Εγκέφαλος, 24:154-158.
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΒ. (1986). Η θεραπευτική κοινότητα στην ψυχιατρική κλινική του γενικού νοσοκομείου. Κοιν.
Εργ. 1:27-34.
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΒ. (1994). Ψυχιατρική κλινική στο Γενικό Νοσοκομείο. Συγκρότηση και λειτουργία, δυσκολίες
και προοπτικές. Τετράδια Ψυχιατρικής 48:8-26.
ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ ΣΤ, ΛΙΑΚΟΣ Α. (1985). Προκαταρκτικές παρατηρήσεις από διετή εμπειρία συμβουλευτικής
ψυχιατρικής σε γενικό νοσοκομείο. Εγκέφαλος 22:135-139.
749
ΓΙΩΤΑΚΟΣ Ο, ΣΑΡΑΝΤΙΔΗΣ Δ, ΤΡΙΠΟΔΙΑΝΑΚΗΣ Γ. (1993). Ασθενείς με πρώτη ψυχιατρική επαφή στον χώρο
της συμβουλευτικής ψυχιατρικής. Τετράδια Ψυχιατρικής, 44:69-74.
ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Αικ. (1993). Η συμβολή του ψυχιατρικού τομέα του Γενικού Νοσοκομείου Νικαίας-Πειραιά
στον αποϊδρυματισμό και τη σύγχρονη ψυχιατρική θεραπευτική. Ψυχιατρική, 4:38-42.
ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ Χ, ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ Α, ΜΠΙΚΟΣ Κ. (1982α). Δύο έτη εφαρμογής ενός νέου θεσμού στην Ελλάδα.
Ψυχιατρικής κλινικής σε γενικό νοσοκομείο. Εγκέφαλος, 19:379-382.
ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ Χ, και συν. (1982β). Προβλήματα και χειρισμός των αρρώστων που δεν μπορούν να
νοσηλευθούν σε Ψυχιατρική Κλινική Γενικού Νοσοκομείου. Εγκέφαλος, 19:386-390.
ΚΑΝΤΑΡΑΚΙΑΣ, Στάμος. (1993). Η συμβολή του ψυχιατρικού τομέα του Γενικού Νοσοκομείου Βόλου στον
αποϊδρυματισμό και τη σύγχρονη ψυχιατρική θεραπευτική. Ψυχιατρική, 4:33-37.
ΚΕΣΥ. Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας- Επιτροπή Ψυχικής Υγείας (1984). Κέντρα Ψυχικής Υγείας. Αριθμ Απόφ 2 της
19ης Ολομέλειας/3-12-1984
ΚΛΑΔΟΥΧΟΣ Β, ΣΑΡΑΝΤΙΔΗΣ Δ, ΤΡΙΠΟΔΙΑΝΝΑΚΗΣ Ι. (1991). Οι υπηρεσίες παροχής υπηρεσιών ψυχικής
υγείας. 12ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχιατρικής. Βόλος. Τόμος Περιλήψεων.
ΜΑΔΙΑΝΟΣ Μ. (2003). Πρωτοβάθμια φροντίδα ψυχικής υγείας ως βασικός άξονας της ψυχιατρικής
μεταρρύθμισης. Τί έγινε; Ποιό είναι το μέλλον; Τετράδια Ψυχιατρικής 84:94-99.
ΠΕΤΜΕΖΙΔΟΥ Μ. (2004). Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα: Τάσεις, Προκλήσεις και Προοπτικές. Τετρ Ψυχιατρ
88:15-28.
ΣΟΥΛΗΣ, Δ. (1961). Θεραπεία Οξέων Σχιζοφρενικών Επεισοδίων εντός Γενικού Νοσοκομείου. Ιατρ. Επ.
Ενόπλων Δυν. 4:207-218.
ΤΟΜΑΡΑΣ Β, και συν. (1988). Πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης χρονίων σχιζοφρενών στην κοινότητα:
μέθοδος αξιολόγησης. Εγκέφαλος 25:112-118.
ΤΟΜΑΡΑΣ Β, και συν. (2005). Προς την επανένταξη του χρόνιου ψυχικά αρρώστου: Ένα πιλοτικό πρόγραμμα
αναδοχής. Ψυχιατρική 16(3):217-225.
ΦΩΤΙΑΔΟΥ Α, ΠΡΙΦΤΗΣ Φ, ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Σ. (2004) O ρόλος της Πρωτοβάθμιας φροντίδας Υγείας, στην
αντιμετώπιση των ατόμων με ψυχική διαταραχή. Εγκέφαλος 41(1)
ΧΟΪΔΑΣ, ΣΤ. (1989). Διασυνδετική-Συμβουλευτική ψυχιατρική στο γενικό νοσοκομείο Πατρών. Εγκέφαλος, 26:40-
44.
ANGELOPOULOS NV, LIAKOS A. (1990). Secondary Psychiatric Care. The General Hospital Psychiatric Units
in Greece. VIII World Psychiatric Association Congress, Athens. Proceedings pp 689-694. Elsevier, Holland.
BACHRACH LL. (1985). General hospital psychiatry and deinstitutionalization: A systems review. Gen. Hosp.
Psychiatry 7:239-248.
CARSON J, KITCHING E. (1949). Psychiatric beds in a general ward. Lancet, I, 833.
COHEN-COLE SA, et al. (1986). Recent research developments in consultation-liaison psychiatry. Gen Hosp
Psychiatry 8:316-329.
COHEN-COLE SA, FRIEDMAN CP. (1982). Attitudes of nonpsychiatric physicians towards psychiatric consulta-
tion. Hosp. Community Psychiatry 33:1002-1005.
COTTON GP, BENE-KOCIEMBA A, ROSES S. (1980). Transfers from a General Hospital Psychiatric Service to
a State Hospital. Am. J. Psychiat. 137:230-233.
FOGEL BS, GOLDBERG RJ. (1983/4). Beyond liaison: a future role for psychiatry in medicine. International
Journal of Psychiatry in Medicine, 13:185-192.
FREEMAN HL. (1960). Oldham and district psychiatric service. Lancet I, 218.
GUNDERSON JG. (1980). A reevaluation of millieu therapy for nonchronic schizophrenic patients. Schizophr.
Bull. 6:64-69.
HERTZ MI, WILENSKY H, EARLE A. (1966). Problems of the role definition in the Therapeutic Community. Arch.
Gen. Psychiat. 14:
HOFFMAN I, SINGER PR. (1977). The incompatibility of the medical model and the therapeutic community. So-
cial Science and Medicine 11:425-431.
KERNBERG OF. (1978). Leadership and organizational functioning: Organizational regression. Int. J. Group Psy-
chother. 28:3-25.
KOHLE K. (1983). The psychosomatic ward. In Advances in Psychosomatic Medicine Vol. II. Consultation-
Liaison throughout the World (eds. TN Wise and H Freyberger) Basel: S. Karger, 176-190.
LIAKOS A, et al. (1989). Admitting a Relative During Hospitalization. Poster Presentation. American Psychiatric
Association Annual Meeting. San Francisco, CA, USA, May 6-12.
LIPOWSKI ZJ. (1981). New prospects for liaison psychiatry. Psychosomatics 22:806-809.
LIPOWSKI ZJ. (1986). Consultation-Liaison Psychiatry: the first half century. Gen. Hosp. Psychiatry 8:305-315.
MAIN TF, BRIDGER H, BION WR, et al. (1946). The Hospital as a Therapeutic Institution. Bull. Meninger Clin.
10:66
MANNS S, CREE W. (1976). “New” Long-Stay Patients: a national sample of 15 mental Hospitals in England and
Wales. Psychol. Med. 6:603-616.
MAYOU R. (1989). The History of General Hospital Psychiatry. Brit. J. Psychiatry, 155:764-766.
MOLLICA RF. (1983). From Asylum to the Community: The threatened disintegration of the public psychiatry.
New Engl. J. Med. 308:367-373
MOLNAR G, FAVA GA, ZIELENZY MA. (1985). A comparison of medical psychiatric unit, liaison-consultation
and psychiatric inpatient unit patients. Psychosomatics, 26:193-209.
750
PASNAU RO, et al. (1986). Resolved: Liaison psychiatry’s relationship with other medical specialities, in Continu-
ing Medical Education Syllabus, the American Psychiatric Association. 139th Annual Meeting, Washington, DC.
PASNAU RO. (1982). Consultation-liaison psychiatry at the crossroads: In search of a definition for the 1980s.
Hospital and Community Psychiatry 33:989-995.
PICKSTONE JV. (1989). Psychiatric units in district general hospitals: the history and geography of a “silent inno-
vation”. Social History of Medicine, 1:259-260.
PRIEST RG, RAPTOPOULOS P, CHAN ML. (1979). Psychiatric patients: How long do they stay? The Lancet
LEHMAN AF, STRAUSS S, et al. (1982). First Admission Psychiatric Ward Millieu. Arch. Gen. Psychiat. 39:1293-
1298.
REDING RG, MAGUIRE B. (1973). Nonsegregated acute psychiatric admissions to General Hospitals. Continuity
of care within the community hospital. New Engl. J. Med. 185-189.
RICHMAN Α, HARRIS P. (1985). General Hospital Psychiatry: Are its roles and functions adjunctive or pivotal?
Gen. Hosp. Psychiatry 7:239-248.
SCHWAD JR. (1977). The evolution of a General Hospital Psychiatric Unit. Current Psych. Ther. 301-308.
SEDERER LI. (1984). Inpatient Psychiatry. What place the Millieu? Am. J. Psychiatr. 141(5): 673-674.
THORNICROFT G, TANSELLA M. (2004). Components of modern mental health service: apragmatic balance of
community and hospital care. Br J Psychiatry 185:283-290.
WILLIAMS P, BALESTRIERI M. (1989). Psychiatric Clinics in General Practice. Do they reduce admissions? Brit.
J. Psychiatry 154:67-71.
WILMER HA. (1958). Social Psychiatry in Action. Springfield, Ill. Charles Thomas.
Στόχος της ψυχιατρικής πρόληψης είναι η αποφυγή της νόσου. Της ψυχιατρικής πρόληψης
προηγείται η ψυχική υγιεινή ή προαγωγή της υγείας. Η διαφορά μεταξύ πρόληψης και
προαγωγής της υγείας είναι ότι η πρώτη ασχολείται με συγκεκριμένα νοσήματα, ενώ η
δεύτερη αποβλέπει στη βελτίωση και διατήρηση της υγείας στο σύνολό της. Θετική ψυχική
υγιεινή είναι το σύνολο των παραγόντων που αποβλέπουν στην ευεξία και στη διατήρηση της
υγείας και όχι η καταπολέμηση της νόσου. Παράγοντες που προάγουν την ψυχική υγεία σε
ατομικό επίπεδο είναι: η ικανότητα προσαρμογής, η συμμετοχή στην κοινότητα, η ικανότητα
επαγγελματικής συναλλαγής, η φυσιολογική σεξουαλικότητα, η ανθεκτικότητα στις
ψυχοκαταπονήσεις, ο αισιόδοξος τόνος, ο βαθμός ανεξαρτησίας στις διαπροσωπικές σχέσεις
και στις σχέσεις με την εξουσία, η ικανότητα οργάνωσης και ελέγχου, η αυτοεκτίμηση, η
ικανότητα λήψης αποφάσεων, οι ώριμοι μηχανισμοί αμύνης του Εγώ, η υψηλή νοημοσύνη.
Σε κοινωνικό επίπεδο η αγωγή ψυχικής υγείας ουσιαστικώς είναι μια διαδικασία εκπαιδευτική
(Lehtinen 1998) που απευθύνεται στον γενικό πληθυσμό και της οποίας αντικείμενο είναι η
μείωση της συχνότητας εμφάνισης μιας σειράς ψυχιατρικών νοσημάτων. Αυτό είναι και το
σημείο ένωσης της αγωγής υγείας με την πρωτοβάθμια πρόληψη. Στόχοι της είναι η παροχή
εκπαίδευσης σε θέματα υγείας σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού, η ανάπτυξη Κοινωνικών
Υποστηρικτικών Συστημάτων, η δημιουργία συμβουλευτικών υπηρεσιών για άτομα και
οικογένειες, τα ειδικά προγράμματα ψυχολογικής ενίσχυσης, οι ομάδες αυτοβοήθειας. Για την
επιτυχία προγραμμάτων πρόληψης στην κοινότητα απαιτείται ένα στοιχειώδες επίπεδο
ικανοτήτων και γνώσεων (Jorm 2000) από τη μεριά του πληθυσμού, όπως η δυνατότητα
αναγνώρισης των πολύ αδρών ψυχιατρικών διαταραχών, κάποιες γνώσεις για τους
παράγοντες κινδύνου και τις αιτίες, γνώσεις πάνω σε θέματα αυτοβοήθειας, γνώσεις για τους
ειδικούς της ψυχικής υγείας, γνώσεις για τον τρόπο απόκτησης των απαιτούμενων
πληροφοριών. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πλήρη άγνοια για τα θέματα αυτά. Η
συνεργασία των υπηρεσιών προαγωγής της ψυχικής υγείας με κοινωνικούς φορείς, με
εκπροσώπους της εξουσίας, με τα ΜΜΕ, με υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας, με
υπηρεσίες επαγγελματικής υγιεινής και υγιεινής της εργασίας θα μπορούσε να συμβάλει στην
καλύτερη οργάνωση των μηχανισμών προαγωγής ψυχικής υγείας σε κοινωνικό επίπεδο.
Οι υποστηρικτές της οργάνωσης της πρόληψης στην κοινότητα προτείνουν μια σειρά
μέτρων, Ενδεικτικά:
752
Δεν είναι όλα τα προληπτικά μέτρα αποδεκτά τόσο από τους επαγγελματίες της οργάνωσης
των μέτρων πρόληψης όσο και από τον πληθυσμό. Μερικά από τα προαναφερθέντα είναι
σαφώς χρήσιμα, άλλα διακρίνονται για την αφέλειά τους και άλλα είναι αντιδεοντολογικά, μη
ηθικά και αφορήτως παρεμβατικά στην προσωπική ζωή των ανθρώπων.