You are on page 1of 13

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

2ο μάθημα (22-3-22)

Μιλήσαμε για την επίδραση του νομιναλισμού στη δυτική σκέψη και κυρίως σε ό,τι αφορά
στο ζήτημα της μοναρχίας. Είχαμε αναφέρει ότι η μεγάλη επανάσταση μέσω του νομιναλισμού,
στο πολιτικό πεδίο, γίνεται με τον Λούθηρο, όπου εδώ έχουμε μια αλλαγή κατεύθυνσης και έναν
επανακαθορισμό της έννοιας της πολιτικής εξουσίας. Η σημαντικότερη νέα σημασιοδότηση που
δίνεται στην έννοια της εξουσίας είναι η απεξάρτησή της από την εκκλησία και τελικά από την
θρησκεία. Σύμφωνα με τον νομιναλισμό είμαστε μόνο άτομα άρα η σχέση με τον Θεό είναι σχέση
προσωπική ατομική, χωρίς τη διαμεσολάβηση της εκκλησίας. Η χριστιανική μοναρχία, ο
χριστιανός μονάχης, νομιμοποιείται μέσω της διαμεσολάβησης της εκκλησίας αφού λάβει το
χρίσμα. Τώρα ο χριστιανός μονάρχης ως άτομο δεν χρειάζεται τον διαμεσολαβητικό ρόλο της
εκκλησίας για να επικοινωνήσει με το Θεό, και δεν χρειάζεται η εκκλησία να του πιστοποιήσει το
χρίσμα, ότι δηλ. έχει τη θεία χάρη. Αυτό μπορεί μόνος του να το θέσει με βάση την ισχύ που έχει
να αναλάβει την εξουσία.
Αναμφίβολα αυτή η εξέλιξη (είμαστε στον 16 ο αιώνα) γίνεται από την πλευρά της μοναρχίας,
υπό τη βιτρίνα της θρησκείας. Παραμένει δηλ. ελέω Θεού μονάρχης, όμως ο μονάρχης δεν
ενσαρκώνει πια την κατά χάριν θεότητα, (είχαμε πει για τις δύο φύσεις του μονάρχη) αλλά αυτό
που αρχίζει και ενσαρκώνει είναι το σώμα των υπηκόων του, μέσα σε μια ορισμένη επικράτεια. Η
υπεροχή του ξεκινά λόγω της μεταρρύθμισης από τη στιγμή που έχουμε αιματηρότατους
θρησκευτικούς εμφύλιους πολέμους όσον αφορά τη σχέση καθολικών και διαμαρτυρομένων.
Έρχεται λοιπόν η πολιτική εξουσία να καθιερώσει την υπεροχή της ως εγγυήτρια της ειρήνης. Γι’
αυτό αλλάζει πια και το πρόταγμα της πολιτικής εξουσίας.
Μέχρι να φτάσουμε σ αυτές τις αλλαγές, ο ελέω Θεού μονάρχης, στην ουσία είναι ελέω Θεού
αυτοκράτορας χρειάζεται, για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους να ενσωματωθούν όσο γίνεται
περισσότεροι λαοί και να γίνουν μέλη της εκκλησίας.
Από την στιγμή που συμβαίνει αυτό, το πρόταγμα της ελέω Θεού μοναρχίας ήταν να βοηθήσει
την εκκλησία για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.
Η μεταρρύθμιση προκάλεσε μια έκρηξη για αναβίωση του σκεπτικισμού, το περίφημο κριτήριο
της αλήθειας. Δηλ. η καθολική εκκλησία προσπαθούσε να πει ότι το κριτήριο της αλήθειας είναι η
παράδοση, ο Λούθηρος έλεγε ότι το κριτήριο της αλήθειας είναι η ερμηνεία, θεία χάριτι, της
αγίας γραφής από την (αρχοντική) χριστιανική συνείδηση, στο τέλος καταλήξαμε στον
σκεπτικισμό των καθολικών με την έννοια ότι «επειδή αμφιβάλλω για τα πάντα, ένα σταθερό
σημείο έχω, την παράδοση, άρα θα εμείνω στην εκκλησία.» [Μοντένη – δοκίμια]
Από την στιγμή που έχουμε στην ουσία αποκοπή του μονάρχη από τα θεολογικά του
στηρίγματα, από την θεολογική του νομιμοποίηση, άρα ο μονάρχης δεν είναι υπεύθυνος για τη
σωτηρία της ψυχής των υπηκόων του, ως το αριστερό χέρι της εκκλησίας. Ο στρατός, η
καταστολή, η τιμωρία τώρα και όχι στη μεταθανάτια ζωή. Και από την στιγμή που έχουμε χώρες
να σπαράσσονται (ξεκινάμε από τη Γαλλία τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου), από
θρησκευτικούς εμφύλιους πολέμους, το νέο πρόταγμα της πολιτικής εξουσίας είναι η ειρήνη και
η ασφάλεια.
Αν παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη των σημασιών και των εννοιών κυρίως όσον αφορά
στην πολιτική αλλά και στην ηθική θα αντιληφθεί ότι η κοινωνία αυτοδιαμορφώνεται συνεχώς
δίνοντας νέες σημασίες στα πράγματα. Γι αυτό δεν μπορούμε να διαβάζουμε το παρελθόν με τον
παρόντα εννοιολογικό εξοπλισμό, χωρίς να σκεφτόμαστε πως σκεπτόντουσαν οι άνθρωποι τότε.
Η μετάβαση στην ειρήνη και στην ασφάλεια δεν ήταν τότε αυτονόητη και αν σκεφτούμε ότι
ξεκινήσαμε από τον Όκκαμ για να φτάσουμε τον 16 ο αι. εδώ, καταλαβαίνεται τη δύναμη των
ιδεών. Οι ιδέες δεν είναι αποκομμένες από τη ζώσα πραγματικότητα, άρα μπορείτε να
καταλάβετε την χρησιμότητα της φιλοσοφίας, γιατί η φιλοσοφία είναι διερεύνηση σημασιών και
1
εννοιών και κατανόηση του τρόπου του σκέπτεσθαι των ανθρώπων στις διάφορες εποχές, όπως
και το ποια είναι τα οικουμενικά ερωτήματα τα οποία έχουν έναν άχρονο διαχρονικό χαρακτήρα.
Έτσι λοιπόν με αυτές τις αλλαγές στο τέλος του 16 ου αι. αναδύεται μια εντελώς νέα έννοια της
ελέω θεού μοναρχίας. Το 1598 έχουμε το τέλος των θρησκευτικών πολέμων στη Γαλλία. Έχουμε
με τον Ερρίκο της Ναβάρας, το διάταγμα της Νάντης σύμφωνα με το οποίο ο Ερρίκος δίνει την
δυνατότητα στους διαμαρτυρόμενους να έχουν και πολιτικά δικαιώματα και στο μέτρο που δεν
διαταράσσουν την κοινή ειρήνη να συμπεριφέρονται σύμφωνα με το δικό τους θρησκευτικό
δόγμα, τους έδωσε μια μορφή ανεξιθρησκείας. Ο Ερρίκος Ναυάρας είναι ο ίδιος
διαμαρτυρόμενος, αλλά παρέστη σε καθολική λειτουργία, ακριβώς για να δείξει την υπέρβαση
αυτών των αλληλοσπαραγμών και για να πει την περίφημη φράση «Αξίζει για το Παρίσι μια
λειτουργία».
Η απολύτως νέα σημασιοδότηση του Ελέω Θεού θα διατυπωθεί με σαφήνεια από τον Τόμας
Χόμπς. Αυτά που λέει ο Χομπς για την ελέω Θεού μοναρχία περιγράφουν ακριβώς αυτό που είναι
ο μονάρχης τον 16ο αι. μέσα σ αυτές τις αλλαγές του τρόπου αντίληψης των πραγμάτων.

Ανασημασιοδότηση της έννοιας της ελέω Θεώ μοναρχίας, όπως αυτή την καθιστά
σαφή το παρακάτω απόσπασμα του Hobbes:
«Όλοι οι ιερείς […] ασκούν τα καθήκοντά τους με εξουσιοδότηση, συνεπώς, κατ’
εντολή του πολιτικού κυριάρχου, δηλαδή jure civili.
Ο βασιλέας όμως, και οποιοσδήποτε άλλος κυρίαρχος, ασκεί το αξίωμά του με άμεση
εντολή από τον Θεό, δηλαδή ἐλέῳ Θεοῦ ή jure divino.
Για τον λόγο αυτό κανείς άλλος πλην των βασιλέων δεν δικαιούται να συμπεριλάβει
στους τίτλους του το dei gratia rex κλ.π. (σημείο της υποταγής τους στον Θεό και
μόνο).
Οι επίσκοποι στην αρχή των διαταγμάτων τους είναι υποχρεωμένοι να πουν: ‘Χάριτι
της Αυτού Μεγαλειότητος’. Διότι, λέγοντας divina providentia, που είναι το ίδιο με το
dei gratia, αρνούνται, συγκαλυμμένα βέβαια, ότι η εξουσία τους έχει δοθεί από την
πολιτική αρχή, και αποβάλλουν πονηρά τον ζυγό της πολιτικής υποταγής, εις βάρος της
ενότητας και της αμυντικής ικανότητας της πολιτικής κοινότητας»
(Thomas Hobbes, Λεβιάθαν ή ‘Ύλη, Μορφή και Εξουσία μιας Εκκλησιαστικής και
Λαïκής Πολιτικής κοινότητας, μτφρ. Γ. Πασχαλίδης, Αιμ. Μεταξόπουλος, Εισαγωγή
Αιμ. Μεταξόπουλος Τόμος Ι-ΙΙ, Αθήνα, Γνώση, 1989, ΙΙ, 42, σ.178).

Ο πολιτικός είναι ο κυρίαρχος, δεν είναι πια ο Πάπας. Είναι ο πολιτικός κυρίαρχος στην
επικράτειά του ο οποίος εξουσιοδοτεί τους ιερείς να ασκούν τα καθήκοντά τους.
Ο βασιλιάς ασκεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με το θείο δίκαιο. Είναι το άτομο απέναντι στο
Θεό χωρίς τη διαμεσολάβηση της εκκλησίας.
dei gratia rex= βασιλεύς θεού χάριτι
Το άτομο μονάρχης, αδιαμεσολάβητη επικοινωνία με το Θεό, τίποτα δεν είναι πάνω από τον
κυρίαρχο. Τίποτα δεν είναι πάνω από την κυρίαρχη κοινότητα. Η κοινότητα είναι αυτάρκης και
ανεξάρτητη. Εδώ αποτυπώνεται η ιδέα της αυτοκρατορίας, έχω επικράτεια, τίποτα δεν είναι
πάνω από μένα.
divina providentia=χάρη στη θεία πρόνοια
Ο μονάρχης δεν είναι υπήκοος ως μέλος της εκκλησίας, ούτε του πάπα, όπως ήταν στο
Βυζάντιο. Ο μονάρχης καθορίζει τη θρησκεία, αφήνοντας ελευθερίες αλλά στο μέτρο που δεν θα
διαταράξουν την ειρήνη.

2
Στο 17ο αι. ο Λοκ θα γράψει το περί ανεξιθρησκείας, θα πει ότι ανεχόμαστε όλα τα
θρησκεύματα εκτός από τους καθολικούς, γιατί οι καθολικοί υπάγονται στον Πάπα, ενώ πρέπει
να υπάγεσαι μόνο στον αρχηγό του Κράτους, μόνο στον κυρίαρχο.
Αυτό που περιγράφει και ορίζει ο Χομπς είναι αυτό που εννοούσαν ήδη το 16 ο αι. με την νέα
έννοια της ελέω Θεού μοναρχίας.
Αυτή η αλλαγή της έννοιας του ελέω Θεού στην πραγματικότητα συμβαίνει με τη σιωπηλή
αλλαγή της ερμηνείας ανάμεσα στην πνευματική και στην επίγεια σφαίρα. Ο θεός του Όκκαμ
είναι απολύτως διαχωρισμένος, απολύτως απρόσιτος, κανείς δεν μπορεί να διαγνώσει ποια είναι
η βούλησή του, έτσι καμία πνευματική αρχή δεν μπορεί να είναι κοινωνός των σχεδίων του. Είναι
μία βούληση η οποία δημιουργεί αυθαίρετα, δεν καθορίζεται από τίποτα, άρα δεν μπορούμε να
προβλέψουμε και να γνωρίσουμε τα σχέδιά του, στο μέτρο που ακριβώς ο ίδιος είναι απολύτως
ακαθόριστος, άρα δεν μπορεί να δεσμευτεί από σχεδιασμούς. Έτσι κανείς δεν μπορεί να τον
επικαλεστεί από την πλευρά της πνευματικής εξουσίας, προκειμένου να εκτεθεί στην πολιτική
εξουσία. Ο πάπας δηλ. δεν έχει λόγο να αφορίσει τον Ερρίκο της Ναυάρας ως αιρετικό, δηλ. ως
διαμαρτυρόμενο. Οι σφαίρες χωρίζονται πια απολύτως και στη βάση της εθνικής μοναρχίας,
αρχηγός του θρησκεύματος με την έννοια ότι είναι εκείνος και αυτός που καθορίζει, ποια είναι η
δημοσία λατρεία και εκείνος που επιτρέπει στον καθένα σύμφωνα με τη συνείδησή του την
ατομική να λατρεύει το δόγμα που κρίνει ότι θα τον σώσει, ο μόνος που μπορεί να το
διασφαλίσει αυτό είναι ο μονάρχης.
Επομένως σ αυτόν τον επίγειο κόσμο δεν υπάρχει παρά μόνο ο διάδοχος της εξουσίας. Η
υπεροχή του μονάρχη που υποδηλώνει τη συμμετοχή του Θείου, του δίνει τη δυνατότητα να
υποτάξει τα θρησκευτικά δόγματα (δεν παρεμβαίνει στη διάσταση της σχέσης του Χριστού με τον
Θεό) και τον 17ο αιώνα ο Χομπς που είναι η νεωτερική μορφή της απολυταρχίας με την
υποχώρηση της αντίληψης της χριστιανικής μοναρχίας, θα δούμε ότι μπορείς να πιστεύεις ό,τι
θες μέσα σου. Έξω σου θα ακολουθείς τη δημόσια λατρεία όπως την έχει θέσει ο κυρίαρχος.
Δεν επιβάλλει με το ζόρι, παρεμβαίνει μόνο όταν θίγονται τα συμφέροντα της ειρήνης στην
επικράτειά του.
Καρλ Σμιθ … πολιτική θεολογία
Ο Καρλ Σμιθ ήταν ένας εξέχων νομικός και φιλόσοφος φιλοναζιστής. Συνεργάστηκε για τη
διατύπωση των περίφημων ναζιστικών νόμων της Νιρεμβέργης στην Ναζιστική Γερμανία (1935)
Ινφορο ιντερνο … σχετικά με τις λατρείες (ανοίγει την κερκόπορτα της φιλελεύθερης σκέψης)
την οποία εκμεταλεύτηκε…
…..
Η δημόσια λοιπόν έκφραση της πίστης σ’ αυτόν τον ελέω Θεού μονάρχη του 16ου αιώνα,
υπάγεται στη δικαιοδοσία του, αλλά δεν θέλει με το ζόρι να επιβάλλει όσον αφορά την ατομική
σχέση του ανθρώπου-υπηκόου με τον Θεό, οποιονδήποτε προσηλυτισμό σ’ ένα συγκεκριμένο
δόγμα. Παρεμβαίνει μόνο στο μέτρο που θίγονται τα συμφέροντα της τάξης και της ειρήνης στην
επικράτειά του. Με βάση αυτή την αρχή, έχουμε το περίφημο cuius regio και το eius religio:
αυτού που είναι η βασιλεία, αυτού είναι και η θρησκεία.
Μέσα από αυτές τις μεγάλες μεταλλάξεις, ρίξεις και σημασιοδοτήσεις θα έχουμε την πρώτη
διατύπωση έννοιας της κυριαρχίας η οποία δηλώνει την απεξάρτηση στην πραγματικότητα της
πολιτικής εξουσίας από την εκκλησία και από τη θρησκεία με το έργο του Ζαν Μποντέν (jean
Bodin) Tα έξι βιβλία της πολιτείας (οποία κι αν είναι αυτή). (Six Livres de la République 1576) Δεν
εννοεί εδώ δημοκρατία, αλλά εννοεί την res publica, δηλαδή αριστοτελικά, δηλαδή ως πολιτεία.
Η κυριαρχία εδώ συνεπάγεται την ύπαρξη ενός δικαιώματος να ασκείς την εξουσία μέσα σε μια
πολιτική κοινότητα.

Ο Ζαν Μποντέν χρησιμοποιεί τον όρο souveraineté = κυριαρχία . Η έννοια μέχρι τότε της
potestas (από τη Ρώμη) έχει μια ευρύτερη έννοια, δηλ. είναι και η εξουσία του πατέρα πάνω στην

3
οικογένειά του, που έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου. Έτσι χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο για να
δηλώσει την υπέρτατη μόνο πολιτική εξουσία. Έτσι έχουμε συστηματοποίηση του κυρίαρχου
όπως την διατυπώνει ο Μποντέν για να την αντιδιαστείλει από όλες τις έννοιες περί εξουσίας που
δεν έχουν αυτή τη μορφή. Η potestas πέρα από την οικογένεια, μπορεί να είναι και η εξουσία
πάνω στο δήμο ή πάνω στη Λεγεώνα. Η souveraineté είναι σύμφωνα με τον Bodin, η υπέρτατη
πολιτική εξουσία δεν μοιάζει με καμία άλλη εξουσία που γνωρίζαμε ως τωρα.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι, όπως αναλύθηκε από τον Bodin, νεωτερική έννοια της
κυριαρχίας αντλεί το νόημά της από την εκκοσμίκευση της θείας εξουσίας. Γιατί την souveraineté
νοηματικά θα την αντικαταστήσει νοηματικά, ισοδυναμεί με την majestas = μεγαλειότητα, που
είναι η μεγαλειότητα. Ο ανώτατος όρος για να εκφραστεί μια εξουσία που δεν είναι καμία άλλη
πάνω από αυτήν. Μέσα από την ανάλυση του Μποντέν την οποία θα ακολουθήσει ο Χομπς,
αλλάζοντας λίγο τα πράγματα γιατί στο 17ο αι. αλλάζουν. Ο Μπεντέν δηλώνει ως κυριαρχία μια
αδιαίρετη υπέρτατη εξουσία η οποία αντιστοιχεί με τη θεία εξουσία και γι αυτό είναι άχρονη.
Πώς την καθιστά άχρονη ο Bodin; Μας λέει ότι η έννοια της κυριαρχίας δεν ανήκει σ ένα
πρόσωπο ανήκει σε μια πολιτεία, αν η πολιτεία είναι μοναρχική είναι ο μανάρχης, αν είναι
αριστοκρατική είναι η τάξη η οποία άρχει. Επειδή δεν ανήκει σε πρόσωπο, ανήκει στην πολιτική
οντότητα, σ αυτό που λέμε κράτος. Ο Ελέω Θεού μονάρχης πριν από αυτές τις αλλαγές ήταν ο
χαρισματικός μονάρχης, αυτός που επέλεγε η Θεία Χάρις να ανέβει στο θρόνο που σημαίνει ότι η
εξουσία του, διαμεσολαβούσης της μετάλλαξής του σε χθόνιο θεό ήταν και προσωπική εξουσία,
ήταν ο κατά χάριν, ήταν ο εκλεκτός. Εδώ φεύγει η έννοια του εκλεκτού και η souveraineté
ταυτίζεται με την οντότητα της πολιτικής κοινότητας, αυτή η εξουσία της κοινότητας, κάθε φορά
θα αναδυθεί από εκείνον που θα την ασκήσει. Η souveraineté ταυτίζεται με την έννοια του
κράτους, στον Μποντέν. [O Bodin γράφει στα γαλλικά, αλλά χρησιμοποιεί και λατινικούς όρους
για να κάνει τις διακρίσεις].
Ο Bodin δεν θα χρησιμοποιεί τον όρο imperium γιατί δηλώνει στρατιωτική εξουσία. Η
κυριαρχία είναι αμιγώς πολιτική ηγεσία αλλά ταυτίζεται με την πολιτική οντότητα της οποίας την
εξουσία κάποιος ασκεί, εξ ονόματός της. Σύμφωνα με τον Bodin, επειδή η κυριαρχία και αυτός ο
οποίος την ασκεί είναι ο κυρίαρχος, είναι η υπέρτατη εξουσία. Ο κυρίαρχος είναι αυτός που θέτει
τον νόμο, (με την έννοια της ίδρυσης μιας κοινότητας και την έννοια ενός νομοθέτη, είναι η
λεγόμενη συντακτική εξουσία, αυτή που θέτει ένα νομικό καθεστώς). Όταν λέει ότι ο κυρίαρχος
θέτει τον νόμο σημαίνει ότι πριν θέσει το νόμο ο κυρίαρχος, δεν υπάρχει νόμος, αυτό σημαίνει ο
κυρίαρχος είναι εκτός νόμου. Εφ’ όσον ο κυρίαρχος είναι εκτός νόμου, είναι και υπεράνω του
νόμου. Είναι ο λόγος για τον οποίο θα μιλήσει ο Βακεν Μπένιαμιν στο βιβλίο του «ο κυρίαρχος
και το κτήνος» (εκδόθηκε μετά το θάνατό του από ένα σεμινάριο του). Δύο άτομα είναι εκτός
νόμου, ο κυρίαρχος και ο μεγάλος εγκληματίας. Όταν το πλήθος θαύμαζε τους μεγάλους
εγκληματίες είναι γιατί αποτελούσαν στην πραγματικότητα αντιστροφή της απόλυτης εξουσίας
του κυρίαρχου τον οποίο επίσης θαύμαζαν. Ο κυρίαρχος λοιπόν είναι princeps legibus solutus =
«άρχων/ηγεμών υπέρ άνω των νόμων». Αυτή είναι η έννοια της κυριαρχίας.
Ο μόνος τρόπος για να αντισταθεί κανείς σ αυτό, δηλαδή στο ότι υπάρχει ένα ον υπεράνω των
νόμων, είναι το σύνταγμα. Δηλ. είναι η αυτοδέσμευση της κρατικής εξουσίας σύμφωνα μ ένα
σύνταγμα που έχει συναινέσει να τηρείται. Αλλοιώς έχουμε το κυρίαρχο κτήνος, ή την διαρκή
επανάσταση που οδηγεί σε πλήρη ανομία, γιατί χωρίς νόμους δεν μπορεί να υπάρχει ελευθερία
ούτε δικαιώματα. Θα πει λοιπόν ο Bodin ότι ο κυρίαρχος έχει τη δυνατότητα να θέτει και να
καταργεί ελεύθερα τους νόμους της επικράτειάς του.

Η ανάδυση της έννοιας της κυριαρχίας:

4
«Το βασικό σημείο της απόλυτα κυρίαρχης εξουσίας συνίσταται στο ότι δίνει το νόμο
στους υπηκόους του χωρίς τη συγκατάθεσή τους» » (Jean Bodin, Six Livres de la
République, I, 8, 1576).

Η κυρίαρχη εξουσία φέρνει την επίσης μεγάλη αλλαγή.


Μέχρι τότε, στο μεσαίωνα, έχουμε συντεχνίες εκπροσώπους, Αυτά καταργούνται γιατί ο
κυρίαρχος απευθύνεται σε κάθε υπήκοο χωριστά. Η σχέση του με τον υπήκοο δεν
διαμεσολαβείται από συντεχνίες και σωματεία. Προκειμένου ο εθνικός μονάρχης να φτάσει στην
απόλυτη εξουσία στο βασίλειό του θα δημιουργήσει τον εθνικό στρατό. Ο εθνικός στρατός είναι
απότοκος της εθνικής μοναρχίας, γιατί μέχρι τότε ο κυρίαρχος τον στρατό τον έπαιρνε από τους
φεουδάρχες, τους αριστοκράτες (του παρείχαν τη δική τους δύναμη βασσάλους). Έπρεπε να
περάσει απ’ αυτούς αν ήθελε να κάνει πόλεμο και να έχει την σύμφωνη γνώμη τους.
Δημιουργώντας εθνικό στρατό τελειώνει και αυτή η διαμεσολάβηση, όσον αφορά στην απόλυτη
εξουσία που μπορεί να ασκεί στην επικράτειά του. Έτσι λοιπόν ο κυρίαρχος με τη νέα του
εκδοχή γνωρίζει μόνο υπηκόους, ελεύθερους από κάθε εξάρτησή τους σε οτιδήποτε άλλο εκτός
από τον ίδιο τον κυρίαρχο. (σωματείο, συντεχνία, κλπ). Ο κυρίαρχος είναι αρμόδιος για την τάξη
και την ειρήνη μέσα στην κοινότητα, μέσω των οποίων (τάξη και ειρήνη) διασφαλίζει την
επιβίωση των υπηκόων του. Στο πλαίσιο αυτής της τάξης δεν ενδιαφέρεται για την ιδιωτική ζωή
των υπηκόων.
Το καινοφανές σύστημα που εμφανίστηκε τον 20ο αι. είναι γιατί στον ορθολογισμό δεν
υπάρχει διάκριση ιδιωτικού και δημόσιου. Δεν σου αναγνωρίζεται καμία σφαίρα που δεν
απασχολεί το κράτος.
Ο Μποντέν θα μιλήσει για περιορισμένη απόλυτη εξουσία, με την έννοια ότι αν δεν
διαταράσσεις την τάξη και την ειρήνη ο κυρίαρχος δεν παρεμβαίνει στην ιδιωτική σου ζωή, και
μάλιστα υποστηρίζει την ιδιοκτησία, διότι την θεωρεί μοχλό της κοινωνικής ανάπτυξης. Γι αυτό ο
Μποντέν θα πει ότι η κυριαρχία είναι απόλυτη και περιορισμένη.
Εδώ λοιπόν έχουμε ρήξη με τον οικουμενικό αυτοκρατορισμό. Έχουμε περιχαρακωμένες
επικράτιες με τα όριά τους, εντός των οποίων ο κυρίαρχος είναι ο φορέας της απόλυτης εξουσίας.
Η κυρίαρχη κοινότητα σε αντίθεση με την αυτοκρατορία κλείνεται στον εαυτό της. Είναι εντελώς
εσωστρεφής, έτσι είναι αδύνατον να ενσωματωθεί στις άλλες. Από τον ίδιο τον ορισμό της
κυριαρχίας δεν μπορεί να ενσωματωθεί στις άλλες. Γιατί η κυριαρχία δεν μπορεί να αναγνωρίσει
τίποτα πάνω από αυτήν. Οποιαδήποτε ενσωμάτωση θα σήμαινε ότι αναγνωρίζει κάτι πάνω από
αυτήν.
Το μεγαλείο του Μοντεσκέ είναι ότι με την διάκριση των εξουσιών σπάει το μονοπώλιο της
στενής κυριαρχίας και γι αυτό ανοίγει τον δρόμο για τις ομοσπονδίες. Είναι ο λόγος που η σκέψη
του Μοντεσκέ επηρέασε πάρα πολύ την αμερικανική επανάσταση. Από τη στιγμή που έχω
περιχαράκωση, αδυναμία ενσωμάτωσης, η κυριαρχία σημαίνει κυριαρχίες, δηλαδή πληθώρα
κανόνων. Κράτη έρχονται σε συμφωνίες, ή σε σύγκρουση μεταξύ τους, αλλά δεν υπάρχει
δυνατότητα ενοποίησής τους σε μια αυτοκρατορία. (Όταν λέμε Ε.Ε. ενοποίηση της ευρώπης,
ενοούμε παραχώρηση της κυριαρχίας, υπέρ μιας ενσωμάτωσης σε έναν ευρύτερο οργανισμό
όπου κανείς δεν έχει την απόλυτη εξουσία.)
Μέσα από αυτό το κυρίαρχο κράτος του 16ου αι. αναδύεται μια εντελώς νέα πολιτική
κοινότητα, ένα εντελώς νέο είδος, μια κοινότητα που έχει διαχωριστεί από το επέκεινα, έχει
διαχωριστεί από το υπερβατικό, αντιπαρατίθεται στις όμοιές της και ενσωματώνεται σε μία
εξουσιαστική αρχή η οποία πια αντιπροσωπεύει, όχι το corpus mysticum της εκκλησίας, το οποίο
ο αυτοκράτωρ μοιράζεται με τον προκαθήμενο της Εκκλησίας, αλλά το σώμα των υπηκόων.
Έχουμε τη μετάβαση από το corpus mysticum στο corpus politicum. Μ’ αυτές τις πολιτικές
αντιλήψεις τελειώνει ο 16ο αι.

5
Ο 17ος αι. θα συνοδευτεί από τεράστιες επαναστάσεις και ρήξεις κυρίως στον τομέα της
επιστήμης. Έχουμε πια πλήρη ρήξη με την παράδοση. Έχουμε την ανάδυση ενός υλιστικού,
μηχανοκρατικού σύμπαντος. Έχουμε τη λεγόμενη Καρτεσιανή επανάσταση.
Η Καρτεσιανή επανάσταση εκφράζεται εν πρώτης με την άρνηση υπαγωγής σε κάθε αυθεντία,
είτε θρησκευτική, είτε της παράδοσης και στην πεποίθηση ότι οι άνθρωποι μπορούν να σκεφτούν
και να γνωρίσουν μόνοι τους και να αποδεχτούν ότι εκείνοι κρίνουν ότι θέλουν να αποδεχτούν,
μάλιστα ακόμα περισσότερο να ανακαλύψουν μόνοι τους τις γνώσεις για τις οποίες μπορεί να
είναι βέβαιοι
Ο Αλεξάντερ Τοκφί ήταν αριστοκράτης (16ο αι.) περιηγήθηκε στην αμερική, είναι εκείνος που
είπε ότι πάμε αναπόφευκτα προς τη ισότητα (ήταν εναντίον της Γαλλικής επανάστασης ήταν
αριστοκράτης αλλά αποποιήθηκε αυτή την παράδοση επειδή θεώρησε ότι η τάση της
ανθρωπότητας ήταν προς την ισότητα.) Ο Τοκφί θα πει στη δημοκρατία της Αμερικής ότι οι
αμερικανοί είναι οπαδοί του Ντεγκάρτ χωρίς να έχουν ακούσει ποτέ το όνομά του.
Ο Ντεγκάρτ λέει

Η ανάδυση της ατομικότητας και η εναντίωση στην παράδοση και την αυθεντία
κατά τον 17ο αιώνα:
« Πρέπει να ασχολούμεθα με εκείνα τα αντικείμενα που τη βέβαιη κι
αναμφισβήτητη γνώση τους είναι ικανό να μας δώσει το ανθρώπινο πνεύμα. […].
Και εμείς οι ίδιοι είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς για το γεγονός ότι κάποτε γευθήκαμε τη
σχολαστική παιδεία. Τώρα όμως […] έχουμε απαλλαγεί από το ιερό καθήκον που
μας επέβαλε να ακολουθούμε πιστά τα λόγια των δασκάλων μας, και […] έχουμε επί
τέλους μεγαλώσει και ωριμάσει αρκετά ώστε να απομακρύνουμε το χέρι μας από τη
σωφρονιστική ράβδο» (Descartes, Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος, μετ.
Γ. Δαρδιώτη, Θεσσαλονίκη, Εγνατία 1976, ΙΙ, σ. 23. Η μετ. είναι ελαφρώς
τροποποιημένη).

Αυτό λοιπόν που λέει ο Ντεγκάρτ είναι: «Σκέψου μόνος. Απόκτησε γνώσεις μέσα από τη
δραστηριότητα της σκέψης σου. Μη δέχεσαι καμία αυθεντία και καμία παράδοση»
Με τον Ντεγκάρτ και με αυτή την επανάσταση εναντίον της … Auctiricas , έχουμε την πρώτη
εκοσμίκευση (όσον αφορά ανθρωπολογικά) της χριστιανικής ανθρωπολογίας.
Στον παγανισμό οι κλασικοί φιλόσοφοι, Πλάτων, Αριστοτέλης και στη συνέχεια οι στωϊκοί,
διέκριναν τους ανθρώπους, στους ελάχιστους που ήταν ικανοί να αποκτήσουν γνώση, από τους
φιλοσόφους, και τους υλικά άριστους. Ο κοσμοπολιτισμός του στωικισμού, έχει να κάνει με το
ότι, ο σοφός είναι συμπολίτης στην κοσμόπολη με τους άλλους σοφούς, ανεξαρτήτως της
κοινότητας στην οποία ανήκει. Στον Πλάτωνα έχουμε την πλήρη περιφρόνηση στην επίγεια και
πολιτική πραγματικότητα, υπέρ της συγγένειας του φιλοσόφου με άλλους φιλοσόφους. Ο
Αριστοτέλης (που δεν έχει την αντιδημοκρατικότητα του Πλάτωνα) θα διακρίνει το θείο γένος των
φιλοσόφων που ασχολούνται με το αιώνιο και το άφθαρτο, από τους πολλούς. Επομένως έχουμε
αυτή την ανισότητα που βασίζεται στα αντικείμενα γνώσης με τα οποία ασχολείται ο φιλόσοφος,
από εκείνα που ασχολούνται οι καθημερινοί άνθρωποι που είναι πρακτικά και ζητήματα
επιβίωσης. Ενώ ο φιλόσοφος στον Αριστοτέλη ασχολείται με την επιστήμη των καθόλου, με τη
θεολογία, στον Πλάτωνα με τον κόσμο των ιδεών.
Στον χριστιανισμό αυτή η ανισότητα καταρρέει μέσω της υποβάθμισης της γνώσης. Είναι το
περίφημο «Ήρθα να ταπεινώσω τους έξυπνους» που είπε ο Παύλος. Οι άνθρωποι είναι όλοι ίσοι
γιατί η αλήθεια τους γίνεται γνωστή μέσω της αποκάλυψης του Θεού και γι αυτό όσοι πιστεύουν
ότι μπορούν να φτάσουν την απόλυτη αλήθεια μόνοι τους πλανώνται.

6
Ο Ντεγκάρτ μας δίνει το στίγμα του 17 ου και 18ου αι. (του διαφωτισμού) λοιπόν λέει ότι όλοι
είμαστε ίσοι, όχι γιατί κανείς μας δεν μπορεί να μάθει την αλήθεια, αλλά γιατί όλοι μπορούμε να
μάθουμε την αλήθεια, με τα δικά μας γνωσιακά μέσα, χωρίς να χρειαζόμαστε καμία αποκάλυψη
και όπως θα πει ο ίδιος «Αν ο Θεός έχει τελικές αιτίες και σχέδια, δεν μπορώ να τα γνωρίσω, είναι
θέμα θρησκείας. Εγώ ξέρω ότι έχω ένα υλιστικό σύμπαν και ξέρω πως αν αρχίσω να αμφιβάλλω
για τα πάντα, θα καταλήξω ότι μόνη βεβαιότητά μου είναι ότι εγώ σκέφτομαι. Στον Ντεγκάρτ η
απόδειξη της ύπαρξης του Θεού επιβεβαιώνει ότι υπάρχουν οι άλλοι, υπάρχει ο κόσμος. Η
ύπαρξη του Θεού αποδεικνύεται όταν το cogito που έχει βεβαιωθεί για την ύπαρξή του ψάχνει
τις ιδέες μέσα στα περιεχόμενά του. Η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού δεν προέρχεται από μια
αποκάλυψη, αλλά από μια ανασκόπηση των περιεχομένων του ανθρώπινου νου.
Η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού δεν προέρχεται από μια αποκάλυψη, προέρχεται από μια
ανασκόπηση των περιεχομένων του ανθρώπινου νου. Γι αυτό ο Pascal θα πει για τον Ντεγκαρτ ότι
χρησιμοποιεί το Θεό μέχρι να φτάσει σε κείνο το σημείο, που κάνοντας μια κίνηση θα τον πετάξει
έξω.
Ακριβώς λοιπόν αυτή η αντίληψη του Ντεκάρτ ότι όλοι είμαστε ίσοι στη γνώση (όχι η
ανισότητα των αρχαίων, ούτε ο τρόπος ισότητας των χριστιανών) θα τον κάνει να πει την
περίφημη φράση «Η ορθοφροσύνη είναι στον κόσμο το πράγμα το καλύτερα μοιρασμένο»

« Η ορθοφροσύνη είναι στον κόσμο το πράγμα το καλύτερα μοιρασμένο» (Descartes,


Λόγος περί της μεθόδου. Για την καλή καθοδήγηση του λογικού μας και την αναζήτηση
της αλήθειας στις επιστήμες, Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Χρ. Χρηστίδης, Αθήνα,
Παπαζήσης 1976, Ι.1, σ. 5).
___________________
Η ανάδυση του υποκειμένου και της ατομικότητας οφείλεται στο Γαλιλαίο και αργότερα στον
Νεύτωνα, με την ύπαρξη του κενού, που σημαίνει ότι ο κόσμος δεν είναι το τακτοποιημένο σπίτι
από τη Θεία πρόνοια, ή σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης. Το
μεγάλο σοκ που συνέβη στους Ευρωπαίους το 17 ο αι. ήταν ότι ξαφνικά διαπίστωσαν πως οι
αισθήσεις τους, τους ξεγελούσαν, γιατί η γη κινείται, ενώ εκείνοι ένιωθαν στέρεο έδαφος, επίσης
και ο ορθός τους λόγος, γιατί κανείς δεν απέδειξε ορθολογικά ότι η γη κινείται. Το απέδειξε ένα
εργαλείο, το τηλεσκόπιο. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος γνωρίζει ότι φτιάχνει μόνος του, και η
μόνη του σταθερά είναι ο εαυτός του. Εξ, ου και η ενδοσκόπηση, και η γενική αμφιβολία του
Ντεγκάρτ για να φτάσουμε στο cogito ego sum. Αυτή η εκοσμίκευση δεν σημαίνει στην
πραγματικότητα αναβάθμιση του κόσμου όπως την ξέρουμε στην αρχαιότητα, όπου ο άνθρωπος
είναι κάτοικος ενός κόσμου αιώνιου και κοινού, στην πραγματικότητα είναι μια εκοσμίκευση που
σημαίνει στην ουσία αποξένωση από την κοσμική πραγματικότητα, απ’ τη στιγμή που έχω ανάγκη
από ένα cigito ego sum, για να πειστώ ότι υπάρχει ο κόσμος. Σ’. αυτό έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο
και η μεταρρύθμιση και ο προτεσταντισμός (Μαξ Βέμπερ Σχέση προτεσταντισμού και
καπιταλισμού). Απ’ τη στιγμή που δεν έχω ιερατείο, διαμεσολάβηση, έχω άτομο και Θεό, η
απόδειξη ότι έχω τη Θεία Χάρη είναι το ότι όλα μου πηγαίνουν καλά. Άρα δεν πλουτίζω για να
απολαμβάνω, πλουτίζω γιατί έτσι αποδεικνύεται ότι έχω τη Θεία βοήθεια και Χάρη. Εξ΄αυτού η
συσσώρευση κεφαλαίου δεν ήταν μια συσσώρευση η οποία συνδυαζόταν με πολυτελή ζωή ή με
απολαυστικό βίο. Ήταν μια συσσώρευση ασκητών. Οι πρώτοι καπιταλιστές ήταν ασκητές, που
σημαίνει αποξένωση από τα επίγεια, διότι το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η απόδειξη ότι έχουν
τη Θεία Χάρη. Με την Καρτεσιανή επανάσταση έχουμε αυτή τη στροφή προς τα μέσα, την
ενδοσκόπηση. Άρα μιλάμε για εκοσμίκευση με την έννοια του χωρισμού της γήινης από την
ουράνια σφαίρα, αλλά όχι στην πραγματικότητα για την αναβάθμιση των σχέσεων του ανθρώπου
με τον κόσμο. Είναι μια αποξενωτική από τον κόσμο, εκοσμίκευση.

7
Όταν ο Ντεγκάρτ λοιπόν λέει ότι η ικανότητα να κρίνεις σωστά και να διακρίνεις το αληθές από
το εσφαλμένο είναι μια ικανότητα που τη μοιράζονται όλοι οι άνθρωποι, μας λέει ότι όλοι οι
άνθρωποι είναι ικανοί να γνωρίσουν την αλήθεια. Άλλωστε ο Ντεγκάρτ ο τρόπος με τον οποίο
γράφει, είναι να λέει τι έχει κάνει ως άνθρωπος, για να το ακολουθήσεις κι εσύ αν θες. Με την
έννοια δηλ. μιας μεθόδου που μπορείς κι εσύ αν θέλεις να την εφαρμόσεις. Για τον Ντεγκάρτ όλοι
οι άνθρωποι είναι ίσοι, αποτελώντας τη ειδοποιό διαφορά των ανθρώπων από τα ζώα, το
συμπέρασμα είναι ότι οι άνθρωποι πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ίσοι. Γι’ αυτό θα δούμε αυτή
την φυσική ισότητα να παίρνει πολιτική διάσταση τον 17 ο αι στις θεωρίες του συμβολαίου. Η
αντίδραση του Ντεκάρτ στην αυθεντία, ξεκινάει από τη γενικευμένη θεωρία ότι δεν μπορώ να
στηριχτώ πουθενά. Η στροφή προς τα μέσα με σκοπό να στηρίξω κάποια μου στη βεβαιότητα
είμαι εγώ και είμαι σκεπτόμενο ον, Όλη αυτή η στάση είναι η βάση, η θεμελίωσης της ανάπτυξης
της ατομικότητας χωρίς τις θεολογικές καταβολές του Όκκαμ. Ένα άτομο που είναι ικανό να
γνωρίσει (ο Όκαμ δεν επέτρεπε την δυνατότητα) ο Ντεγκάρτ λέει ότι μπορείς να γνωρίσεις και
είσαι ίσο με τα άλλα άτομα. Γι’ αυτό ακριβώς στο μέτρο που ο Διαφωτισμός είναι μια
νεωτερικότητα, και η νεωτερικότητα είναι διαφωτισμός ο Ντεγκάρτ είναι ο πρόδρομος και ο
πατέρας του διαφωτισμού. Το πρώτο συστατικό του διαφωτισμού όπως μας τον διδάσκει ο
Ντεγκάρτ είναι το να δίνουμε προτεραιότητα σ’ αυτό που επιλέγουμε εμείς κι όχι σ’ αυτό που
μας επιβάλουν οι άλλοι με τις δικές τους επιλογές και αυτή ακριβώς η προτεραιότητα, έχει δύο
όψεις, μία κριτική όψη και μια κατασκευαστική. Η κριτική όψη είναι να μην έχουμε την
κηδεμόνευση από κανέναν, ούτε από εκκλησία, ούτε από παρελθόν. Η κατασκευαστική όψη
είναι αυτή που έχει μεγαλύτερη σημασία, είναι ότι αφού δεν μπορώ να στηριχτώ σε νόμους και
αξίες εγκαθιδρυμένες και όλες οι βεβαιότητες πρέπει να προέρχονται από μένα, ως απότοκο του
ορθού λόγου, όχι αυθαίρετα, αυτό σημαίνει ότι πηγή για τις αξίες, και τις νόρμες είτε στην
πολιτική είτε στην ηθική είμαι εγώ. Είναι το άτομο.
Ακριβώς γι αυτό, με τον Καντ πια τον 18ο αι. θα έχουμε τη λεγόμενη θεωρητική ηθική, την
δεοντοκρατία. Δεν έχουμε πια μια αντίληψη για την αντικειμενικότητα του αγαθού, έχω όμως
μια μέθοδο για το πως θα βρω τον νόμο (εγώ θα τον βρω) που θα επιβάλλω στην εμπειρική μου
ύπαρξη, άρα πώς εγώ ως ηθικό ον θα ενεργώ ως νομοθέτης της ανθρωπότητας. Στο πεδίο της
ηθικής πια, πηγαίνοντας προς τον Καντ τον 18 ο αι. φεύγουμε από την αντικειμενικότητα, δηλαδή
αγαθό είναι αυτό που λέει ο Θεός. Στον Πλάτωνα έχω την ιδέα του αγαθού, στον Αριστοτέλη έχω
τη φύση των πραγμάτων που μου λένε τι είναι αγαθό, άρα το αγαθό σ’ όλη την παράδοση έχει
αντικειμενική σημασία. Εδώ φεύγω από την αντικειμενικότητα και πάω στην διυποκειμενικότητα.
Το καντιανό ηθικό υποκείμενο για να διατυπώσει κατηγορική προσταγή, έρχεται με τη φαντασία
του, στη θέση οποιουδήποτε έλλογου όντος το οποίο πέρα από τα ατομικά συμφέροντα και
επιδιώξεις θα έκανε αυτό που πρέπει να γίνει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση.
Άρα το αγαθό δεν το γνωρίζω αντικειμενικά, θεωρώ ότι είναι αγαθό αυτό που καθολικά,
ορθολογικά θεμελιώνεται ως τέτοιο από τους ανθρώπους. Βλέπουμε λοιπόν πως πάνε όλα από
την αντικειμενικότητα στην καθολικότητα. Πρώτος ο Ντεγκάρτ βάζει το άτομο, βάζει το
υποκείμενο ως πηγή κάθε αξίας και ως πηγή κάθε βεβαιότητας για να περάσουμε μετά στον
διαφωτισμό στην ωριμότητά του στην ακμή του το 18ο αι.
Αυτό που πετυχαίνει λοιπόν ο Ντεγκάρτ με αυτές τις δύο όψεις, τη χειραφέτηση από την
κηδεμονία και τη χειραφέτηση από τις καθιερωμένες αξίες και την διυποκειμενική θεμελίωση
των αξιών, σημαίνει απελευθέρωση, χειραφέτηση από οποιοδήποτε κυβερνητικό
υπερανθρώπινο θεμέλιο βεβαιοτήτων και αρχών.
Έχουμε λοιπόν αποκοπή από την παράδοση, το παρελθόν δεν έχει καμία σημασία, δεν μας
μαθαίνει τίποτα, αξίζει όμως να μάθουμε να θέτουμε τους κανόνες για να αποκτήσουμε τη γνώση
η οποία θα μας διασφαλίσει μια καλύτερη ζωή. Η νεωτερικότητα είναι πάντα μελλοντοκεντρική,
δεν πηγαίνει στο παρελθόν, κοιτάει απολύτως το μέλλον, εξού και το πρόβλημα για το ιδεώδες
της προόδου, που θα πεθάνει στο Άουσβιτς και τη δυνατότητα πυρηνικού ολέθρου, τον β

8
παγκόσμιο πόλεμο. Κι εκεί θα δούμε την πλήρη αντιστροφή από το μοντέλο του διαφωτισμού,
επειδή στέρεψε η ιδέα της προόδου, μας στερεύει και η δύναμη ορθού λόγου και η αισιοδοξία
ότι μέσω του ορθού λόγου, οι άνθρωποι προοδεύουν οι επιστήμες και αποκτούμε γνώσεις αξίες
άρα έχουμε ανάδυση του ανορθολογισμού.
Από ερώτηση:
Το μεγάλο δράμα του 17ου γιατί ο ορθός λόγος τους έχει πείσει ότι μπορούν να κατακτήσουν
το σύμπαν. Ο Ντεγκάρτ θα πει στο λόγο περί της μεθόδου θα γίνουμε κύριοι και κάτοχοι της
φύσης. Αλλά όσον αφορά τα ανθρώπινα, ο ορθολογιστής βλέπει μια αλληλουχία συμβάντων
ακατανόητων, ανεξήγητων. Δεν μπορεί να βρει ένα καθολικό νόμο για τη βαρύτητα, την
περιστροφή της γης γι αυτό το 17ο αι έχουμε το εξής παράδοξο έχουμε αυτή την ανάπτυξη στις
επιστήμες και την αυτονομία του ατόμου, από την πλευρά της ιστορίας, οι μόνοι που
προσπάθησαν να απαντήσουν ήταν οι θεολόγοι και ο Μοντεσκέ. Μόνο η θεολογία μπορεί να
δώσει νόημα στα γεγονότα. Δεν μπορεί να το δώσει αυτό ο ορθός λόγος, με αυτή την
απολυτότητα των θετικών επιστημών των μαθηματικών. Διότι όταν ο Ντεγκάρτ λέει ότι η μόνη
μέθοδος της επιστήμης είναι η μαθηματική μέθοδος, όταν ο Σπινόζα μας λέει για την ηθική…
Απάντηση σ αυτό, εκτός από τη θεολογία θα δώσει ο Μοντεσκέ. Μια φιλοσοφία της ιστορίας
από πολιτική άποψη.
Μέσα από όλη αυτή τη κοσμογονική αλλαγή στις αντιλήψεις, η φώτιση των ανθρώπων άλλαξε,
αντικαθίσταται από τη διάδοση των φώτων από άνθρωπο σε άνθρωπο. Γι αυτό και ο
διαφωτισμός ήταν υπέρ της δημόσιας παιδείας.
Η πρώτη μορφή αυτονομίας τον 17 ο αι αποκτάται στο πεδίο της γνώσης και γι’ αυτό, καμία
αυθεντία δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο της κριτικής. Η γνώση έχει δύο πτυχές, τον ορθό λόγο
και την εμπειρία απλώς ξεκινούν από διαφορετικούς δρόμους. Οι θεμελιώδεις αυτές αλλαγές
θέτουν ένα τεράστιο πρόβλημα, το πρόβλημα της νομιμοποίησης της εξουσίας.
Έχουμε δύο όρους τη νομιμοφροσύνη και τη νομιμότητα.
Νομιμοφροσύνη: Legalité / Legality
Νομιμότητα: Legitimité / legitimacy
Η νομιμοφροσύνη αφορά τον υπήκοο. Για να υπακούω στο νόμο και σε κάποια εξουσία πρέπει
να θεωρώ ότι αυτός που την ασκεί είναι ο νόμος, έχει δικαίωμα να την ασκεί. Πάντοτε η εξουσία
έχει ανάγκη από τη νομιμότητα δηλ. την πηγή νομιμοποίησης. Άλλο η υπακοή και η συμμόρφωση
προς το νόμο και άλλο η αναγνώριση ότι αυτός που φέρει το νόμο, κι αυτός που ασκεί την
εξουσία δικαιούται να το κάνει.
Γι’ αυτό ο ελέω θεού μονάρχης το 16ο αι διατήρησε τις σχέσεις του με το θεό απλώς την
εξατομίκευσε, πηγή νομιμοποίησης ήταν ο Θεός. Οι άνθρωποι ζούσαν σ’ έναν αιώνα (17 ο) που
έχει την πλήρη αποκοπή της γήινης από την ουράνια σφαίρα. Όταν ο Ντεγκάρτ στο λόγο περί της
μεθόδου, λέει να γίνουμε κύριοι και κάτοχοι της φύσης αλλάζει εντελώς το πρόταγμα της γνώσης.
Η γνώση στο Χριστιανισμό είναι η πίστη στο Θεό, στην κλασική φιλοσοφία η γνώση είναι πάντα
ηθικοπρακτική. Το να γνωρίζω τη φύση των πραγμάτων στον Αριστοτέλη στα καθόλου, είναι το
να γνωρίζω και το τί είναι ο άνθρωπος, ποια είναι η θέση του στο σύμπαν, ποια είναι τα έργα τα
οποία πρέπει να επιτελεί. Το να γνωρίσω την ιδέα της δικαιοσύνης για τον Πλάτωνα είναι να
γνωρίσω την καθολική αρχή, σύμφωνα με την οποία θα οργανώσω τα τρία μέρη της ψυχής μου,
σύμφωνα με την οποία οργανώνεται το σύμπαν, σύμφωνα με την οποία οργανώνεται ο νοητός
κόσμος. Δεν υπάρχει τίποτα πια από όλα αυτά, άρα έχουμε πρόβλημα νομιμοποίησης της
πολιτικής εξουσίας. Δηλ. θέτεις το νόμο κι εγώ υπακούω αλλά δικαιούσαι να τον θέτεις;
Η μεγάλη επανάσταση με μοχλό ακριβώς το δίκαιο είναι ότι πια η πηγή νομιμοποίησης στην
νομιμότητα της εξουσίας δεν θα θεμελιωθεί ούτε στην κοσμική τάξη ούτε στη θεοποίηση αλλά
στον άνθρωπο. Έτσι βρισκόμαστε στην ανάδυση αυτού που λέμε νεότερο φυσικό δίκαιο και τη
θέση Ελέω Θεού θα την πάρει η έννοια του δικαιώματος. Κι εδώ πρέπει να κάνουμε τις εξής
διευκρινήσεις. Η Ρώμη, ο Κικέρων και οι νομοδιδάσκαλοι της Ρώμης (όπως ο Ιουλιανός) ήταν η

9
παρακαταθήκη των ανθρώπων της εξουσίας και των νομικών συμβούλων για να κατακτήσουν τα
νομικά καθεστώτα και τις θεωρίες τους, οι Ρωμαίοι λοιπόν, χρησιμοποιούσαν δύο όρους. Τον όρο
jus και lex. Για του Ρωμαίους lex είναι ο νόμος. Το jus για τους Ρωμαίους είχε δύο σημασίες οι
οποίες συνέχισαν μέχρι το 17ο αι. Η μία σημασία του jus δηλ. δίκαιο. Δίκαιο είναι να έχεις τη
βούληση να δώσεις στον καθένα αυτό που του αναλογεί. Sum jus το δικό μου δίκαιο άρα το
δίκαιο του μεμονομένου ανθρώπου. Μια άλλη έννοια που είχαν δώσει στο jus είναι η τεχνική του
να μοιράζεις ακριβοδίκαια τα αγαθά. Το jus δικαιολογεί ο Κικέρων με τη λεγόμενη lex naturalis
το φυσικό νόμο. Οι στωικοί πίστευαν ότι ο κόσμος έχει μέσα του τον κοσμικό λόγο σύμφωνα με
τον οποίο οργανώνεται και σύμφωνα με τον οποίο συμβαίνει ότι συμβαίνει. Αυτό σημαίνει ότι ο
λόγος επιτάσσει ποια είναι η θέση του καθενός ποια είναι τα καθήκοντά του, ποιες είναι οι
υποχρεώσεις του ως ανθρώπου. Από το jus εκφράζεται η λέξη naturalis με την έννοια των
στωικών. Στη συνέχεια η λέξη naturalis θα πει ο Παύλος είναι το αίσθημα δικαίου που έχουν οι
άνθρωποι μέσα στην ψυχή τους και είναι η βούληση του θεού προκειμένου να πει ο Παύλος ότι
υπήρχαν άνθρωποι και πρωτού να έρθει ο Χριστιανισμός. Υπό την επήρεια όμως του
νομιναλισμού όλα αυτά τα jus, κοσμικές τάξεις, βούληση, δεν μπορώ να έχω τέτοια που να μου
δίνει νόμο (ηθικό νόμο μπορεί να μου δώσει γιατί μπορεί αύριο να αλλάξει) μεταφέρουν την
έννοια του jus από το αποτέλεσμα μιας κοσμικής τάξης που μοιράζει τα πράγματα ίσα και οι
δίκαιοι άνθρωποι θα ακολουθούν δίκαιη μοιρασιά στην πολιτική εξουσία σύμφωνα με αυτόν το
φυσικό νόμο δίνουν στην κάθε τάξη αυτό που της αρμόζει στη νομή της εξουσίας, το μεταφέρει
όλο αυτό στο μεμονωμένο προ πολιτικό άτομο. Και λέει jus είναι η ικανότητα να ασκείς εξουσία
πάνω σε ορισμένα πράγματα με σκοπό τον 17 ο αι. την επιβίωσή σου. Γι’ αυτό τον 17 ο αι. έχουμε
την πλήρη ανάδυση του πάθους για αυτοσυντήρηση. Το jus είναι το δίκιο μου το οποίο απορρέει
από τη φύση μου ως ανθρώπινου όντος, σύμφωνα με το οποίο δικαιούμαι, έχω το δικαίωμα
πάνω σε ορισμένα πράγματα για να συνεχίσω ζω. Στη συνέχεια ο Λοκ θα θεμελιώσει την
ιδιοκτησία. Επομένως αυτό το οποίο αναδεικνύεται είναι ότι έχω ένα άτομο προ πολιτικό, σε
φυσική κατάσταση, πρέπει να φανταστώ ποια είναι η θέση του ανθρώπου αν δεν ανήκει σε
κάποια κοινότητα, για να καταλάβω τι είναι ο άνθρωπος. Έχω λοιπόν ένα άτομο προ πολιτικό, το
οποίο έχει από τη φύση του ορισμένα δικαιώματα, ο Χομπς θα μας πει την επιβίωση, επομένως
το δικαίωμά του είναι να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε μέσο του επιτρέπει να επιβιώσει. Όταν το
άτομο απειλείται από άλλα άτομα στη φυσική κατάσταση συνάπτει συμβόλαιο με άλλα άτομα,
βάζουν κανόνες για να μην βλάπτουν ο ένας τον άλλο. Η μεγάλη στροφή που γίνεται είναι ότι, η
νομιμότητα της εξουσίας πηγάζει, στηρίζεται στο δικαίωμα του ατομικού ανθρώπου του προ
πολιτικού, του ατομικού όντος πριν αυτό το ον να ενταχθεί σε μια πολιτική κοινότητα. Φυσικά
πρόκειται για μια υπόθεση εργασίας προκειμένου όμως να καταστεί σαφές ότι η κοινότητα
εξαρτάται από το άτομο και όχι το άτομο από την κοινότητα. Αυτή η ανάδυση μέσω της φυσικής
κατάστασης του προ πολιτικού ατόμου θα δώσει τη δυνατότητα της ύπαρξης διεθνούς δικαίου,
(τα κράτη βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση, έχουν πια εθνικές μοναρχίες δεν έχουν
αυτοκρατορία) και αυτό το διεθνές δίκαιο πάνω στο jus και το φυσικό νόμο που το δικαιολογεί το
jus θα το δώσει ο πατέρας του διεθνούς δικαίου, ο Hugo Grodius (17ο αι.) O Grodius, που
βρίσκεται στη βάση της Καντιανής παράδοσης, θα πει ότι ο άνθρωπος είναι ένα έλλογο ον το
οποίο θέλει να επιβιώσει, για να επιβιώσει πρέπει να έχει και ιδιοκτησία αλλά και τη δυνατότητα
να επιδέχεται κάποια μέσα που του επιτρέπουν την επιβίωσή του. Τα μέσα αυτά δεν μπορεί να
είναι αθέμιτα, δεν μπορεί να είναι εις βάρος του δικαιώματος του άλλου ατόμου. Αυτό θα πει,
είναι ο φυσικός νόμος (ξεκινάει από το jus, αλλά αυτό το επιβάλλει ο φυσικός νόμος) κι ο Grodius
θα πει το περίφημο «ακόμα κι αν δεν υπήρχε Θεός αυτός ο νόμος θα ίσχυε». Η οικουμενικότητα
αυτού του νόμου οφείλεται και στηρίζεται επειδή το άτομο είναι προ πολιτικό. Αν το άτομο είναι
προ πολιτικό τότε μοιράζεται με όλους τους άλλους (άτομα) το ίδιο δικαίωμα, ανεξαρτήτως της
κοινότητας στην οποία ανήκει. Αν έχουμε ένα άτομο φορέα δικαιωμάτων (και εδώ μιλάμε για το
πολιτικό δίκαιο) στην προ πολιτική κατάσταση που σημαίνει ότι δεν του δίνει η κοινότητα τα

10
δικαιώματα, τα έχει από μόνος του. Αν έχει ένας δικαιώματα έχει και ο άλλος επομένως η
ανάδυση του ατομικισμού θεμελιώνει την οικουμενικότητα στο ότι όλοι είμαστε φορείς ως άτομα
των ίδιων δικαιωμάτων. Έτσι με βάση το φυσικό νόμο, την αναγνώριση αυτών των δικαιωμάτων
να θέσουμε και κανόνες. Γι αυτό ο Grodius είναι ο πατέρας του διεθνούς δικαίου. Το ότι το άτομο
είναι οικουμενικό στο μέτρο που η οντότητά του δεν καθορίζεται από την ενσωμάτωσή του σε
μια συγκεκριμένη κοινότητα. Αν η οντότητά μου καθορίζεται από την ενσωμάτωσή μου σε μια
κοινότητα τότε δεν υπάρχει οικουμενικότητα. Αυτό που είμαι το οφείλω στην κοινότητα στην
οποία ανήκω. Αν πριν από κάθε κοινότητα είμαι φορέας δικαιωμάτων αλλά και οποιοδήποτε
ανθρώπινο ον είναι φορέας δικαιωμάτων, άρα οποιοδήποτε ανθρώπινο ον είναι φορέας
δικαιωμάτων άρα η ενσωμάτωσή μου στην κοινότητα δεν καταργεί αυτή την οικουμενικότητα κι
από δω έχει γεννηθεί η ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ότι ανεξαρτήτως φύλου θρησκείας
φυλής καταγωγής, πέρα από την ίδια σου την χώρα αλλά ακόμα κι όταν πας σε μια ξένη χώρα
πρέπει αυτά τα δικαιώματα να σου γίνουν σεβαστά. Η οικουμενικότητα οφείλεται στο ότι
αναγνωρίζεται το δικαίωμα ως προ πολιτικό προνόμιο του ατόμου το οποίο η κοινότητα έρχεται
να το προστατεύσει, όχι να το δημιουργήσει.
Εδώ γεννιέται πια ο πολιτικός ατομικισμός. Για να καταλάβετε πως η ατομοκεντρική κοινωνία
αντιτίθεται στην μέχρι τότε οργανική αντίληψη για την κοινότητα, όπου τα άτομα είναι οργανικά
μέλη ενός αδιαίρετου συνόλου.

Παράδειγμα της αντίληψης για την οργανικής ενότητας της κοινότητας:


«Τό τε γὰρ τμηθὲν τῶν μελῶν, τῆς κοινότητος ἐκστάν, καὶ καθ’ αὑτὸ γεγονός, αὑτὸ
γεγονός, αὐτῷ τε τούτῳ νενέκρωται» (Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος [αυτοκράτορας από
το 1391-1425])).
Όταν ένα μέλος αποκοπεί από την κοινότητα είναι νεκρό.

Με αυτή την ανάγκη νομιμότητας την οποία ο 17 ος αι. με βάση όλο αυτό το αντιληπτικό
σύμπαν που αλλάζει, θα την βρει στα δικαιώματα του ατόμου. Όχι ότι το άτομο ο άνθρωπος είναι
ότι είναι χάρη στην κοινότητα στην οποία ανήκει, αλλά η κοινότητα υπάρχει χάρη των ατόμων
που αποφάσισαν να την ιδρύσουν. Εξ αυτού μπαίνουμε πια στη θεωρία του συμβολαίου.
Μπαίνουμε στην αντίληψη ότι η πηγή της νομιμότητας είναι η σύναψη της συμφωνίας έλλογων
ατόμων μεταξύ τους με στόχο την επιβίωσή τους.
Το κράτος είναι προστάτης των δικαιωμάτων μου έναντι της απειλής που μπορεί να υποστώ
από τους άλλους και γι αυτό θα δούμε το 18 ο αι. αλλάζει η ανάγκη-αντίληψη για την ευτυχία. Η
ατομική ευτυχία, η προσωπική ευτυχία, γίνεται το πρόταγμα του κάθε ανθρώπου. Θα μου πείτε
δεν είχα ευδαιμονία οι αρχαίοι, ναι αλλά έλεγαν κατά άσκηση της αρετής. Στον όμηρο δεν έχουμε
καθόλου αντίληψη περί ευδαιμονίας. Ενώ το 18 ο αι. την προσωπική ευτυχία γιατί δεν έχω
αντικειμενικό αριθμό του αγαθού. Εκείνο που έχω είναι τα δικαιώματά μου, τα δικαιώματά μου
είναι αυτό το οποίο εγώ κρίνω ότι είναι αγαθό. Γι αυτό στο σύνταγμα των ΗΠΑ (Τόμας
Τζέφερσον) θα μιλήσει και για επιδίωξη της ευτυχίας, κάτι που τους ρεπουμπλικανικής κοπής
φιλοσόφους (Χάνα Άρεντ) τους ενόχλησε πάρα πολύ.
Μέσα από αυτή την αντίληψη του συμβολαίου αυτό που συμβαίνει είναι για πρώτη φορά να
αναδύεται μια κοινωνία χωριστή από το κράτος. Η κοινωνία είναι το πεδίο όπου διαβιούν τα
ανθρώπινα όντα με στόχο την ευημερία τους, την επίτευξη της ευτυχίας τους, όπως την εννοεί ο
καθένας. Το κράτος είναι ο προστάτης αυτής της δυνατότητας των ατόμων μέσα στην κοινωνία,
να μπορούν να εκδηλώσουν και να επιτύχουν τον τρόπο ζωής και την ευτυχία που θέλουν.
Το 18ο αι. θα πάμε σ ένα τρίτο στάδιο. Η κοινωνία θα γίνει πια ασφυκτική και τότε θα έρθει
ένα τρίτο στάδιο το οποίο θα αναπτύξει ο Ρουσσώ και το οποίο είναι ο ίδιος ο εαυτός μου
απέναντι στην κοινωνία. Με την ανάλυση της κοινωνίας έχω μία αλλαγή πολιτικού προτάγματος

11
γιατί έχω πια την άμεση σύνδεση της πολιτικής με την οικονομία. Η πολιτική πρέπει πια να
βοηθήσει στην ευημερία των πολιτών. Από το 17 ο αι. και μετά με αποκορύφωμα το 19 ο έχω το
homo economicus όπως θα διατυπωθεί. Στην κλασική πολιτική παράδοση είσαι πρώτα πολίτης
(Βλέπουμε τι λέει ο Ξενοδώντας στα πολιτικά, ιδιώτης είναι όποιος δεν ασχολείται με τα κοινα)
Εδώ ο άνθρωπος προηγείται του πολίτη. Άρα η ιδιωτική σφαίρα έχει μεγαλύτερη σημασία από τη
δημόσια σφαίρα. Αυτό θα φέρει την υποβάθμιση της πολιτικής. Από το 17 ο αι. και μετά
θεωρούμε ότι η ιδιωτική μας σφαίρα αξίζει περισσότερο από τη δημόσια. Θα αλλάξει κι ένα άλλο
πρόταγμα, το ηρωικό μοντέλο. Εκείνος που θα επαναφέρει ξανά το αρχαίο ηρωικό μοντέλο είναι
ο Μαρξ, αλλά πια, όχι αναφερόμενο στον ατομικό ήρωα αλλά αναφερόμενο στο προλεταριάτο
ως το συλλογικό υποκείμενο που ενσαρκώνει την ανθρωπότητα και πρέπει να νικήσει τους
εχθρούς αυτής της ανθρωπότητας που είναι η τάξη των αστών και των καπιταλιστών.
Επομένως έχουμε ανάδειξη της κοινωνίας, υποβάθμιση του δημόσιου υπέρ του ιδιωτικού
και υποβάθμιση του ηρωικού υπέρ του ευημερούντος. Όλα αυτά απορρέουν από μια αντίληψη
για τον άνθρωπο. Με βάση ακριβώς αυτό, ο άνθρωπος έναντι του πολίτη, στόχος παραμένει η
ειρήνη και η διατήρηση της τάξης που διασφαλίζει η ειρήνη. Αυτή η διασφάλιση της τάξης με τα
νέα δεδομένα, με την ανάμιξη του συμβολαίου θα επιχειρηθεί με δύο τρόπους. Ο ένα είναι ο
τρόπος του Τόμας Χομπς ο οποίος θα προσπαθήσει να εδραιώσει την απόλυτη κυριαρχία αλλά
πια μέσω του συμβολαίου όχι μέσω του Θεού. Ο άλλος ο οποίος θα γεννήσει το φιλελευθερισμό
είναι ο Τζων Λοκ.
Η πλήρη εκοσμίκευση της κυριαρχίας θα την καθιερώσει ο Λεβιάθαν του Χομπς 1651.
Ο Χομπς μέσα από αυτή την εκοσμίκευση της ελέω Θεού μοναρχίας διατηρεί όλα τα
χαρακτηριστικά της ελέω Θεού μοναρχίας, χωρίς το Θεό. Η διαφορά για τον Χομπς ο οποίος είναι
υπέρ της απόλυτης κυριαρχίας, είναι ότι αυτή η κυριαρχία δε θα υπόκειται σε καμία ανθρώπινη
δύναμη αλλά στη βούληση των μεμονομένων ατόμων οι οποίοι συνάπτουν συμφωνία
παραχώρησης των δικαιωμάτων τους (ο καθένας ξεχωριστά) στον κυρίαρχο. Ένα από αυτά που
βοήθησαν τον Χομπς να οδηγηθεί στην εδραίωση της απόλυτης κυριαρχίας είναι η αντίληψή του
για τι jus.
O Λοκ στις 2 πραγματείες περί κυβερνήσεως, η πρώτη είναι εναντίον του Φίλμερ (από… της
απόλυτης μοναρχίας της ελέω Θεού μοναρχίας και της δυναστείας), ο Λοκ θα πει ότι ο Θεός μας
έχει δημιουργήσει, ο Λοκ είναι Θωμιστής. Ο θεός μας έχει δώσει μια φύση με στόχο υπηρετώντας
τη φύση να τον γνωρίσουμε με τα λογικά μας μέσα. Επομένως στη φύση, στην φυσική
κατάσταση, δεν είμαι ασύδοτος διότι υπάρχει ο φυσικός νόμος που είναι ο λόγος του
δημιουργού μου ως κατασκευαστής μου και ο οποίος μου αναγνωρίζει εξουσίες προκειμένου να
φτάσω με τα λογικά μου μέσα στην γνώση. Για να φτάσω στη γνώση του Θεού, πρέπει πρώτα απ’
όλα να ζω. Άρα μου έχει δώσει το αναφαίρετο δικαίωμα στη ζωή. Μετά για να ζω, πρέπει να έχω
τροφή, άρα μου έχει δώσει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία στο μέτρο που προσπορίζομαι αυτά που
χρειάζομαι για να ζήσω. Τρίτον, εφόσον δεν μου αποκαλύπτεται αλλά ζητά να τον γνωρίσω με τα
δικά μου μέσα, αποκλείεται να μην μου έχει δώσει το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης. Αυτά
είναι αναφαίρετα δικαιώματα. Επομένως ο Λοκ λέει ότι όταν είμαι στη φυσική κατάσταση, ότι η
ελευθερία μου υπόκειται στον φυσικό νόμο, που είναι ανεξάρτητος από κάθε καταστατικό
μηχανισμό, αλλά υπάρχουν κανόνες που αντιστοιχούν στα δικαιώματά του (δικαίωμα στη ζωή,
ιδιοκτησία του σώματός μου, δικαίωμα στην ιδιοκτησία, δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης και
έκφρασης γνώμης), ενώ αντίθετα ο Χομπς (ενώ για τον Λοκ τα δικαιώματα απορρέουν από τον
Θεό), θα διαχωρίσει το naturalis από το jus. Ο Χομπς δεν αναγνωρίζει ότι υπάρχει φυσικός νόμος,
θεμελιωμένος στη θεία βούληση. Ο φυσικός νόμος για τον Χομπς είναι οι συμβουλές που μου
δίνει η λογική μου προκειμένου να μην πεθάνω από βίαιο θάνατο. Και μου λέει η λογική μου:
προκειμένου να μην πεθάνεις από βίαιο θάνατο, κοίτα να συνάψεις ειρήνη – συμβόλαιο με τους
άλλους, διότι κινδυνεύεις να τα χάσεις όλα. Ενώ ο Λοκ, επειδή ακριβώς συνδέει την λέξη naturalis

12
με την ανθρώπινη φύση την οποία έχει δημιουργήσει ο Θεός και μέσω αυτής της ανθρώπινης
φύσης αυτή η λέξη δικαιολογεί τα συγκεκριμένα δικαιώματα.
Ο Χομπς, για τον οποίο ο φυσικός νόμος λέγεται καταχρηστικά ως νόμος, (διότι δεν
συμφωνήσαμε κάτι, άρα είναι παράλογο να τον ακολουθήσεις) λέει ότι στη φυσική κατάσταση
έχεις δικαίωμα να κάνεις τα πάντα και μ’ αυτήν την έννοια ο Χομπς θα πει ότι ενώ ο φυσικός
νόμος λέει να μην κάνεις αυτό, ή να μην κάνεις το άλλο, ή να κάνεις το άλλο, το jus λέει, αν δεν
κινδυνεύει η ζωή σου, κάνε ό,τι θες, που σημαίνει ότι: εάν εγώ δεν πεινάω και βλέπω να τρως
τροφή, σε περίπτωση που δεν κινδυνεύει η ζωή σου, μπορώ κάλλιστα να την αρπάξω από εσένα.
Έχω το δικαίωμα. Ο Λοκ λέει όχι, δεν έχεις το δικαίωμα γιατί είσαι ανθρώπινο ον και στο μέτρο
που έχεις δικαίωμα στην επιβίωση έχει και ο άλλος, διότι, επειδή ακριβώς αυτός ο φυσικός νόμος
που σου δίνει τα δικαιώματα, τα δίνει σε κάθε ανθρώπινο ον ως δημιούργημα του Θεού, ο
φυσικός νόμος για τον Λοκ (και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά του με τον Χομπς) είναι ότι πρέπει
να φροντίζω για την επιβίωσή μου και αν δεν κινδυνεύω, φροντίζω για την επιβίωση όλου του
ανθρώπινου γένους. Άρα, στην φυσική κατάσταση δεν δικαιούμαι να σου πάρω την τροφή.
Αντίθετα ο Χομπς λέει: Μην την πάρεις την τροφή, αν ο άλλος είναι πιο ρωμαλέος από εσένα
και μπορεί να σε σκοτώσει. Αν είναι πιο αδύναμος πάρτο. Μ’ αυτήν την έννοια ο Χομπς θα
μπορέσει να δημιουργήσει απόλυτη κυριαρχία στο συμβόλαιο γιατί αυτά τα άτομα που
αλληλοσκοτώνονται, ενώ στη φυσική κατάσταση του Λοκ, το αλληλοσκότωμα αρχίζει όταν το
δικαίωμα στην ιδιοκτησία απειλείται, ενώ στον Χομπς είναι από την αρχή έτσι. Αυτά τα άτομα
που αλληλοσκοτώνονται επειδή έχουν δικαίωμα πάνω σ’ όλα, τι κάνουν; Παραχωρούν κάθε
δικαίωμά τους στον κυρίαρχο. Εξ αυτού ο κυρίαρχος μένει εκτός, είναι στη φυσική κατάσταση. Το
άτομο συνάπτει συμφωνία. Η διαφορά είναι ότι αυτή η εξουσία του κυρίαρχου, οφείλεται σε μια
συμβολική παραχώρηση, δεν οφείλεται στη θεία βούληση, δεν οφείλεται στην κοσμική ή φυσική
τάξη.
Έτσι, η πολιτική κοινότητα στον Χομπς είναι ένα τεχνούργημα, είναι ένα artificial man που έχει
το όνομα Common Wealth ή state ή (λατινικά civitas).

13

You might also like