You are on page 1of 6

ΕΠΟ30- εξετάσεις

Τόμος Γ΄- Μεταρρύθμιση-Αντιμεταρρύθμιση

 Η ελευθερία της βούλησης και η θρησκευτική ανοχή

Η ελευθερία της βούλησης: Την εποχή της Μεταρρύθμισης κυριαρχούσε η συζήτηση για την ελευθερία
της ανθρώπινης βούλησης. Αυτός ο φιλοσοφικός προβληματισμός ήταν το σημείο σύγκρουσης του
ανθρωπιστικού χριστιανισμού και του λουθηρανισμού.

Σε αντίθεση με τον Έρασμο, ο Λούθηρος δεν πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να επιλέγει τον
κατάλληλο δρόμο για τη σωτηρία του. Υποστήριζε το δόγμα του προκαθορισμού, που προερχόταν από τη
διδασκαλία του Αυγουστίνου, και έλεγε ότι οι ανθρώπινες πράξεις έχουν προκαθοριστεί από το αιώνιο θείο
θέλημα και έτσι δεν υπάρχει ελεύθερη επιλογή, άρα ο άνθρωπος δεν είναι κύριος της ζωής του, Η έννοια
της ελευθερίας της ανθρώπινης βούλησης ήταν περιοριστική για τους εκπροσώπους της Μεταρρύθμισης.

Ο Λούθηρος προσπάθησε να αντικρούσει τις θέσεις του Έρασμου για την ελευθερία της βούλησης και είπε
ότι δεν μπορεί να γίνει κατανοητό το μυστήριο της θείας βούλησης, γιατί δεν είναι δυνατή η γνώση του
Θεού μέσω του ανθρώπινου Λόγου. Οι άνθρωποι μπορεί να είναι ελεύθεροι στις καθημερινές τους
δραστηριότητες και στις αγαθές τους πράξεις, σύμφωνα με τον ηθικό νόμο, αλλά δεν έχουν ελευθερία
επιλογής των μέσων που οδηγούν με βεβαιότητα στην αιώνια σωτηρία.

Τις ανθρώπινες πράξεις διαβρώνουν ευτελή και εγωιστικά κίνητρα κι έτσι η ελεύθερη επιλογή οδηγεί στην
αμαρτία. Μόνο το θείο έλεος αποδεσμεύει τον άνθρωπο από την αδικία και την ασέβεια και τον οδηγεί στην
πνευματική αναγέννηση. Η αληθινή πίστη στη θεία λυτρωτική παρέμβαση δεν αποτελεί ανθρώπινο
κατόρθωμα ή ελεύθερη ατομική επιλογή, αλλά δώρο του Θεού παρουσία του Αγίου Πνεύματος, που
μεταμορφώνει σε αγαθές τις ανθρώπινες ικανότητες.

Θρησκευτική ανοχή: Την εποχή της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης διατυπώθηκαν σαφείς απόψεις που
υποστήριζαν την ανοχή σε διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις, που θεωρούνταν αιρέσεις και
αντιμετωπίζονταν με τιμωρίες και εξαναγκασμούς. Όσοι δεν συμφωνούσαν με αυτές τις τακτικές,
θεωρούσαν ότι οι αιρετικοί είναι άνθρωποι που έχουν πέσει σε πλάνη, αλλά μπορούν να σωθούν με τη
σωστή επιχειρηματολογία και διαπαιδαγώγηση, χωρίς τιμωρίες και βία. Έτσι διαμορφώθηκαν ανεκτικές
συμπεριφορές με σκοπό να υπάρξει μια ευρύτερη θρησκευτική συναίνεση, χωρίς φανατισμούς και
δογματισμούς.
Την αρχή της ανεκτικότητας υποστήριξε πρώτος ο Έρασμος, με τη επιστροφή στο κείμενο των Γραφών,
την υποβάθμιση των θεολογικών συζητήσεων και την πίστη σε έναν μικρό αριθμό θεολογικών δογμάτων.
Σύμφωνα με την αρχή της ανεκτικότητας μόνο ο Θεός μπορεί να αναγνωρίζει τους αληθινούς πιστούς, ενώ
κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να πει ποιος έχει πέσει σε αιρετική πλάνη και έτσι η αρχή της ανεκτικότητας
ισχύει για όλους.

Η θρησκευτική Μεταρρύθμιση επηρέασε ιδιαίτερα την ολλανδική ανθρωπιστική σκέψη, που διαμόρφωσε
τις αρχές της θρησκευτικής ανοχής.

Τη θρησκευτική ανοχή υπερασπίστηκε ο ανθρωπιστής και εκπρόσωπος της μεταρρύθμισης Σεβαστιανός


Καστελλίων.

Το καθήκον της έννομης υποταγής στην εξουσία

Οι μεταρρυθμιστές πίστευαν ότι η κοσμική εξουσία και οι θεσμοί διακυβέρνησης μιας χώρας είναι
απαραίτητα για την επίγεια ζωή του ανθρώπου. Ο πιστός ως χριστιανός βρίσκεται κάτω από την
πνευματική εξουσία του Θεού και ως άνθρωπος κάτω από την κοσμική εξουσία, στην οποία πρέπει να
υποτάσσεται.

Ο Λούθηρος και ο Καλβίνος στήριξαν αυτές τις απόψεις τους, στην επιστολή του Παύλου προς Ρωμαίους
και σε άλλα βιβλικά εδάφια, από τα οποία συμπέραναν ότι την κοσμική εξουσία εγκαθίδρυσε ο Θεός, με
σκοπό να περιοριστεί η αμαρτία, να διατηρηθεί η ειρήνη και να επιβληθεί η πολιτική δικαιοσύνη. Ο
Καλβίνος, επίσης, υποστήριξε ότι καθήκον της κοσμικής εξουσίας είναι η ορθή προστασία του δόγματος και
η υπεράσπιση των ανεξάρτητων, τοπικών εκκλησιών της Μεταρρύθμισης.

Έτσι, η υποταγή στην εξουσία είναι απαίτηση του Θεού και όποιος επαναστατεί στις εγκόσμιες αρχές,
επαναστατεί και κατά της τάξης που όρισε ο Θεός.

Ακόμα και στις περιπτώσεις τυραννικών ηγεμόνων οι πιστοί έπρεπε να είναι παθητικοί και με υπομονή και
ταπείνωση να υπομένουν τις τυραννικές μεθόδους, τη βία και τις διώξεις. Μόνο αν ο αυτοκράτορας
προσπαθούσε να επιβάλει τη γνώμη τους σε πνευματικά ζητήματα, στα οποία δεν είχε δικαιοδοσία,
διέπραττε σοβαρή παράβαση.

Οι λουθηρανοί συγγραφείς υποστήριξαν ότι και οι δευτερεύουσες εξουσίες ήταν προορισμένες από το Θεό,
για να περιορίσουν τη βασιλική αυθαιρεσία και μάλιστα η σύνοδος των γενικών και αντιπροσωπευτικών
τάξεων μπορούσε να υποστηρίξει τους υπηκόους και τις λαϊκές ελευθερίες.
Οι λουθηρανοί παρέμειναν πιστοί στη θεωρία μιας παθητικής πολιτικής υποταγής στους θεσμούς
διακυβέρνηση της χώρας, ενώ οι θεωρητικοί του προτεσταντισμού, σταδιακά, πρόσθεσαν μια σειρά
εξαιρέσεων σε αυτόν τον γενικό κανόνα.

Η αρχική θέση της Μεταρρύθμισης ήταν ότι κάθε εξουσία απορρέει από τον Θεό και ο Θεός παραχωρεί και
τους θεσμούς. Ο Καλβίνος υποστήριξε την ανάγκη και τη θεία προέλευση του ηγεμονικού αξιώματος. Όλοι
οι ηγεμόνες, ακόμα και οι τύραννοι, εξυπηρετούν το σχέδιο του Θεού, καθώς αποτελούν συνέπεια της
ανθρώπινης αμαρτίας.

Με το πέρασμα του χρόνου οι πολιτικές αλλαγές οδήγησαν στη σταδιακή εμφάνιση ενός δόγματος ενεργής
αντίστασης κατά της τυραννίας, που εφαρμόστηκε σε περιπτώσεις που προβλέπονταν από το δικαιικό και
πολιτειολογικό πλαίσιο του 16ου αιώνα.

 Η ριζοσπαστική προτεσταντική σκέψη: Κοινωνική και Πολιτική κριτική τον 16 ο αιώνα.

Την περίοδο της Μεταρρύθμισης, την εποχή των διώξεων και των εξοριών που επέβαλε η βασίλισσα
Μαρία των Τυδώρ, αναπτύχθηκαν οι ιδέες της αντίστασης κατά της απεριόριστης μοναρχικής εξουσίας.

Διαμαρτυρήθηκαν κυρίως οι Άγγλοι διανοούμενοι της εποχής, που εξορίστηκαν στην Ελβετία, επειδή
αντέδρασαν στην πολιτική υπέρ του καθολικισμού που εφάρμοσε η βασίλισσα. Απέρριπταν την παπική
απολυταρχία, που αναιρούσε κάθε έννοια χριστιανικής ελευθερίας και την κοσμική εξουσία που στήριζε τις
επιδιώξει του πάπα.

Οι εκπρόσωποι αυτών των τάσεων υποστήριζαν την ελευθερία του χριστιανικού λαού και δεν απέκλειαν τη
δολοφονία των τυράννων. Βασική τους αρχή ήταν ότι είναι προτιμότερη η υπακοή στο Θεό, παρά στους
ανθρώπους.

Εκπρόσωποι αυτή της θεωρίας ήταν οι Καλβινιστές Άγγλοι Ponet, Winchester και Goodman. Ο Ponet
υποστηρίζε την λαϊκή εξέγερση που οδηγεί στην τυραννοκτονία και την νόμιμη καθαίρεση ενός άδικου
ηγέτη. Έβαλε κυρίως κατά των εκκλησιαστικών θεσμών και των καθολικών επισκόπων της Αγγλίας.

Για τους Goodman και Knox εκτός από τους καθολικούς επισκόπους κύριος στόχος ήταν η βασίλισσα
Μαρία των Τυδώρ και η θρησκευτική πολιτική της. Εκφράζονταν με έναν έντονο αντιφεμινισμό και
εχθρότητα κατά των γυναικών που έφτανε την υστερία. Υποστηρίζαν πως μια γυναίκα όπως δεν μπορεί να
διαχειριστεί τις οικογενειακές της υποθέσεις ή να καταλάβει ένα δημόσιο αξίωμα, έτσι δεν μπορεί να παίξει
σημαντικό ρόλο στη διακυβέρνηση μιας χώρας. Προέτρεψε στη δολοφονία της βασίλισσας με τα
επιχειρήματα ότι είναι γυναίκα, ότι δεν είναι γνήσια διάδοχος του θρόνου και είναι επιρρεπής στην
ειδωλολατρία, αφού τηρεί το τελετουργικό της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Αυτές οι απόψεις προκάλεσαν
τη σφοδρή αντίδραση της καθολικής εκκλησίας, που έκρινε τον Knox αιρετικό και διέταξε την εκτέλεση του,
ερήμην του.

 Επιχειρήματα κατά της τυραννικής εξουσίας: το δικαίωμα της αντίστασης.

Ο Knox εναντιώνεται με αυστηρό και συστηματικό τρόπο κατά των γυναικών για τρείς λόγους: σύμφωνα με
τον Αριστοτέλη και τον Ιουστινιάνειο Κώδικα οι γυναίκες είναι από τη φύση τους ασταθείς και δεν πρέπει σε
καμία περίπτωση να ασκούν εκτελεστική ή δικαστική εξουσία, αναφέρεται στις επιστολές Παύλου, που λέει
ότι οι γυναίκες πρέπει να υποτάσσονται στους συζύγους τους και γενικότερα στους άντρες και τέλος
συγκρίνει την κοινωνία με ένα βιολογικό ρολόι, κεφαλή του οποίου είναι ο άντρας. Συνεπώς καθήκον της
αριστοκρατίας και των λοιπών τάξεων, που εξέλεξαν γυναίκες ηγεμόνες, είναι να διορθώσουν αυτό το
λάθος και να καθαιρέσουν τις γυναίκες από τον θρόνο.

Ο Knox ασκεί κριτική και στην καθολική εκκλησία και στον κλήρο. Προτρέπει το λαό να αντιδράσει άμεσα
στην παντοδυναμία της ιερατικής τάξης. Υποστηρίζει ότι σκοπός κάθε κοσμικής διακυβέρνησης είναι η
μεταρρύθμιση των θρησκευτικών θεσμών και η τιμωρία των κληρικών που μεταδίδουν τις παπικές πλάνες.
Για αυτό ζητάει τη στήριξη των ευγενών για να απαλλαγεί η Σκωτία από τον καθολικό κλήρο.

Ένας άλλος ανθρωπιστής προτεστάντης συγγραφέας, ο Buchanan, ορίζει τον βασιλιά νόμιμο ηγεμόνα,
όταν αποκτά την εξουσία με λαϊκή επιδοκιμασία και κυβερνά σύμφωνα με το δίκαιο και τους νόμους, ενώ ο
τύραννος αρπάζει την εξουσία χωρίς τη συγκατάθεση του λαού και ασκεί το νόμο σύμφωνα με τη βούληση
του, χωρίς να υπολογίζει το δίκαιο που ισχύει.

Η τυραννική κυβέρνηση είναι παράνομη και πρέπει να ανατραπεί, με την αποπομπή του τυράννου με
νόμιμες δικαστικές διαδικασίες που οδηγούν στη φυλάκιση ή την εξορία του. Αναγνωρίζει και το ενδεχόμενο
της ένοπλης αντίστασης κατά της τυραννίας, όπως και την τυραννοκτονία.

Η πολιτική πρόταση της καθολικής Αντι-Μεταρρύθμισης κατά τον 16 ο αιώνα

Οι καθολικοί λόγιοι και συγγραφείς αντέδρασαν στη θρησκευτική Μεταρρύθμιση. Οι καθολικές δυνάμεις της
Γαλλίας του 16ου αιώνα υιοθέτησαν το καλβινιστικό επιχείρημα της ένοπλης αντίστασης αλλά αντίστροφα,
δίνοντας στην παπική εξουσία δικαίωμα καθαίρεσης κοσμικών ηγεμόνων..

Οι Άγγλοι καθολικοί διανοούμενοι άσκησαν μια ριζοσπαστική κριτική στη συνύπαρξη εκκλησίας και
στέμματος και υποστήριξαν την δυνατότητα των παπών να καθαιρούν τις κοσμικές εξουσίες, με κύριο
επιχείρημα το παραδοσιακό μεσαιωνικό πρότυπο της υπαγωγής κάθε κοσμικής εξουσίας στον επίγειο
αντιπρόσωπο του Χριστού, τον πάπα.

Οι κληρικοί έπαιρναν την έννομη δικαιοδοσία τους από το Θεό, ενώ οι ηγεμόνες από τον λαό. Οι Άγγλοι
καθολικοί υποστήριζαν ότι οι πάπες έχουν την άμεση δυνατότητα να επεμβαίνουν στις κοσμικές υποθέσεις
και να ελέγχουν τις βασιλικές πράξεις.

 Τα επιχειρήματα των πρωτεργατών της Αντιμεταρρύθμισης.

Το μοναστικό τάγμα των Ιησουιτών ήταν ο κύριος μηχανισμός εδραίωσης της καθολικής Μεταρρύθμισης.
Με τη σύνοδο του Τριδέντο, τη δράση της Ιεράς Εξέτασης και την έκδοση του Index, περιορίστηκε αισθητά
η εξάπλωση της Μεταρρύθμισης. Οι κοινωνικές και πολιτικές απόψεις των Ιησουιτών συγγραφέων δεν
έγιναν αποδεκτές από όλους τους πάπες της εποχής. Ο πάπας Σίξτος Ε’ για παράδειγμα, προτίμησε να
θεμελιώσει τον αφορισμό των υποστηρικτών του γαλλικανισμού και της αυτονομίας της γαλλικής
εκκλησίας. Οι πάπες υποστήριξαν, όμως, την δυνατότητα της άμεσης επέμβασης τους σε κοσμικές
υποθέσεις.

Οι κοσμικοί ηγεμόνες όφειλαν να υπερασπισθούν την ορθή καθολική πίστη, αλλιώς κινδύνευαν με έκπτωση
από το αξίωμα τους. Το παπικό μονοπώλιο της πνευματικής εξουσίας, της νομοθετικής δικαιοδοσίας των
παπών μέσα στην εκκλησία και ο αναλλοίωτος χαρακτήρας της καθολικής ιεραρχίας παρέμεναν θέματα
αδιαπραγμάτευτα.

Οι υπήκοοι δεν όφειλαν να ακούσουν έναν αιρετικό ηγεμόνα. Μόνο ο πάπας είχε το δικαίωμα να
χαρακτηρίσει έναν βασιλιά αιρετικό και να αποφασίσει αν ο μονάρχης παρέκκλινε από τις αρχές της
καθολικής πίστης.

Οι θεμελιώδεις απόψεις των ιησουιτών συγγραφέων αυτής της περιόδου είναι: 1. Όταν μια πολιτική
κοινότητα δίνει τη συγκατάθεση της στην ηγεμονική εξουσία, δεν είμαι μια απλή πράξη αντιπροσώπευσης
της αρχικής λαϊκής κυριαρχίας, αλλά μια μορφή αλλοίωσης του περιεχομένου των δικαιοδοσιών που
διέθετε αρχικά ο λαός, γιατί ο ηγεμόνας ιδιοποιείται αυτή την εξουσία που του μεταβιβάζεται και την ασκεί
κατά τη δική του βούληση.

2. Έτσι δεν ισχύει ότι ο ηγεμόνας διαχειρίζεται την εξουσία που του εμπιστεύτηκε ο λαός. Με την εκχώρηση
της εξουσίας από τον λαό, ο ηγεμόνας γίνεται αυτοδικαίως μοναδικός κάτοχος της.

3. Έτσι και ο πάπας δεν αποτελεί απλό διαχειριστή των υποθέσεων της εκκλησίας, αλλά κύριο και ηγέτη
του σώματος των πιστών με απόλυτη εξουσία, που κάνει την παπική δικαιοδοσία ανώτερη της συνοδικής.
Δύο είναι τα σημαντικά σημεία της διδασκαλίας των ιησουιτών:

 Η αντίθεση τους με την πολιτική υποδούλωση των πολιτισμών των νέων χωρών και τον βίαιο
προσηλυτισμό των ιθαγενών λαών στις αρχές του χριστιανισμού. Οι ιησουίτες συγκρούστηκαν με
την ισπανική πολιτική της δουλοπαροικίας, που συνδέθηκε με την ισπανική επέκταση στον Νέο
Κόσμο. Οι αυτόχθονες λαοί της Αμερικής θεωρήθηκαν υποτελείς, εκ φύσεως δούλοι, επειδή δεν
είχαν τη γνώση της χριστιανικής πίστης. Η ισπανική αποικιοκρατική πολιτική δεν μπορούσε να
νομιμοποιηθεί ως κατεξοχήν συμβολή στη διάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας. Οι αυτόχθονες
πληθυσμοί είχαν φυσικό δικαίωμα να είναι κύριοι των ιδιωτικών και δημοσίων υποθέσεων τους,
ακόμα και χωρίς τη γνώση της θείας αποκάλυψης.

 Κατά τους ιησουίτες, που ήταν αντίθετοι με την αντίσταση κατά της τυραννίας, οι υπηκοοι
μπορούσνα να αντισταθούν σε έναν αιρετικό βασιλιά μόνο με τη σύμφωνη γνώμη του πάπα. Οι
ιησουίτες ήταν αντίθετοι με την αντίσταση κατά της τυραννίας. Οι ηγεμόνες του χριστιανικού κόσμου
είχαν απεριόριστη ελευθερία δράσης, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των υπηκόων τους και χωρίς να
αμφισβητείται η νομιμότητα των πολιτικών πράξεων τους. Εάν, όμως οι βασιλείς αμάρταναν
θανάσιμα, παρεκκλίνοντας από την ορθή, ρωμαιοκαθολική πίστη, τότε οι υπήκοοι μπορούσαν να
αντισταθούν, με τη σύμφωνη γνώμη του πάπα, όμως.

Ο πάπας μπορούσε πάντα να προσκαλέσει μια χριστιανική κοινότητα να ανατρέψει έναν τέτοιο
αυταρχικό ηγεμόνα. Η πολιτική των ιησουιτών έδειχνε την προτεραιότητα της πνευματικής εξουσίας
και την αδιαμφισβήτητη υπεροχή της.

Η κυριότερη επιδίωξη των εκπροσώπων της Αντιμεταρρύθμισης ήταν η ανασύνταξη των δυνάμεων της
καθολικής εκκλησίας, η αναδιοργάνωση σε θεσμικό, οργανωτικό και ιδεολογικό επίπεδο.

Η διασφάλιση της καθολικής πίστης ήταν η ύψιστη προτεραιότητα κάθε πολιτικής κοινότητας. Ο πάπας
διατηρούσε το δικαίωμα να επιπλήξει και να τιμωρήσει κάθε κοσμικό ηγεμόνα που παρέκκλινε από τις
επιταγές της ρωμαιοκαθολικής θρησκείας.

Η εξουσία των παπών επί των βασιλέων ήταν αδιαμφισβήτητη, αλλά άμεση για τους Άγγλους καθολικούς
και έμμεση για τους ιησουίτες.

You might also like