You are on page 1of 105

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ


«ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ»
ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΑΝΔΡΙΑΝΑ ΤΑΓΚΑΛΑΚΗ
Η παρουσία των ζώων στην πεζογραφία των Ανδρέα Καρκαβίτσα,
Μιχαήλ Μητσάκη, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και Εμμανουήλ
Ροΐδη.

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Γεωργία Γκότση

ΠΑΤΡΑ
2018

1
Στο εξώφυλλο:
Γεώργιος Ροϊλός (1867-1928), Άλογο (1898-1903).

2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΣΕΛΙΔΑ ΤΙΤΛΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ............................................................................................................................ 4

ΕΙΣΑΓΩΓΗ .............................................................................................................................. 6

Α. ΤΟ ΖΩΟ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ ........................................................... 9

Β. ΤΟ ΖΩΟ ΣΤΗΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ, ΜΙΧΑΗΛ


ΜΗΤΣΑΚΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΚΑΙ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗ
Β1. ΤΟ ΖΩΟ ΩΣ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ..................................... 21

Β2. ΤΟ ΖΩΟ ΩΣ ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ............................................. 33

Β3. ΤΟ ΖΩΟ ΩΣ ΜΕΣΟ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ....................................................................... 39

Γ. ΖΩΑ ΚΑΙ ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ .................................................................................... 50

Δ. ΤΟ ΖΩΟ ΩΣ ΘΕΑΜΑ .................................................................................................... 58

Ε. ΖΩΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΣΜΟΣ............................................................................................ 65

ΣΤ. ΖΩΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ


ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ............................................................................................................. 67

Ζ. ΤΟ ΖΩΟ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ ...... 74

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ............................................................................................................. 87

ΕΠΙΜΕΤΡΟ ........................................................................................................................... 89

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .................................................................................................................. 96

3
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η παρούσα εργασία στοχεύει στη μελέτη της παρουσίας του ζώου στην πεζογραφία
τεσσάρων Ελλήνων συγγραφέων του 19ου αιώνα: του Εμμανουήλ Ροΐδη (1836-1904),
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911),του Ανδρέα Καρκαβίτσα (1865-1922)
και του Μιχαήλ Μητσάκη (1868-1916). Μέσα από τη συστηματική αποδελτίωση και
μελέτη των κειμένων τους, η εργασία επιχειρεί να αναδείξει τους ιδιαίτερους τρόπους
με τους οποίους ορίζεται η σχέση ανθρώπου και ζώου, εξετάζοντάς την υπό το
πρίσμα διαφορετικών λογοτεχνικών ρευμάτων.

Η εργασία αποτελείται από εφτά κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο,


παρουσιάζονται κείμενα στα οποία η παρουσίαση των ζώων έχει έντονο λαογραφικό
υπόστρωμα. Το δεύτερο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην ανάδειξη φιλικών όπως και
ανταγωνιστικών σχέσεων ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο εντός της ηθογραφίας
και στη χρήση του ζώου ως μέσου κοινωνικής κριτικής. Το επόμενο κεφάλαιο μελετά
τις σχέσεις ανθρώπων και ζώων εντός του νατουραλιστικού πλαισίου, όπου
αναδεικνύεται η ανωτερότητα των ζώων και η κατωτερότητα των ανθρώπων. Το
τέταρτο κεφάλαιο παρακολουθεί τη θεματική του ζώου ως θεάματος τόσο στο
ηθογραφικό, όσο και στο νατουραλιστικό πλαίσιο. Στη συνέχεια, το ενδιαφέρον
μετατοπίζεται στη λειτουργία και παρουσίαση του ζώου στον Αισθητισμό. Ξεχωριστό
κεφάλαιο αφιερώνεται στα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στα οποία το
ζώο αποκτά συμβολικές προεκτάσεις, ενώ το έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο της
εργασίας, εστιάζει στη διδακτική λειτουργία των ζώων στα παιδικά διηγήματα του
Ανδρέα Καρκαβίτσα.

Τα κείμενα, τα οποία συγκεντρώθηκαν μέσω της αποδελτίωσης του έργου των


τεσσάρων συγγραφέων και αποτέλεσαν αντικείμενο της παρούσας μελέτης, αφορούν
το ζώο ως φυσική παρουσία εντός του λογοτεχνικού κειμένου, και όχι ως μεταφορά.
Στην εργασία επομένως, δεν περιλαμβάνονται κείμενα, στα οποία εντοπίζονται
παρομοιώσεις ζώων και αναφορές που υπονοούν την ύπαρξή τους (για παράδειγμα με
την εμφάνιση των οδηγών κάρων ή βοσκών, υπονοείται η κατοχή, και άρα η ύπαρξη
των αλόγων ή εριφίων, αντίστοιχα). Στο Επίμετρο της εργασίας, ο αναγνώστης θα
βρει τον πλήρη κατάλογο με τα κείμενα των τεσσάρων συγγραφέων στα οποία

4
εμφανίζεται το ζώο, όπως συγκεντρώθηκαν ύστερα από τη συστηματική
αποδελτίωση του έργου τους.

Η επιλογή των συγκεκριμένων συγγραφέων ως αντικείμενο της παρούσας


εργασίας δεν είναι τυχαία. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Ανδρέας
Καρκαβίτσας θεωρούνται από την κριτική ως οι δυο μεγαλύτεροι Έλληνες
συγγραφείς του ηθογραφικού διηγήματος. Παρουσιάζουν το ζώο σε πολλές
καταστάσεις μέσα από μια ρεαλιστική ή και νατουραλιστική οπτική. Ο
Παπαδιαμάντης, ιδιαίτερα, ενεργοποιεί μια πιο συμβολιστική προσέγγιση του ζώου,
ενώ ο Καρκαβίτσας, το αξιοποιεί σε κείμενά του προορισμένα για τα παιδιά. Από την
άλλη μεριά, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ακολουθώντας πιο πιστά ένα πραγματικιστικό
πνεύμα, παρουσιάζει το ζώο μέσα σε συνθήκες που το θέτουν ανώτερο από τον
άνθρωπο, ενώ ταυτόχρονα, αξιοποιεί το θέμα του ζώου ως μέσο σάτιρας. Ο Μιχαήλ
Μητσάκης, τέλος, στο πλαίσιο του Νατουραλισμού, αναδεικνύει τον βάρβαρο
χαρακτήρα που εκδηλώνει ο άνθρωπος πάνω στα ζώα και την κατωτερότητα του
ανθρώπου σε σχέση με αυτά. Με την επιλογή των τεσσάρων αυτών συγγραφέων, το
θέμα του ζώου δεν εξαντλείται, αλλά μπορεί να μελετηθεί από διαφορετικές οπτικές
γωνίες, προκειμένου να αναδείξει την πολλαπλότητα και πολυπλοκότητα της χρήσης
του εντός της λογοτεχνίας του 19ου και 20ού αιώνα.

***

Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους με βοήθησαν στην ολοκλήρωση της


διπλωματικής εργασίας μου. Ευχαριστώ πολύ την επόπτρια καθηγήτριά μου κυρία
Γεωργία Γκότση, για την καθοδήγησή της, τις υποδείξεις και τις διορθώσεις της σε
όλα τα στάδια της εκπόνησης της εργασίας. Τις θερμές μου ευχαριστίες οφείλω και
στα άλλα δύο μέλη της τριμελούς εξεταστικής επιτροπής, τις καθηγήτριες κυρίες
Στέση Αθήνη και Άννα-Μαρίνα Κατσιγιάννη, καθώς και στην καθηγήτρια κυρία
Κατερίνα Κωστίου, για την καθοδήγησή τους κατά τη διάρκεια των σπουδών. Τέλος,
θα ήθελα να ήθελα να ευχαριστήσω τους γονείς μου, τη νονά μου και τους φίλους
μου για την πολύτιμη υποστήριξή τους σε όλη την πορεία των μεταπτυχιακών
σπουδών μου.

5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το ζώο διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στον ανθρώπινο πολιτισμό ήδη από τις αρχές
του, αφού συντελεί στο ξεκίνημα της ιστορίας της Τέχνης,1 όπως γίνεται αντιληπτό
από τις αναπαραστάσεις πλήθους ζώων εντός των σπηλαίων. Οι απεικονίσεις αυτές
περιλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία ζώων κυρίως όμως, και συγκριτικά με τις
αναπαραστάσεις ανθρώπων, οι οποίοι εμφανίζονται με ένα κουτί για κεφάλι και με
γραμμές για χέρια και για πόδια, τα ζώα έχουν καλλιτεχνηθεί με απόλυτη πιστότητα
στην πραγματικότητα, αγγίζοντας ακόμα και τα όρια του Νατουραλισμού.2 Το ζώο
ως καλλιτεχνικό αντικείμενο κάποια στιγμή απέκτησε και θρησκευτικές διαστάσεις:
μπορεί κανείς να διακρίνει φιλοτεχνημένα ζώα σε αγαλματίδια, σε ιερογλυφικά, αλλά
και, ταυτόχρονα, αρκετά είδη ζώων είτε θεωρούνται σύμβολα θεών, είτε
ενσαρκώνουν κάποιο θεό, είτε γίνονται σφάγιο προς τιμήν κάποιου θεού, σε αρκετούς
αρχαίους πολιτισμούς (π.χ. των Αρχαίων Αιγυπτίων, των Αρχαίων Ελλήνων, των
Ρωμαίων, κ.ά.). Ακόμα και σε θρησκείες μη ειδωλολατρικές, όπως στον
χριστιανισμό, η συμβολική χρήση του ζώου είναι αρκετά έντονη. Το ζώο εξίσου
ποικιλοτρόπως απασχολεί και το ενδιαφέρον της λαογραφίας, κατά την οποία ο
άνθρωπος, αδυνατώντας να δώσει εξηγήσεις σε ό,τι δεν μπορεί να κατανοήσει,
χρησιμοποιεί και τα ζώα για να δημιουργήσει μια πιο εύληπτη πραγματικότητα. Ενώ
το ζώο στη λαογραφία λειτουργεί ως μέσο αντίληψης του κόσμου, παράλληλα ο
άνθρωπος με το ζώο μπορεί να δημιουργήσει σχέσεις αναγκαιότητας, όπως αυτής της
εξασφάλισης βιοτικών αναγκών, αλλά και μεταφοράς. Με την ανάπτυξη, βέβαια, της
τεχνολογίας, ζώο και άνθρωπος αρχίζουν να απομακρύνονται, καθώς το ζώο
αντικαθίσταται από τα διάφορα τεχνολογικά επιτεύγματα. Παραδόξως, στην εποχή
μας, σημειώνεται μια διαρκώς αυξανόμενη ζωοφιλία που μετατοπίζεται «μάλλον
προς την περιοχή της ιδεολογίας, ώστε να περάσει στο προσκήνιο η ιδέα της
προστασίας των ζώων»,3η οποία επηρεάζει ακόμα και τις διατροφικές συνήθειες του
σύγχρονου ανθρώπου.

1
Βλ. N. Hugues, Animaux dans l’art, Paris, Éditions de Varenne, 1951, σελ. 3-8.
2
Βλ. Hugh Honour, John Fleming, ΙστορίατηςΤέχνης, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, Αθήνα, Υποδομή, 1998.
3
Μ. Γ. Μερακλής, «Ζώο (Λαογρ.)», Πάπυρος LarousseBritannica, τόμ. 22, Αθήνα, Εκδοτικός
Οργανισμός Πάπυρος, 2007, σελ. 91.

6
Όσον αφορά το πλαίσιο της λογοτεχνίας, το θέμα του ζώου εμφανίζεται ήδη
από τον Όμηρο. Κείμενα με αναφορές στο ζώο, γράφοντα τόσο από τους Αρχαίους
Έλληνες και τους Λατίνους συγγραφείς, όσο και από Ευρωπαίους και Νεοέλληνες
λογοτέχνες. Από το έπος του Διγενή Ακρίτα-αρχή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη- και έπειτα, αρκετά λογοτεχνικά κείμενα
πραγματεύονται το θέμα του ζώου. Αναφέρουμε μερικά από αυτά ενδεικτικά:Ο
Διγενής Ακρίτας (περ. 10ος-11οςαι.),το Ιμπέριος και Μαργαρόνα (περ. τέλη του 12ου
αι.), η Διήγησις παιδιόφραστος περί των τετραπόδων (1364), το Λίβιστρος και
Ροδάμνη (περ. 14ος αι.), ο Πουλ(λ)ολόγος (περ. 14ος αι.), ο Σπανός ή Ακολουθία του
Σπανού (Ακολουθία του ανοσίου τραγογένη Σπανού) του 14ου-15ου αι., ο Φυσιολόγος
(14ος-15ος αι.),το Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου (15ος αι.), ο Απόκοπος (1519) του
Μπεργαδή, η Γαδάρου, Λύκου κι’ Αλουπούς διήγησις χαρίεις (ή όπως την έλεγε ο λαός
«Η φυλλάδα του Γαϊδάρου») του 1539, ο Ερωτόκριτος (1713), το Αραβικόν
Μυθολογικόν (1757-1762), ο Πόρφυρας (1847-1849) του Σολωμού, Ο Πίθηκος Ξουθ
ή Τα ήθη του αιώνος (1848) του Ιάκωβου Πιτσιπιού, οι Μύθοι (1865) του Ιωάννη
Βηλαρά, Ο Καλογιάννος (1878) του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Τα ζώα (1883) του
Ιωάννη Πολέμη, Ο σοφός χοίρος (1888) του Μπάμπη Άννινου, Ο μπαρμπα-Γιάννης
και ο γάδαρός του (1894) του Αργύρη Εφταλιώτη, Τα άλογα του Αχιλλέως (1897) του
Κ. Π. Καβάφη, Ο πετεινός (1914) Γιάννη Βλαχογιάννη, Τα άγρια και τα ήμερα του
βουνού και του λόγγου (1921) του Στέφανου Γρανιτσά, Το χτυπημένο γεράκι (1927)
του Ζαχαρία Παπαντωνίου, Τα χελιδόνια (1931) του Κωστή Παλαμά, Ο μάγκας
(1935) της Πηνελόπης Δέλτα, Οι γλάροι (1941) του Ηλία Βενέζη, το Στο άλογό μου
(1945) του Νίκου Καββαδία, Ο άνθρωπος με το φλεμόνι (1951) του Μ. Καραγάτση,
Ο ταύρος (1960) του Ιακώβου Καμπανέλλη, Η άρκτος (1963) Ε. Χ. Γονατά, Τα
καημένα τα πουλάκια (1964) του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Η φάλαινα (1965) του
Φώτη Κόντογλου, Μια ψείρα (1970) του Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη, Τα τζιτζίκια
(1972) του Οδυσσέα Ελύτη, η Περσινή αρραβωνιαστικιά (1984) της Ζυράννας
Ζατέλη, Κάι, κάι θεούλη μου (1989) του Σωτήρη Δημητρίου, η Στρίγγλα και καλλονή
(1994) της Λίλης Ζωγράφου,κ.ά.

Γενικότερα, στη νεοελληνική λογοτεχνία το θέμα του ζώου είναι ιδιαίτερα


προσφιλές και μεταβάλλεται ανάλογα με τη γενιά, η οποία το αξιοποιεί. Αν και κατά

7
καιρούς έχουν γίνει ανθολογήσεις4 κειμένων για τα ζώα των σημαντικότερων
Ελλήνων συγγραφέων, το θέμα δεν έχει μελετηθεί συστηματικά. Η παρούσα εργασία
αποσκοπεί σε μια πρώτη πιο συστηματική και περισσότερο συγκεντρωτική
παρουσίαση του θέματος του ζώου στο πλαίσιο της πεζογραφίας του τέλους του 19 ου
αι. και των αρχών του 20ού αιώνα.

4
Βλ.Άνθρωποι και ζώα στη νεοελληνική πεζογραφία, ανθολ. – επιμ.Δημήτρης Παπακώστας, Αθήνα,
Ωκεανίδα, 1994˙Ιστορίες με ζώα. “…ζώα μικρά μετά μεγάλων”, επιλ. – επιμ.Μαίρη Γιόση, Άννα
Χρυσογέλου-Κατσή, Μαρία Λαϊνά, πρόλ.Άννα Χρυσογέλου-Κατσή, Αθήνα, Εκδόσεις του Εικοστού
πρώτου, 1994˙Αφηγήσεις για τα ζώα. Διηγήματα και άλλα κείμενα Ελλήνων συγγραφέων, ανθολ.
Κώστας Σταμάτης, εισαγ.Μ. Γ. Μερακλής, Αθήνα, Πατάκης, 1997˙ Μικρά Ζωολογία, πρόλ. Ευριπίδης
Γαραντούδης, Κατερίνα Κοσκινά, εικονογρ. Τάσος Μαντζαβίνος, Τάσος Παυλόπουλος, Παντελής
Χανδρής, επιμ. Μισέλ Φάις, Αθήνα, Πατάκης, 1998˙ Ζωολογία του πάνω και του κάτω κόσμου, επιμ.
Μισέλ Φάις, Αθήνα, Πατάκης, 2009.

8
Α. ΤΟ ΖΩΟ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ

Κάθε λαός διαθέτει τη δική του πολιτισμική παράδοση, η οποία εκφράζει τον τρόπο
με τον οποίο το εκάστοτε κοινωνικό σύνολο αντιλαμβάνεται και κατανοεί τον κόσμο
σε έναν συγκεκριμένο χωροχρόνο. Ο λαϊκός πολιτισμός, όντας ένα «σύμπλεγμα
πράξεων, έργων, αντιλήψεων, θρησκευτικότητας, δεισιδαιμονιών, δοξασιών,
καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και βιοφιλοσοφίας»,5μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια
οργανική ολότητα ξεχωριστή για κάθε λαό και κληροδοτείται από τη μια γενιά στην
επόμενη. Η λαϊκή λογοτεχνία,6καθώς συνιστά μέρος του λαϊκού πολιτισμού, αποτελεί
έναν τρόπο έκφρασης του καθημερινού βίου και της λαϊκής ψυχής. Κατά τον
Δημήτριο Λουκάτο, η λαϊκή λογοτεχνία περιλαμβάνει τα δημοτικά τραγούδια, τα
ξόρκια ή τις επωδές, τις ευχές και τις κατάρες, τις εκφραστικές χειρονομίες και
κινήσεις, τα αινίγματα, τις παροιμίες, τους μύθους, τις ευτράπελες διηγήσεις ή
αστειολογήματα, τα παραμύθια, τις παραδόσεις ή τους θρύλους, και, τέλος, τις
λαογραφικές λέξεις και τα ονόματα.7 Σε αυτές τις κατηγορίες συχνά εμφανίζεται και
το θέμα του ζώου. Με βάση την ανθρωπολογική θεωρία, στα παραμύθια μπορεί
κανείς να εντοπίσει έθιμα, σκέψεις, και τρόπους ζωής της πρώτης κοινωνίας μας,
χωρίς να παραλείπονται, ακόμη, και οι διάλογοι ζώων.8 Με τη χρήση της ανθρώπινης
ομιλίας, γίνεται φανερός ο αλληγορικός τρόπος σύνθεσης των κοινωνικών δομών και
των σχέσεων των ζώων με αυτών των ανθρώπων. Οι μύθοι των ζώων από την άλλη
μεριά, «είδος πνευματικά ωριμότερο από τα παραμύθια»,9 λόγω του διδακτικού και
διασκεδαστικού τους χαρακτήρα, αν και υπήρξαν απλές λαϊκές αφηγήσεις,
θεωρούνται επιπλέον, «όμοιοι και κάποτε επανάληψη των μύθων του Αισώπου».10
Στους μύθους των ζώων πρωταγωνιστές δεν είναι μόνο τα ζώα, αλλά μπορεί να
εμφανίζονται και άνθρωποι που είτε συνομιλούν, είτε σχετίζονται με αυτά, στοιχείο
που δείχνει τη διαρκή επίδραση των Αισώπειων μύθων και την επιβίωσή τους στο

5
Δημήτριος Σ. Μπενέκος, Οπτικές του λαϊκού πολιτισμού. Λαογραφικές αναλύσεις. Εκπαιδευτικές
εφαρμογές. Έρευνα κειμένων, Αθήνα, Gutenberg, 2008, σελ. 18.
6
Βλ. Σ. Λ. Σκαρτσής, Εισαγωγή στη λαϊκή λογοτεχνία, Αθήνα, Ελληνικά γράμματα, 1994˙ ΜιχαήλΓ.
Μερακλής, Ελληνική Λαογραφία. Κοινωνική συγκρότηση. Ήθη και έθιμα. Λαϊκή τέχνη, Αθήνα,
Οδυσσέας, 2004.
7
Βλ. Δημήτριος Σ. Λουκάτος, Εισαγωγή στην ελληνική λαογραφία, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τραπέζης, 1985.
8
Βλ. Νεοελληνικά Λαογραφικά Κείμενα, επιμ.Δημήτριος Σ. Λουκάτος,Βασική Βιβλιοθήκη Αετού, τόμ.
48, Αθήνα, Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, 1957.
9
Ό.π., σελ. ιγ΄.
10
Λουκάτος, Εισαγωγή, σελ. 130.

9
χρόνο. Ανεξάρτητα από τη σχέση του ζώου με τον άνθρωπο στον μύθο, γενικότερα,
ζώο και άνθρωπος συμπορεύονται, γεγονός το οποίο φαίνεται τόσο με τη δημιουργία
ιστοριών με ζώα, όσο και με τη χρήση φράσεων από τον ζωικό κόσμο. Το ζώο
αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των ανθρώπων, και ειδικότερα όσων
ανήκουν σε αγροτικές κοινωνίες και γίνεται το επίκεντρο, όχι μόνο των λαϊκών
αφηγήσεων, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και των παραδόσεων, των ηθών και των
εθίμων, των λαϊκών θρησκευτικών δοξασιών (π.χ. δεισιδαιμονιών), κ.ά.

Μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα, η ελληνική κοινωνία ήταν κατά κύριο
λόγο αγροτική, γεγονός το οποίο αντανακλάται στη λογοτεχνική παραγωγή του
τέλους του 19ου αι. και των αρχών του 20ού αι. Η ελληνική πεζογραφία της γενιάς του
1880 προγραμματικά καταγράφει παραδόσεις, ήθη και έθιμα και γενικότερα, ό,τι
αφορά τον βίο αγροτικών κοινωνιών της χώρας. Όπως είναι γνωστό, η στροφή προς
την παρατήρηση των ηθών, εθίμων και δοξασιών του ελληνικού λαού έγινε
εντονότερη, ύστερα από το αίτημα του Νικόλαου Πολίτη για την καταγραφή και τη
μελέτη τους, με σκοπό την «αυτογνωσία του έθνους, που οδηγεί στον αυτοέλεγχο και
στην αυτοέμπνευση».11 Στόχος ήταν να δημιουργηθούν πιο ισχυροί δεσμοί με την
πολιτισμική παράδοση και να αναδειχθεί σε μεγαλύτερο βαθμό η εθνική ταυτότητα.

Πρώτοι που ανταποκρίθηκαν στο αίτημα του Πολίτη υπήρξαν οι λογοτέχνες


της γενιάς του 1880. Έτσι, οι συγγραφείς της εποχής άρχισαν να εντάσσουν στο
λογοτεχνικό τους έργο θέματα βγαλμένα από τη ζωή της υπαίθρου. Οι λαϊκές
δοξασίες είτε προέρχονταν από προσωπικά βιώματα, είτε όχι, σε συνδυασμό με τη
φαντασία του εκάστοτε συγγραφέα, τροφοδότησαν τα κείμενά τους. Η ελληνική
πολιτισμική παράδοση, προκειμένου να διαφυλαχθεί από το πέρασμα του χρόνου και
από εξωτερικούς παράγοντες (π.χ. ξενομανία), αποτέλεσε ένα πρόσφορο πεδίο, από
το οποίο οι συγγραφείς της γενιάς του 1880 άντλησαν αρκετά στοιχεία -ήθη, έθιμα,
λαϊκές δοξασίες κ.ά.- προκειμένου να τα αξιοποιήσουν, είτε ως συστατικό πυρήνα
των κειμένων τους, είτε ως μέρος της θεματικής των λογοτεχνικών έργων τους. Έτσι,
λοιπόν, τα

11
Ό.π., σελ. 22-23.

10
στερεοτυπικά στοιχεία της παράδοσης είναι συγχρόνως και στοιχεία δυναμικά˙ γι’ αυτό
άλλωστε δρουν ερεθιστικά πάνω στον ευαίσθητο δημιουργό και τον εμπνέουν, ώστε να τα
ξαναδείχνει πρωτότυπα μέσα στο δικό του ποιητικό ή πεζογραφικό έργο. 12

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κείμενα ορμώμενα από την παράδοση, στα οποία γίνεται
αναφορά στα ζώα, εντοπίζονται και στους τέσσερεις συγγραφείς. Στο παρόν
κεφάλαιο, θα ασχοληθώ με κείμενα στα οποία μεταπλάθονται λαογραφικά στοιχεία
σχετικά με τα ζώα σε λογοτεχνικές αφηγήσεις, και πιο συγκεκριμένα, σε διηγήματα
εντός των οποίων εντοπίζεται το θέμα του ζώου.

Πιο αναλυτικά, στη διασκευή στοιχείων ενός παραδοσιακού παραμυθιού13


βασίζεται «Η Μηλιά»14 του Εμμανουήλ Ροΐδη. Ο Ροΐδης, ορμώμενος από ένα λαϊκό
παραμύθι15 της Νοτίου Ιταλίας που αφηγείται την ιστορία της μικρής Μηλιάς,
χρησιμοποιεί «γνωστά παραμυθιακά μοτίβα, χωρίς να τροποποιεί την υπόθεσή τους:
η ηρωίδα μιλάει τη γλώσσα των πουλιών, τα οποία, ως ευγνώμονα ζώα, καθώς έχουν
ευεργετηθεί από αυτήν, τη βοηθούν να παντρευτεί το βασιλιά».16 Έτσι, η ηρωίδα
συνομιλεί με τα ζώα (αηδόνι, μελισσουργό, πυρραλίδα, σουσουράδα, κουρούνα, κ.ά),
τα οποία εκφράζουν ιδιαίτερη αγάπη προς το πρόσωπό της, μιας και

όχι μόνον οι άνθρωποι και τα σπιτικά ζώα, αλλά και αυτά τα πουλιά του δάσους την
αγαπούσαν. Όταν την έβλεπαν να περνά, κατέβαιναν από τα δένδρα και την ακολουθούσαν
σαν σκυλάκια, για να τους δώσει το μισό ψωμί της. 17

Στο συγκεκριμένο παραμύθι, τα ζώα, καθώς έχουν αποκτήσει χαρακτηριστικά


ανθρώπου, βρίσκονται αρκετά κοντά στο μικρό κορίτσι, δείχνοντας τη στενή σύνδεση
του ζώου με τα παιδιά, όπως εντοπίζεται γενικότερα στη λογοτεχνία. Η «Μηλιά», δεν

12
Μ. Γ. Μερακλής, «Μύθος και παραμύθι στη λαϊκή παράδοση και στη λογοτεχνική δημιουργία», Το
λαϊκό παραμύθι, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1999, σελ. 233.
13
Βλ. Νικολέττα Δ. Περπατάρη, «Μεταπλάσεις κειμένων λαϊκής λογοτεχνίας σε έντεχνο λόγο»,
Λαϊκός πολιτισμός και έντεχνος λόγος (ποίηση – πεζογραφία – θέατρο), Πρακτικά διεθνούς
Επιστημονικού Συνεδρίου (Αθήνα, 8 – 12 Δεκεμβρίου 2010), τόμ. Β’, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών.
Δημοσιεύματα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας-30, 2013, σελ. 281-289.
14
Εμμανουήλ Ροΐδης, «Η Μηλιά», Άπαντα, τόμ. Ε΄, 1894-1904, φιλολ. επιμ. Άλκης Αγγέλου, Αθήνα,
Ερμής, 1978, σελ. 109-117.Στο εξής όλες οι παραπομπές θα γίνονται σε αυτή την έκδοση με τον πρώτο
αριθμό να δηλώνει τον τόμο και τον δεύτερο τη σελίδα.
15
Βλ. «Αυτό το παραμύθι ήκουσα πολλάκις κατά τους παιδικούς μου χρόνους εις την Ιταλίαν, την
ουσίαν εννοείται και όχι τα επεισόδια. Το έγραψα χωρίς την παραμικράν αξίωσιν ή καν πρόθεσιν
ακριβούς ψυχαρισμού», ό.π., 5, 109.
16
Περπατάρη, «Μεταπλάσεις», σελ. 286-287.
17
Ροΐδης, «Η Μηλιά», 5, 109.

11
ξεχωρίζει μόνο από τη γλωσσική της μορφή, καθώς είναι το μοναδικό διήγημα του
Ροΐδη, γραμμένο «εις γλώσσαν δημοτικήν», 18 αλλά είναι το μόνο κείμενο, στο οποίο
είναι τόσο φανερή η επίδραση του παραμυθιού και κατ’ επέκταση της παράδοσης.
Παρά το γεγονός ότι ο Ροΐδης γράφει τη «Μηλιά» στη δημοτική γλώσσα, δεν
αποσκοπεί στη λήψη θέσης για το γλωσσικό ζήτημα, όπως αναφέρει ο ίδιος.
Αντίθετα, το διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού, «Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα»,19
γραμμένο στην καθαρεύουσα, αποτελεί μια αλληγορία για το γλωσσικό ζήτημα, κατά
την οποία ο αφηγητής του κειμένου υποστηρίζει τη δημοτική γλώσσα.

Στο διηγηματογραφικό έργο του Παπαδιαμάντη, και ειδικότερα στα


σκιαθίτικα διηγήματά του, είναι εμφανής η στροφή «προς τη ζωντανή ζωή γύρω του,
την καθημερινή, τη λαϊκή»,20 στο πλαίσιο της οποίας εμφανίζονται και τα ζώα. Η
λειτουργία του ζώου στο παπαδιαμαντικό διήγημα συνδέεται και με την προβολή των
λαϊκών δοξασιών της ελληνικής υπαίθρου. Τα διηγήματα του σκιαθίτη συγγραφέα
που θεματοποιούν το ζώο και σχετίζονται με τις λαϊκές πεποιθήσεις, είναι τα «Μια
Ψυχή»21 και «Τα χέλια».22 Στο πρώτο διήγημα, με θέμα τη μετά θάνατον ζωή, η
εμφάνιση μιας πεταλούδας σε ένα αθηναϊκό σπίτι, όπου μόλις χάθηκε ένα
δεκατετράχρονο κορίτσι, ερμηνεύεται από τη μητέρα ως την επιστροφή της ψυχής
της αδικοχαμένης κόρης της. Το κείμενο βασίζεται στη λαϊκή δοξασία «καθ’ ην η
φυγούσα ψυχή, τρυφερά νοσταλγός, αρέσκεται να φυτά εις τα μέρη από τα οποία
έφυγε»,23 εκφράζοντας ανάλογη θρησκευτική αντίληψη με αυτήν που θεωρεί την
περιστέρα ως μεταμόρφωση των αγγέλων.24 Η σταθερή εμφάνιση της πεταλούδας
διαρκεί για σαράντα μέρες και δημιουργεί μια λαχτάρα, αλλά παραδόξως και μια
χαρά στη μάνα για τη νεκρή της κόρη, έως ότου εξαφανιστεί τελείως. Στο διήγημα
«Τα χέλια», η λαϊκή δοξασία αφορά τις αρνητικές συνέπειες της κατανάλωσης
χελιού. Εδώ, ο Γιώργος, κουρασμένος από την περισυλλογή χελιών, αποφασίζει να
φάει ένα κομμάτι χελιού. Παρά το γεγονός ότι αισθάνεται δυσφορία αμέσως μετά το

18
Κωστής Παλαμάς, «Β΄. Εμμανουήλ Ροΐδης», Άπαντα. Τα πρώτα κριτικά, τόμ. Β΄, Αθήνα, Μπίρης,
1972, σελ. 110.
19
Γεώργιος Βιζυηνός, «Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα», Εβδομάς, τόμ. 2, τεύχ. 48 (1885) σελ. 37α-39α.
20
Ανδρέας Καραντώνης, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Κριτικά (Απόψεις για πρόσωπα και θέματα
της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας), Αθήνα, Γιοβάνη, 1981, σελ. 173.
21
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Μια Ψυχή», Άπαντα, τόμ. Β΄, κριτική έκδοση Ν.Δ.
Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Δόμος, 1982, σελ. 229-236.Στο εξής όλες οι παραπομπές θα γίνονται σε
αυτή την έκδοση με τον πρώτο αριθμό να δηλώνει τον τόμο και τον δεύτερο τη σελίδα.
22
Παπαδιαμάντης, «Τα χέλια», 4, 535-539.
23
Παπαδιαμάντης, «Μια Ψυχή», 2, 232.
24
Βλ. Christabel F. Fiske, «Animals in Early English Ecclesiastical Literature, 650-1500», PMLA, τόμ.
28, αρ. 3 (1913)σελ. 368-387 [http://www.jstor.org/stable/457027] Ανάρτηση στις: 12/6/2018.

12
γεύμα του, στη συνέχεια διαβάζουμε ότι μετά την κατανάλωση των χελιών εδώ και
τριάντα χρόνια «δεν έπαθε πλέον από πυρετόν».25Έτσι, σε αυτό το διήγημα η ανοσία
του πρωταγωνιστή υπονομεύει τη λαϊκή δοξασία για τις αρνητικές συνέπειες, που
μπορεί να προκληθούν από τη βρώση των χελιών. Στο παπαδιαμαντικό έργο, λοιπόν,
γίνεται καταγραφή των δεισιδαιμονιών και των προλήψεων, οι οποίες πηγάζουν από
τους μεταφυσικούς φόβους.26

Στοιχεία της λαϊκής παράδοσης αξιοποιεί και ένας εξίσου σημαντικός


Έλληνας ηθογράφος της γενιάς του 1880, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας. Τα κείμενά του
δεν αντλούν μόνο από τα βιώματά του στην ελληνική επαρχία όπου γεννήθηκε και
μεγάλωσε, αλλά και από το πλούσιο λαογραφικό υλικό που είχε την ευκαιρία να
συγκεντρώσει μέσω των ταξιδιών, που πραγματοποιούσε σε ολόκληρη την Ελλάδα
ως στρατιωτικός γιατρός. Ο Καρκαβίτσας δρώντας με λαογραφική συνείδηση, «με
χαρτί και μολύβι κατέγραφε ό,τι σημαντικό συναντούσε και άκουγε από τους
ανθρώπους της λαϊκής κοινότητας, τους οποίους πολλές φορές προκαλούσε σε
αφηγήσεις και αποκαλύψεις»,27 με σκοπό να αναδείξει τα προβλήματα της ελληνικής
κοινωνίας.

Ανταποκρινόμενος στην έκκληση του Νικόλαου Πολίτη για καταγραφή των


στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού, μπολιάζει τα κείμενά του με πλήθος λαογραφικών
στοιχείων (όπως προλήψεων, δεισιδαιμονιών, φόβων, κ.ά,), κάποια από τα οποία
αφορούν και τα ζώα. Πιο συγκεκριμένα, ζώα εμφανίζονται σε αρκετά διηγήματά του
όπου ζωντανεύουν λαϊκές παραδόσεις. Πρόκειται για τα «Κακοσημαδιά»,28 «Ημέραι
της γριάς»,29 «Έβυθος»,30 «Η κακή αδερφή»,31 «Γιάννος … και Μάρω»32 και «Το
τάμμα».33 Στο διήγημα «Κακοσημαδιά» αναπτύσσεται το θέμα της εμφάνισης του
ζώου, εν προκειμένω μιας κουκουβάγιας, πάνω σε ένα πλοίο, γεγονός το οποίο

25
Παπαδιαμάντης, «Ταχέλια», 4, 539.
26
Βλ. Καλλιόπη Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Οι ελληνορθόδοξες ρίζες
του έργου του. Λαογραφική μελέτη, Αθήνα, Πιτσιλός, 1984, σελ. 67.
27
Επαμ. Γ. Μπαλούμης, Ηθογραφικό διήγημα. Κοινωνικοϊστορική προσέγγιση. Παπαδιαμάντης,
Καρκαβίτσας, Πολυλάς, Αθήνα, Χ. Μπούρας, 1986, σελ. 53.
28
Ανδρέας Καρκαβίτσας, «Κακοσημαδιά», Άπαντα, τόμ. Β΄, παρουσ. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, εισαγ. -
επιμ. Νίκη Σιδερίδου, εικονογρ. Π. Βαλασάκης, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1973, σελ. 547-556.Στο εξής
όλες οι παραπομπές θα γίνονται σε αυτή την έκδοση με τον πρώτο αριθμό να δηλώνει τον τόμο και τον
δεύτερο τη σελίδα.
29
Καρκαβίτσας, «Ημέραι της γριάς», 1, 203-220.
30
Καρκαβίτσας, «Έβυθος», 1, 223-226.
31
Καρκαβίτσας, «Η κακή αδερφή», 1, 233-240.
32
Καρκαβίτσας, «Γιάννος … και Μάρω», 1, 129-154.
33
Καρκαβίτσας, «Το τάμμα», 1, 315-319.

13
θεωρείται ως κακός οιωνός για το πλοίο και το πλήρωμά του. Κατά τον Ξενόπουλο,
στο συγκεκριμένο διήγημα:

βλέπει τις την αρμονικήν και αβίαστον εκείνην σύζευξιν του φυσικού μετά του υπερφυσικού,
του αληθούς μετά του φανταστικού, όπως μόνον εις μεγάλα τίνα έργα. […] Όχι˙ το πουλί
εκείνο δεν είναι μια απλή κουκουβάγια-είνε σύμβολον. Ποτέ η ανθρωπίνη πρόληψις δεν
παρεστάθη επιβλητικοτέρα, τυραννικωτέρα, ολοθριωτέρα, παρά εις τον μικρόκοσμον των
ολίγων τούτων θαλασσών, των απομεμονωμένων επί του ευθραύστου ξύλου, μέσα εις την
ζοφεράν ερημίαν του πόντου!...34

Εδώ, το ζώο, σε ένα πρώτο επίπεδο, αποτελεί αιτία αναστάτωσης του ναυτικού
πληρώματος και, ταυτόχρονα, προβολή της δοξασίας, σύμφωνα με την οποία η
εμφάνιση της κουκουβάγιας ερμηνεύεται ως ο κύριος λόγος ύπαρξης μελλοντικών
κακών. Σε ένα δεύτερο, όμως, επίπεδο, το ζώο γίνεται η αφορμή για να ασκηθεί
κριτική από τον αφηγητή στην ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία, χωρίς την
επικράτηση της λογικής, παρασύρεται από τις λαϊκές προλήψεις.

Στο «Τάμμα», εμφανίζεται ένα ελάφι με χρυσά κέρατα και αστέρι στο
μέτωπο, το οποίο σύμφωνα με τις δοξασίες του λαού, θεωρείται ως παντοτινός
αγγελιοφόρος του Θεού που μεταφέρει τις ψυχές από τον παράδεισο στον επίγειο
κόσμο. Ταυτόχρονα, αποτελεί καλό οιωνό για τους ανθρώπους, εν αντιθέσει με το
ζώο της «Κακοσημαδιάς».

Από την άλλη μεριά, «Η κακή αδερφή», διήγημα και αυτό γραμμένο κατά
παράδοση, αλλά ενταγμένο και αυτό στον κύκλο των μεταμορφώσεων,
πραγματεύεται την ιστορία της Κίσσας, η οποία αν και στην αρχή είναι άνθρωπος,
μεταμορφώνεται στο γνωστό πουλί. Το θέμα της μεταμόρφωσης ανθρώπων σε ζώα
εμφανίζεται συχνά στην αρχαία μυθολογία, καθώς έχουμε «αρκετές περιπτώσεις
ανθρώπων, κυρίως γυναικών, που μεταμορφώθηκαν µε τη βούλησή τους σε ζώα
προκειμένου να απαλλαγούν από πόνους και δεινά (Αηδόνα, Αλκυόνα, κ.ά.)».35 Η
Κίσσα, λόγω της κακίας της, δε μεταμορφώθηκε σε πουλί με χρυσά φτερά, αλλά
«έγινε όνομα και πράμα κίσσα, μαύρο πουλί, όπως ήταν η ψυχή της». 36 Η

34
Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Το διήγημα και τα “Λόγια την Πλώρης”», Επιλογή Κριτικών Κειμένων,
ανθολ. – εισαγ. – επιμ. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αθήνα, Αδελφοί Βλάσση, 2002, σελ. 151.
35
Γεώργιος Κ. Κατσαδώρος, Η διάχυση του Αισωπείου μύθου στην Ευρώπη των Μέσων Χρόνων: Η
περίπτωση του Odo of Cheriton, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα, 2005, σελ. 49.
36
Καρκαβίτσας, «Η κακή αδερφή», 1, 240.

14
μεταμόρφωση της Κίσσας συμβολίζει τη λύτρωση της ανθρώπινης ψυχής, καθώς
όταν ήταν άνθρωπος, εκδήλωνε τη ζήλεια της για την ίδια της την αδερφή.

Ανάλογα τα διηγήματα «Η κακή αδερφή» και «Γιάννος … και Μάρω»,


πραγματεύονται το θέμα μιας «οργανικής» μεταμόρφωσης,37 παρόμοιας με εκείνη
των συντρόφων του Οδυσσέα σε χοίρους. Ένα από τα πιο συνηθισμένα θέματα στις
ιστορίες των ζώων και στους μύθους είναι το ανθρώπινο υβρίδιο.38 Με άλλα λόγια, οι
άνθρωποι μπορούν γίνουν ζώα, αλλά και το αντίστροφο, όπως παρατηρείται στα δύο
διηγήματα.

Η συγγραφή των διηγημάτων «Ημέραι της γριάς», «Έβυθος» και «Γιάννος …


και Μάρω» φαίνεται ότι βασίζεται σε λαϊκές παραδόσεις, αν κρίνουμε με βάση το
γεγονός ότι στις Παραδόσεις του Νικόλαου Πολίτη εντοπίζονται καταγεγραμμένες
από διάφορες περιοχές της Ελλάδας παραδόσεις με τέτοια θέματα. Ο Καρκαβίτσας,
στα τρία αυτά διηγήματά του, μεταπλάθει αντίστοιχα σε λογοτεχνική αφήγηση τις
παραδόσεις: «Τις γριάς οι ημέρες»,39 «Του Παπά τ’ αλώνι»40 και «Ο Γιάννος και η
Μάρω».41 Ειδικότερα, στις «Ημέρες της γριάς», διήγημα «ληφθέν εκ της διατριβής
του διατί ο Φεβρουάριος έχει ολιγωτέρας ημέρας»,42 ο Καρκαβίτσας επανεγγράφει
ένα λαϊκό παραμύθι, δίνοντας βάρος στην ιδιαίτερη σχέση της γριάς Γαλανής προς τις
αίγες της, η οποία «ηγάπα τις κατσίκες της ως τον εαυτόν της, ως θα ηγάπα τα παιδία
της, αν είχε».43 Εκτός από τις κατσίκες με τα μικρά τους, ακόμα εμφανίζεται ένα
μικρό σαλιγκάρι, για το οποίο γίνεται στο διήγημα ενσωμάτωση μιας παραδοσιακής
τετράστιχης στροφής44με αναφορά στο ομώνυμο ζώο.

Στον «Έβυθο», κείμενο που πραγματεύεται «τον κολασμό της αμαρτωλής


ψυχής»,45 παρουσιάζεται η ιστορία ενός παπά, ο οποίος κατά τη διάρκεια μιας
πλημμύρας αποφασίζει να διασώσει τον εαυτό του, αδιαφορώντας για τη σωτηρία

37
Βλ. Κ. Γ. Κασίνης, Ονολογικές Μεταμορφώσεις. Πρόσωπα και προσωπεία της ελληνικής σάτιρας,
Αθήνα, Χατζηνικολής, 2004.
38
Βλ. Margo DeMello, «Animals in Religion and Folklore», Animals and Society. An Introduction to
Human-Animal Studies, New York, Columbia University Press, 2012, σελ. 301-324.
39
Νικόλαος Γ. Πολίτης, Παραδόσεις, Αθήνα, Γράμματα, 1994, σελ. 121.
40
Ό.π., σελ. 33.
41
Ό.π., σελ. 101-102.
42
Καρκαβίτσας, «Ημέρες της γριάς», 1,203-220.
43
Ό.π., 1,211.
44
Βλ. «– Σαλίγκαρε, μαλίγκαρε/ βγαλ’ τα κέρατά σου,/ γιατ’ έρχετ’ η κυρά σου/ με τα πρόβατά σου!»,
ό.π.
45
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ανδρέας Καρκαβίτσας και άλλοι, επιμ. Θεόδωρος Ξύδης, Αθήνα,
Ζαχαρόπουλος, 1962, σελ. ιζ΄.

15
των αλόγων που είναι δεμένα στο αλώνι του. Έχοντας διαπράξει ύβρη,46 τελικά, ο
ίδιος πνίγεται, αλλά τα άλογα καταφέρνουν να ξεφύγουν από τα δεσμά τους και να
σωθούν. Εδώ τα ζώα, ενώ στην αρχή φαίνονται να πέφτουν θύματα της ανθρώπινης
αλαζονείας, ταυτόχρονα, γίνονται αφορμή για την προβολή της ανθρώπινης ψυχής, η
οποία εμφανίζεται κατώτερη των ζώων και γι’ αυτό τιμωρείται με πνιγμό.

Τέλος, το παραδοσιακό παραμύθι «Γιάννως και Μαρώ», η αφήγηση του


οποίου αλλάζει από τόπο σε τόπο, «μιλάει για τα παιδιά που η ανθρώπινη κακία δεν
τα άφησε να χαρούν την αγάπη τους πάνω στη γη, μα η αφοσίωση και η πίστη τους
τούς επιτρέπει να τη χαρούν στον ουρανό, μεταμορφωμένα σε άστρα».47

Ο κόσμος του παραμυθιού φαίνεται ότι συγκινούσε βαθύτατα τον


Καρκαβίτσα, όχι μόνο στην παιδική του ηλικία, αλλά και στη μετέπειτα ζωή του.

Του αρέσει ν’ αφίνη ελεύθερη τη ψυχή του να βυθίζεται μέσα στα παράδοξα μονοπάτια του
μαγικού κήπου της ανεξάρτητης λαϊκής φαντασίας. Όλος αυτός ο κόσμος ο πραγματικός με
τις στεναχώριες και τις αγωνίες του, τις στερήσεις και τις ασκήμιες του, που ταπεινώνουν την
ανθρώπινη ψυχή, σβήνει μπροστά στην ονειροφαντασία του κόσμου των παραμυθιών. Τα
μαγεμένα πουλιά, οι πύργοι, τα τετράπλουτα παλάτια με τους απέραντους κήπους τους, οι
κακές μητριές που βασανίζουν τα έρημα παιδάκια, οι συγκινητικές περιπέτειες του Γιάννου
και της Μάρως […] είναι για τον μικρόν Αντρέα ένας κόσμος πολύ πιο αληθινός και πολύ πιο
αξιόλογος απ’ τον άλλον τον κόσμο τον πραγματικό. 48

Η στενή σχέση του Καρκαβίτσα με την παράδοση επιβεβαιώνεται, επίσης από το


γεγονός ότι στα διηγήματά του επαναλαμβάνονται φράσεις, που σώζονται στις
Παραδόσεις, όπως συμβαίνει στο διήγημα «Γιάννος … και Μάρω», στο οποίο ο
Γιάννος μεταμορφώνεται σε αρνί, εξαιτίας του μαγικού νερού που πίνει. Η όψη του
ζώου όμως, δεν είναι τυχαία, καθώς ο ειλικρινής, αγνός και αθώος χαρακτήρας του
Γιάννου διαμορφώνει και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του αρνιού. Η μεταμόρφωση
του Γιάννου δε μεταβάλλει τη συμπεριφορά και τα συναισθήματα της Μάρως. Έτσι,
μετά τη μεταμόρφωση του ανθρώπου σε ζώο, οι δύο πρωταγωνιστές έρχονται ξανά
αντιμέτωποι με νέες προκλήσεις, μέχρι να γίνουν, τελικά, και οι δύο αστέρια.

46
Βλ. Κώστας Ρωμαίος, Το αθάνατο νερό, Αθήνα, Παπαδογιάννη, 1973.
47
Καρκαβίτσας, 1, 264.
48
Ό.π., 1, 37.

16
Στοιχεία από την παράδοση, σπανιότερα, αξιοποιεί και ο Μιχαήλ Μητσάκης,
όσον αφορά τα ζώα. Στη «Φλογέρα», 49 όπου ζωγραφίζει την εικόνα ενός κόσμου που
χάνεται, του κόσμου της υπαίθρου και της παράδοσης, περιγράφει έναν ρουμελιώτη
γέροντα στο κέντρο της Αθήνας καθισμένο πάνω στο πεζοδρόμιο να παίζει φλογέρα.
Ένα από τα τραγούδια του που αντλεί ουσιαστικά από σχετικό δημοτικό τραγούδι,50
μιλά για μία ελαφίνα που έχασε το παιδί της και εκφράζει το παράπονό της στον
Ήλιο. Ο Ήλιος τη ρωτά γιατί «δεν ακολουθεί τας λοιπάς, δεν συμπορεύεται, δεν
επιζητεί την βοσκήν, και μακράν της θορυβώθους αγέλης, ταπεινή, θλιμμένη, φεύγει
του ήλιου την λάμψιν, διώκει την μοναξιάν».51 Η ελαφίνα, με κινήσεις αυτοτιμωρίας
ή συμβολικές ή ακόμη και μαγικές, εκφράζει τη λύπη της. 52 Μαζί με την Ελαφίνα,
στη «Φλογέρα», εμφανίζεται και ένα δυσοίωνο όρνεο που «σκούζει, φωνάζει, και
διψά ν’ ανοίξη ένα σεφέρι, δια να φάει σώματα μπέηδων και να πιεί αίματα
πασσάδων, και να φάει της χήρας τον υγιό, π’ άλλον υγιό δεν έχει».53 Ο Μητσάκης
μεταπλάθει, για μια ακόμη φορά, τους στίχους του δημοτικού τραγουδιού,54
αποσκοπώντας με αλληγορικό τρόπο στο να εκφράσει τον ψυχικό κόσμο του γέρου
ρουμελιώτη. Εκτός, λοιπόν, από τη χρήση του υπερφυσικού στοιχείου, δηλαδή, της
ομιλίας στοιχείων της φύσης, χαρακτηριστικό που συναντάται και στην παράδοση
του δημοτικού τραγουδιού, μέσα από τη «Φλογέρα» μπορεί κανείς να διακρίνει στα
ζώα ορισμένα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Η Ελαφίνα παρουσιάζεται με έντονο το

49
Μιχαήλ Μητσάκης, «Η φλογέρα», Αφηγήματα και Ταξιδιωτικές Εντυπώσεις, τόμ. Α΄, φιλολ. επιμ.
Μανόλης Γ. Σέργης, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Ακαδημία Αθηνών, 2006, σελ. 317-
334.Στο εξής όλες οι παραπομπές θα γίνονται σε αυτή την έκδοση με τον πρώτο αριθμό να δηλώνει
τον τόμο και τον δεύτερο τη σελίδα.
50
Βλ. «Όλα τα λάφια βγήκανε κι’ όλα δροσολογούνται/ και μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ’
άλλα./ Όλο τ’ απόσκια περπατεί κι’ αντίζερβα κοιμάται/ κι΄ όπ’ εύρη γάργαρο νερό, θολώνει και το
πίνει./ Κι’ ο Ήλιος την αρώτησε και την ξαναρωτάει:/-Μωρή λαφίνα ταπεινή, δεν πας κοντά με τ’
άλλα/ μόνο τ’ απόσκια περπατείς κι’ αντίζερβα κοιμάσαι;/ -Ήλιε, πότε μ’ αρώτησες που με ρωτάς και
τώρα;/ Δώδεκα χρόνους έκανα στέρφα χωρίς μοσχάρι,/ κι’ από τους δώδεκα κι΄ εμπρός εγέννησα
μοσχάρι,/ και κυνηγός εφύλαξε, ρίχνει και το σκοτώνει˙/ κι’ εμένα δεν εσκότωσε παρέξ το
μοσχοπούλι!», Γεώργιος Δροσίνης, «Ζώα και Πουλιά στα δημοτικά τραγούδια μας», Ημερολόγιον της
Μεγάλης Ελλάδος, τεύχ. 3 (1924) σελ. 51
[http://daniilida.lis.upatras.gr/index.php/hmer_meg_ellados/article/view/727/502] Ανάρτηση στις:
12/6/2018˙ Claude Fauriel, «Το Ελάφι και ο Ήλιος», Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τόμ Α΄, εκδ. επιμ.-
μτφρ. Αλέξης Πολίτης, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2000, σελ. 241-242˙ Fauriel,
«[Ελάφι και Ήλιος]», Ελληνικά, τόμ Β΄, σελ. 20.
51
Μητσάκης,ό.π., 1, 324.
52
Βλ. G. Saunier, «Το θέμα της Ελαφίνας», Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια. Συναγωγή μελετών (1968 –
2000), μτφρ. Μπουτουροπούλου Ιφιγένεια, επιμ. Ανδρειωμένος Γιώργος, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και
Ελένης Ουράνη, Ακαδημία Αθηνών, 2001, σελ. 530-544.
53
Ό.π., σελ. 325.
54
«Τ’ έχεις καϋμένε κόρακα και σκούζεις και φωνάζεις˙/ Μήνα διψάς για αίματα διψάς και για
κουφάρια;/ - Σκούζω, φωνάζω και διψώ ν΄ανοίξη ένα σεφέρι,/ Να φάω κουφάρια μπέηδων, να πιώ
αγάδων αίμα,/ Να φάω της χήρας τον υγιό π΄ άλλον υγιό δεν έχει!...», Καρκαβίτσας,
«Νεκρανάστασις», 3, 1438-1439.

17
συναίσθημα της μητρικής αγάπης για τον χαμένο της υιό, αλλά και με την αντίληψη
ότι διαφέρει από τις υπόλοιπες ελαφίνες του κοπαδιού και εν τέλει επιλέγει μια πιο
μοναχική ζωή. Αντίθετα, το όρνεο παρουσιάζεται πιο σκληρό, απότομο και
αιμοδιψές, χωρίς κανένα αίσθημα αγάπης, εκπροσωπώντας το κακό και σκορπίζοντας
το θάνατο. Έτσι, η ύπαρξη των δύο ζώων δεν είναι τυχαία στα άσματα του γέρου. Με
άλλα λόγια, λειτουργούν αλληγορικά για να εκφράσουν τα συναισθήματα του
ρουμελιώτη. Από τη μια, ο γέρος λυπάται, όπως η ελαφίνα, για τον κόσμο της
υπαίθρου που σιγά-σιγά εξαφανίζεται και από την άλλη, νιώθοντας αγανάκτηση,
θέλει μέσω ηρωικών πράξεων να πολεμήσει, σαν το όρνεο, κατά των υπαιτίων αυτής
της κατάστασης, ξυπνώντας τον ηρωικό αυτόν κόσμο. Μέσα από τα δημοτικά
τραγούδια τα οποία είναι «αληθινά κλέφτικα, της ιδίας μεγάλης εποποιίας
αποσπάσματα, επίσης μελαγχολικά, και βαθέα και αρήϊα και περιπαθή, των προ της
Επαναστάσεως καιρών, ηρωισμού ύμνους και ανδρείας ωδάς», 55 εκφράζεται ο
εσωτερικός κόσμος του γέρου ρουμελιώτη, ο οποίος χαίρεται να τα τραγουδά μαζί με
τη φλογέρα του, αλλά ταυτόχρονα λυπάται για τον κόσμο της υπαίθρου που χάνεται
και επικρατεί ο κόσμος της πόλης.

Εκτός από τα λογοτεχνικά κείμενα των παραπάνω συγγραφέων, το θέμα του


ζώου εμφανίζεται και σε άλλα κείμενά τους. Μέσα από τα ταξίδια του56 στην
ελληνική επαρχία, ο Καρκαβίτσας συνέλεξε ένα μεγάλο corpus σημειώσεων, το οποίο
είτε το δημοσίευσε σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής του, είτε αποτέλεσε πηγή
έμπνευσης για τα λογοτεχνικά του έργα. Τέτοια είναι «Αι αηδόνες της Αρτοτίνας»57
που ανήκει στις ιστορικές σημειώσεις κατά τη Νίκη Σιδερίδου και πραγματεύεται τη
λαϊκή δοξασία της σιωπής των αηδόνων της Αρτοτίνας, έπειτα από τις κατάρες του
Δεσπότη, επειδή δεν του επιτρέπουν να κοιμηθεί. Αν και άνθρωπος του Θεού, ο
δεσπότης δε διστάζει να εκφράσει το μίσος του στα ζώα, προκειμένου να εκπληρώσει
την προσωπική επιθυμία του. Επίσης στα ταξιδιωτικά του «Οι Δελφοί»58 και το
«Μικρόν Ημερολόγιον Α΄»,59 εκφράζονται αντίστοιχα οι λαϊκές δοξασίες για την
πρώτη γίδα που θυσιάστηκε στους Δελφούς και για το ύψος του ουρανού, τον οποίο
φθονεί ένας όφις, αλλά όμως, τον υπερασπίζεται μια σαύρα. Επιπλέον, αρκετές φορές

55
Μητσάκης, ό.π., 1, 326.
56
Βλ. Επαμ. Γ. Μπαλούμης, Ανδρέας Καρκαβίτσας. Ο ανατόμος της λαϊκής κοινότητας, Αθήνα,
Ελληνικά Γράμματα, 1999.
57
Καρκαβίτσας, «Αι αηδόνες της Αρτοτίνας», 4, 1984-1985.
58
Καρκαβίτσας, «Οι Δελφοί», 4, 1793-1800.
59
Καρκαβίτσας, «Μικρόν Ημερολόγιον Α΄», 4, 1814-1846.

18
ο Καρκαβίτσας συμπεριλαμβάνει στα κείμενά του παραδοσιακούς στίχους, στους
οποίους ή γίνεται αναφορά σε ζώα ή τα ίδια τα ζώα μιλούν. Για παράδειγμα, στο
ταξιδιωτικό του «Μικρόν Ημερολόγιον Γ΄»60 καταγράφεται μια πεντάστιχη
στροφή,61στην οποία πουλιά, χελιδόνια και πέρδικες προσπαθούν να ξυπνήσουν τον
αφέντη τους, καθώς συμμερίζονται την ανθρώπινη ψυχή. Άλλοτε στο άρθρο του,
«Νεκρανάστασις»,62 τον λόγο παίρνει ο κόρακας εκφράζοντας μέσα από μια
πεντάστιχη στροφή,63 προερχόμενη, πιθανόν, από κλέφτικο δημοτικό τραγούδι, τις
επιθυμίες του, ίδιες με εκείνες του μαύρου ορνέου της «Φλογέρας» του Μητσάκη.
Γίνεται φανερό ότι τα δημοτικά τραγούδια όπου το ζώο πρωταγωνιστεί ως φορέας
εμπειριών και συναισθημάτων, εκφραζόμενα μέσω του ποιητικού λόγου, γοήτευσαν
τους δύο πεζογράφους. Στο άρθρο «Νεκρανάστασις», όμως, του Καρκαβίτσα, η
χρήση του κόρακα είναι μεταφορική, καθώς υπονοείται η μαύρη μοίρα του έθνους.
Σε έναακόμη άρθρο του με τον τίτλο «Ο Καβαλάρης», 64 εμφανίζονται αυτούσιοι
στίχοι από το περίφημο έπος του Διγενή Ακρίτα, με πρωταγωνιστές έναν καβαλάρη
και το άλογό του. Το άλογο εκφράζει τη βαθιά πίστη του στον καβαλάρη του και
είναι το μόνο που προθυμοποιείται να βοηθήσει τον αφέντη του για να σώσει την
κυρά του.

– Ποιός είν’ καλός από τ’ εσάς τους εβδομηνταπέντε


Ν’ αστάψη την ανατολή και να βρεθεί στη δύση;
– Εγώ ’μαι γέρος κι άρρωστος ταξείδια δε μου πρέπουν
Μα για χατήρι της κυράς να μακροταξειδέψω,
Όπου μ’ ακριβοτάγιζε στον γύρο της ποδιάς της
Κι’ όπου μ’ ακριβοπότιζε στη χούφτα του χεριού της.65

Εδώ, ο Καρκαβίτσας, διατηρεί αναλλοίωτο το υπερφυσικό στοιχείο της ομιλίας


αλόγου και καβαλάρη, προερχόμενο από το δημοτικό τραγούδι, τονίζοντας ότι «τα

60
Καρκαβίτσας, «Μικρόν Ημερολόγιον Γ΄», 4, 1814-1846.
61
Βλ. «Τόρα τα πουλιά, τόρα τα χελιδόνια,/ Τόρα η πέρδικες γλυκολαλούν και λένε:/ - Ξύπν’ αφέντη
μου, ξύπνα καλέ μ’ αφέντη,/ Ξύπν’, αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο/ Κι’ άσπρονε λαιμό…….», ό.π.
62
Καρκαβίτσας, «Νεκρανάστασις», 3, 1438-1439.
63
Βλ. υποσημ. 50.
64
Καρκαβίτσας, «Ο Καβαλάρης», 3, 1556-1558.
65
Ό.π., 3, 1557.

19
άλογα (σύντροφοι του πολεμιστή) υψώνονται κι αυτά σε μια σφαίρα ευγενική και
ηρωική».66

Στα ταξιδιωτικά κείμενα του Μιχαήλ Μητσάκη συναντάμε, επίσης, ζώα.


Συγκεκριμένα στα «Ολίγα τινά εν της Ηπείρου»67 και «Νεότερα εκ της Ηπείρου»,68
εκτυλίσσεται η ιστορία της κλοπής του ξεχωριστού αραβικού αλόγου του Αλαμπέη.
Και εδώ, φανερώνεται η στενή σύνδεση καβαλάρη και αλόγου, καθώς ο καβαλάρης
αναζητά το χαμένο του άλογο. Σε ζώο επιπλέον, αναφέρεται και το μελέτημα του
Εμμανουήλ Ροΐδη, «Η εορτή του όνου κατά τον Μεσαίωνα».69 Ο Ροΐδης, κάνοντας
μια εκτενή περιγραφή στη διάσημη γιορτή προς τιμήν του όνου, λόγω των αρετών
του παρουσιάζει την παράδοση των κατοίκων της Βόρειας Ευρώπης, με σκοπό τη
σύγκρισή της με εκείνης της Νότιας Ευρώπης.

Στο πεδίο των λαϊκών δοξασιών, η παρουσία του ζώου μακριά από το φυσικό
του περιβάλλον (για παράδειγμα η παρουσία της κουκουβάγιας στο λιμάνι αντί για το
δάσος ή της πεταλούδας εντός του σπιτιού αντί για τη φύση) λαμβάνει συμβολιστικές
προεκτάσεις. Οι άνθρωποι ερμηνεύουν την εμφάνισή του ή ως σύμβολο του καλού ή
ως σύμβολο του κακού. Μέσα από την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το ζώο,
διαφωτίζεται περαιτέρω ο ανθρώπινος χαρακτήρας, κυρίως από τη στάση που θα
κρατήσει απέναντι στο ζώο. Από την άλλη μεριά, σε κείμενα γραμμένα με αφορμή
από τη λαϊκή παράδοση, το ζώο κάποιες φορές αποκτά ανθρώπινες ιδιότητες, όπως
την ομιλία, και κατ’ επέκταση, μέσω αυτής εκφράζει τον χαρακτήρα του. Στα κείμενα
αυτά, όπου πρωταγωνιστεί το ομιλούν ζώο, συνήθως έχουμε να κάνουμε με ιστορίες
μεταμορφώσεων ανθρώπων σε ζώο. Ο ρόλος του ζώου εντός του κειμένου είναι
κομβικός. Η παρουσία του συμβάλλει καταλυτικά στην εξέλιξη της αφήγησης, επειδή
λειτουργεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ Θεού και ανθρώπου, δίνοντας νέα τροπή στην
εξέλιξη της πλοκής. Τέλος, υπάρχουν και κείμενα, στα οποία παρουσιάζεται μια
θρησκευτική παράδοση ενός τόπου, αφού το ζώο δοξάζεται ως θεός.

66
Πολίτης, Παραδόσεις, σελ. 109.
67
Μητσάκης, «Ολίγα τινά εν της Ηπείρου», 1, 722-730.
68
Μητσάκης, «Νεότερα εκ της Ηπείρου», 1, 730-733.
69
Ροΐδης, «Η εορτή του όνου κατά τον Μεσαίωνα», 2, 9-18.

20
Β. ΤΟ ΖΩΟ ΣΤΗΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ,
ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΚΑΙ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗ

Β1. ΤΟ ΖΩΟ ΩΣ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Εντός του πλαισίου της ηθογραφίας, ο άνθρωπος βρίσκεται σε άμεση επαφή με τη


φύση και επομένως με τα ζώα. Οι περισσότεροι χαρακτήρες των ηθογραφικών
διηγημάτων, καθώς ζουν στην ύπαιθρο, είτε έρχονται σε επαφή με τα ζώα, είτε έχουν
στην ιδιοκτησία τους διάφορα είδη ζώων, τα οποία καλύπτουν τις βιοτικές τους
ανάγκες ή τους διευκολύνουν στις μετακινήσεις τους. Αποτέλεσμα της συνύπαρξης
ανθρώπων και ζώων στον κόσμο της ελληνικής επαρχίας, αποτελεί η δημιουργία
ιδιαίτερων δεσμών μεταξύ τους που περιγράφονται στο έργο των λογοτεχνών, που
μας απασχολούν εδώ.

Μια τέτοια μορφή σχέσης διαγράφεται στο χριστουγεννιάτικο διήγημα του


Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Η γλυκοφιλούσα».70 Βασικό θέμα της ιστορίας
αποτελεί η διάσωση δύο βραχωμένων αιγών, της Στέρφας και της Ψαρής, του Στάθη
του Μπόζα, του βοσκού, ο οποίος, αφού καταφεύγει αρχικά σε μια σειρά
παραδοσιακών πράξεων (αναθήματα, προσευχή),71 τελικά, καταφέρνει να σώσει τις
αίγες του με τη βοήθεια του Αγκούτσα, ενός άστεγου, περιπλανώμενου, χωρίς
ιδιοκτησία και οικογένεια. Μετά το αίσιο τέλος της αποστολής, ο Στάθης αποφασίζει
να δώσει στον Αγκούτσα τη Στέρφα, ως αντάλλαγμα για τη βοήθειά του στη
διάσωση, και την Ψαρή να τη χαρίσει στην Παναγία τη Γλυκοφιλούσα, όπως είχε
τάξει για να γλιτώσει τις αίγες του. Στο διήγημα αναδεικνύεται η αδυναμία την οποία
έχει ο Στάθης στην Ψαρή και όχι τόσο στη Στέρφα, καθώς, όπως ο ίδιος έλεγε, ήλπιζε
να σώσει την Ψαρή.

Ο χαρακτήρας των αιγών γίνεται διακριτός και κατά τη διάρκεια της


διάσωσής τους, αλλά και μετά την επιτυχή έκβασή της. Η Ψαρή φαίνεται να

70
Παπαδιαμάντης, «Η γλυκοφιλούσα», 3, 71-88.
71
Βλ. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αφηγηματικές Τεχνικές στον Παπαδιαμάντη (1887 – 1910), Αθήνα,
Κέδρος, 1987.

21
βρίσκεται πιο κοντά στον Στάθη, σε αντίθεση με τη Στέρφα. Όταν ο Στάθης φώναξε
στις δύο του αίγες για να δει αν ζούνε, «η Ψαρή απήντησε […] δια παραπονετικού
βελάσματος εις τας προσκλήσεις του κυρίου της. Η άλλη, η Στέρφα, ούτε φωνήν
εξέβαλε, ούτε κίνημα έκαμεν, ούτε εσκέπτετό τι περί όλης της θέσεως των
πραγμάτων».72 Ακόμη, τη στιγμή κατά την οποία ο Στάθης κατεβαίνει τον γκρεμό για
να τις σώσει, στην εμφάνισή του βελάζει μόνο η Ψαρή, ενώ η Στέρφα αντιδρά μόνο
όταν αισθάνεται τον φόβο του θανάτου.73 Αφού ανασύρεται και ο Στάθης από τον
γκρεμό σε λιπόθυμη κατάσταση, η Ψαρή τον ζεσταίνει με την πνοή της, ενώ η
Στέρφα στέκεται λίγο παραπέρα και κοιτάζει ηλίθια. Η προσπάθεια του Στάθη να
διασώσει τις αίγες του μπορεί να θεωρηθεί ως μια κατάβαση προς την άβυσσο, τον
Κάτω Κόσμο. Η ανάσυρση των δύο αιγών μέσα από τα βαθιά και επικίνδυνα βράχια
συνδηλώνει τη διαρκή ύπαρξη του θανάτου, τόσο με την επικίνδυνη προσπάθεια του
Στάθη, όσο και με τις ίδιες τις αίγες που βρίσκονται κοντά στο θάνατο. Έτσι, οι γίδες,
οι οποίες σύμφωνα με μια ψυχαναλυτική ερμηνεία, «στο έργο του Παπαδιαμάντη,
σχεδόν πάντοτε, έστω και με την απλή παρουσία τους, συνδηλώνουν την άβυσσο,
[…] όπου η άβυσσος κατονομάζεται ρητά και μνημονεύεται επανειλημμένως»,74
διαθέτουν η καθεμιά ξεχωριστό χαρακτήρα και συμπεριφέρονται διαφορετικά.
Ωστόσο, η διαφορά αυτή φαίνεται να συνδέεται με τον τρόπο, με τον οποίο
αντιμετωπίζονται, διότι είναι φανερή η αδυναμία που δείχνει ο Στάθης στην Ψαρή.
Το τραγικό παράδοξο της σχέσης του Στάθη με την Ψαρή είναι ότι, ενώ από τη μία
επιθυμεί να τη σώσει με κίνδυνο για τη ζωή του και από την άλλη, επειδή τη σώζει,
τη θυσιάζει στην Παναγία τη Γλυκοφιλούσα. Εκτός από τις δύο αίγες, στο διήγημα
εμφανίζεται και ο μονόκερως, ο φιλέρημος και μελαγχολικός ταύρος του Θεοδόση,
«καταβάς προ μικρού, διά να κάμει τον συνήθη περίπατόν του κάτω εις το βαθύ
ρεύμα, το κατερχόμενον δι’ ελιγμών και βράχων και καταρρακτών».75 Σύμφωνα με
την ψυχαναλυτική ανάλυση του Saunier, ο ταύρος σαν μεσαιωνικό τέρας αποτελεί
μια από τις αρχαίες θεότητες76 που εμφανίζονται στο διήγημα και η παρουσία του
τονίζει την αντίθεση της δικής του κατάστασης με αυτής των αιγών. Με άλλα λόγια,
ενώ για την επαναφορά των αιγών από τον γκρεμό χρειάζεται η επέμβαση του Στάθη,

72
Παπαδιαμάντης, ό.π., 3, 81.
73
«Η Στέρφα τότε μόνον εδοκίμασε να εκβάλη βελασμόν, όταν ήρχισε να ταλαντεύεται εις το κενόν με
το σχοινίον», ό.π., 3, 87.
74
Guy(Michel) Saunier, «Ανορθόδοξα», Εωσφόρος και Άβυσσος. Ο προσωπικός μύθος του
Παπαδιαμάντη, μτφρ. Ειρήνη Τσολακέλλη, Αθήνα, Άγρα, 2001, σελ. 308.
75
Παπαδιαμάντης, ό.π., 3, 80.
76
Βλ. Saunier, «Ανορθόδοξα».

22
αλλά ακόμη, και οι προσευχές στην Παναγία, ο ταύρος, χωρίς τη βοήθεια κανενός,
επιστρέφει από το ρεύμα και κατευθύνεται στη στάνη του Θεοδόση, όπως κάνει κάθε
μέρα. Ο ταύρος λειτουργεί ως αντιθετικό στοιχείο προς τις αίγες, αλλά δε συμβάλλει
ενεργά στην εξέλιξη της δράσης του διηγήματος.

Συχνά η περιγραφή ζώων αποτελεί κομμάτι της φύσης που περιγράφει ο


Παπαδιαμάντης με όλες τις αντιθετικές της ιδιότητες απέναντι στον ανθρώπινο
κόσμο. Στο διήγημα «Αγάπη στον κρεμνό», 77 κατά την ανάβαση του αφηγητή στον
Αϊ Ταξιάρχην γίνεται περιγραφή ενός κοπαδιού επτά ή οχτώ βοδιών. Ο αφηγητής
τονίζει τόσο την ικανότητά τους να τρομάζουν τους ανθρώπους, όσο και την
εσωτερική αρμονία και την ανεμελιά των ζώων, «η οποία σπανίως υπάρχει και εις
οικογενείας ανθρώπων εξ οίκου ευγενούς».78 Στο ίδιο διήγημα παρουσιάζονται και
άλλα επεισόδια με ζώα που δεν δρουν καταλυτικά στην εξέλιξη της ιστορίας, αλλά
δείχνουν την απερισκεψία του ανθρώπου που οδηγεί στην κακοποίησή τους. Αυτά
είναι το επεισόδιο με το γαϊδουράκι και τη Ματώ, η οποία τρέχει πίσω από το ζώο και
χτυπώντας το, προσπαθεί να το πιάσει. Η εμφάνιση του ζώου αναδεικνύει την
ανοησία της κοπέλας, η οποία οδηγεί στην κακοποίηση του. Παρόμοιο συμβάν
εμφανίζεται και αλλού στο διήγημα, κατά το οποίο ο παπάς Ειρηναίος χτυπώντας με
την ογκώδη οδοιπορική του ράβδο έναν ταύρο στα οπίσθια, και ταυτόχρονα,
γελώντας με την πράξη αυτή, προσπαθεί να τον ελευθερώσει, καθώς έχει πιαστεί το
κεφάλι του στην αυλόπορτα. Εν προκειμένω, η απερισκεψία σε συνδυασμό με την
κακία του παπά, για μια ακόμη φορά, καταλήγουν στον ξυλοδαρμό του ζώου. Τέλος,
γίνεται αναφορά στο περιστατικό, σύμφωνα με το οποίο ένα γαϊδουράκι ξεκινά να
τρώει λαίμαργα τα σωριασμένα στο δρόμο λάχανα που μετέφερε στην πλάτη του, ενώ
παράλληλα η γριά η Βλάχα, ιδιοκτήτρια του γαϊδουριού, τρέχει να τα γλυτώσει από
την όρεξη του ζώου. Η σχέση ανθρώπου με ζώου, εδώ, παρουσιάζεται αρκετά
επιφανειακή, χωρίς την ύπαρξη κάποιας ιδιαίτερης συναισθηματικής σύνδεσης
μεταξύ τους, καθώς η γριά δεν προσπαθεί να προστατέψει ούτε τον εαυτό της, ούτε
το γαϊδουράκι, των οποίων οι ζωές απειλούνται από τη σύγκρουση με τη διερχόμενη
κατά πάνω τους άμαξα και τα τρία άλογά της. Ο μοναδικός της σκοπός είναι να
σώσει μόνο το εμπόρευμά της, ώστε να το πουλήσει. Και εδώ, η ύπαρξη του ζώου
υπογραμμίζει την ανοησία του ανθρώπου.

77
Παπαδιαμάντης, «Αγάπη στον κρεμνό», 4, 481-492.
78
Ό.π., 4, 485.

23
Αντίθετα, στο «Θέρος-Έρως»,79 περιγράφεται η γυναικεία αγάπη προς τα
οικόσιτα ζώα. Η γριά Φωτεινή ζει παράλληλα με την προβατίνα της, στην οποία
φέρεται με μεγάλη στοργή, φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να κοιμούνται μαζί το
βράδυ. Από τη μεριά του ζώου, η αμνάδα παραμένει πιστή στη σχέση της,
λειτουργώντας ως υποκατάστατο για τη γριά Φωτεινή, η οποία αντιμετωπίζει έλλειψη
συναισθηματικής επαφής με τους ανθρώπους. Έτσι, το ζώο δημιουργεί σχέσεις με
τους ανθρώπους ανάλογες με εκείνες που αναπτύσσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους,
φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να δείξουν μεγαλύτερη πίστη και στοργή από
αυτούς.

Μια παρόμοια αγάπη περιγράφεται στη «Θητεία της πενθεράς». 80 Η θεία


Χαρμολίνα, όταν της ανακοινώνεται ότι η γίδα της ελευθερώθηκε, καθώς κόπηκε το
σκοινί που την κρατούσε δεμένη, αναστατώνεται, γιατί είναι το τελευταίο ζώο της
οικογένειας. Η αναζήτηση του ζώου από την ιδιοκτήτριά της είναι αδύνατη, καθώς
δεν μπορεί να απομακρυνθεί από το σπίτι λόγω του τοκετού της κόρης της. Την
εξαφάνιση του ζώου ακολουθεί μια σειρά από μικροζημιές.81 Εν τέλει, «ύστερα από
δύο ώρες ευρέθη η γίδα, ησύχασαν τα παιδιά, η δαμιτζάνα με το μοσχάτο επωλήθη
καλά εις το μαγαζί του Ματθαίου, και η κοιλοπονούσα εγέννησε και όγδοον παιδίον -
άρρεν- το δέκατον, συλλήβδην και των νεκρών». 82 Η φυγή του ζώου δημιουργεί
συναισθήματα αγωνίας στη θεία Χαρμολίνα, καθώς η συγκεκριμένη αίγα ήταν το
τελευταίο ζώο της οικογένειας, με το οποίο μπορούσε να τραφεί. Επιπλέον, η
εξαφάνιση του ζώου συμβολίζει την αρχή των δεινών. Με την εύρεση και την
επιστροφή της αίγας οτιδήποτε προκαλεί αναστάτωση στην οικογένεια, εν τέλει
λύνεται, και το διήγημα αποκτά αίσιο τέλος.

Στον «Βαρδιάνο στα σπόρκα»83 εκφράζεται ξανά η μεγάλη αδυναμία του


ανθρώπου στα ζώα του. Ο πάτερ Νικόδημος αναπτύσσει φιλία με μια γάτα, την
Μπαμπή, η οποία λειτουργεί ως οδηγός για τον πατέρα Νικόδημο. Η Μπαμπή,
«μαύρη ως έβενος, με δύο λαμπερά όμματα φαιά, κυανά και αορίστου χρώματος
λάμποντα εις το σκότος»,84 δείχνει ιδιαίτερη συμπάθεια85 στον παπά, αλλά από τότε,

79
Παπαδιαμάντης, «Θέρος-Έρως», 2, 183-209.
80
Παπαδιαμάντης, «Η θητεία της πενθεράς», 3, 405-416.
81
Βλ. Λουκάς Κούσουλας, «Ανθρώπους και κτήνη…», Αθήνα, Νεφέλη, 1993.
82
Παπαδιαμάντης, ό.π.,3, 416.
83
Παπαδιαμάντης, «Βαρδιάνος στα σπόρκα», 3, 541-640.
84
Ό.π., 3, 602.
85
«Εξακολούθει να είναι φίλη ευσταθής και τιθασσή προς αυτόν», ό.π., 3, 603.

24
που άρχισαν να έρχονται ξένοι στο νησί, απομακρύνεται από τον κύριό της και
καταφεύγει στο δάσος. Ακόμα και όταν η γάτα πηγαίνει να πιει νερό στη γούρνα
κοντά στο σπίτι του παπά και γίνεται αντιληπτή από τον πατέρα Νικόδημο, αυτή
εξαφανίζεται, βυθίζοντάς τον σε νέες σκέψεις, αλλά την προσοχή του αποσπά ο
κλωγμός της όρνιθάς του. Από το αρχικό πλήθος ορνίθων, οι δύο κότες που
επιβίωσαν από άγνωστη νόσο, είναι οι δύο αγαπημένες του παπά, η Πιτσίνη και η
Κοτσίνη. Η δεύτερη, όμως δεν έχει αίσιο τέλος, μιας και την έσφαξαν, την έψησαν
και την έφαγαν οι ξένοι που ήρθαν στο νησί. Τώρα που του απομένει μόνο η Πιτσίνη,
την φροντίζει, την ταΐζει και την κοιμίζει στο δικό του κελί. Η μεγάλη αγάπη για τα
ζώα του εκδηλώνεται, όταν συνομιλεί με τη θεία-Σκεύω, στην οποία εκφράζει το
κακό που έχει προξενήσει ο ξένος κόσμος στα ζώα του. Μαζί με το κελί που
παραχωρεί στη θεία-Σκεύω, προκειμένου να φροντίζει τον άρρωστο γιό της, ο πάτερ
Νικόδημος αφήνει και την αγαπημένη του όρνιθα, επειδή δεν μπορεί να συνυπάρξει
με τον ξένο κόσμο, που έρχεται στο νησί, καθώς έχει προσβληθεί από χολέρα. Έτσι,
παίρνει το δρόμο που του δείχνει η Μπαμπή, δηλαδή το δρόμο του δάσους. Εδώ, το
ζώο γίνεται οδηγός στην πορεία του ανθρώπου που αναζητά την ηρεμία του. Στο
τέλος του διηγήματος, όταν πια έχει εξαλειφθεί η χολέρα και, κατ’ επέκταση, έχει
απομακρυνθεί ο ξένος κόσμος, ο πατήρ Νικόδημος ξανασυναντιέται με τη γάτα του,
η οποία επιστρέφει από το δάσος και, όπως ισχυρίζεται ο παραγιός του, «μυρίστηκε
πώς φεύγ’ η ξενούρα και πως θα μείνουμε μοναχοί μας, κι’ ήρθε κι’ αυτήνη να μας
βρη για να μας κάμ’ συντροφιά».86 Με αυτά τα λόγια, γίνεται προσπάθεια
κατανόησης της επιστροφής της γάτας στην παλιά της συντροφιά. Το ζώο
διαισθανόμενο ότι ο ξένος κόσμος απομακρύνεται, αφήνει το δάσος και επιστρέφει,
έχοντας την ανάγκη να προσφέρει τη συντροφιά της στο αφεντικό της. Το ζώο,
λοιπόν, γίνεται σύντροφος του ανθρώπου, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη μοναξιά
του.

Όπως ο πατήρ Νικόδημος εκφράζει τη συμπάθειά του για τις κότες του, έτσι,
και ο Σταμάτης με τη Δεσποινιώ αναπτύσσουν στενή σχέση με τα ζώα τους στο
διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, «Ο κλεφτοκοτάς».87 Στο συγκεκριμένο διήγημα,
αφού εξιστορείται το πώς αποκτήθηκαν οι κότες από την οικογένεια, οι ιδιοκτήτες
συμπεριφέρονται στα πουλερικά με μεγάλη στοργή. Η καθεμία από τις όρνιθες φέρει

86
Ό.π., 3, 639.
87
Καρκαβίτσας, «Ο κλεφτοκοτάς», 1, 309-314.

25
τα δικά της ξεχωριστά χαρακτηριστικά και, για αυτόν τον λόγο, οι ιδιοκτήτες τους
τούς έχουν προσδώσει ονόματα και συνεχώς τους δείχνουν την ιδιαίτερη αδυναμία
που τρέφουν για τα οικόσιτά τους ζώα. Ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια του λογοτεχνικού
έργου γίνεται αφήγηση διάφορων περιστατικών με τις όρνιθες για να προβληθεί η
στενή σχέση τους, το διήγημα ολοκληρώνεται με το επεισόδιο της αποκάλυψης της
ταυτότητας του κλεφτοκοτά. Οι πρωταγωνιστές, καθώς ζουν διαρκώς με τον κίνδυνο
της κλοπής των πουλερικών τους, έρχονται αντιμέτωποι με το μαύρο ζώο, το οποίο
τους τρώει μία κότα. Ο ορνιθοκλέπτης, που δεν είναι άλλος από μια αλεπού,
σκοτώνεται τελικά από τον σκύλο του σπιτιού, τον Φρίγγο. Η αλεπού, προκειμένου
να εξασφαλίσει την τροφή της, επιδίδεται στο κλέψιμο, όπως και πολλά άλλα ζώα. 88
Έτσι, αφού καταφέρνουν ιδιοκτήτες και ζώα να διώξουν το αρπαχτικό, που απειλεί με
θάνατο τη ζωή των ορνίθων, γίνεται, για μια ακόμη φορά, φανερή η αγάπη του
Σταμάτη και της Δέσποινας για τα ζώα τους.

Ιδιαίτερη σχέση φαίνεται να αναπτύσσεται μεταξύ των όνων και των οδηγών
των δίτροχων αμαξών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το διήγημα του
Εμμανουήλ Ροΐδη, «Το ξεστούπωμα».89 Εδώ, εμφανίζονται ο αφηγητής με έναν φίλο
του και ένας ψωραλέος όνος, «σύρων επιπόνως βαρέλαν ύδατος, τοποθετημένην επί
είδους διτρόχου χειραμάξης υπό την οδηγίαν γραίας χωρικής». 90 Ο αφηγητής,
ξαφνικά, αποφασίζει να βγάλει το πώμα από το βαρέλι. Καθώς το νερό χύνεται από
το βαρέλι και το γαϊδούρι αισθάνεται πιο ελαφρύ το φορτίο που κουβαλάει, αρχίζει
να τρέχει όλο και πιο γρήγορα, με αποτέλεσμα να χαθεί όλο το νερό. Εδώ,
διακρίνεται η ιδιαίτερη σύνδεση της γριάς-οδηγού με τον όνο, καθώς η γριά μη
αντιλαμβανόμενη την πράξη του αφηγητή δεν κακομεταχειρίζεται το ζώο, αλλά
δέχεται στωικά ό,τι της συμβαίνει. Αν και κανείς θα ανέμενε μια άσχημη αντίδραση
από μέρους της ηλικιωμένης μιας και χύθηκε όλο το νερό και θα πρέπει να συλλεχθεί
πάλι, ωστόσο η γριά δείχνει μεγάλη εγκαρτέρηση, γεγονός το οποίο δε θα ξεχάσει
ποτέ του ο αφηγητής, όπως αναφέρει ο ίδιος. Το ζώο σχετίζεται με το δίδαγμα του
διηγήματος που αφορά τον ψύχραιμο τρόπο, με τον οποίον θα πρέπει να αντιδρά ο
άνθρωπος στα ξαφνικά συμβάντα της ζωής, όπως η γριά. Ταυτόχρονα, μπορεί να

88
(Aνυπόγραφο), «Ζώα που κλέβουν», Μπουκέτο, τόμ. 12, τεύχ. 613 (1935) σελ. 2222 και 2257
[http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/146633/138037] Ανάρτηση στις:
15/7/2018.
89
Ροΐδης, «Το ξεστούπωμα», 5, 263-265.
90
Ό.π., 5, 264.

26
διδάξει τον άνθρωπο να σέβεται τον συνάνθρωπό του, χωρίς να του προκαλεί κακό
και να τον θέτει σε δυσάρεστες καταστάσεις, όπως ο αφηγητής.

Παρόμοιου θέματος διήγημα εντοπίζεται και στον Παπαδιαμάντη, με τίτλο


«Με τον πεζόβολο».91 Ο Αντώνης ο Κανταράκιας με τον υπάκουο όνο του
περηφανεύεται ότι έχει μάθει στον γάιδαρό του «υπακοήν και γυμναστικήν ακόμη και
γνώσην».92 Στο διήγημα γίνεται φανερή η σχέση που έχουν αναπτύξει ζώο και
άνθρωπος, αλλά και ο ξεχωριστός χαρακτήρας του όνου, καθώς επιδεικνύει ιδιαίτερες
ιδιότητες που δύσκολα συναντιούνται στα ζώα.

Με ακόμη πιο έντονη προσωπικότητα σκιαγραφείται ο όνος «Στην Αγι’


Αναστασά»93 του Παπαδιαμάντη. Εδώ, μια ομάδα ανθρώπων, αποτελούμενη από
τρεις αρχαιολόγους, έναν δημοδιδάσκαλο και έναν εικοσάχρονο νεαρό, με τη βοήθεια
όνων μεταφέρεται προς τον Προφήτη Ηλία, προκειμένου να επιθεωρήσει τον χώρο
για να προβεί σε ανασκαφές. Ο ένας από αυτούς, εικοσαετής νεανίας, ανεβαίνει στο
«αξιώτερο υποζύγιον υπέρ πάντας τους λοιπούς, υψηλόν όνον εύρωστον,
πλατυκόκκαλον και υποκοκκινίζοντα το αφρόν τρίχωμα. Και όμως αντί να τρέχει
πρώτος, ήρχετο τελευταίος πάντων των συνοδοιπόρων».94 Ενώ ο αναβάτης του τον
προστάζει με κτύπους να ακολουθήσει τους υπόλοιπους, ο όνος πεισμώνει και γίνεται
ακόμα πιο οκνός, με αποτέλεσμα να φτάσει στον προορισμό του μια ώρα αργότερα,
χωρίς, όμως, να ακολουθεί την ίδια διαδρομή, αλλά την αντίθετη. Ο όνος, δηλαδή,
έχοντας αντιληφθεί την αδυναμία95 του αναβάτη του, αποφασίζει και να κινηθεί αργά
και να αλλάξει πορεία. Το περιστατικό δεν αποτελεί το βασικό θέμα του
διηγήματος,96 αλλά έχει ενδιαφέρον το πείσμα του ζώου και η αντίστασή του στις
επιτακτικές προσταγές του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, και εδώ εμφανίζεται ο
ατομικός χαρακτήρας του ζώου, το οποίο μπορεί να αντιληφθεί και να αντιδράσει
ανάλογα με την προσωπικότητα του αναβάτη του. Επιπλέον, το ζώο μπορεί να
συμβολίζει την άσκοπη περιπλάνηση του ανθρώπου, ο οποίος παρά τις προσπάθειές
του να οδηγήσει εκείνος, τελικά φτάνει στον προορισμό του.
91
Παπαδιαμάντης, «Με τον πεζόβολο»,4, 199-204.
92
Ό.π., 4, 201-202.
93
Παπαδιαμάντης, «Στην Αγι’ Αναστασά», 2, 343-362.
94
Ό.π., 2, 344.
95
«Ο εύρωστος όνος, εννοήσας, φαίνεται, την αδυναμίαν του αναβάτου, το είχε παρακάμει τη φορά
ταύτην, αφού, μάλιστα ήτο και ανήφορος εις την επιστροφήν. Δεν ήθελε απολύτως να βαδίση.
Επήγαινε με βραδύτητα χελώνης», ό.π., 2, 345.
96
Βλ. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Το αίσθημα, η θεωρία και το παλίμψηστο. Σχόλια στην «Στην Αγι΄
Αναστασά»», Το σχοίνισμα της γραφής. Παπαδιαμαντ(ολογ)ικές μελέτες, Αθήνα, Gutenberg - Γιώργος
& Κώστας Δαρδανός, 2014, σελ. 247-273.

27
Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των ζώων εντοπίζεται και σε αρκετά άλλα κείμενα.
Έτσι, ένας σκύλος πρωταγωνιστεί στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, «Φορτωμένα
κόκκαλα».97 Ο Σαψώνης, ο σκύλος του Σταμάτη του Αλεξανδράκη, ήταν
«προωρισμένος οψέποτε να μένη αδέσποτος»98. Όμως η σχέση του Σταμάτη με τον
Σαψώνη είναι αρκετά χαλαρή, χωρίς ο δεύτερος να ενδιαφέρεται για την τύχη του
σκυλιού του, καθώς «τον άφηνεν εις το έλεος του Θεού και των ανθρώπων της
αγοράς, αν θα ευαρεστούντο ποτέ να του ρίψουν εν ξεροκόμματον», 99 φτάνοντας,
ακόμα, και να τον βασανίζει.100 Η συμπεριφορά αυτή του Σταμάτη προς τον σκύλο,
οφείλεται στο γεγονός ότι, ο Σταμάτης έχοντας μαλώσει με συγγενείς και φίλους και
ζώντας ουσιαστικά στον δρόμο, δεν μπορεί να βιοποριστεί, πόσο μάλλον να φροντίζει
για τον σκύλο. Ο Σαψώνης μην έχοντας αφεντικό να τον ταΐσει, δέχεται, τόσο τις
ελεημοσύνες των ανθρώπων της αγοράς, όσο και του ίδιου του αφηγητή. Για αυτό
τον λόγο, άγεται και φέρεται ως αδέσποτος. Έτσι, λοιπόν, όταν ο αφηγητής και
πλήθος άλλων ατόμων ετοιμάζονται για εκδρομή προς το βουνό, ο Σαψώνης τους
ακολουθεί, μυρίζοντας με μεγάλη περιέργεια τον σάκο της αριστερής πλευράς του
όνου. Έχοντας η παρέα διώξει αρκετές φορές το σκύλο μακριά από τον σάκο, φτάνει,
τελικά, στον προορισμό της και παραδίδει τον σάκο στην καλόγρια. Ο Σαψώνης

ηκολούθησε την καλογραίαν επάνω εις τ’ Αλώνι, εις το κοιμητήρι του παλαιού μονυδρίου και
καθώς εκείνη εκένωσε τον σάκκον μέσα εις το οστεοφυλάκιον, ο γηραιός σκύλλος
ανωρθούτο, κι’ εστηλώνετο προς το τοίχον του μικρού κτηρίου, κι’ εξέπεμπε γογγυσμούς
συνεσταλμένης επιθυμίας, ως να ήθελε να είπη: «Κρίμα τόσα κόκκαλα!». 101

Ο σκύλος της ιστορίας, ο οποίος συνεχώς μυρίζει τα οστά του μικρού Ευθυμίου, που
υπάρχουν στον σάκο, πρωταγωνιστεί στη μακάβρια αυτήν ιστορία. Από κάποιους
μελετητές, η τελευταία φράση του κειμένου εκλαμβάνεται ως κωμικό στοιχείο.102
Αυτό συμβαίνει, διότι, ενώ γίνεται προσπάθεια από τον αφηγητή να ερμηνεύσει τις
αντιδράσεις του ζώου, η φράση «Κρίμα τόσα κόκκαλα!», την οποία σκέφτεται ο

97
Παπαδιαμάντης, «Φορτωμένα κόκκαλα», 4, 217-221.
98
Ό.π., 4, 217.
99
Ό.π.
100
«Αλλά και εις τα καλά του όταν ήτον ο Σταμάτης, διά τον περιπαθώς αφωσιωμένον σκύλλον δεν
είχεν λάβει άλλην πρόνοιαν, ειμή να τον ρίπτη αιφνιδίως εις το κύμα, γαυγίζοντα και μη θέλοντα να
κολυμβά», ό.π., 4, 218.
101
Ό.π., 4, 221.
102
Βλ. Βαλεντίνη Καμπατζά, «Η λειτουργία της σάτιρας στα κείμενα του Παπαδιαμάντη», Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης. Η ανίχνευση του κωμικού στοιχείου στο έργου του, Αθήνα, Εκδόσεις Σοκόλη –
Κουλεδάκη, 2011, σελ. 9-28.

28
σκύλος, είναι χιουμοριστική. Το χιούμορ έγκειται στο γεγονός ότι το ζώο σκέφτεται
με λύπη και δυσαρέσκεια τα κόκκαλα, τα οποία δεν κατάφερε να φάει και, τελικά,
αποθηκεύτηκαν στο οστεοφυλάκιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο σκύλος, ο οποίος δεν
παύει συνεχώς να προβάλλει τον χαρακτήρα του και τις επιθυμίες του σε όλο το
διήγημα, αποκτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, τόσο μέσω του ονόματός του, όσο και
λόγω της ανθρώπινης σκέψης του. Επιπλέον, το όνομα του Σάψωνα παραπέμπει
ηχητικά στη σήψη και έτσι, η εμφάνιση του Σάψωνα συνδέεται με τη σήψη των
κοκάλων, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς δεν καταναλώθηκαν από τον σκύλο.

Πολύ πιο συνοπτικά, εμφανίζεται ο σκύλος στη «Νοσταλγό»103 του


Παπαδιαμάντη. Με την απομάκρυνση της βάρκας, που δεν ανήκει στους δύο νέους,
πρωταγωνιστές του διηγήματος, ακούγονται τα γαυγίσματα του καραβόσκυλου. Ο
σκύλος της φελούκας αναγνωρίζοντας ότι η βάρκα, στην οποία επιβαίνει,
απομακρύνεται, ξεκινά να γαυγίζει, χωρίς όμως να βλέπει κάποιο γνωστό μέλος του
πληρώματος. Εδώ, αναδεικνύεται τόσο ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ζώου, το οποίο
διαθέτει την ικανότητα της αναγνώρισης αλλά και της προστασίας της βάρκας, όσο
και η σύνδεσή του με τους ανθρώπους της φελούκας.

Το διήγημα του Καρκαβίτσα, «Η δικαιοσύνη της θάλασσας», 104 αναφέρεται


στην περιπέτεια του πληρώματος ενός πλοίου, που έρχεται αντιμέτωπο με την
ανταριασμένη θάλασσα. Εντός του πλοίου υπάρχουν δύο σκύλοι, ο ένας είναι ο
Καψάλης και ο άλλος, ο σκύλος του μπάρκου. Οι σκύλοι εκφράζουν τη μεγάλη
αναστάτωση και τον φόβο που νιώθουν μπροστά στην τρικυμία, καθώς
«σκαρφαλωμένοι στα παραπέτα, άφριζαν δαγκώνοντας ξύλα και σκοινιά κι
αλιχτούσαν».105 Και ενώ το πλήρωμα προσπαθεί να σωθεί από τη μανία της
θάλασσας, ξαφνικά εμφανίζεται ένα πλοίο, από το οποίο αρχίζουν να ζητούν βοήθεια.
Ο μόνος που αντιλαμβάνεται την παρουσία του μαχόμενου με τη θάλασσα
πληρώματος, είναι ένας μαλλιαρός, κατάμαυρος σκύλος, με κεφάλι ολοστρόγγυλο.
Αν και γαυγίζει προς το μέρος του παρ’ ολίγον θαλασσοπνιγμένου πληρώματος,
κανείς από το πλοίο αυτό δε δίνει σημασία και εν τέλει δε δίνεται η ζητούμενη
βοήθεια. Μετά το τέλος του παραδαρμού με τη θάλασσα και έχοντας επιστρέψει στη
στεριά, φαίνεται ότι οι ναυτικοί έχουν ξεπεράσει τον φόβο της περιπέτειας.

103
Παπαδιαμάντης, «Νοσταλγός», 3, 45-70.
104
Καρκαβίτσας, «Η δικαιοσύνη της θάλασσας», 2, 461-476.
105
Ό.π., 2, 467.

29
Οποιαδήποτε στιγμή μπορούν να επιστρέψουν στη θάλασσα, γεγονός που δείχνει ότι
«όσα κι’ αν υποφέρουν και κινδυνεύουν αρμενίζοντας από πέλαγο σε πέλαγο, δεν
μπορούν να ζήσουν έξω από τη θάλασσα, μακριά από την κουβέρτα των καραβιών.
Είναι κι’ αυτοί σαν τα ψάρια».106 Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τα ζώα. Η
εμπειρία της μανιασμένης θάλασσας επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον Καψάλη, τον
σκύλο του πληρώματος.

Κανένα δεν άφηνε να τον ζυγώσει. Του καπετάνιου, που τόλμησε να τον πιάσει, του έκαμε
κουρέλια το μουσαμά. Και τα χαράματα που βολταζάροντας να βρούμε τον καιρό περάσαμε
πάλι από κει, είδα το μπάρκο να κατεβαίνει στα νερά ήσυχο, σαν καλόγνωμη ψυχή που έκαμε
στον κόσμο την αποστολή της· και άκουσα για ύστερη φορά του σκύλου, να γαργαρίζει και
να σβήνει μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και του ανέμου το βόγκο, σα να μας έλεγε κειος με
παράπονο: - Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!....107

Η ατίθαση μανία του υγρού στοιχείου σε άλλους δίνει ζωή και από άλλους παίρνει
ζωή. Ο σκύλος πια δεν μπορεί να ζήσει, όπως και πριν, μετά την τραυματική εμπειρία
της τρικυμίας. Ακόμα και από το όνομα του σκύλου, γίνεται φανερό ότι είναι μια
καμένη ψυχή. Έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή του πάνω στη γη και απομονωθεί
από τους ανθρώπους, ζει σαν νεκρός, περιμένοντας να ξαναζήσει σε μια άλλη ζωή. Η
αντίδραση αυτή του ζώου εντοπίζεται ξανά στο διήγημα του Καρκαβίτσα τα
«Ναυάγια».108 Εδώ, ο αφηγητής περιγράφει με παρόμοιο τρόπο την αντίδραση του
σκύλου109 στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, η οποία ακούγεται ως «γοερή
διαμαρτυρία, ενάντια στην αδυσώπητη μοίρα, μια διαμαρτυρία όμως ανώφελη, που
πνίγεται στην ερημιά και είναι καταδικασμένη πολύ γρήγορα να πνιγεί, με τον
αναπόφευκτο θάνατο του δεσμώτη».110Στα δύο αυτά διηγήματα του Καρκαβίτσα, το
ζώο λειτουργεί αλληγορικά με σκοπό να δείξει το πώς μια ψυχή μπορεί να γίνει
έρμαιο της άτυχης μοίρας, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει τις κακοτυχίες, οι οποίες
συμβαίνουν στη ζωή. Το ζώο εγκλωβισμένο στον φόβο που του προκάλεσαν οι
δυσάρεστες εμπειρίες του, αναζητά τον θάνατο, με τον οποίο θα λυτρωθεί.

106
Καραντώνης, «Ανδρέας Καρκαβίτσας», Κριτικά, σελ. 190.
107
Καρκαβίτσας, ό.π., 2, 473.
108
Καρκαβίτσας, «Ναυάγια», 2, 560-562.
109
«Κι ένα σκυλὶ στὴν πρύμνη δεμένο γύριζε μάτια φωτιές, δάγκωνε τὴν ἁλυσίδα του καὶ τὸ νερὸ
κοιτάζοντας αλύχταγε, κι αλύχταγε, σὰν νὰ τὸ έβριζε, ποὺ χάλασε τ᾿ ὀμορφοκάραβο», ό.π., 2, 561.
110
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Τα Άπαντα, τόμ. Α’, αναστήλωσε και έκρινε Γ. Βαλέτας, Αθήνα, Γιοβάνης,
1973, σελ. πστ΄.

30
Το άλογο, ορισμένες φορές, εμφανίζεται ως ευγενικό ζώο. Στο «Μικρόν
Ημερολόγιον»111 του Καρκαβίτσα από τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις112 που καταγράφει
ο ίδιος από το Βαρθολομιό παρουσιάζεται η περιπέτεια ενός αλόγου μέσα από την
οπτική του αφηγητή. Ο αφηγητής διασχίζοντας το ποτάμι με ένα άλογο, ανάλογο του
ίππου του Δον Κιχώτη, όπως αναφέρει ο ίδιος, μαζί με μια κοπέλα, προσπαθούν να
οδηγηθούν στην άλλη άκρη του χωριού. Ξαφνικά οι δυο τους βλέπουν μια άλλη
κοπέλα, η οποία παρασυρμένη από την ορμή του νερού, κινδυνεύει να χάσει τη ζωή
της. Οι ίδιοι αδυνατούν να βοηθήσουν την παρασυρμένη κοπέλα, φοβούμενοι και για
τη δική τους τη ζωή, όταν ξαφνικά εμφανίζεται ο αδερφός της κοπέλας που
κινδυνεύει, έφιππος. Το άλογο, καθώς κινδυνεύει να πνιγεί μαζί με τον αδερφό της,
προσπαθούν να τη σώσουν. Διαισθανόμενο την αγωνία της κοπέλας, το ζώο θέλει να
της δείξει την αφοσίωσή του και την αγάπη του. Ενώ η κοπέλα καταφέρνει να ανέβει
στο άλογο, γεγονός που προκαλεί της επευφημίες τόσο του αφηγητή, όσο και του
συγκεντρωμένου πλήθους που παρακολουθεί τη σκηνή, ενώ παράλληλα η στάθμη
του ποταμού αρχίζει να ανεβαίνει. Καθώς το άλογο προσπαθεί με όλη του τη δύναμη
να βγει από το νερό, η κοπέλα παρασύρεται και πάλι από το ποτάμι.
Συνειδητοποιώντας ο ίππος ότι η κοπέλα κινδυνεύει ξανά, πέφτει για μια ακόμη φορά
στο νερό και με τα δόντια του την αρπάζει και τη βγάζει στη στεριά. Με το αίσιο
τέλος της περιπέτειας, το πλήθος αρχίζει να θωπεύει, να αγκαλιάζει και να ασπάζεται
το άλογο, καθώς το αποδέχεται ως ευεργέτη. Το ζώο, όχι μόνο μπορεί να
χαρακτηριστεί ηρωικό, αφού ριψοκινδυνεύει δυο φορές τη ζωή του για την κοπέλα,
αλλά και παρουσιάζεται να τρέφει συναισθήματα για την ίδια, αφού διαισθάνεται το
φόβο της καλύτερα ακόμα και από τον αδερφό της.

Το ζώο δύναται να αναπτύξει στενές σχέσεις με τους ανθρώπους και να


συμπορευθεί μαζί τους καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, όπως διακρίνεται και στην
«Ιστορία ενός πιθήκου»113 του Ροΐδη. Στην παρούσα ιστορία, πρωταγωνιστικό ρόλο
έχει ο πίθηκος με το όνομα Θωμάς. Ο Θωμάς ανήκει στον Αύγουστο Κούστε και
μέσα από την περιγραφή του αφηγητή, δίνονται αρκετές πληροφορίες για τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του ζώου. Κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης στο σπίτι του Κούστε, ο
Θωμάς γίνεται το κέντρο της προσοχής των καλεσμένων και μέσω της μίμησης

111
Καρκαβίτσας, «Μικρόν Ημερολόγιον», 4, 1814-1846.
112
Βλ. Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, «Τα ταξιδιωτικά», Ανδρέας Καρκαβίτσας. Αναφορές στη ζωή
και στο έργο του, Αθήνα, Σαββάλας, 2004, σελ. 109-127 και Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ταξιδιωτικά,
εισαγ. – ανθολ. Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Αθήνα, Νεφέλη, 1998.
113
Ροΐδης, «Η ιστορία ενός πιθήκου», 5, 347-353.

31
ανθρώπινων πράξεων αφηγείται περιστατικά της ζωής του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο
πίθηκος λειτουργεί ως θέαμα για τους παρευρισκόμενους, καθώς τους διασκεδάζει με
το να αναπαριστά ανθρώπινες κινήσεις. Για μια ακόμη φορά, εδώ ο Ροΐδης
ειρωνεύεται την ανθρώπινη υπεροχή, γιατί βάζει ένα ζώο να λειτουργεί ως άνθρωπος,
δείχνοντας ότι ακόμα και τα ζώα μπορούν να πράξουν ό,τι και το ανθρώπινο είδος.
Την άποψη αυτή ενισχύουν και οι ιδιαίτερες δεξιότητες του Θωμά, δηλαδή το
γεγονός ότι διαθέτει ικανότητες ενός βιβλιοθηκάριου, καθώς μπορεί να ικανοποιεί τις
απαιτήσεις του ιδιοκτήτη του όταν εκείνος του ζητά ένα συγκεκριμένο βιβλίο. Ακόμα
καλύτερα, διακρίνεται η υπεροχή114 της αντίληψής του σε σχέση με τους ανθρώπους,
όταν επιτρέπει να εισέλθουν στη βιβλιοθήκη μόνο όσοι επισκέπτες σχετίζονται με την
Ιστορία, ως πεδίο μελέτης τους. Τέλος, τη στενή σχέση μεταξύ του ζώου και του
ανθρώπου, δείχνει το γεγονός ότι ο Θωμάς σώζει από βέβαιο θάνατο τη ζωή του
αφεντικού του, το οποίο θα ζήσει επιπλέον πέντε χρόνια. Η αγάπη του ανθρώπου για
το συγκεκριμένο ζώο δηλώνεται ακόμα και μετά το θάνατό του, καθώς ο Κούστε
κληροδοτεί τον Θωμά σε έναν φίλο του, δίνοντας λεπτομερείς οδηγίες για το πώς να
φροντίζει τον πίθηκο. Το διήγημα του Ροΐδη, κατά τον Σίμο Μενάρδο, μπορεί να
αποτελέσει «σύνοψη της θεωρίας του δαρβινισμού»,115 καθώς ο πίθηκος είναι ικανός
να λειτουργήσει όπως και ο άνθρωπος,116 γεγονός που αποτελεί υπαινιγμό για την
καταγωγή του ανθρώπου.

114
Βλ. Σ. Μ., «Κατά τί υπερέχουσι τον άνθρωπον τα ζώα», Εστία, τεύχ. 44 (1893) σελ. 282-285
[http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/estia/article/view/77895/70243] Ανάρτηση στις: 15/7/2018.
115
Σίμος Μενάρδος, Εμμανουήλ Ροΐδης. Διάλεξις εις τον «Παρνασσόν» γενομένη την 22 Φεβρουαρίου
1917, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1918, σελ. 20.
116
Βλ. Αντρέ Ντεμαιζόν, «Η ιστορία ενός άσπρου πιθήκου», Μπουκέτο, τόμ. 13, αρ. 668 (1936) σελ.
28 και 51 [http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/152537/143394] Ανάρτηση στις:
15/7/2018˙ Marianne DeKoven, «Kafka’s Animal Stories: Modernist Form and Interspecies
Narrative», Human-Animal Relationships in Twentieth- and Twenty-First-Century Literature, edit.
David Herman, UK, Palgrave Macmillan, 2016, σελ. 19-40.

32
Β2. ΤΟ ΖΩΟ ΩΣ ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Παρά το γεγονός ότι ο άνθρωπος μπορεί να συμπορευθεί με τα ζώα, είναι επίσης


ικανός να δημιουργήσει ανταγωνιστικές σχέσεις με αυτά. Σχέσεις αντιπαλότητας
ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο έχουν απασχολήσει και τη λογοτεχνία. Στο
διήγημα του Καρκαβίτσα, «Τρεις και ο Χάρος»117, οι σχέσεις ανθρώπου και ζώου
είναι πολύ ανταγωνιστικές. Το διήγημα ξεκινάει με την περιγραφή μιας παρέας τριών
γέρων ξαφνικά γίνεται η εμφάνιση του αλόγου. Το άλογο περιγράφεται ως γενναίο,
μεγαλόσωμο, αγριεμένο, ακυβέρνητο, καθώς με τα ριγμένα χαλινάρια δείχνει την
αντίστασή του σε όποιον προσπαθήσει να το υποτάξει. Ακόμη και όσοι το βλέπουν
από μακριά διακατέχονται από αισθήματα φόβου, αφού βγάζει ένα βαθύ και
συγκρατημένο χλιμίντρισμα και τρέχει με την ουρά σηκωμένη και με το κεφάλι ορθό,
φυσομανώντας δυνατά. Η ορμητικότητα του αλόγου προκαλεί τον έναν από τους
γέρους, τον Νικολακάκο, ο οποίος επιθυμεί να το υποτάξει. Παρά τις συμβουλές των
συντρόφων του προς τον Νικολακάκο που τον αποτρέπουν από τη μονομαχία με το
άγριο ζώο, τελικά και οι ίδιοι παλεύουν να το καθυποτάξουν, αλλά μάταια. Το άλογο
με ένα γρήγορο βηματισμό, τελικά, φεύγει, αφήνοντας τους τρεις γέρους ριγμένους
στο χώμα. Αν και οι τρεις γέροι είναι «απομεινάρια του εικοσιένα-τουρκοφάγοι»,118
ωστόσο, η αγριότητα της φύσης δεν μπορεί να χαλιναγωγηθεί ακόμη και από τους πιο
γενναίους ανθρώπους. Λόγω της ηλικίας τους, η οποία, όπως φαίνεται γίνεται η αιτία
αποτυχίας της εξημέρωσης του αλόγου, ο ένας από τους γέρους, ο Στραβοτάσος,
χαρακτηρίζει το ζώο ως Χάρο, τονίζοντας, έτσι, την ανυπότακτη υπερφυσική δύναμή
του. Στο διήγημα περιγράφονται δύο δυνάμεις που βρίσκονται σε ανταγωνισμό: από
τη μια η ισχύς της φύσης και από την άλλη η γενναία πάλη των ανθρώπων, οι οποίοι
αγωνίζονται μάταια να την κυριεύσουν.
Κάπως ανάλογα, σκιαγραφείται ο ημιόνος στις ταξιδιωτικές αφηγήσεις του
Καρκαβίτσα «Κράβαρα».119 Εδώ, ο ημιόνος έντρομος ρίχνει από τη ράχη του έναν
χωρικό, τον κυρ Γιάννη, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή και των δύο. Το αίσιο τέλος
έρχεται με την άμεση παρέμβαση ενός συγχωριανού. Έτσι, και εδώ, τονίζεται η
απρόβλεπτη και ανυπότακτη φύση, μπροστά στην οποία ο άνθρωπος εμφανίζεται
ανίκανος.

117
Καρκαβίτσας, «Τρεις και ο Χάρος», 2, 424-430.
118
Ό.π., 2, 425.
119
Καρκαβίτσας, «Κράβαρα», 3, 1611-1615.

33
Εξίσου περιορισμένη είναι και η αναφορά του πώλου στην «Υπηρέτρια»120
του Παπαδιαμάντη. Αν και στο διήγημα δε γίνεται λόγος σε αυτό το πουλάρι, ωστόσο
η δράση του είναι κομβική. Διότι, αν και βρίσκεται εντός του πλοίου, που επιβαίνει ο
μπάρμπα-Διόμας, με μια αδέξια κίνηση καταφέρνει να ανατρέψει τη βάρκα και να
βρεθεί στον πυθμένα. Εν προκειμένω, δεν παρατηρείται κάποιος ιδιαίτερος δεσμός
ανθρώπου και ζώου, αλλά η ύπαρξή του καθορίζει την πορεία της δράσης του
διηγήματος. Με την απρόβλεπτη και απότομη κίνηση του ζώου, γίνεται η ανατροπή
στο διήγημα, που θέτει τον μπάρμπα-Διόμα σε νέες περιπέτειες, έως ότου να βγει στη
στεριά και να επιστρέψει στο σπίτι του και στην κόρη του.

Η προσπάθεια του ανθρώπου να δαμάσει την άγρια φύση καταγράφεται


ακόμη μία φορά, στο διήγημα του Καρκαβίτσα, «Οι σφουγγαράδες».121Δύο δύτες,
στη διάρκεια της κατάδυσής τους για την ανεύρεση και περισυλλογή σφουγγαριών,
έρχονται αντιμέτωποι με έναν καρχαρία. Έχοντας μυρίσει το αίμα του πληγωμένου
δύτη, ο καρχαρίας τους πλησιάζει, αλλά φαίνεται να διστάζει στην όψη των δυτών,
λόγω της παράξενης φορεσιάς τους. Καθώς δεν μπορεί να αναγνωρίσει την
ανθρώπινη σάρκα λόγω της στολής, αρχίζει να ξύνεται σε έναν βράχο, προκειμένου
να ικανοποιήσει την πείνα του. Με τις κινήσεις του, ο καρχαρίας φαίνεται να μη
μπορεί να αντιληφθεί τον δύτη για μια ακόμη φορά και, έτσι, ξαφνιασμένος
απομακρύνεται από κοντά τους. Το ζώο, αντιλαμβανόμενο, πιθανόν, την αιματηρή
πάλη των δύο δυτών δεν επιθυμεί να εμπλακεί στη μάχη τους, αναδεικνύοντας την
αποστασιοποίηση της φύσης από τα ανθρώπινα πάθη. Η δραματική έκβαση του
διηγήματος, η εν προκειμένω αδελφοκτονία, λόγω ενός σφουγγαριού, από τη μια
καταδεικνύει τη σκληρή ζωή της νησιωτικής Ελλάδας και από την άλλη την
κατωτερότητα του ανθρώπου έναντι των ζώων, στοιχείο της νατουραλιστικής
θεώρησης. Η περιγραφή του βυθού της θάλασσας στο διήγημα αυτό είναι
αξιοπρόσεκτη:

τον χιλιόμορφον κόσμο που τρέφει και συντηρεί στο φοβερό κράτος του. Αναγέλες τα ψάρια
χρυσόφτερα, ασημωμένα, εδιάβαιναν ολόγυρά του με φουσκωμένα τα λαιμά, τα σπάραχνα
κατακόκκινα, ψιλό μαργαριτάρι τα δόντια στις δυνατές σαγωνίτσες τους, αεικίνητο τιμόνι την
ψαλιδωτή ουρά τους. […] Και παντού περίγυρα ξανθοπράσινα μαρούλια, τρανά χρυσόμηλα,
χαμόκλαδα τριχοφορτωμένα, μούσκλια σγουρά, φυτά χιλιόπλουμα κ' αισθαντικά στο
παραμικρό άγγιγμα έκαναν το μέρος κήπον ονειροφάνταστον. Και κόσμος μυστικός, κρυφός
στα έθιμά του, στη γλώσσα, τους συλλογισμούς, οστρακοφόρος και λεπιδοντυμένος και

120
Παπαδιαμάντης, «Υπηρέτρια», 2, 95-101.
121
Καρκαβίτσας, «Οι σφουγγαράδες», 2, 489-499.

34
αγκαθόφραχτος εγύριζεν απάνω — κάτω μέγας και αρειμάνιος σαν Γολιάθ ο ένας και άλλος
ταπεινός, φοβιτσάρης, πάντα θύμα ο ένας τ' αλλουνού, τροφή του και συντήρησις.122

Με μεγάλη δεξιοτεχνία παρουσιάζεται ο θαλάσσιος κόσμος, αποτελούμενος από


φυτά και ζώα (φώκια, χταπόδι, ψάρια, κ.ά.). Η περιγραφή της ζωής του βυθού τονίζει
την πάλη για την επιβίωση. Τόσο στο επεισόδιο της αδερφοκτονίας, όσο και στην
περιγραφή της θαλάσσιας ζωής, διακρίνεται το δαρβινικό υπόστρωμα, σύμφωνα με
το οποίο στη ζωή επιβιώνει ο δυνατότερος.
Άγριο ζώο, και πιο συγκεκριμένα, λιοντάρι εντοπίζεται στον πρόλογο του
Ροΐδη για το έργο, «Σκηναί της Ερήμου του Κ. Μετ. Βοσπορίτου».123 Στον πρόλογο
καταγράφεται μια ανεκδοτολογική αφήγηση, την οποία διηγείται ο Γεράσιμος
Βαρβαρέζος, αφού το είχε αναγνώσει από τον τόμο, Σκηναί της Ερήμου του
Κωνσταντίου Μεταξά Βοσπορίτου,124 προκειμένου να εντυπωσιάσει τους ακροατές
του. Σύμφωνα με τη διήγηση, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Αφρική για
την εύρεση πουλιών, με σκοπό τη δημιουργία καπέλων με φτερά, ο Γεράσιμος
Βαρβαρέζος αναζητά την τροφή του στα δάση της Αφρικής. Έτσι, καταφέρνει και
σκοτώνει ένα μεγάλο ζαρκάδι, προκειμένου να ικανοποιήσει τη δική του πείνα και
των συνταξιδιωτών του. Όμως, του επιτίθεται ένα λιοντάρι και τον σωριάζει κατά
γης, με αποτέλεσμα ο Βαρβαρέζος να λιποθυμήσει. Αφού συνέρχεται, βλέπει πάλι το
λιοντάρι από πάνω του να τρώει με μεγάλη λαιμαργία, χωρίς όμως να αισθάνεται
ιδιαίτερο πόνο. Όταν το ζώο απομακρύνεται, ο Ζακυνθινός τυχοδιώκτης
ενημερώνεται ότι δεν ήταν αυτός η βορρά του λιονταριού, αλλά το σκοτωμένο από
τον ίδιο ζαρκάδι, που βρισκόταν από κάτω του. Εδώ, το θαυμαστό συμβάν στόχο έχει
να εντυπωσιάσει το ακροατήριο του Γεράσιμου Βαρβαρέζου, ο οποίος επιδεικνύει
την επικινδυνότητα της αναζήτησης φτερών για τα καπέλα, προκειμένου να
αποσπάσει από τους αγοραστές των γυναικείων καπέλων του μεγαλύτερα χρηματικά
ποσά. Ωστόσο, παράλληλα η ύπαρξη του λιονταριού τονίζει το επισφαλές του
ταξιδιού του τυχοδιώκτη, αλλά και την αδιαφορία της φύσης για τον άνθρωπο.
Καθώς το περιστατικό είναι ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, δεν επιβεβαιώνει τη
δαρβινική θεωρία, αφού το λιοντάρι δεν επιτίθεται στον άνθρωπο.

122
Ό.π., 2, 494.
123
Ροΐδης, «Σκηναί της Ερήμου του Κ. Μετ. Βοσπορίτου», 5, 287-295.
124
Για περισσότερες πληροφορίες
βλ.:http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=270 Ανάρτηση στις:
15/7/2018.

35
Μια, εξίσου, ανταγωνιστική σχέση μεταξύ ανθρώπων και ζώων συναντήσαμε
στο διήγημα του Καρκαβίτσα, «Τα τυφλοπόντικα», 125που βασίζεται στην ταξιδιωτική
αφήγηση με τίτλο: «Κερατζής».126 Στο διήγημα, παρουσιάζεται η καταστροφή των
σπαρτών του κάμπου της Λάρισας από την εισβολή ποντικιών. Τα ποντίκια
καταστρέφουν μεγάλες εκτάσεις χωραφιών και οι άνθρωποι, αδυνατώντας να
αντιμετωπίσουν την κατάσταση, καταφεύγουν στην επαιτεία. Τη λύση στο πρόβλημα
δίνει η ίδια η φύση επιβάλλοντας την ισορροπία. Διάφορα είδη πουλιών-λελέκια,
κάργιες, πελαργοί και κάθε λογής αγριοπούλια- λειτουργούν ως από μηχανής θεοί,
σκοτώνοντας τα ποντίκια και δίνοντας ένα τέλος στο μαρτύριο των ανθρώπων. Έτσι,
η φύση λειτουργεί διττά: από τη μια, επιφέρει την ισορροπία και από την άλλη,
αποδεικνύει την ανωτερότητά της έναντι του ανθρώπου, ο οποίος είναι ανίκανος να
χειριστεί το παρόν πρόβλημα. Το διήγημα ολοκληρώνεται με μια νατουραλιστική
σκηνή, κατά την οποία ο κερατζής για να εκφράσει την ικανοποίησή του για το αίσιο
τέλος της φρικαλέας κατάστασης με τα ποντίκια, προβαίνει στον αλύπητο ξυλοδαρμό
του ζώου του.
Το θέμα της αντιπαλότητας ζώου και ανθρώπου γίνεται γυναικεία υπόθεση,
στην «Ιστορία μιας γάτας»127 του Ροΐδη. Η συριανή γάτα με το όνομα, Σεμίρα,
συνυπότροφος του αφηγητή στο Λύκειο του Ευαγγελίδη στη Σύρο, αποκτά μια
θανάσιμη εχθρό, τη Λάμια, όνομα το οποίο της έχουν δώσει τα παιδιά του Λυκείου.
Η Λάμια έχει μεγάλη αδυναμία στο κρεβάτι της, ένα σιδερένιο ευρύχωρο κρεβάτι,
στρωμένο σε κεντητά σεντόνια και μεταξωτά παπλώματα, με σκέπασμα ποδιών από
πούπουλα, στο οποίο δεν κοιμάται ποτέ, αλλά το έχει ως στολίδι. Της Σεμίρας, όμως,
της αρέσει να πηγαίνει να κάθεται στο κρεβάτι, αντιμετωπίζοντας αρκετές φορές το
σκουπόξυλο της Λάμιας. Η Λάμια προκειμένου να ακολουθήσει την ευρωπαϊκή
μόδα, αγοράζει, φόρεμα, πελερίνα, πυγόκοσμο, θηλυκωτά παπούτσια και ένα καπέλο
και τα τοποθετεί με μεγάλη προσοχή στην αγαπημένη της κάμαρα πάνω στο κρεβάτι.
Ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου της, η Λάμια βλέπει έναν μεγάλο λόφο κάτω
από τα σκεπάσματα και, αρπάζοντας το σκουπόξυλο, αρχίζει να τον χτυπά αλύπητα.
Μέσα στα μανιασμένα χτυπήματα, ακούγεται το νιαούρισμα της γάτας από ψηλά.

125
Καρκαβίτσας, «Τα τυφλοπόντικα», 1, 259-261.
126
Βλ. Ανδρέας Καρκαβίτσας, «Ο Κερατζής», Εστία, τεύχ. 19 (1892) σελ. 298-303
[http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/estia/article/view/75817/68166] Ανάρτηση στις: 22/7/2018.
127
Ροΐδης, «Ιστορία μιας γάτας», 4, 392-404.

36
Πάντων οι οφθαλμοί εστράφησαν προς το μέρος εκείνο και ορθή επάνω εις το ράφι,
χασμωμένη ως αν είχε διακοπή ο ύπνος της και κάμπτουσα ως τόξον την ράχιν, επεφάνη εις
τους εκπλήκτους θεατάς υγιής και ανέπαφος η Σεμίρα. 128

Κάτω από τα σκεπάσματα τα παιδιά έχουν τοποθετήσει το καπέλο προκειμένου να


εκδικηθούν τη Λάμια. Παρά τις ανακρίσεις που γίνονται για την ανακάλυψη του
ενόχου, η Σεμίρα ανασύρεται νεκρή μέσα από ένα φρεάτιο τρεις μέρες μετά το
περιστατικό. Το ζώο δημιουργώντας σχέσεις ανταγωνισμού με τη Λάμια,
συγκεντρώνει τα αρνητικά συναισθήματα της αντιπάλου του, κυρίως τη γυναικεία
ζήλεια. Παράλληλα, λειτουργεί ως το εξιλαστήριο θύμα για την ταπείνωση της
Λάμιας από τα παιδιά. Ο Ροΐδης φαίνεται να τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια στις
γάτες.129 Εκτός από τον Ροΐδη, η γάτα έχει τιμηθεί και από άλλους λογοτέχνες, τόσο
ως κατοικίδιο ζώο,130 όσο και ως κύριο θέμα για την παραγωγή λογοτεχνικών
έργων.131 Επιπλέον, ο Ροΐδης στο έργο «ο Δουμάς εις τας Αθήνας»132 προβαίνει στην
υπεράσπιση των θετικών χαρακτηριστικών της γάτας έναντι των υποστηρικτών του
σκύλου.
Η ανταγωνιστική σχέση ανθρώπου και ζώου διαγράφεται και στο
παπαδιαμαντικό διήγημα, η «Καλλικατζούνα». 133 Πρωταγωνιστής του διηγήματος
είναι ένα μεγάλο «μαυρόπτερον, λεπτόπτερον, και οιωνεί τριχωτόν πουλί», 134 η
καλλικατζούνα, η εμφάνιση της οποίας στο λιμάνι προκαλεί γενική αναστάτωση.
Πρώτα τα παιδιά αρχίζουν να την πετροβολούν, μετά οι γηραιότεροι αναλαμβάνουν
με τα τουφέκια τους την εξόντωσή της. Παρά την γενικευμένη προσπάθεια των
ανθρώπων να σκοτώσουν το θαλάσσιο πουλί, το ζώο απομακρύνεται και όλοι

128
Ό.π., 4, 404.
129
Ο ίδιος ο Ροΐδης μάλιστα είχε μια γάτα. Βλ. «Πρέπει δε ν’ αναγραφή ότι ουχί ολιγωτέραν αγάπην
προς τον θνήσκοντα Μανώλη έδειξε και η γάτα του εκείνη, ην πάντες οι επισκέπται του ενθυμούνται
επί του γραφείου όταν έγραφεν, ή παρά την τράπεζάν του, όταν εμοίραζε μετ’ αυτής το λιτόν γεύμα
όπερ έτρωγεν εν βία επανερχόμενος εκ της Εθνικής Βιβλιοθήκης», Ανδρέας Μ. Ανδρεάδης, Ροϊδικά
Μελετήματα 1911 – 1934, φιλολ. επιμ. Παν. Μουλλάς, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,
2010, σελ. 118.
130
Βλ. Ο κ. Γατόπουλος (ψευδ.), «Η γάτα δια μέσου των αιώνων», Μπουκέτο, τόμ 1, αρ. 8 (1924) σελ.
116 [http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/88358/80651]Ανάρτηση στις:
23/7/2018˙(Ανυπόγραφο), «Η γάτα του Πετράρχη», Μπουκέτο, τόμ 5, αρ. 200 (1928) σελ. 167
[http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/103759/95916]Ανάρτηση στις: 23/7/2018˙
(Ανυπόγραφο), «Οι μεγάλοι άνδρες και η γάτα», Μπουκέτο, τόμ. 11, αρ. 569 (1935) σελ. 1111
[http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/139682/131180]Ανάρτηση στις:
23/7/2018˙Ο Γατόφιλος (ψευδ.), «Φιλολογικοί γάτοι», Μπουκέτο, τόμ. 5, αρ. 241 (1928) σελ. 1161
[http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/108323/100452]Ανάρτηση στις:
23/7/2018.
131
Βλ. Η γάτα στην παγκόσμια λογοτεχνία, πρόλ. – επιλ. – μτφρ. Ρήγας Καππάτος, Αθήνα,
Καστανιώτης, 1996˙ Ο παράδεισος των γάτων,ανθολ. – μτφρ. Γιούλη Τσίρου, Αθήνα, Στοά, 2016.
132
Ροΐδη, «Ο Δουμάς εις τας Αθήνας», 5, 98-108.
133
Παπαδιαμάντης, «Καλλικατζούνα», 4, 541-547.
134
Ό.π., 4, 541.

37
επιστρέφουν στις συνηθισμένες εργασίες τους. Η εμφάνιση της καλλικατζούνας135
στο λιμάνι δεν αποτελεί, ούτε εύρημα της φαντασίας του συγγραφέα,136 ούτε είδος
δεισιδαιμονίας· κυρίως δίνει την αφορμή για να περιγραφεί η γενναιότητα των
μεγαλύτερων ανθρώπων, οι οποίοι επιθυμούν να χτυπήσουν το πουλί. Η εστίαση του
διηγήματος αφορά, με άλλα λόγια, τον θαρραλέο χαρακτήρα των ηλικιωμένων
ανθρώπων, και όχι το τρόπαιο -το ζώο-, καθώς το συγκεκριμένο πουλί δεν ανήκει σε
όσα μπορούν να καταναλωθούν από τον άνθρωπο, μιας και το κρέας του δε βράζει.

135
Ο Βαλέτας, μάλιστα, προβαίνει σε παρομοίωση του ίδιου του Παπαδιαμάντη με την
καλλικατζούνα, προκειμένου να αναδείξει τον ανεπηρέαστο και άτρωτο χαρακτήρα του σκιαθίτη
συγγραφέα. Καθώς «σαν την κυματόχαρη αλκυόνα, ξέπεσε και ο Παπαδιαμάντης μέσα στο στενό και
ρηχό περίγυρο της εποχής του, και κίνησε την περιέργεια και τη λαχτάρα των συγχρόνων του -άτροτος
απ’ τα βέλη της αναζήτησής τους, απλησίαστος απ’ τις απόπειρές τους αδιάφορος στις
μικροπεριέργειές τους, ένα μετέωρο που περνά στον ουρανό επιβλητικό, σοβαρό, σταθερό,
ανεκδήλωτο και ανέκφραστο και αφού κάνει απαραστράτητα την τροχιά του, χάνεται στον γαλανόν
ορίζοντα, αφήνοντας πίσω του το θαυμασμό και τη λαχτάρα -τον καϋμό της δικής του νομοτέλειας»,
Γ. Βαλέτας, «Ο άνθρωπος και η εποχή του», Νέα Εστία (Αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη), τεύχ. 355,
τόμ. 30 (1941) σελ. 12-13
[http://papadiamantis.net/%CE%A0%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE
%BA%CE%AC-
%E1%BC%88%CF%86%CE%B9%CE%B5%CF%81%CF%8E%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%
B1] Ανάρτηση στις: 23/7/2018.
136
Βλ. Βασίλης Πανταζής, «Στην Αγι’ Αναστασά, στη Φαρμακολύτρια», Παπαδιαμαντικά τετράδια,
τεύχ. 3, Αθήνα, Δόμος, 1995, σελ. 53-62.

38
Β3. ΤΟ ΖΩΟ ΩΣ ΜΕΣΟ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Εντός του πλαισίου της ηθογραφίας, το ζώο αρκετές φορές λειτουργεί ως μέσο
κριτικής, τόσο σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, όσο και σε ανθρώπινες
καταστάσεις και συμπεριφορές. Η προσπάθεια των συγγραφέων να αφυπνίσουν τον
αναγνώστη, επιτυγχάνεται, είτε με την παρουσίαση ιστοριών που αφορούν ζώα και
ανθρώπους, είτε μέσω της λεκτικής ειρωνείας, προκαλώντας χιούμορ στον
αναγνώστη.137

Ένα παράδειγμα βρίσκουμε στην «Ιστορία ενός αλόγου»138 του Ροΐδη. Το


άλογο της ιστορίας φέρει το όνομα Ζαναμπέτης, το οποίο μετωνυμικά παραπέμπει
στην αραβικής προέλευσης λέξη τζαναμπέτης, δηλαδή στον δύστροπο και στριμμένο
άνθρωπο, και, πιθανόν, να αποτελεί υπαινιγμό για την καταγωγή του συγκεκριμένου
ζώου. Το άλογο λόγω της αγριότητας και της δυστροπίας του, όπως περιγράφεται στο
διήγημα, επιτρέπει μόνο στον Τσέκο, ένα μικρό παιδί, να το πλησιάσει. Άλογο και
παιδί αναπτύσσουν μια πιο στενή σχέση και μέσα από αυτή τη σύνδεση, το άλογο
αρχίζει να αποκτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Εκτός του ότι περιγράφεται ως
άνθρωπος -«ο δε ίππος εξεδήλωνε την ευγνωμοσύνην του προσηλώνων επ’ αυτού
ανθρώπινον σχεδόν βλέμμα, τρίβων την κεφαλήν του εις τον ώμον του και ηρέμα
χρεμετίζων ως αν του ωμίλει εις το ωτίον»139 αρκετές φορές υπερασπίζεται τον
Τσέκο, ο οποίος πέφτει θύμα ξυλοδαρμού. Την τελευταία, όμως, φορά της
υπεράσπισης, το άλογο δεν καταφέρνει να ζήσει, καθώς υποκύπτει στα τραύματα του
ξυλοδαρμού του. Από το διήγημα γίνεται φανερή η συναισθηματική συνείδηση του
ζώου, καθώς αναλαμβάνει το ρόλο του πατέρα για τον Τσέκο, μιας και παίρνει το
μέρος του σε αντίθεση με τον πραγματικό του πατέρα. Η προσωπικότητά του
συνδυάζει, ταυτόχρονα, αντιθετικά στοιχεία μεταξύ τους. Πότε γίνεται άγριος και
δύστροπος και πότε τρυφερός και ευγενικός. Ακόμα και η επιθετικότητα, που
εκδηλώνει αποσκοπεί στην άμυνα του παιδιού σε αντίθεση με αυτή των ανθρώπων, οι

137
Βλ. Λεκτική ειρωνεία εντοπίζεται στα σατιρικά κείμενα του Μητσάκη. Παραδείγματος χάριν:
«Λησμονηθέν εκ των του σεβασμιωτάτου κ. Λάτα: Εις παραστάς εις την εν τη Αγία Ειρήνη τελετήν
της αναρρήσεως του κ. Λάτα εις επίσκοπον είπε προς ερωτήσαντα αυτόν τι τελετή ήτον: Τίποτε· μία
χοιροτονία…», Μητσάκης, «Διαβολοσκορπίσματα», 2, 546 και «Αντ’ αυτού, εταιρία τις, εσχάτως
αφιχθείσα, προαγγέλλει εν αυτώ, παραστάσεις εκ 15 σκύλων. Τη αληθεία, μέγας όντως ο κυνισμός
ανθρώπων, οι οποίοι φέρουν εις την πόλιν εκτός των υπαρχόντων και 15 ακόμη σκύλους, με αυτήν την
ζέστην και τ’ αλλεπάλληλα κρούσματα της λύσσης», Μητσάκης, «Δεκαήμερον», 2, 688.
138
Ροΐδης, «Ιστορία ενός αλόγου», 5, 18-31.
139
Ό.π., 5, 26-27.

39
οποίοι του επιτίθενται για να τον εκδικηθούν για τις πράξεις του. Η σχέση ζώου και
παιδιού είναι ιδιαίτερη και υπάρχει αμοιβαία συμπάθεια. Από τη μεριά του παιδιού,
διακρίνει κανείς την αδυναμία του για το άλογο, τόσο κατά τη διάρκεια της κοινής
ζωής τους, όσο και αργότερα, όταν πια το ζώο δε ζει και ο Τσέκος βρίσκεται στη
Μεσσήνη. Στο συγκεκριμένο διήγημα γίνεται φανερή η νατουραλιστική πεσιμιστική
θεώρηση, σύμφωνα με την οποία, οι άνθρωποι είναι κατώτεροι των ζώων. Ο
Ζαναμπέτης

αποτελεί το αισθητικό εκείνο μηχάνευμα το οποίο, κινούμενο στον άξονα άλογο/έλλογο,


στηρίζει μετωνυμικά τη διορθωτική των ανθρωπίνων ηθών σάτιρα του Ροΐδη ενώ λειτουργεί
και ως μεταφορά του επιστημονικού πνεύματος της εποχής. 140

Ο Ροΐδης μέσα από τη σύγκριση ανθρώπων και ζώων προσπαθεί να ασκήσει


κοινωνική κριτική και να αποκαλύψει τον παραλογισμό και την κτηνωδία της
ανθρώπινης κοινωνίας. Το 1871 είναι η χρονιά που εκδίδεται η μελέτη του Δαρβίνου
Η καταγωγή του ανθρώπου, η οποία υποστηρίζει τη στενή σχέση του ανθρώπου με
τον πίθηκο. Ο άνθρωπος δε θεωρείται πλέον τόσο ανώτερος από τα υπόλοιπα έμβια
όντα, όπως πίστευαν μέχρι εκείνη την εποχή. Η επίδραση της δαρβινικής θεωρίας
υπήρξε καταλυτική, τόσο στο επιστημονικό πνεύμα της εποχής, όσο και στη
λογοτεχνία. Ειδικότερα στη λογοτεχνία, η θεωρία του Δαρβίνου αποτέλεσε έναν
σοβαρό διαμορφωτικό παράγοντα στην εξέλιξη του Νατουραλισμού. Έτσι, ο Ροΐδης
μέσα από το λογοτεχνικό του έργο ειρωνεύεται την ανωτερότητα του ανθρώπινου
είδους, καθώς θεωρεί ότι ο άνθρωπος δεν κατέχει την κορυφή της εξελικτικής
πυραμίδας. Από αυτή την άποψη, ενώ είναι διαφορετικής φιλοσοφίας από τον αντι-
δαρβινικό Παπαδιαμάντη, δείχνει και αυτός την κατωτερότητα του ανθρώπου, ο
οποίος συμπεριφέρεται με αναλγησία προς τα ζώα και δε διαθέτει τη συναισθηματική
νοημοσύνη τους. Την αγάπη προς το ζώο, εδώ, τη δείχνει ένα παιδί, δηλαδή ένα μη
διεφθαρμένο πλάσμα. Η κατωτερότητα του ανθρώπου στο διήγημα δεν απορρέει
μόνο από την αυξημένη συναισθηματική νοημοσύνη του αλόγου, αλλά και από τις
πράξεις των προσώπων που εμφανίζονται. Η σκηνή της κακοποίησης του ζώου στο
τέλος του διηγήματος υπερτονίζει τη βιαιότητα και τη σκληρότητα της ανθρώπινης

140
Εύη Βογιατζάκη, «Ο Εμμανουήλ Ροΐδης και η μεταφορά της επιστήμης», Σύγκριση, τεύχ. 18 (2007)
σελ. 64 [https://dspace.flinders.edu.au/xmlui/bitstream/handle/2328/8133/755-
764.pdf?sequence=1&isAllowed=y] Ανάρτηση στις: 11/7/2018.

40
ύπαρξης και, ταυτόχρονα, παραπέμπει στη νατουραλιστική σκηνή της κακοποίησης
ενός άλλου αλόγου της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στο άλογο, δηλαδή, του
μυθιστορήματος Έγκλημα και Τιμωρία, του Ντοστογιέφσκι. Τη σκηνή του
κακοποιημένου αλόγου, την οποία ονειρεύεται ο Ρασκόλνισκοβ πριν διαπράξει το
έγκλημα, από το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, τη γνώριζε ο Ροΐδης, αφού η επιλογή
και η παρουσίαση της παπαδιαμαντικής μετάφρασης του ρωσικού μυθιστορήματος
οφειλόταν σε αυτόν. Μέσα από το έργο του συριανού συγγραφέα επιβεβαιώνεται η
νατουραλιστική άποψη ότι ο άνθρωπος «είναι το μοναδικό ον ικανό για πραγματική
κτηνωδία».141 Το ζώο στο διήγημα, αποκτώντας ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά,
προβάλλεται ανώτερο από τον άνθρωπο και η λειτουργία του εξυπηρετεί τη σατιρική
διάθεση του συγγραφέα για την υπονόμευση της ανθρώπινης υπόστασης. Ο
άνθρωπος δε θεωρείται η κορυφή του ζωικού βασιλείου, προωθώντας «ένα νέο τρόπο
κατανόησης σχέσεων ανθρώπου-αλόγου ως μέσο κατασκευής νέων σχέσεων».142 Με
άλλα λόγια, εφόσον ο άνθρωπος αρχίζει να χάνει την ανωτερότητά του προς τα
υπόλοιπα όντα, πλέον μπορεί να συναναστρέφεται και με όσα είδη θεωρούνταν έως
τότε κατώτερα. Έτσι, με τη σύναψη σχέσεων με τα ζώα μπορούν να κατανοηθούν
καλύτερα οι μεταξύ τους σχέσεις. Παράλληλα, ο Ροΐδης προσπαθεί να αναδείξει το
σκληρό και ανάλγητο πρόσωπο της κοινωνίας προς τα ζώα και κατ’ αυτόν τον τρόπο
ασκεί κοινωνική κριτική.

Με την ίδια κριτική διάθεση αναπτύσσεται και η «Ιστορία ενός σκύλου»143


του Ροΐδη, στην οποία περιγράφεται η ζωή του σκύλου Πλούτωνα, που είναι και ο
πρωταγωνιστής της αφήγησης. Η ιστορία του, αν και είναι αρκετά απλή, περιέχει
πλήθος επεισοδίων. Ο Γιαμβατίστας, Ιταλός σαλντιμπάγκος και θαυματοποιός, μαζί
με τον δωδεκάχρονο γιο του Κάρλο και τον Πλούτωνα, εκτελεί ταχυδακτυλουργικά
κόλπα απέναντι από το Λύκειο Ευαγγελίδη της Σύρου. Ο Γιαμβατίστας τραυματίζεται
μετά την αποτυχία ενός κόλπου. Στο πλευρό του κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του
στο νοσοκομείο βρίσκεται ο Πλούτωνας. Το σκυλί, αδυνατώντας να μαντέψει το
λόγο, για τον οποίο ακρωτηριάζουν το αφεντικό του, ορμάει στον χειρουργό για να
τον εκδικηθεί για τον πόνο, που προκαλεί στον Γιαμβατίστα. Στη συνέχεια, ο

141
Δονάτος Μπέζας, «Εμμανουήλ Ροΐδης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον
Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, τόμ. Ε΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1997, σελ.28.
142
Jopi Nyman, «Horsescapes: Space, Nation, and Human-Horse Relations in Jane Smiley’s Horse
Heaven», Human-Animal Relationships in Twentieth- and Twenty-First-Century Literature, edit. David
Herman, UK, Palgrave Macmillan, 2016, σελ. 218.
143
Ροΐδης, «Ιστορία ενός σκύλου», 4, 384-391.

41
Πλούτωνας πέφτει θύμα απαγωγής από έναν Ιταλό πλανόδιο αγύρτη και μετά από
οχτώ ημέρες καταφέρνει να δραπετεύσει. Επιστρέφοντας πίσω στο νοσοκομείο για να
βρει το αφεντικό του, που έχει πεθάνει, πέφτει, για μια ακόμη φορά, θύμα ενός
τελειόφοιτου της ιατρικής σχολής, ο οποίος επιδίδεται σε πειράματα ζωντοτομίας και
αρχίζει να τον κατακρεουργεί. Από αυτό το σημείο και έπειτα φαίνεται ότι το όνομα
του Πλούτωνα δεν είναι τυχαίο καθώς είναι πλέον κατακρεουργημένος και
παραπέμπει με την εμφάνισή του σε ένα νεκροζώντανο πλάσμα, το οποίο ανέβηκε
από τον Κάτω Κόσμο και μετά από λίγο θα επιστρέψει σε αυτόν. Τελικά, ο σκύλος
καταφέρνει να ξεφύγει από τον τελειόφοιτο και συναντά τον Κάρλο, που επιστρέφει
στο νοσοκομείο για να πάρει τον νεκρό Γιαμβατίστα. Αφού περιποιείται ο χειρουργός
τις πληγές του σκύλου, ο Πλούτωνας αποφασίζει να πάρει το δρόμο προς το
νεκροταφείο. Πριν, όμως, φτάσει, έρχεται αντιμέτωπος με τα παιδιά του Λυκείου, τα
οποία αρχίζουν να τον πετροβολούν και, τελικά «κατέπεσε πλησίον της πύλης του
νεκροταφείου, μόλις προφθάσας να γλείψει τας χείρας του παιδιού πριν ή εκπνεύσει
προ των γονάτων του»,144 χωρίς την ανέγερση κάποιου μνημείου προς τιμήν της
πίστης του στον άνθρωπο.145 Στο διήγημα γίνεται φανερή νατουραλιστική άποψη για
το ζώο και τον άνθρωπο, κατά την οποία «η σύγκριση ανθρώπου ζώου […] αποβαίνει
μοιραία για τον άνθρωπο, καθώς αποδεικνύει την ανωτερότητα των ζώων απέναντι
στα ανθρώπινα δίποδα».146 Ο Πλούτωνας εκφράζει την αμέτρητη αγάπη και
αφοσίωσή του στα αφεντικά του. Αντίθετα, τα αφεντικά του και οι υπόλοιποι
άνθρωποι προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν ή να τον γδάρουν ή να τον
λιθοβολήσουν. Το ζώο φέρει ανθρώπινα χαρακτηριστικά, όπως δείχνει η χρήση
ονόματος από τα αφεντικά του, και συνεχώς επιδεικνύει τη συμπάθειά του προς τους
ανθρώπους. Έτσι, μέσα από το διήγημα διακρίνεται με ειρωνικό τρόπο η διαφορά της
συμπεριφοράς των ζώων και των ανθρώπων, καθώς από τη μια ο σκύλος εκφράζει τη
στοργή του και από την άλλη οι πράξεις των ανθρώπων, που αποσκοπούν στο
προσωπικό όφελος, φτάνουν στο σημείο της κακοποίησης του ζώου. Ο συγγραφέας,
λοιπόν, μέσω της ιστορίας του Πλούτωνα ασκεί εμμέσως κοινωνική κριτική στη
συμπεριφορά και τη στάση των ανθρώπων προς το ανυπεράσπιστο ζώο. Το ζώο

144
Ό.π., 4, 391.
145
Βλ. (Ανυπόγραφο), «Η αφοσίωσις ενός σκύλου», Μπουκέτο, τόμ. 6, αρ. 280 (1929) σελ. 953
[http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/112408/104503] Ανάρτηση στις:
15/7/2018.
146
Μπέζας, «Εμμανουήλ Ροΐδης», σελ. 26.

42
εμφανίζει ανωτερότητα σε σύγκριση με την κατωτερότητα που επιδεικνύει το
ανθρώπινο είδος, αναδεικνύοντας, παράλληλα, τις αρχές του Νατουραλισμού.

Μια ανάλογη θεματική βρίσκουμε στο διήγημα του Ροΐδη,


147
«Κυνομυομαχία». Τα ποντίκια δεν αποτελούν αιτία καταστροφής καλλιεργημένων
εκτάσεων, όπως στο διήγημα του Καρκαβίτσα με τα τυφλοπόντικα, αλλά βασικό
πρωταγωνιστή του απεχθούς θεάματος, κατά το οποίο, ένα νεκρό άλογο
κατασπαράζεται από ένα τεράστιο πλήθος ποντικιών. Μέσα από την περιγραφή του
αφηγητή, όταν πια έχει σχεδόν εξαφανιστεί το πτώμα του αλόγου από τα ποντίκια, οι
άνθρωποι προκειμένου να διασκεδάσουν, απελευθερώνουν τα σκυλιά τους για να
σκοτώσουν τα τρωκτικά. Καθώς τα σκυλιά αδυνατούν να εξοντώσουν τα ποντίκια,
ρόλο εξολοθρευτών αναλαμβάνουν οι αστυνομικοί Καραβινιέροι και έτσι δίνεται ένα
τέλος στο φρικαλέο θέαμα. Στο διήγημα η επίδειξη βιαιότητας γίνεται μέτρο
σύγκρισης ανάμεσα στο ζώο και τον άνθρωπο. Εν προκειμένω, ο άνθρωπος
παρουσιάζεται πιο κτηνώδης από τα ποντίκια και τα σκυλιά, τόσο επειδή επιδίδεται
συνειδητά σε αποτρόπαιες πράξεις, όσο και ως θεατής, επειδή απολαμβάνει ένα
τέτοιο αποκρουστικό θέαμα. Έτσι, ο αφηγητής καταφεύγει στην κριτική των
συνηθειών των ανθρώπων της Γένοβας, η οποία αν και φημίζεται για την
καθαριότητά της, γίνεται και χώρος διεξαγωγής απεχθών θεαμάτων. Διακρίνονται,
και εδώ, οι αρχές του Νατουραλισμού, σύμφωνα με τις οποίες οι άνθρωποι κάτω από
συγκεκριμένες συνθήκες απελευθερώνουν τα κληρονομημένα πρωτόγονα κτηνώδη
ένστικτά τους, μολονότι βρίσκονται στο πολιτισμένο περιβάλλον της πόλης.
Στα «Υαλοπωλεία»148 γίνεται ξεχωριστή αναφορά στο αντίπαλο δέος της
γάτας, τον σκύλο. Η ιστορία επικεντρώνεται στην περιέργεια ενός σκύλου των
Αθηνών, ο οποίος έχει αδυναμία στα υαλικά και προσπαθεί να φτάσει ένα μεγάλο
ιχθυοδοχείο. Όταν έχει πλησιάσει αρκετά κοντά, ακούγεται από το εσωτερικό του
μαγαζιού μια φωνή· η γυναίκα του μαγαζιού τρέχει για να το κυνηγήσει, με
αποτέλεσμα ο περίεργος σκύλος να χάσει την ισορροπία του και ολόκληρο το
εμπόρευμα του υαλοπωλείου να γίνει θρύψαλα πάνω στο πεζοδρόμιο. Το ζώο γίνεται
η αφορμή για να αναδειχθεί για μια ακόμη φορά ο εσωτερικός ανθρώπινος κόσμος: η
υαλοπώλισσα ξυλοκοπεί το δεκαετές παιδί της, επειδή δεν πρόσεχε το εμπόρευμα,
ενώ ο υαλοπώλης χειροδικεί κατά της γυναίκας του λόγω της καταστροφής.

147
Ροΐδης, «Κυνομυομαχία», 5, 326-337.
148
Ροΐδης, «Τα υαλοπωλεία», 5, 250-253.

43
Παράλληλα, η πράξη του ζώου δίνει το έναυσμα στον αφηγητή να ασκήσει
κοινωνική κριτική στις συνήθειες των μαγαζιών, τα οποία καταχρώνται τα
πεζοδρόμια που θα έπρεπε να είναι ελεύθερα για όλους τους πολίτες.

Κοινωνική κριτική ασκείται και στο διήγημα του Καρκαβίτσα «Ο


κυρίαρχος».149 Εδώ, κεντρικό θέμα είναι η διευθέτηση της απομάκρυνσης ενός
πεθαμένου πουλαριού. Μόλις εντοπίζεται το ψοφίμι, ένας χωριάτης απευθύνεται στον
αφηγητή, τον οποίο θεωρεί αστυνόμο, για να επιληφθεί του ζητήματος, καθώς το
νεκρό ζώο μολύνει την περιοχή και λόγω της ζέστης η κατάσταση επιδεινώνεται. Ο
αφηγητής τον παραπέμπει σε μια παρέα ατόμων, αποτελούμενη από τον νομάρχη,
έναν ανώτερο αξιωματικό, τον δήμαρχο, έναν δικαστή και άλλους και του εξηγεί
ταυτόχρονα, τη χρονοβόρα γραφειοκρατική διαδικασία που χαρακτηρίζει την
ελληνική κοινωνία για την αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων. Επιθυμώντας να
ενημερώσει τον δήμαρχο, ένας από την παρέα συνεχώς τον διακόπτει και έτσι δεν
καταφέρνει να τον πληροφορήσει για το ζήτημα που έχει δημιουργηθεί. Τελικά, όταν
ο αφηγητής ξανασυναντά τον χωριάτη, ενημερώνεται ότι η διευθέτηση του ψοφιμιού
παραμένει ως έχει, με τον χωριάτη να λέει χαρακτηριστικά: «Ένα ψοφίμι
περισσότερο χαχαχά!… Αύριο που θα πάρ’ η βρώμα!… χαχά!… Ένα ψοφίμι
περσότερο, δεν πειράζει… ντε!…».150 Το ζώο, ακόμα και στην κατάσταση που
βρίσκεται, λειτουργεί ως καθρέφτης, τόσο της αδράνειας της ελληνικής
γραφειοκρατίας για την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων, όσο και των
συμπεριφορών ατόμων, τα οποία θα έπρεπε να λαμβάνουν ενεργή δράση στην
κοινωνία. Με άλλα λόγια, στο διήγημα με αφορμή το νεκρό ζώο αναδεικνύεται, τόσο
η συμπεριφορά ανθρώπων που διεκδικούν δημόσια αξιώματα, όπως ο δήμαρχος που
αδιαφορεί λόγω μη επερχόμενων εκλογών και ο νομάρχης που παραπέμπει για το
οτιδήποτε στον δήμαρχο, όσο και η έλλειψη σχετικού νόμου για το ζήτημα σε
αντίθεση με άλλες χώρες.151 Ακόμα και για τον χωριάτη, το ζώο θα λειτουργήσει ως
κάτοπτρο του χαρακτήρα του. Ενώ στην αρχή προσπαθεί να διευθετήσει το ζήτημα,
στο τέλος αδιαφορεί και ο ίδιος, αφού, όχι μόνο συμβιβάζεται με το πρόβλημα, αλλά
επίσης, στην παρότρυνση του αφηγητή να μετακινήσει το νεκρό ζώο μαζί με άλλους
συγχωριανούς, η απάντησή του είναι αρνητική.

149
Καρκαβίτσας, «Ο κυρίαρχος», 2, 404-407.
150
Ό.π., 2, 407.
151
(Ανυπόγραφο), «Τα θνησιμαία ζώα», Ηχώ δημοσίας ασφαλείας, τεύχ. 54, έτος 3 (1911) σελ. 494
[http://digital.lib.auth.gr/record/144449/files/5272_14.pdf] Ανάρτηση στις: 18/7/2018.

44
Την αδιαφορία του κράτους απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα
πραγματεύεται με ανάλογο τρόπο και ο Παπαδιαμάντης στο «Ψοφίμι». 152 Μέσα από
την ενδελεχή παρατήρηση του αφηγητή, ο οποίος προσπαθεί να στηλιτεύσει τον
τρόπο επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων, το νεκρό σκυλί γίνεται αφορμή για να
καταγγελθεί η αμέλεια των μελών της κοινωνίας για τη δημόσια καθαριότητα και
υγιεινή. Ενώ το πρόβλημα γνωστοποιείται στους υπεύθυνους, αυτοί αδιαφορούν για
τη δημόσια υγεία, με αποτέλεσμα το ψοφίμι να παραμένει εκεί, όπου εντοπίστηκε. Η
λύση έρχεται, χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση, καθώς

το πρωί, ανάμεσα εις το ηλοιωμένον υγρόν έδαφος, μόλις εφαίνοντο πλέον τα ίχνη του
θνησιμαίου σκύλλου, ολίγα μόνον γυμνά κόκκαλα του σκελετού˙ η ραγδαία βροχή είχε
παρασύρει τας σαπράς σάρκας, και είχε διαλύσει την δυσοσμίαν. 153

Και στα δύο κείμενα, το ψοφίμι γίνεται αντικείμενο κοινωνικής καταγγελίας απέναντι
στην αδιαφορία των κρατικών θεσμών, αλλά και των κοινών ανθρώπων για ζητήματα
δημόσιας ζωής και υγείας.

Στην «Κοινωνική αρμονία»154 του Παπαδιαμάντη γίνεται αναφορά σε ένα


συμβάν μέσα στην πόλη που προκαλεί την έκπληξη και τον θαυμασμό του αφηγητή
και των περαστικών. Μπροστά στα μάτια του ανυποψίαστου κόσμου, ένας
δεκαεννιάχρονος ηνίοχος πέφτει από την άμαξα και το άλογο καταφέρνει να μην τον
πατήσει και να σηκωθεί σώος και αβλαβής. Αλλού στο διήγημα διαδραματίζεται ένα
διαφορετικό περιστατικό, κατά το οποίο μια φτωχή γριά, ψάχνοντας αγωνιωδώς για
το πεντάδραχμό της, πέφτει θύμα κοροϊδίας μιας παρέας νέων. Στο τέλος, ο
συνομιλητής του αφηγητή καταλήγει συγκρίνοντας τα δύο συμβάντα: το άλογο
φάνηκε

λογικώτερον απ᾿ αυτοὺς εδώ, τους μόρτηδες. Εκείνο το τετράποδον δεν επάτησε τον
πεσμένον να τον λυώσει, ενώ αυτά, τα δίποδα, ποδοπατούν και κλωτσούν την σκυμμένην
κάτω και αδικημένην.155

152
Παπαδιαμάντης, «Το ψοφίμι», 4, 99-101.
153
Ό.π., 4, 101.
154
Παπαδιαμάντης, «Κοινωνική αρμονία», 4, 139-142.
155
Ό.π., 4, 141.

45
Μέσα από την αντιπαράθεση των συμβάντων τονίζεται η αθλιότητα του ανθρώπινου
χαρακτήρα, διότι το ζώο αντιλαμβανόμενο το κακό που θα προκαλούσε,
αποδεικνύεται ανώτερο στη συμπεριφορά από αυτή των ανθρώπων, οι οποίοι αντί να
βοηθούν τον συνάνθρωπό τους, τον χλευάζουν και τον περιπαίζουν. Ο
Παπαδιαμάντης, παρά το γεγονός ότι προβάλλει την ανωτερότητα των ζώων έναντι
των ανθρώπων, δε λειτουργεί στη βάση μιας δαρβινικής οπτικής. Ο δαρβινισμός,
θεωρώντας τον άνθρωπο απόγονο του πιθήκου, αντιτίθεται στις θρησκευτικές
αντιλήψεις του σκιαθίτη συγγραφέα, σύμφωνα με τις οποίες ο άνθρωπος είναι
πλασμένος από τον Θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του. Περισσότερο, η σύνδεση
των δύο αυτών επεισοδίων «δικαιώνει τη βασική αντίληψη του αφηγητή για τη
βασική ισορροπία των δυνάμεων του καλού και του κακού στον κόσμο», 156 όπως
μπορεί κανείς να διακρίνει και από τον τίτλο του διηγήματος. Ταυτόχρονα, ο
αφηγητής εμμέσως ασκεί κριτική στην συμπεριφορά του ανθρώπου, ο οποίος σε
καταστάσεις αδυναμίας ενός συνανθρώπου του, αντί να τον συνδράμει, τον
κοροϊδεύει ή τον ταπεινώνει.

Κοινωνική κριτική ασκεί και ο Ροΐδης στο διήγημά του «Ιστορία


ορνιθώνος».157 Στην αρχή, ενώ κάνει μια εισαγωγή για τα προτερήματα των ζώων
έναντι των ανθρώπων, το κύριο μέρος αφορά τη διήγηση της θελκτικής ιστορίας
«ενός πετεινού και μιας όρνιθας, ή μάλλον δύο ορνίθων, που αν η μια είναι κακή και
κοινή, σαν οποιοδήποτε θηλυκό, η άλλη όμως φέρνεται πραγματικώς σε μια
περίσταση καλλίτερη κι’ από την καλλίτερη γυναίκα».158Στόχος του αφηγητή είναι να
δείξει στον αναγνώστη την ύπαρξη ψυχής στα ζώα, αλλά και μέσω των ζώων τον
τρόπο συμπεριφοράς νέων συζύγων. Με αφορμή την ιστορία των δύο ορνίθων ο
αφηγητής αποσκοπεί στην κριτική ανθρωπίνων καταστάσεων, όπως μπορεί κανείς να
διακρίνει με την καταληκτική ρητορική ερώτηση του κειμένου.159 Με άλλα λόγια, το
ζώο είναι ικανό να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση και πρότυπο διδαχής για τον
άνθρωπο, εφόσον, όμως, ο άνθρωπος είναι σε θέση, αρχικά, να το παρατηρήσει και
κατ’ επέκταση να διδαχθεί από αυτό.

156
Γεωργία Γκότση, Η ζωή εν πρωτευούση. Θέματα αστικής πεζογραφίας από το τέλος του 19 ου αιώνα,
Αθήνα, Νεφέλη, 2004, σελ. 195.
157
Ροΐδης, «Ιστορία ορνιθώνος», 5, 218-222.
158
Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Το έργο του Ροΐδη», Άπαντα, τόμ. 11, Αθήνα, Μπίρης, 1971, σελ. 253.
159
«ποίαν άλλην αξιοπρεπεστέραν της όρνιθας ταύτης διαγωγήν θα ηδύνατο πολύπειρος μήτηρ να
συμβουλεύσει την θυγατέρα της εις ομοίαν περίστασιν να τηρήσει;», Ροΐδης, 5, 222.

46
Ανάλογης θεματικής κείμενο αποτελούν και «Τα εφήμερα», 160 επίσης του
Ροΐδη. Κατά τον αφηγητή τα εφήμερα είναι τετράπτερα έντομα, που ζουν κοντά στο
νερό και έχουν διάρκεια ζωής μία με δύο ημέρες. Ο αφηγητής γίνεται ακροατής
συνομιλίας ενός γέρου και ενός νέου εφήμερου, κατά την οποία το νεαρό έντομο
προσπαθεί να διδαχθεί από το γηραιότερο για το πώς θα κατακτήσει την ευτυχία στις
τελευταίες ώρες της ζωής του. Ορμώμενος από την κουβέντα των δύο εφήμερων, ο
αφηγητής καταλήγει στην κριτική της ανθρώπινης ύπαρξης. Προβάλλει, δηλαδή, τη
ζωή των εφήμερων γεμάτη ευτυχία σε σχέση με αυτή των ανθρώπων, κατά τη
διάρκεια της οποίας οι άνθρωποι βρίσκονται σε έναν συνεχή αγώνα για επιβίωση και
τους απασχολούν διαφόρων ειδών ζητήματα. Μετά την κριτική στα ζητήματα της
ανθρώπινης ζωής ο αφηγητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος θα πρέπει
να αποσκοπεί στη «μανίαν της καταγωγής εξ επιφανών προγόνων»161 και στον
«πόθον της κληροδοτήσεως διαρκούς μνήμης της διαβάσεως ημών δια του κόσμου
εις τας έπειτα γενεάς».162

Η στοχοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς εντοπίζεται και στο άρθρο του


Καρκαβίτσα, με τίτλο «Τ’ άλογό του…».163 Σύμφωνα με το βασιλικό διάταγμα, κάθε
φορά που περνούν σώματα στρατού από την προτομή του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο
Χάνι της Γραβιάς πρέπει να αποδίδουν τιμές, δείχνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την
αναγνώριση της θυσίας και του ηρωισμού των αγωνιστών του Εικοσιένα. Αντί αυτού,
ένας ανώτατος αξιωματικός έφιππος, διαισθανόμενος το δέος που του προξένησε ο
χώρος, «αφιππεύει, σπάζει την κιγκλιδωτήν θύραν του περιφράγματος και βάζει το
άλογό του να βοσκήσει εις την χλόην η οποία λείχει το βάθρον του ανδριάντος».164
Με ειρωνικό τρόπο ο Καρκαβίτσας εκφράζει τη δυσαρέσκειά του, τόσο στην
αδιάφορη αντιμετώπιση των αγωνιστών του Εικοσιένα από τους νεότερους, όσο και
στην παραμέληση της καθαριότητας και της φροντίδας των μνημείων των αγωνιστών
από τους κοινωνικούς φορείς παρά την ύπαρξη διατάγματος. Στόχος της κριτικής
είναι, δηλαδή, η ασέβεια, την οποία επιδεικνύουν οι νεότεροι Έλληνες απέναντι στο

160
Ροΐδης, «Τα εφήμερα», 5, 279-286.
161
Ό.π.,5, 285.
162
΄Ο.π.
163
Καρκαβίτσας, «Τ’ άλογό του…», 3, 1445-1446.
164
Ό.π., 3, 1446.

47
ένδοξο πρόσφατο προγονικό παρελθόν, το οποίο έχει ξεπέσει στη νεότερη Ελλάδα,
πρόβλημα που απασχόλησε τον Καρκαβίτσα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.165

Ξεχωριστή περίπτωση συνιστά η σειρά των άρθρων στον Ασμοδαίο του Ροΐδη
που αποβλέπουν σε κοινωνική και πολιτική κριτική. Με το πρώτο άρθρο του, την
«Ονολογία»,166 ο Ροΐδης προσπαθεί να παρουσιάσει τα αρνητικά χαρακτηριστικά του
όνου, τα οποία δεν αλλοιώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου, για να εξετάσει μετά τις
διάφορες υποκατηγορίες όνων. Παρόλο που ο σκοπός του είναι να αναφερθεί
ξεχωριστά στον “όνο πολιτικό”, στον “όνο καθηγητή”, στον “μουσόληπτο όνο”, στον
“υποψήφιο όνο”, στον “κομψό όνο” και στον “όνο ομογενή”, τελικά περιορίζεται
μόνο σε τρία είδη όνου, που θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Ο Ροΐδης κατ’ αυτόν τον
τρόπο δημιουργεί ένα ονικό προσωπείο στον εκάστοτε αναφερόμενο, προκείμενου
μέσω της σάτιρας που ασκεί, να ρίξει το προσωπείο, ώστε να αποκαλυφθούν
αλήθειες.167 Έτσι, στον «Όνο Καθηγητή»,168 για τον οποίον ο Ροΐδης συντάσσει δύο
άρθρα, μέσω της σάτιράς του γίνεται αποκάλυψη της αμάθειας, της έλλειψης
επιστημονισμού και ηθών, της κερδοσκοπίας, του προσωπικού συμφέροντος και του
εγωκεντρισμού ενός σύγχρονου καθηγητή. Κατά τον Καιροφύλα, ο Ροΐδης
αναφέρεται στον καθηγητή Ν. Σαρίπολο, στον οποίο είχε ασκήσει γενικά καυστική
σάτιρα.169 Στον «Όνο Πολιτικό»170 σατιρίζει την ανυποληψία, την ασυνειδησία, τη
διαφθορά και τον χρηματισμό του Βασίλειου Νικολοπούλου.171 Τέλος, στον «Όνο
Πατριώτη»172 στοχοποιείται ο ψευδο-πατριωτισμός και, για μια ακόμη φορά, η
ασυδοσία και η φιλοχρηματία των πολιτικών. Με τη συγγραφή των συγκεκριμένων
άρθρων ο Ροΐδης σατιρίζει πρόσωπα του επιτελείου του Έλληνα πολιτικού
Δημήτριου Βούλγαρη, ασκώντας τους κοινωνική και πολιτική σάτιρα, «και μάλιστα
την κοινωνική, όταν αυτή συνδέεται […] με την πληγή της πολιτικής ζωής, που είναι
το κόμμα».173 Ο Ροΐδης με τη δηκτική σάτιρά του προσπαθεί να αφαιρέσει τις ονικές

165
Βλ. Μπαλούμης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, σελ. 197-252.
166
Ροΐδης, «Ονολογία», 2, 116-118.
167
Βλ. Κατερίνα Κωστίου, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα. Ειρωνεία. Παρωδία.
Χιούμορ, Αθήνα, Νεφέλη, 2005.
168
Ροΐδης, «Όνος Καθηγητής», 2, 118-120 και 129-130.
169
Βλ. Εμμανουήλ Ροΐδης, Τα έργα, τόμ. Β΄, πρόλογος και σημειώματα Κώστας Καιροφύλας, Αθήνα,
Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, [1900 και μετά].
170
Ροΐδης, «Όνος Πολιτικός», 2, 141-145.
171
Βλ. Ροΐδης, Τα έργα.
172
Ροΐδης, «Όνος Πατριώτης», 2, 196-198.
173
Άλκης Αγγέλου, «Εμμανουήλ Ροΐδης», Σάτιρα και Πολιτική στην Νεότερη Ελλάδα. Από τον Σολωμό
ως τον Σεφέρη, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού & Γενικής Παιδείας, 1979, σελ.
148.

48
μάσκες και να αποκαλύψει στον αναγνώστη την αλήθεια που κρύβει το σατιριζόμενο
πρόσωπο. Το γεγονός ότι ο Ροΐδης επιλέγει τον όνο για να σατιρίσει την
κοινωνικοπολιτική ζωή της Ελλάδας δεν είναι τυχαίο, καθώς ο όνος έγινε πολλές
φορές στο παρελθόν μέσο σάτιρας, όπως παρατηρεί ο Κ. Γ. Κασίνης στις Ονολογικές
Μεταμορφώσεις.174

Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι στην ελληνική κοινωνία του τέλους του 19ου και
των αρχών του 20ου αιώνα, το ζώο «ήταν παντού. Η κοινωνία ήταν ακόμα σχεδόν
αποκλειστικά αγροτική, και η διατήρηση των ζώων ήταν μια κοινή πρακτική τόσο
στην ύπαιθρο όσο και στις πόλεις».175 Έτσι, ο άνθρωπος με βάση τις ανάγκες του
συγκατοικούσε με διάφορα ζώα και πολλές φορές ανέπτυσσε συναισθηματικές
σχέσεις μαζί του. Ήρθε πιο κοντά με το ζώο, γεγονός το οποίο δεν έμεινε
απαρατήρητο από τη λογοτεχνία. Από τη μία, οι σχέσεις αυτές μπορούσαν να
χαρακτηριστούν συντροφικές, με το ζώο να αντικαθιστά κάποιες φορές ακόμα και
τους ανθρώπους. Από την άλλη, το ζώο μπορούσε να έρθει αντιμέτωπο με το
ανθρώπινο είδος. Περιγράφοντας με ρεαλιστικό ή και νατουραλιστικό τρόπο τις
σχέσεις αυτές ή άλλοτε δίνοντάς τους συμβολιστικές προεκτάσεις, οι συγγραφείς
φωτίζουν καλύτερα την ύπαρξη του ανθρώπου, ο οποίος, άλλοτε θα εκφράσει μια
ιδιαίτερη συμπάθεια και ευαισθησία προς τα ζώα και άλλοτε θα δείξει βία και
βαρβαρότητα. Σε ορισμένες περιπτώσεις το ζώο όχι μόνο αντανακλά τον χαρακτήρα
του ανθρώπου αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Στο πεζογραφικό έργο των
τεσσάρων συγγραφέων άνθρωπος και ζώο αναπτύσσουν διαφόρων ειδών σχέσεις:
σχέσεις φιλίας και ανταγωνισμού. Παράλληλα, τα ζώα μπορούν να αποτελέσουν για
τους συγγραφείς μέσο έκφρασης κριτικής, προκειμένου, αν όχι να αναμορφώσουν,
τουλάχιστον να προβληματίσουν τον άνθρωπο σε ζητήματα, τα οποία αφορούν τόσο
την ιδιωτική τους ζωή, όσο και τον δημόσιο βίο. Γίνεται, με άλλα λόγια, μια
προσπάθεια αφύπνισης του ανθρώπου για θέματα που τον απασχολούν μέσα από μια
διαφορετική φύση: τη φύση του ζώου.

174
Βλ. Κασίνης, ΟνολογικέςΜεταμορφώσεις.
175
Johan Koppenol, «Noah’s ark disembarked in Holland: Animals in Dutch Poetry, 1550 – 1700»,
Early Modern Zoology. The Construction of Animals in Science, Literature and the Visual Arts, Karl A.
E. Enenkel, edit. Paul J. Smith, Boston, Brill, 2007, σελ. 467.

49
Γ. ΖΩΑ ΚΑΙ ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ

Ο Νατουραλισμός, ως λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε στη Γαλλία τις τελευταίες


δεκαετίες του 19ου αιώνα, επηρεάστηκε κυρίως από τη βιομηχανική επανάσταση και
από τα επιτεύγματα της επιστήμης. Πιο συγκεκριμένα, στα νατουραλιστικά
λογοτεχνικά έργα γίνεται φανερή η σύνδεσή τους με τις αρνητικές συνέπειες της
βιομηχανικής επανάστασης, αλλά και με την ανάπτυξη των επιστημών, κυρίως στον
τομέα της βιολογίας. Όπως είναι γνωστό, με την έκδοση του έργου του φυσιοδίφη
Κάρολου Δαρβίνου, Προέλευση των ειδών μέσω της φυσικής επιλογής, το 1859,
υποστηρίχθηκε η θεωρία της εξέλιξης. Με βάση αυτήν τη θεωρία, ο άνθρωπος

προέρχεται από τα χαμηλότερα ζώα και […] ανάμεσα στα ζώα υπάρχει ένας συνεχής αγώνας
για την ύπαρξη, που καταλήγει στην επιβίωση του ικανοτέρου σύμφωνα με μια διαδικασία
φυσικής επιλογής.176

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1871, ο Δαρβίνος στο έργο του, Η προέλευση του
ανθρώπου, θα υποστηρίξει την καταγωγή του ανθρώπου από τον πίθηκο, θέση που
προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση. Η δαρβινική θεωρία αποτέλεσε διαμορφωτικό
παράγοντα για τον Νατουραλισμό στη λογοτεχνία. Το ρεύμα του Νατουραλισμού,
καθώς ήταν αντιρομαντικό και αντιαισθητικό, εσκεμμένα παρουσιάζει τον άνθρωπο
ως ζώο, ως κτήνος, χωρίς προσωπική κρίση και φιλοδοξίες. Εκτός από τη δαρβινική
θεωρία, οι νατουραλιστές επηρεάζονται και από τον Ιππόλυτο Ταιν. Στο έργο του,
Δοκίμια Κριτικής και Ιστορίας (1866), απλοποιώντας τις ιδέες του Δαρβίνου, εστίασε
περισσότερο στην κληρονομικότητα και στην επίδραση του περιβάλλοντος. Έτσι,
εντός του Νατουραλισμού, ο άνθρωπος καθορισμένος από την κληρονομικότητα, την
επίδραση του περιβάλλοντος και την πίεση της στιγμής, προβάλλει την πρωτόγονη
κτηνωδία του και γίνεται έρμαιο των περιστάσεων. Ταυτόχρονα, ο νατουραλιστής
συγγραφέας παρατηρώντας και καταγράφοντας αμέτοχος ό,τι συμβαίνει,
μεταβάλλεται σε επιστήμονα, σε ανατόμο της κοινωνίας, την οποία προσπαθεί να
θεραπεύσει μέσω της ανάδειξης των προβλημάτων της.

Όταν η εξάρτηση ή και ταύτιση ανθρώπων και ζώων μέσα στο πλαίσιο της
αγροτοκτηνοτροφικής οικονομίας έπαψε να υφίσταται και καθώς η παλιά ισότιμη σχέση

176
Lilian R. Furst, Peter N. Skrine, Νατουραλισμός, μτφρ. Λία Μεγάλου, Αθήνα, Ερμής, 1972, σελ. 26.

50
εξελίχθηκε σε όφελος του ανθρώπου και στην πλήρη υποταγή του ζώου στις ανθρώπινες
ανάγκες, άλλαξαν και οι όροι προσέγγισης του ζώου από τη λογοτεχνία.177

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη νατουραλιστική θεώρηση η αντιπαλότητα


ανθρώπων και ζώων φτάνει στην κακοποίηση των δεύτερων. Η λεπτομερής
περιγραφή αναδεικνύει τη βαρβαρότητα, η οποία ασκείται από τους ανθρώπους-θύτες
στα ζώα-θύματα, και υποδεικνύει την κατωτερότητα του ανθρώπινου είδους.
Έτσι, στο διήγημα του Μητσάκη «Το κάρρον», 178 το άλογο βασανίζεται από
τον οδηγό του κάρου.

Το γηραλεόν του το δέρμα, ήτον κολλημμένον επί των πλευρών αυτού, ωσεί μεμβράνη, θα
ημπορούσες να τας αριθμήσεις ως διεγράφοντο τοιουτοτρόπως όπισθεν, κατά ραβδώσεις,
οιονεί ανάγλυφοι, χωρίς να παρεντίθεται ούτε ιδέα καν σαρκός. Αι συναρθρώσεις των
κοκάλων του εφαίνοντ’ ωσεί σκελετού ανατομείου […] η κεφαλήν του εκινδύνευε να
ακουμβήσει εις την γην, κεκυφυία διαρκώς, και ο λαιμός εκαμουλούτο, και η ράχις
εκυρτούτο, εν τω αγώνι όστις εξηνάγκαζεν όλον το δυστυχές του σώμα να βαδίζει.179

Καθώς περνάνε μέσα από δρόμους κάποιας συνοικίας, το άλογο εξ αιτίας του
βρεγμένου εδάφους κολλάει στο χώμα και, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές του,
αδυνατεί να μετακινήσει το κάρο. Ο καραγωγέας, χωρίς να κατεβεί από αυτό, αρχίζει
να ξυλίζει και να βλαστημά χυδαία το ζώο, το οποίο «εναλλάσσει επαλλήλους τούς
ασθενείς πόδας του, διαμείβει τας ισχνάς του κνήμας, μηκύνει τους μηρούς, κάμπτει
τα γόνατα».180 Η στάση του αλόγου που ανεβοκατέβαζε «μόνον παραδόξως τον
αυχένα, ως αρνούμενον να εξακολουθήσει τον αγώνα»,181 μαρτυρά τη δυσαρέσκειά
του και τον πόνο των πληγών του ταλαιπωρημένου κορμιού του. Με τη βοήθεια
ανθρώπων ο οδηγός καταφέρνει να ξεκολλήσει άλογο και κάρο και, τη στιγμή κατά
την οποία απελευθερώνονται, ο αγροίκος άνθρωπος εκφράζει τον θυμό του πάνω στο
ανήμπορο θύμα του, κακοποιώντας το για μια ακόμη φορά. Αντιδρώντας στην
αποτρόπαια πράξη του καραγωγέα, μια «νοικοκυρά τις αγαθή»182 και καλή γυναίκα,
όπως χαρακτηρίζεται από τον αφηγητή, αρχίζει να διαμαρτύρεται για τη
βαρβαρότητα της σκηνής. Καθώς ο οδηγός είναι πλέον εκνευρισμένος, απαντάει στη
γυναίκα: «Πού να σε βρούμε σένα την πολιτισμένη ναν το ξεκολλήσεις δίχως να το

177
Μικρά Ζωολογία, σελ. 7.
178
Μητσάκης, «Το κάρρον», 1, 348-358.
179
Ό.π., 1, 348-349.
180
Ό.π., 1, 350.
181
Ό.π., 1, 354.
182
Ό.π., 1, 357.

51
βαρέσεις!...».183Τα λόγια, αν και ειρωνικά, είναι άκρως αντιθετικά με την
πραγματικότητα, διότι το άλογο τελικά δεν ξεκόλλησε λόγω του ξυλοδαρμού, αλλά
λόγω της βοήθειας των ανθρώπων. Το διήγημα αναδεικνύει την εξουσιαστική ισχύ
του ανθρώπου πάνω στα ζώα. Κυρίως, τονίζει τη βάρβαρη συμπεριφορά του αμαθούς
ανθρώπου του λαού απέναντι στα άκακα και ανίσχυρα πλάσματα. Γίνεται φανερό ότι,
στο πλαίσιο του Νατουραλισμού, ο άνθρωπος εμφανίζεται ως κτήνος, ενώ τα ζώα ως
αδύναμα, προκαλώντας αρκετές φορές τη συμπάθεια θεατών και αναγνωστών.
Την αντιστροφή της ιδέας της εξελικτικής κλίμακας που ενεργοποιούν οι
νατουραλιστές σε πολλά κείμενά τους, ακολουθούμε και στο διήγημα «Άνθρωποι και
κτήνη».184 Εδώ, αναδεικνύεται η αδιαφορία του αμαξά προς τα κουρασμένα άλογα.
Αν και στην αρχή τα άλογα φαίνονται να έχουν το κουράγιο να σύρουν την άμαξα,
κατά τη διάρκεια της πορείας τους εξασθενούν, γεγονός το οποίο αυξάνει τη βάρβαρη
στάση του αμαξά. Ενώ, δηλαδή, στην αρχή τα μαστίγωνε προκειμένου να μη χάσουν
τον ρυθμό τους, σταδιακά τα ξυλοκοπεί όλο και πιο πολύ:

ασεμνολογών κ’ αισχρολογών βαναύσως, ο αμαξάς τοιαύτην είχε καταφέρει θύελλα


πληγμάτων εις την ράχην των. […] Σχεδόν αφρίζων, εξεμνεί ότι του έλθει εις τον νούν,
ωρύετ’ υπεράνω των, και τα κτυπά, κτυπά, τα ζώα, δια τρόπου ως να ήθελε να τα σκοτώση
παραχρήμα.185

Το βαρύ σίδερο που χρησιμοποιεί κατά των ζώων είναι το αποκορύφωμα της
βαναυσότητάς του. Ο άνδρας που βρισκόταν μέσα στην άμαξα, αντιλαμβανόμενος το
βασανιστήριο των ζώων, ρωτάει τον αμαξά γιατί χτυπάει το ζώο και ότι αν συνεχίσει
δε θα τον πληρώσει. Παρά την ευαισθησία για τα ζώα, η οποία διακρίνει τον ξένο, ο
οδηγός του απαντάει αποστομωτικά, ότι, αν δε χτυπήσει τα άλογα, δεν πρόκειται να
φτάσει στη δουλειά του. Σε αντίθεση με το προηγούμενο διήγημα του Μητσάκη, στο
«Άνθρωποι και κτήνη» δε γίνεται αναφορά στο αν τελικά έφτασε η άμαξα στον
προορισμό της, γεγονός το οποίο τονίζει ακόμα περισσότερο το ανώφελο της
κακοποίησης των ζώων. Και εδώ είναι διακριτός ο κατώτερος χαρακτήρας του
ανθρώπου, ο οποίος εκφράζει τα άγριά του ένστικτα, ανταποκρινόμενος στις αρχές
του Νατουραλισμού.186 Η εξουσιαστική σχέση ανθρώπου και αλόγου εμφανίζεται,
πολύ πιο σύντομα, στο αφήγημα του Μητσάκη «Η Ζωή».187 Για μια ακόμη φορά

183
Ό.π., 1, 358.
184
Μητσάκης, «Άνθρωποι και κτήνη», 1, 334-340.
185
Ό.π., 1, 336-337.
186
Βλ. Furst, Skrine, Νατουραλισμός.
187
Μητσάκης, «Η Ζωή», 1, 481-494.

52
καταγράφεται ο βίαιος εξαναγκασμός των αλόγων από τον αμαξά. Σύμφωνα με την
άποψη της Αθηνάς Γεωργαντά, αφορμή για τη συγγραφή των αφηγημάτων αυτών του
Μητσάκη μαζί με την «Ιστορία ενός αλόγου»188 του Ροΐδη αποτέλεσε το
μυθιστόρημα, Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι.

Η σκηνή του Ντοστογιέφσκι με το βασανισμό του αλόγου προσδιόρισε αποφασιστικά την


έμπνευση των ελληνικών διηγημάτων. Οι ιστορίες ζώων του Ροΐδη και του Μητσάκη
μελετούν τη σκληρή συμπεριφορά του ανθρώπου προς τα ζώα. Στις τρεις από αυτές την
ανθρώπινη βία υφίσταται το άλογο.189

Τα συγκεκριμένα διηγήματα του Μητσάκη εξελίσσονται εντός της πρωτεύουσας.190


Για τον συγγραφέα το άστυ αποτελούσε τη “βιβλιοθήκη’’ του και τα κείμενα
εμπνέονται αρκετές φορές από σκηνές των δρόμων της πόλης που περιδιαβαίνει ως
ένας πλάνητας-flaneur.191 Η αστικοποίηση στα τέλη του 19ου και αρχών του 20ου
αιώνα φέρει επιδράσεις και στα λογοτεχνικά έργα, και κατ’ επέκταση και στο θέμα
του ζώου. Στη λογοτεχνία που πραγματεύεται θέματα των μεγάλων αστικών κέντρων,
τα ζώα τα οποία εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα είναι το άλογο, ο σκύλος και η
γάτα. Αν και τα δύο τελευταία αποτελούν ζώα συντροφιάς, το άλογο θεωρείται
βασικό μέσο, είτε μεταφοράς, είτε γενικότερης εξυπηρέτησης των αναγκών του
ανθρώπου της πόλης και της επαρχίας. Όπως παρατηρεί η Jamie Johnson

το άλογο εξυπηρετεί τον άνθρωπο μέχρι το σημείο του θανάτου. Όντας τραγικά υποτιμημένο
από τους ανθρώπους, το άλογο γίνεται αντικείμενο για τον άνθρωπο, αυτό το οποίο
ονομάστηκε στη φιλοσοφία του Descartes το ζώο-μηχανή (animal-as-machine).192

Η χρησιμοποίηση του ζώου ως μηχανής από τον άνθρωπο κίνησε την προσοχή, τόσο
του Μητσάκη στο «Κάρρον»,193 όσο και του Ροΐδη στην «Ιστορία ορνιθώνος».194

188
Ροΐδης, «Ιστορία ενός αλόγου», 5, 18-31.
189
Αθηνά Γεωργαντά, «Διάσημες Λογοτεχνικές Μεταφράσεις του 19 ου αιώνα, οι ιστορίες των ζώων
και το αποκρουστικό πορτραίτο του Νατουραλισμού», Εκδοτικά προβλήματα και απορίες. Πρακτικά
Συνεδρίου στη μνήμη του Γ. Π. Σαββίδη. Αθήνα 16 – 17 Ιουνίου 2000, Αθήνα, Σπουδαστήριο Νέου
Ελληνισμού, 2002, σελ. 279.
190
Βλ. Λίζυ Τσιριμώκου, «Λογοτεχνία της πόλης / Πόλεις της λογοτεχνίας», Εσωτερική ταχύτητα.
Δοκίμια για τη λογοτεχνία, Αθήνα, Άγρα, 2000˙ Γκότση, Η ζωή.
191
Βλ. Γκότση, «Μιχαήλ Μητσάκης: Η πόλη του πλάνητος», Η ζωή, σελ. 286-327.
192
Jamie Johnson, The Philosophy of the Animal in 20th Century Literature, Doctor of Philosophy,
Florida Atlantic University, Boca Raton, FL, 2009, σελ. 23
[https://fau.digital.flvc.org/islandora/object/fau%3A2975/datastream/OBJ/view/philosophy_of_the_ani
mal_in_20th_century_literature.pdf] Ανάρτηση στις: 27/7/2018˙βλ. Peter Harrison, «Descartes on
Animals», The Philosophical Quarterly (1950-), τόμ. 42, αρ. 167 (1992)σελ. 219-227
[https://static1.squarespace.com/static/54694fa6e4b0eaec4530f99d/t/577a841dbe65944fd9c6d0d2/146
7647007000/Descartes+on+Animals+1992.pdf] Ανάρτηση στις: 27/7/2018.

53
Λόγω της χρησιμότητάς του στη διεκπεραίωση πολλών εργασιών, το άλογο θα
διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο εντός της πόλης, αναπτύσσοντας ορισμένες φορές και
ποικίλου είδους σχέσεις με τους ανθρώπους.

Οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν ούτε να χτίσουν ούτε να ζήσουν στον γιγαντιαίο πλούτο που
δημιουργούν οι μητροπόλεις, οι οποίες εμφανίστηκαν σε αυτόν τον αιώνα, χωρίς τα άλογα.
Τα άλογα επωφελήθηκαν, επίσης, από τη νέα ανθρώπινη οικολογία. Οι πληθυσμοί τους
άνθισαν, και το αστικό άλογο, αν και πιθανότατα εργάστηκε σκληρότερα από τον αγροτικό
ομόλογό του, ήταν αναμφισβήτητα καλύτερα σιτισμένο, καλύτερα στεγασμένο και
προστατευμένο από την βαναυσότητα. 195

Αν και η ποιότητα ζωής του βελτιώθηκε, ωστόσο έχει να αντιμετωπίσει την


ανθρώπινη βαναυσότητα, όπως έχει επισημανθεί ως τώρα.
Ανάλογη βία με αυτή των αλόγων υφίσταται και το ζώο στο διήγημα «Το
γατί».196 Ένα γατάκι κάτασπρο, «τρυφερόν και καθαρότατον, με την ροδίνην του
μυτίτσα, πλανημένον ίσως απ’ το σπήτι του, νεόβγαλτον, αμάθητον, ωσάν χαμένον
εις τον δρόμον»197 κακοποιείται βάναυσα με διάφορους τρόπους από μια παρέα
παιδιών: πότε λιθοβολείται, πότε πιάνεται και εκσφενδονίζεται, πότε του δένουν ένα
τενεκέ από την ουρά, οδηγώντας στον θάνατο, αφού έχει σπάσει αρκετά μέλη του.
Επίσης, το γατί συνδιαλέγεται και με τα στοιχεία του φυσικού κόσμου ως αντίδραση
της παθητικής του στάσης στην ανθρώπινη κακομεταχείριση. Η εμφάνιση του ζώου
γίνεται και αυτή τη φορά καθρέπτης της ανθρώπινης ύπαρξης. Με τα παιδιά, που
είναι πιο σκληρά από τους ενήλικες, να κακοποιούν ένα ζωάκι για λόγους
διασκέδασης και όχι χρησιμοθηρίας, όπως συμβαίνει με τους οδηγούς αμαξών και
τους αρκουδιάρηδες, τονίζονται ακόμα περισσότερο οι νατουραλιστικές επιδράσεις
στο έργο του συγγραφέα,198 σύμφωνα με τις οποίες ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον

193
«Μηχανή θα επίστευες, άπαξ εις κίνησιν τεθείσα, και πιστώς ακολουθούσα την δοθείσαν αυτή
εύθυνσιν», Μητσάκης, «Το κάρρον», 1, 351.
194
«ως είδος μηχανών, κινουμένων υπό μυστηριώδους τινός δυνάμεως, καθ’ όν περίπου τρόπο κινεί ο
ατμός τας μηχανάς των ατμοπλοίων ή στρέφει ο άνεμος τας πτέρυγας των ανεμομύλων», Ροΐδης,
«Ιστορία ορνιθώνος», ό.π.
195
Clay Mcshane, Joel A. Tarr, The Horse in the City. Living Machines in the Nineteenth Century,
Baltimore, The Johns Hopkins University Press, 2007, σελ. 1.
196
Μητσάκης, «Το γατί», 1, 358-362.
197
Ό.π., 1, 358.
198
Βλ. Ιωάννης Ε. Γαλαίος, Ο Νατουραλισμός και η νεοελληνική πεζογραφία (1880-1920). Θεωρία και
πράξη, Διδακτορική διατριβή, Αθήνα, 2011˙ Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, Βίκη Πάτσιου, Ο
Νατουραλισμός στην Ελλάδα. Διαστάσεις – Μετασχηματισμοί – Όροι, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2007˙ Μιχαήλ
Μητσάκης, Το έργον του, εισαγ. – σχόλ. – επιμ. Μιχ. Περάνθης, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»,
1956˙ Ξενόπουλος, «Αι περί Ζολά προλήψεις», Επιλογή, σελ. 83-97˙ Κώστας Στεργιόπουλος, «Ο Μιχ.
Μητσάκης και η αντίστροφη μέτρηση», Περιδιαβάζοντας, τόμ. Β’, Αθήνα, Κέδρος, 1986, σελ. 79-88˙
Γρηγόριος Ξενόπουλος – Μ. Μητσάκης – Γ. Καμπύσης, επιμ. Άλκης Θρύλος, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος,

54
έτοιμο για εκδηλώσεις πραγματικής κτηνωδίας. Γενικότερα, στα διηγήματα του
Μητσάκη οι άνθρωποι, οι οποίοι προέρχονται από κατώτερα κοινωνικά στρώματα
και κατά κύριο λόγο είναι βασανισμένοι, φτωχοί, εξαθλιωμένοι, ταπεινοί και όταν
βρεθούν αντιμέτωποι με τα ζώα, «ενεργούν σαν τα πιο ανάλγητα άγρια κτήνη».199
Καθώς οι περιγραφές γίνονται μέσα από την οπτική ενός μορφωμένου αφηγητή, ο
οποίος δείχνει συμπάθεια προς τα τετράποδα, διαπιστώνεται μια αντιστροφή ρόλων.
Το ζώο, δηλαδή, ανθρωποποιείται και ο άνθρωπος αποκτά ζωώδη ένστικτα. Με άλλα
λόγια, «ο βασανισμός «άλογων» πλασμάτων, όπως ζώων ή τρελών, από έναν
βάναυσο εκπρόσωπο του «έλλογου» είδους μεταβάλλεται σε μια οικτρή δημόσια
παράσταση, η οποία διεγείρει την ηδονοβλεψία του τυχαίου πλήθους που
παρακολουθεί».200
Και στον «Αρχαιολόγο»201 του Καρκαβίτσα εντοπίζεται το στιγμιότυπο της
κακοποίησης μιας γάτας, η οποία στη αρχή, παρά το γεγονός ότι δέχεται τα τρυφερά
χάδια του θύτη της, στη συνέχεια κακοποιείται από τον Αρχαιολόγο. Ο Καρκαβίτσας
απορρίπτει την προγονοπληξία που χαρακτήριζε πολλούς συγχρόνους του και
υποστηρίζει ότι μόνο τα δημιουργικά και χρήσιμα στοιχεία του αρχαίου πολιτισμού
μπορούν να οδηγήσουν στην αναγέννηση του νέου ελληνικού κράτους. Εδώ η Ελπίδα
που βρίσκεται στο συγκεντρωμένο πλήθος γύρω από τον Αρχαιολόγο, είναι η μόνη, η
οποία αντιδρά στην πράξη του, καθώς του φωνάζει με θυμό ότι είναι τύραννος και να
αφήσει το ζώο. Αντίθετα το συγκεντρωμένο πλήθος δεν αντιδρά στην πράξη του
Αρχαιολόγου. Έτσι, η κακοποίηση του ζώου, είτε προκαλεί συναισθήματα
συμπάθειας, είτε γεννά την αδιαφορία.
Η αναλγησία του ανθρώπου στον βασανισμό των ζώων εντοπίζεται και στο
διήγημα του Ροΐδη «Το παράπονο του νεκροθάπτου».202 Ο νεκροθάφτης αρπάζει ένα
γατί από το λαιμό και το τινάζει στην άλλη μεριά της κάμαρας. Εδώ, όμως,
αξιοσημείωτη είναι και η αδιαφορία του αφηγητή προς το γατί, καθώς περιγράφει με
ψυχρότητα τη συγκεκριμένη σκηνή.

1955, σελ. κ΄-κθ΄˙ Άλκης Θρύλος, «Μιχ. Μητσάκης», Μορφές της ελληνικής πεζογραφίας και μερικές
άλλες μορφές, Αθήνα, Δίφρος, 1962, σελ. 148-172.
199
Μητσάκης, «Εισαγωγή», 1, 50.
200
Γεωργία Γκότση, «Μιχαήλ Μητσάκης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον
Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόμ. ΣΤ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1997, σελ. 274.
201
Καρκαβίτσας, «Αρχαιολόγος», 3, 1253-1356.
202
Ροΐδης, «Το παράπονο του νεκροθάπτου», 5, 77-97.

55
Μικρότερης κλίμακας βία υφίσταται στους «Εμπόρους των Εθνών»203 του
Παπαδιαμάντη, ο σκύλος, Αύγουστος, ο οποίος

οσφρανθείς, όπου και άν ήτο (εις το μαγειρείον πιθανώς) την ορεκτικήν κνίσσαν της
σεσηπυίας σαρκός, έφθασεν τρέχων και σκιρτών, διέβη εν μέσω των δύο σκελών του Μαύρος
και ελθών συνέλαβε το πτώμα από του λαιμού…. 204

Ενώ ο Αύγουστος δαγκώνει τη σαπισμένη σάρκα, ο Κουιρίνης προσπαθεί να τον


αποσπάσει, αλλά το ζώο αντιστέκεται σθεναρώς. Έτσι, ο Μαύρος τον πιάνει από τα
αυτιά και τον ρίχνει εκτός της αίθουσας, δίνοντας νατουραλιστικές προεκτάσεις στο
μυθιστόρημα, οι οποίες τονίζονται και με τη χρήση νατουραλιστικού λεξιλογίου (π.χ.
σεσηπυίας σαρκός, πτώμα, κ.ά.).
Βία δέχεται και ο σκύλος, ονόματι Ζέπος στα «Τελώνια»205 του Καρκαβίτσα.
Ο σκύλος ξυλοκοπείται και αφήνεται νηστικός από τον ιδιοκτήτη του, Λάμπρο,
ώσπου κάποτε, χωρίς αιτία, τον πνίγει και τον αντικαθιστά με έναν άλλο σκύλο. Για
μια ακόμα φορά υπογραμμίζεται η κατωτερότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η νατουραλιστική θεωρία περί επικράτησης του ισχυρότερου απέναντι στον
αδύναμο εντοπίζεται και στη «Φόνισσα»206 του Παπαδιαμάντη μέσω δύο
παραδειγμάτων. Από τη μία, γίνεται αναφορά στη φωλιά του θαλασσαετού, που είναι
γεμάτη από κόκαλα τα οποία προέρχονται από θαλάσσια φίδια, φώκιες, καρχαρίες
και άλλα είδη θαλάσσιων ζώων. Από την άλλη, περιγράφεται η σκηνή κατά την οποία
ένας ψαράς, προκειμένου να συλλέξει περισσότερα ψάρια, έρχεται αντιμέτωπος με
μια φώκια. Ο ψαράς, μπαίνοντας στη σπηλιά,

εκτύπησε την φώκην μ’ ένα πέλεκυν, την αιμάτωσε, το κύμα εκοκκίνησεν επ’ ολίγον. Η φώκη
ήσπαιρεν εν αγωνία. Ο νεαρός αλιεύς κατώρθωσε να σφίγξει τον λαιμόν με μίαν θηλειάν […]
ν’ ανασύρει επάνω την φώκην.207

Και σε αυτό το διήγημα, διακρίνεται η κτηνωδία, που μπορεί να ασκήσει ο άνθρωπος,


πάνω στα πλάσματα της Φύσης. Εν προκειμένω το ζώο θανατώνεται για να
συλλεχθούν περισσότερα ψάρια, η πώληση των οποίων θα εξασφαλίσει μεγαλύτερες
οικονομικές απολαβές για τον ψαρά.

203
Παπαδιαμάντης, «Έμποροι των Εθνών», 1, 133-343.
204
Ό.π., 1, 214.
205
Καρκαβίτσας, «Τελώνια», 2, 568-576.
206
Παπαδιαμάντης, «Η Φόνισσα», 3, 417-520.
207
Ό.π., 3, 513.

56
Στο πλαίσιο του Νατουραλισμού, ο άνθρωπος κακοποιώντας τα άκακα και
άβουλα ζώα, συμπεριφέρεται ως κτήνος, καθώς, υπό την πίεση της στιγμής και του
περιβάλλοντος, απελευθερώνει τα κληρονομημένα πρωτόγονα ένστικτά του. Παρά το
γεγονός ότι βρίσκεται στο πολιτισμένο περιβάλλον της πόλης, καταπιεσμένος από
τους απαιτητικούς ρυθμούς ζωής της βιομηχανικής εποχής, εκδηλώνει τα πρωτόγονά
του ένστικτα, χωρίς κανένα ίχνος ανθρωπιάς.

57
Δ. ΤΟ ΖΩΟ ΩΣ ΘΕΑΜΑ

Στον δημόσιο χώρο της Αθήνας, αλλά και άλλων πόλεων της ελληνικής επαρχίας,
όπου αρκετές φορές οι κάτοικοι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες ποικίλων συμβάντων, τα
ζώα κατείχαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Το θέαμα του ζώου κέντρισε την προσοχή των
ανθρώπων στα διάφορα σημεία των πόλεων.

Θέαμα αποτελεί το ζώο στην «Αρκούδα»208 του Μητσάκη. Εδώ, περιγράφεται


ένα τυπικό λαϊκό θέαμα: ο αρκουδιάρης εξαναγκάζει την αρκούδα του να διασκεδάζει
το πλήθος με διάφορα κόλπα, προκειμένου να κερδίζει χρήματα. Μια κατάμαυρη
αρκούδα,

νε’ ακόμη, λίγο μεγαλυτέρ’ από μανδρόσκυλον, αλλά κακουχημένη, ρυπαρά, ως κουρασμένη
από αθλίαν ζωήν, με μαδημένον εις πολλά μέρη το δέρμα της, με τσιμπλιασμένους
οφθαλμούς, και ψωριασμένη, ορθία επί των πισινών ποδών της, 209

γίνεται υποχείριο του αφέντη της, ώστε να εντυπωσιάσει τους θεατές με τις κινήσεις
της. Το χρήμα προσδιορίζει τη στάση του ανθρώπου προς το ζώο και σε άλλες
ιστορίες, όπου με το φόβητρο του βασανισμού, ο άξεστος αρκουδιάρης επιβάλλει
στην ταλαιπωρημένη αρκούδα του να χορέψει καλά. Ο αρκουδιάρης, άνθρωπος
αμόρφωτος, απευθύνεται, επίσης, σε ένα αμόρφωτο και λαϊκό πλήθος που
διασκεδάζει με το σκληρό θέαμα. Ο αφηγητής σχολιάζει από την οπτική γωνία του
καλλιεργημένου αστού τη συμπεριφορά του αμαθούς πλήθους της πόλης και διατηρεί
τις αποστάσεις του από τη λαϊκή μάζα που έχει αποκοπεί από τη σχέση της με τον
φυσικό κόσμο. Στην αφήγηση περιγράφεται η διαφορά της προηγούμενης με την
τωρινή ζωή της αρκούδας, η οποία ακόμη και την τελευταία στιγμή συλλογίζεται την
ελευθερία της.210 Η αρκούδα συμβολίζει, κατά τον Παλαμά, την αντίθεση της ωραίας
και ελεύθερης φύσης «προς την κοινωνίαν την δούλην και την δυσειδή». 211 Αντίθετα,

208
Μητσάκης, «Αρκούδα», 1, 370-377.
209
Ό.π., 1, 370.
210
«Και καθώς βαίνει έτσι, λέγεις πως πράγματ’ ίσως συλλογίζεται, ότι εάν δεν ήτον η κατηραμένη
αυτή άλυσος και ο κλοιός ο απεχθής και ο φρικτός ο κρίκος, θεν’ απετίνασσε με ένα μόνον της
σιαγόνος κτύπημα τον μισητόν αλήτην, θα εσκόρπιζε τον συρφετόν των παρεστώτων, και θεν’ έφευγ’
έκφρον, ωρυόμενον, προς των αγρών την έκτασιν», ό.π., 1, 376.
211
Παλαμάς, «Δ’. Μιχαήλ Μητσάκης», Άπαντα, σελ. 189.

58
για τον Κώστα Παρορίτη, ο συγγραφέας της αρκούδας θα μπορούσε να στοχεύει με
το διήγημα στην κοινωνική κριτική του λαού που άγεται και φέρεται, αν το διήγημα
λάμβανε κοινωνικές προεκτάσεις.212 Παραδόξως, βλάχος αρκουδιάρης και αρκούδα
σε έναν βαθμό συνταυτίζονται, καθώς και οι δύο έχουν χάσει την ελευθερία τους.
Από τη μία, η αρκούδα είναι υποδουλωμένη στον αφέντη της και από την άλλη, ο
βλάχος αποσκοπεί μόνο στην απόκτηση όλο και μεγαλύτερου κέρδους, όπως φαίνεται
από τις αντιδράσεις του, όταν αμείβεται από το πλήθος. Το ζώο, λοιπόν, γίνεται
φορέας του ιδανικού της ελευθερίας, ενώ ο άνθρωπος γίνεται φορέας του ιδανικού
του κέρδους, με αποτέλεσμα το ζώο αξιακά να υπερτερεί. Ο Μητσάκης για τη
συγγραφή του συγκεκριμένου διηγήματος αφορμάται από το φαινόμενο του
περιπλανώμενου αρκουδιάρη, που ήταν αρκετά συχνό σε διάφορες περιοχές της
Ελλάδας για αιώνες, έως ότου εκλείψει το 1970 με σχετικό νόμο. Με το ίδιο δρώμενο
καταπιάνεται η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου στην «Αρκούδα». 213 Εδώ, όμως,
συγκριτικά με το διήγημα του Μητσάκη, η λύση δίνεται μέσω του φανταστικού. Αν
και η αρκούδα βρίσκεται υπό την κατοχή του αρκουδιάρη, εμφανίζεται μια νεράιδα
και την ελευθερώνει. Με την επιστροφή της στο δάσος, αφού συναντά τις υπόλοιπες
αρκούδες, βιώνει κάτι αναπάντεχο. Προσπαθώντας να εντυπωσιάσει τις
συντρόφισσές της με τα κόλπα της, όπως έκανε τόσο καιρό στο ανθρώπινο πλήθος, οι
αρκούδες αδιαφορούν για το θέαμά της και απομακρύνονται από κοντά της. Η
αρκούδα, καθώς έχει πια χάσει την παλικαρίσια της ζωή, αυτή του δάσους, αρχίζει να
φοβάται για το πώς θα επιβιώσει. Με τον “εκπολιτισμό” της από τον αρκουδιάρη το
ζώο χάνει κάθε φυσική ικανότητα, δηλαδή, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που την
κάνουν αρκούδα, ώστε να καταφέρει να επιβιώσει μόνη της. Έτσι, αρχίζει, να
αναζητά τον αρκουδιάρη και τις βαριές της αλυσίδες και με την επανεμφάνιση της
νεράιδας επιστρέφει στον “πολιτισμό” της. Ας σημειωθεί ότι το θέμα εμφανίζεται και
αργότερα, αλλά, με διαφορετική στόχευση, στην «Αρκούδα»214 του Στέφανου
Γρανίτσα και στην «Άρκτο»215 του Ε. Χ. Γονατά. Εκτός από την αρκούδα, ο

212
Βλ. Μιχαήλ Μητσάκης, «Κώστας Παρορίτης στον «Νουμά» (24 Οκτωβρ. 1920)», Φιλολογικά έργα,
τόμ. Β’, τακτοποιημένα και φροντισμένα Δημ. Ταγκόπουλος, Αθήνα, "Αθηναϊκό Βιβλιοπωλείο" Χ.
Γανιάρη & Σία, 1922, σελ. 11-15.
213
Βλ.Άνθρωποι, Παπακώστας.
214
Ό.π.
215
Ό.π.

59
άνθρωπος χρησιμοποιούσε για τη διασκέδαση του πλήθους και άλλα ζώα, όπως τη
μαϊμού και τον ελέφαντα216 -συνήθεια που συνεχιζόταν ως τις μέρες μας στο τσίρκο.

Ο Μητσάκης παρουσιάζει έναν άλλου είδους περιπλανώμενο με ζώο στον


«Οιωνό».217 Εκεί εμφανίζεται «εις των γνωστών εκείνων πλανήτων πωλητών
τυχών»218 και φέρνει μαζί του ένα πτηνό, το οποίο γνωρίζει τα μυστήρια της μοίρας.
Με την εμφάνισή τους, πλήθος κόσμου μαζεύονται κοντά τους, προκειμένου να
ξεκινήσει το θέαμα:

Ο πρόθυμος χρησμοδότης καταβιβάζει αμέσως από των ώμων του τον τρίποδά του, ανοίγει
τον κλωβόν τού πτηνού και παρουσιάζει αυτώ πολύχρωμά τίνα έντυπα και δεδιπλωμένα
χαρτία, εσκορπισμένα εντός ιδιαιτέρου σιδηρού δισκαρίου, και εκείνο ραμφίζει εν, και ο
υποφήτης το παραλαμβάνει και το εγχειρίζει εις τον χρησμοδοτούμενον.219

Το πτηνό επαναλαμβάνει αυτές τις κινήσεις κάθε φορά που θέλει κάποιος να μάθει τη
μοίρα του, λειτουργώντας ως πλανόδια Πυθία που προβλέπει το μέλλον για το κοινό.
Έτσι, και η μάνα της άρρωστης και ετοιμοθάνατης κοπέλας του διηγήματος επιθυμεί
να γνωρίσει το μέλλον της. Και σε αυτό το αφήγημα, ο άνθρωπος προσπαθεί να
εκμεταλλευθεί το ζώο και να παραπλανήσει το συγκεντρωμένο πλήθος. Πιο
συγκεκριμένα, η μάνα καλεί τον αγύρτη για να της υποδείξει τα μελλούμενα για την
ετοιμοθάνατη κόρη της. Ο περιπλανώμενος, ανίδεος προς την κατάσταση της νεαρής
κοπέλας, ανακοινώνει στη μάνα για τη μοίρα της κόρης της, ότι αν και υποφέρει
τώρα, αργότερα θα παντρευτεί έναν πλούσιο άνδρα, θα κάνει πολλά παιδιά και θα
ζήσει μέχρι τα βαθιά της γεράματα. Ο ψεύτικος ελπιδοφόρος οιωνός αντιτίθεται
ειρωνικά στην πραγματικότητα της ετοιμοθάνατης κοπέλας. Και εδώ, στόχος είναι η
άσκηση κοινωνικής κριτικής προς τους αγύρτες, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την
αφέλεια ζώου και του αμόρφωτου λαϊκού πλήθους, με σκοπό το κέρδος.

Η λειτουργία του ζώου ως θεάματος καταγράφεται και στην «Καμήλα»220 του


Καρκαβίτσα. Στην αρχή του χρονογραφήματος ο μανάβης του χωριού έχει

216
Ε. Π., «Τα ζώα εις το θέατρον», Φιλολογική Ηχώ, τεύχ. 9, Κων/πολη (1896) σελ. 53-54
[http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/fil_ixo/article/view/29248/29231] Ανάρτηση στις: 15/7/2018.
217
Μητσάκης, «Οιωνός», 1, 204-209.
218
Ό.π., 1, 204.
219
Ό.π., 1, 207.
220
Καρκαβίτσας, «Η καμήλα», 3, 1394-1398.

60
μασκαρευτεί221 και δεν αναγνωρίζεται εύκολα από τους συγχωριανούς του, και
κυρίως από την κυρά Σταματική, η οποία δεν πιστεύει ότι ο μασκαράς είναι ο
Κώστας ο μανάβης. Στο χωριό εμφανίζεται μια ομάδα περιπλανώμενων μουσικών,
αποτελούμενη από πολλά άτομα, φέροντας μαζί της και ένα ζώο. Η καμήλα με
ντυμένο κεφάλι, στολισμένο με καπιστράνα γαϊτανόπλεκτη, με χρωματιστές φούντες
και γαλαζοκίτρινες χάντρες, αποτελεί βασικό μέλος της ομάδας. Η καμήλα αρχίζει να
χορεύει, όταν ξαφνικά βλέπει και λαχταρά τα πορτοκάλια του μανάβη. Βλέποντας ο
μανάβης την καταστροφή του εμπορεύματός του, προσπαθεί να διώξει την καμήλα.
Τα μέλη της περιπλανώμενης ομάδας ξυλοκοπούν τον μανάβη για να υπερασπιστούν
το ζώο. Ο μανάβης, καθώς πια έχει ξεμασκαρευτεί, λόγω του ξυλοδαρμού,
αναγνωρίζεται εν τέλει από την κυρά Σταματική. Εδώ, από τη μία φανερώνεται η
στενή σχέση του ζώου με τους ανθρώπους και από την άλλη με την εμφάνιση του
ζώου και τον ξυλοδαρμό του μανάβη, γίνεται η αναγνώρισή του από τη συγχωριανή
του.

Με χιουμοριστική χροιά εμφανίζεται ο παπαγάλος στο διήγημα του


Παπαδιαμάντη, «Ώχ! Βασανάκια».222 Σε ένα μπαλκόνι μαζί με πλήθος κοριτσιών
βρίσκεται ένα κλουβί με έναν παπαγάλο, ο οποίος φωνάζει «Παπαγάου! Θες καφέ!»
και τα παιδιά από την αυλή του σχολείου του μιλούν και τον πειράζουν. Στο τέλος
του διηγήματος, αν και το συμβάν είναι οδυνηρό, η ύπαρξη του παπαγάλου μειώνει
τη σοβαρότητά του. Δηλαδή, η γριά στρίγγλα κυνηγάει τα παιδιά και από πίσω της
ακολουθούν άλλοι μαθητές, που την πετροβολούν, πίσω από αυτούς τρέχει ο σκύλος
της γριάς και από πάνω ο παπαγάλος ασώπαστος τονίζει την επωδή του. Μέσα στο
ξέφρενο πλήθος η παρουσία του παπαγάλου δίνει «έναν πιο ανάλαφρο τόνο στο
συμβάν και κατ’ επέκταση στη ζωή, αλλά και συμβολίζει όλο το σχολαστικισμό του
σχολείου».223 Παράλληλα, αναδεικνύεται και το χιούμορ του συγγραφέα.

Το ζώο ως θέαμα βρίσκουμε και στο αφήγημα, «Άφιξις Βασιλέως», 224 του
Μητσάκη. Εδώ, ένας σκύλος με το αφεντικό του, προσπαθούν να παρακολουθήσουν
την άφιξη του βασιλιά. Ο σκύλος, όμως, προκαλεί αναστάτωση στο πλήθος, αλλά και
τρομάζει από τους ανθρώπους, γαβγίζοντας ακόμα περισσότερο. Προκειμένου να

221
«Εφορούσε φέσι ορθό, τουνεζίνικο στο κεφάλι· μια πουκαμίσα άσπρη απάν’ από τα ρούχα έως το
γόνα κ’ είχε αλευρωμένο το πρόσωπό του τόσο που ήταν αγνώριστος», ό.π., 3, 1394.
222
Παπαδιαμάντης, «Ώχ! Βασανάκια», 3, 11-18.
223
Γ. Βαλέτας, Παπαδιαμάντης. Η ζωή – Το έργο – Η εποχή του, Αθήνα, Δημ. Δημητράκου, 1955, σελ.
595.
224
Μητσάκης, «Άφιξις Βασιλέως», 1, 553-563.

61
δικαιολογήσει το πλήθος την ύπαρξη του σκύλου τη στιγμή κατά την οποία έρχεται ο
βασιλιάς, εξανθρωπίζει το ζώο, καθώς υποστηρίζει ότι θέλει να δει και αυτό τον
βασιλιά. Με την απόδοση ανθρώπινων χαρακτηριστικών στο ζώο, ο σκύλος τελικά
γίνεται ένα με το ανθρώπινο πλήθος και δε γίνεται διαχωρισμός ανθρώπου και ζώου.

Το θέμα του ζώου ως θεάματος παίρνει μια ειδική τροπή σε νατουραλιστικά


κείμενα. Στο διήγημα, «Η Σμυρνία»,225 του Καρκαβίτσα, ο αφηγητής με τον φίλο του,
ενώ κάνουν βόλτα στα σοκάκια της Σμύρνης, συναντούν συγκεντρωμένους
ανθρώπους γύρω από ένα άλογο, που προοριζόταν για το θηριοτροφείο. Το
συγκεντρωμένο πλήθος αδιαφορεί για το άλογο που οδηγείται στον θάνατο. Το άλογο
βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση, αλλά την προσοχή του αφηγητή τραβά μια κοπέλα,
που βρίσκεται στο παράθυρο του σπιτιού της. Ο αφηγητής, εντυπωσιασμένος από την
κοπέλα, παρατηρεί τη θλίψη και τον πόνο του βλέμματός της. Αιτία των
συναισθημάτων της κοπέλας, κατά τον αφηγητή, αποτελεί η μαύρη μοίρα του
αλόγου, το οποίο θα θανατωθεί. Η πορεία του αλόγου προς το θηριοτροφείο θα
σημάνει το τέλος του, καθώς θεωρείται ανίκανο να εξυπηρετήσει τις ανθρώπινες
ανάγκες. Το πλήθος αποχαιρετώντας το μελλοθάνατο άλογο αρχίζει να
απομακρύνεται και ο αφηγητής συνειδητοποιεί ότι η κόρη δεν παρακολουθεί το
άλογο αλλά τον αγαπητικό της, ο οποίος, επίσης, φεύγει, στοιχείο που λειτουργεί ως
τραγική ειρωνεία. Η θλίψη, την οποία νιώθουν ο αφηγητής για το άλογο και η κοπέλα
για τον νέο, είναι παρόμοια. Τελικά, όμως μόνο ο αφηγητής αντιδρά απέναντι στο
θέαμα, αν και δεν κάνει τίποτα για να το εμποδίσει. Μέσα από τη συμπάθεια του
αφηγητή για το άλογο καταγγέλλεται το άσχημο τέλος των ζώων, τα οποία από τη
στιγμή που δεν μπορούν να προσφέρουν στον άνθρωπο, θανατώνονται ακόμη και αν
διαθέτουν τη δική τους ψυχή.

Στα «Θεάματα του Ψυρρή»226 του Μητσάκη ένας αρκετά ταλαιπωρημένος


σκύλος, με το κεφάλι σχεδόν να αγγίζει το χώμα, με σηκωμένο τρίχωμα, με
κατεβασμένη την ουρά, με κόκκινη, μακριά, γλοιώδη, κρεμασμένη γλώσσα, με
βλέμμα απλανές, μαύρο και σκοτεινό, σαν σε όνειρο, με βήμα γρήγορο, διασχίζει την
οδό Ψυρρή, προκαλώντας την περιέργεια του πλήθους. Αυτό, όμως, το οποίο κάνει το
πλήθος να κοιτάζει με περιέργεια και σιχασιά αναμεμειγμένη με ηδονή, είναι η
τεράστια πληγή της κοιλιάς του,

225
Καρκαβίτσας, «Η Σμυρνία», 1, 262-265.
226
Μητσάκης, «Θεάματα του Ψυρρή», 1, 308-317.

62
ηνεωγμένης κατά μήκος, εκ μακράς πληγής, τεμνούσης όλον το υποκάτω του σώματος αυτού,
διηκούσης από των αιδοίων μέχρι του στήθους του σχεδόν, τα εντόσθιά του έπιπτον χαμαί,
πάνοπτα, κρεμάμενα, εσύροντο επάνω εις το χώμα, όλα έξω, εν όγκω υποπρασίνω και
αιμοφύρτω.227

Ξεσκισμένο το σκυλί περπατάει ανάμεσα στο πλήθος, αφήνοντας στο πέρασμά του
μια γραμμή αίματος και σηκώνοντας σκόνη που κολλάει στα εντόσθιά του. Με
αξιοπρέπεια και τόλμη το σκυλί γίνεται αντικείμενο θαυμασμού λόγω του ψυχικού
σθένους που επιδείχνει. Η συμπόνια για το ζώο δε διαρκεί όμως πολύ, καθώς, όταν
μαθεύεται ότι ο Μιχάλης ο χασάπης το τραυμάτισε με ένα μαχαίρι, όσοι αντικρίζουν
το ζώο αρχίζουν να βάζουν στοιχήματα για την εναπομείνασα ζωή του. Έτσι, οι
άνθρωποι το ακολουθούν προκειμένου να δουν ποιος θα κερδίσει, ενώ το σκυλί
ψάχνει μια γωνιά να ξεψυχήσει μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Με επιμονή στις
λεπτομέρειες που καλλιεργούν την αισθητική της φρίκης, περιγράφονται οι
αντιδράσεις του σώματος του σκύλου μέχρι να εκπνεύσει. Το ζώο λειτουργεί ως
σύμβολο χαμένων αξιών λόγω του νεωτερικού τρόπου ζωής. Δηλαδή, ο νέος τρόπος
ζωής οδηγεί στην εξάλειψη αξιών εντός των μεγάλων αστικών κέντρων, κάνοντας
τους ανθρώπους πιο ανήθικους και πιο σκληρούς. Ο σκύλος αλληγορικά αποτελεί
φορέα συναισθημάτων και ηθών, τα οποία δεν μπορούν να επιβιώσουν σε μια εποχή
που αλλάζει.228 Μέσω της περιγραφής θανάτου του ζώου αναδεικνύεται η αναλγησία
των ανθρώπων, καθώς η απάθειά τους στο μαρτύριό του υπερτονίζει τον απάνθρωπο
χαρακτήρα τους. Η απόλαυση θεαμάτων με πρωταγωνιστές ζώα από το λαϊκό πλήθος
στόχο έχει, όπως αναφέρθηκε, να μεταφέρει την κριτική των συγγραφέων απέναντι
στην ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία αρέσκεται στη θέαση ειδεχθών θεαμάτων.
Εκτός από τον Μητσάκη, την αποστροφή του προς παρόμοια αποτρόπαια θεάματα
εκφράζει και ο Παπαδιαμάντης, που δείχνει τη συμπάθειά του προς τα ζώα, ακόμα
και όταν οδηγούνται στη σφαγή.229
Τα μεγάλα αστικά κέντρα αποτέλεσαν χώρο διεξαγωγής καθημερινών
θεαμάτων με πρωταγωνιστές και τα ζώα. Εντός του καταπιεστικού αστικού

227
Ό.π., 1, 311.
228
Βλ. Μαρία Μαρκοπούλου, Μιχαήλ Μητσάκης: η ετερότητα μέσα από δύο «μυωπικά μάτια»,
Μεταπτυχιακή Εργασία, [http://ikee.lib.auth.gr/record/129752/files/GRI-2012-9133.pdf] Ανάρτηση
στις: 10/6/2018.
229
Βλ. «Σκληρότης είναι το να βασανίζονται τα ζώα, άνευ ανάγκης, και δημοσία μάλιστα,
αδιαφορούσης της εξουσίας, από αγωγιάτες, καροτσέρηδες, ζωεμπόρους και άλλους. Η δε σφαγή
πρέπει να εκτελήται με πάσαν την πρέπουσαν ευσπλαχνίαν, την ηπιότητα και λογικότητα»,
Παπαδιαμάντης, «Κατά το πρέπον ζην. Η αληθής υγιεία», 5, 286.

63
περιβάλλοντος και της εποχής που θέτουν τον άνθρωπο σε έναν διαρκή αγώνα
επιβίωσης, πολλές φορές ο άνθρωπος δε δίστασε να βασανίζει και να
κακομεταχειριστεί τα υποδεέστερα και απροστάτευτα ζώα. Ο άνθρωπος προβάλλει τα
κτηνώδη ένστικτά του πάνω στα άκακα και μη βλαπτικά ζώα, σύμφωνα με τη
νατουραλιστική θεώρηση. Γενικότερα, η στάση απέναντι στο ζώο λειτουργεί ως
κάτοπτρο των ανθρωπίνων αξιών, όπως για παράδειγμα της καλοσύνης ή της
σκληρότητας της ανθρωπότητας.230 Στη θέα ενός ζώου δημιουργούνται στον
άνθρωπο ποικίλα συναισθήματα, ενώ στις αντιδράσεις του διαγράφεται ο εκάστοτε
χαρακτήρας.

230
Βλ. Antonia Losano, «Performing Animals/Performing Humanity», Animals in Victorian Literature
and Culture, Laurence W. Mazzeno, edit. Ronald D. Morrison, UK, Palgrave Macmillan, 2017, σελ.
129-146.

64
Ε. ΖΩΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΣΜΟΣ

Το κίνημα του Αισθητισμού αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου και των αρχών του 20ού
αιώνα στην Αγγλία, με κύριο εκφραστή τον Oscar Wilde. Κύρια χαρακτηριστικά του
κινήματος αποτέλεσαν, ανάμεσα σε άλλα, η αυτονομία της τέχνης, η ανάδειξη της
ομορφιάς της τέχνης, η ανεξαρτησία των αισθητικών αξιών από τις ηθικές, η
ανύψωση της τέχνης πάνω από τη ζωή, η εισαγωγή του τεχνητού, κ.ά., καθώς και το
βασικότερο δόγμα του Αισθητισμού υπήρξε «η Τέχνη για την Τέχνη». 231 Ο
αισθητισμός βρήκε την έκφρασή του στη Νεοελληνική Λογοτεχνία στο έργο αρκετών
συγγραφέων του τέλους του 19ου και αρχών του 20ού αιώνα: του Καβάφη, του
Μητσάκη, του Επισκοπόπουλου, του Ροδοκανάκη, του Νιρβάνα και του Καζαντζάκη.

Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να εντάξουμε δύο αφηγήματα του Μητσάκη. Στο
πρώτο, «Ο ταύρος»,232 περιγράφεται με αρκετές λεπτομέρειες ο ολόγλυφος ταύρος
του Κεραμεικού. Η πλούσια σε εικόνες, ήχους και υφές περιγραφή διεγείρει τις
αισθήσεις του αναγνώστη, την όραση, την ακοή και την αφή. Μέσα από την
οξυδερκή ματιά του αφηγητή τονίζεται η ανυπότακτη φύση του, η σεξουαλική
ορμητικότητα και η επιβλητικότητα του ταύρου. Ο αφηγητής ανακαλύπτει στο σώμα
του ταύρου «ένα πεδίο διέγερσης αισθήσεων, μια περιοχή λατρείας και
ηδυπάθειας».233 Τα χαρακτηριστικά του προβάλλονται ακόμα πιο έντονα λόγω της
αντίθεσης μεταξύ του χαρακτήρα του ταύρου και της στατικής κατάστασης, στην
οποία τον θέτει η τέχνη της γλυπτικής. Ο ταύρος γίνεται αφορμή για τον αφηγητή να
αναφερθεί σε ολόκληρη την πλάση (φύση, ουρανός, αρχαιότητα) πριν επιστρέψει
ξανά στον ταύρο. Ο ταύρος αποτελεί από τη μία, τον εκπρόσωπο του ζωικού
βασιλείου και από την άλλη τον εκφραστή δύο Τεχνών, της Λογοτεχνίας και της
Γλυπτικής. Με την περιγραφή του, η μία τέχνη αναδεικνύει την άλλη και ταυτόχρονα
η καθεμία αυτοπροβάλλεται. Η Φύση «στον ευρωπαϊκό αισθητισμό […]
αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα ως παράγοντας που κρατά τον άνθρωπο δέσμιο στη
σύμβαση ενός ετεροκαθορισμού».234 Αντίθετα ο Μητσάκης ορμώμενος από τον
ταύρο του ταφικού μνημείου του Διονυσίου του Κολυτέως, αναφέρεται στο ζώο, το

231
Βλ. Λένα Αραμπατζίδου, Αισθητισμός. Η νεοελληνική εκδοχή του κινήματος, Θεσσαλονίκη,
Μέθεξις, 2012˙ R. V. Johnson, Αισθητισμός, μτφρ. Ελένη Μοσχονά, Αθήνα, Ερμής, 1973˙Απόστολος
Σαχίνης, Η πεζογραφία του Αισθητισμού, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1981.
232
Μητσάκης, «Ο ταύρος», 1, 409-413.
233
Αραμπατζίδου, Αισθητισμός, σελ. 444.
234
Ό.π., σελ. 59.

65
οποίο διατηρεί αναλλοίωτα τα φυσικά του χαρακτηριστικά. Με την αντίθεση της
κίνησης του ταύρου προς τη στατικότητά του ο Μητσάκης εκφράζει «μια βαθύτερη
θλίψη για την ασυνέχεια της ζωής του παρελθόντος, αρχαίου και μεσαιωνικού, στο
κοινωνικό παρόν, έκφανση της οποίας είναι η αρχαιολογική αντιμετώπισή του».235 Ο
ταύρος λοιπόν, έχοντας απεκδυθεί πια τη φθαρτή φυσική του υπόσταση και
μετουσιώνοντας τις δύο Τέχνες, θα μπορέσει «να κερατίση το άπειρον…». 236

Το δεύτερο αφήγημα του Μητσάκη φέρει τον τίτλο «Γλάροι». 237 Και εδώ ο
αφηγητής περιγράφει, πιο απλά, αλλά με αρκετές λεπτομέρειες τους γλάρους,
διεγείροντας τις αισθήσεις του αναγνώστη, με πλήθος εικόνων, ήχων, χρωμάτων, κ.ά.
Αφού ολοκληρώσει την αισθητιστική περιγραφή τους, ο αφηγητής εκφράζει το
υπαρξιακό του άγχος: βλέποντας τους γλάρους που πετούν ελεύθεροι, αισθάνεται την
αδυναμία του να πετάξει και αυτός μαζί με τα πουλιά. Με τη φύση και την ελευθερία
να ταυτίζονται, το διαρκές πέταγμα των γλάρων συμβολίζει την επιθυμία του για
ελευθερία και λύτρωση.

235
Γεωργία Γκότση, «Έμψυχες αρχαιότητες. Λογοτεχνία και πολιτισμική βιογραφία τον 19 ο αιώνα»,
Κονδυλοφόρος, τόμ. 11, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2012, σελ. 66˙ βλ. της ίδιας «Μιχαήλ
Μητσάκης», Η παλαιότερη πεζογραφία, σελ. 264-323.
236
Μητσάκης, ό.π., 1, 413.
237
Μητσάκης, «Γλάροι», 1, 502-503.

66
ΣΤ. ΖΩΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Η στροφή προς τον Συμβολισμό αποτέλεσε για τον σκιαθίτη συγγραφέα την
καλλιτεχνική του αντίδραση στον απαισιόδοξο χαρακτήρα του Νατουραλισμού και
τον ορθολογισμό του Ρεαλισμού.238 Σε ορισμένα κείμενα του Παπαδιαμάντη,
ιδιαίτερα στα διηγήματα της όψιμης περιόδου, τα ζώα αποκτούν συμβολικές
διαστάσεις.

Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μιας τέτοιας λειτουργίας του ζώου


βρίσκουμε στο πολυσυζητημένο διήγημα, «Όνειρο στο κύμα».239 Η εμφάνιση της
κατσίκας-Μοσχούλας στο διήγημα έχει ερμηνευθεί από την κριτική με πολλούς
τρόπους. Η κατσίκα-Μοσχούλα κατά τον αφηγητή αποτελεί ένα ξεχωριστό ζώο για
τον νεαρό βοσκό του διηγήματος και η ομοιότητά της με την κοπέλα-Μοσχούλα
δηλώνεται ήδη από την αρχή της αφήγησης από τον ώριμο, πλέον, αφηγητή της
ιστορίας. Προς την «μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα»240
κατσίκα το βοσκόπουλο δείχνει την ιδιαίτερη συμπάθειά του, αφού κάθε στιγμή που
χάνει το ερίφιό του, το αναζητά με αγωνία. Με αφορμή την αναζήτηση του ζώου
επιτυγχάνεται η γνωριμία του βοσκόπουλου με την κοπέλα-Μοσχούλα. Επιπλέον, η
ιδιαίτερη αδυναμία του αφηγητή προς το ζώο διακρίνεται από το γεγονός ότι της έχει
αγοράσει ένα χρυσό κουδουνάκι με κόκκινο περιλαίμιο, το οποίο τελικά εκλάπη. Η
καθόλου τυχαία ομωνυμία της κοπέλας-Μοσχούλας και της κατσίκας-Μοσχούλας
προκαλεί σύγχυση στη συνείδηση του βοσκόπουλου, με αποτέλεσμα η κατσίκα να
αντικαθιστά, ορισμένες φορές, την κοπέλα, αλλά και το αντίθετο. Στις διλημματικές
αυτές καταστάσεις «το σημαίνον Μοσχούλα είναι αυτό που θολώνει»241 το
σημαινόμενο Μοσχούλα. Πιο συγκεκριμένα, το βέλασμα της κατσίκας-Μοσχούλας,
αν και είναι αυτό, το οποίο επαναφέρει το βοσκόπουλο στην πραγματικότητα, ιδίως
στην τελευταία σκηνή του διηγήματος, διχάζει ταυτόχρονα τη συνείδησή του,

238
Βλ. Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας.
Από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόμ. ΣΤ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1997, σελ. 114-209.
239
Παπαδιαμάντης, «Όνειρο στο κύμα», 3, 261-273.
240
Ό.π., 3, 264.
241
Δημήτρης Τζιόβας, «Ερμηνεύοντας το “Όνειρο στο κύμα”», Πρακτικά Α’ Διεθνούς Συνεδρίου για
τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Σκιάθος 20 – 24 Σεπτεμβρίου 1991, Αθήνα, Δόμος, 1996, σελ. 82.

67
ανάμεσα στο καθήκον του ποιμένα και στην πρωτόγνωρη ερωτική εμπειρία,242 κατά
την οποία παρακολουθεί την κοπέλα-Μοσχούλα να κάνει μπάνιο στη θάλασσα.
Παραπαίοντας μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, ο αφηγητής αποφασίζει να
σώσει από πνιγμό την κοπέλα-Μοσχούλα και όχι την κατσίκα-Μοσχούλα, δίνοντας
παγανιστικές προεκτάσεις243 στο διήγημα με την θυσία ζώου έναντι του ανθρώπου.
Το βοσκόπουλο αδυνατεί να σώσει και τις δύο, καθώς και οι δύο δεν μπορούν να
συνυπάρξουν, σύμφωνα με το φαινόμενο της ψυχολογικής μετάθεσης (Verschie-
Dung-Déplacement), όπου τα αισθήματα μετατίθενται από το αρχικό τους
αντικείμενο (την ηρωίδα Μοσχούλα) σε ένα άλλο αντικείμενο-υποκατάστατο (τη
μικρή γίδα).244Έτσι, η κατσίκα-Μοσχούλα «εσχοινιάσθη […] και επνίγη».245 Τελικά,
λόγω της επαφής του αφηγητή με το αντικείμενο του πόθου η κοπέλα-Μοσχούλα δεν
αποτελεί κάτι το άπιαστο και το εξιδανικευμένο, καθώς για τον αφηγητή θεωρείται
πια μια απλή θυγατέρα της Εύας, δηλαδή μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες. Επίσης, η
κατσίκα-Μοσχούλα ταυτίζεται και με τον αφηγητή «μέσα από το σύμβολο του
σχοινιού, το οποίο αντιπροσωπεύει την αναστολή της επιθυμίας και της
ελευθερίας».246 Στην αρχή του διηγήματος ο αφηγητής βλέποντας τον δεμένο με
σκοινί σκύλο του αφεντικού του στο δικηγορικό γραφείο, όπου εργάζεται,
παρομοιάζει τον εαυτό του με το σκυλί, καθώς δε νιώθει ελεύθερος να πράξει τίποτα
παραπάνω απ’ όσα πρέπει. Κατ’ επέκταση, ο ώριμος αφηγητής, ο σκύλος και η
κατσίκα-Μοσχούλα συνταυτίζονται, συμβολίζοντας το ανελεύθερο. Με το θάνατο
την αγαπημένης του κατσίκας, για τον οποίο ο αφηγητής μετρίως λυπήθηκε, το
βοσκόπουλο απομακρύνεται από τον κόσμο της φύσης, της ανεμελιάς, της
αθωότητας247. Στο διήγημα ο θάνατος του ζώου αποτελεί σύμβολο της μετάβασης
από μια κατάσταση που χάνεται -την παιδική ηλικία- στην κατάσταση του ενήλικα

242
Βλ. Νικήτας Παρίσης, «Όνειρο στο κύμα», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Τρία διηγήματα. Το
μυρολόγι της φώκιας, όνειρο στο κύμα, πατέρας στο σπίτι. Αναζήτηση της αφηγηματικής λογικής, Αθήνα,
Μεταίχμιο, 2001, σελ. 84-152.
243
Το δίλλημα του βοσκού για τη διάσωση του ποιμνίου ή του συνανθρώπου επανέρχεται για μια
ακόμη φορά, σε πολύ μικρότερη έκταση στον «Φτωχό Άγιο».
244
Ι. Κ. Κολυβά, «Αρκαδικά θέματα και ποιητική σε δύο διηγήματα του Αλ. Παπαδιαμάντη»,
Παπαδιαμαντικά Τετράδια, τεύχ. 1, Αθήνα, Δόμος, 1992, σελ. 28.
245
Παπαδιαμάντης, ό.π., 3, 273.
246
Δημήτρης Τζιόβας, «Ερμηνεία και λογοτεχνία: μια διαλογική σχέση»,Το παλίμψηστο της ελληνικής
αφήγησης. Από την αφηγηματολογία στην διαλογικότητα, Αθήνα, Οδυσσέας, 1993, σελ. 234.
247
Βλ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Το σχοίνισμα˙ της ίδιας, Αφηγηματικές τεχνικές˙ Ρέα Ζαμάρου, Φύση
και έρωτας στον Παπαδιαμάντη. Ο συγγραφέας κηπουρός, Αθήνα, Νεφέλη, 2000˙Ανδρέας
Καραντώνης, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Νεοελληνική Λογοτεχνία. ΦυσιογνωμίεςΒ’, Αθήνα,
Παπαδήμας, 1977, σελ. 429-442.

68
καταπιεσμένου ανθρώπου.248 Σε αυτό το διήγημα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του
ζώου είναι έντονα προβεβλημένα: τα ερωτεύσιμα κάλλη της κατσίκας-Μοσχούλας
γίνονται η πιθανή αιτία απώλειας της ζωής της από τον αρπακτικό αετό. Η εμφάνισή
του, που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταμόρφωση του Δία σε αετό,249 ενισχύει ακόμα
περισσότερο τα αισθήματα του αφηγητή για τη συμπαθή από θεούς και ανθρώπους
κατσίκα του, καθώς και τα παγανιστικά στοιχεία του διηγήματος.

Έντονη συμβολική διάσταση έχει και η εμφάνιση του ζώου στο διήγημα του
σκιαθίτη συγγραφέα, «Το μυρολόγι της φώκιας».250 Με την πτώση της Ακριβούλας
στο νερό η φώκια «ως εκπρόσωπος της συμπάθειας του κόσμου στην Ακριβούλα», 251
εμφανίζεται να τη θρηνήσει με το μυρολόγι της. Το θαλάσσιο θηλαστικό -το μη
ανθρώπινο στοιχείο- είναι το μόνο ον που ακούει τον παφλασμό, ο οποίος από τους
ανθρώπους είτε παρερμηνεύεται, είτε δεν μπορεί να θεαθεί το σημείο της πτώσης. Το
μυρολόγι για το άτυχο αθώο πλάσμα στην «άφωνον γλώσσαν των φωκών»252
μεταφράζει σε ανθρώπινο λόγο ο γέρος ψαράς που στέκεται παραδίπλα, εκφράζοντας
ένα υψηλό νόημα για τη ζωή:

Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό


τα πάθια κ’ οι καημοί του κόσμου.253

Αν και κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί απόψεις254 για το αν η φώκια, τρώει ή δεν
τρώει την Ακριβούλα, θεωρώ ότι το τέλος του κειμένου παραμένει ανοιχτό. Με βάση

248
Βλ.Josephine Donovan, «“Becoming Men” and Animal Sacrifice: Contemporary Literary
Examples», Human-Animal Relationships in Twentieth- and Twenty-First-Century Literature, edit.
David Herman, UK, Palgrave Macmillan, 2016, σελ. 91-107.
249
Βλ. Γιώργος Ρωμανός, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Όνειρο στο κύμα. Από τη μελέτη στην ερμηνεία,
Αθήνα, Πανδώρα, 2011.
250
Παπαδιαμάντης, «Το μυρολόγι της φώκιας», 4, 297-300.
251
Φαρίνου-Μαλαματάρη, Το σχοίνισμα, σελ. 74.
252
Παπαδιαμάντης, ό.π., 4, 300.
253
Ό.π.
254
Βλ. Χριστόφορος Μηλιώνης, Σημαδιακός και αταίριαστος, Αθήνα, Νεφέλη, 2002˙ Σταύρος
Ζουμπουλάκης, «Αδυσώπητη ζωή.“Το μυρολόγι της φώκιας”», Στεναγμοί των πενήτων. Δοκίμια για
τον Παπαδιαμάντη, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016, σελ. 13-22˙ Χρήστος
Μαλεβίτσης, «Ο αρχέγονος Παπαδιαμάντης. Σχόλιο στο “Μυρολόγι της φώκιας”», Φώτα – Ολόφωτα.
Αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Ε. Λ. Ι. Α.,
2001, σελ.291-298˙ Ζήσιμος Λορετζάτος, Collectanea, Αθήνα, Δόμος, 2009˙ Κώστας Στεργιόπουλος,
«Η τελευταία φάση του Παπαδιαμάντη και “Το μυρολόγι της φώκιας”», Πρακτικά Α’ Διεθνούς
Συνεδρίουγια τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Σκιάθος 20 – 24 Σεπτεμβρίου 1991, Αθήνα, Δόμος, 1996,
σελ. 43-55˙ Δημήτρης Βλαχοδήμος, «Η θηλυκή ταυτότητα στο “Μυρολόγι της φώκιας” και η σημασία
της», Πρακτικά Γ’ Διεθνούς Συνεδρίου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Σκιάθος 29 Σεπτεμβρίου – 2

69
το κείμενο, πριν τη φράση «πριν αρχίσει το εσπερινόν δείπνον της»,255 όπου δε
γίνεται καμία αναφορά στο είδος του φαγητού του ζώου, προηγούνται δύο ρήματα.
Το ένα είναι το «περιτριγυρίζει»,256 ρήμα, το οποίο δηλώνει την κυκλική κίνηση που
κάνουν τα ζώα πριν ορμήσουν στη λεία τους και το άλλο είναι το «μυρολογά», 257
ρήμα που μπορεί να χαρακτηρίσει, μόνο, την ανθρώπινη αντίδραση μπροστά στο
θάνατο. Έτσι, το ένα ρήμα θεωρώ ότι αναιρεί το άλλο, με αποτέλεσμα να μην είναι
σαφής η κατάληξη του σώματος της Ακριβούλας. Ένα ανάλογα ανοιχτό τέλος
βρίσκουμε στην περίφημη Φόνισσα.258 Άλλωστε, η συγγραφική οπτική δεν ανοίγεται
στο ‘μετά’, αλλά καθηλώνεται στο ‘εδώ’,259 γεγονός το οποίο συμβάλλει ακόμα
περισσότερο στην ασάφεια της αντιμετώπισης της Ακριβούλας από τη φώκια.
Ολόκληρο το διήγημα συντίθεται για να εκφράσει, μέσω της παρουσίασης ενός
στιγμιαίου γεγονότος, του θανάτου της κοπέλας, το ατέρμονο των παθών και των
καημών του κόσμου και κατ’ επέκταση να προβάλλει το γεγονός ότι η ζωή
συνεχίζεται, χωρίς να στέκεται σε εφήμερα συμβάντα, όσο τραγικά και αν είναι αυτά.
Το συμπέρασμα αυτό, θεωρώ ότι αναδεικνύεται, παραδόξως, και από το γεγονός ότι η
φώκια τρώει την Ακριβούλα, αλλά και το αντίθετο. Με άλλα λόγια, με το να τρώει η
φώκια την κοπέλα, φανερώνεται η ανακύκληση και η συνέχεια του κύκλου της
Φύσης. Από την άλλη μεριά, αν η Ακριβούλα δε γίνεται το δείπνο της φώκιας,
τονίζεται και πάλι το γεγονός της συνέχειας της ζωής, αφού, μετά το μυρολόγι, η
φώκια θα αδιαφορήσει για την κοπέλα και θα αναζητήσει το δικό της δείπνο, 260 σαν
να μην υπήρξε μάρτυρας του τραγικού αυτού συμβάντος. Σύμφωνα με τον Άγγελο
Καλογερόπουλο, στην ολοκλήρωση του διηγήματος,

Οκτωβρίου 2011, τόμ. Α’, Αθήνα, Δόμος, 2012, σελ. 35-46˙Κώστας Στεργιόπουλος, «Το μυρολόγι της
φώκιας», Περιδιαβάζοντας, τόμ. Δ’, Αθήνα, Κέδρος, 1996, σελ. 138-149.
255
Παπαδιαμάντης, ό.π., 4, 300.
256
Ό.π., 4, 300.
257
Ό.π.
258
Για την ερμηνεία της Φόνισσας, βλ. ενδεικτικά: Τζίνα Πολίτη, «Δαρβινικό Κείμενο και “Η
Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη. Πρόταση ανάγνωσης», Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Συγκριτικής
Γραμματολογίας. Σχέσεις της Ελληνικής με τις Ξένες Λογοτεχνίες. 28 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1991,
Αθήνα, Δόμος, 1995, σελ. 253-269.
259
Βλ. Παρίσης, «Το μυρολόγι της φώκιας», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, σελ. 34-81.
260
Σύμφωνα με το λήμμα της φώκιας στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, οι
μεσογειακές φώκιες τρέφονται κυρίως με ψάρια, αστακούς και χταπόδια. Ενώ από βιολογικής
άποψης, οι φώκιες δεν τρέφονται με ανθρώπινη σάρκα, ωστόσο, δεν θεωρώ ότι μπορεί να αποτελέσει
στοιχείο για να ακολουθήσει η ερμηνευτική τον μονόδρομο της μη βρώσης της κοπέλας από τη φώκια,
καθώς κάτι τέτοιο δεν αναδεικνύεται ξεκάθαρα από το ίδιο το λογοτεχνικό κείμενο.

70
τον τελικό λόγο τον έχει μια φώκια αλλά η φώκια μετέχει τρόπον τινά δύο φύσεων, της
φύσεως του ιχθύος και της φύσεως του θηλαστικού. Έτσι μπορεί να δει τον θάνατο και από
την πλευρά της πανδέγμονος θαλάσσης και από την πλευρά της στεριάς.261

Πιθανόν, η διττή φύση της φώκιας να αποτελεί την αιτία επιλογής του συγκεκριμένου
ζώου από τον συγγραφέα. Και αυτό, διότι, η διπλή φύση της συμβάλλει ακόμα
περισσότερο στο να μπορεί να εκφράσει με το μυρολόγι της και στα όντα της στεριάς
και σε αυτά της θάλασσας τον απρόσμενο και αναπάντεχο στιγμιαίο θάνατο.
Επιπλέον, δημιουργείται μια ταύτιση μεταξύ της γριάς Λούκαινας και της φώκιας,
καθώς η πρώτη θρηνεί τα χαμένα της παιδιά,262 ενώ η δεύτερη, επίσης θρηνεί με το
μυρολόγι της, την αδικοχαμένη Ακριβούλα. Τέλος, ο μόνος που ακούει το μυρολόγι,
το μεταφράζει και το μεταβιβάζει είναι ο ψαράς-ποιητής-αφηγητής. Το ζώο είναι
αυτό που αντιλαμβάνεται ό,τι δεν αντιλαμβάνονται οι υπόλοιποι άνθρωποι στο
διήγημα -η γραία και ο σουραύλης- και μαζί με τη Λογοτεχνία θρηνούν την κοπέλα.
Με συμβολική λειτουργία εμφανίζονται και τα ζώα στο διήγημα «Τα δαιμόνια
στο ρέμμα».263 Η αφηγητής του διηγήματος βρίσκεται πάνω σε μια φοράδα, όταν
ξαφνικά, το ζώο νιώθοντας μεγάλη ελευθερία, αρχίζει να τρέχει ξέφρενα προς την
πλαγιά. Το ζώο ως σύμβολο στιγμιαίας παρόρμησης264 θέτει τον αφηγητή σε μια
δοκιμασία, όπως αναφέρει και ο ίδιος στην αρχή του διηγήματος, και συνδέεται με το
δεύτερο επεισόδιο της περιπλάνησης του ίδιου, όταν κυνηγώντας καβουράκια με τους
φίλους του, χάνεται. Ο ξέφρενος καλπασμός του ζώου γεννά αισθήματα
ευχαρίστησης, τα οποία ωστόσο προκαλούν ενοχή.265 Τα ανάμεικτα αυτά
συναισθήματα δε διαρκούν πολύ, καθώς διακόπτονται χάρη στο απότομο σταμάτημα
του καλπασμού της φοράδας. Έτσι, το ζώο αποκτά και διαστάσεις πειρασμού, αφού,
ούσα και γένους θηλυκού, φέρει έντονο σεξουαλικό συμβολισμό. Η φοράδα
συνδέεται σε μεταφορικό και συμβολικό επίπεδο με την πρώτη ερωτική αποπλάνηση
του αφηγητή. Από την άλλη, τα καβουράκια συμβολίζουν τη δεύτερη περιπλάνηση

261
Άγγελος Καλογερόπουλος, «Το “Μυρολόγι της φώκιας” ως μάθημα αργό», Αντί, τεύχ. 753 (2001)
σελ. 59.
262
«Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν εν πένθιμον βαθύ
μυρολόγι […] Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις
τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο
κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος»,
Παπαδιαμάντης, «Το μυρολόγι της φώκιας», 4, 297.
263
Παπαδιαμάντης, «Τα δαιμόνια στο ρέμμα», 3, 237-248.
264
«Η φοράδα έτρεχε τρελή» […] «η μανία του ζώου» […] «τα άτακτα, λοξά πηδήματα της φοράδας»,
ό.π., 3, 239.
265
Βλ. Saunier, «Τα δαιμόνια στο ρέμα», Εωσφόρος, σελ. 77-95˙ Νικόλαος Α. Ε. Καλοσπύρος,
«Όμηρος και Ομηρίζοντες», Η αρχαιογνωσία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Αθήνα, Δόμος, 2002,
σελ. 99-132˙ Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αφηγηματικές Τεχνικές.

71
του αφηγητή, η οποία δεν είναι ερωτική, αλλά, υπαρξιακή, καθώς ο αφηγητής, χάνει
τον δρόμο του γυρισμού.
Σε συμβολιστικό πλαίσιο κινείται και το διήγημα «Ο Γάγατος και τ’
άλογο».266 Εδώ, ο Κώστας Γάγατος, που είναι «μέγας και πολύς, τοκιστής εις το
χωριό»,267 μέσω των τόκων καταφέρνει να πλουτίσει, προκαλώντας αισθήματα
μίσους στους συγχωριανούς του. Καθώς ένας συντοπίτης του αδυνατεί να του
ξεπληρώσει το οφειλόμενο χρέος, με την παρέμβαση κλητήρα ο Γάγατος κατάσχει το
άλογό του. Την επόμενη ημέρα το άλογο, αν και αρκετά ακμαίο και δυνατό,
βρίσκεται μέσα στον στάβλο του νέου ιδιοκτήτη του νεκρό. Ο εμπειρικός κτηνίατρος
αποφαίνεται ότι ο θάνατος του ζώου μπορεί να προέρχεται, ή από βασκανία, ή από το
ίδιο το άλογο που έσκασε από το κακό του, επειδή άλλαξε αφέντη. Ο θάνατος του
ζώου έχει ουσιαστικά συμβολικό περιεχόμενο, καθώς συμβολίζει τη ματαιοδοξία, η
οποία στενεύει τα όρια ζωής, στοχεύοντας μόνο στην απόκτηση ή χρημάτων, ή
υλικών αγαθών. Ο θάνατος του αλόγου συμβολίζει την κενή ψυχή του Γάγατου -
όντας άνθρωπος αδίστακτος, χωρίς ηθικές αξίες-, στην οποία δε χωράει τίποτε άλλο,
πέραν της φιλοχρηματίας.
Ένα, επιπλέον, διήγημα του Παπαδιαμάντη, όπου το ζώο μπορεί να ενταχθεί
στο πλαίσιο του συμβολισμού είναι «Το θαύμα της Καισαριανής». 268 Η περιστέρα
συμβολίζει τη Θεία Χάρη, καθώς με την εμφάνισή της βοηθά τον σύζυγο της κυρά-
Ρήνης να αναρρώσει.

Τέλος, συμβολική διάσταση αποκτούν τα πλάσματα της θάλασσας στο


«Νεκρός Ταξιδιώτης».269 Στο διήγημα ο νεκρός ταξιδιώτης συνοδεύεται με σεβασμό
από τα πλάσματα του θαλάσσιου κόσμου. Οι αντιπρόσωποι του θαλάσσιου κόσμου,
δηλαδή τα ψάρια, τα δελφίνια, οι φώκιες και τα σκυλόψαρα, συνοδεύουν τον νεκρό
στο τελευταίο του ταξίδι, και, ταυτόχρονα, παραμερίζουν με σεβασμό μπροστά στον
νεκρό. Τα ζώα συμπεριφέρονται στο λείψανο ωσάν να ήταν εξαγιασμένο. Φαίνεται
δηλαδή, να αντιλαμβάνονται τη “διαφορετικότητα” του. Ακόμα και τα σκυλόψαρα
λειτουργούν ενάντια στη φύση τους, αφού και αυτά υποχωρούν στο πέρασμά του.270
Στο παρόν διήγημα το πλήθος των θαλάσσιων ζώων συμβολικά παίρνει τις

266
Παπαδιαμάντης, «Ο Γάγατος και τ’ άλογο», 3, 249-252.
267
Ό.π., 3, 250.
268
Παπαδιαμάντης, «Το θαύμα της Καισαριανής», 3, 353-360.
269
Παπαδιαμάντης, «Νεκρός Ταξιδιώτης», 4, 341-348.
270
Βλ. Οδυσσέας Ελύτης, Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, Αθήνα, Γνώση, 1989.

72
διαστάσεις μιας νεκρικής πομπής, χωρίς όμως να φαίνεται ότι θρηνεί τον νεκρό, όπως
στο «Μυρολόγι της φώκιας».

Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι, στο παπαδιαμαντικό έργο η φύση συχνά


αντικαθρεπτίζει τον εσωτερικό κόσμο του συγγραφέα. Η αντίληψη του συγγραφέα
περί εξισορρόπησης των δυνάμεων του καλού και του κακού, συχνά, εκφράζεται με
την παρουσία της φύσης, η οποία εμφανίζεται άλλοτε φιλικά και άλλοτε εχθρικά. Για
την απόδοση δικαιοσύνης η φύση λαμβάνει προεκτάσεις συμβολικές. Ως εκ τούτου,
«ο έξω κόσμος εμφανίζεται συνηθέστερα στο έργο του συμβολοποιημένος: η ύλη
μαζί με το μυστήριό της. Για τούτο αποκτά και βάθος»271 και έτσι, τα ζώα στο έργου
του Παπαδιαμάντη φέρουν έννοια συμβόλου

271
Κώστας Στεργιόπουλος, «Ο Παπαδιαμάντης σήμερα. Διαίρεση και χαρακτηριστικά της
πεζογραφίας του», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του, πρόλ. –
επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Εκδόσεις των φίλων, 1979, σελ. 273.

73
Ζ. ΤΟ ΖΩΟ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ
ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ

Αρκετοί μελετητές του Καρκαβίτσα έχουν κατά καιρούς επισημάνει, ο καθένας με


τον δικό του διαχωρισμό, τις κύριες φάσεις του έργου του. Συγκλίνουν, ωστόσο, στη
διάκριση μιας συγγραφικής περιόδου, αυτής των παιδαγωγικών του έργων. Σύμφωνα
με τη Νίκη Σιδερίδου, σημαντικός σταθμός στον Καρκαβίτσα «είναι τα παιδικά του
διηγήματα στα Αναγνωστικά».272 Ύστερα από μια περίοδο καλλιτεχνικής σιγής, ο
Καρκαβίτσας

μ’ όλη του την αρρώστια και τα πικρά γηρατειά του, έγραψε την πιο ένδοξη σελίδα της
λογοτεχνικής του δημιουργίας, χαρίζοντας στα Ελληνόπουλα στην μητρική, στην εθνική τους
γλώσσα σχολικά αναγνώσματα γεμάτα Ελλάδα, ζωή και ποίηση, αλήθεια, συνθεμένα με
τέχνη απαράμιλλη.273

Σύμφωνα με το άρθρο του Ξενόπουλου στη Νέα Εστία, «το ιδανικό θα ήταν οι
εκπαιδευτικοί και παιδαγωγοί να συνεργάζονται με τους λογοτέχνες προκειμένου τα
σχολικά βιβλία να έχουν και φιλολογική, εκτός από παιδευτική ποιότητα». 274 Η
άποψη αυτή στην περίπτωση του Καρκαβίτσα επιβεβαιώνεται, καθώς η συγγραφή
παιδαγωγικών κειμένων για τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού υπήρξε «αξιόλογο
αποτέλεσμα της συνεργασίας με τον Νώντα Έλατο»275 (ψευδώνυμο του Επαμεινώνδα
Γ. Παπαμιχαήλ,276ποιητή και εκπαιδευτικού). Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, ο
Καρκαβίτσας έγραψε τρία Αναγνωστικά για το Δημοτικό Σχολείο: το Αναγνωστικό
της Γ΄ Δημοτικού, της Δ΄ Δημοτικού, Η πατρίδα μας, και της Ε΄ Δημοτικού, Διγενής
Ακρίτας, εμπνεόμενος από ολόκληρο το φάσμα του ελληνικού πολιτισμού, και πιο
συγκεκριμένα, «από την αρχαία ελληνική ιστορία και μυθολογία, από τις βυζαντινές

272
Καρκαβίτσας, 1, 184.
273
Καρκαβίτσας, Τα Άπαντα, 1,σελ. πα΄.
274
Ουρανία Πολυκανδριώτη, «Ανάμεσα στον Κλασικισμό και στον Νατουραλισμό. Η αφηγηματική
μέθοδος του Αριστοτέλη Π. Κουρτίδη», Τριαντάφυλλα και γιασεμιά. Τιμητικός τόμος για την Ελένη
Πολίτου-Μαρμαρινού, επιμ. Ζ. Ι. Σιαφλέκης, Ερασμία-Λουίζα Σταυροπούλου, Αθήνα, Gutenberg,
2012, σελ. 173.
275
Πέτρος Χάρης, «Ανδρέας Καρκαβίτσας», Έλληνες πεζογράφοι, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της
«Εστίας», 1979, σελ. 97.
276
Βλ. Β. Δ. Α., «Έλατος, Νώντας», Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, Έργα, Ρεύματα,
Όροι, Αθήνα, Πατάκης, 32010, σελ. 607.

74
και νεοελληνικές παραδόσεις, την ελληνική φύση και ζωή». 277 Στο κεφάλαιο αυτό θα
εξετάσουμε κείμενα φυσιογνωστικά, αλλά και διδακτικούς μύθους με πρωταγωνιστές
τα ζώα.

Στα σχολικά διηγήματα του Καρκαβίτσα, το ζώο γίνεται το μέσο για να


έρθουν τα παιδιά πιο κοντά με την εθνική πολιτισμική κληρονομιά. Όπως παρατηρεί
ο Κωστής Παλαμάς, σε ολόκληρο το έργο του Καρκαβίτσα ιδιαίτερη θέση κατέχουν

αι ζωογραφίαι˙ ο ποιητής εξαιρετικήν προσοχήν και συμπάθειαν επιδεικνύει προς τα ζώα, που
υπηρετούν τας ανάγκας του ανθρώπου ή προσθέτουν εις τας τέρψεις του, ή τον παρενοχλούν
ακόμη και τον πολεμούν. Αναμιγνύονται εις τας ιστορίας του οι καψαλοί σκύλλοι, αι
τιτυβίζουσαι όρνιθες, οι εύρωστοι ίπποι, τα γαλιά, των οποίων λεπτομερώς περιγράφει τα
κωμικά συμπλέγματα, οι μικροί στρουθοί, των οποίων τους έρωτας επί της κορυφής μιας
κυπαρίσσου με κατάνυξιν εκθέτει, τα δυσώνυμα ερπετά, οι αστρίτες και οι δενδρογαλιές,
αυτά τα ποντικάκια, των οποίων χαριέστατα παριστά τους περί υπάρξεως αγώνας, αι
οικόσιτοι κατσίκες, των οποίων τον τοκετόν, ως ανθρώπινων όντων, με πόνον εικονίζει, μέχρι
και των σαλιγκάρων, που «στρέφουν εδώ κ’ εκεί τους μικκίλους, ως κόκκον συνάπεως
οφθαλμούς των, και κινούν τα κερατάκια των και καμαρώνουν. 278

Ωστόσο, η χρήση των συγκεκριμένων Αναγνωστικών, υπήρξε αρκετά


βραχύχρονη. Αν και εγκρίθηκαν προς διδασκαλία, το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και
Δημ. Εκπαιδεύσεως, αποτελούμενο από υποστηρικτές της καθαρεύουσας, εξαπέλυε
δριμεία κριτική στη γραμματική της δημοτικής και σε συγκεκριμένα αναγνωστικά
Δημοτικού.279 Υπό αυτό το πρίσμα, το Αναγνωστικό Γ΄ Δημοτικού

εγράφη, ίνα αναγινώσκηται εις καταγώγια, ουχί, δ’ εις μορφωτικά ιδρύματα, […] παρέρχεται
προς τους παίδας προς εκμάθησιν όλη η φρασεολογία των λωποδυτών και των φαυλοβίων
(ενν. το κείμενο «Ο τυφλοπόντικας και οι φίλοι του»), […] αποσκληρύνονται αι των παίδων
ψυχαί, υποθάλπονται τα ταπεινότατα των ενστίκτων και μορφούνται ουχί άνθρωποι, αλλά
άγρια θηρία, έτοιμα να κατασπαράξωσι τους ομοίους των (ενν. το κείμενο «Το φίδι και ο
σπίνος»).280

277
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ξύδης, σελ. 143.
278
Παλαμάς, «Β΄. Τα πρώτα διηγήματα του Καρκαβίτσα», Άπαντα, σελ. 168.
279
Για περισσότερες πληροφορίες: βλ. Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Δημ. Εκπαιδεύσεως, Έκθεσις
της επιτροπείας της διορισθείσης προς εξέτασιν της γλωσσικής διδασκαλίας των Δημοτικών Σχολείων,
Αθήνα, Τυπογραφείον Μ. Μαντζεβελάκη, 1920. [http://e-
library.iep.edu.gr/iep/collection/browse/item.html?code=20-00581&tab=02] Ανάρτηση στις:
20/6/2018.
280
Ό.π., σελ. 74-78.

75
Το Αναγνωστικό της Δ΄ Δημοτικού, Η πατρίδα μας, κατακρίνεται και πάλι κυρίως για
γλωσσικούς λόγους, ενώ της Ε΄ Δημοτικού, ΔιγενήςΑκρίτας, χαρακτηρίζεται ως «το
χείριστον πάντων των άλλων και από πάσης απόψεως τόσον άθλιον […] κακότεχνον
[…] αίσχιστον […] προωρισμένον να ανατρέφη λυκανθρώπους», 281 με αποτέλεσμα
να καούν «σε κανιβαλική τελετή της πλατείας Συντάγματος»282 τον επόμενο χρόνο
από αυτόν της έγκρισής τους. Παρά το γεγονός ότι απορρίφθηκαν από το Υπουργείο
Εκκλησιαστικών και Δημ. Εκπαιδεύσεως, ωστόσο ορισμένα κείμενα του Καρκαβίτσα
με ζώα εμφανίζονται στα βιβλία του Γυμνασίου, από το 1955 μέχρι το 1975:
πρόκειται για τα «Οι πονηριές της σουπιάς», «Αυτοθυσία μάνας» και «Ο κότσυφας».
Από το 1976 μέχρι το 1992 συναντάμε και «Τα τυφλοπόντικα». 283 Ο Καρκαβίτσας,
με τη συγγραφή των σχολικών του αναγνωσμάτων, αποσκοπούσε

από τη μια να υπηρετήσει το δημοτικισμό, σε μια εποχή πολύ δύσκολη μάλιστα, όταν και
άλλοι λογοτέχνες ασχολούνταν με παιδικά αναγνώσματα (Παπαντωνίου, Καζαντζάκης), και
από την άλλη να προβάλει τις ιδέες του για την ανάπτυξη του νέου ελληνισμού και την
πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας σε βιβλία που από τη φύση τους στόχευαν στη
διαπαιδαγώγηση των αναγνωστών.284

Πιο αναλυτικά, το Αναγνωστικό της Γ΄ Δημοτικού του 1918, περιλαμβάνει


διηγήματα με μυθολογικό περιεχόμενο, όπως «Ο άγριος ταύρος της Κρήτης»,285 «Το
ιερό ελάφι της Αρτέμιδας»,286 «Η θυσία της Ιφιγένειας»287 και «Ο γρύλλος».288

Στον «Άγριο ταύρο της Κρήτης», διήγημα εμπνευσμένο από τον έβδομο άθλο
του Ηρακλή, η εμφάνιση του ζώου είναι πολυεπίπεδη. Αρχικά, αν και η πρωταρχική
επιθυμία του Μίνωα είναι να θυσιάσει τον ταύρο στον Ποσειδώνα, εν τέλει δεν
πραγματοποιεί τη θυσία, καθώς εντυπωσιάζεται στη θέα του ταύρου. Έτσι, μέσω του
ζώου εκφράζεται ο χαρακτήρας του Μίνωα, ο οποίος αθετεί το λόγο του προς τον θεό

281
Ό.π., σελ. 37-55.
282
Δημήτρης Γιάκος, «Καρκαβίτσας. Η εποχή του και η εποχή μας», Ριζοσπάστης(1967)
[https://digital.lib.auth.gr/record/36686/files/npa-2005-22330.pdf] Ανάρτηση στις: 20/6/2018.
283
Βλ. Στ. Κιούσης, Γ. Ι. Σπανός, «Η θέση του Ανδρέα Καρκαβίτσα στη Μέση Εκπαίδευση»,
Διαβάζω, τεύχ. 306 (1993) σελ. 67-71
[http://diavazo.gr/periodiko/%CF%84%CE%B5%CF%8D%CF%87%CE%BF%CF%82-306/]
Ανάρτηση στις: 20/6/2018.
284
Έρη Σταυροπούλου, «Ανδρέας Καρκαβίτσας», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως
τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόμ. Η΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1997, σελ. 195.
285
Καρκαβίτσας, «Ο άγριος ταύρος της Κρήτης», 2, 617-619.
286
Καρκαβίτσας, «Το ιερό ελάφι της Αρτέμιδας», 2, 619-622.
287
Καρκαβίτσας, «Η θυσία της Ιφιγένειας», 2, 646-649.
288
Καρκαβίτσας, «Ο γρύλλος», 2, 693-694.

76
της θάλασσας, με αποτέλεσμα ο ταύρος να λειτουργεί ως το θεϊκό «κακό», μιας και
«από τότε κανείς σε όλη την Κρήτη, δεν τολμούσε να βγη στη δουλειά του. Ούτε
σπορά, ούτε θέρος, ούτε σκάψιμο, ούτε τρύγος. Φοβερή πείνα έπεσε στο νησί». 289
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση το ζώο προσφέρεται ως έπαθλο
στον Ηρακλή, στου οποίου τη θέα ο ταύρος ηρεμεί. Τελικά μεταφέρεται στην
Πελοπόννησο, μέχρι να τον σκοτώσει ο Θησέας. Έτσι, το ζώο αρχικά γίνεται
αντικείμενο θαυμασμού και μέσον για την απόδοση της θείας δίκης, μιας και
διαπράττεται ύβρις. Υπάρχει ανταγωνιστική σχέση με τον άνθρωπο και στο τέλος,
σκοτώνεται σαν ένα απλό ζώο.

Επίσης, από τον τρίτο άθλο του Ηρακλή εμπνέεται το διήγημα «Το ιερό ελάφι
της Αρτέμιδας». Το ζώο εδώ, λειτουργεί πιο απλά. Αν και στην αρχή το ελάφι
αποτελεί το έπαθλο για την επίτευξη του άθλου, ο αφηγητής παρουσιάζει στοιχεία
της προσωπικότητας του ζώου, αλλά και την ανταγωνιστική σχέση που αναπτύσσει
με τον θύτη του. Με την αιχμαλώτισή του εμφανίζεται και η Άρτεμις εκφράζοντας
συναισθήματα αγάπης και συμπόνιας προς το ιερό της ζώο, το οποίο τελικά αφήνεται
ελεύθερο από τον Ηρακλή.

Με εντελώς διαφορετική λειτουργία, παρουσιάζεται το ελάφι «Στη Θυσία της


Ιφιγένειας». Εδώ, σύμφωνα με τη γνωστή αρχαία αφήγηση το ζώο θυσιάζεται στη
θέση της Ιφιγένειας.

Τελευταίο διήγημα με μυθολογικό υπόβαθρο αποτελεί και «Ο γρύλλος».


Περιγράφεται η ζωή του γρύλλου, με αφορμή τη μεταμόρφωση του αρχαίου Έλληνα
τραγουδιστή Γρύλλου, στο ομώνυμο ζώο. Η επέμβαση της μαγεμένης από το
τραγούδι του Αφροδίτης, σηματοδοτεί την αιώνια ύπαρξη του Γρύλλου, προκειμένου
να μη σταματήσει να τραγουδά, όταν κοπεί το νήμα της ζωής του.

Ο Καρκαβίτσας ασχολήθηκε και με τους αισώπειους μύθους,290 οι οποίοι


«γνώρισαν τη μεγαλύτερη επεξεργασία, ακολουθώντας δύο γραμμές εξέλιξης μέσα
στο χρόνο έως ότου μεταμορφωθούν σε παιδικό ανάγνωσμα». 291 Για μία ακόμη φορά,

289
Καρκαβίτσας, «Ο άγριος ταύρος της Κρήτης», 2, 618.
290
Για περισσότερες πληροφορίες στους μύθους βλ. M. H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων,
Αθήνα, Πατάκης, 2012.
291
Μαριάνθη Καπλάνογλου, «Οι μεταμορφώσεις του μύθου των ζώων στην ελληνική προφορική και
γραπτή παράδοση (19ος – 20ος αιώνας): Οι περιπέτειες του ΑΤ 130: Τα ζώα στο νυχτερινό κατάλυμα
και του ΑΤ 155: Η αχαριστία (Ή Φίδι άνθρωπος και αλεπού)», Θητεία. Τιμητικό αφιέρωμα στον
καθηγητή Μ. Γ. Μερακλή, επιστημ. επιμ. Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης, Αθήνα, Τυπογραφείο Χρήστου
Καλοκαιρινού, 2002, σελ. 296.

77
ακολουθείται το δοκιμασμένο κλασικό πρότυπο του Αισώπου για τη διδακτική
αποτελεσματικότητά του, δηλαδή η προσωποποίηση των ζώων. Έτσι, μεταγράφει τον
αισώπειο μύθο292 της χελώνας και του λαγού στο διήγημά του, «Ο λαγός και η
χελώνα».293 Ο Καρκαβίτσας δεν αποσκοπεί στο να δημιουργήσει το δικό του
ξεχωριστό μύθο, αλλά ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τον Αισώπειο μύθο των δύο
ζώων, κατά τον οποίο ο λαγός, είτε υπερτιμώντας τις δυνάμεις του, είτε υποτιμώντας
τις δυνάμεις της χελώνας, χάνει τον αγώνα δρόμου από τη συναγωνίστριά του. Η
χελώνα, αν και γνωρίζει ότι ο λαγός είναι πιο γρήγορος από την ίδια, ωστόσο
προσπαθεί, καταφέρνοντας το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Τα υπόλοιπα διηγήματα του Αναγνωστικού της Γ΄ δημοτικού αφηγούνται


ιστορίες περιπετειών από διάφορα ζώα. Στο διήγημα «Ο τυφλοπόντικας και οι φίλοι
του»,294 ενώ βασικός ήρωας της ιστορίας είναι ο τυφλοπόντικας, εντός της αφήγησης
εμφανίζονται και άλλα είδη ζώων, όπως ο ασβός, η νυφίτσα, ο κούκος, η
τυφλοποντικίνα, κ.ά. Τα ζώα του διηγήματος, έχοντας ανθρώπινες ικανότητες, όπως
αυτήν της ομιλίας, της αντίληψης, της περιέργειας για εξερεύνηση του άγνωστου
κόσμου, κ.ά, μέσα από τις περιπέτειές τους, λειτουργούν ως παραδείγματα ηθικής και
καλής συμπεριφοράς για τους αναγνώστες του δημοτικού.

Με ανάλογο σκοπό λειτουργούν και τα ζώα των διηγημάτων «Το φίδι και ο
σπίνος»295 και «Η αλεπού και ο σκαντζόχοιρος».296 Στο πρώτο η περιγραφή της
περιπέτειας του θύτη και του θύματος γίνεται μέσα από την οπτική του αφηγητή, και
κατ’ επέκταση το ηθικό δίδαγμα του κειμένου προέρχεται από τις σκέψεις του
αφηγητή και όχι από τα ζώα. Όπως γράφει: «Ποτέ δε θα λησμονήσω αυτό που είδα.
Μα και θα ήμουν πιο ευχαριστημένος αν γλίτωνα το καημένο το πουλάκι». 297 Τέλος,
στο δεύτερο η κυρά Μάρω298 χάνει τη ζωή της λόγω της επιπολαιότητάς της, την
οποία ο σκαντζόχοιρος σχολιάζει ως φυσική απόρροια των πράξεών της.

292
Βλ. «Χελώνη καί λαγωός περί οξύτητος ήριζον˙ καί δή προθεσμίαν στήσαντες καί τόπον
απηλλάγησαν. Ο μέν ούν λαγωός διά τήν φυσικήν ωκύτητα αμελήσας του δρόμου, πεσών παρά τήν
οδόν και εκοιμάτο, η δέ χελώνη συνειδυία εαυτή την βραδύτητα, ου διέλιπε τρέχουσα, και ούτω
κοιμώμενον τόν λαγωόν παραδραμούσα εις τό βραβείον της νίκης αφίκετο. Ο λόγος δηλοί, ότι
παλλάκις φύσιν αμελούσαν ο πόνος ενίκησεν», Διονύσιος Α. Τροβάς, Αισώπου μύθοι, Αθήνα,
Τυπογραφείο Θεοδώρου Ματαφιά, 1966, σελ. 234.
293
Καρκαβίτσας, «Ο λαγός και η χελώνα», 2, 661-662.
294
Καρκαβίτσας, «Ο τυφλοπόντικας και οι φίλοι του», 2, 669-685.
295
Καρκαβίτσας, «Το φίδι και ο σπίνος», 2, 685-687.
296
Καρκαβίτσας, «Η αλεπού και ο σκαντζόχοιρος», 2, 687-693.
297
Ό.π., 2, 687.
298
Βλ. Δροσίνης, «Ζώα και Πουλιά».

78
Το Αναγνωστικό της Δ΄ Δημοτικού, Η πατρίδα μας, περιλαμβάνει διηγήματα,
στα οποία περιγράφεται η ζωή των ζώων. Στο διήγημα, «Ο αμπελουργός»,299 γίνεται
αναφορά στη ζωή του συγκεκριμένου πουλιού, τόσο μέσα από τον παραδοσιακό μύθο
της μεταμόρφωσής του από άνθρωπο σε πουλί, όσο και από τη συζήτηση του
αφηγητή και του δραγάτη για τα χαρακτηριστικά του είδους του.

Κατά παρόμοιο τρόπο, αλλά χωρίς ανθρώπινο διάλογο, αναπτύσσεται και η


ιστορία του «Κότσυφα».300 Μέσω της τριτοπρόσωπης αφήγησης και του λόγου του
ίδιου του ζώου, τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν λεπτομέρειες από τη ζωή
του συγκεκριμένου πουλιού. Αντίθετα η «Σουσουράδα»,301 αναπτύσσοντας διάλογο
με τον αφηγητή, εκθέτει τις συνήθειες της ζωής της, αλλά και τις απόψεις της για
τους ανθρώπους.

Με παράδοξο τρόπο αναπτύσσεται το διήγημα «Η άσπρη πεταλούδα». 302Αν


και κανείς θα ανέμενε να παρουσιαστεί ο κύκλος της ζωής της παρόμοια με τα
προηγούμενα διηγήματα, ωστόσο, η περιγραφή της ζωής της γίνεται μέσα από την
οπτική ενός άλλου ζώου, αυτήν των χελιδονιών. Καθώς το μικρό χελιδόνι έχει την
περιέργεια να μάθει σχετικά με τη ζωή της πεταλούδας, αναπτύσσει διάλογο με την
μητέρα του, η οποία του εξηγεί, όχι μόνο τον βίο του λεπιδόπτερου, αλλά και των
σφηκών.

Από τον θαλάσσιο κόσμο στο Αναγνωστικό παρουσιάζεται «Η σουπιά»303 με


τις εντυπωσιακές θηρευτικές της ικανότητες, η οποία συναναστρέφεται με αρκετά
είδη του βυθού.

Παρόμοια κατάληξη με την αλεπού του προαναφερθέντος διηγήματος θα έχει


και «Το κουνάβι».304 Στο παρόν διήγημα δεν περιγράφεται γενικά η ζωή του, αλλά οι
τελευταίες στιγμές της, μέχρι να το σκοτώσουν οι κυνηγοί.

Με διαφορετικό τρόπο το θέμα του ζώου αναπτύσσεται στα δύο επόμενα


διηγήματα, «Ο κήπος της άνοιξης»305 και «Το μετάξι».306 Στο πρώτο, πλήθος ζώων
(μελίγκρες, μυρμήγκια, παπαδίτσες, πουλιά, μέλισσες, κ.ά.) εμφανίζονται εντός του
299
Καρκαβίτσας, «Ο αμπελουργός», 2, 778-782.
300
Καρκαβίτσας, «Ο κότσυφας», 2, 767-770.
301
Καρκαβίτσας, «Σουσουράδα», 2, 817-820.
302
Καρκαβίτσας, «Η άσπρη πεταλούδα», 2, 773-776.
303
Καρκαβίτσας, «Η σουπιά», 2, 796-799.
304
Καρκαβίτσας, «Το κουνάβι», 2, 787-791.
305
Καρκαβίτσας, «Ο κήπος της άνοιξης», 2, 802-804.
306
Καρκαβίτσας, «Το μετάξι», 2, 804-808.

79
κήπου και περιγράφεται με αρκετές λεπτομέρειες ο τρόπος, με τον οποίον όλα μαζί
συνεργάζονται και συνυπάρχουν, δίνοντας στο διήγημα έναν ρυθμό, παρόμοιο με τον
ρυθμό της φύσης κατά τη διάρκεια της άνοιξης.

Αντίθετα, στο «Μετάξι», μολονότι γίνεται αναφορά στον μεταξοσκώληκα και


στον τρόπο, με τον οποίο παράγει το μετάξι, βασικό θέμα του διηγήματος αποτελεί η
επίτευξη της προσπάθειας της επιβίωσης της μητέρας της πρωταγωνίστριας. Η
επιβίωση επιτυγχάνεται με την εκμετάλλευση των προϊόντων του μεταξοσκώληκα,
μια βιοποριστική γνώση, την οποία κληροδότησε στην κόρη της.

Το τελευταίο και πιο αξιόλογο διήγημα της συλλογής είναι «Το μνήμα της
μάνας»,307 στο οποίο, επίσης, παρουσιάζεται ένα πλήθος ζώων. Αρχικά, η πονηρή
αλεπού καταφέρνει να ξεγελάσει τους δύο λύκους και να τους οδηγήσει στο γεμάτο
από ερίφια μαντρί ενός σπιτιού, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι, τόσο με τους
ανθρώπους, όσο και με τα πιστά σκυλιά που φυλούσαν το κοπάδι. Μετά τη
σύγκρουση ο ένας από τους δύο λύκους που καταφέρνει να επιβιώσει, έρχεται
αντιμέτωπος με ένα κοπάδι από άλογα και βόδια, τα οποία για να γλιτώσουν τα πιο
αδύναμα μέλη της αγέλης, δημιουργούν έναν κύκλο. Μη μπορώντας να ικανοποιήσει
την πείνα του, ο λύκος, τελικά, απομακρύνεται προς το βουνό. Εκεί, συναντά τη
γαϊδουρίτσα του Τσιριμπάση με το πουλαράκι της. «Η γαϊδουρίτσα θανάσιμα
πληγωμένη από τις δαγκωματιές του λύκου ξεψυχάει και αυτή. Έχει θυσιαστεί, για να
σώσει τη ζωή του παιδιού της […], γι’ αυτό και οι άνθρωποι αποφάσισαν να τη
θάψουν»308 εκεί, ονομάζοντας το σημείο εκείνο, «το μνήμα της μάνας». Στο
συγκεκριμένο διήγημα, γίνεται φανερό ότι τα ζώα διαθέτουν συνείδηση και
συναισθήματα, όπως μπορεί κανείς να διακρίνει από την αγάπη της μάνας-
γαϊδουρίτσας, των αλόγων και των βοδιών που θυσιάζονται για τα παιδιά τους και
από την πονηριά της αλεπούς. Όπως η γαϊδουρίτσα εκφράζει την αγάπη της προς το
παιδί της, ισάξια παρατηρείται να είναι και η αγάπη του παιδιού προς τη μάνα του, το

307
Καρκαβίτσας, «Το μνήμα της μάνας», 2, 761-765.
308
Ευθυμία Σταυρογιαννοπούλου, « 7. “Το μνήμα της μάνας” του Ανδρέα Καρκαβίτσα», Τα διηγήματα
από τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ Γυμνασίου σύμφωνα με τη Δομική Αφηγηματολογία
του Claude Bremond, Διπλωματική Εργασία, Πάτρα, 2012, σελ. 80.
[http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/bitstream/10889/5647/3/Nimertis_Staurogiannopoulou(teeapi).pdf]
Ανάρτηση στις: 18/6/2016.

80
οποίο με κίνδυνο τη ζωή του καταφέρνει να τη σώσει από βέβαιο πνιγμό, όπως
φαίνεται μέσα από σχετική μαρτυρία.309

Στο Αναγνωστικό της Ε΄ Δημοτικού Διγενής Ακρίτας, το ενδιαφέρον του


Καρκαβίτσα επικεντρώνεται στον γνωστότερο από τους ήρωες των ακριτικών
τραγουδιών, τον Βασίλειο Διγενή Ακρίτα. Επηρεασμένος από την παράδοση, όπως
προαναφέρθηκε, ο Καρκαβίτσας επανεγγράφει το μύθο του Διγενή για τα παιδιά του
Δημοτικού, χωρίς να επεμβαίνει στη γνωστή ιστορία με νέα στοιχεία, διατηρώντας το
κείμενο, όπως μας έχει παραδοθεί.310 Τα κεφάλαια όπου εμφανίζονται ζώα είναι «Το
κυνήγι»311 και «Το στοιχειωμένο λάφι». 312 Στο «Κυνήγι» του Διγενή, εμφανίζεται
πλήθος άγριων ζώων, με τα οποία θα έρθει αντιμέτωπος. Ο ήρωας, ήδη από μικρή
ηλικία, αφού συνάντησε ένα λιοντάρι, «πέταξε το μανδύα του, πήρε δυο μεγάλες
πέτρες, έσυρε δυνατή φωνή κι έτρεξε απάνω του. Το θηρίο σήκωσε το κεφάλι του,
έβγαλε κι εκείνο δυνατό μούγκρισμα, κι έπειτα καθώς είδε το Βασίλειο να πλησιάζη,
έτρεξε κατά το δάσος»,313 κερδίζοντας τους ευφημισμούς των υπολοίπων παιδιών.
Έχοντας πλέον ενηλικιωθεί, στη διάρκεια μιας βόλτας στο δάσος, ο Διγενής
μονομαχεί με αρκετά ζώα. Αρχικά, αντιμετωπίζει μια οικογένεια αρκούδων, εκ των
οποίων, η αρσενική αρκούδα σκοτώνεται με ένα μόνο χτύπημα και η θηλυκή μάχεται
κατά μέτωπο τον Διγενή. «Αντιθυμώνει ο Διγενής και χύνεται· της αρπάζει τα
σαγόνια και μ’ ένα άνοιγμα των χεριών της σκίζει το στόμα ως το λαιμό. Δεύτερο
τάνυμα και τη σκίζει στα δύο».314 Επόμενο ζώο που συναντά, είναι ένα μεγάλο λάφι,
το οποίο, σύμφωνα με τα προφητικά για τον Διγενή λόγια του Κωνσταντή, όποιος το
σκοτώσει θα πεθάνει σε τρεις μέρες, και έτσι, ο Διγενής αποφασίζει να μην το
πειράξει. Αντίθετα, δεν του ξεφεύγει, ούτε το ζαρκάδι, το οποίο «έφερνε από κοντά˙
λαγκάδια πηδούσε το ζαρκάδι, λαγκάδια κι εκείνος»,315 ούτε και το αγριογούρουνο.
Ολοκληρώνοντας το κυνήγι του ο Διγενής, αφού σκοτώνει πληθώρα ζώων, ξαφνικά
εμφανίζεται ένα λιοντάρι. Αφού μονομαχούν για αρκετή ώρα, στο τέλος το λιοντάρι

309
Βλ. (Ανυπόγραφο), «Πως ένα πουλλάρι έσωσε την μητέρα του», Μπουκέτο, τόμ. 3, αρ. 90 (1926)
σελ.33 [http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/93426/85629] Ανάρτηση στις:
15/7/2018.
310
Σύμφωνα με το χειρόγραφο της Άνδρου. Βλ. Αντ. Μηλιαράκη, Βασίλειος Διγενής Ακρίτας. Εποποιΐα
βυζαντινή της 10ης εκατονταετηρίδος κατά το εν Άνδρω ανευρεθέν χειρόγραφον, επιμ. Π. Γ. Ζερλέντου,
Αθήναι, Βιβλιοπωλείον Γεωργίου Ι. Βασιλείου, 1920.
311
Καρκαβίτσας, «Διγενής Ακρίτας», 2, 855-869.
312
Ό.π., 2, 937-942.
313
Ό.π., 2, 855-856.
314
Ό.π., 2, 860.
315
Ό.π., 2, 861.

81
«άρχισε να γυρίζει σα σβούρα, όπως το γατί που θέλει να πιάσει την ουρά του. Ο
Διγενής γελούσε με το παιχνίδι. Όταν βαρέθηκε, έδωσε μια γροθιά στο κεφάλι και το
θηρίο ξαπλώθηκε χάμω ακίνητο».316

Μέσα από τη σύγκρουση του Διγενή με τα άγρια ζώα του δάσους


προβάλλεται η γενναιότητά του, όσο και η μετάλλαξή του σε θεριό προκειμένου να
γίνει όμοιος με τα ζώα για να καταφέρει να τα σκοτώσει. Παρά το γεγονός ότι κατά
κύριο λόγο η σχέση του ήρωα με τα ζώα είναι ανταγωνιστική, συναντάμε και
στοιχεία εκδηλώσεων αγάπης προς αυτά. Για παράδειγμα, ο Διγενής χαίρεται να
βλέπει γεράκια να κυνηγούν. Επίσης, παρουσιάζονται τα δύο λαγωνικά του αμιρά. Η
απόδοση ονόματος (Ασλάνης και Καπλάνης) στα σκυλιά υπογραμμίζει τη στενή
σχέση ζώου και ανθρώπου. Τέλος, σημαντικό ρόλο στο διήγημα παίζει το άλογο του
Διγενή, το οποίο τον συντροφεύει σε όλες του τις περιπέτειες.

Το άλογο του Διγενή ήταν το καλύτερο. Ήταν άσπρο σαν περιστέρι˙ η χαίτη του πλεγμένη με
πετράδια ολογάλαζα και κάτω από τα πετράδια κρυμμένα ασημένια κουδουνάκια. Καθώς
περπατούσε τα κουδουνάκια χτυπούν αρμονικά.317

Στο τελευταίο κεφάλαιο του Διγενή Ακρίτα «Το στοιχειωμένο λάφι», ο


Διγενής αποφασίζει να ξαναπάει για κυνήγι. Αφού έχει ήδη θηρεύσει αρκετά ζώα,
εμφανίζεται το ελάφι πληγωμένο από μια σαΐτα. Καθώς πλησιάζει το ελάφι, ο
Διγενής διακρίνει, χωρίς να κατανοεί, τη συμπόνια του βλέμματος του ελαφιού, όχι
για το ίδιο, αλλά για τον Διγενή. Ένα, ακόμη, στοιχείο που σηματοδοτεί τον
επερχόμενο θάνατό του, είναι ένα πουλάκι, το οποίο «έπεσε πάνω του και του
μάτωσε τα ρούχα. Άνοιξε τα ματάκια του και τον κοίταξε παραπονεμένα˙ έπειτα τα
έκλεισε για πάντα. Ο Διγενής κέρωσε».318 Τέλος, όσα ζώα έχει σκοτώσει,
σηκώνονται με τις πληγές τους ανοιχτές και πηγαίνουν από πίσω του θλιμμένα, σαν
να ακολουθούν μια κηδεία, σαν να παρίστανται σε νεκρική πομπή. Η εμφάνιση των
ζώων είναι καθαρά συμβολική, καθώς προοικονομεί το θάνατο του Διγενή, ο οποίος,
διερωτώμενος για το ποιος είναι ο πεθαμένος, φαντάζει ακόμα, πιο τραγικός.

316
Ό.π., 2, 864.
317
Ό.π., 2, 869.
318
Ό.π., 2, 940.

82
Εκτός από τα σχολικά διηγήματα, ο Καρκαβίτσας και ο Παπαμιχαήλ
συνεργάστηκαν για τη δημιουργία ενός βιβλίου για παιδιά με τίτλο Διηγήματα
Πραγματογνωστικά. Τα διηγήματα αυτά έδιναν στα παιδιά τη δυνατότητα να
γνωρίσουν μέσω της λογοτεχνίας διαφορετικούς κόσμους από τον ανθρώπινο,
κυρίως, όμως τον κόσμο των ζώων.

Από τα εννέα λογοτεχνικά κείμενα της συλλογής τα επτά πραγματεύονται τις


περιπέτειες και τη ζωή διαφόρων ζώων. Πιο αναλυτικά, στο διήγημα «Οι
μέλισσες»319 οι μικροί αναγνώστες έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν τόσο μέσα από
την περιγραφή του τριτοπρόσωπου αφηγητή, όσο και από διαλόγους των μελισσών,
τον βίο της μέλισσας, το τι συμβαίνει εντός της κυψέλης, τους κινδύνους που έχουν
να αντιμετωπίσουν οι μέλισσες, τις ιεραρχικές σχέσεις, που αναπτύσσονται, τον
τρόπο με τον οποίο θα διδάξουν οι μεγαλύτερες τις μικρότερες μέλισσες, κ.ά.

Στα διηγήματα «Η πέρδικα»320 και «Ο δρυοκολάπτης»,321 περιγράφεται ο


τρόπος ζωής και ανατροφής των μικρών πουλιών του κάθε είδους από τους γονείς
τους.

Πιο σύντομα, παρουσιάζεται στο «Κοντά στο ηλιόγερμα»322 η περιπέτεια της


κυράς Μάρως, της αλεπούς που, προσπαθώντας να θηρεύσει ένα μικρό μοσχαράκι,
έρχεται αντιμέτωπη με τα κέρατα της μητέρας του.

«Στους σαλίγκαρους»323 από την άλλη, αφού καταγράφεται ο παραδοσιακός


μύθος που θα εξηγήσει γιατί υπάρχουν οι γυμνοσάλιαγκες, το ενδιαφέρον στρέφεται
στην περιγραφή της ζωής τους από τον αφηγητή, όπως τους βλέπει ο ίδιος στον κήπο
του.

Στα δύο τελευταία διηγήματα «Το αραβικό άλογο»324 και «Το λιοντάρι»,325
περιγράφονται οι λόγοι που το αραβικό άλογο αποτελεί μια ιδιαίτερη κατηγορία
αυτού του είδους, και ο τρόμος που προκαλεί ο βασιλιάς των ζώων με την εμφάνισή
του, τόσο στα άγρια ζώα, όσο και στα οικόσιτα. Έτσι, μολονότι αυτά τα κείμενα
έχουν χαρακτηριστεί ως πραγματογνωστικά και «έχουν περισσότερη σοφία παρά

319
Καρκαβίτσας, «Οι μέλισσες», 2, 972-984.
320
Καρκαβίτσας, «Η πέρδικα», 2, 984-991.
321
Καρκαβίτσας, «Ο δρυοκολάπτης», 2, 999-1006.
322
Καρκαβίτσας, «Κοντά στο ηλιόγερμα», 2, 995-997.
323
Καρκαβίτσας, «Οι σαλίγκαροι», 2, 997-999.
324
Καρκαβίτσας, «Το αραβικό άλογο», 2, 1006-1008.
325
Καρκαβίτσας, «Το λιοντάρι», 2, 1008-1010.

83
τέχνη, αποτείνονται μάλλον στο νου του παιδιού παρά στην καρδιά», 326 τα παιδιά
έχουν την ευκαιρία να έρθουν πιο κοντά με τη φύση και να διδαχθούν μέσω της
μυθοπλασίας τον τρόπο ζωής των ζώων.

Συμπερασματικά, στα κείμενα του Καρκαβίτσα και του Παπαμιχαήλ που


απευθύνονταν σε παιδιά του δημοτικού σχολείου ή και μεγαλύτερα, 327 διαφαίνεται ο
διδακτικός σκοπός των συγγραφέων. Ο Καρκαβίτσας προσπαθεί, αφενός να κάνει
γνωστούς τους μύθους της αρχαίας παράδοσης στα παιδιά, και αφετέρου με απλές
ιστορίες ζώων να τους διδάξει ανθρώπινες αξίες, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για
τη μετάδοση εγκυκλοπαιδικών γνώσεων της φυσιολογίας των ζώων. Εκτός από τα
διηγήματα που αφορούν τον κόσμο της μυθολογίας, στα υπόλοιπα ο Καρκαβίτσας
παρουσιάζει τον κόσμο της υπαίθρου. Με άλλα λόγια, τον γνήσιο ελληνικό κόσμο
του χωριού και των παραδόσεών του, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα. «Οι
όμορφες παραδόσεις που έχει συγκεντρώσει [ο Καρκαβίτσας] για ζώα, για πουλιά,
για έντομα, για την πολύμορφη φύση, κατάλληλα χρησιμοποιημένες κάνουν εύκολη
και ευχάριστη την πραγματογνωσία, για τα παιδιά».328

Στα αφηγήματα του Καρκαβίτσα η επίδραση της λαϊκής παράδοσης δεν


εντοπίζεται μόνο στη θεματική, αλλά και στον τρόπο γραφής. Ο συγγραφέας στην
αρχή, συνήθως, καταγράφει μια μικρή στροφή329 των πέντε ή έξι στίχων, η οποία
αναφέρεται στο βασικό θέμα του κειμένου. Η στροφή αυτή, προερχόμενη, πιθανόν
από τη λαϊκή δημοτική παράδοση, μπορεί να επαναληφθεί και στη μέση της
αφήγησης, δημιουργώντας έναν πιο χαρούμενο τόνο στην εξέλιξη της ιστορίας. Κατ’
αυτόν τον τρόπο, τα κείμενα αυτά, έχοντας αποκτήσει ρυθμό μέσω των στίχων και
της ομοιοκαταληξίας, γίνονται ακόμα πιο προσφιλή για παιδιά.

Τα ζώα γίνονται φορείς συνείδησης, και προσπαθούν με αλληγορικό τρόπο να


διδάξουν από τον δικό τους μικρόκοσμο, τον μακρόκοσμο του ανθρώπου. Δεν είναι
λίγες οι φορές, στις οποίες είναι εμφανής ο συμβολικός τρόπος παρουσίασης της
οργάνωσης των κοινωνιών των ζώων προκειμένου να γίνει πιο κατανοητός και πιο

326
Κωνσταντίνος Δ. Μαλαφάντης, «Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και το “διαπλαστικό” έργο του», Νέα
Εστία, τόμ. 150, τεύχ. 1738 (2001) σελ. 502
[http://www.ekebi.gr/magazines/ShowImage.asp?file=178594&code=8038] Ανάρτηση στις:
19/6/2018.
327
Βλ. Στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της συλλογής υπό τον τίτλο: Οι μέλισσες και άλλα
πραγματογνωστικά διηγήματα, του 1920, αναγράφεται ότι συνίσταται για παιδιά από δέκα χρονών και
απάνω.
328
Καρκαβίτσας, 1, 184-185.
329
Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Νεοελληνικά, Λουκάτος, σελ. ιη΄.

84
εύληπτος ο τρόπος οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών. Εκτός από την
παρουσίαση των ζώων ως συνόλων, το ενδιαφέρον μετατίθεται και στο ατομικό
πλαίσιο. Μέσα από τις ιστορίες των ζώων και τα σχόλιά τους για παθήματα άλλων
ζώων, επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά η διδακτική φύση των κειμένων. Τα
περισσότερα από αυτά τα διηγήματα περιλαμβάνουν ζώα, τα οποία έχουν την
ικανότητα να μιλούν. Κάνοντας χρήση του στοιχείου της ομιλίας που εκφράζει την
ύπαρξη της συνείδησης, ο λόγος των ζώων συμπεριλαμβάνει αρκετές φορές, είτε
σοφές ρήσεις, είτε εξήγηση ορισμένων καταστάσεων, με σκοπό τη διδαχή της
φιλανθρωπίας, της ευγνωμοσύνης, της μετριοφροσύνης, της τιμιότητας, της
φιλαλήθειας, της φιλοξενίας, της φιλοπονίας, ακόμα και της φροντίδας της υγείας.330

Έτσι, λοιπόν τα ζώα μπορούν να λειτουργήσουν ως θετικά και αρνητικά


παραδείγματα και ως φορείς ηθικής συμπεριφοράς, γεγονός το οποίο είναι αρκετά
παράδοξο,331 καθώς διαθέτουν διαφορετική φύση από τον άνθρωπο. Αν και γίνεται
χρήση της “μεταμόρφωσης” των ζώων σε άνθρωπο, αυτή η αλλαγή αφορά μόνο την
ικανότητα της ομιλίας, και όχι κάποιου άλλου χαρακτηριστικού ή συνήθειας που
έχουν οι άνθρωποι. Στα διηγήματα αυτά οι διάλογοι είναι συχνό στοιχείο. Τα ζώα,
όμως, εμφανίζονται πάντα στο φυσικό τους περιβάλλον, εξηγώντας τον δικό τους
τρόπο ζωής, χωρίς να επωμίζονται συνήθειες άλλων έμβιων όντων, όπως συμβαίνει
αργότερα στην Φάρμα των ζώων, του George Orwell, στην οποία τα γουρούνια
αποκτούν συνήθειες των ανθρώπων και μένουν σε σπίτι. Έτσι,

τέτοιου είδους ιστορίες που εμπίπτουν στην κατηγορία “Τα ζώα λειτουργούν ως ζώα, αλλά
μιλάνε”, ταιριάζουν στα παιδιά, γιατί, σύμφωνα με τον Abrams, τα παιδιά αναμένουν
απαντήσεις από τα πράγματα που τους προκαλούν την περιέργεια και επειδή, […] αναμένουν
τα ζώα να μιλάνε για πράγματα, που είναι σημαντικά για τον άνθρωπο. 332

Ακόμα, και σε διηγήματα που πραγματεύονται δυσάρεστες καταστάσεις


(θάνατος, αποχωρισμός παιδιών από γονείς κατά την ενηλικίωσή τους, κ.ά.), η χρήση

330
Βλ. Ουρανία Πολυκανδριώτη, Η διάπλαση των Ελλήνων. Αριστοτέλης Κουρτίδης (1858 – 1928),
Αθήνα, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2011.
331
Βλ. Vincent Buyens, «A zoological emblem book: Willem Van Der Borcht’s Sedighe Sinne-
Beelden (1642)», Early Modern Zoology. The Construction of Animals in Science, Literature and the
Visual Arts, edit. Karl A.E. Enenkel and Paul J. Smith, Boston, Brill, 2007, σελ. 547-566.
332
Holly O'Donnell, «ERIC/RCS REPORT: Animals in Literature», Language Arts, τόμ. 57, αρ. 4
(1980) σελ. 452 [https://www.jstor.org/stable/41404984?read-
now=1&refreqid=excelsior%3Aec8328fe3b00c39a1d5583ff5edc5bb3&loggedin=true&seq=2#page_sc
an_tab_contents] Ανάρτηση στις: 20/6/2018.

85
του ζώου δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να κάνει λόγο ευκολότερα για τις
άσχημες καταστάσεις της ζωής και επιτρέπει στα παιδιά να μην εμπλακούν τόσο
συναισθηματικά με τους ήρωες του κειμένου. Τα παιδιά αν και βρίσκονται κοντά στα
ζώα, δε μοιράζονται την ίδια φύση μαζί τους και κατ’ επέκταση δεν επηρεάζονται
τόσο πολύ ψυχικά και συναισθηματικά. Έτσι, στα παιδιά επιτρέπεται «να
διατηρήσουν μια ασφαλή απόσταση από αυτούς [ενν. τους ήρωες], καθώς
παρουσιάζονται μεταμφιεσμένοι, μέσα από τις περιπέτειες ανθρωπόμορφων
ζώων».333 Γενικότερα, βέβαια, έχει διαπιστωθεί ότι ο ανθρωπομορφισμός είναι μια
τεχνική αρκετά διαδεδομένη. Συναντάται από την αρχή της ανάπτυξης του
πολιτισμού και στο πλαίσιο της παιδικής λογοτεχνίας, πιο συγκεκριμένα, η χρήση
αυτής της τεχνικής στα κείμενα εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό, με σκοπό την
ανάπτυξη διαλόγου με τους αναγνώστες.334

Σε κείμενα που εμφανίζεται και ο άνθρωπος, το ζώο αποκτά μια πιο


πολυδιάστατη σημασία, καθώς θα τον θέσει, είτε σε καινούριες περιπέτειες, για τα
αναδείξει στους μικρούς αναγνώστες τη γενναιότητά του, λειτουργώντας ευρύτερα
ως πρότυπο, είτε θα αποτελεί γέφυρα για τη σύνδεση του ανθρώπου με το Θεό,
αποκτώντας ένα πιο συμβολικό περιεχόμενο.

Οι συγγραφείς στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ούέδωσαν τη
δυνατότητα στους μικρούς αναγνώστες να έρθουν «σε επαφή με κόσμους
παρελθοντικούς, με πρόσφατες κοινωνικές καταστάσεις και με διάφορα
335
περιστατικά» που αφορούν τον κόσμο των ζώων. Τελικά, τα ζώα αποτελούν
χρήσιμα εργαλεία για την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία των παιδιών λόγω της
ικανότητάς τους να ανθρωπομορφοποιούνται και λειτουργούν με τέτοιο τρόπο, ώστε
να διδάσκουν μαθήματα ζωής στα παιδιά (π.χ. μαθήματα φιλίας, ηθικής, καλοσύνης,
γενναιότητας, επιμονής κ.ά.).

333
Μαριάνθη Καπλάνογλου, Ελληνική λαϊκή παράδοση. Τα παραμύθια στα περιοδικά για παιδιά και
νέους (1836 – 1922), Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1998, σελ. 72-74.
334
Βλ. Carolyn L. Burke, Joby G. Copenhaver, «Animals as People in Children's Literature»,
Language Arts, τόμ. 81, αρ. 3 (2004) σελ. 205-213[https://www.jstor.org/stable/41483397?read-
now=1&refreqid=excelsior%3A149a27f4495bebc3ea9908d13b3abd70&seq=1#page_scan_tab_content
s] Ανάρτηση στις: 20/6/2018.
335
Μπενέκος, Οπτικές, σελ. 193.

86
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στην εργασία αυτή εξετάστηκε η παρουσία του ζώου στο συγγραφικό έργο του
Εμμανουήλ Ροΐδη, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Ανδρέα Καρκαβίτσα και του
Μιχαήλ Μητσάκη. Με βάση τη μελέτη αυτή μπορούμε να προχωρήσουμε σε
ορισμένες γενικές παρατηρήσεις και συμπεράσματα.

Στο πρώτο κεφάλαιο, με αφορμή την παράδοση οι συγγραφείς κάνουν χρήση


του θέματος του ζώου προκειμένου να αναδείξουν τις λαϊκές δοξασίες. Με το ζώο να
αποτελεί σύμβολο, είτε του καλού, είτε του κακού, το οποίο τίθεται, συνήθως, σε
θέση διαμεσολαβητή μεταξύ ανθρώπων και θεών, ο εκάστοτε αναγνώστης έχει την
ευκαιρία να εξοικειωθεί με ένα πλήθος δοξασιών του λαϊκού πολιτισμού σχετικά με
το ζώο.

Στο δεύτερο κεφάλαιο, αναδείχθηκαν οι διάφορες σχέσεις που μπορεί να


αναπτύξει άνθρωπος και ζώο. Ορισμένες περιπτώσεις κείμενων εστιάζουν στη φιλία
ζώου και ανθρώπου, αναδεικνύοντας τη συμπόρευσή τους, ενώ άλλες προβάλλουν το
ζώο ως αντίπαλο του ανθρώπου, υπογραμμίζοντας κυρίως την ανυπότακτη φύση του.
Άλλοτε πάλι, η περιγραφή των σχέσεων αυτών δίνει στους συγγραφείς τη δυνατότητα
να ασκήσουν έντονη κριτική, τόσο στην ανθρώπινη ύπαρξη, όσο και στην κοινωνία,
ενώ δε λείπουν οι περιπτώσεις, στις οποίες γίνεται φανερός ο διδακτικός χαρακτήρας
της πραγμάτευσης του ζώου.

Στο τρίτο κεφάλαιο, με βάση τις αρχές του Νατουραλισμού, άνθρωπος και
ζώο αναπτύσσουν μια καθαρά ανταγωνιστική σχέση, με το ζώο-θύμα να
παρουσιάζεται ανώτερο του κτηνώδους ανθρώπου-θύτη. Η περιγραφή σκηνών, όπου
το ζώο βασανίζεται συνεχώς από τον άνθρωπο, προβάλλει τη δαρβινική άποψη για
την καταγωγή του ανθρώπου από το ζώο και την επιτείνει.

Σε πολλά κείμενα ρεαλιστικής και νατουραλιστικής χροιάς, το ζώο λειτουργεί


ως θέαμα για τη διασκέδαση του συγκεντρωμένου πλήθους. Το ζώο, είτε ως
αντικείμενο εκμετάλλευσης, είτε ως θύμα άγριου βασανισμού, συνιστά για τον
αναγνώστη μέσο προβληματισμού γύρω από οχληρές κοινωνικές καταστάσεις και
κατ’ επέκταση μέσο διδαχής για την αποφυγή ανάλογων συμπεριφορών. Από την
άλλη, στο πλαίσιο του Αισθητισμού, το ζώο αποτελεί το έναυσμα για τον αφηγητή

87
για να κάνει αναφορά είτε σε ολόκληρη την πλάση, είτε σε φιλοσοφικά-υπαρξιακά
ζητήματα.

Συμβολιστικές διαστάσεις αποκτά το ζώο στην όψιμη πεζογραφία του


Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Εδώ, το ζώο καθώς εκφράζει κάτι διαφορετικό πέραν
της φυσικής του υπόστασης, αποκτά μια πιο ισχυρή παρουσία στο λογοτεχνικό
κείμενο·αρκετές φορές γίνεται φορέας του εσωτερικού κόσμου του αφηγητή, αλλά
και σύμβολο αποκάλυψης βαθύτερων νοημάτων για τον αναγνώστη.

Στο έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο, εξετάστηκε το ζώο στη παιδική


λογοτεχνία του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Το ζώο, εδώ, φέρει έντονο το στοιχείο του
διδακτισμού. Με άλλα λόγια, μπορεί να θεωρηθεί ως δάσκαλος για τα παιδιά, ειδικά
αν φέρει ανθρώπινα χαρακτηριστικά, όπως την ομιλία, καθώς αποσκοπεί, αφενός
στην εκμάθηση αξιών της ζωής σε μικρούς αναγνώστες και αφετέρου στη γνωριμία
τους με τη λογοτεχνική παράδοση.

Μέσα από την εξέταση των λογοτεχνικών κειμένων διαγράφεται η


πολυπλοκότητα και η πολλαπλότητα, τόσο του χαρακτήρα του ίδιου του ζώου, όσο
και η προσέγγιση του εκάστοτε συγγραφέα στο ιδιαίτερο αυτό θέμα. Η ερμηνεία των
ζώων είναι ανθρωποκεντρική, διότι πράξεις και σκέψεις του ζώου προσπαθούν να
εξηγηθούν μέσω της ματιάς του αφηγητή ή του αναγνώστη. Η ανθρωποκεντρική
ερμηνεία των ζώων στα κείμενα στοχεύει κατά κύριο λόγο στη διδαχή του
αναγνώστη σε ζητήματα που αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη και συμπεριφορά, τόσο
ατομικά, όσο και συλλογικά. Ο διδακτικός χαρακτήρας του ζώου γίνεται φανερός
στην πλειοψηφία των κειμένων και ιδιαίτερα σε όσα εντοπίζεται ομιλούν ζώο.
Αντίθετα, σε όσα κείμενα το ζώο εμφανίζεται σιωπηλό, αποτελεί μια άλλη άφωνη
παρουσία και με τη στάση και τις αντιδράσεις του υπογραμμίζει τη δική του
διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας.

88
ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Πίνακας κειμένων με ζώα των Ανδρέα Καρκαβίτσα, Μιχαήλ


Μητσάκη, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και Εμμανουήλ Ροΐδη

Συγγραφέας Τίτλος Έργου Πρώτη Είδος ζώου


Δημοσίευση
Αλέξανδρος «Οι έμποροι των περ. Μη Χάνεσα, 5 σκύλος
Παπαδιαμάντης εθνών» Νοεμβ. 1882
Αλέξανδρος «Μια ψυχή» περ. Παρνασσός, πεταλούδα
Παπαδιαμάντης τόμ. ΙΔ΄, 1891
Αλέξανδρος «Στην Αγι’ εφ. Ακρόπολις, 4 όνος
Παπαδιαμάντης Αναστασά» Απριλ. 1892
Αλέξανδρος «Βαρδάνος στα εφ. Ακρόπολις, 14 γάτα, κότες
Παπαδιαμάντης σπόρκα» Αυγ.-5 Σεπτ. 1893
Αλέξανδρος «Ώχ! Βασανάκια» περ. Νέο Πνεύμα, παπαγάλος, σκύλος
Παπαδιαμάντης έτος Β', τόμ. Α΄,
Ιαν. 1894
Αλέξανδρος «Η νοσταλγός» περ. Εστία, 1894 σκύλος
Παπαδιαμάντης
Αλέξανδρος «Η γλυκοφιλούσα» εφ. Ακρόπολις, 25- αίγες
Παπαδιαμάντης 28 Δεκ. 1893
Αλέξανδρος «Τα δαιμόνια στο περ. Εθνική Αρωγή, φοράδα
Παπαδιαμάντης ρέμμα» 1900
Αλέξανδρος «Ο Γάγατος και τ΄ περ. Το περιοδικόν άλογο
Παπαδιαμάντης άλογο μας, Πειραιάς,
1900, τόμ. Α΄
Αλέξανδρος «Τ’ όνειρο στο περ. Παναθήναια, αίγα
Παπαδιαμάντης κύμα» τόμ. Α΄, 15 Οκτ.
1900
Αλέξανδρος «Η θητεία της περ. Ζωή, 30 Νοεμ. αίγα
Παπαδιαμάντης πενθεράς» 1902
Αλέξανδρος «Του μπουφ΄ του εφ. Σκρίπ, 25 Δεκ. μπούφος
Παπαδιαμάντης π΄λι» 1904
Αλέξανδρος «Το ψοφίμι» εφ. Νέον Άστυ, 5 σκύλος
Παπαδιαμάντης Αυγ. 1906
Αλέξανδρος «Κοινωνική εφ. Νέον Άστυ, 18 άλογο
Παπαδιαμάντης αρμονία» Σεπτ. 1906
Αλέξανδρος «Η κάλτσα της εφ. Αλήθεια, 7 Ιαν. ψείρες, γαϊδούρα
Παπαδιαμάντης Νωένας» 1907
Αλέξανδρος «Με τον περ. Παναθήναια, όνος
Παπαδιαμάντης πεζόβολο» τόμ. ΙΓ΄, 15 Ιαν.
1907
Αλέξανδρος «Φορτωμένα περ. Νέα Ζωή, σκύλος
Παπαδιαμάντης κόκκαλα» Αλεξανδρείας, τόμ.
4, Οκτ. 1907

89
Αλέξανδρος «Το μυρολόγι τηςεφ. Πατρίς, 13 φώκια
Παπαδιαμάντης φώκιας» Μαρτ. 1908
Αλέξανδρος «Αγάπη στονΕθνικόν βοοειδή
Παπαδιαμάντης κρεμνό» Ημερολόγιον
Σκόκου, 1913
Αλέξανδρος «Τα χέλια» τομ. Νεκρός χέλια
Παπαδιαμάντης Ταξιδιώτης,
Ελευθερουδάκης,
1925
Αλέξανδρος «Το θαύμα της περ. Παναθήναια, περιστέρα
Παπαδιαμάντης Καισαριανής» τόμ. Β΄, 15 Αυγ.
1901
Αλέξανδρος «Κατά το πρέπον 1907 (γενικά για τα ζώα)
Παπαδιαμάντης ζην. Η αληθής
υγίεια»
Αλέξανδρος «Οιωνός» 1896 σκυλιά
Παπαδιαμάντης
Αλέξανδρος «Υπηρέτρια» εφ. Εφημερίς, 25 όνος
Παπαδιαμάντης Δεκ. 1888.
Αλέξανδρος «Θέρος - 'Ερως» εφ. Ακρόπολις, 1 - 5 προβατίνα
Παπαδιαμάντης Μάη 1891.
Αλέξανδρος «Νεκρός περ. Παναθήναια, Θαλάσσια ζωή -
Παπαδιαμάντης Ταξιδιώτης» τομ. ΙΘ΄, 28 Φεβρ.
ψάρια, φώκια,
1910 δελφίνια,
σκυλόψαρα
Αλέξανδρος «Η 1925, έκδοση μετά πουλί
Παπαδιαμάντης καλλικατζούνα» θάνατον
Αλέξανδρος «Η Φόνισσα» περ. Παναθήναια, Θαλασσαετός -
Παπαδιαμάντης Φεβρ.-Ιούν. του φώκια
1903
Ανδρέας «Οι Ακρόπολις 1899 Καρχαρίας -
Καρκαβίτσας σφουγγαράδες» θαλάσσιος κόσμος
Ανδρέας «Η δικαιοσύνη της Εστία 1894 σκύλος
Καρκαβίτσας θάλασσας»
Ανδρέας «Κακοσημαδιά» Εστία 1895 κουκουβάγια
Καρκαβίτσας
Ανδρέας «Ημέραι της Εβδομάς, Μάιος αίγες
Καρκαβίτσας γριάς» 1886
Ανδρέας «Τα Εστία, Μάϊος 1892 τυφλοπόντικα
Καρκαβίτσας τυφλοπόντικα»
Ανδρέας «Η Σμυρνιά» Νέα Ελλάς, 1894 άλογο
Καρκαβίτσας
Ανδρέας «Ο έβυθος» Εβδομάς, 28 Ιουλ. άλογο
Καρκαβίτσας 1885
Ανδρέας «Η κακή αδερφή» Εβδομάς, 22 Δεκ. κίσσα
Καρκαβίτσας 1885
Ανδρέας «Ο κλεφτοκοτάς» Εφημερίς, 9 Ιαν. κότα-αλεπού
Καρκαβίτσας 1889
Ανδρέας «Το τάμμα» Εβδομάς, 7 Φεβρ. ελάφι

90
Καρκαβίτσας 1887
Ανδρέας «Ο κυρίαρχος» Ο Καλλιτέχνης, πουλάρι
Καρκαβίτσας 1910.
Ανδρέας «Τρεις και ο Ημερολόγιον, 1908 άλογο
Καρκαβίτσας χάρος»
Ανδρέας Διγενής Ακρίτας Γραμμένο το 1919, Λιοντάρι,
Καρκαβίτσας πέρασε στο αγριογούρουνο,
αναγνωστικό της Ε΄ αρκούδες, ελάφι,
Δημοτικού "Διγενής πουλί
Ακρίτας" που
γράφτηκε από τον
Καρκαβίτσα και τον
Επ. Γ. Παπαμιχαήλ
(Νώντα Έλατο) και
τυπώθηκε στα 1920
(έκδοση
Δημητράκου)
Ανδρέας «Ο αμπελουργός» Αναγνωστικό Δ΄ πουλί
Καρκαβίτσας Δημοτικού 1919
Ανδρέας «Ο κότσυφας» Αναγνωστικό Δ΄ κότσυφας
Καρκαβίτσας Δημοτικού 1919
Ανδρέας «Η σουσουράδα» Αναγνωστικό Δ΄ σουσουράδα
Καρκαβίτσας Δημοτικού 1919
Ανδρέας «Η άσπρη Αναγνωστικό Δ΄ πεταλούδα
Καρκαβίτσας πεταλούδα» Δημοτικού 1919
Ανδρέας «Η σουπιά» Αναγνωστικό Δ΄ σουπιά
Καρκαβίτσας Δημοτικού 1919
Ανδρέας «Ο τυφλοπόντικας Αναγνωστικό Γ΄Τυφλοπόντικας,
Καρκαβίτσας και οι φίλοι του» Δημοτικού 1918 ασβός, νυφίτσα,
κούκος,
Ανδρέας «Το μνήμα της Αναγνωστικό Δ΄ Γαϊδούρα, λύκοι
Καρκαβίτσας μάνας» Δημοτικού 1919
Ανδρέας «Οι μέλισσες» Διηγήματα Μέλισσες, άλογο
Καρκαβίτσας Πραγματογνωστικά
1920
Ανδρέας «Η πέρδικα» Διηγήματα πέρδικα
Καρκαβίτσας Πραγματογνωστικά
1920
Ανδρέας «Κοντά στο Διηγήματα αλεπού
Καρκαβίτσας ηλιόγερμα» Πραγματογνωστικά
1920
Ανδρέας «Οι σαλίγκαροι» Διηγήματα σαλιγκάρι
Καρκαβίτσας Πραγματογνωστικά
1920
Ανδρέας «Ο δρυοκολάπτης» Διηγήματα δρυοκολάπτης
Καρκαβίτσας Πραγματογνωστικά
1920
Ανδρέας «Το αραβικό Διηγήματα άλογο
Καρκαβίτσας άλογο» Πραγματογνωστικά

91
1920
Ανδρέας «Το λιοντάρι» Διηγήματα λιοντάρι
Καρκαβίτσας Πραγματογνωστικά
1920
Ανδρέας Ο Αρχαιολόγος Ο Αρχαιολόγος, γάτα
Καρκαβίτσας Αθήναι,
Τυπογραφείον της
Εστίας, 1904
Ανδρέας «Αι αηδόνες της Εβδομάς, 1888 αηδόνια
Καρκαβίτσας Αρτοτίνας»
Ανδρέας «Η καμήλα» Εστία, 1895 Η καμήλα
Καρκαβίτσας
Ανδρέας «Γιάννος. . . Και η Ακρόπολις, Απριλ. αρνί
Καρκαβίτσας Μάρω 1887
Ανδρέας «Οι Δελφοί» περ. Εστία, 1892 γίδα
Καρκαβίτσας
Ανδρέας «Μικρόν περ. Εβδομάς, Γ΄ όφις - σαύρα
Καρκαβίτσας Ημερολόγιον Α΄» 1886
Ανδρέας «Μικρόν περ. Εβδομάς, Γ΄ άλογο
Καρκαβίτσας Ημερολόγιον Β΄» 1886
Ανδρέας «Μικρόν περ. Εβδομάς, Γ΄ πουλιά, χελιδόνια,
Καρκαβίτσας Ημερολόγιον Γ΄» 1886 πέρδικες
Ανδρέας «Νεκρανάστασις» εφ. Εστία, 1-9-1896. κόρακας
Καρκαβίτσας
Ανδρέας «Κράβαρα Η΄» περ. Εστία, 1890 ημιόνος
Καρκαβίτσας
Ανδρέας «Τ’ άλογό του…» εφ. Εστία, 23-5- άλογο
Καρκαβίτσας 1899
Ανδρέας «Τελώνια» εφ. Εστία, 31 Γεν. - σκύλος
Καρκαβίτσας 1 Φλεβ. 1899.
Ανδρέας «Ο άγριος ταύρος Αναγνωστικό Γ΄ ταύρος
Καρκαβίτσας της Κρήτης» Δημοτικού 1918
Ανδρέας «Το ιερό ελάφι της Αναγνωστικό Γ΄ ελάφι
Καρκαβίτσας Αρτέμιδας» Δημοτικού 1918
Ανδρέας «Η θυσία της Αναγνωστικό Γ΄ ελάφι
Καρκαβίτσας Ιφιγένειας» Δημοτικού 1918
Ανδρέας «Ο λαγός και η Αναγνωστικό Γ΄ λαγός, χελώνα
Καρκαβίτσας χελώνα» Δημοτικού 1918
Ανδρέας «Το φίδι και ο Αναγνωστικό Γ΄ φίδι, σπίνος
Καρκαβίτσας σπίνος» Δημοτικού 1918
Ανδρέας «Η αλεπού και ο Αναγνωστικό Γ΄ αλεπού,
Καρκαβίτσας σκαντζόχοιρος» Δημοτικού 1918 σκαντζόχοιρος
Ανδρέας «Ο γρύλλος» Αναγνωστικό Γ΄ γρύλλος
Καρκαβίτσας Δημοτικού 1918
Ανδρέας «Το κουνάβι» Αναγνωστικό Δ΄ κουνάβι
Καρκαβίτσας Δημοτικού 1919
Ανδρέας «Ο κήπος της Αναγνωστικό Δ΄ ποικιλία ζώων του
Καρκαβίτσας άνοιξης» Δημοτικού 1919 κήπου
Ανδρέας «Το μετάξι» Αναγνωστικό Δ΄ μεταξοσκώληκας

92
Καρκαβίτσας Δημοτικού 1919
Ανδρέας «Ναυάγια» 1899 σκύλος
Καρκαβίτσας
Ανδρέας «Τ΄ αηδόνι» γραμμ. 1885, 1η αηδόνι
Καρκαβίτσας δημ. Φιλολογικά
στον Καρκαβίτσα
του 1937.
Ανδρέας «Ο Καβαλάρης» εφ. Ακρόπολις, 5. 5. άλογο
Καρκαβίτσας 1902.
Μιχαήλ Μητσάκης «Οιωνός» Εστία, τόμ. ΚΓ', αρ. πτηνό
591 (26. 4. 1887),
277-279.
Μιχαήλ Μητσάκης «Θεάματα του Αττικόν Μουσείον σκύλος
Ψυρρή» (10. 9. 1890), 100-
102.
Μιχαήλ Μητσάκης «Η φλογέρα» Αττικόν Μουσείον ελάφι
(1. 10. 1890), 118-
120 και (10. 10.
1890), 130-131.
Μιχαήλ Μητσάκης «Άνθρωποι και Εφημερίς (7. 4. άλογα
κτήνη» 1891), 1-2
Μιχαήλ Μητσάκης «Το κάρρον» Εθνικόν άλογο
Ημερολόγιον Κ.
Σκόκου του 1892,
248-256
Μιχαήλ Μητσάκης «Το γατί» Ακρόπολις, φ. 3957 γάτα
(5. 2. 1893), 1. Η
εντύπωση που
προκάλεσε η
δημοσίευσή του
ήταν μεγάλη. Από
την ιστορία
συγκινήθηκε ο
Αμερικάνος
δημοσιογράφος Ι.
Μπάρος και την
εξέδωσε σε χίλια
αντίτυπα από το
τυπογραφείο της
Ακροπόλεως. Εδώ
παρουσιάζεται από
την πρώτη της
έκδοση
Μιχαήλ Μητσάκης «Αρκούδα» Ακρόπολις, φ. 3959 αρκούδα
(7. 2. 1893), 1.
Μιχαήλ Μητσάκης «Ο ταύρος» Ελληνικόν ταύρος
Ημερολόγιον,
Ορίζοντες, έτος Β΄,
τόμ. Β΄, (1943),
546-550

93
Μιχαήλ Μητσάκης «Γλάροι» Ακρόπολις, φ. 4643 γλάροι
(13.1. 1895), 2.
Μιχαήλ Μητσάκης «Άφιξις Βασιλέως» από το αρχείο του σκύλος
Ε.Λ.Ι.Α., με αριθμ.
Ιβ΄.
Μιχαήλ Μητσάκης «Ολίγα τινά εκ της Νέα Εφημερίς, φ. 78 άλογο
Ηπείρου» (19. 3. 1889), 5-6.
Μιχαήλ Μητσάκης «Νεότερα εκ της Νέα Εφημερίς, φ. 95 άλογο
Ηπείρου» (5. 4. 1889), 5-6.
Μιχαήλ Μητσάκης «Η ζωή» εφ. Ακρόπολις, φ. άλογο
4638 (8. 1. 1895),
2-3
Εμμανουήλ Ροΐδης «Η εορτή του όνου Αττικόν όνος
κατά τον Ημερολόγιον του
Μεσαιώνα» έτους 1869
Εμμανουήλ Ροΐδης «Ονολογία» Ασμοδαίος, 2-3- όνος
1875
Εμμανουήλ Ροΐδης «Σκαλάθυρμα» Αττικόν διάφορα
Ημερολόγιον του
έτους 1885, 19
(1884), 374-378.
Εμμανουήλ Ροΐδης «Ιστορία ενός Άστυ, 10. 10. 1893. σκύλος
σκύλου»
Εμμανουήλ Ροΐδης «Ιστορία μιας Άστυ, 12. 12. 1893. γάτα
γάτας»
Εμμανουήλ Ροΐδης «Ιστορία ενός Άστυ, 2. 10. 1894. άλογο
αλόγου»
Εμμανουήλ Ροΐδης «Το παράπονο του Εφημερίς, 19-16. γατί
νεκροθάπτου» 11. 1895.
Εμμανουήλ Ροΐδης «Ο Δουμάς εις τας Εφημερίς, 18-19. σκύλος, γάτα
Αθήνας» 12. 1895.
Εμμανουήλ Ροΐδης «Η μηλιά» Ακρόπολις, 25. 12. Διάφορα-κυρίως
1895 πουλιά και έντομα
Εμμανουήλ Ροΐδης «Ιστορία Σκρίπ, 1. 1. 1897. όρνιθα
ορνιθώνος
Εμμανουήλ Ροΐδης «Τα υαλοπωλεία» Εμπρός, 5. 1. 1898 σκύλος
Εμμανουήλ Ροΐδης «Το ξεστούπωμα» Ποικίλη στοά, 1898. όνος
220-222. (Στο τέλος
η ημερομηνία: 13.
9. 1897)
Εμμανουήλ Ροΐδης «Τα εφήμερα» Ημερολόγιον έντομα
Νεολόγου Αθηνών,
1898
Εμμανουήλ Ροΐδης Σκηνές της Ερήμου Κωνστ. Μεταξά λιοντάρι
του Κ.Μετ. Βοσπορίτου:
Βοσπορίτου, Σκηνές της Ερήμου
Πρόλογος - ήθη Βεδουίνων,
Μετά προλόγου του
κ. Εμμ. Ροΐδη,

94
1899, σελ. 7-27.
Εμμανουήλ Ροΐδης «Κυνομυομαχία» Παναθήναια, (1901) ποντίκια, σκύλοι,
2-7 άλογο
Εμμανουήλ Ροΐδης «Ιστορία ενός Άγνωστη πίθηκος
πιθήκου»

95
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πρωτογενής Βιβλιογραφία:
(Ανυπόγραφο), «Ζώα που κλέβουν», Μπουκέτο, τόμ. 12, τεύχ. 613 (1935) σελ. 2222
και 2257
[http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/146633/138037]
Ανάρτηση στις: 15/7/2018.
(Ανυπόγραφο), «Η αφοσίωσις ενός σκύλου», Μπουκέτο, τόμ. 6, αρ. 280 (1929) σελ.
953 [http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/112408/104503]
Ανάρτηση στις: 15/7/2018.
(Ανυπόγραφο), «Η γάτα του Πετράρχη», Μπουκέτο, τόμ 5, αρ. 200 (1928) σ. 167
[http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/103759/95916]
Ανάρτηση στις: 23/7/2018.
(Ανυπόγραφο), «Οι μεγάλοι άνδρες και η γάτα», Μπουκέτο, τόμ. 11, αρ. 56 (1935)
σελ. 1111
[http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/139682/131180]
Ανάρτηση στις: 23/7/2018.
(Ανυπόγραφο), «Πως ένα πουλλάρι έσωσε την μητέρα του», Μπουκέτο, τόμ. 3, αρ. 90
(1926) σελ.33
[http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/93426/85629] Ανάρτηση
στις: 15/7/2018.
(Ανυπόγραφο), «Τα θνησιμαία ζώα», Ηχώ δημοσίας ασφαλείας, τεύχ. 54, έτος 3
(1911) σελ. 494 [http://digital.lib.auth.gr/record/144449/files/5272_14.pdf] Ανάρτηση
στις: 18/7/2018.
Βιζυηνός Γεώργιος, «Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα», Εβδομάς, τόμ. 2, τεύχ. 48
(1885) σελ. 37α-39α.
Δροσίνης Γεώργιος, «Ζώα και Πουλιά στα δημοτικά τραγούδια μας», Ημερολόγιον
της Μεγάλης Ελλάδος, τεύχ. 3 (1924) σελ. 48-67.
[http://daniilida.lis.upatras.gr/index.php/hmer_meg_ellados/article/view/727/502]
Ανάρτηση στις: 12/6/2018.
Καρκαβίτσας Α., Άπαντα, τόμ. 1, αναστήλωσε και έκρινε Γ. Βαλέτας, Αθήνα,
Χρήστος Γιοβάνης, 1973.
Καρκαβίτσας, Ανδρέας, Άπαντα, τόμ. Α΄-Δ΄,παρουσ. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος,εισαγ. –
επιμ. Νίκη Σιδερίδου, εικονογρ. Π. Βαλασάκης, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1973.
Καρκαβίτσας Ανδρέας, Ταξιδιωτικά, εισαγ. – ανθολ. Ηλίας Χ.
Παπαδημητρακόπουλος, Αθήνα, Νεφέλη, 1998.

96
Καρκαβίτσας Ανδρέας, «Ο Κερατζής», Εστία, τεύχ. 19 (1892) σελ. 298-303
[http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/estia/article/view/75817/68166] Ανάρτηση
στις:22/7/2018.
Μητσάκης Μιχαήλ, Αφηγήματα και Ταξιδιωτικές Εντυπώσεις, τόμ. Α΄, φιλολ. επιμ.
Μανόλης Γ. Σέργης, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Ακαδημία Αθηνών,
2006.
Μητσάκης Μιχαήλ, Κριτικά κείμενα. Επιστολές. Ποίηση, τόμ. Β΄, φιλολ. επιμ.
Μανόλης Γ. Σέργης, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Ακαδημία Αθηνών,
2007.
Μητσάκης Μιχαήλ, Το έργον του, εισαγ. – σχόλ. – επιμ. Μιχ. Περάνθης, Αθήνα,
Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1956.
Μητσάκης Μιχαήλ, Φιλολογικά έργα, τόμ. Β’,τακτοποιημένα και φροντισμένα Δημ.
Ταγκόπουλος, Αθήνα, "Αθηναϊκό Βιβλιοπωλείο" Χ. Γανιάρη & Σία, 1922.
Ο Γατόφιλος (ψευδ.), «Φιλολογικοί γάτοι», Μπουκέτο, τόμ. 5, αρ. 241 (1928) σελ.
1161 [http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/108323/100452]
Ανάρτηση στις: 23/7/2018.
Ο κ. Γατόπουλος (ψευδ.), «Η γάτα δια μέσου των αιώνων», Μπουκέτο, τόμ 1, αρ. 8
(1924) σελ. 116
[http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/88358/80651] Ανάρτηση
στις: 23/7/2018.
Ντεμαιζόν Αντρέ, «Η ιστορία ενός άσπρου πιθήκου», Μπουκέτο, τόμ. 13, αρ. 668
(1936) σελ. 28 και 51
[http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/152537/143394]
Ανάρτησηστις: 15/7/2018.
Π. Ε., «Τα ζώα εις το θέατρον», Φιλολογική Ηχώ, τεύχ. 9, Κων/πολη (1896) σελ. 53-
54 [http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/fil_ixo/article/view/29248/29231] Ανάρτηση
στις: 15/7/2018.
Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, Άπαντα, τόμ. Α΄-Δ΄, κριτική έκδοση Ν.Δ.
Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Δόμος, 1981-1985.
Ροΐδης Εμμανουήλ, Άπαντα, τόμ. Β΄-Ε΄, 1868-1879,φιλολ. επιμ. Άλκης Αγγέλου,
Αθήνα, Ερμής, 1978.
Ροΐδης Εμμανουήλ, Τα έργα, τόμ. Β’, πρόλογος και σημειώματα Κώστας
Καιροφύλας, Αθήνα, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, [1900 και μετά].
Ροϊλός Γεώργιος (1867-1928), Άλογο (1898-1903).
Σ. Μ., «Κατά τί υπερέχουσι τον άνθρωπον τα ζώα», Εστία, τεύχ. 44 (1893) σελ. 282-
285 [http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/estia/article/view/77895/70243] Ανάρτηση
στις: 15/7/2018.
Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Δημ. Εκπαιδεύσεως, Έκθεσις της επιτροπείας της
διορισθείσης προς εξέτασιν της γλωσσικής διδασκαλίας των Δημοτικών Σχολείων,

97
Αθήνα, Τυπογραφείον Μ. Μαντζεβελάκη, 1920 [http://e-
library.iep.edu.gr/iep/collection/browse/item.html?code=20-00581&tab=02]
Ανάρτηση στις: 20/6/2018.

Δευτερογενής Βιβλιογραφία:
Αγγέλου Άλκης, «Εμμανουήλ Ροΐδης», Σάτιρα και Πολιτική στην Νεότερη Ελλάδα.
Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού
Πολιτισμού & Γενικής Παιδείας, 1979,σελ. 128-153.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ανδρέας Καρκαβίτσας και άλλοι, επιμ. Θεόδωρος Ξύδης,
Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1962.
Ανδρεάδης Ανδρέας Μ., Ροϊδικά Μελετήματα 1911 – 1934,φιλολ. επιμ. Παν.
Μουλλάς, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2010.
Άνθρωποι και ζώα στη νεοελληνική πεζογραφία, ανθολ. – επιμ. Δημήτρης
Παπακώστας, Αθήνα, Ωκεανίδα, 1994.
Αραμπατζίδου Λένα, Αισθητισμός. Η νεοελληνική εκδοχή του κινήματος,
Θεσσαλονίκη, Μέθεξις, 2012.
Αφηγήσεις για τα ζώα. Διηγήματα και άλλα κείμενα Ελλήνων συγγραφέων, ανθολ.
Κώστας Σταμάτης, εισαγ. Μ. Γ. Μερακλής, Αθήνα, Πατάκης, 1997.
Abrams M. H., Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφρ. Γιάννα Δεληβοριά, Σοφία
Χατζηιωαννίδου, Αθήνα, Πατάκης, 2012.
Βαλέτας Γ., «Ο άνθρωπος και η εποχή του», Νέα Εστία (Αφιέρωμα στον
Παπαδιαμάντη), τεύχ. 355, τόμ. 30 (1941) σελ. 12-13
[http://papadiamantis.net/%CE%A0%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CE%B
4%CE%B9%CE%BA%CE%AC-
%E1%BC%88%CF%86%CE%B9%CE%B5%CF%81%CF%8E%CE%BC%CE%B1
%CF%84%CE%B1] Ανάρτηση στις: 23/7/2018.
Βαλέτας Γ., Παπαδιαμάντης. Η ζωή – Το έργο – Η εποχή του, Αθήνα, Δημ.
Δημητράκου, 1955.
Βλαχοδήμος Δημήτρης, «Η θηλυκή ταυτότητα στο “Μυρολόγι της φώκιας” και η
σημασία της», Πρακτικά Γ’ Διεθνούς Συνεδρίου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Σκιάθος 29 Σεπτεμβρίου – 2 Οκτωβρίου 2011, τόμ. Α’, Αθήνα, Δόμος, 2012, σελ. 35-
46.
Βογιατζάκη Εύη, «Ο Εμμανουήλ Ροΐδης και η μεταφορά της επιστήμης», Σύγκριση,
τεύχ. 18 (2007) σελ. 47-71
[https://dspace.flinders.edu.au/xmlui/bitstream/handle/2328/8133/755-
764.pdf?sequence=1&isAllowed=y] Ανάρτηση στις: 11/7/2018.
Burke Carolyn L., Copenhaver Joby G., «Animals as People in Children's Literature»,
Language Arts, τόμ. 81, αρ. 3 (2004) σελ. 205-213
[https://www.jstor.org/stable/41483397?read-

98
now=1&refreqid=excelsior%3A149a27f4495bebc3ea9908d13b3abd70&seq=1#page_
scan_tab_contents] Ανάρτηση στις: 20/6/2018.
Buyens Vincent, «A zoological emblem book: Willem Van Der Borcht’s Sedighe
Sinne-Beelden (1642)», Early Modern Zoology. The Construction of Animals in
Science, Literature and the Visual Arts, edit. Karl A. E. Enenkel and Paul J. Smith,
Boston, Brill, 2007, σελ. 547-566.
Γαλαίος Ιωάννης Ε., Ο Νατουραλισμός και η νεοελληνική πεζογραφία (1880-1920).
Θεωρία και πράξη, Διδακτορική διατριβή, Αθήνα, 2011.
Γεωργαντά Αθηνά, «Διάσημες Λογοτεχνικές Μεταφράσεις του 19ου αιώνα, οι
ιστορίες των ζώων και το αποκρουστικό πορτραίτο του Νατουραλισμού», Εκδοτικά
προβλήματα και απορίες. Πρακτικά Συνεδρίου στη μνήμη του Γ. Π. Σαββίδη. Αθήνα 16
– 17 Ιουνίου 2000, Αθήνα, Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, 2002, σελ. 278-293.
Γιάκος Δημήτρης, «Καρκαβίτσας. Η εποχή του και η εποχή μας», Ριζοσπάστης
(1967) [https://digital.lib.auth.gr/record/36686/files/npa-2005-22330.pdf] Ανάρτηση
στις: 20/6/2018.
Γκότση Γεωργία, «Έμψυχες αρχαιότητες. Λογοτεχνία και πολιτισμική βιογραφία τον
19ο αιώνα», Κονδυλοφόρος, τόμ. 11, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2012,
σελ. 51-75.
Γκότση Γεωργία, Η ζωή εν πρωτευούση. Θέματα αστικής πεζογραφίας από το τέλος
του 19ου αιώνα, Αθήνα, Νεφέλη, 2004.
Γκότση Γεωργία, «Μιχαήλ Μητσάκης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές
της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόμ. ΣΤ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1997, σελ. 264-
323.
Γρηγόριος Ξενόπουλος – Μ. Μητσάκης – Γ. Καμπύσης, επιμ. Άλκης Θρύλος, Αθήνα,
Ζαχαρόπουλος, 1955, σελ. κ΄-κθ΄.
DeKoven Marianne, «Kafka’s Animal Stories: Modernist Form and Interspecies
Narrative», Human-Animal Relationships in Twentieth- and Twenty-First-Century
Literature, edit. David Herman, UK, Palgrave Macmillan, 2016, σελ. 19-40.
DeMello Margo, «Animals in Religion and Folklore», Animals and Society. An
Introduction to Human-Animal Studies, New York, Columbia University Press, 2012,
σελ. 301-324.
Donovan Josephine, «“Becoming Men” and Animal Sacrifice: Contemporary Literary
Examples», Human-Animal Relationships in Twentieth- and Twenty-First-Century
Literature, edit. David Herman, UK, Palgrave Macmillan, 2016, σελ. 91-107.
Fauriel Claude, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τόμ Α΄και Β΄, εκδ. επιμ. – μτφρ.
Αλέξης Πολίτης, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2000.
Fiske Christabel F., «Animals in Early English Ecclesiastical Literature, 650-1500»,
PMLA, τόμ 28, αρ. 3 (1913) σελ. 368-387[http://www.jstor.org/stable/457027]
Ανάρτηση στις: 12/6/2018.

99
Furst Lilian R., Skrine Peter N., Νατουραλισμός, μτφρ. Λία Μεγάλου, Αθήνα, Ερμής,
1972.
Ζαμάρου Ρέα, Φύση και έρωτας στον Παπαδιαμάντη. Ο συγγραφέας κηπουρός, Αθήνα,
Νεφέλη, 2000.
Ζουμπουλάκης Σταύρος, Στεναγμοί των πενήτων. Δοκίμια για τον Παπαδιαμάντη,
Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016.
Ζωολογία του πάνω και του κάτω κόσμου, επιμ. Μισέλ Φάις, Αθήνα, Πατάκης, 2009.
Η γάτα στην παγκόσμια λογοτεχνία, πρόλ. – επιλ. – μτφρ. Ρήγας Καππάτος, Αθήνα,
Καστανιώτης, 1996.
Harrison Peter, «Descartes on Animals», The Philosophical Quarterly (1950-), τόμ.
42, αρ. 167, (1992) σελ. 219-227
[https://static1.squarespace.com/static/54694fa6e4b0eaec4530f99d/t/577a841dbe6594
4fd9c6d0d2/1467647007000/Descartes+on+Animals+1992.pdf] Ανάρτηση στις:
27/7/2018.
Honour Hugh, Fleming John, Ιστορία της Τέχνης, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, Αθήνα,
Υποδομή, 1998.
Hugues N., Animaux dans l’ art, Paris, Éditions de Varenne, 1951.
Θρύλος Άλκης, «Μιχ. Μητσάκης», Μορφές της ελληνικής πεζογραφίας και μερικές
άλλες μορφές, Αθήνα, Δίφρος, 1962, σελ. 148-172.
Ιστορίες με ζώα. “…ζώα μικρά μετά μεγάλων”, επιλ. – επιμ. Μαίρη Γιόση, Άννα
Χρυσογέλου-Κατσή, Μαρία Λαϊνά, πρόλ. Άννα Χρυσογέλου-Κατσή, Αθήνα,
Εκδόσεις του Εικοστού πρώτου, 1994.
Johnson Jamie, The Philosophy of the Animal in 20th Century Literature, Doctor of
Philosophy, Florida Atlantic University, Boca Raton, FL, 2009
[https://fau.digital.flvc.org/islandora/object/fau%3A2975/datastream/OBJ/view/philos
ophy_of_the_animal_in_20th_century_literature.pdf] Ανάρτηση στις: 27/7/2018.
Johnson R.V, Αισθητισμός, μτφρ. Ελένη Μοσχονά, Αθήνα, Ερμής, 1973.
Καλογερόπουλου Άγγελου, «Το “Μυρολόγι της φώκιας” ως μάθημα αργό», Αντί,
τεύχ. 753 (2001) σελ. 58-59.
Καμπατζά Βαλεντίνη, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Η ανίχνευση του κωμικού
στοιχείου στο έργου του, Αθήνα, Εκδόσεις Σοκόλη – Κουλεδάκη, 2011.
Καπλάνογλου Μαριάνθη, Ελληνική λαϊκή παράδοση. Τα παραμύθια στα περιοδικά για
παιδιά και νέους (1836 – 1922), Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1998.
Καπλάνογλου Μαριάνθη, «Οι μεταμορφώσεις του μύθου των ζώων στην ελληνική
προφορική και γραπτή παράδοση (19ος – 20ος αιώνας): Οι περιπέτειες του ΑΤ 130:
Τα ζώα στο νυχτερινό κατάλυμα και του ΑΤ 155: Η αχαριστία (Ή Φίδι άνθρωπος και
αλεπού)», Θητεία. Τιμητικό αφιέρωμα στον καθηγητή Μ. Γ. Μερακλή, επιστημ. επιμ.

100
Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης, Αθήνα, Τυπογραφείο Χρήστου Καλοκαιρινού, 2002, σελ.
295-308.
Καραντώνης Ανδρέας, Κριτικά (Απόψεις για πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας), Αθήνα, Γιοβάνη, 1981.
Καραντώνης Ανδρέας, Νεοελληνική Λογοτεχνία. Φυσιογνωμίες Β΄, Αθήνα,
Παπαδήμας, 1977.
Κασίνης Κ. Γ.,Ονολογικές Μεταμορφώσεις. Πρόσωπα και προσωπεία της ελληνικής
σάτιρας, Αθήνα, Χατζηνικολής, 2004.
Κατσαδώρος Γεώργιος Κ., Η διάχυση του Αισωπείου μύθου στην Ευρώπη των Μέσων
Χρόνων: Η περίπτωση του Odo of Cheriton, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα, 2005.
Κιούσης Στ., Σπανός Γ. Ι., «Η θέση του Ανδρέα Καρκαβίτσα στη Μέση
Εκπαίδευση», Διαβάζω, τεύχ. 306 (1993) σελ. 67-71
[http://diavazo.gr/periodiko/%CF%84%CE%B5%CF%8D%CF%87%CE%BF%CF%
82-306/] Ανάρτηση στις:20/6/2018.
Κολυβάς Ι. Κ., «Αρκαδικά θέματα και ποιητική σε δύο διηγήματα του Αλ.
Παπαδιαμάντη», Παπαδιαμαντικά Τετράδια, τεύχ. 1, Αθήνα, Δόμος, 1992, σελ. 14-31.
Κούσουλας Λουκάς, «Ανθρώπους και κτήνη…», Αθήνα, Νεφέλη, 1993.
Κωστίου Κατερίνα, Εισαγωγή στην ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα. Ειρωνεία.
Παρωδία. Χιούμορ, Αθήνα, Νεφέλη, 2005.
Koppenol Johan, «Noah’s ark disembarked in Holland: Animals in Dutch Poetry,
1550 – 1700», Early Modern Zoology. The Construction of Animals in Science,
Literature and the Visual Arts, edit. Karl A. E. Enenkel, Paul J. Smith, Boston, Brill,
2007, σελ. 451-528.
Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, Έργα, Ρεύματα, Όροι, Αθήνα, Πατάκης,
3
2010.
Λορετζάτος Ζήσιμος, Collectanea, Αθήνα, Δόμος, 2009.
Λουκάτος Δημήτριος Σ., Εισαγωγή στην ελληνική λαογραφία, Αθήνα, Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1985.
Losano Antonia, «Performing Animals/Performing Humanity», Animals in Victorian
Literature and Culture, edit. Laurence W. Mazzeno, Ronald D. Morrison, UK,
Palgrave Macmillan, 2017, σελ. 129-146.
Μαλαφάντης Κωνσταντίνος Δ., «Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και το “διαπλαστικό”
έργο του», Νέα Εστία, τόμ. 150, τεύχ. 17380 (2001) σελ. 488-514
[http://www.ekebi.gr/magazines/ShowImage.asp?file=178594&code=8038]
Ανάρτηση στις: 19/6/2018.
Μαλεβίτσης Χρήστος, «Ο αρχέγονος Παπαδιαμάντης. Σχόλιο στο “Μυρολόγι της
φώκιας”», Φώτα – Ολόφωτα. Αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, επιμ.
Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Ε. Λ. Ι. Α., 2001, σελ. 291-298.

101
Μαρκοπούλου Μαρία, Μιχαήλ Μητσάκης: η ετερότητα μέσα από δύο «μυωπικά
μάτια», Μεταπτυχιακή Εργασία, [http://ikee.lib.auth.gr/record/129752/files/GRI-
2012-9133.pdf] Ανάρτηση στις: 10/6/2018.
Μενάρδος Σίμος, Εμμανουήλ Ροΐδης. Διάλεξις εις τον «Παρνασσόν» γενομένη την 22
Φεβρουαρίου 1917, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1918.
Μερακλής Μ. Γ., «Ζώο (Λαογρ.)», Πάπυρος Larousse Britannica, τόμ. 22, Αθήνα,
Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, 2007, σελ. 89-94.
Μερακλής Μ. Γ., Το λαϊκό παραμύθι, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1999.
Μερακλής Μιχαήλ Γ., Ελληνική Λαογραφία. Κοινωνική συγκρότηση. Ήθη και έθιμα.
Λαϊκή τέχνη, Αθήνα, Οδυσσέας, 2004.
Μηλιαράκη Αντ., Βασίλειος Διγενής Ακρίτας. Εποποιΐα βυζαντινή της 10ης
εκατονταετηρίδος κατά το εν Άνδρω ανευρεθέν χειρόγραφον, επιμ. Π. Γ. Ζερλέντου,
Αθήναι, Βιβλιοπωλείον Γεωργίου Ι. Βασιλείου, 1920.
Μηλιώνης Χριστόφορος, Σημαδιακός και αταίριαστος, Αθήνα, Νεφέλη, 2002.
Μικρά Ζωολογία, πρόλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, Κατερίνα Κοσκινά, εικονογρ. Τάσος
Μαντζαβίνος, Τάσος Παυλόπουλος, Παντελής Χανδρής, επιμ. Μισέλ Φάις, Αθήνα,
Πατάκης, 1998.
Μπαλούμης Επαμ. Γ., Ανδρέας Καρκαβίτσας. Ο ανατόμος της λαϊκής κοινότητας,
Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1999.
Μπαλούμης Επαμ. Γ., Ηθογραφικό διήγημα. Κοινωνικοϊστορική προσέγγιση.
Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας, Πολυλάς, Αθήνα, Χ. Μπούρας, 1986.
Μπέζας Δονάτος, «Εμμανουήλ Ροΐδης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές
της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, τόμ. Ε΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1997, σελ. 8-47.
Μπενέκος Δημήτριος, Σ. Οπτικές του λαϊκού πολιτισμού. Λαογραφικές αναλύσεις.
Εκπαιδευτικές εφαρμογές. Έρευνα κειμένων, Αθήνα, Gutenberg, 2008.
Mcshane Clay, Tarr Joel A. The Horse in the City. Living Machines in the Nineteenth
Century, Baltimore, The Johns Hopkins University Press, 2007.
Νεοελληνικά Λαογραφικά Κείμενα,επιμ. Δημήτριος Σ. Λουκάτος, Βασική Βιβλιοθήκη
Αετού, τόμ. 48, Αθήνα, Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, 1957.
Nyman Jopi, «Horsescapes: Space, Nation, and Human-Horse Relations in Jane
Smiley’s Horse Heaven», Human-Animal Relationships in Twentieth- and Twenty-
First-Century Literature, edit. David Herman, UK, Palgrave Macmillan, 2016, σελ.
217-240.
Ξενόπουλος Γρηγόριος, «Αι περί Ζολά προλήψεις», Επιλογή Κριτικών Κειμένων,
ανθολ. – εισαγ. – επιμ. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αθήνα, Αδερφοί Βλάσση, 2002,
σελ. 83-97.

102
Ξενόπουλος Γρηγόριος, «Το διήγημα και τα “Λόγια την Πλώρης”», Επιλογή
Κριτικών Κειμένων,ανθολ. – εισαγ. – επιμ. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αθήνα Αδελφοί
Βλάσση, 2002, σελ. 136-155.
Ο παράδεισος των γάτων, ανθολ. – μτφρ. Γιούλη Τσίρου, Αθήνα, Στοά, 2016.
O'Donnell Holly, «ERIC/RCSREPORT: AnimalsinLiterature», LanguageArts, τόμ.
57, αρ. 4 (1980) σελ. 451-454 [https://www.jstor.org/stable/41404984?read-
now=1&refreqid=excelsior%3Aec8328fe3b00c39a1d5583ff5edc5bb3&loggedin=true
&seq=2#page_scan_tab_contents] Ανάρτηση στις: 20/6/2018.
Παλαμάς Κωστής, Άπαντα, τόμ. Β΄, Αθήνα, Μπίρης, 1972.
Πανταζής Βασίλης, «Στην Αγι’ Αναστασά, στη Φαρμακολύτρια», Παπαδιαμαντικά
τετράδια, τεύχ. 3, Αθήνα, Δόμος, 1995, σελ. 53-62.
Παπαδημητρακόπουλος Ηλίας Χ., Ανδρέας Καρκαβίτσας. Αναφορές στη ζωή και στο
έργο του, Αθήνα, Σαββάλας, 2004.
Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Καλλιόπη, Αλέξανδρός Παπαδιαμάντης. Οι
ελληνορθόδοξες ρίζες του έργου του. Λαογραφική μελέτη, Αθήνα, Πιτσιλός, 1984.
Παρίσης Νικήτας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Τρία διηγήματα. Το μυρολόγι της
φώκιας, όνειρο στο κύμα, πατέρας στο σπίτι. Αναζήτηση της αφηγηματικής λογικής,
Αθήνα, Μεταίχμιο, 2001.
Περπατάρη Νικολέττα Δ., «Μεταπλάσεις κειμένων λαϊκής λογοτεχνίας σε έντεχνο
λόγο», Λαϊκός πολιτισμός και έντεχνος λόγος (ποίηση – πεζογραφία – θέατρο),
Πρακτικά διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου (Αθήνα, 8 – 12 Δεκεμβρίου 2010), τόμ.
Β’, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών. Δημοσιεύματα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής
Λαογραφίας-30, 2013, σελ. 281-289.
Πολίτη Τζίνα, «Δαρβινικό Κείμενο και “Η Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη. Πρόταση
ανάγνωσης», Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Συγκριτικής Γραμματολογίας. Σχέσεις
της Ελληνικής με τις Ξένες Λογοτεχνίες. 28 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1991, Αθήνα,
Δόμος, 1995, σελ. 253-269.
Πολίτου-Μαρμαρινού Ελένη, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Η παλαιότερη
πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόμ. ΣΤ΄,
Αθήνα, Σοκόλης, 1997, σελ. 114-209.
Πολίτου-Μαρμαρινού Ελένη, Πάτσιου Βίκη, Ο Νατουραλισμός στην Ελλάδα.
Διαστάσεις – Μετασχηματισμοί – Όροι, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2007.
Πολυκανδριώτη Ουρανία, «Ανάμεσα στον Κλασικισμό και στον Νατουραλισμό. Η
αφηγηματική μέθοδος του Αριστοτέλη Π. Κουρτίδη», Τριαντάφυλλα και γιασεμιά.
Τιμητικός τόμος για την Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, επιμ. Ζ. Ι. Σιαφλέκης, Ερασμία-
Λουίζα Σταυροπούλου, Αθήνα, Gutenberg, 2012, σελ. 172-185.
Πολυκανδριώτη Ουρανία, Η διάπλαση των Ελλήνων. Αριστοτέλης Κουρτίδης (1858 –
1928), Αθήνα, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2011.
Πολίτης Νικόλαος Γ., Παραδόσεις, Αθήνα, Γράμματα, 1994.

103
Ρωμαίος Κώστας, Το αθάνατο νερό, Αθήνα, Παπαδογιάννη, 1973.
Ρωμανός Γιώργος, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Όνειρο στο κύμα. Από τη μελέτη στην
ερμηνεία, Αθήνα, Πανδώρα, 2011.
Σαχίνης Απόστολος, Η πεζογραφία του Αισθητισμού, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της
«Εστίας», 1981.
Σκαρτσής Σ. Λ., Εισαγωγή στη λαϊκή λογοτεχνία, Αθήνα, Ελληνικά γράμματα, 1994.
Σταυρογιαννοπούλου, Ευθυμία, Τα διηγήματα από τα Κείμενα Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας της Α΄ Γυμνασίου σύμφωνα με τη Δομική Αφηγηματολογία του Claude
Bremond, Διπλωματική Εργασία, Πάτρα, 2012
[http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/bitstream/10889/5647/3/Nimertis_Staurogiannopo
ulou(teeapi).pdf] Ανάρτηση στις: 18/6/2016.
Σταυροπούλου Έρη, «Ανδρέας Καρκαβίτσας», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις
αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόμ. Η΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1997, σελ.
174-217.
Στεργιόπουλος Κώστας, «Η τελευταία φάση του Παπαδιαμάντη και “Το μυρολόγι
της φώκιας”», Πρακτικά Α’ Διεθνούς Συνεδρίου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Σκιάθος 20 – 24 Σεπτεμβρίου 1991, Αθήνα, Δόμος, 1996, σελ. 43-55.
Στεργιόπουλος Κώστας, «Ο Μιχ. Μητσάκης και η αντίστροφη μέτρηση»,
Περιδιαβάζοντας, τόμ. Β’, Αθήνα, Κέδρος, 1986, σελ. 79-88.
Στεργιόπουλος Κώστας, «Το μυρολόγι της φώκιας», Περιδιαβάζοντας, τόμ. Δ’,
Αθήνα, Κέδρος, 1996, σελ. 138-149.
Saunier G., Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια. Συναγωγή μελετών (1968 – 2000), μτφρ.
Μπουτουροπούλου Ιφιγένεια, επιμ. Ανδρειωμένος Γιώργος, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα
και Ελένης Ουράνη, Ακαδημία Αθηνών, 2001.
Saunier Guy(Michel), Εωσφόρος και Άβυσσος. Ο προσωπικός μύθος του
Παπαδιαμάντη, μτφρ. Ειρήνη Τσολακέλλη, Αθήνα, Άγρα, 2001.
Τροβάς Διονύσιος Α., Αισώπου μύθοι, Αθήνα, Τυπογραφείο Θεοδώρου Ματαφιά,
1966.
Τζιόβας Δημήτρης, «Ερμηνεύοντας το “Όνειρο στο κύμα”», Πρακτικά Α’ Διεθνούς
Συνεδρίου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Σκιάθος 20 – 24 Σεπτεμβρίου 1991,
Αθήνα, Δόμος, 1996, σελ. 71-83.
Τζιόβας Δημήτρης, Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης. Από την αφηγηματολογία
στην διαλογικότητα, Αθήνα, Οδυσσέας, 1993.
Τσιριμώκου Λίζυ, Εσωτερική ταχύτητα. Δοκίμια για τη λογοτεχνία, Αθήνα, Άγρα,
2000.
Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ., Αφηγηματικές Τεχνικές στον Παπαδιαμάντη (1887 – 1910),
Αθήνα, Κέδρος, 1987.

104
Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ., Το σχοίνισμα της γραφής. Παπαδιαμαντ(ολογ)ικές μελέτες,
Αθήνα, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2014.
Χάρης Πέτρος, Έλληνες πεζογράφοι, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1979.

105

You might also like