You are on page 1of 34

Tο Oνομα των Iωαννινων

Χαράλαμπος Β. Χαρίσης

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Μνήμη Βασίλη Χαρίση


Εισαγωγή
Το ερώτημα σχετικά με την προέλευση του ονόματος των Ιωαννί-
νων έχει απασχολήσει πολύ καιρό την έρευνα με αποτέλεσμα ο μελετη-
τής που θα ενσκήψει στο πρόβλημα να βρεθεί αντιμέτωπος με μια πλει-
άδα ετυμολογιών1, άλλες εμφανώς λανθασμένες και άλλες άξιες προ-
σοχής. Προκειμένου να μην χαθεί ‘στην μετάφραση’, ο επίδοξος ετυμο-
λόγος θα πρέπει να ακολουθήσει κάποιους βασικούς γλωσσολογικούς
κανόνες που διέπουν την έρευνα των τοπωνυμίων. Θα πρέπει καταρ-
χάς το όνομα των Ιωαννίνων να αναλυθεί στα συστατικά του στοιχεία
- θέμα και κατάληξη - στα οποία θα πρέπει να δοθεί μία ετυμολογία η
οποία όχι μόνο πρέπει να είναι σωστή (ευλογοφανής) γλωσσολογικά
αλλά θα πρέπει επίσης να εξηγεί τον μεγαλύτερο δυνατό όγκο ιστορι-
κών και αρχαιολογικών δεδομένων με τις λιγότερες δυνατές υποθέσεις.
Γι’ αυτό, πριν εξετάσω το πρόβλημα του ονόματος της πόλης, θεωρώ
απαραίτητο να αναφερθώ πρώτα στην ιστορία της καθώς και στα ιστο-
ρικά δεδομένα για το όνομά της.

Ιστορικά δεδομένα
Η ιστορία της πόλης
Κινητά αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι η βραχώδης χερσόνη-
σος που εισχωρεί στη δυτική όχθη της λίμνης Παμβώτιδας, όπου σή-
μερα βρίσκεται το σημερινό Κάστρο (εικόνα 1), κατοικείτο τουλάχι-
στον από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ.2. Το αρχαίο όνομα του οικισμού είναι

*Ευχαριστώ θερμά την Βασιλική Γρηγοροπούλου και την Ελπίδα Περδίκη για
την πολύτιμη βοήθεια στην ανάγνωση του κώδικα με τα πρακτικά της Φωτίειου
συνόδου.
1. Για τις κατά καιρούς ετυμολογίες που έχουν προταθεί βλ. Μπέττης 1997 και
Παππάς 2013.
2. Στο Κάστρο έχει βρεθεί ένα νόμισμα που χρονολογείται τον 6ο αι. π.Χ. (Λιά-
μπη 2009, 195).
2 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

άγνωστο3. Στην ελληνιστική εποχή υπήρχε ένας τουλάχιστον πύργος


εκεί όπου σήμερα είναι η κύρια είσοδος του Κάστρου4 ενώ στο εσωτε-
ρικό του Κάστρου, μπροστά από εκεί που σήμερα βρίσκεται η οθωμα-
νική βιβλιοθήκη, υπήρχαν κατοικίες καθώς και ένα μεγάλο αταύτιστο
κτίριο στον χώρο του σημερινού δημοτικού σχολείου, κοντά στο Σου-
φαρί - Σεράι5. Βάσει μιας επιτύμβιας ρωμαϊκής στήλης6 και μιας κεφα-
λής Διονύσου7 που βρέθηκαν στο Κάστρο εκτιμάται ότι η κατοίκηση
συνεχίστηκε και στην ρωμαϊκή εποχή8.
Από τα πρωτοβυζαντινά χρόνια δεν έχουμε αρχαιολογικά ευρήμα-
τα . Τα Ιωάννινα δεν αναφέρονται ούτε μεταξύ των φρουρίων που κα-
9

τασκεύασε και επισκεύασε ο Ιουστινιανός στην Ήπειρο τον 6ο αι., και


τα οποία αναφέρει ο Προκόπιος στο έργο του Περί Κτισμάτων, ούτε
στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους, έναν ημι-επίσημο κατάλογο του 6ου
αι. που αναφέρει τις πόλεις της Ηπείρου (και της υπόλοιπης αυτοκρα-
τορίας) του 5ου αι10. Η απουσία αυτή όμως δεν συνάδει με την σημαντι-
κή στρατηγική θέση της χερσονήσου11. Πολλοί προσπάθησαν να λύ-
σουν αυτό το μυστήριο. Κάποιοι12 πιθανολογούν ότι τα Ιωάννινα ήταν

3. Οι αρχαίες μαρτυρίες είναι ανεπαρκείς για να μας αποκαλύψουν το όνομα


και μόνο η αρχαιολογική σκαπάνη, αν βρει κάποτε μια σχετική επιγραφή, θα μπο-
ρούσε να φωτίσει το πρόβλημα. Ίσως το οχυρωμένο ‘χωρίον’ (oppidum) ‘Πασσα-
ρών’ του Livy (Ad Urbe Condita 45.26.4) να αναφέρεται σε κάποιο πασσαλόπηκτο
αρχαίο οικισμό της λίμνης λόγω ετυμολογίας από την λέξη πάσσαλος (βλ. Δάκα-
ρης 1956, 46-80) και ίσως να αφορά στον οικισμό του Κάστρου όπου μέχρι τις αρ-
χές του προηγούμενου αιώνα υπήρχαν, γύρω από την τάφρο του, πασσαλόπηκτες
οικίες.
4. Παπαδοπούλου 2015, 441-448.
5. Αρχαιολογικόν ∆ελτίον 38 (1983), Χρονικά 245-249 (Ο. Γκράτζιου). Αρχαιο-
λογικόν ∆ελτίον 38 (1983), Χρονικά 229 (Ι. Ανδρέου). Πλιάκου 2007, 151κ.ε.
6. Αρχαιολογικόν ∆ελτίον 41 (1986), Χρονικά 100 (Ι. και Η. Ανδρέου).
7. Βοκοτοπούλου 1973, 95.
8. Ίσως στα ευρήματα της ίδιας εποχής θα πρέπει να συμπεριληφθεί και το κι-
ονόκρανο που φέρει ένας από τους κίονες του τζαμιού του Ασλάν πασά (Παπα-
δοπούλου 2013, 132).
9. Αλλά βλ. παρακάτω.
10. Honigmann 1939, 5. Jones�����
����������
19712, 514κ.ε.
11. Βλ. Χαρίσης 2003, 36-60.
12. Πρώτα ο Σεμιτέλος το 1854 και μετά ο Πάλλης το 1858 και στην συνέχεια
πολλοί άλλοι.
Tο Oνομα των Iωαννινων 3

Εικόνα 1. Το Κάστρο των Ιωαννίνων. Στην δεξιά άκρη διακρίνεται η ακρό-


πολη του Ιτς Καλέ και στην αριστερά άκρη η ακρόπολη του Ασλάν τζαμιού.

η (ανώνυμη) πόλη που, όπως αναφέρει ο Προκόπιος (Περί Κτισμάτων


4.1.40), οχύρωσε ο Ιουστινιανός (‘πόλη οχυρώτατατη οικοδόμησεν’)
και εν συνεχεία μετέφερε εκεί τους κατοίκους της Ευροίας, η οποία
βρισκόταν στην σημερινή Γλυκή, στον Αχέροντα ποταμό. Ο Δάκαρης
μάλιστα θεωρεί ότι η πόλη των Ιωαννίνων ονομάστηκε τότε ‘Εύροια εκ
νέου’ γιατί όπως ισχυρίζεται έτσι πρέπει να διαβαστεί η ‘Εύροια Ακνί-
ου’ που αναφέρεται στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους (651, 6-7)13. Όμως
όπως άλλοι έχουν ήδη δείξει με ισχυρά επιχειρήματα, οι υποθέσεις αυ-
τές δεν ισχύουν. Αν οι κάτοικοι της Ευροίας είχαν όντως μεταφερθεί
στο σημερινό Κάστρο, τότε αυτό θα συνεπαγόταν αυτομάτως και την
μεταφορά στο Κάστρο της λατρείας του Αγίου Δονάτου που ήταν επί-
σκοπος της Ευροίας τον 4ο αι. και εν συνεχεία έγινε προστάτης άγιος
της Ευροίας. Λατρεία του Αγίου Δονάτου δεν υπάρχει όμως στην πε-
ριοχή των Ιωαννίνων14. Η περίπτωση η Εύροια να μεταφέρθηκε στην
πόλη που υπήρχε από την αρχαιότητα στον λόφο Καστρίτσα απορρί-
πτεται για τον ίδιο λόγο. Ούτε η άποψη του Δάκαρη μπορεί να είναι
σωστή γιατί η ‘Εύροια Ακνίου’ στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους χρο-
νολογείται, όπως προαναφέρθηκε, στον 5ο αι. δηλαδή πριν μεταφέρει
την Εύροια ο Ιουστινιανός15. Εναλλακτικά, έχει υποστηριχτεί ότι οι κά-
τοικοι μεταφέρθηκαν από την Εύροια στην Βρίνα (�������������������
Vrin���������������
ë) στην σημερι-

13. Δάκαρης 1952.


14. Τριανταφυλλόπουλος 1994, 317.
15. Τριανταφυλλόπουλος 1994, 316.
4 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

νή Αλβανία16. Αλλά γιατί να χρειαζόταν να χτίσει ο Ιουστινιανός μια


νέα πόλη στην Βρίνα όταν κοντά της υπήρχε η μεγάλη πόλη του Βου-
θρωτού; Για όλους τους παραπάνω λόγους, η πιθανότερη θεωρία είναι
αυτή που υποστηρίζει17 ότι η Εύροια μεταφέρθηκε στον σημερινό λόφο
Καστρίου, στην ανατολική όχθη της σήμερα αποξηραμένης Αχερουσί-
ας λίμνης, στην κορυφή του οποίου υπάρχει βυζαντινός οχυρωμένος
οικισμός έκτασης 33 στρεμμάτων. Η θέση όχι μόνο ανταποκρίνεται πο-
λύ καλά στην περιγραφή του Προκοπίου18 αλλά επιπλέον στην περιοχή
μαρτυρείται λατρεία του Αγίου Δονάτου19.
Στα τέλη του 6ου αι. εισβάλλουν στην Ήπειρο οι Σλάβοι. Οι γηγενείς
κάτοικοι πολλών πόλεων αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν όχι μόνον
εξαιτίας των αλλαγών που επέφεραν οι Σλάβοι αλλά και λόγω της επιδη-
μίας της πανώλης που μαινόταν σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατο-
ρία από τα μέσα του 5ου μέχρι τις αρχές του 7ου αι.20. Εντούτοις οι περισσό-
τεροι παρέμειναν στις πόλεις τους οι οποίες διατήρησαν γι’ αυτό τον λόγο
το προϋπάρχον όνομά τους (Φοινίκη, Νικόπολη, Κόρινθος κλπ.). Στους
δύο αιώνες που ακολούθησαν (‘σκοτεινοί αιώνες’) οι πόλεις, οπωσδήπο-
τε συρρικνωμένες σε σχέση με την αρχαιότητα, άρχισαν να αναπτύσσο-
νται σχεδόν πάντα κοντά σε μικρά φρούρια (τα οποία αποτελούσαν το
καταφύγιο των κατοίκων σε περίπτωση επιδρομής21). Είναι σημαντικό να
τονιστεί ότι οι Σλάβοι, ως κατεξοχήν γεωργικός και κτηνοτροφικός λαός,
δεν προτιμούσε την κατοίκηση στις τοιχισμένες πόλεις22 που είχε κατα-
κτήσει, αλλά στην ύπαιθρο όπου υπήρχε καλλιεργήσιμη γη και βοσκοτό-
πια23 και μόνο προοδευτικά, όταν οι Σλάβοι εκχριστιανίστηκαν ενσωμα-
τώθηκαν με τους γηγενείς των αστικών κέντρων24.

16. Πετρίδης 1879.


17. Τριανταφυλλόπουλος 1994.
18. ‘Ταύτης δὲ τῆς Εὐροίας οὐ πολλῷ ἄποθεν λίμνη κέχυται καὶ νῆσος κατὰ μέ-
σον ἀνέχει καὶ λόφος αὐτῇ ἐπανέστηκε. διαλείπει δὲ ἡ λίμνη τοσοῦτον, ὅσον τινὰ
ἐν εἰσόδου μοίρᾳ τῇ νήσῳ λελεῖφθαι.’
19. Τριανταφυλλόπουλος 1994, 324.
�����������������������������������
. Bowden 2003, 197-198. ����������
Προκόπιος�De Bellis 2.22-23. Mango 1980, 68-69.
21. ����������������������
Veikou����������������
2012�����������
b����������
, 165-176.
22. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου 1995, 43, 70.
23. Χατζής 1952, 74. Koder 1982, 27.
24. Βλ. παρακάτω στο κείμενο.
Tο Oνομα των Iωαννινων 5

Τον 9ο αι. ο οικισμός της χερσονήσου της λίμνης αποτελούσε έδρα


επισκοπής25 η οποία στις αρχές του 11ου αι. (1020) έφτασε να κατατάσ-
σεται μεταξύ των μεγαλύτερων της Ηπείρου26. Λίγα χρόνια αργότερα,
το 1081 ο οικισμός ήταν αρκετά μεγάλος ώστε να προσελκύσει την προ-
σοχή του Βοημούνδου, του Νορμανδού που αργότερα πρωτοστάτη-
σε στην πρώτη Σταυροφορία, ο οποίος κατέκτησε το ‘κάστρο’ και την
‘ακρόπολή’ του. Ενίσχυσε μάλιστα με μια δεύτερη ‘ακρόπολη’ το ‘κά-
στρο’ (Άννα Κομνηνή Αλεξιάς 5.4.1). Παρόλα αυτά, ο οικισμός παρέ-
μεινε ένα ‘πολίδιον’27 μέχρι τον 13ο αιώνα, οπότε μετοίκησαν σε αυτά
κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, που εγκατέλειψαν λόγω της κατά-
ληψής της από τους Σταυροφόρους (Δ΄ Σταυροφορία). Η πόλη απέ-
κτησε τότε ένα ισχυρότερο και μεγαλύτερο φρούριο και αποτέλεσε στο
εξής ένα από τα κέντρα του ‘Δεσποτάτου της Ηπείρου’ μέχρι την παρά-
δοσή του στους Οθωμανούς το 1430.
Η ιστορία του ονόματος της πόλης
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το αρχικό όνομα της πόλης των Ιω-
αννίνων ήταν θηλυκού γένους. Ως τέτοιο αναφέρεται στα πρακτικά
της Φωτίειου συνόδου (Ψευδο-ογδόη οικουμενική σύνοδος), του 879,
όπου μεταξύ των επισκόπων από τα διάφορα μέρη της Βυζαντινής Αυ-
τοκρατορίας που συμμετείχαν σε αυτήν, αναφέρεται και ο ‘Ζαχαρί-
ας Ιωαννίνας’. Στην πραγματικότητα υπάρχουν τέσσερις κώδικες στο
Βατικανό που αναφέρουν την λίστα των επισκόπων αυτής της συνό-
δου28. Στον κώδικα Ott.gr. 27 (319���������������������������������
v��������������������������������
) αναφέρεται ο ‘Ζαχαρίας Ιωαννί-
νας’, στον κώδικα Vat.gr. 1152 (22) αναφέρεται ο ‘Ζαχαρίας Ιωαννίνων’
και στον κώδικα Vat.gr. 1115 (121) αναφέρεται ο ‘Ζαχαρίας Ιωαννίνας’.
Για την ακρίβεια στον τελευταίο κώδικα αναγράφεται Ιωαννί- και το
σύμπλεγμα -νας με το γράμμα ν να μοιάζει με κεφαλαίο Η και με την

25. Βλ. παρακάτω στο κείμενο.


26. Σε αυτοκρατορικό σιγίλιο αναφέρεται ότι η επισκοπή Ιωαννίνων έχει 15
κληρικούς - όσους και η Αδριανούπολη και η Κοζύλη ενώ έχει τρείς περισσότε-
ρους από την επισκοπή Βουθρωτού (Gelzer 1893, 45).
27. Έτσι αναφέρεται σε έγγραφο της εποχής (Κεραμέας-Παπαδόπουλος 1891).
28. �������������������������������������������������������������������������
Laskaris�����������������������������������������������������������������
1942, 427, �����������������������������������������������������
No���������������������������������������������������
.1. Οι τρείς από τους τέσσερις κώδικες υπάρχουν σε
ψηφιακή μορφή στην διεύθυνση: https://digi.vatlib.it/. Τον κώδικα Vat.gr. 1183 δεν
μπόρεσα να τον συμβουλευτώ και δεν γνωρίζω πώς αναφέρεται εκεί το όνομα της
επισκοπής.
6 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

συντομογραφία της κατάληξης -ας που εδώ έχει υψωμένη (σχεδόν κά-
θετη) τη δεξιά κεραία29. Η γραφή είναι δυσανάγνωστη και θα μπορού-
σε κανείς εύκολα να το εκλάβει ως ‘Ιωαννίνης’ κάτι που πράγματι έγι-
νε, θεωρώ, από το Le Quien αλλά και τον R. P. Philippi Amyot D’ Inville
τον επιμελητή της έκδοσης του κώδικα �������������������������������
Vat����������������������������
.���������������������������
gr�������������������������
. (δεν αναφέρεται ο αριθ-
μός) την οποία αναπαράγει ο ��������������������������������������
Mansi���������������������������������
. Όλοι οι νεότεροι μελετητές ανα-
γράφουν τον τύπο ‘Ιωαννίνης’ και παραπέμπουν στον Le Quien και τον
Mansi30. Ο Le Quien γράφει ότι στους δύο κώδικες του Βατικανού που
αυτός συμβουλεύτηκε αναφέρεται ο ‘Ζαχαρίας Ιωαννίνων’ και ο ‘Ζα-
χαρίας Ιωαννίνης’ ενώ ο �����������������������������������������
Mansi������������������������������������
αναφέρει μόνο το τύπο ‘Ζαχαρίας Ιω-
αννίνης’. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το όνομα στον ενικό ήταν
θηλυκό σε -ινα αφού και η γενική πληθυντικού ‘Ιωαννίνων’ του Vat.gr.
1152 θα μπορούσε να αναφέρεται σε θηλυκό με κατάληξη ονομαστικής
σε -ινα (βλ. Λατίνα / Λατίνων) με δεδομένο ότι ήδη από την αρχαιότητα
έχουμε διπλό σχηματισμό των θηλυκών ονομάτων των πόλεων σε ενικό
και πληθυντικό: η Θήβα (Πίνδαρος) / αι Θήβαι (Θουκυδίδης), η Αθή-
να / αι Αθήναι κ.α. Δυστυχώς, η γενική πτώση ‘Ιωαννίνας’ δεν μας επι-
τρέπει να καθορίσουμε με βεβαιότητα τον τονισμό του ονόματος στην
ονομαστική που θα μπορούσε να είναι είτε (η) ‘Ιωάννινα’ με τον τόνο
στην προπαραλήγουσα (το πιθανότερο όπως θα εξηγήσω παρακάτω)
είτε (η) ‘Ιωαννίνα’ με τον τόνο στην παραλήγουσα.
Κάποιοι όμως ισχυρίστηκαν ότι αυτή η αναφορά, του θηλυκού ονό-
ματος της πόλης, είναι λανθασμένη31. Ο Χατζιδάκις32 λέει ότι ‘ο παρά
Mansi��������������������������������������������������������������
τύπος ‘Ιωαννίνης’ φαίνεται πλημμελής ανάγνωση του συντετμημέ-

29. Την ίδια συντομογραφία για την κατάληξη -ας χρησιμοποιεί ο γραφέας στο
τέλος της ίδιας σειράς στην λέξη ‘ευκαρπίας’. Η κατάληξη -ης αποκλείεται γιατί η
συντομογραφία της είναι σαν s όπως αποκλείεται και η κατάληξη -ων που η συντο-
μογραφία της είναι σαν ~. Ακόμα κι αν η γενική σε -ης υπάρχει στον κώδικα Vat.
gr. 1183 που δεν μπόρεσα να συμβουλευτώ, πάλι δεν αποκλείεται η ονομαστική σε
-α (βλ. Αίγινα / Αιγίνης).
30. ������������������������������������������������������������������������
Le����������������������������������������������������������������������
Quien����������������������������������������������������������������
���������������������������������������������������������������������
1740, 151. Mansi�����������������������������������������������
����������������������������������������������������
1772, 17:374-378. Soustal���������������������
����������������������������
and�����������������
��������������������
Koder�����������
����������������
1981, 165.
31. Χατζιδάκις 1934, 356, Νο.1. Σούλης 1927. Την άποψη αυτή δέχονται ο Αθη-
ναγόρας (1928, 8) και ο Κραψίτης (1988, 20-21). Ο Τριανταφυλλόπουλος (1994,
310) είναι επιφυλακτικός για την ταύτιση ενώ ο Δάκαρης (1952, 548), ο Αραβαντι-
νός (1856, Α, 147, 377), ο Πυρσινέλας (1959, 3, 21), ο Νικολαίδης (1995, 17-18) και
ο Wilamowitz (1926), δέχονται την ορθότητα της γραφής ‘Ιωαννίνης’ (sic) καθώς
και την ταύτιση με τα σημερινά Ιωάννινα.
32. Χατζιδάκις 1934, 356, Νο. 1.
Tο Oνομα των Iωαννινων 7

νου γεγραμμένου την πτωτικήν κατάληξιν Ιωαννίνων’. Όπως όμως είδα-


με σε δύο τουλάχιστον κώδικες η γραφή είναι ξεκάθαρα ‘Ιωαννίνας’.
Ο Σούλης33 ενώ αποδέχεται την ανάγνωση ‘Ιωαννίνης’ (����������
sic�������
), προ-
σπάθησε να αναιρέσει την μαρτυρία για το αρχικό όνομα της πόλης,
ισχυριζόμενος ότι αυτή η έδρα επισκοπής δεν μπορεί να αναφέρεται
στην πόλη της Ηπείρου αλλά σε κάποια ομώνυμη αλλά άγνωστη σή-
μερα επισκοπή που δεν ήταν στην Ήπειρο και δεν είχε καμία σχέση
με τα σημερινά Ιωάννινα. Αυτό το στηρίζει στο ότι στα πρακτικά της
συνόδου δεν αναφέρονται, όπως λέει, άλλοι επίσκοποι από την Ήπει-
ρο αλλά ούτε και από την Μακεδονία και επομένως δεν μπορεί να εί-
χε πάει ένας μόνον επίσκοπος από ολόκληρη αυτή την περιοχή. Όμως
όχι μόνο η παρουσία ενός μόνο επισκόπου από μια ολόκληρη επαρ-
χία δεν ήταν σπάνια, δεδομένου ότι οι μετακινήσεις ήταν δύσκολες
και επικίνδυνες34, αλλά επιπλέον στον κώδικα αναφέρονται ρητά ως
παρευρισκόμενοι οι επίσκοποι Αδριανουπόλεως, Βαγενιτίας, Δυρρα-
χίου και Νικοπόλεως, όλοι από την Ήπειρο, καθώς και ο επίσκοπος
Θεσσαλονίκης από την Μακεδονία35. Συνεπώς το επιχείρημα του Σού-
λη είναι τελείως άστοχο.

33. Σούλης 1927.


34. Στην ΣΤ΄ οικουμενική σύνοδο, το 681/2, δεν παρέστη κανένας επίσκοπος από
την Παλαιά Ήπειρο αλλά ούτε και από την Νέα Ήπειρο ενώ στην οικουμενική σύ-
νοδο του 692 παρέστη μόνο ένας επίσκοπος από την Νέα Ήπειρο και κανένας από
την Παλαιά. Αλλά και στην Ζ΄ οικουμενική σύνοδο του 8ου αι. παρέστη μόνο ένας
επίσκοπος της Παλαιάς Ηπείρου, ο Νικοπόλεως. Ο Καλογερόπουλος (2012, 133)
υποστηρίζει ότι η επισκοπή ‘Ιωαννίνης’ (sic) της εν λόγου συνόδου δεν μπορεί να
ήταν στην Ήπειρο γιατί δεν εμφανίζεται στην λίστα μητροπόλεων Παλαιάς Ηπεί-
ρου που γράφτηκε την εποχή του Λέοντος του Σοφού (866-912) και παραπέμπει
στον Parthey 1866, notitia 2 (= Darrouzes 1981, notitia 16). Όμως η λίστα αυτή όπως
γνωρίζουμε, είναι αμφιβόλου γνησιότητας (Darrouzes 1981, notitia 2, 55).
35. Στους συμμετέχοντες στην σύνοδο αναφέρονται δύο επίσκοποι Αδριανου-
πόλεως: ο Φίλιππος Αδριανουπόλεως (318r) και ο Σωφρόνιος Αδριανουπόλεως
(319v). Επομένως ο ένας είναι από την Αδριανούπολη της Θράκης και ο άλλος
από την Αδριανούπολη της Ηπείρου (γνωστή και ως Δρυινούπολη). Για κάποιο
λόγο αυτό το αγνοούν και οι Soustal and Koder (1981, 147), ο Οικονόμου (1971), ο
Σούλης (1927) αλλά και ο Αθηναγόρας (1928). Αντίθετα ο Χρυσός (1997, 184) αν
και αναφέρει λάθος το όνομα του επισκόπου, σωστά πιστεύει ότι η Αδριανούπο-
λη που αναφέρεται είναι στην Ήπειρο. Για τον επίσκοπο Βαγενιτίας βλ. παρακά-
τω. Από την Νικόπολη αναφέρεται και ο ‘Νικόλαος Νικοπόλεως’ (319 r και 320r).
Ο Καλογερόπουλος (2012, 128) πιστεύει ότι η Νικόπολη αυτή αναφέρεται στην
8 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

Ο Αθηναγόρας (1928) προσπάθησε κι αυτός να δείξει ότι η επισκο-


πή του Ζαχαρία ‘Ιωαννίνης’ (sic) δεν ήταν στη Ήπειρο αλλά σε κάποια
άλλη περιοχή και ότι η ιστορία της επισκοπής αυτής ήταν συντομότα-
τη και για αυτό αναφέρεται μόνο σε αυτή σύνοδο και πουθενά αλλού.
Το επιχείρημά του είναι ότι αν αυτός ο επίσκοπος ήταν όντως από την
Ήπειρο θα ήταν και ο μοναδικός αντιπρόσωπος της Εκκλησίας της
Ηπείρου αφού (όπως πιστεύει) κανένας άλλος επίσκοπος από την Πα-
λαιά Ήπειρο δεν συμμετείχε στην σύνοδο, και επομένως θα έπρεπε να
προσδιορίζεται και με το όνομα της επαρχίας και όχι μόνο με το όνομα
της επισκοπής. Μάλιστα θεωρεί ότι επειδή ο επίσκοπος Ιωαννίνας ανα-
φέρεται μεταξύ των επισκόπων της Φρυγίας, βάση της τάξεως προκα-
θεδρίας που τηρείτο συνήθως στις συνόδους, η επισκοπή Ιωαννίνας θα
πρέπει να αφορά σε κάποια τοποθεσία στην Φρυγία. Όλα τα επιχειρή-
ματα του Αθηναγόρα όμως είναι λανθασμένα. Όχι μόνο, όπως προα-
ναφέραμε, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του ότι στην σύνοδο δεν παρευ-
ρέθηκαν άλλοι επίσκοποι από την Ήπειρο36 αλλά, όπως ομολογεί και
ίδιος ο Αθηναγόρας, στην σύνοδο εκείνη δεν τηρήθηκε η τάξη προ-

Νικόπολη της Αρμενίας. Αν την εποχή της συνόδου η επισκοπή Νικοπόλεως Πα-
λαιάς Ηπείρου είχε ήδη μεταφερθεί στην Ναύπακτο είναι λογικό η Νικόπολη αυτή
να μην είναι στην Ήπειρο. Δεν είναι γνωστό όμως πότε ακριβώς έγινε η κατάργη-
ση και μεταφορά στην Ναύπακτο της επισκοπής Νικοπόλεως. Πιθανολογείται ότι
αυτό έγινε τον 9ο αι. (Χρυσός 1997, 186). Επομένως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι
η αναφερόμενη Νικόπολη δεν είναι στην Ήπειρο. Αλλά ακόμα κι αν η επισκοπή
Νικοπόλεως είχε ήδη μεταφερθεί στην Ναύπακτο τότε ο επίσκοπος Ναυπάκτου
που συμμετείχε στην σύνοδο θα ήταν ο αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Παλαι-
άς Ηπείρου και επομένως και πάλι δεν ευσταθεί το επιχείρημα του Σούλη ότι δεν
συμμετείχαν στην σύνοδο επίσκοποι από άλλα μέρη της Ηπείρου. Ο Hergenröther
(1867, 460, Νo. 100) θεωρεί ότι ο Νικοπόλεως όπως και ο Ιωαννίνων προέρχονται
από το θέμα της Παλαιάς Ηπείρου. Τέλος, στο φύλλο 318����������������������
v���������������������
αναφέρεται ο επίσκο-
πος ‘Θεοδώρου Θεσσαλονίκης’ προφανώς από το θέμα της Μακεδονίας.
36. Ο Αθηναγόρας (1928, 7) λέει ότι η επισκοπή Βαγενιτίας που αναφέρεται
στην σύνοδο του 879 ήταν στην Μακεδονία και παραπέμπει στο έργο του Π. Καλ-
λιγά Μελέται Βυζαντινής ιστορίας σ. 138, όπου αναφέρεται το ‘θέμα’ Βαγενιτίας
στην Μακεδονία (όχι επισκοπή) με μια όμως αινιγματική (λανθασμένη;) παραπο-
μπή στον Χωνιάτη. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η Βαγενιτία ήταν στην Ήπειρο
(Lascaris 1942). Οι Soustal και Koder (1981, 119), όπως και ο Χρυσός (1997, 184) δεν
αμφισβητούν ότι ο επίσκοπος Βαγενιτίας που συμμετείχε στην σύνοδο του Φωτίου
προερχόταν από την Ήπειρο.
Tο Oνομα των Iωαννινων 9

καθεδρίας κάτι που όντως συνέβαινε αν και περιστασιακά37. Επιπλέ-


ον δεν μπορεί να είναι σύμπτωση ότι το όνομα της επισκοπής της Ιω-
αννίνας αρχίζει να εμφανίζεται (αν και παραλλαγμένο) από εκείνη την
εποχή και μετά, αδιαλείπτως. Μάλιστα στον κώδικα, ενώ εμφανίζονται
όπως διευκρινίσαμε παραπάνω και άλλες επισκοπές από την Ήπειρο,
δεν εμφανίζεται η επισκοπή της Δωδώνης κάτι που συνάδει με τα αρ-
χαιολογικά δεδομένα που δείχνουν ότι αυτή καταργήθηκε τον 6ο αι.
και αργότερα υπήχθη εκκλησιαστικώς στην επισκοπή Ιωαννίνων38.
Συνεπώς σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το αρ-
χικό όνομα της πόλης, τον 9ο αι., ήταν το θηλυκού γένους (η) ‘Ιωάννι-
να’ (ή ‘Ιωαννίνα’)39.
Αργότερα, στις αρχές του 10ου αι., σε μητροπολιτική λίστα προκαθε-
δρίας (‘τάξη θρόνων’, ‘τακτικό’, ‘σύνταγμα’, ‘κλήσεις’ ‘����������������
notitia���������
’) αναφέ-
ρεται ‘ο Ιωαννίνων’ επίσκοπος . Αν και δεν αποκλείεται να πρόκειται
40

εδώ, όπως ομόφωνα πιστεύεται, για την γενική πληθυντικού ουδετέρου


(τα Ιωάννινα / των Ιωαννίνων), θα μπορούσε, όπως προαναφέρθηκε,
να αφορά σε γενική πληθυντικού του θηλυκού ονόματος ‘η Ιωάννινα’.
Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για την εμφάνιση του όρου ‘ο Ιω-
αννίνων’ στις μητροπολιτικές λίστες του 10ου αι41. Τον 11ο αι., σε αυτο-

37. Στην Δ΄ οικουμενική σύνοδο δεν τηρήθηκε η τάξη προκαθεδρίας (Χρυσός


1981, 101, Νο. 2). Μάλιστα, η λίστα της συνόδου του 879 χαρακτηρίζεται από ‘προ-
χειρότητα’ αφού ο επίσκοπος ‘Αντώνιος Ναυπάκτου’ αναφέρεται σε δύο διαφορε-
τικές θέσεις (318r και 318v) όπως και ο ‘Νικόλαος Νικοπόλεως’ (319r και 320r).
38. Χρυσός 1997, 155. Οικονόμου 1966, 26.
39. Ο Pouqueville (1826, 158, Ν������������������������������������������������
o�����������������������������������������������
.1) εσφαλμένα λέει ότι τι όνομα της μητρόπολης
των Ιωαννίνων αναφέρεται στην ‘έκθεση του αυτοκράτορα Ανδρόνικου το 673’
(= Darrouzes 1981, notitia 17). Εδώ πρόκειται για λάθος ερμηνεία του αριθμού ‘670’
που σημειώνει στο δεξί μέρος της σελίδας ο ��������������������������������������
Banduri�������������������������������
(1728, 196), στον οποίον παρα-
πέμπει ο Pouqueville, και που δεν είναι παρά ένας αριθμός φύλλου του χειρόγρα-
φου και όχι κάποια χρονολογία όπως σωστά παρατηρούν ο Χασιώτης (1867, 119-
120) και ο Πυρσινέλας (1959-1960, 207). Το λάθος του ��������������������������
Pouqueville���������������
όμως το επανα-
λαμβάνουν ο Αραβαντινός (1856, 203, 220) και ο Πάλλης (1858, 53). Η συγκεκριμέ-
νη έκθεση είναι του Ανδρονίκου ΙΙ Παλαιολόγου και είναι του 14ου αι.
����������������������
. Darrouzes����������
1981, 284580 όπου σημειώνεται ότι στα χειρόγραφα ‘DE’ το όνομα
αναφέρεται ως ‘Ιωαννίκων’.
41. �������������������������
Darrouzes����������������
1981, notitia��
���������
9451, Darrouzes 1981, notitia 10536 και �������������������
Darrouzes����������
1981, no-
���
titia 13 .
587
10 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

κρατορικό σιγίλιο42 του 1020, αναφέρεται πάλι ο επίσκοπος ‘Ιωαννί-


νων’ χωρίς να διευκρινίζεται ούτε αυτή την φορά το γένος.
Για πρώτη φορά αναφέρεται το οικωνύμιο με την μορφή που έχει
σήμερα, δηλαδή στον πληθυντικό ουδετέρου, ‘τα Ιωάννινα’, έναν αι-
ώνα αργότερα, στο έργο της Άννας Κομνηνής, Αλεξιάς (5.1.7; 5.4.57;
5.4.66) το οποίο ολοκληρώθηκε στα μέσα του 12ου αι. (το 1148)43.

Άλλοι τύποι το ονόματος

Ο τύπος (τα) ‘Γιάννινα’ μαρτυρείται τον 15ο αι.44. Ο τύπος ‘Gianena’


(χωρίς προσδιορισμό γένους και αριθμού) μαρτυρείται σε κείμενα δι-
αθηκών Ελλήνων της Βενετίας του 17ου αι.45. Στον Τούρκο συγγραφέα
Χατζή-Σεχρέτη46, τον 19ο αι., μαρτυρείται ο τύπος ‘Γιάννενα’ ο οποίος
απαντάται και σε ελληνικά δημοτικά τραγούδια (‘τα Γιάννενα’) κατα-
γεγραμμένα στις αρχές του 19ου αι.47.
Ο τύπος (τα) ‘Γιάννια’ συναντάται τον 15ο αι.48, ενώ ο τύπος ‘�����
Iani-
na’ μαρτυρείται τον 19 αι όπως και ο τύπος (ο) ‘Γιάννος’ . Απαντά-
49 ο 50

�������������������
. Gelzer����������
1893, 45.
43. Στο κείμενο της Αλεξιάδος η ιστορία που εξιστορείται και αφορά στα Ιω-
άννινα λαμβάνει χώρα το έτος 1081-1082 αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι
το όνομα της πόλης είχε αλλάξει σε πληθυντικό ουδετέρου ήδη από τότε. Το ουδε-
τεροποιημένο όνομα της πόλης ‘τα Ιωάννινα’ εμφανίζεται και στην μητροπολιτική
λίστα του Ανδρόνικου ΙΙ Παλαιολόγου του 14ου αι. (Darrouzes 1981, notitita 1753).
Στην notitia 1853 του 14ου αι. εμφανίζεται ο όρος ‘ο Ιωαννίνων’, όπως και στις λίστες
1958 (‘ο Ιωαννίνων’, 14ος αι.), 2047 (‘ο Ιωαννίνων’, 14ος-15ος αι.) ενώ στην λίστα 2138,
163
που χρονολογείται μετά τον 15ο αι., εμφανίζονται οι όροι ‘τα Ιωάννινα’ και ‘ο
Ιωαννίνων’ αντίστοιχα. Ας σημειωθεί ότι ο Επιφάνιος Ηγούμενος (17ος αι.) χρησι-
μοποιεί τον τύπο ‘η Γιάννινα’ (Μπέττης 1997, 166-7).
44. Χρονικό των Τόκκων 1171, 1327, 1524 κ.α. (Schiro 1975).
45. Μπέττης 1997, 165.
46. Μπέττης 1997, 168.
47. Πολίτης 1914 αυξ. αρ. ασμ. 6 (του 1801), 19, 87, 118.
48. Henrich��������������������������������������������������������������������
���������������������������������������������������������������������������
1994, 81-82. Henrich 2005, 117, ����������������������������������
o���������������������������������
. 42. Από αυτό προέρχεται το Οθω-
μανικό όνομα της πόλης ‘Yanya’ που αναφέρεται τον 16ο αι. στο ‘Βιβλίο Ναυσι-
πλοΐας’ του Πίρι Ρέις (1520-1526) (Συμεωνίδης 2010, 577).
��������������������������������
. Pouqueville������������������
1820, 107, Νo. 1.
50. Ψαλίδας 1962.
Tο Oνομα των Iωαννινων 11

ται επίσης το όνομα ‘Ιάννα’51. Τον 12ο αι. απαντάται το αραβικό Ialna52.
Στα Αλβανικά το όνομα λέγεται (τα) ‘Janina’ και ‘Γιαννίνα’ με τόνο
στην παραλήγουσα53. Το εθνικό ‘Ιωαννινήτης’ μαρτυρείται τον 18ο αι.54.
Μαρτυρούνται και τα ‘Ιωαννιώτης’ και ‘Ιωαννίτης’ (14ος αι.)55. Τύποι
του εθνικού είναι και τα ‘Γιαννινιώτης’ (15ος αι.)56, ‘Γιαννινώτης’ (16ος
αι.)57 και ‘Γιαννιώτης’ που είναι και ο μόνος τύπος σε χρήση σήμερα.
Τέλος, συναντώνται και τα επίθετα ‘γιαννινίτικος’ (16ος αι.)58 και ‘γιαν-
νιώτικος’ (ο μόνος τύπος σήμερα).

Γλωσσολογικά δεδομένα

Όπως κάθε όνομα έτσι και το όνομα Ιωάννινα αποτελείται από δύο
μέρη: από το θέμα Ιωάνν- και την κατάληξη -ινα. Βάσει αυτού μπο-
ρούμε να ομαδοποιήσουμε τις διάφορες ετυμολογίες που έχουν κατά
καιρούς προταθεί, σε δύο κατηγορίες: στην πρώτη κατηγορία ανήκουν
αυτές που προτείνουν μια μη εβραϊκή προέλευση του θέματος ενώ στην
δεύτερη κατηγορία ανήκουν αυτές που δέχονται ως ετυμολογία του
θέματος το Εβραϊκό Γιοάν- εξελληνισμένο σε Ιωάνν-.

Μη Εβραϊκό θέμα

Οι ετυμολογίες που προτείνουν άλλο θέμα από το Εβραϊκό είναι κα-


τά την γνώμη μου λανθασμένες και τις αναφέρω εδώ μόνο για λόγους
πληρότητας της ανασκόπησής μου. Η πρώτη από αυτές προτάθηκε από
τον Καμπούρογλου59 ο οποίος προτείνει για ετυμολογία του θέματος το
Αραβικό ‘άιν’ (οφθαλμός) το οποίο στον πληθυντικό, όπως λέει, είναι
‘αγιάν’ και χρησιμοποιείται για να ορίσει τους ‘αρχηγούς’, ένα αξίωμα

51. Μπέττης 1997, 163.


52. ������������������
Jaubert�����������
1836, 291.
53. Μπέττης 1997, 136, Νο. 12, 168.
54. Μπέττης 1997, 168.
55. ����������������������������������������������������������
Henrich���������������������������������������������������
1994, 82. Μπέττης 1997, 160. Trapp 2001, Νο. 8860.
56. Χρονικό Τόκκων στιχ. 1184, 1211, 1242, 1265, 1382, 1404, 1429, 1754 κ.α.
(Schiro 1975).
57. Κορωναίος 1519, 4. Κριαράς 1975, s�����������������
������������������
.����������������
v���������������
. Γιαννινιώτης.
58. Στον Γαβριήλ Σεβήρο βλ. Καζάζης και Καραναστάσης 2001, s������������������
�������������������
.�����������������
v����������������
. γιαννινίτικος.
59. Καμπούρογλου 1920, 35-40.
12 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

που, όπως αναφέρει, οι Τούρκοι το λένε ‘αγιανλήκι’. Ο Καμπούρογλου


λοιπόν πιστεύει ότι ο πληθυντικός ‘αγιάν’ εξελληνίστηκε σε Αγιάννης,
αυτό μετατράπηκε σε Ιωάννης και από αυτό προήλθε το Ιωάννινα. Κα-
μία μνεία δεν γίνεται για την προέλευση της κατάληξης -ινα. Πέρα από
τις προφανείς γλωσσικές δυσκολίες αυτής της ετυμολογίας υπάρχουν
και ανυπέρβλητες δυσκολίες ιστορικής φύσεως αφού δεν υπάρχει κα-
μία ιστορική μαρτυρία ότι οι Άραβες είχαν ποτέ κατοικήσει ή κατακτή-
σει την πόλη. Ακόμα και αν δεχτεί κανείς ότι ήταν οι Οθωμανοί που
έδωσαν αυτό το όνομα στην πόλη τότε θα πρέπει κανείς να εξηγήσει
γιατί η πόλη έφερε αυτό το όνομα πολλούς αιώνες πριν την έλευση των
Οθωμανών.
Μια άλλη υπόθεση θεωρεί ότι το θέμα Ιωάνν- προέρχεται από το αρ-
χαίο όνομα Ιωνία60. Κι εδώ οι γλωσσολογικές δυσκολίες είναι μάλλον
ανυπέρβλητες αφού μεταξύ πολλών άλλων61 δεν είναι δυνατόν να εξη-
γηθεί η εμφάνιση του α (μετά το ω).
Τέλος, μια πρόσφατη υπόθεση υποστηρίζει ότι το όνομα συσχετίζε-
ται με την σλαβική λέξη jandova ‘λέβητας’, ‘σκάφη’, ‘κύπελλο’ ή με την
λέξη jama ‘λάκος’62. Αλλά κι εδώ οι γλωσσολογικές δυσκολίες είναι με-
γάλες αφού καμία από τις δύο αυτές λέξεις δεν έχει θέμα jan- ώστε να
μπορέσει να παραχθεί από αυτήν το όνομα Jan-ina.

Εβραϊκό θέμα

Το Εβραϊκό όνομα Γιοάναν (‫ )ןנחוי‬αποτελεί συντομευμένη μορφή του


ονόματος Γιεχόαναν (‫ )ןנחוהי‬που μεταφράζεται ως ‘δώρο Θεού’ από το
[yo] (‫ )ֹוי‬που σημαίνει ‘θεός’ και [chanan] (‫ )ןַנָח‬που σημαίνει ‘ελεήμων’.
Από το εβραϊκό όνομα προήλθε το ελληνικό όνομα με θέμα Ιωάνν- με
κατάληξη -ης και -α για το αρσενικό και θηλυκό αντίστοιχα (Ιωάννης /
Ιωάννα). Την κατάληξη -ινα που παρατηρείται στο όνομα της πόλης θα
αναλύσουμε αμέσως τώρα. Μπορούμε να ομαδοποιήσουμε τις ετυμο-
λογίες που έχουν ως κοινή μεταξύ τους άποψη την εβραϊκή προέλευση
του θέματος σε τρεις υποκατηγορίες ανάλογα με την ετυμολογία που
προτείνουν για την κατάληξη -ινα: στην πρώτη υποκατηγορία ανήκουν

60. Χατζής (Πελλερέν) 1926.


61. Βλ. τις αντικρούσεις του Γ. Χατζιδάκι στον Χατζή (Πελλερέν) 1926, 89-92.
62. Καρατζένη 2017.
Tο Oνομα των Iωαννινων 13

αυτές που προτείνουν ελληνική προέλευση της κατάληξης, στην δεύτε-


ρη αυτές που προτείνουν σλαβική προέλευση και στην τρίτη υποκατη-
γορία αυτές που προτείνουν λατινική προέλευση της κατάληξης -ινα.

1. Εβραϊκό θέμα με ελληνική κατάληξη

Η παλαιότερη απόπειρα εξήγησης του ονόματος της πόλης απαντά-


ται σε έναν πανηγυρικό λόγο που εκφωνήθηκε στα μέσα του 15ου αι.
Στην εξήγηση αυτή η ετυμολογία αποδίδεται στο αρσενικό όνομα Ιω-
άννης: ‘οικισθείσα [η πόλη] προς τινός Ιωάννου και την εκείνου φέρου-
σα τα νύν επωνυμίαν’63. Αργότερα, ο Leake64 θεώρησε ότι το όνομα προ-
έρχεται από τον Άγιο Ιωάννη του οποίου η λατρεία πρέπει, όπως υπο-
θέτει, να ήταν διαδεδομένη στον πρώτο οικισμό (το σημερινό Κάστρο)
των Ιωαννίνων. Τον ακολούθησαν σε αυτή του την άποψη ο Αραβα-
ντινός65, ο Πάλλης66 και πολλοί άλλοι. Σύμφωνα με μια παρόμοια υπό-
θεση το όνομα προήλθε από τους μοναχούς Ιωαννίτες, δηλαδή τους
μοναχούς της μονής του Αγίου Ιωάννη που υποτίθεται ότι υπήρχε κά-
ποτε στο Κάστρο67. Όμως αυτές οι ετυμολογίες εξηγούν μόνο την προέ-
λευση του θέματος Ιωάνν-. Καμία εξήγηση δεν δίνεται για την κατάλη-
ξη -ινα η οποία σιωπηλώς θεωρείται ελληνική. Αυτό το πρόβλημα εντό-
πισε και προσπάθησε να λύσει ο γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις ο οποίος
θεώρησε την κατάληξη -ινα όχι θηλυκού γένους αλλά ουδετέρου, προ-
ερχόμενη από το κτητικό επίθετο ‘τα *Ιωαννινά’ και που σημαίνει ‘τα
(κτήματα) του Ιωάννη’. Η λέξη τονιζόταν στην λήγουσα κατά το χθες /
χθεσινά. Ο Χατζιδάκις απέδωσε τον τονισμό στην προπαραλήγουσα σε
‘σαλό’ που συμβαίνει όταν ένα επίθετο (εδώ τα *Ιωαννινά) γίνεται ου-
σιαστικό (εδώ τα Ιωάννινα) κατά το δαμασκηνό (επίθετο, που σημαίνει
από την Δαμασκό) που γίνεται δαμάσκηνο (ουσιαστικό, το φρούτο) ή
κατά το σκυλινός / σκύλινος. Ο Συμεωνίδης68 αποδεχόμενος την ετυμο-
λογία του Χατζιδάκι αποδίδει την ανύψωση του τόνου στον μετασχη-
ματισμό από επίθετο σε κύριο όνομα και δίνει μια σειρά παραδειγμά-

63. Βογιατζίδης 1926.


�������������������
. Leake�����������
1835, 199.
65. Αραβαντινός 1856, 112 κε.
66. Πάλλης 1858, 199.
67. Πυρσινέλας 1959-1960, 359.
68. Συμεωνίδης 2010, 577. ���������������������
Symeonidis�����������
1997, 243.
14 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

των από τα αρχαία ελληνικά (σοφός / Σόφος, φαιδρός / Φαίδρος, ξαν-


θός / Ξάνθος κλπ.). Όμως ο Χατζιδάκις, όπως θα δούμε παρακάτω, δέ-
κα χρόνια αργότερα, απέρρριψε αυτή την ετυμολογία69.

2. Εβραϊκό θέμα με σλαβική κατάληξη

Η σλαβική κατάληξη προτάθηκε για πρώτη φορά το 1887 από τον


Λαμπρίδη70 και στην συνέχεια από τον Μπέττη71, τον Henrich72 και πρό-
σφατα από τον Οικονόμου73. Αυτοί υποστηρίζουν ότι η κατάληξη -ινα
είναι σλαβικής προέλευσης και ότι το θέμα προέρχεται είτε από το
εβραϊκό και εν συνεχεία σλαβικό θηλυκό όνομα ��������������������
Jana����������������
(��������������
Henrich�������
, Οικο-
νόμου) είτε από το εβραϊκό και εν συνεχεία ελληνικό αρσενικό όνομα
Ιωάννης (Λαμπρίδης, Μπέττης) στο οποίο προστέθηκε η - συνήθης για
τοπωνύμια - σλαβική κατάληξη -�������������������������������������
ina����������������������������������
. Ο ������������������������������
Henrich�����������������������
εξηγεί τον τύπο ‘Γιάν-
νενα’ από την τάση της κοινής νέας ελληνικής να τρέπει το άτονο [i] σε
[e] όταν βρίσκεται δίπλα σε [r, l, n]74.

3. Εβραϊκό θέμα με λατινική κατάληξη

Ο Χασιώτης το 186775 υποστήριξε ότι η κατάληξη -ινα του ονόμα-


τος της πόλης είναι λατινικής προέλευσης: ‘Το όνομα Ιωάννινα ή η κα-
τάληξις ινα παρέχει ημίν ενδείξεις θηλυκής του ονόματος αρχής εκ της
λατινικής καταλήξεως ina�����������������������������������������
��������������������������������������������
προστεθείσης εις αρσενικό τι όνομα κατα-
κτητού τινός Ιωάννου, ή άλλως πιθανώτερον παρέχει ημίν την αφορ-
μήν της εικασίας ότι μετωνομάσθη η πόλις αύτη υπό Ιωαννίνης τινός
Ιωαννίνη ή Ιωαννίνα, Ιωαννίνης δηλαδή, ήτις ποτέ κρατούσα των με-
ρών τούτων ή αν όχι αύτη ο ανήρ αυτής ωνόμασε την παλαιόν όνομα
έχουσα πόλιν προς τιμήν αυτής’. Ο Χασιώτης στην συνέχεια προτείνει
ως πιθανότερο τιμώμενο πρόσωπο από το οποίο πήρε το όνομά της η

69. Σε επιστολή (αχρονολόγητη, αλλά μάλλον του 1926) του Γ. Χατζιδάκι στον
Χατζή (Πελλερέν) που δημοσίευσε ο τελευταίος στην εφημερίδα ‘Ήπειρος’ και ως
παράρτημα στο βιβλίο του (1926, 89-92).
70. Λαμπρίδης 1887, 10-13.
71. Μπέττης 1997.
72. Λαμπρίδης 1887. Μπέττης 1997. Henrich������
�������������
1994.
73. Οικονόμου, 2002 ��������������
s�������������
.������������
v�����������
. Γιάννινα.
74. �������������������������
Henrich������������������
1994, 81, �������
No�����
. 20.
75. Χασιώτης 1867, 126.
Tο Oνομα των Iωαννινων 15

πόλη, την Ιωαννίνα, την κόρη του Βελισάριου, στρατηγού του Ιουστινι-
ανού την οποία αναφέρει ο ιστορικός Προκόπιος (Απόκρυφη Ιστορία
4, 37). Την ίδια άποψη είχε και ο Κοντοπάνος76 αλλά αυτή ήταν και η
τελική άποψη του Χατζιδάκι77. Σημειωτέον ότι ο πρώτος που πρότεινε
το όνομα της Ιωαννίνας του Βελισάριου ως προέλευση του ονόματος
της πόλεως των Ιωαννίνων ήταν ο Άγγλος θεολόγος, ιστορικός και πε-
ριηγητής Thomas Smart Hughes, το 182078.

Μετατροπή του θηλυκού σε πληθυντικού ουδετέρου

Ο Χασιώτης παραλληλίζει την ουδετεροποίηση του θηλυκού και την


μετατροπή του ενικού σε πληθυντικό με αντίστοιχα φαινόμενα μετανο-
μασίας από την Βυζαντινή εποχή όπως η Κέρκυρα / τα Κέρκυρα και η
Κανίνη / τα Κάνινα79. Ο Χατζιδάκις (στην τελική του άποψη) υποστη-
ρίζει ότι το τοπωνύμιο ήταν αρχικά της Ιωαννίνης (sic) και από αυτό
προήλθε ο τύπος τα Ιωάννινα κατά τα παραδείγματα τα Μουσούρου
> τα Μούσουρα, τα Φιλιατρού > τα Φιλιατρά80. Ο Henrich αποδίδει και
αυτός την μετάβαση του θηλυκού ενικού ονόματος σε ουδέτερο πληθυ-
ντικού στο ίδιο φαινόμενο της μεσαιωνικής ελληνικής81.

Κριτική των υπαρχουσών ετυμολογιών και μία νέα πρόταση

Και οι τρείς παραπάνω ετυμολογικές υποκατηγορίες της κατάληξης


-ινα, είναι γλωσσολογικά σωστές δεδομένου ότι η κατάληξη θηλυκού
-ινα απαντάται σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες82 συμπεριλαμβανο-
μένων της Ελληνικής, της Σλαβικής και της Λατινικής. Από ιστορικής
όμως άποψης η αξία καθεμίας από τις τρείς ετυμολογίες είναι διαφο-
ρετική.

76. Αναφέρεται στο Παππάς 2009, 129-30.


77. Χατζής (Πελλερέν) 1926, 89-92.
78. ����������������
Hughes����������
1820, 10.
79. Χασιώτης 1867, 126.
80. Χατζής (Πελλερέν) 1926, 92.
81. ��������������������
Henrich�������������
1994, 82-83.
82. ���������������������
Chantraine�����������
1979, 205.
16 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

Ελληνική κατάληξη

Το σημαντικότερο μειονέκτημα της θεωρίας αυτής είναι ότι δεν συ-


νάδει με τα ιστορικά δεδομένα για το όνομα της πόλης ότι δηλαδή το
αρχικό όνομα της πόλης μαρτυρείται στην γενική ενικού του θηλυκού
γένους (‘Ιωαννίνας’). Η θεωρία αυτή πάσχει επίσης και από το γεγονός
ότι δεν υπάρχουν ιστορικά δεδομένα για την ύπαρξη λατρείας του Αγί-
ου Ιωάννη στο Κάστρο83 ούτε για κάποιον άρχοντα του Κάστρου με το
όνομα αυτό84. Έτσι παρόλο που η ετυμολογία αυτή είναι ακόμα σήμε-
ρα η πλέον διαδεδομένη, θα πρέπει να εγκαταλειφθεί. Εξάλλου όπως
είδαμε και ο ίδιος ο Χατζιδάκις που αρχικά την πρότεινε, τελικά ανα-
γκάστηκε να την εγκαταλείψει ως λανθασμένη85.

Σλαβική κατάληξη

Ο Χατζιδάκις αναφέρει εν συντομία την γνώμη ενός ‘φίλου’ του,


τον οποίο όμως δεν κατονομάζει, που λέει ότι η ετυμολογία του ονό-
ματος θα μπορούσε να είναι σλαβική. Την άποψη αυτή ο Χατζιδάκις
την απορρίπτει με το σκεπτικό ότι η κατάληξη -ina είναι ανύπαρκτη στα
σλαβικά τοπωνύμια86. Αν και στην πραγματικότητα η κατάληξη αυτή
είναι συχνή στα σλαβικά τοπωνύμια87, τα ιστορικά όμως δεδομένα δεν
ταιριάζουν με την σλαβική προέλευση του τοπωνυμίου. Ας δούμε για-
τί. Η ονομασία μια πόλεως από ένα γυναικείο όνομα δεν είναι καθό-
λου σπάνιο φαινόμενο αλλά για το ποια ήταν η Jana δεν υπάρχει καμία
απολύτως σχετική ιστορική μαρτυρία. Το μόνο που μπορούμε να πούμε
με σιγουριά είναι ότι το εβραϊκής προέλευσης όνομα Jana προϋποθέτει

83. Η μόνη μαρτυρία για ύπαρξη λατρείας του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στο Κάστρο είναι πολύ μεταγενέστερη (18ος αι.) και αφορά στην ύπαρξη ναΐσκου
(ασκηταριού;) σε σπήλαιο στον βράχο κάτω από το Ασλάν Τζαμί την εποχή του
Διονυσίου Σκυλοσόφου (1611) (Πυρσινέλας 1959-1960, 289. Σάρρος 1928, 128. Λα-
μπρίδης 1870, 308-11).
84. Τα πρόσωπα υψηλής κοινωνικής θέσης με το όνομα Ιωάννης που έχουν
προταθεί είναι μεταγενέστερα και δεν δικαιολογούν την πρώιμη, από τον 9ου αιώ-
να, ύπαρξη του ονόματος της πόλης.
85. Χατζής (Πελλερέν) 1926, 89-92.
86. Χατζιδάκις 1934.
87. Οικονόμου 2002, 82.
Tο Oνομα των Iωαννινων 17

την ύπαρξη εκχριστιανισμού των Σλάβων88. Έτσι λοιπόν το τοπωνύμιο


αυτό της χερσονήσου δεν μπορεί να δόθηκε τον καιρό της άφιξης των
Σλάβων, δηλαδή στα τέλη του 6ου αι., γιατί οι Σλάβοι δεν είχαν ακόμα
εκχριστιανιστεί. Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων άρχισε τον 7ο αι. αλλά
κυρίως μετά τον 8ο και ολοκληρώθηκε τον 9ο αι.89. Επιπλέον, επειδή οι
Σλάβοι έδιναν νέα ονόματα μόνο σε έρημες τοποθεσίες ενώ στις τοπο-
θεσίες όπου συνέχιζαν να κατοικούν οι γηγενείς, υιοθετούσαν το όνο-
μα που προϋπήρχε90, αν το τοπωνύμιο Ιωάννινα ήταν σλαβικό, η τοπο-
θεσία της χερσονήσου θα πρέπει να είχε ερημωθεί από τους Έλληνες
κατοίκους. Έτσι, θα πρέπει να φανταστούμε την χερσόνησο της λίμνης
με ένα έρημο φρούριο σε ‘αγροτοποίηση’91 όπου υπήρχαν μερικές κα-
λύβες, σε μία εκ των οποίων διέμενε κάποτε μία Σλάβα ονόματι Jana92
που είχε βαφτιστεί χριστιανή και από αυτήν πήρε τελικά το όνομά της
η τοποθεσία. Όμως ο εκχριστιανισμός των Σλάβων του λεκανοπεδίου
προϋποθέτει την ύπαρξη εκεί επισκοπής η οποία ήταν υπεύθυνη για
τον εκχριστιανισμό τους, άρα και την ύπαρξη εκεί πόλης και μάλιστα
με φρούριο που θα αποτελούσε και την έδρα της επισκοπής93. ������
T�����
ο μό-
νο όμως κατάλληλο μέρος που η πόλη αυτή με το φρούριο θα μπορού-
σε να βρίσκεται είναι η χερσόνησος του Κάστρου δεδομένου ότι σύμ-
φωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα η Καστρίτσα αλλά και η Δωδώ-
νη εγκαταλείφθηκαν με την έλευση των Σλάβων, δηλαδή από τα τέλη
του 6ου αι. Επομένως η αναγκαία αλλά και απαραίτητη για την θεωρία
της σλαβικής ετυμολογίας, προϋπόθεση ύπαρξης εκχριστιανισμού των
Σλάβων, αναιρεί την περίπτωση ερήμωσης του φρουρίου της χερσο-
νήσου. Η ερήμωση όμως του φρουρίου αποτελεί με την σειρά της την
απαραίτητη προϋπόθεση για την σλαβική ονοματοθεσία της περιοχής.

88. Με αυτό συμφωνεί και ο Henrich����������


�����������������
1994, 95.
89. Κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες εκχριστιανισμού τους μαρτυρούνται
από τον 7ο αι. αλλά πρόκειται τελείως για περιθωριακές περιπτώσεις (Dvornik
1956). Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων του Ελλαδικού χώρου ολοκληρώθηκε τον
9ο αι. (Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου 1995, 61. Μαλιγκούδης 1991, 113-114).
90. Koder 1982, 12, 23.
91. Περιστασιακά, στα ερημωμένα φρούρια και κάστρα, οι Σλάβοι έστηναν μι-
κρές εγκαταστάσεις με καλύβες και τέντες (Popovic 1975, 479-80, 482, 501).
92. ������������������
Henrich�����������
2005, 106.
93. Οι επισκοπές εδράζονταν σε πόλεις ή πολίδια που είχαν φρούριο (������
Mango�
1980, 73. Veikou 2012b, 169-170).
18 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

Με άλλα λόγια η υπόθεση της σλαβικής ετυμολογίας αυτοαναιρείται:


ο εκχριστιανισμός μιας γυναίκας ονόματι Jana που έδωσε το όνομά της
στην τοποθεσία, προϋποθέτει ότι στην τοποθεσία αυτή προϋπήρχε επι-
σκοπή η οποία όμως δεν μπορεί παρά να διατήρησε το τοπωνύμιο που
είχε το μέρος πριν την έλευση των Σλάβων. Έτσι, το πιθανότερο είναι
το όνομα να μην είναι σλαβικό και η κατοίκηση από γηγενείς του οικι-
σμού της χερσονήσου της λίμνης - αν και δίχως άλλο μειωμένη - να συ-
νεχίστηκε και μετά την έλευση των Σλάβων ενώ οι Σλάβοι φαίνεται ότι
κατοίκησαν στον οικισμό αυτό πολύ μετά την άφιξή τους στην Ήπειρο,
όταν δηλαδή άρχισαν εκχριστιανισμένοι πλέον να αστικοποιούνται και
να ενσωματώνονται με το ελληνικό στοιχείο των πόλεων, γύρω στον 9ο
προς 10ο αι.94. Πράγματι, ενώ τα σλαβικά αγγεία που έχουν βρεθεί στην
ευρύτερη περιοχή του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων χρονολογούνται
τον 7ο αι.95 - είναι δηλαδή σύγχρονα με την εγκατάσταση των Σλάβων
στην ύπαιθρο - τα σλαβικά αγγεία στο Κάστρο, που σημειωτέον βρέθη-
καν μαζί με βυζαντινά, είναι κατά δύο τουλάχιστον αιώνες μεταγενέ-
στερα (χρονολογούνται τον 9ο προς 10ο αι.)96.
Τέλος, η δεύτερη υπόθεση, ότι δηλαδή το τοπωνύμιο προέρχεται
από ελληνικό θέμα με σλαβική κατάληξη97 δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρή
γιατί ο συνδυασμός αυτός ποτέ δεν υπήρξε παραγωγικός98. Επομένως
το πιθανότερο - σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα - είναι ότι το όνομα
του οικισμού του Κάστρου δεν είναι σλαβικό και ότι αυτό προϋπήρχε
της έλευσης των Σλάβων.
Μετά τον αποκλεισμό της ελληνικής και σλαβικής κατάληξης -ινα
μένει μόνο μια περίπτωση, αυτή της λατινικής κατάληξης που θα εξε-
τάσουμε αμέσως παρακάτω.

94. Για οικισμούς με μικτό (ελληνικό και σλαβικό) πληθυσμό βλ. Νυσταζοπού-
λου -Πελεκίδου 1995, 62-65. Για την ένταξη και αφομοίωση των Σλάβων στο Βυ-
ζάντιο βλ. Νυσταζοπούλου -Πελεκίδου 1995, 59-75.
95. Αρχαιολογικόν Δελτίον 22 (1967), Χρονικά Β1, 342-345 (Ι. Βοκοτοπού-
λου).
96. Καρατζένη 2017.
97. Λαμπρίδης 1887. Μπέττης 1997.
98. Οικονόμου 2002, 80.
Tο Oνομα των Iωαννινων 19

Λατινική κατάληξη

Τα σε -ίνα (με τόνο στην παραλήγουσα) θηλυκά τοπωνύμια είναι


εξαιρετικά σπάνια στην αρχαία Ελλάδα (Υρτακίνα) όπως σπάνια είναι
και τα αρχαία ελληνικά ονόματα σε -ίνη (Ευηνίνη, Ωκεανίνη). Στην αρ-
χαία Ελληνική γλώσσα ο πλέον συνήθης τύπος θηλυκών ονομάτων, το-
πωνυμίων και προσηγορικών σε -ινα είναι ο τύπος που τονίζεται στην
προπαραλήγουσα (Κόριννα, Φίλιννα, Αίγινα, Μύρινα, βασίλιννα99 (θη-
λυκό του βασιλεύς), ήμινα (θηλυκό του ήμισυς). Αντίθετα, τα θηλυκά
ονόματα σε -ina με τον τόνο στην παραλήγουσα είναι ιδιαίτερα συχνά
στην Λατινική γλώσσα (Marcelina, Agrippina κλπ)100. Η Μεσαιωνική Ελ-
ληνική δανείστηκε από την Λατινική την μορφή αυτή (και όχι από την
αρχαία Ελληνική όπου όπως είδαμε είναι εξαιρετικά σπάνια) για να
σχηματίσει θηλυκά ονόματα σε κατάληξη -ίνα101, κυρίως ανδρωνυμικά
αλλά και προσηγορικά102.
Τα τονιζόμενα στην προπαραλήγουσα αρχαία ελληνικά ονόματα σε
-ινα είναι διακριτά από τα αντίστοιχά τους λατινικά σε -ina (όπως και
από τα αντίστοιχά τους νεοελληνικά) μόνον από τον τόνο στην παρα-
λήγουσα103. Για παράδειγμα παράλληλα με το ρωμαϊκό Μυρίνα συνα-
ντούμε το αρχαιοελληνικό Μύρινα, παράλληλα με το ρωμαϊκό (και νε-
οελληνικό) Κορίννα συναντούμε το αρχαιοελληνικό Κόριννα, παράλ-
ληλα με το ρωμαϊκό Καμαρίνα συναντούμε το αρχαιοελληνικό Καμά-
ρινα κ.ο.κ.
Πιστεύω λοιπόν ότι το αρχικό όνομα της πόλης ήταν το λατινικό
Ioann���������������������������������������������������������������
i��������������������������������������������������������������
na (με τονισμό στην παραλήγουσα) που έγινε - μέσω λόγιου εξελ-
ληνισμού - (η) ‘Ιωάννινα’ με μετάβαση του τόνου στην προπαραλήγου-

99. Το διπλό νν είναι αιολική διάλεκτος.


100. Η λατινική κατάληξη -��������������������������������������������
ina�����������������������������������������
δηλώνει μεταξύ άλλων προέλευση (Σκάσσης
1969, 63) π.χ το όνομα Marcelina δηλώνει την γυναίκα ή κόρη του Marcellus αλλά
πιθανώς - ίσως από επίδραση της αρχαίας ελληνικής κατά το προσηγορικό βασι-
λεύς / βασίλιννα - να δηλώνει και το θηλυκό όνομα που παράγεται από το αρσε-
νικό όνομα.
101. Meyer 1895, 76. Χατζιδάκις 1905, 79-80: ‘η κατάληξις –ῖνα ορμηθείσα εκ
Λατινικών ονομάτων κάτεστη εύχρηστότατη εις σχηματισμόν του θήλεος τύπου
και ιδιαιτέρως των ανδρωνυμικών’.
102. ρήγας / ρηγίνα, σωφερίνα, γιατρίνα.
103. ���������������������
Chantraine�����������
1979, 205.
20 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

σα κατ’ αναλογία με το αρχαιοελληνικό Αίγινα, Κόριννα κλπ104. Ενδε-


χομένως κάποιο ρόλο στην ανύψωση αυτή του τόνου να έπαιξε και ο
τονισμός του α στο όνομα ‘Ιωάννα’ που ήταν πιο διαδεδομένο από το
όνομα ‘Ιωαννίνα’105.

Μετατροπή του θηλυκού σε πληθυντικό ουδετέρου

Κατά την γνώμη μου η ουδετεροποίηση του θηλυκού (η) ‘Ιωάννινα’


> (τα) Ιωάννινα, οφείλεται στην ομοιότητα της γενικής πληθυντικού
του θηλυκού (‘των Ιωαννίνων’) με την γενική πληθυντικού του ουδετέ-
ρου αλλά και την κοινή κατάληξη -α της ονομαστικής ενικού του θη-
λυκού και της ονομαστικής πληθυντικού ουδετέρου.

Ετυμολογία των δημωδών τύπων και του εθνικού

Από την συναίρεση [oa] > [a] και εν συνεχεία την συνίζηση [ia] > [ja]
προήλθε το ‘Γιάννινα’ (Ιωάννινα > *Ιάννινα > Γιάννινα)106. Ο τύπος
(τα) ‘Γιάννενα’ σχηματίστηκε από τροπή του [i] σε [e] όπως συμβαίνει
συνήθως στην μεσαιωνική ελληνική γλώσσα όταν το [i] βρίσκεται πριν
το γράμμα ν (βλ. Αίγινα > Αίγενα) αλλά και σε άλλες περιπτώσεις στην
Γιαννιώτικη διάλεκτο107. Ας σημειωθεί ότι ο τύπος ‘Γιάννενα’ τα παλαι-

104. Επιπλέον, το γεγονός ότι το όνομα που μαρτυρείται στην γενική με κατά-
ληξη σε -ίνας (Ιωαννίνας) αντί σε -ίνης, μαρτυρά πιθανώς την μη ελληνική προέ-
λευση της κατάληξης.
105. Αν και λιγότερο πιθανό, η ανύψωση του τόνου θα μπορούσε να εξηγηθεί
με την ουδετεροποίηση του ονόματος όπως στα η Σαλώνη / τα Σάλωνα, η Καμίνη
/ τα Κάμινα, η Τυράνα / τα Τίρανα.
106. Το φαινόμενο που ονομάζεται συναίρεση είναι όταν δυο γειτονικά φωνή-
εντα στο εσωτερικό λέξης ενώνονται σε ένα. Όταν τα φωνήεντα που έρχονται σε
επαφή είναι διαφορετικά, επικρατεί συνήθως το ισχυρότερο. Η σειρά ισχύος με-
ταξύ των πέντε φωνηέντων της νέας ελληνικής είναι η εξής [με το α το πιο ισχυ-
ρό και το ι (η, υ, ει, οι) το λιγότερο ισχυρό]: α, ο (ω), ου, ε (αι), ι (η, υ, ει, οι). Η συ-
μπροφορά δύο φωνηέντων σε ένα καλείται συνίζηση (δύο > δυό, εννέα > εννιά).
Το φαινόμενο της συνίζησης των φωνηεντικών διαδοχών [ea], [ia], [eo], [io], [iu]
προκάλεσε τη ‘συμφωνοποίηση’ του [i] και την δημιουργία του ημιφώνου [j], με
παράλληλη ουρανικοποίηση του προηγούμενου συμφώνου: φωλέα > φωλιά, πα-
λαιός > παλιός.
107. Φιλήντας 1907, 98. Για παραδείγματα από την γιαννιώτικη διάλεκτο βλ. οί-
στρος > έστρους, στατήρας > στατέρ (Κοσμάς 1997, 24).
Tο Oνομα των Iωαννινων 21

ότερα χρόνια ήταν, εν αντιθέσει με σήμερα, λιγότερα συχνός και θεω-


ρείτο ξένος108.
Το ‘Ιάννα’ προέρχεται από το Ιωάννινα με την συναίρεση [oa] > [a]
και την αποβολή του [i] (‘Ι(ω)άνν’να’)109. Το όνομα ‘Γιάννια’ προέρχε-
ται από το ‘Γιάννινα’ με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου ν (‘Γιάν-
νι’α’)110. Ο κάτοικος της πόλης ονομάζεται ‘Ιωαννινίτης’111. Παράγεται
από το θέμα Ιωαννιν- και το επίθημα -ίτης κατά το Αίγινα / Αιγινίτης.
Το ‘Ιωαννίτης’ παράγεται από το Ιωαννινίτης με αποβολή του [��������
i�������
] (‘Ιω-
ανν’νίτης’). Το ‘Γιαννινιώτης’ σχηματίζεται από το θέμα Γιαννιν- και
την κατάληξη -ιώτης, γνωστό επίθημα της κοινής ελληνικής για τον
σχηματισμό πατριδωνυμικών ουσιαστικών που παράγονται από ονό-
ματα χωρών, πόλεων ή περιοχών κατά το Αίγυπτος > Αιγυπτιώτης,
Καλαμπάκα > Καλαμπακιώτης, Σικελία > Σικελιώτης. Από το Γιαννινιώ-
της και με αποβολή του [i] παράγεται το ‘Γιαννιώτης’ (‘Γιανν’νιώτης’).

108. Την ξενική προέλευση του τύπου ‘Γιάννενα’ υποστηρίζει ο Σαλαμάγκας


(1952). Στην Νέα Ελληνική υπάρχουν τα προπαροξύτονα ανδρωνυμικά σε -αινα
τα οποία όμως στις βόρειες διαλέκτους σχηματίζονται σε -ίνα όπως Γουδελίνα
/ Γουδέλαινα, Μιχελίνα (Trapp)/ Μιχάλαινα, Καλουγιάννινα / Καλλουγιάνναινα,
αλλά και προσηγορικά γιατρίνα / γιάτραινα (Χατζιδάκις 1905, 80) και τοπωνύμια
Μάσκλινα / Μάσκλενα, τα Σκλάβινα (Ακαρν.) / Σκλάβαινα, Κόπρινα (Χρονικό
των Τόκκων 244) / Κόπραινα. Αυτό οφείλεται στο ότι στις βόρειες διαλέκτους τα
άτονα μεσαία φωνήεντα [e] και [o] υψώνονται (‘κώφωση’ ή ‘στένωση’ – ‘βόρειος
φωνηεντισμός’) σε [i] και [u] αντίστοιχα (βλ. πεδί > πιδί). (Κοντοσόπουλος 20085,
94). Ο Sideras (1997) μάλιστα υποστηρίζει ότι το αρχικό όνομα της πόλης ήταν το
ανδρωνυμικό *Γιάνναινα το οποίο έγινε Γιάννινα και εν συνεχεία Ιωάννινα. Όμως
η αρχαιότερη μαρτυρημένη μορφή είναι όπως είδαμε ‘Ιωάννινα’. Εξάλλου το το-
πωνύμιο ‘Γιάννινα’ που απαντάται στην Μεσσηνία το 1422 (Χρονικό των Τόκκων
3895) πιστοποιεί ότι ο αρχικός τοπωνυμικός τύπος ήταν με [i] και όχι με [e] αφού
ο νότιος φωνηεντισμός στην περιοχή της Μεσσηνίας δεν θα επέτρεπε την ύψωση
του [e] σε [i] (Οικονόμου 2002, 79). Με βάση τα παραπάνω θα μπορούσε κανείς να
υποστηρίξει ότι ο αρχικός τύπος ‘Ιωαννίνα’ εκλήφθηκε από μη Ηπειρώτες (ίσως
από τους ξένους που ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη την εποχή της ίδρυσης
του Δεσποτάτου τον 13ο αι.) ως βόρεια παραλλαγή ανδρωνυμικού που αντί σε -αι-
να στενώθηκε σε -ίνα και έτσι αυτοί άρχισαν να το προφέρουν (η) *Ιωάνναινα και
Γιάννενα.
109. Για παραδείγματα αποβολής του [������������������������������������
i�����������������������������������
] στην Γιαννιώτικη διάλεκτο βλ. Κο-
σμάς 1997, 21.
����������������������
. Henrich�����������
2005, 117.
111. Σύμφωνα με τον Henrich������������������������������������������������
�������������������������������������������������������
(1994, 82) ο τύπος αυτός δεν μαρτυρείται, αλλά
βλ. Μπέττης 1997, 168.
22 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

Ιστορική ανάλυση του λατινογενούς ονόματος

Χρονολόγηση του ονόματος

Δεχόμενοι ότι το θέμα του ονόματος είναι, όπως όλα δείχνουν, το


εβραϊκής προέλευσης Ιωανν-, τότε μπορούμε να χρονολογήσουμε το
όνομα της πόλης μετά τον 4ο αι. δηλαδή μετά την έναρξη του εκχριστια-
νισμού του ελληνορωμαϊκού κόσμου αφού το όνομα ως δάνειο από
την Εβραϊκή δεν μπορεί να είναι αρχαιοελληνικό (terminus post quem).
Πράγματι, όνομα με τέτοιο θέμα απαντάται πρώτη φορά στην υστερο-
ρωμαϊκή περίοδο, τον 4ο αι. μ.Χ.112. Το όνομα αυτό είναι το λατινικό
Ioannina���������������������������������������������������������
. Η εμφάνιση ενός λατινικού ονόματος στην Ήπειρο δεν προ-
καλεί εντύπωση. Λατινικά ονόματα είχαν οι περισσότεροι επίσκοποι
της Παλαιάς Ηπείρου τον 4ο αι.113. Εβραϊκά - χριστιανικά ονόματα με
λατινική κατάληξη -���������������������������������������������
ina������������������������������������������
ήταν επίσης συχνά στα πρωτοβυζαντινά χρό-
νια όπως το όνομα της Αντωνίνας, συζύγου του Βελισάριου και στε-
νής φίλης της αυτοκράτειρας Θεοδώρας (6ος αι.) (Προκόπιος Απόκρυ-
φη Ιστορία 1.31). Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η Λατινική δια-
τηρήθηκε τους πρώτους αιώνες ως επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου. Η
Ελληνική άρχισε να υπερσκελίζει σταδιακά την λατινική γλώσσα από
την εποχή του Ιουστινιανού αλλά η τελευταία χρησιμοποιούταν ακόμα
στην διοίκηση και στην διπλωματία. Δεν ήταν παρά τον 7ο αι., κατά την
βασιλεία του Ηρακλείου, που η Ελληνική αντικατέστησε επίσημα την
Λατινική σε όλα τα πεδία. Επομένως το όνομα Ioannina πρέπει να είναι
μεταγενέστερο του 4ου αι. ενώ η εξελληνισμένη λόγια μορφή του ‘η Ιω-
άννινα’ πρέπει να χρονολογείται περί τον 7ο αι.
Η συναίρεση [oa] > [a] και η συνίζηση [ia] > [ja] στο ‘Ιωάννινα’ >
‘Γιάννινα’, μπορούν να αναχθούν στον 7ο αι.114. Η ουδετεροποίηση
στον πληθυντικό του θηλυκού είναι δυνατόν και αυτή να αναχθεί σε
μια πρώιμη εποχή δεδομένου ότι παραδείγματα ουδετεροποίησης θη-
λυκών ονομάτων έχουμε ήδη από τον 4ο αι. (terminus ante quem)115.

�������������������������
. Martindale�����������
1992, 712.
113. Χρυσός 1997, 160.
114. Lilie et al. s.v. ‘Γιάννης’.
115. Βλ. η Έδεσσα > τα Έδεσσα (Ευσέβιος Historia ecclesiastica 1.13.4).
Tο Oνομα των Iωαννινων 23

Το φρούριο της Ιωαννίνας

Εκτός από την γλωσσολογική ανάλυση, την λατινική προέλευση του


ονόματος της πόλης υποστηρίζουν όπως θα δείξω και τα ιστορικά δεδο-
μένα. Κατ’ αρχάς, ιστορικά παραδείγματα ονομασίας πόλεων με γυναι-
κείο όνομα υπάρχουν πολλά: η Θεσσαλονίκη ονομάστηκε έτσι από την
ετεροθαλή αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σύζυγο του στρατη-
γού του Κάσσανδρου, η Πύρρα από την σύζυγο του Δευκαλίωνα κ.ά.
Και στην πρώιμη Βυζαντινή εποχή, που μας ενδιαφέρει εδώ, υπάρχουν
αντίστοιχα παραδείγματα: η Θεοδωρούπολη ονομάστηκε έτσι από την
Θεοδώρα την σύζυγο του Ιουστινιανού (Προκόπιος Περί Κτισμάτων
4.6.18 και 4.7.6), η Ελενούπολη (Προκόπιος Περί Κτισμάτων 5.2.1) από
την Ελένη την μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου κ.ο.κ. Το γυναικείο
όνομα που δινόταν σε μία πόλη ανήκε συνήθως σε κάποια γυναίκα υψη-
λής κοινωνικής θέσης. Επομένως το όνομα Ιωαννίνα θα πρέπει να ανήκε
σε κάποια γυναίκα των υστερορωμαϊκών ή πρωτοβυζαντινών χρόνων,
υψηλής κοινωνικής θέσης. Σύμφωνα με τις προσωπογραφίες της ρωμαϊ-
κής και βυζαντινής εποχής το όνομα Ioannina απαντάται μόνο μία φορά
την περίοδο αυτή, είναι δηλαδή όχι απλώς ένα εξαιρετικά σπάνιο όνομα
αλλά ένα άπαξ λεγόμενον116. Αναφέρεται από τον Προκόπιο (Απόκρυ-
φη Ιστορία 4.37) ως το όνομα της κόρης του Βελισάριου, στρατηγού και
στενού φίλου του Ιουστινιανού, η οποία είχε αρραβωνιαστεί με τον Ανα-
στάσιο, τον εγγονό της Θεοδώρας. Αν και από τις πηγές δεν αναφέρεται
κάποια επίσκεψη του Βελισάριου και της κόρης του στην Ήπειρο είναι
εντούτοις βέβαιο ότι, ως στρατηγός του Ιουστινιανού, είχε πλήρη γνώση
των οχυρωματικών έργων της περιοχής. Εξάλλου το γεγονός ότι η Θεο-
δωρούπολη στην Ιλλυρία ονομάστηκε έτσι από την σύζυγο του Ιουστι-
νιανού Θεοδώρα, δεν σημαίνει ότι η Θεοδώρα είχε επισκεφτεί την Ιλλυ-
ρία. Όμως άλλο η Θεοδώρα που ήταν η σύζυγος του αυτοκράτορα και
άλλο η Ιωαννίνα που ήταν η κόρη στρατηγού. Δεν μπορεί μια ολόκλη-
ρη πόλη να πήρε το όνομα της κόρης ενός στρατηγού, ακόμα κι αν αυτή
ήταν αρραβωνιασμένη με τον εγγονό της Θεοδώρας ο οποίος προοριζό-
ταν για διάδοχος του Ιουστινιανού. Εξάλλου, αν επρόκειτο για το όνομα
μιας ολόκληρης πόλης, θα περιμέναμε το όνομα να ήταν *Ιωαννινούπο-
λη (κατά το Θεοδωρούπολη).

�������������������������
. Martindale�����������
1992, 712.
24 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

Εικόνα 2. Ο πύργος των Αγίων Αναργύρων στο Ιτς Καλέ


(φωτ. Χ. Χαρίσης)

Ονόματα γυναικών δεν δίνονταν μόνο σε πόλεις αλλά και σε φρού-


ρια: όπως για παράδειγμα στο φρούριο Κελλιριάνα (Προκόπιος Πε-
ρί Κτισμάτων 4.4.3) από το όνομα Celerina και στο φρούριο Δεονίανα
(Προκόπιος Περί Κτισμάτων 4.11.20) που πιθανώς είναι λάθος γραφή
αντί για το σωστό Λεονίανα από το γυναικείο ρωμαϊκό όνομα Leonia117.
Δύο φρούρια είχαν ονομαστεί από το όνομα της Θεοδώρας το ένα από
αυτά μάλιστα βρισκόταν κοντά στην Ήπειρο (Προκόπιος Περί Κτι-
σμάτων 4.6.15 και 4.6.18). Επομένως δεν θα ήταν παράξενο αν και το
φρούριο, που μάλλον βρισκόταν εκεί που σήμερα υπάρχει η ακρόπολη
Ιτς Καλέ (εικόνα 1) - αυτή είναι η πιο κατάλληλη θέση της χερσονήσου
για την κατασκευή φρουρίου - να είχε ονομαστεί ‘της Ιωαννίνας’ από
την κόρη του Βελισάριου. Στο κάτω κάτω ο Ιουστινιανός, κατά την δι-
άρκεια της βασιλείας του, είχε ονομάσει δεκαπέντε πόλεις με το όνομά
του, ακόμα και πόλεις που είχαν ήδη άλλο όνομα. Θα μπορούσε επο-
μένως να έδωσε το όνομα της ‘Ιωαννίνας’ στο φρούριο της χερσονή-
σου ως δώρο αρραβώνων μεταξύ της Ιωαννίνας, κόρης του αγαπημέ-
νου του φίλου Βελισάριου, και του Αναστασίου, εγγονού της συζύγου
του Θεοδώρας. Γιατί επιλέχτηκε το συγκεκριμένο φρούριο; Ίσως για

117. �������������������
Besevliev����������
1970, 49.
Tο Oνομα των Iωαννινων 25

τον ίδιο λόγο που ο Αλή Πασάς επέλεξε να χτίσει εκεί, στο Ιτς Καλέ,
το παλάτι του και στην σύγχρονη εποχή επιλέχτηκε να χτιστεί εκεί το
‘Βασιλικό Περίπτερο’ της βασίλισσας Φρειδερίκης που δεν είναι άλ-
λος από την απαράμιλλη ομορφιά της τοποθεσίας. Ο Βασίλης Χαρίσης
υποστηρίζει ότι ο πύργος των Αγίων Αναργύρων στο Ίτς Καλέ (εικόνα
2) είναι πρωτοβυζαντινός118. Σύμφωνα με την περιγραφή του ο πύργος
‘εξωτερικά αποτελείται από ισοδομική λιθοδομή με ογκώδεις λίθους
πάχους 0.5 μ. με ελάχιστο κονίωμα και χωρίς ουσιαστική χρήση κερα-
μικών και εσωτερικά κοινή αργολιθοδομή πάχους 2 μ. και άφθονο κο-
νίαμα’119. Η σύγκριση που κάνει με άλλες πρωτοβυζαντινές τοιχοποιίες
είναι ιδιαίτερα πειστική. Η μόνη διαφορετική και με επιχειρήματα άπο-
ψη είναι αυτή του Τσούρη που υποστηρίζει ότι η τοιχοποιία είναι ιτα-
λικού στυλ, του 11ου αι.120. Προσωπικά υποστηρίζω την άποψη του Β.
Χαρίση γιατί παρόμοιο τύπο τοιχοποιίας, εκτός από τα παραδείγματα
που αναφέρει ο ίδιος, μπορούμε να διαπιστώσουμε και σε πολλές άλλες
φρουριακές κατασκευές της πρωτοβυζαντινής εποχής121. Μάλιστα, ο
τρόπος κατασκευής του πύργου συνηγορεί με μία χρονολόγηση μεταξύ
του μέσου του 5ου αι. και πριν τον 10ο αι.122. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο

118. Χαρίσης 2000-2001.


119. Χαρίσης 2000-2001.
120. Τσούρης 1983.
121. Όπως στο Ισραήλ (Hirschfeld 1999, 239, pl. IIa), στην Φθιώτιδα (Daly 1942,
fig. 9), στην Κόρινθο (Ισθμός) (Hohlfelder 1977), στην Λιβύη (Goodchild and Perkins
1953, 55, pl. XVIc, XIXa,b, XXa,b) και στην Βόρεια Αφρική (Diehl Pl. III, 148). Για
παραδείγματα κυκλικών πύργων της πρωτοβυζαντινής εποχής βλ. Popovic et al.
1975, 478.
122. �������������������������������������������������������������������
Bowden�������������������������������������������������������������
2003, 168. Η τοιχοποιία του πύργου των Αγίων Αναργύρων αντι-
στοιχεί στον ‘ τύπο 2’ της Veikou (2012a, 113 and fig. 34) η οποία σύμφωνα με την
συγγραφέα έχει τα εξής χαρακτηριστικά: ‘This masonry consists of a facing made up
of random-ashlars-built-incourses and a rubble core. A careful facing is made of ashlars
(mostly spolia) set in mortar in an effort to give the external appearance of opus isodo-
mum at the same time as joining the oddly-sized ashlars in a stable construction. There-
fore the gaps, which are due to the differences in shape of spolia of the size and extent of
the original dressing, are filled with small rubble (gallets) and brick elements (brick- or
tile-fragments). Gallets and brick-elements are inset in the mortar, positioned horizontally,
vertically or diagonally and placed mostly in the vertical and less in the horizontal joints
between the ashlars, in an irregular, non-systematic way’.
26 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

πύργος των Αγίων Αναργύρων δεν έχει εσωτερική σκάλα123 ταιριάζει


με την μαρτυρία του Προκόπιου (Περί Κτισμάτων 2.5.8) ότι τα «πυργο-
κάστελλα» του Ιουστινιανού δεν είχαν πρόσβαση από κάτω αλλά μό-
νο από τις ράμπες του τείχους124. Το οικοδομικό υλικό του πύργου των
Αγίων Αναργύρων ίσως να προέρχεται από ελληνιστικό κτίσμα όπως
επέβαλε η τακτική της οικονομίας χρημάτων και χρόνου που ακολου-
θείτο στις περισσότερες περιπτώσεις125. Αν ο πύργος των Αγίων Αναρ-
γύρων είναι όντως πρωτοβυζαντινός τότε θα μπορούσε να αποτελεί ότι
έχει απομείνει σήμερα από το φρούριο που εδώ υποστηρίζω ότι είχε
ονομαστεί ‘της Ιωαννίνας’126.
Πιθανότατα υπήρχε και κάποιος οικισμός γύρω από το φρούριο ο
οποίος όμως δεν θα μπορούσε να ήταν μεγάλος (εικόνα 3). Κατά την
γνώμη μου η απουσία των Ιωαννίνων από τον Συνέκδημο του Ιερο-
κλέους εξηγείται πολύ απλά από το ότι τον 5ο αιώνα ο οικισμός γύρω
από το φρούριο δεν είχε ακόμα το καθεστώς πόλης127 ενώ η απουσία

123. Γ. Σμύρης (προσωπική επικοινωνία).


124. ������������������
Gregory�����������
1987, 260.
�������������
. ���������
Ανωνύμου�Τακτικόν 10. Goodchild and Perkins 1953, 55, 58. Diehl 1896, 198,
207. Boweden 2003, 99.
126. Ο λεγόμενος ‘πύργος του Βοημούνδου’ - ή καλύτερα σύμφωνα με το κεί-
μενο της Αλεξιάδος η νέα ‘ακρόπολη κάστρου’ που έχτισε ο Βοημούνδος - δεν εί-
ναι βέβαιο ότι διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Σύμφωνα όμως με τα παραπάνω, η λι-
γότερο πιθανή ταύτιση είναι με τον πύργο των Αγίων Αναργύρων ο οποίος όπως
αναφέρθηκε πρέπει να χρονολογηθεί μεταξύ 5ο και 10ο αι. άρα πριν τον Βοημούν-
δο. Στην καλύτερη περίπτωση ο πύργος αυτός μπορεί να αποτελεί μέρος της ακρό-
πολης που επιδιόρθωσε ο Βοημούνδος. Αν η ακρόπολη που έχτισε ο Βοημούνδος
σώθηκε, μπορεί να είναι αυτή στο Ασλάν τζαμί (εικόνα 1) όπου υπάρχει και το μό-
νο άλλο ύψωμα της χερσονήσου όπου μπορεί να χτιστεί μια δεύτερη ακρόπολη αν
και πολύ μικρότερη από αυτή του υψώματος του Ιτς Καλέ. Για την ίδια άποψη βλ.
Χαρίσης 2000-2001. Στους οδηγούς της πόλης (αρχαιολογικούς και τουριστικούς)
ο πύργος των Αγίων Αναργύρων αποκαλείται συχνά ‘ο πύργος του Βοημούνδου’
κάτι που σύμφωνα με τα παραπάνω δεν μπορεί να είναι σωστό.
127. Καθεστώς πόλης είχαν οι οικισμοί που είχαν επισκοπή (�������������������
Brandes������������
1999, 27).
Τον 5ο αι. η έδρα της επισκοπής βρισκόταν στην Δωδώνη. Ίσως για τον ίδιο λόγο
δεν αναφέρεται στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους και η πόλη έκτασης 345 στρεμ-
μάτων που βρισκόταν στην Καστρίτσα και ήταν το μεγαλύτερο αστικό και δίχως
άλλο και διοικητικό κέντρο της περιοχής όπως προκύπτει από το γεγονός ότι εκεί
βρέθηκε αυτοκρατορικό σταθμίο του τέλους του 4ου με αρχές του 5ου αι. (Παπα-
δοπούλου 2017). Εκτός κι αν πρόκειται για την πόλη Ακνίου (651, 6-7). O οικισμός
Tο Oνομα των Iωαννινων 27

Εικόνα 3. Υποθετική αναπαράσταση του πρωτοβυζαντινού οικισμού και


κάστρου των Ιωαννίνων (σχέδιο Β. Χαρίσης 2003).

των Ιωαννίνων από την λίστα των φρουρίων του Προκοπίου εξηγείται
επίσης πολύ απλά, από το ότι το συγκεκριμένο φρούριο πρέπει να είχε
ανοικοδομηθεί - ανακαινισθεί πριν τον Ιουστινιανό, ίσως από τον Θεο-
δόσιο Β΄, τον 5ο αι. ή από τον Ηπειρώτη (από το Δυρράχιο) αυτοκράτο-
ρα Αναστάσιο Α΄ στα τέλη του 5ου με αρχές του 6ου αι., στα πλαίσια της
οχύρωσης των συνόρων της αυτοκρατορίας που έκαναν, εκτός από τον
Ιουστινιανό, και οι δύο αυτοί αυτοκράτορες128.
Τα αμυντικά αυτά έργα γινόταν κυρίως με την ενίσχυση και αποκα-
τάσταση των υπαρχουσών αρχαίων εγκαταστάσεων που όπως είδαμε
υπήρχαν στην περιοχή του σημερινού Κάστρου.
Επομένως τον 5ο και 6ο αι. πάνω στην χερσόνησο της λίμνης υπήρ-
χε ένα φρούριο δίχως άλλο πολύ μικρότερο σε έκταση σε σχέση με την

της Παλαιάς Ηπείρου με το όνομα ‘Κώμη’ στην οποία, σύμφωνα με τον Προκό-
πιο (Περί Κτισμάτων 4.4.3) ο Ιουστινιανός επισκεύασε την δεξαμενή (‘κινστάρνα’)
ίσως να αναφέρεται στην κώμη που υπήρχε στην Καστρίτσα, όπου υπάρχει δεξα-
μενή που η τελική της φάση μπορεί να χρονολογηθεί στα χρόνια του Ιουστινιανού
(Γιούνη κ.ά 2015, 64).
128. Για οχυρώσεις του Θεοδοσίου Β΄ στην Ήπειρο βλ. ���������������������
Bowden���������������
2003, 85. Για
πιθανές κατασκευές του Αναστασίου Α΄ στην Ήπειρο και μάλιστα στην Νικόπο-
λη βλ. Gregory 1987, 261.
28 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

ελληνιστική οχύρωση129 και γύρω από αυτό ένας μικρός οικισμός. Το


φρούριο χρησίμευε ως καταφύγιο των κατοίκων του μικρού οικισμού
σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής.

Συμπέρασμα

Tο όνομα της πόλης των Ιωαννίνων προήλθε από το λατινικό όνομα


Ioannina (με τόνο στην παραλήγουσα) που ανήκε στην κόρη του στρα-
τηγού του Ιουστινιανού, Βελισάριου ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την
οχύρωση της Ηπείρου. Το όνομα της Ioannina δόθηκε τον 6ο αι., αρχικά
σε προϋπάρχον φρούριο που κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν στον
νοτιοανατολικό λόφο της χερσονήσου εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το
Ιτς Καλέ. Ο σημερινός πύργος των Αγίων Αναργύρων στο Ιτς Καλέ θα
μπορούσε να αποτελεί τμήμα του αρχικού φρουρίου ‘της Ιωαννίνας’
της πρωτοβυζαντινής εποχής. Μετά την έλευση των Σλάβων, στα τέλη
του 6ου αι., ο μικρός οικισμός του φρουρίου δεν ερημώθηκε, αλλά στα-
διακά, αναπτύχθηκε μέσα και γύρω από το φρούριο, πήρε και αυτός
το όνομα του φρουρίου όπως και η επισκοπή που εδραιώθηκε εκεί με
το όνομα (η) ‘Ιωάννινα’. Το ανέβασμα του τόνου στην προπαραλήγου-
σα προήλθε από τον λόγιο εξελληνισμό του λατινικού ονόματος ενώ
με την ουδετεροποίηση στον πληθυντικό του εξελληνισμένου θηλυκού
ονόματος, προέκυψε το σημερινό όνομα της πόλης ‘(τα) Ιωάννινα’.

129. Οι πρωτοβυζαντινές οχυρώσεις συνήθως περίκλειαν ένα μέρος μόνο των


αρχαιότερων εγκαταστάσεων (Bowden 2003, 96).
Tο Oνομα των Iωαννινων 29

Βιβλιογραφία

Κώδικες Βατικανού (Biblioteca Apostolica Vaticana): Ott. gr. 27, Vat. gr. 1115,
Vat. gr. 1152

Banduri A. 1728. Imperium Orientale. Paris.


Basevliev V. 1970. Zur Deutung der Kastellnamen in Prokops Werk „De Aedifi-
ciis“. Amsterdam.
Bowden W. 2003. Epirus Vetus. The archaeology of a Late Antiquity Province.
London.
Brandes W. 1999. ‘Byzantine cities in the seventh and eight centuries’ in G.P. Bro-
giolo, B. Ward-Perkins (eds) The Idea and Ideal of the Town between Late An-
tiquity and the Early Middle Ages. Leiden. 25-57
Chantraine P. 1979. La formation des noms en Grec ancien. Paris.
Daly W. L. 1942. ‘Echinos and Justinian’s Fortifications in Greece’.  American
Journal of Archaeology 46(4): 500-508.
Darrouzes J. 1981. Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolotanae. Texte
critique, introduction et notes. Paris.
Diehl C. 1896. L’Afrique Byzantine : histoire de la domination byzantine en Afri-
que. Paris.
Dvornik F. 1956. The Slavs: Their early history and civilization. Boston.
Gelzer H. 1893. ‘Ungedruckte and wenig bekannte Bistümerverzeichnisse der
orientalischen Kirche’. Byzantinische Zeitschrift 2(1):22-72.
Goodchild R. G., Ward Perkins JB. 1953. ‘The Roman and Byzantine defenses of
Lepcis Magna’. Papers of the British School at Rome 21: 42-73.
Gregory Τ. 1987. ‘The early Byzantine fortifications of Nikopolis in comparative
perspective’. Πρακτικά του πρώτου ∆ιεθνούς Συµποσίου για τη Νικόπο-
λη. Πρέβεζα. 253-261.
Henrich G. S. 1994. ‘Etymologie und Geschichte des Toponyms Ιωάννινα /
Γιάννινα’. Ηπειρωτικά Χρονικά 90:77-98.
Henrich��������������������������������������������������������������
G������������������������������������������������������������
�������������������������������������������������������������
. S���������������������������������������������������������
����������������������������������������������������������
. 2005. «Εξελληνισμός τοπωνυμίων Σλαβικού ετύμου στην Βο-
ρειοδυτική Ελλάδα και μία νεότερη ελληνική τάση ανομοίωσης». Άνθη
Φιλίας. Τιμητικό αφιέρωμα στον καθηγητή Κωνσταντίνο Μηνά. Αθή-
να. 105-123.
Hergenröther J. 1867. Photius, Patriarch von Constantinopel: Sein Leben, seine
Schriften und das griechische Schisma. Vol. II. Regensburg.
30 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

Hirschfeld Y. 1999. ‘Imperial building activity during the reign of Justinian and
pilgrimage to the Holy Land in light of the excavations on Mt. Berenice, Tibe-
rias’. Revue Biblique 106(2) :236-249.
Hohlfelder R. L. 1977. ‘Trans-Isthmian Walls in the Age of Justinian’. Greek, Ro-
man, and Byzantine Studies 18(2): 173-179.
Honigmann E. 1939. Le Synekdèmos d’Hièroklès. Brussels.
Hughes T.S. 1820. Travels in Sicily, Greece and Albania. Volume II. London.
Jaubert P.A. 1836. Geographie d‘ Edrisi. Tome II. Paris.
Jones Α. 19712. The cities of the Eastern Roman Provinces. Oxford.
Koder J. 1982. «Προβλήματα της Σλαβικής εποίκισης και τοπωνυμίας στην
μεσαιωνική Ήπειρο». Ηπειρωτικά Χρονικά 9-35.
Lascaris M. 1942. ‘Vagenitia’. Revue historique du sud-est Europeen 19(2):423-
437.
Le Quien M. 1740. Oriens Christianus. II. Paris.
Leake W.M. 1835. Travels in Northern Greece. Tόμος IV. London.
Lilie R-J., Ludwig C., Zielke B., Pratsch T. Prosopographie der mittelbyzantini-
schen Zeit Online.
Mango D. 1980. Byzantium. The empire of the New Rome. New York.
Mansi J.D. 1772. Sacrorum Consilrium. Nova et amplissima colectio. Vol. 17.
Venice.
Martindale J. R. 1992. The Prosopography of the Later Roman Empire. Volume
3A. Cambridge.
Meyer G. 1895. Neugriechischen Studien ΙΙΙ. Wien.
Parthey G. 1866. Hieroclis Synecdemeus et Notitiae Graecae Episcopatuum.
Belrin.
Popovic V. et al. 1975. ‘Les témoins archéologiques des invasions avaro-sla-
ves dans l’Illyricum byzantin (V)’.  Mélanges de l’école française de Ro-
me 87(1):445-504.
Pouqueville F.C.H.L. 1820. Voyage de la Grèce. Tome 1. Paris.
Schiro G. (ed.) 1975. Gonaca dei Tocco di Cefalonia, di anonimo. Roma.
Sideras A. 1997. ‘Griechisches -����������������������������������������������
αινα������������������������������������������
/-����������������������������������������
ινα�������������������������������������
und Slavisches -ina in den Nordwest-
griechischen Dialekten’. Ηπειρωτικά Χρονικά 32:171-177.
Soustal P., Koder J. 1981. Tabula Imperii Byzantini 3: Nikopolis und Kephalle-
nia. Vienna.
Symeonidis C. 1997. ‘Bildung von Eigennamen auf Grund von Substantiven und
Adjektiven durch Akzentverschiebung im Griechischen und Bulgarischen’.
Tο Oνομα των Iωαννινων 31

Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Βαλκανικής Γλωσσολογίας. Συγχρο-


νία και Διαχρονία. Θεσσαλονίκη. 243-247.
Trapp E. 2001. Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit. Vienna.
Veikou M. 2012a. Byzantine Epirus. A Topography of Transformation. Settle-
ments of the Seventh-Twelfth Centuries in Southern Epirus and Aetoloacar-
nania, Greece. Leiden.
Veikou M. 2012b. ‘Byzantine Histories, Settlement Stories: Kastra, «Isles of Ref-
uge», and «Unspecified Settlements» as In-between or Third Spaces Prelimi-
nary Remarks on Aspects of Byzantine Settlement in Greece (6th-10th c.)’ στο
(Επιμ.) Τ. Κιουσοπούλου. Οι Βυζαντινές πόλεις 8ος - 15ος αιώνας. Ρέθυ-
μνο. 159-206
Wilamowitz U. 1926. «Επίγραμμα». Ηπειρωτικά Χρονικά 1:39-40.

Αθηναγόρας. 1928. «Η εκκλησία των Ιωαννίνων». Ηπειρωτικά Χρονικά


3-49.
Αραβαντινός Π. 1856. Χρονογραφία της Ηπείρου. Τόμος ΙΙ. Αθήνα.
Βογιατζίδης Ι.Κ. 1926. «Συμβολή εις την μεσαιωνικήν ιστορίαν της Ηπεί-
ρου». Ηπειρωτικά Χρονικά 1:72-80.
Βοκοτοπούλου Ι. 1973. Οδηγός Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων.
Αθήνα.
Γιούνη Π., Καππά Χ., Φάκλαρη Υ. 2015. Καστρίτσα Ιωαννίνων. Συνοπτι-
κός οδηγός του αρχαιολογικού χώρου. Ιωάννινα.
Δάκαρης Σ. 1952. «Ιωάννινα, η νεώτερη Εύροια». Ηπειρωτική Εστία 1:537-
554.
Δάκαρης Σ. 1956. «Αρχαιολογικές έρευνες στο λεκανοπέδιο των Ιωαννί-
νων». Αφιέρωμα εις μνήμην Χρίστου Σούλη, Αθήνα. 46-80.
Καζάζης Ι.Ν., Καραναστάσης Τ.Α. 2001. Επιτομή του λεξικού της μεσαι-
ωνικής Ελληνικής δημώδους γραμματείας 1100-1669 του Εμμανουήλ
Κριαρά. Τόμος Α. Θεσσαλονίκη.
Καλογερόπουλος Γ.Α. 2012. «Πραγματεία περί της ονομασίας της πόλης
των Ιωαννίνων». Στο Νόρα Μπελέκα, Αναμνήσεις από τα Ιωάννινα
1909-1910, μετάφραση Γ.Α. Καλογερόπουλου. Αθήνα. 116-148.
Καμπούρογλου Δ. 1920. Τοπωνυμικά παράδοξα. Αθήνα.
Καρατζένη Β. 2017. «Γιάννενα: Σχετικά με τις απαρχές και το όνομα της
πόλης». Προφορική ανακοίνωση στο Αρχαιολογικό Έργο στη Βορειο-
δυτική Ελλάδα και τα Νησιά του Ιονίου. Ιωάννινα 23-26 Νοεμβρίου.
32 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

Κεραμέας-Παπαδόπουλος Α. 1891. «Περί συνοικισμού των Ιωαννίνων


μετά την φραγκικήν κατάκτησιν τής Κωνσταντινουπόλεως». ΔΙΕΕ 3,
451-455.
Κοντοσόπουλος Γ.Ν. 20085. Διάλεκτοι και ιδιώματα της Νέας Ελληνικής.
Αθήνα.
Κορωναίος Τ. 1519. Ανδραγαθήματα του Μερκουρίου Μπούα. Βενετία.
Στο Σάθας Κ.Ν. 1867. Ελληνικά ανέκδοτα. Τόμος Α. Αθήνα. 1-53.
Κοσμάς Β.Ν. 1997. Το γλωσσικό ιδίωμα των Ιωαννίνων. Αθήνα.
Κραψίτης Β. 1988. Η ιστορία των Ιωαννίνων (Θ΄ αιώνας μέχρι 1913). Αθήνα.
Κριαράς Ε. 1975. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμμα-
τείας, 1100-1669. Τόμος Δ΄. Θεσσαλονίκη.
Λαμπρίδης Ι. 1870. «Αποστασία του κοινώς λεγομένου Σκυλοσόφου και
έξωσις των Χριστιανών από το κάστρον» στα «Ζαγοριακά» αναδημο-
σίευση στο Ηπειρωτικά αγαθοεργήματα. Α. Ιωάννινα. 1971. 308-311.
Λαμπρίδης Ι. 1887. Περιγραφή της πόλεως Ιωαννίνων. Αθήνα. Αναδημο-
σίευση στο Λαμπρίδου Ι. Ηπειρωτικά Μελετήματα. Τόμος ΙΙ. Ιωάννι-
να. 1993, 1-96.
Λιάμπη Κ. 2009. «Νομίσματα κάστρου Ιωαννίνων». Στο Το Κάστρο των
Ιωαννίνων. Επιμ. Β.Ν. Παπαδοπούλου. Ιωάννινα. 189-197.
Μαλιγκούδης Φ. 1991. Οι Σλάβοι στην Μεσαιωνική Ελλάδα. Θεσσαλονί-
κη.
Μπέττης Σ. 1997. «Γιάννινα. Ίδρυση της πόλης, παραγωγή, σημασία και
εξέλιξη του ονόματός της». Ηπειρωτικά Χρονικά 32:127-170.
Μπουτουράς Α. 1912. Τα νεοελληνικά ονόματα. Αθήνα.
Νικολαΐδης Κ. 1995. Τα Γιάννινα. Το κάστρο, η λίμνη, το νησί. Ιωάννινα.
Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μ. 1995. Σλαβικές εγκαταστάσεις στην Με-
σαιωνική Ελλάδα. Αθήνα.
Οικονόμου Κ. 2002. Τα οικωνύμια του νομού Ιωαννίνων. Ιωάννινα.
Οικονόμου Φ. 1966. Η εν Ιωαννίνοις Εκκλησία. Αθήνα.
Οικονόμου Φ. 1971. Η εν Ηπείρω Εκκλησία Δρυϊνουπολεως, Πωγωνιανής
και Κονίτσης. Αθήνα.
Πάλλης Α. 1858. Μελέται επί της αρχαίας χωρογραφίας και ιστορίας της
Ηπείρου. Αθήνα.
Παπαδοπούλου B����������������������������������������������������
�����������������������������������������������������
. 2017. «Αυτοκρατορικό σταθμίο από την Καστρίτσα Ιω-
αννίνων». Στο Σπείρα. Επιστημονική συνάντηση προς τιμήν της Αγγέ-
λικας Ντούζουγλη και του Κωνσταντίνου Ζάχου. Αθήνα. 693-704.
Tο Oνομα των Iωαννινων 33

Παπαδοπούλου Β. 2013. Παλαιοχριστιανική Ήπειρος (4ος-7ος). Η μαρτυ-


ρία της γλυπτικής. Ιωάννινα. 405-450.
Παπαδοπούλου Β. 2015. «Το κάστρο των Ιωαννίνων και οι απαρχές της πό-
λης». Στο Πρακτικά Α’ Πανηπειρωτικού συνεδρίου. Ιωάννινα. 405-450.
Παππάς Σ. 2009. Ιωάννινα. Η ίδρυση της πόλης. Οι τύποι, η προέλευση και
η σημασία της ονομασίας της. Ιωάννινα.
Πετρίδης Α. 1879. «Περί του εν Θεσπρωτία της Ηπείρου μεσαιωνικού
φρουρίου του αγίου ∆ονάτου». Παρνασσός 3(20):123κ.ε.
Πλιάκου Γ. 2007. Το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και η ευρύτερη περιοχή
της Μολοσσίας στην Κεντρική Ήπειρο. Αρχαιολογικά κατάλοιπα, οικι-
στική οργάνωση και οικονομία. Ιωάννινα.
Πολίτης Ν. 1914. Εκλογαί από τα δημοτικά τραγούδια του Ελληνικού λα-
ού. Αθήνα.
Πυρσινέλας Β. 1959-1960. «Η ίδρυσις των Ιωαννίνων και η ονομασία αυ-
τών». Ηπειρωτική Εστία τεύχη 82-92, σελ. 89-95, 206-263, 282-289, 357-
363, 455-459, 533-537, 669-677, 761-769, 854-860, 949-954.
Σαλαμάγκας Δ. 1952. «Γιάννενα ή Γιάννινα;». Ηπειρωτική Εστία 8:822.
Σάρρος Δ. 1928. «Μαξίμου Ιερομονάχου του Πελοποννησίου λόγος στηλι-
τευτικός». Ηπειρωτικά Χρονικά 3:169-210.
Σεμιτέλος Δ. 1854. Ηπειρωτικών. Βιβλίον πρώτον. Βερολίνο.
Σκάσσης Α. Ε. 1969. Ιστορική Γραμματική της Λατινικής Γλώσσης. Τόμος
Α. Αθήνα.
Σούλης Ι.Χ. 1927. «Γ.Δ. Χατζή (Πελλερέν), Το μυστικό του Κάστρου (των
Ιωαννίνων). Ιστορικά και κριτικά σημειώματα περί την ονομασία της
πόλεως των Ιωαννίνων. Αθήναι 1926 (σ. 1-103)». Ηπειρωτικά Χρονικά
1,2:313-315.
Συμεωνίδης Χ. 2010. Ετυμολογικό λεξικό των Νεοελληνικών οικωνυμιών.
Τόμος 1. Θεσσαλονίκη.
Τριανταφυλλόπουλος Δ. 1994. «Ένα πρόβλημα ιστορικής γεωγραφίας της
μεσαιωνικής Ηπείρου: Ιωάννινα – Εύροια – Νέα Εύροια». Στο Μνήμη
Δ.Α. Ζακυνθηνού, Symmeikta 9/B. 309-328.
Τσούρης K. 1983. «Η Βυζαντινή οχύρωση των Ιωαννίνων». Ηπειρωτικά
Χρονικά 35:133-157.
Φιλήντας Μ. 1907. Γραμματική της Ρωμαίικής γλώσσας. Τόμος Ι. Αθήνα.
34 Xαραλαμποσ B. Xαρισησ

Χαρίσης Β. 2000-2001. «Ο πύργος των Αγίων Αναργύρων και ο πύργος


του Δημοτικού μουσείου στο κάστρο των Ιωαννίνων». Ηπειρωτικό
Ημερολόγιο ΚΑ, 5-48.
Χαρίσης Β. 2003. Ιωάννινα. Ίδρυση - χωροταξικός ρόλος - μορφή της πρω-
τοβυζαντινής πόλεως. Ιωάννινα.
Χασιώτης Γ. 1867. Περί Δωδώνης. Αθήνα.
Χατζής (Πελλερέν) Γ.Δ. 1926. Το μυστικό του κάστρου (των Ιωαννίνων):
Ιστορικά και κριτικά σημειώματα περί την ονομασίαν της πόλεως των
Ιωαννίνων. Αθήνα.
Χατζής Α.Χ. 1952. «Οι Σλάβοι εν Ελλάδι». Αθηνά 56:69-84.
Χατζιδάκις Γ. 1905. «Περί του σχηματισμού και της χρήσεως των προση-
γορικών ονομάτων γένους θηλυκού εν τη νεωτέρα Ελληνική». Μεσαιω-
νικά και Νέα Ελληνικά. Τόμος ΙΙ. Αθήνα. 79-81 (1990. Ανατύπωση της
έκδοσης Amsterdam 1905).
Χατζιδάκις Γ. 1934. «Ιωάννινα». Γλωσσολογικαί έρευναι. Αθήνα. 349-356
(ανατύπωση από την Επετηρ. Παν/μίου 10 [1913-4], 1 κέξ).
Χρυσός Ε. 1981. «Συμβολή στην ιστορία της Ηπείρου κατά την πρωτοβυ-
ζαντινή εποχή». Ηπειρωτικά Χρονικά 23:9-113.
Χρυσός Ε. 1997. «Βυζαντινή Ήπειρος. Πρωτοβυζαντινή περίοδος (4ος-
6ος αι.)». Στο Ήπειρος. 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού.
Επιμ. Μ.Β. Σακελλαρίου. Αθήνα. 148-160.
Ψαλίδας Α. 1962. Ιστορία της πολιορκίας των Ιωαννίνων 1820-1822. Αθή-
να.

You might also like