You are on page 1of 16

«Η Διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας ως

Δεύτερη/Ξένη: Θεωρία και πράξη»

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: 1η
«Εισαγωγή στη διδασκαλία της γλώσσας ως δεύτερης/ξένης»

ΣΥΝΕΔΡΙΑ: 3η
«Ο ρόλος των ατομικών διαφορών στην εκμάθηση της δεύτερης ή
ξένης γλώσσας»

ΔΙΔΑΣΚΩΝ
Παπαχρήστος Κωνσταντίνος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ©


Παπαχρήστος Κωνσταντίνος Email: Papachristos.kostas@yahoo.gr

Περιεχόμενα

ΔΗΛΩΣΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΥΛΙΚΟΥ ........................................................................................ 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ .......................................................................................................................................... 3

1. ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΜΑΘΗΣΗ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ Η ΞΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ……………………………………4

1.1. ΚΙΝΗΤΡΟ…………………………………………………………………………………………………………6

1.2. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ……………………………………………………………………………………………..7

1.3. ΗΛΙΚΙΑ…………………………………………………………………………………………………………..10

ΣΥΝΟΨΗ/ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ................................................................................................................13

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...................................................................................................................................14

1
Παπαχρήστος Κωνσταντίνος Email: Papachristos.kostas@yahoo.gr

Δήλωση Πνευματικών Δικαιωμάτων Εκπαιδευτικού Υλικού


Το υλικό αυτό αναπτύχθηκε για τις ανάγκες του Προγράμματος Δια βίου Μάθησης “Η
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΩΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΞΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ” και
διανέμεται ηλεκτρονικά από την πλατφόρμα ηλεκτρονικής μάθησης του Πανεπιστημίου
Αιγαίου, στο οποίο και ανήκουν τα δικαιώματα χρήσης και αξιοποίησης του παρόντος
κειμένου.

Δικαίωμα χρήσης του παρόντος υλικού έχουν οι εγγεγραμμένοι/ες επιμορφούμενοι/ες στο


Πρόγραμμα, ενώ δεν επιτρέπεται η αναπαραγωγή ή περαιτέρω διανομή του χωρίς την
έγγραφη άδεια του/της συγγραφέα/ως, ο/η οποίος/α και κατέχει τα πνευματικά δικαιώματα
του υλικού.

Κάθε αναφορά στο περιεχόμενο του κειμένου αυτού πρέπει να συνοδεύεται με το σχετικό
παράθεμα μέσα στο κείμενο και στο τέλος να αναφέρεται η βιβλιογραφική αναφορά.

2
Παπαχρήστος Κωνσταντίνος Email: Papachristos.kostas@yahoo.gr

Εισαγωγή
Η 3η Συνεδρία της Θεματικής Ενότητας «Βασικές παράμετροι στη διδασκαλία της δεύτερης
και ξένης γλώσσας» πραγματεύεται διεξοδικά τα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά που
διαφοροποιούν όσους/ες μαθαίνουν μια δεύτερη ή ξένη γλώσσα. Συγκεκριμένα εστιάζει
στους παράγοντες α) κίνητρο (motivation), β) προσωπικότητα (personality) και γ) ηλικία (age).

Σκοπός:

Σκοπός της 3ης συνεδρίας είναι να αντιληφθούν οι επιμορφούμενοι/ες τη σημασία των


ατομικών διαφορών των μαθητών/τριών τους στην εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας, και
ειδικότερα του κινήτρου, της προσωπικότητας και της ηλικίας, ώστε να μπορούν να τις
λαμβάνουν υπόψη στην εκπαιδευτική τους πράξη προσαρμόζοντας το μάθημά τους.

Προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα:

Αφού μελετήσετε τα παρακάτω, θα είστε σε θέση:

✓ Να αναπτύξετε την επίγνωσή σας σχετικά με τη σημασία των ατομικών διαφορών στην
εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας.
✓ Να αναγνωρίζετε και να περιγράφετε με δικά σας λόγια τις παραμέτρους του κινήτρου,
της προσωπικότητας και της ηλικίας ως κατηγορίες των ατομικών διαφορών των
μαθητών/τριών σας.
✓ Να αναστοχάζεστε σχετικά με τις δικές σας πρακτικές και εμπειρίες λαμβάνοντας υπόψη
τα προφίλ των μαθητών/τριών σας.

Έννοιες κλειδιά: ατομικές διαφορές, εκμάθηση δεύτερης γλώσσας, κίνητρο, προσωπικότητα,


ηλικία

Μέλη Συγγραφικής Ομάδας Βασικού Κειμένου Μελέτης

Βασιλεία Κούρτη-Καζούλλη
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια
ΠΤΔΕ, Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Ρούλα Κίτσιου
Δρ. Κοινωνιογλωσσολογίας, Μέλος ΣΕΠ LRM52
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

3
Παπαχρήστος Κωνσταντίνος Email: Papachristos.kostas@yahoo.gr

1. Ατομικές διαφορές στην εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας Ι


Εισαγωγή

Γιατί ορισμένοι/ες μαθητές/τριες πετυχαίνουν σχετικά γρήγορα υψηλά επίπεδα


γλωσσομάθειας σε μια δεύτερη γλώσσα; Γιατί ορισμένοι/ες μαθητές/τριες δυσκολεύονται
πολύ να ξεφύγουν από το επίπεδο των αρχαρίων μαθαίνοντας μια δεύτερη γλώσσα;

Σε μια τάξη είναι εύκολο για τον/την εκπαιδευτικό να συνειδητοποιήσει ότι άλλοι/ες
μαθητές/τριες μαθαίνουν πιο γρήγορα και άλλοι/ες πιο αργά. Δεν έχουν δηλαδή όλοι/ες τον
ίδιο ρυθμό μάθησης, καθώς επίσης και δεν πετυχαίνουν όλοι/ες με την ίδια διαδρομή το ίδιο
ακριβώς γλωσσικό επίπεδο (Υψηλάντης & Μουτή, 2015). Ο λόγος για τον οποίο φαίνεται ότι
ορισμένοι/ες μαθητές/τριες που μαθαίνουν μια δεύτερη γλώσσα επιδεικνύουν ταχύτατη και
λιγότερο κοπιαστική πρόοδο, ενώ άλλοι/ες προχωρούν με πιο αργούς ρυθμούς συναντώντας
μεγαλύτερες δυσκολίες, είναι ότι δεν υπάρχει ομοιογένεια στους ανθρώπους. Ο καθένας/η
καθεμιά μαθαίνει με τον δικό του/της τρόπο τη γλώσσα και υπάρχει ένα σύνολο
παραγόντων που συνδυαστικά επηρεάζουν τον ρυθμό της κατάκτησης της δεύτερης
γλώσσας(Zafar & Meenakshi, 2012).

Όπως θα δούμε στην 3η και την 4η Συνεδρία, οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς α) τα κίνητρα,
β) την προσωπικότητα, γ) την ηλικία, δ) το γνωστικό και μαθησιακό τους στιλ, ε) τις
στρατηγικές μάθησης, και στ) την κλίση (aptitude). Καθώς αυτές οι διαφορές συνδέονται
μεταξύ τους και παίζουν πολύ σπουδαίο ρόλο στη γλωσσική εκμάθηση, είναι πολύ σημαντικό,
οι εκπαιδευτικοί που διδάσκουν το γλωσσικό μάθημα να έχουν επίγνωση της επίδρασης των
παραγόντων αυτών για τη γλωσσική συμπεριφορά και την πρόοδο των μαθητών/τριών τους.
Σε σύγκριση με τους γλωσσικούς παράγοντες, αυτοί οι μη-γλωσσικοί παράγοντες δεν έχουν
προσλάβει μεγάλη προσοχή στην έρευνα για την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας (Zafar &

4
Παπαχρήστος Κωνσταντίνος Email: Papachristos.kostas@yahoo.gr

Meenakshi, 2012).Στη συνεδρία αυτή θα εξετάσουμε αναλυτικά τους τρεις πρώτους


παράγοντες.

Οι ερευνητές/τριες αποδίδουν, λοιπόν, τη διαφοροποίηση των ομιλητών/τριών της δεύτερης


γλώσσας ως προς το επίπεδο γλωσσομάθειάς τους και τον ρυθμό απόκτησης της επάρκειας
σε ορισμένες ατομικές διαφορές οι οποίες λειτουργούν ως παράγοντες διαφοροποίησης
(individual learner differences) μεταξύ των μαθητών/τριών. Υπάρχουν ορισμένοι όροι κοινώς
αποδεκτοί από όλους/ες τους/τις ερευνητές/τριες, αν και οι παράγοντες που εντοπίζονται και
η ορολογία που επιλέγεται για να τους περιγράψει διαφέρουν συνήθως από ερευνητή/τρια
σε ερευνητή/τρια (Βαρλοκώστα & Τριανταφυλλίδου, 2005).

ΟΡΙΣΜΟΣ
Ατομικές διαφορές είναι τα χαρακτηριστικά ή τα γνωρίσματα εκείνα, σύμφωνα με τα οποία
τα άτομα φαίνεται να ξεχωρίζουν μεταξύ τους, και προσλαμβάνονται ως ανεξάρτητες
μεταβλητές που είναι σε θέση να επηρεάζουν τη γλωσσική εκμάθηση (εξαρτημένη
μεταβλητή) (Yψηλάντης & Μουτή, 2015).
Τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν στις ακόλουθες υποενότητες είναι τα εξής:

• Ποιες κατηγορίες κινήτρων υπάρχουν και πώς σχετίζονται με την επιτυχία του/της
μαθητή/τριας στην εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας;
• Πώς σχετίζεται η προσωπικότητα του/της μαθητή/τριας με την εκμάθηση της δεύτερης
γλώσσας;
• Παίζει ρόλο στη διαδικασία αλλά και στην τελική έκβαση της εκμάθησης η ηλικία του/της
ομιλητή/τριας που μαθαίνει μια δεύτερη γλώσσα; Αν ναι, σε ποιον βαθμό; Πότε είναι
κατάλληλο να ξεκινήσει ένας/μια μαθητής/τρια την εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας;

Όμως πριν προχωρήσεις στη μελέτη των επιμέρους παραγόντων επιχείρησε να κάνεις την
παρακάτω δραστηριότητα συμμετέχοντας σε μια πρόκληση δημόσιου διαλόγου.

ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ


Πριν προχωρήσεις στη μελέτη των υποενοτήτων που ακολουθούν, εξέτασε την παρακάτω
γελοιογραφία και αναστοχάσου σχετικά με παρόμοιες πρακτικές που μπορεί να έχεις
υιοθετήσει μέσα στην τάξη της διδασκαλίας της δεύτερης γλώσσας.
Μπορείς τώρα, αφού κάνεις ένα σύντομο σχόλιο για το περιεχόμενο της γελοιογραφίας, να
αναφερθείς σε ένα παράδειγμα από τη δική σου εμπειρία σε ένα σύντομο κείμενο των 80-100
λέξεων; Σε ενθαρρύνουμε να μοιραστείς την εμπειρία σου ξεκινώντας έναν γόνιμο διάλογο με
τους/τις άλλους/ες επιμορφούμενους/ες σε έναν χώρο συζητήσεων (forum).

5
Παπαχρήστος Κωνσταντίνος Email: Papachristos.kostas@yahoo.gr

1.1 Κίνητρο
Τα κίνητρα ορίζονται ως ένα είδος εσωτερικής παρόρμησης (innerdrive) ή ανάγκης (need)
που οδηγεί το άτομο σε μια συγκεκριμένη πράξη (Brown 1994, όπ. αναφ. σε Βαρλοκώστα &
Τριανταφυλλίδου, 2005).

εσωτερική παρόρμηση
(innerdrive)
ή ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΡΑΞΗ
ανάγκη
(need)

Τα κίνητρα διακρίνονται περαιτέρω σε εσωτερικά και εξωτερικά. Συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά


τα εσωτερικά κίνητρα, μπορεί να αφορούν την ίδια τη διαδικασία εκμάθησης με
διαφορετικούς τρόπους. Μπορεί, δηλαδή, το
άτομο να απολαμβάνει τη διαδικασία της
μάθησης, να χαίρεται με το ότι μαθαίνει ή μπορεί
να απολαμβάνει το ότι καταφέρνει να μαθαίνει, με
το ότι μαθαίνει με επιτυχία. Η επιτυχία, δηλαδή,
στη διαδικασία της εκμάθησης αποτελεί επίσης
εσωτερικό κίνητρο. Έτσι, το άτομο οδηγείται να
καταβάλλει μεγαλύτερη προσπάθεια στη
διαδικασία της εκμάθησης (Skehan, 1989).Τα
εξωτερικά κίνητρα μπορεί να σχετίζονται με μορφές αμοιβής, όπως χρηματική αμοιβή,
βραβεία, βαθμούς, κλπ.

Τόσο οι ερευνητές/τριες όσο και οι εκπαιδευτικοί θεωρούν συχνά τα κίνητρα (motivation)


του/της μαθητή/τριαςως έναν πολύ σημαντικό παράγοντα που σχετίζεται με την επιτυχία
του/της στην εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας (Βαρλοκώστα & Τριανταφυλλίδου, 2005).

6
Παπαχρήστος Κωνσταντίνος Email: Papachristos.kostas@yahoo.gr

Τα κίνητρα μπορεί να συσχετίζονται με τις «ταυτίσεις» (identification) του/της ομιλητή/τριας.


Στις περιπτώσεις που ο/η ομιλητής/τρια επιθυμεί να ενσωματωθεί ή να ταυτιστεί με μιαν
άλλη εθνογλωσσική ομάδα ή πιο συγκεκριμένα με την ομάδα της δεύτερης γλώσσας,
αναφερόμαστε σε κίνητρα ενσωμάτωσης (integrativemotivation) (Gardner, 1985, όπ. αναφ.
σε Βαρλοκώστα & Τριανταφυλλίδου, 2005). Υπάρχει όμως και η περίπτωση των
ομιλητών/τριών που επιδιώκουν να μάθουν μια δεύτερη γλώσσα α) για λόγους καριέρας, β)
για την κοινωνική τους άνοδο, ή γ) για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σχολείου. Τα
κίνητρα αυτά τα αποκαλούμε κίνητρα επίτευξης στόχων (instrumental motivation) (ό.π.)

Πολλές έρευνες έχουν διεξαχθεί με σκοπό να δείξουν ποιο από τα δύο αυτά είδη κινήτρων
είναι πιο αποτελεσματικό για την επιτυχή έκβαση της διαδικασίας εκμάθησης και τείνουν να
διαφωνούν ως προς τα συμπεράσματά τους. Φαίνεται τελικά ότι και τα δύο είδη κινήτρων
είναι σημαντικά. Συγκεκριμένα, η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας μπορεί άλλοτε να
βασίζεται σε κίνητρα ενσωμάτωσης, άλλοτε σε κίνητρα επίτευξης στόχων, και σε ορισμένες
περιπτώσεις και στα δύο ανάλογα με το εκάστοτε περιβάλλον εκμάθησης (Brown, 1994,
Cook, 1991/2001, Ellis, 1994, όπ. αναφ. σε Βαρλοκώστα & Τριανταφυλλίδου, 2005).

1.2 Προσωπικότητα
Η προσωπικότητα του/της μαθητή/τριας είναι ακόμη ένας σημαντικός παράγοντας ατομικών
διαφορών στην εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας. Πιο συγκεκριμένα, η αυτο-εκτίμηση (self-
esteem) του/της μπορεί να επηρεάσει τη συνολική του επίδοση και το βαθμό επάρκειάς του
στη δεύτερη γλώσσα (Βαρλοκώστα & Τριανταφυλλίδου, 2005).

Η αυτοεκτίμηση έχει τρεις πτυχές (ό.π.):

7
Παπαχρήστος Κωνσταντίνος Email: Papachristos.kostas@yahoo.gr

Ακόμη, ο τύπος της προσωπικότητας του/της μαθητή/τριας με αναφορά στον βαθμό


εσωστρέφειας ή εξωστρέφειάς του/της επιδρά σημαντικά τόσο στη διαδικασία όσο και στο
τελικό αποτέλεσμα της γλωσσικής εκμάθησης. Επιπλέον, άλλοι παράγοντες, όπως το άγχος
του/της ομιλητή/τριας (anxiety), η τάση να ρισκάρει (risk-taking), η ευαισθησία για τυχόν
απόρριψη (sensitivity to rejection), οι αναστολές (inhibition), η ανεκτικότητά του στην
αμφισημία (tolerance for ambiguity) και η ενσυναίσθηση, δηλαδή, η ικανότητά του να
συμμετέχει συναισθηματικά (empathy) αποτελούν σημαντικές πτυχές της προσωπικότητας
του ατόμου (ό.π.).

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ – ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ & ΣΧΟΛΙΚΗ ΈΝΤΑΞΗ


Διάβασε το παρακάτω κείμενο που αποτελεί την περίληψη της διατριβής του Λόλακα
Σωτήριου- Χρυσάφη (2010) με τίτλο «Σχολική ένταξη αλλοδαπών μαθητών: συγκριτική μελέτη
στάσεων επιπολιτισμού και αυτοεκτίμησης αλλοδαπών και γηγενών μαθητών». Εστιάστε στα
αποτελέσματα της έρευνας (1-7) και την επιλογική παράγραφο και σχολιάστε σε ένα κείμενο
των 150-180 λέξεων την άποψή σας σχετικά με τη σχέση αυτοεκτίμησης και σχολικής ένταξης
συσχετίζοντας τα συμπεράσματα της συγκεκριμένης έρευνας με τη δική σας εμπειρία που
αφορά μαθητές/τριες με μεταναστευτικό υπόβαθρο σε μεικτές τάξεις.
Σχολική ένταξη αλλοδαπών μαθητών: συγκριτική μελέτη στάσεων επιπολιτισμού και
αυτοεκτίμησης αλλοδαπών και γηγενών μαθητών
Σ. Χ. Λόλακας
Βασικό ζητούμενο των μεταναστευτικών κοινωνιών αποτελεί η ομαλή σχολική και
κοινωνική ένταξη των μεταναστών μαθητών, ώστε να διαμορφωθούν ευνοϊκές
προϋποθέσεις, για να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής τόσο των ίδιων όσο και των μελών
της κυρίαρχης πλειοψηφίας. Προαπαιτούμενο για την ευόδωση αυτής της προσπάθειας
συνιστά η επιτυχία της διαδικασίας του επιπολιτισμού των μεταναστών μαθητών υπό
την έννοια της οικοδόμησης γνώσεων και δεξιοτήτων που θα καταστήσουν εφικτή την
ενεργό συμμετοχή τους στις κοινωνικές, πολιτισμικές, οικονομικές και επικοινωνιακές
διεργασίες των χωρών υποδοχής τους. Το σχολείο διαδραματίζει καίριο ρόλο σ’ αυτή τη
διαδικασία, αφού αποτελεί το χώρο όπου καλλιεργούνται και εξελίσσονται δύο βασικές
παράμετροι του επιπολιτισμού, η αυτοεκτίμηση και οι σχολικές επιδόσεις, που
βρίσκονται σε άμεση αλληλεπίδραση μ’ αυτόν. Τα διεθνή ερευνητικά δεδομένα δεν είναι
ενθαρρυντικά, αφού έχουν δείξει μεγάλη υστέρηση των μεταναστόπουλων τόσο ως
προς την αυτοεκτίμηση όσο και ως προς τις σχολικές επιδόσεις, καθιστώντας την
επιτυχία του επιπολιτισμού τους και κατ’ επέκταση της σχολικής και κοινωνικής τους
ένταξης εντελώς αβέβαιη. Καταλυτικής σημασίας παράγοντα για την
αποτελεσματικότητα του επιπολιτισμού αποτελούν οι προκαταλήψεις, αφού επιδρούν
καίρια στη διαμόρφωση και των σχολικών επιδόσεων και της αυτοεκτίμησης. Στην
Ελλάδα οι ενδείξεις από τις λίγες σχετικές έρευνες που υπάρχουν συγκλίνουν σε
συμπεράσματα για χαμηλή επιτυχία της διαδικασίας του επιπολιτισμού των
μεταναστών μαθητών, αφού παρουσιάζεται σημαντικό έλλειμμα και στην

8
Παπαχρήστος Κωνσταντίνος Email: Papachristos.kostas@yahoo.gr

αυτοεκτίμηση και στις σχολικές επιδόσεις τους. Βασικό στόχο της έρευνας αυτής
αποτέλεσε η εκτίμηση του επιπέδου επιπολιτισμού των μεταναστόπουλων στην
Ελλάδα και κατά συνέπεια της μορφής σχολικής και κοινωνικής ένταξής τους στη βάση
συγκριτικών δεδομένων αναφορικά με την αυτοεκτίμηση, τις σχολικές επιδόσεις και τις
προκαταλήψεις. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 959 μαθητές των Ε΄ και Στ΄ τάξεων
του δημοτικού σχολείου, εκ των οποίων οι 726 Έλληνες και οι 233 μετανάστες. Για την
αυτοεκτίμηση και τη σχολική άρνηση χρησιμοποιήθηκαν ερωτηματολόγια του Marsh
που δοκιμάστηκαν στην Ελλάδα από τους Γκόβαρη, Κοντάκο και Ανδρεαδάκη. Για τις
προκαταλήψεις και την αποδοχή-αναγνώριση κατασκευάστηκαν ερωτηματολόγια στη
βάση της διεθνούς βιβλιογραφίας και έρευνας και βρέθηκαν με πολύ ικανοποιητικούς
δείκτες αξιοπιστίας και διάκρισης. Τα ερευνητικά ερωτήματα που τέθηκαν για την
πραγματοποίηση της έρευνας αφορούν, κυρίως, στην ύπαρξη ή μη διαφοροποίησης
μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών μαθητών ως προς την αυτοεκτίμηση, τις επιμέρους
αυτοαντιλήψεις, τις σχολικές επιδόσεις, τη σύνδεση της αυτοεκτίμησης και της
αυτοαντίληψης σχολικής ικανότητας με τις σχολικές επιδόσεις, τις προκαταλήψεις, την
αποδοχή-αναγνώριση, τη σχολική άρνηση και τη σύνδεση του ψυχοκοινωνικού
κλίματος της τάξης με την αυτοεκτίμηση. Διατυπώθηκε και ερώτημα σχετικά με τη
συσχέτιση του χρόνου παραμονής των μεταναστών μαθητών στην Ελλάδα με την
αυτοεκτίμηση και τις σχολικές τους επιδόσεις. Τα σημαντικότερα συμπεράσματα που
προκύπτουν στη βάση των ευρημάτων της έρευνας αυτής είναι τα ακόλουθα:
1. Η αυτοεκτίμηση των μεταναστών μαθητών παρουσιάζει σε στατιστικά σημαντικό
βαθμό υστέρηση από αυτήν των Ελλήνων συμμαθητών τους.
2. Στα Ελληνόπουλα οι ισχυρότερες αυτοαντιλήψεις είναι της φυσικής εμφάνισης και
της σχολικής ικανότητας, ενώ στα μεταναστόπουλα της φυσικής εμφάνισης και των
σχέσεων με συνομηλίκους.
3. Οι σχολικές επιδόσεις των μεταναστόπουλων είναι κατά πολύ χαμηλότερες των
Ελλήνων συμμαθητών τους.
4. Η αυτοαντίληψη γενικής σχολικής ικανότητας συναρτάται πολύ περισσότερο με τις
σχολικές επιδόσεις απ’ ό,τι η αυτοεκτίμησή τους. Στα Ελληνόπουλα οι συσχετίσεις αυτές
είναι ισχυρότερες.
5. Οι Έλληνες μαθητές εμφανίζουν σε στατιστικά σημαντικό βαθμό λιγότερη σχολική
άρνηση, περισσότερες προκαταλήψεις και μικρότερη αποδοχή-αναγνώριση προς τους
αλλοεθνείς, συγκριτικά με τους μετανάστες συμμαθητές τους.
6. Το ψυχοκοινωνικό κλίμα της σχολικής τάξης συναρτάται σημαντικά με την
αυτοεκτίμηση όλων των μαθητών.
7. Η διάρκεια παραμονής των μεταναστών μαθητών δεν επιδρά βελτιωτικά στην
αυτοεκτίμηση αλλά ούτε και στις σχολικές τους επιδόσεις, αφού μόνο στη Γλώσσα και
τη Γεωγραφία και μόνο για όσους διαμένουν περισσότερο από 6 χρόνια υπάρχει
σημαντική διαφοροποίηση.
Στη βάση των αποτελεσμάτων της έρευνας αυτής μπορεί να εικασθεί ότι η διαδικασία
επιπολιτισμού των μεταναστών μαθητών στη χώρα μας είναι προβληματική και,
επομένως, η ένταξή τους στο κοινωνικό μας περιβάλλον θα έχει χαμηλό βαθμό

9
Παπαχρήστος Κωνσταντίνος Email: Papachristos.kostas@yahoo.gr

επιτυχίας, με πιο πιθανή την υιοθέτηση εκ μέρους τους στάσεων δυσλειτουργικών


όπως αυτές του διαχωρισμού ή και της περιθωριοποίησης.
Σ.-Χ. Λόλακας, Περίληψη διατριβής
https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/28018

1.3 Ηλικία
Η ηλικία είναι ένα από τα σημαντικά ζητήματα που τίθενται τόσο από μαθητές/τριες όσο και
από γονείς. Ειδικότερα, υπάρχει ο κοινός προβληματισμός:

Πότε είναι κατάλληλο να ξεκινήσει ένας/μία μαθητής/τρια την


εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας;

Οι επιπτώσεις του παράγοντα της ηλικίας αποτελούν κρίσιμο ερευνητικό ζητούμενο τόσο
από την πλευρά των δασκάλων όσο και των ερευνητών/τριών που ασχολούνται με το πεδίο
της γλωσσικής εκμάθησης. Υπάρχει μια ανοιχτή συζήτηση γύρω από το ζήτημα αυτό που
συνεχίζει από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 να απασχολεί τόσο τους/τις άμεσα
εμπλεκόμενους/ες αλλά και τα εκπαιδευτικά συστήματα κρατών που λαμβάνουν αποφάσεις
για τη γλωσσική εκπαίδευση (Υψηλάντης & Μουτή, 2015).

Παίζει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία και το αποτέλεσμα της


μάθησης η ηλικία του/της ομιλητή/τριας που μαθαίνει μια δεύτερη
γλώσσα;

Στα πρώτα χρόνια της ζωής μας χωρίς να προσπαθήσουμε πολύ και χωρίς να χρειαστούμε
διδασκαλία με συστηματικό τρόπο κατακτούμε την πρώτη μας γλώσσα. Αν πρόκειται για
δίγλωσσα άτομα, τότε οι γλώσσες αναπτύσσονται είτε μέσω (α) παράλληλης κατάκτηση
γλωσσών ή (β) χρονικής ακολουθίας (Σκούρτου, 2011). Όταν η διγλωσσία αναπτύσσεται
μέσω παράλληλης κατάκτησης γλωσσών οι γλώσσες κατακτώνται συγχρόνως. Σε οικογένειες
που οι γονείς μιλάνε διαφορετικές γλώσσες το παιδί κατακτά δύο γλώσσες με φυσικό τρόπο.
Για παράδειγμα, η μητέρα μιλάει Σουηδικά στο παιδί και ο πατέρας μιλάει Ελληνικά. Πολλές
έρευνες τεκμηριώνουν τα πλεονεκτήματα της παράλληλης κατάκτησης γλωσσών και της
διγλωσσίας (Bialystok, 2011·Bialystok κ.α. 2012).

Όταν η διγλωσσία αναπτύσσεται μέσω χρονικής ακολουθίας πρώτα κατακτιέται η μία


γλώσσα και μετά η άλλη (π.χ. σε οικογένειες οικονομικών μεταναστών) (Σκούρτου, 2011).

Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η διαδοχική κατάκτηση γλωσσών είναι πιο εύκολη σε
μικρές ηλικίες, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι οι ενήλικες έχουν κάποια πλεονεκτήματα.

10
Παπαχρήστος Κωνσταντίνος Email: Papachristos.kostas@yahoo.gr

Μικρές ηλικίες:

Για παράδειγμα, η Υπόθεση της Κρίσιμης Περιόδου (Critical Period Hypothesis, Lenneberg,
1967) υποστηρίζει την πρώτη η οποία ξεκινά από την ηλικία των δύο ετών και ολοκληρώνεται
στην εφηβεία, το παιδί είναι πιο ικανό να μάθει μια γλώσσα σε σχέση με έναν ενήλικα. Η
Υπόθεση αυτή βασίζεται σε βιολογικά επιχειρήματα που σχετίζονται με τις λειτουργίες του
εγκεφάλου.

Παρόμοια και στον κλάδο της εκμάθησης δεύτερης γλώσσας υπάρχει μια κρίσιμη (ηλικιακή)
περίοδος στη διαδικασία εκμάθησης δεύτερης γλώσσας (Johnson&Newport, 1989, Long,
1990, Scovel, 1988, Wilkins, 1974, όπ. αναφ. σε Βαρλοκώστα & Τριανταφυλλίδη, 2005), που
ορίζεται γύρω στην εφηβεία. Με βάση αυτή την αναγνωριζόμενη ως κρίσιμη ηλικιακή
περίοδο έχουν διατυπωθεί ορισμένες απόλυτες θέσεις, όπως (ό.π., 39): «Στην ηλικία από 12
έως και 14 ετών το παιδί έχει ήδη φτάσει στο κρίσιμο όριο εκμάθησης και συνεπώς
οποιαδήποτε προσπάθεια εκμάθησης μιας δεύτερης γλώσσας μετά την ηλικία αυτή δεν
μπορεί να είναι απολύτως επιτυχής». Για να εξετάσουμε κριτικά αυτή τη θέση θα πρέπει να
αναστοχαστούμε σχετικά με: α) το πώς θα ορίσουμε την επιτυχή εκμάθηση και με β) το πόσο
σημαντικό θεωρούμε τον ρόλο της προφοράς σε αυτή τη διαδικασία.

Ενήλικες:

Σύμφωνα με τον Richards (χ.χ.) είναι αλήθεια ότι υπάρχουν κάποιες πτυχές της γλωσσικής
εκμάθησης (όπως η προφορά) που οι νεότεροι/ες μαθητές/τριες φαίνεται να έχουν
πλεονέκτημα. Έτσι, φαίνεται ότι οι μαθητές/τριες που αρχίζουν να μαθαίνουν σε μεγαλύτερη
ηλικία συχνά αποκτούν μια «ξένη προφορά», που δεν συμβαίνει με τους/τις νεότερους/ες
μαθητές/τριες. Ωστόσο, και οι ενήλικες μπορεί να έχουν πλεονέκτημα ως προς κάποιες
πτυχές, όπως για παράδειγμα το ότι είναι ιδιαίτερα δυνατοί/ές στην εκμάθηση λεξιλογίου,
μπορούν να χρησιμοποιούν διαφορετικές γνωστικές και μαθησιακές δεξιότητες από τα
παιδιά, αφού εφαρμόζουν περισσότερο την αφαιρετική σκέψη και συχνά μαθαίνουν πιο
αναλυτικά και αναστοχαστικά.

11
Παπαχρήστος Κωνσταντίνος Email: Papachristos.kostas@yahoo.gr

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΥ- Ο ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΗΛΙΚΙΑ


Έχοντας μελετήσει το παραπάνω κείμενο προσπάθησε τώρα να απαντήσεις στα παρακάτω
ερωτήματα με βάση τη δική σου οπτική και εμπειρία:
• Πότε είναι κατάλληλο κατά τη γνώμη σου να ξεκινήσει ένας/μία μαθητής/τρια την
εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας;
• Με βάση την εμπειρία σου τι ρόλο παίζει η ηλικία του/της ομιλητή/τριας που μαθαίνει
μια δεύτερη γλώσσα στη διαδικασία και το αποτέλεσμα της μάθησης;
Κατάγραψε τις απόψεις σου στον αντίστοιχο χώρο συζητήσεων στο Moodle, ώστε να
αλληλεπιδράσεις με τους/τις υπόλοιπους/ες επιμορφούμενους/ες.
Σύνδεσμος στο Moodle: http://moodle

ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Αν επιθυμείτε να μελετήσετε περαιτέρω το ζήτημα του ρόλου της ηλικίας στην


εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας και της Υπόθεσης της Κρίσιμης Περιόδου, μπορείτε
να ανατρέξετε στο κείμενο «Τζακώστα, Μ. (2016). Η ηλικία ως ρυθμιστικός παράγοντας
της γλωσσικής εκμάθησης και διδασκαλίας. Στο Θ. Ρουσουλιώτη & Β. Παναγιωτίδου
(Επιμ.),Μοντέλα Αναλυτικών Προγραμμάτων για τη Διδασκαλία της Ελληνικής ως
Δεύτερης/Ξένης Γλώσσας (σσ. 43-62). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας» στα
Παράλληλα Κείμενα του μαθήματος.

Αν επιθυμείτε να μελετήσετε περαιτέρω το φαινόμενο της διγλωσσίας, μπορείτε αν


ανατρέξετε στο βιβλίο «Σκούρτου, Ε. (2011). Η Διγλωσσία στο Σχολείο. Αθήνα:
Gutenberg.

12
Παπαχρήστος Κωνσταντίνος Email: Papachristos.kostas@yahoo.gr

Σύνοψη/Ανακεφαλαίωση Συνεδρίας

Στο παρόν κείμενο ορίστηκαν και παρουσιάστηκαν σύντομα οι ατομικές διαφορές που
επηρεάζουν πολυεπίπεδα την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας. Συγκεκριμένα, έγινε
αναφορά στους τρεις σημαντικούς παράγοντες α) κίνητρο, β) προσωπικότητα και γ) ηλικία,
και τη σχέση τους με τον τρόπο που μαθαίνουν οι μαθητές/τριες με μεταναστευτικό
υπόβαθρο, με τον ρυθμό της προόδου τους, αλλά και με τη συνολική τους επιτυχία στη
γλωσσική εκμάθηση.

13
Παπαχρήστος Κωνσταντίνος Email: Papachristos.kostas@yahoo.gr

Βιβλιογραφία
Βαρλοκώστα, Σ., & Τριανταφυλλίδου, Λ. (2003). Επίπεδα γλωσσομάθειας στην ελληνική ως
δεύτερη γλώσσα. ΕΠΕΑΕΚ, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Αθήνα:
Βιβλιοσυνεργατική ΑΕΠΕΕ.

Bialystok, E. (2011). Reshaping the mind: The benefits of bilingualism. Canadian Journal of
Experimental Psychology/Revue canadienne de psychologie expérimentale, 65(4), 229-
235. http://dx.doi.org/10.1037/a0025406

Bialystok, E., Craik, F. I., &Luk, G. (2012). Bilingualism: Consequences for mind and
brain. Trends in Cognitive Sciences, 16(4), 240–250.

Chomsky, N. (1959) Review of B. F. Skinner, “Verbal Behavior”. Language, 35, 26-58.

Lenneberg, E. (1967). Biological foundations of language. New York: Wiley.

Λόλακας, Σ. Χ. (2010). Σχολική ένταξη αλλοδαπών μαθητών: συγκριτική μελέτη στάσεων


επιπολιτισμού και αυτοεκτίμησης αλλοδαπών και γηγενών μαθητών (Αδημοσίευτη
Διδακτορική Διατριβή). Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Richards, J. C. (n.d.). The role of age in second language learning. Available at (retrieved on
September 2019 from): https://www.professorjackrichards.com/the-role-of-age-in-second-
language-learning/

Skehan, P. (1989). Individual differences in second language learning. London: EdwardArnold.

Τζακώστα, Μ. (2016). Η ηλικία ως ρυθμιστικός παράγοντας της γλωσσικής εκμάθησης και


διδασκαλίας. Στο Θ. Ρουσουλιώτη & Β. Παναγιωτίδου (Επιμ.), Μοντέλα Αναλυτικών
Προγραμμάτων για τη Διδασκαλία της Ελληνικής ως Δεύτερης/Ξένης Γλώσσας (σσ. 43-62).
Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Υψηλάντης, Γ. & Μουτή, Ά., (2015). Ατομικές διαφορές στην απόκτηση/εκμάθηση δεύτερης
γλώσσας: στιλ και στρατηγικές μάθησης. [ηλεκτρ. βιβλ.] Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών
Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Διαθέσιμο στο: http://hdl.handle.net/11419/4999.

Zafar, S., & Meenakshi, K. (2012). Individual learner differences and second language
acquisition: A review. Journal of Language Teaching and Research, 3(4), 639-646.

14
Παπαχρήστος Κωνσταντίνος Email: Papachristos.kostas@yahoo.gr

15

You might also like