Professional Documents
Culture Documents
8 Σιδηρόπουλος-Κοτζαγεώργης Νο18
8 Σιδηρόπουλος-Κοτζαγεώργης Νο18
ζητήµατα καταγραφής
Γεώργιος Σιδηρόπουλος Φωκίων Κοτζαγεώργης
Καθηγητής Ιστορικής Γεωγραφίας Αναπλ.Καθηγητής Νεώτερης Ιστορίας
Τµήµα Γεωγραφίας, Παν/µιο Αιγαίου Τµήµα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ
Περίληψη
Η παρούσα έρευνα ασχολείται µε την καταγραφή του πληθυσµού εντός και εκτός της αθωνικής
χερσονήσου µέσα στο µεθοδολογικό πλαίσιο της ιστορικής και πληθυσµιακής γεωγραφίας. Οι καταγραφές
αυτές προέρχονται από έµµεσες µαρτυρίες αγιορειτικών ιστορικών τεκµηρίων, χρονολογούµενων από την
ίδρυση του Αγίου Όρους µέχρι σήµερα, από φορολογικούς καταλόγους της οθωµανικής περιόδου και από
τις συστηµατικές απογραφές κατά τη σύγχρονη περίοδο. Η µελέτη διερευνά την κωδικοποίηση και την
ταξινόµηση των καταχωρηµένων πληθυσµών σε σχέση µε τις χωρικές µονάδες που παραδοσιακά δοµούν
την αθωνική χερσόνησο. Συγκεκριµένα ερευνάται κατά πόσο η παραδοσιακή χωρική κατανοµή του
πληθυσµού µε γνώµονα τις κυρίαρχες µονές, είναι ικανή αλλά και τεχνικά ορθή να αντιπροσωπεύσει
επαρκώς τον πληθυσµό της χερσονήσου. Τα αποτελέσµατα της µελέτης δείχνουν ότι τόσο οι φυσιολογικές
φθορές λόγω χρόνου όσο και οι κατά χρονική περίοδο ιδιαιτερότητες απογραφής καταλήγουν σε µία
απλουστευτική αναγωγή του πληθυσµού ανά µονή, αγνοώντας την αναχωρητική διασπορά (κελιά) και τις
ηµι-αναχωρητικές αθροίσεις (σκήτες, και άλλες κελλιώτικες συσπειρώσεις), ενώ και µετά την ένταξη στο
ελληνικό κράτος, οπότε υπάρχουν οι συστηµατικές απογραφές του πληθυσµού, η καταγραφή
αντιµετωπίζεται µε τον ίδιο τρόπο. Αποτέλεσµα αυτής της ιδιοτυπίας είναι η διαµόρφωση µίας
λανθασµένης εικόνας µε συνέπειες στην κεντρική διαχείριση του χώρου.
Λέξεις-κλειδιά:
Ιστορική Γεωγραφία, Περιφερειακή Γεωγραφία, Ιστορική Δηµογραφία, Πολιτικές σχεδιασµού, Άγιον Όρος
Abstract
The present study explores the population censuses inside and outside the Athonite peninsula
within the methodological framework of historical and population geography. These records come from
indirect evidences of Mount Athos historical sources dating from the establishment of Mount Athos
monasteries to the present day (i.e. mainly from Ottoman-era tax registers and from systematic
demographic data in the contermporary era). The study investigates the codification and classification of
registered populations in relation to the spatial units traditionally structured on the Athonite peninsula. In
particular, it is investigated whether the traditional spatial distribution of the population based on the
dominant monasteries is capable but also technically sound to adequately represent the population of the
peninsula. The results of the study show that both normal wear and tear over time and the particularities of
the censuses of a specific period result in a simplified population reduction per unit, ignoring the dispersive
cells (kellia) and semi-departured agglomerations (sketes and other cells’ concentrations); even after
incorporation of Mount Athos into the Greek state, when there are systematic population censuses, the
census is considered in the same way. The result of this peculiarity is the formation of an incorrect image
with negative consequences for the central management of space.
Key Words:
Historical Geography, Regional Geography, Historical Demography, Planning policies, Mount Athos.
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 123
1. Εισαγωγή
2. Διαχρονικές αυξοµειώσεις
Στα µέσα του 7ου αιώνα, µε την εµφάνιση των Αράβων και τη σταδιακή
επέκτασή τους στη Μεσόγειο, ο µοναχισµός µειώνεται δραστικά στις αρχικές
του εστίες, της Αιγύπτου κα της Συρο-Παλαιστίνης. Ένα µικρό µόνο µέρος των
µοναχών µπόρεσε να παραµείνει εκεί, το µεγαλύτερο αναζήτησε νέους τόπους
που προσφέρονταν για µοναστική εγκατάσταση. Τέτοιος χώρος ήταν οι
βορειοδυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας που παρέµεναν απρόσβλητες από
τους Άραβες. Τη χερσόνησο του Άθω είχαν ήδη ανακαλύψει µοναχικοί
αναχωρητές τον 9ο αιώνα, παρ’ ότι υπάρχουν υποθέσεις και για νωρίτερη
σποραδική εγκατάσταση (Παπαχρυσάνθου, 1992). Ο τόπος παρείχε αυτό το
χαρκατηριστικό, δηλαδή το απρόσβλητο απο τους Άραβες, και εντοπίσθηκε
γρήγορα από τους έχοντες την επιθυµία να µονάσουν. Τα πρότυπα των
πρώτων µοναχών στη χερσόνησο ήταν τα ίδια µε αυτά της αιγυπτιακής και
συροπαλαιστινιακής αναχωρητικής παράδοσης. Το 963 γίνεται η επίσηµη
ίδρυση του πρώτου µοναστηριού, της Μεγίστης Λαύρας, όµως ήδη από το 883
ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ εξέδωσε σιγίλιο που καθόριζε τα δικαιώµατα των
µοναχών στην χερσόνησο, στοχεύοντας παράλληλα σε πολιτικά οφέλη µε τον
προσδιορισµό του ως χώρου θρησκευτικής πρακτικής για όλους τους
χριστιανούς κάτω απο την “οµπρέλα” της πολιτικής ιδεολογίας της
αυτοκρατορίας (Σβορώνος, 1987).
Για τον πληθυσµό του προ-χριστιανικού Άθω υπάρχουν λιγοστά στοιχεία, είναι
κυρίως εκτιµήσεις που στηρίζονται σε έµµεσα στοιχεία, παρουσιάζοντας µεγάλη
απόκλιση µεταξύ τους. Ο περισσότερο ασφαλής υπολογισµός στηρίζεται στο
εύρος των δυνατοτήτων φιλοξενίας της αθωνικής φύσης. Η Παπαχρυσάνθου
(1992) µιλά για έναν αριθµό πόλεων µε εξαιρετικά χαµηλό αριθµό κατοίκων που
δεν ξεπερνούσε τα 1.000 άτοµα. Αυτές οι πόλεις ερηµώθηκαν και εξαφανίστηκαν
µε τον καιρό, πολύ πριν την άφιξη του µοναχισµού (Σµυρνάκης, 1903,
Μαµαλάκης, 1971). Ο Κουρίλας (1993) µελετώντας την αθωνική χλωρίδα
υπαινίσσεται δεκαπλάσιο αριθµό κατοίκων, στηριζόµενος στις δυνατότητες
γονιµότητας του εδάφους.
Ο 14ος όµως αιώνας ίσως είναι µία από τις πιο καρποφόρες περιόδους για τον
ορθόδοξο µυστικισµό. Ο αιώνας αυτός αναδεικνύει µία από τις σηµαντικότερες
µορφές του ορθόδοξου ησυχασµού (κίνηµα του ησυχασµού), τον Γρηγόριο
Παλαµά (1297-1359). Τον 15ο αιώνα παρά του ότι το Άγιον Όρος είναι φόρου
υποτελές στον Σουλτάνο, οι συνέπειες στον πληθυσµό αρχίζουν να γίνονται
εµφανείς. Ο πληθυσµός εγγίζει τα κατώτερα γνωστά όρια. Το 1480 αναφέρονται
700-800 µοναχοί (Χρήστου, 1987, 218) και η πτώση δείχνει να µην είναι
συµπτωµατική, αλλά σταθερή και συνεχής. Το 1575 αναφέρονται 898 εν όλω
µοναχοί (Meyer, 1894, 215). Κατά την περίοδο όµως αυτή τα διασφαλισθέντα
προνόµια από τους Οθωµανούς επαναφέρουν τους µοναχούς στην χερσόνησο,
η οποία επανακάµπτει πληθυσµιακά. Η πρώτη για τον 16ο αιώνα οθωµανική
απογραφή ανεβάζει τον αθωνικό πληθυσµό σε 1.440 (Lowry 1981), ενώ λίγα
χρόνια αργότερα µια άλλη οθωµανική απογραφή δίνει τον κατ’ εκτίµηση αριθµό
των 1.500. Άλλες πηγές καταγράφουν έναν πιο κοντά στην πραγµατικότητα κατά
την άποψή µας αριθµό, αυτό των 1.500 µοναχών (Χρήστου, 1987, 220). Τέλος, ο
Σµυρνάκης κατά τα µέσα του 16ου αιώνα (1903, 133) κάνει λόγο για
περισσότερους από 5.000 µοναχούς.
1
Η Τάλµποτ-Ράις (1972, 104), αναφέρει ότι µεταξύ 10ου και 13ου «.. τα κτίσµατά του [ενν. του
Αγίου Όρους] ήταν διεσπαρµένα πάνω σε 123 απότοµες εξέδρες του βουνού ...ανεβάζοντας όλα
µαζί τον πληθυσµό του θεοφρούρητου Όρους σε 8.000 περίπου».
2
«Αι µοναί του Αγίου Όρους υπέφεραν τα πάνδεινα εκ τούτων (...) ληστευσάντων πάν ό,τι
πολύτιµον υπήρχε εν ταις ιεραίς µονές αίτινες απώλεσαν και ικανόν αριθµόν µοναχών, των µέν
αλλαχόθεν διασπαρέντων, των δέ φονευθέντων» (Γεδεών, 1885, 136).
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 127
Τον 17ο αιώνα, οι Οθωµανοί που χρησιµοποιούν τον Άθω ως πηγή εσόδων για
τη συντήρηση του στρατιωτικού σώµατος των κηπουρών της Πύλης και αργότερα
και του στόλου τους, αυξάνουν την φορολογία µε δραµατικές συνέπειες. Οι µονές
καταφέρνουν να επιβιώσουν χάρη στην βοήθεια των ηγεµόνων των
παραδουνάβιων ηγεµονιών, αλλά ο αθωνικός πληθυσµός βρίσκεται σε τροχιά
καθόδου. Το 1666-1670 ο Georgirenes (1677), αναφέρει ότι υπάρχουν 4.976
µοναχοί, ασφαλώς υπερβολικός ή και εξωπαραγµατικός αριθµός, συγκρινόµενος
µε τον Covel, ο οποίος για την ίδια εποχή δίνει τον αριθµό 2.6803. Σε σηµείωση
κώδικα της Κοινότητας αναφέρεται ότι το 1744 ο αριθµός των χαρατζόχαρτων
ήταν 1.060 (Πρωτάτο, 33). Η οικονοµική πίεση εξηγεί τη λειψανδρία, αλλά
συγχρόνως έχει συνέπειες στη θεσµική λειτουργία της χερσονήσου. Πολλές από
τις µεγάλες µονές έχουν ήδη µετατραπεί σε ιδιόρρυθµες (δεν διοικούνται από
µονοπρόσωπη εξουσία), ενώ αυξάνεται η κατοίκηση σε κελιά και ιδρύονται οι
σκήτες (µοναστικά χωριά) για την αποφυγή του ασφυκτικού ελέγχου από την
κεντρική οθωµανική διοίκηση και τέλος, αρκετοί µοναχοί βρίσκονταν σε ταξίδια-
ζητείες προς αναζήτηση χρηµατικών βοηθηµάτων. Κατά την διάρκεια του 18ου
και στις αρχές του 19ου αιώνα υπάρχει έντονη πνευµατική ανάπτυξη που θα
σηµάνει πληθυσµιακή ανάκαµψη. Το 1800 ο Νικόδηµος ο Αγιορείτης αναφέρει
2.000 µοναχούς (Σµυρνάκης 1903, 151), λίγο αργότερα, σε κατάστιχο εσόδων-
εξόδων της Ιεράς Κοινότητας (1808) παραδίδεται αριθµός 2.395 µοναχών
(Χρήστου, 1987, 217). Πάντως, κατά τον 18ο αιώνα η οθωµανική απογραφή του
1764 δείχνει έναν πληθυσµό γύρω στις 3.000. Παρ’ ότι φαίνεται κάπως
πληθωρικός, µια δηµογραφική εκτίµηση γύρω στους 2.000-3.000 µοναχούς δεν
ήταν µακριά από την πραγµατικότητα. Κατά συνέπεια και παρ’ ότι οι οθωµανικές
απογραφές δεν βοηθούν για την εξαγωγή καµπυλών, φαίνεται ότι ο αγιορείτικος
πληθυσµός από ένα κατώτατο περίπου 800 µοναχών στα τέλη του 15ου αι.,
πέρασε σε περίπου 1.500 στον 16ο, αυξήθηκε κατά τι, αλλά άγνωστο πόσο τον
17ο και σταθεροποιήθηκε σε λίγο λιγότερους από 3.000 µοναχούς κατά τον 18ο
αι., παρουσιάζοντας µια ήπια ανοδική τάση µέχρι την Επανάσταση του 1821.
Είσοδος συνοδειών από έξω. Η έλευσή τους αποτέλεσε «µετάγγιση» για τον
αποψιλωµένο πληθυσµό. Οι συνοδείες αυτές από τον ελλαδικό χώρο
εγκαταστάθηκαν σε συγκεκριµένα κοινόβια εντός της χερσονήσου. Οι οµάδες
ήταν ήδη συγκροτηµένες και η µετακίνησή τους προς το Όρος παγίωσε και
ανέδειξε την έως τότε ανανεωτική τάση του πληθυσµού.
Σχ.1
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 131
3η φάση. Από τη στιγµή που οι νέες συνοδείες εγκαθίστανται στη νέα τους
κατοικία παρατηρείται η πλήρης αποκατάσταση της πληθυσµιακής σύνθεσης.
Οι συνοδείες, ενώ στην πρώτη φάση εµφανίζονται απαρτιζόµενες από
ολιγοµελείς οµάδες νεαράς ηλικίας µεταξύ 20 και 30 ετών, οµαλοποιούν όλο το
φάσµα της πυραµίδας µε την εισροή ανθρώπων κάθε ηλικίας, παρουσιάζοντας
την εικόνα µιας «νεανικής πυραµίδας» µε φυσιολογική αντικατάσταση των
γερασµένων ηλικιών απο τους νεοεισερχόµενους. Είναι χαρακτηριστικό το
παράδειγµα της Ι.Μ. Σίµνωνος Πέτρας (Σχ.1).
Ιδιαίτερο ρόλο παίζουν κατά τον 19ο αιώνα οι Ρώσοι, οι οποίοι µε την
υποχώρηση της
οθωµανικής κυριαρχίας εκδηλώνουν ιδιαίτερα δυναµικά το ενδιαφέρον τους. Το
1903 είναι η πρώτη φορά που µία άλλη εθνική οµάδα ξεπερνά σε αριθµό το
κυρίαρχο παραδοσιακά εθνοτικό στοιχείο, τους Έλληνες. Το ρωσικό στοιχείο
ξεκινά από 2.653 (1885) και ξεπερνά το 1903 τους 5.000 ανθρώπους (3.496
µοναχούς και 1.500 περίπου λαϊκούς). Με την εκδήλωση της Οκτωβριανής
Επανάστασης έχουµε αµφίπλευρη παρέµβαση. Η νέα σοβιετική διοίκηση
απαγορεύει την έξοδο για ιδεολογικούς λόγους, η ελληνική πλευρά απαγορεύει
την είσοδο για εθνικούς. Αποτέλεσµα ήταν η καθοδική πορεία του αριθµού των
Ρώσων στο Άγιον Όρος που περνά από 3.496 (1903) σε 920 (1935) µοναχούς.
Η πτώση του ανθρώπινου δυναµικού στο Άγιον Όρος δεν άφησε ανεπηρέαστο
τον πληθυσµό των σκητών, ο οποίος πέρασε από τους 843 µοναχούς (1920)
στους 300 (1981). (χαµηλότερη εγγραφή µετά το 1925, ως τµήµα της ελληνικής
επικράτειας). Παρά την γενική πτώση [Σύνολο Αγίου Όρους Δ% = -71,3, Σκήτες
Δ% = -64,4 (Δ% = εκατοστιαία διαφορά)], ο πληθυσµός των σκητών δείχνει να
αντέχει ελαφρά καλύτερα. Η πτωτική πορεία του σκητιωτικού πληθυσµού
αµβλύνεται ακόµη περισσότερο, αν εξετάσουµε τη µορφή των σκητών.
Διαπιστώνεται διαφορετική συµπεριφορά των ιδιόρρυθµων σκητών από τις
κοινόβιες. Οι ιδιόρρυθµες σκήτες (µοναστικά χωριά) αντιστέκονται ως οµάδα
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 136
πολύ καλύτερα (Δ% = -42,5), από τις κοινόβιες4 (µορφή µοναστηριού), (Δ% = -
95,8), οι οποίες χάνουν σχεδόν το σύνολο του πληθυσµού τους. Κατά την
σύγκριση του µοναστηριακού πληθυσµού των µονών µε αυτόν των ιδιόρυθµων
σκητών την τελευταία εξηκονταετία, παρατηρείται σχετική αυξητική τάση των
µοναζόντων στις σκήτες σε αντίθεση µε τις µονές. Το 1920 ο σκητιώτικος
πληθυσµός ήταν το 16% του συνόλου στο Άγιον Όρος, ενώ το 1981 πέρασε
στο 20,3%.
4
Ψευδεπίγραφη µορφή σκήτης, δηµιούργηµα εξωτερικών διεργασιών, µε µορφή µονής.
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 137
5
Η διαφορά στην αθροίση ( 5) είναι λάθος της ίδιας της απογραφής, που όµως σε κάθε
περίπτωση δεν είναι καθοριστική για τη γενική εικόνα.
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 139
6
Σµυρνάκης, Χρήστου, Μαµαλάκης, Μαντζαρίδης, Σιδηρόπουλος κα.
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 140
Σχ. 6
αιώνα. Οι γεωγραφικές θέσεις των καταλυµάτων, η κατανοµή τους και ο
αριθµός τους στην χερσόνησο είναι καθορισµένοι εφ’ άπαξ. Δεν επιτρέπεται η
ανέγερση οποιασδήποτε νέας κατασκευής καταλύµατος. Η πάγια διαχρονική
πρακτική είναι η αναβίωση των παλαιών και εγκαταλελειµµένων µε
αναπαλαίωση ή αναστύλωση. Όλοι οι τύποι µοναστηριακών καθιδρυµάτων
(µονές, σκήτες, κελιά) ως οικιστικά κελύφη έχουν µία σταθερή συνέχεια µε τις
διακυµάνσεις στην ποιότητα της κτιριακής κατάστασης που µπορεί να επιφέρει
ο χρόνος. Συναντώνται διαχρονικά σε καλή ή κακή κατάσταση, µε διαφορετικής
εθνικότητας ενοίκους (η κυριότητα παραµένει πάντα στην κυρίαρχη µονή), µε
σηµαντική ή µηδενική δραστηριότητα. Η διαχρονική αυτή µονιµότητα αποτελεί
διευκόλυνση, αλλά συγχρόνως και απαίτηση στο απογραφικό έργο. Στην
πραγµατικότητα όµως τα πράγµατα συµβαίνουν διαφορετικά. Η αγνόηση αυτής
της ιδιαιτερότητας απαλείφει τα παροδικώς ακατατοίκητα καταλύµατα από την
απογραφή µε αποτέλεσµα την αδυναµία ανάγνωσης των αλλαγών του
οικιστικού σώµατος στον χρόνο. Η άθροιση των ηµι-αµαχωρητικών και
αναχωρητικών εξαρτηµάτων (σκητών, κελιών κλπ), σε αυτό των κυρίαρχων
µονών είναι µία άλλη αιτία λανθασµένης απογραφικής διαδικασίας. Νέες και
παλαιές καταγραφές του πληθυσµού τον παρουσιάζουν ως µέρος της
κυρίαρχου µονής 7 . Είναι σαφές ότι µε αυτό τον τρόπο η πραγµατικότητα
αποδίδεται λανθασµένα τόσο στις απογραφές που διενεργούνται πριν από την
7
Ο χώρος στο Άγιον Όρος ανήκει στα 20 µοναστήρια που αποκαλούνται κυρίαρχα. Κάθε άλλη
µορφή κατοικίας ανήκει στα 20 αντίστοιχα ιδιοκτησιακά τµήµατα που απαρτίζουν τη χερσόνησο.
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 141
σύσταση του ελληνικού κράτους, όσο και σε αυτές που διενεργούνται µετά την
σύστασή του (Σχ.6)8. Στον κελιώτικο πληθυσµό, που είναι λιγότερο «ορατός»
λόγω της µεγάλης χωρικής διασποράς, αυτό έχει τις µεγαλύτερες συνέπειες, µε
αποτέλεσµα τη λιγότερο αντικειµενική αντιπροσώπευση (αθροίζεται πάντα σε
αυτόν της κυριάρχου µονής). Αυτή η προσέγγιση τον κάνει να χάνει την χωρική
του υπόσταση, ακόµα και όταν ο πληθυσµός αυτός είναι ιδιαίτερα µεγάλος.
Αυτού του είδους η αντιµετώπιση τον απαλείφει χωρικά, δίνοντας λανθασµένη
εντύπωση της οικιστικής γεωγραφίας της χερσονήσου.
8
Χαρακτηριστικές εξαιρέσεις α) η οθωµανική απογραφή κεφαλικού φόρου του 1697, όπου
καταχωρούνται οι κελλιώτες χωριστά από τους µοναχούς των µονών σε 7 µονές και σε άλλες 7
συµπληρώνεται ότι ο αριθµός περιλαµβάνει κα τους κελιώτες, β) η αναλυτική απογραφή του
1764 που απογράφει σε επίπεδο κελιού τον κάθε µοναχό και τη συνοδία του και γ) η απογραφή
του 1808 που επίσης καταχωρούνται χωριστά οι κελιώτες, όπως και οι εργαζόµενοι.
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 142
Εικ 4
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 143
δεν ήταν ιδιαίτερα πολυπληθές. Η περιοχή της Βισαλτίας στο νοµό Σερών, κατά
την πρώιµη οθωµανική περίοδο αποκαλούταν χαρακτηριστικά «βιλαέτι των
καλογέρων». Σε µεγαλύτερη κλίµακα, η πυκνότητα των µετοχίων είναι σαφώς
µικρότερη, σποραδική, τα µετόχια εκτείνονται σε περιοχή που καλύπτει έκταση
πολύ µεγαλύτερη από αυτήν του ελλαδικού χώρου Σ’αυτή την περίπτωση η
προσήκουσα απεικόνιση είναι αυτή του δικτύου, πράγµα που χαρακτηρίζει την
σχέση του Αγίου Ορους µε οµογενείς και αλλογενείς οµόδοξες περιοχές: π.χ.
Ελλάδα, Μικρά Ασία, Μέση Ανατολή, αλλά κυρίως τα Βαλκάνια και τη Ρωσία.
Για έναν χώρο που αποτελεί παρακαταθήκη της παγκόσµιας κληρονοµιάς είναι
περισσότερο από επιτακτική ανάγκη η θεραπεία των επισφαλών µεθόδων
καταγραφής. Η λεπτοµερής καταγραφή του οικιστικού αποθέµατος, µε έµφαση
στα περίπου 1.000 διάσπαρτα κελιά στα 330 km2 της χερσονήσου, η κατάρτιση
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 145
Βιβλιογραφία