You are on page 1of 25

Πληθυσµιακή Γεωγραφία του Αγίου Όρους:

ζητήµατα καταγραφής
Γεώργιος Σιδηρόπουλος Φωκίων Κοτζαγεώργης
Καθηγητής Ιστορικής Γεωγραφίας Αναπλ.Καθηγητής Νεώτερης Ιστορίας
Τµήµα Γεωγραφίας, Παν/µιο Αιγαίου Τµήµα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ

Περίληψη
Η παρούσα έρευνα ασχολείται µε την καταγραφή του πληθυσµού εντός και εκτός της αθωνικής
χερσονήσου µέσα στο µεθοδολογικό πλαίσιο της ιστορικής και πληθυσµιακής γεωγραφίας. Οι καταγραφές
αυτές προέρχονται από έµµεσες µαρτυρίες αγιορειτικών ιστορικών τεκµηρίων, χρονολογούµενων από την
ίδρυση του Αγίου Όρους µέχρι σήµερα, από φορολογικούς καταλόγους της οθωµανικής περιόδου και από
τις συστηµατικές απογραφές κατά τη σύγχρονη περίοδο. Η µελέτη διερευνά την κωδικοποίηση και την
ταξινόµηση των καταχωρηµένων πληθυσµών σε σχέση µε τις χωρικές µονάδες που παραδοσιακά δοµούν
την αθωνική χερσόνησο. Συγκεκριµένα ερευνάται κατά πόσο η παραδοσιακή χωρική κατανοµή του
πληθυσµού µε γνώµονα τις κυρίαρχες µονές, είναι ικανή αλλά και τεχνικά ορθή να αντιπροσωπεύσει
επαρκώς τον πληθυσµό της χερσονήσου. Τα αποτελέσµατα της µελέτης δείχνουν ότι τόσο οι φυσιολογικές
φθορές λόγω χρόνου όσο και οι κατά χρονική περίοδο ιδιαιτερότητες απογραφής καταλήγουν σε µία
απλουστευτική αναγωγή του πληθυσµού ανά µονή, αγνοώντας την αναχωρητική διασπορά (κελιά) και τις
ηµι-αναχωρητικές αθροίσεις (σκήτες, και άλλες κελλιώτικες συσπειρώσεις), ενώ και µετά την ένταξη στο
ελληνικό κράτος, οπότε υπάρχουν οι συστηµατικές απογραφές του πληθυσµού, η καταγραφή
αντιµετωπίζεται µε τον ίδιο τρόπο. Αποτέλεσµα αυτής της ιδιοτυπίας είναι η διαµόρφωση µίας
λανθασµένης εικόνας µε συνέπειες στην κεντρική διαχείριση του χώρου.

Λέξεις-κλειδιά:
Ιστορική Γεωγραφία, Περιφερειακή Γεωγραφία, Ιστορική Δηµογραφία, Πολιτικές σχεδιασµού, Άγιον Όρος

Abstract
The present study explores the population censuses inside and outside the Athonite peninsula
within the methodological framework of historical and population geography. These records come from
indirect evidences of Mount Athos historical sources dating from the establishment of Mount Athos
monasteries to the present day (i.e. mainly from Ottoman-era tax registers and from systematic
demographic data in the contermporary era). The study investigates the codification and classification of
registered populations in relation to the spatial units traditionally structured on the Athonite peninsula. In
particular, it is investigated whether the traditional spatial distribution of the population based on the
dominant monasteries is capable but also technically sound to adequately represent the population of the
peninsula. The results of the study show that both normal wear and tear over time and the particularities of
the censuses of a specific period result in a simplified population reduction per unit, ignoring the dispersive
cells (kellia) and semi-departured agglomerations (sketes and other cells’ concentrations); even after
incorporation of Mount Athos into the Greek state, when there are systematic population censuses, the
census is considered in the same way. The result of this peculiarity is the formation of an incorrect image
with negative consequences for the central management of space.

Key Words:
Historical Geography, Regional Geography, Historical Demography, Planning policies, Mount Athos.
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 123

1. Εισαγωγή

Το Άγιον Όρος, ίσως το σηµαντικότερο από τα µοναστικά κέντρα της


ανατολικής Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας (του Βυζαντίου), στέγασε τις ανάγκες τού
υπό διωγµό µοναστικού κινήµατος, µετά την εξάπλωση του Ισλάµ στις έρηµους
της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Η αθωνική χερσόνησος µε τον χαρακτήρα
της θρησκευτικής δηµοκρατίας, διατηρεί τα ίδια χαρακτηριστικά από τον 9ο
αιώνα έως σήµερα. Αυτή η χρονική περίοδος αφορά το αντικείµενο της
παρούσας µελέτης. Η δυσκολία αναφοράς σε δηµογραφικά µεγέθη για ένα
χώρο που ξεπερνά την χιλιετία είναι προφανής.

Κυρίαρχο ζήτηµα της έρευνας είναι η ορθή µεθοδολογική προσέγγιση στην


καταγραφή του πληθυσµιακού υλικού µέσα σε διαφορετικές πολιτικές
κυριαρχίες, ανάµεσα στα προβλήµατα που συσσωρεύει ο χρόνος και υπό
διαφορετικές κοινωνικές συνήθειες οργάνωσης ανά εποχή. Το παρόν άρθρο
προσπαθεί αρχικά να οριοθετήσει την ταυτότητα αυτού του πληθυσµού µέσα
στο χρόνο, σε δεύτερο επίπεδο καταγράφει τις ιδιαιτερότητές του σε σχέση µε
τις σηµερινές µεθοδολογικές προσεγγίσεις και τέλος εστιάζει στους τρόπους
που ένας ανάλογος ιστορικός πληθυσµός µπορεί να αποδοθεί σύµφωνα µε τα
σηµερινά γεωγραφικά εργαλεία, ώστε να είναι κατά το δυνατό ακριβής ως προς
την πραγµατική ταυτότητά του.

2. Διαχρονικές αυξοµειώσεις

Οι ευρύτερες συνθήκες ανάπτυξης. Κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, µετά την


υιοθέτηση του χριστιανισµού ως επίσηµης θρησκείας της Ρωµαϊκής
Αυτοκρατορίας αναδύεται ένα ιδιαίτερο σε διαστάσεις φαινόµενο, µια
θρησκευτική επανάσταση που επηρέασε όλο τον τότε γνωστό κόσµο και η
οποία διακινεί τεράστια πλήθη στα γεωγραφικά όρια της αυτοκρατορίας
(Μπράουν, 2000). Ένα µέρος αυτών των ρευµάτων κατευθύνεται σε ονοµαστά
προσκυνήµατα, αλλά ένα µεγαλύτερο κατευθύνεται µε στόχο την οριστική
εγκατάσταση στις έρηµους της Συρίας και της Αιγύπτου. Οι συγκεντρώσεις
αυτές είναι µεγάλες. Σε δεκάδες χιλιάδες καταγράφεται ο αριθµός των µοναχών
σε διάφορες µονές κατά µήκος του Νείλου (Παλλάδιος, 1866). Ο Koder (2005)
αναφέρει, ότι στις αρχές του 8ου αιώνα η «Οικουµένη» κατά τους Βυζαντινούς,
αποτελούνταν στην κυριολεξία από δύο σχεδόν ισοδύναµους πληθυσµούς, από
εγγάµους και από µοναχούς. Αυτή την εποχή ο πληθυσµός της αυτοκρατορίας
ανερχόταν περίπου στα 8 εκατοµµύρια (Treadgold, 1997· Russell, 1958). Η
υπόθεση ότι 4 εκατοµµύρια περίπου του βυζαντινού πληθυσµού ήταν µοναχοί
και κληρικοί ίσως είναι υπερβολική. Σε κάθε περίπτωση τα Tabula Imperii
Byzantini (TIBI) καταγράφουν στο Κoder (2005) ότι το 17% των βυζαντινών
οικισµών ήταν µοναστηριακοί, αναδεικνύοντας το γεγονός ότι ο µοναχισµός είχε
ένα ιδιαίτερο βάρος στη βυζαντινή κοινωνία του 10ου αιώνα.
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 124

Στα µέσα του 7ου αιώνα, µε την εµφάνιση των Αράβων και τη σταδιακή
επέκτασή τους στη Μεσόγειο, ο µοναχισµός µειώνεται δραστικά στις αρχικές
του εστίες, της Αιγύπτου κα της Συρο-Παλαιστίνης. Ένα µικρό µόνο µέρος των
µοναχών µπόρεσε να παραµείνει εκεί, το µεγαλύτερο αναζήτησε νέους τόπους
που προσφέρονταν για µοναστική εγκατάσταση. Τέτοιος χώρος ήταν οι
βορειοδυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας που παρέµεναν απρόσβλητες από
τους Άραβες. Τη χερσόνησο του Άθω είχαν ήδη ανακαλύψει µοναχικοί
αναχωρητές τον 9ο αιώνα, παρ’ ότι υπάρχουν υποθέσεις και για νωρίτερη
σποραδική εγκατάσταση (Παπαχρυσάνθου, 1992). Ο τόπος παρείχε αυτό το
χαρκατηριστικό, δηλαδή το απρόσβλητο απο τους Άραβες, και εντοπίσθηκε
γρήγορα από τους έχοντες την επιθυµία να µονάσουν. Τα πρότυπα των
πρώτων µοναχών στη χερσόνησο ήταν τα ίδια µε αυτά της αιγυπτιακής και
συροπαλαιστινιακής αναχωρητικής παράδοσης. Το 963 γίνεται η επίσηµη
ίδρυση του πρώτου µοναστηριού, της Μεγίστης Λαύρας, όµως ήδη από το 883
ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ εξέδωσε σιγίλιο που καθόριζε τα δικαιώµατα των
µοναχών στην χερσόνησο, στοχεύοντας παράλληλα σε πολιτικά οφέλη µε τον
προσδιορισµό του ως χώρου θρησκευτικής πρακτικής για όλους τους
χριστιανούς κάτω απο την “οµπρέλα” της πολιτικής ιδεολογίας της
αυτοκρατορίας (Σβορώνος, 1987).

Το άµεσο και το έµµεσο της καταγραφής. Η απογραφή του πληθυσµού υπό


την έννοια της σηµερινής συστηµατικής απογραφής δεν είναι η ίδια µε δεδοµένα
που διατρέχουν ένα τόσο µεγάλο χρονικό διάστηµα. Αυτές οι απογραφές είναι
σποραδικές, µη συστηµατικές και έµµεσες, ενώ τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που
θα µπορούσαν να ερµηνεύσουν τη συµπεριφορά του πληθυσµού είναι απόντα.
Η δηµογραφική πληροφορία εντάσσεται στο πλαίσιο της εν γένει ιστορικής
πληροφορίας µε τις ιδιαιτερότητες που την χαρακτηρίζουν. Παραδείγµατα που
αφορούν “καταγραφή” πληθυσµού δίνουν µία εικόνα των προβληµάτων των
πηγών στην προστατιστική περίοδο. Ο Ιωάννης Καµινιάτης γράφει για τον
αριθµό αιχµαλώτων κατά την άλωση της Θεσσαλονίκης το 904 από τους
Άραβες (Αγαρηνούς) ότι «…καταµέτρησαν όλους τους αιχµαλώτους. Ηταν
εικοσιδύο χιλιάδες. Κανείς από αυτούς δεν είχε τρίχωµα στα µάγουλα…»
(Καµινιάτης, Ευστάθιος, Αναγνώστης, 2005). Πολλούς αιώνες µετά, ο Μακάριος
ο πνευµατικός αναφέρει (Αντωνίου, 2005, 23), ότι «Την νύχτα, µεταξύ της
πρώτης και δευτέρας Σεπτεµβρίου του έτους 1820, µεγάλη καταιγίδα ερήµωσε
την σκήτη», και συνεχίζει περιγράφοντας το γεγονός µε λεπτοµέρεια αλλά δεν
δίνει καµία ποσοτική πληροφορία για τον αριθµό των εγκαταλειψάντων την
σκήτη.

Η πληροφορία. Σχετικά µε το Άγιον Όρος οι πηγές για την µελέτη της


γεωγραφίας του πληθυσµού είναι συγκεχυµένες. Με εκκίνηση τη σηµερινή
εποχή, η πρώτη πηγή αφορά τη συστηµατική «άµεση» πληθυσµιακή απογραφή
που διενεργεί το ελληνικό κράτος µέσω της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Η
καταγραφή είναι λιγότερο συστηµατική και µε άλλη µορφή στα προηγούµενα
καθεστώτα πολιτικής κυριαρχίας της χερσονήσου όσο πηγαίνουµε πίσω στον
χρόνο. Υπό τη βυζαντινή κυριαρχία, την πιο χρησιµοποιηµένη δηµογραφική
πηγή αποτελούν τα πρακτικά των µονών παρ’ ότι αποτελούν συστηµατικές
καταγραφές. Επίσηµα έγγραφα των βυζαντινών αρχών (αυτοκρατορικά και
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 125

πατριαρχικά έγγραφα) και της διοίκησης του Αγίου Όρους προσφέρουν


ευκαιριακές πληροφορίες. Κατά την οθωµανική περίοδο η καταγραφή
καθίσταται σχετικά συστηµατική, είναι οι µόνες ίσως, άµεσες υπαρκτές
καταγραφές, έχοντας, όµως, ως κύριο κίνητρο τη φορολογία, γεγονός που
ευνοεί σε κάποιο βαθµό και τις αποκλίσεις απο τους πραγµατικούς αριθµούς.

Άλλη πηγή πληροφορίας αποτελεί η γραµµατειακή παραγωγή: πραγµατείες,


ιστοριογραφία, λογοτεχνία κλπ. Αυτές οι καταγραφές είναι σε γενικές γραµµές
προσεκτικές, παρ’ ότι περιστασιακές, η δε συµβολή τους είναι συχνά
καθοριστική, γιατί συµπληρώνει τα κενά που εµφανίζονται από τις
προαναφερθείσες πηγές είτε λόγω απώλειας, είτε λόγω διοικητικών ολιγωριών.
Τα συµπεράσµατά τους στηρίζονται σε παρατήρηση και τεχνικές αποτιµήσεις
που προέρχονται για παράδειγµα από τη µελέτη των δυνατοτήτων στέγασης ή
το κατώφλι της διατροφικής κάλυψης. Τέλος, στην ίδια κατηγορία πηγών
σηµαντικό µέρος αποτελεί η αγιολογική, προσκυνηµατική και ταξιδιωτική
λογοτεχνία. Η ποσότητα αυτού του υλικού είναι ικανοποιητική. Η επιστηµονική
της επάρκεια είναι το ζητούµενο. Η πληροφορία σ` αυτή την κατηγορία απαιτεί
προσεκτική µελέτη, ώστε να µπορέσει να ενταχθεί στην ευρύτερη πληθυσµιακή
συµπεριφορά και στατιστική ακολουθία.

3. Σταθµοί στην πληθυσµιακή εξέλιξη

Ο πληθυσµός της αθωνικής χερσονήσου παρουσιάζει µια πολυκύµαντη καµπύλη


µέσα στην ιστορία. Αναδεικνύονται δύο εξάρσεις από µία µέση ροή που
κυµαίνεται µεταξύ 2.500 και 3.000 µοναχών. Οι δύο αιχµές τον 11ο και τον 19ο
αιώνα, αποτέλεσαν σηµαντικές εξαιρέσεις. Με την ίδια λογική, εξαιρέσεις
υπήρξαν και οι στιγµές ύφεσης κατά τις οποίες ο πληθυσµός δέχτηκε σηµαντικά
πλήγµατα. Η µέγιστη δυνατότητα χωρητικότητας της χερσονήσου πλησιάζει τους
10.000 κατοίκους και στηρίζεται στο ποιο πρέπει να είναι το επιχειρησιακό
κατώφλι «µέγιστης στέγασης» που επετεύχθη στις περιόδους αιχµής. Με άλλα
λόγια οι υποδοµές της χερσονήσου δεν έχουν µεγαλύτερη δυνατότητα στέγασης.

Για τον πληθυσµό του προ-χριστιανικού Άθω υπάρχουν λιγοστά στοιχεία, είναι
κυρίως εκτιµήσεις που στηρίζονται σε έµµεσα στοιχεία, παρουσιάζοντας µεγάλη
απόκλιση µεταξύ τους. Ο περισσότερο ασφαλής υπολογισµός στηρίζεται στο
εύρος των δυνατοτήτων φιλοξενίας της αθωνικής φύσης. Η Παπαχρυσάνθου
(1992) µιλά για έναν αριθµό πόλεων µε εξαιρετικά χαµηλό αριθµό κατοίκων που
δεν ξεπερνούσε τα 1.000 άτοµα. Αυτές οι πόλεις ερηµώθηκαν και εξαφανίστηκαν
µε τον καιρό, πολύ πριν την άφιξη του µοναχισµού (Σµυρνάκης, 1903,
Μαµαλάκης, 1971). Ο Κουρίλας (1993) µελετώντας την αθωνική χλωρίδα
υπαινίσσεται δεκαπλάσιο αριθµό κατοίκων, στηριζόµενος στις δυνατότητες
γονιµότητας του εδάφους.

Μετά την περίοδο της πρώτης “άναρχης” προσέλευσης, οι πρώτες θεσµικές


διευθετήσεις της χερσονήσου δίνουν ιδιαίτερη αίγλη στο χώρο. Με σιγίλιο του
Βασιλείου Α΄ (883) κατοχυρώνεται το δικαίωµα των µοναχών πάνω στο
συγκεκριµένο έδαφος της χερσονήσου. Μοναχοί συρρέουν από όλα τα µέρη της
αυτοκρατορίας για να µονάσουν. Ο Σµυρνάκης (1903, 30) αναφέρει ότι «... ο δ`
αριθµός των Μοναχών εν τη ακµή της εν αυτώ εισαγωγής αυτών ανήρχετο ενίοτε
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 126

εις 15.000, αν µη εις 50.000, ως έγραψαν έτεροι, υπερβολικώς, ίσως.»


Πιστεύουµε όµως ότι ο πληθυσµός δεν ξεπερνούσε τις 10.0001. Το ρεύµα προς
τις µεγάλες µονές που προκάλεσε η δηµιουργία των κοινοβιακών µονών κατά το
πρότυπο της Μεγίστης Λαύρας, ανέδειξε και ζητήµατα συµβίωσης µεταξύ
µοναχών, γεγονός που υπαγόρευσε και την σύνταξη του Τυπικού του Ιωάννη Α΄
Τσιµισκή το 972. Μετά την έξαρση της πρώτης περιόδου και την ωρίµανση του
θεσµικού πλαισίου ο πληθυσµός της χερσονήσου σταθεροποιείται. Το 1200
αναφέρονται 6.000 µοναχοί (Χρήστου, 1987, 217).. Στα µέσα όµως του 13ου
αιώνα οι πειρατικές επιδροµές και οι καταστρεπτικές συνέπειες των δυτικών
σταυροφοριών θέτουν το Όρος σε τροχιά παρακµής (Γεδεών, 1885) 2 . Τα
πολιτικά γεγονότα έχουν άµεσο αντίκτυπο στην εξέλιξη της πληθυσµιακής
καµπύλης.

Η πληθυσµιακή αστάθεια της οθωµανικής περιόδου. Η κατάληψη της


Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους έχει ολέθριες συνέπειες τόσο κατά
την διάρκεια όσο και µετά την ανακατάληψη των εδαφών της αυτοκρατορίας, η
οποία έχοντας περιέλθει σε δεινή θέση αναζητά βοήθεια στους Λατίνους, οι
οποίοι προτάσσουν την Ένωση των Εκκλησιών. Την Ένωση δεν αποδέχονται οι
Αγιορείτες και γίνονται αποδέκτες της βίαιης αντίδρασης του Μιχαήλ Η΄ του
Παλαιολόγου. Η στέψη του ανθενωτικού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄
Παλαιολόγου επαναφέρει την ηρεµία, αλλά οι συνέπειες είναι εµφανείς στον
πληθυσµό που βλέπει το δυναµικό του να οδεύει σε κάθετη πτώση. Το πρώτο
µισό του 13ου αιώνα σε κώδικα του Πρωτάτου («Μικρός Τράγος») αναφέρονται
3.000 µοναχοί (Σµυρνάκης, 1903, 77).

Ο 14ος όµως αιώνας ίσως είναι µία από τις πιο καρποφόρες περιόδους για τον
ορθόδοξο µυστικισµό. Ο αιώνας αυτός αναδεικνύει µία από τις σηµαντικότερες
µορφές του ορθόδοξου ησυχασµού (κίνηµα του ησυχασµού), τον Γρηγόριο
Παλαµά (1297-1359). Τον 15ο αιώνα παρά του ότι το Άγιον Όρος είναι φόρου
υποτελές στον Σουλτάνο, οι συνέπειες στον πληθυσµό αρχίζουν να γίνονται
εµφανείς. Ο πληθυσµός εγγίζει τα κατώτερα γνωστά όρια. Το 1480 αναφέρονται
700-800 µοναχοί (Χρήστου, 1987, 218) και η πτώση δείχνει να µην είναι
συµπτωµατική, αλλά σταθερή και συνεχής. Το 1575 αναφέρονται 898 εν όλω
µοναχοί (Meyer, 1894, 215). Κατά την περίοδο όµως αυτή τα διασφαλισθέντα
προνόµια από τους Οθωµανούς επαναφέρουν τους µοναχούς στην χερσόνησο,
η οποία επανακάµπτει πληθυσµιακά. Η πρώτη για τον 16ο αιώνα οθωµανική
απογραφή ανεβάζει τον αθωνικό πληθυσµό σε 1.440 (Lowry 1981), ενώ λίγα
χρόνια αργότερα µια άλλη οθωµανική απογραφή δίνει τον κατ’ εκτίµηση αριθµό
των 1.500. Άλλες πηγές καταγράφουν έναν πιο κοντά στην πραγµατικότητα κατά
την άποψή µας αριθµό, αυτό των 1.500 µοναχών (Χρήστου, 1987, 220). Τέλος, ο
Σµυρνάκης κατά τα µέσα του 16ου αιώνα (1903, 133) κάνει λόγο για
περισσότερους από 5.000 µοναχούς.

1
Η Τάλµποτ-Ράις (1972, 104), αναφέρει ότι µεταξύ 10ου και 13ου «.. τα κτίσµατά του [ενν. του
Αγίου Όρους] ήταν διεσπαρµένα πάνω σε 123 απότοµες εξέδρες του βουνού ...ανεβάζοντας όλα
µαζί τον πληθυσµό του θεοφρούρητου Όρους σε 8.000 περίπου».
2
«Αι µοναί του Αγίου Όρους υπέφεραν τα πάνδεινα εκ τούτων (...) ληστευσάντων πάν ό,τι
πολύτιµον υπήρχε εν ταις ιεραίς µονές αίτινες απώλεσαν και ικανόν αριθµόν µοναχών, των µέν
αλλαχόθεν διασπαρέντων, των δέ φονευθέντων» (Γεδεών, 1885, 136).
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 127

Τον 17ο αιώνα, οι Οθωµανοί που χρησιµοποιούν τον Άθω ως πηγή εσόδων για
τη συντήρηση του στρατιωτικού σώµατος των κηπουρών της Πύλης και αργότερα
και του στόλου τους, αυξάνουν την φορολογία µε δραµατικές συνέπειες. Οι µονές
καταφέρνουν να επιβιώσουν χάρη στην βοήθεια των ηγεµόνων των
παραδουνάβιων ηγεµονιών, αλλά ο αθωνικός πληθυσµός βρίσκεται σε τροχιά
καθόδου. Το 1666-1670 ο Georgirenes (1677), αναφέρει ότι υπάρχουν 4.976
µοναχοί, ασφαλώς υπερβολικός ή και εξωπαραγµατικός αριθµός, συγκρινόµενος
µε τον Covel, ο οποίος για την ίδια εποχή δίνει τον αριθµό 2.6803. Σε σηµείωση
κώδικα της Κοινότητας αναφέρεται ότι το 1744 ο αριθµός των χαρατζόχαρτων
ήταν 1.060 (Πρωτάτο, 33). Η οικονοµική πίεση εξηγεί τη λειψανδρία, αλλά
συγχρόνως έχει συνέπειες στη θεσµική λειτουργία της χερσονήσου. Πολλές από
τις µεγάλες µονές έχουν ήδη µετατραπεί σε ιδιόρρυθµες (δεν διοικούνται από
µονοπρόσωπη εξουσία), ενώ αυξάνεται η κατοίκηση σε κελιά και ιδρύονται οι
σκήτες (µοναστικά χωριά) για την αποφυγή του ασφυκτικού ελέγχου από την
κεντρική οθωµανική διοίκηση και τέλος, αρκετοί µοναχοί βρίσκονταν σε ταξίδια-
ζητείες προς αναζήτηση χρηµατικών βοηθηµάτων. Κατά την διάρκεια του 18ου
και στις αρχές του 19ου αιώνα υπάρχει έντονη πνευµατική ανάπτυξη που θα
σηµάνει πληθυσµιακή ανάκαµψη. Το 1800 ο Νικόδηµος ο Αγιορείτης αναφέρει
2.000 µοναχούς (Σµυρνάκης 1903, 151), λίγο αργότερα, σε κατάστιχο εσόδων-
εξόδων της Ιεράς Κοινότητας (1808) παραδίδεται αριθµός 2.395 µοναχών
(Χρήστου, 1987, 217). Πάντως, κατά τον 18ο αιώνα η οθωµανική απογραφή του
1764 δείχνει έναν πληθυσµό γύρω στις 3.000. Παρ’ ότι φαίνεται κάπως
πληθωρικός, µια δηµογραφική εκτίµηση γύρω στους 2.000-3.000 µοναχούς δεν
ήταν µακριά από την πραγµατικότητα. Κατά συνέπεια και παρ’ ότι οι οθωµανικές
απογραφές δεν βοηθούν για την εξαγωγή καµπυλών, φαίνεται ότι ο αγιορείτικος
πληθυσµός από ένα κατώτατο περίπου 800 µοναχών στα τέλη του 15ου αι.,
πέρασε σε περίπου 1.500 στον 16ο, αυξήθηκε κατά τι, αλλά άγνωστο πόσο τον
17ο και σταθεροποιήθηκε σε λίγο λιγότερους από 3.000 µοναχούς κατά τον 18ο
αι., παρουσιάζοντας µια ήπια ανοδική τάση µέχρι την Επανάσταση του 1821.

Η πορεία ανόδου του πληθυσµού θα ανακοπεί εξαιτίας της στήριξης που


παρείχαν οι Αγιορείτες στην Επανάσταση του 1821. Ο οθωµανικός στρατός
εισχώρησε στο Όρος και προέβη σε πρωτοφανείς καταστροφές (Μαµαλάκης,
1971, 425, 236). Η χερσόνησος αποψιλώθηκε πληθυσµιακά. Το 1824 τα
χαρατζόχαρτα που πάντα καταγράφουν τον πληθυσµό µε ιδιαίτερη “ευρυχωρία”,
για τους λόγους που εξηγήσαµε, ανεβάζουν τον αριθµό των µοναχών σε 742
(Αλεξάνδρος 1966, 154, 172, 205). Η κατάσταση υπήρξε απελπιστική. Σε ένα
έγγραφο αναφέρεται ότι «.. δεν έµεναν µέσα κάτοικοι, κοντοί, κουτζοί, στραβοί,
µισεροί, και γερόντια, µήτε πεντακόσια», ενώ σε ένα άλλο προστίθεται
«..σήµερον αύριον, κατά βασιλικήν άδειαν, αναχωρούν και όλοι οι κάτοικοι Ρώσοι
και Βλάχοι» (Αλεξάνδρος 1966, 111). Η τέλεια καταστροφή απεσωβήθη την
τελευταία στιγµή µε επέµβαση του Σουλτάνου υπό την προϋπόθεση ότι θα
εργαστεί το Όρος για την συντήρηση του οθωµανικού στρατού που
εγκαταστάθηκε εκεί (µεταξύ 400 και 3.000 στρατιώτες). Τελικά το 1830 ο
οθωµανικός στρατός εξέρχεται, εγκαταλείποντας τη χερσόνησο σε τραγική
κατάσταση. Πρόκειται ίσως για µια από τις χειρότερες στιγµές στην ιστορία του
Άθω (Σµυρνάκης 1903, 175, 184). Η πληθυσµιακή πτώση, αν και σηµαντική,
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 128

υπήρξε συµπτωµατική, διήρκεσε λίγο και η επανάκαµψη ήταν γρήγορη. Το 1834


καταγράφονται 1.190 µοναχοί και το 1845, 1.408 (Σµυρνάκης 1903, 332)
(Πίν.1).

Στα χρόνια που ακολουθούν, οι µοναχοί επανέρχονται σταδιακά, ενώ


παρατηρείται ένα νέο σηµαντικό ποσοτικά ρεύµα εισρροής, αυτό των Ρώσων. Τα
µέτρα του τότε τσάρου Αλεξάνδρου Β΄ (1808) υπέρ των µονών και η επίδραση
του Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (ουκρανού αθωνίτη µοναχού) στον σλαβικό κόσµο
προσελκύει πολλούς Σλάβους. Μετά τον πόλεµο της Κριµαίας (1854-1856) οι
γεωπολιτικές επιδιώξεις της Ρωσίας δίνουν πρόσθετη ώθηση στο ρωσικό ρεύµα
που είχε στόχο την έξοδο στην Μεσόγειο. Οι Ρώσοι γρήγορα φτάνουν τους 1.000
το 1880, ενώ το 1910 τους 3.500 µοναχούς, τους οποίους πλαισιώνουν άνω των
2.000 εργατών. Τα κελιά σχεδόν καταλαµβάνονται για να στεγάσουν αυτόν τον
«υπερπληθυσµό» που βρίσκει διέξοδο στην κατασκευή µη εγκεκριµένων από το
αθωνικό καταστατικό σκήτεων µε εξαιρετικά µεγαλοπρεπείς και επιβλητικές
εγκαταστάσεις.
Πίν.1 Άγιον Όρος: Διακύµανση του πληθυσµού την περίοδο 1808-1913
ΕΤΟΣ 1808 1821 1834 1845 1903 1913
ΑΡ. ΜΟΝΑΧΩΝ 2.395 >700 1.190 1.408 7.432 8.376
Πηγή: Σιδηρόπουλος 2000.

Ο εικοστός αιώνας. Η ρωσική διείσδυση ανακόπτεται µε την Οκτωβριανή


Επανάσταση και την κήρυξη του Αγίου Όρους ως τµήµατος της ελληνικής
επικράτειας (1925). Συγχρόνως η διάλυση του οθωµανικού κράτους και η
δηµιουργία των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια στρέφει τους βαλκάνιους
µοναχούς στο εσωτερικό των χωρών τους, ανακόπτοντας µία παραδοσιακή
εισροή και κατεβάζοντας τον πληθυσµό το 1928 στους 4.858 µοναχούς (ΕΣΥΕ).
Οι δύο αλλεπάλληλοι παγκόσµιοι πόλεµοι επιδεινώνουν την κατάσταση ακόµα
περισσότερο κι έχουν ως συνέπεια την αποψίλωση του Όρους, κατεβάζοντας
ακόµα περισσότερο τον πληθυσµό το 1961 σε 2.687 (ΕΣΥΕ 1961).

Η µεταπολεµική όµως ανόρθωση της ελληνικής οικονοµίας, η αύξηση του


βιοτικού επιπέδου και η συνειδητοποίηση της ταυτότητας του κράτους ενισχύει
τον χαρακτήρα του Αγίου Όρους, ως πολιτιστικής αξίας, έχει δε ως αποτέλεσµα
τη δειλή τροφοδότηση µε νέο δυναµικό από το εσωτερικό της χώρας µετά το
1970. Η πτωτική πορεία σταµατά στο κατώτατο όριο για τον 20ό αιώνα που είναι
η απογραφή του 1981· σ’ αυτήν ο πληθυσµός ανέρχεται στους 1.472 µοναχούς
(ΕΣΥΕ).

Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διευκόλυνε ακόµα περισσότερο


τις διεργασίες αποκατάστασης του Αγίου Όρους µε αποτέλεσµα ο 21ος αιώνας
να βρει τη χερσόνησο σε κατάσταση αναπτυξιακού οργασµού. Το κτιριακό υλικό
αποκαθίσταται, ο κειµηλιακός πλούτος αναδεικνύεται, ενώ ένα σηµαντικό
επισκεπτικό ρεύµα κατευθύνεται προς τη χερσόνησο. Δεν συµβαίνει το ίδιο όµως
για τον πληθυσµό που ανακάµπτει σταθερά, αλλά όχι µε τους ίδιους ρυθµούς
ανάπτυξης µε την λοιπή δραστηριότητα. Η απογραφή 2011 έδωσε 1.811 άτοµα
(ΕΣΥΕ), εν πολλοίς οφειλόµενο στην ελάττωση εισροών από τις σλαβικές
οµόδοξες εθνικότητες. Σε αντικατάσταση της τελευταίας, αν και όχι του ίδιου
µεγέθους, εµφανίζεται µια νέα εισροή δυτικών ετεροδόξων, που ασπάζονται την
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 129

ορθοδοξία. Πρόσθετα οι αγιορείτικες µονές εξάγουν το µοναστικό τους µοντέλο


ανεγείροντας µετόχια σε δυτικά κράτη όπως στην Γαλλία, Ηνωµένες Πολιτείες,
Αυστραλία κ.α.

4. Η δοµή του αθωνικού πληθυσµού

Η ιδιαιτερότητα της ανανέωσης. Για την φυσική κίνηση του πληθυσµού,


πρωταρχικός παράγοντας είναι οι γεννήσεις. Η ιδιοµορφία του µοναχισµού,
σύµφωνα µε την οποία εξ ορισµού αποκλείονται οι γεννήσεις, καθιστά την
αθωνική πολιτεία δηµογραφικά εξαρτηµένο πεδίο από κοινωνίες τροφοδότες που
έχουν δυνατότητα αναπαραγωγής. Οι γεννήσεις σε τέτοιες περιπτώσεις
αντικαθίστανται από τις «εισόδους» και αυτόµατα τίθεται το ερώτηµα ποιος
αντικαθιστά το µηχανισµό ανανέωσης που έχει η οικογένεια. Η οικογένεια
αντικαθίσταται από τη δυναµική της µικρο-κοινωνίας σε κάθε µοναστική συνοδεία
(µονής, κελιού κλπ). Η «αναπαραγωγή» έχει χαρακτήρα κυρίαρχα πνευµατικό και
αποτελεί προϋπόθεση, αντικαθιστώντας έτσι τη φυσική «αναπαραγωγή». Το
πρότυπο αυτό λειτουργεί από τη σύσταση του µοναχισµού. Η δοµή στηρίζεται
στο σχήµα: οικογένεια (πνευµατική οικογένεια: µοναστική συνοδεία), πατέρας
(ηγούµενος), τέκνα (µοναχοί: σύνδεσµος του αδελφού), προϋπόθεση σύνδεσης ή
αµοιβαία αλληλοβοήθεια (διακονία).

20ός αιώνας, συµπλήρωση του δηµογραφικού ελλείµµατος. Μετά από την


ύφεση του 1900 και την παρ` ολίγο οριστική εξάλειψη, οι διεργασίες ανάκαµψης
υπήρξαν δύσκολες. Χρειάστηκε η µετακίνηση οµάδων, η αρωγή του ελλαδικού
µοναχισµού και απαιτήθηκαν σχεδόν δυο δεκαετίες για να µπούνε οι βάσεις της
επανάκαµψης. Αυτή η διαδικασία ανανέωσης πραγµατοποιήθηκε µε διάφορους
τρόπους.

Ανανέωση του πληθυσµού µε την µετεξέλιξη µίας γερασµένης οµάδας µε


εσωτερικές διαδικασίες. Η ύπαρξη ηγουµένων-προσωπικοτήτων («γέροντες»)
αποτέλεσε τον σηµαντικότερο µοχλό (Μαντζαρίδης, 1980, 189-202). Αυτοί
λειτούργησαν ως πρότυπα και προσείλκυσαν γύρω τους πολυπληθείς οµάδες,
από τους οποίους πολλοί προσήλθαν στον µοναχισµό. Είναι χαρακτηριστική η
περίπτωση του Ιωσήφ του ησυχαστή (Ιωσήφ 1984) στη σκήτη της Μικράς Αγίας
Άννης. Η συνοδεία αυτή αποτελεί για τον νεώτερο µοναχισµό µια από τις
βαθύτερες ρίζες του σηµερινού αγιορείτικου µοναχισµού και ευθύνεται για το 1/3
της επαναδραστηριοποίησης των αγιορείτικων µονών. Τρεις από τους έξι
µοναχούς της συνοδείας αναγορεύθηκαν ηγούµενοι νέων µονών ή γέροντες
συνοδειών: Φιλοθέου (Εφραίµ), Διονυσίου (Χαράλαµπος) και Βατοπεδίου
(Ιωσήφ).

Με εσωτερική µετακίνηση µέρους µοναχών εύρωστων πληθυσµιακά οµάδων,


από µια µονή σε άλλη. Οι ηλικιωµένες συνοδείες προσκάλεσαν και διευκόλυναν
τη ζεύξη των νέων µε τους παλαιούς, δίνοντας ταυτόχρονα δυνατότητα
ανάπτυξης και κοινής προοπτικής. Οι αποδεκατισµένες συνοδείες υπήρξαν
δεκτικές στο να αποδεχτούν νέες συµπαγείς οµάδες στις µονές τους (νέα
διοικητική και πνευµατική αρχή, νέα λογιστική διαχείριση).
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 130

Είσοδος συνοδειών από έξω. Η έλευσή τους αποτέλεσε «µετάγγιση» για τον
αποψιλωµένο πληθυσµό. Οι συνοδείες αυτές από τον ελλαδικό χώρο
εγκαταστάθηκαν σε συγκεκριµένα κοινόβια εντός της χερσονήσου. Οι οµάδες
ήταν ήδη συγκροτηµένες και η µετακίνησή τους προς το Όρος παγίωσε και
ανέδειξε την έως τότε ανανεωτική τάση του πληθυσµού.

Η διαδικασία εξοµάλυνσης της ηλικιακής πυραµίδας. Οι νέες οµάδες που


µετακινούνται σε αποψιλωµένες µονές, τουλάχιστον στον 20ό αιώνα που
διαθέτουµε στοιχεία, δεν είναι µεγάλες αλλά µικρές και συµπαγείς. Η ηλικιακή
σύνθεση αυτών των αρχικών οµάδων απαρτίζεται από ολιγοµελείς φέτες στις
µικρές ηλικίες, στις οποίες προστίθενται οι ηλικιωµένοι µοναχοί που συναντούν
στις µονές άφιξης. Αυτές οι οµάδες σε εύλογο χρονικό διάστηµα καταφέρνουν
να οµαλοποιήσουν τη σύνθεσή τους, παρουσιάζοντας σ’ όλες τις ηλικίες φέτες
ισόρροπης ανάπτυξης. Η πορεία αλλαγής είναι µακρόχρονη και ολοκληρώνεται
σε περισσότερες από µία φάσεις.

1η φάση. Οι µετακινήσεις των πρώτων οµάδων για επάνδρωση αρχίζουν γύρω


στο 1960-65. Οι µικρές αυτές οµάδες 6-10 ατόµων δεν εγγίζουν πάντα γρήγορα
τον τελικό προορισµό τους. Η διάρκεια του «ταξιδιού» ξεπερνά σε όλες τις
περιπτώσεις τη δεκαετία. Η διαδροµή µέχρι τον τελικό προορισµό περιλαµβάνει
περισσότερους από έναν σταθµούς, ενώ ως προσφιλέστερη ενδιάµεση στάση
αναδεικνύεται η ηµιαναχώρηση (σκήτες). Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδροµής
οι οµάδες αυξάνονται αριθµητικά.

Η 2η φάση είναι µία περίοδος ωριµότητας. Οι συνοδείες έχουν καταφέρει να


διαµορφώσουν συγκεκριµένο χαρακτήρα και αρχίζουν µε τη σειρά τους να
προσελκύουν νέους µοναχούς. Η αύξηση έχει ως αποτέλεσµα να µην µπορεί η
υπάρχουσα υποδοµή να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της νέας
πραγµατικότητας και κατά συνέπεια να αναζητήσει κατοικία σε άλλες µονές,
συνήθως µη επανδρωµένες.

Σχ.1
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 131

3η φάση. Από τη στιγµή που οι νέες συνοδείες εγκαθίστανται στη νέα τους
κατοικία παρατηρείται η πλήρης αποκατάσταση της πληθυσµιακής σύνθεσης.
Οι συνοδείες, ενώ στην πρώτη φάση εµφανίζονται απαρτιζόµενες από
ολιγοµελείς οµάδες νεαράς ηλικίας µεταξύ 20 και 30 ετών, οµαλοποιούν όλο το
φάσµα της πυραµίδας µε την εισροή ανθρώπων κάθε ηλικίας, παρουσιάζοντας
την εικόνα µιας «νεανικής πυραµίδας» µε φυσιολογική αντικατάσταση των
γερασµένων ηλικιών απο τους νεοεισερχόµενους. Είναι χαρακτηριστικό το
παράδειγµα της Ι.Μ. Σίµνωνος Πέτρας (Σχ.1).

Η ιστορική εθνοτική σύνθεση των µοναχών. Η εθνότητα την εποχή της


σύστασης του Αγίου Όρους έχει την λογική του κοσµοπολιτισµού της
αυτοκρατορίας. Άνθρωποι διάφορων εθνοτήτων γεννώνται και πεθαίνουν σε
διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας, κάτω από την ενοποιητική «οµπρέλα» της
πολιτικής ιδεολογίας της αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο, η µακροβιότερη
αυτοκρατορία στην ιστορία του πολιτισµού, δεν παύει, ακόµα και κατά την ύστατη
στιγµή, να αντανακλά τα χαρακτηριστικά εθνοτικής, θρησκευτικής, φιλοσοφικής
και γλωσσικής ανεκτικότητας στο πλαίσιο του ευρύτερου οργανωτικού της
πλαισίου (Πάγκντεν 2005).
Στο Άγιον Όρος, κατ’ αντιστοιχία, σηµαντικό στοιχείο σύνθεσης της αθωνικής
δηµογραφίας υπήρξε η πολυεθνικότητα. Μετά την άλωση της
Κωνσταντινούπολης η πολυεθνοτική ταυτότητα του Αγίου Όρους εξακολούθησε
να αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό γεγονός που ισχύει µέχρι και σήµερα. Οι
διαφορές µεταξύ “αλλοεθνών” συνίστανται σε παραλλαγές του τρόπου λατρείας,
τη γλώσσα, το λειτουργικό τυπικό. Εσωτερικοί λαοί της αυτοκρατορίας έρχονται
στο “Όρος”: Έλληνες, Ιταλοί (Καλαβροί, Αµαλφηνοί), Ίβηρες, Αρµένιοι, Σύροι,
Βλάχοι, Αλβανοί (Χρήστου 1984). Δεν υπάρχει διάκριση µεταξύ των λαών,
“γλωσσών” όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.. Ίδρυση ξενόγλωσσων µονών
(σερβική, ρωσική, βουλγαρική), είναι οι περιπτώσεις «δορυφόρων» (Χρήστου
1984), φίλα προσκείµενων εθνοτήτων, οι οποίες µονές δεν ήταν υπό την άµεση
εποπτεία τους. Οι πληθυσµιακές αυτές οµάδες δεν µπορούν να χαρακτηριστούν
µειονότητες. Σε κάθε περίπτωση αν καταχρηστικά τους αποδοθεί ο όρος, θα
πρέπει να συνοδεύεται από το επίθετο της ιστορικής µειονότητας εφ` όσον αυτές
είναι «...µακράς διάρκειας, που συγκροτήθηκαν τον ίδιο χρόνο µε το κράτος..»
(George, 1984 29) .
Ειδικό βάρος κατέχει η σλαβική εθνοτική οµάδα. Ιστορικά τον 12ο αι. οι µονές
Ξενοφώντος και Χιλανδαρίου (σερβική µονή), επανασυστήνονται από τον
δευτερότοκο γιο του σέρβου ηγεµόνα Στεφάνου Νεµάνια, Σάββα. Η δε
«...ίδρυση µονών πρέπει να συνδεθεί άµεσα µε τις προσπάθειες της κεντρικής
βυζαντινής διοίκησης...» (Χρυσοχοίδης 1997). Επί οθωµανικής περιόδου οι
χριστιανοί ηγεµόνες των παραδουνάβιων χωρών βοήθησαν σηµαντικότατα το
Άγιον Όρος προστατεύοντας, ανακαινίζοντας ή και επανιδρύοντας νέα
µοναστήρια. Οι ίδιοι οι ηγεµόνες, µάλιστα, επιδίδονταν σε έναν ευγενή
συναγωνισµό προσφορών, γεγονός που δείχνει τον βαθµό που θεωρούσαν την
χερσόνησο «δική» τους (Κορνούτος 1963). Το Άγιον Όρος κατορθώνει να είναι
διαχρονικά ένας κοινής αποδοχής τόπος σε όλους τους ορθόδοξους και
ιδιαίτερα στους όµοδοξους σλάβους µε καθαρά θρησκευτικό ενδιαφέρον.
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 132

Ιδιαίτερο ρόλο παίζουν κατά τον 19ο αιώνα οι Ρώσοι, οι οποίοι µε την
υποχώρηση της
οθωµανικής κυριαρχίας εκδηλώνουν ιδιαίτερα δυναµικά το ενδιαφέρον τους. Το
1903 είναι η πρώτη φορά που µία άλλη εθνική οµάδα ξεπερνά σε αριθµό το
κυρίαρχο παραδοσιακά εθνοτικό στοιχείο, τους Έλληνες. Το ρωσικό στοιχείο
ξεκινά από 2.653 (1885) και ξεπερνά το 1903 τους 5.000 ανθρώπους (3.496
µοναχούς και 1.500 περίπου λαϊκούς). Με την εκδήλωση της Οκτωβριανής
Επανάστασης έχουµε αµφίπλευρη παρέµβαση. Η νέα σοβιετική διοίκηση
απαγορεύει την έξοδο για ιδεολογικούς λόγους, η ελληνική πλευρά απαγορεύει
την είσοδο για εθνικούς. Αποτέλεσµα ήταν η καθοδική πορεία του αριθµού των
Ρώσων στο Άγιον Όρος που περνά από 3.496 (1903) σε 920 (1935) µοναχούς.

Σήµερα οι αλλοεθνείς µοναχοί δεν προέρχονται µόνο από παραδοσιακά


οµόδοξες χώρες και ούτε ήταν ορθόδοξοι πριν την εγκατάστασή τους. Μετά το
1970 πολλές µονές αριθµούν στις τάξεις τους µοναχούς µε καταγωγή από όλα
τα µέρη της υφηλίου και έχουν πολυεθνικό χαρακτήρα. Το ποσοστό αυτό σε
µερικές περιπτώσεις ξεπερνά το 10% (στο ποσοστό αυτό δεν περιλαµβάνονται
οι µοναχοί των µετοχίων στην αλλοδαπή).

Οι µετακινήσεις. Στον µοναχισµό ο τόπος µύησης (κουρά) αποτελεί τόπο


ισόβιας εγκατάστασης. Η «εγκατάλειψη» του τόπου αυτού δεν αποτελεί παρά
ταύτα άγνωστο δεδοµένο. Σε µελέτη των εσωτερικών µετακινήσεων κατά τον
19ο αιώνα (Σιδηρόπουλος 2010), οι µετακινούµενοι ανέρχονται στο 30%,
ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό. Το πενήντα τοις εκατό των µετακινήσεων σχετίζεται
χωρικά µε το νοτιοανατολικό µέρος της χερσονήσου, την επονοµαζόµενη
«έρηµο». Οι µετακινήσεις γίνονται προς και από αυτή. Οι δύο έρηµοι, του
νοτιοανατολικού άκρου και της Καψάλας (περιοχή περί την πρωτεύουσα
Καρυές), διαπιστώνεται ότι συµµετέχουν κατά 80% ως πέρασµα (τελικός ή
αρχικός προορισµός).

Οι εξωτερικές µετακινήσεις στην ίδια περίοδο είναι θρησκευτικοί προορισµοί, (οι


Άγιοι Τόποι, Ιερατικές σχολές, εκκλησιαστικά κέντρα [Κωνσταντινούπολη,
Μόσχα, Ιεροσόλυµα], κλπ) (Σιδηρόπουλος 2010). Από αυτούς οι αλλοεθνείς
µοναχοί κατά την είσοδό τους στη χερσόνησο κατευθύνονται σε µοναστηριακά
καταλύµατα ίδιας εθνικής προέλευσης (π.χ. Ρώσοι στο Παντελεήµονος,
Γεωργιανοί στο Ιβήρων, Σέρβοι στο Χιλανδάρι), ή κάνουν οπωσδήποτε µία
στάση σε αυτές στη διάρκεια της ζωής τους (Σχ.2).
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 133
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 134

Επισκεπτική κίνηση. Το Άγιον


Όρος αποτέλεσε ανέκαθεν στόχο
επώνυµων περιηγητών:
Buondelmonti (1422), Belon
(1546), Lucas (1706), Barskij (726),
Pockocke (1737), Villoison (1785),
Riley (1883), Le Corbusier (1910),
είναι µερικοί από αυτούς (Βλάχος
1903). Στον εικοστό αιώνα ο
µαζικός τουρισµός έδωσε άλλες
διαστάσεις στην επισκεψιµότητα
του Όρους. Στην δεκαετία του 1970
το φαινόµενο αρχίζει να εµφανίζει
προβληµατικές διαστάσεις σε
σχέση µε τις δυνατότητες της
υποδοµής για τη φιλοξενία των
επισκεπτών. Παρά τον κερµατισµό Σχ.3
των πηγών, όλα τα στοιχεία συνάδουν στην κατακόρυφη αύξηση του
τουρισµού. Ο τουρισµός στην χερσόνησο έχει σχέση µε τον εσωτερικό τουρισµό
της Ελλάδος, σε πολύ µικρότερο βαθµό των Βαλκανίων και ακόµη λιγότερο µε
τον παγκόσµιο. Ένας αριθµός της τάξης 2.500 ατόµων κατ’ έτος επισκέπτονταν
τον Άθω µέχρι το 1960. Γύρω στο 1995 αυτός ο αριθµός ξεπερνά τις 50.000
από τους οποίους το 4% (2.286) είναι ετερόδοξοι επισκέπτες (Γραφείο
Επισκεπτών Αγίου Όρους, 1996). Έκτοτε το µέγεθος των επισκεπτών δεν
σταµάτησε να αυξάνεται µε αποτέλεσµα µετά το 2000 οι είσοδοι να αγγίζουν τις
100.000 επισκέπτες το χρόνο. Ο αριθµός αυτός στην πράξη είναι µεγαλύτερος
αν συνυπολογιστεί ο αριθµός των εργατών και οι είσοδοι των υπαλλήλων των
υπηρεσιών που βρίσκονται στη χερσόνησο. Για την διευθέτηση του ζητήµατος η
Ιερά Επιστασία είναι σε συνεχή εγρήγορση διοικητικά, λαµβάνοντας µέτρα
διαχείρισης του αυξανόµενου ρεύµατος µε νοµοθετικές ρυθµιστικές παρεµβάσεις
που αφορούν το καθεστώς της εισόδου στην χερσόνησο (Σιδηρόπουλος 1998).
Το 2018 οι επισκέπτες ανήλθαν στις τις 146.615 ετησίως κατά το Γραφείο
Επισκεπτών του Αγίου Όρους (Σχ.3).

Ηµι-αναχώρηση (σκήτες-κελιά) και Μετόχια: δύο ιδιαίτερα δεδοµένα στη


δόµηση της γεωγραφίας του αγιορείτικου πληθυσµού.

Η σηµασία των µοναστικών καταλυµάτων. Από τον 9ο ως τον 15ο αιώνα η


χερσόνησος παρουσιάζεται σαν ένα «συνεχές οικιστικό σώµα» που ξεκινά από
τα βορειοδυτικά όρια της χερσονήσου και φτάνει µέχρι τη Μονή Ιβήρων, µε
µεγαλύτερη η µικρότερη διάχυση κατά περιοχή. Η µεγαλύτερη ζώνη πυκνότητας
βρίσκεται στο κέντρο και ορίζεται από ένα τρίγωνο µε κορυφές τις µονές Ιβήρων,
Ξενοφώντος και Βατοπεδίου και κέντρο τις Καρυές. Ο Μαµαλάκης αναφέρει ότι
«τα περισσότερα µονύδρια ιδρύθησαν εις την ευρείαν έκτασιν την κατά το µέσον
της χερσονήσου και εις το βόρειον αυτής, περί τας σηµερινάς Καρυάς»,
(Μαµαλάκης, 1971, 44) (Σχ.4). Ο αριθµός των ιδρυµάτων δείχνει να µην είναι
αποτέλεσµα του αριθµού των µοναχών, αλλά ζήτηµα εσωτερικών διεργασιών της
αθωνικής κοινωνίας. Αρχικά, τον 9ο αιώνα γίνεται αναφορά σε 54 µονές. Πολύ
γρήγορα µετά την ίδρυση της Μεγίστης Λαύρας αναφέρονται 180 µονές
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 135

(πληθυσµός 10.000 χιλιάδες:


Σµυρνάκης 1903). Στις αρχές του 13ου
αιώνα ο αριθµός των µονών φτάνει τις
300 (πληθυσµός 3.000 χιλιάδες:
Κορνούτος 1964, 9). Το 1309
αποµένουν 25 µόνο µονές για τον ίδιο
αριθµό µοναχών. Ο αριθµός των
µονών µεταβάλλεται µόλις στις αρχές
του 16ου αιώνα σε 23 και
οριστικοποιείται στις 20, τον ίδιο αιώνα.
Η επικράτηση των 20 µονών ως
κυρίαρχων νοµέων της χερσονήσου
έθεσε σε δεύτερο πλάνο τα υπόλοιπα
καθιδρύµατα, ενώ το όνοµα «µονή»
µετά τον 16ο αιώνα και ως σήµερα
αποδίδεται µόνο στις κυρίαρχες.
Νωρίτερα αποδίδονταν σε κάθε Σχ. 4
µοναστικό κατάλυµα ανεξαρτήτως σηµασίας και µεγέθους. Το σύνολο των κάθε
φύσεως µοναστικών καθιδρυµάτων παραµένει σε γενικές γραµµές σταθερό, ήδη
από την πρώτη πληθυσµιακή αιχµή, κατά τον 10ο αιώνα, ως και σήµερα. Αυτός ο
αριθµός που κυµαίνεται µεταξύ 700 και 1000 «οικιστικών µονάδων» εξυπηρετεί
ανά τους αιώνες τις ανάγκες του αγιορείτικου πληθυσµού.

Η ζωτικότητα των εξαρτηµατικών καταλυµάτων: σκήτες, κελιά. Ενώ οι


µονές αποτελούν µοναστικά ιδρύµατα µε τη µορφή µεγάλων οικοδοµικών
συγκροτηµάτων διεσπαρµένων σ' όλη την χερσόνησο, οι σκήτες είναι µοναστικά
χωριά εξαρτηµένα απο τις κυρίαρχες µονές. Οι 14 τον αριθµό εγκεκριµένες
σκήτες και περίπου άλλες τόσες άτυπες, µαζι µε τα πάσης φύσεως κελιά (κελιά,
καλύβες) ισορροπούν µεταξύ της µονιµότητας των κοινοβίων µοναστηριών και
της πλήρους διασποράς του ερηµητισµού. Οι σκήτες είναι σε σοβαρό ποσοστό
αποδέκτες των εσωτερικών µετακινήσεων του Αγίου Όρους. Μοναχοί, κάτοικοι
µονών προτιµούν τις σκήτες και όχι άλλα µοναστήρια ή κελιά κατά την αλλαγή
τόπου διαµονής τους (Sidiropoulos 1987· Σιδηρόπουλος 2000). Στον ίδιο χρόνο
όµως οι σκήτες αποτελούν και τροφοδότη των µονών. Μερικές συνοδείες, όντας
ιδιαίτερα δυναµικές, αναγκάζονται να αναζητήσουν «ευρύτερα» καταλύµατα
(µονές). Τέτοια παράδειγµα είναι η τωρινή συνοδεία της µονής Διονυσίου
προερχόµενη από το κελί του Αγίου Νικολάου του Μπουραζέρη.

Η πτώση του ανθρώπινου δυναµικού στο Άγιον Όρος δεν άφησε ανεπηρέαστο
τον πληθυσµό των σκητών, ο οποίος πέρασε από τους 843 µοναχούς (1920)
στους 300 (1981). (χαµηλότερη εγγραφή µετά το 1925, ως τµήµα της ελληνικής
επικράτειας). Παρά την γενική πτώση [Σύνολο Αγίου Όρους Δ% = -71,3, Σκήτες
Δ% = -64,4 (Δ% = εκατοστιαία διαφορά)], ο πληθυσµός των σκητών δείχνει να
αντέχει ελαφρά καλύτερα. Η πτωτική πορεία του σκητιωτικού πληθυσµού
αµβλύνεται ακόµη περισσότερο, αν εξετάσουµε τη µορφή των σκητών.
Διαπιστώνεται διαφορετική συµπεριφορά των ιδιόρρυθµων σκητών από τις
κοινόβιες. Οι ιδιόρρυθµες σκήτες (µοναστικά χωριά) αντιστέκονται ως οµάδα
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 136

πολύ καλύτερα (Δ% = -42,5), από τις κοινόβιες4 (µορφή µοναστηριού), (Δ% = -
95,8), οι οποίες χάνουν σχεδόν το σύνολο του πληθυσµού τους. Κατά την
σύγκριση του µοναστηριακού πληθυσµού των µονών µε αυτόν των ιδιόρυθµων
σκητών την τελευταία εξηκονταετία, παρατηρείται σχετική αυξητική τάση των
µοναζόντων στις σκήτες σε αντίθεση µε τις µονές. Το 1920 ο σκητιώτικος
πληθυσµός ήταν το 16% του συνόλου στο Άγιον Όρος, ενώ το 1981 πέρασε
στο 20,3%.

Ο πληθυσµός των κελιών είναι η τρίτη µορφή εγκατάστασης, αλλά και το


περισσότερο αγνοηµένο µέρος από τις στατιστικές, λόγω της φύσης του, ως
διάσπαρτου και διαχυµένου µε εξαιρετικά χαµηλούς δείκτες πυκνότητας. Ο
Georgirenes (1697) αναφέρει 1.000 κελιά το 1670, ο Σµυρνάκης (1903), το 1900
απαριθµεί 709, ενώ το 1996 καταγράφονται περίπου 670 κελιά (1996: επιτόπια
έρευνα). Ο αριθµός των κελιών που αφορά τις αντίστοιχες περιόδους αιχµής (το
1900 µε 8.376 κατοίκους) και ύφεσης (το 1991 µε 1.536 κατοίκους), παρουσιάζει
µικρή διακύµανση σε σχέση µε τον πληθυσµό. Οι αλλαγές που επέρχονται στο
οικιστικό σώµα στη διάρκεια των αιώνων αφορούν τη µορφή των κτισµάτων, την
διαφορετική ενασχόληση και τον αριθµό των εγκαταβιούντων και όχι τον αριθµό
των ίδιων των κελιών, ο οποίος διατηρείται περίπου στα ίδια επίπεδα (γύρω στα
700).

Τα µετόχια, επέκταση του “Όρους” εκτός χερσονήσου. Μιά άλλη επίσης


“αγνοηµένη” από τις µετρήσεις έκφραση του αθωνιτικού µοναχισµού αποτελούν
τα µετόχια. Ο αγιορείτικος µοναχισµός υπήρξε εξωστρεφής, «εξάγοντας» το
αθωνικό πρότυπο στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, αλλά και σε µή παραδοσιακά
οµόδοξα έθνη, µε τη µορφή
µετοχίων. Από τον 10ο αιώνα
(Ίβηρες στη Γεωργία), το Άγιον Όρος
αριθµεί πολλά µετόχια στα Βαλκάνια,
στη Ρωσία, στο Λίβανο, στην Ιταλία,
στην Ρουµανία κ.α. Η παράδοση
αυτή συνεχίζεται και σήµερα.
Εύγλωττα παραδείγµατα είναι αυτά
της Ι.Μ. Σίµωνος Πέτρας που αριθµεί
τρία µετόχια στη Γαλλία, µε γάλλους
µοναχούς, υπό την άµεση
πνευµατική εποπτεία του
αγιορείτικου µοναστηριού. Στην ίδια
κατεύθυνση είναι επίσης και η
λειτουργία στην αλλοδαπή µονών
χωρίς το καταστατικό του µετοχιού,
αλλά µε άµεση (πνευµατική) Σχ.5
εξάρτηση από αυτό, µε
χαρακτηριστικότερο παράδειγµα την ίδρυση από τον προηγούµενο της
Ι.Μ.Φιλοθέου, γέροντα Εφραίµ, 17 µονυδρίων στις Η.Π.Α. (Τσαπάκης 2010),
(Σχ. 5).

4
Ψευδεπίγραφη µορφή σκήτης, δηµιούργηµα εξωτερικών διεργασιών, µε µορφή µονής.
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 137

Όµως η λογική δηµιουργίας των µετοχίων αποτελεί µια πολύπλοκη διεργασία


διαχρονικά που αφορά τόσο την διάδοση του συγκεκριµένου τρόπου ζωής όσο
και τις ανάγκες διαβίωσης. Η αθωνική χερσόνησος µε τη γεωµορφολογία της
επέβαλε στα µοναστήρια µια συγκεκριµένη πολιτική όσον αφορά την επιβίωσή
τους. Λόγω του ορεινού και δύσβατου του εδάφους της, η αθωνική χερσόνησος
δεν µπορούσε να προσφέρει τα απαραίτητα στους µοναχούς για να ζήσουν.
Έτσι, σχεδόν ταυτόχρονα µε την ίδρυσή τους τα µοναστήρια αποδύθηκαν σε
αγώνα απόκτησης ακίνητων περιουσιών εκτός χερσονήσου, τα γνωστά ως
µετόχια, τα οποία θα τους παρείχαν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Κατά
συνέπεια, οι Αγιορείτες ενδιαφέρθηκαν για αγροτικές περιοχές µε ικανή
γεωργική ή και κτηνοτροφική παραγωγή. Το δίκτυο των µετοχιών µεγάλωνε
µαζί µε την αύξηση του αριθµού, αλλά και της αίγλης των µοναστηριών στον
ορθόδοξο κόσµο.

Γενικά µιλώντας, οι Αγιορείτες ήδη από τη βυζαντινή περίοδο και προοδευτικά


ανάπτυξαν ένα δίκτυο µετοχιών που σχηµάτιζε ένα γεωγραφικό τρίγωνο:
Χαλκιδική, δέλτα Στρυµόνα, Λήµνος. Πέραν της Χαλκιδικής, στις άλλες δυο
περιοχές δεν είχαν όλα τα αγιορείτικα µοναστήρια µετόχια, αλλά ένας µεγάλος
αριθµός τους. Ήδη από τη βυζαντινή περίοδο εµφανίζεται ταυτόχρονα το
φαινόµενο των διάσπαρτων γεωγραφικά µετοχιών (εκτός των τριών
προαναφερθεισών περιοχών) µε περισσότερο ή λιγότερο παροδικό χαρακτήρα.
Αυτά τα µετόχια ήταν αποτέλεσµα κάποιων δωρεών ή συγκυριακού χαρακτήρα
αγορών. Οι πολιτικοί προστάτες κάθε µοναστηριού ασφαλώς καθόριζαν την
περιοχή, όπου υπήρχαν µετόχια αυτού του µοναστηριού. Έτσι, η Γεωργία είχε
µετόχια της Ιβήρων, η µεσαιωνική Σερβία των µονών Χιλανδαρίου και Αγίου
Παύλου, αλλά και άλλων µονών (π.χ. Λαύρας, Βατοπεδίου, Ρωσικού). Κάποιες
µονές είχαν επεκταθεί τόσο στον ευρύτερο µακεδονο-θρακικό ηπειρωτικό χώρο
µε µετόχια στο Μελένικο (Βατοπέδι), Ξάνθη (Βατοπέδι), Παγγαίο
(Παντοκράτορος), Βέροια (Λαύρα), Έδεσσα (Αγίου Παύλου), όσο και στο
Βόρειο Αιγαίο µε µετόχια στη Θάσο (Καρακάλλου), την παραθαλάσσια θρακική
Αίνο και τις Σποράδες (Λαύρα).

Η οθωµανική περίοδος οδήγησε στην απώλεια των αποµακρυσµένων µετοχιών


ή τη συρρίκνωση της έκτασης των υπαρχόντων, αλλά µετά από µια περίοδο
στασιµότητας, από τον 18ο αιώνα και εξής άρχισε µια νέα επέκταση, κυρίως
εφήµερων µετοχιών, σε αποµακρυσµένες περιοχές, όπως στη µικρασιατική
παραλία µέχρι και την Προποντίδα, τις Κυκλάδες, τα Επτάνησα και την Κρήτη.
Στο βορρά η αλλαγή ήρθε από τις παραδουνάβιες ηγεµονίες, τη σηµερινή
Ρουµανία, όπου µε πρωτοβουλίες των ντόπιων ρουµάνων ηγεµόνων, οι
Αγιορείτες απόκτησαν µεγάλα και προσοδοφόρα µετόχια ήδη από τα τέλη του
16ου αιώνα. Πέραν των κατά βάση αγροτικών µετοχιών, οι Αγιορείτες ήδη από
τη βυζαντινή περίοδο, αλλά κατ’ εξοχήν στην οθωµανική απέκτησαν αστικά
ακίνητα. Οι πόλεις που απέκτησαν τις περιουσίες ήταν αυτές που βρίσκονταν
σχετικά κοντά στα αγροτικά µετόχια: Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Αδριανούπολη,
Κωνσταντινούπολη, αλλά και Σµύρνη και Μόσχα.

Συνολικά, θα µπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι τα αγιορείτικα µετόχια


εξακτινώθηκαν σε όλη τη γεωγραφική έκταση που κάλυπτε ο «ελληνικός
χώρος», οριζόµενος µε πολιτιστικά κριτήρια κατά τη νεώτερη εποχή. Η
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 138

εντυπωσιακή κατά περιόδους γεωγραφική έκταση δεν είχε χρονική διάρκεια,


είχε συγκυριακό χαρακτήρα και δεν αφορούσε το σύνολο των µοναστηριών.
Φαίνεται να υπάρχει µια νοµοτέλεια ανάµεσα στο κύρος και την οικονοµική
επιφάνεια ενός µοναστηριού και στο πλήθος και τη γεωγραφική εξακτίνωση των
µετοχιών του. Δεν είναι τυχαίο που θρυλείται πως η Λαύρα, σταθερά το
ισχυρότερο µοναστήρι καθ’ όλη τη χιλιετή πορεία του αγιορείτικου µοναχισµού,
είχε τόσα µετόχια όσες και οι µέρες του χρόνου.

Πίν 2. Άγιον Όρος: Πληθυσµός, 1489-2011


1489 1520 1666- 1677 17645 1808 1800 1837 1850 1903 1951 1991 2011
1670
Καρυές 30 33 - - - - 200 - - 453 216 193
Δάφνη 98 16
Ι.Μ. Αγ. Διονυσίου 80 118 - - 111 64 200 86 102 131 66 50 36
Ι.Μ.Αγ.Παντελεήµονος 120 25 20 - 62 56 - 49 572 1.928 167 49 67
Ι.Μ. Αγ.Παύλου 190 34 200 - 103 128 35 71 214 250 193 71 147
Ι.Μ. Βατοπεδίου 330 271 300 350 294 260 250 170 446 966 260 103 194
Ι.Μ. Δοχειαρίιου 120 20 - - 110 63 - 30 70 60 38 42 53
Ι.Μ. Εσφιγµένου 50 30 80 - 47 43 30 47 105 91 65 52 2
Ι.Μ. Ζωγράφου 66 114 200 156 158 84 155 112 19 42
Ι.Μ. Ιβήρων 50 151 400 1.100 337 295 200 160 267 456 114 63 36
Ι.Μ. Καρακάλλου 30 4 500 50 137 99 - 86 88 130 83 21 45
Ι.Μ. Κουτλουµουσιου 60 39 300 300 170 94 60 70 153 214 62 69 133
Ι.Μ. Κωνσταµονίτου 90 41 7 - - 67 15 15 43 65 43 31 51
Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας 300 200 600 450 241 565 200 120 663 1.187 540 307 382
Ι.Μ. Ξενοφώντος 50 51 30 - - 88 - 60 130 195 114 82 79
Ι.Μ. Ξηροποτάµου 90 27 300 - 108 122 70 125 97 106 92 41 0
Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου 270 39 60 - 49 49 100 19 92 105 90 67 96
Ι.Μ. Παντοκράτορος 40 91 200 150 167 136 40 30 185 548 154 58 38
Ι.Μ. Σίµωνος Πέτρας 40 4 200 - 23 38 - 30 71 108 69 58 75
Ι.Μ. Σταυρονικήτα Ίδρυση Ίδρυση 30 150 55 51 40 25 60 219 17 37 39
1540 1540
Ι.Μ. Φιλοθέου 70 18 50 30 83 70 - 33 170 133 97 86 65
Ι.Μ. Χιλανδαρίου 170 132 800 - 216 214 180 170 177 385 72 75 58
ΣΥΝΟΛΟ 2.246 1.442 4.976 2.680 3.006 2.395 1.406 1.646 3.755 7.432 3.086 2.687 1.811
Πηγή: Khitrovo: Isaiah 1489, 259-263, Lowry 1981, Georgirenes 1677, 85-112, Covel 1677, 114-131, Λαυριώτης
Παντελεήµων, 1950, 89-92, Αλέξανδρος Γ. (Λαζαρίδης) Λαυριώτης, 1966, Hunt, 1800, 198-220, Web. Smith, 1837,
52-53, Σµυρνάκης, 1903, ΕΣΥΕ· EλΣτατ.

5. Η λανθάνουσα ανάγνωση της πολυκύµαντης αθωνικής πληθυσµιακής


ακολουθίας

Βασικό στοιχείο για την καταγραφή ενός πληθυσµού µε ιστορικό χαρακτήρα


είναι η αποκατάσταση της συνέχειας των δεδοµένων. Η δηµιουργία µιας
στατιστικής σειράς απαιτεί την παράθεση στοιχείων από διαφορετικές πηγές,
ελλείψει ύπαρξης πληροφοριών από µια µόνο πηγή που υπαγορεύει η µακρά
ιστορική συνέχεια στο χρόνο (Πίν.2). Στην περίπτωση του Αγίου Όρους, παρά
του ότι αυτές οι πηγές είναι ετερόκλητες, συγκλίνουν στις κεντρικές τάσεις.
Αυτές συµπίπτουν και αριθµητικά, ακόµα και όταν υπάρχουν συστηµατικές
αλλοιώσεις.

Η πληροφορία ποικίλλει ανάλογα µε την περίοδο. Κατά την βυζαντινή περίοδο,


τα στοιχεία είναι σποραδικά και προερχόµενα από έµµεση πληροφορία. Κατά
την οθωµανική περίοδο τα στοιχεία προέρχονται από τους φορολογικούς

5
Η διαφορά στην αθροίση ( 5) είναι λάθος της ίδιας της απογραφής, που όµως σε κάθε
περίπτωση δεν είναι καθοριστική για τη γενική εικόνα.
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 139

καταλόγους της οθωµανικής διοίκησης. Παρατηρείται µια προφανής


συστηµατική µεγιστοποίηση των αριθµών κατά τους 17ο και 18ο αιώνες, που
αποσκοπεί στην πλασµατική επιδίωξη αύξησης της κατά κεφαλήν φορολογίας
και βιβλιογραφικά είναι αποδεδειγµένη. Μετά τη δηµιουργία του ελληνικού
κράτους τα δεδοµένα είναι έργο των κρατικών αρχών και συνίστανται στις
συνολικές συστηµατικές απογραφές. Η πρώτη επίσηµη στατιστική καταµέτρηση
του πληθυσµού του Αγίου Όρους, για λογαριασµό του ελληνικού κράτους,
διενεργείται κατά την απογραφή του 1913. Ενώ η εθνική στατιστική υπηρεσία
(ΕλΣτατ) αποτελεί το βασικότερο σηµείο αναφοράς, το έργο συµπληρώνουν και
άλλοι φορείς. Περιστασιακές καταγραφές σε συνολικό επίπεδο διενεργεί η Ιερά
Επιστασία, το κεντρικό διοικητικό όργανο του Αγίου Όρους. Σε επίπεδο
µονάδας (κυρίαρχες µονές), βασική πηγή είναι οι ίδιες οι Μονές, ενώ σηµαντική
είναι η συµβολή της ανεξάρτητης έρευνας6. Όµως, οι απογραφές της Ελ.Στατ.
που, όπως είδαµε, αποτελούν το βασικό εργαλείο µέτρησης και πηγή
πληροφορίας, εγείρουν µερικά ζητήµατα σχετικά µε τη µεθοδολογία στην
απογραφική διαδικασία, µε αποτέλεσµα σε αρκετά σηµεία να δίδεται
πλασµατική εικόνα σχετικά µε την γεωγραφία του αγιορείτικου πληθυσµού που
εκδηλώνεται µε διάφορες µορφές.

Η περιστασιακή, ανά απογραφή, καταγραφή µέρους µόνον των


ηµιαναχωρητικών και αναχωρητικών µοναστικών καταλυµάτων (σκήτεων και
κελλιών), η άθροιση του πληθυσµού µίας σειράς εξ αυτών στον πληθυσµό των
κυρίαρχων µονών, ο ελλειµµατικός υπολογισµός διαφόρων υπο-πληθυσµιακών
οµάδων (λαϊκοί µόνιµα διαµένοντες, εργάτες, δηµόσιοι υπάλληλοι, ζηλωτικές
οµάδες), µη προσφερόµενων για διάφορους λόγους σε στατιστικές καταγραφές,
(µικροί αριθµοί, µετακινήσεις, άρνηση συµµετοχής κ.α.), αποτελούν βασικά
µεθοδολογικά λάθη στην απογραφική διαδικασία. Αυτές οι ελλείψεις, αµέλειες
και γενικεύσεις που εµφανίζονται στις απογραφές, έχουν ως αιτία την µη ορθή
κατανόηση του ειδικού καθεστώτος της χερσονήσου µε κύριο αποτέλεσµα την
αγνόηση των διαφορετικών µορφών κατοικίας ως προς τις οποίες απογράφεται
ο πληθυσµός. Το σύστηµα, δηλαδή, απογράφει µέρος και όχι το σύνολο της
πληθυσµιακής δραστηριότητας.

Το οικιστικό καθεστώς της χερσονήσου είναι οριστικά καθορισµένο και µόνο


σπανίως και ειδικώς ο κανόνας διαφοροποιείται µε την κατασκευή νέων
καταλυµάτων, των οποίων ο αριθµός παραµένει επί αιώνες ο ίδιος. Ο Βλάχος
(1903, 134) αναφέρει σχετικά για τα κελιά ότι «..τινά τούτων εισίν ιδρυµένα επι
των ερειπίων των προ της αλλώσεως κοιµηθησών µονών». Τόσο οι µονές όσο
και οι µοναστικοί οικισµοί και τα κελιά, έχοντας αγγίξει ένα συγκεκριµένο
αριθµητικό ανώτατο όριο, έκτοτε παρέµειναν κάτω από αυτό. Αυτό το όριο
διαµορφώθηκε σύµφωνα µε τη µέγιστη ανάγκη στέγασης του πληθυσµού,
όπως αυτή εκφράστηκε στις δύο πληθυσµιακές αιχµές κατά τους 10ο και 19ο

6
Σµυρνάκης, Χρήστου, Μαµαλάκης, Μαντζαρίδης, Σιδηρόπουλος κα.
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 140

Σχ. 6
αιώνα. Οι γεωγραφικές θέσεις των καταλυµάτων, η κατανοµή τους και ο
αριθµός τους στην χερσόνησο είναι καθορισµένοι εφ’ άπαξ. Δεν επιτρέπεται η
ανέγερση οποιασδήποτε νέας κατασκευής καταλύµατος. Η πάγια διαχρονική
πρακτική είναι η αναβίωση των παλαιών και εγκαταλελειµµένων µε
αναπαλαίωση ή αναστύλωση. Όλοι οι τύποι µοναστηριακών καθιδρυµάτων
(µονές, σκήτες, κελιά) ως οικιστικά κελύφη έχουν µία σταθερή συνέχεια µε τις
διακυµάνσεις στην ποιότητα της κτιριακής κατάστασης που µπορεί να επιφέρει
ο χρόνος. Συναντώνται διαχρονικά σε καλή ή κακή κατάσταση, µε διαφορετικής
εθνικότητας ενοίκους (η κυριότητα παραµένει πάντα στην κυρίαρχη µονή), µε
σηµαντική ή µηδενική δραστηριότητα. Η διαχρονική αυτή µονιµότητα αποτελεί
διευκόλυνση, αλλά συγχρόνως και απαίτηση στο απογραφικό έργο. Στην
πραγµατικότητα όµως τα πράγµατα συµβαίνουν διαφορετικά. Η αγνόηση αυτής
της ιδιαιτερότητας απαλείφει τα παροδικώς ακατατοίκητα καταλύµατα από την
απογραφή µε αποτέλεσµα την αδυναµία ανάγνωσης των αλλαγών του
οικιστικού σώµατος στον χρόνο. Η άθροιση των ηµι-αµαχωρητικών και
αναχωρητικών εξαρτηµάτων (σκητών, κελιών κλπ), σε αυτό των κυρίαρχων
µονών είναι µία άλλη αιτία λανθασµένης απογραφικής διαδικασίας. Νέες και
παλαιές καταγραφές του πληθυσµού τον παρουσιάζουν ως µέρος της
κυρίαρχου µονής 7 . Είναι σαφές ότι µε αυτό τον τρόπο η πραγµατικότητα
αποδίδεται λανθασµένα τόσο στις απογραφές που διενεργούνται πριν από την
7
Ο χώρος στο Άγιον Όρος ανήκει στα 20 µοναστήρια που αποκαλούνται κυρίαρχα. Κάθε άλλη
µορφή κατοικίας ανήκει στα 20 αντίστοιχα ιδιοκτησιακά τµήµατα που απαρτίζουν τη χερσόνησο.
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 141

σύσταση του ελληνικού κράτους, όσο και σε αυτές που διενεργούνται µετά την
σύστασή του (Σχ.6)8. Στον κελιώτικο πληθυσµό, που είναι λιγότερο «ορατός»
λόγω της µεγάλης χωρικής διασποράς, αυτό έχει τις µεγαλύτερες συνέπειες, µε
αποτέλεσµα τη λιγότερο αντικειµενική αντιπροσώπευση (αθροίζεται πάντα σε
αυτόν της κυριάρχου µονής). Αυτή η προσέγγιση τον κάνει να χάνει την χωρική
του υπόσταση, ακόµα και όταν ο πληθυσµός αυτός είναι ιδιαίτερα µεγάλος.
Αυτού του είδους η αντιµετώπιση τον απαλείφει χωρικά, δίνοντας λανθασµένη
εντύπωση της οικιστικής γεωγραφίας της χερσονήσου.

Στην ίδια κατεύθυνση άθροισης


των εξαρτηµατικών πληθυσµών
(σκήτες, κελιά) στις κυρίαρχες
µονές, συναντάται ακόµα µια
µεθοδολογική ασυνέχεια που
αφορά τις κοινόβιες και άτυπες
σκήτες (ηµι-αναχώρηση). Στις
πρώτες απογραφές, ενώ
καταγράφονται ορθά ως
αυτόνοµες µονάδες το ένα µέρος
των σκητών, αυτές που έχουν
µορφή χωριού (ιδιόρρυθµες
σκήτες), στον ίδιο χρόνο, οι
σκήτες µε µορφή µονής
(κοινόβιες σκήτες), αθροίζονται
στον πληθυσµό των κυριάρχων
µονών. Στην πράξη, δηλαδή,
αυτές οι δεύτερες απαλείφονται
ως στατιστικό µέγεθος και φυσικά
ως οικιστική οντότητα επί της
χερσονήσου. Επιπρόσθετα, µία
σειρά µοναστικών οικισµών, που
δεν έχουν το επίσηµο καθεστώς
σκήτης (άτυπες σκήτες), από τον
Καταστατικό Χάρτη του Αγίου
Όρους, µε µορφή οικισµού (όπως
οι ιδιόρρυθµες σκήτες),
αγνοούνται από τη µεθοδολογία
καταµέτρησης. Και αυτές
αθροίζονται στην κυρίαρχο µονή,
ενώ θα έπρεπε να καταγράφονται
αυτόνοµα. Και σ’ αυτή την
περίπτωση έχουµε την απάλειψη
από την απογραφή µίας ικανής Πίν .3 Άγιον Όρος Απογραφικό δελτίο ΕΣΥΕ 2001

8
Χαρακτηριστικές εξαιρέσεις α) η οθωµανική απογραφή κεφαλικού φόρου του 1697, όπου
καταχωρούνται οι κελλιώτες χωριστά από τους µοναχούς των µονών σε 7 µονές και σε άλλες 7
συµπληρώνεται ότι ο αριθµός περιλαµβάνει κα τους κελιώτες, β) η αναλυτική απογραφή του
1764 που απογράφει σε επίπεδο κελιού τον κάθε µοναχό και τη συνοδία του και γ) η απογραφή
του 1808 που επίσης καταχωρούνται χωριστά οι κελιώτες, όπως και οι εργαζόµενοι.
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 142

σειράς µοναστικών κοινοτήτων. Να σηµειωθεί ότι, παρά ταύτα, στην απογραφή


του 2001, ένας αριθµός από αυτές απογράφεται αυτόνοµα (Πίν.3).

Τα µετόχια επίσης αποτελούν ζήτηµα µε λανθασµένη αντιµετώπιση. Ενώ


αποτελούν ένα βαρύνον ζήτηµα, ικανό σε µέγεθος και διαχρονικά ιδιαίτερα
εκτεταµένο, “αγνοείται” στην διαδικασία απογραφής της συνολικής
δραστηριότητας του Αγίου Όρους. Η προσπάθεια καταγραφής και
χαρτογράφησής τους µέσα στην ιστορική διαχρονία χιλίων περίπου ετών
βρίσκεται ακόµη σε νηπιακό στάδιο. Οι λόγοι είναι πολλοί (π.χ. έλλειψη
προσωπικού ή και φορέα που θα αναλάµβανε ένα τέτοιο έργο, προβλήµατα και
ελλείψεις των πηγών). Μεθοδολογικά το πρόβληµα έγκειται στο τι θα
θεωρήσουµε µετόχι. Είναι µια έκταση µε κτιριακό πυρήνα, τον οποίο
διατηρούσε (ή επιθυµούσε να διατηρήσει) η µονή ως βασικό παραγωγικό πόλο;
Θα εντάξουµε στη χαρτογράφηση και τις µεµονωµένες κτήσεις, αστικές ή
αγροτικές (π.χ. ένα σπίτι, ένα λιβάδι), οι οποίες ανήκαν για ένα µικρό ή µεγάλο
χρονικό διάστηµα στη µονή; Αν, πάλι, αυτή η µεµονωµένη κτήση δεν ήταν
τελείως γεωγραφικά αποµονωµένη από τις βασικές παραγωγικές µονάδες της
µονής, αλλά συγκροτούσε ένα (φαντασιακό ή πραγµατικό) σύνολο µε το µετόχι;
Ένα σύνολο ανάλογων ερωτηµάτων οφείλει να απαντηθεί για µια απεικόνιση
του χάρτη των αγιορειτικών µετοχιών.

Σε κάθε περίπτωση, ο χώρος του Αγίου Όρους µε τον συνυπολογισµό των


µετοχίων παίρνει ιδιαίτερη έκταση, αφού σ’ αυτόν προστίθενται περιοχές πέραν
την οικείας. (Εικ.4). Αυτός ο συνολικός χώρος παρουσιάζεται µε την εξής
ιδιαιτερότητα. Στην εγγύς της χερσονήσου περιοχή, η πυκνότητα των µετοχίων
διαχρονικά παρουσιάζεται µεγάλη, µε αποτέλεσµα να µπορεί να νοηθεί και να
καταγραφεί καταχρηστικά ενδεχοµένως ως ένα κλειστό και συµπαγές
πολύγωνο συνεχές, µαζί µε την οριοθετηµένη περιοχή της χερσονήσου του
Αγίου Ορους Πολύ περισσότερο δε που κατά τις χρονικές περιόδους µεγάλης
ανάπτυξης των µετοχίων, το κοσµικό στοιχείο, στην Χαλκιδική και στη Βισαλτία,

Εικ 4
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 143

δεν ήταν ιδιαίτερα πολυπληθές. Η περιοχή της Βισαλτίας στο νοµό Σερών, κατά
την πρώιµη οθωµανική περίοδο αποκαλούταν χαρακτηριστικά «βιλαέτι των
καλογέρων». Σε µεγαλύτερη κλίµακα, η πυκνότητα των µετοχίων είναι σαφώς
µικρότερη, σποραδική, τα µετόχια εκτείνονται σε περιοχή που καλύπτει έκταση
πολύ µεγαλύτερη από αυτήν του ελλαδικού χώρου Σ’αυτή την περίπτωση η
προσήκουσα απεικόνιση είναι αυτή του δικτύου, πράγµα που χαρακτηρίζει την
σχέση του Αγίου Ορους µε οµογενείς και αλλογενείς οµόδοξες περιοχές: π.χ.
Ελλάδα, Μικρά Ασία, Μέση Ανατολή, αλλά κυρίως τα Βαλκάνια και τη Ρωσία.

Τα σηµεία προσοχής. Το οικιστικό απόθεµα µέσα στα ιδιοκτησιακά όρια κάθε


µονής και κατ΄επέκταση του Αγίου Ορους είναι απόλυτα γνωστό και
καταγεγραµµένο, εφόσον ανήκει στα περιουσιακά στοιχεία της κάθε µιας, και
όπως είδαµε είναι αναλλοίωτο και αµετάβλητο στο χρόνο.

Η κατάρτιση πλήρους καταλόγου όλων των καταλυµάτων (καταστατικά


εγκεκριµένων και µή), αποτελεί το πρώτο αναγκαίο και απαραίτητο βήµα για την
κατάρτηση ενός απογραφικού δελτίου που θα λαµβάνει υπ’ όψιν την επίσηµη
και πραγµατική εικόνα της αθωνικής χερσονήσου. Δεύτερο βήµα είναι η
ταξινόµηση των καταλυµάτων σύµφωνα µε τις ιδιαιτερότητες του χώρου. Αυτές
περιγράφονται και θεµελιώνονται στον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους,
του οποίου τα σχετικά άρθρα πρέπει να αποτελέσουν τον γνώµονα ιεραρχικής
σύνταξης του καταλόγου καταλυµάτων. Η δηµιουργία επίσης κτηµατολογικού
µητρώου µετοχίων εκτός Αγίου Ορους κρίνεται απαραίτητη. Ο µη
συνυπολογισµός του γεωγραφικού χώρου του µετοχίων σ’ αυτόν της
χερσονήσου καθιστά κάθε καταµέτρηση της ανθρωπογεωγραφίας της
χερσονήσου ελλειµµατική και λανθασµένη.

Τα απογραφικά δελτία θα έπρεπε να καταγράφουν κάθε απαντώµενο


πληθυσµό επί της χερσονήσου. Η πρακτική της επιλεκτικής καταγραφής, θέτει
«εκτός» τις εστίες πληθυσµού, που όπως είδαµε παραµένουν αµετάβλητες ες
αεί, είτε αυτή κατοικείται τη συγκεκριµένη χρονική στιγµή είτε όχι. (χωρίς να
λαµβάνεται τι είναι κυρίαρχο και τι όχι, τι θα έπρεπε να καταγραφεί, έστω κι αν
είναι ακατοίκητο, διότι είναι θεσµικά υπάρχον, όπως οι εγκεκριµένες σκήτες, και
όχι οι άτυπες όπως η Κερασιά). Το µηδενικό µέγεθος είναι συγκεκριµένη
µαθηµατική τιµή, της οποίας η παράλειψη παραποιεί και αντιπροσωπεύει
λανθασµένα την πραγµατικότητα.

Σε αυτή την προσπάθεια ποσοτικής καταγραφής είναι φανερή, όπως πολλές


φορές αναφέρθηκε, η ιδιαιτερότητα του τόπου, πράγµα που καθιστά την
αντικειµενικότητα της καταγραφής αιτούσα περαιτέρω βοήθειας. Αναγκαία ως εκ
τούτου καθίσταται εκ των πραγµάτων η επιτόπια έρευνα και η ποιοτική
προσέγγιση για την ορθή γνωριµία του χώρου, των τοπικών συνηθειών και την
εξοικείωση µε την αθωνική κοινωνία και τις ιδιαιτερότητές της. Η ενσωµάτωση
των αποτελεσµάτων των πιο πάνω προσεγγίσεων θα επιτρέψει την κατά το
δυνατόν ορθότερη απόδοση της αθωνικής πραγµατικότητας.

Οι συγκεκριµένες µεθοδολογικές «ασυνέχειες» έχουν µια ακόµα συνέπεια, η


οποία αφορά στην χαρτογραφική απεικόνιση του αγιορείτικου πληθυσµού. Η
µορφή και η ιδιαιτερότητα των δεδοµένων υποδεικνύει το είδος του χάρτη που
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 144

πρέπει να παραχθεί. Δεδοµένων των ζητηµάτων που σχετίζονται µε την


αδυναµία καταγραφής, όπως αυτά αναφέρθηκαν πιο πάνω, η προσήκουσα
απεικόνιση είναι µε χάρτες σχετικών ποσοτήτων (επιφανειακή µεταβλητή).
Αυτοί οι χάρτες επιτρέπουν την “ελαστικότερη” προβολή των χωρικών
δεδοµένων, όταν αυτά παρουσιάζουν ελλείψεις. Αντίθετα, η απεικόνιση µε
χάρτες που αποδίδουν τον πληθυσµό σε σχέση µε τον τόπο είναι χάρτες
απόλυτων ποσοτήτων (µε σηµειακή µεταβλητή) και οι οποίοι θα έπρεπε να είναι
ένας στόχος προς εκπλήρωση, µετά και τις θεραπευτικές κινήσεις στη
µεθοδολογία καταγραφής.

6. Επιτακτική ανάγκη θεαραπείας των απογραφικών εργαλείων

Η ταυτότητα της πληθυσµιακής γεωγραφίας της χερσονήσου αναγνωρίζεται


από την ιδιαιτερότητά της ως χώρου µόνωσης, αναχώρησης, ξενιτείας, αλλά και
από το οµόδοξο και συγχρόνως πολυεθνικό της χαρακτήρα. Αυτά τα
χαρακτηριστικά διαµορφώθηκαν κάτω από τις γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες της
χερσονήσου στο πλαίσιο των διεθνών και περιφερειακών δεδοµένων στο
πέρασµα του χρόνου, αλλά κυρίως από τις επιταγές της ορθόδοξης
θρησκευτικής λατρείας και ιδιαίτερα του µοναχισµού.

Αποτελεί έναν πληθυσµό ετεροτροφοδοτούµενο, µια κοινωνία που διαµορφώνει


αρχικά το πληθυσµιακό της προφίλ εκτός της χερσονήσου. Στηρίζεται στη
θρησκευτική οµοιογένεια, συγκροτώντας ένα πολυεθνικό σύνολο, το οποίο κατά
την ίδρυσή της αποτελούσε αρχή της πολιτικής ιδεολογίας της αυτοκρατορίας
της Κωνσταντινούπολης και σήµερα συνεχίζει ως κεκτηµένο χαρακτηριστικό.
Παρουσιάζει µία µέση πληθυσµιακή καµπύλη που κυµαίνεται στα 2.000-2.500
άτοµα, ενώ χαρακτηρίστηκε από δύο εξαιρετικές αιχµές (10ος, 19ος), που
εκτίναξαν τον πληθυσµό στους 10.000 κατοίκους. Αυτός ο πληθυσµός διαµένει
σε µονές (κοινόβιος τρόπος), µοναστικά χωριά (ηµι-αναχώρηση) και
µεµονωµένα κελιά (αναχώρηση). Ο τόπος κατοικίας αποτελεί παράµετρο µε
ειδικό βάρος: δεν αλλάζει θέση και µορφή και κατ’ επέκταση χωρητικότητα σε
ανθρώπινο δυναµικό.

Στη µελέτη της πληθυσµιακής γεωγραφίας, ενώ είναι κοµβική, αγνοείται η


απογραφή των πληθυσµιακών χαρακτηριστικών κατά τον τύπο και τόπο
κατοικίας, ενώ επίσης αγνοείται και η ανθρωπο-γεωγραφία των µετοχίων. Οι
καταγραφές δείχνουν διαχρονικά να αγνοούν και να συγχέουν τον
ηµιαναχωρητικό πληθυσµό των σκητών και των κελιών, µε αυτόν των
κοινοβίων µονών και να παραλείπουν την καταγραφή των µετοχίων, τα οποία
βρίσκονται παραδοσιακά εκτός χερσονήσου. Αυτά αλλοιώνουν καθοριστικά την
εικόνα της γεωγραφίας του πληθυσµού της χερσονήσου, αποδίδοντάς της έναν
άλλο χαρακτήρα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. Αυτή η
πρακτική χαρακτηρίζει τις καταγραφικές διδικασίες, ιστορικά όσο και στις
σύγχρονες συστηµατικές απογραφές.

Για έναν χώρο που αποτελεί παρακαταθήκη της παγκόσµιας κληρονοµιάς είναι
περισσότερο από επιτακτική ανάγκη η θεραπεία των επισφαλών µεθόδων
καταγραφής. Η λεπτοµερής καταγραφή του οικιστικού αποθέµατος, µε έµφαση
στα περίπου 1.000 διάσπαρτα κελιά στα 330 km2 της χερσονήσου, η κατάρτιση
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 145

παγίου απογραφικού καταλόγου σύµφωνα µε τα ειδικά χαρακτηριστικά και τον


καταστατικό χάρτη της µοναστικής πολιτείας είναι απόλυτη προτεραιότητα,
ώστε τα εργαλεία µέτρησης και ανάλυσης των σύγχρονων διοικητικών φορέων
να µπορούν να διαχειριστούν πιστά και αντιπροσωπευτικά την αγιορειτική
πραγµατικότητα.

Βιβλιογραφία

Bλάχος K. (1903), H χερσόνησος του Aγίου Όρους Άθω, Bόλος.


Derruau Μ. (µτφρ) (1976), Ανθρωπογεωγραφία, Αθήνα: ΜΙΕΤ.
Αλέξανδρος Λαυριώτης, «Το Άγιον Όρος µετά την οθωµανικής κατάκτησιν», ανάτ. από τον ΛΒ΄
τόµο της ΕΕΒΣ, Αθήνα 1963
Αλέξανδρος Λαυριώτης. (1966), Έγγραφα Αγίου Όρους της Επαναστάσεως 1821-1832, τ. Α΄,
Αθήνα.
Αντώνιος Ιεροµ. (1994), «Αι καλύβαι της εν τω αγιωνύµω Ορει του Αθω Ι. Σκήτης της Αγ.Τριάδος
Καυσοκαλυβίων», Πρωτάτον 17, 7-8.
Αντωνίου Ιεροµ. (2005), Αγιορείτες Πατέρες του ΙΘ αιώνος, τ. Α΄-Ε΄, Αθήνα: Ίνδικτος.
Αντωνίου Ιεροµ., (1994 -1995), Βίοι Αθωνιτών του ΙΘ' αιώνος, τ. Α'-Β', Ορµύλια.
Γεδεών M.I. (1885), O Άθως. Aναµνήσεις-Έγγραφα-Σηµειώσεις, Kων/πολη.
Γραφείο Επισκεπτών Αγίου Όρους, 1996.
ΕΣΥΕ, Απογραφές 1928, 1940, 1951, 1961, 1971, 1991, 2001.
ΕΣΥΕ, (2001), «Πραγµατικός πληθυσµός. Νοµοί, δήµοι, κοινότητες, δηµοτικά και κοινοτικά
διαµερίσµατα και οικισµοί», διαθέσιµο στο: http://www.statistics.gr.
Ιωσήφ Μοναχός (1984), Γέρων Ιωσήφ ο ησυχαστής, Άγιον Όρος.
Κoder J. (2005), Το Βυζάντιο ως χώρος Εισαγωγή στην ιστορική γεωγραφία της ανατολικής
Μεσογείου στη βυζαντινή εποχή, Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
Καµινιάτης, Ευστάθιος, Αναγνώστης Ι, (2005), Τα Χρονικά των Αλώσεων της Θεσσαλονίκης,
Αθήνα: Άγρα.
Κορνούτος Γ. (1963), Το Άγιον Όρος ιστορία και θρύλοι, Αθήνα: Εστία.
Κουρίλας Ε. (1993), Οι αµπελώνες του Αθω, Άγιον Όρος (ανατύπωση του 1935).
Μαµαλάκης I. (1971), Το Άγιον Όρος δια µέσου των αιώνων, Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών
Σπουδών.
Μαντζαρίδης Γ. (1980), «Το Άγιον Όρος και η σηµερινή Κοινωνία», στο: Μακεδονία –
Θεσσαλονίκη: Αφιέρωµα Τεσσαρακονταετηρίδος, Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών
Σπουδών, 189-202.
Μπράουν Π. (2000), Η κοινωνία και το Άγιο στην ύστερη Αρχαιότητα, Αθήνα: Άρτος Ζωής.
Μυλωνάς Π. (1968), Μελέτη αξιοποιήσεως των πολιτιστικών και οικιστικών στοιχείων της
χερσονήσου του Άθωνος, Αθήνα: Υπουργείο Συντονισµού.
Πάγκντεν Α. (2005), Λαοί και Αυτοκρατορίες, Αθήνα: Πατάκης.
Παλλάδιος, Επίσκοπος Ελενοπόλεως (1866), Λαυσαϊκόν, φωτ. ανατ., Θεσσαλονίκη: Ρηγόπουλος.
Παπαχρυσάνθου Δ. (1992), Αθωνικός µοναχισµός, αρχές και οργάνωση, Αθήνα: ΜΙΕΤ.
Πρωτάτο: Χ. Γάσπαρης (επιµ.), Αρχείο Πρωτάτου. Επιτοµές µεταβυζαντινών εγγράφων, Αθωνικά
Σύµµεικτα 2, Αθήνα 1991.
Πρωτάτον, (1997), «Ειδήσεις και Σχόλια», Πρωτάτον, Μάρτιος-Απρίλιος, 64, σ. 44.
Σβορώνος Ν. (1987), Η σηµασία της ίδρυσης του Αγίου Όρους για την ανάπτυξη του ελλαδικού
χώρου, Άγιον Όρος: Πανσέληνος.
Σιδηρόπουλος Γ. (1998), «Η χερσόνησος του Αθω ως επικοινωνιακός και πολιτισµικός πόλος
τουριστικής έλξης», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 95/Α, 69-85.
Σιδηρόπουλος Γ. (2010), «O ρόλος των αναχωρητών και οι εσωτερικές µετακινήσεις στη
χερσόνησο του Άθω τον 19ο αιώνα», ανακοίνωση στο 9ο Συνέδριο ΕΓΕ, Νοέµβριος 2010.
Σιδηρόπουλος Γ. (2000), Άγιον Όρος, ανθρωπογεωγραφικές θεωρήσεις, Αθήνα: Καστανιώτης.
Σµυρνάκης (1903), Άγιον Όρος, φωτ. ανατ. Άγιον Όρος: Πανσέληνος.
Τάλµποτ Ράις Τ, (1972), Ο δηµόσιος και ιδιωτικός βίος των βυζαντινών, Αθήνα: Παπαδήµας.
Τσαπάκης Ν (2010), «Ένα δεύτερο Άγιον Όρος ιδρύθηκε & λειτουργεί στις Η.Π.Α. & τον
Καναδά»,διαθέσιµο στο: www.diakonima.gr.
Υπουργείο Εθν. Οικονοµίας (1913), Απαρίθµησις των Κατοίκων των νέων επαρχιών της Ελλάδος
του έτους 1913, Αθήνα: Διεύθυνσις Στατιστικής.
Σιδηρόπουλος Γ., Κοτζαγεώργης Φ., Ιστορικογεωγραφικά / Historicogeographica τ. 18 (2019) 146

Χρήστου Π. (1987), Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη: Εποπτεία.


Χρυσοχοΐδης Κ. (1997), «Παραδόσεις και Πραγµατικότητες στο Άγιον Όρος στα τέλη του ΙΕ` και
ο ο
στίς αρχές του ΙΣΤ` αιώνα», στο: Ο Άθως στους 14 -16 αιώνες, Αθήνα: ΕΙΕ, 99-131.
De Khitrowo: Isaiah 1489: B. De Khitrowo, Itinraires russes en Orient, τ. 1, Γενεύη: J-G. Fick 1889.
George P. (1984), Geopolitique de minorites, Paris: PUF.
Georgirenes J. (1677), A description of the present state of Samos, Nicaria and Mount Athos,
London (φωτ.ανατύπ. Καραβίας).
Lowry 1981: H.W. Lowry, “A Note on the Population and Status of the Athonite Monasteries Under
Ottoman Rule (ca. 1520)”, στο: Studies in Defterology. Ottoman Society in the Fifteenth and
Sixteenth Centuries, Κωνσταντινούπολη: THE ISIS PRESS, 229-245.
Meyer P. (1894), Die Haupturkunden fur die Geschichte der Athosklöster, Leipzig: .
Russell J. C. (1958), “Late Ancient and Medieval Population”, The American Philosophical
Society, Philadelphia: .
Sidiropoulos G. (1987), “Analyse Geo-Sociale des Skytes au Mont Athos”, (these de doctorat),
Paris IV La Sorbonne, Παρίσι.
Treadgold W. (1997), History of the Byzantine State and Society, Stanford: Stanford University
Press.

You might also like