You are on page 1of 13

Με το θέμα των Ρομά έχουμε ασχοληθεί τουλάχιστον άλλες τέσσερις φορές σε άρθρα μας στο protothema.gr.

Οπότε πολλές και πολλοί ίσως αναρωτηθούν τι εξυπηρετεί ένα ακόμα άρθρο για τη συγκεκριμένη φυλή. Οι
λόγοι, θεωρούμε, ότι είναι αρκετοί. Πρώτος και βασικότερος είναι ότι έφτασε στα χέρια μας ένα εξαντλημένο
και κυριολεκτικά εξαφανισμένο βιβλίο με πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία. Πρόκειται για το βιβλίο του αείμνηστου
καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Κώστα Κόμη (1953 – 2020), «ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ. Ιστορία, Δημογραφία,
Πολιτισμός» (ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, 1998). Το γεγονός ότι αυτό το βιβλίο βρίσκεται στα χέρια μας οφείλεται
στον επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στον ΤΟΜΕΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ
(ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ), κύριο Νίκο Αναστασόπουλο, τον
οποίο ευχαριστούμε θερμά κι από εδώ. Ένας άλλος λόγος είναι η ανακάλυψη στοιχείων που δείχνουν ότι ο
όρος «Αθίγγανοι», που χρησιμοποιείται και στις μέρες μας, ακόμα και σε επίσημα έγγραφα, για τους Ρομά,
είναι λανθασμένος. Οι Αθίγγανοι ήταν αιρετικοί στο Βυζάντιο, που εμφανίστηκαν πολύ πριν τους Τσιγγάνους
σ’ αυτό. Ο τελευταίος λόγος είναι η παρουσίαση στοιχείων για το DNA των Ελλήνων Ρομά από τον καθηγητή
Κωνσταντίνο Τριανταφυλλίδη, που αποδεικνύει ότι σε μεγάλο βαθμό οι Έλληνες Ρομά έχουν σε πολύ μεγάλο
ποσοστό παραμείνει αναλλοίωτοι, καθώς δεν έχουν έρθει σε επιμειξίες με άλλους πληθυσμούς. Αυτό ίσως
εξηγεί και γιατί η συμπεριφορά τους, οι συνήθειες τους, η ζωή τους ολόκληρη ,έχουν ελάχιστες
διαφοροποιήσεις μέσα στο πέρασμα πολλών αιώνων.

Η ιστορία των Ρομά (Τσιγγάνων)

Όπως έχουμε αναφέρει και σε παλαιότερα άρθρα μας, τη λύση για την καταγωγή των τσιγγάνων έδωσε η
γλωσσολογία, καθώς η γλώσσα που μιλάνε (romani) έχει στενή σχέση με γλώσσες που μιλιούνται στη ΒΔ
Ινδία. Στην περιοχή αυτή υπάρχουν λαοί με χαρακτηριστικά ανάλογα με τους Ρομά ,από την ανάμειξη και τις
επιγαμίες των οποίων σε μια απώτερη εποχή φαίνεται ότι προήλθαν οι τσιγγάνοι. Όπως φαίνεται, οι Ρομά
έφτασαν στην Αρμενία μέσω Περσίας (τέλη 9ου μ. Χ. αι.). Εκεί παρέμειναν για αρκετά μεγάλο χρονικό
διάστημα για να εξαπλωθούν στη συνέχεια στα βυζαντινά εδάφη. Ο βασικός λόγος της μετακίνησής τους
αυτής, καθώς στις βυζαντινές πήγες μνημονεύονται για πρώτη φορά στις αρχές του 11ου αιώνα, φαίνεται ότι
ήταν οι επιθέσεις των Σελτζούκων Τούρκων στην Αρμενία, που προκάλεσαν σοβαρές πληθυσμιακές
μετακινήσεις.

Η πρώτη μνεία για παρουσία τσιγγάνων στα βυζαντινά εδάφη υπάρχει σ’ ένα γεωργιανό αγιολογικό
κείμενο:«Η ζωή του Αγίου Γεωργίου του Αθωνίτη (1009 – 1065)», το οποίο γράφτηκε το 1068 στη μονή
Ιβήρων του Αγίου Όρους. Σ’ αυτό αναφέρεται ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μονομάχος (1042 – 1055)
χρησιμοποίησε το 1050 τους «Adsincani», «Erat nembe gens Samaritanorum, e stirpe Simonis magi, qui
Adsincani vocitabantur, divinatione ac maleficis famosi», δηλ.«σαρματικό λαό, απογόνους του Σίμωνα του
Μάγου, γνωστούς μάγους και κακόβουλους ανθρώπους», για να αντιμετωπίσει τα άγρια θηρία που είχαν
εισχωρήσει στο αυτοκρατορικό πάρκο της Κωνσταντινούπολης. Οι «Adsincani» τοποθέτησαν σε διάφορα
σημεία του πάρκου κρέας που είχε «μαγικές ιδιότητες»(επρόκειτο φυσικά για κρέας με δηλητήριο)
εξολοθρεύοντας τα άγρια θηρία.

Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Σίμων ο Μάγος είναι ένα άκρως ενδιαφέρον πρόσωπο, που έζησε κατά τον 1ομ. Χ.
αιώνα και ηγήθηκε μιας γνωστικίζουσας ομάδας, τα μέλη της οποίας ονομάστηκαν στη συνέχεια Σιμωνιανοί.
Ήταν ένας από τους Γέτες της Σαρματίας και ασχολήθηκε με τη μαγεία, ενώ η προσπάθειά του να εξαγοράσει
με χρήματα τη χάρη επίκλησης του Αγίου Πνεύματος δημιούργησε τον όρο «σιμωνία».

Επανερχόμαστε τώρα στους «Adsincani», που όπως είναι φανερό είναι οι γνωστοί μας τσιγγάνοι. Στη γλώσσα
Romani δεν υπάρχουν οι λέξεις τσιγγάνοι, γύφτοι, Αιγύπτιοι και αυτό δημιούργησε προβληματισμούς και έγινε
αντικείμενο έρευνας. Πιθανότατα η λέξη τσιγγάνοι αποτελεί παραφθορά του «Αθίγγανοι», αιρετικών που είχαν
εμφανιστεί μερικούς αιώνες νωρίτερα, αλλά όπως θα δούμε δεν είχαν καμία σχέση με τους Ρομά.

Σε μεταγενέστερα αγιολογικά και φιλολογικά έργα συναντάμε τον όρο τσιγγάνοι όσο και τον όρο
«αιγυπτίσσας»(Αιγύπτιος απ’ όπου προήλθε και η λέξη, με μειωτικό χαρακτήρα, γύφτος). Στα ίδια κείμενα
υπάρχει ο όρος Κατζίβελος η Κατσίβελος, που ετυμολογείται είτε από την ιταλική λέξη cattivelo, υποκοριστικό
της λ. cattivo=κακός, άθλιος, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το λατινικό captivus, -ellus, είτε από το
αρωμουνικό (βλάχικο) και ρουμανικό cacivel=τσιγγάνος με την ίδια απώτερη λατινική προέλευση.

Σχετικά με το «Αιγύπτιος» ο Κώστας Κόμης τη χαρακτηρίζει ψευδοεθνικό, το οποίο ουσιαστικά δημιούργησαν


οι ίδιοι οι Ρομά ισχυριζόμενοι ότι προέρχονται από τη «Μικρή Αίγυπτο», η οποία ήταν μια φανταστική χώρα.

Άλλοι όμως συγγραφείς και λόγιοι, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής στα «Άτακτα», θεωρούν ότι μέρος των
τσιγγάνων ήρθαν στην Ευρώπη μέσω της Αιγύπτου και άλλοι πέρασαν στα βυζαντινά εδάφη μέσω της
Κιλικίας, που ονομαζόταν τότε, λόγω του ότι ήταν πολύ εύφορη, Μικρά Αίγυπτος. Παράλληλα, στα κείμενα
αυτά μνημονεύονται και επαγγέλματα των τσιγγάνων της εποχής: μάντεις και μάγοι, εκτροφείς αρκούδων
(αρκτοτρόφοι), γητευτές φιδιών, ακροβάτες και κοσκινοποιοί. Στα ίδια κείμενα οι τσιγγάνοι στιγματίζονται με
διάφορους υβριστικούς χαρακτηρισμούς. Στην «Παιδιόφραστον διήγησιν», η αρκούδα χαρακτηρίζεται
«παίγνιον τον μωροτσιγγάνων». Στον «Πουλολόγο»(14ος αι.) γίνεται αναφορά στον γλάρο ως «ατζίγγανε
μαυρότεχνε», χλευάζοντας τον πλάνητα βίο των τσιγγάνων.

Στην «Επιδημία Μάζαρι εν Άιδου», γίνεται αναφορά στους τσιγγάνους: «άλλοι το αιτείν ενίων και φορτικόν και
ιταμόν και κίβδηλον και διεστραμμένον και περί μαγγανείας και μαγείας και κλεψίας συνδιαιτώμενον και
πολιτευόμενον έμαθον».

Κλείσιμο
Χαρακτηρίζονται δηλαδή ζητιάνοι, θρασείς, κλέφτες, ψεύτες και μάγοι. Να σημειώσουμε ότι το κείμενο αυτό
γράφτηκε το 1415. Στα κείμενα που γίνεται αναφορά στους τσιγγάνους υπάρχουν και οι ποινές που επιβάλλει
η Εκκλησία σε όσους από τους αυτόχθονες διατηρούν σχέσεις με αυτούς ή παίρνουν μέρος σε πράξεις
μαγείας. Σχετικά είναι όσα γράφει ο Σ.Τρωιάνος στο «Η θέση των μάγων στη βυζαντινή κοινωνία»(Πρακτικά
Ημερίδας «Οι Περιθωριακοί στο Βυζάντιο», Αθήνα 1993).
Οι Ρομά στην Ελλάδα

Σταδιακά, οι Ρομά άρχισαν να επεκτείνονται στη Θράκη, στα Βαλκάνια και στις νοτιοανατολικές περιοχές της
Ελλάδας. Σύμφωνα με τον Κ. Κόμη, από πηγή του 1323 (και όχι του 1322 όπως αναφέρεται συχνά), υπήρχαν
μέλη της φυλής «Ham» έξω από τον Χάνδακα (Ηράκλειο).

Ζούσαν σε μικρές μαύρες σκηνές όπως οι Άραβες και γύριζαν ολόκληρη την Κρήτη. Πρόκειται βέβαια για
Ρομά. Το ερώτημα είναι από πού μετακινήθηκαν και έφτασαν στην Κρήτη. Πολύ δύσκολο φαίνεται να
βρέθηκαν στη Μεγαλόνησο από την Κωνσταντινούπολη ή τη Μικρά Ασία. Το πιθανότερο, είναι να ταξίδεψαν
στο Ηράκλειο από την Αίγυπτο ή την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, συνεπώς ο Αδαμάντιος Κοραής
και όσοι άλλοι θεωρούν ότι οι τσιγγάνοι έφτασαν στην Ευρώπη και μέσω Αιγύπτου, έχουν δίκιο.

Το 1381, αναφέρεται η ύπαρξη του Feudum Acinganorum, στο οποίο περιλαμβάνονταν γαίες της Κέρκυρας
και των απέναντι ακτών της Ηπείρου. Στο φέουδο, ήταν εγκατεστημένοι τσιγγάνοι δουλοπάροικοι, ενώ στα
έγγραφα που διασώθηκαν υπάρχουν λεπτομέρειες για τη νομική υπόσταση και τις υποχρεώσεις των
τσιγγάνων, καθώς και για τους φεουδάρχες. Από πού όμως κατάγονταν όμως αυτοί οι τσιγγάνοι; Έχει
υποστηριχθεί ότι προέρχονταν από την ενδοχώρα της Ηπείρου, ωστόσο έχει αμφισβητηθεί η ταύτισή τους με
τους «βαγενίτες» (hominess vageniti), φτωχούς Ηπειρώτες που έφταναν εκείνη την εποχή στην Κέρκυρα από
την «άπειρο χώρα». Πού βρισκόταν όμως η Βαγενετία; Με το όνομα αυτό, ήταν γνωστή μετά τον 7ο αιώνα η
Θεσπρωτία.

Σε παλαιότερο άρθρο μας, για την πολιορκία της Θεσσαλονίκης από τους Σλάβους, η οποία περιγράφεται στα
«θαύματα του Αγίου Δημητρίου», αναφέρονται, ανάμεσα στις άλλες σλαβικές φυλές που πολιόρκησαν τη
νύμφη του Θερμαϊκού και οι Βαϊουνίτες, οι οποίοι εγκατέλειψαν την περιοχή της Θεσσαλονίκης και
εγκαταστάθηκαν στη Θεσπρωτία.

Το 1384, αναφέρεται για πρώτη φορά η ύπαρξη τσιγγάνων έξω από τα τείχη της Μεθώνης: ο Lionardo di
Niccolo Frescobaldi, τους ονομάζει «Ramniti», ενώ οι περιγραφές που αντλούνται και προέρχονται από
νεότερους περιηγητές, πιστοποιούν ότι πρόκειται για τσιγγάνους. Η Μεθώνη ήταν κομβικό σημείο του ταξιδιού
Ιταλία-Άγιοι Τόποι, εκείνη την εποχή.
Περιηγητικά κείμενα του τέλους του 15ου αιώνα, μας πληροφορούν ότι οι κάτοικοι του καταυλισμού ήταν
σιδηρουργοί και αναφέρουν ως τόπο καταγωγής τους την «Gyppe, χώρα απέχουσα περίπου 40 μίλια από τη
Μεθώνη». Η κοινότητα έφτασε στη μέγιστη ακμή της γύρω στο 1485, οπότε οι τσιγγάνικες καλύβες ήταν
περίπου 300.

Με την έλευση των Οθωμανών όμως, οι καλύβες μειώθηκαν αισθητά και το 1519 ήταν μόλις 30. Στην
«Επιδημία Μάζαρι εν Άιδου», στην οποία αναφερθήκαμε και παραπάνω και γράφτηκε γύρω στο 1415, στους
κατοίκους της Πελοποννήσου, υπάρχουν και «Αιγύπτιοι». Το 1444, οι τσιγγάνοι αποτελούσαν ειδικό
στρατιωτικό σώμα («δρούγγα») στο Ναύπλιο, με δρουγγάριο τον Johannes Cinganus. Το 1518, τσιγγάνοι
εντοπίζονται και στη Ζάκυνθο, ασκώντας το επάγγελμα του σιδηρουργού.

Οι Ρομά στην Ευρώπη

Από τα μέσα του 14ου αιώνα, οι τσιγγάνοι, άρχισαν να εγκαθίστανται στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το 1348 στη
Σερβία, το 1362 στη Ραγούζα (Ντουμπρόβνικ). Να σημειώσουμε εδώ, ότι το Ντουμπρόβνικ ιδρύθηκε το 615
π.Χ. από Έλληνες από την Πελοπόννησο με το όνομα Επίδαυρος και φυσιολογικό είναι να ανακαλυφθεί στην
ευρύτερη περιοχή το κράνος ενός αρχαίου Έλληνα, Πελοποννήσιου μάλιστα, όπως γράψαμε και σε σχόλιό
μας στο σχετικό άρθρο του protothema.gr

Επανερχόμενοι στους τσιγγάνους, το 1370 εγκαταστάθηκαν στη Βλαχία, το 1378 στο Ζάγκρεμπ και το 1418
στην Ουγγαρία και την Ελβετία και το 1422 στην Μπολόνια, την οποία αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν λόγω
διώξεων από την Καθολική Εκκλησία. Το 1425, πέρασαν τα Πυρηναία και εγκαταστάθηκαν στην Ισπανία. Στις
αρχές του 16ου αιώνα, εμφανίζονται στη Ρωσία και τη Σκωτία, ενώ ως τα μέσα του ίδιου αιώνα, εξαπλώθηκαν
στις σκανδιναβικές χώρες. Στο μεσοδιάστημα έφτασαν και στη Βόρεια Αφρική. Στη Γαλλία, εμφανίστηκαν το
1419. Το 1427, παρουσιάστηκαν ενώπιον των αρχών, στην Porte d’ Orleans του Παρισιού 120 Ρομά, οι
επικεφαλής των οποίων συστήθηκαν ως «λόρδος Πανουέλ», Δούκας της «Μικρής Αιγύπτου» και Θωμάς,
Κόμης της ίδιας, φανταστικής χώρας. Κάτι ανάλογο συνέβηκε όπως αναφέρουν οι πηγές και σε άλλες χώρες.
Οι διώξεις των Ρομά

Η επιφυλακτικότητα, η καχυποψία και η περιέργεια με την οποία αντιμετωπίστηκαν αρχικά οι τσιγγάνοι,


σύντομα έδωσαν τη θέση τους σε επιθετικότητα και διωκτική μανία. Τις περισσότερες πληροφορίες για το
θέμα, μας δίνει ο J-P. Liegois. Ποινές όπως η εξορία, η φυλάκιση, το κόψιμο των μαλλιών (κουρά), το
μαστίγωμα, η κοπή αφτιών, ακόμα και η θανατική καταδίκη, ήταν συνηθισμένες ποινές για τους τσιγγάνους,
που αρνούνταν να εγκαταλείψουν τις συνήθειες και τον πολιτισμό τους. Δύο ακόμα ποινές, ήταν η μεταφορά
τους στις γαλέρες, όπου εκτελούσαν χρέη κωπηλατών και η μεταφορά τους σε αποικίες (Αμερική-Αφρική),
όπου εκχέρσωναν ή αποξήραιναν περιοχές προς εκμετάλλευση. Οι Αρχές σε ορισμένες χώρες, όπως η
Γαλλία και η Ισπανία, προέτρεπαν τους πολίτες να συμμετέχουν στη δίωξη των τσιγγάνων με τη χρήση
όπλων, ενώ έφταναν στο σημείο ακόμα και να μην τιμωρούν δολοφόνους τσιγγάνων!

Βέβαια, η μεγάλη γενοκτονία των τσιγγάνων έγινε από τους ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπάρχουν
διαφορετικές εκτιμήσεις όμως για το πόσοι Ρομά βρήκαν τον θάνατο. Οι αριθμοί ποικίλουν από 250.000 έως
600.000.

Η επικρατέστερη εκδοχή, είναι ότι περίπου 500.000 τσιγγάνοι βρήκαν τραγικό θάνατο από τους ναζί. Μόνο
στην Κροατία, τα θύματα έφτασαν τις 28.000!
Αθίγγανοι και Ρομά

Τα τελευταία χρόνια, έχει επικρατήσει ως επίσημος όρος για τους τσιγγάνους, η λέξη Ρομά ή Ρομ. Η λέξη
υπάρχει στα αγγλικά ως Rom, από το 1841 και προέρχεται, σε ετυμολογικό… βάθος, από τη σανσκριτική λέξη
«dombah», άνδρας ταπεινής κάστας, που ζει, βιοπορίζεται, παίζοντας μουσική. Η λ. Romani, υπάρχει από το
1800, ενώ πολύ παλαιότερη, από το 1537, είναι η λ. gypsy (γύφτος).

Στη χώρα μας, ακόμα και σε επίσημα έγγραφα, χρησιμοποιείται εκτός από τη λ. Ρομά και η λ. Αθίγγανοι.

Τι σημαίνει όμως αθίγγανος; Άθικτος, ανέγγιχτος, ανέπαφος, είναι οι ερμηνείες της λέξης. Όμως είναι ιστορική
ανακρίβεια η λέξη «Αθίγγανοι», να αναφέρεται στους Ρομά.

Μία από τις αιρέσεις που ταλάνισαν τον Χριστιανισμό κατά τους πρώτους αιώνες της ύπαρξής του, ήταν οι
Θεοδοτιανοί, Ιδρυτής της αίρεσης, ήταν ο Θεόδοτος ο Σκυτεύς (τέλη 2ου αιώνα). Τη διδασκαλία του,
επέκτειναν ο Θεόδοτος ο Τραπεζίτης και ο Αρτέμων ή Αρτεμάς. Μάλιστα, ο Θεόδοτος ο Τραπεζίτης,
αναγνώριζε τον Χριστό ως δύναμη, ανώτερη δύναμη της οποίας θεωρούσε τον Μελχισεδέκ.

Ισχυριζόταν δε, ότι ο Χριστός ήταν πλασμένος κατ’ εικόνα του Μελχισεδέκ. Έτσι, οι Θεοδοτιανοί, ονομάστηκαν
και Μελχισεδεκίτες ή Μελχισεδεκιανοί. Ο πρεσβύτερος της Μεγάλης Εκκλησίας Τιμόθεος, στο έργο του «Περί
των προσερχομένων τη Αγία Εκκλησία» (τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα), κάνει για πρώτη φορά αναφορά
στη λ. «Αθίγγανοι».
«Μελχισεδεκίται ή (Μελχισεδεκιανοί) εισίν, οι νυν προσαγορευόμενοι Αθίγγανοι».

Πώς όμως ο όρος Αθίγγανοι, χρησιμοποιήθηκε για τους τσιγγάνος, καθώς αυτοί έφτασαν στο Βυζάντιο
τουλάχιστον 300 χρόνια μετά την πρώτη μνεία της λέξης αθίγγανοι;Αυτό οφείλεται στο ότι και οι μεν και οι δε
ασχολούνταν με μαντείες και μαγείες και έτσι στη συνείδηση όσων έζησαν τον 10ο ή τον 11ο αιώνα, αλλά και
των μεταγενέστερων ταυτίστηκαν, καθώς δεν εύρισκαν σαφείς και ευδιάκριτες διαφορές μεταξύ τους.
Επομένως, οι… πραγματικοί Αθίγγανοι, οι οποίοι συνήθιζαν να λένε στους υπόλοιπους:

«Μη μου άπτου, καθαρός γαρ ειμί» (Μεθόδιος, «Περί Αθιγγάνων»), δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τους
γνωστούς μας σήμερα Αθίγγανους, οι οποίοι «πήραν» ένα όνομα, τελείως άσχετο με αυτούς.
Το DNA των Ρομά της Ελλάδας

Στη χώρα μας ζουν σήμερα περίπου 120.000-150.000 Ρομά. Κάποιοι ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 200.000.

Όπως γράφει ο καθηγητής Κων/νος Τριανταφυλλίδης στο βιβλίο του «Η ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΩΝ», «η κατανομή των γονιδιακών συχνοτήτων στους Έλληνες Αθίγγανους δείχνει παρόμοια
κατανομή με την αντίστοιχη κατανομή των σημερινών κατοίκων της επαρχίας Παντζάμπ της Ινδίας» και στη
συνέχεια: «Επιπλέον οι παραλλαγές DNA του πληθυσμού των ROMA, έδειξαν μεγαλύτερη συγγένεια (85,2%)
με τους Ινδούς, παρά με τους υπόλοιπους Έλληνες».

Ωστόσο, υπάρχει μία γονιδιακή ροή από μη- Ρομά σε πληθυσμιακές ομάδες Ρομά, σε ποσοστό 30%, ενώ η
αντίθετη γονιδιακή ροή, από Ρομά σε μη-Ρομά, είναι μικρότερη: 4,6% από την πλευρά του πατέρα
(πατροπλευρική) και 6,2%, από την πλευρά της μητέρας (μητροπλευρική).
«Επιπλέον, όλοι οι Ευρωπαϊκοί υποπληθυσμοί Roma, παρουσιάζουν χαμηλότερη γενετική ποικιλομορφία και
σημαντικά μεγαλύτερη γενετική ετερογένεια σε σχέση με τους μη-Ρομά τοπικούς ευρωπαϊκούς πληθυσμούς,
λόγω γάμων ανάμεσα σε συγγενικά άτομα, του νομαδικού τρόπου ζωής και της κοινωνικής απομόνωσης από
τους γειτονικούς τοπικούς πληθυσμούς», καταλήγει ο κύριος Τριανταφυλλίδης.

Ο κύριος Νικόλαος Αναστασόπουλος, είναι Επίκουρος Καθηγητής «Νεώτερης και Σύγχρονης Ελληνικής
Ιστορίας, 19ος-20ος αιώνας» στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Τον ευχαριστούμε θερμά για την αποστολή του
βιβλίου για τους Τσιγγάνους, του αείμνηστου Κων/νου Κόμη.

Ο Κωνσταντίνος Κόμης (1953-2020), ήταν Καθηγητής «Ιστορικής Δημογραφίας του Ελληνικού Χώρου», στο
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Χαλκέντερος, ερευνητής αρχείων σε όλη σχεδόν την Ελλάδα και πολυγραφότατος.
Αφιερώνουμε το άρθρο αυτό στη μνήμη του.

ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ‘’’ ΡΟΜΑ ‘’’ ΕΡΕΥΝΑ

Τώρα που η μικρή Μαρία αποδείχτηκε τσιγγανάκι, και μάλιστα από τη Βουλγαρία, τα κανάλια έπαψαν
να ολοφύρονται για το «ξανθό αγγελούδι», που δεν έχει καμιά σχέση, τάχα, με τα τσιγγανάκια. Βέβαια,
το ίδιο το παιδί έχει άλλα ντράβαλα τώρα, πολύ σοβαρότερα, καθώς, όπως όλα δείχνουν, οδεύει προς
κάποιο ίδρυμα, έχοντας χάσει την οικογένειά του τη θετή, χωρίς να βρει τη βιολογική –μπορεί να το
ανέλαβε το Χαμόγελο του Παιδιού, αλλά το παιδί έχασε το χαμόγελό του.

Το ξανθό αγγελούδι βγήκε γυφτάκι, έγραψε σαρκαστικά κάποιος, χρησιμοποιώντας επίτηδες τη μειωτική
ονομασία γύφτος που είναι καθιερωμένη για τους Ρομά, και που δεν θα μας απασχολήσει στο σημερινό
άρθρο, επειδή σήμερα λογαριάζω να περιοριστώ στην ιστορία της λέξης «τσιγγάνος», που κι αυτή
βέβαια έχει πάμπολλες αρνητικές συμπαραδηλώσεις, έχει όμως και θετικές, και πιστεύω ότι μπορεί να
χρησιμέψει εναλλακτικά σαν ελληνικό συνώνυμο του άβολου Ρομά, που καλό είναι στον πληθυντικό,
αλλά δεν έχει ούτε θηλυκό ούτε ουδέτερο, τουλάχιστον στα ελληνικά.
Βέβαια στη Ρομανί, τη γλώσσα των Ρομά, ο ενικός αριθμός είναι Ρομ στο αρσενικό και Ρομνί στο
θηλυκό γένος, ενώ Ρομά είναι ο πληθυντικός (και, αν δεν κάνω λάθος, Ρομνιά ο πληθυντικός στο
θηλυκό). Όμως είναι αμφίβολο αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στα ελληνικά τους κανόνες κλίσης
μιας άλλης γλώσσας, αν και όχι αδιανόητο, εφόσον έχουμε να κάνουμε με μια μειονότητα που ζει στη
χώρα μας εδώ και τόσους αιώνες. Η χρήση πάντως των όρων ρομ/ρομνί/ρομά βοηθάει προσωρινά, αν
και τελικά προβλέπω να καθιερωθεί το «ο/η/οι ρομά». Δεν βοηθάει βέβαια η λατινογραφή (roma), ούτε ο
παρατονισμός «Ρόμα», που κύριος οίδε πού τον ψάρεψε το λεξικό Μπαμπινιώτη και τον κατέγραψε και
τον χρησιμοποιεί ακόμα και στην τελευταία έκδοσή του. Σε μιαν άλλη εποχή, θα είχε ίσως καθιερωθεί ή
έστω επιχειρηθεί κάποιος εξελληνισμός (Ρομαΐτες, ας πούμε).

Το άρθρο θα λεξιλογήσει, και θα σταθεί ειδικά στην ετυμολογία των τσιγγάνων -και των Ρομ. Σε ένα
παλιό κείμενό του (εδώ βρίσκετε ένα καίριο απόσπασμα) ο καθηγητής Γεωργακάς είχε προτείνει
ελληνική αρχή για τη λέξη Ρομ, από το Ρωμαίος/Ρωμιός, κάτι όχι παράλογο αφού οι Τσιγγάνοι πρώτα
στο Βυζάντιο ήρθαν. Ωστόσο, οι περισσότεροι δέχονται ότι η λέξη Ρομ έχει ινδική/σανσκριτική
ετυμολογία (παράδειγμα, αν και υπάρχουν κι άλλες εκδοχές).
Όπως διαβάζω στην εργασία “Οι Ρομά στην Ελλάδα: Ιστορία και σημερινή πραγματικότητα“, της
Ελληνικής Ομάδας για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων, Η πρώτη ουσιαστική αναφορά στους Ρομά γίνε-
ται στα 1068, σε ένα γεωργιανό εκκλησιαστικό κείμενο, τον Βίο του Αγίου Γεωργίου του Αθωνίτη. Σε αυτό
το κείμενο, που είναι γραμμένο στη γεωργιανή γλώσσα αλλά έχει μεταφραστεί στα λατινικά, αναφέρεται
πως στα 1050, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Μονομάχος ο Θ’ κάλεσε τους «Ατζίγγανους’, ένα λαό ‘…
Σαμαρειτών, απογόνων του Σίμωνος του Μάγου και γνωστών για τις μαγικές τους ικανότητες», προκειμέ-
νου να αντιμετωπίσει τα άγρια θηρία τα οποία κατέτρωγαν τα θηράματα στο αυτοκρατορικό δάσος του
Φιλοπατίου.

Γιώργος Στάμκος

«Απάντηση στα fake news, η έγκυρη ενημέρωση»

Συνδρομή >

Δωρεά >

ΣΤΗΡΙΞΕ ΤΟ
TVXS
Αναφορές στην ελληνόγλωσση γραμματεία υπάρχουν πολλές αλλά μεταγενέστερες, ας πούμε στην
Παιδιόφραστο διήγηση των τετραπόδων ζώων (“αλλ’ είσαι ψεματάρισσα, κλέπτρια και τσιγγάνα”) ή στον
Πουλολόγο (“Ατσίγγανε, μαυρότεχνε”). Η ενωρίτερη αναφορά από δυτικό συγγραφέα είναι το 1323, όταν
ο Ιρλανδός μοναχός Symon Semeonis που ταξίδευε από την Υβερνία στους Αγίους Τόπους συνάντησε
έξω από την Κάντια, το Ηράκλειο Κρήτης δηλαδή, έναν νομαδικό λαό, απογόνους του Κάιν όπως τους
ονόμασε, που μάλλον ήταν τσιγγάνοι. Λίγο αργότερα, το 1360, στην επίσης ενετική Κέρκυρα ιδρύθηκε
ένα φέουδο, το Feudum Acinganorum, οι κολίγοι του οποίου ήταν ατσίγγανοι. Ο σατιρικός Μάζαρης που
γράφει το 1416 χαρακτηρίζει την Πελοπόννησο πανσπερμία λαών, από τους οποίους ξεχωρίζει τα εξής
επτά έθνη: Λακεδαίμονες, Ἰταλοί, Πελοποννήσιοι, Σθλαβῖνοι, Ἰλλυριοί, Αἰγύπτιοι καὶ Ἰουδαῖοι(οὐκ ὀλίγοι
δὲ μέσον τούτων καὶ ὑποβολιμαῖοι), ὁμοῦ τὰ τοιαῦτα ἐπαριθμούμενα ἑπτά. Λακεδαιμόνιοι μπορεί να
είναι και οι Τσάκωνες, Σλαβίθνοι είναι οι Σλάβοι, Ιλλυριοί οι Αρβανίτες, ενώ Αιγύπτιοι είναι προφανώς οι
τσιγγάνοι.
Από τα ελληνικά της εποχής, η λέξη περνάει στα ρώσικα και τις βαλκανικές γλώσσες, και από εκεί στα
γερμανικά (Zigeuner), ενώ επίσης από τα ελληνικά περνάει στα ιταλικά (zingaro). Οι Γάλλοι έχουν το
gitane, που προέρχεται από το Egiptano/Αιγύπτιος και θα το δούμε σε άλλο άρθρο. Από εκεί και το
αγγλικό gypsy. Πάντως και στα γαλλικά χρησιμοποιείται το tzigane, το οποίο μάλιστα, σύμφωνα με το
atilf, το πήραν από τα ρώσικα μάλλον παρά από τα γερμανικά.

Ταυτόχρονα, ξέρουμε ότι στα ελληνικά τους τσιγγάνους στην καθαρεύουσα τους λέμε ή τους λέγαμε και
Αθίγγανους, ταύτιση σφαλερή και παραπλανητική. Αθίγγανοι ονομάζονταν, από τον 8ο-9ο αιώνα, οι
οπαδοί μιας αίρεσης που ήταν διαδεδομένη στη Μικρασία, οι Μελχισεδεκίτες, που ονομάστηκαν έτσι
επειδή, αν και δέχονταν τον Ιησού, θεωρούσαν ανώτερό του τον Μελχισεδέκ (πρόσωπο της Παλαιάς
Διαθήκης). Στην αίρεση αυτή προσχώρησαν και βυζαντινοί αυτοκράτορες. Ύστερα από τους
συνηθισμένους διωγμούς, ο αριθμός τους έπαψε να αποτελεί απειλή.  Σύμφωνα με το Μέγα
Ετυμολογικόν, Αθίγγανος είναι «ο μη θέλων τινί προσεγγίσαι, από του θίγω. Οι γαρ την αίρεσιν ταύτην
έχοντες ουδέν παρ’ άλλου λαμβάνουσιν». Επομένως, η μεταγενέστερη ερμηνεία ότι «αθίγγανος είναι
αυτός που δεν τον αγγίζουν» δεν συμφωνεί με τις πηγές. Επομένως, οι “αιρετικοί” Αθίγγανοι
εμφανίστηκαν στο Βυζάντιο αρκετούς αιώνες νωρίτερα από τους νομάδες Ατσίγγανους.

Στην πορεία, οι νομάδες, που είχαν κάποια εξωτερικά κοινά στοιχεία με τους πολύ προγενέστερους
αιρετικούς, όπως την ενασχόληση με τη μαντεία κτλ., ονομάστηκαν κι αυτοί Αθίγγανοι -τότε, Αθίγγανος
σήμαινε απλώς αιρετικός, είχε ατονήσει η αναφορά στη μελχισεδεκιτική αίρεση, που δεν επιβίωνε
άλλωστε πλέον. Ένα μεγάλο ερώτημα είναι αν ο τύπος ατσίγγανος είναι μετεξέλιξη του αθίγγανος ή αν
ανάγεται σε κάποια ξένη λέξη που ενδεχομένως προσαρμόστηκε υπό την επιρροή του «αθίγγανος».
Ο Μπαμπινιώτης λέει ότι το ατσίγγανος προέρχεται από το «αθίγγανος» χωρίς να το τεκμηριώνει. Στο
μεσαιωνικό του Κριαρά, δίνεται η ίδια παραγωγή, ατσίγγανος από αθίγγανος, με παραπομπή σε άρθρο
του Δ. Πομόνη στη Νέα Εστία (τόμος 58, σελ. 991). Με όλο τον σεβασμό στον Εμμανουήλ Κριαρά,
φοβάμαι πως υπάρχει παρανάγνωση. Ο Πομόνης στο άρθρο του (σημείωμα είναι στην πραγματικότητα,
3-4 μικρές παράγραφες, μπορείτε να το δείτε εδώ αν πάτε στη σελ. 991 με δικές σας δυνάμεις) δεν
διαφωνεί με τον Κοραή, η τελευταία πρότασή του είναι ειρωνική, αντίθετα επιτίθεται στους “λογιώτατους”
της εποχής του (1955) που αντικαθιστούσαν το “τσιγγάνος” με το “αθίγγανος”. (Το αστείο είναι ότι και το
αρθράκι του Πομόνη έχει ένα καίριο τυπογραφικό λάθος: ο Κοραής έγραφε ότι “κακώς ενομίσθη ότι [οι
Τσιγγάνοι] είναι οι από τους Γραικορρωμαίους [Βυζαντινούς] ονομασθέντες Αθίγγανοι” και ότι “το
όνομαΤσίγγανος ή το έφεραν από την Ινδίαν ή το έλαβαν εις τον δρόμον από κανέν’ άλλον έθνος”.
Έχουμε επομένως δύο απόψεις, Ας κρατήσουμε ότι δεν είναι βέβαιο πως η λ. τσιγγάνος είναι μετεξέλιξη
του Αθίγγανος. Προσωπικά μάλιστα βρίσκω πιο εύλογη την εξήγηση του Κοραή.
Στα τούρκικα, ο Τσιγγάνος λέγεται çingene, που είναι δάνειο από το ελληνικό τσιγγάνος. (Ο αρχικός
τύπος, στα παλιότερα οθωμανικά ήταν çigâne). Το εθνικό όνομα πήρε σύντομα και υποτιμητικές
αποχρώσεις· κάποια στιγμή, το çingene απέκτησε και μια δεύτερη σημασία, φιλάργυρος. Το ερώτημα
είναι αν η διπλή σημασία υπήρχε ήδη στα ελληνικά της βυζαντινής εποχής και πέρασε στα τουρκικά ή
αν αναπτύχθηκε στα τουρκικά. Πιθανότερο είναι το δεύτερο, ιδίως υπό την επίδραση του
παλαιοτουρκικού çιgan, που σήμαινε “φτωχός”. Βλέπετε, για τον χορτάτο άρχοντα, ο φτωχός είναι
φιλάργυρος. Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι η λέξη çingene, με τη δεύτερη αυτή σημασία, του φιλάργυρου,
επανακάμπτει στα ελληνικά ως τσιγκούνης, δηλαδή η λέξη “τσιγκούνης” είναι στα ελληνικά αντιδάνειο,
αλλά φυσικά χωρίς οι περισσότεροι Έλληνες ομιλητές να υποψιάζονται την ετυμολογική συγγένειά της
με τους τσιγγάνους.

Πάντως, τη συσχέτιση των τσιγγάνων με τη φιλαργυρία ή με τη μικροπρεπή συμπεριφορά την έχουμε κι


εμείς, όταν λέμε “γύφτο” εκείνον π.χ. που ενώ έχει οικονομική άνεση αποφεύγει να κεράσει και επιδιώκει
πάντοτε να τον κερνάνε. Στο σημερινό άρθρο δεν θέλω να αναφερθώ στη λέξη “γύφτος” γιατί έχω πολλά
να πω και θα μου βγει τριπλοσέντονο, αλλά πάντως ξαναβλέπουμε ότι οι χορτάτοι εύκολα
χαρακτηρίζουν φιλάργυρο τον φτωχό που μετράει και τη δεκάρα. Καμιά φορά μάλιστα, και οι χορτάτοι με
δανεικά.

Κατά σύμπτωση, από τα τούρκικα έχουμε δανειστεί και άλλο ένα εθνωνύμιο που επίσης σημαίνει
“φιλάργυρος”, το τσιφούτης, από το τουρκικό çιfιt που σημαίνει φιλάργυρος αλλά ανάγεται σε παλιότερη
λέξη που σήμαινε ‘Εβραίος’. Στα σύγχρονα ελληνικά λεξικά (ΛΚΝ, Μπαμπινιώτης) το “τσιφούτης”
δίνεται με αποκλειστική σημασία “φιλάργυρος, συμφεροντολόγος”, αλλά αν ανατρέξουμε στα σώματα
κειμένων βλέπουμε ότι συχνά χρησιμοποιόταν, ειρωνικά ή περιφρονητικά, με τη σημασία “Εβραίος”.
που τη βρίσκουμε σε παλιότερα ελληνικά λεξικά (Δημητράκος, Πάπυρος). Προσωπικά τη λέξη την
αποφεύγω. (Παρεμπιπτόντως, το λήμμα “τσιφούτης” του slang.gr είναι γεμάτο λάθη στα σχόλια, μην
δώσετε βάση).
Τους τσιγγάνους τους λέμε ή τους λέγαμε και κατσίβελους, λέξη που χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα
μειωτικά. Η ετυμολογία της έχει ενδιαφέρον, αφού προέρχεται, μέσω των αρωμουνικών, από το λατινικό
captivus, αιχμάλωτος, και ειδικότερα από κάποιο υποκοριστικό (*captivellus). Ο αιχμάλωτος λογικό ήταν
να πάρει μεταφορικά τη σημασία “άθλιος, δυστυχής” που πέρασε μετά στους τσιγγάνους. Κατσίβελο
λέμε επίσης κάποιον απεριποίητο, βρόμικο. “Από έξω μπέλα μπέλα, κι από μέσα κατσιβέλα” λέει μια
παροιμία. Στην ελληνική φρασεολογία πάντως είναι πολύ λίγες οι εκφράσεις με τσιγγάνους ή με
κατσίβελους, ενώ για τους γύφτους υπάρχουν πάρα πολλές -αλλά αυτό είναι ένα θέμα που θα το δούμε
μεθαύριο.

Πηγή: sarantakos.wordpress.com

You might also like