You are on page 1of 38

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΜΣ “ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ,ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ


ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ”

Τίτλος:

“ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΜΑΔΕΣ ΑΥΤΟΒΟΗΘΕΙΑΣ”

Κουκουσούλη Ειρήνη

Ψυχολόγος

ΑΜ:1104081

Μάθημα:Σχεδιασμός και συγγραφή επιστημονικής εργασίας/Μέθοδοι έρευνας


στην κλινική πράξη

Υπεύθυνος καθηγητής:Βασιλόπουλος Στέφανος

Πάτρα,2022
Πίνακας περιεχομένων
Εισαγωγή .................................................................................................. 3
Κύριο μέρος ............................................................................................... 5
Κεφάλαιο πρώτο ........................................................................................ 5
1. Ανάλυση άρθρων ................................................................................... 5
1.1 Στόχοι άρθρων ................................................................................................................. 5
1.2 Πληθυσμός/Δείγμα ......................................................................................................... 6
1.3 Εργαλεία/Μεθοδολογία .................................................................................................. 8
1.4 Ευρήματα/Ερωτήματα .................................................................................................. 11
Κεφάλαιο δεύτερο ................................................................................... 15
2. Κριτική ανάλυση άρθρων-Συμπεράσματα .......................................... 15
Κεφάλαιο τρίτο ........................................................................................ 18
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ.................................................................................... 18
3.1 Σκοπός-ερευνητικά ερωτήματα .................................................................................... 18
3.2 Ερευνητική διαδικασία ................................................................................................. 18
3.3 Πληθυσμός-Δείγμα........................................................................................................ 20
3.4 Ερωτηματολόγια-Μετρήσεις......................................................................................... 22
3.5 Στατιστική Ανάλυση .......................................................................................................... 24
3.6 Αξιοπιστία και εγκυρότητα ............................................................................................... 25
Κεφάλαιο τέταρτο ................................................................................... 26
Αποτελέσματα ......................................................................................... 26
ΣΥΖΗΤΗΣΗ .......................................................................................... 32
Πηγές-Βιβλιογραφία .............................................................................. 34
Ξενόγλωσση ............................................................................................ 34

2
Εισαγωγή

Η παρούσα εργασία εκπονείται στα πλαίσια διερεύνησης του πεδίου


“Εξαρτήσεις και ομάδες αυτοβοήθειας”.

Η εργασία αποτελεί μια σύνθεση εμπειρικών άρθρων και παρουσιάζεται σε


δύο κεφάλαια. Στο κύριο μέρος, πραγματοποιείται η ανάλυση των τεσσάρων
εμπειρικών άρθρων και μελετώνται τα επιμέρους ζητήματα που τις απαρτίζουν: α)
στην πρώτη υπο-ενότητα, διατυπώνονται οι στόχοι των άρθρων, β) στην δεύτερη υπο-
ενότητα, ο πληθυσμός/δείγμα που χρησιμοποιήθηκε, γ) στην τρίτη υπο-ενότητα
παρουσιάζονται τα εργαλεία/μεθοδολογία που αξιοποιήθηκαν, δ) στην τέταρτη υπο-
ενότητα αναφέρονται τα ευρήματα που αναδείχτηκαν και στ) στην πέμπτη, και
τελευταία, υπο-ενότητα διατυπώνονται τα αποτελέσματα των ερευνών. Στο δεύτερο
κεφάλαιο, επιχειρείται μια κριτική ανάλυση των άρθρων και διατυπώνονται
υποθέσεις.

Στην συνέχεια, παρουσιάζεται η μεθοδολογία της προτεινόμενης έρευνας.


Αυτό πραγματοποιείται μέσω των ερευνητικών ερωτημάτων που διατυπώνονται, την
ερευνητική της διαδικασία, τον πληθυσμό/δείγμα που χρησιμοποιείται, τα
ερωτηματολόγια που διανέμονται και οι μετρήσεις που πραγματοποιούνται. Τέλος,
αναφέρεται η στατιστική διαδικασία και οι παράγοντες που καθιστούν την έρευνα
αξιόπιστη και έγκυρη.

Στην σημερινή εποχή, ως εξάρτηση ορίζεται η κατάσταση όπου το άτομο από


μόνο του δεν μπορεί να αποφασίσει για την πρόσληψη μιας ουσίας. Η εξάρτηση,
λοιπόν, είναι ένα ψυχολογικό φαινόμενο όπου υπάρχει περιορισμός και επικέντρωση
σε μια κατάσταση, σε ένα πρόσωπο ή σε κάποιο αντικείμενο. Ο βαθμός και η ένταση
της εξάρτησης διαφοροποιείται από ελάχιστη ασχολία έως καταναγκαστική
προσκόλληση.

Ο Matzat (2001) θεωρεί ότι οι ομάδες αυτοβοήθειας αποτελούνται από


ανθρώπους εθελοντές και οι δραστηριότητές τους έχουν στόχο την συνεργατική
αντιμετώπιση ψυχικών ή κοινωνικών προβλημάτων και διαφόρων ασθενειών. Σκοπός

3
είναι, να υπάρξει προσωπική αλλαγή, η οποία θα επηρεάσει το κοινωνικό τους
περιβάλλον. Πραγματοποιούν, λοιπόν, συναντήσεις κάθε εβδομάδα και δίνουν
πρωταρχική σημασία στην μοναδικότητα, στην μεταξύ τους στήριξη, στα ίσα
δικαιώματα και στον κοινό κώδικα επικοινωνίας. Επίσης, οι ομάδες αυτοβοήθειας
αντιδρούν στον κοινωνικό και ψυχολογικό αποκλεισμό.

Αναμφίβολα, οι ομάδες αυτοβοήθειας, ή 12-βήματα όπως χαρακτηριστικά


ονομάζονται, έχουν δημιουργηθεί για την απόκτηση ενός νέου τρόπου ζωής. Αρχικά,
πρέπει να υπάρξει αποδοχή του προβλήματος, εύρεση βοήθειας, εκτενέστερη εξέταση
του εαυτού και παραδοχή της ζημιάς που προκάλεσε το άτομο σε άλλους ανθρώπους.
Η ουσία αυτών των προγραμμάτων είναι να αφυπνιστεί πνευματικά το άτομο, να
ενθαρρυνθεί και να δημιουργήσει μια βέλτιστη κατάσταση του εαυτού του. Για αυτό,
είναι απαραίτητες οι συναντήσεις σε ομάδες, όπου τα άτομα λαμβάνουν την
ενθάρρυνση της αποχής από όλες τις ουσίες και το αλκοόλ. Στις ομαδικές
συναντήσεις, τα άτομα έχουν την δυνατότητα να μιλούν για τις επιτυχίες τους, για τις
προκλήσεις που δέχονται καθημερινά και για το πώς αντιμετωπίζουν την ζωή τους
χωρίς ουσίες μέσω των κανόνων των 12-βημάτων.

4
Κύριο μέρος

Κεφάλαιο πρώτο

1. Ανάλυση άρθρων

1.1 Στόχοι άρθρων

Αρχικά, το πρώτο εμπειρικό άρθρο που μελετάμε είναι των Vederhus και
Kristensen (2006). Το δεύτερο άρθρο προς μελέτη είναι των Timko και DeBenedetti
(2007). Σύμφωνα με τους Vederhus και Kristensen (2006), ο βασικός στόχος του
εμπειρικού αυτού άρθρου ήταν η παρακολούθηση μιας συγκεκριμένης ομάδας
ασθενών, οι οποίοι υπάγονταν σε ομάδες αυτοβοήθειας κατόπιν ολοκλήρωσης του
πρώτου σταδίου της θεραπείας, όπως επίσης, και η εξέταση λήψης φαρμακευτικής
αγωγής. Το να επιτευχθεί διαρκής αποχή από τις εξαρτήσεις είναι ο κύριος σκοπός
της θεραπείας των 12 βημάτων (12 step self-groups). Ένας ακόμη σκοπός, είναι η
δέσμευση του ασθενούς για ένταξη στην ομάδα των Ανώνυμων Αλκοολικών (ΑΑ)
και στην ομάδα Απεξάρτησης Ουσιών (ΝΑ). Ένα ακόμη άρθρο, χρονικά κοντά με το
πρώτο (Vederhus & Kristensen, 2006), ήταν η μελέτη που διενεργήθηκε από τους
Bodin και Romelsjo (2006). Στόχος της μελέτης (Bodin & Romelsjo, 2006), ήταν ο
εντοπισμός παραγόντων πρόβλεψης των ατόμων που απείχαν από το αλκοόλ για
δώδεκα μήνες, καθώς και η λειτουργικότητά τους στην καθημερινή ζωή, έπειτα από
παρακολούθηση θεραπείας στο Σουηδικό Νοσοκομείο Μοντέλου Μινεσότα. Ένας
δεύτερος στόχος, ήταν η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων και η έκβαση αυτών πριν
από την θεραπεία, κατά την διάρκεια της θεραπείας και μετά το πέρας αυτής. Σε άλλη
έρευνα οι Timko και DeBenedetti (2007), είχαν ως στόχο την τυπική και εντατική
παραπομπή ασθενών σε ομάδες αυτοβοήθειας και την αξιολόγηση των
αποτελεσμάτων αυτών. Συνεπώς, κύριος σκοπός ήταν να αναδειχτεί αν υπήρχε θετική
αποτελεσματικότητα της τυπικής ή εντατικής παραπομπής σε ομάδες. Σε ένα τρίτο
άρθρο, σύμφωνα με τους Brown κ. συν. (2001), ο κύριος στόχος της μελέτης ήταν η

5
σύγκριση των ατόμων που κάνουν χρήση ουσιών και αλκοόλ όσον αφορά την
συχνότητα εμφάνισής τους στις συναντήσεις. Μια μερίδα συμμετεχόντων
παρακολουθούσαν τις συναντήσεις των 12-βημάτων μια φορά την εβδομάδα και μια
μερίδα συμμετεχόντων τρεις φορές την εβδομάδα.

Στην συγκεκριμένη υπο-ενότητα, μελετήθηκαν οι στόχοι των τεσσάρων


εμπειρικών ερευνών ( Vederhus & Kristensen, 2006; Bodin & Romelsjo, 2006;
Timko & DeBenedetti, 2007; Brown et al., 2001) και στην επομένη, θα παρουσιαστεί
ο πληθυσμός που χρησιμοποιήθηκε στις μελέτες αυτές.

1.2 Πληθυσμός/Δείγμα

Για να επιτευχθούν οι προαναφερθέντες στόχοι του πρώτου άρθρου (Vederhus


& Kristensen, 2006) χρησιμοποιήθηκε δείγμα εκατόν δεκατεσσάρων ασθενών
(N=114), εκ των οποίων οι 59 είχαν εξάρτηση από το αλκοόλ και οι 55 είχαν
εξάρτηση από διάφορες ουσίες. Αντιθέτως, στο δεύτερο άρθρο (Timko &
DeBenedetti, 2007) χρησιμοποιήθηκε πολύ μεγαλύτερο δείγμα (Ν=345) ασθενών, με
το 96% να προέρχεται από θεραπεία με SUD. Έγινε τυχαία η κατανομή τους σε
ομάδες τυπικής και εντατικής παραπομπής. Στην τυπική ομάδα κατατάχτηκαν 164
ασθενείς τυχαία και στην εντατική ομάδα κατατάχτηκαν 181 ασθενείς.

Στην μελέτη των Brown κ. συν. (2001), το δείγμα αποτέλεσαν 154 χρήστες
ναρκωτικών, οι οποίοι υπάγονταν σε προγράμματα εξωτερικών ασθενών στην
Βαλτιμόρη και τους παρέπεμπε εκεί η ποινική δικαιοσύνη. Στο πρόγραμμα
συμμετείχαν δόκιμοι και αποφυλακισμένοι. Σύμφωνα με το διάγραμμα ροής των
Vederhus και Kristensen (2006), για την παρακολούθηση των ανθρώπων στις ομάδες
αυτοβοήθειας, από το σύνολο των 114 συμμετεχόντων,οι 6 κατέληξαν. Ενώ, στην
δεύτερη μελέτη (Timko & DeBenedetti, 2007) κατέληξαν οι 18. Από τους 108 που
κλήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτηματολόγια δεν απάντησαν οι 43 και οι 65
συμμετέχοντες έδωσαν γραπτές απαντήσεις, εκ των οποίων οι 10 απαντήσεις ήταν
τηλεφωνικές. Συνεπώς, οι 75 αποτέλεσαν το τελικό νούμερο της μελέτης. Η
απεξάρτηση από τις ουσίες πραγματοποιήθηκε σε ένα δημόσιο ίδρυμα, Νοσοκομείο

6
Sørlandet στο Kristiansand. Οι ασθενείς που συμμετείχαν στο πρόγραμμα
ακολούθησαν την θεραπεία των 12 βημάτων.

Παρομοίως, στην δεύτερη έρευνα (Timko & DeBenedetti, 2007) το 96,8% του
δείγματος είχε παρακολουθήσει θεραπεία 12 βημάτων,όπου οι ασθενείς προέρχονταν
από: αλκοόλ (45,9%), ηρωίνη (7,2%), κοκαΐνη (36%), κάνναβη (21,9%), αμφεταμίνες
(8,1%), οπιούχα (7,2%), μεθαδόνη (7,5%) και ηρεμιστικά (4,5%). Τέλος, το 41,6%
των ατόμων έκαναν χρήση περισσοτέρων από μια ουσίες. Από τους συμμετέχοντες
της πρώτης μελέτης (Vederhus & Kristensen, 2006), μόνο το 79% συνέχισε στην
πορεία της θεραπείας, σε αντίθεση με το υπόλοιπο 21% των ασθενών που σταμάτησε
την θεραπεία νωρίτερα για ποικίλους λόγους(drop-out). Η πληθυσμιακή ομάδα των
συμμετεχόντων ήταν 25 ετών και άνω και είχαν διάγνωση εξάρτησης από τα
ναρκωτικά και το αλκοόλ. Σύμφωνα, με τον ψυχίατρο που διέγνωσε τους
συμμετέχοντες με κλινική και ψυχιατρική εξέταση και βασίστηκε στην SCID
συνέντευξη, κατέληξε ότι 41 άντρες και 18 γυναίκες διαγνώστηκαν ως εξαρτημένοι
από το αλκοόλ, ενώ 40 άντρες και 15 γυναίκες διαγνώστηκαν ως εξαρτημένοι από
πολλαπλές ουσίες ναρκωτικών. Ο μέσος όρος ηλικίας ήταν τα 33 έτη ατόμων με
εξάρτηση από ουσίες και τα 44 έτη ατόμων με εξάρτηση από το αλκοόλ.

Στην τρίτη μελέτη (Brown et al., 2001), το δείγμα που συμμετείχε ήταν το
78% άνδρες και η μέση ηλικία τους ήταν 33,7 έτη. Από αυτούς, το 74% είχαν κάνει
χρήση ηρωίνης, το 54% συνδυαστικά ηρωίνη και κοκαΐνης, το 64% κοκαΐνη, το 43%
κρακ, το 28% χρήση οπιούχων και το 3% αυτών είχε κάνει απεξάρτηση από το
αλκοόλ. Συνολικά, το ποσοστό ατόμων που είχαν παρακολουθήσει το πρόγραμμα ΝΑ
ήταν 75% και το ποσοστό που είχαν παρακολουθήσει το πρόγραμμα ΑΑ ανέρχονταν
σε 25%. Βασική παράμετρος του δείγματος ήταν ότι το 80% είχαν συμμετάσχει μία ή
περισσότερες φορές σε θεραπεία 12-βημάτων.

Το δείγμα της τέταρτης έρευνας των Bodin και Romelsjo (2006) που
χρησιμοποιήθηκε ήταν διακόσια εβδομήντα οχτώ (Ν=278) άτομα, τα οποία
πραγματοποίησαν συνεντεύξεις με συγκεκριμένη δομή. Από τα 244 άτομα που τελικά
έδωσαν την συγκατάθεσή τους για να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα, μόνο τα 235
ήταν εσωτερικοί ασθενείς, ενώ τα 9 άτομα ήταν εξωτερικοί. Το ποσοστό των αντρών
ήταν 74,2%. Η δομή των συνεντεύξεων είχε ως βάση της, την αυτοαναφορά. Η
έρευνα που πραγματοποιήθηκε, με δεδομένο ότι διασφαλίζονταν το απόρρητο, ήταν
7
ακριβής. Το 84% του συνολικού δείγματος είχε εξάρτηση από το αλκοόλ, το 17,6%
ήταν εξαρτημένο από ουσίες και το 9% ήταν εξαρτημένο συνδυαστικά. Για ένα
διάστημα έντεκα μηνών, τα άτομα παρακολουθούσαν συναντήσεις ΑΑ και ΝΑ. Στο
συγκεκριμένο διάστημα, όσοι συνέχιζαν την χρήση αλκοόλ και ουσιών τίθονταν σε
αναστολή για τέσσερις εβδομάδες και επέστρεφαν όταν σταματούσαν την χρήση.

Στην παρούσα υπο-ενότητα, παρουσιάστηκε το δείγμα ατόμων που


χρησιμοποιήθηκε, ενώ στην επόμενη παρατίθενται τα εργαλεία, καθώς και η
μεθοδολογία που ακολουθήθηκε.

1.3 Εργαλεία/Μεθοδολογία

Οι Vederhus και Kristensen (2006) χρησιμοποίησαν ως εργαλείο έρευνας ένα


ερωτηματολόγιο, το οποίο δόθηκε δύο χρόνια αργότερα στους συμμετέχοντες και
επιστράφηκε σε ποσοστό 66%, ενώ οι Timko και DeBenedetti (2007)
χρησιμοποίησαν ως εργαλείο αυτο-αναφορές ομαδικής παρουσίας και συμμετοχής
στα 12-βήματα.

Στην έρευνα των Bodin και Romelsjo (2006) πραγματοποιήθηκαν


συνεντεύξεις των ασθενών από το προσωπικό και τον ίδιο τον διευθυντή του
συγκεκριμένου προγράμματος και έδειξαν ότι το πρόγραμμα των 12-βημάτων
περιείχε δέκα χαρακτηριστικά σύμφωνα με την θεραπεία μοντέλου της Μινεσότα,
όπως αναφέρεται στον Cook (1988). Μετά το πέρας των δώδεκα μηνών από την
έναρξη της αξιολόγησης, οι 188 που συμμετείχαν ερωτήθηκαν δια ζώσης ή
τηλεφωνικά, εκ των οποίων οι 5 κατέληξαν, οι 31 ασθενείς αγνοούνταν και οι 20 δεν
έδωσαν την συγκατάθεσή τους για να διενεργηθεί η συνέντευξη.

Σύμφωνα με τους Brown κ. συν. (2001), για να πραγματοποιηθεί η


διερεύνηση των μεταβλητών σχετικά με το πρόγραμμα των 12-βημάτων, χωρίστηκε
το δείγμα σε τρεις ομάδες, όσον αφορά το ποσοστό συμμετοχής των ατόμων στις
συναντήσεις μέσα σε ένα μήνα πριν από την πρώτη τους συνέντευξη.
Χρησιμοποίησαν μεταβλητές που είχαν σχέση με την ψυχολογική τους κατάσταση,
το ιστορικό χρήσης τους, τα θρησκευτικά πιστεύω, την υποστήριξη από το κοινωνικό
8
περιβάλλον που λάμβαναν και τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά. Επιπλέον,
αξιοποιήθηκε και το ποινικό τους μητρώο. Δημιουργήθηκαν τρεις ομάδες που
παρακολουθούσαν μηνιαία το πρόγραμμα 12-βημάτων ΑΑ και ΝΑ: α) στην πρώτη
ομάδα κατατάχτηκαν τα άτομα με παρακολούθηση λιγότερη από μία φορά την
εβδομάδα (Ν=41), β) στην δεύτερη ομάδα κατατάχτηκαν άτομα με συχνότητα
συναντήσεων μία έως δύο φορές την εβδομάδα (Ν=82), γ) στην τρίτη, και τελευταία,
ομάδα συμμετείχαν άτομα με συχνότητα τριών συναντήσεων την εβδομάδα (Ν=30).

Στο πρώτο άρθρο (Vederhus & Kristensen, 2006), το ερωτηματολόγιο


αποτελείται από 37 ερωτήσεις και ολοκληρώθηκε όταν τα άτομα συμπεριλήφθηκαν
στις ομάδες. Το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο περιέχει ερωτήσεις για την ψυχική
υγεία, την εξάρτηση από ουσίες και τα κοινωνικο-δημογραφικά στοιχεία των
συμμετεχόντων. Το ερωτηματολόγιο αυτό έλαβαν τα 108 άτομα που παρέμειναν στο
πρόγραμμα και αποτελούνταν από μια σειρά ερωτήσεων σχετικά με τη συμμετοχή
τους στην ομάδα αυτοβοήθειας, προερχόμενο από το Εθνικό Έντυπο Πελατών για
Θεραπεία Εξάρτησης. Διανεμήθηκε ανάμεσα στον Δεκέμβριο του 2003 και
Φεβρουάριο 2004. Η ανάλυση των ερωτηματολογίων έγινε με SPSS 11.5 έκδοση.

Στη δεύτερη μελέτη (Timko & DeBenedetti, 2007), συνέκριναν την τυπική
και την εντατική παραπομπή. Κατά την διάρκεια της τυπικής παραπομπής,οι
συμμετέχοντες πήραν ένα πρόγραμμα 12-βημάτων που πραγματοποιείται με τοπικές
συναντήσεις (SHG) και λάμβαναν την ενθάρρυνση και την προτροπή να
παρευρίσκονται μεταξύ τους. Από την άλλη, στην εντατική παραπομπή
χρησιμοποιούνταν ημερολόγια για τον έλεγχο της συνάντησης και της παρουσίας.
Γίνεται ο έλεγχος, λοιπόν, αν υπήρξε αύξηση της συμμετοχής και της παρουσίας των
ατόμων σε SHG σε διάστημα δύο εξαμήνων στην εντατική ή την τυπική παραπομπή.
Εδώ προσδιορίζεται εάν οι συμμετέχοντες της εντατικής παραπομπής είχαν βέλτιστα
αποτελέσματα στην χρήση ουσιών. Επίσης, προσδιορίζεται και ο βαθμός της
παρουσίας SHG 12-βημάτων. Δώδεκα άνθρωποι με συμβουλευτικό ρόλο παρείχαν
τυχαία την τυπική ή την εντατική παραπομπή ( Dennis, 1990, 1994). Τα
συγκεκριμένα άτομα είχαν χαρακτηριστικά που ταίριαζαν στην εκάστοτε ομάδα που
είχαν τοποθετηθεί, έτσι ώστε, να διασφαλίζεται η ισορροπία και να
πραγματοποιούνται σωστά οι παρεμβάσεις που τους είχαν ανατεθεί. Και στις δύο

9
παραπομπές, υπήρχε η παρακολούθηση των συμμετεχόντων σε τρεις συνεδρίες
μεμονωμένες κατά τη διάρκεια ενός μήνα.

Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στην πρώτη συνάντηση της τυπικής


παραπομπής ήταν ο ασθενής να λαμβάνει το πρόγραμμα των συναντήσεων ΑΑ και
ΝΑ από τον σύμβουλο στην περιοχή που έμενε με σκοπό την παρακολούθηση των
συναντήσεών του. Στην συνέχεια, οι ασθενείς σε συνεργασία με τους συμβούλους
εξέτασαν την ψυχοεκπαιδευτική οδό που θα ακολουθούσαν. Επιπλέον, στην εντατική
παραπομπή ο σύμβουλος έδινε στους συμμετέχοντες πάλι το ίδιο πρόγραμμα, όσον
αφορά τις συναντήσεις, αλλά έδινε και μια λίστα προτίμησης συναντήσεων άλλων
ασθενών που είχαν ήδη συμμετάσχει στο πρόγραμμα των εξωτερικών ασθενών.
Ακόμη, οι ασθενείς και ο σύμβουλος μελέτησαν ένα φυλλάδιο για τα SHG 12-
σταδίων για την χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ (McCrady et al., 1996, 1999), που
έδινε στοιχεία για την δομή των 12-βημάτων,των ανησυχιών σχετικά με την
συμμετοχή των ασθενών και των στόχων που έθεταν οι ασθενείς. Οι ασθενείς είχαν
συνεχόμενες αξιολογήσεις και διεξήχθησαν συνεντεύξεις τηλεφωνικά. Τον Μάρτιο
του 2005 ολοκληρώθηκαν αυτές οι συνεντεύξεις.

Στην έρευνα των Bodin και Romelsjo (2006), χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο


ένα έντυπο συνέντευξης, όπου η αρχική του μορφή δημιουργήθηκε από τους Room et
al. (2003) για την θεραπεία του σουηδικού εθισμού. Σχετικά με τις δημογραφικές
μεταβλητές που χρησιμοποιήθηκαν, πάρθηκαν πληροφορίες για το φύλο, την
ηλικιακή ομάδα, την οικογενειακή κατάσταση, την εργασία, την κοινωνικό-
οικονομική κατάσταση και την βαθμίδα εκπαίδευσης. Με μια προσέγγιση της
ποσότητας-συχνότητα GF είχαν την δυνατότητα να μετρήσουν την κατανάλωση
αλκοόλ. Για να μετρηθεί η αρνητική χροιά της εξάρτησης από ουσίες και αλκοόλ,
χρησιμοποιήθηκε η Σύνθετη Διεθνής Διαγνωστική Συνέντευξη (CIDI; 1997). Επίσης,
αξιοποιήθηκαν οι κοινωνικές μεταβλητές που είχαν να κάνουν με τις κοινωνικές
συναναστροφές τον τελευταίο μήνα.

Προκειμένου να παραχθούν αποτελέσματα, δημιουργήθηκαν τρεις αντιθέσεις


ανά ζεύγη στις στατιστικές αναλύσεις: α) αυτοί που έκαναν αποχή από το αλκοόλ, β)
αυτοί που κατανάλωναν αλκοόλ αλλά δεν τους επηρέαζε αρνητικά, γ) αυτοί που
απέχουν από προβληματικές συμπεριφορές που συνοδεύουν το αλκοόλ.

10
Στην επόμενη εμπειρική μελέτη (Brown et al., 2001), σε όλους τους
συμμετέχοντες δόθηκε μια σειρά κλιμάκων, αφού ολοκλήρωσαν τέσσερις μήνες
θεραπείες χωρίς την λήψη φαρμακευτικής αγωγής και παραπέμφθηκαν σε περαιτέρω
πρόγραμμα φροντίδας NIDA. Το Χριστιανικό πανεπιστήμιο του Τέξας (TCU)
προσάρμοσε την βασική συνέντευξη, σύμφωνα με ένα έντυπο πρόσληψης Intake
Form (33), διερευνώντας την χρήση των φαρμάκων, την εγκληματικότητα, τις
ψυχικές διαταραχές, τις σχέσεις με την οικογένεια και τους συνομήλικους και τα
δημογραφικά τους χαρακτηριστικά. Δημιουργήθηκαν, λοιπόν, δύο φόρμες ειδικά για
αυτό τον σκοπό. Η πρώτη φόρμα έχει σχέση με την εμπλοκή των συμμετεχόντων
στην κοινοτική τους ζωή και την αξιολόγηση των υπηρεσιών σε αναλογική κλίμακα.
Η δεύτερη φόρμα αφορά το κοινωνικό δίκτυο και το πρόγραμμα έχει σχέση με τον
αριθμό των φιλικών συναναστροφών που έχει ο καθένας και τον αριθμό των μελών
της οικογένειας σε συνδυασμό με την χρήση ουσιών και αλκοόλ. Η κλίμακα
κατάθλιψης (Beck) μετράει την αισιοδοξία/ απαισιοδοξία, όσον αφορά την
αντιμετώπιση των δυσκολιών και την επίτευξη στόχων που έχουν θέσει. Σύμφωνα με
την λίστα Hopkins (SCL-90), δόθηκαν πληροφορίες σχετικά με την ψυχολογική
κατάσταση των ατόμων σε εννέα διαστάσεις, κάτι που αποδεικνύεται από τον
Παγκόσμιο Δείκτη Σοβαρότητας (Global Severity Index). Η οπτική σχετικά με το
πρόγραμμα 12-βημάτων μετρήθηκε σε επτά σημεία. Πραγματοποιήθηκε στατιστική
ανάλυση, που περιείχε ένα τεστ καλής προσαρμογής (χ2) και ανάλυση διακύμανσης
(ANCOVA) για συνεχή δεδομένα.

Εφόσον παρουσιάστηκαν τα εργαλεία έρευνας και η μεθοδολογία που


ακολουθήθηκε, στην συνέχεια θα αναδειχτούν τα ευρήματα των ερευνών (Vederhus
& Kristensen, 2006; Bodin & Romelsjo, 2006; Timko & DeBenedetti, 2007; Brown et
al., 2001) που προέκυψαν.

1.4 Ευρήματα/Ερωτήματα

Από την έρευνα των Vederhus και Kristensen (2006), προκύπτει ότι η ένταξη
των ατόμων σε ομάδες αυτοβοήθειας είχε θετική έκβαση με αποτέλεσμα να μπορεί να
προταθεί και σε άλλα άτομα. Το σημαντικότερο εύρημα ήταν ότι ο αριθμός των

11
ατόμων που εντάχτηκαν στο πρόγραμμα, διατηρούσαν την αποχή τους από τα
ναρκωτικά σε υψηλό βαθμό και μετά την πάροδο δύο ετών. Η διαφορά μεταξύ των
ατόμων των εξαρτώμενων από το αλκοόλ και των εξαρτώμενων από τα ναρκωτικά
ήταν ότι οι πρώτοι είχαν καλύτερα προγνωστικά στοιχεία, κάτι το οποίο είναι
αποδεδειγμένο και παρελθοντικά. (Hoffmann & Miller , 1993) Το πραγματικό
ποσοστό που ήθελε αληθινά να εισέλθει σε μια περίοδο θεραπείας είναι 38%-58%.
Επίσης, τα άτομα που αντιμετωπίζουν ψυχικές διαταραχές χρειάζονταν διαφορετική
αντιμετώπιση και βοήθεια ίσως, δηλαδή, μεγαλύτερη κοινωνική εκπαίδευση πριν
ενταχτούν στην ομάδα. Όσον αφορά, τα αποτελέσματα, λοιπόν, της πρώτης μελέτης
(Vederhus & Kristensen, 2006) που είχαν σχέση με τα δημογραφικά στοιχεία
(ηλικιακή ομάδα, φύλο, τόπος διαμονής, διάγνωση) δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές
διαφορές. Ωστόσο, πιο συχνή παρατηρήθηκε η συμμετοχή των άγαμων στην ομάδα,
καθώς και η διαφορά ανάμεσα στα άτομα που έλαβαν φαρμακευτική αγωγή για
ψυχολογικές και συναισθηματικές δυσκολίες.

Τα ευρήματα που προέκυψαν από το δεύτερο εμπειρικό άρθρο (Timko &


DeBenedetti, 2007) ανέδειξαν ότι η εντατική παραπομπή είχε θετικά αποτελέσματα
στην χρήση ουσιών και αλκοόλ σε σχέση με την τυπική παραπομπή. Υπήρξε αύξηση
της συμμετοχής των ασθενών στην εντατική παραπομπή,παρόλο που στην παρούσα
μελέτη η επικέντρωση έγινε στην ενθάρρυνση των ατόμων με σκοπό την
παρακολούθηση των συναντήσεων 12-βημάτων. Ένα πλεονέκτημα της
συγκεκριμένης μελέτης (Timko & DeBenedetti, 2007) ήταν ότι δεν υπήρχαν κριτήρια
αποκλεισμού των συμμετεχόντων, γεγονός που θα μπορούσε να ελαχιστοποιήσει την
γενίκευση των αποτελεσμάτων. Δεύτερο πλεονέκτημα, ήταν το σύντομο χρονικό
διάστημα που μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Επίσης, στην δεύτερη μελέτη (Timko
& DeBenedetti, 2007), η εντατική παραπομπή αποδείχτηκε ότι είναι κατάλληλη και
για άτομα με ψυχικές παθήσεις (Leucht & Heres, 2006). Τα αποτελέσματα έδειξαν
ότι οι ασθενείς που συμμετείχαν στην εντατική παραπομπή ήταν δυνατόν να
παρευρίσκονται μετέπειτα σε ομάδες 12-βημάτων και αυτό είχε ως συνέπεια την
αποχή από αλκοόλ και ουσίες μέσα σε διάστημα δύο εξαμήνων. Οι συναντήσεις
πραγματοποιούνταν μια φορά την εβδομάδα.

Όπως διατύπωσαν οι Brown κ. συν. (2001), η ηλικία δεν αποτέλεσε


ανασταλτικό παράγοντα επηρεασμού των διαφορών ανάμεσα στις ομάδες. Ωστόσο,

12
από τα ευρήματα της έρευνας, συμπεραίνουμε πως τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας
έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να παρακολουθήσουν ένα πρόγραμμα 12-βημάτων.
Τα άτομα που συμμετείχαν στην τρίτη ομάδα με την μεγαλύτερη συχνότητα
συναντήσεων (τρεις φορές την εβδομάδα), αξιολόγησαν το πρόγραμμα των 12-
βημάτων ως πολύ σημαντικό μέσο βοήθειας, σε σχέση με την πρώτη ομάδα που είχαν
τον μικρότερο αριθμό συναντήσεων. Στα ευρήματα αυτής της μελέτης ( Brown et al.,
2001), παρουσιάζεται συμφωνία των απαντήσεων σε ποσοστό 97% (69 από τα 71
άτομα). Ανάμεσα στην σύγκριση μεταξύ της πρώτης και της τρίτης ομάδας
χρησιμοποιήθηκαν ορισμένοι παράμετροι, προκειμένου να συμμετάσχουν στο
πρόγραμμα 12-βημάτων. Οι παράμετροι που αξιοποιήθηκαν ήταν: το δημογραφικό
προφίλ και το ποινικό τους μητρώο που είχε σχέση με τις εξαρτήσεις, η ανάμειξή
τους με την θρησκεία, η διαθεσιμότητα της υποστήριξης, η εμπλοκή άλλων
προγραμμάτων εκτός των 12-βημάτων, η δέσμευσή τους απέναντι στις υποχρεώσεις
του προγράμματος 12-βήματα και τα συναισθήματα αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας
που είχαν για το μέλλον. Η τρίτη ομάδα είχε συχνή παρακολούθηση, ήταν
μεγαλύτερη ηλικιακά, παρελθοντικά υπήρξαν χρήστες ουσιών σε μεγάλες ποσότητες,
είχαν ποινικό μητρώο με συλλήψεις και συμμετοχή σε θεραπείες.

Από τα ευρήματα, συμπεραίνεται ότι η ηλικία θεωρείται συν-μεταβλητή και


μπορεί να επηρεάσει την έκβαση της μελέτης,για αυτό ακολουθήθηκε ANCOVA.
Όσον αφορά τα συναισθήματα αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας για το μέλλον, οι
ομάδες δεν διαφέρουν μεταξύ τους, όπως επίσης, δεν διαφέρουν και στο ποσοστό της
κατάθλιψης ή στην παρουσίαση ψυχοπαθολογίας. Συνεπώς, η πρώτη ομάδα (σπάνιων
παρευρισκόμενων) αξιολόγησε την χρησιμότητα του προγράμματος των 12-βημάτων
ως ελάχιστα σημαντική σε σχέση με την τρίτη ομάδα (τρεις φορές εβδομαδιαία
παραμονή) που την αξιολόγησε πολύ σημαντική.

Από την παρούσα μελέτη (Bodin & Romelsjo, 2006), τα άτομα που είχαν
ολοκληρώσει την θεραπεία του προγράμματος σχετικά με τον εθισμό, έδειξαν ότι η
κατανάλωση αλκοολούχων ποτών που δεν δημιουργεί προβληματικές συμπεριφορές,
όπως και η μηδενική κατανάλωση αλκοόλ (αποχή), διαφοροποιήθηκαν από την
προβληματική κατανάλωση αλκοόλ. Ένα ακόμη θετικό σημείο της θεραπείας είναι η
μέτρηση της ικανοποίησης των ατόμων από αυτή, η οποία μετρήθηκε σε μια κλίμακα
πέντε σημείων. Τα άτομα που δήλωσαν ολοκληρωτική αποχή από τις ουσίες και το

13
αλκοόλ κατά την διάρκεια του προγράμματος, χαρακτηρίστηκαν ως απέχοντες
(Ν=76).

Όσον αφορά τα αποτελέσματα που πάρθηκαν από την συγκεκριμένη έρευνα


(Bodin & Romelsjo, 2006) έδειξαν ότι η ολοκλήρωση του προγράμματος είναι η πιο
βασική αιτία για να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα. Επισημαίνοντας την ανασκόπηση
των McLellan και McKay (1998), τα ευεργετικά αποτελέσματα είχαν σύνδεση με την
υψηλότερη πιθανότητα δέσμευσης στο πρόγραμμα, σε συνδυασμό με τις νέες
ευκαιρίες δεξιοτήτων και γνώσεων που κατακτήθηκαν στην θεραπεία. Ένα ακόμη
αποτέλεσμα του προγράμματος, είναι η πλήρης αποχή από την κατανάλωση αλκοόλ
και από την εμφάνιση προβληματικών συμπεριφορών, το οποίο πετυχαίνεται με την
ολοκλήρωση του προγράμματος.

14
Κεφάλαιο δεύτερο

2. Κριτική ανάλυση άρθρων-Συμπεράσματα

Από την επισκόπηση της πρώτης μελέτης (Vederhus & Kristensen, 2006),
συμπεραίνουμε ότι τα άτομα που συμμετέχουν σε ομάδες αυτοβοήθειας έχουν
επιθυμητά αποτελέσματα στην διαδικασία θεραπείας. Όσοι εργάζονται στον τομέα
της υγείας,πρέπει,λοιπόν,να προτείνουν την συμμετοχή των ασθενών τους σε ομάδες
αυτοβοήθειας, ως αναγκαία διαδικασία για την θεραπεία της αποκατάστασής τους.
Παρόλο αυτά, τα ποσοστά ατόμων με ψυχολογικές διαταραχές που εγκαταλείπουν
την θεραπεία, δείχνει ότι οι ομάδες αυτοβοήθειας δεν είναι κατάλληλες για όλους
τους ασθενείς.

Από την δεύτερη μελέτη (Timko & DeBenedetti, 2007), συμπεραίνουμε ότι
υπάρχει μεγάλη βελτίωση στην αποχή από το αλκοόλ με την βοήθεια ενός
συμβούλου από το πρόγραμμα 12-βημάτων. Επίσης, βελτίωση στην μείωση χρήσης
ουσιών επιτυγχάνεται μέσω της βοήθειας ενός συμβούλου 12-βημάτων, αλλά και με
την πνευματική αφύπνιση του ίδιου του ατόμου.

Αναμφίβολα, οι δύο εμπειρικές έρευνες συγκλίνουν πώς οι ομάδες


αυτοβοήθειας συντελούν στην βελτίωση της πορείας των συμμετεχόντων, ωστόσο η
διαφορά που παρατηρείται είναι πως στα αποτελέσματα της πρώτης έρευνας
(Vederhus & Kristensen, 2006) το πρόγραμμα 12-βημάτων δεν ευνοεί πολλές φορές
τα άτομα με ψυχικές ασθένειες, ενώ στη δεύτερη έρευνα (Timko & DeBenedetti,
2007) φαίνεται να προκύπτει ότι η εντατική παραπομπή σε συνεργασία με τα 12-
βήματα είναι κατάλληλη και γι αυτά τα άτομα.

Από όσα προαναφέρθηκαν παραπάνω στην μελέτη Brown κ. συν. (2001), το


πρόγραμμα των 12-βημάτων υπήρξε ιδιαίτερα βοηθητικό στα άτομα που
παρακολουθούσαν τρεις φορές εβδομαδιαίως (συχνή παρακολούθηση) και
αξιολογήθηκε ιδιαίτερα θετικά από αυτούς, σε σχέση με τα άτομα που
παρακολουθούσαν σπάνια. Επίσης, η ηλικία διαδραμάτισε βασικό ρόλο σε σχέση την

15
επιλογή των συμμετεχόντων γιατί όσο μεγαλύτερη ήταν η ηλικία, τόσο πιο συχνή η
παρακολούθηση αυτών.

Συνεπώς, το τελικό συμπέρασμα και των τριών μελετών είναι ότι το


πρόγραμμα των 12-βημάτων είναι αποτελεσματικό και ουσιώδες για τα άτομα που
συμμετέχουν συστηματικά. Παρόλο που τα ευρήματα των τριών πρώτων ερευνών
(Vederhus & Kristensen, 2006; Timko & DeBenedetti, 2007; Brown et al., 2001)
συγκλίνουν ως προς την αποτελεσματικότητα των ομάδων αυτοβοήθειας, η τέταρτη
μελέτη (Bodin & Romelsjo, 2006) διαφοροποιείται ελάχιστα ως προς το γεγονός ότι
οι ομάδες αυτοβοήθειας είναι ένας από τους ποικίλους τρόπους αντιμετώπισης των
εξαρτήσεων από ουσίες και αλκοόλ και χρήζει περαιτέρω εξέταση σε ανάλογα
προγράμματα θεραπειών.

Προτείνεται περαιτέρω μελλοντική μελέτη, εφόσον αναγνωρίζουμε ότι οι


κρυφοί παράγοντες θα μπορούσαν να είχαν επίδραση. Δεν έχουν εξεταστεί πιθανά
σημαντικά γεγονότα της ζωής (σύσταση οικογένειας, αρνητικές συνέπειες για την
υγεία κ.λπ.), τα οποία οι Gjeruldsen και οι συνεργάτες (2003), βρήκαν ότι ήταν
σημαντικοί παράγοντες για τη διακοπή της χρήσης ναρκωτικών, και δεν έχει βρεθεί
σε ποιο βαθμό οι ερωτηθέντες έλαβαν επαγγελματική βοήθεια (Tomasson & Vaglum,
1998). Ακόμη, θα μπορούσε να εξεταστεί εάν οι ασθενείς, αφού ολοκλήρωσαν το
πρόγραμμα αυτοβοήθειας, πήγαν περαιτέρω για θεραπεία ή εάν το εγκατέλειψαν.
Από άλλη έρευνα, προκύπτει η ανάγκη για μεταγενέστερες μελέτες προκειμένου να
καθοριστεί ο βαθμός, στον οποίο τα οφέλη αυτής της εντατικής παρέμβασης
γενικεύονται σε προγράμματα με άλλα μοντέλα θεραπείας. Τέλος, συστήνεται η
μελέτη των επιπέδων καταθλιπτικής συμπτωματολογίας και των επιπέδων άγχους σε
άτομα που έχουν ολοκληρώσει προγράμματα αυτοβοήθειας.

Σύμφωνα με τις προηγούμενες μελέτες (Vederhus & Kristensen, 2006; Timko


& DeBenedetti, 2007; Brown et al., 2001; Bodin & Romelsjo, 2006), παρατηρήθηκε
ότι υπάρχει, λοιπόν, θετική έκβαση στην αποτελεσματικότητα των ατόμων κατά την
συμμετοχή τους σε ομάδες αυτοβοήθειας. Οι ασθενείς που συμμετείχαν στα
προγράμματα αυτοβοήθειας, παρουσίαζαν εξάρτηση είτε από αλκοόλ είτε από
εξαρτησιογόνες ουσίες.

16
Με αφορμή τις παραπάνω έρευνες, η παρούσα μελέτη δίνει την δυνατότητα
να ερευνηθεί η ανάδυση άγχους και κατάθλιψης των ασθενών με εξάρτηση από το
αλκοόλ πριν την είσοδό τους σε προγράμματα αυτοβοήθειας και αν μετά την
ολοκλήρωση αυτών υπήρξε μείωση των συμπτωμάτων.

17
Κεφάλαιο τρίτο

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

3.1 Σκοπός-ερευνητικά ερωτήματα

Σκοπός της παρούσας έρευνας, είναι να μελετήσει τα επίπεδα καταθλιπτικής


συμπτωματολογίας και τα επίπεδα άγχους των εξαρτημένων ατόμων από αλκοόλ,
πριν την συμμετοχή τους σε προγράμματα αυτοβοήθειας και αν οι ίδιοι οι
συμμετέχοντες άλλαξαν κατηγορία, δηλαδή υπήρξε μείωση των επικίνδυνων
συμπτωμάτων, μετά το πέρας του προγράμματος. Τα ερευνητικά ερωτήματα
διατυπώνονται παρακάτω:

1)Ποιος είναι ο βαθμός στα επίπεδα άγχους των εξαρτημένων ατόμων από το
αλκοόλ πριν την παρακολούθηση του προγράμματος αυτοβοήθειας;

2) Ποιος είναι ο βαθμός μείωσης στα επίπεδα άγχους στα άτομα που έχουν
παρακολουθήσει πρόγραμμα αυτοβοήθειας;

3)Ποιος είναι ο βαθμός στα επίπεδα κατάθλιψης των εξαρτημένων ατόμων


από το αλκοόλ πριν την παρακολούθηση του προγράμματος αυτοβοήθειας;

4)Ποιος είναι ο βαθμός μείωσης στα επίπεδα καταθλιπτικής


συμπτωματολογίας στα άτομα που έχουν παρακολουθήσει πρόγραμμα αυτοβοήθειας;

3.2 Ερευνητική διαδικασία

Θα διεξαχθεί μια πρωτογενής, ποσοτική, διαχρονική και περιγραφική έρευνα,


με χρήση ερωτηματολογίων. Η πρωτογενής έρευνα είναι κατάλληλη για την
απευθείας εξαγωγή των απόψεων των συμμετεχόντων πριν παρακολουθήσουν

18
πρόγραμμα αυτοβοήθειας και μετά την έξοδό τους από αυτό. Η ποσοτική έρευνα
είναι κατάλληλη, καθώς, όπως διαπιστώνεται από βιβλιογραφικές αναφορές, οι
έννοιες της κατάθλιψης και του άγχους είναι μετρήσιμες, συνεπώς μπορούν να
μετρηθούν αντικειμενικά από τον ερευνητή με χρήση ερωτηματολογίων. Στην
παρούσα έρευνα θα χρησιμοποιηθούν ερωτηματολόγια, τα οποία θα αποτελούνται
από κλειστού τύπου ερωτήσεις, με σκοπό οι απαντήσεις αυτών να είναι σύντομες,
περιεκτικές, σαφείς και να μην είναι κουραστικές στους συμμετέχοντες. Ο
σχεδιασμός των ερωτήσεων θα διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην υπάρχει
δυσκολία στον ερευνητή, όσον αφορά την ανάλυση και την καταγραφή των
αποτελεσμάτων.

Θα πραγματοποιηθεί τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη (randomized


controlled trials). Θα αναδειχθεί εάν μια ομάδα αυτοβοήθειας θα βοηθήσει στην
μείωση του άγχους και της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας σε χρήστες αλκοόλ. Σε
δείγμα 200 ατόμων (Ν=200), θα διαχωρίσουμε τα άτομα τυχαία σε δύο ομάδες των
100 ατόμων η κάθε μια. Η πρώτη ομάδα θα αποτελεί την ομάδα παρέμβασης και η
δεύτερη την ομάδα ελέγχου. Τα άτομα θα χωριστούν εντελώς τυχαία αλλά με τα ίδια
χαρακτηριστικά, δηλαδή με την ίδια εξάρτηση από το αλκοόλ. Η πρώτη ομάδα
(Ομάδα Παρέμβασης) θα παρακολουθήσει πρόγραμμα αυτοβοήθειας, ενώ η δεύτερη
ομάδα (Ομάδα Ελέγχου) δεν θα λάβει καμία περαιτέρω υποστήριξη μετά το τέλος της
αγωγής.

Αρχικά, θα δοθούν ερωτηματολόγια για τις μετρήσεις των αρχικών επιπέδων


άγχους και κατάθλιψης και στις δύο ομάδες πριν την είσοδό τους στο πρόγραμμα
(Time 1). Θα πραγματοποιηθεί, δηλαδή, το λεγόμενο pre-test. Με το πέρας των 3
μηνών και με την ολοκλήρωση του προγράμματος, θα δοθούν πάλι τα ίδια
ερωτηματολόγια και στις δύο ομάδες (Time 2). Θα ακολουθεί, δηλαδή, η μέθοδος
post-test. Στόχος μας είναι η ομάδα παρέμβασης των 100 ατόμων να έχει μειωμένη
καταθλιπτική συμπτωματολογία και μειωμένο άγχος σε σχέση με την ομάδα ελέγχου
των 100 ατόμων, που δεν έχουν παρακολουθήσει το πρόγραμμα. Η ομάδα ελέγχου θα
συσταθεί, προκειμένου να αναδειχθεί ότι το πρόγραμμα αυτοβοήθειας είναι ο
παράγοντας που θα συντελέσει στην μείωση των μεταβλητών (άγχος, κατάθλιψη) που
μελετώνται και όχι άλλοι παράγοντες, όπως ο χρόνος ή η αυτο-ίαση. Αυτό θα φανεί
μέσω την ομάδας παρέμβασης. Στη συνέχεια, μετά από διάστημα 6 μηνών, τα ίδια

19
ερωτηματολόγια θα δοθούν ξανά, με σκοπό να μελετηθεί εάν θα υπάρξει υποτροπή
(folllow-up).

3.3 Πληθυσμός-Δείγμα

Η έρευνα θα διεξαχθεί στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στον νομό Αττικής.


Το δείγμα θα αποτελέσουν 200 άτομα συνολικά (Ν=200). Οι συμμετέχοντες θα είναι
άτομα, που έχουν εξάρτηση από το αλκοόλ. Το δείγμα θα παρθεί από το ΚΕΘΕΑ
(Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων). Η ηλικία των ασθενών θα κυμανθεί από
25-35 ετών και η χορήγηση των ερωτηματολογίων θα δοθεί διαδικτυακά.
Προϋποθέσεις για να ενταχτούν οι ασθενείς στην έρευνα θα είναι η διάγνωση της
εξάρτησης (αλκοόλ), και η επιτυχής συμμετοχή στα προγράμματα αυτοβοήθειας. Το
δείγμα θα είναι ισόποσα κατανεμημένο σε δύο ομάδες, δηλαδή η ομάδα παρέμβασης
θα αποτελείται από 100 άτομα (Ν=100, 50%) και η ομάδα ελέγχου από 100, επίσης,
άτομα (Ν=100, 50%).

Το ερωτηματολόγιο θα διανεμηθεί ηλεκτρονικά, μέσω της εφαρμογής google


forms, συνεπώς η δειγματοληψία θεωρείται βολική-ευκολίας (Creswell, 2013). H
ερευνήτρια θα τηρήσει τα απαραίτητα ηθικά ζητήματα, που αναφέρονται στη φύση
της έρευνας, όπως έγκριση και επίβλεψη από Πανεπιστημιακό Φορέα, αλλά και την
ψυχολογία των συμμετεχόντων, όπως ενημέρωση για τον σκοπό, εθελοντική
συμμετοχή και προστασία προσωπικών δεδομένων (BPS, 2014). Το ερωτηματολόγιο
θα δοθεί στους συμμετέχοντες πριν μπουν στο πρόγραμμα αυτοβοήθειας και αφότου
το ολοκληρώσουν, προκειμένου να διερευνηθούν τα επίπεδα μείωσης άγχους και
κατάθλιψης αυτών.

Οι συμμετέχοντες που θα πληρούν τις προϋποθέσεις για την ένταξη στην


μελέτη, θα λάβουν ενημέρωση για το σκοπό της έρευνας και θα δώσουν την
συγκατάθεσή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η εχεμύθεια.

Για την διεκπεραίωση της παρούσας έρευνας, θα συμπληρωθούν


ερωτηματολόγια, ώστε να καταγραφούν τα κοινωνικό-δημογραφικά στοιχεία. Το
πρώτο μέρος του ερωτηματολογίου αποτελείται από 8 ερωτήσεις.
20
Στα δημογραφικά στοιχεία συγκαταλέγονται:

• Φύλο :

Άντρας

Γυναίκα

Άλλο

• Ηλικία (σε χρόνια) :


• Οικογενειακή κατάσταση:

Άγαμος

Έγγαμος

Διαζευγμένος

Μονογονεϊκή οικογένεια

• Μορφωτικό επίπεδο:

Απόφοιτος Δημοτικού

Απόφοιτος Γυμνασίου

Απόφοιτος Λυκείου

Φοιτητής/Σπουδαστής

Πτυχιούχος Α.Ε.Ι

Μεταπτυχιακές Σπουδές

• Απασχόληση:

Εργαζόμενος/η

Εργαζόμενος/η με ημι-απασχόληση (part time)

21
Άνεργος

• Πού έχετε μεγαλώσει;

Αθήνα

Θεσσαλονίκη

Μεγάλο αστικό κέντρο (πάνω από 200,000 κάτοικοι)

Πόλη (50,000- 200,000 κάτοικοι)

Χωριό (λιγότεροι από 50,000 κάτοικοι)

• Έχετε αντιμετωπίσει θέμα υγείας μέχρι τώρα;

Ναι

Όχι

Αν ΝΑΙ,ποιο;

• Συμμετείχατε σε άλλο πρόγραμμα αυτοβοήθειας


παρελθοντικά;

Ναι

Όχι

Αν ΝΑΙ,σε ποιο;

3.4 Ερωτηματολόγια-Μετρήσεις

Για την διεξαγωγή της έρευνας, θα χρησιμοποιηθεί ερωτηματολόγιο 61


ερωτήσεων, το οποίο θα χωριστεί σε τρία σκέλη:

22
1. Δημογραφικά στοιχεία.

2. Άγχος. (γενικό-άμεσο)

3. Κατάθλιψη.

Η ενότητα των δημογραφικών στοιχείων, όπως παρουσιάστηκε ήδη,


περιλαμβάνει 8 ερωτήσεις κλειστού τύπου, σχετικά με το φύλο, την ηλικία, την
οικογενειακή κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο, την απασχόληση, την περιοχή όπου
έχουν μεγαλώσει, πιθανά θέματα υγείας και συμμετοχή σε άλλα προγράμματα
αυτοβοήθειας. Οι ερωτήσεις αυτές, θα χρησιμοποιηθούν αφενός για να ταυτοποιηθεί
το δείγμα ως προς τα δημογραφικά του χαρακτηριστικά και αφετέρου για να
εξεταστεί κατά πόσο αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να επηρεάσουν τα
αποτελέσματα στα ερευνητικά ερωτήματα.

Η ενότητα του Άγχους μετριέται με την κλίμακα Spielberger (State-Trait


Anxiety Inventory, STAI, 1987), η οποία αποτελεί ένα εργαλείο που μετράει την
ποσότητα του άγχους στους ενήλικες. Το συγκεκριμένο είναι ερωτηματολόγιο
αυτοαναφοράς και συνολικά περιλαμβάνει 40 ερωτήσεις, με χρόνο ολοκλήρωσης
περίπου 10-20 λεπτά. Εδώ παρουσιάζεται ένας διαχωρισμός μεταξύ του γενικού και
του άμεσου άγχους. Οι 20 ερωτήσεις που παρουσιάζονται στην αρχή έχουν σχέση με
το τι συναισθήματα βιώνει το άτομο την χρονική στιγμή που δίνει απαντήσεις στο
ερωτηματολόγιο (βιώνει το άγχος ως κατάσταση). Οι επόμενες 20 ερωτήσεις έχουν
σχέση με το τι συναισθήματα βιώνει το άτομο γενικά (το άγχος αποτελεί γνώρισμα
προσωπικότητας). Πραγματοποιείται, λοιπόν, στο ερωτηματολόγιο Άγχους του
Spielberger διαχωρισμός του άγχους ως κατάσταση (state) και του άγχους ως
γνώρισμα προσωπικότητας (trait). Η προσαρμογή της κλίμακας στην Ελλάδα έγινε
από τους Mystakidou και συνεργάτες (2009) και έχει καλή εγκυρότητα και
αξιοπιστία. Οι συμμετέχοντες καλούνται να δώσουν απάντηση σε μια κλίμακα 1 έως
4 (τετράβαθμη κλίμακα), με 1=Καθόλου, 2=Κάπως, 3=Μέτρια και 4=Πάρα Πολύ.
Όλες οι ερωτήσεις είναι βαθμολογημένες θετικά, δηλαδή αυξημένες τιμές απάντησης
υποδηλώνουν υψηλή συχνότητα εμφάνισης του συγκεκριμένου χαρακτηριστικού
(ένταση, νευρικότητα, ανησυχία).

23
Η αξιοπιστία της κλίμακας του Άγχους ήταν υψηλή με χρήση του συντελεστή
Cronbach Alpha. Η εγκυρότητα εξασφαλίζεται από τους κατασκευαστές μέσω της
εγκυρότητας εννοιών (Γαλάνης, 2012).

Η κλίμακα της κατάθλιψης περιλαμβάνει 21 ερωτήσεις που απευθύνονται


τόσο στον γυναικείο πληθυσμό, όσο και στον αντρικό πληθυσμό. Η μέτρηση γίνεται
με την κλίμακα του Beck (Beck Depression Inventory- BDI, 1961), όπου οι
απαντήσεις δίνονται με πολλαπλές επιλογές και ελέγχουν τα καταθλιπτικά
συμπτώματα στους ενήλικες και τον βαθμό εμφάνισης αυτών. Οι 21 ερωτήσεις του
ερωτηματολογίου αξιολογούν στάσεις, συναισθήματα, σωματικά και ψυχικά
συμπτώματα, συμπεριφορές, που έχουν σχέση με την κατάθλιψη, όπως ενοχικά
συναισθήματα, ευερεθιστότητα, συναισθήματα απόγνωσης, λύπης και θλίψης,
ανικανοποίητο συναίσθημα, απαισιοδοξία και αίσθηση αποτυχίας. Όλα αυτά
βαθμολογούνται σε μια τετράβαθμη κλίμακα (0-3). Επιπλέον, γίνεται μέτρηση όλων
των σωματικών συμπτωμάτων που εμφανίζονται στην κατάθλιψη, όπως είναι η
κούραση, η απώλεια βάρους και η μειωμένη λίμπιντο. Ακόμη, οι ερωτήσεις αφορούν
την απόσυρση από τα κοινωνικά δρώμενα, τον βραδύ εργασιακό ρυθμό, την εικόνα
σώματος, τις διαταραχές ύπνου (αϋπνία) και τροφικές διαταραχές (ανορεξία, απώλεια
βάρους). Η κλίμακα σταθμίστηκε στα ελληνικά από τους Mystakidou και συνεργάτες
(2007) και παρουσιάζει καλή εγκυρότητα και αξιοπιστία.

Η αξιοπιστία της κλίμακας της Κατάθλιψης ήταν υψηλή με χρήση του


συντελεστή Cronbach Alpha. Η εγκυρότητα εξασφαλίζεται από τους κατασκευαστές
μέσω της εγκυρότητας εννοιών (Γαλάνης, 2012).

3.5 Στατιστική Ανάλυση

Με βάση το στατιστικό πρόγραμμα IBM SPSS 24 θα γίνει η στατιστική ανάλυση. Το


λογισμικό Microsoft Office Excel 2016, θα χρησιμοποιηθεί για σχεδιασμό
γραφημάτων και κωδικοποίηση των δεδομένων.

24
3.6 Αξιοπιστία και εγκυρότητα

Η αξιοπιστία και η εγκυρότητα είναι δύο κριτήρια απαραίτητα για να


εξασφαλιστούν αποτελέσματα έγκυρα στην παρούσα έρευνα. Τα δύο
ερωτηματολόγια που θα χρησιμοποιηθούν στην μελέτη εμφανίζουν υψηλή αξιοπιστία
και σταθερότητα, γιατί έχουν χορηγηθεί σε μεγάλο δείγμα ατόμων πολλές φορές και
σε επαναλαμβανόμενες μετρήσεις. Τα παρόντα ερωτηματολόγια εμφανίζουν
εσωτερική συνοχή και σταθερότητα, δύο παράμετροι που είναι απαραίτητες στην
πράξη. Για να θεωρηθεί αξιόπιστη η ερευνητική διαδικασία, θα χρειαστεί να γίνουν
επαναληπτικές μετρήσεις και οι ερωτηθέντες να δίνουν κάθε φορά τις ίδιες
απαντήσεις.

Όσον αφορά την εγκυρότητα (validity), τα συγκεκριμένα ερωτηματολόγια


θεωρούνται έγκυρα, διότι οι απαντήσεις των ερωτηθέντων αντιστοιχούν στις
μετρήσεις που θα πραγματοποιηθούν. Για να θεωρηθεί έγκυρη η ερευνητική
διαδικασία, πρέπει να λαμβάνονται ακριβείς απαντήσεις στις μετρήσεις που
μελετώνται. Θεωρείται ότι οι συγκεκριμένες κλίμακες που επιλέχθηκαν, έχουν
επαρκή στοιχεία και επαρκείς ενδείξεις, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι τα
κατάλληλα εργαλεία μέτρησης.

Όλα τα παραπάνω, δείχνουν ότι πρόκειται για μια συστηματική και σκόπιμη
έρευνα. Άλλωστε, σημαντικό δείκτης στις μετρήσεις αποτελεί η ομοιογένεια του
δείγματος και ο τρόπος χορήγησης των ερωτηματολογίων.

25
Κεφάλαιο τέταρτο

Αποτελέσματα

Υπόθεσε ότι σκοπός της έρευνάς σου ήταν να διερευνήσεις εμπειρικά αν και κατά
πόσο οι ομάδες αυτοβοήθειας βοηθάνε τους συμμετέχοντες να μειώσουν τα
συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους, καθώς και να διατηρήσουν σε χαμηλά επίπεδα
την προβληματική χρήση του διαδικτύου. Για το σκοπό αυτό χορήγησες σε ένα
τυχαιοποιημένο δείγμα 29 ατόμων (μετέφηβοι με προβλήματα εξάρτησης που
συμμετείχαν σε μια ομάδα αυτοβοήθειας) διάφορες αυτο-αναφορικές κλίμακες
(εύρος τιμών: 0-100) που κατέγραφαν συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους τόσο πριν
την έναρξη (pre-test), όσο και μετά τον τερματισμό των εργασιών της ομάδας (post-
test). Επιπλέον, κατέγραψες με μια αυτοαναφορική κλίμακα την προβληματική χρήση
που κάνουν του διαδικτύου (internet addiction scores) κατά το post-test. Το ίδιο
έπραξες και σε μια ομάδα ελέγχου (29 άτομα με προβλήματα εξάρτησης που
συμμετείχαν σε ομάδα εικονικής θεραπείας – placebo group ).

(α) Εάν οι συμμετέχοντες στην κάθε ομάδα (αυτοβοήθειας ή placebo)


διαφέρουν σημαντικά ως προς την ηλικία ή την ικανοποίηση από την ζωή.

Απάντηση: Από την εφαρμογή του μη συσχετισμένου ελέγχου t-test


παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων
(αυτοβοήθειας και placebo) ως προς την ηλικία, με την ομάδα της αυτοβοήθειας να
είναι νεότερη στο βαθμό που αυτή η διαφορά να είναι στατιστικά σημαντική. Δεν
παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές με βάση την ικανοποίηση από τη ζωή
(Πίνακας 1).

Πίνακας 1. Διαφορές μεταξύ ομάδων αυτοβοήθειας και placebo ως προς την ηλικία
και την ικανοποίηση από τη ζωή
Παράγοντες Ομάδα Ν Μ.Ο. Τ.Α. t df p
Self-help 29 19.48 1.183 -2.195 56 .032*
Ηλικία
Placebo 29 21.12 3.839
Ικανοποίηση Self-help 29 27.37 7.301
-.277 56 .783
από τη ζωή Placebo 29 27.96 8.764
*p<. 05

26
(β) Εάν η ομάδα αυτοβοήθειας βοήθησε τους συμμετέχοντες να μειώσουν σημαντικά
τα συμπτώματα της κατάθλιψης σε σχέση με την ομάδα placebo.

Απάντηση: Από την εφαρμογή του μη συσχετισμένου ελέγχου t-test δεν


παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων
(αυτοβοήθειας και placebo) ως προς κατάθλιψη μετά την παρέμβαση αυτοβοήθειας
(Πίνακας 2)

Πίνακας 2. Διαφορές μεταξύ ομάδων αυτοβοήθειας και placebo ως προς την


κατάθλιψη (post)

Παράγοντες Ομάδα Ν Μ.Ο. Τ.Α. t df p


Self-help 29 19.75 2.302 .230 56 .819
Κατάθλιψη
Placebo 29 18.27 2.592

(γ) Εάν η ομάδα αυτοβοήθειας βοήθησε τους συμμετέχοντες να μειώσουν σημαντικά


τα συμπτώματα του άγχους σε σχέση με την ομάδα placebo.

Απάντηση: Από την εφαρμογή του μη συσχετισμένου ελέγχου t-test παρατηρήθηκαν


στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων (αυτοβοήθειας και placebo)
ως προς το άγχος μετά την παρέμβαση (Πίνακας 3).

Πίνακας 3. Διαφορές μεταξύ ομάδων αυτοβοήθειας και placebo ως προς το άγχος


(post-test)

Παράγοντες Ομάδα Ν Μ.Ο. Τ.Α. t df p


Self-help 29 13.44 1.421 -2.121 56 .038*
Άγχος 24.82 2.515
Placebo 29
*p<. 05

(δ) Εάν η ομάδα αυτοβοήθειας οδήγησε τους συμμετέχοντες σε λιγότερο


προβληματική χρήση του διαδικτύου κατά το post-test σε σχέση με την ομάδα placebo.

27
Απάντηση: Από την εφαρμογή του μη συσχετισμένου ελέγχου t-test παρατηρήθηκαν
στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων (αυτοβοήθειας και placebo)
ως προς την προβληματική χρήση διαδικτύου μετά την παρέμβαση (Πίνακας 4).

Πίνακας 4. Διαφορές μεταξύ ομάδων αυτοβοήθειας και placebo ως προς την


προβληματική χρήση διαδικτύου (post-test)

Παράγοντες Ομάδα Ν Μ.Ο. Τ.Α. t df p


Προβληματική χρήση Self-help 29 14.89 1.263 -2.831 56 .006*
διαδικτύου Placebo 29 24.82 1.404
*p<. 05

(ε) Αν το επίπεδο ικανοποίησης από τη ζωή συσχετίζεται με τα επίπεδα κατάθλιψης


και άγχους πριν από τη συμμετοχή στην ομάδα (pre-test).

Απάντηση: Η ανάλυση συσχέτισης (Pearson r) έδειξε αρνητική συσχέτιση του


επιπέδου ικανοποίησης από τη ζωή με το επίπεδο κατάθλιψης και θετική συσχέτιση
της κατάθλιψης με το άγχος πριν από την συμμετοχή στην ομάδα. Δεν παρατηρήθηκε
συσχέτιση του επιπέδου ικανοποίησης από τη ζωή με το άγχος (Πίνακας 5).

Πίνακας 5. Συσχέτιση (Pearson r) μεταξύ του επιπέδου ικανοποίησης από τη ζωή,


την κατάθλιψη και το άγχος πριν από τη συμμετοχή στην ομάδα
Παράγοντες 1 2 3

1. Επίπεδο Ικανοποίησης από τη ζωή


2. Κατάθλιψη -.541**
3. Άγχος -.237 .355**

(στ) Αν τα επίπεδα άγχους συσχετίζονται με τα επίπεδα κατάθλιψης μετά τον


τερματισμό της ομάδας (post-test).

Απάντηση: Η ανάλυση συσχέτισης (Pearson r) έδειξε θετική συσχέτιση της κατάθλιψης


με το άγχος μετά από τη συμμετοχή στην ομάδα (Πίνακας 6).

28
Πίνακας 6. Συσχέτιση (Pearson r) μεταξύ της κατάθλιψης και του άγχους μετά από
τη συμμετοχή στην ομάδα
Παράγοντες 1 2
1. Κατάθλιψη
2. Άγχος .356**

(ζ) Εάν και κατά πόσο το φύλο του συμμετέχοντα, η ομάδα στην οποία συμμετείχε, το
θρήσκευμά του και τα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης μετά τον τερματισμό της
ομάδας συνδέονται με την προβληματική χρήση του διαδικτύου.

Απάντηση: Η ανάλυση συσχέτισης (Pearson r) έδειξε θετική συσχέτιση της κατάθλιψης


με το άγχος και την προβληματική χρήση διαδικτύου μετά από τη συμμετοχή στην
ομάδα. Δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση του άγχους με την προβληματική χρήση
διαδικτύου (Πίνακας 7).

Πίνακας 7. Συσχέτιση (Pearson r) μεταξύ της κατάθλιψης και του άγχους μετά από
τη συμμετοχή στην ομάδα με την προβληματική χρήση διαδικτύου

Παράγοντες 1 2 3
1.Κατάθλιψη
2.Άγχος .356**
3. Προβληματική χρήση διαδικτύου .341** .239

Από την εφαρμογή του μη συσχετισμένου ελέγχου t-test δεν παρατηρήθηκαν


στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς την προβληματική χρήση του διαδικτύου με
βάση το φύλο των συμμετεχόντων (Πίνακας 8).

29
Πίνακας 8. Διαφορές ως προς την προβληματική χρήση διαδικτύου με βάση το φύλο

Παράγοντας Φύλο Ν Μ.Ο. Τ.Α. t df p


Προβληματική χρήση Άντρες 9 20.00 1.50 -.032 56 .975
διαδικτύου Γυναίκες 49 19.83 1.415

Από την εφαρμογή του μη συσχετισμένου ελέγχου t-test παρατηρήθηκαν στατιστικά


σημαντικές διαφορές ως προς την προβληματική χρήση του διαδικτύου με βάση την
ομάδα μετά την εφαρμογή της παρέμβασης (Πίνακας 9)

Πίνακας 9. Διαφορές ως προς την προβληματική χρήση διαδικτύου με βάση την


ομάδα μετά την παρέμβαση.

Παράγοντας Ομάδα Ν Μ.Ο. Τ.Α. t df p


Προβληματική χρήση Self-help 29 14.89 1.263 -2.831 56 .006*
διαδικτύου Placebo 29 24.82 1.440
*p<. 05

Από την εφαρμογή του μη συσχετισμένου ελέγχου t-test δεν παρατηρήθηκαν


στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς την προβληματική χρήση του διαδικτύου με
βάση το θρήσκευμα των συμμετεχόντων (Πίνακας 10)

Πίνακας 10. Διαφορές ως προς την προβληματική χρήση διαδικτύου με βάση το


θρήσκευμα.

Παράγοντας Θρήσκευμα Ν Μ.Ο. Τ.Α. t df p


Προβληματική χρήση Χριστιανοί 44 20.50 1.286 .605 56 .548
διαδικτύου Αλλόθρησκοι 14 17.85 1.805

(η) Σχεδίασε έναν ενιαίο πίνακα με συχνότητες ή μέσους όρους και τυπικές
αποκλίσεις για τις εξής μεταβλητές: φύλο, ηλικία, άγχος, κατάθλιψη (pre-post test),
προβληματική χρήση του διαδικτύου ανά πειραματική ομάδα (Πίνακας 11).

30
Πίνακας 11. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις μεταβλητών ανά πειραματική ομάδα

Προβληματική
Άγχος Άγχος Κατάθλιψη Κατάθλιψη
Φύλο Ηλικία χρήση
Ομάδα (πριν) (μετά) (πριν) (μετά)
διαδικτύου
Άντρας Γυναίκα Μ.Ο. Τ.Α. Μ.Ο. Τ.Α. Μ.Ο. Τ.Α. Μ.Ο. Τ.Α. Μ.Ο. Τ.Α. Μ.Ο Τ.Α.
Self 2 27 19.48 1.18 19.65 8.23 13.44 1.421 22.41 2.61 19.75 2.30 14.89 1.26
Placebo 7 22 21.12 3.83 22.41 2.38 24.82 2.515 18.27 2.57 18.27 2.59 24.82 1.40

31
ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνηθεί εμπειρικά αν και κατά πόσο οι
ομάδες αυτοβοήθειας βοηθάνε τους συμμετέχοντες να μειώσουν τα συμπτώματα
κατάθλιψης και άγχους, καθώς και να διατηρήσουν σε χαμηλά επίπεδα την
προβληματική χρήση του διαδικτύου. Διεξήχθη μια ποσοτική έρευνα σε ένα
τυχαιοποιημένο δείγμα 29 ατόμων, χρησιμοποιώντας διάφορες αυτό-αναφορικές
κλίμακες, με εύρος τιμών 0-100, οι οποίες κατέγραφαν συμπτώματα κατάθλιψης και
άγχους τόσο πριν την έναρξη (pre-test), όσο και μετά τον τερματισμό των εργασιών
της ομάδας (post-test). Ακόμη, χορηγήθηκε μια αυτό-αναφορική κλίμακα που
μελέτησε την προβληματική χρήση του διαδικτύου κατά το post-test. Τέλος, το ίδιο
μελετήθηκε και σε μία ομάδα 29 ατόμων που συμμετείχαν σε ομάδα εικονικής
θεραπείας (placebo group).

Σχετικά με το πρώτο ερώτημα (Πίνακας 1), η ομάδα της αυτοβοήθειας είναι


νεότερη σε ηλικία, στο βαθμό που αυτή η διαφορά είναι στατιστικά σημαντική.
Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές με βάση την
ικανοποίηση από τη ζωή. Σε αντίθεση, όπως διατύπωσαν οι Brown κ. συν. (2001), η
ηλικία δεν αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα επηρεασμού των διαφορών ανάμεσα
στις ομάδες. Στον Πίνακα 2, το γεγονός ότι δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά
σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων (αυτοβοήθειας και placebo) ως προς
την κατάθλιψη, σημαίνει ότι το πρόγραμμα δεν μπόρεσε να μειώσει τα επίπεδα
κατάθλιψης της ομάδας αυτοβοήθειας. Παρομοίως, στα ευρήματα της μελέτης (
Brown et al., 2001), οι ομάδες δεν διέφεραν μεταξύ τους, όπως επίσης, δεν διέφεραν
και στο ποσοστό της κατάθλιψης ή στην παρουσίαση ψυχοπαθολογίας. Αυτό πιθανόν
να οφείλεται στο ότι η κατάθλιψη είναι μία χρόνια κατάσταση που
χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να μειωθεί.

Επιπλέον, στον πίνακα 3, το γεγονός ότι παρατηρήθηκαν στατιστικά


σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων (αυτοβοήθειας και placebo) ως προς το
άγχος, πιθανόν να σημαίνει ότι το πρόγραμμα ήταν αποτελεσματικό στο να μειώσει
τα επίπεδα άγχους της ομάδας αυτοβοήθειας, ίσως επειδή το άγχος εκδηλώνεται
βραχυχρόνια. Στον πίνακα 4, το γεγονός ότι παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές
διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων (αυτοβοήθειας και placebo) ως προς την

32
προβληματική χρήση του διαδικτύου, σημαίνει ότι το πρόγραμμα αυτοβοήθειας ήταν
αποτελεσματικό στο να μειώσει την προβληματική χρήση διαδικτύου της ομάδας
αυτοβοήθειας. Τα αποτελέσματα του πίνακα 5 δείχνουν ότι το άγχος και η κατάθλιψη
συνδέθηκαν θετικά πριν την έναρξη του προγράμματος, όπως και στον πίνακα 6 το
άγχος και η κατάθλιψη συνέχισαν να συνδέονται θετικά και μετά το τέλος του
προγράμματος.

Ακόμη, στον πίνακα 7, η κατάθλιψη σχετίζεται με τη προβληματική χρήση


διαδικτύου, ενώ δεν υπάρχει το άγχος που βιώνει κάποιος όταν χρησιμοποιεί
προβληματικά το διαδίκτυο. Το ότι όμως δεν μπορεί να προκαλεί άγχος εκείνη τη
στιγμή η προβληματική χρήση διαδικτύου, αυτό δεν σημαίνει ότι υποσυνείδητα δεν
έχει επίπτωση στην ποιότητα ζωής του, κάτι που μεταφράζεται με περισσότερη
κατάθλιψη. Στον πίνακα 8, δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ως
προς την προβληματική χρήση του διαδικτύου με βάση το φύλο των συμμετεχόντων.
Επιπρόσθετα, στον πίνακα 9 παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ως
προς την προβληματική χρήση του διαδικτύου με βάση την ομάδα μετά την
εφαρμογή της παρέμβασης. Τέλος, στον πίνακα 10, δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά
σημαντικές διαφορές ως προς την προβληματική χρήση του διαδικτύου με βάση το
θρήσκευμα των συμμετεχόντων.

33
Πηγές-Βιβλιογραφία

Ξενόγλωσση

Τέσσερα(4) εμπειρικά άρθρα:

Brown, B., S., O’Grady, E., Farrell, V., Flechner, S., Illene, S., & Nurco, N.
(2001). Factors Associated With Frequency of 12-step Attendance By Drug Abuse
Clients, The American Journal of Drug and Alcohol Abuse, 27(1), 147-160.
Ανακτήθηκε από: doi:10.1081/ada-100103124

Bodin, M. C., & Romelsjo, A. (2006). Predictors of abstinence and


nonproblem drinking after 12-step treatment in Sweden. Journal of Studies on
Alcohol, 67, 139–46. Ανακτήθηκε από: http://dx.doi.org/10.15288/jsa.2006.67.139

Verdehus, J.-K., & Kristensen, Q. (2006). High effectiveness of self-help


programs after drug addiction therapy. BMC Psychiatry, 6, 35. Ανακτήθηκε από:
https://doi.org/10.1186/1471-244X-6-35

Timko, C., & DeBenedetti, A. (2007). A randomized controlled trial of


intensive referral to 12-step self-help groups: One-year outcomes, Drug and Alcohol
Independence, 90(2-3), 270-279. Ανακτήθηκε από:
doi:10.1016/j.drugalcdep.2007.04.007

Επιπλέον βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε:

34
Γαλάνης (2012). Εγκυρότητα και αξιοπιστία των ερωτηματολογίων στις
επιδημιολογικές μελέτες. Εφαρμοσμένη Ιατρική Έρευνα.

Beck A.T., Ward Ch., Mendelson M., Mock J., & Erbaugh J., (1961). An
inventory for measuring depression. Arch Gen Psychiatry, 4, 561–571

Beck, A. T.; Weissman, A., Lester, D., & Trexler, L., (1974). The
Measurement of Pessimism: The Hopelessness Scale, Journal of Consulting and
Clinical Psychology., 42, 861– 865.

Beck, A. T., & Steer, R. A., (1988). Manual for the Beck Hopelessness Scale,
Psychological Corporation: San Antonio, TX.

British Psychological Society. (2014). BPS Code of Human Research


Ethics (2nd ed.). https://www.bps.org.uk/news-and-policy/bps-code-human-research-
ethics-2nd-edition-2014

Cook, C., C., H., (1998). The Minnesota Model in the management of drug
and alcohol dependency: Miracle, method or myth? Part 1. The philosophy and the
programme. British Journal, Addiction 83, 625-634.

Creswell, J.W. (2013) Research Design: Qualitative, Quantitative, and Mixed


Methods Approaches. 4th Edition, SAGE Publications, Inc., London.

35
Dennis, M. L., (1990). Assessing the validity of randomized field experiments:
an example from drug abuse treatment research. Eval. Rev. 14, 347–373.

Dennis, M. L., (1994). Ethical and practical randomized field experiments. In:
Wholey, J.S., Hatry, H.P., Newcomer, K.E. (Eds.), Handbook of Practical Program
Evaluation. Jossey-Bass, San Francisco, pp. 155–197.

Derogatis, L. R., Rickels, K., & Rock, A. F., (1976). The SCL-90 and the
MMPI: A Step in the Validation of a New Self-Report Scale. Br. J. Psychiatry, 128,
280–289.

Field, A. (2017). Discovering Statistics Using IBM SPSS (5th edition). Sage
Publications Ltd.

Gjeruldsen S., Myrvang B., & Opjordsmoen S., (2003) Risk factors for drug addiction
and its outcome. A follow-up study over 25 years. Nordic Journal of
Psychiatry, 57, pp. 373-376. Ανακτήθηκε από 10.1080/08039480310002714.

Hoffmann, N. G., & Miller, N. S., (1993). Perspectives of effective treatment


for alcohol and drug disorders. Psychiatr Clin North Am., 16, 127-140.

Leucht, S., & Heres, S., (2006). Epidemiology, clinical consequences, and
psychosocial treatment of nonadherence in schizophrenia. J. Clin. Psychiatry, 67, 3–8.

36
Matzat, J. (2001). The development of self-help groups and support for them
in Germany. International Journal of Self Help and Self Care, 1(4), 307-322.

McCrady, B.S., Epstein, E.E., & Hirsch, L.S., (1996). Issues in the
implementation of a randomized clinical trial that includes Alcoholics Anonymous:
studying AA-related behaviors during treatment. J. Stud. Alcohol. 57, 604–612.

McCrady, B.S., Epstein, E.E., & Hirsch, L.S., (1999). Maintaining change
after conjoint behavior alcohol treatment for men: outcomes at 6 months. Addiction
94, 1381–1396.

McLellan, A.T., & McKay, J.R., (1998). The treatment of addiction: What can
research offer practice? In: Lamb, S., Greenlick, M.R., & McCarthy, D., (Eds.).
Bridging the Gap Between Practice and Research: Forging Partnerships with
Community-Based Drug and Alcohol Treatment, Washington, DC: National
Academy Press, pp. 147-185.

Mystakidou K., Tsilika E., Parpa E., Smyrniotis V., Galanos A., & Vlahos L.,
(2007). Beck Depression Inventory: Exploring its psychometric properties in a
palliative care population of advanced cancer patients, Eur J Cancer Care (Engl), 16,
pp. 244–250

Mystakidou K., Tsilika E., Parpa E., Sakkas P., & Vlahos L., (2009). The
psychometric properties of the Greek version of the State-Trait Anxiety Inventory in
cancer patients receiving palliative care. Psychol Health, 24, pp. 1215–1228

37
Spielberger Cd., (1989). State-Trait Anxiety Inventory: Bibliography. 2nd ed.
Consulting Psychologists Press, Palo Alto, CA.

Room, R., Palm, J., Romelsjo, A., Stenius, K., & Storbjork, J. (2003). Women
and men in alcohol and drug treatment: An overview of a Stockholm Country study.
Nord. Study., Alcohol Drugs, 20, 91-100.

Tomasson K., & Vaglum P., (1998) Psychiatric co-morbidity and aftercare
among alcoholics: a prospective study of a nationwide representative sample.
Addiction, 93, pp 423-431. Ανακτήθηκε από 10.1046/j.1360-0443.1998.93342310.x.

Ustun, B., Compton, W., Mager, D., Babor, T., Baiyewu, O., Chatterjl, S.,
Cottler, L., Gogus, A., Mavreas, V., Peters, L., Pull, C., Suanders, J., Smeets, R.,
Stipec, M-R., Vrastl, R., Hasin, D., Room, R., Van Den Brink, W., Regier, D., Blaine,
J., Grant, B. F., & Sartorius, N. (1997). Who study on the reliability and validity of
the alcohol and drug use disorder instruments: Overview of methods and results, Drug
Alcohol Depend, 47, 161-169.

38

You might also like