You are on page 1of 114

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ

ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΚΥΤΤΑΡΑ – ΙΣΤΟΙ – ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ
Κύτταρο είναι η μικρότερη συγκροτημένη μονάδα ζωής.
Ιστός είναι το σύνολο πολλών κυττάρων που έχουν την
ίδια μορφολογία και επιτελούν την ίδια λειτουργία
(π.χ. μυϊκός ιστός).
Όργανο είναι συγκεκριμένο τμήμα του σώματος που
σχηματίζεται από την συνένωση πολλών ιστών
(π.χ. στομάχι, καρδιά, έντερο, πνεύμονες κλπ.)
και επιτελεί μια ειδική λειτουργία.
Σύστημα είναι ένα σύνολο από διακριτά (ξεχωριστά)
όργανα που συνεργάζονται για την ολοκλήρωση
μιας λειτουργίας (π.χ. αναπνευστικό, πεπτικό,
νευρικό σύστημα κ.ά.).
ΚΥΤΤΑΡΑ
Μορφολογία - Μέρη του κυττάρου
Κυτταρική μεμβράνη
Περιβάλλει το κύτταρο επιτρέποντας επιλεκτικά την διέλευση διαφόρων ουσιών (π.χ.
θρεπτικές ουσίες, Ο2, Η2Ο, ηλεκτρολύτες).
Κυτταρόπλασμα
Βρίσκεται στο εσωτερικό του κυττάρου, έχει την μορφή διαλύματος και περιέχει τα
κυτταρικά οργανίδια και τον κυτταροσκελετό (μικροϊνίδια και μικροσωληνίσκοι).
Κυτταρικά οργανίδια (μιτοχόνδρια, ενδοπλασματικό δίκτυο - ριβοσωμάτια,
λυσοσωμάτια κ.ά.)
Επιτελούν διάφορες λειτουργίες (παραγωγή ενέργειας, σύνθεση πρωτεϊνών,
διάσπαση ουσιών).
Πυρήνας
Βρίσκεται στο κέντρο του κυττάρου. Χωρίζεται από το κυτταρόπλασμα με την
πυρηνική μεμβράνη. Περιέχει την χρωματίνη που αποτελείται από DNA και πρωτεΐνες
και σχηματίζει τα χρωματοσώματα (23 ζεύγη).
Όλα τα κύτταρα (εκτός από τα δερματικά) περιβάλλονται από το εξωκυττάριο υγρό.

Κύτταρο

Διάγραμμα ενός τυπικού ζωικού ευκαρυωτικού κυττάρου, όπου δείχνονται και οι υποκυτταρικές
μονάδες. Οργανίδια : 1. Πυρηνίσκος 2. Πυρήνας 3. Ριβόσωμα 4. Κυστίδιο 5. Τραχύ ενδοπλασματικό
δίκτυο (ΕΔ) 6. Συσκευή Golgi 7. Κυτταροσκελετός 8. Λείο ενδοπλασματικό δίκτυο 9. Μιτοχόνδρια 10.
Κενοτόπιο 11. Κυτταρόπλασμα 12. Λυσόσωμα 13. Κεντριόλιο μέσα σε Κεντροσωμάτιο. Ολόκληρο το
κύτταρο περιβάλεται από τη κυτταρική ή πλασματική μεμβράνη
By MesserWoland and Szczepan1990 [GFDL (http://www.gnu.org/copyleft /fdl.html), CC-BY-SA-3.0
(http://creativecommons.org/licenses/by-sa/3.0/) or CC BY-SA 2.5 (https://creativecommons.org/licenses/by-sa/2.5)], from Wikimedia
Commons
Ευκαριωτικά και προκαρυωτικά κύτταρα

“Celltypes”, από Kelvinsong διαθέσιμο ως κοινό κτήμα

Απεικόνιση της μεμβράνης

“Cell membrane scheme”, από Foobar με


άδεια CC BY-SA 3.0
Διαμεμβρανικός υποδοχέας

wiki.brown.edu

Κυτταρικές λειτουργίες
Θρέψη - μεταβολισμός
Πρόσληψη θρεπτικών ουσιών, χρήση τους για παραγωγή ενέργειας και σύνθεση
διαφόρων απαραιτήτων συστατικών και αποβολή αχρήστων προϊόντων.
Μεταβολισμός είναι το σύνολο των χημικών αντιδράσεων που γίνονται στο κύτταρο
(ή και σε όλο τον οργανισμό).

Εκκριτικότητα
Ορισμένα κύτταρα (πχ. αδενικά), συνθέτουν ορισμένες ουσίες οι οποίες εκκρίνονται
είτε στο αίμα (ορμόνες) είτε σε ειδικούς πόρους (πχ. σίελο) μεταφερόμενες σε άλλα
σημεία του σώματος (απομακρυσμένα ή γειτονικά) όπου ασκούν την δράση τους.

Κυτταρική αναπνοή
Πρόσληψη Ο2 (από το αίμα) και αποβολή CO2 (στο αίμα).

Αναπαραγωγή
Διαίρεση κυττάρου (μίτωση) από την οποία προκύπτουν δύο κύτταρα όμοια με το
αρχικό (μητρικό).
Κυτταρικές λειτουργίες
Διέγερση και Κινητικότητα
Αντίδραση στις διάφορες μεταβολές του περιβάλλοντος.

Αγωγιμότητα
Κάποια κύτταρα (συγκεκριμένα τα νευρικά) έχουν την ικανότητα
μετάδοσης πληροφοριών με την μορφή ηλεκτρικού δυναμικού είτε
μεταξύ τους, είτε προς άλλα κύτταρα (συγκεκριμένα τα μυϊκά).
Συνοψίζοντας, από λειτουργική άποψη το κύτταρο αποτελεί
μικρογραφία του οργανισμού, αφού επιτελεί όλες τις βασικές
λειτουργίες του σώματος (αναπνοή, πρόσληψη θρεπτικών ουσιών,
αποβολή αχρήστων συστατικών, αναπαραγωγή, κίνηση κ.λπ.). Επίσης
έχει την ικανότητα ανάπτυξης (αύξηση μεγέθους) και
αυτοεπιδιόρθωσης. Ακόμη εμφανίζει ωρίμανση, γήρανση και τελικά
κυτταρικό θάνατο (όπως και οι άνθρωποι) αν και η επιβίωση των
κυττάρων κυμαίνεται ευρύτατα (από μερικές ημέρες για μερικά κύτταρα
του αίματος μέχρι πολλές δεκαετίες για τα νευρικά κύτταρα).

Πυρήνας, πυρηνίσκος, χρωματίνη


“Diagram human cell nucleus”, από Hawk-Eye
διαθέσιμο ως κοινό κτήμα
Κύτταρο, πυρήνας και πυρηνίσκος

meganhowett.blogspot.gr

Εικόνα μιτοχονδρίου

“Animal mitochondrion diagram el”, από Bibi Saint-Pol με


άδεια CC BY-SA 3.0
Εικόνες λυσοσωμάτων

“HeLa cell endocytic pathway labeled for EGFR and


transferrin”, από Putneybridgetube με άδεια CC BY
3.0
“Endocytic pathway of animal cells showing EGF receptors, transferrin receptors and
mannose-6-phosphate receptors”, από Putneybridgetube με άδεια CC BY-SA 3.0

ΙΣΤΟΙ
Είδη Ιστών
Α) Επιθηλιακός
Επενδύει την εξωτερική επιφάνεια του σώματος (δέρμα) και τις
εσωτερικές κοιλότητες (π.χ. στομαχιού, εντέρου κλπ.) ενώ
σχηματίζει και τους αδένες (εξωκρινείς και ενδοκρινείς). Βασική
λειτουργία: Κάλυψη.
Β) Ερειστικός
Συνδετικός ιστός (π.χ. υποδόριος ιστός, τένοντες μυών, αίμα,
λέμφος).
Χονδρικός ιστός (χόνδροι).
Οστίτης ιστός (οστά).
Βασική λειτουργία: Στήριξη.
Γ) Μυϊκός ιστός
Κύριος ιστός μυών. Αποτελείται από διαφοροποιημένα κύτταρα (μυϊκές ίνες)
που έχουν αποκτήσει συσταλτικότητα (το κυτταρόπλασμά τους έχει
μεταπλαστεί σε μυϊκά ινίδια). Μορφολογικά (και λειτουργικά) οι μυϊκές ίνες
διακρίνονται σε γραμμωτές (σκελετικοί μύες) και λείες (σπλαχνικοί μύες).
Βασική λειτουργία: Κίνηση.
Δ) Νευρικός ιστός
Κύριος ιστός νευρικού συστήματος. Αποτελείται από διαφοροποιημένα κύτταρα
(νευρώνες) με ικανότητα μετάδοσης πληροφοριών καθώς και από άλλα
υποστηρικτικά κύτταρα (νευρογλοιακά). Βασική λειτουργία: Έλεγχος –
συντονισμός.
Να σημειωθεί ότι αναφέρεται μόνο η κύρια λειτουργία που χαρακτηρίζει τον
κάθε ιστό. Προφανώς υπάρχουν και άλλες (π.χ. στο επιθηλιακό: έκκριση, στο
ερειστικό: σύνδεση διαφόρων δομών, προστασία ευαίσθητων οργάνων κ.ά.,
στο νευρικό: ανώτερες πνευματικές λειτουργίες, αντίληψη αισθήσεων κ.λπ.).

Ο σχηματισμός των διαφόρων ιστών είναι αποτέλεσμα της


διαφοροποίησης των κυττάρων (μορφολογικής και λειτουργικής),
η οποία τους παρέχει την απαιτούμενη εξειδίκευση και ικανότητα
για την επιτέλεση συγκεκριμένων λειτουργιών π.χ. τα νευρικά
κύτταρα διαθέτουν νευρικές ίνες (νευράξονες) για τη μεταβίβαση
των πληροφοριών.
Επιθηλιακός ιστός

http://training.seer.cancer.gov/module_anatomy/images/illu_epithelium.jpg

Συνδετικός ιστός

Ιστός Τένοντα
By Anonymous - 1911 Encyclopædia Britannica, Connective Tissues article; vol. 6, pp 959–963,
Public Domain, https://commons.wikimedia.org/w/index.php? curid=56826125
Μυϊκός ιστός (σκελετικός μυς)

CC BY-SA 3.0
https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=73744

Νευρικό κύτταρο

By User: Dhp1080, translated and modified by Badseed. - Originally Neuron.jpg taken from the US Federal
(public domain) (Nerve Tissue, retrieved March 2007), redrawn by User:Dhp1080 in Illustrator. Source:
"Anatomy and Physiology" by the US National Cancer Institute's Surveillance, Epidemiology and End Results
(SEER) Program., CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=24139135
Συστήματα
 Σκελετικό  Ουροποιητικό
 Μυϊκό  Γεννητικό
 Νευρικό  Ενδοκρινικό
 Αναπνευστικό  Καλυπτήριο (Δέρμα και
 Κυκλοφορικό εξαρτήματα)

 Αίμα και Λέμφος  Αισθητήρια Όργανα


 Πεπτικό

Τα συστήματα συνεργάζονται, συντονίζονται και αλληλεπιδρούν


ούτως ώστε ο οργανισμός να λειτουργεί ως ενιαίο σύνολο.
Συστήματα, ιστοί και κύτταρα συμμετέχουν όλα (στο μέτρο που
τους αναλογεί) στη διατήρηση της ομοιοστασίας.

TΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

OpenStax [CC BY 4.0 (https://creativecommons.org/licenses/by/4.0)]


Το νευρικό σύστημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και
εκτεταμένο δίκτυο νευρικών κυττάρων συνδεδεμένων μεταξύ
τους αλλά και με άλλα κύτταρα (μυϊκά, κύτταρα αισθητηρίων
ή εσωτερικών οργάνων ή αδένων). Διαθέτει ικανότητα
ανίχνευσης και αντίληψης μεταβολών και ερεθισμάτων από
το εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό περιβάλλον, όπως
επίσης και την ικανότητα οργάνωσης και ρύθμισης της κατά
περίπτωση κατάλληλης ανταπόκρισης του οργανισμού σε
αυτές τις πληροφορίες, η οποία πραγματοποιείται κατόπιν
εντολής του νευρικού συστήματος προς τα εκτελεστικά
όργανα του σώματος (μύες, αδένες, σπλάχνα). Επιπλέον,
επιτελεί όλες τις ανώτερες πνευματικές λειτουργίες (σκέψη,
μνήμη, κρίση, υπολογισμοί, συναισθήματα).
Η δομή του Ν.Σ. θα μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη ενός
τηλεπικοινωνιακού δικτύου.

Λειτουργίες νευρικού συστήματος


• Αισθητικές
• Κινητικές
• Ανώτερες πνευματικές λειτουργίες (σκέψη, μάθηση, μνήμη, κρίση,
υπολογισμός, σχεδιασμός, αφηρημένη σκέψη, συναίσθημα)
• Ρύθμιση εκκρίσεων από: ενδοκρινείς και εξωκρινείς αδένες (ορμονών
και υγρών αντίστοιχα)
• Ρύθμιση λειτουργίας σπλάχνων (εσωτερικών οργάνων)
• Συντονισμός άλλων συστημάτων
Κύτταρα νευρικού συστήματος

• Νευρώνες ή νευρικά κύτταρα (λειτουργικός ρόλος)


Συνδέονται μεταξύ τους (αλλά και με άλλα κύτταρα π.χ. μυϊκά)
μέσω των συνάψεων, σχηματίζοντας ένα πολύπλοκο δίκτυο
που επιτρέπει την μετάδοση των πληροφοριών. Κάθε
νευρώνας δημιουργεί τουλάχιστον 1.000 (!!) συνδέσεις με
άλλους νευρώνες και οι πληροφορίες μεταδίδονται με τη
μορφή ηλεκτρικών σημάτων (δυναμικών ενέργειας) και με
μεγάλο εύρος ταχυτήτων (1 – 100 m/sec).
Αποτελούνται από:
 Το κυτταρικό σώμα
 Τους δενδρίτες (υποδοχή σημάτων από άλλα κύτταρα)
 Τον νευράξονα ή νευρίτη ή νευρική ίνα (μεταβίβαση
σημάτων προς άλλα κύτταρα (με μήκος από 0,1mm – 3m!!)

Νευρικό κύτταρο (νευρώνας)

• By User:Dhp1080, translated and modified by Badseed. - Originally


Neuron.jpg taken from the US Federal (public domain) (Nerve Tissue,
retrieved March 2007), redrawn by User:Dhp1080 in Illustrator. Source:
"Anatomy and Physiology" by the US National Cancer Institute's
Surveillance, Epidemiology and End Results (SEER) Program., CC BY-SA
3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=24139135
Διαίρεση Νευρώνων

Α) Ανάλογα με την κατεύθυνση της πληροφορίας


 Κεντρομόλοι ή προσαγωγοί (προς το ΚΝΣ)
 Φυγόκεντροι ή απαγωγοί (προς την περιφέρεια)
Β) Ανάλογα με τη λειτουργία
 Αισθητικοί (ταυτίζονται συνήθως με τους κεντρομόλους)
 Κινητικοί (ταυτίζονται συνήθως με τους φυγόκεντρους)
Γ) Ανάλογα με την εντόπισή τους αλλά και την συμμετοχή τους στην
μεταφορά ή την επεξεργασία της πληροφορίας
 Προβλητικοί (μεταφέρουν την πληροφορία από το ένα τμήμα του
ΝΣ στο άλλο ανεξαρτήτως κατεύθυνσης)
 Διάμεσοι (παραμένουν σε ένα συγκεκριμένο τμήμα του ΚΝΣ,
συμμετέχοντας κατά κύριο λόγο στην επεξεργασία της
πληροφορίας που γίνεται στο εν λόγω τμήμα)

• Νευρογλοιακά κύτταρα
Υποστηρικτικός ρόλος: στήριξη και σταθερότητα,
απομάκρυνση νεκρών κυττάρων, προστατευτικός
με τη δημιουργία του αιματοεγκεφαλικού φραγμού,
σχηματισμός μυελίνης, διευκόλυνση μεταβολισμού.
Δεν συμμετέχουν άμεσα στην μετάδοση
πληροφοριών, αν και τη διευκολύνουν βοηθώντας
στη διακίνηση των ειδικών νευροδιαβιβαστών.
BruceBlaus. When using this image in external sources it can be cited
as:Blausen.com staff (2014). "Medical gallery of Blausen Medical 2014".

Νευρική σύναψη
Είναι η εξειδικευμένη περιοχή σύνδεσης (επαφής) μεταξύ των νευρώνων (ή
μεταξύ νευρώνων και κυττάρων άλλων ιστών π.χ. νευρομυϊκές συνάψεις.
Σχηματίζεται συνηθέστερα μεταξύ του νευρίτη (νευράξονα) ενός νευρώνα
(προσυναπτικό κύτταρο) και του δενδρίτη ενός άλλου (μετασυναπτικό κύτταρο).

Αποτελείται από:
• Την προσυναπτική μεμβράνη (στις νευρικές απολήξεις του νευράξονα, δηλ.
τα τελικά κομβία).
• Την μετασυναπτική μεμβράνη (στον δενδρίτη του μετασυναπτικού
κυττάρου).
• Την συναπτική σχισμή ή συναπτικό κενό (ανάμεσα στις δύο μεμβράνες).

Η διαβίβαση των πληροφοριών στις συνάψεις γίνεται συνήθως χημικά, με την


απελευθέρωση νευροδιαβιβαστών από τα τελικά κομβία του προσυναπτικού
κυττάρου στην συναπτική σχισμή, με επακόλουθη ενεργοποίηση των
υποδοχέων της μετασυναπτικής μεμβράνης που προκαλεί μεταβολή (διεγερτική
ή ανασταλτική) του μετασυναπτικού κυττάρου.
BruceBlaus [CC BY 3.0 (https://creativecommons.org/licenses/by/3.0)]

Sabar [Public domain]


Nrets [CC BY-SA 3.0
(http://creativecommons.org
/licenses/by-sa/3.0/)]

Διαίρεση νευρικού συστήματος (ΝΣ)

• Κεντρικό (ΚΝΣ)
- Εγκέφαλος
- Νωτιαίος μυελός

• Περιφερικό (ΠΝΣ)
- Κρανιακά ή εγκεφαλικά νεύρα
(12 ζεύγη)
- Νωτιαία νεύρα (31-32 ζεύγη)
- Γάγγλια

• Αυτόνομο (Φυτικό)
(περιλαμβάνει τα τμήματα του κεντρικού και του περιφερικού Ν.Σ
που εμπλέκονται στη ρύθμιση της λειτουργίας των σπλάχνων)
- Συμπαθητικό
- Παρασυμπαθητικό
Η διαίρεση σε ΚΝΣ και ΠΝΣ είναι αυστηρά ανατομική με τα δύο μέρη να
διαχωρίζονται σαφώς ανατομικά (αν και όχι λειτουργικά, αφού συνεργάζονται
στην επιτέλεση διαφόρων λειτουργιών). Αντίθετα η διαίρεση σε Αυτόνομο
(Φυτικό ή Σπλαχνικό) και σε «μη αυτόνομο» ΝΣ που αναφέρεται με διάφορες
ονομασίες (Εγκεφαλονωτιαίο ή Σωματικό ΝΣ) είναι κυρίως λειτουργική (το
αυτόνομο ελέγχει τις λειτουργίας που δεν υπάγονται στη βούλησή μας, π.χ.
καρδιακή λειτουργία, λειτουργίες γαστρεντερικού κ.λπ.

Τα δύο μέρη του αυτόνομου ΝΣ, δηλαδή το συμπαθητικό και το


παρασυμπαθητικό, διαφέρουν τόσο ανατομικά (περιλαμβάνουν διαφορετικά
τμήματα του ΚΝΣ και του ΠΝΣ) όσο και λειτουργικά (η ενεργοποίησή τους
προκαλεί αντίθετα αποτελέσματα στη λειτουργία των οργάνων που ελέγχουν
(π.χ. το συμπαθητικό προκαλεί ταχυκαρδία ενώ το παρασυμπαθητικό
βραδυκαρδία).

Το διάγραμμα που ακολουθεί


αποτελεί μια συνδυασμένη
εκδοχή ανατομικής και
λειτουργικής διαίρεσης του ΝΣ
(Πηγή:Ν. Κακλαμάνης, Α.
Καμμάς, Ἡ Ανατομική του
Ανθρώπου», εκδόσεις Μ.
Edition, Αθήνα 1998).

*
*

* Βρίσκονται σε
διαφορετικά τμήμα τα
του ΚΝΣ (η κεντρική *
μοίρα) ή του ΠΝΣ) η
περιφερική μοίρα) *
Δομή του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (ΚΝΣ)

Εγκέφαλος
• Φαιά ουσία (κυτταρικά σώματα)
Κυρίως επιφανειακή (εγκεφαλικός φλοιός)
• Λευκή ουσία (νευρικές ίνες)
Εσωτερική

Τομή τμήματος εγκεφαλικού


ημισφαιρίου

By Grook Da Oger [Public domain], via


Wikimedia Commons

Στην πραγματικότητα η διάταξη φαιάς / λευκής ουσίας στον εγκέφαλο είναι πιο
πολύπλοκη, καθώς βαθιά μέσα στη μάζα της λευκής ουσίας υπάρχουν
μεμονωμένες ομάδες νευρικών κυττάρων με παρόμοια λειτουργία (πυρήνες)
όπως τα βασικά γάγγλια, ο ιππόκαμπος και η αμυγδαλή. Επιπλέον, οι νευρικές
ίνες (νευράξονες) της λευκής ουσίας διακρίνονται σε:

α) Συνδετικές (συνδέουν περιοχές του φλοιού


στο ίδιο ημισφαίριο)
β) Συνδεσμικές (συνδέουν περιοχές του
φλοιού μεταξύ των δύο ημισφαιρίων)
γ) Προβλητικές (συνδέουν τον φλοιό με
περιοχές εκτός του φλοιού στον εγκέφαλο ή και
στο νωτιαίο μυελό)

By Bjorn Merker - Own work, CC BY 3.0,


https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=17377653
Τομή τμήματος εγκεφαλικού ημισφαιρίου:

φαιά και λευκή ουσία

Ms. Emma Vought [CC BY 4.0


(https://creativecommons.org/licenses/by/4.0)]

Εγκέφαλος
• Μπορεί να θεωρηθεί ως το ανάλογο του κεντρικού υπολογιστή ή του
συντονιστικού κέντρου ενός τηλεπικοινωνιακού δικτύου.
• Αποτελεί το σημαντικότερο, πολυπλοκότερο και πλέον εξελιγμένο όργανο
του ΝΣ.
• Περιέχει τα νευρικά κέντρα που ρυθμίζουν τις περισσότερες και
σημαντικότερες λειτουργίες αισθητικές, κινητικές, ανώτερες πνευματικές,
ορμονικές αλλά και σπλαχνικές όπως η αναπνοή και η καρδιακή λειτουργία*.
• Αντιστοιχεί στο 2-3% του βάρους του σώματος με μέσες τιμές για ενήλικα
άτομα:
 Άνδρες: 1350 gr
 Γυναίκες: 1250 gr
• Περιέχει περίπου 100 δισεκατομμύρια νευρώνες (και πολύ περισσότερο
νευρογλοιακά κύτταρα). Ο αριθμός των συνάψεων στον εγκέφαλο φθάνει τα
100 τρισεκατομμύρια.
• Περικλείεται από τα οστά του κρανίου και καλύπτεται από προστατευτικά
περιβλήματα (μήνιγγες) που παρεμβάλλονται μεταξύ εγκεφάλου και κρανίου.

* (Εξαίρεση αποτελούν μερικές σπλαχνικές λειτουργίες, π.χ. η εντερική λειτουργία, οι οποίες


ρυθμίζονται από νευρικά κέντρα του αυτόνομου ΝΣ που βρίσκονται (κυρίως) στον νωτιαίο μυελό (για
περισσότερες πληροφορίες βλ. σχετική διάλεξη για το ΑΝΣ).
Τμήματα του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος

Εγκέφαλος
Περιγραφική (απλοποιημένη) διαίρεση

 Ημισφαίρια (2)*
 Εγκεφαλικό στέλεχος*
 Παρεγκεφαλίδα
* Μεταξύ ημισφαιρίων και
στελέχους παρεμβάλλεται
ο διάμεσος εγκέφαλος

Υπάρχει επίσης η αναλυτικότερη


εμβρυολογική διαίρεση του εγκεφάλου:
 Τελικός εγκέφαλος (εγκεφαλικά ημισφαίρια)
 Διάμεσος εγκέφαλος (θάλαμος, υποθάλαμος)
 Μέσος εγκέφαλος
 Οπίσθιος εγκέφαλος (γέφυρα, παρεγκεφαλίδα)
 Έσχατος εγκέφαλος (προμήκης)

“Brain sagittal section stem highlighted” από wikivet.net


διαθέσιμο με άδεια CC BY-NC-ND 3.0

Εγκέφαλος (πλαγία εσωτερική τομή)

“Gray720” από Pngbot


διαθέσιμο ως κοινό κτήμα
Εγκεφαλικά ημισφαίρια (δεξιό – αριστερό)
 Συνιστούν τον τελικό εγκέφαλο (σύμφωνα με την εμβρυολογική διαίρεση).
Αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα του εγκεφάλου.
 Διαχωρίζονται ατελώς από την επιμήκη σχισμή.
 Συνδέονται μεταξύ τους με συνδέσμους (κυρίως το μεσολόβιο).
 Εμφανίζουν (στην επιφάνειά τους) αύλακες που την χωρίζουν σε πολλές έλικες.
Η πτυχωτή μορφολογία αυξάνει την λειτουργική επιφάνεια του εγκεφάλου.
 Περιλαμβάνουν νευρικά κέντρα που ελέγχουν αισθητικές, κινητικές, νοητικές και
συναισθηματικές λειτουργίες.
Έλικες= προεξοχές που Σχισμή= βαθιές αύλακες που
καλύπτουν την επιφάνεια του διαχωρίζουν μεγάλες περιοχές του
εγκεφάλου εγκεφάλου (π.χ βρεγματικό-ινιακό
λοβό)

Αύλακα= μικρή εσοχή/ αυλάκωση που


διαχωρίζει τις έλικες μεταξύ τους

Πηγή: Τριάρχου, Λ. Νευροβιολογικές βάσεις


στην εκπαίδευση

Σημαντικότερες (και βαθύτερες) αύλακες είναι:


i) Κεντρική αύλακα (Rolando)
ii) Πλαγία σχισμή (Silvius)
iii) Βρεγματοϊνιακή σχισμή

Με βάση τις τρεις αυτές αύλακες, τα δύο ημισφαίρια διαιρούνται στα εξής
τμήματα (λοβούς):
i) Μετωπιαίος λοβός (μπροστά)
ii) Βρεγματικός λοβός (μεταξύ κεντρικής, πλαγίας και βρεγματοϊνιακής)
iii) Ινιακός (πίσω)
iv) Κροταφικός (πλάγια)
v) Κεντρικός λοβός ή νήσος του Reil (στο βάθος της πλαγίας σχισμής -
καλυπτόμενος από μετωπιαίο, κροταφικό και βρεγματικό λοβό).

Οι ονομασίες των τεσσάρων πρώτων αντιστοιχούν με εκείνες των


γειτονικών οστών του κρανίου που τα περιβάλλουν. Ως 6ος λοβός
αναφέρεται από κάποιους η περιοχή που βρίσκεται στην έσω
επιφάνεια των ημισφαιρίων γύρω από το μεσολόβιο και την γειτονική
κάτω επιφάνεια του κροταφικού λοβού (στεφανιαίος ή μεταιχμιακός
λοβός).
Εγκεφαλικά ημισφαίρια (άνω όψη)

“Cerebral lobes” από Wyglif διαθέσιμο με


άδεια CC BY-SA 3.0

Λοβοί ημισφαιρίων (πλαγία εξωτερική όψη)

Μετωπιαίος λοβός (μπλε), Βρεγματικός (κίτρινο), Κροταφικός (πράσινο),


Ινιακός (ροζ)

This image is in the public domain because it is a mere mechanical scan or photocopy of a public domain original, or – from the
available evidence – is so similar to such a scan or photocopy that no copyright protection can be expected to arise. The original
itself is in the public domain for the following reason: this work is in the public domain in its country of origin and other countries and
areas where the copyright term is the author's life plus 100 years or less. (Πηγή Wikipedia)
• Ο εγκεφαλικός φλοιός είναι το
επιφανειακό στρώμα των επιφανειακών
ημισφαιρίων και αποτελείται από φαιά
ουσία, δηλαδή από τα σώματα των
νευρώνων των ημισφαιρίων (ενώ οι
νευράξονες αυτών των κυττάρων
πορεύονται στο εσωτερικό των
ημισφαιρίων σχηματίζοντας τη λευκή
ουσία).

Λειτουργίες Εγκεφαλικού Φλοιού


Ο φλοιός είναι το πλέον εξελιγμένο τμήμα των ημισφαιρίων αφού εκεί
επιτελούνται οι σημαντικότερες λειτουργίες του εγκεφάλου.

• Αισθητικές (αντίληψη και επεξεργασία αισθητικών πληροφοριών).


• Κινητικές (σύλληψη, σχεδιασμός και εντολή έναρξης κινήσεων).
• Ανώτερες πνευματικές λειτουργίες (σκέψη, κριτική ικανότητα,
υπολογισμοί, μνήμη, προσωπικότητα, συναισθήματα, ομιλία).
• Σχεδιασμός και οργάνωση της σύνθετης διαδικασίας προσαρμογής
και αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα που περιλαμβάνει και
συντονισμό άλλων συστημάτων.
ΑΠΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ – ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ - ΦΛΟΙΟΥ

Νευρικό Σύστημα: δίκτυο νευρικών


κυττάρων.
Εγκέφαλος: Κεντρικός «υπολογιστής»
δικτύου.
Εγκεφαλικός Φλοιός: «Κεντρική μονάδα
(επεξεργαστής)» του υπολογιστή.

Ιστολογική Δομή Εγκεφαλικού Φλοιού


• Ο φλοιός έχει πάχος 2-4 χιλιοστά και αποτελείται από τα
σώματα των νευρώνων των εγκεφαλικών ημισφαιρίων τα
οποία βρίσκονται στην εξωτερική επιφάνεια των ημισφαιρίων.

• Υπάρχουν περίπου 50 δισεκατομμύρια νευρώνες στον φλοιό


(το ½ του συνόλου των νευρώνων του εγκεφάλου).

• Οι νευρώνες του φλοιού έχουν μία διάταξη που περιλαμβάνει


από έξω προς τα μέσα έξι διαδοχικές στιβάδες (Ι-VI).

• Οι στιβάδες διαφέρουν ως προς το μέγεθος, το σχήμα και τον


αριθμό των περιεχομένων νευρικών κυττάρων.

• Η παρουσία και των έξι στιβάδων δεν είναι σταθερή σε όλες


τις περιοχές του εγκεφάλου καθώς κάποιες περιοχές μπορεί
να έχουν λιγότερες. Σταθερότερα παρατηρούνται οι στιβάδες Ι
και VI.
Στιβάδες Εγκεφαλικού Φλοιού

By Encyclopedia Britannica (1911


EB, Vol. 4, Page 400) [Public
domain], via Wikimedia Commons

Στιβάδες Εγκεφαλικού Φλοιού

I. Μοριακή
II. Έξω κοκκώδης
III. Έξω πυραμοειδής
IV. Έσω κοκκώδης
V. Έσω πυραμοειδή
VI. Πολυμορφική (ή ατρακτοειδής)

Οι ονομασίες σχετίζονται με το είδος των επικρατούντων


κυττάρων της κάθε στιβάδας: κοκκώδη κύτταρα (ΙΙ, ΙV) και
πυραμοειδή (ΙΙΙ, V) ποικιλομορφία κυττάρων και παρουσία
ατρακτοειδούς σχήματος τροποποιημένων πυραμοειδών
κυττάρων (VI) και σχεδόν πλήρης απουσία κυττάρων (Ι)
ΣΤΙΒΑΔΕΣ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΥ
ΦΛΟΙΟΥ

Internet Archive Book Images [No


restrictions]

Ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ΗΕΓ)
• Το ΗΕΓ είναι η καταγραφή της ηλεκτρικής δραστηριότητας των νευρώνων
του εγκεφαλικού φλοιού που γίνεται με τη χρήση ειδικών ηλεκτροδίων που
τοποθετούνται στο κρανίο ανιχνεύοντας τα ηλεκτρικά σήματα τα οποία
αντιπροσωπεύουν την συνισταμένη (το άθροισμα) των παραγόμενων
μετασυναπτικών δυναμικών των κυττάρων του φλοιού που βρίσκονται στις
γειτονικές προς τα ηλεκτρόδια περιοχές.

• Το ΗΕΓ έχει κυματοειδή μορφή με ευρεία διακύμανση σε εύρος και


συχνότητα, ανάλογα με την υπάρχουσα ηλεκτρική δραστηριότητα του
εγκεφαλικού φλοιού (που απεικονίζει την αντίστοιχη σε διάφορα επίπεδα
συμπεριφοράς από τον ύπνο μέχρι την εγρήγορση, π.χ. χαμηλές
συχνότητες και υψηλότερο εύρος κυμάτων παρατηρούνται στον ύπνο).

• Η κυματοειδής μορφή πιθανόν να οφείλεται στη δράση νευρώνων του


θαλάμου (διάμεσος εγκέφαλος) που μεταδίδουν κυμαινόμενα ηλεκτρικά
σήματα στον φλοιό («ρυθμογεννήτριες») τα οποία προκαλούν τα
καταγραφόμενα μετασυναπτικά δυναμικά στους νευρώνες του φλοιού.
Είδη κυμάτων ΗΕΓ

• Μορφολογικά τα καταγραφόμενα κύματα είναι:


 Κύματα (ρυθμός) α (σχετικά βραδεία συχνότητα/8-15Hz): Κατάσταση
ηρεμίας (με κλειστά τα μάτια αλλά ξύπνιος).
 Κύματα (ρυθμός) β (υψηλότερη συχνότητα/16-31Hz): Κατάσταση
εγρήγορσης και νοητικής συγκέντρωσης.
 Κύματα (ρυθμός) γ (πολύ υψηλής συχνότητας/ >32Hz): Κατάσταση
αφύπνισης, διέγερσης και προσήλωσης, καθώς και προσπάθεια
συνδυασμένης αντίληψης δύο διαφορετικών αισθήσεων (π.χ. ήχου και
εικόνας).
 Κύματα (ρυθμός) θ (βραδείας συχνότητας/4-7Hz): υπνηλία, ακινησία,
αδράνεια.
 Κύματα (ρυθμός) δ (πολύ βραδείας συχνότητας/ <4Hz): στον βαθύ
NREM ύπνο.

 Κύματα ύπνου (συνδυασμοί και παραλλαγές των ανωτέρω):


(α) Ύπνος NREM (Non Rapid Eye Movement): Εμφανίζει τέσσερις
φάσεις (1-4) από τον ελαφρύ μέχρι και βαθύ ύπνο. Χαρακτηρίζεται
σαν ύπνος βραδέων κυμάτων με συνδυασμούς κυμάτων α, θ και δ,
με τάση μετάπτωσης στις βραδύτερες συχνότητες όσο βαθύτερος
γίνεται ο ύπνος (δηλαδή ξεκινά με κύματα α στον ελαφρύ ύπνο
ενώ στον βαθύτερο ύπνο επικρατούν τα κύματα δ που είναι τα
βραδύτερα).
(β) Ύπνος REM (Rapid Eye Movement): Βαθύτατος ύπνος με κύματα
που προσομοιάζουν την κατάσταση εγρήγορσης. Χαρακτηρίζεται
και ως παράδοξος ύπνος. Εμφανίζει δυσχέρεια αφύπνισης (η
οποία συμβαίνει μόνο μετά από έντονα εξωτερικά ερεθίσματα) και
συνήθως συνοδεύεται από την παρουσία ονείρων. Αντιστοιχεί
περίπου στο 20-25% της συνολικής διάρκειας του ύπνου.
ΗΕΓ – κύματα α (πάνω) και β (κάτω)

By Hugo Gamboa - Own work, CC BY-SA 3.0,


https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=473243

ΗΕΓ – κύματα γ (πάνω), θ (μέσον) και δ (κάτω)

By Hugo Gamboa - Own work, CC BY-SA 3.0,


https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=473243
ΗΕΓ – επιληπτικά κύματα

CC BY-SA 2.0,
https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=845554

Κλινική χρήση ΗΕΓ


1. Διάγνωση παθολογικών διεργασιών του εγκεφάλου οι οποίες
συνοδεύονται από ανώμαλη ηλεκτρική δραστηριότητα.
 Επιληπτικές κρίσεις (ποικίλης αιτιολογίας, π.χ. επιληπτική νόσος,
τραυματισμοί, όγκοι κ.ά.) προκαλούν ανώμαλη αλλά συγχρονισμένη
ηλεκτρική δραστηριότητα (κύματα αυξημένου εύρους με αιχμές – spike
waves) μιας ομάδας εγκεφαλικών νευρώνων στην πάσχουσα περιοχή με
αποτέλεσμα την πρόκληση σπασμών και μεταβολών συμπεριφοράς και
επιπέδου συνείδησης. Διακρίνονται σε:
 Εστιακές (σχετικά μικρή ομάδα νευρώνων).
 Γενικευμένες (εκτεταμένη συμμετοχή νευρώνων και από τα δύο ημισφαίρια).
 Παρουσία υγρού (κυρίως αιματώματα) σε γειτονικές προς τον φλοιό
περιοχές: Προκαλεί ελαττωμένη ηλεκτρική δραστηριότητα που καταγράφεται
από το ΗΕΓ.
2. Πιστοποίηση Εγκεφαλικού Θανάτου. Απουσία ηλεκτρικής
δραστηριότητας στο ΗΕΓ (ισοηλεκτρική γραμμή).
3. Διάκριση και μελέτη σταδίων (φάσεων) του ύπνου με βάση την
παρατηρούμενη ηλεκτρική δραστηριότητα.
ΗΕΓ – NREM ΥΠΝΟΣ
Στην επόμενη διαφάνεια απεικονίζεται το ΗΕΓ (μέσα σε
κόκκινο πλαίσιο) σε τρεις φάσεις του ύπνου NREM (Ν1,
Ν2, Ν3) με τη συχνότητα να γίνεται προοδευτικά
βραδύτερη. Από κάτω από κάθε ΗΕΓ απεικονίζονται
δεδομένα της σωματικής δραστηριότητας στην αντίστοιχη
φάση πχ. ΗΚΓ (βλέπε αναλυτική επεξήγηση στη συνέχεια)
The figures represent 30-second epochs (30 seconds of data). They
represent data from both eyes, EEG, chin, microphone, EKG, legs,
nasal/oral air flow, thermistor, thoracic effort, abdominal effort, oximetry,
and body position, in that order. EEG is highlighted by the red box.
Sleep spindles in the stage 2 figure are underlined in red.

NascarEd [CC BY-SA 4.0 (https://creativecommons.org/licenses/by-sa/4.0)]


ΗΕΓ – REM ΥΠΝΟΣ
(σε κόκκινο πλαίσιο)

MrSandman at English Wikipedia [Public domain]

ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕς
ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΗΣ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Δρ. Πέτρος Παπαγιώργης
• Εισπνοή: Είσοδος του αέρα στον θώρακα (αύξηση όγκου).
Πρόκειται για ενεργητική διαδικασία που προκαλείται από την
σύσπαση των αναπνευστικών μυών (έξω μεσοπλευρίων και
διαφράγματος) που προκαλούν αύξηση των διαστάσεων και της
χωρητικότητας του θώρακα (κατακόρυφα και προσθιοπίσθια) και
διευκολύνουν την έκπτυξη («φούσκωμα») των πνευμόνων.
• Εκπνοή: Έξοδος του αέρα από τον θώρακα (μείωση όγκου), η
οποία σε κατάσταση ηρεμίας γίνεται παθητικά –με την χάλαση των
αναπνευστικών μυών, που οδηγεί στην επαναφορά του θώρακα και
των διατεταμένων πνευμόνων στην προηγούμενη κατάστασή τους
(«ξεφούσκωμα»). Οι μικρότερες διαστάσεις των πνευμόνων
συμπιέζουν τον αέρα και τον οδηγούν προς τα έξω. Σε βίαιη εκπνοή
υπάρχει συμμετοχή και των εκπνευστικών μυών στη διαδικασία
(έσω μεσοπλεύριοι, κοιλιακοί).

• Αερισμός (πνευμονικός αερισμός)


Είναι η ανταλλαγή αέρα μεταξύ ατμόσφαιρας και πνευμονικών
κυψελίδων κατά τη διάρκεια της αναπνοής. Η ανταλλαγή αυτή
περιλαμβάνει και έχει σαν σκοπό την πρόσληψη Ο2 (κατά την εισπνοή)
και την αποβολή (CO2) (κατά την εκπνοή). Η ροή του αέρα (προς τα
έξω ή προς τα μέσα) γίνεται χάρη στις μεταβολές της ενδοκυψελιδικής
πίεσης, ελάττωση (κατά την εισπνοή), που επιτρέπει την είσοδο του
αέρα και αύξηση (κατά την εκπνοή) που επιτρέπει την έξοδό του. Οι
μεταβολές αυτές πρέπει να είναι πάντοτε σε τιμές είτε μικρότερες
(εισπνοή) είτε μεγαλύτερες (εκπνοή) από την ατμοσφαιρική πίεση (760
mmHg), καθώς η ροή του αέρα γίνεται πάντα από την περιοχή
μεγαλύτερης προς την περιοχή μικρότερης πίεσης.
Όγκοι και χωρητικότητες των
πνευμόνων
• Α) Πνευμονικοί όγκοι
Αναπνεόμενος όγκος αέρα ή όγκος ηρεμίας (TV). Είναι ο όγκος που
διακινείται από τους πνεύμονες σε κατάσταση ηρεμίας (περίπου 500 ml αέρα).
Εφεδρικός εισπνευστικός ή εισπνεόμενος όγκος (IRV). Είναι ο επιπλέον
όγκος αέρα (επιπρόσθετα της φυσιολογικής εισπνοής) που εισέρχεται στους
πνεύμονες με την μέγιστη δυνατή εισπνευστική προσπάθεια (περίπου 3 lt).
Εφεδρικός εκπνεόμενος (ή εκπνευστικός) όγκος (ERV). Είναι ο επιπλέον
όγκος αέρα που αποβάλλεται από τους πνεύμονες (μετά από μια φυσιολογική
εκπνοή) με την μέγιστη δυνατή εκπνευστική προσπάθεια (περίπου 1500 ml).
Υπολειπόμενος όγκος αέρα (RV). Είναι ο αέρας που παραμένει στους
πνεύμονες ακόμη και μετά από την μέγιστη εκπνοή (περίπου 1000 ml). Σε
αντίθεση με τους προηγούμενους όγκους, δεν μπορεί να μετρηθεί με την
εξέταση της σπιρομέτρησης, αλλά υπολογίζεται με άλλο τρόπο (βλ. παρακάτω).

• Β) Χωρητικότητες των πνευμόνων


Ολική πνευμονική χωρητικότητα (TLC). Είναι ο συνολικός όγκος του
αέρα που μπορεί να χωρέσει μέσα στους πνεύμονες, επομένως
αποτελείται από το άθροισμα όλων των αναφερθέντων όγκων
(αναπνεόμενος + εφεδρικός εισπνεόμενος + εφεδρικός εκπνεόμενος +
υπολειπόμενος = ≈ 6 lt).
Ζωτική χωρητικότητα (VC). Είναι ο μέγιστος όγκος που μπορεί να
εκπνεύσει ένα άτομο, όχι μετά από μια ήρεμη εισπνοή, αλλά αφού έχει
προηγηθεί η μέγιστη δυνατή εισπνοή. Επομένως αποτελείται από το
άθροισμα όλων των όγκων, εκτός του υπολειπόμενου που δεν μπορεί
να αποβληθεί (αναπνεόμενος + εφεδρικός εισπνεόμενος + εφεδρικός
εκπνεόμενος = ≈ 5 lt).
Λειτουργική Υπολειπόμενη Χωρητικότητα (FRC). Είναι ο
όγκος αέρα που παραμένει στους πνεύμονες μετά από μια
κανονική (ήρεμη) αναπνοή. Αποτελείται από το άθροισμα:
Εφεδρικός εκπνεόμενος + Υπολειπόμενος όγκος = ≈ 2500 ml).
Εισπνευστική ικανότητα (IC). Είναι το άθροισμα του
αναπνεόμενου και του εφεδρικού εισπνεόμενου, δηλαδή ο
συνολικός όγκος που μπορεί να εισπνεύσει ένα άτομο (≈ 3,5 lt).

Πνευμονικοί Όγκοι -
Χωρητικότητες

Vihsadas [Public domain]


ΣΠΙΡΟΜΕΤΡΗΣΗ
Τα περισσότερα από τα περιγραφέντα μεγέθη (όγκοι και
χωρητικότητες) μπορούν να μετρηθούν με το σπιρόμετρο,
μία συσκευή (βλέπε εικόνα παρακάτω) η οποία καταγράφει
τις μεταβολές κατά την εισποή και την εκπνοή: όταν ο
εξεταζόμενος εισπνέει η γραφίδα του σπιρομέτρου κινείται
προς τα πάνω (όπως φαίνεται στο προηγούμενο διάγραμμα)
ενώ όταν εκπνέει κινείται προς τα κάτω (όπως επίσης
φαίνεται στο διάγραμμα).

Άλλες σημαντικές παράμετροι


της αναπνευστικής λειτουργίας

• Αναπνευστική συχνότητα: Αριθμός αναπνοών / λεπτό (12 – 15).

• Κατά λεπτό πνευμονικός αερισμός: Είναι το γινόμενο αναπνεόμενος αέρας Χ αναπνευστική συχνότητα.

• Ανατομικός νεκρός χώρος: Είναι ο χώρος των αεραγωγών (δηλαδή το σύνολο της διαδρομής του αέρα μέχρι τις κυψελίδες).
Υπολογίζεται ότι έχει χωρητικότητα ≈ 150 ml τα οποία παραμένουν στους αεραγωγούς μετά από μία φυσιολογική εκπνοή.
Επομένως κατά την εισπνοή που ακολουθεί, ο φρέσκος εισπνεόμενος αέρας που θα φθάνει στις κυψελίδες θα είναι μειωμένος
κατ’ αυτό το ποσό (αναπνεόμενος αέρας – νεκρός χώρος) αφού ο εντός του νεκρού χώρου αέρας δεν προέρχεται από την
ατμόσφαιρα (αλλά από την προηγούμενη εκπνοή) και άρα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανταλλαγή των αερίων.
Υπάρχει επίσης και ο λεγόμενος φυσιολογικός ή κυψελιδικός νεκρός χώρος που περιλαμβάνει την ποσότητα φρέσκου
αέρα που πηγαίνει σε περιοχές των κυψελίδων με πτωχή αιμάτωση (επομένως ακατάλληλες για ανταλλαγή αερίων) και δεν
χρησιμοποιείται. Σε υγιή άτομα είναι ελάχιστος, αυξάνει όμως σε διάφορες πνευμονοπάθειες με αποτέλεσμα την συνολική
αύξηση του νεκρού χώρου.

• Κυψελιδικός αερισμός: Συνολικός όγκος φρέσκου αέρα / λεπτό = (Αναπνεόμενος – νεκρός χώρος) Χ Αναπνευστική
συχνότητα: (500 – 150) x 12 = 4200ml. (Μέσος όρος). Πρόκειται για τον έχοντα ουσιαστική σημασία αερισμό για την επιτέλεση
της ανταλλαγής των αερίων αφού σε αυτόν ΔΕΝ περιλαμβάνεται ο νεκρός χώρος. Αν και εξαρτάται από το βάθος και την
συχνότητα της αναπνοής, το βάθος είναι εκείνο που τον επηρεάζει περισσότερο καθώς άμεσα αυξάνει ή μειώνει την ποσότητα
φρέσκου αέρα που φτάνει στις κυψελίδες. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι σε περιπτώσεις σημαντικής ελάττωσης του
βάθους (και επομένως και του αναπνεόμενου όγκου), απαιτείται πολύ μεγάλη αύξηση της συχνότητας για να διατηρηθεί ο
κυψελιδικός αερισμός στα θεωρούμενα φυσιολογικά επίπεδα (περίπου 4 λίτρα) αφού ο φρέσκος αέρας που φτάνει στις
κυψελίδες με κάθε αναπνοή είναι μικρότερος από την φυσιολογική τιμή (350ml) καθώς ο νεκρός χώρος παραμένει σταθερός
(150ml) ενώ ο αναπνεόμενος αέρας έχει μειωθεί σημαντικά (πολύ κάτω από τα 500ml). Επίσης, καταστάσεις που συμβάλουν
στην αύξηση του κυψελιδικού αερισμού (π.χ. άσκηση) βασίζονται κυρίως στην αύξηση του βάθους και λιγότερο στην αυξημένη
συχνότητα της αναπνοής.
ΣΠΙΡΟΜΕΤΡΗΣΗ

National Heart Lung and


Blood Insitute (NIH) [Public
domain]

ΣΠΙΡΟΜΕΤΡΟ

Xeraphderivative work:
Rondador [CC BY-SA 3.0
(https://creativecommons.org/l
icenses/by-sa/3.0)]
Αρτηριακή Πίεση

Βασικές έννοιες καρδιακής λειτουργίας


• Καρδιακή συχνότητα: είναι ο ρυθμός καρδιακής λειτουργίας,
δηλαδή ο αριθμός καρδιακών παλμών / λεπτό . Υπολογίζεται σε 60 70
-

παλμούς/λεπτό (μέσος όρος) σε φάση ηρεμίας, εμφανίζει όμως


μεγάλες διακυμάνσεις ανάλογα με την ηλικία (αρκετά υψηλότερες
σε παιδιά και βρέφη).

Σε ενήλικες:
• Τιμές >100 παλμούς / λεπτό = ταχυκαρδία
• Τιμές <60 παλμούς / λεπτό = βραδυκαρδία

• Όγκος παλμού (συστολικός όγκος αίματος): ο εξωθούμενος όγκος


αίματος σε κάθε παλμό (περίπου 70 ml) σε κατάσταση ηρεμίας.

• Καρδιακή παροχή (κατά λεπτό όγκος αίματος / ΚΛΟΑ): είναι ο όγκος


του αίματος που εξωθείται από την καρδιά μέσα σε ένα λεπτό.
Υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας την καρδιακή συχνότητα (Μ.Ο. 70
παλμοί/λεπτό) Χ τον όγκο παλμού (70 ml αίματος) σε περίπου
5lt/λεπτό (σε κατάσταση ηρεμίας). Αυξάνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό
κατά την προσπάθεια (σε 20-25 lt) λόγω της αύξησης τόσο της
συχνότητας όσο και του όγκου παλμού. Η διαφορά μεταξύ της τιμής
ηρεμίας και της μεγίστης τιμής προσπάθειας ονομάζεται καρδιακή
εφεδρεία.
• Φλεβική επαναφορά: είναι η συνολική ποσότητα αίματος που
επανέρχεται στην καρδιά (αρχικά στους κόλπους) μέσω των φλεβών
(από την συστηματική και την πνευμονική κυκλοφορία). Καθορίζει το
μέγεθος της διάτασης του μυοκαρδίου λίγο πριν την σύσπασή του
(προφόρτιο) και επηρεάζει την καρδιακή παροχή: Αύξηση της
φλεβικής επαναφοράς αυξάνει τον όγκο αίματος μέσα σε μία κοιλία
και τη διάταση των μυϊκών ινών, οδηγώντας σε αυξημένη ένταση
συστολής και επακόλουθα μεγαλύτερο όγκο παλμού, οδηγώντας σε
τελική αύξηση της καρδιακής παροχής.

• Αρτηριακή πίεση αίματος: είναι η δύναμη που ασκεί το


εξωθούμενο από την καρδιά αίμα μέσα στις αρτηρίες πάνω στο
τοίχωμά τους και παρουσιάζει διακυμάνσεις (αυξάνεται κατά τη
συστολή διατείνοντας τις αρτηρίες) και ελαττώνεται κατά τη
διαστολή (χάλαση των αρτηριών), εξαρτώμενη από τον όγκο του
αίματος, αλλά και την ενδοτικότητα (διασταλτικότητα) του
τοιχώματος.
• Συστολική πίεση: είναι η μέγιστη τιμή της πίεσης μέσα στις αρτηρίες
(κατά την εξώθηση του αίματος από τη συστελλόμενη καρδιά). Μέση
τιμή ≈ 120 mmHg.
• Διαστολική πίεση: είναι η ελάχιστη τιμή της αρτηριακής πίεσης
(φάση καρδιακής διαστολής) κατά την οποία το αίμα προωθείται στα
μικρά περιφερικά αγγεία. Μέση τιμή ≈ 80 mmHg.

• Πίεση σφυγμού (ή παλμού): είναι η διαφορά μεταξύ συστολικής και


διαστολικής πίεσης (≈ 40 mmHg). Γίνεται αντιληπτή ως σφυγμός
κατά την ψηλάφηση των αρτηριών (κερκιδικής, καρωτίδος κ.ά.). Αυτό
που ψηλαφάται είναι η διάταση του αρτηριακού τοιχώματος (κύμα
πίεσης) κατά τη συστολή που οφείλεται στην αύξηση της τιμής σε
σχέση με τη διαστολή (η οποία δεν γίνεται αισθητή).

Τοιχώματα αγγείων

“Illu artery”, από Arcadian διαθέσιμο ως κοινό κτήμα

Διακρίνεται το παχύ αρτηριακό τοίχωμα με ύπαρξη και μυϊκού στρώματος


που με την σύσπασή του επιτρέπει την κυκλοφορία του αίματος.
7
Βαλβίδες φλεβών

Η κυκλοφορία του αίματος στις φλέβες


που έχουν λεπτό τοίχωμα (χωρίς μυϊκό
στρώμα) γίνεται με τη βοήθεια της
σύσπασης γειτονικών μυών που
επιτρέπουν την ελεγχόμενη κίνηση του
αίματος (μέσω βαλβίδων που
ανοιγοκλείνουν).

“2114 Skeletal Muscle Vein Pump”, από CFCF


διαθέσιμο με άδεια CC BY 3.0

Διάγραμμα διακύμανσης Α.Π. σε αρτηρίες


διαφόρων μεγεθών

Tomás de Sousa Athayde e Noronha [CC BY-SA 3.0


(https://creativecommons.org/licenses/by-sa/3.0)]
9
Διακύμανση αρτηριακής πίεσης
κατά τον καρδιακό κύκλο

 Ανιόν σκέλος: Ταχεία


αύξηση (ανάκροτο
κύμα), φάση συστολής).
 Κατιόν σκέλος: Βραδεία
πτώση (δίκροτο κύμα),
φάση διαστολής.

Icternol [CC BY-SA 4.0 (https://creativecommons.org/licenses/by-sa/4.0)]


10

Διάγραμμα συστολικής και διαστολικής πίεσης


σε διάφορα αγγεία
120
Systemic blood pressure (mm Hg)

100

80

60
CAPILLARIES
LARGE ARTERIES

SMALL ARTERIES

40
SMALL VEINS

LARGE VEINS
ARTERIOLES

VENULES

VENA CAVA

20
AORTA

Distance from left ventricle


11
Διάγραμμα συστολικής και διαστολικής πίεσης
σε διάφορα αγγεία

Η ενδιάμεση γραμμή
(μεταξύ συστολικής και
διαστολικής) απεικονίζει την
λεγόμενη «μέση αρτηριακή
πίεση» = Διαστολική + 1/3
(συστολικής – διαστολικής).

OpenStax College [CC BY 3.0 (https://creativecommons.org/licenses/by/3.0)]


12

Ιατρικό σφυγμομανόμετρο

By Mvhayes at English Wikipedia - Transferred from en.wikipedia to Commons by Liftarn using


CommonsHelper., Public Domain, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=12095836
13
Διάγραμμα Α.Π. (συστολικής και διαστολικής) κατά την μέτρησή της
με πιεσόμετρο και ακουστικά (με χαρακτηριστική διακύμανση των ήχων
στην κάτω τελευταία γραμμή)

Οι ήχοι αρχίζουν να
ακούγονται μόλις η πίεση του
αεροθαλάμου του
πιεσόμετρου (cuff pressure)
πέσει κάτω από την συστολική
(πρώτος ήχος) ενώ παύουν να
ακούγονται μόλις η πίεση του
αεροθαλάμου πέσει κάτω από
τη διαστολική (τελευταίος
ήχος).
OpenStax College [CC BY 3.0 (https://creativecommons.org/licenses/by/3.0)]
14

Διάγραμμα των διακριτών (ξεχωριστών) διακυμάνσεων συστολικής


και διαστολικής πίεσης σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα:
10 λεπτά (2), 20 sec (3) και 2 sec (4)

ProfBondi [CC BY-SA 3.0 (https://creativecommons.org/licenses/by-sa/3.0)]


Στο πρώτο διάγραμμα (2) απεικονίζεται και η διακύμανση της μέσης (mean) αρτηριακής πίεσης
[Διαστολική + 1/3 (Συστολικής – Διαστολικής)].
Στο τελευταίο διάγραμμα (4) δεν υπάρχουν ξεχωριστές διακυμάνσεις, γιατί ο χρόνος είναι ελάχιστος (2
sec) και βλέπουμε μόνο τις διαφορετικές τιμές συστολικής και διαστολικής σε δύο διαδοχικούς
καρδιακούς κύκλους. 15
Μύες
Δρ. Πέτρος Παπαγιώργης

Δρ. Πέτρος Παπαγιώργης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πρόκειται για εξειδικευμένα όργανα ή τμήματα οργάνων με ικανότητα παραγωγής
δυνάμεων και κινήσεων με την σύσπασή τους. Διακρίνουμε τα εξής είδη μυών:
 Σκελετικούς ή γραμμωτούς μύες: Προσφύονται στα οστά και
πραγματοποιούν πληθώρα κινήσεων που είναι εθελούσιες (γίνονται με
τη βούλησή μας). Βρίσκονται υπό τον έλεγχο του σωματικού
(εγκεφαλονωτιαίου) νευρικού συστήματος.
 Λείους ή σπλαχνικούς μύες: Βρίσκονται στα τοιχώματα των κοίλων
οργάνων πραγματοποιώντας κινήσεις που δεν ελέγχονται από την
βούληση (π.χ. προώθηση τροφής στο γαστρεντερικό, κυκλοφορία του
αίματος στα αγγεία κ.ά.). Ελέγχονται από το αυτόνομο (φυτικό ή
σπλαχνικό) νευρικό σύστημα.
 Καρδιακός μυς: Αν και μορφολογικά είναι γραμμωτός, η λειτουργία του
(καρδιακή συστολή) δεν υπόκειται στον έλεγχο της βούλησης και γίνεται
(σε σημαντικό βαθμό) αυτόματα (από το ερεθισματαγωγό σύστημα
της καρδιάς) αν και επηρεάζεται επίσης από το αυτόνομο νευρικό
σύστημα.

Οι μύες αποτελούν το 50% (σχεδόν) του σωματικού βάρους (40%


σκελετικοί, 10% λείοι και καρδιακός).
Μικροσκοπική εικόνα μυών:
σκελετικών (πάνω), λείων (μέσον) και καρδιακού
(κάτω)

Mdunning13 [CC BY-SA 3.0


(https://creativecommons.or
g/licenses/by-sa/3.0)]

Τα μυϊκά κύτταρα διαφέρουν μορφολογικά ανάλογα με το είδος του μυός:


Επιμήκη με γραμμώσεις (ραβδώσεις) στους σκελετικούς και τον καρδιακό μυ
και ατρακτοειδή στους λείους. Διακρίνονται οι πυρήνες με μαύρο χρώμα
(πολυπύρηνα σκελετικά κύτταρα και μονοπύρηνα λεία και καρδιακά)

Λειτουργίες μυών

 Εκούσιες (βουλητικές) κινήσεις: Μετακίνηση σώματος ή


τμημάτων αυτού (π.χ. βάδιση, άσκηση αλλά και
αναπνευστικές κινήσεις), χειρισμός διαφόρων αντικειμένων
και οργάνων (π.χ. οδήγηση, χειρισμός υπολογιστή).
 Προώθηση περιεχομένου εσωτερικών οργάνων (π.χ.
τροφής, αίματος) αλλά και εκκρίματος αδένων (π.χ. των
σιελογόνων).
 Προστασία εσωτερικών οργάνων συμμετέχοντας στον
σχηματισμό του τοιχώματος εσωτερικών κοιλοτήτων του
σώματος (θωρακικής, κοιλιακής, πυελικής).
 Παραγωγή θερμότητας (με την σύσπασή τους) και επομένως
συμμετοχή στην ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος).
Δομή μυών
 Οι μύες αποτελούνται από διαφοροποιημένα μυϊκά κύτταρα τα
οποία ονομάζονται μυϊκές ίνες, τα οποία εμφανίζουν
διαφορετική δομή και συσταλτική λειτουργία, ανάλογα με το
είδος του μυός (σκελετικοί ή γραμμωτοί και σπλαχνικοί ή λείοι
μύες).
 Πάντως, σε όλες τις περιπτώσεις το κυτταρόπλασμα των μυϊκών
ινών αποτελείται από πολλαπλά μυϊκά ινίδια (μυοϊνίδια) τα
οποία σχηματίζονται από παχιά και λεπτά νημάτια (μυοσίνης και
ακτίνης, αντίστοιχα).
 Οι σκελετικοί ή γραμμωτοί μύες αποτελούνται από επιμήκεις
μυϊκές ίνες οι οποίες είναι κατανεμημένες σε πολλαπλές δέσμες
(δεσμίδες) που περιβάλλονται από συνδετικό ιστό. Οι μυϊκές
αυτές ίνες εμφανίζουν στο μικροσκόπιο μια χαρακτηριστική
γράμμωση, η οποία έχει τη μορφή της αλληλουχίας φωτεινών
και σκοτεινών λωρίδων που μοιάζουν με ραβδώσεις (οι οποίες
επαναλαμβάνονται συνεχώς σε όλο το μήκος μιας μυϊκής ίνας).
Η ίδια μορφολογία εμφανίζεται και στον καρδιακό μυ (γι’ αυτό
και χαρακτηρίζεται ως γραμμωτός), όχι όμως στους λείους
μύες.

Δομή Σκελετικού Μυός

OpenStax [CC BY 4.0 (https://creativecommons.org/licenses/by/4.0)]


Μικροσκοπική εικόνα γραμμωτών
μυϊκών ινών

乌拉跨氪 [CC BY-SA 4.0 (https://creativecommons.org/licenses/by-sa/4.0)]

Δομή μυϊκών ινών - ινιδίων


 Η γραμμωτή μορφολογία οφείλεται στην χαρακτηριστική δομή του
κυτταροπλάσματος των μυϊκών ινών των σκελετικών μυών που
αποτελείται από πολλαπλά κυλινδρικά μυϊκά ινίδια. Κάθε μυϊκό ινίδιο
σχηματίζεται από πολλά νημάτια μυοσίνης (παχιά) και ακτίνης (λεπτά),
τα οποία συνδέονται μεταξύ τους σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο
κατά μήκος του ινιδίου επιτρέποντας τον διαχωρισμό του σε πολλά
μικρά τμήματα (σαρκομέρια ή σαρκομερίδια). Κάθε σαρκομέριο
περιλαμβάνει μια σκούρα (στο μικροσκόπιο) κεντρική περιοχή που
αποτελείται κυρίως από τα παχιά νημάτια, αλλά και από τα κεντρικά
τμήματα των λεπτών, ενώ στα δύο άκρα του διακρίνονται δύο φωτεινές
ζώνες που αποτελούνται αποκλειστικά από τα (περιφερικά) πλάγια
τμήματα των λεπτών νηματίων.
 Τα παχιά και λεπτά νημάτια βρίσκονται σε μια σχέση αλληλοδιαπλοκής
(σε παράλληλη διάταξη) χωρίς να έχουν επαφή όταν ο μυς βρίσκεται σε
χάλαση, κάτι που γίνεται όμως κατά την μυϊκή συστολή με την βοήθεια
των εγκάρσιων γεφυρών (προεξοχών που υπάρχουν στα παχιά
νημάτια). Οι εγκάρσιες γέφυρες αποτελούν βασικό εργαλείο στην
πραγματοποίηση της συστολής της μυϊκής ίνας καθώς με την κίνησή
τους προκαλούν την διολίσθηση των νηματίων παχιών και λεπτών (το
ένα πάνω στο άλλο) με αποτέλεσμα (συνήθως) την βράχυνση των
σαρκομερίων, των μυϊκών ινιδίων και τελικά των μυϊκών ινών.
Μυϊκός ιστός (σκελετικός μυς)

CC BY-SA 3.0
https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=73744

ΔΟΜΗ ΜΥΪΚΗΣ ΙΝΑΣ (και μυϊκών ινιδίων)

OpenStax [CC BY 4.0


(https://creativecommons.org/
licenses/by/4.0)]
Λειτουργία εγκάρσιων γεφυρών

Η λειτουργία των εγκάρσιων γεφυρών (που αποτελούν –η κάθε


μία- τμήμα ενός μορίου μυοσίνης) πραγματοποιείται σε
συνεχείς επαναλαμβανόμενους κύκλους (με την μορφή
περιστροφικών κινήσεων («όπως την τροχιά των κουπιών μιας
βάρκας») που ονομάζονται κύκλοι της εγκάρσιας γέφυρας και
περιλαμβάνουν:
 Πρόσδεση εγκάρσιας γέφυρας σε ένα λεπτό νημάτιο (στο
μόριο ακτίνης).
 Κίνηση της γέφυρας με άσκηση δύναμης που προκαλεί
κίνηση του λεπτού νηματίου.
 Αποδέσμευση της γέφυρας από το λεπτό νημάτιο.
 Επαναφορά της γέφυρας σε θέση κατάλληλη για νέα
επανασύνδεση και επανάληψη του κύκλου.

ΜΥΪΚΗ ΣΥΣΤΟΛΗ (διολίσθηση νηματίων μυϊκού ινιδίου)

OpenStax [CC BY 4.0


(https://creativecommons.org
/licenses/by/4.0)]
Ρόλος ATP
 Η απαραίτητη ενέργεια για την πραγματοποίηση κάθε κύκλου
παρέχεται από ένα μόριο ΑΤΡ που είναι συνδεδεμένο σε
ειδική θέση με την μυοσίνη της εγκάρσιας γέφυρας. Αυτό
συμβαίνει μετά το τέλος κάθε κύκλου με την διάσπαση του
ΑΤΡ και την παραγωγή ενέργειας που ενεργοποιεί την
μυοσίνη της γέφυρας, επιτρέποντας την σύνδεσή της
(πρόσδεση) με την ακτίνη του λεπτού νηματίου και την
έναρξη του νέου κύκλου. Η ενέργεια (που έχει παραμείνει
αποθηκευμένη στην μυοσίνη «όπως το συσπειρωμένο
ελατήριο»), απελευθερώνεται προκαλώντας την κίνηση της
γέφυρας (και την επακόλουθη κίνηση του λεπτού νηματίου).
Στη συνέχεια ένα νέο μόριο ΑΤΡ προσδένεται στην μυοσίνη
προκαλώντας την αποσύνδεσή της από την ακτίνη, για να
ακολουθήσει η διάσπαση του ΑΤΡ με την ολοκλήρωση του
κύκλου και η προετοιμασία του επόμενου. Να σημειωθεί ότι η
δράση του ΑΤΡ για την αποσύνδεση μυοσίνης – ακτίνης δεν
πραγματοποιείται με παραγωγή ενέργειας, αλλά με
τροποποίηση (ελάττωση) της χημικής συγγένειας μεταξύ
μυοσίνης και ακτίνης.

Μυϊκή συστολή: η δράση του ΑΤΡ στις


εγκάρσιες γέφυρες των νηματίων μυοσίνης
(διακρίνονται με μωβ χρώμα)

OpenStax [CC BY 4.0 (https://creativecommons.org/licenses/by/4.0)]


Ρόλος τροπονίνης και ασβεστίου στη μυϊκή
συστολή

CC BY-SA 3.0, https://en.wikipedia.org/w/index.php?curid=30263633

Ρύθμιση Συστολής – Χάλασης Μυών


Σε φάση ηρεμίας οι μυϊκές ίνες παραμένουν σε χάλαση λόγω της ρυθμιστικής
δράσης δύο μορίων (πρωτεΐνες), της τροπονίνης και της τροπομυοσίνης που
βρίσκονται στα λεπτά νημάτια και παρεμποδίζουν την περιγραφείσα
πρόσδεση των εγκαρσίων γεφυρών της μυοσίνης στις υπάρχουσες θέσεις
πρόσδεσης της ακτίνης (που είναι το κύριο συστατικό των λεπτών νηματίων),
επικαλύπτοντάς τις και μη επιτρέποντας την επαφή που απαιτείται για την
έναρξη της συστολής. Επομένως, για να ξεκινήσει η συστολή απαιτείται η
απομάκρυνση των συγκεκριμένων μορίων, κάτι που επιτυγχάνεται κατά τη
διέγερση των μυϊκών ινών, οπότε απελευθερώνεται Ca++ από το
σαρκοπλασματικό δίκτυο (δηλαδή το διαφοροποιημένο ενδοπλασματικό
δίκτυο του μυϊκού κυττάρου) το οποίο συνδέεται με την τροπονίνη και την
ενεργοποιεί μεταβάλλοντας το σχήμα της, προκαλώντας μετατόπιση του
συμπλέγματος τροπονίνης – τροπομυοσίνης, αποκαλύπτοντας έτσι τις θέσεις
πρόσδεσης της ακτίνης και επιτρέποντας την σύνδεσή τους με τις εγκάρσιες
γέφυρες. Η απομάκρυνση του Ca++ από την τροπονίνη και η επαναφορά του
στις θέσεις αποθήκευσής του στο σαρκοπλασματικό δίκτυο (μια διαδικασία
που ονομάζεται αντλία Ca) πραγματοποιείται με ενέργεια που παρέχεται από
την υδρόλυση του ΑΤΡ και έχει σαν τελικό αποτέλεσμα την επικάλυψη των
θέσεων σύνδεσης της ακτίνης και τον τερματισμό της συστολής (μυϊκή
χάλαση). Να σημειωθεί ότι ενώ η αρχική διέγερση (που οφείλεται σε δυναμικό
ενέργειας της μεμβράνης) γίνεται ταχύτατα (σε 1-2 msec), η μυϊκή συστολή
διαρκεί τουλάχιστον 100 msec.
Καρδιακό δυναμικό ενεργείας
(σύγκριση με σκελετικό μυ)

By OpenStax College - Anatomy & Physiology, Connexions Web site.


http://cnx.org/content/col11496/1.6/, Jun 19, 2013., CC BY 3.0,
https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=30148225

Νεκρική ή μεταθανάτια ακαμψία


 Πρόκειται για φαινόμενο που αρχικά αναπτύσσεται 3-4 ώρες μετά
τον θάνατο και ολοκληρώνεται μέσα σε 12 ώρες με την
εγκατάσταση μιας γενικευμένης ακαμψίας («κλειδώματος») των
σκελετικών μυών. Οφείλεται στην παρατηρούμενη έλλειψη ΑΤΡ
μετά θάνατο (αφού δεν μπορεί να παραχθεί από τα νεκρά
κύτταρα, ούτε υπάρχει κυκλοφορία για να μεταφερθεί Ο2 και άλλα
συστατικά που απαιτούνται για την σύνθεσή του). Χωρίς ΑΤΡ, οι
εγκάρσιες γέφυρες της μυοσίνης που έχουν συνδεθεί με την
ακτίνη δεν μπορούν να αποσυνδεθούν (καθώς απαιτείται η
πρόσδεση ενός νέου μορίου ΑΤΡ για να συμβεί αυτός ο
διαχωρισμός). Το τελικό αποτέλεσμα είναι οι γέφυρες να
ακινητοποιηθούν και να κρατήσουν συνδεδεμένα τα παχιά και τα
λεπτά νημάτια προκαλώντας ακαμψία, η οποία διαρκεί 2-3 ημέρες
(μέχρι να αποδομηθούν οι πρωτεΐνες με την αποσύνθεση του
μυϊκού ιστού). Να σημειωθεί ότι ενώ η ακαμψία οφείλεται στην
αδυναμία αποσύνδεσης των εγκαρσίων γεφυρών, η
προηγούμενη σύνδεσή τους με την ακτίνη είναι εφικτή μετά τον
θάνατο καθώς το Ca++ στο κυτταρόπλασμα αυξάνεται
επιτρέποντας την απελευθέρωση των θέσεων σύνδεσης της
ακτίνης με την μυοσίνη, ενώ η απομάκρυνση του Ca++ (που
ακολουθεί φυσιολογικά) είναι ανέφικτη μεταθανάτια, πάλι λόγω
της έλλειψης ATP.
Τετανία (υποασβεστιαιμική)

 Πρόκειται για την εμφάνιση παρατεταμένης μυϊκής


σύσπασης η οποία οφείλεται (παραδόξως) σε
υποασβεστιαιμία (χαμηλό ασβέστιο στο αίμα). ΔΕΝ
σχετίζεται με την περιγραφείσα δράση του Ca++ που
επιτρέπει την σύνδεση μυοσίνης – ακτίνης και την έναρξη του
κύκλου της συστολής. Η υποασβεστιαιμία επιδρά σε
προγενέστερο στάδιο ενεργοποιώντας διαύλους Na+ της
μεμβράνης και πυροδοτώντας αλλεπάλληλες διεγέρσεις της
μυϊκής ίνας (επαναλαμβανόμενα δυναμικά ενεργείας).

Μυϊκός Τέτανος

 Μυϊκός τέτανος ή τετανική συστολή (γενικότερα) χαρακτηρίζεται


η παρατεταμένη (και πολύ πιο έντονη από την σύνηθη) μυϊκή
συστολή. Οφείλεται σε πολύ αυξημένη συχνότητα δυναμικών
ενέργειας με αποτέλεσμα να υπάρχει ελάχιστο χρονικό διάστημα
μεταξύ δύο διαδοχικών δυναμικών και να μην παρέχεται
δυνατότητα μυϊκής χάλασης, αφού οι αλλεπάλληλες διεγέρσεις
προκαλούν αθροιστικές συσπάσεις της μυϊκής ίνας (που δεν
προλαβαίνει να χαλαρώσει). Ακραίο παράδειγμα ακούσιας
τετανικής συστολής αποτελεί η μυϊκή κράμπα, που οφείλεται
πιθανότατα σε ηλεκτρολυτικές διαταραχές στην περιοχή της
νευρομυϊκής σύναψης.
Νευρικό κύτταρο

By User: Dhp1080, translated and modified by Badseed. - Originally Neuron.jpg taken from the US Federal
(public domain) (Nerve Tissue, retrieved March 2007), redrawn by User:Dhp1080 in Illustrator. Source:
"Anatomy and Physiology" by the US National Cancer Institute's Surveillance, Epidemiology and End Results
(SEER) Program., CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=24139135

Νευρομυϊκή σύναψη

OpenStax [CC BY 4.0 (https://creativecommons.org/licenses/by/4.0)]


Νευρομυϊκή Σύναψη – Διέγερση μεμβράνης

 Η μυϊκή συστολή προκαλείται από ηλεκτρική διέγερση


(δυναμικό ενέργειας) της κυτταρικής μεμβράνης της μυϊκής
ίνας. Στους σκελετικούς μύες αυτό το ηλεκτρικό σήμα
πυροδότησης της συστολής δεν παράγεται από
εξειδικευμένα μυϊκά κύτταρα (όπως στον καρδιακό μυ), αλλά
προέρχεται από νευρικά κύτταρα (νευρώνες) και
μεταβιβάζεται στα μυϊκά κύτταρα μέσω των νευρικών
αξόνων (νευρικών ινών) που συνδέονται με τα μυϊκά
κύτταρα.
 Νευρομυϊκή σύναψη είναι η σύνδεση ανάμεσα σε ένα
νευρικό και ένα μυϊκό κύτταρο και πιο συγκεκριμένα η
σύνδεση των τελικών απολήξεων (διακλαδώσεων) του
νευρικού άξονα ενός νευρώνα (τελικά κομβία) με τις
αντίστοιχες ειδικές θέσεις –σαν αυλακώσεις- της κυτταρικής
μεμβράνης του μυϊκού κυττάρου (τελικές κινητικές πλάκες).
Μέσω των συνάψεων ενός νευρώνα μπορεί να συνδέεται
και να ελέγχει πολλές μυϊκές ίνες και το σύνολο αυτό
(νευρώνας και συνδεόμενες μυϊκές ίνες) ονομάζεται κινητική
μονάδα.

 Μέσα στις νευρικές απολήξεις (τελικά κομβία) του


νευράξονα υπάρχουν κυστίδια που περιέχουν
νευροδιαβιβαστές (συγκεκριμένα ακετυλοχολίνη – Ach).
Όταν ο νευρώνας διεγείρεται, το παραγόμενο δυναμικό
ενεργείας (νευρική ώση) μεταδίδεται μέσω του νευράξονα
και προκαλεί απελευθέρωση της Ach που διοχετεύεται
στην συναπτική σχισμή (χώρος μεταξύ των δύο
συνδεόμενων κυττάρων) και συνδέεται με ειδικούς
υποδοχείς της μεμβράνης του μυϊκού κυττάρου (χημική
διαβίβαση) προκαλώντας μεταβολές στις συγκεντρώσεις
ιόντων (Na+ και K+) μεταξύ κυττάρου και περιβάλλοντος, με
αποτέλεσμα την παραγωγή μιας τοπικής εκπόλωσης και
ενός νέου δυναμικού ενεργείας (δυναμικό τελικής κινητικής
πλάκας) το οποίο μεταδίδεται σε όλη την επιφάνεια της
μεμβράνης του μυϊκού κυττάρου διεγείροντάς το.
 Η ύπαρξη του ενζύμου ακετυλοχολινεστεράση στην
επιφάνεια της κινητικής πλάκας του μυϊκού κυττάρου
επιτρέπει τη διάσπαση της Ach και επακόλουθα τον
τερματισμό της διέγερσης (επιστροφή στο δυναμικό
ηρεμίας).
 Ορισμένα δηλητήρια (π.χ. φυτοφάρμακα) μπορεί να
αναστείλουν την δράση της ακετυλοχολινεστεράσης
προκαλώντας μια συνεχιζόμενη δράση της Ach (αφού
δεν μπορεί να διασπαστεί), με αποτέλεσμα την συνεχή
εκπόλωση του μυϊκού κυττάρου που οδηγεί τελικά σε
αδυναμία παραγωγής δυναμικού ενεργείας («κορεσμός»)
και αδυναμία ανταπόκρισης στα νευρικά ερεθίσματα. Το
τελικό αποτέλεσμα είναι παράλυση και θάνατος από
ασφυξία (αφού επηρεάζονται και οι αναπνευστικοί μύες).
 Επίσης, κάποια φάρμακα (όπως το κουράρε ή κουράριο
που χρησιμοποιείται σε μικρές δόσεις στην αναισθησία)
εκτοπίζει την Ach από τους υποδοχείς της μυϊκής
μεμβράνης (πιάνει της θέσεις σύνδεσης) με αποτέλεσμα
την αδυναμία παραγωγής δυναμικών ενεργείας και
επακόλουθης διέγερσης του μυϊκού κυττάρου και τελικά
της μυϊκής συστολής. Οι ασθενείς θα πρέπει να
παραμείνουν με μηχανική υποστήριξη της αναπνοής
μέχρι το φάρμακο να μεταβολιστεί και να απομακρυνθεί
από τον οργανισμό.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ


• Ο υγρός ιστός που ονομάζεται αίμα και κυκλοφορεί μέσα στα αγγεία του
σώματος , εξασφαλίζοντας τη χημική επικοινωνία μεταξύ των διαφόρων
ιστών , αποτελείται από τα έμμορφα (συστατικά) κύτταρα και το πλάσμα.
• Τα έμμορφα συστατικά του αίματος είναι τα ερυθρά αιμοσφαίρια που
συνιστούν τον κύριο όγκο των κυττάρων του αίματος (45%) και μεταφέρουν
Ο2 και μερικώς CO2. Τα λευκά αιμοσφαίρια ή λευκοκύτταρα αποτελούν το
1/600 του όγκου του ερυθροκυττάρου και διακρίνονται σε
πολυμορφοπύρηνα ουδετερόφιλα, βασεόφιλα, ηωσινόφιλα, μεγάλα
μονοπύρηνα και λεμφοκύτταρα. Υπάρχουν και τα αιμοπετάλια.
• Το πλάσμα είναι υδατικό διάλυμα και αντιπροσωπεύει το 55 % του όγκου
του αίματος. Περιέχει H2 O, ηλεκτρολύτες, πρωτεΐνες (αλβουμίνες και
σφαιρίνες, ινωδογόνο) αλλά και διάφορες ουσίες που μεταφέρονται με το
αίμα (θρεπτικά συστατικά, ορμόνες, άχρηστα προϊόντα).

1
ΚΥΤΤΑΡΑ ΑΙΜΑΤΟΣ

This is a scanning electron microscope image from normal circulating human blood. One can see red blood cells, several white blood cells including lymphocytes, a
monocyte, a neutrophil, and many small disc-shaped platelets.Labels : (1) Monocyte, (2) Lymphocyte, (3) Neutrophil (4) Red Blood Cell (RBC), (5) A few platelets (seen as
small disc-shaped pellets)
SEM_blood_cells.jpg: Bruce Wetzel (photographer). Harry Schaefer (photographer)derivative work made by: Suraj [Public domain]

Παρουσίαση εμμόρφων στοιχείων αίματος

“Blausen 0425 Formed Elements”, από


BruceBlaus διαθέσιμο με άδεια CC BY 3.0 3
Μυελός των οστών - Αιμοποίηση
• Ο μυελός των οστών βρίσκεται στα σπογγώδη οστά
(σπόνδυλοι, πλευρές, άνω άκρο μηριαίου και στα πλατέα
οστά της πυέλου), στις επιφύσεις των επιμηκών οστών.
Αποτελεί διάχυτο αιμοποιητικό όργανο και παράγει
αιμοσφαιρίνη. Χαρακτηρίζεται από έντονη αιμοποιητική
δραστηριότητα και καθημερινά παράγει 100 – 200 δις
ερυθροκύτταρα καθώς και τα υπόλοιπα κύτταρα του αίματος
εκτός από τα λεμφοκύτταρα που παράγονται στα λεμφικά
όργανα (θύμος, λεμφαδένες, σπλήνας).
• Η αιμοποίηση γίνεται από τα αρχέγονα πολυδύναμα (stem
cells) μυελικά και λεμφικά κύτταρα που προέρχονται από ένα
κοινό αρχέγονο πολυδύναμο εμβρυικό κύτταρο την
αιματοκυτοβλάστη.
• Ο λιπώδης ωχρός μυελός βρίσκεται στον αυλό των επιμήκων
οστών, συνίσταται από λιπώδη κύτταρα και συνδετικό ιστό και
είναι αδρανής, δεν συμμετέχει δηλαδή, στην αιμοποίηση.
4

Αιμοποίηση

5
“Hematopoiesis (human) diagram”, από Mikael Häggström διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 3.0
Ερυθρά αιμοσφαίρια

“Sedimented red blood cells”, από


MDougM διαθέσιμο ως κοινό κτήμα
6

ΣΧΗΜΑ ΕΡΥΘΡΩΝ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΩΝ

OpenStax College [CC BY 3.0 (https://creativecommons.org/licenses/by/3.0)]


Λειτουργίες του αίματος

Μεταφέρει :
• Ο2 από τους πνεύμονες στους ιστούς και μεταφέρει το CO2 από τους
ιστούς στους πνεύμονες,
• Θρεπτικές ουσίες που απορροφώνται από το γαστρεντερικό σωλήνα,
• Ορμόνες, βιταμίνες, ένζυμα από τη θέση παραγωγής στο σώμα,
• Τελικά προϊόντα καταβολισμού,
• Θερμότητα.

Λειτουργίες του αίματος


• Τα υδρόφιλα συστατικά του αίματος μεταφέρονται ελεύθερα. Τα
υδρόφοβα συνδέονται με ειδικές συνδετικές πρωτεΐνες.
• Συμβάλλει επίσης στην διατήρηση της οξεοβασικής ισορροπίας , στη
ρύθμιση ανταλλαγής Η2Ο και στην άμυνα του οργανισμού ( ειδικά
μέσω των λευκοκυττάρων, μη ειδικών μηχανισμών, αντισωμάτων,
συμπληρώματος, και C – αντιδρώσης πρωτεΐνης.

9
Φυσικοχημικές ιδιότητες του αίματος
• Είναι αδιαφανές, αλμυρό, παχύρευστο υγρό και οι
ιδιότητες του περιλαμβάνουν:
1. Χρώμα.
2. Ιξώδες.
3. Πυκνότητα.
4. Την αντίδραση του.

10

Φυσικοχημικές ιδιότητες του αίματος


• Χρώμα: Εξαρτάται από την οξυγόνωση και οφείλεται στην
αιμοσφαιρίνη (Hb). Εάν η Hb είναι οξυγονωμένη ( Hb – O2 ) το
χρώμα του αίματος είναι ερυθρό έντονα π.χ. αρτηριακό ( 100%
HbO2 ), εάν είναι φλεβικό τότε περιέχει 65 % HbO2 και 35 %
αναχθείσα αιμοσφαιρίνη.
• Ιξώδες ή γλοιότητα: Τα μόρια των διαφόρων υγρών παρουσιάζουν
μια συνοχή που τείνει να προκαλέσει ολίσθηση της μιας στοιβάδας.
Η αντίσταση στην δύναμη ροής ενός υγρού και επομένως του
αίματος ονομάζεται ιξώδες. Η γλοιότητα εξαρτάται από τον αριθμό
των έμμορφων συστατικών και την γλοιότητα του πλάσματος
(δηλαδή την περιεκτικότητά του σε λευκωματίνες και σφαιρίνες).

11
Φυσικοχημικές ιδιότητες του αίματος

• Πυκνότητα αίματος / ειδικό βάρος: 1.059 g/cm2 στους 25ο C και


υφίσταται διακυμάνσεις που εξαρτώνται από τα συστατικά του.
• Αντίδραση pH: Ελαφρώς αλκαλική με τιμή pH 7.33 – 7.45 στους 38o
C.

12

Ολικός όγκος αίματος


• Ολικός όγκος αίματος αποτελεί το 7 – 8 % του βάρους του σώματος
(άτομο βάρους 70 kg έχει 4.9 – 5.6 lt αίματος).
• Ο όγκος αίματος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως:
• Αύξηση:
• Παρατηρείται στις εγκύους,
• Στους διαβιούντες σε μεγάλα υψόμετρα,
• Σε άτομα με αύξηση της μυϊκής μάζας.
• Ελάττωση :
• Παρατηρείται στους παχύσαρκους,
• Υφίσταται πρόσκαιρες μεταβολές στην διάρκεια της πέψης,
• Μετά από έντονη εφίδρωση, διάρροιες και αιμορραγίες.

13
Γενική αίματος
Αιμόγραμμα:
• Φλεβικό αίμα από ενήλικα.
• Τριχοειδές αίμα από παιδί.
Ποσοτική Ανάλυση Έμμορφων Συστατικών:
• Με χρήση χειρών (σε μικροσκαφίδια ).
• Χρήση ηλεκτρονικών απαριθμητών.
• Σύγχρονα μέσα μελετούν αυτομάτως (Coulter) την
επί % αναλογία όλων των έμμορφων συστατικών
(γενική αίματος).

14

ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΜΑΤΟΣ

Freshman404 [CC BY-SA 4.0 (https://creativecommons.org/licenses/by-sa/4.0)]


Γενική αίματος
• Hct: Η σχέση που εκφράζει τον όγκο που
καταλαμβάνουν τα έμμορφα συστατικά προς τον
όγκο αίματος που τα περιέχει ονομάζεται Hct
(αιματοκρίτης)
• Hb: Είναι μόριο που αποτελείται από αίμη / σφαιρίνη
/ Fe και δεσμεύει O2 που μεταφέρει στους ιστούς
ανταλλάσσοντας το με CO2 που αποβάλλει.
• MCV (Μέσος όγκος ερυθρών): Υπολογίζεται
διαιρώντας τον όγκο των αιμοσφαιρίων που
περιέχονται σε 1mm3 αίματος (δίδεται από Hct) δια
του αριθμού των ερυθροκυττάρων, που υπάρχουν
στον ίδιο όγκο (ο αριθμός δίδεται με αρίθμηση τους)
και εκφράζεται σε fl.

Γενική αίματος
Φυσιολογικές Τιμές:
85 – 95 fl Νορμοκυττάρωση
< 85 Μικροκυττάρωση
> 97 Μακροκυττάρωση
Γενική αίματος

32 – 36 Νορμοχρωμία
< 32 Υποχρωμία
> 36 Υπερχρωμία
MCH : (Μέση περιεκτικότητα ερυθροκυττάρων σε αιμοσφαιρίνη)
Διαιρώντας την Hb δια του αριθμού των ερυθροκυττάρων, και
δείχνει το μέσο βάρος της Hb ανά ερυθροκύτταρο MCH = Hb/RBC
28 – 34 pg Νορμοχρωμία
< 28 Υποχρωμία
> 34 Υπερχρωμία
18

Αιματοκρίτης
Ο αιματοκρίτης (Hct) που η τιμή του εκφράζεται ως %
• Στους άνδρες : 40 – 54 % ή 0.40 – 0.54 L/L
• Στις γυναίκες : 37 – 45 % ή 0.37 – 0.45 L/L
• Στα παιδιά : 35 – 44 % ή 0.35 – 0.44 L/L
• Μέση τιμή στους ενήλικες 45 %
Η τιμή 45 % σημαίνει ότι το 45 % του όγκου του αίματος αντιπροσωπεύεται από έμμορφα
συστατικά και το 55 % από πλάσμα. Επειδή > από 99 % των εμμόρφων συστατικών είναι
ερυθρά αιμοσφαίρια, στην πράξη ο Hct ταυτίζεται ουσιαστικά με τον όγκο των ερυθρών
αιμοσφαιρίων.

19
Αιματοκρίτης
• Για την μέτρηση, λαμβάνεται φλεβικό αίμα με αντιπηκτικό,
τοποθετείται σε ειδικό σωληνάριο με διάμετρο 5mm και
φυγοκεντρείται για 15 min στις 3000 στροφές. Τα ερυθροκύτταρα
καθιζάνουν και η λευκωπή στοιβάδα που παραμένει είναι το
πλάσμα. Ο αριθμημένος σωλήνας δείχνει την τιμή του αιματοκρίτη.

20

Διαχωρισμός στοιχείων αίματος

By MesserWoland - http://training.seer.cancer.gov/ss_module08_lymph_leuk/images/illu_blood_components.jpg, CC BY-SA 3.0,


https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=1063819
ΣΩΛΗΝΑΡΙΟ ΜΕ ΔΕΙΓΜΑ ΑΙΜΑΤΟΣ

Dotodot [CC BY-SA 4.0 (https://creativecommons.org/licenses/by-sa/4.0)]

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΙΜΕΣ ΕΡΥΘΡΟΚΥΤΤΑΡΩΝ


• Μέσος όρος: 4,5-5,5 εκατομμύρια/mm3 αίματος

• Άνδρες: 4,5-6,0 εκατομμύρια/mm3 αίματος

• Γυναίκες: 4,0-5,0 εκατομμύρια/mm3 αίματος


Δομή ερυθροκυττάρου

• Το ερυθροκύτταρο είναι ένα απύρηνο κύτταρο και για τον λόγο αυτό
στερείται πρωτεϊνοσύνθεσης.
• Έχει σχήμα αμφίκοιλου δίσκου που επιτρέπει την περισσότερο
ομοιόμορφη και ταχεία διάχυση των αερίων απ’ ότι όταν είχε ένα
σφαιρικό σχήμα γιατί η απόσταση κέντρου και επιφανείας γίνεται
μικρότερη.
• Το σχήμα αυτό αυξάνει την ωφέλιμη επιφάνεια του κατά 30%.

24

Ερυθροκύτταρο

“Erythrocyte deoxy”, από Rogeriopfm


διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 3.0

25
Ερυθροκύτταρο, λευκό, αιμοπετάλιο

“Red White Blood cells”, από WhatamIdoing


διαθέσιμο ως κοινό κτήμα

26

Ερυθρά στην αγγειακή κοίτη

“blood blood plasma red blood cells plasma


infection ”, από geralt διαθέσιμο ως κοινό κτήμα

27
ΕΡΥΘΡΟΚΥΤΤΑΡΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΓΓΕΙΟ

Edonasela [CC BY-SA 4.0 (https://creativecommons.org/licenses/by-sa/4.0)]

Δομή ερυθροκυττάρου
• Το σχήμα του ερυθροκυττάρου θεωρείται σχήμα ισορροπίας, πράγμα
που τα ερυθρά το εμφανίζουν όταν βρίσκονται εντός του πλάσματος.
• Περιβάλλεται από μεμβράνη εύκαμπτη και όχι τόσο ελαστική.
• Λόγω αυτού, το ερυθροκύτταρο μπορεί να υποστεί μεγάλες
παραμορφώσεις όταν διέρχεται από τριχοειδή.
• Η μεμβράνη του ερυθρού όμως είναι παρόμοια με των άλλων
κυττάρων.

29
Αιμοσφαιρίνη
• Η αιμοσφαιρίνη είναι μια αναπνευστική χρωστική. Σε αυτήν
οφείλεται το κόκκινο χρώμα του αίματος.
• Αποτελεί και το κύριο συστατικό των ερυθρών και το ⅓ του βάρους
του ερυθροκυττάρου. Ανήκει στις μεταλοπορφυρικές χρωστικές.
Από πλευράς λειτουργίας, οι χρωστικές συμμετέχουν στην αναπνοή
και δρουν σαν μεταφορείς O2 της ατμόσφαιρας, σαν αποθήκη O2 ή
σαν παράγοντες ένζυμων κυτταρικών οξειδώσεων.
• Μέσος όρος τιμών αιμοσφαιρίνης: 12-16 g/dL

30

Αιμοσφαιρίνη
• Όλες αυτές οι ουσίες αποτελούνται από πορφυρίνη η οποία στο κέντρο
της είναι συνδεδεμένη με μέταλλο και μια πρωτεϊνική ομάδα. Στην
περίπτωση της αιμοσφαιρίνης, η πρωτεϊνική ομάδα είναι σφαιρίνη, ο
πορφυρικός δακτύλιος είναι πρωτοπορφυρίνη και το μέταλλο ο σίδηρος.
Το σύνολο πρωτοπορφυρίνη-σίδηρος αποτελεί την προσθετική ομάδα, την
αίμη.
• MB αιμοσφαιρίνης 64500 Daltons. Η αίμη συνδέεται με Fe. Η
πρωτοπορφυρίνη ΙΙΙ ως δομή έχει 4 πυρρολικούς δακτυλίους. Στο κέντρο
της πρωτοπορφυρίνης είναι το άτομο Fe και συνδέεται με 4 άτομα αζώτου
και διατηρεί 2 ελεύθερα σθένη.
• Η σφαιρίνη αποτελείται από 4 πολυπεπτιδικές αλύσσους, ανά 2 ίδιες
[(α,β,γ,δ)].

31
Αιμοσφαιρίνη
• Για την αιμοσφαιρίνη Α, η σύνθεση είναι (HbA α2 β2) (φυσιολογική
αιμοσφαιρίνη).
• Αυτή εμφανίζεται σαν οξυαιμοσφαιρίνη και είναι η καθ’ αυτό
αιμοσφαιρίνη του ενήλικα.

32

Εικόνα μορίου αιμοσφαιρίνης

“1GZX Haemoglobin”, από PatríciaR


διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 3.0 33
Φυσιολογικές αιμοσφαιρίνες

• Η Α(α2 β2) εμφανίζεται ως οξυαιμοσφαιρίνη.


• Στα πρώτα στάδια εμβρύων απαντάται η αιμοσφαιρίνη Gowers.
• Στα τελευταία στάδια εμβρύου αναπτύσσεται η αιμοσφαιρίνη F
(α2γ2) (μεταφορά O2 στον πλακούντα).
• Στον ενήλικα και μετά το τέλος γαλουχίας υπάρχει και η Α2 (α2δ2)
και η F(α2γ2), αλλά σε πολύ μικρό ποσοστό. Η Α (α2β2) είναι 97%
και η Α2 (α2δ2) 1,3-5%.

34

Παθολογικές αιμοσφαιρίνες

• Ανθρακυλαιμοσφαιρίνη όταν συνενώνεται με CO (μονοξείδιο) και


μεθαιμοσφαιρίνη όταν οξειδώνεται (Fe στην οξειδωμένη μορφή:
τρισθενής, δεν μπορεί να μεταφέρει οξυγόνο).
• Γλυκοζιωμένη (Α1c), όταν συνδέεται με ποσό γλυκόζης στο αίμα π.χ.
στον σακχαρώδη διαβήτη.

35
Λειτουργίες αιμοσφαιρίνης
• Μεταφέρει το O2 από τους πνεύμονες στους ιστούς,
διότι σε κάθε μόριο φυσιολογικής αιμοσφαιρίνηςHb
(HbA (α2 β2)) συνδέονται 4 μόρια O2.
• Η αποτελεσματικότητα της αιμοσφαιρίνης για την
μεταφορά O2 αποδίδεται στην περιστροφή των β
αλύσεων γύρω από τις α αλύσους και με διολίσθηση
των μεν πάνω στις άλλες.

36

Ορισμός αναιμίας
• Αναιμία είναι η κατάσταση κατά την οποία υπάρχει
μείωση του αριθμού των κυκλοφορούντων
αιμοσφαιρίων / mm³, της ποσότητας της
αιμοσφαιρίνης ανά 100 ml (dL) ή του HCt ανά 100 ml
(dL) με αποτέλεσμα την μειωμένη ικανότητα
μεταφοράς οξυγόνου.
• H αναιμία είναι σύμπτωμα και όχι νόσος.
Τύποι αναιμίας
• Με βάση το MCV διακρίνεται σε μικροκυτταρική
(<80), σε νορμοκυτταρική (80-84) και
μακροκυτταρική (>80).
• Με βάση την μέση αιμοσφαιρίνη του
ερυθροκυττάρου (MCH) σαν υπόχρωμη (<27),
νορμόχρωμη (27-32) και υπέρχρωμη(>32).

Μελέτη λευκών αιμοσφαιρίων


• Η μελέτη και αρίθμηση των λευκών αιμοσφαιρίων γίνεται στο ίδιο
δείγμα αίματος με τα ερυθρά και στο ίδιο μηχάνημα (αιματόμετρο) ή
με άλλες τεχνικές μεγαλύτερης ταχύτητας και ακρίβειας.
• Το αίμα αραιώνεται 1/20 με διάλυμα Turk (διάλυμα οξεϊκού οξέος)
με το οποίο καταστρέφονται τα ερυθρά και συγχρόνως
χρωματίζονται τα λευκά.
• Γίνεται δε ολική και ποσοστιαία μέτρηση όλων των κατηγοριών των
λευκοκυττάρων.
Μελέτη λευκών αιμοσφαιρίων
• Φυσιολογικές τιμές 4-10.000 / mm³ .
• Τιμές<4.000 / ml →μείωση συνολικού αριθμού λευκών
χαρακτηρίζεται ως λευκοπενία,
• ενώ τιμές>10.000 / ml χαρακτηρίζεται λευκοκυττάρωση.
• Φιλία ή πενία δηλώνει αύξηση η ελάττωση μιας κατηγορίας
λευκοκυττάρων (π.χ. ουδετεροφιλία ή ουδετεροπενία).

40

Μεταβολές λευκών αναλόγως της ηλικίας

• Φυσιολογικές τιμές λευκών αιμοσφαιρίων είναι 4-10.000.


• Ο αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων είναι ο ίδιος και στους άνδρες και
στις γυναίκες .
• Μεταβάλλεται με την ηλικία. Στην γέννηση 18.800 / mm³, στις
πρώτες 12 ώρες γίνεται 22.800 την πρώτη εβδομάδα 12.200, από την
δεύτερη εβδομάδα μέχρι το 3ο έτος ο αριθμός παραμένει σταθερός
και από το 3ο έτος της ηλικίας βαθμιαία ελαττώνεται στον αριθμό
7.000 / mm³ τα ενήλικα.
Μεταβολές λευκών αναλόγως της ηλικίας

• Ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων αυξάνει προς το τέλος της


εγκυμοσύνης, σε κατάσταση μυϊκής άσκησης (μέχρι 35.000), σε
συγκινησιακές καταστάσεις και στον ύπνο. Η αύξηση αυτή
ονομάζεται φυσιολογική λευκοκυτταρική δραστηριότητα και
οφείλεται σε έξοδο λευκών από τις δεξαμενές τους στην ενεργή
κυκλοφορία. Παθολογική φλεγμονώδης λευκοκυττάρωση
συμβαίνει σε λοιμώδεις νόσους.

42

Μεταβολές λευκών αναλόγως της ηλικίας

• Στο αίμα μπορεί να μεταφερθούν και άωρα λευκοκύτταρα


(μυελοκύτταρα ή λεμφοβλάστες) και διαπιστώνεται στα
επιχρίσματα.

43
Είδη λευκών
• Τα ουδετερόφιλα πολυμορφοπύρηνα (60-70%).
• Τα ηωσινόφιλα πολυμορφοπύρηνα (1-3%).
• Τα βασεόφιλα πολυμορφοπύρηνα (< 1%).
• Τα λεμφοκύτταρα (25-35%).
• Τα μονοκύτταρα (3-6%).
Λευκοκυτταρικός τύπος είναι η εκατοστιαία αναλογία (%) των διαφόρων
ειδών (μορφών) λευκοκυττάρων. Θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός από
κλινική άποψη καθώς μεταβολές του υποδηλώνουν συγκεκριμένους τύπους
λοιμώξεων (π.χ. αύξηση ουδετεροφίλων σχετίζεται με μικροβιακή λοίμωξη,
ενώ αύξηση λεμφοκυττάρων συμβαδίζει συνηθέστερα με ιογενή λοίμωξη).

ΤΥΠΟΙ ΛΕΥΚΟΚΥΤΤΑΡΩΝ

BruceBlaus. When using this image in external sources it can be cited as:Blausen.com staff (2014). &quot;Medical gallery of Blausen
Medical 2014&quot;. WikiJournal of Medicine 1 (2). DOI:10.15347/wjm/2014.010. ISSN 2002-4436. [CC BY 3.0
(https://creativecommons.org/licenses/by/3.0)]
Πολυπύρηνα ουδετερόφιλα λευκοκύτταρα

• Αυτά αποτελούν τα περισσότερα λευκοκύτταρα. Αποτελούνται από


πυρήνα με 2-3 λοβούς συγκρατούμενους με νημάτια χρωματίνης
καθώς και πολυάριθμα ουδετερόφιλα κοκκία.
• Στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο όμως, εμφανίζουν α) πυρήνα, β)
οργανίδια και άφθονα κοκκία που φέρουν μεμβράνη όπως τα
λυσοσσώματα .

46

Πολυπύρηνα ουδετερόφιλα λευκοκύτταρα

• Τα κοκκία διακρίνονται σε:


a) Αζουρόφιλα, που περιέχουν υπεροξειδάσες, φωσφατάσες, υδρολάσες και
άλλα ένζυμα.
b) Ουδετερόφιλα κοκκία που περιέχουν αλκαλικές φωσφατάσες. Και στα 2
είδη κοκκίων ανευρίσκεται η λυσοζύμη.
• Βασική λειτουργία: φαγοκυττάρωση βακτηρίων και υπολειμμάτων
κυττάρων.
• Η εμφάνιση αώρων ουδετερόφιλων ονομάζεται μετακίνηση προς τα
αριστερά (λοιμώξεις)

47
Πολυπύρηνα ηωσινόφιλα λευκοκύτταρα
• Μοιάζουν με τα ουδετερόφιλα μόνο που ο πυρήνας τους φέρει
λιγότερους λοβούς (δύο).
• Το ηωσινόφιλο περιέχει μεγάλα κοκκία, που χρωματίζονται κόκκινα
με ηωσίνη.
• Τα κοκκία που είναι λυσοσώματα όπως και τα ουδετερόφιλα
εμφανίζει κρυσταλλική δομή και περιέχει κύρια βασική πρωτεΐνη η
οποία θεωρείται σπουδαία στην καταστροφή των παρασίτων.
• Βασική λειτουργία η προσβολή των παρασίτων, ενώ εμπλέκονται και
σε αλλεργικές αντιδράσεις.

48

Πολυπύρηνα βασεόφιλα λευκοκύτταρα


• Έχουν πυρήνα με 2-3 λοβούς και πολυάριθμα κοκκία τα οποία
χρωματίζονται βαθιά κυανά έχουν δε ισταμίνη, 5-υδροξυτρυπταμίνη
(5ΗΤ) και ηπαρίνη.
• Βασικές λειτουργίες: απελευθέρωση ισταμίνης (αλλεργικές
αντιδράσεις) και ηπαρίνης (επιτάχυνση της απομάκρυνσης λιπών
από το σώμα μετά από λιπαρό γεύμα).

49
Λεμφοκύτταρα
• Λεμφοκύτταρα Β: παραγωγή αντισωμάτων (χυμική
ανοσία).
• Λεμφοκύτταρα Τ: κυτταρική ανοσολογική απόκριση
(κυτταρική ανοσία)

50

Μονοκύτταρα

• Το μονοκύτταρο είναι το μεγαλύτερο κύτταρο του αίματος (δ 10-18 μm), με

ευμεγέθη πυρήνα και φέρει πολλά ένζυμα. Έχει μεγάλη διάρκεια ζωής.

• Πολλά μονοκύτταρα σχηματίζουν τα περιπλανώμενα μακροφάγα των ιστών.

• Έχουν αντιβακτηριδιακή δράση που επιτελείται με φαγοκυττάρωση.

51
Εικόνα λευκού αιμοσφαιρίου

“B0007646 Leukocyte (white blood cell)”,


από Wellcome Images διαθέσιμο με
άδεια CC BY-NC-ND 2.0
52

Αιμοπετάλια
• Είναι τα μικρότερα έμμορφα στοιχεία του αίματος. Έχουν κυτταρική
υπόσταση, είναι μεταβολικά ενεργά και στερούνται πυρήνα.
Εμφανίζονται σαν ερυθροιώδεις αμφίκυρτοι δίσκοι (δ 2-4μm) και
κατά ομάδες.
• Προέρχονται από κατάτμηση του μεγακαρυοκυττάρου του ερυθρού
μυελού των οστών, ζουν 8-10 ώρες και παίζουν ρόλο στην πήξη, την
αιμόσταση και τον σχηματισμό του θρόμβου.
• Φυσιολογικές τιμές αιμοπεταλίων: 150-400.000/mm3 αίματος

53
Δημιουργία θρόμβου

54
“B0002113 Electron micrograph of blood clot”, από Wellcome Images διαθέσιμο με άδεια CC BY-NC-ND 2.0

Αιμοπετάλια μεταξύ λευκών και ερυθρών

“Red blood cells illustration”, από Fæ διαθέσιμο ως κοινό κτήμα 55


Γενική αίματος – Ταχύτητα Καθίζησης
Ερυθρών (ΤΚΕ)
• Η καθίζηση των ερυθρών δηλαδή , ο διαχωρισμός του πλάσματος από τα
έμμορφα συστατικά με την επίδραση της βαρύτητας. Αίμα με αντιπηκτικό
τοποθετείται σε σωλήνα ορισμένων διαστάσεων και το σύνολο φέρεται
κατακορύφως. Με την πάροδο του χρόνου επέρχεται ο διαχωρισμός.
• Φάση συσσωμάτων.
• Φάση καθίζησης συσσωμάτων.
• Φάση επιβράδυνσης της καθίζησης.
• Ταχύτητα καθίζησης ερυθρών (ΤΚΕ) είναι ο ρυθμός με τον οποίο γίνεται
αυτός ο διαχωρισμός.
• Φυσιολογικές τιμές ΤΚΕ: 5-10mm/h
• Αύξηση υποδηλώνει φλεγμονές ή ενδεχομένως άλλες παθολογικές
καταστάσεις.

Γενική αίματος 2/6


Για τον προσδιορισμό της ΤΚΕ χρησιμοποιείται σωλήνας 200mm
αντιπηκτικό διάλυμα κιτρικού Na 3.8 % και η προκύπτουσα αραίωση
είναι 20 %

Φυσιολογικές Τιμές :
Φύλλο 1η ώρα 2η ώρα 24 ώρες
Άρρεν 3 – 5 mm Μέχρι 15 mm 70- 80 mm
Γυναίκες 3 - 8 mm Μέχρι 12 mm 100 – 110 mm

57
Παράγοντες και μονοπάτια πήξεως
• Το ενδογενές μονοπάτι της πήξης περιλαμβάνει την ενεργοποίηση
του ΧΙΙ (σε ΧΙΙα) που ενεργοποιεί τον ΧΙ (σε ΧΙα)* που με την σειρά
του ενεργοποιεί τον ΙΧ (σε ΙΧα)*.
• Ο ΙΧα (παρουσία VIII, Ca++) ενεργοποιεί τον Χ (σε Χα)*.
• Ο Χα μετατρέπει την προθρομβίνη (ΙΙ) σε θρομβίνη (ΙΙα)* και η
θρομβίνη το ινωδογόνο σε ινώδες

* α: active = ενεργός

58

Παράγοντες και μονοπάτια πήξεως

• Το εξωγενές μονοπάτι ενεργοποιεί ιστικούς παράγοντες και τον


παράγοντα VII παρουσία Ca++.
• Αυτός συνενεργοποιεί μαζί με το ενδογενές μονοπάτι τον παράγοντα
Χ σε Χα και έτσι συμμετέχει στην μετατροπή της προθρομβίνης σε
θρομβίνη, και του ινωδογόνου σε ινώδες.

59
Ενδογενές και εξωγενές μονοπάτι πήξεως

Ενδογενές και εξωγενές μονοπάτι πήξεως

61
“Coagulation cascade”, από Chikumaya διαθέσιμο με άδεια CC BY-SA 3.0
Παράγοντες και μονοπάτια πήξεως
• Οι κυριότερες διαταραχές της πήξης είναι η αιμοφιλία Α (έλλειψη η
μη δραστικότητα του παράγοντα VIII και σπανιότερα η Β (έλλειψη η
μη δραστικότητα του παράγοντα ΙΧ). Πρόκειται για κληρονομική
φυλοσύνδετη νόσο (οι πάσχοντες είναι άνδρες στους οποίους
μεταβιβάζεται η γενετική διαταραχή μέσω του χρωμοσώματος Χ,
από τη μητέρα).
• Επίκτητες διαταραχές της πήξης περιλαμβάνουν την ηπατική
ανεπάρκεια και την έλλειψη βιταμίνης Κ που επηρεάζουν την
σύνθεση πολλών παραγόντων πήξεως.

62

• Οι ομάδες αίματος καθορίζονται από τα αντιγόνα που


βρίσκονται στην επιφάνεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
• Αντιγόνο γενικώς χαρακτηρίζεται ένα χημικό μόριο το
οποίο όταν εισέρχεται σε έναν οργανισμό (στον οποίο
δεν ανήκει) αναγνωρίζεται σαν «ξένο» και προκαλεί μια
ανοσολογική αντίδραση εναντίον του.
• Αντίσωμα είναι μια χημική ουσία την οποία παράγει ο
οργανισμός, ειδικά εναντίον του συγκεκριμένου
αντιγόνου με το οποίο και συνδέεται, προκαλώντας την
εξουδετέρωσή του.
• Τα κυριότερα επιφανειακά αντιγόνα των ερυθρών
αιμοσφαιρίων είναι το Α και το Β. Οι πιθανοί
συνδυασμοί αυτών των δύο καθορίζουν και τις
αντίστοιχες ομάδες αίματος που περιλαμβάνονται στο
σύστημα ΑΒΟ. Τα άτομα κάθε ομάδας φέρουν στο
πλάσμα τους αντισώματα (αντι-Α, αντι-Β κ.λπ.), τα
οποία όμως (προφανώς) δεν είναι εκείνα που
στρέφονται εναντίον της ομάδας αίματος του
συγκεκριμένου ατόμου (π.χ. άτομο ομάδος Α, έχει
αντισώματα αντι-Β).

Ομάδες αίματος ΑΒΟ


Ομάδα Αντιγόνο Αντίσωμα
Α Α αντι-Β
Β Β αντι-Α
ΑΒ Α και Β -
Ο - αντι-Α και αντι-Β
Η μετάγγιση αίματος μη συμβατής ομάδας (π.χ. σε άτομο ομάδας Α να
μεταγγιστεί αίμα ομάδας Β) προκαλεί δυνητικά θανατηφόρα αντίδραση (με
συγκόλληση και αιμόλυση των ερυθροκυττάρων).
ΟΜΑΔΕΣ ΑΙΜΑΤΟΣ (αντιγόνα και αντισώματα)

By OpenStax College - Anatomy & Physiology, Connexions Web site.


http://cnx.org/content/col11496/1.6/, Jun 19, 2013., CC BY 3.0,
https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=30148183

ΟΜΑΔΕΣ ΑΙΜΑΤΟΣ (ΔΟΤΕΣ ΚΑΙ ΔΕΚΤΕΣ)

The original uploader was Apers0n at English Wikipedia. [CC


BY-SA 3.0 (http://creativecommons.org/licenses/by-sa/3.0/)]
Παράγων Rhesus (rh)
Βασίζεται στην ύπαρξη του αντιγόνου Rhesus στα
ερυθροκύτταρα και περιλαμβάνει δύο ομάδες:
• rh (+): 85% του πληθυσμού
• rh (-): 15% του πληθυσμού
Ο συγκεκριμένος παράγων συνδυάζεται με το σύστημα ΑΒΟ με
αποτέλεσμα οι προαναφερθείσες ομάδες (Α, Β, ΑΒ και Ο) να
υποδιαιρούνται σε Rh (+) και Rh (-) (π.χ. Α(+) και Α(-).
Να σημειωθεί ότι, ένα άτομο με αίμα Rh(-), οποιασδήποτε
ομάδας, θα αναπτύξει αντισώματα (αντι-Rh) εναντίον του
παράγοντα Rh, οποιασδήποτε ομάδας μόνο όταν λάβει
μετάγγιση αίματος Rh(+) και όχι προηγουμένως (σε αντίθεση
με τα αντισώματα κατά των αντιγόνων Α και Β που
προϋπάρχουν στο πλάσμα του δέκτη).

Έτσι, κατά την πρώτη αυτή επαφή με «ασύμβατο αίμα» (ως προς
τον παράγοντα Rh), είναι μάλλον απίθανο να εκδηλωθεί
αντίδραση. Θα υπάρξει όμως ευαισθητοποίηση του οργανισμού
και παραγωγή αντισωμάτων αντι-Rh, τα οποία θα είναι έτοιμα να
δράσουν σε μία επόμενη μετάγγιση Rh(+) αίματος, οπότε και θα
εκδηλωθεί η αντίδραση.
Ανάλογη ευαισθητοποίηση μπορεί να συμβεί σε περίπτωση
τοκετού Rh(-) μητέρας με Rh(+) έμβρυο (οπότε και γίνεται επαφή
των Rh+ ερυθροκυττάρων με το μητρικό αίμα λόγω φθοράς του
πλακούντα). Κατά την επόμενη εγκυμοσύνη (αν το έμβρυο είναι
πάλι Rh+) η μητέρα θα έχει αναπτύξει αντι-Rh αντισώματα τα
οποία εισέρχονται στην εμβρυϊκή κυκλοφορία κατά τον τοκετό
προκαλώντας αιμόλυση.
ΟΜΑΔΕΣ ΑΙΜΑΤΟΣ (δότες και δέκτες με
συνεκτίμηση του παράγοντα Rhesus)

By Apangshusaha - Own work, CC BY-SA 3.0,


https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=9558898

Μετάγγιση Αίματος
• Γίνεται ΠΑΝΤΑ ανάμεσα σε συμβατές ομάδες αίματος δότη και δέκτη του μεταγγιζόμενου
αίματος (και για τα δύο συστήματα, δηλαδή ΑΒΟ και rh).
• Η τυχόν χορήγηση ασύμβατου αίματος θα προκαλέσει αντίδραση στη μετάγγιση (συγκόλληση
ή αιμόλυση των ερυθροκυττάρων του δότη από τα αντισώματα του πλάσματος του δέκτη) που
μπορεί να είναι θανατηφόρα λόγω εκτεταμένης απόφραξης τριχοειδών από τα συγκολληθέντα
ερυθροκύτταρα και οξείας νεφρικής ανεπάρκειας από την μεγάλη ποσότητα αιμοσφαιρίνης
από τα κατεστραμμένα ερυθροκύτταρα.
• Οι όροι πανδότης (για την ομάδα Ο) και πανδέκτης (για την ομάδα ΑΒ) είναι στην κλινική
πράξη μη εφαρμόσιμοι (με εξαίρεση –ίσως- κατεπείγουσες περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει
καμία άλλη εναλλακτική λύση).
• Σε όλες τις περιπτώσεις μεταγγίσεων πρέπει να γίνεται διασταύρωση (εργαστηριακός έλεγχος
δείγματος αίματος του ασθενούς το οποίο αναμιγνύεται με αίμα του δότη και διαπιστώνεται
απουσία αντίδρασης, κυρίως συγκόλλησης).
• Η πιθανή αντίδραση από αντισώματα στο πλάσμα του δότη με τα ερυθροκύτταρα του ασθενή
(αν και κανονικά ελέγχεται και αυτή με την διασταύρωση) θεωρείται λιγότερο σοβαρή, επειδή
το μεταγγιζόμενο αίμα αραιώνεται στον πολύ μεγαλύτερο όγκο αίματος του δέκτη και
επομένως οι βλάβες που προκαλούνται στα ερυθροκύτταρα του ασθενούς είναι
περιορισμένες (εκτός αν μεταγγιστεί μεγάλη ποσότητα αίματος).
Σάκος μεταγγιζόμενου αίματος

Μετάγγιση αίματος
Σάκος με φρέσκο κατεψυγμένο πλάσμα
(fresh frozen)

ΣΥΝΟΨΗ ΑΙΜΑΤΟΣ
Α) Έμμορφα Συστατικά (κυτταρικά στοιχεία)
• Ερυθρά αιμοσφαίρια (Ερυθροκύττρα)
• Λευκά αιμοσφαίρια (Λευκοκύτταρα)
• Αιμοπετάλια (Θρομβοκύτταρα)

Β) Πλάσμα (υδατικό διάλυμα)


• H2O
• Ηλεκτρολύτες
• Πρωτεΐνες πλάσματος (αλβουμίνες, σφαιρίνες, ινωδογόνο)
• Θρεπτικά συστατικά
• Άχρηστα προϊόντα
• Ουσίες που συντίθεται από τα κύτταρα (ορμόνες, βιταμίνες κ.λπ.)

Αποτελεί το 55% του όγκου του αίματος.


Φυσιολογικές τιμές κυττάρων του αίματος
και άλλων αιματολογικών παραμέτρων
Ερυθρά αιμοσφαίρια: ≈ 5 εκατομ. / mm3 (υψηλότερη τιμή στους άνδρες, μικρότερη
στις γυναίκες)
• Αιματοκρίτης (Η+): Άνδρες: 40-54% - Γυναίκες 37-45%
• Αιμοσφαιρίνη (Ηβ): Άνδρες 14-18 gr/dl – Γυναίκες: 12-16 gr/dl
• Λευκά αιμοσφαίρια: 4-10000/mm3 (ίδιες τιμές σε άνδρες και γυναίκες)

Λευκοκυτταρικός τύπος (% αναλογία των κατηγοριών των λευκοκυττάρων)


• Ουδετερόφιλα πολυμορφοπύρηνα: 60-70%
• Ηωσινόφιλα πολυμορφοπύρηνα: 1-3%
• Βασεόφιλα πολυμορφοπύρηνα: <1%
• Λεμφοκύτταρα: 25-30%
• Μονοκύτταρα: 3-6%

• Αιμοπετάλια: 150-400000

• Αιματοκρίτης είναι το ποσοστό των εμμόρφων συστατικών (κυρίως


των ερυθροκυττάρων) στο σύνολο του όγκου αίματος.
• Αιμοσφαιρίνη είναι η χημική ουσία που περιέχουν τα
ερυθροκύτταρα με την οποία συνδέεται και μεταφέρεται το Ο2
Βασικές λειτουργίες κυτταρικών στοιχείων
του αίματος
• Ερυθροκύτταρα: Μεταφορά Ο2 (σύνδεση με Ηβ)
• Λευκοκύτταρα: Αμυντική λειτουργία: φαγοκυττάρωση βακτηρίων
(από ουδετερόφιλα και μονοκύτταρα), παραγωγή αντισωμάτων
(χυμική ανοσία) από Β λεμφοκύτταρα, κυτταρική ανοσία από Τ
λεμφοκύτταρα.
• Αιμοπετάλια: Αιμόσταση, σχηματισμός θρόμβων.

Ομάδες Αίματος
Α) Σύστημα ΑΒΟ: Α: Αντιγόνο Α
Β: Αντιγόνο Β
ΑΒ: Αντιγόνο Α και Β
Ο: -
Β) Σύστημα Rh: Rh(+): Αντιγόνο Rh
Rh(-): -

• Μετάγγιση αίματος γίνεται μόνο με απόλυτα συμβατό αίμα, διαφορετικά τα ήδη


υπάρχοντα ή αναπτυσσόμενα αντισώματα κατά των αντιγόνων του δότη,
συγκολλούνται και καταστρέφουν τα ερυθροκύτταρα του λήπτη (ασθενούς)
προκαλώντας δυνητικά θανατηφόρο αντίδραση. Η συμβατότητα ελέγχεται με
διασταύρωση δειγμάτων αίματος του δότη και του λήπτη. Σε εξαιρετικά
επείγουσες περιπτώσεις μπορεί να γίνει μετάγγιση χωρίς διασταύρωση αίματος
θεωρητικά συμβατού: της ίδιας ομάδας (με τον ασθενή) ή άλλης που επίσης
θεωρείται συμβατή, π.χ. Ο(-) (πανδότης).
Βιβλιογραφία
• Φυσιολογία του ανθρώπου / Βενετίκου Μαρία. Αθήνα : Ζεβελεκάκη,
2016.
• Μαθήματα φυσιολογίας / Χανιώτης, Φραγκίσκος. Αθήνα : Ιατρικές
Εκδόσεις Λίτσας, 2017.
• Εισαγωγή στη φυσιολογία του ανθρώπου : από τα κύτταρα στα
συστήματα / Lauralee Sherwood. Αλεξανδρούπολη : Ι. Μπάσδρα,
c2016.
• Συνοπτική φυσιολογία του ανθρώπου : με ερωτήσεις
αυτοαξιολόγησης. McGeown, J. G. Αθήνα : Πασχαλίδης, c2008.
• http://www.opencourses.gr/opencourse.xhtml?id=17370&ln=el

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΠΕΠΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Πέτρος Παπαγιώργης
ΟΡΓΑΝΑ ΠΕΠΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Blausen: BruceBlaus. When using this image in external sources it can be cited as:Blausen.com staff (2014).
"Medical gallery of Blausen Medical 2014". WikiJournal of Medicine 1 (2). DOI:10.15347/wjm/2014.010. ISSN
2002-4436. [CC BY 3.0 (https://creativecommons.org/licenses/by/3.0)], from Wikimedia Commons

Είναι το σύνολο των οργάνων που συμμετέχουν στην


διαδικασία της πέψης που είναι η λειτουργία του
πεπτικού και περιλαμβάνει:
α) την πρόσληψη των τροφών,
β) την διάσπασή τους στα επιμέρους συστατικά,
γ) την απορρόφηση των θρεπτικών ουσιών,
δ) τον σχηματισμό και την αποβολή των κοπράνων.
Διαιρείται στον πεπτικό σωλήνα και τους αδένες του
πεπτικού.
Πεπτικό σύστημα (πεπτικός σωλήνας
και αδένες)

Mariana Ruiz, edited by Joaquim Alves Gaspar, Jmarchn


This work has been released into the public domain by its author, LadyofHats. This applies
worldwide.

 Α. ΠΕΠΤΙΚΟΣ ΣΩΛΗΝΑΣ
(η οδός που ακολουθούν οι τροφές από την αρχική
πρόσληψη στο στόμα μέχρι την τελική αποβολή των
αχρήστων υπολειμμάτων στον πρωκτό).

1. Στοματική κοιλότητα (περιέχει τα δόντια, την γλώσσα


κ.λπ.)
2. Φάρυγγας (ρινοφάρυγγας – στοματοφάρυγγας και
λαρυγγοφάρυγγας): βρίσκεται πίσω από την ρινική,
στοματική κοιλότητα και τον λάρυγγα).
3. Οισοφάγος (τραχηλική – θωρακική – διαφραγματική και
κοιλιακή μοίρα).
4. Στομάχι
 Δύο στόμια: οισοφαγικό και πυλωρικό (προς το 12δάκτυλο).
 Τέσσερα τμήματα:
i Θόλος (πάνω)
ii Σώμα (μεσαίο και μεγαλύτερο τμήμα)
iii Άντρο (κάτω)
iv Πυλωρικός σωλήνας (τα δύο αυτά τμήματα (iii και iv) μπορεί να
θεωρηθούν σαν ένα ενιαίο (πυλωρικό άντρο).
5. Λεπτό έντερο
6. Παχύ έντερο

(συνέχεια στις επόμενες διαφάνειες)


Στόμαχος (τμήματα και στόμια)

Stomach_diagram.svg:Indolences at en.wikipediaderivative work: Mcstrother [CC BY


3.0 (https://creativecommons.org/licenses/by/3.0)]

 Λεπτό έντερο
i. Δωδεκαδάκτυλο: Το αρχικό μικρό τμήμα του λεπτού
εντέρου μετά από το στομάχι. Σε αυτό καταλήγουν τα υγρά
που παράγουν το ήπαρ και το πάγκρεας.
ii. Ελικώδες έντερο: Αποτελείται από πολυάριθμες εντερικές
έλικες και σε αυτό γίνεται κυρίως η απορρόφηση των
θρεπτικών ουσιών. Εκτείνεται από το τέλος του
δωδεκαδακτύλου μέχρι την ειλεοτυφλική βαλβίδα (αρχή
παχέος εντέρου) και έχει μέσο μήκος 6 μέτρα.
 Νήστιδα: (κεντρικότερο τμήμα - μετά το 12κτυλο).
 Ειλεός: (περιφερικότερο τμήμα – πριν το παχύ έντερο).
ΕΛΙΚΩΔΕΣ ΕΝΤΕΡΟ ΚΑΙ ΠΑΧΥ
ΕΝΤΕΡΟ

Internet Archive Book Images [No restrictions], via Wikimedia


Commons

 Παχύ έντερο:
(από την ειλεοτυφλική μέχρι τον πρωκτό – μέσο μήκος 1,5
μέτρο)
Σε αυτό γίνεται περιορισμένη απορρόφηση
και ο σχηματισμός των κοπράνων.
 Τυφλό* (μαζί με την σκωληκοειδή απόφυση)
 Κόλον (ανιόν, εγκάρσιο, κατιόν και σιγμοειδές).
 Ορθό ή απευθυσμένο (καταλήγει στον πρωκτό)

* Το τυφλό θα μπορούσε να υπαχθεί στο κόλον, αποτελώντας το 1ο τμήμα


του.
ΤΜΗΜΑΤΑ ΠΑΧΕΟΣ ΕΝΤΕΡΟΥ

Mikael Häggström [CC0], via Wikimedia Commons

 Β. ΑΔΕΝΕΣ ΠΕΠΤΙΚΟΥ
(παράγουν υγρά που βοηθούν στην πέψη)
i) Διφυείς (διπλοί): Σιελογόνοι (σίελο) - Παρωτίδα
- Υπογνάθιος
- Υπογλώσσιος
(βρίσκονται και οι τρεις κοντά στην στοματική κοιλότητα)

ii) Μονοφυείς (μονοί): Ήπαρ (χολή)**


Πάγκρεας (παγκρεατικό υγρό)***
(βρίσκονται και οι δύο στην άνω κοιλία, το ήπαρ στο δεξιό και
κεντρικό τμήμα και λίγο στο αριστερό, το πάγκρεας πίσω από το
στομάχι σε οριζόντια θέση από δεξιά (12δάκτυλο) μέχρι αριστερά
(σπλήνας).

** Το ήπαρ έχει πολλές άλλες λειτουργίες καθώς σε αυτό καταλήγουν (με την πυλαία φλέβα) τα
προϊόντα της πέψης και μεταβολίζονται εκεί.. Αποκαλείται «χημικό εργαστήριο του σώματος».
*** Το πάγκρεας είναι ταυτόχρονα αδένας εξωκρινής (δηλαδή παράγει το παγκρεατικό υγρό) και
ενδοκρινής (παράγει μία ορμόνη, την ινσουλίνη).
ΕΚΚΡΙΣΕΙΣ ΠΕΠΤΙΚΩΝ ΥΓΡΩΝ

Secretions: OpenStax College [CC BY 3.0


(https://creativecommons.org/licenses/by/3.0)], via Wikimedia
Commons

ΣΦΙΓΚΤΗΡΕΣ ΠΕΠΤΙΚΟΥ
Τα μέρη του πεπτικού σωλήνα διαχωρίζονται ανατομικά και
λειτουργικά λόγω της παρουσίας ειδικών ανατομικών δομών που
ονομάζονται σφιγκτήρες και παρεμβάλλονται μεταξύ των διαφόρων
τμημάτων του πεπτικού σωλήνα.
Από πάνω προς τα κάτω παρατηρούνται:
 Ανώτερος οισοφαγικός σφιγκτήρας (άνω άκρο οισοφάγου,
αποτρέπει την παλινδρόμηση της τροφής προς τον
φάρυγγα), ενώ χαλαρώνει κατά την κατάποση.
 Κατώτερος οισοφαγικός σφιγκτήρας (γαστροοισοφαγική
συμβολή, ελέγχει την δίοδο της τροφής προς το στομάχι και
αποτρέπει την παλινδρόμησή της στον οισοφάγο).
 Πυλωρικός σφιγκτήρας (πυλωρικό στόμιο στομάχου, ελέγχει
τη δίοδο του περιεχομένου προς το δωδεκαδάκτυλο).
 Ειλεοτυφλική βαλβίδα (ειλεοτυφλικό στόμιο, ελέγχει τη δίοδο
του περιεχομένου του λεπτού εντέρου προς το παχύ έντερο).
 Έσω και έξω σφιγκτήρες πρωκτού. Ελέγχουν την αποβολή
των κοπράνων.
Η δυσλειτουργία των σφιγκτήρων προκαλεί τις αντίστοιχες
παθολογικές καταστάσεις:

Δυσλειτουργία Παθολογική κατάσταση


 Ανώτερου οισοφαγικού σφιγκτήρα → Δυσφαγία

 Κατώτερου οισοφαγικού σφιγκτήρα → Γαστροοισοφαγική


παλινδρόμηση (σε
ελάττωση του τόνου)
Αχαλασία (σε αύξηση
του τόνου)

 Πυλωρικού σφιγκτήρα → Πυλωρική στένωση (επιπλοκή


έλκους)

 Σφιγκτήρων πρωκτού → Ακράτεια ή αντιθέτως


δυσκοιλιότητα (σε σπασμό
π.χ. από ραγάδες)

Τοίχωμα γαστρεντερικού (πεπτικού) σωλήνα (από μέσα προς


τα έξω):

 Βλεννογόνος (επιθηλιακός ιστός). Επιτελεί κυρίως τις


λειτουργίες της έκκρισης υγρών και της απορρόφησης
θρεπτικών ουσιών.

 Υποβλεννογόνιος (συνδετικός ιστός). Περιέχει το


υποβλεννογόνιο νευρικό πλέγμα (του Meissner) που ελέγχει
την εκκριτική λειτουργία.

 Μυϊκός χιτώνας (μυϊκός ιστός με τουλάχιστον δύο


στοιβάδες). Περιέχει το μυεντερικό νευρικό πλέγμα που ελέγχει
την κινητικότητα του πεπτικού σωλήνα.

 Ορογόνος (στην εξωτερική επιφάνεια, μεσοθηλιακά κύτταρα


και συνδετικός ιστός).

Η συγκεκριμένη διάταξη υπάρχει σε όλο τον πεπτικό σωλήνα


εκτός του οισοφάγου, ο οποίος δεν έχει ορογόνο.
Τοίχωμα στομάχου (τα απεικονιζόμενα
στρώματα παρατηρούνται και στον υπόλοιπο
πεπτικό σωλήνα εκτός του οισοφάγου)

NIH / National Cancer Institute [Public domain]

Είδη κυττάρων βλεννογόνου

 Προστατευτικά (πλακώδες επιθήλιο σε στόμα και οισοφάγο,


βλεννοπαραγωγικά σε στομάχι και έντερο).
 Απορροφητικά (κυρίως στο λεπτό έντερο όπου βρίσκονται
διατεταγμένα σε ειδική μορφολογία – κατά μήκος των «εντερικών
λαχνών» από τις οποίες αποτελείται ο βλεννογόνος του λεπτού
εντέρου).
 Εξωκρινή εκκριτικά (σε στομάχι, λεπτό και παχύ έντερο εκκρίνουν
διάφορα υγρά).
 Ενδοκρινή (κυρίως σε στομάχι και λεπτό έντερο, εκκρίνουν
διάφορες ορμόνες).
ΑΠΟΡΡΟΦΗΤΙΚΑ ΚΥΤΤΑΡΑ
ΕΝΤΕΡΙΚΟΥ ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΥ

CNX OpenStax [CC BY 4.0 (https://creativecommons.org/licenses/by/4.0)], via


Wikimedia Commons

ΕΝΤΕΡΙΚΗ ΛΑΧΝΗ (ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ


ΕΝΤΕΡΟΥ

Internet Archive Book Images [No restrictions], via Wikimedia Commons


Γενικές λειτουργίες πεπτικού σωλήνα

 Πρόσληψη, πέψη* θρεπτικών ουσιών και απορρόφηση (των


επεξεργασμένων συστατικών των τροφών, π.χ. υδατάνθρακες, λίπη,
πρωτεΐνες).
 Αποβολή άχρηστων προϊόντων.

*Ως πέψη εδώ εννοείται η διάσπαση των προσληφθέντων τροφών και όχι το σύνολο
των πεπτικών λειτουργιών.

Επί μέρους εξειδικευμένες λειτουργίες

 Κατάτμηση.
Κινητικότητα (προώθηση περιεχομένου)
 Περισταλτισμός.
(προοδευτικά κύματα μυϊκών
συστολών κατά μήκος ενός
κοίλου οργάνου που συμπιέζουν
τον αυλό του – βλέπε επόμενη διαφάνεια)

 Εκκρίσεις (πεπτικά υγρά, π.χ. σίελο, γαστρικό υγρό, χολή,


παγκρεατικό και εντερικό υγρό).

Κινητικότητα οισοφαγικού τοιχώματος

Auawise [CC BY-SA 4.0 (https://creativecommons.org/licenses/by-sa/4.0)]


Λειτουργία στομάχου

 Αποθήκευση τροφών (στο σώμα του στομάχου).


 Ανάδευση, ανάμιξη και διάλυσή τους (κυρίως στο πυλωρικό άντρο),
μέσα στο γαστρικό υγρό που αποτελείται κυρίως από HCL (περίπου
2lt ημερησίως).
 Έναρξη της πέψης (διάσπασης) των τροφών (με την βοήθεια του
HCl και του ενζύμου πεψίνη που διασπά τις πρωτεΐνες) και
σχηματισμός του χυμού (ονομασία του επεξεργασμένου γαστρικού
περιεχομένου).
 Εξουδετέρωση (των περισσότερων) βακτηρίων που περιέχονται στις
τροφές από το HCl.
 Περιορισμένη απορρόφηση συστατικών των τροφών.
 Προώθηση περιεχομένου προς το 12κτυλο (γαστρική κένωση).

Στόμαχος (εσωτερική επιφάνεια)

cancer.gov [Public domain]


Η κινητικότητα του στομάχου και η έκκριση HCl
επηρεάζονται από παράγοντες:
 Μηχανικούς και χημικούς (είσοδος τροφής και διάταση
τοιχώματος, σύσταση περιεχομένου π.χ. πλούσιο σε πρωτεΐνες),
αυξάνουν την κινητικότητα και την έκκριση HCl.
 Νευρικούς (οπτικά, γευστικά και οσφρητικά ερεθίσματα, αλλά και
διάφορες συναισθηματικές καταστάσεις μέσω του αυτόνομου
νευρικού συστήματος –συμπαθητικό / παρασυμπαθητικό).
 Ορμονικούς (διάφορες ορμόνες του γαστρεντερικού, ιδιαίτερα η
γαστρίνη που εκκρίνεται από το πυλωρικό άντρο υπό την επίδραση
νευρικών ερεθισμάτων αλλά και της παρουσίας τροφής και αυξάνει
τόσο την έκκριση HCl όσο και την κινητικότητα).
 Όγκος, σύσταση και συγκέντρωση περιεχομένου στο 12κτυλο
(μεγάλη διάταση, υπερτονικότητα, αυξημένη παρουσία λίπους και
υψηλή οξύτητα) αναστέλλουν την γαστρική κένωση αλλά και την
περαιτέρω έκκριση HCl από το στομάχι.

Σύνοψη Λειτουργιών Οργάνων Πεπτικού


Σωλήνα

 Στοματική κοιλότητα: Μάσηση τροφής. Ανάμιξη με σίελο,


μερική διάσπαση πολυσακχαριτών από το ένζυμο αμυλάση.
 Φάρυγγας: Κατάποση τροφής με ταυτόχρονο αποκλεισμό της
διόδου προς την ρινική κοιλότητα (ανύψωση μαλακής
υπερώας) και προς τον λάρυγγα (σύγκλειση γλωττίδας).
 Οισοφάγος: Ολοκλήρωση κατάποσης τροφής και
προώθησή της προς το στόμαχο (με περισταλτικά κύματα).
 Στόμαχος: Ανάμιξη και διάλυση των τροφών με το γαστρικό
υγρό (κυρίως HCl). Διάσπαση τροφών από το HCl (πρωτεΐνες
και υδατάνθρακες) και από το ένζυμο πεψίνη (μόνο
πρωτεΐνες). Καταστροφή βακτηρίων (HCl). Προώθηση
περιεχομένου (χυμού) προς το 12δάκτυλο.
 Λεπτό έντερο: Ανάμιξη του γαστρικού περιεχομένου
(χυμού) με την χολή και το παγκρεατικό υγρό, τα οποία
εξουδετερώνουν με τα διττανθρακικά τους ιόντα το HCl
(το οποίο ελαττώνει ή και αναστέλλει την πέψη των
τροφών από τα ειδικά μόρια αυτών των υγρών (χολικά
άλατα, παγκρεατικά ένζυμα)).
 Πέψη (διάσπαση) λιπών από τα χολικά άλατα (χολή) και την
παγκρεατική λιπάση
 Πρωτεϊνών (από τα παγκρεατικά ένζυμα (θρυψίνη,
χυμοθρυψίνη)
 Υδατανθράκων από την παγκρεατική αμυλάση.

 Απορρόφηση των διασπασμένων συστατικών των τροφών


αλλά και H2O, βιταμινών, Na+ και Cl- και άλλων ηλεκτρολυτών
και μετάλλων (π.χ. Fe) από τα επιθηλιακά κύτταρα του λεπτού
εντέρου και διοχέτευσή τους στην φλεβική κυκλοφορία και στη
συνέχεια στο ήπαρ (μέσω της πυλαίας φλέβας) για περαιτέρω
επεξεργασία και αξιοποίηση. (Εξαίρεση αποτελεί η πλειονότητα
των λιπών που εισέρχεται στην λεμφική κυκλοφορία και
επομένως δεν περνάει από το ήπαρ).
 Προώθηση περιεχομένου προς το παχύ έντερο με κινήσεις
κατάτμησης (που βοηθούν επίσης στην διάσπαση και
απορρόφηση των τροφών).
 Παχύ έντερο. Προσωρινή αποθήκευση άπεπτων ουσιών.
Περιορισμένη απορρόφηση Η2Ο και αλάτων που οδηγεί σε
συμπύκνωση των άπεπτων ουσιών. Λίπανση του περιεχομένου
από την εκκρινόμενη βλέννα. Προώθηση (με αργό ρυθμό) του
περιεχομένου (κοπράνων) προς το τελικό τμήμα του παχέος
εντέρου (ορθό) του οποίου η διάταση από την είσοδο των
κοπράνων ενεργοποιεί αντανακλαστικά την αφόδευση
(αποβολή κοπράνων) μέσω του πρωκτού.
ΗΠΑΡ – ΧΟΛΗΦΟΡΑ - ΠΑΓΚΡΕΑΣ

Anatomy of liver: Jiju Kurian Punnoose [GFDL


(http://www.gnu.org/copyleft/fdl.html) or CC BY-SA 4.0
(https://creativecommons.org/licenses/by-sa/4.0)], from Wikimedia Commons

Φυσιολογία ηπατικής λειτουργίας

Το ήπαρ παράγει την χολή και την εκκρίνει στο 12κτυλο (μέσω του
χοληδόχου πόρου) για την πέψη και απορρόφηση των λιπιδίων.
Ωστόσο, έχει πολλές άλλες λειτουργίες καθώς το σύνολο των
απορροφούμενων στο έντερο θρεπτικών ουσιών μεταβαίνει στο
ήπαρ (μέσω της πυλαίας φλέβας) όπου και μεταβολίζονται από τα
ηπατοκύτταρα. Οι βασικές λειτουργίες του ήπατος συνοψίζονται
επομένως στις εξής κατηγορίες:

1) Παραγωγή και έκκριση χολής: Απορρόφηση από το έντερο λιπών και


λιποδιαλυτών βιταμινών (A, D, B12, φυλλικό οξύ).
2) Παραγωγή ενέργειας: Μέσω μεταβολισμού υδατανθράκων
(κατανάλωση αλλά και παραγωγή γλυκόζης –νεογλυκογένεση- και
αποθήκευσή της με την μορφή γλυκογόνου), λιπών και πρωτεϊνών
(ενδιάμεσος μεταβολισμός).
3) Πρωτεϊνοσύνθεση: Σύνθεση λευκωματίνης, παραγόντων πήξεως
αίματος, αλλά και πρωτεϊνών μεταφοράς π.χ. τρανσφερίνη (μεταφορά
Fe).
4) Προστατευτικές λειτουργίες:

 Κάθαρση διαφόρων άχρηστων ουσιών (π.χ. αμμωνίας που


μετατρέπεται σε ουρία).
 Φαγοκυττάρωση βακτηρίων και αντιγόνων που περνούν από το έντερο
(μέσω πυλαίας κυκλοφορίας) από ειδικά κύτταρα του ήπατος
(μακροφάγα κύτταρα Kupffer).
 Εξουδετέρωση τοξικών ουσιών και φαρμάκων (αποτοξίκωση):
Μεταβολισμός στα ηπατοκύτταρα, μετατροπή τους σε υδρόφιλες
ενώσεις και απέκκρισή τους στη χολή και εν συνεχεία μέσω του εντέρου
στα κόπρανα.

5) Ενδοκρινικές λειτουργίες:

 Έκκριση αυξητικού παράγοντα (υπό την επίδραση της αυξητικής


ορμόνης).
 Σχηματισμός της θυρεοειδικής ορμόνης Τ3 (από μετατροπή της Τ4).
 Ενεργοποίηση βιταμίνης D.
 Μεταβολισμός ορμονών.

Επομένως, επί ηπατικής βλάβης από διάφορα αίτια (π.χ. ηπατίτιδα,


κίρρωση, νεοπλασία κ.λπ.) οι προκύπτουσες κλινικές και
εργαστηριακές εκδηλώσεις είναι αποτέλεσμα της διαταραχής των
συγκεκριμένων λειτουργιών.

ΠΥΛΑΙΑ ΦΛΕΒΑ

Henry Vandyke Carter [Public domain]


ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΠΑΓΚΡΕΑΤΟΣ
Το πάγκρεας είναι μικτός αδένας του
οποίου:
Η εξωκρινής μοίρα: εκκρίνει το
παγκρεατικό υγρό που μεταφέρεται στο
έντερο και που περιέχει πεπτικά ένζυμα
(για διάσπαση πρωτεϊνών, λιπών και
υδατανθράκων).
Η ενδοκρινής μοίρα: παράγει ορμόνες
(ινσουλίνη, γλυκαγόνη, σωματοστατίνη
και παγκρεατικό πολυπεπτίδιο).

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΕΞΩΚΡΙΝΟΥΣ ΜΟΙΡΑΣ –


ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΚΟΥ ΥΓΡΟΥ

 α) Διάσπαση θρεπτικών ουσιών στο έντερο (από τα ένζυμα που περιέχει).


β) Εξουδετερώνει την οξύτητα του περιεχομένου του 12δακτύλου (όπου και εκκρίνεται, στο
φύμα του Vater), καθώς το ίδιο είναι αλκαλικό (πλούσιο σε διττανθρακικά) σε αντίθεση με το
γαστρικό υγρό (πλούσιο σε ΗCl). Η εξουδετέρωση είναι αναγκαία για την ομαλή λειτουργία
των παγκρεατικών ενζύμων. Η έκκριση του παγκρεατικού υγρού παραμένει σε χαμηλά επίπεδα
σε κατάσταση νηστείας, αυξάνεται όμως στο 10πλάσιο κατά τη διάρκεια της πέψης υπό την
επίδραση των εντερικών ορμονών χολοκυστοκίνης (12κτυλο) και σεκρετίνης (λεπτό έντερο).

Από χρονική άποψη, η έκκριση παγκρεατικού υγρού περιλαμβάνει τρεις διαδοχικές φάσεις:

Κεφαλική φάση: Με τη θέα της τροφής (διέγερση πνευμονογαστρικού νεύρου με έκκριση


ακετυλοχολίνης).

Γαστρική φάση: Είσοδος της τροφής στο στομάχι (διέγερση του παγκρέατος μέσω
πολλαπλών μηχανισμών όπως ορμόνες από το στομάχι, διέγερση
πνευμονογαστρικού κ.ά.).

Εντερική φάση: Είσοδος τροφής στο 12κτυλο (κύρια φάση, ενεργοποιείται από τις
ορμόνες χολοκυστοκινίνη και σεκρετίνη).
By Henry Vandyke Carter - Henry Gray (1918) Anatomy of the Human
Body (See "Book" section below)Bartleby.com: Gray's Anatomy, Plate
1100, Public Domain,
https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=567061

You might also like