You are on page 1of 93

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡ ΑΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ

ΠΑΙΔ ΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΤΟΜΕΑΣ ΠΑΙΔ ΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙ ΑΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ:

ΣΤΕΛΕΧΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ

Το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (Ε.ΣΥ.Π.)


Κριτική αποτίμηση του θεσμού
και προτάσεις για μία νέα αξιοποίησή του

Αγγελική Σουφλή, Α.Ε.Μ. 217

Επιβλέπων καθηγητής: Αθανάσιος Καραφύλλης, Καθηγητής

Αλεξανδρούπολη, 2019
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡ ΑΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ

ΠΑΙΔ ΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΤΟΜΕΑΣ ΠΑΙΔ ΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙ ΑΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ:

ΣΤΕΛΕΧΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ

Το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (Ε.ΣΥ.Π.)


Κριτική αποτίμηση του θεσμού
και προτάσεις για μία νέα αξιοποίησή του

Αγγελική Σουφλή, Α.Ε.Μ. 217

Η παρούσα Μεταπτυχιακή Εργασία Ειδίκευσης υποβλήθηκε στο Παιδαγωγικό Τμήμα


Δημοτικής Εκπαίδευσης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης για την απόκτηση
του τίτλου μεταπτυχιακών σπουδών ειδίκευσης στις Επιστήμες της Αγωγής.

ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Επιβλέπων καθηγητής: Αθανάσιος Καραφύλλης, Καθηγητής

2ο Μέλος: Μαρίνα Κουγιουρούκη, Επίκουρη Καθηγήτρια

3ο Μέλος: Πελαγία Στραβάκου, Επίκουρη Καθηγήτρια

Αλεξανδρούπολη, 2019

2
Πνευματικά δικαιώματα

Copyright © Αγγελική Σουφλή, 2019.

Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. All rights reserved.

Απαγορεύεται η αντιγραφή μέρους ή του συνόλου της παρούσας διατριβής.


Επιτρέπεται η ανατύπωση, αποθήκευση και διανομή για εκπαιδευτικό ή ερευνητικό
σκοπό, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με την προϋπόθεση να αναφέρεται η πηγή
προέλευσης.

Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Εργασίας Ειδίκευσης από το Παιδαγωγικό Τμήμα


Δημοτικής Εκπαίδευσης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης δεν δηλώνει
απαραιτήτως την αποδοχή των απόψεων του συγγραφέα.

Υπεύθυνη Δήλωση
Βεβαιώνω ότι είμαι συγγραφέας της παρούσας Μεταπτυχιακής Εργασίας
Ειδίκευσης και ότι κάθε βοήθεια που προσφέρθηκε στην εκπόνησή της
αναγνωρίζεται και αναφέρεται στο κείμενο. Επιπλέον, αναφέρονται όλες οι
βιβλιογραφικές πηγές που αξιοποιήθηκαν, πρωτογενείς και δευτερογενείς, είτε η
συμβολή τους παρατίθεται επακριβώς ως απόσπασμα είτε ως παράφραση.

Η συγγραφέας της εργασίας


[Υπογραφή]

Αγγελική Σουφλή

3
DEMOCRITUS UNIVERSITY OF THRACE
SCHOOL OF EDUCATIONAL SCIENCES
PRIMARY EDUCATION DEPARTMENT
SECTOR OF EDUCATION AND PSYCHOLOGY

POSTGRADUATE COURSE:

EDUCATIONAL LEADERSHIP, MANAGEMENT AND ADMINISTRATION

MASTER DISSERTATION

The Greek National Council of Education.


Critical evaluation of the institution
and proposals for a new exploitation

Angeliki Soufli

A thesis submitted in partial fulfilment of the


requirements for the degree of Master in Education,
Department of Primary Education, Democritus University of Thrace

COMMITTEE OF EXAMINERS

Supervisor: Athanasios Karafyllis, Professor

Member 2: Marina Kougiourouki, Assistant Professor

Member 3: Pelagia Stravakou, Assistant Professor

Alexandroupolis, 2019

4
All rights reserved

Copyright © Angeliki Soufli, 2019


The approval of the Master’s Dissertation by the Department of Primary Education,
Democritus University of Thrace, does not necessarily indicate the acceptance of
the views of the author.

Statutory Declaration
I certify that I am the author of this Master’s Dissertation thesis and that all the help
offered for its compilation is acknowledged and is clearly indicated in the text.
Furthermore, all primary as well as secondary resources used as well as the
materials appearing in it have been properly quoted and attributed.

The author of the report


[Signature]

Angeliki Soufli

5
Περίληψη

Το θέμα που πραγματεύεται η παρούσα θεωρητική και ερευνητική εργασία


είναι η μελέτη και η κριτική αποτίμηση του θεσμού του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας
(Ε.ΣΥ.Π.) στη χώρα μας. Βασικός σκοπός της εργασίας είναι η παρουσίαση του
θεσμού μέσα από το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας, την οργάνωση, τη δομή και
τις δράσεις του, με στόχο να αποτυπώσει τα πλεονεκτήματα, αλλά και τις αδυναμίες
του. Στα πλαίσια της ερευνητικής προσέγγισης του θέματος πραγματοποιήθηκαν
ημιδομημένες συνεντεύξεις με όλους τους Προέδρους του Ε.ΣΥ.Π., ώστε να
διερευνηθούν οι απόψεις τους για το ρόλο του θεσμού και, εντέλει, για την κριτική
αποτίμησή του, καταλήγοντας ταυτοχρόνως σε προτάσεις για μία μελλοντική
αξιοποίησή του. Από την έρευνα προκύπτει ότι, πέρα από τις διαφορετικές
προτάσεις, κοινή συνισταμένη των απόψεων όλων των Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π. είναι
η σαφέστατη πεποίθησή τους για την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός Εθνικού
Συμβουλίου Παιδείας.

Λέξεις - κλειδιά: Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, εκπαιδευτική πολιτική, εκπαιδευτική


μεταρρύθμιση.

6
Abstract

The subject matter of the present theoretical and research dissertation is the
study and the critical assessment of the institution of the National Council of
Education in Greece. The main purpose of this study is to present the institution
through the legislative framework of operation, organization, structure and actions,
aiming at highlighting the advantages and weaknesses of the institution. Within the
research approach, semi-structured interviews with all the Presidents were
conducted, in order to explore their views on the role of the institution and, ultimately,
on its critical valuation, concluding at the same time proposals for future exploitation.
The research comes to the conclusion that, apart from the different proposals, a
common consensus of all Presidents is their clear belief in the necessity of existence
a National Education Council.

Key words: National Council of Education, educational politics, educational reform.

7
Πρόλογος – Ευχαριστίες

Αντί προλόγου θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου σε όσους, άμεσα ή


έμμεσα, συνέβαλαν στην προσπάθειά μου για την πραγματοποίηση της παρούσας
ερευνητικής εργασίας.

Ευχαριστώ θερμά τον Καθηγητή κ. Αθανάσιο Καραφύλλη, επιβλέποντα της


εργασίας, για ολόκληρη την υποστήριξή του κατά τη διάρκεια της εκπόνησής της. Οι
συζητήσεις μαζί του ήταν πάντα ουσιαστικές, από την αρχική ακόμη σκέψη μου για
το θέμα της εργασίας, μέχρι την ολοκλήρωσή της, χωρίς ποτέ να φείδεται του
χρόνου του. Ευχαριστώ επίσης και τα άλλα δύο μέλη της τριμελούς εξεταστικής
επιτροπής, την Επίκουρη Καθηγήτρια κ. Μαρίνα Κουγιουρούκη και την Επίκουρη
Καθηγήτρια κ. Πέλα Στραβάκου, για τον χρόνο που αφιέρωσαν στη μελέτη και την
αξιολόγηση της εργασίας.

Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω σε όλους τους αγαπητούς Προέδρους του


Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας για την εξαιρετική συνεργασία που είχαμε όλα αυτά
τα χρόνια, για την χαρά με την οποία αποδέχτηκαν τη συμμετοχή τους στην έρευνα
και για την καθοριστική τους συμβολή σε αυτήν: τον κ. Θάνο Βερέμη, τον κ. Αλέξη
Λυκουργιώτη, τον κ. Σωκράτη Κάτσικα και τον κ. Νίκο Θεοτοκά.

Ευχαριστώ πολύ τους γονείς μου για τη στήριξη και την αγάπη τους.

Επίσης, ευχαριστώ τον σύζυγό μου Θοδωρή Παπαθεοδώρου για την


ενθάρρυνση και την υπομονή του καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής.

8
Περιεχόμενα

Περίληψη ......................................................................................................................................... 6
Abstract ............................................................................................................................................ 7
Πρόλογος – Ευχαριστίες ............................................................................................................. 8
Εισαγωγή....................................................................................................................................... 11
ΜΕΡΟΣ Α: Θεωρητικό πλαίσιο ................................................................................................ 14
Κεφάλαιο 1: Το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας
(Ε.ΣΥ.Π.) ......................................................................................................................................... 15
1.1 Σύντομη ιστορική αναφορά στο Ε.ΣΥ.Π. του Ν. 2327/1995 .................................. 15
1.1.1 Η δομή του Ε.ΣΥ.Π. σύμφωνα με το Ν. 2327/1995 .............................................. 16
1.1.2 Διαπιστώσεις αναφορικά με το Ε.ΣΥ.Π. του Ν. 2327/1995 ............................... 18
1.2 Το Ε.ΣΥ.Π. του Ν. 2817/2000 ......................................................................................... 18
1.3 Το Ε.ΣΥ.Π. του Π.Δ.127/2003 ......................................................................................... 21
1.4 Βασικές επισημάνσεις αναφορικά με το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του
Ε.ΣΥ.Π. ............................................................................................................................................ 26
Κεφάλαιο 2: Οι Πρόεδροι του Ε.ΣΥ.Π. και οι δράσεις του ................................................ 29
2.1 Οι Πρόεδροι του Ε.ΣΥ.Π. ................................................................................................ 29
2.2 Οι δράσεις του Ε.ΣΥ.Π. ................................................................................................... 30
2.2.1 Θέματα που μελετήθηκαν σε Επιτροπές και στις Ολομέλειες του Ε.ΣΥ.Π. .. 30
2.2.2 Θέματα που μελετήθηκαν σε Επιτροπές του Ε.ΣΥ.Π. ........................................ 38
2.2.3 Λοιπές εκδηλώσεις του Ε.ΣΥ.Π. ............................................................................... 40
Κεφάλαιο 3: Το Ε.ΣΥ.Π. στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι ........................................................... 42
ΜΕΡΟΣ Β: Ερευνητικό ................................................................................................................ 45
Κεφάλαιο 4: Η έρευνα ................................................................................................................. 46
4.1 Αφετηρία της έρευνας .................................................................................................... 46
4.2 Σκοπός και ερευνητικά ερωτήματα ............................................................................ 47
Κεφάλαιο 5: Μεθοδολογία της έρευνας ................................................................................. 49
5.1 Η επιλογή της ερευνητικής μεθόδου ............................................................................... 49
5.2 Το ερευνητικό εργαλείο....................................................................................................... 50
5.3 Η τεχνική συλλογής του υπό έρευνα υλικού ............................................................ 52
5.4 Επιλογή του δείγματος και συμμετέχοντες .............................................................. 57
5.5 Η συλλογή των δεδομένων........................................................................................... 59
5.6 Δεοντολογικά ζητήματα στη διεξαγωγή της συνέντευξης .................................... 60
5.7 Επεξεργασία δεδομένων και συγκρότηση κατηγοριών ....................................... 61

9
Κεφάλαιο 6: Ανάλυση υλικού - ευρήματα της έρευνας ..................................................... 63
6.1 Οι οπτικές και οι προθέσεις των Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π. για τη δυνατότητα
ουσιαστικής συμβολής τους στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής του
Υπουργείου Παιδείας ................................................................................................................. 63
6.2 Συνεργασίες των Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π. ....................................................................... 65
6.2.1 Συνεργασία με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ............................ 65
6.2.2 Συνεργασία με τα μέλη των Ολομελειών των Συμβουλίων.................................... 67
6.3 Η ανεξαρτησία στην ατζέντα του Ε.ΣΥ.Π. ....................................................................... 69
6.4 Οικονομική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια του Ε.ΣΥ.Π. και των μη αμειβόμενων
Προέδρων του .............................................................................................................................. 71
6.5 Το Ε.ΣΥ.Π. και η ατζέντα της εκπαιδευτικής πολιτικής του εκάστοτε Υπουργού
Παιδείας ......................................................................................................................................... 74
6.6 Η συμμετοχή και η συμβολή του Ε.ΣΥ.Π. στις διαδικασίες των Εθνικών
Διαλόγων που διενεργήθηκαν από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου
Παιδείας ......................................................................................................................................... 76
6.7 Αξιολόγηση του θεσμού του Ε.ΣΥ.Π. και των δράσεών του...................................... 79
6.8 Προτάσεις για το ρόλο, τη δομή και τις αρμοδιότητες ενός νέου Εθνικού
Συμβουλίου Παιδείας, λαμβάνοντας υπόψη την έως τώρα εμπειρία του Ε.ΣΥ.Π. και
των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Παιδείας .............................................................................. 80
Κεφάλαιο 7: Διαπιστώσεις – Επίλογος ................................................................................. 85
Βιβλιογραφία ................................................................................................................................ 91
Νομοθεσία ..................................................................................................................................... 93

10
Εισαγωγή

Η συμμετοχή και η διαβούλευση με τους πολίτες και με τους ενδιαφερόμενους


φορείς ως βασικό στοιχείο στη λήψη πολιτικών αποφάσεων αναγνωρίζεται γενικά
ως κύριος δείκτης της καλής διακυβέρνησης. Η ενεργός συμμετοχή στη διαδικασία
λήψης αποφάσεων δεν αποτελεί προνόμιο μόνο των επαγγελματιών πολιτικών. Οι
πολίτες και οι άμεσα εμπλεκόμενοι φορείς επιθυμούν ολοένα και περισσότερο να
έχουν ενεργό συμμετοχή και διαβούλευση στη διαμόρφωση πολιτικών αποφάσεων.
Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι προκειμένου να επιτευχθεί ευρύτερη
συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών: δημοσκοπήσεις μέσω διαδικτύου,
ακροάσεις εκπροσώπων ενδιαφερόμενων μερών, γνώμες και προτάσεις
εμπειρογνωμόνων κλπ. Οι ίδιες διαδικασίες χρησιμοποιούνται από πολλούς
κοινωνικούς τομείς μεταξύ των οποίων ασφαλώς και η εκπαίδευση.

Πολλές ευρωπαϊκές χώρες διαρθρώνουν τη συμμετοχή φορέων της


εκπαίδευσης χρησιμοποιώντας επίσημα θεσμοθετημένα όργανα, γνωστά ως
Συμβούλια Παιδείας. Τα Συμβούλια Παιδείας είναι εθνικοί φορείς που παρέχουν
στους αρμόδιους υπουργούς παιδείας και στις κυβερνήσεις συμβουλές πολιτικής
για την καινοτομία και τις μεταρρυθμίσεις στις εκπαιδευτικές πολιτικές. Τα
Συμβούλια Παιδείας αποτελούν πλατφόρμες διαβούλευσης και μπορούν να
διαμορφώσουν τις συμβουλές πολιτικής που παρέχονται στις κυβερνήσεις στο
πλαίσιο των αναδυόμενων απαιτήσεων της κοινωνίας προς την εκπαίδευση. Στον
ευρωπαϊκό χώρο υπάρχει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον τόσο από κυβερνήσεις όσο
και από τα ενδιαφερόμενα μέρη, να εξεταστούν τα οφέλη ενός Συμβουλίου Παιδείας
με στόχο να καταστούν οι διαδικασίες διαβούλευσης πιο διαφανείς και
αποτελεσματικές.

Τα Συμβούλια Παιδείας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαδραματίζουν


σημαντικό ρόλο ως στρατηγικά συμβουλευτικά όργανα. Τα Συμβούλια Παιδείας είναι
ανεξάρτητοι οργανισμοί με τα δικά τους χαρακτηριστικά. Η δομή και το πλαίσιο της
λειτουργίας του κάθε Συμβουλίου Παιδείας διαφέρει μεταξύ των κρατών.

Το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (Ε.ΣΥ.Π.) της χώρας μας υπήρξε ένα από τα
παλαιότερα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Παιδείας. Στον ευρωπαϊκό χώρο το Ευρωπαϊκό
Δίκτυο Συμβουλίων Παιδείας (EUNEC) το απασχόλησε και εξακολουθεί να το

11
απασχολεί το θέμα της λειτουργίας των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Παιδείας. Το
EUNEC πραγματοποίησε έρευνα / μελέτη / αξιολόγηση για τα Ευρωπαϊκά
Συμβούλια Παιδείας, στην οποία συμμετείχε και το Ε.ΣΥ.Π. και η οποία εκδόθηκε το
2010 από το Public Management Institute με τίτλο «Education councils in Europe».

Στην Ελλάδα υπάρχει μία μόνο μελέτη για το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, η
οποία όμως αναφέρεται στο προηγούμενο πλαίσιο λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π., αυτό
του Ν. 2327/1995, σύμφωνα με το οποίο το Ε.ΣΥ.Π. ουσιαστικά δεν λειτούργησε,
παρά μόνο διεξήχθη μία και μοναδική συνεδρίαση της Ολομέλειας του Ε.ΣΥ.Π. τον
Ιανουάριο του 1999. Η μελέτη αυτή παρουσιάζει τα κύρια χαρακτηριστικά και τις
αρμοδιότητες των Συμβουλίων Παιδείας στην Ευρώπη, εξάγοντας χρήσιμα
συμπεράσματα σχετικά με το ρόλο τους (Πανάρετος, 2000).

Ως εκ τούτου στον ελληνικό χώρο δεν υπάρχει ουσιαστικά καμία έρευνα και
καμία μελέτη αναφορικά με το πλαίσιο λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π. του Ν. 2817/2000
και του Π.Δ. 127/2003, σύμφωνα με τα οποία το Συμβούλιο λειτούργησε σε όλη την
περίοδο της πορείας του.

Έχοντας υπηρετήσει ως Προϊσταμένη του Ε.ΣΥ.Π. και εκπρόσωπός του στο


EUNEC καθ’ όλη την περίοδο λειτουργίας του θεσμού η ερευνήτρια διαθέτει την
εμπειρία και τη γνώση της λειτουργίας, της δομής και της δράσης όλης της πορείας
του Ε.ΣΥ.Π. από την ίδρυση μέχρι και την κατάργησή του. Το γεγονός αυτό
αποτέλεσε κίνητρο και έναυσμα για την παρούσα έρευνα.

Η συγκεκριμένη μελέτη επιχειρεί να παρουσιάσει αναλυτικά τη λειτουργία του


θεσμού του Ε.ΣΥ.Π στη χώρα μας, να αναδείξει τον βαθμό της ανεξαρτησίας του και
κυρίως να διερευνήσει τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες του, ώστε με βάση τα
αποτελέσματα της έρευνας να επιχειρηθεί μία κριτική αποτίμηση του θεσμού και να
ταυτοχρόνως να καταγραφούν προτάσεις για το ρόλο, τη δομή και τις αρμοδιότητές
του Ε.ΣΥ.Π. σε μία μελλοντική επανίδρυσή του.

Η παρούσα εργασία διαρθρώνεται σε δύο μέρη, το θεωρητικό και το


ερευνητικό. Στο πρώτο μέρος, το θεωρητικό, παρουσιάζεται το νομοθετικό πλαίσιο
λειτουργίας του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας. Αρχικά στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται
μία σύντομη ιστορική αναφορά στο Ε.ΣΥ.Π. που νομοθετήθηκε με το Ν. 2327/1995,
στη δομή του και η σύντομη αναφορά ολοκληρώνεται με κάποιες διαπιστώσεις.

12
Στη συνέχεια στο θεωρητικό μέρος μελετάται και αναλύεται ο θεσμός του
Ε.ΣΥ.Π. σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο όλης της περιόδου της
λειτουργίας του: το Νόμο 2817/2000 και το Προεδρικό Διάταγμα 127/2003.
Παρουσιάζεται αναλυτικά η δομή του, η συγκρότησή του, η οργάνωση και η
λειτουργία του θεσμού και το κεφάλαιο ολοκληρώνεται διατυπώνοντας βασικές
επισημάνσεις αναφορικά με το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π.

Το επόμενο κεφάλαιο αναφέρεται στις δράσεις του Ε.ΣΥ.Π. και στους


διατελέσαντες Προέδρους του. Μελετώνται και παρουσιάζονται οι πιο σημαντικές
δράσεις του και τα θέματα τα οποία μελετήθηκαν στις Ολομέλειες του Ε.ΣΥ.Π. και
των επιμέρους Συμβουλίων του, καθώς και σε Επιτροπές του Ε.ΣΥ.Π. Το θεωρητικό
μέρος ολοκληρώνεται στο τρίτο κεφάλαιο με την παρουσίαση του Ε.ΣΥ.Π. στα
πλαίσια του Ευρωπαϊκού γίγνεσθαι.

Στο δεύτερο μέρος, το ερευνητικό, στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η


αφετηρία και οι λόγοι διερεύνησης του θέματος, ο σκοπός και τα ερευνητικά
ερωτήματα. Στο επόμενο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζονται η μεθοδολογία της
έρευνας, η επιλογή της ερευνητικής μεθόδου, το ερευνητικό εργαλείο, τα ερευνητικά
ερωτήματα, η επιλογή του δείγματος και η κατηγοριοποίηση των δεδομένων. Στο
έκτο κεφάλαιο διερευνώνται οι απόψεις όλων των διατελεσάντων Προέδρων του
Ε.ΣΥ.Π. για τη λειτουργία και την αποτίμηση του θεσμού και διενεργείται η ανάλυση
των δεδομένων. Στο έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο διατυπώνονται οι διαπιστώσεις
και τα συμπεράσματα της έρευνας.

Στο τέλος της εργασίας παρατίθεται η βιβλιογραφία και η νομοθεσία.

13
ΜΕΡΟΣ Α: Θεωρητικό πλαίσιο

14
Κεφάλαιο 1: Το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του
Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (Ε.ΣΥ.Π.)
1.1 Σύντομη ιστορική αναφορά στο Ε.ΣΥ.Π. του Ν. 2327/1995

Το 1995, επί Υπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου, με το Ν. 2327/95 (ΦΕΚ 156


Α΄) ιδρύθηκε το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (Ε.ΣΥ.Π.) το οποίο, σύμφωνα με το
άρθρο 1, παρ. 1 «αποτελεί ανεξάρτητη διοικητική αρχή, τελεί υπό την εποπτεία του
Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και εισηγείται στην Κυβέρνηση επί
θεμάτων εκπαιδευτικής πολιτικής όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, επί
θεμάτων εκπαίδευσης αποδήμων και παλιννοστούντων, επί θεμάτων ειδικών
κοινωνικών ομάδων, ειδικής αγωγής, συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, επιμόρφωσης
και λαϊκής επιμόρφωσης, καθώς και επί παντός θέματος σχετικού με την παιδεία».

Όπως ορίζει η παρ. 2 του ίδιου άρθρου «Για την έκδοση κανονιστικών
πράξεων, που ρυθμίζουν θέματα παιδείας, απαιτείται η προηγούμενη γνώμη της
διοικούσας επιτροπής του Ε.ΣΥ.Π., που παρέχεται μετά από εισήγηση του αρμόδιου
οργάνου του Ε.ΣΥ.Π. Η γνώμη παρέχεται εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από τη
διατύπωση του σχετικού ερωτήματος, άλλως η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς την
προηγούμενη γνώμη του Ε.ΣΥ.Π.».

Ως Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. διορίστηκε από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων Γεώργιο Παπανδρέου ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη της
Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, το Μάιο του 1996, ο
Ιωάννης Πανάρετος, Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το Ε.ΣΥ.Π. θεσμοθετήθηκε το 1995 αλλά επί της ουσίας δεν λειτούργησε


ποτέ σύμφωνα με αυτό το νομοθετικό πλαίσιο. Διεξήχθη μία και μοναδική
συνεδρίαση της Ολομέλειας του Ε.ΣΥ.Π. τον Ιανουάριο του 1999. Ωστόσο
οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο Ι. Πανάρετος, Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. συνέβαλε
ουσιαστικά στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Δικτύου Εθνικών Συμβουλίων Παιδείας
το 2000 και εξελέγη Αντιπρόεδρος στο πρώτο προσωρινό τριμελές διοικητικό
συμβούλιο (Πανάρετος, 2000).

15
1.1.1 Η δομή του Ε.ΣΥ.Π. σύμφωνα με το Ν. 2327/1995

Σύμφωνα με την παρ. 3, του άρθ. 1 του Ν. 2327/95 όργανα του Ε.ΣΥ.Π. είναι
η Ολομέλεια, ο Πρόεδρος, η διοικούσα επιτροπή, τα τμήματα και οι τομείς τμημάτων,
οι μονάδες και οι τομείς μονάδων. Η διοίκηση ασκείται από τον Πρόεδρο και τη
διοικούσα επιτροπή.

Ο Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. είναι Καθηγητής Α.Ε.Ι. ή ακαδημαϊκός με εμπειρία


σε θέματα διοίκησης της εκπαίδευσης. Διορίζεται με απόφαση του Υπουργού
Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ύστερα από γνώμη της Διαρκούς Επιτροπής
Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, για πενταετή θητεία. Ο Πρόεδρος του
Ε.ΣΥ.Π. ασκεί όλες τις εκτελεστικές και διοικητικές αρμοδιότητες, εκτός από εκείνες
που ρητά ανήκουν στην Ολομέλεια, στη διοικούσα επιτροπή και στις επιμέρους
οργανικές μονάδες του Ε.ΣΥ.Π. (άρθρο 1, παρ. 10).

Η διοικούσα επιτροπή είναι πενταμελής και συγκροτείται: α) από τον


Πρόεδρο του Ε.ΣΥ.Π. β) από δύο Πρυτάνεις Α.Ε.Ι., έναν Πρόεδρο Τ.Ε.Ι. και έναν
εκπαιδευτικό πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι εκλέγονται
με μυστική ψηφοφορία από την Ολομέλεια, μεταξύ των μελών της που έχουν τις
ανωτέρω ιδιότητες (άρθρο 1, παρ. 11).

Η Ολομέλεια αποτελείται από περίπου εκατό μέλη.

Μεταξύ άλλων αποτελείται από: τον Πρόεδρο του Ε.ΣΥ.Π., δέκα


εκπροσώπους που τους ορίζουν ισάριθμοι Υπουργοί (Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων, Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Εργασίας, Υγείας,
Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Πολιτισμού, Βιομηχανίας, Έρευνας και
Τεχνολογίας), 6 εκπροσώπους από ισάριθμες Γενικές Γραμματείες που τους
ορίζουν οι οικείοι Υπουργοί, έναν εκπρόσωπο από κάθε κόμμα το οποίο
εκπροσωπείται στη Βουλή ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όλους τους Πρυτάνεις
των Α.Ε.Ι., όλους τους Προέδρους των Τ.Ε.Ι., πέντε εκπροσώπους της Ε.Φ.Ε.Ε.,
πέντε εκπροσώπους της Ε.Σ.Ε.Ε., από έναν εκπρόσωπο των μελών Δ.Ε.Π. των
Α.Ε.Ι., των μελών Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., της Ο.Λ.Μ.Ε., της Δ.Ο.Ε., της Ο.Ι.Ε.Λ.Ε., της
Α.Δ.Ε.Δ.Υ., της Κ.Ε.Δ.Ε., του Σ.Ε.Β., της Γ.Σ.Ε.Ε., της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ., του
Δικηγορικού Συλλόγου, του Ιατρικού Συλλόγου, του Τεχνικού Επιμελητηρίου, του

16
Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου, του Οικονομικού Επιμελητηρίου, της Εθνικής
Συνομοσπονδίας ατόμων με ειδικές ανάγκες κλπ. (άρθρο 1, παρ. 4).

Το Ε.ΣΥ.Π. του Ν. 2327/95, αποτελείται από τα παρακάτω τέσσερα τμήματα


(άρθρο 1, παρ. 6):

α) Τμήμα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης

β) Τμήμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

γ) Τμήμα απόδημου ελληνισμού και παλιννοστούντων

δ) Τμήμα ειδικής αγωγής και ειδικών κοινωνικών ομάδων.

Αποτελείται επίσης από τις παρακάτω πέντε μονάδες (άρθρο 1, παρ. 7):

α) Μονάδα αξιολόγησης και πιστοποίησης

β) Μονάδα αναγνώρισης ισοτιμίας τίτλων σπουδών και μεταφοράς


διδακτικών πιστωτικών μονάδων

γ) Μονάδα τεκμηρίωσης

δ) Μονάδα χρηματοδότησης της εκπαίδευσης

ε) Μονάδα νέων μορφών εκπαίδευσης, κατάρτισης και εκπαιδευτικών


καινοτομιών.

Σε κάθε τμήμα ή μονάδα είναι δυνατόν να ιδρύονται τομείς, με απόφαση του


Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ύστερα από πρόταση της
διοικούσας επιτροπής. Κάθε τμήμα, μονάδα και τομέας αποτελείται από επτά (7),
το πολύ, μέλη (άρθρο 1, παρ. 8).

Στην Ολομέλεια ανήκουν οι αρμοδιότητες (άρθρο 1, παρ. 5):

α) του σχεδιασμού του εκπαιδευτικού συστήματος

β) της χάραξης της γενικής εκπαιδευτικής πολιτικής

γ) της εισήγηση επί των θεμάτων, τα οποία παραπέμπουν σε αυτήν ο


Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο πρόεδρος ή η διοικούσα
επιτροπή του Ε.ΣΥ.Π.

17
1.1.2 Διαπιστώσεις αναφορικά με το Ε.ΣΥ.Π. του Ν. 2327/1995

Συνοψίζοντας το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π. σύμφωνα με το


Ν. 2327/1995, αξίζουν αναφοράς δύο βασικές, κατά την άποψή μας, διαπιστώσεις:

1ον) πρόκειται για μία πραγματικά ανεξάρτητη διοικητική αρχή. Από τα


περίπου εκατό μέλη από τα οποία συγκροτείτε η Ολομέλεια του Ε.ΣΥ.Π.
μόνον τα δεκαεπτά μέλη ορίζονται άμεσα ή έμμεσα από την κυβέρνηση. Είναι
οι δέκα εκπρόσωποι που τους ορίζουν ισάριθμοι Υπουργοί, οι 6 εκπρόσωποι
από Γενικές Γραμματείες που τους ορίζουν οι οικείοι Υπουργοί και ο ένας
εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος. Ο αριθμός τους θα μπορούσε να
ανέλθει σε δεκαοκτώ μέλη, μόνο εάν συνέπιπτε με νέα πενταετή θητεία του
Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π. ο οποίος θα οριζόταν από τον Υπουργό Εθνικής
Παιδείας και Θρησκευμάτων. Όλα τα υπόλοιπα, περισσότερα από ογδόντα,
μέλη της Ολομέλειας του Ε.ΣΥ.Π. υποδεικνύονται ως εκπρόσωποι από τους
αντίστοιχους φορείς που προαναφέραμε και

2ον) αποτελεί έναν φορέα με πάρα πολύ μεγάλο εύρος αρμοδιοτήτων, ο


οποίος συνεπακόλουθα συνιστά μία εξαιρετικά μεγάλη δομή. Ο ρόλος του
ξεπερνάει τα όρια της γνωμοδότησης και υπεισέρχεται στις διαδικασίες της
αξιολόγησης, της πιστοποίησης, της τεκμηρίωσης και της χρηματοδότησης
της εκπαίδευσης.

1.2 Το Ε.ΣΥ.Π. του Ν. 2817/2000

Το 2000, επί Υπουργίας Γεράσιμου Αρσένη, με το Ν. 2817/2000 (ΦΕΚ 78 Α΄)


καταργήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 2327/95, καθώς και τα Π.Δ. και οι
Υπουργικές Αποφάσεις που είχαν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού
και αφορούσαν στη σύσταση, τη συγκρότηση, τη δομή κλπ., του Ε.ΣΥ.Π. Από την
αρχική μορφή του το 1995 ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή, το Ε.ΣΥ.Π. σύμφωνα με
την παρ. 2, εδ. α΄, του άρθρου 15 του Ν. 2817/2000, μετατράπηκε σε «γνωμοδοτικό
όργανο προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, για ζητήματα

18
εκπαιδευτικού σχεδιασμού και για μείζονος σημασίας ζητήματα εκπαιδευτικής
πολιτικής».

Σύμφωνα με την παρ. 2, εδ. β’, του ίδιου άρθρου του Ν. 2817/2000, στο
πλαίσιο του Ε.ΣΥ.Π. λειτουργούν τα εξής τρία επιμέρους Συμβούλια:

α) το Συμβούλιο Τριτοβάθμιας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Σ.Τ.Π.Ε.)

β) το Συμβούλιο Τριτοβάθμιας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Σ.Τ.Τ.Ε.)

γ) το Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Σ.Π.Δ.Ε.)

Τα επιμέρους Συμβούλια αποτελούν γνωμοδοτικό όργανο προς τον


Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στους αντίστοιχους κατά περίπτωση
τομείς. Είναι δυνατή και η από κοινού συνεδρίαση όλων ή και δύο επιμέρους
Συμβουλίων του Ε.ΣΥ.Π. για τη συζήτηση θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος.

Ο Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. είναι Καθηγητής Α.Ε.Ι. ή ακαδημαϊκός ή άλλη


προσωπικότητα κύρους και πρέπει να έχει εμπειρία σε θέματα εκπαιδευτικού
σχεδιασμού, εκπαιδευτικής πολιτικής και διοίκησης της εκπαίδευσης. Διορίζεται με
απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ύστερα από γνώμη
της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, για τριετή θητεία. Ο
Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. ασκεί τη γενική εποπτεία και το συντονισμό των επιμέρους
Συμβουλίων του Ε.ΣΥ.Π. (άρθρο 15, παρ. 2, εδ. γ’).

Οι Πρόεδροι των επιμέρους Συμβουλίων του Ε.ΣΥ.Π. είναι στελέχη


αναγνωρισμένου κύρους του αντίστοιχου εκπαιδευτικού χώρου, με εμπειρία σε
θέματα εκπαιδευτικού σχεδιασμού, εκπαιδευτικής πολιτικής και διοίκησης της
εκπαίδευσης. Διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων, ύστερα από εισήγηση του Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π., για τριετή θητεία
(άρθρο 15, παρ. 2, εδ. δ’).

Το Ε.ΣΥ.Π. έχει μεγάλη ευελιξία όσον αφορά την επιστημονική υποστήριξή


του. Έχει τη δυνατότητα συγκρότησης επιστημονικών επιτροπών από επιστήμονες
αναγνωρισμένου κύρους, εξειδικευμένους σε συναφή με τα υπό μελέτη θέματα.
Μπορεί επίσης να παρέχεται στο Ε.ΣΥ.Π. επιστημονική υποστήριξη από το
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας (Κ.Ε.Ε.) και την
Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

19
Στο άρθρο 15, παρ. 2, εδ. η’, προβλέπεται η δυνατότητα να καθορίζεται η
αποζημίωση του Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π. και των Προέδρων των επιμέρους
Συμβουλίων, καθώς επίσης και οι αποζημιώσεις των μελών των επιστημονικών
επιτροπών. Θεωρούμε πως είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας το γεγονός ότι, σε μια
Ελλάδα που σχεδόν τα πάντα έχουν σημείο αναφοράς τα χρήματα, με πρωτοβουλία
όλων ανεξαιρέτως των διατελεσάντων Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π., τόσο ο Πρόεδρος
του Ε.ΣΥ.Π., όσο και οι Πρόεδροι των επιμέρους Συμβουλίων, οι Ολομέλειες των
Συμβουλίων καθώς και όλες οι Επιτροπές του Ε.ΣΥ.Π., εργάστηκαν αμισθί.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15, παρ. 2, εδ. ζ΄ του Ν. 2817/2000, η
συγκρότηση του Ε.ΣΥ.Π. και των επιμέρους Συμβουλίων του, η έδρα του και η
οργάνωση και η λειτουργία του, θα καθοριστούν με Προεδρικό Διάταγμα το οποίο
θα εκδοθεί με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και των
κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών.

Συνοψίζοντας το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π. σύμφωνα με το


Ν. 2817/2000, αξιοσημείωτο κατά την άποψή μας είναι να επισημάνουμε δύο
σημαντικά σημεία:

1) το Ε.ΣΥ.Π. από ανεξάρτητη διοικητική αρχή με πάρα πολύ μεγάλο εύρος


αρμοδιοτήτων, μετατρέπεται σε γνωμοδοτικό όργανο για όλα τα ζητήματα
εκπαιδευτικού σχεδιασμού και εκπαιδευτικής πολιτικής, χωρίς ωστόσο να
υπεισέρχεται σε θέματα πιστοποίησης και αξιολόγησης και
2) ο Ν. 2817/2000 καταργεί τις αναφερόμενες στο Ε.ΣΥ.Π. διατάξεις του Ν.
2327/1995, χωρίς ωστόσο να καθορίζει τη νέα συγκρότηση, την
οργάνωση και τη λειτουργία του Ε.ΣΥ.Π. Όλα τα παραπάνω τα
παραπέμπει να καθοριστούν με Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο θα εκδοθεί
στη συνέχεια.

20
1.3 Το Ε.ΣΥ.Π. του Π.Δ.127/2003

Η συνέχεια ήρθε σε περισσότερο από τρία χρόνια αργότερα. Μόλις το Μάιο


του 2003, επί Υπουργίας Πέτρου Ευθυμίου, κατ’ εξουσιοδότηση του
προαναφερθέντος Ν. 2817/2000, εκδόθηκε το Προεδρικό Διάταγμα 127/2003 (ΦΕΚ
114 Α΄), το οποίο καθορίζει πλέον τη νέα συγκρότηση, οργάνωση και λειτουργία του
Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.

Σύμφωνα με αυτό, όργανα του Ε.ΣΥ.Π. είναι ο Πρόεδρος και η Ολομέλεια του
Ε.ΣΥ.Π.

Η Ολομέλεια του Ε.ΣΥ.Π. αποτελείται από περίπου σαράντα μέλη.

Μεταξύ άλλων αποτελείται από: τον Πρόεδρο του Ε.ΣΥ.Π., τους τρεις
Προέδρους των τριών επιμέρους Συμβουλίων του, πέντε εκπροσώπους από
ισάριθμα Υπουργεία και Γενικές Γραμματείες (Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων, Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, Υπουργείο Εργασίας και
Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας και Γενική
Γραμματεία Νέας Γενιάς), τον Πρόεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, τον Πρόεδρο
του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας, τον Πρόεδρο του Οργανισμού Επιμόρφωσης
Εκπαιδευτικών, έναν εκπρόσωπο από κάθε πολιτικό κόμμα που εκπροσωπείται στο
Ελληνικό ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έναν Πρύτανη Πανεπιστημίου, έναν
Πρόεδρο Τ.Ε.Ι., έναν εκπρόσωπο της Ε.Φ.Ε.Ε., έναν εκπρόσωπο της Ε.Σ.Ε.Ε., από
έναν εκπρόσωπο των μελών Δ.Ε.Π. των Πανεπιστημίων, των μελών Ε.Π. των
Τ.Ε.Ι., της Ο.Λ.Μ.Ε., της Δ.Ο.Ε., της Ο.Ι.Ε.Λ.Ε., της Α.Σ.Γ.Μ.Ε., της Ιεράς Συνόδου
της Εκκλησίας, της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., της Κ.Ε.Δ.Ε., της ΕΝ.ΠΕ., του Σ.Ε.Β., της Γ.Σ.Ε.Ε.,
της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ., έναν κοινό εκπρόσωπο του Δικηγορικού Συλλόγου, του Ιατρικού
Συλλόγου, του Τεχνικού Επιμελητηρίου, του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου, κλπ., έναν
κοινό εκπρόσωπο των επιστημονικών οργανώσεων μαθηματικών, φυσικής,
χημείας, πληροφορικής κλπ. (άρθρο 2, παρ. 2).

Όργανα του καθενός από τα τρία επιμέρους Συμβούλιά του, του Συμβουλίου
Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Σ.Α.Π.Ε.), του Συμβουλίου Ανώτατης
Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Σ.Α.Τ.Ε.) και του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και

21
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Σ.Π.Δ.Ε.) είναι ο Πρόεδρος, η Γραμματεία και η
Ολομέλειά τους.

(Σε λιγότερο από ένα μήνα αργότερα, τον Ιούνιο του 2003, με τις παρ. 49α
και 49β, του άρθρου 13 του Ν. 3149/2003, το «Συμβούλιο Τριτοβάθμιας
Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης» (Σ.Τ.Π.Ε.) μετονομάστηκε σε «Συμβούλιο
Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης» (Σ.Α.Π.Ε.) και το «Συμβούλιο
Τριτοβάθμιας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης» (Σ.Τ.Τ.Ε.) μετονομάστηκε σε
«Συμβούλιο Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Σ.Α.Τ.Ε.). Οι ονομασίες αυτές
διατηρήθηκαν σε όλη τη διάρκεια της πολύχρονης λειτουργίας των Συμβουλίων και
για το λόγο αυτό κρίναμε σκόπιμο, για διευκόλυνση του αναγνώστη, να
αναφερθούμε στα δύο επιμέρους Συμβούλια εξαρχής με αυτές).

Η Ολομέλεια του Σ.Α.Π.Ε. αποτελείται από περίπου πενήντα μέλη.

Μεταξύ άλλων αποτελείται από: τον Πρόεδρο του Σ.Α.Π.Ε., έναν εκπρόσωπο
από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, έναν εκπρόσωπο από το
Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, έναν εκπρόσωπο από τη Γενική
Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, έναν εκπρόσωπο από κάθε πολιτικό κόμμα
που εκπροσωπείται στο Ελληνικό ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τους Πρυτάνεις
όλων των Πανεπιστημίων, έναν Πρόεδρο Τ.Ε.Ι., τρεις εκπροσώπους της Ε.Φ.Ε.Ε.,
από έναν εκπρόσωπο των μελών Δ.Ε.Π. των Πανεπιστημίων, της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., της
Κ.Ε.Δ.Ε., της ΕΝ.ΠΕ., του Σ.Ε.Β., της Γ.Σ.Ε.Ε., της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ., έναν κοινό
εκπρόσωπο του Δικηγορικού Συλλόγου, του Ιατρικού Συλλόγου, του Τεχνικού
Επιμελητηρίου, του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου, κλπ., έναν κοινό εκπρόσωπο των
επιστημονικών οργανώσεων μαθηματικών, φυσικής, χημείας, πληροφορικής κλπ.,
έναν κοινό εκπρόσωπο της κάθε κατηγορίας προσωπικού που υπηρετεί στα
Πανεπιστήμια κλπ. (άρθρο 3, παρ. 2).

Η Γραμματεία του Σ.Α.Π.Ε. αποτελείται από επτά μέλη της Ολομέλειας του
Σ.Α.Π.Ε.:

τον Πρόεδρο του Σ.Α.Π.Ε., τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Εθνικής


Παιδείας και Θρησκευμάτων στην Ολομέλεια, τρεις από τους Πρυτάνεις
Πανεπιστημίων που τους ορίζουν οι ίδιοι, έναν από τους τρεις εκπροσώπους των

22
φοιτητών στην Ολομέλεια που τον ορίζουν οι ίδιοι και τον εκπρόσωπο των μελών
Δ.Ε.Π. των Πανεπιστημίων στην Ολομέλεια (άρθρο 3, παρ. 3α).

Η Γραμματεία του Σ.Α.Π.Ε. έχει ως αρμοδιότητα «την εξειδίκευση των


αποφάσεων της Ολομέλειας όταν αυτό είναι αναγκαίο, όπως επίσης και την άρτια
προετοιμασία των συνεδριάσεων της Ολομέλειας, με την ετοιμασία των
απαιτούμενων εισηγήσεων και όλης της αναγκαίας τεκμηρίωσης» (άρθρο 3, παρ.
3β).

Η Ολομέλεια του Σ.Α.Τ.Ε. αποτελείται από περίπου σαράντα μέλη.

Μεταξύ άλλων αποτελείται από: τον Πρόεδρο του Σ.Α.Τ.Ε., έναν εκπρόσωπο
από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, έναν εκπρόσωπο από το
Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, έναν εκπρόσωπο από τη Γενική
Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, έναν εκπρόσωπο από κάθε πολιτικό κόμμα
που εκπροσωπείται στο Ελληνικό ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όλους τους
Προέδρους των Τ.Ε.Ι., έναν Πρύτανη Πανεπιστημίου, τρεις εκπροσώπους της
Ε.Σ.Ε.Ε., από έναν εκπρόσωπο των μελών Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., της
Κ.Ε.Δ.Ε., της ΕΝ.ΠΕ., του Σ.Ε.Β., της Γ.Σ.Ε.Ε., της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ., έναν κοινό
εκπρόσωπο των επαγγελματικών σωματείων αποφοίτων Τ.Ε.Ι., έναν κοινό
εκπρόσωπο της κάθε κατηγορίας προσωπικού που υπηρετεί στα Τ.Ε.Ι. κλπ. (άρθρο
4, παρ. 2).

Η Γραμματεία του Σ.Α.Τ.Ε. αποτελείται από επτά μέλη της Ολομέλειας του
Σ.Α.Τ.Ε.:

τον Πρόεδρο του Σ.Α.Τ.Ε., τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Εθνικής


Παιδείας και Θρησκευμάτων στην Ολομέλεια, τρεις από τους Προέδρους Τ.Ε.Ι. που
τους ορίζουν οι ίδιοι, έναν από τους τρεις εκπροσώπους των φοιτητών στην
Ολομέλεια που τον ορίζουν οι ίδιοι και τον εκπρόσωπο των μελών Ε.Π. των Τ.Ε.Ι.
στην Ολομέλεια (άρθρο 4, παρ. 3α).

Η Γραμματεία του Σ.Α.Τ.Ε. έχει ως αρμοδιότητα «την εξειδίκευση των


αποφάσεων της Ολομέλειας όταν αυτό είναι αναγκαίο, όπως επίσης και την άρτια
προετοιμασία των συνεδριάσεων της Ολομέλειας, με την ετοιμασία των

23
απαιτούμενων εισηγήσεων και όλης της αναγκαίας τεκμηρίωσης» (άρθρο 4, παρ.
3β).

Σύμφωνα με το άρθρο 5, προβλέπεται επίσης η κοινή συνεδρίαση του


Σ.Α.Π.Ε. και του Σ.Α.Τ.Ε., η οποία διευθύνεται από τον Πρόεδρο του Ε.ΣΥ.Π., ο
οποίος έχει και την ευθύνη της κατάρτισης της ημερήσιας διάταξης.

Η Ολομέλεια του Σ.Π.Δ.Ε. αποτελείται από περίπου τριάντα πέντε μέλη.

Μεταξύ άλλων αποτελείται από: τον Πρόεδρο του Σ.Π.Δ.Ε., έναν εκπρόσωπο
από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, έναν εκπρόσωπο από το
Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, έναν εκπρόσωπο από κάθε πολιτικό
κόμμα που εκπροσωπείται στο Ελληνικό ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τον
Πρόεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, τον Πρόεδρο του Κέντρου Εκπαιδευτικής
Έρευνας, τον Πρόεδρο του Οργανισμού Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών, από έναν
προϊστάμενο μίας Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και μίας Διεύθυνσης
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, από έναν Διευθυντή μίας σχολικής μονάδας
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και μίας σχολικής μονάδας Πρωτοβάθμιας
Εκπαίδευσης, από έναν Σχολικό Σύμβουλο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης,
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Ειδικής Αγωγής, από δύο εκπροσώπους της
Ο.Λ.Μ.Ε., της Δ.Ο.Ε. και της Ο.Ι.Ε.Λ.Ε., από έναν μαθητή και μία μαθήτρια
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης από τη Βουλή των Εφήβων, της Α.Σ.Γ.Μ.Ε., από
έναν εκπρόσωπο της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., της Α.Σ.Γ.Μ.Ε., της Κ.Ε.Δ.Ε., της ΕΝ.ΠΕ., του
Σ.Ε.Β., της Γ.Σ.Ε.Ε., της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ. κλπ. (άρθρο 6, παρ. 2).

Η Γραμματεία του Σ.Π.Δ.Ε. αποτελείται από επτά μέλη της Ολομέλειας του
Σ.Π.Δ.Ε.:

τον Πρόεδρο του Σ.Π.Δ.Ε., τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Εθνικής


Παιδείας και Θρησκευμάτων στην Ολομέλεια, τον Πρόεδρο του Παιδαγωγικού
Ινστιτούτου, τον Πρόεδρο του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας και από έναν από
τους εκπροσώπους της Ο.Λ.Μ.Ε., της Δ.Ο.Ε. και της Ο.Ι.Ε.Λ.Ε. από αυτούς που
συμμετέχουν στην Ολομέλεια (άρθρο 6, παρ. 3α).

24
Κατά αναλογία με τα δύο προαναφερθέντα επιμέρους Συμβούλια, η
Γραμματεία του Σ.Π.Δ.Ε. έχει ως αρμοδιότητα «την εξειδίκευση των αποφάσεων της
Ολομέλειας όταν αυτό είναι αναγκαίο, όπως επίσης και την άρτια προετοιμασία των
συνεδριάσεων της Ολομέλειας, με την ετοιμασία των απαιτούμενων εισηγήσεων και
όλης της αναγκαίας τεκμηρίωσης» (άρθρο 6, παρ. 3β).

Όλοι οι εκπρόσωποι που προαναφέραμε ορίζονται, μαζί με τους


αναπληρωματικούς τους, από τους αντίστοιχους φορείς τους, ύστερα από
πρόσκληση του Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π. Οι εκπρόσωποι μπορεί να ανακαλούνται
οποτεδήποτε κριθεί αναγκαίο από τον φορέα που τους έχει υποδείξει. Η θητεία όλων
των οργάνων του Ε.ΣΥ.Π. είναι, όπως και η θητεία του Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π.,
τριετής (άρθρο 7, παρ. 4α).

Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι αναφερόμαστε στον


αριθμό των μελών που αποτελούν τις Ολομέλειες, ορίζοντάς τον κατά προσέγγιση
και όχι με απόλυτο νούμερο, για δύο λόγους:

α) σε κάθε Ολομέλεια συμμετέχει ένας εκπρόσωπος από κάθε πολιτικό


κόμμα που εκπροσωπείται στο Ελληνικό ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο
σημαίνει ότι ο αριθμός των συμμετεχόντων πολιτικών κομμάτων μεταβάλλεται
ανάλογα με τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών και των ευρωεκλογών και

β) εάν κάποιοι αρμόδιοι φορείς δεν υποδείξουν εκπρόσωπο μέσα στην


προκαθορισμένη προθεσμία, τα αντίστοιχα όργανα συγκροτούνται και λειτουργούν
νόμιμα χωρίς την εκπροσώπηση αυτή. Οι εκπροσωπήσεις που έπρεπε να ορίσουν
έναν κοινό εκπρόσωπο, μετά από μεταξύ τους συνεννόηση αρκετών φορέων,
συνήθως επιθυμούσαν και επέμεναν να οριστεί ο κοινός εκπρόσωπος από το δικό
τους φορέα, γεγονός που αρκετές φορές είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει
συμφωνία και εντέλει να μην ορίζεται από κανέναν φορέα ο κοινός εκπρόσωπος.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι έναν κοινό εκπρόσωπο όριζαν μετά από μεταξύ τους
συνεννόηση οκτώ φορείς: ο Δικηγορικός Σύλλογος Ελλάδας, ο Πανελλήνιος
Ιατρικός Σύλλογος, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο
Ελλάδας, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδας, το Επιμελητήριο Εικαστικών
Τεχνών Ελλάδας, η Ελληνική Οδοντιατρική Ομοσπονδία και ο Πανελλήνιος

25
Φαρμακευτικός Σύλλογος. Επίσης έναν κοινό εκπρόσωπο όριζαν μετά από μεταξύ
τους συνεννόηση επτά φορείς: οι επιστημονικές οργανώσεις πανελλαδικής
εμβέλειας στους τομείς των μαθηματικών, της φυσικής, της χημείας, της
πληροφορικής, της βιολογίας, της γεωλογίας και της φιλολογίας. Ομοίως έναν κοινό
εκπρόσωπο όριζαν μετά από μεταξύ τους συνεννόηση όλα τα επαγγελματικά
σωματεία αποφοίτων Τ.Ε.Ι. τα οποία αριθμούν δεκατέσσερα σωματεία.

Οι Ολομέλειες του Ε.ΣΥ.Π. και των επιμέρους Συμβουλίων συγκαλούνται


από τον αντίστοιχο Πρόεδρο. Σύγκληση των Ολομελειών των επιμέρους
Συμβουλίων μπορεί να γίνει και ύστερα από πρόταση του Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π.
Επίσης, σύγκληση των Ολομελειών του Ε.ΣΥ.Π. και των επιμέρους Συμβουλίων
μπορεί να γίνει ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων στον Πρόεδρο του Ε.ΣΥ.Π., ή, όταν αυτό ζητηθεί από το ½ των
μελών της αντίστοιχης Ολομέλειας. Τα όργανα του Ε.ΣΥ.Π. και των επιμέρους
Συμβουλίων βρίσκονται σε απαρτία όταν είναι παρόντα τα μισά τουλάχιστον μέλη
τους, λαμβάνοντας υπόψη για τον προσδιορισμό του απαραίτητου για την απαρτία
αριθμού μελών, τα μέλη που έχουν νόμιμα οριστεί. Οι αποφάσεις των οργάνων
λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών (άρθρο 7, παρ. 1 και 3).

1.4 Βασικές επισημάνσεις αναφορικά με το νομοθετικό πλαίσιο


λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π.

Σύμφωνα με το Ν. 2817/2000 και σε συνδυασμό με το Π.Δ. 127/2003, το νέο


δηλαδή νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π., αξίζει να αναφερθούμε σε δύο
βασικές, κατά την άποψή μας, επισημάνσεις.

1η επισήμανση:

Παρά την αλλαγή του νομικού πλαισίου από ανεξάρτητη διοικητική αρχή σε
γνωμοδοτικό όργανο, το Ε.ΣΥ.Π. εξακολουθεί να παραμένει ένας ουσιαστικά
ανεξάρτητος θεσμός.

Αυτό διαπιστώνεται κυρίως από τη μελέτη της σύνθεσης των μελών της
Ολομέλειας του Ε.ΣΥ.Π. και των επιμέρους Συμβουλίων του.

26
Από τα περίπου σαράντα μέλη από τα οποία συγκροτείτε η Ολομέλεια του
Ε.ΣΥ.Π. μόνον τα έξι μέλη, το ελάχιστο, έως τα δεκατρία μέλη, το μέγιστο, ορίζονται
άμεσα ή έμμεσα από την κυβέρνηση. Είναι οι πέντε εκπρόσωποι που τους ορίζουν
ισάριθμα Υπουργεία και Γενικές Γραμματείες και ο ένας εκπρόσωπος του
κυβερνώντος κόμματος. Ο αριθμός τους μπορεί να ανέλθει στο μέγιστο των
δεκατριών μελών, μόνο εάν συνέπιπτε με νέα θητεία του Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π.,
των Προέδρων των τριών επιμέρους Συμβουλίων του Ε.ΣΥ.Π., του Προέδρου του
Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, του Προέδρου του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας και
του Προέδρου του Οργανισμού Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών, οι οποίοι στην
περίπτωση αυτή θα οριζόταν από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων. Όλα τα υπόλοιπα, περίπου είκοσι επτά με τριάντα τέσσερα, μέλη
της Ολομέλειας του Ε.ΣΥ.Π. υποδεικνύονται ως εκπρόσωποι από τους αντίστοιχους
φορείς που ήδη προαναφέραμε.

Κατά αντιστοιχία, όσον αφορά την Ολομέλεια του Σ.Α.Π.Ε. από τα περίπου
πενήντα μέλη από τα οποία συγκροτείτε μόνον τα τέσσερα μέλη, το ελάχιστο, έως
τα πέντε μέλη, το μέγιστο, ορίζονται άμεσα ή έμμεσα από την κυβέρνηση. Είναι οι
τρεις εκπρόσωποι που τους ορίζουν δύο Υπουργεία και μία Γενική Γραμματεία και
ο ένας εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος. Ο αριθμός τους μπορεί να ανέλθει
στο μέγιστο των πέντε μελών, μόνο εάν συνέπιπτε με νέα θητεία του Προέδρου του
Σ.Α.Π.Ε., ο οποίος στην περίπτωση αυτή θα οριζόταν από τον Υπουργό Εθνικής
Παιδείας και Θρησκευμάτων. Όλα τα υπόλοιπα, περίπου σαράντα πέντε, μέλη της
Ολομέλειας του Σ.Α.Π.Ε. υποδεικνύονται ως εκπρόσωποι από τους αντίστοιχους
φορείς που ήδη προαναφέραμε.

Ομοίως, όσον αφορά την Ολομέλεια του Σ.Α.Τ.Ε. από τα περίπου σαράντα
μέλη από τα οποία συγκροτείτε μόνον τα τέσσερα μέλη, το ελάχιστο, μέχρι τα πέντε
μέλη, το μέγιστο, ορίζονται άμεσα ή έμμεσα από την κυβέρνηση. Είναι οι τρεις
εκπρόσωποι που τους ορίζουν δύο Υπουργεία και μία Γενική Γραμματεία και ο ένας
εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος. Ο αριθμός τους μπορεί να ανέλθει στο
μέγιστο των πέντε μελών, μόνο εάν συνέπιπτε με νέα θητεία του Προέδρου του
Σ.Α.Τ.Ε., ο οποίος στην περίπτωση αυτή θα οριζόταν από τον Υπουργό Εθνικής
Παιδείας και Θρησκευμάτων. Όλα τα υπόλοιπα, περίπου τριάντα πέντε, μέλη της
Ολομέλειας του Σ.Α.Τ.Ε. υποδεικνύονται ως εκπρόσωποι από τους αντίστοιχους
φορείς που ήδη προαναφέραμε.

27
Τέλος, όσον αφορά την Ολομέλεια του Σ.Π.Δ.Ε. από τα περίπου τριάντα
πέντε μέλη από τα οποία συγκροτείτε μόνον τα δέκα μέλη, το ελάχιστο, έως τα
δεκαπέντε μέλη, το μέγιστο, ορίζονται άμεσα ή έμμεσα από την κυβέρνηση. Είναι οι
δύο εκπρόσωποι που τους ορίζουν ισάριθμα Υπουργεία και ο ένας εκπρόσωπος
του κυβερνώντος κόμματος. Σ’ αυτούς προστίθενται και οι επτά εκπρόσωποι
στελέχη της εκπαίδευσης που τους ορίζει ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων: ένας προϊστάμενος μίας Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης και μίας Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ένας Διευθυντής
μίας σχολικής μονάδας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και μίας σχολικής μονάδας
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και ένας Σχολικός Σύμβουλος Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης, Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Ειδικής Αγωγής. Ο αριθμός τους
μπορεί να ανέλθει στο μέγιστο των δεκατριών μελών, μόνο εάν συνέπιπτε με νέα
θητεία του Προέδρου του Σ.Π.Δ.Ε., του Προέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου,
του Προέδρου του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας, του Προέδρου του Οργανισμού
Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών και του Προέδρου του Οργανισμού Σχολικών
Κτιρίων, οι οποίοι στην περίπτωση αυτή θα οριζόταν από τον Υπουργό Εθνικής
Παιδείας και Θρησκευμάτων. Όλα τα υπόλοιπα, περίπου είκοσι με είκοσι πέντε,
μέλη της Ολομέλειας του Σ.Π.Δ.Ε. υποδεικνύονται ως εκπρόσωποι από τους
αντίστοιχους φορείς που ήδη προαναφέραμε.

2η επισήμανση.

Το Ε.ΣΥ.Π. περιορίζει ορατά το εύρος των αρμοδιοτήτων του. Από έναν


φορέα με πάρα πολύ μεγάλο εύρος αρμοδιοτήτων, ο οποίος συνεπακόλουθα
συνιστά μία εξαιρετικά μεγάλη δομή, συνιστάται σε έναν φορέα με μία σαφώς
μικρότερη δομή, ωστόσο με απολύτως στοχευμένο ρόλο: τη γνωμοδότηση για όλα
τα ζητήματα εκπαιδευτικού σχεδιασμού και εκπαιδευτικής πολιτικής.

Αυτό συνέβη κυρίως επειδή, σύμφωνα και με τα ευρωπαϊκά και τα διεθνή


δεδομένα, οι διαδικασίες της αξιολόγησης, της πιστοποίησης και της τεκμηρίωσης
έπρεπε να περιέλθουν σε έναν διαφορετικό φορέα Αξιολόγησης και Διασφάλισης
της Ποιότητας της Εκπαίδευσης, ο οποίος και θα έπρεπε πλέον να ιδρυθεί.

28
Κεφάλαιο 2: Οι Πρόεδροι του Ε.ΣΥ.Π. και οι δράσεις του
2.1 Οι Πρόεδροι του Ε.ΣΥ.Π.

Ο ρόλος του Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π. είναι αναμφισβήτητα καίριος. Για το λόγο
αυτό κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε όλους τους διατελέσαντες Προέδρους του
Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.

Πρώτος Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. διορίστηκε από τον Υπουργό Εθνικής


Παιδείας και Θρησκευμάτων Πέτρο Ευθυμίου, ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη της
Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, στις 18 Νοεμβρίου
2003, ο αείμνηστος και πρόωρα εκλιπών Χρήστος Νικολάου, Πρύτανης και
Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης (ΦΕΚ 266/2003 τ. Γ΄).

Δεύτερος Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. διορίστηκε από την Υπουργό Εθνικής


Παιδείας και Θρησκευμάτων Μαριέττα Γιαννάκου, ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη
της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, στις 30 Νοεμβρίου
2004, ο Αθανάσιος Βερέμης, Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και
Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΦΕΚ
288/2004 τ. Ν.Π.Δ.Δ.).

Το Μάρτιο του 2008 διορίστηκε από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων Ευριπίδη Στυλιανίδη για δεύτερη θητεία Πρόεδρος του Εθνικού
Συμβουλίου Παιδείας ο Αθανάσιος Βερέμης, Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής
Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου
Αθηνών (ΦΕΚ 126/2008 τ. Υ.Ο.Δ.Δ.).

Τρίτος Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. διορίστηκε από την Υπουργό Παιδείας, Δια
Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων Άννα Διαμαντοπούλου, ύστερα από τη σύμφωνη
γνώμη της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, στις 18
Οκτωβρίου 2010, ο Αλέξιος Λυκουργιώτης, Καθηγητής του Τμήματος Χημείας του
Πανεπιστημίου Πατρών (ΦΕΚ 337/2010 τ. Υ.Ο.Δ.Δ.).

29
Τέταρτος Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. διορίστηκε από τον Υπουργό Παιδείας και
Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο, ύστερα
από τη σύμφωνη γνώμη της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της
Βουλής, στις 14 Μαΐου 2013, ο Σωκράτης Κάτσικας, Καθηγητής του Τμήματος
Ψηφιακών Συστημάτων του Πανεπιστημίου Πειραιώς (ΦΕΚ 212/2013 τ. Υ.Ο.Δ.Δ.).

Πέμπτος Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. διορίστηκε από τον Υπουργό Παιδείας,


Έρευνας και Θρησκευμάτων Νικόλαο Φίλη, ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη της
Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, στις 18 Μαρτίου 2016,
ο Νικόλαος Θεοτοκάς, Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας
του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών (ΦΕΚ 145/2016
τ. Υ.Ο.Δ.Δ.).

2.2 Οι δράσεις του Ε.ΣΥ.Π.


2.2.1 Θέματα που μελετήθηκαν σε Επιτροπές και στις Ολομέλειες του Ε.ΣΥ.Π.

Στο κεφάλαιο αυτό θα αναφερθούμε ενδεικτικά σε μερικές από τις πιο


σημαντικές, από τις δράσεις του Ε.ΣΥ.Π.

i. Το 2004 τέθηκε ως πρώτη και επιτακτική προτεραιότητα η τροποποίηση


του θεσμικού πλαισίου που διέπει την Ανώτατη Εκπαίδευση. Για την επεξεργασία
του θέματος ο Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. συγκρότησε μία ανεξάρτητη Επιτροπή
πανεπιστημιακών. Λόγω της εξαιρετικής σπουδαιότητας του θέματος δόθηκε
ιδιαίτερη βαρύτητα στην προσπάθεια να συμμετάσχουν στην Επιτροπή άτομα με
υψηλό κύρος στην πανεπιστημιακή κοινότητα, και όχι μόνο, και συγχρόνως με
ευρεία αποδοχή και θεωρήθηκε πως αυτό επετεύχθη. Η Επιτροπή μέσα από μακρά
διαδικασία συλλογικής επεξεργασίας, συγκερασμού και σύνθεσης διαφορετικών
απόψεων κατέθεσε ένα τελικό πόρισμα προτάσεων για την τροποποίηση του
θεσμικού πλαισίου που διέπει τα Πανεπιστήμια υποστηρίζοντας ομόφωνα ότι ο νέος
νόμος πλαίσιο για τα Πανεπιστήμια θα πρέπει να είναι ένα γενικό περίγραμμα που,
βασιζόμενο στην αρχή της αυτοτέλειας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, θα αφήνει

30
τον καθορισμό των επιμέρους διατάξεων και λεπτομερών διαδικασιών στα ίδια τα
Πανεπιστήμια, τις Σχολές και τα Τμήματά τους, μέσω των Εσωτερικών Κανονισμών
Λειτουργίας τους ή άλλων κανονιστικών πράξεών τους, ανάλογα με τις ανάγκες και
τις ιδιάζουσες συνθήκες σε κάθε περίπτωση. Το τελικό πόρισμα της Επιτροπής
συνιστούσε ένα πλαίσιο μεταρρύθμισης που θα έπρεπε να εφαρμοστεί συνολικά και
όχι επιλεκτικά ή αποσπασματικά. Το πόρισμα συζητήθηκε στις συνεδριάσεις της
Ολομέλειας του Σ.Α.Π.Ε. και μετά από τη σύμφωνη γνώμη της κατατέθηκε στην
Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Μ. Γιαννάκου (Ε.ΣΥ.Π., 2006).

Στη συνέχεια το πόρισμα δημοσιοποιήθηκε ευρέως και ακολούθησε, με


πρωτοβουλία και ευθύνη του Ε.ΣΥ.Π., ευρύτατος διάλογος επί του θέματος, Στο
πλαίσιο αυτό συγκροτήθηκε από τον Πρόεδρο του Ε.ΣΥ.Π. Ομάδα Εργασίας
αποτελούμενη από εξέχοντες Έλληνες Πανεπιστημιακούς του εξωτερικού, η οποία
σε συνεργασία με την Επιτροπή του Ε.ΣΥ.Π. για την Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση
κατέληξε σε ένα πλαίσιο προτάσεων για τις προτεινόμενες αναγκαίες εκπαιδευτικές
μεταρρυθμίσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα. Η Ομάδα Εργασίας
ολοκλήρωσε τις προτάσεις της στο τέλος της διήμερης συνάντησης – συνεδρίασης
με θέμα «Η ευρωπαϊκή προοπτική των Ελληνικών Πανεπιστημίων - The European
target of Greek university education», που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το
Νοέμβριο του 2006. Πραγματοποιήθηκε επίσης ευρεία συζήτηση στην Επιτροπή
Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής και συζήτηση μέσω του Τύπου και των
Μ.Μ.Ε. γενικότερα, καθώς και πολλές εκδηλώσεις – ανοιχτές συζητήσεις είτε με
πρωτοβουλία του Ε.ΣΥ.Π., είτε με συμμετοχή του Προέδρου και των μελών του
Ε.ΣΥ.Π.

Επίσης το 2007 εκδόθηκε το βιβλίο με θέμα: «Διάλογος για την εκπαίδευση»,


από τις εκδόσεις Παπαζήση, με έξοδα του εκδότη, στο οποίο συγκεντρώθηκαν
αρκετά από τα πιο ενδιαφέροντα άρθρα τα οποία γράφτηκαν στον Τύπο για το
διάλογο για τη μεταρρύθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης, ιδιαίτερα μετά την
κατάθεση του πορίσματος της Επιτροπής του Ε.ΣΥ.Π.

Το αποτέλεσμα όλης της παραπάνω διαδικασίας ήταν το πόρισμα της


Επιτροπής του Ε.ΣΥ.Π. για την Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση να αποτελέσει σε
μεγάλο βαθμό τη βάση για τη νομοθέτηση που ακολούθησε με το Ν. 3549/2007
(ΦΕΚ 69 Α΄) «Μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου για τη δομή και λειτουργία των
Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων».

31
ii. Όπως αναφέραμε και σε προηγούμενη ενότητα, σύμφωνα με τα
ευρωπαϊκά και τα διεθνή δεδομένα, οι διαδικασίες της αξιολόγησης, της
πιστοποίησης και της τεκμηρίωσης έπρεπε να περιέλθουν σε έναν διαφορετικό
φορέα Αξιολόγησης και Διασφάλισης της Ποιότητας της Εκπαίδευσης, ο οποίος και
θα έπρεπε πλέον να ιδρυθεί. Ήταν επίσης από τα πρώτα θέματα που απασχόλησαν
το Ε.ΣΥ.Π. και συγκεκριμένα τις Ολομέλειες του Συμβουλίου Ανώτατης
Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και του Συμβουλίου Ανώτατης Τεχνολογικής
Εκπαίδευσης. Σε κοινή συνεδρίαση των Ολομελειών του Σ.Α.Π.Ε. και του Σ.Α.Τ.Ε.
συζητήθηκε διεξοδικά το θέμα της Διασφάλισης ποιότητας στην Ανώτατη
Εκπαίδευση. Το πλαίσιο των βασικών σημείων της πρότασης στην οποία κατέληξαν
από κοινού το Σ.Α.Π.Ε. και το Σ.Α.Τ.Ε. συζητήθηκε στη συνέχεια και στην Ολομέλεια
του Ε.ΣΥ.Π. (Ε.ΣΥ.Π., 2005).

Τα βασικά σημεία της πρότασης του Ε.ΣΥ.Π., τα οποία ήταν σύμφωνα με τις
προδιαγραφές που θέτει ο ευρωπαϊκός φορέας «Ευρωπαϊκή Ένωση για τη
Διασφάλιση της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (European Association for
Quality Assurance in Higher Education – ENQA)» ήταν η βάση για τη νομοθέτηση
που ακολούθησε με το Ν. 3374/2005 (ΦΕΚ 189 Α΄) «Διασφάλιση της ποιότητας στην
ανώτατη εκπαίδευση. Σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων
– Παράρτημα διπλώματος». Με αυτό τον Νόμο ιδρύθηκε η ανεξάρτητη διοικητική
αρχή «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.)».

iii. Η Ολομέλεια του Σ.Π.Δ.Ε. αρχικά ασχολήθηκε και συζητήθηκαν μεταξύ


άλλων τα θέματα: «Λύκειο και Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση» και «Επιλογή
Στελεχών Εκπαίδευσης (Διοίκηση, Εποπτεία – Καθοδήγηση)». Το Νοέμβριο του
2009 μετά από πολλές συνεδριάσεις της Ολομέλειας του Σ.Π.Δ.Ε. κατατέθηκαν στην
Υπουργό Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων Ά. Διαμαντοπούλου οι
«Προτάσεις του Σ.Π.Δ.Ε. για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση».
Οι προτάσεις αφορούσαν κυρίως τους εξής άξονες:

 Δομή της Εκπαίδευσης:


- Όρια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης

32
- Γενικό Λύκειο
- Διεύρυνση σχολικού χρόνου
 Ποιότητα Εκπαίδευσης:
- Αναλυτικά προγράμματα
- Υποχρεωτικά - Επιλεγόμενα μαθήματα - Ζώνη πολιτισμού
 Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (ΑΠΣ)
 Σχολικά βιβλία
 Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση
 Διασφάλιση ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου
 Επιμόρφωση των εκπαιδευτικών

Στις προτάσεις τονίστηκε ότι οι προτεινόμενες αλλαγές έχουν ως επίκεντρο


το μαθητή, ο οποίος είναι εξ ορισμού κεντρικός πυρήνας του εκπαιδευτικού
συστήματος και σταθερό σημείο αναφοράς για ό,τι επιτελείται στην Εκπαίδευση,
αλλά και τον εκπαιδευτικό, του οποίου ο ρόλος πρέπει να αποτελέσει συνειδητό
στόχο κοινωνικής και μισθολογικής αναβάθμισης. Επίσης επισημάνθηκε ότι είναι
απαραίτητο να αποφευχθούν τυχόν βεβιασμένες και αποσπασματικές παρεμβάσεις
και τονίστηκε ότι οποιεσδήποτε ουσιώδεις αλλαγές θα πρέπει πρώτα να
δοκιμαστούν πειραματικά σε περιορισμένο αριθμό σχολείων (Ε.ΣΥ.Π., 2009).

iv. Το 2011 η Ολομέλεια του Ε.ΣΥ.Π. ασχολήθηκε στις συνεδριάσεις της με


την επιχειρούμενη μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση. Πιο συγκεκριμένα,
ασχολήθηκε αναλυτικά και διερεύνησε διεξοδικά τα θέματα:

 Το διοικητικό μοντέλο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση:


- Συμβούλιο
- τρόπος εκλογής Πρύτανη / Προέδρου και Κοσμήτορα /
Διευθυντή
- συγκρότηση της Συγκλήτου / Συνέλευσης
 Την ακαδημαϊκή οργάνωση: Σχέση Σχολής - Τμήματος
(Προγράμματα σπουδών)
 Τις ρυθμίσεις που σχετίζονται με το προσωπικό των Πανεπιστημίων
και των Τ.Ε.Ι
 Τους τρόπους μετάδοσης της γνώσης στην Ανώτατη Εκπαίδευση:

33
- αναγνωρίστηκε η ανάγκη για τον εκσυγχρονισμό των
μεθόδων μετάδοσης της γνώσης
- υποστηρίχθηκε η διαίρεση των μεγάλων ακροατηρίων σε
μικρότερα για τα βασικά μαθήματα
 Το χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης: χωροταξία ακαδημαϊκών
μονάδων και εύρος / θεματική γνωστικών αντικειμένων:
- αναγνωρίστηκε η ανάγκη για την ανάληψη μελετημένων
διορθωτικών κινήσεων που να στηρίζονται σε σαφή και
γνωστά σε όλους κριτήρια (ακαδημαϊκά, αναπτυξιακά,
οικονομικά) σε συνεννόηση με τα Ιδρύματα, τα οποία θα
πρέπει να έχουν πολύ σημαντικό ρόλο με αποφάσεις των
θεσμικών οργάνων τους στο πλαίσιο του στρατηγικού
σχεδιασμού ανάπτυξης του κάθε Ιδρύματος.

Τα συμπεράσματα τα οποία προέκυψαν από τις συνεδριάσεις αυτές της


Ολομέλειας του Ε.ΣΥ.Π. κατατέθηκαν στην Υπουργό Παιδείας ΔΒΜΘ (Ε.ΣΥ.Π.,
2011) και συνέβαλαν ουσιαστικά στη μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση, η
οποία ολοκληρώθηκε με τη νομοθέτηση του Ν. 4009/2011 (ΦΕΚ 195 Α΄).

Παράλληλα τόσο η Ολομέλεια του Ε.ΣΥ.Π. όσο και οι Ολομέλειες των


επιμέρους Συμβουλίων ασχολήθηκαν, μελέτησαν και τα Συμβούλια γνωμοδότησαν
για πάρα πολλά άλλα θέματα.

v. Στην Ολομέλεια του Σ.Α.Π.Ε. συζητήθηκαν και το Συμβούλιο γνωμοδότησε


μεταξύ άλλων και για όλα τα θέματα που αφορούσαν:

 τα κριτήρια για την ίδρυση νέων Πανεπιστημίων και νέων


πανεπιστημιακών Τμημάτων,
 τις προτάσεις για την ίδρυση νέων πανεπιστημιακών Τμημάτων,
 τις προτάσεις για τις μετονομασίες πανεπιστημιακών Τμημάτων,
 τις προτάσεις για τη θεσμοθέτηση και τις μετονομασίες κατευθύνσεων
πανεπιστημιακών Τμημάτων,
 τις προτάσεις για τις αντιστοιχίσεις μεταξύ των πανεπιστημιακών
Τμημάτων,

34
 τις προτάσεις για την επαγγελματική κατοχύρωση πτυχιούχων
πανεπιστημιακών Τμημάτων.

vii. Στην Ολομέλεια του Σ.Α.Τ.Ε. συζητήθηκαν και το Συμβούλιο


γνωμοδότησε μεταξύ άλλων και για όλα τα θέματα που αφορούσαν:

 τις προτάσεις για την ίδρυση νέων Τ.Ε.Ι. και νέων Τμημάτων Τ.Ε.Ι.,
 τις προτάσεις για τις μετονομασίες Τμημάτων Τ.Ε.Ι.,
 τις προτάσεις για τις μετεξελίξεις Τμημάτων Τ.Ε.Ι.,
 τις προτάσεις για την αλλαγή γνωστικών αντικειμένων Τμημάτων Τ.Ε.Ι.,
 τις προτάσεις για τις αντιστοιχίσεις μεταξύ των Τμημάτων Τ.Ε.Ι.,
 τις προτάσεις για τον καθορισμό του περιεχομένου σπουδών όλων των
Τμημάτων των Τ.Ε.Ι.,
 τις προτάσεις για τα επαγγελματικών δικαιωμάτων πτυχιούχων
Τμημάτων Τ.Ε.Ι.

vii. Οι Ολομέλειες του Σ.Α.Π.Ε. και του Σ.Α.Τ.Ε. σε κοινές συνεδριάσεις το


2010 ασχολήθηκαν εκτενέστατα και διεξοδικά με τα θέματα της Επαγγελματικής
Κατοχύρωσης των πτυχιούχων των Τμημάτων των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι.

viii. Επίσης οι Ολομέλειες του Σ.Α.Π.Ε. και του Σ.Α.Τ.Ε. σε κοινές


συνεδριάσεις τους το 2014 και το 2015 ασχολήθηκαν εκτενέστατα και διεξοδικά με
το θέμα περί καθορισμού του αριθμού των εισακτέων στα Α.Ε.Ι. από τα Ιδρύματα.
Ήταν σημαντική πρωτοβουλία και από τα πάγια αιτήματα των Συνόδων Πρυτάνεων
και Προέδρων Τ.Ε.Ι. Για την επεξεργασία του θέματος ο Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π., σε
εκτέλεση της απόφασης των δύο Ολομελειών, συγκρότησε Ομάδα Εργασίας
αποτελούμενη μεταξύ άλλων από Πρυτάνεις, Προέδρους Τ.Ε.Ι., την Πρόεδρο και
τους Αντιπροέδρους της Α.ΔΙ.Π. Η Ομάδα Εργασίας επεξεργάστηκε το θέμα και
κατέθεσε εισήγηση προς το Σ.Α.Π.Ε. και το Σ.Α.Τ.Ε. προκειμένου να καθοριστούν
τα κριτήρια καθορισμού του αριθμού των εισαγομένων στα Α.Ε.Ι. Μετά από κοινές
συνεδριάσεις του Σ.Α.Π.Ε. και του Σ.Α.Τ.Ε. στις οποίες συζητήθηκε η πρόταση της
Ομάδας Εργασίας, οι δύο Ολομέλειες κατέληξαν σε απόφαση για τα κριτήρια
καθορισμού του αριθμού των εισαγομένων στα Α.Ε.Ι., καθώς και για τις

35
λεπτομέρειες της διοικητικής διαδικασίας που θα έπρεπε να ακολουθηθεί προς
υλοποίηση της σχετικής απόφασης, η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε πως:

 ο καθορισμός των συνολικώς εισαγομένων σε κάθε Τμήμα των Α.Ε.Ι.


για το ακαδημαϊκό έτος 2015-2016 θα έπρεπε να γίνει με συμφωνία
μεταξύ τριών μερών: των Α.Ε.Ι., της Α.ΔΙ.Π. και του Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ. Ως
προς τη διαδικασία, αυτή ξεκινά με διαμόρφωση προτάσεων από τα
Α.Ε.Ι., αποστολή των προτάσεων προς την Α.ΔΙ.Π., τοποθέτηση της
Α.ΔΙ.Π. επί των προτάσεων αυτών και τριμερή (Α.Ε.Ι. – Α.ΔΙ.Π. –
Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ.) διαβούλευση προς επίτευξη συμφωνίας.
 τα κριτήρια που θα χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του αριθμού
των εισαγομένων είναι (α) Ο αριθμός των μελών του μόνιμου
διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού (Καθηγητές), (β) οι υποδομές
(αίθουσες διδασκαλίας, εργαστήρια) και (γ) η διαθέσιμη
χρηματοδότηση
 το ισχύον θεσμικό πλαίσιο (άρθρα 61, 62 και 63 του Ν. 4009/2011) θα
έπρεπε να εφαρμοστεί πλήρως, αρχής γενομένης από το ακαδημαϊκό
έτος 2016 - 2017. Προς τούτο καλούνταν το Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ., εντός του
2015, να διαμορφώσει την εθνική στρατηγική, κατά το άρθρο 61, ως
πρώτο βήμα της όλης διαδικασίας (Ε.ΣΥ.Π., 2015).

Παρά τη δέσμευση του Υπουργού Παιδείας για την υλοποίηση της


απόφασης, μεσολάβησε αλλαγή του Υπουργού Παιδείας και η παραπάνω
δέσμευση δεν υλοποιήθηκε.

ix. Η Ολομέλεια του Σ.Π.Δ.Ε. ασχολήθηκε στις συνεδριάσεις της με πολλά


θέματα, μεταξύ των οποίων:

 Μελετήθηκε πρόταση ίδρυσης νέου φορέα του Υπουργείου Παιδείας με


ταυτόχρονη κατάργηση και συγχώνευση τεσσάρων φορέων: του
Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας, του
Ινστιτούτου Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης και του
Οργανισμού Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών. Ακολούθησε η ίδρυση του
νέου φορέα «Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής» με το Ν. 3966/2011
(ΦΕΚ 118 Α΄) «Θεσμικό πλαίσιο των Πρότυπων Πειραματικών Σχολείων,

36
Ίδρυση Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Οργάνωση του Ινστιτούτου
Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ» και λοιπές
διατάξεις».

 Εξετάστηκε ο θεσμός των Πρότυπων - Πειραματικών σχολείων.


Διερευνήθηκαν οι τρόποι με τους οποίους τα σχολεία αυτά, που άλλοτε
είχαν λαμπρά αποτελέσματα ως μεμονωμένες μονάδες, θα αποκτήσουν
εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα επιτρέψουν την παραγωγή και τη
δοκιμαστική χρήση καινοτόμων πρακτικών, καθώς και τη διάχυσή τους
στο όλο εκπαιδευτικό σύστημα. Ο νέος θεσμός προέβλεπε και ειδικό
διοικητικό μηχανισμό σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο σχολικής
μονάδας, ο οποίος θα επέτρεπε την ομαλή πραγματοποίηση του
φιλόδοξου έργου της ανασυγκρότησης και της άρτιας λειτουργίας ενός
ριζικά ανακαινισμένου θεσμού (Ε.ΣΥ.Π., 2011). Ακολούθησε η
νομοθέτηση για το «Θεσμικό πλαίσιο των Πρότυπων Πειραματικών
Σχολείων» με το Ν. 3966/2011 (ΦΕΚ 118 Α΄).

 Συζητήθηκε διεξοδικά το θέμα του «Ινστιτούτου Ψηφιακής Πολιτικής και


Εκδόσεων για την Εκπαίδευση». Ακολούθησε η νομοθέτηση της
μετονομασίας του από «Ερευνητικό Ακαδημαϊκό Ινστιτούτο Τεχνολογίας
Υπολογιστών» (Ε.Α.Ι.Τ.Υ.) σε «Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και
Εκδόσεων “Διόφαντος”» (Ι.Τ.Υ.Ε.) με το Ν. 3966/2011 (ΦΕΚ 118 Α΄).

 Μελετήθηκε διεξοδικά το θέμα «Προγράμματα Σπουδών» και


διατυπώθηκαν προτάσεις - “συστάσεις” για τους συντάκτες των
Προγραμμάτων Σπουδών, ούτως ώστε αυτά να μεταφέρουν από το
αφηρημένο επίπεδο των αρχών στο συγκεκριμένο επίπεδο της
εφαρμογής, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θεωρούνται απαραίτητα
για ένα Πρόγραμμα Σπουδών εκσυγχρονισμένο και πλήρες. Ένα
Πρόγραμμα Σπουδών στο οποίο θα εναρμονίζονται τρεις ομάδες
επιθυμητών χαρακτηριστικών για την κατάκτηση της γνώσης, για τη
σωματική ευεξία και την ψυχική ανθεκτικότητα των μαθητών σε όλο το
φάσμα της εκπαίδευσης (Ε.ΣΥ.Π., 2011).

37
 Συζητήθηκε το θέμα «Τεχνολογικό Λύκειο» και διατυπώθηκε πρόταση
σειράς μέτρων και βελτιωτικών προτάσεων πρόσφορων για την
ουσιαστική αναβάθμιση της τεχνικής - επαγγελματικής εκπαίδευσης και
σε επίπεδο πραγματικό, αλλά και συμβολικό, δηλαδή στη συνείδηση της
κοινωνίας και των παιδιών.

 Συζητήθηκε αναλυτικά το θέμα «Νέο Λύκειο» με επικέντρωση αφενός στη


συνολική αρχιτεκτονική της πρότασης που κατέθεσε το Υπουργείο
Παιδείας Δ.Β.Μ.Θ., και αφετέρου, σε επιμέρους μεγάλα θέματα, όπως: η
κεντρικότητα του Project, των ψηφιακών πόρων και των νέων
Προγραμμάτων Σπουδών∙ η ανάγκη άμεσης και ουσιαστικής
επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών ιδίως σε ό,τι αφορά τις ερευνητικές
εργασίες∙ η συνεχής έγνοια για τη λειτουργική ενσωμάτωση και στη
βαθμίδα του Λυκείου ατόμων με ειδικές ανάγκες κ.ο.κ. (Ε.ΣΥ.Π., 2011).

 Συζητήθηκαν αναλυτικά οι προτάσεις που εισηγήθηκε το 2014 ο


Υπουργός Παιδείας για συγκεκριμένες αλλαγές για την πρωτοβάθμια
εκπαίδευση, με κυριότερους άξονες τα θέματα:

α. τύπος σχολείου (ολοήμερο - κλασικό)

β. εξορθολογισμός της διδακτέας ύλης

γ. μελέτη στο σχολείο

δ. ένταξη των δράσεων του κοινωνικού σχολείου στην εκπαιδευτική


διαδικασία του αναλυτικού προγράμματος.

2.2.2 Θέματα που μελετήθηκαν σε Επιτροπές του Ε.ΣΥ.Π.

Στα πλαίσια της μελέτης συγκεκριμένων θεμάτων ο Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π.


είχε τη δυνατότητα να συγκροτήσει ανεξάρτητη Επιτροπή για την επεξεργασία και
τη σύνθεση απόψεων για το κάθε θέμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένα από τα
θέματα που μελετήθηκαν από Επιτροπές του Ε.ΣΥ.Π.

38
 Η Επιτροπή του Ε.ΣΥ.Π. για την κατάρτιση Πρότυπου Γενικού
Εσωτερικού Κανονισμού για τη λειτουργία των Ανώτατων Εκπαιδευτικών
Ιδρυμάτων, είχε ως έργο να καταρτίσει έναν «Πρότυπο Γενικό Εσωτερικό
Κανονισμό για τη λειτουργία των Α.Ε.Ι.», ο οποίος στη συνέχεια θα
συζητιόταν και στις Ολομέλειες των επιμέρους Συμβουλίων του Ε.ΣΥ.Π.,
του Συμβουλίου Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και του
Συμβουλίου Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης.
Η Επιτροπή ολοκλήρωσε την πρότασή της , η οποία αποτέλεσε τη
βάση για τη νομοθέτηση που ακολούθησε με το Π.Δ. 160/2008 (ΦΕΚ 220
Α΄) «Πρότυπος Γενικός Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας των Α.Ε.Ι.».

 Η Επιτροπή του Ε.ΣΥ.Π. για το σύστημα πρόσβασης στην Τριτοβάθμια


Εκπαίδευση είχε ως έργο τη μελέτη και την επεξεργασία του θέματος,
ώστε να καταθέσει ένα τελικό πόρισμα προτάσεων για μέτρα και
μεταρρυθμίσεις για το σύστημα πρόσβασης στην Τριτοβάθμια
Εκπαίδευση. Η Επιτροπή ολοκλήρωσε την πρώτη φάση του έργου της
και κατέθεσε μία προκαταρκτική έκδοση του τελικού πορίσματος, το
περιεχόμενο του οποίου αποτέλεσε προϊόν του προβληματισμού των
μελών της Επιτροπής, όπως διαμορφώθηκε μέσα από μελέτη
εκπαιδευτικών συστημάτων Ευρωπαϊκών και όχι μόνο χωρών, πολλές
επαφές με ενδιαφερόμενους, άτομα και φορείς, και μακρά διαδικασία
συλλογικής επεξεργασίας, συγκερασμού και σύνθεσης διαφορετικών
απόψεων. Μετά από την κατάθεση της προκαταρκτικής έκδοσης του
τελικού πορίσματός της το Μάρτιο του 2009 (Ε.ΣΥ.Π., 2009) «πάγωσε» η
λειτουργία της Επιτροπής, κυρίως λόγο άλλων προτεραιοτήτων από την
ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας.

 Η Επιτροπή του Ε.ΣΥ.Π. για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είχε ως έργο


να καταθέσει προτάσεις για τις αλλαγές στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Μετά από πολλές συνεδριάσεις ολοκλήρωσε το έργο της και κατέθεσε τις
προτάσεις της το Φεβρουάριο του 2006. Λόγω της προτεραιότητας που
είχε δοθεί στη μεταρρύθμιση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης το Ε.ΣΥ.Π.
δεν προχώρησε άμεσα με το θέμα της Δευτεροβάθμιας μέχρι το καλοκαίρι

39
του 2007. Τον Ιούλιο του 2007 πραγματοποιήθηκε στο Συνεδριακό
Κέντρο του Ιδρύματος Νομικού στη Σαντορίνη συνάντηση για τη
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, με τη συμμετοχή ατόμων υψηλού κύρος και
των μελών της Επιτροπής για τη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι
προτάσεις της Επιτροπής ήταν η βάση της συζήτησης, με σκοπό να
εμπλουτιστούν ή και να τροποποιηθούν όπου χρειάζεται, μετά από
διάλογο. Απασχόλησε επίσης τα μέλη της συνάντησης ο τρόπος
χειρισμού του θέματος των μεταρρυθμίσεων στη Δευτεροβάθμια
Εκπαίδευση.

2.2.3 Λοιπές εκδηλώσεις του Ε.ΣΥ.Π.

Στα πλαίσια του Ε.ΣΥ.Π. πραγματοποιήθηκαν επίσης και πολλές εκδηλώσεις


προκειμένου να συζητηθούν θέματα σχετικά με τα υπό μεταρρύθμιση ζητήματα τα
οποία μελετούσε του Ε.ΣΥ.Π. Τέτοιες εκδηλώσεις ενδεικτικά ήταν:

 η ημερίδα με θέμα: «Το Φινλανδικό Σύστημα στη Δευτεροβάθμια


Εκπαίδευση» το Μάρτιο του 2005 που πραγματοποιήθηκε στο Υπουργείο
Εξωτερικών
 η εκδήλωση – δημόσια συζήτηση με θέμα: «Η σημασία της αξιολόγησης
για την ανώτατη παιδεία», σε συνεργασία με την «Κίνηση Πολιτών για μια
Ανοιχτή Κοινωνία» και την «Ένωση Πολιτών για την Παρέμβαση», το
Μάρτιο του 2005 στη Στοά του Βιβλίου
 η διοργάνωση σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ workshop με θέμα:
«Pathways for students with disabilities to tertiary education and
employment» στην Αθήνα το Φεβρουαρίου του 2007
 η διοργάνωση σε συνεργασία με το Βρετανικό Συμβούλιο και το Hellenic
Observatory, London School of Economics σεμιναρίου με θέμα:
«Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια: Ανάπτυξη και Ανταγωνιστικότητα στον 21ο
αιώνα», τον Ιανουαρίου του 2007 στην Αθήνα

40
 Συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης του EUNEC (Ευρωπαϊκό Δίκτυο
Συμβουλίων Παιδείας) με θέμα: «Learning in the digital age» στην Αθήνα
το Μάιο του 2014

 η Ημερίδα Προβληματισμού με θέμα: «Προβληματισμοί και Συνέργειες,


Δικαιώματα και Συνευθύνη: Τεχνική & Επαγγελματική Εκπαίδευση -
Κατάρτιση & Μαθητεία - Πιστοποίηση Τίτλων & Προσόντων», τον Απρίλιο
του 2016 στην Αθήνα. Πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της
προτεραιότητας που δόθηκε για την έναρξη διαλόγου με προοπτική τη
μεταρρύθμιση της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Η Ημερίδα
ήταν ταυτόχρονα συνάντηση με τα επιμελητήρια, τις επαγγελματικές
ενώσεις και τα συνδικάτα, θέτοντας τους εξής άξονες συζήτησης:
- Απολογισμοί, δεσμεύσεις, πρωτοβουλίες και διάλογος στην
προοπτική μιας αποτελεσματικής μεταρρύθμισης
- Ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, ρυθμοί απορρόφησης κληρονομιές
και προοπτικές
- Ανασυγκρότηση και αναβάθμιση θεσμών και μορφών της τεχνικής
και επαγγελματικής εκπαίδευσης
- Ρόλος, πρωτοβουλίες και ευθύνη των επαγγελματικών ενώσεων,
των επιμελητηρίων και των συνδικάτων
- Παραγωγική ανασυγκρότηση: Νέοι στόχοι, νέοι τρόποι.

41
Κεφάλαιο 3: Το Ε.ΣΥ.Π. στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι

Πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαρθρώνουν τη συμμετοχή φορέων


της εκπαίδευσης χρησιμοποιώντας επίσημα θεσμοθετημένα όργανα, τα Συμβούλια
Παιδείας. Τα Συμβούλια Παιδείας είναι ανεξάρτητοι οργανισμοί με τα δικά τους
χαρακτηριστικά. Η δομή και το πλαίσιο της λειτουργίας του κάθε Συμβουλίου
Παιδείας διαφέρει μεταξύ των κρατών. Τα Συμβούλια Παιδείας διαδραματίζουν
σημαντικό ρόλο ως στρατηγικά συμβουλευτικά όργανα, καθώς και ως επαφή μεταξύ
εθνικών και διεθνών πολιτικών. Από την άποψη αυτή συμβάλλουν ως εταίροι για
την ενίσχυση της δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Χώρου Εκπαίδευσης.

Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Συμβουλίων Παιδείας (European Network of


Education Councils - EUNEC) δημιουργήθηκε το 2000 ως πλατφόρμα συνεργασίας
μεταξύ διαφόρων Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Παιδείας για την ενίσχυση
συμμετοχικών διαδικασιών σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το EUNEC
λειτουργεί ως πλατφόρμα γνώσης των εθνικών Συμβουλίων Παιδείας για την
ενίσχυση των συμμετοχικών διαδικασιών τους και για να μάθουν περισσότερα για
τις καλές πρακτικές σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο. Με αυτή την έννοια, το
EUNEC αποτελεί σημείο συνάντησης για μάθηση, συγκριτική αξιολόγηση και
ανταλλαγή καλών πρακτικών μεταξύ των μερών που εμπλέκονται στη διαδικασία
χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής. Τα Συμβούλια Παιδείας και το EUNEC μπορούν
επίσης να χρησιμοποιούνται για την επίτευξη συνδέσμων μεταξύ των στόχων της
εκπαιδευτικής πολιτικής και της εφαρμογής τους.

Το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (Ε.ΣΥ.Π.) της χώρας μας υπήρξε ένα από τα
παλαιότερα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Παιδείας. Το Ε.ΣΥ.Π. πληροί όλες τις
προϋποθέσεις ώστε να είναι τακτικό μέλος του Ευρωπαϊκού φορέα EUNEC στον
οποίο συμμετείχε ενεργά ως τακτικό μέλος της Γενικής Συνέλευσης (General
Assembly) με έναν εκπρόσωπο.

Το EUNEC επιλέγει ένα, κάθε φορά, εξειδικευμένο θέμα για το οποίο


ακολουθεί συστηματική μελέτη, ανάλυση και επεξεργασία του, συνήθως για
διάστημα 6-9 μηνών, η οποία ολοκληρώνεται στις συνεδριάσεις της Γενικής
Συνέλευσης και της Εκτελεστικής Επιτροπής (Executive Committee) του EUNEC.

42
Ενδεικτικά ορισμένα από τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε το EUNEC στις
Γενικές Συνελεύσεις του είναι:

i. Evidence based education policy - Steps to equity in education,

Lisbon, 8 - 10 October 2007

ii. Learning outcomes: a gadget or a new paradigm?

Madrid, 16 - 18 June 2008

iii. The teaching profession: changes, challenges and perspectives

Vilnius, 13 – 15 October 2008

iv. Education Councils in the European Union - Guidance through


transition moments in the learning pathway

Budapest, 12 – 14 October 2009

v. Participation and stakeholder involvement in education policy making

Brussels, 1 – 3 December 2010

vi. Community Schools

Brussels, 23 – 24 December 2013

vii. Early School Leaving

Vilnius, 18 – 20 November 2013

viii. Learning in the digital age

Athens, 5 – 6 May 2014

ix. Bridging the transitions between education and the labour market
Prague, 20 – 22 October 2014

Στον ευρωπαϊκό χώρο υπάρχει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον τόσο από


κυβερνήσεις όσο και από τα ενδιαφερόμενα μέρη, να εξεταστούν τα οφέλη ενός
Συμβουλίου Παιδείας με στόχο να καταστούν οι διαδικασίες διαβούλευσης πιο
διαφανείς και αποτελεσματικές. Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Συμβουλίων Παιδείας το
απασχόλησε και εξακολουθεί να το απασχολεί το θέμα της λειτουργίας των
Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Παιδείας. Προκειμένου να ενισχυθούν καλύτερα οι

43
παραπάνω στόχοι, το EUNEC αποφάσισε να προβεί σε μελέτη σχετικά με την
έννοια της συμμετοχής, της εμπειρογνωμοσύνης, της νομιμότητας και της
συμμετοχής των ενδιαφερομένων και των εμπειρογνωμόνων στη χάραξη πολιτικής
γενικότερα και ειδικότερα στις διαδικασίες της εκπαιδευτικής πολιτικής. Τον
Οκτώβριο του 2008 το EUNEC ξεκίνησε την 1η φάση της έρευνας / μελέτης /
αξιολόγησης για τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Παιδείας. Στη συνέχεια κατά τη 2η φάση
του προγράμματος, επέλεξε τα Συμβούλια που θα μελετηθούν αναλυτικότερα,
μεταξύ των οποίων και το Ε.ΣΥ.Π.

Η μελέτη είχε σκοπό να προσδιορίσει και να περιγράψει τα διάφορα


υπάρχοντα μοντέλα Συμβουλίων Παιδείας των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
και να κάνει μια τυπολογία αυτών. Ένας δεύτερος στόχος της μελέτης ήταν η
βελτίωση της ποιότητας των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν στα υφιστάμενα
Συμβούλια Παιδείας, ενεργά μέλη του EUNEC. Επίσης στόχος ήταν μια συγκριτική
αξιολόγηση των Συμβουλίων Παιδείας μέσα από τη λειτουργία τους.

Η μελέτη συζητήθηκε κατά τις συνεδριάσεις του EUNEC το 2009 και το 2010.
και εκδόθηκε με τίτλο «Education councils in Europe. Balancing expertise, societal
input and political control in the production of policy advice» (European Network of
Education Councils (EUNEC), 2010).

Με την ενεργό συμμετοχή του Ε.ΣΥ.Π. τόσο στη μελέτη αυτή, όσο και
γενικότερα στο EUNEC, δόθηκε η ευκαιρία να διαμορφωθεί συνολική εικόνα της
λειτουργίας άλλων Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Παιδείας, ώστε να διακριθούν σημεία
που θα μπορούσαν να διαμορφωθούν ανάλογα και στη χώρα μας. Βέβαια οι
διαφορές μεταξύ των χωρών είναι μεγάλες, γεγονός που εξαρτάται και από την
πολιτική βούληση της κάθε χώρας για τη λειτουργία του Συμβουλίου.

Με τη μελέτη του αυτή το EUNEC προσπάθησε να βοηθήσει στην


υποστήριξη της άποψης σχετικά με τις διαφανείς και αποτελεσματικές δομές
διαβούλευσης, παροχής συμβουλών και διαλόγου μεταξύ των υπευθύνων για τη
χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής και των άμεσα και έμμεσα σχετιζόμενων με την
εκπαίδευση ομάδων και φορέων. Επίσης η μελέτη ήταν και μια προσπάθεια να
βοηθήσει τις κυβερνήσεις να συνειδητοποιήσουν περισσότερο τη σημασία που
μπορεί να διαδραματίσει μια συμμετοχική θεσμοθετημένη δομή, όπως το Συμβούλιο
Παιδείας.

44
ΜΕΡΟΣ Β: Ερευνητικό

45
Κεφάλαιο 4: Η έρευνα
4.1 Αφετηρία της έρευνας

Στη σημερινή κοινωνία η πολιτική είναι αναγκαίο να διαμορφώνεται με


ανοικτές και διαφανείς διαδικασίες, με σκοπό να επιτυγχάνει καλύτερα
αποτελέσματα, τα οποία να μπορούν δικαίως να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικά. Η
διαβούλευση και η ενεργός συμμετοχή αποτελούν βασικά στοιχεία στη διαμόρφωση
πολιτικών αποφάσεων στις δημοκρατικές κυβερνήσεις.

Σε διεθνές επίπεδο, φαίνεται να υπάρχει εξέλιξη προς όλο και πιο ποικίλους
μηχανισμούς δημόσιας διαβούλευσης και συμμετοχής στη διαδικασία χάραξης
πολιτικής. Παράλληλα, σημειώθηκε μια εξέλιξη προς τη διεύρυνση των πηγών
παροχής συμβουλών, με την αυξανόμενη συμμετοχή φορέων τόσο εντός όσο και
εκτός των κυβερνητικών συστημάτων. Έτσι δεν γίνονται διαβουλεύσεις μόνο με τους
ακαδημαϊκούς εμπειρογνώμονες και τα μεγάλα συμφέροντα, αλλά και με
μεμονωμένους πολίτες, συγκεκριμένες ομάδες κ.λπ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι
συμβουλές να γίνονται πιο ανταγωνιστικές και να αμφισβητούνται. Η αξία, για
παράδειγμα, της ακαδημαϊκής εμπειρογνωμοσύνης αμφισβητείται έναντι της αξίας
εκείνων που διαθέτουν την αποκαλούμενη εμπειρική εμπειρογνωμοσύνη
(European Network of Education Councils (EUNEC), 2010).

Στο πλαίσιο αυτό, τα συμβουλευτικά όργανα όπως τα Συμβούλια Παιδείας


μπορούν να θεωρηθούν ως ειδικοί φορείς διαβούλευσης και συμμετοχής. Ως εκ
τούτου, πρέπει να είναι σε θέση να αποκτήσουν και να διατηρήσουν πρόσβαση στη
διαδικασία χάραξης πολιτικής. Οι συμβουλές και οι γνωμοδοτήσεις τους θα πρέπει
να είναι υψηλής ποιότητας και υψηλής συνάφειας, αλλά και ο ίδιος ο συμβουλευτικός
φορέας πρέπει να δημιουργήσει και να διατηρήσει ένα υψηλό επίπεδο προκειμένου
να ληφθούν υπόψη οι συμβουλές του.

Σε πολλά κράτη τα Συμβούλια Παιδείας αποτελούν πλέον συμβουλευτικά και


γνωμοδοτικά όργανα ενεργά στη διαδικασία χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής. Το
Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας της χώρας μας υπήρξε ένα από τα παλαιότερα
Ευρωπαϊκά Συμβούλια Παιδείας. Ωστόσο υπάρχει μεγάλη έλλειψη γνώσης για την
οργάνωση, για τη λειτουργία και για τις δράσεις του θεσμού. Επίσης δεν υπάρχει
καμία έρευνα και καμία μελέτη αναφορικά με την κριτική αποτίμηση του θεσμού του

46
Ε.ΣΥ.Π. Το γεγονός αυτό ήταν ένα σημαντικό κίνητρο για την αφετηρία της
παρούσας έρευνας.

Ακόμη πιο ισχυρό κίνητρο ενασχόλησης με την παρούσα έρευνα ήταν το


προσωπικό μου ενδιαφέρον για το θέμα. Στο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας είχα την
τιμή να υπηρετώ ως Προϊσταμένη από την ίδρυσή του το 2003 με το νέο θεσμικό
πλαίσιο λειτουργίας του μέχρι την κατάργησή του το 2017 και κατά το ίδιο διάστημα
να το εκπροσωπώ στον ευρωπαϊκό του φορέα, το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Συμβουλίων
Παιδείας (EUNEC).

Τέλος, το έναυσμα για την παρούσα έρευνα δόθηκε στο μάθημα


«Εκπαιδευτική Πολιτική» το οποίο παρακολούθησα στα πλαίσια του Προγράμματος
Μεταπτυχιακών Σπουδών «Στελέχη Εκπαίδευσης στις Επιστήμες της Αγωγής» του
Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου
Θράκης και από τις εποικοδομητικές συζητήσεις που διεξήχθησαν σε αυτό.

4.2 Σκοπός και ερευνητικά ερωτήματα

Η παρούσα εργασία έχει σκοπό να περιγράψει και να αναλύσει την


οργάνωση, τη λειτουργία, τη δομή και τη συγκρότηση του Ε.ΣΥ.Π. Επίσης να
παρουσιάσει τις σημαντικότερες δράσεις του στα πλαίσια των θεμάτων που
απασχόλησαν τις συνεδριάσεις της Ολομέλειας του Ε.ΣΥ.Π. και των επιμέρους
Συμβουλίων του, καθώς και των θεμάτων που μελετήθηκαν στις Επιτροπές του
Ε.ΣΥ.Π. Τα παραπάνω παρουσιάστηκαν ήδη στο θεωρητικό μέρος της εργασίας.

Στο ερευνητικό μέρος η εργασία επικεντρώνεται στη διερεύνηση των


απόψεων όλων των διατελεσάντων Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π. για τη λειτουργία και το
ρόλο του θεσμού και εντέλει για την κριτική αποτίμησή του, καταλήγοντας
ταυτοχρόνως σε προτάσεις για το ρόλο, τη δομή και τις αρμοδιότητες του Ε.ΣΥ.Π.
σε μία μελλοντική επανίδρυσή του.

Συνοπτικά κύριος σκοπός της έρευνας είναι η αποτύπωση και η κριτική


αποτίμηση του θεσμού του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.

47
Τα ερευνητικά ερωτήματα στα οποία η παρούσα έρευνα φιλοδοξεί να δώσει
απαντήσεις είναι τα εξής:

1. Ποιες ήταν οι προσδοκίες των διατελεσάντων Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π.


όταν αποδέχτηκαν τη θέση του Προέδρου;
2. Πώς επηρέαζε τη λειτουργία του Ε.ΣΥ.Π. η συνεργασία των
Προέδρων του με τον εκάστοτε Υπουργό Παιδείας;
3. Είχε το Ε.ΣΥ.Π. ουσιαστικά τη δυνατότητα να καθορίζει θέματα στη
διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής του Υπουργείου Παιδείας;
4. Θα πρέπει ένας τέτοιος θεσμός να μελετάει τα εκπαιδευτικά θέματα
που του αναθέτει το Υπουργείο Παιδείας ή τα θέματα τα οποία
καθορίζει ο ίδιος ως πρωτεύοντα;
5. Πώς επηρέαζε τη λειτουργία του Ε.ΣΥ.Π. η απουσία οικονομικής
αυτοτέλειας και η εξάρτηση από τη χρηματοδότηση του Υπουργείου;
6. Ποια ήταν η συμμετοχή και η συμβολή του Ε.ΣΥ.Π. στις διαδικασίες
των Εθνικών Διαλόγων που διενεργήθηκαν από τις εκάστοτε πολιτικές
ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας;
7. Πώς αξιολογείται συνολικά ο θεσμός του Ε.ΣΥ.Π. και οι δράσεις του;
8. Ποιες αλλαγές θα μπορούσαν να γίνουν στο ρόλο, τη δομή και τις
αρμοδιότητες του θεσμού σε μια μελλοντική επανίδρυσή του;

48
Κεφάλαιο 5: Μεθοδολογία της έρευνας
5.1 Η επιλογή της ερευνητικής μεθόδου

Στο πρώτο μέρος της παρούσας έρευνας μελετήθηκε και αναλύθηκε ο


θεσμός του Ε.ΣΥ.Π. με ιστορική έρευνα. Η ιστορική έρευνα είναι συστηματικός και
αντικειμενικός εντοπισμός, εκτίμηση και σύνθεση μαρτυριών, ώστε να καταγραφούν
τα γεγονότα και να μας οδηγήσουν σε συμπεράσματα στο πλαίσιο της κριτικής
αναζήτησης (Borg, 1963 στο Cohen, Manion & Morrison, 2008). Στην ιστορική
έρευνα οι πηγές δεδομένων μπορούν να χωριστούν σε δύο βασικές ομάδες: σε
πρωτογενείς πηγές και σε δευτερογενείς πηγές. Πρωτογενείς είναι οι πηγές
δεδομένων οι οποίες χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία. Στο θεωρητικό μέρος της
εργασίας χρησιμοποιήσαμε πηγές οι οποίες θεωρούνται πρωτογενείς πηγές
δεδομένων: Νόμους, Προεδρικά Διατάγματα και Πρακτικά Συνεδριάσεων. Πολύ
σημαντικές πρωτογενείς πηγές δεδομένων αποτέλεσαν τα ημερολόγια και τα
επίσημα έγγραφα τα οποία αντλήθηκαν από το προσωπικό αρχείο της ερευνήτριας.
Η αξιολόγηση αυτών των δεδομένων και των αρχείων αναφέρεται ως ιστορική
κριτική, η οποία γίνεται συνήθως σε δύο στάδια. Σύμφωνα με τα δύο στάδια της
ιστορικής κριτικής, το στάδιο της εξωτερικής και το στάδιο της εσωτερικής κριτικής,
όλες οι παραπάνω πηγές, τα δεδομένα και τα αρχεία χαρακτηρίζονται από
αυθεντικότητα, πρωτοτυπία, ακρίβεια και αξιοπιστία και επομένως επιβεβαιώνεται
η αξία τους για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης (Cohen, Manion & Morrison,
2008). Συνιστούν έτσι αξιόπιστες και ικανές πηγές ώστε να συμβάλουν σε μία
πληρέστερη κατανόηση του θεσμού του Ε.ΣΥ.Π. Η χρησιμότητα άλλωστε της
ιστορικής έρευνας και στο χώρο της εκπαίδευσης είναι αδιαμφισβήτητη.

Στο δεύτερο μέρος της εργασίας, για τη διεξαγωγή της έρευνας επιλέχθηκε η
ποιοτική προσέγγιση του θέματος με την ερευνητική μέθοδο της μελέτης
περίπτωσης. Η ποιοτική μέθοδος επιλέχθηκε γιατί μπορεί να δίνει έμφαση σε μη
μετρήσιμα, ποιοτικά χαρακτηριστικά με στόχο την εξήγηση, την ερμηνεία, την
κατανόηση και την ανάδειξη σε βάθος του θέματος (Ιωσηφίδης, 2003). Θεωρήσαμε
ότι η ποιοτική έρευνα αποτελεί την καταλληλότερη μέθοδο στην παρούσα εργασία,
η οποία απαιτεί την σε βάθος κατανόηση του συμμετέχοντα. Η μελέτη περίπτωσης
είναι πολύτιμη και έχει αρκετά πλεονεκτήματα: συλλέγει πλούσιες περιγραφές
γεγονότων και τονίζει συγκεκριμένα γεγονότα που είναι σχετικά με την περίπτωση,

49
επικεντρώνεται σε άτομα και προσπαθεί να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο
αντιλαμβάνονται τις καταστάσεις, αναμιγνύει την περιγραφή με την ανάλυση των
γεγονότων και αποτελεί «μια προσπάθεια σκιαγράφησης του πλούτου της
περίπτωσης κατά τη διάρκεια της τελικής αναφοράς» (Hitchcock & Hughes, 1995,
στο Cohen et al., 2008). Επιπλέον οι μελέτες περίπτωσης αποτυπώνουν μοναδικά
χαρακτηριστικά τα οποία μπορεί να αποδειχθούν καίρια για την κατανόηση του
θέματος, τα αποτελέσματα γίνονται πιο εύκολα κατανοητά, είναι ισχυρά
συνδεδεμένα με την πραγματικότητα και «μπορούν να χτίσουν πάνω σε απρόσμενα
γεγονότα». Στη μελέτη περίπτωσης μπορεί για παράδειγμα να διερευνηθεί ένα
εκπαιδευτικό ίδρυμα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (Ξωχέλλης, 2016). Στην παρούσα
έρευνα μελετάται ένας θεσμός με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Τα μειονεκτήματα της
μεθόδου είναι ότι δεν είναι εύκολο να υποβληθεί σε επανέλεγχο, γεγονός που
σημαίνει ότι μπορεί να είναι προκατειλημμένη και υποκειμενική και ότι μπορεί να
είναι επιρρεπής σε προκαταλήψεις του ερευνητή (Cohen et al., 2008).

5.2 Το ερευνητικό εργαλείο

Για τη διεξαγωγή της έρευνας επιλέξαμε ως ερευνητικό εργαλείο τη


συνέντευξη, η οποία αποτελεί μια πολύ διαδεδομένη μέθοδο για την άντληση
ποιοτικού υλικού στις κοινωνικές επιστήμες. Πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες
θεωρούν πως οι συνεντεύξεις προσφέρουν πληροφορίες υψηλότερης ποιότητας και
με μικρότερο βαθμό στατιστικής μεροληψίας, από άλλες μεθόδους που έχουν στη
διάθεσή τους. Πραγματικά, στη διερεύνηση ορισμένων θεμάτων, η διενέργεια
συνεντεύξεων μπορεί να αποτελεί τον μοναδικό τρόπο, ο οποίος θα μας επιτρέψει
να σχηματίσουμε μια ρεαλιστική εικόνα για την άποψη που έχουν οι ερωτώμενοι για
το θέμα (Howard & Sharp, 1994).

Αναφερόμενος στις συνεντεύξεις ο Woods (1991) υποστηρίζει ότι συχνά είναι


ο μόνος τρόπος για να διαπιστώσουμε ποιες είναι οι αντιλήψεις των ανθρώπων
σχετικά με συγκεκριμένα θέματα ή γεγονότα, να συλλέξουμε πληροφορίες για αυτά
και είναι επιπλέον ένα μέσον για να κινηθεί η ροή των δεδομένων, ώστε να
προκαλέσουμε τις καταστάσεις να προχωρήσουν. Η συνέντευξη είναι ένα
ερευνητικό εργαλείο το οποίο επιτρέπει να υπεισέρθουμε στον τρόπο που οι
ερωτώμενοι αντιλαμβάνονται τις καταστάσεις, στις σκέψεις τους και στις απόψεις
50
τους, επιχειρώντας την αποκρυστάλλωση της δικής τους αλήθειας (Denzin &
Lincoln, 2011). Είναι μία πρακτική συζήτησης κατά την οποία η γνώση παράγεται
από τη διάδραση μεταξύ του ερευνητή και του ερευνώμενου (Brinkmann, 2008). Ο
Kvale (1996, στο Cohen et al., 2008) προσεγγίζει τη συνέντευξη με την έννοια της
ανταλλαγής απόψεων μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ατόμων για ένα θέμα κοινού
ενδιαφέροντος με στόχο την παραγωγή γνώσης. Η γνώση αυτή πρέπει να
προσεγγίζεται ως προϊόν των συμμετεχόντων το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την
παραγωγή περισσότερο δεδομένων παρά θεσφάτων, σύμφωνα με τον Laing (1967,
στο Cohen et al., 2008).

Ανάλογα με τα κριτήρια που εφαρμόζονται διακρίνονται διάφοροι τύποι


συνεντεύξεων. Οι διαφορετικοί τύποι συνέντευξης μπορούν να σχετισθούν ως ένα
βαθμό με το «βάθος» των αποκρίσεων που αναζητάμε. Οι συνεντεύξεις που
διακρίνονται ανάλογα με το βαθμό δόμησης και τυποποίησης που εφαρμόζεται από
τον ερευνητή είναι τριών ειδών: η πλήρως δομημένη συνέντευξη (structured
interview), η ημιδομημένη συνέντευξη (semi - structured interview) και η μη
δομημένη συνέντευξη (unstructured interview) (Robson, 2010).

Η πλήρως δομημένη συνέντευξη βασίζεται σε αυστηρά προκαθορισμένες


ερωτήσεις, οι οποίες τίθενται με τον ίδιο τρόπο ως προς το περιεχόμενό τους και ως
προς τη σειρά με την οποία τίθενται στον ερωτώμενο (Ιωσηφίδης, 2003).

Στη μη δομημένη συνέντευξη οι ερωτήσεις δεν είναι προκαθορισμένες και


βασίζεται σε θεματικές περιοχές πάνω στις οποίες αναπτύσσεται η συνέντευξη
(Ιωσηφίδης, 2017).

Στην ημιδομημένη συνέντευξη οι ερωτήσεις είναι προκαθορισμένες, αλλά ο


ερευνητής έχει μεγάλη ευελιξία, ανάλογα με την αντίληψή του και την εξέλιξη της
συνέντευξης, να τροποποιήσει το περιεχόμενο των ερωτήσεων, τη σειρά τους,
καθώς και να αφαιρέσει ή να προσθέσει ερωτήσεις κατά τη διάρκεια της συζήτησης
(Robson, 2010).

Από τα βασικότερα μειονεκτήματα γενικά της συνέντευξης και κυρίως της


ημιδομημένης και της μη δομημένης συνέντευξης είναι ότι αποτελούν μία μέθοδο
εξαιρετικά χρονοβόρα ως προς την υλοποίηση, ως προς τον σχεδιασμό, αλλά και
ως προς την απόκτηση πρόσβασης στους ερωτώμενους. Επίσης προϋποθέτουν
αυξημένα επικοινωνιακά προσόντα από την πλευρά του ερευνητή και γνήσιο

51
ενδιαφέρον. Επιπλέον, μειονέκτημα αποτελεί το γεγονός ότι πολλές φορές ένα
σημαντικό τμήμα των πληροφοριών που συλλέγεται από τις συνεντεύξεις μπορεί να
κριθεί ότι δεν είναι απαραίτητο και να μην γίνει αντικείμενο ανάλυσης (Steward και
Cash, 1991, Kvale, 1996 στο Ιωσηφίδης, 2008).

Τα πλεονεκτήματα της ημιδομημένης συνέντευξης και της μη δομημένης


συνέντευξης είναι πολλά. Κατ’ αρχήν, όπως προαναφέραμε, δίνει τη δυνατότητα να
ελισσόμαστε κατά τη διεξαγωγή της με σκοπό να αντλήσουμε πληροφορίες σε
βάθος, προκειμένου να διερευνήσουμε αναλυτικότερα το θέμα μας. Παράλληλα μας
επιτρέπει να εμπλακούμε σε μία άμεση διαδραστική σχέση με τους ερωτώμενους,
να τους ακούσουμε και να αποκτήσουμε πρόσβαση σε αυτά που έχουν να μας
διατυπώσουν (Mason, 2003). Πολλοί ερευνητές άλλωστε υπογραμμίζουν την
ιδιαιτερότητα της σχέσης μεταξύ του ερευνητή που διεξάγει τη συνέντευξη και του
προσώπου που παραχωρεί τη συνέντευξη και αναφέρονται μεταξύ άλλων στην
ειλικρίνεια και στην αλληλεπίδραση (Verma & Mallick, 2004).

Οι ημιδομημένες και οι μη δομημένες συνεντεύξεις χρησιμοποιούνται ευρέως


σε ευέλικτα ποιοτικά σχέδια και σε αυτές αναφέρεται συνήθως ο όρος «ποιοτική
συνέντευξη» (Mason, 2003). Τον τύπο της ημιδομημένης συνέντευξης εις βάθος
επιλέξαμε να χρησιμοποιήσουμε στην παρούσα έρευνα για να διερευνήσουμε τις
απόψεις των διατελεσάντων Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π. για τη λειτουργία και την
αποτίμηση του θεσμού.

5.3 Η τεχνική συλλογής του υπό έρευνα υλικού

Η επιλογή της ημιδομημένης συνέντευξης εις βάθος ως τεχνική συλλογής του


υπό έρευνα υλικού επιλέχθηκε για την ευελιξία που μας προσφέρει κατά τη
συζήτηση, την οποία θεωρούμε ιδιαίτερα χρήσιμη για τους σκοπούς της παρούσας
έρευνας. Η ευελιξία προσφέρει στην ερευνήτρια τη δυνατότητα τροποποίησης του
περιεχομένου των ερωτήσεων, ώστε να εστιάσει το δυνατόν περισσότερο στη
διερεύνηση των εμπειριών και των απόψεων των ερωτώμενων. Ταυτόχρονα, η
ευελιξία αυτή προσφέρει και στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα να αποκρίνονται
στις ερωτήσεις αναδεικνύοντας σημαντικές πτυχές του θέματος που προκύπτουν με

52
βάση τις εμπειρίες και τις απόψεις τους και οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερο
ενδιαφέρον στη μελέτη μας.

Επιπρόσθετα, η αμεσότητα, η ειλικρίνεια, η αμοιβαία εμπιστοσύνη και η


αλληλεπίδραση μεταξύ της ερευνήτριας και των συμμετεχόντων κατά τη διεξαγωγή
της συνέντευξης θεωρούμε ότι είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη της
εμβάθυνσης στα θέματα της παρούσας έρευνας.

Το σχέδιο της συνέντευξης (interview schedule) περιλαμβάνει τον καθορισμό


των αξόνων, οι οποίοι θα αποτελέσουν τη βάση πάνω στην οποία θα
διαμορφωθούν στη συνέχεια οι ερωτήσεις. Τα ερευνητικά ερωτήματα τα οποία
διατυπώσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο αποτέλεσαν την αφετηρία για να
προσδιορίσουμε τους βασικούς κατευθυντήριους άξονες της έρευνας, οι οποίοι
είναι:

 Το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας και η δομή του θεσμού του Ε.ΣΥ.Π.


 Οι δράσεις του Ε.ΣΥ.Π. και ο ρόλος του στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής
πολιτικής
 Ο ρόλος του Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π.
 Αποτίμηση – αξιολόγηση του θεσμού του Ε.ΣΥ.Π.

Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο της συνέντευξης θεωρείται ο σχεδιασμός και η


διατύπωση των ερωτήσεων. Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι ερωτήσεων.
Στην παρούσα έρευνα επιλέχθηκαν «ανοιχτές ερωτήσεις» (open questions), επειδή
είναι ο τύπος των ερωτήσεων οι οποίες δεν προβάλλουν κανέναν περιορισμό στο
περιεχόμενο ή τον τρόπο της απάντησης και αφήνουν τον ερωτώμενο ελεύθερο να
αναπτύξει την απάντησή του χωρίς άλλη προτροπή (Verma & Mallick, 2004).
Επιπλέον είναι ευέλικτες και επιτρέπουν την εμβάθυνση της συζήτησης, την
επεξήγηση τυχόν ασαφειών, την ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ ερευνητή και
ερωτώμενου και έχουν τη δυνατότητα να παράγουν απρόσμενες απαντήσεις
(Robson, 2010). Επιλέξαμε επίσης «ερωτήσεις γνώμης» (opinion questions), επειδή
είναι ο τύπος των ερωτήσεων οι οποίες στοχεύουν στην διερεύνηση των στάσεων
και των αντιλήψεων των ερωτώμενων για διάφορα κοινωνικά φαινόμενα και
διαδικασίες (Ιωσηφίδης, 2008). Επιπλέον χρησιμοποιήσαμε «ερωτήσεις
εμβάθυνσης» (probes), επειδή με τον τύπο αυτών των ερωτήσεων δίνεται η
δυνατότητα διερεύνησης νέων διαστάσεων, διευκρινίσεων, έμφασης στο εκάστοτε

53
ζήτημα, αναζήτησης μίας προσωπικής απόκρισης και αναζήτησης μίας περαιτέρω
απόκρισης (Robson, 2010, Ιωσηφίδης, 2008).

Εφόσον υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι να γίνονται οι ερωτήσεις,


φυσικό να υπάρχουν και αρκετοί τρόποι να απαντηθούν οι ερωτήσεις. Επιλέξαμε να
χρησιμοποιήσουμε του τύπο της «μη δομημένης απάντησης», επειδή επιτρέπει
στον ερωτώμενο να απαντήσει με οποιονδήποτε τρόπο επιλέξει. Το κύριο
μειονέκτημα είναι ότι τα δεδομένα που εξάγονται από τη μη δομημένη απάντηση
είναι σαφώς δυσκολότερο να κωδικοποιηθούν και να ποσοτικοποιηθούν, από ότι τα
στοιχεία της δομημένης απάντησης. Το πλεονέκτημα είναι ότι με τη μη δομημένη
απάντηση εξασφαλίζεται ότι ο ερωτώμενος έχει την ελευθερία να δώσει τη δική του
απάντηση, με τον τρόπο που επιθυμεί, αντί να περιορίζεται από τον τύπο της
απάντησης (Cohen & Manion, 2000).

Σύμφωνα με τα όσα προαναφέραμε, με τα ερευνητικά ερωτήματα που


προσδιορίσαμε και με τους βασικούς κατευθυντήριους άξονες που καθορίσαμε, στη
συνέχεια συγκροτήσαμε έναν ευέλικτο οδηγό συνέντευξης (interview guide), ο
οποίος περιλαμβάνει τις ερωτήσεις που διατυπώσαμε, οι οποίες είναι οι εξής:

1. Όταν σας προτάθηκε και αποδεχτήκατε τη θέση και σας ψήφισε η αρμόδια
επιτροπή της Βουλής ως Πρόεδρο του Ε.ΣΥ.Π., πόσο πιστεύατε ότι μπορούσατε να
συμβάλετε στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής του Υπουργείου Παιδείας;

2. Ποια πιστεύετε ότι πρέπει να είναι η σχέση του Προέδρου με τον εκάστοτε
Υπουργό Παιδείας και πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Υπουργό και γενικότερα
με το Υπουργείο Παιδείας;

3. Πώς ήταν η συνεργασία σας με τα μέλη των Ολομελειών και γενικότερα με


όλους τους συμμετέχοντες φορείς;

4. Ποιες στρατηγικές επιστρατεύσατε ως Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. για την


επίτευξη διαλόγου για τα θέματα της Παιδείας;

5. Σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του το Ε.ΣΥ.Π. ήταν


«γνωμοδοτικό όργανο προς τον Υπουργό Παιδείας, για ζητήματα εκπαιδευτικού
σχεδιασμού και για μείζονος σημασίας ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής». Ωστόσο

54
δεν απαιτούνταν η γνωμοδότησή του για όλα τα θέματα παιδείας προτού ο
Υπουργός Παιδείας προχωρήσει σε νομοθέτησή τους. Πώς το σχολιάζετε;

6. Για κάποια θέματα ήταν απαραίτητη η γνωμοδότηση του Ε.ΣΥ.Π. και


κάποιες, ελάχιστες, αποφάσεις του, όπως οι αντιστοιχίσεις μεταξύ των Τμημάτων
των ΑΕΙ, (από το Σ.Α.Π.Ε. και το Σ.Α.Τ.Ε.) ήταν δεσμευτικές για τον Υπουργό.
Πιστεύετε ότι ένα τέτοιο όργανο θα έπρεπε να έχει και αρμοδιότητα αποφάσεων
δεσμευτικών για τον Υπουργό ή ο ρόλος του πρέπει να περιορίζεται μόνο ως
συμβουλευτικός – γνωμοδοτικός;

7. Όταν ο Υπουργός Παιδείας ζητούσε τη γνωμοδότηση του Ε.ΣΥ.Π. και,


μετά από σχετικό διάλογο, του καταθέτατε τα πορίσματα και τις αντίστοιχες
προτάσεις, τα έκανε δεκτά και σε ποιο βαθμό νομοθετούσε στη βάση αυτών;

8. Το Ε.ΣΥ.Π. είχε τη δυνατότητα να θέτει θέματα στην ατζέντα της


εκπαιδευτικής πολιτικής του Υπουργείου. Πόσο συχνά συνέβαινε και τι ανταπόκριση
είχατε;

9. Για θέματα τα οποία πιστεύατε ότι θα έπρεπε να τεθούν στην ατζέντα του
Υπουργού Παιδείας πώς ενεργούσατε;

10. Πιστεύετε ότι το Ε.ΣΥ.Π. θα έπρεπε να μελετάει θέματα ανεξάρτητα από


το εάν αυτά, είτε δεν είναι στις προτεραιότητες του Υπουργού Παιδείας, είτε δεν
πείθεται/δέχεται ο Υπουργός ή η κυβέρνηση να ασχοληθεί με αυτά;

11. Με το πόρισμα της μελέτης του κάθε θέματος και την κατάθεσή του στον
Υπουργό Παιδείας, θεωρείτε ότι θα πρέπει να σταματάει ο ρόλος του Ε.ΣΥ.Π., ή τα
πορίσματά του θα πρέπει να τα δημοσιοποιεί ευρέως;

12. Οι Ολομέλειες των Συμβουλίων ήταν της τάξεως των 40 – 50 ατόμων,


μιας και συγκροτούνταν με ευρεία συμμετοχή όλων των άμεσα και έμμεσα
εμπλεκόμενων - φορέων, οργανώσεων, κομμάτων κλπ - με την Παιδεία στη χώρα
μας. Αυτή η δομή εξασφάλιζε την πραγματική ανεξαρτησία του Ε.ΣΥ.Π. ή θα έπρεπε
η συγκρότησή του να είναι πιο ολιγομελής;

13. Το Ε.ΣΥ.Π. δεν είχε δικό του προϋπολογισμό. Η μη ύπαρξη σταθερής


χρηματοδότησης πιστεύετε ότι επηρέασε τη λειτουργία του και πώς;

14. Κατά τη θητεία σας ως Πρόεδρος, όπως και όλοι οι Πρόεδροι του Ε.ΣΥ.Π.,
αποφασίσατε να μην ενεργοποιήσετε τη διαδικασία για καθορισμό αμοιβής δικής

55
σας, των μελών των Ολομελειών και των επιτροπών, προκειμένου η όποια
ενασχόληση με το Ε.ΣΥ.Π. να μη συνδέεται με αμοιβές. Πιστεύετε πως η απόφασή
σας ίσως να λειτούργησε ανασταλτικά ως προς την προθυμία των μελών για ενεργό
συμμετοχή στις διαδικασίες του Ε.ΣΥ.Π.;

15. Ο Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. είχε νομοθετικά μεγάλη ευελιξία ως προς τη


συγκρότηση ad hoc επιτροπών για τη μελέτη συγκεκριμένων θεμάτων. Συμφωνείτε
ή θεωρείτε πως θα έπρεπε όλες οι επιτροπές να αποτελούνται οριοθετημένα μόνο
από τα μέλη των Ολομελειών του Ε.ΣΥ.Π.;

16. Κάποια Ευρωπαϊκά Συμβούλια Παιδείας έχουν και άλλες αρμοδιότητες


και στη δομή τους αποτελούνται, για παράδειγμα, από συγκροτημένα τμήματα
έρευνας και τεκμηρίωσης, μονάδες αξιολόγησης και πιστοποίησης. Ποια είναι η
γνώμη σας επ’ αυτού;

17. Πώς αξιολογείτε / αποτιμάτε τις δράσεις του Ε.ΣΥ.Π. κατά τη θητεία σας
ως Πρόεδρός του;

18. Πώς αξιολογείτε / αποτιμάτε τις δράσεις του Ε.ΣΥ.Π. συνολικά;

19. Πώς αξιολογείτε το θεσμό του Ε.ΣΥ.Π. συνολικά; (Με βάση ποια κριτήρια
θα μπορούσε να αξιολογηθεί ο θεσμός;)

20. Πιστεύετε ότι ένας εθνικός διάλογος για την παιδεία θα πρέπει να
διεξάγεται στα πλαίσια ενός θεσμοθετημένου ανεξάρτητου φορέα, όπως ήταν το
Ε.ΣΥ.Π., ή ο τρόπος πραγματοποίησής του πρέπει να είναι επιλογή αποκλειστικά
του εκάστοτε Υπουργού Παιδείας;

21. Στην πρώτη περίπτωση (εθνικός διάλογος στα πλαίσια ενός


θεσμοθετημένου ανεξάρτητου φορέα) τα πορίσματα του διαλόγου θα πρέπει να
δεσμεύουν τον Υπουργό Παιδείας; (εάν ναι, σε ποιο βαθμό;)

22. Κλείνοντας θα θέλατε να προσθέσετε κάτι; (στο οποίο είτε δεν


αναφερθήκαμε καθόλου, είτε δεν αναφερθήκαμε αναλυτικά)

56
5.4 Επιλογή του δείγματος και συμμετέχοντες

Η δειγματοληψία αναφέρεται στην στρατηγική για την επιλογή ενός αριθμού


ατόμων το οποίο θα συμπεριληφθεί στην έρευνα. Είναι η μέθοδος που
χρησιμοποιούμε για την επιλογή του δείγματος της έρευνας. Οι στρατηγικές για την
επιλογή του δείγματος ποικίλλουν. Στην ποσοτική έρευνα η δειγματοληψία
αποσκοπεί στην επιλογή ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος, με στόχο τα
συμπεράσματα που θα προκύψουν να μπορούν να γενικευθούν σε όλα τα μέλη του
πληθυσμού από τον οποίο προήλθε το δείγμα (Marshall, 1996).

Σε αντίθεση με την ποσοτική έρευνα, στην ποιοτική έρευνα, σύμφωνα με τον


(Patton, 2002) η δειγματοληψία αποσκοπεί στο να εντοπίσει περιπτώσεις πλούσιες
σε πληροφορίες (information – rich cases), δηλαδή περιπτώσεις οι οποίες
προσφέρονται για μελέτη σε βάθος και από τις οποίες μπορούμε να αποκομίσουμε
πολλά, σχετικά με ζητήματα κεντρικής σημασίας για το σκοπό της έρευνας.

Η επιλογή του δείγματος της παρούσας έρευνας έγινε με την εφαρμογή της
«σκόπιμης δειγματοληψίας» (purposeful ή purposive sampling), σύμφωνα με την
οποία επιλέγουμε ενεργητικά και σκόπιμα τα άτομα που εξυπηρετούν με τον
καλύτερο τρόπο τους σκοπούς και τα ερωτήματα της έρευνας (Patton, 2002).
Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό η ερευνήτρια βασίστηκε στη γνώση που διαθέτει
για το υπό μελέτη θέμα (Marshall, 1996). Στην ευρύτερη κατηγορία της σκόπιμης
δειγματοληψίας εντάσσονται ποικίλες διαφορετικές δειγματοληπτικές στρατηγικές οι
οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην ποιοτική έρευνα. Επιλέξαμε να
χρησιμοποιήσουμε τη «δειγματοληψία πολιτικά σημαντικών περιπτώσεων»
(sampling politically important cases) ακριβώς επειδή η επιλογή συνίσταται στο
πολιτικό περιεχόμενο των περιπτώσεων το οποίο είναι πολύ σημαντικό (Patton,
2002). Λόγω της σημαντικότητάς τους οι περιπτώσεις αυτές προσελκύουν το
ενδιαφέρον και θεωρούμε πως οδηγούν σε καλύτερη αξιοποίηση των
αποτελεσμάτων της έρευνας (Ίσαρη & Πουρκός, 2016).

Στην ποιοτική έρευνα το μέγεθος του δείγματος δεν χρειάζεται να είναι


μεγάλο. Αντιθέτως, ένα μεγάλο δείγμα συνήθως λειτουργεί αρνητικά για την
εγκυρότητα της ποιοτικής έρευνας, γιατί έτσι χάνονται τα υποκειμενικά και
εξατομικευμένα χαρακτηριστικά, τα οποία θέλει να κατανοήσει η ποιοτική έρευνα
(Μαντζούκας, 2007). Επιπρόσθετα, ο Patton (2002) κάνοντας μία διάκριση ανάμεσα

57
στο βάθος και στο εύρος, αναφέρει πως μία έρευνα σε βάθος λίγων υποκειμένων
μπορεί να αποφέρει πλούσιες πληροφορίες από λίγα άτομα.

Πρωταρχική μας μέριμνα συνιστά η απόκτηση της όσο το δυνατόν καλύτερης


ποιοτικά πληροφορίας καθώς και της εμβάθυνσης στο πλαίσιο της έρευνας. Από
την αρχική ιδέα της έρευνας η ερευνήτρια θεώρησε πως το πιο κατάλληλο δείγμα
ήταν οι διατελέσαντες Πρόεδροι του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, οι οποίοι είναι
τα πλέον κατάλληλα πρόσωπα για να διαφωτίσουν την έρευνα για το θεσμό. Η
συνέντευξη μαζί τους θα μας επέτρεπε να αντλήσουμε πλούσιες πληροφορίες και
να αναδείξουμε σημαντικά δεδομένα και στοιχεία που δεν θα ήταν δυνατό να
αντληθούν από καμία άλλη ερευνητική πηγή.

Για το λόγο αυτό απευθυνθήκαμε σε όλους τους διατελέσαντες Προέδρους


του Ε.ΣΥ.Π. Τους πληροφορήσαμε για τη διεξαγωγή της έρευνας στα πλαίσια του
μεταπτυχιακού προγράμματος και για τους σκοπούς της και τους προτείναμε να μας
παραχωρήσουν μία συνέντευξη σε βάθος. Όλοι αποδέχτηκαν την πρότασή μας
απευθείας και με ιδιαίτερη χαρά.

Συνεπώς στην παρούσα έρευνα είχαμε την τιμή να μας παραχωρήσουν


συνεντεύξεις οι:

 Αθανάσιος Βερέμης, Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής


Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών,
 Αλέξιος Λυκουργιώτης, Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Χημείας του
Πανεπιστημίου Πατρών,
 Σωκράτης Κάτσικας, Καθηγητής και Πρύτανης στο Ανοικτό
Πανεπιστήμιο Κύπρου και Καθηγητής του Τμήματος Ψηφιακών
Συστημάτων του Πανεπιστημίου Πειραιώς,
 Νικόλαος Θεοτοκάς, Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και
Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών
Επιστημών.

58
Οι συνεντεύξεις με πολιτικά σημαντικά πρόσωπα μπορεί να ενέχουν
σημαντικές δυσκολίες, με κυριότερες:

 τη δυσκολία προσέγγισης των προσώπων, επειδή είναι άτομα


πολυάσχολα και επιφυλακτικά στο να ανοίγονται,
 τη δυσκολία στην οικοδόμηση σχέσης εμπιστοσύνης και στην
καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης, ώστε οι μετέχοντες να δίνουν
πλήρεις και έντιμες απαντήσεις.
Οι παραπάνω δυσκολίες οι οποίες συχνά μπορεί να αποβούν ανασταλτικές
και αποτρεπτικές ακόμη και για τη διεξαγωγή της έρευνας, στην παρούσα έρευνα
δεν υφίστανται. Η ερευνήτρια είχε στενή, μακρόχρονη και, κυρίως, άψογη
συνεργασία με όλους τους συμμετέχοντες και η σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης
προϋπήρχε, γεγονός που συνετέλεσε ιδιαίτερα στην επίτευξη των στόχων της
έρευνας.

5.5 Η συλλογή των δεδομένων

Το επόμενο στάδιο ήταν η συλλογή, ή παραγωγή, των δεδομένων με την


πραγματοποίηση της συνέντευξης (interviewing). Μετά από συνεννόηση με τους
συμμετέχοντες ορίστηκε αρχικά ο τρόπος και στη συνέχεια ο χρόνος της
συνέντευξης. Η διαδικασία της συνέντευξης μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε
πρόσωπο με πρόσωπο είτε τηλεφωνικά. Η τηλεφωνική συνέντευξη μοιράζεται
πολλά από τα πλεονεκτήματα της συνέντευξης πρόσωπο με πρόσωπο, όπως τη
δυνατότητα διόρθωσης των παρερμηνειών, τη δυνατότητα χρήσης διευκρινιστικών
ερωτήσεων. Μειονέκτημα της τηλεφωνικής συνέντευξης είναι ότι ο ερευνητής δεν
έχει άμεση επαφή με τον συμμετέχοντα και αυτό προκαλεί περιορισμένη
επικοινωνία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα του ερευνητή να κατανοεί
τις αντιλήψεις του ατόμου που παραχωρεί τη συνέντευξη (Creswell, 2016) και
επιπλέον είναι πιο δύσκολο να επιτευχθεί μία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του
ερευνητή και των ερωτώμενων (Robson, 2010).

Από την άλλη πλευρά, πλεονέκτημα θεωρείται το γεγονός ότι οι τηλεφωνικές


συνεντεύξεις μπορεί να ενισχύσουν την αξιοπιστία τους, καθώς ο ερωτώμενος
μπορεί να αποκαλύψει πληροφορίες που ενδεχομένως να μην είναι τόσο πρόθυμα

59
διαθέσιμες σε μία πρόσωπο με πρόσωπο κατάσταση (Miller & Cannell, 1997, στο
Cohen et al., 2008).

Οι συνεχείς επαγγελματικές υποχρεώσεις των πολιτικά σημαντικών


συμμετεχόντων εντός και εκτός της χώρας, καθώς και το γεγονός της πολύ μεγάλης
γεωγραφικής διασποράς τόσο μεταξύ τους, όσο και σε σχέση με την ερευνήτρια,
οδήγησαν στην απόφαση οι συνεντεύξεις να διενεργηθούν τηλεφωνικά. Τα
μειονεκτήματα που προαναφέραμε δεν υφίστανται στην παρούσα έρευνα. Ήταν
κοινή η πεποίθηση ότι η διεξαγωγή της συνέντευξης τηλεφωνικά δεν επηρέαζε την
εγκυρότητα και την αξιοπιστία της έρευνας, λόγω της προϋπάρχουσας σχέσης
ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης της ερευνήτριας με όλους τους συμμετέχοντες.
Πράγματι, όπως ήταν αναμενόμενο όλες οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν σε άριστο
κλίμα, ιδιαίτερα φιλικό και αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους μπορούν να καταγραφούν οι


πληροφορίες της συνέντευξης. Επιλέχθηκε η ψηφιακή καταγραφή της συνέντευξης
σε μαγνητόφωνο. Η χρονική διάρκεια της κάθε συνέντευξης ήταν περίπου 60 λεπτά.
Ακολούθησε η διαδικασία της απομαγνητοφώνησης. Είναι το στάδιο της
προετοιμασίας του υλικού για ανάλυση (transcribing), το οποίο περιλαμβάνει την
ενέργεια μετατροπής του ψηφιακά ηχογραφημένου προφορικού λόγου σε γραπτό
κείμενο. H διαδικασία επιλέχθηκε να πραγματοποιηθεί από την ερευνήτρια, γιατί
κατά τη διάρκειά της μπορεί να παραχθούν πολλές πληροφορίες και να
καρποφορήσουν ιδέες (Taylor, Bogdan, & Marjorie, 2016).

5.6 Δεοντολογικά ζητήματα στη διεξαγωγή της συνέντευξης

Τα ζητήματα ερευνητικής ηθικής καθώς και τα δεοντολογικά διλήμματα με τα


οποία έρχονται αντιμέτωποι οι ερευνητές είναι ιδιαίτερα σημαντικά στην ποιοτική
συνέντευξη, λόγω του προσωπικού χαρακτήρα που αποκτάει πολύ συχνά η
διαδικασία. Για το λόγο αυτό απαιτείται ιδιαίτερη ευαισθησία από την πλευρά του
ερευνητή. Είναι δύσκολο να διαμορφωθούν αυστηροί και απόλυτοι δεοντολογικοί
κανόνες καθώς τα δεοντολογικά ζητήματα είναι εξ ορισμού υπό συζήτηση (Cohen
et al., 2008).

Στην αρχική μας επικοινωνία ζητήθηκε η συναίνεση για την καταγραφή της
συνέντευξης με μαγνητόφωνο και διευκρινίστηκε στους συμμετέχοντες ότι θα

60
τηρηθεί η ανωνυμία των απαντήσεών τους. Η ανωνυμία πρέπει να εξασφαλίζεται,
εκτός εάν γίνουν εκ των προτέρων ρυθμίσεις για το αντίθετο με τους συμμετέχοντες
(Frankfort-Nachmias και Nachmias, 1992, στο Cohen et al., 2008). Όλοι οι
συμμετέχοντες εξέφρασαν την επιθυμία και την προτροπή να αναφέρονται
ονομαστικά στην έρευνα εφόσον συμμετέχουν σε αυτήν ως πολιτικά σημαντικά
πρόσωπα. Αποδεχτήκαμε την προτροπή τους και συμφωνήσαμε μαζί τους να
αναφέρονται επώνυμα στην έρευνα οι τέσσερις Προέδροι του Ε.ΣΥ.Π.

Διευκρινίστηκε επίσης από την ερευνήτρια ότι η συνέντευξη θα σταματήσει


σε όποιο σημείο επιθυμεί ο συμμετέχων και ότι μπορεί να παραλειφθεί όποια
ερώτηση τον φέρνει πιθανά σε δύσκολη θέση. Διευκρινίστηκε επιπλέον ότι ακόμη
και εάν καταγραφούν κάποιες απαντήσεις και απόψεις, μπορεί να ζητήσει ο
συνεντευξιαζόμενος να παραλειφθούν και να μην δημοσιοποιηθούν (Κεδράκα,
2008).

5.7 Επεξεργασία δεδομένων και συγκρότηση κατηγοριών

Μετά από τη συγκέντρωση και την καταγραφή των δεδομένων της


συνέντευξης ακολούθησε η επόμενη φάση που είναι η ανάλυσή τους. Η ανάλυση
ποιοτικών δεδομένων είναι η διεργασία η οποία περιλαμβάνει όλες τις διαδικασίες
απόδοσης νοήματος, κατηγοριοποίησης και θεωρητικοποίησης του ποιοτικού
υλικού με στόχο την απάντηση στα ερευνητικά ερωτήματα, τον έλεγχο των
ερευνητικών υποθέσεων ή την ερμηνεία και κατανόηση φαινομένων, διαδικασιών
και συμπεριφορών (Ιωσηφίδης, 2008).

Τα δεδομένα αναλύθηκαν με τη μέθοδο της ανάλυσης περιεχομένου (content


analysis) η οποία είναι μια μέθοδος δευτερογενούς ανάλυσης ποιοτικού υλικού. Η
ανάλυση περιεχομένου είναι μια ερευνητική τεχνική που επιτρέπει την
επαναληπτικότητα και την έγκυρη εξαγωγή συμπερασμάτων για το περιεχόμενο
των υπό μελέτη στοιχείων, η οποία επικεντρώνεται στη διερεύνηση των συμβολικών
εννοιών που κρύβονται μέσα στα μηνύματα, είτε αυτά προέρχονται από τα γραπτό
είτε από τον προφορικό λόγο (Krippendorff, 2004).

Το επόμενο βήμα ήταν η συγκρότηση κατηγοριών. Σύμφωνα με τα


ερευνητικά ερωτήματα που θέσαμε και τους σκοπούς της έρευνας προβήκαμε στη

61
συγκρότηση του συστήματος κατηγοριών, με την επαγωγική προσέγγιση, κατά την
οποία οι κατηγορίες μορφοποιούνται μέσα από τα δεδομένα (Mayring, 2000).

Οι κατηγορίες που συγκροτήσαμε διαρθρώνονται ως εξής:

1. Οι οπτικές και οι προθέσεις των Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π. για τη δυνατότητα


ουσιαστικής συμβολής τους στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής
του Υπουργείου Παιδείας.

2. Συνεργασίες των Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π.

2.1. Συνεργασία με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας.

2.2. Συνεργασία με τα μέλη των Ολομελειών των Συμβουλίων.

3. Η ανεξαρτησία στην ατζέντα του Ε.ΣΥ.Π.

4. Οικονομική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια του Ε.ΣΥ.Π. και των μη αμειβόμενων


Προέδρων του.

5. Το Ε.ΣΥ.Π. και η ατζέντα της εκπαιδευτικής πολιτικής του εκάστοτε


Υπουργού Παιδείας.

6. Η συμμετοχή και η συμβολή του Ε.ΣΥ.Π. στις διαδικασίες των Εθνικών


Διαλόγων που διενεργήθηκαν από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες του
Υπουργείου Παιδείας.

7. Αξιολόγηση του θεσμού του Ε.ΣΥ.Π. και των δράσεών του.

8. Προτάσεις για το ρόλο, τη δομή και τις αρμοδιότητες ενός νέου Εθνικού
Συμβουλίου Παιδείας, λαμβάνοντας υπόψη την έως τώρα εμπειρία του
Ε.ΣΥ.Π. και των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Παιδείας.

Η τελική ενέργεια ήταν να ξαναδιαβαστούν οι απομαγνητοφωνημένες


συνεντεύξεις ώστε να διαπιστωθεί ότι δεν έχει γίνει κάποια παράλειψη αναφορικά
με όσα είχαν ειπωθεί από τους συμμετέχοντες στην έρευνα. Οι ψηφιακές και οι
απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις φυλάσσονται εμπιστευτικά από την
ερευνήτρια. Στην ανάλυση των δεδομένων κρίθηκε σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν
αυτούσια μεγάλα αποσπάσματα από τις απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις, γιατί
μόνο έτσι αποτυπώνονται με απόλυτη ακρίβεια οι απόψεις των συμμετεχόντων και
κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνονται άμεσα κατανοητές.

62
Κεφάλαιο 6: Ανάλυση υλικού - ευρήματα της έρευνας

Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες κατηγορίες προχωρήσαμε στην ανάλυση


των ποιοτικών δεδομένων τα οποία προέκυψαν από τις συνεντεύξεις. Στην κάθε
κατηγορία αναδεικνύονται τα σχετικά ευρήματα.

6.1 Οι οπτικές και οι προθέσεις των Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π. για τη


δυνατότητα ουσιαστικής συμβολής τους στη διαμόρφωση της
εκπαιδευτικής πολιτικής του Υπουργείου Παιδείας

Σε αυτήν την κατηγορία επιδιώκεται να ανιχνευθεί ποιες ήταν οι προσδοκίες


των Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π. για τη δυνατότητα ουσιαστικής συμβολής τους στη
διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής, όταν τους προτάθηκε η θέση του
Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π. από την πολιτική ηγεσία. Οι τρεις από τους τέσσερις
διατελέσαντες Προέδρους θεωρούσαν και πίστευαν, περισσότερο ή λιγότερο, ότι θα
μπορούσαν να συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής
πολιτικής του Υπουργείου Παιδείας.

Ο κ. Κάτσικας τονίζει χαρακτηριστικά:

Σ. Κ.: «Η απάντηση είναι αρκετά έως πολύ, γιατί εάν δεν το πίστευα αυτό δεν
θα αναλάμβανα Πρόεδρος. Είχα σαφή άποψη για το τι έπρεπε να είναι το
Ε.ΣΥ.Π.… Δεν ήταν αυτό, έτσι… Δεν έγινε ποτέ αυτό που πίστευα ότι έπρεπε
να είναι, αλλά εν πάση περιπτώσει εάν δεν πίστευα ότι μπορώ να συμβάλλω
δεν θα το αναλάμβανα. Επομένως η απάντηση είναι αρκετά έως πολύ. Σε άλλες
ερωτήσεις παρακάτω θα δούμε εάν αυτό έγινε τελικά».

Ο κ. Λυκουργιώτης αναφέρει:

Α. Λ.: «Εκείνη την περίοδο η υπουργός παιδείας είχε ανακοινώσει την πρόθεσή
της να εργασθεί για τη μεταρρύθμιση του νομοθετικού πλαισίου των Ανώτατων
Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία μου από την
εξαετή μου θητεία ως Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών και την εννεαετή

63
μου θητεία ως Πρόεδρος του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, όπου είχα
συμβάλλει και στην κατάρτιση του νομοθετικού του πλαισίου, θεωρούσα ότι θα
μπορούσα να συμβάλλω ουσιαστικά στην υπό εκδήλωση νομοθετική
προσπάθεια του υπουργείου».

Απολύτως αναλυτική ήταν η απάντηση του κ. Θεοτοκά:

Ν.Θ.: «Πριν να αναλάβω είχα μια μακρά συνάντηση με τον Υπουργό τον Νίκο
Φίλη, ο οποίος μου έκανε αυτήν την τιμητική πρόταση να αναλάβω την
Προεδρία του Ε.ΣΥ.Π. σ’ αυτή τη συζήτηση. Κι είχα εξηγήσει με τον πιο
κατηγορηματικό και ρητό τρόπο, ότι η Προεδρία ενός τέτοιου οργάνου έχει μία
τουλάχιστον προϋπόθεση: τη σχετική αυτονομία της λειτουργίας του από την
κυβέρνηση και, κυρίως, από τις κομματικές παρεμβάσεις. Ζήτησα χρόνο
διευκρινίζοντας ότι θα απαντήσω θετικά στον βαθμό που ο Υπουργός θα με
πείσει για αυτό το βασικό στοιχείο λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π. Τότε και μόνον θα
δεχτώ την τιμητική αυτή πρόταση. Καλώς ή κακώς πείστηκα και αποδέχτηκα
την ευθύνη αυτή αρκετούς μήνες πριν από την διαδικασία στην Επιτροπή
Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, τον Νοέμβριο του 2015. Είχα την
εντύπωση και την πεποίθηση, για να το πω έτσι, ότι ανοίγεται ένα κεφάλαιο στο
οποίο θα μπορούσε κανένας, με μεγάλες δυσκολίες ασφαλώς, να προχωρήσει
κάτι που από την Ανώτατη Εκπαίδευση, αλλά και από το σύνολο των
εκπαιδευτικών δομών έλειπε, δηλαδή μία ειλικρινή συζήτηση η οποία θα είχε
αποτελέσματα στις θεσμικές παρεμβάσεις μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Είχα
δηλαδή, θέλω να πω, την πεποίθηση ότι ο ορισμός μου στην Προεδρία του
οργάνου αυτού, του Ε.ΣΥ.Π. θα μπορούσε να ανοίξει έναν δρόμο για την
ανασυγκρότηση σε πιο λειτουργική μορφή του ίδιου του Ε.ΣΥ.Π. και κυρίως για
να πάρουν μορφή οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα της
εκπαίδευσης. Από την προσχολική εκπαίδευση, μέχρι τις μεταπτυχιακές και τις
διδακτορικές σπουδές».

64
Διαφοροποιημένη από τις προαναφερθείσες ήταν η απάντηση του κ. Βερέμη:

Α.Β.: «Ομολογώ ότι δεν είχα ιδέα για το σκοπό και τις δυνατότητες της θέσης
αυτής. Στη συνέχεια ανακάλυψα ότι κάθε θέση έχει δυνατότητες αν ασχοληθεί
κανείς σοβαρά με την αξιοποίησή τους».

6.2 Συνεργασίες των Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π.


6.2.1 Συνεργασία με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας

Οι απαντήσεις για τη σχέση του Προέδρου με τον Υπουργό Παιδείας


αναδεικνύουν την καθοριστική σημασία της ως προς την ενεργό συμμετοχή του
Ε.ΣΥ.Π., τόσο στη διαμόρφωση του καθορισμού της ατζέντας, όσο και γενικότερα
στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής του εκάστοτε Υπουργού Παιδείας. Από τις
ευθείς απαντήσεις των Προέδρων διαπιστώνουμε ότι οι σχέσεις του Προέδρου του
Ε.ΣΥ.Π. με τον εκάστοτε Υπουργό Παιδείας διαφοροποιούνται σε μία ευρεία
κλίμακα. Αυτό συμβαίνει ακόμη και κατά τη θητεία του ίδιου Προέδρου όταν
μεσολαβούν περισσότεροι Υπουργοί, διαφορετικών ή ακόμη και ίδιων
κυβερνήσεων.

Ο κ. Λυκουργιώτης σχετικά με τη συνεργασία του με την Υπουργό Παιδείας


κατά τη διάρκεια της τριετούς θητείας του αναφέρει σχετικά:

Α.Λ.: «Η σχέση μου με την υπουργό παιδείας κ. Διαμαντοπούλου ήταν


εξαιρετική και η συνεργασία μας πολύ αποδοτική. Εκείνη την περίοδο, που
εξελισσόταν η προσπάθεια για την κατάρτιση του νόμου για τα Ανώτατα
εκπαιδευτικά Ιδρύματα, η ατζέντα του Ε.ΣΥ.Π. ήταν αναγκαστικά
προσανατολισμένη προς την ανάπτυξη ιδεών και κατευθύνσεων για την
υποβοήθηση αυτής της προσπάθειας. Θεωρώ, ωστόσο, ότι η συμβουλευτική
δράση του Ε.ΣΥ.Π. θα πρέπει να έχει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά και να
εξελίσσεται διαχρονικά, ακόμη και πέρα από τις χρονικά μεταβαλλόμενες
προτεραιότητες του Υπουργείου Παιδείας, τις οποίες, ωστόσο, πρέπει να
λαμβάνει υπόψη του».

65
Κατά τη διάρκεια των δύο τριετών θητειών (συνολικά έξι ετών) του κ. Βερέμη
διετέλεσαν τρεις διαφορετικοί Υπουργοί Παιδείας της ίδιας κυβέρνησης. Ωστόσο η
αποτίμηση του κ. Βερέμη για τη συνεργασία του, μόνο με τη μία εξ αυτών είναι
θετικότατη σε αντίθεση με τους άλλους δύο Υπουργούς Παιδείας. Αναφέρει
χαρακτηριστικά:

Α.Β.: «Καλό θα είναι, όπως άλλωστε συνέβη στην περίπτωσή μου, να υπάρχει
αυτονομία του Ε.ΣΥ.Π. από το Υπουργείο. Επειδή η συνεργασία με την κ.
Γιαννάκου ήταν η καλύτερη δυνατή, δεν αισθάνθηκα ποτέ την ένταση μιας
σοβαρής διαφωνίας. Η συνεργασία ήταν συνεχής και με πολύ καλά
αποτελέσματα. Στις άλλες δύο υπουργίες καταδικαστήκαμε σε αδράνεια».

Κατά τη διάρκεια της τριετούς θητείας του κ. Κάτσικα, ο Υπουργός Παιδείας


άλλαξε τρεις φορές και επιπρόσθετα μεσολάβησε και μία εκλογική αναμέτρηση από
την οποία προέκυψε νέα κυβέρνηση διαφορετικών πολιτικών κομμάτων και κατά
συνέπεια διαφορετικών πολιτικών επιλογών. Και οι τρεις Υπουργοί Παιδείας
προερχόταν από τρία διαφορετικά πολιτικά κόμματα και από δύο διαφορετικές
κυβερνήσεις. Η αποτίμηση του κ. Κάτσικα για τη συνεργασία του με τον κάθε έναν
από τους τρεις Υπουργούς Παιδείας είναι διαφορετική και παρουσιάζει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον:

Σ.Κ.: «Λοιπόν τρεις Υπουργούς είχαμε κατά τη θητεία μου, τον


Αρβανιτόπουλο, τον Λοβέρδο και τον Μπαλτά. Προφανώς ο Αρβανιτόπουλος
ήτανε ο Υπουργός ο οποίος με πρότεινε για την ιδιότητα του Προέδρου του
Ε.ΣΥ.Π. Δεν είχαμε όμως καμία συνεργασία, με την έννοια ότι δεν εξετάσαμε
κανένα θέμα το οποίο να έχει ουσία στη διάρκεια της θητείας του
Αρβανιτόπουλου. Αυτό για μένα, εάν κανένας το κρίνει ως θετική αποτίμηση
ή ως αρνητική αποτίμηση, θα επέλεγα τρεις διαβαθμίσεις και θα έλεγα
ουδέτερη, ακριβώς με την έννοια ότι δεν είχαμε συνεργασία για κάποιο θέμα
σοβαρό.

Με το Λοβέρδο χειριστήκαμε ένα θέμα το οποίο ήταν πολύ σημαντικό, ήταν


το θέμα του καθορισμού του αριθμού των εισακτέων στα Πανεπιστήμια. Και
εκεί πρέπει να πω ότι η συνεργασία ήτανε εξαιρετικά καλή. Καταλήξαμε σε μία
πρόταση στο Ε.ΣΥ.Π., αλλά ήδη είχανε γίνει κοινοβουλευτικές αλλαγές στην

66
Ελλάδα, επομένως δεν μπόρεσε αυτή η πρόταση να αξιοποιηθεί, εάν υπήρχε
πρόθεση να αξιοποιηθεί από την πλευρά του Υπουργείου. Άρα ήταν στο
θετικό η αποτίμηση.

Όσον αφορά τη βραχύχρονη συνεργασία μου με τον κ. Μπαλτά, αυτό το


οποίο έγινε είναι ότι παρουσιάστηκε η πρόταση στην οποία είχαμε καταλήξει
για τους αριθμούς των εισακτέων και όπως ήτανε απολύτως αναμενόμενο οι
πολιτικές επιλογές της νέας κυβέρνησης αυτής ήτανε τελείως διαφορετικές,
απεδείχθη ότι κατέληξε μάλλον σε κάποιο συρτάρι η πρόταση. Φυσικά δεν
πρέπει κανείς να αποτιμάει μια συνεργασία με το εάν οι προτάσεις του γίνονται
δεκτές ή όχι. Δεν είναι έτσι. Αλλά εν πάση περιπτώσει δεν θα έβαζα θετικό
πρόσημο στη συνεργασία με τον κ. Μπαλτά ως Υπουργό Παιδείας».

Κατά τη διάρκεια της θητείας του κ. Θεοτοκά διετέλεσαν δύο Υπουργοί


Παιδείας της ίδιας κυβέρνησης. Μετά από ενός έτους θητεία, στις 19/12/2015 ο κ.
Θεοτοκάς υπέβαλε την παραίτησή του στον Υπουργό Παιδείας κ. Γαβρόγλου, ο
οποίος μόλις δύο μήνες αργότερα με το άρθ. 32, παρ. 3β, του Νόμου 4452/
15.2.2017 κατήργησε το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας. Η αποτίμηση του κ. Θεοτοκά
για τη σχέση του με τους δύο Υπουργούς Παιδείας είναι κάθε άλλο παρά θετική:

Ν.Θ.: «Θα τη χαρακτήριζα ως μια διαδικασία διάψευσης όλων αυτών που


προείπα. Μιας σταδιακής και από ένα σημείο ριζικής αναίρεσης και των
συμφωνιών περί της αυτονομίας, της σχετικής αυτονομίας του συγκεκριμένου
οργάνου και γύρω από το μεγάλο θέμα της ίδιας της λειτουργίας και της
ανασυγκρότησης του Ε.ΣΥ.Π.».

6.2.2 Συνεργασία με τα μέλη των Ολομελειών των Συμβουλίων

Σημαντική επίσης ήταν και η συνεργασία του Προέδρου με τα μέλη των


Ολομελειών των Συμβουλίων και κατ’ επέκταση με τους συμμετέχοντες φορείς.
Επιδίωξη ήταν μια καλή συνεργασία σε καλό κλίμα προκειμένου να καταστεί δυνατή
η κατάληξη σε συμπεράσματα και προτάσεις των υπό μελέτη θεμάτων. Ενδεικτικές
ήταν οι απαντήσεις των δύο Προέδρων.

67
Αναφέρει ο κ. Λυκουργιώτης:

Α.Λ.: «Η συνεργασία μου με τα μέλη της συνέλευσης ήταν εξαιρετική. Οι


συνεδριάσεις, παρά τις αυτονόητα διαφορετικές προσεγγίσεις από τα μέλη της
συνέλευσης, γίνονταν σε εξαιρετικό κλίμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να
καταλήξουμε σε ένα πολύ χρήσιμο συμβουλευτικό κείμενο που απηχούσε τις
τάσεις για τα διάφορα θέματα που σχετίζονταν με την υπό διαμόρφωση
πανεπιστημιακή νομοθεσία».

Ο κ. Κάτσικας επισημαίνει:

Σ.Κ.: «Σε κάθε περίπτωση δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην έχω καλή σχέση.
Φυσικά η ερώτηση θα πρέπει να γίνει στα μέλη των Ολομελειών, εκείνα θα
μπορούσαν να κρίνουν καλύτερα. Από τη δική μου την πλευρά δεν είχα κανένα
πρόβλημα. Η συνεργασία μου τολμώ να πω ότι ήτανε πολύ καλή».

Αντίθετα, ο κ. Βερέμης χαρακτηρίζει προβληματική τη σχέση του με αρκετά


από τα μέλη των Ολομελειών. Συγκεκριμένα αναφέρει:

Α.Β.: «Η σχέση με την Ολομέλεια ήταν προβληματική, γιατί οργανώσεις όπως


η ΠΟΣΔΕΠ και η ΟΛΜΕ, αλλά και οι αντιπρόσωποι των κομμάτων, θεωρούσαν
αρχικά το Ε.ΣΥ.Π. όργανο του Υπουργείου και υποχείριό του».

Ο κ. Θεοτοκάς, για εντελώς διαφορετικό λόγο, δηλώνει ότι δεν μπορεί να


αναφερθεί στις σχέσεις του με τις Ολομέλειες. Ο λόγος είναι ότι κατά τη θητεία του
οι δύο Υπουργοί Παιδείας είναι οι μόνοι σε ολόκληρη την πορεία του Ε.ΣΥ.Π. που
υπονόμευσαν τη συγκρότησή του. Χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρει ο κ. Θεοτοκάς:

Ν.Θ.: «Τα μόνα όργανα που μπόρεσαν να συγκροτηθούν ήταν οι Πρόεδροι των
επιμέρους οργάνων του Ε.ΣΥ.Π., δηλαδή ο Καθηγητής Καρδάσης, ο
Καθηγητής Σταμάτης και ο Καθηγητής Χασάπης. Όλες οι άλλες προσπάθειες
που έγιναν, το ξέρεις γιατί κι εσύ έφτιαξες τις προϋποθέσεις της οργάνωσής
τους, υπονομεύθηκαν από την πολιτική ηγεσία. Ενώ οι φορείς και οι
εκπρόσωποι που ήταν να οριστούν, αρκετά γρήγορα και χωρίς ιδιαίτερες
δυσκολίες, όχι ότι δεν υπήρχαν δυσκολίες, κατέθεσαν την ετοιμότητά τους, οι

68
διαδικασίες δεν μπόρεσαν να ξεκινήσουν σε κανένα όργανο επειδή το
Υπουργείο Παιδείας αρνήθηκε να παρασταθεί και δεν όρισε ποτέ
εκπροσώπους του. Και αυτό, εκ του Νόμου, δημιουργούσε ένα μεγάλο
πρόβλημα στη συγκρότηση των επιμέρους οργάνων και του συνολικού
Ε.ΣΥ.Π.».

6.3 Η ανεξαρτησία στην ατζέντα του Ε.ΣΥ.Π.

Σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του το Ε.ΣΥ.Π. ήταν


«γνωμοδοτικό όργανο προς τον Υπουργό Παιδείας, για ζητήματα εκπαιδευτικού
σχεδιασμού και για μείζονος σημασίας ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής».
Συγχρόνως είχε τη δυνατότητα να καθορίσει την δική του ατζέντα. Αυτό όμως δεν
συνέβαινε συχνά.

Ενδεικτικά είναι τα λεγόμενα του κ. Κάτσικα:

Σ.Κ.: «Είχε προσπαθήσει (το Ε.ΣΥ.Π.) να κάνει μία συνεδρίαση για να


συζητήσει ένα θέμα το οποίο το Υπουργείο δεν ήθελε να το συζητήσει. Και αυτό
το οποίο έγινε ήταν ότι το Υπουργείο σαμποτάρισε ανοιχτά την συνεδρίαση.
Δηλαδή στην ουσία είπε μην πάτε και τελικά από όσο θυμάμαι δεν έγινε η
συνεδρίαση… Έτσι όπως ήτανε το νομοθετικό πλαίσιο του Ε.ΣΥ.Π., βεβαίως
και είχε ο Πρόεδρος και το Ε.ΣΥ.Π. συνολικά τη δυνατότητα να θέσει όποια
ατζέντα ήθελε για να συζητήσει. Το ζήτημα δεν ήτανε εάν είχε τη δυνατότητα να
το βάλει ως ζήτημα για συζήτηση. Το θέμα ήταν: θα είχε νόημα να το κάνει κάτι
τέτοιο, εάν δεν υπήρχε μια συνεννόηση με το Υπουργείο προηγουμένως ότι
«ναι θέλουμε να συζητήσουμε αυτό το θέμα». Και σε αυτό το ερώτημα έχω την
εντύπωση ότι η απάντηση είναι όχι. Δηλαδή εάν ένα Ε.ΣΥ.Π. πήγαινε χωρίς τη
συναίνεση του Υπουργείου να θέσει κάποιο θέμα, η προσπάθεια θα ήτανε
αποτυχημένη. Η δυνατότητα υπήρχε. Και νομικά και πρακτικά. Αλλά επί της
ουσίας θα ήτανε κενό γράμμα. Νομίζω».

Και σε άλλο σημείο συνεχίζει:

Σ.Κ.: «…όχι ότι δεν υπήρχε δυνατότητα… Δεν θυμάμαι να έβαλα κάποιο θέμα
στην ατζέντα ως Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. Κάνω λάθος; … Άρα δεν μπορώ να

69
πω ότι ακολούθησα κάποια συγκεκριμένη τακτική για να βάλω θέμα στην
ατζέντα».

Χαρακτηριστική είναι και η παρακάτω άποψη του κ. Κάτσικα:

«Στην καλύτερη περίπτωση θα πει ο Υπουργός Παιδείας εντάξει, ωραία,


ευχαριστώ πάρα πολύ, για να το πούμε ευγενικά. Στη χειρότερη περίπτωση θα
πει, δεν στέλνω καν τους εκπροσώπους μου, απλά. Ή ακόμη, δεν σας δίνω την
αίθουσα για να συνεδριάσετε και το λέω και ενόψει της αδυναμίας ξεχωριστού
προϋπολογισμού του Ε.ΣΥ.Π.».

Ενδεικτικά είναι, επίσης, και τα λεγόμενα του κ. Θεοτοκά:

Ν.Θ.: «Φοβάμαι ότι αυτό στη συνολική λειτουργία και ιστορία του Ε.ΣΥ.Π., όσες
ελάχιστες φορές έχει τύχει να συμβεί, αντιμετωπίστηκε ως ατύχημα».

Και συνεχίζει σε άλλο σημείο ο κ. Θεοτοκάς:

Ν.Θ.: «Δυστυχώς, η λειτουργία του Ε.ΣΥ.Π. από την ίδρυση αυτού του
σημαντικού κατά τη γνώμη μου οργάνου, ήταν υποθηκευμένη στην αντίληψη
της εκάστοτε κυβέρνησης, της εξουσίας δηλαδή, όπου δεν ήθελε σε καμία
περίπτωση ένα όργανο που να μπορεί ίσως να αποτελέσει ανάχωμα για
αντιρρήσεις επί της ουσίας της χαρασσόμενης κυβερνητικής πολιτικής για τα
θέματα παιδείας… Γι’ αυτό και όταν ετέθη ένα ζήτημα δυσλειτουργίας του
οργάνου από τον Υπουργό Παιδείας, τον κ. Φίλη εννοώ, προσπαθήσαμε να
καταλήξουμε σε μια ομόφωνη πρόταση, η οποία, νομίζω, εάν εφαρμοζόταν, θα
έδινε άλλη δυναμική και άλλη διάσταση και στο σύνολο, αλλά και στις επιμέρους
οργανωτικές δομές του Ε.ΣΥ.Π. Καθότι θα μπορούσε, ανεξάρτητα από την
κυβέρνηση, να θέτει θέματα προς συζήτηση και να καταλήγει σε προτάσεις
προς τους αρμοδίους φορείς».

Ο κ. Λυκουργιώτης θεωρεί πως θα έπρεπε να καθορίζει το Ε.ΣΥ.Π. την ατζέντα


του, χωρίς να περιμένει να του ζητηθεί γνωμοδότηση. Τονίζει ότι ο ίδιος έθεσε
αρκετά θέματα τα οποία έτυχαν θετικής ανταπόκρισης από το Υπουργείο, όπως
αναφέρει:

70
Α.Λ.: «Κατά την άποψη μου το Ε.ΣΥ.Π. θα έπρεπε να ασκεί αυστηρά
συμβουλευτικό έργο σε διαχρονική βάση διατυπώνοντας πρωτίστως τις
απόψεις του για θέματα εκπαιδευτικού σχεδιασμού και εκπαιδευτικής πολιτικής,
σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς να περιμένει απαραίτητα να του ζητηθεί η
γνωμοδότηση για κάποιο συγκεκριμένο θέμα».

Και συνεχίζει σε άλλο σημείο:

Α.Λ.: «Κατά την κατάρτιση του νομοσχεδίου που αναφέρθηκα είχα την ευκαιρία
να θέσω και θέματα που είχαμε ζητήσει στο Ε.ΣΥ.Π. και που δεν είχαν εξετασθεί
πριν από το υπουργείο. Η ανταπόκριση ήταν θετική».

Και ο κ. Βερέμης υπογραμμίζει πως υπήρχε το νομοθετικό πλαίσιο για να θέτει


το Ε.ΣΥ.Π. θέματα προς συζήτηση και τονίζει πως ο ίδιος εισηγήθηκε πολλά
ζητήματα τα οποία έτυχαν πολύ θετικής ανταπόκρισης από την Υπουργό Παιδείας:

Α.Β.: «Το έργο το γνωμοδοτικό του Ε.ΣΥ.Π. δεν έχει όρια και εναπόκειται στον
Υπουργό να το λάβει, ή όχι, υπόψη του. Στη δική μου θητεία βάλαμε στην
ατζέντα του Ε.ΣΥ.Π. πολλά ζητήματα, τα περισσότερα αναφορικά με την
Τριτοβάθμια εκπαίδευση και στη συνέχεια τα θέσαμε στην κ. Γιαννάκου, από
την οποία και έτυχαν πολύ θετικής ανταπόκρισης».

6.4 Οικονομική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια του Ε.ΣΥ.Π. και των μη


αμειβόμενων Προέδρων του

Το Ε.ΣΥ.Π. δεν είχε δικό του προϋπολογισμό. Όλοι οι Πρόεδροι ισχυρίζονται


πως η ύπαρξη σταθερής χρηματοδότησης θα βοηθούσε τη λειτουργία του θεσμού.

Ταυτόχρονα υπήρχε πρόβλεψη για ενεργοποίηση διαδικασίας καθορισμού


αμοιβών του Προέδρου. Ωστόσο όλοι οι διατελέσαντες Πρόεδροι αποφάσισαν να
μην ενεργοποιήσουν τη διαδικασία για καθορισμό αμοιβής δικής τους, ή των μελών
των Ολομελειών, προκειμένου η όποια ενασχόληση με το ΕΣΥΠ να μη συνδέεται με
αμοιβές. Συμφωνούν όλοι δε, ότι αυτό δεν αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα ως
προς την προθυμία για ενεργό συμμετοχή στις διαδικασίες του Ε.ΣΥ.Π.

71
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι ο Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. και
οι Πρόεδροι των επιμέρους Συμβουλίων δεν είχαν καμία απολύτως απαλλαγή από
την άσκηση των καθηκόντων τους που απέρρεαν από τη θέση στην οποία
υπηρετούσαν. Μόλις το 2016, ένα χρόνο πριν από την κατάργηση του Ε.ΣΥ.Π. μία
νομοθετική προσθήκη από τον Υπουργό Παιδείας Ν. Φίλη προέβλεπε τη μερική
απαλλαγή καθηκόντων τους από τη θέση στην οποία υπηρετούσαν.

Ο κ. Βερέμης δηλώνει:

Α.Β.: «Πράγματι, το ότι το Ε.ΣΥ.Π δεν είχε περισσότερα χαρακτηριστικά


ανεξάρτητου οργανισμού μειώνει την αξιοπιστία του. Ένα από αυτά είναι η
ύπαρξη, στοιχειώδους έστω, σταθερής χρηματοδότησης, ώστε να καλύπτει
τουλάχιστον τις πάγιες ανάγκες λειτουργίας του. Το μόνο που κάλυπτε σταθερά
το Υπουργείο ήταν η δαπάνη των τηλεφώνων. Για όλα τα υπόλοιπα έπρεπε να
καταφεύγουμε σε αναζήτηση «δωρητών» ή «φιλοξενίας», όπως συνέβαινε με
την έδρα μας που μας φιλοξενούσε η Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΙ Ιονίων.
Αναφορικά με το θέμα της απόφασής μου για μη ύπαρξη αμοιβών, πιστεύω ότι
αυτό όχι μόνο δεν επηρέασε την προθυμία των μελών, αλλά το ισχύει το
αντίθετο. Για παράδειγμα τα μέλη της επιτροπής «σοφών» ήταν προθυμότατα
να εργάζονται χωρίς αμοιβή, γιατί ήταν τέτοια η ποιότητά τους. Όταν ρωτήθηκε
ο κ. Ταλιαδούρος (Υφυπουργός Παιδείας) στη Βουλή για το θέμα αμοιβής μας,
είπε ότι ήταν «ένας αριθμός με πολλά μηδενικά αλλά χωρίς ακέραιο μπροστά».

Ο κ. Λυκουργιώτης αναφέρει για το θέμα:

Α.Λ.: «Θεωρώ σωστή αυτή την απόφαση (μη ύπαρξης αμοιβής) λαμβάνοντας
υπόψη μου και τη δύσκολη οικονομική συγκυρία. Νομίζω ότι θα βοηθούσε αν
είχε δικό του προϋπολογισμό (το Ε.ΣΥ.Π.) και, όπως ανέφερα, μια
εξειδικευμένη ομάδα τεκμηρίωσης που θα το βοηθούσε στη συμβουλευτική
αποστολή του».

72
Ο κ. Κάτσικας είναι περισσότερο εμφατικός στην άποψή του για τη
χρηματοδότηση:

Σ.Κ.: «Και βέβαια επηρέασε η μη ύπαρξη χρηματοδότησης. Εδώ να διευκρινίσω


ότι έχει δύο σκέλη. Εάν το Ε.ΣΥ.Π. ήτανε πραγματικά Ανεξάρτητη Αρχή θα
έπρεπε να έχει δικό του προϋπολογισμό. Το εάν αυτός ο προϋπολογισμός θα
ήτανε στο πλαίσιο του Υπουργείου Παιδείας ή όχι, είναι δεύτερο πιστεύω,
επίπεδο συζήτησης για το ίδιο θέμα. Ακόμα και έτσι όπως ήταν το Ε.ΣΥ.Π. θα
μπορούσε να έχει τέλος πάντων έναν κωδικό στον τακτικό προϋπολογισμό του
Υπουργείου Παιδείας. Όχι για να κάνει τη δική του διαχείριση, δεν είναι αυτό το
ζητούμενο, αλλά για να μπορεί πραγματικά να καλύπτει τα έξοδα της
επάνδρωσής του. Η απάντηση λοιπόν είναι σε δύο επίπεδα, εάν θέλεις. Το ένα
είναι το συμβολικό, ότι άμα θέλεις να έχεις μία Ανεξάρτητη Αρχή, ε, δεν γίνεται
να την έχεις και να μην έχει δικό της προϋπολογισμό. Συμβολικό επίπεδο. Και
το δεύτερο είναι το εκπαιδευτικό επίπεδο, το επιχειρησιακό. Άμα δεν έχεις
προϋπολογισμό, δηλαδή όχι τη διαχείρισή του σώνει και καλά, αλλά θυμάμαι
βρε παιδί μου δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε τίποτε. Ήμασταν
φιλοξενούμενοι. Δεν είχε γραφεία το Ε.ΣΥ.Π., δεν μπορούσε να πληρώσει νοίκι.
Και μάλιστα, αυτό έγινε μετά τη θητεία μου βέβαια, αλλά θυμάμαι μου είχες πει
ότι τα έπιπλα του Ε.ΣΥ.Π. πήγανε στην αποθήκη του Παντείου, γιατί δεν υπήρχε
χώρος να μπούνε. Ε νομίζω είναι προφανής η απάντηση ότι πράγματι
επηρεάζεται η λειτουργία από την μη ύπαρξη χρηματοδότησης».

Και συνεχίζει ο κ. Κάτσικας για το θέμα των αμοιβών:

Σ.Κ.: «Πιστεύω ότι κανένας δεν δέχτηκε να γίνει Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. για να
έχει κάποια αμοιβή, ούτε ότι θα συνέδεε ποτέ την ενεργή του δράση με την
ύπαρξη ή όχι αμοιβής. Η θέση του Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π. στο κάτω κάτω της
γραφής είναι κάτι τιμητικό, δηλαδή σημαίνει ότι η χώρα σε τιμάει. Ε, όταν σε
τιμάει η χώρα σου δεν μπορείς να λες κιόλας ότι δεν το κάνω και το κάνω μόνο
με αμοιβή. Δεν πάει έτσι. Αυτό δεν σημαίνει ότι γενικά αυτό πρέπει να συμβαίνει.
Ο Πρόεδρος καλά κάνει και δεν έχει αμοιβή και καλά έκανε και επέλεξε να μην
έχει αμοιβή. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να υπάρχουνε
συνεργάτες του Ε.ΣΥ.Π., οι οποίοι δουλεύουνε για το Ε.ΣΥ.Π. και δεν θα
αμείβονται. Να το διαχωρίσουμε αυτό. Δηλαδή εάν ας πούμε υπάρχει η
δυνατότητα, όπως στα Ευρωπαϊκά Ε.ΣΥ.Π., ανθρώπων οι οποίοι για

73
παράδειγμα κάνουνε μελέτες, ή κάνουνε δράσεις ξεχωριστές και τα λοιπά, δεν
μπορεί αυτά να περιμένεις να γίνουνε χωρίς αμοιβή στα πλαίσια ενός τέτοιου
εκπαιδευτικού επιπέδου».

Ο κ. Θεοτοκάς για το θέμα της χρηματοδότησης τονίζει:

Ν.Θ.: «Νομίζω ότι η μη ύπαρξη σταθερής χρηματοδότησης πηγαίνει μαζί με τη


διάθεση των εκάστοτε κυβερνήσεων να δίνουν μία σχετική αυτονομία και
ανεξαρτησία του Ε.ΣΥ.Π., τονίζω το σχετική. Γιατί αν ακόμη και το να καλέσεις
πέντε ανθρώπους και να τους κεράσεις καφέ και να κουβεντιάσεις, πρέπει να
είναι κάτι το οποίο θα το εγκρίνει ο αρμόδιος οικονομικός διαχειριστής του
υπουργείου, αυτό σημαίνει ότι για να κάνεις το παραμικρό ως Ε.ΣΥ.Π. θα
πρέπει να έχεις την απαιτούμενη θετική γνώμη από την εκάστοτε κυβέρνηση».

Και συνεχίζει για το θέμα των αμοιβών:

Ν.Θ.: «Για μένα μια ειδική αμοιβή θα χρειαζόταν αποκλειστικά σε επιμέρους


ερευνητικές ή μελετητικές ομάδες. Και μια τέτοια αμοιβή για το έργο τους θα
μπορούσε να κατοχυρώνει και την ανεξαρτησία τους. Οι Πρόεδροι των
επιμέρους Συμβουλίων και ο Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. δεν νομίζω ότι χρειάζονται
περαιτέρω αμοιβής στο βαθμό που είναι εν ενεργεία πανεπιστημιακοί ή
εκπαιδευτικοί, που παίρνουν το μισθό τους και έχουν τη δυνατότητα να μην
ασκούν κατά νόμο και το σύνολο των καθηκόντων τους».

6.5 Το Ε.ΣΥ.Π. και η ατζέντα της εκπαιδευτικής πολιτικής του


εκάστοτε Υπουργού Παιδείας

Το Ε.ΣΥ.Π. ήταν γνωμοδοτικό όργανο προς τον Υπουργό Παιδείας, για όλα τα
ζητήματα εκπαιδευτικού σχεδιασμού και εκπαιδευτικής πολιτικής. Ωστόσο η
γνωμοδότησή του δεν ήταν απαραίτητη για όλα τα θέματα παιδείας προτού ο
Υπουργός Παιδείας προχωρήσει σε νομοθέτησή τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα
άλλοτε να ζητείται η γνωμοδότησή του και άλλοτε όχι.

74
Εύστοχα ο κ. Κάτσικας αναφέρει:

Σ.Κ.: «Σωστό είναι ότι η νομοθεσία αυτό λέει, έτσι ακριβώς όπως το
περιέγραψες. Αλλά εναπόκειται στον Υπουργό να αποφασίσει εάν θέλει τη
γνώμη του Ε.ΣΥ.Π. ή όχι. Αυτό είναι θέμα πολιτικού πολιτισμού της κάθε χώρας.
Και νομίζω ότι πίσω από αυτές τις σκέψεις βρίσκεται και η επιλογή των
περισσοτέρων Υπουργών μας να μην θέτουν θέματα στο Ε.ΣΥ.Π. Γιατί όταν
ξέρεις εκ των προτέρων ότι τα πορίσματα ενός ανοιχτού, πραγματικού,
ειλικρινούς διαλόγου δεν θα σου φέρουν τα αποτελέσματα που θέλεις, τότε η
απλή λύση είναι να μην τον κάνεις. Επομένως θα πρέπει κανένας να δει αυτό
το θέμα σε συνάρτηση και με την πολιτική ωριμότητα ενός λαού. Και λέω την
πολιτική ωριμότητα ενός λαού, γιατί η πολιτική ωριμότητα ενός λαού είναι που
καθορίζει και την πολιτική ωριμότητα του πολιτικού συστήματος που κυβερνάει.
Λοιπόν, δεν νομίζω ότι είμαστε έτοιμοι στην Ελλάδα να προχωρήσουμε σε ένα
τέτοιο μεγάλο βήμα, που εάν ας πούμε ο διάλογος ο κοινωνικός κατέληγε στο
αποτέλεσμα Α, ενώ είναι γνωστό ότι η πολιτική γραμμή της κυβέρνησης είναι το
αποτέλεσμα Β, ότι τότε η κυβέρνηση θα έλεγε «καλά, δεν πειράζει, πάμε στο
Α». Δεν νομίζω ότι είμαστε σε αυτό το επίπεδο. Νομίζω θα έπρεπε να είμαστε.
Δηλαδή κάθε λαός θα έπρεπε να είναι».

Ο κ. Λυκουργιώτης αναφέρει:

Α.Λ.: «Νομίζω ότι το ΕΣΥΠ θα έπρεπε να ασκεί γενικό συμβουλευτικό έργο,


όπως το ανέφερα προηγουμένως, και να μην εμπλέκεται καθόλου σε
δευτερεύοντα ζητήματα».

Ο κ. Βερέμης τονίζει:

Α.Β.: «Το Ε.ΣΥ.Π. δεν μπορεί να δεσμεύει τον ή την Υπουργό, αλλά ούτε και το
αντίθετο. Έτσι και έγινε στην περίπτωσή μας. Η επικοινωνία μου με την
Υπουργό ήταν χωρίς προβλήματα και συνεχής. Έθετα συνεχώς ζητήματα τα
οποία θεωρούσα ότι έπρεπε να συμπεριληφθούν στην ατζέντα του Υπουργείου
και πολλά από αυτά έτυχαν θερμής ανταπόκρισης».

75
Ο κ. Θεοτοκάς δηλώνει:

Ν.Θ.: «Δυστυχώς, η εκάστοτε κυβέρνηση είχε την μέριμνα να συγκαλεί το


Ε.ΣΥ.Π. προκειμένου να θεωρηθεί ότι είναι νομιμοποιημένη να προχωρήσει μία
πολιτική».

Και συνεχίζει σε άλλο σημείο, αναφερόμενος στη δική του θητεία:

Ν.Θ.: «Πρέπει να πω και να ομολογήσω ότι, έστω και με την τυπική ιδιότητα
των μελών ενός οργάνου που, επί της ουσίας, η κυβέρνηση δεν το άφησε να
συγκροτηθεί κατά νόμο, όλοι οι Πρόεδροι των επιμέρους Συμβουλίων του
Ε.ΣΥ.Π. και ο Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. συμμετείχαν σε διαδικασίες συζήτησης για
τις επιμέρους προτεινόμενες κυβερνητικές αλλαγές. Δηλαδή, συμμετείχαν στις
προτάσεις για τις μεταπτυχιακές σπουδές, για την ανασυγκρότηση του νόμου
πλαίσιο κλπ. Αυτό το «συμμετείχαν», όμως, αποδείχτηκε ως μια απολύτως
τυπική διαδικασία, διότι, παρόλο που αυτές οι συζητήσεις κατέληξαν σε
συγκεκριμένες προτάσεις εκ μέρους μας, σε προτάσεις τροπολογιών,
νομοθετικών παρεμβάσεων κλπ κλπ, όλα αυτά κατέληξαν στο καλάθι των
αχρήστων. Καθότι, όπως φάνηκε, η κυβέρνηση στα θέματα παιδείας δεν ήταν
διατεθειμένη να φύγει από μια εσωκυβερνητική λογική της συγκρότησης και την
ανάπτυξης των προτάσεων για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις».

6.6 Η συμμετοχή και η συμβολή του Ε.ΣΥ.Π. στις διαδικασίες των


Εθνικών Διαλόγων που διενεργήθηκαν από τις εκάστοτε πολιτικές
ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας

Εθνικοί Διάλογοι για την παιδεία έχουν διενεργηθεί αρκετές φορές από
Υπουργούς Παιδείας. Κάποιοι από αυτούς διεξήχθησαν στα πλαίσια του Ε.ΣΥ.Π. ή
με τη συμμετοχή του, ενώ για τη διεξαγωγή αρκετών δεν ζητήθηκε η συνδρομή του
Ε.ΣΥ.Π. και κατά συνέπεια δεν συμμετείχε σε αυτούς. Οι απόψεις των Προέδρων
είναι ότι θα έπρεπε το Ε.ΣΥ.Π. να συμβάλει στον εκάστοτε Εθνικό Διάλογο για την
παιδεία. Ωστόσο διαφοροποιούνται για το εάν και σε ποια βάση, τα πορίσματα ενός
ανεξάρτητου θεσμοθετημένου οργάνου μπορούν να δεσμεύουν τον εκάστοτε
Υπουργό Παιδείας.

76
Ο κ. Θεοτοκάς τονίζει:

Ν.Θ.: «Πιστεύω ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα θεσμοθετημένο διαρκές και


συνεχές πεδίο διαλόγου στο πλαίσιο ενός θεσμοθετημένου οργάνου, όπως θα
μπορούσε, ή θα έπρεπε να είναι το Ε.ΣΥ.Π. κι αυτό δεν είναι κάτι που έρχεται
σε αντίθεση με πρωτοβουλίες της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας να διευρύνει, να
αναπτύξει έναν διάλογο γύρω από τη στρατηγική του, γύρω από τα επιμέρους
προβλήματα που αντιμετωπίζει το εκπαιδευτικό μας σύστημα».

Αναφορικά με το εάν τα πορίσματα του διαλόγου θα πρέπει να δεσμεύουν τον


Υπουργό Παιδείας, ο κ. Θεοτοκάς επισημαίνει:

Ν.Θ.: «Όχι, δεν πρέπει να τον δεσμεύουν. Ωστόσο θυμίζω ότι, για λόγους
πολιτικού ήθους, στο βαθμό που επιλέγονται διαφορετικοί προσανατολισμοί,
διαφορετικές αποφάσεις, από αυτές στις οποίες καταλήγει ο εκάστοτε διάλογος,
η πολιτική του Υπουργείου θα πρέπει να εξηγεί τους λόγους αυτής της
διαφοροποίησης».

Ο κ. Βερέμης αναφέρει:

Α.Β.: «Ασφαλώς ο Υπουργός καθορίζει τους όρους του διαλόγου, αλλά ένα
καλό Ε.ΣΥ.Π. θα ήταν ο καλύτερος φορέας διεξαγωγής του. Όχι σαν το διάλογο
που είδαμε τελευταία… Τα πορίσματα ενός εθνικού διαλόγου είναι δύσκολο να
δεσμεύουν τον Υπουργό, όμως σίγουρα έχουν επιρροή στην κοινή γνώμη. Υπό
αυτήν την έννοια ο εκάστοτε Υπουργός θα πρέπει να τα συνεκτιμάει προτού
προχωρήσει στις όποιες νομοθετικές αλλαγές».

Ο κ. Λυκουργιώτης δηλώνει:

Α.Λ.: «Το Ε.ΣΥ.Π. θα πρέπει να συμβάλλει στον εκάστοτε εθνικό διάλογο για
ένα εκπαιδευτικό ζήτημα πρωτίστως μέσω των παγίων θέσεων του για το
ζήτημα αυτό, αλλά και μέσω ειδικών συνεδριάσεων του που να επικαιροποιούν
τις θέσεις του. Αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση και με άλλες μορφές διαλόγου που
υιοθετεί ο εκάστοτε υπουργός, όπως διάλογος στη διακομματική επιτροπή της
Βουλής, ανοιχτή διαβούλευση κ.α. Ο Υπουργός δεν μπορεί να δεσμεύεται

77
νομικά από τις απόψεις ενός συμβουλευτικού οργάνου, έστω και υψηλού
κύρους. Έχει όμως κάθε συμφέρον να τις λαμβάνει υπόψη του».

Ο κ. Κάτσικας θεωρεί πως, υπό προϋποθέσεις, ένας διάλογος μπορεί εκ των


πραγμάτων να δεσμεύει σε κάποιο βαθμό:

Σ.Κ.: «Άλλου τύπου διάλογο περιμένει κανείς να οργανώσει το Υπουργείο. Και


οι μέχρι τώρα διαβουλεύσεις που κάνει τα τελευταία χρόνια το Υπουργείο
Παιδείας, δείχνουν αυτόν τον τύπο διαλόγου. Και πολύ διαφορετικός ένας
διάλογος τον οποίο θα οργάνωνε ένα Ε.ΣΥ.Π., κάποιο Ε.ΣΥ.Π. Σημαντική
διαφορά αρχική. Ένας οποιοσδήποτε διάλογος από πλευράς Υπουργείου
προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιων κατευθύνσεων για να μην πω και
νομοσχεδίων. Δεν περιμένεις από ένα Υπουργείο, και όποτε έχει αποπειραθεί
να γίνει αυτό απέτυχε, να πει ελάτε να μιλήσουμε επί παντός του επιστητού. Το
πρώτο πράγμα που θα γίνει θα είναι να πει η όποια αντιπολίτευση «ωραία,
φέρτε τις προτάσεις σας και μετά θα τις συζητήσουμε». Αυτό είναι το στάνταρ.
Αντίθετα σε ένα διάλογο στο πλαίσιο ενός κάποιου Ε.ΣΥ.Π., μπορείς να
ξεκινήσεις από μια μηδενική βάση. Βάζοντας απλώς τα ερωτήματα. Χωρίς να
δίνεις τις απαντήσεις. Αυτό είναι ένας άλλος τύπος διαλόγου και νομίζω ότι και
τα δύο μαζί, με μια χρονική διαφοροποίηση, μπορεί να οδηγήσουνε σε ένα
βέλτιστο αποτέλεσμα. Τι εννοώ μ’ αυτό. Αν ξεκινήσει ένας διάλογος θέτοντας τα
ερωτήματα, και θα μπορούσε ένας τέτοιος διάλογος να οργανωθεί από το
Ε.ΣΥ.Π., από αυτήν τη διαδικασία μπορείς να βγάλεις ορισμένα συμπεράσματα
τα οποία να καθοδηγήσουν στη συνέχεια τη διαμόρφωση πολιτικών από το
Υπουργείο, ώστε να συνεχιστεί μετά ένας διάλογος με βάση των σχετικών
προτάσεων. Επομένως η απάντησή μου είναι ότι δεν τα βλέπω διαζευκτικά, τα
βλέπω και τα δύο. Τα βλέπω και τα δύο συνδυαστικά. Τα πορίσματα ενός
τέτοιου διαλόγου θεωρώ ότι εκ των πραγμάτων θα δεσμεύουν σε κάποιο βαθμό.
Δηλαδή ότι από τη στιγμή που ο πρώτος διάλογος γίνεται γενικά αποδεκτός
από την κοινωνία, και γίνεται γενικότερα αποδεκτό το ότι τα συμπεράσματά του
θα καταλήγουν σε αυτό που θέλει η πλειοψηφία του κόσμου, για να το πούμε
λαϊκά, ε θα ήταν δύσκολο για έναν Υπουργό να απόσχει εντελώς από αυτά τα
συμπεράσματα. Προφανώς με διαφοροποιήσεις επιμέρους θα μπορούσε να το
κάνει. Αλλά σε κεντρικές επιλογές θα ήταν πολύ δύσκολο».

78
6.7 Αξιολόγηση του θεσμού του Ε.ΣΥ.Π. και των δράσεών του

Οι Πρόεδροι επεσήμαναν αρνητικά το γεγονός ότι δεν ζητούνταν από όλους


τους Υπουργούς Παιδείας η συνδρομή και η γνωμοδότηση του Ε.ΣΥ.Π. για όλα τα
θέματα παιδείας.

Σκεπτικισμό εκφράζει σχετικά ο κ. Θεοτοκάς:

Ν.Θ.: «Κατά τη δική μου θητεία δεν υπάρχουν δράσεις του Ε.ΣΥ.Π. ως θεσμικού
οργάνου. Κι αυτό επειδή τη θεσμική του συγκρότηση την αρνήθηκε η
κυβέρνηση και δεν κατέστη δυνατό να συγκροτηθεί το Ε.ΣΥ.Π. όπως προβλέπει
ο Νόμος. Η κυβέρνηση δεν το άφησε ποτέ να γίνει αυτό. Η δράση του Ε.ΣΥ.Π.
(συνολικά) χαρακτηρίζεται από επιμέρους θετικές προτάσεις, που έχουν να
κάνουν με τον πατριωτισμό των Ελλήνων. Ο τρόπος, ωστόσο, που είναι
σχεδιασμένο το Ε.ΣΥ.Π. το έχει, δυστυχώς, θέσει εξαρχής υπό την εκάστοτε
ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Είναι καλό πράγμα ο πατριωτισμός των
μελών, αλλά είναι κακό πράγμα η εκ του νόμου αδυναμία μιας σχετικά
αυτοδύναμης, ας το πούμε έτσι, λειτουργίας τέτοιου τύπου οργάνων. Φοβάμαι
ότι όσα έχει προσφέρει ο θεσμός του Ε.ΣΥ.Π. έχουν να κάνουν με τις
πρωτοβουλίες κάποιων από τους Προέδρους, στο βαθμό που αποδείχτηκαν
ικανοί να ξεφύγουν από τις εντολές του Υπουργού που τους διόρισε. Δηλαδή
έχουν να κάνουν με τον πανεπιστημιακό επαγγελματισμό κάποιων Προέδρων
του Ε.ΣΥ.Π.».

Ωστόσο οι άλλοι τρεις Πρόεδροι αξιολογούν θετικά το θεσμό και τις δράσεις
του.

Ο κ. Βερέμης αναφέρει:

Α.Β.: «Οι δράσεις του Ε.ΣΥ.Π. ήταν πολύ σημαντικές κυρίως κατά την περίοδο
των Υπουργών Γιαννάκου και Διαμαντοπούλου. Στις άλλες Υπουργείες οι
δράσεις του ήταν από λίγο έως πολύ υποτονικές, λόγω επιλογής Υπουργών…
Ο θεσμός, όπως όλοι οι θεσμοί, εξαρτάται από αυτούς που έχουν τεθεί
επικεφαλής. Το βασικό κριτήριο για την αξιολόγησή του είναι ο ρόλος του στη
διαμόρφωση του νομοθετικού για την εκπαίδευση και η διάχυση του πνεύματος
της νομοθεσίας διά της Ολομέλειας. Βέβαια ο ρόλος των κομμάτων συχνά

79
αναστέλλει αυτή την διαδικασία. Συνολικά αξιολογώ οπωσδήποτε θετικά το
θεσμό του Ε.ΣΥ.Π.».

Ο κ. Λυκουργιώτης επισημαίνει:

Α.Λ.: «Θεωρώ το Ε.ΣΥ.Π. ως σημαντικό θεσμό. Έχοντας υπόψη μου τη


δραστηριότητα του Ε.ΣΥ.Π. πριν αναλάβω ως Πρόεδρος, αλλά και μετά την
αποχώρησή μου αξιολογώ τη δραστηριότητα του Ε.ΣΥ.Π. ως πολύ σημαντική».

Ο κ. Κάτσικας επίσης αξιολογεί θετικά τις δράσεις και το θεσμό του Ε.ΣΥ.Π.:

Σ.Κ.: «Παρότι η πρότασή μας δεν κατέληξε σε νομοθετική ρύθμιση, εγώ το


αποτιμώ θετικά και να πω με ποια έννοια. Ομολογώ ότι παραξενεύτηκα λίγο το
ότι καταφέραμε να φτάσουμε σε μια συναινετική πρόταση για το θέμα αυτό (του
καθορισμού του αριθμού των εισακτέων), γιατί ήταν δύσκολο, ήταν πραγματικά
δύσκολο, όχι ως διεργασία. Είναι δύσκολο το θέμα. Αλλά για μένα ήτανε μια
επιβεβαίωση ότι υπάρχουνε πράγματα στα οποία μπορούμε να
συμφωνήσουμε, βέβαια θέλει προσπάθεια για να συμφωνήσουμε, αλλά
μπορούμε να συμφωνήσουμε και ας πούμε να πάμε την μπάλα λίγο παραπέρα.
Με αυτήν την έννοια το αξιολογώ θετικά. Υπήρξαν αρκετά θέματα που
χειρίστηκε το Ε.ΣΥ.Π. κατά καιρούς και κατέληξε σε χρήσιμα αποτελέσματα και
σε κάποιες καίριες νομοθετικές παρεμβάσεις. Οι δράσεις θα μπορούσαν να
είναι περισσότερες, θα μπορούσαν να είναι πιο αποτελεσματικές, αλλά νομίζω
ότι ο συνολικός απολογισμός είναι σαφέστατα θετικός».

6.8 Προτάσεις για το ρόλο, τη δομή και τις αρμοδιότητες ενός νέου
Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, λαμβάνοντας υπόψη την έως τώρα
εμπειρία του Ε.ΣΥ.Π. και των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Παιδείας

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προτάσεις των Προέδρων για το ρόλο


καθώς και για τη δομή του θεσμού. Η μεγάλη εμπειρία όλων των Προέδρων καθιστά
τις προτάσεις τους καίριες και με την καταγραφή τους θα μπορούσαν να
αξιοποιηθούν σε μια μελλοντική επανίδρυση ενός Ε.ΣΥ.Π.

80
Ο κ. Λυκουργιώτης εκθέτει την άποψή του:

Α.Λ.: «Κατά την άποψή μου το Ε.ΣΥ.Π. θα έπρεπε να είναι ένα Συμβούλιο με
μονιμότερο χαρακτήρα -πενταετή, για παράδειγμα, θητεία του προέδρου και
των περισσότερων μελών του που δεν θα εξαρτάται από την εναλλαγή των
κομμάτων στην εξουσία- καθώς μια υπηρεσία τεκμηρίωσης που θα εργάζεται
συνεχώς για τη διαχρονική κωδικοποίηση της εκπαιδευτικής νομοθεσίας και τη
διαχρονική αποτύπωση των άυλων και ανθρώπινων πόρων σε κάθε βαθμίδα
της εκπαίδευσης. Αυτό θα παρέχει στο συμβούλιο μια πλήρη εικόνα για την
κατάσταση των επιμέρους πτυχών της εκπαίδευσης που θα του επιτρέπει να
διατυπώνει συμβουλευτικές προτάσεις που θα επηρεάζουν, ίσως και να
προκαλούν, μελλοντικές δράσεις του Υπουργείου Παιδείας. Όπως ήδη
ανέφερα, θεωρώ το Ε.ΣΥ.Π. ως σημαντικό θεσμό προτείνοντας συγχρόνως την
ευρύτερη ανεξαρτητοποίησή του, την απόκτηση προϋπολογισμού, και ομάδας
έρευνας –τεκμηρίωσης, την αποδέσμευση του από τρέχουσες αρμοδιότητες και
την εστίαση του στην άσκηση διαχρονικής συμβουλευτικής, μέσω της ανάδειξης
μνήμης για την παρελθούσα νομοθεσία και την κωδικοποίησή της, και μέσω της
αποτύπωσης του εκπαιδευτικού τοπίου που θα βοηθούσε στην επισήμανση
των αδυναμιών του. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την ευρεία
δημοσιοποίηση των πορισμάτων θα προσέδιδαν κύρος στο Ε.ΣΥ.Π. και
επομένως θα έκαναν περισσότερο αποδεκτές από την Πολιτεία τις προτάσεις
του. Προσωπικά θα το έβλεπα το Ε.ΣΥ.Π. ως ένα θεσμό ο οποίος να λαμβάνει
την πρωτοβουλία να διαμορφώνει τη γενική ατζέντα, να διασφαλίζει τη
νομοθετική μνήμη και να προσφέρει την ιστορική μνήμη. Θα το έβλεπα ως ένα
θεσμό ο οποίος να μοιάζει λίγο με Ακαδημία, ως μία εκπαιδευτική Ακαδημία».

Ο κ. Βερέμης επισημαίνει:

Α.Β.: «Πιστεύω ότι ο ρόλος ενός τέτοιου θεσμού πρέπει να παραμείνει


συμβουλευτικός και γνωμοδοτικός για όλα τα θέματα της εκπαιδευτικής
πολιτικής της χώρας μας. Αυτό το οποίο θα πρόσθετα είναι η δυνατότητα
μελέτης και έρευνας. Μολονότι υπάρχει όργανο του Υπουργείου που ασχολείται
με την εκπαιδευτική έρευνα, πιστεύω ότι θα ήταν χρήσιμο για τα όργανα του

81
Ε.ΣΥ.Π. εάν είχαν στη διάθεσή τους καλύτερες δυνατότητες μελέτης και
έρευνας».

Ο κ. Θεοτοκάς κατά την Προεδρία του, μαζί με τους Προέδρους των επιμέρους
Συμβουλίων, κατέθεσε συγκεκριμένη πρόταση Νόμου και Σχέδιο Προεδρικού
Διατάγματος για νέα δομή και λειτουργία του Ε.ΣΥ.Π. βασικά σημεία της οποίας είναι
η λειτουργία επτά Ομάδων Κοινωνικής Εκπροσώπησης και ο αισθητός περιορισμός
του αριθμού των μελών των Ολομελειών. Ο ίδιος αναφέρει σχετικά:

Ν.Θ.: «Νομίζω ότι η λειτουργία του Ε.ΣΥ.Π. - και αυτό είναι κάτι που νομίζω
πως αποτυπώθηκε στην πρότασή μας για τη νέα δομή του Ε.ΣΥ.Π. - θα πρέπει
να είναι ένας διαρκής διάλογος, ένας διαρκής αναστοχασμός και μια διαρκής
επανατοποθέτηση προβλημάτων, ακόμη και προβλημάτων που θεωρούμε ότι
τα έχουμε λύσει. Γιατί αυτά τα προβλήματα δεν τα λύνει ούτε η νομοθέτηση,
ούτε η κατάληξη ενός διαλόγου. Αυτά τα προβλήματα τα ορίζει μια
πραγματικότητα η οποία δεν τελειώνει στα όρια μιας συζήτησης, όσο ευρεία και
δημοκρατική κι αν είναι. Θεωρώ ότι αυτή η δομή που κληρονόμησε, και πάλι
από τις επιλογές μιας κυβέρνησης, το Ε.ΣΥ.Π. ήταν μια απολύτως
δυσλειτουργική. Και λόγω του μεγέθους των οργάνων και των συμβουλίων
αλλά και λόγω των δυσκολιών συνεννόησης, ανάμεσα σε φορείς που δεν είχαν
πάντα ούτε την ίδια γνώση, ούτε το ίδιο ενδιαφέρον, αλλά ούτε και την ίδια
δυνατότητα αναστοχασμού. Δηλαδή, στ’ αλήθεια, οι Ολομέλειες του Ε.ΣΥ.Π.
ήταν συνάξεις εκπροσώπων από ανόμοιους φορείς που το τελικό αποτέλεσμα
φοβάμαι ότι το καθόριζε και πάλι μια προτεραιότητα πολιτικών κυβερνητικών
επιλογών και όχι η μέριμνα εμβάθυνσης σε επιμέρους προβλήματα».

Ο κ. Κάτσικας αναφέρει:

Σ.Κ.: «Στο δικό μου το μυαλό, το Ε.ΣΥ.Π. θα έπρεπε να ακολουθεί ένα μοντέλο
συμβουλευτικό προς την πολιτεία σε επίπεδο πολιτικής. Η προσωπική μου
άποψη είναι ότι για ένα τέτοιο όργανο θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική η
γνωμοδότησή του προς τον Υπουργό Παιδείας. Για παράδειγμα η ΟΚΕ
(Οικονομική Κοινωνική Επιτροπή) η οποία για οποιαδήποτε νομοθετική
πρωτοβουλία πρόκειται να κατατεθεί, πρέπει να γνωμοδοτήσει. Κάτι ανάλογο

82
πιστεύω ότι θα πρέπει να είναι το Ε.ΣΥ.Π. για να έχει πραγματικά έναν
ουσιαστικό ρόλο. Αυτό δεν σημαίνει ότι οπωσδήποτε η γνώμη του θα πρέπει να
γίνει αποδεκτή. Άλλο το γνωμοδοτώ και άλλο το εισηγούμαι και μάλιστα
δεσμευτικά. Δεν λέω κάτι τέτοιο. Θα έπρεπε το αίτημα για γνωμοδότηση να είναι
δεσμευτικό για τον Υπουργό Παιδείας».

Αναφορικά με τη δομή του Ε.ΣΥ.Π., ο κ. Κάτσικας προτείνει ένα διαφορετικό


μοντέλο περισσότερο εναρμονισμένο με τα Ευρωπαϊκά Ε.ΣΥ.Π.:

Σ.Κ.: «Το προς τα πού θα πάει κανείς, εξαρτάται πάλι από το τι ρόλο θέλει να
παίξει το Ε.ΣΥ.Π. Προσωπικά σε αυτήν την κατεύθυνση θα πήγαινα. Δηλαδή σε
μια δομή η οποία να είναι υποστηρικτική πολιτικών σε πολλαπλά επίπεδα. Και
στο επίπεδο διαμόρφωσης των πολιτικών, αλλά και στο επίπεδο υποστήριξής
τους. Προφανώς μία τέτοια δομή με τμήματα ερευνών και τα λοιπά, θα ήτανε
μέσα στο δικό μου το μοντέλο, αυτό το οποίο θα έπρεπε να κυνηγήσει
κανένας… Το θέμα είναι εάν ένα όργανο σαν το ΕΣΥΠ πρέπει να στηρίζεται
στην αρχή της διασφάλισης της μέγιστης αντιπροσωπευτικότητας ή στην
διασφάλιση άλλων χαρακτηριστικών. Τι εννοώ. Μια κριτική που υπήρξε, από
κάποιες πλευρές τουλάχιστον, προς τον θεσμό του Ε.ΣΥ.Π. όπως ήταν, ήταν
μα για ποιο λόγο χρειαζόμαστε το Ε.ΣΥ.Π. στο οποίο εκπροσωπούνταν όλοι
αυτοί οι φορείς τέλος πάντων – είτε είναι κοινωνικοί φορείς, είναι τα πολιτικά
κόμματα, είναι, είναι, είναι…- για να συζητάει για την εκπαιδευτική πολιτική, την
στιγμή που έχουμε τη Βουλή. Όταν έχεις ένα όργανο το οποίο είναι τόσο
αντιπροσωπευτικό, δηλαδή στην ουσία η νομιμοποίησή του αντλείται από την
αντιπροσωπευτικότητα που διασφαλίζει, πραγματικά δεν μπορείς να
απαντήσεις σε αυτή την κριτική. Δηλαδή εσείς τι κάνετε εκεί πέρα το οποίο δεν
γίνεται στη Βουλή, θα πει ότι το σωστό είναι αυτό. Εάν λοιπόν κανένας
προσπαθήσει να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, εγώ θα πήγαινα σε ένα
Ε.ΣΥ.Π. το οποίο θα έπρεπε να ήταν πιο ολιγομελές για να είναι λιγότερα τα
άτομα. Αλλά δεν θα χρειαζόταν, δεν θα έπρεπε να έχει την βάση της
αντιπροσωπευτικότητας. Θα έπρεπε να συγκροτηθεί με έναν τελείως
διαφορετικό τρόπο. Ποιο τρόπο; Προσωπικότητες. Όπως συγκροτούνται και οι
Ανεξάρτητες Αρχές. Οι πραγματικά Ανεξάρτητες Αρχές. Εννοώ οι
διασφαλισμένες από το Σύνταγμα Ανεξάρτητες Αρχές. Η Αρχή Προστασίας
Δεδομένων, η ΑΔΑΕ, το ΕΣΡ και τα λοιπά. Και επειδή έχω υπάρξει μέλος

83
τέτοιας Ανεξάρτητης Αρχής, της ΑΔΑΕ, εννέα άτομα είναι. Οι Αρχές αυτές δεν
συγκροτούνται στη βάση να ρωτάμε όλον τον κόσμο για το τι πιστεύουνε.
Συγκροτούνται στη βάση ότι κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι ξέρουν τέλος πάντων
το αντικείμενο αυτό και μπορούνε πραγματικά να βοηθήσουνε και να είναι και
ανεξάρτητοι, δηλαδή τα τεκμήρια όλα αυτά τα οποία πρέπει να υπάρχουνε, να
συγκεντρώνονται στο πρόσωπό τους, θα κάνουν την καλύτερη δουλειά.
Προσωπικά εγώ σε ένα τέτοιο Ε.ΣΥ.Π. θα πήγαινα. Τώρα εάν θα είναι εννέα,
εάν θα είναι δεκαπέντε, εάν θα είναι είκοσι πέντε, μικρή σημασία έχει. Αλλά στην
ερώτηση του εάν η βάση συγκρότησης του Ε.ΣΥ.Π. θα έπρεπε να είναι η
αντιπροσωπευτικότητα, ή, η γνώση, η ευθύνη, βάλε ό,τι θέλεις εκεί από τα
παραπάνω κριτήρια, εγώ θα πήγαινα στο δεύτερο. Δεν είναι δική μου η
πρόταση, δεν είμαι σοφός επειδή κάθομαι και σκέφτομαι πράγματα. Θα θυμάσαι
ότι μια από τις ουσιαστικές κινήσεις που κάναμε στη θητεία μου ήτανε η
ουσιαστική σύνδεση του Ε.ΣΥ.Π. με τα Ευρωπαϊκά Ε.ΣΥ.Π. Έτσι είναι τα
Ε.ΣΥ.Π. τα Ευρωπαϊκά, κανένα δεν είναι όπως το δικό μας».

84
Κεφάλαιο 7: Διαπιστώσεις – Επίλογος

Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η αποτύπωση και η κριτική αποτίμηση


του θεσμού του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, καταλήγοντας επίσης και σε
προτάσεις για το ρόλο και τις αρμοδιότητες του θεσμού σε μία μελλοντική
αξιοποίησή του.

Ολοκληρώνοντας το ερευνητικό μέρος της εργασίας θα επιχειρήσουμε να


συνοψίσουμε τα ευρήματα της έρευνας, να καταγράψουμε διαπιστώσεις και
συμπεράσματα και να διατυπώσουμε προτάσεις σύμφωνα με τις κατηγορίες που
συγκροτήσαμε.

1. Οι οπτικές και οι προθέσεις των Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π. για τη


δυνατότητα ουσιαστικής συμβολής τους στη διαμόρφωση της
εκπαιδευτικής πολιτικής του Υπουργείου Παιδείας

Σε αυτήν την κατηγορία διαπιστώθηκε ότι οι τρεις από τους τέσσερις


διατελέσαντες Προέδρους, όταν τους προτάθηκε από την πολιτική ηγεσία του
Υπουργείου Παιδείας και αποδέχτηκαν τη θέση του Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π. πίστευαν
εξαρχής, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ότι θα μπορούσαν να συμβάλλουν
ουσιαστικά στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Διαφοροποιημένη ήταν η
απάντηση του ενός από τους τέσσερις Προέδρους, ο οποίος ανέφερε ότι εξαρχής
δεν γνώριζε το σκοπό και τις δυνατότητες της θέσης, τα οποία ανακάλυψε και
αξιοποίησε στη συνέχεια.

Διαπιστώθηκε ωστόσο ότι η θετική πρόθεση και προσδοκία, καθώς και η


εξαρχής γνώση του ρόλου τους ως Προέδρων δεν αποτέλεσαν εντέλει
καθοριστικούς παράγοντες για την αποτελεσματικότητά τους κατά τη διάρκεια της
θητείας τους.

2. Συνεργασίες των Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π.

2.1. Συνεργασία με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας

Στην κατηγορία αυτή διαπιστώθηκε ότι η συνεργασία των Προέδρων του


Ε.ΣΥ.Π. με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και κυρίως με τον ίδιο τον
εκάστοτε Υπουργό Παιδείας ήταν καθοριστικότατης σημασίας για την ενεργό

85
συμμετοχή του Ε.ΣΥ.Π. στη διαμόρφωση και τον καθορισμό των υπό συζήτηση
εκπαιδευτικών ζητημάτων και γενικότερα για τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής.

Διαπιστώθηκε ότι οι σχέσεις των Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π. με τον εκάστοτε


Υπουργό Παιδείας διαφοροποιούνταν σε μία ευρύτατη κλίμακα: από την πλήρη
αδράνεια και απαξίωση μέχρι την αδιάλειπτη και ειλικρινή επικοινωνία και
συνεργασία. Όλοι οι Πρόεδροι προσέβλεπαν στον ενεργό ρόλο του Ε.ΣΥ.Π. και στο
πλαίσιο αυτό επεδίωκαν τη συνεργασία με τον Υπουργό Παιδείας. Η απόφαση όμως
ήταν αποκλειστική επιλογή του ίδιου του Υπουργού. Ωστόσο, αναλύοντας σε βάθος
τις απαντήσεις τους, παρατηρούμε πως η επιλογή της συνεργασίας με το Ε.ΣΥ.Π.
δεν ήταν ταυτισμένη με τις επιλογές της κάθε κυβέρνησης, αλλά με τις επιλογές των
εκάστοτε Υπουργών, ακόμη και εάν ανήκαν στην ίδια κυβέρνηση. Διαφαίνεται από
τις συνεντεύξεις ότι αυτό οφείλονταν στη διαφορετική αντίληψη και κουλτούρα του
κάθε Υπουργού Παιδείας αναφορικά με το ρόλο των ανεξάρτητων φορέων όπως το
Ε.ΣΥ.Π. Εναργώς διαφαίνεται ωστόσο, ότι μία και μόνη κυβέρνηση ναρκοθετούσε
συνειδητά τη συνεργασία με το Ε.ΣΥ.Π. μέχρι που, εντέλει, το κατάργησε
νομοθετικά.

2.2. Συνεργασία με τα μέλη των Ολομελειών των Συμβουλίων

Επιδίωξη όλων των Προέδρων ήταν η καλή συνεργασία με τα μέλη των


Ολομελειών προκειμένου να καταστεί δυνατή η κατάληξη σε συναινετικές
προτάσεις. Ο ένας όμως από τους Προέδρους είχε προβληματική συνεργασία με
τους εκπροσώπους κάποιων συνδικαλιστικών οργανώσεων και κομμάτων.
Διαπιστώνουμε ότι αυτό συνέβαινε τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π. και
οφειλόταν στη δυσπιστία των μελών για την ανεξαρτησία του οργάνου. Οι δύο
επόμενοι Πρόεδροι είχαν πολύ καλή έως εξαιρετική σχέση και συνεργασία με τα
μέλη των Ολομελειών και τους εμπλεκόμενους φορείς. Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι
στη συνέχεια άρθηκαν οι όποιες αμφιβολίες από το σύνολο σχεδόν των μελών. Ο
τελευταίος Πρόεδρος δεν μπορεί να αναφερθεί στη συνεργασία με τα μέλη, γιατί
όπως ήδη προαναφέραμε, η τελευταία κυβέρνηση διόρισε μεν Πρόεδρο, αλλά
παρεμπόδισε ακόμη και τη συγκρότησή του προτού τελικά καταργήσει το Ε.ΣΥ.Π.

86
3. Η ανεξαρτησία στην ατζέντα του Ε.ΣΥ.Π.

Σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του το Ε.ΣΥ.Π. είχε τη


δυνατότητα να καθορίζει την δική του ατζέντα θεμάτων προς μελέτη και συζήτηση.
Αυτό όμως δεν συνέβαινε συχνά.

Διαπιστώνουμε ότι υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των Προέδρων. Ο


ένας από τους Προέδρους είναι πεπεισμένος ότι παρά τη νομοθετική δυνατότητα,
κάθε προσπάθεια θα ήτανε ουσιαστικά αποτυχημένη εάν δεν προϋπήρχε
συνεννόηση με τον Υπουργό. Στο ίδιο πλαίσιο συνηγορεί ως προς το αποτέλεσμα
ένας ακόμη από τους Προέδρους, ο οποίος ωστόσο θεωρεί ότι ο λόγος ήταν το ίδιο
το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π. Η άποψη των άλλων δύο Προέδρων
είναι αντίθετη, μιας και επισημαίνουν ότι το νομοθετικό πλαίσιο παρείχε τη
δυνατότητα, την οποία άλλωστε χρησιμοποίησαν θέτοντας ζητήματα προς
συζήτηση πέραν αυτών που έθετε το Υπουργείο Παιδείας.

4. Οικονομική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια του Ε.ΣΥ.Π. και των μη


αμειβόμενων Προέδρων του

Το Ε.ΣΥ.Π. δεν είχε δικό του προϋπολογισμό. Όλοι οι Πρόεδροι όμως


πιστεύουν πως η ύπαρξη σταθερής χρηματοδότησης θα βοηθούσε τη λειτουργία
του θεσμού σε επίπεδο λειτουργικό, αλλά και σε επίπεδο συμβολικό, γιατί θα
ενίσχυε την ανεξαρτησία και την αυτοτέλειά του.

Αναφορικά με το θέμα των αμοιβών του Προέδρου όλοι επιβεβαιώνουν την


αρχική τους απόφαση, ότι η θέση του Προέδρου είναι τιμητική και δεν θα πρέπει να
συνδέεται με κανενός είδους αμοιβή. Οι τρεις από τους Προέδρους δεν αναφέρονται
σε κανενός είδους απαλλαγή από τα καθήκοντά τους, όμως ο ένας από τους
Προέδρους προσθέτει ότι θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα μερικής απαλλαγής
από το σύνολο των καθηκόντων της θέσης στην οποία υπηρετούν, όπως
προέβλεπε και η νομοθετική ρύθμιση που ψηφίστηκε το τελευταίο έτος της
λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π.

Παράλληλα διαπιστώνεται ότι οι απόψεις τους διαφέρουν αναφορικά με την


ύπαρξη αμοιβής για τις ομάδες μελετών και εργασίας. Οι τρεις Πρόεδροι θεωρούν
ότι οι εξειδικευμένες ομάδες μελέτης και τεκμηρίωσης θα πρέπει να αμείβονται, ενώ
ο ένας θεωρεί ότι ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση είναι προτιμότερο να μην
υπάρχει αμοιβή.

87
5. Το Ε.ΣΥ.Π. και η ατζέντα της εκπαιδευτικής πολιτικής του εκάστοτε
Υπουργού Παιδείας

Το Ε.ΣΥ.Π. ήταν γνωμοδοτικό όργανο προς τον Υπουργό Παιδείας, για όλα τα
ζητήματα εκπαιδευτικού σχεδιασμού και εκπαιδευτικής πολιτικής. Ωστόσο η
γνωμοδότησή του δεν ήταν απαραίτητη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα άλλοτε να
ζητείται η γνωμοδότησή του και άλλοτε όχι.

Οι απόψεις των Προέδρων διαπιστώνεται πως είναι διαφορετικές. Η άποψη


ενός εκ των Προέδρων είναι πως και όταν ζητούνταν η συμμετοχή του Ε.ΣΥ.Π.
γινόταν μόνο για τυπικούς λόγους, γιατί το Υπουργείο ουσιαστικά δεν την
επιθυμούσε. Ένας άλλος Πρόεδρος πιστεύει πως πρέπει να ζητείται πάντα η
γνωμοδότηση ενός τέτοιου οργάνου και αυτό είναι θέμα πολιτικού πολιτισμού της
κάθε χώρας, γι’ αυτό και στη χώρα μας δεν συμβαίνει. Η άποψη ενός άλλου
Προέδρου είναι πως το Ε.ΣΥ.Π. θα πρέπει να ασκεί συμβουλευτικό έργο σε
διαχρονική βάση και σε ανύποπτο χρόνο, ανεξάρτητα από την ατζέντα του
Υπουργείου και από το εάν του ζητείται γνωμοδότηση. Τέλος ένας Πρόεδρος τονίζει
πως ο ίδιος έθετε ζητήματα στον Υπουργό πολλά εκ των οποίων έτυχαν θετικότατης
ανταπόκρισης.

Η διάσταση απόψεων που διαπιστώνεται μεταξύ των Προέδρων διαφαίνεται


ότι εξαρτάται κυρίως από το είδος και το εύρος της συνεργασίας τους με τον
Υπουργό Παιδείας.

6. Η συμμετοχή και η συμβολή του Ε.ΣΥ.Π. στις διαδικασίες των


Εθνικών Διαλόγων που διενεργήθηκαν από τις εκάστοτε πολιτικές
ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας

Εθνικοί Διάλογοι για την παιδεία έχουν διενεργηθεί αρκετές φορές στη χώρα
μας. Αρκετοί από αυτούς διεξήχθησαν στα πλαίσια του Ε.ΣΥ.Π. ή με την συμμετοχή
του, ενώ σε πολλούς δεν συμμετείχε.

Διαπιστώνεται ότι όλοι οι Πρόεδροι είναι πεπεισμένοι πως θα πρέπει το


Ε.ΣΥ.Π., ή κάποιος αντίστοιχος φορέας, να συμβάλει στον εκάστοτε Εθνικό Διάλογο
για την παιδεία. Ωστόσο διαφέρουν οι απόψεις τους για το εάν και σε ποια βάση, τα
πορίσματα ενός τέτοιου ανεξάρτητου οργάνου μπορούν να δεσμεύουν τον Υπουργό
Παιδείας. Ο ένας εκ των Προέδρων πιστεύει ότι δεν πρέπει να τον δεσμεύουν, αλλά
για λόγους πολιτικού ήθους πρέπει να αιτιολογεί τη διαφοροποίησή του. Ένας άλλος

88
Πρόεδρος πιστεύει πως δεν μπορεί να τον δεσμεύουν, έχει όμως συμφέρον να τα
λαμβάνει υπόψη του. Η άποψη ενός άλλου Προέδρου είναι ότι είναι δύσκολο να τον
δεσμεύουν, όμως θα πρέπει να τα συνεκτιμάει. Τέλος ένας Πρόεδρος θεωρεί πως
όταν ένας διάλογος διεξάγεται με συγκεκριμένες προϋποθέσεις και καταλήγει σε
συμπεράσματα που γίνονται αποδεκτά από την κοινωνία, αυτά εκ των πραγμάτων
σε κάποιο βαθμό δεσμεύουν τον Υπουργό.

7. Αξιολόγηση του θεσμού του Ε.ΣΥ.Π. και των δράσεών του


Υπάρχει η αρνητική επισήμανση από τους Προέδρους για το γεγονός ότι δεν
ζητούσαν όλοι οι Υπουργοί Παιδείας τη συνδρομή και τη γνωμοδότηση του Ε.ΣΥ.Π.
Ο ένας εκ των Προέδρων, αν και εκφράζει κάποιο σκεπτικισμό, θεωρεί ότι η δράση
του Ε.ΣΥ.Π. χαρακτηρίζεται από επιμέρους θετικές προτάσεις και τα όσα έχει
προσφέρει ο θεσμός οφείλονται στις πρωτοβουλίες κάποιων από τους Προέδρους
του. Οι άλλοι τρεις από τους τέσσερις Προέδρους θεωρούν το Ε.ΣΥ.Π. έναν πολύ
σημαντικό θεσμό και τον αξιολογούν σαφέστατα θετικά. Αξιολογούν επίσης θετικά
τις δράσεις του, και κυρίως τις συναινετικές προτάσεις στις οποίες κατόρθωσε να
καταλήξει και που σε αρκετά σημαντικά ζητήματα οδήγησαν σε καίριες νομοθετικές
αλλαγές.

8. Προτάσεις για το ρόλο, τη δομή και τις αρμοδιότητες ενός νέου


Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, λαμβάνοντας υπόψη την έως τώρα
εμπειρία του Ε.ΣΥ.Π. και των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Παιδείας

Όλοι οι Πρόεδροι του Ε.ΣΥ.Π. διαθέτουν πλούσια εμπειρία η οποία καθιστά


ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες τις προτάσεις τους για το ρόλο και τις αρμοδιότητες ενός
νέου Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.

Οι προτάσεις για το πώς έχει ο καθένας τους στο μυαλό του το επόμενο
Ε.ΣΥ.Π. διαφέρουν. Ενδεικτικά αναφέρουμε βασικά σημεία τους:

 να παραμείνει στο ίδιο θεσμικό πλαίσιο, προσθέτοντας δυνατότητες


μελέτης και έρευνας,
 η λειτουργία του να είναι ένας διαρκής διάλογος, να δημιουργηθούν
Ομάδες Κοινωνικής Εκπροσώπησης και να περιοριστεί αισθητά ο
αριθμός των μελών των Ολομελειών,

89
 να έχει μονιμότερο, πενταετή, χαρακτήρα, να είναι ευρύτερα
ανεξαρτητοποιημένος, να προστεθεί ομάδα έρευνας – τεκμηρίωσης
και να ομοιάζει με εκπαιδευτική Ακαδημία,
 να είναι μια δομή υποστηρικτική των πολιτικών στο επίπεδο
διαμόρφωσής τους και στο επίπεδο υποστήριξής τους, διαθέτοντας
τμήματα ερευνών και μελετών, όπως τα Ευρωπαϊκά Ε.ΣΥ.Π. και
συγκροτημένο από προσωπικότητες, όπως οι Ανεξάρτητες Αρχές.

Κοινή συνισταμένη, πέρα από τις διαφορετικές προτάσεις τους, είναι η


σαφέστατη άποψη όλων των Προέδρων για την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός
Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.

Στην παρούσα έρευνα επιχειρήσαμε να παρουσιάσουμε τα πλεονεκτήματα


και τα μειονεκτήματα του θεσμού του Ε.ΣΥ.Π. σε μια προσπάθεια κριτικής
αποτίμησης και αξιολόγησής του. Το Ε.ΣΥ.Π. καταργήθηκε χωρίς ουσιαστικά να
αντικατασταθεί από έναν αντίστοιχο, τουλάχιστον, σε ανεξαρτησία και κύρος, θεσμό.
Για το λόγο αυτό επικεντρώσαμε συγχρόνως το ερευνητικό μας ενδιαφέρον σε
προτάσεις για το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, το ρόλο, τη δομή και τις αρμοδιότητες
ενός νέου Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας σε μια μελλοντική επανίδρυσή του ίδιου ή
αντίστοιχου θεσμού.

Σε μια τέτοια περίπτωση η παρούσα μελέτη φιλοδοξεί να αποτελέσει


εφαλτήριο αξιολόγησης του θεσμού και κατάθεσης συγκροτημένων προτάσεων,
εναρμονισμένων με το γίγνεσθαι των Ευρωπαϊκών Εθνικών Συμβουλίων Παιδείας.

90
Βιβλιογραφία

Brinkmann, S. (2008). The SAGE Encyclopedia of QUALITATIVE RESEARCH METHODS. (L. Given,
Επιμ.) California: Sage Publications.

Cohen, L., & Manion, L. (2000). Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας. (Ν. Παπαγεωργίου, Επιμ.,
Χ. Μητσοπούλου, & Μ. Φιλοπούλου, Μεταφρ.) Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Cohen, L., Manion, L., & Morrison, K. (2008). Μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας. (Σ.
Κυρανάκης, Μ. Μαυράκη, Χ. Μητσοπούλου, Π. Μπιθάρα, & Μ. Φιλοπούλου, Μεταφρ.)
Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Creswell, J. (2016). Η έρευνα στην Εκπαίδευση: Σχεδιασμός, Διεξαγωγή και Αξιολόγηση Ποσοτικής
και Ποιοτικής Έρευνας (2η ελληνική εκδ.). (Χ. Τσορμπατζούδης, Επιμ., & Ν. Κουβαράκου,
Μεταφρ.) Αθήνα: Εκδοτικός Όμιλος ΙΩΝ.

Denzin, N. K., & Lincoln, Y. S. (2011). The SAGE Handbook of Qualitative Research. London: Sage
Publications.

European Network of Education Councils (EUNEC). (2010). Education councils in Europe. Balancing
expertise, societal input and political control in the production of policy advice. Brussels:
Public Management Institute.

Howard, K., & Sharp, J. (1994). Η επιστημονική μελέτη. (Κ. Σοφούλης, Επιμ., & Β. Νταλάκου,
Μεταφρ.) Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.

Krippendorff, K. (2004). Content Analysis: An Introduction to Its Methodogy. California: Sage


Publications.

Marshall, M. N. (1996). Sampling for qualitative research. Family Practice, 13(6), σσ. 522-525.

Mason, J. (2003). Η διεξαγωγή της ποιοτικής έρευνας. (Ν. Κυριαζή, Επιμ., & Ε. Δημητριάδου,
Μεταφρ.) Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

Mayring, P. (2000). Qualitative Content Analysis. Forum Qualitative Social Research. 20. Ανάκτηση
Απρίλιος 2019, από
https://utsc.utoronto.ca/~kmacd/IDSC10/Readings/Readings/text%20analysis/CA.pdf

Patton, M. Q. (2002). Qualitative Research & Evaluation Methods. California: Sage Publications.

Robson, C. (2010). Η έρευνα του πραγματικού κόσμου: Ένα μέσον για κοινωνικούς επιστήμονες
και επαγγελματίες ερευνητές. (Κ. Μιχαλοπούλου, Επιμ., Β. Νταλάκου, & K. Βασιλικού,
Μεταφρ.) Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.

Taylor, J. S., Bogdan, R., & Marjorie, D. L. (2016). Introduction to Qualitative Research Methods: A
Guidebook and Resource. New York: Wiley.

Verma, G., & Mallick, K. (2004). Εκπαιδευτική Έρευνα. Θεωρητικές προσεγγίσεις και τεχνικές.
Αθήνα: Τυπωθήτω – Γ. Δαρδανός.

Woods, P. (1991). Inside Schools. Ethnography in Educational Research. London: Routledge.

Ε.ΣΥ.Π. (2005). Πρακτικά Ολομέλειας Ε.ΣΥ.Π. 5η συνεδρίαση / 30.3.2005. Αθήνα.

91
Ε.ΣΥ.Π. (2006). Τελικό πόρισμα της Επιτροπής του Ε.ΣΥ.Π. για την Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση.
Αθήνα.

Ε.ΣΥ.Π. (2009). Πόρισμα Επιτροπής για το σύστημα πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Αθήνα.

Ε.ΣΥ.Π. (2009). Προτάσεις του Σ.Π.Δ.Ε. για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Αθήνα.

Ε.ΣΥ.Π. (2011). Πρακτικά Ολομέλειας Ε.ΣΥ.Π. 7η συνεδρίαση / 26.1.2011. Αθήνα.

Ε.ΣΥ.Π. (2011). Πρακτικά Ολομέλειας Ε.ΣΥ.Π. 8η συνεδρίαση / 2.2.2011. Αθήνα.

Ε.ΣΥ.Π. (2011). Πρακτικά Ολομέλειας Ε.ΣΥ.Π. 9η συνεδρίαση / 9.2.2011. Αθήνα.

Ε.ΣΥ.Π. (2011). Πρακτικά Ολομέλειας Σ.Π.Δ.Ε. 24η συνεδρίαση 21/2/2011. Αθήνα.

Ε.ΣΥ.Π. (2011). Πρακτικά Ολομέλειας Σ.Π.Δ.Ε. 29η συνεδρίαση / 10.5.2011. Αθήνα.

Ε.ΣΥ.Π. (2011). Πρακτικά Ολομέλειας Σ.Π.Δ.Ε. 31η συνεδρίαση / 5.7.2011. Αθήνα.

Ε.ΣΥ.Π. (2015). Πρακτικά Ολομέλειας Σ.Α.Π.Ε. και Σ.Α.Τ.Ε. 6η κοινή συνεδρίαση / 12.3.2015.
Αθήνα.

Ίσαρη, Φ., & Πουρκός, Μ. (2016). Ποιοτική Μεθοδολογία Έρευνας. Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών
Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Ανάκτηση Φεβρουάριος 2019, από
https://repository.kallipos.gr/handle/11419/5826

Ιωσηφίδης, Θ. (2003). Ανάλυση Ποιοτικών δεδομένων στις Κοινωνικές Επιστήμες. Αθήνα:


Εκδόσεις Κριτική.

Ιωσηφίδης, Θ. (2008). Ποιοτικές μέθοδοι έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες. Αθήνα: Εκδόσεις
Κριτική.

Ιωσηφίδης, Θ. (2017). Ποιοτικές μέθοδοι έρευνας και επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών.
Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Τζιόλα.

Κεδράκα, Κ. (2008). Μεθοδολογία λήψης συνέντευξης. Ανάκτηση Απρίλιος 2019, από


http://www.adulteduc.gr

Μαντζούκας, Σ. (2007). Ποιοτική έρευνα σε έξι εύκολα βήματα: Η επιστημολογία, οι μέθοδοι και
η παρουσίαση. Νοσηλευτική(46), σσ. 88-98.

Ξωχέλλης, Π. (2016). Η μελέτη περιπτώσεων στην εκπαιδευτική έρευνα: Κύρια χαρακτηριστικά


και ενδεικτικά παραδείγματα. Στο Ι. Πυργιωτάκης, & Χ. Θεοφιλίδης (Επιμ.), Ερευνητική
μεθοδολογία στις κοινωνικές επιστήμες και στην εκπαίδευση. Συμβολή στην
επιστημολογική θεωρία και την ερευνητική πράξη. Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο.

Πανάρετος, Ι. (2000). Συμβούλια Παιδείας και Εκπαιδευτικά Όργανα Κοινωνικής Συμμετοχής στην
Ευρώπη: Πρακτικές και Προοπτικές. Αθήνα: Ινστιτούτο Στατιστικής Τεκμηρίωσης, Τμήμα
Στατιστικής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

92
Νομοθεσία

1. Ν. 2327/1995 (ΦΕΚ 156 Α΄) «Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, ρύθμιση θεμάτων


έρευνας παιδείας και μετεκπαίδευσης εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις»
2. Ν. 2817/2000 (ΦΕΚ 78 Α΄) «Εκπαίδευση ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές
ανάγκες και άλλες διατάξεις»
3. Π.Δ. 127/2003 (ΦΕΚ 114 Α΄) «Συγκρότηση, Οργάνωση, Λειτουργία,
Διοικητική Υποστήριξη και έδρα του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας»
4. Ν. 3149/2003 (ΦΕΚ 141 Α΄) «Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας Δημόσιες
Βιβλιοθήκες και άλλες διατάξεις»
5. Ν. 3374/2005 (ΦΕΚ 189 Α΄) «Διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη
εκπαίδευση. Σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων –
Παράρτημα διπλώματος»
6. Ν. 3549/2007 (ΦΕΚ 69 Α΄) «Μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου για τη
δομή και λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων»
7. Ν. 3966/2011 (ΦΕΚ 118 Α΄) «Θεσμικό πλαίσιο των Πρότυπων Πειραματικών
Σχολείων, Ίδρυση Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Οργάνωση του
Ινστιτούτου Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ» και
λοιπές διατάξεις»
8. Ν. 4009/2011 (ΦΕΚ 195 Α΄) «Δομή, λειτουργία, διασφάλιση της ποιότητας
των σπουδών και διεθνοποίηση των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων»
9. Ν. 4452/2017 (ΦΕΚ 17 Α΄) «Ρύθμιση θεμάτων του Κρατικού Πιστοποιητικού
Γλωσσομάθειας, της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας και άλλες διατάξεις»
10. Π.Δ. 160/2008 (ΦΕΚ 220 Α΄) «Πρότυπος Γενικός Εσωτερικός Κανονισμός
Λειτουργίας των Α.Ε.Ι.»
11. ΦΕΚ 266/2003 τ. Γ΄
12. ΦΕΚ 288/2004 τ. Ν.Π.Δ.Δ.
13. ΦΕΚ 126/2008 τ. Υ.Ο.Δ.Δ.
14. ΦΕΚ 337/2010 τ. Υ.Ο.Δ.Δ.
15. ΦΕΚ 212/2013 τ. Υ.Ο.Δ.Δ.
16. ΦΕΚ 145/2016 τ. Υ.Ο.Δ.Δ.

93

You might also like