Professional Documents
Culture Documents
Αλεξανδρούπολη, 2019
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡ ΑΚΗΣ
ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Αλεξανδρούπολη, 2019
2
Πνευματικά δικαιώματα
Υπεύθυνη Δήλωση
Βεβαιώνω ότι είμαι συγγραφέας της παρούσας Μεταπτυχιακής Εργασίας
Ειδίκευσης και ότι κάθε βοήθεια που προσφέρθηκε στην εκπόνησή της
αναγνωρίζεται και αναφέρεται στο κείμενο. Επιπλέον, αναφέρονται όλες οι
βιβλιογραφικές πηγές που αξιοποιήθηκαν, πρωτογενείς και δευτερογενείς, είτε η
συμβολή τους παρατίθεται επακριβώς ως απόσπασμα είτε ως παράφραση.
Αγγελική Σουφλή
3
DEMOCRITUS UNIVERSITY OF THRACE
SCHOOL OF EDUCATIONAL SCIENCES
PRIMARY EDUCATION DEPARTMENT
SECTOR OF EDUCATION AND PSYCHOLOGY
POSTGRADUATE COURSE:
MASTER DISSERTATION
Angeliki Soufli
COMMITTEE OF EXAMINERS
Alexandroupolis, 2019
4
All rights reserved
Statutory Declaration
I certify that I am the author of this Master’s Dissertation thesis and that all the help
offered for its compilation is acknowledged and is clearly indicated in the text.
Furthermore, all primary as well as secondary resources used as well as the
materials appearing in it have been properly quoted and attributed.
Angeliki Soufli
5
Περίληψη
6
Abstract
The subject matter of the present theoretical and research dissertation is the
study and the critical assessment of the institution of the National Council of
Education in Greece. The main purpose of this study is to present the institution
through the legislative framework of operation, organization, structure and actions,
aiming at highlighting the advantages and weaknesses of the institution. Within the
research approach, semi-structured interviews with all the Presidents were
conducted, in order to explore their views on the role of the institution and, ultimately,
on its critical valuation, concluding at the same time proposals for future exploitation.
The research comes to the conclusion that, apart from the different proposals, a
common consensus of all Presidents is their clear belief in the necessity of existence
a National Education Council.
7
Πρόλογος – Ευχαριστίες
Ευχαριστώ πολύ τους γονείς μου για τη στήριξη και την αγάπη τους.
8
Περιεχόμενα
Περίληψη ......................................................................................................................................... 6
Abstract ............................................................................................................................................ 7
Πρόλογος – Ευχαριστίες ............................................................................................................. 8
Εισαγωγή....................................................................................................................................... 11
ΜΕΡΟΣ Α: Θεωρητικό πλαίσιο ................................................................................................ 14
Κεφάλαιο 1: Το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας
(Ε.ΣΥ.Π.) ......................................................................................................................................... 15
1.1 Σύντομη ιστορική αναφορά στο Ε.ΣΥ.Π. του Ν. 2327/1995 .................................. 15
1.1.1 Η δομή του Ε.ΣΥ.Π. σύμφωνα με το Ν. 2327/1995 .............................................. 16
1.1.2 Διαπιστώσεις αναφορικά με το Ε.ΣΥ.Π. του Ν. 2327/1995 ............................... 18
1.2 Το Ε.ΣΥ.Π. του Ν. 2817/2000 ......................................................................................... 18
1.3 Το Ε.ΣΥ.Π. του Π.Δ.127/2003 ......................................................................................... 21
1.4 Βασικές επισημάνσεις αναφορικά με το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του
Ε.ΣΥ.Π. ............................................................................................................................................ 26
Κεφάλαιο 2: Οι Πρόεδροι του Ε.ΣΥ.Π. και οι δράσεις του ................................................ 29
2.1 Οι Πρόεδροι του Ε.ΣΥ.Π. ................................................................................................ 29
2.2 Οι δράσεις του Ε.ΣΥ.Π. ................................................................................................... 30
2.2.1 Θέματα που μελετήθηκαν σε Επιτροπές και στις Ολομέλειες του Ε.ΣΥ.Π. .. 30
2.2.2 Θέματα που μελετήθηκαν σε Επιτροπές του Ε.ΣΥ.Π. ........................................ 38
2.2.3 Λοιπές εκδηλώσεις του Ε.ΣΥ.Π. ............................................................................... 40
Κεφάλαιο 3: Το Ε.ΣΥ.Π. στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι ........................................................... 42
ΜΕΡΟΣ Β: Ερευνητικό ................................................................................................................ 45
Κεφάλαιο 4: Η έρευνα ................................................................................................................. 46
4.1 Αφετηρία της έρευνας .................................................................................................... 46
4.2 Σκοπός και ερευνητικά ερωτήματα ............................................................................ 47
Κεφάλαιο 5: Μεθοδολογία της έρευνας ................................................................................. 49
5.1 Η επιλογή της ερευνητικής μεθόδου ............................................................................... 49
5.2 Το ερευνητικό εργαλείο....................................................................................................... 50
5.3 Η τεχνική συλλογής του υπό έρευνα υλικού ............................................................ 52
5.4 Επιλογή του δείγματος και συμμετέχοντες .............................................................. 57
5.5 Η συλλογή των δεδομένων........................................................................................... 59
5.6 Δεοντολογικά ζητήματα στη διεξαγωγή της συνέντευξης .................................... 60
5.7 Επεξεργασία δεδομένων και συγκρότηση κατηγοριών ....................................... 61
9
Κεφάλαιο 6: Ανάλυση υλικού - ευρήματα της έρευνας ..................................................... 63
6.1 Οι οπτικές και οι προθέσεις των Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π. για τη δυνατότητα
ουσιαστικής συμβολής τους στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής του
Υπουργείου Παιδείας ................................................................................................................. 63
6.2 Συνεργασίες των Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π. ....................................................................... 65
6.2.1 Συνεργασία με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ............................ 65
6.2.2 Συνεργασία με τα μέλη των Ολομελειών των Συμβουλίων.................................... 67
6.3 Η ανεξαρτησία στην ατζέντα του Ε.ΣΥ.Π. ....................................................................... 69
6.4 Οικονομική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια του Ε.ΣΥ.Π. και των μη αμειβόμενων
Προέδρων του .............................................................................................................................. 71
6.5 Το Ε.ΣΥ.Π. και η ατζέντα της εκπαιδευτικής πολιτικής του εκάστοτε Υπουργού
Παιδείας ......................................................................................................................................... 74
6.6 Η συμμετοχή και η συμβολή του Ε.ΣΥ.Π. στις διαδικασίες των Εθνικών
Διαλόγων που διενεργήθηκαν από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου
Παιδείας ......................................................................................................................................... 76
6.7 Αξιολόγηση του θεσμού του Ε.ΣΥ.Π. και των δράσεών του...................................... 79
6.8 Προτάσεις για το ρόλο, τη δομή και τις αρμοδιότητες ενός νέου Εθνικού
Συμβουλίου Παιδείας, λαμβάνοντας υπόψη την έως τώρα εμπειρία του Ε.ΣΥ.Π. και
των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Παιδείας .............................................................................. 80
Κεφάλαιο 7: Διαπιστώσεις – Επίλογος ................................................................................. 85
Βιβλιογραφία ................................................................................................................................ 91
Νομοθεσία ..................................................................................................................................... 93
10
Εισαγωγή
Το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (Ε.ΣΥ.Π.) της χώρας μας υπήρξε ένα από τα
παλαιότερα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Παιδείας. Στον ευρωπαϊκό χώρο το Ευρωπαϊκό
Δίκτυο Συμβουλίων Παιδείας (EUNEC) το απασχόλησε και εξακολουθεί να το
11
απασχολεί το θέμα της λειτουργίας των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Παιδείας. Το
EUNEC πραγματοποίησε έρευνα / μελέτη / αξιολόγηση για τα Ευρωπαϊκά
Συμβούλια Παιδείας, στην οποία συμμετείχε και το Ε.ΣΥ.Π. και η οποία εκδόθηκε το
2010 από το Public Management Institute με τίτλο «Education councils in Europe».
Στην Ελλάδα υπάρχει μία μόνο μελέτη για το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, η
οποία όμως αναφέρεται στο προηγούμενο πλαίσιο λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π., αυτό
του Ν. 2327/1995, σύμφωνα με το οποίο το Ε.ΣΥ.Π. ουσιαστικά δεν λειτούργησε,
παρά μόνο διεξήχθη μία και μοναδική συνεδρίαση της Ολομέλειας του Ε.ΣΥ.Π. τον
Ιανουάριο του 1999. Η μελέτη αυτή παρουσιάζει τα κύρια χαρακτηριστικά και τις
αρμοδιότητες των Συμβουλίων Παιδείας στην Ευρώπη, εξάγοντας χρήσιμα
συμπεράσματα σχετικά με το ρόλο τους (Πανάρετος, 2000).
Ως εκ τούτου στον ελληνικό χώρο δεν υπάρχει ουσιαστικά καμία έρευνα και
καμία μελέτη αναφορικά με το πλαίσιο λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π. του Ν. 2817/2000
και του Π.Δ. 127/2003, σύμφωνα με τα οποία το Συμβούλιο λειτούργησε σε όλη την
περίοδο της πορείας του.
12
Στη συνέχεια στο θεωρητικό μέρος μελετάται και αναλύεται ο θεσμός του
Ε.ΣΥ.Π. σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο όλης της περιόδου της
λειτουργίας του: το Νόμο 2817/2000 και το Προεδρικό Διάταγμα 127/2003.
Παρουσιάζεται αναλυτικά η δομή του, η συγκρότησή του, η οργάνωση και η
λειτουργία του θεσμού και το κεφάλαιο ολοκληρώνεται διατυπώνοντας βασικές
επισημάνσεις αναφορικά με το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π.
13
ΜΕΡΟΣ Α: Θεωρητικό πλαίσιο
14
Κεφάλαιο 1: Το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του
Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (Ε.ΣΥ.Π.)
1.1 Σύντομη ιστορική αναφορά στο Ε.ΣΥ.Π. του Ν. 2327/1995
Όπως ορίζει η παρ. 2 του ίδιου άρθρου «Για την έκδοση κανονιστικών
πράξεων, που ρυθμίζουν θέματα παιδείας, απαιτείται η προηγούμενη γνώμη της
διοικούσας επιτροπής του Ε.ΣΥ.Π., που παρέχεται μετά από εισήγηση του αρμόδιου
οργάνου του Ε.ΣΥ.Π. Η γνώμη παρέχεται εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από τη
διατύπωση του σχετικού ερωτήματος, άλλως η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς την
προηγούμενη γνώμη του Ε.ΣΥ.Π.».
Ως Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. διορίστηκε από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων Γεώργιο Παπανδρέου ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη της
Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, το Μάιο του 1996, ο
Ιωάννης Πανάρετος, Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
15
1.1.1 Η δομή του Ε.ΣΥ.Π. σύμφωνα με το Ν. 2327/1995
Σύμφωνα με την παρ. 3, του άρθ. 1 του Ν. 2327/95 όργανα του Ε.ΣΥ.Π. είναι
η Ολομέλεια, ο Πρόεδρος, η διοικούσα επιτροπή, τα τμήματα και οι τομείς τμημάτων,
οι μονάδες και οι τομείς μονάδων. Η διοίκηση ασκείται από τον Πρόεδρο και τη
διοικούσα επιτροπή.
16
Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου, του Οικονομικού Επιμελητηρίου, της Εθνικής
Συνομοσπονδίας ατόμων με ειδικές ανάγκες κλπ. (άρθρο 1, παρ. 4).
Αποτελείται επίσης από τις παρακάτω πέντε μονάδες (άρθρο 1, παρ. 7):
γ) Μονάδα τεκμηρίωσης
17
1.1.2 Διαπιστώσεις αναφορικά με το Ε.ΣΥ.Π. του Ν. 2327/1995
18
εκπαιδευτικού σχεδιασμού και για μείζονος σημασίας ζητήματα εκπαιδευτικής
πολιτικής».
Σύμφωνα με την παρ. 2, εδ. β’, του ίδιου άρθρου του Ν. 2817/2000, στο
πλαίσιο του Ε.ΣΥ.Π. λειτουργούν τα εξής τρία επιμέρους Συμβούλια:
19
Στο άρθρο 15, παρ. 2, εδ. η’, προβλέπεται η δυνατότητα να καθορίζεται η
αποζημίωση του Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π. και των Προέδρων των επιμέρους
Συμβουλίων, καθώς επίσης και οι αποζημιώσεις των μελών των επιστημονικών
επιτροπών. Θεωρούμε πως είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας το γεγονός ότι, σε μια
Ελλάδα που σχεδόν τα πάντα έχουν σημείο αναφοράς τα χρήματα, με πρωτοβουλία
όλων ανεξαιρέτως των διατελεσάντων Προέδρων του Ε.ΣΥ.Π., τόσο ο Πρόεδρος
του Ε.ΣΥ.Π., όσο και οι Πρόεδροι των επιμέρους Συμβουλίων, οι Ολομέλειες των
Συμβουλίων καθώς και όλες οι Επιτροπές του Ε.ΣΥ.Π., εργάστηκαν αμισθί.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15, παρ. 2, εδ. ζ΄ του Ν. 2817/2000, η
συγκρότηση του Ε.ΣΥ.Π. και των επιμέρους Συμβουλίων του, η έδρα του και η
οργάνωση και η λειτουργία του, θα καθοριστούν με Προεδρικό Διάταγμα το οποίο
θα εκδοθεί με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και των
κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών.
20
1.3 Το Ε.ΣΥ.Π. του Π.Δ.127/2003
Σύμφωνα με αυτό, όργανα του Ε.ΣΥ.Π. είναι ο Πρόεδρος και η Ολομέλεια του
Ε.ΣΥ.Π.
Μεταξύ άλλων αποτελείται από: τον Πρόεδρο του Ε.ΣΥ.Π., τους τρεις
Προέδρους των τριών επιμέρους Συμβουλίων του, πέντε εκπροσώπους από
ισάριθμα Υπουργεία και Γενικές Γραμματείες (Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων, Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, Υπουργείο Εργασίας και
Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας και Γενική
Γραμματεία Νέας Γενιάς), τον Πρόεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, τον Πρόεδρο
του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας, τον Πρόεδρο του Οργανισμού Επιμόρφωσης
Εκπαιδευτικών, έναν εκπρόσωπο από κάθε πολιτικό κόμμα που εκπροσωπείται στο
Ελληνικό ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έναν Πρύτανη Πανεπιστημίου, έναν
Πρόεδρο Τ.Ε.Ι., έναν εκπρόσωπο της Ε.Φ.Ε.Ε., έναν εκπρόσωπο της Ε.Σ.Ε.Ε., από
έναν εκπρόσωπο των μελών Δ.Ε.Π. των Πανεπιστημίων, των μελών Ε.Π. των
Τ.Ε.Ι., της Ο.Λ.Μ.Ε., της Δ.Ο.Ε., της Ο.Ι.Ε.Λ.Ε., της Α.Σ.Γ.Μ.Ε., της Ιεράς Συνόδου
της Εκκλησίας, της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., της Κ.Ε.Δ.Ε., της ΕΝ.ΠΕ., του Σ.Ε.Β., της Γ.Σ.Ε.Ε.,
της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ., έναν κοινό εκπρόσωπο του Δικηγορικού Συλλόγου, του Ιατρικού
Συλλόγου, του Τεχνικού Επιμελητηρίου, του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου, κλπ., έναν
κοινό εκπρόσωπο των επιστημονικών οργανώσεων μαθηματικών, φυσικής,
χημείας, πληροφορικής κλπ. (άρθρο 2, παρ. 2).
Όργανα του καθενός από τα τρία επιμέρους Συμβούλιά του, του Συμβουλίου
Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Σ.Α.Π.Ε.), του Συμβουλίου Ανώτατης
Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Σ.Α.Τ.Ε.) και του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και
21
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Σ.Π.Δ.Ε.) είναι ο Πρόεδρος, η Γραμματεία και η
Ολομέλειά τους.
(Σε λιγότερο από ένα μήνα αργότερα, τον Ιούνιο του 2003, με τις παρ. 49α
και 49β, του άρθρου 13 του Ν. 3149/2003, το «Συμβούλιο Τριτοβάθμιας
Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης» (Σ.Τ.Π.Ε.) μετονομάστηκε σε «Συμβούλιο
Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης» (Σ.Α.Π.Ε.) και το «Συμβούλιο
Τριτοβάθμιας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης» (Σ.Τ.Τ.Ε.) μετονομάστηκε σε
«Συμβούλιο Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Σ.Α.Τ.Ε.). Οι ονομασίες αυτές
διατηρήθηκαν σε όλη τη διάρκεια της πολύχρονης λειτουργίας των Συμβουλίων και
για το λόγο αυτό κρίναμε σκόπιμο, για διευκόλυνση του αναγνώστη, να
αναφερθούμε στα δύο επιμέρους Συμβούλια εξαρχής με αυτές).
Μεταξύ άλλων αποτελείται από: τον Πρόεδρο του Σ.Α.Π.Ε., έναν εκπρόσωπο
από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, έναν εκπρόσωπο από το
Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, έναν εκπρόσωπο από τη Γενική
Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, έναν εκπρόσωπο από κάθε πολιτικό κόμμα
που εκπροσωπείται στο Ελληνικό ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τους Πρυτάνεις
όλων των Πανεπιστημίων, έναν Πρόεδρο Τ.Ε.Ι., τρεις εκπροσώπους της Ε.Φ.Ε.Ε.,
από έναν εκπρόσωπο των μελών Δ.Ε.Π. των Πανεπιστημίων, της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., της
Κ.Ε.Δ.Ε., της ΕΝ.ΠΕ., του Σ.Ε.Β., της Γ.Σ.Ε.Ε., της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ., έναν κοινό
εκπρόσωπο του Δικηγορικού Συλλόγου, του Ιατρικού Συλλόγου, του Τεχνικού
Επιμελητηρίου, του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου, κλπ., έναν κοινό εκπρόσωπο των
επιστημονικών οργανώσεων μαθηματικών, φυσικής, χημείας, πληροφορικής κλπ.,
έναν κοινό εκπρόσωπο της κάθε κατηγορίας προσωπικού που υπηρετεί στα
Πανεπιστήμια κλπ. (άρθρο 3, παρ. 2).
Η Γραμματεία του Σ.Α.Π.Ε. αποτελείται από επτά μέλη της Ολομέλειας του
Σ.Α.Π.Ε.:
22
φοιτητών στην Ολομέλεια που τον ορίζουν οι ίδιοι και τον εκπρόσωπο των μελών
Δ.Ε.Π. των Πανεπιστημίων στην Ολομέλεια (άρθρο 3, παρ. 3α).
Μεταξύ άλλων αποτελείται από: τον Πρόεδρο του Σ.Α.Τ.Ε., έναν εκπρόσωπο
από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, έναν εκπρόσωπο από το
Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, έναν εκπρόσωπο από τη Γενική
Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, έναν εκπρόσωπο από κάθε πολιτικό κόμμα
που εκπροσωπείται στο Ελληνικό ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όλους τους
Προέδρους των Τ.Ε.Ι., έναν Πρύτανη Πανεπιστημίου, τρεις εκπροσώπους της
Ε.Σ.Ε.Ε., από έναν εκπρόσωπο των μελών Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., της
Κ.Ε.Δ.Ε., της ΕΝ.ΠΕ., του Σ.Ε.Β., της Γ.Σ.Ε.Ε., της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ., έναν κοινό
εκπρόσωπο των επαγγελματικών σωματείων αποφοίτων Τ.Ε.Ι., έναν κοινό
εκπρόσωπο της κάθε κατηγορίας προσωπικού που υπηρετεί στα Τ.Ε.Ι. κλπ. (άρθρο
4, παρ. 2).
Η Γραμματεία του Σ.Α.Τ.Ε. αποτελείται από επτά μέλη της Ολομέλειας του
Σ.Α.Τ.Ε.:
23
απαιτούμενων εισηγήσεων και όλης της αναγκαίας τεκμηρίωσης» (άρθρο 4, παρ.
3β).
Μεταξύ άλλων αποτελείται από: τον Πρόεδρο του Σ.Π.Δ.Ε., έναν εκπρόσωπο
από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, έναν εκπρόσωπο από το
Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, έναν εκπρόσωπο από κάθε πολιτικό
κόμμα που εκπροσωπείται στο Ελληνικό ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τον
Πρόεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, τον Πρόεδρο του Κέντρου Εκπαιδευτικής
Έρευνας, τον Πρόεδρο του Οργανισμού Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών, από έναν
προϊστάμενο μίας Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και μίας Διεύθυνσης
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, από έναν Διευθυντή μίας σχολικής μονάδας
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και μίας σχολικής μονάδας Πρωτοβάθμιας
Εκπαίδευσης, από έναν Σχολικό Σύμβουλο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης,
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Ειδικής Αγωγής, από δύο εκπροσώπους της
Ο.Λ.Μ.Ε., της Δ.Ο.Ε. και της Ο.Ι.Ε.Λ.Ε., από έναν μαθητή και μία μαθήτρια
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης από τη Βουλή των Εφήβων, της Α.Σ.Γ.Μ.Ε., από
έναν εκπρόσωπο της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., της Α.Σ.Γ.Μ.Ε., της Κ.Ε.Δ.Ε., της ΕΝ.ΠΕ., του
Σ.Ε.Β., της Γ.Σ.Ε.Ε., της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ. κλπ. (άρθρο 6, παρ. 2).
Η Γραμματεία του Σ.Π.Δ.Ε. αποτελείται από επτά μέλη της Ολομέλειας του
Σ.Π.Δ.Ε.:
24
Κατά αναλογία με τα δύο προαναφερθέντα επιμέρους Συμβούλια, η
Γραμματεία του Σ.Π.Δ.Ε. έχει ως αρμοδιότητα «την εξειδίκευση των αποφάσεων της
Ολομέλειας όταν αυτό είναι αναγκαίο, όπως επίσης και την άρτια προετοιμασία των
συνεδριάσεων της Ολομέλειας, με την ετοιμασία των απαιτούμενων εισηγήσεων και
όλης της αναγκαίας τεκμηρίωσης» (άρθρο 6, παρ. 3β).
25
Φαρμακευτικός Σύλλογος. Επίσης έναν κοινό εκπρόσωπο όριζαν μετά από μεταξύ
τους συνεννόηση επτά φορείς: οι επιστημονικές οργανώσεις πανελλαδικής
εμβέλειας στους τομείς των μαθηματικών, της φυσικής, της χημείας, της
πληροφορικής, της βιολογίας, της γεωλογίας και της φιλολογίας. Ομοίως έναν κοινό
εκπρόσωπο όριζαν μετά από μεταξύ τους συνεννόηση όλα τα επαγγελματικά
σωματεία αποφοίτων Τ.Ε.Ι. τα οποία αριθμούν δεκατέσσερα σωματεία.
1η επισήμανση:
Παρά την αλλαγή του νομικού πλαισίου από ανεξάρτητη διοικητική αρχή σε
γνωμοδοτικό όργανο, το Ε.ΣΥ.Π. εξακολουθεί να παραμένει ένας ουσιαστικά
ανεξάρτητος θεσμός.
Αυτό διαπιστώνεται κυρίως από τη μελέτη της σύνθεσης των μελών της
Ολομέλειας του Ε.ΣΥ.Π. και των επιμέρους Συμβουλίων του.
26
Από τα περίπου σαράντα μέλη από τα οποία συγκροτείτε η Ολομέλεια του
Ε.ΣΥ.Π. μόνον τα έξι μέλη, το ελάχιστο, έως τα δεκατρία μέλη, το μέγιστο, ορίζονται
άμεσα ή έμμεσα από την κυβέρνηση. Είναι οι πέντε εκπρόσωποι που τους ορίζουν
ισάριθμα Υπουργεία και Γενικές Γραμματείες και ο ένας εκπρόσωπος του
κυβερνώντος κόμματος. Ο αριθμός τους μπορεί να ανέλθει στο μέγιστο των
δεκατριών μελών, μόνο εάν συνέπιπτε με νέα θητεία του Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π.,
των Προέδρων των τριών επιμέρους Συμβουλίων του Ε.ΣΥ.Π., του Προέδρου του
Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, του Προέδρου του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας και
του Προέδρου του Οργανισμού Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών, οι οποίοι στην
περίπτωση αυτή θα οριζόταν από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων. Όλα τα υπόλοιπα, περίπου είκοσι επτά με τριάντα τέσσερα, μέλη
της Ολομέλειας του Ε.ΣΥ.Π. υποδεικνύονται ως εκπρόσωποι από τους αντίστοιχους
φορείς που ήδη προαναφέραμε.
Κατά αντιστοιχία, όσον αφορά την Ολομέλεια του Σ.Α.Π.Ε. από τα περίπου
πενήντα μέλη από τα οποία συγκροτείτε μόνον τα τέσσερα μέλη, το ελάχιστο, έως
τα πέντε μέλη, το μέγιστο, ορίζονται άμεσα ή έμμεσα από την κυβέρνηση. Είναι οι
τρεις εκπρόσωποι που τους ορίζουν δύο Υπουργεία και μία Γενική Γραμματεία και
ο ένας εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος. Ο αριθμός τους μπορεί να ανέλθει
στο μέγιστο των πέντε μελών, μόνο εάν συνέπιπτε με νέα θητεία του Προέδρου του
Σ.Α.Π.Ε., ο οποίος στην περίπτωση αυτή θα οριζόταν από τον Υπουργό Εθνικής
Παιδείας και Θρησκευμάτων. Όλα τα υπόλοιπα, περίπου σαράντα πέντε, μέλη της
Ολομέλειας του Σ.Α.Π.Ε. υποδεικνύονται ως εκπρόσωποι από τους αντίστοιχους
φορείς που ήδη προαναφέραμε.
Ομοίως, όσον αφορά την Ολομέλεια του Σ.Α.Τ.Ε. από τα περίπου σαράντα
μέλη από τα οποία συγκροτείτε μόνον τα τέσσερα μέλη, το ελάχιστο, μέχρι τα πέντε
μέλη, το μέγιστο, ορίζονται άμεσα ή έμμεσα από την κυβέρνηση. Είναι οι τρεις
εκπρόσωποι που τους ορίζουν δύο Υπουργεία και μία Γενική Γραμματεία και ο ένας
εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος. Ο αριθμός τους μπορεί να ανέλθει στο
μέγιστο των πέντε μελών, μόνο εάν συνέπιπτε με νέα θητεία του Προέδρου του
Σ.Α.Τ.Ε., ο οποίος στην περίπτωση αυτή θα οριζόταν από τον Υπουργό Εθνικής
Παιδείας και Θρησκευμάτων. Όλα τα υπόλοιπα, περίπου τριάντα πέντε, μέλη της
Ολομέλειας του Σ.Α.Τ.Ε. υποδεικνύονται ως εκπρόσωποι από τους αντίστοιχους
φορείς που ήδη προαναφέραμε.
27
Τέλος, όσον αφορά την Ολομέλεια του Σ.Π.Δ.Ε. από τα περίπου τριάντα
πέντε μέλη από τα οποία συγκροτείτε μόνον τα δέκα μέλη, το ελάχιστο, έως τα
δεκαπέντε μέλη, το μέγιστο, ορίζονται άμεσα ή έμμεσα από την κυβέρνηση. Είναι οι
δύο εκπρόσωποι που τους ορίζουν ισάριθμα Υπουργεία και ο ένας εκπρόσωπος
του κυβερνώντος κόμματος. Σ’ αυτούς προστίθενται και οι επτά εκπρόσωποι
στελέχη της εκπαίδευσης που τους ορίζει ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων: ένας προϊστάμενος μίας Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης και μίας Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ένας Διευθυντής
μίας σχολικής μονάδας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και μίας σχολικής μονάδας
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και ένας Σχολικός Σύμβουλος Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης, Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Ειδικής Αγωγής. Ο αριθμός τους
μπορεί να ανέλθει στο μέγιστο των δεκατριών μελών, μόνο εάν συνέπιπτε με νέα
θητεία του Προέδρου του Σ.Π.Δ.Ε., του Προέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου,
του Προέδρου του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας, του Προέδρου του Οργανισμού
Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών και του Προέδρου του Οργανισμού Σχολικών
Κτιρίων, οι οποίοι στην περίπτωση αυτή θα οριζόταν από τον Υπουργό Εθνικής
Παιδείας και Θρησκευμάτων. Όλα τα υπόλοιπα, περίπου είκοσι με είκοσι πέντε,
μέλη της Ολομέλειας του Σ.Π.Δ.Ε. υποδεικνύονται ως εκπρόσωποι από τους
αντίστοιχους φορείς που ήδη προαναφέραμε.
2η επισήμανση.
28
Κεφάλαιο 2: Οι Πρόεδροι του Ε.ΣΥ.Π. και οι δράσεις του
2.1 Οι Πρόεδροι του Ε.ΣΥ.Π.
Ο ρόλος του Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π. είναι αναμφισβήτητα καίριος. Για το λόγο
αυτό κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε όλους τους διατελέσαντες Προέδρους του
Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.
Το Μάρτιο του 2008 διορίστηκε από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων Ευριπίδη Στυλιανίδη για δεύτερη θητεία Πρόεδρος του Εθνικού
Συμβουλίου Παιδείας ο Αθανάσιος Βερέμης, Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής
Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου
Αθηνών (ΦΕΚ 126/2008 τ. Υ.Ο.Δ.Δ.).
Τρίτος Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. διορίστηκε από την Υπουργό Παιδείας, Δια
Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων Άννα Διαμαντοπούλου, ύστερα από τη σύμφωνη
γνώμη της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, στις 18
Οκτωβρίου 2010, ο Αλέξιος Λυκουργιώτης, Καθηγητής του Τμήματος Χημείας του
Πανεπιστημίου Πατρών (ΦΕΚ 337/2010 τ. Υ.Ο.Δ.Δ.).
29
Τέταρτος Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. διορίστηκε από τον Υπουργό Παιδείας και
Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο, ύστερα
από τη σύμφωνη γνώμη της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της
Βουλής, στις 14 Μαΐου 2013, ο Σωκράτης Κάτσικας, Καθηγητής του Τμήματος
Ψηφιακών Συστημάτων του Πανεπιστημίου Πειραιώς (ΦΕΚ 212/2013 τ. Υ.Ο.Δ.Δ.).
30
τον καθορισμό των επιμέρους διατάξεων και λεπτομερών διαδικασιών στα ίδια τα
Πανεπιστήμια, τις Σχολές και τα Τμήματά τους, μέσω των Εσωτερικών Κανονισμών
Λειτουργίας τους ή άλλων κανονιστικών πράξεών τους, ανάλογα με τις ανάγκες και
τις ιδιάζουσες συνθήκες σε κάθε περίπτωση. Το τελικό πόρισμα της Επιτροπής
συνιστούσε ένα πλαίσιο μεταρρύθμισης που θα έπρεπε να εφαρμοστεί συνολικά και
όχι επιλεκτικά ή αποσπασματικά. Το πόρισμα συζητήθηκε στις συνεδριάσεις της
Ολομέλειας του Σ.Α.Π.Ε. και μετά από τη σύμφωνη γνώμη της κατατέθηκε στην
Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Μ. Γιαννάκου (Ε.ΣΥ.Π., 2006).
31
ii. Όπως αναφέραμε και σε προηγούμενη ενότητα, σύμφωνα με τα
ευρωπαϊκά και τα διεθνή δεδομένα, οι διαδικασίες της αξιολόγησης, της
πιστοποίησης και της τεκμηρίωσης έπρεπε να περιέλθουν σε έναν διαφορετικό
φορέα Αξιολόγησης και Διασφάλισης της Ποιότητας της Εκπαίδευσης, ο οποίος και
θα έπρεπε πλέον να ιδρυθεί. Ήταν επίσης από τα πρώτα θέματα που απασχόλησαν
το Ε.ΣΥ.Π. και συγκεκριμένα τις Ολομέλειες του Συμβουλίου Ανώτατης
Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και του Συμβουλίου Ανώτατης Τεχνολογικής
Εκπαίδευσης. Σε κοινή συνεδρίαση των Ολομελειών του Σ.Α.Π.Ε. και του Σ.Α.Τ.Ε.
συζητήθηκε διεξοδικά το θέμα της Διασφάλισης ποιότητας στην Ανώτατη
Εκπαίδευση. Το πλαίσιο των βασικών σημείων της πρότασης στην οποία κατέληξαν
από κοινού το Σ.Α.Π.Ε. και το Σ.Α.Τ.Ε. συζητήθηκε στη συνέχεια και στην Ολομέλεια
του Ε.ΣΥ.Π. (Ε.ΣΥ.Π., 2005).
Τα βασικά σημεία της πρότασης του Ε.ΣΥ.Π., τα οποία ήταν σύμφωνα με τις
προδιαγραφές που θέτει ο ευρωπαϊκός φορέας «Ευρωπαϊκή Ένωση για τη
Διασφάλιση της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (European Association for
Quality Assurance in Higher Education – ENQA)» ήταν η βάση για τη νομοθέτηση
που ακολούθησε με το Ν. 3374/2005 (ΦΕΚ 189 Α΄) «Διασφάλιση της ποιότητας στην
ανώτατη εκπαίδευση. Σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων
– Παράρτημα διπλώματος». Με αυτό τον Νόμο ιδρύθηκε η ανεξάρτητη διοικητική
αρχή «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.)».
32
- Γενικό Λύκειο
- Διεύρυνση σχολικού χρόνου
Ποιότητα Εκπαίδευσης:
- Αναλυτικά προγράμματα
- Υποχρεωτικά - Επιλεγόμενα μαθήματα - Ζώνη πολιτισμού
Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (ΑΠΣ)
Σχολικά βιβλία
Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση
Διασφάλιση ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου
Επιμόρφωση των εκπαιδευτικών
33
- αναγνωρίστηκε η ανάγκη για τον εκσυγχρονισμό των
μεθόδων μετάδοσης της γνώσης
- υποστηρίχθηκε η διαίρεση των μεγάλων ακροατηρίων σε
μικρότερα για τα βασικά μαθήματα
Το χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης: χωροταξία ακαδημαϊκών
μονάδων και εύρος / θεματική γνωστικών αντικειμένων:
- αναγνωρίστηκε η ανάγκη για την ανάληψη μελετημένων
διορθωτικών κινήσεων που να στηρίζονται σε σαφή και
γνωστά σε όλους κριτήρια (ακαδημαϊκά, αναπτυξιακά,
οικονομικά) σε συνεννόηση με τα Ιδρύματα, τα οποία θα
πρέπει να έχουν πολύ σημαντικό ρόλο με αποφάσεις των
θεσμικών οργάνων τους στο πλαίσιο του στρατηγικού
σχεδιασμού ανάπτυξης του κάθε Ιδρύματος.
34
τις προτάσεις για την επαγγελματική κατοχύρωση πτυχιούχων
πανεπιστημιακών Τμημάτων.
τις προτάσεις για την ίδρυση νέων Τ.Ε.Ι. και νέων Τμημάτων Τ.Ε.Ι.,
τις προτάσεις για τις μετονομασίες Τμημάτων Τ.Ε.Ι.,
τις προτάσεις για τις μετεξελίξεις Τμημάτων Τ.Ε.Ι.,
τις προτάσεις για την αλλαγή γνωστικών αντικειμένων Τμημάτων Τ.Ε.Ι.,
τις προτάσεις για τις αντιστοιχίσεις μεταξύ των Τμημάτων Τ.Ε.Ι.,
τις προτάσεις για τον καθορισμό του περιεχομένου σπουδών όλων των
Τμημάτων των Τ.Ε.Ι.,
τις προτάσεις για τα επαγγελματικών δικαιωμάτων πτυχιούχων
Τμημάτων Τ.Ε.Ι.
35
λεπτομέρειες της διοικητικής διαδικασίας που θα έπρεπε να ακολουθηθεί προς
υλοποίηση της σχετικής απόφασης, η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε πως:
36
Ίδρυση Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Οργάνωση του Ινστιτούτου
Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ» και λοιπές
διατάξεις».
37
Συζητήθηκε το θέμα «Τεχνολογικό Λύκειο» και διατυπώθηκε πρόταση
σειράς μέτρων και βελτιωτικών προτάσεων πρόσφορων για την
ουσιαστική αναβάθμιση της τεχνικής - επαγγελματικής εκπαίδευσης και
σε επίπεδο πραγματικό, αλλά και συμβολικό, δηλαδή στη συνείδηση της
κοινωνίας και των παιδιών.
38
Η Επιτροπή του Ε.ΣΥ.Π. για την κατάρτιση Πρότυπου Γενικού
Εσωτερικού Κανονισμού για τη λειτουργία των Ανώτατων Εκπαιδευτικών
Ιδρυμάτων, είχε ως έργο να καταρτίσει έναν «Πρότυπο Γενικό Εσωτερικό
Κανονισμό για τη λειτουργία των Α.Ε.Ι.», ο οποίος στη συνέχεια θα
συζητιόταν και στις Ολομέλειες των επιμέρους Συμβουλίων του Ε.ΣΥ.Π.,
του Συμβουλίου Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και του
Συμβουλίου Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης.
Η Επιτροπή ολοκλήρωσε την πρότασή της , η οποία αποτέλεσε τη
βάση για τη νομοθέτηση που ακολούθησε με το Π.Δ. 160/2008 (ΦΕΚ 220
Α΄) «Πρότυπος Γενικός Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας των Α.Ε.Ι.».
39
του 2007. Τον Ιούλιο του 2007 πραγματοποιήθηκε στο Συνεδριακό
Κέντρο του Ιδρύματος Νομικού στη Σαντορίνη συνάντηση για τη
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, με τη συμμετοχή ατόμων υψηλού κύρος και
των μελών της Επιτροπής για τη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι
προτάσεις της Επιτροπής ήταν η βάση της συζήτησης, με σκοπό να
εμπλουτιστούν ή και να τροποποιηθούν όπου χρειάζεται, μετά από
διάλογο. Απασχόλησε επίσης τα μέλη της συνάντησης ο τρόπος
χειρισμού του θέματος των μεταρρυθμίσεων στη Δευτεροβάθμια
Εκπαίδευση.
40
Συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης του EUNEC (Ευρωπαϊκό Δίκτυο
Συμβουλίων Παιδείας) με θέμα: «Learning in the digital age» στην Αθήνα
το Μάιο του 2014
41
Κεφάλαιο 3: Το Ε.ΣΥ.Π. στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι
Το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (Ε.ΣΥ.Π.) της χώρας μας υπήρξε ένα από τα
παλαιότερα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Παιδείας. Το Ε.ΣΥ.Π. πληροί όλες τις
προϋποθέσεις ώστε να είναι τακτικό μέλος του Ευρωπαϊκού φορέα EUNEC στον
οποίο συμμετείχε ενεργά ως τακτικό μέλος της Γενικής Συνέλευσης (General
Assembly) με έναν εκπρόσωπο.
42
Ενδεικτικά ορισμένα από τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε το EUNEC στις
Γενικές Συνελεύσεις του είναι:
ix. Bridging the transitions between education and the labour market
Prague, 20 – 22 October 2014
43
παραπάνω στόχοι, το EUNEC αποφάσισε να προβεί σε μελέτη σχετικά με την
έννοια της συμμετοχής, της εμπειρογνωμοσύνης, της νομιμότητας και της
συμμετοχής των ενδιαφερομένων και των εμπειρογνωμόνων στη χάραξη πολιτικής
γενικότερα και ειδικότερα στις διαδικασίες της εκπαιδευτικής πολιτικής. Τον
Οκτώβριο του 2008 το EUNEC ξεκίνησε την 1η φάση της έρευνας / μελέτης /
αξιολόγησης για τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Παιδείας. Στη συνέχεια κατά τη 2η φάση
του προγράμματος, επέλεξε τα Συμβούλια που θα μελετηθούν αναλυτικότερα,
μεταξύ των οποίων και το Ε.ΣΥ.Π.
Η μελέτη συζητήθηκε κατά τις συνεδριάσεις του EUNEC το 2009 και το 2010.
και εκδόθηκε με τίτλο «Education councils in Europe. Balancing expertise, societal
input and political control in the production of policy advice» (European Network of
Education Councils (EUNEC), 2010).
Με την ενεργό συμμετοχή του Ε.ΣΥ.Π. τόσο στη μελέτη αυτή, όσο και
γενικότερα στο EUNEC, δόθηκε η ευκαιρία να διαμορφωθεί συνολική εικόνα της
λειτουργίας άλλων Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Παιδείας, ώστε να διακριθούν σημεία
που θα μπορούσαν να διαμορφωθούν ανάλογα και στη χώρα μας. Βέβαια οι
διαφορές μεταξύ των χωρών είναι μεγάλες, γεγονός που εξαρτάται και από την
πολιτική βούληση της κάθε χώρας για τη λειτουργία του Συμβουλίου.
44
ΜΕΡΟΣ Β: Ερευνητικό
45
Κεφάλαιο 4: Η έρευνα
4.1 Αφετηρία της έρευνας
Σε διεθνές επίπεδο, φαίνεται να υπάρχει εξέλιξη προς όλο και πιο ποικίλους
μηχανισμούς δημόσιας διαβούλευσης και συμμετοχής στη διαδικασία χάραξης
πολιτικής. Παράλληλα, σημειώθηκε μια εξέλιξη προς τη διεύρυνση των πηγών
παροχής συμβουλών, με την αυξανόμενη συμμετοχή φορέων τόσο εντός όσο και
εκτός των κυβερνητικών συστημάτων. Έτσι δεν γίνονται διαβουλεύσεις μόνο με τους
ακαδημαϊκούς εμπειρογνώμονες και τα μεγάλα συμφέροντα, αλλά και με
μεμονωμένους πολίτες, συγκεκριμένες ομάδες κ.λπ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι
συμβουλές να γίνονται πιο ανταγωνιστικές και να αμφισβητούνται. Η αξία, για
παράδειγμα, της ακαδημαϊκής εμπειρογνωμοσύνης αμφισβητείται έναντι της αξίας
εκείνων που διαθέτουν την αποκαλούμενη εμπειρική εμπειρογνωμοσύνη
(European Network of Education Councils (EUNEC), 2010).
46
Ε.ΣΥ.Π. Το γεγονός αυτό ήταν ένα σημαντικό κίνητρο για την αφετηρία της
παρούσας έρευνας.
47
Τα ερευνητικά ερωτήματα στα οποία η παρούσα έρευνα φιλοδοξεί να δώσει
απαντήσεις είναι τα εξής:
48
Κεφάλαιο 5: Μεθοδολογία της έρευνας
5.1 Η επιλογή της ερευνητικής μεθόδου
Στο δεύτερο μέρος της εργασίας, για τη διεξαγωγή της έρευνας επιλέχθηκε η
ποιοτική προσέγγιση του θέματος με την ερευνητική μέθοδο της μελέτης
περίπτωσης. Η ποιοτική μέθοδος επιλέχθηκε γιατί μπορεί να δίνει έμφαση σε μη
μετρήσιμα, ποιοτικά χαρακτηριστικά με στόχο την εξήγηση, την ερμηνεία, την
κατανόηση και την ανάδειξη σε βάθος του θέματος (Ιωσηφίδης, 2003). Θεωρήσαμε
ότι η ποιοτική έρευνα αποτελεί την καταλληλότερη μέθοδο στην παρούσα εργασία,
η οποία απαιτεί την σε βάθος κατανόηση του συμμετέχοντα. Η μελέτη περίπτωσης
είναι πολύτιμη και έχει αρκετά πλεονεκτήματα: συλλέγει πλούσιες περιγραφές
γεγονότων και τονίζει συγκεκριμένα γεγονότα που είναι σχετικά με την περίπτωση,
49
επικεντρώνεται σε άτομα και προσπαθεί να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο
αντιλαμβάνονται τις καταστάσεις, αναμιγνύει την περιγραφή με την ανάλυση των
γεγονότων και αποτελεί «μια προσπάθεια σκιαγράφησης του πλούτου της
περίπτωσης κατά τη διάρκεια της τελικής αναφοράς» (Hitchcock & Hughes, 1995,
στο Cohen et al., 2008). Επιπλέον οι μελέτες περίπτωσης αποτυπώνουν μοναδικά
χαρακτηριστικά τα οποία μπορεί να αποδειχθούν καίρια για την κατανόηση του
θέματος, τα αποτελέσματα γίνονται πιο εύκολα κατανοητά, είναι ισχυρά
συνδεδεμένα με την πραγματικότητα και «μπορούν να χτίσουν πάνω σε απρόσμενα
γεγονότα». Στη μελέτη περίπτωσης μπορεί για παράδειγμα να διερευνηθεί ένα
εκπαιδευτικό ίδρυμα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (Ξωχέλλης, 2016). Στην παρούσα
έρευνα μελετάται ένας θεσμός με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Τα μειονεκτήματα της
μεθόδου είναι ότι δεν είναι εύκολο να υποβληθεί σε επανέλεγχο, γεγονός που
σημαίνει ότι μπορεί να είναι προκατειλημμένη και υποκειμενική και ότι μπορεί να
είναι επιρρεπής σε προκαταλήψεις του ερευνητή (Cohen et al., 2008).
51
ενδιαφέρον. Επιπλέον, μειονέκτημα αποτελεί το γεγονός ότι πολλές φορές ένα
σημαντικό τμήμα των πληροφοριών που συλλέγεται από τις συνεντεύξεις μπορεί να
κριθεί ότι δεν είναι απαραίτητο και να μην γίνει αντικείμενο ανάλυσης (Steward και
Cash, 1991, Kvale, 1996 στο Ιωσηφίδης, 2008).
52
βάση τις εμπειρίες και τις απόψεις τους και οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερο
ενδιαφέρον στη μελέτη μας.
53
ζήτημα, αναζήτησης μίας προσωπικής απόκρισης και αναζήτησης μίας περαιτέρω
απόκρισης (Robson, 2010, Ιωσηφίδης, 2008).
1. Όταν σας προτάθηκε και αποδεχτήκατε τη θέση και σας ψήφισε η αρμόδια
επιτροπή της Βουλής ως Πρόεδρο του Ε.ΣΥ.Π., πόσο πιστεύατε ότι μπορούσατε να
συμβάλετε στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής του Υπουργείου Παιδείας;
2. Ποια πιστεύετε ότι πρέπει να είναι η σχέση του Προέδρου με τον εκάστοτε
Υπουργό Παιδείας και πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Υπουργό και γενικότερα
με το Υπουργείο Παιδείας;
54
δεν απαιτούνταν η γνωμοδότησή του για όλα τα θέματα παιδείας προτού ο
Υπουργός Παιδείας προχωρήσει σε νομοθέτησή τους. Πώς το σχολιάζετε;
9. Για θέματα τα οποία πιστεύατε ότι θα έπρεπε να τεθούν στην ατζέντα του
Υπουργού Παιδείας πώς ενεργούσατε;
11. Με το πόρισμα της μελέτης του κάθε θέματος και την κατάθεσή του στον
Υπουργό Παιδείας, θεωρείτε ότι θα πρέπει να σταματάει ο ρόλος του Ε.ΣΥ.Π., ή τα
πορίσματά του θα πρέπει να τα δημοσιοποιεί ευρέως;
14. Κατά τη θητεία σας ως Πρόεδρος, όπως και όλοι οι Πρόεδροι του Ε.ΣΥ.Π.,
αποφασίσατε να μην ενεργοποιήσετε τη διαδικασία για καθορισμό αμοιβής δικής
55
σας, των μελών των Ολομελειών και των επιτροπών, προκειμένου η όποια
ενασχόληση με το Ε.ΣΥ.Π. να μη συνδέεται με αμοιβές. Πιστεύετε πως η απόφασή
σας ίσως να λειτούργησε ανασταλτικά ως προς την προθυμία των μελών για ενεργό
συμμετοχή στις διαδικασίες του Ε.ΣΥ.Π.;
17. Πώς αξιολογείτε / αποτιμάτε τις δράσεις του Ε.ΣΥ.Π. κατά τη θητεία σας
ως Πρόεδρός του;
19. Πώς αξιολογείτε το θεσμό του Ε.ΣΥ.Π. συνολικά; (Με βάση ποια κριτήρια
θα μπορούσε να αξιολογηθεί ο θεσμός;)
20. Πιστεύετε ότι ένας εθνικός διάλογος για την παιδεία θα πρέπει να
διεξάγεται στα πλαίσια ενός θεσμοθετημένου ανεξάρτητου φορέα, όπως ήταν το
Ε.ΣΥ.Π., ή ο τρόπος πραγματοποίησής του πρέπει να είναι επιλογή αποκλειστικά
του εκάστοτε Υπουργού Παιδείας;
56
5.4 Επιλογή του δείγματος και συμμετέχοντες
Η επιλογή του δείγματος της παρούσας έρευνας έγινε με την εφαρμογή της
«σκόπιμης δειγματοληψίας» (purposeful ή purposive sampling), σύμφωνα με την
οποία επιλέγουμε ενεργητικά και σκόπιμα τα άτομα που εξυπηρετούν με τον
καλύτερο τρόπο τους σκοπούς και τα ερωτήματα της έρευνας (Patton, 2002).
Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό η ερευνήτρια βασίστηκε στη γνώση που διαθέτει
για το υπό μελέτη θέμα (Marshall, 1996). Στην ευρύτερη κατηγορία της σκόπιμης
δειγματοληψίας εντάσσονται ποικίλες διαφορετικές δειγματοληπτικές στρατηγικές οι
οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην ποιοτική έρευνα. Επιλέξαμε να
χρησιμοποιήσουμε τη «δειγματοληψία πολιτικά σημαντικών περιπτώσεων»
(sampling politically important cases) ακριβώς επειδή η επιλογή συνίσταται στο
πολιτικό περιεχόμενο των περιπτώσεων το οποίο είναι πολύ σημαντικό (Patton,
2002). Λόγω της σημαντικότητάς τους οι περιπτώσεις αυτές προσελκύουν το
ενδιαφέρον και θεωρούμε πως οδηγούν σε καλύτερη αξιοποίηση των
αποτελεσμάτων της έρευνας (Ίσαρη & Πουρκός, 2016).
57
στο βάθος και στο εύρος, αναφέρει πως μία έρευνα σε βάθος λίγων υποκειμένων
μπορεί να αποφέρει πλούσιες πληροφορίες από λίγα άτομα.
58
Οι συνεντεύξεις με πολιτικά σημαντικά πρόσωπα μπορεί να ενέχουν
σημαντικές δυσκολίες, με κυριότερες:
59
διαθέσιμες σε μία πρόσωπο με πρόσωπο κατάσταση (Miller & Cannell, 1997, στο
Cohen et al., 2008).
Στην αρχική μας επικοινωνία ζητήθηκε η συναίνεση για την καταγραφή της
συνέντευξης με μαγνητόφωνο και διευκρινίστηκε στους συμμετέχοντες ότι θα
60
τηρηθεί η ανωνυμία των απαντήσεών τους. Η ανωνυμία πρέπει να εξασφαλίζεται,
εκτός εάν γίνουν εκ των προτέρων ρυθμίσεις για το αντίθετο με τους συμμετέχοντες
(Frankfort-Nachmias και Nachmias, 1992, στο Cohen et al., 2008). Όλοι οι
συμμετέχοντες εξέφρασαν την επιθυμία και την προτροπή να αναφέρονται
ονομαστικά στην έρευνα εφόσον συμμετέχουν σε αυτήν ως πολιτικά σημαντικά
πρόσωπα. Αποδεχτήκαμε την προτροπή τους και συμφωνήσαμε μαζί τους να
αναφέρονται επώνυμα στην έρευνα οι τέσσερις Προέδροι του Ε.ΣΥ.Π.
61
συγκρότηση του συστήματος κατηγοριών, με την επαγωγική προσέγγιση, κατά την
οποία οι κατηγορίες μορφοποιούνται μέσα από τα δεδομένα (Mayring, 2000).
8. Προτάσεις για το ρόλο, τη δομή και τις αρμοδιότητες ενός νέου Εθνικού
Συμβουλίου Παιδείας, λαμβάνοντας υπόψη την έως τώρα εμπειρία του
Ε.ΣΥ.Π. και των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Παιδείας.
62
Κεφάλαιο 6: Ανάλυση υλικού - ευρήματα της έρευνας
Σ. Κ.: «Η απάντηση είναι αρκετά έως πολύ, γιατί εάν δεν το πίστευα αυτό δεν
θα αναλάμβανα Πρόεδρος. Είχα σαφή άποψη για το τι έπρεπε να είναι το
Ε.ΣΥ.Π.… Δεν ήταν αυτό, έτσι… Δεν έγινε ποτέ αυτό που πίστευα ότι έπρεπε
να είναι, αλλά εν πάση περιπτώσει εάν δεν πίστευα ότι μπορώ να συμβάλλω
δεν θα το αναλάμβανα. Επομένως η απάντηση είναι αρκετά έως πολύ. Σε άλλες
ερωτήσεις παρακάτω θα δούμε εάν αυτό έγινε τελικά».
Ο κ. Λυκουργιώτης αναφέρει:
Α. Λ.: «Εκείνη την περίοδο η υπουργός παιδείας είχε ανακοινώσει την πρόθεσή
της να εργασθεί για τη μεταρρύθμιση του νομοθετικού πλαισίου των Ανώτατων
Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία μου από την
εξαετή μου θητεία ως Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών και την εννεαετή
63
μου θητεία ως Πρόεδρος του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, όπου είχα
συμβάλλει και στην κατάρτιση του νομοθετικού του πλαισίου, θεωρούσα ότι θα
μπορούσα να συμβάλλω ουσιαστικά στην υπό εκδήλωση νομοθετική
προσπάθεια του υπουργείου».
Ν.Θ.: «Πριν να αναλάβω είχα μια μακρά συνάντηση με τον Υπουργό τον Νίκο
Φίλη, ο οποίος μου έκανε αυτήν την τιμητική πρόταση να αναλάβω την
Προεδρία του Ε.ΣΥ.Π. σ’ αυτή τη συζήτηση. Κι είχα εξηγήσει με τον πιο
κατηγορηματικό και ρητό τρόπο, ότι η Προεδρία ενός τέτοιου οργάνου έχει μία
τουλάχιστον προϋπόθεση: τη σχετική αυτονομία της λειτουργίας του από την
κυβέρνηση και, κυρίως, από τις κομματικές παρεμβάσεις. Ζήτησα χρόνο
διευκρινίζοντας ότι θα απαντήσω θετικά στον βαθμό που ο Υπουργός θα με
πείσει για αυτό το βασικό στοιχείο λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π. Τότε και μόνον θα
δεχτώ την τιμητική αυτή πρόταση. Καλώς ή κακώς πείστηκα και αποδέχτηκα
την ευθύνη αυτή αρκετούς μήνες πριν από την διαδικασία στην Επιτροπή
Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, τον Νοέμβριο του 2015. Είχα την
εντύπωση και την πεποίθηση, για να το πω έτσι, ότι ανοίγεται ένα κεφάλαιο στο
οποίο θα μπορούσε κανένας, με μεγάλες δυσκολίες ασφαλώς, να προχωρήσει
κάτι που από την Ανώτατη Εκπαίδευση, αλλά και από το σύνολο των
εκπαιδευτικών δομών έλειπε, δηλαδή μία ειλικρινή συζήτηση η οποία θα είχε
αποτελέσματα στις θεσμικές παρεμβάσεις μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Είχα
δηλαδή, θέλω να πω, την πεποίθηση ότι ο ορισμός μου στην Προεδρία του
οργάνου αυτού, του Ε.ΣΥ.Π. θα μπορούσε να ανοίξει έναν δρόμο για την
ανασυγκρότηση σε πιο λειτουργική μορφή του ίδιου του Ε.ΣΥ.Π. και κυρίως για
να πάρουν μορφή οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα της
εκπαίδευσης. Από την προσχολική εκπαίδευση, μέχρι τις μεταπτυχιακές και τις
διδακτορικές σπουδές».
64
Διαφοροποιημένη από τις προαναφερθείσες ήταν η απάντηση του κ. Βερέμη:
Α.Β.: «Ομολογώ ότι δεν είχα ιδέα για το σκοπό και τις δυνατότητες της θέσης
αυτής. Στη συνέχεια ανακάλυψα ότι κάθε θέση έχει δυνατότητες αν ασχοληθεί
κανείς σοβαρά με την αξιοποίησή τους».
65
Κατά τη διάρκεια των δύο τριετών θητειών (συνολικά έξι ετών) του κ. Βερέμη
διετέλεσαν τρεις διαφορετικοί Υπουργοί Παιδείας της ίδιας κυβέρνησης. Ωστόσο η
αποτίμηση του κ. Βερέμη για τη συνεργασία του, μόνο με τη μία εξ αυτών είναι
θετικότατη σε αντίθεση με τους άλλους δύο Υπουργούς Παιδείας. Αναφέρει
χαρακτηριστικά:
Α.Β.: «Καλό θα είναι, όπως άλλωστε συνέβη στην περίπτωσή μου, να υπάρχει
αυτονομία του Ε.ΣΥ.Π. από το Υπουργείο. Επειδή η συνεργασία με την κ.
Γιαννάκου ήταν η καλύτερη δυνατή, δεν αισθάνθηκα ποτέ την ένταση μιας
σοβαρής διαφωνίας. Η συνεργασία ήταν συνεχής και με πολύ καλά
αποτελέσματα. Στις άλλες δύο υπουργίες καταδικαστήκαμε σε αδράνεια».
66
Ελλάδα, επομένως δεν μπόρεσε αυτή η πρόταση να αξιοποιηθεί, εάν υπήρχε
πρόθεση να αξιοποιηθεί από την πλευρά του Υπουργείου. Άρα ήταν στο
θετικό η αποτίμηση.
67
Αναφέρει ο κ. Λυκουργιώτης:
Ο κ. Κάτσικας επισημαίνει:
Σ.Κ.: «Σε κάθε περίπτωση δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην έχω καλή σχέση.
Φυσικά η ερώτηση θα πρέπει να γίνει στα μέλη των Ολομελειών, εκείνα θα
μπορούσαν να κρίνουν καλύτερα. Από τη δική μου την πλευρά δεν είχα κανένα
πρόβλημα. Η συνεργασία μου τολμώ να πω ότι ήτανε πολύ καλή».
Ν.Θ.: «Τα μόνα όργανα που μπόρεσαν να συγκροτηθούν ήταν οι Πρόεδροι των
επιμέρους οργάνων του Ε.ΣΥ.Π., δηλαδή ο Καθηγητής Καρδάσης, ο
Καθηγητής Σταμάτης και ο Καθηγητής Χασάπης. Όλες οι άλλες προσπάθειες
που έγιναν, το ξέρεις γιατί κι εσύ έφτιαξες τις προϋποθέσεις της οργάνωσής
τους, υπονομεύθηκαν από την πολιτική ηγεσία. Ενώ οι φορείς και οι
εκπρόσωποι που ήταν να οριστούν, αρκετά γρήγορα και χωρίς ιδιαίτερες
δυσκολίες, όχι ότι δεν υπήρχαν δυσκολίες, κατέθεσαν την ετοιμότητά τους, οι
68
διαδικασίες δεν μπόρεσαν να ξεκινήσουν σε κανένα όργανο επειδή το
Υπουργείο Παιδείας αρνήθηκε να παρασταθεί και δεν όρισε ποτέ
εκπροσώπους του. Και αυτό, εκ του Νόμου, δημιουργούσε ένα μεγάλο
πρόβλημα στη συγκρότηση των επιμέρους οργάνων και του συνολικού
Ε.ΣΥ.Π.».
Σ.Κ.: «…όχι ότι δεν υπήρχε δυνατότητα… Δεν θυμάμαι να έβαλα κάποιο θέμα
στην ατζέντα ως Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. Κάνω λάθος; … Άρα δεν μπορώ να
69
πω ότι ακολούθησα κάποια συγκεκριμένη τακτική για να βάλω θέμα στην
ατζέντα».
Ν.Θ.: «Φοβάμαι ότι αυτό στη συνολική λειτουργία και ιστορία του Ε.ΣΥ.Π., όσες
ελάχιστες φορές έχει τύχει να συμβεί, αντιμετωπίστηκε ως ατύχημα».
Ν.Θ.: «Δυστυχώς, η λειτουργία του Ε.ΣΥ.Π. από την ίδρυση αυτού του
σημαντικού κατά τη γνώμη μου οργάνου, ήταν υποθηκευμένη στην αντίληψη
της εκάστοτε κυβέρνησης, της εξουσίας δηλαδή, όπου δεν ήθελε σε καμία
περίπτωση ένα όργανο που να μπορεί ίσως να αποτελέσει ανάχωμα για
αντιρρήσεις επί της ουσίας της χαρασσόμενης κυβερνητικής πολιτικής για τα
θέματα παιδείας… Γι’ αυτό και όταν ετέθη ένα ζήτημα δυσλειτουργίας του
οργάνου από τον Υπουργό Παιδείας, τον κ. Φίλη εννοώ, προσπαθήσαμε να
καταλήξουμε σε μια ομόφωνη πρόταση, η οποία, νομίζω, εάν εφαρμοζόταν, θα
έδινε άλλη δυναμική και άλλη διάσταση και στο σύνολο, αλλά και στις επιμέρους
οργανωτικές δομές του Ε.ΣΥ.Π. Καθότι θα μπορούσε, ανεξάρτητα από την
κυβέρνηση, να θέτει θέματα προς συζήτηση και να καταλήγει σε προτάσεις
προς τους αρμοδίους φορείς».
70
Α.Λ.: «Κατά την άποψη μου το Ε.ΣΥ.Π. θα έπρεπε να ασκεί αυστηρά
συμβουλευτικό έργο σε διαχρονική βάση διατυπώνοντας πρωτίστως τις
απόψεις του για θέματα εκπαιδευτικού σχεδιασμού και εκπαιδευτικής πολιτικής,
σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς να περιμένει απαραίτητα να του ζητηθεί η
γνωμοδότηση για κάποιο συγκεκριμένο θέμα».
Α.Λ.: «Κατά την κατάρτιση του νομοσχεδίου που αναφέρθηκα είχα την ευκαιρία
να θέσω και θέματα που είχαμε ζητήσει στο Ε.ΣΥ.Π. και που δεν είχαν εξετασθεί
πριν από το υπουργείο. Η ανταπόκριση ήταν θετική».
Α.Β.: «Το έργο το γνωμοδοτικό του Ε.ΣΥ.Π. δεν έχει όρια και εναπόκειται στον
Υπουργό να το λάβει, ή όχι, υπόψη του. Στη δική μου θητεία βάλαμε στην
ατζέντα του Ε.ΣΥ.Π. πολλά ζητήματα, τα περισσότερα αναφορικά με την
Τριτοβάθμια εκπαίδευση και στη συνέχεια τα θέσαμε στην κ. Γιαννάκου, από
την οποία και έτυχαν πολύ θετικής ανταπόκρισης».
71
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι ο Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. και
οι Πρόεδροι των επιμέρους Συμβουλίων δεν είχαν καμία απολύτως απαλλαγή από
την άσκηση των καθηκόντων τους που απέρρεαν από τη θέση στην οποία
υπηρετούσαν. Μόλις το 2016, ένα χρόνο πριν από την κατάργηση του Ε.ΣΥ.Π. μία
νομοθετική προσθήκη από τον Υπουργό Παιδείας Ν. Φίλη προέβλεπε τη μερική
απαλλαγή καθηκόντων τους από τη θέση στην οποία υπηρετούσαν.
Ο κ. Βερέμης δηλώνει:
Α.Λ.: «Θεωρώ σωστή αυτή την απόφαση (μη ύπαρξης αμοιβής) λαμβάνοντας
υπόψη μου και τη δύσκολη οικονομική συγκυρία. Νομίζω ότι θα βοηθούσε αν
είχε δικό του προϋπολογισμό (το Ε.ΣΥ.Π.) και, όπως ανέφερα, μια
εξειδικευμένη ομάδα τεκμηρίωσης που θα το βοηθούσε στη συμβουλευτική
αποστολή του».
72
Ο κ. Κάτσικας είναι περισσότερο εμφατικός στην άποψή του για τη
χρηματοδότηση:
Σ.Κ.: «Πιστεύω ότι κανένας δεν δέχτηκε να γίνει Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. για να
έχει κάποια αμοιβή, ούτε ότι θα συνέδεε ποτέ την ενεργή του δράση με την
ύπαρξη ή όχι αμοιβής. Η θέση του Προέδρου του Ε.ΣΥ.Π. στο κάτω κάτω της
γραφής είναι κάτι τιμητικό, δηλαδή σημαίνει ότι η χώρα σε τιμάει. Ε, όταν σε
τιμάει η χώρα σου δεν μπορείς να λες κιόλας ότι δεν το κάνω και το κάνω μόνο
με αμοιβή. Δεν πάει έτσι. Αυτό δεν σημαίνει ότι γενικά αυτό πρέπει να συμβαίνει.
Ο Πρόεδρος καλά κάνει και δεν έχει αμοιβή και καλά έκανε και επέλεξε να μην
έχει αμοιβή. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να υπάρχουνε
συνεργάτες του Ε.ΣΥ.Π., οι οποίοι δουλεύουνε για το Ε.ΣΥ.Π. και δεν θα
αμείβονται. Να το διαχωρίσουμε αυτό. Δηλαδή εάν ας πούμε υπάρχει η
δυνατότητα, όπως στα Ευρωπαϊκά Ε.ΣΥ.Π., ανθρώπων οι οποίοι για
73
παράδειγμα κάνουνε μελέτες, ή κάνουνε δράσεις ξεχωριστές και τα λοιπά, δεν
μπορεί αυτά να περιμένεις να γίνουνε χωρίς αμοιβή στα πλαίσια ενός τέτοιου
εκπαιδευτικού επιπέδου».
Το Ε.ΣΥ.Π. ήταν γνωμοδοτικό όργανο προς τον Υπουργό Παιδείας, για όλα τα
ζητήματα εκπαιδευτικού σχεδιασμού και εκπαιδευτικής πολιτικής. Ωστόσο η
γνωμοδότησή του δεν ήταν απαραίτητη για όλα τα θέματα παιδείας προτού ο
Υπουργός Παιδείας προχωρήσει σε νομοθέτησή τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα
άλλοτε να ζητείται η γνωμοδότησή του και άλλοτε όχι.
74
Εύστοχα ο κ. Κάτσικας αναφέρει:
Σ.Κ.: «Σωστό είναι ότι η νομοθεσία αυτό λέει, έτσι ακριβώς όπως το
περιέγραψες. Αλλά εναπόκειται στον Υπουργό να αποφασίσει εάν θέλει τη
γνώμη του Ε.ΣΥ.Π. ή όχι. Αυτό είναι θέμα πολιτικού πολιτισμού της κάθε χώρας.
Και νομίζω ότι πίσω από αυτές τις σκέψεις βρίσκεται και η επιλογή των
περισσοτέρων Υπουργών μας να μην θέτουν θέματα στο Ε.ΣΥ.Π. Γιατί όταν
ξέρεις εκ των προτέρων ότι τα πορίσματα ενός ανοιχτού, πραγματικού,
ειλικρινούς διαλόγου δεν θα σου φέρουν τα αποτελέσματα που θέλεις, τότε η
απλή λύση είναι να μην τον κάνεις. Επομένως θα πρέπει κανένας να δει αυτό
το θέμα σε συνάρτηση και με την πολιτική ωριμότητα ενός λαού. Και λέω την
πολιτική ωριμότητα ενός λαού, γιατί η πολιτική ωριμότητα ενός λαού είναι που
καθορίζει και την πολιτική ωριμότητα του πολιτικού συστήματος που κυβερνάει.
Λοιπόν, δεν νομίζω ότι είμαστε έτοιμοι στην Ελλάδα να προχωρήσουμε σε ένα
τέτοιο μεγάλο βήμα, που εάν ας πούμε ο διάλογος ο κοινωνικός κατέληγε στο
αποτέλεσμα Α, ενώ είναι γνωστό ότι η πολιτική γραμμή της κυβέρνησης είναι το
αποτέλεσμα Β, ότι τότε η κυβέρνηση θα έλεγε «καλά, δεν πειράζει, πάμε στο
Α». Δεν νομίζω ότι είμαστε σε αυτό το επίπεδο. Νομίζω θα έπρεπε να είμαστε.
Δηλαδή κάθε λαός θα έπρεπε να είναι».
Ο κ. Λυκουργιώτης αναφέρει:
Ο κ. Βερέμης τονίζει:
Α.Β.: «Το Ε.ΣΥ.Π. δεν μπορεί να δεσμεύει τον ή την Υπουργό, αλλά ούτε και το
αντίθετο. Έτσι και έγινε στην περίπτωσή μας. Η επικοινωνία μου με την
Υπουργό ήταν χωρίς προβλήματα και συνεχής. Έθετα συνεχώς ζητήματα τα
οποία θεωρούσα ότι έπρεπε να συμπεριληφθούν στην ατζέντα του Υπουργείου
και πολλά από αυτά έτυχαν θερμής ανταπόκρισης».
75
Ο κ. Θεοτοκάς δηλώνει:
Ν.Θ.: «Πρέπει να πω και να ομολογήσω ότι, έστω και με την τυπική ιδιότητα
των μελών ενός οργάνου που, επί της ουσίας, η κυβέρνηση δεν το άφησε να
συγκροτηθεί κατά νόμο, όλοι οι Πρόεδροι των επιμέρους Συμβουλίων του
Ε.ΣΥ.Π. και ο Πρόεδρος του Ε.ΣΥ.Π. συμμετείχαν σε διαδικασίες συζήτησης για
τις επιμέρους προτεινόμενες κυβερνητικές αλλαγές. Δηλαδή, συμμετείχαν στις
προτάσεις για τις μεταπτυχιακές σπουδές, για την ανασυγκρότηση του νόμου
πλαίσιο κλπ. Αυτό το «συμμετείχαν», όμως, αποδείχτηκε ως μια απολύτως
τυπική διαδικασία, διότι, παρόλο που αυτές οι συζητήσεις κατέληξαν σε
συγκεκριμένες προτάσεις εκ μέρους μας, σε προτάσεις τροπολογιών,
νομοθετικών παρεμβάσεων κλπ κλπ, όλα αυτά κατέληξαν στο καλάθι των
αχρήστων. Καθότι, όπως φάνηκε, η κυβέρνηση στα θέματα παιδείας δεν ήταν
διατεθειμένη να φύγει από μια εσωκυβερνητική λογική της συγκρότησης και την
ανάπτυξης των προτάσεων για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις».
Εθνικοί Διάλογοι για την παιδεία έχουν διενεργηθεί αρκετές φορές από
Υπουργούς Παιδείας. Κάποιοι από αυτούς διεξήχθησαν στα πλαίσια του Ε.ΣΥ.Π. ή
με τη συμμετοχή του, ενώ για τη διεξαγωγή αρκετών δεν ζητήθηκε η συνδρομή του
Ε.ΣΥ.Π. και κατά συνέπεια δεν συμμετείχε σε αυτούς. Οι απόψεις των Προέδρων
είναι ότι θα έπρεπε το Ε.ΣΥ.Π. να συμβάλει στον εκάστοτε Εθνικό Διάλογο για την
παιδεία. Ωστόσο διαφοροποιούνται για το εάν και σε ποια βάση, τα πορίσματα ενός
ανεξάρτητου θεσμοθετημένου οργάνου μπορούν να δεσμεύουν τον εκάστοτε
Υπουργό Παιδείας.
76
Ο κ. Θεοτοκάς τονίζει:
Ν.Θ.: «Όχι, δεν πρέπει να τον δεσμεύουν. Ωστόσο θυμίζω ότι, για λόγους
πολιτικού ήθους, στο βαθμό που επιλέγονται διαφορετικοί προσανατολισμοί,
διαφορετικές αποφάσεις, από αυτές στις οποίες καταλήγει ο εκάστοτε διάλογος,
η πολιτική του Υπουργείου θα πρέπει να εξηγεί τους λόγους αυτής της
διαφοροποίησης».
Ο κ. Βερέμης αναφέρει:
Α.Β.: «Ασφαλώς ο Υπουργός καθορίζει τους όρους του διαλόγου, αλλά ένα
καλό Ε.ΣΥ.Π. θα ήταν ο καλύτερος φορέας διεξαγωγής του. Όχι σαν το διάλογο
που είδαμε τελευταία… Τα πορίσματα ενός εθνικού διαλόγου είναι δύσκολο να
δεσμεύουν τον Υπουργό, όμως σίγουρα έχουν επιρροή στην κοινή γνώμη. Υπό
αυτήν την έννοια ο εκάστοτε Υπουργός θα πρέπει να τα συνεκτιμάει προτού
προχωρήσει στις όποιες νομοθετικές αλλαγές».
Ο κ. Λυκουργιώτης δηλώνει:
Α.Λ.: «Το Ε.ΣΥ.Π. θα πρέπει να συμβάλλει στον εκάστοτε εθνικό διάλογο για
ένα εκπαιδευτικό ζήτημα πρωτίστως μέσω των παγίων θέσεων του για το
ζήτημα αυτό, αλλά και μέσω ειδικών συνεδριάσεων του που να επικαιροποιούν
τις θέσεις του. Αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση και με άλλες μορφές διαλόγου που
υιοθετεί ο εκάστοτε υπουργός, όπως διάλογος στη διακομματική επιτροπή της
Βουλής, ανοιχτή διαβούλευση κ.α. Ο Υπουργός δεν μπορεί να δεσμεύεται
77
νομικά από τις απόψεις ενός συμβουλευτικού οργάνου, έστω και υψηλού
κύρους. Έχει όμως κάθε συμφέρον να τις λαμβάνει υπόψη του».
78
6.7 Αξιολόγηση του θεσμού του Ε.ΣΥ.Π. και των δράσεών του
Ν.Θ.: «Κατά τη δική μου θητεία δεν υπάρχουν δράσεις του Ε.ΣΥ.Π. ως θεσμικού
οργάνου. Κι αυτό επειδή τη θεσμική του συγκρότηση την αρνήθηκε η
κυβέρνηση και δεν κατέστη δυνατό να συγκροτηθεί το Ε.ΣΥ.Π. όπως προβλέπει
ο Νόμος. Η κυβέρνηση δεν το άφησε ποτέ να γίνει αυτό. Η δράση του Ε.ΣΥ.Π.
(συνολικά) χαρακτηρίζεται από επιμέρους θετικές προτάσεις, που έχουν να
κάνουν με τον πατριωτισμό των Ελλήνων. Ο τρόπος, ωστόσο, που είναι
σχεδιασμένο το Ε.ΣΥ.Π. το έχει, δυστυχώς, θέσει εξαρχής υπό την εκάστοτε
ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Είναι καλό πράγμα ο πατριωτισμός των
μελών, αλλά είναι κακό πράγμα η εκ του νόμου αδυναμία μιας σχετικά
αυτοδύναμης, ας το πούμε έτσι, λειτουργίας τέτοιου τύπου οργάνων. Φοβάμαι
ότι όσα έχει προσφέρει ο θεσμός του Ε.ΣΥ.Π. έχουν να κάνουν με τις
πρωτοβουλίες κάποιων από τους Προέδρους, στο βαθμό που αποδείχτηκαν
ικανοί να ξεφύγουν από τις εντολές του Υπουργού που τους διόρισε. Δηλαδή
έχουν να κάνουν με τον πανεπιστημιακό επαγγελματισμό κάποιων Προέδρων
του Ε.ΣΥ.Π.».
Ωστόσο οι άλλοι τρεις Πρόεδροι αξιολογούν θετικά το θεσμό και τις δράσεις
του.
Ο κ. Βερέμης αναφέρει:
Α.Β.: «Οι δράσεις του Ε.ΣΥ.Π. ήταν πολύ σημαντικές κυρίως κατά την περίοδο
των Υπουργών Γιαννάκου και Διαμαντοπούλου. Στις άλλες Υπουργείες οι
δράσεις του ήταν από λίγο έως πολύ υποτονικές, λόγω επιλογής Υπουργών…
Ο θεσμός, όπως όλοι οι θεσμοί, εξαρτάται από αυτούς που έχουν τεθεί
επικεφαλής. Το βασικό κριτήριο για την αξιολόγησή του είναι ο ρόλος του στη
διαμόρφωση του νομοθετικού για την εκπαίδευση και η διάχυση του πνεύματος
της νομοθεσίας διά της Ολομέλειας. Βέβαια ο ρόλος των κομμάτων συχνά
79
αναστέλλει αυτή την διαδικασία. Συνολικά αξιολογώ οπωσδήποτε θετικά το
θεσμό του Ε.ΣΥ.Π.».
Ο κ. Λυκουργιώτης επισημαίνει:
Ο κ. Κάτσικας επίσης αξιολογεί θετικά τις δράσεις και το θεσμό του Ε.ΣΥ.Π.:
6.8 Προτάσεις για το ρόλο, τη δομή και τις αρμοδιότητες ενός νέου
Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, λαμβάνοντας υπόψη την έως τώρα
εμπειρία του Ε.ΣΥ.Π. και των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Παιδείας
80
Ο κ. Λυκουργιώτης εκθέτει την άποψή του:
Α.Λ.: «Κατά την άποψή μου το Ε.ΣΥ.Π. θα έπρεπε να είναι ένα Συμβούλιο με
μονιμότερο χαρακτήρα -πενταετή, για παράδειγμα, θητεία του προέδρου και
των περισσότερων μελών του που δεν θα εξαρτάται από την εναλλαγή των
κομμάτων στην εξουσία- καθώς μια υπηρεσία τεκμηρίωσης που θα εργάζεται
συνεχώς για τη διαχρονική κωδικοποίηση της εκπαιδευτικής νομοθεσίας και τη
διαχρονική αποτύπωση των άυλων και ανθρώπινων πόρων σε κάθε βαθμίδα
της εκπαίδευσης. Αυτό θα παρέχει στο συμβούλιο μια πλήρη εικόνα για την
κατάσταση των επιμέρους πτυχών της εκπαίδευσης που θα του επιτρέπει να
διατυπώνει συμβουλευτικές προτάσεις που θα επηρεάζουν, ίσως και να
προκαλούν, μελλοντικές δράσεις του Υπουργείου Παιδείας. Όπως ήδη
ανέφερα, θεωρώ το Ε.ΣΥ.Π. ως σημαντικό θεσμό προτείνοντας συγχρόνως την
ευρύτερη ανεξαρτητοποίησή του, την απόκτηση προϋπολογισμού, και ομάδας
έρευνας –τεκμηρίωσης, την αποδέσμευση του από τρέχουσες αρμοδιότητες και
την εστίαση του στην άσκηση διαχρονικής συμβουλευτικής, μέσω της ανάδειξης
μνήμης για την παρελθούσα νομοθεσία και την κωδικοποίησή της, και μέσω της
αποτύπωσης του εκπαιδευτικού τοπίου που θα βοηθούσε στην επισήμανση
των αδυναμιών του. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την ευρεία
δημοσιοποίηση των πορισμάτων θα προσέδιδαν κύρος στο Ε.ΣΥ.Π. και
επομένως θα έκαναν περισσότερο αποδεκτές από την Πολιτεία τις προτάσεις
του. Προσωπικά θα το έβλεπα το Ε.ΣΥ.Π. ως ένα θεσμό ο οποίος να λαμβάνει
την πρωτοβουλία να διαμορφώνει τη γενική ατζέντα, να διασφαλίζει τη
νομοθετική μνήμη και να προσφέρει την ιστορική μνήμη. Θα το έβλεπα ως ένα
θεσμό ο οποίος να μοιάζει λίγο με Ακαδημία, ως μία εκπαιδευτική Ακαδημία».
Ο κ. Βερέμης επισημαίνει:
81
Ε.ΣΥ.Π. εάν είχαν στη διάθεσή τους καλύτερες δυνατότητες μελέτης και
έρευνας».
Ο κ. Θεοτοκάς κατά την Προεδρία του, μαζί με τους Προέδρους των επιμέρους
Συμβουλίων, κατέθεσε συγκεκριμένη πρόταση Νόμου και Σχέδιο Προεδρικού
Διατάγματος για νέα δομή και λειτουργία του Ε.ΣΥ.Π. βασικά σημεία της οποίας είναι
η λειτουργία επτά Ομάδων Κοινωνικής Εκπροσώπησης και ο αισθητός περιορισμός
του αριθμού των μελών των Ολομελειών. Ο ίδιος αναφέρει σχετικά:
Ν.Θ.: «Νομίζω ότι η λειτουργία του Ε.ΣΥ.Π. - και αυτό είναι κάτι που νομίζω
πως αποτυπώθηκε στην πρότασή μας για τη νέα δομή του Ε.ΣΥ.Π. - θα πρέπει
να είναι ένας διαρκής διάλογος, ένας διαρκής αναστοχασμός και μια διαρκής
επανατοποθέτηση προβλημάτων, ακόμη και προβλημάτων που θεωρούμε ότι
τα έχουμε λύσει. Γιατί αυτά τα προβλήματα δεν τα λύνει ούτε η νομοθέτηση,
ούτε η κατάληξη ενός διαλόγου. Αυτά τα προβλήματα τα ορίζει μια
πραγματικότητα η οποία δεν τελειώνει στα όρια μιας συζήτησης, όσο ευρεία και
δημοκρατική κι αν είναι. Θεωρώ ότι αυτή η δομή που κληρονόμησε, και πάλι
από τις επιλογές μιας κυβέρνησης, το Ε.ΣΥ.Π. ήταν μια απολύτως
δυσλειτουργική. Και λόγω του μεγέθους των οργάνων και των συμβουλίων
αλλά και λόγω των δυσκολιών συνεννόησης, ανάμεσα σε φορείς που δεν είχαν
πάντα ούτε την ίδια γνώση, ούτε το ίδιο ενδιαφέρον, αλλά ούτε και την ίδια
δυνατότητα αναστοχασμού. Δηλαδή, στ’ αλήθεια, οι Ολομέλειες του Ε.ΣΥ.Π.
ήταν συνάξεις εκπροσώπων από ανόμοιους φορείς που το τελικό αποτέλεσμα
φοβάμαι ότι το καθόριζε και πάλι μια προτεραιότητα πολιτικών κυβερνητικών
επιλογών και όχι η μέριμνα εμβάθυνσης σε επιμέρους προβλήματα».
Ο κ. Κάτσικας αναφέρει:
Σ.Κ.: «Στο δικό μου το μυαλό, το Ε.ΣΥ.Π. θα έπρεπε να ακολουθεί ένα μοντέλο
συμβουλευτικό προς την πολιτεία σε επίπεδο πολιτικής. Η προσωπική μου
άποψη είναι ότι για ένα τέτοιο όργανο θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική η
γνωμοδότησή του προς τον Υπουργό Παιδείας. Για παράδειγμα η ΟΚΕ
(Οικονομική Κοινωνική Επιτροπή) η οποία για οποιαδήποτε νομοθετική
πρωτοβουλία πρόκειται να κατατεθεί, πρέπει να γνωμοδοτήσει. Κάτι ανάλογο
82
πιστεύω ότι θα πρέπει να είναι το Ε.ΣΥ.Π. για να έχει πραγματικά έναν
ουσιαστικό ρόλο. Αυτό δεν σημαίνει ότι οπωσδήποτε η γνώμη του θα πρέπει να
γίνει αποδεκτή. Άλλο το γνωμοδοτώ και άλλο το εισηγούμαι και μάλιστα
δεσμευτικά. Δεν λέω κάτι τέτοιο. Θα έπρεπε το αίτημα για γνωμοδότηση να είναι
δεσμευτικό για τον Υπουργό Παιδείας».
Σ.Κ.: «Το προς τα πού θα πάει κανείς, εξαρτάται πάλι από το τι ρόλο θέλει να
παίξει το Ε.ΣΥ.Π. Προσωπικά σε αυτήν την κατεύθυνση θα πήγαινα. Δηλαδή σε
μια δομή η οποία να είναι υποστηρικτική πολιτικών σε πολλαπλά επίπεδα. Και
στο επίπεδο διαμόρφωσης των πολιτικών, αλλά και στο επίπεδο υποστήριξής
τους. Προφανώς μία τέτοια δομή με τμήματα ερευνών και τα λοιπά, θα ήτανε
μέσα στο δικό μου το μοντέλο, αυτό το οποίο θα έπρεπε να κυνηγήσει
κανένας… Το θέμα είναι εάν ένα όργανο σαν το ΕΣΥΠ πρέπει να στηρίζεται
στην αρχή της διασφάλισης της μέγιστης αντιπροσωπευτικότητας ή στην
διασφάλιση άλλων χαρακτηριστικών. Τι εννοώ. Μια κριτική που υπήρξε, από
κάποιες πλευρές τουλάχιστον, προς τον θεσμό του Ε.ΣΥ.Π. όπως ήταν, ήταν
μα για ποιο λόγο χρειαζόμαστε το Ε.ΣΥ.Π. στο οποίο εκπροσωπούνταν όλοι
αυτοί οι φορείς τέλος πάντων – είτε είναι κοινωνικοί φορείς, είναι τα πολιτικά
κόμματα, είναι, είναι, είναι…- για να συζητάει για την εκπαιδευτική πολιτική, την
στιγμή που έχουμε τη Βουλή. Όταν έχεις ένα όργανο το οποίο είναι τόσο
αντιπροσωπευτικό, δηλαδή στην ουσία η νομιμοποίησή του αντλείται από την
αντιπροσωπευτικότητα που διασφαλίζει, πραγματικά δεν μπορείς να
απαντήσεις σε αυτή την κριτική. Δηλαδή εσείς τι κάνετε εκεί πέρα το οποίο δεν
γίνεται στη Βουλή, θα πει ότι το σωστό είναι αυτό. Εάν λοιπόν κανένας
προσπαθήσει να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, εγώ θα πήγαινα σε ένα
Ε.ΣΥ.Π. το οποίο θα έπρεπε να ήταν πιο ολιγομελές για να είναι λιγότερα τα
άτομα. Αλλά δεν θα χρειαζόταν, δεν θα έπρεπε να έχει την βάση της
αντιπροσωπευτικότητας. Θα έπρεπε να συγκροτηθεί με έναν τελείως
διαφορετικό τρόπο. Ποιο τρόπο; Προσωπικότητες. Όπως συγκροτούνται και οι
Ανεξάρτητες Αρχές. Οι πραγματικά Ανεξάρτητες Αρχές. Εννοώ οι
διασφαλισμένες από το Σύνταγμα Ανεξάρτητες Αρχές. Η Αρχή Προστασίας
Δεδομένων, η ΑΔΑΕ, το ΕΣΡ και τα λοιπά. Και επειδή έχω υπάρξει μέλος
83
τέτοιας Ανεξάρτητης Αρχής, της ΑΔΑΕ, εννέα άτομα είναι. Οι Αρχές αυτές δεν
συγκροτούνται στη βάση να ρωτάμε όλον τον κόσμο για το τι πιστεύουνε.
Συγκροτούνται στη βάση ότι κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι ξέρουν τέλος πάντων
το αντικείμενο αυτό και μπορούνε πραγματικά να βοηθήσουνε και να είναι και
ανεξάρτητοι, δηλαδή τα τεκμήρια όλα αυτά τα οποία πρέπει να υπάρχουνε, να
συγκεντρώνονται στο πρόσωπό τους, θα κάνουν την καλύτερη δουλειά.
Προσωπικά εγώ σε ένα τέτοιο Ε.ΣΥ.Π. θα πήγαινα. Τώρα εάν θα είναι εννέα,
εάν θα είναι δεκαπέντε, εάν θα είναι είκοσι πέντε, μικρή σημασία έχει. Αλλά στην
ερώτηση του εάν η βάση συγκρότησης του Ε.ΣΥ.Π. θα έπρεπε να είναι η
αντιπροσωπευτικότητα, ή, η γνώση, η ευθύνη, βάλε ό,τι θέλεις εκεί από τα
παραπάνω κριτήρια, εγώ θα πήγαινα στο δεύτερο. Δεν είναι δική μου η
πρόταση, δεν είμαι σοφός επειδή κάθομαι και σκέφτομαι πράγματα. Θα θυμάσαι
ότι μια από τις ουσιαστικές κινήσεις που κάναμε στη θητεία μου ήτανε η
ουσιαστική σύνδεση του Ε.ΣΥ.Π. με τα Ευρωπαϊκά Ε.ΣΥ.Π. Έτσι είναι τα
Ε.ΣΥ.Π. τα Ευρωπαϊκά, κανένα δεν είναι όπως το δικό μας».
84
Κεφάλαιο 7: Διαπιστώσεις – Επίλογος
85
συμμετοχή του Ε.ΣΥ.Π. στη διαμόρφωση και τον καθορισμό των υπό συζήτηση
εκπαιδευτικών ζητημάτων και γενικότερα για τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής.
86
3. Η ανεξαρτησία στην ατζέντα του Ε.ΣΥ.Π.
87
5. Το Ε.ΣΥ.Π. και η ατζέντα της εκπαιδευτικής πολιτικής του εκάστοτε
Υπουργού Παιδείας
Το Ε.ΣΥ.Π. ήταν γνωμοδοτικό όργανο προς τον Υπουργό Παιδείας, για όλα τα
ζητήματα εκπαιδευτικού σχεδιασμού και εκπαιδευτικής πολιτικής. Ωστόσο η
γνωμοδότησή του δεν ήταν απαραίτητη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα άλλοτε να
ζητείται η γνωμοδότησή του και άλλοτε όχι.
Εθνικοί Διάλογοι για την παιδεία έχουν διενεργηθεί αρκετές φορές στη χώρα
μας. Αρκετοί από αυτούς διεξήχθησαν στα πλαίσια του Ε.ΣΥ.Π. ή με την συμμετοχή
του, ενώ σε πολλούς δεν συμμετείχε.
88
Πρόεδρος πιστεύει πως δεν μπορεί να τον δεσμεύουν, έχει όμως συμφέρον να τα
λαμβάνει υπόψη του. Η άποψη ενός άλλου Προέδρου είναι ότι είναι δύσκολο να τον
δεσμεύουν, όμως θα πρέπει να τα συνεκτιμάει. Τέλος ένας Πρόεδρος θεωρεί πως
όταν ένας διάλογος διεξάγεται με συγκεκριμένες προϋποθέσεις και καταλήγει σε
συμπεράσματα που γίνονται αποδεκτά από την κοινωνία, αυτά εκ των πραγμάτων
σε κάποιο βαθμό δεσμεύουν τον Υπουργό.
Οι προτάσεις για το πώς έχει ο καθένας τους στο μυαλό του το επόμενο
Ε.ΣΥ.Π. διαφέρουν. Ενδεικτικά αναφέρουμε βασικά σημεία τους:
89
να έχει μονιμότερο, πενταετή, χαρακτήρα, να είναι ευρύτερα
ανεξαρτητοποιημένος, να προστεθεί ομάδα έρευνας – τεκμηρίωσης
και να ομοιάζει με εκπαιδευτική Ακαδημία,
να είναι μια δομή υποστηρικτική των πολιτικών στο επίπεδο
διαμόρφωσής τους και στο επίπεδο υποστήριξής τους, διαθέτοντας
τμήματα ερευνών και μελετών, όπως τα Ευρωπαϊκά Ε.ΣΥ.Π. και
συγκροτημένο από προσωπικότητες, όπως οι Ανεξάρτητες Αρχές.
90
Βιβλιογραφία
Brinkmann, S. (2008). The SAGE Encyclopedia of QUALITATIVE RESEARCH METHODS. (L. Given,
Επιμ.) California: Sage Publications.
Cohen, L., & Manion, L. (2000). Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας. (Ν. Παπαγεωργίου, Επιμ.,
Χ. Μητσοπούλου, & Μ. Φιλοπούλου, Μεταφρ.) Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Cohen, L., Manion, L., & Morrison, K. (2008). Μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας. (Σ.
Κυρανάκης, Μ. Μαυράκη, Χ. Μητσοπούλου, Π. Μπιθάρα, & Μ. Φιλοπούλου, Μεταφρ.)
Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Creswell, J. (2016). Η έρευνα στην Εκπαίδευση: Σχεδιασμός, Διεξαγωγή και Αξιολόγηση Ποσοτικής
και Ποιοτικής Έρευνας (2η ελληνική εκδ.). (Χ. Τσορμπατζούδης, Επιμ., & Ν. Κουβαράκου,
Μεταφρ.) Αθήνα: Εκδοτικός Όμιλος ΙΩΝ.
Denzin, N. K., & Lincoln, Y. S. (2011). The SAGE Handbook of Qualitative Research. London: Sage
Publications.
European Network of Education Councils (EUNEC). (2010). Education councils in Europe. Balancing
expertise, societal input and political control in the production of policy advice. Brussels:
Public Management Institute.
Howard, K., & Sharp, J. (1994). Η επιστημονική μελέτη. (Κ. Σοφούλης, Επιμ., & Β. Νταλάκου,
Μεταφρ.) Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.
Marshall, M. N. (1996). Sampling for qualitative research. Family Practice, 13(6), σσ. 522-525.
Mason, J. (2003). Η διεξαγωγή της ποιοτικής έρευνας. (Ν. Κυριαζή, Επιμ., & Ε. Δημητριάδου,
Μεταφρ.) Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Mayring, P. (2000). Qualitative Content Analysis. Forum Qualitative Social Research. 20. Ανάκτηση
Απρίλιος 2019, από
https://utsc.utoronto.ca/~kmacd/IDSC10/Readings/Readings/text%20analysis/CA.pdf
Patton, M. Q. (2002). Qualitative Research & Evaluation Methods. California: Sage Publications.
Robson, C. (2010). Η έρευνα του πραγματικού κόσμου: Ένα μέσον για κοινωνικούς επιστήμονες
και επαγγελματίες ερευνητές. (Κ. Μιχαλοπούλου, Επιμ., Β. Νταλάκου, & K. Βασιλικού,
Μεταφρ.) Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.
Taylor, J. S., Bogdan, R., & Marjorie, D. L. (2016). Introduction to Qualitative Research Methods: A
Guidebook and Resource. New York: Wiley.
Verma, G., & Mallick, K. (2004). Εκπαιδευτική Έρευνα. Θεωρητικές προσεγγίσεις και τεχνικές.
Αθήνα: Τυπωθήτω – Γ. Δαρδανός.
91
Ε.ΣΥ.Π. (2006). Τελικό πόρισμα της Επιτροπής του Ε.ΣΥ.Π. για την Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση.
Αθήνα.
Ε.ΣΥ.Π. (2009). Πόρισμα Επιτροπής για το σύστημα πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Αθήνα.
Ε.ΣΥ.Π. (2015). Πρακτικά Ολομέλειας Σ.Α.Π.Ε. και Σ.Α.Τ.Ε. 6η κοινή συνεδρίαση / 12.3.2015.
Αθήνα.
Ίσαρη, Φ., & Πουρκός, Μ. (2016). Ποιοτική Μεθοδολογία Έρευνας. Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών
Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Ανάκτηση Φεβρουάριος 2019, από
https://repository.kallipos.gr/handle/11419/5826
Ιωσηφίδης, Θ. (2008). Ποιοτικές μέθοδοι έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες. Αθήνα: Εκδόσεις
Κριτική.
Ιωσηφίδης, Θ. (2017). Ποιοτικές μέθοδοι έρευνας και επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών.
Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Τζιόλα.
Μαντζούκας, Σ. (2007). Ποιοτική έρευνα σε έξι εύκολα βήματα: Η επιστημολογία, οι μέθοδοι και
η παρουσίαση. Νοσηλευτική(46), σσ. 88-98.
Πανάρετος, Ι. (2000). Συμβούλια Παιδείας και Εκπαιδευτικά Όργανα Κοινωνικής Συμμετοχής στην
Ευρώπη: Πρακτικές και Προοπτικές. Αθήνα: Ινστιτούτο Στατιστικής Τεκμηρίωσης, Τμήμα
Στατιστικής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
92
Νομοθεσία
93