You are on page 1of 55

ΑΣΚΗΣΗ 1 – ΣΥΧΝΟΤΙΚΗ ΑΠΟΚΡΙΣΗ

ΚΥΚΛΩΜΑΤΩΝ

Βασικά στοιχεία για τη συχνοτική απόκριση κυκλωμάτων


Η άσκηση αφορά στον πειραματικό υπολογισμό της συχνοτικής απόκρισης ενός
κυκλώματος. Ως συχνοτική απόκριση ορίζεται η εξάρτηση από τη συχνότητα ενός
μεγέθους που συσχετίζει την έξοδο (αποτέλεσμα ή αιτιατό) με την είσοδο (διέγερση
ή αίτιο) που επιδρά στο κύκλωμα.
Η είσοδος σε ένα κύκλωμα μπορεί να προκαλείται είτε από μια πηγή τάσης είτε
από μια πηγή ρεύματος, εννοώντας μ’ αυτό ότι ως είσοδος θεωρείται το σήμα
τάσης ή έντασης ρεύματος της αντίστοιχης πηγής. Η έξοδος μπορεί να είναι επίσης
άλλοτε σήμα τάσης και άλλοτε σήμα ρεύματος, αναλόγως της περίπτωσης που
εξετάζεται. Η είσοδος και η έξοδος μπορεί αν έχουν διαφορετικό πλάτος καθώς και
διαφορά φάσης μεταξύ τους. Συνεπώς, το μέγεθος που θα εκφράζει τη συχνοτική
απόκριση του κυκλώματος θα πρέπει να περιέχει ταυτόχρονα και τις δυο αυτές
πληροφορίες, δηλ. και το λόγο των πλατών αλλά και τη διαφορά φάσης εξόδου-
εισόδου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν το εν λόγω μέγεθος εκφράζεται ως
στρεφόμενο διάνυσμα στο μιγαδικό επίπεδο. Μπορούμε λοιπόν να δώσουμε τον
παρακάτω μαθηματικό ορισμό για τα μεγέθη που εκφράζουν συχνοτική απόκριση:
Μιγαδικό διάνυσμα εξόδου
Μιγαδικό διάνυσμα συχν. απόκρισης =
Μιγαδικό διάνυσμα εισόδου (1)
Όπως προκύπτει από την άνω σχέση, το μέτρο του διανύσματος συχνοτικής
απόκρισης θα ισούται με το λόγο των πλατών των σημάτων εξόδου και εισόδου,
ενώ το όρισμα του διανύσματος συχνοτικής απόκρισης θα ισούται με τη διαφορά
φάσης του σήματος εξόδου ως προς το σήμα εισόδου.
Αυτό που πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό είναι ότι τα σήματα εισόδου και
εξόδου δεν είναι απαραίτητο να αφορούν διαφορετικούς ακροδέκτες σε ένα
κύκλωμα. Συνεπώς αν μας ενδιαφέρει η συσχέτιση αιτίου-αιτιατού στο ίδιο σημείο
(θύρα) ενός κυκλώματος, τότε αναφερόμαστε σε κύκλωμα μιας θύρας ή μονόθυρο
κύκλωμα ή κύκλωμα δυο ακροδεκτών (κάθε ζευγάρι ακροδεκτών ορίζει μια θύρα
στο κύκλωμα). Αν μας ενδιαφέρει η συσχέτιση αιτίου-αιτιατού σε δυο διαφορετικά
σημεία (θύρες) ενός κυκλώματος, τότε αναφερόμαστε σε κύκλωμα δυο θυρών ή
δίθυρο κύκλωμα ή κύκλωμα τεσσάρων ακροδεκτών.
Όταν σε ένα μονόθυρο κύκλωμα (σχήμα 1(α)) οριστεί ως είσοδος ένα σήμα
τάσης
v  t  =Vpσυν  ωt+θV  = 2Vrmsσυν  ωt+θV 
(2)
που εφαρμόζεται στους ακροδέκτες από αντίστοιχη πηγή τάσης, τότε ως έξοδος
στους ίδιους ακροδέκτες μπορεί να θεωρηθεί μόνο το σήμα ρεύματος

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 1


i  t  =Ipσυν  ωt+θI  = 2Irmsσυν  ωt+θI 
(3)
και το μέγεθος που εκφράζει τη συχνοτική απόκριση στους ακροδέκτες αυτούς είναι
η αγωγιμότητα εισόδου της εν λόγω θύρας:
I  jω 
Υ  jω  =
V  jω 
(4)
όπου
Vp
V  jω  = θV =Vrms θV
2 (5)
και
Ip
I  jω  = θI =Irms θI
2 (6)
είναι αντίστοιχα οι μιγαδικές παραστάσεις τάσης και ρεύματος που στρέφονται ως
διανύσματα στο μιγαδικό επίπεδο με κυκλική συχνότητα ω. Συνεπώς, το μέτρο της
αγωγιμότητας εισόδου ισούται με το λόγο των πλατών (ή ισοδύναμα με το λόγο των
ενεργών τιμών) ρεύματος και τάσης, ενώ το όρισμα της αγωγιμότητας εισόδου
ισούται με τη διαφορά φάσης του ρεύματος ως προς την τάση, όπως φαίνεται από
τις παρακάτω αντίστοιχες σχέσεις:
I  jω  Ip Irms
Υ  jω  = = =
V  jω  Vp Vrms
(7)
Υ  jω  =I  jω   V  jω  =θI  θV
(8)
Όταν σε ένα μονόθυρο κύκλωμα (σχήμα 1(α)) οριστεί ως είσοδος ένα σήμα
ρεύματος i(t) με τη μορφή που δίνεται από τη σχέση (3) και το οποίο εφαρμόζεται
στους ακροδέκτες από αντίστοιχη πηγή ρεύματος, τότε ως έξοδος στους ίδιους
ακροδέκτες μπορεί να θεωρηθεί μόνο το σήμα τάσης v(t) που δίνεται από τη σχέση
(2), και το μέγεθος που εκφράζει τη συχνοτική απόκριση στους ακροδέκτες αυτούς
είναι η αντίσταση εισόδου της εν λόγω θύρας:
V  jω 
Z  jω  =
I  jω 
(9)
όπου τα V(jω) και Ι(jω) είναι αντίστοιχα οι μιγαδικές παραστάσεις τάσης και
ρεύματος και έχουν ήδη οριστεί αντίστοιχα από τις σχέσεις (5) και (6). Συνεπώς, το
μέτρο της αντίστασης εισόδου ισούται με το λόγο των πλατών (ή ισοδύναμα με το
λόγο των ενεργών τιμών) τάσης και ρεύματος, ενώ το όρισμα της αντίστασης
εισόδου ισούται με τη διαφορά φάσης της τάσης ως προς το ρεύμα, όπως φαίνεται
από τις παρακάτω αντίστοιχες σχέσεις:

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 2


V  jω  Vp Vrms
Z  jω  = = =
I  jω  Ip Irms
(10)

i(t) i1(t)
+ + i2(t) +

v(t) K v1(t) K v2(t


)
− −

Θύρα 1 Θύρα 2
(α) (β)
Σχήμα 1: Διάγραμμα κυκλώματος (α) δυο ακροδεκτών, και (β) τεσσάρων
ακροδεκτών.

Z  jω  =V  jω   I  jω  =θV  θI
(11)
Όταν σε ένα δίθυρο κύκλωμα (σχήμα 1(β)) οριστεί ως είσοδος ένα σήμα τάσης
v1  t  =Vp1συν  ωt+θV1  = 2Vrms1συν  ωt+θV1 
(12)
που εφαρμόζεται στους ακροδέκτες της θύρας 1 από αντίστοιχη πηγή τάσης, τότε
ως έξοδος θεωρείται η τάση
v2  t  =Vp2συν  ωt+θV2  = 2Vrms2συν  ωt+θV2 
(13)
στους ακροδέκτες της θύρας 2, και το μέγεθος που εκφράζει τη συχνοτική απόκριση
του κυκλώματος είναι η συνάρτηση μεταφοράς τάσης:
V2  jω 
HV  jω  =
V1  jω 
(14)
όπου
Vp1
V1  jω  = θV1 =Vrms1θV1
2 (15)
και
Vp2
V2  jω  = θV2 =Vrms2θV2
2 (16)
είναι αντίστοιχα οι μιγαδικές παραστάσεις των τάσεων στις δυο θύρες που
στρέφονται ως διανύσματα στο μιγαδικό επίπεδο με κυκλική συχνότητα ω.
Πρακτικά, η V1 λαμβάνεται ως τάση εισόδου και η V2 ως τάση εξόδου, οπότε η

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 3


συνάρτηση μεταφοράς τάσης ισούται με το λόγο των μιγαδικών παραστάσεων των
δυο αυτών τάσεων. Συνεπώς, το μέτρο |ΗV| της ΗV ισούται με το λόγο των πλατών
(ή ισοδύναμα με το λόγο των ενεργών τιμών) των δυο τάσεων, ενώ το όρισμα φ V της
ΗV ισούται με τη διαφορά φάσης των τάσεων αυτών, όπως φαίνεται από τις
παρακάτω αντίστοιχες σχέσεις:
V2  jω  Vp2 Vrms2 Vpp2
HV  jω  = = = =
V1  jω  Vp1 Vrms1 Vpp1
(17)
φV  ω  =V2  jω  V1  jω  =θV2  θV1
(18)
όπου Vpp1=2Vp1 και Vpp2=2Vp2 είναι τα πλάτη peak-to-peak των δυο τάσεων. Αν σε
δεδομένη κυκλική συχνότητα ω είναι γνωστό το μέτρο |Η V| και το όρισμα φV της
συνάρτησης μεταφοράς τάσης, τότε από τις σχέσεις (17) και (18) προκύπτει
αντίστοιχα:
Vp2 = HV  jω  Vp1
(19)
θV2 =φV ω +θV1
(20)
Με τη βοήθεια των (19) και (20), η σχέση (13) δίνει:
v2  t  = HV  jω  Vp1συν  ωt+θV1 +φV  ω   = 2 HV  jω  Vrms1συν ωt+θV1 +φV  ω  
(21)
Αυτό σημαίνει ότι αν είναι γνωστή η μορφή της τάσης εισόδου v1(t), τότε, από
μέτρο και το όρισμα της συνάρτησης μεταφοράς τάσης, μπορεί να κατασκευαστεί η
τάση εξόδου v2(t) στο πεδίο του χρόνου.
Τέλος, όταν σε ένα δίθυρο κύκλωμα (σχήμα 1(β)) οριστεί ως είσοδος ένα σήμα
ρεύματος
i1  t  =Ip1συν  ωt+θI1  = 2Irms1συν  ωt+θI1 
(22)
που εφαρμόζεται στη θύρα 1 από αντίστοιχη πηγή ρεύματος, τότε ως έξοδος
θεωρείται το ρεύμα
i2  t  =Ip2συν  ωt+θI2  = 2Irms2συν  ωt+θI2 
(23)
στη θύρα 2, και το μέγεθος που εκφράζει τη συχνοτική απόκριση του κυκλώματος
είναι η συνάρτηση μεταφοράς ρεύματος:
Ι2  jω 
HΙ  jω  =
Ι1  jω 
(24)
όπου
Ιp1
Ι1  jω  = θΙ1 =Ιrms1θΙ1
2 (25)

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 4


και
Ιp2
Ι2  jω  = θΙ2 =Ιrms2θΙ2
2 (26)
είναι αντίστοιχα οι μιγαδικές παραστάσεις των ρευμάτων στις δυο θύρες που
στρέφονται ως διανύσματα στο μιγαδικό επίπεδο με κυκλική συχνότητα ω.
Πρακτικά, το Ι1 λαμβάνεται ως ρεύμα εισόδου και το Ι2 ως ρεύμα εξόδου, οπότε η
συνάρτηση μεταφοράς ρεύματος ισούται με το λόγο των μιγαδικών παραστάσεων
των δυο αυτών ρευμάτων. Συνεπώς, το μέτρο |ΗΙ| της ΗΙ ισούται με το λόγο των
πλατών (ή ισοδύναμα με το λόγο των ενεργών τιμών) των δυο ρευμάτων, ενώ το
όρισμα φΙ της ΗΙ ισούται με τη διαφορά φάσης των ρευμάτων αυτών, όπως φαίνεται
από τις παρακάτω αντίστοιχες σχέσεις:
Ι2  jω  Ιp2 Ιrms2
HΙ  jω  = = =
Ι1  jω  Ιp1 Ιrms1
(27)
φΙ  ω  =Ι2  jω   Ι1  jω  =θΙ2  θΙ1
(28)
Αν σε δεδομένη κυκλική συχνότητα ω είναι γνωστό το μέτρο |Η Ι| και το όρισμα φΙ
της συνάρτησης μεταφοράς ρεύματος, τότε από τις σχέσεις (27) και (28) προκύπτει
αντίστοιχα:
Ιp2 = HΙ  jω  Ιp1
(29)
θΙ2 =φΙ  ω +θΙ1
(30)
Με τη βοήθεια των (29) και (30), η σχέση (23) δίνει:
i2  t  = HI  jω  Ip1συν  ωt+θI1 +φI  ω   = 2 HI  jω  Irms1συν ωt+θI1 +φI  ω  
(31)
Αυτό σημαίνει ότι αν είναι γνωστή η μορφή του ρεύματος εισόδου i1(t), τότε, από
μέτρο και το όρισμα της συνάρτησης μεταφοράς ρεύματος, μπορεί να
κατασκευαστεί το ρεύμα εξόδου i2(t) στο πεδίο του χρόνου.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι σε ένα δίθυρο κύκλωμα, το μέγεθος
που προτιμάται συνήθως για τη μελέτη της συχνοτικής απόκρισης είναι η
συνάρτηση μεταφοράς τάσης, υπονοώντας στην ουσία ότι για τη συσχέτιση
εισόδου-εξόδου προτιμάμε σήματα τάσης κι όχι ρεύματος. Γραφικά, η συχνοτική
απόκριση αποδίδεται με τα διαγράμματα μεταβολής του μέτρου |Η V| και του
ορίσματος φV της συνάρτησης μεταφοράς τάσης συναρτήσει της συχνότητας f ή της
κυκλικής συχνότητας ω. Τα διαγράμματα αυτά ονομάζονται αντίστοιχα διάγραμμα
πλάτους και διάγραμμα φάσης της συνάρτησης μεταφοράς τάσης. Συνήθως, τα
διαγράμματα αυτά προβάλλονται σε ημιλογαριθμικό σύστημα αξόνων, όπου ο
οριζόντιος άξονας (ανεξάρτητη μεταβλητή f ή ω) είναι σε λογαριθμική κλίμακα και ο
κατακόρυφος (εξαρτημένη μεταβλητή |ΗV| ή φV) είναι σε γραμμική κλίμακα.
Επίσης, η τιμή του |ΗV| μπορεί να προβάλλεται στον κατακόρυφο άξονα είτε

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 5


αδιάστατη (δηλ. χωρίς μονάδες) είτε σε μονάδες deciBel (dB). Οι μονάδες αυτές
καθώς και η χρησιμότητά τους αναλύονται παρακάτω.

Η μονάδα deciBel (dB)


Η μονάδα dB είναι μονάδα λογαριθμικής κλίμακας και προκύπτει από το
δεκαδικό λογάριθμο του μέτρου μεγέθους πολλαπλασιασμένο επί 10 αν πρόκειται
για ενεργειακό μέγεθος (ενέργεια, ισχύς) ή επί 20 αν πρόκειται για πεδιακό μέγεθος
(τάση, ρεύμα, ένταση ηλεκτρικού πεδίου, ένταση μαγνητικού πεδίου). Προφανώς,
οι συναρτήσεις μεταφοράς τάσης και ρεύματος μετατρέπονται σε dB με βάση τις
εκφράσεις 20log|ΗV| και 20log|ΗI| αντιστοίχως, επειδή σχετίζονται με πεδιακά
μεγέθη (τάση και ρεύμα αντιστοίχως). Το πλεονέκτημα χρήσης μονάδων
λογαριθμικής κλίμακας φαίνεται σε περιπτώσεις κυκλωμάτων που ακολουθούν
συνδεσμολογία καταρράκτη, όπως στο σχήμα 2. Για το κάθε επιμέρους δίθυρο του
σχήματος ισχύει:

+ + +

v1(t) HV1 v2(t HV2 v3(t


) )

− −

Σχήμα 2: Δίθυρα σε συνδεσμολογία καταρράκτη.

V2  jω 
HV1  jω  =
V1  jω 
(32)
V3  jω 
HV2  jω  =
V2  jω 
(33)
Η ολική συνάρτηση μεταφοράς τάσης (δηλ. η συνάρτηση μεταφοράς τάσης του
συνδυασμού των δυο διθύρων) θα είναι:
V3  jω  V2  jω  V3  jω 
HV  jω  =   HV1  jω  HV2  jω 
V1  jω  V1  jω  V2  jω 
(34)
Λαμβάνοντας τα μέτρα και τα ορίσματα των μεγεθών στην άνω σχέση παίρνουμε
αντίστοιχα:
HV  jω  = HV1  jω  HV2  jω 
(35)
φV  ω  =φV1  ω  +φV2  ω 
(36)

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 6


Η σχέση (36) δηλώνει ότι για να κατασκευάσουμε το ολικό διάγραμμα φάσης αρκεί
να κατασκευάσουμε τα επιμέρους διαγράμματα και να τα προσθέσουμε. Η
διαδικασία αυτή είναι σχετικά εύκολη. Η σχέση (35), όμως, ορίζει ότι για τον
υπολογισμό του ολικού διαγράμματος πλάτους απαιτείται πολλαπλασιασμός των
επιμέρους διαγραμμάτων, το οποίο ως διαδικασία είναι πιο δύσκολη. Αν
λογαριθμίσουμε αμφότερα τα μέλη της (35), θα πάρουμε:
20log HV  jω =20log HV1  jω +20log HV2  jω
(37)
Η σχέση (37) δηλώνει ότι για να κατασκευάσουμε το ολικό διάγραμμα πλάτους
αρκεί να κατασκευάσουμε τα επιμέρους διαγράμματα σε μονάδες dB και να τα
προσθέσουμε. Με τον τρόπο αυτό, η σύνθεση διαγραμμάτων πλάτους έχει πλέον
την ίδια ευκολία όπως η σύνθεση διαγραμμάτων φάσης.

Μελέτη βαθυπερατού φίλτρου RC


Το δίθυρο του σχήματος 3 αποτελείται από μια ωμική αντίσταση R και έναν
πυκνωτή χωρητικότητας C. Επειδή περιέχει ένα μόνο στοιχείο που αποθηκεύει
ενέργεια (πυκνωτής), το δίθυρο είναι κύκλωμα 1ης τάξης. Οι ακροδέκτες Α και Β του
διθύρου συνιστούν τη θύρα εισόδου, ενώ οι ακροδέκτες Γ και Δ συνιστούν τη θύρα
εξόδου. Στη θύρα εισόδου συνδέεται πηγή τάσης που εφαρμόζει μεταξύ των
ακροδεκτών Α και Β τάση v1(t), ενώ η τάση εξόδου είναι v2(t). Η μορφή των v1(t) και
v2(t) περιγράφεται αντίστοιχα από τις σχέσεις (12) και (13). Θεωρώντας ότι η πηγή
τάσης είναι αρμονική κυκλικής συχνότητας ω, οι τάσεις εισόδου και εξόδου
μπορούν να παρασταθούν ως μιγαδικά διανύσματα σύμφωνα με τις σχέσεις (15)
και (16).

Α R Γ
+
+
v2(t
+ v1(t) C
− )

Β Δ
Σχήμα 3: Δομή βαθυπερατού φίλτρου RC.

Η τάση εξόδου μπορεί να προκύψει από τασιδιαίρεση της τάσης εισόδου:


1
1
V2  jω  =V1  jω  =V1  jω 
jωC
1 1+jωRC
R+
jωC
(38)

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 7


Αντικαθιστώντας τη σχέση (38) στην (14) παίρνουμε τη συνάρτηση μεταφοράς
τάσης του διθύρου:
V2  jω  1 1
HV  jω  = = =
V1  jω  1+jωRC 1+j2πfRC
(39)
Το μέτρο και το όρισμα της ΗV είναι αντίστοιχα:
1 1
HV  jω  = =
1+  ωRC  1+ 2πf RC 
2 2

(40)
φV ω =  εφ-1 ωRC =  εφ-1 2πf RC
(41)
Λόγω των (40) και (41), η (21) παίρνει την παρακάτω μορφή:

v2  t  =
1

Vp1συν ωt+θV1  εφ-1  ωRC  
1+  ωRC 
2

= 2
1

Vrms1συν ωt+θV1  εφ-1  ωRC  
1+  ωRC 
2

(42)
Οι γραφικές παραστάσεις των |ΗV| και φV συναρτήσει της κυκλικής συχνότητας
ω (διαγράμματα πλάτους και φάσης) δίνονται στο σχήμα 4. Από το σχήμα 4(α)
φαίνεται ότι το |ΗV| μειώνεται όσο αυξάνει η συχνότητα, γεγονός που σημαίνει ότι
το πλάτος της v2(t) μειώνεται σε σχέση με τη v1(t) αυξανομένης της συχνότητας.
Μάλιστα, το συγκεκριμένο δίθυρο μεταφέρει το σήμα της πηγής τάσης από την
είσοδο στην έξοδο με μικρή μείωση όταν η συχνότητα είναι χαμηλή, ενώ σε υψηλές
τιμές συχνότητας η μεταφορά αυτού του σήματος είναι μηδαμινή. Επειδή, λοιπόν,
το συγκεκριμένο δίθυρο κάνει μια επιλογή σημάτων με κριτήριο τη συχνότητα, δηλ.
φιλτράρει τα σήματα αναλόγως της συχνότητάς τους, ανήκει στην κατηγορία των
φίλτρων. Επιπλέον, επειδή ως φίλτρο δείχνει προτίμηση σε σήματα χαμηλής
συχνότητας, αποκόπτοντας στην έξοδο τα σήματα υψηλής συχνότητας, ονομάζεται
βαθυπερατό ή χαμηλοπερατό φίλτρο (low-pass filter).
Η συχνότητα
1
fo =
2πRC (43)
ή ισοδύναμα
1
ωo =
RC (44)
είναι η συχνότητα για την οποία η σχέση (40) δίνει:
1
HV  jωο  = =0.707
2
(45)

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 8


Λόγω της άνω σχέσης, από τη σχέση (17) προκύπτει:
Vp1
Vp2 = =0.707 Vp1
2 (46α)
Vrms1
Vrms2 = =0.707 Vrms1
2 (46β)
Vpp1
Vpp2 = =0.707Vpp1
2 (46γ)
Λογαριθμίζοντας αμφότερα τα μέλη των (40α), (40β) και (40γ) προκύπτει
αντίστοιχα:
20logVp2 =20logVp1  3dB
(47α)
20logVrms2 =20logVrms1  3dB
(47β)
20logVpp2 =20logVpp1  3dB
(47γ)
Δηλαδή, στη συχνότητα fo, το πλάτος, η ενεργός τιμή και το πλάτος peak-to-peak της
v2(t) είναι 2 φορές αντιστοίχως μικρότερα του πλάτους, της ενεργού τιμής και του
πλάτους peak-to-peak της v1(t), ή ισοδύναμα το πλάτος, η ενεργός τιμή και το
πλάτος peak-to-peak της v2(t) είναι 3dB αντιστοίχως μικρότερα του πλάτους, της
ενεργού τιμής και του πλάτους peak-to-peak της v1(t). Η fo ονομάζεται συχνότητα
αποκοπής ή συχνότητα θλάσης ή συχνότητα -3dB. Η σημασία της fo γίνεται
καλύτερα αντιληπτή από ενεργειακής άποψης: Πρακτικώς, αν οι δυο αυτές τάσεις
2
Vrms R
εφαρμοστούν στο ίδιο ωμικό φορτίο, η ενεργός ισχύς ( ) που καταναλώνεται
λόγω της v2 είναι η μισή της ενεργού ισχύος που καταναλώνεται λόγω της v 1.

1.0 0

0.8 -20
0.707
0.6 -40
|HV(jω)|

φV(ω)

-45
0.4
-60
0.2
-80
0.0 -90
ωο ω ωο ω

(α) (β)
Σχήμα 4: Ημιλογαριθμικό διάγραμμα (α) πλάτους και (β) φάσης βαθυπερατού
φίλτρου RC.

Λόγω των (43) και (44), οι σχέσεις (39), (40) και (41) γίνονται αντίστοιχα:

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 9


1 1
HV  jω  = =
1+jω ωo 1+jf fo
(48)
1 1
HV  jω  = =
1+  ω ωo  1+  f fo 
2 2

(49)
φV ω =  εφ-1 ω ωo  =  εφ-1  f fo 
(50)
Από τη σχέση (50) αλλά και από το σχήμα 4(β) φαίνεται ότι v2(t) υστερεί σε φάση
σε σχέση με τη v1(t). Για το λόγο αυτό το συγκεκριμένο δίθυρο ονομάζεται κύκλωμα
υστέρησης φάσης. Η υστέρηση αυτή αυξάνει κατ’ απόλυτη τιμή αυξανομένης της
συχνότητας και δεν μπορεί να γίνει μεγαλύτερη από 90ο (-90ο<φV(ω)<0ο). Στη
συχνότητα αποκοπής fo η διαφορά φάσης γίνεται -45ο.

Μελέτη υψηπερατού φίλτρου RC


Το δίθυρο του σχήματος 5 αποτελείται και πάλι από μια ωμική αντίσταση R και
έναν πυκνωτή χωρητικότητας C. Επειδή περιέχει ένα μόνο στοιχείο που αποθηκεύει
ενέργεια (πυκνωτής), το δίθυρο είναι κύκλωμα 1ης τάξης. Η διαφορά από το
κύκλωμα του σχήματος 3 είναι ότι στους ακροδέκτες εξόδου (Γ και Δ) είναι
τοποθετημένη η ωμική αντίσταση R, αντί του πυκνωτή. Επομένως, η τάση εξόδου
v2(t) λαμβάνεται στα άκρα της R. Το νέο κύκλωμα μπορεί να παραχθεί από το
προηγούμενο του σχήματος 3 με απλή αντιμετάθεση των στοιχείων R και C. Η
μορφή των v1(t) και v2(t) περιγράφεται αντίστοιχα από τις σχέσεις (12) και (13),
όπως και πριν. Θεωρώντας ότι η πηγή τάσης είναι αρμονική κυκλικής συχνότητας ω,
οι τάσεις εισόδου και εξόδου μπορούν να παρασταθούν ως μιγαδικά διανύσματα
σύμφωνα με τις σχέσεις (15) και (16).

Σχήμα 5: Δομή υψηπερατού φίλτρου RC.

Η τάση εξόδου μπορεί να προκύψει από τασιδιαίρεση της τάσης εισόδου:

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 10


R jωRC
V2  jω  =V1  jω  =V1  jω 
1 1+jωRC
R+
jωC
(51)
Αντικαθιστώντας τη σχέση (51) στην (14) παίρνουμε τη συνάρτηση μεταφοράς
τάσης του διθύρου:
V2  jω  jωRC 1 1
HV  jω  = = = =
V1  jω  1+jωRC 1+1 jωRC 1+1 j2πfRC
(52)
Το μέτρο και το όρισμα της ΗV είναι αντίστοιχα:
ωRC 1 1
HV  jω  = = =
1+  ωRC  1+ 1 ωRC  1+ 1 2πfRC 
2 2 2

(53)
φV ω =90o  εφ-1 ωRC =εφ-1 1 ωRC =εφ-1 1 2πfRC
(54)
Λόγω των (53) και (54), η (21) παίρνει την παρακάτω μορφή:

v2  t  =
1

Vp1συν ωt+θV1 +εφ-1 1 ωRC  
1+ 1 ωRC 
2

= 2
1

Vrms1συν ωt+θV1 +εφ-1 1 ωRC  
1+ 1 ωRC 
2

(55)
Οι γραφικές παραστάσεις των |ΗV| και φV συναρτήσει της κυκλικής συχνότητας
ω (διαγράμματα πλάτους και φάσης) δίνονται στο σχήμα 6. Από το σχήμα 6(α)
φαίνεται ότι το |ΗV| μειώνεται όσο ελαττώνεται η συχνότητα, γεγονός που σημαίνει
ότι το πλάτος της v2(t) μειώνεται σε σχέση με τη v1(t) μειούμενης της συχνότητας.
Μάλιστα, το συγκεκριμένο δίθυρο μεταφέρει το σήμα της πηγής τάσης από την
είσοδο στην έξοδο με μικρή μείωση όταν η συχνότητα είναι υψηλή, ενώ σε χαμηλές
τιμές συχνότητας η μεταφορά αυτού του σήματος είναι μηδαμινή. Επειδή, λοιπόν,
το συγκεκριμένο δίθυρο κάνει μια επιλογή σημάτων με κριτήριο τη συχνότητα, δηλ.
φιλτράρει τα σήματα αναλόγως της συχνότητάς τους, ανήκει κι αυτό στην
κατηγορία των φίλτρων. Επιπλέον, επειδή ως φίλτρο δείχνει προτίμηση σε σήματα
υψηλής συχνότητας, αποκόπτοντας στην έξοδο τα σήματα χαμηλής συχνότητας,
ονομάζεται υψηπερατό φίλτρο (high-pass filter).
Η συχνότητα fo ή η ωο, όπως προκύπτει αντίστοιχα από τη σχέση (43) ή την (44),
έχει κι εδώ την έννοια της συχνότητας αποκοπής (ή συχνότητας θλάσης ή
συχνότητας -3dB) δεδομένου ότι στη συχνότητα αυτή το μέτρο |ΗV| της
1 2
συνάρτησης μεταφοράς τάσης γίνεται ίσο με , ή ισοδύναμα το πλάτος, η
ενεργός τιμή και το πλάτος peak-to-peak της v2(t) είναι 3dB αντιστοίχως μικρότερα
του πλάτους, της ενεργού τιμής και του πλάτους peak-to-peak της v1(t).

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 11


1.0 90
80
0.8
0.707
60
0.6

φV(ω)
|HV(jω)|

45
0.4 40

0.2 20

0.0 0
ωο ω ωο ω

(α) (β)
Σχήμα 6: Ημιλογαριθμικό διάγραμμα (α) πλάτους και (β) φάσης υψηπερατού
φίλτρου RC.

Λόγω των (43) και (44), οι σχέσεις (52), (53) και (54) γίνονται αντίστοιχα:
jω ωo 1 1
HV  jω  = = =
1+jω ωo 1+ωo jω 1+ fo jf
(56)
ω ωo 1 1
HV  jω  = = =
1+  ω ωo  1+  ωo ω  1+  fo f 
2 2 2

(57)
φV  ω  =90o  εφ-1 ω ωo  =εφ-1 ωo ω  =εφ-1  fo f 
(58)
Από τη σχέση (58) αλλά και από το σχήμα 6(β) φαίνεται ότι v2(t) προηγείται σε
φάση σε σχέση με τη v1(t). Για το λόγο αυτό το συγκεκριμένο δίθυρο ονομάζεται
κύκλωμα προήγησης φάσης. Η προήγηση αυτή ελαττώνεται αυξανομένης της
συχνότητας και είναι πάντα μικρότερη από 90ο (0ο<φV(ω)<90ο). Στη συχνότητα
αποκοπής fo η διαφορά φάσης γίνεται 45ο.
Παρατήρηση:
Αν συγκρίνουμε τις σχέσεις (50) και (58) θα δούμε ότι η φ V είναι πάντα αρνητική σε
ένα βαθυπερατό φίλτρο και πάντα θετική σε ένα υψηπερατό φίλτρο, αλλά για κάθε
συχνότητα οι δυο αυτές διαφορές φάσης είναι κατ’ απόλυτη τιμή συμπληρωματικές,
υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές των στοιχείων R και C είναι ίδιες και στα δυο
φίλτρα.

Πειραματική διαδικασία
(1) Υλοποιούμε το κύκλωμα του σχήματος 3 με στοιχεία: R=1KΩ και C=0.1μF. Η πηγή
(γεννήτρια) τάσης συνδέεται στα σημεία Α και Β του κυκλώματος. Προσοχή θα
πρέπει να δοθεί στη γείωση (αρνητικός πόλος) της γεννήτριας, η οποία θα πρέπει
να συνδεθεί στο σημείο Β.
(2) Από τη σχέση (43) υπολογίζουμε θεωρητικά τη συχνότητα αποκοπής:

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 12


foθεωρ
= _____________ Hz.
(3) 1ο στάδιο μετρήσεων:
3.1 Θέτουμε τον παλμογράφο σε λειτουργία dual channel, με το κανάλι 1 στα
σημεία Α και Β, και το κανάλι 2 στα σημεία Γ και Δ (του σχήματος 3).
Προσοχή θα πρέπει να δοθεί ώστε οι αγωγοί γείωσης (μαύρου χρώματος)
των δυο καναλιών του παλμογράφου να συνδεθούν αντίστοιχα στα σημεία Β
και Δ, ώστε να συνδέονται ταυτόχρονα με τη γείωση της γεννήτριας.
3.2 Ρυθμίζουμε τη γεννήτρια ώστε να δίνει στο κύκλωμα τάση εισόδου v1(t)
πλάτους 10 Volt peak-to-peak και συχνότητας f=1ΚHz. Η κυματομορφή της
τάσης v1(t) προβάλλεται στην οθόνη του παλμογράφου και συγκεκριμένα
στο κανάλι 1 αυτού, οπότε μπορούμε να ελέγχουμε ώστε το πλάτος της
κυματομορφής αυτής να παραμένει 10 Volt peak-to-peak σε κάθε τιμή
συχνότητας. Αν κατά τη μεταβολή της συχνότητας αλλάξει το πλάτος για
οποιονδήποτε λόγο μπορούμε να κάνουμε επιτόπου διόρθωση ώστε το
πλάτος να ξαναγίνει 10 Volt peak-to-peak. Στο κανάλι 2 προβάλλεται η
κυματομορφή εξόδου v2(t), οπότε έχουμε τη δυνατότητα να μετρήσουμε το
πλάτος αυτής (peak-to-peak) καθώς και τη χρονική της μετατόπιση “τ” ως
προς την v1(t). Δεδομένου ότι πρόκειται για κύκλωμα υστέρησης φάσης, οι
κυματομορφές εισόδου και εξόδου θα φαίνονται στον παλμογράφο σε
λειτουργία dual channel όπως στο σχήμα 7. Συγκεκριμένα η κυματομορφή
εξόδου v2(t) παρατηρείται δεξιότερα σε σχέση με την κυματομορφή εισόδου
v1(t). Η απόσταση των σημείων τομής των δυο κυματομορφών, είτε στην
περιοχή ανόδου είτε στην περιοχή καθόδου των κυματομορφών, με τον
οριζόντιο άξονα μηδενικού δυναμικού (ground) είναι η χρονική μετατόπιση
“τ” που αναφέρθηκε πιο πάνω.

Σχήμα 7: Κυματομορφές εισόδου και εξόδου σε βαθυπερατό φίλτρο RC.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 13


3.3 Αυξάνουμε τη συχνότητα της γεννήτριας μέχρι το πλάτος της v2(t) να γίνει
Vpp2 = Vpp1 2 =10 2 =7.07 Volt peak-to-peak
. Κατ’ εφαρμογή της σχέσης
(46γ), η συχνότητα για την οποία συμβαίνει αυτό είναι η συχνότητα
αποκοπής. Η τιμή που προκύπτει πειραματικά για τη συχνότητα αποκοπής
είναι:
foπειρ
= _____________ Hz.
Συγκρίνουμε την τιμή αυτή με τη θεωρητική τιμή που υπολογίστηκε στο
βήμα (2) της πειραματικής διαδικασίας.
Το ποσοστιαίο σφάλμα μέτρησης της fo είναι:
foπειρ  foθεωρ
×100
foθεωρ
= _____________ %.
3.4 Ρυθμίζουμε τη γεννήτρια σε μια από τις παρακάτω συχνότητες:
600, 1200, 1600, 2000 και 4000 Hz.
Για καθεμιά από τις συχνότητες αυτές, ελέγχουμε ώστε το πλάτος της v1(t)
να είναι 10 Volt peak-to-peak (αν δεν είναι, κάνουμε διόρθωση) και μετράμε
αφενός το πλάτος peak-to-peak της v2(t) και αφετέρου τη χρονική
μετατόπιση “τ” της v2(t) ως προς την v1(t). Από το λόγο των πλατών των δυο
τάσεων μετράμε την πειραματική τιμή του |ΗV(jω)| για τη συγκεκριμένη
συχνότητα (σχέση (17)). Η χρονική μετατόπιση “τ” χρησιμεύει για τον
πειραματικό υπολογισμό της διαφοράς φάσης της v2(t) ως προς την v1(t),
που είναι στην ουσία η πειραματική τιμή της φ V(ω) για τη συγκεκριμένη
συχνότητα (σχέση (18)). Η μετατροπή της χρονικής μετατόπισης “τ” στην
τιμή της φV(ω) γίνεται σύμφωνα με τη σχέση:
V =  ω τ(rad)=  2π f τ(rad)=  360 f τ(°)
φπειρ
(59)
όπου το πρόσημο – επιλέχθηκε επειδή η v2(t) υστερεί σε φάση
(παρατηρείται στην οθόνη του παλμογράφου δεξιότερα) σε σχέση με την
v1(t).
Ακολουθώντας την άνω διαδικασία, συμπληρώνουμε τον παρακάτω πίνακα
με τις πειραματικές τιμές, τις αντίστοιχες θεωρητικές και τα ποσοστιαία
σφάλματα μέτρησης των |ΗV(jω)| και φV(ω), που υπολογίζονται αντιστοίχως
από τις παρακάτω σχέσεις:

Hπειρ
V  Hθεωρ
V
ε Hv %= ×100%
Hθεωρ
V
(60)
φπειρ
V  φθεωρ
V
ε φv %= ×100%
φθεωρ
V
(61)

Μελέτη βαθυπερατού φίλτρου RC (σχήμα 3) – 1ο στάδιο μετρήσεων

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 14


Πειραμα- Θεωρη- Πειραμα- Θεωρη -
τική τιμή τική τιμή Σφάλμα Πειραμα- Σφάλμα
f τική τιμή τική τιμή
ε Hv % τική τιμή ε φv %
(Hz) Hπειρ Hθεωρ φ πειρ φθεωρ
V V
τ (sec) V (ο) V (ο)
(σχέση 60) (σχέση 61)
(σχέση 17) (σχέση 40) (σχέση 59) (σχέση 41)
600

1200

1600

2000

4000

(4) Υλοποιούμε το κύκλωμα του σχήματος 5, αντιμεταθέτοντας τα στοιχεία R=1KΩ


και C=0.1μF που χρησιμοποιήσαμε στο προηγούμενο κύκλωμα. Η πηγή (γεννήτρια)
τάσης συνδέεται στα σημεία Α και Β του κυκλώματος. Προσοχή θα πρέπει να δοθεί
και πάλι στη γείωση (αρνητικός πόλος) της γεννήτριας, η οποία θα πρέπει να
συνδεθεί στο σημείο Β.
(5) Η θεωρητική τιμή της συχνότητας αποκοπής που υπολογίστηκε στο βήμα (2) της
πειραματικής διαδικασίας θα ισχύει και σ’ αυτό το κύκλωμα, εφόσον οι τιμές των
στοιχείων R και C παραμένουν ίδιες μ’ αυτές του προηγούμενου κυκλώματος.
(6) 2ο στάδιο μετρήσεων:
6.1 Θέτουμε τον παλμογράφο σε λειτουργία dual channel, με το κανάλι 1 στα
σημεία Α και Β, και το κανάλι 2 στα σημεία Γ και Δ (του σχήματος 5).
Προσοχή θα πρέπει να δοθεί ώστε οι αγωγοί γείωσης (μαύρου χρώματος)
των δυο καναλιών του παλμογράφου να συνδεθούν αντίστοιχα στα σημεία Β
και Δ, ώστε να συνδέονται ταυτόχρονα με τη γείωση της γεννήτριας.
6.2 Ρυθμίζουμε τη γεννήτρια ώστε να δίνει στο κύκλωμα τάση εισόδου v1(t)
πλάτους 10 Volt peak-to-peak και συχνότητας f=1ΚHz. Η κυματομορφή της
τάσης v1(t) προβάλλεται στην οθόνη του παλμογράφου και συγκεκριμένα
στο κανάλι 1 αυτού, οπότε μπορούμε να ελέγχουμε ώστε το πλάτος της
κυματομορφής αυτής να παραμένει 10 Volt peak-to-peak σε κάθε τιμή
συχνότητας. Αν κατά τη μεταβολή της συχνότητας αλλάξει το πλάτος για
οποιονδήποτε λόγο μπορούμε να κάνουμε επιτόπου διόρθωση ώστε το
πλάτος να ξαναγίνει 10 Volt peak-to-peak. Στο κανάλι 2 προβάλλεται η
κυματομορφή εξόδου v2(t), οπότε έχουμε τη δυνατότητα να μετρήσουμε το
πλάτος αυτής (peak-to-peak) καθώς και τη χρονική της μετατόπιση “τ” ως
προς την v1(t). Δεδομένου ότι πρόκειται για κύκλωμα προήγησης φάσης, οι
κυματομορφές εισόδου και εξόδου θα φαίνονται στον παλμογράφο σε
λειτουργία dual channel όπως στο σχήμα 8. Συγκεκριμένα η κυματομορφή
εξόδου v2(t) παρατηρείται αριστερότερα σε σχέση με την κυματομορφή

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 15


εισόδου v1(t). Η απόσταση των σημείων τομής των δυο κυματομορφών, είτε
στην περιοχή ανόδου είτε στην περιοχή καθόδου των κυματομορφών, με τον
οριζόντιο άξονα μηδενικού δυναμικού (ground) ισούται με τη χρονική
μετατόπιση “τ”.

v2(t) v1(t)

Περίοδος Τ Περίοδος Τ

Ground

τ τ τ τ τ τ

Σχήμα 8: Κυματομορφές εισόδου και εξόδου σε υψηπερατό φίλτρο RC.

6.3 Αυξάνουμε τη συχνότητα της γεννήτριας μέχρι το πλάτος της v2(t) να γίνει
Vpp2 = Vpp1 2 =10 2 =7.07 Volt peak-to-peak
, δηλ. το μέτρο |ΗV| της
1 2
συνάρτησης μεταφοράς τάσης να γίνει ίσο με . Η συχνότητα για την
οποία συμβαίνει αυτό είναι η συχνότητα αποκοπής και η τιμή που
προκύπτει πειραματικά είναι:
foπειρ
= _____________ Hz.
Συγκρίνουμε την τιμή αυτή με τη θεωρητική τιμή που υπολογίστηκε στο
βήμα (2) της πειραματικής διαδικασίας.
Το ποσοστιαίο σφάλμα μέτρησης της fo είναι:
foπειρ  foθεωρ
×100
foθεωρ
= _____________ %.
6.4 Ρυθμίζουμε τη γεννήτρια σε μια από τις παρακάτω συχνότητες:
600, 1200, 1600, 2000 και 4000 Hz.
Για καθεμιά από τις συχνότητες αυτές, ελέγχουμε ώστε το πλάτος της v1(t)
να είναι 10 Volt peak-to-peak (αν δεν είναι, κάνουμε διόρθωση) και μετράμε
αφενός το πλάτος peak-to-peak της v2(t) και αφετέρου τη χρονική
μετατόπιση “τ” της v2(t) ως προς την v1(t). Από το λόγο των πλατών των δυο
τάσεων μετράμε την πειραματική τιμή του |ΗV(jω)| για τη συγκεκριμένη
συχνότητα (σχέση (17)). Από τη χρονική μετατόπιση “τ” υπολογίζουμε την
πειραματική τιμή της φV(ω) για τη συγκεκριμένη συχνότητα με τη βοήθεια
της παρακάτω σχέσης:

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 16


V =  ω τ(rad)=  2π f τ(rad)=  360 f τ(°)
φπειρ
(62)
όπου το πρόσημο + επιλέχθηκε επειδή η v2(t) προηγείται σε φάση
(παρατηρείται στην οθόνη του παλμογράφου αριστερότερα) σε σχέση με την
v1(t).
Ακολουθώντας την άνω διαδικασία, συμπληρώνουμε τον παρακάτω πίνακα
με τις πειραματικές τιμές, τις αντίστοιχες θεωρητικές και τα ποσοστιαία
σφάλματα μέτρησης των |ΗV(jω)| και φV(ω), που υπολογίζονται αντιστοίχως
από τις σχέσεις (60) και (61).

Μελέτη υψηπερατού φίλτρου RC (σχήμα 5) – 2ο στάδιο μετρήσεων


Πειραμα- Θεωρη- Πειραμα- Θεωρη -
τική τιμή τική τιμή Σφάλμα Πειραμα- τική τιμή τική τιμή Σφάλμα
f ε Hv % ε φv %
Hπειρ Hθεωρ τική τιμή φ πειρ φθεωρ
(Hz) V V V (ο) V (ο)
(σχέση 60) τ (sec) (σχέση 61)
(σχέση 17) (σχέση 53) (σχέση 62) (σχέση 54)
600

1200

1600

2000

4000

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 1 ΣΕΛΙΔΑ 17


ΑΣΚΗΣΗ 2 – ΜΕΤΡΗΣΗ ΙΣΧΥΟΣ

Μέτρηση ισχύος σε κυκλώματα συνεχούς ρεύματος


Η ενεργός (ή πραγματική) ισχύς, που είναι στην ουσία η μέση καταναλισκόμενη
ισχύς, σε ένα κύκλωμα συνεχούς ρεύματος δίνεται από τη σχέση
P=VI (1)
όπου V και Ι είναι αντίστοιχα η DC τάση στα άκρα του κυκλώματος και το DC ρεύμα
που διαρρέει το κύκλωμα. Συνεπώς, με τη χρήση ενός βολτομέτρου και ενός
αμπερομέτρου μπορούμε να μετρήσουμε την ενεργό ισχύ. Όπως φαίνεται στο
σχήμα 1 δύο είναι οι τρόποι σύνδεσης του βολτομέτρου και του αμπερομέτρου.

– VA +
I IL
A A
+ + +
R R Ι=IL
IV Φορτίο Φορτίο
A V=VL V A VL
V V
R – – R –
V V

(α) (β)
Σχήμα 1: Μέτρηση ισχύος σε κύκλωμα συνεχούς ρεύματος.

Στο σχήμα (1α), η ένδειξη V του βολτομέτρου ισούται με την τιμή της τάσης VL
στα άκρα του φορτίου (V=VL). Συγχρόνως, το ρεύμα Ι που μετράει το αμπερόμετρο
διακλαδίζεται στο IL που διαρρέει το φορτίο και στο IV που διαρρέει το βολτόμετρο
(Ι=IL+IV). Τότε, η ενεργός ισχύς στο φορτίο είναι:

 V
P=VLIL =V I-IV  =V  I- 
 RV  (2)
V
 I
RV
Αν το βολτόμετρο έχει μεγάλη εσωτερική αντίσταση RV, τότε και η σχέση (2)
γίνεται προσεγγιστικά
P=VI (3)
γεγονός που σημαίνει ότι η ενεργός ισχύς στο φορτίο υπολογίζεται με καλή
προσέγγιση από τις ενδείξεις του βολτομέτρου και του αμπερομέτρου.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 2 ΣΕΛΙΔΑ 18


Στο σχήμα (1β), η ένδειξη Ι του αμπερομέτρου ισούται με την τιμή του ρεύματος
ΙL που διαρρέει το φορτίο (Ι=ΙL). Συγχρόνως, η τάση V που μετράει το βολτόμετρο
είναι συνισταμένη της τάσης VL στα άκρα του φορτίου και της τάσης VA στα άκρα
του αμπερομέτρου (V=VL+VA). Τότε, η ενεργός ισχύς στο φορτίο είναι:
P=VIL L =  V-VA  I=  V-IRA  I
(4)
IRA  V
Αν το αμπερόμετρο έχει μικρή εσωτερική αντίσταση RΑ, τότε και η σχέση
(4) γίνεται προσεγγιστικά
P=VI (5)
γεγονός που σημαίνει και πάλι ότι η ενεργός ισχύς στο φορτίο υπολογίζεται με καλή
προσέγγιση από τις ενδείξεις του βολτομέτρου και του αμπερομέτρου.

Μέτρηση ισχύος σε κυκλώματα μονοφασικού εναλλασσόμενου ρεύματος


Σε ένα κύκλωμα εναλλασσόμενου ρεύματος η ισχύς είναι μιγαδικό μέγεθος,
ονομάζεται μιγαδική ισχύς και δίνεται από τη σχέση:
S=VI* =VrmsIrms θV -θI
(6)
όπου
V=Vrms θV
(7)
και
Ι=Irms θI
(8)
είναι αντίστοιχα η μιγαδική τάση στα άκρα του κυκλώματος και το μιγαδικό ρεύμα
που διαρρέει το κύκλωμα. Στις άνω σχέσεις, Vrms και Irms είναι αντίστοιχα οι ενεργές
τιμές της τάσης στα άκρα του κυκλώματος και του ρεύματος που διαρρέει το
κύκλωμα, ενώ θV και θΙ είναι τα αντίστοιχα ορίσματα των V και Ι. Το πραγματικό
μέρος αυτής ονομάζεται πραγματική ή ενεργός ισχύς και εκφράζει τη μέση ισχύ που
καταναλίσκεται από το κύκλωμα. Η ισχύς αυτή δίνεται από τη σχέση:
P=Real[VI* ]=VrmsIrmsσυνφ=VrmsIrmsσυν θV -θI 
(9)
όπου φ η διαφορά φάσης της τάσης ως προς το ρεύμα. Το φανταστικό μέρος της
μιγαδικής ισχύος ονομάζεται φανταστική ή άεργος ισχύς και δίνεται από τη σχέση:
Q=Imag[VI* ]=VrmsIrmsημφ=VrmsIrmsημ θV -θI 
(10)
Το μέτρο της μιγαδικής ισχύος λέγεται φαινόμενη ισχύς και, λόγω των (6), (9) και
(10), υπολογίζεται με βάση τη σχέση:
S = VI* =VrmsIrms = P2 +Q 2
(11)

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 2 ΣΕΛΙΔΑ 19


Η απεικόνιση των διαφόρων όρων ισχύος στο μιγαδικό επίπεδο φαίνεται στο σχήμα
2.
Όπως είναι γνωστό, σε περιπτώσεις εναλλασσόμενου ρεύματος, το βολτόμετρο
και το αμπερόμετρο μετρούν ενεργές τιμές τάσης και ρεύματος αντιστοίχως.
Συνεπώς, αν χρησιμοποιηθούν οι συνδεσμολογίες του σχήματος 1, από τις τιμές
των Vrms και Irms υπολογίζεται η τιμή της φαινόμενης ισχύος (σχέση (11)) και όχι της
ενεργού ισχύος όπως στην περίπτωση του συνεχούς ρεύματος (σχέση (1)). Για τη
μέτρηση της πραγματικής ισχύος, όπως προκύπτει από τη σχέση (9), απαιτείται ένα
ακόμη ειδικό όργανο που να μετράει το συνφ. Το όργανο αυτό λέγεται
συνημιτόμετρο. Το όργανο που συνδυάζει βολτόμετρο, αμπερόμετρο και
συνημιτόμετρο είναι το βαττόμετρο.
Imaginary Axis

Q S

Real Axis
P

Σχήμα 2: Απεικόνιση ενεργής, άεργης και μιγαδικής ισχύος.

Όπως φαίνεται στο σχήμα 3α το βαττόμετρο αποτελείται από δύο πηνία. Το ένα
πηνίο είναι ακίνητο και συνδέεται σε σειρά με το φορτίο. Το πηνίο αυτό λέγεται
πηνίο ρεύματος. Το δεύτερο πηνίο συνδέεται μαζί με μια πρόσθετη αντίσταση R
παράλληλα προς το φορτίο και λέγεται πηνίο τάσης. Το πηνίο τάσης είναι κινητό. Τα
ρεύματα που διαρρέουν τα πηνία έντασης και τάσης δημιουργούν μια ροπή που
τείνει να περιστρέψει το κινητό πηνίο. Η γωνία στροφής του κινητού πηνίου είναι
ανάλογη της διαφοράς φάσης ανάμεσα στα ρεύματα των πηνίων ή με άλλα λόγια
είναι ανάλογη της διαφοράς φάσης της τάσης V και του ρεύματος I. Η γωνία
στροφής του κινητού πηνίου επιδρά μηχανικά στη θέση του δείκτη του οργάνου και
με τον τρόπο αυτό η ένδειξη του οργάνου αντιστοιχεί στην ενεργό ισχύ.
Η φορά της ροπής στρέψης είναι συνάρτηση του τρόπου σύνδεσης των πηνίων.
Ένα από τα άκρα κάθε πηνίου σημειώνεται με αστερίσκο. Αν τα ρεύματα μπαίνουν
ή βγαίνουν και στα δύο πηνία από τα σημειωμένα άκρα, τότε η ροπή είναι θετική
και η μέτρηση του οργάνου σωστή. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μέτρηση είναι
λανθασμένη. Ο γενικός κανόνας σύνδεσης του βαττομέτρου φαίνεται στο σχήμα
3(α) και είναι ο εξής: Οι αστερίσκοι συνδέονται προς την πλευρά της γραμμής
τροφοδοσίας που σημειώνεται με L (L είναι η φάση και N είναι ο ουδέτερος).
Για να βρούμε θεωρητικά την ένδειξη που μετράει ένα βαττόμετρο εφαρμόζουμε
τη σχέση (9), γεγονός που σημαίνει ότι χρειαζόμαστε τις rms τιμές της τάσης και του

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 2 ΣΕΛΙΔΑ 20


ρεύματος στα δυο αντίστοιχα πηνία του βαττομέτρου, καθώς και τη διαφορά φάσης
της τάσης ως προς το ρεύμα.

*
W * W
L *
*
N
(α) (β)
Σχήμα 3: (α) Γενικός κανόνας σύνδεσης και (β) σύμβολο βαττομέτρου.

Tο βαττόμετρο μπορεί να συνδεθεί με δύο τρόπους με ένα φορτίο, όπως


φαίνεται στο σχήμα 4. Στην περίπτωση (α), το πηνίο ρεύματος και το φορτίο
διαρρέονται από το ίδιο ρεύμα, αλλά η τάση που εφαρμόζεται στο πηνίο τάσης
είναι συνισταμένη των τάσεων που εφαρμόζονται στο πηνίο ρεύματος και στο
φορτίο. Στην περίπτωση (β), η τάση που εφαρμόζεται στο πηνίο τάσης είναι ίδια μ’
αυτή που εφαρμόζεται στο φορτίο, αλλά το ρεύμα που διαρρέει το πηνίο έντασης
είναι συνιστάμενο των ρευμάτων που διαρρέουν το πηνίο τάσης και το φορτίο.

L * W L * W

* *
N Z N Z

(α) (β)
Σχήμα 4: Τρόποι ορθής σύνδεσης βαττομέτρου.

Μέτρηση ισχύος σε κυκλώματα τριφασικού εναλλασσόμενου ρεύματος


Η μέτρηση ισχύος σε τριφασικά συστήματα τροφοδοσίας αποτελεί εφαρμογή
του θεωρήματος του Blondel που ισχύει γενικά σε πολυφασικά συστήματα
τροφοδοσίας. Σύμφωνα μ' αυτό, αν σε σύστημα φορτίων προσφέρεται ισχύς μέσω
"n" αγωγών που διαρρέονται από ρεύματα οποιασδήποτε μεταβολής συναρτήσει
του χρόνου, η συνολική πραγματική ισχύς που απορροφάται από το σύστημα των
φορτίων δίνεται από το αλγεβρικό άθροισμα "n" βαττομέτρων που συνδέονται έτσι
ώστε σε κάθε αγωγό να αντιστοιχεί ένα πηνίο έντασης και κάθε πηνίο τάσης να
βρίσκεται συνδεδεμένο μεταξύ του αντιστοίχου αγωγού και οποιουδήποτε άλλου
σημείου, το οποίο είναι κοινό για όλα τα πηνία τάσης. Από το θεώρημα αυτό
προκύπτει ότι η ίδια μέτρηση μπορεί να γίνει με "n-1" βαττόμετρα αν το κοινό
σημείο οριστεί πάνω σε έναν από τους "n" αγωγούς. Ο όρος αλγεβρικό άθροισμα

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 2 ΣΕΛΙΔΑ 21


σημαίνει ότι σε περίπτωση αρνητικής απόκλισης ενός ή περισσοτέρων βαττομέτρων
αντιμεταθέτουμε ή τους αγωγούς των πηνίων τάσης ή τους αγωγούς των πηνίων
έντασης των βαττομέτρων αυτών και αφαιρούμε τις θετικές ενδείξεις που
προκύπτουν στα βαττόμετρα αυτά από το άθροισμα των θετικών ενδείξεων των
υπολοίπων βαττομέτρων.
Εφαρμογή σε τριφασικό σύστημα αποτελεί η μέτρηση ισχύος με την μέθοδο των
δύο βαττομέτρων που είναι γνωστή και σαν διάταξη Aron (σχήμα 5). Η μέθοδος
μπορεί να εφαρμοστεί σε τριφασικές συνδεσμολογίες όπου δεν υπάρχει ουδέτερος
αγωγός ή σε συνδεσμολογίες με συμμετρικό φορτίο όπου ακόμη και αν υπάρχει
ουδέτερος αγωγός το ρεύμα σ’ αυτόν είναι μηδέν και συνεπώς δεν επηρεάζει τη
μέτρηση.

Α ΙΑ A′
* W1
Β * B′ Z
ΙB Z ΑZ
C B N΄ C

C′
ΙC *
* W2

Σχήμα 5: Μέθοδος των δύο βαττομέτρων (διάταξη Aron) σε ασύμμετρο φορτίο.

Από την συνδεσμολογία του σχήματος 5 προκύπτει:


W1 +W2 =Real[VABI*A +VCBI*C ]=Real[VAI*A -VBI*A +VCI*C -VBI*C ]=Real[VAI*A +VCI*C +VB (-IA -IC )* ]
(12)
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει ουδέτερος αγωγός, ισχύει:
IA +IB +IC =0 

IB =-IA -IC
(13)
Τότε η (12), λόγω της (13), δίνει:
W1 +W2 =Real[VAI*A +VBI*B +VCI*C ]
(14)
Η σχέση (14) δηλώνει ότι το άθροισμα των ενδείξεων των δύο βαττομέτρων ισούται
με τη συνολική ενεργό ισχύ που καταναλώνεται από το τριφασικό φορτίο. Στην
παραπάνω απόδειξη, το φορτίο δεν είναι κατ’ ανάγκη συμμετρικό και επιπλέον
δύναται να έχει οποιαδήποτε συνδεσμολογία είτε αστέρα είτε τριγώνου. Είναι όμως
γνωστό ότι κάθε συνδεσμολογία τριγώνου μπορεί να μετασχηματιστεί σε μια
ενεργειακά ισοδύναμη συνδεσμολογία αστέρα, η οποία όπως είδαμε
χρησιμοποιήθηκε για την απόδειξη της σχέσης (14).

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 2 ΣΕΛΙΔΑ 22


Αν το φορτίο είναι συμμετρικό (σχήμα (6)), τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι
κάθε φάση αυτού έχει την παρακάτω πολική μορφή:
Z= Z φ
(15)
φ  -90o , 90o 
όπου , επειδή το πραγματικό (ωμικό) μέρος του φορτίου είναι
υποχρεωτικά θετικό. Επίσης ισχύουν οι παρακάτω σχέσεις:
VAN  VA =VPrms 0o
(16)
VBN  VB =VPrms -120o
(17)
VCN  VC =VPrms -240o
(18)

VAB =VLrms 30o = 3VPrms 30o


(19)

VBC =VLrms -90o = 3VPrms-90o


(20)

VCA =VLrms -210o = 3VPrms -210o


(21)

Α ΙΑ A′
* W1
Β * B′ Z
ΙB Z Z
C N΄

C′
ΙC *
* W2

Σχήμα 6: Μέθοδος των δύο βαττομέτρων (διάταξη Aron) σε συμμετρικό φορτίο.

όπου VPrms η rms τιμή των φασικών τάσεων VA, VB και VC, και VLrms η rms τάση
γραμμής (η rms τιμή των πολικών τάσεων). Οι σχέσεις (16), (17) και (18), με τη
βοήθεια της (15), δίνουν αντίστοιχα:
VA VPrms
IA  = -φ = ILrms -φ
Z Z
(22)
VB VPrms
IB  = -φ-120o = ILrms -φ-120
Z Z
(23)
VC VPrms
IC  = -φ-240o = ILrms -φ-240
Z Z
(24)

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 2 ΣΕΛΙΔΑ 23


όπου
VPrms
ILrms =
Z
(25)
είναι η rms τιμή των ρευμάτων γραμμής. Με τη βοήθεια των σχέσεων (19) ως (24)
και εφαρμόζοντας τη σχέση (9) για καθένα από τα δυο βαττόμετρα, βρίσκουμε
θεωρητικά τις αντίστοιχες ενδείξεις τους:
W1 = VAB IA συν  VAB -IA  = 3VPrmsILrmsσυν 30o +φ 
(26)
και
W2 = VCB IC συν  VCB -IC   W2 = VBC IC συν 180o +VBC -IC  

W2 = 3VPrmsILrmsσυν 180o -90o +φ+240   W2 3VPrmsILrmsσυν φ+330o  

W2 = 3VPrmsILrmsσυν  φ-30o  = 3VPrmsILrmsσυν  30o -φ


(27)
Προσθέτοντας τις (26) και (27) προκύπτει:
W1 +W2 = 3VPrmsILrms συν  30o +φ   συν  30o -φ  

W1 +W2 = 3VPrmsILrms  συν30oσυνφ-ημ30oημφ  συν30oσυνφ+ημ30oημφ  

 3 3 
W1 +W2 = 3VPrmsILrms  συνφ  συνφ  
 2 2 

W1 +W2 =3VPrmsILrmsσυνφ
(28)
Λόγω της σχέσης (9) και επειδή το φορτίο είναι συμμετρικό, η άνω σχέση δίνει τη
συνολική ενεργό ισχύ που καταναλώνεται από τις τρεις φάσεις του φορτίου (που
V I συνφ
είναι τρεις φορές την ισχύ Prms Lrms που καταναλώνεται από κάθε φάση του
φορτίου ξεχωριστά).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνουν δυο παρατηρήσεις:
1. Αν το συμμετρικό φορτίο έχει επαγωγική συμπεριφορά με φ=60 ο, τότε W1=0
(ένδειξη βαττομέτρου μηδέν), οπότε η ενεργός ισχύς στο φορτίο ισούται με την
Ρ=W2 =3VPrmsILrmsσυν60o =1.5VPrmsILrms
ένδειξη του άλλου βαττομέτρου (δηλ. ).
ο
2. Αν το συμμετρικό φορτίο έχει χωρητική συμπεριφορά με φ=–60 , τότε W2=0
(ένδειξη βαττομέτρου μηδέν), οπότε η ενεργός ισχύς στο φορτίο ισούται με την
Ρ=W1 =3VPrmsILrmsσυν  -60o  =1.5VPrmsILrms
ένδειξη του άλλου βαττομέτρου (δηλ. ).

Μέτρηση συντελεστή ισχύος σε κυκλώματα εναλλασσόμενου ρεύματος

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 2 ΣΕΛΙΔΑ 24


Η μέτρηση του συντελεστή ισχύος μπορεί να γίνει είτε άμεσα με ειδικά όργανα
που ονομάζονται συνημιτόμετρα, είτε έμμεσα με τις μεθοδολογίες που
περιγράφονται παρακάτω:
Μέτρηση ισχύος σε κυκλώματα μονοφασικού εναλλασσόμενου ρεύματος
Χρησιμοποιώντας βολτόμετρο και αμπερόμετρο, όπως στις συνδεσμολογίες των
σχημάτων 1(α) ή 1(β), υπολογίζουμε αντιστοίχως τις τιμές των Vrms και Irms. Στη
συνέχεια, με ένα βαττόμετρο που συνδέεται όπως στα σχήματα 4(α) ή 4(β),
υπολογίζουμε την ενεργό ισχύ Ρ επάνω στο φορτίο. Τότε από τη σχέση (9) και με τη
βοήθεια της σχέσης (11), προκύπτει ο συντελεστής ισχύος:
P P
συνφ= =
S VrmsIrms
(29)
Μέτρηση ισχύος σε κυκλώματα τριφασικού εναλλασσόμενου ρεύματος με
συμμετρικό φορτίο
Χρησιμοποιώντας δύο βαττόμετρα συνδεδεμένα σε διάταξη Aron (όπως στο
σχήμα (6)). Αφαιρώντας κατά μέλη τις σχέσεις (26) και (27), που ισχύουν στην
περίπτωση συμμετρικού τριφασικού φορτίου, θα έχουμε:
W2 -W1 = 3VPrmsILrms συν  30o -φ -συν  30o +φ 

W2 -W1 = 3VPrmsILrms  συν30oσυνφ+ημ30oημφ-συν30oσυνφ+ημ30oημφ  

W2 -W1 = 3VPrmsILrms  ημφ+ ημφ  


1 1
 2 2 

W2 -W1 = 3VPrmsILrmsημφ
(30)
Διαιρώντας κατά μέλη τις σχέσεις (28) και (30) παίρνουμε:
W2 -W1
εφφ= 3
W2 +W1
(31)
Από τη σχέση (31) υπολογίζεται η τιμή του ορίσματος φ (που είναι στην ουσία το
όρισμα του συμμετρικού φορτίου, όπως προκύπτει από τη σχέση (15)), και στη
συνέχεια υπολογίζεται το συνφ που είναι ο συντελεστής ισχύος.
Σημαντική παρατήρηση, που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στις μετρήσεις, είναι η
εξής: Δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε στην πράξη ποια είναι η αλληλουχία των
φάσεων Α-Β-C σε μια τριφασική πηγή τάσης, στη διάταξη Aron δεν μπορούμε να
γνωρίζουμε ποια μέτρηση είναι η W1 και ποια η W2. Βέβαια, αυτό δεν ενοχλεί όταν
αθροίζουμε τις ενδείξεις των δυο βαττομέτρων, με σκοπό να υπολογίσουμε είτε τη
συνολική ενεργό ισχύ στο τριφασικό φορτίο είτε τον παρονομαστή της σχέσης (31).
Στον υπολογισμό του αριθμητή, όμως, της (31) γίνεται αφαίρεση των ενδείξεων,
γεγονός που σημαίνει ότι αν δεν γνωρίζουμε ποια μέτρηση είναι η W1 και ποια η
W2, μπορεί να υπολογιστεί η φ με λανθασμένο πρόσημο. Για το λόγο αυτό, στον

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 2 ΣΕΛΙΔΑ 25


υπολογισμό του συντελεστή ισχύος από τη σχέση (31), απαιτείται να γνωρίζουμε αν
το φορτίο είναι επαγωγικό ή χωρητικό. Αυτό σημαίνει ότι εκ των προτέρων πρέπει
να γνωρίζουμε αν το πρόσημο του αποτελέσματος που δίνει η σχέση (31) θα είναι
«+» (για επαγωγικό φορτίο) ή «-» για χωρητικό φορτίο. Έτσι π.χ. αν το τριφασικό
φορτίο είναι επαγωγικός κινητήρας, τότε θα πρέπει να προκύπτει θετική γωνία φ.

Πειραματική διαδικασία
(1) Μετρήσεις ενεργειακών μεγεθών σε μονοφασικό ωμικό φορτίο:
1.1 Υλοποιούμε τη συνδεσμολογία του σχήματος 7. H τροφοδοσία γίνεται από
παροχή μονοφασικής AC τάσης ενεργού (rms) τιμής 230 Volt και συχνότητας
50Hz, ενώ το φορτίο αποτελείται από δυο λυχνίες πυρακτώσεως (Rλ1 και Rλ2)
παράλληλες μεταξύ τους.
1.2 Καταγράφουμε τις ενδείξεις του βολτομέτρου και του αμπερομέτρου:
Vrms=____________ V και Irms=____________ Α.
Θεωρώντας ότι το αμπερόμετρο, το βολτόμετρο και το βαττόμετρο
προσεγγίζουν την ιδανική συμπεριφορά, οι παραπάνω ενδείξεις είναι
αντίστοιχα οι ενεργές τιμές τάσης και έντασης ρεύματος στο φορτίο.
1.3 Υπολογίζουμε τη φαινόμενη ισχύ (σχέση 11) στο φορτίο: |S|=__________
VA.
1.4 Από την ένδειξη του βαττομέτρου καταγράφουμε την ενεργό ισχύ στο
φορτίο: Ρ=____________ W.
1.5 Υπολογίζουμε το συντελεστή ισχύος (σχέση (29)) του φορτίου:
συνφ=______.
1.6 Επιβεβαιώνουμε την ωμική συμπεριφορά του φορτίου.

IIL IL
L A * W
+ +
*
Φορτίο
VVL VL
V Rλ Rλ
– – 1 2
N

Σχήμα 7: Συνδεσμολογία μέτρησης ενεργειακών μεγεθών σε μονοφασικό


ωμικό φορτίο.

(2) Μετρήσεις ενεργειακών μεγεθών σε μονοφασικό μιγαδικό φορτίο με χωρητική


συμπεριφορά:

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 2 ΣΕΛΙΔΑ 26


2.1 Υλοποιούμε τη συνδεσμολογία του σχήματος 8. H τροφοδοσία γίνεται όπως
πριν από παροχή μονοφασικής AC τάσης ενεργού (rms) τιμής 230 Volt και
συχνότητας 50Hz, ενώ το φορτίο αποτελείται από τρία στοιχεία παράλληλα
μεταξύ τους, τα οποία είναι οι δυο λυχνίες πυρακτώσεως (Rλ1 και Rλ2) που
χρησιμοποιήθηκαν προηγουμένως και ένας πυκνωτής (C).
2.2 Καταγράφουμε τις ενδείξεις του βολτομέτρου και του αμπερομέτρου:
Vrms=____________ V και Irms=____________ Α.
Θεωρώντας όπως πριν ότι το αμπερόμετρο, το βολτόμετρο και το
βαττόμετρο προσεγγίζουν την ιδανική συμπεριφορά, οι παραπάνω ενδείξεις
είναι αντίστοιχα οι ενεργές τιμές τάσης και έντασης ρεύματος στο φορτίο.
2.3 Υπολογίζουμε τη φαινόμενη ισχύ (σχέση 11) στο φορτίο: |S|=__________
VA.
2.4 Από την ένδειξη του βαττομέτρου καταγράφουμε την ενεργό ισχύ στο
φορτίο: Ρ=____________ W. Συγκρίνουμε με την ενεργό ισχύ του βήματος
1.4.
2.5 Υπολογίζουμε το συντελεστή ισχύος (σχέση (29)) του φορτίου:
συνφ=______.
2.6 Επιβεβαιώνουμε τη μη-ωμική συμπεριφορά του φορτίου.

IIL IL
L A * W
+ +
*
Φορτίο
VVL VL
V Rλ Rλ2 C
– – 1
N

Σχήμα 8: Συνδεσμολογία μέτρησης ενεργειακών μεγεθών σε μονοφασικό


μιγαδικό φορτίο με χωρητική συμπεριφορά.

(3) Μετρήσεις ενεργειακών μεγεθών σε συμμετρικό τριφασικό φορτίο με


επαγωγική συμπεριφορά:
3.1 Υλοποιούμε τη συνδεσμολογία του σχήματος 9. H τροφοδοσία γίνεται από
τριφασική AC παροχή (R S T), με φασικές τάσεις ενεργού (rms) τιμής 230 Volt
και συχνότητας 50Hz, ενώ ως συμμετρικό τριφασικό φορτίο με επαγωγική
συμπεριφορά επιλέγεται ένας επαγωγικός κινητήρας. Ο κινητήρας
συνδέεται στην τριφασική παροχή σε συνδεσμολογία αστέρα και λειτουργεί
χωρίς πέδηση. Εφόσον δώσουμε τροφοδοσία στο κύκλωμα με τη βοήθεια
του αντίστοιχου διακόπτη παροχής τάσης, δεν αγγίζουμε κανένα στοιχείο
του κυκλώματος και λαμβάνουμε υπόψη τα παρακάτω πιθανά σενάρια:
a. Πέφτουν οι ασφάλειες στον ηλεκτρολογικό πίνακα:

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 2 ΣΕΛΙΔΑ 27


Αυτό σημαίνει ότι έχουμε κάνει λάθος στη συνδεσμολογία του
κυκλώματος. Στην περίπτωση αυτή, σταματάμε την τροφοδοσία,
αποσυνδέουμε τα καλώδια, και τα τοποθετούμε ξανά από την αρχή
ακολουθώντας τα σχέδια προσεκτικά.
b. Το ένα βαττόμετρο δείχνει ένδειξη ισχύος, ενώ το άλλο παραμένει στο
μηδέν. Πιθανή αιτία για την οποία συμβαίνει αυτό είναι ένα από τα
παρακάτω:
b1. Το φορτίο είναι επαγωγικό συμμετρικό με όρισμα φ=60ο (ή φ=–60ο
αν είχαμε συμμετρικό χωρητικό φορτίο), οπότε είναι λογικό η
ένδειξη του ενός βαττομέτρου να είναι μηδέν και η ένδειξη του
άλλου να εκφράζει την ενεργό ισχύ στο φορτίο, όπως εξηγήθηκε πιο
πάνω από τη διερεύνηση των σχέσεων (26) και (27). Επομένως, το
κύκλωμα είναι σωστό.
b2. Έχουμε κάνει λάθος στη συνδεσμολογία του κυκλώματος. Στην
περίπτωση αυτή, σταματάμε την τροφοδοσία, αποσυνδέουμε τα
καλώδια, και τα τοποθετούμε ξανά από την αρχή ακολουθώντας τα
σχέδια προσεκτικά.
Για να διευκρινίσουμε σε ποια από τις δύο περιπτώσεις είμαστε κάνουμε
την εξής ενέργεια: Αυξάνουμε ελαφρά την πέδηση του κινητήρα (δηλ.
σφίγγουμε ελαφρώς το φρένο). Εάν το βαττόμετρο με τη μηδενική
ένδειξη παραμείνει στο μηδέν είμαστε στην περίπτωση b2. Εάν όμως
αλλάξει η ένδειξή του είμαστε στην περίπτωση b1.
c. Αμφότερα τα βαττόμετρα δείχνουν μη-μηδενικές ενδείξεις:
Οι ενδείξεις θεωρούνται σωστές (δεν υπάρχει υπόνοια σφάλματος).
d. Το ένα βαττόμετρο δείχνει θετική ένδειξη, ενώ η βελόνη του άλλου
κινείται αριστερά του μηδενός και εκτός κλίμακας:
Αυτό σημαίνει ότι η ένδειξη του βαττομέτρου αυτού είναι αρνητική. Στην
περίπτωση αυτή διακόπτουμε την τροφοδοσία του κυκλώματος,
αντιμεταθέτουμε τα δύο άκρα του πηνίου τάσης ή του πηνίου έντασης
και επανα-τροφοδοτούμε το κύκλωμα. Η βελόνη του βαττομέτρου, που
βρισκόταν προηγουμένως εκτός κλίμακας, τώρα πρέπει να κινείται δεξιά
του μηδενός και να δείχνει συγκεκριμένη ένδειξη. Σημειώνουμε την
ένδειξη αυτή αλλά με αρνητικό πρόσημο. Αν π.χ. βλέπουμε ένδειξη 23W,
την καταγράφουμε ως –23W.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 2 ΣΕΛΙΔΑ 28


R (Α) ΙΑ A′
* W1
S (Β) * B′ L
ΕπαγωγικόςΚινητήρας
ΙB L L
T (C) N′

C′
ΙC *
* W2

Σχήμα 9: Μέθοδος των δύο βαττομέτρων σε συμμετρικό επαγωγικό φορτίο.

3.2 Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω σενάρια, ώστε να διορθώσουμε πιθανά


λάθη στη συνδεσμολογία του κυκλώματος και να κάνουμε διορθώσεις στις
ενδείξεις των βαττομέτρων, καταγράφουμε τις ενδείξεις αυτές:
W1 =____________ W και W2 =____________ W.
3.3 Υπολογίζουμε την ενεργό ισχύ στο φορτίο, αθροίζοντας τις δυο άνω
ενδείξεις:
Ρ = W1 + W2 =____________ W.
3.4 Υπολογίζουμε το συντελεστή ισχύος του φορτίου με τη βοήθεια της σχέσης
(31): εφφ =____________ , φ =____________ , συνφ =____________.
(4) Μετρήσεις ενεργειακών μεγεθών σε συμμετρικό τριφασικό φορτίο με
επαγωγική συμπεριφορά μετά από βελτίωση του συντελεστή ισχύος:
4.1 Υλοποιούμε τη συνδεσμολογία του σχήματος 10. H τροφοδοσία γίνεται από
τριφασική AC παροχή (R S T), με φασικές τάσεις ενεργού (rms) τιμής 230 Volt
και συχνότητας 50Hz, ενώ ως συμμετρικό τριφασικό φορτίο με επαγωγική
συμπεριφορά επιλέγεται ο επαγωγικός κινητήρας που χρησιμοποιήθηκε
προηγουμένως. Ο κινητήρας συνδέεται στην τριφασική παροχή σε
συνδεσμολογία αστέρα και λειτουργεί χωρίς πέδηση, όπως και πριν.
Επιπλέον, συνδέουμε παράλληλα στον κινητήρα 3 όμοιους πυκνωτές σε
συνδεσμολογία αστέρα, έχοντας ως σκοπό να βελτιώσουμε το συντελεστή
ισχύος του κινητήρα. Εφόσον δώσουμε τροφοδοσία στο κύκλωμα με τη
βοήθεια του αντίστοιχου διακόπτη παροχής τάσης, δεν αγγίζουμε κανένα
στοιχείο του κυκλώματος και λαμβάνουμε υπόψη τα πιθανά σενάρια (a-d)
που αναφέρθηκαν στην αρχή του βήματος (3) της πειραματικής διαδικασίας.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 2 ΣΕΛΙΔΑ 29


R (Α) ΙΑ A′
* W1
CY
S (Β) * B′ L
ΕπαγωγικόςΚινητήρας
ΙB L L C CY
T (C) N′ N″
Y
C′
ΙC *
* W2

Σχήμα 10: Μέθοδος των δύο βαττομέτρων σε συμμετρικό επαγωγικό φορτίο


με προσθήκη πυκνωτών για βελτίωση του συντελεστή ισχύος.

4.2 Λαμβάνοντας υπόψη τα σενάρια αυτά, ώστε να διορθώσουμε πιθανά λάθη


στη συνδεσμολογία του κυκλώματος και να κάνουμε διορθώσεις στις
ενδείξεις των βαττομέτρων, καταγράφουμε τις ενδείξεις αυτές:
W1 =____________ W και W2 =____________ W.
4.3 Υπολογίζουμε την ενεργό ισχύ στο φορτίο, αθροίζοντας τις δυο άνω
ενδείξεις:
Ρ = W1 + W2 =____________ W.
4.4 Υπολογίζουμε το συντελεστή ισχύος του φορτίου με τη βοήθεια της σχέσης
(31): εφφ =____________ , φ =____________ , συνφ =____________.
Συγκρίνουμε τις τιμές ενεργού ισχύος και συντελεστή ισχύος που
υπολογίστηκαν στα βήματα 4.3 και 4.4 με τις αντίστοιχες τιμές που
υπολογίστηκαν στα βήματα 3.3 και 3.4 της πειραματικής διαδικασίας. Πού
οφείλονται οι ενδεχόμενες μεταβολές των τιμών αυτών;

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 2 ΣΕΛΙΔΑ 30


ΑΣΚΗΣΗ 3 – ΜΕΛΕΤΗ ΙΣΧΥΟΣ ΣΕ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΠΟΥ
ΔΙΕΓΕΙΡΟΝΤΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΑΠΟ DC & AC ΠΗΓΗ

Όταν ένα κύκλωμα τροφοδοτείται από πηγή που λειτουργεί σε μια συγκεκριμένη
συχνότητα, τότε υπάρχουν δυο όροι ισχύος που αφορούν το κύκλωμα αυτό: Η
ενεργός (ή πραγματική ισχύς) Ρ που ισούται με τη μέση ισχύ που καταναλώνεται
από το κύκλωμα και η άεργος ισχύς Q που εκφράζει το ποσό ισχύος που
αποθηκεύεται στο κύκλωμα. Αποθήκευση ισχύος έχουμε όταν το κύκλωμα περιέχει
πηνία ή πυκνωτές. Τα δυο αυτά στοιχεία αποθηκεύουν ισχύ με διαφορετικό τρόπο
και δρουν ανταγωνιστικά ως προς την αποθήκευση ισχύος. Το πηνίο αποθηκεύει
ισχύ υπό μορφή μαγνητικού πεδίου και θεωρούμε ότι η άεργος ισχύς σ’ αυτό είναι
θετική, ενώ ο πυκνωτής αποθηκεύει ισχύ υπό μορφή ηλεκτρικού πεδίου και
θεωρούμε ότι η άεργος ισχύς σ’ αυτόν είναι αρνητική. Η συνολική άεργος ισχύς
ισούται με το άθροισμα των άεργων ισχύων στα πηνία και στους πυκνωτές του
κυκλώματος. Αν η συνολική άεργος ισχύς προκύψει θετική, τότε λέμε ότι το
κύκλωμα παρουσιάζει επαγωγική συμπεριφορά, εννοώντας ότι υπερισχύει η
συμπεριφορά των πηνίων του κυκλώματος. Αντιθέτως, αν η συνολική άεργος ισχύς
προκύψει αρνητική, τότε λέμε ότι το κύκλωμα παρουσιάζει χωρητική συμπεριφορά,
εννοώντας ότι υπερισχύει η συμπεριφορά των πυκνωτών του κυκλώματος. Η
ενεργός και η άεργος ισχύς παριστάνονται από δυο διανύσματα αντίστοιχα του
πραγματικού και του φανταστικού άξονα του μιγαδικού επιπέδου. Tο συνιστάμενο
διάνυσμα εκφράζεται από τη σχέση
S=P+jQ (1)
και ονομάζεται μιγαδική ισχύς ενώ το μέτρο αυτού του διανύσματος, που δίνεται
από τη σχέση

S = P2 +Q 2
(2)
λέγεται φαινόμενη ισχύς. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ενεργός και η άεργος ισχύς
προκύπτουν από τη στιγμιαία ισχύ του κυκλώματος που δίνεται ως γνωστό από τη
σχέση:
p  t  =v  t  i  t  =Vpσυν ωt+φ Ipσυν ωt+θ
(3)
όπου v(t) και i(t) είναι αντίστοιχα η τάση στα άκρα του κυκλώματος και το συνολικό
ρεύμα που διαρρέει το κύκλωμα, τα οποία έχουν την ίδια κυκλική συχνότητα ω.
Όταν το κύκλωμα τροφοδοτείται από δυο τουλάχιστον πηγές διαφορετικής
κυκλικής συχνότητας, ω1 και ω2 αντιστοίχως, τότε η στιγμιαία ισχύς στο κύκλωμα
προκύπτει από τη σχέση:

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 3 ΣΕΛΙΔΑ 31


p  t  =v  t  i  t  = v1  t   v 2  t   i1  t   i2  t  =
=  Vp1συν  ω1 t+φ1   Vp2συν  ω2 t+φ2  Ip1συν ω1t+θ1   Ip2συν ω2t+θ2 
(4)
όπου οι όροι με δείκτη 1 θεωρείται ότι προκύπτουν από την επίδραση της 1 ης
πηγής, ενώ οι όροι με δείκτη 2 θεωρείται ότι προκύπτουν από την επίδραση της 2 ης
πηγής. Αξίζει να σημειωθεί ότι η γενική αυτή περίπτωση περιλαμβάνει και
διεγέρσεις κυκλωμάτων από μια AC και μία DC πηγή (η DC πηγή μπορεί να
θεωρηθεί ως AC πηγή συχνότητας ίσης με μηδέν). Στις τάσεις και στα ρεύματα
ισχύει η αρχή της επαλληλίας (υπέρθεσης), δηλ. η τάση στα άκρα του κυκλώματος
ισούται με το άθροισμα των επιμέρους τάσεων στα ίδια άκρα όταν επιδρά η κάθε
πηγή ξεχωριστά, και το ολικό ρεύμα που διαρρέει το κύκλωμα ισούται με το
άθροισμα των επιμέρους ρευμάτων που διαρρέουν το κύκλωμα όταν επιδρά η κάθε
πηγή ξεχωριστά. Αν εφαρμόσουμε επιμεριστική ιδιότητα στη σχέση (4), τότε
προκύπτουν γινόμενα τάσης-ρεύματος ίδιας συχνότητας καθώς και γινόμενα όπου
η τάση και το ρεύμα είναι διαφορετικής συχνότητας. Από τα γινόμενα τάσης-
ρεύματος ίδιας συχνότητας προκύπτουν η ενεργός και η άεργος ισχύς και για το
λόγο αυτό στους δυο αυτούς όρους ισχύος ισχύει η αρχή της επαλληλίας, δηλ. η
ολική ενεργός ή η ολική άεργος ισχύς ισούται με το άθροισμα των επιμέρους
ενεργών ή άεργων ισχύων αντιστοίχως, που προκύπτουν όταν επιδρά στο κύκλωμα
η κάθε πηγή μεμονωμένα. Εντούτοις, απομένουν τα γινόμενα τάσης-ρεύματος όπου
η τάση και το ρεύμα είναι διαφορετικής συχνότητας. Από τα γινόμενα αυτά δεν
προκύπτει ωφέλιμη ισχύς (ακριβώς λόγω διαφορετικής συχνότητας στην τάση απ’
αυτή του ρεύματος) και γι’ αυτό η ισχύς αυτή ονομάζεται ισχύς παραμόρφωσης.
Σε περιπτώσεις επίδρασης πηγών διαφορετικής συχνότητας, η μιγαδικής ισχύς S
θα είναι λογικά ένα διάνυσμα που θα έχει συνιστώσες την ενεργό ισχύ Ρ και την
άεργο ισχύ Q (όπως στις περιπτώσεις πηγών ίδιας συχνότητας), αλλά θα έχει κι
άλλη μια συνιστώσα, την ισχύ παραμόρφωσης D. Η παράσταση αυτού του
διανύσματος θα γίνει σε τρισδιάστατο διανυσματικό χώρο, όπως φαίνεται στο
σχήμα 1.

j S
D
S1
δ Q
φ
P i

Σχήμα 1: Γενικό διάγραμμα τετραπόλου.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 3 ΣΕΛΙΔΑ 32


Συνεπώς, η φαινόμενη ισχύς (που είναι το μέτρο της μιγαδικής ισχύος) θα δίνεται
από τη σχέση:
2
S = P2 +Q 2 +D2 = S1 +D2
(5)
όπου

S1 = P2 +Q 2
(6)
είναι το κλάσμα της φαινόμενης ισχύος που οφείλεται στα γινόμενα τάσης-
ρεύματος ίδιας συχνότητας (δηλ. μπορούμε να πούμε ότι |S1| είναι η φαινόμενη
ισχύς εξαιρουμένης της ισχύος παραμόρφωσης). Η ολική φαινόμενη ισχύς |S|
μπορεί επίσης να προκύψει από τη σχέση:
S =VrmsIrms
(7)
όπου Vrms και Irms είναι αντίστοιχα η ενεργός τιμή της ολικής τάσης που μετράμε στα
άκρα του κυκλώματος και η ενεργός τιμή του ολικού ρεύματος που διαρρέει το
κύκλωμα.
Επιπλέον, από το σχήμα 1 μπορούν να υπολογιστούν δυο βασικοί συντελεστές: ο
συντελεστής ισχύος και ο συντελεστής παραμόρφωσης. Ο συντελεστής ισχύος
υπολογίζεται από τη σχέση
P
συνφ=
S
(8)
ενώ ο συντελεστής παραμόρφωσης από τη σχέση
S1 P2 +Q 2
συνδ= =
S S
(9)
Η παρούσα άσκηση αφορά στον πειραματικό υπολογισμό της ενεργού ισχύος,
της άεργης ισχύος, της φαινόμενης ισχύος και της ισχύος παραμόρφωσης σε
κυκλώματα που τροφοδοτούνται ταυτόχρονα από μια DC πηγή τάσης και μια AC
πηγή τάσης. Από τους παραπάνω όρους ισχύος υπολογίζονται επίσης ο συντελεστής
ισχύος και ο συντελεστής παραμόρφωσης. Το κύκλωμα που τροφοδοτείται
ταυτόχρονα από τις δύο πηγές αποτελεί φορτίο για τις πηγές αυτές. Στην άσκηση
αυτή θα θεωρήσουμε ότι το φορτίο είναι μια ωμική αντίσταση R και ένας πυκνωτής
C, τα οποία είναι συνδεμένα παράλληλα μεταξύ τους. Θα μπορούσε βέβαια το
φορτίο αυτό να ήταν το απλοποιημένο ισοδύναμο ενός πιο σύνθετου κυκλώματος
που έχει χωρητική συμπεριφορά. Εννοείται ότι η διαδικασία που θα
ακολουθήσουμε σ’ αυτή την άσκηση είναι γενική και συνεπώς θα μπορούσε να
εφαρμοστεί και σε φορτία που έχουν επαγωγική συμπεριφορά.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 3 ΣΕΛΙΔΑ 33


Πειραματική συνδεσμολογία
Υλοποιούμε τη συνδεσμολογία του σχήματος 2. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ως
φορτίο θεωρείται ο παράλληλος συνδυασμός μιας ωμικής αντίστασης και ενός
πυκνωτή, με αντίστοιχες τιμές R=10KΩ και C=0.1μF. Το φορτίο R-C συνδέεται μέσω
ωμικής αντίστασης RS=10KΩ με δυο πηγές τάσης συνδεμένες σε σειρά: μια DC πηγή
Vsdc=5Volt και μια AC πηγή Vsac πλάτους 10 Volt peak-to-peak και συχνότητας
f=500Hz. Ως DC πηγή λαμβάνεται το DC τροφοδοτικό των 5Volt που βρίσκεται στα
δεξιά του εργαστηριακού πάγκου. Θεωρητικά υποθέτουμε ότι Vsdc=5Volt, αλλά κατά
τη διάρκεια της πειραματικής διαδικασίας η Vsdc θα μετρηθεί με τη βοήθεια
παλμογράφου και θα ληφθεί στους πειραματικούς υπολογισμούς με την τιμή που
μετρείται στην πράξη (ενδέχεται να υπάρχει στην πράξη μια απόκλιση της Vsdc από
τα 5Volt). Η AC πηγή θα ρυθμιστεί με τη βοήθεια παλμογράφου ώστε να δίνει τάση
εξόδου με πλάτος 10 Volt peak-to-peak και περίοδο Τ=2msec, που αντιστοιχεί σε
συχνότητα f=500Hz. Η AC πηγή διαθέτει γείωση (σημείο Β του σχήματος). Αντίθετα
με την AC πηγή, κανένας πόλος της DC πηγής δεν είναι γειωμένος. Συνεπώς, για να
συνδεθούν οι δύο πηγές σε σειρά, θα πρέπει να ενώσουμε το + της AC πηγής (δηλ.
τον πόλο που δεν είναι γειωμένος) με τον αρνητικό πόλο της DC πηγής.

Α Rs=10KΩ ΙL Γ Φορτίο
+ +
Vsdc − 5V
Vsac 10Vp- VL R=10ΚΩ C=0.1μF
+
p/f=500Hz


Β
Δ

Σχήμα 2: Συνδεσμολογία υπολογισμού ισχύος σε φορτίο R-C.

Θεωρητικοί υπολογισμοί
Εφόσον στο κύκλωμα του σχήματος 2 υπάρχουν δυο πηγές διαφορετικής
συχνότητας (f=0Hz για την DC πηγή και f=500Hz για την AC πηγή), θα πρέπει η
ανάλυση να γίνει με εφαρμογή της αρχής επαλληλίας των πηγών.
Επίδραση DC πηγής:
Για να υπολογίσουμε την επίδραση μόνο της DC πηγής, αφαιρούμε την AC πηγή
τάσης. Στην θέση της πλεον τοποθετούμε ενα βραχυκύκλωμα. Ως προς την DC πηγή,
ο πυκνωτής συμπεριφέρεται ως ανοικτό κύκλωμα. Τότε, το κύκλωμα του σχήματος
2 παίρνει τη μορφή του σχήματος 3. Από το σχήμα αυτό προκύπτει:

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 3 ΣΕΛΙΔΑ 34


Α Rs=104Ω ΙLdc Γ
+

+
Vsdc 5V VLdc R=104Ω

Β −
Δ

Σχήμα 3: Ισοδύναμο κύκλωμα που εκφράζει στην επίδραση της DC πηγής.

Vsdc
ILdc = =___________A
Rs +R
(10)
VLdc =RILdc =___________V
(11)
Επίδραση AC πηγής:
Για να υπολογίσουμε την επίδραση μόνο της AC πηγής, νεκρώνουμε (δηλ.
βραχυκυκλώνουμε) την DC πηγή τάσης. Ως προς την AC πηγή, ο πυκνωτής
συμπεριφέρεται ως στοιχείο που έχει φανταστική αντίσταση
1
ZC =-j =-j3183Ω
ωC (12)
Τότε, το κύκλωμα του σχήματος 2 παίρνει τη μορφή του σχήματος 4. Από το σχήμα
αυτό προκύπτει:

Α Rs=104Ω ΙLac Γ
+

+
VLac R=104Ω

Β −
Δ

Σχήμα 4: Ισοδύναμο κύκλωμα που εκφράζει στην επίδραση της AC πηγής.

Vsac
ILac = =___________________ o [A]
R ZC
Rs +
R+ZC
(13)
VLac =Vsac -RsILac =___________________ o[V]
(14)

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 3 ΣΕΛΙΔΑ 35


Συνιστάμενα σήματα στο πεδίο του χρόνου και αντίστοιχες ενεργές τιμές:
Τα συνιστάμενα σήματα ρεύματος και τάσης στο φορτίο, στο πεδίο του χρόνου, θα
είναι αντίστοιχα:
iL  t  =__________________________________________________[A]
(15)
vL  t  =__________________________________________________[V]
(16)
Οι ενεργές τιμές των συνιστάμενων σημάτων στο φορτίο θα είναι αντίστοιχα:
2 2
ILrms = ILdc + ILac =___________[A]
(17)
2 2
VLrms = VLdc + VLac =___________[V]
(18)
ILac VLac
όπου και είναι οι ενεργές τιμές του AC ρεύματος και της AC τάσης του
φορτίου, αντίστοιχα.
Υπολογισμός φαινόμενης ισχύος, πραγματικής και άεργης ισχύος και ισχύος
παραμόρφωσης:
Η φαινόμενη ισχύς στο φορτίο μπορεί να υπολογιστεί με βάση τη σχέση (7):
SL =VLrmsILrms =___________VA
(19)
Η πραγματική ισχύς υπολογίζεται με τη βοήθεια των (15) και (16):
PL =______________________________________________W
(20)
Εναλλακτικά, μπορεί να υπολογιστεί και από τη σχέση
2
VLrms
PL = =___________W
R (21)
Η άεργος ισχύς υπολογίζεται με τη βοήθεια των (15) και (16):
QL =______________________________________________VAR
(22)
Εναλλακτικά, μπορεί να υπολογιστεί και από τη σχέση
2
QL =-ωC VLac =___________VAR
(23)
Τέλος, η ισχύς παραμόρφωσης υπολογίζεται με βάση τη σχέση (5):
2
D= S -P2 -Q 2 =___________VAR
(24)
Υπολογισμός συντελεστή ισχύος και συντελεστή παραμόρφωσης:
Ο συντελεστής ισχύος υπολογίζεται από τη σχέση (8):

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 3 ΣΕΛΙΔΑ 36


PL
συνφL = =___________
SL
(25)
Τέλος, ο συντελεστής παραμόρφωσης υπολογίζεται από τη σχέση (9):

PL2 +Q L2
συνδL = =___________
SL
(26)

Πειραματική διαδικασία μετρήσεων


(1) Εμφανίζουμε στην οθόνη του παλμογράφου τις κυματομορφές των τάσεων VAB
και VΓΔ, με τον παλμογράφο σε DC-ζεύξη και λειτουργία dual channel.
(2) Αλλάζουμε τη λειτουργία του παλμογράφου από DC-ζεύξη σε AC-ζεύξη και
μετράμε τις μετατοπίσεις των δυο κυματομορφών προς τα κάτω. Η μετατόπιση
της VAB δίνει την Vsdc, ενώ η μετατόπιση της VΓΔ δίνει την VLdc.
(3) Από τις Vsdc και VLdc που υπολογίστηκαν στο άνω βήμα, υπολογίζουμε το ILdc από
τη σχέση
Vsdc -VLdc Vsdc -VLdc
ILdc = =
Rs 104
(27)
(4) Με τον παλμογράφο σε AC-ζεύξη και λειτουργία dual channel, μετράμε τα πλάτη
peak-to-peak των κυματομορφών VAB και VΓΔ. Λογικά, αν κάναμε σωστά τις
αρχικές ρυθμίσεις της AC πηγής, το πλάτος peak-to-peak της κυματομορφής VAB
πρέπει να προκύπτει ίση με 10 Volt. Διαιρώντας τα άνω peak-to-peak πλάτη δια
2 2
, τα μετατρέπουμε σε ενεργές τιμές. Η ενεργός τιμή που αντιστοιχεί στην
κυματομορφή VΓΔ συμπίπτει με την ενεργό τιμή |VLac| της VLac.
(5) Με τον παλμογράφο σε AC-ζεύξη και λειτουργία dual channel, μετράμε τo
όρισμα (φάση) θL της κυματομορφής VΓΔ. Η VΑΒ θεωρείται ως τάση αναφοράς
για τον υπολογισμό της χρονικής μετατόπισης τL της τάσης VΓΔ, άρα και του
ορίσματός της θL. Η μετατροπή της χρονικής μετατόπισης σε όρισμα γίνεται
σύμφωνα με τη σχέση:
f=500Hz
θL =±2π f τL (rad)=±360 f τL (°) = ±0.18×106 τL (°)
(28)
όπου το πρόσημο + επιλέγεται όταν η VΓΔ προηγείται σε φάση (παρατηρείται
στην οθόνη του παλμογράφου αριστερότερα) σε σχέση με την VΑΒ, ενώ το
πρόσημο – επιλέγεται όταν η VΓΔ καθυστερεί σε φάση (παρατηρείται στην οθόνη
του παλμογράφου δεξιότερα) σε σχέση με την VΑΒ. Στην ουσία, το όρισμα θL της
κυματομορφής VΓΔ συμπίπτει με το όρισμα της VLac. Άρα, από την ενεργό τιμή
|VLac| της VLac (που υπολογίστηκε στο βήμα 4) και το όρισμά της θL,
κατασκευάζουμε τη μιγαδική τιμή της VLac:
VLac = VLac θL

(29)

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 3 ΣΕΛΙΔΑ 37


(6) Υπολογίζουμε τη μιγαδική τιμή του ρεύματος ILac από τη σχέση
5
- VLac θL
Vsac -VLac 2
ILac = =
Rs 104
(30)
(7) Υπολογίζουμε τις ενεργές τιμές των συνιστάμενων σημάτων ρεύματος και τάσης
στο φορτίο, από τις αντίστοιχες σχέσεις:
2 2
ILrms = ILdc + ILac
(31)
2 2
VLrms = VLdc + VLac
(32)
(8) Υπολογίζουμε τη φαινόμενη ισχύ στο φορτίο από τη σχέση:
SL =VLrmsILrms
(33)
(9) Υπολογίζουμε την πραγματική ισχύ στο φορτίο από τη σχέση:
2 2
PL = VLrms R= VLrms 104
(34)

(10) Υπολογίζουμε την άεργο ισχύ στο φορτίο από τη σχέση:


2 2
QL =-ωC VLac =-π  10-4 VLac
(35)
(11) Υπολογίζουμε την ισχύ παραμόρφωσης στο φορτίο ως εξής:
2
D= S -P2 -Q 2
(36)
(12) Υπολογίζουμε το συντελεστή ισχύος στο φορτίο από τη σχέση:
συνφL =PL SL
(37)
(13) Τέλος, υπολογίζουμε το συντελεστή παραμόρφωσης στο φορτίο ως εξής:
PL2 +QL2
συνδL =
SL
(38)
Ο παρακάτω πίνακας συμπληρώνεται με τις μετρήσεις και τους υπολογισμούς που
έγιναν κατά τη διάρκεια της άνω διαδικασίας. Στον πίνακα αυτόν παρατίθενται και
οι θεωρητικές τιμές για να διευκολυνθεί η σύγκριση με τις αντίστοιχες πειραματικές
τιμές.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 3 ΣΕΛΙΔΑ 38


Θεωρητική τιμή
(μεταφορά τιμών από Πειραματική τιμή
τους άνω υπολογισμούς)
Vsdc [V] (μέτρηση)
VLdc [V] (μέτρηση)
ILdc [A] (σχέση 27)
|VLac| [V] (μέτρηση πλάτους
p-p & διαίρεση δια 2 2 )
τL [sec] (μέτρηση)
θL (°) (σχέση 28)
Μιγαδική VLac (σχέση 29)
Μιγαδικό ΙLac (σχέση 30)
ΙLrms [A] (σχέση 31)
VLrms [V] (σχέση 32)
|SL| [VA] (σχέση 33)
PL [W] (σχέση 34)
QL [VAR] (σχέση 35)
D [VAR] (σχέση 36)
συνφL (σχέση 37)
συνδL (σχέση 38)

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 3 ΣΕΛΙΔΑ 39


ΑΣΚΗΣΗ 4 – ΜΕΛΕΤΗ ΤΕΤΡΑΠΟΛΩΝ

Η άσκηση αφορά στον πειραματικό υπολογισμό των Ζ και Τ παραμέτρων ενός


τετραπόλου, καθώς και στη μελέτη της ενεργού ισχύος που μεταφέρεται μέσω του
τετραπόλου σε φορτίο.
Σε κάθε τετράπολο (σχήμα 1) ισχύουν οι παρακάτω σχέσεις:
V1 =Z11 I1 +Z12 I2
(1)
V2 =Z21 I1 +Z22 I2
(2)
V1 =A V2 +B  -I2 
(3)
I1 =C V2 +D  -I2 
(4)
Στις σχέσεις αυτές, οι τάσεις και τα ρεύματα είναι μιγαδικά μεγέθη, γεγονός που
σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνει χρήση παλμογράφου, ώστε να μετρήσουμε και τα
πλάτη και τις φάσεις των μεγεθών. Η χρήση του παλμογράφου εισάγει
περιορισμούς στις μετρήσεις με κυριότερο το γεγονός ότι ο παλμογράφος δεν
μετράει εντάσεις ρευμάτων αλλά μόνο τάσεις (δυναμικά) στα σημεία που μας
ενδιαφέρουν (που είναι στην ουσία διαφορές δυναμικού ως προς το σημείο
γείωσης του παλμογράφου). Συνεπώς η διαφορά δυναμικού στα άκρα ενός
στοιχείου του κυκλώματος ή η ένταση ρεύματος που διαρρέει το στοιχείο αυτό θα
υπολογιστεί έμμεσα μετρώντας τα δυναμικά σε συγκεκριμένα σημεία του
κυκλώματος.

I1
+
I2 +

K V2
V1

− −

Σχήμα 1: Γενικό διάγραμμα τετραπόλου.

Ο πειραματικός υπολογισμός των Ζ και Τ παραμέτρων ενός τετραπόλου


πραγματοποιείται σε δύο στάδια.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 40


1ο Στάδιο: Πειραματικός υπολογισμός παραμέτρων Ζ11, Ζ21, Α και C
Υλοποιούμε το κύκλωμα του σχήματος 2. Η τάση VS της γεννήτριας θεωρείται
γνωστή ως προς το πλάτος της |VS|, και είναι η τάση αναφοράς για τα ορίσματα των
υπολοίπων σημάτων, άρα:
VS = VS 0
(5)
Επίσης, η αντίσταση Ri θεωρείται γνωστή. Με βάση τις σχέσεις (1) ως (4), οι
παράμετροι Ζ11, Ζ21, Α και C ορίζονται αντιστοίχως ως εξής:

V1
Z11 =
I1 I2 =0
(6)

V2
Z21 =
I1 I2 =0
(7)

V1
Α=
V2 I2 =0
(8)

I1
C=
V2 I =0
2
(9)
Από τις (7) και (9) είναι προφανές ότι:
1
C=
Z21
(10)

Ri I1
+
I2=0 +

+ K V2
Vs − V1

− −

Σχήμα 2: Κύκλωμα υπολογισμού των παραμέτρων Ζ11, Ζ21, Α και C.

1η μέτρηση:
Στην οθόνη του παλμογράφου και σε λειτουργία dual channel εμφανίζουμε τις
κυματομορφές των VS και V1. Με τον τρόπο αυτό μετράμε το πλάτος της V1 και τη
διαφορά φάσης της V1 ως προς τη VS. Δεδομένου ότι το όρισμα της VS θεωρήθηκε

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 41


ίσο με μηδέν (σχέση (5)), η άνω διαφορά φάσης αποτελεί το όρισμα φ 1 της V1.
Συνεπώς:
V1 = V1 φ1
(11)
Λόγω των (5) και (11) έχουμε:
VS -V1 VS - V1 φ1
I1 = =
Ri Ri
(12)
2η μέτρηση:
Στην οθόνη του παλμογράφου και σε λειτουργία dual channel εμφανίζουμε τις
κυματομορφές των VS και V2. Με τον τρόπο αυτό μετράμε το πλάτος της V2 και τη
διαφορά φάσης της V2 ως προς τη VS. Και πάλι, επειδή το όρισμα της VS θεωρήθηκε
ίσο με μηδέν (σχέση (5)), η άνω διαφορά φάσης αποτελεί το όρισμα φ 2 της V2.
Συνεπώς:
V2 = V2 φ2
(13)
Πειραματικοί υπολογισμοί:
Αντικαθιστώντας τις (11) και (12) στην (6), παίρνουμε:
V1 φ1
Z11 =Ri
VS - V1 φ1
(14)
Αντικαθιστώντας τις (12) και (13) στην (7), παίρνουμε:
V2 φ2
Z21 =Ri
VS - V1 φ1
(15)
Αντικαθιστώντας τις (11) και (13) στην (8), παίρνουμε:
V1
Α= φ1 -φ2
V2
(16)
Τέλος, από τις (10) και (15) προκύπτει:
1 VS - V1 φ1
C=
Ri V2 φ2
(17)
Σύνοψη 1ου σταδίου:
(α) Γνωστές τιμές: |VS| και Ri.
(β) Μετρήσεις παλμογράφου σε λειτουργία dual channel: |V1|, φ1, |V2| και φ2.
(γ) Υπολογισμός παραμέτρων Ζ11, Ζ21, Α και C: Από τις σχέσεις (14) ως (17).

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 42


2ο Στάδιο: Πειραματικός υπολογισμός παραμέτρων Ζ12, Ζ22, Β και D
Υλοποιούμε το κύκλωμα του σχήματος 3. Με βάση τις τάσεις και τα ρεύματα του
σχήματος αυτού, οι σχέσεις (1) ως (4) γράφονται ως εξής:
V1=Z11 I1 +Z12 I2
(18)
V2=Z21 I1 +Z22 I2
(19)
V1=A V2 +B  -I2 
(20)
I1 =C V2 +D  -I2 
(21)
V VS
Η τάση S της γεννήτριας θεωρείται γνωστή ως προς το πλάτος της , και είναι η
τάση αναφοράς για τα ορίσματα των υπολοίπων σημάτων, άρα:
VS = VS 0
(22)
Επίσης, η αντίσταση Rο θεωρείται γνωστή. Με βάση τις σχέσεις (18) και (19), οι
παράμετροι Ζ12 και Ζ22 ορίζονται αντιστοίχως ως εξής:

V1
Z12 =
I2 I1 =0
(23)

V2
Z22 =
I2 I1 =0
(24)
Λύνοντας την (20) ως προς Β παίρνουμε:
AV2 -V1
B=
I2
(25)
I1 =0
Επειδή , η (21) δίνει:

V2
D=C
I2 I1 =0
(26)
Από τις (24) και (26) είναι προφανές ότι:
D=C Z22
(27)

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 43


Rο
+ +

K +

− −

Σχήμα 3: Κύκλωμα υπολογισμού των παραμέτρων Ζ12, Ζ22, Β και D.

3η μέτρηση:
Στην οθόνη του παλμογράφου και σε λειτουργία dual channel εμφανίζουμε τις
VS V2 V2
κυματομορφές των και . Με τον τρόπο αυτό μετράμε το πλάτος της και τη
V2 VS VS
διαφορά φάσης της ως προς τη . Δεδομένου ότι το όρισμα της
θεωρήθηκε
φ V
ίσο με μηδέν (σχέση (22)), η άνω διαφορά φάσης αποτελεί το όρισμα 2 της 2 .
Συνεπώς:
V2= V2 φ2
(28)
Λόγω των (22) και (28) έχουμε:
VS -V2 VS - V2 φ2
I2 = =
Ro Ro
(29)
4η μέτρηση:
Στην οθόνη του παλμογράφου και σε λειτουργία dual channel εμφανίζουμε τις
VS V1 V1
κυματομορφές των και . Με τον τρόπο αυτό μετράμε το πλάτος της και τη
V1 VS VS
διαφορά φάσης της ως προς τη . Και πάλι, επειδή το όρισμα της
θεωρήθηκε
φ V
ίσο με μηδέν (σχέση (22)), η άνω διαφορά φάσης αποτελεί το όρισμα 1 της 1 .
Συνεπώς:
V1= V1 φ1
(30)
Πειραματικοί υπολογισμοί:
Αντικαθιστώντας τις (29) και (30) στην (23), παίρνουμε:
V1 φ1
Z12 =Ro
VS - V2 φ2
(31)
Αντικαθιστώντας τις (28) και (29) στην (24), παίρνουμε:

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 44


V2 φ2
Z22 =Ro
VS - V2 φ2
(32)
Αντικαθιστώντας τις (28), (29) και (30) στην (25), παίρνουμε:
A V2 φ2 - V1 φ1
B=Ro
VS - V2 φ2
(33)
Τέλος, αντικαθιστώντας την (32) στην (27) προκύπτει:
V2 φ2
D=CRo
VS - V2 φ2
(34)
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο υπολογισμός της παραμέτρου D προϋποθέτει ότι έχει
προηγηθεί το 1ο στάδιο και ότι έχει ήδη υπολογιστεί η παράμετρος C.
Σύνοψη 2ου σταδίου:
VS
(α) Γνωστές τιμές: και Ro.
V1 φ1 V2 φ2
(β) Μετρήσεις παλμογράφου σε λειτουργία dual channel: , , και .
(γ) Υπολογισμός παραμέτρων Ζ12, Ζ22, Β και D: Από τις σχέσεις (31) ως (34).

Θεωρητική ανάλυση τετραπόλου


Η δομή του τετραπόλου που θα διερευνηθεί πειραματικά φαίνεται στο σχήμα 4.

Σχήμα 4: Δομή του υπό εξέταση τετραπόλου.

Από θεωρητική άποψη, το μητρώο των παραμέτρων μεταφοράς (Τ παραμέτρων)


μπορεί να υπολογιστεί αναλύοντας το τετράπολο σε τρία στοιχειώδη τετράπολα,
όπως φαίνεται στο σχήμα 5. Τα αντίστοιχα μητρώα Τ παραμέτρων, που προκύπτουν
από τη θεωρία των τετραπόλων, δίνονται παρακάτω:

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 45


C1

R1 R2 C2

Τ1 Τ2 Τ3

Σχήμα 5: Ανάλυση τετραπόλου σε τρία στοιχειώδη τετράπολα.

1 0
T1 =  1 
 1
 R1 
(35)
 1 
1
T2 =  jωC1 

 0 1 
(36)
 1 0

T3 = 1 
  jωC2 1
 R2 
(37)
Το μητρώο Τ παραμέτρων του συνολικού κυκλώματος ισούται με το γινόμενο των
επιμέρους μητρώων με τη σειρά που συνδέονται τα αντίστοιχα στοιχειώδη
τετράπολα (από αριστερά προς τα δεξιά):
1 0  1  1 0
T=T1T2 T3 =  1  1 
jωC1 1  =
 1    +jωC2 1
 R1  0 1   R2 
 1  1  1 
 1+  +jωC2  
 jωC1  R2  jωC1 
= 
 1 +  1+ 1   1 +jωC2  1+ 1 
 R1  jωR1C1   R2  jωR1C1 
(38)
Συνεπώς, οι θεωρητικές τιμές των Τ παραμέτρων προκύπτουν από τις σχέσεις:
1  1 
A=1+  +jωC2 
jωC1  R2  (39)
1
B=
jωC1
(40)

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 46


1  1  1 
C= +  1+  +jωC2 
R1  jωR1C1  R2  (41)
1
D=1+
jωR1C1
(42)
Από τις Τ παραμέτρους μπορούν να υπολογιστούν οι Ζ παράμετροι, έχοντας υπόψη
ότι ένα Τ-μητρώο με τη γενική μορφή
A B 
T=  
 C D (43)
αντιστοιχεί σε Ζ-μητρώο της μορφής
Z Z12  1  A AD-BC 
Ζ=  11 =
Z21 Z22  C  1 D 
(44)
Λόγω των σχέσεων (39) ως (42), η (44) δίνει το Ζ-μητρώο για το υπό εξέταση
τετράπολο:
 1 1  
1+  +jωC2  1 
jωR1R2C1  jωC1  R2  
Ζ=
1+jωR1C1 1+jωR2C2  +jωR2C1  1 
 1 1+ 
 jωR1C1 
(45)
Δεδομένου ότι το υπό εξέταση τετράπολο αποτελείται μόνο από παθητικά στοιχεία,
θα ισχύει το θεώρημα αμοιβαιότητας:
Z12 =Z21
(46)
γεγονός που επαληθεύεται από τη σχέση (45) ή ισοδύναμα
AD-BC=1 (47)
γεγονός που επαληθεύεται από τη σχέση (38). Επειδή όμως το τετράπολο δεν έχει
άξονα συμμετρίας, δεν θα ισχύει το θεώρημα της συμμετρίας, δηλαδή:
Z11  Z22
(48)
γεγονός που επαληθεύεται από τη σχέση (45) ή ισοδύναμα
A D (49)
που επαληθεύεται από τη σχέση (38).

Θεωρητικός υπολογισμός τάσεων V1 και V2 του 1ου σταδίου μετρήσεων


Με δεδομένες τις τιμές των Τ παραμέτρων, μπορούμε να υπολογίσουμε θεωρητικά
τις τάσεις V1 και V2 του 1ου σταδίου μετρήσεων ως εξής:

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 47


Στο σχήμα 2 (που υλοποιεί το 1ο στάδιο μετρήσεων) ισχύει Ι2=0. Συνεπώς, οι σχέσεις
(3) και (4) δίνουν αντίστοιχα:
V1 =A V2
(50)
I1 =C V2
(51)
Από τις (50) και (51) προκύπτει:
V1 A
=
I1 C
(52)
Επιπλέον, στο σχήμα 2 ισχύει:
VS -V1
I1 =
Ri
(53)
Αντικαθιστώντας την (53) στην (52) παίρνουμε:
V1 A RV A
=  i 1 =  RiC V1 =A VS -A V1   A+RiC  V1 =A VS 
VS -V1 C VS -V1 C
Ri
A
V1 = V
A+RiC S
(54)
Τέλος από τις (50) και (54) συνάγουμε:
1
V2 = V
A+RiC S
(55)

V1 V2
Θεωρητικός υπολογισμός τάσεων και του 2ου σταδίου μετρήσεων
Με δεδομένες τις τιμές των Ζ παραμέτρων, μπορούμε να υπολογίσουμε θεωρητικά
V1 V2
τις τάσεις και του 2ου σταδίου μετρήσεων ως εξής:
I1 =0
Στο σχήμα 3 (που υλοποιεί το 2 ο στάδιο μετρήσεων) ισχύει . Συνεπώς, οι
σχέσεις (18) και (19) δίνουν αντίστοιχα:
V1=Z12 I2
(56)
V2=Z22 I2
(57)
Από τις (56) και (57) προκύπτει:
V1 Z12
=
V2 Z 22
(58)
Επιπλέον, στο σχήμα 3 ισχύει:

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 48


VS -V2
I2 =
Ro
(59)
Αντικαθιστώντας την (59) στην (57) παίρνουμε:
VS -V2
V2=Z22  Ro V2=Z22 VS -Z22 V2   Z22 +Ro  V2=Z22 VS 
Ro

Z 22
V2= VS
Z 22 +Ro
(60)
Τέλος από τις (58) και (60) συνάγουμε:
Z12
V1= VS
Z22 +Ro
(61)

Μεγιστοποίηση ενεργού ισχύος (κατάσταση προσαρμογής) σε ωμικό φορτίο


Το τετράπολο που διερευνήθηκε πιο πάνω (σχήμα 4), θα χρησιμοποιηθεί για τη
μεταφορά ισχύος από γεννήτρια Vi σε ωμικό φορτίο RL. Συνεπώς, το κύκλωμα που
υλοποιείται είναι αυτό του σχήματος 6, όπου το τετράπολο Κ έχει τη δομή του
σχήματος 4. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η τιμή που πρέπει να έχει το ωμικό φορτίο
RL ώστε η μέση καταναλισκόμενη ισχύς του φορτίου να μεγιστοποιείται. Η μέση
καταναλισκόμενη ισχύς ονομάζεται επίσης και ενεργός ή πραγματική ισχύς.
Από τη θεωρία είναι γνωστό ότι η ενεργός ισχύς σε ωμικό φορτίο μεγιστοποιείται
όταν το φορτίο ισούται με το μέτρο της μιγαδικής τιμής της αντίστασης Thevenin
του κυκλώματος που φαίνεται από τα άκρα α και β, στα οποία συνδέεται το φορτίο,
όταν τα άκρα αυτά είναι ανοικτά, δηλαδή

RL = Z th = R2th +X2th
(62)

I1
α
+ I2
+

+ V1 K
Vi − V2
RL


β
Σχήμα 6: Μεταφορά ισχύος από γεννήτρια σε ωμικό φορτίο μέσω τετραπόλου.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 49


όπου Rth και Χth είναι αντίστοιχα το πραγματικό και το φανταστικό μέρος της
Z =R +jX
αντίστασης Thevenin ( th th th ). Υπενθυμίζεται ότι η αντίσταση Thevenin
συμπίπτει με την αντίσταση εξόδου του κυκλώματος ως προς τα άκρα α και β.
Επίσης, η μέγιστη ενεργός ισχύς στο ωμικό φορτίο είναι
2
Vth
PLmax =
2 Rth +RL 
(63)
όπου Vth είναι η τάση Thevenin, δηλαδή η τάση στα ανοικτά άκρα α και β του
κυκλώματος αφαιρούμενου του φορτίου. Συνεπώς, θα πρέπει να αφαιρεθεί το
φορτίο και να υπολογιστεί ως προς τα ανοικτά άκρα α και β το ισοδύναμο Thevenin
του κυκλώματος. Το κύκλωμα του οποίου ζητείται το ισοδύναμο Thevenin φαίνεται
στο σχήμα 7.

I1
α
+ I2=0
+

+ V1 K
Vi − V2=Vt
h


β
Σχήμα 7: Υπολογισμός τάσης Thevenin.

Υπολογισμός τάσης Thevenin στα ανοικτά άκρα α και β:


Για τις τάσεις και τα ρεύματα στις δύο θύρες του τετραπόλου ισχύουν οι σχέσεις (1)
ως (4). Εφόσον τα άκρα α και β είναι ανοικτά (σχήμα 7), Ι 2=0, οπότε η σχέση (3)
παίρνει τη μορφή:
V1 =A V2
(64)
Επειδή V2=Vth και V1=Vi, η (64) δίνει:
Vi
Vth =
A (65)
Υπολογισμός ρεύματος Norton στα βραχυκυκλωμένα άκρα α και β:
Βραχυκυκλώνοντας τα άκρα α και β, το κύκλωμα παίρνει τη μορφή του σχήματος 8.
Επειδή V2=0, η σχέση (3) παίρνει τη μορφή:
V1 =-BI2
(66)
Επειδή V1=Vi και Ι2=-ΙΝ, η (66) δίνει:

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 50


Vi
ΙΝ =
Β (67)

I1
α
+ I2
+

+ V1 K
Vi − V2=0



β
Σχήμα 8: Υπολογισμός ρεύματος Norton.

Υπολογισμός αντίστασης Thevenin στα ανοικτά άκρα α και β:


Διαιρώντας κατά μέλη τις (65) και (67), προκύπτει:
Β
Ζ th =
A (68)
Εναλλακτικά, η αντίσταση Thevenin μπορεί να υπολογιστεί νεκρώνοντας την πηγή
τάσης Vi και τοποθετώντας μια πηγή τάσης Vo στα ανοικτά άκρα α και β (σχήμα 9). Η
αντίσταση Thevenin, που συμπίπτει με την αντίσταση εξόδου του κυκλώματος,
προκύπτει από το λόγο Vo/Io, δηλαδή
Vo
Ζ th =Ζ out =
Io
(69)
Επειδή V1=0, η σχέση (3) παίρνει τη μορφή:
0=A V2 -BI2
(70)
Επειδή V2=Vο και Ι2=Ιο, η (69) με τη βοήθεια της (70) καταλήγει και πάλι στην (68).

I1 I2
α
+ Iο
+
K
V1=0 V2 Vο +−

− −
β

Σχήμα 9: Υπολογισμός αντίστασης Thevenin.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 51


Συνθήκη μεγιστοποίησης ενεργού ισχύος σε ωμικό φορτίο RL:
Από τις (62) και (68) προκύπτει:
RL = Z th = B A
(71)
Υπολογισμός μέγιστης ενεργού ισχύος σε ωμικό φορτίο RL:
Λόγω των (65), (68) και (71), η (63) παίρνει την παρακάτω μορφή:
2
Vi
PLmax =
2A
2
RealΒ Α + Β Α  (72)
Τελικά, όπως φαίνεται από τις σχέσεις (71) και (72), όταν το τετράπολο
τροφοδοτείται από πηγή τάσης, η μέγιστη ενεργός ισχύς σε ωμικό φορτίο και η
αντίστοιχη τιμή του φορτίου αυτού καθορίζεται από τις παραμέτρους μεταφοράς Α
και Β.

Πειραματική διαδικασία
(1) Υλοποίηση τετραπόλου:
Υλοποιούμε τετράπολο που έχει τη δομή του σχήματος 4 και στοιχεία:
R1=4.7KΩ, R2=10KΩ, C1=0.01μF, C2=0.047μF. Ζητούνται οι τιμές των Τ και Ζ
παραμέτρων του τετραπόλου σε συχνότητα f=5KHz.
(2) Θεωρητικός υπολογισμός Τ και Ζ παραμέτρων:
Με βάση τις παραπάνω τιμές, από τις σχέσεις (38) και (45) υπολογίζουμε τις
θεωρητικές (αναμενόμενες) τιμές των παραμέτρων του Τ-μητρώου και Ζ-
μητρώου, αντιστοίχως:
 A=________________ B=________________ 
T=  
 C=________________ D=________________  (73)
Z =_______________ Z12 =_______________ 
Ζ=  11 
Z21 =_______________ Z22 =_______________ 
(74)
(3) 1ο στάδιο μετρήσεων:
3.1 Συνδέουμε το τετράπολο με πηγή VS και αντίσταση Ri=4.7KΩ όπως στο
σχήμα 2. Η VS έχει πλάτος 10 Volt peak-to-peak και συχνότητα f=5KHz.
3.2 Μετράμε στον παλμογράφο σε λειτουργία dual channel τα παρακάτω
μεγέθη: |V1|, φ1, |V2| και φ2. Η VS θεωρείται ως τάση αναφοράς για τον
υπολογισμό των χρονικών μετατοπίσεων, τ1 και τ2 αντιστοίχως, των τάσεων
V1 και V2, άρα και των ορισμάτων τους φ 1 και φ2. Η μετατροπή των χρονικών
μετατοπίσεων σε ορίσματα γίνεται σύμφωνα με τις σχέσεις:
f=5KHz
φ1 =±2π f τ1 (rad)=±360 f τ1(°) = ±1.8×106 τ1 (°)
(75)

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 52


f=5KHz
φ2 =±2π f τ2 (rad)=±360 f τ2 (°) = ±1.8×106 τ2 (°)
(76)
όπου το πρόσημο + επιλέγεται όταν η V1 ή η V2 προηγείται σε φάση
(παρατηρείται στην οθόνη του παλμογράφου αριστερότερα) σε σχέση με την
VS, ενώ το πρόσημο – επιλέγεται όταν η V1 ή η V2 καθυστερεί σε φάση
(παρατηρείται στην οθόνη του παλμογράφου δεξιότερα) σε σχέση με την VS.
Θεωρητική τιμή (από τις
σχέσεις (54) και (55), με τη Πειραματική τιμή
βοήθεια των (75) και (76))
|V1| (p-p Volt) =
|V1| (rms Volt) =
τ1 (sec) =
(°)
φ1 =
|V2| (p-p Volt) =
|V2| (rms Volt) =
τ2 (sec) =
(°)
φ2 =

3.3 Από τις σχέσεις (14) ως (17) υπολογίζουμε τις παραμέτρους Ζ11, Ζ21, Α και C.
Θεωρητική τιμή (από τις
Πειραματική τιμή
σχέσεις (73) και (74))
Ζ11 =
Ζ21 =
A=
C=

(4) 2ο στάδιο μετρήσεων:


VS
4.1 Συνδέουμε το τετράπολο με πηγή και αντίσταση Rο=4.7KΩ όπως στο
VS
σχήμα 3. Η έχει πλάτος 10 Volt peak-to-peak και συχνότητα f=5KHz.
4.2 Μετράμε στον παλμογράφο σε λειτουργία dual channel τα παρακάτω
V1 φ V2 φ V
μεγέθη: , 1, και 2 . Η S θεωρείται ως τάση αναφοράς για τον
τ1 τ2
υπολογισμό των χρονικών μετατοπίσεων, και αντιστοίχως, των τάσεων
V1 V φ1 φ
και 2 , άρα και των ορισμάτων τους και 2 . Η μετατροπή των
χρονικών μετατοπίσεων σε ορίσματα γίνεται σύμφωνα με τις σχέσεις:
f=5KHz
φ1 =±2π f τ1 (rad)=±360 f τ1 (°) = ±1.8×106 τ1 (°)
(77)
f=5KHz
φ2 =±2π f τ2 (rad)=±360 f τ2 (°) = ±1.8×106 τ2 (°)
(78)

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 53


V V
όπου το πρόσημο + επιλέγεται όταν η 1 ή η 2 προηγείται σε φάση
(παρατηρείται στην οθόνη του παλμογράφου αριστερότερα) σε σχέση με την
VS V1 V2
, ενώ το πρόσημο – επιλέγεται όταν η ήη καθυστερεί σε φάση
VS
(παρατηρείται στην οθόνη του παλμογράφου δεξιότερα) σε σχέση με την .
Θεωρητική τιμή (από τις
σχέσεις (60) και (61), με τη Πειραματική τιμή
βοήθεια των (77) και (78))
V1
(p-p Volt) =
V1
(rms Volt) =
τ1
(sec) =

φ1 (°)
=
V2
(p-p Volt) =
V2
(rms Volt) =
τ2
(sec) =
φ2 (°)
=

4.3 Από τις σχέσεις (31) ως (34) υπολογίζουμε τις παραμέτρους Ζ12, Ζ22, Β και D.
Θεωρητική τιμή (από τις
Πειραματική τιμή
σχέσεις (73) και (74))
Ζ12 =
Ζ22 =
B=
D=

(5) Έλεγχος ιδιοτήτων αμοιβαιότητας και συμμετρίας:


Με βάση τις τιμές των Τ και Ζ παραμέτρων που υπολογίστηκαν πειραματικά,
ελέγχουμε αν ισχύει η ιδιότητα της αμοιβαιότητας και η ιδιότητας της
συμμετρίας στο υπό εξέταση τετράπολο (σχέσεις (46) ως (49)).
(6) Μεγιστοποίηση ενεργού ισχύος σε ωμικό φορτίο:
6.1 Συνδέουμε το τετράπολο με πηγή Vi και ωμικό φορτίο RL όπως στο σχήμα 6.
Η Vi έχει πλάτος 10 Volt peak-to-peak και συχνότητα f=5KHz, ενώ το ωμικό
φορτίο είναι μεταβλητό (στην περιοχή 0-1000 Ω). Ζητείται η μέγιστη τιμή της
ενεργού ισχύος επάνω στο φορτίο, καθώς και η αντίστοιχη τιμή του φορτίου
για την οποία μεγιστοποιείται η ενεργός ισχύς.
6.2 Από τις σχέσεις (71) και (72) υπολογίζουμε τις θεωρητικές (αναμενόμενες)
τιμές του ζητούμενου φορτίου και της μέγιστης ενεργού ισχύος επάνω σ’
αυτό. Οι τιμές αυτές είναι:

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 54


RL =__________Ω
(79)
PLmax =__________W
(80)
6.3 Συνδέουμε ac βολτόμετρο στα άκρα α και β του ωμικού φορτίου.
6.4 Μεταβάλλουμε την τιμή του φορτίου ξεκινώντας από 500Ω και αυξάνουμε
ανά 10Ω μέχρι τα 650Ω. Για κάθε τιμή φορτίου, μετράμε με το ac
βολτόμετρο την ενεργό τιμή τάσης VLrms στα άκρα του και υπολογίζουμε την
ενεργό ισχύ στο φορτίο από τη σχέση:
2
VLrms
PL =
RL
(81)
Με τον τρόπο αυτό συμπληρώνουμε τον παρακάτω πίνακα.
Πίνακας υπολογισμού ενεργού ισχύος για διάφορες τιμές ωμικού φορτίου
RL (Ω) VLrms (Volt) PL (Watt) RL (Ω) VLrms (Volt) PL (Watt)
500 580
510 590
520 600
530 610
540 620
550 630
560 640
570 650

6.5 Βρίσκουμε στον πίνακα αυτόν τη μέγιστη τιμή ισχύος και την αντίστοιχη τιμή
φορτίου για την οποία μεγιστοποιείται η ενεργός ισχύς.
6.6 Συγκρίνουμε τις πειραματικές αυτές τιμές με τις αντίστοιχες θεωρητικές που
βρέθηκαν πιο πάνω (σχέσεις (79) και (80)). Υπάρχει απόκλιση των
πειραματικών τιμών από τις θεωρητικές; Αν ναι, να δοθεί εξήγηση.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΙΙ – ΑΣΚΗΣΗ 4 ΣΕΛΙΔΑ 55

You might also like