Professional Documents
Culture Documents
ΚΥΚΛΩΜΑΤΩΝ
i(t) i1(t)
+ + i2(t) +
Z jω =V jω I jω =θV θI
(11)
Όταν σε ένα δίθυρο κύκλωμα (σχήμα 1(β)) οριστεί ως είσοδος ένα σήμα τάσης
v1 t =Vp1συν ωt+θV1 = 2Vrms1συν ωt+θV1
(12)
που εφαρμόζεται στους ακροδέκτες της θύρας 1 από αντίστοιχη πηγή τάσης, τότε
ως έξοδος θεωρείται η τάση
v2 t =Vp2συν ωt+θV2 = 2Vrms2συν ωt+θV2
(13)
στους ακροδέκτες της θύρας 2, και το μέγεθος που εκφράζει τη συχνοτική απόκριση
του κυκλώματος είναι η συνάρτηση μεταφοράς τάσης:
V2 jω
HV jω =
V1 jω
(14)
όπου
Vp1
V1 jω = θV1 =Vrms1θV1
2 (15)
και
Vp2
V2 jω = θV2 =Vrms2θV2
2 (16)
είναι αντίστοιχα οι μιγαδικές παραστάσεις των τάσεων στις δυο θύρες που
στρέφονται ως διανύσματα στο μιγαδικό επίπεδο με κυκλική συχνότητα ω.
Πρακτικά, η V1 λαμβάνεται ως τάση εισόδου και η V2 ως τάση εξόδου, οπότε η
+ + +
V2 jω
HV1 jω =
V1 jω
(32)
V3 jω
HV2 jω =
V2 jω
(33)
Η ολική συνάρτηση μεταφοράς τάσης (δηλ. η συνάρτηση μεταφοράς τάσης του
συνδυασμού των δυο διθύρων) θα είναι:
V3 jω V2 jω V3 jω
HV jω = HV1 jω HV2 jω
V1 jω V1 jω V2 jω
(34)
Λαμβάνοντας τα μέτρα και τα ορίσματα των μεγεθών στην άνω σχέση παίρνουμε
αντίστοιχα:
HV jω = HV1 jω HV2 jω
(35)
φV ω =φV1 ω +φV2 ω
(36)
Α R Γ
+
+
v2(t
+ v1(t) C
− )
−
−
Β Δ
Σχήμα 3: Δομή βαθυπερατού φίλτρου RC.
(40)
φV ω = εφ-1 ωRC = εφ-1 2πf RC
(41)
Λόγω των (40) και (41), η (21) παίρνει την παρακάτω μορφή:
v2 t =
1
Vp1συν ωt+θV1 εφ-1 ωRC
1+ ωRC
2
= 2
1
Vrms1συν ωt+θV1 εφ-1 ωRC
1+ ωRC
2
(42)
Οι γραφικές παραστάσεις των |ΗV| και φV συναρτήσει της κυκλικής συχνότητας
ω (διαγράμματα πλάτους και φάσης) δίνονται στο σχήμα 4. Από το σχήμα 4(α)
φαίνεται ότι το |ΗV| μειώνεται όσο αυξάνει η συχνότητα, γεγονός που σημαίνει ότι
το πλάτος της v2(t) μειώνεται σε σχέση με τη v1(t) αυξανομένης της συχνότητας.
Μάλιστα, το συγκεκριμένο δίθυρο μεταφέρει το σήμα της πηγής τάσης από την
είσοδο στην έξοδο με μικρή μείωση όταν η συχνότητα είναι χαμηλή, ενώ σε υψηλές
τιμές συχνότητας η μεταφορά αυτού του σήματος είναι μηδαμινή. Επειδή, λοιπόν,
το συγκεκριμένο δίθυρο κάνει μια επιλογή σημάτων με κριτήριο τη συχνότητα, δηλ.
φιλτράρει τα σήματα αναλόγως της συχνότητάς τους, ανήκει στην κατηγορία των
φίλτρων. Επιπλέον, επειδή ως φίλτρο δείχνει προτίμηση σε σήματα χαμηλής
συχνότητας, αποκόπτοντας στην έξοδο τα σήματα υψηλής συχνότητας, ονομάζεται
βαθυπερατό ή χαμηλοπερατό φίλτρο (low-pass filter).
Η συχνότητα
1
fo =
2πRC (43)
ή ισοδύναμα
1
ωo =
RC (44)
είναι η συχνότητα για την οποία η σχέση (40) δίνει:
1
HV jωο = =0.707
2
(45)
1.0 0
0.8 -20
0.707
0.6 -40
|HV(jω)|
φV(ω)
-45
0.4
-60
0.2
-80
0.0 -90
ωο ω ωο ω
(α) (β)
Σχήμα 4: Ημιλογαριθμικό διάγραμμα (α) πλάτους και (β) φάσης βαθυπερατού
φίλτρου RC.
Λόγω των (43) και (44), οι σχέσεις (39), (40) και (41) γίνονται αντίστοιχα:
(49)
φV ω = εφ-1 ω ωo = εφ-1 f fo
(50)
Από τη σχέση (50) αλλά και από το σχήμα 4(β) φαίνεται ότι v2(t) υστερεί σε φάση
σε σχέση με τη v1(t). Για το λόγο αυτό το συγκεκριμένο δίθυρο ονομάζεται κύκλωμα
υστέρησης φάσης. Η υστέρηση αυτή αυξάνει κατ’ απόλυτη τιμή αυξανομένης της
συχνότητας και δεν μπορεί να γίνει μεγαλύτερη από 90ο (-90ο<φV(ω)<0ο). Στη
συχνότητα αποκοπής fo η διαφορά φάσης γίνεται -45ο.
(53)
φV ω =90o εφ-1 ωRC =εφ-1 1 ωRC =εφ-1 1 2πfRC
(54)
Λόγω των (53) και (54), η (21) παίρνει την παρακάτω μορφή:
v2 t =
1
Vp1συν ωt+θV1 +εφ-1 1 ωRC
1+ 1 ωRC
2
= 2
1
Vrms1συν ωt+θV1 +εφ-1 1 ωRC
1+ 1 ωRC
2
(55)
Οι γραφικές παραστάσεις των |ΗV| και φV συναρτήσει της κυκλικής συχνότητας
ω (διαγράμματα πλάτους και φάσης) δίνονται στο σχήμα 6. Από το σχήμα 6(α)
φαίνεται ότι το |ΗV| μειώνεται όσο ελαττώνεται η συχνότητα, γεγονός που σημαίνει
ότι το πλάτος της v2(t) μειώνεται σε σχέση με τη v1(t) μειούμενης της συχνότητας.
Μάλιστα, το συγκεκριμένο δίθυρο μεταφέρει το σήμα της πηγής τάσης από την
είσοδο στην έξοδο με μικρή μείωση όταν η συχνότητα είναι υψηλή, ενώ σε χαμηλές
τιμές συχνότητας η μεταφορά αυτού του σήματος είναι μηδαμινή. Επειδή, λοιπόν,
το συγκεκριμένο δίθυρο κάνει μια επιλογή σημάτων με κριτήριο τη συχνότητα, δηλ.
φιλτράρει τα σήματα αναλόγως της συχνότητάς τους, ανήκει κι αυτό στην
κατηγορία των φίλτρων. Επιπλέον, επειδή ως φίλτρο δείχνει προτίμηση σε σήματα
υψηλής συχνότητας, αποκόπτοντας στην έξοδο τα σήματα χαμηλής συχνότητας,
ονομάζεται υψηπερατό φίλτρο (high-pass filter).
Η συχνότητα fo ή η ωο, όπως προκύπτει αντίστοιχα από τη σχέση (43) ή την (44),
έχει κι εδώ την έννοια της συχνότητας αποκοπής (ή συχνότητας θλάσης ή
συχνότητας -3dB) δεδομένου ότι στη συχνότητα αυτή το μέτρο |ΗV| της
1 2
συνάρτησης μεταφοράς τάσης γίνεται ίσο με , ή ισοδύναμα το πλάτος, η
ενεργός τιμή και το πλάτος peak-to-peak της v2(t) είναι 3dB αντιστοίχως μικρότερα
του πλάτους, της ενεργού τιμής και του πλάτους peak-to-peak της v1(t).
φV(ω)
|HV(jω)|
45
0.4 40
0.2 20
0.0 0
ωο ω ωο ω
(α) (β)
Σχήμα 6: Ημιλογαριθμικό διάγραμμα (α) πλάτους και (β) φάσης υψηπερατού
φίλτρου RC.
Λόγω των (43) και (44), οι σχέσεις (52), (53) και (54) γίνονται αντίστοιχα:
jω ωo 1 1
HV jω = = =
1+jω ωo 1+ωo jω 1+ fo jf
(56)
ω ωo 1 1
HV jω = = =
1+ ω ωo 1+ ωo ω 1+ fo f
2 2 2
(57)
φV ω =90o εφ-1 ω ωo =εφ-1 ωo ω =εφ-1 fo f
(58)
Από τη σχέση (58) αλλά και από το σχήμα 6(β) φαίνεται ότι v2(t) προηγείται σε
φάση σε σχέση με τη v1(t). Για το λόγο αυτό το συγκεκριμένο δίθυρο ονομάζεται
κύκλωμα προήγησης φάσης. Η προήγηση αυτή ελαττώνεται αυξανομένης της
συχνότητας και είναι πάντα μικρότερη από 90ο (0ο<φV(ω)<90ο). Στη συχνότητα
αποκοπής fo η διαφορά φάσης γίνεται 45ο.
Παρατήρηση:
Αν συγκρίνουμε τις σχέσεις (50) και (58) θα δούμε ότι η φ V είναι πάντα αρνητική σε
ένα βαθυπερατό φίλτρο και πάντα θετική σε ένα υψηπερατό φίλτρο, αλλά για κάθε
συχνότητα οι δυο αυτές διαφορές φάσης είναι κατ’ απόλυτη τιμή συμπληρωματικές,
υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές των στοιχείων R και C είναι ίδιες και στα δυο
φίλτρα.
Πειραματική διαδικασία
(1) Υλοποιούμε το κύκλωμα του σχήματος 3 με στοιχεία: R=1KΩ και C=0.1μF. Η πηγή
(γεννήτρια) τάσης συνδέεται στα σημεία Α και Β του κυκλώματος. Προσοχή θα
πρέπει να δοθεί στη γείωση (αρνητικός πόλος) της γεννήτριας, η οποία θα πρέπει
να συνδεθεί στο σημείο Β.
(2) Από τη σχέση (43) υπολογίζουμε θεωρητικά τη συχνότητα αποκοπής:
Hπειρ
V Hθεωρ
V
ε Hv %= ×100%
Hθεωρ
V
(60)
φπειρ
V φθεωρ
V
ε φv %= ×100%
φθεωρ
V
(61)
1200
1600
2000
4000
v2(t) v1(t)
Περίοδος Τ Περίοδος Τ
Ground
τ τ τ τ τ τ
6.3 Αυξάνουμε τη συχνότητα της γεννήτριας μέχρι το πλάτος της v2(t) να γίνει
Vpp2 = Vpp1 2 =10 2 =7.07 Volt peak-to-peak
, δηλ. το μέτρο |ΗV| της
1 2
συνάρτησης μεταφοράς τάσης να γίνει ίσο με . Η συχνότητα για την
οποία συμβαίνει αυτό είναι η συχνότητα αποκοπής και η τιμή που
προκύπτει πειραματικά είναι:
foπειρ
= _____________ Hz.
Συγκρίνουμε την τιμή αυτή με τη θεωρητική τιμή που υπολογίστηκε στο
βήμα (2) της πειραματικής διαδικασίας.
Το ποσοστιαίο σφάλμα μέτρησης της fo είναι:
foπειρ foθεωρ
×100
foθεωρ
= _____________ %.
6.4 Ρυθμίζουμε τη γεννήτρια σε μια από τις παρακάτω συχνότητες:
600, 1200, 1600, 2000 και 4000 Hz.
Για καθεμιά από τις συχνότητες αυτές, ελέγχουμε ώστε το πλάτος της v1(t)
να είναι 10 Volt peak-to-peak (αν δεν είναι, κάνουμε διόρθωση) και μετράμε
αφενός το πλάτος peak-to-peak της v2(t) και αφετέρου τη χρονική
μετατόπιση “τ” της v2(t) ως προς την v1(t). Από το λόγο των πλατών των δυο
τάσεων μετράμε την πειραματική τιμή του |ΗV(jω)| για τη συγκεκριμένη
συχνότητα (σχέση (17)). Από τη χρονική μετατόπιση “τ” υπολογίζουμε την
πειραματική τιμή της φV(ω) για τη συγκεκριμένη συχνότητα με τη βοήθεια
της παρακάτω σχέσης:
1200
1600
2000
4000
– VA +
I IL
A A
+ + +
R R Ι=IL
IV Φορτίο Φορτίο
A V=VL V A VL
V V
R – – R –
V V
(α) (β)
Σχήμα 1: Μέτρηση ισχύος σε κύκλωμα συνεχούς ρεύματος.
Στο σχήμα (1α), η ένδειξη V του βολτομέτρου ισούται με την τιμή της τάσης VL
στα άκρα του φορτίου (V=VL). Συγχρόνως, το ρεύμα Ι που μετράει το αμπερόμετρο
διακλαδίζεται στο IL που διαρρέει το φορτίο και στο IV που διαρρέει το βολτόμετρο
(Ι=IL+IV). Τότε, η ενεργός ισχύς στο φορτίο είναι:
V
P=VLIL =V I-IV =V I-
RV (2)
V
I
RV
Αν το βολτόμετρο έχει μεγάλη εσωτερική αντίσταση RV, τότε και η σχέση (2)
γίνεται προσεγγιστικά
P=VI (3)
γεγονός που σημαίνει ότι η ενεργός ισχύς στο φορτίο υπολογίζεται με καλή
προσέγγιση από τις ενδείξεις του βολτομέτρου και του αμπερομέτρου.
Q S
Real Axis
P
Όπως φαίνεται στο σχήμα 3α το βαττόμετρο αποτελείται από δύο πηνία. Το ένα
πηνίο είναι ακίνητο και συνδέεται σε σειρά με το φορτίο. Το πηνίο αυτό λέγεται
πηνίο ρεύματος. Το δεύτερο πηνίο συνδέεται μαζί με μια πρόσθετη αντίσταση R
παράλληλα προς το φορτίο και λέγεται πηνίο τάσης. Το πηνίο τάσης είναι κινητό. Τα
ρεύματα που διαρρέουν τα πηνία έντασης και τάσης δημιουργούν μια ροπή που
τείνει να περιστρέψει το κινητό πηνίο. Η γωνία στροφής του κινητού πηνίου είναι
ανάλογη της διαφοράς φάσης ανάμεσα στα ρεύματα των πηνίων ή με άλλα λόγια
είναι ανάλογη της διαφοράς φάσης της τάσης V και του ρεύματος I. Η γωνία
στροφής του κινητού πηνίου επιδρά μηχανικά στη θέση του δείκτη του οργάνου και
με τον τρόπο αυτό η ένδειξη του οργάνου αντιστοιχεί στην ενεργό ισχύ.
Η φορά της ροπής στρέψης είναι συνάρτηση του τρόπου σύνδεσης των πηνίων.
Ένα από τα άκρα κάθε πηνίου σημειώνεται με αστερίσκο. Αν τα ρεύματα μπαίνουν
ή βγαίνουν και στα δύο πηνία από τα σημειωμένα άκρα, τότε η ροπή είναι θετική
και η μέτρηση του οργάνου σωστή. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μέτρηση είναι
λανθασμένη. Ο γενικός κανόνας σύνδεσης του βαττομέτρου φαίνεται στο σχήμα
3(α) και είναι ο εξής: Οι αστερίσκοι συνδέονται προς την πλευρά της γραμμής
τροφοδοσίας που σημειώνεται με L (L είναι η φάση και N είναι ο ουδέτερος).
Για να βρούμε θεωρητικά την ένδειξη που μετράει ένα βαττόμετρο εφαρμόζουμε
τη σχέση (9), γεγονός που σημαίνει ότι χρειαζόμαστε τις rms τιμές της τάσης και του
*
W * W
L *
*
N
(α) (β)
Σχήμα 3: (α) Γενικός κανόνας σύνδεσης και (β) σύμβολο βαττομέτρου.
L * W L * W
* *
N Z N Z
(α) (β)
Σχήμα 4: Τρόποι ορθής σύνδεσης βαττομέτρου.
Α ΙΑ A′
* W1
Β * B′ Z
ΙB Z ΑZ
C B N΄ C
C′
ΙC *
* W2
IB =-IA -IC
(13)
Τότε η (12), λόγω της (13), δίνει:
W1 +W2 =Real[VAI*A +VBI*B +VCI*C ]
(14)
Η σχέση (14) δηλώνει ότι το άθροισμα των ενδείξεων των δύο βαττομέτρων ισούται
με τη συνολική ενεργό ισχύ που καταναλώνεται από το τριφασικό φορτίο. Στην
παραπάνω απόδειξη, το φορτίο δεν είναι κατ’ ανάγκη συμμετρικό και επιπλέον
δύναται να έχει οποιαδήποτε συνδεσμολογία είτε αστέρα είτε τριγώνου. Είναι όμως
γνωστό ότι κάθε συνδεσμολογία τριγώνου μπορεί να μετασχηματιστεί σε μια
ενεργειακά ισοδύναμη συνδεσμολογία αστέρα, η οποία όπως είδαμε
χρησιμοποιήθηκε για την απόδειξη της σχέσης (14).
Α ΙΑ A′
* W1
Β * B′ Z
ΙB Z Z
C N΄
C′
ΙC *
* W2
όπου VPrms η rms τιμή των φασικών τάσεων VA, VB και VC, και VLrms η rms τάση
γραμμής (η rms τιμή των πολικών τάσεων). Οι σχέσεις (16), (17) και (18), με τη
βοήθεια της (15), δίνουν αντίστοιχα:
VA VPrms
IA = -φ = ILrms -φ
Z Z
(22)
VB VPrms
IB = -φ-120o = ILrms -φ-120
Z Z
(23)
VC VPrms
IC = -φ-240o = ILrms -φ-240
Z Z
(24)
3 3
W1 +W2 = 3VPrmsILrms συνφ συνφ
2 2
W1 +W2 =3VPrmsILrmsσυνφ
(28)
Λόγω της σχέσης (9) και επειδή το φορτίο είναι συμμετρικό, η άνω σχέση δίνει τη
συνολική ενεργό ισχύ που καταναλώνεται από τις τρεις φάσεις του φορτίου (που
V I συνφ
είναι τρεις φορές την ισχύ Prms Lrms που καταναλώνεται από κάθε φάση του
φορτίου ξεχωριστά).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνουν δυο παρατηρήσεις:
1. Αν το συμμετρικό φορτίο έχει επαγωγική συμπεριφορά με φ=60 ο, τότε W1=0
(ένδειξη βαττομέτρου μηδέν), οπότε η ενεργός ισχύς στο φορτίο ισούται με την
Ρ=W2 =3VPrmsILrmsσυν60o =1.5VPrmsILrms
ένδειξη του άλλου βαττομέτρου (δηλ. ).
ο
2. Αν το συμμετρικό φορτίο έχει χωρητική συμπεριφορά με φ=–60 , τότε W2=0
(ένδειξη βαττομέτρου μηδέν), οπότε η ενεργός ισχύς στο φορτίο ισούται με την
Ρ=W1 =3VPrmsILrmsσυν -60o =1.5VPrmsILrms
ένδειξη του άλλου βαττομέτρου (δηλ. ).
W2 -W1 = 3VPrmsILrmsημφ
(30)
Διαιρώντας κατά μέλη τις σχέσεις (28) και (30) παίρνουμε:
W2 -W1
εφφ= 3
W2 +W1
(31)
Από τη σχέση (31) υπολογίζεται η τιμή του ορίσματος φ (που είναι στην ουσία το
όρισμα του συμμετρικού φορτίου, όπως προκύπτει από τη σχέση (15)), και στη
συνέχεια υπολογίζεται το συνφ που είναι ο συντελεστής ισχύος.
Σημαντική παρατήρηση, που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στις μετρήσεις, είναι η
εξής: Δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε στην πράξη ποια είναι η αλληλουχία των
φάσεων Α-Β-C σε μια τριφασική πηγή τάσης, στη διάταξη Aron δεν μπορούμε να
γνωρίζουμε ποια μέτρηση είναι η W1 και ποια η W2. Βέβαια, αυτό δεν ενοχλεί όταν
αθροίζουμε τις ενδείξεις των δυο βαττομέτρων, με σκοπό να υπολογίσουμε είτε τη
συνολική ενεργό ισχύ στο τριφασικό φορτίο είτε τον παρονομαστή της σχέσης (31).
Στον υπολογισμό του αριθμητή, όμως, της (31) γίνεται αφαίρεση των ενδείξεων,
γεγονός που σημαίνει ότι αν δεν γνωρίζουμε ποια μέτρηση είναι η W1 και ποια η
W2, μπορεί να υπολογιστεί η φ με λανθασμένο πρόσημο. Για το λόγο αυτό, στον
Πειραματική διαδικασία
(1) Μετρήσεις ενεργειακών μεγεθών σε μονοφασικό ωμικό φορτίο:
1.1 Υλοποιούμε τη συνδεσμολογία του σχήματος 7. H τροφοδοσία γίνεται από
παροχή μονοφασικής AC τάσης ενεργού (rms) τιμής 230 Volt και συχνότητας
50Hz, ενώ το φορτίο αποτελείται από δυο λυχνίες πυρακτώσεως (Rλ1 και Rλ2)
παράλληλες μεταξύ τους.
1.2 Καταγράφουμε τις ενδείξεις του βολτομέτρου και του αμπερομέτρου:
Vrms=____________ V και Irms=____________ Α.
Θεωρώντας ότι το αμπερόμετρο, το βολτόμετρο και το βαττόμετρο
προσεγγίζουν την ιδανική συμπεριφορά, οι παραπάνω ενδείξεις είναι
αντίστοιχα οι ενεργές τιμές τάσης και έντασης ρεύματος στο φορτίο.
1.3 Υπολογίζουμε τη φαινόμενη ισχύ (σχέση 11) στο φορτίο: |S|=__________
VA.
1.4 Από την ένδειξη του βαττομέτρου καταγράφουμε την ενεργό ισχύ στο
φορτίο: Ρ=____________ W.
1.5 Υπολογίζουμε το συντελεστή ισχύος (σχέση (29)) του φορτίου:
συνφ=______.
1.6 Επιβεβαιώνουμε την ωμική συμπεριφορά του φορτίου.
IIL IL
L A * W
+ +
*
Φορτίο
VVL VL
V Rλ Rλ
– – 1 2
N
IIL IL
L A * W
+ +
*
Φορτίο
VVL VL
V Rλ Rλ2 C
– – 1
N
C′
ΙC *
* W2
Όταν ένα κύκλωμα τροφοδοτείται από πηγή που λειτουργεί σε μια συγκεκριμένη
συχνότητα, τότε υπάρχουν δυο όροι ισχύος που αφορούν το κύκλωμα αυτό: Η
ενεργός (ή πραγματική ισχύς) Ρ που ισούται με τη μέση ισχύ που καταναλώνεται
από το κύκλωμα και η άεργος ισχύς Q που εκφράζει το ποσό ισχύος που
αποθηκεύεται στο κύκλωμα. Αποθήκευση ισχύος έχουμε όταν το κύκλωμα περιέχει
πηνία ή πυκνωτές. Τα δυο αυτά στοιχεία αποθηκεύουν ισχύ με διαφορετικό τρόπο
και δρουν ανταγωνιστικά ως προς την αποθήκευση ισχύος. Το πηνίο αποθηκεύει
ισχύ υπό μορφή μαγνητικού πεδίου και θεωρούμε ότι η άεργος ισχύς σ’ αυτό είναι
θετική, ενώ ο πυκνωτής αποθηκεύει ισχύ υπό μορφή ηλεκτρικού πεδίου και
θεωρούμε ότι η άεργος ισχύς σ’ αυτόν είναι αρνητική. Η συνολική άεργος ισχύς
ισούται με το άθροισμα των άεργων ισχύων στα πηνία και στους πυκνωτές του
κυκλώματος. Αν η συνολική άεργος ισχύς προκύψει θετική, τότε λέμε ότι το
κύκλωμα παρουσιάζει επαγωγική συμπεριφορά, εννοώντας ότι υπερισχύει η
συμπεριφορά των πηνίων του κυκλώματος. Αντιθέτως, αν η συνολική άεργος ισχύς
προκύψει αρνητική, τότε λέμε ότι το κύκλωμα παρουσιάζει χωρητική συμπεριφορά,
εννοώντας ότι υπερισχύει η συμπεριφορά των πυκνωτών του κυκλώματος. Η
ενεργός και η άεργος ισχύς παριστάνονται από δυο διανύσματα αντίστοιχα του
πραγματικού και του φανταστικού άξονα του μιγαδικού επιπέδου. Tο συνιστάμενο
διάνυσμα εκφράζεται από τη σχέση
S=P+jQ (1)
και ονομάζεται μιγαδική ισχύς ενώ το μέτρο αυτού του διανύσματος, που δίνεται
από τη σχέση
S = P2 +Q 2
(2)
λέγεται φαινόμενη ισχύς. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ενεργός και η άεργος ισχύς
προκύπτουν από τη στιγμιαία ισχύ του κυκλώματος που δίνεται ως γνωστό από τη
σχέση:
p t =v t i t =Vpσυν ωt+φ Ipσυν ωt+θ
(3)
όπου v(t) και i(t) είναι αντίστοιχα η τάση στα άκρα του κυκλώματος και το συνολικό
ρεύμα που διαρρέει το κύκλωμα, τα οποία έχουν την ίδια κυκλική συχνότητα ω.
Όταν το κύκλωμα τροφοδοτείται από δυο τουλάχιστον πηγές διαφορετικής
κυκλικής συχνότητας, ω1 και ω2 αντιστοίχως, τότε η στιγμιαία ισχύς στο κύκλωμα
προκύπτει από τη σχέση:
j S
D
S1
δ Q
φ
P i
S1 = P2 +Q 2
(6)
είναι το κλάσμα της φαινόμενης ισχύος που οφείλεται στα γινόμενα τάσης-
ρεύματος ίδιας συχνότητας (δηλ. μπορούμε να πούμε ότι |S1| είναι η φαινόμενη
ισχύς εξαιρουμένης της ισχύος παραμόρφωσης). Η ολική φαινόμενη ισχύς |S|
μπορεί επίσης να προκύψει από τη σχέση:
S =VrmsIrms
(7)
όπου Vrms και Irms είναι αντίστοιχα η ενεργός τιμή της ολικής τάσης που μετράμε στα
άκρα του κυκλώματος και η ενεργός τιμή του ολικού ρεύματος που διαρρέει το
κύκλωμα.
Επιπλέον, από το σχήμα 1 μπορούν να υπολογιστούν δυο βασικοί συντελεστές: ο
συντελεστής ισχύος και ο συντελεστής παραμόρφωσης. Ο συντελεστής ισχύος
υπολογίζεται από τη σχέση
P
συνφ=
S
(8)
ενώ ο συντελεστής παραμόρφωσης από τη σχέση
S1 P2 +Q 2
συνδ= =
S S
(9)
Η παρούσα άσκηση αφορά στον πειραματικό υπολογισμό της ενεργού ισχύος,
της άεργης ισχύος, της φαινόμενης ισχύος και της ισχύος παραμόρφωσης σε
κυκλώματα που τροφοδοτούνται ταυτόχρονα από μια DC πηγή τάσης και μια AC
πηγή τάσης. Από τους παραπάνω όρους ισχύος υπολογίζονται επίσης ο συντελεστής
ισχύος και ο συντελεστής παραμόρφωσης. Το κύκλωμα που τροφοδοτείται
ταυτόχρονα από τις δύο πηγές αποτελεί φορτίο για τις πηγές αυτές. Στην άσκηση
αυτή θα θεωρήσουμε ότι το φορτίο είναι μια ωμική αντίσταση R και ένας πυκνωτής
C, τα οποία είναι συνδεμένα παράλληλα μεταξύ τους. Θα μπορούσε βέβαια το
φορτίο αυτό να ήταν το απλοποιημένο ισοδύναμο ενός πιο σύνθετου κυκλώματος
που έχει χωρητική συμπεριφορά. Εννοείται ότι η διαδικασία που θα
ακολουθήσουμε σ’ αυτή την άσκηση είναι γενική και συνεπώς θα μπορούσε να
εφαρμοστεί και σε φορτία που έχουν επαγωγική συμπεριφορά.
Α Rs=10KΩ ΙL Γ Φορτίο
+ +
Vsdc − 5V
Vsac 10Vp- VL R=10ΚΩ C=0.1μF
+
p/f=500Hz
−
−
Β
Δ
Θεωρητικοί υπολογισμοί
Εφόσον στο κύκλωμα του σχήματος 2 υπάρχουν δυο πηγές διαφορετικής
συχνότητας (f=0Hz για την DC πηγή και f=500Hz για την AC πηγή), θα πρέπει η
ανάλυση να γίνει με εφαρμογή της αρχής επαλληλίας των πηγών.
Επίδραση DC πηγής:
Για να υπολογίσουμε την επίδραση μόνο της DC πηγής, αφαιρούμε την AC πηγή
τάσης. Στην θέση της πλεον τοποθετούμε ενα βραχυκύκλωμα. Ως προς την DC πηγή,
ο πυκνωτής συμπεριφέρεται ως ανοικτό κύκλωμα. Τότε, το κύκλωμα του σχήματος
2 παίρνει τη μορφή του σχήματος 3. Από το σχήμα αυτό προκύπτει:
+
Vsdc 5V VLdc R=104Ω
−
Β −
Δ
Vsdc
ILdc = =___________A
Rs +R
(10)
VLdc =RILdc =___________V
(11)
Επίδραση AC πηγής:
Για να υπολογίσουμε την επίδραση μόνο της AC πηγής, νεκρώνουμε (δηλ.
βραχυκυκλώνουμε) την DC πηγή τάσης. Ως προς την AC πηγή, ο πυκνωτής
συμπεριφέρεται ως στοιχείο που έχει φανταστική αντίσταση
1
ZC =-j =-j3183Ω
ωC (12)
Τότε, το κύκλωμα του σχήματος 2 παίρνει τη μορφή του σχήματος 4. Από το σχήμα
αυτό προκύπτει:
Α Rs=104Ω ΙLac Γ
+
+
VLac R=104Ω
−
Β −
Δ
Vsac
ILac = =___________________ o [A]
R ZC
Rs +
R+ZC
(13)
VLac =Vsac -RsILac =___________________ o[V]
(14)
PL2 +Q L2
συνδL = =___________
SL
(26)
(29)
I1
+
I2 +
K V2
V1
− −
V1
Z11 =
I1 I2 =0
(6)
V2
Z21 =
I1 I2 =0
(7)
V1
Α=
V2 I2 =0
(8)
I1
C=
V2 I =0
2
(9)
Από τις (7) και (9) είναι προφανές ότι:
1
C=
Z21
(10)
Ri I1
+
I2=0 +
+ K V2
Vs − V1
− −
1η μέτρηση:
Στην οθόνη του παλμογράφου και σε λειτουργία dual channel εμφανίζουμε τις
κυματομορφές των VS και V1. Με τον τρόπο αυτό μετράμε το πλάτος της V1 και τη
διαφορά φάσης της V1 ως προς τη VS. Δεδομένου ότι το όρισμα της VS θεωρήθηκε
V1
Z12 =
I2 I1 =0
(23)
V2
Z22 =
I2 I1 =0
(24)
Λύνοντας την (20) ως προς Β παίρνουμε:
AV2 -V1
B=
I2
(25)
I1 =0
Επειδή , η (21) δίνει:
V2
D=C
I2 I1 =0
(26)
Από τις (24) και (26) είναι προφανές ότι:
D=C Z22
(27)
K +
−
− −
3η μέτρηση:
Στην οθόνη του παλμογράφου και σε λειτουργία dual channel εμφανίζουμε τις
VS V2 V2
κυματομορφές των και . Με τον τρόπο αυτό μετράμε το πλάτος της και τη
V2 VS VS
διαφορά φάσης της ως προς τη . Δεδομένου ότι το όρισμα της
θεωρήθηκε
φ V
ίσο με μηδέν (σχέση (22)), η άνω διαφορά φάσης αποτελεί το όρισμα 2 της 2 .
Συνεπώς:
V2= V2 φ2
(28)
Λόγω των (22) και (28) έχουμε:
VS -V2 VS - V2 φ2
I2 = =
Ro Ro
(29)
4η μέτρηση:
Στην οθόνη του παλμογράφου και σε λειτουργία dual channel εμφανίζουμε τις
VS V1 V1
κυματομορφές των και . Με τον τρόπο αυτό μετράμε το πλάτος της και τη
V1 VS VS
διαφορά φάσης της ως προς τη . Και πάλι, επειδή το όρισμα της
θεωρήθηκε
φ V
ίσο με μηδέν (σχέση (22)), η άνω διαφορά φάσης αποτελεί το όρισμα 1 της 1 .
Συνεπώς:
V1= V1 φ1
(30)
Πειραματικοί υπολογισμοί:
Αντικαθιστώντας τις (29) και (30) στην (23), παίρνουμε:
V1 φ1
Z12 =Ro
VS - V2 φ2
(31)
Αντικαθιστώντας τις (28) και (29) στην (24), παίρνουμε:
R1 R2 C2
Τ1 Τ2 Τ3
1 0
T1 = 1
1
R1
(35)
1
1
T2 = jωC1
0 1
(36)
1 0
T3 = 1
jωC2 1
R2
(37)
Το μητρώο Τ παραμέτρων του συνολικού κυκλώματος ισούται με το γινόμενο των
επιμέρους μητρώων με τη σειρά που συνδέονται τα αντίστοιχα στοιχειώδη
τετράπολα (από αριστερά προς τα δεξιά):
1 0 1 1 0
T=T1T2 T3 = 1 1
jωC1 1 =
1 +jωC2 1
R1 0 1 R2
1 1 1
1+ +jωC2
jωC1 R2 jωC1
=
1 + 1+ 1 1 +jωC2 1+ 1
R1 jωR1C1 R2 jωR1C1
(38)
Συνεπώς, οι θεωρητικές τιμές των Τ παραμέτρων προκύπτουν από τις σχέσεις:
1 1
A=1+ +jωC2
jωC1 R2 (39)
1
B=
jωC1
(40)
V1 V2
Θεωρητικός υπολογισμός τάσεων και του 2ου σταδίου μετρήσεων
Με δεδομένες τις τιμές των Ζ παραμέτρων, μπορούμε να υπολογίσουμε θεωρητικά
V1 V2
τις τάσεις και του 2ου σταδίου μετρήσεων ως εξής:
I1 =0
Στο σχήμα 3 (που υλοποιεί το 2 ο στάδιο μετρήσεων) ισχύει . Συνεπώς, οι
σχέσεις (18) και (19) δίνουν αντίστοιχα:
V1=Z12 I2
(56)
V2=Z22 I2
(57)
Από τις (56) και (57) προκύπτει:
V1 Z12
=
V2 Z 22
(58)
Επιπλέον, στο σχήμα 3 ισχύει:
Z 22
V2= VS
Z 22 +Ro
(60)
Τέλος από τις (58) και (60) συνάγουμε:
Z12
V1= VS
Z22 +Ro
(61)
RL = Z th = R2th +X2th
(62)
I1
α
+ I2
+
+ V1 K
Vi − V2
RL
−
−
β
Σχήμα 6: Μεταφορά ισχύος από γεννήτρια σε ωμικό φορτίο μέσω τετραπόλου.
I1
α
+ I2=0
+
+ V1 K
Vi − V2=Vt
h
−
−
β
Σχήμα 7: Υπολογισμός τάσης Thevenin.
I1
α
+ I2
+
+ V1 K
Vi − V2=0
IΝ
−
−
β
Σχήμα 8: Υπολογισμός ρεύματος Norton.
I1 I2
α
+ Iο
+
K
V1=0 V2 Vο +−
− −
β
Πειραματική διαδικασία
(1) Υλοποίηση τετραπόλου:
Υλοποιούμε τετράπολο που έχει τη δομή του σχήματος 4 και στοιχεία:
R1=4.7KΩ, R2=10KΩ, C1=0.01μF, C2=0.047μF. Ζητούνται οι τιμές των Τ και Ζ
παραμέτρων του τετραπόλου σε συχνότητα f=5KHz.
(2) Θεωρητικός υπολογισμός Τ και Ζ παραμέτρων:
Με βάση τις παραπάνω τιμές, από τις σχέσεις (38) και (45) υπολογίζουμε τις
θεωρητικές (αναμενόμενες) τιμές των παραμέτρων του Τ-μητρώου και Ζ-
μητρώου, αντιστοίχως:
A=________________ B=________________
T=
C=________________ D=________________ (73)
Z =_______________ Z12 =_______________
Ζ= 11
Z21 =_______________ Z22 =_______________
(74)
(3) 1ο στάδιο μετρήσεων:
3.1 Συνδέουμε το τετράπολο με πηγή VS και αντίσταση Ri=4.7KΩ όπως στο
σχήμα 2. Η VS έχει πλάτος 10 Volt peak-to-peak και συχνότητα f=5KHz.
3.2 Μετράμε στον παλμογράφο σε λειτουργία dual channel τα παρακάτω
μεγέθη: |V1|, φ1, |V2| και φ2. Η VS θεωρείται ως τάση αναφοράς για τον
υπολογισμό των χρονικών μετατοπίσεων, τ1 και τ2 αντιστοίχως, των τάσεων
V1 και V2, άρα και των ορισμάτων τους φ 1 και φ2. Η μετατροπή των χρονικών
μετατοπίσεων σε ορίσματα γίνεται σύμφωνα με τις σχέσεις:
f=5KHz
φ1 =±2π f τ1 (rad)=±360 f τ1(°) = ±1.8×106 τ1 (°)
(75)
3.3 Από τις σχέσεις (14) ως (17) υπολογίζουμε τις παραμέτρους Ζ11, Ζ21, Α και C.
Θεωρητική τιμή (από τις
Πειραματική τιμή
σχέσεις (73) και (74))
Ζ11 =
Ζ21 =
A=
C=
4.3 Από τις σχέσεις (31) ως (34) υπολογίζουμε τις παραμέτρους Ζ12, Ζ22, Β και D.
Θεωρητική τιμή (από τις
Πειραματική τιμή
σχέσεις (73) και (74))
Ζ12 =
Ζ22 =
B=
D=
6.5 Βρίσκουμε στον πίνακα αυτόν τη μέγιστη τιμή ισχύος και την αντίστοιχη τιμή
φορτίου για την οποία μεγιστοποιείται η ενεργός ισχύς.
6.6 Συγκρίνουμε τις πειραματικές αυτές τιμές με τις αντίστοιχες θεωρητικές που
βρέθηκαν πιο πάνω (σχέσεις (79) και (80)). Υπάρχει απόκλιση των
πειραματικών τιμών από τις θεωρητικές; Αν ναι, να δοθεί εξήγηση.